You are on page 1of 14

1

Θέμα: Το εμπόριο στην Εγγύς Ανατολή την


περίοδο της Τουρκοκρατίας"

2016
2

Εισαγωγή

Ο όρος "Εγγύς Ανατολή" χρησιμοποιείται κατά κύριο λόγο από


αρχαιολόγους, ιστορικούς και δημοσιογράφους για να περιγράψει μια τεράστια
γεωγραφική ζώνη, η οποία συμπεριλαμβάνει την Ανατολία, δηλαδή τη σύγχρονη
Τουρκία, καθώς και περιοχές, που κατά το παρελθόν υπήρξαν τμήματα της
Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όπως ο Λίβανος, η Συρία, η Παλαιστίνη και το
Ισραήλ, η Ιορδανία, η Αίγυπτος, η Σαουδική Αραβία (και οι διάφορες χώρες της
αραβικής χερσονήσου (όπως το Ομάν, η Υεμένη κ.λ.π.), αλλά επίσης και το Ιράν
(Περσία). Στη σύγχρονη εποχή χρησιμοποιείται και ο όρος νοτιοδυτική Ασία αν
και ακόμα ο όρος δεν χρησιμοποιείται τόσο πολύ στην πραγματικότητα. Θα
πρέπει να σημειωθεί πως ο όρος Εγγύς Ανατολή άρχισε να χρησιμοποιείται για
πρώτη φορά το 1890, όταν οι μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις της εποχής είχαν
αντιμετωπίσει δύο μεγάλες κρίσεις γενικότερα στον ασιατικό χώρο. Η μία
αφορούσε την κρίση στην Άπω Ανατολή, λόγω του Σινοϊαπωνικού Πολέμου
(1894-95) και η άλλη την αστάθεια, που υπήρχε στην περιοχή της Μακεδονίας
αλλά και στην Κρήτη, όπου ήδη προωθούνταν από τις Μεγάλες Δυνάμεις ένα
σχέδιο τοπικής αυτονομίας. Είναι ενδεικτικό εξάλλου, πως ως προς την ευρύτερη
ζώνη της Εγγύς Ανατολής, συμπεριλαμβάνονταν εκείνη την περίοδο και τα
Βαλκάνια.1

Η ευρύτερη αυτή περιοχή της Εγγύς ή αλλιώς, όπως συνήθως αποκαλείται


στις μέρες μας Μέση Ανατολή, υπήρξε για ένα σημαντικό χρονικό διάστημα,
στην ουσία ήδη από την περίοδο του Μεσαίωνα και ως ακόμα τις αρχές του 20ου
αιώνα, κομμάτι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Και είναι ενδεικτικό πως κι εδώ,
όπως συνέβη επί αιώνες στα Βαλκάνια ή στις διάφορες περιοχές της Κεντρικής κι
Ανατολικής Ευρώπης (από Ελλάδα ως Ουγγαρία και Αυστρία σχεδόν), κατά την
περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας, υπήρξε ένα αμάγαλμα διαφόρων πληθυσμών
κι εθνικοτήτων, που με βάση το οθωμανικό σύστημα εν πολλοίς καθορίζονταν ως
προς την θρησκευτική τους ταυτότητα. Κι εδώ, με άλλα λόγια, έχουμε σαφώς
έναν τεράστιο μουσουλμανικό πληθυσμό, που αποτελεί την πλειοψηφία, σε
αντίθεση με τις ευρωπαϊκές επαρχίες του Οθωμανικού Κράτους, αλλά και
πληθυσμούς Εβραίων (και μάλιστα όχι τόσο μέσα στην ίδια την Παλαιστίνη, όσο
σε όμορες περιοχές, όπως η Συρία, η Ιορδανία, η Αίγυπτος κ.λ.π.). Πέραν αυτών,
1
Davidson, R.H., (1960). "Where is the Middle East?" In Foreign Affairs, 38: 665-675
3

υφίστανται και χριστιανικοί πληθυσμοί (όπως Ορθόδοξοι, αλλά και Κόπτες και
Προχαλκηδόνιοι σε μεγάλο βαθμό).

Την ίδια στιγμή, όλη αυτή η γεωγραφική ζώνη, μεταξύ άλλων, είναι και μια
περιοχή στην οποία αναπτύσσεται και το εμπόριο (άλλοτε λιγότερο κι άλλοτε
περισσότερο, ανάλογα και με τις ιστορικές περιστάσεις). Το εμπόριο δε της
Μέσης Ανατολής κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, αποτελεί το βασικό
αντικείμενο ανάλυσης στο παρόν δοκίμιο. Ας σημειωθεί μάλιστα, πως σε
περιοχές, όπως η δυτική Ανατολή (δηλ. η σημερινή Τουρκία) στην πορεία και
ιδιαίτερα από το 18ο ως τις αρχές του 20ου αιώνα ελληνοχριστιανικοί πληθυσμοί
έπαιξαν έναν αρκετά σημαντικό ρόλο ως προς το τοπικό εμπόριο.

Κυρίως Μέρος: Το εμπόριο στην Εγγύς Ανατολή κατά την περίοδο της
Τουρκοκρατίας

Καταρχάς μια σημαντική, όσο και παραγνωρισμένη στις μέρες μας


διάσταση του εμπορίου στην οθωμανική Μέση Ανατολή είχε υπάρξει η ύπαρξη
ενός δικτύου διαφόρων τοπικών σταθμών πανδοχείων, τον λεγόμενων
"καραβανσεράϊ", όπως ήταν γνωστά. Αυτή ήδη υπήρχαν από την περίοδο του
Μεσαίωνα σε περιοχές, όπως η Συρία, η Ιορδανία, το Ιράκ, η ίδια η Ανατολία
κ.λ.π. Η παρουσία της ήταν συνυφασμένη στην ουσία με την ύπαρξη διαφόρων
εμπορικών δρόμων, που λειτουργούσαν ήδη από τα βάθη του χρόνου (στην
πραγματικότητα ορισμένοι από αυτούς ήδη από την εποχή της Αρχαιότητας).
Ήταν σημεία ανάπαυσης για διάφορα καραβάνια ταξιδιωτών, προερχόμενων είτε
από την Ανατολή είτε αντίστοιχα από τη Δύση. Μπορούν με άλλα λόγια, να
θεωρηθούν σημαντικά, αναφορικά με τη διακίνηση των διαφόρων αγαθών εντός
της οθωμανικής επικράτειας.

Πάντως κατά τη διάρκεια του 16ου και του 17ου αιώνα, οι λεγόμενες
εξεγέρσεις των Τζελάλι συνέβαλαν στο να υπάρξουν σοβαρά πλήγματα εις βάρος
του συστήματος της διακίνησης εμπορευμάτων μέσα στην Οθωμανική
Αυτοκρατορία. Οι εξεγε΄ρσεις αυτές είχαν γίνει στην Ανατολία και είχαν
υποκινηθεί από τοπικούς διοικητές, οι οποίοι έτσι επεδίωκαν την αύξηση των
κερδών τους τόσο μέσα από το σύστημα φορολογίας όσο και μέσα από την
εμπιρική διακίνηση των διαφόρων αγαθών. Η πρώτη εξέγερση είχε γίνει το 1519,
επί Σελίμ του Α΄. Ενώ ο τελευταίος ήταν σε εκστρατεία στην Αίγυπτο, στην
4

κεντρική Ανατολία ένας Αλεβίτης ιεροκύρηκας, ονόματι Τζελάλ υποκίνησε


πλήθος χωρικών, που πλήττονταν ήδη από τη βαριά φορολογία, αλλά και ένα
πλήθος Σπαχήδων, που πλέον είχαν χάσει τις προσόδους τους, λόγω της
σταδιακής παρακμής του τιμαριωτικού συστήματος, που υφίστατο ήδη από την
περίοδο του Μεσαίωνα στους κόλπους του Οθωμανικού Κράτους. Η
συγκεκριμένη εξέγερση κατεστάλη πολύ σύντομα, αλλά εξεγέρσεις αυτού του
τύπου ουσιαστικά είχαν συνεχιστεί καθ' όλη τη διάρκεια του 16ου αιώνα με
μεγάλη συχνότητα, καθώς και κατά τους επόμενους αιώνες, αν και πλέον με
μειωμένη ένταση. Εντάσεις στην ουσία υπήρχαν ως και τον 18ο αιώνα και ήταν
επικεντρωμένες σε τμήματα της Ανατολίας αλλά και της βόρειας Συρίας.2

Από την άλλη μεριά, όσον αφορά το θαλάσσιο εμπόριο από αιώνες πριν εν
γένει οι ίδιοι οι Οθωμανοί δεν ασχολήθηκαν ιδιαίτερα με την ανάπτυξή του, αν
και στην περιοχή της ανατολικής Μεσογείου, πληθυσμοί, όπως αυτοί των
Ελλήνων στην πορεία θα έπαιζαν έναν ολοένα και πιο σημαντικό ρόλο (με
αποκορύφωμα την περίοδο τα τέλη του 18ου και τον 19ο αιώνα). Υπήρξαν βέβαια
κάποιες εξαιρέσεις σε αυτήν την τάση, όπως ήταν η περίπτωση των προσπαθειών
στα μέσα του 16ου αιώνα από τον Μεγάλο Βεζίρη Χαντίμ Σουλεϊμάν Πασά,
οπότε το Οθωμανικό Κράτος αναμίχθηκε άμεσα κι ενεργά στο εμπόριο
μπαχαρικών από την Ανατολή, με σκοπό να αυξήσει τα φορολογικά του έσοδα.3

Αυτή η διαδικασία ανάπτυξης του οθωμανικού εμπορίου μπαχαρικών στην


περιοχή της Ερυθράς Θάλασσας και του Περσικού, δραστηριότητας, με την οποία
παράλληλα εκείνη την περίοδο μπήκαν στο οικονομικό παιχνίδι λιμάνια, όπως
αυτά της αραβικής χερσονήσου, φαίνεται πως πρέπει να συνέβαλε σε κάποιο
βαθμό στην παρακμή του αντίστοιχου πορτογαλικού εμπορίου μπαχαρικών, που
είχε αναπτυχθεί ήδη από τους προηγούμενους αιώνες στην Ασία. Ο ίδιος ο Χαντίμ
Σουλεϊμάν Πασάς, που επί χρόνια είχε υπάρξει κυβερνήτης της Αιγύπτου, όπως
ήδη σημειώθηκε πιο πάνω, είχε παίξει σημαντικό ρόλο σε αυτήν την εξέλιξη.
Συγκεκριμένα είχε προσφέρει σημαντική λογιστική υποστήριξη εκείνη την
περίοδο, προκειμένου να δημιουργηθεί ένας σημαντικός οθωμανικός στόλος στην
περιοχή του Σουέζ που στην πορεία κινήθηκε δυναμικά στην Ερυθρά Θάλασσα,
2
Griswold, W.J., (1983). The Great Anatolian Rebellion, 100-1020/1591/1611, Islamkundliche
Untersuchungen, K. Schwartz Verlag, σελ. 162
3
Casale, G., (2006). "The Ottoman administration of the spice trade in the sixteenth century Red Sea
and Persian Gulf" In Journal of the Economic and Social History of the Orient, 49(2): 185
5

συμβάλλοντας εξάλλου με αυτόν τον τρόπο στην κατάληψη περιοχών, όπως η


Υεμένη και το Άντεν (που στη συνέχεια θα αποτελούσαν σημαντικά εμπορικά
περάσματα για το εμπόριο μπαχαρικών).

Εν τω μεταξύ, η διαδικασία ανάπτυξης του οθωμανικού εμπορίου σε αυτήν


την γεωγραφική ζώνη είχε βοηθηθεί κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα και από
την κατάκτηση της Βαγδάτης από τους Οθωμανούς (το 1534), αλλά και από το
εμιράτο της Βασόρας στο σημερινό Ιράκ τον επόμενο χρόνο, δηλαδή το 1535 είχε
καταστεί φόρου υποτελής στους Οθωμανούς.4 Θορυβημένοι μάλιστα εκείνη την
εποχή οι Πορτογάλοι, από τις εξελίξεις στην περιοχή και καθώς είχαν αντιληφθεί
πως το επικερδές εμπόριο μπαχαρικών έφευγε από τα χέρια τους, έκαναν μια
σημαντική πρόταση στην Υψηλή Πύλη (η πρόταση αυτή εν προκειμένω έγινε το
1540). Πρότειναν δηλαδή το να παραδίδουν σε έναν Οθωμανό αυτοκρατορικό
αντιπρόσωπο στην Βασόρα σε ετήσια βάση μια μεγάλη ποσότητα πιπεριού από το
λιμάνι του Μπαλαμπάρ (περιοχή της Ινδίας) υπό τους εξής όρους: 1) Να μην
παραλαμβάνουν οι Οθωμανοί μπαχαρικά από καμιά άλλη δύναμη της εποχής
(όπως για παράδειγμα οι Ισπανοί, Ιταλοί έμποροι κ.λ.π.), 2) Να μην σταλούν στο
έξής άλλα οθωμανικά πλοία πέρα από την Ερυθρά Θάλασσα (δηλαδή προς τον
Ινδικό Ωκεανό), 3) Να προσπαθήσουν, αν ήταν δυνατόν, να επιβάλλουν το
πορτογαλικό μονοπώλιο του εμπορίου μπαχαρικών και σε άλλους εμπόρους του
είδους αυτού, Μουσουλμάνους και μη, εντός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.5

Όπως ήταν αναμενόμενο, αυτές οι προτάσεις των Πορτογάλων


απορρίφθηκαν, αλλά πολύ γρήγορα οι Οθωμανοί επανήλθαν με μια δική τους,
πολύ ενδιαφέρουσα αντιπρόταση. Συγκεκριμένα πρότειναν από τη μια μεριά μεν
να παραλαμβάνουν σε ετήσια βάση εκείνη την ποσότητα μπαχαρικών που τους
είχαν προτείνει και οι Πορτογάλοι, και μάλιστα πρότειναν η ποσότητα μελλοντικά
να αυξηθεί κι άλλο. Τόνισαν όμως, πως ήθελαν τα μπαχαρικά να μεταφέρονται
καθαρώς με μουσουλμανικά πλοία και η φόρτωση του εμπορεύματος να γίνεται
από το ουδέτερο λιμάνι της Καλκούτας στην Ινδία. Οι Πορτογάλοι από τη μεριά
τους δεν δέχθηκαν, αλλά αυτή η ιστορία εν προκειμένω καταδεικνύει το εξής
πολύ σημαντικό: πως δηλαδή σε σύγκριση με το παρελθόν, οι Οθωμανοί
προσπαθούσαν πλέον να μην είναι παθητικοί θεατές, των όσων αφορούσαν τη

4
Στο ίδιο, σελ. 173
5
Στο ίδιο, σελ. 174
6

διεξαγωγή του εμπορίου στα εδάφη τους, αφήνοντας με άλλα λόγια, να δρουν
αυτόνομα κι ελεύθερα οι έμποροι διαφόρων εθνικοτήτων ή θρησκευμάτων. Η ίδια
η κεντρική οθωμανική κρατική διοίκηση προσπαθούσε πλέον να επέμβει
δυναμικά σε αυτήν την διαδικασία, αποκομίζοντας προφανώς όσο το δυνατόν
περισσότερα οφέλη.

Πάντως τέτοιες προσπάθειες, είναι ενδεικτικό, πως δεν υπήρξαν


μακροχρόνιες κι αυτό καθώς οι διάδοχοι ορισμένων Σουλτάνων ή Μεγάλων
Βεζίρηδων, που είχαν επιδείξει ενδιαφέρον για αυτή τη διάσταση, πολλές φορές
δεν έδειχναν ενδιαφέρον και παράλληλα ακολουθούσαν διαφορετικές πολιτικές.
Αυτή η στάση ήταν συνυφασμένη με το ότι εν γένει στη σκέψη των Οθωμανών
(και αυτό εν πολλοίς έγινε φανερό και κατά την περίοδο του 19ου αιώνα) η
οικονομική δραστηριότητα περιστρεφόταν περισσότερο γύρω από την
εκμετάλλευση της γης και των εκτάσεων, που ανήκαν ή στο Σουλτάνο ή σε
Σπαχήδες και τοπικούς γαιοκτήμονες.

Ακόμα και κατά την εποχή της προαναφερόμενης ανάπτυξης του εμπορίου
μπαχαρικών στην περιοχή της Μέσης Ανατολής κατά τον 16ο αιώνα, το
οθωμανικό κράτος και η Υψηλή Πύλη στην πραγματικότητα δεν αναμίχθηκαν
στην όλη διαδικασία. Υπήρχε εδώ με άλλα λόγια, η τακτική του laissez faire, ως
προς την οικονομική και ειδικότερα την εμπορική δραστηριοποίηση, που
εκφραζόταν μέσα από το ότι οι έμποροι στην ουσία αφήνονταν ελεύθεροι ως προς
τη δράση τους.6

Είναι ενδεικτικό για παράδειγμα, πως αφότου διώχθηκε από τη θέση του
κυβερνήτη της Αιγύπτου ο Χαμίντ Σουλεϊμάν Πασάς (λόγω κατηγοριών για
οικονομικές ατασθαλίες και διαφθορά), ο Ρουστέμ Πασάς, ο οποίος τον
διαδέχθηκε ακολούθησε μια εντελώς διαφορετική πολιτική. Όντας ο ίδιος εν γένει
ανοικτά εχθρικός έναντι όλων των μη Μουσουλμάνων, συνέβαλε αποφασιστικά
στο να ανατραπούν οι συμφωνίες των Οθωμανών με τους Πορτογάλους, για το
εμπόριο μπαχαρικών. Το ίδιο είχε συμβεί επί των ημερών του και σε ό, τι
αφορούσε για παράδειγμα την εμπορική παρουσία των Βενετών στην Μαύρη
Θάλασσα. Το ζήτημα όμως ήταν πως για την περίπτωση του εμπορίου στην

6
Faroqui S., (1999). Approaching Ottoman History: an Introduction to the Sources, Cambridge
University Press, Cambridge, σελ. 201
7

Ερυθρά Θάλασσα και το Λεβάντε (Μέση Ανατολή) πολλοί Οθωμανοί


αξιωματούχοι εκείνη την περίοδο υπήρξαν στην πραγματικότητα αρκετά
διστακτικοί στο να ακολουθήσουν την τακτική του Ρουστέμ Πασά. Οι ανησυχίες
τους είχαν να κάνουν με την αναγνώριση πως αν σε αυτήν την γεωγραφική ζώνη,
έπαυαν οι εμπορικές συναλλαγές με ξένους και ιδιαίτερα με Ευρωπαίους, οι
πληθυσμοί τους μελλοντικά μπορεί να πλήττονταν οικονομικά.7

Στην πορεία πάντως είχαν γίνει κάποιες προσπάθειες, ώστε να ανατραπούν


οι αποφάσεις τόσο υψηλά διακείμενων Οθωμανών κρατικών αξιωματούχων, όπως
ο Ρουστέμ Πασάς, που σταδιακά θα αποδεικνύονταν καταστροφικές για την
Αυτοκρατορία, αναφορικά με το εμπόριό της και συνακόλουθα αναφορικά με το
ζήτημα εσόδων που θα μπορούσε να έχει το Οθωμανικό Κράτος από αυτό. Δείγμα
αυτών των προσπαθειών μπορεί να θεωρηθεί πως ήταν - σε ό, τι αφορά για
παράδειγμα το εμπόριο των μπαχαρικών στην Οθωμανική Αυτοκρατορία - η
περίπτωση της σταδιακής ανάδυσης (ιδιαίτερα από τα τέλη του 16ου αιώνα και
μετά) διαφόρων τοπικών κρατικών αξιωματούχων και επιφανών οικογενειών
Μουσουλμάνων, που είχαν αρχίσει να αναμιγνύονται σε εμπορικές
δραστηριότητες. Στην Αίγυπτο ειδικότερα, ενδεικτική είναι η περίπτωση κατά την
εξεταζόμενη περίοδο του Κοτζάμ Σινά Πασά, ο οποίος είχε υπάρξει κυβερνήτης
της περιοχής κατά την δεκαετία του 1580.8

Για τον Κοτζάμ Σινά Πασά φαίνεται πως υφίστανται πληροφορίες και
στοιχεία, με βάση τα οποία ο ίδιος είχε επενδύσει σημαντικά ποσά από την
περιουσία του, προκειμένου να έχει κέρδη από το εμπόριο τόσο των μπαχαρικών
όσο και άλλων προϊόντων πολυτελείας, που διακινούνταν στη Μέση Ανατολή και
την Ερυθρά Θάλασσα. Μάλιστα ο ίδιος είναι γνωστό, πως παράλληλα κατείχε και
μια πληθώρα εμπορικών εγκαταστάσεων και αποθηκών σε διάφορα λιμάνια της
περιοχής, αλλά και κατά μήκος των εμπορικών δρόμων από την περιοχή της
Χετζάζης (σημερινή Σαουδική Αραβία) προς την περιοχή της Αιγύπτου και
αντίστοιχα επίσης και της Συρίας (ως το Χαλέπι περίπου). Αυτό του είχε
προσφέρει εξάλλου τη δυνατότητα κατά τους ταραγμένους χρόνους του τέλους
του 16ου αιώνα και των αρχών του 17ου αιώνα, να διατηρήσει τη θέση του και να

7
Casale, G., (2006). "The Ottoman administration of the spice trade in the sixteenth century Red Sea
and Persian Gulf" In Journal of the Economic and Social History of the Orient, 49(2): 176
8
Στο ίδιο, σελ. 195
8

υπηρετήσει ως Μεγάλος Βεζίρης στην Οθωμανική Αυτοκρατορία για πολλά


χρόνια.9

Τέτοιες περιπτώσεις πάντως, όπως ήδη έχει τονιστεί, μάλλον έτειναν


περισσότερο να είναι εξαιρέσεις. Την ίδια στιγμή είναι χαρακτηριστικό πως στην
περιοχή της Μέσης Ανατολής, ιδίως από τον 18ο αιώνα και μετά, υπήρξε μια
τάση κατακόρυφης αύξησης από τη μια μεριά του εσωτερικού εμπορίου και μια
σχετικής μείωσης αντίστοιχα του εμπορίου με άλλες χώρες, εκτός Οθωμανικής
Αυτοκρατορίας. Τα στοιχεία για αυτήν την κυριαρχία του εσωτερικού εμπορίου
πάντως δεν μπορούν να θεωρηθούν επαρκή και σαφή ώστε να βγάλει κάποιος
συγκεκριμένα συμπεράσματα, κι αυτό επειδή περισσότερο έχουμε να κάνουμε με
ορισμένες μαρτυρίες Ευρωπαίων αξιωματούχων (όπως διπλωματών), οι οποίες
όσο πιο πίσω κινούμαστε στο χρόνο, καθίστανται όλο και πιο αποσπασματικές.10

Ορισμένοι ερευνητές, όπως ο Quartaet, έχουν επιχειρήσει να αποτυπώσουν


σε αριθμούς την πορεία του εσωτερικού εμπορίου σε διάφορες περιοχές της
Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, συμπεριλαμβανομένης και της Μέσης Ανατολής.
Υπό αυτό το πρίσμα, κάνει λόγο για την μαρτυρία ενός Γάλλου διπλωμάτη και
πρέσβη το 1759, ο οποίος είχε επισημάνει πως η εισαγωγή υφασμάτων στην
Οθωμανική Αυτοκρατορία εκείνη την εποχή έφτανε τα 800.000 τόπια ετησίως,
για έναν πληθυσμό, ο οποίος προσέγγιζε τα 20 εκατομμύρια. Από την άλλη μεριά
αντίστοιχα για το 1914 είναι χαρακτηριστικό πως λιγότερο από το ένα τέταρτο της
αγροτικής παραγωγής της αυτοκρατορίας πουλιόταν στο εξωτερικό (υπό τη
μορφή εξαγωγών δηλαδή) και το υπόλοιπο καταναλωνόταν στο εσωτερικό.11

Αντίστοιχα, περί τις αρχές του 17ου αιώνα είναι χαρακτηριστικό, ότι η τιμή
των οθωμανικής προέλευσης αγαθών που πουλιούνταν στην περιοχή της
Δαμασκού στη Συρία ξεπερνούσε κατά πέντε φορές την αντίστοιχη τιμή των
ξένης προέλευσης αγαθών. Εξάλλου, φαίνεται, ότι γενικότερα το εσωτερικό
εμπόριο, αν λάβει κάποιος υπόψη του την σχετική εμπορική κίνηση σε πόλεις της
περιοχής, όπως η Βυρηττός και η Δαμασκός, αλλά και το Χαλέπι, πρέπει

9
Στο ίδιο, σελ. 195
10
Pamuk, S., (2000). A Monetary History of the Ottoman Empire, Cambridge University Press,
Cambridge, σελ. 74
11
Quataert, D., (1975). "Dilemma of Development" the agricultural Bank and agricultural reform in
Ottoman Turkey, 1888-1908", In International Journal of Middle East Studies, 6(2): 218
9

τουλάχιστον προς τα τέλη του 19ου αιώνα να ήταν σε ένα ιδιαίτερα υψηλό
επίπεδο.12

Ως προς το διεθνές εμπόριο στη διάρκεια των αιώνων είχε παρατηρηθεί το


εξής φαινόμενο: η Οθωμανική Αυτοκρατορία καθώς και τμήματά της, όπως η
ζώνη της Μέσης Ανατολής, δεν έπαυαν να είναι σημαντικές για το διεθνές
εμπόριο και για τα εμπορικά συμφέροντα των Ευρωπαίων και γενικότερα των
Δυτικών. Σε σύγκριση με παλαιότερα όμως, αυτή η σημασία δεν ήταν πλέον στα
ίδια επίπεδα. Για ποιο λόγο συνέβαινε αυτό; Πολύ απλά επειδή μετά τον 16ο με
17ο αιώνα οι ευρωπαϊκές δυνάμεις ούτως ή άλλως είχαν ξανοιχτεί παγκοσμίως σε
έναν πολύ ευρύτερο ορίζοντα αγορών, όπως αυτός της αμερικανικής ηπείρου.
Βέβαια είναι αλήθεια την ίδια στιγμή, ότι και κατά τον 19ο αιώνα για παράδειγμα,
μπορούμε να παρακολουθήσουμε την ανάπτυξη λιμανιών, όπως αυτό της
Σμύρνης, όπου πλέον υπήρχε μια σημαντική, τοπική επιχειρηματική τάξη
Ελλήνων εμπόρων. Κι όμως κατά την ίδια περίοδο, είναι ενδεικτικό και το ότι η
κίνηση εμπορευμάτων από τη περιοχή της Μέσης Ανατολής προϊόντων για
εξαγωγή, προς λιμάνια, όπως το συγκεκριμένο, είχε μειωθεί σε κάποιο βαθμό.
Αυτό επί παραδείγματι, είχε παρατηρηθεί στην περίπτωση της εξαγωγής
βαμβακιού από την περιοχή της Συρίας, μέσω του λιμανιού στης Σμύρνης.

Εν τω μεταξύ με το πέρασμα των ετών σε περιοχές της Μέσης Ανατολής


αρχίζει να παρατηρείται και το φαινόμενο της ολοένα μεγαλύτερης ενασχόλησης
με το τοπικό εμπόριο μη Μουσουλμάνων. Για παράδειγμα κατά το έτος 1793 στο
Χαλέπι της Συρίας είχαν δοθεί συνολικά περίπου 1500 άδειες σε μη
Μουσουλμάνους, προκειμένου να εμπλακούν στην τοπική εμπορική
δραστηριότητα. Αυτή η εξέλιξη μάλιστα για κάποιες περιοχές, όπως η Συρία,
επρόκειτο να έχει στην πορεία και σημαντικές πολιτικές συνέπειες, διάσταση, που
είχε φανεί μέσα από την ανάμιξη στην περιοχή των Γάλλων (οι οποίοι στο μέλλον
θα καθιστούσαν την περιοχή Προτεκτοράτο τους).

Για την περιοχή της Μέσης Ανατολής εν τω μεταξύ μια πολύ σημαντική
εξέλιξη επρόκειτο να είναι η κατασκευή στα μέσα περίπου του 19ου αιώνα της
Διώρυγας του Σουέζ (η λειτουργία της ξεκίνησε επίσημα στις 17 Νοεμβρίου του
1869, μετά από 10 χρόνια κατασκευής). Η δημιουργία νέων εμπορικών

12
Στο ίδιο, σελ. 126-127
10

περασμάτων και δρόμων, όπως η συγκεκριμένη περίπτωση, επρόκειτο να


αναδιαμορφώσει το τοπίο των εμπορικών δραστηριοτήτων και ισορροπιών στην
περιοχή της οθωμανικής Μέσης Ανατολής. Κάτι τέτοιο εξάλλου είχε συνδεθεί και
με την ανάπτυξη σταδιακά νέων μέσων μεταφοράς των διαφόρων εμπορευμάτων,
όπως ο ατμός. Η ολοένα μεγαλύτερη χρήση ατμόπλοιων στα πλαίσια της
εμπορικής κίνησης είναι ενδεικτικό πως από τη μια θα συνέβαλε στην περαιτέρω
ανάπτυξη λιμανιών, όπως αυτό της Σμύρνης, αλλά και το λιμάνι της ίδιας της
πρωτεύουσας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, δηλαδή της Κωνσταντινούπολης.
Στην τελευταία, θα μπορούσε να λάβει υπόψη του κάποιος πως κατά το έτος 1873
για παράδειγμα είχε λάβει χώρα η διακίνηση περίπου 4,5 εκατομμυρίων τόνων
εμπορευμάτων, ενώ κατά το 1900 αυτό το νούμερο είχε φτάσει στα 10
εκατομμύρια.

Εδώ παράλληλα, θα ήταν δυνατόν να γίνει λόγος και για την περίπτωση της
σταδιακής ανάπτυξης σιδηροδρόμων σε περιοχές του Οθωμανικού Κράτους, που
στην πορεία θα έπαιζαν κάποιο ρόλο για το εμπόριο της Μέσης Ανατολής, αν και
οι στρατιωτικές επιχειρήσεις που ξέσπασαν αρχές του 20ου αιώνα (λόγω του Β΄
Παγκοσμίου Πολέμου) σε συνδυασμό με την απώλεια για τους Οθωμανούς
περιοχών, όπως το Ιράκ, η Ιορδανία, η Συρία, η Παλαιστίνη και η Αραβία, δεν
προσέφεραν τη δυνατότητα να αναδειχθεί στον οικονομικό τομέα τόσο πολύ αυτό
το νέο μεταφορικό μέσο. Συγχρόνως όμως από την άλλη μεριά, σε ένα κράτος,
όπως αυτό των Οθωμανών, μια σειρά από παλαιά μέσα μεταφοράς και
συνακόλουθα και η χρήση τους στον τομέα του εμπορίου είχαν συνεχίσει να
υφίστανται. Για παράδειγμα, ειδικότερα σε περιοχές, όπως αυτή της Μέσης
Ανατολής, οι νέες τεχνολογικές καινοτομίες στην πραγματικότητα δεν θα έλεγε
κανείς, πως είχαν επεκταθεί τόσο πολύ όσο φερ' ειπείν στην περιοχή των
Βαλκανίων. Είναι ενδεικτικό, για παράδειγμα, ότι σε περιοχές, όπως η αραβική
χερσόνησος και η Ανατολία, ακόμα και μες στον 20ο αιώνα, οι καμήλες
παρέμεναν ένα από τα σημαντικότερα μέσα μεταφοράς στους διάφορους
εμπορικούς δρόμους.

Η αλήθεια όμως είναι παράλληλα πως καθώς εγκαταλείπονταν σταδιακά


παλαιότεροι εμπορικοί δρόμοι, που ήταν σε χρήση για πολλούς αιώνες, δρόμοι
που κατέληγαν σε περιοχές, όπως η Συρία και ο Λίβανος, ξεκίνησε αντίστοιχα μια
διαδικασία παρακμής για το εμπόριο που προερχόταν από γεωγραφικές ζώνες,
11

όπως το Ιράκ, το Ιράν και η αραβική χερσόνησος. Μια τέτοια εξέλιξη υπήρξε
συνυφασμένη με το ότι το 90% του εξωτερικού εμπορίου της Οθωμανικής
Αυτοκρατορίας ήταν πια στα χέρια Ευρωπαίων, των οποίων το ενδιαφέρον είχε
στραφεί οριστικά μακριά από αυτές τις εμπορικές οδούς.13

Μια αρκετά ενδιαφέρουσα πτυχή παράλληλα της εμπορικής δραστηριότητας


στην περιοχή της Μέσης Ανατολής κατά την περίοδο της Οθωμανικής κυριαρχίας
είναι η περίπτωση της Εταιρείας του Λεβάντε, αγγλικών συμφερόντων, που είχε
ιδρυθεί το 1581 και που διαλύθηκε εν τέλει το 1825. Κατά τη διάρκεια της
ιστορίας της, η Εταιρεία αυτή στην ουσία δεν είχε καμιά αποικιακού τύπου
φιλοδοξία (συνδεδεμένη δηλαδή με την πολιτική και στρατιωτική κατοχή
εδαφών), ενώ η ανάπτυξή της έλαβε χώρα κατά κύριο λόγο σε περιοχές της
Μέσης Ανατολής, όπως το Χαλέπι της Συρίας, που υπήρξε άλλωστε η έδρα της
Εταιρείας, αλλά και η Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Θα πρέπει να σημειωθεί εδώ,
ότι η συγκεκριμένη Εταιρεία ήταν στενά συνδεδεμένη παράλληλα και με τους
εκάστοτε Πρέσβεις του Αγγλικού Στέμματος στην Κωνσταντινούπολη και την
Υψηλή Πύλη, αλλά και με τους Προξένους της Μεγάλης Βρετανίας στην
οθωμανική πρωτεύουσα και στη Σμύρνη.

Η ίδια η Εταιρεία συχνά αναλάμβανε κάποια επιπλέον σύνταξη για αυτούς


τους διπλωματικούς αξιωματούχους (προκειμένου κι αυτοί να καθιστούν πιο
εύκολο το έργο της). Το ίδιο συνέβαινε ωστόσο και με τοπικούς αξιωματούχους
της ίδιας της οθωμανικής διοίκησης, όπως διάφορους τελωνειακούς υπαλλήλους,
προκειμένου αυτοί από τη μεριά τους να μην αυξάνουν τους δασμούς στα
προϊόντα που διακινούσε η Εταιρεία.14

Πάντως η Εταιρεία του Λεβάντε γενικότερα δεν εισήγαγε στην Οθωμανική


Αυτοκρατορία προϊόντα ιδιαίτερα σημαντικής αξίας ή προϊόντα που να
διακρίνονται για την ποιότητά τους. Μεταξύ αυτών ήταν κάποια είδη υφασμάτων
και ρούχων, αμερικανικό ασήμι, μόλυβδος, μαύρα δέρματα λαγών κ.λ.π.
Αντίστοιχα στα διάφορα λιμάνια της Μέσης Ανατολής, η Εταιρεία φόρτωνε
εμπορεύματα, όπως επίσης διάφορα τοπικά είδη υφασμάτων, βαμβάκι,
13
Quataert, D., (2004). "A provisional report concerning the impact of European capital on Ottoman
port workers, 1808-1909" In Huri Islamoglu - Inan, The Ottoman Empire and the World Economy,
Canbridge University Press, Cambridge, σελ. 307
14
Laidlaw Chr., (2010). The British in the Levant: Trade and Perceptions of the Ottoman Empire in the
Eighteenth Century, Library of Ottoman Studies, I.B. Tauris and Co Ltd., σελ. 110
12

ακατέργαστο μετάξι, μαλλί, τις περίφημες σταφίδες της Δαμασκού επίσης, αλλά
και πιπέρι.15

Σε συνάρτηση με την εμπορική και οικονομική παρουσία των διαφόρων


ευρωπαϊκών δυνάμεων της εποχής στην Οθωμανική Ανατολή, εδώ θα πρέπει να
γίνει λόγος για την ιδιαίτερη θέση που είχε το λιμάνι της Σμύρνης. Η Σμύρνη,
δημιούργημα του ανταγωνισμού των Μεγάλων Δυνάμεων στον τομέα του
εμπορίου, είναι ένα λιμάνι διεθνές, όπως η Αλεξάνδρεια και η Μασσαλία. Είναι
μια πόλη με πολλά πρόσωπα, με κυρίαρχο όμως το ελληνικό χρώμα – ιδιαίτερα
μετά το 1832, όταν η ίδρυση του νεοελληνικού κράτους ισχυροποιεί, ακόμα και
συναισθηματικά, το ήδη ακμάζον ελληνικό στοιχείο. Οι ευρωπαίοι, αν και
λιγότεροι σε αριθμό μεταξύ των μονίμων κατοίκων της πόλης, έπαιζαν σπουδαίο
ρόλο στη διαμόρφωση της φυσιογνωμίας της.16

Η προσέλευσή τους στη Σμύρνη αιτιολογείται από το περιεχόμενο των


διομολογήσεων, διμερών συμφωνιών μεταξύ των δυτικοευρωπαϊκών κρατών και
της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που παρείχαν ευρύτατα προνόμια στους
Δυτικούς με αντάλλαγμα τη συλλογή φόρων από τους Τούρκους. Με μέριμνα του
Οθωμανικού Κράτους παραχωρούνταν στους ξένους κεντρικές περιοχές στα
παράλια της Σμύρνης για τη δημιουργία κατοικιών και αποθηκών. Έτσι
δημιουργήθηκαν οι βερχανέδες (σπίτια των Φράγκων), η Ευρωπαϊκή Οδός ή Rue
Franque, ο Φραγκομαχαλάς (η συνοικία των Φράγκων) και, στη νότια άκρη του
Φραγκομαχαλά, το Ευρωπαϊκό Τελωνείο.17

Από τους Έλληνες κατοίκους της Σμύρνης οι παλαιότεροι ήταν νησιώτες από τη
Χίο, την Τήνο, τη Νάξο και άλλα νησιά των Κυκλάδων. Στις αρχές του 18ου
αιώνα πολλοί νησιώτες κηπουροί εργάζονται στη Σμύρνη, για λογαριασμό των
Ευρωπαίων κυρίως. Πρόκειται για Ορθόδοξους και Καθολικούς από τη Χίο, τη
Νάξο, τη Σαντορίνη, την Τήνο, την Πάρο. Την ίδια περίοδο έρχονται εδώ και
πολλές γυναίκες απ τα νησιά, για να δουλέψουν στα σπίτια ως υπηρέτριες, γράφει
η Λίζα Μιχελή. Αργότερα ακολούθησαν οι τεχνίτες, κυρίως τσαγκαράδες, χτίστες
και μαρμαράδες όπου άρχισαν να δημιουργούν εργαστήρια στην πόλη ενώ πολύ

15
Dallam Th., (2013). Early Voyages and Travels in the Levant, Read Books Limited, σελ. 293
16
Μιχελή, Λ., (1992). Αστυγραφία της Ελάσσονος Ασίας, σειρά Ελλήνων Άστεα, εκδόσεις Δρώμενα,
Αθήνα, σελ. 102
17
Στο ίδιο, σελ. 105
13

αργότερα δημιουργήθηκαν στο Φραγκομαχαλά μεγάλα μαγαζιά κάθε είδους με


φραγκοτηνιακούς ιδιοκτήτες. Από τους πρώτους Έλληνες της Σμύρνης ήταν οι
Χιώτες αυτοί, που, παίρνοντας στα ηνία τους το εμπόριο της πόλης κατάφεραν να
δημιουργήσουν μια ανθούσα παροικία στη Σμύρνη καθώς και σημαντικές
περιουσίες.

. Η εν λόγω ανάπτυξη της Σμύρνης συνδέθηκε με την ανάπτυξη του εμπορίου της
περιοχής με τη Δύση ως συνάρτηση των σχέσεων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας
με τη Γηραιά Ήπειρο. Στο διεξαγόμενο αυτό εμπόριο η Γαλλία αποτελούσε και
τον σημαντικότερο εμπορικό συνέταιρο της αυτοκρατορίας στην ανατολική
Μεσόγειο μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα όπου το μονοπώλιό της βρέθηκε
μπροστά στον βρετανικό επεκτατισμό. Οι εξελίξεις αυτές αντανακλώνται πλήρως
στην εμπορική ιστορία της πόλης. Οι έμποροι των καραβανιών έφταναν στη
Σμύρνη από την Ανατολή φέρνοντας τα προϊόντα τους τα οποία και
ανταλλάσσονταν με εμπορεύματα από τη Δύση που έφταναν στο λιμάνι δια
θαλάσσης. Στο 2ο μισό του 18ου αιώνα ο ετήσιος μέσος όρος των εξαγωγών προς
τη Γαλλία ήταν τέσσερις φορές μεγαλύτερος σε αξία από ότι στο πρώτο, ενώ στις
αρχές του 19ου αιώνα, οι εξαγωγές υπήρξαν διπλάσιες από τα ήδη υψηλά επίπεδα
του 18ου. Παράλληλα οι εισαγωγές αναπτύσσονταν με τους ίδιους ρυθμούς
πολλαπλασιαζόμενες και αυτές στα δρώμενα του διεθνούς εμπορίου.

Συμπεράσματα

Υπό το πρίσμα των όσων τονίστηκαν πιο πάνω, αναφορικά με την περιοχή
της Μέσης Ανατολής και της εμπορικής δραστηριότητας σε αυτήν κατά την
περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας γίνεται εμφανές, ότι διαχρονικά από τη μια
μεριά το ίδιο το οθωμανικό κράτος δεν είχε αναμιχθεί ιδιαίτερα στις
δραστηριότητες διαφόρων κύκλων εμπόρων. Υπήρξαν κατά καιρούς ορισμένες
εξαιρέσεις, όπως η περίπτωση του προαναφερόμενου Χαμίντ Σουλεϊμάν Πασά
στην Αίγυπτο κατά τον 16ο αιώνα (αναφορικά με το εμπόριο μπαχαρικών από την
Ανατολή). Πέραν αυτών των περιπτώσεων οι ίδιοι οι Οθωμανοί δεν ασχολήθηκαν
ιδιαίτερα το θαλάσσιο εμπόριο, το οποίο από νωρίς ήταν στα χέρια Ευρωπαίων ή
εν γένει μη μουσουλμανικών πληθυσμών μέσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Σταδιακά εν τω μεταξύ, μέσω εξελίξεων, όπως οι επαχθείς για το Οθωμανικό
Κράτος, διομολογήσεις, οι εμπορικές δραστηριότητες επρόκειτο να οφελούν
14

περισσότερο τους ξένους εμπόρους που δραστηριοποιούνταν στην περιοχή, παρά


τα οθωμανικά κρατικά ταμεία. Η ίδια η Εγγύς Ανατολή θα καθίστατο μια ολοένα
και πιο παρηκμασμένη περιοχή, καθώς ούτως ή άλλως οι σημαντικοί εμπορικοί
δρόμοι για το παγκόσμιο εμπόριο θα στρέφονταν ολοένα και περισσότερο προς
άλλες περιοχές.

Βιβλιογραφία

1. Casale, G., (2006). "The Ottoman administration of the spice trade in the
sixteenth century Red Sea and Persian Gulf" In Journal of the Economic
and Social History of the Orient, 49(2)
2. Dallam Th., (2013). Early Voyages and Travels in the Levant, Read Books
Limited
3. Davidson, R.H., (1960). "Where is the Middle East?" In Foreign Affairs,
38
4. Faroqui S., (1999). Approaching Ottoman History: an Introduction to the
Sources, Cambridge University Press, Cambridge
5. Griswold, W.J., (1983). The Great Anatolian Rebellion, 100-
1020/1591/1611, Islamkundliche Untersuchungen, K. Schwartz Verlag
6. Laidlaw Chr., (2010). The British in the Levant: Trade and Perceptions of
the Ottoman Empire in the Eighteenth Century, Library of Ottoman
Studies, I.B. Tauris and Co Ltd
7. Μιχελή, Λ., (1992). Αστυγραφία της Ελάσσονος Ασίας, σειρά Ελλήνων
Άστεα, εκδόσεις Δρώμενα, Αθήνα
8. Quataert, D., (2004). "A provisional report concerning the impact of
European capital on Ottoman port workers, 1808-1909" In Huri Islamoglu
- Inan, The Ottoman Empire and the World Economy, Canbridge
University Press, Cambridge
9. Quataert, D., (1975). "Dilemma of Development" the agricultural Bank
and agricultural reform in Ottoman Turkey, 1888-1908", In International
Journal of Middle East Studies, 6(2)
10. Pamuk, S., (2000). A Monetary History of the Ottoman Empire, Cambridge
University Press, Cambridge

You might also like