You are on page 1of 32

ΣΥΝΩΝΥΜΑ/ΑΝΤΩΝΥΜΑ

Α. αβάσιμος: αθεμελίωτος, αυταπόδεικτος / βάσιμος, αποδεδειγμένος


αβίαστος: αυθόρμητος / βεβιασμένος, πιεσμένος
άβουλος: διστακτικός, αναποφάσιστος / αποφασιστικός
αβρότητα: διακριτικότητα, ευγένεια / αγένεια
αγκύλωση: ακινησία / δραστηριοποίηση
άγνοια: αμάθεια / γνώση, ενημέρωση
αγνώμων: αχάριστος / ευγνώμων
αγογγύστως: υπομονετικά, καρτερικά, αδιαμαρτύρητα
αγχίνους: έξυπνος, ευφυής
αγωγή: ανατροφή, εκπαίδευση, παιδεία
αγωνιστής: μαχητής, παλαιστής
αδαής: αμαθής, άπειρος, άσχετος / ειδήμων, γνώστης, ειδικός
αδέκαστος: αδιάφθορος, αμερόληπτος, έντιμος
άδηλος: ασαφής, ακαθόριστος, άγνωστος / φανερός, πρόδηλος
αδημονώ: ανυπομονώ, ανησυχώ / εφησυχάζω
αδήριτος: επιτακτικός, επιβαλλόμενος
αδηφάγος: αχόρταγος, ακόρεστος
αδιάβατος: διαπερατός
αδιαίρετος: ενιαίος, αδιάσπαστος, αδιαχώριστος, ενωμένος / διαιρεμένος, διχασμένος
αδιάλλακτος: άκαμπτος, ανυποχώρητος, ασυμβίβαστος, ανένδοτος / διαλλακτικός
αδιάσειστος: ακλόνητος, ατράνταχτος, ακράδαντος, σταθερός\
αδιόρατος: αμυδρός, δυσδιάκριτος / φανερός, ευδιάκριτος
αδόκιμος: αποκλίνων, ακαθιέρωτος / δόκιμος, καθιερωμένος, αποδεκτός
άδολος: γνήσιος, ανόθευτος / πονηρός, δόλιος
αδρομερής: γενικός / λεπτομερής, εξονυχιστικός
αδυσώπητος: σκληρός, αμείλικτος, απηνής, άτεγκτος
αέναος: ασταμάτητος, αδιάκοπος
αθετώ: παραβιάζω: ακυρώνω, καταπατώ / τηρώ
άθλος: κατόρθωμα, επίτευγμα

1
αίθριος: καθαρός, ανέφελος / σκοτεινός, νεφελώδης
αιματηρός: φονικός / αναίμακτος
αίρω: ανυψώνω, κρατώ, αποκαλύπτω, καταργώ
αισθητός: αντιληπτός / ανεπαίσθητος
αιφνίδιος: ξαφνικός, αναπάντεχος, απροσδόκητος, απρόβλεπτος / αναμενόμενος,
προσδοκώμενος
αιχμηρός: καυστικός, δηκτικός, δριμύς
ακαθόριστος: αόριστος, απροσδιόριστος, ασαφής, αδιευκρίνιστος / προσδιορισμένος,
σαφής, συγκεκριμένος
ακάθεκτος: ασυγκράτητος, αχαλίνωτος, σφοδρός
άκαιρος: ακατάλληλος, ανεπίκαιρος / έγκαιρος, επίκαιρος, καίριος
ακαλλιέργητος: απαίδευτος, αμόρφωτος / καλλιεργημένος, μορφωμένος, πεπαιδευμένος
άκαμπτος: αλύγιστος, αυστηρός, άτεγκτος, ανένδοτος, αμετάπειστος / ενδοτικός,
υποχωρητικός
άκαρδος: άσπλαχνος, σκληρός, άπονος, ανάλγητος, αναίσθητος / ευαίσθητος,
συμπονετικός
ακαριαίος: άμεσος
ακατάβλητος: ανίκητος, ακαταμάχητος, ακαταπόνητος, ακμαίος / καταβεβλημένος
ακαταπόνητος: ακούραστος, ακάματος / καταπονημένος, κουρασμένος
ακατάσχετος: ασυγκράτητος
ακεραιότητα: εντιμότητα, ηθικότητα, τιμιότητα, ειλικρίνεια
ακμάζω: ευδοκιμώ, προοδεύω / παρακμάζω
άκοσμος: ανάρμοστος, αταίριαστος, ανοίκειος / κόσμιος, ευπρεπής
ακραίος: υπερβολικός / αντιπροσωπευτικός, μέσος, μετριοπαθής
ακράτητος: ασυγκράτητος / συγκρατημένος
ακριβής: σχολαστικός, τέλειος, λεπτομερειακός / ανακριβής, λανθασμένος, εσφαλμένος
αλαζόνας: υπερόπτης / σεμνός, ταπεινός, μετριόφρων
αλγεινός: οδυνηρός, επώδυνος, δυσάρεστος / ανώδυνος, ευχάριστος
αλληλένδετος: εξαρτημένος / ανεξάρτητος
αλλοτρίωση: αποξένωση
άλωση: εκπόρθηση, κατάκτηση, κατάληψη

2
αμάλγαμα: συνοθύλευμα, μωσαϊκό
αμαυρώνω: εξευτελίζω, κηλιδώνω, σπιλώνω
αμβλύνοια: νωθρότητα, βαρύνοια / αγχίνοια, οξύνοια, οξυδέρκεια
αμβλύνω: ελαττώνω, μειώνω / εντείνω, αυξάνω
αμείλικτος: ανελέητος, άσπλαχνος, αδυσώπητος
αμιγής: ανόθευτος, καθαρός, / ανάμικτος, ανακατεμένος, νοθευμένος
άμιλλα: συναγωνισμός
αμνησίκακος: ανεξίκακος, αγαθός / μνησίκακος εκδικητικός
άμορφος: αδιάπλαστος, ασχημάτιστος / διαμορφωμένος
αμυδρός: αόριστος, ανεπαίσθητος / ευδιάκριτος, ξεκάθαρος
αμφιλεγόμενος: αμφισβητούμενος / αναμφισβήτητος, σίγουρος, βέβαιος
αμφίρροπος: αμφιταλαντευόμενος
αναβαθμίζω: προάγω, εξυψώνω, ενισχύω / υποβαθμίζω
αναδεικνύω: προβάλλω, προωθώ, καταξιώνω
αναδιαρθρώνω: αναμορφώνω, αναδιοργανώνω
αναδομώ: αναμορφώνω, ανασχηματίζω, ανασυνθέτω, αναδιαρθρώνω
αναθεωρώ: επανεξετάζω, ξαναβλέπω, τροποποιώ
αναιρώ: ανασκευάζω, ανατρέπω, αντικρούω, καταρρίπτω, ανακαλώ
ανακτώ: ξαναποκτώ, ανακαταλαμβάνω
ανακύπτω: αναφαίνομαι, παρουσιάζομαι
αναλώνω: ξοδεύω, αφιερώνω, δαπανώ
αναμορφώνω: ανασχηματίζω, αναπλάθω, μεταρρυθμίζω, αναδομώ
αναμοχλεύω: αναζωπυρώνω, κινώ, υποδαυλίζω, αναθερμαίνω / αμβλύνω, κατασιγάζω
αναντίλεκτος: αναντίρρητος, αναμφισβήτητος / αμφιλεγόμενος, αμφισβητήσιμος
αναξιόπιστος: αφερέγγυος / έμπιστος, αξιόπιστος, φερέγγυος
αναξιοπρεπής: ανάρμοστος, απρεπής, φτηνός, ευτελής, ποταπός / αξιοπρεπής, ευπρεπής
ανάπλαση: αναδημιουργία, αλλαγή, μεταρρύθμιση, βελτίωση
αναποτελεσματικός: ατελέσφορος, άκαρπος, ανώφελος, αλυσιτελής / αποτελεσματικός
αναπότρεπτος: μοιραίος, αναπόδραστος, αναπόφευκτος
ανάρμοστος: αταίριαστος, απαράδεκτος / αρμόζων, πρέπων, προσήκων
ανασταλτικός: ανασχετικός, αποτρεπτικός

3
αναστέλλω: ανακόπτω, συγκρατώ / επιταχύνω, συνεχίζω
αναφαίρετος: αναπαλλοτρίωτος
αναχρονιστικός: παρωχημένος, ξεπερασμένος, οπισθοδρομικός / σύγχρονος, μοντέρνος
ανεδαφικός: ανέφικτος, ουτοπικός
ανείπωτος: απερίγραπτος, ανέκφραστος
ανελαστικός: δύσκαμπτος, αλύγιστος, άκαμπτος / ευλύγιστος, ελαστικός
ανέλιξη: ανάπτυξη
ανελλιπής: ακέραιος, ολόκληρος, πλήρης / ελλιπής
ανέμελος: ξέγνοιαστος, αμέριμνος
ανένδοτος: αμετακίνητος, αμετάπειστος, ανυποχώρητος, άτεγκτος
ανία: πλήξη, βαρεμάρα, αθυμία / ευδιαθεσία, κέφι, όρεξη
ανίδεος: άσχετος, ανήξερος, αδαής, αμαθής / γνώστης, κατατοπισμένος
αντιδικία: φιλονικία, διαμάχη
αντικειμενικός: αμερόληπτος, απροκατάληπτος / προκατειλημμένος, υποκειμενικός
αντιπαραβάλλω: αντιπαραθέτω, παραλληλίζω, συγκρίνω, συνδυάζω, συσχετίζω
αντιπαρέρχομαι: αδιαφορώ, αποσιωπώ, παραβλέπω, παραλείπω, αποφεύγω, προσπερνώ
ανυπόστατος: αβάσιμος / βάσιμος, υπαρκτός
απαρτίζω: συγκροτώ, σχηματίζω, συνθέτω, συνιστώ
απέριττος: λιτός, απλός / περιττός
απηνής: σκληρός, αμείλικτος
αποκτήνωση: απανθρωπιά, βαρβαρότητα
αποξένωση: απομάκρυνση, αλλοτρίωση
αποπέμπω: διώχνω, απομακρύνω
αποποιούμαι: αρνούμαι
απορρύθμιση: διάλυση, αποδιοργάνωση
αποσείω: ανασκευάζω, αναιρώ, αποκρούω
αποτάσσω: αποκηρύσσω, απορρίπτω, αρνούμαι
αποτιμώ: υπολογίζω, εκτιμώ, σταθμίζω, λογαριάζω
αριβιστής: καιροσκόπος, τυχοδιώκτης
αποπεράτωση: ολοκλήρωση, τελείωμα / έναρξη
απόλαυση: ηδονή, τέρψη / στέρηση

4
απόρροια: αποτέλεσμα, συνέπεια, επακόλουθο
αποσιωπώ: αντιπαρέρχομαι, αποκρύπτω, παραλείπω
αποσκοπώ: αποβλέπω
αποσοβώ: απομακρύνω, ματαιώνω, αποκρούω, απωθώ, αποτρέπω
αποστροφή: αποτροπιασμός, αηδία
απροσπέλαστος: απρόσιτος / προσιτός, κατανοητός, βατός
απώτερος: μακρινός, βαθύτερος, πραγματικός / φαινομενικός, άμεσος
αρμόδιος: ειδικός, υπεύθυνος / αναρμόδιος
άρρητος: ανείπωτος, ανέκφραστος
αρραγής: σταθερός, αδιάσπαστος
άρση: ακύρωση, ανάκληση
αρωγή: βοήθεια
ασεβής: αναιδής, θρασύς, βλάσφημος / ευσεβής, ευλαβής
άσεμνος: χυδαίος, αισχρός, πρόστυχος
άσκοπος: απερίσκεπτος, απρόσεκτος, ανώφελος, περιττός
άσπονδος: αδιάλλακτος, σκληρός
ασύγκριτος: ανυπέρβλητος, άφθαστος, τέλειος, μοναδικός, ασυναγώνιστος
ασυδοσία: αυθαιρεσία, αναρχία
άσυλο: καταφύγιο, κατάλυμα
ασυνάρτητος: ασύνδετος, ανακόλουθος
ασύστολος: αδιάντροπος
ασφυκτικός: αποπνικτικός, πνιγηρός, καταπιεστικός
άσωτος: αχαλίνωτος, ακόλαστος / μετρημένος, σεμνός, εγκρατής
ατασθαλία: παρεκτροπή
ατέρμων: ατελείωτος, απέραντος / πεπερασμένος
ατόπημα: λάθος, παρεκτροπή, απρέπεια
άτοπος: παράλογος, ανακόλουθος, ασυνάρτητος
άτρωτος: απρόσβλητος / τρωτός, ευπρόσβλητος
αυθεντικός: αληθινός, γνήσιος, πραγματικός, πρωτότυπος, πηγαίος
αυθόρμητος: απρομελέτητος, απροσχεδίαστος, γνήσιος / προσχεδιασμένος
αυτάρκης: αυτόνομος, αυτεξούσιος, ανεξάρτητος / ετερόνομος

5
αυτοδικία: εκδίκηση
αυτόκλητος: ακάλεστος, απρόσκλητος / καλεσμένος
αυτονόητος: προφανής, φυσικός, πρόδηλος
αφειδώς: απλόχερα, πλούσια, σπάταλα
αφελής: αγαθός, αθώος, απονήρευτος, εύπιστος / πονηρός, έξυπνος
αφερέγγυος: αναξιόπιστος
αφομοίωση: απορρόφηση, συγχώνευση, ενοποίηση
αχανής: απέραντος
αχρείος: ανήθικος, κακοήθης, φαύλος, άθλιος / καλός, ευγενής, αγαθός
αψευδής: αληθινός, πραγματικός, αναμφισβήτητος
αψήφιστος: άφοβος, θαρραλέος
αψιμαχία: φιλονικία, διαπληκτισμός, λογομαχία

Β. βαθμιαίος: κλιμακωτός, σταδιακός / άμεσος


βαθμίδα: επίπεδο, ιεραρχία
βάθρο: θεμέλιο, υποδομή
βάναυσος: τραχύς, άξεστος, σκαιός, βάρβαρος
βασανίζω: κακοποιώ, ταλαιπωρώ, τυραννώ, βιάζω
βέβηλος: ανόσιος, ανίερος / όσιος, ιερός
βεβηλώνω: μολύνω, μιαίνω, σπιλώνω, ατιμάζω / σέβομαι, εξυμνώ, αγιάζω
βελτιώνω: καλυτερεύω, αναβαθμίζω / χειροτερεύω, επιδεινώνω
βλέψη: πρόθεση
βοηθητικός: επικουρικός, ενισχυτικός
βορά: λεία
βούληση: θέληση
βρώσιμος: φαγώσιμος

Γ. γαλουχώ: ανατρέφω
γελοιοποιώ: ρεζιλεύω, διασύρω, διακωμωδώ, εξευτελίζω
γενικεύω: διευρύνω / περιορίζω
γεφυρώνω: συμφιλιώνω

6
γεγονός: συμβάν, περιστατικό
γειτνιάζω: συνορεύω
γενικεύω: διευρύνω, επεκτείνω / περιορίζω, εξειδικεύω
γενικός: ασαφής, αόριστος / λεπτομερής: συγκεκριμένος
γενναιόδωρος: γαλαντόμος / μίζερος, τσιγγούνης
γενναιόφρων: μεγαλόψυχος, γενναιόψυχος / μικρόψυχος, μικροπρεπής
γεύομαι: δοκιμάζω, απολαμβάνω
γηγενής: αυτόχθων, ντόπιος, ιθαγενής
γκρεμίζω: ρίχνω, ανατρέπω, κατεδαφίζω / χτίζω, αναστυλώνω, οικοδομώ
γλαφυρός: κομψός, επεξεργασμένος, χαριτωμένος, ποιητικός / στρυφνός,
ακαλαίσθητος, άκομψος
γλίσχρος: ανεπαρκής, πενιχρός, ισχνός / πλουσιοπάροχος, αδρός
γλοιώδης: κολλώδης, δουλοπρεπής, αναξιοπρεπής, αηδιαστικός, χαμερπής (μτφ)
γλιτώνω: απαλλάσσομαι, σώζομαι, λυτρώνω
γνήσιος: αυθεντικός, πρωτότυπος, πραγματικός, πηγαίος, αγνός, ανεπιτήδευτος /
ψεύτικος, πλαστός
γνώριμος: οικείος / άγνωστος
γνώστης: ειδήμονας / ανίδεος, άσχετος
γνωστικός: συνετός, φρόνιμος, σώφρων / απερίσκεπτος, άμυαλος
γνωστοποιώ: κοινοποιώ, ανακοινώνω, δημοσιεύω
γόητρο: φήμη, αίγλη, κύρος
γονιμοποιώ: καρποφορώ, δημιουργώ / στειρώνω
γόνιμος: εύφορος, καρποφόρος, παραγωγικός / άγονος, στείρος

Δ. δαιδαλώδης: περίπλοκος, πολυσύνθετος / απλός


δαιμονιώδης: ασυγκράτητος, παράφορος
δαμάζω: υποτάσσω, τιθασεύω, ελέγχω, καταστέλλω
δασκαλεύω: καθοδηγώ, νουθετώ, συμβουλεύω
δεδομένος: αναμφισβήτητος, σίγουρος, βέβαιος / αβέβαιος
δειλός: άτολμος, λιπόψυχος / τολμηρός, θαρραλέος, γενναίος
δεινός: φρικτός, τρομακτικός, ικανός, επιτήδειος (μτφ)

7
δεινότητα: επιτηδειότητα, ταλέντο
δεκτικός: επιδεκτικός / ανεπίδεκτος
δεκτός: αποδεκτός, ευπρόσδεκτος / απαράδεκτος, απορριπτέος
δελεάζω: σαγηνεύω, πλανεύω, παρασύρω
δεξιοτέχνης: αριστοτέχνης, επιδέξιος, βιρτουόζος / ανίκανος, άχρηστος, ανεπιτήδειος
δεξιότητα: ικανότητα, δεινότητα, ταλέντο, επιτηδειότητα / αδεξιότητα, ανικανότητα,
αναξιότητα, ανεπάρκεια
δεοντολογία: καθηκοντολογία // διδασκαλία του τι πρέπει να γίνεται
δέος: σεβασμός και φόβος
δέσμευση: περιορισμός, απαγόρευση, παρεμπόδιση, υποχρέωση
δέσμιος: δεμένος, δεσμώτης / λυτός, ελεύθερος
δεσπόζω: εξουσιάζω, δυναστεύω, κυριαρχώ, ξεχωρίζω
δεσποτισμός: αυταρχικότητα
δευτερεύων: επουσιώδης, συμπληρωματικός / πρωτεύων, κύριος
δηκτικός: δριμύς, ειρωνικός, καυστικός, πικρόχολος, φαρμακερός / κολακευτικός
δηλώνω: ανακοινώνω, φανερώνω, εκθέτω / αποκρύπτω, αποσιωπώ
δημαγωγός: δημοκόπος, λαοπλάνος
δημεγέρτης: ταραχοποιός / ειρηνοποιός
δημοσιεύω: γνωστοποιώ, ανακοινώνω, κοινοποιώ, δημοσιοποιώ / αποκρύπτω,
αποσιωπώ
δημόσιος: κοινός, κοινόχρηστος / ιδιωτικός, προσωπικός, ατομικός
δημοφιλής: λαοφιλής, κοσμαγάπητος / αντιλαϊκός, αντιδημοφιλής, λαομίσητος
διαβάλλω: δυσφημώ, συκοφαντώ, διασύρω / επαινώ
διαβλέπω: μαντεύω, συνάγω, εικάζω, προβλέπω, διακρίνω, διαισθάνομαι
διαβλητός: αυτός που μπορεί να κατηγορηθεί για κάτι / αδιάβλητος
διαβόητος: περιβόητος, έχει κακή φήμη / περίφημος, διάσημος
διαβολέας: κακόβουλος, συκοφάντης
διαβουλεύομαι: συσκέπτομαι
διαβρώνω: κατατρώγω, διαφθείρω, αλλοιώνω, καταστρέφω
διαγράφω: εξαλείφω, σβήνω
διαδίδω: κοινολογώ, κυκλοφορώ, διασπείρω, διαλαλώ, φημολογώ

8
διαδραματίζω: συμμετέχω, συντελώ, πραγματοποιώ
διαθέσιμος: ελεύθερος, εύκαιρος, χρησιμοποιήσιμος
διαιωνίζω: παρατείνω, συνεχίζω, διατηρώ, συντηρώ, χρονίζω
διακαής: ακατανίκητος, ακράτητος, έντονος, σφοδρός, φλογερός
διακεκριμένος: διαπρεπής, εκλεκτός, ξεχωριστός, διάσημος
διακριτικός: δηλωτικός, χαρακτηριστικός, ευπρεπής, απλός, κόσμιος, σεμνός
διακυβεύω: ρισκάρω, διακινδυνεύω / εξασφαλίζω
διαλλαγή: συμφιλίωση, συναλλαγή, συνθηκολόγηση, συμβιβασμός, καταλλαγή
διαπάλη: ανταγωνισμός
διάπλαση: διαπαιδαγώγηση, ανατροφή, αγωγή
διαπλέκω: συνάπτω, αλληλοεξαρτώ
διαρθρώνω: συναρθρώνω, συναρμόζω, διατάσσω, συνθέτω
διαρρηγνύω: σπάζω, παραβιάζω, διακόπτω
διαστέλλω: αυξάνω / συστέλλω
διαστρεβλώνω: διαστρέφω, αλλοιώνω, παραποιώ
διασύρω: εκθέτω, εξευτελίζω, διαπομπεύω
διάταξη: διευθέτηση, τακτοποίηση, ταξινόμηση
διαυγής: διαφανής, καθαρός, εύληπτος, κατανοητός, ευκρινής
διαφθείρω: εξαχρειώνω, εκμαυλίζω, ατιμάζω, αποπλανώ
διαφοροποιώ: αλλάζω, μεταβάλλω / συντηρώ, διατηρώ
διάφορος: ποικίλος / συγκεκριμένος
διαφυγή: δραπέτευση / σύλληψη
διαφωτίζω: κατατοπίζω, αποκαλύπτω, εξιχνιάζω, διαλευκάνω, διευκρινίζω /
συσκοτίζω, αποκρύπτω
διαχειρίζομαι: διοικώ, διευθύνω
διεγείρω: εξάπτω, ερεθίζω / κατευνάζω, καταπραϋνω, ηρεμώ
διένεξη: σύγκρουση, διαμάχη
διεξοδικός: εκτενής, λεπτομερής, εξονυχιστικός / συνοπτικός, γενικός
διέπω: καθορίζω, ρυθμίζω
διευθετώ: τακτοποιώ, εξομαλύνω, ρυθμίζω, διακανονίζω
διευρύνω: επεκτείνω, αυξάνω, πλαταίνω / περιορίζω

9
διίσταμαι: διαφέρω, αποκλίνω / συγκλίνω
δικαιώνω: επιβραβεύω, αποφαίνομαι / διαψεύδω, διασύρομαι
διόγκωση: μεγέθυνση, αύξηση / συρρίκνωση
διορατικός: οξυδερκής, ενορατικός / κοντόφθαλμος
διστάζω: αμφιβάλλω, δειλιάζω / αποφασίζω
δισταγμός: ενδοιασμός / αμφιβολία
διφορούμενος: ασαφής, αόριστος, αμφίσημος, αμφιλεγόμενος, δίσημος
διχόνοια: διαφωνία / ομόνοια, σύμπνοια, ομοφωνία
διωγμός: εκδίωξη, απέλαση, δίωξη
δόκιμος: αναγνωρισμένος, ικανός, έγκριτος / αδόκιμος
δυναμισμός: ενεργητικότητα, μαχητικότητα
δυνάστης: τύραννος
δυνητικός: πιθανός, ενδεχόμενος
δυσανάλογος: αταίριαστος, δυσαρμονικός, ανισομερής / συμμετρικός, αρμονικός
δυσαναπλήρωτος: αναντικατάστατος, απαραίτητος / αντικαταστάσιμος,
αναπληρώσιμος
δυσανασχετώ: αντιδρώ, δυσαρεστούμαι
δυσβάσταχτος: βαρύς, ασήκωτος, αβάσταχτος, επαχθής, σκληρός
δύσβατος: αδιάβατος, απρόσιτος / βατός, προσπελάσιμος
δύσθυμος: κακόκεφος, μελαγχολικός / ευδιάθετος, εύθυμος
δυσοίωνος: ζοφερός, απελπιστικός, δυσμενής / ευοίωνος
δύσπιστος: καχύποπτος, διστακτικός, επιφυλακτικός / εύπιστος, ευκολόπιστος
δυσχέρεια: κώλυμα, δυσκολία / ευχέρεια, ευκολία
δωσίλογος: υπόλογος, υπεύθυνος

Ε. εγγενής: σύμφυτος, έμφυτος / επίκτητος


εγγυώμαι: διαβεβαιώνω, υπόσχομαι έγκαιρος / άκαιρος, καθυστερημένος, όψιμος
εγκαλώ: καταγγέλλω, μηνύω
εγκράτεια: ολιγάρκεια / ασωτία, φιληδονία, αποχαλίνωση
έγκριτος: διακεκριμένος, διαπρεπής, επιφανής, ευυπόληπτος / ανυπόληπτος
έγκυρος: νόμιμος, αξιόπιστος / αναξιόπιστος, άκυρος

10
εγκωμιάζω: επαινώ, υμνώ, εκθειάζω / ψέγω, μέμφομαι, επιτιμώ, κατακρίνω
εγνωσμένος: αναγνωρισμένος, αναμφισβήτητος, αδιαφιλονίκητος
εγρήγορση: ετοιμότητα, επαγρύπνηση
εγχείρημα: απόπειρα, τόλμημα,
εδραίος: ακλόνητος, αμετακίνητος, σταθερός / ασταθής, άστατος
εθελοντικός: εκούσιος, εθελούσιος, οικειοθελής / υποχρεωτικός, αναγκαστικός,
ακούσιος
ειδήμων: γνώστης, έμπειρος επαϊων / αδαής, ανίδεος
εικάζω: υποθέτω, μαντεύω
ειρμός: συνοχή, σύνδεση, αλληλουχία, συνάρτηση / ανακολουθία, ασυναρτησία,
ασυνέπεια
ειρωνεία: χλεύη, σαρκασμός
εισακούω: ανταποκρίνομαι, αποδέχομαι / αδιαφορώ, αγνοώ
εισφορά: συμβολή, συνδρομή
εισχωρώ: εισέρχομαι, μπαίνω, διεισδύω, διαδίδομαι
έκβαση: αποτέλεσμα, κατάληξη, τέλος
έκδηλος: ολοφάνερος, ξεκάθαρος, πρόδηλος / άδηλος, μυστικός, σκοτεινός
εκδήλωση: σύμπτωμα, παρουσίαση, εμφάνιση, κοινοποίηση, γνωστοποίηση,
εξωτερίκευση, έκφραση
εκδιώκω: αναχαιτίζω, απωθώ, κυνηγώ, αποκρούω
εκζήτηση: επιτήδευση, προσποίηση / φυσικότητα, αυθορμητισμός
εκθειάζω: εξυμνώ, επαινώ / κατηγορώ, υποβιβάζω
έκθετος: εκτεθειμένος, απροστάτευτος, ανυπεράσπιστος, αστέγαστος /
προστατευμένος, προφυλαγμένος
εκκεντρικός: ιδιότροπος, αλλόκοτος, παράξενος
εκλαϊκεύω: απλοποιώ / δυσκολεύω
έκλυση: απελευθέρωση, διάχυση, εξαχρείωση, ανηθικότητα
εκμαυλίζω: διαφθείρω
έκνομος: παράνομος / σύννομος, νόμιμος
εκπίπτω: ξεπέφτω, εξαχρειώνομαι, διαφθείρομαι
εκπληρώνω: ολοκληρώνω, τηρώ, πραγματοποιώ

11
έκρυθμος: διαταραγμένος
εκτενής: αναλυτικός, λεπτομερής, διεξοδικός / σύντομος
εκτραχηλίζομαι: παραφέρομαι, αποχαλινώνομαι, παρασύρομαι
έκφανση: έκφραση, εκδήλωση
εκφοβισμός: έκλυση, κατάπτωση, εξαχρείωση, ξεπεσμός
ελεήμων: φιλεύσπλαχνος, πονόψυχος, οικτίρμων / άσπλαχνος, ανελέητος,
σκληρόψυχος
ελλοχεύω: παραμονεύω, καραδοκώ
εμβέλεια: ακτίνα, απήχηση, κύρος, αίγλη
εμβριθής: περισπούδαστος, μελετημένος, βαθυστόχαστος, εμπεριστατωμένος /
επιπόλαιος, επιφανειακός
εμβρόντητος: άναυδος, κατάπληκτος, σαστισμένος, άφωνος
εμμένω: επιμένω / ανακαλώ, υποχωρώ
εμπάθεια: μισαλλοδοξία, πώρωση, μοχθηρία / διαλλακτικότητα, ηπιότητα
εμπαιγμός: χλευασμός, κοροϊδία, γελοιοποίηση, εξευτελισμός, παραπλάνηση, απάτη
εμπέδωση: σταθεροποίηση, παγίωση, εδραίωση
εμπίπτω: συμπεριλαμβάνομαι, ανήκω, περιέρχομαι
εμπλοκή: αντιπαράθεση, σύγκρουση / απεμπλοκή
έμπρακτος: απτός, αισθητός, χειροπιαστός / θεωρητικός
εμπρόθετος: σκόπιμος
έμφαση: υπογράμμιση, τονισμός, προσοχή, βαρύτητα
εμφιλοχωρώ: παρεισφρέω, εισχωρώ
εμφορούμαι: κατέχομαι, διαπνέομαι
εμφυσώ: εμπνέω, ενσταλάζω, εμβάλλω
εμψυχώνω: ενθαρρύνω, ενισχύω, συμπαραστέκομαι / απογοητεύω, αποθαρρύνω,
αποκαρδιώνω
εναντιώνομαι: αντιτάσσομαι / συμπράττω, συμφωνώ
εναργής: φανερός, ευκρινής, διαυγής / δυσδιάκριτος, σκοτεινός, απροσδιόριστος
ένδεια: έλλειψη, στέρηση, φτώχεια / επάρκεια, πληρότητα, αφθονία
ενδελεχής: συνεχής, αδιάλειπτος, εξακολουθητικός, ακατάπαυστος / ακαριαίος,
στιγμιαίος

12
ενδίδω: κάμπτομαι, λυγίζω / ανθίσταμαι, αντιστέκομαι, αντιτάσσομαι
ενδοιασμός: δισταγμός, επιφύλαξη, αβεβαιότητα / αποφασιστικότητα
ενδοτικός: υποχωρητικός, παραχωρητικός / ανυποχώρητος
ενεός: άναυδος, εμβρόντητος / απαθής, ψύχραιμος
ένθερμος: θερμός, ολόψυχος
ενσπείρω: διαδίδω, διασκορπίζω
ένσταση: εναντίωση
ενστερνίζομαι: επιδοκιμάζω, αποδέχομαι, ασπάζομαι
εντέλλομαι: διατάζω, παραγγέλλω
εξαγνίζω: αποκαθαίρω, εξιλεώνω, αγιάζω / μολύνω, διαφθείρω, σπιλώνω, εξαχρειώνω
εξαίρω: εγκωμιάζω, εκθειάζω, αποθεώνω
εξανίσταμαι: δυσανασχετώ, εξεγείρομαι, διαμαρτύρομαι
έξαρση: επίταση, επιδείνωση
εξεζητημένος: υπερβολικός, επιτηδευμένος / φυσικός, ανεπιτήδευτος
εξευμενίζω: καταπραϋνω, καταλαγιάζω / διεγείρω, ερεθίζω
εξευτελίζω: ταπεινώνω, διασύρω
εξιδανικεύω: μυθοποιώ
εξουθενώνω: εξαντλώ, ταπεινώνω, εξευτελίζω
εξόφθαλμος: οφθαλμοφανής, ολοφάνερος, καταφανής
επαίρομαι: καυχώμαι, υπερηφανεύομαι => έπαρση
επαϊων: ειδήμων
επαναπαύομαι: αδρανώ, εφησυχάζω
επανδρώνω: στελεχώνω
επέκταση: εξάπλωση, διεύρυνση / αναδίπλωση, υποχώρηση, περιορισμός
επίκαιρος: καίριος, στρατηγικός, πρόσφορος / ανεπίκαιρος
επικείμενος: προσεχής, αναμενόμενος
επικροτώ: επιδοκιμάζω, προσυπογράφω / διαφωνώ, απορρίπτω
επίκτητος: εγγενής, έμφυτος
επιλήψιμος: κατακριτέος, αξιόμεμπτος, ανήθικος, ευτελής
επινοώ: βρίσκω, δημιουργώ, εφευρίσκω, ανακαλύπτω => επινόηση
επίπλαστος: προσποιητός, τεχνητός, υποκριτικός, επιτηδευμένος / πραγματικός

13
επίρρωση: ενδυνάμωση, ισχυροποίηση
επιφανής: διάσημος, διαπρεπής, σπουδαίος
επίφοβος: ανησυχητικός, απειλητικός
έπομαι: διαδέχομαι, ακολουθώ / προηγούμαι
επονείδιστος: αισχρός, εξευτελιστικός, επιλήψιμος / αξιοθαύμαστος, αξιέπαινος

εποπτεία: επιτήρηση, έλεγχος, επίβλεψη, αντίληψη


επουλώνω: γιατρεύω, θεραπεύω, ξεπερνώ
επώδυνος: οδυνηρός, αλγεινός / ανώδυνος, καταπραϋντικός
επωμίζομαι: αναλαμβάνω, αποδέχομαι
εργώδης: κοπιώδης, δυσχερής, επίπονος, κουραστικός, κοπιαστικός / άκοπος, άμοχθος,
άνετος
ερεθίζω: εξάπτω, προκαλώ, ενεργοποιώ / αδρανοποιώ, ηρεμώ, καταστέλλω
ερείδομαι: στηρίζομαι, βασίζομαι
έριδα: διχόνοια, προστριβή, διαπληκτισμός, διένεξη
ερμηνεία: αποσαφήνιση, διασάφηση
εσκεμμένος: ηθελημένος, προμελετημένος, εμπρόθετος, εκούσιος, συνειδητός / αθέλητος,
τυχαίος, ακούσιος
εστιάζω: συγκεντρώνω, εντοπίζω
ετερόκλιτος: ανομοιογενής, αταίριαστος, ανόμοιος, ετερογενής, ποικίλος / ομοιογενής,
ομοιόμορφος, όμοιος
ετοιμότητα: εγρήγορση
ευάλωτος: τρωτός, ευπρόσβλητος / απρόσβλητος, αλύγιστος
ευδοκιμώ: ευημερώ, ακμάζω, προοδεύω, προκόβω / παρακμάζω, οπισθοδρομώ
εύλογος: βάσιμος, δικαιολογημένος / παράλογος, αδικαιολόγητος
ευλογοφανής: αληθοφανής, πιθανός, ενδεχόμενος
ευμάρεια: ευημερία, πλούτος / ανέχεια, απορία, πενία
ευμενής: ευνοϊκός, καλοπροαίρετος / δυσμενής, αρνητικός
ευρηματικός: επινοητικός, εφευρετικός
ευρύτητα: έκταση / στενότητα, περιορισμός
ευτέλεια: αναξιοπρέπεια, μικρότητα

14
ευχέρεια: άνεση, ευκολία / δυσχέρεια
εφάμιλλος: ανταγωνιστικός
εφεκτικός: διστακτικός, επιφυλακτικός, αναποφάσιστος, αναβλητικός
έφεση: κλίση, επιθυμία, πόθος (μτφ)
εφήμερος: πρόσκαιρος, παροδικός, προσωρινός / αιώνιος, διαχρονικός, μόνιμος
εφησυχάζω: εμπιστεύομαι, επαφίεμαι / γρηγορώ
εφικτός: προσιτός, κατορθωτός, πραγματοποιήσιμος / ανέφικτος, αδύνατος
εχέγγυος: αξιόπιστος, έμπιστος

Ζ. ζήλος: ενθουσιασμός, θέρμη, προθυμία, όρεξη


ζηλωτής: φανατικός, θιασώτης, υποστηρικτής
ζημιώνω: βλάπτω / κερδίζω, ωφελούμαι
ζοφερός: δυσοίωνος, εφιαλτικός, απελπιστικός
ζωώδης: κτηνώδης, θηριώδης

Η. ηγέτης: αρχηγός, ηγεμόνας, άρχοντας, επικεφαλής


ηγούμαι: προπορεύομαι, προβαδίζω, άρχω, προΐσταμαι, πρωτοστατώ / έπομαι, ακολουθώ
ηθικό: φρόνημα, θάρρος, σθένος, κουράγιο
ήθος: χαρακτήρα, νοοτροπία, ιδιοσυγκρασία, αγωγή
ημιμαθής: /μορφωμένος, καλλιεργημένος
ήπιος: ήρεμος, πράος / οξύς, σφοδρός, έντονος
ήσυχος: ήρεμος, γαλήνιος, ατάραχος, αμέριμνος, ξένοιαστος / θορυβώδης, ενοχλητικός,
προβληματισμένος
ηχηρός: δυνατός, έντονος, βροντερός, αθόρυβος, σιγανός

Θ. θαλερός: ανθηρός, ακμαίος, δυνατός / παρηκμασμένος, φθαρμένος


θαλπωρή: εγκαρδιότητα, ζεστασιά, τρυφερότητα (μτφ)
θανάσιμος: θανατηφόρος, φονικός, σοβαρός, ασυγχώρητος
θαρραλέος: τολμηρός, γενναίος, άφοβος / άνανδρος, δειλός, περιδεής, έντρομος
θαρρώ: νομίζω, φρονώ, φαντάζομαι
θέαση: εποπτεία, παρατήρηση, κατόπτευση

15
θέλγω: ελκύω, σαγηνεύω / απωθώ
θέληση: απαίτηση
θεμέλιο: βάση, αρχή, προϋπόθεση, στήριξη
θεριεύω: αγριεύω, ενδυναμώνομαι, γιγαντώνομαι
θεσμοθετώ: νομοθετώ, καθιερώνω, θεσπίζω
θεσπέσιος: θαυμάσιος, έξοχος, υπέροχος / απαίσιος, αλγεινός, φρικτός
θεωρώ: θαρρώ, κρίνω, πιστεύω, φρονώ
θίγω: προσβάλλω, τραυματίζω, ζημιώνω / ωφελώ
θρασύς: αυθάδης, αναιδής, αδιάντροπος / σεμνός, συνεσταλμένος
θωπεύω: χαϊδεύω, κολακεύω, καλοπιάνω
θωρακίζω: εξοπλίζω, οχυρώνω, προστατεύω

Ι. ιάσιμος: θεραπεύσιμος / ανίατος, αθεράπευτος


ιδανικός: ιδεώδης, υποδειγματικός / υπαρκτός, πραγματικός
ιδιάζων: ξεχωριστός, ειδικός, ιδιόμορφος, ιδιόρρυθμος, ιδιότυπος
ιδιοτελής: υστερόβουλος, συμφεροντολόγος
ιεροσυλία: βεβήλωση, ασέβεια, σύληση
ιθαγενής: γηγενής, ντόπιος, αυτόχθων / ξένος, αλλοδαπός
ιθύνων: καθοδηγητής, υπεύθυνος
ικανός: άξιος, επιδέξιος, επαρκής, αποτελεσματικός / ανάξιος, ανίκανος, ανεπαρκής

Κ. κάθαρση: εξαγνισμός, θεραπεία


καθήλωση: σταθεροποίηση, διατήρηση
καθιερώνω: θεσπίζω / καταργώ
καθίζηση: κατάρρευση
καθοδηγώ: κατευθύνω
καθοριστικός: αποφασιστικός, κύριος, βασικός
καινοτομία: νεωτερισμός
καίριος: έγκαιρος, βασικός, κρίσιμος, αποφασιστικός, μοιραίος / άκαιρος
κακεντρεχής: χαιρέκακος, κακόβουλος, δόλιος, φθονερός, μοχθηρός, κακοήθης
κάλπικος: ψεύτικος, πλαστός

16
καπηλεύομαι: καταχρώμαι, εμπορεύομαι, εκμεταλλεύομαι
καραδοκώ: παραμονεύω, καιροφυλακτώ
καρπερός: εύφορος, προσοδοφόρος, πολύκαρπος / άγονος, άκαρπος
καρπώνομαι: επωφελούμαι
καρτερικός: υπομονετικός / ανυπόμονος
καταβάλλω: υπερνικώ, καταρρίπτω, εξαντλώ
καταγγέλλω: δημοσιοποιώ
καταδεικνύω: φανερώνω, δείχνω
καταδεκτικός: προσηνής, συγκαταβατικός / ακατάδεκτος, υπερήφανος, υπερόπτης
καταδέχομαι: αντιμετωπίζω χωρίς υπεροψία
κατακερματίζω: τεμαχίζω, διαλύω, κόβω
κατακραυγή: αποδοκιμασία, αγανάκτηση, δυσφορία / επιδοκιμασία, επευφημία, αποδοχή
κατακρίνω: κατηγορώ, μέμφομαι, επιτιμώ, στιγματίζω / εγκρίνω, επιδοκιμάζω, επαινώ
κατακυρώνω: βεβαιώνω, επικυρώνω, αναγνωρίζω
καταληπτός: ευνόητος, κατανοητός, αντιληπτός / ακατάληπτος, ακατανόητος
κατάληξη: έκβαση, απόληξη / αρχή, έναρξη
καταληπτός: εύληπτος, ευνόητος, κατανοητός / ακατάληπτος
καταλογίζω: αποδίδω, επιρρίπτω, ενοχοποιώ, κατηγορώ / απαλλάσσω
κατάλυση: κατάργηση, διάλυση, παύση / εγκαθίδρυση
καταναγκαστικός: υποχρεωτικός / εκούσιος
καταξίωση: δικαίωση
καταπάτηση: παραβίαση, αθέτηση, καταστρατήγηση
κατάπληκτος: έκθαμβος, άναυδος, εκστατικός, φοβερός, μοναδικός / συνηθισμένος,
αδιάφορος
καταπολέμηση: εξάλειψη, εξολόθρευση, εξόντωση, καταστολή
καταπονώ: καταβάλλω, εξαντλώ / αναπαύω, ξεκουράζω, χαλαρώνω
καταπραϋνω: καθησυχάζω, κατευνάζω, γαληνεύω
κατάπτωση: εξασθένιση, εξάντληση, παρακμή, ευτέλεια / ανέγερση, ανόρθωση,
ενδυνάμωση
καταρρίπτω: ανασκευάζω, ανατρέπω, αντικρούω / ενισχύω, ισχυροποιώ, τεκμηριώνω,
αποδεικνύω

17
κατατείνω: στοχεύω
κατατοπίζω: καθοδηγώ, προσανατολίζω, κατευθύνω, οδηγώ
κατατρύχω: βασανίζω, τυραννώ, καταπονώ, ταλαιπωρώ
καταφανής: εμφανής, κατάδηλος, πρόδηλος, προφανής, εξόφθαλμος / αφανής, δυσδιάκριτος
καταφρονώ: περιφρονώ, υποτιμώ / εκτιμώ, λογαριάζω
καταφεύγω: προσφεύγω, προστρέχω, μετέρχομαι, μεταχειρίζομαι
καταχθόνιος: κακόβουλος, μηχανορράφος, σατανικός / ανυστερόβουλος
καταχρηστικός: αντικανονικός, υπερβολικός / κανονικός, τυπικός, ομαλός
καταχρώμαι: εκμεταλλεύομαι, σφετερίζομαι
κατευνάζω: αμβλύνω, μαλακώνω, γλυκαίνω / εξάπτω, διεγείρω, ανάβω, παροξύνω,
εξεγείρω, ερεθίζω
κατηγορηματικός: απερίφραστος, ρητός, ανεπιφύλακτος, σαφής / ασαφής, αόριστος
κατηφής: σκυθρωπός, άκεφος, δύσθυμος, συνοφρυωμένος / εύθυμος, φαιδρός, ιλαρός,
ευδιάθετος
κατισχύω: υπερισχύω, υπερνικώ, καταβάλλω / υποκύπτω, υποτάσσομαι
κατοπτεύω: εποπτεύω, ελέγχω, επιθεωρώ
κατόρθωμα: επίτευγμα, άθλος, ανδραγάθημα / αποτυχία, σφάλμα
καυστικός: δηκτικός, δριμύς, καυτερός / ήπιος
καυτηριάζω: επικρίνω, κατηγορώ / επαινώ
καυχιέμαι: καυχησιολογώ, επαίρομαι, κομπορρημονώ
καχεξία: αδυναμία, ασθενικότητα / υγεία, ακμή, ευρωστία, ευεξία
κεφαλαιώδης: βασικός, πρωταρχικός, ουσιώδης, κύριος, θεμελιώδης / επουσιώδης,
δευτερεύων, ασήμαντος
κηλιδώνω: ρυπαίνω, στιγματίζω, αμαυρώνω, ατιμάζω, σπιλώνω / τιμώ, λαμπρύνω
κηφήνας: παράσιτο, τεμπέλης, ακαμάτης
κίβδηλος: κάλπικος, πλαστός, νόθος, παραποιημένος / γνήσιος, αληθινός, πραγματικός
κινδυνολογώ: εκφοβίζω
κινητοποιώ: δραστηριοποιώ, ενεργοποιώ, επιστρατεύω
κίνητρο: ελατήριο, ερέθισμα, λόγος, αίτιο / αντικίνητρο
κλιμακώνω: αυξάνω σταδιακά / αποκλιμακώνω, αμβλύνω
κλονισμός: αποσταθεροποίηση, διασάλευση, διατάραξη

18
κοινοποιώ: κοινολογώ, γνωστοποιώ / αποκρύπτω, συγκαλύπτω
κοιτίδα: λίκνο, αφετηρία, εστία, πηγή
κόλαφος: ταπείνωση, εξευτελισμός
κοπιώδης: κουραστικός, επίπονος, επίμοχθος, καταπονητικός, εργώδης / άκοπος, άμοχθος
κόρος: κορεσμός, πλησμονή, υπερπλήρωση / έλλειψη, πείνα
κραδασμός: δόνηση, τράνταγμα, κλονισμός, τριβή
κραυγαλέος: έντονος, ολοφάνερος, πρόδηλος / αφανής
κρίσιμος: επικίνδυνος, σοβαρός, αποφασιστικός
κτηνώδης: απάνθρωπος, βάναυσος, αγροίκος
κύρος: βαρύτητα, ισχύς, γόητρο, εκτίμηση / απαξία
κύρωση: επιβεβαίωση, επαλήθευση, αναγνώριση / ακύρωση, κατάργηση
κωλυσιεργία: παρεμπόδιση, παρακώλυση / διευκόλυνση, εξυπηρέτηση
κωφεύω: αδιαφορώ, περιφρονώ / ενδιαφέρομαι, κάμπτομαι, συγκινούμαι

Λ. λάβρος: ακάθεκτος, ασυγκράτητος, ορμητικός / ήπιος, χαλαρός


λαίλαπα: ανεμοστρόβιλος, συμφορά, δυστυχία / γαλήνη, νηνεμία
λανσάρω: εισάγω, καθιερώνω, εγκαινιάζω
λαξεύω: σμιλεύω, σκαλίζω, προσέχω, κατεργάζομαι
λαοφιλής: δημοφιλής / λαομίσητος
λασπολογία: συκοφάντηση, δυσφήμιση, σπίλωση / εξύμνηση
λάτρης: πιστός, οπαδός
λειψός: ανεπαρκής, ελλιπής / αρκετός, επαρκής
λεπτομερής: διεξοδικός, αναλυτικός, εξονυχιστικός, σχολαστικός / αδρομερής
λήθη: λησμονιά / μνήμη, θύμηση
λίκνο: κούνια (μτφ), κοιτίδα, πηγή, εστία, αφετηρία, γενέτειρα
λιμνάζω: αδρανώ, εκκρεμώ
λιποψυχία: δειλία / θάρρος
λιτός: απλός, απέριττος / περίτεχνος, επιτηδευμένος
λογοδοτώ: δικαιολογούμαι
λογομαχώ: διαπληκτίζομαι, καβγαδίζω, τσακώνομαι
λοιδορώ: χλευάζω, κακολογώ, περιπαίζω, ονειδίζω

19
λυγίζω: υποκύπτω, ενδίδω / αντιστέκομαι
λυμαίνομαι: εκμεταλλεύομαι, εξαπατώ

Μ. μαγεύω: γοητεύω, σαγηνεύω


μαζεύω: συναθροίζω, συλλέγω, συγκεντρώνω, συσσωρεύω / σκορπίζω
μαθητεύω: διδάσκομαι, σπουδάζω
μακάριος: ευτυχισμένος, ευλογημένος, καλότυχος
μακραίωνος: μακροχρόνιος, πολύχρονος, πολυετής
μακρηγορώ: μακρολογώ, πολυλογώ / λακωνίζω
μακρόθυμος: ανεκτικός, υπομονετικός, καρτερικός, ανεξίκακος / μνησίκακος,
εκδικητικός
μακρόπνοος: έχει μεγάλη διάρκεια, προϋποθέτει χρόνο για να πραγματοποιηθεί
μαλθακός: τρυφηλός, νωθρός, λεπτεπίλεπτος / δυναμικός, σκληραγωγημένος
μανία: παραφροσύνη, τρέλα, ψύχωση
μαρασμός: ύφεση, κατάπτωση, παρακμή / άνθηση, ακμή
μαρτυρώ 1: επιβεβαιώνω, πιστοποιώ, επικυρώνω, φανερώνω / αποκρύπτω, αποσιωπώ,
κρύβω
μαρτυρώ 2: δεινοπαθώ, υποφέρω, βασανίζομαι, τυραννιέμαι / ευτυχώ, καλοπερνώ
μαστίζω: λυμαίνομαι, κατατρύχω, βασανίζω
μάταιος: άσκοπος, ανώφελος, ατελέσφορος, κενός, άδικος, περιττός / αποτελεσματικός,
καρποφόρος, επωφελής
ματαιώνω: εμποδίζω, ανατρέχω, ακυρώνω, χαλώ / πραγματοποιώ
μάχομαι: πολεμώ: αγωνίζομαι, διεκδικώ / παραδίνομαι, εγκαταλείπω
μεγάθυμος: μεγαλόψυχος, γενναιόφρων / μικρόψυχος, μικροπρεπής, εμπαθής
μεγαλειώδης: λαμπρός, υπέροχος, έξοχος, μεγαλοπρεπής / ταπεινός
μεγαλεπήβολος: τολμηρός, φιλόδοξος
μεγαλοποιώ: δραματοποιώ, μεγιστοποιώ, διογκώνω / ελαχιστοποιώ, υποτιμώ
μέθεξη: συνάντηση, ταύτιση / αλλοτρίωση, απομάκρυνση
μεθοδεύω: οργανώνω, προγραμματίζω / αποδιοργανώνω, αποσυντονίζω
μειλίχιος: ήπιος, γλυκός, προσηνής / τραχύς, απότομος, άγριος

20
μειονέκτημα: ελάττωμα, ατέλεια, έλλειψη, ψεγάδι, τρωτό, αδυναμία / πλεονέκτημα,
προσόν, προτέρημα, χάρισμα
μειώνω: (μτφ) προσβάλλω, ταπεινώνω, εξευτελίζω, υβρίζω / εξυψώνω, επαινώ
μελετώ: εξετάζω, ερευνώ, διαβάζω, σκέφτομαι, υπολογίζω
μεμπτός: αξιοκατάκριτος, επιλήψιμος, αξιόμεμπτος
μέριμνα: ενδιαφέρον, φροντίδα / παραμέληση, αδιαφορία
μεροληπτικός: προκατειλημμένος, άδικος, υποκειμενικός / αντικειμενικός, δίκαιος
μεστός: πλήρης, γινωμένος / άγουρος, ανώριμος
μεταμελούμαι: μετανιώνω
μεταμορφώνω: αλλάζω, μετατρέπω, μετασχηματίζω
μεταρρυθμίζω: τροποποιώ, μετασχηματίζω, αναδιαμορφώνω, αναδιοργανώνω
μετέρχομαι: μεταχειρίζομαι, χρησιμοποιώ
μετριάζω: περιστέλλω, περιορίζω, συγκρατώ, ελαττώνω / αυξάνω, τονίζω, διογκώνω
μιαρός: μολυσμένος, βρώμικος / άσπιλος, αμόλυντος, καθαρός
μικρόψυχος: μικροπρεπής, ποταπός, ευτελής, μηδαμινός / αξιοπρεπής, γενναιόψυχος,
ανώτερος μισαλλόδοξος / ανεκτικός, διαλλακτικός
μοιραίος 1: προκαθορισμένος, αναπότρεπτος, αναπόδραστος, αναπόφευκτος
μοιραίος 2: καταστρεπτικός, ολέθριος
μόνιμος: διαρκής, πάγιος, σταθερός, ακλόνητος, οριστικός / προσωρινός, έκτακτος,
εποχικός
μονομερής: μεροληπτικός, μονόπλευρος, μονοδιάστατος
μονότονος: βαρετός, ανιαρός, πληκτικός / ποικίλος, διασκεδαστικός, συναρπαστικός
μοχθηρός: χαιρέκακος, κακεντρεχής, κακόβουλος, εμπαθής / αγαθός, καλόψυχος
μύηση: κατήχηση, εκμάθηση, σπουδή
μυθικός: πλαστός, ψεύτικος, επινοημένος, φανταστικός / αληθινός, πραγματικός
μυστηριώδης: ακατανόητος, ακατάληπτος, ανερμήνευτος, ανεξήγητος, αινιγματικός /
κατανοητός, καταληπτός, ερμηνεύσιμος
μύχιος: ενδόμυχος, βαθύς, κρυφός / εμφανής, εξωτερικός, εξόφθαλμος

21
Ν. ναρκοθετώ: υπονομεύω / ενισχύω
ναρκώνω: αποκοιμίζω, υπνωτίζω . αφυπνίζω, διεγείρω
ναυαγώ: ματαιώνομαι, αποτυγχάνω, καταστρέφομαι
νεανικός: σφριγηλός, ζωηρός / γεροντικός
νεκρώνω: σκοτώνω, καταστρέφω, φθείρω, αναισθητοποιώ / ζωντανεύω, διεγείρω
νέμομαι: καρπώνομαι, εκμεταλλεύομαι
νεόκοπος: πρόσφατος, καινούργιος
νευραλγικός: ευαίσθητος, ευπαθής, σημαντικός / σκληρός, ανθεκτικός
νευρώδης: ρωμαλέος, δυνατός / χαλαρός, πλαδαρός
νεφελώδης: (μτφ) ασαφής, ακαθόριστος, σκοτεινός, συγκεχυμένος / σαφής, ξεκάθαρος
νεωτερισμός: καινοτομία, προοδευτικός / συντηρητικότητα, αναχρονισμός
νηνεμία: άπνοια, γαλήνη / θύελλα
νηφάλιος: ατάραχος, ήρεμος, ψύχραιμος / συγχυσμένος, αναστατωμένος
νοερός: νοητός, φανταστικός αισθητός, πραγματικός
νοθεύω: αλλοιώνω, παραποιώ
νόθος: πλαστός, κίβδηλος, ψεύτικος, κάλπικος, παραποιημένος, αλλοιωμένος / γνήσιος,
ανθεκτικός, αγνός
νοσηρός: παθογόνος, ανθυγιεινός, φιλάσθενος, αρρωστημένος, ανώμαλος / υγιής,
ρωμαλέος, φυσιολογικός
νουθετώ: συμβουλεύω, δασκαλεύω, κατηχώ
νουνεχής: εχέφρων, συνετός, μυαλωμένος, γνωστικός / άφρων, άμυαλος, ασύνετος,
απερίσκεπτος
ντροπή: αιδώς, όνειδος, αίσχος
νωθρός: νωχελής, οκνός, ακαμάτης, χαλαρός / εργατικός, φιλόπονος, προκομμένος

Ξ. ξεδιαλύνω: αποκαλύπτω, λύνω, ξεκαθαρίζω, αποσαφηνίζω / συσκοτίζω, μπερδεύω


ξεδιπλώνω: αναπτύσσω, φανερώνω, ξετυλίγω
ξεκληρίζω: εξολοθρεύω
ξελογιάζω: ξεμυαλίζω, αποπλανώ, εκμαυλίζω
ξενοιάζω: ησυχάζω, ηρεμώ / νοιάζομαι, μεριμνώ, φροντίζω
ξεσηκώνω: εξεγείρω, επαναστατώ, ωθώ, παροτρύνω, προτρέπω

22
ξέφρενος: έξαλλος / ήρεμος
ξιπασμός: κομπασμός, έπαρση / μεγαλαυχία

Ο. ογκώδης: ευμεγέθης, άχαρος, άκομψος / ισχνός, λεπτός, αβρός


οδεύω: βαδίζω, πορεύομαι
οδηγία: εντολή, υπόδειξη
οδύνη: λύπη, θλίψη, πίκρα / χαρά
οδυνηρός: επώδυνος, θλιβερός, αλγεινός, καταστρεπτικός
οίηση: αλαζονεία, έπαρση / μετριοφροσύνη, ταπεινοφροσύνη
οικειοποιούμαι: ιδιοποιούμαι, σφετερίζομαι
οικοδομώ: χτίζω, δημιουργώ, εδραιώνω, θεμελιώνω / γκρεμίζω, καταστρέφω
οικτίρω: συμπονώ, ευσπλαχνίζομαι
οιστρηλατώ: εμπνέω, ενθουσιάζω, εξάπτω, διεγείρω / κατευνάζω
ολέθριος: καταστρεπτικός, αφανιστικός, εξοντωτικός
όλεθρος: καταστροφή, αφανισμός /λύτρωση, σωτηρία, γλυτωμός
ολετήρας: καταστροφέας, εξολοθρευτής
ολιγωρώ: αδιαφορώ, αμελώ / ενδιαφέρομαι, προσέχω, φροντίζω
ολίσθημα: σφάλμα, παράπτωμα, ατόπημα
ολοσχερής: ολοκληρωτικός, πλήρης, παντελής
ομοειδής: παρόμοιος, ομοιόμορφος
ομόθυμος: ομόψυχος, ομόφωνος, σύμφωνος
ομοϊδεάτης: ομόφρων / αντίθετος
ομόνοια: ομοψυχία, σύμπνοια, συμφωνία / διχόνοια, διαφορά, διαμάχη
οξυδερκής: αυτός που χαρακτηρίζεται από οξεία κρίση και αντίληψη, έξυπνος,
ενορατικός
όξυνση: χειροτέρευση, επιδείνωση, εκτράχυνση / άμβλυνση, εξομάλυνση
οπαδός: θιασώτης, υποστηρικτής, υπέρμαχος
οπισθοδρόμηση: αναχρονισμός, καθυστέρηση / πρόοδος, εκσυγχρονισμός
ορέγομαι: ποθώ, επιθυμώ
ορθοποδώ: αποκαθίσταμαι, αναλαμβάνω

23
ουσιώδης: ουσιαστικός, σημαντικός, βασικός, κεφαλαιώδης, θεμελιώδης / επουσιώδης,
ανούσιος
οχληρός: ενοχλητικός, δυσάρεστος, φορτικός / ευχάριστος
όψιμος: καθυστερημένος, ώριμος / πρώιμος, πρόωρος

Π. πάγιος: σταθερός, αμετάβλητος, μόνιμος, αμετακίνητος / μεταβαλλόμενος


πάθηση: νόσος, ασθένεια, αρρώστια
παιδεύω: ταλαιπωρώ, βασανίζω, τυραννώ
παλινόρθωση: επανεγκατάσταση
παλινωδία: αναίρεση, αμφιταλάντευση
πανάκεια: το μέσο επίλυσης κάθε προβλήματος
πάνδημος: παλλαϊκός, γενικός, καθολικός
παραβαίνω: παραβιάζω, καταπατώ, αθετώ
παραβάλλω: συγκρίνω, παραλληλίζω, παραθέτω
παράδοξος: αλλόκοτος / συνηθισμένος
παραδοχή: αποδοχή, ομολογία, αναγνώριση / άρνηση, απόρριψη
παραδρομή: αβλεψία, απροσεξία
παραίνεση: συμβουλή, νουθεσία, παρακίνηση
παρακινώ: προτρέπω, ενθαρρύνω, παροτρύνω / αποθαρρύνω
παρακούω: απειθώ / υπακούω
παρακωλύω: εμποδίζω, παρενοχλώ
παραλύω: εξασθενίζω, εξαρθρώνω, διαλύω, αποσυντονίζω, αποδιοργανώνομαι
παραμορφώνω: διαστρεβλώνω, παραποιώ
παρανοώ: παρεξηγώ, παρερμηνεύω
παραπλανώ: ξεγελώ, παρασύρω, κοροϊδεύω, εξαπατώ
παραποιώ: νοθεύω, παραχαράσσω, αλλοιώνω, διαστρεβλώνω
παράπτωμα: αταξία, παρατυπία, απροσεξία, λάθος, σφάλμα
παρασκηνιακός: υπόγειος, μυστικός, κρυφός
παρασπονδία: απιστία
παραστράτημα: παράπτωμα, παρεκτροπή, ολίσθημα
παρατείνω: επιμηκύνω, εξακολουθώ, συνεχίζω / συντομεύω

24
παρατηρώ: αντιλαμβάνομαι, διακρίνω, ξεχωρίζω, παρακολουθώ, επιβλέπω, ελέγχω
παράτυπος: αντικανονικός, καταχρηστικός / νόμιμος
παραφέρομαι: εξάπτομαι, παρεκτρέπομαι / συγκρατούμαι, ηρεμώ
παράφορος: σφοδρός, ορμητικός, θυελλώδης
παρεκκλίνω: λοξοδρομώ, εκτροχιάζομαι, παρεκτρέπομαι
παρεμφερής: παρόμοιος, συναφής, παραπλήσιος
παροδικός: πρόσκαιρος, προσωρινός / μόνιμος
παροιμιώδης: περίφημος, περιώνυμος, μνημειώδης, ανυπολόγιστος, μυθώδης
παροπλισμός: αποδυνάμωση, περιθωριοποίηση
παρρησία: θάρρος γνώμης
παρωχημένος: ξεπερασμένος / σύγχρονος
πάταγος: αίσθηση, σάλος
παταγώδης: έντονος, θορυβώδης, εκκωφαντικός, χτυπητός
πατάσσω: καταστέλλω, τιμωρώ, κατανικώ, χτυπώ
πατρογονικός: πατροπαράδοτος, παραδοσιακός, προγονικός, πατρώος,
κληρονομικός, πάτριος
παχυλός: άφθονος, πλούσιος, αδρός / ισχνός, πενιχρός, ανεπαρκής
πειθαρχία: υπακοή, υποταγή, ευπείθεια / απειθαρχία, απείθεια, ανυπακοή
πειθήνιος: πειθαρχικός, υπάκουος / απείθαρχος, ανυπάκουος
πειραματίζομαι: δοκιμάζω, αποπειρώμαι
πείσμα: ισχυρογνωμοσύνη, επιμονή, εμμονή / ενδοτικότητα, υποχωρητικότητα,
διαλλακτικότητα
πειστήριο: απόδειξη, τεκμήριο
πελαγοδρομώ: παραπαίω, χάνομαι, απεραντολογώ
πελαγώνω: σαστίζω, ταράζομαι
πελώριος: θεόρατος, τεράστιος, κολοσσιαίος, γιγάντιος / μικροσκοπικός
πένθος: θλίψη, οδύνη, λύπη / χαρά, γιορτή
πενία: ένδεια, ανέχεια, απορία, φτώχεια / πλούτος, ευπορία, ευμάρεια, ευημερία
πενιχρός: ευτελής, λίγος, ισχνός, ανεπαρκής, περιορισμένος, ασήμαντος, ανάξιος /
άφθονος, πολυτελής, πολύς, σημαντικός
πεποίθηση: σιγουριά, πίστη / αβεβαιότητα, αμφιβολία

25
περατώνω: ολοκληρώνω, τελειώνω / αρχίζω, ξεκινώ
περίβλεπτος: εξέχων, περίοπτος
περιβόητος: ξακουστός, φημισμένος
περιγελώ: κοροϊδεύω, πειράζω, περιπαίζω, χλευάζω, ειρωνεύομαι, εμπαίζω
περιδεής: έντρομος, φοβισμένος, τρομαγμένος / άτρομος, άφοβος, απτόητος
περιποιούμαι: φροντίζω, ενδιαφέρομαι / παραμελώ
περίσκεψη: προσοχή / επιπολαιότητα, απερισκεψία
περιστέλλω: περιορίζω, ελαττώνω / αυξάνω
περίτρανος: σαφέστατος, ολοφάνερος, καταφανής
περιττός: ανώφελος, άχρηστος / απαραίτητος, αναγκαίος, ωφέλιμος
περίφημος: ξακουστός, διάσημος, πασίγνωστος, διακεκριμένος / ασήμαντος,
ανάξιος, άσημος
περιχαράκωση: περιφρούρηση, οριοθέτηση, περιορισμός, διασφάλιση
περιώνυμος: ένδοξος, ξακουστός, περίφημος
πλάνη: λάθος, σφάλμα, απάτη, ξεγέλασμα
πλαστός: ψεύτικος, κίβδηλος, νόθος, παραποιημένος / γνήσιος, πρωτότυπος
πλειοδοτώ: υπερθεματίζω / υστερώ, μειοδοτώ
πλεονεκτώ: υπερέχω / μειονεκτώ, υστερώ
πλεονεξία: απληστία / αυτάρκεια
πληγώνω: τραυματίζω, λαβώνω, θίγω, προσβάλλω
πληθώρα: αφθονία, υπερεπάρκεια / ανεπάρκεια, έλλειψη
πλημμελής: ελαττωματικός, ελλιπής / άρτιος, πλήρης, άψογος
πλήρης: κατάμεστος, ολόκληρος, ολοκληρωτικός, έντονος / άδειος, ελλιπής,
μειωμένος
πλησμονή: αφθονία, πληθώρα / σπανιότητα, έλλειψη
πνευματώδης: εύστροφος, ευφυής
πολυδιάσπαση: κατακερματισμός
πολυδιάστατος: πολυμερής / μονοδιάστατος
πολυμερής: πολυσύνθετος, πολύπλευρος, πολυσχιδής / μονομερής
πολυπράγμων: πολυάσχολος, πολυσχιδής / νωθρός, τεμπέλης
πομπώδης: στομφώδης, επιδεικτικός

26
πραγματεύομαι: αναλύω, μελετώ
πραγματιστής: ρεαλιστής
προάγω: ενισχύω, βελτιώνω, βοηθώ, αναπτύσσω, προβιβάζω / υπονομεύω
προαίρεση: επιθυμία, διάθεση, πρόθεση
προαιρετικός: εκούσιος, εθελοντικός / υποχρεωτικός
προβληματίζω: απασχολώ, ανησυχώ
πρόδηλος: ολοφάνερος, προφανής, πασίδηλος, κατάδηλος / άδηλος, αφανέρωτος,
ανομολόγητος
προδιάθεση: ροπή, τάση, ορμή, κλίση
προδικάζω: προεξοφλώ, προβλέπω, προλέγω
προεργασία: προετοιμασία, προπαρασκευή
πρόθεση: προαίρεση, διάθεση, στόχος
προθυμία: όρεξη, ζήλος, κέφι
προκύπτω: ανακύπτω, αναφύομαι, απορρέω
πρόνοια: φροντίδα, μέριμνα / απρονοησία, απροβλεψία
προξενώ: προκαλώ, επιφέρω
πρόνοια: μέριμνα, φροντίδα / αμεριμνησία, απρονοησία
προσδοκώ: ελπίζω, καρτερώ / απεύχομαι
προσελκύω: παρακινώ, σαγηνεύω, γοητεύω
προσήλωση: αφιέρωση, συγκέντρωση, αφοσίωση
προσηνής: ευπροσήγορος / απρόσιτος, απροσπέλαστος
προσοδοφόρος: επικερδής
προσποιητός: ψεύτικος, υποκριτικός, επιτηδευμένος / απροσποίητος, φυσικός
προστριβή: διένεξη, φιλονικία, σύγκρουση
προτρέπω: παρακινώ, παροτρύνω / αποτρέπω
προτίθεμαι: σκοπεύω, σχεδιάζω, λογαριάζω
προφανής: εμφανής, καταφανής, φανερός, εξόφθαλμος, πρόδηλος
πρωτοτυπώ: νεωτερίζω, καινοτομώ / μιμούμαι, αντιγράφω
πτώση: παρακμή, μείωση, άλωση, εκπόρθηση, ελάττωση, κάθοδος, ύφεση, υποχώρηση
/ έγερση, αύξηση, άνοδος

27
Ρ. ραγδαίος: σφοδρός, ορμητικός
ραδιουργώ: μηχανορραφώ, σκευωρώ
ράθυμος: νωθρός, οκνηρός, νωχελής / ζωηρός, δραστήριος
ρέπω: γέρνω, τείνω
ρευστός: ασταθής, ευμετάβλητος, μεταβλητός / σταθερός, αμετάβλητος
ρήγμα: διάσπαση, διχασμός, ρήξη
ρηξικέλευθος: νεωτεριστής, καινοτόμος, ριζοσπαστικός
ρητός: εκπεφρασμένος, κατηγορηματικός, απερίφραστος, σαφής / ασαφής,
αμφιλεγόμενος
ροπή: τάση, προτίμηση, κλίση

Σ. σαθρός: ετοιμόρροπος, σάπιος, σαραβαλιασμένος (μτφ: αυτός που δεν έχει στέρεα
βάση και μπορεί να ανασκευαστεί) / στερεός, γερός
σάλος: αναστάτωση, αναταραχή, αναβρασμός / γαλήνη, ηρεμία
σαρκάζω: χλευάζω, περιπαίζω
σαρώνω: παρασύρω, καταστρέφω
σαφήνεια: καθαρότητα, διαύγεια, ενάργεια / ασάφεια, αοριστία
σέβομαι: εκτιμώ, υπολήπτομαι / περιφρονώ, αψηφώ
σεμνός: κόσμιος, ευπρεπής, συνεσταλμένος, αιδήμων / απρεπής, άσεμνος, αναιδής,
θρασύς
σθένος: δύναμη, τόλμη, θάρρος
σιβυλλικός: αινιγματικός, μυστηριώδης
σιχαίνομαι: απεχθάνομαι, αποστρέφομαι, αηδιάζω / συμπαθώ, στέργω
σκαιός: σκληρός, τραχύς, στυγνός, βάναυσος, αγενής / ευγενής, ευπροσήγορος,
μαλακός, γλυκός
σκεπτικισμός: αμφισβήτηση, αμφιβολία, δυσπιστία
σκευωρία: δολοπλοκία, πλεκτάνη, μηχανορραφία
σκοπεύω: σημαδεύω, στοχεύω, προτίθεμαι
σκοπιά: άποψη, γνώμη
σκόπιμος: εσκεμμένος, προμελετημένος
σκωπτικός: περιπαικτικός, κοροϊδευτικός, χλευαστικός

28
σοβώ: υποβόσκω, υπόκειμαι
σπανιότητα: έλλειψη / αφθονία
σπασμωδικός: βεβιασμένος, επιπόλαιος, απροετοίμαστος/μεθοδικός
σπιλώνω: προσβάλλω, στιγματίζω/τιμώ, δοξάζω, εξυμνώ
σπουδάζω: μελετώ, ψάχνω, φοιτώ, μορφώνομαι/αμελώ
σπουδαίος: διαπρεπής, αναγνωρισμένος, ικανός/ασήμαντος, τυχαίος
σταδιακός: βαθμιαίος/απότομος
σταθεροποίηση:στερέωση,εμπέδωση,παγίωση,εδραίωση/αποσταθεροποίηση
στεγανός: αδιαπέραστος, ερμητικός
στείρος: άγονος, άκαρπος/γόνιμος, δημιουργικός
στέρηση: αφαίρεση, έλλειψη/παροχή
στιβαρός: ρωμαλέος, σφριγηλός, εύρωστος/αδύναμος ,καχεκτικός
στίγμα: όνειδος, ντροπή, σημάδι
στιγμιαίος: ακαριαίος/διαρκής, συνεχής
στρυφνός: δυσνόητος, ιδιότροπος, κακότροπος/καλότροπος, μειλίχιος
στυγνός: μισητός, αντιπαθής, σκληρός
συγκαλύπτω: αποκρύπτω, αποσιωπώ/αποκαλύπτω
συμβατός: ταιριαστός
συμβιβάζω: συμφιλιώνω, ταιριάζω
συναίνεση: συγκατάνευση, αποδοχή/άρνηση, απόρριψη
συναλλαγή: δοσοληψία
συνεισφέρω: βοηθώ, συμβάλλω, ενισχύω
συνοπτικός: περιληπτικός, σύντομος/ αναλυτικός, διεξοδικός, εκτενής
συντριπτικός: καταστροφικός, ολέθριος, εξουθενωτικός
σύντροφος: φίλος ,συμπαραστάτης
συσσωρεύω: συγκεντρώνω, μαζεύω
σύσταση: σύνθεση, συγκρότηση, υπόδειξη, συμβουλή
σχολαστικός: τυπολάτρης, λεπτομερής, εξονυχιστικός

29
Τ. τακτικός: συνηθισμένος, συχνός /έκτακτος, προσωρινός
ταλαιπωρία: βάσανο, δοκιμασία
ταπεινός: μετριόφρων , σεμνός /αλαζόνας ,υπερφίαλος
τάση: κλίση, κατεύθυνση, προτίμηση
τεκμηριώνω: συμπεραίνω, αποδεικνύω
τελειωτικός: οριστικός/προσωρινός ,παροδικός, εφήμερος
τελεσίδικος: αμετάκλητος
τελεσφόρος: αποτελεσματικός, δραστικός/ατελέσφορος
τελμάτωση: στασιμότητα, αδιέξοδο
τιθασεύω: δαμάζω, ελέγχω, εξημερώνω/εξαγριώνω
τροφοδοτώ: δίνω, παρέχω ,χορηγώ, ενισχύω
τροχοπέδη: εμπόδιο
τρυφηλός: μαλθακός, ηδυπαθής, φιλήδονος
τρωτός: ευπαθής, ευπρόσβλητος/άτρωτος, απρόσβλητος
τυπικός: συνήθης, συμβατικός,
τυραννώ: ταλαιπωρώ, βασανίζω, καταπιέζω
τυχαίος: απρόβλεπτος, συμπτωματικός/σκόπιμος, ηθελημένος

Υ. υλιστικός: ματεριαλιστικός/ ιδεαλιστικός, πνευματικός


υμνώ: εγκωμιάζω, αποθεώνω/ επικρίνω, επιτιμώ, κατηγορώ
υπαγορεύω: υποδεικνύω, παρακινώ, προτρέπω
υπάγω: ανήκω, κατατάσσω, ταξινομώ
υπαινίσσομαι: υπονοώ, υποδηλώνω/ αναφέρω, ισχυρίζομαι
υπακοή: υποταγή, ευπείθεια/ ανυπακοή, απείθεια, αντίδραση
υπαναχωρώ: ανακαλώ, αποκηρύσσω/ επιμένω
υπεκφεύγω: διαφεύγω/ υπεισέρχομαι, εισδύω
υπερασπίζω: προστατεύω, υποστηρίζω, υπεραμύνομαι/ διώκω
υπερέχω: υπερτερώ, πλεονεκτώ/ υστερώ, υπολείπομαι
υπερθεματίζω: πλειοδοτώ, υπερτονίζω/ μειοδοτώ
υπερισχύω: υπερνικώ, υπερτερώ, επιβάλλομαι/ ηττώμαι, υποκύπτω
υπεροψία: έπαρση, αλαζονεία, οίηση

30
υπερφίαλος: αλαζόνας, επηρμένος, υπεροπτικός/ ταπεινός
υποβιβάζω: υποβαθμίζω, μειώνω, υποτιμώ/ αναβαθμίζω, ανυψώνω
υποδαυλίζω: αναμοχλεύω, υποθάλπω
υποδεικνύω: επισημαίνω, υποδηλώνω, προτείνω
υποθάλπω: συντηρώ, κρύβω, υποκινώ/ κατασιγάζω, προδίδω
υποκινώ: προτρέπω, παροτρύνω, ωθώ/ αποτρέπω, αποθαρρύνω
υποκλίνομαι: υποτάσσομαι, υποκύπτω
υποκρισία: προσποίηση, ανειλικρίνεια/ ειλικρίνεια
υπολείπομαι: μειονεκτώ, υστερώ
υπονομεύω: υποσκάπτω, επιβουλεύομαι
υπόσταση: ύπαρξη, οντότητα
ύφεση: υποχώρηση, μείωση, παρακμή/ έξαρση, επίταση

Φ. φαλκιδεύω: υποσκάπτω, υπονομεύω


φαύλος: ανήθικος, αχρείος
φθείρω: βλάπτω, καταστρέφω/ ωφελώ
φθίνω: μειώνομαι, λιγοστεύω/ αυξάνω
φιλονικώ: ερίζω, διαπληκτίζομαι, μαλώνω
φιλοτιμία: ευθιξία/ αναισθησία
φλογερός: θερμός, ζωηρός, θυελλώδης/ άτονος, συγκρατημένος
φρικτός: αποτρόπαιος, απαίσιος
φαιδρός: προσχαρής, γελαστός, γηθόσυνος, γαλερός
φειδωλός: τσιγκούνης, ανεξόδευτος, οικονόμος, λισχρός
φρούδος: ανύπαρκτος, μακρινός, χαμένος, περαστικός

Χ. χαλκεύω: πλάθω, μηχανορραφώ, δολοπλοκώ


Χαρακτηριστικός: προσδιοριστικός, αντιπροσωπευτικός
χειροπιαστός: απτός, ολοφάνερος
χέρσος: άγονος/ γόνιμος
χιμαιρικός: φανταστικός, ψεύτικος, απραγματοποίητος
χρεία: ανάγκη, ένδεια, στέρηση

31
χρηστικός: χρήσιμος, ωφέλιμος, λυσιτελής
χρόνιος: μόνιμος, παλαιός/ τωρινός, πρόσφατος
χαλεπός: δυσχερής, δύσκολος, δυσήρης, δυσμαρής
χάος: άβυσσος, χαράδρα, έρεβος
χάρη: προτέρημα, προσόν, προνόμιο, θέλγητρο
χλευασμός: κοροϊδία, εμπαιγμός, σκορακισμός, σκώμμα
χρέος: καθήκον, υποχρέωση, προσήκον, αρμόττον
χρόνιο: πολυκαιρινό, πεπαλαιωμένο

Ψ. ψάλλω: υμνώ, επαινώ, εγκωμιάζω/ επικρίνω, επιπλήττω


ψεγάδι: ελάττωμα, ατέλεια, κουσούρι/ προτέρημα
ψέγω: επικρίνω, μέμφομαι, κατηγορώ, κατακρίνω/ επαινώ, εγκωμιάζω
ψευδής: αναληθής, πλαστός, προσποιητός, ανυπόστατος/ αληθής, γνήσιος
ψηλαφίζω: ψάχνω, αναζητώ, εξετάζω[μτφ]
ψυχαγωγώ: διασκεδάζω, τέρπω
ψυχωμένος: γενναίος, θαρραλέος/ δειλός

Ω. ώθηση: προτροπή, παρακίνηση


ωμός: ανηλεής, άσπλαχνος, άγριος
ωριμάζω: μεστώνω, ολοκληρώνομαι
ωφέλιμος: χρήσιμος/ άχρηστος,
ωχριώ: χλομιάζω, υστερώ, υπολείπομαι [μτφ]

32

You might also like