Professional Documents
Culture Documents
ECCE1
PRACTICE TESTS
GLOSSARY
PRACTICE TEST 1 u 1
GLOSSARY
INTRODUCTION
This glossary has been written as an aid for students working with Hamilton House
CaMLA ECCE Practice Tests 1. It covers words, phrases and expressions occurring
in Listening Part 1 and Listening Part 2 as well as those occurring in the GVR
section of all seven practice tests.
CONTENTS
Practice Test 1
19.
LISTENING
matching (adj) ταιριαστός, ασορτί
20.
Listening, Part 1 cloudy (adj) συννεφιασμένος
weather forecast (n) δελτίο καιρού
1. 21.
sink (n) νεροχύτης block (n) (οικοδομικό) τετράγωνο
fridge (n) ψυγείο 22.
Just do as you’re told! (expr) Να κάνεις αυτό που unclaimed luggage (n) αζήτητες αποσκευές
σου λέω! pull (v) τραβάω
2. 23.
tool box (n) εργαλειοθήκη client (n) πελάτης
Be serious! (expr) Σοβαρέψου!
24.
dirty laundry (n) άπλυτα ρούχα
electrical work (n) ηλεκτρολογική εγκατάσταση
basement (n) το υπόγειο
Yours truly! (expr) Εγώ ο ίδιος!
4.
electrician (n) ηλεκτρολόγος
pole (n) κολόνα (της ΔΕΗ, π.χ.)
retire (v) συνταξιοδοτούμαι
run a red light (expr) παραβιάζω το κόκκινο φανάρι
25.
smash into (ph v) προσκρούω, συγκρούομαι
5. Oh, dear! (expr) Πω, πω!
cook up a storm (expr) δίνω ρέστα στο μαγείρεμα We’re lost! (expr) Χαθήκαμε!
6. keep going straight (expr) πήγαινε ευθεία
sax (= saxophone) (n) σαξόφωνο sign (n) ταμπέλα
She was dynamite. (expr) Ήταν καταπληκτική. 26.
7. comfortable (adj) άνετος
cage (n) κλουβί casual clothes (expr) σπορ ντύσιμο
8. slacks (n) παντελόνι
big-ticket item (n) κάτι που είναι ακριβό 27.
9. believe it or not (expr) αν θες το πιστεύεις
tremendous (adj) τεράστιος 28.
line (n) ουρά, σειρά go grocery shopping (expr) ψωνίζω είδη
downtown (adv) στο κέντρο της πόλης μπακαλικής, τρόφιμα
10. reveal (v) αποκαλύπτω, φανερώνω
vacation (n) διακοπές credit card (n) πιστωτική κάρτα
11. cash (n) μετρητά
What’s your secret? (expr) Ποιό είναι το μυστικό 29.
σου; PDA (personal digital assistant) (n) προσωπικος
12. ψηφιακός βοηθός
portable (adj) φορητός this pen-like thing (expr) αυτό που είναι σαν στυλό
13. 30.
more or less (expr) λίγο πολύ, πάνω κάτω upset (adj) θυμωμένος, ταραγμένος
a piece of cake (expr) κάτι πολύ εύκολο the opposing team (n) η αντίπαλη ομάδα
14.
referee (n) διαιτητής
snack on (ph v) τρώω κάτι πρόχειρο
munch (v) μασουλώ, μασώ
Listening, Part 2
15.
symptom (n) σύμπτωμα ασθένειας
Questions 31 - 36
sore throat (n) πονόλαιμος
abstract (adj) αφηρημένος
bother (v) κάτι που ενοχλεί
16. collaborate (v) συνεργάζομαι
really neat (expr) πολύ καλό credit (n) αναγνώριση, έπαινος
17. cubism (n) κυβισμός
footwear (n) είδη υπόδησης deserve (v) αξίζω
sportswear (n) αθλητικά ρούχα first-hand experience (expr) εμπειρία από πρώτο
slippers (n) παντόφλες χέρι
lingerie (n) γυναικεία εσώρουχα και νυχτικά geometric shape (n) γεωμετρικό σχήμα
18. inspire (v) εμπνέω
sleep on the job (expr) κοιμάμαι αντί να δουλεύω interrupt (v) διακόπτω
not sleep a wink (expr) δεν κλείνω μάτι prof (= professor) (n) καθηγητής
PRACTICE TEST 1 u 3
GLOSSARY
Practice Test 1
Practice Test 1
98. tub (n) μπανιέρα
number (n) αριθμός, νούμερο bowl (n) κύπελλο, μπολ
measure (n) μέτρο drain (n) σιφόνι
type (n) τύπος 110.
size (n) μέγεθος, νούμερο σχετικό με ρούχα, division (n) διαίρεση
υποδήματα, κλπ. deposit (n) κατάθεση
99. debt (n) οφειλή, χρέος
curriculum (n) πρόγραμα σπουδών loan (n) δάνειο
lesson (n) μάθημα 111.
course (n) σειρά μαθημάτων salary (n) μισθός
period (n) περίοδος profession (n) επάγγελμα
100. work (n) δουλειά
arrest (v) συλλαμβάνω living (n) ζωή, διαβίωση
charge (v) κατηγορώ για έγκλημα to do something for a living (expr) κάνω κάτι για να
enforce (v) επιβάλλω, εφαρμόζω βγάζω το ψωμί μου
enforce a law επιβάλλω το νόμο 112.
account (v) κρίνω, λογαριάζω exhaustion (n) εξάντληση
account for something (expr) αιτιολογώ/εξηγώ κάτι breath (n) ανάσα
101. to be out of breath είμαι λαχανιασμένος
increase (v) αυξάνω air (n) αέρας
engrave (v) χαράζω, σκαλίζω shape (n) φόρμα, σχήμα
grοw (v) μεγαλώνω to be out of shape (expr) δεν είμαι σε φόρμα
enlarge (v) μεγενθύνω 113.
102. light (adj) ελαφρός
tell jokes (expr) λέω ανέκδοτα fortunate (adj) τυχερός
imagine (v) φαντάζομαι bright (adj) λαμπερός, φωτεινος
103. the bright side (expr) καλή όψη των πραγμάτων
present (v) παρουσιάζω 114.
invite (v) προσκαλώ glance (v) ρίχνω μία γρήγορη ματιά
attend (v) παρευρίσκομαι, παρακολουθώ watch (v) παρακολουθώ
accept (v) δέχομαι glimpse (v) βλέπω φευγαλέα, τυχαία
104. 115.
loosen (v) χαλαρώνω, λασκάρω mistake (v) κάνω λάθος
trap (v) παγιδεύω misplace (v) τοποθετώ σε λάθος θέση
tangle (v) μπερδεύω confuse (v) μπερδεύω
trip (v) σκοντάφτω confound (v) προκαλώ αμηχανία, απορία ή σύγχυση
105. 116.
instill (v) εμπνέω, μεταδίδω equivalent (adj) ισότιμος
install (v) τοποθετώ, εγκαθιστώ exchangeable (adj) ανταλλάξιμος
attach (v) επισυνάπτω 117.
establish (v) καθιερώνω wash (v) πλένω
106. scrub (v) τρίβω
step (n) βήμα brush (v) βουρτσίζω
standing (v) να στέκομαι όρθιος rub (v) τρίβω
stability (n) σταθερότητα 118.
balance (n) ισορροπία charge (v) χρεώνω
I lost my balance (expr) Έχασα την ισορροπία μου expense (n) έξοδο
107. price (n) τιμή
unpredictable (adj) απρόβλεπτος cost (n) κόστος
inconsiderate (adj) αγενής cost of living (expr) τιμάριθμος κόστους ζωής
minor (adj) ασήμαντος 119.
rapid (adj) ταχύς scene (n) σκηνή
108. view (n) θέα
invest (v) επενδύω (χρήματα, χρόνο, κλπ.) sight (n) θέαμα, αξιοθέατο
save (v) εξοικονομώ (χρήματα, νερό, κλπ.) image (n) απεικόνιση, εικόνα
grant (v) χορηγώ, χαρίζω 120.
deposit (v) καταθέτω medal (n) παράσημο
109. award (n) βραβείο, τιμητική διάκριση (π.χ. για τον
sink (n) νεροχύτης αθλητισμό, σχολείο, κλπ.)
PRACTICE TEST 1 u 5
GLOSSARY
Practice Test 1
prize (n) βραβείο, έπαθλο σε διαγωνισμό back into sth (v) πέφτω πάνω σε κάτι με την όπισθεν
success (n) επιτυχία cell (n) κινητό τηλέφωνο
client (n) πελάτης
damage (n) ζημιά,ζημιές
READING declaration (n) δήλωση
discrepancy (n) διαφορά, ανακολουθία
Reading passage, page 32 escort (v) συνοδεύω κπ
aromatic (adj) αρωματικός extensive (adj) εκτεταμένος
bark (n) φλοιός (δέντρου) file (n) φάκελλος, αρχείο
fell (v) κόβω (δέντρο) fraud (n) απάτη
fertilizer (n) λίπασμα goodwill (n) καλή διάθεση
harvest (v) μαζεύω, κάνω συγκομιδή initial (adj) αρχικός
heartwood (n) καρδιόξυλο inspect (v) επιθεωρώ
illicitly (adv) παράνομα insurance (n) ασφάλεια
incense (n) θυμίαμα, λιβάνι invoice (n) τιμολόγιο
incentive (n) κίνητρο labor costs (n) κόστος εργασίας
labor intensive (expr) υψηλής έντασης εργασία lawyer (n) δικηγόρος
lotion (n) λοσιόν mechanic (n) μηχανικός
make-up (n) καλλυντικά nasty (adj) κακός, μοχθηρός
maturity (n) ωριμότητα neglect (v) παραμελώ
mixed results (n) ανάμικτα αποτελέσματα on the spot (expr) αμέσως
perfume (n) άρωμα overlook (v) παραβλέπω
poacher (n) λαθροκυνηγός, λαθροθήρας payable (adj) πληρωτέος
strip (v) γυμνώνω, αποστερώ, ξηλώνω quote (n) προσφορά
temple (n) ναός raise your voice (expr) υψώνω τη φωνή
trafficking (n) παράνομο εμπόριο reimburse (v) αποζημιώνω
trunk (n) κορμός δέντρου repairs (n) επισκευή, επισκευές
uproot (v) ξεριζώνω rude (adj) αγενής
settle on (ph v) συμφωνώ/συμβιβάζομαι με
Reading passage, page 33 settle our differences in court (expr) λύνουμε τις
access (n) πρόσβαση διαφορές μας δικαστικά
accomplishment (n) επίτευγμα solely responsible (adj) αποκλειστικός/μόνος
contemporary (n) σύγχρονος υπέυθυνος
continent (n) ήπειρος sum (n) ποσό
convince (v) πείθω text (v) στέλνω γραπτό μήνυμα
emperor (n) αυτοκράτορας thorough (adj) λεπτομερής, διεξοδικός
exploration (n) εξερεύνηση tow truck (n) γερανός
funds (n) πόροι, κεφάλαια waive (v) παραιτούμαι δικαιώματος
goal (n) στόχος
goods (n) εμπόρευμα Reading passages, page 36
initially (adv) αρχικά cigarette butt (n) αποτσίγαρο, γόπα
insist (v) επιμένω campaign (n) καμπάνια, εκστρατεία
native (n) γηγενής, ιθαγενής, ντόπιος clean-up crew (n) συνεργείο/ομάδα καθαρισμού
orient (n) Ανατολή, Ασία combine (v) συνδυάζω
pointless (adj) χωρίς σκοπό community (n) κοινότητα
route (n) διαδρομή deem (v) θεωρώ, κρίνω
sight (v) βλέπω (για πρώτη φορά) enhance (v) βελτιώνω
silk (n) μετάξι enlist (v) κατατάσσομαι, δηλώνω συμμετοχή
slave (n) δούλος, σκλάβος entrepreneur (n) επιχειρηματίας
spice (n) μπαχαρικό estimate (v) υπολογίζω, εκτιμώ
valuable (adj) πολύτιμος fed up with (ph v) βαρέθηκα, έχω μπουχτίσει
voyage (n) ταξίδι μέσω θαλάσσης finance (v) χρηματοδοτώ
garbage (n) σκουπίδια
Reading passages, page 34 gather (v) μαζεύω
acknowledge (v) αποδέχομαι, αναγνωρίζω hard-won reputation (n) δύσκολα κερδισμένη φήμη
admittedly (adv) ομολογουμένως helping hand (n) χείρα βοηθείας
appraiser (n) εκτιμητής, πραγματογνώμωνας initiative (n) πρωτοβουλία
arise (v) προκύπτω leading (adj) κορυφαίος, εξέχων
attach (v) επισυνάπτω litter (ν) πετάω σκουπίδια, ρυπαίνω
Practice Test 1
make a difference (expr) κάνω τη διαφορά significantly (adv) σημαντικά
maintain (v) διατηρώ solution (n) λύση
mark (v) σηματοδοτώ, σημειώνω sponsor (n) σπόνσορας
overwhelmed with (adj) ξεχειλισμένος, κατακλυσμένος stress (v) τονίζω
participate (v) συμμετέχω strewn with (adj) διάσπαρτος με
pride (n) περηφάνια tidy (adj) τακτοποιημένος, συμμαζεμένος
private sector (n) ιδιωτικός τομέας tidy up (ph v) τακτοποιώ, συμμαζεύω
protective gloves (n) προστατευτικά γάντια tiny (adj) μικροσκοπικός
public service effort (n) προσπάθεια κοινωνικής trash (n) σκουπίδια
προσφοράς valid excuse (n) βάσιμη δικαιολογία
public relations (n) δημόσιες σχέσεις volunteer (v) προσφέρομαι εθελοντικά
recyclable (adj) ανακυκλώσιμος
PRACTICE TEST 1 u 7
GLOSSARY
Practice Test 2
Practice Test 2
outlet (n) παράρτημα, υποκατάστημα convince (v) πείθω
purchase (n) αγορά pretend (v) προσποιούμαι, παριστάνω
second-thoughts (n) αμφιβολίες 87.
smart phone (n) έξυπνο τηλέφωνο decided (adj) που έχει αποφασιστεί
tablet (n) συσκευή τάμπλετ stubborn (adj) πεισματάρικος
torment (v) βασανίζω determined (adj) αποφασισμένος
assured (adj) εξασφαλισμένος, σίγουρος
Questions 37 - 41 88.
appreciate (v) εκτιμώ absolutely (adv) απόλυτα
bullying εκφοβισμός (συνήθως στο σχολείο) exactly (adv) ακριβώς
deal with (ph v) χειρίζομαι, ασχολούμαι eventually (adv) τελικά
field trip (n) εκπαιδευτική εκδρομή directly (adv) κατ’ ευθείαν
have a low/high opinion of yourself (expr) έχεις
89.
χαμηλή ή μεγάλη εκτίμηση για τον εαυτό σου
reach (v) φτάνω
incident (n) περιστατικό
catch (v) πιάνω, αρπάζω
income-level (n) κλίμακα εισοδήματος
catch my eye (expr) κάτι μου τραβάει το βλέμμα
minor injury (n) ελαφρύς τραυματισμός/ελαφρύ
touch (v) αγγίζω
τραύμα
90.
recess (n) διάλειμμα
rush to (v) μεταφέρω επειγόντως στο system (n) σύστημα
school auditorium (n) σχολικό αμφιθέατρο standard (n) πρότυπο
social group (n) κοινωνική ομάδα standard of living (expr) βιοτικό επίπεδο
superior (adj) ανώτερος limit (n) όριο
take action (expr) παίρνω μέτρα, δρω quality (v) ποιότητα
quality of life (expr) ποιότητα ζωής
Questions 42 - 46 91.
competition (n) διαγωνισμός native (n) γέννημα-θρέμμα, ντόπιος
enrich (v) εμπλουτίζω resident (n) κάτοικος
fragrance (n) άρωμα tenant (n) ενοικιαστής
give sth space (expr) αφήνω χώρο σε κάτι original (n) αρχικός, πρώτος
moisture (n) υγρασία 92.
novice (n) αρχάριος peak (adj) κορυφαίος, αιχμής
nutrient (n) θρεπτική ουσία peak time περίοδος αιχμής
overdo (v) παρακάνω top (adj) ανώτατο σημείο
parasite (n) παράσιτο top speed (expr) ανώτατη ταχύτητα
pest (n) παράσιτο, ζιζάνιο last (adj) τελευταίος
soil (n) χώμα full (adj) γεμάτος, πλήρης
water (v) ποτίζω at full speed (expr) το γρηγορότερο δυνατό, με τη
μέγιστη ταχύτητα
Questions 47-50 93.
accompany (v) συνοδεύω outcome (n) αποτέλεσμα, κατάληξη
average (v) έχω σαν μέσο όρο behavior (n) συμπεριφορά
body of Arctic air (expr) Αρκτική αέρια μάζα
relation (n) σχέση
burst (n) ξέσπασμα
expression (n) έκφραση
coast to coast (expr) από άκρη σε άκρη
94.
cold front (n) ψυχρό μέτωπο
hurt (v) προκαλώ σωματικό πόνο
coming week (n) προσεχής εβδομάδα
suffer (v) πάσχω, υποφέρω (από κάτι)
handy (adj) εύκαιρος, πρόχειρος
pain (v) προξενώ πόνο
mild (adj) ήπιος
temperature (n) θερμοκρασία ache (v) αισθάνομαι πόνο, πονώ
outlook (n) πρόγνωση 95.
serious (adj) σοβαρός consider (v) σκέφτομαι
snowfall (n) χιονόπτωση overpower (v) καταδαμάζω, κατανικώ
defeat (v) νικώ
overcome (v) ξεπερνώ (τις δυσκολίες)
VOCABULARY 96.
contents (n) περιεχόμενο (βιβλίου)
86. ingredients (n) συστατικά (για τροφές)
wonder (v) απορώ components (n) συστατικά μέρη
expect (v) αναμένω, περιμένω, προσμένω additives (n) (χημικά) πρόσθετα
PRACTICE TEST 2 u 9
GLOSSARY
Practice Test 2
Practice Test 2
vase (n) βάζο decade (n) δεκαετία
jar (n) βάζο τροφίμων (για μαρμελάδα, μέλι, κλπ.) field (n) τομέας, πεδίο
batch (n) φουρνιά finance (n) οικονομικά
slice (n) φέτα freelancer (n) ελεύθερος επαγγελματίας
home-bound (adj) περιορισμένος στο σπίτι
intelligent (adj) έξυπνος
READING isolated (adj) απομονωμένος
journalism (n) δημοσιογραφία
Reading passage, page 60 lose touch with (expr) χάνω την επαφή με
animal skin (n) δέρμα (ζώου) market research (n) έρευνα αγοράς
buffalo herd (n) κοπάδι από βουβάλια nap (n) σύντομος υπνάκος
clan (n) φάρα, σόι option (n) επιλογή
consequence (n) συνέπεια pleasant (adj) ευχάριστος
conveniently located (adj) σε εξυπηρετική professional (n) επαγγελματίας
τοποθεσία programming (n) προγραμματισμός
enemy (n) εχθρός sales (n) πωλήσεις
establish (v) ιδρύω, δημιουργώ sofa (n) καναπές
excel (v) έχω άριστες επιδόσεις spring up (ph v) ξεφυτρώνω, προκύπτω
fence (n) φράχτης survey (n) έρευνα, γκάλοπ
full-blooded (n) καθαρόαιμος telecommuting (n) τηλεμετακίνηση
fur trapper (n) παγιδευτής ζώων για την γούνα τους urban center (n) αστικό κέντρο
Great Plains (n) οι δυτικές πεδιάδες των ΗΠΑ
house (v) στεγάζω Reading passages, page 62
hunt (v) κυνηγώ accuse (v) κατηγορώ
irrigate (v) αρδεύω, ποτίζω administrator (n) διαχειριστής, διοικητής
lodge (n) οικίσκος admission (n) είσοδος
merchant (n) έμπορος allot (v) κατανέμω, επιμερίζω
nomadic (adj) νομαδικός appreciate (v) εκτιμώ
numbered (v) αριθμώ, μετράω attitude (n) στάση, συμπεριφορά
outbreak (n) ξέσπασμα (επιδημίας, αρρώστιας, brainstorming (n) κατεβάζουμε ιδέες, σκεφτόμαστε
βίας, κλπ.) λύσεις στα γρήγορα
peacefully (adv) ειρηνικά, ήσυχα budget (n) προϋπολογισμός
permanent (adj) μόνιμος cause (n) αιτία
plague (v) μαστίζω, βασανίζω commercialism (n) εμποροκρατία, εμπορικό πνεύμα
pursue (v) αναζητώ, ακολουθώ cut back on (ph v) περιορίζω, κάνω περικοπές
region (n) περιοχή cutbacks (n) περικοπές
reservation (n) δημόσια έκταση παραχωρούμενη σε deal (n) συμφωνία
ερυθρόδερμους, καταυλισμός dilemma (n) δίλημμα
river bank (n) όχθη ποταμού district (n) τομέας, περιοχή
smallpox (n) ευλογιά donation (n) δωρεά, προσφορά
starvation (n) λιμός, πείνα essential (adj) αναγκαίος, απαραίτητος
store (v) αποθηκεύω fund-raising drive (n) προσπάθεια εύρεσης πόρων/
survivor (n) που επέζησε, διασωθείς χρημάτων
trade (v) εμπορεύομαι, ανταλλάσσω generate (v) παράγω
tribe (n) φυλή hamper (v) εμποδίζω, καθυστερώ
unique (adj) μοναδικός happening (n) εκδήλωση, χάπενινγκ
willingness (n) θέληση harsh budgetary realities (expr) σκληρές
προϋπολογιστικές πραγματικότητες
Reading passage, page 61 healthy lifestyle choices (expr) επιλογές υγιεινού
address a problem (expr) αντιμετωπίζω ένα τρόπου ζωής
πρόβλημα high standard (n) υψηλό επίπεδο
advertising (n) διαφήμιση home page (n) αρχική σελίδα
birthplace (n) τόπος γέννησης in the face of (expr) μπροστά σε
bounce ideas off someone (expr) παρουσιάζω/ laboratory equipment (n) εργαστηριακός εξοπλισμός
δοκιμάζω τις ιδέες μου σε κάποιον lack (v) στερούμαι
capital (n) πρωτεύουσα layoff (n) απόλυση
complete with (ph v) μαζί με, κομπλέ locker (n) μεταλλικό ντουλαπάκι
coworking (adj) συνεργασία, συνεργατικότητα lottery (n) λαχείο
creative (adj) δημιουργικός luxury (n) πολυτέλεια
PRACTICE TEST 2 u 11
GLOSSARY
Practice Test 2
Practice Test 3
17.
LISTENING the day after tomorrow (n) μεθαύριο
19.
Listening, Part 1 I guess I’ll manage (expr) Μάλλον θα τα καταφέρω
20.
1. a couple of rows behind you (expr) δύο σειρές
bother (v) ενοχλώ πίσω σου
look after (ph v) φροντίζω κάτι ή κάποιον right behind you (expr) αμέσως πίσω μας
2. 21.
Come on! (expr) Έλα τώρα! balance beam (n) δοκός ισορροπίας
at least (expr) τουλάχιστον pommel horse (n) ίππος με λαβές
3. rings (n) κρίκοι
wide-screen TV (n) τηλεόραση με μεγάλη οθόνη 22.
first prize (n) πρώτο βραβείο diner (n) μικρό, απλό εστιατόριο
4. burger (n) χάμπεργκερ
frown (v) κατσουφιάζω outdoor café (n) υπαίθριο καφετέρια
cell phone bill (n) λογαριασμός του κινητού 23.
I don’t blame you. (expr) Σε καταλαβαίνω. supper (n) δείπνος
5. 24.
I’m off ... (expr) Φεύγω ... folder (n) φάκελος
6. filing cabinet (n) αρχειοθήκη
on sale (expr) που είναι σε έκπτωση briefcase (n) χαρτοφύλακας
high heels (n) ψηλά τακούνια trunk (n) πορτ-μπαγκάζ αυτοκινήτου
sandals (n) σανδάλια 25.
7. fit (n) κάνω, είμαι το σωστό νούμερο
zipper (n) φερμουάρ
before you knew it ... (expr) πριν το καταλάβεις ...
button up (ph v) κλείνω με κουμπιά
They were a thing of the past. (expr) Αποτελούν
26.
παρελθόν.
deposit (n) κατάθεση
8.
ATM (n) αυτόματη ταμειακή μηχανή
Ηe needs to be changed. (expr) Πρέπει να του
safe (n) χρηματοκιβώτιο
αλλάξουμε (την πάνα).
strike (n) απεργία
diaper (n) πάνα
27.
9.
graphic artist (n) γραφίστας
download (v) κατεβάζω από το Διαδύκτιο
drawing board (n) σχεδιαστήριο
10. 28.
I had a flat. (expr) Με έπιασε λάστιχο light load (n) ελαφρύ φορτίο
a spare (n) εφεδρικό λάστιχο 29.
give sb a lift (expr) πηγαίνω κάποιον με το αμάξι μου slippery (adj) ολισθηρός
11. 30.
Are you kidding? (expr) Αστειεύεσαι? wildlife (n) άγρια πανίδα, άγρια φύση
courier (n) υπερεσία ταχυμεταφοράς, κούριερ occasional (adj) σποραδικός
12. Now you’re lucky if ... (expr) Μόνο από τύχη ...
stapler (n) συρραπτικό μηχάνημα
13. Listening, Part 2
How do you manage ...? (expr) Πως τα καταφέρνεις
...; Questions 31 - 36
stay fit (expr) διατηρούμαι σε φόρμα activate (v) ενεργοποιώ
train with weights (expr) κάνω βάρη banking and financial needs (n) τραπεζικές και
14. οικονομικές ανάγκες
copy (n) αντίτυπο branch (n) παράρτημα, υποκατάστημα
countless (adj) αμέτρητος debit card (n) χρεωστική κάρτα
Gee (expr) ωχ, πω πω for your safety (expr) για την ασφάλειά σας
15. ideal (adj) ιδανικός
make a reservation (expr) κάνω κράτηση installment (n) δόση
misprint (n) τυπογραφικό λάθος loan (n) δάνειο
16. monitor (v) παρακολουθώ
library card (n) κάρτα για την βιβλιοθήκη partner (n) συνεργάτης
a piece of ID (n) ταυτότητα representative (n) εκπρόσωπος
passport (n) διαβατήριο savings and checking account (n) λογαριασμός
driver’s license (n) δίπλωμα οδήγησης ταμιευτηρίου και τρεχούμενος
PRACTICE TEST 3 u 13
GLOSSARY
Practice Test 3
Practice Test 3
101. 114.
portable (adj) φορητός brand new (adj) ολοκαίνουργιος
adjustable (adj) ρυθμιζόμενος clean (adj) καθαρός
adaptable (adj) προσαρμόσιμος perfect (adj) τέλειος
changeable (adj) που αλλάζει whole (adj) ολόκληρος
102. 115.
virtually (adv) ουσιαστικά choice (n) επιλογή
gradually (adv) σταδιακά taste (n) γούστο
precisely (adv) ακριβώς have good taste (expr) έχω καλό γούστο
extremely (adv) στο έπακρο sense (n) αντίληψη, συναίσθηση
103. 116.
place (v) τοποθετώ program (n) πρόγραμμα
drop (v) ρίχνω timetable (n) χρονοδιάγραμμα/πρόγραμμα/
direct (v) προσανατολίζω, καθοδηγώ schedule (n) χρονοδιάγραμμα
104. behind schedule (expr) έχω μείνει πίσω στο
pull (v) τραβάω χρονοδιάγραμμα
pull myself together (expr) ξαναποκτώ την plan (n) πλάνο, πρόγραμμα
αυτοκυριαρχία μου 117.
stick (v) κολλάω deposit (n) κατάθεση χρημάτων
105. grant (n) επίδομα (για σπουδές), επιχορήγηση
warn (v) προειδοποιώ charity (n) φιλανθρωπία
threaten (v) απειλώ debt (n) χρέος
endanger (v) εκθέτω σε κίνδυνο 118.
frighten (v) τρομοκρατώ react (v) αντιδρώ
106. scatter (v) σκορπίζω/-ομαι
strain (v) καταπονώ, κοπιάζω, αγωνίζομαι land (v) προσγειώνω/-ομαι
stretch (v) τεντώνω/-ομαι 119.
stress (v) τονίζω, υπογραμμίζω, δίνω έμφαση unfamiliar (adj) άγνωστος, που δεν γνωρίζει
settle (v) κανονίζω, διευθετώ considerable (adj) αξιόλογος, σημαντικός (για
107. ποσότητα)
pointless (adj) άσκοπος, άστοχος particular (adj) ιδιαίτερος, συγκεκριμένος
wasteful (adj) αλόγιστος, σπάταλος unfair (adj) άδικος
unsuccessful (adj) ανεπιτυχής 120.
unlikely (adj) απίθανος measure (v) μετρώ
108. refer (v) αναφέρομαι
signature (n) υπογραφή proceed (v) προχωρώ, προοδεύω
autograph (n) αυτόγραφο evaluate (v) εκτιμώ, αξιολογώ
mark (n) σημάδι
109.
command (v) διατάζω READING
release (v) ελευθερώνω, αποδεσμεύω
control (v) ελέγχω Reading passage, page 88
lower (v) χαμηλώνω afford (v) έχω τη δυνατότητα, είμαι σε θέση να
110. αγοράσω
inform (v) ενημερώνω available (adj) διαθέσιμος
vote (v) ψηφίζω chained to (adj) αλυσοδεμένος
agree (v) συμφωνώ clergy (n) κλήρος, ιερέας
support (v) υποστηρίζω costly (adv) ακριβά
111. digital book (n) ψηφιακό βιβλίο
put on (ph v) παχαίνω end up (ph v) καταλήγω
112. e-reader (n) ηλεκτρονικός αναγνώστης
remember (v) θυμάμαι foster (v)
remind (v) θυμίζω illiterate (adj) αναλφάβητος
imagine (v) φαντάζομαι information technology (n)
inform (v) ενημερώνω invent (v) εφευρεύω
113. literacy (n) ικανότητα γραφής και ανάγνωσης
mark (n) σημάδι mass production (n) μαζική παραγωγή
separation (n) χώρισμα merchant (n) έμπορος
line (n) γραμμή middle ages (n) μεαίωνας
border (n) σύνορο
noble (n) αριστοκράτης, ευγενής
PRACTICE TEST 3 u 15
GLOSSARY
Practice Test 3
Practice Test 4
I was accepted (expr) έγινα δεκτός
LISTENING law school (n) νομική σχολή
17.
Listening, Part 1 rent (v) νοικιάζω
opposite (adj) απέναντι
1.
18.
dustpan (n) φαράσι
on sb’s behalf (expr) εκ μέρος του/της
get rid of (ph v) απαλλάσσω, πετάω
20.
sweep (v) σκουπίζω
cut down (ph v) μειώνω
broom (n) σκούπα
two orders of fries (expr) δύο μερίδες τηγανητές
gather up (ph v) μαζεύω
πατάτες
dust (n) σκόνη
21.
plug in (ph v) βάζω στην πρίζα
chat (v) κουβεντιάζω
2.
bus stop (n) στάση λεωφορείου
pay a fine (expr) πληρώνω πρόστιμο
The funny thing is ... (expr) Αυτό που είναι
parking lot (n) χώρος στάθμευσης
παράξενο είναι…
change (n) κέρματα
22.
3.
news bulletin (n) δελτίο ειδήσεων
carry (sth) up (ph v) κουβαλάω
the news in brief (n) συνοπτικό δελτίο ειδήσεων
on the house (expr) κερασμένο απο το κατάστημα
collapse (v) καταρέω
4.
injury (n) τραυματισμός
awfully (adv) πολύ
state visit (n) επίσημη επίσκεψη
locker (n) ντουλαπάκι
23.
5.
besides (adv) εκτός αυτού, επιπλέον
originally (adv) αρχικά
24.
7.
act (n) το “νούμερο”
tight (adj) στενός
mistreat (v) κακομεταχειρίζομαι
8.
silly (adj) χαζός, γελοίος
monitor (n) οθόνη (υπολογιστή κλπ)
I’ll say! (expr) Αν είναι λέει! / Εμένα μου λες!!
adjust (v) ρυθμίζω
25.
9.
martial arts (n) πολεμικές τέχνες
cute (adj) χαριτωμένος
26.
protection (n) προστασία
on the blink (expr) που έχει βλάβη
scare (v) τρομάζω
27.
vicious-looking (adj) άγριος, μοχθηρός, κτηνώδης
Sounds good! (expr) Καλό ακούγεται!
cuddly (adj) που θέλεις να το αγκαλιάσεις
28.
10.
call (v) παίρνω τηλέφωνο
soft drink (n) αναψυκτικό
29.
handle (v) το καταφέρνω, το χειρίζομαι
miss (v) χάνω, μου λείπει (κάτι)
11.
personally (adv) προσωπικά
(sth) is killing me (expr) μου προκαλεί μεγάλο πόνο,
30.
“με σφάζει”
top drawer (n) το πάνω συρτάρι
combined (adj) μαζί
bottom (adj) που βρίσκεται από κάτω
12.
small percentage (n) μικρό ποσοστό
Listening, Part 2
community (n) κοινότητα, δήμος
13.
Questions 31 - 36
western (n) καουμπόϊκο
barley (n) βύνη
star (n) αστέρι του κινηματογράφου
brewery (n) αποστακτήριο
You’ve gotta be kidding! (expr) Με δουλεύεις!
demolish (v) κατεδαφίζω
14.
electrical short circuit (n) βραχυκύκλωμα
huge (adj) τεράστιος
export (v) εξάγω
factory (n) εργοστάσιο
family-run (adj) που διοικείται από την οικογένεια
15.
generation (n) γενιά
Hurry up! (expr) Κουνήσου!, Βιάσου!
hops (n) λυκίσκος
there’s no need (expr) δεν είναι ανάγκη
purity (n) καθαρότητα
rush (v) σπεύδω, βιάζομαι
salinity (n) περιεκτικότητα σε αλάτι
16.
spoil (v) χαλάω, καταστρέφω
major in (v) ειδικεύομαι, κάνω ειδικότητα (στις
spring (n) πηγή
σπουδές μου)
wheat (n) σιτάρι
economics (n) οικονομικά
PRACTICE TEST 4 u 17
GLOSSARY
Practice Test 4
Practice Test 4
propose (v) προτείνω situation (n) περίπτωση
102. outcome (n) αποτέλεσμα, κατάληξη
point (n) σημείο development (n) εξέλιξη
boiling point (expr) σημείο βρασμού 114.
zone (n) περιοχη resemble (v) μοιάζω
103. value (v) εκτιμώ
investigate (v) ερευνώ welcome (v) καλωσορίζω
inspect (v) επιθεωρώ admire (v) θαυμάζω, καμαρώνω, σέβομαι
examine (v) εξετάζω 115.
104. generous (adj) γενναιόδωρος
interesting (adj) που παρουσιάζει ενδιαφέρον smooth (adj) ομαλός
expected (adj) αναμενόμενος mild (adj) ήπιος, πράος
informed (adj) ενημερωμένος tender (adj) τρυφερός, απαλός
curious (adj) περίεργος 116.
105. account (n) λογαριασμός (στην τράπεζα)
favor (n) εύνοια, χατήρι deposit (n) κατάθεση (σε τράπεζα)
in favor of (expr) τάσσομαι υπέρ, προτείνω installment (n) δόση, τμηματική εξόφληση
opinion (n) γνώμη
credit (n) πίστωση
I’m of the opinion that (expr) Είμαι της γνώμης
117.
belief (n) πεποίθηση
service (n) εξυπηρέτηση
thought (n) σκέψη
duty (n) καθήκον
106.
in the line of duty (expr) στην εκτέλεση του
planned (adj) που έχει σχεδιαστεί
καθήκοντος
package (n) πακέτο
package holiday (n) οργανωμένη εκδρομή, ταξίδι με pursuit (n) δίωξη, καταδίωξη
γκρουπ 118.
chartered (adj) με ναύλωση μεταφορικού μέσου reveal (v) αποκαλύπτω, φανερώνω
scheduled (adj) προγραμματισμένος release (v) ελευθερώνω
107. refer (v) αναφέρομαι
refuse (v) δεν αποδέχομαι, απορρίπτω point (v) δείχνω (με το δάχτυλο)
disagree (v) διαφωνώ 119.
exclude (v) δεν συμπεριλαμβάνω, εξαιρώ attempt (n) προσπάθεια
deny (v) διαψεύδω, αρνούμαι, απαγορεύω in an attempt (expr) στην προσπάθεια
108. try (n) προσπάθεια
express (v) εκφράζω process (n) διαδικασία
express an opinion (expr) εκφράζω μια γνώμη approach (n) πρόσβαση, προσέγγιση
comment (v) σχολιάζω 120.
discuss (v) συζητώ disagree (v) διαφωνώ
109. contradict (v) αντικρούω, διαψεύδω
eventually (adv) τελικά, στο τέλος contradict myself (v) αντιφάσκω
virtually (adv) ουσιαστικά, στην πραγματικότητα retreat (v) υποχωρώ
directly (adv) άμεσα confront (v) αντιμετωπίζω
gradually (adv) σταδιακά
110.
injury (n) τραυματισμός READING
danger (n) κίνδυνος
accident (n) ατύχημα Reading passage, page 116
risk (n) κίνδυνος absent (adj) απών
put myself at risk (expr) θέτω τον εαυτό μου σε chirp (v) τιτιβίζω
κίνδυνο
concur (v) συναινώ, συμφωνώ
111.
cute (adj) χαριτωμένος
cοme as a shock (expr) που αναστατώνει
decline (n) εξαφάνιση, ξεπεσμός, μαρασμός
appear (v) εμφανίζομαι
112. dozen (n) δωδεκάδα
similar (adj) όμοιος, παρόμοιος extinct (adj) είδος που έχει εξαφανιστεί
similar to (expr) που μοιάζουν flock back (ph v) επιστρέφω κατά κοπάδια
alike (adj) παρόμοιος, όμοιος habitat restoration (n) αποκατάσταση φυσικού
to be alike (expr) που μοιάζουν περιβάλλοντος
related (adj) που έχουν σχέση marvel (v) θαυμάζω
associated (adj) συνεργαζόμενος orchard (n) περιβόλι με δέντρα (κερασιές κλπ)
113. rebound (v) επανέρχομαι
consequence (n) συνέπεια, επίπτωση refuge (n) καταφύγιο
PRACTICE TEST 4 u 19
GLOSSARY
Practice Test 4
Practice Test 5
18.
LISTENING bake (v) ψήνω (ψωμι, γλυκά, κλπ.)
moist (adj) χλωρός, υγρός
Listening, Part 1 19.
show up (ph v) παρουσιάζομαι
1. 20.
calculator (n) κομπιουτεράκι jacket (n) σακάκι
figure sth out (ph v) υπολογίζω woolen (adj) μάλλινος
2. sweater (n) πουλόβερ
sth really funny about (expr) κάτι παράξενο refund (n) επιστρφή χρημάτων
tear sth up (ph v) ξεσχίζω, σχίζω 21.
power company (n) εταιρεία παροχής ηλεκτρικού cab (n) ταξί
ρεύματος (π. χ. ΔΕΗ) go straight to (expr) πηγαίνω αμέσως στο ...
3. 22.
mop (v) σφουγγαρίζω medicine (n) φάρμακο
it slipped my mind (expr) το ξέχασα pill (n) χάπι
pail (n) κουβάς can’t stand (expr) δεν αντέχω
4. 23.
amusement park (n) λούνα παρκ armchair (n) πολυθρόνα
ride (n) παιχνίδι σε λούνα παρκ 24.
bumper car (n) συγκρουόμενο αυτοκινητάκι look better (expr) φαίνομαι καλύτερα
roller coaster (n) τρενάκι του λούνα παρκ dye (v) βάφω
To be honest (expr) Για να είμαι ειλικρινής 25.
5. glum (adj) σκυθρωπός
cereal (n) δημητριακά 26.
6. spatula (n) σπάτουλα
Yeah, right! (expr) Ναι, καλά! (έκφραση θυμού) flip (v) γυρίζω ή στρέφω κάτι γρήγορα
dumb (adj) χαζός, ηλίθιος pancake (n) τηγανίτα
7. 27.
put on (ph v) φοράω (ρούχα) spread (v) απλώνω, καλύπτω
8. ointment (n) αλοιφή
not really up to it (expr) δεν έχω κέφι για κάτι tap (n) βρύση
sprain (v) στραμπουλίζω 28.
9. run into (ph v) τρακάρω
mall (n) εμπορικό κέντρο I would’ve told him a thing or two! (expr) Θα τον
filthy (adj) πολύ βρώμικος έβριζα!
10. 29.
complain (v) παραπονούμαι coffee whitener (n) τεχνητό γάλα σε σκόνη
You have a point. (expr) Έχεις δίκιο. powder (n) σκόνη
11. chemical (n) χημική ουσία
give sb a hard time (expr) σπάω τα νεύρα κάποιου 30.
tip (n) φιλοδώρημα business-like (adj) σαν επιχειρηματίας
change (n) κέρματα, ψιλά slacks (n) παντελονι
12. outfit (n) συνδυασμός ενδυμάτων, συνολάκι
couch (n) καναπές cleaner’s (n) στεγνοκαθαριστήριο
sore (adj) πονεμένος, πιασμένος
13. Listening, Part 2
How do you like that! (expr) Πως σου φαίνεται!
for a change (expr) έτσι για αλλαγή Questions 31 - 36
14. benefit (n) όφελος
sports shirt (n) σπορ πουκάμισο (δηλαδή cover (v) καλύπτω
ανεπίσημο) dental work (n) οδοντική εργασία
tie (n) γραβάτα dependent (n) εξαρτώμενο μέλος
15. employer (n) εργοδότης
next showing (expr) επόμενη προβολή file a claim (expr) υποβάλλω δήλωση στην ασφάλεια
16. in a nutshell (expr) με λίγα λόγια
raincoat (n) αδιάβροχο insurance plan (n) ασφαλιστικό πρόγραμμα
17. mishap (n) ατύχημα
surf the Net (expr) σερφάρω στο Διαδίκτυο premium (n) ασφάλιστρα
PRACTICE TEST 5 u 21
GLOSSARY
Practice Test 5
Practice Test 5
occupied (adj) απασχολημένος, κατειλημμένος fluent (adj) άνετος (στην ομιλία)
busy (adj) πολύ απασχολημένος, που έχει πολύ 108.
δουλειά practically (adj) σχεδόν
the line is busy (expr) το τηλέφωνό του είναι entirely (adj) εντελώς
κατειλημμένο, μιλάει στην άλλη γραμμή directly (adj) άμεσα
97. frequently (adj) συχνά
admit (v) παραδέχομαι, ομολογώ 109.
accept (v) δέχομαι reduce (v) μειώνω
claim (v) ισχυρίζομαι, επικαλούμαι waste (v) σπαταλώ
confess (v) ομολογώ, εκμυστηρεύομαι damage (v) κάνω ζημιά
98. spoil (v) χαλάω
do an experiment (expr) εκτελώ πείραμα 110.
rely (v) βασίζομαι, στηρίζομαι waste (n) οτιδήποτε άχρηστο
research (v) πραγματοποιώ επιστημονική έρευνα waste of time (expr) χάσιμο χρόνου
99. loss (n) απώλεια
follow through (ph v) συνεχίζω, εξακολουθώ ruin (n) καταστροφή
get along (ph v) τα πηγαίνω καλά με κάποιον matter (n) θέμα
come across (ph v) συναντώ ή βρίσκω τυχαία matter of time (expr) θέμα χρόνου
put up (ph v) σηκώνω, στήνω 111.
100. publication (n) έκδοση
please (v) ικανοποιώ form (n) φόρμα, έντυπο
glance (v) ρίχνω γρήρορη ματιά issue (n) τεύχος
notice (v) παρατηρώ 112.
101. keep (v) διατηρώ, κρατώ
keep sb company (expr) κάνω παρέα
cash (v) εξαργυρώνω (επιταγή)
visit (v) επισκέπτομαι
loan (v) δανείζω
enjoy (v) απολαμβάνω
rate (v) αξιολογώ
113.
regard (v) κοιτάζω, λαμβάνω υπόψη
skate (v) κάνω πατινάζ
102.
crawl (v) μπουσουλώ
instruction (n) οδηγία
tiptoe (v) περπατώ στά νύχια
guidance (n) καθοδήγηση
bounce (v) χοροπηδώ
advice (n) συμβουλή
114.
suggestion (n) πρόταση
fall behind schedule (expr) καθυστερώ, μένω πίσω
103.
115.
careless (adj) απρόσεκτος
quickly (adv) γρήγορα
indefinite (adj) απροσδιόριστος silently (adv) σιωπηλά
indifferent (adj) αδιάφορος softly (adv) απαλά, σιγανά
unaware (adj) απληροφόρητος, ανίδεος simply (adv) απλά
104. 116.
invite (v) προσκαλώ reject (v) απορρίπτω
remind (v) υπενθυμίζω prevent (v) αποτρέπω
party (v) διασκεδάζω σε πάρτυ oppose (v) εναντιώνομαι
celebrate (v) γιορτάζω refuse (v) αρνούμαι
105. 117.
hang (v) κρεμάω throw (v) πετάω κάτι
drag (v) σέρνω pour (v) χύνω
play (v) παίζω splash (v) πιτσιλίζω, καταβρέχω
put (v) τοποθετώ spill (v) χύνω κατά λάθος
106. 118.
change (n) αλλαγή hope (n) ελπίδα
difference (n) διαφορά high hopes (pl n) πολλές ελπίδες
tell the difference between (expr) δεν μπορώ να certainty (n) βεβαιότητα
ξεχωρίσω 119.
comparison (n) σύγκριση alter (v) μετατρέπω
characteristic (n) χαρακτηριστικό alternate (v) εναλλάσσω
107. exchange (v) ανταλλάσσω
practiced (adj) πεπειραμένος reduce (v) μειώνω
known (adj) γνωστός 120.
perfected (adj) τελειοποιημένος depend (v) βασίζομαι, στηρίζομαι
PRACTICE TEST 5 u 23
GLOSSARY
Practice Test 5
Practice Test 5
nutritious (adj) θρεπτικός second-hand bike lot (expr) μάντρα με
participant (n) διαγωνιζόμενος, που παίρνει μέρος μεταχειρισμένα ποδήλατα
participate (v) συμμετέχω shoot up (ph v) αυξάνομαι, ξεπετάγομαι
public spending cut (n) μείωση των δημοσίων sum (n) ποσό
δαπανών survey (n) έρευνα, γκάλοπ
purchase (v) αγοράζω trend (n) τάση
raise (money) (v) βρίσκω, μαζεύω (τα χρήματα) turning their backs on (expr) γυρίζουν την
rare (adj) σπάνιος πλάτη στο
recession (n) ύφεση uncharitable (adj) χωρίς διάθεση φιλανθρωπίας,
reluctance (n) διστακτικότητα ανάλγητος
respondent (n) που απαντά volunteer (n) εθελοντής
PRACTICE TEST 5 u 25
GLOSSARY
Practice Test 6
18.
LISTENING
trunk (n) πορτ-μπαγκάζ αυτοκινήτου
19.
Listening, Part 1 detergent (n) απορρυπαντικό
20.
1. keyboard (n) πληκτρολόγιο
I’m really into (expr) Επιδίδομαι σε κάτι ... key (n) πλήκτρο
sailing (n) ιστιοπλοία similar to (adj) όμοιο, παρόμοιο
2. 21.
documentary (n) ντοκιμαντέρ Sth behind us! (expr) Τελειώσαμε με κάτι!
cartoon (n) κινούμενα σχέδια tough (adj) δύσκολος
3. focus on (v) επικεντρώνομαι
phone book (n) τηλεφωνικός κατάλογος
22.
directory assistance (n) πληροφορίες καταλόγου
hire (v) προσλαμβάνω
4.
bakery (n) φούρνος
Ιt took me until midnight. (expr) Μέχρι τα
It sure beats ... (expr) Είναι καλύτερα απο ...
μεσάνυχτα παιδευόμουνα.
23.
5.
calory (n) θερμίδα
polka dots (n) με πουά
striped (adj) με ρίγες Okay, suit yourself! (expr) Καλά, όπως νομίζεις!
6. complain (v) παραπονιέμαι
bus terminal (n) σταθμός λεωφορείων 24.
block (n) (οικοδομικό) τετράγωνο slip (n) χαρτάκι
7. 25.
My, goodness! (expr) Χριστός κι’ Απόστολος! wallpaper (v) βάζω ταπετσαρία
pretty busy (expr) αρκετά απασχολημένος shovel the driveway (expr) φτυαρίζω το χιόνι από το
8. πάρκιν
wheelchair racing (n) αγώνας με αναπηρικά covered (adj) σκεπασμένος, καλυμμένος
καροτσάκια Let me catch my breath. (expr) Άσε με να πάρω
I couldn’t get into it. (expr) Δεν μ’ενθουσίασε. ανάσα!
train (v) προπονούμαι 26.
lift weights (expr) κάνω βάρη There go (the lights) again! (expr) Πάλι σβήσαν (τα
9. φώτα)!
cast (n) ορθοπεδικός γύψος candle (n) κερί
What really bugs me ... (expr) Αυτό που μου τη match (n) σπίρτο
δίνει ... 27.
10. terrified (adj) τρομοκρατημένος
majority (ν) πλειοψηφία I’ve gotten over sth. (expr) Το έχω ξεπεράσει.
11. 28.
Sth was murder! (expr) Κάτι με πέθανε! I can’t shake ... (expr) Δεν μπορώ να διώξω ...
have no choice (expr) δεν έχω επιλογή, δεν μπορώ cough syrup (n) σιρόπι για βήχα
να κάνω αλλιώς spoonful (n) κουταλιά
12.
29.
Don’t tell me! (expr) Μη μου πεις!
ready (adj) έτοιμος
13.
30.
turtle (n) χελώνα
brush over (ph v) καλύπτω με μια πινελιά
14.
ink (n) μελάνι
closet (n) ντουλάπα
correction fluid (n) διορθωτικό υγρό
washable (adj) που πλένεται
cleaner’s (n) στεγνοκαθαριστήριο
15. Listening, Part 2
pull out (ph v) βγάζω
16. Questions 31 - 36
Can I take a message? (expr) Θέλετε να αφήσετε encounter (n) συνάντηση
μήνυμα; evaporate (v) εξατμίζομαι
17. major upset (n) μεγάλη αναστάτωση/ταραχή
microwave (n) φούρνος μικροκυμάτων on a roll (expr) έχω τύχη, έχω ρέντα
on second thoughts (expr) τώρα που το pretty big shoes to fill (expr) είναι δύσκολο να φανεί
ξανασκέφτομαι αντάξιος της θέσης που ανέλαβε
Practice Test 6
razor-thin (adj) λεπτός σαν ξυράφι, απειροελάχιστος 87.
squeak past (ph v) περνώ/νικώ παρά τρίχα even (adj) στρωτός, ισόπεδος, επίπεδος
tally (v) καταγράφω, σκοράρω balanced (adj) ισορροπημένος
undefeated (adj) αήττητος straight (adj) ίσιος
winning streak (n) σερί επιτυχιών whole (adj) ολόκληρος
88.
Questions 37 - 41 make my living (expr) βγάζω το ψωμί μου
calf (n) κνήμη manage (v) καταφέρνω
claim (n) ισχυρισμός 89.
consumer (n) καταναλωτής explanation (n) εξήγηση
convinced (adj) πεπεισμένος reason (n) αιτία, λόγος
curved (adj) καμπύλος excuse (n) δικαιολογία
enthusiastically (adv) με ενθουσιασμό make an excuse (expr) βρίσκω δικαιολογία
firmer (adj) πιο σφιχτός, γυμνασμένος story (n) ιστορία
muscle (n) μυς 90.
neutral (adj) ουδέτερος adjustable (adj) ρυθμιζόμενος
relieve (v) ανακουφίζω portable (adj) φορητός
slip (v) γλιστρώ moveable (adj) που μετακινείται
sole (n) σόλα flexible (adj) ευλύγιστος
strain (v) ζορίζω, καταπονώ 91.
toned (adj) δυναμωμένος preference (n) προτίμηση
trip (v) παραπατώ liking (n) αρέσκεια, γούστο
pleasure (n) ευχαρίστηση
Questions 42 - 46 character (n) χαρακτήρας
92.
amenities (n) ευκολίες, εγκαταστάσεις
out of order (adj) εκτός λειτουργίας
camping gear (n) εξοπλισμός κάμπινγκ
off duty (adj) εκτός υπηρεσίας
garbage (n) σκουπίδια
duty-free (adj) αφορολόγητος
get eaten alive (expr) θα μας φάνε ζωντανούς
out of line (adj) ανευθύγραμμος, εκτός σειράς
golden rule (n) χρυσός κανόνας
93.
invest (v) επενδύω
turn over (ph v) αναποδογυρίζω
leave behind (ph v) αφήνω πίσω
turn over a new leaf (expr) αλλάζω τρόπο ζωής,
let-down (n) απογοήτευση
γυρίζω φύλλο
rough it (expr) ζω έξω στη φύση, σκληρά, χωρίς
get into (ph v) μπλέκομαι / ανακατεύομαι σε
ανέσεις
take up (ph v) ξεκινάω (μια καινούργια
shower (n) μπόρα
δραστηριότητα)
soaked (adj) μουσκεμένος, βρεγμένος
catch on (ph v) καταλαβαίνω, μπαίνω στο νόημα
swarms of mosquitoes (expr) σμήνη από κουνούπια
94.
trash bag (n) σακούλα σκουπιδιών promote (v) δίνω προαγωγή, προβιβάζω
hire (v) προσλαμβάνω
Questions 47 - 50 improve (v) βελτιώνω
considerate (adj) ευγενικός, που έχει κατανόηση 95.
electronic device (n) ηλεκτρονική συσκευή unreal (adj) εξωπραγματικός
fruitful (adj) εποικοδομητικός false (adj) ψεύτικος
lean back (ph v) γέρνω προς τα πίσω imitation (adj) απομίμηση
notify (v) ειδοποιώ, ενημερώνω untrue (adj) αναληθής
property (n) ιδιοκτησία 96.
respectful (adj) σεβαστικός sight (n) θέα, θέαμα, εικόνα
return box (n) κουτί επιστροφών shape (n) μορφή, σχήμα
reflection (n) αντανάκλαση
VOCABULARY reflex (n) ανακλαστικό
97.
version (n) εκδοχή
86. decision (n) απόφαση
carefully (adv) προσεκτικά selection (n) επιλογή, συλλογή
exactly (adv) ακριβώς choice (n) επιλογή
elaborately (adv) με λεπτομέρεια 98.
responsibly (adv) υπεύθυνα question (n) ερώτηση
PRACTICE TEST 6 u 27
GLOSSARY
Practice Test 6
Practice Test 6
audit (v) κάνω λογιστικό ή οικονομικό έλεγχο
READING bail (n) ποσό εγγύησης
balance sheet (n) ισολογισμός
Reading passage, page 172 behind bars (expr) πίσω από τα σίδερα/στη
animal fat (n) ζωικό λίπος φυλακή
agriculture (n) γεωργία cash register till (n) ταμειακή μηχανή
biodiesel (n) βιοντίζελ cash transaction (n) χρηματική συναλλαγή
burn (v) καίω (βενζίνη) cheat (v) κλέβω, εξαπατώ
coal dust (n) καρβουνόσκονη claim (v) διεκδικώ, δηλώνω
corn (n) καλαμπόκι client (n) πελάτης
cooking oil (n) λάδι μαγειρέματος conceal (v) κρύβω
diesel engine (n) πετρελαιοκινητήρας convict (v) καταδικάζω
feed with (ph v) τροφοδοτώ conviction (n) καταδίκη
fish oil μουρουνέλαιο declare income (expr) δηλώνω εισόδημα
flop (n) αποτυχία disadvantage (v) μειονέκτημα
fuel (n) καύσιμο disclose (v) αποκαλύπτω
maintain (v) διατηρώ entrepreneur (n) επιχειρηματίας
minor (adj) ασήμαντος expenses (n) έξοδα, δαπάνες
myriad (adj) αναρίθμητος false (adj) ψευδής
organic (adj) βιολογικός federal (adj) ομοσπονδιακός
renewable (adj) ανανεώσιμος fine (v) δίνω πρόστιμο
peanut oil (n) φυστικέλαιο hearing (n) ακροαματική διαδικασία
petroleum (n) πετρέλαιο hefty (adj) σημαντικός, ογκώδης
potential (adj) πιθανός in custody (expr) υπό κράτηση
run on (ph v) κινείται με innocent (adj) αθώος
soybean (n) σόγια invoice (n) τιμολόγιο
sunflower (n) ηλίανθος, ηλιοτρόπιο net income (n) καθαρό εισόδημα
unveil (v) παρουσιάζω επίσημα overstate deductions (expr) υπερβάλλω ως προς
vegetable oil (n) σπορέλαιο τις μειώσεις
vision (n) όραμα payroll (n) μισθοδοσία
pleasure boat (n) σκάφος αναψυχής
Reading passage, page 173 prison (n) φυλακή
abundant (adj) άφθονος prompt (v) παρακινώ, ωθώ
ant colony (n) αποικία μυρμηγκιών punishable (adj) που τιμωρείται, που διώκεται
at rest (expr) σε ανάπαυση receipt (n) απόδειξη
carnivorous (adj) σαρκοφάγος ring up sales (expr) χτυπώ στη μηχανή τις πωλήσεις
creature (n) ον serial offender (n) κατά συρροήν παραβάτης
deadly (adv) θανατηφόρος tax evasion (n) φοροδιαφυγή
defence mechanism (n) μηχανισμός άμυνας tax statement (n) φορολογική δήλωση
emerge (v) εφανίζομαι understate income (expr) δηλώνω χαμηλότερο
have a taste for (expr) μου αρέσει εισόδημα
host (v) φιλοξενώ
larvae (n) προνύμφη, κάμπια Reading passages, page 176
live off (ph v) ζω από, τρέφομαι με agricultural (adj) γεωργικός
minority (n) μειοψηφία air purifier (n) καθαριστής αέρα
pose (v) θέτω, προβάλλω allergen (n) αλλεργιογόνο
predatory (adj) αρπακτικός appointee (n) εντεταλμένος,διορισμένος
prey (n) θήραμα bacteria (n) βακτηρίδια
release (v) απελευθερώνω budget (n) προϋπολογισμός
seemingly harmless (expr) φαινομενικά ακίνδυνος commercial (adj) εμπορικός
shell (n) καβούκι, όστρακο disgusting (adj) αηδιαστικός
species (n) είδος domestic (adj) οικιακός
supply (n) απόθεμα, εφόδια dust (n) σκόνη
threat (n) απειλή consumption (n) κατανάλωση
wrap (v) τυλίγω at an experimental stage (expr) σε πειραματικό
στάδιο
Reading passages, page 174 facility (n) ευκολία, εγκατάσταση
accountant (n) λογιστής flush (v) ξεπλένω (δόντια κλπ)
PRACTICE TEST 6 u 29
GLOSSARY
Practice Test 6
Practice Test 7
out of the question (expr) αποκλείεται
LISTENING
18.
workout (n) πρόγραμμα γυμναστικής
Listening, Part 1 19.
balloon fair (n) γιορτή αερόστατων
1. 20.
log onto a website (expr) συνδέομαι με μια running shoes (n) αθλητικά για το τρέξιμο
ιστοσελίδα I had my heart set on (expr) είχα βάλει στο μάτι,
book (v) κλείνω, κάνω κράτηση ήθελα πολύ
2. go with (ph v) πηγαίνω με
I’m starving (expr) πεθαίνω της πείνας in the first place (expr) από την αρχή
pasta (n) ζυμαρικό 21.
3. extension (n) παράταση
pocketbook (n) γυναικεία τσάντα hand sth in (ph v) παραδίνω
4. due (adj) προγραμματισμένος για, πρέπει να
dump (v) πετάω
παραδοθεί
recycling bin (n) κάδος ανακύκλωσης
22.
tinker with (ph v) μαστορεύω, σκαλίζω
skateboard (n) σκέιτ μπορντ
get sth back into shape (expr) σουλουπώνω,
should have known better (expr) έπρεπε να μου
επαναφέρω σε φόρμα
είχε κόψει!
5.
23.
given the choice (expr) αν είχα την επιλογή
in a hurry (expr) βιαστικά
6,
cereal (n) δημητριακά
identical (adj) ίδιος, πανομοιότυπος
7. 24.
charge (v) χρεώνω sore throat (n) πονόλαιμος
refund (n) επιστροφή χρημάτων syrup (n) σιρόπι
8. 25.
withdrawal (n) ανάληψη cabinet (n) ντουλάπι
drop sb off (ph v) αφήνω κάποιον κάπου (με το 26.
αυτοκίνητό μου) set off (an alarm) (ph v) ενεργοποιώ (συναγερμό)
9. robbery (n) ληστεία
change for a hundred (expr) μπορείς να χαλάσεις 27.
χαρτονόμισμα των εκατό injury (n) τραυματισμός
cash register (n) ταμειακή μηχανή competitive swimming (n) ανταγωνιστική κολύμβηση
small bill (n) χαρτονόμισμα μικρής ονομαστικής αξίας 29.
10. hook sth up (ph v) συνδέω
business (n) επιχείρηση cable (n) καλώδιο
11. 30.
looks like you’re done painting (expr) φαίνεται ότι duck pond (n) λιμνούλα με πάπιες
τελείωσες τη ζωγραφική statue (n) άγαλμα
through with sth (ph v) τελειώνω (κάτι) You can’t miss it. (expr) αποκλείεται να μην
12. το βρεις.
do research (expr) κάνω έρευνα
13. Listening, Part 2
allergic (adj) αλλεργικός
fur (n) γούνα Questions 31 - 36
ideal (adj) ιδανικός acclimate (v) εγκλιματίζομαι
15. adventurous (adj) περιπετειώδης
sidewalk café (n) υπαίθρια καφετέρια altitude (n) υψόμετρο
reasonable (adj) λογικός banned (adj) απαγορευμένος
16. barbecue facilities (n) εγκαταστάσεις/εξοπλισμός για
gadget (n) γκάτζετ, μαραφέτι μπάρμπεκιου
touch screen tablet (n) τάμπλετ με οθόνη αφής catch (fish) (v) πιάνω (ψάρια)
device (n) συσκευή, μηχανισμός dizzy (adj) ζαλισμένος
17.
elevation (n) υψόμετρο
public transportation strike (n) απεργία των
hiking (n) πεζοπορία
δημοσίων μέσων μεταφοράς
hunting (n) κυνήγι
PRACTICE TEST 7 u 31
GLOSSARY
Practice Test 7
Practice Test 7
97. store (v) αποθηκεύω, φυλάσσω
illustration (n) εικονογράφηση reserve (v) κρατώ
display (n) παρουσίαση, έκθεση contain (v) περιέχω
demonstration (n) διαδήλωση 109.
recognition (n) αναγνώριση passion (n) πάθος
98. loyalty (n) αφοσίωση
appear (v) εμφανίζομαι appetite (n) όρεξη
conduct (v) διευθύνω, διεξάγω approach (n) προσέγγιση
join (v) συμμετέχω 110.
enter (v) μπαίνω boundary (n) όριο/σύνορο
99. intersection (n) διασταύρωση
settlement (n) συμφωνία, διακανονισμός limit (n) όριο
source (n) πηγή border (n) σύνορο
count (n) μέτρηση 111.
sum (n) ποσό earn (v) βγάζω χρήματα
100. gain (v) αποκτώ, κερδίζω, ωφελούμαι
version (n) εκδοχή win (v) κερδίζω (βραβείο κλπ)
method (n) μέθοδος accomplish (v) πετυχαίνω
angle (n) κλίση, γωνία 112.
aspect (n) άποψη, πλευρά accompany (v) συνοδεύω
101. relate (v) σχετίζομαι
expression (n) έκφραση attach (v) επισυνάπτω
commitment (n) δέσμευση associate (v) συσχετίζω
obedience (n) υπακοή 113.
signal (n) σήμα, σημάδι, σινιάλο
consent (n) συγκατάθεση
code (n) κώδικας
102.
symptom (n) σύμπτωμα
gather (v) συγκεντρώνω
virus (n) ιός
mix (v) ανακατεύω
114.
distribute (v) μοιράζω, διανέμω
loan (n) δάνειο
join (v) συμμετέχω, ενώνω
account (n) λογαριασμός
103.
deposit (n) κατάθεση
hush (v) σιωπώ
withdrawal (n) ανάληψη
whimper (v) κλαψουρίζω
115.
hum (v) σιγοσφυρίζω
locate (v) εντοπίζω
whisper (v) ψιθυρίζω
select (v) διαλέγω
104.
allow (v) επιτρέπω
insurance (n) ασφάλεια
shift (v) μετατοπίζω
authority (n) εξουσία 116.
control (n) έλεγχος attitude (n) στάση, συμπεριφορά
confidence (n) αυτοπεποίθηση tendency (n) τάση
105. behavior (n) συμπεριφορά
bitter (adj) πικρός habit (n) συνήθεια
brilliant (adj) πανέξυπνος, λαμπερός 117.
cruel (adj) σκληρός acceptance (n) αποδοχή
solemn (adj) σοβαρός cycle (n) κύκλος
106. transition (n) μετάβαση
maintain (v) διατηρώ following (n) ακολουθία, οπαδοί
contain (v) περιέχω 118.
continue (v) συνεχίζω look up to (ph v) θαυμάζω,σέβομαι
claim (v) ισχυρίζομαι keep up with (ph v) συμβαδίζω
107. come up with (ph v) Βρίσκω (λύση, ιδέα)
considerately (adv) ευγενικά, με λεπτότητα stand up to (ph v) αντιστέκομαι σε κάποιον
thoughtfully (adv) με ευαισθησία 119.
responsibly (adv) υπεύθυνα period (n) περίοδος
deliberately (adv) σκόπιμα length (n) μήκος
108. situation (n) κατάσταση
replace (v) αντικαθιστώ interval (n) διάλειμμα
PRACTICE TEST 7 u 33
GLOSSARY
Practice Test 7
Practice Test 7
get my license suspended (expr) μου αφαιρούν officer (n) αστυνομικός, αξιωματικός
το δίπλωμα overly strict (expr) υπερβολικά αυστηρός
harsh (adj) σκληρός, δριμύς penalty (n) ποινή
ignition (n) μίζα policy (n) τακτική, στρατηγική, πολιτική
impaired (adj) εξασθενημένος, κατεστραμμένος precautionary (adj) προληπτικός
impeccable (adj) άμεμπτος, άψογος pull over (ph v) κάνω στην άκρη και σταματώ
impose (v) επιβάλλω reconsider (v) ξανασκέφτομαι
install (v) κάνω εγκατάσταση severe (adj) αυστηρός, δριμύς
law enforcement agency (n) υπηρεσία εφαρμογής speed limit (n) όριο ταχύτητας
του νόμου stand by sth (ph v) υποστηρίζω
legally (adv) νόμιμα trace (n) ίχνος
lousy (adj) αθλιος, χάλια traceable (adj) ανιχνεύσιμος
lung (n) πνεύμονας vehicle (n) όχημα
not to mention (expr) για να μην πω zero-tolerance (n) μηδενική ανοχή
offence (n) παράπτωμα
PRACTICE TEST 7 u 35
CaMLA
Cambridge Michigan Language Assessments
ECCE1
PRACTICE TESTS
GLOSSARY
The components of the Hamilton House CaMLA ECCE
Practice Tests 1 are:
CaMLA ECCE Practice Tests 1 Student’s Book
CaMLA ECCE Practice Tests 1 Glossary
CaMLA ECCE Practice Tests 1 Teacher’s Edition
CaMLA ECCE Practice Tests 1 Audio CDs
CaMLA ECCE Practice Tests 1 Transcript