You are on page 1of 200

Οδυσσέας Γκιλής

Επιμέλεια

Η ΑΛΟΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ


Επιλογή αποσπασμάτων από αρχαία, Βυζαντινά και
θεολογικη κείμενα

Θεσσαλονίκη 2019
Περιεχόμενα

Λεξικόν Δημητράκου.................................................................................................................4
Λεξικόν Μπαμπινιώτη..............................................................................................................4
Αλόη, περιγραφή......................................................................................................................4
Περιγραφή............................................................................................................................5
Συστηματική.........................................................................................................................5
Είδη..................................................................................................................................5
Χρήσεις................................................................................................................................6
Ιστορικές χρήσεις.............................................................................................................6
Η Αλοΐνη ως καθαρτικό προϊόν........................................................................................7
Χημικές ιδιότητες.............................................................................................................7
Άρωμα..............................................................................................................................8
Οικοσηματολογική εμφάνιση...............................................................................................8
Χρονολογική ταξινόμηση.........................................................................................................8
Επιλογή αποσπασμάτων από αρχαία, Βυζαντινά και θεολογικά κείμενα..............................11
ΑΛΟΗ......................................................................................................................................11
Ευρετήριον...........................................................................................................................199
Λεξικόν Δημητράκου

Αλόη. Πόα τις και ο αύτης χυλός. Διοσκουρ. 3,22. Ευώδες ξύλον άλλως
αγάλοχο Π.Δ. Άσμ. 4.15 Γεωπονικά 66.2
Αλόη πικρόν υγρόν εκρέον από του φυτού αλόη.
Αλοηδάριον Αέτ. 3.100 καθαρτικόν παρασκευαζόμενον εκ της αλόης.

Λεξικόν Μπαμπινιώτη

αλόη (η) {χωρ πληθ.} 1. θαμνώδες, ποώδες (σπάν. δενδρώδες) πολυετές


φυτό με κίτρινα, κόκκινα ή πρασινωπά άνθη, που ευδοκιμεί σε ξηρά
περιβάλλοντα· χρησιμοποιείται ως καλλωπιστικό αλλά και στη
φαρμακευτική 2. φαρμ η ουσία που βρίσκεται στις νευρώσεις των
φύλλων τού ομώνυμου φυτού και χρησιμοποιείται ως καθαρτικό [ΕΤΥΜ.
μτγν., αγν. ετύμου, πιθ. δάνειο από εβρ ahalot (ίδια σημ.)].

Αλόη, περιγραφή...

Από τη Βικιπαίδεια. Η Αλόη (Aloe ή Aloë) είναι ένα γένος που


περιλαμβάνει πάνω από 500 είδη ανθοφόρων, χυμωδών φυτών. [4] Το
ευρύτερα γνωστό είδος είναι η Αλόη η γνησία (Aloe vera) και ονομάζεται
έτσι επειδή, αν και πιθανώς εξαφανισμένη από την άγρια φύση,
καλλιεργείται ως η βασική πηγή της λεγόμενης "αληθινής Αλόης" για
διαφόρων ειδών φαρμακευτικούς σκοπούς.[5] Άλλα είδη, όπως η Αλόη η
θηριώδης (Aloe ferox), επίσης καλλιεργείται ή συλλέγεται από την άγρια
φύση για παρόμοιες εφαρμογές.

Το σύστημα APG III (2009), τοποθετεί το γένος στην οικογένεια


Ξανθορροιοειδή (Xanthorrhoeaceae), στην υποοικογένεια Ασφοδελοειδή
(Asphodeloideae).[6] Στο παρελθόν, είχε προσδιορισθεί στην οικογένεια
Aloaceae (τώρα περιλαμβάνεται στα Xanthorrhoeaceae) ή σε γενικές
γραμμές στο περίγραμμα της οικογένειας των λειριοειδών (Liliaceae). Το
φυτό Αγαύη η αμερικανική (Agave americana), που μερικές φορές
ονομάζεται «Αμερικανική αλόη», ανήκει στην υποιοκογένεια
Ασφοδελοειδή (Asphodeloideae).

Το γένος είναι εγγενές στην τροπική και νότια Αφρική, στη


Μαδαγασκάρη, στην Ιορδανία, στην Αραβική Χερσόνησο και σε
διάφορα νησιά του Ινδικού Ωκεανού (Μαυρίκιος, Ρεϋνιόν, Κομόρες
κ.ά.). Λίγα είδη έχουν επίσης εγκλιματιστεί σε άλλες περιοχές
(Μεσόγειος, Ινδία, Αυστραλία, Βόρεια και Νότια Αμερική κλπ.).[2]

Περιγραφή

Τα περισσότερα είδη αλόης έχουν μια ροζέτα από μεγάλα, παχιά,


σαρκώδη φύλλα. Τα άνθη της αλόης είναι σωληνοειδή, συχνά κίτρινα,
πορτοκαλί, ροζ, ή κόκκινα, και βαρύνουν, συγκεντρωμένα πυκνά και
κρεμάμενα, στην κορυφή του απλά ή διακλαδισμένα, άνευ φύλλων
μίσχους. Πολλά είδη της αλόης φαίνονται να είναι άκαυλα (χωρίς
ποδίσκο), με τη ροζέτα να αναπτύσσεται άμεσα στο επίπεδο του εδάφους,
άλλες ποικιλίες μπορεί να έχουν διακλαδισμένο ή μη διακλαδισμένο
στέλεχος από το οποίο ξεπηδούν τα σαρκώδη φύλλα. Ποικίλλουν σε
χρώμα από το γκρι μέχρι το φωτεινό πράσινο και είναι μερικές φορές
ραβδωτά ή διάστικτα. Μερικά είδη αλόης, εγγενή στη Νότια Αφρική
είναι δεντρόμορφα (δενδρώδη).[7]

Συστηματική

Το σύστημα APG III (2009), τοποθετεί το γένος στην οικογένεια


Ξανθορροιοειδή (Xanthorrhoeaceae), στην υποοικογένεια Ασφοδελοειδή
(Asphodeloideae).[6] Στο παρελθόν είχε προσδιορισθεί στην οικογένεια
των λειριοειδών (Liliaceae) και Aloeaceae, καθώς και στην οικογένεια
Asphodelaceae, πριν αυτό συγχωνευθεί στην Ξανθορροιοειδή
(Xanthorrhoeaceae).

Το περίγραμμα του γένους ποικίλει ευρέως. Πολλά γένη, όπως τα


Lomatophyllum,[8] έχουν τεθεί σε συνωνυμία. Είδη που κάποτε ήταν
τοποθετημένα στην αλόη, όπως η Agave americana, έχουν μετακινηθεί
σε άλλα γένη.[9]

Είδη

Πάνω από 500 είδη είναι δεκτά στο γένος αλόη, συν ακόμα περισσότερα
συνώνυμα και ανεπίλυτα είδη, υποείδη, ποικιλίες και υβρίδια. Μερικά
από τα αποδεκτά είδη είναι:[4]
Εκτός από τα είδη και τα υβρίδια μεταξύ των ειδών εντός του γένους,
αρκετά υβρίδια με άλλα γένη έχουν δημιουργηθεί στην καλλιέργεια,
όπως μεταξύ της αλόης και της Γαστερίας (Gasteria) (×Gasteraloe) και
μεταξύ της αλόης και της Αστρολόβου (Astroloba) (×Aloloba).

Χρήσεις

Παχύφυτα όπως η αλόη, αποθηκεύουν το νερό στα διευρυμένα σαρκώδη


φύλλα τους, τους μίσχους ή τις ρίζες, όπως φαίνεται σε αυτό το σχισμένο
φύλλο αλόης. Αυτό τους επιτρέπει να επιβιώνουν σε άνυδρα
περιβάλλοντα.

Φυτό Aloe vossii.

Τα είδη αλόης συχνά καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά φυτά, τόσο σε


κήπους όσο και σε γλάστρες. Πολλά είδη αλόης είναι πολύ διακοσμητικά
και αποτιμώνται από τους συλλέκτες των παχύφυτων. Η αλόη βέρα έχει
χρησιμοποιηθεί από τον άνθρωπο, τόσο εσωτερικά όσο και εξωτερικά
και φέρεται να έχει κάποιες ιατρικές επιδράσεις, οι οποίες έχουν
υποστηριχθεί από την επιστημονική και την ιατρική έρευνα. [5] Μπορούν
επίσης να γίνουν σε τύπους ειδικών σαπουνιών.

Ιστορικές χρήσεις

Η ιστορική χρήση των διαφόρων ειδών αλόης είναι καλά τεκμηριωμένη.


Η τεκμηρίωση της κλινικής αποτελεσματικότητας είναι διαθέσιμη, αν και
σχετικά περιορισμένη.[5][10]

Από τα 500+ είδη, λίγα μόνο χρησιμοποιούνται παραδοσιακά ως φυτικά


φάρμακα, με την Αλόη τη γνησία (Aloe vera) και πάλι είναι από τα πλέον
χρησιμοποιούμενα είδη. Περιλαμβάνονται επίσης τα είδη Α. η πέρρειος
(Α. perryi) και Α. η θηριώδης (Α. ferox). Οι αρχαίοι Έλληνες και οι
Ρωμαίοι χρησιμοποιούσαν την Αλόη τη γνησία για τη θεραπεία των
πληγών. Κατά τον Μεσαίωνα, το κιτρινωπό υγρό που βρίσκεται μέσα στα
φύλλα, προτιμήθηκε ως καθαρτικό. Η μη επεξεργασμένη αλόη που
περιέχει αλοΐνη, χρησιμοποιείται γενικά ως καθαρτικό, ενώ ο
επεξεργασμένος χυμός, συνήθως δεν περιέχει σημαντική ποσότητα
αλοΐνης.

Ορισμένα είδη, ιδιαίτερα η Αλόη η γνησία, χρησιμοποιείται στην


εναλλακτική ιατρική και τις πρώτες βοήθειες. Τόσο ο ημιδιαφανής
εσωτερικός πολτός όσο και η ρητινώδης κίτρινη αλοΐνη από τον
τραυματισμό του φυτού αλόης, χρησιμοποιούνται εξωτερικά για την
ανακούφιση δερματικών ενοχλήσεων. Ως φυτικό φάρμακο, ο χυμός της
Αλόης της γνησίας, συνήθως χρησιμοποιείται εσωτερικά για την
ανακούφιση της πεπτικής δυσφορίας.[11][12]

Έχουν διεξαχθεί σχετικά λίγες μελέτες, αναφορικά με τα πιθανά οφέλη


του ζελέ της αλόης που λαμβάνεται εσωτερικά. Τα συστατικά της αλόης
έχουν δείξει σε μελέτες σε ζώα, τη δυνατότητα αναστολής της ανάπτυξης
όγκου, αλλά τα αποτελέσματα αυτά δεν έχουν αποδειχθεί κλινικά σε
ανθρώπους.[13] Ορισμένες μελέτες σε ζωικά μοντέλα, δείχνουν ότι τα
εκχυλίσματα της αλόης, έχουν σημαντική αντιυπεργλυκαιμική δράση και
μπορεί να είναι χρήσιμη για τη θεραπεία του διαβήτη τύπου II, αλλά οι
μελέτες αυτές δεν έχουν επιβεβαιωθεί σε ανθρώπους.[14]

Σύμφωνα με το Ερευνητικό Κέντρο Καρκίνου στο ΗΒ (Cancer Research


UK), ένα δυνητικά θανατηφόρο προϊόν που ονομάζεται T-UP, είναι
κατασκευασμένο από συμπυκνωμένη αλόη και προωθείται ως θεραπεία
του καρκίνου. Λένε ότι δεν υπάρχει σήμερα καμία απόδειξη ότι τα
προϊόντα αλόης μπορούν να βοηθήσουν στην πρόληψη ή τη θεραπεία του
καρκίνου στον άνθρωπο.[15]

Η Αλοΐνη ως καθαρτικό προϊόν

Στις 9 Μαΐου 2002, η Αμερικανική Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων


εξέδωσε μια τελική εντολή που απαγόρευε τη χρήση της αλοΐνης, του
κίτρινου χυμού των φυτών αλόης, για χρήση ως καθαρτικού συστατικού,
σε πάνω από τον πάγκο (over-the-counter (OTC)) φαρμακευτικά
προϊόντα.[16] Οι περισσότεροι χυμοί αλόης, σήμερα, δεν περιέχουν
σημαντική ποσότητα αλοΐνης.

Χημικές ιδιότητες

Σύμφωνα με τον W. A. Shenstone, αναγνωρίζονται δύο κλάσεις αλοϊνών


(aloins): (1) οι nataloins, οι οποίες αποδίδουν πικρικό και οξαλικό οξέα
μαζί με νιτρικό οξύ και δεν δίνουν κόκκινο χρωματισμό με το νιτρικό οξύ
και (2) οι barbaloins, που αποδίδουν aloetic οξύ (C7H2N3O5),
chrysammic οξύ (C7H2N2O6), πικρικό και οξαλικό οξέα μαζί με νιτρικό
οξύ, που κοκκινίζει από το οξύ. Αυτή η δεύτερη ομάδα μπορεί να
διαιρεθεί στην α-barbaloins, που λαμβάνεται από την αλόη από τις
νήσους Μπαρμπάντος, και κοκκινίζει με το κρύο και στη β-barbaloins,
που λαμβάνεται από την αλόη από το νησί Σοκότρα της Υεμένης και τη
Ζανζιβάρη, που κοκκινίζει με το απλό νιτρικό οξύ μόνο όταν θερμαίνεται
ή με ατμίζον οξύ στο κρύο. Η Nataloin (2C17H13O7·H2O) δημιουργεί
φωτεινές κίτρινες κλίμακες, barbaloin (C17H18O7) πρισματικών
κρυστάλλων. Τα είδη της αλόης περιέχουν επίσης ίχνη πτητικού ελαίου,
στο οποίο οφείλεται η οσμή τους.

Άρωμα

Τα είδη Α. η πέρρειος, Α. η γνησία, Α. η θηριώδης και τα υβρίδια του


είδους αυτού με την Α. την αφρικανική (A. africana) και την Α. την
σταχυώδη (A. spicata) κατατάσσονται στις φυσικές αρωματικές ουσίες,
από την κυβέρνηση των ΗΠΑ, στον Ηλεκτρονικό Κώδικα των
Ομοσπονδιακών Κανονισμών (Electronic Code of Federal Regulations).
[17]

Οικοσηματολογική εμφάνιση
Το είδος Αλόη η αιγιάλειος (Aloe littoralis) (συν. Α. η ερυθρόχρυσος
(Aloe rubrolutea) εμφανίζεται ως ηγήτωρ στην εραλδική
(οικοσηματολογία), όπως για παράδειγμα στην Αστική Εραλδική της
Ναμίμπια.

Χρονολογική ταξινόμηση

 7. Επιφάνιος. Homilia in divini corporis sepulturam [Sp.] (A.D.


4) Volume 43 page 444 line 4

 καταδέχεται· σπάργανα καὶ ἐνταῦθα κατατυλίττεται.


Σμύρναν γεννηθεὶς ἐδέξατο σμύρναν καὶ ἐν τῇ ταφῇ
καὶ ἀλοὴν καταδέχεται. Ἐκεῖ Ἰωσὴφ ἄνανδρος ἀνὴρ
τῆς Μαρίας προσηγόρευται· ἀλλ’ ὧδε Ἰωσὴφ ὁ ἐξ (5)
Ἀριμαθαίας κηδευτὴς τῆς ζωῆς ἡμῶν ἀναδείκνυται.

 9. Αθανάσιος θεολόγος. Orationes tres contra Arianos (A.D. 4)


Volume 26 page 112 line 8

 λειν· Σμύρνα, καὶ στακτὴ, καὶ κασία ἀπὸ τῶν


ἱματίων σου. Παρὰ δὲ Νικοδήμου καὶ τῶν περὶ Μαριὰμ δείκνυται,
ὅτε ὁ μὲν ἦλθε φέρων μίγμα σμύρ-
νης καὶ ἀλόης λίτρας ἑκατὸν, αἱ δὲ ἅπερ ἦσαν ἑτοιμάσασαι
ἀρώματα εἰς τὸν ἐνταφιασμὸν τοῦ σώματος τοῦ Κυρίου.
Ποία οὖν πάλιν προκοπὴ τῷ ἀθανάτῳ (10)

 12. Βασίλειος Καισαρείας. Homiliae super Psalmos (A.D. 4)


Volume 29 page 405 line 42

 αγγελιστὴς ἡμᾶς Ἰωάννης ἐδίδαξεν, εἰπὼν ὑπὸ Ἰω- (40)


σὴφ τοῦ Ἀριμαθαίου ἐντεταφιάσθαι μετὰ σμύρνης
καὶ ἀλόης . Ἡ δὲ στακτὴ καὶ αὐτὴ σμύρνης ἐστὶν
εἶδος τὸ λεπτότατον. Ἐκθλιβέντος γὰρ τοῦ ἀρώμα-
τος, ὅσον μὲν αὐτοῦ ῥυτὸν, εἰς τὴν στακτὴν ἀπομερί-

 15. Ιωάννης Χρυσόστομος. In Joannem (homiliae 1-88)


{2062.153} (A.D. 4-5) Volume 59 page 144 line 33

 Δεσποτικοῦ σώματος πεποίηται. Ἦλθε γὰρ, φησὶ, καὶ


Νικόδημος ὁ ἐλθὼν πρὸς τὸν Κύριον νυκτὸς, φέ-
ρων μίγμα μύρου καὶ ἀλόης ὡς λίτρας ἑκατόν.
Καὶ νῦν δὲ διέκειτο μὲν περὶ τὸν Χριστὸν, οὐχ ὡς
ἐχρῆν δὲ, οὔτε μετὰ διανοίας τῆς προσηκούσης, ἀλλ’ (35)

 17. Θεοδώρετος. . Explanatio in Canticum canticorum {4089.025}


(A.D. 4-5) Volume 81 page 144 line 39

 Νάρδος καὶ κρόκος, κάλαμος καὶ κινάμωμον


μετὰ πάντων ξύλων τοῦ Λιβάνου· σμύρνα,
ἀλόη μετὰ πάντων πρώτων μύρων. Πηγὴ κή-
πων, φρέαρ ὕδατος ζῶντος, καὶ ῥοιζοῦντος ἀπὸ (40)
Λιβάνου. Ταῦτα πάντα, φησὶν, ἀπέστειλάς μοι, καὶ

 18. Θεοδώρετος. . Explanatio in Canticum canticorum (A.D. 4-5)


Volume 81 page 145 line 35

 τὴν κατὰ τὸ γράμμα, ἀλλὰ τὴν κατὰ τὸ πνεῦμα·


διὰ γὰρ τοῦ Λιβάνου τὴν Ἱερουσαλὴμ σημαίνεσθαι
πολλάκις ἐδιδάχθη. Ἔχει δὲ καὶ «σμύρναν καὶ ἀλόην (35)
μετὰ πάντων τῶν πρώτων μύρων.» Τουτέστι τὴν
νέκρωσιν τῶν παθῶν· νεκρῶν γὰρ ἴδιον ἡ σμύρνα·
 19. Θεοδώρετος. . Explanatio in Canticum canticorum (A.D. 4-5)
Volume 81 page 145 line 38

 μετὰ πάντων τῶν πρώτων μύρων.» Τουτέστι τὴν


νέκρωσιν τῶν παθῶν· νεκρῶν γὰρ ἴδιον ἡ σμύρνα·
καὶ τὸ πικρὸν τῶν πειρασμῶν· πικρὰ γὰρ ἡ ἀλόη.
Καὶ ἁπαξαπλῶς πάντα τὰ πρῶτα ἔχει τῶν μύρων, οὐ
τὰ δεύτερα, οὐδὲ τὰ τρίτα, ἀλλὰ τὰ πρῶτα· τῶν γὰρ (40)

 21. Κύριλλος. Fragmenta in Canticum canticorum (A.D. 4-5)


Volume 69 page 1289 line 18

 Αἱ γὰρ ἀρεταὶ μὲν διὰ τῶν ἀρωμάτων σημαίνον-


ται. Ξύλα δὲ τοῦ Λιβάνου τοὺς προφήτας φησίν. Διὰ
δὲ τῆς σμύρνης καὶ τῆς ἀλόης , ὅτι ἐνταφιασθεὶς ὁ
Χριστὸς ἐκοινώνησε τοῖς προλαβοῦσιν ἁγίοις· κατ-
ελθὼν γὰρ εἰς ᾅδου τούτους ἀνήγαγεν. (20)

 23. Προκόπιος. Catena in Canticum canticorum (A.D. 5-6) Page


1664 line 28

 ποῦ ἀκροδρύων· κύπροι μετὰ νάρδων· νάρδος,


καὶ κρόκος, καὶ κάλαμος, καὶ κινάμωμον, μετὰ
πάντων ξύλων τοῦ Λιβάνου· σμύρνα, ἀλόη, μετὰ
πάντων πρώτων μύρων· πηγὴ κήπων φρέαρ ὕδα-
τος ζῶντος καὶ ῥοιζοῦντος ἀπὸ Λιβάνου. (30)

 25. Προκόπιος. Catena in Canticum canticorum (A.D. 5-6) Page


1665 line 39

 Κυρίλλου. Αἱ γὰρ ἀρεταὶ μὲν, διὰ τῶν ἀρω-


μάτων σημαίνονται· ξύλα δὲ τοῦ Λιβάνου, τοὺς προ-
φήτας φησίν· διὰ δὲ τῆς σμύρνης καὶ τῆς ἀλόης ,
ὅτι ἐνταφιασθεὶς ὁ Χριστὸς ἐκοινώνησε τοῖς προλα- (40)
βοῦσιν ἁγίοις· κατελθὼν γὰρ εἰς ᾅδου τούτους ἀν-
 33. ANONYMI MEDICI Med. Διάγνωσις περὶ τῶν ὀξέων καὶ
χρονίων νοσημάτων {0721.026} (Varia) Section 5 line 42

 σὺν ὄξει καὶ ῥοδίνῳ ἀναληφθέντες καὶ ἑρπύλλιον ἑψηθὲν ἐν ὕδατι


σὺν ἀλεύ- (40)ρῳ πυρίνῳ. ὑπαλλακτέον δὲ πυκνότερον ταῦτα.
περιχριστέονδὲ ἀλόῃ ἢ ἀμμωνιακῷ ἢ μαστίχῃ μετ’ ὄξους.
χρησόμεθα δὲκαὶ ταῖς τοπικαῖς ἀφαιρέσεσι βδέλλας μὲν μετώπῳ
καὶ κροτάφοις προσάγοντες, σικύας δὲ ἰνίῳ καὶ τῷ πρώτῳ
πονδύλῳ.

Επιλογή αποσπασμάτων από αρχαία, Βυζαντινά και


θεολογικά κείμενα

ΑΛΟΗ

Πλούταρχος Conjugalia praecepta (138a–146a) Plutarch's moralia,


vol. 2”, Ed. Babbitt, F.C.Cambridge, Mass.: Harvard University Press,
1928, Repr. 1962.Stephanus p. 141, se. F, l. 6

... κοσμεῖ δὲ τὸ κοσμιωτέραν τὴν γυναῖκα


ποιοῦν. ποιεῖ δὲ τοιαύτην οὔτε χρυσὸς οὔτε σμά-
ραγδος οὔτε κόκκος, ἀλλ' ὅσα σεμνότητος εὐ-
ταξίας αἰδοῦς ἔμφασιν περιτίθησιν.
Οἱ τῇ γαμηλίᾳ θύοντες Ἥρᾳ τὴν χολὴν οὐ
συγκαθαγίζουσι τοῖς ἄλλοις ἱεροῖς, ἀλλ' ἐξελόντες
ἔρριψαν παρὰ τὸν βωμόν, αἰνιττομένου τοῦ νομο-
θέτου τὸ μηδέποτε δεῖν χολὴν μηδ' ὀργὴν γάμῳ
παρεῖναι. δεῖ γὰρ εἶναι τῆς οἰκοδεσποίνης ὥσπερ
οἴνου τὸ αὐστηρὸν ὠφέλιμον καὶ ἡδύ, μὴ πικρὸν
ὥσπερ ἀλόης μηδὲ φαρμακῶδες.
Ὁ Πλάτων τῷ Ξενοκράτει βαρυτέρῳ τὸ
ἦθος ὄντι τἄλλα δὲ καλῷ κἀγαθῷ παρεκελεύετο
θύειν ταῖς Χάρισιν. οἶμαι δὴ καὶ τῇ σώφρονι
μάλιστα δεῖν πρὸς τὸν ἄνδρα χαρίτων, ἵν', ὡς ἔλεγε
Μητρόδωρος, “ἡδέως συνοικῇ καὶ μὴ ὀργιζομένη
ὅτι σωφρονεῖ.” δεῖ γὰρ μήτε τὴν εὐτελῆ καθ-
αριότητος ἀμελεῖν μήτε τὴν φίλανδρον φιλοφροσύνης·
ποιεῖ γὰρ ἡ χαλεπότης ἀηδῆ τὴν εὐταξίαν τῆς
γυναικός, ὥσπερ ἡ ῥυπαρία τὴν ἀφέλειαν.

Φιλων Ιουδαίος. De specialibus legibus (lib. i-iv) B. 2, se. 70, l. 4

τελειοτάτην, ὑπομιμνῃσκομένων ἰσότητος καὶ ἀντεκτινόντων ἀλλήλοις


χρέος ἀναγκαῖον τῶν τε λαμπρῶν εἶναι δοκούντων καὶ τῶν ἀφανεστέρων.

ἀλλὰ γὰρ οὐ θεράπουσι μόνον ἐκεχειρίαν ἔδωκεν ὁ νόμος ταῖς ἑβδόμαις,


ἀλλὰ καὶ κτήνεσι· καίτοι φύσει θεράποντες μὲν ἐλεύθεροι γεγόνασιν –
ἄνθρωπος γὰρ ἐκ φύσεως δοῦλος οὐδείς – , τὰ δ' ἄλογα ζῷα πρὸς τὴν
τῶν ἀνθρώπων χρείαν καὶ ὑπηρεσίαν εὐτρεπισθέντα δούλων ἔχει τάξιν·
ἀλλ' ὅμως ἀχθοφορεῖν ὀφείλοντα καὶ τοὺς ὑπὲρ τῶν κεκτημένων ὑπο-
μένειν πόνους τε καὶ καμάτους ἀναπαύλας εὑρίσκει ταῖς ἑβδόμαις. καὶ
τί δεῖ τῶν ἄλλων μεμνῆσθαι; οὐδὲ γὰρ βοῦς πρὸς τὰ ἀναγκαιότατα καὶ
χρησιμώτατα τῶν ἐν τῷ βίῳ γεγονώς, ἄροτον γῆς προετοιμαζομένης
εἰς σπορὰν καὶ πάλιν δραγμάτων συγκομισθέντων ἀλοητὸν εἰς καρποῦ
κάθαρσιν, τότε καταζεύγνυται, τὴν τοῦ κόσμου γενέθλιον ἑορτάζων.
οὕτως ἄρα διὰ πάντων τὸ ἱεροπρεπὲς αὐτῆς πεφοίτηκε.
Τοσούτου δ' ἀξιοῖ σεβασμοῦ τὴν ἑβδόμην, ὥστε καὶ ἄλλα
ὁπόσα ταύτης μετέχει τετίμηται παρ' αὐτῷ. κατὰ γοῦν ἕβδομον ἐνιαυ-
τὸν ἀεὶ χρεωκοπίαν εἰσηγεῖται πένησιν ἐπικουρῶν καὶ τοὺς πλουσίους
ἐπὶ φιλανθρωπίαν προκαλούμενος, ἵνα τῶν ἰδίων μεταδιδόντες ἀπόροις
χρηστὰ καὶ περὶ αὑτῶν προσδοκῶσιν, εἰ γένοιτό τι πταῖσμα· πολλὰ δὲ
τὰ ἀνθρώπινα καὶ οὐκ ἐπὶ τῶν αὐτῶν ὁ βίος ὁρμεῖ πνεύματος ἀστάτου
τρόπον μεταβάλλων πρὸς τὰ ἐναντία. καλὸν μὲν οὖν τὴν ἀπὸ δανειστῶν
χάριν ἐπὶ πάντας φθάνειν χρεώστας·

Καινή Διαθήκη. Evangelium secundum Joannem (0031: 004)


“The Greek New Testament, 2nd edn.”, Ed. Aland, K., Black, M., Martini,
C.M., Metzger, B.M., Wikgren, A.Stuttgart: Württemberg Bible Society,
1968.Ch. 19, se. 39, l. 3

Μετὰ δὲ ταῦτα ἠρώτησεν τὸν Πιλᾶτον Ἰωσὴφ ὁ


ἀπὸ Ἁριμαθαίας, ὢν μαθητὴς τοῦ Ἰησοῦ κεκρυμμένος
δὲ διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων, ἵνα ἄρῃ τὸ σῶμα τοῦ
Ἰησοῦ· καὶ ἐπέτρεψεν ὁ Πιλᾶτος. ἦλθεν οὖν καὶ ἦρεν
τὸ σῶμα αὐτοῦ. ἦλθεν δὲ καὶ Νικόδημος, ὁ ἐλθὼν πρὸς αὐτὸν
νυκτὸς τὸ πρῶτον, φέρων μίγμα σμύρνης καὶ ἀλόης ὡς λίτρας ἑκατόν.
ἔλαβον οὖν τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ καὶ ἔδησαν αὐτὸ ὀθονίοις μετὰ τῶν
ἀρωμάτων, καθὼς ἔθος ἐστὶν τοῖς Ἰουδαίοις ἐνταφιάζειν.

Γαληνός ιατρός. Quod animi mores corporis temperamenta


sequantur (0057: 027)“Claudii Galeni Pergameni scripta minora, vol.
2”, Ed. Marquardt, J., Müller, I., Helmreich, G.Leipzig: Teubner, 1891,
Repr. 1967.Kühn Vol. 4, p. 769, l. 20

φιλοσόφων ἀδιάρθρωτον ἔννοιαν ἔχοντες τῆς δυνά-


μεως· ὡς γὰρ ἐνοικοῦντός τινος πράγματος ταῖς οὐσίαις,
ὡς ἡμεῖς ταῖς οἰκίαις, οὕτω μοι δοκοῦσι περὶ τῶν
δυνάμεων φαντάζεσθαι μὴ γιγνώσκοντες, ὅτι τῶν γιγνο-
μένων ἑκάστου ποιητική τίςἐστιν αἰτία νοουμένη
κατὰ τὸ πρός τι καὶ ταύτης τῆς αἰτίας ὡς μὲν πράγ-
ματος τοιοῦδέ τινος ἰδίᾳ καὶ καθ' ἑαυτὸ κατηγορία
τίς ἐστιν, ἐν δὲ τῇ πρὸς τὸ γιγνόμενον ἀφ' ἑαυτῆς
σχέσει δύναμίς ἐςτι τοῦγιγνομένου καὶ διὰ τοῦτο
τοσαύτας δυνάμεις ἔχειν τὴν οὐσίαν φαμέν, ὅσας ἐν-
εργείας, οἷον τὴν ἀλόην καθαρτικήν τε δύναμιν ἔχειν ‖
καὶ τονωτικὴν στομάχου καὶ τραυμάτων ἐναίμων κολ-
λητικὴν καὶἰσοπέδων ἑλκῶν ἐπουλωτικὴν καὶὑγρό-
τητος βλεφάρων ξηραντικήν, οὐ δήπου τῶν εἰρημένων
ἔργων ἕκαστον ἄλλου τινὸς ποιοῦντος παρ' αὐτὴν τὴν
ἀλόην. αὕτη γάρ ἐστιν ἡ ταῦτα δρῶσα καὶ διὰ τὸ
δύνασθαι ποιεῖν αὐτὰ τοσαύτας ἐλέχθη δυνάμεις ἔχειν,
ὅσα τὰ ἔργα. λέγομεν οὖν τὴν ἀλόην καθαίρειν δύνα-
σθαι καὶ ῥωννύναι τὸν στόμαχον καὶ κολλᾶν

Γαληνός ιατρός. Quod animi mores corporis temperamenta sequantur


Kühn Vol. 4, p. 770, l. 5

κατὰ τὸ πρός τι καὶ ταύτης τῆς αἰτίας ὡς μὲν πράγ-


ματος τοιοῦδέ τινος ἰδίᾳ καὶ καθ' ἑαυτὸ κατηγορία
τίς ἐστιν, ἐν δὲ τῇ πρὸς τὸ γιγνόμενον ἀφ' ἑαυτῆς
σχέσει δύναμίς ἐςτι τοῦγιγνομένου καὶ διὰ τοῦτο
τοσαύτας δυνάμεις ἔχειν τὴν οὐσίαν φαμέν, ὅσας ἐν-
εργείας, οἷον τὴν ἀλόην καθαρτικήν τε δύναμιν ἔχειν ‖
καὶ τονωτικὴν στομάχου καὶ τραυμάτων ἐναίμων κολ-
λητικὴν καὶἰσοπέδων ἑλκῶν ἐπουλωτικὴν καὶὑγρό-
τητος βλεφάρων ξηραντικήν, οὐ δήπου τῶν εἰρημένων
ἔργων ἕκαστον ἄλλου τινὸς ποιοῦντος παρ' αὐτὴν τὴν
ἀλόην. αὕτη γάρ ἐστιν ἡ ταῦτα δρῶσα καὶ διὰ τὸ
δύνασθαι ποιεῖν αὐτὰ τοσαύτας ἐλέχθη δυνάμεις ἔχειν,
ὅσα τὰ ἔργα. λέγομεν οὖν τὴν ἀλόην καθαίρειν δύνα-
σθαι καὶ ῥωννύναι τὸν στόμαχον καὶ κολλᾶν τραύ-
ματα καὶ ἕλκη συνουλοῦν καὶ ὀφθαλμοὺς ὑγροὺς
ξηραίνειν, ὡς οὐδὲν διαφέρον ἢ καθαίρειν δύνασθαι
φάναι τὴν ἀλόην ἢ δύναμιν ἔχειν καθαρτικήν [οὕτω
δὲ καὶ τὸ ξηραίνειν ὑγροὺς ὀφθαλμοὺς δύνασθαι ταὐτὸν
σημαίνει τῷ δύναμιν ἔχειν ὀφθαλμῶν ξηραντικήν]. κατὰ
δὲ τὸν αὐτὸν τρόπον, ὅταν εἴπωμεν ‘ἡ ἐν ἐγκεφάλῳ
καθιδρυμένη λογιστικὴ ψυχὴ δύναται μὲν αἰσθάνε

Γαληνός ιατρός. De sanitate tuenda libri vi Kühn Vol. 6, p. 429, l. 13

τοὺς παχεῖς καὶ γλίσχρους χυμούς, ὁποῖόν ἐστι τὸ κινάμωμον. ἀλλ'


οὐχ οἷόν τε τοιούτῳ φαρμάκῳ χρῆσθαι συνεχῶς, ὥσπερ τῷ διὰ τριῶν
πεπέρεων ἢ τῷ διὰ τῆς καλαμίνθης. εἰ γὰρ καὶ καθ' ἑκάστην ἡμέραν
χρῷτο τούτοις ὁ τὴν ψυχρὰν ἔχων γαστέρα, βλάβης οὐδεμιᾶς πειρα-
θήσεται. τοὐπίπαν μὲν οὖν εἰς ἑκατὸν δραχμὰς τῆς ἀλόης ἓξ ἑκάστου
τῶν ἄλλων μίγνυνται, ὄντων καὶ αὐτῶν ἕξ. καὶ αὕτη γ' ἐστίν, ἣν
ἅπαντες ἐν Ῥώμῃ σκευάζουσι πικράν. ἐγὼ δὲ καὶ δύο ἄλλας συντίθημι
κατὰ μὲν τὴν ἑτέραν αὐτῶν πλέονα μιγνὺς τὰ θερμαίνοντα, κατὰ δὲ
τὴν ἑτέραν ἐλάττονα. πλέονα μὲν οὖν ἐμβληθήσεται τῆς ἀλόης μόνης
ἀφελόντων ἡμῶν τοῦ πλήθους, ὡς εἰς ὀγδοήκοντα δραχμὰς ἐμβάλλε-
σθαι τῶν ἄλλων ἑκάστου τὰς ἕξ· ἐλάττονα δὲ τῆς ἀλόης τὸ πλῆθος
αὐξησάντων εἴκοσι δραχμαῖς, ὡς εἰς ἑκατὸν καὶ εἴκοσι τῆς ἀλόης ἑκά-
στου τῶν ἄλλων ἐμβάλλειν ἕξ. εὔδηλον δέ, ὅτι κιναμώμου τις ἀπο-
ρῶν ἐμβάλλει κασίας τῆςἀρίστης τὸ διπλάσιον· ἔνιαι γὰρ εἰς τοσοῦτον
ἥκουσι τῆς οἰκείας ἀρετῆς, ὡς μηδὲν ἀποδεῖν ἀτόνου κιναμώμου· τοῦ
γὰρ εὐτόνου καὶ ἡ τοιαύτη κασία πολλῷ λείπεται. ἀλλ' ὥσπερ, ὅταν
ἀπορῶμεν ἄρτου καλοῦ, τὸν φαυλότατον ἐσθίομεν, οὕτω καὶ κασίᾳ τῇ
καλλίστῃ χρησόμεθα κατὰ τὴν ἀπορίαν τοῦ κιναμώμου. ἐφ' ὧν μὲν
οὖν σωμάτων ἡ γαστήρ ἐστιν ἤτοι γ' εὔκρατος μέν, ἀλλ' ἐπὶ τὸ ψυ-
χρότερον ῥέπουσα, ἐπιτήδειόν ἐστι τὸ καλούμενον Διοσπολιτικὸν φάρ-
μακον,

Γαληνός ιατρός. De alimentorum facultatibus libri iii (0057: 037)


“Galeni de alimentorum facultatibus libri iii”, Ed. Helmreich, G.
Leipzig: Teubner, 1923; Corpus medicorum Graecorum, vol. 5.4.2.
Kühn Vol. 6, p. 476, l. 3
... τῶν γὰρ σιτίων, ὡς ὀλίγον ἔμπροσθεν ἔφην, ἔνια μὲν οὐδεμίαν
ἐπίσημον ἐμφαίνει ποιότητα κατ' ὀσμὴν ἢ γεῦσιν, ἃ δὴ καὶ ἄποια καὶ
ὑδατώδη προσαγορεύουσιν, ἔνια δὲ στύψιν ἔχει σαφεστάτην ἢ γλυκύτητα

σύμφυτον ἢ δριμύτητα, καθάπερ γε καὶ ἁλμυρώτερά τινα φαίνεται καὶ


πικρότητος ἔνια σαφῶς μετέχοντα. πρόδηλον οὖν, ὅτι τὰ τοιαῦτα τὴν
αὐτὴν ἔχει δύναμιν ἐκείνοις τῶν φαρμάκων, οἷς ὡμοίωται κατὰ τὸνχυμόν.

εἴρηται δ' ἐν τοῖς περὶ τῶν φαρμάκων ἡ αἰτία, δι' ἣν ἔνια τῶν στυφόν-
των οὐ τὰ αὐτὰ τοῖς ἄλλοις στύφουσιν ἐργάζεται, καθάπερ ἀλόη τε καὶ
χαλκὸς κεκαυμένος καὶ χάλκανθος καὶ ἄνθος χαλκοῦ καὶ λεπὶς καὶ χαλ-
κῖτις. ἐκ γὰρ τοῦ μεμῖχθαι καθ' ἕκαστον αὐτῶν τῇ στυφούσῃ δυνάμει
τε καὶ οὐσίᾳ τῶν ἄλλων τινὰ τοῖς κατὰ μέρος ἔργοις ἐξαλλάττεται
ταῦτα, καθάπερ εἰ καὐτὸς ἀναμίξαις κυδωνίῳ μήλῳ σκαμμωνίαν, ὥσπερ
ἀμέλει ποιοῦμεν ἐνίοτε, τοῦ μήλου μὲν γλύφοντες τὰ περὶ τὸ σπέρμα,
τὸ δὲ κοιλανθὲν ἀναπληροῦντες τῇ σκαμμωνίᾳ κἄπειτα περιπλάττοντες
ζύμῃ καὶ ὀπτῶντες, εἶτα διδόντες φαγεῖν τὸ μῆλον. ἄνευ γὰρ τοῦ
τὸν στόμαχον ἀνατρέπειν ὑπάγει γαστέρα τὸ οὕτω σκευασθέν, ἐπικρα-
τούσης μὲν ἐν αὐτῷ τῆς καθαρτικῆς δυνάμεως, ἣν ἐκ τῆς σκαμμωνίας
τὸ μῆλον ἐπεκτήσατο, διαμενούσης δὲ τῆς κατὰ τὸ μῆλον οἰκείας· οὐ

Γαληνός ιατρός. De locis affectis libri vi (0057: 057)“Claudii Galeni


opera omnia, vol. 8”, Ed. Kühn, C.G.Leipzig: Knobloch, 1824, Repr.
1965.Vol. 8, p. 40, l. 6

θερμαίνουσιν βλαπτόμενον· ἢ τοὐναντίον ἐπὶ μὲν τοῖς θερμαί-


νουσιν ὠφελούμενον, ἐπὶ δὲ τοῖς ψύχουσι βλαπτόμενον. ἐὰν
δὲ χυμός τις ᾖ περιεχόμενος ἐν αὐτοῖς τοῖς χιτῶσι τῆς κοιλίας,
αἱ μὲν ναυτίαι χωρὶς ἐμέτου γενήσονται κεναὶ, σπαράττουσαι
μόνον, οὐ μὴν ἐκκενοῦσαί γέ τινα χυμὸν, ὡς ἐφ' ὧν ἐν αὐτῷ
περιείχετο κύτει τῆς γαστρὸς κατὰ τὴν ἔνδον αὐτῆς εὐρυχω-
ρίαν· αἱ δ' ἐρυγαὶ τοῖς μὲν ὀξώδεις ἔσονται, τοῖς δὲ κνι-
σώδεις· ὠφελήσει δὲ τοὺς μὲν τὸ διὰ τριῶν πεπέρεων φάρ-
μακον, ἤ τι τοιοῦτον, δι' ὕδατος, ἢ οἴνου ποθέν· τοὺς δ'
ἑτέρους ἀψίνθιόν τε καὶ ἡ διὰ τῆς ἀλόης ἱερὰ, καλοῦσι δ'
αὐτὴν ἔνιοι καὶ πικράν. ἐὰν οὖν εὐθέως ἅμα τῇ πρώτῃ πείρᾳ
φαίνηται πρὸς τῶν οἰκείων φαρμάκων ἡ ὠφέλεια σαφὴς ἑκα-
τέρων τῶν χυμῶν γεγενημένη, τήν τε διάγνωσιν ἐπιστημονικὴν
ἕξεις ἤδη τήν τε θεραπείας ὑφήγησιν, ὡς ἐπιμένοντα τοῖς
αὐτοῖς ἐκθεραπεῦσαι τὸν ἄνθρωπον· ἐὰν δὲ ἐπὶ τοῖς ὠφελεῖν
εἰθισμένοις φαρμάκοις ἑκατέραν τὴν διάθεσιν ἀκολουθήσῃ
ποτὲ βλάβη, περὶ τὴν διάγνωσιν εὑρήσεις ἐσφαλμένον σαυ-
τόν. ἡ γάρ τοι βεβαιοτάτη γνῶσις ἁπασῶν τῶν τοιούτων
διαθέσεων γίνεται τοῖς ἀκριβῶς ἐπισταμένοις ὑφ' οἵων ἰαμά-
των ἑκάστη καθίσταται. ἐγὼ γοῦν ἐνίους τῶν ὀνομαζομένων

Γαληνός ιατρός. De methodo medendi libri xiv Vol. 10, p. 337, l. 16

κλυστῆρος. εἰς δὲ τὰ κατὰ τὸ ἀπευθυσμένον ἕλκη καὶ διὰ


κύστεως ἐγχωρεῖ ἐγχεῖν φάρμακον τηκτὸν χλιαρὸν, αὐλίσκον
ἐχούσης κατὰ τὸ πέρας αὐτῆς εὐθύτρητον. ἐξελεγχθή-
σεται τοιγαροῦν ἅμα τῇ τῶν ὀργάνων ἰδέᾳ καὶ ἡ τῶν φαρ-
μάκων σύστασις· οὐ γὰρ οἷόν τε παχέα φάρμακα τοῖς τοι-
ούτοις ἐγχεῖν, ἀλλ' ὑγροτέρων δηλονότι δέονται καὶ διὰ
τοῦτο συμμέτρως θερμῶν ὡς τὰ πολλά· διὰ τοῦτο δὲ καὶ
τῶν τηκτῶν καλουμένων φαρμάκων ἐπιτηδειότερα τὰ ξηρά·
μίγνυται γὰρ ἑτοίμως, εἴτ' ἀρνογλώσσου τις, εἴθ' ἑτέρου
τοιούτου βούλοιτο χυλῷ. τὰ δὲ τοιαῦτα φάρμακα κρόκος
τ' ἐστὶ καὶ πομφόλυξ καὶ ἀλόη καὶ τὰ κεφαλικὰ καλούμενα·
κατὰ δὲ τὸν πρῶτον καιρὸν τῆς σαρκώσεως, τὸν συνάπτοντα τῇ
ἐπισχέσει τοῦ αἵματος, καὶ ἡ Λημνία σφαγὶς ἀγαθὸν φάρμακον.
Τὰ δ' ἐν τῷ πνεύμονι συνιστάμενα τῶν
ἑλκῶν χαλεπωτέραν ἔχει τὴν ἴασιν. ἐνίοις δ' οὐ χαλεπὴ
μόνον, ἀλλὰ καὶ ἀδύνατος εἶναι δοκεῖ τῷ τε λόγῳ τεκμαι-
ρομένοις καὶ τῇ πείρᾳ· τῷ λόγῳ μὲν, ἐπειδὴ διὰ τὴν ἀνα-
πνοὴν ἀεικίνητόν ἐστι σπλάγχνον ὁ πνεύμων, ἡσυχίας δὲ
δεῖ τοῖς μέλλουσιν ἰαθήσεσθαι· τῇ πείρᾳ δ', ὅτι μηδὲ πώ-
ποτε μηδένα τῶν τοῦτο παθόντων ἐθεάσαντο θεραπευθέντα.
τὸ μὲν δὴ τῆς πείρας, ἐντεῦθεν γὰρ ἄρξασθαι δίκαιον, ἀμ

Γαληνός ιατρός. De methodo medendi libri xiv Vol. 10, pa 374, l. 10

...τε τὰ πέριξ καὶ οὕτως ἐν χρόνῳ διασῆψαι τὸν πνεύ-


μονα. πολλοὶ δὲ τῶν ἐσχηκότων τοιαύτην κακοχυμίαν ἤδη
βήττοντες ἐξ αὐτῆς, οὐ μέντοί γ' ἐπτυκότες οὐδέπω τὸ αἷμα,
τῆς παρ' ἡμῶν τυχόντες προνοίας εἰς τέλος ὑγιάσθησαν. χρὴ
δὲ ἐν ἀρχῇ μὲν οὐδενὸς οὕτως ὡς τοῦ μήτε βήττειν αὐτοὺς
φροντίσαι μήτ' ἐκ τῆς κεφαλῆς καταῤῥεῖν τι εἰς τὸν πνεύ-
μονα. καὶ γίνεται τοῦτο τρισὶ βοηθήμασι, καθάρσει μὲν
πρώτῳ, δευτέρῳ δὲ τῷ διὰ τῶν σπερμάτων φαρμάκῳ, τρίτῳ
δὲ τῇ προνοίᾳ τῆς κεφαλῆς. δεῖ δὲ τὸ μὲν καθαῖρον εἶναι
μικτὸν ἐκ διαφερουσῶν δυνάμεων, οἷά πέρ ἐστι τὰ ἡμέτερα
καταπότια δι' ἀλόης καὶ σκαμμωνίας καὶ κολοκυνθίδος καὶ
ἀγαρικοῦ καὶ βδελλίου καὶ κόμμεως Ἀραβικοῦ συγκείμενα,
πρὸς τὸ πλέονας ἰδέας ἐκκαθαίρειν τῶν περιττωμάτων. ἱκα-
νὸν δὲ ὠφελῆσαι καὶ τὸ χωρὶς κόμμεως· ὕστερον δ' ἂν, εἰ
δεήσει, καὶ τοῖς τὰ μέλανα καθαίρουσι χρήσαιο· τὴν δὲ τῆς
κεφαλῆς πρόνοιαν ἐπιτρέψαι τῇ διὰ θαψίας κηρωτῇ. ταῦτα
μὲν ἐν ἀρχῇ ποιητέον ἐστὶν, ἐφεξῆς δὲ ἀνατρέφειν χρηστῶς
εὐχύμοις ἐδέσμασι καὶ τρίψεσι καὶ περιπάτοις καὶ λουτροῖς.
εἰρήσεται δὲ ἡ περὶ τὰ τοιαῦτα μέθοδος ἐν τῷ προσήκοντι
χωρίῳ τῆς συγγραφῆς, ὁποῖοι οὗτοι μάλιστα δέονται τοῦ
γάλακτος, ἀμελήσαντες δὲ πάντων ἀνιατότατοι γίνονται·

Γαληνός ιατρός. De methodo medendi libri xiv Vol. 10, p. 382, l. 11

ἠπίστει μὲν τὸ πρῶτον· ὡς δ' ὑπ' ἀνάγκης εἰς τὸ χρήσασθαί


τινι τῶν ἡμετέρων ἀφίκετο, τρισὶ μὲν ἡμέραις ὑγιάσθη τὸ
ἕλκος· εὔδηλος δὲ ἦν ὁ ἰατρὸς οὐ τοσοῦτον χαίρων ἐπὶ τῷ
θεραπεῦσαι τὸν ἄνθρωπον ὅσον ἀνιώμενος ἐπὶ τῷ πονηρᾷ
συντετράφθαι δογμάτων αἱρέσει. τὸ γάρ τοι διὰ χάρτου κε-
καυμένου, τοῦτο δὴ τὸ σύνηθες ἡμῖν, ἰᾶται τὰ τοιαῦτα τῶν
ἑλκῶν, ὥσπερ γε καὶ ἄνηθον κεκαυμένον ὁμοίως ἐπιπαττό-
μενον, καὶ κολοκύνθη δὲ ξηρὰ κεκαυμένη κατὰ τὸν αὐτὸν τρό-
πον· ἄλλα τε πολλὰ τῶν ὄντως ἰσχυρῶς ξηραινόντων φαρ-
μάκων. ὅσα δ' ἄνικμα τῶν τοιούτων ἑλκῶν ἐστι καὶ
πρόσφατα, τούτοις καὶ ἡ ἀλόη μόνη φάρμακον ἀγαθόν· ἐπι-
πάττεται δὲ χνοώδης ξηρά. αὕτη δὲ καὶ τὰ κατὰ τὴν ἕδραν
ἕλκη τὰ ξηρὰ θεραπεύει καλῶς. ὁμοιοτάτην δ' αὐτῇ δύναμιν
ἔχει καὶ καδμεία δι' οἴνου πεπλυμένη ξηρά. καὶ ταύτης ἐγγύς
ἐστιν ἡ καλουμένη λιθάργυρος. εἶθ' ἑξῆς ἡ μολύβδαινα. πάν-
των δ' αὐτῶν ἀνωδυνώτατόν τε καὶ οὐδενὸς ἧττον δραστή-
ριον ὁ πομφόλυξ ἐστίν. εἰ δ' ὑγρότερα τύχοι πίτυός τε
φλοιὸς αὐτὸς καθ' ἑαυτὸν, ὅ τε λίθος ὁ αἱματίτης ὀνομαζό-
μενος. εἰ δὲ καὶ βάθος αὐτοῖς συνείη τι, μετὰ τὸ ξηρᾶναι
τῶν εἰρημένων τινὶ, μάννης αὐτοῖς τοσοῦτον μικτέον ὅσον
αὔταρκες εἰς γένεσιν σαρκός.

Γαληνός ιατρός. De methodo medendi libri xiv Vol. 10, p. 574, l. 11

... χρηστὸν δ' εἰς τὰ τοιαῦτα σύμπαντα καὶ τὸ


μαστίχινον. οὐχ ἥκιστα δὲ καὶ τὰ τῆς τρυφῆς ἕνεκα τῶν δια-
τεθρυμμένων γυναικῶν σκευαζόμενα μύρα ταυτὶ τὰ πολυτελῆ,
χρήσιμα πρὸς τὰς τοιαύτας διαθέσεις τῆς γαστρὸς, ἅπερ
ἔοικεν ὑπὸ τῆς ἐν Ῥώμῃ τρυφῆς εὑρεθέντα καὶ τὰς προσηγο-
ρίας ἔχειν Ῥωμαϊκάς· ὀνομάζεταί γέ τοι σπικάτα γε
καὶ φουλιάτα. μὴ φερόντων δὲ τῶν καμνόντων τὴν ζώνην,
ἤτοι γ' ἐξ ἔθους ἢ τρυφῆς, ἐγχωρεῖ διὰ κηρωτῆς ἀνύειν
ταὐτόν. ἔστι δ' εἰς τὰ τοιαῦτα καλλίστη κηροῦ Τυῤῥηνικοῦ
τηχθέντος ἐν μύρῳ ναρδίνῳ, ψυχθείσῃ καὶ ξυσθείσῃ τῇ
κηρωτῇ μιχθείσης λείας ἀκριβῶς ἀλόης τε καὶ μαστίχης.
ἑκάστου δὲ αὐτῶν τὸ πλῆθος εἶναι χρὴ τοσόνδε· κηροῦ μὲν
καὶ νάρδου τὸ ἴσον, ἀλόης δὲ τὸ ὄγδοον· ὥσπερ οὖν καὶ
τῆς μαστίχης, ἢ εἰ βούλει βραχύ τι ταύτης πλέον. εἰ δὲ
καὶ τῶν εἰρημένων τι μύρων τῶν πολυτελῶν ἀναμίξαις τῇ
κηρωτῇ, βέλτιον ἔσται σοι τὸ φάρμακον. ἐγκαιομένης δὲ
τῆς γαστρὸς, ὡς καὶ φλεγμονώδη διάθεσιν ἐν αὐτῇ ξυνί-
στασθαι δοκεῖν, ἀμείνων ἡ κηρωτὴ ἡ διὰ τοῦ μηλίνου γιγνο-
μένη. πολλὰ δὲ καὶ ἄλλα φάρμακα τὰ μὲν δι' οἰάνθης
ἐστὶ, τὰ δὲ δι' ὑποκυστίδος καὶ βαλαυστίου καὶ φοινίκων
σαρκὸς, ἐπιτήδεια καὶ ψύχειν τὴν γαστέρα καὶ ῥώμην ἐντι

Γαληνός ιατρός. De methodo medendi libri xiv Vol. 10, p. 857, l. 15

ἐπὶ γοῦν ἐλαίῳ πηγανίνῳ διὰ τῆς ἕδρας ἐνεθέντι χείρων


ἐγένετο καὶ αὖθις ἐπὶ καστορίῳ· καὶ μέντοι καὶ μέλι ποτὲ
προσενεγκάμενος ἑφθὸν ἔχον πέπερι ἐσχάτως ὠδυνήθη· καὶ
τὸν χυλὸν δὲ τῆς ἑφθῆς τήλεως ἅμα μέλιτι λαβὼν ἱκανῶς
παρωξύνθη. στοχασάμενος οὖν ἐγὼ χυμοὺς δακνώδεις ἐν
αὐτοῖς τοῖς χιτῶσι τῶν ἐντέρων ἀναπεπῶσθαι, συνδιαφθεί-
ροντας ἑαυτοῖς τά τε κάτωθεν ἐνιέμενα καὶ τὰ διὰ τοῦ
στόματος λαμβανόμενα, δύσφθαρτον αὐτῷ τροφὴν δούς.
εἶτ' ἰδὼν ὀδυνώμενον ἔγνων χρῆναι τὴν κακοχυμίαν ἐκκα-
θαίρειν. ὄντος δ' ἀρίστου πρὸς τὰς τοιαύτας κακοχυμίας
φαρμάκου τοῦ διὰ τῆς ἀλόης , ὃ καλοῦσιν ἤδη συνήθως
πικρὰν, ἀθρόως μὲν οὐκ ἐτόλμησα καθαίρειν αὐτὸν τὸν
ἄνθρωπον, ὑπό τε τῆς ὀδύνης καὶ τῆς ἐνδείας καθῃρημένον
ἤδη που δυοῖν μηνῶν. ἐκ διαστημάτων δέ τινων σύμμετρον
τοῦτ' ἐργαζόμενος ἡμέρας ὡς οἶσθά που πεντεκαίδεκα τε-
λέως ἰασάμην αὐτὸν οὐδὲν οὐκέτι αὐτῷ προσαγαγὼν ἄλλο
βοήθημα. οὗτος μὲν οὖν ἐν ἐκείνῳ τῷ χρόνῳ πρῶτον
οὕτως ἠνωχλεῖτο, μηδέπω πρότερον ἀλγήσας ἔντερα. νεανί-
σκος δέ τις ἐγγὺς ἐκείνῳ τὴν ἡλικίαν, οὐκ ὀλιγάκις ἔμπροσθεν
ἠνωχλημένος ὑπὸ κωλικῶν ἀλγημάτων, ἐκαθάρθη λαβὼν
σκαμμωνίας ὀπόν. ἀξιολόγου δὲ τῆς καθάρσεως γενομένης,
Γαληνός ιατρός. De methodo medendi libri xiv Vol. 10, p. 927, l. 6

προσέρχεται δ' ἅπασι τοῖς εἰρημένοις οὐ σμικρὰ μοῖρα καὶ ἡ


τοῦ προσενεχθησομένου φαρμάκου φύσις. οὐ γὰρ ἁπλῶς εἰ
στῦψαι δεοίμεθα τὴν ἀρχομένην φλεγμονὴν, ἅπαν τὸ στῦφον
προσοίσομεν ἐπὶ τῶν καταπίνεσθαι μελλόντων, ἀλλ' ὅσοις
ἂν αὐτῶν οὐδεμία μέμικται δύναμις φθαρτική. χάλκανθος
γοῦν ἐν τοῖς μάλιστα στύφει, καθάπερ γε καὶ τὸ μῖσυ καὶ
σῶρυ καὶ χαλκίτης καὶ διφρυγὲς, ὅ τε κεκαυμένος χαλκὸς ἥ
τε λεπὶς αὐτοῦ καὶ τὸ ἄνθος· ἀλλ' ἔστι βλαβερὰ τὰ φάρμακα
ταῦτα καταπινόμενα· διόπερ οὐδὲ τοῖς στοματικοῖς ἀσφαλῶς
μίγνυνται· παραῤῥεῖ γὰρ ἐνίοτε αὐτῶν τι μέχρι τῆς γαστρός.
οὐ μὴν οὐδ' ἀλόη καλῶς ἂν μιχθείη τοῖς καταπίνεσθαι μέλ-
λουσι φαρμάκοις, ἕνεκα φλεγμονῆς τῶν ἔνδον· ἐπειδὴ καὶ
ταύτῃ μέμικταί τις δύναμις καθαρτική. παρηκμακυίας μέντοι
τελέως τῆς φλεγμονῆς, εἴ τις μικρὸν ἀλόης μίξειεν ἕνεκα
τοῦ τὴν γαστέρα κινῆσαι μὴ διακεχωρηκυῖαν τελέως, οὐδὲν
βλάψει. βέλτιον δὲ διὰ λινοζώστιδος ἢ ἀκαλήφης ἢ κνίκου
ἤ τινος τῶν τοιούτων ὑπάγειν τὴν γαστέρα τῶν οὕτω κα-
μνόντων. ὅλως δὲ, ἄν τις ἀφέλῃ τὴν ἀπὸ τῶν μορίων ἔνδει-
ξιν, οὐδὲν κωλύει τὴν ἰατρικὴν οὐχ ἓξ μησὶν, ἀλλ' ἓξ ἡμέ-
ραις ὅλην ἐκμαθεῖν. οὐ μὴν οὐδὲ προσθέντες τὴν ἀπὸ τῶν
μορίων ἔνδειξιν ἔχοιμεν ἂν ἤδη τὸ πᾶν εἰς τὴν θεραπείαν

Γαληνός ιατρός. De simplicium medicamentorum temperamentis ac


facultatibus libri xi Vol. 11, p. 579, l. 10

εἴπερ γὰρ ἦν ἀεὶ μία ποιότης ἐν ἑκάστῳ τῶν τὴν γεῦσιν


στυφόντων φαρμάκων, οὐκ ἂν ἦν ποτε αὐτῶν τὰ μὲν ἐδώ-
διμα, τὰ δὲ φαρμακώδη, ἀλλὰ μόνον ἐν τῷ μᾶλλον ἢ ἧττον
στύφειν ἀλλήλων διέφερον. νυνὶ δὲ οὐχ οὕτως ἔχει. φαίνεται
γὰρ ἡ μέν τις ἡδεῖα καὶ προσηνὴς στύψις, ἡ δέ τις ἀηδής τε
καὶ φαρμακώδης, ἀπίου μὲν καὶ μήλου καὶ ῥοιᾶς ἡδεῖα, λεπί-
δος δὲ χαλκοῦ καὶ ἀλόης ἀηδής τε καὶ φαρμακώδης. καίτοι
γε ἧττον στύφει κυδωνίου μήλου λεπὶς χαλκοῦ, ὥστε μηδὲ
τῷ σφοδρῷ τῆς στύψεως ἔχειν ἂν ἐνεγκεῖν τὸ τῆς ποιότητος
ἀλλόκοτον. ὁμοίως δὲ καὶ ἄλλα τῶν ἐδωδίμων ἀλόης καὶ
λεπίδος χαλκοῦ καὶ αὐτοῦ τοῦ κεκαυμένου χαλκοῦ στύφει
μᾶλλον. ἐπὶ μὲν δὴ τῶν τοιούτων ἄντικρυς φαίνεται τὸ
μικτὸν τῆς οὐσίας, ἐπ' ἄλλων δὲ, κᾂν μὴ φαίνηται, συλλογί-
ζεσθαι χρὴ καὶ μὴ νομίζειν ἄλλο μέν τι κατὰ τὴν ἀλόην ἐργά-
ζεσθαι τὴν στύψιν, ἄλλο δέ τι κατὰ τὸ μῆλον. ἓν γὰρ ἐν
ἅπασι ποιεῖν εὔλογόν ἐστι κατά γε τὴν ἑαυτοῦ φύσιν, οὐ
τὴν στύψιν μόνην, ἀλλὰ καὶ τῶν ἄλλων ποιοτήτων ἑκάστην.
τῷ δὲ μηδὲν εὑρίσκεσθαι καθαρὸν ἀκριβῶς μηδὲ ἄμικτον
ἑτέρων ποιοτήτων, αἱ διαφοραὶ τῶν ἐνεργειῶν ἄλλαι κατ'
ἄλλο τῶν στυφόντων εἰσίν. ἄλλο μὲν γὰρ μεσπίλου τοὖρ

Γαληνός ιατρός. De compositione medicamentorum secundum locos


libri x Vol. 13, p. 130, l. 17

... οὐδὲ τούτοις σφοδρῶς, ἀλλὰ πάνυ βληχρῶς.


ἔνιοι δὲ καὶ τὸ διὰ τῆς ἀπλύτου πολλοῖς τῶν οὕτω πυρες-
σόντων δόντες, εἶτα μηδὲν σαφὲς βλάψαντες, ἐπ' ἄλλων με-
γίστης ἐπειράθησαν βλάβης, ἐναντιωτάτη γάρ ἐστιν ἀλόη, κᾂν
πλυνθῇ, τοῖς ἄνευ μοχθηρῶν ὑγρῶν κατὰ δυσκρασίαν τὴν
θερμὴν καὶ ξηρὰν ἐνοχλουμένοις. ἐγγὺς δέ τι τούτων καὶ οἱ
κατὰ τὴν ξηρὰν δυσκρασίαν, εἰ μετὰ ψυχρότητος εἴη τὴν βλά-
βην ἴσχουσι. καὶ ὅλως ὅσοι κατὰ τὰς ποιότητας μόνας ἐβλά-
βησάν τι μόριον. αἱ γὰρ ἐπὶ χυμοῦ δυσκρασίαι τῶν κενούν-
των αὐτὰς δέονται φαρμάκων. αἱ δ' ἄνευ τούτων εἰς μα-
ρασμὸν ἀφικνοῦνται πάντως ἐπὶ τῷ διὰ τῆς ἀλόης φαρ-
μάκῳ, ἔνθα τοίνυν ὑγρότης μοχθηρὰ διαβρέχει τοὺς χιτῶνας
τῆς γαστρὸς, ἡ δι' ἀλόης πικρὰ χρήσιμος, ἐκκαθαίρουσα τὴν
ὑγρότητα. πάντως δὲ τοῖς οὕτω διακειμένοις ὑπάρχει σύμ-
πτωμα ναυτιῶδες ἧττον ἢ μᾶλλον. αὕτη μὲν οὖν ἡ κένω-
σις τοῦ λυποῦντος χυμοῦ διὰ τῆς ἀλόης γίνεται μόνης, κα-
θαρτικὴν ἐχούσης δύναμιν οὐκ ἰσχυρὰν, ἀλλ' ὥστε τὰ μὲν
κατὰ τὴν κοιλίαν ὧν ψαύει δύνασθαι καθαίρειν, κᾂν πλείων
ποτὲ δοθῇ, μέχρι τῶν κατὰ τὸ ἧπαρ ἀναβαίνει χωρίων, οὐ
μὴν ὅλου τοῦ σώματός ἐστι καθαρτικὸν ἡ ἀλόη. τῶν μιγνυ-
μένων δ' αὐτῇ μαστίχη μὲν ὡς εὐστόμαχός τε καὶ εὐώδης,
Γαληνός ιατρός. In Hippocratis librum de articulis et Galeni in eum
commentarii iv (0057: 095)“Claudii Galeni opera omnia, vol. 18.1”, Ed.
Kühn, C.G.Leipzig: Knobloch, 1829, Repr. 1965.Vol. 18a, p. 485, l. 13

Φυλάσσεται τὸ οὖς ἅτε μὴν διὰ τὸν ὑποκείμενον τῷ


δέρματι χόνδρον· ἂν γὰρ μὴ ταχέως τμηθὲν συναχθῇ τε
καὶ κολληθῇ, κίνδυνός ἐστι λυπανθῆναι τὸν χόνδρον. ἀνα-
πίνεται δὲ, τουτέστιν ἐκδαπανᾶται καὶ διαφορεῖται, τὸ συν-
ιστάμενον αὐτόθι πῦον ἐνίοτε διὰ τῶν ἔξωθεν ἐπιτιθεμέ-
νων ἁπλῶν καὶ κούφων φαρμάκων, ὅσα ξηραίνειν ἀδήκτως
πέφυκεν, οἷόν ἐστι καὶ ἡ τοῦ κοχλίου μύξα μετὰ λιβανω-
τοῦ καὶ εἰ δέοι ξηραίνεσθαι σφοδρότερον, ἤτοι μετ' ἀλόης
ἢ μετὰ σμύρνης ἢ μετ' ἀμφοῖν. οὕτως δὲ καὶ μέλι κατα-
χριόμενον Ἀττικὸν ἐπιπασσόμενον λεῖον τῶν εἰρημένων ἕκα-
στον ξηραντικόν ἐστι τὸ φάρμακον. ἄδηκτον δὲ λέγω τόν
τε λιβανωτὸν καὶ τὴν ἀλόην καὶ τὴν σμύρναν.

Γαληνός ιατρός. In Hippocratis librum de articulis et Galeni in eum


commentarii iv Vol. 18a, p. 485, l. 17

καὶ κολληθῇ, κίνδυνός ἐστι λυπανθῆναι τὸν χόνδρον. ἀνα-


πίνεται δὲ, τουτέστιν ἐκδαπανᾶται καὶ διαφορεῖται, τὸ συν-
ιστάμενον αὐτόθι πῦον ἐνίοτε διὰ τῶν ἔξωθεν ἐπιτιθεμέ-
νων ἁπλῶν καὶ κούφων φαρμάκων, ὅσα ξηραίνειν ἀδήκτως
πέφυκεν, οἷόν ἐστι καὶ ἡ τοῦ κοχλίου μύξα μετὰ λιβανω-
τοῦ καὶ εἰ δέοι ξηραίνεσθαι σφοδρότερον, ἤτοι μετ' ἀλόης
ἢ μετὰ σμύρνης ἢ μετ' ἀμφοῖν. οὕτως δὲ καὶ μέλι κατα-
χριόμενον Ἀττικὸν ἐπιπασσόμενον λεῖον τῶν εἰρημένων ἕκα-
στον ξηραντικόν ἐστι τὸ φάρμακον. ἄδηκτον δὲ λέγω τόν
τε λιβανωτὸν καὶ τὴν ἀλόην καὶ τὴν σμύρναν.
Ἢν δὲ ἀναγκασθῇ στομῶσαι, τάχισται μὲν ὑγιὴς
γίνεται, ἤν τις πέρην διακαύσῃ. εἰδέναι μέντοι χρὴ σα-
φῶς ὅτι κυλλόν ἐστι τὸ οὖς καὶ μεῖον τοῦ ἑτέρου, ἢν
πέρην διακαυθῇ.

Periplus Maris Erythraei, Anonymi (Arriani, ut fertur) periplus


maris Erythraei (0071: 001)“Geographi Graeci minores, vol. 1”, Ed.
Müller, K.Paris: Didot, 1855, Repr. 1965.Se. 28, l. 9

Βαρυγάζων καὶ Σκυθίας καὶ Ὀμάνων καὶ τῆς παρα-


κειμένης Περσίδος.
Εἰσάγεται δὲ εἰς αὐτὴν ἀπ' Αἰγύπτου μὲν ὁμοίως
πυρὸς ὀλίγος καὶ οἶνος ὥσπερ καὶ εἰς Μούζα, καὶ
ἱματισμὸς Ἀραβικὸς, ὁμοίως καὶ κοινὸς καὶ ἁπλοῦς
καὶ ὁ νόθος περισσότερος, καὶ χαλκὸς καὶ κασσίτερος
καὶ κοράλλιον καὶ στύραξ καὶ τὰ λοιπὰ ὅσα εἰς Μούζα·
τὰ πλείονα δὲ ἀργυρώματα τετορευμένα καὶ χρήματα
τῷ βασιλεῖ, [καὶ] ἵπποι δὲ καὶ ἀνδριάντες καὶ ἱματισμὸς
διάφορος ἁπλοῦς. Ἐξάγεται δὲ ἐξ αὐτῆς ἐντόπια μὲν
φορτία, λίβανος καὶ ἀλόη, τὰ δὲ λοιπὰ κατὰ μετοχὴν
τῶν ἄλλων ἐμπορίων. Πλεῖται δὲ εἰς αὐτὴν περὶ τὸν
αὐτὸν καιρὸν ὃν καὶ εἰς Μούζα, πρωϊμώτερον δέ.
Μετὰ δὲ Κανὴν, τῆς γῆς ἐπὶ πλεῖον ὑποχωρού-
σης, ἄλλος ἐκδέχεται βαθύτατος κόλπος, ἐπὶ πολὺ
παρεκτείνων, ὁ λεγόμενος Σαχαλίτης, καὶ χώρα λιβα-
νωτοφόρος, ὀρεινή τε καὶ δύσβατος, ἀέρα παχὺν ἔχουσα
καὶ ὁμιχλώδη [καὶ] κατὰ τῶν δένδρων φερόμενον τὸν λί-
βανον. Ἔστι δὲ τὰ δένδρα τὰ λιβανοφόρα οὐ μεγάλα
λίαν οὐδὲ ὑψηλὰ, φέρει δὲ ἐπὶ τῷ φλοιῷ πησσόμενον
τὸν λίβανον, ὥς τινα καὶ τῶν παρ' ἡμῖν ἐν Αἰγύπτῳ

Theophrastus Phil., De causis plantarum (lib. 2–6) (0093: 014)


“Theophrasti Eresii opera, quae supersunt, omnia”, Ed. Wimmer, F.
Paris: Didot, 1866, Repr. 1964.B. 4, ch. 6, se. 5, l. 2

ἀλλ' εἰ δεῖ λέγειν τὴν αἰτίαν ἐκείνην ἄν τις ἴσως μά-


λιστα εἴποι τὴν φάσκουσαν μὴ τελεοῦσθαι ἄμφω πρὸς
τὸ φύσιμα ποιεῖν, ἀλλ' ὅμοιόν τι ξυμβαίνειν καὶ τῶν
ὠοτόκων καὶ τῶν σκωληκοτόκων τισί· τὰ γὰρ ὠὰ
ἀποτικτόμενα τρέφεται καὶ ἐκτελεοῦται τὰ μὲν ἐν τῷ
ὕδατι καὶ τῇ θαλάττῃ τὰ δὲ ἐν τῇ γῇ καὶ τῷ ἀέρι καὶ
ταῦτα δεχόμενα ζωοποιεῖ, τὰ δὲ φύσαντα καὶ ἐκτε-
κόντα ἐξαδυνατεῖ.
Φαίνεται δὲ τοῦτό γε καὶ ἄλ-
λως ἀληθὲς ὡς οὐκ εὐθὺς ἀλοηθέντα τὰ σπέρματα
βελτίω τῶν χρονισθέντων οὐδὲ τὰ νέα τῶν ἔνων ὥσπερ
εἴπομεν ἀλλὰ δεῖ τινα λαβεῖν ἐν ἑαυτοῖς οἷον πέψιν
καὶ δύναμιν ἀποπνεύσαντος τοῦ ἀλλοτρίου. Τί οὖν
ἴσως ἄν τις φαίη κωλύει καὶ ἐπὶ τῶν ἀπορουμένων
τοιοῦτόν τι συμβαίνειν ὥστε καὶ τελέωσιν λαμβάνειν
καὶ δύναμιν ἐκπεττόμενά πως τῇ θερμότητι τῇ τε ἐν
ἑαυτοῖς καὶ τῇ περιεχούσῃ.

Strabo Geogr., Geographica (0099: 001)“Strabonis geographica, 3


vols.”, Ed. Meineke, A.Leipzig: Teubner, 1877, Repr. 1969.B. 15, ch. 1,
se. 18, l. 30

Ἀριστόβουλος ἑστάναι ἐν ὕδατι κλειστῷ, πρασιὰς δ'


εἶναι τὰς ἐχούσας αὐτήν· ὕψος δὲ τοῦ φυτοῦ τετρά-
πηχυ πολύσταχύ τε καὶ πολύκαρπον· θερίζεσθαι δὲ
περὶ δύσιν πληιάδος καὶ πτίσσεσθαι ὡς τὰς ζειάς· φύ-
εσθαι δὲ καὶ ἐν τῇ Βακτριανῇ καὶ Βαβυλωνίᾳ καὶ Σου-
σίδι· καὶ ἡ κάτω δὲ Συρία φύει. Μέγιλλος δὲ τὴν ὄρυ-
ζαν σπείρεσθαι μὲν πρὸ τῶν ὄμβρων φησίν, ἀρδείας
δὲ καὶ φυτείας [μὴ] δεῖσθαι ἀπὸ τῶν κλειστῶν ποτιζο-
μένην ὑδάτων. περὶ δὲ τοῦ βοσμόρου φησὶν Ὀνησί-
κριτος διότι σῖτός ἐστι μικρότερος τοῦ πυροῦ, γεννᾶ-
ται δ' ἐν ταῖς μεσοποταμίαις, φρύγεται δ' ἐπὰν ἀλοη-
θῇ, προομνύντων μὴ ἀποίσειν ἄπυρον ἐκ τῆς ἅλω τοῦ
μὴ ἐξάγεσθαι σπέρμα.

Claudius Ptolemaeus Math., Geographia (lib. 4–8) (0363: 014)


“Claudii Ptolemaei geographia, vols. 1–2”, Ed. Nobbe, C.F.A.
Leipzig: Teubner, 1:1843; 2:1845, Repr. 1966.B. 7, ch. 1, se. 86, l. 7

Πασάγη ............... ρκδʹγ ιθ ʹγ


Μαστάνουρ ............ ρκαʹ ιη γοʹ
Κουρελλούρ ............ ριθ ιζ ʹ
Πουννάτα, ἐν ᾗ Βήρυλλος ... ρκαγʹ ιζ ʹ
Ἀλόη ................. ρκ γʹ ιζ
Κάρουρα, βασίλειον Κηροβό-
θρου ............... ριθιϛ γʹ
Ἀρεμβούρ .............. ρκαιϛ γʹ
Βιδερίς ................ ριθ ιε ʹγ
Παντίπολις ............. ριηιε γʹ
Ἀδάριμα ............... ριθ ʹ ιε γοʹ

Acta Petri, Martyrium Petri (0389: 001)“Les actes de Pierre”, Ed.


Vouaux, L.Paris: Letouzey & Ané, 1922.Se. 40, l. 6

οὔτε ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη. Αἰτοῦμεν οὖν περὶ ὧν ἡμῖν
ὑπέσχου δοῦναι, ἀμίαντε Ἰησοῦ· αἰνοῦμέν σε, εὐχαριστοῦμέν σοι
καὶ ἀνθομολογούμεθα, δοξάζοντές σε ἔτι ἀσθενεῖς ἄνθρωποι, ὅτι σὺ
θεὸς μόνος καὶ οὐχ ἕτερος, ᾧ ἡ δόξα καὶ νῦν καὶ εἰς πάντας τοὺς
αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Ὡς δὲ τὸ παρεστὸς πλῆθος τὸ ἀμὴν μεγάλῳ ἤχῳ
ἐφώνει, ἅμα αὐτῷ τῷ ἀμὴν τὸ πνεῦμα ὁ Πέτρος τῷ κυρίῳ παρέ-
δωκεν. Ὁ δὲ Μάρκελλος, μηδὲ γνώμην τινὸς λαβών, ὃ μὴ ἐξὸν
ἦν, ἰδὼν ὅτι ὁ μακάριος Πέτρος ἀπέπνευσεν, ἰδίαις χερσὶν καθε-
λὼν αὐτὸν τοῦ σταυροῦ ἔλουσεν ἐν γάλακτι καὶ οἴνῳ· καὶ κόψας
χίας μνᾶς ἑπτὰ καὶ σμύρνης καὶ ἀλόης καὶ φύλλου ἄλλας πεν-
τήκοντα, ἐσμύρνισεν αὐτοῦ τὸ λείψανον, καὶ γεμίσας μάκτραν
λιθίνην τιμήματος πολλοῦ Ἀττικοῦ μέλιτος, ἐν τῷ ἰδίῳ αὐτοῦ
μνημείῳ κατέθετο αὐτό. Ὁ δὲ Πέτρος Μαρκέλλῳ ἐπιστὰς νυκτὸς
ἔλεγεν· Μάρκελλε, ἤκουσας τοῦ κυρίου λέγοντος· Ἄφετε τοὺς
νεκροὺς θάπτεσθαι ὑπὸ τῶν ἰδίων νεκρῶν; Τοῦ δὲ Μαρκέλλου
εἰρηκότος· Ναί, ὁ Πέτρος αὐτῷ εἶπεν· Ἐκεῖνα οὖν ἃ παρέσχου
εἰς τὸν νεκρόν, ἀπώλεσας· σὺ γὰρ ζῶν ὑπάρχων ὡς νεκρὸς
νεκροῦ ἐπεμελήθης. Ὁ δὲ Μάρκελλος διυπνισθεὶς τοῦ Πέτρου
τὸν ἐμφανισμὸν τοῖς ἀδελφοῖς διηγήσατο καὶ ἦν ἅμα τοῖς ὑπὸ Πέτρου
στηριχθεῖσιν τῇ εἰς τὸν Χριστὸν πίστει, στηριζόμενος καὶ αὐτὸς
Septuaginta, Leviticus (0527: 003)“Septuaginta, vol. 1, 9th edn.”, Ed.
Rahlfs, A.Stuttgart: Württembergische Bibelanstalt, 1935, Repr. 1971.
Ch. 26, se. 5, l. 2

λην ἀναστήσετε ὑμῖν οὐδὲ λίθον σκοπὸν θήσετε ἐν τῇ γῇ ὑμῶν


προσκυνῆσαι αὐτῷ· ἐγώ εἰμι κύριος ὁ θεὸς ὑμῶν.
τὰ σάββατά μου φυλάξεσθε καὶ ἀπὸ τῶν ἁγίων μου φοβηθήσεσθε·
ἐγώ εἰμι κύριος. Ἐὰν τοῖς προστάγμασίν μου πορεύησθε καὶ τὰς ἐντολάς
μου φυλάσσησθε καὶ ποιήσητε αὐτάς, καὶ δώσω τὸν ὑετὸν ὑμῖν ἐν
καιρῷ αὐτοῦ, καὶ ἡ γῆ δώσει τὰ γενήματα αὐτῆς, καὶ τὰ ξύλα τῶν
πεδίων ἀποδώσει τὸν καρπὸν αὐτῶν· καὶ καταλήμψεται ὑμῖν ὁ
ἀλοητὸς τὸν τρύγητον, καὶ ὁ τρύγητος καταλήμψεται τὸν σπόρον,
καὶ φάγεσθε τὸν ἄρτον ὑμῶν εἰς πλησμονὴν καὶ κατοικήσετε μετὰ
ἀσφαλείας ἐπὶ τῆς γῆς ὑμῶν. καὶ πόλεμος οὐ διελεύσεται διὰ τῆς
γῆς ὑμῶν, καὶ δώσω εἰρήνην ἐν τῇ γῇ ὑμῶν, καὶ κοιμηθήσεσθε,
καὶ οὐκ ἔσται ὑμᾶς ὁ ἐκφοβῶν, καὶ ἀπολῶ θηρία πονηρὰ ἐκ τῆς
γῆς ὑμῶν.

Γαληνός ιατρός. Λέξεις βοτανῶν (0530: 003)“Anecdota Atheniensia et


alia, vol. 2”, Ed. Delatte, A.Paris: Droz, 1939.P. 386, l. 15

... ἀλθαία ἤτοι ὁ δενδρομέλοχας ἄγριος. ἄλφιτα τὸ


λεπτὸν τοῦ κριθαρίου ἀλεύρου. ἀμεως· ἤτοι ὁ λαγοκύμι-
νος ὀνομαζόμενος. ἄμυλον ἤτοι τὸ καταστατὸν τὸ ἐκ τοῦ
σίτου σκευαζόμενον. ἀτράφαξ τοῦ χρυσολαχάνου τὸ σπέρ-
μα. ἀπόβρεγμα ἤτοι τὸ καρεόφυλλον λεγόμενον. ἁβρό-
τονος ἤτοι ἡ μελιτίνη ὀνομαζομένη. ἄρου ῥίζα τὸ μικρὸν
δρακόντιον λεγόμενον. ἁλὸς ἄχνη ἤτοι ὁ ἀφρὸς τῆς θαλάς-
σης. ἀρτεμισία ἤτοι τὸ ἀβάσκαντον λεγόμενον. ἀνεμώ-
νη ἤτοι ἡ ἀγρία παπαρίνα· οἱ δὲ ἀνεμοσούρτιν ὀνομάζουσιν.
ἄραρα ῥίζα ἤτοι ἀριστολοχίας ῥίζα. ἄκοπον ἤτοι μό-
λοχος ἄγριος ὀνομαζόμενος. ἀλόην βοτάνην· ἡ γεντιζᾶ
λεγομένη. ἄδαρκος ἤτοι ὁ ἐρέβινθος. ἀμπελόπρασον
ἤτοι πράσον ἄγριον. ἀετήτους ἤτοι τὸ λάπαθον ὀνομαζό-
μενον. ἁλὸς ἄνθος τὸ μικρὸν κενταύριον· καὶ ὑπερικὸν
τὸ μέγα κενταύριον. ἄλφιτον τὸ τῆς κριθῆς ἄλευρον.
ἀνδρόσαιμον καὶ σκύρον τὸ ὑπερικόν· ἔχει δὲ φύλλα κατα-
τρυπητά. ἀλύπιον τὸ χαμέλαιον· καὶ ἀλυπιάδος· ἡ χαμε-
λαία. ἀσκληπία ἤτοι ἡ δρακονταία ὀνομαζομένη. ἀνδράχ-
νη τὸ χοιροβότανον ἤγουν ἡ ἀντράκλα. ἀνθερικὸν ἤτοι
ἄνθος ῥόδον. ἅλιμος βοτάνη ἐστὶν δένδρου εἶδος παρὰ
θαλάσσῃ. ἀείζωον ἤτοι τὸ ἀμάραντον λεγόμενον. ἀκα

Rufus Med., De satyriasmo et gonorrhoea (0564: 002)“Oeuvres de


Rufus d'Éphèse”, Ed. Daremberg, C., Ruelle, C.É.Paris: Imprimerie
Nationale, 1879, Repr. 1963.Se. 43, l. 5

ὀλίγον ἔμπροσθεν, ἐξ ὧν αἱρεῖσθαι τὸ σύμμετρον τῇ νόσῳ δύναται ὁ


ἀγαθὸς ἰατρός. Ὑποτιθεὶς δὲ ἔριον ἐξαμμένον οἰσυπηρὸν, χρῆσθαι τοῖς
ἐπιβρέγμασι κατά τε τοῦ ἤτρου καὶ αὐτῶν [τῶν] αἰδοίων· οὐ κάκιον
δὲ [καὶ αὐτὰ τοῖς ψυκτηρίοις διὰ] τῶν ἐρίων ἐπιχρίειν, καὶ τὴν ὀσφὺν
δὲ [ἀναψύχειν τοῖς αὐτοῖς· ἀγαθὸν δὲ καὶ ψύλλιον] μετὰ τῆς πάλης·
ἕψειν δὲ ἐν γλυκεῖ τὸ ψύλλιον, καὶ οὕτ[ως δεύσας, τὰ μόρια κα]τα-
πλάσσειν· ἀναψύχει γὰρ πλέον. Προνοεῖσθαι δὲ καὶ γας[τρὸς δια-
χωρήσεως], μηδενὶ μέντοι τῶν πυρούντων καὶ δακνόντων φαρμάκων·
ταῦτα [γὰρ χο.....]βης, καὶ παρεντείνει τὰς ἐντάσεις· ἀλλὰ ὥστε τὰ
μέτρια διαχωρ[εῖν ἐπὶ ἡμέ]ρας· ἐξαρκεῖ δὲ εἰς τοῦτο ἡ τῶν λαχάνων
προσφορά· εἰ δὲ δοκοῖ καὶ ἰσχ[υροτέρου] τινὸς δεῖσθαι, τῆς ἀλόης
οὐδὲν ἂν εἴη βέλτιον ἡσυχῆ κενῶσαι· δύναται δὲ καὶ τὰ ἁπαλὰ κλύ-
σματα παρέχειν τὸ δέον· πάνυ γὰρ προνοεῖσθαι μηδὲ θλίβειν τὴν
ὀσφὺν καὶ τὴν κύστιν, ὡς τοῦτο οὐδενὸς ἧσσον [ὂν] ἐρεθιστικόν· αἱ
δὲ κενώσεις ἐκλύουσι τὰς ἐντάσεις. Εἰ μὲν οὖν πρὸς ταῦτα χαλῷεν,
εὖ ἂν ἔχοι· [μενόντων] δὲ καὶ παροξυνόντων ἔτι τῶν παθῶν, σι-
κύας μὲν προσθετέον ἤτρῳ καὶ ὀσφύϊ, καὶ ὅσον πλεῖστον δι' αὐτῶν
κενωτέον. Ἐπιβρεκτέον δὲ, μετὰ τὰς σικύας, τῷ τοῦ πηγάνου ἀφε-
ψήματι· μετὰ δὲ τῇ ῥίζῃ τῆς ἀλθαίας, ἐν μελικράτῳ ἑφθῇ καταπλα-
στέον· μίσγειν δὲ τῇ ῥίζῃ, ἢ βουκέρως ἄλευρον, ἢ λινοσπέρμα-
τος, ἢ ἄρτον ξηρὸν κεκομμένον καὶ διηθημένον,
Soranus Med., Gynaeciorum libri iv (0565: 001)“Sorani Gynaeciorum
libri iv, de signis fracturarum, de fasciis, vita Hippocratis secundum
Soranum”, Ed. Ilberg, J.Leipzig: Teubner, 1927; Corpus medicorum
Graecorum, vol. 4.B. 1, ch. 50, se. 2, l. 6

πολλῆς δὲ οὔσης ἀνατροπῆς καὶ πλαδήσεως τοῦ στομάχου


πυκνωτικαῖς χρηστέον ἐμβροχαῖς κατὰ τὸν στόμαχον καὶ τὴν κοιλίαν
δι' ἐλαίου ὠμοτριβοῦς καὶ ὀμφακίζοντος ἐρίων προσπεριειληθέντων.
καὶ ῥόδινον δὲ καὶ μήλινον καὶ μύρσινον καὶ μαστίχινον καὶ νάρδινον
ἐπισυστροφεῖ τὸν στόμαχον ὑπτιωμένον, ἢ διά τινος τούτων κηρωτά-
ριον ἐπαλείφειν. εἰ δὲ εὐτονωτέρας χρεία στύψεως γένοιτο διὰ τοὺς
ἐμέτους, ἐπιθέμασι χρηστέον, ἐξ ὧν εἰσι φοίνικες ξηροὶ προβρεχθέντες
ἢ ἑψηθέντες ἐν οἴνῳ αὐστηρῷ ἢ ὀξυκράτῳ, καὶ μῆλα καὶ κυδώνια
παραπλησίως ἑφθά, κατ' ἰδίαν ἢ μετὰ τῆς πρὸς τοὺς φοίνικας συμ-
πλοκῆς ἢ μετά τινος τῶν εἰρημένων κηρωταρίων, εἰ δ' ἐπιτείνειν
θελήσαιμεν τὴν δύναμιν, καὶ στυπτηρίας ὑγρᾶς ἢ ξηρᾶς ἀλόης τε καὶ
μαστίχης καὶ ῥόδωντε καὶ κρόκου καὶ οἰνάνθης καὶ σιδίων, ὀμφακίου
καὶ κηκίδων ὑποκιστίδος τε ἢ ἀκακίας ἢ πάλης ἀλφίτων. παραμένοντος
δὲ τοῦ ἐμέτου καὶ τῆς τῶν σιτίων ἀποβολῆς ἁρμόσει τὰ μὲν ἄκρα
διαδεσμεύειν (τῇ γὰρ τούτων πυκνώσει συνδιατίθεται καὶ ὁ στόμαχος)
ἢκαὶ εἰς ζεστὸν ὕδωρ αὐτὰ καταβάπτειν (καὶ γὰρ τοῦτο τῇ ἐπιτάσει
πυκνωτικόν), κατὰ δὲ τοῦ στόματος τῆς κοιλίας πλατύστομον σικύαν
μεθ' ὑποβολῆς πλείονος φλογὸς κολλᾶν, εἰ δὲ μή, καὶ δευτέραν κατὰ
μεταφρένου, καὶ γὰρ παραπλησίως ἐπέχουσιν αὗται τὸν

Soranus Med., Gynaeciorum libri iv B. 3, ch. 41, se. 7, l. 4

ἔριον συστέλλει τὴν ῥύσιν, ἐγκατέχει δὲ τῇ εὐρυχωρίᾳ τὸ ἀποκριθέν.


ὁπότε τρυφερὸν καὶ καθαρὸν σπογγάριον ἐπίμηκες [προστίθεται]
ὡσαύτως διάβροχον ὡς ἐσωτάτω παρεντιθέναι προσῆκεν, ἵνα τὸ ἀπο-
κρινόμενον παραλαμβάνηται καὶ μὴ θρομβούμενον συμπαθείας ἐξάπτῃ
καὶ φλεγμονάς· ἐκ διαστημάτων δὲ τὸν σπόγγον ἀλλάσσειν. ἁρμόσει
δὲ καὶ σικύας κολλᾶν κατ' ὀσφύος βουβώνων τε καὶ λαγόνων (εἰ δὲ
δυνατὸν εἴη, καὶ ἰσχίων) μετὰ πυρὸς πολλοῦ, καὶ προσκειμένας ἐᾶν
ἐπὶ χρόνον ἱκανόν, εἶτα καὶ πρᾴως ἀποσπᾶν. ἐπιθέμασι δὲ χρῆσθαι
καθ' ὧν τοὺς σπόγγους ἐπερρίψαμεν φοίνιξιν ἐν οἴνῳ αὐστηρῷ ἢ ὄξει
βεβρεγμένοις μετὰ κηρωτῆς ῥοδίνης ἢ μηλίνης ἢ μυρσίνης φύλλων
λείων ἢ μεσπίλων ἢ στυπτηρίας ἢ ἀλόης ἢ οἰνάνθης ἢ ὑποκιστίδος ἢ
ἀκακίας ἢ κηκῖδος ὀμφακίτιδος καὶ ἐλαίου νεοτριβοῦς ἢ ῥοδίνου ἢ
μυρσίνου ἢ σχινίνου ἢ μηλίνου, ἢ πάλιν τοῖς διά τινος πόας στυφού-
σης καὶ ψυχούσης (οἷον ἀνδράχνης, ὑοσκυάμου, ἀρνογλώσσου, ψυλλίου,
στρύχνου, περδικίου, πολυγόνου, σέρεως) μετὰ πάλης ἀλφίτου καὶ ὄξους
ἢ φοινίκων, ἀλλασσομένων πάντων συνεχέστερον. εὐτονωτέροις δὲ
χρῆσθαι τοῖς πεσσοῖς, οἷον κηκῖδι, μάννῃ, χαλκίτιδι ἐξ ἴσου μετὰ γλυ-
κέος οἴνου, ἢ σποδῷ ἢ τῇ ὑγρᾷ πίσσῃ σπόγγου βραχέντος, εἶτα καὶ
ἐντὸς εἰσαχθέντος ἢ ξηρᾶς τρυγὸς μετάτινος τῶν στυφόντων χυλῶν.
εἰ δὲ πρὸς ἀνάβρωσις εἴη, καὶ τῷ διὰ χάρτου μέλανι μετ' ὄξους ἤ
τινι τῶν πρὸς τοὺς δυσεντερικοὺς ἀναγραφομένων τροχίσκων·

Orphica, Fragmenta (0579: 008)“Paradoxographorum Graecorum


reliquiae”, Ed. Giannini, A.Milan: Istituto Editoriale Italiano, 1965.
Fragment fr3, l. 6

1. Ὀρφεὺς δέ φησιν ὅτι ὁ χυλὸς αὐτῆς (sc. τῆς καλαμίνθης)


σὺν ἴσῳ ῥοδίνῳ μετὰ ψιμυθίου λειωθεὶς ὡς γλοιοῦ ἔχει πάχος
καὶ ἐπιχριόμενος τὰ πυρίκαυστα θεραπεύει. τὸ δὲ παράδοξον
ὅτι οὐδὲ οὐλὴ φαίνεται καὶ τριχοφυεῖ ὁ τόπος. 2. σὺν κιμωλίᾳ
δὲ καὶ ἀλόῃ ἴσοις λειώσας τὸν χυλὸν καὶ ἐπιχρίσας μέτωπον
καὶ κροτάφους παύσεις παραχρῆμα κεφαλῆς ὀδύνας.
SUID. Ὀρφεὺς Λειβήθρων τῶν ἐν Θράικηι (πόλις δέ ἐστιν ὑπὸ τῆι
Πιερίαι),
υἱὸς Οἰάγρου καὶ Καλλιόπης· ὁ δὲ Οἴαγρος πέμπτος ἦν ἀπὸ Ἄτλαντος,
κατὰ
Ἀλκυόνην μίαν τῶν θυγατέρων αὐτοῦ. γέγονε δὲ πρὸ ιαγενεῶν τῶν
Τρωικῶν·
καί φασι μαθητὴν γενέσθαι αὐτὸν Λίνου, βιῶναι δὲ γενεὰς θ, οἱ δὲ
ιαφασίν.

Flavius Philostratus Soph., Vita Apollonii (0638: 001)“Flavii


Philostrati opera, vol. 1”, Ed. Kayser, C.L.Leipzig: Teubner, 1870, Repr.
1964.Ch. 2, se. 16, l. 4

τος, διελθὼν δὲ ὁ σμικρότατος τὸ ἄλυπον ἤδη καὶ


τοῖς λοιποῖς ἑρμηνεύει, καὶ ἄλλως οἱ μὲν μείζους
προεμβαίνοντες κοιλότερον ἂν τὸν ποταμὸν ἀποφαί-
νοιεν τοῖς σμικροῖς, ἀνάγκη γὰρ συνιζάνειν τὴν ἰλὺν
ἐς βόθρους διά τε βαρύτητα τοῦ θηρίου διά τε πα-
χύτητα τῶν ποδῶν, οἱ δ' ἐλάττους οὐδὲν ἂν βλά-
πτοιεν τὴν τῶν μειζόνων διαπορείαν ἧττον ἐμβοθρεύ-
οντες.” ἐγὼ δὲ εὗρον ἐν τοῖς Ἰόβα λόγοις, ὡς καὶ
ξυλλαμβάνουσιν ἀλλήλοις ἐν τῇ θήρᾳ καὶ προΐσταν-
ται τοῦ ἀπειπόντος, κἂν ἐξέλωνται αὐτόν, τὸ δάκρυον
τῆς ἀλόης ἐπαλείφουσι τοῖς τραύμασι περιεστῶτες
ὥσπερ ἰατροί. πολλὰ τοιαῦτα ἐφιλοσοφεῖτο αὐτοῖς
ἀφορμὰς ποιουμένοις τὰ λόγου ἄξια.

Διοσκουρίδης Πεδάνιος ιατρός De materia medica (0656: 001)


“Pedanii Dioscuridis Anazarbei de materia medica libri quinque, 3
vols.”, Ed. Wellmann, M.Berlin: Weidmann, 1:1907; 2:1906; 3:1914,
Repr. 1958.B. 1, ch. Pr, se. 3, l. 4

βοῦσι, τοῖς μέντοι νέοις οὐ συγκαταθετέον, ὧν ἐστι Βάσσος


Ἰουλαῖος καὶ Νικήρατοςκαὶ Πετρώνιος Νίγερτε καὶ
Διόδοτος, Ἀσκληπιάδειοι πάντες, οἳ τὴν μὲν πᾶσι σύμφυλον
καὶ γνώριμον ὕλην ἠξίωσαν ἐπὶ ποσὸν ἀναγραφῆς ἀκριβοῦς,
τὰς δὲ τῶν φαρμάκων δυνάμεις καὶ δοκιμασίας ἐξ ἐπιδρομῆς
παρέδοσαν, οὐ τῇ πείρᾳ τὴν ἐνέργειαν αὐτῶν κανονίζοντες, τῇ
δὲ τῆς αἰτίας κενοφωνίᾳ εἰς ὄγκων διαφορὰς ἕκαστον αὐτῶν
ἀναφέροντες μετὰ τοῦ καὶ ἄλλα ἀντ' ἄλλων γράφειν. Ὁ γοῦν
διαπρεπὴς δοκῶν εἶναι ἐν αὐτοῖς Νίγερτὸ Εὐφόρβιόν φησιν
ὀπὸν εἶναι χαμελαίας γεννωμένης ἐν Ἰταλίᾳ καὶ τὸ ἀνδρόσαι-
μον ταὐτὸ ὑπάρχειν ὑπερικῷ, ἀλόην δὲ ὀρυκτὴν ἐν Ἰουδαίᾳ γεν-
νᾶσθαι, καὶ ἄλλα τούτοις ὅμοια πλεῖστα παρὰ τὴν ἐνάργειαν
ἐκτίθεται ψευδῶς, ἅπερ ἐστὶ τεκμήρια οὐκ αὐτοψίας ἀλλὰ τῆς
ἐκ παρακουσμάτων ἱστορίας. ἥμαρτον δὲ καὶ περὶ τὴν τάξιν,
οἱ μὲν ἀσυμφύλους δυνάμεις συγκρούσαντες, οἱ δὲ κατὰ στοι-
χεῖον καταγράψαντες, διέζευξάν τετῆς ὁμογενείας τά τε γένη
καὶ τὰς ἐνεργείας αὐτῶν, ὡς διὰ τοῦτο ἀσυμμνημόνευτα γί-
νεσθαι.

Διοσκουρίδης Πεδάνιος ιατρός De materia medica B. 3, ch. 22, se. 1,


l. 1

... ῥίζα δὲ ἐπιμήκης, πλατεῖα, μέλαινα κατὰ τὴν ἐπιφά-


νειαν, ἔνδοθεν λευκή, δακτύλου μεγάλου τὸ πάχος, καὶ αὐτὴ
εὐώδης καὶ ἀρωματίζουσα. φύεται ἐν πεδίοις καὶ τραχέσι
τόποις.
δύναμιν δὲ ἔχει θερμαντικήν· πινομένη δὲ ἄγει οὖρα καὶ
ἔμμηνα καὶ στρόφους καὶ ἐμπνευματώσεις λύει, ἡπατικοῖς δὲ
καὶ θηριοδήκτοις καὶ θανασίμοις ἁρμόζει σὺν οἴνῳ· πίνεται δὲ
πρὸς τὰ πλεῖστα σὺν σταφυλίνου σπέρματι δραχμῆς μιᾶς τὸ
πλῆθος. ἱστορεῖται δ' ὅτι περιαπτομένη διαφορεῖ φύματα καὶ
καταπλασσομένη.
ἀλόη· φύλλον ἔχει σκίλλῃ παραπλήσιον, λιπαρόν,
ὑπόπλατυ, παχὺ ἐν τῷ περιφερεῖ, εἰς τοὐπίσω κλώμενον· παρ'
ἑκάτερα δὲ τὰ φύλλα ἔχει ἐκ πλαγίων ἀκάνθια ἀραιῶς ἐξέχοντα,
κολοβά. καυλὸν δὲ ἀνίησιν ἀνθερικῷ ὅμοιον, ἄνθος δὲ λευκὸν
καὶ καρπὸν ἀσφοδέλῳ ἐοικότα· βαρύοσμος δὲ ὅλη καὶ ἀπογευο-
μένῳ πικροτάτη. ἔστι δὲ μονόρριζος ὥσπερ πάσσαλον ἔχουσα
τὴν ῥίζαν. γίνεται δὲ ἐν τῇ Ἰνδίᾳ πλείστη, ἐξ ἧς καὶ τὸ ὄπισμα
κομίζεται· φύεται δὲ καὶ ἐν Ἀραβίᾳ καὶ Ἀσίᾳ καί τισι παρα-
θαλασσίοις τόποις καὶ νήσοις ὡς ἐν Ἄνδρῳ, οὐκ εὔχρηστος
εἰς ὀπισμόν, πρὸς δὲ κόλλησιν τραυμάτων ἐπιτήδειος λεία
καταπλασσομένη. δισσὸν δέ ἐστι τοῦ χυλίσματος τὸ εἶδος·

Διοσκουρίδης Πεδάνιος ιατρός De materia medica


B. 4, ch. 170, se. 3, l. 8

κατὰ τὴν τῆς γλώσσης θίξιν – τοῦτο γὰρ γίνεται καὶ παραμιγέν-
τος αὐτῷ ὀποῦ τιθυμάλλου – μᾶλλον δὲ τοῖς προειρημένοις καὶ
τῷ μὴ λίαν πυροῦν τὴν γλῶσσαν, ὅπερ γίνεται τιθυμάλλου μιγέν-
τος. ὁ δὲ Συριακὸς καὶ ὁ ἐν Ἰουδαίᾳ γεννώμενος χείριστοι, βαρεῖς,
πυκνοί, δολούμενοι τιθυμάλλῳ καὶ ἀλεύρῳ μεμειγμένοις αὐτοῖς.
δύναμιν δὲ ἔχει ὁ ὀπὸς λημφθεὶς σὺν μελικράτῳ ἢ ὕδατι
δραχμῆς μιᾶς πλῆθος ἢ τριώβολον καθαίρειν κάτω φλέγμα καὶ
χολήν. εἰς δὲ τὸ λῦσαι τὴν κοιλίαν ἀρκέσουσιν ὀβολοὶ δύο μετὰ
σησάμου ἤ τινος ἄλλου σπέρματος λαμβανόμενοι· δίδοται καὶ
πρὸς ἐνεργεστέραν κάθαρσιν τοῦ μὲν ὀποῦ τετρώβολον, ἐλλεβό-
ρου δὲ μέλανος ὀβολοὶ δύο, ἀλόης δὲκαὶ ἁλὸς δραχμῆς μιᾶς
πλῆθος. σκευάζονται δὲ καὶ ἅλες καθαρτικοὶ πρὸς κυάθους
ἓξ τῶν ἁλῶν ὁλκῶν εἴκοσι τῆς σκαμμωνίας τοῦ ὀποῦ μειγνυμέ-
νων· λαμβάνεται δὲ πρὸς δύναμιν τὸ μὲν τέλειον τρία κο-
χλιάρια, μέσον δὲ δύο, τὸ δὲ ἐλάχιστον ἕν. καθαίρει δὲ καὶ τῆς
ῥίζης δραχμὴ μία ἢ δραχμαὶ δύο σὺν οἷς εἴρηται, ἔνιοι δὲ
ἀφέψοντες αὐτὴν πίνουσι. συνεψηθεῖσα δὲ ὄξει καὶ λεανθεῖσα
μετ' ἀλεύρου κριθίνου ἰσχιαδικῶν ἐστι κατάπλασμα. ὁ δὲ ὀπὸς
προστιθέμενος ἐν ἐρίῳ τῇ μήτρᾳ ἔμβρυα φθείρει, διαφορεῖ δὲ
καὶ φύματα σὺν μέλιτι ἢ ἐλαίῳ ἐπιχριόμενος· ἑψηθεὶς δὲ
σὺν ὄξει καὶ καταχρισθεὶς λέπρας ἐξάγει,

Διοσκουρίδης Πεδάνιος ιατρός Euporista vel De simplicibus


medicinis (0656: 002)“Pedanii Dioscuridis Anazarbei de materia medica
libri quinque, vol. 3”, Ed. Wellmann, M.Berlin: Weidmann, 1914, Repr.
1958.B. 1, ch. 2, se. 2, l. 5

σὺν ὄξει καὶ ῥοδίνῳ ταῦτα· σφονδύλιον, πευκέδανον, ἄγνου


σπέρμα σὺν ὄξει καὶ ῥοδίνῳ γλοιοποιηθέν, ὤκιμον, ἄμωμον,
δαφνίδες, ἕρπυλλον, καλαμίνθη, κόνυζα ἡ λεπτόφυλλος, πήγανον,
ἀμύγδαλα πικρά, καὶ τὰ ἀποζέματα δὲ τούτων, μειγνύμενα δὲ τῷ
ὄξει καὶ ῥοδίνῳ ποιεῖ· πρὸς δὲ τούτοις σκαμμωνίας τε καὶ συκα-
μίνου ὀπός, καὶκαταπλασσομένου δὲ τοῦ μετώπου καὶ κροτά-
φων, ἐνίοτε δὲ εἰ ἐπείγοι καὶ ὅλης τῆς κεφαλῆς. ἁρμόζει δὲ μετὰ
ἀλφίτου ἢ ἄρτου ταῦτα· ἡδύοσμον ὑγρὸν καὶ ξηρόν, ἀνδράχνη,
ὑοσκυάμου φύλλα, στρύχνου, κορίου, σέριδος, πολυγόνου, ἀειζώου,
σισυμβρίου τῆς καλουμένης καρδαμίνης. μετὰ ὄξους δὲ καὶ ῥοδί-
νου μειχθέντα καταπλάσσεται· ἄγνου φύλλα, ἀλόη, ἀμύγδαλα
πικρά, μελίλωτον, μύρτα, ὀξυμυρσίνης καρπός, οἰνάνθη, ῥόδα,
ῥίζα ἴριδος ξηρά, ἀγριελαίας ἄνθη, μελάνθιον, σταφὶς ἀγρία
μετὰ δαφνίδων, μάλιστα δὲἐπὶ τῶν χρονίων, σήσαμον ὁμοί-
ως, αἴρινον ἄλευρον μετὰ στέατος χηνείου καὶ καθ' ἑαυτὸ
ἐπὶ τῶν κεχρονισμένων ἤδη· ἢ κάρδαμον φώξας λεῖον ἀναλάμ-
βανε ὄξει καὶ ῥοδίνῳ καὶ ἐμπλάσας ἐπιτίθει ἐπὶ τοῦ μετώ-
που, ἢ κάρυα Ποντικὰ καὶ πήγανον ὀλίγον λεῖα σὺν ῥοδίνῳ
ὁμοίως, ἢ σμύρναν καὶ νάρδου στάχυν καὶ καρδάμωμον ἴσα σὺν
ῥοδίνῳ, ἢ ὀρίγανον λεῖον ἐν ὄξει καὶ ῥοδίνῳ φυράσας,

Διοσκουρίδης Πεδάνιος ιατρός Euporista vel De simplicibus medicinis


B. 1, ch. 46, se. 1, l. 3

ἑψηθεῖσα καὶ ἐγχριομένη· ἢ λύκιον Ἰνδικόν, Ἀρμένιον, ὃ


σὺν ὕδατι ἐγχριόμενον καὶ τὰς τρίχας αὔξει· χυλὸς θαλλίας,
ἰὸς σιδήρου ἐπὶ πολλὰς ἡμέρας ἐν ἡλίῳ τριβεὶς μετὰ οἴνου καὶ
σμύρνης καὶεἰς κολλούριον ἀναπλασθείς, κρομύου χυλὸς
σποδίῳ ἀναλημφθείς, λεπὶς χαλκοῦ· ἢ καδμεία λεπτὴ ἀναλημ-
φθεῖσα μέλιτι καὶ καεῖσα ἐν χυτριδίῳ καινῷ πηλῷ τε κεραμικῷ
πεπωμασμένῳ, ἔπειτα ὀπτηθεῖσα ἐπ' ἀνθρακώματος μιγέντων
αὐτῇ χαλκοῦ κεκαυμένου ἴσου καὶ στίβεως ἐξ ἡμίσους μέρους.
ξηροφθαλμίαν δὲ καὶ κνησμοὺς ἰάσει ψωρικῷ λείῳ
προσαπτόμενος, ἢ λεπίδι λείᾳ πεπλυμένῃ σὺν καδμείᾳ κεκαυ-
μένῃ καὶ πεπέρει, ἢ ἀλόῃ σὺν πεπέρει, ἢ σιδήρου ἰῷ ξηρῷ,
ἢ ὀμφακίῳ ξηρῷ λείῳ ὁμοίως.
τὰ δὲ λεπρώδη πάθη τῶν βλεφάρων ὑγιάζει συκῆς
ὀπὸς καταχριόμενος.

Αρχιγένης ιατρός Fragmenta (0661: 001)“Frammenti medicinali di


Archigene”, Ed. Brescia, C.Naples: Libreria Scientifica Editrice, 1955.
P. 13, l. 28

δὲ ξηρὰ ἡ ῥίζα καὶ τὰ φύλλα, πλεῖον δὲ τὸ σπέρμα ἀσπαράγου μυάκανθα


καὶ αἱ ῥίζαι καὶ τὸ σπέρμα καὶ γλυκυσίδου ἡ ῥίζα δάφνης ἡ ῥίζα ἢ τῆς
αὐτῆς ῥίζης ὁ φλοιὸς ὅσον τριώβολον σὺν οἴνῳ ἐρεβίνθος ἐρυθρόδανον
εὐπατόριον θέρμων τὸ ἀφέψημα μετὰ πηγάνου καὶ πεπέρεως ὕσσωπον
ἰσόπυρον ναρδόσταχυς ἶρις πιστακίου ὁ καρπὸς πράσιον ἀμύγδαλα πικρὰ

δρακοντίου ἡ ῥίζα διακαθαίρει τὰ σπλάγχνα πάντα· καρπάσιον χαμαίδρυς

ἀμπελόπρασον ἀγαρικὸν χαμαίμηλον. Ἀντίδοτος πρὸς κατεψυγμένου ἥπα


τος· πεπέρεως γκόστου ς· τινὲς δὲ καὶ κάγχρυος μιγνύουσιν δ.
Ἄλλο. ἀμύγδαλα πικρὰ ἀριστολοχία κύμινον σελίνου σπέρμα γεντια-
νῆς γλυκυρίζης ἀρκευθίδων κράμβης σπέρματος ἀνίσου ἀσάρου ἀψινθίου
κόστου πρασίου ἀλόης ἀνὰατήλεως πίσσης δαφνίδων θερμίνων
κυπέρων
σκορδίου σιδήρου ἐρυθροδάνου ῥίζης μαστίχης πετροσελίνου καὶ νίτρου
ὀλίγον· τήλεως δρακοντίου πεπέρεως κο. οβσκορόδων ὄνυχας ζ· ἡ δόσις
γἢ εἢ ζκο. καρεοφύλλου ναρδοστάχυος μικροῦ πυ· θὲς ὑπὸ τοὺς πόδας
κεραμίδιαβπεπυρακτομένα ῥάμνον ἢ οἶνον καὶ σκεπάσας ἕως ὑγρώ-
ςεωςτοῦτο ποιεῖ πρὸς φλεγμονάς· ὠφελεῖ καὶ ἡ ζωόπυρος ἀντίδοτος καὶ ἡ

δι' ἐχιδνῶν καὶ ἡ δι' εὐπατορίου καὶ ἡ διὰ σκορδίου καὶ ἡ διὰ δυῶν
πεπέρεων καὶ τοῖς ἀνωδύνοις.
Γαληνοῦ ἐκ τῆς θεωρητικῆς τέχνης σημειωτικὸν περὶ σπληνὸς καὶ τί
ἐστι σπλὴν καὶ διάγνωσις σπληνὸς Γαληνοῦ καὶ Ἀρχιγένους.
Ἔστι δὲ ὁ σπλὴν φλεβώδης καὶ ἀρτηριώδης καὶ ἀνισοπλατὴς λεπτὰ

Αρχιγένης ιατρός Fragmenta P. 16, l. 26

ναι καταπλαστέον δὲ αὐτοὺς τῆς δι' ὠμῆς λύσεως καὶ πτέρεως καὶ ἀψιν-
θίας καὶ θέρμων ἀλεύρου ἢ ἡδυόσμου καὶ σανδονικοῦ καὶ ἀβροτόνου πι-
νομένου· ἤδη δὲ καὶ σίδια καὶ ἀκακίας κηκῖδάς τε καὶ βαλαύστιον ἐπιμι-
κτέον. ἐπειδὴ δέ τινες ἀπαρέσκονται πολλάκις τοῖς πικροῖς πόμασιν, τῶν
μὲν ἤδη λεχθέντων αὐτοῖς διδόναι τὰ μὴ καταφανῶς πικρά. πρὸς δὲ
τούτοις
ἔτι χαμαιπίτυν τε καὶ πράσιον ἑλένιον δαφνόκοκκα κασσίαν θύμον
γλήχωνα
καρπησίας κύπερον πολυπόδιον ἶριν Ἰλλυρικὴν κνῆκον ἐρυθρόδανον
ἄκαν-
θαν Αἰγυπτίαν μετὰ πεπέρεως Γρ. ςεἰς ἀπόζεμα ἡδυόσμου μορέας ῥίζης
τὸν χυλὸν ἢ τὸ ἀφέψημα, πετροσέλινον καὶ τὰ παραπλήσια τῶν εὐωδῶν
σπερμάτων. ἔξωθεν δὲ χρηστέον ὅσα εἰρήκαμεν ἔμπροσθεν· ἐπιτιθέναι δὲ

καὶ τὰ τοίνυν ἔμπλαστρα κατὰ τοῦ ὀμφαλοῦ· ἀλόης ἡδυόσμου χυλοῦ


ἀβρο-
τόνου χολῆς ταυρείας καὶ οἴνου αὐστηροῦ διειλήσας ἅπαντα ποίησον ἔμ-
πλαστρον καὶ ἐπιτίθει. Ἄλλο. περσέας τὰ ἁπαλὰ φύλλα θερμίνου ἀλεύρου

ἀλόης ἀψινθίας ζωμὸν χρῶ μετ' οἴνου. Ἄλλο. ἀγριοσταφίδα κόψας καὶ
ἀναλαβὼν μετὰ μυελοῦ ἐλαφείου τίθει κατὰ τοῦ ὀμφαλοῦ καὶ ἐπιδεύσας
χολῆς ταυρείας ἀλόης διειλήσας ὁμοῦ μετ' οἴνου χρῶ κατὰ τοῦ
ὀμφαλοῦ.
Ἄλλο. ἀλόης θερμίνου ἀλεύρου ἀρτεμισίας ἀβροτόνου πηγάνου
ἡδυόσμου
καὶ ἀψινθίας τοὺς ζωμοὺς δεῦσον μετὰ τῶν ξηρῶν καὶ ἐπίδευσον. Ἄλλο.
χολῇ ταυρείᾳ πλήρωσον τὸ κοῖλον τοῦ ὀμφαλοῦ ἐπίδευσον ἢ τὸ διὰ τῆς
ῥοδοδάφνης ἔλαιον συνεχῶς ἐπαλειπτέον ἢ τὴν κεδρέαν ἐπιθετέον μόνην
τε καὶ σὺν κηρωτῇ κατὰ πάσης τῆς γαστρὸς καὶ κηρωτὴν δὲ προσάξωμεν,

Αρχιγένης ιατρός Fragmenta P. 16, l. 29

κτέον. ἐπειδὴ δέ τινες ἀπαρέσκονται πολλάκις τοῖς πικροῖς πόμασιν, τῶν


μὲν ἤδη λεχθέντων αὐτοῖς διδόναι τὰ μὴ καταφανῶς πικρά. πρὸς δὲ
τούτοις
ἔτι χαμαιπίτυν τε καὶ πράσιον ἑλένιον δαφνόκοκκα κασσίαν θύμον
γλήχωνα
καρπησίας κύπερον πολυπόδιον ἶριν Ἰλλυρικὴν κνῆκον ἐρυθρόδανον
ἄκαν-
θαν Αἰγυπτίαν μετὰ πεπέρεως Γρ. ςεἰς ἀπόζεμα ἡδυόσμου μορέας ῥίζης
τὸν χυλὸν ἢ τὸ ἀφέψημα, πετροσέλινον καὶ τὰ παραπλήσια τῶν εὐωδῶν
σπερμάτων. ἔξωθεν δὲ χρηστέον ὅσα εἰρήκαμεν ἔμπροσθεν· ἐπιτιθέναι δὲ

καὶ τὰ τοίνυν ἔμπλαστρα κατὰ τοῦ ὀμφαλοῦ· ἀλόης ἡδυόσμου χυλοῦ


ἀβρο-
τόνου χολῆς ταυρείας καὶ οἴνου αὐστηροῦ διειλήσας ἅπαντα ποίησον ἔμ-
πλαστρον καὶ ἐπιτίθει. Ἄλλο. περσέας τὰ ἁπαλὰ φύλλα θερμίνου ἀλεύρου

ἀλόης ἀψινθίας ζωμὸν χρῶ μετ' οἴνου. Ἄλλο. ἀγριοσταφίδα κόψας καὶ
ἀναλαβὼν μετὰ μυελοῦ ἐλαφείου τίθει κατὰ τοῦ ὀμφαλοῦ καὶ ἐπιδεύσας
χολῆς ταυρείας ἀλόης διειλήσας ὁμοῦ μετ' οἴνου χρῶ κατὰ τοῦ
ὀμφαλοῦ.
Ἄλλο. ἀλόης θερμίνου ἀλεύρου ἀρτεμισίας ἀβροτόνου πηγάνου
ἡδυόσμου
καὶ ἀψινθίας τοὺς ζωμοὺς δεῦσον μετὰ τῶν ξηρῶν καὶ ἐπίδευσον. Ἄλλο.
χολῇ ταυρείᾳ πλήρωσον τὸ κοῖλον τοῦ ὀμφαλοῦ ἐπίδευσον ἢ τὸ διὰ τῆς
ῥοδοδάφνης ἔλαιον συνεχῶς ἐπαλειπτέον ἢ τὴν κεδρέαν ἐπιθετέον μόνην
τε καὶ σὺν κηρωτῇ κατὰ πάσης τῆς γαστρὸς καὶ κηρωτὴν δὲ προσάξωμεν,

εἰ δεήσοι, ταύτην οἷον· ἀλόης ἀψινθίου ἀλεύρου θερμίνου σερίφου


μελανθίου
ἀνὰ Γρ. ςκηροῦα χαμαιμηλίνου τὸ ἀρκοῦν· χολῇ ταυρείᾳ λείου τὰ
ξηρά. καὶ ἑνώσας χρῶ ἐνετέον δὲ αὐτοὺς τῷ μελικράτῳ, ὅπως ἂν πρὸς

Παύλος ιατρός Epitomae medicae libri septem (0715: 001)


“Paulus Aegineta, 2 vols.”, Ed. Heiberg, J.L.Leipzig: Teubner, 9.1:1921;
9.2:1924; Corpus medicorum Graecorum, vols. 9.1 & 9.2.B. 1, ch. 43,
se. 1, l. 19

σμικρὸν ὄφελος. τῇ δὲ κοιλίᾳ συνεργητέον τερεβινθίνης διδόντας ἐλαίας


μέγεθος καταπίνειν εἰς ὕπνον τρεπομένοις· μᾶλλον δὲ ὑπάγειν βουλό-
μενοι νίτρον βραχὺ καταμίξομεν. ἐπιτήδεια δὲ πρὸς ὑπαγωγὴν γαστρὸς
καὶ ᾠὰ ῥοφητὰ καὶ λαχάνων τεῦτλα καὶ μαλάχαι καὶ τῶν κοχλίων ὁ
ζωμός. καὶ ἴσως ἐξαρκέσει ταῦτα· μείζονα δὲ δύναται λινόζωστις ἐν
ὕδατι μετὰ ἁλῶν ἑψηθεῖσα καὶ ἐσθιομένη καὶ τὸ ἀφέψημα αὐτῆς πινό-
μενον καὶ τῆς ἀκτῆς τὰ φύλλα παραπλησίως· καὶ τοῦ πολυποδίου τῆς
ῥίζης ὅσον βἐπιπάσσειν ταρίχει ἢ καὶ ἐν πτισάνῃ ῥοφεῖν· καὶ ὀρὸς
δὲ γάλακτος σὺν ἁλσὶν ἢ μέλι πλῆθος κοτυλῶν γἢ δκαὶ τοῦ παλαιοῦ
ἀλεκτρυόνος ὁ ζωμὸς καθ' αὑτόν τε καὶ σὺν κνήκου δραχμαῖς δυοῖν·
καί ποτε καὶ ἀλόης ἐπὶ τῷ δείπνῳ λαμβάνειν ὅσον ἐρεβίνθων γτὸ
μέγεθος. κάλλιστον δὲ καὶ ἐπίθυμος ἐν οἴνῳ πινόμενος μετὰ τὸ συμ-
μέτρως δειπνῆσαι· ὁ δὲ σφοδρότερον κενοῦσθαι δεόμενος ἕωθεν ἐπι-
θύμου πινέτω δραχμὴν ἐν ὀξυμέλιτι ἦρος ὥρᾳ.

Παύλος ιατρός Epitomae medicae libri septem B. 1, ch. 72, se. 6, l. 2

τοιαῦταί τινές εἰσιν ἰάσεις· ἐπεὶ δὲ πολλάκις καὶ τὸ περιεχόμενον ὑγρὸν


ἐν τῷ κύτει τῆς γαστρὸς ἢ ἀναποθὲν ἐν τοῖς χιτῶσιν αὐτῆς τὴν δυσκρα-
σίαν ἐργάζεται, καλῶς ἂν ἔχοι καὶ περὶ τούτων εἰπεῖν. ἡ μὲν οὖν
προτέρα διάθεσις, εἰ μὲν ἅπαξ συσταίη, διὰ ἐμέτων καθαρθεῖσα καθί-
σταται ῥᾳδίως· εἰ δὲ αὖθις ἐξ ἑτέρου τινὸς ἢ ἑτέρων ἐπιρρέῃ μορίων,
ἀκριβοῦς δεῖται διαγνώσεως, ἡ θεραπεία δὲ εὐθὺς ἀκολουθήσει. τὴν
μὲν γὰρ σύμπασαν θεραπείαν τῷ πεπονθότι χρὴ προσάγειν, προνοεῖ-
σθαι δὲ τῶν δεχομένων τοσοῦτον μόνον, ὡς μὴ ῥᾳδίως δέχοιτο τὰ
ἐπιρρέοντα· γένοιτο δὲ ἂν τοῦτο διά τε τῶν στυφόντων καὶ διὰ τῶν
εἰς εὐεξίαν ἀγόντων τὸ πᾶν σῶμα. τὰς δὲ ἐν χιτῶνι τῆς γαστρὸς
κακοχυμίας διὰ τῶν καθαιρόντων μετρίως, οἷόν ἐστιν ἡ ἀλόη καὶ τὸ
δι' αὐτῆς σκευαζόμενον φάρμακον ἡ πικρά· γλίσχρου δὲ ἅμα φλέγμα-
τος ἐμπεπλασμένου τῇ γαστρὶ δοτέον αὐτοῖς πρότερον, ὅσα τέμνει
τοῦτο, κἄπειθ' οὕτως καθαρτέον· εἰ δὲ ἐπιτηδείως ἔχοι, διὰ ῥαφανίδων
ἐμείτω. εἰ δὲ μήτε γλίσχρος μήτε παχὺς εἴη ὁ χυμός, ἀρκεῖ καὶ ὁ ἀπὸ
τοῦ χυλοῦ τῆς πτισάνης ἔμετος καὶ ὁ ἀπὸ τοῦ μελικράτου· πίνειν δὲ
καὶ ἀψινθίου χυλὸν ἐν μελικράτῳ. ἀνὰ λόγον δὲ χρὴ καὶ τὰς ἐν τοῖς
ἄλλοις μέρεσιν γιγνομένας δυσκρασίας ἰᾶσθαι τὰς ἐπιτηδείους ἐκροὰς
εὑρίσκοντα τοῖς ὑγροῖς· εἰ δὲ μήτε κοιλότητα μήτε ἐκροὴν ἔχοι τὸ
μόριον αἰσθητήν, ἀτμοειδῶς ἐκκενῶσαι χρὴ τοὺς πλεονάζοντας ἰχῶρας
ἢ χυμοὺς ἐν αὐτῷ, καθάπερ γε κἂν πνεῦμα φυσῶδες ᾖ τὸ περι

Παύλος ιατρός Epitomae medicae libri septem B. 3, ch. 13, se. 3, l. 5

Περὶ τῶν ἀπὸ στομάχου.

Εἰ δὲ πρωτοπαθοῦντος τοῦ στομάχου γίγνοιτο τὸ πάθος, εὐπεψίας


προνοοῦντα τὸν πάσχοντα δεῖ περὶ τρίτην ὥραν ἄρτον ἐπιμελῶς ἐσκευ-
ασμένον προσφέρεσθαι ἐξ οἴνου κεκραμένου τῶν ἠρέμα στυφόντων καὶ
λευκῶν. δίδου δὲ τούτοις τοῦ δι' ἀλόης φαρμάκου δίς που καὶ τρὶς
ἐφ' ἑκάστου ἔτους. οἶδα δέ ποτε παιδίον, φησὶν ὁ Γαληνός, οὐδ' ὅλως
ἐπιληφθέν, ἐξ οὗ τῆς ῥίζης τῆς γλυκυσίδης ἐφόρει (λέγει δὲ τὴν παιω-
νίαν) μέγα καὶ πρόσφατον ἐξαρτώμενον τῷ τραχήλῳ. καὶ τὸ ἀγαρικὸν
δὲ τοὺς ἐπιληπτικοὺς ὀνίνησι σέσελί τε καὶ τοῦ σπονδυλίου ὁ καρπὸς
καὶ ἡ ῥίζα καὶ ἀριστολοχία στρογγύλη μεθ' ὕδατος πινομένη· βοηθεῖ
δὲ μεγάλως τούτοις καὶ ἡ ἀπόσχασις τῶν σκελῶν συνεχῶς γινομένη.

Παύλος ιατρός Epitomae medicae libri septem


B. 3, ch. 14, se. 2, l. 7

Θεραπεία μελαγχολίας.
Τοὺς μὲν οὖν κατὰ πρωτοπάθειαν τοῦ ἐγκεφάλου μελαγχολικοὺς
διά τε λουτρῶν συνεχῶν καὶ διαίτης εὐχύμου τε καὶ ὑγρᾶς ἐκθεραπεύειν
ἅμα τῇ κατὰ τὴν ψυχὴν προσηκούσῃ θυμηδίᾳ χωρὶς ἑτέρου βοηθήματος,
ὅταν γε μήπω διὰ χρόνου μῆκος δυσεκκένωτος ὁ λυπῶν ᾖ χυμός, ὅτε
καὶ ποικιλωτέρας καὶ ἰσχυροτέρας προσάγειν χρὴ τὰς ἰάσεις. καθαίρειν
οὖν αὐτοὺς εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς ἐπιθύμῳ ἢ ἀλόῃ· τούτων γὰρ εἰ καὶ ὀλίγον
ἐφ' ἑκάστης ἡμέρας λαμβάνοιεν, ὠφελεῖ τὰ μέγιστα καὶ ἡσυχῆ ὑπάγει.
καθήραντα οὖν, ὡς εἴρηται, διδόναι τοῦ ἀψινθίου, νῦν μὲν τῆς πόας
βρέχων ἐν ὕδατι καὶ ἑψῶν ὅσον κυάθους δύο, νῦν δὲ τοῦ χυλοῦ ὅσον
ἡμίδραχμον διατήκων ὕδατι συνεχῶς. καὶ ὄξους δὲ ἐπιρροφεῖν ὡς δρι-
μυτάτου βραχὺ καθεύδειν μέλλοντα καὶ τὰ πολλὰ τῶν ὄψων εἰς τοῦτο
ἀποβάπτοντα ἐσθίειν· ἄμεινον δὲ μεμῖχθαι τῷ ὄξει σκίλλης καὶ πολίου
καὶ τῆς λεπτῆς ἀριστολοχίας. ὅταν δὲ ἐντύχῃς ἀρχομένῳ μὲν τῷ νοσή-
ματι διὰ τὴν τοῦ ὅλου σώματος συμπάθειαν, ὡς εἴρηται, συνεστῶτι δὲ
τῷ σώματι, πάντως ἀπὸ φλεβοτομίας ἀρκτέον, μετὰ δὲ τὴν φλεβοτο-
μίαν ἀνακομισάμενον κάτω καθαίρειν τῷ διὰ Σικυωνίας καὶ τῷ διὰ

Παύλος ιατρός Epitomae medicae libri septem


B. 3, ch. 18, se. 3, l. 20

οἷός τε εἴη ὁ πάσχων λαμβάνειν, ἐπιβάλλοντας μέλιτος κοχλιάριον α·


ἐπὶ δὲ τὰ μόρια ἐπιτιθέναι τῶν διαφορητικῶν φαρμάκων τινὰ καὶ τῶν
φοινίσσειν δυναμένων συνεπιβάλλοντας τούτοις τοῦ καστορίου ἢ πε-
πέρεως ἢ πυρέθρου ἢ κάχρυος ἢ εὐφορβίου. καὶ πρό γε τούτων ἐμ-
βροχαὶ διὰ πηγανίνου ἐλαίου ἢ Σικυωνίου ἢ παλαιοῦ. τροφαὶ σιτώδεις,
ῥοφηματώδεις ἢ ἄλλως εὔπεπτοι καὶ ἀπέριττοι. σικύαι κολλάσθωσαν
τοῖς παρεθεῖσι μέρεσιν, εἰ μὲν πολλὰ εἴη, μεμερισμένως, εἰ δ' ὀλίγα,
ὑφ' ἕν· καταπλάσσειν δὲ μετὰ τὰς σικύας τοῖς διὰ πίσσης ἢ ῥητίνης ἢ
μάννης. κάλλιστα δὲ ποιεῖ ἀρτεμισίᾳ συνεψομένη καλαμίνθη καὶ κόνυζα
καὶ νίτρον· ὕδωρ δὲ μεμίχθω ὀλίγον, καὶ αὐτὸ δὲ ἐν τῇ ἑψήσει ἀνα-
λισκέσθω. ἥ τε κοιλία αὖθις ὑπαγέσθω διά τε ἀλόης ἢ πολυποδίου ἢ
σκαμμωνίας ἢ τοῦ διὰ κολοκυνθίδος πολτοῦ. λιπάσματά τε σύγχριστα
τοιαῦτα· ἔλαιον παλαιόν, ἐν ᾧ σκίλλα ἐνταριχεύεται ἐπὶ ἡμέρας μὑφ'
ἡλίῳ· εἰ δὲ μὴ παρείη τοῦτο, ἕψεις ἐν ἐλαίῳβτῆς σκίλλης καὶ συγ-
χρίεις ἢ κάχρυ ὁμοίως σκευάσαντα· μικτέον δὲ καὶ κηροῦαὑπὲρ
τοῦ μὴ διαρρεῖν. εἰ δὲ καὶ χαλβάνης καὶ καστορίου καὶ εὐφορβίου καὶ
ἀδάρκης καὶ νίτρου προσλάβοι ἀνὰʹ, φαρμακωδέστερόν ἐστιν. εὐ-
θετεῖ δὲ ἀκριβῶς καὶ βατράχιος βοτάνη ἐνεψομένη τῷ ἐλαίῳ ἐν ἡλίῳ
ταριχευομένη. ποτήματα δὲ καστορίου ὅσον α, ὀποπάναξ κυάμου
μέγεθος καταπινόμενος· θαυμαστῶς δὲ ποιεῖ καὶ τὸ σαγαπηνὸν ὀρόβου
μέγεθος ἐν μελικράτῳ καὶ τὸ καστόριον μετὰ ὀποπάνακος· καὶ ὀποῦ

Παύλος ιατρός Epitomae medicae libri septem


B. 3, ch. 22, se. 3, l. 23

ὑγρά, σικύαν προσβάλλειν τῷ ἰνίῳ ἢ κατασχάζειν ἢ βδέλλας προσάγειν


τῷ μετώπῳ κατὰ τὸν ἀλγοῦντα ὀφθαλμόν, καταπλάττειν τε δι' ἄρτου
καθαροῦ βραχέντος ὕδατι σὺν ὀλίγῳ ῥοδίνῳ ἢ ἀλφίτοις ἑψηθεῖσι κω-
δυῶν ἀφεψήματι ὁμοίως σὺν ῥοδίνῳ· καὶ δραστικωτέρῳ δὲ χρηστέον
καταπλάσματι ἀπό τε κρόκου καὶ μελιλώτων καὶ φοινίκων σαρκῶν καὶ
κοριαννοῦ φύλλων ἁπαλῶν ᾠῶν τε τῶν πυρρῶν ὀπτηθέντων καὶ ψιχῶν
βραχεισῶν εἰς ἕψημα καὶ ῥοδίνου βραχέος λειουμένων κωδυῶν ἀπο-
ζέματι. καὶ τοῦ σπέρματος δὲ τῶν κωδυῶν ἔστιν ὅτε μίγνυμεν ἀνωδυ-
νίας χάριν· εἰ δὲ πολλὴ τῆς ὀδύνης ἡ ἀνάγκη, καὶ ὀπίου μικτέον ἐλά-
χιστον, χωρὶς δὲ μεγίστης ὀδύνης παραιτητέον τὰ ναρκωτικά. εἰ δὲ
μετρία ἡ φλεγμονὴ εἴη, ἀλόην καθ' αὑτὴν ἀνεὶς ὕδατι ἢ ᾠοῦ τὸ
λευκὸν ἔγχρισον. ἵνα δὲ καὶ ἕτοιμον ὑπάρχῃ βοήθημα, λαβὼν κρόκου
ϛ, ἀλόης ιϛ, κόμμεως θὕδατι ὀμβρίῳ ἀναλάμβανε καὶ ποίει κολ-
λούρια. καὶ τὰ διάκροκα δὲ προσαγορευόμενα πρὸς ἀρχὰς ὀφθαλμιῶν
εἰσιν ἐπιτήδεια. ἐφ' ὧν δὲ οἰδηματώδης ὄγκος καὶ ἔκλευκός ἐστι περί
τε τὰ βλέφαρα καὶ τὸν ἐπιπεφυκότα χωρὶς βλάβης τῶν χιτώνων, εὐ-
χρηστεῖ καὶ τὰ ὑγροκολλούρια καλούμενα διά τε κρόκου καὶ χαλκάνθου
καὶ μέλιτος σκευαζόμενα.
Καὶ τοῦτο δὲ κάλλιστον·

Ὑγροκολλούριον ἀνώδυνον.

Παύλος ιατρός Epitomae medicae libri septem B. 3, ch. 22, se. 3, l. 25

καθαροῦ βραχέντος ὕδατι σὺν ὀλίγῳ ῥοδίνῳ ἢ ἀλφίτοις ἑψηθεῖσι κω-


δυῶν ἀφεψήματι ὁμοίως σὺν ῥοδίνῳ· καὶ δραστικωτέρῳ δὲ χρηστέον
καταπλάσματι ἀπό τε κρόκου καὶ μελιλώτων καὶ φοινίκων σαρκῶν καὶ
κοριαννοῦ φύλλων ἁπαλῶν ᾠῶν τε τῶν πυρρῶν ὀπτηθέντων καὶ ψιχῶν
βραχεισῶν εἰς ἕψημα καὶ ῥοδίνου βραχέος λειουμένων κωδυῶν ἀπο-
ζέματι. καὶ τοῦ σπέρματος δὲ τῶν κωδυῶν ἔστιν ὅτε μίγνυμεν ἀνωδυ-
νίας χάριν· εἰ δὲ πολλὴ τῆς ὀδύνης ἡ ἀνάγκη, καὶ ὀπίου μικτέον ἐλά-
χιστον, χωρὶς δὲ μεγίστης ὀδύνης παραιτητέον τὰ ναρκωτικά. εἰ δὲ
μετρία ἡ φλεγμονὴ εἴη, ἀλόην καθ' αὑτὴν ἀνεὶς ὕδατι ἢ ᾠοῦ τὸ
λευκὸν ἔγχρισον. ἵνα δὲ καὶ ἕτοιμον ὑπάρχῃ βοήθημα, λαβὼν κρόκου
..., κόμμεως θὕδατι ὀμβρίῳ ἀναλάμβανε καὶ ποίει κολ-
λούρια. καὶ τὰ διάκροκα δὲ προσαγορευόμενα πρὸς ἀρχὰς ὀφθαλμιῶν
εἰσιν ἐπιτήδεια. ἐφ' ὧν δὲ οἰδηματώδης ὄγκος καὶ ἔκλευκός ἐστι περί
τε τὰ βλέφαρα καὶ τὸν ἐπιπεφυκότα χωρὶς βλάβης τῶν χιτώνων, εὐ-
χρηστεῖ καὶ τὰ ὑγροκολλούρια καλούμενα διά τε κρόκου καὶ χαλκάνθου
καὶ μέλιτος σκευαζόμενα.

Παύλος ιατρός Epitomae medicae libri septem B. 3, ch. 22, se. 11, l. 16

συνεχῶς δὲ ἀλλάσσειν χρή, καὶ οὐδὲ φθάσουσι μεταβληθῆναι.


Ἄλλο. ἄλιξ ἑψόμενος ἐν ὄξει καὶ καλῶς τριβόμενος οὐ μόνον
ἀρχομένους ἀλλὰ καὶ μεταβληθέντας εἰς πῦον ἰᾶται καὶ ῥήγνυσι καὶ
ἄχρις ὀστέου κάτεισι. τούτῳ χρησάμενος οὐ μόνον αἰγίλωπας ἀλλὰ καὶ
ἀγχίλωπας ἰάσῃ.
Ἄλλο. πήγανον ἥμερον ἅμα πρωτοστάκτῳ λειούμενον καὶ ἑψόμενον
καὶ ἐπιτιθέμενον πάνυ καλῶς ἀνασκευάζει τοὺς αἰγίλωπας καὶ ἄχρι
τοῦ ὀστέου κάτεισι κατ' ἀρχὰς δάκνον, ὕστερον δὲ οὐκέτι· καὶ τὸ θαυμα-
στόν, ὅτι οὔτε οὐλὴν ἄσχημον φέρουσιν.
Ἄλλο. κοχλίους μετὰ τῶν ὀστράκων λειώσας ἐπίθες (ἔστι δὲ ὅτε
καὶ ἀλόης ἢ σμύρνης ἐπιμιγνυμένης τούτῳ) πρὸ τοῦ εἰς πῦον μετα-
βληθῆναι τὸν αἰγίλωπα· καὶ μετὰ τὸ ῥαγῆναι δὲ ξηραίνει.

Παύλος ιατρός Epitomae medicae libri septem B. 3, ch. 22, se. 20, l. 9

Περὶ ἐγκανθίδων καὶ ῥυάδων.

Ἡ ἐγκανθὶς ὑπεραύξησίς ἐστι τοῦ φυσικοῦ κατὰ τὸν μέγαν κανθὸν


σαρκίου, ἡ δὲ ῥυὰς αὖ τούτου μείωσις. τὰς μὲν οὖν ἐγκανθίδας τοῖς
τε πρὸς ἐκτρόπια λεχθεῖσι καὶ τοῖς παραπλησίοις καυστικοῖς ἢ σηπτοῖς
ἂν ἐκδαπανήσειας μὴ ὅλας, ἵνα μὴ ῥυὰς πάλιν γένηται, ἀλλ' ἄχρι τοῦ
φυσικοῦ μεγέθους. τὰς δὲ ῥυάδας ὅλου μὲν ἐκδαπανηθέντος ἢ ἀπὸ
χειρουργίας ἀτέχνου ἢ διὰ φαρμάκων τοῦ σαρκώδους ἀνιάτους ἴσθι·
εἰ δὲ μέρος αὐτῶν ἐμειώθη, τοῖς μετρίως στύφουσι καὶ σαρκοῦσιν αὐτὸ
ἐπαναθρέψεις, οἷα τὰ διὰ κρόκου καὶ γλαυκίου καὶ ἀλόης καὶ τὰ διά-
κροκα τῶν κολλουρίων καὶ ὑοσκύαμος ἐν οἴνῳ ἑψηθεὶς καὶ ἐπιτιθέμενος
καὶ ὀλίγη στυπτηρία σὺν οἴνῳ.

Παύλος ιατρός Epitomae medicae libri septem


B. 3, ch. 22, se. 23, l. 14

πάθος ὄνυχα προσαγορεύουσι. σκοπὸς οὖν ἐστι τῆς θεραπείας ἢ δια-


φορῆσαι τὸ πῦον διὰ τῶν μετρίως τοῦτο ποιούντων, οἷόν ἐστι τὸ
μελίκρατον καὶ τῆς τήλεως ὁ χυλὸς καὶ τὰ δι' αὐτοῦ κολλούρια τό τε
Λιβάνιον καὶ τὰ διὰ λιβάνου, ἢ συρρῆξαι καὶ ἀνακαθᾶραι διὰ τῶν ἰσχυ-
ροτέρων, οἷα τά τε διάσμυρνα καὶ τὸ ὑγείδιον. πρὸς δὲ τοὺς ἄνευ
ἑλκώσεως ὑποπύους καὶ τῷδε τῷ ὑγροκολλουρίῳ χρηστέον· χαλκάνθου,
κρόκου ἀνὰ η, σμύρνης δ, μέλιτος λι. α. καὶ ἡ φλύκταινα δὲ ἐπανά-
στασις οὖσα τοῦ κερατοειδοῦς ὑγροῦ τινος ὑποδείραντος κτηδόνας αὐ-
τοῦ τῇ τῶν ὑποπύων ὑπάγεται θεραπείᾳ.
Ὑγρὰ πρὸς ὑποπύους ἡ Βάσσου.
κρόκου, ἀλόης , σμύρνης ἀνὰα, οἴνουγ, μέλιτος καλλίστου
ϛ· λειοῦται ὁ κρόκος σὺν ὀλίγῳ οἴνῳ, εἶτα ἀλόη καὶ σμύρνα, καὶ
ἐπειδὰν παχυνθῇ, ἐπίβαλε τὸ μέλι καὶ ἑνώσας ἀπόθου ἐν ὑελῷ ἀγγείῳ·
χρῶ δὲ δὶς τῆς ἡμέρας, εἰ δὲ ἐπείγοι, τρίς, καὶ ἐπίδει τὸν ὀφθαλμόν·
ἅμα καθαίρει, σαρκοῖ, ἀπουλοῖ.

Παύλος ιατρός Epitomae medicae libri septem


B. 3, ch. 22, se. 23, l. 15

φορῆσαι τὸ πῦον διὰ τῶν μετρίως τοῦτο ποιούντων, οἷόν ἐστι τὸ


μελίκρατον καὶ τῆς τήλεως ὁ χυλὸς καὶ τὰ δι' αὐτοῦ κολλούρια τό τε
Λιβάνιον καὶ τὰ διὰ λιβάνου, ἢ συρρῆξαι καὶ ἀνακαθᾶραι διὰ τῶν ἰσχυ-
ροτέρων, οἷα τά τε διάσμυρνα καὶ τὸ ὑγείδιον. πρὸς δὲ τοὺς ἄνευ
ἑλκώσεως ὑποπύους καὶ τῷδε τῷ ὑγροκολλουρίῳ χρηστέον· χαλκάνθου,
κρόκου ἀνὰ η, σμύρνης δ, μέλιτος λι. α. καὶ ἡ φλύκταινα δὲ ἐπανά-
στασις οὖσα τοῦ κερατοειδοῦς ὑγροῦ τινος ὑποδείραντος κτηδόνας αὐ-
τοῦ τῇ τῶν ὑποπύων ὑπάγεται θεραπείᾳ.
Ὑγρὰ πρὸς ὑποπύους ἡ Βάσσου.
κρόκου, ἀλόης , σμύρνης ἀνὰα, οἴνουγ, μέλιτος καλλίστου
ϛ· λειοῦται ὁ κρόκος σὺν ὀλίγῳ οἴνῳ, εἶτα ἀλόη καὶ σμύρνα, καὶ
ἐπειδὰν παχυνθῇ, ἐπίβαλε τὸ μέλι καὶ ἑνώσας ἀπόθου ἐν ὑελῷ ἀγγείῳ·
χρῶ δὲ δὶς τῆς ἡμέρας, εἰ δὲ ἐπείγοι, τρίς, καὶ ἐπίδει τὸν ὀφθαλμόν·
ἅμα καθαίρει, σαρκοῖ, ἀπουλοῖ.
Παύλος ιατρός Epitomae medicae libri septem B. 3, ch. 22, se. 30, l.
15

χύματα ὑγρῶν παρέγχυσιν πηγνυμένων μεταξὺ τοῦ ῥαγοειδοῦς καὶ τοῦ


κρυσταλλοειδοῦς. ἔστι δὲ πάντα τὰ γλαυκώματα ἀνίατα, τὰ δὲ ὑπο-
χύματα ἰᾶται οὐ πάντα. θεραπεύειν δὲ τοὺς ὑποχύσει πειρωμένους πρὸ
τοῦ συστῆναι τὸ πάθος αἵματος ἀπ' ἀγκῶνος ἀφαιρέσει καὶ καθάρσει
καὶ κενώμασι δριμυτέροις, καθάπερ τοῖς διὰ κενταυρίου ἀφεψήματος ἢ
σικύου πικροῦ, καὶ κοιλίας λύσει συνεχεστέρᾳ, καὶ σικύας τῷ ἰνίῳ προς-
βάλλειν μετὰ κατασχασμοῦ. δεῖ δὲ καὶ ὑδροποτεῖν παρ' ὅλην τὴν δίαιταν
καὶ κεχρῆσθαι τροφαῖς λεπτυνούσαις· συνοίσει δὲ χρόνου διελθόντος
καὶ ἀποφλεγματισμὸς διά τινων ἡμερῶν. ὅσοις δὲ παροράσεις γίνονται,
οἷον κωνωπίων προφαινομένων, ἔκ τινος κακοχυμίας ἢ χολωδεστέρων
ἀτμῶν ἀναδιδομένων, τὸ διὰ τῆς ἀλόης πικρὸν δώσομεν φάρμακον
κατὰ συνέχειαν ἢ καὶ δι' αὐτοῦ τούτου καθάρωμεν. ἐν δὲ τοῖς ὀφθαλμοῖς
φαρμάκοις χρηστέον τὸ μὲν πρῶτον ἁπλοῖς, καθάπερ μέλιτι καὶ ἐλαίῳ
σὺν μαράθρου χυλῷ, ὕστερον δὲ καὶ τοῖς συνθέτοις, οἷόν ἐστι καὶ τόδε·
σαγαπηνοῦ β, ὀποῦ Κυρηναϊκοῦ, ἐλλεβόρου λευκοῦ ἀνὰ ϛ, οἱ δὲ
ε, μέλιτος κοτύλαι η. ἡμεῖς δέ, φησὶν Ὀριβάσιος, τῷ ὑπογεγραμμένῳ
χρώμεθα· καυκαλίδων χυλοῦ, χαμαίδρυος, κορωνόποδος, ἑκάστου ἴσον·
λεάνας ποίει κολλούρια. καὶ τὸ διὰ τοῦ χυλοῦ τοῦ μαράθρου καὶ ὁ
Πρωτεὺς ὅ τε θαλασσερὸς καὶ τὸ δι' ὀποβαλσάμου καὶ τὰ διὰ τούτων
σκευαζόμενα κολλούρια πέφυκεν ὠφελεῖν, καὶ τοῦ μαράθρου τὸ

Παύλος ιατρός Epitomae medicae libri septem B. 3, ch. 23, se. 5, l. 9

Πρὸς ῥύπου σκληρότητα.

Νίτρον ὄξει διεὶς μεθ' ὕδατος ἔγκλυζε καὶ ἀπομάξας ἔνσταζε νίτρον
ὄξει διειμένον σὺν ῥοδίνῳ.
Ἄλλο πρὸς ῥύπον. καρδάμωμον καὶ νίτρον βραχὺ μετὰ ἰσχάδων
ἀναλαβὼν χωρὶς τῶν κεγχραμίδων καὶ κολλούρια ποιήσας ἔνθες εἰς
τὴν ἀκοὴν καὶ κόμιζε δι' ἡμερῶν γ· ἄγει γὰρ ῥύπον πολὺν καὶ ἱκανῶς
κουφίζει. ποιεῖ καὶ τοῖς ὑπερσαρκώμασιν, χρονίαις ὀδύναις καὶ ἑλκώ-
σεσιν.
Ἄλλο. ἀλόης , λιβάνου, σμύρνης ἀνὰ α, μίσυος δ· δι' ὄξους
τροχίσας αὐτὸ ἐπὶ τῆς χρείας ὄξει καὶ ῥοδίνῳ λύων ἐγχυμάτιζε, καὶ
τὸν Ἄνδρωνος τροχίσκον καὶ τὴν Ἶριν καὶ τὸν Μούσα.
Παύλος ιατρός Epitomae medicae libri septem B. 3, ch. 23, se. 12, l. 4

Πρὸς θλάσιν ὤτων.

Ὁ μὲν Ἱπποκράτης παραινεῖ μηδὲν αὐτοῖς προσφέρειν· ἐπειδὴ δὲ


πολλάκις ὑπὸ τῶν πεπονθότων ἀναγκαζόμεθα, χρηστέον τοῖσδε·
σμύρνης,
ἀλόης , λιβάνου, ἀκακίας ἴσα ὄξει ἢ ᾠοῦ τῷ λευκῷ κατάχριε, ἢ ἄρτου
θερμοῦ τὸ ἐντὸς σὺν μέλιτι ὁλμοκοπήσας κατάπλασσε. ἢ τοῦτο· ἀσφάλ-
του, λιβάνου, ἀλόης , κοχλιῶν τῆς σαρκός, βολβῶν Ἄφρων ἴσα ὄξει
συλλεάνας ἐπιτίθει. φλεγμονῆς δὲ γενομένης σησάμῳ λείῳ κατάπλασσε
ἢ χόνδρῳ σὺν ὄξει ἑφθῷ. ἐλαφρὰ δὲ ἔστω τὰ καταπλάσματα καὶ χωρὶς
ἐπιδέσεως ἢ ἐλαφρῶς ἐπιδείσθω, καὶ ἔριον ἐλαιοβραχὲς ἐντεθείσθω τῷ
πόρῳ τοῦ ὠτός.

Παύλος ιατρός Epitomae medicae libri septem B. 3, ch. 23, se. 12, l. 6

Πρὸς θλάσιν ὤτων.

Ὁ μὲν Ἱπποκράτης παραινεῖ μηδὲν αὐτοῖς προσφέρειν· ἐπειδὴ δὲ


πολλάκις ὑπὸ τῶν πεπονθότων ἀναγκαζόμεθα, χρηστέον τοῖσδε·
σμύρνης,
ἀλόης , λιβάνου, ἀκακίας ἴσα ὄξει ἢ ᾠοῦ τῷ λευκῷ κατάχριε, ἢ ἄρτου
θερμοῦ τὸ ἐντὸς σὺν μέλιτι ὁλμοκοπήσας κατάπλασσε. ἢ τοῦτο· ἀσφάλ-
του, λιβάνου, ἀλόης , κοχλιῶν τῆς σαρκός, βολβῶν Ἄφρων ἴσα ὄξει
συλλεάνας ἐπιτίθει. φλεγμονῆς δὲ γενομένης σησάμῳ λείῳ κατάπλασσε
ἢ χόνδρῳ σὺν ὄξει ἑφθῷ. ἐλαφρὰ δὲ ἔστω τὰ καταπλάσματα καὶ χωρὶς
ἐπιδέσεως ἢ ἐλαφρῶς ἐπιδείσθω, καὶ ἔριον ἐλαιοβραχὲς ἐντεθείσθω τῷ
πόρῳ τοῦ ὠτός.

Παύλος ιατρός Epitomae medicae libri septem B. 3, ch. 24, se. 8, l. 10


Περὶ τῆς τῶν ῥινῶν αἱμορραγίας.

Περὶ μὲν τῆς ἐν πυρετοῖς ἐκ ῥινῶν αἱμορραγίας ἐν ἐκείνοις κατὰ


τὸ δεύτερον εἴρηται βιβλίον· περὶ δὲ τῆς ὁπωσοῦν ἄλλως γινομένης
ἁπλῶς δυσεπισχέτου νῦν εἰρήσεται. χαλκῖτιν λεάνας ἀνάλαβε δεδευμένῳ
ὕδατι ἐλλυχνίῳ ἢ πριαπίσκῳ καὶ ἐντίθει τοῖς μυξωτῆρσιν ἢ ᾠοῦ τὸ
ὄστρακον καύσας μίσγε αὐτῷ καὶ κηκῖδος τὸ ἥμισυ καὶ ὡσαύτως χρῶ,
ἢ λυκίῳ Ἰνδικῷ διάψα ἢ ὀνίδα καύσας ἐμφύσα τὴν σποδὸν ἢ χυλίσας
τὴν ὀνίδα ἔνσταζε τὸν χυλόν, ἢ μυλίτου λίθου σβεσθέντος ὄξει τὴν ἀτ-
μίδα ὀσφραινέσθω, ἢ καὶ παρεμπλαστικῷ τούτῳ κέχρησο· μάννης λιβά-
νου μέρος α, ἀλόης μέρος ʹ, ᾠοῦ τῷ λευκῷ ἀναλάμβανε καὶ χρῶ δι'
ἐλλυχνιωτοῦ προστιθεὶς ἔξωθεν τῷ χρίσματι λαγωοῦ τρίχας, ἢ τὴν κα-
λουμένην λυχνίδα ἔνθες τῷ μυκτῆρι, ἢ σικύαν κούφην κατὰ τοῦ κατ'
εὐθὺ τοῦ αἱμορραγοῦντος μυκτῆρος ὑποχονδρίου πρόσθες μεγάλην τε
καὶ ἐπιμόνως, ἢ τὰ ὦτα στερρῶς ἐμφραττέτω, καὶ τὸ μέτωπον σπόγ-
γοις ἐξ ὕδατος ψυχροῦ καταβρεχέσθω, ἢ σικύαν ἰνίῳ κολλᾶν

Παύλος ιατρός Epitomae medicae libri septem


B. 3, ch. 26, se. 2, l. 14

καππάρεως ῥίζα ἢ μυρσίνης φύλλα ἢ πόλιον ἢ σικύου ἀγρίου ῥίζα, ἢ


πηγάνου φύλλα μετ' ὀξυμέλιτος ἢ κέρας ἐλάφειον ἢ καὶ τὸ σκιλλητι-
κὸν ὄξος ἢ πύρεθρον μετὰ ὑσσώπου· εἰς δὲ τὸ βεβρωμένον τοῦ ὀδόν-
τος ἐντίθει στύρακα μετὰ ὀπίου ἢ χαλβάνην ἢ θεῖον ἄπυρον μετὰ
λυκίου, ἢ ὑοσκυάμου σπέρματος ὑπατμιζέσθω διὰ χωνίου· καὶ ἡ Φίλω-
νος ἀντίδοτος περιπλασσομένη τῷ ὀδόντι ἀνωδυνίαν ἐμποιεῖ. ῥευματι-
ζομένων δὲ τῶν ὀδόντων μυρσίνης καὶ σχίνου καὶ κηκῖδος ἀπόζεμα
διακλυζέσθω ἢ ῥοῦ Συριακοῦ καὶ βαλαυστίων ἢ σιδίων. ἐπίπλασσε δὲ
ἁλῶν μέρη β, στυπτηρίας κεκαυμένης καὶ σβεσθείσης ὄξει καὶ
λειωθείσης
μέρος α, εἶτα οἴνῳ διακλυζέσθω. αἱμάσσουσι δὲ οὔλοις στυπτηρίαν
λεπτὴν ἐπίπασον, ἢ ἀλόην μετ' οἴνου διακλυζέσθω ἢ βάτου ῥίζαν οἴνῳ
ἀποζεσθεῖσαν ἢ ῥοῦν Συριακόν. αἱμασσομένων δὲ καὶ ῥευματιζομένων
οὔλων ὠμοτάριχον ἐν χύτρᾳ καύσας ἕως ἀνθρακωθῆναι τῇ σποδιᾷ
παράπτου. ἵστησι δὲ σειομένους ὀδόντας ἐπιπασσομένη ἀλόη ἢ ῥοῦς
Συριακὸς ἢ σχιστὴ ἢ κηκὶς ἢ βάτου ῥίζα καθ' ἑαυτὰ ἢ σὺν οἴνῳ
ἑψόμενα.
Πρὸς σειομένους ὀδόντας καὶ πρὸς οὖλα ῥευματιζόμενα καὶ πρὸς
πᾶσαν νομὴν τὴν ἐν τῷ στόματι.
χαλκίτεως ὀπτῆς ιβ, καδμίας η· χρῶ ξηρῷ σὺν ὄξει.
Παύλος ιατρός Epitomae medicae libri septem
B. 3, ch. 26, se. 2, l. 17

τος ἐντίθει στύρακα μετὰ ὀπίου ἢ χαλβάνην ἢ θεῖον ἄπυρον μετὰ


λυκίου, ἢ ὑοσκυάμου σπέρματος ὑπατμιζέσθω διὰ χωνίου· καὶ ἡ Φίλω-
νος ἀντίδοτος περιπλασσομένη τῷ ὀδόντι ἀνωδυνίαν ἐμποιεῖ. ῥευματι-
ζομένων δὲ τῶν ὀδόντων μυρσίνης καὶ σχίνου καὶ κηκῖδος ἀπόζεμα
διακλυζέσθω ἢ ῥοῦ Συριακοῦ καὶ βαλαυστίων ἢ σιδίων. ἐπίπλασσε δὲ
ἁλῶν μέρη β, στυπτηρίας κεκαυμένης καὶ σβεσθείσης ὄξει καὶ
λειωθείσης
μέρος α, εἶτα οἴνῳ διακλυζέσθω. αἱμάσσουσι δὲ οὔλοις στυπτηρίαν
λεπτὴν ἐπίπασον, ἢ ἀλόην μετ' οἴνου διακλυζέσθω ἢ βάτου ῥίζαν οἴνῳ
ἀποζεσθεῖσαν ἢ ῥοῦν Συριακόν. αἱμασσομένων δὲ καὶ ῥευματιζομένων
οὔλων ὠμοτάριχον ἐν χύτρᾳ καύσας ἕως ἀνθρακωθῆναι τῇ σποδιᾷ
παράπτου. ἵστησι δὲ σειομένους ὀδόντας ἐπιπασσομένη ἀλόη ἢ ῥοῦς
Συριακὸς ἢ σχιστὴ ἢ κηκὶς ἢ βάτου ῥίζα καθ' ἑαυτὰ ἢ σὺν οἴνῳ
ἑψόμενα.
Πρὸς σειομένους ὀδόντας καὶ πρὸς οὖλα ῥευματιζόμενα καὶ πρὸς
πᾶσαν νομὴν τὴν ἐν τῷ στόματι.
χαλκίτεως ὀπτῆς ιβ, καδμίας η· χρῶ ξηρῷ σὺν ὄξει.

Παύλος ιατρός Epitomae medicae libri septem


B. 3, ch. 31, se. 4, l. 15

τι πεμμάτων μετά τινος τῶν στυφόντων· λαχάνων δὲ σέριν, κιχώριον,


ἀρνόγλωσσον ἑφθὰ σὺν ὠμοτριβεῖ ἐλαίῳ καὶ ὄξει· ὀπωρῶν δὲ μῆλα,
ἀπίους, μέσπιλα, ῥοιάς, κράνου καρπόν. ποτὸν δὲ ἀπυρέτοις μὲν αὐ-
τοῖς οὖσιν οἶνος ὑδαρὴς ὀλίγος ἔστω, πυρέττουσι δὲ τῶν εἰρημένων τι
πομάτων ἢ τὸ Κιβυρατικὸν ὑδρόμηλον. καὶ τοὺς ἐμοῦντας δὲ τὸ αἷμα
τοῖς αὐτοῖς ἀκτέον τότε τρέφειν μόνον συχνῶς φυλαττομένους· εὐίατοι
γάρ εἰσιν οὗτοι, καθότι καὶ τὰ προπινόμενα τῶν βοηθημάτων ἄντι-
κρυς αὐτοῖς ὁμιλεῖ τοῖς αἱμορραγοῦσι μορίοις. αἵματος δὲ κατὰ τὴν
γαστέρα θρομβωθέντος πυτίαν ποτιστέον, καὶ μάλιστα λαγῴαν, ἢ συκί-
νην κονίαν μεθ' ὕδατος ἢ θύμον ἢ θύμβραν μετ' ὄξους, ἢ καὶ διὰ τοῦ
σχιστοῦ γάλακτος αὐτοὺς κενωτέον ἢ δι' ἀλόης . ἐπὶ δὲ τῶν ἀπὸ τῆς
ὑπερῴας διὰ χρέμψεως πτυόντων τοῖς ἀπὸ τῶν στυφόντων ἀναγαρ-
γαρισμοῖς χρηστέον καὶ τῷ μετώπῳ καὶ τῇ κεφαλῇ προσοιστέον τὰ
τοῖς ἐκ ῥινῶν αἱμορραγοῦσι προσφερόμενα.
αὕτη τῶν αἱμοπτυϊκῶν ἡ θεραπεία, ἣν ἐσπουδασμένως δεῖ ποιεῖ-
σθαι διὰ τὸν ἐκ τῆς ἀμέτρου κενώσεως κίνδυνον· τὸ μὲν γὰρ πλῆθος
τοῦ κενουμένου, καθάπερ ἐπὶ τῶν σφαττομένων, σύντομον ἐποίσει τὸν
θάνατον, ἡ δὲ τοῦ πάθους ἐπιμονὴ τὴν εἰς φθίσιν ἀπειλεῖ μετάστασιν.
ἁπάντων οὖν κατὰ λόγον πραχθέντων καὶ παυσαμένης τῆς φορᾶς τοῦ
αἵματος ἀνακομιστέον αὐτοὺς ἰχθύν τε παρέχοντας καὶ τῶν νέων συῶν
τοὺς πόδας τε καὶ τοὺς ἐγκεφάλους καὶ ἀνατρίβεσθαι τὸ

Παύλος ιατρός Epitomae medicae libri septem B. 3, ch. 37, se. 1, l. 11

δους ὀρέξεως ἀτονίας τε στομάχου καὶ λειποθυμίας, ἔτι δὲ καὶ δίψης


καὶ λυγμοῦ καὶ ναυτίας καὶ συγκοπῆς, ἐν τοῖς περὶ πυρετῶν κατὰ τὸ
πρὸ τοῦδε δεύτερον βιβλίον αὐτάρκως διώρισται, καὶ πάλιν περὶ τῶν
αὐτῶν λέγειν οὐκ εὔκαιρον. αἱ δὲ φλεγμοναὶ τοῦ τῆς κοιλίας στόμα-
τος καὶ τοῦ ἥπατος δέονται τῆς τῶν στυφόντων παραπλοκῆς· ἐὰν γὰρ
διὰ τῆς χαλαστικῆς ἀγωγῆς μόνης θεραπεύῃ τις, κίνδυνον ἐπάξει περὶ
τῆς ζωῆς. δεῖ τοίνυν, εἴτε ἔλαιον εἴη τὸ ἐπαντλούμενον εἴτε κατά-
πλασμα, παραπλέκειν τι τῶν στυφόντων, οἷον ἀψίνθιον ἢ νάρδινον
μύρον ἢ μήλινον ἢ Κυδώνιον ἐνεψήσαντας. κηρωτὴ δέ ἐστιν, ᾗ συν-
εχῶς χρώμεθα· κηροῦ λευκοῦα, θέρους δὲ ζ, ἀλόης , μαστίχης ἀνὰ
α, ἐλαίου ὀμφακίνου ἢ μηλίνου καὶ νάρδου κατὰ τὴν χρείαν τὸ ἀρ-
κοῦν πρὸς τὴν σύστασιν. εἰ δὲ πλείονος δέοιτο στύψεως, ὡς μηδὲ τῶν
τροφῶν κρατεῖν, προσμιγνύσθω καὶ ὀμφακίου αἢ καὶ ἀψινθίου χυλοῦ
τὸ ἴσον καὶ τρίτον ἐπ' αὐτοῖς τῆς ὑποκιστίδος καὶ οἰνάνθης καὶ ῥοῦ
χυλοῦ· παραύξειν δὲ χρὴ τῆς κηρωτῆς τὸ πλῆθος ἀνάλογον τῷ τῶν
ἄλλων φαρμάκων ἀριθμῷ. χρονιζούσης δὲ τῆς φλεγμονῆς καὶ σκληρυνο-
μένης ἤδη ποικιλώτερα φάρμακα προσφέρειν δεῖ καὶ τῶν ἀρωμάτων
ἔχοντά τι καὶ τῶν μαλακτικῶν καὶ τῶν διαφορητικῶν, οἷόν ἐστι καὶ
τὸ διὰ μελιλώτου σκευαζόμενον καὶ τὸ Φιλαγριανὸν καὶ τὸ εὐῶδες.
τοῦ χλωροῦ ἰάσπιδος ὁρμαθὸς ἐξαρτώμενος τοῦ τραχήλου,

Παύλος ιατρός Epitomae medicae libri septem B. 3, ch. 37, se. 2, l. 6

δυσκρασιῶν καὶ καυσουμένων μετ' ἐκλύσεως ἢ λειποψυχίας ἤ τινος


ἀνορεξίας ἐξ οἱασδήποτε προφάσεως πλὴν πυρετοῦ ψυχρὸν ὕδωρ δί-
δου μετ' ὄμφακος χυλοῦ ἢ μήλων Κυδωνίων ἀφέψημα ἢ ἕλικος ἀμ-
πέλου ἢ σικύου σπερμάτια ηλεῖα μετὰ ψυχροῦ. ἐπιτίθει δὲ τῷ στο-
μάχῳ κύστιν πληρώσας ὕδατος ψυχροῦ ἢ κολοκύνθης ξέσματα. καὶ
ἄδιψα δὲ καταπότια δοτέον, ὡς ἐν τῷ περὶ δίψης εἴρηται. ψυκτικὸν
δὲ καὶ τονωτικὸν πλαδῶντος στομάχου τοῦτο· ῥόδων χλωρῶν τῶν
φύλλων ϛ, γλυκυρίζης χυλοῦ δ, νάρδου Ἰνδικῆς δ· οἴνῳ γλυκεῖ
ἀναλάμβανε καὶ ποίει ὑπογλώττια. ἐπὶ δὲ τῶν διὰ πάχος τοῦ φλέγμα-
τος θερμαίνεσθαί τε καὶ τέμνεσθαι δεομένων χρήσιμόν ἐστι τόδε· μαρά-
θρου ῥίζης φλοιοῦβ, ὄξους ξ̸ αʹ, ἀλόης γ, μέλιτος λι. δ· αἱ ῥί-
ζαι σὺν τῷ ὄξει ἑψηθεῖσαι ἐκθλίβονται καὶ ῥίπτονται, τὸ δὲ μέλι ἐπι-
βληθὲν ἕψεται ἄχρι συστάσεως, καὶ τότε ἀλόη λεία ἐπιπάσσεται· δίδου
κοχλιάρια γσὺν ὕδατι (τινὲς ἄνευ ἀλόης σκευάζουσιν αὐτό)· καὶ τὸ διὰ
καλαμίνθης ἐπὶ τούτοις ἐπιτήδειον. ἐπὶ δὲ τῶν ἀποξυνόντων τὴν τρο-
φὴν

Παύλος ιατρός Epitomae medicae libri septem


B. 3, ch. 37, se. 2, l. 8

δου μετ' ὄμφακος χυλοῦ ἢ μήλων Κυδωνίων ἀφέψημα ἢ ἕλικος ἀμ-


πέλου ἢ σικύου σπερμάτια ηλεῖα μετὰ ψυχροῦ. ἐπιτίθει δὲ τῷ στο-
μάχῳ κύστιν πληρώσας ὕδατος ψυχροῦ ἢ κολοκύνθης ξέσματα. καὶ
ἄδιψα δὲ καταπότια δοτέον, ὡς ἐν τῷ περὶ δίψης εἴρηται. ψυκτικὸν
δὲ καὶ τονωτικὸν πλαδῶντος στομάχου τοῦτο· ῥόδων χλωρῶν τῶν
φύλλων ϛ, γλυκυρίζης χυλοῦ δ, νάρδου Ἰνδικῆς δ· οἴνῳ γλυκεῖ
ἀναλάμβανε καὶ ποίει ὑπογλώττια. ἐπὶ δὲ τῶν διὰ πάχος τοῦ φλέγμα-
τος θερμαίνεσθαί τε καὶ τέμνεσθαι δεομένων χρήσιμόν ἐστι τόδε· μαρά-
θρου ῥίζης φλοιοῦβ, ὄξους ξ̸ αʹ, ἀλόης γ, μέλιτος λι. δ· αἱ ῥί-
ζαι σὺν τῷ ὄξει ἑψηθεῖσαι ἐκθλίβονται καὶ ῥίπτονται, τὸ δὲ μέλι ἐπι-
βληθὲν ἕψεται ἄχρι συστάσεως, καὶ τότε ἀλόη λεία ἐπιπάσσεται· δίδου
κοχλιάρια γσὺν ὕδατι (τινὲς ἄνευ ἀλόης σκευάζουσιν αὐτό)· καὶ τὸ διὰ
καλαμίνθης ἐπὶ τούτοις ἐπιτήδειον. ἐπὶ δὲ τῶν ἀποξυνόντων τὴν τρο-
φὴν κοριάννου σπέρματος αὡς ἄλφιτον ἐμπάσας ὕδατι πότιζε ἢ
μαστίχης κοχλιάριον αἢ θρίδακος λευκῆς σπέρματος κοχλιάρια β. σύν-
θετον δὲ τοῦτο· πεπέρεως α, ἀνήθου σπέρματος γ, κυμίνου δ;
λειώσας δίδου εἰς κοίτην κοχλιάριον αἐν οἴνῳ κεκραμένῳ. ἐπὶ δὲ
τῶν γεννώντων χολὴν μέλαιναν καὶ φυσωμένων τὸν στόμαχον ἐν ταῖς
ἐπιτάσεσιν ἐπιτίθει σπόγγους ὄξει δριμυτάτῳ βεβρεγμένους,

Παύλος ιατρός Epitomae medicae libri septem


B. 3, ch. 37, se. 2, l. 9

πέλου ἢ σικύου σπερμάτια ηλεῖα μετὰ ψυχροῦ. ἐπιτίθει δὲ τῷ στο-


μάχῳ κύστιν πληρώσας ὕδατος ψυχροῦ ἢ κολοκύνθης ξέσματα. καὶ
ἄδιψα δὲ καταπότια δοτέον, ὡς ἐν τῷ περὶ δίψης εἴρηται. ψυκτικὸν
δὲ καὶ τονωτικὸν πλαδῶντος στομάχου τοῦτο· ῥόδων χλωρῶν τῶν
φύλλων ϛ, γλυκυρίζης χυλοῦ δ, νάρδου Ἰνδικῆς δ· οἴνῳ γλυκεῖ
ἀναλάμβανε καὶ ποίει ὑπογλώττια. ἐπὶ δὲ τῶν διὰ πάχος τοῦ φλέγμα-
τος θερμαίνεσθαί τε καὶ τέμνεσθαι δεομένων χρήσιμόν ἐστι τόδε· μαρά-
θρου ῥίζης φλοιοῦβ, ὄξους ξ̸ αʹ, ἀλόης γ, μέλιτος λι. δ· αἱ ῥί-
ζαι σὺν τῷ ὄξει ἑψηθεῖσαι ἐκθλίβονται καὶ ῥίπτονται, τὸ δὲ μέλι ἐπι-
βληθὲν ἕψεται ἄχρι συστάσεως, καὶ τότε ἀλόη λεία ἐπιπάσσεται· δίδου
κοχλιάρια γσὺν ὕδατι (τινὲς ἄνευ ἀλόης σκευάζουσιν αὐτό)· καὶ τὸ διὰ
καλαμίνθης ἐπὶ τούτοις ἐπιτήδειον. ἐπὶ δὲ τῶν ἀποξυνόντων τὴν τρο-
φὴν κοριάννου σπέρματος αὡς ἄλφιτον ἐμπάσας ὕδατι πότιζε ἢ
μαστίχης κοχλιάριον αἢ θρίδακος λευκῆς σπέρματος κοχλιάρια β. σύν-
θετον δὲ τοῦτο· πεπέρεως α, ἀνήθου σπέρματος γ, κυμίνου δ;
λειώσας δίδου εἰς κοίτην κοχλιάριον αἐν οἴνῳ κεκραμένῳ. ἐπὶ δὲ
τῶν γεννώντων χολὴν μέλαιναν καὶ φυσωμένων τὸν στόμαχον ἐν ταῖς
ἐπιτάσεσιν ἐπιτίθει σπόγγους ὄξει δριμυτάτῳ βεβρεγμένους, μετὰ δὲ
τούτους εἰ ἐπιμένοιεν, στυπτηρίαν μετὰ χαλκοῦ λείου μέλιτι ἀναλαβὼν
ἐπιτίθει· πινέτω δὲ σέρεως χυλόν, ἢ τῷ ποτῷ ἡδύοσμον ἔμπασσε. ἐπὶ
δὲ τῶν πνευματουμένων καὶ διατεινομένων τὸν στόμαχον καλαμίνθης

Παύλος ιατρός Epitomae medicae libri septem B. 3, ch. 53, se. 1, l. 24

Ἄλλο. τερεβινθίνηςαʹ, κηροῦ, λιβάνου, σμύρνης, ἰχθυοκόλλης,


κοχλιῶν σὺν τοῖς ὀστράκοις ἀνὰα· τὴν ἰχθυόκολλαν ὄξει πρόβρεχε
ἡμέραις τρισίν.
Ἄλλο. κυπαρίσσου σφαιρίωναʹ, κηκίδωνα, σιδίωνʹ, ταυ-
ροκόλληςγ, μάννης λιβάνουʹ, συμφύτουʹ, κοχλιῶν σὺν τοῖς
ὀστράκοιςα· τὰ σφαιρία καὶ τὰ σίδια οἴνῳ στύφοντι ἑψήσας ἐπὶ πολὺ
καὶ λειώσας μῖξον τὰ λοιπὰ καὶ ἀναλαβὼν χρῶ.
Ἄλλο. ἀλόης , σιδίων, λιβάνου, ὑποκιστίδος χυλοῦ, κόλλης τεκτο-
νικῆς, πίσσης, ἀσφάλτου ἀνὰαʹ, οἴνου γλυκέος τὸ ἀρκοῦν.

Ἕτερον ποικιλώτερον· ποιεῖ καὶ τελείοις τοῖς μὴ χρονίσασιν.

Χρυσοκόλλης, ταυροκόλλης, σαρκοκόλλης, ἰχθυοκόλλης, λίθου γα-


γάτου, λίθου αἱματίτου, ῥοῦ Συριακοῦ, ῥοῦ βυρσοδεψικοῦ, ἀκακίας ἀνὰ
αʹ, λίθου πυρίτου ἀπύρου, μάγνητος τοῦ φυσῶντος, στυπτηρίας
σχιστῆς, μάννης λιβάνου ἀνὰα, πίσσης Βρυττίαςε, κοχλιῶν μετὰ
τῶν ὀστράκωνα, ἑλκύσματοςδ, κηκίδωνα, λεπίδος στομώματος
α, χαλκοῦα, ἀσφάλτουϛ, μυρσινάτου τὸ ἀρκοῦν· οἴνῳ στύφοντι
τὰ ξηρὰ ἀναλαβὼν ἀμολύντῳ χρῶ.
εἰ δὲ μὴ καρτερῶσι κεῖσθαι, τῷ τριγώνῳ τούτους ἐπιδέσμῳ παχυ

Παύλος ιατρός Epitomae medicae libri septem B. 3, ch. 59, se. 1, l. 4


Αἰδοιικὰ καὶ ἑδρικά.

Τὰ ἐν αἰδοίοις ἕλκη καὶ τὰ κατὰ τὴν ἕδραν χωρὶς φλεγμονῆς


ὄντα ξηραινόντων πάνυ δεῖται φαρμάκων, οἷά ἐστι τό τε διὰ τοῦ
κεκαυμένου χάρτου καὶ ἄνηθον κεκαυμένον ξηρὸν καὶ κολοκύνθη κε-
καυμένη. τοῖς δὲ ἀνίκμοις καὶ προσφάτοις τῶν ἑλκῶν καὶ ἡ ἀλόη
φάρμακον ἀγαθόν ἐστιν ἐπιπαττομένη ξηρὰ χνοώδης· πάντων δὲ αὐ-
τῶν ἀνωδυνώτατόν τε καὶ οὐδενὸς ἧττον δραστήριον ὁ πομφόλυξ
ἐστίν. εἰ δὲ ὑγρότερα τύχοι τὰ ἕλκη, πίτυος φλοιὸς καθ' ἑαυτὸν καὶ
λίθος αἱματίτης· εἰ δὲ καὶ βάθος αὐτοῖς τι συνείη, τοῖς εἰρημένοις
μάννης μικτέον. νομῆς δὲ οὔσης καταπλαστέον φακῇ μετὰ σιδίων καὶ
τῷ κοράκῳ δι' ὀξυμέλιτος προσαγορευομένῳ χρηστέον τῷ τε Βιθυνῷ
καὶ τῷ διὰ χάρτου. ῥαγάδας δὲ τὰς ἐν αἰδοίοις καὶ ἕδρᾳ ὠφελεῖ ῥη-
τίνη φρυκτὴ σὺν ῥοδίνῳ τριβεῖσα, ὥστε γενέσθαι γλοιῶδες, μιγνυμένου
καὶ ᾠοῦ λεκίθου καὶ ὀπίου, ἢ κισσοῦ φύλλων ξηρῶν κεκαυμένων ἡ
τέφρα τριβεῖσα σὺν ῥοδίνῳ ἐν μολυβδίνῃ θυΐᾳ προσφερέσθω. καὶ ὁ δι'

Παύλος ιατρός Epitomae medicae libri septem B. 3, ch. 59, se. 2, l. 13

τῶν φύλλωνϛ· ξηρὸν ἐπίπασσε προαπονίπτων οἴνῳ.


πρὸς δὲ τὰ κονδυλώματα· χαλκίτεως, ὑσσώπου κηρωτῆς, μυελοῦ
ἐλαφείου, βάτου φύλλων ἴσα μετὰ κηρωτῆς, καὶ ὁ δι' οἰνελαίου ὁμοίως.
εἰ δὲ κατὰ τὸν καυλὸν ἔνδον τῆς τοῦ αἰδοίου τρήσεως ἀφανὲς
ἕλκος γένηται, γινώσκεται ἐκ τοῦ πῦον ἢ αἷμα κενοῦσθαι χωρὶς οὐρή-
σεως. θεραπεύεται δὲ πρῶτον μὲν ὑδαρεῖ μελικράτῳ κλυζόμενον, ἔπειτα
δὲ γάλακτι, κἄπειτα μίξαντας τῷ γάλακτι τὸ τοῦ ἀστέρος κολλούριον
ἢ τὸν λευκὸν τροχίσκον ἢ τὸν διὰ λωταρίων ἐν μολυβδίνῃ θυΐᾳ παρα-
πέμπειν ἤγουν καὶ πτερὸν βάψαντας διαχρίειν, εἶτα λεπτὸν στρεπτὸν
χρίσαντας ἐνθεῖναι. κάλλιστον δέ ἐστι καὶ τὸ λαμβάνον κηκῖδος καὶ
πομφόλυγος ἀμύλου τε καὶ ἀλόης ἴσα λειωθέντα ῥοδίνῳ καὶ χυλῷ
ἀρνογλώσσου.
πρὸς δὲ τοὺς τοῦ αἰδοίου πόνους· βουτύρου καὶ ῥητίνης ἴσοις
τακεῖσι καλῶς ἐπιπλάττειν, ἢ λινοσπέρμου χυλῷ λείου σμύρνης καὶ
ῥητίνης φρυκτῆς τὸ ἴσον καὶ ἐπιτίθει.

Παύλος ιατρός Epitomae medicae libri septem


B. 3, ch. 71, se. 3, l. 10
τραχυτέρᾳ φωνῇ καὶ μετακαλείτω, καὶ πταρμικὰ προσαγέσθω διὰ καστο-
ρίου, στρουθίου, πεπέρεως. ἀνεθείσας δὲ τοῦ παροξυσμοῦ ἐμεῖν ἀναγ-
κάζειν ἐπ' ἀσιτίας τε ἢ ὀλιγοσιτίας φυλάττειν, μετὰ δὲ τὴν ἑβδόμην
ἡμέραν καθαρτέον τῇ διὰ κολοκυνθίδος ἱερᾷ· μετὰ δὲ τρίτην ἡμέραν
σικυάσομεν ὀσφύν, λαγόνας, εἶτα τῇ τοῦ καστορίου πόσει χρησόμεθα,
ποτὲ μὲν δι' ἀρτεμισίας ἀφεψήματος, ποτὲ δὲ διὰ μελικράτου· ἐπί τι-
νων γὰρ τοῦτο καὶ μόνον εἰς τελείαν ἀποθεραπείαν ἤρκεσεν. ἐγκαθ-
ίσματα δὲ καὶ πεσσοὶ μαλακτικοὶ παραλαμβανέσθωσαν. ταῦτα μὲν οὖν
πρὸς τοὺς παροξυσμούς· πρὸς δὲ τὴν ὅλου τοῦ σώματος ἀνασκευὴν ἀπὸ
φλεβοτομίας ἀρχόμενον ἐπὶ τὴν διὰ τῆς ἱερᾶς ἰέναι κάθαρσιν, εἶτα τῆς
δι' ἀλόης διδόναι πικρᾶς ὅσον αμετὰ κυάθων γμελικράτου κατὰ
συνέχειαν ἢ ἐκ διαλειμμάτων βμετὰ μελικράτου κυάθων ϛ, δρωπα-
κισμοῖς τε καὶ σικύαις καὶ σιναπισμοῖς χρηστέον καὶ τοῖς δι' εὐφορβίου
ἀκόποις, εἶτα γυμνασίᾳ καὶ τρίψει καὶ ἀναφωνήσεσιν, ὕστερον δὲ καὶ
τῇ τῶν αὐτοφυῶν ὑδάτων χρήσει.

Παύλος ιατρός Epitomae medicae libri septem B. 3, ch. 74, se. 7, l. 3

ρεσθαι τὸ καταμήνιον. δίαιτα δὲ ταύταις ἁρμόζει ξηροτέρα πόνοι τε


καὶ τρίψεις τῶν ἄνω πλείους καὶ ἔμετοι ξηρότης τε καὶ μετριότης σι-
τίου. εὖ δ' ἂν ἔχοι καὶ τὴν ὑστέραν στρυφνοῖς φαρμάκοις συγκρατύνειν,
οἷά ἐστι σχίνου τε ἀφέψημα καὶ μύρτων καὶ ῥόδων καὶ ῥοῦ ἔτι τε
ῥοιᾶς ἄνθους καὶ βάτου τῶν ἁπαλῶν καὶ κηκῖδος.
Ξηροτέραν δὲ τὴν ὑστέραν οὖσαν διὰ τῶν ἐναντίων ἰᾶσθαι, λου-
τρῶν τέ φημι καὶ ἀλοιφῆς καὶ τροφῆς ὑγραινούσης τε καὶ λαχανώδους
οἴνου τε συμμέτρου καὶ μὴ σφόδρα παλαιοῦ.
Ἐὰν δὲ ὑπὸ χυμῶν παχυτέρων κωλύοιτο κυίσκειν, εἰ μέν τις εἴη
τῶν δακνόντων, καθαίρειν τὴν γυναῖκα, ὡς ἑκάστῳ χυμῷ οἰκεῖόν ἐστι,
μάλιστα δὲ τῇ διὰ τῆς ἀλόης πικρᾷ, κἄπειτα τῷ ὀρῷ τοῦ γάλακτος
κατακλύσαι δίαιτάν τε χρηστοτέραν ἐξευρεῖν. τοὺς δὲ φλεγματώδεις
χυμοὺς πόνοις τε καὶ ἱδρωτηρίοις καὶ ἐμέτοις κενοῦν [ἤγουν κάτωθεν]·
ἔτι δὲ καὶ τῷδε τῷ φαρμάκῳ· ἐπίθυμον, εὐφόρβιον, πέπερι, δαύκου
σπέρμα, πετροσελίνου σπέρμα, πάντα τρίψας ὅσον βδοῦναι πιεῖν.
τοῦτο καὶ τὰ κατὰ γαστέρα καλῶς ἄγει καὶ τὴν ὑστέραν θερμαίνει,
ὥσπερ πολλαῖς ἤδη καὶ καταμήνια ἔρρηξεν τέως οὐ καθαιρομέναις.
ὅταν δὲ τὸ ἐπανόρθωμα δῆλον γένηται τοῖς καταμηνίοις χρηστῶς ἰοῦσι,
τηνικαῦτα δεῖ μίσγεσθαι ληγούσης τῆς καθάρσεως.
Ἐπεὶ δὲ καὶ πνεύματα ἐν τῇ ὑστέρᾳ ἐνόντα κωλύει κυίσκεσθαι,
τὴν μὲν σημείωσιν αὐτῶν ἐκ τῶν περὶ ἐμπνευματώσεως ὑστέρας
ληπτέον·
Παύλος ιατρός Epitomae medicae libri septem Bo 3, ch. 78, se. 6, l. 6

Θεραπεία τῶν ἐπὶ χολώδει χυμῷ ῥευματιζομένων.

Ἀρχὴ δέ σοι τῆς θεραπείας ἐπὶ τῶν ἐπὶ ξανθῇ χολῇ καὶ μᾶλλον
ἐπὶ ποιότητι πασχόντων ἡ τοῦ λυποῦντος χυμοῦ γινέσθω κένωσις διὰ
τῶν καθαρτικῶν φαρμάκων, ὁποῖόν ἐστι μάλιστα τὸ διὰ τοῦ ῥοδομέλι-
τος σκευαζόμενον καὶ τὸ διὰ τῶν μήλων τῶν Κυδωνίων καὶ τὸ διὰ
τῆς πικρᾶς ἀντιδότου καὶ τὰ διὰ τῆς ἀλόης καταπότια. κατὰ δὲ τοὺς
παροξυσμοὺς ἔξωθεν τῷ ῥοδίνῳ χρησόμεθα μετὰ τῆς λεκίθου τοῦ ᾠοῦ
καὶ βραχέος οἴνου προσανατρίβοντες ἠρέμα τὸ μόριον· καὶ τὰς ψυχού-
σας δὲ τῶν βοτανῶν προσενέγκωμεν, οἷον στρύχνον, ἀνδράχνην, ὑοσκύ-
αμον, ἀείζωον, τὸν ἐκ τῶν τελμάτων φακόν, σέριν, μήκωνα, πολύγονον,
ῥόδων φύλλα καὶ τὰ παραπλήσια, ποτὲ μὲν καταχρίοντες αὐτά, ποτὲ
δὲ μετὰ ψιχῶν ὀξυκράτῳ βραχεισῶν ἢ κριθίνων ἀλεύρων ἅμα ῥοδίνῳ
καταπλάσσοντες. ἐπὶ δὲ τῆς ἐρυσιπελατώδους φλεγμονῆς τῶν ἄρθρων
ἐπιφανῶς παρηγορεῖ κολοκύνθης νεαρᾶς τὸ λέπος ἐπιτιθέμενον πέπο-
νός τε καὶ σικύου ἡ σὰρξ καθ' ἑαυτά τε καὶ μετὰ ἄρτου περδικίου τε
φύλλα καὶ κισσοῦ σὺν ἄρτῳ ἢ πάλῃ ἀλφίτου· καὶ τὸ ψύλλιον δὲ συν

Παύλος ιατρός Epitomae medicae libri septem


B. 4, ch. 49, se. 3, l. 4

κολλούριον ἐν τῇ σύριγγι ἔξωθεν ἐπιτίθει ἄρτου τὸ ἐντὸς ὕδατι βραχὲν


ἀλλάσσων αὐτό, ἕως ἀφλέγμαντος γένηται, καὶ ἐκπέσῃ ἡ ἐσχάρα.
Ἄλλο, ὃ ἔλαβον ἐν Ἀλεξανδρείᾳ. ἀγχούσης ῥιζῶν, μίσυος ὀπτοῦ,
χαλκίτεως, ἰοῦ, στυπτηρίας σχιστῆς, χαλκάνθου, ἀλόης ἀνὰα, κανθα-
ρίδας ε· ὄξει λειώσας ποίει κολλούρια.
Ἄλλο. χαλκάνθου β, χαλκίτεως, ἰοῦ ἀνὰ α· ἀναλάμβανε κόμμι
ἢ ἀμμωνιακῷ καὶ χρῶ.
ὅταν δὲ ἐκτυλωθῇ, ἰῷ ἑφθῷ μετὰ μέλιτος καθαρωτάτου ὀκτα-
πλασίου ἀνακάθαιρε ποιῶν κολλούρια· μετὰ δὲ τὸ ἐκτυλωθῆναι σαρκω-
τικοῖς δεῖ χρῆσθαι.
Κολλούριον σαρκωτικόν. ἀλόης , σμύρνης, ἀμμωνιακοῦ, ᾠῶν λεπῶν
κεκαυμένων τῆς τέφρας ἴσον· ὕδατι λειώσας πλάσσε κολλούρια καὶ
ἐντίθει.
Ἄλλο. σμύρνης, ἀλόης , λιβάνου, σιδίων τὸ ἴσον· ἀναλάμβανε ὕδατι
(τινὲς χολῇ ταυρείᾳ).
Παύλος ιατρός Epitomae medicae libri septem
B. 4, ch. 49, se. 3, l. 7

χαλκίτεως, ἰοῦ, στυπτηρίας σχιστῆς, χαλκάνθου, ἀλόης ἀνὰα, κανθα-


ρίδας ε· ὄξει λειώσας ποίει κολλούρια.
Ἄλλο. χαλκάνθου β, χαλκίτεως, ἰοῦ ἀνὰ α· ἀναλάμβανε κόμμι
ἢ ἀμμωνιακῷ καὶ χρῶ.
ὅταν δὲ ἐκτυλωθῇ, ἰῷ ἑφθῷ μετὰ μέλιτος καθαρωτάτου ὀκτα-
πλασίου ἀνακάθαιρε ποιῶν κολλούρια· μετὰ δὲ τὸ ἐκτυλωθῆναι σαρκω-
τικοῖς δεῖ χρῆσθαι.
Κολλούριον σαρκωτικόν. ἀλόης , σμύρνης, ἀμμωνιακοῦ, ᾠῶν λεπῶν
κεκαυμένων τῆς τέφρας ἴσον· ὕδατι λειώσας πλάσσε κολλούρια καὶ
ἐντίθει.
Ἄλλο. σμύρνης, ἀλόης , λιβάνου, σιδίων τὸ ἴσον· ἀναλάμβανε ὕδατι
(τινὲς χολῇ ταυρείᾳ).
σαρκοῖ δὲ καὶ τὸ ὀμφάκιον ἐγκλυζόμενον.
οἶδά τινα κεδρίᾳ κλύζοντα τὰς σύριγγας, καὶ θαυμαστῶς ἐπετύγ-
χανεν.

Παύλος ιατρός Epitomae medicae libri septem


B. 4, ch. 53, se. 3, l. 5

ἄμφω ποιεῖν, βρόχον μὲν τῇ ῥίζῃ περιθεῖναι τοῦ ἀγγείου, τέμνειν δὲ


τοὐντεῦθεν. ταῦτα δὲ πράξαντα σαρκοῦν ὅτι τάχιστα τὸ τραῦμα, πρὶν
ἀπορρυῆναι τοῦ ἀγγείου τὸν βρόχον· εἰ μὴ γὰρ ταχέως σαρκωθῇ, ἀλλ'
εὑρεθῇ που χώρα κενή, τὸ καλούμενον ἀνεύρυσμα γίνεται. διαγνώσῃ
δέ, πότερα φλὲψ ἢ ἀρτηρία ἐστὶν ἡ αἱμορραγοῦσα τῷ τῆς μὲν ἀρτηρίας
ξανθότερόν τε καὶ λεπτότερον εἶναι τὸ αἷμα καὶ σφυγματωδῶς κενού-
μενον, τῆς δὲ φλεβὸς μελάντερόν τε καὶ χωρὶς σφυγμοῦ. ἄριστον οὖν
ἁπάντων, ὧν ἴσμεν, σαρκωτικῶν ἐστι φάρμακον, ᾧ καὶ πρὸς τὰς ἐκ
μηνίγγων αἱμορραγίας ἀσφαλέστερον χρῆσθαι καὶ πρὸς τὰς ἐν τραχήλῳ
τρώσεις ἄχρι καὶ τῶν σφαγιτίδων (καὶ γὰρ καὶ τούτων ἐπέχει τὸ αἷμα
χωρὶς βρόχου), λαμβάνον λιβανωτοῦ τοῦ λιπαρωτάτου μέρος α, ἀλόης
ἐπὶ μὲν τῶν μαλακωτέρων σωμάτων μέρος ʹ, ἐπὶ δὲ τῶν σκληροτέρων
τὸ ἴσον καὶ ἀντὶ λιβανωτοῦ μάννης τὸ ἴσον· ᾠοῦ τῷ λευκῷ καὶ τοῦτο
φυράσθω, ὡς μελιτώδη σύστασιν ἔχειν, εἶτα ἀναλαμβανέσθω λαγῴαις
θριξὶν μαλακωτάταις κἄπειτα τῷ τε ἀγγείῳ καὶ τῷ ἕλκει παντὶ πλεῖστον
ἐπιτιθέσθω· καταδείσθω δὲ ἔξωθεν ἐξ ὀθόνης ἐπιδεσμίδι, τὰς μὲν πρώ-
τας ἐπιβολὰς δἢ εκατ' αὐτοῦ τοῦ αἱμορραγοῦντος ἀγγείου ποιου-
μένων ἡμῶν, ἐντεῦθεν δὲ ἐπὶ τὴν ῥίζαν αὐτοῦ νεμομένων· εἶτα λύσας
διὰ τρίτης, εἰ μὲν ἀσφαλῶς ἔτι προσέχοιτο τῷ ἕλκει τὸ φάρμακον,
αὖθις ἕτερον ἐν κύκλῳ περιχέοντα καὶ ὥσπερ ἐπιτέγγοντα πάλιν ἐπι-
δεῖν· εἰ δὲ αὐτόματος ὁ πρῶτος ἀποπτύοιτο μοτός, ἀτρέμα πιέζοντα

Παύλος ιατρός Epitomae medicae libri septem


B. 4, ch. 53, se. 5, l. 4

σηπόμενον, ἀσφαλέστερον ἤτοι καίειν αὐτοῦ τὴν οἷον ῥίζαν ἢ φαρμά-


κοις ἐσχαρωτικοῖς χρῆσθαι· τοῦτο δὲ μάλιστα ἐπί τε αἰδοίων καὶ ἕδρας
συμβαίνει γίνεσθαι. σκοπὸς δὲ τῶν ἐσχαρούντων ἡ μετὰ στύψεως θερ-
μότης, καθάπερ ἐν χαλκίτιδι καὶ μίσυι καὶ χαλκάνθῳ. τὰ δὲ διὰ τῆς
ἀσβέστου σφοδρότερα μέν, ἀλλὰ διὰ τὸ μὴ στύφειν τὴν τίτανον θᾶττον
ἀποπίπτουσιν αἱ ἀπ' αὐτῶν ἐσχάραι. κάλλιον δὲ μένειν αὐτάς· φθάνει
γὰρ ὑποσαρκοῦσθαι κατὰ τὴν βάσιν αὐτῶν καὶ γίνεσθαι καθάπερ τι
πῶμα τοῖς ἀγγείοις. ἐπὶ δὲ τῶν οὕτως αἱμορραγούντων ἰσάτις ἥμερος
ἐπιπαττομένη καλῶς ἐπέχει ἢ κηκῖδες καυθεῖσαι· δεῖ δὲ αὐτὰς διαπύρους
δι' ὄξους ἢ δι' οἴνου σβεννύειν. καθάπαξ δὲ αἱμορραγίας ἵστησιν ἁπλᾶ
μὲν ἀλόη, λίβανος, μάννα, Σάμιος ἀστήρ, ἰὸς σιδήρου, ἐρίων καυθέντων
ὁμοίως ἡ τέφρα λειοτάτη, κόπρος ὄνου καὶ ἵππου, ἄσφαλτος, βατράχου
σποδιά, διφρυγές, κηκίς, μυρσίνη ξηρά, στυπτηρία πᾶσα ὠμή τε καὶ καυ-
θεῖσα, ῥητίνη φρυκτή, ἀμπέλου φλοιὸς ἢ φύλλα ξηρά, τῶν πλατάνων
τῶν σφαιρίων ὁ χνοῦς, μάλιστα ὅτε τὸν ἐπίπαγον ἀποβάλῃ· ἰδίως δὲ
μυκτῆρος αἱμορραγίαν ἐντιθέμενα στέλλει ὀξυσχοίνου καρπός, κνίδης
φύλλων χυλός, χαλκῖτις, ἀνθυλλὶς κεκαυμένη, τρίχες λαγωοῦ, νάρθηκος
τὸ μέσον καυθὲν σὺν ὄξει, ὀνὶς ξηρὰ ἢ ὑγρά, χυλὸς πράσου

Παύλος ιατρός Epitomae medicae libri septem B. 4, ch. 57, se. 5, l. 12

ἀφεψήματι καὶ τῶν ὀνομαζομένων μυξαρίων, ἢ καὶ αὐτὰ δοτέον ἐσθίειν


τὰ μυξάρια καθηψημένα· δοτέον δὲ καὶ τῆς σέρεως τὸν χυλὸν ἢ τοῦ
κοριαννοῦ τὸ σπέρμα μεθ' ὕδατος θερμοῦ λεῖον ἢ μετ' ὀξυκράτου ἢ
τῆς μυωτίδος βοτάνης τὸ ἀφέψημα ἢ τοῦ ἐλαφείου κέρατος τὸ ῥίνημα
ἢ τὴν Σινωπίδα μίλτον λειοτάτην. καὶ ἐλαίου δὲ ὠμοτριβοῦς τοῦ πικροῦ
κατὰ βραχὺ κοχλιάρια βκαταρροφείτωσαν· τῷ μὲν γὰρ πικρῷ τὰς ἕλ-
μινθας ἀναιρεῖ, τῷ δὲ ὀλισθηρῷ κατασῦρον αὐτὰς τῇ κόπρῳ συναπο-
δίδωσιν. φλεγμονῆς δὲ καὶ διατάσεως τῶν σπλάγχνων ὑπαρχούσης τῷ
διὰ λινοσπέρμου καὶ ἀλεύρου θερμίνου καὶ ἀψινθίας καὶ βρυωνίας ῥίζης
χρηστέον καταπλάσματι δι' ὑδρομέλιτος ἢ καὶ τῇ δι' ἐλαίου χαμαιμη-
λίνου καὶ οἴνου καὶ ἀψινθίας καρποῦ καὶ ἀλόης περὶ τὰ ὑποχόνδρια
καταιονήσει. μὴ σφόδρα δὲ τῶν πυρετῶν ἐνοχλούντων μικτέον τοῖς
μυξαρίοις τὸ ἡδύοσμον καὶ δοτέον, ἐν ἀπυρεξίᾳ δὲ καὶ τὰ δραστικώτερα,
οἷον τὸ ἀφέψημα τοῦ σερίφου ἢ καλαμίνθης ἢ πτέρεως ἢ τοῦ καρδα-
μώμου τὸ σπέρμα ἢ ῥοιᾶς ὀξείας ῥίζης ἀποτριτωθὲν τὸ ἀφέψημα ἢ
τοῦ φρυκτοῦ κυμίνου ἢ νίτρου πυρροῦ ἀνὰ γρ. γἢ τὸ σανδονικὸν ἢ
τὸ ἀβρότονον ἢ καὶ ἄμφω ὁμοῦ σὺν μέλιτι καταπότια γεγενημένα ἢ
θέρμων πικρῶν γρ. γἢ τῆς κράμβης ἢ τοῦ εὐζώμου τὸ σπέρμα λεῖον
ἢ τὸ ἀψίνθιον, ὃ καὶ μόνον πολλάκις ἤρκεσεν. δοτέον δὲ καὶ τῆς πεπλυ-
μένης ἀλόης ὅσον γρ. γ(τοῦτο τῶν ἄγαν εὐδοκιμούντων ἐστίν), ἐπὶ δὲ
τῶν ἰσχυροτέρων καὶ ἀπλύτου. ἐπειδὴ δὲ τὰ παιδία τὴν ἀλόην

Παύλος ιατρός Epitomae medicae libri septem B. 4, ch. 57, se. 6, l. 9

χρηστέον καταπλάσματι δι' ὑδρομέλιτος ἢ καὶ τῇ δι' ἐλαίου χαμαιμη-


λίνου καὶ οἴνου καὶ ἀψινθίας καρποῦ καὶ ἀλόης περὶ τὰ ὑποχόνδρια
καταιονήσει. μὴ σφόδρα δὲ τῶν πυρετῶν ἐνοχλούντων μικτέον τοῖς
μυξαρίοις τὸ ἡδύοσμον καὶ δοτέον, ἐν ἀπυρεξίᾳ δὲ καὶ τὰ δραστικώτερα,
οἷον τὸ ἀφέψημα τοῦ σερίφου ἢ καλαμίνθης ἢ πτέρεως ἢ τοῦ καρδα-
μώμου τὸ σπέρμα ἢ ῥοιᾶς ὀξείας ῥίζης ἀποτριτωθὲν τὸ ἀφέψημα ἢ
τοῦ φρυκτοῦ κυμίνου ἢ νίτρου πυρροῦ ἀνὰ γρ. γἢ τὸ σανδονικὸν ἢ
τὸ ἀβρότονον ἢ καὶ ἄμφω ὁμοῦ σὺν μέλιτι καταπότια γεγενημένα ἢ
θέρμων πικρῶν γρ. γἢ τῆς κράμβης ἢ τοῦ εὐζώμου τὸ σπέρμα λεῖον
ἢ τὸ ἀψίνθιον, ὃ καὶ μόνον πολλάκις ἤρκεσεν. δοτέον δὲ καὶ τῆς πεπλυ-
μένης ἀλόης ὅσον γρ. γ(τοῦτο τῶν ἄγαν εὐδοκιμούντων ἐστίν), ἐπὶ δὲ
τῶν ἰσχυροτέρων καὶ ἀπλύτου. ἐπειδὴ δὲ τὰ παιδία τὴν ἀλόην οὐ
προσίενται, διὰ ζωμηρύσεως ὑπτίων αὐτῶν κρατουμένων τὸ στόμα δια-
στήσαντες διὰ κλυστηριδίου τινὸς ἰσχυρὸν ἔχοντος αὐλίσκον ἄκουσιν
αὐτοῖς τὴν ἀλόην ὡς ὅτι μάλιστα ἐσωτέρω παραπέμψαντες ἐμβαλοῦμεν,
θαυμασία μέθοδος ἐπὶ τῶν δυσανασχετούντων παιδίων, ἐφ' ὧν καὶ
τροφὰς πολλάκις ῥοφηματώδεις τῷ τρόπῳ τούτῳ ἀνορεκτούντων ἐν-
εχέαμεν. καὶ τὸ κῦφι δὲ καὶ τὸ μασουάφιον καλῶς ἂν δοθείη καὶ τὸ
κέρας τὸ ἐλάφειον κεκαυμένον μετὰ πεπέρεως σὺν μέλιτι ἢ ὀξυμέλιτι·
καὶ τὰ λοιπὰ δὲ δι' ὀξυμέλιτος αὐτοῖς πειρατέον διδόναι (κάλλιον δέ,
εἰ καὶ σκιλλητικὸν εἴη τὸ ὄξος, καὶ μάλιστα τοῖς τελειοτέροις) ἢ τὸ

Παύλος ιατρός Epitomae medicae libri septem B. 7, ch. 8, se. 3, l. 4

Κολοκυνθίδος ἐντεριώνης κ, σκίλλης ὀπτῆς, ἀγαρικοῦ, ἀμμωνιακοῦ


θυμιάματος, ἐλλεβόρου μέλανος φλοιοῦ, σκαμμωνίας, ὑπερικοῦ ἀνὰ γ,
ἐπιθύμου, πολυποδίου ξηροῦ, βδελλίου, ἀλόης , χαμαίδρυος, πρασίου,
κασσίας ἀνὰ η, σμύρνης τρωγλίτιδος, ὀποπάνακος, σαγαπηνοῦ, πετρο-
σελίνου, πεπέρεως κοινοῦ καὶ μακροῦ καὶ λευκοῦ, καὶ κιναμώμου,
κρόκου, καστορίου, ἀριστολοχίας μακρᾶς ἀνὰ δ, μέλιτος τὸ ἀρκοῦν.
Ἰούστου ἱερά.

Ἐπιθύμου ιβ, πρασίου, στοιχάδος, χαμαίδρυος, ἐλλεβόρου μέλανος,


σκαμμωνίας, ἀγαρικοῦ, πεπέρεως μακροῦ, σκίλλης ὀπτῆς ἀνὰ ιϛ,
εὐφορβίου, κολοκυνθίδος ἐντεριώνης, ἀλόης , κρόκου, γεντιανῆς,
πετρο-
σελίνου, ἀμμωνιακοῦ θυμιάματος, σαγαπηνοῦ ἀνὰ η, ὀποπάνακος,
πολίου, κιναμώμου, σμύρνης, ναρδοστάχυος, σχοίνου ἄνθους, γλήχωνος
ἀνὰ δ, ἀριστολοχίας μακρᾶς καὶ στρογγύλης ἀνὰ β, μέλιτος τὸ
ἀρκοῦν. ἡ δόσις γϼ βἢ γἢ δμετὰ μελικράτου καὶ ἁλῶν.

Παύλος ιατρός Epitomae medicae libri septem B. 7, ch. 11, se. 35, l. 2

Τὸ διὰ κιτρίου τοῖς βραδυπεπτοῦσιν.

Ἡ πικρὰ Γαληνοῦ.

Ἀλόης ρ, ξυλοβαλσάμου, μαστίχης, κρόκου, ναρδοστάχυος, ἀσά-


ρου, κιναμώμου ἀνὰ ϛ· τινὲς καὶ σχοίνου ἄνθους καὶ κασσίας ἀνὰ ϛ.
δίδου αἐν ὑδρομέλιτι.

Ἡ δι' ὀξυμέλιτος πικρὰ πρὸς στομαχικούς, κωλικούς, ὑστέραν,


ὕδρωπα.

Ἀλόης δ, φύλλουβ, κόστου, κασσίας, ἀμώμου, ἴρεως ἀνὰ α,


μαράθρου ῥίζης φλοιοῦ λι. α, μαστίχης, νάρδου Κελτικῆς, ζιγγιβέρεως
ἀνὰ α, πεπέρεως α, μήου α, ὄξους ξ̸ αʹ, μέλιτος ξ̸ αʹ· τὸ
μάραθρον προεψηθὲν ἐν τῷ ὄξει ῥίπτεται, εἶτα ἐπιβάλλεται τὸ μέλι,
καὶ μετὰ τὸ ἑψηθῆναι ἄχρι μελιτώδους συστάσεως τὰ λοιπὰ λειώσας

Παύλος ιατρός Epitomae medicae libri septem B. 7, ch. 12, se. 38, l. 2
Ὁ κριογενής.

Σμύρνης, χαλκοῦ κεκαυμένου, ἀριστολοχίας στρογγύλης, ἰοῦ ξυστοῦ,


λεπίδος στομώματος, περιστερεῶνος ὀρθοῦ, στυπτηρίας στρογγύλης ἀνὰ
α, ὄξους τὸ ἀρκοῦν· αἴρειν δὲ δεῖ τὴν περιστερεῶνα ἡλίου ὄντος ἐν
κριῷ. γίνεται δὲ καὶ ἔμπλαστρος οὕτως· τοῦ τροχίσκου, κηροῦ, κολο-
φωνίας, ἐλαίου τὸ ἴσον, ὄξους τὸ ἀρκοῦν εἰς τὴν λείωσιν τοῦ τροχίσκου.

Ὁ μελάγχλωρος.

Σμύρνης, ἀλόης , λεπίδος χαλκοῦ, χάρτου κεκαυμένου, ἀρσενικοῦ,


στυπτηρίας σχιστῆς καὶ στρογγύλης, ἴρεως, χαλκίτεως, μίσυος, ἁλὸς
ὀρυκτοῦ, χαλκάνθου, ψιμυθίου, νίτρου, λιθαργύρου, πάνακος ῥίζης, καδ-
μίας, σιδίων, κηκίδων, ἀριστολοχίας στρογγύλης, λεπίδος στομώματος,
ἰοῦ ξυστοῦ ἀνὰα, ὄξους τὸ ἀρκοῦν. γίνεται δὲ καὶ ἔμπλαστρος οὕ-
τως· τοῦ τροχίσκουβ, κολοφωνίας, κηροῦ, ἐλαίου ἀνὰϛ, ὄξους τὸ
ἀρκοῦν εἰς τὴν τοῦ τροχίσκου λείωσιν.

Παύλος ιατρός Epitomae medicae libri septem B. 7, ch. 12, se. 39, l. 7

Ὁ παντόλμιος πρὸς Χειρώνεια καὶ κακοήθη καὶ πρὸς ῥεύματα.

Κασσίας, χαλκοῦ κεκαυμένου, ψιμυθίου, λιθαργύρου, ἰοῦ ξυστοῦ,


στυπτηρίας σχιστῆς καὶ στρογγύλης καὶ ὑγρᾶς καὶ πλινθίτιδος, πάνακος
ῥίζης, ἀριστολοχίας μακρᾶς καὶ στρογγύλης, σιδίων, χαλκάνθου, ἀν-
δράχνης, ἴρεως, ἀστραγαλίτιδος, χαλκίτεως, μίσυος, ἀμμωνιακοῦ θυμιά-
ματος, ἁλὸς ἀμμωνιακοῦ, ἰοῦ σιδήρου, λεπίδος χαλκοῦ, ἀλόης , διφρυ-
γοῦς, λιβάνου, κηκίδων, σαρκοκόλλης, μολίβου κεκαυμένου, φύλλων
ἐλαίας, σμύρνης, μελαντηρίας ὑγρᾶς, βαλαυστίων, ἀκάνθης Αἰγυπτίας,
θείου ἀπύρου, νίτρου, ῥοῦ Συριακοῦ, ῥοῦ ἐρυθροῦ, χρυσοκόλλης,
στυπτη-
ρίας βυρσοδεψικῆς, ἀκακίας, ἁλός, φοῦ, ὀμφακίου, ἀρσενικοῦ τὸ ἴσον·
λείου ἐν τοῖς ὑπὸ κύνα καύμασιν σὺν ὄξει ἐπὶ ἡμέρας λ.

Παύλος ιατρός Epitomae medicae libri septem B. 7, ch. 16, se. 48, l. 3
Μαλαβαθρινόν, ὃ καὶ ἰσόθεον.

Καδμίας ιϛ, χαλκοῦ κεκαυμένου καὶ πεπλυμένου ιδ, ὀπίου,


λυκίου Ἰνδικοῦ, μαλαβάθρου, νάρδου Ἰνδικῆς, κρόκου, ἀλόης ἀνὰ β,
καστορίου η, σμύρνης δ, ἀκακίας, στίμμεως ἀνὰ μ· ὕδατι. ἡ χρῆ-
σις δι' ᾠοῦ.

Παύλος ιατρός Epitomae medicae libri septem


B. 7, ch. 16, se. 50, l. 3

καστορίου η, σμύρνης δ, ἀκακίας, στίμμεως ἀνὰ μ· ὕδατι. ἡ χρῆ-


σις δι' ᾠοῦ.

Παύλος ιατρός Epitomae medicae libri septem B. 7, ch. 19, se. 8, l. 2

Τὸ λυσιπόνιον.

Πεπέρεως, καστορίου, στύρακος, μαστίχης, ἀλόης , ἑλενίου, ἴρεως


ἀνὰδ, εὐφορβίου, κόστου, ἀμμωνιακοῦ θυμιάματος, σμύρνης, σαμψύ-
χου, λιβάνου, κυπέρων, κασσίας, σύριγγος, κάχρυος ἀνὰγ, ἀδάρκης,
ἀμώμου, βδελλίου, ξυλοβαλσάμου ἀνὰβ, μαλαβάθρου, ναρδοστάχυος,
πυρέθρου, κρόκου ἀνὰα, ὀποβαλσάμου λι. α, νάρδου, κυπρίνου, γλευ-
κίνου ἀνὰ λι. β, κηροῦ λι. α.

Παύλος ιατρός Epitomae medicae libri septem B. 7, ch. 20, se. 35, l. 8
Νάρδος Κυζικηνή.

αʹ ἐμβολή· ἐλαίου πρωτείου ξ̸ ι, ἀσπαλάθου, κυπέρων, ἑλενίου


ἴρεως, ξυλοβαλσάμου, ἀριστολοχίας, καρδαμώμου, σχοίνου ἄνθους ἀνὰ
ϛ, σαμψύχουδ, βράθυοςβ(τινὲς καὶ καλάμου ἀρωματικοῦβ)·
βρέχε ταῦτα εἰς οἴνου εὐώδους ξ̸ δ.
βʹ ἐμβολή· κασσίας, κασάμου, ἀρναβὼ ἀνὰβ, ναρδοστάχυοςγ,
καρυοφύλλουα(τινὲς καὶ Κελτικῆςβ)· καὶ ταῦτα εἰς οἶνον.
γʹ ἐμβολή· σμύρνης τρωγλίτιδος, ἀλόης , λιβάνου ἀνὰβ, στύρα-
κοςγ, μαστίχηςδ, ὀποβαλσάμουϛ(τινὲς καὶ κρόκου οἴνῳ λειω-
θέντοςα)· σκεύαζε καὶ τοῦτο, ὡς εἴρηται.

Παύλος ιατρός Epitomae medicae libri septem B. 7, ch. 24, se. 9, l. 3

Ἡ γονή, συλληπτικός.

Βουτύρουϛ, οἰσύπου φαρμάκου, μυελοῦ ἐλαφείου, στέατος χη-


νείου καὶ ὀρνιθείου, τερεβινθίνης, ἀλόης ἀνὰγ, κηροῦ Τυρρηνικοῦ
ϛ, ῥοδίνου λι. β, σμύρνης, κασσίας ἀνὰβ, ναρδοστάχυοςα, μέλι-
τος τὸ ἀρκοῦν.

Περὶ συμμετρίας κηροῦ πρὸς ἔλαιον.

Εἰ μὲν οἷα τὰ καλούμενα ἄκοπα χρίσματα βούλοιο σκευάσαι, τε-


τραπλάσιον ἐμβαλεῖς τοῦ κηροῦ τὸ ἔλαιον, εἰ δέ, ὡς ἐπὶ τῶν καταγμά-
των ὑγρὰν κηρωτὴν ἐργαζόμεθα, διπλάσιον· εἰ δὲ τὸ φάρμακον ἐμ-
πλαστρῶδες ποιῆσαι βουληθείημεν, τότε τῷ κηρῷ μίξομεν ἴσον τὸ
ἔλαιον, ἐὰν τὸ περιέχον εἴη σύμμετρον, εἰ δὲ ὅ τε κηρὸς παλαιὸς ἢ
αὐχμηρὸς τό τε περιέχον ψυχρὸν ᾖ, ὀλίγῳ πλεῖον, ὥσπερ γε καί, ὅτε
ὁ κηρὸς λιπαρὸς ᾖ τό τε περιέχον θερμόν, ὀλίγῳ ἔλαττον. τὸ δὲ ὀλί

Αίτιος ιατρός Iatricorum liber i Ch. 175, l. 27


πλάττειν αὐτήν, καὶ χλωρὰν μᾶλλον ἢ ξηράν· ἰσχυροτέρα γὰρ ξηραν-
θεῖσα γίγνεται καὶ καίειν ἑτοιμοτέρα. καταπλάσσεται δὲ καὶ κατὰ τῶν
δηγμάτων τῶν ἰοβόλων, διὰ δὲ τὴν συνοῦσαν πικρότητα καὶ ἀσκαρί-
δας καὶ ἕλμινθας ἐνιέμενός τε καὶ πινόμενος ὁ χυλὸς αὐτῆς ἀναιρεῖν
πέφυκε καὶ τοὺς ἐν ὠσὶ δὲ καὶ ἕλκεσι σκώληκας. ὀνίνησι δὲ καὶ τοὺς
ἀσθματικοὺς καὶ τοὺς ἰκτερικοὺς τῷ ῥύπτειν τε καὶ διακαθαίρειν τὰς
καθ' ἧπαρ ἐμφράξεις. ἐστὶ δὲ εἰς ἅπαντα τὰ εἰρημένα πρακτικωτέρα ἡ
ὄρειος. Ὀρφεὺς δέ φησιν ὅτι ὁ χυλὸς αὐτῆς σὺν ἴσῳ ῥοδίνῳ μετὰ
ψιμμυθίου λειωθείς, ὡς γλοιοῦ ἔχειν πάχος, καὶ ἐπιχριόμενος τὰ πυρί-
καυτα θεραπεύει. τὸ δὲ παράδοξον, ὅτι οὐδὲ οὐλὴ φαίνεται καὶ τριχο-
φυεῖ ὁ τόπος. σὺν κιμωλίᾳ δὲ καὶ ἀλόῃ ἴσως λειώσας τὸν χυλὸν καὶ
ἐπιχρίσας μέτωπον καὶ κροτάφους παύσεις παραχρῆμα κεφαλῆς
ὀδύνας.
Κάλαμος ἀρωματικὸς στύψεως βραχείας καὶ δριμύτητος ἐλαχίστης
μετέχει. τὸ δὲ πλεῖστον αὐτοῦ γεώδους οὐσίας ἐστὶ καὶ ἀερώδους,
εὐκράτων κατὰ θερμότητα καὶ ψυχρότητα, ὅθεν οὐρητικός τε μετρίως
ἐστὶ καὶ ταῖς πρὸς ἧπαρ καὶ στόμαχον ἐπιτιθεμέναις μίγνυται δυνά-
μεσιν, εἴς τε τὰς τῆς ὑστέρας πυρίας χρησίμως μίγνυται, ὅσαι φλεγ-
μοναῖς προσφέρονται, ἢἐρεθισμῶν ἕνεκα τῶν καταμηνίων παρα-
λαμβάνονται. κείσθω τοίνυν τῆς δευτέρας τάξεως τῶν θερμαινόντων
καὶ ξηραινόντων μᾶλλον ἢ θερμαινόντων.

Αίτιος ιατρός Iatricorum liber ii (0718: 002)“Aëtii Amideni libri


medicinales i–iv”, Ed. Olivieri, A.Leipzig: Teubner, 1935; Corpus
medicorum Graecorum, vol. 8.1.Ch. 183, l. 8

πλειστάκις γὰρ ἐπ' αὐτῶν ἐπειράθην τῆς ἐξ αὐτοῦ ὠφελείας. ἔχει δὲ


ἐπὶ τῆς κεφαλῆς τοῦτο τὸ ζῷον οἷόν τινα λόφον ἐκ τῶν πτερῶν
αὐτοφυῆ.
Κοχλιὸς χερσαῖος. Σκληρὰν ἔχει τὴν σάρκα καὶ διὰ τοῦτο ἐσθιό-
μενος δύσπεπτος γίγνεται. ὁ δὲ ἐξ αὐτοῦ ἑψομένου σκευαζόμενος ζω-
μὸς δι' ὕδατος καὶ ἀνήθου ἐλαίου τε καὶ γάρου ὑπέρχεται κατὰ κοι-
λίαν, εἰ ποθείη. εἰ δὲ ἀποχέοις τὸ πρῶτον ὕδωρ καὶ τὸ δεύτερον ἐν
ᾧ ἕψεται, ἐν δὲ τῷ τρίτῳ ἑψήσαις, μέχρι τακερὰν ἀκριβῶς γενέσθαι
τὴν σάρκα καὶ δώῃς ῥευματιζομένῳ τινὶ τὴν κοιλίαν, ἐφέξει γαστέρα.
ἡ δὲ ἐκ τῶν κοχλιῶν ὑγρότης μόνη καθ' ἑαυτὴν ἄνευ τῆς σαρκὸς λαμ-
βανομένη, ἣν καλοῦσι μύξαν κοχλίου, μιγνυμένη τε λιβανωτῷ ἢ ἀλόῃ
ἢ σμύρνῃ ἤ τισι τούτων ἢ πᾶσιν, ἄχρι κηρωτῆς ἔχειν πάχος, ἐχέκολ-
λον γίγνεται τὸ φάρμακον καὶ ξηραίνει καλῶς τοὺς ὑπομύξους ὄγκους
τῶν ὤτων. ἐστὶ δὲ καὶ ἀνακόλλημα ξηραντικὸν τῶν εἰς ὀφθαλμοὺς
ῥευμάτων ἐπιτιθέμενον κατὰ τοῦ μετώπου· ὁπόταν μέντοι πολὺ τῆς
μύξης αὐτῶν ἐθέλοις λαμβάνειν, κατακέντησον αὐτῶν τὴν σάρκα γρα-
φίῳ· προίασι γὰρ ὑγρασίαν οὐκ ὀλίγην, καὶ μάλισθ' ὅταν μὴ πρὸ πολ-
λῶν ἡμερῶν τεθηρευμένοι ὦσιν. ἀνακολλᾷ δὲ ἡ ὑγρότης αὕτη καὶ τὰς
ἐν βλεφάροις τρίχας. ἐγὼ δέ ποτε κατ' ἀγρὸν ἐπὶ νευροτρώτου
ἅμα θλάσει γεγονότος ἐπέθηκα τὴν σάρκα τῶν κοχλιῶν, λειώσας
αὐτὴν μετ' ἄχνης ἀλεύρου τῆς ἐν τοῖς τοίχοις τῶν μυλωνίων

Αίτιος ιατρός Iatricorum liber ii Ch. 196, l. 3

Ὕαινα ζῶσα ἐν ἐλαίῳ ἑψομένη ὅλη, ὥσπερ ἐπὶ τῶν ἀλωπέκων


προείρηται, διαφορητικὸν ἐργάζεται τὸ ἔλαιον, χρησιμώτατον ἀρθριτι-
κοῖς. ἡ δὲ χρῆσις γιγνέσθω ὡς ἐπὶ τῆς ἀλώπεκος προείρηται.
Χελιδόνες. Χελιδόνων τῶν πτηνῶν καιομένων ἡ τέφρα σὺν μέ-
λιτι διαχριομένη συναγχικοὺς ἰᾶται καὶ ὅλως ὅσα κατὰ φάρυγγα καὶ
γαργαρεῶνα σὺν ὄγκοις γίνεται πάθη. χρῶνται δὲ τῇ τέφρᾳ ἔνιοι καὶ
πρὸς ὀξυδορκίαν ὡς ξηροκολλυρίῳ.
Περὶ ἐκλογῆς τῶν καλλιστευόντων ἁπλῶν φαρμάκων.
Ἀγαρικὸν ἄμεινον τὸ κτηδονὰς ἔχον εὐθείας. Ἀκακίαν ἐκλέγου τὴν
ἠρέμα κιρρὰν καὶ εὐώδη. Ἀλόην ἐκλέγου τὴν λιπαρὰν καὶ ἄλιθον
λείαν στίλβουσαν πυκνὴν ὑπόξανθον καὶ εὔθρυπτον ἡπατίζουσαν ῥα-
δίως ὑγραινομένην εὐώδη ἐπιτεταμένην τῇ πικρίᾳ, τὴν δὲ μέλαιναν
καὶ πάνυ σκληρὰν ἀπεκλέγου. Ἄμωμον ἐκλέγου τὸ πρόσφατον καὶ
λευκὸν ἢ ὑπέρυθρον, οὐ πεπιεσμένον, λελυμένον δὲ καὶ διακεχυμένον,
σπέρματος ἤδη πλῆρες ὁμοίου βοτρυδίοις, βαρὺ σφόδρα καὶ εὐῶδες,
δίχα εὐρῶτος καὶ δριμύττον τὴν γεῦσιν, ἁπλοῦν τὴν χρόαν καὶ μὴ ποικί-
λον. δολοῦσι δὲ αὐτό τινες τῇ ἀμωμίδι ἐμφερεῖ οὔσῃ· ἀεὶ δὲ τὰ θραύ-
σματα παραιτοῦ, ἐκλεγόμενος κλάδους τοὺς ἀπὸ μιᾶς ῥίζης. Ἀμμωνια-
κὸν θυμίαμα ἐκλέγου τὸ ἄξυλον καὶ λιβανωτίζον τοῖς χόνδροις καθα-
ρὸν πυκνὸν μηδεμίαν ἔχον ῥυπαρίαν, οἷον κορίου ὀσμὴν ἔχον, πικρὸν

Αίτιος ιατρός Iatricorum liber ii Ch. 199, l. 1

καὶ ὁ πέπειρος καρπός, ζύμη, ἠρύγγιον ῥητῖναι πᾶσαι σόγχος ξηρὸς


σχοίνου ἄνθος φοινίκων ὁ καρπὸς κοχλιῶν ἡ τέφρα κυνοκράμβη βα-
τραχίου ἡ πόα καὶ ἡ ῥίζα γλήχων δάφνης τὰ φύλλα καὶ μᾶλλον ὁ
καρπός, ἧττον δὲ ὁ φλοιὸς τῆς ῥίζης, δίκταμνον ψευδοδίκταμνον ἐλε-
λίσφακος ἐρύσιμον ἔρια κεκαυμένα βρυωνίας ῥίζα ἀριστολοχίας ῥίζα
ἀσφοδέλου ἡ ῥίζα δαῦκος χαμαιδάφνη δρακοντίου ἡ ῥίζα ἔλαιον ῥα-
φάνινον ἐρεβίνθων αἱ τρεῖς διαφοραὶ ἰξὸς καυκαλὶς λιβυστικὸν νάρ-
θηκος σπέρμα σαγαπηνὸν σατύριον σέλινον σίον σίνων στύραξ ὑδρο-
πέπερι ὑπερικὸν ἅλες αἷμα θεῖον χολὴ οὖρον σίελον σάρκες ἐχιδνῶν
στέαρ ἅλμη τῶν ταριχηρῶν ἰχθύων.
Ὅσα θερμαίνει κατὰ τὴν πρώτην τάξιν. Ἀλόη ἄνθεμις ἀγαρικὸν
ἀψίνθιον λάδανον λινόσπερμον μαλαβάθρου φύλλον ναρδόσταχυς νάρ-
δος Κελτικὴ οἶνος νέος ὀρρὸς γάλακτος τυρὸς σῦκα ξηρά.
Ὅσα θερμαίνει κατὰ τὴν δευτέραν τάξιν. Ἀμόργη ἄνηθον τὸ
ξηρὸν (τὸ δὲ χλωρὸν ἔλαττον) ἀρτεμισία βάλσαμον ἐλαφόβοσκον κά-
λαμος ἀρωματικὸς κρόκος λιβανωτὸς μαστίχη λεῖα μέλι οἶνος πίσσα
μελισσόφυλλον πράσιον πρόπολις σικύου ἀγρίου ὁ χυλὸς σκάνδιξ
σκίλλα σκολύμου ἡ ῥίζα σμύρνα ζιγγίβερι ἐρεβίνθου ὁ φλοιὸς καὶ τὰ
φύλλα καὶ ὁ καρπὸς τῆλις χαμαιλέοντος ἑκατέρου ἡ ῥίζα χαμαίπιτυς
ὤκιμον.

Αίτιος ιατρός Iatricorum liber ii Ch. 212, l. 2

καρὼ κριθαὶ ἄλφιτα κρόκος λιβανωτὸς μάραθρον ῥοδοδάφνη οἶνος νέος


σικύου πέπονος σπέρμα καὶ ἡ ῥίζα τῆλις.
Ὅσα τῆς δευτέρας τάξεως τῶν ξηραινόντων. Αἶρα ἀμάρακον
ἄσφαλτος ἄνηθον βάλσαμον γίγαρτα γιγγίδιον ἐλαφόβοσκον κάλαμος
ἀρωματικὸς λιβανωτοῦ ὁ φλοιὸς κιτρίου ὁ φλοιὸςκαὶ τὰ φύλλα
τοῦ δένδρου καὶ τὸ σπέρμα μῆον μαστίχη μέλι ναρδόσταχυς νάρδος
Κελτικὴ οἶνος ὄροβος ὀποπάναξ πίσσα ῥάμνος ῥαφανὶς σκάνδιξ σκο-
λύμου ἡ ῥίζα σμύρνα σχοῖνος τερεβίνθου ὁ καρπὸς καὶ τὰ φύλλα φα-
κοὶ φῦκος ὑγρὸν καὶ χλωρὸν φύλλον μαλαβάθρου χαλβάνη.
Ὅσα τῆς τρίτης τάξεως τῶν ξηραινόντων. Ἀβρότονον καὶ μᾶλλον
τὸ κεκαυμένον ἀκακία ἄκορον ἀλόη ἄμι ἄνηθον κεκαυμένον ἀνήθου
σπέρμα ἄρκευθος ἄσαρον ἀψίνθιον βράθυ ἐλλέβορος ἐπίθυμον θύμβρα
καλαμίνθη καλάμου φραγμίτου ὁ φλοιὸς κεκαυμένος καρὼ κασία κέ-
δροι κόνυζαι λιβανωτοῦ αἰθάλη μελάνθιον κιτρίου τὸ ὑπὸ τὸσπέρμα
οἶνος ὁ ἱκανῶς παλαιὸς ὄξος ὀρίγανον πενταφύλλου ἡ ῥίζα πετροσέ-
λινον σμύρνα πήγανον ἥμερον πράσιον ῥοῦς σάμψυχον σέριφον ὕσσω-
πον χαμαίδρυς χαμαιλέοντος ἑκατέρου αἱ ῥίζαι χαμαίπιτυς.
Ὅσα τῆς δτάξεως τῶν ξηραινόντων. Ἀμπελόπρασον κέδρινον
ἔλαιον νᾶπυ πήγανον ἄγριον σκόρδον.

Αίτιος ιατρός Iatricorum liber ii Ch. 224, l. 11

Ὅσα σκληρύνει. Ἀείζωον ἀνδράχνη ψύλλιον φακὸς ὁ ἐπὶ τῶν


τελμάτων στρύχνος. σκληρύνεται δὲ τὰ σκληρυνόμενα μόρια ἢ διὰ
ξηρότητα ἢ διὰ πλῆθος ἢ διὰ πῆξιν. εἰ μὲν οὖν διὰ τὴν ξηρότητα
σκληρὸν γένηται μόριον ὑγραίνειν αὐτὸ παντὶ τρόπῳ προσήκει· εἰ δὲ
διὰ πλῆθος κενοῦν τὸ πλῆθος χρή· εἰ δὲ διὰ πῆξιν σκληρυνθείη τοῖς
μετρίως θερμαίνουσι διαλύειν τὴν πῆξιν χρή. ἡ γὰρ πῆξις ἐκ ψύξεως
γίγνεται· τὰ δὲ σφοδρῶς θερμαίνοντα πήγνυσι μᾶλλον.
Πάσμα γενόμενον τῷ βασιλεῖ τῶν Περσῶν. Πεπέρεως ἀδάρκης
σταφίδος ἀγρίας πυρέθρου νίτρου Ἀλεξανδρίνου ἶσα πάντα. τελευ-
ταῖον δὲ προστιθεὶς γεντιανῆς καὶ ἀριστολοχίας μικρᾶς κενταυρίου
μικροῦ συκίου ἀγρίου ῥίζης ἀφρονίτρου λευκοῦ ἀλόης ἀμμωνιακοῦ
πάντα ἶσα. ὅλου μὲν τὸ σῶμα κατέπλαττον τούτῳ τῷ σπέρματι ἐν τῷ
λουτρῷ. τὴν δὲ χεῖρα τὴν πεπονθυῖαν διέβρεχον ἅλμῃ διὰ σπόγγου
λευκοῦ γεγενημένῃ ἀπὸ ἁλῶν ἀμμωνιακῶν.
Ὅσα ῥύπτει. Ὅσα ἂν εὑρίσκῃς νιτρώδη καὶ πικρά, ταῦτα ἐκκα-
θαίρειν δύναται τοὺς πόρους πάντας. ὅσα δέ ἐστι λεπτομερῆ γλυκέα
ῥύπτει ἀδήκτως τῶν ἑλκῶν τὸν ῥύπον καὶ τοῦ παντὸς δέρματος καθ-
άπερ ὄροβοι κύαμοι κριθαὶ θέρμοι καὶ τὰ ὅμοια. Αἰγεία κόπρος κεκαυ-
μένη καὶ ἄκαυστος τῶν ὀστρακοδέρμων πάντων τὰ ὄστρακα σηπέας
ὄστρακα ἐχίνου χερσαίου καὶ θαλαττίου ἡ τέφρα ὀρὸς γάλακτος μέλι
βρυωνίας ῥίζα ἀμύγδαλα ἐδώδιμα καὶ αὐτὸ τὸ δένδρον ἀναγαλλίδες

Αίτιος ιατρός Iatricorum liber ii Ch. 236, l. 2

ὀποβάλσαμον ὀπὸς Κυρηναικὸς σφοδρότατα, παλιούρου τὰ φύλλα καὶ


ἡ ῥίζα πήγανον πίσσα πράσιον τερεβινθίνη ῥόδινον ἔλαιον μετρίως
ῥύπος ὁ ἀπὸ τῶν ἀνδριάντων παχὺς σάμψυχον σικύου ἀγρίου ἡ ῥίζα
ζιγγίβερι τῶν ἰσχάδων αἱ δριμύτεραι, τῶν ἐρινεῶν μᾶλλον, τεῦτλον
χωρὶς τοῦ θερμαίνειν (ἰσχυρότερον δὲ τὸ λευκὸν) χαλβάνη ἅλες οἱ
κεκαυμένοι, μᾶλλον ἁλὸς ἄνθος νίτρον ἀλκυόνια πάντα γῆ Σαμία
ὑοσκύαμος τυρὸς ἁπαλὸς ὀξυγαλάκτινος μετρίως βούτυρον πυτία πᾶσα
κόπρος πᾶσα πάνυ ὕσσωπον μετρίως σάρκες ἐχιδνῶν ἰσχυρῶς στέαρ
μᾶλλον δὲ τὸ τῶν λεόντων, ὀστᾶ κεκαυμένα ἐχίνων ἀμφοτέρων ἡ τέφρα.
Ὅσα στύφει. Ἀγριελαία ἀχράδος τὸ φυτὸν σχῖνος σέλινον ἀείζωα
μήκων κύτισος ἀλόη ἀκαλήφη ἢ κνίδη γίγαρτα ἄπιοι κρόκος ἀλθαία
τερέβινθος βάλανος ὑοσκύαμος κισσὸς νυμφαία φοίνικες ὠοῦ τὸ χλω-
ρὸν ὀπτὸν παλίουρος ἱππούρεως ῥίζα αἷμα πεπηγὸς κύπερος οἰνάνθη
κράμβη δὶς ἑψηθεῖσα πυτία λαγωοῦ σπόγγος κεκαυμένος ῥάμνος. πολλὰ
δὲ καὶ ἄλλα ἐστὶ στύφοντα, ἅ τινα πᾶσίν ἐστι γνώριμα.
Ὅσα σπέρμα γεννᾷ καὶ προκαλεῖται. Τῶν ἐδεσμάτων τὰ τροφι-
μώτερα πάντα καὶ φυσώδη, καὶ φάρμακα δὲ ὅσα πνευματώδη καὶ
θερμά· βολβοὶ μὲν οὖν καὶ ἐρέβινθοι καὶ στρόβιλοι καὶ κύαμοι καὶ
σῦκα ἐδέσματά ἐστι πολύσπερμα καὶ τὰ ὅμοια· σκίγκος τε καὶ σατύ-
ριον καὶ τὰ ὅμοια φάρμακα· καὶ τροφαὶ δὲ ἅμα καὶ φάρμακα τό τε
τῆς λύγου σπέρμα καὶ τὸ εὔζωμον καὶ τὸ ὅρμινον.

Αίτιος ιατρός Iatricorum liber iii Ch. 25, l. 12

διαλγὴς δέ ἐστι καὶ δύσοσμος καὶ ἀτερπὴς καὶ ἄγαν διψώδης. ὄντων
γὰρ τῶν καθαρτικῶν πάντων κακοστομάχων, χωρὶς τῆς ἀλόης πάντων
μάλιστα κακοστομαχωτέρα ἐστὶν ἡ σκαμμωνία. παραφυλακτέον οὖν
αὐτὴν
ἐπὶ τῶν ἀσθενῆ ἐχόντων τὸν στόμαχον καὶ ἐπὶ τῶν πυρεττόντων.
κουφοτάτη γὰρ οὖσα ῥᾳδίως ἀναρπάζεται εἰς τὸ σῶμα καὶ συγκινεῖ
μὲν πᾶσαν τὴν ἐν αὐτῷ ἀκαθαρσίαν, κωλύεται δὲ ὑπὸ τῆς πυρεκτικῆς
θερμασίας πρὸς τὴν ἔκκρισιν τὰ περιττώματα ἀγαγεῖν. δοτέον οὖν
αὐτὴν τοῖς ἀπυρέτοις καὶ εὐστομάχοις καὶ τοῖς δυσεμέσι καὶ τοῖς μὴ
ῥᾳδίως λειποθυμοῦσιν. ἡ δὲ δόσις Γρʹ9 βἢ πλέον ἢ ἔλαττον πρὸς δύνα-
μιν. μικτέον δὲ αὐτὴν καὶ ἁλσί· καὶ θύμου κόμην ἢ γλήχωνα ἐμβα-
λεῖν, ἐπὶ δὲ τῶν ἀνεχομένων ἀλόην μίσγειν βέλτιον. δίδοται δὲ καὶ
καθ' ἑαυτὴν μετὰ μέλιτος ἢ χυλοῦ πτισσάνης, ἐφ' ὧν βουλόμεθα λάθρα
διδόναι.

Αίτιος ιατρός Iatricorum liber iii Ch. 70, l. 2

Κονδίτον μελαγχολικοῖς. Πολυποδίουαπεπέρεωςασελίνου


σπέρματος αοἴνου ξ̸ εμέλιτος ξ̸ α, σκεύαζε, ὡς προείρηται,
καὶ χρῶ.
Ἀψινθάτου σκευασία πνευμάτων καὶ κόπρου κενωτικοῦ. Λιβυστι-
κοῦαςκυμίνου αναρδοστάχυος Γρʹ9 βσχίνου ἄνθους Γρʹ9 ϛμαστί-
χης Γρʹ9 ϛοἴνου ξ̸ εμέλιτος ξ̸ α, κόψας σήσας λείου μετὰ τοῦ μέλιτος
καὶ ἑνώσας τὸν οἶνον ἀναλάμβανε καὶ χρῶ μετὰ ἡμέρας επρὸ
ἀρίστου.
Ἀψινθάτον χολῆς ξανθῆς ἀγωγὸν πικρόν. Κόστου δμαστίχης
δῥόδων ξηρῶν βναρδοστάχυος βσχίνου ἄνθους α ἀλόης
ασκαμμωνίαςαμέλιτος ξ̸ αοἴνου ξ̸ ε, σκεύαζε καὶ χρῶ, ὡς προείρηται.

Αίτιος ιατρός Iatricorum liber iii Ch. 80, l. 5

τὸ μέλι καὶ ἕψε μέχρι συστάσεως μέλιτος ὑγροτέρου· ἔπειτα ἐπίπασσε


σκαμμωνίας λειοτάτηςαναρδοστάχυοςακαὶ τοῦ διὰ μαράθρων
καθαρτικοῦακαὶ ἑνώσας χρῶ. οὕτως προκενώσας τὸν κωλικευόμε-
νον ἐκκοπρωτικῷ κλυστῆρι, ἔπειτα λαβὼν τοῦ ὀξυμέλιτος κοχλιάριον
ἕν, ἀνάλυε μετὰ χυλοῦ πτισσάνης καὶ ἔνιε· χρῶ δὲ ὁμοίως καὶ ἐπὶ
νεφριτικῶν τῶν φλεγματικωτέρων. κενοῖ φλέγμα ἀλύπως καὶ ὑγιάζει.
Ὀξύμελι πικρόν. Μαράθρου χλωροῦ μετὰ τῶν ῥιζῶν δεσμίδιον α
σελίνου μετὰ τῶν ῥιζῶν δεσμίδιον απηγάνου χλωροῦ δεσμίδιον α
ὄξους ξ̸ βς, τουτέστι λίτρας εμέλιτος λιτʹ9 ας· ἕψε τὰς βοτάνας σὺν τῷ
ὄξει εἰς ἀποτρίτωσιν καὶ διηθήσας ἐπίβαλλε τῷ ὄξει τὸ μέλι καὶ ἕψε
μέχρι μέλιτος ὑγροτέρου λάβῃ σύστασιν· ἔπειτα λεάνας ἐν θυίᾳ ἀλόης
πρωτείαςγκαὶ σήσας ἐπίβαλλε αὐτῇ κατὰ βραχὺ τοῦ ὀξυμέλιτος
καὶ ἑνώσας ἀναλάμβανε καὶ χρῶ παρέχων κοχλιάριον α· ἐπιρροφείτω
δὲ ὕδωρ θερμόν· καθαίρει κεφαλὴν ἄκρως· ἐστὶ δὲ καὶ εὐστόμαχον.
Ὀξύμελι μαλακτικὸν τοῦ προσομιλήτου. γλήχωνος ὀριγάνου θύμβρας
ἀγρίας πολυποδίου ἀνὰασελίνου ῥιζῶν δἀνήθου ῥιζῶν Γρʹ9 ϛ
ἀγαρικοῦ ἐπιθύμου σκαμμωνίας ἀνὰαμέλιτος ξ̸ε9 αὄξους ξ̸ε9 α·
βρέχε τὰ εἴδη καὶ ἕψε ὡς τὸ ὀξύμελι· ὅταν δὲ λάβῃ καλὴν σύστασιν,
ἄρας ἀπὸ τοῦ πυρὸς πρόσπλεκε αὐτῷ σκαμμωνίαν ἐπίθυμον ἀγαρικὸν
καὶ δίδουΓμεθ' ὕδατος θερμοῦ.

Αίτιος ιατρός Iatricorum liber iii Ch. 101, l. 9

ιεσκαμμωνίας Γρʹ9 βἢ πλέον ἢ ἔλαττον μέλιτος βραχὺ λεάνας ἅμα


δίδου ὡς πάστιλλον. αὐτοῦ μία δόσις καθαίρει ἀλύπως.
Βουκελάτον καθαρτικόν. Ζύμης ἀπὸ σεμιδάλεως λιτρʹ9 βσκαμ-
μωνίαςαμαράθρου σπέρματος κυμίνου φύλλου ἑκάστου κεράτια ϛ
πεπέρεως κόκκοι λγἁλῶν κοινῶν κόκκοι σύμμετροι δἐλαιογάρου
κοχλιάρια β, κόψας σήσας τὰ ξηρὰ καὶ μαλάξας σὺν τῇ ζύμῃ καὶ ποιή-
σας ἀρτίσκους μικροὺς πλάτος ἔχοντας διπλάσιον μιλιαρισίου, δίδου
ὀπτᾶσθαι μάλιστα ἐν κλιβάνῳ καὶ δίδου τὴν τελείαν δόσινβτοῦ
ἄρτου ἐσθίειν, ὡς ἂν βούλοιντο. νῆστις μέντοι γε χρῶ. ἐστὶ γὰρ ἀλυ-
πότατον· κενοῖ χολήν.
Ἀλοηδάρια ἀλύπως καθαίροντα. Ἀλόηςγἀγαρικοῦβς σκαμ-
μωνίαςαβδελλίου δκόμμεως σκώληκοςβἀνάπλασσε χυλῷ
κράμβης, ἐπὶ δὲ τῶν πλαδώντων στομάχων χυλῷ τῆς σαρκὸς τοῦ
κιτρίου καὶ ποίει ἐρεβίνθου μεγάλου μέγεθος καὶ δίδου τοῖς τελείοις
ζνήστεσιν, εἰ δὲ βούλει καὶ πρὸ δείπνου ἢ μετὰ δεῖπνον· εἰ δὲ μα-
λάξαι γδίδου.
Ἄλλο καθαῖρον ἀλύπως. Σκαμμωνίαςββδελλίουα ἀλόης δ
ἀγαρικοῦ δκόμμεως δ· χυλῷ κράμβης ποίει ἐρεβίνθου καλοῦ
μέγεθος καὶ δίδου μετὰ δεῖπνον, ἐὰν μαλάξαι βούλει γ, εἰ δὲ καθᾶ-
ραι εἢ πολὺ ζ.

Αίτιος ιατρός Iatricorum liber iii Ch. 101, l. 15

σας ἀρτίσκους μικροὺς πλάτος ἔχοντας διπλάσιον μιλιαρισίου, δίδου


ὀπτᾶσθαι μάλιστα ἐν κλιβάνῳ καὶ δίδου τὴν τελείαν δόσινβτοῦ
ἄρτου ἐσθίειν, ὡς ἂν βούλοιντο. νῆστις μέντοι γε χρῶ. ἐστὶ γὰρ ἀλυ-
πότατον· κενοῖ χολήν.
Ἀλοηδάρια ἀλύπως καθαίροντα. Ἀλόηςγἀγαρικοῦβς σκαμ-
μωνίαςαβδελλίου δκόμμεως σκώληκοςβἀνάπλασσε χυλῷ
κράμβης, ἐπὶ δὲ τῶν πλαδώντων στομάχων χυλῷ τῆς σαρκὸς τοῦ
κιτρίου καὶ ποίει ἐρεβίνθου μεγάλου μέγεθος καὶ δίδου τοῖς τελείοις
ζνήστεσιν, εἰ δὲ βούλει καὶ πρὸ δείπνου ἢ μετὰ δεῖπνον· εἰ δὲ μα-
λάξαι γδίδου.
Ἄλλο καθαῖρον ἀλύπως. Σκαμμωνίαςββδελλίουα ἀλόης δ
ἀγαρικοῦ δκόμμεως δ· χυλῷ κράμβης ποίει ἐρεβίνθου καλοῦ
μέγεθος καὶ δίδου μετὰ δεῖπνον, ἐὰν μαλάξαι βούλει γ, εἰ δὲ καθᾶ-
ραι εἢ πολὺ ζ.
Φλέγματος ἀγωγόν. Ὀριβασίου. Δαφνίδων νεαρῶνβεὐφορ-
βίουαμέλιτος τὸ ἀρκοῦν ὡς γενέσθαι ἑλιγματῶδες· ἡ δόσις κοχ-
λιαρίου τὸ ἥμισυ· ἐπὶ δὲ πλεοναζόντων χυμῶν καὶ πλεῖον δοθέν,
πλείω ὠφέλησε. χρῶ ὡς καλλίστῳ. Ἄλλο φλέγματος κενωτικόν. ἀνίσου
σπέρματος σελίνου ἄμμεως πεπέρεως κόκκου κνιδίου κνήκου σπέρμα
λαθυρίδων ἀνὰ δκασσίας βμέλιτος ἀπηφρισμένου τὸ ἀρκοῦν.
δίδου τὴν τελειοτάτην δόσιν βκοχλιάρια. ἄλλο. κολοκυνθίδος

ἐντε-

Αίτιος ιατρός Iatricorum liber iii


Ch. 103, l. 4

πλείω ὠφέλησε. χρῶ ὡς καλλίστῳ. Ἄλλο φλέγματος κενωτικόν. ἀνίσου


σπέρματος σελίνου ἄμμεως πεπέρεως κόκκου κνιδίου κνήκου σπέρμα
λαθυρίδων ἀνὰ δκασσίας βμέλιτος ἀπηφρισμένου τὸ ἀρκοῦν.
δίδου τὴν τελειοτάτην δόσιν βκοχλιάρια. ἄλλο. κολοκυνθίδος ἐντε-
ριώνης ἀνίσου πεπέρεως κασσίας ἀνὰ δκόκκου κνιδίου ηνάρδου
στάχυος βμέλιτος τὸ ἀρκοῦν ὡς ἑλιγματῶδες γενέσθαι. δίδου κοχ-
λιάρια βτοῖς τελείοις.
Μελαγχολικοῦ χυμοῦ κενωτικά. Φιλαγρίου. Ζιγγιβέρεως ασε-
λίνου σπέρματος βὀποῦ κυρηναικοῦ απεπέρεως λιβυστικοῦ
ἀνὰ αἐπιθύμου δἀναλάμβανε μέλιτι ὡς ἑλιγματῶδες εἶναι καὶ
δίδου κοχλιάρια β. ἄλλο· ἐπιθύμου ἀγαρικοῦ ἀλόης ἀνὰ δἐλλεβόρου
μέλανος φλοιοῦ ββδελλίου ακόμμεως αὑσσώπου βἴρεως
βἀψινθίου χυλοῦ β· εἰ δὲ μὴ παρείη χυλὸς τοῦ ἀψινθίου τῆς
κόμης βάλε τὸ ἶσον· ἀναλάμβανε μέλιτι καὶ δίδου πρὸς δύναμιν· κε-
νοῖ τὸν μελαγχολικὸν καὶ τὸν φλεγματικὸν χυμόν.

Αίτιος ιατρός Iatricorum liber iii Ch. 105, l. 1


κόμης βάλε τὸ ἶσον· ἀναλάμβανε μέλιτι καὶ δίδου πρὸς δύναμιν· κε-
νοῖ τὸν μελαγχολικὸν καὶ τὸν φλεγματικὸν χυμόν.
Χολῆς καὶ φλέγματος καὶ μελαγχολίας καὶ τῶν λοιπῶν κοινὸν
καθαρτήριον. Λαθυρίδων κολοκυνθίδος ἐντεριώνης χαμελαίας φύλλων
ξηρῶν σκαμμωνίας ἐπιθύμου πολυποδίου ἀνίσου ἀνὰ ιἑκάστου θύ-
μου κορύμβων πεπέρεως μαστίχης καρποβαλσάμου κασσίας σελίνου
σπέρματος χαμαιπίτυος ξηρᾶς ἀνὰ εἀψινθίου χυλοῦ ἢ τῆς κόμης
εμέλιτος τὸ ἀρκοῦν ὡς ἑλιγματῶδες γενέσθαι. δίδου κοχλιάριον α
ἢ πλέον πρὸς δύναμιν. χρῶ δὲ αὐτῷ μὴ ἁπλῶς ἐπὶ πάντων, ἀλλ' ἐφ'
ὧν τεκμαίρῃ πλεονάζειν ὁμοτίμως ἐν τῷ σώματι πάντας τοὺς χυμούς.
Διὰ ῥοδομέλιτος ἀλοηδάρια μαλακτικά. Ἀλόηςϛκόστου ναρδο-
στάχυος καρποβαλσάμου σχίνου ἄνθους ἀνὰακασσίαςβἀγαρικοῦ
δκρόκου δκενταυρίου κόμης Γρʹ9 δμέλιτοςβῥόδων χυλοῦδ
ἐπιθύμουα. ἄλλο. ἀγαρικοῦ δκενταυρίου κόμης Γρʹ9 δναρδοστά-
χυος Γρʹ9 δκαὶ σχίνου ἄνθους Γρʹ9 ηῥᾴου Γρʹ9 ϛκαὶ κρόκου ουΓΓʹ9 α
καςςίας Γρʹ9 ιϛκόστου Γρʹ9 ϛμαστίχης Γρʹ9 ηξυλοβαλσάμου Γρʹ9 ϛἀσάρου
ουΓΓʹ9 δ. ἄλλο. ῥέου Γρʹ9 ηἀσάρου Γρʹ9 δξυλοβαλσάμου Γρʹ9 ϛμαστίχης
Γρʹ9 η· ἀνάπλαττε ῥοδομέλιτι καὶ δίδου πρὸς δύναμιν. Ἀλοηδάρια διὰ
ῥοδομέλιτος μαλακτικὰ κοιλίας ἀλυπότατα. χρῶ δὲ αὐτοῖς ἐπὶ τῶν
περὶ τὰ ἄρθρα καὶ μάλιστα εἰς τὰ τῶν ἰσχίων ἀλγήματα καὶ τῆς
ὀσφύος. ἐστὶ δὲ καὶ τοῦ ἥπατος ἐκφρακτικά. ἰσίου Γρʹ9 ηἀγαρικοῦ δ

Αίτιος ιατρός Iatricorum liber iii


Ch. 105, l. 8

εμέλιτος τὸ ἀρκοῦν ὡς ἑλιγματῶδες γενέσθαι. δίδου κοχλιάριον α


ἢ πλέον πρὸς δύναμιν. χρῶ δὲ αὐτῷ μὴ ἁπλῶς ἐπὶ πάντων, ἀλλ' ἐφ'
ὧν τεκμαίρῃ πλεονάζειν ὁμοτίμως ἐν τῷ σώματι πάντας τοὺς χυμούς.
Διὰ ῥοδομέλιτος ἀλοηδάρια μαλακτικά. Ἀλόηςϛκόστου ναρδο-
στάχυος καρποβαλσάμου σχίνου ἄνθους ἀνὰακασσίαςβἀγαρικοῦ
δκρόκου δκενταυρίου κόμης Γρʹ9 δμέλιτοςβῥόδων χυλοῦδ
ἐπιθύμουα. ἄλλο. ἀγαρικοῦ δκενταυρίου κόμης Γρʹ9 δναρδοστά-
χυος Γρʹ9 δκαὶ σχίνου ἄνθους Γρʹ9 ηῥᾴου Γρʹ9 ϛκαὶ κρόκου ουΓΓʹ9 α
καςςίας Γρʹ9 ιϛκόστου Γρʹ9 ϛμαστίχης Γρʹ9 ηξυλοβαλσάμου Γρʹ9 ϛἀσάρου
ουΓΓʹ9 δ. ἄλλο. ῥέου Γρʹ9 ηἀσάρου Γρʹ9 δξυλοβαλσάμου Γρʹ9 ϛμαστίχης
Γρʹ9 η· ἀνάπλαττε ῥοδομέλιτι καὶ δίδου πρὸς δύναμιν. Ἀλοηδάρια διὰ
ῥοδομέλιτος μαλακτικὰ κοιλίας ἀλυπότατα. χρῶ δὲ αὐτοῖς ἐπὶ τῶν
περὶ τὰ ἄρθρα καὶ μάλιστα εἰς τὰ τῶν ἰσχίων ἀλγήματα καὶ τῆς
ὀσφύος. ἐστὶ δὲ καὶ τοῦ ἥπατος ἐκφρακτικά. ἰσίου Γρʹ9 ηἀγαρικοῦ δ
ἀλόης βναρδοστάχυος Γρʹ9 ησχοίνου ἄνθους Γρʹ9 ηκρόκου Γρʹ9 δκας-
σίας Γρʹ9 ιϛκόστου Γρʹ9 ηκαρποβαλσάμου Γρʹ9 ηῥοδομέλιτοςγκαὶ Γρʹ9 η,
λεάνας ἀνάπλαττε καταπότια διὰ τοῦ ῥοδομέλιτος καὶ δίδου εμετὰ
τὸ δεῖπνον, εἰ βούλει καθ' ἑκάστην ἡμέραν ἢ παρὰ μίαν ἢ ὡς ἂν
δοκιμάσῃς. ἀποσμήχει γὰρ καὶ τὸν στόμαχον καὶ τὰ ἄρθρα, καθαίρει
δὲ ἐξαιρέτως φλέγμα. συνήθως δὲ δεῖ ἀριστᾶν καὶ δειπνεῖν.

Αίτιος ιατρός Iatricorum liber iii Ch. 105, l. 12

στάχυος καρποβαλσάμου σχίνου ἄνθους ἀνὰακασσίαςβἀγαρικοῦ


δκρόκου δκενταυρίου κόμης Γρʹ9 δμέλιτοςβῥόδων χυλοῦδ
ἐπιθύμουα. ἄλλο. ἀγαρικοῦ δκενταυρίου κόμης Γρʹ9 δναρδοστά-
χυος Γρʹ9 δκαὶ σχίνου ἄνθους Γρʹ9 ηῥᾴου Γρʹ9 ϛκαὶ κρόκου ουΓΓʹ9 α
καςςίας Γρʹ9 ιϛκόστου Γρʹ9 ϛμαστίχης Γρʹ9 ηξυλοβαλσάμου Γρʹ9 ϛἀσάρου
ουΓΓʹ9 δ. ἄλλο. ῥέου Γρʹ9 ηἀσάρου Γρʹ9 δξυλοβαλσάμου Γρʹ9 ϛμαστίχης
Γρʹ9 η· ἀνάπλαττε ῥοδομέλιτι καὶ δίδου πρὸς δύναμιν. Ἀλοηδάρια διὰ
ῥοδομέλιτος μαλακτικὰ κοιλίας ἀλυπότατα. χρῶ δὲ αὐτοῖς ἐπὶ τῶν
περὶ τὰ ἄρθρα καὶ μάλιστα εἰς τὰ τῶν ἰσχίων ἀλγήματα καὶ τῆς
ὀσφύος. ἐστὶ δὲ καὶ τοῦ ἥπατος ἐκφρακτικά. ἰσίου Γρʹ9 ηἀγαρικοῦ δ
ἀλόης βναρδοστάχυος Γρʹ9 ησχοίνου ἄνθους Γρʹ9 ηκρόκου Γρʹ9 δκας-
σίας Γρʹ9 ιϛκόστου Γρʹ9 ηκαρποβαλσάμου Γρʹ9 ηῥοδομέλιτοςγκαὶ Γρʹ9 η,
λεάνας ἀνάπλαττε καταπότια διὰ τοῦ ῥοδομέλιτος καὶ δίδου εμετὰ
τὸ δεῖπνον, εἰ βούλει καθ' ἑκάστην ἡμέραν ἢ παρὰ μίαν ἢ ὡς ἂν
δοκιμάσῃς. ἀποσμήχει γὰρ καὶ τὸν στόμαχον καὶ τὰ ἄρθρα, καθαίρει
δὲ ἐξαιρέτως φλέγμα. συνήθως δὲ δεῖ ἀριστᾶν καὶ δειπνεῖν.
Χολῆς καὶ φλέγματος ἀγωγόν. ἀψινθίου κόμης κεκομμένης καὶ
σεσησμένηςα ἀλόης λειοτάτηςα· ἀναλάμβανε ὀπῷ τιθυμάλλου,
μάλιστα τοῦ μυρσινίτου καὶ ἀνάπλαττε κολλύρια φασήλου μέγεθος καὶ
δίδου γμόνα.
Ἀλοηδάρια ἐκ τῶν Φιλαγρίου ξανθῆς χολῆς καὶ φλέγματος ...

Αίτιος ιατρός Iatricorum liber iii h. 106, l. 2

ῥοδομέλιτος μαλακτικὰ κοιλίας ἀλυπότατα. χρῶ δὲ αὐτοῖς ἐπὶ τῶν


περὶ τὰ ἄρθρα καὶ μάλιστα εἰς τὰ τῶν ἰσχίων ἀλγήματα καὶ τῆς
ὀσφύος. ἐστὶ δὲ καὶ τοῦ ἥπατος ἐκφρακτικά. ἰσίου Γρʹ9 ηἀγαρικοῦ δ
ἀλόης βναρδοστάχυος Γρʹ9 ησχοίνου ἄνθους Γρʹ9 ηκρόκου Γρʹ9 δκας-
σίας Γρʹ9 ιϛκόστου Γρʹ9 ηκαρποβαλσάμου Γρʹ9 ηῥοδομέλιτοςγκαὶ Γρʹ9 η,
λεάνας ἀνάπλαττε καταπότια διὰ τοῦ ῥοδομέλιτος καὶ δίδου εμετὰ
τὸ δεῖπνον, εἰ βούλει καθ' ἑκάστην ἡμέραν ἢ παρὰ μίαν ἢ ὡς ἂν
δοκιμάσῃς. ἀποσμήχει γὰρ καὶ τὸν στόμαχον καὶ τὰ ἄρθρα, καθαίρει
δὲ ἐξαιρέτως φλέγμα. συνήθως δὲ δεῖ ἀριστᾶν καὶ δειπνεῖν.
Χολῆς καὶ φλέγματος ἀγωγόν. ἀψινθίου κόμης κεκομμένης καὶ
σεσησμένηςα ἀλόης λειοτάτηςα· ἀναλάμβανε ὀπῷ τιθυμάλλου,
μάλιστα τοῦ μυρσινίτου καὶ ἀνάπλαττε κολλύρια φασήλου μέγεθος καὶ
δίδου γμόνα.
Ἀλοηδάρια ἐκ τῶν Φιλαγρίου ξανθῆς χολῆς καὶ φλέγματος κε-
νωτικά. κολοκυνθίδος ἐντεριώνης ἀλόης σκαμμωνίας ἀνὰ ιμαστίχης
βδελλίου ἀνὰ εἀψινθίου χυλοῦ ἢ τῆς κόμης εἀνάπλασσε χυλῷ
κράμβης καὶ ποίει καταπότια ἐρεβίνθου μέγεθος καὶ δίδου τοῖς τελεί-
οις κα, πάνυ καλά. ἄλλο διὰ πείρας πολλῆς καὶ αὐτό· κενοῖ δὲ τοὺς
τρεῖς χυμούς· ἀλόης ἐπιθύμου ἀνὰ βσκαμμωνίας βκολοκυνθίδος
ἀγαρικοῦ ἀνὰ αἀναλάμβανε χυλῷ κράμβης καὶ δίδου καταπότια ιε.
ἄλλο δοκιμώτατον ἐν Τύρῳ σκευαζόμενον. σκαμμωνίαςβ ἀλόης δ

Αίτιος ιατρός Iatricorum liber iii Ch. 107, l. 1

ἀλόης βναρδοστάχυος Γρʹ9 ησχοίνου ἄνθους Γρʹ9 ηκρόκου Γρʹ9 δκας-


σίας Γρʹ9 ιϛκόστου Γρʹ9 ηκαρποβαλσάμου Γρʹ9 ηῥοδομέλιτοςγκαὶ Γρʹ9 η,
λεάνας ἀνάπλαττε καταπότια διὰ τοῦ ῥοδομέλιτος καὶ δίδου εμετὰ
τὸ δεῖπνον, εἰ βούλει καθ' ἑκάστην ἡμέραν ἢ παρὰ μίαν ἢ ὡς ἂν
δοκιμάσῃς. ἀποσμήχει γὰρ καὶ τὸν στόμαχον καὶ τὰ ἄρθρα, καθαίρει
δὲ ἐξαιρέτως φλέγμα. συνήθως δὲ δεῖ ἀριστᾶν καὶ δειπνεῖν.
Χολῆς καὶ φλέγματος ἀγωγόν. ἀψινθίου κόμης κεκομμένης καὶ
σεσησμένηςα ἀλόης λειοτάτηςα· ἀναλάμβανε ὀπῷ τιθυμάλλου,
μάλιστα τοῦ μυρσινίτου καὶ ἀνάπλαττε κολλύρια φασήλου μέγεθος καὶ
δίδου γμόνα.
Ἀλοηδάρια ἐκ τῶν Φιλαγρίου ξανθῆς χολῆς καὶ φλέγματος κε-
νωτικά. κολοκυνθίδος ἐντεριώνης ἀλόης σκαμμωνίας ἀνὰ ιμαστίχης
βδελλίου ἀνὰ εἀψινθίου χυλοῦ ἢ τῆς κόμης εἀνάπλασσε χυλῷ
κράμβης καὶ ποίει καταπότια ἐρεβίνθου μέγεθος καὶ δίδου τοῖς τελεί-
οις κα, πάνυ καλά. ἄλλο διὰ πείρας πολλῆς καὶ αὐτό· κενοῖ δὲ τοὺς
τρεῖς χυμούς· ἀλόης ἐπιθύμου ἀνὰ βσκαμμωνίας βκολοκυνθίδος
ἀγαρικοῦ ἀνὰ αἀναλάμβανε χυλῷ κράμβης καὶ δίδου καταπότια ιε.
ἄλλο δοκιμώτατον ἐν Τύρῳ σκευαζόμενον. σκαμμωνίαςβ ἀλόης δ
μαστίχης βδελλίου πεπέρεως ἀψινθίου ἀνὰ β, χυλῷ τοῦ μέσου τοῦ
κιτρίου καὶ τοῦ λέπους ἀναλάμβανε καὶ ποίει καταπότια καὶ δίδου ζ
ἢ θ· ποιεῖ καθ' ἕδρας ζἢ θ· εἰ δὲ καλῶς βούλει καθᾶραι ἐχέτωσαν

Αίτιος ιατρός Iatricorum liber iii Ch. 107, l. 2

σίας Γρʹ9 ιϛκόστου Γρʹ9 ηκαρποβαλσάμου Γρʹ9 ηῥοδομέλιτοςγκαὶ Γρʹ9 η,


λεάνας ἀνάπλαττε καταπότια διὰ τοῦ ῥοδομέλιτος καὶ δίδου εμετὰ
τὸ δεῖπνον, εἰ βούλει καθ' ἑκάστην ἡμέραν ἢ παρὰ μίαν ἢ ὡς ἂν
δοκιμάσῃς. ἀποσμήχει γὰρ καὶ τὸν στόμαχον καὶ τὰ ἄρθρα, καθαίρει
δὲ ἐξαιρέτως φλέγμα. συνήθως δὲ δεῖ ἀριστᾶν καὶ δειπνεῖν.
Χολῆς καὶ φλέγματος ἀγωγόν. ἀψινθίου κόμης κεκομμένης καὶ
σεσησμένηςα ἀλόης λειοτάτηςα· ἀναλάμβανε ὀπῷ τιθυμάλλου,
μάλιστα τοῦ μυρσινίτου καὶ ἀνάπλαττε κολλύρια φασήλου μέγεθος καὶ
δίδου γμόνα.
Ἀλοηδάρια ἐκ τῶν Φιλαγρίου ξανθῆς χολῆς καὶ φλέγματος κε-
νωτικά. κολοκυνθίδος ἐντεριώνης ἀλόης σκαμμωνίας ἀνὰ ιμαστίχης
βδελλίου ἀνὰ εἀψινθίου χυλοῦ ἢ τῆς κόμης εἀνάπλασσε χυλῷ
κράμβης καὶ ποίει καταπότια ἐρεβίνθου μέγεθος καὶ δίδου τοῖς τελεί-
οις κα, πάνυ καλά. ἄλλο διὰ πείρας πολλῆς καὶ αὐτό· κενοῖ δὲ τοὺς
τρεῖς χυμούς· ἀλόης ἐπιθύμου ἀνὰ βσκαμμωνίας βκολοκυνθίδος
ἀγαρικοῦ ἀνὰ αἀναλάμβανε χυλῷ κράμβης καὶ δίδου καταπότια ιε.
ἄλλο δοκιμώτατον ἐν Τύρῳ σκευαζόμενον. σκαμμωνίαςβ ἀλόης δ
μαστίχης βδελλίου πεπέρεως ἀψινθίου ἀνὰ β, χυλῷ τοῦ μέσου τοῦ
κιτρίου καὶ τοῦ λέπους ἀναλάμβανε καὶ ποίει καταπότια καὶ δίδου ζ
ἢ θ· ποιεῖ καθ' ἕδρας ζἢ θ· εἰ δὲ καλῶς βούλει καθᾶραι ἐχέτωσαν
τὰ διδόμενα καταπότια σταθμῷ Γρʹ9 δκαὶ πλεῖον.

Αίτιος ιατρός Iatricorum liber iii Ch. 107, l. 6

δὲ ἐξαιρέτως φλέγμα. συνήθως δὲ δεῖ ἀριστᾶν καὶ δειπνεῖν.


Χολῆς καὶ φλέγματος ἀγωγόν. ἀψινθίου κόμης κεκομμένης καὶ
σεσησμένηςα ἀλόης λειοτάτηςα· ἀναλάμβανε ὀπῷ τιθυμάλλου,
μάλιστα τοῦ μυρσινίτου καὶ ἀνάπλαττε κολλύρια φασήλου μέγεθος καὶ
δίδου γμόνα.
Ἀλοηδάρια ἐκ τῶν Φιλαγρίου ξανθῆς χολῆς καὶ φλέγματος κε-
νωτικά. κολοκυνθίδος ἐντεριώνης ἀλόης σκαμμωνίας ἀνὰ ιμαστίχης
βδελλίου ἀνὰ εἀψινθίου χυλοῦ ἢ τῆς κόμης εἀνάπλασσε χυλῷ
κράμβης καὶ ποίει καταπότια ἐρεβίνθου μέγεθος καὶ δίδου τοῖς τελεί-
οις κα, πάνυ καλά. ἄλλο διὰ πείρας πολλῆς καὶ αὐτό· κενοῖ δὲ τοὺς
τρεῖς χυμούς· ἀλόης ἐπιθύμου ἀνὰ βσκαμμωνίας βκολοκυνθίδος
ἀγαρικοῦ ἀνὰ αἀναλάμβανε χυλῷ κράμβης καὶ δίδου καταπότια ιε.
ἄλλο δοκιμώτατον ἐν Τύρῳ σκευαζόμενον. σκαμμωνίαςβ ἀλόης δ
μαστίχης βδελλίου πεπέρεως ἀψινθίου ἀνὰ β, χυλῷ τοῦ μέσου τοῦ
κιτρίου καὶ τοῦ λέπους ἀναλάμβανε καὶ ποίει καταπότια καὶ δίδου ζ
ἢ θ· ποιεῖ καθ' ἕδρας ζἢ θ· εἰ δὲ καλῶς βούλει καθᾶραι ἐχέτωσαν
τὰ διδόμενα καταπότια σταθμῷ Γρʹ9 δκαὶ πλεῖον.
Ἀλοηδάριον Ὀριβασίου ἐπὶ τῶν ὀφθαλμιώντων μάλιστα, κενοῖ
δὲ μᾶλλον χολὴν ξανθὴν καὶ μέλαιναν. Σκαμμωνίας Γρʹ9 ηἐλλεβόρου
μέλανος φλοιοῦ Γρʹ9 ηἁλῶν ἀμμωνιακῶν βπάνακος ῥίζης βπε-
πέρεως αγλήχωνος α, πλάσσε δι' ὕδατος κυάμοις ἑλληνικοῖς
Αίτιος ιατρός Iatricorum liber iii Ch. 107, l. 8

σεσησμένηςα ἀλόης λειοτάτηςα· ἀναλάμβανε ὀπῷ τιθυμάλλου,


μάλιστα τοῦ μυρσινίτου καὶ ἀνάπλαττε κολλύρια φασήλου μέγεθος καὶ
δίδου γμόνα.
Ἀλοηδάρια ἐκ τῶν Φιλαγρίου ξανθῆς χολῆς καὶ φλέγματος κε-
νωτικά. κολοκυνθίδος ἐντεριώνης ἀλόης σκαμμωνίας ἀνὰ ιμαστίχης
βδελλίου ἀνὰ εἀψινθίου χυλοῦ ἢ τῆς κόμης εἀνάπλασσε χυλῷ
κράμβης καὶ ποίει καταπότια ἐρεβίνθου μέγεθος καὶ δίδου τοῖς τελεί-
οις κα, πάνυ καλά. ἄλλο διὰ πείρας πολλῆς καὶ αὐτό· κενοῖ δὲ τοὺς
τρεῖς χυμούς· ἀλόης ἐπιθύμου ἀνὰ βσκαμμωνίας βκολοκυνθίδος
ἀγαρικοῦ ἀνὰ αἀναλάμβανε χυλῷ κράμβης καὶ δίδου καταπότια ιε.
ἄλλο δοκιμώτατον ἐν Τύρῳ σκευαζόμενον. σκαμμωνίαςβ ἀλόης δ
μαστίχης βδελλίου πεπέρεως ἀψινθίου ἀνὰ β, χυλῷ τοῦ μέσου τοῦ
κιτρίου καὶ τοῦ λέπους ἀναλάμβανε καὶ ποίει καταπότια καὶ δίδου ζ
ἢ θ· ποιεῖ καθ' ἕδρας ζἢ θ· εἰ δὲ καλῶς βούλει καθᾶραι ἐχέτωσαν
τὰ διδόμενα καταπότια σταθμῷ Γρʹ9 δκαὶ πλεῖον.
Ἀλοηδάριον Ὀριβασίου ἐπὶ τῶν ὀφθαλμιώντων μάλιστα, κενοῖ
δὲ μᾶλλον χολὴν ξανθὴν καὶ μέλαιναν. Σκαμμωνίας Γρʹ9 ηἐλλεβόρου
μέλανος φλοιοῦ Γρʹ9 ηἁλῶν ἀμμωνιακῶν βπάνακος ῥίζης βπε-
πέρεως αγλήχωνος α, πλάσσε δι' ὕδατος κυάμοις ἑλληνικοῖς
ὅμοια καὶ δίδου ζμέσην δόσιν, ἵνα ἔχωσι τὰ ζ ακαὶ ὀβολοὺς β.
Ἄλλο Ὀριβασίου. Ἀλόης ρναρδοστάχυος ἀσάρου μαστίχης

Αίτιος ιατρός Iatricorum liber iii Ch. 108, l. 1

βδελλίου ἀνὰ εἀψινθίου χυλοῦ ἢ τῆς κόμης εἀνάπλασσε χυλῷ


κράμβης καὶ ποίει καταπότια ἐρεβίνθου μέγεθος καὶ δίδου τοῖς τελεί-
οις κα, πάνυ καλά. ἄλλο διὰ πείρας πολλῆς καὶ αὐτό· κενοῖ δὲ τοὺς
τρεῖς χυμούς· ἀλόης ἐπιθύμου ἀνὰ βσκαμμωνίας βκολοκυνθίδος
ἀγαρικοῦ ἀνὰ αἀναλάμβανε χυλῷ κράμβης καὶ δίδου καταπότια ιε.
ἄλλο δοκιμώτατον ἐν Τύρῳ σκευαζόμενον. σκαμμωνίαςβ ἀλόης δ
μαστίχης βδελλίου πεπέρεως ἀψινθίου ἀνὰ β, χυλῷ τοῦ μέσου τοῦ
κιτρίου καὶ τοῦ λέπους ἀναλάμβανε καὶ ποίει καταπότια καὶ δίδου ζ
ἢ θ· ποιεῖ καθ' ἕδρας ζἢ θ· εἰ δὲ καλῶς βούλει καθᾶραι ἐχέτωσαν
τὰ διδόμενα καταπότια σταθμῷ Γρʹ9 δκαὶ πλεῖον.
Ἀλοηδάριον Ὀριβασίου ἐπὶ τῶν ὀφθαλμιώντων μάλιστα, κενοῖ
δὲ μᾶλλον χολὴν ξανθὴν καὶ μέλαιναν. Σκαμμωνίας Γρʹ9 ηἐλλεβόρου
μέλανος φλοιοῦ Γρʹ9 ηἁλῶν ἀμμωνιακῶν βπάνακος ῥίζης βπε-
πέρεως αγλήχωνος α, πλάσσε δι' ὕδατος κυάμοις ἑλληνικοῖς
ὅμοια καὶ δίδου ζμέσην δόσιν, ἵνα ἔχωσι τὰ ζ ακαὶ ὀβολοὺς β.
Ἄλλο Ὀριβασίου. Ἀλόης ρναρδοστάχυος ἀσάρου μαστίχης
κρόκου ξυλοβαλσάμου ἀνὰ ϛκασσίας ιβἐπιθύμου Γρʹ9 ιϛ, πλάσσε
ὀροβιαῖα μεγέθει δι' ἀφεψήματος γλήχωνος καὶ δίδου κοχλιάρια κα·
τοῦτο τεταρταίους ἰᾶται· δυνατὸν καὶ μέλιτι ἑφθῷ αὐτὰ ἀναπλάττειν.
Ἅλες καθαρτικοί. Ἁλὸς ἀμμωνιακοῦϛζιγγιβέρεως Γρʹ9 απεπέ-
ρεως γφύλλου ναρδοστάχυος ἀνὰ Γρʹ9 ασιλφίου Γρʹ9 ασελίνου

Αίτιος ιατρός Iatricorum liber iii Ch. 109, l. 1

ἄλλο δοκιμώτατον ἐν Τύρῳ σκευαζόμενον. σκαμμωνίαςβ ἀλόης δ


μαστίχης βδελλίου πεπέρεως ἀψινθίου ἀνὰ β, χυλῷ τοῦ μέσου τοῦ
κιτρίου καὶ τοῦ λέπους ἀναλάμβανε καὶ ποίει καταπότια καὶ δίδου ζ
ἢ θ· ποιεῖ καθ' ἕδρας ζἢ θ· εἰ δὲ καλῶς βούλει καθᾶραι ἐχέτωσαν
τὰ διδόμενα καταπότια σταθμῷ Γρʹ9 δκαὶ πλεῖον.
Ἀλοηδάριον Ὀριβασίου ἐπὶ τῶν ὀφθαλμιώντων μάλιστα, κενοῖ
δὲ μᾶλλον χολὴν ξανθὴν καὶ μέλαιναν. Σκαμμωνίας Γρʹ9 ηἐλλεβόρου
μέλανος φλοιοῦ Γρʹ9 ηἁλῶν ἀμμωνιακῶν βπάνακος ῥίζης βπε-
πέρεως αγλήχωνος α, πλάσσε δι' ὕδατος κυάμοις ἑλληνικοῖς
ὅμοια καὶ δίδου ζμέσην δόσιν, ἵνα ἔχωσι τὰ ζ ακαὶ ὀβολοὺς β.
Ἄλλο Ὀριβασίου. Ἀλόης ρναρδοστάχυος ἀσάρου μαστίχης
κρόκου ξυλοβαλσάμου ἀνὰ ϛκασσίας ιβἐπιθύμου Γρʹ9 ιϛ, πλάσσε
ὀροβιαῖα μεγέθει δι' ἀφεψήματος γλήχωνος καὶ δίδου κοχλιάρια κα·
τοῦτο τεταρταίους ἰᾶται· δυνατὸν καὶ μέλιτι ἑφθῷ αὐτὰ ἀναπλάττειν.
Ἅλες καθαρτικοί. Ἁλὸς ἀμμωνιακοῦϛζιγγιβέρεως Γρʹ9 απεπέ-
ρεως γφύλλου ναρδοστάχυος ἀνὰ Γρʹ9 ασιλφίου Γρʹ9 ασελίνου σπέρ-
ματος βγλήχωνος ασκαμμωνίας Γρʹ9 η· ἡ δόσις κοχλιάριον α· κε-
νοῖ χολήν. ἄλλο. ἁλὸς ἀμμωνιακοῦϛζιγγιβέρεως βπεπέρεως γ
ναρδοστάχυος Γρʹ9 αγλήχωνος δσελίνου σπέρματος αφύλλου Γρʹ9 α
λαθυρίδωνα· δίδου κοχλιάριον· κενοῖ φλέγμα. ἄλλο· ἁλὸς ἀμμωνιακοῦ
ϛπεπέρεως δζιγγιβέρεως βἀνίσου ασελίνου σπέρματος

Αίτιος ιατρός Iatricorum liber iii Ch. 113, l. 4

γάνου σπέρματος ῥινίσματος ἐλεφαντίνου εὐφορβίου ἶσα· ἡ δόσις Γρʹ9 γ


μετὰ μελικράτου ἢ κονδίτου· ποιεῖ καὶ κωλικοῖς καὶ ὑδερικοῖς.
Ἄλλο ὑδραγωγόν. Πετροσελίνου ἀνίσου θύμου κορύμβων ἀνὰ
γχαμελαίας φύλλων ξηρῶν ιμέλιτος τὸ ἀρκοῦν, ὡς ἑλιγματῶ-
δες γενέσθαι· δίδου τὴν τελείαν δόσιν μέχρι κοχλιαρίων δ· εἰ δὲ ἐπι-
τεῖναι βούλει, πρόσμιγε τοῖς προειρημένοις λεπίδος χαλκοῦ ϛκαὶ
δίδου τὴν τελείαν δόσιν κοχλιάρια γ.
Περὶ τῶν ἱερῶν. Ἱερὰ Λογαδίου. Κολοκυνθίδος ἐντεριώνης κ
σκίλλης ὀπτῆς ἀγαρικοῦ ἀμμωνιακοῦ θυμιάματος σκαμμωνίας ἐλλεβόρου

μέλανος φλοιοῦ ὑπερικοῦ ἀνὰ ιἐπιθύμου πολυποδίου ξηροῦ βδελ-


λίου ἀλόης χαμαίδρυος πρασίου κασσίας ἀνὰ ησμύρνης τρωγλίτιδος
πεπέρεως λευκοῦ πεπέρεως μακροῦ πεπέρεως μέλανος κιναμώμου
κρόκου ὀποπάνακος σαγαπηνοῦ καστορίου πετροσελίνου ἀριστολοχίας
μακρᾶς ἀνὰ δ· μέλιτι ἀναλάμβανε· ἡ τελεία δόσις δ, ἡ μέση γ,
ἡ δὲ πάνυ ἐλαχίστη β· ἐπίβαλλε τῇ δόσει ἁλῶν λειοτάτην κοχλια-
ρίου τὸ ἥμισυ. Καθαρτικὸν ἄλυπον ποιοῦν ἰσχιαδικοῖς καὶ πρὸς περι-
οδικῶς ὀχλουμένους χρονίως. κολοκυνθίδος ἐντεριώνηςανίτρουβ
λειώσας καλῶς δίδου τοῖς εὐτονοῦσι αμεθ' ὑδρομέλιτος κράσεως
μεγάλης νήστεσι, τοῖς δὲ ἀσθενοῦσι κεράτια θ· χρῶ θαρρῶν. ἄλλο δό-
κιμον πρὸς ἀρχὰς μανίας μελαγχολικοῖς παραλυτικοῖς ἰσχιαδικοῖς σκο-
τωματικοῖς ἐπιληπτικοῖς ἀλωπεκίαις κεφαλαλγίαις. ἐλλεβόρου μέλανος

Αίτιος ιατρός Iatricorum liber iii Ch. 114, l. 4

Καθαρτικὸν τοῦ προσομιλήτου. Ἐπιθύμουγἰσίουαἀγαρικοῦ


δεὐφορβίου Γρʹ9 ϛναρδοστάχυος φύλλου κόστου πεπέρεως ἀνὰ δ
καρυοφύλλου Γρʹ9 ϛ· ἡ δόσις Γρʹ9 ϛμετὰ μελικράτου. εἰ δὲ ξανθὴν
χολὴν εὕροις συνυποκειμένην τοῖς ἄλλοις δυσὶ χυμοῖς, προστίθει τῇ
δόσει ἐπὶ τῆς χρείας καὶ ἄλλην σκαμμωνίαν, ὅσην δ' ἂν συνορᾶς
πρὸς δύναμιν. ἔχει ἡ δόσις ἰσίου κερα̗ εἐπιθύμου Γρʹ9 βς ἀγαρικοῦ
κερα̗ βς εὐφορβίου κερα̗ γ.
Ἱερὰ Γαληνοῦ. Κολοκυνθίδος ἐντεριώνης κχαμαίδρυος ἀγαρικοῦ
σκίλλης ὀπτῆς ἀμμωνιακοῦ θυμιάματος σκαμμωνίας ἐλλεβόρου μέλανος
φλοιοῦ στοιχάδος ὑπερικοῦ ἀνὰ ιϛἐπιθύμου εὐφορβίου ηπολυ-
ποδίου ξηροῦ βδελλίου ἀλόης πρασίου κασσίας ἀνὰ ησμύρνης τρω-
γλίτιδος σαγαπηνοῦ κρόκου ἀριστολοχίας μακρᾶς πεπέρεως λευκοῦ
πεπέρως μακροῦ πεπέρεως μέλανος κιναμώμου ὀποπάνακος καστορίου
πετροσελίνου ἀνὰ δμέλιτος τὸ ἀρκοῦν· δίδου τὴν τελείαν δόσιν
δ, τὴν μέσην γ, τὴν ἐλαχίστην β, μετὰ μελικράτου καὶ ἁλῶν
λειοτάτων κοχλιαρίου τὸ ς. μέγιστον δὲ αὐτῆς ἀγαθόν ἐστιν, ὅτι κα-
θαίρει ἐκ τοῦ βάθους καθ' ὑπερβολὴν ποικίλους χυμούς, οὔτε ἔκλυσιν
οὔτε θλίψιν οὔτε ἀτονίαν οὔτε ἀνορεξίαν οὔτε ἄλλην ἀπορίαν τῷ
πάσχοντι παρέχουσα, ἀλλὰ μᾶλλον εὔπνους καὶ εὐθύμους καὶ εὐτόνους
ἐργάζεται, ὡς θαυμάζειν τὴν ὑπερβολήν. ἰᾶται γοῦν ἡμικρανικὰς
διαθέσεις σκοτωματικὰς ἐπιληψίας μανίας μελαγχολίας ληθάργους καὶ

Αίτιος ιατρός Iatricorum liber iii Ch. 117, l. 4


τυχοῦσα ὠφέλεια ἐξ αὐτοῦ γίγνεται. διὸ πολλάκις καθαρτέον αὐτῷ.
τὰ μὲν γὰρ ἄλλα φάρμακα ἄλλα ἄλλως σύγκειται καὶ πρὸς ἕτερά
τινα νοσήματα ἐπιτηδειότερα. ᾧ δ' ἄν τις χρήσαιτο πρὸς τὰ μελαγ-
χολικά, ἐστι τοῦτο· χρῆσθαι δὲ καὶ ἑκάστης ἡμέρας ὅσον κυάμου πλήθει
τῆς ἀντιδότου οὐ καθάρσεως χάριν· μεγάλα γὰρ ὀνίνησιν εἰς τὰς πέ-
ψεις καὶ τὸ ἄφυσον. δοκεῖ δέ μοι ἐπὶ ταῖς γενναίαις πάσαις καθάρσεσι
συμφέρειν πίνειν μαλάχης σπέρματος β.
Ἱερὰ Ἰούστου ποιοῦσα πρὸς ὅσα καὶ αἱ προειρημέναι. Ἐπιθύμου
λβπρασίου στοιχάδος χαμαίδρυος ἐλλεβόρου μέλανος φλοιοῦ σκαμ-
μωνίας ἀγαρικοῦ πεπέρεως λευκοῦ πεπέρεως μακροῦ πεπέρεως μέλανος
σκίλλης ὀπτῆς ἀνὰ ιϛκολοκυνθίδος ἐντεριώνης εὐφορβίου ἀλόης
κρόκου γεντιανῆς πετροσελίνου ἀμμωνιακοῦ θυμιάματος σαγαπηνοῦ ἀνὰ

ηὀποπάνακος πολίου κινναμώμου κασσίας σμύρνης ναρδοστάχυος


σχοίνου ἄνθους γλήχωνος ἀνὰ δἀριστολοχίας μακρᾶς βκαὶ στρογ-
γύλης βμέλιτος ἀπηφρισμένου τὸ ἱκανόν. ἡ τελεία δόσις δμετὰ
μελικράτου καὶ ἁλῶν λειοτάτων ὅσον κοχλιάριον μικρόν.
Ἱερὰ Ἀντιόχου. Χαμαίδρυος ἀγαρικοῦ κολοκυνθίδος ἐντεριώνης
στοιχάδος ἀνὰ ιὀποπάνακος σαγαπηνοῦ πετροσελίνου ἀριστολοχίας
πεπέρεως λευκοῦ ἀνὰ εκινναμώμου ναρδοστάχυος σμύρνης τρωγλί-
τιδος κρόκου φύλλων ἀνὰ δμέλιτος τὸ ἀρκοῦν. ποιεῖ πρὸς μελαγ-
χολίας μανίας ἐπιληψίας καὶ πᾶσι τοῖς τρυγῶδες αἷμα περιέχουσιν.

Αίτιος ιατρός Iatricorum liber iii Ch. 145, l. 9

τικὰς καὶ ἐμπυικὰς καὶ βηχώδεις καὶ πλευριτικὰς διαθέσεις ἰᾶσθαι,


ὥσπερ καὶ τὰ προειρημένα.
Κενωτικὰ λεπτῶν ἐντέρων. Καθαίρει δὲ τὰ λεπτὰ ἔντερα καρπὸς
τιθυμαλίθος καὶ ὁ ὀπὸς αὐτῆς, ὅσον σταγόνες εμετὰ ἰσχάδων ἢ φοι-
νίκων, ἀτραφάξυος σπέρμα κράμβης χυλὸς ἐρεβίνθων ἀφέψημα καὶ
θύμβρας πολυποδίου ἀφέψημα γλήχωνος ἀφέψημα ἄγνου φύλλα θύ-
μου ἀφέψημα χαμαίπιτυς βούτυρον νεαρὸν ἐκλειχόμενον συνεχῶς
χῆμαι ἑψηθεῖσαι πάνυ καὶ ἐσθιόμεναι ἐπιρροφουμένου τοῦ ζωμοῦ
ἔλαιον ὀμφάκινον πινόμενον ῥόδινον κίκινον ἀγαρικὸν μεθ' ὑδρο-
μέλιτος καθαίρει μετὰ περισκελίας. ἐστὶ γὰρ κακοστόμαχον διὰ τὸ
κοῦφον εἶναι καὶ ἐπιπολάζειν περὶ τὸν στόμαχον. ἀλόη μεθ' ὕδατος
ψυχροῦ ἢ γαλακτώδους πινομένη καὶ ἀναπλασθεῖσα μετὰ ἑφθοῦ μέλι-
τος καὶ καταπινομένη ἀλύπως καθαίρει. στύραξ μετὰ τερεβινθίνης
ἀναπλασθεὶς καὶ καταπινόμενος ἀψίνθιον ἀβρότονον ὁμοίως. ἡ δὲ τῶν
λεπτῶν ἐντέρων κάθαρσις τὰς προσφάτους ἐμφράξεις καὶ τὰς γενέσεις
τῶν ὠμῶν χυμῶν καὶ τὰς στρογγύλας ἕλμινθας ἐξιᾶται· τούτων δὲ
καθαρθέντων καὶ ὁ τῆς χοληδόχου κύστεως πόρος ὁ εἰς τὴν νῆστιν
ἐμφυόμενος τὴν οἰκείαν ἐνέργειαν ἐπιτελεῖ μηδενὸς ἐμποδίζοντος ἀλλὰ
καὶ τὰς ἐμπνευματώσεις καὶ τοὺς ἰλίγγους καὶ τοὺς εἰλεοὺς ἡ τούτων
κάθαρσις ἐξιᾶται.

Αίτιος ιατρός Iatricorum liber iii Ch. 155, l. 2

κυκλάμινον σαγαπηνὸν χαλβάνη [μαράθρου σπέρμα] ναρδόσταχυς λινό-


ζωστις κόστος κάλαμος ἀρωματικὸς στύραξ κενταυρίου τοῦ μεγάλου ἡ
ῥίζα βράθυ ἴρις ἀριστολοχία κυδωνίων τὸ ἄνθος καὶ ὁ χνοῦς λαπάθου
ῥίζης ἀφέψημα ἀρτεμισία δίκταμνος· τούτων ἕκαστον ἢ ἑψόμενον σὺν
οἴνῳ ἢ λειούμενον καὶ πινόμενον αἷμα ἄγειν πεπίστευται. ἁρμόζει δὲ
ταῦτα ἐφ' ὧν αἱ καθάρσεις ἐμποδίζονται ἢ στραγγῶς καθαίρονται
ἢ μύσις ὑστέρας πάρεστι· βοηθεῖ δὲ καὶ ταῖς παρεγκλίσεσι καὶ ταῖς
ἀναδρομαῖς τῆς ὑστέρας καὶ πνίξεσι.
Σκυβάλων κενωτικά. Σκύβαλα δὲ κενοῖ πινόμενα στύραξ κατα-
πινόμενος μαστίχη μεθ' ὕδατος ψυχροῦ λεῖα πινομένη ὅσον Γρʹ9 ιβ ἀλόης

ατερεβινθίνης κοχλιάριον σίνηπι σκόρδον ἀπεζεσμένον μετ' ἐλαίου


καὶ γάρου σῦκον μετὰ νίτρου καὶ κνήκου σπέρματος τοῦ ἐντός. καὶ
πάντα δὲ τὰ προειρημένα ἐπὶ τῶν λεπτῶν ἐντέρων ἁρμόδια ἐκκαθαί-
ρειν καὶ τὰ μεγάλα τῶν ἐντέρων.
Ἑλμίνθων κενωτικά. Καὶ τὰς ἕλμινθας δὲ τάς τε στρογγύλας καὶ
τὰς πλατείας καὶ ἀσκαρίδας ἐκκαθαίρει τὰ ἐπὶ τῶν λεπτῶν ἐντέρων
εἰρημένα πινόμενα· ἰδίως δὲ κενοῖ ταύτας μυώτιδος ὁ χυλὸς μετὰ
ζύθου πινόμενος ἢ μίλτων ὅσον κύαθον ἑκάστου ἠριγέρων ἐσθιόμενος
σαρδόνικον μετὰ σύκου ἐσθιόμενον ἀβροτόνου ἀφέψημα γῆς ἔντερα
λεῖα ἑφθὰ μετὰ γλυκέος πινόμενα.

Αίτιος ιατρός Iatricorum liber iv (0718: 004)“Aëtii Amideni libri


medicinales i–iv”, Ed. Olivieri, A.Leipzig: Teubner, 1935; Corpus
medicorum Graecorum, vol. 8.1.Ch. 22, l. 6

ἀνὰ ατραγακάνθης β· βρέχε τὴν τραγάκανθαν ὕδατι καὶ λειώσας


ἀναλάμβανε αὐτῇ τὰ λοιπὰ καὶ πλάσσε τροχίσκους καὶ ἐπὶ τῆς χρείας
ἀνέσας χυλῷ ἠριγέροντος ἢ σέρεως ἢ στρύχνου καὶ ῥόδινον ἐπιβαλὼν
ἐπίχριε. ἐγώ, φησι, χυλῷ ἠριγέροντος ἢ σέρεως ἀναλαμβάνω τὴν τρα-
γάκανθαν καὶ τὰ λοιπὰ καὶ ἀναπλάττω τροχίσκους.
Πρὸς τὰ ἐν κεφαλῇ ἕλκη καὶ ἀχῶρας, ᾧ ἐγὼ χρώμενος εὐδο-
κιμῶ· λιθαργύρου ηἢ ψιμιθίου ηἐρείκης καρποῦ δλιβάνου
δοἴνῳ καὶ ἐλαίῳ ῥαφανίνῳ συλλεάνας χρῶ. ἄλλο· ἀκακίας κιρρᾶς
ηλαδάνου δσμύρνης βὀπίου αὕδατι λακκαίῳ ἀναλάμβανε
τροχίσκους καὶ χρῶ σὺν αὐτῷ. ἄλλο. κοχλίους λευκοὺς σὺν τῷ ὀστράκῳ
καύσας ἐπίπασσε. ἄλλο· ἀλόην λειοτάτην μετ' ἀρνογλώσσου ξηροῦ
λείου,
χρῶ ξηρῷ. ἄλλο· βαλαύστιον ξηρὸν λεῖον ἐπίπασσε ἢ σὺν ὕδατι λεάνας
ἐπίχριε. ἄλλο· βοτάνην, ἣν ἐν Ἀλεξανδρείᾳ λιπάρωνα καλοῦσι, τινὲς
δὲ κνῆστρον, καύσας καὶ τὴν τέφραν λεάνας μετ' οἴνου ἐπίχριε. χρῶ
δὲ καὶ τοῖς λοιποῖς τοῖς μετὰ διορισμῶν ῥηθησομένοις ἐν τῷ περὶ τῶν
καθολικῶν βοηθημάτων περὶ ἀχώρων τόπῳ ἐν τῷ ϛλόγῳ.
Πρὸς ἕλκος μελικηρῶδες τὸ λεγόμενον γλυκύ, ὃ καλοῦσι Σύροι
σαναλία. Λιθαργύρου δαφνοκόκκων ἶσα λεάνας μετ' ὄξους καὶ ἐλαίου
ἐπίχριε· πεπείραται πλειστάκις.
Πρὸς τὰ τῶν μεσομηρίων παρατρίμματα· μυρσίνην ξήρανον λείαν
ἐπίπασσε ἢ κύπερον μετὰ ῥόδων.

Αίτιος ιατρός Iatricorum liber v (0718: 005)“Aëtii Amideni libri


medicinales v–viii”, Ed. Olivieri, A.Berlin: Akademie–Verlag, 1950;
Corpus medicorum Graecorum, vol. 8.2.Ch. 84, l. 64

ἐπαινεῖται πυρετούς, ἐν οἷς ἐστι καὶ τὸ σύνηθες ἡμῖν ἁπάντων δόκιμον·


ὀποῦ Κυρηναικοῦ λαμβάνων καὶ πεπέρεως καὶ σμύρνης τρωγλοδυτικῆς
καὶ πηγάνου φύλλων χλωρῶν ἑκάστου τὸ ἴσον, ἕκαστον ἰδίᾳ λειότατον
ποιήσας καὶ ἅμα λεάνας ἀναλάμβανε τῷ πηγάνῳ λειωθέντι καὶ ἀνά-
πλαττε καταπότια καὶ δίδου οἷς μὲν ὀβολὸν α, οἷς δὲ τὸ ἥμισυ. ἄλλο
Ἀσκληπιάδου καὶ ὕπνον ποιοῦν, ᾧ καὶ αὐτὸς χρῶμαι· πεπέρεως μα-
κροῦ σμύρνης τρωγλοδυτικῆς ὀποῦ μήκωνος καστορίου ἴσον ἑκάστου
ἀνάπλαττε καὶ χρῶ, παρέχων ὀβολὸν ἢ τὸ ἥμισυ μετ' ὀξυμέλιτος πρὸ
ὡρῶν βτῆς ἐπισημασίας. ἄλλο· χαλβάνης γραπεπέρεως κόκκους ζλει-
ώσας μετὰ οἴνου παλαιοῦ θερμάνας δίδου πιεῖν νήστει ἐν αὐτῇ τῇ
ὥρᾳ τοῦ παροξυσμοῦ. ἁρμόζει δὲ ἐπὶ τούτων καὶ τὰ Ὀριβασίου ἀλοη-
δάρια λαμβάνοντα οὕτως· ἀλόης ρναρδοστάχυος ἀσάρου μαστίχης
κρόκου ξυλοβαλσάμου ἀνὰ ϛκασσίας ιβἐπιθύμου ιϛἐλλεβόρου
μέλανος χωρὶς ἐντεριώνης η· πλάσσε ὀροβιαῖα μεγέθη δι' ἀφεψή-
ματος γλήχωνος καὶ δίδου· δυνατὸν καὶ μέλιτι ἑφθῷ αὐτὰ ἀναπλάττειν·
ἐγὼ προσέθηκα τὸν ἐλλέβορον. ἄλλο πρὸς τεταρταίους, ποιεῖ καὶ ἀρ-
θριτικοῖς. ἐπὶ δὲ τῶν τεταρταίων προλούσας δίδου πρὸ ὡρῶν βτῆς
ἐπισημασίας ασὺν ὀξυμέλιτι, τοῖς δὲ ἀρθριτικοῖς μετὰ μελικράτου·
ἀσφάλτου ασμύρνης τρωγλοδυτικῆς βἡδυόσμου φύλλοις χλωροῖς
λειοτάτοις ἀναλάμβανε καὶ χρῶ, ὡς προείρηται. ὅσοι δὲ κατ' ἀρχὰς τῶν
τοιούτων τι φαρμάκων ἔδοσαν ἢ ὅλως πρὸ τῆς ἀκμῆς, ἁπλοῦν μὲν
ὄντα τὸν τεταρταῖον, διπλοῦν πολλάκις ἀπέφηναν, ἢ πάντως γε μεί
Αίτιος ιατρός Iatricorum liber v Ch. 84, l. 64

ὀποῦ Κυρηναικοῦ λαμβάνων καὶ πεπέρεως καὶ σμύρνης τρωγλοδυτικῆς


καὶ πηγάνου φύλλων χλωρῶν ἑκάστου τὸ ἴσον, ἕκαστον ἰδίᾳ λειότατον
ποιήσας καὶ ἅμα λεάνας ἀναλάμβανε τῷ πηγάνῳ λειωθέντι καὶ ἀνά-
πλαττε καταπότια καὶ δίδου οἷς μὲν ὀβολὸν α, οἷς δὲ τὸ ἥμισυ. ἄλλο
Ἀσκληπιάδου καὶ ὕπνον ποιοῦν, ᾧ καὶ αὐτὸς χρῶμαι· πεπέρεως μα-
κροῦ σμύρνης τρωγλοδυτικῆς ὀποῦ μήκωνος καστορίου ἴσον ἑκάστου
ἀνάπλαττε καὶ χρῶ, παρέχων ὀβολὸν ἢ τὸ ἥμισυ μετ' ὀξυμέλιτος πρὸ
ὡρῶν βτῆς ἐπισημασίας. ἄλλο· χαλβάνης γραπεπέρεως κόκκους ζλει-
ώσας μετὰ οἴνου παλαιοῦ θερμάνας δίδου πιεῖν νήστει ἐν αὐτῇ τῇ
ὥρᾳ τοῦ παροξυσμοῦ. ἁρμόζει δὲ ἐπὶ τούτων καὶ τὰ Ὀριβασίου ἀλοη-
δάρια λαμβάνοντα οὕτως· ἀλόης ρναρδοστάχυος ἀσάρου μαστίχης
κρόκου ξυλοβαλσάμου ἀνὰ ϛκασσίας ιβἐπιθύμου ιϛἐλλεβόρου
μέλανος χωρὶς ἐντεριώνης η· πλάσσε ὀροβιαῖα μεγέθη δι' ἀφεψή-
ματος γλήχωνος καὶ δίδου· δυνατὸν καὶ μέλιτι ἑφθῷ αὐτὰ ἀναπλάττειν·
ἐγὼ προσέθηκα τὸν ἐλλέβορον. ἄλλο πρὸς τεταρταίους, ποιεῖ καὶ ἀρ-
θριτικοῖς. ἐπὶ δὲ τῶν τεταρταίων προλούσας δίδου πρὸ ὡρῶν βτῆς
ἐπισημασίας ασὺν ὀξυμέλιτι, τοῖς δὲ ἀρθριτικοῖς μετὰ μελικράτου·
ἀσφάλτου ασμύρνης τρωγλοδυτικῆς βἡδυόσμου φύλλοις χλωροῖς
λειοτάτοις ἀναλάμβανε καὶ χρῶ, ὡς προείρηται. ὅσοι δὲ κατ' ἀρχὰς τῶν
τοιούτων τι φαρμάκων ἔδοσαν ἢ ὅλως πρὸ τῆς ἀκμῆς, ἁπλοῦν μὲν
ὄντα τὸν τεταρταῖον, διπλοῦν πολλάκις ἀπέφηναν,

Αίτιος ιατρός Iatricorum liber v Ch. 88, l. 16

χαμαίδρυος ἀφέψημα συνεχῶς πινόμενον κωλύειν εἴωθε τεταρταῖον


καὶ ἀμφημερινόν· καρώου σπέρμα νάρθηκος σπέρμα φλόμου ῥίζα ἢ
χυλὸς σὺν οἴνῳ. πρὸς πᾶσαν περίοδον καὶ μάλιστα πρὸς τεταρταίους
διδόμενον πρὸ ὡρῶν βτῆς ἐπισημασίας, ποιεῖ καὶ πρὸς λιθιῶντας καὶ
δυσεντερικοὺς στομαχικοὺς καὶ τοῖς ἀσωμένοις καὶ ἀπειρηκόσι καὶ ὀφ-
θαλμιῶσι λίαν καλόν· ὑοσκυάμου σπέρματος λευκοῦ σελίνου σπέρματος
ἀνίσου σπέρματος στύρακος κρόκου ἀνὰ γκαὶ ὀπίου γκαστορίου
βσμύρνης βἀνάπλασσε ὕδατι κυάμου αἰγυπτίου τὸ μέγεθος καὶ
δίδου μεθ' ὕδατος κυάθων β. ἄλλος πρὸς πᾶσαν περίοδον ἐκ τῶν
Ἀφροδᾶ· ὑοσκυάμου σπέρματος λευκοῦ σμύρνης τρωγλοδυτικῆς ὀπίου
στύρακος ἀνὰ ακρόκου ζιγγιβέρεως ἀλόης ἀνὰ ὀβολοὺς γ, μέλιτι
ἀναλάμβανε καὶ δίδου καρύου ποντικοῦ τὸ μέγεθος μεθ' ὕδατος κυάθων
τριῶν, προσυγχρίσας ἄκρα καὶ σκέλη καὶ ἔα κοιμᾶσθαι· ἐγὼ δὲ προσέ-
θηκα τῇ γραφῇ καὶ καστορίου ακαὶ ἐνήργησε παραδόξως. χρῶ δὲ
θαρρῶν καὶ τῇ λεγομένῃ παιωνίᾳ ἀντιδότῳ καὶ τῇ διὰ τοῦ θείου ἀπύ-
ρου· θαυμαστῶς γὰρ ἐνεργοῦσι πρὸς πᾶσαν περίοδον, μάλιστα δὲ πρὸς
ἀμφημερινοὺς καὶ τεταρταίους.
Συγχρίσματα κοινὰ πάσης περιόδου. συγχριόμενα δὲ λεῖα μετ'
ἐλαίου ὠφελεῖ τοὺς κατὰ περίοδον παροξυνομένους μετὰ ῥίγους· θάλ-
πει γὰρ τὸ σῶμα καὶ ἱδρῶτας κινεῖ· χαμαιμήλου ἄνθος λεῖον γενό-
μενον καὶ ἀναπλασθὲν εἰς τροχίσκους καὶ ξηραινόμενον ἐν σκιᾷ καὶ

Αίτιος ιατρός Iatricorum liber vi Ch. 81, l. 40

ὑοσκυάμου χυλοῦ περδικιάδος χυλοῦ κράμβης χυλοῦ ἀνὰ κύαθον α


νίτρου ὀπτοῦ σμύρνης κρόκου ἀνὰ δνάρδου μύρουαστυπτηρίας
ὑγρᾶςβὄξους σκιλλητικοῦβμέλιτος καλλίστου λι αἀναλαβὼν
ἀπόθου ἐν ὑέλῳ ἀγγείῳ· καὶ ἐπὶ τῆς χρείας ἀνέσας μετὰ ῥοδίνου ἢ
ναρδίνου χρῶ. Ἄλλο πρὸς τὰς χρονιζούσας καὶ δυσμεταβλήτους φλεγ-
μονὰς τῶν ὤτων. χαλβάνης δστέατος ταυρείου δκηροῦ κολο-
φωνίας σάπωνος ἀνὰ γπίσσης α, προτήξας κολοφωνίαν πίσσαν
στέαρ ἐπίβαλλε τὴν χαλβάνην μετὰ τοῦ κηροῦ προμεμαλαγμένην, ἔπειτα

τὸν σάπωνα καὶ διηθήσας χρῶ. ἐπὶ δὲ τῆς χρείας ὕδατι ἐπ' ἀκόνης ἢ
σὺν ἐλαίῳ τινὶ ἀνέσας. Ἄλλο πρὸς τὰς κατὰ τὸ ἄκρον περιωδυνίας.
ἀλόην καλλίστην οἰνομέλιτι ἀνέσας ἔνσταζε. Ἄλλο. ἔρια οἰσηπηρὰ ζέσας

ὄξει ἐγχυμάτιζε καὶ αὐτὸ τὸ ἔριον ἐντίθει εἰς τὸ οὖς. εἰ δὲ πραότερον


αὐτὸ ποιῆσαι βούλοιο, μετὰ ἑψήματος καὶ ὄξους ἕψει τὰ ἔρια.
Πρὸς τὰ χωρὶς ἑλκώσεως καθυγραινόμενα ὦτα, οἷον διιδροῦντα
καὶ ὀρρῶδες ὑγρὸν ἐκφέροντα. μίσυ ἐν ὀθονίῳ ἐνδύσας καὶ κρύψας
ἄνθραξι καὶ καύσας καὶ λεάνας ἅμα τῷ συγκαυθέντι ὀθονίῳ ἐμφύσα
διὰ καλάμου, ἢ κηκῖδα λεάνας καὶ ἐνδήσας ὀθονίῳ καῖε καὶ χρῶ
ὁμοίως, ἢ στυπτηρίαν ὀπτήσας ἐπ' ὀστράκῳ καὶ λεάνας ἔλαιον προς-
εγχέας ἐμφύσα. παυσαμένης δὲ τελέως τῆς φλεγμονῆς ἐγχεῖν ὕστερον
εἰς τὸ οὖς καστόριον σὺν ἐλαίῳ λύειν μηχανωμένους τὴν ἐκ τῆς κα-
κώσεως βλάβην.

Αίτιος ιατρός Iatricorum liber vi Ch. 83, l. 26

φακὸν ἑψήσας τῷ οἴνῳ κλύζε χλιαρῷ. Ἐγχυτὰ δὲ μετὰ τοὺς κλυσμοὺς


ἁρμόδια· χολὴν βοὸς ἢ μάλιστα χοίρου ἐν σιδίῳ ῥόας χλιάνας ἔνσταζε·
τὸ αὐτὸ δὲ ποιεῖ καὶ αἰγὸς χολὴ καὶ ἰχθύος παντός. Ἄλλο κάλλιστον.
στυπτηρίαν σχιστὴν λεάνας μετὰ ἑψήματος καὶ ὄξους ἕψε ἐπὶ θερμο-
σποδίᾳ, ἕως σχῇ μέλιτος πάχος καὶ χρῶ. ποιεῖ καὶ πᾶσα στυπτηρία
μετὰ πολυγόνου χυλοῦ καὶ ἡ Ἐρασιστράτου πάγχρηστος ὑγρά. ἀναγέ-
γραπται δὲ ἐν τοῖς ὀφθαλμικοῖς. ἄλλο. στυπτηρίας σχιστῆς κρόκου
κηκίδων ἴσα χρῶ σὺν οἴνῳ αὐστηρῷ. Ἡρᾶ ὠτικὸν πρός τε ὀδύνας
τὰς μεγάλας καὶ πύον λευκόν. ἀμύγδαλα πικρὰ λελεπισμένα καἀφρο-
νίτρου λευκοῦ γλιβάνου γὀπίου γκρόκου δχαλβάνης
βσμύρνης α ἀλόης δὄξει λειώσας ἀναλάμβανε, ποίει τρο-
χίσκους καὶ χρῶ, ὀδύνης μὲν οὔσης ῥοδίνῳ διείς· πυορροούντων δὲ
οἰνομέλιτι ἢ ὄξει καὶ ἑψήματι, δυσηκοΐας δὲ οὔσης σὺν ὄξει. Ἄλλο
πρὸς τὰς χρονίας ἑλκώσεις. ἀλόης λιβάνου σμύρνης ἀνὰ δμίσυος
βδι' ὄξους ἀνάπλασσε τροχίσκους καὶ χρῶ ἀνεὼν σὺν ὄξει καὶ
ῥοδίνῳ.
Πρὸς φθορὰς καὶ δυσωδίας ὤτων. προκλύσας τῷ ἀφεψήματι τῶν
σιδίων καὶ φακοῦ, ὡς προείρηται, χρῶ τοῖς ὑπογεγραμμένοις· στυπτη-
ρίας Μιλησίας λι αχαλκάνθου ησμύρνης η ἀλόης ηκροκο-
μάγματος ηοἴνου γλυκέος μυρσίτου ξ̸ γ, ἕψε στυπτηρίαν μετὰ τοῦ
γλυκέος καὶ ὅταν συστῇ, ἐπίβαλλε τὰ λοιπὰ ὄξει προλειώσας καὶ ἑνώσας

Αίτιος ιατρός Iatricorum liber vii Ch. 79, l. 33

ἔστι δὲ ἡ σύνθεσις τοῦ πρὸς τοὺς ψωρώδεις κανθοὺς ξηροῦ ἥδε· χαλ-
κίτεως ὠμῆς εκαδμίας ε, λεῖα γενόμενα ἐντίθεται εἰς χυτρίδιον,
ὅπερκαὶ πωμασθὲν καταχρίεται γύψῳ καὶ ἐντίθεται εἰς ἀγγεῖον ἔχον
κεκραμένον ὄξος, ὥστε ἔξωθεν μὲν βρέχεσθαι τὸ χυτρίδιον, μὴ παραρ-
ρυῆναι δὲ εἰς αὐτὸ τὸ ὑγρόν· καὶ ἀφίεται ἡμέρας ζ, εἶτα ξηραίνεται
ἐν ἡλίῳ καὶ λεαίνεται. Ἄλλο πρὸς τοὺς διαβεβρωμένους κανθοὺς τὸ
Μενεκλέους ἀποδακρυτικόν. σποδίου δὀμφακίου ξηροῦ βναρ-
δοστάχυος τριώβολον πεπέρεως πεφωγμένου κόκκοι ιε, λείοις χρῶ.
Φιλοξένου ξηρὸν ἀχάριστον πρὸς τοὺς βεβρωμένους κανθοὺς καὶ ψω-
ρώδεις διαθέσεις καὶ σκληροφθαλμίας. καδμίας βχαλκίτεως ὠμῆς
α ἀλόης ὀβολοὶ βἰοῦ ὀβολοὶ βπεπέρεως κόκκοι ιῥόδων ἄνθους
α, λείοις χρῶ. Πρὸς ψωροφθαλμίας ἄλλο. καδμίας αχαλκοῦ κε-
καυμένου αναρδοστάχυος απεπέρεως πεφωγμένου ὀβολοὶ β,
τρῖβε μετ' ὄξους ἐν ἡλίῳ καὶ ξηράνας χρῶ ὡς σπουδαίῳ. Ἄλλο ξηρόν.
καδμίαςβἁλὸς ἀμμωνιακοῦβφύλλουβπεπέρεωςαχρῶ. Ἄλλο
ποιοῦν καὶ πρὸς ῥυάδας θαυμάσιον. κόστουγχαλκοῦβκεδρίας
αἰθάληςαχρῶ. Ἄλλο πρὸς ψωροφθαλμίας συκώσεις σηπεδόνας καὶ
ὑπερσαρκώματα. καδμίας γχαλκίτεως γπεπέρεως κόκκοι ιενάρ-
δου Κελτικῆς α· τρῖβε καδμίαν χαλκῖτιν μετ' οἴνου καί, ὅταν ξη-
ρανθῇ, ἐπίβαλλε νάρδον καὶ πέπερι λειότατα καὶ ποιήσας χνοώδη χρῶ.
Καπίτωνος πρὸς ξηροφθαλμίαν καὶ περιβεβρωμένους κανθοὺς καὶ
Αίτιος ιατρός Iatricorum liber vii Ch. 80, l. 12

λωσις τῶν ταρσῶν εἰσι πάθη· καὶ ἡ μὲν μαδάρωσις αὐτὸ μόνον ἐστὶν
ἡ ἀπόπτωσις τῶν τριχῶν διὰ ῥεῦμα δριμὺ γιγνομένη. ἐπὶ δὲ τῶν
πτίλων καλουμένων καὶ πεπάχυται καὶ τετύλωται τὰ μέρη ταῦτα, ὡς
εἶναι σύνθετον τὸ πάθος ἐκ μαδαρώσεως καὶ ξηροφθαλμίας, ὥστε καὶ
τὰ τούτων βοηθήματα παραπλήσια ἔστω τοῖς ἐπ' ἐκείνων προειρη-
μένοις. κάλλιστον δὲ πρὸς αὐτούς ἐστι ξηρὸν τὸ Φιλοξένου πρὸς κνη-
σμώδεις κανθοὺς καὶ περιβεβρωμένους, ποιεῖ δὲ καὶ πρὸς ἀμβλυωπίαν·
καδμίας ηἁλῶν ἀμμωνιακῶν βκρόκου βναρδοστάχυος β
πεπέρεως λευκοῦ α, λείοις χρῶ. Στίμμι γυναικεῖον ποιοῦν πρὸς
τοὺς βεβρωμένους κανθοὺς καὶ πτίλους. στίμμεως κεκαυμένης καὶ
ἐσβεσμένης γάλακτι γυναικείῳ ιγ ἀλόης σμύρνης ναρδοστάχυος
ἀνὰ βκριθῶν κεκαυμένων λειοτάτων δ, ξηρῷ χρῶ. Ἄλλο πρὸς
πτίλους καὶ βεβρωμένα βλέφαρα. μυελοῦ βοείου τοῦ ἐμπροσθίου
δεξιοῦ ποδὸς λειώσας μετὰ αἰθάλης χρῶ. τὴν δὲ αἰθάλην ποίει
οὕτως· πάπυρον ἀντὶ ἐλλυχνίου βαλὼν εἰς λύχνον καὶ πληρώσας
ἐλαίῳ σησαμίνῳ ἄναψον καὶ τίθει ἐπάνω τοῦ λύχνου ὀστράκινον λεῖον
ἢ χαλκοῦν ἀγγεῖον καὶ δέχου τὴν λιγνὺν καὶ σύναγε κατὰ βραχὺ πτε-
ρῷ καὶ λεάνας σὺν τῷ μυελῷ χρῶ. Ἄλλο. μόσχου πυτία ἐγχριομένη
ἄκρως ποιεῖ. Ἄλλο Σωσάνδρου πρὸς μιλφώσεις καὶ τὰς κεχρονισμένας
διαθέσεις, ποιεῖ δὲ καὶ πρὸς ἐγκανθίδας. καδμίας στίμμεως χαλκίτεως
ὠμῆς μίσυος ὠμοῦ ἀνὰ η, λεπτοκοπήσας καὶ μέλιτι φυράσας ὄπτα,

Αίτιος ιατρός Iatricorum liber vii Ch. 96, l. 22

ῥευματισμοὶ τῶν ὀφθαλμῶν γίγνονται, ἐπέχουσι τὰ παρακολλήματα.


φλεγμονῆς δὲ γενομένης, προσδιατείνει μᾶλλον τῇ θλίψει ἐκ τῶν
κύκλῳ τόπων ἐπὶ τοὺς φλεγμαίνοντας διωθούμενα τὰ ὑγρά. τὰ μὲν
οὖν διὰ τῆς σεμιδάλεως καὶ ὠῶν καὶ λιβάνου συντιθέμενα παρακολ-
λήματα παραιτητέον. ξηραινόμενα γὰρ παρατείνει τὰ ἀγγεῖα καὶ τοὺς
ῥευματισμοὺς αὔξει. ὅσα δὲ μαλακὰ διαμένει ἢ περίτασιν οὐκ ἐργάζεται
τῇ τε ψύξει καὶ τῇ στύψει στέλλει τὰ ἀγγεῖα, τούτοις χρηστέον. εἰ μὲν
οὖν θερμὴ δυσκρασία τὸ βλάπτον ἐστί, κρόκον ὄπιον σμύρναν λίβανον
ἴσα λειώσαντες ὕδατι καὶ γλοιοῦ πάχος ποιοῦντες ἐπιχρίομεν καὶ παρ'
αὐτὰ ὕπνον ποιήσαντες τῆς ὀδύνης ἀπαλλάττομεν. καὶ ποτάμιοι στρα-
τιῶται συλλειωθέντες μετὰ ἀλόης τὸ αὐτὸ ποιοῦσι· καὶ τὸ πολύγονον
δὲ σὺν μαστίχῃ λειωθὲν καὶ ἐπιχρισθὲν παρηγόρησε· καὶ ὁ τοῦ μαν-
δραγόρου δὲ φλοιὸς σὺν λιβανωτῷ θαυμαστῶς ποιεῖ· καὶ μαστίχη σὺν
χυλῷ κράμβης ἀπλύτου λειωθεῖσα ὑποξηραίνει θαυμαστῶς καὶ ἡ τῶν
χαλκέων αἰθάλη, ἣν καλοῦσιν ἡφαίστιον, ἵστησιν ἠρέμα μετὰ ὠοῦ φυ-
ραθὲν καὶ ἄσβεστος μετ' ὠοῦ ἐπὶ τῶν ψυχρῶν δυσκρασιῶν καὶ χελι-
δόνων κόπρος μετὰ μαστίχης σὺν τῷ λευκῷ τοῦ ὠοῦ.
Ὅλης τῆς κεφαλῆς ἐπίχρισμα Σεβήρου. ὅλην δὲ τὴν κεφαλὴν
δυσκρασίᾳ θερμῇ καταληφθεῖσαν ἀκακίᾳ σὺν οἴνῳ λειωθείσῃ χρίειν.
παραιτεῖσθαι γὰρ χρὴ τὸ ὄξος ἐπὶ τῶν τοιούτων τῆς κεφαλῆς ἐπιχρι-
σμάτων. ποιεῖ καὶ Σαμία γῆ λειωθεῖσα μετ' ἀρνογλώσσου χυλοῦ ἢ
στρύχνου.

Αίτιος ιατρός Iatricorum liber vii Ch. 117, l. 49

καὶ ἐσβεσμένης γάλακτι γυναικείῳ καὶ πεπλυμένης ρκστίμμεως κεκαυ-


μένου καὶ ἐσβεσμένου γάλακτι ὁμοίως κχαλκοῦ κεκαυμένου πεπλυ-
μένου λϛψιμμυθίου πεπλυμένου κδσμύρνης ιβὀπίου τὸ ἴσον
ναρδοστάχυος ἀλόης ἀνὰ γἀκακίας κόμμεως ἀνὰ ρκ, ὕδωρ.
Κολλύριον τὸ ἰνδάριον. πεπέρεως βκαδμία κηκίδων ναρδοστάχυος
ἀκακίας κόμμεως ἀνὰ δκόστου αστίμμεως ηὀποβαλσάμου
β, ὕδωρ. ποιεῖ πρὸς ἀμβλυωπίας, σμήχει καὶ τὰς οὐλάς. Κολλύριον
θεοδότιον πλακιανόν· ποιεῖ καὶ πρὸς τὰς μεγίστας ἐπιφορὰς καὶ
περιωδυνίας, ἀπαλλάττει χωρὶς φλεβοτομίας. καδμίας πεπλυμένης ιϛ
χαλκοῦ κεκαυμένου πεπλυμένου ηστίμμεως πεπλυμένου ιϛκρόκου
γκαστορίου δἰοῦ α ἀλόης δσμύρνης τρωγλίτιδος γ
λυκίου Ἰνδικοῦ ὀπίου ἀνὰ βἀκακίας κόμμεως ἀνὰ κδὕδωρ· ἡ
χρῆσις δι' ὠοῦ, ἡ κρᾶσις παχυτέρα. τὸ κολλύριον οἰδημάτιον τοῖς
βλεφάροις ἐπιφέρει. Κολλύριον ἡ διαθήκη ἐπικαλούμενον τοῦ Χρυσο-
χόου, ὃ κατέλιπεν ἀποθνῄσκων τῷ Ἐφεσίων ἱερῷ, ὥστε τοὺς ὑπὸ
τῶν ἰατρῶν καταλιμπανομένους ἐν τῷ ἱερῷ ὑγιάζεσθαι· εὑρέθη δὲ ὑπὸ
Ἀδριανοῦ καίσαρος. ποιεῖ πρὸς ἐπιφορὰς τραχωμάτων καὶ πρὸς πάντα
τὰ ἀπεγνωσμένα πάθη, φλυκταίνας ἰᾶται, κοιλώματα ἰσοῖ, οὐλὰς ἀφα-
νεῖς ποιεῖ, ἀτάραχον φυλάττει τὸν ὀφθαλμόν. ἐγχυμάτιζε δὲ ὠῷ ἢ
γάλακτι, ὡς ἂν ἡ χρεία καλῇ. ἐπὶ πάντων δὲ ὑδαρὲς ἔστω καὶ ὀξυω-
πέστατον ἀγαθόν. ἔχει δὲ οὕτως· καδμίας κστίμμεως

Αίτιος ιατρός Iatricorum liber vii Ch. 117, l. 68

γάλακτι, ὡς ἂν ἡ χρεία καλῇ. ἐπὶ πάντων δὲ ὑδαρὲς ἔστω καὶ ὀξυω-


πέστατον ἀγαθόν. ἔχει δὲ οὕτως· καδμίας κστίμμεως πεπλυμένου
ιεναρδοστάχυος γσμύρνης τρωγλίτιδος καστορίου χαλκοῦ κεκαυ-
μένου ἰοῦ ἀνὰ βκρόκου αλεπίδος σιδήρου στομώματος δ
ψιμμυθίου τὸ ἴσον πεπέρεως λυκίου Ἰνδικοῦ ὀπίου λιβάνου ὀποβαλ-
σάμου κασσίας ἀνὰ βλίθου σχιστοῦ δἰοῦ σκώληκος γχαλ-
κάνθου βμαράθρου χυλοῦ χολῆς αἰγείας ἀνὰ δκόμμεως κ,
οἴνῳ λείου Ἀμηναίῳ ἢ Φαλερίνῳ ἢ ἑτέρῳ αὐστηρῷ παλαιῷ εὐώδει.
Κολλύριον Θεοδότιον τὸ μέγα. καδμίας κεκαυμένης πεπλυμένης χαλκοῦ
πεπλυμένου ἀνὰηστίμμεως πεπλυμένουκεῥόδων ξηρῶν ψιμμυ-
θίου χαλκίτεως κηκίδων ἰοῦ κρόκου λυκίου Ἰνδικοῦ ἀλόης
ναρδοστάχυος
σμύρνης τρωγλίτιδος ἐβένου ῥινήματος καστορίου μέλανος Ἰνδικοῦ
λιβάνου ὀπίου σαρκοκόλλης πομφόλυγος ἀνὰα[κέρατος ἐλαφείου
πεπλυμένου καὶ κεκαυμένουα] ἀκακίας κόμμεως ἀνὰκε, ὕδωρ.
τινὲς δὲ προσεπιβάλλουσικαὶ φύλλουαἀμώμουακέρατος
ἐλαφείου κεκαυμένου πεπλυμένουα, τῶν δὲ ῥόδωνγ, κόμμεως δὲ
καὶ ἀκακίας ἀνὰκδ, τὰ δὲ λοιπὰ ὁμοίως. ποιεῖ πρὸς ἀρχομένας
ὀφθαλμίας καὶ ἑλκώσεις πάσας καὶ ῥεῦμα πρόσφατον καὶ παλαιὸν
φλεγμονὰς ἄνθρακας ὑποπύους νομὰς νύγματα προπτώσεις μυοκέφαλα
σταφυλώματα τραχέα βλέφαρα καὶ ἀπηλπισμένας διαθέσεις καὶ τὰς
ὑφ' ἡλίου ἐπικαύσεις καὶ κονίας καὶ κονιορτοῦ ἤ τινος τοιούτου. αἴρει

Αίτιος ιατρός Iatricorum liber vii Ch. 117, l. 89

καὶ πτερύγια φλεγμαίνοντα μετὰ βουτύρου, πρὸς δὲ τὰ ἕλκη μετ' ὠοῦ,


πρὸς δὲ τὰ κακοήθη μετὰ γάλακτος γυναικείου. Κολλύριον Θεοδότιον
Σεβήρου. παρ' ἡμῖν εὕρηται, φησὶν ὁ Σεβῆρος, ὑπό τινος ἀρχαίου
ἀναγεγραμμένον. σύνθετον μὲν καὶ τοῦτο κεκτημένον ὕλην, πολὺ δὲ
διαφέρον τὴν ἐνέργειαν· πάντων γὰρ ὁμοῦ τῶν προρρηθέντων κολλυ-
ρίων χρησιμώτερον ὤφθη, καὶ τούτου τὴν σκευὴν ἀναγκαῖον ἡγοῦμαι
λέγειν, ὅτι οὐδὲ πᾶσίν ἐστι γνώριμον. λαμβάνει δὲ καδμίας κδχαλκοῦ
κεκαυμένου ιβστίμμεως μψιμμυθίου ηχαλκίτεως ὀπτῆς δ
μίσυος ὀπτοῦ δἐβένου ῥινήματος βνάρδου Κελτικῆς φύλλου
ναρδοστάχυος κρόκου καστορίου λυκίου Ἰνδικοῦ ῥόδων ξηρῶν ἀνὰ δ
ἀλόης σμύρνης ἀνὰ ηὀμφακίου ὀπίου ἀνὰ βἀκακίας κόμμεως
σκώληκος ἀνὰ μ. τὴν καδμίαν καίομεν ἄνθραξι διαπύροις κρύψαντες
καὶ ῥιπίζοντες καὶ διαπύρου γενομένης αἴροντες σβέννυμεν γάλακτι
ὀνείῳ. τὸ δὲ στίμμι ἐν ἀγγείῳ ὀστρακίνῳ βάλλοντες καὶ πωμάσαντες
πώματι τρῆμα ἔχοντι καίομεν, ὁμοίως γάλακτι ὀνείῳ σβεννύοντες·
τὰ δὲ κεκαυμένα ἕκαστα ἰδίᾳ κόπτοντες καὶ σήθοντες πλύνοντες καὶ
ξηραίνοντες ἀκριβῶς, ἔπειτα στήσαντες ἐμβάλλομεν τῇ σκευασίᾳ. τὸ δὲ
κόμμι οὐ κόπτοντες ἐπιπάσσομεν ξηρόν, ἀλλ' ἀποβρέχοντες, οὕτω γὰρ
οὐδὲ ξυλῶδές τι ἢ ψαμμῶδες συγκαταβήσεται αὐτῷ διηθουμένῳ, καὶ ἡ
συστροφὴ καλλίστη γενήσεται τοῦ κολλυρίου. τινὲς δὲ προσεπιβάλλουσι
τῇ προειρημένῃ σκευασίᾳ καὶ κόστου η, καὶ σμήχειν μᾶλλον τὰς

Αίτιος ιατρός Iatricorum liber viii (0718: 008)“Aëtii Amideni libri


medicinales v–viii”, Ed. Olivieri, A.Berlin: Akademie–Verlag, 1950;
Corpus medicorum Graecorum, vol. 8.2.Ch. 16, l. 72

τῷ ὑπολιμπανομένῳ ὄξει καὶ ἐπίβαλλε τοῖς λοιποῖς καὶ ἑνώσας χρῶ.


ἐν ἄλλαις γραφαῖς ἔχει οὕτως· θείου ἀπύρου μίσυος χαλκίτεως ἀνὰ
ακαὶ β, τὰ δὲ λοιπὰ ὁμοίως. Ἄλλο σφόδρα ἐνεργές. ὄξους δρι-
μυτάτου ξ̸ε9 ηἀλεύρου κριθίνουκμάννης λιβάνου ἀνὰιδλαπάθου
ἀγρίου ῥίζης κἀσφοδέλου ῥίζης ὁμοίως ἐλλεβόρου λευκοῦ ιἀλ-
κυονίου ὁμοίως καρδαμώμου λγῆς κιμωλίας ιηταυροκόλλης
ἀφρονίτρου ἀνὰ ιϛἀλικακάβου χλωρῶν ἀκρεμόνων δεσμίδιον χειρο-
πληθές, σκεύαζε καὶ χρῶ, ὡς προείρηται. ἐπιτεινομένης δὲ τῆς δια-
θέσεως καὶ τυλώδους γιγνομένης, χρηστέον καὶ τούτοις τοῖς ὑπο-
γεγραμμένοις [καὶ τοῖς νῦν προρρηθησομένοις]· μίσυος σμύρνης λιβάνου
σχιστῆς ἀνὰ η ἀλόης θείου ἀπύρου ἀνὰ δἀναλάμβανε γλυκεῖ,
ὡς γλοιοῦ σχεῖν πάχος καὶ δὶς καὶ τρὶς τῆς ἡμέρας προαποσμήχων
ἐπίχριε καὶ ἔξωθεν ἐπιτίθει φυλακῆς χάριν τοῦ φαρμάκου κύστεως
ὑμένα ἢ ὠοῦ τῶν λεπύρωνἢ χλωρῶν φύλλων ὅσον ἐξαρκεῖ. Ἄλλο·
λειχηνικόν. θεραπεύομεν ὀλίγαις ἡμέραις· πάνυ κάλλιστον, διὸ παρα-
λάμβανε τὸν μισθόν. θείου ηἀσβέστου ηχαλκίτεως ὠμῆς η
λιβάνου δμίσυος δκαππάρεως χλωρῶν φύλλων κεκαυμένων ιβ·
ὄξει λείου καὶ ποίει τροχίσκους καὶ χρῶ. Ἔμπλαστροι πρὸς λειχῆνας.
ἐπεὶ δὲ οἱ πολλοὶ τὰς μὲν τῶν ἐπιχρίστων δυνάμεις παραιτοῦνται,
αἱροῦνται δὲ τὰς τῶν ἐμπλάστρων, αἵτινες οὔτε ἱδρώτων ἐπιγιγνομέ-
νων ἀπορρέουσιν οὔτε ξηραινομένων περιτείνουσι τὸν χρῶτα,

Αίτιος ιατρός Iatricorum liber viii Ch. 16, l. 99

κατὰ τῶν ξηρῶν. Ἄλλη ὁμοία. πίσσης ὑγρᾶς λι͵ αμάννης θείου
ἀπύρου θερμίνου ἀλεύρου ἀνὰαχαλβάνηςβ· θερμάνας τὴν πίσσαν
ἐπίβαλλε τὴν χαλβάνην προμεμαλαγμένην καὶ τακείσης ἄρας ἀπὸ τοῦ
πυρὸς ἐπίπασσε τὰ λοιπὰ καὶ ἑνώσας χρῶ, ὡς πάνυ σπουδαίῳ. Ἄλλη
ὁμοία. χρυσοκόλλης τῆς τῶν χρυσοχόων ξηρᾶς χαλκίτεως ὀπτῆς μίσυος
ὀπτοῦ λεπίδος διφρυγοῦς ἁλὸς ἀμμωνιακοῦ γῆς κιμωλίας ἀνὰ δ
ἰοῦ ιβχαλκάνθου λίθου ἀσίου χαλκοῦ κεκαυμένου ἀνὰ ϛσώρεως
εστυπτηρίας ὑγρᾶς δ, ἅπαντα λεάνας ἐπιμελῶς καὶ ἐπιβαλὼν
ὄξος τρῖβε φιλοπόνως ἐν ἡλίῳ, ἐν τοῖς ὑπὸ κύνα καύμασιν, ἕως ἂν
ἐξιπωθῇ τὸ φάρμακον. σκευαζέσθω δὲ ἐν ἄλλῃ θυίᾳ λιβάνου σμύρνης
ἀνὰβ ἀλόης λαδάνου ὀποπάνακος ἀνὰα, ὄξει διαλύσας καὶ ταῦτα,
ὡς ἔχειν γλοιοῦ πάχος, ἐπίβαλλε τοῖς ἐν ἡλίῳ λειωθεῖσι καὶ πάλιν
λείου καὶ τούτοις ἐπίβαλλε ἀριστολοχίας κεκομμένης καὶ σεσησμένης
α, εἶτα λείου· ὅταν δὲ λειούμενα ἐμπλαστρώδη γένηται, τήξας τὰ
τηκτὰ ἐπίβαλλε· ἔστι δὲ ταῦτα· κηροῦ ρτερεβινθίνης ςχαλβά-
νης θἐλαίου λι͵ α· καὶ μαλάξας ἀνελόμενος χρῶ. κείμενον δὲτὸ
φάρμακον διπρόσωπον γίγνεται. Ἄλλη ποιεῖ πρὸς τοὺς εἰργομένους
λειχῆνας, ὥστε καταστέλλειν τὰ ἐγκαταλιμπανόμενα. πίσσης ἀσφάλτου
κηροῦ πιτυίνης θείου ἀπύρου μάννης ἴσα ἐλαίου κυπρίνου βραχύ,
τήξας ἐπίπασσε τὰ ξηρὰ καὶ χρῶ ἐμπλάσσων εἰς δερμάτιον λεπτόν.
Ἔμπλαστρος λειχηνικὴ διὰ πείρας. πίσσης ξηρᾶςγκαὶ ὑγρᾶς

Αίτιος ιατρός Iatricorum liber viii Ch. 43, l. 69

τε καὶ θερμότητος ἡ φλεγμονὴ τό τε ἀπορρέον αὐτῆς ποσὸν ἐπισκε-


ψάμενος, ἔτι καὶ τὴν ἐν τῷ παντὶ σώματι ποσότητα τῶν χυμῶν στο-
χασάμενος ἢ τῶν στυφόντων ἢ τῶν διαφορούντων ἐπιτείνεις τὴν
κρᾶσιν. κάλλιστον δὲ φάρμακόν ἐστι πρὸς γαργαρεῶνας φλεγμαίνοντας
καὶ ἐν ἀρχῇ καὶ ἐν ἀκμῇ προσαγόμενον· ῥοῦ μαγειρικοῦ ηῥόδων
ἄνθους κρόκου κόστου ἀνὰ β, κόψας σήσας ἀπόθου ἐν ὑελῷ ἀγγείῳ.
ἐπὶ δὲ τῆς χρήσεως ὅσον ἥμισυ κοχλιάριον δυσὶ κυάθοις ἐνδιαλυθὲν
μελικράτου ὑδαρεστέρου εἰς ἀναγαργάρισμα παραλαμβανέσθω. ποιεῖ δὲ
ἐπ' αὐτῶν καὶ ὁ διὰ κρόκου τροχίσκος, ὃν ἶριν ὀνομάζουσί τινες, διὰ
τὸ προσλαμβάνειν σμύρνης μὲν καὶ κρόκου ἀνὰ ηστυπτηρίας δὲ
ὑγρᾶς ρ· λειοῦται δὲ οἴνῳ. τὴν δὲ ἀλόην, ἥν τινες τούτῳ προσπλέ-
κουσι, παραιτούμεθα. οὗτος ταῖς ῥευματικωτέραις καὶ καθύγροις
φλεγμοναῖς ἄκρως ἁρμόζει· διαχρίεται δὲ ἀναλυόμενος οἴνῳ καὶ τοῖς
ἀναγαργαρίσμασι προσπλέκεται. ἐπὶ δὲ τῶν σκληροτέρων σωμάτων ποιεῖ

καὶ ὁ τοῦ Μούσα τροχίσκος, ἔτι δὲ τούτου δραστικώτερος ὁ τοῦ


Ἄνδρωνος τροχίσκος. ποιεῖ καὶ τοῦτο δὲ ὅπερ Ἀσκληπιάδης ἔγραψε·
λίθου ἀγηράτου λίθου ἀσίου ἄνθους γῆς Σαμίας ἀνὰ δσχιστῆς
κρόκου πεφρυγμένου κηκίδων ἀνὰ β, λείοις χρῶ. τούτῳ καὶ ἡμεῖς
ἐχρησάμεθα, φησὶν ὁ Γαληνός, πολλάκις ὄντι καλλίστῳ, πλὴν μήτε
κατ' ἀρχὰς εὐθὺς μήθ' ὅταν ἐξέρευθος ἢ καὶ θερμὸς ὁ τῆς φλεγμονῆς
ὄγκος ὑπάρχῃ. ἐπὶ δὲ τῶν κεχρονισμένων καὶ τοῦ σώματος

Αίτιος ιατρός Iatricorum liber viii Ch. 50, l. 67

ἐστὶ τῆς διαθέσεως αἴτιον. ὠφέλιμος δὲ αὐτοῖς ἡ ἐπαφαίρεσις τῇ ἑξῆς


ἡμέρᾳ γιγνομένη, εἰ φόβος εἴη λειποθυμίας. εἰ δὲ γυνὴ εἶεν σφυρο-
τομεῖν πάντως καὶ συμμέτρως ἀφαιρεῖν, εἶτα μετὰ τρεῖς ἡμέρας τέμνε
τὰς ἐπιγλωττίδας, σκοπῶν μηδόλως λειποθυμίαν γενέσθαι. τοῦτο δὲ
ποίει ἐὰν ὁ ζωτικὸς τόνος ἐπιτρέπῃ καὶ ἰσχνότης τοῦ σώματος οὔκ
ἐστιν. εἰ δέ τι κωλύοι τὴν φλεβοτομίαν, κλύζειν δι' ἀφεψήματος κεν-
ταυρίου ἀψινθίου καλαμίνθης ἀριστολοχίας μέλιτος νίτρου πλείστου,
ἔπειτα δὲ καὶ καθαρτήριον διδόναι τῶν μᾶλλον φλέγμα κενούντων.
καταλληλότατον δὲ τοῖς συναγχικοῖς εἶναι δοκεῖ τὸ ἐλατήριον, ἄμεινον
δὲ αὐτὸ διδόναι μετ' ὀροῦ γάλακτος καὶ κνήκου τοῦ ἐντὸς συνεψομένου
τῷ ὀρῷ. καὶ τὰ δι' ἀλόης δὲ καὶ κολοκυνθίδος καταπότια αὐτοῖς
ἁρμόδια, εἴγε καταπίνειν δύναιντο. εἰ δ' εὔτολμος εἴη ὁ ἰατρὸς καλὸν
ἐπὶ τούτων καὶ τῆς διὰ κολοκυνθίδος ἱερᾶς Ἀρχιγένους γμετ'
ἀφεψήματός τινος τῶν προρρηθέντων διὰ κλυστῆρος ἐνιέναι προκενώ-
σαντα ἐκκοπρωτικῷ τινι. μετὰ δὲ τὰς καθολικὰς κενώσεις σικύας δεῖ
προσάγειν. ὄγκου μὲν οὖν ὄντος παρὰ τὰς γνάθους ἢ ὑπὸ τῷ ἀν-
θερεῶνι, κατ' αὐτοῦ τοῦ ὄγκου μετὰ ἀμυχῶν καὶ ἱκανὸν αἷμα ἑλκυστέον
καὶ ἁλσὶ καταπάσσειν τὰς ἀμυχὰς καὶ ἀνατρίβειν. εἰ δὲ μηδεὶς ὄγκος
ἔξωθεν φαίνοιτο, ὡς εἴωθε γίγνεσθαι ἐπὶ τῆς κρυπτῆς λεγομένης
κυνάγχης, ὄπισθεν ὑπὸ τῷ ἰνίῳ κολλητέον τὴν σικύαν κατὰ τῶν
πρώτων σπονδύλων, ἐπιμόνως δὲ τῇ ὁλκῇ χρησόμεθα καὶ δαψιλέστερον

Αίτιος ιατρός Iatricorum liber viii Ch. 69, l. 33

ῥίζης τῆς ἀλθαίας ἀφέψημα συμφύτου ῥίζης ἀφέψημα καὶ αὐτὴ ξηρὰ
λεία ἐπιπαττομένη τῷ ποτῷ, κενταυρίου τοῦ μεγάλου ῥίζης β· δίδου,
πυρέσσουσι μὲν μεθ' ὕδατος, ἀπυρέτοις δὲ μετ' οἴνου· αἱματίτου λίθου
αμετὰ χυλοῦ ῥοᾶς ἢ κοραλλίου λίθου ὁμοίως, ἱππούρεως ῥίζα,
μόρα τὰ πάνυ ὀμφακίζοντα ὡς οὐδὲν ἕτερον [ἔξωθεν δὲ τῷ θώρακι
ἐμβροχὴν προσάγειν δι' οἴνου στύφοντος μετὰ ῥοδίνου ἢ μυρσίνου.
εἰ δὲ πολλὴ εἴη ἡ αἱμορραγία, καὶ μάλιστα ἐν θέρει, ἐὰν χωρὶς βηχὸς
αἱ ἀναγωγαὶ γένωνται καὶ μὴ ἀσθενὴς ὁ κάμνων, ἀλλ' εὔρωστος καὶ
εὔσαρκος, ὄξος ἀντὶ τοῦ οἴνου προσάγειν, οὐκέτι ἐρίοις ῥυπαροῖς
ἀναλαβόντα, ἀλλὰ σπόγγοις, καὶ ἐπιδεσμεῖν πλατεῖ ἐπιδέσμῳ, ἐνίοτε δὲ
προσπλέκειν τῷ ὄξει ἀκακίαν ἀλόην ἢ ὀμφάκιον, προχρίειν δὲ τὴν
ἐπιφάνειαν μυρσίνῃ, ἵνα μὴ δῆξις ἐπιγένηται ἐκ τῆς ἐμβροχῆς, ἢ τὴν
βαρβάραν ἢ τὴν δι' ἰτεῶν ἢ ἑτέραν ὁμοίαν ἐπιθεῖναι. εἰ δὲ ὁ κάμνων
μὴ δύνηται φέρειν μηδὲ τὴν ἀηδίαν τοῦ μολυσμοῦ τῆς ἐμβροχῆς, μηδὲ
τὴν περίτασιν τῶν ἐμπλάστρων, κατάπλασμα τούτοις πρόσαγε διὰ
φοινίκων ἀκακίας στυπτηρίας σιδίων λειοτάτων συμφύτου ἀλφίτων ἢ
φακῶν ἀλεύρου. εἰ δὲ τὸ βάρος τῶν καταπλασμάτων μὴ φέροι, μηδὲ
θάλπεσθαι δύναται, καταχρίστοις ἐπὶ τούτων χρηστέον· ἑψητέον οὖν
ὄξει λωτοῦ ἢ μεσπίλου τῶν φλοιῶν ἐπὶ πολὺ καὶ ῥοῦν μαγειρικὸν
καὶ ῥάμνου φύλλα ὀλίγα ἢ πολυγόνου, εἶτα λειώσαντα τῷ χυλῷ ἀλόην
ἢ ἀκακίαν ἢ ὀμφάκιον καὶ βραχὺ κόμμι, κατάχριε τὸν θώρακα

Αίτιος ιατρός Iatricorum liber viii Ch. 69, l. 42

ἀναλαβόντα, ἀλλὰ σπόγγοις, καὶ ἐπιδεσμεῖν πλατεῖ ἐπιδέσμῳ, ἐνίοτε δὲ


προσπλέκειν τῷ ὄξει ἀκακίαν ἀλόην ἢ ὀμφάκιον, προχρίειν δὲ τὴν
ἐπιφάνειαν μυρσίνῃ, ἵνα μὴ δῆξις ἐπιγένηται ἐκ τῆς ἐμβροχῆς, ἢ τὴν
βαρβάραν ἢ τὴν δι' ἰτεῶν ἢ ἑτέραν ὁμοίαν ἐπιθεῖναι. εἰ δὲ ὁ κάμνων
μὴ δύνηται φέρειν μηδὲ τὴν ἀηδίαν τοῦ μολυσμοῦ τῆς ἐμβροχῆς, μηδὲ
τὴν περίτασιν τῶν ἐμπλάστρων, κατάπλασμα τούτοις πρόσαγε διὰ
φοινίκων ἀκακίας στυπτηρίας σιδίων λειοτάτων συμφύτου ἀλφίτων ἢ
φακῶν ἀλεύρου. εἰ δὲ τὸ βάρος τῶν καταπλασμάτων μὴ φέροι, μηδὲ
θάλπεσθαι δύναται, καταχρίστοις ἐπὶ τούτων χρηστέον· ἑψητέον οὖν
ὄξει λωτοῦ ἢ μεσπίλου τῶν φλοιῶν ἐπὶ πολὺ καὶ ῥοῦν μαγειρικὸν
καὶ ῥάμνου φύλλα ὀλίγα ἢ πολυγόνου, εἶτα λειώσαντα τῷ χυλῷ ἀλόην
ἢ ἀκακίαν ἢ ὀμφάκιον καὶ βραχὺ κόμμι, κατάχριε τὸν θώρακα καὶ τὸ
μετάφρενον, καὶ ὅταν ξηρανθῇ πάλιν ἐπίχριε, ἵνα ἔχῃ πάχος τὸ
χρῖσμα, ἵνα μὴ γυμνούμενοι περιψυχοῦνται. ἐν δὲτῷ ξηραίνεσθαι
τὸ χρῖσμα, κωλυτέον τὸν πολὺν ἀέρα πρὸς τὴν ὥραν ἐκείνην. εἰ δὲ
φλεγμοναὶ ἐπιγενόμεναι πυρετοὺς ἐπιφέροιεν, εἰώθασι γὰρ καὶ σφόδρα
ὀξεῖς ἐπιπίπτειν καὶ ἐπικύνδυνοι, ἐνίοτε δὲ ἀμβλεῖς, ὅτε εἰς φθίσιν
μέλλει ἐμπίπτειν, συντακτέον τὴν δίαιταν πᾶσαν, ὡς πρὸς πυρετούς,
μὴ ἀθρόως δέ, ἵνα μὴ πάλιν ἀναρραγῇ τὰ κολληθέντα καὶ τοῖς μὲν
ῥοφήμασι συμπλέκειν τὰ ἠρέμα στύφοντα, οἷον φοίνικας καὶ τὰ ὅμοια
καὶ καταπλάττειν ἄρτῳ θερμῷ, εἶτα λινοσπέρμῳ. ὅταν δὲ χρονίσῃ.

Αίτιος ιατρός Iatricorum liber ix (0718: 009)“”Ἀετίου Ἀμιδηνοῦ


λόγος ἔνατος””, Ed. Zervos, S., 1911; Athena 23.Ch. 1, l. 74

ὀλίγου. Σκυβάλων δὲ μὴ ὑποκειμένων ἐν τῷ ἀπευθυσμένῳ μήτε μὴν


περιττωμάτων πλήθους ἐν ἐντέροις, ἀτροφούντων δὲ τῶν καμνόντων,
ἐνιέναι χρὴ πτισάνης χυλὸν ἢ ἄλικος χλιαρώτερον, συνανακόψαντας
αὐτῷ ᾠὸν ὠμόν· σὺν γὰρ τῷ προσκαλεῖσθαι περὶ τὰ κάτω τὰ τῷ στο-
μάχῳ ἐνοχλοῦντα, καὶ τροφὴν χρηστὴν δίδωσι τῷ σώματι ἤδη ταλαι-
πωροῦντι ἐκ τῆς ἀτροφίας. Καταπλαττόμενα δὲ κατὰ τοῦ στομάχου
καὶ τοῦ ἀριστεροῦ μαζοῦ ὠφελεῖ τοὺς καρδιακοὺς βάτου φύλλα μετ'
ἄρτου ἢ μυρσίνης φύλλων ἢ μύρτων ἢ ἕλικος ἀμπέλου, ἢ ἀρνόγλως-
σον σὺν τῷ ἄρτῳ ἢ μῆλα κυδώνια, φοίνικες, σέρις μετὰ κηρωτῆς,
τοὺς δὲ ἀσθενεστέρους καὶ ἀλφίτοις σὺν φοίνιξι καταπλάττειν· ἢ φοί-
νικας οἴνῳ βρέχων λείου ὅσον οὐγκίαν μίαν, εἶτα ἐπιβαλὼν ἀλόης
δραχμὰς τέσσαρας, μαστίχης δραχμὰς τέσσαρας καὶ συλλειώσας,
τῆκε κηροῦ οὐγκίας δύο μετὰ ἐλαίου οὐγκιῶν τεσσάρων, εἰ μὲν χει-
μὼν εἴη καὶ μὴ πολλὴ αἴσθησις θερμασίας, ναρδίνου· ἐν δὲ τῷ θέρει,
ῥοδίνου ἢ μηλίνου· καὶ ἐπιχέας τὴν κηρωτὴν τοῖς λειωθεῖσιν, ἀναμί-
ξας χρῶ ὁμοίως. Εἰ δὲ φλεγμαίνοι τι τῶν σπλάγχνων, ἄρτον ἑψήσας
μετ' οἴνου ὀλίγου καὶ μέλιτος, κατάπλασσε, προσπλέκων αὐτῷ ἐπὶ
τῶν ἀτονωτέρων μῆλον κεκαθαρμένον ἢ οἰνάνθην. Καταστέλλει δὲ
τοὺς ἱδρῶτας καὶ ἐπιστέλλει τόν τε στόμαχον καὶ τὴν τοῦ νοῦ κα-
τάρχουσαν καρδίαν τὸ ἐκ φοινίκων καὶ οἰνάνθης καὶ ἀκακίας καὶ ῥό-
δων καὶ στυπτηρίας τε καὶ ὑποκυστίδος καὶ ῥοὸς ἐρυθροῦ

Αίτιος ιατρός Iatricorum liber ix Ch. 2, l. 46

ἐπαφαιρέσεως προκεκενωμένους διὰ κλυστῆρος, μὴ μέντοι μέχρι λιπο-


θυμίας, διὰ τὴν τοῦ στομάχου ἀσθένειαν· διαδετέον δ' εὐτόνως τὰ
ἄκρα καὶ ὀλιγοσιτεῖν ἀναγκαστέον, τόν τε στόμαχον ἐμβρεκτέον δι'
οἰσυπηρῶν ἐρίων μετ' ὄξους πλείστου καὶ ῥοδίνου ὁλίγου ἢ μηλίνου ἢ
σχινίνου. εἰ δὲ ἐπιμένοιεν, ἐμβρεχέσθωσαν ῥόδων χυλῷ ἢ σέρεως ἢ ἀν-
δράχνης μετὰ τοῦ ῥοδίνου καὶ τοῖς στύφουσι καὶ παρηγοροῦσι κατα-
πλαττέσθωσαν. Τοῖς δὲ σὺν τῇ δήξει ἐμφυσωμένοις τήν τε γαστέρα
καὶ τὰ ἔντερα, ἐπιτηδειότατόν ἐστιν ὄξος δριμύ, ἐν ᾧ ἥψηται γλή-
χων καὶ κύμινον θερμόν, διὰ σπόγγων ἔξωθεν τῇ γαστρὶ προσαγόμε-
νον· εἰ δὲ ἐπιμένοι ἡ ὀδύνη, στυπτηρίαν ὑγρὰν μετὰ χαλκάνθου λείου
καὶ ἀλόης μέλιτι ἀναλαβών, ἐπιτίθει· καὶ ὄξει τὴν στυπτηρίαν ἐμ-
βάλλων καὶ θερμαίνων, πυρία τὸν στόμαχον διὰ τῶν σπόγγων· ἢ
ἀλόην ἴσην μίξας τῇ στυπτηρίᾳ, μυρσινίνῃ κηρωτῇ ἀναλαβών, ἐπι-
τίθει τῷ στόματι τῆς γαστρός· ἢ κισσοῦ φύλλοις ἑφθοῖς ἐν οἴνῳ κα-
τάπλασσε τὴν γαστέρα, ἢ ἀρνογλώσσῳ μεθ' ἁλῶν τριβέντι ἢ πρασίῳ
μετ' ἄρτου καὶ ῥοδίνου φυραθέντι ἢ βολβοῖς πυρροῖς καὶ στυπτηρίᾳ
ἴσοις κατάπλαττε, κάλλιστον γὰρ ἐπὶ τῶν χρονιζόντων βοήθημα· καὶ
μετὰ νίτρου δὲ οἱ βολβοὶ λειωθέντες καὶ καταπλασσόμενοι ταχεῖαν
τὴν ἴασιν παρέχουσιν· ἐπιτηδειότατον δὲ αὐτοῖς καὶ ἀγελαίας βοὸς
βόλβιτον ξηρὸν ἡψημένον ἐν οἴνῳ καὶ καταπλασσόμενον, ἐπίθεμα δὲ
τὸ διὰ σπερμάτων, ἢ τοὺς βολβοὺς τοῖς βολβίτοις καὶ τῷ νίτρῳ

Αίτιος ιατρός Iatricorum liber ix Ch. 2, l. 48

ἄκρα καὶ ὀλιγοσιτεῖν ἀναγκαστέον, τόν τε στόμαχον ἐμβρεκτέον δι'


οἰσυπηρῶν ἐρίων μετ' ὄξους πλείστου καὶ ῥοδίνου ὁλίγου ἢ μηλίνου ἢ
σχινίνου. εἰ δὲ ἐπιμένοιεν, ἐμβρεχέσθωσαν ῥόδων χυλῷ ἢ σέρεως ἢ ἀν-
δράχνης μετὰ τοῦ ῥοδίνου καὶ τοῖς στύφουσι καὶ παρηγοροῦσι κατα-
πλαττέσθωσαν. Τοῖς δὲ σὺν τῇ δήξει ἐμφυσωμένοις τήν τε γαστέρα
καὶ τὰ ἔντερα, ἐπιτηδειότατόν ἐστιν ὄξος δριμύ, ἐν ᾧ ἥψηται γλή-
χων καὶ κύμινον θερμόν, διὰ σπόγγων ἔξωθεν τῇ γαστρὶ προσαγόμε-
νον· εἰ δὲ ἐπιμένοι ἡ ὀδύνη, στυπτηρίαν ὑγρὰν μετὰ χαλκάνθου λείου
καὶ ἀλόης μέλιτι ἀναλαβών, ἐπιτίθει· καὶ ὄξει τὴν στυπτηρίαν ἐμ-
βάλλων καὶ θερμαίνων, πυρία τὸν στόμαχον διὰ τῶν σπόγγων· ἢ
ἀλόην ἴσην μίξας τῇ στυπτηρίᾳ, μυρσινίνῃ κηρωτῇ ἀναλαβών, ἐπι-
τίθει τῷ στόματι τῆς γαστρός· ἢ κισσοῦ φύλλοις ἑφθοῖς ἐν οἴνῳ κα-
τάπλασσε τὴν γαστέρα, ἢ ἀρνογλώσσῳ μεθ' ἁλῶν τριβέντι ἢ πρασίῳ
μετ' ἄρτου καὶ ῥοδίνου φυραθέντι ἢ βολβοῖς πυρροῖς καὶ στυπτηρίᾳ
ἴσοις κατάπλαττε, κάλλιστον γὰρ ἐπὶ τῶν χρονιζόντων βοήθημα· καὶ
μετὰ νίτρου δὲ οἱ βολβοὶ λειωθέντες καὶ καταπλασσόμενοι ταχεῖαν
τὴν ἴασιν παρέχουσιν· ἐπιτηδειότατον δὲ αὐτοῖς καὶ ἀγελαίας βοὸς
βόλβιτον ξηρὸν ἡψημένον ἐν οἴνῳ καὶ καταπλασσόμενον, ἐπίθεμα δὲ
τὸ διὰ σπερμάτων, ἢ τοὺς βολβοὺς τοῖς βολβίτοις καὶ τῷ νίτρῳ προς-
πλέκων κατάπλασσε. Εἰ δὲ ἐπιταθείη αὐτοῖς ἡ ἐμπνευμάτωσις, πή-
γανον καὶ κύμινον ἑψήσαντες ἐν ἐλαίῳ,

Αίτιος ιατρός Iatricorum liber ix Ch. 3, l. 16

κατὰ τοῦ στόματος τῆς γαστρὸς καὶ μάλιστα, εἰ μὴ εὐκαταφρόνη-


τος εἴη ὁ πόνος, ψηλαφία δὲ καὶ διακράτησις τῶν καρπῶν καὶ τῶν
ἄλλων ἄκρων. Καταπλάσματα δὲ τὰ διὰ φοινίκων καὶ σιδίων καὶ
τῶν ὁμοίων παραλαμβανέσθω, ἡψημένων μὲν δι' οἴνου ἢ ὀξυκράτου,
συλλεαινομένων δὲ μετ' ἄρτου· καὶ ἀκακία δὲ καὶ ὑποκυστὶς καὶ βα-
λαύστιον καὶ ῥοῦς συμπλεκέσθω τῷ καταπλάσματι, ἥ τε τοῦ σώμα-
τος ὅλου ἀποθεραπεία δι' ἐλαίου γιγνέσθω νίτρον βραχὺ ἔχοντος,
ὅπως ἱδρῶσαι βιασώμεθα τὴν ἐπιφάνειαν καὶ μετάγειν τοὺς ῥευματι-
σμούς· καὶ διὰ τοῦτο καὶ ἡ κάτω τῆς κοιλίας ἔκκρισις ἔργῳ πλεονα-
σθεῖσα, τοῖς ἐμέτοις ἀναξηρανθῆναι παρέσχεν. ὁ δι' ἀψινθίου τοίνυν
καὶ ἀλόης προποτισμὸς ἁρμόδιος χρονιζούσης τῆς διαθέσεως, οὐκ ἀν-
τιλεγούσης δὲ τῆς δυνάμεως, καὶ τῆς διὰ κολοκυνθίδος Ἀρχιγένους
ἱερᾶς καταπότια ποιήσαντες δώσομεν, τοὐλάχιστον μὲν ἕως δραχμῆς
μιᾶς, τὸ δὲ πλεῖστον ἕως τριῶν. Εἰ δὲ μηδὲν κωλύει, καὶ τῷ διὰ νά-
πυος καταπλάσματι τὰ ὑποχόνδρια φοινίξομεν, ἄκρως γὰρ μετάγει
τὴν αἴσθησιν ἐπὶ τὴν ἐπιφάνειαν. Ἀλλὰ ταῦτα μὲν χρονιζόντων ἐστὶ
βοηθήματα, κατὰ δὲ τοὺς παροξυσμοὺς καὶ τὰς ὀξύτητας ἡ σικύα
πλεῖστον ὀνίνησι μετὰ πολλῆς φλογὸς προσβαλλομένη τῷ στόματι
τῆς γαστρὸς καὶ εὐτόνως ἀποσπωμένη καὶ ἐπικολλωμένη πάλιν ἐκ
δευτέρου καὶ τρίτου. Τὴν δὲ προσφορὰν τῆς τροφῆς, ὡς ἐπὶ τῶν
ἐμούντων ποιησόμεθα, πλεονάκις κατὰ βραχὺ διδόντες ἢ ὁσάκις ἂν

Αίτιος ιατρός Iatricorum liber ix Ch. 15, l. 45


Σκευασία Φιλαγρίου.

Κρόκου οὐγκίας τρεῖς, οἰνάνθης οὐγκίαν μίαν, ἀλόης οὐγκίας τρεῖς,


μαστίχης δραχμὰς δύο, ἀμμωνιακοῦ θυμιάματος, βδελλίου ἀνὰ οὐγ-
κίαν μίαν, στέατος χηνείου οὐγκίας τέσσαρας, στύρακος οὐγκίαν μίαν.

Στομαχικὸν κοπτὸν κόμιτος Ἀνδρέου.


Κύφεως, στύρακος, τερεβινθίνης ἀνὰ οὐγκίαν μίαν, βδελλίου,
ἀλόης , μαστίχης, καρδαμώμου ἀνὰ οὐγκίας δύο, ἀψινθίου κόμης οὐγ-
κίαν μίαν, προπόλεως οὐγκίας τέσσαρας, ἀμμωνιακοῦ θυμιάματος
οὐγκίας δέκα· κόπτε καὶ χρῶ.

Κηρωτὴ στομαχικὴ Ὀρειβασίου.

Κηροῦ, ἀμμωνιακοῦ ἀνὰ οὐγκίας δέκα, κολοφωνίας, κρόκου, κυ-


πέρου, ἴρεως, καρδαμώμου, λιβάνου, ἀλόης ἀνὰ δραχμὰς τέσσαρας,
ῥοδίνου ἢ μηλίνου ἢ ἀνηθίνου ἢ ναρδίνου οὐγκίας ἕξ· ὄξει λειοῦται
ἀμμωνιακὸν καὶ ἀλόη.

Αίτιος ιατρός Iatricorum liber ix Ch. 21, l. 10

Ἔστι δὲ καὶ ἕτερον εἶδος τῆς κυνώδους ὀρέξεως, ὅταν ἀραιότερον


ὑπάρχῃ τὸ σῶμα καὶ διαφορούμενον διὰ τῆς ἀδήλου διαπνοῆς ἀμέ-
τρως ἐν χρείᾳ συνεχεῖ καθιστῆται τῆς θρέψεως· γίγνεται δὲ τοῦτο,
ἢ δι' ἀρρωστίαν τῆς ἐν παντὶ τῷ σώματι καθεκτικῆς δυνάμεως οὐ
δυναμένης κρατεῖν τῶν τροφῶν ἢ διὰ ῥώμην πλείστην θερμότητος,
δαπανώσης πυρὸς τρόπον τὰ σιτία καὶ ἀραιούσης τὸ δέρμα καὶ δια-
φόρησιν ἐργαζομένης· τούτοις ἡ διὰ τῆς γαστρὸς ὑποχώρησις ἐλάτ-
των ἐστὶ πολλῷ τῆς ἀναλογίας τῶν εἰσφερομένων, πρὸς τῷ καὶ αὐτὰ
τὰ ἐκκρινόμενα σκύβαλα ξηρότερα εἶναι. Τούτοις τοίνυν πολεμιώ-
τατόν ἐστι τὸ διὰ τῆς ἀλόης φάρμακον, καὶ τὸ λεπτυντικόν τε καὶ
τμητικὸν εἶδος τῶν ἐδεσμάτων καὶ πομάτων, ἐπὶ μᾶλλον γὰρ ἀραιοῖ
τὸ δέρμα, καὶ διαφορεῖ καὶ ἐπιτείνει τὴν ὄρεξιν· πυκνοῦν τοίνυν τῶν
οὕτω
διακειμένων τὸ δέρμα, ἄμεινόν ἐστιν ἐλαίῳ τῶν ὠμοτριβῶν ἀφεψήσας
μα-
λακωτάτῳ πυρὶ μυρσίνας ἢ ῥόδα [ῥοδίνου] ἤ τι τῶν ὁμοίων, καὶ μίξας
στυπτηρίαν σχιστὴν ὄξει δριμυτάτῳ προλελειωμένην τοσοῦτον, ὅσον
δύναται γλοιώδη· [ἐργάσασθαι δὲ βαλανεῖον θερμὸν καὶ ἔνδοθεν ἀέρος
τοῦ τοιούτου μετὰ οἴνου πόσεως καὶ] πάντων τῶν ἔνδοθέν τε καὶ
ἔξωθεν θάλπειν δυναμένων· ἄγειν δ' ἐπὶ τὴν ψυχρολουσίαν, εἰ μηδὲν
κωλύοι, οἷον ἰσχνότης σώματος ἢ μόριον εὐπερίψυκτον ἢ θώραξ ἢ
ἄλλο τι· τροφὰς δὲ διδόναι μονίμους τε

Αίτιος ιατρός Iatricorum liber ix Ch. 22, l. 16

ἀνθράκων ἐσβεσμένων ἤ τινων οὕτως ἀτόπων βρωμάτων· καὶ τοῦτο


πάσχουσιν αἱ πλείους αὐτῶν, ἄχρι τοῦ δευτέρου καὶ τρίτου μηνὸς
πληρουμένου, ἐν δὲ τῷ τετάρτῳ ἄρχονται παύεσθαι, τὸ μέν τι τοῖς
ἐμέτοις ἐκκενωθείσης τῆς κακοχυμίας, τὸ δέ τι καὶ πεφθείσης ἐν τῷ
χρόνῳ, βραχέα σιτουμένης τῆς γυναικὸς διὰ τὴν τῶν τροφίμων ἐδε-
σμάτων ἀποστροφὴν τῆς ὀρέξεως· ἀλλὰ καὶ μεῖζον γενόμενον ἔμβρυον,
ἐκσπᾶται εἰς ἑαυτὸ πλείονα τροφήν, συνεπαιρομένου σὺν τῷ αἵματι
καὶ τοῦ μοχθηροῦ χυμοῦ. Γίνεται δὲ τὸ σύμπτωμα τοῦτο καὶ ἀν-
δράσιν, ὅταν καὶ τούτοις εἰς τὸ στόμα τῆς γαστρὸς κατασκήψῃ τις
ὁμοία κακοχυμία. Τούτοις ἁρμόδιον βοήθημα ὁ τῶν Ἀμαζόνων τρο-
χίσκος πινόμενος, μετέπειτα δὲ ἡ δι' ἀλόης πικρά· κενωθείσης δὲ τῆς
πλείονος κακοχυμίας, διδόναι αὐτοῖς ῥοιᾶς γλυκείας χυλόν, ἐπιπάς-
σοντες ἡδύοσμον ξηρὸν ἤ τι τοιοῦτον ἕτερον τῶν πρὸς ἀνατροπὰς [καὶ
ναυτίας] προαναγραφέντων. Ἁρμόδιαι τούτοις καὶ αἱ δι' ἅλμης λευκαὶ
ἐλαῖαι κολυμβάδες, καὶ ἀμύγδαλα τὰ πικρὰ νήστεσιν λαμβανόμενα,
ἀντίδοτοι δ' αἱ πρὸς τὰ θανάσιμα φάρμακα κατάλληλοι. Τὰς δὲ κιττώσας
γυναῖκας ὅπως χρὴ θεραπεύειν, ἐν τοῖς γυναικείοις βοηθήμασιν
εἰρήσεται.

Αίτιος ιατρός Iatricorum liber ix Ch. 26, l. 68

τῷ μετ' αὐτοὺς γραφέντι περὶ τῶν καθαιρόντων φαρμάκων. Κοινὴ δὲ


πάντων τῶν ὁπωσοῦν ἐπεχομένων τὴν γαστέρα θεραπεία ἐστὶ τοιάδε·
σχῆμα κατακλίσεως τὸ ὀρθιώτερον ἐπιτήδειον, καὶ ἐπὶ πλευρᾶς ἀρι-
στερᾶς κατάκλισις· καὶ ἡσυχία μὲν καὶ ἀκινησία ἐφεκτικὰ τῆς γα-
στρός, κίνησις δὲ καὶ περίπατος προτρεπτικά· καὶ ὀλιγοποσία μὲν καὶ
τὸ μὴ προπίνειν μήδ' ἐν μέσῃ τροφῇ ποτὸν διδόναι, ἀναξηραντικὰ
τῆς γαστρός· πρόποσις δὲ καὶ πολυποσία καθυγραίνουσι τὰ σκύβαλα·
ὕπνος πέττει καὶ τὰ περιττώματα εὔροα παρασκευάζει, γρήγορσις δὲ
διαφορεῖ τὰς ὕλας καὶ μετέωρα κρατεῖ· πλεῖστον δὲ αἱ κατὰ τὰς τρο-
φὰς ποιότητες δύνανται· ὅθεν χρὴ ταύτας εὐκοιλίους διδόναι, ἄμεινον
δ' εἴ τις δοίη χυλὸν ἀψινθίου ἢ τὰ τῆς ἀλόης καταπότια· τούτων δὲ
μηδὲν ἀνυόντων, ἀλλὰ σκληρῶν ἐγκειμένων τῶν σκυβάλων καὶ βαρυ-
νομένης τῆς ὀσφύος, περιτεινομένου δὲ καὶ ἐμπνευματουμένου τοῦ ἐπι-
γαστρίου, τὸ ἐπιμένειν ταῖς ὑγραινούσαις τροφαῖς ἄτοπον· λιθωδῶν
γὰρ πολλάκις ἐσφηνωμένων ἐν τῷ ἀπευθυσμένῳ, τὰ λαμβανόμενα σι-
τία τὸν στόμαχον καὶ τὴν γαστέρα ὑπερυγραίνει καὶ θηλύνει, διελ-
θεῖν δὲ μέχρι τοῦ ἀπευθυσμένου ἀδυνατεῖ, ὥστε ἐντεῦθέν τινα ἕτερα
παρακολουθεῖ χαλεπά. Βέλτιον οὖν ἐπὶ τούτων κλύζειν τὴν κοιλίαν
πτισάνης χυλῷ μετὰ μέλιτος καὶ ἐλαίου, καὶ βαλάνοις δὲ χρηστέον
καὶ διαχρίσμασι τῆς ἕδρας· στυπτηρία δὲ ὑγρὰ μέλιτι λειανθεῖσα,
ἑψεῖται ἄχρις ἂν κιρρὰ γένηται, καὶ ἐκ τούτου διαχρίεται ἡ ἕδρα·

Αίτιος ιατρός Iatricorum liber xv (0718: 015)“”Ἀετίου Ἀμιδηνοῦ


λόγος δέκατος πέμπτος””, Ed. Zervos, S., 1909; Athena 21.Ch. 13, l. 59

τὰς προσφάτους καὶ παλαιὰς ὑποφοράς, κόλπους, φύματα, παρωτί-


δας καὶ τὰ ἐν μαστοῖς καὶ μασχάλαις ἀποστήματα, ἵνα μὴ γένηται·
καὶ γενόμενα, ἵνα θεραπευθῇ, εἰς ὑπόρρυσιν διελόντων ἡμῶν· ἔτι δὲ
χοιράδας κομίζεται σὺν τοῖς χιτῶσι τάχιστα ἐκπυοῦσα· ἵστησι καὶ
ῥεῦμα ὀφθαλμῶν ἐπὶ τὸ μέτωπον ἐπιτιθεμένη, αἴρει δὲ καὶ πελιώ-
ματα, καὶ γαγγραίνας περιγράφει, καὶ σηπεδόνας ἀνακαθαίρει καὶ
τὸ ὅλον πρὸς πάντα ἀγαθὸν φάρμακον· ἔχει δὲ οὕτως. Κηροῦ δραχ-
μὰς ἑκατόν· κολοφωνίας δραχμὰς ἑβδομήκοντα· λεπίδος χαλκοῦ ἐρυ-
θροῦ, χαλκοῦ κεκαυμένου, ἁλὸς ἀμμωνιακοῦ, ἰοῦ, ἀριστολοχίας, λι-
βάνου, ἀμμωνιακοῦ θυμιάματος, ἀνὰ δραχμὰς ὀκτώ· στυπτηρίας
δραχμὰς ἑπτά· ἀλόης , σμύρνης, χαλβάνης, ἀνὰ δραχμὰς δυοκαίδεκα·
ἐλαίου λίτραν μίαν, οἱ δὲ οὐγγίας ἕξ· ὄξους τὸ ἀρκοῦν. Τὰ μὲν οὖν
τῆς Ἴσιδος λεγομένης ἤδη ταῦτά ἐστιν, ἣν καὶ Ἕρμωνος ἱερογραμ-
ματέως τινὲς ἐπιγράφουσιν.
Ἡ δὲ Ἐπιγόνου ἰδίως καλουμένη, προσλαμβάνει καὶ δρακοντίου
ῥίζης ξηρᾶς δραχμὰς ὀκτώ· κἀγώ, φησὶν ὁ Γαληνός, διὰ παντὸς οὕ-
τως ἐχρησάμην· ἔστι γὰρ αὐτὴ καθ' αὑτὴν ἡ τοῦ δρακοντίου ῥίζα κο-
πεῖσα καὶ λυωθεῖσα ὡς χνοώδης γενέσθαι, τῶν κακοήθων ἑλκῶν θε-
ραπευτική. Τὰ μεταλλικὰ λείου μετ' ὄξους ἐν θυίᾳ εὖ μάλα, τὰ δὲ
ξηρὰ κόψας, σήσας καὶ τήξας τὰ τηκτά, ἐπίπασσε· καὶ ἑνώσας ἐπί-
χεε ἐν θυίᾳ τοῖς λειωθεῖσι, καὶ ἀνελόμενος χρῶ ποτὲ μὲν ἀκράτῳ,

Αίτιος ιατρός Iatricorum liber xv Ch. 13, l. 98

Αὕτη ἄνευ τρήσεως ἀφίστησι λεπίδας, ἀνάγει ὀστᾶ διεφθορότα·


ἐπίξυε δὲ τὰ ὀστᾶ καὶ ἐπίπαττε· ἡ αὐτὴ καὶ πρὸς τὰ νεότρωτα καὶ
πρὸς νομὰς ἔμμοτος ἀνακαθαίρει, πληροῖ σὺν ῥοδίνῃ κηρωτῇ, ἑνὸς
μέρους τοῦ φαρμάκου ἐμβαλλομένου, δύο δὲ τῆς κηρωτῆς· ποιεῖ καὶ
πρὸς καρκινώματα, σηπεδόνας, λέπρας ἀφίστησι, δοθιῆνας διαλύει,
χοιράδας εἰς διαπύησιν ἄγει καὶ ἐκσηποῖ, ποδαγρικοῖς ἁρμόζει καὶ
τοὺς τόφους αὐτῶν διαλύει· ἔχει δὲ οὕτως. Ἀναγαλλίδος τῆς τὸ
κυανοῦν ἄνθος ἐχούσης, μήκωνος κερατίτιδος φύλλων χλωρῶν, ὑοσκυά-
μου φύλλων, πρασίου χλωροῦ, ἀνὰ δραχμὰς νε. λεπίδος δραχ. κε. μάν-
νης δραχ. κ. πιτυΐνης ξηρᾶς δραχμὰς ιστ. ἀλόης δραχ. στ. στυπτη-
ρίας σχιστῆς καὶ στρογγύλης, ἀμμωνιακοῦ θυμιάματος, ἁλὸς ἀμμω-
νιακοῦ, ἀνὰ δραχ. δ, κηροῦ οὐγγίας κ, ἐλαίου παλαιοῦ οὐγγίας κδ,
ὄξους τὸ ἀρκοῦν. Τὰ φύλλα τῶν βοτανῶν βαλὼν εἰς ὅλμον κόπτε,
ὡς θλασθῆναι μόνον καὶ μὴ τὸν χυλὸν ἀπολῦσαι· εἶτα μεταβαλὼν εἰς
θυίαν, λείου εὖ μάλα· ἐν ἑτέρᾳ δὲ θυίᾳ λείου λεπίδα, μάνναν καὶ
τὴν ξηρὰν πιτυΐνην καὶ τὴν στυπτηρίαν, ἀλόην, ἅλας ἀμμωνιακόν,
ἀμμωνιακὸν θυμίαμα· λείου δὲ ταῦτα ἐν ἡλίῳ, ὡς ἔχειν γλοιοῦ πά-
χος, καὶ ἐπιβαλὼν τὰς λειωθείσας βοτάνας, λείου πάντα· καὶ τήξας
καὶ ψύξας τὰ τηκτὰ σπαθίζων ἀνάξεε καὶ ἐπίβαλλε τοῖς λειωθεῖσιν
ἐν θυίᾳ, καὶ ἑνώσας ἱκανῶς χρῶ.

Αίτιος ιατρός Iatricorum liber xv Ch. 13, l. 104

χοιράδας εἰς διαπύησιν ἄγει καὶ ἐκσηποῖ, ποδαγρικοῖς ἁρμόζει καὶ


τοὺς τόφους αὐτῶν διαλύει· ἔχει δὲ οὕτως. Ἀναγαλλίδος τῆς τὸ
κυανοῦν ἄνθος ἐχούσης, μήκωνος κερατίτιδος φύλλων χλωρῶν, ὑοσκυά-
μου φύλλων, πρασίου χλωροῦ, ἀνὰ δραχμὰς νε. λεπίδος δραχ. κε. μάν-
νης δραχ. κ. πιτυΐνης ξηρᾶς δραχμὰς ιστ. ἀλόης δραχ. στ. στυπτη-
ρίας σχιστῆς καὶ στρογγύλης, ἀμμωνιακοῦ θυμιάματος, ἁλὸς ἀμμω-
νιακοῦ, ἀνὰ δραχ. δ, κηροῦ οὐγγίας κ, ἐλαίου παλαιοῦ οὐγγίας κδ,
ὄξους τὸ ἀρκοῦν. Τὰ φύλλα τῶν βοτανῶν βαλὼν εἰς ὅλμον κόπτε,
ὡς θλασθῆναι μόνον καὶ μὴ τὸν χυλὸν ἀπολῦσαι· εἶτα μεταβαλὼν εἰς
θυίαν, λείου εὖ μάλα· ἐν ἑτέρᾳ δὲ θυίᾳ λείου λεπίδα, μάνναν καὶ
τὴν ξηρὰν πιτυΐνην καὶ τὴν στυπτηρίαν, ἀλόην, ἅλας ἀμμωνιακόν,
ἀμμωνιακὸν θυμίαμα· λείου δὲ ταῦτα ἐν ἡλίῳ, ὡς ἔχειν γλοιοῦ πά-
χος, καὶ ἐπιβαλὼν τὰς λειωθείσας βοτάνας, λείου πάντα· καὶ τήξας
καὶ ψύξας τὰ τηκτὰ σπαθίζων ἀνάξεε καὶ ἐπίβαλλε τοῖς λειωθεῖσιν
ἐν θυίᾳ, καὶ ἑνώσας ἱκανῶς χρῶ.

Αρεταίος ιατρός De curatione acutorum morborum libri duo (0719:


003)“Aretaeus, 2nd edn.”, Ed. Hude, K.Berlin: Akademie–Verlag, 1958;
Corpus medicorum Graecorum, vol. 2.B. 2, ch. 2, se. 5, l. 10

ἢν δὲ ὁ ἀσθενέων ἰσχνὸς καὶ λείφαιμος ἔῃ, μὴ τάμνειν φλέβα. τάδε


μὲν ὦν ἀμφὶ ἀφαιρέσιος αἵματος. ἀρήγειν δὲ καὶ δεσμοῖσι ἄκροισι πο-
δῶν μὲν ὑπὲρ σφυρὰ καὶ γούνατα, χειρῶν δὲ ὑπὲρ καρπὸν καὶ βρα-
χίονα· ταινίῃ πλατείῃ, ὅκως ἡ διάσφιγξις κραταιὴ μὲν ᾖ, ἄλγος δὲ μὴ
φέρῃ. τοῖσι δὲ αἱμορραγέουσι χωρίοισι ἐπιβάλλειν χρὴ ἔρια μὲν πινό-
εντα οἰσύπῳ ἀπὸ τῆς ὄϊος· τέγγειν δὲ χυμῷ, οἴνῳ αὐστηρῷ καὶ ῥοδίνῳ
ἢ μυρσίνῳ λίπαϊ. ἢν δὲ ξυνεπείγῃ ἡ αἱμορραγίη, ἀντὶ μὲν τῶν ἐρίων
σπόγγοισι χρέεσθαι, ὄξεϊ δὲ ἀντὶ τοῦ οἴνου. ὑπαλειφέσθω δὲ μυρσίνῳ
τὸ χωρίον· ἐπιπάσσειν δὲ τοῖσι σπόγγοισι τῆς ἀκακίης ἢ ὑποκυστίδος
ξηρῶν τῶν χυλῶν ἢ καὶ ἀλόης · ἄριστον δὲ καὶ τὸ ὀμφάκιον ὄξεϊ λυ-
θέν. ἢν δὲ ἡ τέγξις ἀσηρὸν ᾖ καὶ δύσφορον, ἐμπλάστροισι χρέεσθαι.
καὶ γὰρ τὸ δέρμα περιτείνουσι καὶ οἷον τῇ χειρὶ κρατέουσι. ἀτὰρ καὶ
αἱ δυνάμιες αὐτέων στῦψαι καὶ ξηρῆναι δυνατώταται. μυρίαι δὲ καὶ
ἄλλοισι ἄλλαι πείρῃ ἔασι πισταί· ἄρισται δὲ ὁκόσαι ὄξος ἴσχουσι καὶ
ἰτέης φύλλων χυλὸν ἠδὲ καὶ ἄσφαλτον καὶ ἰὸν καὶ στυπτηρίην καὶ λι-
βανωτὸν καὶ σμύρνην καὶ χαλκὸν κεκαυμένον καὶ λεπίδα καὶ ὁκόσαι
τοιαίδε ἐπὶ τοῖσι ἐμπλάστροισι· ἢ εἴρια [τὰ] πινόεντα ἢ οἱ σπόγγοι ἐν
βραχέϊ δευθέντες ὄξεϊ. ἢν δὲ τὴν τάνυσιν τῶν ἐμπλάστρων μὴ φέρωσι,
ἐπίθεμα ποιέειν· φοίνικες οἱ πίονες ἐν οἴνῳ μέλανι αὐστηρῷ δευθέντες
ἐς μᾶζαν τρίβονται, ἔπειτα ἀκακίη ἐμπάσσεται λείη καὶ σίδια·

Αρεταίος ιατρός De curatione acutorum morborum libri duo B. 2, ch.


3, se. 13, l. 4

καὶ τὰ στήθεα, διδόναι τοῦ οἴνου ὁκόσον ἂν δύνηται πιεῖν· μοῦνος


γὰρ οἶνος ἐλπὶς ἐς ζωὴν ψυχροῖσι. καὶ οἶνος ἐὼν ξυνήθης ἔῃ, ἄλλοτε
μὲν πιεῖν, ἄλλοτε δ' αὖ σιτίον ξὺν οἴνῳ φαγεῖν· ἐκ διαστήσιος μὲν ἐς
ἀνάπαυλαν τοῦ καμάτου, τοῦ ἔκ τε τῆς νούσου καὶ τῆς τροφῆς. ἐν
γὰρ σμικρῇ τῇ ἰσχύϊ μογέουσι κάρτα καὶ ἐπὶ τῇ ἐδωδῇ. χρὴ ὦν αὐτόν
τε ἀλκήεντα καὶ εὔθυμον ἔμμεναι καὶ τὸν ἰητρὸν ἔπεσι μὲν παραφά-
σθαι ἐς εὐελπιστίην ἔμμεναι, ὡς δὲ ἀρήγειν ποικίλῃ τροφῇ τε καὶ οἴ-
νῳ. χρὴ δὲ καὶ τῇ ἄλλῃ ἰητρείῃ ἐνεργῷ χρέεσθαι, ἔς τε τὴν τῶν ἱδρώ-
των κάθεξιν καὶ τῆς δυνάμιος ἀνάστασιν ἐς τὸ ζώπυρον. ἔστω ὦν ἐπί-
θημα τῷ θώρηκι ἐς τὸν ἀριστερὸν μαστόν· φοίνικες ἐν οἴνῳ λεῖοι ξὺν
ἀλόῃ καὶ μαστίχῃ· κηρωτῇ δὲ ξὺν νάρδῳ πεποιημένῃ ἀνειλήφθω τάδε.
καὶ ἢν τόδε ἀσηρὸν γίγνηται, ἄλλο ἐπιτιθέναι ἐπίθημα· μήλων ἐξελόντα
τὸ σπέρμα καὶ ὅτιπερ ἂν σκληρὸν ᾖ, θλάσαντα ξυμμίσγειν ἀλφίτοισι
εὐώδεσι· ἔπειτα ἀψινθίου κόμην καὶ μυρσίνης ἠδ' ἀκακίης καὶ μάννης
σεσησμένων ξυμμίσγειν· ὁμοῦ δὲ τὰ πάντα φυράσαντα, κηρωτῇ ἀνα-
λαμβάνειν οἰνανθίνῃ. ἢν δὲ ὑπὸ τῶνδε μὴ ἴσχηται ὁ ἱδρώς, [ὄμφακος
χυλὸν εἰς φύρησιν ξυντεθέν] ὀμφάκιον ἀκμαῖον καὶ ἀκακίη καὶ κόμμι
ἠδὲ ῥοὸς τὸ ἐδώδιμον καὶ στυπτηρίη καὶ φοίνικες καὶ ῥόδων χυλὸς
εὔπνοος· ἅμα πάντα νάρδου τε καὶ οἰνάνθης τῷ λίπαϊ ἐς τὸν θώρηκα
τιθέναι· καὶ γὰρ τόδε ἐμψύχει τε καὶ στύφει. κατακεέσθω δὲ ἐν ἠέρι
ψυχρῷ †εἴτε καὶ πρὸς ἄρκτον ὁ οἶκος· εἰ δὲ καὶ εἴη αὔρη Βορέου
Αρεταίος ιατρός De curatione acutorum morborum libri duo
B. 2, ch. 4, se. 6, l. 5

καὶ βρώματα παλινδρομέειν· μετεξετέροισι γὰρ ἔστησεν ἡ μεταβολή· τὰ


θερμὰ δὲ ἔστω θερμότατα. ἢν δὲ μηδέν τι τούτων ἀρήγῃ, σικύην ἐς
τὸ μεσηγὺ τῶν ὠμοπλατέων προσβάλλειν καὶ κάτωθεν ὀμφαλοῦ τρέ-
πειν· ξυνεχῶς δὲ τὰς σικύας μεθιζάνειν· ὀδυνηρὸν γὰρ τὸ ἐπίμονον
καὶ κίνδυνον φέρον φλυκταινώσιος. ὤνησέ κοτε κίνησις αἰώρης εὔπνοος,
ὡς καὶ τὸ πνεῦμα ζωγρῆσαι καὶ τὴν τροφὴν ἐν τῇ κοιλίῃ σχέθειν
καὶ εὔπνοον καὶ εὔσφυκτον τὸν νοσέοντα θέμεναι. ἢν δὲ ἐπὶ μέζω
γίγνηται τάδε, ἐπὶ τῆς κοιλίης καὶ τοῦ θώρηκος τιθέναι. καὶ τάδε ἔστω
ὁκοῖα ἐς συγκοπήν, φοίνικες ἐν οἴνῳ δεδευμένοι, ἀκακίη, ὑποκυστίς·
τάδε ξὺν ῥοδίνῃ κηρωτῇ ἀναλαβόντα, ἐγχρίσαντα δὲ ἐς ὀθόνην ἐπὶ
τὴν κοιλίην τιθέναι, ἐς δὲ τὸν θώρηκα μαστίχην, ἀλόην, ἀψινθίου κό-
μην λείαν ξὺν κηρωτῇ νάρδου ἢ οἰνάνθης ἐπιπλάσαι ὅλῳ τῷ θώρηκι.
ἐς δὲ τοὺς πόδας καὶ τοὺς μύας, ἢν τιταίνωνται, σικυώνιον, γλεύκινον
ἢ παλαιὸν ἄλειφα ξὺν κηρῷ σμικρῷ χρίειν· ἐπιπάσσειν δὲ καὶ τοῦ κά-
στορος. ἢν δὲ καὶ ψυχροὶ ἔωσι οἱ πόδες, καὶ τῷ διὰ τῆς λιμνήστιδος
καὶ εὐφορβίου χρίειν ἀλείμματι καὶ εἰρίοισι ἀμφελίσσειν καὶ ψηλαφίῃ
χειρῶν ἀπιθύνειν. ἀλλὰ καὶ τὴν ῥάχιν καὶ τοὺς τένοντας καὶ τοὺς
μύας τῶν [τε] σιηγόνων τοῖσι αὐτέοισι χρίειν. κἢν μὲν ἐπὶ τοῖσι ἴσχη-
ται μὲν ὁ ἱδρὼς καὶ ἡ γαστὴρ ὅ τε στόμαχος δέχηται τὰ σιτία καὶ μὴ
ἐμέῃ, σφυγμοὶ δὲ μεγάλοι τε καὶ εὔτονοι ἔωσι καὶ ἡ ξύντασις ἀπολείπῃ,
θέρμη δὲ πάντα ἀναιρῇ καὶ τὰ ἄκρα ἀδικῇ, ὕπνος δὲ πάντα πέσσῃ,

Αρεταίος ιατρός De curatione acutorum morborum libri duo B. 2, ch.


6, se. 2, l. 5

παν ἧπαρ ὁκοῖον αἵματος πάγος. ὀξύταται ὦν αἱ τῇδε φλεγμοναί.


ἐγκέεται γὰρ τῷ χωρίῳ τῷδε ἡ τροφή. ἢν μὲν ἑτέρωθί πῃ φλεγμονὴ
ξυστῇ, οὐ κάρτα γίγνεται ὀξέη· νέη γὰρ ἡ τοῦ αἵματος ἐπιρροή. ἐπὶ
δὲ τῷ ἥπατι οὐ χρέος ἑτέρωθεν ἥκειν· ἢν γάρ τις ἔμφραξις τὰς ἐξό-
δους ἐπίσχῃ, πίμπραται τὸ ἧπαρ τῆς ἐκροῆς ἀμερθέν· ὁ δὲ τῆς τροφῆς
εἴσρους ἐς τὸ ἧπαρ ἔτι μίμνει· οὐχἑτέρη γὰρ ὁδὸς τῆς τροφῆς ἐς
τὸ πᾶν σκῆνος ἀπὸ τῆς κοιλίης καὶ τῶν ἐντέρων. εὐπόρως ὦν χρὴ
τὴν κένωσιν ἐμποιεῖν, τάμνοντα φλέβας τὰς ἐπ' ἀγκῶνι, συχνὸν μὲν
ἀφαιρέοντα, μὴ ἁθρόον δέ. ἀποσιτίη μὲν τὰ πρῶτα, ὀλιγοσιτίη δὲ αὖ-
θις, ὅκως καὶ τοῖσι εἰσιοῦσι τὸ ἧπαρ κενεὸν ᾖ. χρὴ δὲ καὶ τοῖσι ἐπι-
θέτοισι διασκιδνάναι τὰ ἐν τῷ ἥπατι †στήθεα. τέγξις μὲν ὦν ξὺν ἀλόῃ
ἢ λίτρῳ· εἴρια πινόεντα οἰσύπῳ. χρέος ὦν ἐμψύξιος, οὕνεκα τῷ αἵματι
αἴθεται τὸ ἧπαρ· θερμὸν γὰρ τὸ αἷμα. τοιάδε χρὴ καὶ τὰ ἐπιπλά-
σματα ἔμμεναι, ἀλήτων μὲν αἰρίνου ἢ ἐρυσίμου ἢ κριθῆς καὶ λίνου
σπέρματος· χυμῶν δὲ οἴνου ὀξέος, μήλων τοῦ χυλοῦ, ἑλίκων τῆς ἀμ-
πέλου, οἰνάνθης τῆς ὡραίης ἢ τοῦ ξὺν τῇδε λίπαος. πυρίη σπόγγοισι
καρποῦ δάφνης ἑψήματος, σχίνου, γλήχωνος, ἴριδος. ἐπὴν δὲ τουτέ-
οισι πρηΰνῃς, σικύην προσβάλλειν μέζονα, ὡς ἀμφιλαβεῖν πάντῃ τὸ
ὑποχόνδριον, ἐντάμνειν δὲ βαθύτερα, ὡς πολλὸν ἑλκύσειας αἷμα. μετε-
ξετέροισι δὲ αἱ βδέλλαι ἢσχάσαι κρέσσον.

Αρεταίος ιατρός De curatione acutorum morborum libri duo


B. 2, ch. 6, se. 4, l. 4

σπέρματος· χυμῶν δὲ οἴνου ὀξέος, μήλων τοῦ χυλοῦ, ἑλίκων τῆς ἀμ-
πέλου, οἰνάνθης τῆς ὡραίης ἢ τοῦ ξὺν τῇδε λίπαος. πυρίη σπόγγοισι
καρποῦ δάφνης ἑψήματος, σχίνου, γλήχωνος, ἴριδος. ἐπὴν δὲ τουτέ-
οισι πρηΰνῃς, σικύην προσβάλλειν μέζονα, ὡς ἀμφιλαβεῖν πάντῃ τὸ
ὑποχόνδριον, ἐντάμνειν δὲ βαθύτερα, ὡς πολλὸν ἑλκύσειας αἷμα. μετε-
ξετέροισι δὲ αἱ βδέλλαι ἢσχάσαι κρέσσον. παρεισδύεται δὲ τοῦ ζώου
ἡ δῆξις, ἀτὰρ ἠδὲ μέζονας διαβρώσιας ποιέεται. τῇδε καὶ δυσεπίσχε-
τος ἡ ἀπὸ τῶν ζώων αἱμόρροια. κἢν ἄδην πιὸν ἐκπέσῃ τὸ θηρίον,
σικύην προσβάλλειν· νέρθεν γὰρ ἕλκει τὸ νῦν. κἢν ἅλις ἔχῃ κενώ-
σιος, ἐς μὲν τὰ τρώματα ἰσχαίμοισι χρέεσθαι ἀδήκτοισι, ἀραχνίων ὑφά-
σμασι· μάννης, ἀλόης ἐπιπάσσειν· ἠδὲ ἄρτῳ ἑφθῷ ξὺν πηγάνῳ ἢ με-
λιλώτῳ, ἀλθαίης ῥίζῃσιν. ἐς δὲ τὴν τρίτην ἡμέρην, κήρωμα ξὺν μυρο-
βαλάνῳ ἢ ἀψινθίου κόμῃ καὶ ἴριδι. ἀτὰρ καὶ τὰ μαλάγματα τοιάδε
χρὴ ἔμμεναι ὁκοῖα λεπτῦναι ἢ ἐξαραιῶσαι ἢ οὔρησιν τρέψαι. ἄριστον
μὲν ὦν τὸ διὰ τῶν σπερμάτων, ὧν ἅπασι ἰητροῖσι ἡ πείρη εὔγνωστος·
ἀγαθὸν δὲ καὶ ἔνθα ἢ σάμψυχον ἢ τὸ μελίλωτον ἐγκέεται. τροφαὶ δὲ
λεπταί, εὔδρομοι, οὐρήσιος προκλητικαί, εὐδίοδοι· χόνδροι ξὺν μελι-
κρήτῳ καὶ ῥόφημα ἐκ τῶνδε ξὺν ἁλσὶ ἠδὲ ἀνήθῳ. πτισάνης δὲ χυλὸς
καὶ σμηγματώδης· ἢν δὲ καὶ δαύκου τοῦ καρποῦ ἐγχέῃς τι, κρέσσον ἐς
οὔρησιν· ὑπεξάγει γὰρ διὰ τῶν ὀχετῶν, οἵπερ ἀπὸ ἥπατος ἐς νεφροὺς
κραίνουσι· καιρίη δὲ τοῖσι ἀπὸ ἥπατος ἐκρέουσι ἡ τῇδε ἔξοδος,

Αρεταίος ιατρός De curatione diuturnorum morborum libri duo


(0719: 004)“Aretaeus, 2nd edn.”, Ed. Hude, K.Berlin: Akademie–Verlag,
1958; Corpus medicorum Graecorum, vol. 2.B. 1, ch. 5, se. 6, l. 4

βάλλειν δὲ καὶ τοῖσι μεταφρένοισι μεσηγὺ τῶν ὠμοπλατέων· ἐνταῦθα


τοῦ στομάχου ἐστὶ ἡ πρόσφυσις. εἶτ' αὖθις ἐπανατρέφειν, καὶ ἢν τῇ
διαίτῃ βλαστηθῇ ἡ δύναμις, τὴν κεφαλὴν ξυρέειν· ἔπειτα σικύην τῇ
κεφαλῇ προσβάλλειν· καὶ γὰρ ἡ πρώτη καὶ μεγίστη τῆς νούσου ἐν τοῖσι
νεύροισι αἰτίη. ἀλλ' οὐδὲ αἱ αἰσθήσιες ἔασι ἀσινέες· ἐκεῖθεν γάρ σφεων
ἡ ἀπόστασις καὶ ἡ ἀρχή. ξυντρέπονται ὦν καὶ αἵδε κοινωναὶ οὖσαι
τῆς πάθης· μετεξέτεροι δὲ καὶ παραισθάνονται, παραφορῇ τῆς αἰσθή-
σιος. χρὴ δὲ μάλιστα τῷ στομάχῳ ἀρήγειν, καὶ τοῦδε νοσέοντος καὶ
ἐν τῷδε τῆς μελαίνης χολῆς ἐγκεομένης. πιπίσκειν ὦν χρὴ τοῦ χυλοῦ
τοῦ ἀψίνθου ξυνεχῶς ἀπὸ σμικροῦ τοῦ μεγέθεος ἄχρι κυάθου. κώλυμα
γὰρ τόδε χολῆς γενέσιος. ἀγαθὸν δὲ καὶ ἀλόη· ἥδε γὰρ ὑπάγει ἐς τὸ
κάτω ἔντερον τὴν χολήν. ἢν μὲν ὦν νεότοκον τὸ πάθος ᾖ καὶ μὴ
πολλὸν ὥνθρωπος ἐκτραπῇ, οὐκἄλλης μὲν ἐπὶ τοῖσι ἰήσιος, τῆς δὲ
λοιπῆς διαίτης χρέος ἔς τε ἀνάληψιν τῆς ἕξιος καὶ ἐς κάθαρσιν ἀκρι-
βέα τοῦ πάθεος καὶ ἰσχὺν τῆς δυνάμιος, ὡς μὴ παλινδρομέωσι αἱ
νοῦσοι· φράσω δὲ αὖθις τὴν ἐν τῇ ἀναλήψει βιοτήν. ἢν δὲ ἐπὶ τοισί-
δε σμικρόν τι ὑποπτώξασα ἡ νοῦσος παλίνορσος ὀφθῇ, μεζόνων ἀκέων
χρέος. μὴ ὦν ἀμβολὴ χρόνου γιγνέσθω· ἀλλ' ἢν ἐπισχέσει γυναικὸς
καταμηνίων ἢ ἀνδρὸς αἱμορροΐδων ῥόου ἡ νοῦσος παρῇ, ἐρεθίζειν τὰ
χωρία, προχέειν τι τοῦ ξυνήθεος. ἢν δὲ μέλλῃ καὶ μὴ ἥκῃ, ἄλλῃ πῃ
τοῦ αἵματος μεταρρυέντος, ἐπισπέρχῃ δὲ ἡ νοῦσος, κενώσιας ποιέεσθαι

Αρεταίος ιατρός De curatione diuturnorum morborum libri duo


B. 1, ch. 5, se. 11, l. 1

λοτε δὲ ῥαφανῖδες. φράσω δὲ τόν τε τρόπον καὶ τὴν ὕλην· φράσω


δὲ καὶ τοῦ ἐλλεβόρου τὰ εἴδεα καὶτῆς χρήσιος τοὺς τρόπους, καὶ
ὅκως προευκρινῆσαι ἕκαστον χρὴ καὶ ὅκως ἐν τοῖσι ἐμέτοισι ἀρήγειν.
ἄπιστον, ἐπὶ τοισίδε εἰ μὴ ἐλύθη ἐς τὸ πάμπαν ἡ νοῦσος ἢ πολλῶν
ἐτέων ἔσχε διαλείψιας. τὰ πολλὰ γὰρ τοῦδε ἀπότοκοι μελαγχολίαι. ἢν
δὲ ἔμπεδος ἥδε, μὴ ἤδη περιμένειν. χρὴ ὦν τὰ ἐς τὸν ἐλλέβορον
ἅπαντα πρήσσειν. ὑγιέας μὲν ὦν ἅπαντας ποιέειν ἀδύνατον τοὺς νο-
σέοντας· ἦν γὰρ ἂν ἰητρὸς κρέσσων θεοῦ. ἀπονίην δὲ καὶ διαλείψιας
καὶ νούσων ἐπικρύψιας, δρῆν θέμις ἰητρόν. ἢ ὦν ἀπαυδῆν ἐπὶ τοισίδε
καὶ ἀπαρνεῖσθαι προϊσχομένους ἀμφὶ τὸ ἀναλθὲς ἢ καὶ ἐς τέλος τοῖσι
ἔργοισι ὁμιλέειν. διδόναι δὲ καὶ τῆς ἱερῆς τῆς δι' ἀλόης ἄλλοτε καὶ
ἄλλοτε· καίριον γὰρ φάρμακον τῆς μελαγχολίης τόδε, στομάχου καὶ
ἥπατος καὶ χολῆς καθάρσιος ἄκος ἐόν· ἀτὰρ καὶ μαλάχης σπέρματος
ὁκόσον ὁλκῆς δραχμὴν πιπίσκειν ξὺν ὕδατι, ἄριστον πείρῃ τις ἐπιστώ-
σατο. μυρία δὲ τῶν ἁπλῶν φαρμάκων ἄλλα ἄλλοισι εὔχρηστα. ἐπὶ δὲ
τοῖσι πόνοισι τοισίδε ἐς ἀνάληψιν ἄγειν. μετεξετέροισι γὰρ ἐς μὲν τὸν
τῆς ἰητρείης καιρὸν ἡ νοῦσος ἐξ ἕδρης [δὲ] ἐκινήθη· ἢν δὲ ἐς ἀνά-
πλασιν σαρκῶν καὶ δυνάμιος ὥνθρωπος ἥκῃ, ξυναπηλάθη πάντα τῆς
νούσου τὰ ἴχνια. δύναμις μὲν γὰρ φύσιος ὑγείαν τίκτει, ἀσθένεια δὲ
νοῦσον. ἀπίτω ὦν ἐς ἀνάληψιν ὁ νοσέων, πεφυκόσι θερμοῖσι ὕδασι
ἐνδιαιτώμενος· καὶ γὰρ τὰ ἐν τοισίδε φάρμακα ὀνηϊστά, ἄσφαλτος ἢ

Anonymi Medici Med., De duodecim mensium natura (0721: 008)


“Physici et medici Graeci minores, vol. 1”, Ed. Ideler, J.L.
Berlin: Reimer, 1841, Repr. 1963.Ch. 5, se. 6, l. 4

Καὶ δι' ὅλου τοῦ μηνός, λουτρὰ τέσσαρα· σμηχόμενος νίτρῳ


ὀπτῷ, ἐν οἴνῳ λειωθέντι. Καὶ χρίσμα ποιεῖν σκευαστόν,
τουτέστι ψίλιθρον, καὶ βάλλειν ἀλόην ϛγʹ καὶ σμύρναν ϛαʹ,
καὶ κρόκον ᾠῶν δύο. Ταῦτα πάντα ἑνώσας, χρίου· αὕτη
δὲ ἡ σκευὴ ἑνὸς ἀνθρώπου.
Ἁρμόζει δὲ πρὶν χρίσα-
σθαι, εἰσελθεῖν εἰς τὸ λουτρόν, καὶ περιχύσασθαι σίτλας
δύο ἢ τρεῖς, πρὶν ἱδρώσῃ, καὶ ἐξελθεῖν· καὶ ἀποσπογγί-
σασθαι καλῶς· καὶ οὕτω χρίσασθαι. Καὶ μὴ βράδυνε μετὰ
τοῦ χρίσματος. Μετὰ δὲ τὸ χρίσμα, ἀποτρίβεσθαι δεῖ διὰ
οἰνοποτηρίου καὶ κρόκων ᾠῶν, ῥοδελαίῳ ἀναμεμιγμένων.
Καὶ ἀφροδισιάζειν μέχρις ἰσημερίας μαρτίου.

Anonymi Medici Med., De duodecim mensium natura Ch. 7, se. 8, l. 2

Ἐκ δὲ τῶν συνθέτων, ἐσθίειν ἐλαίας κολυμβάδας καὶ ὀξυμέλιτα ἐκ

διαλείμματος. Καὶ δριμέος παντοίου μηδόλως ἅπτεσθαι


τὸν μῆνα τὸν μάρτιον, ἀλλὰ παντοῖα γλυκέα ἐσθίειν.
Ἐκ δὲ τῶν ὀπωρῶν πασῶν, τὰς προλεχθείσας, φοίνικας
κατὰ χρέος. Ἐκ δὲ γλυκοποσίας, λαμβάνειν κονδύτον, ἔχοντα
πέπερι, κιννάμωμον, καρυόφυλλον, καὶ στάχος πλεῖστον.
Καὶ λουτρὰ τὸν μῆνα ἕξ, τὰ μὲν τρία χρίεσθαι ἐν ἡμέρᾳ γʹ,
ὥρᾳ γʹ, ἄνευ τῆς ἀλόης καὶ τῆς σμύρνης· τὰ δὲ ἄλλα τρία
λουτρὰ λούεσθαι ἐν ἡμέρᾳ πέμπτῃ ἄνευ τοῦ χρίσματος.
Σμήγματα δὲ ὅσα διὰ νίτρου. Οἴνου δὲ λεπτοῦ καὶ εὐωδε-
στάτου, καὶ ἐλαιοχρόου μεταλαμβάνειν· καὶ συνουσίας
μετρίως.
Anonymi Medici Med., De duodecim mensium natura Ch. 8, se. 8, l. 3

λαχάνων, ὄξει σκιλλιτικῷ χρυσολάχανον, ἄνηθον, κολίανδρον


χλωρόν, μαϊούλια ἐσθίειν καὶ ὀξυγαρίζειν· καὶ σκόροδα
χλωρὰ ἐσθίειν μετρίως, ἐλαίῳ καὶ ἅλατι πρὸς ὀλίγον.
Ἐκ
δὲ τῶν ὀπωρῶν, παντοίας ξηρᾶς ἀπέχεσθαι. Καὶ ἀνισά-
τοις χρᾶσθαι. Μυρία ὀσφραίνεσθαι, οἷόν τι νάρδου, κρίνα,
χαμαίμηλα τὰ εἰς ὀσμήν, καὶ τῶν ξηρῶν μυρίων τὸν μόσχον
καὶ ῥοδόσταγμα. Καὶ μετρίως ἀφροδισιάζειν.
Λουτρὰ δὲ
ὀκτὼ δι' ὅλου τοῦ μηνός. Σμήχεσθαι δὲ σαπωνίῳ γαλλικῷ.
Ψίλιθρον δὲ δεῖ χρίεσθαι ἅπαξ τοῦ μηνός, ἄνευ τῆς ἀλόης
καὶ τῆς σμύρνης· εἰ δὲ μή, μόνον λυτὸν ἔχον κρόκον ᾠῶν
τριῶν καὶ ῥοδέλαιον· καὶ ταὐτὰ ποιεῖν, ὡς προείρηται.

Anonymi Medici Med., De alimentis (0721: 010)“Physici et medici


Graeci minores, vol. 2”, Ed. Ideler, J.L.Berlin: Reimer, 1842, Repr. 1963.
Ch. 4, l. 9

Ὅσα εὐστόμαχα καὶ ῥωστικά.

Φοίνικες οἱ στυφότεροι, μῆλα, κυδώνια, ἐλαῖαι ἄσπραι,


κολυμβάδες, καὶ πλέον τούτων αἱ μετὰ ὄξους συντιθέμε-
ναι, σταφίδες αἱ στύφουσαι, σταφυλαὶ αἱ ἐν σταφύλοις
ἀποτιθεμέναι, κάρυα μετὰ ἰσχάδων, κινάρα, σίνηπι, ῥε-
φάνια, γογγύλια ἐκζεστὰ ἰσχυρῶς ἑψημένα, κάρδαμα ἐλαιο-
δάφνια, βολβοί, οὗτοι δὲ καὶ ὄρεξιν ἐμποιοῦσιν, κάπαρις,
τοῦ κίτρου τὸ δέρμα, ὡς βοήθημα λαμβανόμενον, οἶνος
ὀστυφής, εἰς βοηθήματος δὲ λόγον παραλαμβάνεται, ὡς
εὐστόμαχα, ἀψίνθιον καὶ ἀλόη.

Ὅσα κακοστόμαχα.

Anonymi Medici Med., Περὶ τροφῶν δυνάμεως (0721: 021)


“Anecdota Atheniensia et alia, vol. 2”, Ed. Delatte, A.
Paris: Droz, 1939.P. 476, l. 5

εἰς τὴν ἀδυναμίαν τῆς καρδίας καὶ τὸν καρδιωγμὸν καὶ ὀλιγω-
ρίαν. οὐχ ἁρμόζει δὲ τοῖς ἔχουσι τὴν κρᾶσιν θερμήν.
ἄμπαρ ἐστὶ θερμὸν φύσει καὶ ἐνδυναμοῖ τὸν ἐγκέφαλον·
τὴν καρδίαν καὶ τὸν στόμαχον εὐφραίνει. καμφορὰ ὑγρὰ
καὶ ψυχρά ἐστιν· ὠφελεῖ εἰς τὰ θερμὰ νοσήματα τῆς κεφαλῆς
καὶ τοῦ λοιποῦ σώματος· εἰ δέ τις πίῃ ἐξ αὐτῆς πλέον τοῦ
δέοντος ποιεῖ ἀγρυπνίαν. καὶ ψύχει τοὺς νεφροὺς ἐλαττοῖ
τε τὴν γονὴν καὶ τίκτει εἰς τὰ μόρια νοσήματα ἀθεράπευτα.
σάνταλόν ἐστι ψυχρὸν καὶ ξηρόν· ὠφελεῖ εἰς τὰ θερμὰ
νοσήματα τοῦ ἥπατος καὶ ἐνδυναμοῖ αὐτὸ καὶ ψύχει τὴν
θερμὴν δυσκρασίαν αὐτοῦ. ξυλαλόη ὑπάρχει θερμὴ καὶ
ξηρά· καὶ ὠφελεῖ εἰς τὴν ἀδυναμίαν τῆς κεφαλῆς καὶ τοῦ
στομάχου καὶ τὴν πολλὴν αὐτοῦ ψῦξιν εἴς τε τὴν ἔμφραξιν
τοῦ ἥπατος καὶ τῶν λοιπῶν μορίων τὴν ἐκ ψυχρότητος καὶ
ὑγρότητος γινομένην. κρόκος ὑπάρχει ψυχρὸς καὶ ξηρός·
ἀδικεῖ τὸν στόμαχον καὶ ποιεῖ ὀδύνην καὶ βάρος εἰς τὴν
κεφαλὴν καὶ ὕπνον· εὐφραίνει δὲ τὴν καρδίαν. καρυό-
φυλλον ὑπάρχει θερμὸν καὶ ξηρόν· ἐνδυναμοῖ τὸ στομάχι
καὶ τὴν καρδίαν. κάρυα βασιλικά εἰσι θερμὰ καὶ ξηρά·
ἔχουσι δὲ δύναμιν καὶ ἐνέργειαν τὴν τοῦ καρυοφύλλου.
ῥοδόσταγμα ψυχρὸν ὑπάρχει καὶ ὑγρόν· παύει τὸν ἐκ θέρμης

Anonymi Medici Med., Fragmenta varia “”Anecdota medica Graeca””,


Ed. Fuchs, R., 1895; Rheinisches Museum 50.Se. 5, l. 1
a. a. O.:

Πικρὰ τοῦ γαληνοῦτῆς φλεβοτομίας ἀντίδοτος. ἀλόης


ἡπα ριβ·
τικῆς· μαστίχης· σμύρνης· ἀψινθίου· κενταυρίου· ἀριστο-
λοχείας·
κόστου· ἀσάρου· εὐπατορίου· ναρδοστάχυος· ζιγγιβέρεως· πε-
πέρεως· σεσέλεως· πετροσελίνου· ἀνὰ οὐγγίας α· μετὰ τὸ
ἀρκοῦν
ἡ δόσις αμετὰ οἴνου λευκοῦ [εἰς ἔμβασιν]· τοῖς δὲ πυρέσσουσι
μετὰ εὐκράτου:·

Ορειβάσιος ιατρός Collectiones medicae (lib. 1–16, 24–25, 43–50)


(0722: 001)“Oribasii collectionum medicarum reliquiae, vols. 1–4”, Ed.
Raeder, J.Leipzig: Teubner, 6.1.1:1928; 6.1.2:1929; 6.2.1:1931;
6.2.2:1933; Corpus medicorum Graecorum, vols. 6.1.1–6.2.2.
B. 3, ch. 19, se. 9, l. 2

ἐστὶν εὐστόμαχα· τουτέστι σκόλυμος, ἀτρακτυλίς, λευκάκανθα, δίψακος,


κνῆκος, τραγάκανθα, ἀτραγὶς ἥ τε τιμωμένη μειζόνως ἢ προσήκει
κινάρα, σισάρου ἡ ῥίζα ἑφθή. τὸ γιγγίδιον παραπλήσιόν ἐστι τῷ σκάν-
δικι· πάνυ δ' ἐστὶν εὐστόμαχον καὶ ὠμὸν καὶ ἑφθὸν ἐσθιόμενον, μακρο-
τέρας δ' ἑψήσεως οὐκ ἀνέχεται. νάπυ, ῥάφανος, γογγυλίς, κάρδαμον,
πύρεθρον καὶ ὁ βασιλικὸς ἀσπάραγος καὶ ὁ ἕλειος καὶὀξυμύρσινος
καὶ χαμαιδάφνης ὀξυακάνθης τε καὶ βρυωνίας. βολβοὶ εἰς ὄρεξιν
ἐπεγείρουσιν, κάππαρις ταριχευθεῖσα. κιτρίου τὸ ἐκτὸς ῥώννυσιν ἐν
φαρμάκου μοίρᾳ λαμβανόμενον. ὁ αὐστηρὸς οἶνος ῥώννυσι στόμα
γαστρὸς καὶκοιλίαν μάλιστα κατὰ δυσκρασίαν θερμὴν πεπονθυῖαν. ὡς
δ' ἐν φαρμάκοις ἀψίνθιον, ἀλόη.

Ὅσα κακοστόμαχα.

Ἀρκευθίδες δάκνουσι τὸν στόμαχον, κεδρίδες δὲ μᾶλλον. μαμαί-


κυλον, ἀμάραντον, ἄγνου σπέρμα, τεῦτλα κακοστόμαχα, ὡς καὶ δηγμὸν
ἐμποιεῖν, ὅταν πλείονα βρωθῇ· λάπαθον ὁμοίως. ὤκιμον, γογγυλὶς ἡ
ὠμοτέρα, βλίτον, ἀνδράφαξυς, εἰ μὴ μετ' ὄξους καὶ γάρου καὶ ἐλαίου
προσφέροιτο. τῆλις ἀνατρέπει καὶ σήσαμον ὁμοίως. γάλα τοῖς μὲν
ψυχρὰν ἔχουσι τὴν κοιλίαν ὀξύνεται, τοῖς δὲ θερμὴν κνισοῦται· εἰκότως
οὖν βλαβερόν ἐστι καὶ τοῖς πυρέττουσιν. πλείονος εἴ τις τοῦ μέλιτος
προσενέγκαιτο, πρὸς ἔμετον ὁρμᾷ. πέπων μὴ καλῶς πεφθεὶς χολε-
ρικοὺς ἀποτελεῖν εἴωθεν· καὶ γὰρ καὶ πρὶν διαφθαρῆναι εἰς ἔμετον

Ορειβάσιος ιατρός Collectiones medicae (lib. 1-16, 24-25, 43-50)


B. 7, ch. 13, se. 7, l. 3

γὰρ σαφῶς, ὅταν ὅλη δι' ὅλης ἑαυτῆς ἐγκαρσία διακοπῇ, τῶν μερῶν
ἑκατέρων ἀνασπωμένων ἑκατέρωσε, τὸ μὲν ἄνω τοῦ μορίου, τὸ δὲ
κάτω. ἐγὼ δὲ προτραπεὶς ὑπό τινων ὀνειράτων ἐναργῶς μοι γενο-
μένων διεῖλον τὴν ἐν τῷ μεταξὺ λιχανοῦ τε καὶ μεγάλου δακτύλου
τῆς δεξιᾶς χειρὸς ἀρτηρίαν ἐπιτρέψαι ῥεῖν, ἄχρις ἂν αὐτομάτως παύ-
σηται τὸ αἷμα, κελεύσαντος οὕτως τοῦ ὀνείρατος. ἐρρύη μὲν οὖν οὐδ'
ὅλη λίτρα, παραχρῆμα δ' ἐπαύσατο τὸ χρόνιον ἄλγημα κατ' ἐκεῖνο
μάλιστα τὸ μέρος ἐρεῖδον, ἔνθα συμβάλλει τῷ διαφράγματι τὸ ἧπαρ.
ἑτέρῳ δέ, τραύματος ἐν σφυρῷ γενομένου, διαιρεθείσης ἀρτηρίας, οὐκ
ἐπαύετο μὲν ἡ φορὰ τοῦ αἵματος, ἄχρι κληθεὶς ἐγὼ διέτεμον ὅλην
αὐτήν, εἶτα τῷ διὰ τῆς ἀλόης καὶ μάννης καὶ τοῦ λευκοῦ τῶν ὠῶν
ἐχρησάμην φαρμάκῳ λαγῴαις ἁπαλαῖς ἀναλαμβανομένῳ θριξί, καὶ χω-
ρὶς μὲν ἀνευρύσματος ἐθεραπεύθη τὸ τραῦμα, περισαρκωθέντος τοῦ
στόματος τῆς ἀρτηρίας. ὁ δ' ἄνθρωπος ἐτῶν ἤδη τεσσάρων ἐκ δια-
λειμμάτων οὐ μακρῶν ὀδυνώμενος ἰσχίον ἐξ ἐκείνου τελέως ὑγιὴς
ἐγένετο. ταῦτα οὖν ἔπεισέ με πολλάκις ἐν ἄκροις τε τοῖς κώλοις καὶ
μέντοι καὶ κατὰ τὴν κεφαλὴν ἀρτηρίας διαιρεῖν ἐπὶ πᾶσιν ἀλγήμασιν,
ὅσα μοι διὰ θερμὴν οὐσίαν ἢ πνευματώδη τὴν γένεσιν ἔχειν ἔδοξε,
καὶ μάλιστα κατὰτοὺς ὑμένας, ὧν τὸ ἄλγημα νυγματῶδές τέ ἐστι
καὶ πλατυνόμενον ἠρέμα, τῆς μὲν νυγματώδους αἰσθήσεως καθ

Ορειβάσιος ιατρός Collectiones medicae (lib. 1-16, 24-25, 43-50)


B. 7, ch. 26, se. 37, l. 6

γὰρ τῷ πολλὰ καὶ ἀθρόα ἕλκειν μέρος τι καὶ ἄνω ὑπερβάλλει, τὸ δὲ


μὴ δυνάμενον δι' ὀλιγότητα περαιωθῆναι κάτω. καὶ στομάχου δ'
ἀρρωστία καὶ τὸ πρὸς τοὺς ἐμέτους σύνηθες καὶ χυμὸς φλεγματώδης
πολὺς καὶ οἷς ἀπὸ τῆς χολῆς ἀπέσχισται πρὸς τὴν γαστέρα, πάντα
ταῦτα ἐν ταῖς φαρμακείαις ἐμέτους κινεῖ· διόπερ τὸ ἐπίπαν ῥηθῆναι
ὑπὲρ αὐτῶν ἐξαρκεῖ. κάτω μὲν οὖν καθαίρει μέλας ἐλλέβορος καὶ αἱ
ῥίζαι καὶ τὸ σπέρμα αὐτοῦ· καθαίρει δὲ καὶ κόκκος Κνίδιος καὶ πιτυ-
οῦσσα καὶ ἀκτὴ καὶ λινόζωστις καὶ πολυπόδιον καὶ ἶρις καὶ σικυωνία
καὶ φακοειδές (οἱ δ' ἔμπετρον καλοῦσιν) καὶ πέπλιον (οἱ δ' ἀνδράχνην
καλοῦσιν) καὶ πέπλις (οἱ δὲ συκῆν, οἱ δὲ μήκωνα ἀφρώδη καλοῦσιν)
καὶ ἀλόη καὶ ἱπποφαὲς καὶ ἱππόφαιστον καὶ κληματὶς καὶ πυκνόκοκκον
καὶ ἄμπελος ἀγρία καὶ ἄμπελος χειρώνιος (οἱ δὲ βρυωνίαν καλοῦσιν)
καὶ θύμον καὶ ἐπίθυμον καὶ ἀμάρακος καὶ ὀρίγανος ἢ κονίλη καὶ μήκων
παράλιος ἡ τὰ κέρατα ἔχουσα καὶ μήκων ῥοιὰς καὶ σικύου τοῦ ἀγρίου
ῥίζα καὶ σκορπίουρον καὶ σησαμοειδὲς τὸ λευκὸν καὶ τιθύμαλλος ἡλιο-
σκόπιος καὶ τιθύμαλλος κυπαρισσίας καὶ τιθυμαλλίς (καλεῖται δὲ καὶ
παράλιος τιθύμαλλος) καὶ χαμελαία καὶ κράμβη θαλασσία καὶ λαθυρὶς
καὶ ἀγαρικὸν καὶ εὐφόρβιον καὶ λυχνὶς ἀγρία καὶ κνίκος καὶ σκαμ-
μωνία· χωρὶς δὲ τούτων καὶ τοῦ χαλκοῦ ἡ λεπὶς καὶ τοῦ χαλκοῦ
ἄνθος. ἄνω δὲ καθαίρει ἐλλέβορος λευκὸς καὶ σησαμοειδὲς τὸ μέγα
(καλοῦσι δ' αὐτὸ Ἀντικυρεῖς Ἀντικυρικὸν ἐλλέβορον,

Ορειβάσιος ιατρός Collectiones medicae (lib. 1-16, 24-25, 43-50)


B. 7, ch. 26, se. 81, l. 1

βάλλειν, ἐγχέας δ' οἴνου γλυκέος εἰς τὸν φλοιὸν ἑψεῖν ἐπὶ μαλακῆς
τέφρας, ἔστε ἂν καλῶς θερμανθῇ. τοῦτο διδόναι πίνειν οἷς τε ἄγειν
οὐκ ἰσχυρῶς δεῖ, καὶ οἷς κατὰ δέρμα ἐξανθήσεις πελιαὶ γίνονται. τὸ
δὲ σύμπαν σικυωνία συμφέρει ἄσθματι, πλευρῶν πόνοις, χρονίαις κε-
φαλαλγίαις, ἰλίγγοις, ἀμβλυωπίαις. ἔστι δὲ πικρότατον μέν, ἀλλ' εἰς
ὕστερον εὐσιτοτέρους παρασκευάζει. φακοειδὲς δ' ἄγει μὲν ὑδατώδη
καὶ φλεγματώδη καὶ χολώδη· ἀρκεῖ δὲ πλῆθος δραχμῶν δύο μελικράτῳ
ἐπιπάσσοντα πίνειν. πέπλος δὲ καὶ πέπλιον ἐγγυτάτω μὲν τὴν ἰδέαν
ἀλλήλων ἐστόν. καθαίρει [τὸν] δὲ φλεγματώδη καὶ χολώδη μετὰ φυσῶν
κάτω πλῆθος τοῦ σπέρματος ὅσον ὀξύβαφον ἐν μελικράτῳ· καὶ τὰ
φύλλα δὲ ξηρανθέντα καθαίρει πράως. ἡ δ' ἀλόη ὀξὺ μὲν καθῆραι
οὐκ ἔστι, στομάχῳ δ' εὐμενέστατον ἴσα καὶ ἀψινθίῳ· ἀρκεῖ δ' ὅσον
δραχμὰς δύο μετὰ μελικράτου πιεῖν. ἄγει δὲ φλέγμα καὶ χολήν.
ἀγαθὸν δὲ καὶ ἢν ἐφ' ἡμέρᾳ λαμβάνῃς ἀπὸ δείπνου· διαχωρεῖ γὰρ καὶ
τὰ σιτία οὐκ ἀφανίζει· πρὸς δὲ καὶ ἄδιψόν ἐστι καὶ εὔσιτον. τρίψαντα
δ'ἐν χυλῷ κράμβης ἢ λαπάθου πλάσαι τὰ μὲν ἡλίκα ἐρεβίνθους, τὰ
δὲ κυάμοις ἴσα, καὶ τούτων λαμβάνειν καὶ δύο καὶ τρία, ὅπως καὶ
χρῄζῃς κενοῦσθαι. ἐπιτήδειον δὲ καὶ μετὰ ῥητίνης καταπότιον σκευα-
σθὲν καὶ μεθ' ἑφθοῦ μέλιτος, καὶ μάλιστα οἷς ἐστιν ἡ πικρία δύσφορος.
καλῶς δ' ἄν που καὶ σκαμμωνίᾳ μίσγοιτο καὶ ἄλλῳ τινὶ τῶν καρδιο-
βόλων. νοσήμασι δὲ συμφέρει πυρετοῖς τε ἀμφημερινοῖς καὶ ἰκτέρῳ

Ορειβάσιος ιατρός Collectiones medicae (lib. 1-16, 24-25, 43-50)


B. 7, ch. 26, se. 128, l. 4

τοῦ σπέρματος ὅσον δραχμὰς δύο. ἄλλοι δὲ τοῦ χυλοῦ τῶν φύλλων
διδόασιν ἐν μελικράτῳ. κνίκος δὲ καθαίρει μὲν φλέγμα καὶ χολήν, οὐ
μὴν ἰσχυρῶς. δεῖ δὲ τοῦ σπέρματος τετριμμένου πιέσαντα τὸν χυλὸν
μίσγειν ζωμῷ ὄρνιθος καὶ ῥοφεῖν. οἱ δ' ἄνησον καὶ μέλι καὶ ἀμύγδαλα
μίσγοντες τοῖς ἰκτερικοῖς καταπότια ποιοῦσιν ἁρμόζοντα. πλῆθος δὲ
τούτου δραχμαὶ τέσσαρες ἀρκοῦσιν. οἶδα δὲ τοὺς περὶ Καρίαν ἰατροὺς
καὶ ὀρὸν γάλακτος εἰς κάθαρσιν σκευάζοντας ἀπὸ τοῦ κνίκου, ἀλλ'
ὑπὲρ γάλακτος πάντα ἰδίᾳ εἰρήσεται. ἡ δὲ σκαμμωνία οὐδενὸς μὲν
τῶν ἐλατηρίων λείπεται οὔτεεἰς ὀξύτητα οὔτε εἰς ἰσχύν· καρδι-
αλγὴς δὲ καὶ δύσοσμος καὶ ἀτερπὴς καὶ ἄγαν διψώδης, ὅθεν οὐ πονη-
ρῶς ἔνιοι ἀλόῃ μίσγοντες προσφέρουσιν, οἱ δὲ θύμου κόμῃ καὶ ἁλσίν,
οἱ δὲ καὶ τοῖς εὐώδεσι σπέρμασιν. οὐκ ἂν οὖν συμφέροι οὔτε τῷ
πυρώδει τὴν κοιλίαν οὔτε τῷ ἀρρώστῳ τὸν στόμαχον, οὔτε ᾧ κίνδυνος
συντακῆναι τὴν ἕξιν, οὐδὲ τῷ ὑδερικῷ (καὶ γὰρ τούτῳ ἡ νόσος σύν-
τηξίς ἐστιν), ἀλλὰ μᾶλλον ἰκτεριῶντί τε καὶ κεφαλαλγεῖ καὶ ληθαρ-
γικῷ καὶ πυρετῷ τεταρταίῳ καὶ ἀμφημερινῷ, καὶ ὅσοις ὑπὸ τὸ δέρμα
ἐξανθεῖ δοθιῆσιν ἀπέπτοις, καὶ ὀδύναις ὀφθαλμῶν καὶ πλευρῶν πόνοις
χρονιωτέροις. ἄγει δὲ φλέγμα καὶ χολὴν ἰσχυρῶς ἄκρατον μία δραχμὴ
τὸ πλεῖστον· εἰ δὲ πραότερον κενῶσαι δέοι, ἐφ' ὅσον ἔλασσον κενοῦν
ἐθέλεις, ἐπὶ τοσοῦτον ἔλασσον προσφέρειν, καὶ μᾶλλον τῆς ῥίζης· αὕτη
γὰρ πολὺ τοῦ ὀποῦ λείπεται, ὥστε καὶ δύο δραχμὰς δοῦναι μέτριον.
Ορειβάσιος ιατρός Collectiones medicae (lib. 1-16, 24-25, 43-50)
B. 7, ch. 26, se. 163, l. 1

οἱ κλυσμοὶ ἐξεύρηνται, πρὸς δὲ τὰς κάτω καθάρσεις μὴ διαχωρούσας


οὐδὲν μέγα ὠφελοῦσιν, εἰ μὴ ἄρα καὶ βλάπτουσιν· κίνδυνος γάρ, τοῦ
ἐντέρου πλήρους ὄντος, τὸ κλύσμα ἐγχυθὲν ἄνω τε ὑπερβάλλειν καὶ
ὀδύνην παρασχεῖν, ὥσπερ εἰ καὶ κλύζων τις, μὴ διαχωροῦντος τοῦ
προτέρου κλύσματος, αὐτίκα ἑτέρῳ κλύζοι. μάλιστα δ' ἐπὶ τῶν ὀξέων
φαρμάκων εὐλαβητέον τὰς ἐπισχέσεις· εἰ γὰρ μὴ διαχωρήσοι, ὑδερώ-
δεις ταχὺ ἀποδεικνύει. γένοιντο δ' ἂν καὶ ἄλλαι βλάβαι στομάχῳ καὶ
κοιλίᾳ καὶ ἥπατι καὶ σπληνί· τῷ δέ τινι ὁ πᾶς ὄγκος ἀχρούστερος.
τὰ δὲ μαλακώτερα καὶ εἰ μὴ καθάραι, κίνδυνος οὐδείς, καὶ τούτων
μᾶλλον ὅσα ἑψῶντες δίδομεν, οἷον τὴν λινόζωστιν καὶ τῆς ἀκτῆς τὰ
φύλλα. οὐδ' ἡ ἀλόη δεινὸν οὐδὲν μὴ καθάρασα οὐδὲ τὸ ἐπίθυμον
οὐδὲ τὸ ἀγαρικὸν οὐδ' οἱ κλῶνες τῆς βρυωνίας· οὗτοι μὲν καὶ πάνυ
τὸ μὴ ἱκανῶς διαχωρεῖν· ἡ γὰρ ῥίζα τὴν πλείστην ἔχει δύναμιν. ὅταν
οὖν φαρμακεύῃς, πρὸς τοῖς ἄλλοις σκόπει καὶ εἴ τι κακὸν γίνεται, ἵνα
καὶ θαρσῇς καὶ δεδοίκῃς ἐμπείρως ἐφ' ἑκάστοις. ἐπιβλέπειν δὲ καί,
μή τις ἔκκρισις ἑτέρα κωλύῃ τὴν κάθαρσιν, ὡς πολλοὶ καὶ ἱδρώσαντες
καὶ οὐρήσαντες καὶ ἐμέσαντες οὐδὲν κάτω ἀπέκριναν, οἷς ἥσσων ἡ
βλάβη, κεκαθαρμένοις γε δὴ ἄλλον τρόπον.

Ορειβάσιος ιατρός Collectiones medicae (lib. 1-16, 24-25, 43-50)


B. 8, ch. 24, se. 48, l. 1

κονται δὲ τούτοις ἅλες. ὁμοίως δὲ καὶ πλευριτικοῖς καὶ περιπνευμο-


νικοῖς καὶ σκοτωματικοῖς καὶ τετάνῳ καὶ συνάγχῃ καὶ ὀφθαλμιῶσι μετὰ
φλεβοτομίαν, εἰ ἐπιδέχοιντο, τὸν αὐτὸν ἐνίεμεν κλυσμόν. τοῖς δ' αἷμα
ταύρειον πεπωκόσιν ἥρμοσαν μὲν καὶ οἱ προειρημένοι κλυσμοί, ἰδίως
δ' ὄξος μετὰ νίτρου ἐνιέμενον καὶ κράμβης χυλὸς ἢ σπέρμα μετ' ὄξους.
τοῖς δὲ τοὺς θανασίμους μύκητας φαγοῦσιν ἐνίενται νίτρον καὶ ἀψίν-
θιον καὶ ῥαφάνου χυλὸς καὶ πηγάνου ἀφέψημα· τοῖς δὲ γαλακτοπο-
τοῦσιν ὄξος μετὰ νίτρου ἢ γάλα ὄνειον μεθ' ἁλῶν πολλῶν. ἐπὶ δὲ
παραλύσεως τοῦ ἀπευθυσμένου ἐντέρου ἅλμην ἐνίεμεν. τοῖς δ' ἀσκα-
ρίδας γεννῶσιν ἅλμην ἢ κενταυρίου ἀφέψημα ἢ ἀψινθίου ἢ θέρμων
ἢ ἀλόης ἢ κεδρίαν μετά τινος τῶν ἀφεψημάτων ἐνίεμεν. τοῖς δὲ
κοιλίαν ῥευματιζομένοις χρονίως ἥρμοσεν ἅλμης ἔνεσις, ἀψινθίου ἀφέ-
ψημα· ἀποσμήχει καὶ νεαροποιεῖ τὰ κοιλώματα, ὡς ἐπὶ τῶν ἐκτὸς
παλαιῶν ἑλκῶν. τοῖς δ' ἕλμινθας γεννῶσι θέρμων ἀφέψημα καὶ ἀπό-
βρεγμα ἐνίεμεν ἢ ῥοῦν σκυτοδεψικὸν ἢ ἀβροτόνου ἀφέψημα ἢ ἀψιν-
θίου ἢ κίκινον ἔλαιον ἢ ἅλμην. τοῖς δὲ ληθαργικοῖς μετὰ τὰ ἁρμό-
ζοντα ἐν ἀρχαῖς ἐπ' αὐτῶν βοηθήματα ἐνίεμεν μελίκρατον προσλαβὸν
νίτρου καὶ ἁλῶν μέρη· τί δ' ἀψινθίου χυλόν; τοῖς δὲ λειεντερικοῖς
δι' ἀτονίαν ἐντέρου τὸ ληφθὲν ἀποδιδοῦσιν ἐνίεμεν ἀψινθίου ἀφέψημα.
τεινεσμώδεσι δὲ προθυμίαις ὑπερβαλλούσαις ἅλμην ἐνίεμεν ὀλίγην, ὅταν

μὴ κεκμήκῃ ἡ δύναμις, μηδὲ βαθεῖα περὶ τοῖς σώμασιν ἡ διάθεσις ᾖ·

Ορειβάσιος ιατρός Collectiones medicae (lib. 1-16, 24-25, 43-50)


B. 8, ch. 26, se. 7, l. 1

ἔσχατον ἔντερον, τὸ δὲ συμβεβηκὸς οὐχὶ ἕλκος ἐστίν, ἀλλ' ἐγὼ δοκῶ


τοιόνδε τι εἶναι τὸ γινόμενον· ἑκάστου τῶν τοῦ σώματος μερῶν συγ-
γενῆ τινα περιττώματα οὐκ ἄλλοθέν ποθεν, ἀλλ' ἀπὸ τῆς ἑκάστῳ μέρει
ἀπονεμομένης τροφῆς, ὅταν μὴ καλῶς ᾖ διακείμενον τὸ μόριον. ὁπότε
δὴ τοίνυν περὶ τὸ ἔσχατον μέρος ἡ προειρημένη συμβαίνει νόσος,
κλυσμοὶ ἐπιτήδειοι· σῦκα ξηρὰ ἑψεῖται ἐν ὕδατι, καὶ τῷ ὕδατι τούτῳ
σμύρνα λεία ἐμβάπτεται, καὶ ἔστιν ἀγαθὸν τοῦτο φάρμακον τῆς νόσου
ταύτης.

Ἄλλος κλυσμὸς οὗτος.

Ἀλόη τῶν σύκων τῷ ἀφεψήματι ἀναμίγνυται. δύναιντο δ' ἂν


οἵδε οἱ κλυσμοὶ τὸ πλαδῶδες τοῦ ἐντέρου πρὸς τὸ ξηρότερον καθι-
στάντες ἀπελαύνειν τὴν νόσον ταύτην.

Ορειβάσιος ιατρός Collectiones medicae (lib. 1-16, 24-25, 43-50)


B. 8, ch. 32, se. 7, l. 1

δὲ καὶ τοιάδε τις ἀμφὶ τὴν κύστιν νόσος· οὖρα οὐκ ὀλίγα συνδίδοται
μὲν ἀπὸ τῶν νεφρῶν εἰς αὐτήν, οὐ μὴν ἐκκρίνειν γε αὐτὰ θύραζε
δύναται δι' ἀσθένειαν. ἐπὶ τῶν τοιούτων συμφορῶν † ἀλλὰ ἑαυταὶ
ἐπιτηδείως κατὰ τοῦ ἤτρου καὶ κλύσματα τοιάδε· κύμινον ἀφεψεῖται
ἐν ἐλαίῳ, καὶ τουτὶ θερμὸν ἐνίεται, καὶ πήγανον μέντοι καὶ μάραθος.
ἐνταυθοῖ δὲ καὶ τὰ ἄλλα διουρητικὰ πάντα χώραν ἐπιτήδειον ἔχει·
λεαίνοντα γὰρ ἐπανίησι τὴν κύστιν καὶ παρασκευάζει πρὸς τὴν ἔκκρισιν
ἑτοιμοτέραν. εἰ δὲ καὶ δι' ὑπερπλήρωσιν τοῦ οὔρου ἰσχουρία κατα-
λάβοι τὴν κύστιν, κλυσμὸς ὀδαξησμόν τινα ἐμποιῶν καὶ προτρέπων
τὴν περισταλτικὴν δύναμιν ἐνεργεῖν παρασκευάσειεν ἂν τὴν ἔκκρισιν·
ἀλόη δ' ἄκρατος δύναται τοῦτο ποιεῖν καὶ κυκλαμίνου χυλός. ὀλίγον
δὲ παντάπασι τὸ ἐνιέμενον εἶναι χρή, καὶ τὸ κέρας τοῦ κλυστῆρος
ὡς οἷόν τε βράχιστον, ἵνα τοῦ κλύσματος μηδὲν ὑπερήκῃ προσωτέρω
τῶν δεομένων μερῶν.

Ορειβάσιος ιατρός Collectiones medicae (lib. 1-16, 24-25, 43-50)


B. 8, ch. 44, se. 1, l. 1

Ἐκ τῶν Γαληνοῦ· ἡ πικρά.

Ἀλόης ρ, κινναμώμου, νάρδου στάχυος, ξυλοβαλσάμου, μαστίχης,


ἀσάρου, κρόκου ἀνὰ ϛ· ἐγὼ δ' ἀλόης μὲν Ϟ, κρόκου δὲ καὶ ε
βαλὼν οὕτως αὐτῷ χρῶμαι. γινώσκειν δὲ προσῆκεν εἰς μὲν τὴν ὑπα-
γωγὴν τῆς γαστρὸς ἐπιτηδειοτέραν εἶναι τὴν ἄπλυτον ἀλόην, ἀπο-
τίθεσθαι δὲ πολὺ τοῦ φαρμακώδους τὴν πεπλυμένην, ἣν καὶ μᾶλλον
ἄντις θαρσήσειε δοῦναι τοῖς πυρέττουσιν οὐ σφοδρῶς, ἀλλὰ πάνυ
βληχρῶς. ἔνιοι δὲ καὶ τὸ διὰ τῆς ἀπλύτου πολλοῖς τῶν οὕτως πυρετ-
τόντων διδόντες, εἶτα μηδὲν σαφὲς βλάψαντες, ἐπ' ἄλλων μεγίστης
ἐπειράθησαν βλάβης· ἐναντιωτάτη γάρ ἐστιν ἀλόη, κἂν πλυθῇ, τοῖς
ἄνευ μοχθηρῶν ὑγρῶν κατὰ δυσκρασίαν τὴν θερμὴν καὶ ξηρὰν ἐν-
οχλουμένοις· ἐγγὺς δέ τι τούτων καὶ οἱ κατὰ τὴν ξηρὰν δυσκρασίαν,

Ορειβάσιος ιατρός Collectiones medicae (lib. 1-16, 24-25, 43-50)


B. 8, ch. 44, se. 1, l. 2

Ἐκ τῶν Γαληνοῦ· ἡ πικρά.

Ἀλόης ρ, κινναμώμου, νάρδου στάχυος, ξυλοβαλσάμου, μαστίχης,


ἀσάρου, κρόκου ἀνὰ ϛ· ἐγὼ δ' ἀλόης μὲν Ϟ, κρόκου δὲ καὶ ε
βαλὼν οὕτως αὐτῷ χρῶμαι. γινώσκειν δὲ προσῆκεν εἰς μὲν τὴν ὑπα-
γωγὴν τῆς γαστρὸς ἐπιτηδειοτέραν εἶναι τὴν ἄπλυτον ἀλόην, ἀπο-
τίθεσθαι δὲ πολὺ τοῦ φαρμακώδους τὴν πεπλυμένην, ἣν καὶ μᾶλλον
ἄντις θαρσήσειε δοῦναι τοῖς πυρέττουσιν οὐ σφοδρῶς, ἀλλὰ πάνυ
βληχρῶς. ἔνιοι δὲ καὶ τὸ διὰ τῆς ἀπλύτου πολλοῖς τῶν οὕτως πυρετ-
τόντων διδόντες, εἶτα μηδὲν σαφὲς βλάψαντες, ἐπ' ἄλλων μεγίστης
ἐπειράθησαν βλάβης· ἐναντιωτάτη γάρ ἐστιν ἀλόη, κἂν πλυθῇ, τοῖς
ἄνευ μοχθηρῶν ὑγρῶν κατὰ δυσκρασίαν τὴν θερμὴν καὶ ξηρὰν ἐν-
οχλουμένοις· ἐγγὺς δέ τι τούτων καὶ οἱ κατὰ τὴν ξηρὰν δυσκρασίαν,
εἰ καὶ μετὰ ψυχρότητος εἴη, τὴν βλάβην ἴσχουσι,

Ορειβάσιος ιατρός Collectiones medicae (lib. 1-16, 24-25, 43-50)


B. 8, ch. 44, se. 2, l. 2

ὅ τε ἐρεγμὸς ἑψεῖται, καὶ ἡ σκαμμωνία ἱκανῶς ἑψήσεως ἔχει. ἐπειδὰν


τοῦτο γένηται, ἀποψῦξαι τῇ πυξίδι τὸ φάρμακον χρὴ καὶ αὖθις λειοῦν,
ἢ αὐτὸ ἀφ' ἑαυτοῦ, ἢ πεπέρεως λευκοῦ μίξαντα τοσοῦτον, ὁπόσον
ἡδύνει τὸ φάρμακον ἱκανῶς. οὕτως εἰ μεταχειρίσαιο τὴν σκαμμωνίαν,
οὔτε τῷ στόματι οὔτε τῷ στομάχῳ ἀηδὴς γίνεται καὶ καθαίρει οὐδὲν
μεῖον.

Ἐκ τῶν Γαληνοῦ· ἡ πικρά.

Ἀλόης ρ, κινναμώμου, νάρδου στάχυος, ξυλοβαλσάμου, μαστίχης,


ἀσάρου, κρόκου ἀνὰ ϛ· ἐγὼ δ' ἀλόης μὲν Ϟ, κρόκου δὲ καὶ ε
βαλὼν οὕτως αὐτῷ χρῶμαι. γινώσκειν δὲ προσῆκεν εἰς μὲν τὴν ὑπα-
γωγὴν τῆς γαστρὸς ἐπιτηδειοτέραν εἶναι τὴν ἄπλυτον ἀλόην, ἀπο-
τίθεσθαι δὲ πολὺ τοῦ φαρμακώδους τὴν πεπλυμένην, ἣν καὶ μᾶλλον
ἄντις θαρσήσειε δοῦναι τοῖς πυρέττουσιν οὐ σφοδρῶς, ἀλλὰ πάνυ
βληχρῶς. ἔνιοι δὲ καὶ τὸ διὰ τῆς ἀπλύτου πολλοῖς τῶν οὕτως πυρετ-
τόντων διδόντες, εἶτα μηδὲν σαφὲς βλάψαντες, ἐπ' ἄλλων μεγίστης
ἐπειράθησαν βλάβης· ἐναντιωτάτη γάρ ἐστιν ἀλόη, κἂν πλυθῇ, τοῖς
ἄνευ μοχθηρῶν ὑγρῶν κατὰ δυσκρασίαν τὴν θερμὴν καὶ ξηρὰν ἐν-
οχλουμένοις· ἐγγὺς δέ τι τούτων καὶ οἱ κατὰ τὴν ξηρὰν δυσκρασίαν,
εἰ καὶ μετὰ ψυχρότητος εἴη, τὴν βλάβην ἴσχουσι, καὶ ὅλως ὅσοι κατὰ
ποιότητας μόνας ἐβλάβησάν τι μόριον· αἱ γὰρ ἐπὶ χυμοῖς δυσκρασίαι
τῶν κενούντων αὐτοὺς δέονται φαρμάκων, αἱ δ' ἄνευ τούτων εἰς

Ορειβάσιος ιατρός Collectiones medicae (lib. 1-16, 24-25, 43-50)


B. 8, ch. 44, se. 3, l. 3

Ἐκ τῶν Γαληνοῦ· ἡ πικρά.

Ἀλόης ρ, κινναμώμου, νάρδου στάχυος, ξυλοβαλσάμου, μαστίχης,


ἀσάρου, κρόκου ἀνὰ ϛ· ἐγὼ δ' ἀλόης μὲν Ϟ, κρόκου δὲ καὶ ε
βαλὼν οὕτως αὐτῷ χρῶμαι. γινώσκειν δὲ προσῆκεν εἰς μὲν τὴν ὑπα-
γωγὴν τῆς γαστρὸς ἐπιτηδειοτέραν εἶναι τὴν ἄπλυτον ἀλόην, ἀπο-
τίθεσθαι δὲ πολὺ τοῦ φαρμακώδους τὴν πεπλυμένην, ἣν καὶ μᾶλλον
ἄντις θαρσήσειε δοῦναι τοῖς πυρέττουσιν οὐ σφοδρῶς, ἀλλὰ πάνυ
βληχρῶς. ἔνιοι δὲ καὶ τὸ διὰ τῆς ἀπλύτου πολλοῖς τῶν οὕτως πυρετ-
τόντων διδόντες, εἶτα μηδὲν σαφὲς βλάψαντες, ἐπ' ἄλλων μεγίστης
ἐπειράθησαν βλάβης· ἐναντιωτάτη γάρ ἐστιν ἀλόη, κἂν πλυθῇ, τοῖς
ἄνευ μοχθηρῶν ὑγρῶν κατὰ δυσκρασίαν τὴν θερμὴν καὶ ξηρὰν ἐν-
οχλουμένοις· ἐγγὺς δέ τι τούτων καὶ οἱ κατὰ τὴν ξηρὰν δυσκρασίαν,
εἰ καὶ μετὰ ψυχρότητος εἴη, τὴν βλάβην ἴσχουσι, καὶ ὅλως ὅσοι κατὰ
ποιότητας μόνας ἐβλάβησάν τι μόριον· αἱ γὰρ ἐπὶ χυμοῖς δυσκρασίαι
τῶν κενούντων αὐτοὺς δέονται φαρμάκων, αἱ δ' ἄνευ τούτων εἰς
μαρασμὸν ἀφικνοῦνται πάντως ἐπὶ τῷ διὰ τῆς ἀλόης φαρμάκῳ. ἔνθα
τοίνυν ὑγρότης μοχθηρὰ διαβρέχει τοὺς χιτῶνας τῆς γαστρός, ὡς καὶ
ναυτιῶδες σύμπτωμα παρακολουθεῖν μᾶλλον ἢἧττον, ἡ διὰ τῆς ἀλόης
πικρὰ χρήσιμος, ἐκκαθαίρουσα τὴν ὑγρότητα· ἔχει μὲν γὰρ ἡ ἀλόη
καθαρτικὴν δύναμιν, οὐ μὴν ἰσχυράν, ἀλλ' ὥστε τὰ μὲν κατὰ

Ορειβάσιος ιατρός Collectiones medicae (lib. 1-16, 24-25, 43-50)


B. 8, ch. 44, se. 4, l. 1

τίθεσθαι δὲ πολὺ τοῦ φαρμακώδους τὴν πεπλυμένην, ἣν καὶ μᾶλλον


ἄντις θαρσήσειε δοῦναι τοῖς πυρέττουσιν οὐ σφοδρῶς, ἀλλὰ πάνυ
βληχρῶς. ἔνιοι δὲ καὶ τὸ διὰ τῆς ἀπλύτου πολλοῖς τῶν οὕτως πυρετ-
τόντων διδόντες, εἶτα μηδὲν σαφὲς βλάψαντες, ἐπ' ἄλλων μεγίστης
ἐπειράθησαν βλάβης· ἐναντιωτάτη γάρ ἐστιν ἀλόη, κἂν πλυθῇ, τοῖς
ἄνευ μοχθηρῶν ὑγρῶν κατὰ δυσκρασίαν τὴν θερμὴν καὶ ξηρὰν ἐν-
οχλουμένοις· ἐγγὺς δέ τι τούτων καὶ οἱ κατὰ τὴν ξηρὰν δυσκρασίαν,
εἰ καὶ μετὰ ψυχρότητος εἴη, τὴν βλάβην ἴσχουσι, καὶ ὅλως ὅσοι κατὰ
ποιότητας μόνας ἐβλάβησάν τι μόριον· αἱ γὰρ ἐπὶ χυμοῖς δυσκρασίαι
τῶν κενούντων αὐτοὺς δέονται φαρμάκων, αἱ δ' ἄνευ τούτων εἰς
μαρασμὸν ἀφικνοῦνται πάντως ἐπὶ τῷ διὰ τῆς ἀλόης φαρμάκῳ. ἔνθα
τοίνυν ὑγρότης μοχθηρὰ διαβρέχει τοὺς χιτῶνας τῆς γαστρός, ὡς καὶ
ναυτιῶδες σύμπτωμα παρακολουθεῖν μᾶλλον ἢἧττον, ἡ διὰ τῆς ἀλόης
πικρὰ χρήσιμος, ἐκκαθαίρουσα τὴν ὑγρότητα· ἔχει μὲν γὰρ ἡ ἀλόη
καθαρτικὴν δύναμιν, οὐ μὴν ἰσχυράν, ἀλλ' ὥστε τὰ μὲν κατὰ τὴν κοι-
λίαν, ὧν ψαύει, δύνασθαι καθαίρειν, κἂν πλείων ποτὲ δοθῇ, μέχρι τῶν
κατὰ τὸ ἧπαρ ἀναβαίνειν χωρίων· οὐ μὴν ὅλου τοῦ σώματός ἐστι
καθαρτικὸν τὸ φάρμακον. χολωδῶν δ' ἐν τῇ γαστρὶ διαθέσεων ἄριστόν
ἐστι φάρμακον, ὡς ἡμέρᾳ μιᾷ πολλάκις ἐπὶ πολλῶν ἰᾶσθαι στομαχικῶς
ἐνοχλεῖσθαι πεπιστευμένους πολλούς. ἐπὶ δὲ τῶν βραδυπεπτούντων
οὐχ ἁπάντων ἁρμόσει διδόναι τὴν πικράν, ἀλλ' ἐπ' ἐκείνων μόνων ἐφ'
Ορειβάσιος ιατρός Collectiones medicae (lib. 1-16, 24-25, 43-50)
B. 8, ch. 44, se. 4, l. 3

βληχρῶς. ἔνιοι δὲ καὶ τὸ διὰ τῆς ἀπλύτου πολλοῖς τῶν οὕτως πυρετ-
τόντων διδόντες, εἶτα μηδὲν σαφὲς βλάψαντες, ἐπ' ἄλλων μεγίστης
ἐπειράθησαν βλάβης· ἐναντιωτάτη γάρ ἐστιν ἀλόη, κἂν πλυθῇ, τοῖς
ἄνευ μοχθηρῶν ὑγρῶν κατὰ δυσκρασίαν τὴν θερμὴν καὶ ξηρὰν ἐν-
οχλουμένοις· ἐγγὺς δέ τι τούτων καὶ οἱ κατὰ τὴν ξηρὰν δυσκρασίαν,
εἰ καὶ μετὰ ψυχρότητος εἴη, τὴν βλάβην ἴσχουσι, καὶ ὅλως ὅσοι κατὰ
ποιότητας μόνας ἐβλάβησάν τι μόριον· αἱ γὰρ ἐπὶ χυμοῖς δυσκρασίαι
τῶν κενούντων αὐτοὺς δέονται φαρμάκων, αἱ δ' ἄνευ τούτων εἰς
μαρασμὸν ἀφικνοῦνται πάντως ἐπὶ τῷ διὰ τῆς ἀλόης φαρμάκῳ. ἔνθα
τοίνυν ὑγρότης μοχθηρὰ διαβρέχει τοὺς χιτῶνας τῆς γαστρός, ὡς καὶ
ναυτιῶδες σύμπτωμα παρακολουθεῖν μᾶλλον ἢἧττον, ἡ διὰ τῆς ἀλόης
πικρὰ χρήσιμος, ἐκκαθαίρουσα τὴν ὑγρότητα· ἔχει μὲν γὰρ ἡ ἀλόη
καθαρτικὴν δύναμιν, οὐ μὴν ἰσχυράν, ἀλλ' ὥστε τὰ μὲν κατὰ τὴν κοι-
λίαν, ὧν ψαύει, δύνασθαι καθαίρειν, κἂν πλείων ποτὲ δοθῇ, μέχρι τῶν
κατὰ τὸ ἧπαρ ἀναβαίνειν χωρίων· οὐ μὴν ὅλου τοῦ σώματός ἐστι
καθαρτικὸν τὸ φάρμακον. χολωδῶν δ' ἐν τῇ γαστρὶ διαθέσεων ἄριστόν
ἐστι φάρμακον, ὡς ἡμέρᾳ μιᾷ πολλάκις ἐπὶ πολλῶν ἰᾶσθαι στομαχικῶς
ἐνοχλεῖσθαι πεπιστευμένους πολλούς. ἐπὶ δὲ τῶν βραδυπεπτούντων
οὐχ ἁπάντων ἁρμόσει διδόναι τὴν πικράν, ἀλλ' ἐπ' ἐκείνων μόνων ἐφ'
ὧν ἐπὶ χυμοῖς μοχθηροῖς γίνεται τοῦτο, καὶ μᾶλλον ὅταν ὦσι λεπτοὶ
καὶ χολώδεις· ποιήσειε δ' ἄν τινα ῥᾳστώνην καὶ τοῖς ἄνευ χυμῶν τὴν

Ορειβάσιος ιατρός Collectiones medicae (lib. 1-16, 24-25, 43-50)


B. 8, ch. 44, se. 4, l. 4

τόντων διδόντες, εἶτα μηδὲν σαφὲς βλάψαντες, ἐπ' ἄλλων μεγίστης


ἐπειράθησαν βλάβης· ἐναντιωτάτη γάρ ἐστιν ἀλόη, κἂν πλυθῇ, τοῖς
ἄνευ μοχθηρῶν ὑγρῶν κατὰ δυσκρασίαν τὴν θερμὴν καὶ ξηρὰν ἐν-
οχλουμένοις· ἐγγὺς δέ τι τούτων καὶ οἱ κατὰ τὴν ξηρὰν δυσκρασίαν,
εἰ καὶ μετὰ ψυχρότητος εἴη, τὴν βλάβην ἴσχουσι, καὶ ὅλως ὅσοι κατὰ
ποιότητας μόνας ἐβλάβησάν τι μόριον· αἱ γὰρ ἐπὶ χυμοῖς δυσκρασίαι
τῶν κενούντων αὐτοὺς δέονται φαρμάκων, αἱ δ' ἄνευ τούτων εἰς
μαρασμὸν ἀφικνοῦνται πάντως ἐπὶ τῷ διὰ τῆς ἀλόης φαρμάκῳ. ἔνθα
τοίνυν ὑγρότης μοχθηρὰ διαβρέχει τοὺς χιτῶνας τῆς γαστρός, ὡς καὶ
ναυτιῶδες σύμπτωμα παρακολουθεῖν μᾶλλον ἢἧττον, ἡ διὰ τῆς ἀλόης
πικρὰ χρήσιμος, ἐκκαθαίρουσα τὴν ὑγρότητα· ἔχει μὲν γὰρ ἡ ἀλόη
καθαρτικὴν δύναμιν, οὐ μὴν ἰσχυράν, ἀλλ' ὥστε τὰ μὲν κατὰ τὴν κοι-
λίαν, ὧν ψαύει, δύνασθαι καθαίρειν, κἂν πλείων ποτὲ δοθῇ, μέχρι τῶν
κατὰ τὸ ἧπαρ ἀναβαίνειν χωρίων· οὐ μὴν ὅλου τοῦ σώματός ἐστι
καθαρτικὸν τὸ φάρμακον. χολωδῶν δ' ἐν τῇ γαστρὶ διαθέσεων ἄριστόν
ἐστι φάρμακον, ὡς ἡμέρᾳ μιᾷ πολλάκις ἐπὶ πολλῶν ἰᾶσθαι στομαχικῶς
ἐνοχλεῖσθαι πεπιστευμένους πολλούς. ἐπὶ δὲ τῶν βραδυπεπτούντων
οὐχ ἁπάντων ἁρμόσει διδόναι τὴν πικράν, ἀλλ' ἐπ' ἐκείνων μόνων ἐφ'
ὧν ἐπὶ χυμοῖς μοχθηροῖς γίνεται τοῦτο, καὶ μᾶλλον ὅταν ὦσι λεπτοὶ
καὶ χολώδεις· ποιήσειε δ' ἄν τινα ῥᾳστώνην καὶ τοῖς ἄνευ χυμῶν τὴν
ὑγρὰν δυσκρασίαν ἔχουσιν ἐπὶ τοσοῦτον διαβεβρωκυῖαν τὸ πεπονθὸς

Ορειβάσιος ιατρός Collectiones medicae (lib. 1-16, 24-25, 43-50)


B. 8, ch. 44, se. 10, l. 4

τινα ἔχοντας οὐχ ἁπλῶς δοτέον ἐν παντὶ καιρῷ τῆς φλεγμονῆς, ἀλλ'
ὅταν πεφθῇ τε καὶ παρακμάσῃ· πέπονα γὰρ καθαίρειν ἀξιοῖ καλῶς
Ἱπποκράτης. ὀρθῶς δέ τις τὸ φάρμακον τοῦτο τοῖς μὲν βραδυ-
πεπτοῦσι καὶ τοῖς χολὴν ἐμοῦσιν ἢ ἄλλως πως ῥευματιζομένοις τὸν
στόμαχον ἐπιπάττων ὕδατος κυάθοις τέτταρσι δίδωσι, τὴν ἐκ τοῦ μέλι-
τος ἀνατροπὴν προσγινομένην τῷ στομάχῳ δεδιώς. πρὸς δὲ τὰς
παρακμὰς τῶν ἔνδον φλεγμονῶν μεθ' ὑδρομέλιτος ὀρθῶς ἂν δοθείη,
καθάπερ καὶ κινεῖν οὖρα προαιρουμένοις ἢ ἔμμηνα κινεῖν. δίδωμι δὲ
τοῦ φαρμάκου πολλάκις καὶ τοῖς πάσχουσι τὰ τῶν ὑποχεομένων συμ-
πτώματα διὰ πάθος στομάχου καὶ τοῖς ἐπεχομένοις γαστέρα καὶ γυναιξίν,
ὡς ἔφην, μὴ καθαιρομέναις καλῶς, ἐφ' ὧν ἐνεργεῖ κάλλιον, ὅταν ἀλόης

μὲν π, κρόκου δὲ ϛλάβῃ. καὶ κάλλιον καρπησίου λαβεῖν ἀντὶ


ἀσάρου· συνέθηκα δέ που αὐτὸ καὶ ἀμφοῖν ἐμβαλών. ἔστι δ' ἡ τελεία
δόσις τοῦ φαρμάκου αμεθ' ὕδατος κο γ.

Ορειβάσιος ιατρός Collectiones medicae (lib. 1-16, 24-25, 43-50)


B. 15, ch. 1:1, se. 42, l. 1

δ' οὗτος τῆς τρίτης τάξεως ἔν τε τῷ ξηραίνειν καὶ θερμαίνειν. –


Ἀκόνιτον ἢ παρδαλιαγχές· σηπτικῆς τοῦτο καὶ δηλητηρίου δυνάμεώς
ἐστιν· πρὸς μέντοι τὸ ἀποσῆψαί τινα τῶν ἐκτὸς τοῦ σώματος ἐπιτή-
δειός ἐστιν ἡ ῥίζα τῆς πόας. – Ἀκόνιτον ἢ λυκοκτόνον· ἔστι μὲν καὶ
τοῦτο παραπλησίας θατέρῳ δυνάμεως, ἰδιαίτερον δ' ἀναιρεῖ λύκους,
ὥσπερ ἐκεῖνο παρδάλεις. – Ἀκτὴ ἥ τε δενδρώδης καὶ ἡ χαμαιάκτη
ξηραντικῆς ἀμφότεραι δυνάμεώς εἰσι τῆς κολλητικῆς τε καὶ μετρίως
διαφορητικῆς. – Ἄλιμον ἁλυκόν τι καὶ ὑπόστυφον ἔχει κατὰ τὴν
γεῦσιν, ἀνομοιομερὲς ὑπάρχον· τὸ δὲ πλεῖστον αὐτοῦ τῆς οὐσίας θερ-
μὸν εὐκράτως ἐστὶ μεθ' ὑγρότητος ἀκατεργάστου τε καὶ φυσώδους
ἀτρέμα. – Ἀλόη στύφει μὲν μετρίως, πικράζει δ' ἰσχυρῶς, ὑπάγει
δὲ καὶ γαστέρα, ξηραίνει δ' ἀδήκτως κατὰ τὴν τρίτην ἀπόστασιν καὶ
θερμαίνει κατὰ τὴν πρώτην ἐπιτεταμένην, ἀποκρούεσθαί τε ἅμα καὶ
διαφορεῖν πέφυκε μετὰ τοῦ καὶ ῥύπτειν ἐπ' ὀλίγον. – Ἄλυσσον
πολλάκις ἐξιάσατο μόνη τοὺς ὑπὸ λυττῶντος κυνὸς δηχθέντας· ἀλλὰ
τοῦτο μὲν ἐκ τῆς καθ' ὅλην τὴν οὐσίαν ὁμοιότητος δύναται, ξηραντικὴ
δ' ἐστὶ μετρίως καὶ διαφορητικὴ πρὸς τῷ καὶ ῥυπτικὸν ἔχειν τι. –
Ἀλσίνη ἢ μυὸς ὦτα οὐσίας ὑδατώδους ἐστὶ ψυχρᾶς· διὸ καὶ χωρὶς
στύψεως ἐμψύχει. – Ἀμάρακον ἐν μὲν τῷ θερμαίνειν τῆς τρίτης ἐστὶ
τάξεως, ἐν δὲ τῷ ξηραίνειν τῆς δευτέρας. – Ἀμβροσία καταπλαττο-
μένη δύναμιν ἔχει στύφουσάν τε καὶ ἀποκρουστικήν. –

Ορειβάσιος ιατρός Collectiones medicae (lib. 1-16, 24-25, 43-50)


B. 43, ch. 42, se. 5, l. 4

ἔσθ' ὅτε δ' ἐπὶ τοὺς ἐκτὸς τόπους. τῇ μὲν οὖν εἴσω βηχία παρέπεται,
καὶ ἐν τῷ χρέμπτεσθαι ἐσχάριον ἀνάγεται ἢ δίαιμον ἢ ἰχωροειδές·
ἀναβαινούσης δὲ τῆς νομῆς, ἔτι μᾶλλον βηχία γίνεται. ποιεῖ δ' ἐπὶ
τούτων ὁ ἐν στόματι συνεχὴς ἀνακογχυλιασμὸς ὅ τε διὰ φακοῦ καὶ
..δων....ας, σιδίων καὶ κορυφάνων ἢ κηκῖδος ὀμφακίνου ἀφέψημα
καὶ βάτου ἀκρεμόνων ἀγριελαίας τε καὶ ἐλαίας ἡμέρου φύλλων ἢ καὶ
σχίνου ἑλξίνης τε καὶ χυλοῦ ὑποκιστίδος ἢ στυπτηρία σχιστή, ᾗ οἱ
βαφεῖς χρῶνται, ἥ τε βεττονικὴ βοτάνη καὶ ὁ χυλὸς αὐτῆς. φάρμακα
δὲ τὰ μὲν ἁπλᾶ, τὰ δὲ σύνθετα, καὶ ἁπλᾶ μὲν μόρα, μίσυ, στυπτηρία
σχιστὴ κεκαυμένη, διφρυγές (ταῦτα καὶ σὺν μέλιτι μιγέντα ἐνεργῶς
ποιεῖ), καὶ ἡ βεττονικὴ δὲ καὶ ἡ ἀλόη· σύνθετοι δ' αἵ τε ἀνθηραὶ καὶ
περίχριστοι διὰ μόρων καὶ διὰ ῥοᾶς ἥ τε διὰ τῶν οἰσυπηρῶν ἐρίων
καὶ ἡ λεγομένη σφραγὶς πᾶσαί τε αἱ ὑπὸ τὸ αὐτὸ πίπτουσαι γένος.
περιφείδεσθαι δὲ τοῦ μή τι καταποθῇ· ταύτῃ δὲ δοκῶ καὶ εἰς τὸ
ἀνίατον περιίστασθαι τὰ νήπια. ἔξωθεν δὲ καταπλάττειν οἷς εἰς τὰς
νομὰς παρεκελευσάμην. ἀλλὰ καὶ εἴ τις περιχρίει τὰ κύκλῳ ταῖς
περιχρίστοις ἢ ὡς ἔμπλαστρον ἐν ὀθονίου ἐπιθέσει, οὐχ ἁμαρτήσει.
ἐν τόπῳ δὲ περιψύχοντι κατακλίνειν καὶ τροφαῖς ὑγραῖς διαιτᾶν,
παντὶ δὲ κοιλίαν ἐξυγραίνειν, τὰ δ' ἐκτὸς ἐπικαίειν.

Ορειβάσιος ιατρός Collectiones medicae (lib. 1-16, 24-25, 43-50)


B. 43, ch. 57, se. 25,26, l. 1

ὀστρεώδη καὶ τὰ ὑπερσαρκοῦντα μετρίως καθαιρεῖ καὶ προσστέλλει.


σηπίας ὄστρακον ἄκαυτον κοπτόμενόν τε καὶ λειούμενον ἕλκη ξη-
ραίνει. ἔρια κεκαυμένα τὰς πλαδαρὰς σάρκας ἐπὶ τῶν ἑλκῶν ἀποτή-
κει τάχιστα. πλατάνου φλοιὸς καθ' ἑαυτὸν ἐπιπαττόμενος τὰ δι'
ὑγρότητα πολλὴν ἕλκη πλαδαρὰ καὶ ῥυπαρὰ ἰᾶται. σκόρδιον ξηρὸν
ἐπιπασσόμενον ἀνακαθαίρει τὰ ῥυπαρὰ καὶ εἰς οὐλὴν ἄγει τὰ κακοήθη.
πάνακος τοῦ Ἡρακλείου τῆς ῥίζης ὁ φλοιὸς ποιεῖ πρός τε τὰ γυμνὰ
τῶν ὀστῶν καὶ τὰ κακοηθευμένα τῶν ἑλκῶν. πευκεδάνου ῥίζα λεπί-
δας ὀστῶν ἀφίστησι τάχιστα καὶ τοῖς κακοήθεσιν ἕλκεσιν ἄριστόν ἐστι
φάρμακον ἐπιπαττομένη ξηρά· αὕτη γὰρ καὶ καθαίρει καὶ σαρκοῖ καὶ
ἐπουλοῖ. ἀναγαλλίδες αἱ δύο τοῖς σηπομένοις βοηθοῦσιν. ἀλόη τὰ
δυσεπούλωτα τῶν ἑλκῶν ἰᾶται, καὶ μάλιστα τὰ καθ' ἕδραν τε καὶ
αἰδοῖον· ὠφελεῖ δὲ καὶ τὰς φλεγμονὰς αὐτῶν ὕδατι διεθεῖσα. καλα-
μίνθης ὁ χυλὸς τοὺς ἐν τοῖς σηπεδονώδεσιν ἕλκεσι συνισταμένους σκώ-
ληκας ἀναιρεῖ. παλαιὰ κάρυα τὰ ἐλαιώδη πρὸς ἄνθρακας ποιεῖ, καὶ
κυπαρίσσου τὰ φύλλα καὶ οἱ βλαστοὶ καὶ τὰ νέα σφαιρία σὺν ἀλφίτοις.

Ορειβάσιος ιατρός Collectiones medicae (lib. 1-16, 24-25, 43-50)


B. 44, ch. 12, se. 21, l. 5

σασθαι πρὸς τὴν κόλλησιν αὐτοῦ τῇ συστάσει μὲν ὑγρῷ φαρμάκῳ, τῇ


δυνάμει δὲ ξηρῷ. κάλλιστον δὲ πάντων ἐστὶ τὸ συντεθὲν ὑπ' ἐμοῦ
διὰ λιθαργύρου καὶ στέατος χοιρείου παλαιοῦ καὶ χαλκίτεως, ἔχον
ἔλαιον παλαιότατον. ἄμεινον δ' ἐνεργοῦντος ἐπειράθην αὐτοῦ κατὰ
τὰς τοιαύτας διαθέσεις, ὅταν μὴ πάνυ τι σκληρὸν ᾖ μηδὲ ἀκριβῶς
ἀμόλυντον. ἁρμόττει δέ, ὡς εἴρηται, ἐπὶ τῶν ῥακωδῶν δερμάτων οὐχ
ἥκιστα μέλι μέχρι συστάσεως ἑψηθέν. ἔστι δ' ἡ συμμετρία τῆς ἑψή-
σεως αὐτοῦ δυσκατόρθωτος τῷ μὴ τεθεαμένῳ· χρὴ γὰρ αὐτὸ μήτε
οὕτως γενέσθαι σκληρὸν ὡς δυσπρόσπτωτον εἶναι, μήτε οὕτως ὑγρὸν
ὡς περιρρεῖν, καὶ διὰ τοῦτο ἄμεινον ἔδοξέ μοι καταπάττειν χνοώδη
σμύρναν ἢ ἀλόην ἢ λιβανωτόν, ἤ τινα τούτων ἢ πάντα, καὶ μάλιστα
ὅταν ἐπὶ τῆς ὀθόνης ἐγχρισθὲν ὑγρότερον φαίνηται. καταπάττω δ'
αὐτὰ διὰ κοσκίνου μετεώρου κρατουμένου κατὰ τοῦ μέλιτος. ἀρκεῖ δ'
ἅπαξ ἢ δὶς αὐτὸ κροῦσαι πρὸς τὴν συμμετρίαν τῆς διεκπτώσεως.
ἐνίοτε δὲ καὶ κατ' αὐτὴν τὴν ἕψησιν ἐμπάττω τι τῷ μέλιτι τῶν εἰρη-
μένων φαρμάκων, μάλιστα ὅταν ὁ κόλπος ᾖ μείζων τε καὶ βαθύτερος.
ἐπειράθην δὲ καὶ τοῦ λεπτοῦ κενταυρίου θαυμαστοῦ φαρμάκου πρὸς
τὴν τοιαύτην χρείαν. ἐφεξῆς δ' αὐτῷ σύμφυτον ἐπιτήδειόν ἐστι καὶ
μετὰ τοῦτο τῆς Ἰλλυρίδος ἴρεως ἡ ῥίζα, μεθ' ἣν τὸ τῶν ὀρόβων
ἄλευρον. εὔδηλον δ' ὅτι πάντα τὰ τοιαῦτα χνοώδη ποιεῖν προσῆκε,
καθαιροῦντα δὲ τὴν κακκάβην τοῦ πυρὸς ἐπιπάττειν ἅπαντα τὰ τοι

Ορειβάσιος ιατρός Collectiones medicae (lib. 1-16, 24-25, 43-50)


B. 44, ch. 21, se. 2, l. 4
ουργίας, τρίτη δ' ἡ διὰ τῶν βρόχων· χρῆσις δὲ φαρμάκων ξηρῶν ἢ
κολλυρίων ἢ ἐγχύτων ἢ ἐμπλαστῶν ἀποτήκειν δυναμένων ἢ καυστι-
κῶν· χειρουργία δὲ δύναται τεμεῖν, καῦσαι, περιελεῖν, ξύσαι, ὀστοῦν
ἀνελέσθαι, τὸν χόνδρον ἐκγλύψαι· τούτων δὲ τομὴ καθ' αὑτὴν αὐ-
τάρκης καὶ περιαίρεσις καὶ καῦσις· τὰ δ' ἄλλα ἐπὶ τούτοις ποιητέα ἢ
φαρμάκοις γυμνῶσαι τὸ πεπονθὸς ὀστοῦν δυναμένοις ἢ τὸν χόνδρον·
οἱ δὲ βρόχοι τὰς ἐνέδρας ἁπλᾶς οὔσας ἰῶνται καί τινας τῶν πολυ-
σχιδῶν. ὁπόσαι μὲν οὖν τῶν συρίγγων ἁπλαῖ τέ εἰσι καὶ ἐν σαρκὶ μὴ
ἐνερρυσωμένῃ μηδὲ κοίλῃ καὶ ἀκινήτῳ ἢ ἐπ' ὀλίγον συγκινουμένῃ,
καλῶς ἂν θεραπεύοιντο φαρμάκῳ, κἂν μὲν τύχωσιν ἐξ ὀλίγου του
χρόνου ἐγγινόμεναι, ἐμπλαστοῖς ὅσαι τραυματικαί εἰσι, δι' ἀλόης ἢ
στυπτηρίας ἢ ἰοῦ καὶ λεπίδος καὶ τῶν μεταλλικῶν λεγομένων· τοῦ
γὰρ ἐμπλαστοῦ φαρμάκου σκωλήκιον ἀναπλάττοντα ἐντιθέναι, ὅσον
μὴ διασφηνῶσαι, μέχρι αἷμα καθαρὸν ἀπίοι· εἶτα τὸ αὐτὸ φάρμακον
σπληνίον ποιήσαντα ἐπιτιθέναι καὶ σπόγγον ὑπὲρ αὐτὸ ὄξει διάβροχον·
λύειν δὲ διὰ πέμπτης καὶ διαιτᾶν κρέας ὀπτὸν καὶ ἄρτον πεπονη-
μένον, οἶνον δὲ πίνειν σάρκα αὐξῆσαι δυνάμενον καὶ κατακείμενον
προαλείφεσθαι. ἁρμόσει δ' ἂν πόρρω τοῦ θώρακος ἡ σύριγξ γένηται,
δι' ἡμερῶν νῆστις ἔμετος καὶ διὰ ῥαφανίδων ἐπιτηδευόμενος. ἄριστον
δὲ φάρμακον σύριγξι τὸ ἐμὸν κολλύριον· ἔστι δ' ἰοῦ ξυστοῦ δραχμαὶ
δύο καὶ θυμιάματος ἀμμωνιακοῦ ὀβολοὶ δύο· ὁ μὲν ἰὸς ξηραίνεται, τὸ

Ορειβάσιος ιατρός Collectiones medicae (lib. 1-16, 24-25, 43-50)


B. 45, ch. 29, se. 72, l. 2

ποιεῖν. σκευάζεται δὲ καὶ ὑφ' ἡμῶν φάρμακον ἄκρως ἐπὶ πάντων


ἡρμοκὸς τοιοῦτο· ῥιζῶν λαπάθου δεσμὰ δύο καθέψονται ἐν ὄξει,
ἔπειτα ὁλμοκοποῦνται· μετὰ τοῦτο δ' ἐν θυΐᾳ λειοτριβοῦνται, παρα-
χεομένου ὄξους, ἢ ἐν ᾧ ἡψήθησαν, εἴ τι περισσὸν εἴη, ἢ ἑτέρου, καὶ
προσεμβάλλονται ἀλκυονίουα, θείου ἀπύρουϛ, χαμαιλέοντος
μέλανος ῥίζηςδ, καὶ κοχλιῶν ὀστράκων κεκαυμένωνδ, ἀφρονί-
τρουη. συνεκλεαίνεταί τε πάντα ὁμοῦ μέχρι γλοιοῦ σχῇ πάχος,
εἶτα καταχρίεται, θέρους μὲν ἐν ἡλίῳ πλεονάκις ψυχόμενον καὶ μετὰ
δύο ὥρας ἀπομασσόμενον, χειμῶνος δ' ἐν βαλανείῳ μέχρι ἀφιδρώσῃ.
καὶ αὐταὶ δ' αἱ ὀχθώδεις ἐπαναστάσεις, φλεγμαίνουσαι μὲν ἢ καὶ
προεξηλκωμέναι, γλαυκίῳ καταχριέσθωσαν ἢ λυκίῳ ἢ ἀλόῃ· καταπλας-
σέσθωσαν δέ, εἰ καὶ τούτου δέοι, χόνδρῳ μετὰ χυλίσματος ἀρνογλώς-
σου ἢ πολυγόνου ἢ κράμβης· ἄλλως δὲ μετ' ἀμμωνιακοῦ οἴνῳ διει-
μένου ἢ πρασίου χυλῷ. θαυμαστῶς δ' ὠφελεῖ τὰς ἐπαναστάσεις τὰς
κατὰ τοῦ προσώπου κατάπλασμα τὸ διὰ τῆς Μιλησίας βοτάνης· κόπ-
τεται δὲ μετ' ἀξουγγίου παλαιοῦ χλωρᾶς τῆς πόας τὰ φύλλα καὶ
ἐπιρρίπτεται. καὶ φοινίσσεται μὲν ἱκανῶς καταλειφθέντα τὰ μέρη,
στέλλεται δὲ ῥᾳδίως ἄρτου ἐπιπλασθέντος, ἢ κηρωτῆς δι' ἀμυγδαλίνου
πεποιημένης, καὶ ἐπὶ τὴν κατὰ φύσιν εὔχροιαν ἀποκαθίσταται. συγχρί-
σματά τε ἐπὶ τοῦ πάθους τά τε ἤδη παραδεδομένα τῶν θηρίων

Ορειβάσιος ιατρός Eclogae medicamentorum (0722: 003)


“Oribasii collectionum medicarum reliquae, vol. 4”, Ed. Raeder, J.
Leipzig: Teubner, 1933; Corpus medicorum Graecorum, vol. 6.2.2.
Ch. 1, se. 3, l. 2

καὶ τὸ πηγάνινον καὶ τὸ ἀμυγδάλινον. καταπλάσματα δ' ἁρμόζει με-


τώπῳ καὶ κροτάφοις προσαγόμενα ἄρτος δι' ὀξυκράτου καὶ ῥοδίνου,
ἔσθ' ὅτε σὺν ἀμυγδάλοις ἢ ῥόδοις, ἤτοι ξηροῖς ἢ ἁπαλοῖς σὺν ἡδυό-
σμῳ, ἢ ἁλῶν ἢ γλήχωνος μισγομένων τῷ ἄρτῳ μετὰ περσικοῦ φύλλων.
ποιεῖ δὲ καὶ ὤκιμον λεῖον σὺν ὄξει καὶ ῥοδίνῳ, ἢ κισσοῦ κόρυμβοι ἐν
ὄξει καὶ ῥοδίνῳ ἢ ἑρπύλλῳ δι' ὕδατος ἑψηθέντι καὶ προσλαβόντι πύ-
ρινον ἄλευρον, ἢ καρδάμωμον φρυγὲν καὶ λεανθὲν ὄξει καὶ ῥοδίνῳ,
ἢ ζύμη μετὰ ῥοδίνου, ἢ ἶρις ξηρὰ μετ' ὄξους. συνεχῶς δ' ἀλλασσέσθω
ἕκαστον τούτων· ἀπρακτεῖ γὰρ χρονίσαντα. ἐπίχριστα δὲ μετ' ὄξους
ἀλόη ἢ ἀμμωνιακὸν ἢ μαστίχη ἢ ἄρτος κεκαυμένος ἢ κροκόμαγμα καὶ
κηκὶς ἴσα μετ' ὄξους. ἐπὶ δὲ τῶν ἄνευ πυρετῶν κηκὶς καὶ κροκόμαγμα
μετ' οἴνου ἐπιχρίεται, ἢ δαφνίδων ἑξάγια βκαὶ πηγάνου φύλλωνβ,
νάπυος β, ἢ σμύρνης καὶ ἀλόης καὶ λιβάνου καὶ καστορίου καὶ
εὐφορβίου ἴσα μετ' ὄξους. – Μάλαγμα πρὸς κεφαλαλγίαν.
Κηροῦ ιζ, ἀμυγδαλίνου ἐλαίουγ, ἰοῦ ξυστοῦ, Κιμωλίας, χαλκίτεως
ἀνὰ δ, κισήρεως γ, χαλκοῦ κεκαυμένου, λεπίδος στομώματος ἀνὰ
β. ἐὰν δὲ δοκῇ σκληρότερον εἶναι, ἀμυγδαλίνῳ ἐλαίῳ μάλασσε. –
Πρὸς δὲ τὴν λεγομένην ἡμικρανίαν ποίει οὕτως.Τερεβιν-
θίνης, χαλκοῦ κεκαυμένου, κολοφωνίας, μίσυος ὠμοῦ ἐξ ἴσου· ἐμπλά-
στρῳ χρῶ. – Ἄλλο.Νάπυος δ, κηροῦ, τερεβινθίνης ἀνὰ β,

Ορειβάσιος ιατρός Eclogae medicamentorum


Ch. 1, se. 3, l. 5

σμῳ, ἢ ἁλῶν ἢ γλήχωνος μισγομένων τῷ ἄρτῳ μετὰ περσικοῦ φύλλων.


ποιεῖ δὲ καὶ ὤκιμον λεῖον σὺν ὄξει καὶ ῥοδίνῳ, ἢ κισσοῦ κόρυμβοι ἐν
ὄξει καὶ ῥοδίνῳ ἢ ἑρπύλλῳ δι' ὕδατος ἑψηθέντι καὶ προσλαβόντι πύ-
ρινον ἄλευρον, ἢ καρδάμωμον φρυγὲν καὶ λεανθὲν ὄξει καὶ ῥοδίνῳ,
ἢ ζύμη μετὰ ῥοδίνου, ἢ ἶρις ξηρὰ μετ' ὄξους. συνεχῶς δ' ἀλλασσέσθω
ἕκαστον τούτων· ἀπρακτεῖ γὰρ χρονίσαντα. ἐπίχριστα δὲ μετ' ὄξους
ἀλόη ἢ ἀμμωνιακὸν ἢ μαστίχη ἢ ἄρτος κεκαυμένος ἢ κροκόμαγμα καὶ
κηκὶς ἴσα μετ' ὄξους. ἐπὶ δὲ τῶν ἄνευ πυρετῶν κηκὶς καὶ κροκόμαγμα
μετ' οἴνου ἐπιχρίεται, ἢ δαφνίδων ἑξάγια βκαὶ πηγάνου φύλλωνβ,
νάπυος β, ἢ σμύρνης καὶ ἀλόης καὶ λιβάνου καὶ καστορίου καὶ
εὐφορβίου ἴσα μετ' ὄξους. – Μάλαγμα πρὸς κεφαλαλγίαν.
Κηροῦ ιζ, ἀμυγδαλίνου ἐλαίουγ, ἰοῦ ξυστοῦ, Κιμωλίας, χαλκίτεως
ἀνὰ δ, κισήρεως γ, χαλκοῦ κεκαυμένου, λεπίδος στομώματος ἀνὰ
β. ἐὰν δὲ δοκῇ σκληρότερον εἶναι, ἀμυγδαλίνῳ ἐλαίῳ μάλασσε. –
Πρὸς δὲ τὴν λεγομένην ἡμικρανίαν ποίει οὕτως.Τερεβιν-
θίνης, χαλκοῦ κεκαυμένου, κολοφωνίας, μίσυος ὠμοῦ ἐξ ἴσου· ἐμπλά-
στρῳ χρῶ. – Ἄλλο.Νάπυος δ, κηροῦ, τερεβινθίνης ἀνὰ β,
ἐλαίου παλαιοῦ α. – Κατάπλασμα εἰς ἡμικρανίαν.Δαφνίδων
λείων β, πηγάνου φύλλων β, νάπυος α. ὕδατι διεὶς κατάπλασσε. –
Τροχίσκος ὁ διὰ τῆς θαψίας πρὸς ἡμικρανίαν.

Ορειβάσιος ιατρός Eclogae medicamentorum Ch. 5, se. 1, l. 2

Πρὸς ῥεούσας τρίχας.

Λάδανον καὶ ἀδίαντον, ὃ καλοῦσι πολύτριχον, ἐπίχριε σὺν οἴνῳ


καὶ μυρσίνῳ πρὸ βαλανείου καὶ μετὰ βαλανεῖον· ἢ ἀλόην σὺν οἴνῳ
μέλανι αὐστηρῷ ἢ σμύρναν καὶ λάδανον σὺν οἴνῳ καὶ μυρσίνῳ. ἢ
σπυράθους καύσας ἐπ' ὀστράκου λείου μετ' ἐλαίου καὶ προξυρήσας
ἐπίχριε.

Ορειβάσιος ιατρός Eclogae medicamentorum Ch. 9, se. 1, l. 10

Περὶ τῶν ἐν ὀφθαλμοῖς παθῶν.

Ἄλειμμα τὸ λεγόμενον ὑγείδιον, ὅ τινες Ἀμμωνίου ἐκάλεσαν,


ποιοῦν πρὸς ἀρχομένας ὀφθαλμίας καὶ ἐπικαύματα καὶ κοιλώματα καὶ
πρὸς πᾶν ἕλκος καὶ ὑποπύους, συγχύσεις, χημώσεις, προπτώσεις καὶ
πρὸς τὰ χρόνια μυοκέφαλα, σταφυλώματα, ὀνύχια. ποιεῖ δὲ καὶ πρὸς
τὰς ὑφ' ὑδατίδων γινομένας φλεγμονάς, ἀνακαθαίρει τε καὶ ἀναπληροῖ
καὶ ἀπουλοῖ· τοὺς δὲ μὴ δυναμένους διά τινα αἰτίαν, ἤτοι διὰ πόνον
κεφαλῆς ἢ δι' ὀφθαλμοῦ, κοιμηθῆναι ἄγει εἰς ὕπνον γεννικῶς ὡς
ὑπνωτικὸν φάρμακον· χρῶ δ' ἢ μετ' ὠοῦ ἢ γάλακτος ἢ ὕδατος μέσῃ
κράσει ἢ παχυτέρῳ. καδμείας ιϛ, ψιμυθίου ϛ, καστορίου ϛ, νάρ-
δου Ἰνδικῆς δ, στίμμεως μ, ἀλόης ϛ, κασσίας δ, λεπίδος ε,
χαλκοῦ κεκαυμένου ιϛ, ῥόδων ἄνθους η, λυκίου Ἰνδικοῦ γ, λί-
θου σχιστοῦ δ, κρόκου ϛ, μολύβδου κεκαυμένου καὶ πεπλυμένου
η, ὀπίου δραχμαὶ γ, ἀκακίας μ, κόμμεως μη, ὕδωρ ὄμβριον· δε-
δοκιμασμένον ἄγαν.

Ορειβάσιος ιατρός Eclogae medicamentorum


Ch. 21, se. 3, l. 2

Πρὸς ἀντιάδας.

Κηκῖδος η, μίσυος β, ἁλῶν ὀπτῶν β· ξηρῷ χρῶ. – Ἄλλο.


Ὀμφακίῳ ξηρῷ λείῳ παράπτου. – Τὸ Μούσα ἰατρεῖον πρὸς
τὰ ἐν στόματι.Σχιστῆς, ἀλόης , σμύρνης, χαλκάνθου ἀνὰ ϛ, κυτί-
νων δ, κρόκου γ. ἔνιοι καὶ κροκόμαγμα β. εἰ δὲ μὴ παρείη
κροκόμαγμα, κρόκου ἄλλας β, καὶ σμύρνης ἄλλην α. λείου σὺν
οἰνομέλιτι καὶ χρῶ οὕτως.

Ορειβάσιος ιατρός Eclogae medicamentorum Ch. 23, se. 2, l. 3

Στοματικὴ ἀνθηρὰ πρὸς πάντα.

Κυπέρου η, σμύρνης, κροκομάγματος, σχιστῆς, ἴρεως ἀνὰ β,


σανδαράχης γ, κρόκου α. πάντα λεῖα μίξας χρῶ. – Τροχίσκος
ὁ Ἀνδρώνειος πρὸς κιονίδα.Κυτίνων ῥοᾶς, ἀριστολοχίας ἀνὰ
θ, κηκίδων δἢ η, ἀλόης δ, λιβάνου, σχιστῆς, χαλκάνθου ἀνὰ δ,
σμύρνης β. λείου διὰ γλυκέος καὶ χρῶ διὰ γλυκέος. – Ὀδόντων
σμήγματα.Ἀριστολοχίας ῥίζης, ἐλαφείου κέρατος κεκαυμένου, μα-
στίχης ὀλίγον. ἑνώσας χρῶ. – Πρὸς βρώματα ὀδόντων.Βρώ-
ματι ὀδόντων ἐντίθει στύρακα ἀναλαβὼν εὐφορβίῳ ἢ πέπερι μετὰ
χαλβάνης ἢ τὸ ἐντὸς τῆς κηκῖδος μετὰ μέλιτος ἢ ὀποπάνακα ἢ ὀπὸν
σιλφίου ἢ τὴν διὰ δύο πεπέρεων ἢ τὴν Φιλώνειον ἢ θεῖον ἄπυρον
μετ' ἴσου πεπέρεως· ἐγὼ δὲ μᾶλλον πύρεθρον ἢ σταφίδα ἀγρίαν ἐν-
θεῖναι προέκρινα μετὰ κατοχῆς. – Πρὸς ὀζοστόμους.Ἁλὸς ἀμ-
μωνιακοῦ, ἴρεως, κυπέρου ἴσα· διατρίψας ἐφ' ἱκανὸν τὰ οὖλα διακλυ-
ζέσθω οἴνῳ εὐώδει.

Ορειβάσιος ιατρός Eclogae medicamentorum


Ch. 38, se. 1, l. 5

Πρὸς ἀτονίαν καὶ ἀνορεξίαν στομάχου.

Ἀνορεξίας οὔσης καὶ ἀτονίας ἐν στομάχῳ, ὀσφραντὰ δεῖ προς-


άγειν ἤλεκτρον, ἡδύοσμον, γλήχωνα, ὕσσωπον, καταπλάσσειν δὲ τὸ διὰ
φοινίκων καὶ μήλων καὶ ἀλφίτων· πρὸς δὲ τὴν ἀτονίαν σὺν τούτοις
καὶ μαστίχης καὶ οἰνάνθης καὶ ἀψινθίου ἐπιμιγνύναι. μετὰ δὲ τὸ ῥω-
σθῆναι ποσῶς ποτίζειν ἀψινθίου ἀπόβρεγμα κυάθους βἢ ἀλόης α
ἢ τὴν πικράν· ἔστι δ' ἡ πικρὰ ἥδε· ἀλόης ρ, ἀσάρου, κρόκου, νάρ-
δου στάχυος, κινναμώμου, ξυλοβαλσάμου, μαστίχης ἀνὰ ϛ· δίδου
κοχλιάριον μεστὸν μεθ' ὕδατος κυάθοις γἢ ὑδρομέλιτι. – Πρὸς
δηγμὸν στομάχου, στόματος καὶ κοιλίας.Ἀνδράχνην καθεψή-
σας ὕδατι ὡς λειφθῆναι τὸ τρίτον, κοτύλην πρόσφερε πιεῖν ψυχρῷ ἢ
γαλακτώδει· ἢ ἀδίαντον, ὃ καὶ πολύτριχον καλεῖται, ὁμοίως εἰς ἀπο-
τρίτωσιν ἑψήσας, μίξας ῥοιᾶς ὀξείας χυλὸν καὶ βραχὺ ἐμπάσας ἡδυό-
σμου πότιζε. ἢ ῥόδων ἄνθος λεῖον ἐμπάσας ὕδατι πότιζε. – Πρὸς
ῥευματισμὸν στομάχου.Κατάπλασμα διὰ μέλιτος καὶ ἀλφίτου
[καὶ] πάλης καὶ φοινίκων καὶ ὀμφακίου καὶ μήλων, καὶ μάλιστα κυ

Ορειβάσιος ιατρός Eclogae medicamentorum


Ch. 38, se. 1, l. 6

Πρὸς ἀτονίαν καὶ ἀνορεξίαν στομάχου.

Ἀνορεξίας οὔσης καὶ ἀτονίας ἐν στομάχῳ, ὀσφραντὰ δεῖ προς-


άγειν ἤλεκτρον, ἡδύοσμον, γλήχωνα, ὕσσωπον, καταπλάσσειν δὲ τὸ διὰ
φοινίκων καὶ μήλων καὶ ἀλφίτων· πρὸς δὲ τὴν ἀτονίαν σὺν τούτοις
καὶ μαστίχης καὶ οἰνάνθης καὶ ἀψινθίου ἐπιμιγνύναι. μετὰ δὲ τὸ ῥω-
σθῆναι ποσῶς ποτίζειν ἀψινθίου ἀπόβρεγμα κυάθους βἢ ἀλόης α
ἢ τὴν πικράν· ἔστι δ' ἡ πικρὰ ἥδε· ἀλόης ρ, ἀσάρου, κρόκου, νάρ-
δου στάχυος, κινναμώμου, ξυλοβαλσάμου, μαστίχης ἀνὰ ϛ· δίδου
κοχλιάριον μεστὸν μεθ' ὕδατος κυάθοις γἢ ὑδρομέλιτι. – Πρὸς
δηγμὸν στομάχου, στόματος καὶ κοιλίας.Ἀνδράχνην καθεψή-
σας ὕδατι ὡς λειφθῆναι τὸ τρίτον, κοτύλην πρόσφερε πιεῖν ψυχρῷ ἢ
γαλακτώδει· ἢ ἀδίαντον, ὃ καὶ πολύτριχον καλεῖται, ὁμοίως εἰς ἀπο-
τρίτωσιν ἑψήσας, μίξας ῥοιᾶς ὀξείας χυλὸν καὶ βραχὺ ἐμπάσας ἡδυό-
σμου πότιζε. ἢ ῥόδων ἄνθος λεῖον ἐμπάσας ὕδατι πότιζε. – Πρὸς
ῥευματισμὸν στομάχου.Κατάπλασμα διὰ μέλιτος καὶ ἀλφίτου
[καὶ] πάλης καὶ φοινίκων καὶ ὀμφακίου καὶ μήλων, καὶ μάλιστα κυ-
δωνίων ἀκακίας τε καὶ οἰνάνθης καὶ ἀλόης καὶ σιδίων καὶ ὑγρᾶς

Ορειβάσιος ιατρός Eclogae medicamentorum


Ch. 38, se. 3, l. 4

ἢ τὴν πικράν· ἔστι δ' ἡ πικρὰ ἥδε· ἀλόης ρ, ἀσάρου, κρόκου, νάρ-
δου στάχυος, κινναμώμου, ξυλοβαλσάμου, μαστίχης ἀνὰ ϛ· δίδου
κοχλιάριον μεστὸν μεθ' ὕδατος κυάθοις γἢ ὑδρομέλιτι. – Πρὸς
δηγμὸν στομάχου, στόματος καὶ κοιλίας.Ἀνδράχνην καθεψή-
σας ὕδατι ὡς λειφθῆναι τὸ τρίτον, κοτύλην πρόσφερε πιεῖν ψυχρῷ ἢ
γαλακτώδει· ἢ ἀδίαντον, ὃ καὶ πολύτριχον καλεῖται, ὁμοίως εἰς ἀπο-
τρίτωσιν ἑψήσας, μίξας ῥοιᾶς ὀξείας χυλὸν καὶ βραχὺ ἐμπάσας ἡδυό-
σμου πότιζε. ἢ ῥόδων ἄνθος λεῖον ἐμπάσας ὕδατι πότιζε. – Πρὸς
ῥευματισμὸν στομάχου.Κατάπλασμα διὰ μέλιτος καὶ ἀλφίτου
[καὶ] πάλης καὶ φοινίκων καὶ ὀμφακίου καὶ μήλων, καὶ μάλιστα κυ-
δωνίων ἀκακίας τε καὶ οἰνάνθης καὶ ἀλόης καὶ σιδίων καὶ ὑγρᾶς
στυπτηρίας· ἢ ὑφαιρεῖν τὸ μέλι τε καὶ τὸ ἄλφιτον μιγνύειν τε κηρωτῇ
ῥοδίνῃ. – Πρὸς λυγμόν.Πρὸς δὲ λυγμὸν στομάχου ἀπὸ ψύξεως
ἐπιτιθέναι ἔλαιον διὰ πηγάνου καὶ κυμίνου καὶ ἀψινθίου ἐν ἐρίῳ.
λυγμὸν δι' ἔνδειαν γεγονότα τροφὴ ἀποικονομεῖ. λυγμὸν δι' ὑπερπλή-
ρωσιν ἔμετος ἀπαλλάσσει καὶ τῶν ἄκρων διάδεσις καὶ κατοχὴ πνεύ-
ματος ἔντασίς τε καὶ ἀναφώνησις μετὰ πλείονος κραυγῆς καὶ σύντονος
καὶ μακρὸς περίπατος καὶ ταχεῖα μετεώρισις, καὶ ἔτι μᾶλλον ἱππασία
σικύαι τε μετὰ πλείονος φλογὸς τῷ τε στήθει καὶ τῷ μεταφρένῳ
κολλώμεναι. λυγμὸν τὸν ἐπὶ πυρετοῖς τὰ αὐτά πως βοηθήματα παύει.

Ορειβάσιος ιατρός Eclogae medicamentorum Ch. 42, se. 1, l. 3

Πρὸς σιαλισμὸν στομάχου.

Ὄξος σκίλλινον ἢ ἁλμάδων ἐλαιῶν ζωμὸς ἢ θαλλίων ἀφέψημα


ἢ κηκίδων ὀμφάκων ἢ ὀμφάκιον ὕδατι διειμένον ἢ στυπτηρία σχιστὴ
ὡσαύτως· πάντων δὲ μᾶλλον ποιεῖ ἀλόη διειμένη ὕδατι· καὶ τὰ
ἁπαλὰ δὲ φύλλα τῆς ἐλαίας διαμασηθέντα πάνυ ἁρμόζει.
Ορειβάσιος ιατρός Eclogae medicamentorum Ch. 45, se. 1, l. 7

Περὶ ἐμπνευματώσεως στομάχου.

Πνευματοῦται ὁ στόμαχος ἤτοι τῇ κοιλίᾳ συνδιατιθέμενος ἢ τῷ


κόλῳ, καὶ σοφίζεται τοὺς πολλοὺς διὰ τὸ τὰς ἐκ τῆς πνευματώσεως
ὀδύνας εἰς αὐτὸν ἐρείδειν ὡς αὐτὸς προηγουμένην ἀναδεδεγμένος
πεῖσιν. εἰ μὲν οὖν μετὰ τροφὴν συμβαίνοι, προχειρότατόν ἐστι βοή-
θημα ἔμετος τῆς τροφῆς. ἐπιθετέον δ' ἔξωθεν ἔριον ἐλαίῳ δεδευμένον,
ἐν ᾧ ἡψήθη κύμινον καὶ πήγανον καὶ ἀψίνθιον. προσεμπεπάσθω δὲ
σελίνου σπέρμα ἢ σίνωνος· ποτίζειν δ' ἀλόης αἢ καστορίου α,
παρ' ὅλον τε τὸν χρόνον τῆς θεραπείας ὑδροποσία ὀνίνησιν, ἔσθ' ὅτε
αὐτοτελὲς βοήθημα ὑπάρχον. – Κηρωτή.Κηρωτὴ στομαχική. κηροῦ
ι, ἀμμωνιακοῦ θυμιάματοςι, κολοφωνίαςδ, κρόκου, κυπέρου,
ἴρεως, καρδαμώμου, λιβάνου, ἀλόης ἀνὰ δ, ναρδίνου ἢ μηλίνου ἢ
ῥοδίνουϛ. ὄξει λείου τὸ ἀμμωνιακὸν ἢ οἴνῳ. – Πρὸς ἀτονίαν
στομάχου.Ῥοιὰς ὡρίμους εἢ ϛὅλας κόψας ἐπίχεε ὕδατος ξ̸ γ
ὀμβρίου καὶ ἕψει εἰς ἀποτρίτωσιν, εἶτ' ἐκθλίψας καὶ ῥίψας ἕψει πάλιν
τὸ ὕδωρ ἕως συστάσεως, καὶ δίδου ἐξ αὐτοῦ τῷ ἀσθενοῦντι κοχλιά-
ριον αἢ βἢ γ, ἀπυρέτοις μετ' οἴνου, πυρέσσοντι δὲ μεθ' ὕδατος. –
Ἄλλο πρὸς ἀτονίαν στομάχου.Ῥοιὰς ὀξείας καὶ γλυκείας καὶ

Ορειβάσιος ιατρός Eclogae medicamentorum Ch. 45, se. 2, l. 3

Πνευματοῦται ὁ στόμαχος ἤτοι τῇ κοιλίᾳ συνδιατιθέμενος ἢ τῷ


κόλῳ, καὶ σοφίζεται τοὺς πολλοὺς διὰ τὸ τὰς ἐκ τῆς πνευματώσεως
ὀδύνας εἰς αὐτὸν ἐρείδειν ὡς αὐτὸς προηγουμένην ἀναδεδεγμένος
πεῖσιν. εἰ μὲν οὖν μετὰ τροφὴν συμβαίνοι, προχειρότατόν ἐστι βοή-
θημα ἔμετος τῆς τροφῆς. ἐπιθετέον δ' ἔξωθεν ἔριον ἐλαίῳ δεδευμένον,
ἐν ᾧ ἡψήθη κύμινον καὶ πήγανον καὶ ἀψίνθιον. προσεμπεπάσθω δὲ
σελίνου σπέρμα ἢ σίνωνος· ποτίζειν δ' ἀλόης αἢ καστορίου α,
παρ' ὅλον τε τὸν χρόνον τῆς θεραπείας ὑδροποσία ὀνίνησιν, ἔσθ' ὅτε
αὐτοτελὲς βοήθημα ὑπάρχον. – Κηρωτή.Κηρωτὴ στομαχική. κηροῦ
ι, ἀμμωνιακοῦ θυμιάματοςι, κολοφωνίαςδ, κρόκου, κυπέρου,
ἴρεως, καρδαμώμου, λιβάνου, ἀλόης ἀνὰ δ, ναρδίνου ἢ μηλίνου ἢ
ῥοδίνουϛ. ὄξει λείου τὸ ἀμμωνιακὸν ἢ οἴνῳ. – Πρὸς ἀτονίαν
στομάχου.Ῥοιὰς ὡρίμους εἢ ϛὅλας κόψας ἐπίχεε ὕδατος ξ̸ γ
ὀμβρίου καὶ ἕψει εἰς ἀποτρίτωσιν, εἶτ' ἐκθλίψας καὶ ῥίψας ἕψει πάλιν
τὸ ὕδωρ ἕως συστάσεως, καὶ δίδου ἐξ αὐτοῦ τῷ ἀσθενοῦντι κοχλιά-
ριον αἢ βἢ γ, ἀπυρέτοις μετ' οἴνου, πυρέσσοντι δὲ μεθ' ὕδατος. –
Ἄλλο πρὸς ἀτονίαν στομάχου.Ῥοιὰς ὀξείας καὶ γλυκείας καὶ
σέρεως χυλοῦ ἴσα μίξας προσέμπασον βραχὺ ἡδυόσμου καὶ πότιζε,
καταρροφεῖν δ' ἐκ διαλειμμάτων βραχέων· ἢ οἰνάνθην λείαν ἔμπασσε
τῷ ποτῷ μετὰ στάχυος νάρδου. ἁρμόζει δὲ καὶ σέριν ἐσθίειν καὶ καυ-
λὸν θριδακίνης. – Τὸ διὰ καλαμίνθης ὀξύπορον.Πεπέρεωςα,

Ορειβάσιος ιατρός Eclogae medicamentorum Ch. 45, se. 11, l. 2

μέλιτος τὸ ἀρκοῦν. τῷ ὄξει λειοῦται κύμινον, ζιγγίβερι, νίτρον· ἔνιοι


δὲ νίτρον οὐ βάλλουσιν. – Ἄλλο πεπτικόν.Ἁλῶν ξ̸ α, σιλφίου
β, πεπέρεωςβ, πετροσελίνουα, σεσέλεως, καρώου, γλήχωνος,
ἄμεως, ζιγγιβέρεως, σταφυλίνου σπέρματος, σίνωνος ἀνὰα, λιγυστι-
κοῦ ϛ, σελίνου ῥίζης α. – Πεπτικὸν κάλλιον τοῦ Διοσπο-
λίτου.Κυμίνου Θηβαϊκοῦβ, καρδαμώμου, πεπέρεως, ἀσάρου, ζιγγι-
βέρεως, πετροσελίνου ἀνὰα, πηγάνου σπέρματος δ, ὄξους 𐆂ο α,
μέλιτος 𐆂ο β. – Ἄλλο ὀξύπορον.Πηγάνου φύλλων χλωρῶν λβ,
κυμίνου ιγ, λιγυστικοῦ, καρώου, σελίνου σπέρματος, πεπέρεως, ζιγγι-
βέρεως, ἑλενίου, νίτρου ἀνὰ η. – Κηρωτὴ στομαχική.Ἀψιν-
θίου, ἀλόης , μαστίχης, στύρακος, κηροῦ, νάρδου μύρου ἢ ῥοδίνου. –
Καυσουμένοις στόμαχον χρονίως.Γλυκυρρίζης ἀφέψημα ἢ τὴν
ῥίζαν ἐμπάσσοντα δοτέον ποτῷ, ἢ ἑλίκων ἀμπέλου ἀφέψημα ἢ ἀπό-
βρεγμα, ἢ ἀνδράχνης χυλόν· μεθ' ὕδατος δὲ χυλίζεται. οἱ δὲ χολὴν
μέλαιναν γεννῶντες πινέτωσαν γλήχωνος ἀφέψημα ἢ ὕδωρ ἐν ᾧ
σίδηρος ἐσβέσθη. – Πρὸς δηγμὸν στομάχου.Γάλα γυναικεῖον
θηλαζόμενον, σόγχου χυλὸς μετὰ μήκωνος ἢ ἀμύγδαλα πικρὰ ἢ σικύου
σπέρμα προσενεκτέον. – Τὸ διὰ κυδωνίων πεπτικόν.Ὀξυμέλι-
τος, χυλοῦ κυδωνίων ἀνὰ ξ̸ β, πεπέρεως, ζιγγιβέρεως ἀνὰϛ. ἔνιοι
καὶ πετροσελίνουβ. βέλτιον δὲ γίνεται σκιλλίνου ὄξους λαβόν. τινὲς
δὲ τὰ κυδώνια τῷ ὄξει καθεψήσαντες οὕτως σκευάζουσιν. –

Ορειβάσιος ιατρός Eclogae medicamentorum Ch. 45, se. 17, l. 4

σώπου, πηγάνου, ὀριγάνου ἀνὰ δεσμίδιον. νυχθήμερα εβραχέντα ἐν


τῷ ὄξει ἑψεῖται ἕως μελιτώδους συστάσεως καὶ ἐκπιασθέντα ῥίπτεται,
τῷ δ' ὄξει μίγνυται μέλιτος ξ̸ α, καὶ πάλιν ἑψεῖται ἕως μελιτώδους
συστάσεως· ὅταν δ' εὖ ἔχῃ, ἐμπάσσεται ἀσάρου, μήου, πεπέρεως λευ-
κοῦ ἀνὰβ. ἡ δόσις πρωῒ καὶ εἰς κοίτην. – Διὰ μαστίχης
ἐπίθεμα.Τερεβινθίνης, μαστίχης ἀνὰδ, ταυρείου στέατος καὶ
κηροῦ ἀνὰθ, μέλιτος, νάρδου μύρου ἀνὰα. – Ἐπίθεμα τὸ διὰ με-
λιλώτου.Μελιλώτωνη, ἀμμωνιακοῦγ, βδελλίουγ, μυροβαλάνου,
οἰνάνθης ἀνὰβ, κρόκου, σμύρνης, λιβάνου, κυπέρου, ἴρεως, καρθα-
μώμου, κασσίας, νάρδου Κελτικῆς, ἀλόης ἀνὰα, κηροῦα, τερεβιν-
θίνηςιϛ, νάρδου μύρουα. εἰ δὲ δέοι ποτέ, καὶ ὀποβαλσάμουβ·
ὄξει ἢ οἴνῳ. – Ἡ πανθεία.Τηλίνου ἀλεύρου ξ̸ α, ἀλθαίας σπέρμα-
τος ξ̸ α, ψυλλίου ξ̸ α, στέατος χηνείου προσφάτουα, κρόκου, φύλλου,
ἀλόης , χαμαιμήλου ἀνὰγ, μελιλώτου, βερενικαρίου νίτρου, ῥόδων
ξηρῶν, ἀμώμου, στύρακος, σμύρνης, κυπέρου ἀνὰβ, λίθου Ἀσσίου
ἄνθους, καρθαμώμου, ναρδοστάχυος ἀνὰα, λιβάνου, ἀφρονίτρου
λείου, κόστου ἀνὰα. κόψας σήσας λείου, εἶτα μίσγε τὸ χήνειον.
ἐπὶ δὲ τῆς χρήσεως τοῦ φαρμάκουδ, κηροῦη, ῥοδίνουγ, λινο-
σπέρμου χυλοῦη. – Ἀνηθίνη κηρωτή.Ἐλαίου ξ̸ α, ὕδατος ξ̸ ,
στέατοςϛ, κηροῦδ, ἀνήθουδ, χαμαιμήλουγ, σκίλληςγ,

Ορειβάσιος ιατρός Eclogae medicamentorum Ch. 85, se. 5, l. 2

στυπτηρίας σχιστῆς ιϛ. λείου μετ' ὄξους ἐφ' ἱκανὰς ἡμέρας. ποιεῖ δὲ
καὶ πρὸς νομὰς καὶ ἐπουλίδας, καταστέλλει καὶ τὰ ὑπερσαρκοῦντα,
χνοῦς δὲ διὰ μήλης κατουλοῖ. – Ἄλλο ἴσχαιμον.Μίσυος ὠμοῦ
𐆂 α, πολυγόνου χυλοῦ ξηροῦα, στυπτηρίας σχιστῆςγ. ὄξει συλλεά-
νας ποίει τροχίσκους, πρὸς δὲ τὴν χρείαν ὄξει λύσας βρέχε σπόγγον
καὶ ἐπιτίθει τῷ αἱμορραγοῦντι ἕλκει. – Ἄλλο ῥᾳδίως κατέχον
αἱμορραγίας.Χαλκίτεως κ, λιβανωτοῦ ἢ μάννης ιϛ, ῥητίνης
ξηρᾶς η, γύψου προσφάτου η. τὰ μὲν ἄλλα κόψας καὶ σήσας
ἀπόθου ἐν πυξίδι χαλκῇ ἢ σιδηρᾷ, τὴν δὲ γύψον, ὅταν μέλλῃς τῷ
φαρμάκῳ χρῆσθαι, τότε λειώσας μίγνυε. – Ἄλλα ἴσχαιμα ἁπλᾶ.
Αἱμορραγίαν ἵστησιν ἕκαστον τούτων καθ' αὑτό· ἀλόη, λιβανωτός, ἰὸς
σιδήρου, κόπρος αἰγεία ξηρά, ὀνεία, ἱππεία. καὶ καυθεῖσαι δὲ ποιοῦσιν
ἄσφαλτος, βατράχου κεκαυμένου σποδός, φρύνου, ὀθονίου κεκαυμένου
σποδός, διφρυγοῦς λίθου καὶ κηκίδων διφρυγῶν ὄξει ἐσβεσμένων,
στυπτηρία πᾶσα, μυρσίνη ξηρά, χαλκῖτις, σπόγγος βραχεὶς ὑγροπίσσῃ
καὶ καυθείς, ἀμπέλου φλοιὸς ἢ φύλλα ξηρά.

Ορειβάσιος ιατρός Eclogae medicamentorum Ch. 86, se. 5, l. 3

ὕδατος ἢ ὠοῦ τὸ λευκόν· ὡσαύτως βολβοὶ σὺν χυλῷ πράσου ἢ σὺν


ὄξει. πρὸ δὲ τούτων ἁρμόζει διάδεσις χειρῶν καὶ σκελῶν καὶ ἀναγαρ-
γαρισμὸς ὕδατος ψυχροῦ κεκραμένου ὄξει. – Ἄλλο.Μυκτήρων αἱ-
μορραγίαν στέλλει πράσου χυλὸς ἐλλυχνίῳ ἀναληφθεὶς μετὰ λιβανω-
τοῦ κεκαυμένου. – Ἄλλο ἴσχαιμον.Σπόγγον καινὸν ὑγρᾷ πίσσῃ
διαβρέξας καῦσον ἐν χύτρᾳ καὶ τῇ σποδιᾷ μῖξον ἴσον ἑκάστου μίσυος,
χαλκίτεως, χαλκάνθου κεκαυμένων πάντων. – Ἴσχαιμον καθόλου
πρὸς πᾶσαν διαίρεσιν.Θεῖον ἄπυρον μετ' ἴσου λιβανωτοῦ· ποιεῖ
δὲ καὶ καθ' αὑτὸν ὁ λιβανωτός. – Ἴσχαιμον ἀφλέγμαντον
ποιοῦν, πολλάκις δὲ καὶ τὰς ἀπ' ἀρτηριῶν αἱμορραγίας
ἔστησεν.Ἀλόην μετὰ λιβανωτοῦ διπλασίονος λεάνας σὺν τῷ λευκῷ
τοῦ ὠοῦ καὶ ἀναλαβὼν λαγῴαις θριξὶν ὡς ὅτι πλεῖστον ἐπιτίθει. –
Ἴσχαιμον παρὰ Πλατυσήμου·ποιεῖ δὲ καὶ πρὸς νομὰς τάς τε
ἐν αἰδοίοις καὶ τὰς λοιπὰς περιαιρεῖ τε τύλους καὶ χοιράδας μέλιτι
καὶ ἐλαίῳ φυραθέν. Θείου ἀπύρου, ἀρσενικοῦ, σανδαράχης, ἀσβέστου
ζώσης ἴσα πάντα. – Ἴσχαιμον ἰσχυρόν.Πιτυΐνην ξηρὰν λειώσας
ἐπιτίθει ἤτοι καθ' αὑτὴν ἢ μετὰ μάννης. θρόμβους τοὺς ἐν βάθει δια-
λύει πινόμενον, ἢ ἐν κοιλίᾳ ἢ ἐν κύστει κονία συκίνη μεθ' ὕδατος,
θύμος ἐν ὀξυκράτῳ ἢ θύμβρα, σίλφιον μετ' ὀξυκράτου, ὀποῦ Παρθι-
κοῦ ὀροβιαῖον μέγεθος.

Ορειβάσιος ιατρός Eclogae medicamentorum Ch. 87, se. 2, l. 3

δ, λιβάνουγ, μίσυοςα, χαλκίτεωςδ, ὄξους 𐆂ο ϛ. λείου ἐν


ἡλίῳ θερινῷ, ἕως τὸ πλεῖστον τοῦ ὄξους ἀναλωθῇ, εἶτ' ἐπίβαλλε τὸν
λιβανωτὸν καὶ πάλιν συλλέαινε· ἐπειδὰν δὲ τὸ ὄξος ἀναλωθῇ, ποίει
κηρωτὴν ἀπὸ κηροῦιγκαὶ ἐλαίουιηκαὶ χαλβάνηςβκαὶ ἀνα-
ξύσας μίγνυε μαλάσσων. εἰ δὲ μὴ νύγματα εἴη, ἀλλὰ διαίρεσις, καὶ
μάλιστα ὅπου νεῦρα γυμνά ἐστιν, ἀντὶ χαλβάνης τερεβινθίνηςββάλε,
ἔμπλασσε καὶ θεράπευε δὶς τῆς ἡμέρας ἄνωθεν ἔρια δι' ὀξελαίου ἐπι-
τιθείς, πρὸς δὲ τὰς ἁπλᾶς διαιρέσεις ἡ κηρωτὴ ἔστω ἀπὸ κηροῦιϛ
καὶ ἐλαίουβ. τοῦτό ἐστι τὸ κίσσινον. – Ἡ Ἰνδή.Ἰοῦ ξυστοῦ
ϛ, κηκῖδος, χαλκάνθου, μίσυος, στυπτηρίας σχιστῆς καὶ στρογγύλης,
χαλκίτεως ὀπτῆς, λεπίδος χαλκῆς ἀνὰγ, ἀλόης α, σμύρνηςα,
λεπίδος σιδήρουε, ψιμυθίουϛ, λιθαργύρουα, κηροῦ, κολοφωνίας,
πίσσης, ἀσφάλτου ἀνὰιε, ἐλαίουα, ὄξους τὸ ἀρκοῦν. – Ἡ φαιὰ
Γαληνοῦ ἤτοι κιρρά.Ἐλαίου παλαιοῦδ, λιθαργύρουγ, ὄξους
𐆂 β, λεπίδος χαλκῆς μελαίνηςβ, χαλκίτεωςβ, ἰοῦβ. τὰ ξηρὰ
λείου ἐφ' ἱκανὰς ἡμέρας, τὴν δὲ λιθάργυρον ἐν τῷ ὀξελαίῳ ἕψει, ἕως
ἐπὶ ποσὸν συστῇ, καὶ τότε ἐπίβαλλε τὰ λειωθέντα ἐν τῷ ὄξει μεταλ-
λικὰ καὶ ἕψε μαλακῶς ἕως ἀμολύντου. τὸ ἐν τῇ λειώσει ὄξος οὐ χρὴ
τοῦ ἐν τῇ ἑψήσει ὑφαιρεῖν. αὕτη κόλπους μὲν κολλᾷ καὶ σύριγγας
ξηραίνει, τηκομένη δὲ μετ' ἐλαίου καὶ τῶν ἑλκῶν τὰ δυσαλθῆ ἐκπές-
σει καὶ πυοποιεῖ. δῆλον δ' ὅτι τὸν ἐπίδεσμον ἐπὶ τῶν

Ορειβάσιος ιατρός Eclogae medicamentorum Ch. 87, se. 4, l. 8

τοῦ ἐν τῇ ἑψήσει ὑφαιρεῖν. αὕτη κόλπους μὲν κολλᾷ καὶ σύριγγας


ξηραίνει, τηκομένη δὲ μετ' ἐλαίου καὶ τῶν ἑλκῶν τὰ δυσαλθῆ ἐκπές-
σει καὶ πυοποιεῖ. δῆλον δ' ὅτι τὸν ἐπίδεσμον ἐπὶ τῶν κόλπων ἀπὸ
τοῦ πυθμένος ἀρχόμενοι ἄξομεν ἐπὶ τὰ στόμια. – Τὸ μελάγχλω-
ρον νύγμασι, νευροτρώτοις καὶ πᾶσι τοῖς ἐναίμοις·κολλᾷ
γὰρ ἀφλέγμαντα τηρῆσαν, ποιεῖ δὲ καὶ πρὸς χρόνια ἕλκη πρεσβυτικά
τε καὶ εὐνούχων, ἔτι δὲ πρὸς τὰ περὶ ἕδραν, μασχάλας, βουβῶνας,
τράχηλον, αἰδοῖον. Χαλκοῦ κεκαυμένου, κηκῖδος, ἀριστολοχίας στρογ-
γύλης, ἁλὸς ἀμμωνιακοῦ, λεπίδος χαλκῆς, στυπτηρίας σχιστῆς καὶ
ὑγρᾶς ἢ στρογγύλης, μίσυος, χαλκάνθου, χαλκίτεως, ἰοῦ ξυστοῦ, καδ-
μείας, ἀλόης , σμύρνης, λιβάνου, πάνακος ῥίζης, λιθαργύρου, ψιμυθίου
ἴσα πάντα. λειοῦται ἐν ἡλίῳ θέρους ὥρᾳ μετ' ὄξους ἐφ' ἱκανὰς ἡμέ-
ρας καὶ πλάσσεται εἰς τροχίσκους, καὶ ἐπὶ τῆς χρείας λειοῦται ὄξει
διούγγιον τοῦ φαρμάκου καὶ ἀναλαμβάνεται κηρωτῇ ἐχούσῃ κηροῦ
ϛ, κολοφωνίας τῆς φρυκτῆς καλουμένηςϛ, ἐλαίου ἐπὶ μὲν τῶν
ἁπλῶν τραυμάτων καὶ τῶν λοιπῶν ἑλκῶν μυρσίνουη, ἐπὶ δὲ τῶν
νευροτρώτων παλαιοῦ. – Ἡ δι' ὀξελαίου.Λιθαργύρουβ, ὄξους
𐆂 δ, ἐλαίου παλαιοῦδ· εἰ δὲ τοῦ ἐλαίου καὶ τοῦ ὄξους ἀνὰϛ
λάβοι, δι' ὅλης μὲν ἡμέρας ἑψεῖται καὶ μέλαν ἀποτελεῖται ὥσπερ
ἄσφαλτος, ξηραντικώτατον δὲ γίνεται ὡς καὶ σύριγγας τὰς περὶ τρά-
χηλον ἰᾶσθαι καὶ χοιράδας ἔναιμά τε κολλᾶν καὶ τὰ λοιπὰ

Ορειβάσιος ιατρός Synopsis ad Eustathium filium B. 3, ch. 199, se. 1,


l. 1

Καθαρτήρια. – Γαληνοῦ ἡ πικρά.

Ἀλόης ρ, κινναμώμου, νάρδου στάχυος, ξυλοβαλσάμου, μαστίχης,


ἀσάρου, κρόκου ἀνὰ ϛ. ἐγὼ δ' ἀλόης μὲν Ϟ, κρόκου δὲ εβαλὼν
οὕτως αὐτῷ χρῶμαι. ἡ δόσις ἐστὶ α.

Ὑπακτικὴ γαστρὸς ἢ καθαρτική.

Ζιγγιβέρεως, σκαμμωνίας ἀνὰα, ἁλῶν ἀμμωνιακῶνδ, ἀλόης


δ, ὄξους, γάρου ἀνὰ ο α.

Κοκκάρια ὑγιεινά, στομαχικά, γαστρὸς ὑπακτικὰ μάλιστα·

περιγράφει δὲ καὶ τύπους. Ἀλόηςα, ἀψινθίου χυλοῦγ, σκίλλης


ἐγκαρδίουα. τὴν σκίλλαν ἐμβαλὼν ζύμῃ καὶ ὀπτήσας ὥστε ἑψηθῆναι,
τὴν σκίλλαν ἐξελὼν καὶ ἐξινιάσας στάθμισον καὶ βαλὼν εἰς ὅλμον
εὐτόνως κόψον, ἐπεμβαλὼν τὸν χυλὸν τοῦ ἀψινθίου, καὶ τὴν ἀλόην
λελειωμένην προσεμπάσας ἀναλάμβανε μαλάξας ὥστε ἑνωθῆναι, καὶ
ποιήσας ζύμην ἀνελοῦ καὶ ἀποθέμενος πλάσσε κοκκάρια ἐρεβίνθου τὸ
μέγεθος καὶ δίδου τοῖς ἀπὸ νόσου μακρᾶς δυσαναλήπτως ἔχουσιν.

Ορειβάσιος ιατρός Libri ad Eunapium (lib. 1-4) B. 1, ch. 11, se. 16, l.
2

διάθεσις, προσφέρεσθαι μὴ κωλυέσθωσαν. διὰ δὲ τὰ ὀρρώδη καὶ φλεγ-


ματώδη περιττώματα σελίνῳ καὶ μέλιτι καὶ τῷ οἴνῳ τῷ λεπτῷ τὴν
οὔρησιν ἐφ' ἡμέρας προτρεπέτω. τὴν γαστέρα δ' ἐπεχομένῳ ὑπάγειν
ἔλαιον διδόντας πρὸ τῶν σιτίων καταρροφᾶν καί ποτε καὶ κάτωθεν
ἐνιέντας· μαλάττει τε γὰρ τὰ περιττώματα καὶ ὄλισθον ἐμποιεῖ· φεύ-
γειν δὲ τοὺς δριμεῖς κλυστῆρας ὡς ξηραίνοντας τὸ ἔντερον. ὑπάγει
δὲ καὶ τὰ λάχανα πρὸ τῶν ἄλλων σιτίων ἐσθιόμενα γαρελαίῳ καὶ
σῦκα καὶ κοκκύμηλα καὶ τὰ ὅμοια τούτοις προεσθιόμενα· χειμῶνος δ'
ἰσχάδες καὶ ἐλαῖαι ἁλμώδεις καὶ ἡψημένα ἢ διαβεβρεγμένα Δαμάσκηνα
ξηρὰ μελικράτῳ καλὸν ἔχοντι τὸ μέλι καὶ δαψιλές. οὐ μήν, ὥσπερ
εἰώθασί τινες, συμβουλεύσαιμι ἂν ἀλόης αὐτῆς λαμβάνειν ἢ τῆς πικρᾶς

ἄνευ τινὸς ἀνάγκης μεγάλης· κἂν γὰρ παρὰ μίαν ἡμέραν ἡ γαστὴρ
ἐπ' αὐτῶν ποιοίη, μηδὲν φαρμακῶδες προσφέρειν· ἐπὶ πλέον δ' ἐπε-
χομένης, ἀρκέσει τῇ τρίτῃ διδόναι τῆς λινοζώστεως καὶ τοῦ κνήκου
σὺν πτισάνῃ καὶ τερεβινθίνης καρύου Ποντικοῦ μέγεθος, πολλάκις δὲ
καὶ δύο καὶ τρία· μετὰ γὰρ τοῦ λαπάττειν καλῶς τόν τε πνεύμονα
καὶ τοὺς νεφροὺς καὶ τὰ ἄλλα σπλάγχνα διακαθαίρει. καλὸν δὲ καὶ
τὸ διὰ τῶν ἰσχάδων τῶν λιπαρῶν καὶ τοῦ κνήκου· ἀφαιρείσθω δ' ἀμ-
φοτέρων τὰ ἔξωθεν περικείμενα καὶ ὁμοῦ κοπτέσθω· πολλαπλασίων
δ' ἔσται ἡ ἰσχὰς τῷ σταθμῷ τοῦ κνήκου, καὶ διδόσθω δύο ἢ τριῶν
ἰσχάδων μέγεθος. ἀμείβειν δὲ δεῖ τὴν χρῆσιν τούτων·

Ορειβάσιος ιατρός Libri ad Eunapium (lib. 1-4) B. 4, ch. 137, se. 2, l.


1

Ἡ πικρὰ Γαληνοῦ.

Ἀλόης ρ, κινναμώμου, νάρδου στάχυος, ξυλοβαλσάμου, μαστίχης,


ἀσάρου, κρόκου ἀνὰ ϛ. ἐγὼ δ' ἀλόης μὲν Ϟ, κρόκου δὲ εβαλὼν
οὕτως αὐτῷ χρῶμαι. ἡ δόσις αἐν ὕδατι.

Τὰ διὰ τῆς ἀλόης Γαληνοῦ καταπότια καθαρτικά.

Κολοκυνθίδος μέρος α, ἀλόης καὶ σκαμμωνίας ἑκατέρων β, ἀψινθίου


χυλοῦ μέρος α.

Ορειβάσιος ιατρός Libri ad Eunapium (lib. 1-4)


B. 4, ch. 138, se. t, l. 1

λιακούς, δυσεντερικούς, καταρροϊζομένους.

Κρόκου, καστορίου, ἀσάρου, ὑοσκυάμου σπέρματος, ὀπίου, στύρακος


ἀνὰ δμέλιτι ἀναλαβὼν χρῶ· ἔνιοι ὑοσκυάμου τὸ ἥμισυ.

Ἡ Φίλωνος.

Κρόκου ε, πυρέθρου, εὐφορβίου, νάρδου στάχυος ἀνὰ α, πε-


πέρεως λευκοῦ κ, ὑοσκυάμου κ, ὀπίου ι.

Ἡ πικρὰ Γαληνοῦ.

Ἀλόης ρ, κινναμώμου, νάρδου στάχυος, ξυλοβαλσάμου, μαστίχης,


ἀσάρου, κρόκου ἀνὰ ϛ. ἐγὼ δ' ἀλόης μὲν Ϟ, κρόκου δὲ εβαλὼν
οὕτως αὐτῷ χρῶμαι. ἡ δόσις αἐν ὕδατι.

Τὰ διὰ τῆς ἀλόης Γαληνοῦ καταπότια καθαρτικά.

Κολοκυνθίδος μέρος α, ἀλόης καὶ σκαμμωνίας ἑκατέρων β, ἀψινθίου


χυλοῦ μέρος α.

Ἡ ἱερά.

Σικυωνίας τῶν ἐντὸς κ, χαμαίδρυος, ἀγαρικοῦ ἀνὰ ι, σαγα-


πηνοῦ, ὀποπάνακος ἀνὰ η, πετροσελίνου, ἀριστολοχίας στρογγύλης,
πεπέρεως λευκοῦ ἀνὰ γ, κινναμώμου, στάχυος, κρόκου, σμύρνης,
πολίου ἀνὰ δ· μέλιτι δεύσας τὸ πλεῖστον δίδου δ.

Ορειβάσιος ιατρός Libri ad Eunapium (lib. 1-4) B. 4, ch. 138, se. 1, l.


1

Ἡ πικρὰ Γαληνοῦ.

Ἀλόης ρ, κινναμώμου, νάρδου στάχυος, ξυλοβαλσάμου, μαστίχης,


ἀσάρου, κρόκου ἀνὰ ϛ. ἐγὼ δ' ἀλόης μὲν Ϟ, κρόκου δὲ εβαλὼν
οὕτως αὐτῷ χρῶμαι. ἡ δόσις αἐν ὕδατι.

Τὰ διὰ τῆς ἀλόης Γαληνοῦ καταπότια καθαρτικά.

Κολοκυνθίδος μέρος α, ἀλόης καὶ σκαμμωνίας ἑκατέρων β, ἀψινθίου


χυλοῦ μέρος α.

Στέφανος ιατρός Commentarii in priorem Galeni librum


therapeuticum ad Glauconem (0724: 001)“Scholia in Hippocratem et
Galenum, vol. 1”, Ed. Dietz, F.R.Königsberg: Borntraeger, 1834, Repr.
1966.Vol. 1, p. 325, l. 4

Ἐφ' ὧν ἐστι τοῦ ἀγγείου ῥῆξις, ὡς διὰ τούτου γίνε-


σθαι τὴν αἱμοῤῥαγίαν, ἐπὶ τούτων χρὴ τοῖς καλουμένοις
ἰσχαίμοις φαρμάκοις κεχρῆσθαι. ταῦτα δὲ συστέλλει τὰς
αἱμοῤῥαγίας, ἢ τὸ στύφειν τε καὶ πυκνοῦν, ὃ ποιεῖ τὸ
ὀξύκρατον καὶ ἡ τοῦ ψυχροῦ ὕδατος χρῆσις, ἢ τὸ παρεμ-
πλάττειν, ὥσπερ τὸ διὰ τοῦ πομφόλυγος καὶ ἀμύλης καὶ
ψιμμιθίου καὶ λιβανωτοῦ καὶ ἀλόης καὶ ὠοῦ τὸ λευκὸν,
ἢ τὸ καίειν τε καὶ ἐσχαροῦν, ὡς τὰ διὰ τῆς χαλκίτεως,
καὶ μίσυϊ καὶ χαλκάνθῳ, ἐφ' ὧν ἐσχάρα γεγονυῖα τόν τε
πόρον ἀπολαμβάνει, δι' οὗ τὸ αἷμα φέρεται καὶ τὴν αἱ-
μοῤῥαγίαν ἀνίστησι. καὶ χρὴ δηλονότι πρὸς τὴν χρείαν
ἑκάστῳ τούτων κεχρῆσθαι. λέγειν δὲ νῦν οὐκ εὔκαιρον
τὴν ἐπιδέξιον ἑκάστου χρῆσιν.
Στέφανος ιατρός Collyrium ophthalmicum (olim sub auctore Stephano
Archiatro) (0724: 003)“Index lectionum in niversitatelitterarum
Vratislaviensi per hiemem anni 1888–1889”, Ed. Studemund, W.
Breslau: Breslau University Press, 1889.P. 13, l. 7

ἐμφρακτικὸν ἐμπλαστικὸν καὶ ἄπυον· διὸ καὶ χρόνω πλέονι τὴν ἀφ'
ἑαυτῶν ὠφέλειαν αἰσθητὴν ἐργάζεται κατὰ τὰς
πρώτας ἡμέρας οὐδὲν ὠφελεῖν δοκοῦντα· προσφερόμενα δὲ ὅμως ὡς
ἀδηκτότατα κατὰ τὰς δυσιατοτάτας διαθέσεις·
ἐν αἷς ἕλκος ἐστὶν ἤτοι μόνον εἴτε μετα (sic) διαβρώσεως τοῦ τε
κερατοειδοῦς ἐκ ῥεόντων ἰχώρων δριμέων ἄγαν καὶ
δακνωδεστάτων· μεγάλως ἀρρήγουσι (sic) πλὴν εὐκαίρως
προσφερόμενα. ἀκαίρως γὰρ οὐδὲν ὀνίνησιν· ἀλλὰ καὶ ὀδύνην
μεγάλην ἐργάζεται τῶ διατείνειν τοὺς χιτῶνας· χρεία οὖν ἐν ἀπόροις
εὑρεῖν· καὶ διὰ τοῦτο πρῶτον μὲν τοῦ ὅλου
σώματος πρόνοιαν ποιήσασθαι χρὴ ἤτοι δια (sic) φλεβοτομίας· ἢ
καθάρσεως, ἢ δι' ἀμφοτέρων εἰ δέοι· εἶτα τῆς κεφαλῆς·
μετὰ δὲ ταύτης πρόνοιαν καὶ τὴν πρόσφορον δίαιταν χρήσασθαι τῶ
τοιούτω φαρμάκω· (manus recens in margine
adscripsit: Comp, id est Compositio) ἔστι δὲ ἡ σύνθεσις αὐτοῦ τοιάδε·
πομφόλυγος πεπλυμένης β· ἀμύλου καλῶς
πεπλυμένου προσφάτου καὶ ἀποίου ε· καδμίας κεκαυμένης (inc. fol. 323)
καὶ πεπλυμένης δ· μολίβδου κεκαυ-
μένου καὶ πεπλυμένου γ· ψιμμιθίου πεπλυμένου α· λίθου αἱματίτου ζ·
ὀπίου α· ῥόδων χυλοῦ γ· λιβάνου
α· κρόκου τὸ · ἀλόης ἰνδικῆς· ὡσαύτως σμύρνης α· σαρκοκόλλης
πεπλυμένης η· σάχαρος πεφωγμένου
γ· τραγακάνθης ιβ· ἀποβραχείσης ἐν χυλῶ τήλεως· ἔστι δὲ ὁ μὲν
πεπλυμένος ποφόλυξ (sic)· ξηραίνων ἀδήκτως·
εἴπέρ τι καὶ ἄλλως ἐστὶ· καὶ διὰ τοῦτο χρώμεθα αὐτῶ πρὸς τὰ λεπτὰ καὶ
δριμέα ῥεύματα· ἔτι δὲ καὶ πρὸς ἕλκη
πρὸς τούτοις ὁ πομφόλυξ ἔχει βραχὺ τὶ καὶ στυπτικὸν· ἡ δὲ ἀρίστη
καδμία καυθεῖσα καὶ πλυθεῖσα ἀδηκτοτάτη
γίνεται φάρμακον· ἔχει δέ τι βραχὺ καὶ ῥυπτικὸν ἐάν τε μετὰ τὴν καύσιν
(sic)· ἐάν τε καὶ χωρὶς ταύτης πλυθῆ. τὸ
δὲ πρόσφατον ἄμυλον πρὸς τὸ ἀδηκτότατον εἶναι· ἔτι καὶ τῆς οὐσίας
εὐκράτου μετείληφεν κατά τε θερμότητα καὶ
ψυχρότητα· ὁ δὲ αἱματίτης λίθος ξηραντικὴν ὑγρῶν ἔχει δύναμιν τὸ
ψύχειν καὶ στύφειν· ἐξ ὑγρᾶς οὐσίας παγείσης
τὴν γένεσιν εσχηκώς (sic)· ἔστι δὲ καὶ ἄδηκτος· ὁ δὲ κεκαυμένος καὶ
πεπλυμένος μόλιβδος (in margine addit O: ἄδηκτός
ἐστι καὶ ψύχει) ἄδηλός ἐστι καὶ ψύ̣χει̣ (sic) στύφει μετρίως· μετέχει δὲ καὶ
στύψεως· ὁ δὲ τῆς μήκωνος ὀπὸς οὐ μόνον
ἄδηκτος, ἀλλὰ καὶ ὑπνοποιὸς ἐστὶ· καὶ διὰ τοῦτο τὰς σφοδρότητας τῶν
ὀδυνῶν πραΰνει· ὁ δὲ χυλὸς τῶν ῥόδων τῶ

Στέφανος ιατρός Collyrium ophthalmicum (olim sub auctore Stephano


Archiatro) P. 13, l. 25

ἐστι καὶ ψύχει) ἄδηλός ἐστι καὶ ψύ̣χει̣ (sic) στύφει μετρίως· μετέχει δὲ καὶ
στύψεως· ὁ δὲ τῆς μήκωνος ὀπὸς οὐ μόνον
ἄδηκτος, ἀλλὰ καὶ ὑπνοποιὸς ἐστὶ· καὶ διὰ τοῦτο τὰς σφοδρότητας τῶν
ὀδυνῶν πραΰνει· ὁ δὲ χυλὸς τῶν ῥόδων τῶ
στύφει μετρίως ἀναστέλλει (in hoc verbum exit versus) τά· ὁ δὲ
λιβανωτὸς πέττει καὶ διαφορεῖ· ἔστι δὲ καὶ ἀνώ-
δυνος· ἡ δὲ σμύρνα πεπτικὸν οὖσα φάρμακον οὐ μόνον ἕλκει γενναίως
τὰς τῶν ὑγρῶν μοχθηρίας ἐκ βάθους, ἀλλὰ
καὶ διαφορεῖ τὸ ἑλχθέν (sic O, ut videtur). ὁ δὲ κρόκος πέττει καὶ στύφει
μετρίως· ἡ δὲ σαρκοκόλλα πέττει καὶ
διαφορεῖ· ἡ δὲ τραγάκανθα ἐμπλαστικὴν τέ τινα καὶ δριμυτήτων
ἀμφλυωτικὴν ἔχει δύναμιν· ὁ μέντοι τῆς τήλεως
χυλὸς ὅσον μὲν ἐπὶ τῆ γλισχρότητι παραπλησίως ἐστὶ τῆ λευκῆ τῶν ὠῶν
ὑγρότητι διαφορεῖ δὲ καὶ θερμαίνει μετρίως·
καὶ διὰ τοῦτο τὰς πολλὰς τῶν ὀδυνῶν πραΰνει τὸ δὲ λεπτὸν ὑγρὸν τὸ ἐν
τοῖς ὠοῖς ἐκ περιττοῦ ἔχον (inc. fol. 324)
τὸ ἀποπλύνειν ὑγρότητας· ὑπαλείφειν τὲ τραχυνθέντα τὸ ἐμπλάττεσθαι
τοῖς κατὰ λεπτὸν πόροις οὐκ ἔχει καθάπερ
οὐδὲ τὸ ξηραίνειν· τὸ δὲ γάλα τῆς νέας εὐχύμου γυναικὸς, ἄδηκτόν τ' ἐστὶ
καὶ ῥυπτικὸν καὶ διὰ τὴν ὀρώδη
ὑγρότητα· ἡ δὲ ἀλόη μικτῆς πῶς ἐστὶ δυνάμεως. διὰ γὰρ τὸ πικρὸν αὐτῆς
ῥύπτει· διὰ τὴν στύψιν συνάγει
καὶ συνουλεῖ τὰ ἕλκη ὡς εἶναι βραχεῖ λόγω τὴν ὅλην δύναμιν τοῦ
φαρμάκου ψύχουσαν· ξηραίνουσαν ἀδήκτως·
πέττουσαν· παρηγοροῦσαν· σαρκοῦσαν· ἐπουλοῦσαν· διαφοροῦσαν
ἕλκουσαν ἐκ τοῦ βάθους· καὶ εἰ δεῖ συνελόντα
φάναι πάντ' ἔχουσαν· ὅσων τά τε φλεγμαίνοντα καὶ ἡλκωμένα· καὶ
ἀσθενῆ· καὶ ῥευματιζόμενα μόρια δέονται·
χρησιμωτάτη δὲ γενήσεται πάση τὲ ἡλικία καὶ ὥρα καὶ κράσει· καὶ
εὐαισθησία· καὶ δυσαισθησία καὶ τοῖς λοιποῖς
συστοίχοις· ὑγρῶ τὲ ἀνιέμενον καταλλήλω μετ' ἐπιτηδείου τρόπου
χρήσεως καὶ τῆς ἐνδεχομένης συστάσεως· οὐ χρὴ
δὲ τὸ τοιοῦτον κολλύριον προσφέρειν, ἐάν τε ἐν τοῖς ὀφθαλμοῖς μόνοις ἡ
καχεξία ἦ· ὡς διαφθείρειν τὸ ἐπιρρέον κἂν
χρηστὸν ἦ· ἐάν τε καὶ αὐτὸ τὸ ἐπιρρέον μοχθηρόν ἐστιν· ἢ διὰ τὴν
κεφαλὴν μόνην· ἢ καὶ ὅλον τὸ σῶμα τοιοῦτον
ὑπάρχει· ὅθεν καὶ προπαρασκευάζειν δέον εἰς τὴν ἴασιν ἐπιτηδείως τὸ
πεπονθὸς μόριον· τοῦ μὲν ὅλου σώματος
πρόνοιαν ποιουμένους καθάρσεσι καὶ φλεβοτομίαις ὡς λέλεκται· τῆς δὲ
κεφαλῆς πρῶτον μὲν ἀποφλεγματισμοῖς·

Palladius Med., Commentarii in Hippocratis librum sextum de


morbis popularibus (0726: 001)“Scholia in Hippocratem et Galenum,
vol. 2”, Ed. Dietz, F.R.Königsberg: Borntraeger, 1834, Repr. 1966.
Vol. 2, p. 150, l. 3

φροντίσωμεν οὖν καὶ αὐτῶν. εἰσήλθομεν οὖν ποτε πρὸς


παιδίον· τοῦτο δὲ ἦν ὑπότιτθον, πολλῇ δὲ ἐμφράξει κα-
τείχετο· ἠθελήσαμεν οὖν αὐτὸ διὰ καθάρσεως ἐκφράξαι, ἀλλ'
οὐκ ἐδίδου ἡλικία. πλὴν οὐκ ἐγένετο ἄπορος ἡ θεραπεία·
ἔστησε γάρ μου τὸ πάθος ὁ Ἱπποκράτης. τῇ γὰρ μητρὶ
δέδωκα τὸ καθάρσιον, ὃ ἂν σύνοιδα, ὅπερ ἐστὶν ἐλατήριον.
ἐλατήριον δέ ἐστιν ἢ ὀπὸς ἢ χιλὸς σιλφίου. πολλάκις
δὲ ἡ θηλάζουσα οὐ δύναται λαβεῖν τὸ καθάρσιον ἢ διά
τι πάθος ἢ ὅτι οὐκ εἴθισται, τότε φέρω αἶγα καὶ τρέφω
αὐτὴν καθαρτηρίοις βοτάναις, ὥσπερ ἐν Περγάμῳ. ἐκεῖ
γὰρ ἀλόην καὶ σκαμμωνίαν βοσκομένων τῶν αἰγῶν, δύνα-
μιν καθαρσίου ἔχει τὸ γάλα. καθαρτικὰς οὖν βοτάνας δὸς
τῇ αἰγὶ, οἷον σίκυον ἄγριον, καὶ ἐκ τοῦ γάλακτος ταύτης
τρεφόμενον τὸ ἔμβρυον καθαίρεται. εἰ οὖν τοῦτο οὕτως
ἔχει, φυσικός ἐστιν ὁ λόγος, ὅτι οὐ τῶν πασχόντων μόνον
ἐστὶν ἡ τροφὴ, ἀλλὰ καὶ τῶν δρώντων, καὶ τῶν ἀλλοιούν-
των ἡμᾶς. ἰδοὺ γὰρ αἱ βοτάναι τὸ γάλα μετέβαλον,
ὥσπερ καὶ διάφορος γῆ ἀμείβει τὴν δύναμιν τῶν καρπῶν.
ἐν Περσίδι γὰρ ἡ περσέα δηλητήριος, ἀλλ' ἐνταῦθα τρό-
φιμος, ταύτης τῆς γῆς ἀπολαύσασα.

Alexander Phil., Problemata (lib. 1–2) [Sp.] (0732: 002)


“Physici et medici Graeci minores, vol. 1”, Ed. Ideler, J.L.
Berlin: Reimer, 1841, Repr. 1963.B. 1, se. Pr, l. 67

ἀγνοεῖ· πῶς δὴ τῆς μηρίνθου τὸ σῶμα ναρκοῖ; τρίγλη δὲ


κρατουμένη ἀντιπαθεῖ τῇ νάρκῃ. καὶ μυρίων ἄν σοι τοιού-
των προκαταβαλοίμην κατάλογον, πείρᾳ μόνον γινωσκομέ-
νων, ἃ παρὰ τοῖς ἰατροῖς ἰδιότητες ἄρρητοι λέγονται· τὸ
γὰρ ἴδιον ἑκάστου προφορόμενον ἄῤῥητον ὑπάρχει πρὸς
ἀπόδοσιν τῶν αἰτίων. κακῶς γὰρ ἔνιοι λύσεις ἀθρόας τού-
των παραβάλλουσι, εὐφυρωτάτουςδὲ καὶ ἀπιθάνους.
φασὶ γὰρ τὰ καθαρτήρια θερμότατα τοὺς χυμοὺς ἕλκειν.
ὅπερ ψεῦδος. ἔδει γὰρ πᾶν θερμὸν εἶναι καὶ καθαρτήριον·
οὕτω γὰρ τὸ πέπερι θερμὸν ὂν οὐχ ἑλκτικόν ἐστιν, ἀλλὰ
πεπτικὸν καὶ τονωτικόν. ὡσαύτως δὲ καὶ μαστίχη καὶ ἀλόη.
φαμὲν δὲ μὴ ἀντιστρέφειν τὸν λόγον. πᾶν γὰρ καθαρτή-
ριον θερμὸν μὲν τῇ κράσει, κενωτικὸν δὲ τῇ δυνάμει. οὐ
πᾶν δὲ θερμὸν ἤδη καὶ τὴν δύναμιν καθαρτήριον. λέγουσι
δὲ τὸν στρουθοκάμηλον σίδηρον πέττειν, οὐκ ἰδιότητί τινι,
μᾶλλον δὲ θερμότητι· ὅπερ ἄτοπον. λέων γὰρ τούτου τοῦ
ζῴου θερμότερος ὢν οὐ πέττει τὸν σίδηρον. οὐ μόνον δὲ
παρὰ τοῖς ἰατροῖς ἐστιν ἰδιώματα μόνοις, ἀλλ' ἤδη καὶ παρὰ
φιλοσόφοις καὶ γραμματικοῖς, πάθη λεγόμενα καὶ σεση-
μειωμένα ταῖς χρήσεσι. χρὴ τοίνυν προβάλλειν εἰς ζήτησιν
τὰ μέσην ἔχοντα χώραν, ἀμφίβολά τε πρὸς γνῶσιν,

Ιππιατρικά του Βερολίνου(0738: 001)Corpus hippiatricorum


Graecorum, vol. 1”, Ed. Oder , Hoppe, K.
Leipzig: Teubner, 1924, Repr. 1971.Ch. 2, se. 22, l. 16

Θηβῶν τῶν ἑπταπύλων γράφει περὶ ἀρθρίτιδος μά-


λεως, ὡς σημειωσόμεθα τὴν ἀρθρῖτιν μᾶλιν ἐντεῦ-
θεν· καροῖ τὴν κεφαλὴν καὶ κατανεύει, κλίνων τὰ ὦτα, ὁ
ἵππος ἢ ἄλλο ὑποζύγιον, καὶ διὰ τῶν μυκτήρων ὑγρὸς ἰχὼρ
φέρεται, καὶ τῷ σώματι πάντη συμπίπτει, καὶ τὰ ἄρθρα πω-
ροῦται, καὶ ἡ κέρκος ἀποξηραίνεται, καὶ τὸ αἰδοῖον προβάλλει,
ἄλλοτε ἄλλον πόδα χωλαίνει. θεραπεία οὖν ἐστιν αὐτῷ ἥδε·
σικύου ἀγρίου ῥίζης κοπείσης λ̸ αʹ, νίτρουϛʹ, κασσίας σύ-
ριγγοςβʹ, ἀβροτόνουγʹ, πευκεδάνουβʹ, σμύρνηςαʹ,
ἀλόης βʹ, ἀμώμουβʹ, ὀριγάνουγʹ, κόψας σήσας ἐγχυ-
μάτιζε δι' ὕδατος 𐆂 αʹ κοχλιάρια γʹ τοῦ φαρμάκου. χρῖε δὲ
κατὰ τοὺς πόδας [ἔτιπροσ] ἔτι προσέλκων ἰοῦ ξυστοῦ τὸ
ἀρκοῦν.

Ιππιατρικά του ΒερολίνουCh. 2, se. 25, l. 3

Κοκκορίζου, κόκκου Κνιδείου, κόστου, κυπέρου, ὀποπά-


νακος, ζιγγιβέρεως, πετροσελίνου, ὑσσώπου, ἁβροτόνου, τρα-
γακάνθης, κρόκου, σμύρνης, ἀλόης , σχοίνου ἄνθους, μελιλώ-
του,μήου, ἀμώμου, καρδαμώμου, ἀριστολοχείας, κενταυρίου
λεπτοῦ, τὸ ἴσον ἐκ πάντων κόψας καὶ σήσας, ἀναλάμβανε
μέλιτι Ἀττικῷ, καὶ ποίει τροχίσκους, ψύχων ἐν σκιᾷ, ἑκάστου
τροχίσκου ἄγοντος δραχμὰς τρεῖς, καὶ ἐγχυμάτιζε, χειμῶνος
μὲν δι' οἴνου παλαιοῦ ἢ κονδίτου, θέρους δὲ διὰ καροίνου
ψυχριστοῦ, μιγνὺς ῥοδίνου γοαʹ.

Ιππιατρικά του ΒερολίνουCh. 11, se. 23, l. 3

κολλύριον πρὸς λευκώματα.

Μέλιτος γοαʹ, λιβάνου ἀρσενικοῦ γοαʹ, φύλλου γοαʹ,


σμύρνης τρωγλίτιδος γοαʹ, πεπέρεως λευκοῦ γοαʹ, κρόκου
γοαʹ, ἀλόης ἡπατίτιδος γοαʹ, ἀμμωνιακοῦ θυμιάματος γοβʹ,
ἅλατος ἀμμωνιακοῦ γοαʹ, στύρακος καθαροῦ γοαʹ, στυπτη-
ρίας σχιστῆς γοαʹ, νίτρου Ἑλληνικοῦ γοαʹ. ταῦτα λειοτρι-
βήσας ἐπιμελῶς, χρῶ κατὰ παντὸς λευκώματος.

Ιππιατρικά του ΒερολίνουCh. 11, se. 28, l. 5

πρὸς ὀφθαλμίαν.

Ὀφθαλμίαι εἰώθασι γίγνεσθαι ἐκ βράσεως αἵματος καὶ


πολυτροφίας. τὸν τοιοῦντον οὖν δεῖ θεραπεύειν αἵματος ἀφαι-
ρέσει ἐκ τῶν κροτάφων, ἐνστάζειν δὲ εἰς τοὺς ὀφθαλμοὺς
αὐτοῦ μέλι καὶ γάλα ἐπὶ ἡμέραις τρισίν. ἐὰν δὲ ῥευματίζων-
ται, λαβὼν μέλι καὶ ἀλόην ἡπατικήν, ἔγχριε αὐτόν, καὶ ἀνα-
στέλλει τὸ ῥεῦμα τὸ ἐπικείμενον, καὶ ὑγιαίνει.

Ιππιατρικά του ΒερολίνουCh. 33, se. 29, l. 2

Χελιδονίας γοαʹ, κόπρου σαύρας γογʹ περσέας χυλοῦ γο


ἕξ, ὀποβαλσάμου γογʹ, ἀλόης γογʹ, μέλιτος Ἀττικοῦ γοδʹ,
λιβάνου ἀρσενικοῦ γογʹ, ἀσβέστου κεκαυμένης γογʹ, πεπέρεως
λευκοῦ γογʹ, στέατος ἑρπετοῦ γοδʹ, μυελοῦ προβατείου ἐκ
τῶν ποδῶν γοβʹ, στέατος χηνείου γογʹ, αἵματος περιστερᾶς
γογʹ, ταῦτα πάντα εἰς θυὰν τρίψας δίδου.
Ιππιατρικά του ΒερολίνουCh. 52, se. 18, l. 1

ἄλλο πρὸς ἄρθρα κεχαλασμένα καὶ ὑδατίδας.

Ἀλόην, σμύρναν, μάνναν λιβάνου, πίσσαν Βρυττίαν, πάντα


ἐν ταὐτῷ λεάνας, ἐπίβαλλε καὶ σίτινον ἄλευρον, προσμίσγων
καὶ τῶν ᾠῶν τὸ λευκόν, ἔπειτα ἀναλάμβανε καὶ χρῶ κατὰ τῶν
ἄρθρων, ἐπιδήσας χάρτῃ ἐπιμελῶς, καὶ μετά τινας ἡμέρας
λύσας, πάλιν τὸ αὐτὸ βοήθημα προσάγων θεράπευε.

Ιππιατρικά του ΒερολίνουCh. 70, se. 4, l. 3

σύνθεσις φλεγμονῶν λεπτυντικὴ καὶ σκελῶν


ῥευματιζομένων ἀναξηρανθική.

Ἰσχάδων, κυπαρισσίνων ἀκρεμόνων ἐξαμμένων, ὄξους ἀνὰ


λιτρῶν τριῶν βρέξας καὶ ἀποχυλίσας, πρόσβαλλε νίτρου λίτραν
μίαν,ἀμμωνιακοῦ γοἕξ, ὀποπάνακος, ἀλόης ἀνὰ γοαʹ.
ταῦτα συλλειώσας ὁμοῦ, μῖξον καὶ κατάπλασον, προβρέχων
τοὺς ἐπιδέσμους τῷ περιττεύσαντι ὄξει ἀπὸ τῶν ἰσχάδων, καὶ
ἔα ἐπὶ ἡμέρας τρεῖς δεδέσθαι, καὶ θεραπεύσεις. ἐὰν δὲ ῥυτί-
δας ἔχῃ τὰς λεγομένας ὀζαίνας, βαλὼν σιδίων γογʹ, στυπτη-
ρίας, μίσυος, χαλκίτιδος, σώρεως, χαλκάνθης, ἰοῦ ἀνὰ γοαʹ
καὶ συλλειώσας εἰς ἕν, ὥστε γενέσθαι ἔμπλαστρον, ἀποσμήξας
τὸ ζῷον πρότερον οὔρῳ κατάπλασσε, καὶ ἐπίδησον ἐπὶ τρισὶν
ἡμέραις, εἶτα ποίησον διακινῆσαι ἐν κάλπῃ, καὶ ῥόϊζε. εἶτα
πάλιν ἀπόσμηξον τῷ οὔρῳ, καὶ κατάπλασσε ἐκ τοῦ αὐτοῦ φαρ-
μάκου ταῖς ἴσαις ἡμέραις, καὶ θεραπεύσεις.

Ιππιατρικά του ΒερολίνουCh. 70, se. 5, l. 2

ἀνακόλλημα εἰς τὸ αὐτό.

Βόλβων Μεγαρικῶν λίτραν αʹ, ᾠὰ εʹ, κοχλίων Ἄφρων


λίτρας βʹ, μάννης λιβάνου λίτραν αʹ, ἀλόης , χαλκοῦ κεκαυ-
μένου, κορι|άνου ἄνθους ἀνὰ γοἕξ· ταῦτα πάντα συντρίψας
ἐν ὅλμῳ ἐπίχριε.
Ιππιατρικά του ΒερολίνουCh. 96, se. 17, l. 1

|
Χαλκίτιδος λίτραν αʹ, μέλιτος, ἀλόης ἀνὰ γοἕξ, ὄξους
ξέστην ἕνα, προβατείου ἀξουγγίου καὶ κηροῦ ἀνὰ λίτραν αʹ,
ῥόδων γοἕξ.

Ιππιατρικά του ΒερολίνουCh. 127, se. 1, l. 2

νίτρου καὶ βδελλίου τετριμμένου, λούειν τε καὶ σκεπάζειν ἐπι-


βλήμασι, καὶ καίειν πῦρ πλησίον. τροφὴν δὲ διδόναι μάλιστα
μὲν γράστιν ἢ χόρτον ἁπαλώτατον. ἐὰν δὲ μὴ ἀποσκευάσηται
τὰ ἐνοχλοῦντα περιττώματα, τὴν χεῖρα ποιήσας λιπαράν, κάθες
εἰς τὴν ἕδραν, καὶ ἐκκόμιζε αὐτά. ἐγχυμάτιζε δὲ καὶ σεύτλων
σπέρματι μετὰ οἴνου καὶ ἐλαίου κοτυλῶν ἕξ. ἐὰν δὲ μὴ ᾖ
τοῦτο, ἀποξύσας τῶν ἐμπροσθίων ποδῶν τοὺς ὄνυχας, καὶ
μετὰ οἴνου κοτυλῶν τριῶν τρίψας, διὰ τῶν μυκτήρων δίδου.

Ιππιατρικά του ΒερολίνουCh. 129, se. 17, l. 2

Πόμα θερμαντικὸν δάκνον.γεντιανῆς, πεπέρεως


μέλανος, πεπέρεως λευκοῦ, σεσέλεως ἀνὰ γοβʹ.
Προεγχυματισμός.ἀψινθίου Ποντικοῦ γοβʹ, θέρ-
μων πικρῶν γογʹ, ναστουρκίου γογʹ.
Πρὸς ὕπνον κτήνους.μήκωνος τὸ γάλα ὡσεὶ ὀβολόν,
ἀνήθου τὸ αἰρόμενον τρισὶ δακτύλοις, λειοτριβήσας εἰς ἕν, καὶ
προσμίξας κύαθον ὄξους, δὸς πιεῖν. εἰ δὲ μὴ ἔχεις μήκωνος
γάλα, αὐτῷ τῷ σπέρματι χρῆσαι τρὶς τοσοῦτον, ὅσον ἐκ τοῦ
γάλακτος, καὶ οἴνου κοτύλῃ μιᾷ.
Προπότισμα.κρόκου γοἕξ, σαμψύχου, ὑσσώπου ἀνὰ
γοδʹ, μελιλώτου γοἕξ, κόστου, σμύρνης, ἀλόης , ἴρεωςἀνὰ
γοδʹ, ἀψινθίου Κρητικοῦ γοϛʹ, ἀβροτόνου γοδʹ, φύλλου
γοἕξ, γλυκορίζου γοδʹ, κασίας γοϛʹ, ἀμώμου γοδʹ, ναρ-
δοστάχυος γοδʹ, ἀριστολοχείας γοδʹ, καλάμου ἀρωματικοῦ
γοϛʹ, κυπέρου γοδʹ, πολυγόνου γοδʹ, πεπέρεως γοδʹ,

Ιππιατρικά του ΒερολίνουCh. 129, se. 25, l. 2

Ἀναληπτικὸς ἐγχυματισμός.σελίνων δεσμὰς τρεῖς,


κράμβης, πράσων ἀνὰ δεσμῶν τριῶν, δαφνίδων ξέστας δύο,
χοιρείου κρέωςλίτρας δʹ, πεπέρεως, ὀποπάνακος ἀνὰ γοβʹ,
πτισάνης ξέ. θʹ, μέλιτος ξέ. αςʹ, ἕψων τὰ σέλινα καὶ τὰ πράσα
καὶ τὰς κράμβας μετὰ τοῦ κρέως καὶ τῶν κριθῶν καὶ τῶν
δαφνίδων, εἶθ' οὕτως ἐμβάλλων τὰ λοιπά, ἐγχυμάτιζε.
Ὑπνωτικὸν πρὸς κτήνη κακότροπα.καρδαμώμου,
κυάμου σπέρματος, στύρακος ἀνὰ γοδʹ, σμύρνης γοβʹ, πε-
πέρεως γοϛʹ.
Πρὸς ἰλιγγιῶντας.κρομύων μακρῶν σπέρματος γοαʹ,
ἀλόης γοαʹ, πεπέρεως λευκοῦ γογʹ, μέλιτος τέταρτον.
Τροχίσκος.ὑσσώπου γοαʹ, πυρέθρου, πηγάνου χλω-
ροῦ, κρόκου, κόμεως ἀνὰ γοβʹ, ἀλόης ἄνθους γογʹ, μέλιτος
τέταρτον.
Τροχίσκος Ἀρχελάου.σμύρνης γοβʹ, ἀβροτόνου γοδʹ,
κρόκου τὸ ἴσον, πυρέθρου, πηγάνου χλωροῦ, ὀριγάνου, ὑσσώ-
που ἀνὰ γοβʹ, ὄξους τὸ ἀρκοῦν.

Ιππιατρικά του ΒερολίνουCh. 129, se. 26, l. 2

χοιρείου κρέωςλίτρας δʹ, πεπέρεως, ὀποπάνακος ἀνὰ γοβʹ,


πτισάνης ξέ. θʹ, μέλιτος ξέ. αςʹ, ἕψων τὰ σέλινα καὶ τὰ πράσα
καὶ τὰς κράμβας μετὰ τοῦ κρέως καὶ τῶν κριθῶν καὶ τῶν
δαφνίδων, εἶθ' οὕτως ἐμβάλλων τὰ λοιπά, ἐγχυμάτιζε.
Ὑπνωτικὸν πρὸς κτήνη κακότροπα.καρδαμώμου,
κυάμου σπέρματος, στύρακος ἀνὰ γοδʹ, σμύρνης γοβʹ, πε-
πέρεως γοϛʹ.
Πρὸς ἰλιγγιῶντας.κρομύων μακρῶν σπέρματος γοαʹ,
ἀλόης γοαʹ, πεπέρεως λευκοῦ γογʹ, μέλιτος τέταρτον.
Τροχίσκος.ὑσσώπου γοαʹ, πυρέθρου, πηγάνου χλω-
ροῦ, κρόκου, κόμεως ἀνὰ γοβʹ, ἀλόης ἄνθους γογʹ, μέλιτος
τέταρτον.
Τροχίσκος Ἀρχελάου.σμύρνης γοβʹ, ἀβροτόνου γοδʹ,
κρόκου τὸ ἴσον, πυρέθρου, πηγάνου χλωροῦ, ὀριγάνου, ὑσσώ-
που ἀνὰ γοβʹ, ὄξους τὸ ἀρκοῦν.
Ἄλλο ποῦλβερ.κασίας γοαʹ, νάρδου Ἰνδικῆς γοδʹ,
κρόκου, κόστου, ἴρεως Ἰλλυρικῆς, καρδαμώμου, πετροσελίνου,
ἀργίου, πεπέρεως λευκοῦ, πρασίου, κενταυρίου, πάνακος, φοῦ
Ποντικοῦ, σχοινάνθης, ἀμώμου, ἑκάστου ἀνὰ γοαʹ.

Ιππιατρικά του ΒερολίνουCh. 129, se. 31, l. 2

ἀργίου, πεπέρεως λευκοῦ, πρασίου, κενταυρίου, πάνακος, φοῦ


Ποντικοῦ, σχοινάνθης, ἀμώμου, ἑκάστου ἀνὰ γοαʹ.
Ἄκοπον.κηροῦ, ἀμμωνιακοῦ, δαφνίδων, ῥητίνης φρυ-
κτῆς, ἐλαίου, σταλαγμίτου ἀνὰ λίτραν μίαν, ὀποπάνακος λί
τρας βʹ, βδελλίου λίτρας βʹ, σαμψύχου λίτρας δʹ, τερεβινθί-
νης γοἕξ, πεπέρεως γοαʹ, μάννης τὸ ἴσον, Κυπρίνου γοἕξ,
οἴνου παλαιοῦ γοβʹ.
Πρὸς ἰσχιάδα.εὐφορβίου, ζάνης Σαρδιανῆς, ἀφρονί-
τρου, γλευκίνου μύρου τὰ ἴσα.
Πότιον δήκοκτος.κρόκου γοτὸ τρίτον, σμύρνης τὸ
ἴσον, ἀλόης γοϛʹ, κόστου οὐγκίας τὸ ἥμισυ· ταῦτα πρὸ μῖας
τρίψας, εἰς οἶνον ἔμβρεχε. καὶ τραγακάνθης γοβʹἰδίᾳ ἔμ-
βρεχε εἰς ὕδωρ, τῇ δὲ ἐπιούσῃ βάλλε εἰς ἴγδιν, καὶ τρῖβε, ἵνα
διαλυθῇ, προσεπιβάλλων κατ' ὀλίγον οἶνον εἰς τοσοῦτον, μέ-
χρις οὗ γένωνται ξέσται Ἰταλικοὶ ἐννέα, ἐγχέων καὶ μέλιτος
λίτρας βʹ. ὅταν οὖν συμμιγῇ πάντα λειωθέντα ἐπιμελῶς, βα-
λὼν εἰς χύτραν, θέρμανον καὶ ἐπίπασον πεπέρεως ὀλίγον, καὶ
τῇ ἑξῆς πότισον, χειμῶνος μὲν χλιαρόν, θέρους δε ψυχρόν.
Ἄλλο.ὑσσώπου, γεντιανῆς, ὀποπάνακος ἀνὰ γοβʹ,
σαγαπήνου, σμύρνης, ἰσχάδων, ζιγγιβέρεως, πετροσελίνου,
κόστου, ἀκόρου ἀνὰ γοαʹ, σχοίνου ἄνθους γοβʹ,

Ιππιατρικά του ΒερολίνουCh. 129, se. 59, l. 3

γοαʹ, ἐν ὕδατι θερμῷ δίδου καὶ χρῶ ὡς δοκίμῳ.


Ἄλλο.βοτάνην τὴν λεγομένην ἡράκλειαν ἤτοι πανά-
κειαν λειώσας μετὰ οἴνου παλαιοῦ, δίδου, ὡς προείρηται.
Σύνθεσις χρησιμωτάτη.πανακείας ῥίζαν καὶ ἄλευ-
ρον σίτινον ἐξ ἴσου λειώσας καὶ σήσας, ἀναλάμβανε οἴνῳ
παλαιῷ καὶ ποίει κολλύρας. εἶτα ποιήσας ὑγρότερον, ὕστερον
εἰς προπότισμα δίδου τοῦτο. κἂν τραῦμα ἐν τοῖς ἐντὸς
εὑρεθῇ, ἀποθεραπευθήσεται.
Προπότισμα χειμερινόν.κόστου, κασίας σύριγγος,
πετροσελίνου, βεττονικῆς, γλυκυρίζου, σαμψύχου, ναρδοστά-
χυος, σαρκοφάγου, μελιλώτου, ἀμμωνιακοῦ, σχοινάνθης, ἀλόης ,
σμύρνης, πάνακος ῥίζης, καλάμου ἀρωματικοῦ, τραγακάνθης
ἀνὰ γοβʹ, νάρδου Κελτικῆς γοαʹ, ἴρεως Ἰλλυρικῆς γοδʹ,
γεντιανῆς, ἀριστολοχείας, κρόκου ἀνὰ γοδʹ, κενταυρίου,

Ιππιατρικά του ΒερολίνουCh. 130, se. 20, l. 4

Ἄλλο μάλαγμα πρὸς ἄρθρα.χαλβάνης, στύρακος,


ὀποπάνακος, μάννης ἀνὰ λίτρας αʹ, σινωπίδος λίτρας ἕξ.
Ἄλλο μάλαγμα Ἱπποκράτους.ὄξους φυσήματος,
κώνης πιτυΐνης, ἐπὶ ἴσης ἀμφότερα ὁμοῦ ἐμβαλών, χρῶ.
Σκευασία μαλάγματος ἡ διὰ βδελλίου.βδελλίου,
χαλβάνης, ἀμμωνιακοῦ, ἀσφάλτου,ταυροκόλλης, ῥητίνης Πον-
τικῆς ἀνὰ γοαʹ, μυελοῦ ἐλαφείου τὸ ἴσον, κώνης γοἕξ, μα-
στίχης γοβʹ, λιβάνου γοαʹ, κηροῦ, ὀποπάνακος, ἀλόης ,
σμύρνης ἀνὰ γοαʹ.
Ἱεροκλέους μάλαγμα τρυφερόν.κηροῦ, προπόλεως
ἀνὰ γοἕξ, λιβανωτοῦ, στύρακος, Κυπρίου χαλκοῦ κεκαυμέ-
νου, μυελοῦ ἐλαφείου, χαλβάνης ἀνὰ γοδʹ, ῥητίνης Κολοφω-
νίας λίτραν αʹ, ὀποπάνακος γοαʹ, ἐλαίου παλαιοῦ λίτραν
μίαν, λιθαργύρου λίτραν αʹ. τὴν λιθάργυρον λειώσας μετὰ
ἐλαίου, ἔμβαλλε εἰς χύτραν, ἕως ἂν λυθῇ, ἔπειτα τὸν ὀπο-
πάνακα λειώσας ἐν οἴνῳ καὶ τοῖς λοιποῖς προσμίξας χρῶ.
Ἄλλο μάλαγμα.ἀμμωνιακοῦ θυμιάματος γογʹ, πίσσης
ξηρᾶς λίτραν αʹ, κηροῦ γοἕξ,

Ιππιατρικά του ΒερολίνουCh. 130, se. 65, l. 2

Ἀνακόλλημα πρὸς ἁρμούς.κρόκου, λιβάνου, ἀλεύ-


ρου, σινωπίδος Ἄφρας ἀνὰ γοϛʹ, σεμιδάλεως ἡμίναν αʹ, βολ-
βοὺς Ἄφρους λελειωμένους κʹ, ἡδυόσμου γοἕξ. ταῦτα πάντα
συγκόψας ὄξει τε συμμίξας, χρῶ.
Ἀψύρτου ἔμπλαστρος περὶ σφυρῶν.καδμίας γο
ἕξ, ἐλλεβόρου μέλανος γογʹ, χαλκοῦ ἄνθους, ἀσφάλτου Ἰου-
δαϊκῆς, χαλκοῦ κεκαυμένου, ἁλὸς ἀμμωνιακοῦ, χαλκάνθης
κεκαυμένης, τρυγὸς κεκαυμένης, ἰοῦ, ἀφρονίτρου ἀνὰ γογʹ,
ἀξουγγίου παλαιοῦ, ἐλαίου τοῦ ἐξ ἀκόνης ἀνὰ γοἕξ.
Σύνθεσις ἐμπλάστρου διὰ βοτανῶν.χαλβάνης,
σμύρνης, ἀλόης , κηρύσσης,ἰοῦ, μάννης, προπόλεως Ἀττικῆς,
ἀμμωνιακοῦ, ῥητίνης Βιθυνιακῆς ἀνὰ γοβʹ, κηροῦ λευκοῦ
γοἕξ, ἀποχύματος ἀργύρου λίτρας βʹ, ἐλαίουπαλαιοῦ λί-
τρας βʹ, ἀριστολοχείας γοδύο, πρασίου γοβʹ, κέδρου γογʹ,
πίσσης Βρυττίας γοβʹ, κυπέρου γοἕξ, κύφης γογʹ, κεν-
ταυρίου, ἴρεως Ἰλλυρικῆς, τριφύλλου ῥίζης, ἀρτεμισίας ἀνὰ
γογʹ, ἀφρονίτρου γοδʹ, πεπέρεως λευκοῦ γοδʹ, δαφνίδος
τὸ ἴσον· πάντα ταῦτα τὰ προγεγραμμένα συντρίψας

Ιππιατρικά του ΒερολίνουCh. 130, se. 122, l. 2

τρας βʹ, κυάμου ἄνθους λίτραν αʹ. ταῦταεἰς ἓν συντρίψας


τὸν τόπον ἐπίχριε.
Ἄλλο στυπτικόν.ἰοῦ γοϛʹ, χαλκίτιδος, μίσυος, ἀκα-
κίας ἀνὰ λίτρας βʹ, σιδίων ξέ. ἕνα, ὄξους ξέ. γʹ.
Πρὸς δρακοντίαν.δρακοντίαν οὕτω νοήσεις· φλύ-
κταιναι γίνονται εἰς ὅλον τὸ σῶμα αὐτοῦ καὶ διαλακῶσιν,
ὅπερ θεραπεύσεις οὕτως· λήψῃ ἀπὸ ῥυτῆςκαὶ ῥόδου καὶ
καστορίου, καὶ εἰς ἓν μίξας, πρῶτον τὰς φλυκταίνας αὐτοῦ
κατάκαυσον, καὶ οὕτως σύγχριε, μέχρις οὗ ὑγιὴς γένηται.
Σύνθεσις τραυματικοῦ.χαλκίτιδος κεκαυμένης,
σμύρνης τρωγλίτιδος, σμύρνης προσπνεούσης, ἀλόης ἀνὰ γογʹ,
μέλιτος λίτραν αʹ· ταῦτα εἰς θυίαν τρίψας, τῷ τραύματι ἐπίχριε.
Ἱεροκλέους σύνθεσις ἀνακολλήματος.λιβάνου
γοβʹ, ἑψήματος ξέ. αςʹ, μαστίχης γογʹ, ῥοδίνου ξέ. αʹ, γύρεως
ξέ. αςʹ, βολβῶν ξέ. αʹ, ᾠὰ ιεʹ, κοχλίας κεʹ.

Ιππιατρικά του ΒερολίνουCh. 130, se. 132, l. 5

Τὸ Ἀφροδιτάριον.στέατος ταυρείου λίτ. μίαν, στέα-


τος χοιρείου νεαροῦ λίτ. αʹ, στέατος τραγείου γοἕξ, στέατος
προβατείου γοϛʹ, ῥητίνης πιτυΐνῃς λίτ. μίαν, κηροῦ λίτ. μίαν,
τήξας καὶ διηθήσας χρῶ.
Τὸ πάρυγρον.κηροῦ λίτ. βʹ, ψιμυθίου γοδʹ, ἀμύ-
λου γοδʹ, λιθαργύρου γογʹ τήξας χρῶ.
Ἡ διὰ χυλοῦ μανδραγόρου.στέατος χοιρείου πα-
λαιοῦ, πίσσης Βρυττίας, κη|ροῦ, φρυκτῆς, ἐλαίου κοινοῦ ἀνὰ
λίτ. βʹ, λιθαργύρου, ψιμυθίου, στυπτηρίας σχιστῆς ἀνὰ γογʹ,
μίσυος, κηκίδων, χαλκίτεως ἀνὰ γοβʹ, ὀπίου, ὀποπάνακος,
ἀλόης ἡπατικῆς, σμύρνης, λιβάνου ἀνὰ γοαʹ, μανδραγόρου
χυλοῦ γογʹ, ὄξους δριμυτάτου τὸ ἀρκοῦν· τὰ τηκτὰ ἔμβαλλε
εἰς θυίαν, καὶ ἀναλαμβάνων ἐπίβαλλε τὰ ξηρά, καὶ ποίει ζύ-
μην. ἐὰν δὲ βούλῃ ἀναλῦσαι, ποιήσεις οὕτως· τοῦ φαρμάκου
λίτ. μίαν, κηροῦ λίτ. μίαν, πίσσης Βρυττίας λίτ. αʹ, ἐλαίου
κοινοῦ λίτ. ἕξ.

Ιππιατρικά του ΒερολίνουCh. 130, se. 179, l. 4

Πρὸς κριθιάσαντα ἵππον καὶ πεπτωκότα καὶ


μὴ δυνάμενον περιπατῆσαι ἢ ἐγερθῆναι.συκῆς ἀγρίας
φύλλα συλλέξας κόψον ἐπιμελῶς, καὶ βάλε εἰς χλιαρόν, καὶ
ἠθμῷ διηθήσας, εἰςκέρας τε βαλών, δὸς πιεῖν δὶς ἢ καὶ
τρίς, καὶ μετὰ βίας διακίνησον, καὶ ἕξεις αὐτὸν ὑγιᾶ.
Ἔμπλαστρος ἡ διὰ δικτάμνου.λιθαργύρου δραχμὰς
ρʹ, κολοφωνίας δραχμὰς νʹ, κηροῦ δραχμὰς κεʹ, ἀμμωνιακοῦ
θυμιάματος, ἀριστολοχείας ἀνὰ δραχμῶν ιϛʹ, μάννης, χαλβάνης
ἀνὰ δραχμῶν ιβʹ, ἰοῦ, χαλκοῦ κεκαυμένου, δικτάμνου, ἀλόης ,
προπόλεως ἀνὰ δραχμὰς ηʹ, λεπίδος χαλκοῦ, διφρυγοῦς, γεν-
τιανῆς ἀνὰ δραχμὰς ἕξ, ἐλαίου γοιδʹ. ἕψει τὴν λιθάργυρον
καὶ τὸ ἔλαιον ἕως ἀμολύντου. εἶτα ἐπίβαλλε ἰὸν καὶ ἕψει
ὡσαύτως, εἶτα ῥητίνην, ἀμμωνιακὸν σεσησμένον, καὶ ἕψει,
εἶτα διφρυγές, καὶ πάλιν ἕψει, καὶ τότε ἐπίβαλλε τὸν κηρόν,
καὶ ἄρας ἀπὸ τοῦ πυρὸς ἐπίβαλλε χαλβάνην μετὰ τῆς προ-
πόλεως μαλαχθεῖσαν, καὶ ἕψει ὀλίγον. ὕστερον δὲ χλιάνας,
ἐπίβαλλε ἀλόην, μάνναν, δίκταμνον, ἀριστολοχείαν, γεντιανήν,
κἂν μολύνηται, ἐπὶ κούφῳ πυρὶ ἕψει. καλὸν δέ ἐστι καὶ
ὀλίγον ὕδωρ ἐπιβάλ|λειν, ἵνα μὴ καῇ ἡ λιθάργυρος.

Ιππιατρικά του ΒερολίνουCh. 130, se. 179, l. 12

ρʹ, κολοφωνίας δραχμὰς νʹ, κηροῦ δραχμὰς κεʹ, ἀμμωνιακοῦ


θυμιάματος, ἀριστολοχείας ἀνὰ δραχμῶν ιϛʹ, μάννης, χαλβάνης
ἀνὰ δραχμῶν ιβʹ, ἰοῦ, χαλκοῦ κεκαυμένου, δικτάμνου, ἀλόης ,
προπόλεως ἀνὰ δραχμὰς ηʹ, λεπίδος χαλκοῦ, διφρυγοῦς, γεν-
τιανῆς ἀνὰ δραχμὰς ἕξ, ἐλαίου γοιδʹ. ἕψει τὴν λιθάργυρον
καὶ τὸ ἔλαιον ἕως ἀμολύντου. εἶτα ἐπίβαλλε ἰὸν καὶ ἕψει
ὡσαύτως, εἶτα ῥητίνην, ἀμμωνιακὸν σεσησμένον, καὶ ἕψει,
εἶτα διφρυγές, καὶ πάλιν ἕψει, καὶ τότε ἐπίβαλλε τὸν κηρόν,
καὶ ἄρας ἀπὸ τοῦ πυρὸς ἐπίβαλλε χαλβάνην μετὰ τῆς προ-
πόλεως μαλαχθεῖσαν, καὶ ἕψει ὀλίγον. ὕστερον δὲ χλιάνας,
ἐπίβαλλε ἀλόην, μάνναν, δίκταμνον, ἀριστολοχείαν, γεντιανήν,
κἂν μολύνηται, ἐπὶ κούφῳ πυρὶ ἕψει. καλὸν δέ ἐστι καὶ
ὀλίγον ὕδωρ ἐπιβάλ|λειν, ἵνα μὴ καῇ ἡ λιθάργυρος.
Ἔμπλαστρος πρὸς πᾶν πάθος διαφόρως μεθο-
δευομένη καὶ ἐνεργοῦσα πρὸς παλαιὰ ἕλκη καὶ πρός-
φατα.ἐλαίου χρηστοῦ γοθʹ, ἀσφάλτου Ἰουδαϊκῆς, κηροῦ
λιπαροῦ, ῥητίνης φρυκτῆς, πίσσης καθαρᾶς ἀνὰ λίτρ. αʹ,
λιθαργύρου, ψιμυθίου, ἰοῦ ξυστοῦ ἀνὰ δραχμὰς ιʹ, στυπτη-
ρίας σχιστῆς, χαλκάνθης, χαλκίτεως, κρόκου ἀνὰ δραχμὰς δʹ,
ἀμμωνιακοῦ θυμιάματος, λιβάνου ἄρρενος, ἀλοής ἡπατικῆς,
σμύρνης τρωγλίτιδος, ὀπίου Θηβαικοῦ δραχμὰς ιϛʹ, ὄξους

Ιππιατρικά του ΒερολίνουCh. 130, se. 180, l. 7

πόλεως μαλαχθεῖσαν, καὶ ἕψει ὀλίγον. ὕστερον δὲ χλιάνας,


ἐπίβαλλε ἀλόην, μάνναν, δίκταμνον, ἀριστολοχείαν, γεντιανήν,
κἂν μολύνηται, ἐπὶ κούφῳ πυρὶ ἕψει. καλὸν δέ ἐστι καὶ
ὀλίγον ὕδωρ ἐπιβάλ|λειν, ἵνα μὴ καῇ ἡ λιθάργυρος.
Ἔμπλαστρος πρὸς πᾶν πάθος διαφόρως μεθο-
δευομένη καὶ ἐνεργοῦσα πρὸς παλαιὰ ἕλκη καὶ πρός-
φατα.ἐλαίου χρηστοῦ γοθʹ, ἀσφάλτου Ἰουδαϊκῆς, κηροῦ
λιπαροῦ, ῥητίνης φρυκτῆς, πίσσης καθαρᾶς ἀνὰ λίτρ. αʹ,
λιθαργύρου, ψιμυθίου, ἰοῦ ξυστοῦ ἀνὰ δραχμὰς ιʹ, στυπτη-
ρίας σχιστῆς, χαλκάνθης, χαλκίτεως, κρόκου ἀνὰ δραχμὰς δʹ,
ἀμμωνιακοῦ θυμιάματος, λιβάνου ἄρρενος, ἀλοής ἡπατικῆς,
σμύρνης τρωγλίτιδος, ὀπίου Θηβαικοῦ δραχμὰς ιϛʹ, ὄξους
δριμέος τὸ ἀρκοῦν.

Ιππιατρικά του ΒερολίνουCh. 130, se. 190, l. 1

ψυχρόν, κένωσον καὶ ἐξελῶν χρῶ.


Σύγχρισμα.κηροῦ λίτρας βʹ, ῥητίνης πιτυΐνης λίτρας
δʹ, ἀμμωνιακοῦ γοἕξ, ὀποπάνακος γογʹ, χαλβάνης γογʹ, κρο-
κομάγματος γοβʹ, μυελοῦ ἐλαφείου γογʹ, ἐλαίου σχινίνου γο
γʹ, ἐλαίου παλαιοῦ γοἕξ, ἐλαίου δαφνί(ν)ου τὸ ἴσον, σμύρ-
νης γογʹ.
Μάλαγμα βαρβαρικόν.κηροῦ λίτρ. αʹ, ῥητίνης
φρυκτῆς γοἕξ, κώνης γοἕξ, ἀσφάλτου Ἰουδαϊκῆς γοἕξ, προ-
πόλεως γοἕξ, χαλβάνης γοδʹ, ὀποπάνακος γογʹ, ἐλαίου γʹ
ἕξ, ὄξους ἡμίνα(ν), στέατος χοιρείου.
Μάλαγμα τραυματικόν.μέλιτος γοἕξ, ἀλόης , χαλ-
κίτιδος, σμύρνης ἀνὰ γογʹ.
Ἄλλο.μέλιτος γοθʹ, χαλκίτιδος .. αʹ, κάχρυος καλοῦ
γοαʹ, σμύρ|νης .. ϛʹ· συμβαλὼν πάντα εἰς θυίαν λειοτρι-
βήσας χρῶ.
Ἄλλο.ὄξους κυάθους γʹ, στυπτηρίας λιτρ. αʹ, ἰοῦ γο
ἕξ, τούτοις χρῶ.

Ιππιατρικά του ΒερολίνουCh. 130, se. 196, l. 3

Ἀνακόλλημα πρὸς νεῦρα.μάννης γοαʹ, κοχλίας


ιεʹ, βολβοὺς Μεγαρικοὺς ιεʹ, γύρεως ἡμίναν.
Κατάπλασμα ψυχρόν.γύρεως ξέ. αʹ, μάννης γοαʹ,
πίσσης γοἕξ, οἴνου παλαιοῦ τὸ ἱκανὸν βαλὼν εἰς νίπτρον
φύρασον. τοῦτο πρὸς τὸ σεσαλευμένον καλῶς ποιεῖ καὶ πρὸς
τὰ λοιπὰ πάθη.
Κατάπλασμα πυροῦν.μάννης ξέ. αʹ, μίλτου γοαʹ,
ὄξους ἡμίναν· πρὸς τὰς φλεγμονὰς καλῶς ποιεῖ.
Ἄλλο.ἀξουγγίου λεοντείου γοἕξ, στέατος βοείου θη-
λυκοῦ γοἕξ, κηροῦ, ῥητίνης τερεβινθίνης, κασίας, κροκο-
μάγματος προπόλεως ἀνὰ γοἕξ, θείου, νί|τρου, ἀλόης ἀνὰ
γογʹ, δαφνίδων λίτραν αʹ.
Σύγχρισμα.χαλβάνης, προπόλεως, ἐλαίου παλαιοῦ,
ἀμυγδάλων πικρῶν, νίτρου ἄνθους, ὀποπάνακος ἀνὰ γογʹ,
ἀμμωνιακοῦ, ῥητίνης τερεβινθίνης, λίθου Ἀσσίου ἄνθους ἀνὰ
γοβʹ, ἰρίνου γοδʹ, κηροῦ, ῥαφανίνου, μυελοῦ ἐλαφείου ἀνὰ
γοἕξ, δαφνίδων ... Συριακοῦ ἀνὰ γοαʹ.
Μάλαγμα.κηροῦ, χαλβάνης, ἀμμωνιακοῦ, λιβάνου,
μυελοῦ ἐλαφείου, ἐλαίου παλαιοῦ, οἰσύπου ἀνὰ γοαʹ, προ-
πόλεως, τερεβινθίνης ἀνὰ γοβʹ, βδελλίου, στύρακος, σμύρνης,
ὀποπάνακος, ἐλαίου κεδρίνου ἀνὰ γογʹ.

Ιππιατρικά του ΒερολίνουCh. 130, se. 205, l. 3

πέρου, ζιγγιβέρεως ἀνὰ γογʹ, κινναμώμου, κασίας, ἀμώμου,


λιβάνου ἄρσενος, ἀκόρου ἀνὰ γοβʹ, θείου, μήου, κροκο-
μάγματος, ὀποπάνακος, ἴρεως, ἀστραγάλου, δαύκου, στύρακος,
καρύου, νάρδου καθαρᾶς ἀνὰ γοδʹ, καλάμου γοεʹ, γεν-
τιανῆς γοδʹ.
Κολλύριον Τίτου.χαλκοῦ κεκαυμένου δραχμὴ(ν) αʹ,
στίβεως κεκαυμένης δραχμὰς ζʹ, νάρδου δραχμὰς εʹ, ὀποῦ
κασίας ξέ. αʹ, κρόκου δραχμὰς εʹ, ψιμυθίου δραχμὰς ζʹ.
Τοῦ αὐτοῦ κολλύριον ἕτερον.καδμίας κεκαυμένης
δραχμὴν αʹ, χαλκοῦ κεκαυμένου δραχμὰς ζʹ, στίβεως ὀπτῆς
δραχμὰς κηʹ, ἀλόης δραχμὰς γʹ, γλαυκίου τὸ ἴσον, ψιμυθίου
εἰργασμένου δραχμὰς εʹ, κρόκου δραχμὴν αʹ, νάρδου δραχμὰς
γʹ, ὄξους δραχμὴν αʹ, ἀκακίας πεπλυμμένης δραχμὰς εʹ, σμύρ-
νης δραχμὰς εʹ, κόμεως δραχμὰς λϛʹ, οἴνου ξέ. γʹ.
Κατάπλαστος τραυματικὴ πάγχρηστος λευκή.
λιθαργύρου λιτρ. αʹ, ὕδατος θαλαττίου ξέ. βʹ, ἐλαίου ξέ. αʹ,
βαλὼν εἰς χύτραν ἕψει ἕως συστραφῇ καὶ χρῶ πρὸς πάντα.
Ἔμπλαστρος πρὸς πάντα.ῥητίνης τερεβινθίνης
δραχμὰς ιηʹ, ἰοῦ δραχ. δʹ,λεπίδος χαλκοῦ δραχμὰς βʹ, βα-
λάνου δραχμὰς ζʹ, στυπτηρίας σχιστῆς δραχμὰς δʹ, κηροῦ
δραχ. ιηʹ, ἐλαίου κύαθον αʹ, ὄξους κυάθους δʹ. τὰ τηκτὰ

Ιππιατρικά του ΒερολίνουCh. 130, se. 209, l. 5


δραχμὰς ηʹ, κινναμώμου δραχμὰς ιβʹ, πετροσελίνου δραχμὰς δʹ,
κόψας πάντα κατ' ἰδίαν, ἀνάπλασον μέλιτος ὡς χρηστοτάτου
ἡλίκον κυάμῳ. ἔ(ς)τι δὲ πρὸς πνευματώσεις καὶ πρὸς τοὺς
ἐν τῷ σώματι πόνους ὠφέλιμον, ὠφελεῖ δὲ καὶ σπληνικούς,
ἡπατικοὺς καὶ νεφριτικούς, ποιεῖ δὲ καὶ πρὸς πόνους κεφαλῆς
καὶ πρὸς τὰς ὑποψίας τῶν θανασίμων φαρμάκων.
Μέλαινα ἔμπλαστρος πρὸς πάντα.λιθαργύρου
δραχμὰς δʹ, κηροῦ δραχμὰς ζʹ, ἐλαίουκυάθους ιʹ, ὄξους
δραχμὴν αʹ, τὸν κηρὸν καὶ τὸ ἔλαιον καὶ τὸ ὄξος βαλὼν ἅμα
τῆξον. τὴν δὲ λιθάργυρον τρίψας, τότε στῆσον καὶ ἐπίπλασον.
πρόσβαλλε δὲ ἀλόης δραχμὴν αʹ, μάννης δραχμὰς δʹ, ἰοῦ
δραχμὴν αʹ, ψιμυθίου δραχμὰς εʹ, ἁλὸς ἀμμωνιακοῦ δραχμὰς
θʹ, λεπίδος δραχμὰς βʹ, χαλβάνης δραχμὴν αʹ.

Ιππιατρικά Appendices ad hippiatrica Berolinensia (0738: 002)


“Corpus hippiatricorum Graecorum, vol. 1”, Ed. Oder, E., Hoppe, K.
Leipzig: Teubner, 1924, Repr. 1971.Appendix 7, l. 8

Ἀλοιφὴ θερμή,δι' ἧς θεραπεύσεις πάντα τέτανον ἀν-


θρώπων τε καὶ ἵππων, καὶ πάντα κρυμὸν καὶ τοὺς κατεψυγ-
μένους ἰάσῃ, καὶ τοὺς ἡμιξήρους γεγονότας ἀποκαταστήσεις
εἰς τὸ κατὰ φύσιν, καὶ πάντα ῥευματισμὸν ἀναστελεῖς. ὅλως
δὲ τούτου θερμότερον ἢ ἐνεργέστερον οὐδὲν οὐδενὶ ἰατρῷ ἢ
ἱππιατρῷ ἀναγέγραπται φάρμακον οὐδ' ἀναγραφήσεται. ἔχει
δὲ οὕτως·
Ἄμβαροςϛʹ, μόσχουϛʹ, ξυλαλόηςϛʹ, κινναμώμουϛʹ,
καρυοφύλλουϛʹ, ναρδοστάχυοςϛʹ, πεπέρεος λευκοῦϛʹ,
πεπέρεος κοινοῦϛʹ, πεπέρεος μακροῦϛʹ, φύλλουϛʹ, ζιγ-
γίβεροςϛʹ, καρύων ἀρωμα(τικῶν)ϛʹ, ἀμώμουϛʹ, κόστου
ϛʹ, καλάμου ἀρωματικοῦϛʹ,

Ιππιατρικά Appendices ad hippiatrica Berolinensia Appendix 7, l. 50

ἀμυγδαλίνου ἐλαίουηʹ, μυρσίνου ἐλαίουηʹ, σχινίνου ἐλαίου


ηʹ, κικίνου ἐλαίουηʹ, χαμαιμηλίνου ἐλαίουηʹ, πηγανε-
λαίουηʹ, ἀνηθελαίουηʹ, πηγελαίουηʹ, πετρελαίουηʹ,
μαστιχίνου ἐλαίουϛʹ, σκευῆςηʹ, νάφθης λευκῆςηʹ,
νάφθης μελαίνηςηʹ, Κολοφωνίας ἐλαίουϛʹ, κατζαρελαίου
ηʹ, δᾳδελαίουηʹ, πισσελαίουηʹ, καπνελαίουηʹ, ἀλω-
πεκείου ἐλαίουηʹ, αἰγείρου ἐλαίου †ητ9ιουκητρϛʹ, γαλῆς
ἐλαίουηʹ, ἐλαίου παλαιοῦ τὸ ἀρκοῦν.
σκευάζεται δὲ τὸν τρόπον τοῦτον· τὰς βοτάνας καὶ τὰ σπέρ-
ματα καὶ τὰ ἀρωματικὰ πάντα κόπτε καὶ σῆθε λεπτῷ κοσκίνῳ,
καὶ τὸν μόσχον καὶ τὴν ξυλαλόην καὶ τὸ ἄμβαρ καὶ τὸ κιν-
νάμωμον καὶ τὸ καρυόφυλλον καὶ τὰ πέπερι καὶ τὸ φύλλον
καὶ τὸ εὐφόρβιον καὶ τὸ καστόριον καὶ τὸ πύρεθρον καὶ τὸ
κάχρυ ἔχε ἰδίωςσεσησμένα. τὰ δὲ λοιπὰ πάντα ἕψει τῷ
ἐλαίῳ τῷ παλαιῷ ἱκανῶς, καὶ μετὰ τὸ ἑψηθῆναι αὐτὰ ἐκπιέσας
ἀπόρριπτε. εἶτα ἐπέμβαλλε τὰ τηκτὰ πάντα ἀναλελυμένα ἰδίως
καὶ διυλισμένα, εἶτα τὰ ἔλαια, καὶ ἕψει μικρόν. καὶ αὖθις
ἐπεμβαλὼν τὸν μόσχον καὶ τὴν ξυλαλόην καὶ τὸ κιννάμωμον
καὶ τὸ καρυόφυλλον καὶ τὸ εὐφόρβιον καὶ τὰ πέπερι καὶ τὸ
ἄμβαρ καὶ τὸ φύλλον καὶ τὸ κάχρυ καὶ τὸ καστόριον καὶ τὸ
πύρεθρον τετριμμένα καὶ σεσησμένα, εἶτα τὸ μοσχέλαιον καὶ

Ιππιατρικά Appendices ad hippiatrica Berolinensia Appendix 7, l. 57

σκευάζεται δὲ τὸν τρόπον τοῦτον· τὰς βοτάνας καὶ τὰ σπέρ-


ματα καὶ τὰ ἀρωματικὰ πάντα κόπτε καὶ σῆθε λεπτῷ κοσκίνῳ,
καὶ τὸν μόσχον καὶ τὴν ξυλαλόην καὶ τὸ ἄμβαρ καὶ τὸ κιν-
νάμωμον καὶ τὸ καρυόφυλλον καὶ τὰ πέπερι καὶ τὸ φύλλον
καὶ τὸ εὐφόρβιον καὶ τὸ καστόριον καὶ τὸ πύρεθρον καὶ τὸ
κάχρυ ἔχε ἰδίωςσεσησμένα. τὰ δὲ λοιπὰ πάντα ἕψει τῷ
ἐλαίῳ τῷ παλαιῷ ἱκανῶς, καὶ μετὰ τὸ ἑψηθῆναι αὐτὰ ἐκπιέσας
ἀπόρριπτε. εἶτα ἐπέμβαλλε τὰ τηκτὰ πάντα ἀναλελυμένα ἰδίως
καὶ διυλισμένα, εἶτα τὰ ἔλαια, καὶ ἕψει μικρόν. καὶ αὖθις
ἐπεμβαλὼν τὸν μόσχον καὶ τὴν ξυλαλόην καὶ τὸ κιννάμωμον
καὶ τὸ καρυόφυλλον καὶ τὸ εὐφόρβιον καὶ τὰ πέπερι καὶ τὸ
ἄμβαρ καὶ τὸ φύλλον καὶ τὸ κάχρυ καὶ τὸ καστόριον καὶ τὸ
πύρεθρον τετριμμένα καὶ σεσησμένα, εἶτα τὸ μοσχέλαιον καὶ
τὸ κιτρέλαιον καὶ τὸ ὀποβάλσαμον καὶ τὸ ῥαφάνινον ἔλαιον
καὶ τὸ νάρδινον ἔλαιον καὶ τὸ κύπρινον ἔλαιον καὶ τὸ
γλήχωνος ἔλαιον, ἕψει πάλιν ἐπὶ μαλθακοῦ πυρὸς μικρὸν καὶ
ἄρας ἀποτίθει ἐν ὑελίνῳ ἀγγείῳ καὶ χρῶ ὡς ὅτι μάλιστα καὶ
δαιμονίως δοκίμῳ.

Ιππιατρικά Appendices ad hippiatrica Berolinensia Appendix 8, l. 11


Ἄλλο· Κουδριγαρία κόνιςἤτοι κονιορτός, ὅστις ἐκ
διαφόρων εἰδῶν μεμιγμένος βοηθεῖ καὶ καθ' ἑαυτὸν καὶ μεθ'
ἑτέρων βοηθημάτων τοῖς διαφόροις καὶ ποικίλαις νόσοις πα-
λαίουσι ζώοις, εἰ κατὰ τρόπον καὶ λόγον τοῦ βοηθήματος
μίγνυται. οὗ βοηθήματος τοιούτῳ τρόπῳ σύνθεσις σωτηριώδης
πιστεύεται εἶναι·
Ἀριστολοχείας μακρᾶςαςʹ, ἀριστολοχείας στρογγύλης
αςʹ, ἀμώμουαςʹ, ἀμυγδάλων πικρῶναςʹ, ἀβροτόνου
αςʹ, ἄμιοςαςʹ, ἀσπαράγουαςʹ, ἄγνου σπέρματοςαςʹ,
ἀλυσάθρουαςʹ, ἀφρονίτρουαςʹ, ἀσφάλτου Ἰουδαϊκῆςαςʹ,
ἀγαρικοῦαςʹ, ἀμαράκουαςʹ, ἀκακίας ῥίζηςαςʹ, ἀλόης
αςʹ, ἀσπαράθου ῥίζης φλοιοῦαςʹ,ἀψινθίουαςʹ, ἀκό-
ρουαςʹ, [: ἄλλο] Ἀρτεμισίαςαςʹ, ἀρνογλώσσουαςʹ, ἀμ-
μωνιακοῦαςʹ, ἀννίσουαςʹ, ἀλθαίαςαςʹ, ἀγριοσυκίου(!)
σπέρμααςʹ, ἀγριοσυκίου ῥίζηςαςʹ, ἀσάρουαςʹ, ἀρτί-
σκων σκιλλιτικῆςαςʹ, ἀρτίουαςʹ, αἰγείρου ῥίζηςαςʹ,
βετονικῆςαςʹ, βουνιάδοςαςʹ, βράθυοςαςʹ, βουτύρου
αςʹ, γεντιανῆςαςʹ, γλυκυρίζης χυλοῦαςʹ, γλήχωνος
αςʹ, Γαραμαντικοῦαςʹ, γαλαγγὰαςʹ, δαύκουαςʹ,

Ιππιατρικά Parisina (0738: 003)“Corpus hippiatricorum Graecorum,


vol. 2”, Ed. Oder, E., Hoppe, K.Leipzig: Teubner, 1927, Repr. 1971.Se.
426, l. 5

τούτων εὑρεθῇ, φλοιὸν παλαιᾶς βύρσης καύσας καὶ ξηρίον


ποιήσας ἔμβαλε κατὰ τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ χρῷ ὡς δοκίμῳ.
Κολλούριον κάλλιστον.Σμύρνης γράμματα γʹ,
κρόκου γράμματα γʹ, πεπέρεως λευκοῦ γράμματα γʹ, πεπέρεως
μελάνου γράμματα βʹ, βαλσάμου γράμματα βʹ, μέλιτος Ἀττι-
κοῦ γοϛʹ, σελίνου γράμματα γʹ.
Σύνθεσις εἰς δύσπνοιαν καὶ καρδίαν κτήνους.
Φρύνου ὅλον ἧπαρ, ὄρυκος ὅλον, δαφνίδος γοϛʹ, σμύρνης
τρωγλίτιδος γοδʹ, κροκομάγματος γογʹ, καρδάμου σπέρμα γοβʹ,
ὀπίου πυρροῦ γοαʹ, λιβάνου ἄρρενος γοβʹ, γῆς μήλων γοβʹ,
ἀλόης γοβʹ, ῥόδων ξηρῶν γοαʹ, λάρικοςγογʹ, ταῦτα εἰς ἓν
συντρίψας χρῶ.
Ἱπποκράτους πρὸς καρδίας πόνον.Ἑστῶτος
ἱδρὼς αὐτοῦ φέρεται καθ' ὅλου τοῦ σώματος πολύς, κατακλι-
θεὶς εἰς πλευρὸν δυσχερῶς ἀνίσταται. ἡμέραν δὲ πλείω οὐ ζῇ.
Πρὸς ποδάγραν.Ταῦτα δʹ ὀνόματα εἰς πέταλον κας-
σιτέρινον γράψεις ἐν γραφίῳ μὴ ἔχοντι τὸ λειοῦν, καὶ ἡμέρᾳ
ἡλίου τὸν πόδα δῆσον ὃν πονεῖ, καὶ πάλιν μετὰ ἡμέρας λϛʹ,
ἥτις γίνεται λϛʹ ἡμέρα ἡμέρα ἡλίου, λύε. τὰ δὲ γραφόμενα
ταῦτα· χεντιμα τεφῆκεν τέφρα, γλύκαινε.

Ιππιατρικά Parisina Se. 621, l. 2

Πρὸς τοὺς τὰ ἐντὸς πάσχοντας τοὺς ὑπὸ νόσου


πειραζομένους προπότισμα.Τούτῳ τῷ βοηθήματι καὶ
οἱ ξηροὺς ἔχοντες τοὺς μυκτῆρας εὐχερῶς θεραπεύονται· πτι-
σάνης πεφρυγμένης χυλὸν ὡς κυάθους βʹ διδοῖς ἐπὶ ἡμέ-
ρας γʹ, μετὰ δὲ ταῦτα ποίει οὕτως· λαβὼν ὑσώπου γοβʹ,
φοίνικας κʹ, πηγάνου χλωροῦ δεμάτια βʹ, τήλεως καὶ φάβα-
τοςκυάθους ϛʹ, πάντα εἰς ὄμβριον ὕδωρ ἀφεψήσας δίδου,
πρότερον μέντοι χλιάνας.
Ἄρτυσις οἴνου.Σχοίνου ἄνθους με9 δʹ, κασσίας
σύριγγος με9 δʹ, σμύρνης τρωγλίτιδος με9 δʹ, ἀλόης ἡπατικῆς
με9 αʹ, λιβάνου με9 αʹ, πεπέρεως με9 αʹ, μαστίχην με9 αʹ, ταῦτα
τρίψας καὶ κοσκινεύσας ἕκαστον κατ' ἰδίαν μῖξον καλῶς, καὶ
λαβὼν γύψου κεκαυμένου [με9]βʹ βάλε εἰς διακοσίους
οἴνου καὶ κίνει ἐπὶ ἡμέρας βʹ, καὶ μετὰ ταῦτα βάλε ἐκ τοῦ
ξηρίου εἰς τοὺς διακοσίους κοχλιάρια γʹ καὶ κίνει ἐπὶ
ἡμέρας εʹ ἡσύχως καὶ φίμωσον τοὺς πίθους καὶ περίφραξον
τὰς θύρας καὶ τὰς θυρίδας τῆς ἀποθήκης ἐπὶ μῆνας ϛʹ, ὥστε
ἄνεμον μὴ εἰσέρχεσθαι.

Ιππιατρικά Parisina Se. 1060, l. 5

παλαιοῦ, ὑοσκυάμου χυλοῦ ἀνὰβʹ καὶ ἐβίσκου τοῦ χυλοῦ


ἕψει πολλὴν ὥραν μέχρι ἀμόλυντα γένηται. ἐπίβαλε δὲ βερνι-
καρίου γοδʹ, χαλβάνης γοδʹ. ἀφελὼν ἀπὸ τοῦ πυρὸς σπά-
θιζε πολλὴν ὥραν.
Ἡ διὰ χυλῶν.Ἐλαίουζʹ, λιθαργύρουϛʹ, χυλῶν
𐆂 δʹ ἕψει ἕως μεταβάλῃ
Ἡ βαρβάρα ἡ μεγάλη.Ἀσφάλτου Ἰουδαϊκῆς, πίσσης
Βρυττίας, κηροῦ, φρυκτῆς, ἐλαίου κοινοῦ ἀνὰβʹ, λιθαργύ-
ρου, ψιμυθίου, στυπτηρίας σχιστῆς καὶστρογγύλης ἀνὰ
γογʹ, μίσυος, κηκίδων, χαλκίτεως ἀνὰ γοβʹ, ὀπίου, ὀποπάνα-
κος, ἀλόης ἡπατικῆς, σμύρνης, λιβάνου ἀνὰ γοαʹ, μανδρα-
γόρου χυλοῦ γογʹ, ὄξους δριμυτάτου τὸ ἀρκοῦν, τὰ τηκτὰ
κατάβαλε εἰς τὴν θυίαν καὶ ἀναλάμβανε ἐπιβάλλων τὰ ξηρὰ
καὶ ποίει ζύμην. ἐὰν δὲ βούλῃ ἀναλῦσαι, ποιήσεις οὕτως· τοῦ
φαρμάκουαʹ, κηροῦαʹ, πίσσης Βρυττίαςαʹ, ἐλαίου
κοινοῦϛʹ.

Ιππιατρικά Cantabrigiensia (0738: 006)“Corpus hippiatricorum


Graecorum, vol. 2”, Ed. Oder, E., Hoppe, K.Leipzig: Teubner, 1927,
Repr. 1971.Ch. 3, se. 2, l. 2

Περὶ ἐλεφαντιῶντος ἵππου.

Ἀφρικανοῦ.Τὸ τοῦ χερσαίου ἐχίνου ἧπαρ ἐν ἡλίῳ


ξηρανθὲν ἰᾶται τοὺς ἐλεφαντιῶντας ἵππους μετ' οἴνου πο-
θῆναι διδόμενον.
Σύγχρισμα εἰς τὸ αὐτό.Ἀγριοσταφίδος, σμύρνης,
ἀλόης , στυπτηρίας ἀνὰ γοαʹ, ἀρσενικοῦ, μαστίχης ἀνὰ γογςʹ,
λιβάνου ἐξαγ. ζʹ, ἅλατος Γαγγρηνοῦ γοβʹ, στέατος αἰγείου
γοβʹ, ἀγριοσυκῆς ῥίζης φλοιοῦ γοδʹ. ἕψει πάντα σὺν ὄξει,
ἕως ἀφανισθῇ τὸ ὄξος, καὶ λειώσας τὸν φλοῦν βάλε κηροῦ
γοαʹ, ἐλαίου γοδʹ, καὶ ἑνώσας ἀμφότερα ἕψει ἕως λυθῇ καὶ χρῶ.
Ἄλλο.Ὑγροπίσσης, θείου ἀπύρου, νίτρου, κηροῦ ἀνὰ
γοαʹ, τερεβινθίνης γοτὸ ςʹ, σπόγγων λίθους γογʹ, τὰ ξηρὰ
κόψας καὶ σήσας καὶ τὰ τηκτὰ τήξας καὶ ἑνώσας χρῶ καὶ ἔα
μέχρις ἡμερῶν τριῶν. ἢ χελιδονίας, κριθαλεύρου, ψιμυθίου
ἀνὰ γοαʹ λειώσας καλῶς ἀναλάμβανε τῷ πρωτοστάκτῳ τοῦ
σαπωνᾶ, τῷ λεγομένῳ πρωτείῳ ζωμῷ, καὶ χρῶ. ἢ λιθαργύρου,

Ιππιατρικά Cantabrigiensia Ch. 8, se. 15, l. 2

ἔγχριε σὺν τῷ λευκῷ τοῦ ᾠοῦ. ἢ κονίαν τὴν ἀναπεπταμένην


ἐν τοῖς χαλκείοις λαβὼν καὶ λειώσας μετὰ κρόκου ᾠοῦ ἐπιτίθει
ἀπὸ κροτάφου εἰς κρόταφον τιθεὶς στυπεῖον. ἢ πηγάνου ῥίζαν
ἄρας τῇ ἀριστερᾷ χειρὶπερίαπτε λέγων· αἴρω σε πρὸς
ὀφθαλμοῦ πόνον τοῦ ἵππου τοῦδε τοῦ καλουμένου
τόδε.ἢ ἄλευρον κρίθινον καὶ ἄσβεστον καὶ κρόκον μετὰ
μέλιτος φυράσας τράκτωσον τὸ μέτωπον.
Πρὸς ἐπιδρομὴν ὀφθαλμοῦ.Χολὴν ἀλέκτορος
βαλὼν εἰς ἀργυρᾶν πυξίδα ἔνσταζε τῷ ὀφθαλμῷ.
Ἀνακόλλημα εἰς ῥεῦμα ὀφθαλμῶν καὶ εἰς λοιπὰ
ῥεύματα.Μαστίχην, λίβανον, λάδανον ξηρόν, ἀλόην, σώχ,
πάντα κόψας καὶ σήσας ἀναλαβοῦ ᾠῶν τοῖς λευκοῖς καὶ χρῶ.
Πυρία εἰς ῥεῦμα ὀφθαλμοῦ.Μυρσίνης, ῥοῦ βυρ-
σικοῦ, ῥόδων φύλλα, κηκῖδας, κωδυίας, στυπτηρίας σχιστῆς,
βάτου ῥίζης ἕψει σὺν ὄξει, καὶ μετὰ τοῦ ἀφεψήματος πυρία
τοὺς ὀφθαλμοὺς σπόγγῳ. ἐνεργεῖ δὲ καὶ τὸ ὀξύκρατον πυ-
ριώμενον ὁμοίως σπόγγῳ. ἢ μελίλωτον, τῆλιν, ῥόδα, φοινίκων
σάρκας καὶ κωδυίας ἕψει μετὰ ἑψήματος ἢ ὀμβρίου ὕδατος
καὶ πυρία σπόγγῳ.
Πρὸς λευκώματα.Ἄρτον καύσας καὶ ἅλας ἀμμω-
νιακὸν μετὰ καὶ ἀλόης ἡπατικῆς λειάνας χρῶ, ἀποκαθαίρει γάρ.

Ιππιατρικά Cantabrigiensia Ch. 8, se. 17, l. 2

ῥεύματα.Μαστίχην, λίβανον, λάδανον ξηρόν, ἀλόην, σώχ,


πάντα κόψας καὶ σήσας ἀναλαβοῦ ᾠῶν τοῖς λευκοῖς καὶ χρῶ.
Πυρία εἰς ῥεῦμα ὀφθαλμοῦ.Μυρσίνης, ῥοῦ βυρ-
σικοῦ, ῥόδων φύλλα, κηκῖδας, κωδυίας, στυπτηρίας σχιστῆς,
βάτου ῥίζης ἕψει σὺν ὄξει, καὶ μετὰ τοῦ ἀφεψήματος πυρία
τοὺς ὀφθαλμοὺς σπόγγῳ. ἐνεργεῖ δὲ καὶ τὸ ὀξύκρατον πυ-
ριώμενον ὁμοίως σπόγγῳ. ἢ μελίλωτον, τῆλιν, ῥόδα, φοινίκων
σάρκας καὶ κωδυίας ἕψει μετὰ ἑψήματος ἢ ὀμβρίου ὕδατος
καὶ πυρία σπόγγῳ.
Πρὸς λευκώματα.Ἄρτον καύσας καὶ ἅλας ἀμμω-
νιακὸν μετὰ καὶ ἀλόης ἡπατικῆς λειάνας χρῶ, ἀποκαθαίρει γάρ.
Κολλύριον πρὸς τὰ αὐτά.Ἁλὸς ἀμμωνιακοῦ, ἀλόης
ἡπατικῆς, κινναμώμου, ξυλοκινναμώμου ἀνὰ γοαʹ, ἐλαίου ῥο-
δίνου τὰ ἀρκοῦντα.
Πρὸς παλαιὰ λευκώματα.Κηκιδίων λιτρ. αʹ, χαλ-
κάνθου γοαςʹ, σμύρνης γοϛʹ, μίξας καὶ λεάνας ἔμβαλε μετὰ
μέλιτος Ἀττικοῦ ἢ Κρητικοῦ καὶ συνλεάνας ἱκανῶς ἀπόθου
καὶ ἐπὶ τῆς χρείας ἄλειφε.
Πρὸς λευκώματα καὶ ἑλκώματα.Λαβὼν προβά-
τειον μυελὸν ἐκ τῶν μηρῶν κάθαρον μὴ ἔχειν ὀστάριον καὶ
τρῖψον ἐν θυίᾳ ἰσχυρῶς παραμίξας κηκίδων γοϛʹ καὶ μέρος

Ιππιατρικά Cantabrigiensia Ch. 8, se. 18, l. 1

πάντα κόψας καὶ σήσας ἀναλαβοῦ ᾠῶν τοῖς λευκοῖς καὶ χρῶ.
Πυρία εἰς ῥεῦμα ὀφθαλμοῦ.Μυρσίνης, ῥοῦ βυρ-
σικοῦ, ῥόδων φύλλα, κηκῖδας, κωδυίας, στυπτηρίας σχιστῆς,
βάτου ῥίζης ἕψει σὺν ὄξει, καὶ μετὰ τοῦ ἀφεψήματος πυρία
τοὺς ὀφθαλμοὺς σπόγγῳ. ἐνεργεῖ δὲ καὶ τὸ ὀξύκρατον πυ-
ριώμενον ὁμοίως σπόγγῳ. ἢ μελίλωτον, τῆλιν, ῥόδα, φοινίκων
σάρκας καὶ κωδυίας ἕψει μετὰ ἑψήματος ἢ ὀμβρίου ὕδατος
καὶ πυρία σπόγγῳ.
Πρὸς λευκώματα.Ἄρτον καύσας καὶ ἅλας ἀμμω-
νιακὸν μετὰ καὶ ἀλόης ἡπατικῆς λειάνας χρῶ, ἀποκαθαίρει γάρ.
Κολλύριον πρὸς τὰ αὐτά.Ἁλὸς ἀμμωνιακοῦ, ἀλόης
ἡπατικῆς, κινναμώμου, ξυλοκινναμώμου ἀνὰ γοαʹ, ἐλαίου ῥο-
δίνου τὰ ἀρκοῦντα.
Πρὸς παλαιὰ λευκώματα.Κηκιδίων λιτρ. αʹ, χαλ-
κάνθου γοαςʹ, σμύρνης γοϛʹ, μίξας καὶ λεάνας ἔμβαλε μετὰ
μέλιτος Ἀττικοῦ ἢ Κρητικοῦ καὶ συνλεάνας ἱκανῶς ἀπόθου
καὶ ἐπὶ τῆς χρείας ἄλειφε.

Ιππιατρικά Cantabrigiensia Ch. 30, se. 2, l. 11

Ἄλλως.Τῆς δυσεντερίας σημεῖα τάδε. ἡ κοιλία πνευμα-


τοῦται καὶ ὀσμαὶ γίνονται καὶ μυξῶδες φέρει καὶ πνευμα-
τῶδες καὶ ψυγμῶδες. λοῦε οὖν θερμῷ ὕδατι τὴν κοιλίαν,
χορτάσματα δὲ δίδου μηδικὴν γάλακτι μιγεῖσαν ὅσον λιτρ. βςʹ.
καὶ ἡ Λημνία δέ σφραγὶς πινομένη μετὰ οἴνου δυσεντερικοὺς
ἰᾶται, προαποκλυσθέντος τοῦ ἐντέρου μελικράτῳ. ἢ κίσσηριν
λειοτάτην ποιήσας μετὰ οἴνου καὶ ᾠῶν ἐγχυμάτιζε, ἢ φύλλα
συκῆς ξηρὰ κόψας μετὰ οἴνου αὐστηροῦ ἐγχυμάτιζε. ἢ μάκερ
καὶ σίδια κόψας ἶσα μετὰ οἴνου ἐγχυμάτιζε. ἢ λεπτοκαρύων
Ποντικῶν τὰ λέπυρα ἑψήσας ἐν οἴνῳ ἐγχυμάτιζε μετὰ ὀλίγης
ἀλόης , ἢ βάτου ῥίζας ἕψει σὺν οἴνῳ μέλανι καὶ τὸ τούτων
ἀπόζεμα ἐγχυμάτιζε. κοιλιακοὺς γὰρ καὶ δυσεντερικοὺς ὠφελεῖ.
ἢ κηκῖδας, ἐρείκης καρπόν, ὀπίου ἀνὰ γοτὸ ςʹ ὕδατι ἀναλάμ-
βανε καὶ σὺν οἴνῳ ῥόας ἐγχυμάτιζε.
Τροχίσκος ὁ Βηρύτιος δυσεντερικός.Ναρδοστά-
χυος, κρόκου, σμύρνης ἀνὰ ἑξαγ. αςʹ, ὑποκυστίδος χυλόν,
ἀλόης ἡπατικῆς, ὀπίου Θηβαϊκοῦ, κηκῖδος ὀμφακίτιδος, ἀνίσου,
ἀκακίας, κόψας καὶ σήσας οἴνῳ ἀναλάμβανε καὶ ποίει τροχί-
σκον καὶ χρῶ λ[ο]ύων οἴνῳ.

Ιππιατρικά Cantabrigiensia Ch. 57, se. 25, l. 3

χρῶ ἐν ἡλίῳ ἐπιχρίων, προαποσμήχων δηλονότι τὸν τόπον.


[τέλος.]
Πρὸς ἀλφοὺς θεραπεία διὰ πείρας.Θείου ἀπύ-
ρου, λιθαργύρου ἶσα μίξας χρῶ.
Εἰς ἀλφοὺς λευκοὺς καὶ μέλανας.Εἴρηται ἀλφὸς
παρὰ τὸ ἐναλλάσσειν τὴν χρόαν. τὸ γὰρ ἐναλλάσσειν παρὰ
τοῖς ἀρχαίοις ἀλφαίνειν ἐλέγετο.συκῆς οὖν φύλλα καὶ
θεῖον ἄπυρον καὶ στυπτηρίαν ἶσα σὺν ὄξει κατάχριε.
Πρὸς λέπραν.Τοῖς ὑπὸ λέπρας ὀχλουμένοις ἁρμόζει
πρῶτον ἡ κάθαρσις τοῦ σώματος ἐξ ἑκατέρων τῶν μερῶν.
αἷμα δὲ χοίρειον ψύξας καὶ τρίψας λειότατα μετὰ ἀλόης ἡπα-
τικῆς καὶ σμύρνης ἐν οἴνῳ παλαιῷ ἐγχυμάτιζε, καὶ τῇ εἰς
τὰ συντάγματαψωρικῇ συνθέσει χρῆσαι, καὶ σταλήσεται
τὸ νόσημα. τὸ αἷμα τοῦ γυπὸς μετὰ χαμαιλέοντος μέλανος
ῥίζης καὶ κεδρίας ὁμοῦ συντριβὲν καὶ ἐπιχρισθὲν καθαίρει
τὴν λέπραν ἐπιτιθεμένων ἄνωθεν σεύτλου φύλλων ἢ κράμβης.
Ἄλλο δόκιμον.Καρδαμώμου σπέρμα γοαςʹ, χαλκάν-
θου γοαʹ, θεῖον ἄπυρον, στυπτηρίας σχιστῆς καὶ στρογγύλης
ἀνὰ γοτὸ ςʹ, λειώσας ἐπιμελῶς ὄξει ἐν ἡλίῳ ἐπίχριε προαπο-
σμήξας τὸν τόπον ὄξει καὶ νίτρῳ.

Ιππιατρικά Cantabrigiensia Ch. 62, se. 3, l. 2

ἔπειτα συντίθει μάλαγμα τοιόνδε· ἰσχάδων λευκῶν, αἰγείου


στέατος, στυπτηρίας ἀνὰγʹ, νίτρου ὀπτοῦτὸ ἥμισυ, ταῦτα
τρίψας καὶ παλαιῷ ἐλαίῳ μαλάξας ἐπίδησον, προκαταντλήσας
τὸν τόπον θερμῷ, καὶ ἐν τόπῳ στῆσον, ἐν ᾧ ψυχρὸν ὕδας ἐστίν.
καὶ ὅταν ἐξέλθῃ ἐκ τοῦ ψυχροῦ, κατάντλει καὶ τὸ φάρμακον ἐπι-
τίθει, ἢ ἀβρότονον μετὰ οἴνου μίξας, ἐπιτίθει δὶς τῆς ἡμέρας.
Ἀφρικανοῦ.Κυνὸς ἐγκέφαλος κάταγμα πωροῖ ἡμέρας
ιδʹ εἰς ὀθόνιον ἐγχριόμενος καὶ ἐπιτιθέμενος, ἄνωθεν ἐρέας
ἐπειλουμένης.
Τράκτωμα εἰς σφυρόν.Μαστίχης, σμυρνολιβάνου,
βδέλλιον, σαγαπηνόν, σαρκόκολλον, ἀλόην μετὰ ὄξους λελειω-
μένην.
Μάλαγμα καυστικὸν ποιοῦν καὶ ἐπὶ θλάσματος.
Κηροῦ Τυρρηνικοῦ, προπόλεως Ἀττικῆς, μάννης, ἰξοῦ, ὀπίου
Ἱσπανοῦ, στύρακος, βδελλίου ἀνὰβʹ, δαφνίδωνδʹ, πίσσης
Βρυττίας, ῥητίνης τερεβινθίνης, ῥητίνης Ἄφρας ἀνὰδʹ,
μυελοῦ ἐλαφείου, στέατος αἰγείου ἀνὰαʹ. τὰς δαφνίδας συν-
τρίψας ἕψει μετὰ τῶν ἄλλων καὶ χρῶ τοῖς τεθραυσμένοις.
καὶ ἐὰν μὴ θέλῃς σιδήρῳ καῦσαι, οὕτως χρήσῃ καὶ ἐᾷς ἡμέρας,
ἵνα συμμείνῃ. τὸ δὲ περιττεῦον φύλαττε, καὶ ὅταν βούλει, θερ-
μάνας χρῶ εἴς τε νεφροὺς καὶ ἰσχία καὶ ἄρθρα.
Ιππιατρικά Cantabrigiensia Ch. 70, se. 2, l. 2

Περὶ σκωλήκων τῶν ἐν τραύμασι καὶ ἑλμίνθων καὶ ἀσκαρίδων καὶ


φθειρῶν.

Ἱεροκλέους.Λαβὼν στυπτηρίας κυκλίσκους, τρῖψον


καὶ ἔμβαλε εἰς τὸ ἕλκος, οὗ ἂν ὦσιν, ἢ καλαμίνθην λείαν ἢ
ἀριστολοχείαν τὴν παχεῖαν ἢ ἄσβεστον. ἐὰν δὲ ταῦτα μὴ ἀνύῃ,
ἔκκλυσον αὐτοὺς καὶ οὕτως ἐξαντλοῦνται καὶ ἀπόλλυνται.
Πρὸς ἕλμινθας καὶ σκώληκας.Εἴωθεν ἐν τοῖς ἐντὸς
κτλ. ἢ ἀλόην, φύλλα ῥοδακινέας, κενταύριον καὶ ἀβρότονον
οὔρῳ ἀνθρωπίνῳ παλαιῷ ἀναλαβὼν χρῶ.
Ἀφρικανοῦ.Τοὺς σκώληκας κλύσμασιν ἀφαρμάκτοις
ἐκβαλεῖν ὕδωρ ἐμοὶκαθαρὸν ἀρκεῖ ληφθὲν τὸν τρόπον τοῦ-
τον· ἀντίχειρι καὶ τῷ ἰατρικῷ δακτύλῳ χειρὸς εὐνωνύμου ἀρυ-
σάμενος ἐπεστραμμένως ἀθολώτου νάματι πηγῆς τὸν νοσοῦντα
τοὺς σκώληκας τόπον τρὶς ῥᾶνον. οἱ δὲ ἐξελεύσονται πάντες
ἐφέποντες ἀλλήλοις καταλειπομένου ἔνδον οὐδενός.
Εἰ ἀγρίους φθεῖρας ἀποκτεῖναι θέλεις.

Ιππιατρικά Cantabrigiensia Ch. 70, se. 10, l. 1

περσικῶν φύλλα ὁμοίως ἐγχυματιζόμενα. εὐχ[α]ρηστότατον δέ


ἐστιν καὶ ἐπιτιθέμενον κατὰ τῆς κοιλίας μετὰ ἐμβροχῆς ὑδρέ-
λαιον συνεχῶς, ἀποδιωχθήσονται γάρ, ὥστε μὴ εἰς τοὺς ἄνω
πόρους χωρεῖν, ἀλλὰ ἐπὶ ἕδραν κατιέναι. οὐ μόνον γὰρ τὰς
ἕλμινθας διὰ τοῦ στόματος λέγεται ἢ ἐκ ῥινῶν προχωρεῖν, ἀλλ'
ἐνίοτε καὶ δι' ὤτων καὶ ὀφθαλμῶν.
Περὶ φθειρῶν τῶν ἐν τῷ στόματι.Φθειρίασιν τὴν
ἐν τῷ στόματι ἐπιγνώσῃ οὕτως κτλ. ἢ πτύελον νηστικοῦ ἀνθρώ-
που μότους βρέχων ἐπιτίθει. ἀναιρεῖ γὰρ καὶ τοὺς σκώληκας
τοὺς ἐν ὠσὶ καὶ τὰς οὐλὰς ὁμοχρόους ποιεῖ.
Περὶ ἑλμίνθων.Ἀλόη ἡπατῖτις ἐγχυματιζομένη ὕδατι
ψυχρῷ. ἢ καννάβεως σπέρμα ξηρὸν κόψας καὶ σήσας μεθ'
ὕδατος χυλῶδες ποιήσας καὶ ῥακίῳ ἐκπιάσας ἐγχυμάτιζε γοϛʹ.
ἢ ἀψινθίου Ποντικοῦ, τήλεως, σέρεως ἀνὰ γοςʹ, θέρμων ξη-
ρῶν κοκκία θʹ, πετροσελίνου γοαʹ λειώσας μετὰ μέλιτος ἐγχυ-
μάτιζε.

Ιππιατρικά Cantabrigiensia Ch. 100, se. 2, l. 1


Περὶ σύριγγος.

Τοῖς ὑπὸ σύριγγος ὀχλουμένοιςεὔχρηστον βοήθημα


τὸ τοῦ καυτῆρος. ἐὰν δὲ μετέωρον ᾖ τὸ τραῦμα, προανακείρας
καὶ καθάρας τὰ μοχθηρὰ καὶ μετέωρα, τίθει διαπύρους καυ-
τῆρας, ἵνα τὰ πεπονθότα ἀποτέμῃς, καὶ καθαρὰ γένηται. καὶ
οὕτω χρῆσαι φαρμάκῳ τῷ διὰ χλωρᾶς. ἁρμόζει δὲ καὶ τὸ
ὀροβόμελι καταπλασσόμενον, μάλιστα πρὸςτοὺς ἐπιρρευμα-
τιζομένους καὶ τοὺς σκωληκιῶντας.
Ἄλλο.Σμύρνης, ἀλόης , λιβάνου, σιδίων ἶσα ἀναλάμ-
βανε [καὶ] χολῇ ταυρείᾳ καὶ χρῶ. ἄλλοι δὲ καὶ κεδρίᾳ κλύ-
ζουσιν τὰς σύριγγας καὶ θαυμαστῶς ἐπιτυγχάνουσιν.
Ἄλλως.Ἐπειδὴ οἱ κόλποι κακῶς θεραπευόμενοι εἰώ-
θασι συριγγοῦσθαι, ἑπομένως περὶ συρίγγωνῥητέον. ὠνό-
μασται σύριγξ κατὰ μεταφορὰν ἀπὸ τῶν συρίγγων τῶν ἐκ κα-
λάμου ἢ ἑτέρας τινὸς ὕλης πεποιημένων. εὐρυχωρία γάρ τις
εὑρίσκεται παραπλησία ταῖς ἐν τοῖς καλάμοις κοιλότησιν. ὁ δὲ
κόλπος τετυλωμένος καὶ μὴ δυνάμενος χωρὶς χειρουργίας ἢ
φαρμακείας ἰσχυρᾶς θεραπευθῆναι. τὰς μὲν οὖν πλαγίας σύ-
ριγγας τὰς ὑπὸ τὸ δέρμα τεταμένας πυρὶ ἢ σμίλῃ κουφίζοντες

Ιππιατρικά Cantabrigiensia Ch. 100, se. 6, l. 5

Ὀριβασίου φάρμακον πρὸς σύριγγα, ἐκτυλοῦν


καὶ τὰς παλαιὰς σύριγγας.Χαλκάνθης, μίσεος, χαλκίτεως
ὠμῆς, ἰοῦ, στυπτηρίας σχιστῆς, μίλτου Σινωπικῆς, κόμεως ἶσα
χωρὶς κεκομμένα ὄξει ἀναλαβὼν καὶ λιβάνῳ, ποίει κολλύριον
καὶ χρῶ. τὰ γὰρ τετυλωμένα τῶν κόλπων ἀνακαθαίρει, μιγνύ-
μενον δὲ μέλιτι σαρκοῖ καὶ ἀπουλοῖ.
Ἄλλο χρήσιμον ἐναποκαθαῖρον σύριγγας. ἄκρως
ποιεῖ καὶ πρὸς πόνον κεφαλῆς καὶ θλάσεις ὤτων καὶ
πρὸς δυσεντερικούς, πᾶσαν δὲ ὑγρότητα ξηραίνει.
Κοχλιῶν σάρκας μετὰ τῶν ὀστράκων, βολβῶν μικρῶν, ἀσφάλ-
του, ἀλόης , λιβάνου ἶσα ὄξει λειώσας κατάπλαττε. ἢ ἀλόης
γοβʹ, ἀγχούσης ῥίζης χρῶ ξηρῷ. ἀναπληροῖ γὰρ καὶ ἀπουλοῖ.
Κολλύριον συριγγιακὸν καλούμενον Ἡρακλῆς
ἀπαράβατον. τὸ δ' αὐτὸ καὶ αἰγίλωπας αἴρει.Μέχρι
ῥιζῶν πρότερον ἐντίθει εἰς τὴν σύριγγα πάπυρονἡμέραν
μίαν καὶ πρὸς τὸ μέτρον τῆς σύριγγος, λέγω δὴτοῦ παπύ-
ρου, ἐντίθει τὸ κολλύριον, καὶ ἔα ἡμέρας τρεῖς. τῇ δὲ τετάρτῃ
λύσας, εὑρήσεις τὴν σύριγγα ἀνοιχθεῖσαν ὁλόκληρον. ἔστι δὲ
οὕτως· καδμίας ὀστρακίτιδος ἑξαγ. δςʹ, χαλκοῦ κεκαυμένου
ἑξαγ. γʹ κερατ. ιηʹ, μίσυος ὀπτοῦ γοαʹ, χαλκίτου ὀπτοῦ γοαʹ,
χαλκάνθου ἑξαγ. δςʹ, κανθαρίδας τὸν ἀριθμὸν ἑπτά,

Ιππιατρικά Additamenta Londinensia ad hippiatrica Cantabrigiensia


(0738: 007)“Corpus hippiatricorum Graecorum, vol. 2”, Ed. Oder, E.,
Hoppe, K.Leipzig: Teubner, 1927, Repr. 1971.Se. 37, l. 3

Τιβέριος πρὸς νεύρων ἀγανάκτησιν.Ἀλεύρου


σιτίνου καὶ ἀσβέστου τὸ ἶσον μέλιτι συμμίξας κατάπλασσε, καὶ
τῇ τρίτῃ λύσας κατάντλησον λινοσπέρματος καὶ τήλεως χυλῷ,
ἕως οὗ ἀπολεπτύνῃ, προφλεβοτομήσας τὸν ἵππον, καὶ ὑγιὴς
ἀποκατασταθήσεται. ἢ ἐλαίου, οἴνου καὶ ἁλῶν κοινῶν ἕψε,
ἕως τὸ ἅλας λυθῇ καὶ χρῶ.
Περὶ διακοπῆς γλώσσης.Ἐὰν γλῶσσα διακοπῇ
ὑπὸ σχοινίου ἢ σιδήρου ἢ ἐκ τρώσεως ἢ ὑπὸ τραυμάτων,
οἴνῳ παλαιῷ στύφοντι ταύτην κλύζε. ἢ ἀλόην ἡπατικήν, σμύρ-
ναν, λίβανον, μαστίχην τρίψας, συμφύτου χυλῷ ἄλειφε τὴν
πληγὴν καὶ ταῦτα ἐπίπαττε. ταχέως γὰρ ἀπουλοῖ.
Ἔμπλαστρος Τιβερίου πρὸς μελικηρίδας.Σι-
νήπεος γοδʹ, χαλκοῦ κεκαυμένου γοϛʹ, ἀσφάλτου Ἰουδαϊκῆς
𐆂 αʹ, στυπτηρίας σχιστῆς γοβʹ, θείου ἀπύρου γοβʹ, νίτρου
Ἀλεξανδρηνοῦ γογʹ, μίσυος γοϛʹ, ῥοδοδάφνης φύλλων τὸ
ἀρκοῦν.

Ιππιατρικά Additamenta Londinensia ad hippiatrica Cantabrigiensia


Se. 57, l. 4

βʹ, κόστου ὁλκὴν αʹ, ἴρεως Ἰλλυρικῆς ὁλκὴν αʹ, ἀμώμου ὁλ-
κὴν αʹ, τραγακάνθης ὁλκὰς βʹ, μέλιτος ὁλκὴν αςʹ, ἐλαίου ξέ-
στας βʹ, ᾠὰ κʹ, οἴνου παλαιοῦ ξέστας δέκα.
Πελαγωνίου πρὸς τοὺς ἐκ ῥινῶν ὑγρὸν φέρον-
τας.Ἡ ὑγρότης τῶν ῥινῶν διάφορός ἐστιν κτλ. ταύτας χρὴ
παρατηρεῖν καὶ θεραπεύειν οὕτως· βούτυρον ἢ ἔλαιον γάρῳ
μίξας κτλ.
Παστίλλων σκευασία πρὸς ἐγχυματισμόν.Κό-
μεως Ἀλεξανδρηνῆς βαλὼν εἰς οἶνον παλαιὸν καὶ κασσίας με-
λαίνης γοϛʹ, κόστου γογʹ, κροκομάγματος γογʹ, κασσίας λευ-
κῆς γοϛʹ, σμύρνης τρωγλίτιδος γογʹ, ἀλόης γοβʹ, σακκιπή-
νου γοεʹ.
Ποῦλβερ κουδριγάριν.Κασσίας πυρρᾶς γοϛʹ,
κασσίας μελαίνης γοϛʹ, κόστου γογʹ, κυπέρου γογʹ, σπικανία
λύκου γοϛʹ, κρόκου Σικελοῦ γοιʹ, κροκομάγματος γογʹ, νί-
τρου γοιʹ.

Ιππιατρικά Additamenta Londinensia ad hippiatrica Cantabrigiensia


Se. 64, l. 2

ἀβροτόνουαʹ, ὑσσώπουαʹ, κενταυρίουαʹ, καλαμίνθης


𐆂 αʹ, οἰνοκιέαςαʹ εἰς χύτραν μεθ' ὕδατος ἑψήσας, τῇ ἄλλῃ
ἡμέρᾳ εἰς κέρας βαλὼν ὅσον ξέστην, ἔγχει διὰ τοῦ στόματος.
Πρὸς πυρετοὺς μείζονας διὰ τοῦ στόματος.
Κόστου γογʹ, γεντιανῆς ὁμοίως, ὀποπάνακος ὁμοίως, πάνα-
κοςῥίζης ὁμοίως, ἴρεως ὁμοίως.
Μάλαγμα πυροῦν.Κηροῦαʹ, ἀμμωνιακοῦαʹ,
ῥητίνης γοϛʹ, ἀτόμου λιβάνου γοϛʹ, λιθαργύρου γογʹ, στυ-
πτηρίας σχιστῆς γοϛʹ, ἐλαίου ὀμφακίνου γοϛʹ.
Ἄλλο.Κηροῦβʹ, κώνηςαʹ, βδέλλης γοϛʹ, σμύρ-
νης γογʹ, χαλβάνης γοϛʹ, ὀποπάνακος, ἀλόης , κροκομά[λα]-
γματος ἀνὰ γογʹ, ἐλαίου ὀμφακίνουαʹ.
Ἄλλο.Ἀξουγγίου λεοντείου γοϛʹ, στέατος βοείου θή-
λεος ὁμοίως, κηροῦ γοϛʹ, ῥητίνης τερεβινθίνης ὡσαύτως,
θείου γογʹ, νίτρου ὁμοίως, δαφνίδωναʹ, κασσίας γοϛʹ,
κροκομάγματος γογʹ, προπόλεως γοϛʹ, ἀλόης γογʹ.
Περὶ χηλῆς.Ἐὰν χηλὴ ῥήγματα σχῇ ἄνωθεν ἀπὸ τῆς
στεφάνης, ἐπίθες κύκλῳ ὀρόβινον μετ' ὄξους καὶ ἐπάνωθεν
σπόγγον. ἀποπυρία δὲ θερμῷ, κάλλιον μέν,ἐὰν ἔχῃς ἀπὸ
βαλανείου τῆς ἐμβάσεως, συλλαμβάνεται γάρ τι. εἰ δὲ μή γε,
τὸ παρὸν χρῆσαι·ἐὰν δὲ φλεγμαίνῃ, τῇ κιμωλίᾳ μετὰ ὄξους

Ιππιατρικά Excerpta Lugdunensia Se. 181, l. 4

κοῦ θυμιάματος ςʹ, στέατος ταυρείου γʹ, ἴρεως αʹ,


νί[ς]τρου ϛʹ, αἰγείου κέρατος γʹ, ἀνίσου βʹ, στοιχά-
δος αςʹ, ἀμώνου αςʹ. –
Μάλαγμα πρὸς τίλματα ἀπὸ δρόμου ἢ ἅλματος γινόμενα.Θείου
ἀπύρου,
πίσσης, κολοφωνίας ἶσα λειώσας ἐν χάρτῃ (ἔμ)π(λ)ασσε καὶ
ἐπιδέσμει. –
Μάλαγμα ὀξηρόν.Κολοφωνίαςαʹ,
πίσσηςαʹ, ἐλαίουαʹ, χαλβάνης αʹ, στέατος ταυρείου
ϛʹ. τὰ δὲ ἐν τῇ θυΐᾳ λειούμενα τάδε ἐστίν· λιβάνου ϛʹ,
ζιγγιβέρεως γʹ, ἀλόης βʹ, στυπτηρίας στρογγύλης αʹ,
σχιστῆς αʹ, κόψας σήσας λείου ἐν ὄξειβʹ καὶ ἔπειτα τὸ
ἔλαιον μετ' αὐτῶν ἕψε. ὅταν ἀποτριτωθῇ τὸ ὄξος καὶ
τὰ τηκτὰτακῶσιν, καθελὼν ἐπίβαλλε τὴν χαλβάνην· τήξας
[ἐ]κατέρα κατὰ τῶν ἐν τῇ θυΐᾳ. –
Ἀνακόλλημα πρὸς
ὤμους.Μάν(ν)ης ϛʹ, κροκομάγματος δʹ, οἴνου ἑξαγ. αʹ,
γύρεως ἑξαγ. βʹ, ὠά ιεʹ. –

Alexander Med., De febribus (0744: 002)“Alexander von Tralles, vol.


1”, Ed. Puschmann, T.Vienna: Braumüller, 1878, Repr. 1963.
Vol. 1, p. 339, l. 26

Περὶ τῶν ἐπὶ στομάχῳ ἀτονοῦντι λειποθυμούντων.

Εἰ δ' ἄρρωστος ὁ στόμαχος εἴη καὶ διὰ τοῦτο λειποθυμοῦσι, κατα-


πλάττειν μὲν τοῖς τονοῦν δυναμένοις, οἷα τὰ διὰ φοινίκων ἐστὶ καὶ
οἴνου καὶ ἀλφίτων καὶ κρόκου καὶ ἀλόης καὶ μαστίχης. ἐπιβρέχειν δὲ
διὰ τοῦ ἀψινθίου καὶ μηλίνου καὶ μαστιχίνου καὶ νάρδου.

Alexander Med., Therapeutica (0744: 003)“Alexander von Tralles, vols.


1–2”, Ed. Puschmann, T.Vienna: Braumüller, 1:1878; 2:1879, Repr.
1963.Vol. 1, p. 479, l. 2

Περὶ τῆς ἐπὶ χολώδει χυμῷ κεφαλαλγίας.

Εἰ μὲν οὖν ἕνεκα τοῦ πλεονάζειν τὸν χολώδη χυμὸν γίνεται


πολλάκις ἡ κεφαλαλγία, ποιεῖν ταύτης τὴν θεραπείαν διὰ τῶν
καθαιρόντων καὶ ὑποκλέπτειν δυναμένων τὸν χολώδη χυμόν. ἀλλ' ἵνα
τοῦτον δυνηθῇ κενῶσαι καλῶς, ὑγροτέρας δεῖται τροφῆς πρῶτον·
εὐκράτοις τε λουτροῖς καὶ ἀλείμμασι καὶ ὑδαρῷ ποτῷ πλείονι. οὕτω γὰρ
διαχυθεῖσα καὶ οἷον ἀσθενεστέρα γενομένη εὐχερέστερον ὑπὸ τοῦ
ἕλκοντος αὐτὴν κενωθήσεται φαρμάκου. εἰ μὲν οὖν ἄγαν πολὺς εἴη καὶ
θερμὸς, οὕτω δεῖ πράττειν καὶ διδόναι τὸν ὀπὸν αὐτοῖς μάλιστα τῆς
σκαμμωνίας μετ' ὀλίγης ἀλόης ἢ μετ' ἀψινθίας ἢ χυλοῦ ῥόδου ἢ
ῥοδομήλου. εἰ δὲ μὴ πλεονάζειν σοι φαίνεται μᾶλλον ὁ πικρόχολος
χυμὸς, ἀλλ' ἀνασπασθεὶς ὥσπερ ἐν σπογγιᾷ τινι, φεύγειν δεῖ τὰ διὰ
τῆς σκαμμωνίας φάρμακα καὶ ὅλως τὰ πάνυ θερμαίνειν δυνάμενα,
διδόναι
δ' αὐτοῖς ἢ τὸ ἀπόβρεγμα τῆς ἀψινθίας ἢ αὐτὴν τὴν ἀλόην ἢ τὴν
πικρὰν, ἐάν τι καὶ πάχος ἀναμεμῖχθαι τῆς χολῆς σοι φαίνηται.

Alexander Med., Therapeutica Vol. 1, p. 479, l. 6

καθαιρόντων καὶ ὑποκλέπτειν δυναμένων τὸν χολώδη χυμόν. ἀλλ' ἵνα


τοῦτον δυνηθῇ κενῶσαι καλῶς, ὑγροτέρας δεῖται τροφῆς πρῶτον·
εὐκράτοις τε λουτροῖς καὶ ἀλείμμασι καὶ ὑδαρῷ ποτῷ πλείονι. οὕτω γὰρ
διαχυθεῖσα καὶ οἷον ἀσθενεστέρα γενομένη εὐχερέστερον ὑπὸ τοῦ
ἕλκοντος αὐτὴν κενωθήσεται φαρμάκου. εἰ μὲν οὖν ἄγαν πολὺς εἴη καὶ
θερμὸς, οὕτω δεῖ πράττειν καὶ διδόναι τὸν ὀπὸν αὐτοῖς μάλιστα τῆς
σκαμμωνίας μετ' ὀλίγης ἀλόης ἢ μετ' ἀψινθίας ἢ χυλοῦ ῥόδου ἢ
ῥοδομήλου. εἰ δὲ μὴ πλεονάζειν σοι φαίνεται μᾶλλον ὁ πικρόχολος
χυμὸς, ἀλλ' ἀνασπασθεὶς ὥσπερ ἐν σπογγιᾷ τινι, φεύγειν δεῖ τὰ διὰ
τῆς σκαμμωνίας φάρμακα καὶ ὅλως τὰ πάνυ θερμαίνειν δυνάμενα,
διδόναι
δ' αὐτοῖς ἢ τὸ ἀπόβρεγμα τῆς ἀψινθίας ἢ αὐτὴν τὴν ἀλόην ἢ τὴν
πικρὰν, ἐάν τι καὶ πάχος ἀναμεμῖχθαι τῆς χολῆς σοι φαίνηται.

Alexander Med., Therapeutica Vol. 1, p. 501, l. 22

ἐσθιόμενον καὶ τὸ διὰ τῶν κυδωνίων μήλων σκευαζόμενον ἔχον


πεπέρεως
καὶ ζιγγιβέρεως. ὠφελοῦσι δ' αὐτοῖς καὶ τὰ δι' ὑσσώπου καὶ ἀνίσου καὶ
δαύκου καὶ σελίνου πινόμενα καὶ τῶν λαχάνων σκάνδιξ καὶ γιγγίδιον,
ἕλειοι ἀσπάραγοι, καὶ τεῦτλα μετὰ σινάπεως καὶ κάππαρις, καὶ
σκόροδον δὲ πολλάκις χρονίας ἔλυσεν ὀδύνας, ὥσπερ καὶ τάριχος καὶ
ἐγκατηρᾶ λεγομένη καὶ κορίαξος.
Alexander Med., Therapeutica Vol. 2, p. 67, l. 16

Πρὸς ῥυάδας.

Ἡ ῥύσις γίνεται μειωθέντος τοῦ κανθοῦ, ἔστι δὲ ὅτε καὶ τελείως


ἀπολλυμένου. ἀλλ' εἰ συμβῇ τοῦτο γενέσθαι, ἀνίατος ἡ τοιαύτη ῥυὰς
γίνεται. ἐπισκέπτεσθαι οὖν δεῖ καὶ κατανοεῖν τῷ ὅλῳ σώματι καὶ, εἰ
κακόχυμον ὂν τύχοι, καθαίρειν αὐτὸ δηλονότι καὶ οὕτω προσφέρειν τὰ
μετρίως στύφοντα μετὰ τοῦ μιγνύειν μετὰ τῶν αὔξειν τὴν σάρκα
δυναμένων,
οἷάπερ ἐστὶ τὰ δι' οἴνου σκευαζόμενα κολλούρια συμμιγνύμενα τοῖς διὰ
γλαυκίου καὶ κρόκου συγκειμένοις. καὶ τὸ ξηρίον δὲ καλῶς ποιεῖ τὸ
διὰ κρόκου καλούμενον καὶ ἡ ἀλόη μόνη μᾶλλον ἐπιπασσομένη. δεῖ δὲ
προαποπλύνειν οἴνῳ καὶ οὕτως ἐπιπάσσειν αὐτὴν χνοώδη κατὰ μικρὸν
ποιοῦντα τὴν προσθήκην.

Alexander Med., Therapeutica Vol. 2, p. 89, l. 9

Ἄλλο πρὸς τοὺς ἔχοντας πολὺ πῦον.

Μίσυ καύσας ἐν χύτρᾳ καὶ λεάνας ἐμφύσα.


Ἄλλο· ψιμμιθίῳ μετὰ μέλιτος χρῶ· καθαίρει πάνυ τὰ ῥυπαρά.
Ἄλλο· ἀλόην καὶ κρόκον διεὶς ὕδατι χρῶ.
Ἄλλο· λιβανωτὸν διεὶς οἴνῳ χρῶ· τοῦτο καὶ σαρκοῖ.
Ἄλλο· σπόδιον λειώσας ἐμφύσα, μελικράτῳ δὲ πρόκλυζε ἢ φακοῦ
ἀφεψήματι ἢ ῥόδα ἐν οἴνῳ ἔγκλυζε σὺν μέλιτι ἢ ἐλαίας φύλλα τρίψας καὶ
χυλίσας σὺν μέλιτι χρῶ.

Alexander Med., Therapeutica Vol. 2, p. 397, l. 20

Διάγνωσις.

Εἰ μὲν οὖν ἡ ἑλκτικὴ δύναμίς ἐστιν ἀσθενὴς, τὰ διαχωρηθέντα


εὑρίσκεται χυλοποιηθέντα μὲν καλῶς διὰ τὸ μηδὲν ἔχειν πάθος τὴν
γαστέρα, ὑγρότερα δὲ διὰ τὸ τὴν ἀνάδοσιν ἐλλιπεστέραν εἰς τὸ ἧπαρ
γεγενῆσθαι. εἰ δὲ καὶ ἡ ἀλλοιωτικὴ δύναμις ἀσθενήσει, ὅμοια ἀπο-
πλύματι κρεῶν νεοσφαγῶν ὄψει τὰ διαχωρούμενα. καὶ καλεῖται τὸ πάθος
τοῦτο ἡπατικὴ δυσεντερία. οἱ μὲν οὖν πολλοὶ τῶν ἰατρῶν ἐπειδὰν
θεάσωνταί
τι τοιοῦτον, μηδὲν πολυπραγμονοῦντες ἢ διαγινώσκειν δυνάμενοι, ὅθεν
ἡ ἀσθένεια γίνεται, εὐθὺς ὅσα πρὸς ἧπάρ εἰσιν ἀναγεγραμμένα
βοηθήματα
προσφέρουσι καὶ μάλιστα τόνον ἐντιθέναι καὶ ῥωννύειν δυνάμενα,
ἔξωθεν
μὲν ὅσα δι' ἀλόης καὶ βαλαυστίων καὶ σιδίων καὶ σμύρνης καὶ οἰνάνθης

καταπλάσματα, ἔσωθεν δὲ τὸ ῥέον τὸ βαρβαρικὸν καὶ τὸ ξυλομάκερ


λεγόμενον τήν τε θηριακὴν καὶ ἄλλας τινὰς τῶν ἀντιδότων. τινὲς δὲ
αὐτῶν
θεραπεύειν τὴν γαστέρα οὐκ ὀκνοῦσι στύμμασι καὶ τροχίσκοις ἔξωθεν τὰ

μέγιστα βλάπτοντες· διαφθείρουσι γὰρ μᾶλλον διὰ τῶν τοιούτων καὶ


ἀσθενέστερον ἀποτελοῦσι καὶ δύσκρατον τὸ σπλάγχνον. οὐχ οὕτω δὲ δεῖ,

ἀλλὰ πρότερον χρὴ ζητεῖν καὶ ἐρευνᾶν, τίς ἐστιν ἡ ποιοῦσα τὴν αἰτίαν
δυσκρασία, καὶ ταύτην ἀκριβῶς διεγνωκότα οὕτω ποιεῖσθαι τὴν δίαιταν
πρὸς τὴν ὑπαγορευομένην ὑπὸ τῆς διαγνώσεως διάθεσιν· καὶ γὰρ οὐ διὰ
θερμὴν δυσκρασίαν μόνον ἄτονον γίνεται τὸ ἧπαρ, ἀλλὰ καὶ διὰ ψυχρὰν
καὶ ὑγρὰν ποιότητα καὶ διὰ τὸ συναμφότερον. πολλάκις δὲ καὶ διὰ
μοχθηρὰν

Alexander Med., Therapeutica Vol. 2, p. 445, l. 28

κεκομμένην· ὑπὲρ πάντα γὰρ αὕτη ὠφελεῖ· καὶ γὰρ τόνον ἐντίθησι τῷ
σπλάγχνῳ καὶ ἀδήκτως ὑποξηραίνει τὰ ἐν τῷ βάθει ὑγρά. ἐχέτω δὲ καὶ
κύμινον κεκομμένον καὶ ἄνισον καὶ μαστίχην καὶ νάρδον Κελτικὴν καὶ
τὸ
τοῦ πηγάνου σπέρμα καὶ μέλι. ἐν οἴνῳ δὲ ἑψείσθω τὰ σπέρματα· οὕτω
γὰρ ἔσται πολλῷ κάλλιον. προμαλαχθέντων δὲ τῶν σπλάγχνων καὶ
ἀραιωθέντων ἐφ' ἡμέρας εʹ ἢ ζʹ κέχρησο καὶ ἐπιθέματι μικτὴν ἔχοντι
δύναμιν, ὡς καὶ ῥωννύειν καὶ μαλάττειν δύνασθαι τὸ σπλάγχνον, ἐξ ὧν
ἐστι καὶ τοῦτο λαμβάνον οὕτω·
κρόκου . . . . . . . . δραχ. ιʹ
ἐν ἄλλῳ . . . . . . δραχ. ηʹ
ἀλόης . . . . . . . . δραχ. ηʹ
μαστίχης . . . . . . . δραχ. ηʹ
ἀμμωνιακοῦ . . . . . . . δραχ. ηʹ
βδελλίου . . . . . . . δραχ. ηʹ
στύρακος . . . . . . . δραχ. δʹ
ἐν ἄλλῳ . . . . . . δραχ. ϛʹ

Alexander Med., Therapeutica Vol. 2, p. 523, l. 12

κόκκον καὶ τὰς λαθυρίδας ἀναλάμβανε καὶ χρῶ πρὸς δύναμιν. ἡ δόσις ἡ
τελεία οὐγ. ʹʹ, ἐν ἄλλῳ οὐγ. αʹ, ἡ ἐλάττων γρ. ηʹ. οὕτω μὲν σκευάζουσιν
οἱ πολλοί. ἐγὼ δὲ μόνον ἐν τῷ ὀξυμέλιτι ἀγαρικὸν λεπτὸν καὶ χνοῶδες
γενόμενον ἐπιπάττων ἡδύτερον καὶ ἀλυπότερον ἀπετέλεσα. πολλάκις δὲ
αὐτῷ σκαμμωνίαν προσπλέκομεν ἰσχυρότερον καθᾶραι βουλόμενοι. εἰ δὲ

μὴ ἔχοιεν ἡδέως ὀξυμέλιτος λαμβάνειν, τούτοις δίδου τὰ καλούμενα


κατα-
πότια ἐμβαλὼν ἐν τοῖς ὠοῖς. ἔστωσαν δὲ τοιαῦτα, ὥστε δύνασθαι καὶ
αὐτὰ τῶν ἄρθρων ἐκκαθᾶραι τά τε γλίσχρα καὶ παχύχυμα τῶν περιττω-
μάτων. πολλὰ μὲν οὖν εἰσι τοιαῦτα, πλέον δὲ πάντων ποιοῦσιν οἱ ὑφ'
ἡμῶν
σκευαζόμενοι κόκκοι. ἔστι δὲ αὐτῶν ἡ σύνθεσις τοιαύτη·
ἀλόης ἡπατίτιδος . . .
χυλῷ κράμβης ἀναλάμβανε ἢ μήλων ἢ κιτρίου. χρῶ πρὸς δύναμιν.
βέλτιον δὲ μὴ μόνον ἅπαξ, ἀλλὰ καὶ πολλάκις αὐτὰ διδόναι· οὔτε γὰρ
ἀθρόως ἑλκῦσαι δυνατόν ἐστι τὰ παχύτερα τῶν περιττωμάτων, ἀλλὰ κατὰ
μικρόν. ἀπολεπτύνεται γὰρ οὕτως ἐκ τῆς συνεχοῦς αὐτῶν δόσεως, εἴ τι
παχὺ καὶ γλίσχρον ἔνδον ἐστὶ, καὶ ἐπιτηδειότερον πρὸς κένωσιν τοῖς
ἕλκουσι γίνεται.

Alexander Med., De oculis libri tres (0744: 005)“Nachträge zu


Alexander Trallianus”, Ed. Puschmann, T.Berlin: Calvary, 1887, Repr.
1963.P. 176, l. 18

τῶν ὀρνέων δὲ, ὅσα ξηρὰν ἔχει τὴν σάρκα· βοείων δὲ κρεῶν μήτε
αἰγείων προσφερέσθωσαν. ἀρκεῖ μὲν γὰρ ἡ τοιαύτη δίαιτα πρὸς τὸ
ἐκθεραπεῦσαι τὴν τοιαύτην κακοχυμίαν, εἰ μὴ πάνυ τις εἴη πολλὴ
περὶ τὰ ὄμματα μόνον σχολάζουσα καὶ ἐμπεπηγυῖα· εἰ δὲ πλῆ-
θος εἴη καὶ περιέχοι ὅλον τὸ σῶμα ἡ κακοχυμία, καθαίρειν δεῖ
τοῖς μελαγχολικὸν ὑποκαθαίρουσι χυμὸν, οἷά τέ ἔστι τὰ δι' ἐπι-
θύμου καταπότια καὶ μέλανος ἑλλεβόρου ἔχοντα τὴν σύνθεσιν·
ταῦτα γὰρ αὐτὸν ἐκμοχλεύειν δύνανται ὥσπερ καὶ οἱ παρ' ἐμοῦ
σκευαζόμενοι κόκκοι εὐδοκίμως ἕλκουσι καὶ ἰσχυρῶς καὶ πᾶν ὅτι
ἄν περ ᾖ περίττωμα μάλιστα περὶ τὴν κεφαλήν. ἔχουσι δὲ τὴν
σκευασίαν οὕτως· ἀλόης ἡπατίτιδος οὐγγ. αʹ, κολοκυνθίδος τῆς ἐν-
τερϊώνης οὐγγ. αʹ, φλοιοῦ ἑλλεβόρου οὐγγ., εὐφορβίου οὐγγ. αʹ,
δακρυδίου οὐγγ. αʹ, βδελλίου Ἀραβικοῦ οὐγγ. αʹ, κόμμεως οὐγγ. αʹ.
οὕτω μὲν αὐτῶν ἡ σκευασία· διδόσθω δὲ πλῆθος ἄχρι γραμμάτων
τεσσάρων μικρῷ πλέον ἢ ἔλασσον. τούτων οὐκ οἶδα, εἰ ἄλλο τι
φάρμακον εὕροις κάλλιον εἰς τοὺς παχεῖς καθαίρειν χυμούς· οὐ
μόνον γὰρ ἐφ' ὧν οἱ ὀφθαλμοὶ χρονίζουσιν, ἀλλὰ καὶ ἐφ' ὧν χρό-
νιόν ἐστι πάθος ἕτερον οἶδα τὰ κοκκία ταῦτα εὐδοκιμοῦντα. οὕτω
μὲν δεῖ καθαίρειν· μετὰ δὲ τὴν κάθαρσιν παραλάμβανε λουτρὰ γλυ-
κέων ὑδάτων καὶ τὴν εἰρημένην ὑγρὰν δίαιταν καὶ κολλούρια δὲ
ὅσα διαφορεῖν καὶ λεπτύνειν καὶ ὑποδάκνειν δύναται·

Hierophilus Phil., Soph., De nutriendi methodo (0745: 001)


“Physici et medici Graeci minores, vol. 1”, Ed. Ideler, J.L.Berlin: Reimer,
1841, Repr. 1963.Ch. 1, se. 8, l. 3

Ἐκ δὲ τῶν ὀσπρίων, λαθύριον καὶ αὖχον ἀλεστά·


τὸ δὲ ἄρτυμα τῶν τοιούτων ἀνέλαιον καὶ κύμινον τριπτόν.
Ἐκ δὲ τῶν ὀπωρῶν σταφίδας, ἀμύγδαλα, κοκκονάρια,
πιστάκια καὶ μῆλα ὀπτά. Τοῖς δὲ εὐαρέστοις καὶ κυδωνάτα
λαμβάνειν, καὶ ὄλιγον κίτρον καὶ ῥοιάν, καὶ φοίνικας, καὶ
πρωτόγαλα μετὰ μέλιτος καὶ στάχους τριπτοῦ, καὶ χυλὸν
σεμιδάλεως.
Λούεσθαι δὲ μὴ πλείω τῶν τεσσάρων λου-
τρῶν, σμηχόμενοι νίτρῳ, ὀπτῷ ἐν οἴνῳ λυθέντι, καὶ ψίλι-
θρον ποιεῖν, ἐν ᾧ ἐμβάλλειν ἀλόην νοʹνοʹγʹ, σμύρναν νοʹαʹ,
καὶ κρόκους ᾠῶν δύο. Αὕτη ἡ σκευασία ἑνὸς ἀνθρώπου
ἐστίν.
Ἁρμόζει δὲ πρὸ τοῦ χρίσματος εἰσελθεῖν εἰς τὸ
λουτρόν, καὶ περιχύσασθαι δύο ἢ τρεῖς λεκάνας, εἶτα ἐξ-
ελθεῖν καὶ ἀποσπογγίσασθαι καλῶς, καὶ οὕτω βαλεῖν τὸ
χρίσμα πρὸ ἵδρωτος, εἶτα ἐμβραδύνειν ἔσωθεν μετὰ τοῦ
χρίσματος· μετὰ δὲ τὸ χρίσμα ἀποτρίβεσθαι δι' οἴνου ψη-
τηροῦ καὶ κρόκοις ᾠῶν, καὶ ῥοδίνῳ ἀναμεμιγμένῳ θερμῷ.
Καὶ ἀφροδισιάζειν μέχρι ἰσημερίας μαρτίου διὰ τὴν
τοῦ φλέγματος κίνησιν.
Hierophilus Phil., Soph., De nutriendi methodo Ch. 3, se. 11, l. 2

Ἐκ δὲ τῶν συνθέτων, ἐσθίειν


ἐλαίας κολυμβάδας, καὶ ὀξόμελι, ἐκ διαλείμματος· μηδὲν
δὲ ὅλως δριμύ. Ἐκ δὲ τῶν ὀπωρῶν, πάντα τὰ προ-
λεχθέντα.
Ἐκ δὲ γλυκοποσίας, λαμβάνειν κονδύτον,
ἔχοντα πέπερι, κινάμωμον, καρυόφυλλον, καὶ στάχος πλεῖ-
στον.
Λουτροῖς δὲ χρῆσθαι ϛʹ· τὰ μὲν γʹ χρίεσθαι ἐν
ἡμέρᾳ γʹ, ὥρᾳ γʹ, ἄνευ τῆς ἀλόης καὶ τῆς σμύρνης· τὰ δὲ
ἄλλα γʹ, ἡμέρᾳ εʹ, ἄνευ τοῦ χρίσματος καὶ αὐτά· σμήγματα
δὲ ὅσα διὰ νίτρου.
Οἴνους λευκοὺς καὶ εὐωδεστάτους
καὶ ἐλαιοχρόους. Καὶ ἀφροδισιάζειν μετρίως. Κρόμμυα
δὲ ὀπτὰ ἐσθίειν διὰ τὴν τοῦ φλέγματος κίνησιν.

Hierophilus Phil., Soph., De nutriendi methodo Ch. 4, se. 9, l. 3

θείῳ· ὁμοίως καὶ τὸ πράσον ὀλίγον.


Τῶν δὲ ὀπωρῶν
τῶν ξηρῶν ἀπέχεσθαι παντελῶς. Οἴνους δὲ τοὺς εὐωδεστά-
τους καὶ ἀνισάτους καὶ λευκοὺς πίνειν.
Καὶ μύρα,
ὀσφραίνεσθαι, οἷον ἴα, ῥόδα, κρίνα, χαμαίμηλα καί, ἁπλῶς
εἰπεῖν, πάντα τὰ εὔοσμα ἄνθη, τὸ ξηρὸν μύρον, τὸν μό-
σχον, τὰ ῥοδοστάγματα.
Καὶ μετρίως ἀφροδισιάζειν.
Λουτρὰ δὲ ηʹ. Σμήχεσθαι δὲ σαπωνίῳ Γαλλικῷ. Ψίλιθρον,
ἅπαξ τὸν μῆνα, λυτὸν καὶ ἄνευ ἀλόης καὶ σμύρνης, ἔχον
κρόκους τριῶν ᾠῶν καὶ ῥόδινον.
Σκοπεῖται δὲ τὸ
ἄστρον τὸ Πανθνηταῖον ἀπὸ ζʹ ἡμερῶν ψηφιζόμενον.

Hierophilus Phil., Soph., De nutriendi methodo Ch. 12, se. 2, l. 2


ΜΗΝ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ.

Χρὴ κράμβην μὴ ἐσθίειν, μήτε σκίμβρον. Ἐκ δὲ


τῶν κρεῶν, καθὼς ἐν τῷ νοεμβρίῳ μηνὶ λέλεκται. Ὁμοίως
καὶ περὶ τῶν ἰχθύων καὶ τῶν λαχάνων καὶ ὀπωρῶν, καὶ
περὶ οἴνων, καὶ ὀσπρίων, καὶ πρασοζέματος.
Λουτρὰ ηʹ·
καὶ χρίσματα ποιεῖν διὰ τῆς ἀλόης καὶ τῆς σμύρνης. Φα-
κὴν δὲ μὴ ἐσθίειν ὅλως. Λαμβάνειν δὲ ἀπόζεμα τῆς τίλης
μετρίως. Κάπαριν καὶ κολυμβάδας ἐλαίας μὴ ἐσθίειν, ἀλλὰ
μᾶλλον τὰς μαύρας ὀξομέλιτι καὶ σίνηπι. Καὶ σμήχεσθαι
δι' οἴνου καὶ νίτρου. Καὶ ἀφροδισιάζειν.

Hierophilus Phil., Soph., Πῶς ὀφείλει διαιτᾶσθαι ἄνθρωπος ἐφ'


ἑκάστῳ μηνί (0745: 002)“Anecdota Atheniensia et alia, vol. 2”, Ed.
Delatte, A.Paris: Droz, 1939.P. 457, l. 11

γογκύλια, δαυκὶν καὶ πράσα καὶ ἀσπαράγκους ἀγρίους καὶ


ἐλαιοσπάραγκα καὶ χαμαιδάφνια καὶ βρυώνια ἐσθίειν μετ'
ἐλαιογάρου· τὸ δὲ ζέμα αὐτῶν πίνειν καρυκευτόν. τὴν δὲ
κράμβην ἕψειν μετ' ἐλαιογάρου. πᾶσι δὲ τοῖς ἀνθρώποις
σκόροδα φαγεῖν ἑφθὰ ὁλέλαια· τὸ ζέμα αὐτῶν πίνειν διὰ
στάχους καὶ μέλιτος· τοῖς δὲ εὐρώστοις καὶ ξηρόζεμα πί-
νειν διὰ πεπέρεως καὶ στάχους καὶ κιναμώμου καὶ καρεο-
φύλλων καὶ στύρακος καλοῦ ὀλίγου καὶ μέλιτος τοῦ ἀρκοῦν-
τος. ἐκ δὲ τῶν κοδιμέντων εὔζωμον, πράσον, σέλινον καὶ
λεπτὰς ῥεφανίδας ἐσθίειν καὶ πήγανον καὶ ἡδύοσμον καὶ
λιβυστικόν. τὰ δὲ ἐμβάμματα ἔστωσαν σίνηπι, ἀλόη, κύμι-
νον καὶ οἰνόγαρον. ἐκ δὲ τῶν ὀσπρέων λαθύρια, αὖχος ἀλες-
τά· ἡ δὲ ἄρτυσις αὐτῶν δι' ἐλαίου καὶ κυμίνου τριπτοῦ.
ἐκ δὲ τῶν ὀπωρῶν σταφίδας, ἀμύγδαλα, πιστάκια καὶ
κουκονάρια. τοῖς δὲ εὐρώστοις καὶ κυδωνάτα λαμβάνειν
καὶ ὀλίγον κίτρον καὶ ῥοΐδιν καὶ ἀπίδι καὶ φοίνικας καὶ
πρωτόγαλα μετὰ μέλιτος καὶ στάχους καὶ κιναμώμου λειω-
θέντος καὶ χυλοῦ σεμιδάλεως. ἐν δὲ τοῖς λοετροῖς δι' ὅλου
τοῦ μηνὸς δʹ σμηχόμενος νίτρῳ ὀπτῷ ἐν οἴνῳ λυθέντι·
χρίσμα δὲ ποιεῖν ἐσκευασμένον τουτέστιν ψίλωθρον· βάλλειν
δὲ καὶ ἀλόην σταθμὸν λίτρας γʹ καὶ σμύρνην λίτραν αʹ

Hierophilus Phil., Soph., Πῶς ὀφείλει διαιτᾶσθαι ἄνθρωπος ἐφ' ἑκάστῳ


μηνί P. 457, l. 21

λιβυστικόν. τὰ δὲ ἐμβάμματα ἔστωσαν σίνηπι, ἀλόη, κύμι-


νον καὶ οἰνόγαρον. ἐκ δὲ τῶν ὀσπρέων λαθύρια, αὖχος ἀλες-
τά· ἡ δὲ ἄρτυσις αὐτῶν δι' ἐλαίου καὶ κυμίνου τριπτοῦ.
ἐκ δὲ τῶν ὀπωρῶν σταφίδας, ἀμύγδαλα, πιστάκια καὶ
κουκονάρια. τοῖς δὲ εὐρώστοις καὶ κυδωνάτα λαμβάνειν
καὶ ὀλίγον κίτρον καὶ ῥοΐδιν καὶ ἀπίδι καὶ φοίνικας καὶ
πρωτόγαλα μετὰ μέλιτος καὶ στάχους καὶ κιναμώμου λειω-
θέντος καὶ χυλοῦ σεμιδάλεως. ἐν δὲ τοῖς λοετροῖς δι' ὅλου
τοῦ μηνὸς δʹ σμηχόμενος νίτρῳ ὀπτῷ ἐν οἴνῳ λυθέντι·
χρίσμα δὲ ποιεῖν ἐσκευασμένον τουτέστιν ψίλωθρον· βάλλειν
δὲ καὶ ἀλόην σταθμὸν λίτρας γʹ καὶ σμύρνην λίτραν αʹ
καὶ κρόκους ᾠῶν βʹ· ταῦτα πάντα ἑνώσας ἐν τῷ χρίσματι
σμήχου. ταῦτα δὲ ἡ σκευὴ ἑνός. ἁρμόζει δὲ πρὶν χρίσασθαι
ἢ εἰσέλθῃς εἰς λοετρὸν καὶ περιχύσασθαι σίτλας γʹ πρὶν
ἱδρῶσαι καὶ ἐξελθεῖν εἰς τὸ ἔξωθεν καὶ ἀποσπογκίσασθαι
καλῶς μετὰ τοῦ χρίσματος. μετὰ δὲ τὸ ἀποπλύνεσθαι τοῦ
χρίσματος ἀποτρίβεσθαι δι' οἴνου ψυκτηρίου καὶ κρόκων
ᾠῶν σὺν ῥοδελαίῳ ἀναμεμιγμένων θερμῷ καὶ ἀφροδισιάζειν.

Hierophilus Phil., Soph., Πῶς ὀφείλει διαιτᾶσθαι ἄνθρωπος ἐφ' ἑκάστῳ


μηνί P. 459, l. 21

τοις λαμβάνειν ἐκζεστὸν δίεφθον ἐν ὀξυμέλιτι. ἐκ δὲ τῶν


λαχάνων σεῦτλον καὶ μολόχην καὶ χρυσολάχανον ἐσθίειν
καὶ πάντας τοὺς ἀσπαράγκους καὶ ἀμανίτας, ἄνευ τῆς βρυω-
νίας καὶ τῆς χαμαιδάφνης διότι πικρά εἰσιν. ἐκ δὲ τῶν συν-
θέτων ἐσθίειν ἐλαίας κολυμβάδας καὶ ὀξυμέλιτας, ἐκ δια-
λείμματος δέ. δριμὺ δὲ μηδ' ὅλως ἐσθίειν, πάντα δὲ γλυκέα.
ἐκ δὲ τῶν ὀπωρῶν πάσας τὰς προλεχθείσας, φοίνικας δὲ
κατὰ χρέος. ἐκ δὲ γλυκοποσίας, κονδίτον ἔχον πέπερι, κινά-
μωμον, στάχος, καρεόφυλλον. λουτροῖς δὲ δι' ὅλου τοῦ
μηνὸς ϛʹ. καὶ τὰ μὲν τρία χρίεσθαι ἐν ἡμέρᾳ γʹ ἄνευ τῆς
σμύρνης καὶ τῆς ἀλόης , τὰ δὲ ἄλλα γʹ λούεσθαι ἐν ἡμέρᾳ
εʹ. οἴνους δὲ λεπτοὺς καὶ εὐώδεις καὶ ἐλαιοχρόους καὶ
συνουσίας μετρίως.

Hierophilus Phil., Soph., Πῶς ὀφείλει διαιτᾶσθαι ἄνθρωπος ἐφ' ἑκάστῳ


μηνί P. 461, l. 2
τῶν λαχάνων ἐσθίειν τὸ χρυσολάχανον, τὸ ἄνηθον καὶ τὸ
κολίανδρον χλωρὰ καὶ μαρούλι μετρίως ὀξυγαρίζειν ἐν
ὄξει σκιλλιτικῷ. ἐσθίειν δὲ καὶ σκόροδα ἑφθὰ σὺν ἐλαίῳ
καὶ ἅλατι, καὶ τὸ πράσον ὀλίγον. παντοίων δὲ ξηρῶν ἀπέ-
χεσθαι χρεὼν τῶν ὀπωρῶν. οἴνους δὲ τοὺς εὐωδεστάτους
καὶ ἀνισάτους καὶ λευκοὺς χρᾶσθαι. ὁμοίως δὲ καὶ μύρα
ὀσφραίνεσθαι ἴα, ῥόδα, κρίνα, χαμαίμηλα καὶ πάντα
ἄνθη τὰ εὔοσμα καὶ τῶν ξηρῶν μύρων τὸν μόσχον καὶ
ῥοδόσταγμαν. καὶ μετρίως ἀφροδισιάζειν. λουτρὰ δὲ ηʹ
δι' ὅλου τοῦ μηνός· σμήχεσθαι δὲ διὰ σάπωνος γαλλικοῦ.
ψίλωθρον δὲ χρίεσθαι ἅπαξ τοῦ μηνὸς ἄνευ τῆς ἀλόης , μός-
χον δὲ ἐκεῖνον ἔχον, κρόκους ᾠῶν τριῶν καὶ ῥόδινον ἔλαιον.

Hierophilus Phil., Soph., Πῶς ὀφείλει διαιτᾶσθαι ἄνθρωπος ἐφ' ἑκάστῳ


μηνί P. 466, l. 4

Μηνὶ Δεκεμβρίῳ.

Ὁ Δεκέμβριος φλέγμα ἁλμυρὸν κυριεύει. τῷ μηνὶ τού-


τῳ ἁρμόζει κράμβην μὴ ἐσθίειν μήτε σήριζον μήτε σκίμ-
βρον. ἐκ δὲ τῶν κρεῶν καθὼς ἐν τῷ Νοεμβρίῳ μηνί, ὁμοίως
δὲ καὶ περὶ τῶν ἰχθύων καὶ λαχάνων καὶ ὀσπρέων καὶ περὶ
οἴνου καὶ πρασοζέματος. καὶ λοετρὰ ηʹ καὶ χρίσμα ποιεῖν
διὰ τῆς ἀλόης καὶ τῆς σμύρνης. λαμβάνειν δὲ τὰ ἀποζέματα
τῆς τήλεως μετρίως καὶ ἐλαίας κολυμβάδας καὶ ὀξυμελι-
τάτας. καὶ ἀποσμήχεσθαι δι' οἴνου καὶ νίτρου. καὶ ἀφρο-
δισιάζειν.

Thessalus Astrol., Med., De virtutibus herbarum (e cod. Paris. gr. 2502


+ Vindob. med. gr. 23) (1004: 001)“Thessalos von Tralles”, Ed. Friedrich,
H.–V.Meisenheim am Glan: Hain, 1968; Beiträge zur klassischen
Philologie 28.B. 2, ch. 6, se. 6, l. 4

ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν μελαίνουσα, ὁμοίως δὲ καὶ τοὺς γλαυκοφ-


θάλμους ποιοῦσα μελανοφθάλμους οὕτως· ἀκακίας μελαίνης δρ.
βʹ, μίσεως δρ. δʹ, χαλκάνθου δρ. αʹ, χάλκου κεκαυμένου δρ. αʹ,
κρόκου δρ. αʹ. ταῦτα λεῖα ποιήσας ἔμβαλε τῷ χυλῷ, ὥστε γε-
νέσθαι μέλιτος πάχος, καὶ χρῶ.
τοῦτο ἐν τῇ ὑστέρᾳ τὰς
διαθέσεις πάσας θεραπεύει. αὕτη μὲν ἡ διὰ τοῦ χυλοῦ χρῆσις.
σκευάζεται δὲ διὰ τῆς ῥίζης τροχίσκος, ὃν ἐάν τις προ-
πιὼν πότιμον δηλητήριον ἢφάρμακον ᾖ εἰληφώς, οὐ μὴ κα-
κὸν πάθῃ· ⌊ἀλλὰ καὶ μετὰ τὸ φαρμακευθῆναι ἐάν τις εὐθέως
πίῃ τὸν τροχίσκον,⌋ ἀπαλλαγήσεται. σμύρνης δρ. ηʹ, ἀλόης δρ.
δʹ, κορίου σπέρματος δρ. ιβʹ, κρόκου δρ. ηʹ, ἀνίσου σπέρματος
δρ. ιβʹ, ὀποπάνακος δρ. ηʹ, μέλιτος Ἀττικοῦ δρ. κʹ, τῆς ῥί-
ζης ⌊τῆς βοτάνης⌋ λεπτοποιηθείσης δρ. ηʹ. ταῦτα λεάνας ἐπι-
μελῶς ἀναλάμβανε οἴνῳ τεθαλασσωμένῳ καὶ ποίει τροχίσκους
ἄγοντας ἀνὰ δρ. αʹ ⌊καὶ τοῖς μὲν μήπω πεφαρμακευμένοις δίδου
ἕνασὺν οἴνου κυάθοις βʹ, τοῖς δὲ πεφαρμακευμένοις⌋ δύο
ἐν οἴνου κυάθοις τέτταρσιν.

Thessalus Astrol., Med., De virtutibus herbarum (e cod. Monac. 542)


(1004: 003)“Thessalos von Tralles”, Ed. Friedrich, H.–V.
Meisenheim am Glan: Hain, 1968; Beiträge zur klassischen Philologie
28.B. 1, ch. 6, se. 3, l. 3

Παρθένου βοτάνη καλαμίνθη, δυνάμεις ἔχουσα λίαν


θαυμάζεσθαι δυναμένας· σκευάζεται δὲ φάρμακον τοιοῦτον·
λαβὼν ψιμυθίου ὅσον θέλεις, εἶτα ῥοδίνου, καὶ τῷ χυλῷ τῆς
βοτάνης ἀναλαμβάνων, ὡς γενέσθαι γλοιοῦ {τὸ} πάχος, ἐπί-
χριε τὰ πυρίκαυστα καὶ θεραπεύει· τὸ δὲ παράδοξόν ἐστι
τοιοῦτον, ὅτι οὐλὴ οὐ φαίνεται καὶ τριχοφυεῖ· ἀπαλλάσσει
δὲ ἐν τάχει καὶ τὰ ἐρυσιπέλατα.
κἂν τὸν χυλὸνἴσον
ἴσῳ μίξῃς μετὰ ῥοδίνου καὶ συγχρίσῃς πυρέσσοντας, ἀπαλλά-
ξεις τοῦ πάθους. ἐὰν δὲ καὶ Κιμωλίας καὶ ἀλόης καὶ τοῦ
χυλοῦἴσα ἴσοις ἀναλαβὼν ποιήσῃς γλοιοῦ πάχος καὶ κεφαλαλ-
γοῦντας τὸ μέτωπον καὶ τοὺς κροτάφους χρίσῃς, παύσεις πα-
ραχρῆμα τὴν ὀδύνην.

Thessalus Astrol., Med., De virtutibus herbarum (e cod. Monac. 542)


B. 1, ch. 7, se. 3, l. 3
Ζυγοῦ βοτάνη σκορπίουρον

Σύναξον ταύτην ἀπὸ τῆς πρὸ ιγʹ καλανδῶντοῦ Ὀκ-


τωβρίου· Ζυγοῦ βοτάνη σκορπίουρον.
Ἔστι δὲ ταύτης δύο εἴδη· καὶ ἐκ μὲν τῶν φύλλων δι-
άγνωσιν οὐκ ἔχει· φέρει δὲ καρπόν, ἡ μὲν κυάμου παρόμοιον,
ἡ δὲ σταφυλῆς μελαίνης· τὰς μέντοι δυνάμεις ἔχουσι διαφό-
ρους· † χυλήσωμεν τὰς τῆς κυανωτέρας καὶ
λαμβάνεται αὐ-
τῆς ὁ χυλὸς τοῦ τε καρποῦ καὶ τῶν φύλλων καὶ σκευάζεται κα-
ταπότιον ὑδρωπικοῖς· κνίκου τοῦ καρποῦ δρ. δʹ, ἀλόης δρ. ηʹ,
κόκκου κνιδίου δρ. βʹ, σκαμμωνίας δρ. αʹ. ἀναλάμβανε τῷ χυ-
λῷ καὶ ποίει {τὰ} καταπότια ἄγοντα ⌊ἀνὰ⌋ δρ. αʹ καὶ δίδου
νήστῃ, τοῖς μὲν ἀρχὴν ἔχουσιν {δρ.} αʹ, τοῖς δὲ διωγκωμέ-
νοις λίαν {δρ.} βʹ.
ἐκ δὲ τοῦ χυλοῦ τοῦ καρποῦ σκευά-
ζεται πρὸς ἐλεφαντιῶντας φάρμακον τὸν τρόπον τοῦτον·
κολοφωνίας δρ. δʹ, ὀποῦ μήκωνος δρ. ηʹ, μύρτων μελάνων δρ.
ιδʹ, στάχυος δρ. ηʹ, ἴρεως Ἰλλυρικῆς κεκομμένης καὶ σεση-
μένης δρ. ιβʹ· ἀναλάμβανε τῷ χυλῷ καὶ ποίει τροχίσκους καὶ
δίδου τοῖς μὲν ἀρχομένοις {καὶ δίδου τοῖς μὲν ἀρχομένοις}

Fragmenta Alchemica, Tractatus alchemicus (fragmenta) (P. Leid. 10)


(1379: 001)“Les alchimistes grecs, vol. 1 [Papyrus de Leyde, Papyrus de
Stockholm, fragments de recettes]”, Ed. Halleux, R.
Paris: Les Belles Lettres, 1981.Fragment 92, l. 4

Ἀνίεται ἡ ἄγχουσα στροβιλίοις καὶ τοῖς ἔντος τῶν


περ⟦.⟧σικῶν καὶ ἀνδράχνῃ καὶ χυλῷ σευτλίου καὶ φαί|κλῃ
καὶ οὔρῳ καμήλου καὶ τῷ ἐντὸς τῶν κιτρίων.
Κάτοχος ἀνχούσης. ‖
Κοτυληδόνα καὶ στυπτηρίαν ἐξ ἴσου μίξας λειοτρίβει
καὶ ἐπίβαλε τὴν ἄγχουσαν.
Φάρμακα στυπτικά.
Μελαντηρία, χάλκανθος κεκαυμένος, στυπτηρία, χαλ|-
κῖτις, κιννάβαρι, ἄσβεστος, σίδιον ῥοᾶς, ἀκάνθης κερά- ‖
τια, οὖρον σὺν ἀλοῇ, ταῦτα ὡς πρὸς βαφάς.
Πορ(φύρας) ποίησις.
Λίθον φρύγιον κόψας λεπτὸν ζέσας καὶ χαλάσας τὸ
ἔριον ἄφες ἕως ψυγῇ. Ἔπειτα βαλὼν{ς} εἰς ἄγγος φύκο|υς
μν(ᾶν) αʹ ζέσον καὶ ἐπέμβαλλε ‖ {φύκους μν(ᾶν) αʹ
ζέσον καὶ ἐπέμβαλλε} τὸ ἔριον καὶ ἐάσαςψυγῆναι κλύζε
θαλάσσῃ, ἥκουσα δὲ πρόκλυσις δέ,καὶ ὁ φρύγιος πρὸ
τοῦ κοπῆναι ὀπτᾶται μέχρι οὗπορφυροῦς γένηται.
Πορφ(ύρας) βαφή.

Historia Alexandri Magni, Recensio α sive Recensio vetusta (1386:


001)“Historia Alexandri Magni, vol. 1”, Ed. Kroll, W.
Berlin: Weidmann, 1926.B. 3, ch. 34, se. 4, l. 2

ἀνακομίσασθαι καὶ ὡς θεὸν Μίθραν προσκυνῆσαι· οἱ δὲ Μακεδόνες


ἀντε-
ποιοῦντο βουλόμενοι ἀναλαβεῖν αὐτὸν εἰς Μακεδονίαν. λέγει αὐτοῖς
Πτολε-
μαῖος· ‘Ἔστι μαντεῖον τοῦ Βαβυλωνίου Διός· παρ' αὐτοῦ χρησμὸν
λήψομαι,
ποῦ ἀγάγωμεν τὸ τοῦ Ἀλεξάνδρου σῶμα.’ Ἐρωτηθεὶς δὲ ἐχρημάτισεν ὁ
Ζεὺς οὕτως· ‘Αὐτὸς χρησμὸν δίδωμι τὸν συμφέροντα πᾶσιν ὑμῖν. ἔστι
πόλις πρὸς Νείλῳ ἐπὶ Ὠκεανοῦ ῥείθροις, † πέντε ἀγροὺς βασιλικοὺς
λαβοῦσα,
πλουσιωτάτη, ἐγγὺς τῆς Ἀμαζονίδος, τοὔνομα Μέμφις. ἐκεῖσε πέμψας
ἄγαγε καὶ κατάπαυσον τὸν τῶν ἀθανάτων υἱὸν καὶ τίμησον αὐτὸν
βασιλέα
κερασφόρον.’
Οὕτω τοῦ χρησμοῦ δοθέντος ἐκόμισεν αὐτὸν Πτολεμαῖος εἰς Αἴγυπτον.
ἔλαβε δὲ λάρνακα μολυβδίνην καὶ ἐνέθηκεν αὐτῇ μέλι νησιωτικὸν καὶ
ἀλόην
καὶ μύρραν Τρωγοδυτικήν, καὶ θέμενος ἐπὶ ἅμαξαν ἡμιόνων ἤγαγεν εἰς
Αἴγυπτον. ἐπεὶ δὲ εἰς Πηλούσιον ἦλθον, οἱ Μεμφῖται ὑπήντησαν σὺν
αὐληταῖς καὶ ἀγάλμασιν κατὰ τὸ εἰωθὸς καὶ εἰσήγαγον εἰς Μέμφιν ὡς
Σεσόγχωσιν κοσμοκράτορα ἡμίθεον. ὁ δὲ ἀρχιπροφήτης τοῦ Μεμφίτου
ἱεροῦ εἶπεν· ‘Ἀγάγετε αὐτὸν εἰς τὴν πόλιν, ἣν αὐτὸς ἔκτισεν ἐν τῇ
Ῥακωτίδι· ὅπου γὰρ ἂν ᾖ τὸ σῶμα αὐτοῦ, οὐ παύεται ὁ τόπος οὗτος
πολέμοις καὶ μάχαις ταραττόμενος.’ Τότε οὖν ποιεῖ αὐτῷ τάφον Πτολε-
μαῖος ἐν τῇ Ἀλεξανδρείᾳ, ὃς μέχρι τοῦ νῦν καλεῖται Ἀλεξάνδρου σῆμα,
καὶ ἐκεῖ ἔθαψεν αὐτὸν μεγαλοπρεπῶς.

Harpocration Gramm., Lexicon in decem oratores Atticos (1389: 001)


“Harpocrationis lexicon in decem oratores Atticos, vol. 1”, Ed. Dindorf,
W.Oxford: Oxford University Press, 1853, Repr. 1969.P. 44, l. 7

Ἀθηναίων πολεμούντων πρὸς Βοιωτοὺς ὑπὲρ τῆς Μελανίας χώρας


Μέλανθος ὁ τῶν Ἀθηναίων βασιλεὺς Ξάνθον τὸν Θηβαίων μονομαχῶν
ἀπατήσας ἀπέκτεινεν.
Ἀπειπεῖν ἀντὶ τοῦ ἀποκαμεῖν καὶ ἀδυνατῆσαι Ἀντιφῶν ἐν τῷ
περὶ τοῦ Λινδίων φόρου. καὶ ἀντὶ τοῦ ἀπαρνήσασθαι παρὰ τῷ αὐτῷ.
Ἀπεργασάμενος: ἀντὶ τοῦ ἀποδοὺς ἐκ τῶν ἔργων ὧν εἰργάσατο
Ἰσαῖος ἐν τῷ πρὸς Ἀπολλόδωρον.
Ἀπεσχοινισμένος: Δημοσθένης ἐν τῷ κατ' Ἀριστογείτονος αʹ
ἀντὶ τοῦ ἀποκεκλεισμένος· ὅταν γὰρ ἡ βουλὴ περισχοινίσηται, ὡς
αὐτός φησι, τότε οἱ ἄλλοι πάντες εἰσὶν ἀπεσχοινισμένοι.
Ἀπηλοημένος: ὁ ἀπὸ τῆς ἅλω συγκεκομισμένος μετὰ τὸ ἀλοη-
θῆναι, ὅ ἐστι πατηθῆναι· Δημοσθένης ἐν τῷ πρὸς Φαίνιππον.
Ἀπήχεια: ἀντὶ τοῦ ἀπέχθεια Λυσίας πρὸς Μέδοντα καὶ Δείναρ-
χος κατὰ Κηφισοκλέους.
Ἀπίλλειν: Λυσίας ἐν τῇ κατὰ Θεομνήστου, εἰ γνήσιος, “ἀπο-
“κλείειν νομίζεται.”

Juba II Rex Mauretaniae Hist., Fragmenta (1452: 003)


“FHG 3”, Ed. Müller, K.Paris: Didot, 1841–1870.Fragment 34b, l. 4

τὸ ὄρος· αὐτὸς δὲ ἑλεῖν τετρακοσίων μήκει ἐτῶν ὕστε-


ρον τῶν διαφυγόντων ἕνα, καὶ τοὐπίσημον εἶναι αὐτῷ
κοῖλον, καὶ οὔπω περιτετριμμένον ὑπὸ τοῦ χρόνου.
Οὗτος ὁ Ἰόβας τοὺς ὀδόντας κέρατα ἡγεῖται, τῷ φύε-
σθαι μὲν αὐτοὺς ὅθεν περ οἱ κρόταφοι, παραθήγεσθαι δὲ
μηδενὶ ἑτέρῳ, μένειν δ' ὡς ἔφυσαν, καὶ μὴ, ὅπερ οἱ
ὀδόντες, ἐκπίπτειν, εἶτα φύεσθαι.
Idem ib. c. 15: Ἐγὼ δὲ εὗρον ἐν τοῖς Ἰόβα λόγοις,
ὡς καὶ ξυλλαμβάνουσιν ἀλλήλοις ἐν τῇ θήρᾳ καὶ προΐ-
στανται τοῦ ἀπειπόντος, κἂν ἐξέλωνται αὐτὸν, τὸ δά-
κρυον τῆς ἀλόης ἐπαλείφουσι τοῖς τραύμασι περιεστῶτες
ὥσπερ ἰατροί.
Plinius H. N. VIII, 4: Praedam
ipsi (elephanti) in se expetendam sciunt solam
esse in armis suis, quae Juba cornua appellat, He-
rodotus ... dentes.

Cyranides, Cyranides (1482: 001)“Die Kyraniden”, Ed. Kaimakis, D.


Meisenheim am Glan: Hain, 1976.B. 1, se. 16, l. 28

ἀμάλωψ, στραβισμός, γίνονται θʹ. περὶ δὲ τὴν κόρην, νεφέλιον, ἀ-


χλύς, ἀμβλυωπία, πλατυκορία, σύγχυσις, ἀτονία, ἀτροφία, φθίσις,
γλαύκωσις, μυδρίασις, δικορία, ἱππάριον, νυκτάλωψ, μύωψ, σκοτισμός,
γίνεται ιεʹ. περὶ δὲ ὅλον τὸν ὀφθαλμόν, φλεγμονή, φίμωσις, χύμωσις,
σύγκαυσις, σύγχυσις, ἀπόστημα, βρῶσις, ἕλκος, περιωδυνία, ψυδράκιον
γίνονται ιʹ.
Εἴδη δὲ ῥευμάτων· λάβρον, ἀθρόον, θερμόν, γλυκύ, ψυχρόν, χλια-
ρόν, λεπτόν, δριμύ, παλαιόν, ἀμμῶδες, νιτρῶδες, γίνεται ῥεύματα
ιαʹ. γίνεται δὲ τὰ ὅλα πάθη ξʹ.
Ἔστι δὲ ἡ σκευασία τοῦ φαρμάκου πρὸς τὰ προκείμενα σύμπαντα
αὕτη: τῆς βοτάνης χυλοῦ οὐγ. ϛʹ, λυκίου ἰνδικοῦ οὐγ. ϛʹ, ἀλόης ἰν-
δικῆς οὐγ. ϛʹ, σμύρνης οὐγ. δʹ, κρόκου οὐγ. δʹ, λιβάνου οὐγ. δʹ,
ὀπίου οὐγ. δʹ, ἀκακίας μελαίνης οὐγ. ιβʹ, ὕδατος ὀμβρίου οὐγ. εʹ·
λειώσας ἀπόθου ἐν ὑελίνῳ ἀγγείῳ· κρεῖττον δὲ οἴνου λευκοῦ ἀντὶ ὕδα-
τος εἰ βάλῃς. τοῦτο ἔχε πρὸς παντοῖον ῥεῦμα καὶ πᾶν πάθος τῶν ὀφθαλ-
μῶν. πρὸς δὲ τὰς ἀμβλυωπίας ἀσύγκριτον· ἵστησι δὲ καὶ παντοῖον ῥεῦ-
μα· ἐπὶ δὲ περιωδυνίας πάσης ἐνχρίσας εἰς βαλανεῖον ἀπόλουε. τοῦτο
μέγιστον φάρμακον.

Cyranides, Cyranides B. 5, se. 14, l. 2

πτισάνῃ ἑψουμένη καὶ νῆστις πινομένη νεφριτικοὺς ὠφελεῖ. λεία δὲ


σὺν μέλιτι ἐπιτιθεμένη κυνόδηκτα ἕλκη θεραπεύει. τῶν δὲ φύλλων ὁ
χυλὸς περιχριόμενος ὀφθαλμοὺς ὑφαίμους καὶ τραχώματα ἰᾶται. σὺν
οἴνῳ δὲ τὸ σπέρμα λεῖον πινόμενον σκορπιοπλήκτοις καὶ θηριοπλή-
κτοις βοηθεῖ.
Νάρθηξ βοτάνη ἐστὶν ἅπασι γνωστή, θερμαντικὴ μετρίως καὶ ὑπό-
στυφος. ταύτης τὸ σπέρμα καὶ οἱ ἀσπάραγοι χλωρὰ ἐσθιόμενα εὐστό-
μαχά εἰσί. διὸ καὶ κοιλιακοῖς καὶ βηχικοῖς καὶ αἱμοπτοϊκοῖς ἁρμότ-
τει. ὁ δὲ ὀπὸς σὺν ἐλαίῳ χριόμενος ἱδρῶτας κινεῖ καὶ πυρετοὺς παύει.
Ξυλάλοχον, οἱ δὲ ξυλαλόην φασί, ξύλον ἐστὶν ἰνδικόν, ἡδύπνοόν
τε καὶ εὐωδέστατον, ὃ διαμασώμενον πρὸς εὐωδίαν στόματος συντελεῖ.
ἔστι δὲ καὶ θυμίαμα. ἡ δὲ ῥίζα αὐτοῦ πινομένη ὅσον οὐγ. αʹ στομά-
χου ἰᾶται πλάδωσιν καὶ ἔκλυσιν καὶ δυσεντερίαις δ' ἁρμόζει καὶ ἡ-
πατικοῖς καὶ πλευρίτισιν.
Ὀριοσέλινον, ἄλλοι δὲ πετροσέλινον, βοτάνη ἐστὶ παραπλησία
σελίνῳ τό τε εἶδος καὶ τὴν δύναμιν, πλὴν ἰσχυρότερον. αὕτη γαστέ-
ρα μαλάσσει καὶ διουρητική ἐστιν ἐσθιομένη. καὶ ἑφθὴ δὲ πινομένη
δυσουρίαν παύει καὶ στραγγουρίαν καὶ νεφρίτιδα θεραπεύει. τὸ δὲ
ἀπόζεμα ἐσθιόμενόν τε καὶ πινόμενον ψυαλγίαις βοηθεῖ.
Synesius Phil., Epistulae (2006: 001)“Epistolographi Graeci”, Ed.
Hercher, R.Paris: Didot, 1873, Repr. 1965.Epistle 108, l. 10

Τῷ αὐτῷ.

Ἐμοὶ λόγχαι μὲν ἤδη γεγόνασι τριακόσιαι καὶ


κοπίδες τοσαῦται, ξίφη δὲ ἀμφήκη καὶ πρότερον ἦν
οὐ πλείω τῶν δέκα· παρ' ἡμῖν δὲ οὐ χαλκεύεται τὰ
πάνυ προμήκη ταῦτα σιδήρια. ἀλλ' οἶμαι τὰς κο-
πίδας ἐρρωμενέστερον ἐμβάλλειν τοῖς τῶν ἀντιτεταγ-
μένων σώμασι. τούτοις οὖν χρησόμεθα. εἰ χρη-
στέον δέ, καὶ κορύνας ἕξομεν· ἀγαθοὶ δὲ οἱ κότινοι
παρ' ἡμῖν. ἐνίοις δὲ ἡμῶν εἰσὶ καὶ πελέκεις ἑτερό-
στομοι παρὰ τὴν ζώνην ἑκάστῳ, οἷς τὰς ἀσπίδας αὐ-
τῶν ἀλοήσαντες ἐν ἴσῳ στήσομεν αὐτοὺς οἱ μηδὲν
ἔχοντες ὅπλων πρόβλημα. ὁ δὲ ἀγών, ὡς εἰκάσαι,
τῆς ὑστεραίας· τοῖς γὰρ σκοποῖς ἡμῶν προεντυχόντες
ἔνιοι τῶν πολεμίων καὶ διώξαντες ἀνὰ κράτος, ὡς ἔγνω-
σαν κρείττους ὄντας ἢ ἁλῶναι, ἐκέλευσαν ἀγγέλλειν
ἡμῖν ἅττα ἥδιστα ἡμῖν, εἰ μηκέτι δεήσει πλανᾶ-
σθαι ζητοῦντας ἀνθρώπους ἐνδυομένους ἠπείρου πλάτη.
μένειν γὰρ ἔφασαν, καὶ ἐθέλειν μαθεῖν οἵτινες ὄντες
ἡμερῶν τοσούτων ὁδὸν ἀποσπάσαι τῆς χώρας ἐτολ-
μήσαμεν, ἐφ' ᾧ συμμῖξαι πολεμισταῖς ἀνθρώποις βίον
ζῶσι νομαδικὸν καὶ τὰ εἰς πολιτείαν οὕτω

Γρηγόριος Ναζιανζηνός. De instituto Christiano (2017: 024)


“Gregorii Nysseni opera, vol. 8.1”, Ed. Jaeger, W.
Leiden: Brill, 1963.Vol. 8,1, p. 56, l. 8

τῆς ἀρετῆς γεωργὸν ἁπλοῦν τινα εἶναι καὶ βέβαιον, μόνους


εἰδότα γεωργεῖν τοὺς τῆς εὐσεβείας καρπούς, καὶ μήτε
τὸν βίον ἐκτρέπειν ποτὲ πρὸς τὰς τῆς κακίας ὁδοὺς μήτε
τὸν λογισμὸν τῆς εὐσεβείας ἀφέλκειν τῆς πίστεως, ἀλλ'
εἶναι μονότροπόν τινα καὶ εὐθῆ καὶ ἄπειρον τῶν ἔξω τῆς
ἰδίας ὁδοῦ κειμένων παθῶν· οὐδὲ γὰρ δυνατὸν τὴν τῷ
μόνῳ ἀνδρὶ συζῶσαν καὶ τὴν τοῦ γάμου καταπορνεύουσαν
τὸν αὐτὸν προσδοκᾶν τοῦ βίου μισθόν.
Οὐ ζεύξεις, φησὶν ὁ μακάριος Μωυσῆς, ἐν τῇ ἅλῳ σου
ἀλλογενῆ ζῷα ἐπὶ τὸ αὐτὸ οἷον βοῦν καὶ ὄνον, ἀλλὰ τὰ
ὁμογενῆ ζεύξας ἀλοήσεις τὸν ἀμητόν σου· οὐδὲ συνυφανεῖς
ἐρεῷ ἱματίῳ λῖνον οὐδὲ πάλιν λινῷ ἐρέαν· οὐ γεωργήσεις
ἐν τῇ χώρᾳ τῆς γῆς σου δύο καρποὺς ἐπὶ τὸ αὐτὸ οὐδὲ
δεύτερον τοῦ ἐνιαυτοῦ· οὐκ ἐπιβαλεῖς ἑτερογενὲς ζῷον
ἐπὶ ἕτερον εἰς γονήν, ἀλλὰ τὰ ὁμογενῆ τοῖς ὁμογενέσι συζεύξεις.

Γρηγόριος Ναζιανζηνός. In Canticum canticorum (homiliae 15) (2017:


032)“Gregorii Nysseni opera, vol. 6”, Ed. Langerbeck, H.
Leiden: Brill, 1960.Vol. 6, p. 245, l. 8

Κηρίον ἀποστάζουσι χείλη σου, νύμφη,


μέλι καὶ γάλα ὑπὸ τὴν γλῶσσάν σου,
καὶ ὀσμὴ ἱματίων σου ὡς ὀσμὴ λιβάνου.
Κῆπος κεκλεισμένος ἀδελφή μου νύμφη,
κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη.
Ἀποστολαί σου παράδεισος ῥοῶν μετὰ καρποῦ
κύπροι μετὰ νάρδων, ἀκροδρύων,
Νάρδος καὶ κρόκος,
κάλαμος καὶ κιννάμωμον
μετὰ πάντων ξύλων τοῦ Λιβάνου,
σμύρνα, ἀλόη μετὰ πάντων πρωτομύρων,
Πηγὴ κήπων, φρέαρ ὕδατος ζῶντος
καὶ ῥοιζοῦντος ἀπὸ τοῦ Λιβάνου.
Ὁ τὰς μεγάλας ὀπτασίας διεξελθὼν πρὸς τοὺς Κορινθίους,
ὁ μέγας ἀπόστολος, ὅτε καὶ ἀμφίβολος περὶ τῆς ἑαυτοῦ
φύσεως ἔφησεν εἶναι εἴτε σῶμα ἦν εἴτε νόημα ἐν τῷ καιρῷ
τῆς ἐν τῷ παραδείσῳ μυσταγωγίας, ταῦτα διαμαρτυράμενος
λέγει ὅτι Ἐμαυτὸν οὔπω λογίζομαι κατειληφέναι, ἀλλ' ἔτι
τοῖς ἔμπροσθεν ἐπεκτείνομαι τῶν προδιηνυσμένων λήθην
ποιούμενος, δηλῶν ὅτι καὶ μετὰ τὸν τρίτον οὐρανὸν ἐκεῖνον
ὃν αὐτὸς ἔγνω μόνος (οὐ γάρ τι Μωϋσῆς ἐν τῇ κοσμογενείᾳ

Γρηγόριος Ναζιανζηνός. In Canticum canticorum (homiliae 15)


Vol. 6, p. 261, l. 19

Κηρίον ἀποστάζουσι χείλη σου, νύμφη,


μέλι καὶ γάλα ὑπὸ τὴν γλῶσσάν σου,
καὶ ὀσμὴ ἱματίων σου ὡς ὀσμὴ λιβάνου.
Κῆπος κεκλεισμένος ἀδελφή μου νύμφη,
κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη.
Ἀποστολαί σου παράδεισος ῥοῶν μετὰ καρποῦ
κύπρος μετὰ νάρδου, ἀκροδρύων,
Νάρδος καὶ κρόκος,
κάλαμος καὶ κιννάμωμον
μετὰ πάντων ξύλων τοῦ λιβάνου,
σμύρνα, ἀλόη μετὰ πάντων πρωτομύρων,
Πηγὴ κήπων, φρέαρ ὕδατος ζῶντος
καὶ ῥοιζοῦντος ἀπὸ τοῦ λιβάνου.
Εἰ συνηγέρθητε τῷ Χριστῷ, τὰ ἄνω φρονεῖτε, μὴ τὰ
ἐπὶ τῆς γῆς. λέγει ταῦτα πρὸς ἡμᾶς ὁ ἐν Παύλῳ λαλῶν·
Ἀπεθάνετε γάρ, φησί, καὶ ἡ ζωὴ ὑμῶν κέκρυπται σὺν
τῷ Χριστῷ ἐν τῷ θεῷ. ὅταν ὁ Χριστὸς φανερωθῇ ἡ ζωὴ
ὑμῶν, τότε καὶ ὑμεῖς σὺν αὐτῷ φανερωθήσεσθε ἐν δόξῃ.
εἰ τοίνυν νεκροὶ τῇ κάτω φύσει γεγόναμεν εἰς οὐρανὸν ἀπὸ
γῆς τὴν ἐλπίδα τῆς ζωῆς μετοικίσαντες καὶ ἡ διὰ σαρκὸς
ζωὴ κέκρυπται ἀφ' ἡμῶν κατὰ τὸν παροιμιώδη λόγον

Γρηγόριος Ναζιανζηνός. In Canticum canticorum (homiliae 15)


Vol. 6, p. 277, l. 16

διανοίας ἐναναλίσκεσθαι, ἀλλὰ περὶ τὸν ἴδιον ἀναστρέφεσθαι


κῆπον τὴν τοῦ θεοῦ φυτείαν πιαίνουσαν. ἀρετὰς δὲ εἶναι
τὴν φυτείαν τοῦ θεοῦ μεμαθήκαμεν, περὶ ἃς ἡ διανοητικὴ
τῆς ψυχῆς ἡμῶν δύναμις ἀσχολουμένη καὶ πρὸς οὐδὲν
τῶν ἔξωθεν ἀπορρέουσα τῷ χαρακτῆρι τῆς ἀληθείας σφραγί-
ζεται, τῇ πρὸς τὸ ἀγαθὸν σχέσει ἐμμορφουμένη.
Ἴδωμεν δὲ καὶ τῶν ἐφεξῆς ἐπαίνων τὴν δύναμιν· Ἀποστο-
λαί σου, φησί, παράδεισος ῥοῶν μετὰ καρποῦ ἀκροδρύων,
κύπρος μετὰ νάρδου, νάρδος καὶ κρόκος, κάλαμος καὶ
κιννάμωμον μετὰ πάντων ξύλων τοῦ λιβάνου, σμύρνα,
ἀλόη μετὰ πάντων πρωτομύρων, πηγὴ κήπων, φρέαρ
ὕδατος ζῶντος καὶ ῥοιζοῦντος ἀπὸ τοῦ λιβάνου. ὅτι μὲν
οὖν παμμέγεθές τι καὶ ἐξαίσιον τοῖς εἰρημένοις ἔγκειται
νόημα, δι' οὗ τῆς κατὰ θεὸν ὑψωθείσης τὸ κάλλος ἐν θαύματι
γίνεται ταῖς πολυτρόποις τῶν ἐπαίνων ὑπερβολαῖς εὐφημου-
μένης, δῆλον καὶ ἐκ τῆς προχείρου λέξεως τῶν εἰρημένων
ἐστίν. τίς δὲ ἡ ἀληθής ἐστι διάνοια, ἣν διασημαίνει ταῦτα
τὰ ῥήματα μόνου ἂν εἴη σαφῶς εἰδέναι τοῦ κατὰ τὸν ἅγιον
Παῦλον ἐπισταμένου πνεύματι λαλεῖν τὰ θεῖα μυστήρια·
πῶς γὰρ τὸ ἀποστελλόμενον παρὰ τῆς νύμφης ῥοῶν ἐστι
Γρηγόριος Ναζιανζηνός. In Canticum canticorum (homiliae 15)
Vol. 6, p. 278, l. 14

τὰ ῥήματα μόνου ἂν εἴη σαφῶς εἰδέναι τοῦ κατὰ τὸν ἅγιον


Παῦλον ἐπισταμένου πνεύματι λαλεῖν τὰ θεῖα μυστήρια·
πῶς γὰρ τὸ ἀποστελλόμενον παρὰ τῆς νύμφης ῥοῶν ἐστι
παράδεισος; πῶς δὲ ἐκ τῶν ῥοῶν ὁ καρπὸς τῶν ἀκροδρύων
προφέρεται; πῶς δὲ τὰ ἀκρόδρυα μύρων γίνεται καὶ ἀρωμά-
των κατάλογος; ἐν γὰρ τοῖς τῶν ἀκροδρύων καρποῖς κύπρος
καὶ νάρδος καὶ κρόκος ἐστί, κάλαμός τε καὶ κιννάμωμον
καὶ πᾶν τοῦ λιβάνου ξύλον ὡς οὐδεμιᾶς τῆς κατὰ τὸ ἄρωμα
τοῦ λιβάνου διαφορᾶς ἐν τοῖς ἀπηριθμημένοις λειπούσης.
οἷς προστίθεται σμύρνα τε καὶ ἀλόη καὶ τὰ πρωτόμυρα
πάντα· καὶ ἡ πρότερον κῆπος [ἐν τοῖς ἄνω] παρὰ τοῦ ἐπαινοῦν-
τος ὀνομασθεῖσα νῦν πηγὴ λέγεται κήπων καὶ φρέαρ ὕδατος
ζῶντος καὶ ῥοιζοῦντος ἀπὸ τοῦ λιβάνου. ἀλλὰ τὸν μὲν
ἀληθῆ περὶ τούτων λόγον εἰδεῖεν ἄν, καθὼς προεῖπον,
οἱ τὸ βάθος τοῦ πλούτου καὶ τῆς σοφίας καὶ τῆς γνώσεως
τοῦ θεοῦ διερευνᾶσθαι δυνάμενοι, ἡμεῖς δέ, ὡς ἂν μὴ παντελῶς
ἄγευστοι τῶν ἐν τῷ τόπῳ τούτῳ προκειμένων ἀγαθῶν
καὶ ἀναπόλαυστοι καταλειφθείημεν, δι' ὀλίγων τῷ λόγῳ
προσάξομεν αὐτὸν τὸν θεὸν λόγον καθηγεμόνα τῆς σπουδῆς
ποιησάμενοι. ἔοικεν ἅπας ὁ τῶν ἐπαίνων κατάλογος,

Γρηγόριος Ναζιανζηνός. In Canticum canticorum (homiliae 15)


Vol. 6, p. 281, l. 10

μετατεθεῖσα καὶ ταύτης ἐσφραγισμένης. καὶ οὐδὲ ἐν τούτοις


ἔστη, ἀλλ' εἰς τοσοῦτον ἔφθασε τῆς ἐπὶ τὸ μεῖζον αὐξήσεως,
ὡς ἐκ τοῦ στόματος αὐτῆς βλαστάνειν παράδεισον (ὁ γὰρ
ἀκριβέστερον προσσχὼν τῇ τῆς Ἑβραϊκῆς λέξεως ἐμφάσει
ἀντὶ τοῦ εἰπεῖν· Ἀποστολαί σου ἐκ στόματός σου, φησί·
Παράδεισος ῥοῶν, ὅπερ τοιοῦτόν ἐστιν ὅτι ὁ λόγος σου, ὁ
διὰ τοῦ στόματός σου ἀποστελλόμενος, παράδεισός ἐστι
ῥοῶν. αἱ δὲ ῥόαι παγκαρπίαν τινὰ τῶν ἀκροδρύων ἐκφύουσι,
τὰ δὲ ἀκρόδρυα κύπρος μετὰ νάρδου, νάρδος καὶ κρόκος,
κάλαμός τε καὶ κιννάμωμον καὶ πᾶν εἶδος τοῦ λιβάνου καὶ
σμύρνα καὶ ἀλόη καὶ τὰ πρωτόμυρα). ἐπειδὴ τοίνυν κατὰ
τὸν ἐν τῇ ψαλμῳδίᾳ μακαρισμὸν τῆς ἀντιλήψεως αὐτῇ παρὰ
τοῦ θεοῦ γινομένης τὰς καλὰς ταύτας ἀναβάσεις ἐν τῇ
καρδίᾳ διέθετο πάντοτε ἐκ δυνάμεως πορευομένη εἰς δύναμιν,
καλῶς ἐπὶ τῆς τελειοτέρας καταστάσεως ῥοῶν παράδεισος
αἱ τοῦ στόματος αὐτῆς ἀποστολαὶ ὀνομάζονται. προσφυῶς
δὲ τῷ ὑποκειμένῳ νοήματι ἡ λέξις τῆς ἀποστολῆς ἐφηρμόσθη·
τὸ γὰρ ἀποστελλόμενον ἀπὸ τοῦ πέμποντος εἰς τὸν ὑποδεχό-
μενον μεταβαίνει. καὶ τοῦτο ἐκ τῆς συνήθους τοῦ
Γρηγόριος Ναζιανζηνός. In Canticum canticorum (homiliae 15)
Vol. 6, p. 290, l. 11

εἴδει τοῦ ξύλου συνεξαλλάσσουσα. ὁ τοίνυν ἐν πᾶσι τοῖς


ἐπιτηδεύμασι τοῦ βίου ἐπισημαίνων ἐν ἑαυτῷ τὸ θεοειδὲς
πάντων δείκνυσιν ἐν ἑαυτῷ τῶν τοῦ λιβάνου ξύλων τὸ
κάλλος, δι' ὧν τὸ θεῖον εἶδος χαρακτηρίζεται.
Οὐδεὶς δὲ κοινωνὸς τῆς τοῦ θεοῦ γίνεται δόξης μὴ
σύμμορφος πρῶτον τῷ ὁμοιώματι τοῦ θανάτου γενόμενος.
διό φησι καὶ τοῦτο ἐν τῷ καταλόγῳ τῶν ἀρωμάτων ὁ
ἔπαινος ὅτι ῥοῶν ἀκρόδρυα τά τε λοιπὰ τῶν ἀρωμάτων
ἐστὶν ἃ διεξῆλθεν ὁ λόγος καὶ μετ' αὐτῶν ἡ σμύρνα τε
καὶ ἡ ἀλόη καὶ τὰ πρωτόμυρα· δι' ἐκείνων μὲν γάρ, τῆς
σμύρνης λέγω καὶ τῆς ἀλόης , τὴν τῆς ταφῆς κοινωνίαν
ἐνδείκνυται (καθώς φησι τὸ ὑψηλὸν εὐαγγέλιον ὅτι διὰ
τούτων ἐγένετο ὁ ἐνταφιασμὸς τῷ ὑπὲρ ἡμῶν γευσαμένῳ
θανάτου), διὰ δὲ τῶν πρωτομύρων τὸ καθαρόν τε καὶ
ἀμιγὲς πάσης καπηλικῆς ῥᾳδιουργίας ὁ λόγος ἐνδείκνυται,
ὥσπερ καὶ Ἀμὼς τοῖς διὰ τούτων τρυφῶσι τὰ τοιαῦτα
προφέρει λέγων Οἱ τὸν διυλισμένον πίνοντες οἶνον καὶ τὰ
πρωτόμυρα χριόμενοι καὶ πρὸ τούτων Οἱ ἐσθίοντες, φησίν,
ἐρίφους ἐκ ποιμνίου καὶ μοσχάρια ἐκ μέσου βουκολίων
γαλαθηνὰ καὶ οἱ ἐπικροτοῦντες πρὸς τὴν φωνὴν τῶν ὀργάνων,

Γρηγόριος Ναζιανζηνός. In Canticum canticorum (homiliae 15)


Vol. 6, p. 290, l. 12

ἐπιτηδεύμασι τοῦ βίου ἐπισημαίνων ἐν ἑαυτῷ τὸ θεοειδὲς


πάντων δείκνυσιν ἐν ἑαυτῷ τῶν τοῦ λιβάνου ξύλων τὸ
κάλλος, δι' ὧν τὸ θεῖον εἶδος χαρακτηρίζεται.
Οὐδεὶς δὲ κοινωνὸς τῆς τοῦ θεοῦ γίνεται δόξης μὴ
σύμμορφος πρῶτον τῷ ὁμοιώματι τοῦ θανάτου γενόμενος.
διό φησι καὶ τοῦτο ἐν τῷ καταλόγῳ τῶν ἀρωμάτων ὁ
ἔπαινος ὅτι ῥοῶν ἀκρόδρυα τά τε λοιπὰ τῶν ἀρωμάτων
ἐστὶν ἃ διεξῆλθεν ὁ λόγος καὶ μετ' αὐτῶν ἡ σμύρνα τε
καὶ ἡ ἀλόη καὶ τὰ πρωτόμυρα· δι' ἐκείνων μὲν γάρ, τῆς
σμύρνης λέγω καὶ τῆς ἀλόης , τὴν τῆς ταφῆς κοινωνίαν
ἐνδείκνυται (καθώς φησι τὸ ὑψηλὸν εὐαγγέλιον ὅτι διὰ
τούτων ἐγένετο ὁ ἐνταφιασμὸς τῷ ὑπὲρ ἡμῶν γευσαμένῳ
θανάτου), διὰ δὲ τῶν πρωτομύρων τὸ καθαρόν τε καὶ
ἀμιγὲς πάσης καπηλικῆς ῥᾳδιουργίας ὁ λόγος ἐνδείκνυται,
ὥσπερ καὶ Ἀμὼς τοῖς διὰ τούτων τρυφῶσι τὰ τοιαῦτα
προφέρει λέγων Οἱ τὸν διυλισμένον πίνοντες οἶνον καὶ τὰ
πρωτόμυρα χριόμενοι καὶ πρὸ τούτων Οἱ ἐσθίοντες, φησίν,
ἐρίφους ἐκ ποιμνίου καὶ μοσχάρια ἐκ μέσου βουκολίων
γαλαθηνὰ καὶ οἱ ἐπικροτοῦντες πρὸς τὴν φωνὴν τῶν ὀργάνων,
ὡς οὔτε τὸν οἶνον τρυγίας ἀναθολούσης οὔτε ἐπὶ τοῦ μύρου

Γρηγόριος Ναζιανζηνός. De virginitate (2017: 043)


“Grégoire de Nysse. Traité de la virginité”, Ed. Aubineau, M.
Paris: Cerf, 1966; Sources chrétiennes 119.Ch. 3, se. 1, l. 5

Κεφάλαιον γʹ

Μνήμη τῶν ἐκ τοῦ γάμου δυσχερῶν καὶ ἔνδειξις


τοῦ τὸν γεγραφότα τὸν λόγον μὴ ἄγαμον εἶναι.

Εἴθε πως οἷόν τε ἦν κἀμοί τι γενέσθαι πλέον ἐκ


τῆς τοιαύτης σπουδῆς. Ὡς μετὰ πλείονος ἂν τῆς προθυμίας
τὸν περὶ τούτων πόνον ἐνεστησάμην, εἴπερ κατὰ τὸ γεγραμ-
μένον «ἐπ' ἐλπίδι τοῦ μετασχεῖν τῶν ἐκ τοῦ ἀρότρου καὶ
ἀλοητοῦ» γεννημάτων ἐφιλοπόνουν τὸν λόγον. Νυνὶ δὲ τρό-
πον τινὰ ματαία καὶ ἀνόνητος ἡ γνῶσις ἐμοὶ τῶν τῆς παρθε-
νίας καλῶν, ὡς τῷ βοῒ τὰ γεννήματα τῷ μετὰ κημῶν
ἐπιστρεφομένῳ τὴν ἅλωνα ἢ ὡς τῷ διψῶντι τὸ ὑπορρέον τὸν
κρημνὸν ὕδωρ, ὅταν ἀνέφικτον ᾖ. Μακάριοι δὲ οἷς ἐν
ἐξουσίᾳ τῶν βελτιόνων ἐστὶν ἡ αἵρεσις, καὶ οὐκ ἀπετει-
χίσθησαν τῷ κοινῷ προληφθέντες βίῳ, καθάπερ ἡμεῖς
οἷόν τινι χάσματι πρὸς τὸ τῆς παρθενίας καύχημα διειρ-
γόμεθα, πρὸς ἣν οὐκ ἔστιν ἐπανελθεῖν ἔτι τὸν ἅπαξ τῷ
κοσμικῷ βίῳ τὸ ἴχνος ἐναπερείσαντα. Διὰ τοῦτο θεαταὶ
μόνον τῶν ἀλλοτρίων ἐσμὲν καλῶν ἡμεῖς καὶ μάρτυρες

Eusebius Scr. Eccl., Theol., Commentarius in Isaiam (2018: 019)


“Eusebius Werke, Band 9: Der Jesajakommentar”, Ed. Ziegler, J.
Berlin: Akademie–Verlag, 1975; Die griechischen christlichen
Schriftsteller.B. 1, se. 86, l. 12

⌈Καταποθέντος τοῦ θανάτουκατὰ τὸν τῆς ἀνα-


στάσεως καιρὸν οἱ τοῦ νέου αἰῶνος υἱοὶ τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃεὐχαριστήριον
ᾄσουσιν ᾠδήν, ὁρῶντες ἐν δόξῃ τὸν ἑαυτῶν σωτῆρα, καὶ ἐροῦσιν Ἰδοὺ ὁ
θεὸς ἡμῶν, ἐφ' ᾧ ἠλπίζομεν· πάλαι μὲν γὰρ αὐτὸν ἐν ἐλπίσιν εἴχομεν πι-
στεύοντες ταῖς θείαις περὶ αὐτοῦ διδασκαλίαις, νυνὶ δὲ καὶ ὀφθαλμοῖς
ὁρῶμεν
αὐτόν, διὸ ὑπεμείναμεν πάλαι τὰ ἐπιόντα ἡμῖν λυπηρά. καὶ οἱ μὲν ταῦτα
ἐροῦσιν,
ὁ δὲ ἀνάπαυσιναὐτοῖς δώσειἐν τῷ προλεχθέντι τῆς βασιλείας αὐτοῦ ὄρει.⌉

καὶ οὗτοι μὲν τῶν ἐπηγγελμένων ἀγαθῶν ἀπολαύσουσιν, ἡ δὲ Μωαβῖτις,


κατὰ δὲ τὴν 8Ἑβραϊκὴν φωνὴν Μωάβ, τιμωρίαν ὑφέξει τῆς ἑαυτοῦ
ἀθεότητος·
καταπατηθήσεταιγὰρ τρόπον ἅλωνος ἐν ἁμάξαις, ὥστ' ἀσθενῆσαι καὶ
ἐξατονῆσαι τὰς χεῖρας αὐτοῦἀπὸ ἐκλύσεως. διό φησιν ὁ 8Ἀκύλας· καὶ
ἀλοηθήσεται ἡ Μωὰβ ὑποκάτω αὐτοῦ ὡς ἀλοᾶται ἄχυρα, κατὰ δὲ τὸν
8Σύμμαχον· καὶ ἀλοήσομένφησι τὴν Μωὰβ ὡς ἀλοητὸν ἀχύρου εἰς
πηλόν. τίνες δέ εἰσιν οἱ καταπατοῦντεςαὐτὸν καὶ ἀλοῶντεςἑξῆς
παρίστησιν ἐπιφέρων· «καὶ πατήσουσιναὐτὸν πόδες πραέων καὶ ταπεινῶν
βήματα πενή-των». ⌈οἶμαι δ' ἐνταῦθα Μωὰβλέγεσθαι τὸν πονηρὸν
δαίμονα καὶ τὴν ἀντικει-μένην δύναμιν τὴν πάλαι παρὰ τοῖς Μωαβίταις
ὡς θεὸν τιμωμένην, ἥτις ἐπειδὴ μέγα ἐφρόνει κατεπαιρομένη τοῦ θεοῦ
Ἰσραήλ. καὶ τὸ ὑφ' ἑαυτὴν ἔθνος ἐπι-τρίβουσα, ὡς καὶ ἐπ' αὐτοῦ Μωσέως
τοιαῦτα τολμῆσαι, ὡς ἐκπορνεῦσαι τὸν λαὸν καὶ «τελεσθῆναι τῷ
Βεελφεγώρ»· τοῦτο δ' ἦν τὸ τῶν Μωαβιτῶν εἴδωλον· τούτου χάριν τὰ
προκείμενα περὶ αὐτῆς ὡς περὶ δεινῆς τινος καὶ θεομάχου δυνάμεως
προφητεύεται.⌉

Επιφάνιος. , Panarion (= Adversus haereses) Vol. 2, p. 341, l. 15

Περὶ μὲν γὰρ νεκρῶν ἀναστάσεως ἤδη ἡμῖν ἐν πολλαῖς αἱρέσεσιν


εἴρηται· οὐ λυπήσει δὲ καὶ αὖθις ἐν τῇ πρὸς τοῦτον ἀνατροπῇ χρή-
σασθαι ὀλίγοις λόγοις. εἰ μὲν γὰρ τὴν παλαιὰν διαθήκην δέχῃ, ὦ
οὗτος, καὶ τὴν καινὴν ὡσαύτως, πόθεν οὐκ ἐλεγχθήσῃ παραφθείρων
τὴν τῆς ἀληθείας ὁδὸν καὶ ἑαυτὸν ἀποξενῶν τῆς τοῦ κυρίου ἐν ἀλη-
θείᾳ ζωῆς; ὅτι μὲν γὰρ αὐτὸς ὁ κύριος πρῶτος, ἵνα γένηται ἡμῖν
ἀρραβὼν τῆς ἀναστάσεως καὶ πρωτότοκος ἐκ τῶν νεκρῶν, καὶ ἀπέ-
θανεν ὑπὲρ ἡμῶν καὶ ἀνέστη, δῆλον. καὶ οὐχ ἁπλῶς ἐν δοκήσει
πέπονθεν· ἐτάφη γὰρ καὶ τὸ σῶμα αὐτοῦ ἐβάστασαν. καὶ μαρτυρεῖ
μὲν Ἰωσὴφ ὁ ἀπὸ Ἀριμαθαίας, μαρτυροῦσι καὶ αἱ φέρουσαι μύρα εἰς
τὸ μνῆμα καὶ ἡ τῶν ἑκατὸν λιτρῶν τῆς ἀλόης ὁλκή, ὅτι οὐκ ἦν
δόκησις οὐδὲ φαντασία. μαρτυροῦσι δὲ καὶ οἱ ἄγγελοι ταῖς γυναιξὶ
πεφηνότες ὅτι «ἀνέστη, οὐκ ἔστιν ὧδε· τί ζητεῖτε τὸν ζῶντα μετὰ
τῶν νεκρῶν;» καὶ οὐκ εἶπαν ὅτι οὐκ ἀπέθανεν, ἀλλὰ ἀνέστη, ὁ πε-
πονθὼς ἐν σαρκί, ζῶν δὲ ἀεὶ ἐν πνεύματι καὶ ἀπαθὴς ὢν ἐν τῇ ἰδίᾳ
θεότητι, ὁ ἄνωθεν ἀεὶ ἐκ πατρὸς γεγεννημένος ὑπάρχων, ὁ ἐπ' ἐσχά-
των τῶν ἡμερῶν εὐδοκήσας ἀπὸ Μαρίας τῆς παρθένου γενέσθαι
ἄνθρωπος, ὡς μαρτυρεῖ Παῦλος ὁ ἅγιος λέγων «γενόμενος ἐκ γυναι-
κός, γενόμενος ὑπὸ νόμον». ἄρα γε οὔπω ἤκουσας τοῦ ῥητοῦ τοῦ
λέγοντος ὅτι «δεῖ τὸ φθαρτὸν τοῦτο ἐνδύσασθαι ἀφθαρσίαν καὶ τὸ
θνητὸν τοῦτο ἐνδύσασθαι ἀθανασίαν»; ἢ οὐκ ἔπεισέ σε Ἠσαΐας

Επιφάνιος. , Homilia in divini corporis sepulturam [Sp.] (2021: 013);


MPG 43.Vol. 43, p. 444, l. 4

Διττὴν πάλιν λέγω ζωὴν, διττὴν γέννησιν ὁμοῦ καὶ


ἀναγέννησιν, καὶ ἄκουσον Χριστοῦ διττοῦ τόκου
τὰ πράγματα, καὶ κρότει τὰ θαύματα. Ἄγγελος
μὲν τῇ Μαρίᾳ μητρικὴν τοῦ Χριστοῦ γέννησιν εὐηγ-
γελίσατο· ἄγγελος δὲ τῇ Μαρίᾳ τῇ Μαγδαληνῇ τὴν
ἐκ τοῦ τάφου φρικτὴν ἀναγέννησιν εὐηγγελίσατο.
Νυκτὶ Χριστὸς ἐν Βηθλεὲμ γεννᾶται· νυκτὶ πάλιν ἐν
τῇ Σιὼν ἀναγεννᾶται. Σπάργανα εἰς τὴν γέννησιν
καταδέχεται· σπάργανα καὶ ἐνταῦθα κατατυλίττεται.
Σμύρναν γεννηθεὶς ἐδέξατο σμύρναν καὶ ἐν τῇ ταφῇ
καὶ ἀλοὴν καταδέχεται. Ἐκεῖ Ἰωσὴφ ἄνανδρος ἀνὴρ
τῆς Μαρίας προσηγόρευται· ἀλλ' ὧδε Ἰωσὴφ ὁ ἐξ
Ἀριμαθαίας κηδευτὴς τῆς ζωῆς ἡμῶν ἀναδείκνυται.
Ἐν Βηθλεὲμ καὶ ἐν φάτνῃ ὁ τόπος· ἀλλὰ καὶ ἐν
τῷ τάφῳ ὡς ἐπὶ φάτνης ὁ τόπος. Πρῶτοι πάντων ποι-
μένες τὴν Χριστοῦ εὐηγγελίζοντο γέννησιν· ἀλλὰ
καὶ πρῶτοι πάντων ποιμένες Χριστοῦ μαθηταὶ εὐ-
ηγγελίσθησαν τοῦ Χριστοῦ τὴν ἐκ νεκρῶν ἀναγγέν-
νησιν. Ἐκεῖ, Χαῖρε, ὁ ἄγγελος τῇ Παρθένῳ ἐβόησε·
καὶ ἐνταῦθα, Χαίρετε, ὁ τῆς μεγάλης βουλῆς ἄγγελος
Χριστὸς ταῖς γυναιξὶ ἀνακέκραξεν.

Επιφάνιος. , Homilia in divini corporis sepulturam [Sp.]


Vol. 43, p. 445, l. 16

γὰρ λοιπὸν δύσας ἐν ᾅδῃ ὁ τῆς δικαιοσύνης ἥλιος.


Διὸ ἦλθεν ἄνθρωπος πλούσιος τοὔνομα Ἰωσὴφ
ἀπὸ Ἀριμαθαίας, ὃς ἦν κρυβόμενος, διὰ τὸν
φόβον τῶν Ἰουδαίων. Ἦλθε δὲ καὶ Νικόδημος, ὁ
ἐλθὼν πρὸς τὸν Ἰησοῦν νυκτός. Μυστήριον μυ-
στηρίων ἀπόκρυφον. Δύο κρυπτοὶ μαθηταὶ κατα-
κρύψαι Ἰησοῦν ἐν τάφῳ ἔρχονται, τὸ κρυπτὸν ἐν τῷ
ᾅδῃ μυστήριον τοῦ κρυπτοῦ Θεοῦ ἐν σαρκὶ διὰ τῆς
ἰδίας κρύψεως διδάσκοντες. Ἕτερος δὲ τὸν ἕτερον
ὑπερβάλλων τῇ πρὸς Χριστὸν διαθέσει. Ὁ μὲν
γὰρ Νικόδημος ἐν τῇ σμύρνῃ, καὶ ἐν τῇ ἀλόῃ μεγα-
λόψυχος· ὁ δὲ Ἰωσὴφ ἐν τῇ πρὸς Πιλᾶτον τόλμῃ καὶ
παῤῥησίᾳ ἀξιέπαινος. Οὗτος γὰρ πάντα φόβον ἀποῤ-
ῥιψάμενος, τολμήσας εἰσῆλθε πρὸς Πιλᾶτον, αἰτού-
μενος τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ· καὶ εἰσελθὼν πανσόφως
ἐχρήσατο, ἵνα τοῦ ποθουμένου σκοποῦ ἐντὸς γένηται.
Διὸ οὐκ ἐχρήσατο πρὸς Πιλᾶτον κόμποις τισὶ καὶ
ὑψηλοῖς ῥήμασιν, ἵνα μὴ εἰς ὀργὴν τοῦτον ἐξάψας
ἐκπέσῃ τῆς αἰτήσεως· οὐδὲ λέγει πρὸς αὐτόν· Δός
μοι τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ, τοῦ πρὸ βραχέως τὸν ἥλιον
σκοτίσαντος, τὰς πέτρας ῥήξαντος,

Αθανάσιος θεολόγος. , Orationes tres contra Arianos (2035: 042);


MPG 26.Vol. 26, p. 112, l. 8

γάρ ἐστι καὶ τοῦτο τῷ προειρημένῳ ῥητῷ· ὡς γὰρ


ὁ Ἀπόστολος ἔγραψεν· Ὃς ἐν μορφῇ Θεοῦ ὑπάρ-
χων, οὐχ ἁρπαγμὸν ἡγήσατο, τὸ εἶναι ἴσα Θεῷ,
ἀλλ' ἑαυτὸν ἐκένωσε, μορφὴν δούλου λαβών·
οὕτως ὁ Δαβὶδ ὑμνεῖ τὸν Κύριον, αἰώνιον μὲν ὄντα
Θεὸν καὶ βασιλέα, ἀποσταλέντα δὲ πρὸς ἡμᾶς, καὶ
προσλαβόντα τὸ ἡμέτερον σῶμα θνητὸν ὄν·
τοῦτο γὰρ παρ' αὐτοῦ σημαίνεται ἐν τῷ ψάλ-
λειν· Σμύρνα, καὶ στακτὴ, καὶ κασία ἀπὸ τῶν
ἱματίων σου. Παρὰ δὲ Νικοδήμου καὶ τῶν περὶ Μαριὰμ δείκνυται, ὅτε ὁ
μὲν ἦλθε φέρων μίγμα σμύρ-
νης καὶ ἀλόης λίτρας ἑκατὸν, αἱ δὲ ἅπερ ἦσαν ἑτοιμάσασαι ἀρώματα εἰς
τὸν ἐνταφιασμὸν τοῦ σώ-
ματος τοῦ Κυρίου.
Ποία οὖν πάλιν προκοπὴ τῷ ἀθανάτῳ
προσλαβόντι τὸ θνητόν; ἢ ποία βελτίωσις τῷ αἰωνίῳ
ἐνδυσαμένῳ τὸ πρόσκαιρον; Ποῖος δὲ καὶ μισθὸς μεί-
ζων γένοιτ' ἂν Θεῷ αἰωνίῳ καὶ βασιλεῖ, καὶ ὄντι
ἐν τοῖς κόλποις τοῦ Πατρός; Ἆρ' οὐ θεωρεῖτε, ὅτι
καὶ τοῦτο δι' ἡμᾶς καὶ ὑπὲρ ἡμῶν γέγονε καὶ γέγρα-
πται, ἵνα ἄνθρωπος γενόμενος ὁ Κύριος, θνητοὺς ὄν-
τας καὶ προσκαίρους ἡμᾶς ἀθανάτους κατασκευάσῃ,
καὶ εἰς τὴν αἰώνιον βασιλείαν τῶν οὐρανῶν εἰσαγάγῃ;

Αθανάσιος θεολόγος. , Synopsis scripturae sacrae [Sp.] (2035: 071);


MPG 28.Vol. 28, p. 404, l. 17

Πέτρος τὸ ὠτίον τοῦ δούλου. Ἄγουσι τὸν Ἰησοῦν πρὸς


τὸν Ἄνναν. Εἰσάγει ὁ μαθητὴς τὸν Πέτρον εἰς τὴν
αὐλήν. Τύπτει τὸν Ἰησοῦν ὁ ὑπηρέτης· λέγει αὐτῷ·
»Εἰ κακῶς ἐλάλησα,» καὶ τὰ ἑξῆς. Ἀποστέλλουσιν
αὐτὸν πρὸς Καϊάφαν. Ἀρνεῖται Πέτρος. Ἄγεται ὁ
Ἰησοῦς πρὸς Πιλᾶτον. Σταυροῦται, καὶ τὸν τίτλον
ἐπιτιθέασιν. Εἱστήκεισαν παρὰ τῷ σταυρῷ ἡ μήτηρ,
καὶ ἡ ἀδελφὴ τῆς μητρὸς αὐτοῦ Μαρία, ἡ τοῦ Κλεο-
πᾶ, καὶ Μαρία ἡ Μαγδαληνή. Τότε παρατίθεται τὴν
μητέρα τῷ Ἰωάννῃ. Θάπτει τὸ σῶμα Ἰωσήφ. Νικόδη-
μος φέρει ἀλόης καὶ σμύρνης λύτρα ἑκατόν. Ἦλθε
Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ, βλέπει τὸν τάφον κενόν· καλεῖ
τὸν Πέτρον καὶ τὸν Ἰωάννην. Οἱ δὲ ἀπῆλθον, καὶ πά-
λιν ἀνεχώρησαν. Βλέπει τοὺς ἀγγέλους ἡ Μαρία, εἶτα
τὸν Ἰησοῦν, καὶ διαλέγεται αὐτῇ. Εἶτα ἐπέστη τοῖς
μαθηταῖς κεκλεισμένων τῶν θυρῶν, καὶ ἔδωκεν αὐ-
τοῖς Πνεῦμα ἅγιον. Εἶτα τῷ Θωμᾷ διαλέγεται ἀπιστή-
σαντι. Εἶτα πάλιν ὤφθη τοῖς μαθηταῖς ἐπὶ τῆς θα-
λάσσης τῆς Τιβεριάδος· οἱ δὲ ἡλίευσαν πλῆθος ἰχθύων,
καὶ ἔφαγε μετ' αὐτῶν. Εἶτα ἐπιτάττει τῷ Πέτρῳ ποι-
μαίνειν τὰ πρόβατα, καὶ προλέγει αὐτῷ,

Αθανάσιος θεολόγος. , Vita sanctae Syncleticae [Sp.] (2035: 104);


MPG 28.Vol. 28, p. 1556, l. 37

σα· Τί με τῆς ἀγαθῆς πάλης ταύτης ἐγκόπτετε; Τί


ζητεῖτε τὸ φαινόμενον, ἀγνοοῦσαι τὸ κρυπτόμενον;
Τί πολυπραγμονεῖτε τὸ γινόμενον, τὸν ποιοῦντα μὴ
θεωροῦσαι; Καὶ πρὸς αὐτήν φησιν ὁ παρὼν ἰατρός·
Οὐχ ἕνεκεν θεραπείας τινὸς ἢ παραμυθίας προσφέ-
ρομεν φάρμακον, ἀλλ' ἵνα τὸ ἠλλοτριωμένον καὶ
νεκρὸν μόριον κατὰ τὴν συνήθειαν θάψωμεν, πρὸς τὸ
μὴ τοὺς παρόντας συνδιαφθαρῆναι. Ὅπερ γὰρ τοῖς
τεθνεῶσι προσάγουσι, τοῦτο καὶ ἡμεῖς νῦν ποιοῦμεν·
ἀλόην ἅμα σμύρνῃ καὶ μυρσίνῃ οἴνῳ δεύσας προστί-
θημι. Ἡ δὲ, ἀποδεξαμένη τὴν συμβουλίαν ἠνείχετο,
τὰς συνελθούσας μᾶλλον ἐλεήσασα· ἐκαθαίρετο γὰρ
ἐκ τούτου ἡ ἀμετρία τῆς δυσωδίας.
Τίς οὐκ ἔφριξε τὴν τηλικαύτην πληγὴν θεα-
σάμενος; Τίς οὐκ ὠφελήθη τὴν καρτερίαν τῆς μακα-
ρίας θεασάμενος, καὶ ἐν ταύτῃ τὴν κατάπτωσιν τοῦ
ἐχθροῦ ἐννοήσας; Ἐκεῖ μὲν γὰρ ἔστησε τὴν πληγὴν,
ὅθεν ἡ σωτήριος καὶ γλυκυτάτη τῶν λόγων προΐει
πηγὴ, καὶ τὸ ὑπερβάλλον αὐτοῦ τῆς δεινότητος πᾶσαν
παράκλησιν ἀπεσκέδασεν.

Basilius Theol., Homiliae super Psalmos (2040: 018); MPG 29.


Vol. 29, p. 405, l. 42

τίων σου ἀπὸ βάρεων ἐλεφαντίνων, ἐξ ὧν εὔφρα-


νάν σε θυγατέρες βασιλέων ἐν τῇ τιμῇ σου. Ὑπο-
καταβαίνων ἀκολούθως ὁ προφητικὸς λόγος, καὶ πᾶσι
τοῖς κατὰ τὴν οἰκονομίαν προεπιβαλὼν, τῷ ἐνατενισμῷ
τοῦ Πνεύματος τοῦ ἀποκαλύπτοντος αὐτῷ τὰ
κρυπτὰ, ἦλθεν ἐπὶ τὸ πάθος· Σμύρνα γὰρ, φησὶ,
καὶ στακτὴ καὶ κασσία ἀπὸ τῶν ἱματίων σου. Ἡ
μὲν οὖν σμύρνα ὅτι ταφῆς ἐστι σύμβολον, καὶ ὁ εὐ-
αγγελιστὴς ἡμᾶς Ἰωάννης ἐδίδαξεν, εἰπὼν ὑπὸ Ἰω-
σὴφ τοῦ Ἀριμαθαίου ἐντεταφιάσθαι μετὰ σμύρνης
καὶ ἀλόης . Ἡ δὲ στακτὴ καὶ αὐτὴ σμύρνης ἐστὶν
εἶδος τὸ λεπτότατον. Ἐκθλιβέντος γὰρ τοῦ ἀρώμα-
τος, ὅσον μὲν αὐτοῦ ῥυτὸν, εἰς τὴν στακτὴν ἀπομερί-
ζεται· τὸ δὲ παχύτερον ἀπομένον σμύρνα προσα-
γορεύεται. Οὐκοῦν καὶ ἀποπνέει ἡ τοῦ Χριστοῦ εὐωδία,
σμύρνης μὲν διὰ τὸ πάθος, στακτῆς δὲ διὰ τὸ μὴ
ἀκίνητον μεῖναι μηδὲ ἀνενέργητον ἐν ταῖς τρισὶν
ἡμέραις καὶ ταῖς τρισὶ νυξὶν, ἀλλὰ κατελθεῖν εἰς ᾅδου
τῆς περὶ τὴν ἀνάστασιν οἰκονομίας ἕνεκεν, ἵνα πλη-
ρώσῃ ἑαυτοῦ τὰ σύμπαντα. Κασσίας δὲ ἀποπνέει,
διότι ἡ κασσία φλοιός τίς ἐστι λεπτότατος
Ωριγένης Philocalia sive Ecloga de operibus Origenis a Basilio et
Gregorio Nazianzeno facta (cap. 1–27) (2042: 019)
“The philocalia of Origen”, Ed. Robinson, J.A.Cambridge: Cambridge
University Press, 1893.Ch. 26, se. 3, l. 7

πυρετὸν καὶ ἴκτερον καὶ σφακελίζοντας τοὺς ὀφθαλμοὺς


ὑμῶν καὶ τὴν ψυχὴν ὑμῶν ἐκτήκουσαν. πρὸς τούτοις καὶ
ἐν τῷ Δευτερονομίῳ τοῖς ἀφισταμένοις τῆς θεοσεβείας
ἀπειλεῖ ὁ λόγος ὀπισθότονον ἀνίατον.
Τὰ δὲ ἐκτὸς οἱ βουλόμενοι ἀγαθὰ κατὰ τὸν θεῖον
ἐπαγγέλλεσθαι λόγον τοῖς μὲν ἀπὸ τοῦ Λευϊτικοῦ, τούτοις
χρήσονται· Ἐὰν ἐν τοῖς προστάγμασί μου πορεύησθε, καὶ
τὰς ἐντολάς μου φυλάσσησθε καὶ ποιήσητε αὐτὰς, δώσω
τὸν ὑετὸν ὑμῖν ἐν καιρῷ αὐτοῦ, καὶ ἡ γῆ δώσει τὰ γενήματα
αὐτῆς, καὶ τὰ ξύλα τῶν πεδίων δώσει τὸν καρπὸν αὐτῶν·
καὶ καταλήψεται ὑμῖν ὁ ἀλοητὸς τὸν τρυγητὸν, καὶ ὁ
τρυγητὸς καταλήψεται τὸν σπόρον, καὶ φάγεσθε τὸν ἄρτον
ὑμῶν εἰς πλησμονὴν, καὶ κατοικήσετε μετὰ ἀσφαλείας ἐπὶ
τῆς γῆς ὑμῶν· καὶ τὰ ἑξῆς. ἐκ δὲ τοῦ Δευτερονομίου
τούτοις χρήσονται· Καὶ ἔσται ὡς ἂν διαβῆτε τὸν Ἰορδάνην
εἰς τὴν γῆν ἣν κύριος ὁ θεὸς δίδωσιν ὑμῖν, καὶ φυλάσσεσθε
ποιεῖν πάσας τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ ἃς ἐγὼ ἐντέλλομαί σοι
σήμερον, καὶ δώσει σε κύριος ὁ θεός σου ὑπεράνω πάντων,
καὶ ἥξουσιν ἐπὶ σὲ πᾶσαι αἱ εὐλογίαι αὗται καὶ εὑρήσουσί
σε, ἐὰν ἀκούσῃς τῆς φωνῆς κυρίου τοῦ θεοῦ σου.

Ωριγένης Philocalia sive Ecloga de operibus Origenis a Basilio et


Gregorio Nazianzeno facta (cap. 23, 25–27) (2042: 020)
“Origène. Philocalie 21–27: sur le libre arbitre”, Ed. Junod, É.
Paris: Cerf, 1976; Sources chrétiennes 226.Ch. 26, se. 3, l. 7

καὶ ἴκτερον καὶ σφακελίζοντας τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑμῶν καὶ


τὴν ψυχὴν ὑμῶν ἐκτήκουσαν.» Πρὸς τούτοις καὶ ἐν τῷ
Δευτερονομίῳ τοῖς ἀφισταμένοις τῆς θεοσεβείας ἀπειλεῖ ὁ
λόγος ὀπισθότονον ἀνίατον.
Τὰ δὲ ἐκτὸς οἱ βουλόμενοι ἀγαθὰ κατὰ τὸν θεῖον
ἐπαγγέλλεσθαι λόγον τοῖς μὲν ἀπὸ τοῦ Λευϊτικοῦ, τούτοις
χρήσονται· «Ἐὰν ἐν τοῖς προστάγμασί μου πορεύησθε, καὶ
τὰς ἐντολάς μου φυλάσσησθε καὶ ποιήσητε αὐτάς, δώσω
τὸν ὑετὸν ὑμῖν ἐν καιρῷ αὐτοῦ, καὶ ἡ γῆ δώσει τὰ γενήματα
αὐτῆς, καὶ τὰ ξύλα τῶν πεδίων δώσει τὸν καρπὸν αὐτῶν·
καὶ καταλήψεται ὑμῖν ὁ ἀλοητὸς τὸν τρυγητόν, καὶ ὁ
τρυγητὸς καταλήψεται τὸν σπόρον, καὶ φάγεσθε τὸν ἄρτον
ὑμῶν εἰς πλησμονήν, καὶ κατοικήσετε μετὰ ἀσφαλείας ἐπὶ
τῆς γῆς ὑμῶν»· καὶ τὰ ἑξῆς. Ἐκ δὲ τοῦ Δευτερονομίου
τούτοις χρήσονται· «Καὶ ἔσται ὡς ἂν διαβῆτε τὸν Ἰορδάνην
εἰς τὴν γῆν ἣν κύριος ὁ θεὸς δίδωσιν ὑμῖν, καὶ φυλάσσεσθε
ποιεῖν πάσας τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ ἃς ἐγὼ ἐντέλλομαί σοι
σήμερον, καὶ δώσει σε κύριος ὁ θεός σου ὑπεράνω πάντων,
καὶ ἥξουσιν ἐπὶ σὲ πᾶσαι αἱ εὐλογίαι αὗται καὶ εὑρήσουσί
σε, ἐὰν ἀκούσῃς τῆς φωνῆς κυρίου τοῦ θεοῦ σου. Εὐλογη-
μένος σὺ ἐν πόλει, καὶ εὐλογημένος σὺ ἐν ἀγρῷ· εὐλογημένα

Ωριγένης Fragmenta in Psalmos 1–150 [Dub.] (2042: 044)


“Analecta sacra spicilegio Solesmensi parata, vols. 2 and 3”, Ed. Pitra,
J.B.2:Paris; 3:Venice: 2:Tusculum; 3:St. Lazarus Monastery, 2:1884;
3:1883, Repr. 1966.Psalm 44, verse 9,10, l. 33

αὐτῶν. Ὅτε γὰρ κέκληνται, τότε καὶ τε-


τιμήκασιν. Ἀπὸ τούτων δὲ τῶν ἀρωμάτων
καὶ τὸ νομικὸν συνεχεῖτο ἔλαιον, ἀφ' οὗ
ἱερεῖς ἐχρίοντο, καὶ ἡ σκηνὴ καὶ σκεύη λει-
τουργικά. – Οἱ ἅγιοι μαθηταὶ .........
τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἄλλως δὲ ἡ σμύρνα τῆς τα-
φῆς ἐστι σύμβολον, ὡς ὁ εὐαγγελιστὴς ἐδί-
δαξε, εἰπὼν ὑπὸ Ἰωσὴφ τοῦ Ἀριμαθαίου
ἐντεταφίασθαι τὸν Ἰησοῦν μετὰ τῆς σμύρ-
νης καὶ ἀλόης . – Ἡ δὲ στακτὴ καὶ αὐτῆς
σμύρνης ἐστὶ τὸ λεπτότερον· ἐκθλιβέντος
γὰρ τοῦ ἀρώματος, ὅσον μὲν αὐτόῤῥυτον εἰς
τὴν στακτὴν ἀπομερίζεται· τὸ δὲ παχύτε-
ρον ἀπομένον, σμύρνα προσαγορεύεται. Ὧν
τὸ μὲν πάθος δηλοῖ, τὸ δὲ τὴν εἰς ᾅδου
κατάβασιν, ἐπειδὴ πᾶσα σταγὼν ἐπὶ τὰ
κάτω καταφέρεται. Κατῆλθε γὰρ, ἵνα πλη-
ρώσῃ ἑαυτοῦ τὰ σύμπαντα. –

Ωριγένης Selecta in Psalmos [Dub.] (fragmenta e catenis) (2042: 058);


MPG 12.Vol. 12, p. 1153, l. 34

τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑμῶν, καὶ τὴν ψυχὴν ὑμῶν ἐκτή-


κουσαν·» πρὸς τούτοις καὶ ἐν τῷ Δευτερονομίῳ τοῖς
ἀφισταμένοις τῆς θεοσεβείας ἀπειλεῖ ὁ λόγος ὀπι-
σθότονον ἀνίατον. Τὰ δὲ ἐκτὸς ἀγαθὰ οἱ βουλόμενοι
κατὰ τὸν θεῖον ἐπαγγέλλεσθαι λόγον τοῖς μὲν ἀπὸ
τοῦ Λευϊτικοῦ τούτοις χρήσονται· «Ἐὰν ἐν τοῖς
προστάγμασί μου πορεύησθε, καὶ τὰς ἐντολάς μου φυ-
λάσσησθε, καὶ ποιῆτε αὐτὰς, δώσω τὸν ὑετὸν ὑμῖν
ἐν καιρῷ αὐτοῦ, καὶ ἡ γῆ δώσει τὰ γεννήματα
αὐτῆς, καὶ τὰ ξύλα τῶν πεδίων δώσει τὸν καρπὸν αὐ-
τῶν. Καὶ καταλήψεται ὑμῖν ὁ ἀλοητὸς τὸν τρυγητὸν,
καὶ ὁ τρυγητὸς καταλήψεται τὸν σπόρον· καὶ φάγεσθε
τὸν ἄρτον ὑμῶν εἰς πλησμονήν· καὶ κατοικήσετε
μετὰ ἀσφαλείας ἐπὶ τῆς γῆς ὑμῶν,» καὶ τὰ ἑξῆς·
ἐκ δὲ τοῦ Δευτερονομίου τούτοις χρήσονται· «Καὶ
ἔσται ὡς ἂν διαβῆτε τὸν Ἰορδάνην εἰς τὴν γῆν ἣν
Κύριος ὁ Θεὸς δίδωσιν ὑμῖν, καὶ φυλάσσεσθε ποιεῖν
πάσας τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ, ἃς ἐγὼ ἐντέλλομαί σοι
σήμερον· καὶ δώσει σε Κύριος ὁ Θεός σου ὑπεράνω
πάντων, καὶ ἥξουσιν ἐπὶ σὲ πᾶσαι αἱ εὐλογίαι αὗται,
καὶ εὑρήσουσί σε, ἐὰν ἀκούσῃς τῆς

Nonnus Epic., Paraphrasis sancti evangelii Joannei (fort. auctore


Nonno alio) (2045: 002)“Paraphrasis s. evangelii Ioannei”, Ed.
Scheindler, A.Leipzig: Teubner, 1881.Demonstratio 19, l. 207

ὄρχαμον αἰτίζων νέκυν ἔνθεον. αὐτὰρ ὁ χαίρων


νεκρὸν ἀειζώοντα θεουδέι δῶκε φορῆι·
καὶ ποδὶ σιγαλέῳ νεκυοστόλος ἦλθεν Ἰωσήφ·
ἐγγύθι δὲ σταυροῖο πεπηγμένον ἄκρον ἐρύσσας
δίζυγα δεσμὸν ἔλυσεν ἀκαχμένον ὀξέι χαλκῷ
καὶ νέκυν ἑστηῶτα κατήγαγε δείελος ἀνὴρ
φόρτον ἐλαφρίζων θεοδέγμονι κείμενον ὤμῳ.
ἦλθε δὲ καὶ Νικόδημος, ὃς ἤλυθε νυκτὸς ὁδίτης
εἰς μέγαρον Χριστοῖο φυλασσομένῳ ποδὶ βαίνων,
σμύρναν ἄγων θυόεσσαν, Ἐρυθραίοιο δὲ κόλπου
Ἰνδῴης ἀλόην δονακοτρεφὲς ἔρνος ἀρούρης,
λίτρας τὰς καλέουσι φατιζομένῳ τινὶ μέτρῳ
ἄχρι μιῆς ζαθέης ἑκατοντάδος· ὧν ἅμα καρπῷ
λεπταλέαις ὀθόνῃσιν ἐμιτρώσαντο θανόντος
σῶμα πολυπλέκτων ἑλίκων εὐώδεϊ δεσμῷ,
ὡς ἔθος Ἑβραίοις ἐπιτύμβια θεσμὰ φυλάσσειν.
ἦν δέ τις αὐτόθι κῆπος ἀερσιλόφῳ παρὰ χώρῳ,
Χριστὸν ὅπῃ σταυροῖο συνεκλήισσαν
Joannes Chrysostomus Scr. Eccl., In illud: Habentes eundem spiritum
(homiliae 1–3) (2062: 076); MPG 51.Vol 51, pg 297, ln 2

λούσῃ ζωῇ, ἀλλ' ἐνταῦθα, καὶ κατὰ τὸν παρόντα


βίον πᾶσαι αὐτοῖς ἐπληροῦντο αἱ ὑποσχέσεις. Ἐὰν
γὰρ ἀγαπήσῃς, φησὶ, Κύριον τὸν Θεόν σου, εὖ
σοι ἔσται, καὶ πληθυνεῖ ὁ Θεὸς τὰ βουκόλια τῶν
βοῶν σου, καὶ τὰ ποίμνια τῶν προβάτων σου·
οὐκ ἔσται ἐν σοὶ ἄγονον, οὐδὲ στεῖρον· οὐκ ἔσται
ἐν σοὶ μαλακία, φησὶν, οὐδὲ νόσος. Ἐξαποστελεῖ
ὁ Θεὸς τὴν εὐλογίαν αὐτοῦ εἰς τὰ ταμιεῖα τῶν
ἀποθηκῶν σου· ἀνοίξει τὸν οὐρανὸν, καὶ δώσει
σοι ὑετὸν πρώιμον καὶ ὄψιμον. Καταλήψεται ὁ
ἀλοητὸς τὸν τρυγητὸν καὶ ὁ τρυγητὸς τὸν σπόρον.
Καὶ πολλὰ ἕτερα τοιαῦτα αὐτοῖς ἐπηγγείλατο, ἅπερ
ἅπαντα κατὰ τὴν παροῦσαν ζωὴν αὐτοῖς ἀπεδίδοτο.
Εἴ τις ὀξύτερος, ἤδη προβλέπει τὴν λύσιν. Ἐπεὶ οὖν
σώματος ὑγίεια, καὶ γῆς εὐκληρία, καὶ πολυπαιδία
καὶ εὐπαιδία, καὶ λιπαρὸν γῆρας, καὶ ὡρῶν κρᾶσις
ἀρίστη, καὶ εὐετηρία, καὶ ὄμβρων εὐκαιρία, καὶ
πολλὰ ποίμνια καὶ βουκόλια, καὶ πάντα ἁπλῶς τὰ
ἀγαθὰ κατὰ τὴν παροῦσαν αὐτοῖς ἐπληροῦτο ζωὴν,
καὶ οὐδὲν ἐν ἐλπίσιν ἦν, οὐδὲ μετὰ τὴν ἐντεῦθεν
ἀποδημίαν· ἀναλογιζόμενοι οὖν ταῦτα οἱ πιστοὶ,

Joannes Chrysostomus Scr. Eccl., In Joannem (homiliae 1–88) (2062:


153); MPG 59.Vol 59, pg 144, ln 33

τῷ, ἄρχων τῶν Ἰουδαίων· οὗτος ἦλθε πρὸς αὐ-


τὸν νυκτός. Οὗτος καὶ ἐν μέσῳ τῷ Εὐαγγελίῳ φαί-
νεται τὸν ὑπὲρ τοῦ Χριστοῦ ποιούμενος λόγον· λέγει
γάρ· Ὁ νόμος ἡμῶν οὐδένα κρίνει, ἐὰν μὴ πρό-
τερον ἀκούσῃ. Πρὸς τοῦτον καὶ Ἰουδαῖοι δυσχεραί-
νουσι λέγοντες· Ἐρώτησον καὶ ἴδε ὅτι προφήτης
ἐκ τῆς Γαλιλαίας οὐκ ἐγήγερται. Καὶ μετὰ τὸν
σταυρὸν δὲ πολλὴν τὴν ἐπιμέλειαν τῆς ταφῆς τοῦ
Δεσποτικοῦ σώματος πεποίηται. Ἦλθε γὰρ, φησὶ, καὶ
Νικόδημος ὁ ἐλθὼν πρὸς τὸν Κύριον νυκτὸς, φέ-
ρων μίγμα μύρου καὶ ἀλόης ὡς λίτρας ἑκατόν.
Καὶ νῦν δὲ διέκειτο μὲν περὶ τὸν Χριστὸν, οὐχ ὡς
ἐχρῆν δὲ, οὔτε μετὰ διανοίας τῆς προσηκούσης, ἀλλ'
ἔτι ὑπὸ τῆς Ἰουδαϊκῆς κατείχετο ἀσθενείας. Διὰ τοῦτο
καὶ νυκτὸς ἦλθε, δεδοικὼς ἐν ἡμέρᾳ τοῦτο ποιῆσαι.
Ἀλλ' ὁ φιλάνθρωπος Θεὸς οὐδὲ οὕτως αὐτὸν ἀπώσατο,
οὐδὲ διήλεγξεν, οὐδὲ τῆς αὐτοῦ διδασκαλίας ἀπεστέ-
ρησεν, ἀλλὰ καὶ μετὰ πολλῆς αὐτῷ τῆς ἐπιεικείας
διαλέγεται, καὶ δόγματα αὐτῷ παρανοίγει τὰ σφόδρα
ὑψηλὰ, αἰνιγματωδῶς μὲν, παρανοίγει δὲ ὅμως,
Πολλῷ γὰρ μᾶλλον οὗτος συγγνώμης ἄξιος ἦν τῶν διὰ

Cyrillus Scr. Eccl., Catecheses ad illuminandos 1–18 (2110: 003)


“Cyrilli Hierosolymorum archiepiscopi opera quae supersunt omnia, 2
vols.”, Ed. Reischl, W.C., Rupp, J.Munich: Lentner, 1:1848; 2:1860,
Repr. 1967.Catechesis 14, ch. 11, l. 9

γέγονεν ἡ σωτηρία, ὅτε γέγονεν ἡ ἀπόπτωσις· ὅτε τὰ ἄνθη


ὤφθη καὶ ἡ τομὴ ἔφθασεν.
Κῆπος ἦν ὁ τόπος τῆς ταφῆς, καὶ ἄμπελος ἡ φυτευ-
θεῖσα καὶ ἐγώ εἰμι ἄμπελοςεἴρηκεν. ἐφυτεύθη οὖν ἐν
τῇ γῇ, ἵνα ἐκριζωθῇ ἡ διὰ τὸν Ἀδὰμ γενομένη κατάρα.
ἀκάνθας καὶ τριβόλους κατεδικάσθη ἡ γῆ. ἀνέτειλεν ἐκ τῆς
γῆς ἡ ἄμπελος ἡ ἀληθινή, ἵνα πληρωθῇ τὸ εἰρημένον·
ἀλήθεια ἐκ τῆς γῆς ἀνέτειλε καὶ δικαιοσύνη ἐκ τοῦ οὐρανοῦ
διέκυψε. καὶ τί μέλλει λέγειν ὁ θαπτόμενος ἐν τῷ κήπῳ;
ἐτρύγησα σμύρναν μου μετὰ ἀρωμάτων μου. καὶ πάλιν· σμύρνα
καὶ ἀλόη μετὰ πρώτων πάντων ἀρωμάτων. ταῦτα δὲ τοῦ ἐντα-
φιασμοῦ τὰ σύμβολα. καὶ ἐν τοῖς εὐαγγελίοις εἴρηται· ἦλθον
αἱ γυναῖκες ἐπὶ τὸ μνῆμα φέρουσαι ἃ ἡτοίμασαν ἀρώματα,
καὶ ὁ Νικόδημος φέρων μίγμα σμύρνης καὶ ἀλόης .
Καὶ ἑξῆς γέγραπται· ἔφαγον ἄρτον μου μετὰ μέλιτός μου.
τὸ πικρὸν πρὸ τοῦ πάθους, καὶ τὸ γλυκὺ μετὰ τὴν ἀνάστασιν.
εἶτα ἀναστὰς εἰσῆλθε διὰ θυρῶν κεκλεισμένων, ἀλλ' ἠπι-
στεῖτο. ἐδόκουν γὰρ πνεῦμα θεωρεῖν. ὁ δέ, ψηλαφήσατέ με,
φησί, καὶ ἴδετε. βάλλετε τοὺς δακτύλους εἰς τὸν τύπον τῶν
ἥλων, ὡς ἐπεζήτει Θωμᾶς. καὶ ἔτι ἀπιστούντων αὐτῶν ἀπὸ
τῆς χαρᾶς καὶ θαυμαζόντων εἶπεν αὐτοῖς· ἔχετέ τι βρώσιμον

Cyrillus Scr. Eccl., Catecheses ad illuminandos 1-18 Catechesis 14, ch.


11, l. 12

θεῖσα καὶ ἐγώ εἰμι ἄμπελοςεἴρηκεν. ἐφυτεύθη οὖν ἐν


τῇ γῇ, ἵνα ἐκριζωθῇ ἡ διὰ τὸν Ἀδὰμ γενομένη κατάρα.
ἀκάνθας καὶ τριβόλους κατεδικάσθη ἡ γῆ. ἀνέτειλεν ἐκ τῆς
γῆς ἡ ἄμπελος ἡ ἀληθινή, ἵνα πληρωθῇ τὸ εἰρημένον·
ἀλήθεια ἐκ τῆς γῆς ἀνέτειλε καὶ δικαιοσύνη ἐκ τοῦ οὐρανοῦ
διέκυψε. καὶ τί μέλλει λέγειν ὁ θαπτόμενος ἐν τῷ κήπῳ;
ἐτρύγησα σμύρναν μου μετὰ ἀρωμάτων μου. καὶ πάλιν· σμύρνα
καὶ ἀλόη μετὰ πρώτων πάντων ἀρωμάτων. ταῦτα δὲ τοῦ ἐντα-
φιασμοῦ τὰ σύμβολα. καὶ ἐν τοῖς εὐαγγελίοις εἴρηται· ἦλθον
αἱ γυναῖκες ἐπὶ τὸ μνῆμα φέρουσαι ἃ ἡτοίμασαν ἀρώματα,
καὶ ὁ Νικόδημος φέρων μίγμα σμύρνης καὶ ἀλόης .
Καὶ ἑξῆς γέγραπται· ἔφαγον ἄρτον μου μετὰ μέλιτός μου.
τὸ πικρὸν πρὸ τοῦ πάθους, καὶ τὸ γλυκὺ μετὰ τὴν ἀνάστασιν.
εἶτα ἀναστὰς εἰσῆλθε διὰ θυρῶν κεκλεισμένων, ἀλλ' ἠπι-
στεῖτο. ἐδόκουν γὰρ πνεῦμα θεωρεῖν. ὁ δέ, ψηλαφήσατέ με,
φησί, καὶ ἴδετε. βάλλετε τοὺς δακτύλους εἰς τὸν τύπον τῶν
ἥλων, ὡς ἐπεζήτει Θωμᾶς. καὶ ἔτι ἀπιστούντων αὐτῶν ἀπὸ
τῆς χαρᾶς καὶ θαυμαζόντων εἶπεν αὐτοῖς· ἔχετέ τι βρώσιμον
ἐνθάδε; οἱ δὲ ἐπέδωκαν αὐτῷ ἰχθύος ὀπτοῦ μέρος καὶ ἀπὸ
μελισσίου κηρίον. βλέπεις πῶς πεπλήρωται τὸ ἔφαγον ἄρτον
μου μετὰ μέλιτός μου.

Προκόπιος Catena in Canticum canticorum (2598: 002); MPG 87.2.P.


1664, l. 28

ᾖ τοῖς ἀναξίοις ἀντλεῖν ἐπιχειροῦσιν· αἱρετικῶν


γὰρ ὀφθαλμοῖς καὶ δυνάμεων ἀντικειμένων ἄψαυ-
στον εἶναι θέλων τὴν Νύμφην, πηγὴν αὐτὴν καλεῖ
ἐσφραγισμένην, τῇ σφραγῖδι τὸ ἀνεπιβούλευτον ση-
μαίνων.
{Ὠριγένους.} Δεύτερον τὸ, κῆπος κεκλεισμέ-
νος, κ.τ.λ.
ιγʹ – ιεʹ. Ἀποστολαὶ παραδείσου ῥοῶν μετὰ καρ-
ποῦ ἀκροδρύων· κύπροι μετὰ νάρδων· νάρδος,
καὶ κρόκος, καὶ κάλαμος, καὶ κινάμωμον, μετὰ
πάντων ξύλων τοῦ Λιβάνου· σμύρνα, ἀλόη, μετὰ
πάντων πρώτων μύρων· πηγὴ κήπων φρέαρ ὕδα-
τος ζῶντος καὶ ῥοιζοῦντος ἀπὸ Λιβάνου.
{Γρηγορίου.} Ὅρα τὴν ἄνοδον· εἰς τοσοῦτον γὰρ
ὑψώθη τῆς ἐπὶ τὸ μεῖζον αὐξήσεως, ὡς ἐκ στόματος
αὐτῆς βλαστάνειν παράδεισον· οὕτω γὰρ τὸ
Ἑβραϊκὸν ἀντὶ τοῦ, Ἀποστολαί σου, ἐκ στόματός
σου, παράδεισος ῥοῶν, ἔχει· φησὶν οὖν, ὅτι Ὁ λόγος
σου ὁ διὰ τοῦ στόματός σου ἀποστελλόμενος παράδεισός
ἐστι ῥοῶν· αἱ δὲ ῥοαὶ, παγκαρπίαν τινὰ τῶν ἀκρο-
δρύων ἐκφύουσι, τὰ ἀκρόδρυα, κύπρος καὶ νάρδος

Προκόπιος Catena in Canticum canticorum


P. 1665, l. 30

μέτρον, διὰ πάντων ἐν ἑαυτῷ τοὺς θείους δείκνυσι


χαρακτῆρας· ὅπερ ἐμφαίνει τὸ, ἀπὸ πάντων ξύλων
τοῦ Λιβάνου· οὐ γὰρ μονοειδὲς τὸ ξύλον τοῦ Λιβά-
νου ὅθεν λιβανωτὸς ἀποῤῥεῖ, ἀλλ' ἔστι τις ἐν τοῖς
ξύλοις διαφορὰ τὸ τοῦ ἀρώματος σχῆμα, τῷ εἴδει
τοῦ ξύλου συνεξαλλάσσουσα· ὁ τοίνυν ἐπισημαίνων
ἐν οἷς πράττει τῶν τοῦ Λιβάνου ξύλων τὸ κάλλος,
οὗτος ἐν ᾧ τὸ θεῖον εἶδος χαρακτηρίζεται· οὐδεὶς δὲ
τῆς θείας δόξης κοινωνὸς γίνεται, μὴ σύμμορφος
πρότερον τῷ ὁμοιώματι τοῦ θανάτου γενόμενος· διὸ
ἐπάγεται σμύρνα καὶ ἀλόη, τὴν ταφὴν ἐνδεικνύ-
μενα· πρῶτον δὲ μῦρόν φησιν τὸ ἀμιγὲς ἁπάσης
καπηλείας ἐμφαίνων καὶ καθαρὸν τῶν δογμάτων· ἡ
δὲ πηγὴ ἕτοιμος πρὸς πόσιν παντὶ τῷ αἰτοῦντι λό-
γον· τὸ δὲ φρέαρ, τὸ βάθος τοῦ πλούτου δηλοῖ· οὗ
δὲ ἡ πηγὴ καὶ τὸ ζωτικὸν φρέαρ ἀπὸ Λιβάνου, τουτ-
έστι θεόθεν εἰς ἑαυτὴν ὀξὺ καθέλκει τὸ ῥεῖθρον.
{Κυρίλλου.} Αἱ γὰρ ἀρεταὶ μὲν, διὰ τῶν ἀρω-
μάτων σημαίνονται· ξύλα δὲ τοῦ Λιβάνου, τοὺς προ-
φήτας φησίν· διὰ δὲ τῆς σμύρνης καὶ τῆς ἀλόης ,
ὅτι ἐνταφιασθεὶς ὁ Χριστὸς ἐκοινώνησε τοῖς προλα

Προκόπιος Catena in Canticum canticorum


P. 1665, l. 39

πρότερον τῷ ὁμοιώματι τοῦ θανάτου γενόμενος· διὸ


ἐπάγεται σμύρνα καὶ ἀλόη, τὴν ταφὴν ἐνδεικνύ-
μενα· πρῶτον δὲ μῦρόν φησιν τὸ ἀμιγὲς ἁπάσης
καπηλείας ἐμφαίνων καὶ καθαρὸν τῶν δογμάτων· ἡ
δὲ πηγὴ ἕτοιμος πρὸς πόσιν παντὶ τῷ αἰτοῦντι λό-
γον· τὸ δὲ φρέαρ, τὸ βάθος τοῦ πλούτου δηλοῖ· οὗ
δὲ ἡ πηγὴ καὶ τὸ ζωτικὸν φρέαρ ἀπὸ Λιβάνου, τουτ-
έστι θεόθεν εἰς ἑαυτὴν ὀξὺ καθέλκει τὸ ῥεῖθρον.
{Κυρίλλου.} Αἱ γὰρ ἀρεταὶ μὲν, διὰ τῶν ἀρω-
μάτων σημαίνονται· ξύλα δὲ τοῦ Λιβάνου, τοὺς προ-
φήτας φησίν· διὰ δὲ τῆς σμύρνης καὶ τῆς ἀλόης ,
ὅτι ἐνταφιασθεὶς ὁ Χριστὸς ἐκοινώνησε τοῖς προλα-
βοῦσιν ἁγίοις· κατελθὼν γὰρ εἰς ᾅδου τούτους ἀν-
ήγαγεν.
{Νείλου.} Τὰ δῶρα τῆς Νύμφης παράδεισον ὀνο-
μάζει Χριστὸς, διὰ τὸ πάντα ἔχειν τὰ παρὰ ἀνθρώ-
ποις τίμια· ἔχει δὲ οὗτος ὁ παράδεισος, ῥόας μὲν,
τοὺς τῷ αὐστηροτέρῳ βίῳ τὸ ἐδώδιμον τῆς ἀρετῆς
ἐγκρύπτοντας, τάχα τοὺς τὸν μοναδικὸν καὶ ἐγκρατῆ
τρόπον ἐπανῃρημένους· καρποὺς δὲ ἀκροδρύων, τοὺς
τῷ καρπῷ κομῶντας τοῦ πνεύματος, ἀγάπῃ, χαρᾷ,

Προκόπιος Catena in Canticum canticorum P. 1668, l. 4

δρύοις παραπλήσιοι, τὸ πρὸς πάντας προσηνές·


ἀγάπη γὰρ καὶ χαρὰ καὶ εἰρήνη, τούτων ὁ καρπὸς,
ὧν χρηστότερον οὐδὲν, φαιδρᾷ διαθέσει δεξιουμένων
τοὺς ἐντυγχάνοντας· ἔχει δὲ καὶ κύπρους μετὰ νάρ-
δων, τοὺς τῇ ἀκμῇ τῆς θεοσεβείας τὸ θερμὸν καὶ
διάπυρον τοῦ ζήλου κεκτημένους· νάρδος δὲ καὶ
κρόκος καὶ κάλαμος καὶ κινάμωμον, ἐπειδὴ συν-
τιθέμενα ποιεῖ τὸ ἅγιον τῷ νόμῳ θυμίαμα, οἱ τῇ
προσευχῇ προσκαρτεροῦντές εἰσιν· πρῶτα δὲ μῦρα,
οἱ τὴν περὶ Τριάδος γνῶσιν εἰληφότες· σμύρνα δὲ
καὶ ἀλόη, οἱ τὰ μέλη νεκρώσαντες καὶ συνταφέντες
Χριστῷ· πηγὴ δὲ κήπων, ὁ τοὺς ἀσθενεστέρους πο-
τίζων λόγος· καὶ φρέαρ ὕδατος ζῶντος, ὁ τὰ βαθύ-
τερα τοῖς πολλοῖς ἀσύνοπτα παραδιδοὺς μυστήρια·
ῥοιζοῦσαν δὲ αὐτὴν ἀπὸ τοῦ Λιβάνου εἶπεν τὴν πηγὴν
ἢ τὸ φρέαρ, διὰ τὸ τοὺς διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας
ἀπὸ τοῦ Ἰουδαϊκοῦ ὁρμᾶσθαι γένους· τούτους γὰρ
σημαίνει ὁ Λίβανος, καὶ τὸ ῥοίζωμα τῆς πηγῆς,
δείκνυσιν ὁ Παῦλος Ἀθηναίοις δημηγορῶν, καὶ πο-
ταμοὺς λόγων ἀναστέλλων τῷ οἰκείῳ ῥείθρῳ τοῦ
λόγου· ταῦτα παράδεισον ὁ λόγος ὠνόμασεν,

Michael Psellus Polyhist., Poemata (2702: 015)


“Michaelis Pselli poemata”, Ed. Westerink, L.G.
Stuttgart: Teubner, 1992.Poem 2, l. 897-903l3

Ποικιλοτρόπως ἐπαινεῖ τὴν νύμφην ὁ νυμφίος.


κῆπος γὰρ πέφυκας, φησίν, ὦ νύμφη, κεκλεισμένος,
ἔχουσα πάντων τῶν καλῶν ἐν ἑαυτῇ τὴν ὥραν,
ἐλαίαν τὴν κατάκαρπον συκῆν τε τὴν γλυκεῖαν·
πηγὴ δὲ πάλιν πέφυκας καλῶς ἐσφραγισμένη,
καθ' ὅσον μάτην οὐδαμῶς τὸ νᾶμά σου προχέεις,
ἀλλὰ ποτίζεις τοὺς πιστοὺς διψῶντας σωτηρίαν.
ἀποστολαί σου παράδεισος ῥοῶν μετὰ καρπῶν ἀκροδρύων, κύπροι
μετὰ νάρδων, νάρδος καὶ κρόκος, κάλαμος καὶ κινάμωμον μετὰ
πάντων ξύλων τοῦ Λιβάνου, σμύρνα ἀλόη μετὰ πάντων πρώτων μύρων
[4, 13 – 14].
Ἐν τούτοις ὑπαινίττεται ξύμπασιν ὁ νυμφίος
τοῦ δόγματος τῆς πίστεως ἡμῶν τῆς ἀμωμήτου
τὸ φοβερὸν καὶ κάλλιστον εὐῶδές τε καὶ θεῖον,
ἥνπερ πρεσβεύει πάντοτε στόμα τῆς ἐκκλησίας.
ἀποστολαί σου, γάρ φησιν, ἤγουν αἱ διδαχαί σου,
παράδεισος πεφύκασι ῥοῶν ἠγλαϊσμένος καὶ πάσης χάριτος μεσταὶ
τυγχάνουσιν, ὦ νύμφη. πηγὴ κήπων [4, 15].

Μανουήλ Φίλης Rerum Nat., Carmina (2718: 001)“Manuelis Philae


Carmina, vols. 1–2”, Ed. Miller, E.Paris, 1855–1857, Repr. 1967.Ch. 5,
poem 15, l. 21

Τὸ μὲν κατ' ὄψιν εὐπρεπῶς ἐσπαρμένον,


Τουτὶ παρειαῖς εὐβαφῶς ἠρεισμένον,
Καὶ τόνδ' ἁβρῶς γράφοντα τὰς βλεφαρίδας,
Ἐκεῖνο δ' ὀφρῦς εὐφυῶς ἐπιτρέχον
Εἰς ἀπλανῆ σύγκαμψιν ἡμικυκλίου.
Ὁρᾷς τὸ βλέμμα, φθέγμα, καὶ πλέγμα κόμης,
Ἐκεῖνο βάλλον ἐξ ἀφανοῦς τοξότου
Πυκνὰ πτερωτὰ καὶ φερέφλογα βέλη,
Βάλλοντα πικρῶς καρδίας φιληδόνων·
Τουτὶ δὲ κρᾶμα γλυκύπικρον ἀρτύον
Ἐκ πορνικοῦ μέλιτος οἰκτρὰν ἀλόην.
Τόδ' αὖ γε πνίγον ὡς ἐς ἀδήλους βρόχους
Τοῖς σατανικοῖς ἐκπονηθὲν δακτύλοις.
Ὁρᾷς, θεατὰ, ταῦτα καὶ μαθὼν ἔχεις
Ἐρωτικὰ τὰ πάντα καὶ φαύλου τρόπου.

Basilius Scr. Eccl., Homilia in passionem domini (2800: 008); MPG 28.
Vol. 28, p. 1061, l. 19
Σφράγιζε τὸν τάφον, ἐπισημαίνου τὸν λίθον, στρα-
τιώτας ἐπίστησον, πολιόρκει τὸ μνῆμα. Μειζόν
μου ποιεῖς τὸ κατόρθωμα, θεατὰς τῆς ἀναστάσεως
εὐτρεπίζεις, μάρτυρας τῆς ἐγέρσεως φέρεις, κήρυ-
κας τῶν ἐμῶν θαυμάτων τοὺς σοὺς ὑπηρέτας κατα-
σκευάζεις.
Δεῦρο οὖν, ἀδελφοὶ μείνωμεν τὰς, ὠδῖνας τοῦ
τάφου. Ἴδωμεν τέως δωροφοροῦντα τὸν Ἰωσὴφ, καὶ
τὸν Νικόδημον συντρέχοντα, σινδόνι καθαρᾷ, καὶ
ὀθονίοις, καὶ σουδαρίῳ περιειλίσσοντας τὸν τοῦ παν-
τὸς Κύριον, σμύρναν τε καὶ ἀλόην, τὰ τῆς ἀφθαρ-
σίας σύμβολα, προσκομίζοντας. Ἴδωμεν κυοφορουμέ-
νην τὴν ἀνάστασιν. Ἴδωμεν γαστέρα τάφου τῆς ἀνα-
στάσεως μητέρα. Μείνωμεν ἰδεῖν τὸν Χριστὸν τρο-
παιοῦχον ἐκ τάφου συνεγειρόμενον· καὶ τὴν κατὰ
θανάτου καὶ τυράννου νίκην ἀναδησάμενον. Τοί-
νυν φαιδροὶ φαιδρῷ τῷ ἀνισταμένῳ Χριστῷ προς-
έλθωμεν. Αὐτῷ γὰρ πρέπει πᾶσα δόξα, τιμὴ καὶ
προσκύνησις, σὺν τῷ Πατρὶ καὶ τῷ ἁγίῳ Πνεύματι,
εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Romanus Melodus Hymnographus, Cantica (2881: 001)


“Romanos le Mélode. Hymnes, vols. 1–5”, Ed. Grosdidier de Matons, J.
Paris: Cerf, 1:1964; 2:1965; 3:1965; 4:1967; 5:1981; Sources chrétiennes
99, 110, 114, 128, 283.Hymn 42, se. 5, l. 4

καὶ οὐκ ἤρκεσε τοῦτο μόνον εἰς αἰσχύνην μου, ἀλλ' ὅτι καὶ
ἐμπαίζομαι·
λίχνον γὰρ καὶ παμφάγον οἱ φυγόντες με καλοῦσί με,
καὶ ῥήμασι τοιούτοις παροξύνουσί με λέγοντες ‘Τί γὰρ χαίνεις
ὑπέρμετρα;
Τί τῷ λαιμῷ σου ἐνωθεῖς εἴ τι δήποτε ὡς δήποτε,
ἀκόρεστε, ἄπληστε; Τί ἠπείχθης πρὸς ἔδεσμα
ταράσσων τὴν γ[αστέ]ρα σου; Ἰδοὺ γάρ σε κενώσας
ἀνέστη ὁ Κύριος.’
Ἀλλ' εἰ δέχονται, ἔχω ἀντιλέγειν· καὶ τίς ἄρα οὐκ εἶχε πλανηθῆναι
θεωρῶν αὐτὸν τῇ σινδόνι ἐνειλούμενον καὶ τάφῳ [δι]δόμενον;
Τίς οὕτως ἦν κτηνώδης μὴ νοῆσαι ὅτι τέθνηκεν,
ὁπότε σμῆγμα σμύρνης καὶ ἀλόης ἐπεχρίετο πρὸς ἐμὲ
πορευόμενος;
Τίς εἶπε πάλιν μὴ νεκρὸν βλέπων λίθον ἐπικείμενον
οὗ ἦν οὗτος κείμενος; Τίς τοιοῦτον ἐνόησεν
ἢ τ[ίς] ποτε ἐπήλπιζε βοῆσαι περὶ τούτου·
Sextus Julius Africanus Hist., Cesti (fragmenta) (2956: 002)
“Les “Cestes” de Julius Africanus”, Ed. Vieillefond, J.–R.
Florence: Sansoni, 1970.B. 1, ch. 12, l. 36

Ἀλλὰ γὰρ καὶ νεκροῦ κυνὸς ἤδη σεσηπότος ἀποτμηθεῖσα κεφαλὴ


νοσοῦντι τῷ ἵππῳ τὸ δεινὸν ἐκεῖνο πάθος ὑπολύεται· ὃ δὲ τῇ τῆς
ὀδμῆς ἀποφορᾷ συνεχεῖ καπνιζόμενος ἰαθήσεται.
[Σύνθεσις ποικιλωτέρα καὶ πολυϋλωτέρα.] Τὸ δὲ δὴ πολυϋλώτα-
τον, οὗ πεῖραν ἔσχον αὐτός, ᾧ χρῶνται Ῥωμαῖοι οἱ προήκοντες, μα-
θεῖν ἀναγκαῖον· ὅσον ὀκτὼ δραχμῶν ἀμώμου τε τοῦ βοτρυΐτου καὶ
πεπέριδος ἑκατέρας, μελαίνης τε καὶ λευκῆς ....τὸ διπλάσιον· τρι-
πλάσιον φύλλου πυρέθρου τε καὶ ἀριστολοχίας, ἀβροτόνου δὲ καὶ
ὑσσώπου καὶ ἴριδος τῆς ῥυπαρᾶς· ἔτι δὲ γεντιανῆς τὸ τετραπλάσιον·
πενταπλάσιον (δηλαδὴ τοῦ πρώτου) ναρδοστάχυος καλάμου τε ἀρω-
ματικοῦ, πρὸς δὲ μήου, πυρέθρου, ἀλόης , μύρτων, κόστου, κασίας,
ζιγγιβέρεως, κροκομάγματος, ἔτι δὲ κρόκου, πετροσελίνου κυμίνου τε
Αἰθιοπικοῦ. Τούτων ἕκαστον κόπτεται ἄκρως καὶ ἀρωματικῷ σήθεται
κοσκίνῳ· κἀκ τούτου τρισὶ δακτύλοις ἀφελών, οἴνου τε καλλίστου
ξέστῃ μίξας ἑνί, καὶ ὀλίγιστον ἐλαίου προσλαβών, εἶτά τι μετρίως
ἀνακόψας, ἔγχει κατὰ τῆς εὐωνύμου ῥινὸς διὰ τοῦ κέρως ἡμιόνοις νω-
τοφόροις τε καὶ τοῖς ὑποζυγίοις τελείοις μίξιν τὴν τελείαν, ἵπποις δὲ
τῆς κράσεως τὸ ἥμισυ τριετέσι τε ἡμιόνοις ἢ διετέσι τῶν ἄλλων κτη-
νῶν, καὶ ὑγιαίνουσι, καθ' ἕκαστον ἔτος, τρίς, ὅπερ ἂν εἴη τριῶν ἐφεξῆς
ἡμερῶν· καὶ νοσήσαντι δὲ τῷ ζῴῳ τὸ θανατήσιον ὁμοίως ἐπαρκέσει,
τῆς λοιπῆς ἐπιμελείας, ὥσπερ εἰκός, προσφερομένης αὐτοῖς τῆς ἐξ ἔθους·

Georgius Cedrenus Chronogr., Compendium historiarum (3018: 001)


“Georgius Cedrenus Ioannis Scylitzae ope, 2 vols.”, Ed. Bekker, I.
Bonn: Weber, 1:1838; 2:1839; Corpus scriptorum historiae Byzantinae.
Vol. 1, p. 732, l. 11

ἱπποδρόμιον ἦν καὶ στρουθιῶνες τρεῖς σιτευτοὶ καὶ δορκάδες φʹ


καὶ σύαγροι ρʹ, πρόβατα δὲ καὶ χοῖροι καὶ βόες ὧν οὐκ ἦν ἀριθμός.
καὶ πάντα δέδωκε τῷ λαῷ. τινὲς δὲ τῶν συνόντων τοῖς Πέρσαις
Ἀρμενίων προσῆλθον τῷ βασιλεῖ λέγοντες ὅτι ὁ Χοσρόης μετὰ
τῶν ἐλεφάντων καὶ τοῦ ἰδίου στρατοῦ πλησίον τοῦ παλατίου αὐτοῦ
Δυσταγέρδη κατεσκήνωσεν, ἐκδεχόμενος συναχθῆναι πάντα τὸν
στρατὸν αὐτοῦ τοῦ πολεμῆσαί σοι. καὶ εὐθέως πυρπολήσας
πάντα ὁ βασιλεὺς ἔρχεται πλησίον τοῦ παλατίου αὐτοῦ Δυστα-
γέρδη, ἐν ᾧ καὶ εὗρε βάνδα Ῥωμαίων, ἅπερ ἐν διαφόροις χρόνοις
ἔλαβον οἱ Πέρσαι, καὶ εἴδη τινά, οἷον ἀλόην πολλὴν καὶ ξύλα
μεγάλα ἀλόης , μέταξάν τε καὶ πέπερι καὶ καρβάσια καμίσια ὑπὲρ
ἀριθμόν, σάχαρ καὶ ζιγγίβερ καὶ ἄσημον, ὁλοσηρικά τε ἱμάτια,
νακοτάπητά τε καὶ τάπητας ἀπὸ βελόνης, πλῆθος πολύ. ταῦτα
διὰ τὸ βάρος κατέκαυσαν. προσέφυγον δὲ τῷ βασιλεῖ πολλοὶ
αἰχμάλωτοι, Ἐδεσηνοὶ καὶ Ἀλεξανδρηνοὶ καὶ ἀπὸ ἄλλων ἐθνῶν
πλῆθος πολύ. ἐποίησε δὲ ὁ βασιλεὺς ἐνταῦθα τὴν ἑορτὴν τῶν
ἁγίων θεοφανίων, καταστρέφων τὰ τοῦ Χοσρόου παλάτια ὑπέρ-
τιμα καὶ θαυμαστὰ καὶ ἐκπλήξεως γέμοντα ἕως ἐδάφους, ἵνα
μάθῃ, φησίν, ὁ Χοσρόης οἷον πόνον εἶχον οἱ Ῥωμαῖοι τῶν πό-
λεων αὐτῶν πυρπολουμένων ὑπ' αὐτοῦ.

Georgius Cedrenus Chronogr., Compendium historiarum


Vol. 1, p. 732, l. 12

ἱπποδρόμιον ἦν καὶ στρουθιῶνες τρεῖς σιτευτοὶ καὶ δορκάδες φʹ


καὶ σύαγροι ρʹ, πρόβατα δὲ καὶ χοῖροι καὶ βόες ὧν οὐκ ἦν ἀριθμός.
καὶ πάντα δέδωκε τῷ λαῷ. τινὲς δὲ τῶν συνόντων τοῖς Πέρσαις
Ἀρμενίων προσῆλθον τῷ βασιλεῖ λέγοντες ὅτι ὁ Χοσρόης μετὰ
τῶν ἐλεφάντων καὶ τοῦ ἰδίου στρατοῦ πλησίον τοῦ παλατίου αὐτοῦ
Δυσταγέρδη κατεσκήνωσεν, ἐκδεχόμενος συναχθῆναι πάντα τὸν
στρατὸν αὐτοῦ τοῦ πολεμῆσαί σοι. καὶ εὐθέως πυρπολήσας
πάντα ὁ βασιλεὺς ἔρχεται πλησίον τοῦ παλατίου αὐτοῦ Δυστα-
γέρδη, ἐν ᾧ καὶ εὗρε βάνδα Ῥωμαίων, ἅπερ ἐν διαφόροις χρόνοις
ἔλαβον οἱ Πέρσαι, καὶ εἴδη τινά, οἷον ἀλόην πολλὴν καὶ ξύλα
μεγάλα ἀλόης , μέταξάν τε καὶ πέπερι καὶ καρβάσια καμίσια ὑπὲρ
ἀριθμόν, σάχαρ καὶ ζιγγίβερ καὶ ἄσημον, ὁλοσηρικά τε ἱμάτια,
νακοτάπητά τε καὶ τάπητας ἀπὸ βελόνης, πλῆθος πολύ. ταῦτα
διὰ τὸ βάρος κατέκαυσαν. προσέφυγον δὲ τῷ βασιλεῖ πολλοὶ
αἰχμάλωτοι, Ἐδεσηνοὶ καὶ Ἀλεξανδρηνοὶ καὶ ἀπὸ ἄλλων ἐθνῶν
πλῆθος πολύ. ἐποίησε δὲ ὁ βασιλεὺς ἐνταῦθα τὴν ἑορτὴν τῶν
ἁγίων θεοφανίων, καταστρέφων τὰ τοῦ Χοσρόου παλάτια ὑπέρ-
τιμα καὶ θαυμαστὰ καὶ ἐκπλήξεως γέμοντα ἕως ἐδάφους, ἵνα
μάθῃ, φησίν, ὁ Χοσρόης οἷον πόνον εἶχον οἱ Ῥωμαῖοι

Constantinus VII Porphyrogenitus Imperator Hist., De cerimoniis


aulae Byzantinae (lib. 1.84–2.56) (3023: 010)“Constantini
Porphyrogeniti imperatoris de cerimoniis aulae Byzantinae libri duo, vol.
1”, Ed. Reiske, J.J.Bonn: Weber, 1829; Corpus scriptorum historiae
Byzantinae.P. 468, l. 17

φύγων. πιλωτὰ διβλάττια παχέα καὶ πτενὰ λόγῳ τοῦ βασι-


λέως διὰ τὰ χαμόκουμβα· σελλία δύο τῆς προελεύσεως,
σελλία τοῦ κουκουμιλίου ὁλόκανα διάχρυσα κοπτὰ, ἐπιστρώ-
ματα ἔχοντα, καὶ ἕτερα ἐπιστρώματα ἄνωθεν συγκαλύπτοντα
τὴν κοπὴν τῆς χρείας· καὶ λόγῳ τῶν εὐγενῶν προσφύγων
ἕτερα τοιαῦτα ἀργυροκατάκλειστα δύο· καυκία βασιλικὰ χα-
λίνζια λόγῳ τῶν φίλων τῶν μετὰ τοῦ βασιλέως κλητωρευο-
μένων· σπαθία βασιλικὰ δύο, ἓν τῆς προελεύσεως, καὶ ἓν
τῆς ὁδοῦ. παραμήριον ἕν. ἀλειπτὰ, καπνίσματα διάφορα,
θυμίαμα, μαστίχην, λίβανον, σάχαρ, κρόκον, μόσχον, ἄμ-
παρ, ξυλαλοὴν ὑγρὰν καὶ ξηρὰν, κιννάμωμον ἀληθινὸν πρῶ-
τον καὶ δεύτερον, καὶ ξυλοκιννάμωμον, μυρίσματα λοιπά. σεν-
δὲς, λινωμαλωτάρια, σάβανα, σινδόνια, βραναῖαι κατωτικαὶ,
μανδίλια κατωτικά.

Theognostus Gramm., Canones sive De orthographia (3128: 001)


“Anecdota Graeca e codd. manuscriptis bibliothecarum Oxoniensium,
vol. 2”, Ed. Cramer, J.A.Oxford: Oxford University Press, 1835, Repr.
1963.Se. 648, l. 2

Τὰ διὰ τοῦ οη θηλυκὰ καθαρὰ δισύλλαβα, προσηγορικά


τε καὶ κύρια, ὀξύτονα καὶ βαρύτονα, διὰ τοῦ ο μικροῦ γράφει
τὴν παραλήγουσαν· οἷον, φθόη· χλόη· χνόη ἡ χυνικὶς τοῦ
ἅρματος· πνοή· ῥοὴ, λέγεται γὰρ καὶ διὰ τοῦ ο μικροῦ· χοή·
βοὴ, τὸ ὀξύτονον· τὸ γὰρ περισπώμενον συνήρηται ἀπὸ τοῦ
βοέα βοῆ, ὡς κυνέα κυνῆ· τραγέα τραγῆ· θόη τὸ βαρύτονον,
οὕτω δὴ καὶ τὸ ὀξύτονον· νοῆ· Ὀὴ δῆμος Ἀττικός· σεσημεί-
ωται διὰ τοῦ ω μεγάλου, τὸ ζωή· θωὴ, ἡ ζημία· τοῦτο δὲ
καὶ σὺν τῷ ι, ἐξ οὗ καὶ τὸ ἀθῷος.
Τὰ διὰ τοῦ οη καθαρὰ ὑπὲρ δύο συλλαβὰς, διὰ τοῦ ο μι-
κροῦ γράφει τὴν παραλήγουσαν· οἷον, ἀλόη· Μερόη· Φολόη,
ὄνομα ὄρους· Χωλόη τὸ ὄρος τῆς Ἰταλίας ἐν ᾧ φασὶν γεννη-
θῆναι τὸν Ἤφαιστον χωλόν· οἰονόη· Κολόη· οἷς ὅμοιον καὶ τὸ
ἀκοὴ κατὰ τὴν γραφὴν οὐ κατὰ τὸν τόνον· σεσημείωνται διὰ
τοῦ ω μεγάλου γραφόμενα· τὸ ἐρωή· ἰωή· ἀλῴη, τοῦτο δὲ
ἀπὸ τοῦ ἀλλοιῶ ῥήματος γεγονὸς σὺν τῷ ι γράφεται.
Τὰ διὰ τοῦ οιβη δισύλλαβα, εἴτε κύρια, εἴτε προσηγο-
ρικὰ, διὰ τῆς οι διφθόγγου γράφονται, κἂν βαρύτονα εἴη,
κἂν ὀξύτονα· οἷον, Φοίβη· Βοίβη· λοιβή· στοιβή· οἷς ὅμοιον
καὶ τὸ ἀμοιβὴ τρισύλλαβον.

Pseudo-Zonaras Lexicogr., Lexicon betic , p. 129, l. 7

Ἅλωσις. ἐρήμωσις, πόρθωσις.


Ἀλωπεκόννησος. πόλις ἐστὶ μία τῶν ἐν Χεῤῥονήσῳ.
Ἀλωή. ἡ ἀμπελόφυτος γῆ. παρὰ τὸ τὴν ἄλσιν,
ὃ σημαίνει τὴν αὔξησιν. ἄλδω, ἀλοὴ, [ἀλωή.]
Ἀλυπία. ἕξις, καθ' ἣν ἀνέκπτωτοι ἐσμὲν πρὸς
λύπην.
Ἀλωπεκία. πάθος ψιλωτικὸν τῶν τριχῶν καὶ
τῶν γενείων. ἡ μεταφορὰ ἀπὸ τῆς ἀλώπεκος,
ἥτις, ἔνθα ἂν οὐρήσῃ, τὸν τόπον ἄκαρπον ποιεῖ,
ξηραίνουσα καὶ τὴν προϋπάρχουσαν βοτάνην,
καὶ ἑτέραν ἀναβλαστῆσαι οὐ συγχωρεῖ. τινὲς
δὲ λέγουσιν ἀλωπεκία ἡ περικεφαλαία· ἀλω-
πέκεια δὲ ἡ νόσος ἡ περὶ τὴν κεφαλὴν, ἣ
καὶ διὰ διφθόγγου γράφεται.

Joannes Actuarius Med., De spiritu animali (3188: 001)


“Physici et medici Graeci minores, vol. 1”, Ed. Ideler, J.L.
Berlin: Reimer, 1841, Repr. 1963.B. 1, ch. 4, setion 5, l. 1

ἓν γάρ που ἢ δύο ῥηθέντα παραδείγματα ἱκανὰ ἔσται


τοὺς μὴ φιλονεικεῖν ἐθέλοντας πεῖσαι, ὡς ἁπλοῦν τι καὶ
πολυδύναμον ἡ ψυχή.
Τῶν ἁπλῶν οὖν ἔνια φαρ-
μάκων, δύο που ἢ τρεῖς ποιότητας ἔχοντα, οὐδεμία τού-
των παραλυμαίνεται τὴν ἑτέραν, οὔτε κατὰ τὴν αἴσθη-
σιν οὔτε κατὰ τὴν δύναμιν, ἀλλ' ᾗ ἂν αὐτῶν οἰκείως
ἔχῃ τὸ πεπονθός, ταύτης ἄρα καὶ ἀπολαύει οἰκειότητί τινι
τῆς ἐν αὐτοῖς δραστικῆς ποιότητος ἐνεργούσης ἐν τοῖς
ἀντιπεπονθόσι μέρεσι.
Καὶ γὰρ ἀλόης καταπίων τις
τοὺς ἐνοχλοῦντας τῷ τῆς κοιλίας στόματι ἐσόψεται κα-
θαιρομένους χυμούς, τῇ ῥυπτικῇ ταύτης δηλυνότι δυνά-
μει. ἀτμοῖς δὲ ταύτης ἢ ἐπιχρίσεσι τὰ ἐπισκοτοῦντα ταῖς
κόραις λύεται· αὖθις δὲ ἐκλελυμένον στόμα γαστρὸς τονώ-
σαις ἂν τῇ στυφότητι ἔξωθεν ἐπιθείς. ὅμφαλον δὲ ἐπι-
χρίσας καὶ ἐπιγάστριον, κτείναις ἂν τὰς ἐντὸς ἕλμινθας·
καὶ ταῦτα γίνεται, ἑκάστης αὐτῆς ποιότητος ἐνεργούσης ἐν
ἀντιπεπονθόσι μέρεσι.

Joannes Actuarius Med., De spiritu animali B. 1, ch. 13, setion 24, l. 4

κοιλίας στόμα δεῖ. δακνώδεις δὲ καθαίρονται χυμοὶ προς-


ήκουσι φαρμάκοις καὶ κατακεραστικαῖς τροφαῖς μεταβάλ-
λονται.
Ἃ δὲ πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν οἷον κώνωπες ἢ
τρίχες φαίνονται, τὰ μὲν ὑπόχυσιν προσημαίνοντα, πρὶν
ἢ συσταίη, καθαίρουσι τὸ ὅλον σῶμα φαρμάκοις, καὶ ἔτι
τὴν κεφαλὴν βοηθεῖται.
Μέτρια δέ, ὅσα ἔκγονα τῶν
λιγνυωδῶν περιττωμάτων ἐπὶ τοὺς ὀπτικοὺς ἀναδιδομένων
πόρων. καθίσταται δὲ καὶ ταῦτα ἐπ' εὐχύμοις τε καὶ εὐ-
πέπτοις σιτίοις, καὶ καθαίρεται τοῖς δι' ἀλόης καταποτίοις,
καθὰ περὶ τῶν δεόντων ὧδε φαρμάκων, τὸ πᾶν τῆς ὑπο-
θέσεως συμπεράναντες ἐκθησόμεθα.
Αἱματώδεσι δὲ
ἤδη καὶ ὑποφλεγμαίνουσι καὶ δακνωδῶν πάνυ τῶν ἐκρεόν-
των αἰσθανομένοις δακρύων, αἵματός τε κενώσεσι βοη-
θητέον, καὶ τοῖς ἐναντίοις διαιτητέον τῶν ἐπικρατούντων
χυμῶν· ἐν γὰρ τοῖς τοιούτοις τὰ ἐναντία τῶν ἐναντίων
ἰάματα.

Joannes Actuarius Med., De spiritu animali B. 2, ch. 12, setion 4, l. 5

λαμβανομένων τὴν δύναμιν ἔχεις ἀνωτέρω ῥηθεῖσαν· εἴ


τινος δὲ καὶ φαρμάκου δέοι, ὕστερον ἐπιθήσομεν τῷ λόγῳ.
χυμῶν δέ τινων ἀκμασάντων τῷ χρόνῳ διά τινα πλημμε-
λήματα, ταῖς ἐναντίαις μὲν καὶ ὧδε χρηστέον διαίταις τῶν
κατεχόντων παθῶν. οὐχ ἥκιστα δὲ καὶ τοῖς ὅσον οὔπω
ῥηθησομένοις.
Καὶ χολὴ μὲν ἐπικρατοῦσα ξανθὴ ἢν
μὲν ἄνω ῥέπῃ καὶ ῥᾴδιόν σοι ἐμεῖν, πειρῶ. εἰ δ' ἐμπέ-
πλασται παλαιὰ οὖσα καὶ σεσηπυῖα, καὶ προσίσχεται εἰς
τὸ τῆς γαστρὸς βάθος, μή τινος πυρετοῦ ἐνοχλοῦντος, τοῖς
δι' ἀλόης ταύτην κενωτέον καταποτίοις. ἢν δὲ πάνυ ζέουσα
ᾖ καὶ πυρετὸν ἤδη ἀνάπτῃ, καὶ μὴ διαίταις μόναις ἐθέλῃ
ὑπακούειν, καλὸν μὲν ὧδε ψύχειν καὶ ὑγραίνειν, καὶ τὸ
διὰ τῶν ἴων ἢ ὄξους καὶ χυλοῦ ῥοιῶν ἢ ῥόδων σκευαζόμε-
νον μετὰ τοῦ καλουμένου σάχαρ πίνειν. ἄμεινον δὲ προς-
ισχομένην καθαρτικοῖς ἐξάγειν φαρμάκοις.

Sophonias Phil., In Aristotelis libros de anima paraphrasis (4030:


001)“Sophoniae in libros Aristotelis de anima paraphrasis”, Ed.
Hayduck, M.Berlin: Reimer, 1883; Commentaria in Aristotelem Graeca
23.1.P. 91, l. 37

ἢ τοῦτο. ἀναφερομένων γὰρ τῶν ὀσμῶν περὶ τὸν ἐγκέφαλον διὰ τὴν ἐν
αὐταῖς
τῆς θέρμης κουφότητα, ὑγιεινοτέρως ἔχει τὰ περὶ τὸν τόπον τοῦτον· ἡ
γὰρ τῆς
ὀσμῆς δύναμις θερμὴ τὴν φύσιν ἐστίν. ἔτι τὸ τοῖς χυμοῖς
συγκατατεταγμένον
τῶν ὀσφραντῶν τὸ μὲν συμφωνεῖ, τὸ δὲ οὔ. ἔστι γὰρ ὥσπερ χυμὸς ὁ μὲν
γλυκὺς ὁ δὲ πικρὸς καὶ οἱ ἕτεροι, οὕτω καὶ ὀσμαί· καὶ γὰρ γλυκεῖα καὶ
πικρὰ καὶ αὐστηρὰ καὶ δριμεῖα καὶ ἁλυκὴ καὶ λιπαρὰ καὶ στύφουσα ὀσμὴ

κατὰ τοὺς χυμοὺς τῶν ὑποκειμένων ὀνομαζόμεναι· οὐ μέντοι γε ὁμοίως


ἐπὶ
πᾶσιν ὁ λόγος ἥκει, ἀλλὰ τὰ μὲν ἔχει τὴν ἀνάλογον ὀσμὴν καὶ χυμόν,
ὥσπερ
εἴρηται, τὰ δὲ διαλλάττει. κρόκου μὲν γὰρ καὶ μέλιτος ὅ τε χυμὸς ἥ τε
ὀσμὴ τὰ αὐτά (καὶ γλυκέα γάρ) καὶ θύμου καὶ σκορόδου· ἄμφω γὰρ
δριμέα·
ἀλόη δὲ καὶ στύραξ τὴν γεῦσιν πικραί, γλυκεῖς δὲ τὴν ὀσμήν. τὸν αὐτὸν
δὲ
τρόπον καὶ ἐπὶ τῶν ἄλλων. τοῦτο δὲ διὰ τὸ μὴ σφόδρα διαδήλους εἶναι
τὰς
ὀσμάς, ὥσπερ τοὺς χυμούς, καθάπερ εἴρηται· ὅθεν καὶ ἀπὸ τούτων
εἴληφε
τὰ ὀνόματα καθ' ὁμοιότητα τῶν πραγμάτων.

Theophanes Confessor Chronogr., Chronographia (4046: 001)


“Theophanis chronographia, vol. 1”, Ed. de Boor, C.
Leipzig: Teubner, 1883, Repr. 1963.P. 322, l. 4

τοῦ ἔπεμψεν ἐν Δασταγέρδ,αὐτὸς δὲ δι' ἄλλης ὁδοῦ ἀπῆλθεν εἰς


ἕτερον παλάτιον, τὸ ἐπιλεγόμενον Βεβδάρχ. καὶ τοῦτο καταστρέ-
ψαντες καὶ πυρὶ παραδόντες εὐχαρίστουν τῷ θεῷ τῷ διὰ τῶν πρες-
βειῶν τῆς θεοτόκου τοιαῦτα θαυμάσια ποιήσαντι. τίς γὰρ ἤλπιζε
φυγεῖν τὸν Χοσρόην ἀπὸ προσώπου τοῦ βασιλέως Ῥωμαίων ἐκ τῶν
ἐν τῷ Δασταγὲρδ παλατίων αὐτοῦ καὶ εἰς Κτησιφῶντα ἀπελθεῖν,
ὅπου ἀπὸ κδʹ ἐτῶν οὐκ ἠνέσχετο ἰδεῖν Κτησιφῶντα, ἀλλὰ καὶ ἐν
Δασταγὲρδ ἦν τὰ βασίλεια αὐτοῦ; εὗρον δὲ οἱ λαοὶ τῶν Ῥωμαίων
ἐν τῷ παλατίῳ αὐτοῦ ἐν τῷ Δασταγὲρδ τριακόσια βάνδα Ῥωμαίων,
ἅπερ ἐν διαφόροις χρόνοις ἔλαβον· εὗρον δὲ καὶ εἴδη ἀπομείναντα,
ἀλόην πολλὴν καὶ ξύλα μεγάλα ἀλόης ἀπὸ ἑβδομήκοντα καὶ ὀγδοή-
κοντα λιτρῶν καὶ μέταξιν πολλὴν καὶ πίπερ καὶ χαρβάσια καμίσια
πολλὰ ὑπὲρ τὸ μέτρον, σάχαρ τε καὶ ζιγγίβερ καὶ ἄλλα εἴδη πολλά.
τινὲς δὲ καὶ ἄσιμον, καὶ ὁλοσήρικα ἱμάτια, νακοτάπητά τε καὶ ταπή-
τια ἀπὸ βελόνης πλῆθος πολὺ καὶ καλὰ πάνυ, ἅπερ διὰ τὸ βάρος
πάντα κατέκαυσαν· καὶ τοὺς παπυλεῶνας τοῦ Χοσρόου καὶ τοὺς
ἐμβόλους, οὓς ἔστενεν, ὅτε ἐν κάμπῳ ἠπλήκευεν, πάντα κατέκαυσαν,
καὶ στήλας αὐτοῦ πολλάς· εὗρον δὲ καὶ ἐν τούτοις τοῖς παλατίοις
στρουθεῶνας καὶ δορκάδας καὶ ὀνάγρους καὶ ταῶνας καὶ φασιανοὺς
πλῆθος ἄπειρον, καὶ εἰς τὸ κυνήγιον αὐτοῦ λέοντας καὶ τίγρεις
παμμεγέθεις ζῶντας.

Cosmas Indicopleustes Geogr., Topographia Christiana (4061: 002)


“Cosmas Indicopleustès. Topographie chrétienne, 3 vols.”, Ed. Wolska–
Conus, W.Paris: Cerf, 1:1968; 2:1970; 3:1973; Sources chrétiennes 141,
159, 197.B. 11, se. 15, l. 4

Ἐξ ὅλης δὲ τῆς Ἰνδικῆς καὶ Περσίδος καὶ Αἰθιοπίας


δέχεται ἡ νῆσος πλοῖα πολλά, μεσῖτις οὖσα, ὁμοίως καὶ
ἐκπέμπει. Καὶ ἀπὸ μὲν τῶν ἐνδοτέρων, λέγω δὴ τῆς Τζινίστα
καὶ ἑτέρων ἐμπορίων, δέχεται μέταξιν, ἀλοήν, καρυόφυλλον,
ξυλοκαρυόφυλλον, τζανδάναν, καὶ ὅσα κατὰ χώραν εἰσί· καὶ
μεταβάλλει τοῖς ἐξωτέρω, λέγω δὴ τῇ Μαλέ, ἐν ᾗ τὸ πίπερ
γίνεται, καὶ τῇ Καλλιανᾷ, ἔνθα ὁ χαλκὸς γίνεται καὶ σησάμινα
ξύλα καὶ ἕτερα ἱμάτια – ἔστι γὰρ καὶ αὕτη μέγα ἐμπόριον – ,
ὁμοίως καὶ Σινδοῦ, ἔνθα ὁ μόσχος καὶ τὸ κοστάριν καὶ τὸ
ναρδόσταχυν γίνεται, καὶ τῇ Περσίδι καὶ τῷ Ὁμηρίτῃ καὶ τῇ
Ἀδούλῃ, καὶ πάλιν τὰ ἀπὸ ἑκάστου τῶν εἰρημένων ἐμπορίων
δεχομένη καὶ τοῖς ἐνδοτέρω μεταβάλλουσα καὶ τὰ ἴδια ἅμα
ἑκάστῳ ἐμπορίῳ ἐκπέμπουσα.

Geoponica, Geoponica (4080: 001)“Geoponica”, Ed. Beckh, H.


Leipzig: Teubner, 1895.B. 2, ch. 26, se. 5, l. 4

Χρὴ δὲ συνεχῶς καταβρέχειν τὴν ἅλω ἀμόργῃ, καὶ ἐπιλεαίνειν τῷ


κυλίνδρῳ· οὕτω γὰρ οἱ μύρμηκες οὐκ ἀδικήσουσι.
καὶ ὅταν πάντα ἀλοηθῇ, καὶ τότε δεῖ βρέχειν τὴν ἅλω
τῇ ἀμόργῃ, ἵνα καθαρὰ διαμείνῃ χωρὶς ὕλης.
Τὰ δὲ τιθέμενα ἐπὶ τῆς ἅλω γενήματα τὴν τομὴν ἐχέτω
πρὸς μεσημβρίαν. ἔσται γὰρ πληρέστερα, καὶ εὐμαρέ-
στερον ἀλοηθήσεται.

Geoponica, Geoponica B. 6, ch. 6, se. 2, l. 6

Κατὰ τὴν Ἰταλίαν πισσώσει χρῶνται τοιᾷδε.


πίσσης μνᾶς μʹ, κηροῦ μνᾶν, ἁλὸς ἀμμωνιακοῦ δραχμὰς
ηʹ, μάννης λιβανωτοῦ δραχμὰς δʹ κόψαντες, καὶ ἅμα
ἑψήσαντες, νάσσουσι τίλεως λεπτῆς γο. ηʹ, ἐνισουμέ-
νοις τὸν πίθον ἐννάσσουσιν. ἄλλοι δὲ πίσσης ξηρᾶς
τάλαντον, κηροῦ μνᾶς ιεʹ, ὀρόβων καὶ σίτου ἀλη-
λεσμένων λι. γʹ, τίλεως πεφωσμένης καὶ κεκομμένης
καὶ σεσησμένης τὸ ἶσον, καλάμου ἀρωματικοῦ, φύλλου
μαράθρου σφαιρία εʹ, τὰ τηκτὰ τήξαντες, τὰ ξηρὰ
κόψαντες, ἐπινάσσουσιν ἀλόης ἡπατίτιδος σεσησμένης
ἡμίμναιον.

Geoponica, Geoponica B. 6, ch. 8, se. 1, l. 3

Ἄλλος τρόπος δόκιμος πισσώσεως πίθων. Τοῦ Αὐτοῦ.

Ὑσσώπου Κρητικοῦ ἢ Καμπανοῦ λι. βʹ καὶ


σχοίνου Συριακῆς λι. βʹ νάρδου Ἰνδικῆς ἢ Κελτικῆς
λι. βʹ ἀλόης καλῆς γο. αʹ ϛʹʹ κρόκου Σικελικοῦ γο. αʹ ϛʹʹ
ἴρεως Ἰλλυρικῆς λι. αʹ κατὰ δέκα ἀμφορέας μέτρου
μέτρον, μετὰ τὸ πισσῶσαι τοὺς πίθους, ἐνδιάσπειρον
κατὰ τὰς πλευρὰς αὐτῶν καὶ τὰ ὑποστόμια, μήτε λίαν
ἐψυγμένης τῆς πίσσης ὡς εἶναι ψυχράν, μήτε ὑπερ-
θέρμης, ἵνα μὴκαυθῇ τὸ φάρμακον.
Geoponica, Geoponica B. 7, ch. 13, se. 1, l. 1

Ἄρτυσις θαυμαστή, ποιοῦσα μονίμους τοὺς οἴνους, καλουμένη


πανάκεια. Δαμηγέροντος.

Ἔχε ἐν ἑτοίμῳ ταῦτα τὰ εἴδη. ἀλόης γο. βʹ λι-


βανωτοῦ γο. βʹ ἀμώμου γο. βʹ μελιλώτου γο. δʹ
κασίας γο. αʹ νάρδου στάχυος γο. βʹ φύλλου γο. δʹ
σμύρνης γο. βʹ ταῦτα πάντα εἰς ὀθόνιον ἐνδήσας,
ἑκάστῳ πίθῳ, μετὰ τὸ ἐμβληθῆναι ἐν αὐτῷ τὸν οἶνον,
καὶ καταστῆναι, ἔμβαλε κοχλιάριον ἕν, καὶ κίνει ἐν-
ρίζῳ καλάμῳ ἐπὶ ἡμέρας γʹ.

Geoponica, Geoponica B. 7, ch. 24, se. 4, l. 3

περιχρίσας ἔασον ἡμέρας δεκαπέντε, εἶτα ἀνοίξας χρῶ,


καὶ δόξεις εἶναι τὸν οἶνον ἐτῶν δέκα.
ἀναλωθέντος
δὲ τοῦ οἴνου, τὴν τρύγα βάλε εἰς κύθραν καινήν,
καὶ περιχρίσας ὀπτήσας τε καὶ κόψας καὶ σήσας πάλιν
τῷ αὐτῷ τρόπῳ χρῶ. ἀντὶ γὰρ πάντων ἀρωμάτων
τῶν προειρημένων ἡ τοιαύτη τῶν ὀστράκων χρῆσις
ἀρκέσει.
Τινὲς δὲ οὕτω ποιοῦσι παλαιοφανεῖς τοὺς
οἴνους· μελιλώτου γο. αʹ γλυκυρίζου γο. γʹ νάρδου
Κελτικῆς τὸ ἶσον, ἀλόης ἡπατίτιδος γο. βʹ κόψαντες
καὶ σήσαντες, ἐμβάλλουσιν εἰς τὸν οἶνον, καὶ οὕτω
χρῶνται.

Geoponica, Geoponica B. 8, ch. 22, se. 1, l. 4

Ἀμινναίου οἴνου ποίησις. Διδύμου.

Οἱ μὲν τοὺς Ἀμιννίζοντας οἴνους εἰς ἄγγος ἀπὸ


οἴνου Ἰταλικοῦ ἐγχέαντες, κατορύττουσιν ἐν ὑπαίθρῳ.
οἱ δὲ καὶ ἀμυγδάλων πικρῶν, καὶ φύλλου καὶ ἑψητοῦ
ὀλίγον ἐμβάλλουσιν· ἄλλοι καὶ ἀλόης ἡπατίτιδος καὶ
κυπείρου.
Ἢ ἀλόης δραχ. βʹ ἀμώμου δραχ. γʹ κόστου
δραχ. δʹ φύλλου δραχ. δʹ μελιλώτου δραχ. θʹ νάρδου
Ἰνδικῆς δραχ. βʹ ξυλοκινναμώμου δραχ. γʹ ἀμφορεῦ-
σιν ζʹ.
Τινὲς καὶ σμύρνης, κασίας, κρόκου ἀνὰ
δραχ. δʹ συνεμβάλλουσιν. ἄλλοι καλάμῳ ἀντὶ τῆς
σμύρνης χρῶνται.

Hesychius Lexicogr., Lexicon (Α – Ο) (4085: 002)Hesychii Alexandrini


lexicon, vols. 1–2”, Ed. Latte, K.Copenhagen: Munksgaard, 1:1953;
2:1966.betic ,3219, l. 1

ἀλογίου δίκη· ἣν φεύγουσιν οἱ ἄρχοντες λόγον οὐ δόντες τῶν


τῆς ἀρχῆς διοικημάτων (Eupol. fr. 349?)
†ἀλογχεῖν· Ἀλόγους μιμεῖσθαι, ὅ ἐστιν ἔθνος Θρᾳκῶν
ἄλογχον δόρυ· τὸ ἀσίδηρον
ἄλογα· ἄῤῥητα. Σοφοκλῆς Θυέστῃ (fr. 241)
ἀλόη· πόας εἶδος, καὶ ὁ χυλὸς αὐτῆς
ἀλλοιᾷ· μεταποιεῖ
ἀλοία· ἔτυπτεν b ἀφ' οὗ καὶ ὁ πατροτύπτης πατραλοίας (Ι 568)

Theodoretus Scr. Eccl., Theol., Eranistes (4089: 002)“Theodoret of


Cyrus. Eranistes”, Ed. Ettlinger, G.H.Oxford: Clarendon Press, 1975.
P. 213, l. 15

σινδόνα καὶ καθελὼν αὐτὸν ἐνείλησεν τῇ σινδόνι, καὶ κατέθηκεν ἐν


μνημείῳ,” καὶ τὰ ἑξῆς. Θαύμασον τοίνυν τὴν συμφωνίαν ὁρῶν καὶ συμ-
φώνως καὶ συνεχῶς φερόμενον τὸ τοῦ σώματος ὄνομα. Καὶ ὁ
πανεύφημος
δὲ Λουκᾶς παραπλησίως ἱστόρηκεν, ὡς τὸ σῶμα ᾔτησεν ὁ Ἰωσήφ,
καὶ λαβὼν τῶν νομιζομένων ἠξίωσεν. Ὁ δὲ θειότατος Ἰωάννης καὶ
ἕτερα προσιστόρησεν. “Ἠρώτησε, γάρ φησι, τὸν Πιλᾶτον Ἰωσὴφ ὁ
ἀπὸ Ἀριμαθίας, ὢν μαθητὴς τοῦ Ἰησοῦ, κεκρυμμένος δὲ διὰ τὸν φόβον
τῶν Ἰουδαίων, ἵνα ἄρῃ τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ, καὶ ἐπέτρεψεν ὁ Πιλᾶτος.
Ἦλθεν οὖν καὶ ᾖρε τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. Ἦλθε δὲ καὶ Νικόδημος, ὁ
ἐλθὼν πρὸς τὸν Ἰησοῦν νυκτὸς τὸ πρότερον, φέρων μίγμα σμύρνης
καὶ ἀλόης λίτρας ρʹ. Ἔλαβον οὖν τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ, καὶ ἐνείλησαν
αὐτὸ ὀθονίοις μετὰ τῶν ἀρωμάτων, καθὼς ἔθος ἐστὶν τοῖς Ἰουδαίοις
ἐνταφιάζειν. Ἦν δὲ ἐν τῷ τόπῳ ὅπου ἐσταυρώθη κῆπος, καὶ ἐν τῷ
κήπῳ μνημεῖον καινόν, ἐν ᾧ οὐδέπω οὐδεὶς ἐτέθη. Ἐκεῖ οὖν διὰ τὴν
παρασκευὴν τῶν Ἰουδαίων, ὅτι ἐγγὺς ἦν τὸ μνημεῖον, ἔθηκαν τὸν
Ἰησοῦν.” Ὅρα τοίνυν ποσάκις τοῦ σώματος μνημονεύσας, καὶ
δείξας ὡς τοῦτο τῷ σταυρῷ προσηλώθη, καὶ τοῦτο ᾔτησε τὸν Πιλᾶ-
τον ὁ Ἰωσήφ, καὶ τοῦτο καθεῖλεν ἀπὸ τοῦ ξύλου, καὶ τοῦτο τοῖς
ὀθονίοις μετὰ τῆς σμύρνης καὶ τῆς ἀλόης ἐνείλησαν, τότε τὸ τοῦ
προσώπου τέθεικεν ὄνομα, καὶ τὸν Ἰησοῦν εἴρηκεν ἐν τῷ μνημείῳ
τεθῆναι. Τούτου δὴ ἕνεκα καὶ ὁ ἄγγελος ἔφη· “Δεῦτε, βλέπετε ὅπου

Theodoretus Scr. Eccl., Theol., Explanatio in Canticum canticorum


(4089: 025); MPG 81.Vol. 81, p. 144, l. 39

ἀλλὰ τοῖς μεμυημένοις πρόκειται τὰ θεῖα μυστήρια·


οὐ τοῖς ἐν ἀνομίαις μετὰ τὴν μύησιν καλινδουμένοις,
ἀλλὰ τοῖς ἀκριβείᾳ συζῶσιν, ἢ διὰ μετανοίας καθ-
αιρομένοις· οὐ μόνον δέ φησι, «Κῆπος κεκλεισμένος,
καὶ πηγὴ ἐσφραγισμένη,» ἀλλὰ καί·
ιγʹ – ιεʹ. Ἀποστολαί σου παράδεισος ῥοῶν, μετὰ
καρποῦ ἀκροδρύων· κύπροι μετὰ νάρδων.
Νάρδος καὶ κρόκος, κάλαμος καὶ κινάμωμον
μετὰ πάντων ξύλων τοῦ Λιβάνου· σμύρνα,
ἀλόη μετὰ πάντων πρώτων μύρων. Πηγὴ κή-
πων, φρέαρ ὕδατος ζῶντος, καὶ ῥοιζοῦντος ἀπὸ
Λιβάνου. Ταῦτα πάντα, φησὶν, ἀπέστειλάς μοι, καὶ
προσήνεγκάς μοι κατὰ τὸν τοῦ γάμου καιρόν· καὶ
πρῶτον μὲν, τὸν παράδεισον τῶν ῥοῶν, ὃς οὐκ ἦν
ἄμοιρος οὐδὲ τῶν ἄλλων ἀκροδρύων· ῥοὰν δὲ ἡγοῦμαι
τροπικῶς νομίζεσθαι τὴν ἀγάπην,
Theodoretus Scr. Eccl., Theol., Explanatio in Canticum canticorum
Vol. 81, p. 145, l. 35

καὶ γὰρ τῶν τῆς εὐσεβείας διδασκάλων ἡ γλῶττα


πάσης εὐοσμίας πεπλήρωται· συνῆπται δὲ τῷ κα-
λάμῳ τὸ κινάμωμον, ὅπερ τῷ Θεῷ κατὰ τὸν παλαιὸν
προσεφέρετο νόμον, ἵνα μάθωμεν ὅτι τὰ περὶ Θεοῦ
συγγράμματα ἐπαινετά τέ ἐστι, καὶ εὐώδη, καὶ τοῖς
προειρημένοις ἡδύσμασιν ἀπεικασμένα. Τούτοις ἐπι-
φέρει· «Μετὰ πάντων ξύλων τοῦ Λιβάνου·» Ἔχει
γὰρ, φησὶ, καὶ τὴν ἐν νόμῳ πολιτευομένην ἀρετὴν, οὐ
τὴν κατὰ τὸ γράμμα, ἀλλὰ τὴν κατὰ τὸ πνεῦμα·
διὰ γὰρ τοῦ Λιβάνου τὴν Ἱερουσαλὴμ σημαίνεσθαι
πολλάκις ἐδιδάχθη. Ἔχει δὲ καὶ «σμύρναν καὶ ἀλόην
μετὰ πάντων τῶν πρώτων μύρων.» Τουτέστι τὴν
νέκρωσιν τῶν παθῶν· νεκρῶν γὰρ ἴδιον ἡ σμύρνα·
καὶ τὸ πικρὸν τῶν πειρασμῶν· πικρὰ γὰρ ἡ ἀλόη.
Καὶ ἁπαξαπλῶς πάντα τὰ πρῶτα ἔχει τῶν μύρων, οὐ
τὰ δεύτερα, οὐδὲ τὰ τρίτα, ἀλλὰ τὰ πρῶτα· τῶν γὰρ
τελείων τὰ τέλεια. Ἔχει δὲ καὶ «πηγὴν, καὶ φρέαρ ὕδα-
τος ζῶντος, καὶ ῥοιζοῦντος ἀπὸ τοῦ Λιβάνου.» Οὐ
γὰρ μόνον τὴν εὐαγγελικὴν ἔχει διδασκαλίαν προ-
φανῶς ῥέουσαν, ἀλλὰ καὶ τοῦ νόμου τὸ φρέαρ, ὅπερ
ἐστὶ φρέαρ ὕδατος ζῶντος,

Cyrillus Theol., Commentarii in Joannem (4090: 002)


“Sancti patris nostri Cyrilli archiepiscopi Alexandrini in D. Joannis
evangelium, 3 vols.”, Ed. Pusey, P.E.Oxford: Clarendon Press, 1872,
Repr. 1965.Vol. 3, p. 105, l. 2

καίτοι γινώσκοντες ὅτι αὐτός ἐστιν ὁ Χριστὸς, πολλάκις δὲ


καὶ θαυματουργοῦντα καταπεπληγμένοι, εἰ καὶ δριμὺς ὢν ὁ
φθόνος γνησίως αὐτοῖς ἐνιζάνειν τὴν ἐκ τῆς θαυματουργίας
ὄνησιν συγκεχώρηκεν οὐδαμῶς. εἰς κρῖμα τοίνυν τῆς Ἰουδαίων
ἀπανθρωπίας, καὶ εἰς ἔλεγχον τῶν Ἱεροσολυμιτῶν ὁ ἐκ τῆς
Ἀριμαθαίας ἔρχεται μαθητὴς καὶ ταῖς καθηκούσαις θεραπείαις
τιμᾷ, ὃν γυμνῇ μὲν οὔπω, λαθραίᾳ δ' οὖν ὅμως τῇ πίστει
τετίμηκε διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων, καθά φησιν ὁ μακάριος
Εὐαγγελιστής.
Ἦλθε δὲ καὶ Νικόδημος, ὁ ἐλθὼν πρὸς αὐτὸν νυκτὸς τὸ πρῶτον,
φέρων μίγμα σμύρνης καὶ ἀλόης , ὡσεὶ λίτρας ἑκατόν.
Οὐχ ἕνα φησὶ μαθητὴν βεβουλεῦσθαι σωφρόνως προθυ-
μότατά τε καὶ λίαν ἐλθεῖν εἰς περιστολὴν τοῦ ἁγίου σώματος,
ἐπισυνάπτει δὲ τῷ πρώτῳ καὶ δεύτερον· Νικόδημος οὗτος
ἦν· μαρτυρίαν ὥσπερ τὴν κατὰ νόμον τετιμημένην συλλέγων
τῷ πράγματι. “Ἐπὶ στόματος γὰρ, φησὶ, δύο ἢ καὶ τριῶν
“μαρτύρων σταθήσεται πᾶν ῥῆμα.” δύο τοιγαροῦν οἱ ἐντα-
φιάσαντες, Ἰωσήφ τε καὶ Νικόδημος, ἔχοντες μὲν εἴσω τὴν
πίστιν εἰς νοῦν, ἀσυνέτῳ γεμὴν ἔτι καταπτοούμενοι δείματι,
καὶ τῆς ἐπιγείου τιμῆς τε καὶ δόξης οὔπω προτιμήσαντες
τὴν παρὰ Θεῷ. ἦ γὰρ ἂν τὸν ἐκ τῶν Ἰουδαίων

Cyrillus Theol., Fragmenta in Canticum canticorum (4090: 102);


MPG 69.Vol. 69, p. 1289, l. 18

κατανόησιν δι' ἑαυτῆς ἡμῖν ἐνεποίησας. Καὶ γὰρ


ἐν σοὶ τὸν τῆς δικαιοσύνης ἥλιον, ὡς ἐν κατόπτρῳ,
κατανοοῦμεν· διὰ δὲ τῆς δευτερώσεως ἀξιοπιστίαν
προτιθέασι τῷ λεγομένῳ.
Κῆπος κεκλεισμένος.
Κέκλεισται μὲν τῷ κόσμῳ, τῷ δὲ ἐπουρανίῳ νυμφίῳ
ἠνέῳκται. Ἡ δὲ πηγὴ τῷ ἁγίῳ Πνεύματι ἐσφράγι-
σται, ᾧ χριόμεθα μετὰ τὸ βάπτισμα.
Αἱ γὰρ ἀρεταὶ μὲν διὰ τῶν ἀρωμάτων σημαίνον-
ται. Ξύλα δὲ τοῦ Λιβάνου τοὺς προφήτας φησίν. Διὰ
δὲ τῆς σμύρνης καὶ τῆς ἀλόης , ὅτι ἐνταφιασθεὶς ὁ
Χριστὸς ἐκοινώνησε τοῖς προλαβοῦσιν ἁγίοις· κατ-
ελθὼν γὰρ εἰς ᾅδου τούτους ἀνήγαγεν.
Ἐν τῷ σταυρῷ, φησὶ, τὸν ὑπὲρ ἀνθρώπων ἀναδε-
χόμενος θάνατον· ἀγρυπνεῖ δὲ ἡ καρδία, καθ' ὃ ὡς
Θεὸς τὸν ᾅδην ἐσκύλευσεν.

Etymologicum Magnum, Etymologicum magnum Kallierges p. 70, l. 1

ἀλιτός· καὶ ἐπενθέσει τοῦ ο, ἀλοιτός. Ἢ ὁ ἀνδρο-


φόνος, παρὰ τὸ ἀλοιᾶν τὸ τύπτειν· ἔνθεν καὶ πατρα-
λοίας, ὁ τὸν πατέρα τύπτων. Καὶ ἀλοῖται, κοιναὶ
ἁμαρτίαι καὶ ἀδικίαι· καὶ ἀλοιτεύειν.
Ἁλοίη: Ἁλῶ τὸ πορθῶ· παράγωγον ἅλωμι,
ἁλώσω· ὁ δεύτερος ἀόριστος, ἥλων· [ἡ μετοχὴ,]
ἁλοὺς ἁλόντος· [καὶ] τὸ εὐκτικὸν, ἁλοίην ἁλοίης
ἁλοίη.
Ἀλοᾶν: Τύπτειν, βάλλειν· καὶ τὸ θρύπτειν ἐπὶ
τῆς ἅλω σῖτον.
Ἀλόη: Πόα τὶς οὕτω καλουμένη, καὶ ὁ ταύτης χυλός.
Ἄλοξ: Ἡ αὖλαξ· ἐλλείψει τοῦ υ, καὶ τροπῇ
τοῦ α εἰς ο ἄλοξ·
Catenae (Novum Testamentum), Catena in epistulam ad Hebraeos
(catena Nicetae) (e cod. Paris. gr. 238) (4102: 039)“Catenae Graecorum
patrum in Καινή Διαθήκη. vol. 7”, Ed. Cramer, J.A.Oxford: Oxford
University Press, 1843, Repr. 1967.P. 340, l. 3

ἡ προσληφθεῖσα παρ' αὐτοῦ σάρξ ἐστιν, ἡ ἐν αὐτῷ καὶ παρ' αὐτοῦ


χριομένη, ἵνα καὶ ὁ ἁγιασμὸς ὡς εἰς ἄνθρωπον τὸν Κύριον γενό-
μενος, εἰς πάντας ἀνθρώπους γένηται παρ' αὐτοῦ· οὐ γὰρ ἀφ' ἑαυ-
τοῦ φησι τὸ Πνεῦμα λαλεῖ, ἀλλ' ὁ Λόγος ἐστὶν ὁ τοῦτο διδοὺς
τοῖς ἀξίοις. ὥσπερ δὲ ὁ Ἀπόστολος ἔγραψεν, “ὃς ἐν μορφῇ Θεοῦ
ὑπάρχων ἑαυτὸν ἐκένωσεν,” οὕτως ὁ Δαβὶδ ὑμνεῖ τὸν Κύριον, αἰώ-
νιον μὲν ὄντα Θεὸν καὶ βασιλέα, ἀποσταλέντα δὲ, προσλαβόντα
τὸ ἡμέτερον σῶμα θνητὸν ὄν. τοῦτο γὰρ παρ' αὐτοῦ σημαίνεται
ἐν τῷ ψάλλειν, “σμύρνα καὶ στακτὴ καὶ κασία ἀπὸ τῶν ἱματίων
σου.” παρὰ δὲ τοῦ Νικοδήμου καὶ τῶν περὶ Μαριὰμ, δείκνυται
ὅτε ὁ μὲν ἦλθε φέρων μίγμα σμύρνης καὶ ἀλόης λίτρας ἑκατὸν,
αἱ δὲ ἅπερ ἦσαν ἑτοιμάσασαι ἀρώματα εἰς τὸν ἐνταφιασμὸν τοῦ
Κυρίου. ποία οὖν προκοπὴ τῷ ἀθανάτῳ προσλαβόντι τὸ θνητόν; ἢ
ποία βελτίωσις τῷ αἰωνίῳ ἐνδυσαμένῳ τὸ πρόσκαιρον; ποῖος δὲ
μισθὸς μείζων γένοιτ' ἂν Θεῷ αἰωνίῳ καὶ βασιλεῖ, καὶ ὄντι ἐν
τοῖς κόλποις τοῦ Πατρός; ἆρ' οὐ θεωρεῖτε ὅτι καὶ τοῦτο δι' ἡμᾶς
ὑπὲρ ἡμῶν γέγονε καὶ γέγραπται, ἵνα ἄνθρωπος γενόμενος ὁ Κύριος
τῆς δόξης θνητοὺς ὄντας καὶ προσκαίρους ἡμᾶς, ἀθανάτους κατα-
σκευάσῃ, καὶ εἰς τὴν αἰώνιον βασιλείαν τῶν οὐρανῶν εἰσάγῃ; ἆρ'
οὐκ ἐρυθριᾶτε καταψευδόμενοι τῶν θείων λογίων;

Magica, Papyri magicae (5002: 001)“Papyri Graecae magicae. Die


griechischen Zauberpapyri, vols. 1–2, 2nd edn.”, Ed. Preisendanz, K.,
Henrichs, A.Stuttgart: Teubner, 1:1973; 2:1974.Preisendanz number 7, l.
434

συαποθερευο· κωδοχωρ, ποίησόν με κυβεύοντα νικῆσαι,


κρατῶν Ἀδριήλ.’ ἐν τῇ χειρὶ λέγε· ‘μηδ' εἷς ἴςος ἤτω ἐμοί· ἐγὼ
γάρ εἰμι Θερθενιθωρ· ηρωθωρθιν· δολοθορ, καὶ βάλλω, ὃ θέλω.’
καὶ συνεχέστερον λέγε, καὶ βάλλεις. ἄλλως δὲ δεῖ σὲ λέγειν· ‘μηδ'
εἷς ὧδε τῶν παιζόντων μετ' ἐμοῦ ἴσος ἤτω, καὶ βάλλω, ὅσα θέλω.’
Κάτοχ[οςπαντ]ὸς πράγματος καὶ ἐπὶ ἁρμάτων ποιῶν. ἐστὶ δὲ καὶ
διάκοπος
καὶ κατακλιτ[ικ]ὸν καὶ κατακοπτικὸν καὶ ἀναιρετικὸν καὶ ἀνα-
στρεφόμενον, πρὸς ἃθέλεις. ὁ δὲ λόγος λεγόμενος ὁρκίζει δαίμονας
καὶ εἰσκρίνει. πλάκαν ἐς μολιβῆν ἀπὸ ψυχροφόρου τόπου
ἐνχάραξον, ὃ βούλει γενέσθαι, καὶ τελέσας ἐν ἀρώμασιν
φαιοῖς οἷον ζμύρνᾳ, βδέλλῃ, στύρακι καὶ ἀλοῇ καὶ θύμῳ
μετὰ ἰλῦος παρὰ ποταμοῦ, ὀψὲ ἢ μέσης νυκτός, ὅπου
ῥοῦς ἐστιν ἢ παραρέον βαλανείου, δήσας
αὐτὴν σπάρτῳ, βάλε φέρεσθαι εἰς τὸν ῥοῦν (ἢ εἰς θάλασσαν), ἵνα, ὅτε

Σούδα λεξικόν betic ,1320, l. 1

Ἄλογοι ἐρανισταί:οἱ μήπω ἐξειλεχότες τὸ ἐπιβάλλον ἑαυ-


τοῖς. καὶ ἄλογοι τῆς ψυχῆς δυνάμεις. ζήτει ἐν τῷ βούλησις.
Ἀλλοδαπά:ξένα, παντοῖα. καὶ ἡ Ἀλλοδαπὴτῆς ἀλλο-
δαπῆς κλίνεται.
Ἄλλο ἕτερον·ἐκ παραλλήλου λέγουσιν. Μένανδρος Μέθῃ·
εἶτ' οὐκ εἶχεν οὐ πῦρ οὐ λίθον οὐκ ἄλλ' ὅτι οὔθ' ἕτερον. Κράτης
Παιδιαῖς· τοῖς δὲ τραγῳδοῖς ἕτερος σεμνὸς πᾶσι λόγος ἄλλος δ' ἔστιν.
Ἄλλως:μάτην.
Ἀλλοειδής:ὁ ξένον ἔχων εἶδος· καὶ θηλυκῶς ἀλλοειδέα.
Ἀλόη:εἶδος μυρεψικόν.
Ἁλοῆος καὶ Ἁλοάων.καὶ Ἁλοητός,ὁ καιρὸς τοῦ θέρους.
Ἀλλοθρόους:ἀλλοφώνους.

Σούδα λεξικόν betic ,1321, l. 1

Ἄλογοι ἐρανισταί:οἱ μήπω ἐξειλεχότες τὸ ἐπιβάλλον ἑαυ-


τοῖς. καὶ ἄλογοι τῆς ψυχῆς δυνάμεις. ζήτει ἐν τῷ βούλησις.
Ἀλλοδαπά:ξένα, παντοῖα. καὶ ἡ Ἀλλοδαπὴτῆς ἀλλο-
δαπῆς κλίνεται.
Ἄλλο ἕτερον·ἐκ παραλλήλου λέγουσιν. Μένανδρος Μέθῃ·
εἶτ' οὐκ εἶχεν οὐ πῦρ οὐ λίθον οὐκ ἄλλ' ὅτι οὔθ' ἕτερον. Κράτης
Παιδιαῖς· τοῖς δὲ τραγῳδοῖς ἕτερος σεμνὸς πᾶσι λόγος ἄλλος δ' ἔστιν.
Ἄλλως:μάτην.
Ἀλλοειδής:ὁ ξένον ἔχων εἶδος· καὶ θηλυκῶς ἀλλοειδέα.
Ἀλόη:εἶδος μυρεψικόν.
Ἁλοῆοςκαὶ Ἁλοάων.καὶ Ἁλοητός,ὁ καιρὸς τοῦ θέρους.

Σούδα λεξικόν ,1378, l. 1

Ἁλωή:σιτοφόρος χώρα· Ἀλόη δέ. τὸ μυρεψικόν.


Ἀλώμενος:πλανώμενος. οἱ δὲ Γήπαιδες σποράδην ἀλώ-
μενοι προσεχώρουν αὐτῷ κατ' ὀλίγους. καὶ αὖθις· ὁ δὲ θεοσύλης
λιπὼν τὴν πατρίδα καὶ ἀλώμενος ἐτέλει. καὶ αὖθις· ἀλώμενος
δ' ἐγὼ μετὰ τὴν ἔφοδον τῶν βαρβάρων ἦλθον εἰς Φαράν.
Ἅλωμαι:τὸ πηδῶ.

Ευρετήριον

Αίτιος ιατρός, 55, 56, 57, 58, 59, 60, 61, 133, 134, 135, 137, 138, 139, 140, 141,
62, 63, 64, 65, 66, 67, 68, 69, 70, 71, 72, 142, 144, 145, 146, 147, 148, 149, 150,
73, 74, 75, 76, 77, 78, 79, 80, 81, 82, 83, 151, 152, 153, 154, 156, 157, 158, 161,
84, 85, 86, 87 167, 169, 171, 172, 173, 175, 177, 178,
αλόη, 4, 5, 6, 7 180, 183, 184, 185, 187, 188, 189, 191,
Αλόη, 4, 6, 8 192, 193, 195, 196, 197
ἀλόη, 9, 10, 14, 16, 17, 18, 20, 21, 28, 29, Ἀλόης, 52, 67, 68, 100, 101, 102, 118,
33, 37, 38, 41, 43, 44, 45, 49, 58, 59, 70, 119, 120
84, 91, 94, 95, 96, 97, 98, 100, 101, 102, ἀλόης πικρὰ χρήσιμος, 20
103, 104, 106, 108, 109, 113, 116, 123, ἀλοητὸν, 169
124, 149, 155, 164, 165, 166, 167, 178, Γαληνός, 12, 13, 14, 15, 16, 17, 18, 19,
179, 180, 181, 186, 189, 193, 194 20, 24, 34, 80, 87
Ἀλόη, 23, 57, 99, 105, 144, 196, 198 Διοσκουρίδης Πεδάνιος, 27, 28, 29, 30
ἀλόῃ, 27, 30, 34, 55, 56, 89, 90, 98, 108, καθαρτικήν, 13
170 καὶ μαστίχης, 17, 111, 112, 148
ἀλοὴν, 8, 170 καταπότια, 16, 43, 44, 47, 50, 63, 64, 65,
ἀλόην, 9, 13, 19, 20, 21, 24, 28, 35, 36, 41, 66, 67, 72, 80, 84, 86, 98, 119, 120, 152,
50, 51, 59, 71, 74, 79, 81, 82, 83, 87, 88, 158
89, 92, 100, 101, 102, 107, 110, 118, μιγνύουσιν, 30
123, 126, 132, 133, 140, 143, 145, 148, Παύλος ιατρός, 32, 33, 34, 35, 36, 37, 38,
149, 150, 153, 155, 160, 172, 176, 182, 39, 40, 41, 42, 43, 44, 45, 46, 47, 48, 49,
184, 185, 189, 194 50, 51, 52, 53, 54
Ἀλόην, 57, 116, 126 φάρμακον, 15, 17, 20, 21, 33, 38, 45, 49,
ἀλόης, 8, 9, 10, 11, 12, 14, 15, 16, 17, 18, 55, 56, 79, 85, 86, 92, 99, 101, 103, 104,
19, 20, 21, 23, 25, 26, 27, 29, 30, 31, 32, 106, 107, 108, 110, 122, 136, 143, 145,
33, 34, 35, 36, 37, 38, 39, 40, 42, 43, 44, 152, 158, 162, 172, 191
45, 46, 47, 48, 49, 50, 51, 52, 53, 54, 55, φάρμακον ἀγαθόν, 17, 45
58, 59, 60, 62, 64, 65, 66, 67, 68, 69, 72,
73, 74, 76, 77, 78, 80, 82, 83, 84, 85, 86,
87, 88, 91, 92, 93, 95, 96, 99, 100, 101,
102, 103, 104, 105, 107, 109, 110, 111,
112, 113, 114, 115, 117, 118, 119, 120,
121, 125, 126, 127, 128, 130, 131, 132,
TLG Texts doing_search αλοη tlg Go

UTF-8 search TLG Texts

You might also like