You are on page 1of 23

Κώστας Παλούκης

Οι ανάπηροι πολέμου 1912-1922: ιδιωτική φιλανθρωπία ή κράτος πρόνοιας;


Δεύτερο μέρος
Περ. ΤΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ, ΤΕΥΧΟΣ 62, ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2015

Το κείμενο αυτό είναι αφιερωμένο στον ανιψιό μου Κωνσταντίνο Γιαννόπουλο


και την μεγάλη προσπάθειά του

Η ίδρυση του Πατριωτικού Ιδρύματος, της Στέγης Πατρίδος και η επέκταση


των συντάξεων από τους βενιζελικούς.
Η κατάσταση αυτή μέσα στην Αθήνα, η αναθέρμανση της συζήτησης για την
παραγωγική αποκατάσταση σε συνδυασμό με την παραγωγική ανασυγκρότηση της
χώρας, αλλά και η αμφιβολία για τις δυνατότητες παρέμβασης του κράτους φαίνεται πως
κινητοποιεί τόσο την κυβέρνηση όσο και την “κοινωνία πολιτών”. Την παραμονή της
πρωτοχρονιάς του 1918 ιδρύθηκε σε ανοιχτή εκδήλωση στο Δημαρχείο Αθηνών ο
Σύνδεσμος Περίθαλψης Αναπήρων Πολέμου. Η εισήγηση έγινε από τον ίδιο τον πρόεδρο
του Δημοτικού Συμβουλίου Κ. Μελά παρουσία του πρωθυπουργού Βενιζέλου. Στόχος
του Συνδέσμου ήταν να παραλαμβάνει τους τραυματίες “άμα τη εξόδω των εκ του
Νοσοκομείου ή του Αναρρωτηρίου” και να “επιλαμβάνεται αμέσως, ή της
αναδιδασκαλίας του επαγγέλματός του εφ’ όσον ο ακρωτηριασμός επιτρέπη τούτο ή της
διδασκαλίας άλλου, το οποίον θα επιτρέπη ο ακρωτηριασμός”. Ο Σύνδεσμος θα
φροντίζει για την εξεύρεση εργασίας ή την επιστροφή των αναπήρων στο χωριό τους.
Ζήτησε από το κράτος να υποστηρίξει το έργο μισθοδοτώντας τους αναπήρους όσο
διαρκεί η διδασκαλία, να χρηματοδοτήσει τα μηχανικά μέλη των αναπήρων, να τους
εντάξει στις δημόσιες υπηρεσίες, να αυξήσεις τις συντάξεις, ενώ από την στρατιωτική
υπηρεσία να χορηγήσει τα αναγκαία κλινοσκεπάσματα, κλίνες κλπ. Τέλος, ζήτησε να
εισαχθούν οι σωματικά πλήρως ανίκανοι στο Άσυλο των Ανιάτων και να αποδοθεί στον
Σύνδεσμο το υπό σχεδιασμό Άσυλο των Απομάχων. Ο Βενιζέλος, αφού αναφέρθηκε στα
καταπληκτικά αποτελέσματα της αντίστοιχης πρόνοιας των ευρωπαϊκών κρατών,
υποσχέθηκε την αμέριστη υποστήριξη της κυβέρνησης. Στο ΔΣ του Συνδέσμου
εκλέχθηκε πρόεδρος η Ελένη Χ. Γ. Γρίβα και επιφανείς βενιζελικοί αστοί της Αθήνας.1
Στην ίδια κατεύθυνση τον Απρίλιο του 1918 ικανοποιείται το αίτημα για ένα
Μέγαρο Απομάχων ή μιας επαγγελματικής σχολής αναπήρων με την ίδρυση της “Στέγης
Πατρίδος” αναγνωρισμένης ως δημόσιο ίδρυμα. Για την στέγασή της παραχωρήθηκε από
τον Δήμο Αθηναίων κτήμα στον Σύνδεσμο Περιθάλψεως. Η νέα σχολή διοικείται από
στρατιωτικό διευθυντή διοριζόμενο από τον Υπουργό Στρατιωτικών, ενώ το διδάσκον και
λοιπόν προσωπικό διορίζεται από το ΔΣ. Σε αυτή “δύναται να εισαχθή” κάθε απόμαχος
ανάπηρος μετά από γνωμοδότηση του “ανωτέρου ιατρικού επόπτου” της σχολής. Ο
εισαγόμενος ανάπηρος στην Σχολή δεν απολύεται από τις τάξεις του στρατού, αλλά
“μετά την εις τι των Στρατιωτικών Νοσοκομείων αποθεραπείαν του γίνεται δεκτός εις
την Σχολήν προς εκπαίδευσιν και εκμάθησιν τέχνης τινός ή επιστήμης”. Παράλληλα, η
Σχολή “μεριμνά όπως παρέχονται υπό του Κράτους εις τους εις αυτήν εισαγομένους
αναπήρους τα εκάστω αναγκαιούντα τεχνητά μέλη, άτινα και φθειρόμενα θα φροντίζη ο
Σύνδεσμος προς Περίθαλψιν των Αναπήρων Πολέμου να επισκευάζη ή να ανανεώνη εφ’
όρου ζωής του αναπήρου”. Η Σχολή διαθέτει δικό της κανονισμό, αλλά γενικά υπάγεται
στους στρατιωτικούς νόμους και κανονισμούς, ενώ εξομοιώνεται με τα Στρατιωτικά
Νοσοκομεία. Ο ανάπηρος θα συνεχίζει να φέρει την στολή και να μισθοδοτείται από τον
στρατό, ενώ η οικογένειά του θα “τυγχάνη περιθάλψεως”.
Με το πτυχίο της Στέγης οι ανάπηροι θα αποκτούν το δικαίωμα προτίμησης σε
υπηρεσίες του δημοσίου, των δήμων ή των κοινοτήτων και τον νομικών προσώπων
δημοσίου δικαίου. Με την ολοκλήρωση της φοίτησης ο ανάπηρος απολύεται από τον
στρατό. Η Σχολή θα υποβάλει στο Υπουργείο Στρατιωτικών πίνακες με τους αναπήρους,
τις ειδικότητές τους και τις επιδόσεις τους, ενώ θα χρηματοδοτείται από το Ταμείο του
Υπουργείου Στρατιωτικών. Στον ανάπηρο, με την ολοκλήρωση των σπουδών και την
απόλυσή του, χορηγείται «πλήρης πολιτική ενδυμασία». Τέλος, αναγράφεται η
δυνατότητα εκδίωξης του αναπήρου από τη σχολή εφόσον έχει κακή διαγωγή και δεν
επιδίδεται στην εκμάθησης της τέχνης που του έχει οριστεί.2

1
Εκλέχθηκαν: αντιπρόεδρος ο Αλ. Μπενάκης και ο Στυλ. Νεγρεπόντης, γενικός γραμματέας ο Αλ.
Πασπάτης, ταμίας, ο Ιων. Βασιλόπουλος, σύμβουλοι οι Ρωξάνη Καρατζά, Μαρίνα Λάππα, Μαρία
Διαματοπούλου, Ειρήνη Λασκαρίδου, Πολυχρονιάδου (δεν αναφέρεται το μικρό της όνομα)
Πολυχρονιάδου, Ι. Αλεβιζάτος, Στεφ. Γεωργαντάς, Δημ. Θεολογίτης, Ματθ. Μακκάς. Σκριπ, 1 Ιανουαρίου
1918, Ριζοσπάστης, 1 Ιανουαρίου 1918.
2
“Περί Ιδρύσεως Σχολής Επαγγελματικής εκπαιδεύσεως αναπήρων πολέμου υπό την επωνυμίαν Στέγη της
Ένα μέρος της διοίκησης και του οικονομικού βάρους της Στέγης πατρίδος
αναλαμβάνεται από το δημόσιο, ενώ ένα άλλο μέρος από τον Σύνδεσμο. Στην πράξη
φαίνεται πως ο Σύνδεσμος ανέλαβε την οργάνωση της Στέγης Πατρίδος. Μια σειρά από
φιλανθρωπικές θεατρικές, μουσικές, οπλομαχητικές, χορευτικές και κινηματογραφικές
παραστάσεις ή εκδηλώσεις από συγγραφείς οργανώνονται προσφέροντας τα έσοδα στον
“Σύνδεσμο Περίθαλψης των Αναπήρων Πολέμου”, ενώ φαίνεται πως οι έμποροι και οι
βιοτέχνες των Αθηνών ενεργοποιούνται σοβαρά στην κατεύθυνση προσφοράς
σημαντικών ποσών.3 Την διεύθυνση της Στέγης Πατρίδος αναλαμβάνει η πρόεδρος του
Συνδέσμου Περίθαλψης Ελένη Γρίβα.4 Για τη λειτουργία της Στέγης Πατρίδος
γνωρίζουμε ελάχιστα. Μάλλον το εκπαιδευτικό έργο δεν τέθηκε ποτέ σε εφαρμογή
καθώς στα 1921 αποτελούσε ακόμα αίτημα των αναπήρων.5 Στην πράξη λειτουργούσε
περισσότερο σαν άσυλο. Ούτε επίσης γνωρίζουμε πόσους ακριβώς αναπήρους μπορούσε
να περιθάλπει, αν και από άλλες έμμεσες πηγές προκύπτει πως ο αριθμός πρέπει να
κυμαινόταν ανάμεσα στους 500-800. Ο Ριζοσπάστης επίσης διαμαρτύρεται γιατί οι
ανάπηροι της Στέγης στερούνται της σύνταξης και των άλλων επιδομάτων καθώς
παραμένουν τυπικά στρατευμένοι.6 Η Στέγη Πατρίδας εμπεριέχει τόσο το στοιχείο της
φιλανθρωπίας καταγόμενη από τις αντιλήψεις του 19ου αιώνα και την αναπαραγωγή τους
στην σύγχρονη Ελλάδα όσο και το στοιχείο της κρατικής παρέμβασης συμπληρώνοντας
άλλες παρεμβάσεις της κρατικής πρόνοιας.

Πατρίδος”, Νόμος 1431, 7 Απριλίου 1918, ΦΕΚ αρ.φ. 88, 26 Απριλίου 1918.”Περί τροποποιήσεως του
1319 περί ιδρύσεως επαγγελματικής εκπαιδεύσεως αναπήρων πολέμου υπό την επωνυμίαν Στέγη
Πατρίδος”, Νόμος1506, 29 Σεπτεμβρίου 1918, ΦΕΚ αρ.φ.190, 31 Αυγούστου1918.
3
Μάλιστα, ο Σύνδεσμος Περιθάλψεως Αναπήρων Πολέμου καλώντας την κοινωνία να συντρέξει ίδρυσε
δύο υποεπιτροπές, μία στην Αθήνα και μία στον Πειραιά, με προέδρους τους προέδρους και τα μέλη των
Εμπορικών Επιμελητηρίων, με σκοπό την επέκταση των “γεναιοτάτων εράνων” του Εμπορικού
Συλλόγου και στα τραπεζικά ιδρύματα, τις βιομηχανικές επιχειρήσεις και τους εφοπλιστές. Προφανώς η
κινητοποίηση πρωτίστως των εμπόρων της πόλης συνδέεται με το συνολικότερο πρόβλημα της επαιτείας.
Από την άλλη οι μεγάλοι βιομήχανοι και εφοπλιστές δε φαίνεται να συγκινούνται ιδιαίτερα. Εμπρός, 24
Φεβρουαρίου 1918,10- 12-13 Μαΐου 1918, 3,21,26 Ιουλίου 1918, 7 Αυγούστου 1918, 9 Φεβρουαρίου 1918,
24 Φεβρουαρίου 1919, 27 Σεπτεμβρίου 1920. Ο Σύνδεσμος μεριμνά για δευτερεύοντα ζητήματα, όπως π.χ.
ζητά από τις οικογένειες να διαθέσουν “χάριν των αναπήρων παίγνια, ντάμες, σκάκι, ντόμινο, τάβλι εκτός
από παιγνιόχαρτα”, αλλά και για σημαντικότερα καλώντας ειδικό ορθοπεδικό από την Γαλλία. Για
παράδειγμα στην επέτειο της μάχης του Σκρα πλαισιώνουν την εορτή κοντά στους Ευέλπιδες. Εμπρός, 26
Φεβρουαρίου 1918, 11 Μαρτίου 1918, 18 Μαΐου 1919.
4
Πιθανόν ήταν συγγενής του υφυπουργού Στρατιωτικών, ενώ για την φιλανθρωπική δράση της υπέρ των
αναπήρων πολέμου θα λάβει παράσημο στα 1920 από τον σύμμαχο βασιλιά της Σερβίας. Ο ίδιος ο
υφυπουργός Γρίβας υπογράφει το νέο νόμο και μάλλον φαίνεται πως είναι ο κύριος προωθητής της
εφαρμογής αυτής της ιδέας. Εμπρός, 21 Αυγούστου1920.
5
Εμπρός, 21 Ιανουαρίου 1921.
6
Ριζοσπάστης, 20 Απριλίου 1918.
Παράλληλα, η κυβέρνηση για να αντιμετωπίσει το κύμα δυσαρέσκειας εναντίον των
ζητιάνων θεσμοθετεί ειδική νομοθεσία περί επαιτείας και αλητείας. Συγκεκριμένα ο
νόμος 1681 τιμωρεί με ποινή φυλάκισης 6 μηνών όποιον “εκ φυγοπονίας και
στερούμενος μέσων συντηρήσεως περιπλανάται εις την χώραν ή περιφέρεται συχνώς εν
τίνι τόπω, χωρίς να έχη σταθερόν κατάλυμα” και με 3 μήνες όποιον “εκ φυγοπονίας ή
φιλοχρηματίας επαιτεί ή εξωθεί προς επαιτείαν ή παραλείπει να παρεμποδίση από ταύτης
πρόσωπα τελούντα υπό την εξουσίαν αυτού”. Με τον ίδιο νόμο τιμωρείται “όστις διάγει
άτακτον βίον” και “επιδίδεται καθ’ έξιν εις χασισοποτίαν”, ενώ με τον νόμο 1682
προστατεύονται οι ανήλικοι από την επαιτεία και την αλητεία. Οι φράσεις “εκ
φυγοπονίας” και “εκ φιλοχρηματίας” δείχνουν ότι το πνεύμα δεν στοχεύει απαραίτητα
τους φτωχούς ή τους αναπήρους πολέμου, αλλά όσους κατ’ επάγγελμα και όχι από
ανάγκη ασκούν την επαιτεία. Σε κάθε περίπτωση όμως οι νόμοι αυτοί μαζί με την
προστασία των αναπήρων πολέμου συμπληρώνουν τις πολιτικές αντιμετώπισης της
επαιτείας-αλητείας.7
Τον Ιανουάριο του 1920 με έναν νέο νόμο για την περίθαλψη των θυμάτων πολέμου
η κυβέρνηση Βενιζέλου εκσυγχρονίζει και συνολικοποιεί την νομοθεσία. Μετατρέπει το
Τμήμα Περιθάλψεως σε αυτοτελή Διεύθυνση. Ιδρύει μια νέα Επιτροπή περιθάλψεως των
θυμάτων πολέμου με 15 έως 20 μέλη.8 Αρμοδιότητα της επιτροπής είναι η ίδρυση και η
λειτουργία ιδρυμάτων και συσσιτίων, η ίδρυση περιπτέρων, η διενέργεια εράνων και η
παροχή περίθαλψης. Τα κριτήρια για τον ορισμό των αναπήρων παραμένουν ίδια, αλλά η
υγειονομική επιτροπή που κρίνει πλέον δεν είναι στρατιωτική, αλλά αποτελείται από
έναν καθηγητή ιατρικής, έναν ανώτερο υγειονομικό αξιωματικό και τον διευθυντή του
Τμήματος Περιθάλψεως θυμάτων πολέμων του Υπουργείου Περιθάλψεως. Σε κάθε νομό
συστήνεται μια κατώτερη επιτροπή με μέλη τον νομάρχη ο οποίος αναλαμβάνει
πρόεδρος, τον αρχαιότερο υγειονομικό αξιωματικό και έναν ιδιώτη γιατρό διορισμένο
από τον νομάρχη. Τέλος, το υπουργείο Περίθαλψης υποχρεούται να ενημερώνει κάθε
7
“Περι επαιτείας και αλητείας”, Νόμος 1681, 16 Ιανουαρίου 1919 και “Περί προστασίας των εις επαιτείαν
και αλητείαν κλπ εκδότων ανηλίκων”, Νόμος 1682, 16 Ιανουαρίου 1919, ΦΕΚ, τχ. 1, αρ. φ. 14, 22
Ιανουαρίου 1919.
8
Τα τρία μέλη πρέπει να είναι βουλευτές υποδεικνυόμενοι από τον Πρόεδρο της Βουλής, ένας ανώτερος
υπάλληλος από τα υπουργεία Οικονομικών, Εσωτερικών, Στρατιωτικών, Ναυτικών, Δημόσιας
Εκπαίδευσης, Εθνικής Οικονομίας και Περίθαλψης υποδεικνυόμενος από τον υπουργό του καθενός, δύο
καθηγητές Πανεπιστημίου, ο ένας από την Ιατρική. Ο πρόεδρος, ο αντιπρόεδρος και μια εκτελεστική
επιτροπή εκλέγονται από την νέα επιτροπή με διετή θητεία, ενώ εισηγητής είναι ο διευθυντής της
Διεύθυνσης Περίθαλψης.
χρόνο για την εξέλιξη της υπόθεσης των αναπήρων και θυμάτων πολέμου. Με τις
διατάξεις αυτές η περίθαλψη φεύγει οριστικά από τα χέρια του Υπουργείου
Στρατιωτικών και γίνεται περισσότερο πολιτική. Με την προσθήκη εκπροσώπων όλων
των υπουργείων, αλλά και της ίδιας της Βουλής αποκτά μεγαλύτερη ακτίνα δράσης,
γίνεται υπόθεση τεχνοκρατών, ενώ συνδέεται λιγότερο με την κυβερνητική πολιτική.
Κατά την διάρκεια της νοσηλείας του τραυματία χορηγείται περίθαλψη στην
οικογένειά του. Για τους ελαφρά τραυματίες ορίζεται μόνο ένα εφάπαξ βοήθημα.
Αναφέρονται διάφορες περιπτώσεις από τις οποίες εξαιρούνται οι χήρες και τα ορφανά
και τίθενται προϋποθέσεις για δικαίωμα περίθαλψης των αδελφών. Οι τραυματίες και τα
θύματα, δηλαδή οι συγγενείς των αποθανόντων, διορίζονται άνευ διαγωνισμού σε
δημόσιες θέσεις κατωτέρων υπαλλήλων εισπράττοντας παράλληλα τη σύνταξη. Τα
ορφανά εισέρχονται στα σχολεία δωρεάν και προτιμώνται σε δημόσιες θέσεις, ενώ οι
χήρες και οι αδελφές αποθανόντων διορίζονται καθαρίστριες σε διάφορες υπηρεσίες. Τα
ίδια δικαιώματα φέρουν οι συγγενείς στρατιωτών χαρακτηριζομένων ως
“εξαφανισθέντων”. Με τις διατάξεις αυτές εκσυγχρονίζεται και προσαρμόζεται στις νέες
συνθήκες η πολιτική της περίθαλψης.9
Μια επίσης σημαντική διάταξη του νόμου 1960 είναι η παραχώρηση του
αποκλειστικού δικαιώματος εκμετάλλευσης όλων των περιπτέρων σε Αθήνα και Πειραιά,
είτε είχαν παραχωρηθεί σε τραυματίες είτε παρέμεναν δημόσια, σε σωματείο των ίδιων
των αναπήρων και συγκεκριμένα στην “Πανελλήνιο Ένωση Τραυματιών Πολέμου
1913-1918”. Η Ένωση υποχρεούται να εκμισθώσει με δημοπρασία τα περίπτερα
αποκλειστικά σε τραυματίες που θεωρούνται αυτοδίκαια μέλη της. Τα μισθώματα
διατίθενται υπέρ της Ένωσης. Στην διοίκηση της Ένωσης μετέχει αυτοδίκαια ως
κυβερνητικός επόπτης ο διευθυντής της υπηρεσίας Περιθάλψεως και Θυμάτων Πολέμου.

9
“Περί περιθάλψεως των θυμάτων πολέμου”, Νόμος 1960, 28 Ιανουαρίου 1920, ΦΕΚ αρ.φ.24, 29
Ιανουαρίου 1920. “Περί τροποποιήσεως του νόμου 1960 περί περιθάλψεως θυμάτων πολέμου”, Νόμος
2209, 13 Ιουνίου 1920, ΦΕΚ, αρ.φ.136, 27 Ιουνίου1920. Στην ίδια κατεύθυνση η κυβέρνηση αποφασίζει με
το νόμο 2205 να μετατρέψει το παλαιό και διαλυμένο φιλανθρωπικό σωματείο Ένωση Ελληνίδων, αλλά
και το Τμήμα προστασίας Χηρών και ορφανών Πολέμου καθώς και την Εφορία Εθνικού Νηπιοτροφείου σε
ιδιαίτερο σωματείο με την επωνυμία Σύνδεσμος προστασίας Χηρών και Ορφανών Πολέμου. Σκοπός του
σωματείου είναι η προστασία μητέρων, χηρών και ορφανών των πεσόντων και τραυματιών κατά τον
ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 . Με αυτόν τον τρόπο προφανώς καλύπτει το κενό που είχε δημιουργηθεί
καθώς η Ένωση Ελληνίδων είχε αναλάβει την περίθαλψη των θυμάτων πολέμου μετά το 1897. “Περί
Οργανώσεως του Τμήματος χηρών και ορφανών πολέμου της διαλυθείσης ενώσεως των ελληνίδων”,
Νόμος 2205, 10 Ιουνίου 1920, ΦΕΚ αρ.φ. 136, 24 Ιουνίου 1920.
Με άλλο νόμο ορίζεται μια επιτροπή από τρία μέλη της Ένωσης, τρία μέλη της
Επιτροπής Περιθάλψεως και τον Διευθυντή της οικείας διεύθυνσης του Υπουργείου
Περιθάλψεως με σκοπό τον προσδιορισμό του μισθώματος. Τέλος, η Ένωση έχει το
δικαίωμα να κατασκευάζει νέα περίπτερα σε δημόσιες ή δημοτικές πλατείες με την
έγκριση του Υπουργείου Συγκοινωνιών το οποίο καθορίζει το μέγεθος και το σχήμα
τους.10
Με τις διατάξεις αυτές, το κράτος αναγνωρίζει για πρώτη φορά θεσμικό ρόλο σε ένα
σωματείο αναπήρων, η κυβέρνηση σχεδόν αποποιείται κάθε ευθύνη για την διαχείριση
και την διαμοίραση των περιπτέρων μεταθέτοντάς την στους ίδιους τους τραυματίες
διατηρώντας μόνο τον εποπτικό ρόλο. Είναι μια σημαντική εξέλιξη γιατί αναγνωρίζεται η
δυνατότητα αυτοδιαχείρισης των υποθέσεων των ίδιων των υποκειμένων τα οποία μέχρι
τότε αντιμετωπίζονταν ως μη ώριμα. Στην πράξη η κυβέρνηση επιχειρεί να
προσεταιριστεί μερίδα των αναπήρων και να οικοδομήσει ένα σύστημα πελατειακής
σχέσης, κάτι που θα αποβεί ωφέλιμο αργότερα για την κρατική παρέμβαση στο
ριζοσπαστικοποιημένο αναπηρικό κίνημα.
Συνοψίζοντας σημειώνεται πως το κράτος των βενιζελικών κυβερνήσεων επιχείρησε
να εφαρμόσει ένα σχέδιο επαγγελματικής αποκατάστασης απαντώντας στο οξύ
κοινωνικό πρόβλημα. Συγκεκριμένα ίδρυσε τη Στέγη Πατρίδος και προσπάθησε να
ενισχύσει το σύστημα των περιπτέρων, ενώ προσανατολιζόταν σε διορισμούς στο
δημόσιο, χωρίς να γνωρίζουμε ακριβώς την έκταση που έλαβαν. Θεμελιώνεται πάντως
τότε μια συγκεκριμένη αντίληψη του ελληνικού κράτους πρόνοιας η οποία ταυτίζει την
επαγγελματική αποκατάσταση των πολιτών με ειδικές ανάγκες με την πρόσληψη στον
δημόσιο τομέα. Παράλληλα, επέκτεινε την επιδοματική πολιτική και ευρύτερα την
κρατική πρόνοια και περίθαλψη. Το κράτος αποκτά πλέον ένα σχετικό προβάδισμα στην
πρόνοια, ωστόσο προσδοκά ακόμα από την δραστηριότητα της ιδιωτικής πρωτοβουλίας.
Όλα αυτά θα επιφέρουν κάποια αποτελέσματα, αλλά δεν θα μπορέσουν να επιλύσουν το
ζήτημα την ώρα μάλιστα που οι τραυματίες πληθαίνουν.

Η αποτυχημένη απόπειρα επανόδου στην αστική φιλανθρωπία των

10
“Περι περιθάλψεως των θυμάτων πολέμου”, Νόμος 1960, 28 Ιανουαρίου 1920, ΦΕΚ αρ.φ.24, 29
Ιανουαρίου 1920. “Περί τροποποιήσεως του νόμου 1960 περί περιθάλψεως θυμάτων πολέμου”, Νόμος
2209, 13 Ιουνίου 1920, ΦΕΚ, αρ.φ.136, 27 Ιουνίου 1920.
φιλομαναρχικών
Η απόβαση το 1919 των ελληνικών στρατευμάτων στην Μικρά Ασία με "εντολή"
την αποκατάσταση της ειρήνης και της τάξης κατέληξε το 1922 στην ολοκληρωτική
κατάρρευση του μετώπου.11 Η διαδικασία μεταφοράς των τραυματιών εντός της Μ.
Ασίας ήταν ακόμα πιο δύσκολη σε σχέση με τους βαλκανικούς πολέμους, ενώ η
αγριότητα του πολέμου οδηγούσε συχνά στην σφαγή των τραυματιών.12 Η πλήρης
διάλυση του στρατεύματος το 1922 επέφερε μαζί με τους πρόσφυγες χιλιάδες νεκρούς
και τραυματίες πολέμου. Ένας μεγάλος αριθμός τραυματιών συνελήφθηκε και επέστρεφε
με πολύ κόπο στην Αθήνα, ακόμα και μετά τον πόλεμο ως αιχμάλωτοι πολέμου σε πολύ
άσχημες συνθήκες. Από την άλλη πλέον το ελληνικό κράτος διέθετε μια πολύ
μεγαλύτερη εμπειρία και οργάνωση έχοντας αναπτύξει θεσμούς περίθαλψης. Το 1921 οι
διαθέσιμες συνολικά κλίνες των στρατιωτικών νοσοκομείων μόνο στην Αθήνα είχαν
φτάσει τις 1271, ενώ ιδρύονταν νέα διαρκώς σε διάφορες πρωτεύουσες νομών, ιδίως
λιμανιών.13
Η βασιλική οικογένεια επιχείρησε να αναλάβει ξανά τα ηνία στην υπόθεση της
περίθαλψης κινητοποιώντας την “αστική φιλανθρωπία”. Η νέα κυβέρνηση Γούναρη
κατήργησε το Πατριωτικό Ίδρυμα Περιθάλψεως και ανασύστησε τον Πατριωτικό
Σύνδεσμο Ελληνίδων καθώς και το Οικονομικό Συσσίτιο το οποίο συγχωνεύτηκε στον
Πατριωτικό Σύνδεσμο. Για την λειτουργία του Πατριωτικού Συνδέσμου παραχώρησε το
αναγκαίο ιατρικό, φαρμακευτικό και νοσηλευτικό προσωπικό και ανέλαβε την
μισθοδοσία του.14 Η Βασίλισσα πλέον Σοφία ανέλαβε την καθοδήγηση του Πατριωτικού
Συνδέσμου Ελληνίδων και αποφάσισε να συστήσει τμήματά τους σε Θεσσαλονίκη,
Πάτρα, Ναύπλιο και Κεφαλονιά. Ταυτόχρονα, αποφάσισε να συγκροτηθούν “πολεμικά
τμήματα” του Πατριωτικού Συνδέσμου “προς παροχήν περιθάλψεως εις
διαμετακομιζομένους τραυματίας”, την παροχή εργασίας “εις τας οικογενείας των
τραυματιών”, ενώ τμήμα στα Παλαιά Ανάκτορα θα “μεριμνά δια την παροχήν εργασίας
εις τας γυναίκας των μαχομένων οπλιτών του μετώπου” αναλαμβάνοντας την παραγωγή
υποδημάτων και ενδυμάτων για τους τραυματίες. Σταθμοί περίθαλψης ιδρύθηκαν στον

11
Τ. Κωστόπουλος, ό.π. σ. 61-156.
12
ΓΕΣ, ό.π., σ. 152, 155, 167, 172, 182.
13
Εμπρός, 25 Μαρτίου 1921.
14
“Περί τροποιήσεως των νόμων 898 και 1172 περί συστάσεως πατριωτικού ιδρύματος περιθάλψεως”,
Νόμος 2719, 2 Αυγούστου1921, ΦΕΚ αρ.φ.167, 8 Σεπτεμβρίου 1921.
Πειραιά, το Θησείο και την Ομόνοια. Η Σοφία μαζί με την Ελένη ανέλαβαν την επίσημη
υποδοχή των επόμενων τραυματιών, ενώ μαζί με τον ίδιο τον Κωνσταντίνο σύσσωμη η
βασιλική οικογένεια περιοδεύει στα νοσοκομεία.15 Τέλος, με έξοδα της Σοφίας
προσκλήθηκε στην Αθήνα αμερικανός κατασκευαστής τεχνητών μελών για τους
αναπήρους.16
Στην κατεύθυνση της συγκέντρωσης χρημάτων οργανώθηκαν θεατρικές και
κινηματογραφικές παραστάσεις από διάφορους συλλόγους με την παρουσία της
βασιλικής οικογένειας, ενώ υπήρχαν και μεγάλες οικονομικές προσφορές από εσωτερικό
και εξωτερικό.17 Επίσης, διάφορες δεσποινίδες και κυρίες του καλού κόσμου
συγκέντρωναν βιβλία, περιοδικά και εφημερίδες.18 Στην πράξη όμως οι πριγκίπισσες δεν
έκαναν πια τίποτε περισσότερο από το να προσφέρουν τσιγάρα πολυτελείας στους
τραυματίες στις διάφορες επισκέψεις, πολύ μακριά από τον ενεργό νοσηλευτικό τους
ρόλο κατά τους βαλκανικούς πολέμους. Αν και η κινητοποίηση των πολιτών επίσης
φαίνεται μικρότερη σε σχέση με εκείνη των βαλκανικών πολέμων, ο έρανος της
βασίλισσας απέφερε γύρω στα 4 εκατ. δρχ. Δεν αναλάμβανε όμως η βασιλική οικογένεια
ή κάποιο φιλανθρωπικό ίδρυμα την διαχείριση, αλλά όλα τα ποσά τα οποία
συγκεντρώνονταν κατατίθεντο στο Υπουργείο Περιθάλψεως.19 Η υπόθεση της
περίθαλψης ήταν πια υπόθεση του κράτους, ενώ δε υπήρχε μέσα στην κοινωνία η ίδια
θέρμη για τον νέο πόλεμο.
Από την άλλη διαμαρτυρίες τραυματιών για την ποιότητα της φροντίδας
δημοσιεύονταν ακόμα και από φιλοκυβερνητικές εφημερίδες, όπως το Εμπρός. Το
αντιπολεμικό αίσθημα υπέβοσκε, όπως δείχνουν επιστολές αναπήρων στον Ριζοσπάστη.
Σε αυτές υπενθύμιζαν πως κανείς δεν θέλει αυτόν τον πόλεμο και πως δεν γνωρίζουν
γιατί καταστράφηκαν, ενώ υποστήριζαν ανοιχτά τους λιποτάχτες. Αρνούνταν τους
τιμητικούς τίτλους του ήρωα, αλλά και την παρηγορία και τα δώρα των πριγκιπισσών.
Απέναντι σε αυτό το κλίμα η κυβέρνηση προσπαθούσε να καθυστερήσει την δημοσίευση
των καταλόγων με τους τραυματίες. Ο Ριζοσπάστης αμφισβητώντας την αστική
φιλανθρωπία υποστήριζε πως δεν πρέπει να πληρώνει ο λαός, αλλά οι έμποροι, οι

15
Εμπρός, 27 Μαρτίου 1921, 2-3,7 Απρτιλίου 1921, 1 Αυγούστου 1921.
16
Ελεύθερον Βήμα, 4 Μαρτίου 1922.
17
Εμπρός, 12 Απριλίου 1921, 17-18 Απριλίου 1921, 2,18,26 Ιουλίου 1921.
18
Εμπρός, 10 Ιουνίου 1921.
19
Εμπρός, 20 Σεπτεμβρίου 1921, 24 Δεκεμβρίου 1921.
βιομήχανοι και οι τραπεζίτες. Ειρωνευόταν μάλιστα τις “γαλαζοαίματες κυρίες και
δεσποινίδες των αισχροκερδών εμπόρων, τραπεζιτών και πάσης φύσεως εκμεταλλευτών
του λαού” οι οποίες “αφήκαν τα τσάια και τα λοιπά και βγήκαν χθες στους δρόμους κατά
παλαιάν συνήθειαν με τα κουτάκια για να ενεργήσουν εράνους”.20 Σε επιστολή
νοσηλευομένων τραυματιών η επίσκεψη από “γυναικούλες χωρίς λούσα και καπέλα” και
“με έναν αληθινό πόνο που κι’ ο τελευταίος τραυματίας θα εκτιμούσε” αντιπροτάσσεται
στις “κυρίες της αριστοκρατίας” και την αδιαφορία τους καθώς αυτές “δεν θα ξόδευαν
την βενζίνα του αυτοκινήτου των για ένα τόσο αχρείο περίπατο”.21 Με αυτόν τον τρόπο
προβάλλεται η λαϊκή αλληλεγγύη η οποία θεωρείται αυθεντική ενάντια στην αστική
φιλανθρωπία η οποία θεωρείται υποκριτική.
Το 1921-22 η βασιλική οικογένεια φέρουσα ιδεολογικά το αριστοκρατικό και
αστικό πνεύμα της φιλανθρωπίας και αποσκοπώντας στην εκ νέου απόκτηση πολιτικού
κύρους της επιχείρησε την «επιστροφή της αστικής φιλανθρωπίας». Ωστόσο ουσιαστικά
ανέλαβε την καθοδήγηση ενός μέρους του ήδη υπάρχοντος κρατικού μηχανισμού
μεταμορφώνοντάς το τυπικά σε φιλανθρωπικό ίδρυμα. Επιπλέον, οι αντιβενιζελικοί οι
οποίοι ασκούσαν κριτική στην επέκταση της κρατικής παρέμβασης που σημειώνεται επί
Φιλελευθέρων, καταργούν πλευρές της κατά την πρώτη περίοδο της διακυβέρνησής τους.
Για παράδειγμα ο Ποταμιάνος αναφέρει την κατάργηση, σε γενικές γραμμές, των
διατιμήσεων από τους αντιβενιζελικούς το 1921.22 Παρότι βέβαια οι αντιβενιζελικοί δεν
καταργούν το Υπουργείο Περιθάλψεως, αυτές οι επιλογές καταδεικνύουν την
διαφορετική φυσιογνωμία των δύο παρατάξεων. Οι βενιζελικοί αντιλαμβάνονται την
ανάγκη της ενίσχυσης του ρόλου του κράτους, ενώ οι αντιβενιζελικοί γενικά προτιμούν
την φιλανθρωπική δραστηριότητα των ιδιωτών μεγαλοαστών και γενικότερα της
“κοινωνίας των πολιτών”.

Η θεμελίωση των μηνιαίων συντάξεων και η ίδρυση του υπουργείου Υγείας


και Κοινωνικής Πρόνοιας. Η ανάδυση του κινήματος των αναπήρων πολέμου
Οι νέοι τραυματίες και ανάπηροι πολέμου έφεραν έναν νέο ριζοσπαστικότερο άνεμο
στην κοινότητα των αναπήρων. Οι καταστάσεις στην Μικρά Ασία για πρώτη φορά

20
Εμπρός, 3 Αυγούστου 1921, Ριζοσπάστης, 3, 28 Μαρτίου 1921, 4 Απριλίου 1921.
21
Ριζοσπάστης, 22 Σεπτεμβρίου 1921.
22
Ν. Ποταμιάνος, ό.π., σ. 1061.
δημιούργησαν ένα κλίμα αμφισβήτησης. Ο Δ. Χαροντάκης έχει γράψει για τις
πολυγραφημένες εφημερίδες των φαντάρων που εκδίδονταν την περίοδο 1921-1922 στο
μέτωπο, ενώ είναι γνωστή η δράση του Παντελή Πουλιόπουλου και της ομάδας του,
όπως και η αντιπολεμική δράση των νεολαίων της Κομμουνιστικής Ένωσης στην Αθήνα.
Αυτό το κλίμα διαπερνάει και ριζοσπαστικοποιεί τον Ριζοσπάστη και το ΣΕΚΕ καθώς η
στάση του απέναντι στον πόλεμο δεν ήταν μέχρι τότε αυτονόητα εχθρική. Αυτό όμως
ξεκαθάρισε όταν το ΣΕΚΕ ίδρυσε την “κεντρική επιτροπή αντιπολεμικής δράσεως” τον
Απρίλιο του 1921.23
Προφανώς η νέα κατάσταση υπονόμευε τον ρόλο του βενιζελόφρονος Συνδέσμου
Περιθάλψεως Αναπήρων Πολέμου και της προέδρου του Ελένης Γρίβα.24 Μέχρι το 1921
δεν παρατηρείται κάποια οργανωμένη διαμαρτυρία. Ωστόσο, αυτό δεν σήμαινε ότι
απουσίαζαν ατομικές πράξεις διεκδίκησης ή αντίδρασης. Στα γραφεία των επιτροπών του
υπουργείου Περιθάλψεως πολύ συχνά συνέβαιναν μικροσυμπλοκές και μικροεξεγέρσεις
αναπήρων εξαιτίας της δυσαρέσκειάς τους, πολύ συχνά ενταγμένες στα πλαισια του
“εθνικού διχασμού”, όπως για παράδειγμα ο τραυματισμός του Κουντουριώτη από
αντιβενιζελικούς μέσα στα γραφεία του Συνδέσμου Περιθάλψεως Αναπήρων Πολέμου.25
Το αναπηρικό σωματείο η “Πανελλήνιος Ένωση Τραυματιών Πολέμου 1913-1918”
(ΠΕΤ στο εξής) συνέχιζε να λειτουργεί αναλαμβάνοντας όπως είδαμε εξαρχής έναν
κεντρικό ρόλο στην διαχείριση και την διανομή των περιπτέρων. Μέχρι το 1921 δεν
βρίσκουμε καμία αναφορά για την δημόσια παρουσία του και μάλλον μέχρι τότε δεν
ανέπτυσσε πρακτικές, όπως οι συλλογικές κινητοποιήσεις. Δρούσε μάλλον περισσότερο
ως αλληλοβοηθητικός σύλλογος διαθέτοντας συγκεκριμένα αλληλοβοηθητικό ταμείο.
Μάλιστα, κυκλοφόρησε τσιγάρα με σήμα ΣΤΑΠ (Σιγαρέττα Τραυματιών Αναπήρων
Πολέμου) τα οποία διαφήμιζε ο Ριζοσπάστης. Τα πρόσωπα τα οποία υπογράφουν τις
διάφορες δηλώσεις δεν ταυτίζονται με κατοπινά γνωστά μέλη του αναπηρικού

23
Δημήτρης Χαροντάκης, “Οι εφημερίδες των στρατιωτών του Μικρασιατικού Μετώπου 1921-22”, π. Τα
Νέα του ΕΛΙΑ, τ. 62, θερινό ηλιοστάσιο 2003, σσ.18-26. Κώστας Παλούκης, «Από το ΣΕΚΕ στο ΚΚΕ, το
ζήτημα της "μπολσεβικοποίησης" στο ελληνικό σοσιαλιστικό κίνημα 1918-1924 (μέρος Α')», π. Ουτοπία,
τχ. 73, Ιανουάριος - Φεβρουάριος 2007, σσ.23-39∙ Κώστας Παλούκης, «Από το ΣΕΚΕ στο ΚΚΕ, το ζήτημα
της "μπολσεβικοποίησης" στο ελληνικό σοσιαλιστικό κίνημα 1918-1924 (μέρος Β')», π. Ουτοπία, τχ. 75
Μάιος-Ιούνιος 2007, σσ.113-130. Ριζοσπάστης, 29 Απριλίου 1921.
24
Φαίνεται πως συνέχισε την δράση του διανέμοντας επιδόματα με χρήματα από εράνους εξ Αμερικής.
Εμπρός, 9-13 Φεβρουαρίου 1921.
25
Εμπρός, 13 Φεβρουαρίου 1921.
κινήματος.26 Ωστόσο, σταδιακά ο χαρακτήρας της δράσης του αλλάζει.
Στον Ριζοσπάστη ο μετέπειτα αρχειομαρξιστής Γεώργιος Σταματόπουλος υπογράφει
τον Μάιο του 1921 μια επιστολή. Σε αυτήν κατηγορεί τον Σύνδεσμο ότι έχει γίνει “ένα
πατριωτικό ίδρυμα που στεφανώνει τους εκάστοτε κυβερνήτας”, ενώ οι λίγοι τραυματίες
μέλη του από τον πόλεμο του 1912 και κάτοχοι περιπτέρων αδιαφορούν για τους άλλους
-- προφανώς τους τραυματίες του 1918 και έπειτα -οι οποίοι γυρίζουν στους δρόμους. Για
αυτό καλεί την ΠΕΤ να εξυπηρετεί τα συμφέροντα όλων των τραυματιών όχι ζητώντας
ελεημοσύνη, αλλά διεκδικώντας συντάξεις όπως συμβαίνει στην Ιταλία. “Έχομεν
δικαίωμα”, γράφει, “διότι εμείς εχάσαμε χέρια πόδια γι’ αυτήν που ονομάζεται πατρίδα”,
αλλά “εάν εχάσαμε χέρια πόδια μάτια δια την ζωήν μας, τιμήν μας, περιουσίαν μας που
μας έλεγαν”, αναρωτιέται “τώρα που είνε όλα αυτά”. Γιατί “ούτε ζωήν δεν έχομεν που θα
πη πως η πατρίς είνε κακή μητριά”. Τα λόγια αυτά μας δείχνουν από τη μία τις αντιθέσεις
ανάμεσα στους τραυματίες των δύο πολέμων, αλλά και από την άλλη την συσσωρευμένη
οργή της νέας γενιάς τραυματιών. Εάν η Ευρώπη ήταν για τους αστούς δημοσιογράφους
και πολιτικούς πρότυπο για την επίλυση του ζητήματος των αναπήρων, για τους νέους
τραυματίες ήταν δυο φορές πρότυπο. Από τη μία για την αποκατάσταση των αναπήρων
και από την άλλη για τα μεγάλα κινήματα των τραυματιών.27
Τον Ιανουάριο του 1921 η Προσωρινή Διοίκηση της ΠΕΤ επισκέφθηκε τον υπουργό
Εθνικής Οικονομίας και ζήτησε την αύξηση των συντάξεων. Αυτός απάντησε θετικά, ενώ
υποσχέθηκε επιπλέον οικονομική υποστήριξη του αλληλοβοηθητικού ταμείου τους και
οργάνωση εκπαιδευτικών μαθημάτων στην Στέγη Πατρίδος. Τα παράπονα των αναπήρων
μεταφέρονταν συχνά στην Βουλή από βουλευτές στον Γούναρη, ενώ οι υποσχέσεις του
πρωθυπουργού για γενναίες αυξήσεις τον Ιανουάριο του 1921 οδήγησαν σε ένα νέο
νομοσχέδιο. Αυτό παρέμενε για πολλούς μήνες εντός “ημερησίας διάταξης”, αλλά ποτέ
δε γινόταν η συζήτηση στην Βουλή με αποτέλεσμα ακόμα και το φιλοκυβερνητικό
Εμπρός να διαμαρτύρεται. Επίσης, το φιλοκυβερνητικό Σκριπ μεταφέρει τις διαμαρτυρίες
των αναπήρων της Στέγης Πατρίδος και υιοθετεί τα αιτήματά τους για αύξηση των
26
Ριζοσπάστης, 25 Οκτωβρίου 1920, Εμπρός, 19 Μαρτίου 1921. Στις αρχές του 1922 ιδρύθηκε ο
Σύνδεσμος Χηρών και Ορφανών ο οποίος αρχικά εξέφραζε τις συζύγους και τα παιδιά των αξιωματικών
που σκοτώθηκαν πριν από το 1912 και εξαιρούνταν από τις ευεργετικές διατάξεις του νόμου του 1916.
Σταδιακά σε αυτό τον Σύνδεσμο θα προσχωρήσουν και χήρες από τους επόμενους πολέμους. Ριζοσπάστης,
16 Ιανουαρίου 1922.
27
Σε επόμενα φύλλα ο Ριζοσπάστης θα δημοσιεύσει ανακοινώσεις των γαλλικών αναπηρικών σωματείων.
Ριζοσπάστης, 7-8,26 Μαΐου 1921.
συντάξεων χαρακτηρίζοντας σκάνδαλο την πολιτική της κυβέρνησης.28
Τον Ιούλιο του 1921 διώχθηκαν από την Στέγη Πατρίδος 70 ανάπηροι. Οι
βενιζελικές εφημερίδες διαμαρτύρονται και το Σκριπ απαντάει πως διώχθηκαν διότι είχε
ολοκληρωθεί η εκπαίδεύση τους. Αιτία, μάλλον, ήταν οι σταδιακά κλιμακούμενες
διαμαρτυρίες των αναπήρων που προκάλεσαν την αντίδραση της νέας διοίκησης της
Στέγης. Στην σχετική επιστολή διαμαρτυρίας της ΠΕΤ που δημοσιεύεται στον τύπο ο
υπογράφων ως πρόεδρος του σωματείου είναι ο μετέπειτα αρχειομαρξιστής και
υποστηρικτής τότε του ΣΕΚΕ Κ. Κώνστας. Τον ίδιο μήνα ο Ριζοσπάστης γράφει με
ικανοποίηση πως επιτέλους οι τραυματίες αρχίζουν να “ανοίγουν τα μάτια τους”. Σε
άλλη επιστολή ομάδα αναπήρων διεκδικεί τα καθυστερημένα ποσά των συντάξεων από
το 1919 αναζητώντας και αυτοί την “οργάνωση”. Είναι φανερό πως οι αριστεροί
ανάπηροι συμμετείχαν στην διοίκηση του σωματείου, ενώ δρούσαν οργανωμένα πλέον
εντός της αναπηρικής κοινότητας. Οι πρώτοι αυτοί ριζοσπαστικοποιημένοι ανάπηροι
ήταν πρώην φιλο-βενιζελικοί τραυματίες του 1918. Ωστόσο, από τις επιστολές
νοσηλευομένων τραυματιών στα νοσοκομεία φαίνεται πως σταδιακά ενισχύονταν από
ριζοασπαστικοποιημένους αναπήρους της μικρασιατικής εκστρατείας.29
Από πολύ νωρίς το ριζοσπαστικοποιημένο δυναμικό των αναπήρων πολέμου της
Στέγης Πατρίδος συνδέθηκε με την με την Κομμουνιστική Ένωση. Συγκεκριμένα, ο
κεντρικός πυρήνας της μετέπειτα αρχειομαρξιστικής ομάδας είχε αναθέσει στον Λευτέρη
Αποστόλου και σε έναν δημόσιο υπάλληλο, τον Τσαούση, να παρακολουθούν την
δεκαμελή αρχικά παράταξη των αναπήρων. Η προσέγγιση των αναπήρων ήταν κεντρική
επιλογή του ηγετικού κύκλου της οργάνωσης και ως ένα βαθμό φυσική συνέχεια και
παράλληλη δράση της αντιπολεμικής δραστηριότητας της πρώτης ομάδας των μετέπειτα
αρχειομαρξιστών.30 Στα τέλη του Αυγούστου του 1921 η ομάδα αυτή προσχώρησε στο
ΣΕΚΕ ως κομμουνιστική τάση συνεχίζοντας την δράση της ως αυτόνομη ομάδα μυστικά

28
Εμπρός, 21 Ιανουαρίου 1921, 13,19 Φεβρουάριος 1921,11 Μαΐου 1921, Σκριπ, 5 Ιουνίου 1921.
29
Σκριπ, 14,16/7/1921, Ριζοσπάστης, 4/7/1921, 14/7/1921, 11/8/1921, 22/9/1921.
30
Η συμβολή της Κομμουνιστικής ΄Ένωσης στην προπαγάνδα ενάντια στην μικρασιατική εκστρατεία ήταν
αρκετά σημαντική υποκαθιστώντας την αδράνεια του ΣΕΚΕ(Κ). Έστελναν στο μέτωπο επαναστατικό
υλικό και οργάνωναν συγκεντρώσεις στα γραφεία της οργάνωσης στην Πειραιώς 40. Μάλιστα, στις 21
Απριλίου του 1921 η αστυνομία επιτέθηκε στα γραφεία της κατάσχοντας και καταστρέφοντας υλικά. Η
αντιπολεμική δραστηριότητα της Κομμουνιστικής ΄Ένωσης είχε απήχηση και για αυτό έγινε θετικά
αποδεκτή από τα μέλη του ΣΕΚΕ στο μέτωπο. Κομμουνισμός, 11 Μαρτίου 1921, Κώστας Καστρίτης,
Ιστορία του Μπολσεβικισμού-τροτσκισμού στην Ελλάδα, μέρος δεύτερο, Αθήνα χ.χ., σ. 42-45.
σχηματίζοντας τον αρχειομαρξιστικό πυρήνα.31
Δεν είναι τυχαίο λοιπόν ότι τον ίδιο μήνα ο Ριζοσπάστης δημοσιεύει μια προκήρυξη
προς τους αναπήρους πολέμου. Σύμφωνα με αυτήν οι ανάπηροι πολέμου έχουν
δοκιμάσει την φιλανθρωπία και έχει έρθει η ώρα να διεκδικήσουν το δικαίωμα στην ζωή.
Αντλώντας το παράδειγμα από τα κινήματα των αναπήρων σε Ιταλία, Γερμανία και
Γαλλία καλεί τους αναπήρους να οργανωθούν σε συνδέσμους ανά πόλεις ή επαρχίες
“χωρίς την ανάμιξη της φιλανθρωπίας των καλοαναθρεμμένων κυρίων και κυριών”, αλλά
οι ίδιοι “οργανωμένοι να φροντίζουν για τον εαυτό τους”. Επίσης, τους καλεί να
ιδρύσουν μια Πανελλήνια Συνομοσπονδία και να συνδεθούν με το ΣΕΚΕ ενάντια στην
πλουτοκρατία που τους κατέστησε άχρηστους για να απαλλαγούν από την τάξη των
κηφήνων. Ο υπογράφων ως κομμουνιστής δεν φαίνεται να είναι ανάπηρος πολέμου
καθώς δεν χρησιμοποιεί το πρώτο πληθυντικό. Προφανώς, ανήκει στην ομάδα της πρώην
Κομμουνιστικής Ένωσης.32
Τον Οκτώβριο του 1921 η Προσωρινή Διοίκηση της ΠΕΤ με ανακοίνωσή της
καλούσε την ΓΣΕΕ να “έλθη αρωγός” στον αγώνα των αναπήρων διεκδικώντας “λογική
και δικαία σύνταξιν εις τα θύματα του πολέμου” μέσα από ψηφίσματα των σωματείων
της και “απεργία συμπαθείας”. Η ανακοίνωση από τη μία προκάλεσε τον ενθουσιασμό
του Ριζοσπάστη, ενώ αμέσως δημοσιεύθηκαν ανακοινώσεις αλληλεγγύης από ΣΕΚΕ και
ΓΣΕΕ. Από την άλλη όμως προκάλεσε την παρέμβαση του υπουργείου Εθνικής
Οικονομίας που διατηρούσε θεσμικό εποπτικό ρόλο συγκαλώντας έκτακτη γενική
συνέλευση. Στη συνέλευση ο αντιπρόσωπος του υπουργείου δήλωσε πως δεν
αναγνωρίζει την Ένωση τραυματιών γιατί τα μέλη της δεν πληρώνουν τις συνδρομές
τους και όρισε νέο συμβούλιο. Το παλιό ΔΣ απάντησε πως η απόφαση να μην πληρώνουν
συνδρομή όσοι δεν είχαν περίπτερο λήφθηκε γιατί ήταν αδύνατον σε αυτούς να
καλύψουν αυτην την υποχρέωση. Στη συνέχεια ανέφερε ότι τους τελευταίους μήνες
επέδωσε 10 ψηφίσματα στην κυβέρνηση για την αύξηση των συντάξεων λαμβάνοντας
μόνο υποσχέσεις, ενώ συγκεκριμενοποίησε το αίτημα για συντάξεις από 200 μέχρι 380
δρχ μηνιαίως. Τέλος, έθεσε στην ΓΣ ζήτημα εμπιστοσύνης λαμβάνοντας παμψηφεί

31
Δημήτρης Κατσορίδας, Δημήτρης Λιβιεράτος, Κώστας Παλούκης, Ο ελληνικός τροτσκισμός, ένα χρονικό
1923-1946, Φιλίστωρ, Αθήνα: 2003. Κώστας Παλούκης , «Η αριστερή αντιπολίτευση στο ΚΚΕ» στο
Χατζηιωσήφ Χ. (επιμ.), Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιώνα, Ο μεσοπόλεμος, Β2, Βιβλιόραμα, Αθήνα 2003,
σσ.202-243.
32
Ριζοσπάστης, 24 Αυγούστου 1921.
υποστήριξη.33 Η κυβέρνηση χρησιμοποίησε τις αντιθέσεις στο εσωτερικό των αναπήρων
ανάμεσα σε αποκατεστημένους, άρα ήδη ευεργετημένους και εξαρτημένους από το
κράτος αναπήρους και τους “αναποκατάστατους” των πιο πρόσφατων πολέμων. Το νέο
ΔΣ αποτελούταν μόνο από όσους μπορούσαν να πληρώσουν την συνδρομή τους, άρα
μόνο από περιπτερούχους ασχέτως της δεδομένης πλειοψηφίας. Βέβαια, και ο πρόεδρος
του παλιού ΔΣ Κώνστας, όπως προφανώς και τα άλλα μέλη του, κατείχαν περίπτερο,
αλλά είχαν επιλέξει λειτουργήσουν υπέρ του συνόλου των αναπήρων.34
Το υπουργείο κάλεσε σε νέα γενική συνέλευση στις 17 Νοέμβρη ανακοινώνοντας το
νέο προσωρινό ΔΣ το οποίο αποτελείται κυρίως από περιπτερούχους. Το παλιό ΔΣ
καταδίκασε την απόφαση χαρακτηρίζοντάς την πραξικόπημα. Για τον Ριζοσπάστη και
τους αναπήρους πολέμου τα πράγματα ήταν ξεκάθαρα οι ανάπηροι σταμάτησαν να
περιμένουν “με τα χέρια σταυρωμένα την ελεημοσύνη” και η ΠΕΤ κινητοποιήθηκε “δια
του διαβήματος” στην ΓΣΕΕ προκαλώντας μια αποτυχημένη παρέμβαση της κυβέρνησης
“υπό του τρόμου της γενικής απεργίας”. Η απάντηση ήταν η επιβολή λογοκρισίας στον
Ριζοσπάστη. Το παλιό ΔΣ μετά από έντονες διαμαρτυρίες και την δημοσίευση 180
υπογραφών αναπήρων εναντίον της υπουργικής απόφασης αναγκάστηκε να παραδώσει
τα αρχεία της ΠΕΤ καλώντας και εκείνο στη συνέλευση της 17 Νοέμβρη. Στη συνέλευση
κατατέθηκαν δύο καταστατικά, το φιλοκυβερνητικό του Στάικου και το αριστερό του
Κώνστα το οποίο πλειοψήφισε με 134 ψήφους έναντι 24. Αν και διατηρήθηκε η
φιλοκυβερνητική προσωρινή διοίκηση με τον Στάικο προεδρο, την επόμενη ημέρα μια
επιτροπή με τα ολοκληρωμένα νέα αιτήματα επισκέφθηκε το υπουργείο Οικονομίας. “Η
ολοέν κορυφωμένη αγανάκτησις των τραυματιών ηνάγκασε και αυτήν την διορισθείσαν
προσωρινήν Διοίκησιν να υποβάλη αιτήματα προς την Κυβέρνησιν και υπό το απειλητικό
φάσμα των “κομμουνιζόντων” τραυματιών να παρακαλή την ψήφισιν αυτών”, γράφει
λίγους μήνες αργότερα ανακοίνωση της ΠΕΤ.35
Το καταστατικό του Κώνστα υιοθετούσε ως σκοπούς του σωματείου τη σύνταξη σε
συνάρτηση με κατώτατο ημερομίσθιο, στενή συνεργασία με την ΓΣΕΕ, διανομή των
γαιών, ενώ ως σύμβολο την μαύρη σημαία η οποία υποδήλωνε έντονη διαμαρτυρία.

33
Ριζοσπάστης, 5, 10 Οκτωβρίου 1921, Εμπρός, 11 Οκτωβρίου 1921.
34
Ριζοσπάστης, 15 Ιουνίου 1922.
35
Εμπρός, 16 Οκτωβρίου 1921, Ριζοσπάστης, 17-18,20,22,24,27-28 Οκτωβρίου 1921, 1,4,18-19
Νοεμβρίου 1921, 22 Μαΐου 1922.
Επίσης αποφάσισε να συμμετάσχει στο Β΄ Συνέδριο των Αναπήρων Πολέμου στην
Βιέννη.36 Από τότε το συνδικαλιστικό κίνημα των αναπήρων πολέμου συνδέθηκε στενά
με το ελληνικό κομμουνιστικό κίνημα.37
Στα τέλη του 1921 συνεδρίασε με απόφαση της Βουλής μια
“εμπορο-κοινοβουλευτική” επιτροπή εκπροσώπων των κοινωνικών φορέων να συζητήσει
για το ήδη κατατεθειμένο νομοσχέδιο των συντάξεων των αναπήρων πολέμου. Σε αυτή
προήδρευσε ο γουναρικός βουλευτής Μάτεσης, ενώ συμμετείχαν οι πρόεδροι της Γενικής
Συνομοσπονδίας Επαγγελματιών, της Ομοσπονδίας Επαγγελματιών Αθηνών, του
Εμπορικού Επιμελητηρίου και ο βουλευτής Περ. Αργυρόπουλος. Οι τρεις τελευταίοι
τάχθηκαν εναντίον των συντάξεων υποστηρίζοντας την κατεύθυνση της επαγγελματικής
αποκατάστασης μέσω της τεχνικής κατάρτισης. Συγκεκριμένα ο Αργυρόπουλος κατέθεσε
τροποποιήσεις στο υπό συζήτηση νομοσχέδιο οι οποίες περιόριζαν τα ποσά που
χορηγούνταν στους μερικώς ανίκανους. Το αποτέλεσμα ήταν η αναβολή της συζήτησης.
Τις προτάσεις της επιτροπής εισηγήθηκε ο βουλευτής Κ. Κουμουνδούρος στην Βουλή
τον Μάρτιο του 1922, ενώ τις ιδέες τους ανέπτυξαν οι Αργυρόπουλος και Μάτεσις. Ο
Γούναρης συμφώνησε για τη σύσταση νέας κοινοβουλευτικής Επιτροπής για την εκ νέου
συζήτηση του νομοσχεδίου.38
Την ίδια περίοδο λαμβάνουν χώρα έντονες διεργασίες μεταξύ των αναπήρων. Ο
Ριζοσπάστης αναλαμβάνοντας να απαντήσει στις κατηγορίες μιας φιλο-γουναρικής
εφημερίδας ότι οι τραυματίες “περιφέρονται εις τους δρόμους επαιτούντες προς μείωσιν
του γοήτρου του κράτους” γράφει ότι ανάπηροι υποβάλλονται “εις την ταπείνωσιν της
επαιτείας δια να κερδίσουν το ψωμί τους” γιατί ακριβώς τα μέτρα που έχουν ληφθεί “δεν
είναι κράτους ελθούντος την ευθύνην του”, αλλά “μέτρα ιδιωτικής φιλανθρωπίας,
πράξεις ελεημοσύνης”. Σε άλλο άρθρο, λίγο πριν τη μεγάλη σύγκρουση των αναπήρων
με την κυβέρνηση, θέτει αντιθετικά –χρησιμοποιώντας μεταξύ άλλων το σύνθημα “Δεν
θέλουν ελεημοσύνη από το κράτος, έχουν δικαίωμα”– την θέση των αναπήρων στην
κοινωνία ως δικαιούχων πολιτών και με την θέση τους ως “φτωχούς” που χρειάζονται
36
Η Διεθνής αυτή ιδρύθηκε στην Γενεύη το 1920 με τη συμμετοχή εκπροσώπων από όλα σχεδόν τα
εμπόλεμα κράτη. Στόχος του ήταν να “θέσουν τους τραυματίας και αναπήρους ... υπεράνω της δημόσιας
ελεημοσύνης και της κυβερνητικής συγκαταβάσεως”, Ριζοσπάστης, 18-19 Νοεμβρίου 1921, 23 Ιανουαρίου
1922.
37
Κ. Καστρίτης, Ιστορία του Μπολσεβικισμού, ό.π., σ. 75.
38
Ελεύθερον Βήμα, 4 Μαρτίου 1922, Ριζοσπάστης, 12 Δεκεμβρίου 1921, 19 Απριλίου 1922, Εμπρός, 29
Μαρτίου 1922.
ελεημοσύνη. Με αυτόν τον τρόπο ορίζει την διαφορά και την σημασία της κρατικής
πρόνοιας από την ιδιωτική φιλανθρωπία, αντιπαρατίθεται σε κλασικές φιλελεύθερες
απόψεις, ενώ μέσα από μια ταξική ανάλυση θέτει το όραμα για ένα άλλο μοντέλο
κράτους.39
Στην εκλογοαπολογιστική συνέλευση της ΠΕΤ στις αρχές Φλεβάρη του 1922 οι δύο
παρατάξεις αντιπαρατέθηκαν πάνω στις προτάσεις της εμποροκοινοβουλευτικής
επιτροπής για το νομοσχέδιο, ενώ ιδιαίτερα σημαντικό ζήτημα διαφωνίας ήταν επίσης η
εγγραφή στο σωματείο των νέων τραυματιών.40 Η διορισμένη διοικούσα επιτροπή
ανταποκρινόμενη προφανώς σε κυβερνητικές υποδείξεις εξέδωσε ψήφισμα διαμαρτυρίας
για την αδιάφορη στάση των χριστιανικών κρατών απέναντι στην μικρασιατική
εκστρατεία προκαλώντας την αντίδραση της κομμουνιστικής παράταξης. Στα μέσα
Απριλίου έλαβε χώρα μια μεγάλη συνέλευση περίπου 800 αναπήρων η οποία συζήτησε
το θέμα του νομοσχεδίου. Αμέσως επικράτησε η κομμουνιστική παράταξη με τον
Κώνστα στο προεδρείο της συνεδρίασης, τον Σταματόπουλο να κατηγορεί τους χωρίς
οικονομική ανάγκη “περιπτερούχους της διοίκησης” ότι αδιαφορούν για τους τραυματίες
αποκηρύσσοντάς τους ως παράνομους και τον Αλεξόπουλο να καταγγέλλει την
κυβερνητική πολιτική. Εκλέχτηκε μια Εκτελεστική Επιτροπή από τους Αλεξόπουλο,
Σταματόπουλο, Κώνστα, Ρούμιο και Κυρίτση, δηλαδή όχι από την Προσωρινή Διοίκηση,
για να επιδώσει το ψήφισμα στον πρωθυπουργό Γούναρη. Σε αυτό κατήγγειλαν τις
τροποποιήσεις του Αργυρόπουλου και διεκδικούσαν μεγαλύτερες συντάξεις. Τις
διαμαρτυρίες τους υποδέχτηκαν με θετικό τρόπο αρκετές εφημερίδες, βενιζελικές και
αντιβενιζελικές, ενώ έγιναν επερωτήσεις βουλευτών στην Βουλή.41
Στις 17 Μαΐου η επιτροπή αναπήρων θεώρησε μετά από συνάντηση με τον υπουργό
Στρατιωτικών Θεοτόκη πως η κυβέρνηση δεν επιθυμούσε την υπερψήφιση του σχετικού
νομοσχεδίου σύμφωνα με τις απόψεις της ΠΕΤ προκαλώντας την αγανάκτηση των
αναπήρων και ένα πρωτοσέλιδο γεμάτο οργή στον Ριζοσπάστη. Ωστόσο, η συζήτηση είχε
ξεκινήσει στην Βουλή.42 Στις 18 Μαΐου οι ανάπηροι συγκεντρώθηκαν στην Στέγη
Πατρίδος και οργάνωσαν το απόγευμα μια μαζική κάθοδο στη βουλή. Επιτάσσοντας 6-8

39
Ριζοσπάστης, 2 Απριλίου 1922, 18 Μαΐου 1922.
40
Ριζοσπάστης, 1 Φεβρουαρίου 1922.
41
Ελεύθερον Βήμα, 17 Μαρτίου 1922, 20 Απριλίου 1922, Ριζοσπάστης, 16,19 Απριλίου 1922, Πάλη των
Τάξεων, 15 Νοεμβρίου 1932.
42
Ριζοσπάστης, 18 Μαΐου 1922. Εμπρός, 18-21 Μαΐου 1922.
συρμούς από την στάση του τραμ στην Στέγη έφτασαν περίπου 500 ανάπηροι στην
Βουλή την ώρα της συνεδρίασης. Όταν το βράδυ διαλύθηκε η συνεδρίαση της Βουλής
χωρίς να ψηφιστεί ο νόμος, συγκεντρώθηκαν μπροστά στις σκάλες της Βουλής
εμποδίζοντας την έξοδο των βουλευτών, ενώ μια άλλη ομάδα περιφρουρούσε την πίσω
πόρτα φωνάζοντας “Ψωμί”. Τότε οι Γούναρης και Πρωτοπαπαδάκης διαπληκτίστηκαν
μαζί τους, και ο αστυνομικός διευθυντής Γάσπαρης προσπάθησε να διασπάσει τη ζώνη
προκαλώντας σύγκρουση. “Οι πατερίτσες των αναπήρων”, γράφει ο αρχειομαρξιστής
Αλεξόπουλος, “σηκώνονται και καταφέρονται με φανατισμό στα κεφάλια των βουλευτών
και χωροφυλάκων πούρθαν να μας διαλύσουν. Ένας ανάπηρος πιάνει με τη μαγκούρα
τον Γάσπαρη από το πόδι και τον κατρακυλάει κάτω από τις σκάλες της Βουλής.
Τραυματίζονται πολλοί, μεταξύ των οποίων και ο Μπουφίδης υποδιευθυντής τότε της
Στρατιωτικής Δικαιοσύνης”.43
Σύμφωνα με τον Αλεξόπουλο οι στρατιώτες και οι ναύτες που κλήθηκαν να τους
διαλύσουν όχι μόνο αρνήθηκαν να τους χτυπήσουν, αλλά θέλησαν να τους υποστηρίξουν
ενάντια στους χωροφύλακες. Τελικά, ο Γούναρης υποσχέθηκε την υπερψήφιση του
νομοσχεδίου μετά το διάλειμμα της Βουλής και σύμφωνα με την τροποποίηση που
υποδείκνυαν οι ανάπηροι. Ζήτησε να διαβουλευτεί με την επιτροπή, η οποία ωστόσο
συνελήφθηκε. Οι ανάπηροι επιχείρησαν να τους απελευθερώσουν, αλλά εν τω μεταξύ
είχαν κλείσει οι σιδερένιες πόρτες του αυλόγυρου. Την επομένη συγκεντρώθηκαν 800
ανάπηροι στο φρουραρχείο για να τους απελευθερώσουν την ώρα που η κυβέρνηση
αποφάσιζε την διάλυση της Στέγης Πατρίδος. Αναμένοντας στα Ηλύσια Πεδία
συνελήφθηκαν σχεδόν όλοι. Περίπου 600 ανάπηροι κλείστηκαν στις φυλακές, ενώ στη
συνέχεια από εκεί στάλθηκαν στις περιοχές προέλευσής τους με τρένα και πλοία
λαμβάνοντας επίδομα 300 δρχ. Σύμφωνα με τον Αλεξόπουλο επρόκειτο για “ομαδική
εξορία”, ενώ κάποιοι από αυτούς είχαν ανοιχτά τραύματα ή χρειάζονταν χειρουργικές
επεμβάσεις. “Χωρίς ψωμί, χωρίς μια πεντάρα στην τσέπη, ήταν υποχρεωμένοι να
ζητιανεύουν στα χωριά για να μπορέσουν να συντηρηθούν”, γράφει μετά από χρόνια ο
Αλεξόπουλος. Εναντίον των μελών της Επιτροπής σχηματίστηκε δικογραφία και
προφυλακίστηκαν για 6 μήνες μέχρι το κίνημα του Πλαστήρα. Τα ελεύθερα μέλη της

43
Πάλη των Τάξεων, 15 Νοεμβρίου 1932.
επιτροπής κυκλοφόρησαν προκηρύξεις στην Αθήνα, στο στρατό και στο στόλο.44
Οι περαστικοί οι οποίοι παρακολουθούσαν με περιέργεια τα γεγονότα της βουλής
διαιρέθηκαν σύμφωνα με τον Ριζοσπάστη ανάμεσα σε βενιζελικούς που υπεράσπιζαν τα
δίκαια των αναπήρων και φιλοβασιλικούς που συνιστούσαν υπομονή. Αλλά όλοι
αναγνώριζαν το δίκιο τους. Ο Ριζοσπάστης καταγγέλλει την κυβέρνηση ότι εκδικείται
τους αναπήρους, ενοχλείται από τις διεκδικήσεις τους και φοβάται τη μόρφωση και τη
συνειδητοποίησή τους. Το αποτέλεσμα ήταν να επιβληθεί στον Ριζοσπάστη “προληπτική
λογοκρισία”.45 Το κυβερνητικό Σκριπ διαφώνησε με τους ραβδισμούς, υπενθύμισε όμως
στην ΠΕΤ ότι πρέπει να διδάξει στους τραυματίες να τιμούν το κράτος.46
Η ανησυχία για την ανάπτυξη ενός “κομμουνίζοντος” κινήματος εν μέσω ακόμα
πολέμου, η πίεση από το σύνολο του αστικού τύπου, αλλά και η αρνητική και
τραυματική για τα εθνικά ιδεώδη ταύτιση των ηρώων του πολέμου με τις μορφές των
ζητιάνων και των εξαθλιωμένων έφεραν αποτέλεσμα. Αμέσως μετά την κινητοποίηση
των αναπήρων, στις 21 Μαΐου, ψηφίστηκε ο νόμος 2769 με 42 άρθρα γεμάτα εξαιρετικές
λεπτομέρειες αποτελώντας ένα από τα πρώτα σημαντικά νομοθετήματα στην ιστορία της
ελληνικής κοινωνικής πρόνοιας. Σύμφωνα με τον Αλεξόπουλο ικανοποιήθηκαν όλες οι
απαιτήσεις και προστέθηκαν όλες οι προτάσεις των προφυλακισμένων ηγετών του
αναπηρικού κινήματος. Συγκεκριμένα, θεμελιώθηκε το δικαίωμα μηνιαίας σύνταξης όχι
μόνο για τον κάθε στρατιωτικό αλλά και τον κάθε μη “εστρατευμένο πολίτη αδιακρίτως
φύλου υποστάς οπωσδήποτε εκ συμβεβηκότος του πολέμου ή εξ υπαιτιότητος της
Στρατιωτικής Υπηρεσίας εν πολέμω ή μη, μείωσιν της προς την εργασίαν ικανότητος”.
Περιλαμβάνονταν δηλαδή οι φυματικοί στρατιώτες και καθένας που τραυματιζόταν ή
νοσούσε κατά την διάρκεια της θητείας του, δηλαδή ενσωματώνοντας έτσι τις προσθήκες
των αναπήρων.47
Οι συντάξεις διαχωρίστηκαν σε διαρκείς και προσωρινές. Διαρκή λάμβαναν όσοι
είχαν πάνω από 10% “μείωσιν της προς εργασίαν ικανότητος”, δηλαδή στερηθεί την
44
Ελεύθερον Βήμα, 17,19 Μαΐου 1922, Πάλη των Τάξεων, 15 Νοεμβρίου 1932.
45
Συντομα, όμως άρχισαν να δημοσιεύονται στον Ριζοσπάστη δηλώσεις αλληλεγγύης, όπως της
Αρτεργατικής Ένωσης Θεσσαλονίκης η οποία αποφάσισε να στηρίξει με ψωμί τους διωχθέντες αναπήρους,
αλλά και των βουλγάρων κομμουνιστών από τη Σόφια. Ριζοσπάστης, 19,20,22, 23,26 Μαΐου 1922, 5, 18
Ιουνίου 1922, 8 Ιουλίου 1922. Ελεύθερον Βήμα, 17 Μαΐου 1922.
46
Ριζοσπάστης, 21 Μαΐου 1922, Σκριπ, 2 Μαΐου 1922.
47
“Περί απονομής συντάξεως ένεκα στρατιωτικής ή ναυτικής υπηρεσίας”, Νόμος 2769, 21 Μαΐου 1922,
ΦΕΚ αρ.φ. 78, 24 Μαΐου 1922. Πάλη των Τάξεων, 15/11/1932, Ελεύθερον Βήμα, 16,17 Μαΐου 1922,
Εμπρός, 18-21 Μαΐου 1922.
όραση “αμφοτέρων των οφθαλμών” και είχαν ακρωτηριαστεί ή είχε “παντελώς
αχρηστευθεί ένα τουλάχιστον άκρο. Προσωρινές λάμβαναν όσοι είχαν κάτω από 10% και
ήταν διετείς με δυνατότητα ανανέωσης. Η μέτρηση γινόταν πάνω στην 100% κλίμακα με
βάση γνωμοδότηση της Ανωτέρας Στρατιωτικής ή Ναυτικής Υγειονομικής Επιτροπής.
Δικαίωμα σύνταξης ίσο με τα 5/10 του μεγίστου όρου της συντάξεως του συζύγου
λάμβαναν οι χήρες και τα ορφανά των φονευθέντων, αλλά και των δικαιούχων σύνταξη
θανόντων αναπήρων μετά την αποστράτευσή τους. Μάλιστα, περιορίστηκαν οι
εξαιρέσεις. Παρά τις διαφοροποιήσεις ανάλογα με τα ποσοστά στις συντάξεις κάτω του
10%, οι κύριες συντάξεις για μονίμους και εφέδρους αναπήρους με μείωση της
ικανότητας εργασίας κυμαίνονταν ανάλογα με τον βαθμό από 405 ως 1.670 δρχ:48
Η νομοθετική παρέμβαση της κυβέρνησης Πρωτοπαπαδάκη υπέρ των αναπηρικών
συντάξεων ταυτίζεται με μια σειρά άλλων παρεμβάσεων που ενισχύουν το κράτος
πρόνοιας. Για παράδειγμα τον Ιούλιο του 1922 η κυβέρνηση αποφάσισε την ίδρυση
κρατικών και όχι ιδιωτικών φιλανθρωπικών ορφανοτροφείων τα οποία θα δέχονταν και
ορφανά του πολέμου.49 Την ίδια περίοδο που η κυβέρνηση βάζει τέλος σε μια χρόνια
εκκρεμότητα και λύνει ως ένα βαθμό το κοινωνικό πρόβλημα των αναπήρων και
θυμάτων πολέμου, οι δρόμοι της Αθήνας αρχίζουν να ξαναγεμίζουν με επαίτες. Αυτοί δεν
είναι πια ανάπηροι, αλλά πρόσφυγες φέροντες άλλου είδους τραύματα. Τον Αύγουστο
του 1922 καταφτάνουν μαζικά οι νέοι τραυματίες από το μέτωπο οι οποίοι γεμίζουν ξανά
τους δρόμους.50 Τότε, λίγο πριν την κατάρρευση του μετώπου η κυβέρνηση
Πρωτοπαπαδάκη μεταρρύθμισε και συμπλήρωσε τις αρμοδιότητες του Υπουργείου
Περιθάλψεως. Στο νέο Υπουργείο Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας παρέμεινε και
ενισχύθηκε σε προσωπικό η Διεύθυνση Περιθάλψεως Αναπήρων και Θυμάτων
Πολέμου.51 Πολλοί ερευνητές της δημόσιας υγείας θεωρούν το νομοθέτημα αυτό

48
“Περί απονομής συντάξεως ένεκα ...”, ό.π.
49
“Περί ιδρύσεως εθνικών ορφανοτροφείων και οικοτροφείων απόρων μαθητών”, Νόμος 2851, 14 Ιουλίου
1922, ΦΕΚ αρ.φ. 114, 15 Ιουλίου 1922.
50
Ριζοσπάστης, 21,22,25 Αυγούστου 1922.
51
Σε αυτήν ανατέθηκε η περίθαλψη των αναπήρων και των οικογενειών τους μέχρι την αναγνώριση
σύνταξης ή την επαγγελματική τους αποκατάσταση. Επίσης, η εξεύρεση εργασίας, η επαγγελματική
εκπαίδευση, η ιατρική και φαρμακευτική φροντίδα, η επαγγελματική αποκατάσταση ως υπάλληλοι στο
δημόσιο ή ιδιωτικό τομέα κ.α. “Περί μεταρρυθμίσεως και συμπληρώσεως του υπουργείου περιθάλψεως
μετονομαζόμενου σε υπουργείον Υγείας και κοινωνικής πρόνοιας”, Νόμος2882, 16 Ιουλίου 1922, ΦΕΚ
αρ.φ. 122, 22 Ιουλίου1922.
ορόσημο στην ιστορία του ελληνικού κράτους παρότι δεν εφαρμόστηκε ποτέ.52
Σύμφωνα με τον Χρ. Χατζηιωσήφ το καλοκαίρι του 1922, λίγο πριν την κατάρρευση,
οι αντιβενιζελικοί ψηφίζουν μια σειρά από νόμους προσπαθώντας να δώσουν ένα νέο
πολιτικό στίγμα. Αυτή η πολιτική αντιστοιχεί σε ένα βήμα της ελληνικής οικονομίας από
το laisez faire laisaiz pasair στην διευθυνόμενη οικονομία και ταυτόχρονα
συστηματοποίησης και παγίωσης του κρατικού παρεμβατισμού. Τα βήματα αυτά όμως
παραμένουν μετέωρα εξαιτίας της ήττας και αποτελούν διαλλείμματα μιας
κανονικότητας οικονομικού και πολιτικού φιλελευθερισμού.53 Αυτή πάντως η
νομοθετική διάσταση στο έργο των αντιβενιζελικών κυβερνήσεων της περιόδου ταιριάζει
και με τον φασιστικό προσανατολισμό του καθεστώτος του Γούναρη, όπως το
παρουσιάζει ο Σπ. Μαρκέτος.54 Διαφαίνεται πάντως μια ουσιαστική διαφοροποίηση στις
αντιλήψεις περί ρόλου του κράτους ανάμεσα στις πολιτικές αντιβενιζελικές κυβερνήσεις
και το παλάτι. Δεν γνωρίζουμε τις πολιτικές διαστάσεις ή της αντιπαραθέσεις που
ενδεχομένως είχε αυτή η μετατόπιση και σημαντική εξέλιξη εντός του μοναρχικού
στρατοπέδου. Αλλά πιθανότατα η απόπειρα επαναφοράς της ιδιωτικής αστικής
φιλανθρωπίας ήταν μια παραχώρηση και υποχώρηση των αντιβενιζελικών πολιτικών
προς τη μοναρχία.

Επίλογος
Στην Ελλάδα της πολεμικής δεκαετίας το ζήτημα της δημόσιας υγείας και της
κοινωνικής πρόνοιας τίθεται επιτακτικά όπως σε όλη την Ευρώπη. Ωστόσο, δύο
ουσιαστικά αντιλήψεις στο εσωτερικό του αστικού κόσμου αντιπαρατίθενται και με βάση
αυτές αντιμετωπίζεται το ζήτημα των αναπήρων πολέμου. Η μία, ακραιφνής φιλελεύθερη,
διατηρώντας την ιδεολογική ηγεμονία συνεχίζει να αποδίδει πρωτεύουσα σημασία στην
τεχνική-επαγγελματική αποκατάσταση και να συνδέει την επιδοματική πολιτική με την
αεργία-τεμπελιά και να επεξεργάζεται λύσεις “παλαιού φιλανθρωπικού τύπου”. Σε αυτήν
την κατεύθυνση επινοείται η λύση των περιπτέρων. Η δεύτερη αντιλαμβάνεται στην

52
Θ. Δαρδαβάσης, “Η οργάνωση της κεντρικής διοίκησης ...”, ό.π., σ. 101.
53
Χρήστος Χατζηιωσήφ, “Το Προσφυγικό Σοκ, οι σταθερές και οι μεταβολές της ελληνικής οικονομίας”
στο Χατζηιωσήφ Χ. (επιμ.), Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιώνα, Ο μεσοπόλεμος, Β1, Βιβλιόραμα, Αθήνα
2003, σσ. 9-57, σ. 16-17.-
54
Σπύρος Μαρκέτος, Πώς φίλησα τον Μουσολίνι, τα πρώτα βήματα του ελληνικού φασισμού, Βιβλιόραμα,
Αθήνα 2006, σ. 141-143.
πράξη την προβληματικότητα και το ανεφάρμοστο ενός τέτοιου σχεδίου οργανώνει με
νεωτερικό τρόπο βήμα βήμα το προνοιακό κράτος χωρίς να εγκαταλείπει τις αρχές της
ιδεολογίας περί παραγωγικής αυτονομίας και τον ρόλο της ιδιωτικής φιλανθρωπίας. Το
μεγάλο κύμα της επαιτείας απαιτεί επιτακτικά παρεμβάσεις. Αυτές όμως που
προωθούνται από τους φιλελεύθέρους δεν υπερβαίνουν το παραδοσιακό φιλανθρωπικό
μοντέλο. Την ίδια στιγμή η καταφυγή στην επαιτεία προκαλεί μια σημαντική ιδεολογική
και πολιτική ρήξη των αναπήρων πολέμου με τον εθνικό κορμό δημιουργώντας τις
προϋποθέσεις πολιτικής ριζοσπαστικοποίησής τους και στροφής προς την αριστερά.
Όταν το 1920 επιστρέφει η βασιλική οικογένεια του Κωνσταντίνου επαναφέρει με
νέα ορμή μια φιλανθρωπική αντίληψη όσον αφορά την πρόνοια για τους τραυματίες και
ανάπηρους, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Από αυτήν την άποψη η αλλαγή καθεστώτος
φαίνεται πως αντιστοιχούσε και σε μια διαφορετική κουλτούρα για τον ρόλο του κράτους
η οποία όμως ανατρέπεται στη συνέχεια από τις αντιβενιζελικές κυβερνήσεις. Η παγίωση
του προβλήματος της επαιτείας των αναπήρων πολέμου, η πολιτική αριστερή
ριζοσπαστικοποίηση των βενιζελογενών αναπήρων πολέμου του 1918 και η έλευση νέων
τραυματιών με ριζοσπαστικά πολιτικά χαρακτηριστικά την ώρα που εμφανίζονται οι
πρόσφυγες και το μέτωπο καταρρέει οδήγησε εξίσου και τις φιλομοναρχικές κυβερνήσεις
σε ριζοσπαστικές λύσεις.
Οι ανάπηροι πολέμου, από μία κοινωνική ομάδα με λούμπεν χαρακτηριστικά,
αναζητούν έναν θετικό ρόλο μέσα στην ελληνική κοινωνία. Ένα ευρύ δυναμικό τους,
έχοντας ουσιαστικά εκδιωχθεί στο κοινωνικό περιθώριο, αποδεσμεύεται από τα αστικά
κόμματα και προσανατολίζεται στον υπό διαμόρφωση εργατικό ταξικό πόλο
διεκδικώντας μηνιαίες συντάξεις, ενώ παράλληλα στο εσωτερικό τους αναπτύσσεται μια
τάση προσέγγισης του μικροαστικού ταξικού πόλου μεταξύ των πρώτων ιδιοκτητών
περιπτέρων που είναι και οι τραυματίες των νικηφόρων εθνικών βαλκανικών πολέμων. Ο
David A. Gerber διαχωρίζει τα σωματεία των αναπήρων πολέμου σε δύο κατηγορίες,
ακτιβίστικα και πελατειακά. Τα πρώτα διεκδικούσαν αιτήματα μέσω της αλληλεγγύης και
αποδέχονταν ως μέλη συζύγους και παιδιά φονευμένων στον πόλεμο. Τα δεύτερα
διεκδικούσαν τα αιτήματά τους αποκλειστικά για τους ίδιους αναζητώντας και
συνάπτοντας συμμαχίες με αστούς πολιτικούς. Στην Γερμανία και την Αυστρία, όπου οι
ανάπηροι είχαν έντονη πολιτικοποίηση, επικράτησε το πρώτο μοντέλο. Στην Γαλλία ο
διαχωρισμός ανάμεσα στο κίνημα των αναπήρων πολέμου και των παλαιών πολεμιστών
κυριάρχησε καθώς οι πρώτοι δεν αποδέχονταν την κοινή δράση με τους πολύ πιο
ριζοσπαστικοποιημένους μη ανάπηρους βετεράνους.55 Στην μεσοπολεμική Ελλάδα θα
εμφανιστούν και τα δύο μοντέλα συνδικαλιστικής δράσης, θα βρίσκονται διαρκώς σε
ανταγωνισμό, αλλά γενικά θα κερδίζει το ριζοσπαστικό μοντέλο. Στα 1921-1922
θεμελιώνεται από τη μία αυτή η αντίθεση ανάμεσα σε κυβερνητικό και ανεξάρτητο
κομμουνιστικό συνδικαλισμό και από την άλλη η ηγεμονία του δεύτερου. Αυτή η σχέση
θα διαπεράσει όλο τον μεσοπόλεμο.
Από το 1923 μια δεύτερη περίοδος ουσιαστικά ξεκινάει με αιτήματα κυρίως την
διαχείριση των δικαιωμάτων, την διατήρηση και την επέκτασή τους. Τα αιτήματα και οι
συλλογικές διεκδικήσεις των αναπήρων πολέμου θα ικανοποιηθούν σε μεγάλο βαθμό με
την ίδρυση του Ταμείου Θυμάτων Πολέμου στα 1925, την επανίδρυση το 1928 και την
ουσιαστική λειτουργία του από το 1929 με την θεμελίωση επιδοματικών και άλλων
δικαιωμάτων, π.χ. λουτροθεραπείες. Ταυτόχρονα, διευρύνθηκε η αποκατάσταση μέσω
περιπτέρων διαμορφώνοντας ένα πρωτότυπο διεθνώς μοντέλο καθώς δεν χρειαζόταν
τεχνική εκπαίδευση, ενώ ταυτόχρονα ενίσχυε τον μικροαστικό χαρακτήρα αυτών των
στρωμάτων.56 Παρότι σε όλο το μεσοπόλεμο οι ανάπηροι πολέμου κινούνταν μεταξύ του
μικροαστικού και του εργατικού ταξικού πόλου, ένα μεγάλο κομμάτι τους
προσανατολιζόταν κυρίως προς το δεύτερο στηρίζοντας την αρχειομαρξιστική
κομμουνιστική ηγεσία της Συνομοσπονδίας τους. Αυτή η σταθερή σχέση θεμελιώθηκε με
τις κινητοποιήσεις του 1921-1922.
Την περίοδο λοιπόν 1912-1922 τέθηκε το κοινωνικό ζήτημα των αναπήρων πολέμου
στη μεσοπολεμική ελληνική κοινωνία είτε ως πολιτισμικός και κοινωνικός φόβος
εξαιτίας της επαιτείας είτε ως πολιτικός φόβος εξαιτίας της ριζοσπαστικοποίησης και των
συλλογικών διεκδικήσεων είτε τέλος ως εθνική υποχρέωση απέναντι στους τραυματίες
των πολέμων. Η προσπάθεια επίλυσής του θεμελίωσε τις βασικές κατευθύνσεις που θα
διευρυνθούν την περίοδο του μεσοπολέμου. Αυτοί οι θεσμοί αποτέλεσαν μερικά από τα
πρώτα βήματα στην πορεία διαμόρφωσης του ελληνικού κράτους πρόνοιας. Οι ίδιοι οι
ανάπηροι με την συλλογική δράση τους συνέβαλαν σημαντικά σε αυτήν την πορεία.

55
D. A. Gerber, Disabled Veterans in History, ό.π., σ. 15.
56
Ελεύθερον Βήμα, 22 Δεκεμβρίου 1928, 18 Ιανουαρίου 1929, 9 Μαΐου 1929.

You might also like