You are on page 1of 26

Κώστας Παλούκης

Οι ανάπηροι πολέμου 1912-1922: ιδιωτική φιλανθρωπία ή κράτος πρόνοιας;


Πρώτο μέρος
Περ. ΤΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ, ΤΕΥΧΟΣ 61, ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2014
ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ΣΠΥΡΟ ΑΣΔΡΑΧΑ

Το κείμενο αυτό είναι αφιερωμένο στον ανιψιό μου Κωνσταντίνο Γιαννόπουλο και
την μεγάλη προσπάθειά του

Εισαγωγή.
“Όπως το φύλο, όπως η φυλή, η αναπηρία πρέπει να γίνει ένα πρότυπο αναλυτικό
εργαλείο” για τους ιστορικούς γράφουν δύο αμερικανοί ιστορικοί επιχειρώντας να
θεμελιώσουν το πεδίο μιας νέας κοινωνικής ιστορίας της αναπηρίας.1 Αυτή η
διασύνδεση με το φύλο ή την φυλή δεν είναι τυχαία. Η ιστορία της αναπηρίας και
ευρύτερα οι σπουδές για την αναπηρία αναπτύχθηκαν διεθνώς μέσα στα πλαίσια ενός
κοινωνικού κινήματος ενάντια στην ανισότητα και υπέρ των δικαιωμάτων των αναπήρων.
Η σχέση του αναλυτικού εργαλείου “αναπηρία” με την ιστορία των αναπήρων
αντιστοιχεί στη σχέση της έννοιας του φύλου με την ιστορία των γυναικών. Προηγείται
το δεύτερο ώστε σε μια επόμενη περίοδο να εμφανιστεί ως νέο γενικό αναλυτικό
εργαλείο αμφισβητώντας τις μέχρι τότε έννοιες της κανονικότητας.2 Στην Ελλάδα, οι
μελέτες για την αναπηρία αφορούν κυρίως ζητήματα αγωγής και εκπαίδευσης για παιδιά
με αναπηρία. Η ιστοριογραφία μόλις σχετικά πρόσφατα προσπαθεί να εντάξει στα
ερευνητικά της ενδιαφέροντα θεματικές σχετικές με την υγεία, τις νόσους και τους
φορείς/υποκείμενα τους, ενώ όπως συνήθως συμβαίνει σε αυτά τα θέματα οι άλλες

1
Paul K. Longmore και Lauri Umansky, The New Disability History: American Perspectives,
New York University Press, Ν. Υόρκη 2001, σ. 15.
2
Douglas C. Baynton, “Disability and the justification of Inequality in American History” στο Paul K.
Longmore και Lauri Umansky, (επιμ.) The new disability history: American perspectives, New York
University Press, Ν.Υόρκη 2001, σσ. 33-56. Kim E. Nielsen, A disability history of the United States.
Beacon Press 2012.
κοινωνικές επιστήμες φαίνεται να προηγούνται.3
Η ανάδυση από την ιστορική αφάνεια των αναπήρων και της αναπηρίας παραμένει
λοιπόν μια ακόμη πρόκληση για την πάντοτε αργοπορημένη ελληνική ιστοριογραφία. Σε
άλλες εθνικές ιστοριογραφίες η αναπηρία άρχισε να διερευνάται με τη μελέτη των
αναπήρων πολέμου. Αυτό δεν είναι τυχαίο γιατί η κατηγορία των αναπήρων πολέμου
έρχεται να απασχόλησε πρώτη τον δημόσιο λόγο συμβάλλοντας στην δημιουργία του
κοινωνικού κράτους.
Η αρρώστια, η αναπηρία, η ορφάνια, η ανεργία και τα γηρατειά αποτελούσαν
πάντοτε τους εφιάλτες των λαϊκών στρωμάτων. Εάν δεν υπήρχαν τα συγγενικά δίκτυα ή
κάποια μικρή περιουσία, η οικογένεια μπορούσε να οδηγηθεί στην ταπείνωση, να στείλει
τα παιδιά στο ορφανοτροφείο, τα κορίτσια ψυχοκόρες ή να καταφύγει στην ελεημοσύνη.4
Οι ανάπηροι αποτελούσαν στις προ κοινωνικού κράτους κοινωνίες μια κοινωνική ομάδα
περιθωριοποιημένη και απαξιωμένη καθώς συνήθως ζούσαν «παρασιτικά» μέσω της
επαιτείας ή παρα-επαιτικών εργασιών, ενώ έφεραν την εικόνα του δύσμορφου.
Κατέφευγαν στο πλανόδιο εμπόριο που σύμφωνα με τον Ποταμιάνο ήταν «μεταξύ άλλων
μια παραδοσιακή μορφή κοινωνικής πρόνοιας» καθώς δεν μπορούσαν να κάνουν άλλη
δουλειά, αλλά και «δεν είχαν αξιώσεις σοβαρού κέρδους».5 Η κλασσική μορφή του
Ζητιάνου στο δημοσιευμένο το 1896 ομώνυμο έργο του Αντρέα Καρκαβίτσα πιθανόν
προήρθε από τις λαϊκές αναπαραστάσεις του επαίτη στον αγροτικό χώρο, αλλά μάλλον
καθόρισε σημαντικά τις αρνητικές αναπαραστάσεις των κατοίκων των πόλεων για τον
παρασιτικό χαρακτήρα της επαιτείας.6
Στα μέσα του 19ου αιώνα η έννοια της αναπηρίας διαμορφώθηκε σε αντιπαράθεση
με την έννοια του πολίτη. Για αυτόν τον λόγο επεκτεινόταν συχνά στον ανδροκρατικό
λόγο στις γυναίκες οι οποίες χαρακτηρίζονταν συχνά “ψυχικά ανάπηρες”. Το πρότυπο

3
Λήδα Παπαστεφανάκη, Μάνος Τζανάκης, Σεβαστή Τρουμπέτα (επιμ.), Διερευνώντας τις Κοινωνικές
Σχέσεις με Όρους Υγείας και Ασθένειας. Η Κοινωνική Ιστορία της Ιατρικής ως Ερευνητικό Πεδίο,
Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο:2013. Λήδα Παπαστεφανάκη, Εργασία, τεχνολογία και φύλο
στην ελληνική βιομηχανία. Η κλωστοϋφαντουργία του Πειραιά (1870–1940), Πανεπιστημιακές Εκδόσεις
Κρήτης, Ηράκλειο 2009. Γιάννης Κυριόπουλος (επιμ.), Δημόσια υγεία και κοινωνική πολιτική: ο
Ελευθέριος βενιζέλος και η εποχή του, Αθήνα 2008.
4
Αντώνης Λιάκος, Εργασία και πολιτική στην Ελλάδα του μεσοπολέμου, Ίδρυμα Έρευνας και Παιδείας της
ΕΤΕ, Αθήνα 1993, σ. 371.
5
Νίκος Ποταμιάνος, Η παραδοσιακή μικροαστική τάξη της Αθήνας : μαγαζάτορες και βιοτέχνες 1880-1925,
διδακτορική διατριβή, επιβλ. Χ. Χατζηιωσήφ, Πανεπιστήμιο Κρήτης, Ρέθυμνο 2011, σ.127.
6
Ανδρέας Καρκαβίτσας, “Ο Ζητιάνος”, εφ. Εστία, 9 Απριλίου 1896 ως 8 Ιουνίου 1896. Α΄έκδοση σε
βιβλίο το 1896 και Β΄ Έκδοση το 1920.
του ανεξάρτητου οικονομικά, παραγωγικού και ικανού να καλύπτει αυτόνομα τις ανάγκες
του ατόμου θεμελίωνε το ιδεώδες του καλού πολίτη σε αντιπαράθεση με τον εξαρτημένο
ανάπηρο από την επαιτεία ή ακόμα και το προνοιακό κράτος. Σε αυτήν την κατεύθυνση
ιδρύθηκαν για παράδειγμα στις ΗΠΑ θεσμοί, εργαστήρια και προγράμματα με σκοπό να
καταστήσουν τους αναπήρους παραγωγικούς και να ξεφύγουν από την κατάσταση της
επαιτείας-φτώχειας.7 Ακόμη περισσότερο, εφόσον η ικανότητα εργασίας ήταν το βασικό
κριτήριο της στρατολόγησης υγειών παραγωγικών πολιτών, θεωρήθηκε υποχρέωση της
κοινωνίας να φροντίσει όσους απώλεσαν αυτήν την ικανότητα για χάρη μια συλλογικής
και εθνικής υπόθεσης, όπως ένας πόλεμος, με αποτέλεσμα να γίνουν ξαφνικά πολίτες
δεύτερης κατηγορίας.8 Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, οι ανάπηροι πολέμου αποτέλεσαν μια
ιδιαίτερη κατηγορία αναπήρων με μια ξεχωριστή ιδεολογία και συνείδηση, αυτή της
θυσίας της ικανότητάς τους για το γενικό καλό και την πατρίδα.
Η σημασία των αναπήρων πολέμου στην διαμόρφωση των συστημάτων κοινωνικής
πρόνοιας και συνολικότερα στο μετασχηματισμό των κρατών αποτελεί κοινό τόπο στη
σχετική διεθνή βιβλιογραφία. Το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το
συνταξιοδοτικό πρόγραμμα για τους ανάπηρους πολέμου που η ομοσπονδιακή
κυβέρνηση των ΗΠΑ θέσπισε μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο. Παρά τις αδυναμίες του, π.χ.
εξαιρούσε τους νοτίους, πρόκειται για έναν εντυπωσιακό θεσμικό νεωτερισμό, το
μεγαλύτερο και ένα από τα πιο γενναία χρηματοδοτούμενα προγράμματα κοινωνικής
ασφάλισης διεθνώς για εκείνη την εποχή. Η επέκταση των συντάξεων σε ηλικιωμένους
εργαζόμενους θεμελίωσε στις αρχές του 20ου αιώνα, σύμφωνα με τους ερευνητές της
περιόδου, το αίτημα στα εργατικά συνδικάτα για ένα γενικευμένο σύστημα κοινωνικής
πρόνοιας. Η ολοένα και διευρυνόμενη επέκτασή του σε νέες κατηγορίες δικαιούχων και
νέες μορφές επιδομάτων, η δημιουργία ενός εθνικού δικτύου δημοσίων υπαλλήλων, οι
νέες αντιλήψεις και πρακτικές για την υγεία ως δημόσιο αγαθό και ο πολιτικός ρόλος των
αναπήρων πολέμων συνέβαλαν σε μεγάλο βαθμό στο νέο μοντέλο κράτους και πολιτικής
που κυριάρχησε στις ΗΠΑ τον 20ο αιώνα.9

7
Sarah Frances Rose, No Right to be Idle: The Invention of Disability, 1850--1930, ProQuest 2008, σ. 16.
8
Για αυτό το λόγο για παράδειγμα τα συντηρητικά και πελατειακού τύπου σωματεία αναπήρων πολέμου
Β΄.Π.Π. των ΗΠΑ αντιμετώπιζαν εχθρικά το αναπτυσσόμενο μεταπολεμικά κίνημα των πολιτών αναπήρων.
David A. Gerber, (επιμ.) Disabled Veterans in History, University of Michigan Press, 2012 σ. 15.
9
Theda Skocpol, Protecting soldiers and mothers, Harvard University Press 1995. Peter David Blanck και
Michael Millender, "Before disability civil rights: Civil War pensions and the politics of disability in
Στην Ευρώπη τα πράγματα εξελίχθηκαν αρκετά διαφορετικά. Στην Γερμανία το
κράτος της κοινωνικής πρόνοιας θεμελιώθηκε κυρίως πάνω στο εργατικό κοινωνικό
ζήτημα και τις συντεχνιακές θεωρίες κατά τον 19ο και τις αρχές του 20ου αιώνα. Στη
βάση αυτών των δομών και αντιλήψεων αναπτύχθηκε η κρατική πρόνοια για τους
αναπήρους πολέμου. Στην Βρετανία και την Γαλλία η υιοθέτηση της κρατικής πρόνοιας
καθυστέρησε πολύ. Στην Βρετανία του 19ου αιώνα, η παράδοση της φιλανθρωπίας και
των πτωχοκομείων ενσωμάτωσε τους αναπήρους. Εδώ λοιπόν ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος
υπήρξε καθοριστικός με έναν διπλό τρόπο. Ανάγκασε την αστική τάξη να αποδεχτεί την
εργατική νομοθεσία στην αρχή του πολέμου, ενώ έφερε αντιμέτωπες τις κοινωνίες με τις
συνέπειες του πολέμου μετά το τέλος του, δηλαδή την ανθρωπιστική καταστροφή.
Σχεδόν 6 εκατομμύρια Βρετανοί και Γερμανοί καταστάθηκαν ανίκανοι από τραυματισμό
ή ασθένεια στα χρόνια 1914-1918. Ωστόσο, αυτή η ιστορική καθυστέρηση στην πορεία
προς το κοινωνικό κράτος διαμόρφωσε μια διαφορετική προσέγγιση του κοινωνικού
ζητήματος των αναπήρων πολέμου.
Και στις δύο χώρες οι σύγχρονοι δημοσιολόγοι συμφωνούσαν ότι η πρόνοια για
τους αναπήρους αποτελούσε υποχρέωση του κράτους με την συμπληρωματική
υποστήριξη της ιδιωτικής φιλανθρωπίας, δηλαδή της κοινωνίας των πολιτών.
Συγκεκριμένα, στην Βρετανία, η κυβέρνηση αποφάσισε να περιορίσει τις υποχρεώσεις
του κράτους απέναντι στους βετεράνους με ειδικές ανάγκες αφήνοντας το έργο αυτό στη
φιλανθρωπία. Στη Γερμανία, αν κατά την διάρκεια του πολέμου η φροντίδα των
τραυματιών ανατέθηκε στα χέρια της φιλανθρωπίας, οι κρατικοί αξιωματούχοι του
μεταπολεμικού κράτους υποστήριξαν προνοιακές πολιτικές για τους βετεράνους με
αναπηρία καθώς, σύμφωνα με τα λόγια του πρώτου προέδρου της Δημοκρατίας, «ήταν
πρώτιστο καθήκον της Βαϊμάρης."10 Στην Βρετανία οι αναπηρικές συντάξεις ήταν
αναντίστοιχες των οικονομικών αναγκών και αφορούσαν ένα μέρος μόνο των
τραυματιών, ενώ η εγκατάσταση, η ιατρική αποκατάσταση, η εκπαίδευση, η εύρεση
εργασίας και γενικά η αποκατάσταση αποτέλεσε έργο των ιδιωτών και των

America," π. Alabama Law Review, τ. 52, τχ. 1, 2000, σσ. 1-50. Peter Blanck και Chen Song, "Never Forget
What They Did Here: Civil War Pensions for Gettysburg Union Army Veterans and Disability in
Nineteenth-Century America," π. William and Mary Law Review, τ. 44, τχ. 3, Φεβρουάριος 2003,
σσ.1109-1172. Larry M. Logue και Peter Blanck, "“Benefit of the Doubt”: African-American Civil War
Veterans and Pensions" π. Journal of Interdisciplinary History τ. 38, τχ 3, 2008, σσ. 377-399.
10
Deborah Cohen, The War Come Home Disabled Veterans in Britain and Germany, 1914–1939,
University of California Press, Berkeley, Λος Άντζελες, Λονδίνο 2001, σ.5.
φιλανθρωπικών οργανώσεων. Αντίθετα, στην Γερμανία οι συντάξεις αντιστοιχούσαν
στην απώλεια της ικανότητας βιοπορισμού και την φυσική πραγματικότητα της
αναπηρίας, ενώ περιλαμβάνονταν διατάξεις για τις συζύγους και τα παιδιά. Σε αντίθεση
με τη βρετανική κυβέρνηση, η οποία περιόριζε τις ευθύνες της στη διανομή των
συντάξεων, οι γερμανικές αρχές στόχευαν να πετύχουν την αποκατάσταση ακόμα και
των πλέον ανίκανων να εργαστούν, κατά προτίμηση στην πρώην ασχολίες τους.11 Αυτό
που εντυπωσιάζει ωστόσο είναι ότι στην Γερμανία κατά κύριο λόγο οι ανάπηροι
ριζοσπαστικοποιήθηκαν και τάχθηκαν πολιτικά ενάντια στην Δημοκρατία, ενώ οι
βρετανικές αναπηρικές ενώσεις παρέμειναν κατά κανόνα πιστές στο Στέμμα. Η βασική
αιτία σύμφωνα με την Deborah Cohen ήταν πως οι βρετανοί μέσω της φιλανθρωπικής
δραστηριότητας ανέδειξαν πολύ περισσότερο την ηρωικότητα και εξύψωσαν το κύρος
των βρετανών παλαιών πολεμιστών και τραυματιών του πολέμου ικανοποιώντας
περισσότερο το θυμικό τους, ενώ αντίθετα το γερμανικό κράτος στάθηκε απέναντι στα
δικά του θύματα παγερά γραφειοκρατικό, εχθρικό και ξένο παρά το γεγονός ότι το
ποσοστό του προϋπολογισμού για την φροντίδα και αποκατάστασή τους έφτασε μέχρι
και το 20%. Στην πράξη ο καθοριστικός παράγοντας δεν ήταν ακριβώς η σχέση των
αναπήρων πολέμου με το κράτος, αλλά με την κοινωνία και τους άλλους πολίτες. Κατά
πόσο δηλαδή αυτοί μπόρεσαν ή όχι να τους αποδεχτούν και να τους ενσωματώσουν
κοινωνικά.12
Στην Ελλάδα όπως θα διαπιστώσουμε το ζήτημα των αναπήρων έλαβε μια ιδιαίτερη
πορεία. Η ελληνική περίπτωση μοιάζει περισσότερο με την γερμανική εκδοχή, αν και
έχει πολλά στοιχεία της βρετανικής. Ήταν ένα κράτος με μικρή ιστορία στους κρατικούς
προνοιακούς θεσμούς -- η νομοθεσία και η πρακτική της ασφάλισης υγείας κατά τον 19ο
αιώνα υπήρξε σποραδική -- και με μια σημαντική παράδοση στην ιδιωτική φιλανθρωπία
βρετανικού τύπου, η οποία προήλθε και αναπαρήγαγε όμως ισχυρές ιδεολογικές
αντιλήψεις.13 Με βάση την γενική πολιτική του κράτους όπως θεμελιώθηξε από τους
Βαυαρούς, “οι δημοτικές αρχές και οι φιθλανθρωπικές οργανώσεις ήταν κυρίως

11
στο ίδιο, σ.5.
12
στο ίδιο, σ.4.
13
Θεόδωρος Δαρδαβάσης, “Η οργάνωση της κεντρικής διοίκησης για την υγειονομική πολιτική στην περίοδο του
μεσοπολέμου” στο Γ. Κυριόπουλος (επιμ.), Δημόσια υγεία και κοινωνική πολιτική...., ό.π., σσ. 109-111.
Μαρία Κορασίδου, Οι Άθλιοι των Αθηνών και οι θεραπευτές τους, φτώχεια και φιλανθρωπία στην Ελληνική
πρωτεύουσα τον 19ο αιώνα, ΙΑΕΝ, Αθήνα 1995.
υπεύθυνες για ζητήματα υγιεινής, ενώ τα επιμέρους ιδρύματα διοικούνταν από
“αδελφάτα”. Η γενικότερη προστασία της δημόσιας υγείας επαφιόταν στην αστυνομία,
ενώ για σημαντικά θέματα αποφαινόταν το ιατροσυνέδριο. Γι’ αυτό η κατάσταση γενικά
της δημόσιας υγείας την περίοδο αυτή παραμένει υποτυπώδης (ελλείψεις νοσοκομείων,
κλινών, μηδαμινή κρατική παρέμβαση στο ζήτημα της περίθαλψης γενικά, έξαρση από
αρρώστιες από τις οποίες πληττόταν ο πληθυσμός κλπ). Το κλίμα αρχίζει να αλλάζει λίγο
στος αρχές του 20ου αιώνα, ωστόσο η κατάσταση δεν μεταβλήθηκε ουσιωδώς μέχρι τον
πόλεμο παρά την εκσυγχρονιστική νομοθεσία της περιόδου 1910-1913. Ήταν απαραίτητο,
λοιπόν, οι κυβερνήσεις να πάρουν πρωτοβουλίες για την περίθαλψη και τη φροντίδα των
αναπήρων πολέμου. Για αυτό η περίοδος του πολέμου χαρακτηρίζεται εποχή ανάπτυξης
της νοσοκομειακής περίθαλψης.14
Το ζήτημα της αποκατάστασης των αναπήρων πολέμου και γενικότερα των παλαιών
πολεμιστών δεν ήταν κάτι καινοφανές στο ελληνικό κράτος: για παράδειγμα μετά το
τέλος της επανάστασης του 1821 υπήρχε το ζήτημα της αποκατάστασης των αγωνιστών
του, αλλά και των θυγατέρων τους. Ένας μεγάλος αριθμός αγωνιστών της επανάστασης,
πολλοί από τους οποίους ανάπηροι, όπως και οικογενειών των νεκρών αγωνιστών
συνέρρεαν στην πρωτεύουσα, άεργοι και στερημένοι, από κάθε μέσο επιβίωσης. Αυτοί
θα ζήσουν σε συνθήκες εξαιρετικής φτώχειας και θα πυκνώσουν τις γραμμές των
ζητιάνων.15 Τότε, θεμελιώθηκε για πρώτη φορά ο θεσμός των συντάξεων, αλλά τελικά
αφορούσε ελάχιστους αγωνιστές. Επίσης, καθιερώθηκε με τη μορφή ανακτορικής
ελεημοσύνης η διανομή μικρών χρηματικών βοηθημάτων σε περιόδους εορτών. Ένα από
τα σημαντικά επιχειρήματα κατάργησής του ήταν ότι η φιλανθρωπία αποτελούσε
ιδιωτικό και όχι κρατικό έργο, όπως επίσης ότι τα επιδόματα ενθάρρυναν την
"οκνηρία" των απόρων.16 Επίσης, για πρώτη φορά η επαιτεία αναγορεύτηκε σε
κοινωνικό πρόβλημα. Για την αντιμετώπιση του, η κεντρική εξουσία κατέφυγε σύμφωνα
με τη Μαρία Κορασίδου στο ζεύγος καταστολή-πρόνοια.17 Το αντίστοιχο ζήτημα των
τραυματιών μετά τον ελληνο-οθωμανικό πόλεμο του 1897 αντιμετωπίστηκε με όρους
γυναικείας φιλανθρωπίας ορίζοντας παράλληλα τους έμφυλους ρόλους. Οι αγγλίδες

14
“Η κοινωνική πολιτική στην Ελλάδα τον μεσοπόλεμο: γεγονότα, συγκρούσεις και εννοιολογικοί μετασχηματισμοί”
στο Γ. Κυριόπουλος (επιμ.), Δημόσια υγεία και κοινωνική πολιτική...., ό.π., σσ. 435-468, σ.442-450.
15
στο ίδιο, σ.19-26.
16
στο ίδιο, σ.40-47.
17
στο ίδιο, σ. 27-28.
νοσοκόμες και οι γυναίκες-μέλη της Ενωσης Ελληνίδων της Καλλιρόης Παρρέν
ανέλαβαν την περίθαλψη των τραυματιών του πολέμου, ενώ η Ένωση Ελληνίδων
συνεχίσε την δράση της με την φροντίδα των αναπήρων του πολέμου.18
Αυτό που παρατηρούμε στην υπόθεση των αναπήρων πολέμου κατά την δεκαετία
1912-1922 είναι η πορεία από την πρόνοια της ιδιωτικής φιλανθρωπίας στην δημόσια και
κρατική πρόνοια σε συνδυασμό με την αναζήτηση μιας συνολικής λύσης παραγωγικής/
επαγγελματικής αποκατάστασης και άρα κοινωνικής και πολιτικής ενσωμάτωσής τους
στην “υγιή πολιτική κοινωνία”. Καθοριστικοί παράγοντες σε αυτήν την διαδικασία
υπήρξαν οι δύο θεωρούμενοι μεγάλοι εθνικοί κίνδυνοι: αρχικά το φάσμα της επαιτείας
και στη συνέχεια η πολιτική και συλλογική δραστηριοποίηση και οργάνωση των
αναπήρων. Την ίδια στιγμή η ταύτιση των αναπήρων πολέμου με το φαινόμενο της
επαιτείας και η αναδυόμενη ρατσιστική εχθρότητα εναντίον τους συνέβαλε στην
ιδεολογική και πολιτική αποξένωση των ηρώων πολεμιστών από τον κοινωνικό και άρα
τον εθνικό κορμό. Δημιουργήθηκαν λοιπόν οι προϋποθέσεις για την πολιτική
ριζοσπαστικοποίησή τους, την ιδεολογική ρήξη με τον εθνικισμό και την πρόσδεσή τους
με τις αξίες και τον πολιτισμό της κομμουνιστικής αριστεράς.
Η υπόθεση των αναπήρων πολέμου, ιδιαίτερα στον ελληνικό μεσοπόλεμο, θα
πρέπει να θεωρηθεί μια ιδιαίτερη πλευρά του ευρύτερου κοινωνικού ζητήματος, ενώ
παράλληλα να εκτιμηθεί αντίστοιχα η συμβολή της στην πορεία της θεμελίωσης τους
σύγχρονου ελληνικού κράτους κοινωνικής πρόνοιας, συμβολή η οποία συνήθως δε
λαμβάνεται υπόψη στις σχετικές μελέτες.
Τέλος, θα πρέπει να σημειωθεί πως η ιδιαίτερη πρόνοια για τους αναπήρους
πολέμου, και ιδιαίτερα η κρατική παρέμβαση, βρίσκεται σε αντίστιξη με τις πολιτικές
του κράτους για τους αναπήρους γενικά. Είναι χαρακτηριστικό ότι για το ζήτημα των
αναπήρων συνολικά δεν αναλαμβάνει κάποια ιδιαίτερη πρόνοια το κράτος (εκπαίδευση,
επαγγελματική αποκατάσταση, περίθαλψη, συντάξεις) μέχρι το 1981. Η δικτατορία του
1967 είναι αυτή που θεμελιώνει κάποιες πρώτες πρόνοιες, μέχρι τότε όμως η
φιλανθρωπία ήταν αυτή που αναλάμβανε δράση για το ζήτημα.

18
Αλέκα Μπουτζουβή, “Η συμμετοχή των γυναικών στον πόλεμο”, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού
1770-2000, τ.6, Αθήνα 2003, σ. 286. Κούλα Ξηραδάκη, Οι γυναίκες στον ατυχή πόλεμο του 1897, Πολεμάνε,
προσφέρουν υπηρεσίες. καταγράφουν γεγονότα, επιρρίπτουν ευθύνες, Αθήνα 1994.Έφη Αβδελά-Αγγέλικα
Ψαρρά, “Engendering „Greekness‟: Women‟s Emancipation and Irredentist Politics in Nineteenth-Century
Greece”, π. Mediterranean Historical Review, τ. 20, τχ.1, Ιούνιος 2005, σσ. 67-79.
Οι τραυματίες πολέμου: η κινητοποίηση της “φιλανθρωπίας”
Οι δύο νικηφόροι για την Ελλάδα Βαλκανικοί πόλεμοι του 1912-13 άφησαν πίσω
τους 2500 νεκρούς και 20.000 τραυματίες σε στράτευμα 120-140.000 ανδρών. Η
ελληνική κοινωνία η οποία είχε στα πλαίσια της δικής της belle époque εξευγενίσει την
ιδέα του πολέμου ήρθε για πρώτη φορά αντιμέτωπη με την φρίκη της ανθρωπιστικής
καταστροφής ενός πολέμου. Ο Τάσος Κωστόπουλος παρουσιάζει με έναν εξαιρετικό
τρόπο την βαρβαρότητα με την οποία εκτυλίχθηκαν οι βαλκανικοί πόλεμοι αποδομώντας
την εξευγενισμένη εικόνα ενός αγνώστου ουσιαστικά πολέμου ο οποίος άφησε χιλιάδες
θύματα πολίτες και στρατεύσιμους, γυναίκες και άντρες.19 Οι τραυματισμοί στη μάχη
ήταν η αρχή μιας μεγάλης περιπέτειας. Η μάχη με τον θάνατο ήταν άμεση και πολλές
φορές αιτία ήταν η έλλειψη των κατάλληλων υποδομών. Η μεταφορά και γενικά η
μετακίνηση των τραυματιών ήταν μια δύσκολη υπόθεση, ενώ πολλοί ήταν αιχμάλωτοι.
Από την πρώτη στιγμή που ξέσπασε ο πόλεμος, η υποστήριξη των τραυματιών σε
πολύ μεγάλο βαθμό ανατέθηκε στην “κοινωνία των πολιτών”, δηλαδή στην “ιδιωτική
αστική φιλανθρωπία” με την εποπτεία του κράτους. Η βασιλική οικογένεια εξαρχής
ανέλαβε έναν πρωταγωνιστικό ρόλο σε αυτήν την “φιλανθρωπική άμιλλα” υπέρ των
τραυματιών. Εάν ο Κωνσταντίνος προοιωνιζόταν να γίνει ο πατέρας του έθνους, η Σοφία
με δημόσιες ανακοινώσεις της αναφερόταν ήδη στη “μητρική της στοργή” κηρύσσοντας
με την δική της μέριμνα την ίδρυση νοσοκομείων με τον γενικό τίτλο “Νοσοκομείο
αξιωματικών και οπλιτών εν γένει”.20 Πολλά από αυτά τα νοσοκομεία λειτουργούσαν σε
επαύλεις που παραχωρήθηκαν από τους πλουσίους, όπως π.χ. η έπαυλη Σκουλούδη στην
Φρεατίδα ή ιδιωτικό ξενοδοχείο στην Αθήνα. Στην κατειλημμένη πλέον Θεσσαλονίκη
είχε ήδη παραχωρηθεί η έπαυλης Αλατίνι η οποία μάλιστα φιλοξενούσε τον έκπτωτο
σουλτάνο. Επίσης, κτίρια με άλλο φιλανθρωπικό χαρακτήρα μεταμορφώθηκαν σε
νοσοκομεία, όπως το Ζάνειο Ορφανοτροφείο.21 Ταυτόχρονα, σημαντικό ρόλο κατείχε ο
Διεθνής Ερυθρός Σταυρός με τα διάφορα εθνικά του τμήματα, ο Κυανούς Σταυρός αλλά
19
Γιώργος Μαργαρίτης, “Οι πόλεμοι” στο Χ. Χατζηιωσήφ-Πρ. Παπαστράτης (επιμ.), “Οι Απαρχές του
αιώνα”, Η Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιώνα, Α2, Βιβλιόραμα, Αθήνα 2003, σσ.148-187. Τάσος
Κωστόπουλος, Πόλεμος και εθνοκάθαρση. Η ξεχασμένη πλευρά μιας δεκαετούς εθνικής εξόρμησης,
1912-1922, Βιβλιόραμα, Αθήνα 2007, σ. 35-59. Πλευρές της πολεμικής βαρβαρότητας αποκαλύπτουν οι
αναμνήσεις και οι επιστολές των στρατιωτών. ΓΕΣ, Μνήμες Πολέμου 1897-1974, ΓΕΣ/ΔΙΣ, Αθήνα 2012.
20
Σκριπ, 12 Σεπτεμβρίου 1912.
21
Σκριπ, 25 Σεπτεμβρίου 1912. Εμπρός, 13, 17 Νοεμβρίου 1912.
και άλλα μη ελληνικά φιλανθρωπικά ιδρύματα. Η παρουσία των τραυματιών πολέμου
στα νοσοκομεία της Αθήνας κατέλαβε σημαντικό χώρο στα ρεπορτάζ των εφημερίδων.
Οι δήμοι και η εκκλησία ανελάμβαναν να συμβάλουν ενεργά σε αυτήν την
φιλανθρωπική δραστηριότητα. Μια πρώτη μορφή παρέμβασης στα μετόπισθεν ήταν η
ενίσχυση των “απόρων” οικογενειών η οποία επεκτάθηκε και στην περίθαλψη των
τραυματιών. Με Βασιλικό Διάταγμα συστάθηκε μια επιτροπή νομαρχών και δημάρχων,
διοικητών τραπεζών και πλειάδας προσωπικοτήτων του αστικού κόσμου με πρόεδρο τον
Μητροπολίτη Αθηνών και υπό την προστασία της Πριγκιπίσσης Διαδόχου Σοφίας.22 Στη
συνέχεια δημιουργήθηκαν υποεπιτροπές ανά δήμο. Ταυτόχρονα, πολλά ποσά από
εράνους ή από προσωπικές περιουσίες κατατίθεντο απευθείας στον λογαριασμό του
πρωθυπουργού Βενιζέλου. Προφανώς, αυτή η παράλληλη δράση αντανακλούσε μια
λανθάνουσα άμιλλα μεταξύ της αυλής και του πρωθυπουργικού γραφείου.23 Παράλληλα,
διάφορες κοινότητες και δήμοι, οι οποίοι διέθεταν δικό τους ταμείο με πόρους από την
ενοικίαση των βοσκοτόπων, με απόφαση των οικείων δημοτικών ή κοινοτικών
συμβουλίων προσέφεραν ένα ποσό στις άπορες οικογένειες των εφέδρων, στη συνέχεια
των τραυματιών και νεκρών στρατιωτών. Η κυβέρνηση ενέκρινε και νομοθετούσε υπέρ
αυτών των πρωτοβουλιών, αλλά ακόμα δεν λάβαινε σε καμία περίπτωση δικές της
πρωτοβουλίες. Παρέμεναν δράσεις των τοπικών κοινωνιών.24
Πέρα από τη Σοφία, σημαντική συμβολή με δικές τους πρωτοβουλίες είχαν οι
πριγκίπισσες Μαρία,25 Ελένη και Αλίκη,26 ενώ παράλληλα συμμετείχαν ενεργά στην
νοσοκομειακή περίθαλψη. “Άγγελος γλυκύς και παρήγορος εις τας στιγμάς του πόνου και
του πυρετού των τραυματιών του πολέμου η πριγκίπισσα Μαρία ανεδείχθη τας
τελευταίας ημέρας”, γράφει το Εμπρός, για να συμπληρώσει πως “απέβη το ίνδαλμα των
τραυματιών”. Αντίστοιχα, η Ελένη παρουσιαζόταν να βρίσκεται καθημερινά στα τρένα
που έρχονταν από τον Πειραιά προς την Αθήνα.27 Αυτή η πριγκιπική δράση
ανταποκρινόταν στον γενικευμένο έμφυλο πολεμικό καταμερισμό που φαινόταν να
22
“Περί συστάσεως Επιτροπής προς περίθαλψιν των απανταχού του Κράτους οικογενειών των εν
επιστρατεύσει εφέδρων κλπ”, Βασιλικό Διάταγμα, 22 Σεπτεμβρίου 1912, ΦΕΚ αρ. φ. 305, 26 Σεπτεμβρίου
1912.
23
Εμπρός, 7, 24, 27 Οκτωβρίου 1912. Σκριπ, 17 Οκτωβρίου 1913.
24
“Περί διαθέσεως χρημάτων της κοινότητος Αμπελακίων προς περίθαλψιν απόρων οικογενειών των
επιστράτων”, Βασιλικό Διάταγμα, ΦΕΚ, 17 Οκτωβρίου 1912, αρ.φ. 343, 6 Νοεμβρίου 1912.
25
Σκριπ, 12 Σεπτεμβρίου 1912. Εμπρός, 7 Οκτωβρίου 1912.
26
Εμπρός, 29 Σεπτεμβρίου 1912, 3 Οκτωβρίου 1912, 18, 22 Νοεμβρίου 1912.
27
Εμπρός, 22 Οκτωβρίου 1912, 4 Νοεμβρίου 1912.
λαμβάνει χώρα. Αφού οι άνδρες πολίτες πολεμούσαν, οι γυναίκες γίνονταν νοσοκόμες
και, αντίστοιχα, αφού οι πρίγκιπες καθοδηγούσαν τον στρατό, οι πριγκίπισσες
καθοδηγούσαν την αλληλεγγύη στα μετόπισθεν.28 Αλλά δεν προσέφεραν μόνο οι
πριγκίπισσες: πολλές κυρίες και δεσποινίδες της “καλής κοινωνίας” ακολουθούσαν το
παράδειγμά τους.29 Σε αυτό το κλίμα της συμβολής της ελληνίδος πολίτιδος ειδικό ρόλο
ανέλαβε το Λύκειο Ελληνίδων.30
Οι δημοσιογράφοι επισκέπτονταν τα νοσοκομεία και αντλούσαν ηρωικές αφηγήσεις
από το νικηφόρο μέτωπο προσφέροντας σε αυτούς το φωτοστέφανο της θυσίας υπέρ της
πατρίδας. Λίγα χρόνια αργότερα όμως θα βλέπουν τα πράγματα με διαφορετικό μάτι. Το
1915 ένας χρονικογράφος περιγράφει τις συνθήκες του τελευταίου στρατιωτικού
νοσοκομείου. “Ούτω έκαμα την ανακάλυψιν αυτού του νοσοκομείου το οποίον δύναται
να ομομασθή “θεραπευτήριον των συνεπειών”. Διότι με το κλείσιμον των νοσοκομείων
του πολέμου δεν έκλεισαν και όλα τα τραύματα τα οποία ήνοιξεν ο πόλεμος. Υπάρχουν
ακόμη πολλοί έχοντες ανάγκην να επανέλθουν ή να επανέρχονται εις την κλίνην του
νοσοκομείου και εις την χειρουργικήν τράπεζαν. Υπάρχουν και άλλοι, τους οποίους ο
πόλεμος αφήκεν αναπήρους έχοντας από καιρού εις καιρόν ανάγκην ιατρού ή και αλλαγή
των τεχνητών μελών δι’ ων αντικατεστάθησαν τα μέλη τα οποία έχασαν”.31 Το
αναπηρικό ζήτημα είναι παρόν.
Συνοψίζοντας σημειώνουμε ότι το κράτος κατά την διάρκεια των βαλκανικών
πολέμων λειτούργησε σε μεγάλο βαθμό με όρους “αστικής φιλανθρωπίας” απευθυνόμενο
στην “κοινωνία των πολιτών”. Η βασιλική οικογένεια ανέλαβε πρωταγωνιστικό ρόλο
κινητοποιώντας το δυναμικό των ανώτερων και μεσαίων στρωμάτων. Οι πλούσιοι
προσέφεραν χρήματα, ενώ τα φιλανθρωπικά ιδρύματα αναλάμβαναν να οργανώσουν
μαζί με τον στρατό την περίθαλψη των τραυματιών. Ακόμα και στο επίπεδο των
επιδομάτων, οι πρώτες πρωτοβουλίες δεν άνηκαν στο κεντρικό κράτος, αλλά στις τοπικές
κοινότητες τις οποίες απλώς αναγνώριζε το κράτος.

28
“Ας εκδηλωθή δια τους άνδρας η ευγενής προγονική κληρονομικότης της μαχιμότητος”, γράφει το
Σκριπ, “αφού απεκαλύφθη και δια τας γυναίκας η κληρονομικότης της φροντίδος και της στοργής προς
τους τραυματίας του πολέμου.”Σκριπ, 25/9/1912.
29
Σκριπ, 20 Σεπτεμβρίου 1912, Εμπρός, 15 Νοεμβρίου 1912.
30
Σοφία Ντενίση, “Έμφυλες ταυτότητες και οι Βαλκανικοί πόλεμοι”, Δ΄ Ευρωπαϊκό Συνέδριο
Νεοελληνικών Σπουδών, Γρανάδα, 9-12 Σεπτεμβρίου 2010, σσ. 73-86. Σκριπ, 20,22 Σεπτεμβρίου 1912,
Εμπρός, 20 Σεπτεμβρίου 1912, 24 Οκτωβρίου1912.
31
Εμπρός, 5 Μαΐου 1915.
Οι ανάπηροι πολέμου, η επαιτεία και οι πρώτες απόπειρες αποκατάστασης: “το
κράτος και η ιδιωτική πρωτοβουλία φιλοτίμως αμιλλώνται”
Το αίτημα για την αποκατάσταση των ενδόξων τραυματιών τέθηκε πρώτα από τους
ίδιους τους φορείς της φιλανθρωπίας.32 Πολύ σύντομα όμως τέθηκε ανοιχτά το ζήτημα:
“Δεν υπάρχει φαίνεται νόμος προνοών περί της τύχης των τραυματιών του πολέμου,
οίτινες έγιναν άχρηστοι προς εργασίαν. Και επειδή είνε ανίκανοι και προς υπηρεσίαν
στρατιωτικήν, απολύονται εκ των τάξεων του στρατού. Αλλ’ όσοι εξ αυτών είνε άποροι
απολυόμενοι εκ του στρατού ρίπτονται κυριολεκτικώς εις τον δρομον. Πως θα ζήσουν
λοιπόν αυτοί οι άνθρωποι, αφού δεν δύνανται να ζήσουν εργαζόμενοι;”.33 Η εφημερίδα
Εμπρός υιοθετεί την πρόταση η οποία φαίνεται πως είχε προωθηθεί από την κυβέρνηση,
δηλαδή να “ιδρυθή πρυτανείον των Απομάχων”. Αλλά σημειώνει πως μέχρι τότε “αυτοί
εν τω μεταξύ έχουν ανάγκην περιθάλψεως και βοηθείας υλικής δια να ζήσουν”. Συνεπώς,
προτείνει η εφημερίδα “το ταχύτερον πρέπει να περισυλλεγούν οι απόμαχοι ούτοι εις
προσωρινόν Άσυλον, όπου να έχουν πάσαν δυνατήν περίθαλψιν”.34 Προσπαθώντας να
αποκρυπτογραφήσουμε την τελευταία φράση θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει πως
λανθάνει τελικά περισσότερο ο φόβος για τις κοινωνικές συνέπειες της μη
αποκατάστασης παρά η ίδια η υποχρέωση του έθνους προς τους ήρωες. Όσο περνάει ο
καιρός, η ρητορική αντίθεση μεταξύ ηρωικής προσφοράς και αγνωμοσύνης τίθεται όλο
και πιο ρητά, αλλά με σκοπό να υποκινήσει τα εθνικά συναισθήματα και να πιέσει προς
την αποκατάσταση. Ο φόβος πια είναι μήπως οι ανάπηροι πολέμου αισθανθούν
παραμελημένοι και συνεπώς απογοητευτούν από την πατρίδα, δηλαδή το έθνος και τα
ιδεώδη του.35 Στον αστικό τύπο λοιπόν θεμελιώνεται από τη μία ρητά το ζήτημα των
αναπήρων ως μία εθνική υπόθεση, αλλά από την άλλη σε ένα δευτερο επίπεδο

32
Για παράδειγμα από πολύ νωρίς, τον Οκτώβριο του 1912, κάποιος ευεργέτης, ο Σωτήριος Ανάργυρος,
έθεσε πρώτος την ιδέα για την ίδρυση “ταμείου προς απονομήν συντάξεως περιθάλψεως εις τους
απομάχους τραυματίας του ενδόξου πολέμου του 1912” προσφέροντας ο ίδιος 100.000 δρχ με την “ευχήν”
να αποτελέσουν την βάση του. Εμπρός, 24 Οκτωβρίου 1912.
33
Εμπρός, 6 Μαΐου 1913.
34
Εμπρός, 6 Μαΐου 1913.
35
“Καλά τα μετάλεια ανδρείας”, γράφει το Εμπρός, “αλλά μεταξύ των ηρωικών θυμάτων του πολέμου
υπάρχουν και οι έχοντες ανάγκην υλικοτέρας και διαρκούς βοηθείας”. Συνεπώς, “το κράτος και το έθνος
έχουν καθήκον να προλάβουν κάθε εύλογον παράπονον των ανδρείων τούτων. Ουδ’ επί στιγμήν πρέπει ν’
αφεθούν να υποθέσουν ότι η Πατρις δύναται να τους παραμελήση και να φανή προς αυτούς αγνώμων”,
ακόμα και εάν είναι προς το παρόν αδύνατη η “οριστική φροντίς”. Εμπρός, 13 Ιουλίου 1913.
διαφαίνεται πως γίνεται αντιληπτό ως κοινωνικό ζήτημα.
Στην Βουλή για πρώτη φορά το αίτημα αποκατάστασης των αναπήρων πολέμου
τέθηκε τον Απρίλιο του 1913. Τότε, ο Ελ. Βενιζέλος παρουσίασε ένα πολύ βασικό σχέδιο
πρόνοιας για τους αναπήρους. Στην ερώτηση βουλευτή περί “τίνα πρόνοιαν θέλει λάβει
και περί των τραυματιών του πολέμου των καταστάντων αναπήρων και ανικάνων εφ’
όρου ζωής προς πάσαν εργασίαν” απάντησε ότι “περί τας οικογενείας των φονευθέντων
δεν ελήφθη ακόμη μέτρον” σημειώνοντας πως προς το παρόν αποτελεί υπόθεση της
“επιτροπής της περιθάλψεως των οικογενειών των εφέδρων” που βρίσκονται ήδη σε
υπηρεσία. Υπόσχεται όμως νόμο για την απονομή σύνταξης στις οικογένειες των
θυμάτων πολέμου. Για τους τραυματίες που έχουν ακόμα ανάγκη θεραπείας έχουν
ιδρυθεί αναρρωτήρια τα οποία θα διατηρηθούν όσο χρειαστεί. Τα στρατιωτικά
νοσοκομεία θα κρατήσουν και θα “διαθρέψουν” τους εντελώς αναπήρους μέχρι να
νομοθετηθεί σύνταξη για αυτούς. Για εκείνους που έχασαν μέλος του σώματός τους
“ελήφθη πρόνοια δια την αντικατάστασιν αυτών δια των υπό της επιστήμης
υποδεικνυομένων τεχνητών μέσων”. Για όσους πάσχουν “εκ στηθικών νοσημάτων”
αποφασίστηκε να ιδρυθεί περίπτερο στο νοσοκομείο Σωτηρία με δαπάνες του
υπουργείου Στρατιωτικών. Εκεί θα νοσηλεύονται σε 55 κλίνες “οι εκ του πολέμου
παθόντες από ανίατον νόσημα”. Τέλος, υποσχέθηκε ότι “λαμβάνεται πρόνοια όπως
εφτιαχθούν πρόχειρα στρατιωτικά νοσοκομεία εις τας διαφόρους λουτροπόλεις, ίνα οι
παθόντες κατά τον πόλεμον ρευματισμών κλπ κάμουν επί σειράν ετών θεραπείαν μέχρι
τελείας αποθεραπείας αυτών”.36
Τον επόμενο μήνα συστάθηκε επιτροπή “δια την περίθαλψην απόρων οικογενειών
εν τω πολέμω πεσόντων”.37 Σκοπός της επιτροπής ήταν η συλλογή εράνων μέσω της
σύστασης υποεπιτροπών στο εσωτερικό και το εξωτερικό της χώρας.38 Από τη μία τα
ονόματα της επιτροπής υποδεικνύουν ότι ενεργοποιείται για αυτόν τον σκοπό ο ανθός

36
Εμπρός, 5 Απριλίου 1913.
37
Πρόεδρος της επιτροπής ανέλαβε ο ίδιος ο Ελ. Βενιζέλος, ενώ αντιπρόεδροι ορίστηκαν ο Υπουργός
Εσωτερικών Εμμ. Ρέπουλης, ο διοικητής της ΕΤΕ Ι. Βαλαωρίτης και ο Εμμ. Μπενάκης. Μέλη ορίστηκαν
οι Αλ. Ζαΐμης, Στ. Σκουλούδης, Γ. Μπαλτατζής, Γ, Ζωγράφου, Μ. Νεγρεπόντης, Αλ. Σούτσου, Ι.
Αθανασάκη, Γ. Αβέρωφ, Π. Καλλιγά, Κ. Τζίρου, Οθ. Σταθάτου και οι τμηματάρχες του Υπουργείου
Εσωτερικών Π. Μαζαράκης και Χρ. Οικονομόπουλος.
38
“Περι συστάσεως επιτροπής δια την περίθαλψιν των απόρων οικογενειών των εν πολέμω πεσόντων”,
Βασιλικό Διάταγμα, 22 Μαΐου 1913, ΦΕΚ, αρ. Φ. 102, 27 Μαΐου 1913. Η επιτροπή αυτή συμπληρώθηκε
τον Δεκέμβριο του 1914 με άλλα τέσσερα μέλη. “Περί συμπληρώσεως της επιτροπής περιθάλψεως των
θυμάτων του πολέμου”, Βασιλικό Διάταγμα, 8 Δεκεμβρίου 1914, ΦΕΚ, αρ.φ.375, 13 Δεκεμβρίου 1914.
του αστικού βενιζελικού κόσμου και άρα τίθεται σε υψηλή προτεραιότητα ως ζήτημα.
Από την άλλη όμως ο χαρακτήρας του εγχειρήματος δείχνει καθήλωση σε πολιτικές
φιλανθρωπίας και ενεργοποίησης όχι του κράτους, αλλά της κοινωνίας πολιτών. Σε
μεγάλο βαθμό η επιτροπή αυτή φαίνεται πως έρχεται σε ανταγωνισμό με την επιτροπή
της Σοφίας ή και τις δικές της δραστηριότητες.39 Συνεπώς, δεν υπάρχει μια ενιαία
κρατική παρέμβαση, αλλά ενεργοποιούνται οι διάφοροι πολιτικοί και οικονομικοί
συνασπισμοί με την έγκριση του κράτους. Το Εμπρός γράφοντας πως “πριν ή το Κράτος
ιδρύση το ταμείον συντάξεων δια τους αναπήρους του πολέμου, η Α.Μ. Βασίλισσα
προλαμβάνουσα αυτό”, παρουσιάζει την δράση της βασίλισσας ως μια πρακτική που δεν
υποκαθιστά το κράτος, αλλά προηγείται αυτού.40 Η βασιλική φιλανθρωπία διεκδικεί τον
ρόλο του σωτήρα όσο το κοινωνικό κράτος του Βενιζέλου δεν τον αναλαμβάνει.41
Από αρκετά νωρίς, φαίνεται πως βρέθηκε μια λύση για την επαγγελματική
αποκατάσταση των αναπήρων. Ήδη από τέλη του 1913 προωθήθηκε η ιδέα για την
παραχώρηση περιπτέρων στους “καταστάντας ανίκανους προς εργασίαν τραυματίας του
πολέμου” η οποία έγινε αποδεκτή με μεγάλη ανακούφιση και χαρά από το Εμπρός
σημειώνοντας πως πρέπει “να χειροκροτηθή”. Οι πρώτες εφαρμογές αυτής της ιδέας
έγιναν από τον Δήμο Αθηναίων τον Οκτώβριο του 1913, όταν αποφασίστηκε να
κατασκευαστούν περίπτερα και να παραχωρηθούν δωρεάν σε αναπήρους πολέμου.42 Τον
Απρίλιο του 1914 με νόμο επιτράπηκε στην Επιτροπή περιθάλψεως των απόρων
οικογενειών να κατασκευάζουν“ιδίαις δαπάναις” και όχι με κρατικά χρήματα περίπτερα
στις δημόσιες και δημοτικές πλατείες. Τα περίπτερα αυτά παραχωρούνταν με κλήρωση
πρώτα σε δημότες αναπήρους πολέμου της συγκεκριμένης πόλης και στη συνέχεια σε
ετεροδημότες.43 Η επόμενη ιδέα που βρήκε εφαρμογή ήταν “να προτιμώνται οι ανάπηροι
πολέμου εις διαφόρους επιστασίας” καθώς η μικρή σύνταξη ήταν ανεπαρκής. Ωστόσο, το

39
Για παράδειγμα προκύπτει πως η Βασίλισσα πλέον συνεχίζει την δική της αυτόνομη φιλανθρωπική
δράση προσφέροντας χρηματικά ποσά σε αναπήρους και θύματα πολέμου που είχαν άμεση ανάγκη. Την
επιλογή των ευεργετούμενων ανέλαβε μία κυρία επί των τιμών με κριτήρια δικά της. Εμπρός, 18
Αυγούστου1913.
40
Εμπρός, 7 Δεκεμβρίου 1913.
41
Η φιλανθρωπία εξαίρεται γενικώς, αλλά στο Εμπρός διαβάζει κανείς απόψεις κριτικές ως προς αυτήν,
κυρίως ως προς τον χαρακτήρα των υπηρεσιών που προσφέρει. Συγκεκριμένα οι αρθρογράφοι
διαμαρτύρονται για την έλλειψη χρώματος στην ενδυμασία και ως εκ τούτου και στον κόσμο των ορφανών
“κορασίδων”. Εμπρός, 5,7 Μαΐου 1915.
42
Εμπρός, 18-19 Οκτωβρίου 1913.
43
“Περί κατασκευής υπό της Επιτροπής περιθάλψεως ....περιπτέρων ... δια τους τραυματίας πολέμου”,
Νόμος 254, 25 Απριλίου 1914, ΦΕΚ, αρ. φ. 113, 28 Απριλίου 1914.
Εμπρός αμφισβητούσε την αποτελεσματικότητα αυτού του μέτρου υποστηρίζοντας πως
δεν είναι δυνατόν ένας άνθρωπος με ένα πόδι να γίνει επιστάτης σχολείου και να
επιβλέπει μικρούς μαθητές. Ούτε κάποιος με φυματίωση να γίνει θυρωρός. Επίσης,
υπήρχαν πολλές διαμαρτυρίες πως τελικά οι δημοτικές αρχές δεν προτιμούσαν
αναπήρους πολέμου.44 Ακόμα φαίνεται πως προωθούνται πολλές και διαφορετικές ιδέες
πριν καταλήξουν στην βασική κατεύθυνση, δηλαδή στα περίπτερα.
Αλλά το κύριο ζήτημα αυτήν την περίοδο παρέμεναν οι συντάξεις και οι
αποζημιώσεις. Τον Δεκέμβριο του 1913 ο Υπουργός Στρατιωτικών κάλεσε όλους τους
τραυματίες πολέμου να εξετασθούν από το Ανώτατο Υγειονομικό Συμβούλιο για να
λάβουν σύνταξη. Τελικά η σύνταξη δόθηκε, όμως χαρακτηρίζεται από το Εμπρός
“μικρά”. Επίσης, δημοσιεύματα της εφημερίδας διαμαρτύρονται για την
αναποτελεσματικότητα του Α.Υ. Συμβουλίου.45 Από τις αρχές του 1914 αρχίζει η
Επιτροπή να παραχωρεί συντάξεις σε αναπήρους και θύματα πολέμου πληρώνοντας από
το Δημόσιο ταμείο. Ωστόσο, με νόμο τον Απρίλιο τα ποσά αυτά θεωρούνται
προκαταβολή “μέχρι οριστικού διακανονισμού και πληρωμής των συντάξεων”.46
Ο νόμος 438 ψηφίστηκε τελικά τον Νοέμβριο του 1914. Ορίζει ότι “τα τραύματα
και τα νοσήματα, προερχόμενα εκ συμβεβηκότων του πολέμου ή δυστυχημάτων εν τη
εκτελέσει διατεταγμένης υπηρεσίας, παρέχουσι δικαίωμα προς σύνταξιν αποστρατείας ή
προς απολαυήν προσκαίρου αποζημιώσεως”. Εάν τα τραύματα αυτά “επιφέρωσιν
τύφλωσιν ή ακρωτηριασμόν ή παντελή αχρηστία ενός ή πλειοτέρων μελών παρέχουσιν
άμεσον δικαίωμα προς σύνταξιν”. Τα ελαφρότερα τραύματα ή νοσήματα “παρέχουσι
δικαίωμα συντάξεως” στους αξιωματικούς και στους πολίτες εφόσον καθιστούν αυτούς
ανίκανους να ασκήσουν το προηγούμενο επάγγελμά τους. Τα τραύματα αυτά
διακρίνονται σε δύο κατηγορίες, α) σε αυτά που μπορούν να θεραπευτούν και β) σε αυτά
που επιφέρουν μεγάλη μείωση της ικανότητας για εργασία. Με βάση αυτά τα κριτήρια οι
αποζημιώσεις και οι συντάξεις διαφέρουν σε διάρκεια και ποσό. Τα ελαφρά τραύματα
οδηγούν σε μόνιμη σύνταξη εφόσον μετά από τις θεραπείες προκαλέσουν μείωση της
ικανότητας εργασίας κατά 60%. Τα βαρέα και ανίατα τραύματα παρέχουν δικαίωμα

44
Εμπρός, 20 Ιανουαρίου 1914, Σκριπ, 30 Μαΐου 1914, 9 Ιουνίου 1914.
45
Εμπρός, 4 Δεκεμβρίου 1913, 20 Ιανουαρίου 1914, 10 Μαρτίου 1914.
46
“Περί καταλογισμού χορηγηθεισών χρηματικών ποσών παρά της επιτροπής περιθάλψεως ....”, Νόμος
256, 30 Απριλίου 1914, ΦΕΚ, αρ.φ. 117, 30 Απριλίου 1914.
συνταξης εφόσον με βάση τον πίνακα: α) “εισίν ανίατα”, β) “επιφέρωσιν μείωσιν της
ικανότητος τουλάχιστον 60%”, γ) “επισυνέβησαν εν πολέμω ή εν τη εκτελέσει
διατεταγμένης υπηρεσίας”. Η σύνταξη για τους αξιωματικούς που τυφλώθηκαν και στα
δύο μάτια ή και στα δύο μέλη ή υπέστησαν “παντελή αχρηστία” ορίζεται στο ύψος του εν
ενεργεία μισθού τους. Η σύνταξη των οπλιτών των αντίστοιχων κατηγοριών ορίζεται στο
“διπλάσιο του μεγίστου όρου της συντάξεως του βαθμού” τους. Τα τραύματα που
οδήγησαν στον ακρωτηριασμό ή την παντελή αχρηστία ενός μέλους επιφέρουν σύνταξη
στο μέγιστο ύψος της σύνταξης του βαθμού κάθε αξιωματικού ή στρατιώτη. Οι τρεις
κατηγορίες για τα ελαφρά τραύματα ορίζονται 10-20%, 20-40%, 40-60%.
σε δρχ στρατιώτου δεκανέως λοχίου επιλοχίου ανθυπασπιστού
1η κατηγορία 110 125 125 150 250
2η κατηγορία 160 160 175 210 300
3 κατηγορία 210 210 225 250 350

Οι κατηγορίες ανικανότητας για τα σοβαρά τραύματα ορίζονται 4, 60-70%, 70-80%,


80-90%, 90-99%.
σε δρχ στρατιώτου δεκανέως λοχίου επιλοχίου ανθυπασπιστού
1η κατηγορία 204 216 252 300 396
2η κατηγορία 252 264 288 348 456
3 κατηγορία 288 300 324 396 516
4 κατηγορία 324 336 372 444 600

Στους μη συνταξιούχους εφέδρους αξιωματικούς που δεν δικαιούνται σύνταξη, αλλά


φέρουν θεραπεύσιμα τραύματα ή νοσήματα δίδεται αποζημίωση ίση με τα 2/3 του
ελάχιστου όρου της σύνταξης του βαθμού τους. Οι αποζημιώσεις και οι συντάξεις
παραχωρούνται μετά από γνωμοδότηση της Ανωτάτης Στρατιωτική ή Ναυτικής
Υγειονομικής Επιτροπής και απονέμονται με Βασιλικό Διάταγμα. Οι διατάξεις αυτές
αφορούν τους στρατεύσιμους των πολέμων 1912-1913 εφόσον δεν έχει αποφανθεί ακόμα
η Ανωτάτη Υγειονομική του Στρατού Επιτροπή. Τέλος, ο νόμος εμπεριέχει παράγραφο
για τους χωροφύλακες, αλλά και για τους τραυματίες από υπηρεσία σε αεροπλάνα ή
υδροπλάνα.47
Μια άλλη προσφορά του κράτους προς τους αναπήρους ήταν η θεμελίωση του
δικαιώματος λουτροθεραπείας. Με νόμο αποφασίστηκε να ιδρύονται με ευθύνη του
Υπουργού Στρατιωτικών πρόσκαιρα στρατιωτικά νοσοκομεία σε ιαματικές πηγές κατά
την περίοδο του καλοκαιριού. Ταυτόχρονα, δίνεται η δυνατότητα της χρήσης
νοσοκομείων κρατικών ή φιλανθρωπικών σωματείων με πληρωτέο νοσήλειο κατά άτομο
5 δρχ ημερησίως το ανώτερο. Επίσης, επιτρέπεται η χρήση θεραπείας σε μη στρατιωτικά
νοσοκομεία με το κράτος να αναλαμβάνει τα έξοδα.48 Στην κατεύθυνση της ενίσχυσης
των λουτροθεραπειών το κράτος συγκρότησε το 1915 ειδική επιτροπή για την
αξιοποίηση των ιαματικών λουτρών.49
Η κοινωνία των πολιτών μέσω των φιλανθρωπικών πρωτοβουλιών θα συνεχίσει να
λαμβάνει πρωτοβουλίες. Στα 1914 συγκροτήθηκαν τα σωματεία Πατριωτικός Σύνδεσμος
Ελληνίδων και Οικονομικόν Συσσίτιον. Το πρώτο μάλιστα θα επιχειρήσει να επιλύσει το
ζήτημα επαγγελματικής αποκατάστασης μέσω της ίδρυσης “μεγάρου των απομάχων”.
Μια “επιτροπή εξ επιλέκτων μελών της παρ ημιν κοινωνίας ανεκοίνωσεν ήδη την
σύστασίν της εις τον κ. υπουργόν των Εσωτερικών, όστις επεκρότησε την ωραίαν ιδέαν”,
ενώ πολλοί προτείνουν την εκμετάλλευση για το Μέγαρο της μεγάλης δωρεάς ενός
εκατομ. φράγκων του ομογενούς Ζαχάρωφ.50 Ωστόσο, προς το παρόν αυτή η επιτροπή
δεν θα επιφέρει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Για τον χαρακτήρα αυτού του μεγάρου
βλέπουμε στο δημόσιο λόγο να αντιγράφονται ιδέες από το εξωτερικό, όπως για
παράδειγμα μια σχολή εκπαίδευσης αναπήρων πολέμου στην πόλη Μπουρζ της Γαλλίας.
47
“Περί συντάξεως αποστρατείας ένεκα τραυμάτων ή νοσημάτων”, Νόμος 438, 27 Νοεμβρίου 1914, ΦΕΚ,
αρ.φ., 361, 4 Δεκεμβρίου 1914. Στα 1915 ιδρύθηκε ειδικό “Ταμείο περιθάλψεως των οικογενειών των
οπλιτών”, δηλαδή των εν ενεργεία στρατιωτών. “Περί συστάσεως και λειτουργίας ειδικού ταμείου
περιθάλψεως των οικογενειών των οπλιτών”, Βασιλικό Διάταγμα, 11 Σεπτεμβρίου 1915, ΦΕΚ, αρ.φ. 319,
17 Σεπτεμβρίου 1915. Ο επιμερισμός της ευθύνης της αποκατάστασης σε όλη την κοινωνία μέσω της
αύξησης των ειδικών φόρων, π.χ. των εισιτηρίων στις μεταφορές, δεν έγινε χωρίς αντιδράσεις από
εργατικά σωματεία. Βέβαια, οι καταγεγραμμένες αντιδράσεις αφορούσαν την κατεύθυνση των εσόδων
προς ανάπηρους αξιωματικούς και όχι οπλίτες υποδεικνύοντας μάλλον “ταξική αλληλεγγύη” καθώς τα
σωματεία προτιμούσαν αυτή η “οικονομική θυσία” να ωφελεί οπλίτες. Σκριπ, 5 Ιουνίου 1916.
48
“Περί ιδρύσεως προσκαίρων νοσοκομείων εις λουτροπόλεις.... “, Νόμος 312, 11 Οκτωβρίου 1914, ΦΕΚ,
αρ.φ., 18 Οκτωβρίου 1914. “Περί εκτελέσεως του νόμου 312 ....”, Βασιλικό Διάταγμα, 17/11/1914, ΦΕΚ
αρ.φ., 347, 25 Νοεμβρίου 1914. “Περί Ιδρύσεως προσκαίρου νοσοκομείου λουτρών εν Αιδηψώ”, Βασιλικό
Διάταγμα, 28 Ιουλίου 1915, ΦΕΚ, αρ.φ.277, 14 Αυγούστου1915.
49
“Περί προσθήκης νέων μελών εις την επιτροπήν προς εκμετάλλευσιν των ιαματικών πηγών”, Βασιλικό
Διάταγμα, 14 Φεβρουαρίου 1916, ΦΕΚ, αρ.φ. 37, 20 Φεβρουαρίου 1916.
50
Εμπρός, 24 Ιανουαρίου 1914, Σκριπ, 4 Ιουλίου 1914. Πρόκειται για τον γνωστό έμπορο όπλων. Κατά
έναν τρόπο προσφέρει δωρεές για τα θύματα των πολέμων από τους οποίους προήλθαν τα κέρδη του.
Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, “Ο μεγιστάνας που αιματοκύλισε τον κόσμο”, Το Βήμα, 15 Ιουλίου 2012.
Σε αυτήν οι ανάπηροι διδάσκονται ξυλουργική, υποδηματοποιία, ραπτική, τυπογραφία,
αλλά και άλλες δεξιότητες ώστε να γίνουν υπάλληλοι γραφείων ή καταστημάτων.51
Γενικά οι εφημερίδες διαβάζουν κάθε σχετική είδηση για τους τρόπους που επινοούν οι
δυτικοευρωπαίοι για την επαγγελματική αποκατάσταση των αναπήρων, όπως π.χ. την
προσπάθεια των γερμανών να αναπτύξουν την σηροτροφία θεωρώντας ότι θα ήταν μια
εύκολη εργασία για τους αναπήρους.52
Το ζήτημα της αποκατάστασης των χαμένων μελών και της κινητικότητας των
αναπήρων απασχόλησε επίσης τον τύπο.53 Το Εμπρός παρουσιάζει τις προσπάθειες των
ιατρών των στρατιωτικών νοσοκομείων της Βιέννης να αντιγράψουν μεθόδους
αμερικανών ώστε να γίνει δυνατόν οι ανάπηροι να περπατούν και να γράφουν με τεχνητά
μέλη. Και καλεί τους τραυματίες του πολέμου να μην απελπίζονται.54 Επίσης, εξαίρει
την εξέλιξη της ορθοπεδικής εν καιρώ πολέμου παρουσιάζοντας διαλέξεις της
Γερμανικής Εταιρείας Ορθοπεδικής και του Συνδέσμου Περιθάλψεως των Αναπήρων της
Γερμανίας.55 Ακόμα απασχολεί και το ζήτημα της “αλαλίας”, δηλαδή των ψυχικών
νοσημάτων που άφησε ο πόλεμος.56 Τέλος, την ίδια περίοδο το Εμπρός ζητούσε την
δημιουργία νέων κλινών για τους φυματικούς ανάπηρους πολέμου στο νοσοκομείο
Σωτηρία.57
Το 1917-18 το ελληνικό κράτος συμμετείχε στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Εάν στους
βαλκανικούς πολέμους οι συγκρούσεις στα πεδία των μαχών και η γρήγορη ελληνική
επέλαση επέτρεπαν στον αστικό τύπο να υποβαθμίζει ή να εξευγενίζει τις ανθρώπινες
απώλειες, κανείς δεν μπορούσε να κρύψει την σύγχρονη πολεμική βαρβαρότητα του
“Μεγάλου Πολέμου.” Η μάχη του Σκρα, η χαρακτηριζόμενη από τον βενιζελικό τύπο
εποποιία, επέφερε τις μεγαλύτερες απώλειες στον ελληνικό στρατό σε σχέση με όλες τις
μέχρι τότε μάχες. Νεκροί 29 αξιωματικοί και 412 οπλίτες, και τραυματίες, 69
αξιωματικοί και 2135 οπλίτες. Οι στρατιώτες έζησαν μέσα στους τάφους των

51
Εμπρός, 9 Ιουλίου 1915.
52
Εμπρός, 18 Οκτωβρίου 1915
53
Για παράδειγμα δημοσιεύονται και διαφημίσεις αναπηρικών καροτσιών. Εμπρός, 17 Μαΐου 1914.
54
Εμπρός, 20 Ιουνίου 1915.
55
Εμπρός, 14 Απριλίου 1916.
56
Εμπρός, 25 Σεπτεμβρίου 1916.
57
Για πρώτη φορά ασκήθηκε κριτική στην διαφοροποίηση της περίθαλψης ανάμεσα σε αξιωματικούς και
απλούς οπλίτες. “Γιατί έστειλαν αξιωματικούς στα σανατόρια και τα ξενοδοχεία της Ελβετίας”,
αναρωτιέται η εφημερίδα, “η πατρίς δεν έχει μικροτέραν οφειλήν εις τους απλούς στρατιώτας;” Εμπρός, 20
Ιανουαρίου 1914.
χαρακωμάτων, ενώ για πρώτη φορά αντιμετώπισαν χημικά τα οποία προκαλούσαν
τύφλωση και άλλες παθήσεις προσφέροντας ένα νέο είδος τραυματιών πολέμου.58
Από το 1914 μέχρι το 1918 η πολιτεία διαρκώς εκσυγχρονίζει και εξελίσσει τη
νομοθεσία και τις υποδομές της για την περίθαλψη και την αποκατάσταση των
τραυματιών πολέμου.59 Αυτή η προσπάθεια εντάσσεται συνολικά στην προσπάθεια
ιατρικών και υγειονομικών υπηρεσιών, κυρίως όμως στις βόρειες νέες επαρχίες.60 Οι
πρώτες εκδηλώσεις μέτρων κρατικής μέριμνας της «φιλοανταντικής» κυβέρνησης
Εθνικής Άμυνας στη Θεσσαλονίκη το 1917 αφορούσαν τη σύσταση της «Ανωτάτης
Διευθύνσεως Περιθάλψεως». Κατά το ίδιο έτος και με την επικράτηση των βενιζελικών
στην Αθήνα συγκεντρώθηκαν οι διάσπαρτες υπηρεσίες υγείας και πρόνοιας σε αυτόνομο
«Υπουργείον Περιθάλψεως». Στο συγκεκριμένο Υπουργείο εντάχθηκαν οι αρμοδιότητες
της μέριμνας για την περίθαλψη των θυμάτων του πολέμου, των ορφανών και των
προσφύγων, καθώς και των οικογενειών των επιστράτων. Συνεπώς, το κύριο έργο της
περίθαλψης των νέων τραυματιών ανέλαβε μαζί με το Υπουργείο Στρατιωτικών και το
Υπουργείο Περιθάλψεως.61
Η κυβέρνηση Βενιζέλου επεξέτεινε με τον νόμο 759 το δικαίωμα περίθαλψης στους
τραυματίες και τις οικογένειές τους, αλλά και στις οικογένειες των νεκρών των πολέμων
(στη χήρα σύζυγο, στα ανήλικα παιδιά, στους αδελφούς και τις αδελφές και στους γονείς
εφόσον είναι ανίκανοι προς εργασία). Προέβλεπε τη χορήγηση ανάλογα με την
περίπτωση, εφάπαξ ή μηνιαίου, προσωρινού ή πρόσκαιρου βοηθήματος, αλλά και
υποστήριξη για την εύρεση εργασίας, παροχή συσσιτίων, ιατρική περίθαλψη, νοσηλεία
και διατροφή σε ιδρύματα και άσυλα, όπως και ειδική επιμέλεια των νεαρών μελών της
οικογένειας. Τα διατεθεισόμενα ποσά θα προέρχονταν από τον τακτικό προϋπολογισμό

58
Ριζοσπάστης, 7 Απριλίου 1918, Πατρίς, 17 Ιουνίου 1918.
59
¨Περί καταρτισμού στρατιωτικών νοσοκομείων”, Νόμος 437, 27 Νοεμβρίου 1914, ΦΕΚ, αρ.φ.361, 4
Δεκεμβρίου 1914. “Περι κανονισμού υπηρεσίας των γυναικών νοσοκόμων”, Βασιλικό Διάταγμα , 12
Ιανουαρίου 1915, ΦΕΚ αρ.φ. 30, 23 Ιανουαρίου 1915. Πατρις, 18 Απριλίου 1918.
60
Χρήστος Ζηλίδης, “η επιδημιολογική πραγματικότητα στην Ελλάδα την περίοδο του μεσοπολέμου και η πολιτική
για την οργάνωση των υπηρεσιών υγείας”, στο Γ. Κυριόπουλος (επιμ.), Δημόσια υγεία και κοινωνική πολιτική....,
ό.π., σσ. 131-149, σ. 140.
61
Θεόδωρος Δαρδαβέσης, “Η Ιστορική πορεία του Υπουργείου Υγείας στην Ελλάδα (1833-1981), π.
Ιατρικό Βήμα, Οκτώβριος-Νοέμβριος 2008, σσ. 50-61, σ. 52. “Περί συστάσεως Υπουργείου Περιθάλψεως”,
Νομοθετικό Διάταγμα, ΦΕΚ 112, 14 Ιουνίου 1917. “Περί κυρώσεως του ΒΔ της 8 Ιουλίου 1917. Περί της
Αρμοδιότητος του υπουργείου Περιθάλψεως και περί της οργανώσεως των υπηρεσιών αυτού”, Νόμος 757,
23 Αυγούστου 1917, ΦΕΚ αρ.φ.173, 24 Αυγούστου 1917. “Περί ενεργείας υπό του ταμείου της
περιθάλψεως και των πληρωμών κατά τον 759 νόμον περι της περιθάλψεως των θυμάτων πολέμου”,
Βασιλικό Διάταγμα, 11 Σεπτεμβρίου 1917, ΦΕΚ, αρ.φ.199, 14 Σεπτεμβρίου 1917.
του Υπουργείου Περίθαλψης.62 Παράλληλα, ιδρύθηκε στο Υπουργείο Περίθαλψης
αυτοτελές “τμήμα περιθάλψεως του πολέμου” αναλαμβάνοντας την ευθύνη της
εκτέλεσης του νόμου και την καθοδήγηση μιας νέας 15μελούς Επιτροπής Περιθάλψεως
με πρόεδρον τον ίδιο τον υπουργό Περιθάλψεως.63 Στα μέσα του 1918, ιδρύθηκε το
Πατριωτικό Ίδρυμα Περιθάλψεως με σκοπό την παροχή “παντός είδους συνδρομής και
περιθάλψεως εις στρατευομένους και τας οικογενείας αυτών, εις παθόντας εξ εθνικών
λόγων ή θεομηνιών, εις απόρους, ασθενείς, αναπήρους και εις απροστατεύτους γυναίκας
και παιδία.” Σε αυτό το ίδρυμα ενσωματώθηκαν όλες οι προηγούμενες φιλανθρωπικές
επιτροπές και ιδρύματα μαζί με την περιουσία τους.64
Με αυτόν τον τρόπο η φιλανθρωπική δραστηριότητα των προηγουμένων ετών
ενσωματώθηκε και αναλήφθηκε σε μεγάλο βαθμό από έναν κρατικό οργανισμό. Ωστόσο,
η κοινωνία των πολιτών συνέχιζε να διεκδικεί ρόλο. Στην πράξη αστές κυρίες
αναλαμβάνουν την διοίκηση των διαφόρων τμημάτων του Πατριωτικού Ιδρύματος.65
Επίσης, η φιλανθρωπική δραστηριότητα αποτελεί στις συνθήκες του Εθνικού Διχασμού
αναγκαίο συμπλήρωμα της πολιτικής δραστηριότητας των διαφόρων συλλόγων
Φιλελευθέρων οι οποίοι υποστηρίζουν την είσοδο στον πόλεμο, όπως η Πατριωτική
Ένωσις, ο Πατριωτικός Σύνδεσμος Φιλελευθέρων κ.α., συνέχιζαν την δράση τους
δηλώνοντας πως “το κράτος και η ιδιωτική πρωτοβουλία φιλοτίμως αμιλλώνται όπως
συμπληρώσωσι και θεραπεύσουσι τας ανάγκας των” αναπήρων. Βέβαια, συχνά η δράση
τους πέρα από την συγκέντρωση εισφορών περιοριζόταν στην συγκέντρωση εφημερίδων,
βιβλίων και περιοδικών ή στην έκδοση βιβλίων για τους ήρωες.66
Φαίνεται λοιπόν πως κατά την διάρκεια του πρώτου παγκοσμίου πολέμου η
κοινωνία των πολιτών εμφανίστηκε σχετικά λιγότερο στο προσκήνιο. Από τη μία οι

62
Για την ενίσχυση του Ταμείου δημιουργήθηκε νέο ταχυδρομικό τέλος, ενώ περιήλθαν σε αυτό ολόκληρη
η πρόσοδος από τον φόρο των δημοσίων θεαμάτων, τα έσοδα από εράνους, από ιδρύματα περιθάλψεως,
από τους φόρους των περιπτέρων, από εισφορά του δημοσίου και δωρεές και κληρονομιές υπέρ των
θυμάτων πολέμου. Συγκροτήθηκε ειδική επιτροπή από 15 ώς 20 μέλη, εκ των οποίων τα 5 ήταν δημόσιοι
υπάλληλοι, με ευθύνη την λειτουργία αγαθοεργών καταστημάτων και συσσιτίων, την ίδρυση περιπτέρων
και την παραχώρηση αυτών με ή χωρίς ενοίκιο, την διενέργεια εράνων και γενικότερα την εφαρμογή όσων
προβλέπει ο νόμος.
63
“Περί Περιθάλψεως των θυμάτων του πολέμου”, Νόμος 759, 23 Αυγούστου 1917, ΦΕΚ, αρ.φ., 174, 25
Αυγούστου 1917.
64
“Περι συστάσεως πατριωτικού ιδρύματος περιθάλψεως”, Νόμος 808, 31 Αυγούστου 1917, ΦΕΚ αρ.φ.,
183, 2 Σεπτεμβρίου 1917. Πατρίς, 17 Απριλίου1918.
65
Ριζοσπάστης, 27 Οκτωβρίου 1919.
66
Πατρίς, 10-11 Απριλίου 1918, 20 Απριλίου 1918, 8 Μαΐου 1918.
τραυματίες ήταν πολύ λιγότεροι από τους βαλκανικούς πολέμους και από την άλλη ο
πληθυσμός της νότιας Ελλάδας και ιδιαίτερα της Αθήνας δεν ταυτιζόταν με την
κυβερνητική πολιτική, ώστε να εμπλακεί με πάθος στην υπόθεση. Σε κάθε περίπτωση
είναι φανερή η μετατόπιση της δράσης από την κοινωνία πολιτών στο ίδιο το κράτος.
Σίγουρα, ως ένα βαθμό η αιτία αυτής της αλλαγής ήταν μια νεωτερική αντίληψη
ενίσχυσης του ρόλου του κράτους, μια κοινή εξέλιξη σε όλες τις χώρες που εμπλέκονταν
στον Α΄ Παγκ. Πόλεμο, αλλά και η συλλογική εμπειρία των προηγουμένων πολέμων.
Από την άλλη αφορμή θα μπορούσε να ήταν η αδιαφορία του πληθυσμού να αναλάβει
ξανά έναν αντίστοιχο τέτοιο ρόλο. Η αιτία αυτής της διαφορετικής στάσης του
πληθυσμού της Παλαιάς Ελλάδας εδράζεται στην αίσθηση ότι το βάρος των πρώτων
πολέμων είναι ήδη μεγάλο. Είναι κοινός τόπος πως η συμπόρευση πλατιών λαϊκών
στρωμάτων με τον κωνσταντινισμό εδράζεται στην άρνησή του να εμπλακεί σε νέες
πολεμικές περιπέτειες.67 Κατηγορώντας τους βενιζελικούς γιατί επιζητούν τον πόλεμο
τους χαρακτηρίζει απαίσιους κόρακες που “θέλουν να χορτάσουν με σάρκας ελληνικάς
και να ροφήξουν αίμα ελληνικό” και δείχνει τις θρηνούσες “απορφανισθείσες” μητέρες
και παιδιά. Οι πληγές των τελευταίων πολέμων γράφει πως δεν έχουν επουλωθεί ακόμα,
τα ταμεία του κράτους είναι άδεια και ο λαός μαστίζεται από φτώχεια με ορατό τον
κίνδυνο μιας κοινωνικής επανάστασης στην Πελοπόννησο.68 Σε αυτήν την κατεύθυνση
για παράδειγμα η αντιμετώπιση του ζητήματος των αναπήρων πολέμων από τον
αντιβενιζελικό τύπο είναι αισθητά μετατοπισμένη. Το ηρωικό στοιχείο έχει υποχωρήσει,
ενώ έχει ενισχυθεί η αίσθηση του κοινωνικού προβλήματος. Οι συντάξεις δεν δείχνουν
να το έχουν επιλύσει, ενώ αντίθετα, κάποιοι πιστεύουν πως δεν είναι η σωστή λύση. Οι
ανάπηροι πολέμου ως απόκληροι ζουν από την επαιτεία προκαλώντας την κοινωνικά
ρατσιστική αντίδραση μερίδας του πληθυσμού. Φαίνεται πως το ενδιαφέρον της “καλής
αστικής κοινωνίας”, κυρίως των βενιζελικών αστών, μετατοπίζεται από τους ίδιους τους
τραυματίες τους οποίους αναλαμβάνει το ίδιο το κράτος, στους αναπήρους πολέμου.
Αυτό όμως, όπως θα διαπιστώσουμε στην συνέχεια, δεν είναι τυχαίο, αλλά συνδέεται με
το ζήτημα της επαιτείας.
Από πολύ νωρίς η ανάγκη για την αποσυμφόρηση των νοσοκομείων οδήγησε στην

67
Το Σκριπ είναι σαφές ήδη από το 1915.
68
Σκριπ, 10 Μαρτίου 1915.
απόφαση να χορηγηθεί άδεια σε όσους ήταν ελαφρά τραυματισμένοι ώστε να
νοσηλευθούν στις οικίες τους.69 Ωστόσο πολλοί τραυματίες πολέμου βρέθηκαν
ανήμποροι κυριολεκτικά στον δρόμο, αφού τα σπίτια τους ήταν στην περιφέρεια ή
χρειάζονταν ακόμα νοσοκομειακή περίθαλψη. Έτσι, οι τραυματίες και ανάπηροι πολέμου
έγιναν μια καθημερινή εικόνα στην οποία οι αθηναίοι καλούνταν να προσαρμοστούν και
με την οποία οι χρονικογράφοι καλούνταν να αναμετρηθούν.70 Όπως έχει αναφερθεί, το
φαινόμενο δεν ήταν καινοφανές στην αθηναϊκή κοινωνία. Εμφανίζεται από τις απαρχές
του ελληνικού κράτους κληροδοτώντας στον 20ο αιώνα νοοτροπίες και μεθόδους για την
θεραπεία του οι οποίες αντιμετώπιζαν την φτώχια ως “κοινωνικό νόσημα”.71 Στα μέσα
του 1914 οι περιγραφές των χρονικογράφων είναι χαρακτηριστικές. Με τίτλο να
“προληφθή το κακό” ο αρθρογράφος του Σκριπ δηλώνει τον αποτροπιασμό του για το
“αγριο”, και “ελεεινό” θέαμα ενός στρατιώτη τραυματία να ζητιανεύσει στην πλ.
Συντάγματος το οποίο “ραπίζει αυτήν ταύτην την πολιτείαν κατά πρόσωπον”. Για την
ανάγκη πρόληψης του “κακού αυτού” πριν επεκταθεί καλεί το κράτος και τους
πλουσίους να συντρέξουν.72 Αλλά, όπως φαίνεται, δεν προλαβαν: “Ολόκληρος
πληθυσμός αθλίων”, γράφει το Εμπρός, “εδώ η παράταξίς των αρχίζει από την οδόν
Σταδίου και οι ερχόμενοι εις την εκκλησίαν όπως και οι απερχόμενοι παρακολουθούνται
από θρηνολογήματα και τας ικασίας και βλέπουν όλων των ειδών τας αθλιότητας.
Ορίστε... Διευθυνόμενοι προς την οδόν Σταδίου διηρχόμενοι μεταξύ αναπήρων
προτεινόντων τους σκούφους των ή επιδεικνυόντων μέλη παραμορφωμένα. Εις εξ αυτών
προέβαλε βραχίονα κομμένον από δυναμίτιδα και ο μετ΄ εμού βαδίζων ωπισθοδρόμισε με
φρίκην”. Μερικές φορές οι ανάπηροι δεν αντιμετωπίζονται ως κομμάτι της κοινωνίας,
αλλά ως ξένοι: “Δεν πιστεύω να είνε όλοι αυτοί συμπολίται μας. Υποθέτω ότι έρχονται
και από τας επαρχίας,” γράφει ο ίδιος.73 Έναν χρόνο αργότερα ο χρονικογράφος του
Εμπρός συνεχίζει να θεωρεί πως οι ζητιάνοι έχουν μεταβάλει τους δρόμους “εις
δενδροστοιχίαν αθλιότητος έτσι που παρατάσσονται εκατέρωθεν”. Σημειώνει πως οι
Αθηναίοι φτωχοί πηγαίνουν στα συσσίτια, ενώ αυτό “είνε κάθε καρυάς καρύδι”,
69
Εμπρός, 12 Σεπτεμβρίου 1912.
70
Εμπρός, 3 Ιουνίου 1915, 18 Ιουλίου 1916.
71
Μ. Κορασίδου, ό.π., σ. 25-30, 65-93. “Ευγονικές απαντήσεις στην πρόκληση του εκσυγχρονισμού της
ελληνικής κοινωνίας (1900-1940)”, στο Γ. Κυριόπουλος (επιμ.), Δημόσια υγεία και κοινωνική πολιτική....,
ό.π., σσ. 336-353, σ.340-341.
72
Σκριπ, 28 Ιουλίου 1914.
73
Εμπρός, 5 Απριλίου 1914.
επαγγελματίες “επαίται όλης της Ελλάδος” που “συνηθροίσθησαν εις τας Αθήνας.”74 Ο
κοινωνικός ρατσισμός είναι εμφανής, ενώ απουσιάζει κάθε αναφορά στον πόλεμο.75
Σταδιακά λοιπόν σε μια μερίδα των κατοίκων το πρόβλημα της επαιτείας αποσυνδέεται
από τον πόλεμο και το αντιμετωπίζουν ως μία μάστιγα που χρειάζεται καταστολή και όχι
πρόνοια.
Το αίτημα της εκδίωξης των επαιτών τίθεται όλο και πιο έντονα. Σύμφωνα με τις
περιγραφές στα 1916, η κατάσταση στους δρόμους της Αθήνας δείχνει πλέον σταθερά
εικόνες από το “προσφυγικό” μέλλον, ενώ το ζήτημα της αποκατάστασης των αναπήρων
παρά τα νομοθετήματα δεν έχει επιλυθεί. “Ο αριθμός των επαιτούντων σήμερον εις τας
Αθήνας είνε καταπληκτικός”, γράφει ο χρονικογράφος του Εμπρός, “οπούδήποτε ευρεθή
κανείς θακούση την φωνήν επαίτου ή επαίτιδος η οποία ζητεί μια πεντάρα να πάρη
ψωμί”. Οι ανάπηροι πολέμου έχουν κατακλύσει τους δρόμους ως επαίτες προκαλώντας
την αγανάκτηση. Πολλοί απαιτούν την εξορία των ζητιάνων στις επαρχίες. Η εφημερίδα
Εμπρός απαντάει πως αυτό δεν είναι λύση αφού “θα μετατοπίση απλώς την επαιτείαν
χωρίς να την εξαλείψη και ο σκοπός δεν είναι αυτός”. Και εξηγώντας πως “είνε
αποτέλεσμα της καταστάσεως την οποία εδημιούργησεν ο πόλεμος” καθώς “μέρος των
πολλών δυστυχών οίτινες εξετοπίσθησαν από τα σπίτια των ή έχασαν την εργασίαν και
τους προστάτας των κατέφυγαν εις την επαιτείαν δια να μην αποθάνουν της πείνης”.
Συνεπώς συνιστά πως “πρέπει να τους ανεχώμεθα όπως ανεχώμεθα και τας άλλας
δυστυχίας τας οποίας εδημιούργησεν ο πόλεμος. Εις τους εκτάκτους καιρούς όλα είνε
έκτακτα”.76 Με αυτόν τον τρόπο ο χρονικογράφος της εφημερίδας Εμπρός
διαφοροποιείται αισθητά από τους άλλους συντάκτες της οι οποίοι το αντιμετωπίζουν
καθαρά ως ζήτημα άρνησης παραγωγικής εργασίας.77
Το Εμπρός χαιρετίζει την απόφαση της κυβέρνησης να εκκαθαρίσει την
πρωτεύουσα “από τα σμήνη των αέργων οι οποίοι την λυμαίνονται” καθώς αυξάνονται
καθημερινά τα κρούσματα κλοπών. Χαρακτηρίζοντας “τα σμήνη των αέργων”
λωποδυτικόν μίασμα που σωστά η πολιτεία “απολυμαίνει” σημειώνει επιπροσθέτως ότι

74
Εμπρός, 20 Μαΐου 1917.
75
Εμπρός, 4 Ιουλίου 1915.
76
Εμπρός, 14 Φεβρουαρίου 1916.
77
Για παράδειγμα θαυμάζει ως “έξυπνες” μεθόδους βασανισμού επαιτών-δήθεν αναπήρων που
εφαρμόζουν οι ολλανδικές αρχές, καθώς και “εις την Ολλανδίαν η πληγή των επαιτών είνε επίσης τρομερά
όπως εις την Ελλάδα”. Εμπρός, 11 Φεβρουαρίου 1916.
πρέπει να “απαλλάξη και τα πεζοδρόμια από το θέαμα των αστέγων, οι οποίοι κοιμώνται
κατά στίφη εις τας κρύπτας των υπογείων ή εις τους πάγκους των πλατειών”. Μάλιστα,
αναγνωρίζοντας πως η απέλασις δεν “συμβιβάζεται και πολύ με την φιλανθρωπία”
φτάνει στο σημείο να αμφισβητεί ότι “τούτο είνε και το καλλίτερον μέσον δια να
ελαττωθούν τα από τεμπελιάν, κακοποιά στοιχεία”.78
Σε άλλο άρθρο θεμελιώνεται πια ένας λόγος περί αναπήρων πολέμου οι οποίοι
παρουσιάζονται σαν βάρος στο κράτος και στους ιδιώτες φιλάνθρωπους. Δεν είναι λοιπόν
μόνο στόχος “να κερδηθή ο μέγιστος βαθμός της προς εργασίαν ικανότητα του
αναπήρου”, αλλά και “η ψυχική θεραπεία αυτού” ώστε “ούτος, δηλονότι, δέον να
διδαχθή την αγάπην προς την εργασίαν και δια της ιδίας εργασίας πεισθή ότι η ικανότης
προς το εργάζεσθαι είνε πολυτιμοτέρα των συντάξεων και επιδομάτων καθιστώσα αυτόν
υλικώς και ηθικώς ανεξάρτητον και ουχί δια βίου τρόφιμον και άχθος της Πολιτείας ή
του ενός και άλλου ιδιώτου.” Αυτός ο λόγος εκπροσωπώντας έναν κοινωνικό
συντηρητισμό και ρατσισμό θα επανέρχεται συχνά στην επιφάνεια μέχρι τον Β΄ Π.
Πόλεμο όταν οι ανάπηροι πολέμου θα υπενθυμίζουν με μαχητικό τρόπο τις υποχρεώσεις
της πολιτείας απέναντί τους. Προς το παρόν ο λόγος αυτός, αντλώντας παραδείγματα από
την Γερμανία και την Αυστρία, επαναφέρει το αίτημα για την πλήρη παραγωγική μέσω
της πλήρους σωματικής αποκατάστασης των αναπήρων. Οι ανάπηροι πολέμου μπορούν
να γίνουν το εκπαιδευμένο εργατικό δυναμικό που χρειάζεται η χώρα.79 Για να γίνει ένα
τέτοιο σχέδιο πράξη όμως χρειαζόταν ένα υψηλό επίπεδο τεχνολογικής εξέλιξης της
ελληνικής οικονομίας και ένα εκτεταμένο σύστημα εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Τα ίδια ή
ανάλογα επιχειρήματα για τον ρόλο των προσφύγων στην ελληνική βιομηχανία θα
γράφονται μερικά χρόνια αργότερα. Σίγουρα, τα νέα για την αύξηση της επιρροής των
μπολσεβίκων στους βούλγαρους αναπήρους πολέμου και η εξέγερση των αναπήρων
πολέμου στην Γερμανία θα προκαλούν προβληματισμό στους αστικούς κύκλους.80
Στα μέσα του 1917 επανέρχεται το αίτημα της επίλυσης του προβλήματος μέσω της
παραγωγικής εργασίας των αναπήρων. “Όχι στον Καιάδα” γιατί “η χριστιανική ηθική δεν
επιτρέπει τοιούτους καθαρισμούς”, αλλά όσοι απ’ αυτούς είνε ανάπηροι μη δυνάμενοι να
εργασθούν εις εν άσυλον, όπως το Άσυλον ανιάτων, βοηθούμενον οικονομικώς υπό του

78
Εμπρός, 2 Μαρτίου 1916.
79
Εμπρός, 21 Απριλίου 1916. Εμπρός, 10 Οκτωβρίου 1916.
80
Ριζοσπάστης, 28 Απριλίου 1918, 5 Ιανουαρίου 1918.
δημοσίου, οι δε άλλοι να καταδιώκωνται ως εξευτελίζοντες την ανθρώπινην
υπόστασιν”.81 Για παράδειγμα μεγάλη σημασία δίδεται στην διάλεξη και τις ιδέες του
βρετανού ειδικού Μώσσον περί επαγγελματικής αποκατάστασης και ειδικού
προσανατολισμού της οικονομίας. Στην διάλεξη μάλιστα προήδρευε ο ίδιος ο βασιλιάς,
ενώ παρακολουθούσε και παρενέβηκε με υποσχέσεις ο πρωθυπουργός.82
Οι ανάπηροι καθώς θα οργανώνονται συνδικαλιστικά και αυτόνομα ιδεολογικά θα
συγκροτούνται σταδιακά ως πολιτικό υποκείμενο και θα διατυπώνουν μια ανταγωνιστική
ρητορική στον κυρίαρχο δημόσιο λόγο. Στα 1918 διαβάζουμε τις πρώτες δικές τους
απόψεις. Ένας ανάπηρος πολέμου διαμαρτύρεται γιατί συνελήφθηκε σε μια απεργία
εξαιτίας της αρνητικής εντύπωσης που προκάλεσαν τα μπαλώματά του. Άλλος
αναφερόμενος στην ανθρωπιστική παρέμβαση στα “πολιτισμένα κράτη” διαμαρτύρεται
γιατί μόνο στην Ελλάδα το κράτος έχει ρίξει τους ανάπηρους πολέμους στον δρόμο, ενώ
με πολλές ταλαιπωρίες και “εξευτελιστικά σύρε κι’ έλα από γραφείο σε γραφείο” δίνει
μια ελάχιστη μηνιαία σύνταξη. Καταγγέλλει την εκμετάλλευση που γίνεται στα
“διαβόητα περίπτερα” αμφισβητώντας την αποτελεσματικότητα του θεσμού, ενώ
αναρωτιέται αν υπάρχει για αυτούς “να υψώσει κανείς φωνή”. Γενικά, υπερασπίζονται
την επιλογή των αναπήρων να καταφύγουν στην επαιτεία μεταφέροντας την ευθύνη στο
κράτος και τους αστούς.83
Συνοψίζοντας θα πρέπει να σημειωθεί πως ο νόμος 438 είναι πολύ σημαντικός γιατί
θεμελιώνει το δικαίωμα σύνταξης στους αναπήρους και τα θύματα του πολέμου. Ωστόσο,
η μηνιαία απόδοση της σύνταξης ήταν ελάχιστη από 5 έως 17 δρχ ανάλογα το βαθμό
αναπηρίας γιατί το κράτος προσανατολιζόταν σε μία πολιτική επαγγελματικής και όχι
επιδοματικής αποκατάστασης των αναπήρων και θυμάτων πολέμου. Την ίδια στιγμή
όμως απουσίαζε ένα πραγματικό σχέδιο επαγγελματικής αποκατάστασης. Και η έλλειψη

81
Εμπρός, 20 Μαΐου 1917.
82
Ο Μώσσον μεταφέρει από την Βρετανία τις ιδέες για την ίδρυση συνοικισμού αναπήρων πολέμου και
την εμπειρία της κρατικής, αλλά και “ιδιωτικής συλλογικής” πρωτοβουλίας για “την επαγγελματική και
την αυτών μόρφωσιν”. Η εφημερίδα εξαίρει “την άκρα φιλανθρωπίαν της Αγγλικής ψυχής” καθώς
ακολουθεί “το καθήκον της χριστιανικής αλληλεγγύης”, αλλά και την “παροιμιώδη θετικότητα του
αγγλικού πνεύματος” το οποίο επιδιώκει τον διττόν σκοπόν”, δηλαδή από τη μία την προσφορά
αξιοπρεπούς ζωής στα “ηρωικά θύματα” και από την άλλη ανάπτυξη για “την Αγγλικήν χειροτεχνίαν και
βιομηχανίαν, μορφώνον νέους κλάδους εργασίας τα προϊόντα των οποίων μέχρι της κηρύξεως του πολέμου
η Αγγλία εισήγεν εκ του εξωτερικού”. Ο Μώσσον πρότεινε συγκεκριμένα την ανάπτυξη της χειροτεχνίας
των επίπλων στην Ελλάδα μέσω της ίδρυσης ενός “διδασκαλείου της Τεχνικής Εκπαιδεύσεως” για τους
αναπήρους, αλλά και της προώθησης της παραγωγής σταφίδας. Εμπρός, 9,11,21 Φεβρουαρίου 1918.
83
Ριζοσπάστης, 7 Δεκεμβρίου 1918, 3 Φεβρουαρίου 1921.
αυτή δεν είναι τυχαία. Από τη μία το κράτος δεν επιθυμούσε στην πράξη να
χρηματοδοτήσει ένα εκτεταμένο σύστημα εκπαιδευτικών ιδρυμάτων ούτε είχε την
διάθεση να προσφέρει κονδύλια για την ανάπτυξη της αναγκαίας τεχνογνωσίας σε
υπαλληλικό και ιατρικό προσωπικό. Από την άλλη ένα τέτοιο μεγάλο σχέδιο προϋποθέτει,
όπως στην περίπτωση της Γερμανίας, μια οικονομία ικανή -- ή έστω προσανατολισμένη
υποχρεωτικά από ένα ισχυρό κράτος -- ώστε να απορροφήσει ένα εργατικό δυναμικό με
αυτά τα χαρακτηριστικά. Την ίδια στιγμή το κράτος μόλις προσπαθεί να ξεπεράσει το
πολιτικό, ιδεολογικό και θεσμικό σύστημα της ιδιωτικής φιλανθρωπίας μεταβαίνοντας σε
μια νέα εποχή. Η ίδρυση του Υπουργείου Περίθαλψης και η αποκλειστικά κρατική πλέον
μέριμνα για τους τραυματίες συνοδεύεται από την ίδρυση του Πατριωτικού Ιδρύματος,
ενός ημικρατικού φιλανθρωπικού ιδρύματος για την εφαρμογή της κρατικής πρόνοιας.
Με αυτόν τον τρόπο το κράτος κάνει ένα σημαντικό βήμα, ωστόσο συνεχίζει να αρνείται
την θεμελίωση ενός ευρέως επιδοματικού συστήματος κοινωνικής πρόνοιας.
Στην πράξη η συζήτηση περί παραγωγικής και επαγγελματικής αποκατάστασης
αποτέλεσε εμπόδιο για την επίλυση του κοινωνικού ζητήματος των αναπήρων πολέμου.
Το σχέδιο της επαγγελματικής αποκατάστασης με βάση τα ευρωπαϊκά πρότυπα δεν ήταν
εφαρμόσιμο στην Ελλάδα. Συνεπώς, η εμμονή σε αυτό εμπόδιζε την ανάπτυξη του
κράτους πρόνοιας. Επίσης, δεν επέτρεπε ακόμα την γενίκευση της ιδέας για τα περίπτερ.
Γιατί αυτή, παρότι κινούταν γενικά στην κατεύθυνση της επαγγελματικής
αποκατάστασης, δεν αντιστοιχούσε ακριβώς σε μια αποκατάσταση των αναπήρων
ειδικεύοντάς τους σε μια χειροτεχνία. Ωστόσο, η μέχρι τότε εφαρμογή της θα έδειχνε τον
δρόμο για μια πραγματική επαγγελματική επίλυση χωρίς το μεγάλο κόστος της
εκπαίδευσης ή της παρέμβασης στην οικονομία. Το αποτέλεσμα ήταν το κράτος να μην
μπορεί να λάβει ουσιαστικές πρωτοβουλίες εγκαταλείποντας τους αναπήρους πολέμου
στην επαιτεία.
Η καταφυγή των αναπήρων πολέμου στην επαιτεία συνιστά ταυτόχρονα μια υλική
και μια συμβολική ρήξη των αναπήρων με τον κοινωνικό κορμό. Οι ανάπηροι πολέμου
υιοθετώντας περιθωριακές πρακτικές επιβίωσης δημιουργούσαν μη ανεκτούς όρους
συμβίωσης με τον υπόλοιπο αστικό πληθυσμό με βάση τις κυρίαρχες ιδεολογίες, αρχές
και αξίες της αστικής κοινωνίας. Ως εκ τούτου, ως ήρωες ενός νικηφόρου πολέμου
τραυματίζουν την κυρίαρχη εθνική αναπαράσταση για μια υγιή πολιτιστικά και ανώτερη
πολιτική κοινωνία, όπως και το ιδεώδες για τα χαρακτηριστικά ενός υγιούς έθνους.
Συνεπώς, όχι μόνο χάνουν το ηρωικό πρόσημο στα μάτια των συμπολιτών τους, αλλά
καθώς μετατρέπονται σε κοινωνικό βάρος και πολιτισμικό πρόβλημα απαξιώνονται ως
περιθώριο, αντιμετωπίζονται εχθρικά ως “επικίνδυνη τάξη”. Η έξωσή τους από τον
εθνικό κορμό και την πολιτική κοινωνία συνιστά μια ρήξη των αναπήρων πολέμου με
τους συμπολίτες τους, και προφανώς και θα διαμορφώνει στους ίδιους τους αναπήρους
πολέμου μια αντίστοιχη εχθρική στάση η οποία όμως ακόμα δεν εκδηλώνεται με κάποιον
ενεργητικό συλλογικό τρόπο.

You might also like