You are on page 1of 4

LRN Level C2

LRN C2 - Practice Tests Page 1 ENGLISH GREEK GLOSSARY


sperm whale φάλαινα φυσητήρας alluring δελεαστικός

TESTS 1-6
shrew μέγαιρα palatable αποδεκτός, ευπρόσδεκτος
trail ακολουθώ enterprise επιχείρηση

Glossary
surpass ξεπερνώ layman μη ειδήμονας
equate εξισώνω prime ακμή, άνθος
conclusively πειστικά, οριστικά ratio αναλογία, ποσοστό

Test 1
abnormally αφύσικα render αποδίδω
invariably αμετάβλητα deception απάτη, εξαπάτηση
inversely αντίστροφα, ανάποδα deceive παραπλανώ, παρασύρω
p.6 proportional to ανάλογος με
miscalculate πέφτω έξω στους υπολογι- mortal θνητός p. 14
σμούς synaptic συναπτικός rusty “σκουριασμένος”
underestimate υποτιμώ tissue ιστός shameful ντροπιαστικός, αισχρός
launderette πλυντήριο αυτοεξυπηρέτη- corpus callosum μεσολόβιο ashamed ντροπιασμένος
σης get away δραπετεύω
matinee απογευματινή παράσταση p. 11 get over ξεπερνώ
validation επιβεβαίωση, επικύρωση get off αποβιβάζομαι
p.7 exceed υπερβαίνω, ξεπερνώ
unwilling απρόθυμος diminish μειώνω, -ομαι p. 15
reliable αξιόπιστος deviation απόκλιση, εκτροπή launch εκτοξεύω, “λανσάρω”
deadline προθεσμία norm νόρμα vaccinate εμβολιάζω
dedicated αφοσιωμένος inconclusive αναποτελεσματικός distemper ασθένεια ζώου, αδιαθεσία
suggest υπαινίσσομαι rabies λύσσα
artificial intelligence τεχνητή νοημοσύνη p. 12 canine κυνικός, σκυλίσιος
distant μακρινός, απόμακρος arsenic αρσενικό carnivore σαρκοβόρο ζώο
wipe out εξαλείφω, αφανίζω notoriety κακή φήμη jackal τσακάλι
morality ηθική, ηθικότητα stem from πηγάζω από initiate θέτω σε εφαρμογή, εγκαινιάζω
interact αλληλεπιδρώ medieval μεσαιωνικός intervention παρέμβαση
adopt υιοθετώ rife κοινο φαινόμενο halt σταματώ
flawed ελαττωματικός, ατελής

Test 2
pass [sb/sth] off as [sb/sth] πλασάρω
rapidly γρήγορα κπ/κτ ως κπ/κτ
lethal θανάσιμος, φονικός
p.9 homicide ανθρωποκτονία p. 16
consequences συνέπειες attributes ιδιότητες double glazing διπλή τοποθέτηση τζαμιών
settle down εγκαθίσταμαι, τακτοποιούμαι inglorious άδοξος overdue καθυστερημένος, που έχει ήδη
establish (καθ)ιδρύω, καθιερώνω ingest λαμβάνω τροφή αργήσει
adapt προσαρμόζω, -ομαι peasant χωρικός, χωρική due date προθεσμία επιστροφής/πληρωμής
obtain αποκτώ embonpoint σωματικό πάχος chore κουραστική δουλειά, αγγαρεία
self-esteem αυτοεκτίμηση robustness ευρωστία neglect αμελώ
unreliable αναξιόπιστος concoction αφέψημα, κατασκεύασμα
stem cell βλαστοκύτταρο tonic τονωτικό p. 17
fatal θανάσιμος, μοιραίος inconsiderate απερίσκεπτος
p. 10 susceptible εύτρωτος, ευπαθής vocational επαγγελματικός
raged οργισμένος at least τουλάχιστον reliant εξαρτώμενος
correlation συσχετισμός, αντιστοιχία goitre βρογχοκήλη integral ζωτικός, ενσωματωμένος
stance θέση, άποψη, στάση swallow καταπίνω impact επίδραση, αντίκτυπος
unequivocal μονοσήμαντος, σαφής reliance εξάρτηση
journal εφημερίδα p. 13 breakdown αναστολή λειτουργίας από
assert διαβεβαιώνω nightshade μπελαντόνα μηχανική βλάβη
speculative υποθετικός suffice επαρκώ
cut no ice δεν έχω πέραση charmingly χαριτωμένα p. 19
watertight (μτφ) αδιαμφισβήτητος, alias ψευδώνυμο locality κοινότητα, γειτονιά
αδιάσειστος beguiled σαγηνευμένος
empirical εμπειρικός innocuous άκακος, ακίνδυνος p. 20
conjecture υπόθεση, εικασία blurred θολός, θαμπός tack αλλάζω προσέγγιση
assessments εκτίμηση, αξιολόγηση convulsion (μυϊκή) σύσπαση gridlock αδιέξοδο, ακινητοποίηση
comprise αποτελούμαι, περιλαμβάνω vomit εμετός/ξερνάω polarise δημιουργώ πόλωση, διχασμό
robust δυνατός, γερός side effects παρενέργειες emotive προκλητικός
regardless of ανεξάρτητα από alkaloid αλκαλοειδές vociferous δυναμικός
observable αισθητός, εμφανής overdrive υπερπολλαπλασιασμένη ταχύ- lay bare αποκαλύπτω, εκθέτω
relevance σχέση, σχετικότητα τητα firearms πυροβόλο όπλο
integrity ακεραιότητα gastrointestinal γαστρεντερικός federal ομοσπονδιακός
compensatory αντισταθμιστικός tincture βάμμα ubiquitous πανταχού παρών, ευρέως δια-
cognitive νοητικός, διανοητικός dilate διαστέλλω δεδομένος
evident έκδηλος, προφανής pupil κόρη (οφθαλμού) incident περιστατικό, γεγονός
Test 3
LRN C2 - Practice Tests Page 2 ENGLISH GREEK GLOSSARY
impasse αδιέξοδη κατάσταση imputiny χωρίς συνέπειες
reform μεταρρύθυμιση diminutive μικροσκοπικός
come up with επινοώ, εφευρίσκω p. 26 detonate πυροκροτώ, ερκήγνυμαι
pursue ακολουθώ trip σκοντάφτω handler χειριστής
legislative νομοθετικός venue τόπος διεξαγωγής landmine νάρκη
sidestep παραμερίζω in situ επί τόπιος
p. 27
launch παρουσιάζω hamper εμποδίζω
estate agent κτηματομεσίτης
innovator καινοτόμος, μεταρρυθμιστής erratically ακανόνιστα
mislead παραπλανώ, εξαπατώ
retrofit μετατρέπω, τροποποιώ assurance διαβεβαίωση
commute πηγαινοέρχομαι με συγκοινω-
circulation κυκλοφορία, διανομή vulnerable τρωτός, ευάλωτος
νιακό μέσο
substantial σημαντικός, ουσιώδης
unmotivated στερούμενος κινήτρων
grip κράτημα, πιάσιμο p. 31
accustomed συνηθισμένος
fingerprint δακτυλικό αποτύπωμα reverse ανατρέπω
dismissive περιφρονητικός, αρνητικός
instantaneous στιγμιαίος daring τολμηρός
obesity παχυσαρκία
obscure ασαφής thorough πλήρης, ενδελεχής
restrict περιορίζω
transferability μεταφορά defuse εξουδετερώνω
substance ουσία, συστατικό
token δείγμα, σημάδι
dissimilar ανόμοιος, διαφορετικός
funding χρηματοδότηση p. 32
ineffective αναποτελεσματικός
spearhead ηγούμαι, έιμαι επικεφαλής dwelling κατοικία
viable εφικτός, βιώσιμος
crowdfund συλλογή χρημάτων από πολ- counter αντιτάσω, αντιπαραθέτω
λούς ανθρώπους για να γίνει ένα πρό- rapid γρήγορος
p. 29
τζεκτ, συνήθως μέσω του διαδικτύου urbanization αστικοποίηση
streamline βελτιστοποιώ, εξορθολογίζω
implementation εφαρμογή come up with επινοώ, εφευρίσκω
division διαχωρισμός
negligent αμελής restructure αναδιαρθρώνω
discharge εκπυρσοκρότηση dispense διανέμω
p. 30
curb χαλιναγωγώ, καταστέλλω premise προϋπόθεση
redeem λυτρώνω, σώζω
fertile εύφορος
indelibly ανεξίτηλα
p. 21 clarification διασαφήνιση, ξεκαθάρισμα
plague πανούκλα, λιμός
exaggerate υπερβάλλω stack στοιβάζω
pestilence λοιμός (νόσος)
compatible συμβατός incorporate ενσωματώνω
allay κατευνάζω, αμβλύνω
unauthorized αυθαίρετος, compact μικροκαμωμένος, που μπορεί να
sheer αμιγής, καθαρός
μη εξουσιοδοτημένος περιέχει πολλά πράγματα σε μικρό χώρο
repugnance απέχθεια, απόστροφη
renewable energy sources πηγές ανανεώ-
sinister απειλητικός, δυσοίωνος
p. 22 σιμης ενέργειας
bring about προκαλώ, προξενώ
stigmatization στιγματισμός communal δημόσιος, κοινόχρηστος
shun αποφεύγω
impede εμποδίζω
opt for τάσσομαι υπέρ, προτιμώ
staggering εκπληκτικός, συγκλονιστικός p. 33
proximity εγγύτητα
utilise χρησιμοποιώ, αξιοποιώ outset ξεκίνημα, αρχή
alert ενημερώνω
readdress αντιμετωπίζω ξανά compromise συμβιβάζομαι
formidable θαυμαστός, φοβερός
discreet διακριτικός mountain range οροσειρά
adaptability προσαρμοστικότητα
trait χαρακτηριστικό, στοιχείο module μονάδα, θάλαμος
deploy αξιοποιώ, χρησιμοποιώ
collaboration συνεργασία, σύμπραξη concrete τσιμεντένιος
diverse ποικίλος, ευρύς
capitalise εκμεταλλεύομαι, κεφαλαιοποιώ tubing (δια)σωλήνωση
mine νάρκη
in collaboration with σε συνεργασία με infringe παραβιάζω, καταπατώ
tuberculosis φυματίωση
in the pipeline υπό εκτέλεση stake μερίδιο
intractable δισεπίλυτος
comb through εξετάζω διεξοδικά merge into ενώνω, -ομαι
hunch προαίσθημα
archive αρχείο unspoilt απείραχτος, άθικτος
accreditation αναγνώριση
substitute αντικαθιστώ proverbial παροιμιώδης
indigenous αυτόχθων, γηγενής
stick/stand out like a sore thumb ‘βγάζω
pouch μάρσιπος
p. 23 μάτι’, ‘κάμω μπαμ’, κτ ή κπ είναι πολύ
intrepid ατρόμητος
dismiss απορρίπτω προφανής επειδή διαφέρει πολύ από
exploit κατόρθωμα, άθλος
testify μαρτυρώ, πιστοποιώ τους γύρω του
minefield ναρκοπέδιο
efficacy αποτελεσματικότητα blend in with [sth] ταιριάζω με κτ, εναρ-
confer απονέμω
appeal ενδιαφέρον μονίζομαι με κτ
namely δηλαδή
predate προηγούμαι χρονικά p. 35
endemic ενδημικός
anecdotal ανεπίσημος, ατεκμηρίωτος ligament σύνδεσμος
tolerance ανοχή
improvisation αυτοσχεδιασμός molecular μοριακός
longevity μακροβιότητα
dopamine ντοπαμίνη tissue ιστός
abundance αφθονία
analgesic αναλγητικό expansive επεκτατικός, ευρύς
ease άνεση, ευκολία
healing επούλωση, θεραπεία contractile συσταλτός
harness ιμάντας ασφαλείας
p. 24 demarcate οριοθετημένος uncannily ανεξήγητα, αλλόκοτα
abate μετριάζω, υποχωρώ hazardous επικίνδυνος vessel αγγείο
counterpart ομόλογος, αντίστοιχο encase τοποθετώ σε θήκη, εγκλείω
p. 25 traverse διασχίζω, διανύω pacemaker βηματοδότης
attune εναρμονίζω, προσαρμόζω calf μοσχάρι
Test 4 Test 5
LRN C2 - Practice Tests Page 3 ENGLISH GREEK GLOSSARY
bound δεμένος
seafaring ναυτιλιακός
p. 37 p. 46
imply υπονοώ accounting λογιστικά p. 55
frustrated απογοητεύμενος territory έδαφος, περιοχή
resemble μοιάζω p. 47 graze βόσκω
run into έρχομαι αντιμέτωπος με κτ, in accordance with σε συμφωνία
p. 38 πέφτω πάνω draw away υποχωρώ
remote (σε χώρο) μακρινός, απόμακρος trip over σκοντάφτω και πέφτω subtle διακριτικός, ανεπαίσθητος
mandatory υποχρεωτικός unravel ξεφτίζω, ξηλώνω

Test 6
p. 39
alleviate ανακουφίζω p. 48
circumstances συνθήκες, περιστάσεις
p. 40 p. 57
inhospitable αφιλόξενος p. 49 put out σβήνω (φωτιά)
molten λιωμένος maturity ωριμότητα
bombardment βομβαρδισμός strain υπερφόρτωση p. 59
speculate εικάζω, υποθέτω emissions εκλύσεις, εκπομπές
conjecture εικασία, πρόβλεψη p. 50
assertion ισχυρισμός, διεκδίκηση rule out αποκλείω p. 60
palatable αποδεκτός woolly μαλιαρός, χνουδωτός heal θεραπεία
zircon ζιρκόν (ορυκτό) whittle down to περικόπτω βαθμιαία undertake δεσμεύομαι να κάνω κτ, ανα-
invaluable ανεκτίμητος quadrant τεταρτημόριο λαμβάνω
durable ανθεκτικός, στέρεος percolate ζωηρεύω wreak havoc προκαλώ χάος
cubic κυβικός crop up προκύπτω, ανακύπτω in terms of όσον αφορά
sediment ίζημα, κατακάθι nationwide πανεθνικός administer χορηγώ, δίνω
impact συγκρούομαι, προσκρούω referendum δημοψήφισμα remedy φάρμακο, γιατρειά
cite παραθέτω, αναφέρω content ικανοποιημένος artificially τεχνητά
fellow συνάδελφος thus έτσι, κατ’αυτό τον τρόπο
p. 41 submit υποβάλλω ailment ασθένεια, πάθηση, νόσος
edible εδώδιμος, φαγώσιμος submission συμμετοχή dilute αραιώνω, διαλύω
trim [sth] μειώνω potent δυνατός, ισχυρός
p. 42 fern φτέρη molecule μόριο
interpretation ερμηνεία swirl στρόβιλος efficacy αποτελεσματικότητα, δραστικό-
peruse μελετώ unfurl ξετυλίγομαι τητα
rebellion αντίδραση frond φύλλωμα hereditary κληρονομικός
provable αποδείξιμος narrow περιορισμένου εύρους rid απαλλάσσω, λυτρώνω
subjective υποκειμενικός rank κατατάσσω suppress καταστέλλω, καταπνίγω
spiritual πνευματικός postal ταχυδρομικός focal point επίκεντρο/εστία ενδιαφέρο-
conflict σύγκρουση, διαμάχη pit [sb] against [sb] φέρνω κπ ενάντια σε ντος
κπ take into account λαμβάνω υπόψη
p. 43 incumbent τρέχων, εν ενεργεία derive from προέρχομαι από
stimulate διεγείρω, ερεθίζω convene συγκαλώ escalate κλιμακώνω, -ομαι
awe δέος bunting σημαιοστολισμός holistic ολιστικός
grandeur μεγαλοπρέπεια mull συλλογίζομαι, εξετάζω reside ενυπάρχω
status quo παρούσα κατάσταση, καθε-
στώς p. 51 p. 61
turbulent ταραγμένος, ανήσυχος erode διαβρώνω, καταφθείρω ineffectual ατελέσφορος,
spring up ξεπροβάλλω carve λαξεύω, σκαλίζω αναποτελεσματικός
inspirational εμπνευστικός pop up ξεπροβάλλω, προκύπτω akin to όμοιος, παρόμοιος
stunned συγκλονισμένος trace ίχνος
immensely υπέρμετρα p. 52 immunity ανοσία
border σύνορα
p. 44 therefore συνεπώς, άρα p. 62
call off ακυρώνω stem from προέρχομαι, προκύπτω relatively σχετικά, αναλογικά
foster ενθαρρύνω, προάγω off the beaten track μακριά από τουρι-
p. 45 στικά μέρη
hefty ογκώδης, μεγάλος p. 53 reminiscent που θυμίζει κτ
overwhelming συντριπτικός humble ταπεινός dormant ανενεργός, αδρανής
billboard μεγάλη διαφημιστική πινακίδα colonise σχηματίζω αποικία anchor άγκυρα
hassle δυσκολία radiate ακτινοβολώ tender αποβιβάζω
allure θέλγητρο, γοητεία backbone ραχοκοκαλιά, “στυλοβάτης” perched τοποθετημένος σε ψηλό σημείο
lobster αστακός mule μουλάρι
snapper ερυθρίνος, λυθρίνι welfare πρόνοια
persecute διώκω, κατατρέχω grueling εξουθενωτικός, κοπιαστικός
LRN C2 - Practice Tests Page 4 ENGLISH GREEK GLOSSARY
searing αποπνικτικός
buzzing με κίνηση
horde ορδή
dome θόλος, τρούλος
stream ρυάκι, ροή
unconventional αντισυμβατικός

p. 63
volatile ευμετάβλητος
chamber (φυσικός ή τεχνητός) θάλαμος,
κοιλότητα
collapse καταρρέω
crescent σε σχήμα ημισέληνου
accelerate επιταχύνω
demise κατάλυση, θάνατος, αφανισμός
islet νησίδα, νησάκι
level ισοπεδώνω
walnut καρύδι
split διαιρεμένος, μοιρασμένος
encircle περικυκλώνω
mooted που τίθεται επί τάπητος
contour περίγραμμα
fickle άστατος
lagoon λιμνοθάλασσα

p. 64
regional περιφερειακός
work out “δουλεύει”

p. 65
illuminating διαφωτιστικός
conclude συμπεραίνω
guidelines κατευθυντήριες γραμμές
cast ρίχνω, εκσφενδονίζω
absurdly παράλογα
shield ασπίδα
beam ακτίνα

You might also like