Professional Documents
Culture Documents
Practice Test 2
forgo v απέχω
law of demand n οικον. νόμος της ζήτησης
law of supply n οικον. νόμος της προσφοράς
page 29 demonstrate v εκφράζω, καταδεικνύω, επεξηγώ
scrape through: “ôç âãÜæù êáèáñÞ” revenue n åéóüäçìá, Ýóïäï
unlike adv σε αντίθεση με…
special edition n ειδική έκδοση, όρος του marketing, που χαρα-
Vocabulary In Action - page 30 κτηρίζει την παραγωγή ενός προϊόντος π.χ. σε περιορισμένα αντί-
τυπα, ως κίνητρο για την προώθηση των πωλήσεων
downright adv åíôåëþò (συνήθως για κακές ιδιότητες) imagine v φαντάζομαι, εικάζω, υποθέτω
outright adv ÷ùñßò ðåñéóôñïöÝò, áðåñéöñÜóôùò, κν. ντόμπρα release v θέτω σε κυκλοφορία, διαθέτω στο κοινό
reservation n επιφύλαξη accommodate v προσαρμόζω
refusal n άρνηση limited adj περιορισμένος
bald adj öáëáêñüò insist upon phr.v διακηρύσσω με επιμονή
bold adj ôïëìçñüò, èáññáëÝïò do without phr.v (τα) καταφέρνω χωρίς.. , περνώ χωρίς.., τη
be averse to phr είμαι αντίθετος, είμαι (δηλωμένος) πολέμιος “βγάζω” χωρίς...
adverse adj δυσμενής sentence n γραμ. περίοδος, πρόταση
mob n (ìáéíüìåíïò) ü÷ëïò express v εκφράζω
mop n 1.ìÜêôñï Þ óöïõããáñüðáíï ìå êïíôÜñé, ðáôóáâïýñá, influence v επηρεάζω
v 2. óöïõããáñßæù, öáóéíÜñù suspicious adj καχύποπτος
attached to adj συνδεδεμένος, προσκολημμένος ignorant adj ανήξερος, ανύποπτος, ανίδεος
curb v τιθασεύω, καταστέλλω
congenial adj (για πρόσωπα) åõ÷Üñéóôïò, ïéêåßïò
congenital adj (για ασθένειες) åê ãåíåôÞò, συγγενής TEXT 2 - page 44
entail v 1. óõíåðÜãïìáé 2. συνεπιφέρω
curtail v ðåñéêüðôù, ðåñéóôÝëëù, ðåñéïñßæù ethnic studies n σπουδές για τα έθνη ή τις εθνότητες
inevitable adj αναπόφευκτος, μοιραίος, μτφ. απαραίτητος self-determination n (για κράτη, έθνη) αυτοδιάθεση
public expenditure n οικον. δημόσιες δαπάνες, κρατικά έξοδα education assistance n εκπαιδευτική συνδρομή
capitulate v óõíèçêïëïãþ, ðáñáäßäïìáé (õðü üñïõò) act n νομοθετική πράξη
recapitulate v áíáêåöáëáéþíù, “óõíïøßæù”, “áíáóêïðþ” culmination n áðïêïñýöùóç, “Ýêâáóç”
come to terms with sb id προσέρχομαι σε συμβιβασμό ή συμφω- civil rights movement n κίνημα για τα πολιτικά δικαίωματα
νία, συνθηκολογώ ή συμβιβάζομαι με.. activism n φιλοσ. áêôéâéóìüò, åíåñãçôéóìüò
fight to the bitter end id αγωνίζομαι, μάχομαι μέχρις εσχάτων aspect n άποψη, πλευρά, “διάσταση”
resign v παραιτούμαι tribal government n φυλετική κυβέρνηση
subside v 1.υφίσταμαι καθίζηση, “βουλιάζω”, υποχωρώ” 2. κατα- criminal law n ποινική νομοθεσία
λαγιάζω, κοπάζω establish v θεσμοθετώ, καθιερώνω, επιβάλλω
subsidize v åðéäïôþ, åðé÷ïñçãþ requirement n όρος, προϋπόθεση
prodigal adj óðÜôáëïò, άσωτος membership n συμμετοχή (με την ιδιότητα μέλους)
prodigious adj ôåñÜóôéïò, êïëïóóéáßïò (óå ìÝãåèïò, ðïóüôçôá) license v ÷ïñçãþ (åðßóçìç Þ íüìéìç) Üäåéá
extravagant adj (για πρόσωπα) σπάταλος regulate v εντάσσω ή υπάγω σε κανόνες, κανονίζω, “ρυθμίζω”
heir n κληρονόμος zone v προβαίνω σε χωροταξική κατανομή
profusely adv απλόχερα, αφειδώς, ανεξέλεγκτα exclude v εμποδίζω τη συμμετοχή, αποκλείω
snag n äõóêïëßá, (ìéêñï) áíáðïäéÜ, åìðüäéï applicable adj åöáñìüóéìïò, åöáñìïóôÝïò
snug adj èáëðåñüò, “æåóôüò” engage v δεσμεύομαι (με συμβόλαιο, συμφωνία κλπ), αναλαμ-
obstacle n εμπόδιο βάνω υποχρέωση
cheat v αντιγράφω σε εξετάσεις foreign relations n διακρατικές σχέσεις, εξωτερικές υποθέσεις
disqualification n αποκλεισμός, απόρριψη, “μηδενισμός” defiance n εναντίωση, ανυπακοή
disgusting adj αηδιαστικός, σιχαμερός provincial entity n φορέας τοπικής αυτοδιοίκησης
ban n απαγόρευση chapter n συμβούλιο των πρεσβυτέρων, τοπική οργάνωση μιας
(bald) spot phr γυμνή από τρίχες (φαλακρή) επιφάνεια στο ανθρώ- κοινότητας ή φυλής
πινο κρανίο, οφειλόμενη κυρίως σε αυτοάνοσα νοσήματα, όπως η county n (ΗΠΑ) επαρχία ή νομός πολιτείας
αλωπεκία executive adj νομοτελεστικός, εκτελεστικός
capacity n ικανότητα, ιδιότητα legislative adj νομοθετικός
beforehand adv από πριν, νωρίτερα judicial adj δικαστικός
delegate n εκπρόσωπος, αντιπρόσωπος
page 36 elected adj εκλεγμένος
segregate: δéá÷ùñßæù, áðï÷ùñßæù respective adj αντίστοιχος
in session phr σε συνεδρίαση, σε “περίοδο εργασιών”
pertain v ó÷åôßæïìáé ìå.., αφορώ σε…
TEXT 1 - page 42 Secretary of the Interior n Υπουργός Εσωτερικών
certify v επικυρώνω, “θεωρώ”
underlie v áðïôåëþ ôï èåìÝëéï, õðïêñýðôïìáé head v ηγούμαι, τίθεμαι επικεφαλής
resource n (φυσικός) πόρος, πρόσοδος, πλουτοπαραγωγική πηγή give in phr.v ενδίδω, υποκύπτω, υποτάσσομαι
fundamental adj âáóéêüò, èåìåëéþäçò grant v εκχωρώ (δικαίωμα κλπ.)
allocate v καταμεñßæù, κατανέμω, “μοιράζω” in return phr σε ανταπόδοση
state v (προ)καθορίζω, προδιαγράφω grazing n βοσκή
factor n παράγοντας, συντελεστής administer v ασκώ διοίκηση, διαχειρίζομαι
purchase v αãïñÜæù, ðñïâáßíù óå áãïñÜ lease n åêìßóèùóç, μισθωτήριο συμβόλαιο
opportunity cost n οικον. κόστος ευκαιρίας, το κόστος που προκύ- customary adj óõíÞèçò, καθιερωμένος, εθιμικός
πτει από τη θυσία ενός αγαθού, για την παραγωγή κάποιου άλλου religious organization n θρησκευτική οργάνωση
as a result phr ως αποτέλεσμα, κατά συνέπεια endeavor n εμπορική ή επιχειρηματική δραστηριότητα
MSU - CELP - LEVEL C2 5 GLOSSARY
herding n βοσκή
weaving n υφαντουργία
TEXT 4 - page 48
coal/ uranium mining n εξόρυξη (λιθ)άνθρακα/ ουρανίου political science n πολιτική επιστήμη
lucrative adj επικερδής, προσοδοφόρος impose v επιβάλλω
unemployment level n δείκτης ανεργίας reflect v áíôéêáôïðôñßæù-ïìáé, (áíô)áíáêëþ
beneficial adj ωφέλιμος, χρήσιμος
fluctuate v αυξομειώνομαι, κυμαίνομαι duties n οικον. τελωνειακοί δασμοί
gambling n χαρτοπαιξία, κν. τζόγος
take away phr.v αφαιρώ, αποστερώ make up (a cost) phr.v αναπληρώνω (το κόστος)
exploit v εκμεταλλεύομαι, αξιοποιώ, επωφελούμαι adjust v äéåõèåôþ, äéáêáíïíßæù
ceremony n 1. τελετή, ιεροτελεστία, 2. εθιμοτυπία spread v εξαπλώνω, -ομαι, διαδίδω, -ομαι
puff v åéóðíÝù, “ñïõöþ”, μτφ. καπνίζω
booze v ìåèïêïðþ, κν. ìðåêñïõëéÜæù
TEXT 3 - p. 46 punt v παίζω τζόγο
health-care coverage n υγειονομική κάλυψη, ιατροφαρμακευτική
renegotiation n επαναδιαπραγμάτευση περίθαλψη
consider v εξετάζω προσεκτικά, μελετώ broad adj ευρύς, εκτεταμένος
plight n κακή κατάσταση, äïêéìáóßá, κν. χάλι obese adj ðá÷ýóáñêïò, õðåñâïëéêÜ ðá÷ýò
economic integration n οικον. οικονομική ενσωμάτωση και ολο- prone to adj åðéññåðÞò σε
κλήρωση bone disorder n ασθένεια του (μυο)σκελετικού συστήματος
subsidy n οικον. åðéäüôçóç, åðé÷ïñÞãçóç insurance premium n οικον. (δόση καταβαλλόμενη για) ασφάλιστρο
financing n οικον. ÷ñçìáôïäüôçóç, åðéäüôçóç Þ åðé÷ïñÞãçóç obesity n ðá÷õóáñêßá, õðåñâïëéêü ðÜ÷ïò
oligopoly n οικον. ïëéãïðþëéï burden n Ü÷èïò, öüñôïò, âÜñïò
distort v äéáóôñÝöù, äéáóôñåâëþíù relatively adv σχετικώς, κατ’ αναλογία
made-to-order phr “κομμένος και ραμμένος στα μέτρα…”, κατά think-tank n επιστημονικό επιτελείο, äõíáìéêü åìðåéñïãíùìüíùí
παραγγελία sizeable adj ευμεγέθης, σημαντικού βαθμού, εκτεταμένος
corporation n ανώνυμη ή μετοχική εταιρεία gradual adj âáèìéáßïò, ðñïïäåõôéêüò, êëéìáêùôüò, óôáäéáêüò
rig against phr.v μτφ. áéó÷ñïêåñäþ σε βάρος του…, êåñäïóêïðþ body-mass index n δείκτης σωματικής μάζας
áèÝìéôá turn out phr.v αποδεικνύομαι, φαίνομαι (από την εμπειρία ή
afloat adj ÷ùñßò (ïéêïíïìéêÝò) äõó÷Ýñåéåò, ÷ñÝç την πράξη)
disproportionately adv äõóáíÜëïãα in the short/long term phr βραχυπρόθεσμα/ μακροπρόθεσμα
bushel n äï÷åßï ðåñéåêôéêüôçôáò åíüò ìðïýóåë (ðåñßðïõ 36,4 ëßôñα) eliminate v áðáëåßöù, åîáëåßöù
dumping n οικον. υποτιμολόγηση tackle v áíôéìåôùðßæù èáññáëÝá Þ áðïôåëåóìáôéêÜ
prohibit v απαγορεύω, θέτω υπό απαγόρευση flaw n øåãÜäé, (êñõöü) åëÜôôùìá
margin n ðåñéèþñéï impair v êáôáóêÜðôù, “öèåßñù”, ðñïêáëþ ôçí åîáóèÝíçóç Þ
surplus n οικον. ðëåüíáóìá, ðåñßóóåiá ôç öèïñÜ
erode v μτφ. καταφθείρω, φαλκιδεύω calorie intake n πρόσληψη θερμίδων
grains n σιτηρά ultimate adj μτφ. θεμελιώδης, “απόλυτος”
credit n οικον. οικονομική διευκόλυνση, πίστωση deem v êñßíù, åêôéìþ
economy of scale n οικον. οικονομία κλίμακας sin n μτφ. σοβαρό σφάλμα ή ατόπημα
fertilizer n λίπασμα resilient adj åõðñïóÜñìïóôïò
chemical weed control n χημικό ζιζανιοκτόνο addict n πρόσωπο που έχει εθισμό ή εξάρτηση
pest control n φυτοπαρασιτοκτόνο appetizing adj μτφ. åëêõóôéêüò, èåëêôéêüò
adversity n áíôéîïüôçôá, áíáðïäéÜ rational adj έλλογος, εύλογος, λογικός
predict v προβλέπω reform n μεταρρύθμιση
sector n ôïìÝáò justify v αποτελώ (επαρκή) δικαιολογία, δικαιολογώ, “νομιμοποιώ”
figures n στοιχεία, μεγέθη, οι “αριθμοί” potential adj ενδεχόμενος, πιθανός
persevere v äåß÷íù åììïíÞ, åììÝíù label v μτφ. χαρακτηρίζω, “κολλώ ετικέτα”, “βαφτίζω”
against the odds id παρά τις σημαντικές δυσκολίες pointless adj άστοχος, “ξεκάρφωτος”
viability n âéùóéìüôçôá
subsidize v åðéäïôþ, åðé÷ïñçãþ
sustain v äéáôçñþ, “óõíôçñþ”
labor n εργατικά
nonviable adj μη ικανός να επιβιώσει ή να αναπτυχθεί επιτυχώς
ecological conservation n οικολογική προστασία
campesino identity n η “ταυτότητα” του αγρότη και καλλιεργητή
στη Λατινική Αμερική
exile n åîïñßá
subsistence tenacity n οικον. εμμονή στην αυτοκατανάλωση
account for phr.v εξηγώ (την αιτία), αιτιολογώ
dislocation n μτφ. αποδιοργάνωση, απορρύθμιση, “παράλυση”
inherent adj Ýìöõôïò, εγγενής
demise n θάνατος, μτφ. κατάλυση, αφανισμός
hardship n κακουχία, δοκιμασία
highlighted adj που προβάλλεται, που αναδεικνύεται (εδώ με
έντονα γράμματα)
committed adj (ολόψυχα) αφοσιωμένος, προσηλωμένος,
κν. “ταγμένος”
defeated adj που έχουν ανατραπεί τα σχέδια του, “ματαιωμένος”
MSU - CELP - LEVEL C2 6 GLOSSARY
Practice test 4
feisty adj íåõñþäçò, δυναμιêüò
groom v (ãéá ðéèÞêïõò:) øåéñßæù
pirouette v ÷ïñåýù óôñïâéëéóôÜ, êÜíù ðéñïõÝôåò
proffered adj ðñïóöερόμενος
Vocabulary In Action - page 74 tempted with adj δελεασμένος με
treat n κέρασμα
indigent adj Üðïñïò, ðÝíçò, öôù÷üò extend v προτείνω, τείνω
indigenous (to) adj 1. γηγενής, αυτόχθων, κν. ντόπιος, frail adj áóèåíéêüò, αδύναμος
2. åã÷þñéïς, ενδημικός intervention n μεσολάβηση, παρέμβαση
dignified adj αξιοπρεπής primate n ðñùôåýïí èçëáóôéêü
native n αυτόχθονας, γηγενής poised to adj αυτοκυριαρχούμενος, “έτοιμος” και στην κατάλληλη
inflict v 1. åðéâÜëëù, κατάσταση για να κάνει κάτι
2. προκαλώ, προξενώ (κάτι ανεπιθύμητο ή δυσάρεστο) minerals n μέταλλα
afflict v 1. ðëÞôôù, 2. ôáëáéðùñþ, âáóáíßæù, 3. λυπώ, θλίβω nutrient n θρεπτική ουσία
death penalty n θανατική ποινή aside from phr åêôüò Þ îÝ÷ùñá áðü..
kidney disease n παθολ. ασθένεια των νεφρών, νεφροπάθεια genetic manipulation n γενετική μηχανική
weary adj êïõñáóìÝíïò, áðïêáìùìÝíïò consistently adv ìå óõíÝðåéá
wary adj äýóðéóôïò, åðéöõëáêôéêüò, õðïøéáóìÝíïò drastic adj óïâáñüôáôïò, Ýíôïíïò
impel v ùèþ, ðáñáêéíþ bear fruit phr αποφέρω/ αποδίδω καρπούς
compel v åîáíáãêÜæù, õðï÷ñåþíù, εξωθώ stream n áñéèìüò Þ ðëÞèïò êéíïõìÝíùí ðñïóþðùí Þ ðñáãìÜôùí,
redundant adj (για εργαζόμενους:) υπεράριθμος “ñïÞ”, “ñåýìá”
implicate v åìðëÝêù, åíï÷ïðïéþ Þ áðïäßäù óõíåíï÷Þ rate of aging n (σχετικός) ρυθμός γήρανσης
complicate v äçìéïõñãþ ðåñéðëïêÝò, ðåñéðëÝêù plastic adj μτφ. εύπλαστος, “πλαστικός”
clarify v αποσαφηνίζω, διευκρινίζω manipulate v åëÝã÷ù Þ (ìåôá)÷åéñßæïìáé åðéäÝîéá
irretrievable adj áíåðáíüñèùôïò molecular adj φυσ. μοριακός
irreversible adj μη αναστρέψιμος, áìåôÜêëçôïò, ôåëåóßäéêïò pathway n φυσιολογία συνήθης λειτουργία ενός μέλους του αν-
retrieve v ανακτώ, επανακτώ, επανορθώνω, αποκαθιστώ θρώπινου σώματος ή συστήματος
remedy v γιατρεύω, θεραπεύω diabetes n παθολ. (æá÷áñï)äéáâÞôçò
revoke v αίρω, ακυρώνω, καταργώ cancer n παθολ. êáñêßíïò
aspire v åðïöèáëìéþ, επιθυμώ διακαώς onset n εêäÞëùóç, “îÝóðáóìá”
inspire v åìðíÝù cast doubt on phr ρίχνω σκιά αμφιβολίας σε...
eminent adj åðéöáíÞò, åîÝ÷ùí, äéáðñåðÞò long-held adj μακροχρόνιος
imminent adj (για κάτι ανεπιθύμητο) åðéêåßìåíïò, åðáðåéëïýìåíïò retard v καθυστερώ, επιβραδύνω
distinguished adj διακεκριμένος, διαπρεπής lay the foundation for phr âÜæù τα θεμέλια, δημιουργώ, εμπεδώνω
sculptor n γλύπτης longevity n ìáêñïâéüôçôá
thrive v åõçìåñþ, åõäïêéìþ, ðñïêüâù dividend n μέρισμα, υπεραξία
strive v ðáó÷ßæù, ðñïóðáèþ (για μεγάλο χρονικό διάστημα) malnourished adj υποσιτιζόμενος
prosper v ευπραγώ, ευημερώ, κν. προκόβω tame v (για ζώα:) εξημερωμένος, “οικόσιτος”
judgement n κρίση worm n ζωολ. σκουλήκι
tumble v ðñïêáëþ Þ õößóôáìáé âßáéç ðôþóç Þ áíáôñïðÞ, êáôñáêõëþ fruit fly n ζωολ. μικρή μύγα της οικογένειας Drosophilidae ή
stumble v ðñïóêüðôù, óêïíôÜöôù, óêïõíôïõöëþ Tephritidae, των οποίων οι νύμφες τρέφονται με φρούτα και καρ-
disorderly adv άτακτα, ακατάστατα πούς των αγρών
trip over phr.v σκοντάφτω, σκουντουφλώ, παραπατώ
determined adj αποφασισμένος, ανένδοτος, ανυποχώρητος
retirement n αποχώρηση από ενεργό (επαγγελματική) δραστηριό- TEXT 2 - PAGE 88
τητα, συνταξιοδότηση
script n χειρόγραφο κείμενο, δείγμα γραφής doomsayer n καταστροφολόγος
air-raid n αεροπορική επιδρομή degeneration n βιολ. åêöõëéóìüò, εκφύλιση
famine n λιμός cartilage n ανατ. ÷üíäñïò
conscience n συνείδηση kneecap n ανατ. ïóôïýí ôçò åðéãïíáôßäïò, åðéãïíáôßäá
confess v ομολογώ (ενοχή κτλ.) παραδέχομαι shock-absorbing adj που λειτουργεί ως αποσβεστήρας κραδα-
σμών (αμορτισέρ)
Page 80 afflicted with adj ταλαιπωρούμενος, που βασανίζεται από…
smallpox: åõëïãéÜ early-onset adj (ηλικιακά) πρώιμος, νεανικός
cowpox: äáìáëßò arthritis n παθολ. αρθρίτιδα, φλεγμονή των αρθρώσεων
supposition n õðüèåóç, åéêáóßá
formerly adv Üëëïôå, ðáëáéüôåñá
TEXT 1 - Page 86 crippling arthritis n παθολ. παραμορφωτική αρθρίτιδα
weight lifter n αρσιβαρίστας
breakthrough n σημαντική εξέλιξη ή ανακάλυψη entrenched adj êáôï÷õñùìÝíος, παγιωμένος
laboratory n (åðéóôçìïíéêü êôë.) åñãáóôÞñéï to the contrary phr περί του αντιθέτου
learn sth the hard way phr διδάσκομαι από (δυσάρεστες) εμπειρίες creaky adj 1. ðïõ ôñßæåé, 2. ετοιμόρροπος, ξεχαρβαλωμένος
caprice n êáðñßôóéï, éäéïôñïðßá arthritic adj παθολ. áñèñéôéêüò, ρευματικός
rhesus monkey n ζωολ. πίθηκος της οικογένειας ìáêÜêïò ï ñÞóïò age-matched adj που ταιριάζει ηλικιακά
lifespan n μέγιστη (σταθμητή) διάρκεια ζωής, προσδόκιμο versus prep. óå αíôéðáñÜèåóç, σε αντιδιαστολή, έναντι
lug v έλκω, τραβώ ή σέρνω με μεγάλη προσπάθεια repetitive adj επαναλαμβανόμενος
paunch n ðñïêïßëé, κν. μπάκα pounding n σφυροκόπημα, “κοπάνισμα”, μτφ. επιβάρυνση
wrinkle n ñõôßäá evidence n απόδειξη, τεκμήριο, στοιχείο
gleefully adv ìï÷èçñά, χαιρέκακα shield v ðñïóôáôåýù, ðñïáóðßæù, θωρακίζω
hoot v φωνάζω δυνατά, ουρλιάζω motion n êßíçóç
slightly adv ελαφρώς, λίγο, “κάπως” groove n μτφ. ρουτίνα
MSU - CELP - LEVEL C2 9 GLOSSARY
joint n ανατ. Üñèñùóç
surgery n χειρουργική (επιστήμη)
TEXT 4 - PAGE 92
exquisite adj åîáßóéïò, èåóðÝóéïò rundown adj σε κακή (φυσική) κατάσταση, εξαντλημένος, “ερείπιο”
disturb v διαταράσσω, παρασαλεύω put spring back in my step id επαναφέρω τη ζωηράδα στο βήμα μου
loading mechanism n μηχανισμός επιβάρυνσης elusive adj äõóäéÜêñéôïò, “αινιγματικός”, που αποτελεί γρίφο
accustomed to adj åèéóìÝíïò, óõíçèéóìÝíïò (óå..) to begin with phr πρωτίστως, πρώτα-πρώτα, κατ’ αρχήν
alignment n åõèõãñÜììéóç stretch v ôåíôþíù-ïìáé, υποχρεώνω σε καταβολή προσπάθειας,
wear away v φθείρω, -ομαι κν. “ζορίζω”
deterrent n áðïôñåðôéêü μέτρο pulse n φυσιολ. σφυγμός
subsequent adj åðáêüëïõèïò, ìåôáãåíÝóôåñïò blood pressure n αρτηριακή πίεση
targeted strength training n στοχευμένη γυμναστική ενδυνάμωσης tissue n φυσιολ. ιστός
hip stabilizer n ανατ. ισχιακός τένοντας throughout prep/ adv áð’ Üêñïõ åéò Üêñïí
quads n ανατ. τετρακέφαλοι mild adj Þðéïò, ðñÜïò
hamstring n ανατ. éãíõáêüò ôÝíïíôáò workout n óùìáôéêÞ Üóêçóç, ðñïðüíçóç
take over phr.v αναλαμβάνω (έλεγχο, διοίκηση, λειτουργία κλπ) pioneer n ðñùôïðüñïò
ring true phr ακούγομαι αληθινός, ειλικρινής ή πιθανός rowing machine n êùðçëáτικό μηχάνημα εκγύμνασης
legendary adj θρυλικός hearty adj åãêÜñäéïò, “èåñìüò”
sarcasm n σαρκασμός, ειρωνική ή σαρκαστική φράση blood sugar levels n επίπεδα σακχάρου στο αίμα
tissue disintegration n φυσιολογία αποικοδόμηση των ιστών (του attend v παρακολουθώ
ανθρώπινου σώματος) tedious adj êïõñáóôéêüò, ó÷ïéíïôåíÞò, áíéáñüò
infection-fighting adj που μάχεται εναντίον της μόλυνσης
antibodies n αντισώματα
TEXT 3 - PAGE 90 convincing adj ðåéóôéêüò
dull v áìâëýíù
gear v ðñïóáñìüæù óôéò åéäéêÝò áðáéôÞóåéò Þ ðñüôõðá discomfort n ανησυχία, έγνοια, στενοχώρια
germfree adj καθαρός από μικρόβια murky adj ασαφής, μη διαυγής, δυσδιάκριτος
cleaner-than-clean phr “καθαρότερο από καθαρό” sort out phr.v äéá÷ùñßæù, τακτοποιώ, οργανώνω
wipe v óêïõðßæù skeptic n σκεπτικιστής, δύσπιστος
decimate v áðïäåêáôßæù, εξολοθρεύω μεγάλο αριθμό well conducted adj που έχει τύχει καλού χειρισμού, “καλοδουλε-
awash adj êáôáêëõæüìåíïò μένος”
countertop n (πάνω επιφάνεια σε) πάγκο πωλήσεων καταστήματος bias n (ðñïóùðéêÞ) ðñïêáôÜëçøç, ìåñïëçøßá, ðñïúäåáóìüò
grocery n åìðïñßá åéäþí ðáíôïðùëåßïõ for instance phr για παράδειγμα
sanitize v áðïëõìáßíù, åîõãéáßíù distinct adj åõäéÜêñéôïò, åõêñéíÞò, îåêÜèáñïò
wheeze v αναπνέω με βραχνάδα ή συριγμό, áãêïìá÷þ address v εγκύπτω, επιλαμβάνομαι, καταπιάνομαι
sneeze v φταρνίζομαι determine v ðñïóäéïñßæù, êáèïñßæù
cough v βήχω cause and effect phr νομοτέλεια, “αίτιο και αιτιατό”
apparent adj έκδηλος, εμφανής, προφανής cope v τα καταφέρνω, τα βολεύω, αντεπεξέρχομαι
relief n ανακούφιση agent n ðáñÜãùí, óõíôåëåóôÞò
scrubbing n σφουγγάρισμα boost n “ôüíùóç”, ενθάρρυνση, εμψύχωση
scouring n êáèÜñéóìá ìå ôñßøéìï regardless of adv áíåîáñôÞôùò εάν…
obsession n Ýììïíç éäÝá, éäåïëçøßá undeniably adv áíáìöéóâÞôçôα
cleanliness n êáèáñéüôçôá prescription n (éáôñéêÞ) óõíôáãÞ
shift n βαθμιαία μεταβολή ή μεταστροφή stimulating adj ερεθιστικός, “ενδιαφέρων”
put forth phr.v (για θεωρίες κτλ.) αναπτύσσω για προβληματισμό boredom n ανία, πλήξη
assert v äéáôåßíïìáé, éó÷õñßæïìáé, õðïóôçñßæù sociable adj κοινωνικός, ευκοινώνητος
infectious disease n παθολ. λοιμώδες νόσημα obligation n υποχρέωση, δέσμευση
widespread adj ευρύτατα διαδεδομένος, εκτεταμένος, γενικός, in isolation phr αποκομμένος, ξεκομμένος
καθολικός pros and cons id τα υπέρ και τα κατά
vaccination n åìâïëéáóìüò reckless adj παρακινδυνευμένος, απερίσκεπτος, αψήφιστος
prevalence n åðéêñÜôçóç, åîÜðëùóç, διάδοση
literature n (σχετική) βιβλιογραφία
double v äéðëáóéÜæù-ïìáé
estimate n υπολογισμός, “εκτίμηση”
constitute v áðïôåëþ, áðáñôßæù, óõíéóôþ
case report n ιατρ. ιστορικό ασθενούς
dirt floor n πάτωμα στο φυσικό έδαφος
asthma n παθολ. Üóèìá
industrial revolution n βιομηχανική επανάσταση
prompt v δίνω αφορμή σε…, εξωθώ, υποκινώ
immune system n ανοσοποιητικό σύστημα
expose v εκθέτω(σε κίνδυνο κλπ), αφήνω εκτεθειμένο ή χωρίς
προφύλαξη
exposure n έκθεση (σε επιδράσεις, κακουχίες, κίνδυνο κλπ)
valid adj αιτιολογημένος, βάσιμος, “Ýãêõñïò”
level off phr.v εξισορροπώ, σταματώ τις διακυμάνσεις
lore n (παλιά) παράδοση
household n νοικοκυριό
reasoning n τρόπος συλλογισμού, συλλογιστική
MSU - CELP - LEVEL C2 10 GLOSSARY
Practice Test 7 hybrid car n υβριδικό αυτοκίνητο, όχημα που συνδυάζει πετρελαι-
οκινητήρα και ηλεκτρικό κινητήρα
post-industrial adj μετα-βιομηχανικός
Practice Test 9
indigenous adj γηγενής, ντόπιος
abundant adj άφθονος
fur n γούνα, τρίχωμα
coarse adj τραχύς, άγριος
TEXT 1 - page 184 remarkable adj αξιοσημείωτος
malaria n ελονοσία
breast n μαστός, στήθος
amnesia n αμνησία cell n κύτταρο
potentially adv πιθανώς, ενδεχομένως hail v υποδέχομαι, χαιρετίζω
spellbound adj μαγεμένος breakthrough n σημαντική ανακάλυψη
portrayal n απεικόνιση boon n θείο δώρο
shatter v κομματιάζω, καταρρακώνω neglected adj παραμελημένος
protagonist n πρωταγωνιστής severity n δριμύτητα, σοβαρότητα
draw v τραβάω, ελκύω afflict v πλήττω
surreal adj σουρεαλιστικός vastly adv ευρέως
disjointed adj ασυνάρτητος stand to benefit phr θα ωφεληθούν
partial adj μερικός expedient adj κατάλληλος, βολικός
tempering adj που καταπραύνει, μετριάζει preventative adj προληπτικός
brutal adj κτηνώδης reside v ζω, κατοικώ
vulnerability n αδυναμία, ευαισθησία glimpse of hope ίχνος ελπίδας
relay v λέω ξανά modest adj μικρός, περιορισμένος
chilling n ανατριχιαστικός tangible adj χειροπιαστός
counter v αντικρούω conservative adj συντηρητικός
deception n δόλος, εξαπάτηση efficacious adj αποτελεσματικός
fictional adj φανταστικός, πλασματικός
account n περιγραφή page 187
pale v εξασθενώ cautious adj επιφυλακτικός
insignificance n ασημαντότητα optimism n αισιοδοξία
eminent adj διακεκριμένος, διαπρεπής skepticism n σκεπτικισμός, με αμφιβολία
heartbreaking adj πολύ θλιβερός notoriously adv πολύ, άκρως (για κάτι αρνητικό)
constant adj συνεχής, αδιάκοπος despair v χάνω τις ελπίδες μου για κάτι
unenviable adj δυσάρεστος, ανεπιθύμητος
at the mercy of phr στο έλεος
unscrupulous adj ανήθικος, αδίστακτος
TEXT 3 - page 188
erasure n διαγραφή
obesity n παχυσαρκία
tantalizing adj δελεαστικός, βασανιστικός
dire adj επείγων, επιτακτικός
exposed adj εκτεθειμένος
escalating adj που αυξάνεται
speculate v υποθέτω, κάνω εικασίες
rife adj διαδεδομένος
literally adj κυριολεκτικά
sternly adv αυστηρά
distort v διαστρεβλώνω, παραμορφώνω
simplistic adj απλοϊκός
recollection n ανάμνηση, θύμηση
pay heed δίνω προσοχή, δίνω βάση
eyewitness n αυτόπτης μάρτυρας
culprit n ένοχος, δράστης
testimony n κατάθεση
enticingly adv δελεαστικά
fundamentally adv ουσιαστικά, κατά βάση
sugar- laden adj που έχει πολλή ζάχαρη
flawed adj που έχει λάθη ή ατέλειες
draconian adj δρακόντειος, αυστηρός
prone adj επιρρεπής
dietary adj διαιτητικός
constitute v αποτελώ, συνιστώ
resolution n λύση
abhorrent adj αποκρουστικός
tempting adj δελεαστικός
manipulate v μανουβράρω
perpetual adj ασταμάτητος
undermine v υπονομεύω
prevailing adj επικρατών
TEXT 2 - page 186 onslaught n επίθεση
ultimate adj απόλυτος
innovative adj καινοτόμος perversion n παρέκκλιση, διαστροφή
unprepossessing adj συνήθης, κοινός on a budget που έχουν λίγα χρήματα
sloth n βραδύπους (ζώο) incessant adj ασταμάτητος
indolence n τεμπελιά coercion n εξαναγκασμός, καταναγκασμός
attribute n χαρακτηριστικό γνώρισμα pump v γεμίζω
rock v ταρακουνάω, τραντάζω saccharin n ζαχαρίνη
fungus n μύκητας invariably adv σταθερά
whilst conj ενώ, μολονότι inversely adv αντιστρόφως
panacea n πανάκεια, θεραπεία για όλα proportional adj αναλογικός
multitude n πληθώρα behemoth n μεγαθήριο, κολοσσός
malady n ασθένεια, πάθηση well-heeled adj πλούσιος
hitherto adv μέχρι τώρα at your disposal phr στη διάθεση σου
elusive adj δύσκολος, ασύλληπτος make ends meet phr τα βγάζω πέρα
on the cards πιθανόν discerning adj καλός στο να κρίνει, παρατηρητικός
coating n επίστρωση nutritional adj θρεπτικός
algae n φύκια rail (against) v διαμαρτύρομαι ενάντια σε κάτι
instigate v ξεκινώ perpetuate v διαιωνίζω
MSU - CELP - LEVEL C2 17 GLOSSARY
comply v συμμορφώνομαι, πειθαρχώ harbor v κρύβω
turnover n τζίρος startling adj αιφνίδιος, εκπληκτικός
impact n αντίκτυπο streak n γραμμή, λωρίδα
deplete v ελαττώνω spectroscopic adj φασματοσκοπικός
detrimental adj επιβλαβής dissolve v υγροποιούμαι, λιώνω
impose v επιβάλλω whip sb into sth phr κάνω κάποιον να βιώσει μια συγκεκριμμένη
subsidy n επιδότηση κατάσταση ή συναίσθημα γρήγορα και έντονα
incentive n κίνητρο frenzy n μανία, τρέλλα, παραλήρημα
saline adj αλατούχος
page 189 put paid to phr σταματάω απότομα, καταστρέφω
indisputable adj αδιαμφισβήτητος rule out phr.v. αποκλείω
adequate adj επαρκής assessment n εκτίμηση
impel v ωθώ, παρακινώ fluid n υγρό
sediment n ίζημα, κατακάθι
prebiotic adj που υπήρχε πριν την ύπαρξη ζωής
TEXT 4 - page 190 contentious adj (αντικείμενο συζήτησης) επίμαχος
precursor n πρόδρομος, προάγγελος
prerequisite n προϋπόθεση
page 201
technologically-savvy adj που γνωρίζει καλά την τεχνολογία
intervention n παρέμβαση
scratching one’s head σου είναι δύσκολο να καταλάβεις κάτι
property n ιδιότητα
empower v δίνω την δυνατότητα, εξουσιοδοτώ
seasonally adv εποχιακά
customize v εξατομικεύω, προσαρμόζω
nil n μηδέν, τίποτα
amp up v ενισχύω, δυναμώνω
harsh adj δριμύς, βαρύς
facilitate v διευκολύνω
extraterrestrial adj εξωγήινος
minutiae n μικρολεπτομέρειες
onshore adj παράλιος
idle the time away phr να ξεκουράζεσαι, χωρίς να κάνεις τίποτα
small-fry adj ασήμαντος TEXT 2 - page 202
bartender n μπάρμαν, μπαργούμαν
concoct v παρασκευάζω, φτιάχνω imposing adj επιβλητικός
latter adj (που αναφέρθηκε) δεύτερος shooting n σκοποβολή
kitted up adj εξοπλισμένος raise one’s eyebrows phr φράση που δείχνει αποδικιμασία και
posture n στάση του σώματος αντιπάθεια
trapeze n ακροβατική κούνια hunting adj κυνηγετικός
underpin v υποστηρίζω, στηρίζω attire n ένδυμα, αμφίεση
backdrop n υπόβαθρο amply adv επαρκώς
crave v λαχταρώ fictitious adj εικονικός, πλασματικός
jam-packed adj εντελώς γεμάτος, φίσκα elaborate adj περίπλοκος στον σχεδιασμό
scenic adj γραφικός mansion n έπαυλη, αρχοντικό
jaded adj κουρασμένος με κάτι, χορτάτος prying adj αδιάκριτος, που ανακατεύεται στις υποθέσεις των άλλων
encoded adj με κωδικούς
page 191 decipher v αποκωδικογραφώ, αποκρυπτογραφώ
apathetic adj απαθής, ασυγκίνητος relevant adj σχετικός
uncooperative adj μη συνεργάσιμος credentials n προσόντα
crack v σπάω
Practice Test 10
fiendishly adv με δαιμόνιο, σατανικό τρόπο
intricate adj περίπλοκος
within one’s grasp phr κατορθώσιμος
faint-hearted adj άνανδρος, δειλός
TEXT 1 - page 200 draft sb in phr.v. διαλέγω έναν ή περισσότερους ανθρώπους και
τους φέρνω κάπου για ένα σκοπό
swell v αυξάνω
bulletin n ενημερωτικό δελτίο daunting adj τρομαχτικός
purportedly adv σύμφωνα με αναφορές, φέρομαι influx n μαζική εισροή
cue v δίνω την αφορμή pre-fabricated adj προκατασκευασμένος
hoax n φάρσα hut n καλύβα, μικρό σπίτι
allay v απαλύνω, μετριάζω, κατευνάζω set up phr.v. στήνω
hold someone in thrall phr κρατάω (όλη) την προσοχή κάποιου lawn n γρασίδι
incredulity n δυσπιστία accommodate v στεγάζω
outright adj απόλυτος turn a corner phr ξεπερνώ τις δυσκολίες και αρχίζω να βελτιώνομαι
draw to a close phr ολοκληρώνομαι, τελειώνω unravel v ξεδιαλύνω, λύνω, αποκαλύπτω
dispel v διαλύω, διώχνω linchpin n άξονας, πολύ βασικό στοιχείο
reassurance n καθησύχαση, επιβεβαίωση swift adj γρήγορος, ταχύς
merely adv απλά breakthrough n σημαντική ανακάλυψη
dissipate v εξανεμίζομαι, διαλύομαι around the clock phr εικοσιτέσσερεις ώρες το εικοσιτετράωρο,
breathe a sigh of relief phr ανακουφίζομαι ασταμάτητα
on the horizon phr στον ορίζοντα shroud v σκεπάζω, καλύπτω
a twinge of regret phr ίχνος μετάνειας pretence n προσποίηση
tenuous adj αδύναμος, σαθρός obscure adj άγνωστος, που δεν τον γνωρίζουν
hostile adj εχθρικός overlap v συμπίπτω με κάτι, αλληλεπικαλύπτομαι
barren adj άγονος intercept v υποκλέπτω
MSU - CELP - LEVEL C2 18 GLOSSARY
civilian n πολίτης page 205
military adj στρατιωτικός substitute n υποκατάστατο
personnel n προσωπικό, ανθρώπινο δυναμικό
alike adv παρόμοια, με τον ίδιο τρόπο distraction n περισπασμός, απόσπαση προσοχής
giant adj γιγαντιαίος gauge v μετρώ, υπολογίζω
nigh adv σχεδόν
upshot n έκβαση, κατάληξη
sheer adj απόλυτος, πλήρη TEXT 4 - page 206
enormity n πελωριότητα
fall (US) n φθινόπωρο
page 203
deluge n πλημμύρα, κατακλυσμός
modestly adv σεμνά, συνεσταλμένα
biblical adj βιβλικός
familiarize v εξοικειώνω
proportion n αναλογία
decode v αποκωδικοποιώ
pound v χτυπάω δυνατά
overwhelmed adj γεμάτος, φορτωμένος
wreak havoc phr προκαλώ χάος, πανικό
demotivated adj χωρίς κίνητρα, αποκαρδιωμένος
devastation n καταστροφή, όλεθρος
fatality n θάνατος, θανατηφόρο ατύχημα, θνησιμότητα
point the finger κατηγορώ κάποιον δημόσια
TEXT 3 - page 204 paint the picture phr περιγράφω κάποιον ή κάτι με ένα συγκεκρι-
μένο τρόπο
immerse v βυθίζομαι, αφοσιώνομαι urbanization n αστικοποίηση
escapist n που σε κάνει να ξεφεύγεις από την πραγματικότητα asphalt n άσφαλτος
time permitting phr εάν το επιτρέψει ο χρόνος overwhelm v κυριεύω
idle away phr.v. να περνάνε τον χρόνο τους χωρίς να κάνουν τίποτα drainage n αποχέτευση
compelling adj συναρπαστικός, δυνατός urbanize v αστικοποιώ
attain v επιτυγχάνω, κατακτώ impervious adj αδιαπέραστος
unveil v αποκαλύπτω, φανερώνω paramount adj ύψιστος, πρώτιστος
thwart v εμποδίζω fast-draining adj που στραγγίζει γρήγορα
defeated adj νικημένος, ηττημένος consign v απομακρύνω
virtual adj εικονικός innovative adj καινοτόμος, πρωτότυπος
equate v εξισώνω truck (US) n φορτηγό
exile n εξορία parking lot (US) πάρκινγκ
in a nutshell phr με λίγα λόγια paving material υλικό επίστρωσης
plethora n πληθώρα, αφθονία binder n συγκολλητική ουσία, συνδετική ουσία
evade v ξεφεύγω, διαφεύγω, ξεγλιστρώ porous adj πορώδης
excluded adj που έχει αποκλειστεί layer n επικάλυψη, στρώμα, επίστρωση
defunct adj ανενεργός, πεθαμένος aggregate adj συνολικός, συγκεντρωτικός
irreversible adj μη αναστρέψιμος versatility n προσαρμοστικότητα, πολυχρηστικότητα
harsh adj σκληρός, αυστηρός shortage n έλλειψη
formulaic adj προβλέψιμος, αναμενόμενος, τυποποιημένος aquifer n υπόγειος υδροφορέας
reap v απολαμβάνω (τα οφέλη) contaminant n ρύπος
monetary adj νομισματικός entirely adv εντελώς, απόλυτα
reward n βραβείο, επιβράβευση, αμοιβή durability n αντοχή, ανθεκτικότητα
detriment n φθορά, απώλεια
potion n μαγικό φίλτρο
buff n κάποιος που γνωρίζει καλά κάτι
hinder v εμποδίζω, παρακωλύω
incentivize v δίνω το κίνητρο, ενθαρρύνω
meanness n φιλαργυρία, τσιγκουνιά, μικροπρέπεια, κακία
monetize v νομισματοποιώ
akin (to) adj παρόμοιος
gladiatorial adj μονμαχικός
combat n μάχη, αγώνας
determine v καθορίζω
informed adj εμπεριστατωμένος
pure adj καθαρός, σκέτος
whim n καπρίτσιο
opt v επιλέγω, διαλέγω
spare v χαρίζω την ζωή
fate n τύχη, μοίρα
binary n διπλός
dispatch v στέλνω
horde n ορδή, πλήθος
marauding adj αυτός που επιτείθεται
dispense with phr.v. τα καταφέρνω χωρίς διώχνω ή πετάω κάποιον
accent n έμφαση
oblivion n λήθη, λησμονιά
debut n ντεμπούτο, πρεμιέρα
ploy n τέχνασμα, κόλπο
MSU - CELP - LEVEL C2 19 GLOSSARY