Professional Documents
Culture Documents
Γιάννης Κορδάτος - Η ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΤΟΥ ΚΙΛΕΛΕΡ (6-19 ΜΑΡΤΗ 1910) - Εκδόσεις της Κ.Ε. του Α.Κ.Ε. (1946)
Γιάννης Κορδάτος - Η ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΤΟΥ ΚΙΛΕΛΕΡ (6-19 ΜΑΡΤΗ 1910) - Εκδόσεις της Κ.Ε. του Α.Κ.Ε. (1946)
ΚΟΡΔΑΤΟΥ
Η ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΕΞΕΓΕΡΣΗ
ΤΟΥ ΚΙΛΕΛΕΡ
(6/19 ΜΑΡΤΗ 1910)
Η ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΕΞΕΓΕΡΣΗ
ΤΟΥ ΚΙΛΕΛΕΡ
( 6/19 ΜΑΡΤΗ 1910)
Π
κι* αύτοί και μερικοί άπό δαύτους σκαρφαλώνουν στό>
τραίνο.
Τότε ό Πολίτης καλεί τόν αξιωματικό πού ήταν έπι-
κεφαλής τοΰ στρατού πού άπό τό Βόλο μεταφέρονταν·
στη Λάρισσα και τοΰ λέει:
— «"Εχετε υποχρέωση νά προστατεύσετε την τάξιν. "Αλ-
λωστε μεταβαίνετε στη Λάρισσα έξαιτίας τοΰ αγροτικού
συλλαλητηρίου. Ό σιδηροδρομικός συρμός κινδυνεύει άπό
τάς άναρχικάς επιθέσεις αυτών των κτηνών», δείχνοντας,
μάλιστα μέ τό δάχτυλο του τό μανιασμένο πλήθος. Ό
καραβανάς πού ήταν έπικεφαλής, χωρίς νά σκεφτή, χω-
ρίς νά λογαριάσει πώς οι ά γ ρ ό τ ε ς ήταν άδέρφια του,,
στάθηκε προσοχή, χαιρέτησε τόν Πολίτη σά νά είχε μπρο-
στά του κανένα συνταγματάρχη και διατάσσει τούς εύ-
ζώνους και φαντάρους νά πυροβολήσουν.
Ή άγροτιά δμως αύτη τή φορά δέν τά έχασε. Δέν
τρομοκρατήθηκε. Τώρα ήταν π α ρ α π ά ν ω άπό χίλιοι νομα-
ταΐοι. Πέρναν πέτρες μιά πού δέν είχαν οπλα και τις ρί-
χ ν α ν έπάνω στο τραίνο. Μερικοί τσολιάδες — ίσως άγρο-
τόπαιδα —σημαδεύουν στο κρέας και δυό ά γ ρ ό τ ε ς ό 'ΑΘ.
Νταφούλης και 'ΑΘ. Μπόκας ξαπλώνονται χάμω. ^Ηταν
νεκροί. Έ ν ώ ένας άλλος π α ρ α π έ ρ α πληγώνεται βαρειά.
Τό τραϊνο αγκομαχώντας, γ κ ά φ - γκούφ, γ κ ά φ - γκούφ
φεύγει και οί σφαίρες ξακολουθοϋν νά σφυρίζουν μέσα
στον κάμπο, περνώντας ανάμεσα άπό τά κορμιά της.
άγροτιας.
Τό αίμα είχε πιά χυθεΐ και ποτίσει τόν κάμπο. Ό
άγροτισμός έγραφε μιά μεγάλη σελίδα. Και τό σύνθημα
τοΰ άγώνα, της πάλης είχε δοθεί, μέ τό α ί μ α και τά κορ-
μιά πού έπεσαν. "Οσο κι' άν ό κολλίγας ήταν άκόμα σέ
χαμηλό διανοητικό επίπεδο καταλάβαινε π ώ ς κάτι τόν
χώριζε άπό τό Κράτος, ά π ό την Κυβέρνηση, άπό τ ά όρ-
γ α ν α της έξουσίας. Τίποτα δέν ήταν δικό του και δ λ α
και δλοι ήταν έχθροί του και τυράννοι του.
Τό τραίνο μισοκαταστρεμένο προχωρεί μέσα σέ βρο-
χή άπό -πετροπόλεμο ένώ τό α ί μ α των σκοτωμένων καί
πληγωμένων αχνίζει ακόμα.
Μά προχωρεί γιατί τό προστατεύουν οί τσολιάδες
μέ τά μ ά λ ι γ χ ε ρ . . . Φτάνει καμιά φορά στό σταθμό Τσου-
λ ά ρ . Κ' έκεΐ είναι μαζεμένοι πολλοί κολλίγοι. Ό κάμπος
γ ύ ρ ω -στό σταθμό μαύριζε καί αντιλαλούσε ά π ό τά ζήτω:
— Ζήτω ή Λευτεριά μ α ς !
— Κάτω οί τσιφλικάδες !
Νά σταματήσει τό τραίνο φωνάζουν. Μά τό τραίνο
Μ σταματάει. Σφυρίζει καί φεύγει. Οί τσολιάδες γουρ-
λώνουν τ ά μάτια τους καί βγάζουν ά π ό τά π α ρ ά θ υ ρ α τ ά
μ ά λ ι γ χ ε ρ μέ τις ξιφολόγχες πού γυάλιζαν.
Νέος πετροπόλεμος, γιουχα'ίτά, κακό μεγάλο.
Μπάμ - μπούμ. Οί τσολιάδες ρίχνουν. Καί ρίχνουν
στό κρέας. Δυο α γ ρ ό τ ε ς ξαπλώνονται πάλι. Τ Ηταν ό
Στέφ. 'Ακριδούσης πού εμεινε στόν τόπο καί ό Μπατάλας
•βαρειά λαβωμένος.
"Αλλοι ομως δέκα πέντε πληγώνονται, όίλλος πιό
βαρειά καί άλλος λαφρύτερα
Νέο λοιπόν αίμα αγροτικό χύθηκε καί νέοι μάρτυ-
ρες τοΰ άγροτισμοΟ πέφτουν.
Οί σκλάβοι της γ η ς πού αιώνες τώρα πότιζαν μέ τόν
ιδρώτα τους τή γης, τήν έπότισαν καί μέ τό α ί μ α τους.
""Ήταν ή άπαραίτητη θυσία. Οί α γ ώ ν ε ς χωρίς θυσίες δέ
γίνονται. Μόνο πού αύτή τή φορά ή ό γ ρ ο τ ι ά μπαμπέσικα
κϊχί α ν α ν δ ρ α δολοφονιόντανε άπό τά εύζωνάκια καί φαν-
τ α ρ ά κ ι α πού ήταν ά γ ρ ο τ ό π α ι δ α . . .
Σ τ ή Λάρισσα δταν μαθεύτηκε ή δολοφονική έπίθεση
οί συγκεντρωμένοι άπό τά γ ύ ρ ω χωριά ά γ ρ ό τ ε ς άρχίζουν
νά διαμαρτύρονται, ένώ οί περιπολίες μέ έφ δπλου λόγ-
χη φώναζαν: Δ ι α λ υ θ ή τ ε.
Οί κολλίγοι δμως δέν τρομοκρατούνται καί δέ διαλύ-
ονται. Κύματα - κύματα λαοΟ περνούν άπό τό φρούριο
π ρ ό ς τόν κάτω δρόμο, πού πάει στήν πλατεία.
— «Παιδιά κουράγιο. — Μας έμποδίζουν νά ζητήσουμε
τ ό δίκαιο μας. Ν* αντισταθούμε. Δέν είμαστε γυναίκες...».
— «Ζήτω τό δίκαιο μας».
—Κ ά τ ω ο ί τ σ ι φ λ ι κ ά δ ε ς ακούεται άπό·
χιλιάδες στόματα μιά άλλη κραυγή.
— Π 0 ρ, φωνάζει ό υπίλαρχος Χρύσης.
Μπάμ - μπούμ.
Πληγώνεται ό αγρότης Ά π ό σ τ . Μπάνταρης καί πέ-
φτει χάμω. Μά τήν ϊδια στιγμή τρεις καδαλλαρέοι πέ-
φτουν άπό τά ά λ ο γ ά τους καί ό ύπίλαρχος Χρύσης πλη-
γώνεται κι* αύτός.
Κοντά είκοσι λεφτά βαστάει ή μάχη. Ή ά γ ρ ο τ ι ά
σπάνει τή γραμμή καί τραδάει στήν πλατεία. Νέα έπέ-
λαση. Πληγώνονται οί α γ ρ ό τ ε ς Καραμπέρης καί Γκου-
λέμας. Ό άνθυπίλαρχος Σ κ α ν δ ά λ η ς βλέποντας τοϋς κα-
δαλλαρέους νά δειλιάζουν φωνάζει:
,—-Χτυπάτε, παιδιά. Μπρός. Χτυπάτε τά σκυλιά, τούς
άναρχικούς.
— Μπάμ - μ π ο ύ μ . . .
Καί μιά πέτρα βρίσκει τόν άνθυπίλαρχο Σ κ α ν δ ά λ η
στό χέρι καί του τό άχρησΐεύει. "Επρεπε μιά πέτρα νά
τόν 'βρεΐ στό στόμα, στό στόμα πού έ β γ α λ ε τήν λυσσα-
σμένη κραυγή. «Χτυπάτε».
Ή μάχη έξακολουθεϊ.
Ό Πηχεών πού ήταν επικεφαλής τοΰ ίππικοΰ δια-
τάσσει νέά επέλαση.
— Τί τούς φυλάτε. — Διαλύστε τ ο υ ς ! . . .
—Εμπρός! Ε μ π ρ ό ς ! Βαράτε...
Νέος πετροπόλεμος. Μέ δ,τι βρουν οί κολλίγοι χτυ-
ποϋν. Αμύνονται, έπιτίθενται, ζητωκραυγάζουν. Καί έπι-
τέλους σπάνουν τή στρατιωτική ζώνη. Α κ ό μ α δέν είχε
πάει μεσημέρι.
Τήν ίδια ώρα πάνω κάτω μπαίνουν <?τή Λάρισα κα-
μιά χ ι λ ι ά δ α κολλίγοι πού έρχονται άπό τ ά α π έ ξ ω μα-
κρινά χωριά, άπό τό Νεμπεγλέρ. Ό δνας κρατάει τόν
άλλον. Μόλις μπήκαν στήν πόλη τ ά μαθαίνουν ολα.
Α κ ο ύ ε τ α ι μιά φωνή τότε:
Α π ά ν ω τους π α ι δ ι ά !
"Ολόι τρέχουν μέ σφιγμένες γροθιές καί μέ σανίδια:
καί ζύλα άπό τις φράχτες καί τίς σκαλωσιές. Μόλις πλη-
σιάζουν τούς ά γ ρ ό τ ε ς πού μιά καί π α ρ α π ά ν ω ώ ρ α τ ώ ρ α
αγωνίζονταν νά σπάσουν τή ζώνη τοΰ ίππικοΰ, άκούεται
ένα μυριόστομο:
ΖΗΤΩ — Ζ Η Τ Ω Ω Ω . . .
Καί οί πρώτοι πού πλησίασαν φιλιούνται καί α γ κ α -
λιάζονται.
Ζ Η Τ Ω - Ζ Η Τ Ω Ω Ω . ..
Σ τ ι γ μ έ ς ύπέρτατης συγκίνησης. Μεγαλείο όμαδικής
ενέργειας. Θέαμα υπέροχο ταξικής α λ λ η λ ε γ γ ύ η ς . . .
— Ζήτω οί κ ο λ λ ί γ ο ι !
— Κάτω οί τσιφλικάδες !
Καί ή ά γ ρ ο τ ο μ ά ζ α χωρίς ήγέτες μέ τό επαναστατικό
ενστιχτό της φτάνει στην πλατεία.
— Κάτω ή σ κ λ α β ι ά !
— Λευτεριά! Λ ε υ τ ε ρ ι ά ! . . .
Ό σκλάβος της γ η ς πού τόνε βάραινε ή παράδοση
χιλιάδων χρόνων ύ π ο τ α γ ή ς καί δουλικότητας είχε άντρει-
ευτεΐ καί είχε Θεριέψει. Θαρρούσες π ώ ς μέσα στον κάμ-
πο ά κ ο υ γ ε ς τό τραγούδι τοΰ Κ ώ σ τ α Χατζόπου-
λου: