You are on page 1of 5

« Σι ξένουν κώλουν χίλια δικανίκια » = Εγώ κοιτάζω το συμφέρον μου και δεν με νοιάζει για

τον άλλο.
« Τ’ Τζιάτζ’ η μπαλαμιά » = Η αμυγδαλιά που ποτέ δεν έβγαλε αμύγδαλα, γιατί ήταν στο
Βορρά και πάγωναν τα λουλούδια της. Για τον άγονο ή και τον άκαρπο.
« Ου μπουμπός τς’ Νάζους » = Ο πομπός της κυρίας Νάζου που ποτέ δεν έστειλε μήνυμα
γιατί ήταν αγράμματη.
« Αυτός αφκριέτι ! » = αυτός είναι του τρίτου φύλλου.
« Αφκρέτι τουν κάτ’ τουν κόσμου » =
« Σώπα ρα μι σι φτύσου » = δεν έκανα κάτι σπουδαίο για να με ευχαριστήσεις.
« Του ξέξιν του χουσμέτ’» = παράγινε το κακό με κάποιον.
« Τουν ίφιριν τουν σκούφου αλόιρα » = τον κατατρόπωσε, τον κατάφερε, ( Μαλούτας: του
έκανε το βίο αβίωτο ).
« Σμά κουντά τα … (Γιάννινα) » = λέγεται για κάτι που δύσκολα επιτυγχάνεται, (αναθέτουμε
μια δουλειά σε κάποιον που ενώ φαίνεται εύκολη είναι πολύ δύσκολη ).
« Διάουλους μιταβγαλμένους » = πανέξυπνος άνθρωπος.
« Νότχια ψείρα » = λέγεται για τον τιποτένιο.
« Μούτκους τσίντσιρας » = ύπουλος άνθρωπος.
« Μ’ έριξις έναν παρά » = με πρόσβαλες, με περιφρόνησες, με ταπείνωσες.
« Κίντσιν γκαστρουμέν’» = Έμεινε έγκυος.
« Κάθι μέρα Πασκαλιά…» = δεν είναι όλες οι μέρες χαρούμενες.
« Άι βάλι ιβλουγητόν » = άρχισε επιτέλους να κάνεις κάτι.
« Σάματ’ τα ζίσου μι τα βνά » = για το εφήμερο της ζωής.
« Τόκαμα σιαπάν ( ή σιακάτ’, σιαπέρα κλπ.) = πηγαίνω προς τα επάνω ( κάτω κλπ ).
« Η τέτχια, η πάντγια, η ράντγια,… » = ο καθένας μπορεί να εννοήσει οτιδήποτε.
« Ιένα ντόνα » = μεγάλη ποσότητα.
« Ιένα κιαϊμέτ’ι » = ένα σωρό πράγματα.
« Μι τσάκσιν ου κούκους » = την Πρωτομαγιά έτρωγαν σκόρδο για το φόβο του
κοψομεσιάσματος από τις αγροτικές δουλειές.
« Σκλήκια έχς στουν κώλου; » = για τον άνθρωπο που δεν ησυχάζει με τίποτα.
« Σά τς μπουμπαναίοι στου σκατό » = συγκέντρωση ατόμων γύρω από ένα ανάξιο λόγου
θέαμα.
« Τα ψουραβιάσ’ ου κώλους σ’ » = για κάτι εκτός εποχής ( κεράσια το χειμώνα )
« Του μάζουξα τ’ αραβάν’ » = έφυγα τρέχοντας.
« Ευτυχώς … γιατί χα να γίνουμι νοικουκυραίοι » = ευτυχώς… γιατί θα καιγόταν το σπίτι
μας, θα καταστρεφόμασταν κλπ.
« Μ’ έφαγιν η μαρμάγκα » = κουράστηκα υπερβολικά για κάτι.
« Μ’ έζουσαν του ζνάρ’» = Μ’ έβαλαν να δουλέψω στο επάγγελμα του πατέρα μου.
« Βουτιράτ’ι δλιά » κερδοφόρα επιχείρηση.
« Τράνιψιν η δλιά τ’ » = ο νεόπλουτος που έγινε ακατάδεχτος.
« Ίιιιι σουμέν’ δλιά » = πες ότι έγινε το χατίρι που μου ζήτησες.
« Γίγκα μπιρμπάτ’ι » = άσχημο λέρωμα από κόπρανα ή βρώμικα νερά.
« Ίιι, τρανός γκαΐλές ! » = δεν χολοσκάζω με όσα μου λες.
« Είσι να σι κλέν οι γκουγκανιές » = είσαι αξιοθρήνητος.
« Ψόφια ψείρα » = ο απένταρος.
« Φάτσα – φόρα » = ακριβώς απέναντι.
« Σώπα κι μούλουνι » = μη το συζητάς καθόλου (ΗλΝΠ : μούλουνι θα πει σιώπα ! )
« Αυτός τς’ ρίχν καλά ! » = περπατάει γρήγορα.
« Ντού !!! ου λύκους » = είσαι ανεπιθύμητος.
« Ιούού σκλιά ! » = φύγετε μακριά αρπαχτιάρηδες (λαίμαργοι).
« Μι τ’ αντί » = θες γενναίο ξυλοφόρτωμα.
« Έιντι ρα έιντι… » = Ώ! Ρε τι έχει να γίνει!…
«Του κατέχ’ του άθλημα » = είναι ειδικός σε κάτι, ξέρει τον τρόπο να τα καταφέρει ( όταν
πρόκειται για δυσκολία ).
« Μι τ’ ν’ αράδα ξιούντι τα γουμάρια » = μην ανησυχείς θάρθει και η σειρά σου.
« Ιιού! γούρνα βαθά » = εξαφανίσου, να μη σε βλέπω,
« Αρτμένους φιντές » =
« Ίιι φιντές ανάρτους….» = για άνθρωπο που μιλάει χωρίς ουσία.
« Μισιακό γουμάρ .. λύκους του τρώει » = δεν έχει προκοπή ο συνεταιρισμός.
« Τόχου πλάκα στού νταβάν’» = κάνω τον ανήξερο για μία ζημιά που έκανα.
« Τα μας βαρέσν νταϊρέν’» = θα μας κάνουν βούκινο στη γειτονιά.
« Απού δώ κάμν οι άλλ’» = φοβήθηκαν και την κοπάνησαν.
« Μίρθιν ου ουρανός σφουντίλ’» = χτύπησα άσχημα στο κεφάλι μου, έμεινα κατάπληκτος
από την αναποδιά που μου έτυχε.
« Τουν κουλούριασα » = τον κατάφερα.
« Τ’ν πάτσις…» = έκανες λάθος, έσφαλες.
« Μι τ’ ν ώρα σ’ » = εγκαίρως.
« Πάτ’ κιούτ’ » = όπως – όπως.
« Μι ψόφσις » = με άφησες άφωνο με τα λεγόμενά σου.
« Τς πατώ » = είμαι οικονομημένος.
« Τουν πάτσις του γάτου » = την έπαθες, ξεγελάστηκες.
« Σιχασχιές γρουνίσιις » = αηδίες.
« Μι πάτσιν του στχιό » = μου διέρρηξαν το σπίτι.
« Κάτσι στ’ αυγά σ’» = μην ασχολείσαι και μείνε αδιάφορος.
« Πού του γιννάει η μάνα του πιδί κι πού του βρίσκ’ ! » = λέγεται για κάτι που έγινε χωρίς
να είναι προγραμματισμένο.
« Ιού αγά π’ του Πουρτουράζ’ » = πρόκειται για κάποιον από το Πρωτοχώρι που ήταν
κοντός, φτωχός και υπερβολικά άσχημος.
« Άπλυτου αγγιό ! » = άνθρωπος με άσχημη γλώσσα, βωμολόχος.
« Μι πίρις αλά κάπα » = με κατατρόπωσες, με πήρες σβάρνα, δεν μ’ άφησες σε χλωρό
κλαδί.
« Ιού αλαφρά γιουρτή » = τιποτένιε άνθρωπε.
« Ούρδα καργατσίσια » = ανόητε.
« Ιού χαμένου τσιόλ’ » = για τον άχρηστο.
« Ίσι στουν ντουρή καβάλα !» = δεν έχεις ανάγκη από τίποτε κι από κανέναν.
« Π’ να σι τσιουγκαθούν τα τσιούγκα σ’ απ’ τουν ώμου » = λέγεται για τον ζημιάρη ή τον
ανίκανο άνθρωπο.
« Σι φρίθκιν του μάτι μ’» = έμεινα άφωνος με όσα είδα να κάνεις.
« Απόλκιν τα μπλάρια » = έκανε εμετό.
« Όι ! μη σι χαλάσ’ ! » = λέγεται ειρωνικά για κάποιον που είναι τρακαδόρος ή λαίμαργος.
« Όι χαλές άπλυτους ! » = άνθρωπος με άσχημη γλώσσα.
« Κουκόνα απ’ του λαϊν’ » = πολλά λαήνια συνήθιζαν να τα διακοσμούν με ομοιώματα
μικρών όμορφων κοριτσιών.
« Σουίντς τα γέντς ; » = υποτιμητική φράση για τον μανιώδη χαρτοπαίκτη.
« Έκαμάμι του συνήθιου…» = κάναμε έρωτα με τον / την σύζυγο.
« Τουν έχς απάν’ τουν αμανέ ! » = είσαι τακτοποιημένος και μιλάς αφ΄ υψηλού.
« Τόχς γιρά χαμένου » = δεν ξέρεις τι σου γίνεται.
« Αυτός δεν κατέχ’ απ’ πού κατουράει η γάτα » = για τον αδαή.
« Αυτήν τσακών τουν κλώστ’ ανάπουδα » = η ανοικοκύρευτη.
« Ιιού παπάρα χουρίς γάλα » = λέγεται για άνθρωπο που δεν έχουν νόημα τα λόγια του.
« Ιιού χουνιμέν’ αρμιά » = άχρηστε !
« Ιουού ούρδα ανάλατ’ » = λέγεται για γλυκανάλατο τύπο ανθρώπου.
« Τουν έχου απ΄του κουντό » = τον προσέχω ιδιαιτέρως.
« Ιού, χαμένου ιργαλείου » = ο ασυνάρτητος στα λόγια και στις πράξεις.
« Σαν τουν μπουντουρλή στ’ λάμπα » = για τον περιπλανώμενο ασκόπως.
« Ιιού σουμένου φουκάλ’» = ο ξεζουμισμένος, αυτός που δεν μπορεί να προσφέρει τίποτε.
« Έφκιασιν τουν κόυκου μπούφου » = έκανε κάτι χωρίς επιτυχία.
« Έχου άρρουστουν τουν Αργύρ’» = βρίσκομαι σε δυσχερή οικονομική κατάσταση.
« Ιιού, γκιούμ’ τ’ ΑηΝικόλα » = λέγεται με τρεις έννοιες. Α. Με το γκιούμι μετρούσαν την
ποσότητα του παραγόμενου τσίπουρου για να εισπραχθεί το συμφωνηθέν τίμημα χρήσης
του καζανιού και ο φόρος. Λέγεται λοιπόν, για τον μεθυσμένο από τσίπουρο. Β. Δίπλα στη
βρύση του Αγίου Νικολάου υπήρχε ένα κοινόχρηστο γκιούμι. Το έπαιρναν για να
μεταφέρουν νερό και ξεχνούσαν να το επιστρέψουν. Λέγεται για τον ξεχασιάρη. Γ. Το
γκιούμι ήταν τρύπιο και ώσπου να μεταφερθεί στο σπίτι χυνόταν όλο το νερό. Λέγεται για
αυτούς που κάνουν δουλειές χωρίς αποτέλεσμα.
« Ίιι, του γουμάρ τ’ Καρακλάν’» = ο Καρακλάνης είχε ένα γαϊδουράκι που δεν μεγάλωσε
καθόλου έως ότου ψόφησε. Λέγεται ειρωνικά για τον ισχνό και μικροκαμωμένο.
« Τα τρυπίσ’ η σκούφια σ’ » ή « τα σι τρυπίσ' η σκούφια » = απειλή που λεγόταν από τις
γιαγιάδες όταν τα μικρά ζητούσαν περισσότερο φαγητό, ιδίως κολατσιό ή δειλινό.
« Καμάρουσιν τς μασκαρέτις » = με τον τρόπο που τοποθετείται η σωρός στο φέρετρο ο
νεκρός το μόνο που μπορεί να αντικρίσει είναι οι μύτες των παπουτσιών, που τα παλιά
χρόνια ήταν ενισχυμένες με μασκαρέτις.. Σημαίνει πέθανε.
« Τς καμάρουσιν …» = έχει την ίδια έννοια με το πιο πάνω.
« Φτού ! άλας κι αβγό » = περασμένα ξεχασμένα.
« Τς βάρσιν ντουρατζιάς » = τους ήρθε νταμπλάς.
« Νάλτσας γίνγκις ; » = για άνθρωπο που γνωρίζει πρόσωπα και πράγματα ( ο Νάλτσας ήταν
παλαιότερα Ληξίαρχος ).
« Ντίπ φιντές ανάρτους » = άνθρωπος χωρίς κανένα ενδιαφέρον.
« Σιούκλα καργατσίσια » = ελαφρόμυαλος –η.
« Ιιού μουνό κουρδέλ’» = συνεχώς στερημένος άνθρωπος, μονόχνοτος.
« Στινό κουρδέλ’» = ενοχλητικός άνθρωπος, κολλητήρι.
« Ούρδα κατσκαβαλίσια » = άτομο χωρίς καμιά αξία.
« Αλαντάμ μπαμπαντάμ » = ανέκαθεν, πάππου προς πάππο ήθη και έθιμα,
πατροπαράδοτες συνήθειες.
« Τουν πάτσαν οι κλέφτις » = αρραβώνιασε τη θυγατέρα του και πρέπει να δώσει προίκα.
« Ζγιάζ’ απ’ τς αλαφρές » = ο κουτός.
« Όι απόιρας τ’ λάκκου τ’ Γιαχνίκα » = ο ασταμάτητος στα λόγια ή τις πράξεις. ( Ηλ.Ν.Π.: ο
συγκεκριμένος λάκκος κατέβασε απόνερα πολλές ώρες μετά το σταμάτημα της βροχής ).
« Ορά τουν λύκου τουν γλέπουμι τουν τουρό κοιτούμι ; » = λέγεται για τον λεπτολόγο που
κοιτάει τα επί μέρους και αφήνει την ουσία.
« Λουιούν του λουιούν » = διαφόρων ειδών, μεγάλη ποικιλία.
« Ίσι ντιπ τ’ Γκόγκουρα του πλί » = το πουλί που δεν κελάηδησε ποτέ όσο κι αν προσπάθησε
το αφεντικό του. Λέγεται για κάτι δύσκολο ή ακατόρθωτο.
« Όι, αβέρτα λόια » = εξηγήσου ντόμπρα.
« Όλ’ σ’ Παναγιά κι ο Ντόμτσιους στουν Αηλιά » = λέγεται για τον ασυνάρτητο άνθρωπο,
αυτόν που βρίσκεται εκτός τόπου και χρόνου..
« Έβαλιν τς φουστανέλις » = μέθυσε υπερβολικά και κάνει χαζομάρες.
« Ίιι νουρλό αυγό » = λέγεται υποτιμητικά για τον ανίκανο άνθρωπο.
« Μας τσάκουσαν οι χαραές » = ξενυχτήσαμε ως το πρωί.
« Αυτός ίνι αναμένους φούρνους» = λέγεται για κάποιον υπερβολικά εκνευρισμένο.
« Έχ΄ χίλια γρούνια στου βαλάν’ » = είναι πάρα πολύ πλούσιος.
« Ξίκ’ να γέν’» = ξέχνα το, άστο να πάει.. .
« Να γέντς ξίκ’ » = να απαλλαγώ από σένα.
« Μ’ έρχιτι νόημα » = έχω προαίσθηση για κάτι.
« Αρχίντσιν του ιργόχειρου » = άρχισε να δέρνει.
« Σαν τ’ παπά του γρούν’ » =
« Μην του βάντς βαθά » = μην το παίρνεις κατάκαρδα.
« Χουρτέν’ η αρκούδα μι κικιρίκια ;» = λέγεται για τον παχύ άνθρωπο που του βάζουν μικρή
μερίδα φαγητού.
« Σών’ παζάρ’» = το τέλος του παζαριού. Λέγεται για κάποιον που πάει να ψωνίσει στο
τέλος του παζαριού για να τα βρει φτηνότερα, τον τσιγκούνη.
« Γκάζ’ να γέντς » = να εξαφανιστείς !, να διαλυθείς.
« Σ’ έφαγα γκαρμπουλάχανου » = σε κατατρόπωσα.
« Μάν είμι Μπούρνους »= για το πρόσκαιρο της ζωής.
« Όι φαΐ κυδουνάτου ! » = η νεαρή καλλονή.
« Τα τίναξις τα μπουριά ; » = έκανες έρωτα ; ξαλάφρωσες ;
« Πάρτς σβάρνα » = εμπρός, κατατρόπωσέ τους. Νίκησέ τους.
« Τα πήρις όλα σβάρνα » = δεν άφησες τίποτε όρθιο.
« Μι πήρις σβάρνα » = δεν μου έδωσες ευκαιρία να αντισταθώ.
« Ότ' μ’ ότ’» = λες ασυναρτησίες.
« Πέ γνουμκό να σι δώσου τάλιρου » = λες συνεχώς βλακείες.
« Του βγιό νικάει του στχιό » = με το χρήμα όλα γίνονται.
« Σώνι λιβέντι μ’ τουν χουρό » = εμπρός να τελειώσουμε κάποια δουλειά επί τέλους.
« Τι σι μέλ’ ρά ; » = γιατί χολοσκάς ;
« Ίιι, χάχα – μπάχα » = αυτά που λες είναι γελοία πράγματα.
« Τα σπάργανα τ’ Χριστού » = νηστίσιμο φαγητό προ των Χριστουγέννων. Ήταν τελείως
αλάδωτες τηγανότουρτες και τρώγονταν με πετιμέζι και καρύδια.
« Έχ’ λουγαριασμόν αυτός » = είναι καλός νοικοκύρης.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ - ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ

« Ζβαρνίζ’ τα γκιούμια » = είναι ανίκανος να περπατήσει, σέρνει τα πόδια του (από


κούραση, από τα γεράματα, από τη μέθη κτλ.).
« πάει τα γκιούμια » = είναι πούστης.
« Γίγκαμι γκουργκόλια » = λέγεται σε περίπτωση έντονης λογομαχίας.
« Πέταξαν τα πλιά τ’ » = μεγάλωσαν τα παιδιά του και έχουν τη δική τους ζωή. Έγινε χωρίς
οικογενειακές υποχρεώσεις.
« Σάματ’ είνι τ’ ς γούνας μανίκ’ κι τ’ σ κάπας μ’ λαγγιόλ’» =
« Ντάχτ’ τ’ αραβάν » = γενναίο δάρσιμο.
« Ίιι! Γκούτζινα γίνκα! » = καταλερώθηκα. (Η Γκούτζινα ήταν μία γριά που ήταν συνεχώς με
λερωμένα και λαδωμένα ρούχα).
« Ικεί πούχαμι τ’ γρά στινά μας φάσκιουσιν κι ου γέρουντας « =
« Αυτός τρυγάει στα πέρα τα’ αμπέλια » = είναι τελείως αδιάφορος.
« Μπίρ – ντουνιά » = ποτέ, καμιά φορά.
« τριούρσιν του σιαΐν σ’ ν γειτουνιά μας » ή « τριουρνάει του σιαΐν σ’ ν γειτουνιά μας » =
πέθανε κάποιος γνωστός, γείτονας, φίλος κτλ. και ήλθε και η σειρά μας…
« Μ’ έμασιν η πείνα » = από την πολύ πείνα διπλώθηκα στα δύο.

You might also like