You are on page 1of 19

Glossary

MSU - CELP - LEVEL C2 2 GLOSSARY

Practice Test 1 TEXT 1 - page 20


media studies n σπουδές μέσων μαζικής επικοινωνίας
behavioral adj óõìðåñéöïñéêüò, ôçò óõìðåñéöïñÜò
Vocabulary In Action - page 8 advertising n διαφήμιση
involve v θέτω ή έχω ως προϋπόθεση, εμπεριέχω, ενέχω
accomplished adj επιδέξιοò, δεξιοτεχνικός, “μαστορικός” practice n μέθοδος, τακτική
consummate adj 1. áñéóôïôå÷íéêüò, 2. έπακρος, του ακρότατου income n εισόδημα
βαθμού individual adj εξατομικευμένος, ιδιαίτερος, ξεχωριστός
retain v åîáêïëïõèþ íá Ý÷ù, äéáôçñþ, “êñáôþ” alliance n óõììá÷ßá
restrain v óõãêñáôþ, êáôáóôÝëëù, “÷áëéíáãùãþ” privacy n ðñïóùðéêÞ Þ éäéáßôåñç æùÞ
desirable adj επιθυμητός, ευκταίος liken v παρομοιάζω
rigorous adj 1. Üôåãêôïò, áõóôçñüò, 2. ενδελεχής, σχολαστικής invisible adj αθέατος, αόρατος
ακρίβειας stalker n (ενεδρεύων) êõíçãüò
vigorous adj δυναμικός, σθεναρός, ρωμαλέος concern n ανησυχία, έγνοια
defer v áíáâÜëëù, ìåôáèÝôù (÷ñïíéêÜ), ðáñáôåßíù violate v παραβιάζω, καταστρατηγώ
deter v αποθαρρύνω, πτοώ opt out v áðïóýñïìáé, áðï÷ùñþ, αποσύρω τη συμμετοχή μου
discourage v αποθαρρύνω, αποκαρδιώνω permission n Üäåéá
detain v θέτω υπό κράτηση, προφυλακίζω, προσωποκρατώ collect v συγκεντρώνω, συλλέγω
refrain v áðïöåýãù, áðïóôÝñãù decline v αρνούμαι, αποποιούμαι
officially adv επισήμως currently adv κατά την παρούσα περίοδο, τώρα
questioning n ανάκριση ensure v εξασφαλίζω, διασφαλίζω
deliberately adv προμελετημένα, σκοπίμως track v ðáñáêïëïõèþ ôçí ôñï÷éÜ Þ ôçí ðïñåßá
contagious adj (ãéá áóèÝíåéåò:) ìïëõóìáôéêüò, ëïéìþäçò, advocate n õðåñáóðéóôÞò, óõíÞãïñïò
ìåôáäïôéêüò consumer watchdog phr κρατική αρχή που ελέγχει την προστασία
contiguous adj (για περιουσία) εφαπτόμενος, όμορος, γειτονικός δικαιωμάτων ή την τήρηση της δεοντολογίας, “Συνήγορος του Κα-
disease n αρρώστια, νόσος ταναλωτή”
scarlet fever n ιατρ. σκαρλατίνα, οστρακιά targeted adj στοχευμένος
property n περιουσιακό στοιχείο, ιδιοκτησία, “ακίνητο” unfounded adj áèåìåëßùôïò, áâÜóéìïò, áóôÞñéêôïò
daunt v åìðíÝù (áíôßðáëïí) äÝïò, öïâßæù, ðôïþ majority n πλειοψηφία, πλειονότητα
taunt v ëïéäïñþ, “ðåéñÜæù”, ÷ëåõÜæù deliver (an ad) v διατυπώνω δημόσια (ένα διαφημιστικό μήνυμα)
insulting adj προσβλητικός, υβριστικός relevancy n ó÷Ýóç, óõíÜöåéá
remark n παρατήρηση, σχόλιο interactive adj διαδραστικός
weakness n ελάττωμα χαρακτήρα, αδυναμία, “κουσούρι” bureau n (δημόσια υπηρεσία:) “γραφείο”, υπηρεσία, φορέας
failure n έλλειψη, ανεπάρκεια, υστέρηση issue n επίμαχο ή προκείμενο θέμα, ζήτημα
commend v åðáéíþ, ðëÝêù åãêþìéï blanket id γενικής εφαρμογής, ανεξαίρετος, γενικός, καθολικός
comment v ðáñáôçñþ, äéáôõðþíù ðáñáôçñÞóåéò Þ ó÷üëéá, disastrous adj καταστροφικός
ó÷ïëéÜæù sea change id σημαντική μεταστροφή
praise v επαινώ, εκθειάζω, εγκωμιάζω recipe n συνταγή
formally adv επίσημα, επισήμως kill the goose laying the golden egg id καταστρέφω κάτι ωφέλιμο
austerity measures n μέτρα λιτότητας ή επικερδές
entreat v åêëéðáñþ, éêåôåýù, èåñìïðáñáêáëþ diminish v μειώνω τη σπουδαιότητα, “υποβαθμίζω”, “υποτιμώ”
retreat v 1 .ïðéóèï÷ùñþ, õðï÷ùñþ, 2. αποσύρομαι, αποτραβιέμαι transparency n äéáöÜíåéá
humbly adv ταπεινά, μτφ. ικετευτικά circumstance n περίσταση, κατάσταση (πραγμάτων), συγκυρία
give up v εγκαταλείπω altogether adv ολωσδιόλου, ολοσχερώς, ολότελα
embarrassment n δυσχέρεια, αμηχανία, “αδιέξοδο” profitable adj επωφελής, αποδοτικός, συμφέρων
abide (by) v ôçñþ, συμμορφώνομαι (προς) summarize v συνοψίζω
abate v (για καιρικές συνθήκες) κοπάζω, καταλαγιάζω contentious adj αντικρουόμενος, επίμαχος, που προκαλεί έριδες
obey v υπακούω, συμμορφώνομαι
rule n αρχή, κανονισμός, πρότυπο
agreement n συμφωνία TEXT 2 - page 22
solemnly adv με επισημότητα, επισήμως
declare v δηλώνω (επισήμως ή ρητώς), διακηρύσσω melting n τήξη, λειώσιμο
severe weather n κακοκαιρία crucial adj æùôéêüò, êñßóéìïò, êáßñéïò, ýøéóôçò óçìáóßáò
set sail phr σαλπάρω, ανοίγω πανιά global warming n υπερθέρμανση του πλανήτη
advanced in age phr προχωρημένης ηλικίας chunk n ìåãÜëï êïìμÜôé
faculties n πνευματική/ διανοητική ικανότητα, διαύγεια πνεύματος submerge v êáôáêëýæù, ðëçììõñßæù
malaria n ιατρ. ελονοσία displace v åêôïðßæù
futile adj μάταιος, ανώφελος, άκαρπος figure out phr.v υπολογίζω, λογαριάζω
punishment n κολασμός, τιμωρία slide v ðñïêáëþ Þ õößóôáìáé ïëßóèçóç, ãëéóôñþ
commit v διαπράττω αδίκημα observation n παρατήρηση, παρακολούθηση
offense n παράβαση νόμου, παρανομία calculation n υπολογισμός, εκτίμηση
coward adj άνανδρος, δειλός shrink v ðñïêáëþ Þ õößóôáìáé óõññßêíùóç
cottage n αγροικία, αγροτόσπιτο, (μονώροφη) μονοκατοικία glacier n γεωγρ. ðáãåôþíáò
peril n κίνδυνος, ρίσκο, απειλή pore over phr.v εγκύπτω, εντρυφώ, “μελετώ”
stir v αναδεύω, ανακατεύω generate v παράγω, δημιουργώ
enforce (a law) v επιβάλλω (το νόμο) crack v ραγίζω, προκαλώ ρωγμή,θραύω
bedrock n γεωλ. âñá÷þäåò õðüóôñùìα
pour down v ρέω, χύνομαι
array n σύνολο, σειρά, ποικιλία
sensor n äéÜôáîç áíß÷íåõóçò Þ åíôïðéóìïý, αισθητήρας, ανιχνευτήρας
MSU - CELP - LEVEL C2 3 GLOSSARY
deploy v αναπτύσσω, παρατάσσω batch n παρτίδα, φουρνιά
seismometer n γεωλ. óåéóìüìåôñï suchlike adj παρόμοιος, του αυτού είδους
detect v εντοπίζω ή διαπιστώνω (την παρουσία), επισημαίνω, ανι- savor v áðïëáìâÜíù (ôç ãåýóç)
χνεύω flavor n χαρακτηριστική γεύση, νοστιμιά, “ουσία”
rumble n βροντή, μπουμπουνητό homegrown adj σπιτίσιος
global positioning unit n (ηλεκτρονική) συσκευή δορυφορικού finished soil n φυσικό λίπασμα, τύρφη
εντοπισμού θέσης leftovers n αποφάγια
chart v ÷áñôïãñáöþ disposal n αποκομιδή
rush down phr.v εφορμώ (προς τα κάτω), χύνομαι με ορμή abundance n αφθονία
in a flash id σε κλάσμα δευτερολέπτου deficiency n έλλειψη, ανεπάρκεια
volume n όγκος, ποσότητα challenging adj που αποτελεί πρόκληση, δύσκολο αλλά και εν-
match v ανταγωνίζομαι επαξίως, “παραβγαίνω”, είμαι αντίστοιχος διαφέρον έργο
ή παρόμοιος
torrent n χείμαρρος, μτφ. βίαιο ξέσπασμα
ditch v μτφ. åãêáôáëåßðù, ðáñáôþ TEXT 4 - page 26
still-intact adj (μέχρι στιγμής, προσωρινά) άθικτος, ανέπαφος
crate n μτφ. σαράβαλο, σακαράκα virtual adj εικονικός, που αποτελεί αποκύημα της φαντασίας
velocity n ταχύτητα κίνησης (άψυχων αντικειμένων) globe n õäñüãåéïò
tenuous adj αβάσιμος, ατεκμηρίωτος perpendicularly adv êáôáêüñõöα
beachfront n αιγιαλός, αιγιαλίτιδα ζώνη oblique adj ëïîüò, πλάγιος
debated adj που προκαλεί αντιπαράθεση (γνωμών), που τελεί υπό angle n γωνία
επανεξέταση perspective n ðñïïðôéêÞ áðåéêüíéóç
glance v ρίχνω μια βιαστική ματιά resolution n åõêñßíåéá (åéêüíáò)
maintenance n συντήρηση coordinate n (γεωγραφική) συντεταγμένη
doubtful adj επισφαλής browse v αναζητώ, περιέρχομαι ψάχνοντας
flight simulator n (çëåêôñïíéêüò) åîïìïéùôÞò óõíèçêþí ðôÞóåùí
accelerated adj επιταχυνόμενος, που αναπτύσσει μεγάλη ταχύτητα
TEXT 3 - page 24 coast-to-coast phr áð’ Üêñïõ åéò Üêñï(í)
feature v αναδεικνύω, “τονίζω”, προβάλλω κολακευτικά
flip through (a magazine) phr.v γυρίζω βιαστικά τις σελίδες, φυλ- level surface n επίπεδη επιφάνεια, “ίσωμα”
λομετρώ (περιοδικό) layer n “óôñþìá”, óôñþóç, στιβάδα
composting n παραγωγή και χρήση ëιðάóìáτος ïñãáíéêÞò navigate v καθορίζω το στίγμα και χαράσσω την πορεία οχήματος
ðñïÝëåõóçò, κομποστοποίηση ή σκάφους, πλοηγώ
reap (the benefits) v “áðïêïìßæù” (τα οφέλη), áíôáìåßâïìáé celestial adj ïõñÜíéïò
proudly adv ðåñÞöáíá at the other extreme phr στο εκ διαμέτρου αντίθετο άκρο
scraps n αποφάγια ocean floor n βυθός της θάλασσας
garbage n απορρίμματα, σκουπίδια selected adj επιλεγμένος
kitchen sink n νεροχύτης κουζίνας at ground level phr στο επίπεδο του εδάφους, σε σημείο με μηδε-
dwelling n κατοικία, (τόπος για) διαμονή νικό υψόμετρο
proximity n áìåóüôçôá ÷ñïíéêÞò Þ ôïðéêÞò ó÷Ýóçò, åããýôçôá, monitor v εποπτεύω, επιτηρώ, ελέγχω
ãåéôíßáóç loop n βρόχος
odor n (ευχάριστη ή δυσάρεστη) ïóìÞ, ìõñùäéÜ poor traffic conditions phr κυκλοφοριακή συμφόρηση
drainage n αποχέτευση interface n διασυνδετική διάταξη Η/Υ, διεπιφάνεια
nuisance n (åí) ü÷ëçóη, “πληγή”, “κακός μπελάς” bear a (noted) similarity phr παρουσιάζω αξιοσημείωτη ομοιότητα
landfill n χþñïò υγειονομικής ταφής απορριμμάτων co-founder n áõôüò ðïõ óõììåôÝ÷åé Þ óõììåôÝó÷å óôçí ßäñõóç,
herb n χορταρικό óõíéäñõôÞò
window ledge n ðåñâÜæé ðáñáèýñïõ criticize v επικρίνω, κατακρίνω
punch v ôñõðþ invasion n åéóâïëÞ
lid n êáðÜêé, óêÝðáóìá Þ êÜëõììá pose a threat phr αποτελώ απειλή, επαπειλώ
hammer n óöõñß critical adj ζωτικός, καίριος
circulate v êõêëïöïñþ, διακινούμαι ή ρέω ανεμπόδιστα subsequently adv εν συνεχεία, κατόπιν
tray n θήκη ή ρηχό δοχείο απόθεσης αντικειμένων, “δίσκος” withdraw v áðïóýñù
underneath adv αποκάτω, στην κάτω όψη ή πλευρά censor v ëïãïêñßíù
excess adj περίσσειος, παραπανίσιος undisclosed adj ðïõ äåí áðïêáëýöèçêå, áíáðïêÜëõðôïs
moisture n σταγονίδια νερού (σε επιφάνεια ή στον αέρα), υγρότητα cater to v (åî)õðçñåôþ ôïí…, καλύπτω τις ανάγκες
shredded adj ψιλοκομμένος obscure v μτφ .αποκρύπτω, συγκαλύπτω, “κρύβω”
cardboard n íáóôü÷áñôï, ÷áñôüíé predominantly adv κυρίαρχα, κατά κύριο λόγο
veggie n λαχανικό, ζαρζαβατικό coincidence n συγκυρία, σύμπτωση (περιστατικών κτλ.)
peeling n φλοιός, φλούδι intimidate v εκφοβίζω, καταπτοώ
coffee ground n κατακάθι καφέ fine-tune phr επιφέρω μικρορυθμίσεις για καλύτερη λειτουργία ή
shred v êïììáôéÜæù, ψιλοκόβω αποτελεσματικότητα
dairy adj ãáëáêôïêïìικός adopt v υιοθετώ
straw n άχυρο persuasive adj πειστικός
strip n λωρίδα factual adj αντικειμενικός, τεκμηριωμένος
sawdust n ðñéïíßäé(á) potential n προοπτική, “δυναμική”
counteract v áíôåíåñãþ, åîïõäåôåñþíù
ratio n αναλογία, λόγος
aerate v εκθέτω στη χημική δράση του αέρα, “áåñßæù”
occasionally adv περιστασιακά, σποραδικά
decomposition n áðïóýíèåóç, σήψη
start afresh phr áñ÷ßæù åê íÝïõ, îáíáñ÷ßæù
MSU - CELP - LEVEL C2 4 GLOSSARY

Practice Test 2
forgo v απέχω
law of demand n οικον. νόμος της ζήτησης
law of supply n οικον. νόμος της προσφοράς
page 29 demonstrate v εκφράζω, καταδεικνύω, επεξηγώ
scrape through: “ôç âãÜæù êáèáñÞ” revenue n åéóüäçìá, Ýóïäï
unlike adv σε αντίθεση με…
special edition n ειδική έκδοση, όρος του marketing, που χαρα-
Vocabulary In Action - page 30 κτηρίζει την παραγωγή ενός προϊόντος π.χ. σε περιορισμένα αντί-
τυπα, ως κίνητρο για την προώθηση των πωλήσεων
downright adv åíôåëþò (συνήθως για κακές ιδιότητες) imagine v φαντάζομαι, εικάζω, υποθέτω
outright adv ÷ùñßò ðåñéóôñïöÝò, áðåñéöñÜóôùò, κν. ντόμπρα release v θέτω σε κυκλοφορία, διαθέτω στο κοινό
reservation n επιφύλαξη accommodate v προσαρμόζω
refusal n άρνηση limited adj περιορισμένος
bald adj öáëáêñüò insist upon phr.v διακηρύσσω με επιμονή
bold adj ôïëìçñüò, èáññáëÝïò do without phr.v (τα) καταφέρνω χωρίς.. , περνώ χωρίς.., τη
be averse to phr είμαι αντίθετος, είμαι (δηλωμένος) πολέμιος “βγάζω” χωρίς...
adverse adj δυσμενής sentence n γραμ. περίοδος, πρόταση
mob n (ìáéíüìåíïò) ü÷ëïò express v εκφράζω
mop n 1.ìÜêôñï Þ óöïõããáñüðáíï ìå êïíôÜñé, ðáôóáâïýñá, influence v επηρεάζω
v 2. óöïõããáñßæù, öáóéíÜñù suspicious adj καχύποπτος
attached to adj συνδεδεμένος, προσκολημμένος ignorant adj ανήξερος, ανύποπτος, ανίδεος
curb v τιθασεύω, καταστέλλω
congenial adj (για πρόσωπα) åõ÷Üñéóôïò, ïéêåßïò
congenital adj (για ασθένειες) åê ãåíåôÞò, συγγενής TEXT 2 - page 44
entail v 1. óõíåðÜãïìáé 2. συνεπιφέρω
curtail v ðåñéêüðôù, ðåñéóôÝëëù, ðåñéïñßæù ethnic studies n σπουδές για τα έθνη ή τις εθνότητες
inevitable adj αναπόφευκτος, μοιραίος, μτφ. απαραίτητος self-determination n (για κράτη, έθνη) αυτοδιάθεση
public expenditure n οικον. δημόσιες δαπάνες, κρατικά έξοδα education assistance n εκπαιδευτική συνδρομή
capitulate v óõíèçêïëïãþ, ðáñáäßäïìáé (õðü üñïõò) act n νομοθετική πράξη
recapitulate v áíáêåöáëáéþíù, “óõíïøßæù”, “áíáóêïðþ” culmination n áðïêïñýöùóç, “Ýêâáóç”
come to terms with sb id προσέρχομαι σε συμβιβασμό ή συμφω- civil rights movement n κίνημα για τα πολιτικά δικαίωματα
νία, συνθηκολογώ ή συμβιβάζομαι με.. activism n φιλοσ. áêôéâéóìüò, åíåñãçôéóìüò
fight to the bitter end id αγωνίζομαι, μάχομαι μέχρις εσχάτων aspect n άποψη, πλευρά, “διάσταση”
resign v παραιτούμαι tribal government n φυλετική κυβέρνηση
subside v 1.υφίσταμαι καθίζηση, “βουλιάζω”, υποχωρώ” 2. κατα- criminal law n ποινική νομοθεσία
λαγιάζω, κοπάζω establish v θεσμοθετώ, καθιερώνω, επιβάλλω
subsidize v åðéäïôþ, åðé÷ïñçãþ requirement n όρος, προϋπόθεση
prodigal adj óðÜôáëïò, άσωτος membership n συμμετοχή (με την ιδιότητα μέλους)
prodigious adj ôåñÜóôéïò, êïëïóóéáßïò (óå ìÝãåèïò, ðïóüôçôá) license v ÷ïñçãþ (åðßóçìç Þ íüìéìç) Üäåéá
extravagant adj (για πρόσωπα) σπάταλος regulate v εντάσσω ή υπάγω σε κανόνες, κανονίζω, “ρυθμίζω”
heir n κληρονόμος zone v προβαίνω σε χωροταξική κατανομή
profusely adv απλόχερα, αφειδώς, ανεξέλεγκτα exclude v εμποδίζω τη συμμετοχή, αποκλείω
snag n äõóêïëßá, (ìéêñï) áíáðïäéÜ, åìðüäéï applicable adj åöáñìüóéìïò, åöáñìïóôÝïò
snug adj èáëðåñüò, “æåóôüò” engage v δεσμεύομαι (με συμβόλαιο, συμφωνία κλπ), αναλαμ-
obstacle n εμπόδιο βάνω υποχρέωση
cheat v αντιγράφω σε εξετάσεις foreign relations n διακρατικές σχέσεις, εξωτερικές υποθέσεις
disqualification n αποκλεισμός, απόρριψη, “μηδενισμός” defiance n εναντίωση, ανυπακοή
disgusting adj αηδιαστικός, σιχαμερός provincial entity n φορέας τοπικής αυτοδιοίκησης
ban n απαγόρευση chapter n συμβούλιο των πρεσβυτέρων, τοπική οργάνωση μιας
(bald) spot phr γυμνή από τρίχες (φαλακρή) επιφάνεια στο ανθρώ- κοινότητας ή φυλής
πινο κρανίο, οφειλόμενη κυρίως σε αυτοάνοσα νοσήματα, όπως η county n (ΗΠΑ) επαρχία ή νομός πολιτείας
αλωπεκία executive adj νομοτελεστικός, εκτελεστικός
capacity n ικανότητα, ιδιότητα legislative adj νομοθετικός
beforehand adv από πριν, νωρίτερα judicial adj δικαστικός
delegate n εκπρόσωπος, αντιπρόσωπος
page 36 elected adj εκλεγμένος
segregate: δéá÷ùñßæù, áðï÷ùñßæù respective adj αντίστοιχος
in session phr σε συνεδρίαση, σε “περίοδο εργασιών”
pertain v ó÷åôßæïìáé ìå.., αφορώ σε…
TEXT 1 - page 42 Secretary of the Interior n Υπουργός Εσωτερικών
certify v επικυρώνω, “θεωρώ”
underlie v áðïôåëþ ôï èåìÝëéï, õðïêñýðôïìáé head v ηγούμαι, τίθεμαι επικεφαλής
resource n (φυσικός) πόρος, πρόσοδος, πλουτοπαραγωγική πηγή give in phr.v ενδίδω, υποκύπτω, υποτάσσομαι
fundamental adj âáóéêüò, èåìåëéþäçò grant v εκχωρώ (δικαίωμα κλπ.)
allocate v καταμεñßæù, κατανέμω, “μοιράζω” in return phr σε ανταπόδοση
state v (προ)καθορίζω, προδιαγράφω grazing n βοσκή
factor n παράγοντας, συντελεστής administer v ασκώ διοίκηση, διαχειρίζομαι
purchase v αãïñÜæù, ðñïâáßíù óå áãïñÜ lease n åêìßóèùóç, μισθωτήριο συμβόλαιο
opportunity cost n οικον. κόστος ευκαιρίας, το κόστος που προκύ- customary adj óõíÞèçò, καθιερωμένος, εθιμικός
πτει από τη θυσία ενός αγαθού, για την παραγωγή κάποιου άλλου religious organization n θρησκευτική οργάνωση
as a result phr ως αποτέλεσμα, κατά συνέπεια endeavor n εμπορική ή επιχειρηματική δραστηριότητα
MSU - CELP - LEVEL C2 5 GLOSSARY
herding n βοσκή
weaving n υφαντουργία
TEXT 4 - page 48
coal/ uranium mining n εξόρυξη (λιθ)άνθρακα/ ουρανίου political science n πολιτική επιστήμη
lucrative adj επικερδής, προσοδοφόρος impose v επιβάλλω
unemployment level n δείκτης ανεργίας reflect v áíôéêáôïðôñßæù-ïìáé, (áíô)áíáêëþ
beneficial adj ωφέλιμος, χρήσιμος
fluctuate v αυξομειώνομαι, κυμαίνομαι duties n οικον. τελωνειακοί δασμοί
gambling n χαρτοπαιξία, κν. τζόγος
take away phr.v αφαιρώ, αποστερώ make up (a cost) phr.v αναπληρώνω (το κόστος)
exploit v εκμεταλλεύομαι, αξιοποιώ, επωφελούμαι adjust v äéåõèåôþ, äéáêáíïíßæù
ceremony n 1. τελετή, ιεροτελεστία, 2. εθιμοτυπία spread v εξαπλώνω, -ομαι, διαδίδω, -ομαι
puff v åéóðíÝù, “ñïõöþ”, μτφ. καπνίζω
booze v ìåèïêïðþ, κν. ìðåêñïõëéÜæù
TEXT 3 - p. 46 punt v παίζω τζόγο
health-care coverage n υγειονομική κάλυψη, ιατροφαρμακευτική
renegotiation n επαναδιαπραγμάτευση περίθαλψη
consider v εξετάζω προσεκτικά, μελετώ broad adj ευρύς, εκτεταμένος
plight n κακή κατάσταση, äïêéìáóßá, κν. χάλι obese adj ðá÷ýóáñêïò, õðåñâïëéêÜ ðá÷ýò
economic integration n οικον. οικονομική ενσωμάτωση και ολο- prone to adj åðéññåðÞò σε
κλήρωση bone disorder n ασθένεια του (μυο)σκελετικού συστήματος
subsidy n οικον. åðéäüôçóç, åðé÷ïñÞãçóç insurance premium n οικον. (δόση καταβαλλόμενη για) ασφάλιστρο
financing n οικον. ÷ñçìáôïäüôçóç, åðéäüôçóç Þ åðé÷ïñÞãçóç obesity n ðá÷õóáñêßá, õðåñâïëéêü ðÜ÷ïò
oligopoly n οικον. ïëéãïðþëéï burden n Ü÷èïò, öüñôïò, âÜñïò
distort v äéáóôñÝöù, äéáóôñåâëþíù relatively adv σχετικώς, κατ’ αναλογία
made-to-order phr “κομμένος και ραμμένος στα μέτρα…”, κατά think-tank n επιστημονικό επιτελείο, äõíáìéêü åìðåéñïãíùìüíùí
παραγγελία sizeable adj ευμεγέθης, σημαντικού βαθμού, εκτεταμένος
corporation n ανώνυμη ή μετοχική εταιρεία gradual adj âáèìéáßïò, ðñïïäåõôéêüò, êëéìáêùôüò, óôáäéáêüò
rig against phr.v μτφ. áéó÷ñïêåñäþ σε βάρος του…, êåñäïóêïðþ body-mass index n δείκτης σωματικής μάζας
áèÝìéôá turn out phr.v αποδεικνύομαι, φαίνομαι (από την εμπειρία ή
afloat adj ÷ùñßò (ïéêïíïìéêÝò) äõó÷Ýñåéåò, ÷ñÝç την πράξη)
disproportionately adv äõóáíÜëïãα in the short/long term phr βραχυπρόθεσμα/ μακροπρόθεσμα
bushel n äï÷åßï ðåñéåêôéêüôçôáò åíüò ìðïýóåë (ðåñßðïõ 36,4 ëßôñα) eliminate v áðáëåßöù, åîáëåßöù
dumping n οικον. υποτιμολόγηση tackle v áíôéìåôùðßæù èáññáëÝá Þ áðïôåëåóìáôéêÜ
prohibit v απαγορεύω, θέτω υπό απαγόρευση flaw n øåãÜäé, (êñõöü) åëÜôôùìá
margin n ðåñéèþñéï impair v êáôáóêÜðôù, “öèåßñù”, ðñïêáëþ ôçí åîáóèÝíçóç Þ
surplus n οικον. ðëåüíáóìá, ðåñßóóåiá ôç öèïñÜ
erode v μτφ. καταφθείρω, φαλκιδεύω calorie intake n πρόσληψη θερμίδων
grains n σιτηρά ultimate adj μτφ. θεμελιώδης, “απόλυτος”
credit n οικον. οικονομική διευκόλυνση, πίστωση deem v êñßíù, åêôéìþ
economy of scale n οικον. οικονομία κλίμακας sin n μτφ. σοβαρό σφάλμα ή ατόπημα
fertilizer n λίπασμα resilient adj åõðñïóÜñìïóôïò
chemical weed control n χημικό ζιζανιοκτόνο addict n πρόσωπο που έχει εθισμό ή εξάρτηση
pest control n φυτοπαρασιτοκτόνο appetizing adj μτφ. åëêõóôéêüò, èåëêôéêüò
adversity n áíôéîïüôçôá, áíáðïäéÜ rational adj έλλογος, εύλογος, λογικός
predict v προβλέπω reform n μεταρρύθμιση
sector n ôïìÝáò justify v αποτελώ (επαρκή) δικαιολογία, δικαιολογώ, “νομιμοποιώ”
figures n στοιχεία, μεγέθη, οι “αριθμοί” potential adj ενδεχόμενος, πιθανός
persevere v äåß÷íù åììïíÞ, åììÝíù label v μτφ. χαρακτηρίζω, “κολλώ ετικέτα”, “βαφτίζω”
against the odds id παρά τις σημαντικές δυσκολίες pointless adj άστοχος, “ξεκάρφωτος”
viability n âéùóéìüôçôá
subsidize v åðéäïôþ, åðé÷ïñçãþ
sustain v äéáôçñþ, “óõíôçñþ”
labor n εργατικά
nonviable adj μη ικανός να επιβιώσει ή να αναπτυχθεί επιτυχώς
ecological conservation n οικολογική προστασία
campesino identity n η “ταυτότητα” του αγρότη και καλλιεργητή
στη Λατινική Αμερική
exile n åîïñßá
subsistence tenacity n οικον. εμμονή στην αυτοκατανάλωση
account for phr.v εξηγώ (την αιτία), αιτιολογώ
dislocation n μτφ. αποδιοργάνωση, απορρύθμιση, “παράλυση”
inherent adj Ýìöõôïò, εγγενής
demise n θάνατος, μτφ. κατάλυση, αφανισμός
hardship n κακουχία, δοκιμασία
highlighted adj που προβάλλεται, που αναδεικνύεται (εδώ με
έντονα γράμματα)
committed adj (ολόψυχα) αφοσιωμένος, προσηλωμένος,
κν. “ταγμένος”
defeated adj που έχουν ανατραπεί τα σχέδια του, “ματαιωμένος”
MSU - CELP - LEVEL C2 6 GLOSSARY

Practice Test 3 TEXT 1 - pαge 64


suffrage n (ως θεσμός) äéêáßùìá øÞöïõ, “ψήφος”
briefly adv επί μικρό χρονικό διάστημα, σύντομα, για λίγο
Vocabulary In Action - page 52 appoint v διορίζω
high school principal n γυμνασιάρχης
cherish v τρέφω ενδόμυχη ιδέα, κρατώ ζωντανά (πίστη, φιλοδο- superintendent n επόπτης, επιτηρητής
ξία, αισθήματα κλπ), έχω την ψευδαίσθηση quit (working) v παρατώ, φεύγω από δουλειά, παραιτούμαι
relish v áðïëáìâÜíù (με αρνητική διάθεση) make (my own) way id προοδεύω, προχωρώ μπροστά, “τραβώ
illusion n αυταπάτη, ψευδαίσθηση το δρόμο μου”
prospect n πιθανότητα, ενδεχόμενο wealthy adj πλούσιος
remote adj απόμακρος, αλαργινός, μακρινός freed from adj απελευθερωμένος από
rigid adj “Üêáìðôïò”, αυστηρός earn my living id εξασφαλίζω τα προς το ζήν
frigid adj παγερά αδιάφορος, ασυγκίνητος, “ðáãùìÝíïò” inner circles id επίλεκτος, “κλειστός” κύκλος ανθρώπων με κοινό
boarding school n οικοτροφείο, εσωτερικό σχολείο σκοπό, “κλίκα”, “ελίτ”
rigor n αυστηρότητα field organizing n οργάνωση τομέα δραστηριότητας
vigor n πνευματική ή σωματική ζωντάνια, ενέργεια trust n εμπιστοσύνη
utmost adj μέγιστος, ύψιστος, ακραίος federal adj ïìïóðïíäéáêüò
conduce v συντείνω, συντελώ in office phr (όντας) στην εξουσία
vitality n ζωηράδα, ζωντάνια militant n ακτιβιστής, μαχητικός ιδεολόγος
preventive adj ðñïëçðôéêüò, áðïôñåðôéêüò constitutional adj óõíôáãìáôéêüò, êáôáóôáôéêüò
retentive adj (για μνήμη) ðïõ Ý÷åé ôçí éêáíüôçôá íá óõãêñáôåß Þ íá amendment n (ΗΠΑ) προσθήκη άρθρου στο σύνταγμα
äéáôçñåß, åðéó÷åôéêüò passage n ψήφιση νομοσχέδιου
prerequisite n (αναγκαία ή βασική) προϋπόθεση primary elections n προκριματικές εκλογές
superficial adj επιφανειακός, “επιπόλαιος”, μτφ. “αβαθής”, guarantee v μτφ. διασφαλίζω, εξασφαλίζω
“ρηχός”, στερούμενος εμβρίθειας struggle v αγωνίζομαι, πασχίζω, παλεύω
superfluous adj περίσσειος, περιττός, παραπανίσιος male dominated adj ανδροκρατούμενος
profound adj που εκτείνεται σε βάθος ή δίνει την αίσθηση βάθους, tolerate v ανέχομαι, υπομένω, “υποφέρω”
“βαθύς” incidental adj συμπτωματικός, επουσιώδης, δευτερεύων
obsolete adj που δεν χρησιμοποιείται πλέον, απαρχαιωμένος, ξε- honorary president n επίτιμος πρόεδρος
περασμένος, παλιομοδίτικος bequest n παραχώρηση με διαθήκη, κληροδότηση
tense adj ÷áñáêôçñéæüìåíïò áðü íåõñéêÞ õðåñÝíôáóç, áã÷þäçò, sacrifice v θυσιάζω
“τεντωμένος”
dense adj äáóýò, ðõêíüò, áäéáðÝñáóôïò
crowded adj κοσμοβριθής, “γεμάτος”, “φορτωμένος” TEXT 2 - p.66
exuberant adj (για βλάστηση:) οργιαστικός, υπεράφθονος
drone n αρσενική μέλισσα, êçöÞíáò μτφ. κοινωνικό παράσιτο, recollection n ανάμνηση, θύμηση
“κηφήνας”, χαραμοφάης laden adj öïñôùìÝíïò
prone (to) adj åõåðßöïñïò, åðéññåðÞò costume n (χαρακτηριστική) αμφίεση ή στολή
at the expense phr σε βάρος… hatchet n τσεκουράκι, (εδώ:) πολεμικός πέλεκυς των Ινδιάνων
inclined adj που ρέπει, επιρρεπής associate n συνεργάτης, συνάδελφος
conceive v 1. óõëëáìâÜíù (καθίσταμαι έγκυος) club n ñüðáëï, êïñýíç
2. συλλαμβάνω ιδέα coal dust n καρβουνόσκονη
deceive v åîáðáôþ, îåãåëþ wharf n áðïâÜèñá, ðñïâëÞôá
mislead v παραπλανώ, εξαπατώ, αποπροσανατολίζω disguised adj μεταμφιεσμένος
play a trick on sb id κάνω φάρσα σε κάποιον fall in with sb phr.v στοιχίζομαι, συντάσσομαι, μπαίνω στη γραμμή
single n ανύπαντρος, άγαμος march v κινούμαι με αποφασιστικό βήμα
deceit n áðÜôç, äüëïò, êáôåñãáñéÜ submit v πειθαρχώ, υποτάσσομαι
conceit n ìáôáéïöñïóýíç, Ýðáñóç, κν. ξιπασιά divide v χωρίζω, μοιράζω
arrogant adj αλαζονικός, υπεροπτικός command v διοικώ, έχω υπό τις διαταγές μου, έχω στις προσταγές μου
assume v 1. èåùñþ áëçèÝò Þ óõìðåñáßíù åê ðñïïéìßïõ, promptly adv áìÝóùò
õðïèÝôù, åéêÜæù 2. áíáëáìâÜíù (Ýñãï, õðï÷ñÝùóç, åõèýíç êôë.) boatswain n íáýêëçñïò, ëïóôñüìïò
presume v 1. ðñïåéêÜæù, ôåêìáßñïìáé, õðïèÝôù, hatch n στόμιο κύτους σε πλοίο, καταπακτή σε αμπάρι
2. εκλαμβάνω, θεωρώ, “παίρνω” accordingly adv ανάλογα, αναλόγως
proof n απόδειξη, πειστήριο, τεκμήριο rigging n αρματωσιά πλοίου
undertake v αναλαμβάνω, αποδέχομαι την ευθύνη chest n êéâþôéï, κασόνι
take for granted phr παίρνω σαν δεδομένο, “προεξοφλώ” τη overboard adv åêôüò ôïõ ðëïßïõ, óôç èÜëáóóá
συμπεριφορά, έκβαση κτλ execute (sb’s orders) v εκτελώ (τις εντολές)
disprove v ανασκευάζω, διαψεύδω split v προκαλώ ρήγμα ή σχίσιμο, “σπάζω”
inflation n οικον. πληθωρισμός tomahawk n ðïëåìéêüò ðÝëåêõò åñõèñïäÝñìùí
missing adj αγνοούμενος thoroughly adv áðïëýôùò, ðáíôåëþò, ðÝñá ãéá ðÝñá
constitution n κράση, ιδιοσυστασία man v επανδρώνω
endure v αντέχω, υπομένω, επιβιώνω oar n êïõðί
child-raising method n μέθοδος ανατροφής paddle n êïíôü êïõðß ìå ðëáôý ðôåñýãéï
think the world of id έχω περί πολλού… drench v äéáâñÝ÷ù, êáôáâñÝ÷ù, κν. μουλιάζω
dawn on phr.v μτφ. (αρχίζω να) αντιλαμβάνομαι render v êáèéóôþ, “êÜíù”
indigestion n φυσιολ. δυσπεψία, κν. βαρυστομαχιά noticeable adj αισθητός, εμφανής
infer v óõìðåñáßíù, ôåêìáßñïìáé, óõíÜãù
spontaneous adj αυθόρμητος, αυτόβουλος, “αβίαστος”
resent v μου κακοφαίνεται, δυσφορώ, αγανακτώ, χολώνομαι,
δυσαρεστούμαι
MSU - CELP - LEVEL C2 7 GLOSSARY
reluctantly adv απρόθυμα
respectfully adv σεβάσμια, ευλαβικά
TEXT 4 - P.70
craft n τέχνη, κν. μαστοριά
see little difference phr διακρίνω με δυσκολία, αντιδιαστέλλω
TEXT 3 - page 68 μόλις και μετά βίας
tuition n (για τριτοβάθμια εκπαίδευση) δίδακτρα
descent n καταγωγή in a sense phr κατά κάποια έννοια
inhabitant n κάτοικος on someone’s own terms phr υπό τους όρους κάποιου
frontiersman n κάτοικος παραμεθορίου περιοχής, ακρίτας lockjaw n παθολ. τέτανος
settler n Üðïéêïò untimely adj πρώιμος, πρόωρος
pour into phr.v (για πρόσωπα κτλ.) συρρέω traumatize v τραυματίζω (ψυχικά)
mining camp n καταυλισμός μεταλλωρύχων (land) surveyor n τοπογράφος
camaraderie n συντροφικότητα, συναδελφικότητα pond n νερόλακκος, λιμνούλα
give rise to phr δίνω αφορμή για… cabin n (ξύλινη) καλύβα, ξυλόσπιτο
communal adj που αναφέρεται ή ανήκει σε κοινότητα, “êïéíüò”, saunter v âáäßæù íù÷åëéêÜ
“κοινωνικός” imprison v φυλακίζω, εγκλείω σε δεσμωτήριο ή φυλακή
exaggerated adj υπερβολικός, μεγαλοποιημένος, παραφουσκω- poll tax n êåöáëéêüò öüñïò
μένος a bare… phr μόλις, το πολύ…
conviction n φρόνημα, πεποίθηση, (εδραία) πίστη mistake v παρανοώ, παραγνωρίζω, “παίρνω”, “περνώ”
drawing account n οικον. αλληλόχρεος ή ôñå÷ïýìåíïò cranky adj μτφ .ðáñÜîåíïò, éäéüññõèìïò
ëïãáñéáóìüò hermit n åñçìßôçò, áíá÷ùñçôÞò
come up short phr v. περιέρχομαι σε (οικονομική) δυσκολία, attest v επιβεβαιώνω, πιστοποιώ, μαρτυρώ
“μένω ταπί” eloquently adv με ευφράδεια και πειθώ
seize v áñðÜæù oppose v åíáíôéþíïìáé (óèåíáñÜ), “áíôéóôñáôåýïìáé”
pick n αξίνα lecture v äßíù äéÜëåîç
pan n ταψί, κατσαρόλα slavery n äïõëåßá
withdrawal n áðüóõñóç κεφαλαίων, ανάληψη χρημάτων abolisionist n οπαδός της κατάργησης της θανατικής ποινής ή της
pace n ôá÷ýôçôá, ñõèìüò êßíçóçò Þ ðñïüäïõ δουλείας
prime adj άριστος, εκλεκτός, άριστης ποιότητας plea n έκκληση
rumor n ψίθυρος tuberculosis n παθολ. öõìáôßùóç,φθίση
flash v êéíïýìáé Þ ðåñíþ óáí áóôñáðÞ moose n ζωολ. άλκη (η αμερικανική)
beneath adv ακριβώς από κάτω work-in-progress phr έργο τέχνης που παραδίδεται στο κοινό
boulder n ογκόλιθος με ίχνη διάβρωσης από νερό χωρίς να έχει ολοκληρωθεί
stump n κούτσουρο από κορμό δέντρου memorial n (γραπτό κείμενο ως) ανάμνηση, ενθύμηση, “μνήμη”
trail n ìïíïðÜôé pen v ãñÜöù Þ óõíèÝôù êåßìåíï
dig out phr.v îåèÜâù eulogy n 1. εγκώμιο, εξύμνηση, 2. επικήδειος λόγος
spring up phr.v ξεπροβάλλω, ξεφυτρώνω flute n μουσ. 1. αυλός, φλογέρα, 2. φλάουτο
log cabin n îõëïêáëýâá reputation n υðüëçøç, öÞìç, “üíïìá”
boom town n πόλη που γνωρίζει ραγδαία οικονομική ανάπτυξη cast into roles phr διανέμω (θεατρικούς κλπ) ρόλους
overwhelming adj κυρίαρχος, έντονος wilderness n áãñéüôïðïò, åñçìéÜ
level v éóïðåäþíù, κατεδαφίζω passive resistance n παθητική αντίσταση
sanitation n εγκαταστάσεις υγιεινής, (εδώ:)αποχέτευση one-dimensionally adv ìïíïäéÜóôáôα
appaling adj áðáßóéïò, αποκρουστικός contradiction n ανακολουθία, αντίφαση
constant n μαθ. αριθμός ή μέγεθος που δεν μεταβάλλεται, σταθερά reshape v ξανασχηματίζω ή μορφώνω διαφορετικά, αναπλάθω
swiftly adv ãïñãÜ, ãñÞãïñá intensity n (αυτό)συγκέντρωση, ενέργεια, σθένος
recast v áíáðëÜèù, áíáäéáìïñöþíù inquisitive adj αδιάκριτος, (φιλο) περίεργος
urban adj áóôéêüò timid adj δειλός, άτολμος, συνεσταλμένος
framework n κοινωνικός περίγυρος reclusive n αναχωρητής, ερημίτης, μτφ. μονόχνοτος
narrate v áöçãïýìáé, äéçãïýìáé fall out (with) phr.v έρχομαι σε ρήξη με
colorful adj γλαφυρός reconcile v συμφιλιώνω, “συμβιβάζω”, κν. μονοιάζω
stock n (για εμπορεύματα κτλ.) απόθεμα, παρακαταθήκη cautiously adv επιφυλακτικά, με περίσκεψη
handsomely adv απλόχερα, γενναιόδωρα dedication n αφιέρωση, αφοσίωση, προσήλωση
prospector n ÷ñõóïèÞñáò portrayal n απεικόνιση
distorted adj ðáñáìïñöùìÝíïò, äéáóôñåâëùìÝíïò, óôñåâëüò frugal adj ολιγαρκής, λιτοδίαιτος, λιτός
prefabricated adj προκατασκευασμένος transitional adj μεταβατικός
carpenter n ξυλουργός, κν. μαραγκός interpret v ερμηνεύω, εξηγώ
ship v áðïóôÝëëù Þ ìåôáöÝñù ìå ðëïßï
depart v αναχωρώ
shipload n ποσότητα φορτίου που μπορεί να μεταφέρει ένα πλοίο
real estate n ακίνητη ή κτηματική περιουσία
lot n έκταση εδάφους, οικόπεδο
speculator adj κερδοσκόπος
launder v ðëÝíù
cushion v προστατεύω από την κακουχία, (εδώ:) την ταλαιπωρία
από τη μετακόμιση
dampen v απογοητεύω, αποδυναμώνω, αμβλύνω (τη δύναμη ή
ένταση), καταστέλλω
falsified adj πλαστογραφημένος, παραποιημένος, διαστρεβλωμένος
aggressive adj δραστήριος, δυναμικός, μαχητικός
MSU - CELP - LEVEL C2 8 GLOSSARY

Practice test 4
feisty adj íåõñþäçò, δυναμιêüò
groom v (ãéá ðéèÞêïõò:) øåéñßæù
pirouette v ÷ïñåýù óôñïâéëéóôÜ, êÜíù ðéñïõÝôåò
proffered adj ðñïóöερόμενος
Vocabulary In Action - page 74 tempted with adj δελεασμένος με
treat n κέρασμα
indigent adj Üðïñïò, ðÝíçò, öôù÷üò extend v προτείνω, τείνω
indigenous (to) adj 1. γηγενής, αυτόχθων, κν. ντόπιος, frail adj áóèåíéêüò, αδύναμος
2. åã÷þñéïς, ενδημικός intervention n μεσολάβηση, παρέμβαση
dignified adj αξιοπρεπής primate n ðñùôåýïí èçëáóôéêü
native n αυτόχθονας, γηγενής poised to adj αυτοκυριαρχούμενος, “έτοιμος” και στην κατάλληλη
inflict v 1. åðéâÜëëù, κατάσταση για να κάνει κάτι
2. προκαλώ, προξενώ (κάτι ανεπιθύμητο ή δυσάρεστο) minerals n μέταλλα
afflict v 1. ðëÞôôù, 2. ôáëáéðùñþ, âáóáíßæù, 3. λυπώ, θλίβω nutrient n θρεπτική ουσία
death penalty n θανατική ποινή aside from phr åêôüò Þ îÝ÷ùñá áðü..
kidney disease n παθολ. ασθένεια των νεφρών, νεφροπάθεια genetic manipulation n γενετική μηχανική
weary adj êïõñáóìÝíïò, áðïêáìùìÝíïò consistently adv ìå óõíÝðåéá
wary adj äýóðéóôïò, åðéöõëáêôéêüò, õðïøéáóìÝíïò drastic adj óïâáñüôáôïò, Ýíôïíïò
impel v ùèþ, ðáñáêéíþ bear fruit phr αποφέρω/ αποδίδω καρπούς
compel v åîáíáãêÜæù, õðï÷ñåþíù, εξωθώ stream n áñéèìüò Þ ðëÞèïò êéíïõìÝíùí ðñïóþðùí Þ ðñáãìÜôùí,
redundant adj (για εργαζόμενους:) υπεράριθμος “ñïÞ”, “ñåýìá”
implicate v åìðëÝêù, åíï÷ïðïéþ Þ áðïäßäù óõíåíï÷Þ rate of aging n (σχετικός) ρυθμός γήρανσης
complicate v äçìéïõñãþ ðåñéðëïêÝò, ðåñéðëÝêù plastic adj μτφ. εύπλαστος, “πλαστικός”
clarify v αποσαφηνίζω, διευκρινίζω manipulate v åëÝã÷ù Þ (ìåôá)÷åéñßæïìáé åðéäÝîéá
irretrievable adj áíåðáíüñèùôïò molecular adj φυσ. μοριακός
irreversible adj μη αναστρέψιμος, áìåôÜêëçôïò, ôåëåóßäéêïò pathway n φυσιολογία συνήθης λειτουργία ενός μέλους του αν-
retrieve v ανακτώ, επανακτώ, επανορθώνω, αποκαθιστώ θρώπινου σώματος ή συστήματος
remedy v γιατρεύω, θεραπεύω diabetes n παθολ. (æá÷áñï)äéáâÞôçò
revoke v αίρω, ακυρώνω, καταργώ cancer n παθολ. êáñêßíïò
aspire v åðïöèáëìéþ, επιθυμώ διακαώς onset n εêäÞëùóç, “îÝóðáóìá”
inspire v åìðíÝù cast doubt on phr ρίχνω σκιά αμφιβολίας σε...
eminent adj åðéöáíÞò, åîÝ÷ùí, äéáðñåðÞò long-held adj μακροχρόνιος
imminent adj (για κάτι ανεπιθύμητο) åðéêåßìåíïò, åðáðåéëïýìåíïò retard v καθυστερώ, επιβραδύνω
distinguished adj διακεκριμένος, διαπρεπής lay the foundation for phr âÜæù τα θεμέλια, δημιουργώ, εμπεδώνω
sculptor n γλύπτης longevity n ìáêñïâéüôçôá
thrive v åõçìåñþ, åõäïêéìþ, ðñïêüâù dividend n μέρισμα, υπεραξία
strive v ðáó÷ßæù, ðñïóðáèþ (για μεγάλο χρονικό διάστημα) malnourished adj υποσιτιζόμενος
prosper v ευπραγώ, ευημερώ, κν. προκόβω tame v (για ζώα:) εξημερωμένος, “οικόσιτος”
judgement n κρίση worm n ζωολ. σκουλήκι
tumble v ðñïêáëþ Þ õößóôáìáé âßáéç ðôþóç Þ áíáôñïðÞ, êáôñáêõëþ fruit fly n ζωολ. μικρή μύγα της οικογένειας Drosophilidae ή
stumble v ðñïóêüðôù, óêïíôÜöôù, óêïõíôïõöëþ Tephritidae, των οποίων οι νύμφες τρέφονται με φρούτα και καρ-
disorderly adv άτακτα, ακατάστατα πούς των αγρών
trip over phr.v σκοντάφτω, σκουντουφλώ, παραπατώ
determined adj αποφασισμένος, ανένδοτος, ανυποχώρητος
retirement n αποχώρηση από ενεργό (επαγγελματική) δραστηριό- TEXT 2 - PAGE 88
τητα, συνταξιοδότηση
script n χειρόγραφο κείμενο, δείγμα γραφής doomsayer n καταστροφολόγος
air-raid n αεροπορική επιδρομή degeneration n βιολ. åêöõëéóìüò, εκφύλιση
famine n λιμός cartilage n ανατ. ÷üíäñïò
conscience n συνείδηση kneecap n ανατ. ïóôïýí ôçò åðéãïíáôßäïò, åðéãïíáôßäá
confess v ομολογώ (ενοχή κτλ.) παραδέχομαι shock-absorbing adj που λειτουργεί ως αποσβεστήρας κραδα-
σμών (αμορτισέρ)
Page 80 afflicted with adj ταλαιπωρούμενος, που βασανίζεται από…
smallpox: åõëïãéÜ early-onset adj (ηλικιακά) πρώιμος, νεανικός
cowpox: äáìáëßò arthritis n παθολ. αρθρίτιδα, φλεγμονή των αρθρώσεων
supposition n õðüèåóç, åéêáóßá
formerly adv Üëëïôå, ðáëáéüôåñá
TEXT 1 - Page 86 crippling arthritis n παθολ. παραμορφωτική αρθρίτιδα
weight lifter n αρσιβαρίστας
breakthrough n σημαντική εξέλιξη ή ανακάλυψη entrenched adj êáôï÷õñùìÝíος, παγιωμένος
laboratory n (åðéóôçìïíéêü êôë.) åñãáóôÞñéï to the contrary phr περί του αντιθέτου
learn sth the hard way phr διδάσκομαι από (δυσάρεστες) εμπειρίες creaky adj 1. ðïõ ôñßæåé, 2. ετοιμόρροπος, ξεχαρβαλωμένος
caprice n êáðñßôóéï, éäéïôñïðßá arthritic adj παθολ. áñèñéôéêüò, ρευματικός
rhesus monkey n ζωολ. πίθηκος της οικογένειας ìáêÜêïò ï ñÞóïò age-matched adj που ταιριάζει ηλικιακά
lifespan n μέγιστη (σταθμητή) διάρκεια ζωής, προσδόκιμο versus prep. óå αíôéðáñÜèåóç, σε αντιδιαστολή, έναντι
lug v έλκω, τραβώ ή σέρνω με μεγάλη προσπάθεια repetitive adj επαναλαμβανόμενος
paunch n ðñïêïßëé, κν. μπάκα pounding n σφυροκόπημα, “κοπάνισμα”, μτφ. επιβάρυνση
wrinkle n ñõôßäá evidence n απόδειξη, τεκμήριο, στοιχείο
gleefully adv ìï÷èçñά, χαιρέκακα shield v ðñïóôáôåýù, ðñïáóðßæù, θωρακίζω
hoot v φωνάζω δυνατά, ουρλιάζω motion n êßíçóç
slightly adv ελαφρώς, λίγο, “κάπως” groove n μτφ. ρουτίνα
MSU - CELP - LEVEL C2 9 GLOSSARY
joint n ανατ. Üñèñùóç
surgery n χειρουργική (επιστήμη)
TEXT 4 - PAGE 92
exquisite adj åîáßóéïò, èåóðÝóéïò rundown adj σε κακή (φυσική) κατάσταση, εξαντλημένος, “ερείπιο”
disturb v διαταράσσω, παρασαλεύω put spring back in my step id επαναφέρω τη ζωηράδα στο βήμα μου
loading mechanism n μηχανισμός επιβάρυνσης elusive adj äõóäéÜêñéôïò, “αινιγματικός”, που αποτελεί γρίφο
accustomed to adj åèéóìÝíïò, óõíçèéóìÝíïò (óå..) to begin with phr πρωτίστως, πρώτα-πρώτα, κατ’ αρχήν
alignment n åõèõãñÜììéóç stretch v ôåíôþíù-ïìáé, υποχρεώνω σε καταβολή προσπάθειας,
wear away v φθείρω, -ομαι κν. “ζορίζω”
deterrent n áðïôñåðôéêü μέτρο pulse n φυσιολ. σφυγμός
subsequent adj åðáêüëïõèïò, ìåôáãåíÝóôåñïò blood pressure n αρτηριακή πίεση
targeted strength training n στοχευμένη γυμναστική ενδυνάμωσης tissue n φυσιολ. ιστός
hip stabilizer n ανατ. ισχιακός τένοντας throughout prep/ adv áð’ Üêñïõ åéò Üêñïí
quads n ανατ. τετρακέφαλοι mild adj Þðéïò, ðñÜïò
hamstring n ανατ. éãíõáêüò ôÝíïíôáò workout n óùìáôéêÞ Üóêçóç, ðñïðüíçóç
take over phr.v αναλαμβάνω (έλεγχο, διοίκηση, λειτουργία κλπ) pioneer n ðñùôïðüñïò
ring true phr ακούγομαι αληθινός, ειλικρινής ή πιθανός rowing machine n êùðçëáτικό μηχάνημα εκγύμνασης
legendary adj θρυλικός hearty adj åãêÜñäéïò, “èåñìüò”
sarcasm n σαρκασμός, ειρωνική ή σαρκαστική φράση blood sugar levels n επίπεδα σακχάρου στο αίμα
tissue disintegration n φυσιολογία αποικοδόμηση των ιστών (του attend v παρακολουθώ
ανθρώπινου σώματος) tedious adj êïõñáóôéêüò, ó÷ïéíïôåíÞò, áíéáñüò
infection-fighting adj που μάχεται εναντίον της μόλυνσης
antibodies n αντισώματα
TEXT 3 - PAGE 90 convincing adj ðåéóôéêüò
dull v áìâëýíù
gear v ðñïóáñìüæù óôéò åéäéêÝò áðáéôÞóåéò Þ ðñüôõðá discomfort n ανησυχία, έγνοια, στενοχώρια
germfree adj καθαρός από μικρόβια murky adj ασαφής, μη διαυγής, δυσδιάκριτος
cleaner-than-clean phr “καθαρότερο από καθαρό” sort out phr.v äéá÷ùñßæù, τακτοποιώ, οργανώνω
wipe v óêïõðßæù skeptic n σκεπτικιστής, δύσπιστος
decimate v áðïäåêáôßæù, εξολοθρεύω μεγάλο αριθμό well conducted adj που έχει τύχει καλού χειρισμού, “καλοδουλε-
awash adj êáôáêëõæüìåíïò μένος”
countertop n (πάνω επιφάνεια σε) πάγκο πωλήσεων καταστήματος bias n (ðñïóùðéêÞ) ðñïêáôÜëçøç, ìåñïëçøßá, ðñïúäåáóìüò
grocery n åìðïñßá åéäþí ðáíôïðùëåßïõ for instance phr για παράδειγμα
sanitize v áðïëõìáßíù, åîõãéáßíù distinct adj åõäéÜêñéôïò, åõêñéíÞò, îåêÜèáñïò
wheeze v αναπνέω με βραχνάδα ή συριγμό, áãêïìá÷þ address v εγκύπτω, επιλαμβάνομαι, καταπιάνομαι
sneeze v φταρνίζομαι determine v ðñïóäéïñßæù, êáèïñßæù
cough v βήχω cause and effect phr νομοτέλεια, “αίτιο και αιτιατό”
apparent adj έκδηλος, εμφανής, προφανής cope v τα καταφέρνω, τα βολεύω, αντεπεξέρχομαι
relief n ανακούφιση agent n ðáñÜãùí, óõíôåëåóôÞò
scrubbing n σφουγγάρισμα boost n “ôüíùóç”, ενθάρρυνση, εμψύχωση
scouring n êáèÜñéóìá ìå ôñßøéìï regardless of adv áíåîáñôÞôùò εάν…
obsession n Ýììïíç éäÝá, éäåïëçøßá undeniably adv áíáìöéóâÞôçôα
cleanliness n êáèáñéüôçôá prescription n (éáôñéêÞ) óõíôáãÞ
shift n βαθμιαία μεταβολή ή μεταστροφή stimulating adj ερεθιστικός, “ενδιαφέρων”
put forth phr.v (για θεωρίες κτλ.) αναπτύσσω για προβληματισμό boredom n ανία, πλήξη
assert v äéáôåßíïìáé, éó÷õñßæïìáé, õðïóôçñßæù sociable adj κοινωνικός, ευκοινώνητος
infectious disease n παθολ. λοιμώδες νόσημα obligation n υποχρέωση, δέσμευση
widespread adj ευρύτατα διαδεδομένος, εκτεταμένος, γενικός, in isolation phr αποκομμένος, ξεκομμένος
καθολικός pros and cons id τα υπέρ και τα κατά
vaccination n åìâïëéáóìüò reckless adj παρακινδυνευμένος, απερίσκεπτος, αψήφιστος
prevalence n åðéêñÜôçóç, åîÜðëùóç, διάδοση
literature n (σχετική) βιβλιογραφία
double v äéðëáóéÜæù-ïìáé
estimate n υπολογισμός, “εκτίμηση”
constitute v áðïôåëþ, áðáñôßæù, óõíéóôþ
case report n ιατρ. ιστορικό ασθενούς
dirt floor n πάτωμα στο φυσικό έδαφος
asthma n παθολ. Üóèìá
industrial revolution n βιομηχανική επανάσταση
prompt v δίνω αφορμή σε…, εξωθώ, υποκινώ
immune system n ανοσοποιητικό σύστημα
expose v εκθέτω(σε κίνδυνο κλπ), αφήνω εκτεθειμένο ή χωρίς
προφύλαξη
exposure n έκθεση (σε επιδράσεις, κακουχίες, κίνδυνο κλπ)
valid adj αιτιολογημένος, βάσιμος, “Ýãêõñïò”
level off phr.v εξισορροπώ, σταματώ τις διακυμάνσεις
lore n (παλιά) παράδοση
household n νοικοκυριό
reasoning n τρόπος συλλογισμού, συλλογιστική
MSU - CELP - LEVEL C2 10 GLOSSARY

Practice test 5 stark adj πρόδηλος, προφανής, χτυπητός, έντονος


life expectancy n προσδόκιμο ζωής
key indicator n κομβικός “δείκτης”
discrepancy n ανακολουθία, αντινομία, (αισθητή) διαφορά
TEXT 1 - PAGE 104 priority n προτεραιότητα
game n κυνήγι, θήραμα
martial arts n πολεμικές τέχνες record v “επισημαίνω”, “δείχνω”, “καταγράφω”
tai chi n κινεζικής προέλευσης αργή σωματική άσκηση υπερβατι- survey n δημοσκόπηση, “στατιστική”, επισκόπηση
κού διαλογισμού που έχει σκοπό τη χαλάρωση, την υγεία και την contribute v συντελώ, συμβάλλω (στην επίτευξη σκοπού κτλ.)
ισορροπία πνεύματος και ύλης inadequate adj ανεπαρκής
yoga n ινδουιστικό φιλοσοφικό σύστημα, το οποίο μέσα από ένα along with… phr μαζί με…
σύνολο σωματικών και πνευματικών ασκήσεων αποσκοπεί στην conflict n διαπάλη, σύγκρουση
αυτογνωσία και πνευματική γαλήνη emergence n εμφάνιση, ανάδυση, ανάκυψη
meditation n (υπερβατικός) διαλογισμός contaminant n μολυντική, λοιμώδης ουσία
sequence n ακολουθία, (αλληλο) διαδοχή, “σειρά” pesticide n χημ. παρασιτοκτόνο
derive v προέρχομαι, κατάγομαι flame retardant n επιβραδυντικό της φωτιάς
ancestrally adv προγονικά, προπατορικά food web n διατροφική αλυσίδα
gracefully adv αβρά, με χάρη, “αέρινα” persistence n συνέχιση, διατήρηση, εμμονή
even transition n ήρεμη, “απαλή” μετάβαση (από κατάσταση σε concentrate v συγκεντρώνω-ομαι, εμπλουτίζω
μια άλλη) fat tissue n φυσιολογία λιπώδης ιστός
practitioner n κάποιος που ασκεί επάγγελμα ή τέχνη, επιτηδευμα- predatory fish n σαρκοφάγα ψάρια
τίας, επαγγελματίας marine mammal n ζωολ. θαλάσσιο θηλαστικό
first and foremost phr πρώτο και κύριο exceed v ξεπερνώ τα όρια, υπερβαίνω
foster v καλλιεργώ, τρέφω (αισθήματα κτλ.) guideline n εγχειρίδιο, “ευρετήριο”, “οδηγός”
tranquil adj γαλήνιος, ήρεμος foodstuff n τρόφιμα, είδη διατροφής
avenue for learning phr μτφ. τρόπος προσέγγισης ή επίτευξης, refined carbohydrates n χημ. επεξεργασμένοι υδρογονάνθρακες
“δρόμος της γνώσης” saturated/ unsaturated fats n χημ. κορεσμένα/ ακόρεστα λιπαρά
fine-scale adj που έχει υποστεί λεπτές ρυθμίσεις, καλοσυντονισμένος fatty acids n χημ. λιπαρά οξέα
motor control n φυσιολογία (μηχανισμός ή σύστημα με το οποίο sedentary lifestyle n καθιστική ζωή
επιτυγχάνεται ο) έλεγχος της κίνησης coronary heart disease n ιατρ. στεφανιαία νόσος, στένωση της
vital center n φυσιολογία ζωτικό κέντρο στεφανιαίας αρτηρίας της καρδιάς
in some measure phr εν μέρει, σε κάποιο μέτρο harsh adj τραχύς, δριμύς, άγριος
in terms of phr από την άποψη του… subtle adj δυσδιάκριτος, ανεπαίσθητος, “λεπτός”
postural n στάση του σώματος, παράστημα landscape n τοπίο
(body) alignment n φυσιολογία, ευθυγράμμιση του σώματος, κα- so-called adj αποκαλούμενος κοινώς, αναφερόμενος ως
τάλληλη τοποθέτηση /χρήση των οστών του σκελετού στο χορό ή hint v υπαινίσσομαι, υπονοώ
στα σπόρ, ώστε να μην επιβαρύνεται το μυικό σύστημα buoyant adj κεφάτος, αλέγρος, εύθυμος
(movement) pattern n πρότυπο, υπόδειγμα, “καμβάς” (κινήσεων) grim adj δυσοίωνος, ζοφερός
tension n φυσιολογία τάνυση, τέντωμα, “τράβηγμα” (των μυών) apprehensive adj ανήσυχος, θορυβημένος
furthermore adv επιπροσθέτως, άλλωστε, συνάμα, επί πλέον complacent adj εφησυχασμένος, “μακάριος”
origin n προέλευση, εκπήγαση, εκπόρευση
principle n παγκοίνως παραδεκτή ή στοιχειώδης αλήθεια, “αρχή”,
“παραδοχή” TEXT 3 - page 108
responsive adj που ανταποκρίνεται με θέρμη ή κατανόηση,
“ζεστός”, (εδώ:) “ανοικτός” pollination n φυτολ. επικονίαση, γονιμοποίηση με γύρη
employ v μετέρχομαι, χρησιμοποιώ instructor n δάσκαλος, εκπαιδευτής
slow-tempo phr (για δραστηριότητα) που ακολουθεί αργούς ρυθμούς fragrant adj ευωδιαστός, αρωματικός
adept n μύστης, ιεροφάντης, βαθύς γνώστης evolved adj εξελιγμένος (φυσιολογικά)
channel v διοχετεύω, μτφ. στρέφω, κατευθύνω dubbed adj επονομαζόμενος, αποκαλούμενος
punch n (κτύπημα με) γροθιά, κν. μπουνιά suite n σύνολο ομοειδών στοιχείων, κν. σετ
dissipate v προκαλώ ή υφίσταμαι εξανέμιση, διάλυση ή διασκορ- trait n (ιδιαίτερο) γνώρισμα ή χαρακτηριστικό της προσωπικότητας
πισμό, εξανεμίζω-ομαι natural selection n βιολ. φυσική επιλογή
disparate adj εντελώς ανόμοιος ή διάφορος vector n βιολ. οργανισμός (ειδ. έντομο) που μεταδίδει ασθένεια ή
pose n πόζα, στάση, κν. “στήσιμο” μόλυνση, ξενιστής
strenuous adj που απαιτεί μόχθο, κοπιώδης, επίπονος timing n επιλογή του (κατάλληλου) χρόνου
fluid adj υγρός, ρευστός, ρέων flowering n άνθηση, ανθοφορία
stretching n σύνολο διατατικών ασκήσεων των μυών, ως προοί- moth n εντομ. ετερόκερο λεπιδόπτερο
μιο κύριας σωματικής άσκησης convergent evolution n βιολ. η προσαρμογή της εξέλιξης παρό-
longstanding adj μακροχρόνιος μοιων εξωτερικών χαρακτηριστι-κών, όπως τα φτερά σε έντομα και
warfare n πόλεμος ή πολεμική σύρραξη πουλιά, σε ανόμοια είδη που διαβιούν στο ίδιο περιβάλλον
confirm v ενισχύω, εδραιώνω ή ισχυροποιώ (τη θέση κάποιου) reddish adj ερυθρωπός, κοκκινωπός
defensive adj που τηρεί αμυντική στάση έναντι κριτικής ή επίθε- tubular adj σωληνοειδής, “κυλινδρικός”
σης, απολογητικός unscented adj άοσμος
offensive adj εριστικός, προσβλητικός, “επιθετικός” nocturnal adj νυκτερινός, βραδιάτικος
bowl shaped adj κοίλος, που έχει σχήμα γαβάθας
ultra-violet adj υπέρυθρος
TEXT 2 - PAGE 106 framework n πλαίσιο
classify v ταξινομώ
circumpolar adj γύρω ή κοντά σε έναν από τους πόλους της γης out of date id ξεπερασμένος
background reading n εξωσχολικό διάβασμα whilst conj καίτοι, μολονότι, άν και, παρόλο (που)
Inuit n Ιθαγενείς Εσκιμώοι της Αρκτικής to what extent phr σε ποιο βαθμό, σε ποια έκταση
MSU - CELP - LEVEL C2 11 GLOSSARY
variable adj ευμετάβλητος, άστατος fickle adj άστατος, αλλοπρόσαλλος, ευμετάβλητος
straightforward adj σαφούς διατύπωσης, σαφής, ξεκάθαρος precepti(on) n (ηθική) αρχή, ηθική επιταγή, “υποθήκη”
continuum n αδιάσπαστη αλληλουχία των επί μέρους στοιχείων, perception n αντίληψη, “αίσθηση”
“συνεχές” high-ground id (θέση) ανωτερότητας, πλεονέκτημα
specialization n εξειδίκευση overwhelmed adj κατακλυσμένος, “κατατροπωμένος”,
generalization n γενίκευση “παραφορτωμένος”
functional adj λειτουργικός acclaimed adj εντυπωσιακός, αναγνωρισμένος
exert v μετέρχομαι, ασκώ (πίεση κτλ.) mastery n άρτια εκμάθηση, πλήρης ή βαθιά γνώση
conform v εναρμονίζω-ομαι, προσαρμόζω-ομαι take issue with id αντιτίθεμαι, αντικρούω, εναντιώνομαι
wasp n σφήκα sciences n θετικές επιστήμες
grassland n γρασιδότοπος, λιβάδι, βοσκοτόπι virtuous adj (καλός και) αγαθός, ενάρετος, χρηστοήθης
in sb‘s own right phr από μόνος του, με τις δικές του προσπάθειες humanities n κλασικές ή φιλολογικές σπουδές
ή ικανότητες realm n μτφ. σφαίρα επιρροής, “επικράτεια”, “βασίλειο”
sheer adj άκρατος, αμιγής, καθαρός overly adv υπερβολικά, σε υπερβολικό βαθμό
point of view phr άποψη, “αντίληψη”, “θέση” lay out phr.v καταδεικνύω, καθιστώ πρόδηλο, “εκθέτω”
driven adj εξαναγκασμένος, που έχει επιβληθεί
initiated adj μυημένος
disrupted adj αναστατωμένος, αποδιοργανωμένος
undergo v υποβάλλομαι σε…
simplistic adj υπεραπλουστευμένος
Practice Test 6
modification n μετατροπή, τροποποίηση
stalled adj στάσιμος TEXT 1 - page 122
compile v συλλέγω, συγκεντρώνω και ταξινομώ στοιχεία
solar flare n ηλιακή έκρηξη
impact v επηρεάζω, επιδρώ
TEXT 4 - page 110 in for idm εγγυημένα, σίγουρα
firework n πυροτέχνημα
major v αποκτώ άρτια ή επαρκή γνώση, μαθαίνω, γνωρίζω ή κα- peak n απόγειο, ζενίθ
τέχω τέλεια solar maximum n περίοδος μέγιστης ηλιακής δραστηριότητας όπου
foreword n πρόλογος εμφανίζονται οι ηλιακές κηλίδες
embark on (a career) phr ξεκινώ (καριέρα) prediction n πρόβλεψη
genuinely adv ειλικρινώς, αυθεντικά, αληθινά put to good use idm χρησιμοποιώ αποτελεσματικά
noble pursuit phr μεγαλόψυχη επιδίωξη, ευγενής άμιλλα according to phr σύμφωνα με…
wrestle v πασχίζω/προσπαθώ να θέσω υπό έλεγχο, “παιδεύομαι” doomsday n Ημέρα της Κρίσεως, μτφ. τρομακτικό γεγονός
on occasion phr πότε-πότε run-up n προπαρασκευαστική περίοδος πριν (από γεγονός), “στο
at large phr ευρύτερα δρόμο για…”
frame (an answer) v διατυπώνω φραστικά (μιαν απάντηση) fuelled adj τροφοδοτούμενος
simultaneously adv ταυτόχρονα what‘s more phr (αυτό που ακολουθεί είναι) εξίσου αν όχι πιο ση-
cosmic adj κοσμικός, συμπαντικός μαντικό…
keep current phr επικαιροποιώ, “ενημερώνομαι” correlation n συσχέτιση, αντιστοιχία
seemingly adv φαινομενικά polarity n πολικότητα
nonlinear model n μη-γραμμική απεικόνιση roast v ψήνω
soup to nuts id “απ’ την αρχή έως το τέλος”, η πλήρης διαδικασία involved adj περίπλοκος, πολύπλοκος, μπερδεμένος
handle v διακινώ, (δια)χειρίζομαι injury n τραυματισμός
discipline n επιστημονικός κλάδος, τομέας (επιστημονικής) γνώ- satellite n δορυφόρος
σης, “επιστήμη” blackout n γενική διακοπή ρεύματος, συσκότιση
pattern (of thought) n προσχέδιο, πρόπλασμα (σκέψης) magnetosphere n μαγνητικό πεδίο, μαγνητόσφαιρα
integrity n ηθική ακεραιότητα, αξιοπρέπεια ionosphere n ιονόσφαιρα, το ανώτερο στρώμα της ατμόσφαιρας
core n μτφ. ουσιώδες μέρος, ουσία, “πυρήνας” interplanetary adj διαπλανητικός
do the right thing phr κάνω το σωστό magnetic field n μαγνητικό πεδίο
empirical information n στατιστ. πιθανότητα προκύπτουσα εκ των aligned adj ευθυγραμμισμένος, στοιχισμένος
υστέρων, από τη συχνότητα επανάληψης γεγονότος σε δείγμα slide past v περνώ γλιστρώντας
subject matter n θέμα, αντικείμενο (συζήτησης, έρευνας κτλ.). merge v συγχωνεύομαι, ενώνομαι
fool v εξαπατώ, παραπλανώ, ξεγελώ run out of phr.v. εξαντλώ, “ξεμένω”
ill intent id κακόβουλη πρόθεση swell v διαστέλλομαι, “φουσκώνω”
predisposition n προδιάθεση, “τάξη” red giant n “κόκκινος γίγαντας”, εξαιρετικά μεγάλο και φωτεινό
noble ends phr υψηλόφρονες στόχοι αστέρι σε τελική φάση δημιουργίας
object v ενίσταμαι, αντιτείνω era n εποχή, περίοδος χρονική
range v (δια)κυμαίνομαι, κλιμακώνομαι
wrap in a cloak of virtue id “σκεπάζω” με περιτύλιγμα, “επίφαση” page 123
αρετής speculate v υποθέτω, φαντάζομαι
thoughtful adj σκεπτικός, στοχαστικός, συλλογισμένος inspiration n έμπνευση
amoral adj που δεν ακολουθεί τα ηθικά πρότυπα, accurate adj ακριβής
αμοραλι(στι)κός, ανηθικιστικός awe n δέος
constrain v περιορίζω, δεσμεύω aurora n βόρειο (ή πολικό ) σέλας
take as given phr παίρνω σαν δεδομένο reference v κάνω μνεία, αναφέρομαι σε…
self-evident adj αυτονόητος stir up phr.v. ξεσηκώνω, προκαλώ
at one‘s convenience phr όπως μας εξυπηρετεί, “όπως μας βολεύει” scale n κλίμακα, τάξη μεγέθους
in the nick of time id απίκο, (πάνω) στο τσακ bridge the gap idm γεφυρώνω το χάσμα, συμβιβάζω αντιθέσεις
when the greater good calls id “όταν το κοινό καλό προστάζει” remoteness n απόσταση, ιδιότητα του απόμακρου, απίθανου
portend v προμηνύω, προοιωνίζομαι suspense n αγωνία, αγωνιώδης προσμονή
MSU - CELP - LEVEL C2 12 GLOSSARY
sensational adj συναισθηματικός make the most of idm εκμεταλλεύομαι, αξιοποιώ
reassuring adj καθησυχαστικός
page 127
by chance phr συμπτωματικά, κατά λάθος
TEXT 2 - page 124 inverse adj αντίστροφος, ανάποδος
focus on phr.v. εστιάζω, επικεντρώνομαι, συγκεντρώνομαι
fog n ομίχλη, καταχνιά, “πούσι” attitude n στάση , συμπεριφορά, διάθεση
california redwood n αειθαλές αιωνόβιο υψηλόκορμο δέντρο των pastime n πάρεργο, αγαπημένη ασχολία, χόμπυ
ακτών των ΗΠΑ, σεγκόια vicious cycle idm φαύλος κύκλος
assignment n εργασία
floral adj που αναφέρεται στη χλωρίδα
faunal adj που αναφέρεται στην πανίδα TEXT 4 - page 128
influx n εισροή, ρεύμα
drip n στάλαξη, στάξιμο spark n σπίθα, σπινθήρας
regional adj τοπικός bloody adj 1. αιματηρός, αιματοβαμμένος 2. καταραμένος, αναθε-
upwell v εκπηγάζω, “ξεπηδώ” ματισμένος
offshore adv παράκτια, στα ανοιχτά overthrow n ανατροπή
chill v ψυχραίνω, παγώνω in between phr ενδιάμεσα, ανάμεσα
condense v συμπυκνώνω, περιορίζω σε όγκο recurring adj επαναλαμβανόμενος, επανεμφανιζόμενος
vertically adv κάθετα, κατακόρυφα prosperous adj εύπορος
contain v περιορίζω, συγκρατώ evenly adv ομοιόμορφα, ομαλά, δίκαια
hazard n κίνδυνος distribute v διανέμω, μοιράζω
record v καταγράφω, τηρώ πρακτικά grumbling adj διαμαρτυρόμενος, παραπονούμενος
mirror v αντανακλώ, αντικατοπτρίζω discontented adj δυσαρεστημένος, απογοητευμένος
occurrence n συμβάν, γεγονός topple v ανατρέπω, “ρίχνω”
in turn phr με τη σειρά, εκ περιτροπής electrify v ηλεκτρίζω, ενθουσιάζω, διεγείρω
fir n έλατο catalyst n καταλύτης
biodiversity n βιοποικιλότητα radicalize v ριζοσπαστικοποιώ
thin out phr.v. εξανεμίζομαι, διαλύομαι grisly adj αποκρουστικός, φρικιαστικός
boon n χάρη, ευτύχημα, “δώρο” mass incineration n μαζική αποτέφρωση
eventual adj αναπόφευκτος, παρέπομενος suicidally adv αυτοκτονικά, αυτοκαταστροφικά
notably adv ειδικά, ιδιαιτέρως inflammatory adj που προκαλεί πάθος, βία ή ισχυρό συναίσθημα,
long-lived adj μακρόζωος, πολύχρονος όπως θυμό, επιθετικότητα, κλπ.
colleague n συνάδελφος, συνεργάτης protester n διαδηλωτής
decrease v μειώνομαι, ελαττώνομαι, λιγοστεύω catch the imagination idm εξάπτω το ενδιαφέρον, δραστηριο-
recruitment n αναπλήρωση, ξαναγέμισμα ποιώ, κινητοποιώ
dominant adj κυρίαρχος, δεσπόζων brutality n ωμότητα, κτηνωδία, βία
long-term adj μακροπρόθεσμος beat to death idm μαστιγώνω μέχρι θανάτου
fire up phr.v. εξάπτω, διεγείρω, ξεσηκώνω
page 125 disillusioned adj απογοητευμένος, αφυπνισμένος
germinate v αναπτύσσομαι, φυτρώνω, μεγαλώνω regime n καθεστώς, πολίτευμα
imply v υπαινίσσομαι, αφήνω να εννοηθεί ruler n κυβερνήτης, ηγεμόνας
drought n ξηρασία, ανομβρία fatal incapacity n μοιραία ανικανότητα, ολέθρια αδυναμία
challenge n δοκιμασία stamina n αντοχή, σθένος, “κότσια”
inflexible adj άκαμπτος, αυστηρός
ailing adj νοσών, πάσχων, άρρωστος
TEXT 3 - page 126 cancer-stricken adj χτυπημένος από καρκίνο, καρκινοπαθής
nimble adj ευκίνητος, εύστροφος, “ξύπνιος”
frugality n λιτότητα, φειδώ, “οικονομία” graceful exit n μτφ. αέρινη, ανάλαφρη έξοδος, “ομαλή (πολιτική)
buy time idm αυξάνω διαθέσιμο χρόνο για συγκεκριμένο σκοπό, μετάβαση”
“αγοράζω χρόνο” smooth v εξομαλύνω, διευθετώ
flip through phr.v. ξεφυλλίζω γρήγορα play a role idm συμμετέχω με συγκεκριμένο ρόλο σε κάτι
finite adj πεπερασμένος highjack v μονοπωλώ, κυριαρχώ, “κλέβω” την παράσταση
slave away phr.v. δουλεύω σκληρά, “δουλεύω σαν σκλάβος” mourning n θρήνος
chore n αγγαρεία, “χαμαλίκι” corruption n διαφθορά
old-fashioned adj παλιομοδίτικος, ξεπερασμένος strike back phr.v. αντεπιτίθεμαι, αντεκδικούμαι, ανταποδίδω
labor-intensive adj που απαιτεί εργατικά χέρια (αντί κεφαλαίων), peasant n χωριάτης, αγρότης
εντατικοποιημένος better off adj σε καλύτερη οικονομική κατάσταση
misperception n παρανόηση, εσφαλμένη αντίληψη culminate v καταλήγω, εξελίσσομαι, κορυφώνομαι
name-brand n διακριτική ονομασία, σήμα κατατεθέν, “φίρμα” set off phr.v. ξεκινώ, δίνω το έναυσμα, πυροδοτώ
mall n πολυκατάστημα, εμπορικό κέντρο demonstration n διαδήλωση, πορεία διαμαρτυρίας
device n επινόηση, σύλληψη with impunity phr ατιμώρητα
pursue v ακολουθώ, επιδιώκω implode v καταρρέω βίαια από τα μέσα
cut back phr.v. μειώνω crony n φίλος, φιλαράκι
expenses n έξοδα, δαπάνες backer n υποστηρικτής
self-employed adj αυτοαπασχολούμενος, ελεύθερος επαγγελματίας insider n μυημένος, μέλος ομάδας
in conclusion phr συμπερασματικά, εν κατακλείδι defy v αντιστέκομαι
extraneous adj επουσιώδης crush v συνθλίβω, συντρίβω
junk n σκουπίδια, άχρηστα πράγματα buy off phr.v. εξαγοράζω
pare down phr.v. μειώνω βαθμιαία flee v δραπετεύω, τρέπομαι σε φυγή, “την κοπανάω”
arguably adv εύλογα, βάσιμα all in all phr εν γένει, συνολικά
MSU - CELP - LEVEL C2 13 GLOSSARY
oust v απομακρύνω, εκτοπίζω, διώχνω staggering adj συγκλονιστικός
synergy n συνέργεια, σύμπραξη gallon n μονάδα μέτρησης όγκου σε ΗΠΑ και Βρετανία, περίπου 4-
oppressed adj καταπιεσμένος 4,5λίτρα
ignite v αναφλέγομαι, ανάβω carbon dioxide emission n έκλυση διοξειδίου του άνθρακα
turn against phr.v. στρέφομαι εναντίον, εναντιώνομαι shoot up phr.v. εκτινάσσομαι, αυξάνομαι και πληθύνομαι
make sth up phr.v. επινοώ, βγάζω κάτι από το μυαλό μου
page 129 administration n διακυβέρνηση
impoverished adj φτωχός, εξαθλιωμένος nuclear power plant n εργοστάσιο παραγωγής πυρηνικής ενέργειας
perpetrator n δράστης, φταίχτης convert v μετατρέπω, τροποποιώ, μεταστρέφω
motivate v παρακινώ, προκαλώ sugar cane n ζαχαροκάλαμο
infuriate v εξοργίζω deplete v εξαντλώ, μειώνω
attribute n χαρακτηριστικό γνώρισμα strip mining n βιομηχανική μέθοδος επιφανειακής εξόρυξης άνθρακα
noteworthy adj αξιοσημείωτος biodiesel n βιοκαύσιμα, ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές
discredit v 1. δυσφημώ, ντροπιάζω, 2.δυσπιστώ, αμφιβάλλω algae n φύκια
commonality n κοινό χαρακτηριστικό ή γνώρισμα keep moving phr εξασφαλίζω τη συνέχιση λειτουργίας
way too much phr υπερβολικός, υπέρμετρη ποσότητα
addiction n εξάρτηση
artificially adv τεχνητά, με τεχνητό τρόπο

Practice Test 7 hybrid car n υβριδικό αυτοκίνητο, όχημα που συνδυάζει πετρελαι-
οκινητήρα και ηλεκτρικό κινητήρα
post-industrial adj μετα-βιομηχανικός

TEXT 1 - page 140 page 143


trustworthy adj αξιόπιστος, φερέγγυος
empathic listening n ακρόαση ενσυναίσθησης exhaust fumes n αναθυμιάσεις εξατμίσεων
conflict resolution n επίλυση συγκρούσεων modify v αλλάζω, τροποποιώ
mediator n μεσολαβητής, μεσάζων entitled adj που δικαιούται, που εξουσιοδοτείται
project oneself v μτφ. προβάλλω τον εαυτό μου, παίρνω το ρόλο unsurmountable adj μη επιλύσιμος, ανυπέρβλητος
unmistakably adv προφανώς, ολοφάνερα, καθαρά in time idm εγκαίρως, στην ώρα του
convey v μτφ. εκφράζω, μεταφέρω
nonjudgmental adj μη επικριτικός, που δεν προβαίνει σε κρίσεις
body language n γλώσσα του σώματος, έκφραση μέσω κινησιο- TEXT 3 - page 144
λογίας
reflective adj κατοπτρικός, στοχαστικός page through phr.v. ξεφυλλίζω
mutual adj αμοιβαίος arts section (of a newspaper) n πολιτιστικό ένθετο (εφημερίδας)
disputant n αντιδικών, διαφωνών engaging adj ενδιαφέρων
surfacing n μτφ. ανάδυση στην επιφάνεια, εμφάνιση primate studies n σπουδές πάνω στα πρωτεύοντα θηλαστικά
criticism n επίκριση, αρνητική κριτική come across phr.v. ανταμώνω, συντυχαίνω, “πέφτω τυχαία πάνω”
conducive adj πρόσφορος, ενθαρρυντικός, που συμβάλλει juxtaposition n παράθεση, τοποθέτηση δίπλα- δίπλα
collaborative adj συνεργατικός head shot n φωτογραφία προσώπου, πορτραίτο
set apart phr.v. διαχωρίζω, ξεχωρίζω, διακρίνω range v κυμαίνομαι
acknowledge v αναγνωρίζω, παραδέχομαι slack-jawed adj χαμηλής ευφυίας, μειωμένου διανοητικού επιπέ-
third party n τρίτο μέρος, ουδέτερη πλευρά δου, “χάχας”
core skill n βασική δεξιότητα, δομική ικανότητα joviality n εύθυμη διάθεση
goofy adj χαζός
page 141 hooting n λοιδωρία, “χαβαλές”, “κράξιμο”
emphasize v τονίζω, υπογραμμίζω, δίνω έμφαση play off phr.v. τοποθετώ, βάζω απέναντι
shame v ντροπιάζω, ατιμάζω timeworn joke idm παλιομοδίτικο ανέκδοτο
essential adj ουσιαστικός, ουσιώδης underlying adj υποκρυπτόμενος, υποβόσκων
controversial adj αμφιλεγόμενος, επίμαχος akin adj παρόμοιος, συγγενής, συναφής
moderator n ρυθμιστής, συντονιστής quantum leap n απότομη αλλαγή ή προβάδισμα, ειδικά στη μέ-
θοδο, την πληροφορία ή τη γνώση
bellwether n κυρίαρχη τάση, προεξάρχων παράγοντας
TEXT 2 - page 142 fall away phr.v. εγκαταλείπω, παρατώ
fashion v σχηματοποιώ, δίνω μορφή, φτιάχνω
catch the eye idm προκαλώ το ενδιαφέρον thorn n αγκάθι
browse v ξεφυλλίζω, φυλλομετρώ twig n κλαδί, κλαράκι
think about phr.v. σκέφτομαι, αναλογίζομαι reed n καλάμι, καλαμιά
Labor‘s Bureau n Γραφείο Εργασίας ή Απασχόλησης impregnable adj ανυπέρβλητος, ακατάβλητος, αδιάψευστος
fraction n ποσοστό, μικρό ποσό fortress n οχυρό
dwindling adj φθίνων, ελαττούμενος steeped in adj εμποτισμένος, εμβαπτισμένος
oil supplies n αποθέματα πετρελαίου reside v εδράζομαι ως δικαίωμα/δύναμη, υπάρχω ως έμφυτη ιδιότητα
mind blowing adj που επηρεάζει σημαντικά το συναίσθημα, που come along phr.v. εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι, καταφτάνω
“παίρνει το μυαλό” breach v δημιουργώ ρήγμα, γκρεμίζω
at any degree phr με οποιοδήποτε περιθώριο bastion n μτφ. προμαχώνας, προπύργιο , οχυρό
casualties n απώλειες, τραυματίες draw on phr.v. αντλώ, χρησιμοποιώ
fatalities n θανατηφόρα ατυχήματα, θάνατοι research n επιστημονική έρευνα
lung cancer n καρκίνος του πνεύμονα captive adj αιχμαλωτισμένος, δέσμιος
exhaust poisons n δηλητηριώδεις αναθυμιάσεις εξατμίσεων αυτο- bonobo n ανθρωποειδής πίθηκος, πυγμαίος χιμπαντζής
κινήτου poke v χώνω, μπήγω, χτυπώ
wage (a war) v διεξάγω (πόλεμο) vaunt v καυχιέμαι, υπερηφανεύομαι, καμαρώνω
MSU - CELP - LEVEL C2 14 GLOSSARY
inimitably adv ασύγκριτα, αμίμητα, χωρίς “ταίρι” fall out phr.v. αποσυνδέομαι, αποκολλώμαι, χάνομαι
point out phr.v. επισημαίνω, παρατηρώ promote v προωθώ, υποστηρίζω, ενθαρρύνω
presumption n εικασία, υπόθεση endangered species n είδη σε κίνδυνο εξαφάνισης
sibling n αδελφός, αδέρφι
medicate v γιατρεύω με φάρμακα page 147
falcon n γεράκι devour v καταβροχθίζω, ρημάζω, αφανίζω
flap v φτερουγίζω, φτεροκοπώ novel adj νέος, πρωτότυπος, διαφορετικός
quibble v επιχειρηματολογώ, διατείνομαι, υπεκφεύγω, “παίζω με
τις λέξεις”
stance n στάση, τοποθέτηση
chalk up phr.v. αποδίδω, προσάπτω, καταλογίζω
anthropodenial n άρνηση της θεωρίας ύπαρξης ανθρωπόμορφων
Practice Test 8
χαρακτηριστικών σε άλλα ζώα
contrarian n αυτός που αντιτίθεται στην κοινή γνώμη ή τις παραδε- TEXT 1 - page 158
δεγμένες αρχές, “πνεύμα αντιλογίας”
hard-data n ποσοτικά (έναντι των ποιοτικών) δεδομένων, στη inevitably adv αναπόφευκτα, αναπόδραστα
μορφή των γραφημάτων ή των αριθμών campaign n εκστρατεία, καμπάνια
to the core idm από κάθε άποψη, “μέχρι το μεδούλι” snippet n ειδησάριο, απόκομμα
indulge v ενδίδω, ικανοποιώ repository n αποθήκη
take pride in phr υπερηφανεύομαι, καμαρώνω footage n απόσπασμα (ταινίας)
contemplate v σκέφτομαι, αναλογίζομαι, σχεδιάζω nod off phr.v. γλαρώνω, αποκοιμιέμαι
afterlife n μετά θάνατον ζωή hearings n ακρόαση, ακροαματική διαδικασία
observables n μετρήσιμες τιμές, μετρήσιμα φυσικά μεγέθη come up phr.v. προκύπτω/ φέρνω στην κουβέντα
bracing adj υποστηρικτικός, ισχυροποιητικός, ενισχυτικός wrought adj διαμορφωμένος περίτεχνα
think small idm σχεδιάζω χωρίς φιλοδοξία, σκέφτομαι μικρόπνοα procession n παρέλαση, παράταξη, σειρά
narrative n αφήγηση, διήγηση innovation n καινοτομία, πατέντα
evolution n εξέλιξη, ανάπτυξη spin-doctor n άνθρωπος των δημοσίων σχέσεων που φροντίζει με
broach v αναφέρω, θίγω ένα θέμα, “ανοίγω κουβέντα” εκθειαστικά δημοσιεύματα το προφίλ π.χ. ενός πολιτικού
close-knit adj περίκλειστος, δεμένος με ισχυρούς κοινωνικούς ή google-bombing phr καμπάνια ή πρόγραμμα Η/Υ που καθιστά
πολιτισμικούς δεσμούς μια σελίδα του διαδικτύου πρώτη στις επιλογές της μηχανής αναζή-
refined adj εξευγενισμένος, εκλεπτυσμένος τησης Google
outline v περιγράφω συνοπτικά, δίνω τις γενικές γραμμές, σκιαγραφώ frame v 1. πλαισιώνω, 2. προσαρμόζω, κανονίζω, τακτοποιώ
cheap laughs idm “φτηνιάρικο ανέκδοτο”, κακόγουστο αστείο debate n δημόσια συζήτηση, δημόσιος διάλογος
deftly adv επιδέξια, δεξιοτεχνικά text messaging n υπηρεσία μαζικής αποστολής μηνυμάτων από
τηλεπικοινωνιακή εταιρεία
page 145 register v εγγράφω
shelter n καταφύγιο mobilize v κινητοποιώ
overcome v υπερνικώ mashup n συρραφή αποσπασμάτων ηχογραφήσεων
light-hearted adj ευδιάθετος, πρόσχαρος, “ανοιχτόκαρδος” weave v υφαίνω, πλέκω, σκαρώνω ή σχηματοποιώ κάτι σύνθετο
podcast n σειρά ηχητικών ή οπτικών ψηφιακών φακέλων, που δύ-
νανται να αναπαραχθούν από κινητό ή προσωπικό υπολογιστή
TEXT 4 - page 146 adapt v προσαρμόζω, διασκευάζω
thus far phr μέχρι το σημείο αυτό, έως τώρα
icon n σύμβολο, ίνδαλμα compelling adj επιβλητικός, ακαταμάχητος
dodo n μεγάλο, αδέξιο ενδημικό πτηνό του Μαυρίκιου, που δεν grassroots n απλοί πολίτες
είχε δυνατότητα να πετά και έχει εξαφανισθεί από τον 17ο αιώνα donor n δωρητής, χορηγός
when it comes to phr όσον αφορά…, όταν μιλάμε για… blogger n συγγραφέας ιστολογίου
take notice of phr προσέχω, δίνω σημασία gotcha idm επισήμανση ότι κάποιος έχει συλληφθεί σε στιγμή
swamp n βαλτότοπος, έλος αδυναμίας, “σ’ έπιασα”
rekindle v προκαλώ εκ νέου, αναμοχλεύω, ξεσηκώνω (συναίσθημα) endow v προικίζω, προσδίδω ικανότητες ή εμπλουτίζω με αξίες
due to phr εξαιτίας, λόγω του… page 159
stock v προμηθεύω ως απόθεμα, αποθηκεύω προς πώληση ή slip-up n σφάλμα, παράβλεψη
μελλοντική χρήση off-beat adj μη συμβατικός, αντι-κομφορμιστής, εκκεντρικός
predator n αρπακτικό inoculate v προστατεύω, προφυλάσσω
prey n λεία, θήραμα forceful adj δυναμικός, ισχυρός
plunder v λεηλατώ, λυμαίνομαι, πλιατσικολογώ
macaque n πίθηκος του είδους μακάκος, με μικρή ή καθόλου
ουρά, ιδιαίτερης ευφυίας, ενδημικός της Ασίας και της Αφρικής TEXT 2 - page 160
abundantly adv σε αφθονία, πολυπληθώς, πολυάριθμα
clumsy adj αδέξιος, άκομψος, άτσαλος, άγαρμπος regeneration n αναγέννηση, ανάπλαση
specimen n τυπικό δείγμα volcanic eruption n ηφαιστειακή έκρηξη
contemporary adj σύγχρονος blast n έκρηξη
greedy adj άπληστος, “λαίμαργος” flatten v ισοπεδώνω
depict v απεικονίζω, αναπαριστάνω shear off phr.v. κόβω, τέμνω, αποκόπτω
ascribe v αποδίδω let loοse v απελευθερώνω, αποδεσμεύω
sluggard adj τεμπέλης, ακαμάτης, χαραμοφάης side-long v πλάγιος, που κινείται σε πλάγια κατεύθυνση
archetype n ιδεατό παράδειγμα, πρωτότυπο μοντέλο ενός τύπου, flare n φωτοβόλα έκρηξη
αρχέτυπο wasteland n έρημη χώρα, ερημωμένη γη
dead as a dodo idm αδιαμφισβήτητα νεκρός (για άψυχο : με ανεπα- scorched adj τσουρουφλισμένος, κατακαμένος
νόρθωτη βλάβη) timber n ξυλεία
go the way of the dodo idm εξαφανίζομαι, βγαίνω από τη μόδα trigger v προκαλώ, προξενώ
MSU - CELP - LEVEL C2 15 GLOSSARY
landslide n κατολίσθηση on the fringe idm στην ακραία εκδοχή, κυρίως πολιτικής σκέψης
swatch n λωρίδα, ζώνη stand out phr.v. ξεχωρίζω, διακρίνομαι
spill v χύνω, -ομαι pervasive adj διεισδυτικός, (εδώ : εκτεταμένος, ευρύτατα διαδεδο-
surge v πλημμυρίζω, κατακλύζω μένος, γενικός)
debris n θραύσματα, ερείπια, συντρίμμια conservative adj συντηρητικός, παραδοσιακών αρχών
mudflow n κατολίσθηση λάσπης ή χαλασμάτων, λόγω βροχόπτωσης allay v κατευνάζω, μετριάζω, αμβλύνω
lahar n κατολίσθηση ηφαιστειακού υλικού στις πλαγιές ηφαιστείου
wipe away phr.v. μτφ. σβήνω, διαγράφω, ξεφορτώνομαι page 163
drift v παρασύρομαι, μεταφέρομαι (π.χ. από ρεύμα αέρα0 online gambling n διαδικτυακό στοίχημα, τζόγος στο διαδίκτυο
initially adv αρχικά, στην αρχή overlap v αλληλεπικαλύπτω, συμπίπτω
signify v εμφαίνω, σημαίνω, υποδηλώνω restrict v περιορίζω, απομονώνω
level v ισοπεδώνω tempting adj ελκυστικός, δελεαστικός
legacy n κληρονομιά, μτφ. επίδραση που διαρκεί scope n αντικείμενο, πεδίο, σκοπός
run riot idm βγαίνω εκτός ελέγχου, κινούμαι με φρενήρη ρυθμό, ruthless adj ανελέητος, ανηλεής, αλύπητος
ανεξέλεγκτα transparent adj διαφανής, ειλικρινής, “ξεκάθαρος”
devastation n καταστροφή, όλεθρος
sapling n δενδρύλλιο
shrub n θάμνος, χαμόκλαδο TEXT 4 - page 164
colonist n άποικος
freshwater crustacean n μαλακόστρακο ζώο του γλυκού νερού altruism n ανιδιοτελές ενδιαφέρον για τους άλλους, αλτρουισμός
elk n άλκη, τάρανδος ως ηθική
slope n πλαγιά molecule n φυσική μόριο
pocket gopher n μικρό τρωκτικό της Βόρειας και Κεντρικής Αμερι- function n σκοπός, λειτουργία
κής, που ανοίγει λαγούμια, σκιουράκι concept n ιδέα, έννοια, αντίληψη
deer mouse n μικρός ποντικός της Βόρειας Αμερικής prevalent adj κυρίαρχος, που επικρατεί
habitual adj καθιερωμένος από τη φύση, φυσιολογικός, συνήθης concede v παραδέχομαι, αναγνωρίζω, ομολογώ
sterile adj άγονος, στείρος for one‘s own sake idm γιατί κάτι αξίζει από μόνο του
fireweed n είδος φυτού με μικρά ρόζ λουλούδια, ηρανθές inclusive fitness n εξελικτική βιολογία το σύνολο των απογόνων
adjacent adj διπλανός, παρακείμενος που παράγει ή υποστηρίζει ένας οργανισμός μέσα σε μια κοινότητα
log n υλοτομώ selfish gene theory n βιολογία θεωρία του εγωιστικού γονίδιου, η
acre n μονάδα μέτρησης επιφάνειας, περίπου 4 στρέμματα εξέλιξη ως επιβίωση μέσα από διαφοροποίηση αντιμαχόμενων γο-
set aside phr.v. παραμερίζω, βάζω στην άκρη, εξαιρώ για συγκε- νιδίων
κριμένο σκοπό reductionism n προσέγγιση στην κατανόηση της φύσης σύνθετων
συστημάτων μέσω της αλληλεπίδρασης των τμημάτων που το
page 161 απαρτίζουν
unsightliness n ασχήμια, δυσμορφία on the right track idm με τη σωστή σειρά σκέψεων, ορθά
poorly adv άθλια, άσχημα, κακώς claim n ισχυρισμός
ubiquitousness n καθολική παρουσία, κατάσταση του “πανταχού in case phr σε περίπτωση που…
παρόντος” damp n υγρασία
mole n τυφλοπόντικας consultant n σύμβουλος
buzz v βουίζω fill someone in phr.v. αναπτύσσω διεξοδικά, λέω λεπτομέρειες
barren adj άγονος, στείρος, στέρφος για κάτι
picturesque adj γραφικός particle n φυσική σωματίδιο, μόριο
swift adj σβέλτος, γρήγορος, γοργός exclaim v αναφωνώ, κραυγάζω
resilience n προσαρμοστικότητα watertight adj μτφ. αψεγάδιαστος, χωρίς σφάλματα ή “παραθυ-
ράκια”
water down phr.v. μειώνω την ισχύ ή την επίδραση, αποδυνα-
TEXT 3 - page 162 μώνω
constituent n συστατικό στοιχείο
trend n τάση, μόδα laughable adj γελοίος, καταγέλαστος
coup n πραξικόπημα sociopath n ψυχοπαθής, κοινωνικά απροσάρμοστο άτομο
upheaval n βίαια αναστάτωση, αναταραχή established adj καθιερωμένος, εδραιωμένος, θέσμιος
accessible adj προσβάσιμος, προσπελάσιμος irrational adj παράλογος
cellular communication network n δίκτυο κινητής τηλεφωνίας
seize (power) v αρπάζω με τη βία (την εξουσία) page 165
parliament n κοινοβούλιο atypical adj άτυπος, ασυνήθιστος, μη κανονικός
rein in phr.v. χαλιναγωγώ skeptical adj επιφυλακτικός, σκεπτικιστής
dissent n εναντίωση, διαφωνία, διάσταση
make a pun phr κάνω λογοπαίγνιο, παίζω με τις λέξεις
swath n μονοπάτι, γραμμή
objectionable adj προσβλητικός, αποκρουστικός, αποτροπιαστικός susceptibility n τρωτότητα, ευπάθεια, “ευαισθησία”
handful n χούφτα, δράκα precipitation n ατμοσφαιρική κατακρήμνιση (βροχή, χιόνι, κλπ)
notwithstanding adv παρόλο, παρά… leak v διαρρέω
rationale n λογική, αιτιολογία loud adj επιθετικός στο χαρακτήρα, επίμονος
social norm n κοινωνικό πρότυπο, θεσμός, “νόρμα” opinionated adj ισχυρογνώμων, αδιάλλακτος, δογματικός
encompass v περιλαμβάνω, περικλείω
anonymizer n software Η/Υ, εργαλείο απόκρυψης των ιχνών χρή-
στη στο internet
intellectual property rights n πνευματικά δικαιώματα
driver n κίνητρο, οδηγός των πράξεων
regulation n ρύθμιση, κανονισμός
substantial adj ουσιαστικός, σημαντικός
MSU - CELP - LEVEL C2 16 GLOSSARY

Practice Test 9
indigenous adj γηγενής, ντόπιος
abundant adj άφθονος
fur n γούνα, τρίχωμα
coarse adj τραχύς, άγριος
TEXT 1 - page 184 remarkable adj αξιοσημείωτος
malaria n ελονοσία
breast n μαστός, στήθος
amnesia n αμνησία cell n κύτταρο
potentially adv πιθανώς, ενδεχομένως hail v υποδέχομαι, χαιρετίζω
spellbound adj μαγεμένος breakthrough n σημαντική ανακάλυψη
portrayal n απεικόνιση boon n θείο δώρο
shatter v κομματιάζω, καταρρακώνω neglected adj παραμελημένος
protagonist n πρωταγωνιστής severity n δριμύτητα, σοβαρότητα
draw v τραβάω, ελκύω afflict v πλήττω
surreal adj σουρεαλιστικός vastly adv ευρέως
disjointed adj ασυνάρτητος stand to benefit phr θα ωφεληθούν
partial adj μερικός expedient adj κατάλληλος, βολικός
tempering adj που καταπραύνει, μετριάζει preventative adj προληπτικός
brutal adj κτηνώδης reside v ζω, κατοικώ
vulnerability n αδυναμία, ευαισθησία glimpse of hope ίχνος ελπίδας
relay v λέω ξανά modest adj μικρός, περιορισμένος
chilling n ανατριχιαστικός tangible adj χειροπιαστός
counter v αντικρούω conservative adj συντηρητικός
deception n δόλος, εξαπάτηση efficacious adj αποτελεσματικός
fictional adj φανταστικός, πλασματικός
account n περιγραφή page 187
pale v εξασθενώ cautious adj επιφυλακτικός
insignificance n ασημαντότητα optimism n αισιοδοξία
eminent adj διακεκριμένος, διαπρεπής skepticism n σκεπτικισμός, με αμφιβολία
heartbreaking adj πολύ θλιβερός notoriously adv πολύ, άκρως (για κάτι αρνητικό)
constant adj συνεχής, αδιάκοπος despair v χάνω τις ελπίδες μου για κάτι
unenviable adj δυσάρεστος, ανεπιθύμητος
at the mercy of phr στο έλεος
unscrupulous adj ανήθικος, αδίστακτος
TEXT 3 - page 188
erasure n διαγραφή
obesity n παχυσαρκία
tantalizing adj δελεαστικός, βασανιστικός
dire adj επείγων, επιτακτικός
exposed adj εκτεθειμένος
escalating adj που αυξάνεται
speculate v υποθέτω, κάνω εικασίες
rife adj διαδεδομένος
literally adj κυριολεκτικά
sternly adv αυστηρά
distort v διαστρεβλώνω, παραμορφώνω
simplistic adj απλοϊκός
recollection n ανάμνηση, θύμηση
pay heed δίνω προσοχή, δίνω βάση
eyewitness n αυτόπτης μάρτυρας
culprit n ένοχος, δράστης
testimony n κατάθεση
enticingly adv δελεαστικά
fundamentally adv ουσιαστικά, κατά βάση
sugar- laden adj που έχει πολλή ζάχαρη
flawed adj που έχει λάθη ή ατέλειες
draconian adj δρακόντειος, αυστηρός
prone adj επιρρεπής
dietary adj διαιτητικός
constitute v αποτελώ, συνιστώ
resolution n λύση
abhorrent adj αποκρουστικός
tempting adj δελεαστικός
manipulate v μανουβράρω
perpetual adj ασταμάτητος
undermine v υπονομεύω
prevailing adj επικρατών
TEXT 2 - page 186 onslaught n επίθεση
ultimate adj απόλυτος
innovative adj καινοτόμος perversion n παρέκκλιση, διαστροφή
unprepossessing adj συνήθης, κοινός on a budget που έχουν λίγα χρήματα
sloth n βραδύπους (ζώο) incessant adj ασταμάτητος
indolence n τεμπελιά coercion n εξαναγκασμός, καταναγκασμός
attribute n χαρακτηριστικό γνώρισμα pump v γεμίζω
rock v ταρακουνάω, τραντάζω saccharin n ζαχαρίνη
fungus n μύκητας invariably adv σταθερά
whilst conj ενώ, μολονότι inversely adv αντιστρόφως
panacea n πανάκεια, θεραπεία για όλα proportional adj αναλογικός
multitude n πληθώρα behemoth n μεγαθήριο, κολοσσός
malady n ασθένεια, πάθηση well-heeled adj πλούσιος
hitherto adv μέχρι τώρα at your disposal phr στη διάθεση σου
elusive adj δύσκολος, ασύλληπτος make ends meet phr τα βγάζω πέρα
on the cards πιθανόν discerning adj καλός στο να κρίνει, παρατηρητικός
coating n επίστρωση nutritional adj θρεπτικός
algae n φύκια rail (against) v διαμαρτύρομαι ενάντια σε κάτι
instigate v ξεκινώ perpetuate v διαιωνίζω
MSU - CELP - LEVEL C2 17 GLOSSARY
comply v συμμορφώνομαι, πειθαρχώ harbor v κρύβω
turnover n τζίρος startling adj αιφνίδιος, εκπληκτικός
impact n αντίκτυπο streak n γραμμή, λωρίδα
deplete v ελαττώνω spectroscopic adj φασματοσκοπικός
detrimental adj επιβλαβής dissolve v υγροποιούμαι, λιώνω
impose v επιβάλλω whip sb into sth phr κάνω κάποιον να βιώσει μια συγκεκριμμένη
subsidy n επιδότηση κατάσταση ή συναίσθημα γρήγορα και έντονα
incentive n κίνητρο frenzy n μανία, τρέλλα, παραλήρημα
saline adj αλατούχος
page 189 put paid to phr σταματάω απότομα, καταστρέφω
indisputable adj αδιαμφισβήτητος rule out phr.v. αποκλείω
adequate adj επαρκής assessment n εκτίμηση
impel v ωθώ, παρακινώ fluid n υγρό
sediment n ίζημα, κατακάθι
prebiotic adj που υπήρχε πριν την ύπαρξη ζωής
TEXT 4 - page 190 contentious adj (αντικείμενο συζήτησης) επίμαχος
precursor n πρόδρομος, προάγγελος
prerequisite n προϋπόθεση
page 201
technologically-savvy adj που γνωρίζει καλά την τεχνολογία
intervention n παρέμβαση
scratching one’s head σου είναι δύσκολο να καταλάβεις κάτι
property n ιδιότητα
empower v δίνω την δυνατότητα, εξουσιοδοτώ
seasonally adv εποχιακά
customize v εξατομικεύω, προσαρμόζω
nil n μηδέν, τίποτα
amp up v ενισχύω, δυναμώνω
harsh adj δριμύς, βαρύς
facilitate v διευκολύνω
extraterrestrial adj εξωγήινος
minutiae n μικρολεπτομέρειες
onshore adj παράλιος
idle the time away phr να ξεκουράζεσαι, χωρίς να κάνεις τίποτα
small-fry adj ασήμαντος TEXT 2 - page 202
bartender n μπάρμαν, μπαργούμαν
concoct v παρασκευάζω, φτιάχνω imposing adj επιβλητικός
latter adj (που αναφέρθηκε) δεύτερος shooting n σκοποβολή
kitted up adj εξοπλισμένος raise one’s eyebrows phr φράση που δείχνει αποδικιμασία και
posture n στάση του σώματος αντιπάθεια
trapeze n ακροβατική κούνια hunting adj κυνηγετικός
underpin v υποστηρίζω, στηρίζω attire n ένδυμα, αμφίεση
backdrop n υπόβαθρο amply adv επαρκώς
crave v λαχταρώ fictitious adj εικονικός, πλασματικός
jam-packed adj εντελώς γεμάτος, φίσκα elaborate adj περίπλοκος στον σχεδιασμό
scenic adj γραφικός mansion n έπαυλη, αρχοντικό
jaded adj κουρασμένος με κάτι, χορτάτος prying adj αδιάκριτος, που ανακατεύεται στις υποθέσεις των άλλων
encoded adj με κωδικούς
page 191 decipher v αποκωδικογραφώ, αποκρυπτογραφώ
apathetic adj απαθής, ασυγκίνητος relevant adj σχετικός
uncooperative adj μη συνεργάσιμος credentials n προσόντα
crack v σπάω

Practice Test 10
fiendishly adv με δαιμόνιο, σατανικό τρόπο
intricate adj περίπλοκος
within one’s grasp phr κατορθώσιμος
faint-hearted adj άνανδρος, δειλός
TEXT 1 - page 200 draft sb in phr.v. διαλέγω έναν ή περισσότερους ανθρώπους και
τους φέρνω κάπου για ένα σκοπό
swell v αυξάνω
bulletin n ενημερωτικό δελτίο daunting adj τρομαχτικός
purportedly adv σύμφωνα με αναφορές, φέρομαι influx n μαζική εισροή
cue v δίνω την αφορμή pre-fabricated adj προκατασκευασμένος
hoax n φάρσα hut n καλύβα, μικρό σπίτι
allay v απαλύνω, μετριάζω, κατευνάζω set up phr.v. στήνω
hold someone in thrall phr κρατάω (όλη) την προσοχή κάποιου lawn n γρασίδι
incredulity n δυσπιστία accommodate v στεγάζω
outright adj απόλυτος turn a corner phr ξεπερνώ τις δυσκολίες και αρχίζω να βελτιώνομαι
draw to a close phr ολοκληρώνομαι, τελειώνω unravel v ξεδιαλύνω, λύνω, αποκαλύπτω
dispel v διαλύω, διώχνω linchpin n άξονας, πολύ βασικό στοιχείο
reassurance n καθησύχαση, επιβεβαίωση swift adj γρήγορος, ταχύς
merely adv απλά breakthrough n σημαντική ανακάλυψη
dissipate v εξανεμίζομαι, διαλύομαι around the clock phr εικοσιτέσσερεις ώρες το εικοσιτετράωρο,
breathe a sigh of relief phr ανακουφίζομαι ασταμάτητα
on the horizon phr στον ορίζοντα shroud v σκεπάζω, καλύπτω
a twinge of regret phr ίχνος μετάνειας pretence n προσποίηση
tenuous adj αδύναμος, σαθρός obscure adj άγνωστος, που δεν τον γνωρίζουν
hostile adj εχθρικός overlap v συμπίπτω με κάτι, αλληλεπικαλύπτομαι
barren adj άγονος intercept v υποκλέπτω
MSU - CELP - LEVEL C2 18 GLOSSARY
civilian n πολίτης page 205
military adj στρατιωτικός substitute n υποκατάστατο
personnel n προσωπικό, ανθρώπινο δυναμικό
alike adv παρόμοια, με τον ίδιο τρόπο distraction n περισπασμός, απόσπαση προσοχής
giant adj γιγαντιαίος gauge v μετρώ, υπολογίζω
nigh adv σχεδόν
upshot n έκβαση, κατάληξη
sheer adj απόλυτος, πλήρη TEXT 4 - page 206
enormity n πελωριότητα
fall (US) n φθινόπωρο
page 203
deluge n πλημμύρα, κατακλυσμός
modestly adv σεμνά, συνεσταλμένα
biblical adj βιβλικός
familiarize v εξοικειώνω
proportion n αναλογία
decode v αποκωδικοποιώ
pound v χτυπάω δυνατά
overwhelmed adj γεμάτος, φορτωμένος
wreak havoc phr προκαλώ χάος, πανικό
demotivated adj χωρίς κίνητρα, αποκαρδιωμένος
devastation n καταστροφή, όλεθρος
fatality n θάνατος, θανατηφόρο ατύχημα, θνησιμότητα
point the finger κατηγορώ κάποιον δημόσια
TEXT 3 - page 204 paint the picture phr περιγράφω κάποιον ή κάτι με ένα συγκεκρι-
μένο τρόπο
immerse v βυθίζομαι, αφοσιώνομαι urbanization n αστικοποίηση
escapist n που σε κάνει να ξεφεύγεις από την πραγματικότητα asphalt n άσφαλτος
time permitting phr εάν το επιτρέψει ο χρόνος overwhelm v κυριεύω
idle away phr.v. να περνάνε τον χρόνο τους χωρίς να κάνουν τίποτα drainage n αποχέτευση
compelling adj συναρπαστικός, δυνατός urbanize v αστικοποιώ
attain v επιτυγχάνω, κατακτώ impervious adj αδιαπέραστος
unveil v αποκαλύπτω, φανερώνω paramount adj ύψιστος, πρώτιστος
thwart v εμποδίζω fast-draining adj που στραγγίζει γρήγορα
defeated adj νικημένος, ηττημένος consign v απομακρύνω
virtual adj εικονικός innovative adj καινοτόμος, πρωτότυπος
equate v εξισώνω truck (US) n φορτηγό
exile n εξορία parking lot (US) πάρκινγκ
in a nutshell phr με λίγα λόγια paving material υλικό επίστρωσης
plethora n πληθώρα, αφθονία binder n συγκολλητική ουσία, συνδετική ουσία
evade v ξεφεύγω, διαφεύγω, ξεγλιστρώ porous adj πορώδης
excluded adj που έχει αποκλειστεί layer n επικάλυψη, στρώμα, επίστρωση
defunct adj ανενεργός, πεθαμένος aggregate adj συνολικός, συγκεντρωτικός
irreversible adj μη αναστρέψιμος versatility n προσαρμοστικότητα, πολυχρηστικότητα
harsh adj σκληρός, αυστηρός shortage n έλλειψη
formulaic adj προβλέψιμος, αναμενόμενος, τυποποιημένος aquifer n υπόγειος υδροφορέας
reap v απολαμβάνω (τα οφέλη) contaminant n ρύπος
monetary adj νομισματικός entirely adv εντελώς, απόλυτα
reward n βραβείο, επιβράβευση, αμοιβή durability n αντοχή, ανθεκτικότητα
detriment n φθορά, απώλεια
potion n μαγικό φίλτρο
buff n κάποιος που γνωρίζει καλά κάτι
hinder v εμποδίζω, παρακωλύω
incentivize v δίνω το κίνητρο, ενθαρρύνω
meanness n φιλαργυρία, τσιγκουνιά, μικροπρέπεια, κακία
monetize v νομισματοποιώ
akin (to) adj παρόμοιος
gladiatorial adj μονμαχικός
combat n μάχη, αγώνας
determine v καθορίζω
informed adj εμπεριστατωμένος
pure adj καθαρός, σκέτος
whim n καπρίτσιο
opt v επιλέγω, διαλέγω
spare v χαρίζω την ζωή
fate n τύχη, μοίρα
binary n διπλός
dispatch v στέλνω
horde n ορδή, πλήθος
marauding adj αυτός που επιτείθεται
dispense with phr.v. τα καταφέρνω χωρίς διώχνω ή πετάω κάποιον
accent n έμφαση
oblivion n λήθη, λησμονιά
debut n ντεμπούτο, πρεμιέρα
ploy n τέχνασμα, κόλπο
MSU - CELP - LEVEL C2 19 GLOSSARY

You might also like