You are on page 1of 373

ÁÑÉÓÔÏÔÅËÅÉÏ ÐÁÍÅÐÉÓÔÇÌÉÏ ÈÅÓÓÁËÏÍÉÊÇÓ

Ö É Ë Ï Ó Ï Ö É Ê Ç Ó × Ï Ë Ç
ÔÌÇÌÁ ÉÓÔÏÑÉÁÓ ÊÁÉ ÁÑ×ÁÉÏËÏÃÉÁÓ
Ô Ï Ì Å Á Ó Á Ñ × Á É Ï Ë Ï Ã É Á Ó

Áíèñþðéíç Ðáñïõóßá êáé Êáôïßêçóç óôçí


ÐñïúóôïñéêÞ Óéèùíßá
I

¢ããåëïò Ä. ÓìÜãáò

ÄÉÄÁÊÔÏÑÉÊÇ ÄÉÁÔÑÉÂÇ
Ανθρώπινη Παρουσία και Κατοίκηση στην 
Προϊστορική Σιθωνία  (I)

Άγγελος Σμάγας 
 
ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ 

 
 
ΚΕΙΜΕΝΟ 
 
 
 
 
 
 
 
Θεσσαλονίκη 2007 
Άγγελος Δ. Σμάγας 

ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΚΑΤΟΙΚΗΣΗ ΣΤΗΝ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΗ ΣΙΘΩΝΙΑ  

ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ 

Υποβλήθηκε στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας  

Εξεταστική Επιτροπή: 

Κώστας Κωτσάκης 

Στέλιος Ανδρέου 

Μιχάλης Τιβέριος 

Αικατερίνη Παπαευθυμίου‐Παπανθίμου 

Χρυσούλα Παλιαδέλη 

Νίκος Ευστρατίου 

Γιάννης Αλεξανδρόπουλος 

«Η  έγκριση  της  παρούσης  Διδακτορικής  Διατριβής  από  το  Τμήμα  Ιστορίας  και 

Αρχαιολογίας  του  Αριστοτελείου  Πανεπιστημίου  Θεσσαλονίκης  δεν  υποδηλώνει 

αποδοχή των γνωμών του συγγραφέως»  

ii
στη μητέρα μου Χρυσή, γιατί μου έδωσε τη ζωή 

στον πατέρα μου Δημήτρη, γιατί μου δίδαξε τη ζωή 

στη γυναίκα μου Αστέρω, γιατί μου έδειξε τη ζωή 

μα κυρίως 

στον αδερφό μου Ανδρέα, γιατί με το θάνατό του ανέδειξε τη ζωή 

και 

στην κόρη μου Μαριάνα, γιατί με τη γέννησή της απέδειξε τη ζωή 

 
 

iii
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 

iv
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 
 
ΕΙΣΑΓΩΓΗ 
 
Α1. ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΧΩΡΟ  
  ΕΙΣΑΓΩΓΗ 
  ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗ / ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ 
  ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ 
  ΜΕΤΑΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ 
 
Α2. Η ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΟΥ ΤΟΠΙΟΥ 
  ΕΙΣΑΓΩΓΗ 
  Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΤΟΠΙΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΘΕΩΡΗΤΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΤΟΥ 
  ΤΟ ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ  
 
Β. ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΗ ΕΡΕΥΝΑ 
  ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ 
  ΔΕΙΓΜΑΤΟΛΗΨΙΑ (δειγματοληπτικές μονάδες ‐μέθοδος δειγματοληψίας) 
  Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ «ΘΕΣΗΣ» ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ 
 
Γ. Η ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΣΤΗ ΣΙΘΩΝΙΑ 
  ΣΤΟΧΟΙ 
  ΟΡΙΟΘΕΤΗΣΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΣ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ 
  ΤΟ ΔΕΛΤΙΟ ΚΑΤΑΓΡΑΦΗΣ 
  ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΩΝ ΔΕΛΤΙΩΝ ΚΑΤΑΓΡΑΦΗΣ 
  ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΠΑΡΑΜΟΡΦΩΣΗΣ ΤΗΣ ΟΡΑΤΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ 
ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΟΥ ΥΛΙΚΟΥ 
    Ορατότητα‐φυσικοί παράγοντες 
    Ορατότητα‐ανθρώπινοι παράγοντες 
  ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΗΜΕΝΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ 
    Γεωμορφολογικά στοιχεία 
    Γεωλογικά στοιχεία 
    Εδαφολογικοί παράγοντες 
    Άγρια βλάστηση 
    Καλλιέργειες 
    Άγρια Πανίδα 
    Κτηνοτροφία 
    Επίλογος Οικολογίας της Σιθωνίας 

v
 
Δ. ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ ΟΙΚΙΣΜΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ 
ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΕΠΙΛΟΓΗΣ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ 
ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ 
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΗΣ ΣΙΘΩΝΙΑΣ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ 
ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΩΝ ΘΕΣΕΩΝ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ 
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΔΙΑΚΟΙΝΟΤΙΚΗΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ 
    εισαγωγη 
  αναλυση δεδομενων των προϊστορικων θεσεων εγκαταστασης 
Το πλήθος των προϊστορικών θέσεων εγκατάστασης κατά περίοδο 
Στοιχεία του φυσικού περιβάλλοντος των προϊστορικών θέσεων 
εγκατάστασης 
Οι  προϊστορικές  θέσεις  εγκατάστασης  σε  σχέση  με  το  υδάτινο 
στοιχείο 
Η γεωλογία των προϊστορικών θέσεων εγκατάστασης 
Τα υψόμετρα των προϊστορικών θέσεων εγκατάστασης 
Στοιχεία του κοινωνικού περιβάλλοντος  
Η έκταση και το ύψος των επιχώσεων 
Η έκταση της επίχωσης των προϊστορικών θέσεων εγκατάστασης 
Το ύψος της επίχωσης των προϊστορικών θέσεων εγκατάστασης 
    συνθεση‐συζητηση 
 
Ε. ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΚΑ ΤΟΠΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ 
ΤΟΠΙΑ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ 
ΑΝΑΣΚΑΜΜΕΝΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΑ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΑ ΣΙΘΩΝΙΑΣ 
ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΤΩΝ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΩΝ ΤΑΦΩΝ ΤΗΣ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΗΣ 
ΕΡΕΥΝΑΣ 
    συνθεση‐συζητηση 
ΤΟΠΙΑ ΤΩΝ ΙΕΡΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ 
ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΤΩΝ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΩΝ ΙΕΡΩΝ ΤΗΣ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΗΣ 
ΕΡΕΥΝΑΣ  
    συνθεση‐συζητηση 
 
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ‐ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ 
 
ΕΠΙΛΟΓΟΣ 
 
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΕΛΛΗΝΟΓΛΩΣΣΗ 
 
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ 

vi
ΔΕΛΤΙΑ ΚΑΤΑΓΡΑΦΗΣ 

ΠΙΝΑΚΕΣ 

ΔΙΑΓΡΑΜΜΑΤΑ 

vii
viii
ΕΙΣΑΓΩΓΗ 

«Κάπου κλαίνε και θολώνει μεριές μεριές ο αέρας 
 Η Σιθωνία χάθηκε, την καλύψανε τα νερά»  
(Ο. Ελύτης, «Πέμπτη 2β», Ημερολόγιο ενός Αθέατου Απριλίου). 
 
«Χρειάζεται, νομίζω, μια πίστη σʹ αυτά τα αρχαία σημάδια μέσα στο τοπίο τους. Η πίστη 
πως έχουν δική τους ψυχή. Τότε θα μπορέσει ο προσκυνητής να πιάσει διάλογο μʹ αυτά»  
(Γ. Σεφέρης, «Πάντα πλήρη θεών», Δοκιμές). 
 
Στα  λόγια  των  παραπάνω  ποιητών  ενυπάρχουν  τα  βασικά  στοιχεία  της 
εργασίας  που  πραγματοποίησα.  Το  πλαίσιο  χώρου  στο  οποίο  κινήθηκα  είναι  η 
Σιθωνία, όπως την αντιλαμβανόμαστε σήμερα. Το χρονικό της πλαίσιο όμως δεν 
είναι το σημερινό, αλλά αυτό που κάλυψαν τα νερά των αιώνων. Σε αυτά τα δύο 
επίπεδα κινούμενος, προσπάθησα να εντοπίσω τα σημάδια του παρελθόντος και 
επιχείρισα  να  αντιληφθώ  το  ρόλο  που  αυτά  διαδραμάτιζαν  μέσα  στο  τοπίο  της 
Σιθωνίας. Για να πετύχω το στόχο μου πραγματοποίησα επιφανειακή έρευνα με 
όλη  τη  σωματική  και  ψυχική  μου  ένταση  και  πολλές  είναι  οι  φορές  που 
αισθάνθηκα ότι συνομιλούσα με τα μνημεία. Για να περιγράψω όμως τελικά στη 
διατριβή μου την εικόνα που αποκόμισα από τον καθημερινό μου συσχετισμό με 
τις αρχαιότητες της Σιθωνίας, χρειάστηκε να τιθασεύσω το υλικό που προέκυψε 
και  να  χαλιναγωγήσω  το  δικό  μου,  ανεξέλεγκτο  κάποιες  φορές,  πάθος.  Έτσι 
αναγκάστηκα  να  αυτοκαθυποταχθώ  σε  μεθόδους  που  θα  ταίριαζαν  στη 
συγγραφή  ενός  πανεπιστημιακού  κειμένου  και  σε  ορισμούς  που  θα  ήταν 
γενικότερα αποδεκτοί. 
Ένας  τέτοιος  ορισμός  που  σκέφτηκα  ότι  όφειλα  να  έχω  κατά  νου  καθώς 
θα  συνέγγραφα  τη  διατριβή  μου,  είναι  ένα  μέρος  του  ορισμού  της  αρχαίας 
τραγωδίας:  «ἒστιν  μέν  οὖν  τραγωδία  μίμησις  πράξεως  σπουδαίας  καί  τελείας, 
μέγεθος  ἐχούσης,  ἡδυσμένῳ  λόγῳ  χωρίς  ἑκάστῳ  τῶν  εἰδῶν  ἐν  τοῖς  μορίοις…». 
Θεώρησα  δηλαδή  ότι  με  λίγες  αλλαγές  θα  μπορούσε  αυτός  ο  ορισμός  να 
ταιριάζει  και  στην  περιγραφή  του  τι  είναι  ένα  διδακτορικό.  Όχι  βέβαια  γιατι  η 
διαδικασία  συγγραφής  του  βιώνεται  τις  περισσότερες  φορές  ως  ένα  μοναχικό 
μαρτύριο,  μια  τραγωδία  της  κοινωνικής  ζωής  του  γράφοντα,  αλλά  γιατί 
πράγματι, το διδακτορικό πρέπει να είναι μια πράξη  «σπουδαία και τελεία», με 
συγκεκριμένο μέγεθος, προσεγμένο λόγο και χωρισμένη σε αυτοτελή κεφάλαια. 
Σε σχέση με το δικό μου διδακτορικό, κάποια από τα παραπάνω χαρακτηριστικά 
όπως  το  αν  είναι  μια  πράξη  σημαντική  και  άρτια  καθώς  και  το  αν  έχω 
χρησιμοποιήσει το κατάλληλο ύφος συγγραφής της, εναπόκειται στην κρίση του 
αναγνώστη. Όσον αφορά από την άλλη στα στοιχεία του μεγέθους της διατριβής 

1
και  του  διαχωρισμού  της  σε  κεφάλαια  όπου  το  κάθε  επιμέρους  θέμα 
αντιμετωπίζεται ολοκληρωμένα, θα αναφερθώ συνοπτικά αμέσως στη συνέχεια. 
Στο  πρώτο  κεφάλαιο    γίνεται  μια  γενική  εισαγωγική  παρουσίαση  των 
διάφορων  θεωρητικών  απόψεων  για  την  έννοια  του  χώρου.  Παρατίθενται  οι 
προβληματισμοί  που  αναπτύχθηκαν  σε  σχέση  με  τα  ζητήματα  του 
αισθητηριακά  αντιληπτού  χώρου  και  παρουσιάζονται  οι  εξελίξεις  της  έννοιάς 
του μέσα από τις διαδοχικές προσεγγίσεις του. 
Καταρχήν  περιγράφεται  η  περίοδος  θεσμοποίησης  της  αρχαιολογίας  ως 
επιστήμης  μέχρι  τις  αρχές  της  δεκαετίας  του  ΄50,  που  συμπίπτει  με  μια  τυπική 
γεωγραφική  περιγραφή  του  αρχαιολογικού  τοπίου  και  έχει  ονομαστεί  για  την 
αρχαιολογία,  αλλά  και  άλλες  συγγενικές  της  αρχαιολογίας  επιστήμες, 
πολιτισμική/ιστορική.  Στη  συνέχεια  αναφέρομαι  στη  διαδικαστική  αρχαιολογία 
κάτω  από  την  οποία  στεγάζονται  διαφορετικά  ρεύματα.  Στο  σύνολό  τους  όμως 
αυτά τα ρεύματα αντιμετωπίζουν τον αρχαιολογικό χώρο ως εμπειρικό μέγεθος, 
οι  λειτουργίες  του  οποίου  ανάγονται  σε  αριθμητικές  κατηγορίες  για  να 
εξυπηρετήσουν  τις  ανάγκες  των  θετικιστικών  προσεγγίσεων.  Τέλος,  ορίζω  το 
πλαίσιο  της    μεταδιαδικαστικής  αρχαιολογίας,  η  οποία  ταύτισε  την  κοινωνική 
πραγματικότητα  με  την  ανθρώπινη  αντίληψη  γι’  αυτή  την  πραγματικότητα  κι 
έτσι  το  ζήτημα  της  προσέγγισης  του  χώρου  πέρασε  μέσα  από  μια  ερμηνευτική 
και κριτική λογική.  
Στη  συνέχεια,  σε  ένα  δεύτερο  υποκεφάλαιο,  γίνεται  μια  εμβάθυνση  σε 
μια  ειδικότερη  κατηγορία  των  θεωριών  του  χώρου  της  μεταδιαδικαστικής 
αρχαιολογίας, αυτής του τοπίου. Η έννοια του τοπίου προσπαθεί να αξιοποιήσει 
τις  νέες  προοπτικές  της  αρχαιολογικής  θεωρίας  και  να  παρουσιάσει  τις 
δυνατότητες μίας εναλλακτικής πρότασης για την ανάπλαση των συνθηκών του 
παρελθόντος,  η  οποία  θα  συνθέτει  τις  διάφορες  προαναφερθείσες  θεωρητικές 
απόψεις. 
 Με  βάση  το  περιεχόμενο  των  προσεγγίσεων  του  τοπίου  προσδιορίζω  το 
θεωρητικό  πλαίσιο  της  εργασίας  μου  που  θα  αντιμετωπίζει  το  χώρο  ως 
αποτέλεσμα συγκρούσεων και συμβιβασμών των ανθρώπων μεταξύ τους και με 
το  φυσικό  περιβάλλον.  Κυρίαρχη  δηλαδή  στη  συγκεκριμένη  περίπτωση  είναι  η 
σημασία  της  αλληλεπίδρασης  των  κοινωνικών,  πολιτικών  και  οικονομικών 
συστημάτων,  καθώς  και  η  σημασία  του  ανθρωπογενούς  περιβάλλοντος. 
Προτείνεται η συνεξέταση διάφορων εκφάνσεων του τοπίου, που δίνουν έμφαση 
με  διαφορετικό  τρόπο  στο  πώς  οι  άνθρωποι  ορίζουν,  διαμορφώνουν  και 
χρησιμοποιούν  το  χώρο  σε  συγκεκριμένες  χρονικές  στιγμές.  Μια  από  αυτές  τις 
εκφάνσεις  είναι  η  Οικολογία  των  Οικισμών  (Settlement  Ecology),  που  αποτελεί 
προϊόν  μίας  σύνθεσης    των  μελετών  για  τη  διάταξη  των  οικισμών  και  των 
συστημικών  προσεγγίσεων  από  τη  μια,  με  την  αναγνώριση  της  συνεισφοράς 
συγκεκριμένων ιστορικών και πολιτισμικών συνθηκών από την άλλη. Μια άλλη 

2
έκφανση  είναι  τα  Τελετουργικά  Τοπία  (Ritual  Landscapes),  τα  οποία  είναι 
παράγωγα  στερεότυπων  δράσεων,  πολλές  φορές  σε  συνάρτηση  με  κοινωνικά 
καθορισμένες  αντιλήψεις  με  τις  οποίες  οι  κοινότητες  νομιμοποιούν  και 
διατηρούν  την  κατοίκησή  τους  μέσα  στους  οικείους  τους  τόπους  και  τα  οποία 
έχουν έντονο ιδεολογικό και συμβολικό χαρακτήρα.  
Το  δεύτερο  κεφάλαιο  της  διατριβής  ασχολείται  με  ζητήματα  των 
επιφανειακών ερευνών των οποίων αντικειμενικός στόχος είναι οι μαρτυρίες της 
ανθρώπινης δραστηριότητας που εντοπίζονται στην επιφάνεια του εδάφους και 
οι οποίες διερευνούν ζητήματα όπως η σχέση ανθρώπου‐φυσικού περιβάλλοντος 
και  η  διάταξη  των  οικισμών  ή  και  των  θέσεων  ειδικών  δραστηριοτήτων  για  να 
ερμηνευτούν οι οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές διαχρονικά. Περιγράφονται 
τα  διάφορα  είδη  επιφανειακής  έρευνας,  τα  πλεονεκτήματα  και  τα 
μειονεκτήματά  τους  και  αμέσως  μετά  γίνεται  μια  αναδρομή  στην  ιστορία  της 
επιφανειακής έρευνας στην Ελλάδα και κριτική παρουσίαση τόσο των εκτατικών 
επιφανειακών  προγραμμάτων,  όσο  και  των  εντατικών,  στα  οποία,  σε 
αντιδιαστολή  με  τις  επιφανειακές  έρευνες  σε  επίπεδο  θέσης,  εφαρμόστηκε  ο 
τύπος  έρευνας  που  στηρίζεται  σε  θέσεις  ενδιαφέροντος,  περιοχές  δηλαδή 
εντονότερης ανθρώπινης δραστηριότητας.  
Ακολουθεί  μια  ανάλυση  των  θεμάτων  της  δειγματοληψίας  όπου 
αναγνωρίζεται  η  ανάγκη  να  περιγραφούν  με  συστηματικό  τρόπο  οι  αποφάσεις 
που  πρέπει  να  ληφθούν  στον  σχεδιασμό  μιας  επιφανειακής  έρευνας  και  να 
εκτιμηθούν οι επιπτώσεις των διαφορετικών στρατηγικών στην ανακάλυψη των 
δεδομένων.  Γίνεται  λοιπόν  λόγος  για  κάποιο  βαθμό  τυποποίησης  των 
στρατηγικών συλλογής μέσα από ένα γενικό πρότυπο καταγραφής μεταβλητών, 
το  οποίο  θα  εξασφαλίζει  ένα  ελάχιστο  επίπεδο  μεθοδολογικής  ταύτισης 
εφαρμόζοντας  στην  επιφανειακή  έρευνα  μεθόδους  και  τεχνικές  που 
ελαχιστοποιούν  την  επίδραση  του  ανθρώπινου  παράγοντα  στη  διεξαγωγή  της. 
Επιπλέον, αναφέρονται οι διαφορετικοί τύποι τεχνικών δειγματοληψίας τόσο ως 
προς  την  επιλογή  του  σχήματος  και  του  μεγέθους  του  δείγματος  όσο  και  της 
τεχνικής δειγματοληψίας.  
Στη  συνέχεια  παρουσιάζονται  οι  διάφορες  ερμηνείες  της  έννοιας  θέση, 
που  αποτελεί  το  πρωταρχικό  μέσο  της  συσχέτισης  αντικειμένων  μέσα  σε 
συγκεντρώσεις καθώς και τη βασική μονάδα μέτρησης, από την οποία εξαρτάται 
η  ποσοτική  ανάλυση  και  γίνεται  μια  προσπάθεια  να  καταλήξω  σε  κάποιον 
ορισμό  της  ως  ενός  ευδιάκριτου  και  πιθανά  ερμηνεύσιμου  χώρου  πολιτισμικού 
υλικού. 
Τονίζεται  ότι,  προκειμένου  να  αποδοθεί  η  συνολική  εικόνα  της 
ανθρώπινης  παρουσίας  σε  μία  περιοχή,  το  ενδιαφέρον  της  έρευνας  δεν  είναι 
δυνατόν  να  περιορίζεται  μόνο  στην  μελέτη  των  υψηλών  συγκεντρώσεων‐
θέσεων,  αλλά  πρέπει  να  επεκτείνεται  και  στις  περιοχές  του  τοπίου  όπου  η 

3
συχνότητα  εμφανίσεως  πολιτισμικών  καταλοίπων  είναι  χαμηλή.  Μάλιστα 
περιγράφονται  οι  διαδικασίες  που  ίσως  οδηγούν  στη  δημιουργία  και  διατήρηση 
ενός  τέτοιου  τοπίου  χαμηλών  πυκνοτήτων  επιφανειακoύ  υλικού  εκτός  θέσεων 
και  οι  οποίες  κατηγοριοποιούνται  σε  τέσσερις    διαφορετικές  ερμηνευτικές 
προσεγγίσεις.  
Στο  τρίτο  κεφάλαιο  της  διατριβής  ασχολούμαι  πια  ειδικά  με  την 
επιφανειακή  έρευνα  στη  Σιθωνία.  Προσδιορίζω  τους  ειδικότερους  στόχους  της 
έρευνας  που  συνίστανται  στην  προσπάθεια  να  γίνει  κατανοητή  η  σχέση  των 
δυναμικών  της  ανθρώπινης  δραστηριότητας  με  το  μεταβαλλόμενο  φυσικό  και 
κοινωνικό  περιβάλλον  της  Σιθωνίας.  Τονίζω  ότι  μπορεί  μεν  η  επιφανειακή 
έρευνα  στην  περιοχή  της  Σιθωνίας  να  είχε  διαχρονικό  χαρακτήρα  ωστόσο,  το 
ενδιαφέρον της μελέτης επικεντρώνεται κυρίως στην προϊστορική περίοδο. 
Ακολούθως,  παρατίθενται  οι  ποικίλοι  λόγοι  για  τους  οποίους  επιλέγω  να 
μελετήσω  τη  Σιθωνία  κι  όχι  κάποιον  άλλο  τόπο  και  οριοθετώ  με  ακρίβεια  τη 
Σιθωνία λαμβάνοντας υπόψη τόσο γεωγραφικά όσο και πολιτιστικά κριτήρια τα 
οποία, καθώς ενέχουν δυναμικές τάσεις, είναι πιο δυσδιάκριτα. Αφού καταλήξω 
για τον ευρύτερο χώρο που αποτελεί το πεδίο έρευνάς μου, καταλήγω και για τη 
μέθοδο  που  χρησιμοποιώ  προσπαθώντας  να  αξιοποιήσω  τα  οφέλη  των 
περιηγητικών,  των  εκτατικών  και  των  εντατικών  μεθόδων.  Αναφέρω  ότι 
επιχείρησα  έναν  συνδυασμό  των  τριών  τεχνικών,  ο  οποίος  πραγματοποιήθηκε 
σε τρεις διαφορετικές ερευνητικές περιόδους.  
Η  αναγνώριση  της  Σιθωνίας  καταρχήν  μέσα  από  την  περιήγηση,  η 
εκτεταμένη  κάλυψη  στη  συνέχεια  και  τέλος  η  απόλυτα  εντατική  έρευνα 
συμπεριελήφθηκαν  σε  τρεις  βαθμίδες  στην  εξελισσόμενη  διερεύνηση  της 
χερσονήσου.  Ο  σχεδιασμός  της  συστηματικής  επιφανειακής  έρευνας  έγινε  με 
βάση  τον  εντοπισμό  όχι  αρχαιολογικών  θέσεων,  αλλά  θέσεων  ενδιαφέροντος, 
δηλαδή  περιοχών  εντονότερης  ανθρώπινης  δραστηριότητας,  που  δηλώνονται 
από  τη  μεγάλη  συγκέντρωση  αντικειμένων.  Στη  συνέχεια  περιγράφω  πως 
λειτούργησε  πρακτικά  η  μέθοδος  επιφανειακής  έρευνας  ώστε  να  επιτευχθεί  η 
στατιστική ομοιομορφία των αποτελεσμάτων μέσα από τη σταθερή έκταση των 
μονάδων  καταγραφής  παρά  τις  δυσκολίες  που  δημιουργούσε  το  έντονο 
ανάγλυφο και η βλάστηση. Στη συγκεκριμένη κατεύθυνση εξαγωγής ασφαλών 
συμπερασμάτων  συνέβαλε  και  η  χρησιμοποίηση  ενός  κοινού  δελτίου 
καταγραφής  τόσο  για  τις  εκτατικές  όσο  και  για  τις  εντατικές  έρευνες  που  ως 
σκοπό  είχε  την  αναζήτηση  πληροφοριών  σχετικά  με  τοπογραφικά, 
περιβαλλοντικά  και αρχαιολογικά στοιχεία. 
Αμέσως μετά παρουσιάζονται τα αποτελέσματα της επιφανειακής έρευνας 
της Σιθωνίας τα οποία, με τις εκατοντάδες θέσεις και τα μεμονωμένα ευρήματα, 
προσέφεραν μια νέα εικόνα που αντανακλά τις ποικίλες μορφές της διαχρονικής 
εγκατάστασης  του  ανθρώπου  στην  περιοχή  κι  επειδή  δίνει  καινούρια  στοιχεία 

4
για  όψεις  της  ανθρώπινης  δραστηριότητας  που  δεν  είχαν  μέχρι  στιγμής 
παρατηρηθεί  σε  καμιά  άλλη  περιοχή  του  ελλαδικού  χώρου,  θέτει  πλήθος 
θεμάτων για μελλοντική έρευνα. 
Τα αποτελέσματα της επιφανειακής έρευνας βέβαια δεν αντιπροσωπεύουν 
το συνολικό πραγματικό αριθμό διασπορών και θέσεων στη Σιθωνία αφού τόσο 
οι  κατανομές  των  ευρημάτων,  όσο  κι  ο  αριθμός  κι  η  εξωτερική  εικόνα  που 
παρουσιάζουν οι θέσεις, έχουν υποστεί μια σειρά από παραμορφώσεις που είναι 
αποτέλεσμα διαδικασιών μετασχηματισμού. Αυτή η διαδικασία που οδηγεί στην 
εμφάνιση ή απώλεια των επιφανειακών συγκεντρώσεων οφείλεται στη σύνθετη 
αλληλεπίδραση  πολιτιστικών  και  φυσικών  παραγόντων  τους  οποίους  αναλύω 
γιατί,  με  δεδομένη  τη  σημασία  που  έχει  για  την  ερμηνεία  των  φαινομένων  του 
παρελθόντος  η  μελέτη  των  αρχαιολογικών  ευρημάτων  στο  περιβάλλον  όπου 
εντάσσονται, η διαταραχή του τρόπου με τον οποίο τα κατάλοιπα είχαν αρχικά 
αποτυπωθεί στο χώρο αποκτά μεγάλες διαστάσεις. 
Μετά  παραθέτω  τα  οικολογικά  στοιχεία  της  ερευνημένης  περιοχής  αφού  
κάθε  κοινωνία  οικειοποιείται  το  περιβάλλον  της  στη  βάση  μιας  διαλεκτικής 
σχέσης με τη φύση μετατρέποντας το φυσικό χώρο σε ανθρωπογενές  τοπίο και 
αποτυπώνοντας  έτσι  τη  διαχρονική  παρουσία  της  ανθρώπινης  δραστηριότητας 
γενικά, αλλά και ειδικότερα στοιχεία της οικονομίας, των κοινωνικών δομών και 
της  πολιτιστικής  έκφρασης,  όπως  όλα  αυτά  εξελίχθηκαν  μέσα  στο  χρόνο.  Τα 
οικολογικά  στοιχεία  σχετίζονται  με  τη  γεωμορφολογία,  τη  γεωλογία,  τους 
εδαφολογικούς  παράγοντες,  την  άγρια  βλάστηση,  τις  καλλιέργειες,  την  άγρια 
πανίδα και την κτηνοτροφία. 
Στο  τέταρτο  κεφάλαιο  ασχολούμαι  με  την  Οικολογία  των  Οικισμών  και 
τους  παράγοντες  επιλογής  του  χώρου  εγκατάστασης  κατά  την  προϊστορία.  Η 
μελέτη της ποικιλίας του φυσικού περιβάλλοντος, των πρώτων υλών του και της 
διαχείρισής  τους  καθώς  και  η  εξέταση  του  ρόλου  του  πολιτισμού  και  της 
παράδοσης  ως  επιπρόσθετων  παραγόντων  που  διαμορφώνουν  το  πώς  οι 
κοινωνικές  ομάδες  δομούν  και  οργανώνουν  την  κατοίκηση  και  χρήση  ενός 
τοπίου,  είναι  ο  βασικός  στόχος  της  προσέγγισης  που  ο  Anschuetz  και  οι 
συνεργάτες του ονομάζουν Οικολογία των Οικισμών. 
Στη  συνέχεια  παρουσιάζονται  τα  ειδικότερα  στοιχεία  της  Σιθωνίας  σε 
σχέση  με  την  Οικολογία  του  κάθε  οικισμού  ανά  εποχή.  Οι  πληροφορίες  που 
παρουσιάζονται  μας  δίνουν  μια  σύντομη  εικόνα  κάποιων  τοπογραφικών 
στοιχείων  των  θέσεων  που  εντοπίστηκαν  κατά  τη  διάρκεια  της  επιφανειακής 
έρευνας Σιθωνίας, των περιβαλλοντικών παραμέτρων τους, καθώς και κάποιων 
πολιτισμικών  χαρακτηριστικών  τους.  Αμέσως  μετά  μελετάω  τα  στοιχεία 
διακοινοτικής οργάνωσής τους και προχωράω στην ανάλυση των δεδομένων. 
Καταρχήν  καταγράφω  το  πλήθος  των  θέσεων  κατοίκησης,  τόσο  των 
οικισμών  που  ήταν  γνωστοί  στην  αρχαιολογική  υπηρεσία,  όσο  και  των 

5
εγκαταστάσεων  όλων  των  εποχών  της  προϊστορίας  που  εντόπισα  εγώ  και 
μελετώ τον τρόπο και τους λόγους που εξελίσσονται στο χρόνο. 
Εκτός από αυτό, προσπαθώ να προσεγγίσω το ρόλο που διαδραματίζουν 
συγκεκριμένες παράμετροι του περιβάλλοντος για τις οποίες, λόγω του γενικού 
τους  χαρακτήρα,  είναι  δυνατό  να  διαπιστώσουμε  με  σχετική  ασφάλεια  πώς 
συνδέονται  με  τις  προϊστορικές  εγκαταστάσεις  ανά  εποχή.  Μια  από  αυτές  τις 
παραμέτρους  είναι  το  υδάτινο  στοιχείο  τόσο  όσον  αφορά  τους  πόσιμους 
υδάτινους πόρους, όσο και της σχέσης με τη θάλασσα ανά εποχή και διαχρονικά. 
Ένα ακόμα από τα κριτήρια επιλογής ενός χώρου εγκατάστασης θεωρείται πως 
αποτελεί  η  γεωλογία  της  θέσης  γι’  αυτό  και  προσπάθησα  να  ταυτίσω  τους 
τύπους  του  γεωλογικού  υποβάθρου  πάνω  στο  οποίο  εντοπίζονται  οι  θέσεις, 
λαμβάνοντας  βέβαια  υπόψη  μου  ότι  μια  σειρά  παραγόντων  ίσως  να  μη 
συνεπάγεται  μια  ευθεία  αιτιατή  σχέση.  Ένα  επιπλέον  στοιχείο  το  οποίο 
επισημαίνω  είναι  η  ποικιλία  των  γεωλογικών  διαμορφώσεων  που  συναντάται 
στις  γειτονικές  περιοχές,  καθώς  και  αν  διαχρονικά  παρατηρείται  κάποια 
μεταβολή στις προτιμήσεις των προϊστορικών ανθρώπων της Σιθωνίας σε σχέση 
με  αυτές.  Συν  τοις  άλλοις  διερευνώ  τα  υψόμετρα  στα  οποία  βρίσκονται  οι 
προϊστορικές  εγκαταστάσεις  της  Σιθωνίας  και  προσπαθώ  να  ερμηνεύσω  με 
βάση κοινωνικοοικονομικά δεδομένα τις μεταβολές στις επιλογές εγκατάστασης 
ανά περίοδο. 
Ακολούθως,  διερευνώ  το  ζήτημα  του  ύψους  των  επιχώσεων  και  της 
έκτασης  των  επιφανειακών  ιχνών  των  θέσεων  τα  οποία  ίσως  να  μην 
εντάσσονται στα φυσιογραφικά χαρακτηριστικά που καθορίζουν τη διάταξη των 
οικισμών,  παρόλα  αυτά  αποτελούν  παραμέτρους  που  μπορούν  να  διαφωτίσουν 
για  την  οργάνωση  και  χρήση  του  χώρου,  τόσο  σε  διακοινοτικό  όσο  και  σε 
ενδοκοινοτικό επίπεδο. Επειδή όμως τα στοιχεία που κατάφερα να συγκεντρώσω 
σε  σχέση  με  αυτές  τις  δύο  παραμέτρους  είναι  αρκετά  προβληματικά,  για  να 
μειωθούν  οι  πιθανότητες  λαθών,  όσον  αφορά  στον  υπολογισμό  τους,  ταξινομώ 
τα  μεγέθη  σε  τρεις  κατηγορίες  μεγάλων,  μεσαίων  και  μικρών  σε  έκταση  και 
ύψος  θέσεων  και  επιχειρώ  να  διαπιστώσω  τον  συσχετισμό  τους  ανά  εποχή, 
διαχρονικά και διακοινοτικά για να εντοπίσω την πιθανή ύπαρξη μιας ιεραρχίας 
ανάμεσά τους. 
Το τέταρτο κεφάλαιο κλείνει με μια σύνθεση και κριτική συζήτηση όλων 
των  θεμάτων  που  θίχτηκαν  σε  προηγούμενες  σελίδες  της  Οικολογίας  των 
Οικισμών,  όπου  επιχειρώ  την  έκφραση  προβληματισμών  και  τη  διατύπωση 
προτάσεων  που  να  στηρίζονται  στη  συνεξέταση  όλων  των  παραπάνω 
συνιστωσών  και  στην  επισήμανση  κάποιων  ακόμα  με  μια  περισσότερο 
ερμηνευτική  διάθεση.  Επιδιώκω  να  καταλήξω  σε  πιο  πλήρη  συμπεράσματα 
σχετικά  με  τις  αιτίες  εμφάνισης,  εγκατάλειψης  ή  μακροβιότητας  των  οικισμών, 
των  λόγων  που  οδήγησαν  τους  κατοίκους  τους  να  δημιουργήσουν  μεγάλες  ή 

6
μικρές εγκαταστάσεις, καθώς και των αναγκών που τους ώθησαν να επιλέξουν 
διαφορετικές κάθε φορά παραμέτρους του περιβάλλοντος. 
Στο  πέμπτο  κεφάλαιο  γίνεται  μια  προσπάθεια  να  συμπεριληφθεί  και  η 
μελέτη  για  τον  τρόπο  με  τον  οποίο  ο  άνθρωπος  αντιλαμβάνεται  την  ιερότητα 
μέσα  στα  τοπία.  Η  εξέταση  της  ιερότητας,  ως  μια  εννοιολογική  κατηγορία  που 
εντάσσεται  στο  πεδίο  της  ιδεολογίας,  ισοδυναμεί  με  την  εξέταση  του  πώς  τα 
συμβολικά  νοήματα  επιστρατεύονται  για  να  διαμορφωθεί  η  κοινωνία 
ομογενοποιητικά  ή  για  να  νομιμοποιηθούν  τα  τμηματικά  συμφέροντα  των 
ομάδων  που  εμπλέκονται  στη  διαρκή  διαπραγμάτευση  της  εξουσίας.  Τα 
ζητήματα  της  τοπογραφίας  των  τελετουργικών  θέσεων    και  του  τρόπου  με  τον 
οποίο ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται την ιερότητα μέσα στα τοπία, καθώς και του 
τρόπου  που  το  τελετουργικό  τοπίο,  ανατροφοδοτούμενο  από  την  ιδεολογία, 
εξασφαλίζει  την  κοινωνική  συνοχή  και  διατηρεί  την  κοινωνική  διαφοροποίηση, 
διερευνούνται προκειμένου να διαφωτιστεί περισσότερο  η σχέση του ανθρώπου 
με το χώρο στην περιοχή Σιθωνίας. 
Μια  σημαντική  πτυχή  της  ιερότητας  αναδεικνύεται  μέσα  από  τη  μελέτη 
των  τοπίων  των  νεκρών  δηλαδή  των  θέσεων  νεκροταφείων  ή  μεμονωμένων 
τάφων όπου η επίκληση του παρελθόντος είναι συνειδητή και γίνεται με σκοπό 
τον ιδεολογικό προσανατολισμό του παρόντος, σε σχέση με τη νομιμοποίηση της 
δύναμης και της ανισότητας. 
Καταρχήν  μελετάω  τα  ανασκαμμένα  νεκροταφεία  της  Σιθωνίας  και 
επιχειρώ να καταλήξω σε κάποια συμπεράσματα σχετικά με τον κοινωνικό ρόλο 
που  διαδραματίζουν  και  τα  μηνύματα  που  προβάλλουν.  Στη  συνέχεια, 
παρουσιάζω  λεπτομερώς  τα  ταφικά  δεδομένα  της  επιφανειακής  έρευνας  της 
Σιθωνίας. Παραθέτω χωροθετικά στοιχεία τους σε σχέση με το ευρύτερο φυσικό 
περιβάλλον  και  σε  σχέση  με  ανθρώπινες  κατασκευές,  όπως  οι  δρόμοι,  αλλά 
προσπαθώ  να  ελέγξω  και  πώς  σχετίζονται  αναμεταξύ  τους  ανάλογα  με  τη 
γειτνίαση  και  το  μέγεθός  τους.  Επιπλέον,  παρουσιάζω  τα  στοιχεία  σε  σχέση  με 
τις  μεγαλιθικές  ανθρωπόμορφες  στήλες  που  βρίσκονται  πάνω  ή  δίπλα  σε 
κάποια ταφικά μνημεία. Μέσα από τη μελέτη των παραπάνω μορφολογικών και 
τοπογραφικών  δεδομένων  των  ταφικών  μνημείων,  καθώς  κι  από  την 
προηγηθείσα  αναφορά  θεωρητικών  απόψεων  που  ίσως  σχετίζονται    με  αυτά, 
οδηγούμαι σε μια σειρά υποθέσεων για τη λειτουργία και τα νοήματά τους. 
Μια  άλλη  σημαντική  πτυχή  της  ιερότητας  αναδεικνύεται  μέσα  από  τη 
μελέτη  των  ιερών,  των  χώρων  δηλαδή  όπου  βασικό  στοιχείο  αποτελεί  η 
παράδοση  με  την  οποία  συμμορφωνόμενοι  οι  άνθρωποι  καθιστούν  δυνατή  την 
πραγματοποίηση  της  τελετουργικής  παράστασης  και  επιπλέον  την 
ενδυναμώνουν,  ακόμη  και  με  τη  χρήση  νέων  δράσεων,  που  ωστόσο 
ενσωματώνονται  στις  παραδοσιακές.  Παρουσιάζω  τα  δεδομένα  από  την 
επιφανειακή  έρευνα  των  θέσεων,  οι  οποίες  υπάρχει  σημαντική  πιθανότητα  να 

7
αποτελούσαν  χώρους  με  ιερή  σημασία  γιατί  τόσο  αυτές  καθαυτές,  όσο  και  το 
πλαίσιο  αναφοράς  τους  στον  άξονα  του  χρόνου  και  του  χώρου,  κατευθύνει  σε 
μια τέτοια επιλογή. 
Ακολουθεί  συζήτηση  στην  οποία  προσπαθώ  να  μελετήσω  το  ρόλο  που 
διαδραμάτιζαν  στο  χώρο  της  Σιθωνίας  οι  θέσεις  με  ιερό  χαρακτήρα,  οι  οποίες 
δέσποζαν  στο  τοπίο  με  την  ανάγλυφη  μορφή  τους  κι  αποτελούσαν  σημείο 
αναφοράς  περιφερειακού  επιπέδου.  Αναλύεται  γιατί  τα  ιερά  αυτά 
αντιμετωπίζονταν  ως  η  υλοποίηση  της  συλλογικής  μνήμης  ή  θεωρούνταν  ότι 
διαδραματίζουν  ένα  σημαντικό  ρόλο  στη  διατήρηση  ή  στην  ανατροπή  της 
υπάρχουσας κοινωνικής τάξης και της κυρίαρχης ιδεολογίας. 
Τέλος,  παρατίθεται  ένα  ακόμα  κεφάλαιο  στο  οποίο  συνοψίζονται  οι 
βασικές  σκέψεις  και  τα  αποτελέσματα  της  επιφανειακής  έρευνας  Σιθωνίας  και 
παρουσιάζονται τα συμπεράσματα της μελέτης των δεδομένων της. 
Η συγκεκριμένη εργασία, μέσα στην αυστηρή δομή της εσωκλείει όχι μόνο 
τη συστηματική έρευνα που πραγματοποίησα τα τελευταία  10 χρόνια, αλλά και 
τις  εικόνες  που  μου  εντυπώθηκαν  ήδη  από  παιδί,  καθώς  επίσης  και  τις 
ατελείωτες  συζητήσεις  οι  οποίες  έγιναν  για  να  ξεδιαλύνουν  τις  πρώτες 
αποσπασματικές  σκέψεις  που  οδήγησαν  στον  μετέπειτα  αγωνιώδη 
προβληματισμό. Οι άνθρωποι που μου υπέδειξαν κατευθύνσεις ή με συνόδεψαν 
σε  αυτήν  την  πορεία  είναι  πολλοί,  στους  οποίους  το  ευχαριστώ  που  απευθύνω 
είναι  η  ελάχιστη  έκφραση  μιας  ουσιαστικότερης  και  βαθύτερης  ευγνωμοσύνης 
που νιώθω. 
Αρχικά θα ήθελα να ευχαριστήσω τον κ. Γιώργο Χουρμουζιάδη γιατί αυτός 
με πρωτοπερπάτησε στα μονοπάτια της προϊστορίας, καθώς  και τον κ. Ιωακείμ 
Παπάγγελο  που,  ως  πρωτοπόρος,  μου  άνοιξε  το  δρόμο  για  τη  Σιθωνία. 
Ευχαριστώ επίσης τον κ. Δημήτρη Γραμμένο για την ενθάρρυνση και την άδεια 
που  μου  παρείχε  στη  συγκεκριμένη  έρευνα,  καθώς  και  την  κ.  Σοφία  Ασουχίδου 
που  μου  επέτρεψε  να  μελετήσω  το  αρχείο  της  ΙΣΤ΄  Ε.Π.Κ.Α.  Ευχαριστώ  ακόμα 
τον κ. I. Gatsov, την κ. Νένα Γαλανίδου και την κ. Κατερίνα Σκουρτοπούλου για 
τη βοήθειά τους στη μελέτη των απολεπισμένων εργαλείων.  
Ευχαριστίες  οφείλω  στους  επιβλέποντες  καθηγητές  μου  κ.  Κώστα 
Κωτσάκη,  κ.  Στέλιο  Ανδρέου  και  κ.  Μιχάλη  Τιβέριο  για  την  πολυετή, 
πολυεπίπεδη στήριξή τους, κυρίως όμως για τις βόλτες μας στη Σιθωνία που μου 
έδιναν άλλη ανάσα. Ευχαριστώ και τους υπόλοιπους καθηγητές της επταμελούς 
επιτροπής κ. Κατερίνα Παπαευθυμίου‐Παπανθίμου, κ. Χρυσούλα Παλιαδέλη, κ. 
Νίκο  Ευστρατίου  και  κ.  Γιάννη  Αλεξανδρόπουλο  για  τις  συμβουλές  και  την 
υπομονή τους να διαβάσουν την παρούσα εργασία. 
 Πώς  να  ξεχάσω  τους  φίλους  μου,  Νάσια  Χουρμουζιάδη,  Τρύφωνα 
Γιαγκούλη, Γιάννα Αναγνώστου, Αρτούρο Βάργκας, Άγγελο Ζάννη, Παναγιώτη 

8
Καρατάσιο,  Κοσμά  Τουλούμη,  Σταμάτη  Χατζητουλούση,  Φώτη  Υφαντίδη, 
Στέφανο  Γιματζίδη,  Νεκτάριο  Πουλακάκη,  Πανίκο  Χρυσοστόμου,  Κώστα 
Κασβίκη,  Ρία  Καραβασιλειάδου,  Θανάση  Μάντσιο,  Γιώργο  Μιλτσακάκη,    οι 
οποίοι μου παρείχαν αγάπη και αμέριστη βοήθεια. 
Τέλος,  ευχαριστώ  την  οικογένειά  μου.  Τον  Άκη  Μιγδάνη  για  το  συνεχή 
εμπλουτισμό  του  χαρτογραφικού  και  αεροφωτογραφικού  μου  αρχείου  με 
νεότερες και λεπτομερέστερες εκδόσεις, τη Χρυσή Σμάγα για τα χαρτζιλίκια, για 
τις προμήθειες και για τις ατελείωτες μπουγάδες καταλασπωμένων ρούχων, το 
Δημήτρη  Σμάγα  για  τα  βαρέλια  πετρέλαιο  και  για  την  αγόγγυστη  αλλαγή 
κατεστραμμένων  λάστιχων  και  σπασμένων  αξόνων  του  αγροτικού  4x4,  την 
Αστέρω Χατζούδη για τις πληκτρολογήσεις, για την περίθαλψη των πληγών από 
τα σκάγια κυνηγών και από τα δαγκώματα τσομπανόσκυλων καθώς και για την 
υπομονετική  αναμονή  της  ως  που  να  λειώσω  11  ζευγάρια  αρβύλες.  Μαζί  με 
αυτούς  ευχαριστώ  και  τους  ανθρώπους  της  Σιθωνίας,  που  δε  δίστασαν  να 
λειώσουν  και  τα  δικά  τους  παπούτσια  για  να  μου  δείξουν  ό,τι  πιο  θαυμαστό 
ήξεραν γεμίζοντας έτσι τη ζωή μου θαύματα. Ειδικά αυτοι συνέβαλαν να παίρνω 
δύναμη, σαν άλλος Ανταίος, από το χώμα της Σιθωνίας που περπατούσα.   

9
Α1. ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΧΩΡΟ  

ΕΙΣΑΓΩΓΗ 

Η  ανθρώπινη  παρουσία  εντάσσεται  αναγκαστικά  σε  ένα  χωροχρονικό 


πλαίσιο.  Εγώ  όμως,  σε  αυτό  το  κεφάλαιο,  δεν  προτίθεμαι  να  ασχοληθώ  με  το 
χρόνο, αλλά κυρίως με τους προβληματισμούς που αναπτύχθηκαν σε σχέση  με 
τα  ζητήματα  του  αισθητηριακά  αντιληπτού  χώρου,  ο  οποίος  άλλωστε  αποτελεί 
βασικό  αντικείμενο  της  αρχαιολογικής  επιστήμης  (Ashmore  and  Knapp  1999:1), 
παρουσιάζοντας  τις  εξελίξεις  της  έννοιάς  του  μέσα  από  τις  διαδοχικές 
προσεγγίσεις  του.  Θα  παρουσιάσω  λοιπόν  την  ιστορία  της  θεωρίας  του  χώρου 
στην αρχαιολογία από την περίοδο που χωροθετήθηκε το επαγγελματικό τοπίο 
της  αρχαιολογίας  (Diaz‐Andreu  and  Champion  1996)  μέχρι  και  την  αποχώρηση 
του 20ου αιώνα. 
Η περίοδος θεσμοποίησης της αρχαιολογίας ως επιστήμης μέχρι τις αρχές 
της δεκαετίας του ΄50, που συμπίπτει με μια τυπική γεωγραφική περιγραφή του 
αρχαιολογικού  τοπίου,  έχει  ονομαστεί  για  την  αρχαιολογία,  αλλά  και  άλλες 
συγγενικές της αρχαιολογίας επιστήμες, πολιτισμική‐ιστορική. 
Το  επόμενο  διάστημα,  που  εκτυλίσσεται  περίπου  έως  τις  αρχές  της 
δεκαετίας  του  ’80,  αντιστοιχεί  σε  μια  συνολική  αλλαγή  στην  αρχαιολογική 
θεωρία  και  πράξη  που  πραγματοποιείται  κυρίως  στις  χώρες  του 
αγγλοσαξωνικού  πολιτιστικού  χώρου  υπό  την  αιγίδα  της  διαδικαστικής 
αρχαιολογίας  (Renfrew  1982b).  Κάτω  από  το  νέο  όρο  στεγάζονται  διαφορετικά 
ρεύματα  με  συγκλίνοντες  όμως  ερευνητικούς  και  επιστημολογικούς  στόχους. 
Πρόκειται  για  την  περίοδο  μετατροπής  του  αρχαιολογικού  χώρου  σε  εμπειρικό 
μέγεθος, οι λειτουργίες του οποίου ανάγονται σε αριθμητικές κατηγορίες για να 
εξυπηρετήσουν  τις  ανάγκες  των  θετικιστικών  προσεγγίσεων  (Χουρμουζιάδης 
1997α:21). 
Κατά την τελευταία εικοσαετία, ηγετικό ρόλο στην αρχαιολογική θεωρία 
απέκτησε ένα ρεύμα σκέψης που γεννήθηκε στη νέα κοινωνική πραγματικότητα 
της μετανεοτερικής εποχής. Στον αρχαιολογικό χώρο, αυτό το ρεύμα επικράτησε 
να  ονομάζεται  μεταδιαδικαστική  αρχαιολογία,  η  οποία  ταύτισε  την  κοινωνική 
πραγματικότητα  με  την  ανθρώπινη  αντίληψη  γι’  αυτή  την  πραγματικότητα  κι 
έτσι  το  ζήτημα  της  προσέγγισης  του  χώρου  πέρασε  μέσα  από  μια  ερμηνευτική 
λογική.  Επιπλέον,  η  μεταδιαδικαστική  αρχαιολογία  θεμελίωσε  τις  θεωρητικές 
της  επιλογές  στις  συμβολιστικές,  δομικές,  γνωστικές  και  κριτικές  προσεγγίσεις 
και  αναζήτησε  το  «πολιτιστικό  νόημα»  λαμβάνοντας  υπόψη  της  την  ιδεολογία, 
τις  κοινωνικές  δράσεις  και  τις  νοητικές  λειτουργίες  (Hiller  and  Hanson  1984, 
Mitchell and Thomas 2002).  

10
Τέλος,  θα  ήθελα  να  καταστήσω  σαφές  ότι  οι  παραπάνω  θεωρητικές 
απόψεις,  που  εκφράστηκαν  στην  πορεία  του  χρόνου,  δεν  αποτελούν  μια  σειρά 
από  συμβατικές  διατυπώσεις  χωρίς  αξία  για  την  ερμηνευτική  θεωρία  και 
πρακτική της σύγχρονης αρχαιολογίας. Απεναντίας η ποικιλία των θεωρητικών 
σχημάτων  μπορεί  να  διευκολύνει  στην  εξεύρεση  απαντήσεων  σχετικά  με  τις 
σύνθετες διαδικασίες της ανθρώπινης δραστηριότητας και της υλικής έκφρασής 
της.   

11
ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗ ‐ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ 

Τα  έντονα  εθνικιστικά  αισθήματα  που  αναπτύχθηκαν  στο  β΄  μισό  του 
19ου αιώνα, κατά τα οποία η οριοθέτηση του χώρου επικράτειας του κράτους με 
τον  ενιαίο  πολιτισμικό  χαρακτήρα,  αποτελούσε  ζήτημα  κεντρικού 
ενδιαφέροντος,  προνομιοποίησαν  την  έννοια  του  χώρου  (Soja  1987).  Εξαιτίας 
αυτών  των  εξελίξεων,  την  ίδια  περίοδο  η  αρχαιολογία  ισχυροποιείται,  αφού  
συνδέει τους στόχους της με τις εθνικές  διεκδικήσεις και το επιστημονικό πεδίο 
της οριοθετείται στη γεωγραφική έκταση του έθνους‐κράτους.  
Εκείνη  την  εποχή  ο  F.  Ratzel  διαμόρφωσε  την  εννοιολογική  βάση  της 
πολιτισμικής‐ιστορικής  αρχαιολογίας  που  κυριάρχησε  ως  τα  μέσα  του  20ου  αι., 
σύμφωνα με την οποία κάθε πολιτισμός φέρει τη σφραγίδα της ταυτότητας ενός 
«λαού»  και  μιας  περιοχής  που  είναι  μέρος  της  ταυτότητάς  του,  ενώ  η 
οποιαδήποτε  πολιτισμική  μεταβολή  είναι  προϊόν  διάδοσης  (Trigger  1989:151). 
Στην ίδια λογική κινείται κι ο O. Montelius με την τυπολογική‐συγκριτική μέθοδό 
του για να εξηγήσει τις ομοιότητες «τύπων» αντικειμένων που μπορεί η χρονική 
τους  διάσταση  να  είναι  διαφορετική,  εντούτοις  φαίνεται  να  υπάρχει  μια 
γεωγραφική  συσχέτιση  στη  βάση  της  λογικής  «πυρήνων»  προέλευσης  του 
πολιτισμού και «δεκτών» (Trigger 1989:158).  
Τέτοιες θεωρητικές προσεγγίσεις που προνομιοποιούσαν περιοχές έναντι 
κάποιων «δεκτών» πολιτισμού γνώρισε έντονα κι ο ελλαδικός χώρος. Ο έντονος 
προβληματισμός  γύρω  από  το  ζήτημα  προέλευσης  του  πρωτόγνωρου 
Μυκηναϊκού  πολιτισμού,  έφερε  στο  προσκήνιο  διαμάχες  επιστημόνων  εκ  των 
οποίων  άλλοι,  κυρίως  Γερμανοί,  ισχυρίζονταν  ότι  είναι  δημιούργημα  Αρείων 
εισβολέων από το Βορρά, άλλοι, όπως οι οπαδοί της άποψης του Montelius για Ex 
Oriente  Lux,  (Renfrew  1973:36)  υποστήριζαν  ότι  αποτελεί  μια  «θαμπή 
αντανάκλαση»  του  Ανατολικού  πολιτισμού  και  τέλος  άλλοι,  όπως  ο  Salomon 
Reinach,  που  απέρριπταν  την  λανθασμένη  υπερτίμηση  των  ανατολικών 
στοιχείων,  διακήρυτταν  την  αυτόχθονη  καταγωγή.  Ανάμεσα  σε  όλους  αυτούς 
κινούνταν οι Evans και Myres που θεώρησαν τον Αιγαιακό πολιτισμό μια τοπική 
εκδήλωση  στην  ευρύτερη  Ανατολικο‐Δουναβική  περιοχή  που  όφειλε  το 
χαρακτήρα του σε δανεισμούς ιδεών τόσο από την Ευρώπη όσο και την Ανατολή, 
υπογραμμίζοντας  την  αξία  των  εμπορικών  επαφών  για  την  πολιτισμική 
ανάπτυξη (Trigger 1989:168). 
Στο  πλαίσιο  μιας  παράλληλης  λογικής  δεν  άργησαν  να  δοθούν 
γεωγραφικές και μυθικές ετικέτες, όπως Μυκηναϊκός, Μινωϊκός και Κυκλαδικός 
σε μια ποικιλία σύγχρονων πολιτιστικών ακολουθιών του Αιγαίου. Αυτό από τη  
μια  ήταν  προϊόν  των  γεωγραφικών  θεωριών  της  περιφερειακής  ιδιαιτερότητας, 
που  υποστήριζαν  ότι  ο  συνδυασμός  ορισμένων  φυσικών  φαινομένων  και  η 
κατανομή  των  ανθρώπων  στο  χώρο  δημιουργούν  περιοχές  στη  γη,  τις 

12
περιφέρειες,  που  έχουν  η  κάθε  μια  ιδιαίτερα  χαρακτηριστικά  (Καλογήρου‐
Χατζημιχάλης 1992:15). Από την άλλη, αυτοί που το έκαναν, κυρίως αρχαιολόγοι 
με κλασική παιδεία, στηρίχθηκαν στην έννοια της πολιτισμικής ομάδας (Kultur‐
Gruppe) που δημιούργησε ο G. Kossina αξιοποιώντας τις τυπολογικές ομάδες του 
Montelius  σε  συνδυασμό  με  τις  απόψεις  του  Ratzel  για  τις  σχέσεις  λαών  και 
γεωγραφικών περιοχών.  
Την  έννοια  της  «πολιτισμικής  ομάδας»  του  Kossina,  απαλλαγμένη  όμως 
από  τις  εθνικιστικές  προεκτάσεις  της,  θα  αξιοποιήσει  ο  Childe,  ορίζοντας  την 
«ως  συγκεκριμένους  τύπους  καταλοίπων  …  τα  οποία  βρίσκονται  κατ’ 
επανάληψη  μαζί»  (Childe  1929:5‐6).  Οι  πολιτισμικές  ομάδες,  κατά  τον  Childe, 
καταλαμβάνουν  συγκεκριμένους  γεωγραφικούς  χώρους  που  αθροιζόμενοι 
οριζόντια  μεταξύ  τους  συναποτελούν  τον  ανθρώπινο‐γεωγραφικό  χώρο  και 
δημιουργούν  πολιτισμικές  περιοχές  οι  οποίες  αντανακλούν  ενιαίες  ομάδες 
ανθρώπων με ιδιαίτερα πολιτισμικά χαρακτηριστικά. 
Για  την  πολιτισμική‐ιστορική  προσέγγιση  λοιπόν,  η  διάσταση  του  χώρου 
αποτελεί  βασικό  άξονα  έρευνας  και  μέσο  ερμηνείας  του  αρχαιολογικού 
αντικειμένου, του οποίου τα δεδομένα αντανακλούν την πολιτισμική ανισότητα 
ανθρώπινων‐γεωγραφικών περιοχών. 

13
ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ 
Στο  μεταπολεμικό  κόσμο  διαμορφώνεται  ένα  περιβάλλον  αισιοδοξίας 
σχετικά  με  τον  προοδευτικό  εξελικτικισμό  της  ιστορίας,  αντιμεταφυσικής 
ορθολογικότητας, και πίστης στην παγκόσμια οικονομία (Κωτσάκης 2002:20). Σε 
ένα τέτοιο κοινωνικό περιβάλλον, εκφράζεται μια έντονη αμφισβήτηση τόσο της 
εγκυρότητας,  όσο  και  της  χρησιμότητας  της  ιδιογραφικής  προσέγγισης  (Trigger 
1989:244) και η αρχαιολογία στρέφεται στο λογικό θετικισμό, τον οποίο είχαν ήδη 
υιοθετήσει  άλλες  κοινωνικές  επιστήμες  και  στην  υλιστική  αντιμετώπιση  της 
φύσης και της πραγματικότητας.  
Επηρεάστηκε  μάλιστα  καθοριστικά  από  την  ανθρωπολογία,  όπου 
αναπτύχθηκαν  οι  απόψεις  της  πολιτισμικής  οικολογίας  (cultural  ecology),  της 
οποίας τα διάφορα ρεύματα είχαν ως κοινό χαρακτηριστικό τη μελέτη του χώρου 
σαν  ένα  εξωτερικό  αντικείμενο  που  υπακούει  σε  μια  υλική  εξω‐υποκειμενική 
δυναμική  (Λαγόπουλος  1997:15).  Ταυτόχρονα,  στον  τομέα  της  γεωγραφίας  οι 
επιστήμονες,  θέλοντας  να  υπερβούν  τα  εμπειρικά  και  θεωρητικά  αδιέξοδα  του 
περιβαλλοντικού  ντετερμινισμού,  οδηγήθηκαν  σε  μια  μονομερή  έμφαση  στην 
οικονομία.  Οι  γεωγράφοι  αναζητούν  πια  τις  χωρικές  εφαρμογές  κάποιων 
παγκόσμιων  οικονομικών  νόμων  που  βρίσκουν  ειδική  εφαρμογή  σε 
συγκεκριμένους τόπους και υποστηρίζουν ότι η σχέση ανθρώπου‐περιβάλλοντος 
είναι  βασικά  οικονομική.  Γενικά,  τόσο  η  ανθρωπολογία,  όσο  και  η  γεωγραφία 
αναφέρονταν  στο  χώρο  μέσα  από  τη  θετικιστική  γεωγραφική  σκοπιά  που 
αναζητούσε  αμιγώς  χωρικές  διαδικαστικές  νομοτέλειες  με  παγκόσμια 
συστημική  ισχύ,  πέρα  από  χρονικούς  καθορισμούς  και  γεωγραφικές 
ιδιαιτερότητες (Λαγόπουλος 1994:123, Λαγόπουλος 1997:75). 
Ο  ανθρωπολογικός  και  γεωγραφικός  φονξιοναλισμός  άσκησε  μεγάλη 
επίδραση  στο  έργο  πολλών  αρχαιολόγων  και  η  επιρροή  του  φτάνει  ως  το 
επιστημονικό  έργο  των  ημερών  μας.  Ο  πρώτος  σημαντικός  αρχαιολόγος  που 
βάδισε  στα  βήματα  της  πολιτιστικής  οικολογίας  και  θέλησε  να  ερμηνεύσει  την 
εξέλιξη  των  κοινωνικών  θεσμών  στηριζόμενος  σε  οικολογικούς,  τεχνολογικούς 
και δημογραφικούς παράγοντες είναι ο G. Clark (Clark 1952). Ο Clark τη δεκαετία 
του  ’50  εισήγαγε  με  την  οικολογική  αρχαιολογία  μια  διεπιστημονική  μέθοδο 
ανάλυσης  για  την  ανασύνθεση  των  στρατηγικών  επιβίωσης  και  οικονομικής 
οργάνωσης των προϊστορικών οικισμών (Trigger 1989:268).  
Ενδιαφέρον  για  τους  τομείς  της  οικονομικής  οργάνωσης  των  αρχαίων 
κοινωνιών,  καθώς  και  για  τον  τρόπο  προσαρμογής  στο  φυσικό  περιβάλλον, 
επέδειξε  κι  ο  ιδρυτής  της  οικιστικής  αρχαιολογίας  G.  Willey.  Μόνο  που  αυτός 
πρόσθεσε  ως  νέο  στοιχείο  στην  αρχαιολογική  σκέψη,  τον  ιδιαίτερο 
προβληματισμό  για  τις  αλλαγές  που  καταγράφονται  σε  ένα  χώρο  κατοίκησης 
και τα αίτιά τους, καθώς και την αναζήτηση των διαδικασιών που ενεργούν πίσω 
από  τα  αρχαιολογικά  φαινόμενα  και  την  υιοθέτηση  της  συστημικής  θεωρίας 

14
προς  την  κατεύθυνση  μιας  συνολικής,  αρχαιολογικής  ερμηνείας  (Trigger 
1989:282). Αναπτύσσεται επιπλέον σε αυτή τη σχολή ένα έντονο ενδιαφέρον για 
την  ανασύνθεση  του  χώρου  εγκατάστασης  των  προϊστορικών  κοινωνιών  ως 
αποτέλεσμα  της  αναγκαιότητας  να  προσδιοριστεί  σαφέστερα  η  έννοια  του 
πολιτιστικού  συστήματος  μέσα  από  την  ανάλυση  μικρής  κλίμακας 
χωροκοινωνικών κατηγοριών (Gibbon 1984:140‐141).  
Στις  αρχές  της  δεκαετίας  του  ’60  ο  L.  Binford  θα  γίνει  ο  θεμελιωτής  της 
Νέας  Αρχαιολογίας  που,  σε  αντίθεση  με  την  παραδοσιακή  αρχαιολογία,  ως 
στόχο θα έχει την εξήγηση και όχι την περιγραφή, διαδικασιών που ευθύνονται 
για  την  εμφάνιση  αρχαιολογικών  φαινομένων.  Κύριο  μεθοδολογικό 
χαρακτηριστικό  της  Νέας  Αρχαιολογίας  είναι  η  σύγκλισή  της  με  τις  θετικές 
επιστήμες μέσα στο πνεύμα της νεοθετικιστικής επιστημολογίας που επικρατεί 
και  συνδέει  την  ερμηνεία  των  φαινομένων  με  την  καταγραφή  και  επεξεργασία 
των  εμπειρικά  προσδιορίσιμων  όψεών  τους.  Η  επιστημονικοποίηση  αυτή  της 
αρχαιολογικής  ανάλυσης  επιτρέπει  την  διατύπωση  γενικών  νόμων  της 
ανθρώπινης  συμπεριφοράς.  Ως  απαραίτητα  εργαλεία  προβάλλονται  ο 
υποθετικός‐παραγωγικός  συλλογισμός,  η  κατασκευή  δηλαδή  γενικών 
υποθέσεων  που  ελέγχονται  συνεχώς  στο  αρχαιολογικό  υλικό  και  η  θεωρία  των 
συστημάτων  (Κωτσάκης  1986:53,  1999:13‐14).  Σύμφωνα  με  την  θεωρία  των 
συστημάτων,  ο  πολιτισμός  διακρίνεται  σε  επιμέρους  αλληλοσχετιζόμενα 
υποσυστήματα.  Οι  αλλαγές  που  επέρχονται  σε  αυτά  οφείλονται  σε  διαδικασίες 
που  επανατροφοδοτούν  τα  υποσυστήματα  μεταξύ  τους  με  στοιχεία  (Trigger 
1989:303),  στην  προσπάθεια  των  πρώτων  (των  υποσυστημάτων)  να 
εξισορροπήσουν στο φυσικό περιβάλλον (Κωτσάκης 1981:22).  
Η  Νέα  Αρχαιολογία  θεωρεί  ότι  οι  αρχαίες  κοινωνίες  αποτελούν 
αναπόσπαστα  τμήματα  των  οικολογικών  συστημάτων  μέσα  στα  οποία 
αναπτύσσονται, τα επηρεάζουν κι επηρεάζονται απο αυτά (Wagstaff 1987:31) και 
ότι  τελικά  ο  άνθρωπος  εξαρτά  και  προσαρμόζει  όλη  τη  δραστηριότητά  του  σε 
αυτά  (Roberts  1987:86‐87).  Χαρακτηριστικά,  ο  κύριος  εκπρόσωπος  της  Νέας 
Αρχαιολογίας,  ο  Lewis  Binford,  υποστήριξε  ότι:  «ο  πολιτισμός  θεωρείται  ως  το 
εξωσωματικό  μέσο  προσαρμογής  του  ανθρώπινου  πολιτισμού  προς  το  γενικό 
περιβάλλον,  φυσικό  και  κοινωνικό…»  (Κωτσάκης  1981:25).  Όπως  υποστηρίζει 
παρόλα  αυτά  ο  Binford,  δεν  πρέπει  να  θεωρηθεί  η  άποψη  αυτή  ως 
περιβαλλοντικός ντετερμινισμός, γιατί ανάμεσα στον ανθρώπινο οργανισμό και 
το περιβάλλον μεσολαβεί η μεταβλητή του πολιτισμού. Βέβαια, είναι δυνατόν να 
παρατηρηθούν μερικές απαιτήσεις προσαρμογής από τη μεριά του ανθρώπινου 
οργανισμού  ή  αντίστοιχα,  μερικοί  περιορισμοί  προσαρμογής  σε  ειδικές 
κατηγορίες περιβαλλόντων. Όμως ακόμα και τότε θα πρέπει οι περιορισμοί και 
το  δυναμικό  του  περιβάλλοντος  να  αντιμετωπίζονται  με  τους  όρους  του 
πολιτισμού (Κωτσάκης 1981:21). 

15
Μια  απο  τις  κυριότερες  τάσεις  της  Νέας  Αρχαιολογίας  αποτελεί  και  η 
σχολή  της  Παλαιοοικονομίας  με  βασικό  εκπρόσωπο  τον  Ε.  Higgs.  Τόσο  ο  Higgs 
όσο και η υπόλοιπη ομάδα της Παλαιοοικονομικής προσέγγισης, θεμελίωσαν το 
έργο τους πάνω στις απόψεις του G. Clark εκφραστή, όπως είδαμε, της ιδέας της 
πολιτιστικής  οικολογίας,  ο  οποίος  έκανε  λόγο  για  μια  αρχαιολογία  που  έπρεπε 
να  ενδιαφέρεται  πρωτίστως  για  τις  οικονομικές  διαδικασίες  και  όριζε  την 
οικονομία  ως  εκμετάλλευση  των  φυσικών  πόρων  μιας  περιοχής  απο  τον 
άνθρωπο  (Κωτσάκης  1983:195).  Η  ανθρώπινη  δραστηριότητα  σε  αυτή  τη  σχολή 
σκέψης  αντιμετωπίζεται  ως  μια  διαδικασία  προσαρμογής  σε  δεδομένα  φυσικά 
περιβάλλοντα και το φυσικό περιβάλλον προβάλλεται ως βασικό στοιχείο και δε 
θεωρείται  γενική  κι  αφηρημένη  έννοια  (Κωτσάκης  1986:57).  Η  σχολή  της 
Παλαιοοικονομίας,  επιδιώκοντας  να  συγκεκριμενοποιήσει  και  να  ολοκληρώσει 
τις  οικολογικές  οπτικές  της  Νέας  Αρχαιολογίας  (Jarman  et  al.  1982:1),  εισήγαγε 
την  έννοια  της  «πλουτοπαραγωγικής  ζώνης  μιας  θέσης».  Σύμφωνα  με  την 
έννοια  αυτή,  σημαντικό  ζητούμενο  της  έρευνας  είναι  η  αναζήτηση  των 
διαθέσιμων  πλουτοπαραγωγικών  πηγών  σε  μια  ζώνη  γύρω  από  τον  οικισμό, 
όπου υπάρχει ένα σύνολο χώρων που χρησιμοποιούνται τόσο συστηματικά, όσο 
κι  ευκαιριακά  (Flannery  1976:91‐92,  Trigger  1989:270).  Η  έκταση  αυτή  μπορεί  να 
ποικίλει ανάλογα με τον τύπο της οικονομίας που ακολουθούσαν οι κάτοικοι του 
οικισμού  και  την  τεχνολογία  που  διέθετε  η  ομάδα  (Higgs  and  Vita  Finzi 
1972:31,32,  Denell  1980:2,  Jarman  et  al.  1982:148).  Η  επιλογή  επομένως  του  χώρου 
για την ίδρυση ενός οικισμού και η οικονομική οργάνωση καθορίζονται από τις 
δυνατότητες  και  τους  περιορισμούς  που  θέτει  το  φυσικό  περιβάλλον,  μέσω  των 
πηγών  που  διατίθενται  στην  κοινότητα  για  την  εξασφάλιση  της  επιβίωσης  των 
μελών της (Bintliff 1977:111‐116). 
Οι διαφωνίες που διατυπώθηκαν για το παραπάνω μοντέλο είναι πολλές 
και κυρίως επισημαίνουν ότι πρέπει να εξετάζεται η σχέση του ανθρώπου με το 
περιβάλλον  συνολικά  λαμβάνοντας  υπόψη  τόσο  τις  οικονομικές,  όσο  και  τις 
κοινωνικές  παραμέτρους  της  σχέσης  αυτής.  Τονίστηκε  ότι  είναι  πιθανό  στην 
επιλογή  του  χώρου  εγκατάστασης  να  βαραίνουν  περισσότερο  παράγοντες  που 
δε  σχετίζονται  άμεσα  με  την  εξασφάλιση  της  τροφής  (Hodder  and  Orton 
1976:230)  και  ότι  ο  άνθρωπος  στο  φυσικό  του  περιβάλλον  δεν  αποτελεί  απλώς 
ένα  «στομάχι  με  δυο  πόδια»  (Denell  1980:8).  Εξάλλου  οι  ίδιοι  οι  εισηγητές  της 
Παλαιοοικονομικής  προσέγγισης  παραδέχτηκαν  τις  δυσκολίες  που 
αντιμετωπίζει  κάποιος  που  προσπαθεί  να  καταγράψει  τις  οικονομικές 
δυνατότητες  του  αρχαίου  περιβάλλοντος  ενός  οικισμού  με  τα  δεδομένα  μιας 
νεότερης  εποχής.  Τόνισαν  δε,  ότι  θα  πρέπει  να  λαμβάνονται  υπόψη  οι 
ιδιαιτερότητες  κάθε  συγκεκριμένου  χώρου,  καθώς  οι  γεωμορφολογικές  και 
άλλες  περιβαλλοντικές  αλλαγές  μπορεί  να  έχουν  μεταβάλει  την  εικόνα  του 
τοπίου  από  το  παρελθόν  έως  σήμερα  (Higgs  and  Vita‐Finzi  1972:33).  Επιπλέον 

16
υπήρξαν κάποιοι ερευνητές οι οποίοι αναγνώρισαν ότι ο χώρος και η έκταση των 
παραγωγικών περιοχών επιλέγεται από τις κοινότητες χωρίς να είναι πάντοτε η 
απόσταση  ο  καθοριστικός  παράγοντας  (Zarky  1976:118,  Yassoglou  and  Nobeli 
1972:176).  Παρόλο  όμως  που  τα  προτεινόμενα  μοντέλα  της  Παλαιοοικονομικής 
σχολής  αμφισβητήθηκαν,  πολλές  από  τις  αρχές  τους,  όπως  η  αναζήτηση  των 
οικονομικών δυνατοτήτων γύρω από μια αρχαιολογική θέση και η ανασύσταση 
των  παλαιοπεριβαλλοντικών  συνθηκών  εξακολούθησαν  να  αποτελούν 
σημαντικά  εργαλεία  αρκετών  ερευνητών  (Halstead  1984:199,  Fotiadis  1984:308, 
Morrison 1993:2).  
Ένας από αυτούς ήταν ο Butzer ο οποίος με αφετηρία και τις θεωρητικές 
αρχές  του  Binford,  που  διακήρυττε  την  ανάγκη  να  ενταχθεί  η  αρχαιολογική 
μαρτυρία  στη  δυναμική  μιας  διαδικασίας  που  θα  μετέβαλε  το  αρχαιολογικό 
υλικό  από  στατικό  κι  ανεκμετάλλευτο  σώμα  πληροφοριών  σε  ερμηνεία, 
διατύπωσε  τον  ορισμό  του  περιβάλλοντος  ως  ενός  δυναμικού  παράγοντα  στην 
ερμηνεία των αρχαιολογικών δεδομένων  (Butzer 1982:4). Ως περιβάλλον για τον 
Butzer  νοείται  τόσο  το  φυσικό  όσο  και  το  κοινωνικό,  γι’  αυτό,  εκτός  από  την 
ενασχόληση  με  την  ανασύσταση  του  αρχαίου  περιβάλλοντος  μέσα  από  τις 
ειδικεύσεις  των  επιμέρους  κατευθύνσεων  της  αρχαιολογίας,  θέτει  ως 
προτεραιότητα  των  ερευνών  να  καταδείξουν  αυτές  την  πολυσχιδή 
δραστηριότητα του ανθρώπου στο χώρο (Butzer 1982:5‐7). Θεωρείται ότι ανάμεσα 
στον άνθρωπο και το περιβάλλον δημιουργείται μια σχέση αλληλεπίδρασης που 
σχετίζεται  με  τον  τρόπο  με  τον  οποίο  ο  πρώτος  οργανώνει  το  χώρο  του,  την 
οικονομία του και τις κοινωνικές του σχέσεις. Έννοιες κλειδιά στην πρότασή του 
είναι  η  προσαρμογή  και  η  προσαρμοστικότητα,  οι  οποίες  αναφέρονται  στις 
αργόσυρτες  συνειδητές  πράξεις  του  ανθρώπου  που  συμβάλλουν  στην 
ομαλοποίηση της σχέσης κοινωνίας‐περιβάλλοντος από τη μια και από την άλλη 
στην ικανότητα ενός συστήματος να ενσωματώνει τις πληροφορίες εκείνες που 
διευκολύνουν  τις  εσωτερικές  αλλαγές  (Butzer  1982:285).  Γενικά  ο  Butzer 
αναγνωρίζει  ένα  δυναμικό  χαρακτήρα  στη  σχέση  του  ανθρώπου  με  το 
περιβάλλον. 
Οι  περιβαλλοντικές  σπουδές,  που  ενθαρρύνονταν  στο  πλαίσιο  της 
διαδικαστικής  αρχαιολογίας,  συνέχισαν  να  έχουν  σημαντικό  ρόλο  και  στη 
δεκαετία  του  ΄90  μόνο  που  πια  επικέντρωναν  το  ενδιαφέρον  τους  σε  πιο  μικρές  
κι    οριοθετημένες    περιοχές.  Το  μικροτοπικό  ενδιαφέρον  των  νεοδιαδικαστικών 
προβληματισμών  ήρθε  έτσι  σε  αντίθεση  με  ότι  πρέσβευε  η  διαδικαστική 
προσέγγιση  η  οποία  τόνιζε  την  ανάγκη  να  αντιμετωπιστούν  τα  αρχαιολογικά 
δεδομένα  με  όρους  συνολικών  πολιτιστικών  συστημάτων    και  αφηρημένων 
αρχαιολογικών  μοντέλων  (Κωτσάκης  1981:30,  Sherrat  1972:47).  Το  τοπικό 
ενδιαφέρον  της  νεοδιαδικαστικής  άποψης  εστιάστηκε  στην  ανεύρεση  υλικών 
στοιχείων  που  εντοπίζονται  στο  χώρο  και  των  οποίων  η  διάταξη  σε 

17
περιβαλλοντικές  ζώνες  θα  μπορούσε  να  υποδείξει  τον  τρόπο  οργάνωσης  ενός 
συστήματος  (Chang  1992:86).  Έτσι,  η  νεοδιαδικαστική  προσέγγιση  εξέλαβε  τον 
περιβαλλοντικό χώρο ως μια ευρύτερη ενότητα που παρέχει στους κατοίκους του 
τη  δυνατότητα  επιβίωσης,  ενώ  παράλληλα,  μέσα  από  την  τοπική  εστίασή  της, 
αποκάλυπτε  μερικές  επιμέρους  διαστάσεις  του  χώρου  που  διαδραμάτισαν 
σημαντικό  ρόλο  στη  διαδικασία  επιβίωσης  των  κατοίκων  του  (Wandsnider 
1992:286). 
  Συμπερασματικά  μπορούμε  να  πούμε  ότι  στο  ρεύμα  σκέψης  της 
Νέας  Αρχαιολογίας,  ο  ρόλος  του  περιβάλλοντος  ή  των  τεχνοοικονομικών 
παραγόντων,  θεωρήθηκε  καθοριστικός  για  το  μεγάλης  διάρκειας 
μετασχηματισμό  των  κοινωνικών  διαδικασιών  που  επιδρούν  στην 
παρατηρούμενη  διάταξη  του  πολιτισμικού  υλικού.  Υποδηλώθηκε  όμως  έτσι  η 
συνεπακόλουθη  αδυναμία  της  επιστήμης  να  προσδιορίσει  τις  περισσότερο 
βραχυπρόθεσμες  διαδικασίες  της  κοινωνικής  αλλαγής  κι  ακόμη  το  ρόλο  του 
ανθρώπου ως δυναμικού δημιουργού της ιστορίας, ως ατομικού και συλλογικού 
υποκειμένου που διαμορφώνει τις υλικές και κοινωνικές συνθήκες  της ύπαρξής 
του. 
 

18
ΜΕΤΑΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ 
Στα  τέλη  της  δεκαετίας  του  ΄70  και  στους  απόηχους  των  έντονων 
κοινωνικών  αμφισβητήσεων  που  επηρέασαν  τη  σκέψη  των  διανοούμενων  στην 
Ευρώπη,  άρχισε  να  αμφισβητείται  η  αισιοδοξία  του  θετικισμού  ενώ  οι 
νομοθετικές καθολικότητες του μοντερνισμού άρχισαν να αντικαθίστανται από 
μικρότερες  συλλογικές  βεβαιότητες  (Κωτσάκης  2002:20).  Την  ίδια  περίοδο,  στην 
αρχαιολογία,  έκαναν  την  εμφάνισή  τους  τάσεις  που  εμπνέονται  από  το 
συμβολισμό  και  από  συζητήσεις  που  ασχολούνται  με  τα  ζητήματα  του 
υποκείμενου  και  της  γλώσσας.  Αυτή  η  στάση  ήταν  αποτέλεσμα  της  έντονης 
επίδρασης  που  δέχτηκε  η  αρχαιολογία  από  άλλες  επιστήμες,  όπως  αυτή  της 
ανθρωπολογίας  ή  της  γεωγραφίας  που  αμφισβητούσαν  τις  γενικευτικές 
αφηγήσεις του μοντερνισμού και τις συστημικές καθολικότητες. 
Στην  κοινωνική  ανθρωπολογία  ο  χώρος  δεν  ήταν  ο  δοσμένος  φυσικός 
χώρος,  αλλά  ο  χώρος  όπως  προέκυπτε  μέσα  από  συγκεκριμένες  κάθε  φορά 
διαδικασίες  και  όπως  γινόταν  κατανοητός  κι  αντιληπτός.  Ο  χώρος  δηλαδή 
απόκτησε  νοήματα  και  σημασίες,  ενώ  ταυτόχρονα  διαφάνηκε  μια  σχέση 
ανάμεσα στη κοινωνία και το χώρο που δεν ήταν μονοσήμαντη και μηχανιστική. 
Επιπλέον,  για  τη  δομική  ανθρωπολογία  η  κοινωνία  αρθρωνόταν  με  το  χώρο 
μέσα από ορισμένες διαδικασίες, οι οποίες είναι επικοινωνιακές με αποτέλεσμα 
η  οργάνωση  του  χώρου  να  αποτελεί  ένα  σημειωτικό  κείμενο  (Levi‐Strauss 
1958:85‐86, 362‐366). 
Εξίσου  σημαντικές,  ίσως  και  πιο  καθοριστικές,  υπήρξαν  για  τη 
μεταδιαδικαστική  αρχαιολογία  οι  εξελίξεις  που  συντελέστηκαν  στην  επιστήμη 
της  γεωγραφίας.  Από  τα  τέλη  της  δεκαετίας  του  ’60  αναπτύχθηκε  έντονα  μια 
καινούρια τάση στην ανθρωπογεωγραφία, η διαλεκτική αντιμετώπιση των χωρο‐
κοινωνικών  ζητημάτων  που  έδωσε  έμφαση  στις  σχέσεις  εξουσίας  κι 
εκμετάλλευσης  που  εμπεριέχονται  στην  οργάνωση  του  χώρου.  Αυτή  η  τάση 
προσπάθησε  να  ξεπεράσει  τα  αδιέξοδα  της  θετικιστικής  Νέας  Γεωγραφίας  που 
αδιαφορούσε  για  την  κοινωνικο‐οικονομική  δυναμική  του  χώρου  μένοντας 
προσκολλημένη  στα  μαθηματικά  μοντέλα  και  τους  χωρικούς  νόμους 
παγκόσμιας ισχύος  (Soja 1989:1‐3, 56‐60). Παρά τις ριζικές διαφορές της κριτικής 
στάσης της νέας αντιμετώπισης από τη Νέα Γεωγραφία, μοιραζόταν όμως μαζί 
της  το  επιστημολογικό  υπόβαθρο  του  αντικειμενισμού  εφόσον  και  οι  δύο 
αγνοούσαν  το  ρόλο  του  ιδεολογικού‐πολιτισμικού  παράγοντα  για  τη 
διαμόρφωση  του  χώρου  (Λαγόπουλος  1997:16).  Αντιδιαμετρική  στη  μελέτη  του 
χώρου  ως  ένα  εξωτερικό  αντικείμενο  που  υπακούει  σε  μια  υλική  εξω‐
υποκειμενική  δυναμική,  είναι  η  οπτική  που  αντιμετωπίζει  το  γεωγραφικό  χώρο 
μέσα  από  τη  νοητική  και  ανθρωπιστική  γεωγραφία  (Lagopoulos  and  Bohlund‐
Lagopoulou  1992).  Σύμφωνα  με  τις  θεωρίες  του  υποκειμενικού  γεωγραφικού 
χώρου  το  άτομο  αντιλαμβάνεται  και  βιώνει  ανομοιόμορφα  το  χώρο  που  τον 

19
περιβάλλει, αλλά οι παράγοντες που καθορίζουν τη σύνθεση των αντιληπτικών 
διαδικασιών  δεν  είναι  τυχαίοι  γιατί  η  αναπαράσταση  του  χώρου  είναι  μια 
κοινωνική διαδικασία (Καλογήρου και Χατζημιχάλης 1992:19).  
Η  μεταδιαδικαστική  αρχαιολογία  πατώντας  στην  επιστημολογική  βάση 
της ανθρωπολογίας και γεωγραφίας, αμφισβήτησε τη μηχανιστική θεώρηση της 
κοινωνίας  που  εφάρμοζε  η  νεοθετικιστική  διαδικαστική  προσέγγιση.  Η 
μεταδιαδικαστική  αρχαιολογία  τόνισε  τον  ενεργό  χαρακτήρα  του  υλικού 
πολιτισμού,  ο  οποίος  δεν  αντιμετωπιζόταν  πλέον  ως  παθητικό  προϊόν  της 
ανθρώπινης  δραστηριότητας,  ούτε  τα  αντικείμενα  που  τον  συγκροτούν 
θεωρούνταν  αποκλειστικά  και  μόνο  φυσικά  αντικείμενα  με  συγκεκριμένες  και 
περιορισμένες  χρήσεις  που  υπόκεινται  σε  παγκόσμιες  γενικεύσεις  και  νόμους 
(Κωτσάκης  1999:16).  Ως  ένα  από  τα  κεντρικά  ερευνητικά  ζητούμενα  της 
μεταδιαδικαστικής  αρχαιολογίας  προβλήθηκε  η  κατανόηση  της  κοινωνικής  και 
συμβολικής  διάστασης  της  ανθρώπινης  ύπαρξης  και  πράξης,  του  δρώντος 
υποκειμένου,  όψεις  που  δεν  ήταν  δυνατόν  να  γίνουν  κατανοητές  μέσα  σε  ένα 
αυστηρά  θετικιστικό  πλαίσιο  (Κωτσάκης  1999:15,  Shanks  and  Hodder  1995:5).  Η 
καινούρια  αυτή  πρόταση  της  αρχαιολογίας  είχε  καθοριστικές  συνέπειες  για  το 
ζήτημα  της  προσέγγισης  του  αρχαιολογικού  χώρου.  Αναπτύχθηκε  μάλιστα  στο 
πλαίσιο της μετανεωτερικής σκέψης, ένας πλουραλισμός απόψεων για τον χώρο 
και  την  υλική  διάταξη  της  ανθρώπινης  συμπεριφοράς,  χωρίς  ωστόσο  να 
εντάσσονται σε ένα ενιαίο ερμηνευτικό πρότυπο.  
Στις αρχές του ’80 μια σειρά από ιδεαλιστικές ερμηνείες προτάθηκαν από 
τους  αρχαιολόγους  για  να  εξηγήσουν  την  κοινωνική  πολυπλοκότητα  στις 
αρχαίες κοινωνίες και για να αναφέρουν τον πολυσήμαντο ρόλο της ιδεολογίας 
καθώς και τη σχέση της με τις παραγωγικές σχέσεις και την οικονομία (Trigger 
1989:341‐343).  Το  σημαντικό  ρόλο  της  ιδεολογίας  για  τον  τρόπο  χωρικής 
οργάνωσης μιας κοινωνίας μέσα από τις αντιλήψεις και τις πρακτικές που αυτή 
υιοθετεί,  υπογράμμισε  μια  ψυχολογική  προσέγγιση  από  την  αρχαιολογία 
γνωστή  ως  “cognitive  archaeology”  (Wagstaff  1987:32).  Μια  άλλη  αρχαιολογική 
τάση, η συγκειμενική (contextual archaeology), τόνισε την ανάγκη να κατανοείται 
η  ιδεολογία  κι  ο  συμβολισμός  που  εμπεριέχονται  στα  αρχαιολογικά  δεδομένα, 
καθώς  και  την  ανάγκη  να  καταδεικνύεται  ο  τρόπος  με  τον  οποίο  τα  στοιχεία 
αυτά δομούνται στο κοινωνικό σύνολο (Hodder 1986:122‐124). Σ’ αυτό το ρεύμα η 
μελέτη  του  χώρου  προσλαμβάνει  μια  καινούρια  διάσταση,  διότι  αναζητείται  το 
λειτουργικό  και  συμβολικό  νόημα  καθώς  και  οι  δομές  που  διέπουν  τη 
συμπεριφορά του ανθρώπου στο φυσικό περιβάλλον του. Ο Hodder ισχυρίστηκε 
μάλιστα ότι δεν υπάρχει μια a priori κλίμακα ανάλυσης των δεδομένων και είναι 
δυνατόν  αυτή  να  περιλαμβάνει  τόσο  ένα  συγκεκριμένο  χώρο  όσο  κι  ολόκληρο 
τον πλανήτη (Hodder 1986:131, 133‐135). 

20
Την ίδια εποχή που ο Hodder διατύπωνε τη θεωρία των συγκειμένων, στο 
πλαίσιο  των  μεταδιαδικαστικών  προσεγγίσεων  κινούνταν  ένα  ρεύμα  που 
αντιλαμβανόταν το χώρο ως κείμενο. Οι Hiller και Hanson μελετούν το χώρο ως 
ένα  γλωσσικό  σύστημα  με  γραμματική  και  συντακτική  διάσταση  και 
αναδεικνύουν  έτσι  την  αντιληπτική  και  επικοινωνιακή  διάσταση  του  χώρου,  η 
σύνθεση  και  δομή  τού  οποίου  αντανακλά  τους  κανόνες  μιας  ορισμένης 
κοινωνικής  τάξης  ενώ  ταυτόχρονα  οργανώνει  τις  κοινωνικές  σχέσεις  μέσα  από 
τη διάταξη και τη σύνταξη των επιμέρους χωρικών στοιχείων (Hiller and Hanson 
1984:2).  
Το  δεύτερο  μισό  της  δεκαετίας  του  ’80  σηματοδοτεί  για  την  αρχαιολογία 
μια  σειρά  συζητήσεων  για  τις  κατευθύνσεις  της  μετα‐διαδικαστικής 
αρχαιολογίας,  καθώς  και  τη  θεμελίωση  των  θεωρητικών  αντιλήψεων  που 
καθιστούν  σαφή  την  υιοθέτηση  των  απόψεων  του  μεταμοντερνισμού.  Στη 
διατύπωση  του  νέου  επιστημονικού  προγράμματος  της  μετα‐διαδικαστικής 
αρχαιολογίας  υπάρχει  ένας  πλουραλισμός  ιδεών  που  αμφισβητεί  την 
εγκυρότητα  των  κυρίαρχων  θεωρητικών  δογμάτων  και  αντιπροτείνει  τη 
συγκρότηση  μιας  διαφορετικής,  ανατρεπτικής,  ερμηνευτικής  θεωρίας  (Shanks 
and  Tilley  1989:12).  Η  ερμηνευτική  δεν  ενδιαφέρεται  να  εντοπίσει  τα  αίτια  που 
κρύβονται  πίσω  από  μια  προκληθείσα  κατάσταση,  αλλά  να  κατανοήσει  τα 
πράγματα και να αναδείξει τις διαφορετικές και πολυσήμαντες εκδηλώσεις της 
πολιτισμικής δράσης οι οποίες αποτυπώνονται στην οργάνωση και τη χρήση του 
χώρου  (Shanks  and  Hodder  1995:5).  Η  επίδραση  των  μεταστρουκτουραλιστικών 
απόψεων και της κριτικής, κοινωνικής θεωρίας αποδείχθηκε ιδιαίτερα σημαντική 
προς  αυτή  τη  κατεύθυνση,  αφού  αντιπρότειναν  μια  περισσότερο  πολυδιάστατη 
αντίληψη  στην  έννοια  του  κοινωνικού  χώρου  και  εισήγαγαν  την  έννοια  του 
τοπίου (Hodder et al. 1995:239). Η έννοια του τοπίου όπως αυτή σχετίζεται με πιο 
συγκεκριμένες έννοιες του χώρου που εκφράζουν τον κοινωνικό χαρακτήρα του, 
θα αποτελέσουν βασικό θεωρητικό έρεισμα για την ανάπτυξη και της παρούσας 
διατριβής. 
Κλείνοντας  αυτή  την  ενότητα  για  τη  μεταδιαδικαστική  κατεύθυνση  που 
ακολούθησε  η  αρχαιολογία  στο  πλαίσιο  της  νέας  μεταμοντέρνας  αντίληψης, 
μπορεί  συνοπτικά  να  αναφερθεί  ότι  ο  χώρος  δεν  αντιμετωπιζόταν  ως  ένα 
επιφαινόμενο  των  κοινωνικών  λειτουργιών  όπου  εντοπίζονται  κανονικότητες, 
αλλά  ως  ένα  ιστορικό  και  κοινωνικό  δεδομένο  που  συγκροτείται  μέσα  από  τη 
συμβολική  συμπεριφορά  των  υποκειμένων  τα  οποία  του  αποδίδουν  νόημα.  Οι 
δημιουργημένοι  χώροι  θεωρήθηκαν  ένα  μέσο  αναπαραγωγής  των  κοινωνικών 
σχέσεων και του συστήματος εννοιών που τους δημιούργησε.  

21
Α2. Η ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΟΥ ΤΟΠΙΟΥ 

ΕΙΣΑΓΩΓΗ 
Από  όσα  παρουσιάστηκαν  προηγουμένως,  γίνεται  εμφανής  η  σημασία 
που  μπορεί  να  έχει  η  αρχαιολογία  του  χώρου  στο  πλαίσιο  μίας  σύγχρονης 
συνολικής  προσέγγισης  των  τάσεων  που  εμφανίστηκαν  κι  ανανέωσαν  την 
αρχαιολογική  σκέψη  στις  τελευταίες  δεκαετίες.  Οι  τρόποι  που  έχουν 
χρησιμοποιηθεί  παρόλα  αυτά  για  την  ανάλυση  των  ζητημάτων  του 
αρχαιολογικού  χώρου,  όπως  διαπιστώθηκε  διαφέρουν  μεταξύ  τους  και  σε 
ορισμένες περιπτώσεις οι διαφορές είναι πολύ μεγάλες. Πρόκειται για διαφορές 
που έχουν τη βάση τους τόσο στη γενική πολιτική και κοινωνική στάση του κάθε 
ερευνητή,  όσο  και  στην  επιστημονική  εξέλιξη  της  αρχαιολογικής  επιστήμης.  Οι 
έντονες  διαφορές  που  υπάρχουν  όμως  σήμερα,  δε  σημαίνουν  ότι  τα  ερωτήματα 
που  είχαν  τεθεί  ήταν  λάθος  και  οι  μακρόχρονες  αντιδικίες  χωρίς  νόημα.  Το 
αντίθετο. Δημιούργησαν ένα ιδιαίτερα γόνιμο πεδίο θεωρητικών και εμπειρικών 
τάσεων,  που  επιτρέπει  την  ολοκλήρωση  κάποιων  αναζητήσεων  και  δημιουργεί 
νέες προοπτικές. 
Αυτό που στο συγκεκριμένο τμήμα θα επιδιωχθεί είναι να αξιοποιηθούν 
αυτές  οι  νέες  προοπτικές  και  να  παρουσιαστούν  οι  δυνατότητες  μίας 
εναλλακτικής  πρότασης  για  την  ανάπλαση  των  συνθηκών  του  παρελθόντος,  η 
οποία  θα  συνθέτει  τις  διάφορες  προαναφερθείσες  θεωρητικές  απόψεις  ακόμη 
και αν αυτές φαίνεται να μην εναρμονίζονται μεταξύ τους  (Fisher and Thurston 
1999:631,  Anschuetz  et  al.  2001:176).  Η  οικοδόμηση  ενός  ευρύτατου,  συνθετικού 
σκελετού  για  την  κατανόηση  των  ιστορικών  διαδικασιών  αποτελεί  τον 
ουσιαστικό  στόχο  και  την  πρόκληση  γενικότερα  για  την  επιστήμη  της 
αρχαιολογίας, η οποία μέσα από την αρχαιολογία του τοπίου που αναπτύχθηκε 
τα  τελευταία  χρόνια  προσπαθεί  να  υπερβεί  την  αδυναμία  σύνδεσης 
μεθοδολογίας  και  θεωρίας  και  την  ερμηνευτική  δυσκολία  της  διαδικαστικής 
αρχαιολογίας, αλλά  και τις  μεθοδολογικές  ασάφειες  και την ποικιλία απόψεων 
στο  μωσαϊκό  της  μεταδιαδικαστικής  αρχαιολογίας.  Η  μεθοδολογική  επάρκεια 
της  διαδικαστικής  αρχαιολογίας  και  η  ερμηνευτική  πληρότητα  της 
μεταδιαδικαστικής  αρχαιολογίας  θα  καταβληθεί  προσπάθεια,  στο  πλαίσιο  της 
συγκεκριμένης  εργασίας,  να  συνδυαστούν  σε  ένα  παράδειγμα  (paradigm)  μίας 
ολοκληρωμένης,  στο  μέτρο  του  δυνατού,  αρχαιολογίας  του  τοπίου  η  οποία 
αποτελεί  την  τάση  που  αξιοποίησε  επαρκέστερα  το  θεωρητικό  υπόβαθρο  της 
ευρύτερης συζήτησης  για το χώρο στο πεδίο της αρχαιολογικής επιστήμης.  
Οι  προσεγγίσεις  της  λεγόμενης  αρχαιολογίας  του  τοπίου  εντούτοις,  που 
θα  αποτελέσουν  το  θεωρητικό  υπόβαθρο  για  την  παρουσίαση  των  δεδομένων 
της Σιθωνίας, δεν έχουν μια κατεύθυνση κι ενιαίο περιεχόμενο, αλλά διαφέρουν 

22
ανάλογα  με  τους  ερευνητές  και  τους  στόχους  της  κάθε  μελέτης  και  αποτελούν 
πρόσφορο  έδαφος  για  τη  συζήτηση  ανάμεσα  στη  διαδικαστική  και 
μεταδιαδικαστική  αρχαιολογία  (Fisher  and  Thurston  1999:630).  Προσεγγίζοντας 
μάλιστα τις διάφορες διαστάσεις της έννοιας του τοπίου και της αλληλεπίδρασης 
του  με  τον  άνθρωπο  διαπιστώνεται  η  πολυπλοκότητα  της  αρχαιολογίας  του 
τοπίου  καθώς  και  οι  δυνατότητες  που  παρέχει  για  όσο  το  δυνατόν  πιο 
ολοκληρωμένη έρευνα. 
 
Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΤΟΠΙΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΘΕΩΡΗΤΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΤΟΥ 
Το τοπίο είναι μια έννοια που προσδιορίζεται δύσκολα και το περιεχόμενό 
της  συχνά  ποικίλει  ανάλογα  με  τους  τρόπους  προσέγγισης  για  την  κατανόησή 
του.  Έτσι,  με  τη  λέξη  «τοπίο»  μπορεί  κανείς  να  εννοεί  από  τη  μια  την 
διαμόρφωση του εδάφους ή την τοπογραφία μιας περιοχής, ένα χώρο διαμονής ή 
ένα τμήμα γης, όπως διακρίνεται μέσα από μια συγκεκριμένη οπτική γωνία. Οι 
αναφορές  επίσης  στον  όρο  «τοπίο»  άλλοτε  τονίζουν  την  περιβαλλοντική  και 
άλλοτε  την  πολιτιστική  του  πλευρά  (Anschuetz  et  al.  2001:158).  Ακόμα,  το  τοπίο 
γίνεται  αντιληπτό  ως  γεωγραφικός  χώρος,  ως  αντικείμενο,  ως  εμπειρία,  ως 
σημείο  αναφοράς  και  συχνά  αυτά  τα  διαφορετικά  νοήματα  συνδέονται  μεταξύ 
τους και ενυπάρχουν το ένα στο άλλο  (Thomas 2001:166). Το διαφορετικό νόημα 
που αποδίδεται στη λέξη  «τοπίο» λοιπόν, δημιουργεί προβληματισμούς σχετικά 
με το ποιος μπορεί να είναι ο σαφής προσδιορισμός του όρου. Πρόκειται πάντως 
για  ορισμούς  που  τις  περισσότερες  φορές  αντιπαρατάχθηκαν  ή  ήρθαν  να 
καλύψουν τα ερμηνευτικά κενά της διαδικαστικής αρχαιολογίας. 
Σε  αυτήν,  καθώς  διαπιστώθηκε,  κυριαρχούσε  η  συστημική  προσέγγιση 
που  στηρίζεται  στις  στρατηγικές  προσαρμογής  όπως  αυτές  διαμορφώνονται 
μέσα στο χώρο με βάση κυρίως οικολογικούς παράγοντες. Οι κοινότητες για τη 
διαδικαστική  αρχαιολογία  ήταν  στοιχεία  ενός  ευρύτερου  οικονομικού, 
κοινωνικού,  θρησκευτικού  και  πολιτικού  συστήματος,  ενός  συνόλου  δηλαδή  το 
οποίο  μπορούσε  να  αναλυθεί  σε  τοπικό  επίπεδο  συγχρονικά  ή  διαχρονικά 
(Gibbons  1989:220‐221).  Συγκεκριμένες  αρχές  θεωρούνταν  ότι  ορίζουν  την 
ανθρώπινη  δράση  στο  χώρο  οι  οποίες  αποτυπώνονται  στα  μετρήσιμα  υλικά 
κατάλοιπα  που  αποτελούν  τα  βασικά  στοιχεία  για  τον  υπολογισμό  και  τον 
καθορισμό του πλαισίου των ανθρώπινων δραστηριοτήτων (Gibbons 1989:192). Οι 
αρχαιολόγοι  της  διαδικαστικής  αρχαιολογίας  λοιπόν,  παρά  τις  ενστάσεις  που 
αναπτύχθηκαν  και  μέσα  στους  ίδιους  τους  κόλπους  της  (Wandsnider  1992:285‐
292),  έβλεπαν  το  ανθρώπινο  τοπίο  κυρίως  κάτω  από    το    πρίσμα    της  
τοπογραφίας,  των  πλουτοπαραγωγικών  πηγών  και  της    κοινωνικής 
αλληλεπίδρασης  (Ashmore  and  Knapp  1999:7).  Ο  χώρος  αντιμετωπιζόταν  ως 
σκηνικό  ανάπτυξης  των  ανθρώπινων  δραστηριοτήτων,  ως  ουδέτερο  πλαίσιο 
αναφοράς    που  μπορεί  να  ποσοτικοποιηθεί  και  να  γίνει  κατανοητό  μέσα  από 

23
λειτουργικούς  ή  θετικιστικούς  όρους  (Ashmore  and  Knapp  1999:2,  Κωτσάκης 
2004:65).  Γενικότερα  υπονοούνταν  μία  σχέση  ανάμεσα  στους  ανθρώπους  και  το 
τοπίο,  στην  οποία  η  φύση  αντικειμενικοποιείται  και  ελέγχεται  ως  ένα  μέσο 
μεγιστοποίησης  της  απόδοσης  σε  οικονομικό  επίπεδο  (Bruck  and  Goodman 
1999:8). 
Σε  αντίθεση  με  την  Καρτεσιανή  οπτική  των  διαδικαστικών,  οι 
μεταδιαδικαστικοί  αντιμετώπισαν  το  τοπίο  μέσα  από  την  επίδραση  του 
μεταστρουκτουραλισμού  και  τις  νεομαρξιστικές  απόψεις  (Wagstaff  1987:34‐35, 
Hodder  1987:141).  Στη  μεταδιαδικαστική  αρχαιολογία  τα  τοπία  δεν  είναι  απλά 
συνώνυμα  με  τα  φυσικά  περιβάλλοντα.  Ξεπερνώντας  την  διάσταση  του  τοπίου 
ως  τοπογραφία,  τμήμα  γης,  ή  κατοικήσιμη  έκταση  (Thomas  2001:166), 
διατυπώθηκε η άποψη ότι τα τοπία αποτελούν πολιτισμικά προϊόντα, δυναμικές 
κατασκευές στις οποίες αποτυπώνονται οι ανθρώπινες δραστηριότητες  κατά  το  
πέρασμα    των    ετών    και  ταυτόχρονα  ότι  σε  κάθε  κοινωνία  η  οργάνωση  του 
χώρου έχει έντονα εκμεταλλευτικό χαρακτήρα (Anschuetz et al. 2001:161, 184).  
Βέβαια  και  μέσα  στο  πλαίσιο  της  μεταδιαδικαστικής  αρχαιολογίας  η 
έννοια  του  τοπίου  προσεγγίσθηκε  ποικιλόμορφα    γεγονός  το  οποίο  εκλήφθηκε 
από  κάποιους  ως  έλλειψη  θεωρητικής  θεμελίωσης,  ταυτόχρονα  όμως  αποτελεί 
ένα  δείγμα  γραφής  για  τις  τάσεις  που  κυριάρχησαν  στην  αρχαιολογική  σκέψη 
σχετικά  με  την  προσέγγιση  στο  τοπίο  (Anschuetz  et  al.  2001:158).  Έτσι  π.χ.  η 
Crumley  αντιμετώπισε  την  έννοια  του  τοπίου  ως  «την  υλική  διακήρυξη  της 
σχέσης  ανθρώπου‐περιβάλλοντος»  (Crumley  1994:6)  και  οι  Ucko  και  Layton 
προέβαλαν τη διπλή υπόσταση του τοπίου, θεωρώντας πως αναφέρεται τόσο στο 
περιβάλλον  όσο  και  στην  ανθρώπινη  δράση  (Ucko  and  Layton  1999:1).  Ο  Barrett 
από την άλλη, περιέγραψε το τοπίο ως «την επιφάνεια που δίνει νοήματα καθώς 
οι άνθρωποι δρουν μαζί με το πλαίσιο των διαφόρων αναγκών και υποχρεώσεων 
που δρουν πάνω τους. Κάθε δράση λαμβάνει χώρα σε δεδομένη χρονική στιγμή 
και  χώρο.  Το  τοπίο  αποτελείται  από  φυσικά  και  πολιτισμικά  χαρακτηριστικά» 
(Barret  1991:8).  Για  τον  Thomas  τέλος,  το  ανθρωπογενές  τοπίο  είναι  «ένα  δίκτυο 
σχετικών  μεταξύ  τους  τόπων  που  σχηματίστηκαν  σταδιακά  μέσα  από  τις 
καθημερινές ενέργειες κι αλληλεπιδράσεις των ατόμων, μέσα από την εγγύτητα 
και τη σχέση που έχουν αναπτύξει διαμέσου σημαντικών γεγονότων  με κάποια 
σημεία» (Thomas 2001:173).  
Για  το  άτομο,  από  ότι  φαίνεται  σύμφωνα  με  τους  προηγούμενους 
μελετητές,  ο  αντικειμενικός  γεωγραφικός  χώρος  δεν  υφίσταται.  Το  άτομο 
σχηματίζει μια προσωπική και μερική εικόνα του χώρου και τείνει να δίνει στον 
βιωμένο χώρο διαστάσεις που αντιστοιχούν με την συχνότητα χρήσης  του και με 
την  κίνησή  του  μέσα  σε  αυτόν  (Tilley  1994:27‐29).  Έτσι,  η  αντίληψη  του  χώρου 
εξαρτάται άμεσα από την πρόσβαση και την ουσιαστική προσέγγιση του ατόμου 
σε  αυτόν.  Αυτή  η  αντίληψη  σχηματίζεται  από  τους  τρόπους  με  τους  οποίους  ο 

24
άνθρωπος  αντιλαμβάνεται  και  απομνημονεύει  τις  πληροφορίες  και    τα  
ερεθίσματα.  Η  ανταπόκριση  σε  αυτά  τα  ερεθίσματα  όμως  δεν  είναι  μια  απλή 
διαδικασία  καθώς  τα  αντικειμενικά  δεδομένα  φιλτράρονται  από  τις  κοινωνικές 
σχέσεις,  από  διαφορετικά  συναισθήματα  και  τη  λογική.  Ο  άνθρωπος  λοιπόν 
αντιλαμβάνεται  και  βιώνει  ανομοιόμορφα  το  χώρο  που  τον  περιβάλλει,  με 
αναφορά  όχι  σε  αχρονικές  και  μη  ιστορικές  αρχές,  αλλά  ανάλογα  με  την  κοι‐
νωνική  κατάσταση  και  την  πολιτισμική    συμπεριφορά    του  (Barrett  1999a:29). 
Συνεπώς θα λέγαμε ότι τα τοπία «κατασκευάζονται» από τους ανθρώπους μέσα 
από  την  σύνδεση  τους  με  τον  κόσμο  γύρω  τους,  παράγονται  κοινωνικά  και 
βρίσκονται πάντα στο κέντρο της ανθρώπινης δραστηριότητας (Tilley 1994:9‐11).  
Εκτός  όμως  από  αυτή  τη  φαινομενολογική  τάση  στην  ερμηνευτική 
προσέγγιση  του  τοπίου,  σύμφωνα  με  την  οποία  ο  κόσμος  γίνεται  αντιληπτός 
μέσα από τη βιωμένη εμπειρία και οι συμβολισμοί με τους οποίους εκφράζεται ο 
άνθρωπος  μέσω  του  υλικού  πολιτισμού  μπορεί  να  μεταβάλλουν  το  φυσικό 
περιβάλλον  σε  πολιτιστικό  (Tilley  1994),  υπάρχει  και  άλλη  κριτική  άποψη  που 
επίσης  αντιμετωπίζει  το  χώρο  ως  προϊόν  και  κατασκευαστή  της  κοινωνικής 
πραγματικότητας κι ανθρώπινης αντίληψης, επιπλέον όμως θεωρεί ότι ο χώρος 
ως  παραγόμενη  πραγματικότητα  των  κοινωνικών  σχέσεων  διακρίνεται  από  τις 
αναπαραστάσεις του (Bender 1993). Πρόκειται για τη προσέγγιση που θεωρεί ότι 
μέσα, αλλά και μέσω του τοπίου δημιουργούνται και αναπαράγονται οι σχέσεις 
κυριαρχίας και ανισότητας καθώς και οι συνθήκες αντίστασης σε αυτές. Έτσι το 
τοπίο αποκτά καθοριστικό ρόλο και συμμετέχει στις αντιθέσεις και συγκρούσεις 
των  ατόμων  στη  διάρκεια  της  καθημερινής  τους  δραστηριότητας  (Κωτσάκης 
2004:65).  Γίνεται  η  αρένα  των  κοινωνικών  διεργασιών,  αλλά  και  ο  χώρος  των 
καθημερινών  πρακτικών  και  σχηματίζεται  με  αυτό  το  τρόπο  το  πολιτικό,  αλλά 
και το καθημερινό τοπίο (Anschuetz et al. 2001:183‐184).  
Τόσο  για  τη  φαινομενολογία  όσο  και  για  την  άλλη  κριτική  θεωρία,  το 
παρελθόν είναι σημαντικό και μπορεί να το χρησιμοποιούν οι άνθρωποι είτε  ως 
έναν  τρόπο  για  να  σχηματίσουν  μία  αίσθηση  ταυτότητας  και  για  να 
δημιουργούν  δεσμούς  μέσα  από  το  μύθο  και  το  θρύλο  με  ορισμένους  χώρους, 
είτε  μπορεί  να  το  χρησιμοποιούν  για  να  νομιμοποιήσουν  το  παρόν,  ή  για  να 
καλύψουν  την  αλλαγή  τονίζοντας  τη  συνέχεια  (Bender  1998:64).  Όπως 
επισημαίνει  άλλωστε  και  η  Bender,  τα  μνημεία,  δηλαδή  τα  πιο  κυρίαρχα  υλικά 
στοιχεία  μνήμης  και  σύνδεσης  με  το  παρελθόν,  δεν  είναι  μόνο  οι  σηματοδότες 
των  κοινωνικών  μετασχηματισμών,  αλλά  και  των  πολιτιστικών  αξιών  που 
υιοθετούνται  σε  συγκεκριμένες  κυρίαρχες  στρατηγικές  της  κοινωνικής 
αναπαραγωγής,  καθώς  μέσα  από  την  κατασκευή  τους  διαμορφώθηκαν 
σταδιακά  οι  κοινωνικές  συνθήκες.  Αποτελούν  φορείς  νοήματος,  σύμβολα  θα 
λέγαμε  με  ένα  ευρύτερο  περιεχόμενο,  με  βάση  τα  οποία  κωδικοποιούνται  και 
αποτυπώνονται στο χώρο οι κοινωνικές σχέσεις. Παρά το γεγονός μάλιστα ότι ο 

25
συμβολισμός  των  στοιχείων  του  τοπίου  μπορεί  να  μεταβάλλεται  με  το  χρόνο, 
αυτά  συνεχίζουν  να  επηρεάζουν  τα  μέλη  των  κοινοτήτων  που  κατοικούν  ένα 
τοπίο  και  συνεπώς  συνεχίζουν  να  παίζουν  ουσιώδη  ρόλο  στον  τρόπο  που  αυτό 
διαμορφώνεται  και  βιώνεται  από  τους  ανθρώπους  (Bender  1998,  Barrett  1999  a, 
Thomas 2001). Έτσι, ενώ το τοπίο αποκτά μία κυρίαρχη συγχρονική διάσταση που 
καθορίζεται τελικά από την κοινωνική δράση (Chapman 1997:138, Anschuetz et al. 
2001:186),  θεωρείται  ταυτόχρονα  ως  το  δίκτυο  αξιών  και  νοημάτων  που 
δημιουργείται σε συγκεκριμένες κοινωνικές συνθήκες (Darvil 1999:108‐111).  
Στο πλαίσιο αυτό βέβαια, γίνεται σαφές πως πρέπει να αποκλείσουμε τη 
δυνατότητα  ακριβούς  εντοπισμού  από  το  μελετητή  ενός  παρελθοντικού 
νοήματος,  μπορούμε  όμως  να  βάλουμε  τον  εαυτό  μας  σε  ένα  δίκτυο  υλικών 
συνθηκών  που  αποτελούσαν  τμήμα  του  σημασιοδοτημένου  κόσμου  του 
παρελθόντος  (Thomas  2001:181).  Για  το  λόγο  αυτό  παρατηρούν  ορισμένοι 
ερευνητές  ότι  η  θεωρητική  συζήτηση  και  η  πρόκληση  σε  αυτού  του  είδους  την 
προσπάθεια  συνίσταται  στο  να  εντοπίσει  κανείς  τα  δυναμικά  στοιχεία  που 
αποκτά το περιβάλλον έπειτα από την ανθρώπινη επέμβαση και να επιχειρήσει 
να  αποσαφηνίσει  τις  αποτυπώσεις  και  τις  αλληλεπιδράσεις  μιας  τέτοιας 
σύνθετης  σχέσης,  παρά  να  καταλήξει  σε  ένα  ορισμένο  τελικό  συμπέρασμα 
(Thomas 2001:166).  
Πώς όμως προσεγγίζεται στο πλαίσιο ενός τέτοιου σκεπτικού η καινούρια 
διάσταση που αποκτά η σχέση ανθρώπου‐περιβάλλοντος; Προς την κατεύθυνση 
αυτή ίσως είναι δυνατόν να βοηθήσει την αρχαιολογική επιστήμη ο συνδυασμός 
των  προσεγγίσεων  του  τοπίου  με  τις  παραδοσιακές  επιστημονικές  μεθόδους 
έρευνας  του  χώρου,  αφού  ενσωματωθούν  τόσο  η  δυναμική  οπτική  του  τοπίου, 
όσο  και  η  εξαιρετικά  λεπτομερειακή  ανάλυση  των  στοιχείων  του  χώρου  που 
προσφέρουν οι παραδοσιακές αρχαιολογικές πρακτικές. Συνήθεις αρχαιολογικές 
ερευνητικές  μέθοδοι,  όπως  η  μελέτη  του  συστήματος  κατοίκησης,  αλλά  και  της 
οικιστικής  διάταξης,  η  ιστορική,  κοινωνική  και  η  συμβολική  ανάλυση,  μπορούν 
να  συνεισφέρουν  στη  διαμόρφωση  μίας  ολοκληρωμένης  προσέγγισης  τοπίου  η 
οποία θα συγκεράσει στοιχεία τόσο από τη συστημική ανάλυση όσο  και από τη 
μεταδιαδικαστική  θεώρηση  και  θα  ανανεώσει  την  αρχαιολογική  σκέψη 
(Anschuetz et al. 2001:191‐192). 
 
ΤΟ ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ  
Η  ποικιλία  με  την  οποία  αντιμετωπίζεται  ο  χώρος  μέσα  από  τις 
αρχαιολογικές  προσεγγίσεις,  δίνει  το  εύρος  του  προβληματισμού  και  της 
συνακόλουθης  συζήτησης.  Από  πολλούς  προτείνεται  μία  προσέγγιση  που  θα 
γεφυρώσει  τις  διαφορές  και  θα  ανοίξει,  από  τη  μια,  νέους  δρόμους  στην 
κατανόηση  του  τρόπου  βίωσης  του  χώρου  διαμέσου  του  χρόνου  και  θα  τον 
προσεγγίζει, από την άλλη, ως αποτέλεσμα συγκρούσεων και συμβιβασμών των 

26
ανθρώπων  μεταξύ  τους  και  με  το  φυσικό  περιβάλλον.  Πρόκειται  για  μια    νέα 
προσέγγιση του τοπίου η οποία θα δρα συμπληρωματικά στις λοιπές αναλύσεις, 
χωρίς  να  τις  αναιρεί  (Anschuetz  et  al.  2001:175).  Κυρίαρχη  στη  συγκεκριμένη 
περίπτωση είναι η σημασία της αλληλεπίδρασης των κοινωνικών, πολιτικών και 
οικονομικών  συστημάτων,  καθώς  και  η  σημασία  του  ανθρωπογενούς 
περιβάλλοντος (Fisher and Thurston 1999:630‐631). 
Θα  μπορούσε  κάποιος  να  ισχυριστεί  πως  αυτή  η  προσέγγιση  του  τοπίου 
αποτελεί την κοινή συνιστώσα όλων των αρχαιολογικών τάσεων και αρχών. Για 
να  καθοριστεί  λοιπόν  ακριβέστερα  τόσο  θεωρητικά,  όσο  και  πρακτικά  η 
προσέγγιση  αυτή,  είναι  απαραίτητα  κάποια  συγκεκριμένα  μεθοδολογικά 
βήματα.  Έτσι,  προτείνεται  η  συνεξέταση  τριών  εκφάνσεων  του  τοπίου,  που 
δίνουν  έμφαση  με  διαφορετικό  τρόπο  στο  πώς  οι  άνθρωποι  ορίζουν, 
διαμορφώνουν  και  χρησιμοποιούν  το  χώρο  σε  συγκεκριμένες  χρονικές  στιγμές   
(Anschuetz et al. 2001:176). 
Η πρώτη προσέγγιση, που ο Anschuetz και οι συνεργάτες του ονομάζουν 
Οικολογία  των  Οικισμών  (Settlement  Ecology),  αποτελεί  προϊόν  μίας  σύνθεσης  
των  μελετών  για  τη  διάταξη  των  οικισμών  και  των  συστημικών  προσεγγίσεων 
από τη μια, με την αναγνώριση της συνεισφοράς συγκεκριμένων ιστορικών και 
πολιτισμικών  συνθηκών  από  την  άλλη.  Στρέφεται  ιδιαίτερα  στην  ποικιλία  του 
φυσικού  περιβάλλοντος,  στις  πρώτες  ύλες  και  τη  διαχείριση  τους,  ενώ 
ταυτόχρονα  εξετάζει  το  ρόλο  του  πολιτισμού  και  της  παράδοσης  ως 
επιπρόσθετων  παραγόντων  που  διαμορφώνουν  το  πώς  οι  κοινωνικές  ομάδες 
δομούν και οργανώνουν την κατοίκηση και χρήση ενός τοπίου. Η κεντρική ιδέα 
εδώ  είναι  η  αντιμετώπιση  κρίσεων  όσον  αφορά  στη  διαθεσιμότητα  των 
σημαντικότερων  πηγών  επιβίωσης  με  βάση  τις  οικονομικές,  κοινωνικές  και 
ιδεολογικές δυνατότητες  μιας κοινότητας  (Anschuetz  et al.  2001:177). Μια τέτοια 
αντίληψη  δεν  καταφεύγει  βέβαια  στις  ντετερμινιστικές  ακρότητες  των 
διαδικαστικών, αλλά προϋποθέτει συγκεκριμένες πρακτικές από τις κοινότητες, 
οι  οποίες  περιστρέφονται  γύρω  από  την  πιθανότητα  κινδύνου  στον  τομέα  της 
επιβίωσης  και  καθορίζουν  ένα  πλήθος  δραστηριοτήτων  με  βάση  αυτό  το 
ενδεχόμενο. Η Οικολογία των Οικισμών δηλαδή δέχεται σαφείς επιρροές από τις 
θετικιστικές  απόψεις  των  διαδικαστικών  αρχαιολόγων,  αλλά  αναγνωρίζει  τα 
τοπία  ως  τα  προϊόντα  της  αλληλεπίδρασης  ανθρώπου‐περιβάλλοντος 
εξηγώντας τις αλλαγές και ασυνέχειες στο αρχαιολογικό υλικό επίσης μέσα στο 
πλαίσιο της αλληλεπίδρασης ανθρώπου‐φύσης. 
Παράλληλα,  σε  μια  τέτοια  προσέγγιση  τα  Τελετουργικά  Τοπία  (Ritual 
Landscapes),  τα  οποία  τείνουν  να  γίνουν  κεντρικό  θέμα  στην  αρχαιολογική 
αναζήτηση,  αποτελούν  βασικό  σπόνδυλο  στη  ραχοκοκαλιά  της  συγκεκριμένης 
διατριβής. Είναι παράγωγα στερεότυπων δράσεων, πολλές φορές σε συνάρτηση 
με κοινωνικά καθορισμένες αντιλήψεις με τις οποίες οι κοινότητες νομιμοποιούν 

27
και  διατηρούν  την  κατοίκηση  τους  μέσα  στους  οικείους  τους  τόπους  (Ashmore 
and  Knapp  1999:12).  Έχουν  έντονο  ιδεολογικό  και  συμβολικό  χαρακτήρα  και 
μπορεί  να  προβάλλουν  ηθικά  μηνύματα,  ιστορίες  μυθολογικού  τύπου  και 
γενεαλογίες,  τα  οποία  συμμετέχουν  στη  δόμηση  των  δραστηριοτήτων  και  στην 
οργάνωση των σχέσεων. Η μελέτη των τελετουργικών τοπίων περιλαμβάνει την 
εξέταση  της  κατανομής  στο  χώρο  τελετουργικών  στοιχείων,  όπως  μνημεία, 
βραχογραφήματα  και  άλλα  πολιτισμικά  σημεία.  Για  να  προσεγγισθεί  το 
γενικότερο  νόημα,  αλλά  όχι  βέβαια  το  ακριβές  περιεχόμενο  μιας  στερεότυπης 
δράσης  του  παρελθόντος,  οι  αρχαιολόγοι  προσπαθούν  να  εξετάσουν 
θεμελειώδεις  διαμορφώσεις  του  χώρου,  οι  οποίες  μπορεί  να  σχετίζονται  με 
συγκεκριμένα  κοινωνικά  χαρακτηριστικά  και  επιπλέον  χρησιμοποιούν 
αναλογίες για να καταλήξουν σε πιθανές υποθέσεις σχετικά με τις στερεότυπες 
δράσεις  που  καθορίζονται  από  συγκεκριμένα  νοητικά  στοιχεία.  Η  μελέτη  των 
τελετουργικών τοπίων, είναι βέβαια λιγότερο οικεία στους αρχαιολόγους από ότι 
η οικολογία των οικισμών. Παρόλα αυτά, ενσωματώνοντας περισσότερες αρχές 
της  μεταμοντέρνας  προσέγγισης  και  εναρμονιζόμενη  περισσότερο  με  το 
συμβολικό  περιεχόμενο  της,  κερδίζει  γρήγορα  έδαφος  στην  αρχαιολογική 
κοινότητα (Anschuetz et al. 2001:178).  
Τέλος,  μία  τρίτη  προσέγγιση,  αυτή  των  Εθνοτικών  Τοπίων  (Ethnic 
Landscapes),  έρχεται  να  συμπληρώσει  τις  προηγούμενες.  Τα  εθνοτικά  τοπία 
αποτελούν  χωρικές  και  χρονικές  κατασκευές  που  καθορίζονται  από  τις 
κοινότητες  των  οποίων  τα  μέλη  δημιουργούν  και  διαχειρίζονται  τον  υλικό 
πολιτισμό  και  τα  σύμβολα  για  να  σηματοδοτήσουν  εθνοτικά  και  πολιτισμικά 
σύνορα  που  εξαρτώνται  από  κοινά  έθιμα  και  τρόπους  νόησης  και  έκφρασης, 
καθώς  και  από  την  παράδοση  (Anschuetz  et  al.  2001:179).  Τα  εθνοτικά  τοπία 
δηλαδή  είναι  αυτά  που  σηματοδοτούν  ή  επαναδημιουργούν  την  πολιτισμική 
ταυτότητα  μιας  ομάδας.  Είναι  ο  τρόπος  με  τον  οποίο  τα  πρόσωπα  ορίζουν  τα 
πολιτισμικά  τους  χαρακτηριστικά  και  ως  τύπος  κοινωνικής  διαστρωμάτωσης 
προκύπτει  όταν  οι  άνθρωποι  δημιουργούν  ομάδες  που  στηρίζονται  στο  ‐
πραγματικό ή όχι‐ κοινό παρελθόν τους. Η έννοια της εθνοτικότητας δε σημαίνει 
βέβαια το ίδιο για όλες τις πολιτισμικές ομάδες. Απεναντίας, μπορεί σε κάποιες 
περιπτώσεις να γίνει αντιληπτή ως υιοθετούμενη τακτική, ενώ επιπλέον μπορεί 
να  μην  ταυτίζεται  με  συγκεκριμένους  γεωγραφικούς  χώρους  (Anschuetz  et  al. 
2001:180).  
Και  οι  τρεις  προαναφερόμενες  θεωρήσεις,  «οικολογία  των  οικισμών», 
«τελετουργικά»  και  «εθνοτικά»  τοπία,  δίνουν  έμφαση  σε  διαφορετικές  πλευρές 
του  τρόπου  με  τον  οποίο  οι  άνθρωποι  καθορίζουν,  διαμορφώνουν  και 
χρησιμοποιούν  το  χώρο  σε  συγκεκριμένες  χρονικές  συνθήκες.  Ακόμα,  μπορούν 
να  ερευνήσουν  τις  βασικές  ιστορικές  διαδικασίες  που  υπογραμμίζουν  πώς  οι 
άνθρωποι μεταμορφώνουν τον χώρο σε νοηματοδοτημένο τόπο (Anschuetz et al. 

28
2001:176).  Αυτή  η  αντιμετώπιση  του  τοπίου  μέσα  από  τις  προσεγγίσεις  της 
οικολογίας  των  οικισμών,  των  τελετουργικών  τοπίων  και  του  εθνοτισμού  δίνει 
οπωσδήποτε  μια  διέξοδο  στον  προβληματισμό  που  εκτέθηκε  παραπάνω. 
Εντούτοις μπορούν να διακριθούν και εγγενείς αδυναμίες, οι οποίες περιορίζουν 
τη χρηστικότητά της.  
Η οικολογία των οικισμών, μόνο με τον τίτλο της υποβάλλει την ιδέα πως 
ο  άνθρωπος  και  το  περιβάλλον  αποτελούν  διακριτές  έννοιες  και  ως  τέτοιες 
πρέπει  να  αντιμετωπιστούν.  Αναγνωρίζει  βέβαια  την  αλληλεπίδραση  ανάμεσα 
στο φυσικό περιβάλλον και την πολιτισμική συμπεριφορά, εδραιώνοντας μια πιο 
ενεργή θέση για το πρώτο από ότι στο παρελθόν. Από την άλλη, επισημαίνεται η 
αδυναμία  των  προσεγγίσεων  των  ιερών  τόπων  και  του  εθνοτικού  τοπίου  να 
προσδιορίσει  ως  σημαίνουσα  έννοια  αυτήν  της  επιβίωσης.  Στις  προσεγγίσεις 
αυτές  η  έμφαση  δίνεται  στην  ιδεολογία  και  τις  αντιλήψεις,  ενώ  παράλληλα 
επικεντρώνονται  στους  τόπους  και  υποβαθμίζουν  τους  χώρους  ανάμεσά  τους, 
που  όμως  μπορεί  να  είναι  ζωτικοί  για  την  επιβίωση  των  ανθρώπων.  Αξίζει 
μάλιστα να σημειώσουμε ότι σε πολλές περιπτώσεις φαίνεται ότι ο διαχωρισμός 
της τελετουργικής ή θρησκευτικής δραστηριότητας σε ένα χώρο διαφορετικό από 
αυτόν  της  εγκατάστασης  δεν  είναι  ασφαλής  (Gibbons  and  Rossignol  1998:1,4). 
Επιπλέον,  ένα  πεδίο  που  έχει  τελετουργικό  χαρακτήρα  αποκτά  το  περιεχόμενο 
και το νόημά του σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή και για μια διάρκεια που 
καθορίζεται  από  τη  χρήση  του  ως  τέτοιο  και  μέσα  στα  συμφραζόμενα  που 
συνέβαλαν  στη  δημιουργία  του.  Σε  μία  ενδεχόμενη  δευτερεύουσα  χρήση  ενός 
τέτοιου  πεδίου,  τα  δεδομένα  αλλάζουν  και  η  προσπάθεια  της  αρχαιολογικής 
έρευνας  να  αποσαφηνίσει  τα  νέα  στοιχεία  είναι  εξαιρετικά  δύσκολη  (Gibbons 
and Rossignol 1998:8). Ακόμα, όσον αφορά τα εθνοτικά τοπία, το ευρύ φάσμα των 
μορφολογικών,  στυλιστικών  και  χωρικών  παρατηρήσεων  που  πρέπει  να  γίνουν 
για  να  εντοπιστούν  οι  διαφορετικές  εθνοτικές  πολιτισμικές  εκφράσεις,  τα 
καθιστά  χρονοβόρα  στη  μελέτη  κι  αβέβαια  όσον  αφορά  τα  τελικά 
συμπεράσματα.  Συνυπολογίζοντας  μάλιστα  το  γεγονός  ότι  κάποια  από  τα  πιο 
χαρακτηριστικά  στοιχεία  καθορισμού  των  εθνοτικών  τοπίων  αποτελούν 
αντικείμενο  μελέτης  ήδη  στο  πλαίσιο  της  οικολογίας  των  οικισμών  και  των 
ιερών  τόπων,  καθιστούν  μάλλον  ήσσονος  σημασίας  την  ειδικότερη  προσέγγισή 
τους στο πλαίσιο των εθνοτικών τοπίων  
Παρά  όμως  τις  αδυναμίες  της,  η  προσέγγιση  του  τοπίου,  όπως 
περιγράφεται από τους  Anschuetz, Wilschusen και Scheick, προάγει μία ολιστική 
ματιά  για  τον  τρόπο  που  οι  άνθρωποι  κατανοούν  το  φυσικό  τους  χώρο,  τους 
εαυτούς  τους  και  την  κοινωνία  και  μας  επιτρέπει  να  εξετάσουμε  τις  σχέσεις  
ανάμεσα στους  ανθρώπους και κάθε ίχνος τους στο χώρο διαμέσου του χρόνου   
(Ashmore and Knapp 1999:2). Πρόκειται για μια προσέγγιση που λαμβάνει υπόψη 
της  τις  μεθόδους  των  φυσικών  επιστημών  εξετάζοντας  το  περιβάλλον  και  τις 

29
ιδιότητές  του  σε  σχέση  με  τον  άνθρωπο,  χωρίς  όμως  να  παραγνωρίζει  τις 
κοινωνικές  διαστάσεις  αυτής της σχέσης.  Παράλληλα, αναγνωρίζει  ότι η σχέση 
ανθρώπου  και  περιβάλλοντος  διακρίνεται  από  μία  ιστορική  συνέχεια  και  από 
μια  δυναμική  που  εξαρτάται  άμεσα  από  την  αλληλεπίδρασή  τους 
(Feinman1999:685). 
Στο πλαίσιο αυτό λοιπόν, θα επιχειρηθεί να τεθούν τα ζητήματα που θα 
απασχολήσουν  την  παρούσα  εργασία  όσον  αφορά  στην  αποκωδικοποίηση  της 
ανθρώπινης  συμπεριφοράς  στο  τοπίο  της  Σιθωνίας  μέσα  στα  όρια  της 
προϊστορίας.  
Ειδικότερα  όσον  αφορά  στην  «οικολογία  των  οικισμών»,  η  συζήτηση 
εστιάζεται στην διακοινοτική οργάνωση του χώρου στη Σιθωνία, σύμφωνα με τα 
δεδομένα  που  έχουν  συγκεντρωθεί  από  τις  θέσεις  και  από  τη  σχέση  τους  με  το 
φυσικό  περιβάλλον.  Θα  εξεταστούν  αναλυτικά  τα  στοιχεία  του  φυσικού  της 
περιβάλλοντος,  γιατί  με  αυτά  αλληλεπιδρά  ο  άνθρωπος  οδηγούμενος  στη 
διαμόρφωση της χωρικής κατανομής των οικισμών. Αφού αναζητηθούν οι όποιες 
παραμορφώσεις της εικόνας των θέσεων και της χωρικής τους κατανομής στην 
περιοχή  μελέτης  που  οφείλονται  τόσο  σε  περιβαλλοντικούς,  όσο  και  σε 
ανθρωπογενείς  παράγοντες,  θα  αναλυθούν  ορισμένα  ζητήματα    που 
σχετίζονται  με  τη  μεταβολή  του  αριθμού  των  θέσεων  διαχρονικά  και  ανά 
περίοδο,  ενώ  ταυτόχρονα,  θα  γίνει  προσπάθεια  να  σταθμιστεί  ο  ρόλος  που 
έπαιξαν στη διαμόρφωση της διακοινοτικής οργάνωσης φυσιογραφικά στοιχεία, 
όπως  το  γεωλογικό  υπόβαθρο,  η  υδρολογία  και  η  σχέση  της  περιοχής  με  τη 
θάλασσα,  καθώς  και  το  υψόμετρό  της.  Στη  συνέχεια,  συνυπολογίζοντας  την 
έκταση  και  το  ύψος  επίχωσης  των  θέσεων,  θα  οδηγηθούμε  σε  έναν  όσο  το 
δυνατόν  ολοκληρωμένο  κατάλογο  πληροφοριών  που  να  σχετίζεται  με  την 
κατανόηση του τρόπου και των κριτηρίων με τα οποία οι οικισμοί  κατανέμονται 
στο χώρο, αλλά και με την ανίχνευση μιας πιθανής ιεραρχίας ανάμεσά τους.  
Όσον αφορά στο τελετουργικό τοπίο, η εργασία θα εστιαστεί στο ζήτημα 
των  νεκροταφείων  και  των  ιερών.  Θα  ερευνηθεί  η  θέση  τους  στο  τοπίο  σε 
συνάρτηση με τους οικισμούς, το φυσικό περιβάλλον και τα μονοπάτια, αλλά και 
αναμεταξύ τους εντός του τελετουργικού τοπίου και τέλος θα εξεταστούν όσον 
αφορά στο σκοπό που εξυπηρετούν. 
Σε  σχέση  με  τα  εθνοτικά  τοπία  δε  θα  γίνει  καμιά  αναφορά,  καθώς 
χρειάζεται να μελετηθούν πολλοί παράγοντες που δε σχετίζονται αποκλειστικά 
με  χωρικές  παρατηρήσεις  και  οι  οποίοι  δεν  μπορούν  να  μελετηθούν  μέσα  στα 
συγκεκριμένα χωροχρονικά όρια της διατριβής. Όσα μάλιστα συμπεράσματα θα 
μπορούσαν να προκύψουν σε σχέση με τα εθνοτικά τοπία μέσα στο πλαίσιο της 
έρευνας της Σιθωνίας, θα αποτελούν ήδη προϊόν της μελέτης της οικολογίας των 
οικισμών  και  των  τελετουργικών  τοπίων  και  δε  χρειάζεται  να  επαναληφθούν, 

30
απλά  θα  τονιστεί  η  σημασία  τους  μέσα  στο  κείμενο  που  αφορά  στις  άλλες  δύο 
κατηγορίες τοπίων.  
Η  ανάλυση  των  παραπάνω  και  η  ανίχνευση  της  ποικιλομορφίας  του 
τοπίου  μέσα  από  τη  διάκριση  και  το  χαρακτηρισμό  των  επιμέρους  τοποθεσιών 
ανάλογα  με  την  εκάστοτε  χρήση  τους  από  τον  άνθρωπο,  αποτελούν  κάποιες 
όψεις  της  εφαρμογής  μιας  μεθοδολογίας  για  την  προσέγγιση  του  τοπίου  όπως 
αναλύθηκε  προηγουμένως.  Παράλληλα  όμως  είναι  απαραίτητο  να 
παρακολουθήσουμε  στο  χώρο  και  στο  χρόνο  πώς  οι  ανθρώπινες  κοινότητες 
οργάνωναν  την  καθημερινή  τους  αλληλεπίδραση  με  το  περιβάλλον,  αλλά  και 
αναμεταξύ  τους  διαμορφώνοντας  τις  δυναμικές  συνθήκες  παραγωγής  κι 
αναπαραγωγής  των  κοινωνικών  σχέσεων.  Η  διαφοροποίηση  στη  μορφή  και  τη 
διασπορά  των  αρχαιολογικών  πυκνοτήτων  μέσα  στο  φυσικό  χώρο  ίσως 
επιτρέψει την κατανόηση των τακτικών και στρατηγικών που ανέπτυσσαν κάθε 
εποχή  οι  άνθρωποι  για  να  ανταποκριθούν  στις  απαιτήσεις  του  φυσικού 
περιβάλλοντος  δραστηριοποιούμενοι  μέσα  σε  αυτό  ή  κατοικώντας 
συγκεκριμένους  τόπους  (Anschuetz  et  al.  2001:188),  ενώ  μπορεί  ταυτόχρονα  να 
προσδιορίσει  το  τρόπο  που  ο  χώρος  και  οι  αλλαγές  που  επέρχονταν  σ’  αυτόν 
επηρέαζαν τις κοινωνικές σχέσεις των ανθρώπων και τις αναπαραστάσεις τους 
στο χώρο. Έτσι λοιπόν, με την περιγραφή και κατανόηση των αρχαιολογικών και 
φυσικών  τοπιογραφικών  χαρακτηριστικών  καθώς  και  με  την  αναγνώριση  των 
σημείων  αλληλεπίδρασής  τους,  που  αποτελούν  το  επίκεντρο  της  έρευνας  στη 
Σιθωνία, θα μπορέσουμε να οδηγηθούμε στον καθορισμό του παραχθέντος, από 
την ανθρώπινη δραστηριότητα κατά την προϊστορία, χώρου της.  

31
Β. ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΗ ΕΡΕΥΝΑ 

Είναι γνωστό ότι η κατανομή των αρχαιολογικών αντικειμένων στο χώρο 
αποτελεί  σημαντική  πηγή  πληροφοριών  για  την  ανθρώπινη  δραστηριότητα.  Οι 
μαρτυρίες  της  ανθρώπινης  δραστηριότητας,  οι  οποίες  εντοπίζονται  στην 
επιφάνεια  του  εδάφους  αποτελούν  αντικειμενικό  στόχο  της  επιφανειακής 
έρευνας,  η  οποία  επιχειρεί  να  τις  επισημάνει  και  να  τις  αναλύσει  πριν  ο 
αρχαιολόγος  προχωρήσει  σε  ανασκαφή.  Αναλυτικότερα,  η  επιφανειακή  έρευνα 
περιλαμβάνει πεζοπορία και καταγραφή επιφανειακού πολιτισμικού υλικού στα 
όρια  μιας  προκαθορισμένης  περιοχής,  χαρτογράφηση  των  συγκεντρώσεων 
επιφανειακού  υλικού,  δηλαδή  των  θέσεων,  καθώς  και  τη  συστηματική 
δειγματοληπτική  συλλογή  μέρους  του  υλικού  αυτών  με  τελικό  σκοπό  την 
αξιοποίηση των δεδομένων που προκύπτουν για διερεύνηση ζητημάτων όπως η 
σχέση ανθρώπου‐φυσικού περιβάλλοντος και η διάταξη των οικισμών ή και των 
θέσεων  ειδικών  δραστηριοτήτων  ως  βάση  για  την  ερμηνεία  οικονομικών  και 
κοινωνικών αλλαγών διαχρονικά (Wells et al. 1990:209). 
Βέβαια,  όπως  σε  κάθε  προσπάθεια  περιγραφής  ενός  όρου,  έτσι  και  στην 
προσπάθεια ορισμού της επιφανειακής έρευνας δεν υπάρχει καθολική αποδοχή 
όσον  αφορά  στο  περιεχόμενό  της,  γεγονός  που  από  κάποιους  ερευνητές 
σχετίζεται  με  τη  δυσκολία  ακριβούς  μετάφρασης  του  αγγλικού  όρου    survey  σε 
άλλες γλώσσες  (Cherry 1983:380‐81). Επιπλέον υπάρχουν διαφωνίες μεταξύ των 
ερευνητών  και  για  το  σωστό  τρόπο  διεξαγωγής  μιας  επιφανειακής  έρευνας, 
παρά  το  γεγονός  ότι  η  επιφανειακή  έρευνα  την  τελευταία  εικοσαεκαετία  έχει 
γίνει  ένα  βασικό  εργαλείο  για  τη  συλλογή  πληροφοριών  που  μπορούν  να 
προωθήσουν  την  προσπάθεια  διερεύνησης  της  οργάνωσης  των  ανθρώπινων 
καταλοίπων  στο  χώρο.  Δεν  υπάρχει,  μάλλον  ένας  μόνο  ορθός,  καθολικά 
αποδεκτός τρόπος, αλλά η μέθοδος ανταποκρίνεται στους σκοπούς της έρευνας 
και εξαρτάται από τα διαθέσιμα οικονομικά και τεχνικά μέσα. Έτσι, προκύπτουν 
ποικίλα είδη επιφανειακής έρευνας. 
Την παλαιότερη μορφή επιφανειακής έρευνας αποτελούν οι περιηγήσεις, 
οι  οποίες  βεβαίως  απέχουν  πολύ  από  μια  μεθοδολογία  επιφανειακής  έρευνας, 
όπως σήμερα την αντιλαμβανόμαστε. Οι περιηγήσεις αυτές, οι οποίες γίνονταν 
από  ευρωπαίους  φιλάρχαιους  μέχρι  και  το  19ο  αι.,  κάλυπταν  μεγάλες  εκτάσεις 
και η προσοχή τους στρέφονταν, κυρίως, σε θέσεις με αρχαιολογικό ενδιαφέρον, 
είτε  επειδή  διέσωζαν  αρχαία  τοπωνύμια  που  αναφέρονταν  σε  αρχαίες  πηγές, 
είτε  επειδή  η  διαμόρφωση  και  τα  γεωγραφικά  χαρακτηριστικά  της  περιοχής 
υπόσχονταν  αποτελέσματα.  (Alckock  et  al.  1994:137).  Παρά  το  γεγονός  ότι  οι 
πληροφορίες  που  συγκέντρωναν  ήταν  ορισμένες  φορές  υψηλής  ποιότητας, 
παρέμεναν  αποσπασματικές  και  επιλεκτικές.  Εντούτοις  θα  πρέπει  να 

32
αναγνωρίσουμε  τη  συμβολή  της  πρωταρχικής  αυτής  μεθόδου  για  την  πρώτη 
προσέγγιση ενός άγνωστου αρχαιολογικού τοπίου (Cherry 1982:14).  
Βάση  για  την  περαιτέρω  μεθοδολογική  εξέλιξη  των  επιφανειακών 
ερευνών  αποτέλεσαν  οι  εκτεταμένες  έρευνες,  οι  οποίες  επιχείρησαν  την  πρώτη 
συστηματική  απόπειρα  προσέγγισης  των  αρχαιολογικών  καταλοίπων,  που 
βρίσκονται  στην  επιφάνεια  του  εδάφους  (Fossey  1983a:18).  Ως  κυριότερο  στόχο 
είχαν  τον  «εντοπισμό  όσο  το  δυνατόν  περισσότερων  θέσεων  σε  σύντομες 
ερευνητικές  περιόδους  με  έμφαση  στην  ανεύρεση  μεγάλων  και  σημαντικών 
κέντρων (Simpson 1983:45), αλλά και τον προσδιορισμό θέσεων κατάλληλων για 
τη  διεξαγωγή  συστηματικής  ανασκαφής  (Dunnell  and  Dancey  1983:268).  Έτσι 
ερευνώνται  ευρείας  κλίμακας  περιοχές  στις  οποίες  οι  δυνατότητες  του  τοπίου 
προσφέρουν  ενδείξεις  για  την  ύπαρξη  θέσεων  και  αξιοποιούνται  ταυτόχρονα 
αεροφωτογραφίες, αρχαίες πηγές και μαρτυρίες περίοικων (Cherry 1982:15).  
Μία  τυπική  προσέγγιση  αυτού  του  είδους  ήταν  η  έρευνα  που 
διενεργήθηκε στη Μεσσηνία από το πανεπιστήμιο της Minnesota (McDonald and 
Rapp 1972), η οποία σε συνδυασμό με τα αποτελέσματα και άλλων αντίστοιχων 
επιφανειακών  ερευνών  στην  Ελλάδα,  οδήγησαν  στην  αναγνώριση  περίπου  800 
θέσεων της Εποχής του Χαλκού σε διάφορες περιοχές της χώρας (Cherry 1982:15). 
Παρά  τον  πλούτο  στοιχείων  που  προσέφερε,  όμως  ο  συγκεκριμένος  τύπος 
έρευνας για τη δραστηριοποίηση των ανθρώπων σε μια περιοχή, δέχθηκε έντονη 
κριτική  για  τους  προϊδεασμούς  που  τον  χαρακτηρίζουν,  οι  οποίοι  επιβάλλουν 
περιορισμούς στην προσέγγιση του πολιτισμικού χαρακτήρα του χώρου (Cherry 
1983:392).  Βέβαια  κανείς  δεν  μπορεί  να  αμφισβητήσει  ότι  οι  εκτεταμένες 
επιφανειακές έρευνες, αν και η έκταση λειτουργεί αντιστρόφως ανάλογα με την 
ένταση με την οποία διερευνάται η περιοχή (Plog et aΙ. 1978:390), αποτελούν ένα 
χρήσιμο ʺεργαλείοʺ για τη συγκέντρωση αρχαιολογικού υλικού. 
Εντούτοις, οι γενικότερες μεταβολές που σημειώθηκαν στην αρχαιολογία 
κατά τις δεκαετίες του ‘60 και του ’70, συνοδεύτηκαν από τη διατύπωση μιας πιo 
αυστηρής  προσέγγισης  στο  σχεδιασμό  των  ερευνητικών  προγραμμάτων,  αλλά 
και  από  μία  πιo  κριτική  θεώρηση  των  ερευνητικών  στρατηγικών  (Ammerman 
1989:63‐67).  Σε  γενικές  γραμμές,  οι  θέσεις  που  προκαλούσαν  το  ενδιαφέρον  ως 
τότε  ήταν  αυτές  με  υψηλές  πυκνότητες  αντικειμένων.  Οι  συγκεντρώσεις  αυτές 
είχαν τη μεγαλύτερη αριθμητική αντιπροσώπευση των στοιχείων μιας θέσης και 
έτσι  ήταν  πιο  εύκολα  αναγνωρίσιμες  και  συνήθως  δεν  αγνοούνταν  κατά  την 
έρευνα. Ωστόσο, έγινε αποδεκτό ότι οι διασπορές υψηλής πυκνότητας και αυτές 
χαμηλής είναι ίσης σημασίας κι έπρεπε να λαμβάνουν την ίδια προσοχή (Keller 
and Rupp 1983:72).  
 Εφόσον  λοιπόν  η  αρχαιολογία  στόχευε  στην  ερμηνεία  της  λειτουργίας 
πολιτισμικών συστημάτων του παρελθόντος μέσα στα φυσικά περιβάλλοντα και 
των οικονομικών‐κοινωνικών αλλαγών, ήταν υποχρεωμένη να αναζητήσει νέες, 

33
πιο  πλήρεις  ερευνητικές  μεθόδους  για  να  εντοπίσει  τα,  κατά  το  δυνατόν, 
περισσότερα  κατάλοιπα  της  ανθρώπινης  δραστηριότητας  που  θα  αποτελούσαν 
τη βάση της αρχαιολογικής ερμηνείας.  
Απάντηση  σε  αυτήν  την  αναζήτηση  θεωρήθηκε  ότι  θα  έδινε  μια 
συστηματική  επιφανειακή  έρευνα  εντατικού  χαρακτήρα  που  θα  είχε  σαφώς 
προκαθορισμένους  στόχους  και  σαφή  τεχνική  συλλογής  στοιχείων  και  θα 
καλούνταν  να  δώσει  συγκεκριμένες  απαντήσεις  που  θα  αφορούσαν  το  πλήθος 
και  το  μέγεθος  των  θέσεων,  την  κατανομή  τους  κατά  περίοδο  και  κατά 
λειτουργία,  τις  περιβαλλοντικές  επιδράσεις  στην  κατανομή  αυτή,  αλλά  και  τις 
μεταξύ  τους  διακοινοτικές  σχέσεις  (Cherry  and  Shennan  1987:21‐  22,  Cherry 
1982:14,  Cherry  1983:393).  Η  συνειδητοποίηση  της  μεθοδολογικής  ανεπάρκειας 
που  χαρακτήριζε  τις  εκτεταμένες  έρευνες,  αλλά  και  η  δυναμικότητα  που 
παρουσίαζε  η  νέα  τεχνική  για  τη  διερεύνηση  των  μεταβολών  στα  συστήματα 
εγκατάστασης  η  οποία,  εγκαταλείποντας  την  εκ  των  προτέρων  δημιουργία 
υποθέσεων  για  τον  τύπο  και  την  τοποθεσία  των  οικισμών,  όριζε  ως  βασικό  της 
εργαλείο τη λεπτομερή διερεύνηση του τοπίου σε αναζήτηση θέσεων κάθε τύπου 
ή χρονολόγησης  (Plog et aΙ. 1978:383), αποτέλεσαν δύο σημαντικά κίνητρα ώστε 
να μειωθεί η έκταση της επιφάνειας έρευνας και να καθιερωθεί η  εντατικότητα 
πλέον  στην  αρχαιολογική  επιφανειακή  έρευνα  (Cherry  1982:15,  Cherry  et 
al.1991:18).  
Ο  όρος  εντατικός  αναφέρεται  στο  βαθμό  λεπτομέρειας  με  τον  οποίο 
ελέγχεται  το  επιφανειακό  έδαφος  μιας  περιοχής  (Plog  et  al.  1978:398),  ενώ 
επιπλέον  προσδιορίζει  τον  τύπο  της  έρευνας  που  γίνεται  με  ποσοτικοποιήσιμες 
παρατηρήσεις και ελεγχόμενες συνθήκες συλλογής των αντικειμένων σε όσο το 
δυνατό  σταθερότερες  σε  έκταση  μονάδες  διερεύνησης  του  χώρου,  μια  κι  έχει 
κατά βάση στατιστικό χαρακτήρα (Alcock et al. 1994:139).  
Δείκτη  εντατικότητας  αποτελεί  η  απόσταση  μεταξύ  των  μελών  της 
ομάδας, τα οποία περπατούν σε προκαθορισμένες διαδρομές. Αυτές οι διαδρομές 
απέχουν μεταξύ τους μερικές δεκάδες μέτρα και η απόστασή τους καθορίζει τον 
εντοπισμό  θέσεων  που  καταλαμβάνουν  μικρή  έκταση  καθώς  και  την  ακρίβεια 
των  υπολογισμών  για  το  συνολικό  αριθμό  θέσεων  διαφόρων  τύπων  στα  όρια 
μιας  περιοχής  (Cherry  1983:390‐391,  Cherry  et  al.  1991:18,  Plog  et  aΙ.  1978:390).  Η 
στενή εξέταση του τοπίου επιτρέπει επιπλέον την επισήμανση περιβαλλοντικών 
παραμέτρων όπως το είδος του εδάφους, το υδρολογικό καθεστώς, τις κλίσεις και 
τη  χρήση  της  γης  με  στόχο  το  συσχετισμό  τους  στην  ανάλυση  των 
αρχαιολογικών δεδομένων  (Cherry 1982:15). Ο βαθμός έντασης λοιπόν φαίνεται 
πως  βρίσκεται  σε  άμεση  συνάρτηση  όχι  μόνο  με  την  ποσότητα,  αλλά  και  την 
ποιότητα  των  δεδομένων  (Shennan  1985:7)  τα  οποία  και  υπερέχουν  σημαντικά 
έναντι αυτών από τις πολυετείς, αλλά λιγότερο συστηματικές έρευνες εκτατικού 
χαρακτήρα (Cherry 1982:15). 

34
Η  σύγκριση  των  πυκνοτήτων  των  θέσεων  μεταξύ  των  παραδοσιακών 
πρώιμων  και  των  σχετικά  πρόσφατων  εντατικών  ερευνών  που  διεξάχθηκαν 
στην  Ελλάδα,  έδειξε  ότι  οι  τελευταίες  αποκάλυψαν  κατά  60‐70  φορές 
μεγαλύτερες πυκνότητες σε σχέση με τις προηγούμενες (Cherry 1983:391‐392,410, 
Cherry et al. 1991:18, Alcock et al. 1994:137) αποκαλύπτοντας την παραπλανητική 
εικόνα  με  την  οποία  παρουσιάζεται  το  αρχαίο  τοπίο  όταν  οι  τεχνικές  που 
εφαρμόζει  μία  έρευνα  δεν  έχουν  εντατικό  χαρακτήρα  (Cherry  1983:391‐392). 
Βέβαια,  υπάρχουν  και  περιπτώσεις  που  ακόμη  και  οι  εντατικές  προσεγγίσεις 
θεωρήθηκαν ανεπαρκείς (Bintliff et al. 1999: 148).  
Η  επιφυλακτικότητα  που  παρουσίασαν  κάποιοι  ερευνητές  για  την 
επάρκεια  των εντατικών επιφανειακών ερευνών και την αξιοποίηση του υλικού 
που  προκύπτει  από  αυτές  ως  βάση  για  ερμηνεία  σημαντικών  ζητημάτων, 
σχετίζεται  με  μια  σειρά  φυσικών  και  πολιτισμικών  παραμορφωτικών 
παραγόντων,  καθώς  και  με  την  άγνωστη  σχέση  μεταξύ  των  επιφανειακών 
καταλοίπων  και  των  στοιχείων  του  υλικού  πολιτισμού  που  σώζονται  στο 
υπέδαφος. Επίσης προσφέρει ερείσματα σε όσους αμφισβητούν την επιφανειακή 
έρευνα ως αξιόπιστη τεχνική για συλλογή αρχαιολογικού υλικού το γεγονός ότι 
είναι  δύσκολο  να  καθορισθούν  τα  όρια  των  θέσεων  στο  χώρο  και  να  εξαχθούν 
συμπεράσματα  για  τη  δομή  και  τη  λειτουργία  των  θέσεων  (Simpson  1983:45‐47, 
Ammerman  1989:63‐64,  78‐79),  καθώς  και  το  ότι  τα  ευρήματα  μιας  εντατικής 
επιφανειακής  έρευνας  δεν  έχουν  συγκεκριμένο  context.  Εξάλλου,  όπως 
συμβαίνει  και  με  τις  άλλες  επιφανειακές  έρευνες,  η  αναγνώριση  μιας 
συγκέντρωσης  υλικού  ως  ʺθέσηςʺ  είναι  θέμα  ερμηνείας‐απόφασης  και  μάλιστα 
πολλές  φορές  στιγμιαίας  του  αρχαιολόγου  και  όχι  παρατήρησης  (Cherry  1983). 
Ακόμα, ενώ τα περισσότερα εντατικά σχέδια έχουν ως αρχικό σκοπό την έρευνα 
κάθε  περιόδου  του  παρελθόντος,  στην  πράξη  ωστόσο  η  έμφαση  δίνεται  στην 
ανάλυση και ερμηνεία του υλικού που συμπίπτει με τα ειδικά ενδιαφέροντα των 
ερευνητών  μη  εξυπηρετώντας  το  στόχο  των  εντατικών  ερευνών  που  είναι  η  
αποκάλυψη του συνόλου των σχέσεων ανάμεσα στις όψεις του υλικού και του μη 
υλικού  πολιτισμού  (Cherry  et  al.  1991:479).  Συν  τοις  άλλοις,  οι  διαφορές  στο 
επίπεδο  γνώσης  και  εμπειρίας  των  μελών  της  ομάδας  που  διεξάγει  εντατική 
επιφανειακή  έρευνα,  ασφαλώς  ασκούν  επίδραση  στην  εξαγωγή  των 
συμπερασμάτων. 
Θα  πρέπει  βέβαια  να  σημειώσουμε  και  την  κατά  αναλογία  σχέση  του 
βαθμού  έντασης  των  επιφανειακών  ερευνών  με  τη  δαπάνη  ενέργειας  και 
χρημάτων,  γεγονός  που  συνήθως  οδηγεί  στη  δειγματοληπτική  διερεύνηση  μιας 
περιοχής προσφέροντας μερική μόνο εικόνα του χώρου (Plog et aΙ. 1978:389). 
Εκτός  των  ερωτημάτων  που  τίθενται  για  τις  μεθόδους  που 
χρησιμοποιούνται  καθώς  και  για  την  αξιοπιστία  του  υλικού  που  συλλέγεται 
στους  κόλπους  της,  ακόμα  και  σήμερα,  ισχυρής  κλασικής  αρχαιολογικής 

35
παράδοσης  (θεωρητικά  και  μεθοδολογικά)  (Fotiadis  1995:66‐67,  Thompson 
1966:100),  εξακολουθεί  να  κυριαρχεί  η  αντίληψη  ότι  η  μόνη  ή  η  πιο  αξιόπιστη 
μέθοδος  εντοπισμού  και  συλλογής  αρχαιολογικού  υλικού  είναι  η  ανασκαφή. 
Θεωρείται  ότι  η  εντατική  επιφανειακή  έρευνα  δεν  αποτελεί  παρά  ένα 
συμπλήρωμα  της  ανασκαφικής  έρευνας,  έναν  τρόπο  εντοπισμού  νέων  θέσεων 
για ανασκαφή.  
Παρότι  βέβαια  όλα  τα  παραπάνω  σωστά  δείχνουν  τις  ως  ένα  βαθμό 
εγγενείς  αδυναμίες  και  περιορισμούς  στις  επιφανειακές  έρευνες  και  στην 
αξιοποίηση  του  υλικού  που  προσφέρουν,  τίθεται  το  ερώτημα  αν  αρκούν  για  να 
ακυρώσουν  την  χρησιμότητα  των  εντατικών  επιφανειακών  ερευνών.  Αν  και 
κάποιες  από  αυτές  τις  αδυναμίες,  κυρίως  στο  μεθοδολογικό‐πρακτικό  επίπεδο 
δεν  είναι  δυνατόν  να  ξεπερασθούν,  ώστε  να  βελτιωθεί  η  αξιοπιστία  του 
συλλεγόμενου  υλικού,  εντούτοις  κανείς  δεν  μπορεί  να  αμφισβητήσει  τη 
χρησιμότητα  των  εντατικών,  αλλά  και  των  υπόλοιπων  επιφανειακών  ερευνών 
για την αρχαιολογία. Κάποια μάλιστα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και οφέλη 
που  όλα  τα  είδη  επιφανειακής  έρευνας  από  κοινού  μοιράζονται,  τις  καθιστούν 
όλο και δημοφιλέστερες μεταξύ των αρχαιολόγων. 
Ένα  βασικό  στοιχείο  των  επιφανειακών  ερευνών  είναι  το  χαμηλό  τους 
κόστος.  Συνήθως  δεν  είναι  απαραίτητα  παρά  λίγα  όργανα  μέτρησης  και 
αποτύπωσης ενώ η άδεια για τη διεξαγωγή τους, τουλάχιστον μέχρι πριν κάποια 
χρόνια,  παραχωρείται  εύκολα  γιατί  θεωρείται  μια  μη  καταστροφική  τεχνική. 
Μάλιστα,  ως  τέτοια  επιτρέπει  την  επανάληψη  των  ερευνών  σε  διαφορετικές 
φάσεις,  ώστε  να  συμπληρωθούν  πιθανά  κενά  και  να  απαντηθούν  ερωτήματα, 
γεγονός  που  δε  θα  ήταν  δυνατό  να  επιχειρηθεί  σε  μια  ανασκαφή,  λόγω  της 
καταστροφικής της φύσης. 
Επί  πλέον,  τόσο  η  σημαντικότητα  όσο  και  η  αξιοπιστία  των 
αποτελεσμάτων της είναι τέτοιου βαθμού, ώστε να μη θεωρείται ότι υπολείπεται 
των στρωματογραφημένων πληροφοριών της ανασκαφής στην οποία πριν λίγο 
αναφερθήκαμε.  Όσον  αφορά  την  αξιοπιστία  των  επιφανειακών  ερευνών  σε 
σύγκριση με τις ανασκαφικές έρευνες, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι και το υλικό 
που  συγκεντρώνεται  από  τις  δεύτερες  πριν  καλυφθεί  από  επιχώσεις  ή 
προσχώσεις  παρέμεινε  για  κάποιο  διάστημα  εκτεθειμένο  στην  επιφάνεια  και 
έτσι  ίσως  δεν  υπάρχει  βέβαιη  σχέση  μεταξύ  επεισοδίων  απόθεσης  και  φάσεων 
εγκατάστασης.  
Οι  πληροφορίες  της  επιφανειακής  έρευνας  έχουν  βέβαια  κάποιους 
εμφανείς αναπόφευκτους περιορισμούς σε σχέση με την ανασκαφή, αλλά έχουν 
και  κάποιες  σαφείς  δυνατότητες  και  πλεονεκτήματα.  Ο  περιορισμός  του 
επιφανειακού  υλικού  να  απαντήσει  σε  μια  σειρά  σύνθετων  ερωτημάτων, 
ξεπερνιέται από το μεγάλο χωροχρονικό φάσμα θέσεων και υλικού που μπορεί 
να  εξεταστεί.  Έτσι,  παρά  το  γεγονός  ότι  τα  αρχαιολογικά  δεδομένα  των 

36
επιφανειακών  ερευνών  είναι  σχετικά  απλά,  τα  προβλήματα  στα  οποία 
καλούνται να δώσουν λύση είναι μεγάλα και σύνθετα.  
 
Γενικά  μπορεί  να  λεχθεί  ότι  συγκεκριμένα  ερωτήματα  για  το  παρελθόν, 
που  αφορούν  γενικότερα  κοινωνικά,  οικονομικά  και  περιβαλλοντικά  ζητήματα, 
απαιτούν  μια  περισσότερο  μακροσκοπική  προσέγγιση  σε  ευρύτερες 
γεωγραφικές  ενότητες.  Στο  πλαίσιο  αυτό,  η  επιφανειακή  έρευνα  είναι  ίσως  η 
καλύτερη πηγή δεδομένων καθώς εφαρμόζεται σε εκτεταμένες περιοχές (Cherry 
et aΙ. 1991:10,18). Από την άλλη μεριά, ο ερευνητής, καθώς μελετάει αντικείμενα 
από  ένα  ευρύ  χωροχρονικό  φάσμα,  έχει  την  ευκαιρία  να  προσεγγίσει 
μακροχρόνιες  αλλαγές  και  διαδικασίες  που  θα  έμεναν  απαρατήρητες  αν 
εγκλωβίζονταν στις λεπτομέρειες μιας ανασκαφής.  
Τέλος,  μόνο  μέσα  από  τις  επιφανειακές  έρευνες  έχουμε  την  ευκαιρία  να 
απαγκιστρωθούμε  από  τη  μελέτη  των  κέντρων  της  αρχαιότητας  και  να 
ασχοληθούμε  με  τον  αγροτικό  χώρο  (Cherry  1983:382).  Η  επιφανειακή  έρευνα 
λοιπόν και η ανασκαφή είναι δύο διαφορετικές τεχνικές άντλησης πληροφοριών 
που  αλληλοσυμπληρώνονται,  αλλά  δεν  μπορεί  η  μια  να  αντικαταστήσει  την 
άλλη.  Γι’ αυτούς τους λόγους δεν είναι δυνατόν τελικά να υποτιμάται η σημασία 
της  επιφανειακής  έρευνας,  αλλά  αναγνωρίζοντας  τις  αδυναμίες  της 
συγκεκριμένου είδους έρευνας επισημαίνεται η ανάγκη συνεχούς βελτίωσης των 
τεχνικών διεξαγωγής της 
Παρά  το  γεγονός  ότι  όλες  οι  μέθοδοι‐τεχνικές  έρευνας  στο  πεδίο 
εμπεριέχουν περιορισμούς και καμιά δεν διεκδικεί το αλάθητο (Cherry 1983:391), 
ο κατάλληλος τρόπος για συλλογή πληροφοριών σήμερα φαίνεται ότι είναι ένας 
συνετός  συνδυασμός  εντατικών  και  εκτατικών  μεθόδων  ο  οποίος  θα  εξαρτάται 
από  τους  στόχους  κάθε  προγράμματος,  τις  υπάρχουσες  πληροφορίες  για  την 
περιοχή,  τα  περιβαλλοντικά  χαρακτηριστικά  της,  αλλά  και  τους  οικονομικούς 
πόρους  που  είναι  διαθέσιμοι.  Η  εξερευνητική  περιήγηση,  η  εκτεταμένη 
αναγνώριση και η εντατική κάλυψη του πεδίου μπορούν να συμπεριληφθούν σε 
τρεις  βαθμίδες  στην  εξελισσόμενη  διερεύνηση  μίας  περιοχής  με 
συμπληρωματικό  ρόλο  κατά  το  ένα  ή  άλλο  στάδιο  αποτελώντας  μέρος  της 
πολλαπλής  στρατηγικής  ενός  ευέλικτου  ερευνητικού  σχεδιασμού  (Cherry 
1982:16,  Cherry  1983:393‐394).  Μέσα  από  αυτή  τη  σύνθεση  και  την  προσεχτική 
εξέταση  των  συμπεριφορικών  και  μετασχηματιστικών,  φυσικών  ή 
ανθρωπογενών διαδικασιών, από τις οποίες η αρχαιολογική μαρτυρία έχει πάρει 
τη  μορφή  με  την  οποία  έχει  φτάσει  μέχρι  το  παρόν  (Κωτσάκης  1991:18),  ο 
αρχαιολόγος  μπορεί  να  αξιολογήσει  τα  δεδομένα  αποφεύγοντας  πιθανούς 
προϊδεασμούς  και  έτσι  να  οδηγηθεί  σε  μια  αξιόπιστη  ερμηνεία  και 
αποκατάσταση της ανθρώπινης συμπεριφοράς.  

37
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ 
Τις  τελευταίες  δεκαετίες  παρατηρείται  ένα  αυξανόμενο  ενδιαφέρον  για 
τις επιφανειακές έρευνες. Η στροφή προς το είδος αυτό αρχαιολογικής έρευνας 
είναι  ένα  γενικότερο  φαινόμενο  που  εντοπίζεται  σε  όλες  τις  χώρες  με 
ανασκαφική  παράδοση,  ιδιαίτερα  στις  περιοχές  γύρω  από  τη  Μεσόγειο  (Keller 
and Rupp 1983).  
Κατά  αντιστοιχία,  στην  αρχαιολογία  της  Ελλάδας,  η  έμφαση  που  για 
περισσότερο  από  έναν  αιώνα  είχε  δοθεί  στην  ανασκαφή  και  στη  μελέτη 
μεμονωμένων  θέσεων,  στράφηκε  προς  την  επιφανειακή  έρευνα.  Ενδιαφέρον 
είναι ότι η επιφανειακή έρευνα στην Ελλάδα έχει μια μακρόχρονη παράδοση με 
ρίζες  στα  «εξερευνητικά  ταξίδια»  (Cherry  1982:14,  Snodgrass  1990:119)  που 
έκαναν  αρχαιοδίφες  και  ζωγράφοι,  όπως  οι  Leak,  Ross,  Pashley,  Lear,  αλλά  κι 
ακόμη  παλιότερα,  στο  τέλος  του  14ου‐αρχές  15ου  αιώνα,  στις  έρευνες  του 
Buodelmondi  και  του  Κυριάκου  της  Ανκόνας  (Alcock  et  al.  1994:137).  Τα  ταξίδια 
αυτά  προσανατολίζονταν  στην  αναγνώριση  θέσεων  γνωστών  από  τοπωνύμια, 
γραπτές πηγές, επιγραφικές μαρτυρίες κ.τ.λ. (Cherry 1982:14‐15).  
Το μεγαλύτερο μέρος όμως των επιφανειακών ερευνών που έλαβαν χώρα 
τόσο  στο  Αιγαίο,  όσο  και  σε  άλλα  τμήματα  της  Μεσογείου  ανήκουν  στο 
λεγόμενο «νέο κύμα» (Cherry 1994:92). Το σαρωτικό κύμα δραστηριότητας, όπως 
χαρακτήρισε  ο  Snodgrass  (1990:119)  την  ενεργητικότητα  στις  επιφανειακές 
έρευνες  της  Ελλάδας  από  το  1970  και  μετά,  βασίστηκε  εν  μέρει  στην  τοπική 
παράδοση  ενδιαφέροντος  για  το  κλασικό  τοπίο,  αλλά  και  στο  ρόλο  της 
επιφανειακής  έρευνας  στη  «Νέα  αρχαιολογία»  (Alcock  et  al.  1994:137,  Fotiadis 
1995:62‐63).  
Πέρα  από  την  αναγνώριση  της  αρχαιολογικής  αξίας  των  επιφανειακών 
ερευνών  στο  πλαίσιο  των  θεωριών  οι  οποίες  εισηγούνταν  «την  λεπτομερή  και 
συστηματική  μελέτη  των  περιοχών  που  αναμένεται  να  έχουν  υποστηρίξει 
πολιτιστικά συστήματα» (Binford 1964:426), υπήρχε κι ένας άλλος λόγος για την 
ανάγκη  υποστήριξής  τους,  στο  χώρο  της  Ελλάδας  (Keller  and  Rupp  1983:1):  η 
ολοένα  αυξανόμενη  μεταβολή  του  αρχαίου  τοπίου  και  η  καταστροφή  των 
πολιτιστικών  καταλοίπων,  γεγονός  που  δυσχέραινε  την  προσπάθεια 
ανασύστασης  της  σχέσης  ανθρώπου‐περιβάλλοντος  (Cherry  1983:377,  Alcock  et 
al. 1994:137). Ένα ακόμα κίνητρο που παρουσίαζε η έρευνα σε επίπεδο περιοχής 
στην  Ελλάδα,  ήταν  η  δυνατότητα  της  προσωρινής  ανασυγκρότησης  της 
οικιστικής  ιστορίας  και  της  χρήσης  της  γης  με  βάση  τις  πρώτες  τέτοιου  είδους 
παρατηρήσεις  που  μπορούσε  να  αντλήσει  από  τη  μακρόχρονη  ερευνητική  της 
παράδοση  (Alcock  et  al.  1994:137).  Το  ενδιαφέρον  των  ερευνητών  βέβαια  δεν 
επικεντρωνόταν  μόνο  σε  μια  χρονική  περίοδο,  αλλά  σκοπός  των  δεκάδων 
ερευνών  που  πραγματοποιούνταν  στην  ελληνική  επικράτεια  (KeIler  and  Rupp 
1983,  Cherry  1994:91‐92),  ήταν  η  προσέγγιση  της  συνολικής  ιστορίας  του  χώρου 

38
στην ερευνώμενη περιοχή (Amermann 1989:63‐88). Το πλήθος των επιφανειακών 
σχεδίων  στον  ελλαδικό  χώρο  υποδήλωνε  τη  σημασία  που  απέκτησαν  αυτά, 
ειδικά τα εντατικά, στη μελέτη διαφόρων θεμάτων, καθώς και στην ενασχόληση 
με  νέους  τομείς  έρευνας.  Κάποιοι  ακόμα  κoινoί  παράγοντες  που  επηρέαζαν  τα 
προβλήματα  και  τις  δυνατότητες  της  αρχαιολογικής  έρευνας  στην  περιοχή 
(Cherry  1983)  ήταν  το  ίδιο  το  oικoσύστημα  του  Ελλαδικού  χώρου  το  οποίο 
δημιουργεί  τις  προϋποθέσεις  για  κάποιες  βασικές  ομοιότητες  στα  σχέδια  της 
ανθρώπινης  προσαρμογής  σε  όλη  την  επικράτειά  του.  Επιπλέον,  η  ορατότητα 
των θέσεων στην επιφάνεια του τοπίου ήταν ασυνήθιστα καλή, ως αποτέλεσμα 
των  άνυδρων  ή  ημιάνυδρων  συνθηκών  που  επιτρέπουν  τη  διεξαγωγή  της 
επιφανειακής εργασίας χωρίς πολλά περιβαλλοντικά εμπόδια. 
Παρόλες  τις  κοινές  συνθήκες  και  τα  κοινά  εμπόδια  στις  πολλές 
επιφανειακές  έρευνες  που  διεξάγονταν  στην  ελληνική  επικράτεια,  οι 
αναμενόμενες  διαφορές  στους  στόχους  και  στις  προσεγγίσεις  οδηγούν  στην 
κατάταξή  τους  στις  δύο  μεγάλες  και  γενικές  κατηγορίες  των  εκτατικών  και 
εντατικών μεθόδων για τις οποίες θα γίνει αναφορά αμέσως παρακάτω (Alcock 
et  al.  1994:137).  Δεν  θα  συμπεριληφθούν  παρόλα  αυτά  οι  μη  συστηματικές 
έρευνες επιφανείας, περιορισμένης έκτασης χώρου, που διεξάγονται στο πλαίσιο 
της  δραστηριότητας  δημόσιων  φορέων  συνήθως  για  τη  διερεύνηση  της 
δυνατότητας  ανασκαφικής  έρευνας  σε  μια  αρχαιολογική  θέση,  ή    ατόμων  στο 
πλαίσιο  διεκπεραίωσης  προσωπικής  έρευνας.  Αυτού  του  είδους  οι  έρευνες 
συνήθως επικεντρώνουν το ενδιαφέρον τους σε μια περιορισμένη έκταση, όπου 
απουσιάζει  ή  είναι  περιορισμένη  και  επιλεκτική  η  δειγματοληψία  και  ο  τρόπος 
συλλογής  ευρημάτων  βασίζεται  σε  τυχαία  δείγματα.  Είναι  αυτονόητο  ότι  με 
αυτόν τον τρόπο έρευνας δεν είναι δυνατό να εξαχθούν συμπεράσματα για την 
πυκνότητα  εγκατάστασης  και  τις  τυχόν  αλλαγές  της  σε  μια  περιοχή  μέσα  στο 
πέρασμα  του  χρόνου,  όπως  μπορεί  να  συμβεί  με  τις  εκτατικές  και  εντατικές 
έρευνες.  
Στον  τύπο  των  ερευνών  με  εκτατικό  χαρακτήρα  εντάσσεται  ένα  πλήθος 
προγραμμάτων,  που  έλαβαν  χώρο  στην  Ελλάδα,  με  έμφαση  κυρίως  στο  νότιο 
τμήμα  της  χώρας,  όπως  η  έρευνα  στη  Λακωνία  (Simpson  and  Waterhouse  1960, 
1961),  στα  Δωδεκάνησα  (Simpson  and  Lazenby  1973),  στη  Μήλο  (Renfrew  1982a) 
και  στη  Βοιωτία  (Fossey  1983b:  233‐236).  Στη  βόρεια  Ελλάδα,  οι  προσπάθειες 
προσέγγισης  της  περιοχής  μέσω  των  επιφανειακών  της  καταλοίπων 
επικεντρώνονται  κυρίως  στις  έρευνες  των  Heurtley  (1939)  και  French  (1967),  με 
στόχο  την  προϊστορική  Μακεδονία.  Βέβαια  οι  συγκεκριμένες  δύο  εκτατικές 
επιφανειακές  έρευνες  είχαν  χαρακτήρα  τοπικό  και  αποσπασματικό  κι 
οπωσδήποτε μη συστηματικό.  
Πρωτοποριακό για τις αρχαιολογικές έρευνες στον ελλαδικό χώρο υπήρξε 
το  πρόγραμμα  της  αποστολής  του  πανεπιστημίου  της  Μιννεσότα,  που 

39
εφαρμόστηκε  στην  περιοχή  της  Μεσσηνίας  (Minnesota  Messinia  Expedition) 
(McDonald  and  Rupp  1972).  Η  εργασία  στο  πεδίο  για  το  πρόγραμμα  αυτό  είχε 
αρχίσει από τo 1959 χωρίς κάποιο προκαθορισμένο σχέδιο και συνέχισε μέχρι το 
1969.  Βασικός  στόχος  της  επιφανειακής  έρευνας  της  Μεσσηνίας  ήταν  η 
«αλληλεπίδραση  μεταξύ  των  ανθρώπων  και  άλλων  οργανισμών  με  το  φυσικό 
περιβάλλον» και «η ανθρώπινη οικολογία σε μια συγκεκριμένη ιστορική περίοδο 
(την  Ύστερη  Εποχή  του  Χαλκού)  και  μια  συγκεκριμένη  περιοχή»  (McDonald 
1972:6).  Η  περιοχή  που  αποτέλεσε  αντικείμενο  μελέτης,  αντιστοιχούσε  στο 
βασίλειο  της  Πύλου,  δηλαδή  το  νοτιοδυτικό  τμήμα  της  Πελοποννήσου,  μια 
έκταση  3800  τ.  χλμ.  Η  επιφανειακή  έρευνα  της  Μεσσηνίας  μελέτησε  τη 
διαχρονική εξέλιξη της συγκεκριμένης περιοχής και προέβη σε μια συστηματική 
ανάλυση  του  περιβάλλοντος  και  των  οικονομικών  δυνατοτήτων  του  μέσα  από 
μια  δυναμική  συνεργασία  επιστημόνων  διαφορετικών  κλάδων  (McDonald 
1972:9).    Μάλιστα  δόθηκε  ιδιαίτερο  βάρος  στην  εθνογραφική  μελέτη  ως  μια 
ιδιαίτερα  σημαντική  πηγή  γνώσης  για  την  αναπαράσταση  του  παρελθόντος 
γεγονός  το  οποίο  υπογραμμίστηκε  από  διάφορους  ερευνητές  (Watrous  1974:84, 
Diamant 1974:77).  Παράλληλα  με  την    επιφανειακή  έρευνα,  διενεργήθηκε  (1969‐
1975) ανασκαφική έρευνα στα Νιχώρια.  
Το  ερευνητικό  πρόγραμμα  του  Πανεπιστημίου  της  Minnesota  στη 
Μεσσηνία αποτέλεσε τομή, κατά την άποψη πολλών ερευνητών, όχι μόνο στην 
εξέλιξη  των  επιφανειακών  ερευνών  στον  ελληνικό  χώρο,  αλλά  και  του 
αρχαιολογικού έργου γενικότερα, επαναπροσδιορίζοντας και διευρύνοντας τους 
στόχους  της  ελληνικής  αρχαιολογίας  προς  μια  σύγχρονη  κατεύθυνση  (Fotiades 
1995:60).  Συγκεκριμένα,  η  δημοσίευση  της  έρευνας  το  1972  από  17  συγγραφείς, 
θεωρήθηκε  ως  σημείο  έναρξης  μιας  νέας  προσέγγισης  στην  αιγαιακή 
αρχαιολογία  που  ερχόταν  σε  αντίθεση  με  την  παραδοσιακή  αρχαιολογική 
μελέτη  αρχαιολογικών  θέσεων  απομονωμένων  από  το  περιβάλλον  τους 
(Jacobsen 1976:139)  
Παρόλα  αυτά,  πολλές  υπήρξαν  οι  συζητήσεις  για  το  ζήτημα  της 
αξιοπιστίας  και  της  αντιπροσωπευτικότητας  των  δεδομένων  της  έρευνας  αυτής 
(Chadwick  1978,  Hodder  1977,  Bintliff  1977,  Carothers  and  McDonald  1979). 
Σύμφωνα με τον Cherry (1983), τα αποτελέσματα της επιφανειακής έρευνας της 
Μεσσηνίας, όσον αφορά στην πυκνότητα  των θέσεων, είναι γενικά τυπικά της 
επιφανειακής εργασίας πριν το  1970. Κατά τον Φωτιάδη όμως, το συγκεκριμένο 
πρόγραμμα,  πέρα  από  τις  όποιες  αδυναμίες  και  ελλείψεις  του,  κυρίως  στη 
μεθοδολογία, είναι συνώνυμο της εισαγωγής νέων μεθόδων. Η αναγνώριση της 
σημασίας αυτής της προσπάθειας δεν άργησε να έρθει.  
Από την άλλη, η συστηματική, εντατική αρχαιολογική έρευνα έκανε την 
εμφάνισή  της  κατά  τη  δεκαετία  του  ʹ70  και  τα  πρώτα  αποτελέσματά  της 
δημοσιεύθηκαν  κυρίως  τη  δεκαετία  του  ʹ80  (Renfrew  and  Wagstaff  1982,  Bintliff 

40
and Snodgrass 1985, Cherry et al. 1988, Kotsakis 1989, Κωτσάκης 1990, Cherry et al. 
1991).  Από  τα  πρώτα  παραδείγματα  εφαρμογής  της  νέας  τάσης  ήταν  η  έρευνα 
στη  νότια‐κεντρική  Κρήτη  (Blackman  and  Branigan  1975:17‐36),  όπου  το 
πρόγραμμα  κάλυψε  όλη  την  ανθρώπινη  εγκατάσταση  στην  περιοχή  μελέτης, 
από  τις  πρώιμες  περιόδους  ως  τις  σύγχρονες,  και  προχώρησε  σε  μια 
ολοκληρωμένη καταγραφή του φυσικού περιβάλλοντος.  
Στη  νότια  Αργολίδα  (Jameson  1976,  Jameson  et  al.  1994:214‐216),  η 
επιφανειακή έρευνα που  εξελίχτηκε από το τέλος της  δεκαετίας του  1960 μέχρι 
τις  αρχές  της  δεκαετίας  του  1980  προσπάθησε  να  καθορίσει  τη  διάταξη  της 
ανθρώπνης εγκατάστασης για κάθε χρονολογική περίοδο και να συσχετίσει την 
ιστορία  αυτής  της  εγκατάστασης  με  τις  πληροφορίες  από  τις  ανασκαφές  στην 
ευρύτερη  περιοχή  (όπως  στο  σπήλαιο  Φράγχθι  και  Αλιείς)  και  με  τις  ιστορικές 
πηγές (Jameson et al. 1994:214). Ο στόχος στην έρευνα αυτή εξελίχθηκε από ένα 
γενικό  ενδιαφέρον  για  την  ιστορία  και  τη  διάταξη  των  εγκαταστάσεων,  στη 
θεώρηση  των  οικισμών  ως  μέρος  του  οικολογικού  και  πολιτιστικού  συστήματος 
(Jameson et al. 1994:215). Οι ερευνητές πιστεύουν ότι η αλληλεπίδραση ανάμεσα 
στη  φύση  και  τον  άνθρωπο  είναι  ένα  από  τα  κύρια  θέματα  έρευνας,  το  οποίο 
συμπεριλαμβάνει  τις  διαθέσιμες  περιβαλλοντικές  δυνατότητες,  τις  διαθέσιμες 
πηγές, τις αποφάσεις που λαμβάνονται σε συγκεκριμένο χρόνο και χώρο, όπως 
και  τους  λόγους  γι’  αυτές  τις  αποφάσεις.  Πάνω  από  όλα  δίνεται  έμφαση  στις 
αμοιβαίες  διαδικασίες  αλλαγής,  στην  αμοιβαία  ανατροφοδότηση  που  επικρατεί 
στις  σχέσεις  ανάμεσα  στο  φυσικό  περιβάλλον  και  τους  ανθρώπους,  οι  οποίοι 
πρέπει  να  προσαρμοστούν  σε  αυτό  το  περιβάλλον  και  τελικά  να  το  αλλάξουν 
και μέσα από αυτό και τους εαυτούς τους (Jameson et al. 1994:325).  
Ιδιαίτερο  ενδιαφέρον  επιπλέον  έδειξαν  οι  ερευνητές  και  για  τις 
«διαδικασίες  διαμόρφωσης  θέσεων»  (Jameson  et  al.  1994:222),  στις  οποίες 
επικεντρώθηκαν  κυρίως  οι  γεωμορφολογικές  έρευνες  του  Van  Andel  που 
μελέτησε τη σχέση ανάμεσα στη χρήση της γης και τη μεταβολή του τοπίου.  
Η έρευνα ήταν, σύμφωνα με τον Broodbank (1997:371), πρωτοποριακή για 
το  γεγονός  ότι  συνδύαζε  δεδομένα  διαφόρων  ειδών  για  να  δημιουργήσει  «μια 
ολιστική  ιστορική  άποψη  της  εξέλιξης  ενός  Μεσογειακού  τοπίου».  Ήταν    μια 
έρευνα  «κλειδί»  στη  διάρκεια  μιας  μεταβατικής  περιόδου  που  ανέπτυξε  τη 
μεθοδολογία  των  εντατικών  επιφανειακών  ερευνών  στο  Αιγαίο  (Broodbank 
1997:372).  Το  ίδιο  επαινετικός  είναι  και  ο  Osborne,  ο  οποίος  θεωρεί  ότι  οι 
ερευνητές  της  Αργολίδας  έκαναν  μια  δυναμική  θεώρηση  της  μακροπρόθεσμης 
αλλαγής στην κατοίκηση (Osborne 1996:165).  
Στο ίδιο πλαίσιο των εντατικών επιφανειακών ερευνών εντάσσεται και η 
επιφανειακή έρευνα της Μήλου στην οποία, όπως και στην Αργολίδα, ως βασική 
αναλυτική  μονάδα  χρησιμοποιήθηκε  η  θέση,  οδηγώντας  σε  μια  εντυπωσιακά  
ταχεία  κάλυψη  μεγάλων  σε  έκταση  περιοχών  με  την  παρουσία  μικρών  θέσεων 

41
(Lewarch  and  Οʹ  Βrien  1981:321).  Πρόκειται  για  μια  έρευνα  με  διεπιστημονικό 
χαρακτήρα που πραγματοποιήθηκε το 1976 και 1977 και της οποίας στόχος ήταν 
η  κατανόηση  της  θέσης  των  Κυκλάδων  την  εποχή  που  δημιουργούνται  οι 
σύνθετες  κοινωνίες  στο  Αιγαίο,  καθώς  και  η  διερεύνηση  των  διαδικασιών  που 
είχαν  ως  αποτέλεσμα  μια  τέτοια  αλλαγή  σε  μια  συγκεκριμένη,  καλά 
προσδιορισμένη  περιοχή  όπου  αναπτύχθηκε  μια  ακμαία  αστική  κοινωνία 
(Renfrew  and  Wagstaff  1982:1‐8,  Renfrew  and  Bahn  2001:520).  Οι  ερευνητές 
θεωρούσαν ότι η ανασύσταση των διαδικασιών που συνετέλεσαν στη δημιουργία 
σύνθετων  κοινωνιών  έπρεπε  να  στηρίζονται  σε  παραγωγικούς  συλλογισμούς 
που  βασίζονται  σε  συγκεκριμένες  υποθέσεις.  Ακόμα,  η  λεπτομερής  καταγραφή 
όλων  των  θέσεων  που  αποκαλύφθηκαν  με  την  επιφανειακή  έρευνα  και  η 
διαχρονική  μελέτη  του  φυσικού  περιβάλλοντος  και  της  ενδοκοινοτικής  και 
διακοινοτικής  οργάνωσης  εντάχθηκαν  σε  ένα  θεωρητικό  πλαίσιο,  στο  οποίο 
τονίζεται  η  ύπαρξη  ισότιμων  συστημάτων  που  αλληλεπιδρούν  και  όχι  σε  μια 
σχέση εξάρτησης κέντρου‐περιφέρειας.  Η  συγκεκριμένη  άποψη  αμφισβητήθηκε 
(Dickinson  1983),  ενώ  ταυτόχρονα  δέχτηκε  κριτική  η  ανισότητα  με  την  οποία 
αντιμετωπίστηκαν  τα  ιστορικά  δεδομένα  σε  σχέση  με  τα  προϊστορικά  (Halstead 
1983),  αλλά  κανείς  δεν  αρνήθηκε  τη  σημασία  της  εντατικής  επιφανειακής 
έρευνας στη Μήλο. 
Η στροφή προς την εντατική κάλυψη του πεδίου και το ενδιαφέρον  προς 
τη  διαχρονική  διερεύνηση  της  ανθρώπινης  παρουσίας  ‐επικρατούσα  τάση  στις 
Η.Π.Α‐ επηρέασε και τη νεότερη γενιά των επιφανειακών ερευνών, όπως αυτές 
που διεξάχθηκαν στην Κέα (Cherry et al. 1991), στη Νεμέα (Wright et al. 1990), στα 
Μέθανα  (James  et  al.  1994),  στη  Βοιωτία  (Bintliff  and  Snodgrass  1988a),  στο 
Μπερμπάτι (Wells et αΙ. 1990) και στη λεκάνη του Λαγκαδά (Kotsakis 1989).  
Οι  ερευνητές  της  Κέας  (Cherry  et  al.  1991),  μέσα  σε  μία  ξεκάθαρα 
ορισμένη  περιοχή,  σχετικά  μικρoύ  μεγέθους  και  με  βασικό  στόχο  την  ερμηνεία 
των μακροχρόνιων μεταβολών της διάταξης των οικισμών στο χώρο, κατέβαλαν 
προσπάθεια  εκτίμησης  της  ποικιλίας  στο  χώρο  και  στο  χρόνο  των 
αρχαιολογικών  κατανομών,  χρησιμοποιώντας  όλες  τις  διαθέσιμες  κατηγορίες 
στοιχείων.  Στην  επιφανειακή  έρευνα  που  διεξάχθηκε  στην  Κέα  τα  βασικά 
κριτήρια  που  επιλέχθηκαν  για  να  καθορίσουν  τους  χώρους  που  αποτελούσαν 
θέσεις  ήταν  η  πυκνότητα  των  ευρημάτων  σε  σχέση  με  την  ευρύτερη  περιοχή 
όπου  έλαβε  χώρα  το  πρόγραμμα,  η  σαφήνεια  των  ορίων  αυτών  των 
συγκεντρώσεων  και  η  συνέχεια  τους  δηλαδή  η  ασυνήθιστη  πυκνότητα  σε  μία 
συμπαγή περιοχή και όχι οι σποραδικές συχνότητες υλικού (Cherry et al. 1991:28).  
Μια ακόμα εντατική επιφανειακή έρευνα είναι αυτή της Νεμέας, η οποία 
πραγματοποιήθηκε  από  το  1984  μέχρι  το  1986  και  κύριος  στόχος  της  ήταν  να 
εξακριβώσει  και  να  ερμηνεύσει  τις  αλλαγές  στη  διάταξη  των  θέσεων  και  της 
χρήσης  της  γης  σε  όλες  τις  εποχές  του  παρελθόντος  στο  πλαίσιο  μιας  μικρής 

42
περιοχής  που  λειτουργούσε  αυτόνομα  και  κάποτε  ενσωματώθηκε  σε 
μεγαλύτερα  κοινωνικά  συστήματα  (Wright  et  al.  1990:583‐584).  Σε  αυτό  το 
πλαίσιο στόχων η επιφανειακή έρευνα της Νεμέας κατέγραψε στοιχεία χρήσιμα 
για  την  αποκατάσταση  της  αρχαίας  κατοίκησης  και  της  χρήσης  της  γης  στη 
συγκεκριμένη  περιοχή,  διεξήγαγε  γεωμορφολογικές  έρευνες  επικεντρωμένες 
στη  διαμόρφωση  της  γης  στο  Ολόκαινο  και  στις  συνέπειες  της  ανθρώπινης 
εκμετάλλευσης  σε  τομείς  διάβρωσης,  απόθεσης  και  διαμόρφωσης  του  εδάφους, 
πραγματοποίησε  ανθρωπολογική  έρευνα  και  επανεξέτασε  τον  μεγαλύτερο 
προϊστορικό  οικισμό  στην  περιοχή.  Οι  μελετητές  της  περιοχής,  θεωρούσαν  ότι 
μια έρευνα που συνδυάζει τις κοινωνικοοικονομικές, πολιτικές, γεωγραφικές και 
οικολογικές  μεταβλητές,  μπορεί  να  συμβάλλει  στην  ευρύτερη  κατανόηση  της 
ανθρώπινης  συμπεριφοράς  και  ονόμασαν  την  αναγνώριση  και  μελέτη  των 
διαδικασιών  με  τις  οποίες  μια  ανθρώπινη  ομάδα  προσαρμόζεται  σε  ένα 
συγκεκριμένο περιβάλλον, φυσικό και κοινωνικό, πολιτισμική οικολογία (Wright 
et  al.  1990:582).  Ακόμα,  οι  ερευνητές  θεωρώντας  ότι  οι  θέσεις  είναι  δύσκολο  να 
οριστούν  αντικειμενικά  σε  κάθε  έρευνα,  όρισαν  σαν  βασική  μονάδα  ανάλυσης 
όχι  τη  θέση,  αλλά  το  μεμονωμένο  εύρημα  (Wright  et  al.  1990:606).  Στο  πλαίσιο 
λοιπόν  της  αντιμετώπισης  των  θέσεων  ως  συγκεντρώσεις  αντικειμένων  με 
ξεκάθαρα  όρια,  κατάφεραν  να  διαπιστώσουν  έντονα  ίχνη  κατοίκησης  που 
χρονολογούνται στη Μέση Νεολιθική, γεγονός που έρχεται σε μεγάλη αντίθεση 
με  τα  μέχρι  σήμερα  αποτελέσματα  των  ερευνών  στην  Πελοπόννησο  (Wright  et 
al. 1990:165). 
Η επιφανειακή έρευνα στα Μέθανα  (Mee and Forbes 1997), που ξεκίνησε 
το  1982  και  διήρκεσε  έως  το  1987,  έδινε  τη  δυνατότητα  να  διερευνηθούν  οι 
πολιτισμικές  ομοιότητες  και  διαφορές  μεταξύ  νησιών  και  του  ηπειρωτικού 
χώρου.  Ενδιαφέρθηκε  για  την  κατανόηση  της  διαδικασίας  διαμόρφωσης  και 
ανάπτυξης  του  φυσικού  περιβάλλοντος  και  των  εδαφών  γι’  αυτό  και 
ασχολήθηκε  ειδικά  με  τη  γεωλογία  και  τη  φυσική  γεωγραφία.  Με  τα 
αποτελέσματα αυτών των ερευνών οι μελετητές θεώρησαν ότι θα μπορούσαν να 
καθορίσουν τη σχετική χρονολόγηση των επιφανειακών στρωμάτων κι εδαφών, 
να  αξιολογήσουν  τα  υλικά  του  εδάφους  και  να  προσεγγίσουν  τις  πιθανές 
επιδράσεις  της  διάβρωσης  και  της  απόθεσης  ιζημάτων  πάνω  στο  αρχαιολογικό 
υλικό.  Επικεντρώθηκαν  δηλαδή  περισσότερο  στις  επιδράσεις  και  στους 
μετασχηματισμούς  του  επιφανειακού  υλικού  όπως  και  στη  διασπορά  του, 
προχωρώντας  στη  λεπτομερή  ανάλυση  της  κατανομής  και  της  ποιότητας  των 
οστράκων,  σε  σχέση  με  τις  συνθήκες  του  εδάφους  και  τη  μορφολογία  της  γης, 
καθώς  και  στη  μελέτη  των  διαδικασιών  που  οδήγησαν  στη  δημιουργία  του 
«χαλιού» των ευρημάτων (James et al. 1994). 
Η επιφανειακή έρευνα στη Βοιωτία εκτός από τους γενικότερους στόχους 
που  έθεσε  για  τη  διερεύνηση  της  σχέσης  ανθρώπου‐περιβάλλοντος    της 

43
συγκεκριμένης  περιοχής,  εφάρμοσε  μια  σειρά  από  εναλλακτικές  τεχνικές 
συλλογής υλικού για την κάλυψη αρχαίων πόλεων όπως η Άσκρα, οι Θεσπιές και 
η  Αλίαρτος  (Bintliff  and  Snodgrass  1988a).  Σύμφωνα  με  τους  ερευνητές,  σε 
εκατοντάδες μέτρα γύρω από τις  θέσεις διαμορφωνόταν μία κυκλική ζώνη από 
ευρήματα, η «άλως», μέσα στα όρια της οποίας η συχνότητα του υλικού ήταν αφʹ 
ενός μικρότερη από την αντίστοιχη στο εσωτερικό των υψηλών συγκεντρώσεων 
και αφʹ ετέρου μεγαλύτερη από τη σταθερή χαμηλή πυκνότητα των ευρημάτων 
στην  ευρύτερη  περιοχή  που  σχηματίζει  ένα  σχεδόν  αδιάσπαστο  «χαλί»  σε 
εκείνους  τους  τομείς  του  τοπίου  στους  οποίους  είχε  λάβει  χώρα  ανθρώπινη 
εγκατάσταση  και  εκμετάλλευση  (Snodgrass  and  Bintliff  1991:88,  Bintliff  and 
Snodgrass  1988b:506).  Οι  διαδικασίες  που  ίσως  οδήγησαν  στη  δημιουργία  και 
διατήρηση  ενός  τέτοιου  τοπίου  χαμηλών  πυκνοτήτων  επιφανειακoύ  υλικού 
εκτός  θέσεων  κατηγοριοποιήθηκαν  σε  διάφορες  ερμηνευτικές  προσεγγίσεις 
(Bintliff  and  Snodgrass  1988b:507‐508),  οι  οποίες  αναμφισβήτητα  βοήθησαν  στη 
συμπλήρωση σε σημαντικό βαθμό, της εικόνας του αγροτικού τοπίου (Bintliff and 
Snodgrass 1988a).   
Στην επιφανειακή έρευνα που κάλυψε κατά τα έτη 1988‐1990 την περιοχή 
Μπερμπάτι‐Λίμνες,  η  οποία  βρίσκεται  ανατολικά  των  Μυκηνών  στη  βόρεια 
Αργολίδα,  οι ερευνητές θέλησαν  να προσεγγίσουν τη σχέση του τοπίου  και της 
κατανομής  των  θέσεων  και  των  σχεδίων  χρήσης  της  γης,  καθώς  και  να 
καθορίσουν  τη  χρονολόγηση  και  τη  διαχρονική  έκταση  της  ανθρώπινης 
δραστηριότητας, μελετώντας τις  ανθρωπογενείς μεταβολές του τοπίου (Wells et 
al.  1990:209‐210),  αλλά  και  να  περιγράψουν  την  αλληλεπίδραση  της 
συγκεκριμένης  περιοχής  με  τον  Αιγαιακό  χώρο  (Wells  and  Runnels  1996:15).  Οι 
μελετητές  επισήμαναν  πως  στόχος  είναι  η  αναδόμηση  της  πολιτιστικής  και 
περιβαλλοντικής  ιστορίας  μέσα  από  την  εξέταση  ολόκληρων  τοπίων,  καθώς  η 
εντατική  έρευνα  δεν  επικεντρώνεται  στις  μεμονωμένες  αρχαιολογικές  θέσεις 
(Wells  et  al.  1990:209).  Χρησιμοποίησαν  μάλιστα,  αντί  του  όρου  θέση,  τον  όρο 
“findspot”,  που  αναφέρεται  στις  ευδιάκριτες  συγκεντρώσεις  τεχνουργημάτων 
των οποίων η ύπαρξη και η έκταση μπορούν να οριστούν μόνο σε σχέση με την 
πυκνότητα  των  περιβαλλόντων,  αφού  αποτελούν  μέρος  μιας  συνέχειας 
κατανομής  ανθρωπογενών  καταλοίπων  (Wells  and  Runnels  1996:17‐18).  Όπως 
όμως  παρατηρούν  κάποιοι  ερευνητές,  ο  ορισμός  του  “findspot”  σε  σχέση  με  τις 
πυκνότητες  τεχνουργημάτων  παρουσιάζει  ασάφειες  (Cherry  1998).  Επιπλέον  οι 
μελετητές της περιοχής Μπερμπάτι‐Λίμνες, παρατηρώντας πως η ανάλυση των 
μοντέλων  εγκατάστασης  δεν  αντανακλά  απαραίτητα  την  αυθεντική 
συμπεριφορά των θέσεων, καθώς δευτερεύουσες γεωλογικές διαδικασίες μπορεί 
να  κατέστρεψαν  ή  να  κάλυψαν  τα  αρχαιολογικά  κατάλοιπα,  επιχείρησαν  μια 
ολοκληρωμένη  μελέτη  των  πολιτιστικών  και  γεωμορφολογικών  αλλαγών  στην 
περιοχή της έρευνας (Wells et al. 1990:210). Η πραγματοποίηση της επιφανειακής 

44
έρευνας    στην  περιοχή  Μπερμπάτι‐Λίμνες  με  την  ολοκλήρωσή  της  πρόσθεσε 
άλλο ένα κομμάτι στο παζλ των επιφανειακών ερευνών στην ευρύτερη περιοχή 
της Αργολίδος.   
Εντατική  επιφανειακή  έρευνα  με  κατεύθυνση  αρχαιολογική,  αλλά  και 
περιβαλλοντική  διενεργήθηκε  κατά  το  πρώτο  μισό  της  δεκαετίας  του  ΄90  στο 
τοπίο  της  Πύλου  για  να  ερευνήσει  την  ιστορία  της  προϊστορικής  και  ιστορικής 
ανθρώπινης  εγκατάστασης  και  χρήσης  της  γης  στη  Δ.  Μεσσηνία  και  κυρίως, 
γύρω  από  το  ανάκτορο  του  Νέστορα  (Davis  et  al.  1997:391).  Η  εντατική  έρευνα 
στην  Πύλο  είναι  άμεσα  συνδεδεμένη  με  τη  θεμελιώδη  εκτατική  έρευνα  πεδίου 
στη  Μεσσηνία  της  δεκαετίας  του  ΄60,  που  προώθησε  τη  συστηματοποίηση  των 
ερευνών  σε  επίπεδο  περιοχής  στις  αρχαιολογικές  μελέτες  πεδίου  στην  Ελλάδα. 
Στόχος  της  έρευνας  στην  Πύλο  ήταν  να  ανιχνευθούν  πιθανοί  περιορισμοί  στη 
μεθοδολογία της έρευνας πεδίου του ΄60 και προσανατολιζόταν στη συλλογή πιο 
λεπτομερών  πληροφοριών  για  το  μέγεθος,  τις  λειτουργίες  και  τη  διάρκεια  της 
χρήσης  σε  θέσεις  που  είχαν  ερευνηθεί  ήδη  παλιότερα,  όπως  απαιτούσε  πια  η 
εξέλιξη των μεθόδων για την ανακατασκευή των δημογραφικών κατευθύνσεων 
του  παρελθόντος  και  των  μοντέλων  εγκατάστασης.  Επιπλέον,  η  ανεπάρκεια 
στην  κάλυψη  υστερότερων  περιόδων  από  την  έρευνα  πεδίου  του  ΄60,  έθεσε  το 
στόχο  για  μια  όσο  το  δυνατόν  ίση  διερεύνηση  των  χρονικών  περιόδων 
ανθρώπινης  δράσης  στην  περιοχή  (Davis  et  al.  1997:395‐396).  Ειδικότερα,  στόχος 
των ερευνητών ήταν να μελετήσουν την εξέλιξη μιας περιοχής μέσα σε μια πολύ 
μακρά  περίοδο  χρόνου  και  να  γνωρίσουν  περισσότερα  για  τις  πολιτιστικές  και 
περιβαλλοντικές  δυνάμεις  που  προώθησαν  την  αλλαγή  ή  σταθερότητα  στην 
πολιτική,  οικονομική  και  κοινωνική  οργάνωση  των  κοινοτήτων  (Davis  1998:21). 
Επί  μέρους  στόχους  του  προγράμματος  αποτελούσαν  ο  ορισμός  του  μεγέθους 
της  εγκατάστασης  και  η  διερεύνηση  πιθανών  αλλαγών  στην  περιοχή  του 
ανακτόρου  του  Νέστορα,  καθώς  και  η    προσπάθεια  ορισμού  συνόρων  ανάμεσα 
στις επαρχίες του Μυκηναϊκού βασιλείου  με  βάση τα στοιχεία των  αρχείων της 
Γραμμικής  Β’  γραφής  που  βρέθηκαν  στο  ανάκτορο.  Το  πρόγραμμα  της  Πύλου 
όρισε  τις  πυκνότερες  συγκεντρώσεις  επιφανειακών  ευρημάτων  ως  «τόπους 
ειδικού ενδιαφέροντος» μια και θεωρήθηκε ότι οι θέσεις σε καμιά περίπτωση δεν 
είναι  «φυσικά»  συστατικά  ενός  τοπίου,  αλλά,  απεναντίας,  είναι 
«κατασκευάσματα  που  οι  αρχαιολόγοι  επιλέγουν  να  ορίσουν  μέσα  σε  μια 
συνέχεια  από  πυκνότητες  τεχνουργημάτων,  που  κυμαίνονται  σε  κάθε 
μεσογειακή  περιοχή  από  πολύ  χαμηλές  σε  πολύ  υψηλές»  (Davis  et al.  1997:400). 
Οι  πληροφορίες  που  προέκυψαν  από  αυτές  τις  πυκνότητες  τεχνουργημάτων 
εισήχθησαν  σε  βάσεις  δεδομένων  ηλεκτρονικών  υπολογιστών  όπου  έγινε  και  η 
επεξεργασία και η ταυτοποίηση όλου του υλικού που συλλέχθηκε, καθώς και η 
ψηφιοποίησή του σε ένα μοντέλο υψομέτρων (Davis et al. 1997:411). Η εφαρμογή 
σύγχρονων  τεχνικών  για  τη  συλλογή  πληροφοριών  και  για  την  επεξεργασία 

45
τους  καθιστά το πρόγραμμα των εντατικών  ερευνών στην Πύλο πρωτοποριακό 
και  σε  συνδυασμό  με  την  εκτατική  έρευνα  της  δεκαετίας  του  ‘60,  έδωσε  στους 
αρχαιολόγους ένα από τα καλύτερα μελετημένα τοπία.  
Τέλος,  η  επιφανειακή  έρευνα  στην  περιοχή  της  λεκάνης  του  Λαγκαδά 
(Kotsakis  1989,  Κωτσάκης  1990,  Κωτσάκης  και  Ανδρέου  1995,  Andreou  and 
Kotsakis 1994, Andreou and Kotsakis 1999) αναζήτησε τις διαχρονικές μεταβολές 
της  ανθρώπινης  δραστηριότητας  μέσα  στο  συγκεκριμένο  φυσικό  περιβάλλον 
δίνοντας  έμφαση  και  σε  διαφορετικούς  επιμέρους  στόχους  σε  κάθε  περίοδο 
ανάλογα με τις απαιτήσεις, τις ανάγκες και τα ερωτήματα που ανέκυπταν, ενώ 
επιπλέον  επιδίωκε  να  αξιολογήσει  τις  διαφορές,  που  εντοπίζονται  στη 
βιβλιογραφία,  μεταξύ  της  Νότιας  Ελλάδας  και  της  Μακεδονίας  κατά  την 
Προϊστορία.  
Τόσο στην επιφανειακή έρευνα του Λαγκαδά, όσο και στις υπόλοιπες από 
τις  επιφανειακές  έρευνες  νεότερης  γενιάς  που  προαναφέρθηκαν,  σε 
αντιδιαστολή  με  τις  επιφανειακές  έρευνες  σε  επίπεδο  θέσης,  εφαρμόστηκε  ο 
τύπος  έρευνας  που  στηρίζεται  σε  θέσεις  ενδιαφέροντος,  περιοχές  δηλαδή 
εντονότερης  ανθρώπινης  δραστηριότητας,  που  εντοπίζονται  μέσα  από  τα 
αρχαιολογικά  κατάλοιπα  (Κωτσάκης  1990:176).  Τα  δεδομένα  χρησιμοποιούνταν 
σε  μια  απόπειρα  να  αναγνωρισθούν  και  να  εξετασθούν  επεισόδια 
δραστηριότητας  και  να  ανασυσταθεί  η  εικόνα  των  προσπαθειών  που 
καταβάλλουν οι άνθρωποι να ενταχθούν σε ένα εξελισσόμενο τοπίο. Πρόκειται 
για μία μέθοδο, που ενώ διατηρούσε τον εντατικό χαρακτήρα και τη διερεύνηση 
σε  επίπεδο  περιοχής  όμοια  με  τις  έρευνες  θέσεων,  ενέτασσε  στους  στόχους  της 
τον  προσδιορισμό  του  τρόπου  κατανομής  των  ευρημάτων  σε  χώρους,  που 
βρίσκονται  ανάμεσα  σε  περιοχές  όπου  έχουν  παρατηρηθεί  υψηλές 
συγκεντρώσεις αρχαιολογικού υλικού (Lewarch and Οʹ Brien 1981:319). 
  
Στο  σύνολό  τους  πάντως,  οι  εντατικές  επιφανειακές  έρευνες  των 
τελευταίων  δεκαετιών,  προς  τις  οποίες  έγινε  γενικότερη  στροφή  στην  Ελλάδα 
εξαιτίας των σημαντικότερων πλεονεκτημάτων τους (Cherry et al. 1991:18), παρά 
την  ποικιλία  τους,  μοιράζονται  κοινή  μεθοδολογία  και  βασικούς  στόχους. 
Μελετώντας κανείς συγκριτικά τις παραπάνω έρευνες κατανοεί ότι έχουν κοινές 
αναφορές, τόσο ως προς την αντίληψή τους για το τοπίο και για τις πληροφορίες 
που  μπορούν  να  αντλήσουν  από  αυτό,  όσο  και  για  τη  μεθοδολογία  που 
εφαρμόζουν στο πεδίο της έρευνας.  
Βασική είναι η αντίληψη του τοπίου ως πηγή παροχής των αναγκαίων για 
τον άνθρωπο. Η κάθε περιοχή ερευνάται με στόχο την αξιολόγησή της ως ικανή 
να  στηρίξει  τη  συντήρηση  και  ευημερία  των  πληθυσμών  που  πιθανώς  την 
κατοίκησαν σε διάφορες χρονικές περιόδους (Cherry et al. 1991:14). Η σχέση αυτή, 
όμως δεν θεωρείται μονόπλευρη. Το τοπίο μεταμορφώνεται από την ανθρώπινη 

46
εκμετάλλευση,  με  αποτέλεσμα,  ενίοτε,  την  εγκατάλειψή  του.  Τα  δυο  στοιχεία, 
λοιπόν,  άνθρωπος  και  περιβάλλον,  βρίσκονται  σε  μια  συνεχή  και  πολύπλοκη 
σχέση  αλληλεξάρτησης  και  αλληλεπίδρασης  (McDonald  1972:6,  Jameson  et  al. 
1994:325, Wright et al. 1990:582, Zangger et al. 1997:549, Wells and Runnels 1996:15).  
Επιπλέον  οι  εντατικές  επιφανειακές  έρευνες  δίνουν  στις  περισσότερες 
των  περιπτώσεων  έμφαση  στη  διεπιστημονική  και  διαχρονική  μελέτη  της 
περιοχής και επιχειρούν να αποφύγουν κάποιες από τις δυσκολίες  και ατέλειες 
που  χαρακτήριζαν  τις  εκτεταμένες,  με  την  αύξηση  της  έντασης  στην  έρευνα 
πάνω  στο  έδαφος  και  την  ταυτόχρονη  μείωση  της  περιοχής  έρευνας.  Ακόμα, 
ερευνούν την κάθε περιοχή με συστηματικό τρόπο και χρησιμοποιώντας έτοιμες 
φόρμες,  ποσοτικοποιούν  τα  στοιχεία  που  προκύπτουν  και  προβαίνουν  σε 
στατιστικές αναλύσεις των δεδομένων τους (Alcock et al. 1994:137).  
Επιπρόσθετα,  όλες  θεωρούν  σημαντικές  τις  συγκεντρώσεις 
αρχαιολογικού υλικού και καταλήγουν στην αναγκαστική χρήση του  όρου θέση 
αν  και  τον  θεωρούν  συμβατικό.  Επίσης,  είναι  χαρακτηριστικό  ότι  οι  ερευνητές 
κατανοούν  την  ανάγκη  να  μην  περιορίζεται  η  επιφανειακή  έρευνα  μόνο  στη 
μελέτη  των  υψηλών  συγκεντρώσεων  πολιτισμικών  καταλοίπων,  αλλά  να 
επεκτείνεται,  κατά  το  δυνατόν,  σε  όλη  την  επιφάνεια  της  υπό  έρευνα  περιοχής 
αφού κι εκεί δραστηριοποιούνταν άνθρωποι (Cherry et al. 1991:114).  
Συν  τοις  άλλοις,  ακόμα  και  διαφορές  που  μπορούν  να  εντοπιστούν  σε 
μεθοδολογικά  ζητήματα,  είναι  τόσο  λίγες  και  σε  επί  μέρους  ζητήματα,  όπως  η 
δειγματοληψία,  ώστε  περισσότερο  φαίνεται  οι  επιφανειακές  έρευνες  να 
διέπονται από μια όμοια λογική στους στόχους, παρά να αντιπαρατίθενται η μία 
στην  άλλη  με  τα  προγράμματά  τους.  Αυτό  βέβαια  δεν  πρέπει  να  ξαφνιάζει 
καθώς  σε  διαφορετικά  προγράμματα,  όπως  της  Αργολίδας  και  του 
Μπερμπατιού‐Λίμνες, το σχεδιασμό της επιφανειακής έρευνας έχει επιμεληθεί ο 
ίδιος αρχαιολόγος, στην προκειμένη περίπτωση ο Runnels. 
Άλλωστε  οι  λίγοι  αρχαιολόγοι  που  διεξάγουν  προγράμματα 
επιφανειακής  ερευνάς  στον  ελληνικό  χώρο,  κατά  καιρούς  έχουν  συνεργαστεί  ή 
παραπέμπουν  ο  ένας  στον  άλλο  με  αποτέλεσμα  η  μεθοδολογία,  εκτός  της 
χρήσης  πιο  σύγχρονου  τεχνικού  εξοπλισμού,  να  ανακυκλώνεται  στις 
περισσότερες  μελέτες.  Το  γεγονός  επίσης  ότι  το  μεγαλύτερο  μέρος  της 
επιφανειακής  εργασίας  στην  Ελλάδα  πραγματοποιείται  από  αρχαιολόγους 
προερχόμενους  από  αγγλόφωνες  χώρες  συμβάλλει  στο  να  μην  ανατρέπεται  η 
ομοιομορφία στο χαρακτήρα των ερευνών. 
Παρά το γεγονός όμως ότι οι επιφανειακές έρευνες δέχτηκαν επιδράσεις 
από  τη  Μ.  Βρετανία  και  την  Αμερική,  ωστόσο  αυτό  δε  σημαίνει  ότι  τα 
προγράμματα  στην  Ελλάδα  δεν  απέκτησαν  έναν  ξεχωριστό  χαρακτήρα  ακόμα 
και μόνο εξαιτίας της ανάγκης προσαρμογής στις τοπικές συνθήκες (Alcock et al. 
1994:137).  Δεν  θα  πρέπει  άλλωστε  να  αγνοήσουμε  και  τις  διαφορές  που 

47
εντοπίζονται  ανάμεσα  στα  ίδια  τα  προγράμματα  της  Ελλάδας,  οι  οποίες 
σχετίζονται με τους διαφορετικούς λόγους για τους οποίους σε κάθε περίπτωση 
επιλέχθηκαν οι συγκεκριμένες περιοχές για έρευνα. 
Περα  όμως  από  τις  όποιες  ομοιότητες  ή  και  τις  λίγες  διαφορές  ανάμεσα 
στις  επιφανειακές  έρευνες,  η  αυξανόμενη  εκτίμηση  της  πυκνότητας  των  ιχνών 
εγκατάστασης  και  δραστηριότητας  στο  ελληνικό  αγροτικό  τοπίο,  σε  πολλές 
περιόδους του παρελθόντος, διεύρυνε τους στόχους της έρευνας, συνέβαλε στην 
καλύτερη  εκτίμηση  των  δυνατοτήτων  των  επιφανειακών  προγραμμάτων  και 
αποτέλεσε  ένα  ερέθισμα  για  εργασία  πεδίου  με  στόχο  όχι  τη  θέση,  αλλά  τη 
μελέτη  και  ανασύσταση  της  διαχρονικής  παρουσίας  του  ανθρώπου  σε  μια 
περιοχή.  

48
ΔΕΙΓΜΑΤΟΛΗΨΙΑ (δειγματοληπτικές μονάδες‐μέθοδος δειγματοληψίας) 
Ήδη εδώ και εικοσιπέντε χρόνια, διάχυτος είναι ο προβληματισμός για τις 
επιφανειακές  έρευνες  στο  χώρο  της  Μεσογείου,  ενώ  ταυτόχρονα  αναπτύσσεται 
συζήτηση  για  την  εφαρμογή  μιας  παγκόσμιας  θεωρίας  και  μεθοδολογίας  στο 
συγκεκριμένο  τομέα  (Terrenato  2004:37).  Αναγνωρίζεται  μάλιστα  η  ανάγκη  να 
περιγραφούν  με  συστηματικό  τρόπο  οι  αποφάσεις  που  πρέπει  να  ληφθούν  στο 
σχεδιασμό  μιας  επιφανειακής  έρευνας  και  να  εκτιμηθούν  οι  επιπτώσεις  των 
διαφορετικών  στρατηγικών  στην  ανακάλυψη  των  δεδομένων  (Plog  et  al.  1978). 
Γίνεται  λοιπόν  λόγος  για  κάποιο  βαθμό  τυποποίησης  των  στρατηγικών 
συλλογής μέσα από ένα γενικό πρότυπο καταγραφής μεταβλητών όπως το είδος 
του  εδάφους,  η  βλάστηση,  η  διάβρωση  κ.λ.π.,  το  οποίο  θα  εξασφαλίζει  ένα 
ελάχιστο  επίπεδο  μεθοδολογικής  ταύτισης  εφαρμόζοντας  στην  επιφανειακή 
έρευνα  μεθόδους  και  τεχνικές  που  ελαχιστοποιούν  την  επίδραση  του 
ανθρώπινου  παράγοντα  στη  διεξαγωγή  της,  ώστε  τα  αποτελέσματα  από 
διαφορετικές περιοχές να είναι συγκρίσιμα (Terrenato 2004:36).  
Παρόλα  αυτά,  ενώ  τα  γεωμορφολογικά  και  περιβαλλοντικά 
χαρακτηριστικά,  αποτελούν  σημαντικά  στοιχεία  για  το  σχεδιασμό  του 
ερευνητικού  προγράμματος  και  τη  συγκεκριμενοποίηση  των  στόχων  του,  αλλά 
και  προϋπόθεση  για  την  κατανόηση  και  την  ερμηνεία  των  πολιτισμικών 
δεδομένων  που  θα  προκύψουν  από  την  επιφανειακή  έρευνα,  εντούτοις  κάθε 
περιοχή  ή  θέση  είναι  μοναδική.  Έτσι  δε  χρειαζόμαστε  ένα  παγκόσμιο  σώμα 
συμβατικής  θεωρίας  για  τα  φαινόμενα  που  παρατηρούμε  στην  επιφάνεια  του 
εδάφους  (Lewarch  and  Οʹ  Βrien  1981:300),  αλλά  θα  πρέπει  αυτά  να 
αντιμετωπίζονται  ξεχωριστά  σύμφωνα  με  τα  ιδιαίτερα  χαρακτηριστικά  τους 
(Cherry  et  al.  1988:159).  Από  ότι  φαίνεται  λοιπόν,  η  τυποποίηση  δεν  πρέπει  να 
ξεπερνά κάποιες παρατηρήσεις που έχουν σχέση με την κατάσταση του πεδίου 
έρευνας, καθώς διαφορετικά ερωτήματα σε διαφορετικές περιοχές απαιτούν  και 
διαφορετικές τεχνικές και προβληματισμούς (Mills 1985:44). 
Έχει  γίνει  ακόμα  κατανοητό,  ότι  διάφορες  ερευνητικές  στρατηγικές 
μπορεί  να  είναι  εξίσου  αποτελεσματικές  και  ότι  οι  στρατηγικές  που 
εφαρμόζονται σε οποιοδήποτε μέρος του πλανήτη θα πρέπει να διαμορφώνονται 
από  τους  επιμέρους  ερευνητικούς  στόχους,  τις  πηγές  του  προγράμματος,  τη 
φύση  του  τοπίου  που  θα  ερευνηθεί  και  αρκετές  άλλες  μεταβλητές.  Έτσι  οι 
μέθοδοι  συλλογής  πληροφοριών  μπορεί  τελικά  να  ποικίλουν  ανάλογα  με  τους 
στόχους και τα διαθέσιμα μέσα της έρευνας. 
Τις  τελευταίες  δεκαετίες  μάλιστα,  η  επένδυση  στην  επιφανειακή  έρευνα 
και  η  σημασία  των  αποτελεσμάτων  που  αποκτήθηκαν  από  αυτήν,  οδήγησαν 
στην  υιοθέτηση  διάφορων  τεχνικών,  οι  οποίες  συμβάλλουν  στην  εξαγωγή 
συμπερασμάτων  για  το  παρελθόν  και  επομένως  και  στην  αύξηση  των 
αρχαιολογικών δυνατοτήτων των επιφανειακών προγραμμάτων. 

49
Η  επιλογή  των  τεχνικών  για  τη  συλλογή  των  δεδομένων  αποτελεί  μία 
από  τις  βασικές  αποφάσεις,  που  θα  πρέπει  να  ληφθούν  κατά  τη σχεδίαση  ενός 
προγράμματος επιφανειακής έρευνας (Plog et al. 1978:383) και  σχετίζεται άμεσα 
με τις απαιτήσεις της (Boismier 1991:11‐12, Cherry et al. 1988:159), καθώς και με τα 
διαθέσιμα  για  την  έρευνα  μέσα,  όπως  το  ανθρώπινο  δυναμικό,  οι  οικονομικοί 
πόροι και το χρονικό πλαίσιο (Mills 1985:44). 
Οι  τεχνικές  επιφανειακής  έρευνας  μπορεί  να  είναι  είτε  ποιοτικές  είτε 
ποσoτικές (Ragir 1967:181‐197), με την πρώτη να αναφέρεται στην τυπολογία και 
τη  δεύτερη  να  σχετίζεται  με  τη  δημιουργία  κατηγοριών  μετρήσιμων  μονάδων, 
αλλά και με τις δύο να είναι απαραίτητες για κάθε είδος πολιτιστικής ερμηνείας 
που βασίζεται στη σύγκριση του ποσοστού και της κατανομής των πολιτιστικών 
και φυσικών στοιχείων. 
Βασικό  ρόλο  για  τη  συλλογή  των  δεδομένων  και  την  πραγματοποίηση 
τόσο  των  ποιοτικών,  όσο  κυρίως  και  των  ποσοτικών  αναλύσεων  παίζουν  οι 
δειγματοληπτικές στρατηγικές. Η δειγματοληψία είναι αναγκαία όταν ο αριθμός 
των μελών ενός πληθυσμού είναι πολύ μεγάλος για μια απευθείας παρατήρηση 
κι έτσι η παρατήρηση περιορίζεται σε ένα μέρος του πληθυσμού, σε ένα δηλαδή 
δείγμα,  από  το  οποίο  θα  επιχειρηθεί  η  συναγωγή  συμπερασμάτων  για  το 
συνολικό πληθυσμό.  
Φυσικά, το  καλύτερο θα ήταν να εξεταστεί όλος ο πληθυσμός, όμως δεν 
είναι  συχνά  εφαρμόσιμη  η  ολοκληρωτική  κάλυψη  της  περιοχής  στόχου.  Στην 
πραγματικότητα  μάλιστα,  για  μια  επιφανειακή  έρευνα  που  θα  καλύψει 
λεπτομερώς μια περιοχή με σαφή όρια το να συγκεντρώσει το σύνολο του υλικού 
που βρίσκεται στην επιφάνειά της ή το να εντοπίσει κάθε ίχνος της ανθρώπινης 
δραστηριότητας  διαχρονικά,  είναι  ασφαλώς  στόχος  ανέφικτος.  Γι’  αυτό  είτε 
επειδή  οικονομικοί  λόγοι  και  χρονικοί  περιορισμοί  δεν  επιτρέπουν  την  έρευνα 
μιας  ολόκληρης  περιοχής,  είτε  επειδή  αποθετικές  και  μετα‐αποθετικές 
διαδικασίες  εμποδίζουν  την  εξέταση  του  συνολικού  πληθυσμού  της,  είτε  τέλος 
γιατί υπάρχει και το ζήτημα της διατήρησης των επιφανειακών καταλοίπων για 
μια  μελλοντική  εξέταση,  ο  ερευνητής  είναι  αντιμέτωπος  με  τη  διαδικασία  της 
δειγματοληψίας,  η  οποία  είναι  μια  μορφή  συμβιβασμού  (Redman  1979:147).  Ο 
αρχαιολόγος, υπό τέτοιες προϋποθέσεις, απλά μπορεί να ελπίζει στην οργάνωση 
της  έρευνας  κατά  τέτοιο  τρόπο  ώστε  το  δείγμα  που  θα  συγκεντρωθεί  να  είναι 
κατά το δυνατόν ασφαλές και να επιτρέπει τη διατύπωση συμπερασμάτων που 
θα συγκλίνουν προς την πραγματική εικόνα (Cherry 1983:401).  
Η  δειγματοληπτική  διερεύνηση  μιας  περιοχής,  όπως  αναφέρεται 
παραπάνω,  εδράζει  την  εφαρμογή  της  στην  ευρύτερη  αντίληψη,  που  θεωρεί 
πιθανή  τη  διατύπωση  μιας  σειράς  αξιόπιστων  υποθέσεων  σε  σχέση  με  το 
συνολικό  πληθυσμό,  με  βάση  τη  διερεύνηση  ενός  μικρού  μόνο  μέρους  του.    Για 
να είναι δυνατή η  επιλογή ενός μέρους από έναν μεγαλύτερο πληθυσμό, για τον 

50
οποίο  θέλουμε  να  μάθουμε  ή  να  εξαγάγουμε  συμπεράσματα  για  τα 
χαρακτηριστικά  του  και  να  γίνει  μια  γενίκευση,  είναι  απαραίτητο  να  τηρηθούν 
ορισμένες  προϋποθέσεις  που  επιτρέπουν  την  περιγραφή  της  διαδικασίας 
δειγματοληψίας  και τη σχέση με τον αρχικό  πληθυσμό  με  μαθηματικούς όρους 
(Drennan 1996:80).  
Η  στατιστική  θεωρία  της  δειγματοληψίας  η  οποία  στηρίζεται  στις 
πιθανότητες  άρχισε  να  προτείνεται  ως  αξιόπιστη  αρχαιολογική  μεθοδολογία 
την τελευταία εικοσαετία. Ως την έκδοση του βιβλίου “Sampling in Archaeology” 
(Mueller  1975),  η  συζήτηση  περιοριζόταν  σε  κάποια  διάσπαρτα  άρθρα  ή 
κεφάλαια,  όμως  η  κατάσταση  τα  τελευταία  χρόνια  έχει  αλλάξει  δραστικά  και 
πολλοί  ερευνητές  προσπαθούν  να  περιγράψουν  τις  αρχές  της  στατιστικής 
δειγματοληψίας.  Με  την  υιοθέτηση  τυπικών  κριτηρίων  δειγματοληψίας  οι 
αρχαιολογικές γενικεύσεις είναι  δυνατό να γίνουν ασφαλέστερες γι’ αυτό και η 
εφαρμογή  της  έχει  επιχειρηθεί  τόσο  στο  ενδοκοινοτικό  επίπεδο  με  δείγματα 
μεγάλων  πληθυσμών  αντικειμένων,  όσο  και  στο  διακοινοτικό  επίπεδο  με 
επιφανειακή  έρευνα  επιλεγμένων  τμημάτων  μιας  μεγαλύτερης  γεωγραφικής 
περιοχής. 
Η δειγματοληψία είναι λοιπόν  εγγενής  σε  όλη  την  αρχαιολογική  έρευνα 
και το ερώτημα που τίθεται δεν είναι αν θα κάνουμε δειγματοληψία, αλλά πώς 
θα διασφαλίσουμε την ποιότητα και τη διαδικασία επιλογής του δείγματος (Reid 
et  al.  1979:209).  Υπάρχουν  διαφορετικοί  τύποι  τεχνικών  δειγματοληψίας  που 
προσφέρουν  αξιόλογες  δυνατότητες  στην  έρευνα  και  παίζουν  σημαντικό  ρόλο 
στη  διεξαγωγή  των  επιφανειακών  ερευνών,  καθώς  και  στην  εκτίμηση  των 
αποτελεσμάτων  τους.  Η  μέχρι  σήμερα  εμπειρία  εντούτοις  δεν  αποδεικνύει  ότι 
κάποια δειγματοληπτική τεχνική υπερέχει σε σύγκριση με τις άλλες, και δεν έχει 
καταλήξει  σε  συμπεράσματα  για  το  ποια  τεχνική  πρέπει  να  εφαρμόζεται  πού 
(Renfrew  and  Bahn  2001:77).  Η  διάκριση  είναι  περισσότερο  μεταξύ  τυχαίας 
συλλογής και επιστημονικής δειγματοληψίας (Cherry 1983:400‐1) 
Τα  αποτελέσματα  μιας  δειγματοληψίας  καθορίζονται  παρόλα  αυτά  σε 
κάθε περίπτωση από μια σειρά κοινών παραγόντων όπως η ομοιομορφία με την 
οποία  καλύπτει  η  έρευνα  την  περιοχή,  η  πολυπλοκότητα  της  ιστορίας 
εγκατάστασης καθώς και η πυκνότητα των τεχνουργημάτων  (Whallon 1979:288‐
290).  
Παρά  την  αναγκαιότητα  για  εφαρμογή  δειγματοληπτικών  μεθόδων  στις 
περισσότερες  έρευνες,  αρκετοί  αρχαιολόγοι  αμφισβήτησαν  την  καταλληλότητά 
τους  και  θεωρούν  ότι  η  ενσωμάτωσή  τους  σε  ένα  πρόγραμμα  αποτελεί  θέμα 
επιλογής.  Το  πρόβλημα  βρίσκεται  στο  ότι  σε  μια  δειγματοληψία,  η  οποία 
στηρίζεται σε μη τυπικά κριτήρια, δεν είναι δυνατό να προσδιοριστεί η σχέση του 
δείγματος  με  τον  πληθυσμό  του  οποίου  αποτελεί  μέρος  και  έτσι  η  βεβαιότητα 
για την αντιπροσωπευτικότητά του είναι σχετική.  

51
Μεταξύ άλλων, ο  Hope Simpson  (1983), απορρίπτει τις  δειγματοληπτικές 
διαδικασίες  υποστηρίζοντας  ότι  υπάρχει  ποικιλομορφία  ανάμεσα  στις  περιοχές 
που  ερευνώνται  και  επιπλέον,  θεωρεί  ότι  δεν  καταφέρνουν  να  ξεπεράσουν  τα 
όρια  της  ανεπάρκειας  όσο  λεπτομερής  κι  αν  είναι  η  εξέταση  των  μονάδων. 
Αρνητικές  διατυπώσεις  όμως,  όπως  οι  παραπάνω,  τείνουν  να  απαξιώνουν  την 
αρχαιολογική  έρευνα  εν  γένει,  καθώς  οι  δειγματοληπτικές  στρατηγικές 
αποτελούν  αναπόσπαστο  τμήμα  της.  Άλλωστε  μπορεί  ο  τρόπος  της 
δειγματοληψίας  να  μην  είναι  ίδιος  σε  κάθε  περιοχή  και  να  προσαρμόζεται  στις 
ιδιαιτερότητες  του  φυσικού‐πολιτισμικού  περιβάλλοντος  που  κάθε  φορά  είναι 
αντικείμενο  της  έρευνας,  αλλά  αυτό  δε  σημαίνει  ότι  δεν  μπορεί  να  είναι 
αποδεκτή  η  δειγματοληπτική  μέθοδος,  ειδικά  όταν  η  έρευνα  ενδιαφέρεται  για 
κάτι  συγκεκριμένο  από  το  οποίο  δεν  επιδιώκονται  συμπεράσματα  για  έναν 
γενικότερο πληθυσμό (Terrenato 2004). 
Για  να  μειωθούν  μάλιστα  τα  περιθώρια  αμφισβήτησης  για  την 
αποτελεσματικότητα  της  εφαρμογής  δειγματοληπτικών  μεθόδων  στις 
επιφανειακές  έρευνες,  ο αρχαιολόγος πρέπει  να να φροντίσει ώστε  το απόλυτο 
μέγεθος  του  δείγματος  να  είναι  αρκετά  μεγάλο,  για  να  επιτρέψει  την  εξαγωγή 
ικανοποιητικών  συμπερασμάτων  σε  σχέση  με  τα  προβλήματα  υπό  μελέτη 
(Cowgill 1964:467).  
Είναι  βέβαια  κατανοητό  από  τα  παραπάνω  πως  η  εφαρμογή 
δειγματοληπτικών μεθόδων στην έρευνα, παρότι έχει ως στόχο και επιτυγχάνει 
την  ταυτόχρονη  μεγιστοποίηση  της  αποδοτικότητας  και  της  αξιοπιστίας  των 
αρχαιολογικών δεδομένων μιας επιφανειακής έρευνας, δεν είναι εύκολος τρόπος 
συλλογής πληροφοριών (Cherry 1983:401‐403).  
Ίσως  μάλιστα  το  πιο  δύσκολο  κομμάτι  κι  ένα  από  τα  κρισιμότερα 
ζητήματα του σχεδιασμού της επιφανειακής έρευνας αποτελεί αυτός καθαυτός ο 
τρόπος  με  τον  οποίο  επιλέγεται  το  ποσοστό  της  περιοχής  που  θα  διερευνηθεί, 
ώστε  να  στηρίζεται  σε  έναν  συνδυασμό  των  διαθέσιμων  για  την  περιοχή 
πληροφοριών  και  του  βασικού  προβληματισμού  που  διέπει  την  έρευνα,  αλλά 
κυρίως ο τρόπος δειγματοληψίας τόσο ως προς α) την επιλογή του σχήματος και 
του μεγέθους του δείγματος όσο και β) της τεχνικής δειγματοληψίας.  
α)  Ως  προς  την  επιλογή  του  σχήματος  και  του  μεγέθους  του  δείγματος, 
δηλαδή  ως  προς  τη  δειγματοληπτική  μονάδα,  μέχρι    σήμερα  στο  πεδίο  έχουν 
χρησιμοποιηθεί διάφοροι τρόποι για συλλογή επιφανειακού υλικού.  
Αρχικά,  η  ερευνώμενη  περιοχή  χωρίζεται  συνήθως  σε  τομείς  (transects) 
προκειμένου  να  εξασφαλισθεί  μία  συστηματική  προσέγγιση  του  τοπίου. 
Πρόκειται  για  μια  αποτελεσματική  μέθοδο,  η  οποία  καλείται  να  δώσει 
απαντήσεις  σε  ζητήματα  σχετικά  με  την  παρουσία  ή  την  απουσία 
αρχαιολογικών θέσεων από τις περιοχές που διερευνώνται διαμορφώνοντας ένα 
χάρτη  πυκνοτήτων.  Καθώς  η  στατιστική  επεξεργασία  των  δεδομένων  αποτελεί 

52
ένα  από  τα  ζητούμενα  της  έρευνας,  οι  ενότητες‐τομείς  στις  οποίες  διαιρείται  η 
υπό  έρευνα  περιοχή  και  οι  οποίες  έχουν  όσο  το  δυνατόν  σταθερότερες 
διαστάσεις,  διαμορφώνουν  ένα  ορθότερο  πλαίσιο  ευρύτερων  ενοτήτων,  όπου  
εντάσσονται οι  διαδρομές,  ώστε οι συχνότητες των ευρημάτων  να  αναφέρονται 
σε ομοιόμορφες από άποψη έκτασης μονάδες (Κωτσάκης 1990:181).  
Τα μέλη της ερευνητικής ομάδας τόσο στην περίπτωση όπου τα σύγχρονα 
χωράφια  αποτελούν  τις  ενότητες‐τομείς  στις  οποίες  διαιρείται  η  υπό  έρευνα 
περιοχή (Wells et al. 1990:214‐215, Bintliff and Snodgrass 1985:130‐131, Renfrew and 
Wagstaff  1982:15,  Jameson  et  al.  1994:219‐220),  όσο  και  στην  περίπτωση  όπου  οι 
τομείς ορίζονται από τους ερευνητές, ανεξάρτητα από τα όρια των χωραφιών και 
έχουν  την  ίδια  έκταση  (Kotsakis  1989:181),  πεζοπορούν  στους  καθορισμένους 
διαδρόμους  και  καταγράφουν  τις  αυξομειώσεις  του  αριθμού  των  ευρημάτων 
προσδιορίζοντας,  ύστερα  από  κατάλληλη  ανάλυση,  σημεία  του  τοπίου‐θέσεις 
που αποτελούν περιοχές ενδιαφέροντος λόγω της συγκέντρωσης επιφανειακών 
ευρημάτων.  Οι  ερευνητές,  για  τον  εντοπισμό  θέσεων  ενδιαφέροντος  που 
αποτελεί  τον  κεντρικό  άξονα  της  μεθοδολογίας  για  τα  σύγχρονα  ερευνητικά 
προγράμματα, επιλέγουν  ως δειγματοληπτικές μονάδες, κυρίως τις παράλληλες 
διαδρομές. Αυτές, εκτός από το πλεονέκτημα της  αποτελεσματικής στατιστικής 
προοπτικής και την πρακτική ευκολία που προσφέρουν, καλύπτουν μεγαλύτερη 
έκταση  από  μία  άλλη  μονάδα  κι  έτσι  εντοπίζουν  μεγαλύτερα  ποσοστά  θέσεων 
(Plog et al. 1978:401), ενώ επιπλέον, μπορούν να δώσουν καλύτερη άποψη για την 
κατανομή  των  θέσεων  στο  χώρο  και  ταυτόχρονα  αποτελούν  ίσως 
καταλληλότερη στρατηγική για τη διερεύνηση μιας περιοχής με περιβαλλοντική 
ποικιλομορφία (Cherry and Shennan 1987:31‐36, Renfrew and Bahn 2001:77).  
Στην  συνέχεια,  αφού  καθοριστούν  τα  πιθανά  όρια  της  θέσης 
ενδιαφέροντος, ακολουθεί δειγματοληψία εντός των ορίων της. Αυτό γίνεται με 
τη  διαίρεση  του  χώρου  που  καταλαμβάνει  η  θέση  σε  επιμήκεις  ζώνες, 
τετράγωνα, ή κύκλους, που έχουν το ίδιο μέγεθος. Το σχήμα και το μέγεθος του 
δείγματος  της  επιμήκους  ζώνης,  όπου  η  δειγματοληψία  γίνεται  σε  μία  ευθεία, 
θεωρήθηκε  το  καταλληλότερο  για  να  εφαρμοσθεί  σε  αρκετές  επιφανειακές 
έρευνες  της  νότιας  Ελλάδας.  Ειδικά  η  μέθοδος  των  διασταυρωνόμενων  κάθετα 
αξόνων,  η  οποία  θεωρείται  κατάλληλη  για  την  εξαγωγή  συμπερασμάτων 
σχετικά με το μέγεθος και τα όρια της θέσης και παρέχει δεδομένα που αφορούν 
κυρίως  στην  κατανομή  των  ευρημάτων  σε  διάφορα  σημεία  της,  αποτέλεσε  την 
πιο    ενδεδειγμένη  επιλογή  από  διάφορους  ερευνητές  για  να  έχουν  ένα 
αντιπροσωπευτικό δείγμα του συνόλου της ανθρώπινης παρουσίας (Cherry et al. 
1991:29, Jameson et al. 1994:225).  
Στις  μεγάλης  έκτασης  θέσεις  με  πολύπλοκη  ιστορία  εγκατάστασης 
μπορεί  να  επιλεχθεί  η  συλλογή  επιφανειακού  υλικού  με  τη  μέθοδο  των 
τετραγώνων.  Σε  αυτή  την  περίπτωση    η  θέση  χωρίζεται  σε  επιμέρους  ενότητες 

53
και σε κάθε μία από αυτές ορίζονται τυχαία τετράγωνα στα οποία  σκοπός είναι 
η  συλλογή  αξιόπιστου  δείγματος  από  το  σύνολο  της  επιφάνειάς  της  (Whallon 
1979:14‐16).  
Μια  ακόμη  μέθοδος  συλλογής  δεδομένων  στο  πλαίσιο  μιας  θέσης  είναι 
αυτή των ομόκεντρων κυκλικών διαδρομών στους οποίους βαδίζουν τα μέλη της 
ομάδας  επιφανειακής  έρευνας  καλύπτοντας  τη  συνολική  έκταση  της  θέσης  και 
εντοπίζοντας  πληροφορίες  τόσο  για  την  ανθρώπινη  δραστηριότητα  που 
αναπτύχθηκε, όσο και για τη μετα‐αποθετική συμπεριφορά των αρχαιολογικών 
στοιχείων (Mee and Forbes 1997:35). 
Η  εμπειρία  που  έχει  αποκομισθεί  από  τις  μέχρι  σήμερα  έρευνες,  παρότι 
έχει  αναδείξει  τα  επιμέρους  πλεονεκτήματα  κάθε  μορφής  δειγματοληπτικής 
μονάδας, εντούτοις δεν έχει οδηγήσει σε κάποιο συμπέρασμα  για το ποιο σχήμα 
και μέγεθος είναι το καταλληλότερο σε κάθε περίσταση.  
 
β)  Από  τις  δειγματοληπτικές  τεχνικές  που  συνήθως  εφαρμόζονται, 
προκύπτουν  δύο  αξιόπιστες  βασικές  αρχές  σχεδιασμού  γύρω  από  τις  οποίες 
αναπτύσσονται  οι  στρατηγικές  επιφανειακής  έρευνας:    η  τεχνική  της  τυχαίας 
(random sampling) και της συστηματικής (systematic sampling) δειγματοληψίας. 
Η  τυχαία  δειγματοληψία  μπορεί  να  πάρει  όμως  και  κάποιες  άλλες 
μεθοδολογικές κατευθύνσεις σχετικά με τη δειγματοληψία και να χωριστεί στις 
εξής  κατηγορίες  δειγμάτων:  τη  στρωματογραφημένη  (stratified)  δειγματοληψία 
και  την  ομαδοποιημένη  (cluster)  δειγματοληψία  (Drennan  1996:87,  Judge  et  al. 
1975:86, Ragir 1967:185‐190, Plog 1976:137‐138, Plog et al. 1978:402‐404).  
Μια βασική προϋπόθεση που ικανοποιεί η τυχαία δειγματοληψία είναι ότι 
κατά τη διαδικασία συναγωγής συμπερασμάτων για το συνολικό πληθυσμό από 
ένα  δείγμα,  επιτρέπει  την  περιγραφή  της  διαδικασίας  δειγματοληψίας  και  τη 
σχέση  με  τον  αρχικό  πληθυσμό  με  μαθηματικούς  όρους.  Με  το  τυχαίο  δείγμα 
επιτυγχάνουμε  να  έχουμε  το  αποτέλεσμα  μιας  δειγματοληψίας,  η  οποία  έχει 
γίνει με τέτοιο τρόπο ώστε κάθε άτομο από έναν συνολικό πληθυσμό να έχει την 
ίδια  πιθανότητα  να  συμπεριληφθεί  στο  δείγμα  όσες  και  τα  υπόλοιπα  μέλη 
(Cherry 1983:401). Στην περίπτωση αυτή μπορούμε να βεβαιώσουμε ότι το δείγμα 
είναι αντιπροσωπευτικό και ότι είναι πιθανό να συμβαίνει σε αυτό ό,τι ισχύει και 
για το σύνολο του πληθυσμού.  
Για  τη  δειγματοληψία  αυτού  του  είδους  αριθμούνται  τα  μέλη  του 
πληθυσμού με αύξοντα αριθμό και ορίζεται το μέγεθος του δείγματος (ποσοστό 
% του συνολικού πληθυσμού). Στη συνέχεια επιλέγεται ο απαιτούμενος αριθμός 
μονάδων  από  έναν  πίνακα  τυχαίων  αριθμών  και  χωρίζονται  τα  άτομα  του 
πληθυσμού με αριθμό όμοιο με εκείνο των πινάκων.  

54
Κύριο  πλεονέκτημα  της  τυχαίας  δειγματοληψίας  είναι  ότι  μειώνει  τον 
κίνδυνο  να  επηρεαστεί  το  τελικό  αποτέλεσμα  από  τους  προϊδεασμούς  του 
παρατηρητή  και  επιτρέπει  τον  ακριβή  καθορισμό  των  μεροληψιών  που  έχουν 
ήδη προκύψει στο δείγμα καθώς η στατιστική βάση, από την οποία επιλέγεται το 
δείγμα, μπορεί να ελεγχθεί ως προς την ακρίβεια των αποτελεσμάτων της (Plog 
et al. 1978:402). Σύγχρονες έρευνες απέδειξαν ότι δείγματα που βασίστηκαν στην 
τεχνική  της  τυχαίας  δειγματοληψίας,  απέδωσαν,  σε  ικανοποιητικό  βαθμό, 
ακριβείς  υπολογισμούς  για  μεγάλους  πληθυσμούς  παρά  τα  ιδιαίτερα  μικρά 
μερίσματα που χρησιμοποιήθηκαν (Cherry 1982:16). 
Από  την  άλλη  όμως  θα  πρέπει  να  σημειώσουμε  ότι  η  τυχαία 
δειγματοληψία  δεν  αποτελεί  πανάκεια  και  πολλές  φορές  η  εικόνα  που 
δημιουργεί πιθανόν να είναι παραπλανητική. Παρόλα αυτά, επειδή ούτε κάποια 
επιστημονική συνταγή υπάρχει με την οποία να ελαχιστοποιούμε τα εσφαλμένα 
συμπεράσματα και τα περισσότερα φαίνεται να εξαρτώνται από την προσωπική 
κρίση,  ίσως  το  καλύτερο  που  έχει  να  κάνει  ο  κάθε  ερευνητής  είναι  να  διατηρεί 
απλώς  τις  επιφυλάξεις  του  (Drennan  1996:94).  Άλλωστε  τα  περισσότερα 
προγράμματα  βασίζονται  στην  τυχαία  δειγματοληψία  κυρίως  στα  πρώιμα 
στάδια  της  έρευνας,  και  αφήνουν  περισσότερα  περιθώρια  για  τη  χρήση 
υποκειμενικών  απόψεων  στα  τελικά  στάδια,  όπου  είναι  πλέον  εμφανής  η 
ανάγκη για συγκεκριμένες κατηγορίες δεδομένων (Plog et al. 1978:405).  
Στο  πλαίσιο  της  επιλογής  δείγματος  εντάσσεται  και  η  συστηματική 
δειγματοληψία  (systematic  sampling),  σύμφωνα  με  την  οποία  η  πρώτη  μονάδα 
δειγματοληψίας  επιλέγεται  τυχαία,  ενώ  οι  ακόλουθες  τοποθετούνται  με 
συστηματικό  τρόπο  σε  ίσες  αποστάσεις  της  μίας  από  την  άλλη,  με  τα  μεταξύ 
τους  διαστήματα  να  βρίσκονται  σε  συνάρτηση  με  το  συνολικό  ποσοστό  του 
δείγματος  (Cherry  1982:17,  Renfrew  and  Bahn  2001:77).  Έτσι  τα 
συστηματοποιημένα  δείγματα,  εξασφαλίζουν  μία  σχετικά  ομοιόμορφη 
κατανομή  των  μονάδων  δειγματοληψίας  στο  χώρο,  γι’  αυτό  η  συγκεκριμένη 
τεχνική είναι χρήσιμη  σε πολλά  είδη σχεδίων χαρτογράφησης, όπου χρειάζεται 
ίση κατανομή σημείων (data points) σε μια περιοχή μελέτης. 
Μειονέκτημα της μεθόδου αυτής αποτελεί  όμως το γεγονός  ότι η  εικόνα 
μιας  συστηματικής  δειγματοληψίας  πολλές  φορές  δεν  αντανακλά  την 
πραγματικότητα,  αφού  τα  δεδομένα  δεν  είναι  απαραίτητο  να  ακολουθούν  μια 
κανονικότητα, στοιχείο εγγενές της συστηματικής δειγματοληψίας. Επιπλέον, δε 
διασφαλίζει  ίση  αντιπροσώπευση  των  διαφορετικών  περιβαλλοντικών  ζωνών 
της  υπό  έρευνα  περιοχής  και  θεωρείται  καταλληλότερη  για  περιοχές  που 
χαρακτηρίζονται  από  μορφολογική  ομοιογένεια.  Επίσης,  στην  περίπτωση  της 
συστηματικής  δειγματοληψίας,  το  δείγμα  επιλέγεται  μέσα  από  μια  διαδικασία 
ορισμού  από  την  αρχή  μιας  συγκεκριμένης  μεθοδολογίας,  που  εξαρτάται  όμως 

55
από  τις  υποκειμενικές  αποφάσεις  του  ερευνητή  και  έτσι  είναι    αυθαίρετη  αφού 
δεν έχει κάθε στοιχείο τις ίδιες πιθανότητες επιλογής με τα υπόλοιπα  
Η  τρίτη  αρχή  σχεδιασμού  μιας  δειγματοληψίας,  η  στρωματογραφημένη, 
θεωρείται  κατάλληλη για  περιοχές  όπου  είναι  δυνατό  να  διακριθούν  επιμέρους 
ζώνες με βάση την εσωτερική τους ομοιογένεια και τη διαφοροποίησή τους από 
τις  υπόλοιπες.  Με  την  τεχνική  αυτή  δηλαδή,  που  χρησιμoποιείται  για  να 
βεβαιώσει  και  αυτή  μια  σχετικά  ίση  κατανομή  στο  χώρο  δειγματοληπτικών 
μονάδων,  το  σύνολο  από  το  οποίο  πρέπει  να  γίνει  η  δειγματοληψία  χωρίζεται 
στις  φυσικές  του  διαιρέσεις  (π.χ.  μια  περιοχή  σε  ορεινές  και  πεδινές  εκτάσεις), 
που θα ερευνηθούν στον ίδιο βαθμό χωρίς ωστόσο αυτό να αποτελεί πάντα τον 
κανόνα (Plog et al. 1978:403). Από τους νέους πληθυσμούς που προκύπτουν έτσι 
με  τη  στρωματογραφημένη  μέθοδο,  μετά    τη  διαίρεση  του  πεδίου  σε  επιμέρους 
στρώματα  ίσου  περίπου  μεγέθους,  λαμβάνεται  δείγμα  με  την  τεχνική  της 
τυχαίας δειγματοληψίας. Κάποιες μελέτες έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι 
τα στρωματογραφημένα δείγματα παρέχουν στατιστικά πιο ακριβείς  εκτιμήσεις 
πληθυσμιακών παραμέτρων από ότι τα τυχαία ή συστηματικά δείγματα (Plog et 
al.  1978:402‐403).  Η  εφαρμογή  κι  αυτής  της  μεθόδου  ωστόσο,  ενέχει  τον  κίνδυνο 
των  περιορισμών  που  θέτει  η  κρίση  του  παρατηρητή  αφού  η  διάκριση  των 
διαφορετικών  στρωμάτων  της  υπό  έρευνα  περιοχής  και  η  επιλογή  του  αριθμού 
των δειγμάτων σε κάθε ένα από αυτά στηρίζεται στην κρίση του ερευνητή. 
Η  δειγματοληψία  ομάδας  (cluster  sampling),  η  πιο  δαπανηρή  και 
περίπλοκη  στατιστικά  τεχνική,  με  αντισταθμιστικά  όμως  οφέλη  ως  προς  την 
ποιότητα, στηρίζει επίσης την εφαρμογή της στην τυχαία επιλογή του δείγματος 
(Nance  1983:348).  Στο  πλαίσιο  του  κάθε  δείγματος  ωστόσο,  δειγματίζονται 
περισσότερα  από  ένα  στοιχεία  του  πληθυσμού  σε  κάθε  τυχαία  θέση  (Ragir 
1967:188‐189) κι έτσι η μονάδα δείγματος και η μονάδα ανάλυσης δεν ταυτίζονται 
(Plog et al. 1978:404). 
 
Οι  τέσσερις  τύποι  δειγματοληπτικού  σχεδίου  που  συζητήθηκαν 
παραπάνω  (απλό  τυχαίο  δείγμα,  συστηματικό,  στρωματoγραφημένo,  δείγμα 
ομάδας), αποτελούν τις βασικότερες τεχνικές δειγματοληψίας. 
Εντούτοις  υπάρχει  μια  ακόμα  τεχνική  δειγματοληψίας  που  έχει 
χρησιμοποιηθεί  λίγο  στην  αρχαιολογική  έρευνα.  Πρόκειται  για  τη 
δειγματοληψία  σε  πολλά  στάδια  που  αποτελεί  μια  πολύ  αποτελεσματική 
δειγματοληπτική μέθοδο (multistage sampling design). Αυτή η τεχνική εφαρμόζει 
σε ένα πρώτο στάδιο μια τυχαία δειγματοληψία ενώ σε μια επόμενη φάση δίνει 
έμφαση σε δειγματοληπτικές μονάδες που είχε παρατηρηθεί προηγουμένως ότι 
παρουσιάζουν  μεγαλύτερη  πυκνότητα  αρχαιολογικών  θέσεων  (Plog  et  al. 
1978:404).  

56
Εκτός  από  τις  επιστημονικές  αυτές  μεθόδους  δειγματοληψίας, 
εφαρμόζεται  μια  ακόμα  τεχνική  δειγματοληπτικής  συλλογής  αντικειμένων 
γνωστή  ως  «αρπαχτό  δείγμα»  (grab  sample)  (Plog  et  al.  1978:406).  Πρόκειται  για 
σκόπιμες  δειγματοληψίες,  που  εξαρτώνται  από  την  προσωπική  κρίση  του 
μελετητή αφού επικεντρώνονται σε ευδιάκριτα ευρήματα κάποιου μεγέθους, τα 
περισσότερα  εκ  των  οποίων  είναι  κατάλληλα  για  μελέτη  και  χρονολόγηση. 
Μπορεί  λοιπόν  έτσι  οι  πληροφορίες  που  προσφέρονται  να  είναι  ποιοτικού 
χαρακτήρα,  το  τελικό  δείγμα  όμως  θα  αντιπροσωπεύει  μέρος  μόνο  του 
συνολικού  πληθυσμού  κι  έτσι  οι  ερμηνείες  που  θα  προκύψουν  ίσως  να  είναι 
παραπλανητικές. Εντούτοις, με βάση τη θεωρία των πιθανοτήτων, είναι δυνατό 
να  ελεγχθεί  η  αξιοπιστία  των  πληροφοριών  της  δειγματοληψίας  μέσω 
στατιστικών εργαλείων (Binford 1964:427).  
 
Από  όσα  αναφέρθηκαν  ως  τώρα  για  το  ζήτημα  του  σχεδιασμού  της 
δειγματοληψίας  στην  επιφανειακή  έρευνα,  τόσο  ως  προς  την  επιλογή  του 
σχήματος και του μεγέθους του δείγματος, όσο και της τεχνικής δειγματοληψίας, 
καθίσταται  προφανές  πως  για  τη  διενέργεια  μιας  επιφανειακής  έρευνας,  η 
μεθοδολογία  θα  πρέπει  να  προσαρμόζεται  στα  διαθέσιμα  μέσα  και  στους 
στόχους του κάθε ερευνητικού προγράμματος, παρά να καταλήγει στην επιλογή 
μιας  συγκεκριμένης  μεθόδου  (Mills  1985:44).  Άλλωστε,  όπως  δείχνει  το 
παράδειγμα  της  δειγματοληψίας  σε  πολλά  στάδια,  ο  συνδυασμός  των  βασικών 
μεθοδολογικών  τάσεων  αποδεικνύεται  κάποιες  φορές  καταλληλότερος  για  να 
προωθήσει τα ζητήματα της έρευνας (Plog et al. 1978:405).  
Αυτό  που  χρειάζεται  τελικά  παρόλα  αυτά  να  έχουμε  οπωσδήποτε  κατά 
νού  για  τη  δειγματοληπτική  μονάδα  ή  την  τεχνική  δειγματοληψίας  κατά  τη 
διάρκεια  συλλογής  επιφανειακού  υλικού,  είναι  πως,  ανεξαρτήτως  μεθόδου, 
«είμαστε  δεσμευμένοι  να  τηρούμε  επιφυλάξεις  και  να  διασφαλίζουμε  ότι  η 
εξάσκηση  της  ορθής  κρίσης  δεν  επιβάλλει  στη  διαδικασία  εξαγωγής 
συμπερασμάτων  αθέμιτους  για  την  αρχαιολογική  πραγματικότητα 
περιορισμούς» (Binford 1975:256). 
 
Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ «ΘΕΣΗΣ» ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ 
Προκειμένου να ερευνήσει κανείς τη χωρική αποτύπωση της ανθρώπινης 
δράσης  και  την  οργάνωσή  της  σε  μια  συγκεκριμένη  γεωγραφική  ενότητα, 
καταφεύγει  στο  ιδιαίτερα  ευέλικτο  εργαλείο  προσέγγισης,  τη  «θέση»,  η  οποία 
αποτελεί  το  πρωταρχικό  μέσο  της  συσχέτισης  αντικειμένων  μέσα  σε 
συγκεντρώσεις,  καθώς  και  τη  βασική  μονάδα  μέτρησης,  από  την  οποία 
εξαρτάται η ποσοτική ανάλυση.  

57
Ο  όρος  ʺθέσηʺ  (site)  για  κάποιους  ερευνητές  είναι  μια  αρχαιολογική 
σύμβαση  που  αναφέρεται  στον  τρόπο  που  αντιλαμβανόμαστε  το  αρχαιολογικό 
υλικό,  αν  και  πολλοί  από  την  άλλη  υποστηρίζουν  ότι  πρόκειται  για  φυσικές 
μονάδες  παρατήρησης  (Schiffer  et  al.  1978:14).  Κάποιοι  από  τους  ερευνητές 
θεώρησαν ότι οι μονάδες αυτές δε χρειάζονται ακριβή ορισμό. Άλλοι πάλι έχουν 
γενικά καταλήξει σε ορισμούς που είτε είναι αντικειμενικοί, αλλά τόσο αόριστοι 
ώστε  δεν  έχουν  μεγάλη  πρακτική  χρήση  στο  πεδίο  (Cherry  1983:394,  Van  Andel 
and  Runnels  1987:307),  είτε  περιλαμβάνουν  αυστηρά  κριτήρια  πυκνότητας  ώστε 
δύσκολα εφαρμόζονται παντού. Η  έννοια της  θέσης έτσι  έχει μεγάλο εύρος  και 
επιδέχεται πολλούς ορισμούς.  
Σε κάθε περίπτωση, ο όρος «θέση», ακριβώς λόγω της ιδιαίτερης ευελιξίας 
του,  απαιτεί  την  ειδικότερη  περιγραφή  του  στο  πλαίσιο  μιας  συγκεκριμένης 
ερευνητικής  διαδικασίας.  Την  περιγραφή  δηλαδή  του  περιεχομένου  που  δίνουν 
στον  όρο  οι  ειδικότερες  μεθοδολογικές  επιλογές.  Οι  αρχαιολόγοι  π.χ.  της  Νέας 
Αρχαιολογίας  διακρίνουν,  διαφορές  στις  λειτουργίες  των  θέσεων  με  βάση  τα 
ευρήματα που περιέχουν, την έκταση που καταλαμβάνουν ή και άλλα κριτήρια. 
Από  ένα  μεγάλο  πλήθος  μορφών  ανθρώπινης  δραστηριότητας  που  αφήνουν 
αναγνωρίσιμα  κατάλοιπα  στο  χώρο,  συνήθως  διακρίνουν  τις  θέσεις  σε  δυο 
μεγάλες  κατηγορίες:  τις  θέσεις  κατοίκησης  και  τις  θέσεις  με  ειδικότερη 
λειτουργία.  Είναι  προφανές  ότι  από  τη  στιγμή  που  οι  θέσεις  με  ειδικότερη 
λειτουργία,  που  μπορεί  να  είναι  νεκροταφεία,  ιερά,  λατομεία  κ.τ.λ.,  δε 
χρησιμοποιούνταν  με  τον  ίδιο  τρόπο  με  τις  θέσεις  κατοίκησης,  η  διάταξη  των 
καταλοίπων τους είναι διαφορετική (Van Andel et al. 1986:106). Ωστόσο, η μελέτη 
του  υλικού  και  των  θέσεων  με  ειδικότερη  λειτουργία  είναι  απαραίτητη  για  τη 
διαμόρφωση  ολοκληρωμένης  εικόνας  της  κοινωνικο‐οικονομικής  δομής  και 
λειτουργίας  των  πολιτισμικών  συστημάτων  του  παρελθόντος  (Jameson  et  al. 
1994:221‐222,  248‐249).  Παρότι  τέτοιου  είδους  διαχωρισμοί  των  θέσεων  είναι 
τελείως  σχηματικοί  και  ειδικά  για  την  περίοδο  της  προϊστορίας  αρκετά 
παρακινδυνευμένοι,  εντούτοις  και  οι  δύο  τύποι  θέσεων  θεωρούνται  φυσικές 
ενότητες μεγάλων υλικών συγκεντρώσεων σε ένα δεδομένο φυσικό περιβάλλον 
μεταξύ των οποίων υπάρχουν περιοχές που δεν έχουν αρχαιολογικό ενδιαφέρον 
(Dunnel 1992:26). 
Τα  αρχαιολογικά  δεδομένα  όμως  δεν  εμπεριέχονται  αναγκαστικά  μόνο 
σε  εμφανείς  ξεκάθαρες  οντότητες  που  ονομάζονται  «θέσεις».  Με  αφορμή  τις 
πρόσφατες σχετικά εντατικές έρευνες που διεξάχθηκαν, ασκήθηκε κριτική προς 
τα  προγράμματα  που  προσανατολίζονται  στη  διάταξη  των  οικισμών,  όπου 
κυρίαρχη  είναι  η  άποψη,  πως  όλες  οι  σημαντικές  πολιτιστικές  πληροφορίες  για 
μία  περιοχή,  προέρχονται  από  τους  ευδιάκριτους  χώρους  που  περιλαμβάνουν 
υψηλές συγκεντρώσεις αντικειμένων, δηλαδή από τις λεγόμενες θέσεις. Αρκετοί 
μελετητές  στο πλαίσιο αυτών των νεότερων ερευνών,  θεωρούν  τις  θέσεις  απλά 

58
ως μια μορφή με την οποία εμφανίζεται το αρχαιολογικό υλικό (Doelle 1977, Plog 
1976,  Foley  1981).  Πρόκειται  για  μεγάλης  πυκνότητας  συγκεντρώσεις  υλικού, 
δηλαδή  για  σημαντική  ποσότητα  ευρημάτων  ανά  καθορισμένο  μέγεθος 
επιφάνειας.  Αποδίδεται  όμως  σημασία  και  στο  γεγονός  ότι  εκτός  από  τις 
περιοχές  του  τοπίου  όπου  οι  συγκεντρώσεις  επιφανειακών  ευρημάτων  είναι 
υψηλές,  υπάρχουν  και  σημεία  του  χώρου  όπου  τα  υλικά  κατάλοιπα  του 
ανθρώπινου πολιτισμού εμφανίζονται σποραδικά, με μικρότερη συχνότητα, των 
οποίων  ο  ρόλος  υποσκελίζεται  τόσο  που  πολύ  συχνά  θεωρούνται  άχρηστα 
(Cherry  et  al.  1991:21).  Παρόλα  αυτά  είναι  αυτονόητο  ότι  καμία  κοινωνία  δεν 
υπήρχε,  ζούσε,  έτρωγε,  εργαζόταν  και  πέθαινε  μόνο  μέσα  στα  όρια  μίας  θέσης 
(Gaffney  and  Tingle  1984:135).  Αντίθετα,  ένα  μέρος  των  καταλοίπων  του  τοπίου 
θα  πρέπει  να  αναπαριστά  ένα  ευρύ  φάσμα  δραστηριοτήτων  με  τη  μορφή 
εφήμερων  ιχνών  (Cherry  et  al.  1991:21).  Άλλωστε  πολλές  δραστηριότητες 
σχετικές  με  την  κατανόηση  των  οικονομικών  και  κοινωνικών  διαδικασιών  του 
παρελθόντος, αναπτύσσονταν σε χώρους διαφορετικούς από αυτούς της αμιγούς 
κατοικίας  και  με  το  πέρασμα  του  χρόνου  τα  στοιχεία  που  παραπέμπουν  στις 
δραστηριότητες αυτές  και  φτάνουν ως  εμάς,  μπορεί να  είναι ελάχιστα.  Κάποιοι 
πληθυσμοί,  για  παράδειγμα  αυτοί  με  νομαδικό  τρόπο  ζωής,  αφήνουν 
περιορισμένα  ίχνη  και  έτσι  δεν  προσφέρoυν  πολλά  στοιχεία  για  χώρους 
δραστηριότητας  (Thomas  1975:81,  Taylor  1972:167).  Μπορεί  επίσης  η  κατανομή 
των  αντικειμένων,  των  οποίων  η  απόθεση  έγινε  όταν  συνέβαινε  κάποια 
δραστηριότητα,  να  είναι  τόσο  διάσπαρτη  που  να  καθίσταται  δύσκολο  να 
οριστούν  τα  όρια  της  θέσης  στο  χώρο.  Έτσι  με  τη  χρήση  παραδοσιακών 
θεωρητικών  κριτηρίων  για  τον  ορισμό  της  θέσης,  σημαντικά  στοιχεία  του 
αρχαιολογικού  αρχείου  μπορεί  να  αποκλειστούν  από  την  ανακάλυψη  και  την 
ανάλυση.  Ο  αποκλεισμός  αυτός  είναι  αποτέλεσμα  των  προϊδεασμών,  κατά  την 
επιλογή κριτηρίων για τον ορισμό της θέσης, προς όφελος των μεγαλύτερων σε 
μέγεθος θέσεων, που είναι πιο χαρακτηριστικές των μόνιμων πληθυσμών  (Plog 
et  al.  1978:388).  Προκειμένου  να  αποδοθεί  λοιπόν  η  συνολική  εικόνα  της 
ανθρώπινης  παρουσίας  σε  μία  περιοχή,  το  ενδιαφέρον  της  έρευνας  δεν  είναι 
δυνατόν  να  περιορίζεται  μόνο  στην  μελέτη  των  υψηλών  συγκεντρώσεων‐
θέσεων,  αλλά  πρέπει  να  επεκτείνεται  και  στις  περιοχές  του  τοπίου  όπου  η 
συχνότητα  εμφανίσεως  πολιτισμικών  καταλοίπων  είναι  χαμηλή  γιατί  τα 
κατάλοιπα  της  ανθρώπινης  δραστηριότητας  υπάρχουν  παντού  στο  χώρο  και  η 
σημασία  της  κάθε  υψηλής  συγκέντρωσης  υλικών  στοιχείων  της  ανθρώπινης 
δραστηριότητας  μπορεί  να  υπολογιστεί  αντικειμενικά  σε  σχέση  με  την  ολική 
συγκέντρωση‐πυκνότητα  υλικών  καταλοίπων  σε  όλη  την  περιοχή  που  είναι 
αντικείμενο έρευνας.  
Οι έννοιες της θέσης και της μη‐θέσης είναι επομένως και οι δύο κρίσιμες 
για το σχεδιασμό αρχαιολογικών ερευνών (Plog et al. 1978:389) γι’ αυτό και είναι 

59
χρήσιμο  να  υιοθετήσουμε  έναν  εργαλειακό  ορισμό.  Η  «θέση»  κατά  τους  Plog, 
Plog  and  Wait  (1978:389),  «είναι  ένας  ευδιάκριτος  και  δυνητικά  ερμηνεύσιμος 
χώρος  πολιτιστικού  υλικού».  Ο  όρος  «ευδιάκριτος»  σημαίνει  την  οριοθετημένη 
περιοχή,  όπου  διακρίνονται  τουλάχιστον  σχετικές  αλλαγές  στη  συχνότητα  του 
υλικού,  ενώ  ο  όρος  «ερμηνεύσιμος»  υποδηλώνει  την  επάρκεια  του  υλικού  σε 
ποσότητα  και  ποιότητα  έτσι  ώστε  να  προκύπτουν  πληροφορίες  για  τις 
συμπεριφορές που έλαβαν χώρα στην περιοχή αυτή. Η λέξη υλικό περιλαμβάνει 
τα  πολιτισμικά  αντικείμενα  καθώς  επίσης  τα  φυσικά  και  πολιτισμικά 
χαρακτηριστικά  του  τοπίου.  Ως  μη‐θέση  (non‐site),  ορίζεται  «ένας  πιθανά 
ερμηνεύσιμος, αλλά όχι ευδιάκριτος στο χώρο,  τόπος  πολιτισμικού  υλικού».  Σε 
τέτοιες  περιοχές  το  υλικό  είναι  λιγοστό  σε  ποσότητα  ή  καλύπτει  ευρέως  μία 
περιοχή  ή  μπορεί  να  συμβαίνουν  και  τα  δύο,  με  αποτέλεσμα  να  μην  είναι 
εφικτός ο προσδιορισμός των ορίων τους. 
Ωστόσο,  η  ίδια  η  ύπαρξη  ενός  τοπίου  διασπορών  αντικειμένων  εκτός 
θέσης (off‐site), καθώς και η διαδικασία σχηματισμού του, απαιτούν ερμηνεία. Η 
ποικιλία  στην  πυκνότητα  των  αντικειμένων  παίρνει  τη  μoρφή  μιας  σταδιακής 
κατανομής,  που  εκτείνεται  εκατοντάδες  ή  και  χιλιάδες  μέτρα  από  τις 
«πρωταρχικές» θέσεις (Snodgrass and Bintliff 1991:88). Στην επιφανειακή έρευνα 
της  Βοιωτίας,  καταγράφηκε  ότι  γύρω  από  τις  περισσότερες  θέσεις 
διαμορφωνόταν μία κυκλική ζώνη από ευρήματα, που ονομάστηκε «άλως», μέσα 
στα  όρια  της  οποίας  η  συχνότητα  του  υλικού  ήταν  αφενός  μικρότερη  από  την 
αντίστοιχη  στο  εσωτερικό  των  υψηλών  συγκεντρώσεων  και  αφετέρου 
μεγαλύτερη από τη σταθερή χαμηλή πυκνότητα των ευρημάτων στην ευρύτερη 
περιοχή.  Οι  διασπορές  της  κεραμικής  εκτός  θέσης  σχημάτιζαν  ένα  σχεδόν 
αδιάσπαστο  «χαλί»  (carpet),  σε  εκείνους  τους  τομείς  του  τοπίου  στους  οποίους 
είχε  λάβει  χώρα  ανθρώπινη  εγκατάσταση  και  εκμετάλλευση    (Bintliff  and 
Snodgrass 1988b:506).  
Ωστόσο,  το  «σχεδόν  αδιάσπαστο  χαλί»  εκτός  θέσης  των  Bintliff  και 
Snodgrass  (Bintliff  and  Snodgrass  1988b:506)  δεν  έχει  εντοπιστεί  παντού.  Για 
παράδειγμα, η κατανομή αντικειμένων που καταγράφηκε στην Κέα (Cherry et al. 
1991:figs  3.3‐3.4),  στην  περιοχή  της  Νεμέας  (Wright  et  al.  1990:figs  5‐6),  στην 
περιοχή  Μπερμπάτι‐Λίμνες  (Wells  et  al.  1990:238)  και  αλλού,  παρουσιάζει 
χαμηλότερη  πυκνότητα  και  διατάσσεται  με  περισσότερο  ευμετάβλητο  και 
ασυνεχή τρόπο. Επιπλέον, στη Ν. Αργολίδα, αλλά και στη λεκάνη του Λαγκαδά 
το φαινόμενο της διασποράς είναι ιδιαίτερα χαμηλής έντασης και ασυνεχές (Van 
Andel and Runnels 1987:33, Kotsakis 1989:9).  
Η  ερμηνεία  των  διαφορετικών,  από  επιφανειακή  έρευνα  σε  επιφανειακή 
έρευνα,  κατανομών  στις  διασπορές  των  ευρημάτων,  καθώς  και  των 
μικροτοπικών  διαφοροποιήσεων  στη  συχνότητα  του  υλικού,  είναι  εφικτή  μέσα 
από  την  κατανόηση  της  συμπεριφοράς  που  προκαλεί  την  ανθρώπινη 

60
δραστηριότητα,  αλλά  και  των  μετα‐αποθετικών  παραγόντων  που  ενδέχεται  να 
επιδρούν στη διάταξη των αντικειμένων (Schofield 1991:3). 
Οι  διαδικασίες  που  ίσως  οδήγησαν  στη  δημιουργία  και  διατήρηση  ενός 
τέτοιου  τοπίου  χαμηλών  πυκνοτήτων  επιφανειακoύ  υλικού  εκτός  θέσεων 
κατηγοριοποιήθηκαν  σε  τέσσερις    διαφορετικές  ερμηνευτικές  προσεγγίσεις 
(Bintliff and Snodgrass 1988b:507‐508).  
Η  πρώτη  από  αυτές  είναι  η  παραδοσιακή  και  απλοϊκή  του  ατυχήματος. 
Σύμφωνα με αυτή την ερμηνευτική πρόταση, αγγεία τα οποία μεταφέρονται από 
υποζύγιο,  πέφτουν  και  σπάνε  λόγω  κάποιου  τυχαίου  επεισοδίου  και  τα 
θραύσματά  τους  παραμένουν  ως  πολιτιστικοί  δείκτες  σε  περιοχές  του  τοπίου 
που  δεν  παρουσιάζουν  ενδιαφέρον  για  τον  ερευνητή,  ο  οποίος  αναζητεί  ίχνη 
ανθρώπινης δραστηριότητας του παρελθόντος (Bintliff and Snodgrass 1988b:507). 
Η εκδοχή αυτή, δε μπορεί παρόλα αυτά να δικαιολογήσει το γεγονός ότι 
στις  περισσότερες  επιφανειακές  έρευνες  εντοπίζεται  κεραμική  εκτός  θέσεων, 
συχνά  με  συνέχεια  διασποράς  στην  επιφάνεια  του  εδάφους,  αφού  στην 
περίπτωση  μιας  τυχαίας  απώλειας  δεν  προστίθενται  παρά  ελάχιστα  όστρακα 
στο τοπίο (Alcock et al. 1994:143).  
Η εικόνα της συνεχούς και ομοιόμορφης διασποράς των αντικειμένων δεν 
μπορεί  να  εξηγηθεί  ούτε  κι  από  το  επόμενο  ερμηνευτικό  μοντέλο  που  έχει 
προταθεί και συσχετίζει τις διασπορές εκτός θέσης με περιοχές δραστηριότητας 
που  έχουν  χρησιμοποιηθεί  λιγότερο  εντατικά  από  ότι  η  «συνηθισμένη»  μόνιμη 
θέση  εγκατάστασης.  Τέτοιες  περιοχές  όπου  η  ανθρώπινη  δραστηριότητα  δεν 
είναι  τόσο  εντατική  και  επαναλαμβανόμενη,  συνήθως  συνδέεται  με  θέσεις 
ειδικών  δραστηριοτήτων,  οι  οποίες  αντανακλώνται  σε  τοπικές  συγκεντρώσεις 
χαμηλής πυκνότητας και όχι σε περιπτώσεις όπου η διασπορά των αντικειμένων 
είναι ομοιόμορφη και συνεχής (Bintliff and Snodgrass 1988b:507‐508, Thomas 1973). 
Μία  ακόμη  πιθανή  αιτία  για  τη  δημιουργία  του  λεγόμενου  τάπητα 
ευρημάτων  αποτελούν  οι  μετα‐αποθετικοί  παράγοντες.  Πρόκειται  για  ένα 
μοντέλο  που  δίνει  έμφαση  στο  ρόλο  των  μετα‐αποθετικών  φυσικών  ή 
ανθρωπογενών  διαδικασιών  και  κατά  το  οποίο  μεμονωμένα  αντικείμενα,  που 
προέρχονται από ξεχωριστές συγκεντρώσεις αντικειμένων απομακρύνονται από 
τα συμφραζόμενά τους και στη συνέχεια διασκορπίζονται στο τοπίο σε περιοχές 
μεταξύ των θέσεων ή των χώρων δραστηριότητας, οι οποίες θα λάβουν το υλικό 
σε  ένα  δευτερογενές  πλαίσιο  που  δεν  αντανακλά  τις  πρωταρχικές  κατανομές 
(Bintliff  and  Snodgrass  1988b:508,  James  et  al.  1994:395).  Τα  συμπεράσματα  που 
προκύπτουν  από  αρκετές  επιφανειακές  έρευνες  επιβεβαιώνουν  ως  ένα  βαθμό 
αυτή  την  εκδοχή.  Ωστόσο  πειράματα  ερευνητών  (Raynolds  1988)  αποδεικνύουν 
ότι  αυτό  δεν  συμβαίνει  πάντα  αφού  το  υλικό  που  υφίσταται  μία  τέτοιου  είδους 
διαταραχή  και  υπερβαίνει  τα  όρια  της  θέσης  έχει  έναν  επιλεκτικό  χαρακτήρα 
κατανομής  και  δεν  πλησιάζει  όλα  τα  τμήματα  ενός  κατοικημένου  τοπίου  στα 

61
όρια  του  οποίου  δραστηριοποιείται  ένα  πολιτισμικό  σύστημα,  γεγονός  που 
οπωσδήποτε  έχει  σχέση  με  τα  φυσικά  εμπόδια  που  εμποδίζουν  την  εξάπλωση 
της διασποράς του (Bintliff and Snodgrass 1988:507‐508, Alcock et al. 1994:143). Αν 
παρόλα  αυτά,  τα  ευρήματα  έχουν  υποστεί  μετα‐αποθετικές  επιδράσεις,  τότε  το 
μέγεθος και η φθορά τους θα αποτελούν δείκτες αυτών των διαδικασιών καθώς 
τα  επιφανειακά  αντικείμενα  που  μετακινούνται  σε  μεγάλη  απόσταση  εκτός 
θέσεων βρίσκονται σε μια πολύ φθαρμένη και αποσπασματική κατάσταση.  
Μια  τελική  ερμηνευτική  πρόταση  για  τη  διασπορά  των  εκτός  θέσεων 
ευρημάτων,  τα  οποία  όμως  δεν  περιορίζονται  από  φυσικά  εμπόδια  που  δεν 
επιτρέπουν την μετακίνηση επιφανειακού  υλικού σε μεγάλη απόσταση από τις 
αρχικές θέσεις απόθεσης, αποδίδει την παρουσία του εκτός θέσεων υλικού στην 
εσκεμμένη  λίπανση,  την  τεχνική  που  εφάρμοζαν  οι  καλλιεργητές  από  τα 
προϊστορικά  χρόνια  έως  και  το  πρόσφατο  παρελθόν  για  την  βελτίωση  της 
γονιμότητας. Σύμφωνα με αυτό το μοντέλο, οι αγρότες ως μέθοδο πρόληψης της 
εξάντλησης του εδάφους στις καλλιεργήσιμες περιοχές, συνέλεγαν συστηματικά 
τα  οικιακά  οργανικά  απορρίμματα  τα  οποία  εμπεριείχαν  και  κάποια  κεραμικά 
υπολείμματα  (σπασμένα  αγγεία,  κεραμίδια  σπιτιών)  και  τα  διασκόρπιζαν 
τακτικά  πάνω  στους  αγρούς  ως  λίπασμα  (Bintliff  and  Snodgrass  1988:507‐508, 
Schofield  1991:3‐4).  Καθώς  τα  οργανικά  κατάλoιπα  καταστρέφονταν,  το 
ενσωματωμένο  στα  απόβλητα  πολιτισμικό  υλικό  παρέμενε  στο  έδαφος  του 
καλλιεργημένου τοπίου. Έτσι, η υψηλή πυκνότητα που παρατηρείται γύρω από 
τις θέσεις, η λεγόμενη άλως, αποτελεί απόρροια της εντατικότερης καλλιέργειας 
που λάμβανε χώρα κοντά στον οικισμό.   
Ωστόσο  υπάρχουν  ερευνητές  που  θεωρούν  ότι  είναι  απίθανο,  ακόμη  και 
για την περίπτωση που η λίπανση αποτελεί εντατική πρακτική, να παράγει μία 
ομοιόμορφη  σε  πυκνότητα  κατανομή  που  θα  εκτείνεται  σε  ολόκληρο  το  τοπίο. 
Με  αυτή  τη  διαπίστωση  δεν  αρνούνται  τη  σημασία  που  είχε  η  πρακτική  της 
λίπανσης στην αρχαιότητα ως μηχανισμός μεταφοράς του πολιτιστικού υλικού. 
Θεωρούν  ωστόσο,  ότι  αποτελεί  έναν  από  τους  παράγοντες  η  επίδραση  του 
οποίου θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να είναι ένα θέμα προς διερεύνηση και όχι 
αντικείμενο άκριτης αποδοχής (Alcock et al. 1994:170).  
Οι κατανομές χαμηλής πυκνότητας προσφέρουν σημαντικά στοιχεία για 
την  έκταση  της  εκμετάλλευσης  του  τοπίου  ή  για  τη  γη  που  καλλιεργούνταν  σε 
συγκεκριμένες  χρονικές  περιόδους  στο  παρελθόν.  Η  ανάλυση  των  κατανομών 
εκτός θέσης όμως εξαρτάται από την ολοκληρωμένη μελέτη της διασποράς του 
υλικού  και  των  οικονομικών  και  πολιτιστικών  συνθηκών  στην  περιοχή  που 
ερευνάται.  Γι’  αυτό  χρειάζεται  να  αποφευχθεί  ο  σκόπελος  της  εμπειρικής 
ανάλυσης  των  κατανομών  αντικειμένων  και  να  δημιουργηθεί  ένα  θεωρητικό 
πλαίσιο,  με  το  οποίο  να  μπορεί  να  ερευνηθεί  η  φύση  της  μεταποθετικής 
διαταραχής και ο χαρακτήρας της πολιτιστικής απόθεσης.  

62
Παρά  το  γεγονός  ότι  οι  παραπάνω  απόψεις,  τόσο  αυτών  που 
επικεντρώνονται  στην  μελέτη  των  υψηλών  συγκεντρώσεων  πολιτισμικού 
υλικού,  όσο  κι  αυτών  που  διευρύνουν  το  πεδίο  ενδιαφέροντός  τους  και  στα 
σημεία  του  χώρου  όπου  τα  υλικά  κατάλοιπα  του  ανθρώπινου  πολιτισμού 
εμφανίζονται  σποραδικά,  με  μικρότερη  συχνότητα,  αναγνωρίζουν  την  υλική 
υπόσταση  των  θέσεων,  υπάρχουν  ερευνητές  που  υποστηρίζουν  ότι  γεννιούνται 
πολλά  ερωτήματα  σχετικά  με  τις  θέσεις,  όπως  αν  όντως  αποτελούν  υπαρκτές 
αρχαιολογικές  ενότητες,  καθώς  και  πως  μπορούν  να  γίνουν  αντιληπτές  στο 
χώρο (Dunnell 1992:24). Αναλυτικότερα, υποστηρίχθηκε ότι η αρχαιολογική θέση 
αποτελεί ερευνητική κατασκευή και όχι μια a priori αρχαιολογική ενότητα. Αυτό 
συμβαίνει  γιατί  οι  συγκεντρώσεις  των  τεχνουργημάτων  δημιουργήθηκαν 
αθροιστικά  ως  αποτέλεσμα  των  διαφορετικών  επεισοδίων  απόθεσης  και  παρά 
την κάποια συνάφεια χώρου που έχουν, είναι στην ουσία ασύνδετες μεταξύ τους 
(Dunnel  1992:29).  Σύμφωνα  με  τους  ερευνητές  που  αμφισβητούν  τη 
σπουδαιότητα  της  έννοιας  ʺθέσηʺ,  ο  εντοπισμός  μιας  τέτοιας  ενότητας  και  των 
ορίων  που  καταλαμβάνει  στο  χώρο  πρακτικά  είναι  θέμα  αρχαιολογικής 
απόφασης,  ερμηνείας  και  όχι  παρατήρησης.  Οι  θέσεις  προκύπτουν  ως  σύνολα 
ευρημάτων  λόγω  φυσικών  διαδικασιών  και  ανθρώπινης  δραστηριότητας  και 
είναι  εξαιρετικά  δύσκολο,  αν  όχι  αδύνατο,  να  προσδιορισθεί  η  πολιτισμική  και 
ιστορική  συνάφεια  των  επιμέρους  στοιχείων  που  συνιστούν  το  περιεχόμενο  της 
θέσης (Dunnel and Dancey 1983:272).  
Οι  παραπάνω  προβληματισμοί  είχαν  ως  αποτέλεσμα  να  αναπτυχθεί  η 
επιχειρηματολογία  που  οδήγησε  στην  απόρριψη  της  έννοιας  «θέση»  και  που 
πρότεινε  η  ανασύσταση  του  παρελθόντος  να  στηριχθεί  στη  μελέτη  των 
διάσπαρτων τεχνουργημάτων με έναν τρόπο που να αθροίζει και να  συσχετίζει 
τα  στοιχεία  που  συνιστούν  μία  ενότητα  και  όχι  να  τη  διασπά  στα  επιμέρους 
χαρακτηριστικά της (Dunnell 1992:33‐36).  
Η  συγκεκριμένη  άποψη  δεν  συνάντησε  άκριτη  αποδοχή,  γι’  αυτό  και  η 
αναζήτηση  της  θέσης,  η  οποία  συνίσταται  σε  συγκεντρώσεις  υλικών 
καταλοίπων,  εξακολουθεί  να  αποτελεί  βασικό  ζητούμενο  των  αρχαιολογικών 
ερευνών.  Προτάθηκε,  επιπλέον,  ότι  ο  ερευνητής  θα  πρέπει  να  επικεντρώσει  το 
ενδιαφέρον του στην αναζήτηση  των πολιτισμικών διαδικασιών, οργανώνοντας 
την  έρευνα  στο  πεδίο,  σύμφωνα  με  το  θεωρητικό  πλαίσιο  της  Μέσης  Θεωρίας, 
που  καλεί  τον  ερευνητή  να  εστιάσει  την  προσοχή  του  στην  ερμηνεία  της 
διασποράς των θέσεων. Ουσιαστικά η θεωρητική αυτή προσέγγιση είναι η μόνη 
που  μπορεί  συνεχώς  να  ελέγχεται,  καθώς  στηρίζεται  στην  παρατήρηση  υλικών 
ενοτήτων  (Binford  1992:55).  Όμως  μάλλον  δεν  είναι  συνετό  να  υποβαθμίζεται  η 
σημασία  διερεύνησης  της  συνολικής  διασποράς  πολιτισμικού  υλικού  στα  όρια 
μιας  περιοχής  που  έχει  επιλεγεί  για  έρευνα,  ανεξαρτήτως  υψηλών  ή  χαμηλών 
συγκεντρώσεων.  Απεναντίας,  η  έρευνα  είναι  λογικό  να  περιλαμβάνει  στις 

63
προτεραιότητές της και τη μελέτη του επιφανειακού υλικού εκτός  των μεγάλων 
συγκεντρώσεων‐θέσεων.  Με  τον  τρόπο  αυτό  εξασφαλίζεται  πιο  ολοκληρωμένη 
εικόνα για την ανθρώπινη παρουσία σε μια περιοχή.  
Επομένως,  εφόσον  τελικά  αποφασίσει  κανείς  να  χρησιμοποιήσει  την 
έννοια της «θέσης», πρέπει να λάβει υπόψη του ότι η αναγνώριση των ορίων της 
καθώς  και  η  αξιολόγηση  της  συγκέντρωσης  ή  της  διάταξης  των  πολιτισμικών 
καταλοίπων  που  τη  χαρακτηρίζουν,  εξαρτώνται  από  την  υποκειμενική  οπτική 
του μελετητή και τις απαιτήσεις της επιλεγμένης μεθοδολογικής προσέγγισης. 
 

64
Γ. Η ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΣΤΗ ΣΙΘΩΝΙΑ
 ΣΤΟΧΟΙ 
Οι  επιφανειακές  έρευνες  στην  Ελλάδα,  τα  τελευταία  χρόνια  έχουν 
επικεντρωθεί  στην  εντατική  και  συστηματική  έρευνα  του  τοπίου,  δηλαδή  στη 
συγκέντρωση  όσο  το  δυνατόν  περισσότερων  δεδομένων  από  μια  συγκεκριμένη 
περιοχή,  καθώς  και  στην  ολοκληρωτική,  ως  προς  το  βαθμό  ή  την  έκταση 
κάλυψης, έρευνά της.  
Παρά όμως το γεγονός ότι μεγάλος αριθμός ερευνών του συγκεκριμένου 
τύπου  πραγματοποιήθηκε  στη  Νότια  Ελλάδα  (Snodgrass  1990:119),  στο  βόρειο 
τμήμα  της  χώρας  μοναδικό  σημείο  αναφοράς  μέχρι  τις  τελευταίες  δεκαετίες 
ήταν η εργασία του  Heurtley για τους προϊστορικούς οικισμούς της Μακεδονίας 
(Heurtley 1939), καθώς και του French (1967). Ακόμα κι όταν ο Γραμμένος  (1984) 
συμπλήρωσε  τον  κατάλογο  των    νεολιθικών  θέσεων  και  πιο  πρόσφατα 
(Γραμμένος  κ.ά.  1997)  συμπεριέλαβε  σε  αυτόν  όλες  τις  θέσεις  που  προέκυψαν 
από  τις  αυτοψίες  της  Αρχαιολογικής  Υπηρεσίας,  οι  έρευνες  αυτές  ήταν  κατά 
πολύ  μικρότερες  σε  αριθμό  και  κλίμακα  από  αντίστοιχες  της  νότιας  Ελλάδας. 
Επιπλέον,  παρά  το  γεγονός  ότι  διενεργήθηκαν  σημαντικά  ανασκαφικά 
προγράμματα  σε  καίριες  προϊστορικές  θέσεις,  δεν  ασχολήθηκαν  με  ζητήματα 
της γεωγραφικής κατανομής των θέσεων στο τοπίο και των σύνθετων σχέσεων 
που αναπτύσσονται μεταξύ τους (Kotsakis 1989:3). 
Η ανεπαρκής αυτή εικόνα της αρχαιολογικής έρευνας δε σχετίζεται μόνο 
με την ερευνητική προκατάληψη και τις ελλιπείς μαρτυρίες των γραπτών πηγών 
για το βόρειο τμήμα της χώρας (Andreou and Kotsakis 1999:35), αλλά αποδόθηκε 
επιπλέον  στην  κλίμακα  και  στο  περιεχόμενο  της  κοινωνικής  και  πολιτιστικής 
πραγματικότητας  ανάμεσα  στις  δύο  περιοχές  (Kotsakis  1989:2).  Η  άποψη  αυτή 
υποστηρίζει  ότι  η  χαμηλή  πυκνότητα  του  πληθυσμού  στη  Μακεδονία  με 
αγροτική  οικονομία  μικρής  κλίμακας  και  λιγότερο  εντατική  εκμετάλλευση  του 
περιβάλλοντος  (Alcock  1994:179)  σχετίζεται  με  την  απουσία  κοινωνικής 
πολυπλοκότητας στην περιοχή  (Renfrew 1972:226‐254). Για να διαπιστωθεί όμως 
αν  όντως  υφίσταται  αυτή  η  διαφορετική  πολιτισμική  εξέλιξη  των  δύο 
διαφορετικών  κομματιών  της  Ελλάδας,  η  σύγχρονη  αρχαιολογική  επιφανειακή 
έρευνα  πρέπει  να  μελετήσει  τα  τοπία  της  κάθε  μιας  επικεντρώνοντας  στις 
κοινωνικοοικονομικές  και  οικολογικές  μεταβλητές  τους  (Andreou  and  Kotsakis 
1994:17).  
Στο  πλαίσιο  αυτής  της  λογικής  ξεκίνησε  το  1999  στη  Σιθωνία  ένα 
πρόγραμμα  συστηματικής  επιφανειακής  έρευνας,  το  οποίο  θα  συνέχιζε  την 
εκτεταμένη επιφανειακή έρευνα που είχε ήδη αρχίσει το 1996, με στόχο να γίνει 
κατανοητή  η  σχέση  των  δυναμικών  της  ανθρώπινης  δραστηριότητας  με  το 

65
μεταβαλλόμενο  φυσικό  και  κοινωνικό  περιβάλλον  μέσα  σε  μια  καλά 
γεωγραφικά ορισμένη περιοχή.  
Για  να  ανιχνευθεί  η  σχέση  των  δυναμικών  της  ανθρώπινης 
δραστηριότητας  με  το  μεταβαλλόμενο  φυσικό  και  κοινωνικό  περιβάλλον  της 
Σιθωνίας, αρχικά καταρτίστηκε ένας κατάλογος θέσεων όλων των περιόδων και 
συγκεντρώθηκαν  στοιχεία  για  την  αποκατάσταση  του  φυσικού  περιβάλλοντος. 
Η  έρευνα  θα  κάλυπτε  διαφορετικού  χαρακτήρα  περιβαλλοντικές  ζώνες  καθώς 
φαίνεται  ότι  οι  ανθρώπινες  εγκαταστάσεις  και  οι  υπόλοιπες  δραστηριότητες 
επηρεάζονται  από  την  ποικιλομορφία  που  παρατηρείται  στην  κατανομή  των 
φυσικών πηγών (Mills 1985:43). Η έρευνα στην περιοχή θα επιχειρούσε επιπλέον 
να  δώσει  στοιχεία  για  την  αναδόμηση  του  κοινωνικού  δικτύου  και  τη  σχέση  με 
τις κοινωνικοπολιτικές και τις ιδιαίτερες ιδεολογικές δομές (Kotsakis 1989:6). 
Στο  γενικό  μάλιστα  πλαίσιο  που  αναφέρθηκε  παραπάνω,  εντάχθηκαν 
και τα ειδικότερα ερωτήματα που είχαν τεθεί από την προηγούμενη έρευνα που 
είχε  διεξαχθεί  (Σμάγας  1999),  σχετικά  με  την  αξιοπιστία  του  υπάρχοντος 
δείγματος των προϊστορικών θέσεων, την επιλογή της θέσης των προϊστορικών 
οικισμών σε σχέση με το περιβάλλον, τις δημογραφικές διακυμάνσεις μέσω της 
παρακολούθησης  του  μεγέθους  των  οικισμών,  την  αποκατάσταση  δικτύων 
οικισμών καθώς και την ύπαρξη ιεραρχίας και του τρόπου εκδήλωσής της.  
Παρότι η επιφανειακή έρευνα στην περιοχή της Σιθωνίας είχε διαχρονικό 
χαρακτήρα,  ωστόσο,  το  ενδιαφέρον  της  έρευνας  επικεντρώθηκε  κυρίως  στην 
προϊστορική  περίοδο.  Γι’  αυτό,  τα  ζητήματα  που  προαναφέρθηκαν  και 
συγκεντρώνουν  το  θεωρητικό  προβληματισμό  της  έρευνας  σχετίζονται  κυρίως 
με  τη  μελέτη  των  προϊστορικών  περιόδων.  Μπορούν  παρόλα  αυτά  να  βρουν 
εφαρμογή  και  στις  επόμενες  ιστορικές  περιόδους,  καθώς  εντάσσονται  σε  μια 
απόπειρα κατανόησης του χαρακτήρα των ανθρώπινων δραστηριοτήτων σε μια 
συγκεκριμένη περιοχή, που αποτελεί άλλωστε και βασικό στόχο της έρευνας στη 
Σιθωνία,  μιας  από  τις  πρώτες  ουσιαστικά  προσπάθειες  συστηματικής 
επιφανειακής έρευνας στη Μακεδονία.  
 
ΟΡΙΟΘΕΤΗΣΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΣ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ 
Ένα  από  τα  πρώτα  ζητήματα  που  απασχολούν  για  την  αποπεράτωση 
μιας  επιφανειακής  έρευνας,  είναι  η  επιλογή  και  οριοθέτηση  της  περιοχής 
μελέτης, καθώς και η επιλογή της καταλληλότερης μεθόδου, δηλαδή αυτής που 
θα έχει τα καλύτερα εφικτά αποτελέσματα σε συνδυασμό με την εξοικονόμηση 
ενέργειας και χρόνου στη συγκεκριμένη περιοχή.  
Οι  λόγοι  για  τους  οποίους  επιλέχθηκε  η  Σιθωνία  για  μελέτη  και  όχι 
κάποιος  άλλος  τόπος  είναι  ποικίλοι.  Ασφαλώς  ένα  αξιόλογο  κριτήριο  είναι  ότι 
πρόκειται  για  περιοχή  με  σαφή  όρια  στις  τρεις,  τουλάχιστον,  πλευρές  της, 

66
πράγμα  το  οποίο  αποτελεί  σημαντικό  προσόν  στη  διεξαγωγή  και  την  επιτυχή 
έκβαση  μιας  επιφανειακής  έρευνας.  Συν  τοις  άλλοις,  το  γεγονός  ότι  ήταν  πολύ 
αραιά  κατοικημένη,  καθώς  και  με  ανύπαρκτο  οδικό  δίκτυο  ως  τα  τελευταία 
χρόνια,  είχε  ως  αποτέλεσμα  να  είναι  ελάχιστα  ερευνημένη,  ενώ  επιπλέον 
υπήρχε  η  βάσιμη  ελπίδα  ότι  θα  είχαν  σε  πολύ  μικρό  βαθμό  επηρεαστεί 
οποιαδήποτε  ίχνη  προϊστορικής  κατοίκησης  από  την  καταστροφική  δράση  του 
σύγχρονου ανθρώπου. Ένας ακόμη λόγος ήταν η ιδιόμορφη γεωμορφολογία της, 
η οποία με το συνδυασμό των παράκτιων μικρών πεδιάδων και των ορεινών της 
όγκων,  προσέφερε  μια  μοναδική  ευκαιρία  για  έρευνα  και  πιθανή  ανεύρεση 
στοιχείων ανθρώπινης παρουσίας σε διάφορες φυσιογραφικές ζώνες (Χάρτης 1Α, 
Χάρτης  1Β)  .  Μεγάλη  επίσης  σημασία  είχε  το  γεγονός  ότι  η  γεωγραφική  σχέση 
της  Σιθωνίας  με  τη  θάλασσα  και  το  Αιγαίο,  αλλά  και  με  την  ενδοχώρα  της 
Χαλκιδικής  και  τη  Μακεδονία,  παρείχε  τη  μοναδική  δυνατότητα  μελέτης  ενός 
τοπίου  που  να  συνδυάζει,  αλλά  και  να  παρουσιάζει  αυτόνομα,  τόσο  νησιωτικά 
όσο  και  ηπειρωτικά  χαρακτηριστικά.  Τέλος,  σημαντικό  λόγο  αποτέλεσε  η  δική 
μου  εντοπιότητα,  η  οποία  από  τη  μία,  σε  καθαρά  πρακτικό  επίπεδο,  θα 
διευκόλυνε  τη  διαμονή  και  τις  μετακινήσεις  μου  εξασφαλίζοντας  περισσότερο 
χρόνο για έρευνα, ενώ από την άλλη η καλή γνώση του χώρου που διέθετα, θα 
συνέβαλε ουσιαστικότερα στη μελέτη της περιοχής. 
Κατά  τη  διάρκεια  της  έρευνας  στη  Σιθωνία  και  στην  προσπάθεια  να 
τεθούν τα όρια του χώρου ο οποίος θα εξεταζόταν, διαπιστώθηκε ότι η επιλογή 
των  ορίων  της  υπό  έρευνα  περιοχής  ήταν  πιο  περίπλοκη  από  ότι  είχε  αρχικά 
υποτεθεί  αφού  έπρεπε  να  ληφθούν  υπόψη  τόσο  γεωγραφικά  (Cherry  1983:385), 
όσο  και  πολιτιστικά  κριτήρια  τα  οποία,  καθώς  ενέχουν  δυναμικές  τάσεις,  ήταν 
πιο  δυσδιάκριτα  (Plog  et  al.  1978:384‐385).  Η  βασική  δυσκολία  του  εγχειρήματος 
συνίστατο στο ότι η Σιθωνία, ενώ στις τρεις της πλευρές βρέχεται από θάλασσα 
διευκολύνοντας  την  έρευνα,  στο  κομμάτι  που  ενώνεται  με  την  ηπειρωτική 
Χαλκιδική  δεν  έχει  κάποιο  γεωγραφικό  στοιχείο  που  να  την  οριοθετεί  με 
απόλυτη  ευκρίνεια.  Έτσι,  γύρω  από  αυτό  το  θέμα  αναπτύχθηκε  κάποιος 
προβληματισμός και λήφθηκαν αποφάσεις οι οποίες θα παρατεθούν παρακάτω. 
Μια  αρχική  σκέψη  ήταν  να  περιοριστεί  η  Σιθωνία  στο  τμήμα  από  το 
νοτιότερο άκρο της μέχρι το στενότερο άκρο της χερσονήσου. Αυτό όμως θα είχε 
ως αποτέλεσμα να αποκλεισθούν οι κοινότητες Αγίου Νικολάου και Νικήτης, οι 
οποίες  τόσο  διοικητικά  όσο  και  ιστορικά  εντάσσονται  στη  Σιθωνία.  Άλλωστε, 
θεωρήθηκε  πως  το  βύθισμα  των  Ψαλιδοφούρνων,  στην  περιοχή  του  ισθμού,  δε 
διαχωρίζει τις συγκεκριμένες κοινότητες αλλά τις ενώνει με τον  κύριο όγκο της 
Σιθωνίας.  Μια  επόμενη  προσπάθεια  θα  ήταν  να  οριστεί  η  Σιθωνία  με  βάση  το 
Χαβρία ποταμό, ο οποίος γενικώς χρησιμοποιείται από αρκετούς επιστήμονες ως 
κριτήριο  οριοθέτησης  της  Σιθωνίας.  Θα  ήταν  όμως  παράλογο  να  διαχωριστούν 
τα  δύο  μέρη  της  πεδιάδας  της  Ορμύλιας.  Από  την  άλλη,  τόσο  γεωμορφολογικά 

67
όσο  και  σε  επίπεδο  χλωρίδας,  η  πεδιάδα  αυτή  διαφοροποιείται  σε  σχέση  με  τη 
χερσόνησο  της Σιθωνίας, γεγονός που επεκτείνεται  και  σε πολιτισμικό επίπεδο 
καθώς  φαίνεται  να  διαφέρουν,  από  μορφολογική  τουλάχιστο  άποψη,  οι 
προϊστορικοί οικισμοί της πεδιάδας Ορμύλιας από αυτούς της χερσονήσου.  
Γι’  αυτούς  τους  λόγους  και  λαμβάνοντας  υπόψη  παράγοντες  τόσο 
γεωγραφικούς  όσο  και  διοικητικούς  και  ιστορικούς,  ορίστηκε  τελικά  η  Σιθωνία, 
όπως και παλιότερα από τον Παπάγγελο (Papaggelos 1982:7), με βάση τον ορεινό 
όγκο  του  Βραχωτού  που  με  σαφήνεια  δεσπόζει  στην  περιοχή.  Στα  δυτικά  του 
επιλέχθηκε  το  ρέμα  Παλιάμπελα,  που  κατεβαίνει  ως  τον  Τορωναίο  κόλπο, 
ανατολικά  του  χωριού  Μεταμόρφωση,  ενώ  προς  τα  ανατολικά  του  Βραχωτού 
τέθηκε το λιγότερο ασφαλές όριο κατά μήκος του ρέματος Βαθύλακκος, μέχρι το 
Σιγγιτικό κόλπο. Το ρέμα Παλιάμπελα αποτελεί και σήμερα το όριο μεταξύ της 
κοινότητας Μεταμόρφωσης και της κοινότητας Νικήτης, ενώ το 15ο αι. χώριζε το 
μετόχι  της  Μονής  Διονυσίου  με  τις  εκτάσεις  της  Νικήτης.  Αυτά  τα  όρια 
συμπίπτουν και με τα πιθανά όρια του Καπετανικίου του Λογγού του 14ου αι. Το 
ρέμα  Βαθύλακκος  αποτελεί  το  όριο  δύο  διαφορετικών  γεωμορφολογικών 
περιοχών  αφού  από  τη  μια  του  μεριά  τα  πετρώματα  χαρακτηρίζονται  από 
χαλαζίτες  και  φυλλίτες,  ενώ  από  την  άλλη  από  διαμαρμαρυγιακούς  γνεύσιους 
(Χάρτης 2Α). 
 
Μετά  την  καταληκτική  απόφαση  σχετικά  με  τον  ευρύτερο  χώρο  που  θα 
αποτελούσε  το  πεδίο  έρευνας,  έπρεπε  να  ληφθεί  μια  απόφαση  σχετικά  με  τη 
μέθοδο που θα χρησιμοποιόταν. Όσον αφορά τη μέθοδο που εφαρμόστηκε, έγινε 
προσπάθεια  να  αξιοποιηθούν  τα  οφέλη  των  περιηγητικών,  των  εκτατικών  και 
των  εντατικών  μεθόδων  καθώς  και  οι  τρεις  τεχνικές  έρευνας  στο  πεδίο 
εμπεριέχουν περιορισμούς και καμιά δεν διεκδικεί το αλάθητο (Cherry 1983:391). 
Επιχειρήθηκε  ένας  συνδυασμός  των  τριών  τεχνικών,  ο  οποίος 
πραγματοποιήθηκε  σε  τρεις  διαφορετικές  ερευνητικές  περιόδους  ανάλογα  με 
τους επιμέρους στόχους που τίθονταν κάθε  φορά,  τις  υπάρχουσες  πληροφορίες 
για την περιοχή, τα περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά της, αλλά και το διαθέσιμο 
χρόνο (Plog et al. 1978:383, Mills 1985:44, Cherry et al. 1988:159, Boismier 1991:11‐12). 
Η  αναγνώριση  της  Σιθωνίας  καταρχήν  μέσα  από  την  περιήγηση,  η 
εκτεταμένη  κάλυψη  μεγάλης  περιοχής  της  στη  συνέχεια  και  τέλος  η  απόλυτα 
εντατική  έρευνα  συγκεκριμένου  τμήματός  της,  συμπεριελήφθηκαν  σε  τρεις 
βαθμίδες  στην  εξελισσόμενη  διερεύνηση  της  χερσονήσου  με  συμπληρωματικό 
ρόλο  κατά  το  ένα  ή  άλλο  στάδιο,  αποτελώντας  μέρος  της  πολλαπλής 
στρατηγικής  ενός  ευέλικτου  ερευνητικού  σχεδιασμού  (Cherry  1982:16,  Cherry 
1983:393‐394),  όπου  παρεχόταν  η  δυνατότητα  τα  πρώτα  αποτελέσματα  να 
καθοδηγήσουν το σχεδιασμό της δράσης για τις επόμενες περιόδους (Cherry et al. 
1991:17). 

68
Μέσα  από  τη  σύνθεση  αυτών  των  τριών  μεθόδων  καθώς  και  την 
προσεχτική  εξέταση  των  συμπεριφορικών  και  μετασχηματιστικών,  φυσικών  ή 
ανθρωπογενών διαδικασιών, από τις οποίες η αρχαιολογική μαρτυρία έχει πάρει 
τη  μορφή  με  την  οποία  έχει  φτάσει  μέχρι  το  παρόν  (Κωτσάκης  1991:18),  έγινε 
προσπάθεια  να  αξιολογηθούν  τα  δεδομένα  αποφεύγοντας  πιθανούς 
προϊδεασμούς  και  έτσι  να  προκύψει  μια  αξιόπιστη  ερμηνεία  κι  αποκατάσταση 
της  ανθρώπινης  συμπεριφοράς.  Ταυτόχρονα  όμως  δόθηκε  η  ευκαιρία  για 
πειραματισμό  σχετικά  με  την  αποτελεσματικότητα  και  τα  τρωτά  των  τριών 
τύπων  επιφανειακών  ερευνών  που  διαδοχικά  αξιοποιήθηκαν  από  την 
αρχαιολογική επιστήμη, αλλά και για προβληματισμό σχετικά με το θεωρητικό 
ρεύμα που στήριζε την κάθεμιά τους.  
Η  αρχική  περιηγητική  επιφανειακή  έρευνα  στη  Σιθωνία,  που 
εγκαινιάστηκε ουσιαστικά το  1996 και είχε ολοκληρωθεί ως το 1998, διεξάχθηκε 
εντός  έκτασης  460  τετραγωνικών  χιλιομέτρων  (Χάρτης  2Α,  Χάρτης  2Β).  Σε  αυτή 
τη  φάση  πραγματοποιήθηκε  εκτεταμένη  σάρωση  του  συνόλου  της  Σιθωνίας  με 
στόχο,  αφενός  την  ταυτοποίηση  των  προϊστορικών  θέσεων  που  ήδη 
επισημαίνονταν  στην  βιβλιογραφία,  αλλά  και  θέσεων  μεταγενέστερων 
περιόδων  και  αφετέρου  τον  εντοπισμό  νέων  θέσεων  της  προϊστορίας.  Έτσι, 
κάποιες  από  τις  θέσεις  που  μελετήθηκαν  σε  αυτό  το  πρώτο  στάδιο,  είχαν 
εντοπισθεί από ερευνητές, όπως ο  French, ενώ  περισσότερες είχαν  επισημανθεί 
από  τους  Γραμμένο,  Μπέσιο,  Κώτσο  στο  βιβλίο  τους  «Από  τους  Προϊστορικούς 
Οικισμούς της Κεντρικής Μακεδονίας». Το σύνολο των πενιχρών αναφορών της 
βιβλιογραφίας  επανελέγχθηκε  από  την  έρευνα  πεδίου,  ώστε  να  συνταχθεί 
αναλυτικός  κατάλογος  με  όσο  το  δυνατόν  πλήρη  τοπογραφικά  στοιχεία. 
Αντικειμενικός σκοπός βέβαια, δεν ήταν μόνο ο εντοπισμός νέων θέσεων και η 
αύξηση  των  καταγραφών  του  καταλόγου,  αλλά  και  η  αξιοποίηση  του 
βιβλιογραφικού  υλικού  με  ενιαίο  τρόπο,  καθώς  προέρχεται  από  διαφορετικές 
περιστάσεις  έρευνας  κι  από  ερευνητές  με  διαφορετικές  μεθοδολογικές 
αντιλήψεις,  ώστε  να  μπορέσει  να  προσφέρει  στατιστικώς  ελέγξιμα 
αποτελέσματα.  Τα  αποτελέσματα  της  επιφανειακής  έρευνας  για  κάθε  θέση 
σημειώνονταν σε λεπτομερή χάρτη καθώς και σε δελτίο που είχε καταρτιστεί και 
το οποίο αποτελούσε μια πρόταση διερεύνησης των στοιχείων εκείνων τα οποία, 
εξεταζόμενα, θα μπορούσαν να βοηθήσουν στην εξαγωγή συμπερασμάτων για 
την εικόνα της διακοινοτικής οργάνωσης του συνόλου των θέσεων, αλλά και του 
πολιτισμικού  χαρακτήρα  κάθε  μιας  από  αυτές.  Το  δελτίο  ήταν  οργανωμένο  σε 
δύο  μέρη,  εκ  των  οποίων  στο  πρώτο  αναφέρονταν  τα  τοπογραφικά  και 
περιβαλλοντικά  στοιχεία,  ενώ  στο  δεύτερο  τα  αρχαιολογικά.  Η  αναλυτικότερη 
περιγραφή  των  στοιχείων  καταγραφής  του  συγκεκριμένου  δελτίου  καθώς  και 
της  λογικής  πίσω  από  αυτό  έχει  παρουσιαστεί  παλιότερα  (Σμάγας  1999:66),  γι’ 
αυτό και δε θα γίνει λεπτομερέστερη παρουσίασή του.  

69
Η  αρχική  επιλογή  των  περιοχών  που  σαρώθηκαν,  στηρίχτηκε  στον 
εντοπισμό  των  συγκεκριμένων  οικοσυστημάτων  που  ήταν  λογικό  να  είχαν 
αποτελέσει  κατά  το  παρελθόν  προνομιακούς  χώρους  εγκατάστασης.  Φυσικά,  η 
έρευνα  σε  μεγάλο  βαθμό  καθοδηγήθηκε  κυρίως  από  τα  μακροσκοπικά 
μορφολογικά  χαρακτηριστικά  που  αποκτούν  συνήθως  οι  χώροι  εγκατοίκησης 
μετά  την  εγκατάλειψή  τους.  Σημαντική,  επίσης,  για  να  αποφασιστεί  ποιες 
περιοχές θα ερευνούνταν, ήταν η συμβολή των πληροφοριών και παρατηρήσεων 
των  κατοίκων  της  περιοχής  οι  οποίες  συνελέγησαν  και  με  μεγάλο  κόπο 
αξιολογήθηκαν  μετά  από  πολύωρες  συνεντεύξεις.  Παρόλα  αυτά,  οι  ευρείας 
κλίμακας  πληροφορίες  που  είχαν  προκύψει  ως  το  τέλος  αυτής  της  τριετούς 
έρευνας  ήταν  αρκετά  ανεπαρκείς  και  σίγουρα  αποσπασματικές.  Έτσι  το 
συστηματικό περπάτημα του χώρου φαινόταν να αποτελεί το μοναδικό ασφαλές 
μέσο για την ανεύρεση πιο σύνθετων πληροφοριών για την περιοχή.   
Επειδή λοιπόν η περιηγητική σάρωση στα όρια της επιφανειακής έρευνας 
Σιθωνίας  δεν  ήταν  δυνατό  να  προσεγγίσει  την  ανθρώπινη  παρουσία  σε 
ολόκληρη  την  περιοχή  στον  απαιτούμενο  βαθμό  έντασης  (Mills  1985:44), 
επιλέχθηκε  ένα  αντιπροσωπευτικό  δείγμα  εκτάσεων  όπου  θα  επιχειρούνταν 
εκτεταμένη  κάλυψή  τους  και  μέσω  των  οποίων  θα  επιχειρούνταν  η  συναγωγή 
συμπερασμάτων για το συνολικό πληθυσμό. 
Η εφαρμογή βέβαια δειγματοληπτικών μεθόδων στην έρευνα, παρότι έχει 
ως  στόχο  και  επιτυγχάνει  την  ταυτόχρονη  μεγιστοποίηση  της  αποδοτικότητας 
και της αξιοπιστίας των αρχαιολογικών δεδομένων μιας επιφανειακής έρευνας, 
δεν  είναι  εύκολος  τρόπος  συλλογής  πληροφοριών  (Cherry  1983:401‐403)  κι 
επιπλέον  είναι  μια  μορφή  συμβιβασμού  (Redman  1979:147).  Επειδή  μάλιστα 
επιδιώκεται το δείγμα που θα μελετηθεί να είναι κατά το δυνατόν ασφαλές και 
να  επιτρέπει  τη  διατύπωση  συμπερασμάτων  που  θα  συγκλίνουν  προς  την 
πραγματική  εικόνα  (Cherry  1983:401),  για  να  μειωθούν  τα  περιθώρια 
αμφισβήτησης για την αποτελεσματικότητα της δειγματοληπτικής μεθόδου που 
εφαρμόστηκε,  καταβλήθηκε  προσπάθεια  ώστε  το  μέγεθος  του  δείγματος  να 
είναι  αρκετά  μεγάλο  για  να  επιτρέψει  την  εξαγωγή  ικανοποιητικών 
συμπερασμάτων σε σχέση με τα προβλήματα υπό μελέτη (Cowgill 1964:467). 
Γι’  αυτό  το  λόγο  περπατήθηκαν  κατά  το  διάστημα  1999‐2001,  εκτατικά, 
συνολικά 24 τ. χλμ. Για την επιτυχή ολοκλήρωση της εκτατικής έρευνας είχε ήδη 
αποφασιστεί ότι θα εφαρμοζόταν μια δειγματοληπτική λογική κι όσον αφορά τις 
κοινοτικές εκτάσεις που θα επιλέγονταν να διερευνηθούν. Τα αποτελέσματα της 
περιηγητικής  έρευνας  που  είχε  προηγηθεί,  τόσο  όσον  αφορά  στους  τόπους  με 
υψηλές και χαμηλές συγκεντρώσεις προϊστορικών θέσεων, όσο και σε σχέση με 
τις γεωμορφολογικές και χλωριδικές ιδιαιτερότητες της κάθε περιοχής, οδήγησε 
να αποκλειστούν για  λόγους  εξοικονόμησης  ενέργειας, όλη η κοινοτική έκταση 
Σάρτης,  το  σύνολο  σχεδόν  της  κοινοτικής  έκτασης  Συκιάς,  μεγάλο  τμήμα  της 

70
ορεινής  έκτασης  του  Νέου  Μαρμαρά,  όλο  το  δυτικό  κομμάτι  της  Νικήτης  και 
τέλος  το  συντριπτικά  περισσότερο  μέρος  των  απότομων  πλαγιών  που 
βρίσκονται  πάνω  και  νοτιοανατολικότερα  της  Βουρβουρούς  κι  εντάσσονται  στα 
διοικητικά όρια του Αγίου Νικολάου. Συν τοις άλλοις, αποφασίστηκε για λόγους 
αποφυγής συγκρούσεων να εξαιρεθούν από την περιοχή του Νέου Μαρμαρά τα 
εδάφη  που  εμπίπτουν  στην  ιδιοκτησία  του  Πόρτο  Καρράς,  γιατί  ήδη  είχε 
απαγορευθεί  από  τους  φύλακές  του  η  οποιασδήποτε  μορφής  περιπλάνηση  σε 
αυτά. Εντούτοις, σημειώνονται τα τμήματα που πρόλαβαν να περπατηθούν. Για 
λόγους  αποφυγής  παρεξηγήσεων  με  τους  ιδιοκτήτες  παραθεριστικών  οικιών, 
αποφασίστηκε  να  εξαιρεθεί  από  τα  ερευνητικά  ενδιαφέροντα  και  όλη  η 
παραλιακή  λουρίδα  κατά  μήκος  της  νότιας  ακτής  της  Σιθωνίας,  όπου 
συναντάται  μια  συνεχής  γραμμή  σύγχρονων  κτισμάτων.  Η  ίδια  απόφαση 
λήφθηκε  και  για  τις  παραλιακές  τουριστικές  περιοχές  της  Βουρβουρούς,  της 
Τρανής  Αμμούδας  και  της  Σαλονικιούς  στη  βόρεια  ακτή.  Άλλωστε  οι 
περισσότερες παραθαλάσσιες περιοχές της Σιθωνίας, ειδικά οι πεδινές εκτάσεις 
και  οι  κοιλάδες,  αποτελούνται  κυρίως  από  προσχωσιγενή  εδάφη  γεγονός  που 
αποκλείει  την  εύρεση  προϊστορικών  στοιχείων  παρουσίας  του  ανθρώπου  που 
εξαρχής  αποτελούσε  τον  σκοπό  της  συγκεκριμένης  διατριβής.  Επιπλέον, 
θεωρήθηκε  ορθό  να  μην  εμπλακούν  τα  μελετητικά  ενδιαφέροντα  της 
επιφανειακής  έρευνας  Σιθωνίας  σε  περιοχές  όπου  η  προηγηθείσα  από  τις 
αρχαιολογικές  εφορείες  έρευνα  είχε  εντοπίσει  θέσεις  οποιασδήποτε  εποχής, 
ώστε  να  μη  δημιουργηθεί  κάποια  στρεβλή  εικόνα  για  τη  δραστηριοποίηση  που 
θα αναπτυσόταν, αλλά και για να επιτευχθεί μια αποτελεσματικότερη στήριξη 
του έργου των αρχαιολογικών εφορειών.  
Έτσι,  μετά  από  όλους  αυτούς  τους  αποκλεισμούς,  η  δειγματοληπτική 
έρευνα  επικεντρώθηκε  κυρίως  στην  έκταση  από  τη  Σαλονικιού  μέχρι  τη 
Βουρβουρού κι από την κορυφογραμμή μέχρι το Σιγγιτικό. Ακόμα δόθηκε βάρος 
στην  προσέγγιση  της  περιοχής  που  ξεκινά  νοτιοανατολικά  της  Νικήτης  και 
καταλήγει  στο  Πόρτο  Καρράς  και  επιπλέον  βρίσκεται  ανάμεσα  στην 
κορυφογραμμή  και  το  ασφαλτοστρωμένο  οδικό  δίκτυο.  Έγιναν  λίγες  ακόμα 
προσπάθειες  δειγματοληπτικής  έρευνας,  σε  νοτιότερα  σημεία  της  χερσονήσου. 
Σε  αυτές  τις  ήδη  επιλεγμένες  εκτάσεις  επιχειρήθηκε  δειγματοληπτική 
προσέγγιση συγκεκριμένων περιοχών (Χάρτης 3Α, Χάρτης 3Β). 
Η  επιλογή  των  εκτάσεων  που  ερευνήθηκαν  σχετικά  επισταμένα,  μέσα 
στα  όρια  των  επιλεγμένων  περιοχών,  δε  στηρίχτηκε  στον  εντοπισμό  των 
συγκεκριμένων οικοσυστημάτων, που ήταν λογικό να είχαν αποτελέσει κατά το 
παρελθόν  προνομιακούς  χώρους  εγκατάστασης.  Απεναντίας,  επιτεύχθηκε  η 
επιλογή  δειγμάτων  από  όλες  τις  περιβαλλοντικές  ζώνες  των  υπό  έρευνα 
εκτάσεων,  χωρίς  να  εξαιρεθεί  από  αυτές  το  ορεινό  τοπίο,  έστω  κι  αν  η 

71
συγκεκριμένη  ζώνη  ερευνήθηκε  λιγότερο  από  τις  άλλες  λόγω  των  έντονων 
κλίσεων και της αδιαπέραστης βλάστησής της.  
Επιπλέον,  στην  αναζήτηση  στοιχείων,  η  έρευνα  δεν  καθοδηγήθηκε 
αποκλειστικά  από  τα  μακροσκοπικά  μορφολογικά  χαρακτηριστικά  που 
αποκτούν συνήθως οι χώροι εγκατοίκησης και δραστηριοποίησης του ανθρώπου 
μετά  την  εγκατάλειψή  τους.  Επειδή  τα  αρχαιολογικά  δεδομένα  δεν 
εμπεριέχονται  αναγκαστικά  μόνο  σε  εμφανείς  ξεκάθαρες  οντότητες,  όπου 
υπάρχουν  μεγάλης  πυκνότητας  συγκεντρώσεις  υλικού,  αλλά  υπάρχουν  και 
σημεία  του  χώρου  όπου  τα  υλικά  κατάλοιπα  του  ανθρώπινου  πολιτισμού 
εμφανίζονται  σποραδικά,  με  μικρότερη  συχνότητα  και  των  οποίων  ο  ρόλος 
υποσκελίζεται (Cherry et al 1991:21), το ενδιαφέρον της έρευνας στην περιοχή της 
Σιθωνίας  επεκτάθηκε  και  στις  περιοχές  του  τοπίου  όπου  η  συχνότητα 
εμφανίσεως πολιτισμικών καταλοίπων ήταν χαμηλή.  
Πρόκειται  δηλαδή  για  μια  μέθοδο  έρευνας  που  θα  μπορούσε  κανείς  να 
ισχυριστεί  ότι  κατατάσσεται  στις  εντατικές  κι  όχι  στις  εκτατικές,  όπως  εδώ 
προσδιορίζεται.  Αυτό  όμως  που  εμποδίζει  το  χαρακτηρισμό  της  συγκεκριμένης 
εκτατικής  έρευνας  ως  εντατικής  είναι  το  γεγονός  ότι  δεν  επιχειρήθηκε  να 
εφαρμοστεί  μια  μέθοδος  με  σταθερής  έκτασης  μονάδες  καταγραφής.  Ενώ 
δηλαδή  υπήρχε  απόλυτη  γνώση  των  χωροθετικών  συντεταγμένων  όπου 
διεξαγόταν  η  επιφανειακή  έρευνα  κάθε  φορά  κι  έτσι  μπορούσαν  να  γίνουν 
γενικές εκτιμήσεις για την ποσότητα των αρχαιολογικών πληροφοριών εντός κι 
εκτός  θέσης,    αυτό  δεν  οργανώθηκε  στη  βάση  πιο  σταθερών  ενοτήτων. 
Απεναντίας, ξεκινούσε κάθε φορά το περπάτημα οδηγούμενο κατά βάση από τα 
γεωμορφολογικά χαρακτηριστικά χωρίς να επικεντρώνεται η έρευνα στις όποιες 
πάσες ή στον ακριβή αριθμό ανθρώπινων καταλοίπων μέσα σε αυτές. Έτσι, στο 
τέλος  κάθε  ερευνητικής  μέρας  μπορούσε  να  σημειωθεί  στους  χάρτες  η  έκταση 
της περιοχής που είχε περπατηθεί, οι θέσεις που είχαν εντοπιστεί καθώς και το 
ανθρωπογενές υλικό εκτός θέσεων, όμως το τελευταίο δε γινόταν στηριγμένο σε 
ακριβείς παρατηρήσεις, αλλά σε μια γενικότερη εικόνα που είχε αποκομισθεί.  
Παράλληλα, η επιφανειακή  έρευνα Σιθωνίας συγκέντρωνε συστηματικά 
στα  δελτία  καταγραφής  πληροφορίες  για  τα  γεωμορφολογικά  και 
περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά της περιοχής, τους φυσικούς και πολιτιστικούς 
παράγοντες παραμόρφωσης, καθώς και για την ποσότητα και κατά προσέγγιση 
χρονολόγηση  των  αρχαιολογικών  ευρημάτων  και  των  όποιων  ανθρώπινων 
επεμβάσεων  στο  χώρο,  στηριζόμενη  όμως  για  το  ζήτημα  των  υλικών 
καταλοίπων  στα  στοιχεία  που  είχαν  σημειωθεί  και  στην  κατά  τόπους  αίσθηση 
που είχε δημιουργηθεί.  
Σε ένα επόμενο στάδιό της η έρευνα, προχωρούσε στην επιτόπια σε κάθε 
θέση  επιφανειακή  έρευνα  με  ειδικότερο  στόχο  τη  διερεύνηση  ζητημάτων  που 

72
σχετίζονται με την ακριβέστερη χρονολόγιση των θέσεων, με το είδος τους, με το 
μέγεθός τους και με τη σχέση τους με διάφορα περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά.  
Το  συγκεκριμένο  στάδιο  εκτατικής  έρευνας  λοιπόν,  ενώ  είχε  όλα  τα 
ποιοτικά  στοιχεία  μιας  τεχνικής  εντατικής  επιφανειακής  έρευνας,  υστερούσε 
όσον αφορά την ποσοτική παράμετρο ‐η οποία είναι εξίσου απαραίτητη για κάθε 
είδος πολιτισμικής ερμηνείας που βασίζεται στη σύγκριση του ποσοστού και της 
κατανομής των πολιτισμικών και φυσικών στοιχείων (Ragir 1967:181‐97)‐ γιατί οι 
όποιες  παρατηρήσεις  και  μαθηματικοί  υπολογισμοί  γίνονταν  χωρίς  την 
ενσωμάτωσή  τους  σε  ακριβείς  κατηγορίες  μετρήσιμων  μονάδων,  αλλά  σε 
γενικές περιοχές που διαφοροποιούνταν ανάλογα με την ερευνητική απόδοση.  
 
Η  εφαρμογή  μιας  απόλυτα  εντατικής  έρευνας  στην  οποία  καταβλήθηκε 
προσπάθεια  να  διατηρηθεί  σταθερή  η  έκταση  των  μονάδων  καταγραφής, 
πραγματοποιήθηκε στο τρίτο στάδιο της έρευνας το οποίο διήρκεσε από το έτος 
2002 έως το 2004.  
Ο  σχεδιασμός  της  επιφανειακής  έρευνας  και  στη  συγκεκριμένη 
περίπτωση  έγινε  με  βάση  τον  εντοπισμό  όχι  αρχαιολογικών  θέσεων,  αλλά 
θέσεων  ενδιαφέροντος,  δηλαδή  περιοχών  εντονότερης  ανθρώπινης 
δραστηριότητας,  που  δηλώνονται  από  τη  μεγάλη  συγκέντρωση  αντικειμένων. 
Μια τέτοια προσέγγιση, χρησιμοποιεί ως βασική αναλυτική μονάδα της έρευνάς 
της κάθε εύρημα που εντοπίζεται στην περιοχή και όχι τη θέση (Cherry 1983:395‐
396). Όπως προαναφέρθηκε, εκτός από τις μεγάλης πυκνότητας συγκεντρώσεις 
υλικού  ανά  καθορισμένο  μέγεθος  επιφάνειας,  δηλαδή  τις  λεγόμενες  θέσεις, 
υπάρχει  κι  ένα  μέρος  των  καταλοίπων  του  τοπίου  που  αναπαριστούν  ένα  ευρύ 
φάσμα  δραστηριοτήτων  με  τη  μορφή  εφήμερων  ιχνών  (Cherry  et  al.  1991:21). 
Προκειμένου να αποδοθεί λοιπόν η συνολική εικόνα της ανθρώπινης παρουσίας 
στην  περιοχή  της  Σιθωνίας,  το  ενδιαφέρον  της  έρευνας  δεν  ήταν  δυνατόν  να 
περιορίζεται  μόνο  στην  μελέτη  των  υψηλών  συγκεντρώσεων‐θέσεων,  αλλά 
έπρεπε  να  επεκταθεί  και  στις  περιοχές  του  τοπίου  όπου  η  συχνότητα 
εμφανίσεως πολιτισμικών καταλοίπων είναι χαμηλή.  
Στη  συγκεκριμένη  περίπτωση  εντατικής  έρευνας,  η  αρχαιολογική 
επισκόπηση  επικεντρώθηκε  στην  περιοχή  του  μετοχιού  Αζάπικο  και  του 
μετοχιού Πετριώτικο (Χάρτης 3Β) διότι οι εκτεταμένες επιφανειακές έρευνες που 
είχαν πραγματοποιηθεί κατά την περίοδο των προηγούμενων χρόνων  έδειχναν 
μια ιδιαίτερα υψηλή συγκέντρωση προϊστορικών καταλοίπων στο συγκεκριμένο 
χώρο  σε  σχέση  με  τα  υπόλοιπα  τμήματα  της  χερσονήσου,  αλλά  και  γιατί  στη 
διπλανή  προς  ΝΑ  έκταση  είχαν  διενεργηθεί  πολύχρονες  ανασκαφικές  έρευνες 
σε  τρεις  σημαντικές  προϊστορικές  θέσεις  (Τορώνη,  Κούκος,  Κριαρίτσι) 
προσφέροντας  μία  ορισμένη  ακολουθία  των  πολιτισμικών  φάσεων  κατά  την 
Εποχή Χαλκού και Πρώιμη Εποχή Σιδήρου. Επιπλέον, η περιοχή που ερευνήθηκε 

73
εντατικά  βρίσκεται  μακριά  από  τα  νεότερα  κέντρα  κατοίκησης  και  είναι  σε 
εξαιρετικά  μεγάλο  βαθμό  ανέγγιχτη  από    σύγχρονες  ανθρώπινες  επεμβάσεις, 
αν  εξαιρέσει  κανείς  τους  δύο‐τρεις  κτηνοτρόφους  που  περιφέρουν  τα  κοπάδια 
τους  στις  συγκεκριμένες  εκτάσεις  διατηρώντας  τη  βλάστηση  σταθερή  σε  ένα 
μέσο επίπεδο και δημιουργώντας ένα πυκνό δίκτυο μονοπατιών ανάμεσα στους 
θάμνους. 
Στο  χώρο  του  Αζάπικου‐Πετριώτικου  επιτεύχθηκε  η  στατιστική 
ομοιομορφία  των  αποτελεσμάτων  μέσα  από  τη  σταθερή  έκταση  των  μονάδων 
καταγραφής(Κωτσάκης  1990:181),  παρά  τις  δυσκολίες  που  δημιουργούσε  το 
έντονο ανάγλυφο και η βλάστηση. Πρακτικά, οι συγκρίσιμες ως προς την έκταση 
ενότητες,  δημιουργήθηκαν  με  τη  διαίρεση  της  προς  έρευνα  περιοχής  σε  πάσες 
(250x250μ),  που  αποτελούν  τη  μονάδα  καταγραφής  οι  οποίες  σημειώνονταν  σε 
αεροφωτογραφίες  1:5.000  της  ΓΥΣ.  Περπατιόταν  η  κάθε  πάσα  σε  παράλληλες 
διαδρομές  μήκους  250μ.  με  απόσταση  25μ.  μεταξύ  τους  και  καταγράφονταν  οι 
συχνότητες  των  ευρημάτων  και  οι  όποιες  παρατηρήσεις  σε  ειδικά  έντυπα. 
Επιλέχτηκαν  οι  παράλληλες  διαδρομές  διότι,  εκτός  από  το  πλεονέκτημα  της 
αποτελεσματικής  στατιστικής  προοπτικής  και  την  πρακτική  ευκολία  που 
προσφέρουν,  καλύπτουν  μεγαλύτερη  έκταση  από  μία  άλλη  τακτική 
επιφανειακού βαδίσματος κι έτσι εντοπίζουν μεγαλύτερα ποσοστά πολιτισμικών 
καταλοίπων  (Plog  et  al.  1978:401),  ενώ  επιπλέον,  μπορούν  να  δώσουν  καλύτερη 
άποψη για την κατανομή των θέσεων στο χώρο και ταυτόχρονα αποτελούν  ίσως 
καταλληλότερη στρατηγική για τη διερεύνηση μιας περιοχής με περιβαλλοντική 
ποικιλομορφία (Cherry and Shennan 1978:31‐36, Renfrew and Bahn 2001:77). 
Με  τον  τρόπο  βαδίσματος  που  επιλέχτηκε,  η  ερευνώμενη  περιοχή 
χωρίζεται σε διαδρόμους  (τομείς) με ίδιες διαστάσεις  (250μ.x25μ.) οι οποίοι είναι 
δυνατόν  να  συσχετισθούν  με  τοπογραφικά  στοιχεία  και  περιέχουν  ποσότητες 
οστράκων  και  άλλων  ευρημάτων.  Πρόκειται  για  μέγεθος,  που  θεωρείται 
ασφαλές  για  τον  εντοπισμό  περιοχών  δραστηριοτήτων,  καθώς  για  να  μην 
παρατηρηθούν  οι  συγκεντρώσεις  ευρημάτων  θα  πρέπει  η  μικρότερη 
τουλάχιστον  διάστασή  τους  να  μην  ξεπερνά  τα  25μ.  (Cherry  et  al.  1991:20). 
Μάλιστα,  επειδή  στο  τέλος  κάθε  διαδρομής  το  ερευνητικό  βάδισμα  στρεφόταν 
κάθετα από αυτήν έως την επόμενη, συμπεριελαμβάνονταν στις καταγραφές οι 
παρατηρήσεις  που  πραγματοποιούνταν  στα  25  μέτρα  που  μεσολαβούσαν 
ανάμεσα  σε  δύο  διπλανούς  διαδρόμους  και  προέκυπταν  έτσι  πληροφορίες  και 
για  τον  κάθετο  προς  τις  διαδρομές  άξονα  ανά  250  μέτρα.  Παράλληλα, 
συγκεντρώνονταν  συστηματικά  πληροφορίες  για  τη  γεωμορφολογία  της 
περιοχής, το γεωλογικό υπόβαθρο, τους υδάτινους πόρους, το βαθμό ορατότητας 
του  επιφανειακού  υλικού  και  τους  φυσικούς  και  πολιτιστικούς  παράγοντες  που 
το  παραμορφώνουν,  καθώς  και  για  την  ποσότητα  και  κατά  προσέγγιση 
χρονολόγηση  των  αρχαιολογικών  ευρημάτων  και  των  όποιων  ανθρώπινων 

74
επεμβάσεων στο χώρο μέσα στις σταθερές, αυτή τη φορά, μονάδες καταγραφής 
της απόλυτα εντατικής επιφανειακής έρευνας.  
Περιοχές  με  ασυνήθιστα  υψηλή  συγκέντρωση  ευρημάτων  ορίζονταν 
προσωρινά  ως  περιοχή  ενδιαφέροντος  και  στη  συνέχεια  αυτή  χωριζόταν  σε 
διαδρομές  μήκους  50  μέτρων  κάθε  5  μέτρα  και  ακολουθούσε  συστηματικότερη 
καταγραφή  των  κινητών  ευρημάτων  σε  ειδικές  φόρμες  ώστε  να  χαρακτηριστεί 
ως  θέση.  Για  την  ερμηνεία  των  συγκεντρώσεων  ευρημάτων  (θέσεων 
ενδιαφέροντος), λαμβάνονταν υπόψη τόσο η  ποσότητα όσο και η  ποιότητα των 
ευρημάτων εντός θέσης, αλλά και οι συχνότητες ευρημάτων εκτός θέσης.  
Έτσι,  η  εντατική  επιφανειακή  έρευνα  του  Αζάπικου‐Πετριώτικου  αφού 
εκλάμβανε  τον  αρχικό  καθορισμό  όλων  των  διασπορών  με  κάποιες  διακριτές 
συχνότητες  καταλοίπων  ως  θέσεις  ενδιαφέροντος,  σε  ένα  επόμενο  στάδιο  της 
έρευνας  προχωρούσε  στην  επιτόπια  σε  κάθε  θέση  επιφανειακή  έρευνα, 
καλύπτοντας  όλη  τη  «θέση»  ακόμη  και  πέρα  από  τα  όριά  της,  με  ειδικότερο 
σκοπό,  όπως  και  στην  περίπτωση  της  εκτατικής  έρευνας,  την  αναζήτηση 
πληροφοριών  σχετικά  με  το  χρονολογικό  προσδιορισμό  του  υλικού  της  θέσης, 
την ερμηνεία της μέσα από το είδος των επιφανειακών ευρημάτων, καθώς και τη 
διερεύνηση  ‐αν  ήταν  προϊστορική‐  επιπλέον  παραμέτρων,  όπως  ο  τύπος  της,  ο 
υπολογισμός  του  μεγέθους  της  τόσο  όσον  αφορά  την  έκταση  όσο  και  το  ύψος 
των επιχώσεών της, η διερεύνηση του γεωλογικού υπόβαθρου της θέσης καθώς 
και των περιοχών γύρω από αυτήν, η εξέταση του υδρολογικού της δικτύου και 
του  υψόμετρου  στο  οποίο  εδράζεται  και  τέλος  η  αναφορά  σε  γενικότερα 
παραγωγικά  στοιχεία  του  περιβάλλοντός  της  και  δεδομένα  της  ενδοκοινοτικής 
χωροοργάνωσης,  αντιμετωπίζοντάς  την  έτσι  ως  ένα  συγκεκριμένο  ιστορικά 
κοινωνικό φαινόμενο. 
Μέσα  από  τη  διαδικασία  της  εκτατικής  κι  εντατικής  επιφανειακής 
έρευνας,  παρά  το  δειγματοληπτικό  τους  χαρακτήρα,  τόσο  όσον  αφορά  τις 
περιοχές  έρευνας,  όσο  και  σε  σχέση  με  τους  διαδρόμους  των  μονάδων 
καταγραφής,    είναι  δυνατό  να  επιχειρηθεί  η  συναγωγή  συμπερασμάτων  για  το 
συνολικό  πληθυσμό  θέσεων  της  Σιθωνίας,  αφού  αυτές  οι  δύο  τεχνικές,  αν  και 
είναι  αρκετά  χρονοβόρες  και  προϋποθέτουν  σημαντική  δαπάνη  ενέργειας, 
παρουσιάζουν  το  πλεονέκτημα  αρκετά  ασφαλούς  καθορισμού  των  κατανομών 
των υλικών καταλοίπων του παρελθόντος μέσα στο τοπίο. 
Στην  κατεύθυνση  εξαγωγής  ασφαλών  συμπερασμάτων  συνέβαλε  και  η 
χρησιμοποίηση ενός κοινού δελτίου καταγραφής τόσο για τις εκτατικές όσο και 
για τις εντατικές έρευνες. Το Δελτίο Καταγραφής αποτέλεσε τον οδηγό σε αυτό 
το  ταξίδι  στο  τοπίο  της  Σιθωνίας,  βοηθώντας  να  αντιμετωπιστούν  με  ενιαίο 
τρόπο  τα  δεδομένα  και  να  συστηματοποιηθούν  οι  παρατηρήσεις  για  να 
επιτευχθούν οι στόχοι της εργασίας. Παρά τις διαδοχικές μέρες που χρειάζονταν 

75
για  να  καταγραφούν  πληρέστερα  τα  στοιχεία  μιας  περιοχής  ή  θέσης,  οι 
παρατηρήσεις που γίνονταν παρουσιάζονται ως προϊόν μιας ημέρας εργασίας.  
Σχετικά  με  τα  όστρακα  ή  άλλα  κινητά  ευρήματα  που  συναντήθηκαν, 
κάποια από αυτά, όχι απαραίτητα τα πιο ευανάγνωστα, αλλά αυτά που έδιναν 
μια πιο αντικειμενική εικόνα της κατάστασης του υλικού, φωτογραφήθηκαν επί 
τόπου  ώστε  να  αποφευχθεί  η  μεταφορά  τους  και  η  συμβολή  έτσι  στην 
αρχαιολογική απογύμνωση του χώρου.  
Όσον αφορά τη φωτογράφηση του χώρου, οι εικόνες που αποτυπώθηκαν 
παρουσιάζουν  το  τοπίο  γύρω  από  τις  μονάδες  καταγραφής  και  γύρω  από  τις 
θέσεις στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, καθώς και τις μονάδες καταγραφής και 
τις θέσεις από (συνήθως) τα τέσσερα σημεία στον ορίζοντα. Αυτό έγινε με σκοπό 
να αναδειχθεί η συνάρθρωση όλων των περιοχών αναμεταξύ τους, αλλά και για 
να γίνει αντιληπτό πώς λειτουργούσαν οι θέσεις ως σημεία στο τοπίο.  
Για την επεξεργασία των επιμέρους χαρακτηριστικών της κάθε περιοχής 
και των θέσεων χρησιμοποιήθηκαν κυρίως γεωλογικοί και τοπογραφικοί χάρτες 
του  ΙΓΜΕ  και  της  ΓΥΣ  αντίστοιχα,  κλίμακας  1:50.000  που  περιλαμβάνουν  τα 
φύλλα  Αρναίας,  Νικήτας,  Συκιάς  και  Καλαμιτσίου.  Κυρίως  όμως  έγινε 
αντιληπτή  η  οικολογία  των  οικισμών  με  τη  συστηματική  παρατήρηση 
αεροφωτογραφιών  1:5.000  του  1997  που  με  πολύ  κόπο  συγκεντρώθηκαν  από 
διάφορες  δημόσιες  υπηρεσίες  και  πολλούς  ιδιώτες  τοπογράφους  και  οι  οποίες 
συνετέθηκαν  σε  ένα  ενιαίο  ορθοφωτομωσαϊκό.  Εξίσου  σημαντικές  για  την 
αντίληψη  του  χώρου  αποδείχτηκαν  οι  δορυφορικές  έγχρωμες  φωτογραφίες, 
καθώς  και  οι  δορυφορικές  τρισδιάστατες  απεικονίσεις  του  χώρου  που 
εξασφαλίστηκαν διαδικτυακά από τη NASA και την Google Earth, στα τελευταία 
όμως δυστυχώς στάδια της έρευνας. Ειδικά οι  δύο τελευταίες, με την παράθεση 
των  γεωγραφικών  συντεταγμένων  κάθε  σημείου  κατέστησαν  τον  εντοπισμό 
συγκεκριμένων  τόπων  ακόμα  πιο  εύκολο  και  την  κατανόηση  της 
γεωμορφολογίας της Σιθωνίας ακόμα πιο πλήρη. 
Για  όλες  τις  μετακινήσεις  χρησιμοποιήθηκαν  τόσο  απλά  επιβατικά 
αυτοκίνητα,  όσο  και  αγροτικό  4x4,  καθώς  και  μηχανή  ανωμάλου  δρόμου.  Αυτά 
αποτέλεσαν  βοηθητικά  μέσα,  καθώς  τον  περισσότερο  χρόνο  η  επιφανειακή 
έρευνα  πραγματοποιόταν  με  ατέλειωτες  μοναχικές  ώρες  πεζοπορίας  που 
σποραδικά εμπλουτίζονταν από την παρουσία άλλου προσώπου. 
Εκτός από την εκτατική κι εντατική επιφανειακή έρευνα, πρέπει τέλος να 
αναφερθεί  ότι σε τακτά διαστήματα διεξαγόταν ξανά περιηγητική αναγνώριση 
του  συνόλου  της  περιοχής  Σιθωνίας,  με  στόχο  να  επιτευχθεί  μία  ακόμα  πιo 
στενή γνωριμία με ένα κατά το δυνατό μεγαλύτερο μέρος αυτού του δασωμένου 
και  με  έντονες  υψομετρικές  αντιθέσεις  χώρου  που  αποτέλεσε  το  επίκεντρο  της 
μελέτης  και  για  να  εντοπιστούν  επιπλέον  περιοχές  ενδιαφέροντος  για  τη 
συνεχιζόμενη,  συστηματική,  επιφανειακή  έρευνα.  Παρά  την  εντελώς 

76
διαφορετική  μέθοδο  που  εφαρμόστηκε  κατά  τη  διάρκεια  αυτών  των 
περιηγητικών  ερευνών,  τα  αρχαιολογικά  συμπεράσματα  που  προέκυψαν  από 
αυτές  θα  συνεξετασθούν  με  τα  αρχαιολογικά  πορίσματα  των  εκτατικών  και 
απόλυτα  εντατικών  μεθόδων,  επειδή  και  στην  έκταση  των  μη  συστηματικά 
ερευνημένων  περιοχών  συναντώνται  γνωστές  κι  άγνωστες  θέσεις  και  ίχνη  της 
προϊστορικής  περιόδου  που  αποτελεί  το  βασικό  αντικείμενο  μελέτης  αυτής  της 
διατριβής. 

77
ΤΟ ΔΕΛΤΙΟ ΚΑΤΑΓΡΑΦΗΣ 
Στην προσπάθεια να αποφασιστεί ποιος είναι ο καταλληλότερος τρόπος 
καταγραφής  και  ποιες  οι  πληροφορίες,  οι  οποίες  μετά  από  επεξεργασία  θα 
οδηγούσαν στην καλύτερη κατανόηση της δραστηριοποίησης του ανθρώπου στη 
Σιθωνία  καθώς  και  του  τρόπου  κατανομής  των  καταλοίπων  της,  υπήρξε  ένας 
προβληματισμός  για  το  αν  θα  έπρεπε  να  επιλεγεί  μια  περιγραφική  μέθοδος,  η 
οποία  θα  παρείχε  βέβαια  τα  πλήρη  στοιχεία  και  επιπλέον  θα  είχε  έναν 
χαρακτήρα  ημερολογιακό,  δίνοντας  την  αίσθηση  σημειώσεων  ενός  περιηγητή 
των αρχών του αιώνα, ή ένα δελτίο καταγραφής αυστηρά διαρθρωμένο. Παρά τη 
γοητεία  του  πρώτου,  επιλέχθηκε  τελικά  το  δεύτερο,  γιατί  επέτρεπε  να 
οργανωθούν καλύτερα οι πληροφορίες που συγκεντρώνονταν από την  επιτόπια 
έρευνα  και  να  αντιμετωπιστούν  τα  δεδομένα  με  ενιαίο  τρόπο,  ώστε  να 
προκύψουν στατιστικώς ελέγξιμα αποτελέσματα.  
Το  δελτίο  που  καταρτίστηκε  αποτελεί  μια  πρόταση  διερεύνησης  των 
στοιχείων  εκείνων    τα  οποία,  εξεταζόμενα,  θα  μπορούσαν  να  βοηθήσουν  στην 
εξαγωγή  συμπερασμάτων  για  την  οικολογία  των  περιοχών  που  ερευνήθηκαν, 
για την εικόνα των θέσεων και του πολιτισμικού χαρακτήρα τους, αλλά και της 
δράσης που είχαν αναπτύξει τα κοινωνικά υποκείμενα ανάμεσά τους. Το δελτίο 
απαρτίζεται  από  δύο  διαφορετικά  τμήματα  εκ  των  οποίων  το  πρώτο  (Α) 
αναφέρεται στις περιοχές της εκτατικής έρευνας ή στις μονάδες καταγραφής της 
εντατικής  έρευνας,  ενώ  το  δεύτερο  (Β)  αναφέρεται  στις  σημαντικές 
συγκεντρώσεις επιφανειακού υλικού, δηλαδή στις θέσεις. 
Όσον  αφορά  στο  πρώτο  τμήμα  (Α)  του  δελτίου,  χαρακτηρίζεται  από  μια 
διμερή  διάταξη,  όπου  στην  πρώτη  σελίδα  (Α1)  αναφέρονται  τοπογραφικά  και 
περιβαλλοντικά  στοιχεία, ενώ στη δεύτερη (Α2) αρχαιολογικά. 
 Αναλυτικότερα,  στη  σελίδα  Α1  του  δελτίου  καταγραφής 
συμπεριλαμβάνονται  τα  παρακάτω:  στην  αρχή  σημειώνεται  η  ημερομηνία 
διεξαγωγής  της  έρευνας  και  η  δειγματοληπτική  τεχνική  που  χρησιμοποιείται, 
δηλαδή  αν  πραγματοποιήθηκε  εκτατική  ή  εντατική  μέθοδος  έρευνας,  οπότε 
πλέον  καθίσταται  σαφές  ότι  θα  αναφερθούμε  σε  μονάδες  καταγραφής  με 
χαλαρά ή αυστηρά καθορισμένα όρια.  
Στη συνέχεια, αναφέρεται ο κωδικός αριθμός που δινόταν στην τοποθεσία 
και  η  ονομασία  της,  κάνοντας  χρήση  όσο  το  δυνατόν  μικροτοπωνυμίων  για  τα 
οποία  είτε  παρέχονταν  πληροφορίες  από  ντόπιους  αγρότες  και  τοπογράφους, 
είτε εντοπίζονταν μέσω φύλλων της Γ.Υ.Σ. 1:50.000. Όπως γίνεται αντιληπτό, για 
πολλά  από  αυτά  τα  μικροτοπωνύμια  είναι  η  πρώτη  φορά  που  καταγράφονται 
και ίσως ήταν και η τελευταία ευκαιρία πριν να χαθούν σε μια περιοχή που λόγω 
της ραγδαίας τουριστικής ανάπτυξης προσδιορίζεται πια από τα ξενικά ονόματα 
των  ξενοδοχειακών  μονάδων.  Στο  πλαίσιο  της  ίδιας  χωροθετικής  λογικής 
καταγράφεται το απόσπασμα του χάρτη από τα φύλλα της Γ.Υ.Σ., γιατί, παρότι 

78
δεν  προσφέρουν  τον  επιθυμητό  βαθμό  ακρίβειας,  αποτελούν  την  πλέον 
λεπτομερή  και  ολοκληρωμένη  σε  μεγάλη  έκταση  προσπάθεια  χαρτογράφησης. 
Επιπλέον  σημειώνεται  ο  κωδικός  της  αεροφωτογραφίας  1:5.000  που  απεικονίζει 
τη  συγκεκριμένη  περιοχή,  καθώς  και  οι  συντεταγμένες  της  περιοχής  ή  της 
τετραγωνισμένης  μονάδας  καταγραφής  όπως  αυτές  είχαν  προσδιοριστεί  από 
την προηγούμενη μέρα κατά το σχεδιασμό της έρευνας πάνω στους αναλυτικούς 
χάρτες και στις λεπτομερείς αεροφωτογραφίες που μεταφέρονταν στο πεδίο και 
τα  οποία  αποτελούσαν  ίσως  τα  σημαντικότερα  εργαλεία  διεξαγωγής  της 
επιφανειακής  έρευνας.  Στην  ίδια  σελίδα  Α1  υπήρχε  κι  ένα  κενό  τετράγωνο 
πλαίσιο  όπου  σχεδιαζόταν  ένα  τοπογραφικό  σκαρίφημα,  γιατί  με  την 
εικονοποιημένη του μορφή και τον αφαιρετικό χαρακτήρα του, ήταν πιο εύληπτο 
από  την  λεκτική  περιγραφή,  αλλά  και  γιατί  διευκόλυνε  να  παρουσιαστούν 
περισσότερα τοπογραφικά στοιχεία. 
Μια  σειρά  από  φυσικές  παραμέτρους  του  περιβάλλοντος,  όπως  το  μέσο 
υψόμετρο  της  περιοχής  ή  της  αυστηρά  οριοθετημένης  μετρήσιμης  μονάδας,  το 
γεωλογικό  της υπόβαθρο, η υδρολογία της που σχετίζεται με την  εγγύτητά της 
με  τη  θάλασσα,  με  ρέματα  ή  πηγές,  και  η  γεωμορφολογία,  τόσο  της  ίδιας  της 
περιοχής  ή  της  αυστηρά  οριοθετημένης  μετρήσιμης  μονάδας  όσο  και  των  γύρω 
περιοχών, θεωρήθηκε ότι έπρεπε να καταγραφούν για να οριστεί η δυνατότητα 
ενός χώρου να υποστηρίξει την ανθρώπινη δραστηριότητα. 
Διαπιστώθηκε  πως  έπρεπε  να  ληφθεί  υπόψη  ακόμα  το  γεγονός  ότι  η 
εικόνα  της  ανθρώπινης  παρουσίας  σε  μια  περιοχή  μπορεί  να  αλλοιώνεται  από 
ποικίλους φυσικούς παράγοντες, όπως οι προσχώσεις, η διάβρωση λόγω καιρού, 
η  διάβρωση  λόγω  θάλασσας,  η  διάβρωση  λόγω  κλίσεων  του  εδάφους,  η 
βλάστηση ‐καλλιεργημένη και άγρια‐ η οποία διακρίνεται από τη μια σε υψηλή 
για τα δάση, μέση για τους βοσκότοπους και χαμηλή για όσες δεν ξεπερνούν το 
ύψος του γόνατου ενός μέτριου ανθρώπου, αλλά και διαχωρίζεται από την άλλη 
σε  πυκνή,  μέτριας  πυκνότητας  και  αραιή  ανάλογα  με  το  πόσο  εύκολα 
προσπελάσιμη  ήταν.  Εκτός  από  τους  φυσικούς  παράγοντες  παραμόρφωσης, 
εξίσου  καθοριστικοί  για  τη  διαμόρφωση  της  εικόνας  των  αρχαίων  καταλοίπων 
είναι  οι  πολιτισμικοί  παράγοντες  που  σχετίζονται  με  τις  πρωτογενείς  και 
δευτερογενείς  αποθέσεις,  με  τις  κατασκευαστικές  δραστηριότητες  και  τους 
δρόμους, την άρωση και την  κτηνοτροφία καθώς και την αρχαιοκαπηλία. 
Ενώ  από  την  απαρίθμιση  των  πολιτισμικών  παραγόντων  παραμόρφωσης 
των  αρχαιολογικών  καταλοίπων  αναδεικνύεται  και  ο  βαθμός  και  το  είδος  της 
σύγχρονης  χρήσης  της  συγκεκριμένης  περιοχής  ή  της  αυστηρά  οριοθετημένης 
μετρήσιμης  μονάδας,  εντούτοις  κρίθηκε  απαραίτητο  να  αναφερθούν  και 
αυτόνομα  οι  τρόποι  σύγχρονης  χρήσης  τους  διακρίνοντάς  τους  σε  οικιστική, 
γεωργική, κτηνοτροφική, μελισσοκομική, αλιευτική και θηρευτική χρήση. 

79
Τέλος,  συμπεριλήφθηκε  ένα  τμήμα  σχολίων  για  παρατηρήσεις  που  θα 
κρίνονταν  απαραίτητες  και  δεν  ενέπιπταν  στις  προαναφερθείσες  παραμέτρους 
του  δελτίου  καταγραφής,  καθώς    κι  ένα  τμήμα  φωτογραφιών  με  τον  αριθμό 
λήψης  και  το  θέμα  τους  αφού  για  την  ακριβή  απόδοση  όλων  των 
συνυπολογιζόμενων παραμέτρων αποφασίστηκε ότι απαιτείται η φωτογραφική 
τους τεκμηρίωση τόσο από γης, ώστε να γίνει αντιληπτός ο τρόπος με τον οποίο 
λειτουργούσαν  όλα  αυτά  τα  στοιχεία  στο  τοπίο,  όσο  κι  από  αέρος,  αν  είναι 
δυνατόν,  για  να  φανεί  η  σχέση  της  συγκεκριμένης  περιοχής  ή  της  αυστηρά 
οριοθετημένης μετρήσιμης μονάδας με τον παραγωγικό περιβάλλοντα χώρο. 
Εκτός  από  την  σελίδα  (Α1)  όπου  αναφέρονται  τοπογραφικά  και 
περιβαλλοντικά    στοιχεία,  στο  πρώτο  τμήμα  του  δελτίου  (Α),  ανήκει  και  η 
δεύτερη  σελίδα  (Α2)  όπου  υπαρχουν  τα  στοιχεία  που  σχετίζονται  με  την 
ποσότητα,  το  είδος  και  τη  χρονολόγηση  των  αρχαιολογικών  επιφανειακών 
ευρημάτων ανά μετρήσιμη μονάδα. 
Στη σελίδα Α2 του δελτίου καταγραφής συμπεριλαμβάνονται τα εξής: 
Καταρχήν  αποφασίστηκε,  παρότι  για  κάθε  ερευνητή  το  μέτρο  μεγέθους 
μπορεί να είναι διαφορετικό, τα επιφανειακά ευρήματα να χωρίζονται ποσοτικά 
σε  τέσσερις  υποκατηγορίες  ‐Άφθονα,  Αρκετά,  Λίγα,  Ένα‐  ανάλογα  με  το  μέσο 
αριθμό  αντικειμένων  ανά  αυστηρά  οριοθετημένη  μετρήσιμη  μονάδα 
(250μ.x250μ.)  σύμφωνα  με  τις  ποσότητες  που  θα  αναφερθούν  παρακάτω,  τις 
οποίες ως ένα βαθμό προσδιόρισε δειγματοληπτική έρευνα που διεξήγαγα πριν 
καταρτιστεί  αυτή  η  φόρμα  (Αndreou  and  Kotsakis  1995,  Bintliff  and  Snodgrass 
1985:130, Cherry et al. 1988:164). 
Επιπλέον,  παρότι  η  επιφανειακή  αναγνώριση  μιας  ποικιλίας  υλικών 
καταλοίπων  δεν  είναι  απόλυτα  βάσιμη  μέθοδος  για  να  διαπιστώσει  κανείς  το 
χαρακτήρα  της  παρουσίας  του  ανθρώπου  σε  μια  περιοχή,  θεωρήθηκε  ότι 
χωρίζοντας  το  σύνολο  των  πιθανών  κινητών  κι  ακίνητων  ευρημάτων  σε  πολύ 
συγκεκριμένες  ομάδες  κατά  είδος  θα  μπορούσε  κανείς,  διερευνώντας  τη 
συνολική διασπορά πολιτισμικού υλικού στα όρια μιας περιοχής, να προσεγγίσει 
ασφαλέστερα και να χαρακτηρίσει με μεγαλύτερη βεβαιότητα τους ευδιάκριτους 
και  δυνητικά  ερμηνεύσιμους  χώρους  πολιτισμικού  υλικού  (θέση)  ή  ακόμα  τους 
πιθανά  ερμηνεύσιμους,  αλλά  όχι  ευδιάκριτους  στο  χώρο,  τόπους  πολιτισμικού 
υλικού (μη θέση).  
Με  βάση  αυτή  τη  λογική,  χωρίστηκε  το  σύνολο  των  κινητών  κι  ακίνητων 
ευρημάτων κατά είδος στις εξής ομάδες:   
Σταθερές κατασκευές, στις οποίες θα συμπεριλαμβάνονται κτίσματα κάθε 
είδους  και  θα  θεωρούνται  Άφθονες,  εφόσον  συναντώνται  τουλάχιστον  10  
σταθερές  κατασκευές  ανά  αυστηρά  οριοθετημένη  μετρήσιμη  μονάδα  (250μ.x 
250μ.),  Αρκετές,  αν  υπάρχουν  τουλάχιστον  6,  Λίγες,  εφόσον  εντοπίζονται 

80
τουλάχιστον  3,  ενώ αν επισημαίνονται λιγότερες ακόμα σταθερές κατασκευές, 
τότε θα κατατάσσονται στην κατηγορία Ένα.  
Δομικά υλικά, τα οποία διαχωρίζονται σε πήλινα και λίθινα, αποφάσισα να 
θεωρούνται  Άφθονα,  εφόσον  απαντώνται  περισσότερα  από  100  ανά  αυστηρά 
οριοθετημένη  μετρήσιμη  μονάδα  (250μ.x250μ.),  Αρκετά,  αν  απαντώνται 
τουλάχιστον 60 και Λίγα, εφόσον υπάρχουν τουλάχιστον 30.  
Κεραμική, η οποία θεωρήθηκε σωστό να διαχωριστεί σε χαρακτηριστική για 
τα  όστρακα  που  λόγω  της  αρχικής  θέσης  τους  στο  αγγείο  ή  λόγω  της 
διακόσμησής  τους  μπορούσαν  να  δώσουν  πληροφορίες  χρονολόγησης  και 
χρήσης του και σε μη χαρακτηριστική για τα όστρακα που ανήκαν σε σημεία του 
αγγείου  τα  οποία  υπολείπονται  πληροφοριών  σε  σχέση  με  τα  πρώτα.  Στην 
αρχική  φάση  των  ερευνών  είχαν  δημιουργηθεί  κάποιες  ακόμα  κατηγορίες  στις 
οποίες  θα  καταγράφονταν  κάποιες  ακόμα  παρατηρήσεις,  αλλά  τελικά 
καταργήθηκαν  γιατί  ο  χρόνος  που  δαπανούνταν  για  να  ολοκληρωθεί  η 
καταγραφή  των  επιπλέον  στοιχείων  απέβαινε  εις  βάρος  του  τελικού 
αποτελέσματος και έτσι προτιμήθηκε να μετριαστούν οι βλέψεις της έρευνας. Οι 
κατηγορίες της κεραμικής οι οποίες είχαν αρχικά δημιουργηθεί, αλλά τελικά δε 
συμπεριλήφθηκαν  ήταν:  χειροποίητη  /  τροχήλατη  /  απροσδιόριστη  ανάλογα  με 
τον  τρόπο  κατασκευής  της  κεραμικής  και  την  κατάσταση  επιφανείας  της,  σε 
καλή / μέτρια / κακή, ανάλογα με τις φθορές που είχε υποστεί και οι οποίες θα 
μπορούσαν να αποτελούν ένα δείκτη της απομάκρυνσης των οστράκων από τον 
αρχικό τόπο απόθεσής τους. Επίσης, είχε διαχωριστεί η κεραμική σύμφωνα με το 
πάχος  των  τοιχωμάτων  της  σε  χοντρή  /  μεσαία  /  λεπτή  γιατί  μπορούσε  η  κάθε 
μια να δώσει διαφορετικές πληροφορίες για το χαρακτήρα των δραστηριοτήτων 
που  είχαν  αναπτυχθεί.  Οι  παραπάνω  κατηγορίες  κεραμικής  θα 
αντιμετωπίζονταν συνολικά ως μία ποσότητα οστράκων γιατί άλλωστε το κάθε 
όστρακο  ενέπιπτε  σε  όλες  τις  κατηγορίες.  Παρόλα  αυτά,  τελικά  δε 
συμπεριλήφθηκαν  οι  συγκεκριμένες  κατηγορίες  παρατήρησης  και  καταγραφής 
της  κεραμικής.  Όσον  αφορά  την  ποσοτική  ταξινόμησή  τους  αποφασίστηκε  τα 
κεραμικά  ευρήματα  να  θεωρούνται  Άφθονα,  εφόσον  καταμετρούνταν 
περισσότερα  από  250  ανά  αυστηρά  οριοθετημένη  μετρήσιμη  μονάδα 
(250μ.x250μ.),  Αρκετά,  εφόσον  τα  όστρακα  ήταν  τουλάχιστον  150,  Λίγα,  αν  τα 
όστρακα ήταν τουλάχιστον 75 και Ένα για μικρότερο ακόμα αριθμό οστράκων.      
   Άλλα Τεχνουργήματα, τα οποία  διακρίθηκαν σε πήλινα  (π.χ. σφονδύλια, 
κομβία),  λίθινα  αποκρουσμένα  (π.χ.  λεπίδες,  ξέστρα),  λίθινα  λειασμένα  (π.χ. 
μυλόπετρες,  τριπτήρες),  οστέινα  (π.χ.  οπείς,  επίθετα  πλακίδια)  μεταλλικά  (π.χ. 
νομίσματα,  βλήματα)  και  γυάλινα  (π.χ.  κοσμήματα,  αγγεία).  Όπως  στην 
κεραμική  έτσι  και  σε  αυτή  την  περίπτωση  αντιμετωπίζονταν  ξεχωριστά  μεν  η 
κάθε  κατηγορία,  όμως  τελικά  αυτό  που  ενδιέφερε  ήταν  το  συνολικό  άθροισμα 
όλων  των  παραπάνω  κατηγοριών  τεχνουργημάτων,  καθώς  στη  συγκεκριμένη 

81
φάση  διερευνούνταν  κατανομές  καταλοίπων  που  θα  υποδείκνυαν  τόπους  για 
λεπτομερέστερη  προσέγγιση.  Θεωρήθηκε  ότι  τα  τεχνουργήματα  θα 
κατατάσσονταν στα Άφθονα αν ξεπερνούσαν τα 30 ανά αυστηρά οριοθετημένη 
μετρήσιμη  μονάδα  (250μ.x250μ.),  Αρκετά,  εφόσον  τα  τεχνουργήματα  ήταν 
τουλάχιστον  18,  Λίγα,  αν  ήταν  τουλάχιστον  9  και  Ένα  για  μικρότερο  ακόμα 
αριθμό τεχνουργημάτων. 
Διατροφικά  Κατάλοιπα.  Αυτή  ήταν  μια  ομάδα  για  την  οποία  υπήρξε 
προβληματισμός  αν  θα  έπρεπε  να  συμπεριληφθεί  καθώς  δεν  ήταν  βέβαιο  πώς 
θα  διαχωρίζονταν  τα  σύγχρονα  οστά  και  όστρεα,  τα  οποία  θα  συναντούνταν, 
από  τα  αρχαία.  Παρόλα  αυτά,  τελικά  αποφασίστηκε  να  λαμβάνονται  υπόψη 
κατά  περίπτωση  και  να  τα  θεωρούνται  Άφθονα  αν  τα  οστά  και  τα  όστρεα,  τα 
οποία  συνυπολογίζονταν,  ξεπερνούσαν  τα  50  ανά  αυστηρά  οριοθετημένη 
μετρήσιμη μονάδα (250μ.x250μ.), Αρκετά, εφόσον ήταν τουλάχιστον 30, Λίγα, αν 
ήταν τουλάχιστον 15 και Ένα για μικρότερο ακόμα αριθμό οστών και οστρέων. 
Επεμβάσεις. Σε αυτή την ομάδα εντάσσονται οποιεσδήποτε επεμβάσεις του 
ανθρώπου  στην  επιφάνεια  της  Σιθωνίας  ‐στην  πέτρα  (λαξεύματα)  ή  στο  χώμα 
(διαμόρφωση  του  εδάφους)‐  με  μόνιμο  χαρακτήρα.  Αναλυτικότερα,  επεμβάσεις 
στην  πέτρα  με  μόνιμο  χαρακτήρα  μπορεί  να  αποτελούν  τα  λατομεία,  οι  ληνοί, 
διάφορες  κοιλότητες,  τα  βραχογραφήματα  ‐εικόνες  ή  γράμματα‐  κ.τ.λ.,  ενώ 
επεμβάσεις  στο  χώμα  μπορεί  να  είναι  οι  δρόμοι,  τα  μονοπάτια,  τα  χωράφια,  οι 
τάφροι, τα καμίνια, τα αλώνια κ.τ.λ. Προκειται για μια ομάδα που συγκροτείται 
από  πολλές  διαφορετικές  μορφές  ανθρώπινης  δραστηριότητας  αποτυπωμένης 
με  έναν  εμφανή  τρόπο  στις  σκληρές  επιφάνειες  των  ριζιμιών  βράχων  και  στο 
έδαφος.  Αυτές  οι  επεμβάσεις  έχουν  διαφορετικό  μέγεθος  αναμεταξύ  τους, 
γεγονός  που  σχετίζεται  με  τη  δαπάνη  χρόνου  κι  ενέργειας  που  απαιτεί  η  κάθε 
μία,  αλλά  εξυπηρετούν  και  διαφορετικές  ανάγκες.  Έτσι  ίσως  είναι  κάπως 
παράδοξο  να  εντάσσονται  σε  μια  κατηγορία  και  να  αντιμετωπίζονται  ως 
ισόποσες  μονάδες  όλων  των  ειδών  οι  ανθρώπινες  επεμβάσεις,  αλλά  μια 
λεπτομερέστερη  καταγραφή  δεν  θα  εξυπηρετούσε  τους  στόχους  της 
προσπάθειας  κατανόησης  του  τρόπου  που  κατανέμονται  τα  αποδεικτικά 
στοιχεία  δραστηριοποίησης  των  ανθρώπων,  ενώ  ταυτόχρονα  θα  καθιστούσε  τη 
συγκεκριμένη  φόρμα  πιο  δύσχρηστη.  Με  αυτές  τις  σκέψεις  αποφασίστηκε  να 
αντιμετωπίζονται  συγκεντρωτικά  οι  ανθρώπινες  επεμβάσεις  οποιουδήποτε 
χαρακτήρα  στην  πέτρα  και  στο  χώμα  και  να  θεωρούνται  Άφθονες,  αν 
ξεπερνούσαν τις 10 ανά αυστηρά οριοθετημένη μετρήσιμη μονάδα (250μ.x250μ.), 
Αρκετές, εφόσον ήταν τουλάχιστον 6, Λίγες, αν ήταν τουλάχιστον 3. 
Άλλο.  Επειδή  υπήρχε  η  πιθανότητα  κάποιο  εύρημα  από  αυτά  που  θα 
εντοπίζονταν να μην εντάσσεται σε καμία από τις παραπάνω ομάδες στοιχείων, 
αποφασίστηκε να δημιουργηθεί και η συγκεκριμένη κατηγορία, της οποίας όμως 

82
η ποσοτική αξία θα προσδιοριζόταν από την αίσθηση που θα δημιουργούσε κάθε 
ξεχωριστή περίπτωση. 
Για  να  αποκτήσει  ιστορικό  νόημα  το  σύνολο  των  στοιχείων  που 
αποφασίστηκε  να  απαρτίζουν  τις  ομάδες,  οι  οποίες  μέσα  από  την  ποσοτική 
προσέγγισή τους θα υποδείκνυαν τους τόπους που χρειάζονται λεπτομερέστερη 
διερεύνηση,  ήταν  απαραίτητο  να  εντάχθούν  χρονολογικά  σε  κάποια  περίοδο. 
Επειδή  όμως  στο  συγκεκριμένο  στάδιο  της  έρευνας  μια  γενική  χρονική 
ταξινόμιση  κρίθηκε  ικανοποιητική,  παρότι  στη  φόρμα  καταγραφής  υπήρχαν 
αρκετές  μικροπερίοδοι  εποχές,  θεωρήθηκε  ικανοποιητική  η  κατάταξη  των 
ευρημάτων στις εποχές της Προϊστορίας για το διάστημα από τα Παλαιολιθικά 
χρόνια  μέχρι  το  τέλος  της  Πρώιμης  Εποχής  Σιδήρου,  της  Αρχαιότητας  για  το 
διάστημα από τα Αρχαϊκά χρόνια  μέχρι το τέλος της Ρωμαϊκής εποχής και των 
Βυζαντινών‐Νεότερων  Χρόνων  για  το  διάστημα  από  τα  Παλαιοχριστιανικά 
χρόνια  μέχρι  την  έλευση  των  Μικρασιατών  προσφύγων.  Αυτό  βέβαια  δε 
σημαίνει  ότι  αν  ήταν  εφικτό  δεν  τοποθετούνταν  χρονικά  τα  ευρήματα  στις 
λεπτομερέστερες    περιόδους  της  Κατώτερης,  Μέσης  και  Ανώτερης 
Παλαιολιθικής,  της  Μεσολιθικής,  της  Αρχαιότερης,  Μέσης  και  Νεότερης 
Νεολιθικής,  της  Πρώιμης,  Μέσης  και  Ύστερης  Εποχής  Χαλκού,  της  Πρώιμης 
Εποχής  Σιδήρου,  των  Αρχαϊκών,  Κλασικών,  Ελληνιστικών,  Ρωμαϊκών  και 
Παλαιοχριστιανικών  Χρόνων,  της  Βυζαντινής  Εποχής  και  της  εποχής  των 
Οθωμανικών Χρόνων και του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. 
Μέσα  από  την  καταγραφή  των  στοιχείων  στο  τμήμα  Α2  του  δελτίου 
δημιουργούνταν  ένας  χάρτης  κατανομών  που  αποτυπωνόταν  σε  ένα 
τοπογραφικό  σκαρίφημα  και  επέτρεπε  πια  την  επιλογή  και  επαναδιερεύνηση 
των  αυστηρά  οριοθετημένων  μετρήσιμων  μονάδων  (250μ.  x250μ.),  οι  οποίες 
εμπεριείχαν  ανθρωπογενή  κατάλοιπα  έστω  και  της  κατηγορίας  Ένα.  Βέβαια 
επειδή  πολλές  φορές  κατά  τη  διάρκεια  του  συστηματικού  βαδίσματος  γινόταν 
αμέσως  αντιληπτό  ποια  τμήματα  της  αυστηρά  οριοθετημένης  μετρήσιμης 
μονάδας  (250μ.x250μ.)  απαιτούσαν  ακόμα  εντατικότερη  διερεύνηση,  δεν 
ξαναβαδίζονταν  οι  διάδρομοι  που  δεν  είχε  εντοπιστεί  τίποτα,  αλλά  μόνο  τα 
σημεία  εκείνα  στα  οποία  είχαν  καταμετρηθεί  ευρήματα.  Αυτή  ήταν  μια 
δυνατότητα  που  είχε  η  συγκεκριμένη  έρευνα  αφού  διεξεγόταν  μόνο  από  έναν 
ερευνητή κι έτσι μπορούσε να δημιουργείται συνεχώς μια πολύ καλή εικόνα των 
κατανομών των ευρημάτων. Αυτός είναι κι ο  λόγος για τον οποίο μπορούσε να 
υπάρχει  μια  σχετική  βεβαιότητα  για  τη  διασπορά  των  καταλοίπων  που 
εντοπίζονταν κατά τη διάρκεια των εκτεταμένων ερευνών που είχαν προηγηθεί 
και  για  τις  οποίες  είχε  χρησιμοποιηθεί  το  ίδιο  δελτίο,  αλλά  χωρίς  αυτό  να 
σχετίζεται  με  μια  αυστηρά  οριοθετημένη  μετρήσιμη  μονάδα  (250μ.x250μ.). 
Πάντως  τόσο  κατά  την  εκτατική  όσο  και  κατά  την  εντατική  επισκόπηση,  δεν 
ήταν λίγες οι φορές που επανεξετάζονταν με το τμήμα Β του δελτίου τα σημεία 

83
όπου είχε παρατηρηθεί κάποια διακριτή συγκέντρωση ευρημάτων, αμέσως μετά 
το πέρας της διερεύνησης που αντιστοιχεί στο τμήμα Α του δελτίου.        
Όσον  αφορά  στο  δεύτερο  τμήμα  (Β)  του  δελτίου,  χαρακτηρίζεται  κι  αυτό 
από μια διμερή διάταξη, όπου στην πρώτη σελίδα (Β1) παρουσιάζονται πάλι, σε 
μικροεπίπεδο  όμως  (μετρήσιμη  μονάδα  50μ.x50μ.),  οι  ομάδες  αντικειμένων  της 
δεύτερης  σελίδας  (Α2)  του  πρώτου  τμήματος  (Α)  του  δελτίου,  ενώ  στη  δεύτερη 
σελίδα  (Β2)  αναφέρονται  στοιχεία  που  έχουν  σχέση  με  χαρακτηριστικά  της 
θέσης. 
Συγκεκριμένα,  όπως  έχει  αναφερθεί  και  στο  κεφάλαιο  σχετικά  με  τη 
μέθοδο  που  εφαρμόστηκε,  περιοχές  με  ασυνήθιστα  υψηλή  συγκέντρωση 
ευρημάτων  ορίζονταν  προσωρινά  ως  χώροι  ενδιαφέροντος  και  στη  συνέχεια 
χωρίζονταν  σε  διαδρομές  μήκους  50  μέτρων  κάθε  5  μέτρα  και  ακολουθούσε 
συστηματικότερη  καταγραφή  των  κινητών  ευρημάτων  στο  δεύτερο  τμήμα  (Β) 
του  δελτίου  ώστε  να  χαρακτηριστεί  ως  θέση.  Για  την  ερμηνεία  των 
συγκεντρώσεων ευρημάτων (θέσεων ενδιαφέροντος), λαμβάνονταν υπόψη τόσο 
η    ποσότητα  όσο  και  η    ποιότητα  των  ευρημάτων  εντός  θέσης,  αλλά  και  οι 
συχνότητες ευρημάτων εκτός θέσης. 
Αναλυτικότερα, στη σελίδα Β1 τα επιφανειακά ευρήματα πάλι χωρίζονται 
ποσοτικά σε τέσσερις υποκατηγορίες ‐Άφθονα, Αρκετά, Λίγα, Ένα‐ ανάλογα με 
το  μέσο  αριθμό  αντικειμένων  μόνο  που  τώρα  η  αυστηρά  οριοθετημένη 
μετρήσιμη μονάδα έχει διαστάσεις 50μ.x50μ. Επιπλέον, οι ποσότητες τώρα είναι 
εύλογα διαφορετικές. 
Όσον  αφορά  στις  Σταθερές  κατασκευές  αποφασίστηκε  στη  συγκεκριμένη 
περίπτωση  να  θεωρούνται  Άφθονες,  εφόσον  συναντώνται  τουλάχιστον  4    ανά 
αυστηρά  οριοθετημένη  μετρήσιμη  μονάδα  (50μ.x50μ.),  Αρκετές,  αν  υπάρχουν  3, 
Λίγες, εφόσον εντοπίζονται 2, ενώ, αν επισημαίνεται μία τότε θα κατατάσσεται 
στην κατηγορία Ένα. 
Τα  Δομικά  υλικά  αποφασίστηκε  να  θεωρούνται  Άφθονα,  εφόσον 
απαντώνται περισσότερα από 60 ανά αυστηρά οριοθετημένη μετρήσιμη μονάδα 
(50μ.x50μ.), Αρκετά, αν απαντώνται τουλάχιστον 40 και Λίγα, εφόσον υπάρχουν 
τουλάχιστον 20.  
‘Οσον  αφορά  στην  Κεραμική,  αποφασίστηκε  τα  κεραμικά  ευρήματα  να 
θεωρούνται  Άφθονα,  εφόσον  καταμετρούνταν  περισσότερα  από  100  ανά 
αυστηρά  οριοθετημένη  μετρήσιμη  μονάδα  (50μ.x50μ.),  Αρκετά,  εφόσον  τα 
όστρακα  ήταν  τουλάχιστον  60,  Λίγα,  αν  τα  όστρακα  ήταν  τουλάχιστον  30  και 
Ένα για μικρότερο ακόμα αριθμό οστράκων.      
   Θεωρήθηκε  ότι  τα  Τεχνουργήματα  θα  κατατάσσονταν  στα  Άφθονα  αν 
ξεπερνούσαν  τα  15  ανά  αυστηρά  οριοθετημένη  μετρήσιμη  μονάδα  (50μ.  x50μ.), 

84
Αρκετά,  εφόσον  τα  τεχνουργήματα  ήταν  τουλάχιστον  10,  Λίγα,  αν  ήταν 
τουλάχιστον 5 και Ένα για μικρότερο ακόμα αριθμό τεχνουργημάτων. 
Τα  Διατροφικά  Κατάλοιπα  αποφασίστηκε  να  θεωρούνται  Άφθονα  αν  τα 
οστά  και  τα  όστρεα,  τα  οποία  συνυπολογίζονταν,  ξεπερνούσαν  τα  25  ανά 
αυστηρά  οριοθετημένη  μετρήσιμη  μονάδα  (50μ.x50μ.),  Αρκετά,  εφόσον  ήταν 
τουλάχιστον  15,  Λίγα,  αν  ήταν  τουλάχιστον  8  και  Ένα  για  μικρότερο  ακόμα 
αριθμό οστών και οστρέων. 
Σε  σχέση  με  τις  οποιεσδήποτε  Επεμβάσεις  αποφασίστηκε  ότι  δεν  θα 
αντιμετωπίζονταν  ποσοτικά  στην  συγκεκριμένη  φάση,  αλλά  ότι  κάθε  διακριτή 
επέμβαση  αποτυπωμένη  στις  σκληρές  επιφάνειες  των  βράχων  ή  στο  χώμα  θα 
προσδιοριζόταν  ως  θέση.  Εξαίρεση  αποτέλεσαν  οι  δρόμοι  και  τα  μονοπάτια 
γιατί,  αν  δεν  αποτελούσαν  απλά  τμήματα  δρόμων  ώστε  να  είναι  δυνατός  ο 
χωροθετικός  προσδιορισμός  τους  με  βάση  τις  συντεταγμένες  ενός  σημείου, 
αποτυπώνονταν  επάνω  στο  χάρτη  και  καταγράφονταν  στα  δελτία  χωρίς  να 
σημειώνονται ως θέσεις.  
Όπως  στο  τμήμα  Α2  του  δελτίου,  έτσι  και  στην  προκειμένη  φάση  η 
κατηγορία  Άλλο κρίθηκε ότι θα αντιμετωπιζόταν ως θέση κατά το δοκούν. Μια 
χαρακτηριστική  περίπτωση  αποτελούν  οι  μεγαλιθικές  ανθρωπόμορφες  στήλες 
οι  οποίες,  αφού  κρίθηκε  ότι  δεν  μπορούσαν  να  ενταχθούν  στις  παραπάνω 
ομάδες,  κατηγοριοποιήθηκαν  στην  συγκεκριμένη  ομάδα  και  χαρακτηρίστηκαν 
ως θέση.  
Ακόμα, στο προκείμενο στάδιο της έρευνας,  καταβλήθηκε  προσπάθεια  να 
καταταχθούν  τα  ευρήματα  σε  ακόμα  πιο  ολιγόχρονες  περιόδους  και  όχι  στις 
πολύ  γενικές  εποχές  της  Προϊστορίας,  της  Αρχαιότητας  και  των  Βυζαντινών‐
Νεότερων Χρόνων, όπως συνέβαινε στη σελίδα Α2 του δελτίου. 
Μέσα  από  την  λεπτομερέστερη  προσέγγιση  των  στοιχείων  στο  τμήμα  Β1 
του δελτίου κι αφού λαμβάνονταν υπόψη τόσο η ποσότητα όσο και η  ποιότητα 
των  ευρημάτων,  δημιουργούνταν  ξανά  ένας  χάρτης  κατανομών  που  έδινε  τη 
βεβαιότητα  πια  να  χαρακτηριστούν  ως  θέσεις  διάφορες  συγκεντρώσεις 
ευρημάτων ενώ επέτρεπε κάποιες άλλες να απορριφθούν. 
Οι θέσεις αποτελούσαν το αντικείμενο μελέτης της Β2 σελίδας του δελτίου 
όπου  καταγράφονταν  διάφορα  χωροθετικά  στοιχεία  τους,  η  ερμηνεία  της  κάθε 
θέσης και, αν ανήκαν στην προϊστορική περίοδο, κάποια χαρακτηριστικά τους. 
Αναλυτικότερα,  στη  σελίδα  Β2  αρχικά  σημειώνεται  η  ημερομηνία 
διεξαγωγής  της  έρευνας  και  η  δειγματοληπτική  τεχνική  που  χρησιμοποιήθηκε 
για τη διερεύνησή της, δηλαδή αν πραγματοποιήθηκε εκτατική μέθοδος έρευνας 
με χαλαρά όρια των μονάδων καταγραφής ή εντατική με αυστηρά καθορισμένα 
όρια των μονάδων καταγραφής.  

85
Στη  συνέχεια  αναφέρεται  ο  κωδικός  αριθμός  της  θέσης  που  της  δίνεται 
κατά την εξέλιξη της έρευνας, αν είναι δυνατόν το μικροτοπωνύμιό της, καθώς 
και  οι  συντεταγμένες  της.  Υπάρχει  επίσης  ο  κωδικός  της  μονάδας  καταγραφής 
στην  οποία  εντάσσεται  η  θέση.  Μέσα  απο  το  τελευταίο  γίνονται  αντιληπτές  οι 
διάφορες  φυσικοί  παράμετροι  του  περιβάλλοντος  όπως  καταγράφηκαν  στη 
σελίδα Α1 του δελτίου. Ακολουθεί ένα κενό τετράγωνο πλαίσιο όπου σχεδιάζεται 
τοπογραφικό σκαρίφημα της θέσης. 
Μετά  απο  αυτά  γίνεται  μια  προσπάθεια  ερμηνείας  της  λειτουργίας  της 
θέσης  και  ένταξής  της  στην  ομάδα  της  οικολογίας  των  οικισμών,  όπου  έχει 
μεγαλύτερη  σημασία  ο  οικονομικός  ρόλος  των  θέσεων,  ή  ένταξής  της  στα 
τελετουργικά  τοπία,  όπου  βαρύνουσα  σημασία  έχει  το  πεδίο  της  ιδεολογίας.  Σε 
σχέση  με  την  ερμηνεία  της  θέσης  υπάρχει  μια  μεγάλη  ποικιλία  επιλογών  τόσο 
από  την  ομάδα  της  οικολογίας  των  οικισμών,  όσο  και  από  την  ομάδα  των 
τελετουργικών  τοπίων,  οι  οποίες  προέκυψαν  από  την  εμπειρία  των 
προηγηθεισών περιηγήσεων στη Σιθωνία, καθώς και από βιβλιογραφική μελέτη. 
Οι κατηγορίες θέσεων της οικολογίας των οικισμών σύμφωνα με τη  λειτουργία 
τους, που θεωρήθηκε ότι θα αποτελούν τις πιο πολυσύχναστες στη Σιθωνία και 
γι’ αυτό συμπεριλήφθηκαν στο δελτίο καταγραφής, είναι οι: «μόνιμος οικισμός», 
«προσωρινός  οικισμός»,  «κατασκήνωση»,  «καλύβα»,  «βραχοσκεπή»,  «πύργος», 
«βίγλα»,  «νερόμυλος»,  «ανεμόμυλος»,  «ασβεστοκάμινο»,  «καρβουνοκάμινο», 
«φούρνος»,  «κεραμικός  κλίβανος»,  «μεταλλευτικός  κλίβανος»,  «μαντρί», 
«μάντρα»,  «στάβλος»,  «ποτίστρα»,  «πηγάδι»,  «βρύση»,  «δεξαμενή»,  «αγωγός», 
«φράγμα»,  «χωράφι»,  «άνδηρο»,  «αλώνι»,  «ληνός»,  «τριβείο»,  «εργαστήριο 
κατεργασίας  λίθων»,  «λατομείο»,  «ορόσημο»,  «τάφρος»,  «τείχος»,  «μονοπάτι», 
«γέφυρα»  και  «λιμάνι».  Οι  κατηγορίες  θέσεων  της  ομάδας  των  τελετουργικών 
τοπίων  οι  οποίες  εντάχθηκαν  στο  δελτίο  καταγραφής  είναι  οι:  «εκκλησία», 
«ιερό»,  «νεκροταφείο»,  «τάφος»,  «στήλη»,  «βραχογράφημα».  Τόσο  όμως  στην 
κατηγορία  της  οικολογίας  των  οικισμών,  όσο  και  των  τελετουργικών  τοπίων 
συμπεριλήφθηκε  και  η  κατηγορία  «άλλο»  ώστε  να  προστίθενται  τυχόν  είδη 
θέσεων,  όπως  παραδείγματος  χάρη  το  «κυνηγετικό  κρυσφύγετο»  και  κάποιες 
ακόμα  οι  οποίες  θα  συναντούνταν  λιγότερο  συχνά  ή  και  καθόλου  κατά  τη 
συστηματική επιφανειακή έρευνα.   
Δίπλα  από  την    ερμηνεία  της  λειτουργίας  της  θέσης  σημειώνεται  η 
χρονολόγησή  της  όπως  προέκυψε  με  βεβαιότητα  στη  σελίδα  Β1  του  δελτίου  και 
αν  η  θέση  εντάσσεται  στην  προϊστορική  περίοδο  τότε  συμπληρώνονται  και  τα 
παρακάτω. 
Αν    η  θέση  λοιπόν  ανήκει  στην  προϊστορική  περίοδο  τότε  προσδιορίζεται 
και ο βαθμός ορατότητας της θέσης από κάποια απόσταση, καθώς και το πόσο 
εύκολα  είναι  προσβάσιμη.  Υπάρχουν  θέσεις,  οι  οποίες,  επειδή  έχουν  ελάχιστη 
υψομετρική  διαφορά  από  το  χώρο  στον  οποίο  εντάσσονται,  δεν  ξεχωρίζουν 

86
καθόλου στο τοπίο. Από την άλλη, κάποιες είτε λόγω του σημαντικού ύψους των 
επιχώσεών  τους,  είτε  λόγω  της  έδρασής  τους  πάνω  σε  λόφους,  ξεχωρίζουν 
ευκολότερα.  Τέλος,  υπάρχουν  κάποιες  άλλες,  οι  οποίες  έχουν  ιδρυθεί  πάνω  σε 
πολύ  έντονα  γεωμορφολογικά  στοιχεία  ή  έχουν  πολύ  υψηλή  σκόπιμη 
διαμόρφωση,  γεγονός  που  τις  καθιστά  εντελώς  περίοπτες.  Συνήθως  οι 
τελευταίες  είναι  και  πολύ  δυσκολότερα  προσεγγίσιμες  σε  σχέση  με  τις 
προηγούμενες, καθιστώντας τις ασφαλέστερες.  
Σε  ένα  επόμενο  στάδιο  προσέγγισης  των  θέσεων  θεωρήθηκε  ότι 
χρειαζόταν  να  ελεγχθεί,  αν  ανάμεσά  τους  αναπτύσσονται  τέτοιου  είδους 
σχέσεις,  ώστε  να  διαβλέψουμε  την  ύπαρξη  μιας,  τυπικής  έστω,  ιεραρχικής 
οργάνωσης. Σε κάποια υπόθεση εργασίας θα μπορούσε κανείς να οδηγηθεί από 
τη μελέτη εκείνων των τοπογραφικών στοιχείων, τα οποία αποτελούν προϊόντα 
της  πολιτισμικής  δραστηριότητας  των  προϊστορικών  ανθρώπων,  δηλαδή  της 
έκτασης του επιφανειακού υλικού και του ύψους των ορατών επιχώσεων. Αυτή η 
προσέγγιση  της  ιεραρχικής  διαβάθμισης  των  θέσεων  μέσω  της  ποσότητας  των 
υλικών  τους  καταλοίπων  έχει  σημασία  τόσο  για  θέσεις  της  οικολογίας  των 
οικισμών  όσο  και  των  τελετουργικών  τοπίων  αφού  αναδεικνύεται  ο 
κεντρικότερος ρόλος κάποιων από αυτές. 
Σε  σχέση  όμως  με  ένα  είδος  θέσης,  αυτού  της  εγκατάστασης, 
αποφασίστηκε  ότι  θα  είχε  ενδιαφέρον  να  παρατηρηθεί  ο  χαρακτήρας  και  ο 
τύπος της (Halstead 1984). Ως θέση εγκατάστασης αποφασίστηκε να θεωρούνται 
τόσο  οι  θέσεις  με  δείγματα  μόνιμης  εγκατάστασης,  όσο  και  οι  θέσεις  που 
κατοικήθηκαν  για  μικρό  χρονικό  διάστημα  αρκεί  να  χαρακτηρίζονται  από  τα 
στοιχεία  ενός  κοινωνικού  σχηματισμού  που  έχει  ως  στόχο  την 
αυτοσυντήρηση/επιβίωσή  του.  Απλά  προσπαθώντας  να  καθοριστεί  ο 
λειτουργικός ρόλος της κάθε εγκατάστασης στο πλαίσιο μιας ευρύτερης κοινώς 
αποδεκτής  στρατηγικής  επιβίωσης  (Gibbon  1984:221),  επιχειρούνταν  κατά 
περίπτωση  ήδη  νωρίτερα  στο  δελτίο,  να  διακριθούν  οι  εγκαταστάσεις  σε  αυτές 
με  πιο  μόνιμο  και  στις  άλλες  με  πιο  προσωρινό  χαρακτήρα  (Roberts  1996:21). 
Βέβαια,  κάθε  αρχαιολογική  θέση  αποτελεί  ένα  μοναδικό  σύνολο  πολιτισμικών 
καταλοίπων,  το  οποίο  έχει  άμεση  σχέση  με  την  εξωτερική  του  διαμόρφωση  και 
τη  λειτουργία  του  μέσα  στη  σύνθετη  οργάνωση  των  ανθρώπινων 
δραστηριοτήτων  στην  περιοχή.  Παρόλα  αυτά  επιλέχθηκε  οι  θέσεις 
εγκατάστασης για λόγους μελέτης να κατανεμηθούν στους εξής τύπους με βάση 
την  πανελλαδική  εμπειρία:  α)  τούμπα,  για  τους  ανθρωπογενείς  μαστοειδείς 
γηλόφους που αποτελούν προϊόν ανθρωπογενών επιχώσεων β) επίπεδη, για τις 
θέσεις  εγκατάστασης  των  οποίων  οι  επιχώσεις  δεν  τις  διαφοροποιούν  όσον 
αφορά  στο  ύψος  και  την  μορφολογία  από  την  περιοχή  στην  οποία  εδράζονται, 
άσχετα με το αν βρίσκονται σε μικρό ή μεγάλο υψόμετρο.  

87
Τέλος  συμπεριλήφθηκε  ένα  τμήμα  σχολίων  για  παρατηρήσεις  που  θα 
κρίνονταν  απαραίτητες  και  δεν  ενέπιπταν  στις  προαναφερθείσες  παραμέτρους 
του  δελτίου  καταγραφής,  καθώς  κι  ένα  τμήμα  φωτογραφιών  με  τον  αριθμό 
λήψης και το θέμα τους τόσο από γης, όσο κι από αέρος. 
Τα δελτία (Δελτίο Α1, Δελτίο Α2, Δελτίο Β1, Δελτίο Β2) που καταρτίστηκαν 
με βάση τα συγκεκριμένα ζητούμενα, αποτέλεσαν τον άξονα αναφοράς σε αυτή 
την  επιφανειακή  έρευνα  στη  Σιθωνία,  βοηθώντας  να  συστηματοποιηθούν  οι 
διάφορες παρατηρήσεις για να επιτευχθεί ο στόχος της εργασίας.  

88
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΩΝ ΔΕΛΤΙΩΝ ΚΑΤΑΓΡΑΦΗΣ 
Μέσα απο την επιφανειακή έρευνα της Σιθωνίας καταγράφηκαν ευρήματα 
και προέκυψαν αποτελέσματα που προσέφεραν μια νέα εικόνα της ανθρώπινης 
παρουσίας στη μεσαία χερσόνησο της Χαλκιδικής. Η εικόνα αυτή αντανακλά τις 
ποικίλες μορφές της διαχρονικής εγκατάστασης του  ανθρώπου στην περιοχή κι 
επειδή  δίνει  καινούρια  στοιχεία  για  όψεις  της  ανθρώπινης  δραστηριότητας  που 
δεν  είχαν  μέχρι  στιγμής  παρατηρηθεί  σε  καμιά  άλλη  περιοχή  του  ελλαδικού 
χώρου, θέτει πλήθος θεμάτων για μελλοντική έρευνα. 
Αναλυτικότερα,  η  συστηματική  επιφανειακή  έρευνα  της  Σιθωνίας  πέτυχε 
κατά τη διάρκεια των έξι χρόνων κοπιώδους πραγματοποίησής της να συλλέξει 
πληροφορίες  από  διάφορες  περιβαλλοντικές  ζώνες  καλύπτοντας  έκταση    40 
τ.χλμ.  που  αντιστοιχεί  στο  8,7%  της  υπό  έρευνα  περιοχής,  ποσοστό 
ικανοποιητικό καθώς το 10% των υπό έρευνα περιοχών θεωρείται αρκετά υψηλό 
για  την  εξαγωγή  συμπερασμάτων  (Haselgrove  1981:11).  Κατά  τη  διάρκεια  της 
συστηματικής  επιφανειακής  έρευνας  εξετάστηκαν  με  σχετική  έμφαση 
(εκτατικά) 24 τ. χλμ., ενώ ενδελεχώς (εντατικά) ερευνήθηκαν 16 τ. χλμ. (Χάρτης 
3Α, Χάρτης 3Β). 
Όσον  αφορά  στην  εντατικά  ερευνημένη  περιοχή,  οι  αυστηρά 
οριοθετημένες μονάδες 250 μ.x250 μ. οι οποίες δημιουργήθηκαν ανέρχονται στις  
256. Από αυτές, οι 247 είχαν έστω κι ένα εύρημα, ενώ μόνο σε 9 απουσίαζε κάθε 
ίχνος  ανθρώπινης  παρουσίας.  Η  σύγκριση  των  αποτελεσμάτων  της 
επιφανειακής  έρευνας  Σιθωνίας  με  επιφανειακές  έρευνες  σε  άλλες  περιοχές 
καθίσταται ιδιαίτερα δύσκολη, ίσως και αδύνατη, γιατί εκτός του αναμενόμενου 
προβλήματος των διαφορετικού μεγέθους μονάδων καταγραφής από έρευνα σε 
έρευνα, βρέθηκε αντιμέτωπη με μια επιπλέον ιδιαιτερότητα των ευρημάτων.  
Οι υπόλοιπες επιφανειακές έρευνες στηρίζουν τα συγκριτικά τους στοιχεία 
στο ποσοστό των οστράκων ανά μονάδα καταγραφής, όμως στην περίπτωση της 
Σιθωνίας τα κεραμικά δεν αποτελούσαν το πιο συχνό εύρημα ή αν εντοπίζονταν 
κεραμικά  σε  μεγάλους  αριθμούς,  τότε  αυτά  σχετίζονταν  με  μία  συγκεκριμένη 
θέση.  Από  την    έρευνα  της  Σιθωνίας  φάνηκε  ότι  σε  όποιο  σημείο  της 
καταγράφονταν  όστρακα,  αυτά,  μετά  μάλιστα  το  δεύτερο  περπάτημα  της 
περιοχής,  αποδεικνύονταν ότι ανήκαν είτε σε έναν σαφώς οριοθετημένο χώρο, 
είτε  αποτελούσαν  την  άλω  μιας  θέσης  που  ανάλογα  με  τη  γεωμορφολογική 
διαμόρφωση  του  χώρου  και  την  επίδραση  διάφορων  μετα‐αποθετικών 
παραγόντων  εκτεινόταν  μέχρι  και  ακτίνας  150  μέτρων  γύρω  από  αυτήν.  Η 
εικόνα  του  συνεχούς  χαλιού  διάσπαρτων  κεραμικών  θραυσμάτων  που 
χαρακτηρίζει περιοχές της Νότιας Ελλάδας, όχι απλώς δεν υπάρχει στη Σιθωνία, 
αλλά  σπάνια  συναντάται  όστρακο  που  να  μη  σχετίζεται  με  τον  έναν  ή  άλλο 
τρόπο  με  μια  θέση.    Μάλιστα,  σε  σχέση  με  τη  γενικότερη  παρουσία  οστράκων 
στη  Σιθωνία,  παρατηρήθηκε  ότι  αυτά  σχετίζονται  κυρίως  με  θέσεις  κατοίκησης 

89
σε περιοχές πεδινές ή με ομαλές κλίσεις και ότι η ποσότητά τους μέσα σε αυτές 
φαίνεται  να  έχει  σχέση  με  την  εποχή  στην  οποία  ανήκουν,  κυρίως  τη  Ρωμαϊκή 
και  δευτερευόντως  την  Οθωμανική.  Επειδή  όμως  οι  περισσότερες  θέσεις  δεν 
αποτελούν  εγκαταστάσεις,  αλλά  θέσεις  εξειδικευμένου,  κυρίως  οικονομικού, 
χαρακτήρα,  γι’  αυτό  και  η  τελική    παρουσία  οστράκων  στην  επιφάνεια  της 
Σιθωνίας  κρίνεται  πολύ  φτωχή  συγκρινόμενη  με  την  αντίστοιχη  εικόνα  από 
προγράμματα  επιφανειακών  ερευνών  της  Νότιας,  αλλά  και  Βόρειας  Ελλάδας 
(Alcock  et  al.  1994,  Jameson  et  al.  1994,  Bintliff  and  Snodgrass  1988b,  Cherry  et  al. 
1991, Andreou and Kotsakis 1999). 
Η  πολύ  μικρή  παρουσία  οστράκων  εκτός  θέσης,  φαίνεται  ότι  λειτουργεί 
παράλληλα και για τα υπόλοιπα κινητά ευρήματα στη Σιθωνία. Χαρακτηριστικό 
παράδειγμα  είναι  τα  απολεπισμένα  εργαλεία,  τα  οποία,  όπως  και  τα  κεραμικά 
θραύσματα,  συναντώνται  σε  μικρούς  αριθμούς  εκτός  θέσης.  Ξαφνιάζει 
εντούτοις  το  γεγονός  ότι  αυτές  οι  δύο  κατηγορίες  ευρημάτων  συναντώνται  σε 
περίπου ίδιο αριθμό εκτός θέσης. 
Τα  δεδομένα  των  σχεδόν  μηδενικών  συχνοτήτων  εκτός  θέσεων,  θα 
μπορούσαν  να  υποδηλώνουν  ότι  την  περιοχή  της  Σιθωνίας  χαρακτηρίζει  η 
γεωγραφικά ασυνεχής παρουσία της ανθρώπινης δραστηριότητας διαχρονικά, η 
οποία εστιαζόταν εντός των θέσεων, παρουσιάζοντας έτσι μία ιδιαίτερα χαμηλή 
ένταση στη χρήση του χώρου. Βέβαια το γενικευμένο αυτό συμπέρασμα θα ήταν 
ασφαλέστερο,  αν  συνδυαζόταν  με  μειωμένη  επίδραση  των  παραμορφωτικών 
παραγόντων και με αραιή παρουσία των θέσεων. Κάτι τέτοιο όμως δεν φαίνεται 
να ισχύει.  
Απεναντίας, στις εκτάσεις όπου σημειώθηκαν μηδενικές συχνότητες, αλλά 
και  στο  σύνολο  της  επιφάνειας  της  Σιθωνίας,  περιλαμβάνονται  περιοχές  με 
χαμηλή  ορατότητα,  που  είχαν  υποστεί  διάβρωση  και  καλύφθηκαν  από 
προσχώσεις  καθιστώντας  τον  προηγούμενο  συλλογισμό  αρκετά  επισφαλή. 
Πράγματι  στη  Σιθωνία,  η  πλούσια  βλάστησή  της,  ακόμα  και  στην  περίπτωση 
που  είναι  χαμηλή,  δυσχεραίνει  σε  μεγάλο  βαθμό  τον  εντοπισμό  μεμονωμένων 
ευρημάτων,  τα  οποία  μάλιστα  ίσως  να  έχουν  παρασυρθεί  από  μέσου  επιπέδου 
φαινόμενα διάβρωσης προς τη θάλασσα ή προς αλουβιακές πεδινές εκτάσεις και 
να  έχουν  προσχωθεί.  Αυτοί  οι  δύο  λόγοι,  δηλαδή  η  πυκνή  βλάστηση  της 
Σιθωνίας  και  τα  διαβρωτικά  επεισόδια,  ειδικά  σε  περιόδους  πυρκαγιών  που 
άφηναν  εκτεθειμένα  στα  καιρικά  φαινόμενα  τα  ελαφριά  εδάφη  με  τα  μικρού 
μεγέθους  ανθρωπογενή  κατάλοιπα,  ίσως  να  ευθύνονται  για  την  ανυπαρξία 
ευρημάτων  εκτός  θέσεων.  Από  την  άλλη  βέβαια  δημιουργεί  αμφιβολίες  για  τη 
λειτουργία  των  παραμορφωτικών  παραγόντων  το  ότι  βρίσκονται  έστω  και 
σποραδικά κάποια ευρήματα από όλες τις εποχές τα οποία ούτε τα  απέκρυψε η 
βλάστηση,  ούτε  τα  παρέσυρε  η  διάβρωση  ή  τα  σκέπασαν  οι  προσχώσεις  ώστε 
σήμερα να είναι «αόρατα».  

90
Επειδή  λοιπόν  δεν  είναι  δυνατό  να  προκύψει  ασφαλές  συμπέρασμα  για 
τους λόγους απουσίας επιφανειακών ευρημάτων εκτός θέσεων, θα ήταν χρήσιμο 
να  διερευνηθεί  αν  η  εικόνα  της  γεωγραφικά  ασυνεχούς  παρουσίας  της 
διαχρονικής ανθρώπινης δραστηριότητας και της ιδιαίτερα χαμηλής έντασης στη 
χρήση  του  χώρου  αντανακλάται  και  στον  αριθμό,  στο  είδος  και  στη  διασπορά 
των θέσεων. 
Μάλιστα, ο αριθμός των θέσεων ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο θα ήταν ένας 
πιο  αντικειμενικός  τρόπος  σύγκρισης  των  αποτελεσμάτων  της  επιφανειακής 
έρευνας  Σιθωνίας  με  τα  αποτελέσματα  αντίστοιχων  ερευνών  από  άλλες 
περιοχές. 
Πριν  προχωρήσουμε  παρόλα  αυτά  στην  ποσοτική  σύγκριση  του  αριθμού 
των  θέσεων  της  Σιθωνίας  με  αυτές  άλλων  περιοχών,  θα  ήταν  χρήσιμο  να 
διευκρινιστεί ξανά τι αποτελεί για την συγκεκριμένη έρευνα θέση. 
Όπως  έχει  ήδη  αναφερθεί,  ως  θέση  ενδιαφέροντος  αρχικά  αξιολογιόταν 
όποιαδήποτε  περιοχή  παρουσίαζε  ένταση  της  ανθρώπινης  δραστηριότητας, 
όπως  αυτή  αποτυπώνεται  στην  αυξημένη  παρουσία  ευρημάτων,  η  οποία  στη 
συνέχεια,  μετά  απο  συνεκτίμηση  της  ποιότητας  των  ευρημάτων,  αλλά  και 
γεωμορφολογικών  κριτηρίων,  οριζόταν  ως  θέση.  Παρόλα  αυτά  η  συγκεκριμένη 
μέθοδος ορισμού της θέσης δεν αποδείχθηκε απλός τρόπος. 
Παρότι και στις άλλες επιφανειακές έρευνες αυτός είναι περίπου  ο τρόπος 
προσδιορισμού  μιας  θέσης,  στη  Σιθωνία  η  περιορισμένη  παρουσία  οστράκων 
τόσο  εκτός  θέσεων  όσο  και  εντός  των  περισσοτέρων  θέσεων,  ανεξαρτήτως  αν 
επρόκειτο για εγκαταστάσεις ή άλλου τύπου θέσεις, δημιούργησε δυσκολία στη 
χρησιμοποίηση  του  αρκετά  αποκαλυπτικού  δείκτη  του  αριθμού  οστράκων  κατά 
μονάδα  μέτρησης,  όπως  συμβαίνει  σε  όλες  τις  υπόλοιπες  περιπτώσεις 
επιφανειακών  ερευνών.  Στη  Σιθωνία,  εκτός  των,  σχετικά  με  το  σύνολο  των 
θέσεων,  λίγων  συγκεντρώσεων  οστράκων  και  των  γεωμορφολογικών 
μορφωμάτων  όπως  είναι  οι  τούμπες  και  οι  τράπεζες  που  είναι  ευδιάκριτα  στο 
τοπίο, παρατηρήθηκε ότι στο μεγαλύτερο μέρος τους οι θέσεις αποκαλύπτονταν 
από  την  ύπαρξη  δομικών  υλικών  από  λίθο,  σταθερών  κατασκευών  και  μικρών 
ανθρωπογενών  διαμορφώσεων  του  εδάφους  οι  οποίες  με  πολύ  κόπο  και 
συσσωρευμένη  εμπειρία  εντοπίζονταν.  Πολλές  φορές  μάλιστα  ο  συνδυασμός 
διάφορων  φαινομενικά  ετερόκλητων  στοιχείων  αποκάλυπτε  το  χαρακτήρα  της 
θέσης. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι τα ακόλουθα:  
Το  ενδιαφέρον  προκάλεσε  στην  αρχή  η  θέση  1031  λόγω  της  αυξημένης 
παρουσίας  σύγχρονων  μεταλλικών  καψουλιών  απο  σφαίρες  καραμπίνας,  αλλά 
και  από  την  εύρεση  ανάμεσα  σε  αυτά  ενός  κάλυκα  σφαίρας  με  ημερομηνία 
κατασκευής  το  1886  και  δύο  πυριτολιθικών  εργαλείων  εκ  των  οποίων  το  ένα, 
μετά  από  προσεχτικότερη  μελέτη,  αποδείχτηκε  ότι  αποτελούσε  τον  «κόκκορα» 
(cokc  pit)  εκπυρσοκρότησης‐ανάφλεξης  όπλου  των  μέσων  της  Οθωμανικής 

91
περιόδου,  ενώ  το  άλλο  ήταν  μια  φολίδα  μη  χαρακτηριστικής  μορφολογίας  της 
προϊστορικής  εποχής.  Το  σύνολο  αυτών  των  αντικειμένων  βρισκόταν 
συγκεντρωμένο σε μια επιφάνεια 20 τετραγωνικών μέτρων στη μια πλευρά ενός 
βράχου,  από  τη  χαραμάδα  του  οποίου  μπορούσες  να  παρατηρείς  ένα  από  τα 
λίγα  φυσικά  περάσματα  του  ρέματος  Τσακμακόλακκος  όπου  κατέληγαν 
διάφορα μονοπάτια. Φαίνεται λοιπόν ότι ο συγκεκριμένος βράχος που σύμφωνα 
με  προφορικές  μαρτυρίες,  αλλά  και  με  βάση  τα  σύγχρονα  καψούλια  από  τις 
σφαίρες  είναι  κρυψώνα  (καρτέρι)  από  την  οποία  οι  κυνηγοί  πυροβολούν  τα 
διερχόμενα  αγριογούρουνα,  αποτελούσε  και  κατά  το  παρελθόν  μια  θέση 
κατόπτευσης  της  μετακίνησης  των  ζώων  ‐μάλλον  και  των  ανθρώπων‐  και 
θανάτωσής τους. 
Μια  άλλη  θέση  θηρευτικού  χαρακτήρα  της  οποίας  η  ύπαρξη,  αλλά  και  η 
ερμηνεία δεν είναι άμεσα εμφανής είναι η θέση 816. Τα μοναδικά ανθρωπογενή 
στοιχεία  που  βρέθηκαν  στο  συγκεκριμένο  χώρο  είναι  μια  λίθινη  αιχμή  βέλους 
της  προϊστορικής  εποχής  κι  ένα  μεγάλο  χειροποίητο  σιδερένιο  δόκανο  το  οποίο 
αποτελεί  κατασκεύασμα  της  θηρευτικής  τεχνολογίας  του  δεύτερου  μισού  του 
19ου  αιώνα  και  έχει  απαγορευτεί  η  χρήση  του  πριν  αρκετές  δεκαετίες.  Το  ίδιο 
επιβεβαίωσε αργότερα ηλικιωμένος κτηνοτρόφος‐κυνηγός της περιοχής που μου 
εμπιστεύθηκε (λόγω του ότι απαγορεύεται το κυνήγι σε αυτή την περιοχή) ότι το 
συγκεκριμένο  σημείο  είναι  από  τα  πιο  αγαπημένα  μέρη  ανάπαυσης  των 
αγριογούρουνων  της  Σιθωνίας  γιατί  στην  παρακείμενη  όχθη  μιας  στροφής  του 
ρέματος  Γαλανό  Νερό  δημιουργείται  λάκκος  με  λάσπη  μέσα  στον  οποίο 
δροσίζονται.  Δίπλα  μάλιστα  από  τον  λάκκο  υπάρχει  ένα  μεγάλο  πουρνάρι  με 
βαθιές  παράλληλες  αυλακώσεις  στο  κάτω  σημείο  του  κορμού  του  οι  οποίες 
δημιουργήθηκαν πριν πολλές δεκαετίες. Ο κυνηγός‐κτηνοτρόφος εξήγησε ότι οι 
βαθιές  παράλληλες  αυλακώσεις  στον  κορμό  του  αιωνόβιου  πουρναριού, 
δημιουργήθηκαν από το συνεχές ακόνισμα επάνω στον φλοιό του των μεγάλων 
δοντιών  του  ίδιου  αγριογούρουνου  που  σκότωσε  ο  πατέρας  του  στις  αρχές  του 
20ου αιώνα ορμώντας επάνω του και πνίγοντάς το με τα χέρια. Μετά τον πνιγμό 
του ζώου ο κυνηγός, που τα μπράτσα του έκτοτε μέχρι και το θάνατό του έφεραν 
βαθιές  ουλές  από  την  πάλη  με  το  αγριογούρουνο,  σφήνωσε  τα  δόντια  που  τον 
σημάδεψαν  στα  κλαδιά  του  δέντρου  όπου  το  αγριογούρουνο  δροσιζόταν 
αναπαυόμενο  και  τρόχιζε  τα  δόντια  του.  Όσο  μυθικά  κι  αν  ακούγονται  τα 
παραπάνω, δεν παύουν να αναδεικνύουν τη θηρευτική αξία του συγκεκριμένου 
τόπου διαχρονικά. 
Ένα  ακόμα  παράδειγμα  θέσης  της  οποίας  ο  χαρακτήρας  με  δυσκολία 
αποκαλύφθηκε  είναι  η  θέση  753.  Η  συγκεκριμένη  θέση  εντοπίζεται  στη 
μεσημβρινή  πλευρά  ενός  λόφου  και  αποτελείται  από  τα  θεμέλια  ενός  μικρού 
μονόχωρου κτίσματος και από τα υπολείμματα ενός φούρνου καθώς και από ένα 
σχετικά  αβαθές  πεταλόσχημο  αυλάκι  που  εσωκλείει  περιοχή  400τ.μ.  στην 

92
επιφάνεια  της  οποίας  βρίσκεται  ένα  λιθόστρωτο  8  τ.μ.  από  πλακαρές  πέτρες. 
Πρόκειται  για  μια  θέση  κτηνοτροφικού  χαρακτήρα,  όπως  επιβεβαιώθηκε 
αργότερα  και  από  την  εύρεση  ενός  ορειχάλκινου  χειροποίητου  κουδουνιού,  με 
τους χώρους διαμονής και παρασκευής της τροφής του κτηνοτρόφου  καθώς και 
τις  εγκαταστάσεις  φύλαξης  του  κοπαδιού.  Σε  σχέση  μάλιστα  με  το  δεύτερο,  το 
πεταλόσχημο αυλάκι περιέζωνε προστατευτικά το κατασκευασμένο από κλαδιά 
και  σίκαλη  μαντρί,  απομακρύνοντας  τα  νερά  της  βροχής  και  το  πλακόστρωτο 
προστάτευε  αποτελεσματικότερα  τα  νεογέννητα  κατσίκια  από  τη  χειμωνιάτικη 
παγωμένη υγρασία του εδάφους. 
 Μια  ακόμα  θέση  κτηνοτροφικού  χαρακτήρα  είναι  η  θέση  927.  Στη 
συγκεκριμένη  περίπτωση  είχε  παρατηρηθεί  ότι  σε  μια  ανοιχτή  έκταση  χωρίς 
άλλες  ενδείξεις  υπήρχαν  διασκορπισμένες  μεγάλες  πλακαρές  πέτρες  που 
έμοιαζαν  σα  μυλόπετρες  της  ύστερης  προϊστορίας  και  οι  γύρω  επίπεδες 
επιφάνειες  βράχων  ήταν  εξαιρετικά  λείες  με  μια  κύρτωση  προς  το  κέντρο  της 
λείας  επιφάνειας.  Ο  χαρακτήρας  της  θέσης  αποκαλύφθηκε  όταν  κτηνοτρόφος 
της περιοχής τοποθέτησε αλάτι στις πέτρες και τα βράχια  (αλαταριές) το οποίο 
έγλυφαν τα ζώα του κοπαδιού του όπως έκαναν, ίσως αιώνες πριν τα ζώα αυτού 
που  μετέφερε  τις  πλακαρές  πέτρες  στο  συγκεκριμένο  χώρο,  που  συνέχιζε  να 
χρησιμοποιείται  με  τον  ίδιο  ακριβώς  τρόπο  με  μειωνόμενο  όμως  σταδιακά  το 
πάχος  των  λίθων  και  των  βράχων  από  την  αλλεπάλληλη  λειαντική  δράση  
γλωσσών χιλιάδων κατσικιών. 
Άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα θέσης της οποίας η εύρεση δε στηρίζεται 
στα  κινητά  επιφανειακά  ευρήματα,  αλλά  στη  μικροδιαμόρφωση  του  εδάφους, 
είναι  η  θέση  857.  Αυτή  χαρακτηρίζεται  από  την  επιπέδωση  μιας  επιφάνειας  15 
τ.μ.  στην  πλαγιά  ενός  λόφου  δίπλα  από  ένα  ρέμα.  Η  προσεκτικότερη  εξέταση 
του  σημείου  αποκάλυψε  τμήμα  ενός  χαμηλού  άνδηρου  στην  εξωτερική  πλευρά 
του  κυκλικά  διαμορφωμένου  χώρου,  καθώς  και  υπολείμματα  από  κάρβουνα 
οδηγώντας  στο  συμπέρασμα  ότι  πρόκειται  για  ένα  καμίνι  κάρβουνου  που  είχε 
δημιουργηθεί  μέσα  στο  πυκνό  δάσος  και  δίπλα  στο  τρεχούμενο  νερό  για 
αποφυγή του κινδύνου πρόκλησης πυρκαγιάς πριν τη μεγάλη φωτιά των αρχών 
του 20ου αιώνα. 
Αντίστοιχη  λειτουργία  είχε  και  η  θέση  1009  η  οποία  όμως,  βρισκόμενη  σε 
πλάτωμα,  οριοθετούνταν  από  ένα  δακτύλιο  σφηνωμένων  στο  χώμα  λίθων,  στο 
εσωτερικό  τόξο  του  οποίου  εφαπτόταν  κάθετα  επιμήκης  ορθογώνια  κατασκευή 
μορφής κιβωτιόσχημου τάφου. Επειδή μάλιστα η συγκεκριμένη θέση είχε βρεθεί 
σε  περιοχή  με  τύμβους,  υπήρξε  προβληματισμός  μήπως  πρόκειται  για  ταφικό 
μνημείο.  Παρόλα  αυτά,  η  λεπτομερέστερη  παρατήρηση  του  εσωτερικού  της 
θέσης  έδειξε  ότι  μέσα  στο  χώμα  υπήρχαν  μικρά  κάρβουνα  συντείνοντας  στην 
ερμηνεία  της  ως  καρβουνοκάμινου.  Πληροφορίες  μάλιστα  απο  επαγγελματίες 
καρβουνάδες  της  ορεινής  Χαλκιδικής,  ενίσχυσαν  την  αίσθηση  ότι  η  ορθογώνια 

93
κατασκευή  στο  εσωτερικό  του  δακτυλίου,  ήταν  ένα  είδος  φούρνου  μέσα  στον 
οποίο  έψηναν  ολόκληρα  αιγοπρόβατα,  εκμεταλλευόμενοι  το  θερμό  περιβάλλον 
του  λοφίσκου  απο  σιγοκαιόμενα  ξύλα  Βούλγαροι  καρβουνάδες  πριν  τους 
Βαλκανικούς Πολέμους. 
Αυτά  είναι  λίγα  απο  τα  εκατοντάδες  παραδείγματα  του  τρόπου  εύρεσης 
θέσεων  οι  οποίες  δε  χαρακτηρίζονται  από  την  παρουσία  οστράκων  στην 
επιφάνειά  τους,  ούτε  επιδέχονται  προσεγγίσεις  με  βάση  την  ποσότητα 
ευρημάτων,  αλλά  απαιτούν  μια  λογική  στηριγμένη  σε  ποιοτικά  κριτήρια  ‐όχι 
απαραίτητα αμιγώς αρχαιολογικά‐ για τον εντοπισμό και ερμηνεία τους. Βέβαια 
θα  μπορούσε  να  ισχυριστεί  κανείς  ότι  οι  προαναφερθείσες  θέσεις  δεν  είναι 
οικισμοί  όπου  η  ποικιλία  και  η  ποσότητα  των  επιφανειακών  ευρημάτων  είναι 
μεγάλη,  αλλά  ότι  αποτελούν  θέσεις  ειδικών  δραστηριοτήτων,  οι  οποίες 
αντανακλώνται σε τοπικές συγκεντρώσεις χαμηλής πυκνότητας και συνδέονται 
με  περιοχές  όπου  η  ανθρώπινη  δραστηριότητα  δεν  είναι  τόσο  εντατική  και 
επαναλαμβανόμενη (Bintliff and Snodgrass 1988:507‐508, Thomas 1973:155‐176).  
Παρόλα  αυτά  και  οι  θέσεις  που  θεωρήθηκαν  θέσεις  κατοίκησης,  δεν 
χαρακτηρίζονται  από  τον  πλούτο  των  επιφανειακών  ευρημάτων  περιοχών  της 
Νότιας  Ελλάδας  όπου  το  όριο  που  έχει  υιοθετηθεί  για  τον  ορισμό  θέσεων  είναι 
των  30‐50  οστράκων  ανά  100  τ.  μ.  (Cherry  et  al.  1991:46‐47).  Οι  θέσεις  με 
αντίστοιχο  πλούτο  ευρημάτων  στη  Σιθωνία  είναι  αυτές  που  έχουν  προ 
δεκαετιών  εντοπιστεί  απο  την  αρχαιολογική  υπηρεσία,  όπως  η  Τορώνη,  το 
Καστρί  της  Νικήτης,  ο  Πύργος‐Μυτάρι,  το  Βέτρινο  κ.τ.λ.  Πρόκειται  κυρίως  για 
θέσεις εξαιρετικά μακροχρόνιες με σημαντικό ύψος επιχώσεων και ως εκ τούτου 
εύκολα  ορατές στο τοπίο, οι  οποίες μάλιστα  κατοικήθηκαν και σε περιόδους  με 
μεγάλη  παραγωγή  κεραμικών  προϊόντων  όπως  η  Ελληνιστική  και  Ρωμαϊκή.  Οι 
υπόλοιπες  όμως  εκατοντάδες  θέσεις  κατοίκησης  στη  Σιθωνία,  οι  οποίες 
παρέμεναν  αόρατες    για  την  αρχαιολογική  υπηρεσία,  δεν  εντοπίστηκαν  χάρη 
στην  πλούσια  παρουσία  κινητών  ευρημάτων  ούτε  αποτέλεσαν  προϊόν  εύρεσης 
έστω  κι  ολιγάριθμων  συγκεντρώσεων  οστράκων,  όπως  συνέβη  παραδείγματος 
χάρη  στην  επιφανειακή  έρευνα  του  Λαγκαδά,  όπου  όλες  οι  συγκεντρώσεις  που 
εμφανίζουν συχνότητες πάνω από  7 όστρακα ανά 100 τ.μ. ορίζονταν αρχικά ως 
θέσεις  ενδιαφέροντος.  Η  εύρεση  και  ο  χαρακτηρισμός  των  θέσεων 
εγκατάστασης  στη  Σιθωνία  στηρίχθηκε  σε  μια  ποικιλία  κριτηρίων  με 
σημαντικότερη  παράμετρο  για  τις  θέσεις  κατοίκησης  των  εποχών  της 
παραγωγικής  οικονομίας,  αυτή  των  αρχιτεκτονικών  καταλοίπων‐κατασκευές 
και δομικά υλικά.  
Ούτε  όμως  ως  προς  το  μέγεθος  μπορούν  να  συγκριθούν  οι  θέσεις  της 
Σιθωνίας με τις θέσεις της Νότιας Ελλάδας αφού η κατανομή των μεγεθών των 
θέσεων στη Σιθωνία δείχνει ότι τα 4/5 των θέσεων, ανεξαρτήτως χρονολόγησης, 
έχουν  διαστάσεις  μικρότερες  από  500  τ.μ.  και  πολλές  από  αυτές  δεν  ξεπερνούν 

94
σε διάμετρο τα  5 μ. Η τιμή αυτή  αποτελεί  μια ένδειξη της έντασης της έρευνας 
και  παράλληλα,  σε  συνδυασμό  με  τις  σχεδόν  μηδενικές  συχνότητες  των 
ευρημάτων  που  παρατηρούνται  εκτός  θέσεων  θα  μπορούσε  να  υποδηλώνει  μια 
χαμηλή  ένταση  ανθρώπινης  δραστηριότητας  στην  περιοχή  σε  σύγκριση 
τουλάχιστον  με  ότι  συμβαίνει  σε  ορισμένες  περιοχές  της  νότιας  Ελλάδας  (π.χ. 
στη  Βοιωτία,  ή  ακόμα  στη  Νεμέα  και  στη  Νότια  Αργολίδα).  Το  τελευταίο  όμως 
δεν  ισχύει  αφού,  παρά  τη  μικρή  έκταση  των  θέσεων  και  τη  χαμηλή  παρουσία 
αρχαιολογικών  καταλοίπων  έξω  από  αυτές,  ο  αριθμός  των  θέσεων  είναι  τόσο 
μεγάλος και η πυκνότητά τους τόσο υψηλή ώστε καταρρίπτεται η άποψη που θα 
υποστήριζε  ότι  η  ανθρώπινη  δραστηριότητα  στην  περιοχή  της  Σιθωνίας 
εμφανίζει ασυνέχειες στο χώρο και ότι επικεντρώνεται σε ορισμένα τμήματα του 
τοπίου.  
Ο  αριθμός  των  θέσεων  συγκεκριμένων  τμημάτων  της  Σιθωνίας  που 
ερευνήθηκαν  κατά  τη  διάρκεια  της  συστηματικής  επιφανειακής  έρευνας 
ανέρχεται  στις  1183  (μόνο  13  από  αυτές  ‐θέση  45,  θέση  61,  θέση  84,  θέση  114, 
θέση  142,  θέση  143,  θέση  180,  θέση  281,  θέση  373,  θέση  380,  θέση  414,  θέση  425, 
θέση  437  (Παπάγγελος  2000:99,  98,  180,  175,  159,  156,  96,  87,  95,  94,  91,  49)‐  ήταν 
πριν  τη  διεξαγωγή  της  συγκεκριμένης  έρευνας  γνωστές  στην  αρχαιολογική 
υπηρεσία  και  στη  βιβλιογραφία)  χωρίς  να  συμπεριλαμβάνονται  σε  αυτό  τον 
αριθμό  οι  δρόμοι  και  τα  μονοπάτια,  ούτε  τα  ταυτιζόμενα  με  ιστορικές  πηγές 
φυσικά χαρακτηριστικά του τοπίου που θα ανέβαζαν κατά 200 ακόμα το σύνολο 
των  θέσεων  στις  ίδιες  περιοχές  (Πίνακας  1)  (Διάγραμμα  1)  (Χάρτης  4Α,  Χάρτης 
4Β).  Αυτές  οι  1183  θέσεις  εντοπίστηκαν  σε  μια  έκταση  40  τ.χλμ.  που  έχουν 
περπατηθεί  συστηματικά  (684  θέσεις  στην  εκτατικά  περπατημένη  περιοχή  και 
499  θέσεις  στην  εντατικά  περπατημένη),  τη  στιγμή  που  άλλες  επιφανειακές 
έρευνες  διεξαγόμενες  απο  πολυάριθμες  ομάδες  επιστημόνων  επισήμαναν  119 
θέσεις διαφόρων περιόδων σε έκταση 67 τ. χλμ. (Λαγκαδάς), 81 θέσεις σε έκταση 
21 τ. χλμ. (Βοιωτία) και 71 θέσεις σε έκταση 18 τ. χλμ. (Κέα).  
Στη  Σιθωνία  δηλαδή  παρουσιάζεται  μια  συχνότητα  των  29,6  θέσεων  ανά 
τετραγωνικό  χιλιόμετρο  που  είναι  ιδιαίτερα  υψηλή  σε  σχέση  με  τη  συχνότητα 
θέσεων  από  άλλες  περιοχές,  όπως  του  Λαγκαδά  που  υπολογίζεται  σε  1,4  ανά 
τετραγωνικό  χιλιόμετρο  (Andreou  and  Kotsakis  1999:39),  ή  ακόμα  και  της 
Βοιωτίας  (Bintliff  and  Snodgrass  1985a)  και  της  Κέας  (Cherry  et  al.  1991)  όπου 
αναλογούν  4  θέσεις  σε  κάθε  τετραγωνικό  χιλιόμετρο.  Ακόμα  μάλιστα  κι  αν 
υπολογίζονταν  ξεχωριστά  οι  θέσεις  της  εκτατικά  ερευνημένης  περιοχής  της 
Σιθωνίας  και  του  εντατικά  περπατημένου  χώρου  του  Αζάπικου‐Πετριώτικου, 
τότε  η  συχνότητα  των  θέσεων  ανά  τετραγωνικό  χιλιόμετρο  για  την  εκτατικά 
ερευνημένη  περιοχή  θα  ήταν  28,5  ενώ  για  την  εντατικά  ερευνημένη  θα  άγγιζε 
τις 31,2. Η διαφορά που παρατηρείται στον αριθμό των θέσεων ανά τετραγωνικό 
χιλιόμετρο  μεταξύ  της  εκτατικής  και  εντατικής  μεθόδου,  μπορεί  να  οφείλεται 

95
στις  ιδιαίτερες  συνθήκες  που  επικρατούν  σε  κάθε  περιοχή  ή  στη  διαφορετική 
ένταση μελέτης τους. Από την άλλη όμως είναι τόσο μικρή η διαφορά τους ώστε 
αποδεικνύει  ότι  και  στις  δύο  τεχνικές,  παρά  τον  φαινομενικά  διακριτό  τους 
χαρακτήρα  και  τις  ξεχωριστές  δυνατότητες  που  σχετίζονται  με  κριτήρια  μιας 
τυπικής  ανάλυσης,  η  προσπάθεια  και  η  επιμονή  με  την  οποία  υλοποιήθηκε  η 
έρευνα  είχαν  ως  προϊόν  να  προκύψουν,  ποσοτικά  τουλάχιστον,  αποτελέσματα 
συγκλίνοντα.  Οι  θέσεις  λοιπόν  της  Σιθωνίας  δείχνουν  μια  εικόνα  ομοιόμορφης 
και  συνεχούς  διασποράς  της  ανθρώπινης  δραστηριότητας,  όχι  όμως  μέσα  από 
την  υψηλή  παρουσία  των  μεμονωμένων  κινητών  ευρημάτων,  αλλά  μέσα  από 
την  εντυπωσιακά  υψηλή  πυκνότητα  των  ίδιων  των  θέσεων,  γεγονός  που 
αντανακλά και το επίπεδο κοινωνικής πολυπλοκότητας στην περιοχή. 
Αυτή η εικόνα δε φαίνεται να ανατρέπεται ούτε αν προσεγγισθεί ο αριθμός 
και  η  διασπορά  των  θέσεων  ανά  εποχή,  ειδικά  μάλιστα  κατά  την  περίοδο  των 
Βυζαντινών‐Νεότερων  χρόνων.  Αναλυτικότερα,  στην  περίοδο  της  Προϊστορίας 
ανήκουν  181  θέσεις  (Πίνακας  2)  (Χάρτης  6Α,  Χάρτης  6Β),  δηλαδή  4,5  ανά 
τετραγωνικό χιλιόμετρο, στην περίοδο της Αρχαιότητας εντάσσονται 127 θέσεις, 
δηλαδή  3,2  ανά  τετραγωνικό  χιλιόμετρο  και  στην  περίοδο  της  Βυζαντινής‐
Νεότερης εποχής χρονολογούνται οι υπόλοιπες  875 θέσεις που αντιστοιχούν σε 
21,9 θέσεις ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο (Διάγραμμα 2) (Χάρτης 5Α, Χάρτης 5Β). 
Αρκετές από τις παραπάνω θέσεις ανήκουν σε περισσότερες από μια περιόδους, 
όμως  στη  συγκεκριμένη  περίπτωση  καταμετρήθηκαν  στην  παλαιότερη  περίοδο 
εμφάνισής  τους.  Επιπλέον,  πολλές  θέσεις  δεν  ήταν  εύκολο  να  χρονολογηθούν 
λόγω  έλλειψης  συγκεντρώσεων  κεραμικής  που  είναι  από  τους  ασφαλέστερους 
δείκτες  αλλά  και  λόγω  έλλειψης  άλλων  αντιπροσωπευτικών  τεχνουργημάτων. 
Παρόλα  αυτά  καταβλήθηκε  κοπιώδης  και  επίμονη  προσπάθεια  μέσα  από  την 
προσεκτική  μελέτη  του  συνόλου  των  χαρακτηριστικών  της  κάθε  θέσης  να 
προκύπτει  κάποιο  συμπέρασμα  και  έτσι  να  ενταχθούν  όλες  σε  κάποια  από  τις 
τρεις μεγάλες περιόδους. Εντούτοις, αν κάποια από τις θέσεις εντάσσεται σε μια 
περίοδο, αυτό δεν σημαίνει ότι αποκλείεται να ανήκει και σε μια ακόμα που δεν 
κατέστη δυνατό να αναγνωριστεί. 
Όσον  αφορά  τα  αποτελέσματα  της  έρευνας,  αυτά  βέβαια  δεν  μπορεί  να 
περιορίζονται  μόνο  σε  ποσοτικές  και  γενικές  χρονολογικές  αναφορές,  αλλά 
πρέπει  παρουσιάζονται  και  τα  δεδομένα  που  προέκυψαν  σχετικά  με  τον 
οικολογικό χαρακτήρα των συστηματικά περπατημένων περιοχών, καθώς και τα 
λεπτομερέστερα  στοιχεία  σχετικά  με  τις  χωροθετικές  και  πολιτισμικές 
παραμέτρους  των  προϊστορικών  ειδικά  θέσεων.  Αυτές  όμως  οι  πληροφορίες 
επιλέχθηκε  να  αναφερθούν  στα  κεφάλαια  όπου  αναλύονται  λεπτομερέστερα 
και συζητώνται  τα  θέματα  γύρω  από αυτές για να διευκολυνθεί  ο αναγνώστης 
στην κατανόηση των συμπερασμάτων που εξάγονται. 

96
ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΠΑΡΑΜΟΡΦΩΣΗΣ ΤΗΣ ΟΡΑΤΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ 
ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΟΥ ΥΛΙΚΟΥ 
Η  διασπορά  του  επιφανειακού  υλικού  και  οι  θέσεις  που  παρουσιάζονται 
στα  Δελτία,  δεν  αντιπροσωπεύουν  το  συνολικό  πραγματικό  αριθμό  διασπορών 
και θέσεων στη Σιθωνία. Τόσο οι κατανομές των ευρημάτων, όσο κι ο αριθμός κι 
η  εξωτερική  εικόνα  που  παρουσιάζουν  οι  θέσεις  σήμερα,  έχουν  υποστεί  στο 
διάβα  των  αιώνων  μια  σειρά  από  παραμορφώσεις  που  είναι  αποτέλεσμα 
διαδικασιών μετασχηματισμού. Αυτή η διαδικασία που οδηγεί στην  εμφάνιση ή 
απώλεια  των  επιφανειακών  συγκεντρώσεων  οφείλεται  στη  σύνθετη 
αλληλεπίδραση  πολιτιστικών  και  μη  πολιτιστικών  (Schiffer  1976:36)  ή  φυσικών 
παραγόντων  (Lewarch and O’Brien 1981:301‐311), οι οποίοι πρέπει να αναλυθούν 
γιατί,  με  δεδομένη  τη  σημασία  που  έχει  για  την  ερμηνεία  των  φαινομένων  του 
παρελθόντος  η  μελέτη  των  αρχαιολογικών  ευρημάτων  στο  περιβάλλον  όπου 
εντάσσονται  (Clarke  1968:14),  η  διαταραχή  του  τρόπου  με  τον  οποίο  τα 
κατάλοιπα  είχαν  αρχικά  αποτυπωθεί  στο  χώρο  αποκτά  μεγάλες  διαστάσεις 
(Cherry  1983:397‐399),  καθώς  και  γιατί  η  μελέτη  τους  βοηθάει  στην  καλύτερη 
κατανόηση  των  πιθανών  παραγόντων  μεροληψίας  κατά  τη  χρησιμοποίηση 
επιφανειακών καταλοίπων για ποσοτικές μελέτες (Lewarch and OʹBrien 1981:299‐
300). Η εξέταση λοιπόν των μετα‐αποθετικών διαδικασιών, ώστε να εντοπιστούν 
οι  περιορισμοί  στον  τρόπο  κατανομής  των  ευρημάτων  στο  χώρο,  αποτελεί 
βασικό  μεθοδολογικό  βήμα  πριν  από  οποιαδήποτε  προσπάθεια  μελέτης  των 
αρχαιολογικών καταλοίπων (Boismier 1991:15).  
Σε  σχέση  με  τις  σύνθετες  φυσικές  διαδικασίες  και  την  ανθρώπινη 
δραστηριότητα  που  οδηγούν  στην  εμφάνιση  ή  την  κάλυψη  των  στοιχείων  του 
υλικού  πολιτισμού  του  παρελθόντος  στην  επιφάνεια  του  εδάφους,  πρέπει  να 
έχουμε  υπόψη  μας  ότι  κάθε  περιοχή  έχει  τη  δική  της  ιστορία  εξέλιξης  γι’  αυτό 
και  απαιτείται  προσεκτική  εξέταση  των  ιδιαιτεροτήτων  της  και  περαιτέρω 
έρευνα  για  τη  διαμόρφωση  ενός  θεωρητικού  πλαισίου  ερμηνείας  των 
επιφανειακών φαινομένων και των πολύπλοκων διεργασιών που τα προκαλούν 
(Binford et al. 1970). 
Εντούτοις,  σχετικά  με  αυτό  το  πλήθος  των  πολιτισμικών  και 
γεωμορφολογικών  διαδικασιών  που  επηρεάζουν  τη  διαμόρφωση  και  τη 
διατήρηση των αρχαιολογικών καταλοίπων (Foley 1981:178), έχουν διατυπωθεί κι 
ορισμένες  αρχές  κι  αξιώματα,  τα  οποία  χωρίς  να  περιορίζονται  στη  διατύπωση 
περιγραφικών  γενικεύσεων,  έχει  αποδειχθεί  ότι  ισχύουν  σε  έναν  αριθμό 
περιπτώσεων  κι  έτσι  δημιουργούν  ένα  πλαίσιο  για  την  ερμηνεία  των 
επιφανειακών  συγκεντρώσεων  ανοίγοντας  το  δρόμο  για  πιο  αναλυτικές 
ποσοτικές μελέτες (Jameson et al. 1994:221‐222).  
Αυτές  οι  γενικές  αρχές,  που  αφορούν  στη  δράση  των  μετα‐  αποθετικών 
διαδικασιών, θα παρουσιαστούν παρακάτω σε μια απόπειρα προσδιορισμού των 

97
περιορισμών  που  τίθενται  στην  προσπάθεια  συγκέντρωσης  πληροφοριών  για 
την αρχική χρήση των καταλοίπων.  
 
Ορατότητα‐φυσικοί παράγοντες 
Η διάταξη του επιφανειακού υλικού στο χώρο σχετίζεται, οπωσδήποτε, με 
τις  πραγματικές  διαστάσεις  της  ανθρώπινης  δραστηριότητας,  αλλά  και    με  το 
ποσοστό  στο  οποίο  αυτό  έχει  αλλοιωθεί  από  τις  διαδικασίες  που  μεσολαβούν 
από  την  εγκατάλειψή  του  μέχρι  τη  στιγμή  του  εντοπισμού  του  από  την  έρευνα 
(Schiffer 1976:28).  
Υπάρχουν  διάφοροι  παραμορφωτικοί  παράγοντες  που  καθορίζουν  την 
πιθανότητα  εντοπισμού  επιφανειακού  υλικού  στα  όρια  μιας  ερευνώμενης 
περιοχής.  Οι  διαστρεβλωτικές  αυτές  παράμετροι  μπορεί  να  ποικίλουν  από 
περιοχή  σε  περιοχή  κι  από  τη  μία  εποχή  ή  χρονική  περίοδο  στην  άλλη.  (Cherry 
1983:397‐398).  Αυτό  έχει  σαν  επίπτωση  να  μεταβάλλεται  η  παράμετρος  της 
ορατότητας,  γεγονός  που  επηρεάζει  σημαντικά  την  πιθανότητα  ανακάλυψης 
των αρχαιολογικών ευρημάτων σε μία συγκεκριμένη στιγμή στο τοπίο. Η σχέση 
της  ορατότητας  είναι  άμεση  με  μια  σειρά  από  φυσικούς  παραμορφωτικούς 
παράγοντες,  όπως  την  πυκνότητα  και  το  είδος  της  βλάστησης  ή  της 
καλλιέργειας ενός τόπου, καθώς και με την γεωμορφολογία και γεωλογία κατά 
περιοχή  (Foley  1981:177,  Lewarch  and  ΟʹΒrien  1981:304).  Οι  φυσικοί  παράγοντες 
που  χαρακτηρίζουν  κάθε  περιοχή  και  σχετίζονται  με  ένα  πλήθος  από 
διαδικασίες  που  παρουσιάζουν  τη  δική  τους  δυναμική,  θα  αποτελέσει  πεδίο 
εστίασης στη συνέχεια. 
Η  βλάστηση  θεωρείται  ένας  βασικός  παράγοντας  που  συνδέεται  με  την 
εμφάνιση  και  τον  εντοπισμό  των  επιφανειακών  ευρημάτων.  Οι  επιπτώσεις  της 
βλάστησης  στο  αρχαιολογικό  υλικό  μπορεί  να  είναι  ευεργετικές  όταν  αυτή 
λειτουργεί  ανασταλτικά  στη  διάβρωση  και  την  ακόλουθη  μετακίνηση  των 
ευρημάτων  (Rick  1976:140,  Lewarch  and  Οʹ  Brien  1981:305),  ή  και  καταστροφικές 
όταν  οι  ρίζες  διαπερνούν  τα  αρχαιολογικά  στρώματα.  Η  παράμετρος  όμως  που 
σχετίζεται περισσότερο με τη βλάστηση είναι η ορατότητα, η οποία εξαρτάται σε 
μεγάλο βαθμό από τον τύπο και την πυκνότητα της χλωρίδας, το ύψος της και τη 
συνεχή  κάλυψη  του  τοπίου,  καθώς  και  την  εποχή  που  διεξάγεται  η  μελέτη 
(Μοrrisοn 1993:185). 
Κατά  τη  διάρκεια  των  ερευνών  στη  Σιθωνία  διαπιστώθηκε  πόσο 
σημαντικός  παράγοντας  για  την  παραμόρφωση  του  πραγματικού  αριθμού  των 
θέσεων  και  της  ορατότητας  του  εδάφους  αποτελεί  η  τοπική  βλάστηση,  τόσο  η 
φυσική,  όσο  και  η  καλλιεργημένη.  Η  διαφοροποίηση  αυτή,  μείωση  στην 
πραγματικότητα,  της  ορατότητας  του  εδάφους  εξαιτίας  της  βλάστησης, 
υπολογίστηκε  με  βάση  την  καταμέτρηση  των  οστράκων  που  φαίνονται  σε  ένα 

98
τετραγωνικό  μέτρο  μιας  θέσης  σε  διάφορες  εποχές  του  έτους.  Σε  κάθε  θέση  ο 
αριθμός αυτών των τετραγώνων αναφοράς ποίκιλλε, προκειμένου να μελετηθεί 
το φαινόμενο για κάθε είδος φυσικής βλάστησης ή οργανωμένης καλλιέργειας.  
Από  τις  έρευνές  στη  Σιθωνία,  φάνηκε  πως  είναι  δυνατό  από  εποχή  σε 
εποχή η ορατότητα να διαφοροποιείται έως και πάνω από 90%. Συγκεκριμένα, οι 
θέσεις  στις  οποίες  καλλιεργούνται  δημητριακά  είναι  πολύ  πιθανό  να  μην 
εντοπιστούν,  αν  τις  ελέγξει  κανείς  το  μήνα  Μάιο,  έναντι  του  Νοεμβρίου,  γιατί 
στο μεσοδιάστημα η ορατότητα της οργωμένης έκτασης μειώνεται κατά 94%. Σε 
μικρότερο  βαθμό  το  ίδιο  ισχύει  και  για  περιοχές  με  φυσική  βλάστηση.  Στη 
συγκεκριμένη  περίπτωση  όμως,  ανάλογα  με  το  είδος  της  χλωρίδας,  είναι 
δυνατόν, ακόμη και επίσκεψη στη θέση να αποκλείεται, ενώ η ορατότητά της να 
αυξάνεται δραστικά μετά από μια πυρκαγιά, όπως συνέβη με την περίπτωση της 
θέσης Βέτρινο Α΄.  
Εκτός όμως από τη βλάστηση υπάρχουν και μια σειρά από άλλες φυσικές 
διαδικασίες  που  προκαλούν  την  εμφάνιση  του  επιφανειακού  υλικού  ή  την 
κάλυψή  του  και  οι  οποίες  διακρίνονται  σε  δύο  κατηγορίες:  α)  τις  προσθετικές  ή 
απόθεσης‐μετακίνησης  (depositional)  και  β)  τις  αφαιρετικές  ή  διάβρωσης 
(erositional).  
Όσον  αφορά  την  απόθεση,  σημαντική  είναι  η  δράση  του  αέρα  και  του 
νερού, που μπορούν να μετακινήσουν και να επικαλύψουν τμήματα επιχώσεων 
με  τα  αρχαιολογικά  τους  κατάλοιπα,  ενώ  σημαντικό  ρόλο  παίζουν  κι  οι 
αλουβιακές  προσχώσεις  (Allen  1991:45‐47,  Butzer  1982:118‐120,  Hassan  1985:97, 
Lewarch  and  ΟʹΒrien  1981:301).  Ο  άνεμος  δε  θεωρείται  τόσο  πολύ  παράγοντας 
μετακίνησης επιφανειακών ευρημάτων, αλλά κυρίως μεταφοράς υλικού (άμμου, 
χώματος)  που  καλύπτει  επιφανειακές  συγκεντρώσεις.  Οι  βροχοπτώσεις 
συνιστούν  μια  επιπρόσθετη  παράμετρο,  καθώς  η  κινητική  ενέργεια  της  βροχής 
ευθύνεται βέβαια για την αποκόλληση επιμέρους στοιχείων του εδάφους, αλλά 
και για τη δημιουργία περιβαλλόντων απόθεσης (Μοrrisοn 1993:184).  
Η  τοποθεσία  κάποιων  θέσεων  της  περιοχής  Αζάπικο‐Πετριώτικο  στο 
σύστημα  των  μεσαίων  αναβαθμίδων  και  κοντά  σε  ρέματα  κάνει  φανερό  τον 
επηρεασμό της περιοχής από την παραμορφωτική δύναμη του νερού. Η  ροή των 
συγκεκριμένων    ρεμάτων,  ανάλογα  με  την  εποχή  του  χρόνου,  αυξάνει  βέβαια 
την  πιθανότητα  μεταφοράς  του  χώματος,  και  της  επακόλουθης  μετακίνησης 
επιφανειακών  ευρημάτων  ακόμα  και  σημαντικού  βάρους,  όπως  είναι  οι  λίθοι 
των  τύμβων  σε  περιόδους  πλημμύρας  των  ρεμάτων  οπότε  και  αναπτύσσεται  
υψηλότερη  κινητική  ενέργεια.  Τα  επεισόδια  υπερχείλισης  όμως  τα  οποία  θα 
μπορούσαν  να  οφείλονται  σε  παρατεταμένες  βροχοπτώσεις  και  στη  μειωμένη 
δυνατότητα απορρόφησης του νερού από το έδαφος, καθώς και η μεταφορά και 
η απόθεση κοντά στο ρέμα συστατικών του εδάφους που προέρχονται από άλλες 
περιοχές των ανώτερων αναβαθμίδων, θα μπορούσε να προκαλέσει επίσης την 

99
κάλυψη  των  αρχαιολογικών  καταλοίπων  που  πιθανότατα  υπήρχαν  κοντά  στα 
ρέματα. Ο βαθμός ωστόσο της επίδρασης του νερού στις θέσεις δεν είναι δυνατό 
να εκτιμηθεί λεπτομερώς. 
Οι  θέσεις  μπορούν  να  καταστραφούν  ή  να  θαφτούν  εξ  ολοκλήρου  όχι 
μόνο  από  τη  δράση  του  αέρα  και  του  νερού,  αλλά  κι  από  τις  προσχώσεις  οι 
οποίες  οφείλονται  κατά  βάση  στη  μεγάλη  κλίση  των  περιοχών  από  τις  οποίες 
κατολισθαίνουν  οι  επιφάνειες  χώματος  και  στη  δύναμη  της  βαρύτητας  (Van 
Runnels  and  Andel  1987:309).  O  ρόλος  των  προσχώσεων  φαίνεται  να  είναι 
καταλυτικός  για  την  ορατότητα  μιας  θέσης,  ιδιαίτερα  γι’  αυτές,  των  οποίων  η 
διαμόρφωση είτε ανήκει σε τύπο κατοίκησης ο οποίος δεν ξεχωρίζει στο φυσικό 
τοπίο, είτε δε χαρακτηρίζονται από σημαντική συγκέντρωση καταλοίπων, οπότε 
και με την ελάχιστη κάλυψη των πολιτιστικών στρωμάτων από προσχωσιγενείς 
ύλες, αυτά χάνονται (Blouet 1986:133). Γίνεται σαφές λοιπόν ότι η επίδραση των 
προσχώσεων  επηρεάζει  αρνητικά  τη  χρήση  των  επιφανειακών  συγκεντρώσεων 
ως δείκτη για την ύπαρξη και την έκταση επιχώσεων (Kirkby and Kirkby 1976). 
Οι  διαδικασίες  της  πρόσχωσης,  επιδρούν  με  άμεσο  τρόπο  στην  απώλεια 
πληροφοριών  για  διάφορους  τομείς  της  ανθρώπινης  δραστηριότητας  και  στη 
Σιθωνία.  Πιο  συγκεκριμένα,  οι    πεδινές  εκτάσεις  της  Νικήτης,  του  Αγίου 
Νικολάου  και  της  Βουρβουρούς,  του  Τριπόταμου,  του  Κάμπου  του  Ν.  Μαρμαρά 
και  του  Αζάπικου,  καθώς  και  οι  κατώτερες  αναβαθμίδες  παρουσιάζουν  ένα 
αποθετικό  περιβάλλον  που  πιθανώς  ευθύνεται  για  την  ανυπαρξία  πολύ 
πρώϊμων  θέσεων.  Σε  όλες  αυτές  τις  λεκάνες,  οι  ενδείξεις  μαζικών  επεισοδίων 
επίχωσης, τα οποία θα μπορούσαν να είχαν καταστρέψει αρχαιολογικές θέσεις, 
αποδίδεται κυρίως στο εκτεταμένο υδρογραφικό δίκτυο.  
Από την άλλη, η επίδραση της διάβρωσης στην εμφάνιση και μετακίνηση 
των  καταλοίπων  του  υλικού  πολιτισμού  στην  επιφάνεια  του  εδάφους,  έγινε 
αντικείμενο έρευνας από αρκετούς μελετητές (Redman and Watson 1970, Gifford 
1978),  οι  οποίοι  θεωρούν  ότι  οι  αφαιρετικές  διαδικασίες  διακρίνονται  σε  δύο 
βασικές  κατηγορίες:  αυτές  που  αφορούν  σε  μικρής  κλίμακας  συχνά 
επαναλαμβανόμενα επεισόδια διάβρωσης και αυτές που σχετίζονται με μεγάλης 
κλίμακας  επεισόδια,  που  παρατηρούνται  σπανιότερα  (Allen  1991:43‐44).  Όταν 
συμβαίνουν  επεισόδια  διάβρωσης  τότε  έχουμε  ως  αποτέλεσμα  τη  μείωση  των 
ευρημάτων  και  μακροπρόθεσμα  την  εξάλειψη  των  παλιότερων  και  εφήμερων 
ιχνών της ανθρώπινης δραστηριότητας.  Ο  βαθμός  της  διάβρωσης  φαίνεται  πως 
βρίσκεται  σε  ανάλογη  σχέση  με  το  υψόμετρο,  αφού  ψηλότερα  το  τοπίο 
απογυμνώνεται  περισσότερο  (Foley  1981:176,  Van  Andel  et  al.  1990:379),  καθώς 
και με την κλίση που παρατηρείται στη μορφολογία του τοπίου (Flannery 1976:52, 
James et al. 1994:410), όπως και με τον τύπο του εδάφους (Allen 1991:41).  
Ως  συνέπεια  των  παραπάνω,  η  διάβρωση  των  επιχώσεων  μιας  θέσης  με 
τη  μορφή  γηλόφου,  μπορεί  να  μειώσει  το  ύψος  της  αποκολλώντας, 

100
μετακινώντας  και  αποθέτοντας  στην  περιφέρειά  της  μεγάλα  τμήματα 
επιχώσεων  (Butzer  1982:119).  Το  γεγονός  αυτό  συχνά  οδηγεί  στη  μείωση  της 
ορατότητάς  της  και  επομένως  και  της  πιθανότητας  εντοπισμού  της.  Παρόλα 
αυτά,  η  συγκεκριμένη  υπόθεση  δε  φαίνεται  να  ισχύει  απόλυτα  γιατί  διάφορες 
γεωμορφολογικές  έρευνες  που  έγιναν  έδειξαν  ότι,  παρά  τη  διάβρωση  που 
υφίστανται οι πλαγιές, δεν επηρεάζεται ιδιαίτερα το ύψος του οικισμού (Ανδρέου 
και  Κωτσάκης  1987α:69).  Με  το  φαινόμενο  της  διάβρωσης  των  επιχώσεων  μιας 
θέσης, κυρίως αυτών με τη μορφή γηλόφου και της συνακόλουθης μείωσης  της 
ορατότητάς  της,  σχετίζεται  και  η  αντιπροσώπευση  των  φάσεων  εγκατοίκησής 
της.  Λόγω  της  διαμόρφωσης  των  θέσεων  θα  περίμενε  κανείς  ότι  οι  νεότερες 
φάσεις,  δηλαδή  οι  πιο  κοντινές  στην  κορυφή  των  επιχώσεων,  θα 
αντιπροσωπεύονται  καλύτερα  από  ότι  οι  παλαιότερες  που  βρίσκονται 
χαμηλότερα,  οδηγώντας  σε  μια  σχετική  χρονολογική  ορατότητα.  Εντούτοις, 
σύγχρονες  έρευνες  έδειξαν  ότι  δεν  υπάρχει  υποαντιπροσώπευση  των 
παλαιότερων  χρονικών  περιόδων,  αφού  το  υλικό  αυτών  των  φάσεων  εκτίθεται 
στις  πλαγιές  της  θέσης  ως  αποτέλεσμα  της  διάβρωσης  (Ανδρέου  και  Κωτσάκης 
1987α:70,  Halstead  1984:205).  Επιπλέον,  παρά  τη  μεγάλη  φθορά  των 
επιφανειακών  ευρημάτων  που  προέρχονται  από  βαθύτερα  στρώματα,  το 
γεγονός  διατήρησης  της  κεραμικής,  αποτελεί  ένδειξη  της  δυνατότητας 
επιβίωσης μέρους του υλικού, παρόλες τις περιβαλλοντικές συνθήκες. 
Βέβαια,  από  τη  στιγμή  που  το  αντικείμενο  της  έρευνάς  μας  χάνεται  στα 
βάθη  της  προϊστορίας,  ο  βαθμός  απώλειάς  του  αυξάνεται  (Terrenato  2004:44). 
Ειδικά  μάλιστα  σε  περιόδους  της  παλαιολιθικής,  οπότε  κι  οι  κλιματικές  και 
γεωμορφολογικές  μεταβολές  ήταν  πολύ  πιο  δραματικές  από  αυτές  των 
μεταγενέστερων  περιόδων,  είναι  πιθανό  εκτάσεις  που  διαβρώθηκαν  να 
συμπαρέσυραν  θέσεις  και  καταλύμματα  των  περιόδων  εκείνων  (Van  Andel  and 
Shackleton  1982:445).  Στηριζόμενοι  σε  μια  αντίστοιχη  λογική,  ίσως  να 
μπορούσαμε να εξηγήσουμε τη μικρή παρουσία θέσεων στη νεολιθική σε σχέση 
με τον αυξημένο αριθμό των θέσεων μεταγενέστερων φάσεων.  
Οι    περιορισμένες  εντούτοις  ενδείξεις  για  την  εκδήλωση  μεγάλης 
κλίμακας  διαβρωτικών  επεισοδίων  στην  ευρύτερη  περιοχή  της  Σιθωνίας    και  η 
σχετική  σταθερότητα  της  σύστασης  του  εδάφους,  υποδεικνύουν  ίσως  τη  μικρής 
κλίμακας  παρέμβαση  των  διαδικασιών  διάβρωσης  στην  κατανομή  των 
ευρημάτων  και  των    θέσεων  και  δε  δικαιολογούν  το  συγκεκριμένο  φαινόμενο. 
Βέβαια,  τα  μικρότερης  κλίμακας  διαβρωτικά  επεισόδια  θα  συνέβαιναν  με 
μεγαλύτερη  συχνότητα  στην  περιοχή  και  θα  είχαν  ως  συνέπεια  τη  μεταφορά 
των μικρού και μεσαίου μεγέθους συστατικών στοιχείων του εδάφους, ειδικά σε 
περιοχές όπως αυτή από την Τραγούλα ως τη Βουρβουρού. Σε αυτές τις περιοχές 
είναι  εμφανές  ότι  οι  βραχώδεις  πλαγιές  εκατέρωθεν  της  επιμήκους  χαράδρας 
που τις ενώνει έχουν απογυμνωθεί, λόγω επεισοδίων διάβρωσης στο παρελθόν, 

101
από  το  χώμα  που  τις  κάλυπτε  με  το  οποίο  ίσως  συμπαρασύρθηκαν  και  τα 
παλαιολιθικά εργαλεία που ανιχνεύονται στις όχθες του ρέματος ανάμεσα στις 
δύο περιοχές. 
Σημαντική  διαβρωτική  δράση  παρόλα  αυτά,  άρα  κατ’  επέκταση  και 
περιορισμό στον αριθμό των θέσεων, μπορεί να έχει και η σταδιακή άνοδος της 
στάθμης  της  θάλασσας.  Πράγματι,  στην  περιοχή  της  νότιας  Αργολίδας 
διαπιστώθηκε  ότι  τα  τελευταία  πέντε  χιλιάδες  χρόνια,  λόγω  της  ανύψωσης  της 
στάθμης  της  θάλασσας,  έχει  βυθιστεί  πάνω  από  το  7%  της  χερσαίας  έκτασης, 
ποσοστό  που  υπολογίζεται  ότι  αντιστοιχεί  στο  5  με  15%  των  προϊστορικών  και 
κλασικών θέσεων που υπήρχαν στην περιοχή (Van Andel and Runnels 1987:309). 
Κάτι  αντίστοιχο  φαίνεται  να  συμβαίνει  και  στη  Χαλκιδική,  γεγονός  που 
όχι  μόνο  επιβεβαιώνεται  από  τις  τελευταίες  έρευνες  των  Παπάγγελου‐
Καμπούρογλου (1999), αλλά κι από παρατηρήσεις στη θέση Ξυλένιος Πύργος, η 
οποία  στο  μεγαλύτερό  της  τμήμα  υπέστη  τη  διαβρωτική  δράση  της  ανύψωσης 
της  στάθμης  της  θάλασσας,  μαζί  με  το  μεγαλύτερο  μέρος  των  υπόλοιπων 
παράκτιων θέσεων. Η καταβύθιση μεγάλου τμήματος των παράκτιων περιοχών 
δε  δυσχεραίνει  μόνο  την  αποκατάσταση  της  διασποράς  των  θέσεων,  αλλά  και 
την  εκτίμηση  του  παραγωγικού  χώρου  των  κατοίκων  της,  όπως  π.χ.  τις  μικρές 
παράκτιες κοιλάδες του νησιού Διάπορος, όπου ήταν απαραίτητη κι η παραμικρή 
έκταση. 
Εκτός  από  τις  κατηγορίες  των  γεωφυσικών  παραγόντων  που 
παρουσιάστηκαν  παραπάνω,  ένα  άλλο  φάσμα  διαδικασιών  που  επηρεάζει  την 
αρχαιολογική  μαρτυρία  επιφέροντας  κάθετη  ή  οριζόντια  μετακίνηση  του 
πολιτισμικού υλικού είναι οι κρυογενικές διαδικασίες και η τεκτονική δράση μιας 
περιοχής,  οι  οποίες  επιδρούν  άμεσα  ή  έμμεσα  και  μεταβάλλουν  με  την  πάροδο 
του  χρόνου  την  εικόνα  του  εδάφους  (Wood  and  Johnson  1978:319‐370,  Foley 
1981:173‐174,  Kirkby  and  Kirkby  1976:241).  Τέλος,  στους  παράγοντες  που 
συμβάλλουν  στην  εμφάνιση,  φθορά,  μετακίνηση  και  απώλεια  επιφανειακού 
υλικού  θα  πρέπει  να  ενταχθεί  και  η  δράση  των  ζώων.  Έτσι  η  χρήση  μιας 
περιοχής ως περάσματος κοπαδιών, όπως συμβαίνει με το σύνολο της εντατικά 
ερευνημένης  περιοχής  Αζάπικο‐Πετριώτικο,  μπορεί  να  έχει  επίδραση  στην 
κατανομή  των  καταλοίπων  οδηγώντας  σε  έναν  ιδιότυπο  καταμερισμό 
ευρημάτων  και  ταυτόχρονα,  η  δράση  μικρών  θηλαστικών,  όπως  οι 
τυφλοπόντικες  που  ανοίγουν  λαγούμια,  μπορεί  επίσης  να  προκαλέσει 
διαταραχές του εδάφους (Allen 1991:53, Kirkby and Kirkby 1976:236‐ 237).   
Από  όλα  τα  παραπάνω  προκύπτει  ότι  το  περιβάλλον  αποτελεί  ένα 
σύνθετο δυναμικό σύστημα άμεσα συνδεόμενων διαδικασιών το οποίο, ανάλογα 
με  τις  ιδιαιτερότητες  και  την  ποικιλομορφία  της  επιμέρους  περιοχής, 
μεταβάλλεται  με  το  πέρασμα  του  χρόνου  προκαλώντας  κατά  αντιστοιχία 
διαταραχές στα πολιτισμικά κατάλοιπα (Allen 1991:51).  

102
Ορατότητα‐ανθρώπινοι παράγοντες 
Οι  φυσικές  διαδικασίες  δεν  είναι  οι  μοναδικές  που  καθορίζουν  την 
πυκνότητα  των  επιφανειακών  συγκεντρώσεων.  Εκτός  από  τις  φυσικές 
διαδικασίες,  η  εικόνα  που  έχουμε  για  το  επιφανειακό  υλικό  διαμορφώνεται  σε 
μεγάλο βαθμό από την ανθρώπινη δραστηριότητα. 
Οι πολιτισμικές διαδικασίες που επιδρούν στη σύνθεση και κατανομή του 
επιφανειακού  υλικού  περιλαμβάνουν  την  πυκνότητα  και  διάρκεια 
εγκατάστασης,  την  εκ  νέου  χρήση  του  χώρου  με  κατασκευαστικές 
δραστηριότητες και τη διατάραξη των επιχώσεων λόγω διαφόρων αιτίων, όπως η 
καλλιέργεια (Lewarch and Οʹ Brien 1981:305‐ 311). 
Πέρα  όμως  από  τις  ανθρώπινες  ενέργειες  που  επηρεάζουν  τα 
επιφανειακά  κατάλοιπα  μιας  θέσης,  πέρα  δηλαδή  από  το  σύνολο  των 
πολιτισμικών  διαδικασιών,  που  δρουν  μετα‐αποθετικά  κι  απλά 
μετασχηματίζουν  το  αρχαιολογικό  περιβάλλον,  τα  αποτελέσματα  μιας 
επιφανειακής  έρευνας  οφείλονται  συχνά  στις  μεθοδολογικές  επιλογές  της,  σε 
μια  σειρά  διαδικασιών  δηλαδή    που  σχετίζονται  με  τις  αδυναμίες  και  τους 
προϊδεασμούς των ερευνητών (Ανδρέου και Κωτσάκης 1986:66, Cherry 1983:405).  
Αναλύοντας  τα  παραπάνω,  πρέπει  να  τονιστεί  ότι  η  εικόνα  του 
επιφανειακού υλικού είναι άμεσα εξαρτημένη από τη σύνθεση και την ποσότητα 
των  στοιχείων  του  υλικού  πολιτισμού  που  εξαρχής  δημιουργούν  την 
αρχαιολογική  πραγματικότητα.  Οι  μεγάλες  συγκεντρώσεις  ευρημάτων  είναι 
αυτές  που  δημιουργούν  τις  προϋποθέσεις  να  συλλεχθεί  ένα  αντιπροσωπευτικό 
δείγμα για τις συχνότητες των τεχνουργημάτων ανά κατηγορία ή ακόμα και να 
εντοπιστεί  μια  θέση  (Dennis  et  al.  1981:305).  Για  το  λόγο  αυτό  θα  πρέπει  να 
είμαστε  εξαιρετικά  προσεκτικοί  στην  εξαγωγή  συμπερασμάτων  για  τα 
δημογραφικά  δεδομένα και τις  μεταβολές τους μέσα στο χρόνο που  βασίζονται 
μόνο  στην  αύξηση  του  υλικού  ή  του  αριθμού  των  θέσεων  σε  διαφορετικές 
χρονικές περιόδους (Kirkby and Kirkby 1976:229‐30).  
Μια  πρώτη  κατηγορία  μετα‐αποθετικής  πολιτιστικής  διαταραχής 
αποτελεί  η  εγκατάσταση  των  ανθρώπων  και  οι  επαναλαμβανόμενες 
δραστηριότητές  τους  στο  χώρο  μιας  απόθεσης.  Οι  κατασκευαστικές 
δραστηριότητες,  αλλά  ακόμα  και  η  απλή  κίνηση  σε  ένα  περιβάλλον,  όπου 
προϋπάρχουν  υλικά  κατάλοιπα,  προκαλεί  ανάμειξη  και  διαχωρισμό  υλικού  σε 
αρκετό βάθος κάτω από τη νέα επιφάνεια κατοίκησης, με τη ζώνη ανάμειξης να 
μετακινείται  αργά  προς  τα  πάνω  λόγω  της  αύξησης  του  πάχους  του 
επιφανειακού  στρώματος  του  εδάφους  (Bintliff  1985b:8,  Bilntliff  and  Snodgrass 
1985:137‐138).  Γι’  αυτό  άλλωστε  η  διαδοχική  κατοίκηση  παρατηρείται  κυρίως  σε 
οικισμούς με τη μορφή του γήλοφου (Kirkby and Kirkby 1976:244) 

103
Οι  κάτοικοι  που  διαδέχτηκαν  τους  προγόνους  τους  στην  ίδια  θέση  είναι 
δυνατό να επενέβησαν στην προηγούμενη διαμόρφωση του οικισμού τους ακόμα 
και  με  ισοπεδώσεις  για  να  εξυπηρετήσουν  τις  δικές  τους  ανάγκες.  Κάτι  τέτοιο 
φαίνεται  να  συμβαίνει  στην  θέση Πύργος‐Μυτάρι Αγίου Νικολάου, όπου τοίχοι 
ιστορικών  χρόνων  εδράζονται  κατευθείαν  πάνω  στον  υποκείμενο  βράχο,  χωρίς 
να μεσολαβεί κανένα στρώμα επίχωσης, σε σημεία μάλιστα όπου συναντώνται 
αρκετά  όστρακα  προϊστορικής  εποχής.  Τα  μόνα  στοιχεία  τα  οποία  έμειναν 
ανέπαφα,  είναι  τα  αποθηκευτικά  αγγεία  της  ΠΕΣ  που  ήταν  τοποθετημένα  σε 
ορύγματα στο βράχο. Στην περίπτωση του κωνικού λόφου της θέσης Βέτρινο Α΄ 
από  την  άλλη,  παρότι  υπάρχουν  αλλεπάλληλα  στρώματα  κατοίκησης,  δεν 
υπάρχει η δραστική παρέμβαση των ανθρώπων της ιστορικής περιόδου ώστε να 
εξαλειφθούν  εντελώς  τα  προϊστορικά  στρώματα.  Ο  συσχετισμός  του  αριθμού 
των  προϊστορικών  ευρημάτων  μιας  θέσης,  με  αυτόν  ευρημάτων  περιόδων  που 
ακολουθούν,  μπορεί  να  δώσει  μια  εικόνα  της  επίδρασης  της  μεταγενέστερης 
κατοίκησης στην αντίληψή μας για την ένταση και την έκταση της προϊστορικής 
δραστηριότητας σε κάποια θέση (Cherry et al. 1991:222‐223). Στην περίπτωση της 
θέσης  Βέτρινο  Α΄,  η  αφθονία  της  προϊστορικής  κεραμικής  σε  σχέση  με  τα 
ελάχιστα ευρήματα μεταγενέστερων περιόδων, είναι ενδεικτική της κατοίκησής 
της  αποκλειστικά  στην  περίοδο  αυτή.  Η  αρκετά  μεγάλη  άλλωστε  έκταση  των 
προϊστορικών  στοιχείων  σε  σύγκριση  με  τα  υπόλοιπα  συνηγορεί  σε  αυτήν  την 
εικόνα.  
Πέρα όμως από αυτές τις παρατηρήσεις που στηρίζονται σε στοιχεία της 
επιφάνειας,  οι  ενέργειες  των  κατοίκων  στους  οικισμούς  της  Σιθωνίας  κατά  την 
αρχαιότητα  (αναδόμηση,  πυκνότητα  κατοίκησης  και  κατασκευή  κτισμάτων)  θα 
μπορούσαν  να  εκτιμηθούν  με  βάση  τις  ελάχιστες  ανασκαμμένες  θέσεις  της 
περιοχής  όπως  η  θέση  Τορώνη,  όπου  οι  μεταγενέστερες  επεμβάσεις  έχουν 
σχεδόν εξαλείψει τις αποθέσεις της προϊστορίας (Cambitoglou and Papadopoulos 
1991:167).  
Εκτός  από  τις  παρελθούσες  ενέργειες  των  ανθρώπων  που  για  να 
καλύψουν  απαιτήσεις  της  εποχής  τους  προέβαιναν  ακόμα  και  στην  σχεδόν 
ολοκληρωτική  καταστροφή  θέσεων,  το  ίδιο  αποτέλεσμα  έχει  κι  η  σύγχρονη 
ανθρώπινη  παρέμβαση  με  την  κατασκευή  κτιριακών  εγκαταστάσεων  και 
δρόμων σε χώρους όπου αναπτύχθηκε ανθρώπινη δράση κατά το παρελθόν.  
Βεβαίως,  αυτό  το  γεγονός  μπορεί  να  έχει  και  τα  ακριβώς  αντίθετα 
αποτελέσματα.  Έτσι,  ενώ  είναι  αλήθεια  ότι  ο  προϊστορικός  οικισμός  στους 
Καθηγητές καταστράφηκε από την εκεί σύγχρονη οικοδομική δραστηριότητα, η 
θέση  στο  Αζάπικο  Β’  εντοπίστηκε  εξαιτίας  των  εκσκαφικών  εργασιών  για  την 
κατασκευή  δεξαμενής,  ενώ  οι  θέσεις  στο  Κριαρίτσι  επισημάνθηκαν  για  πρώτη 
φορά  κατά  τη  διάνοιξη  δρόμων  και  την  ισοπέδωση  χώρων  για  ανέγερση 
παραθεριστικών  κατοικιών.  Επιπλέον,  στη  διάνοιξη  δρόμων  ή  αντιπυρικών 

104
ζωνών που πέρασαν μέσα από τις θέσεις οφείλεται η εύρεση ανθρώπινων ιχνών 
της προϊστορίας σε ορεινές φυσιογραφικές ζώνες της Σιθωνίας.   
Μια  ακόμα  ανθρωπογενής  διαδικασία  που  διαταράσσει  συνεχώς  τις 
επιφανειακές συγκεντρώσεις, είναι το όργωμα (Terrenato 2004:40, Plog et al. 1978, 
Schiffer et al. 1978, Lewarch and Οʹ Brien 1981). Παρά τις αντιρρήσεις που υπήρχαν 
παλιότερα  για  την  αξία  της  αρχαιολογικής  πληροφορίας  από  επιφανειακές 
έρευνες  που  διεξάγονταν  σε  καλλιεργημένες  περιοχές,  εντούτοις  έχει  πλέον 
γίνει αντιληπτό πως η εξαίρεση των θέσεων που εμπίπτουν σε καλλιεργημένες 
περιοχές  εμπεριέχει  τον  κίνδυνο  του  συστηματικού  αποκλεισμού  μίας 
σημαντικής  μερίδας  της  αρχαιολογικής  μαρτυρίας  (Plog  et  al.  1978:415‐16). 
Εξάλλου,  όπως  υποστηρίζουν  κάποιοι  ερευνητές,    η  άροση  μπορεί  να 
υποβαθμίζει,  αλλά  δεν  καταστρέφει  τη  δυνατότητα  διατύπωσης  μιας 
αρχαιολογικής ερμηνείας και κάτω από ορισμένες συνθήκες, το όργωμα μπορεί 
να αποδειχθεί ακόμη και αποτελεσματική μέθοδος ανακάλυψης υλικού (Binford 
et al. 1970). Αυτό μάλιστα επιβεβαιώθηκε από έρευνες που απέδειξαν ότι ακόμα 
και  σε  οργωμένες  περιοχές  η  συστηματική    συλλογή  του  επιφανειακού  υλικού 
μπορεί να οδηγήσει σε χρήσιμα συμπεράσματα για τη διάταξη των πολιτιστικών 
καταλοίπων  (Binford  et  al.  1970,  Redman  and  Watson  1970).  Αν  μάλιστα 
επιχειρηθεί επαναλαμβανόμενη συλλογή υλικού κατά τη διάρκεια διαφορετικών 
περιόδων,  τότε  μπορεί  να  προκύψει  ένα  πιο  αξιόπιστο  δείγμα  για  να 
ανιχνευθούν οι τρόποι κατανομής του (Ammerman and Feldman 1978). 
Επιπλέον,  σε  μια  προσπάθεια  που  έγινε  για  να  αποτιμηθεί  η  αλλοίωση 
που  επιφέρει    στη  διάταξη  των  ευρημάτων  η  καλλιέργεια,  υπολογίσθηκε  ότι  η 
μετακίνηση  των  ευρημάτων  μπορεί  να  γίνεται  ανάλογα  με  τη  φορά  του 
οργώματος  προς  τη  μία  ή  την  άλλη  κατεύθυνση,  η  οποία  ίσως  και  να 
λειτουργήσει  διορθωτικά    μεταφέροντας  τα  αντικείμενα  προς  την  αρχική  τους 
θέση (Dunnell and Simek 1995:306, Odell and Cowan 1987:461, 468).  
Ακόμα,  παρά  το  γεγονός  ότι  το  μέγεθος  των  οστράκων  φθίνει  από  το 
πρώτο  κιόλας  όργωμα,  έρχεται  σύντομα  η  στιγμή  που  δε  μειώνεται  άλλο 
(Dunnell  and  Simek  1995:308).    Άρα  η  αξία  της  αρχαιολογικής  μαρτυρίας 
περιορίζεται,  αλλά  δεν  καταργείται  (Plog  et  al.  1978:416).  Άλλωστε  δεν  έχει 
σημασία  να  εντοπίσουμε  τη  μετακίνηση  των  επιμέρους  αντικειμένων  στο  χώρο 
αλλά πρέπει, λαμβάνοντας υπόψη μας όλους τους παράγοντες που επηρεάζουν 
τη  συμπεριφορά  των  επιφανειακών  αντικειμένων,  να    στρέψουμε  την  προσοχή 
μας στο σύνολο του πολιτισμικού υλικού, του οποίου η διασπορά έχει ουσιαστική 
ερμηνευτική αξία.  
Το  ζήτημα  της  διαταραχής  του  αρχαιολογικού  πεδίου  λόγω  της  άροσης 
βρίσκει  άμεσες  προεκτάσεις  στην  περιοχή  της  Σιθωνίας  και  συγκεκριμένα  σε 
θέσεις  όπως  το  Παλιοκάστελλο,  το  Βέτρινο  Β΄,  ο  Πύργος  και  ο  Τριπόταμος.  Η 
μηχανοποίηση  της  άροσης,  που  κατά  τις  τελευταίες  δεκαετίες  μετέβαλε  ριζικά 

105
τον  παραδοσιακό  τρόπο  εκμετάλλευσης  της  γης  (Κωτσάκης  1990:182),  βρήκε 
εφαρμογή  και  στις  προαναφερθείσες  περιοχές,  όπου  κυρίαρχη  είναι  η 
καλλιέργεια  σιταριού  και  ελαιών.  Η  μέτρια  κλίση  του  εδάφους  στις 
συγκεκριμένες  θέσεις  και  η  σχετικά  μικρής  κλίμακας  διάβρωση  στην  περιοχή 
καθώς  και  το  γεγονός  ότι  η  άροση  σε  διαφορετικές  κατευθύνσεις  θα  μπορούσε 
να δημιουργήσει μια κατάσταση ισορροπίας στο πεδίο, θα μπορούσε να σημαίνει 
ίσως  πως  παρότι  η  καλλιέργεια  στην  περιοχή  έχει  μεταβάλει  τη  διάταξη  των 
ευρημάτων  στο  χώρο,  αυτό  δεν  έχει  συμβεί  σε  τέτοιο  βαθμό  ώστε  να  μη 
μπορούμε  να  βγάλουμε  κανένα  συμπέρασμα  σχετικά  με  την  αρχική  τους 
κατανομή. Αυτό άλλωστε αποδεικνύεται κι από το γεγονός ότι μέσω της έρευνας 
που  διεξάχθηκε  μπόρεσαν  να  σημειωθούν  οι    μετακινήσεις  του  πυρήνα  των  
οικισμών  στο  χώρο  σε  διαφορετικές  χρονικές  περιόδους,  καθώς  και  να 
ανιχνευθούν  στοιχεία  για  λειτουργικές  διαφοροποιήσεις  στο  πλαίσιο  κάθε  μιας 
θέσης. 
Όμως,  δεν  είναι  μόνο  η  καλλιέργεια  που  μπορεί  να  επηρεάσει  τις 
κατανομές των αντικειμένων σε μια θέση. Επιπτώσεις στην ποιότητα του υλικού 
που  εντοπίζεται  σε  μια  περιοχή  μπορεί  να  έχει  κι  η  παράνομη  συλλογή 
αντικειμένων,  η  οποία  αποψιλώνει  αρχαιολογικά  τις  θέσεις  από  συγκεκριμένες 
κατηγορίες τεχνουργημάτων και τις καθιστά έτσι ακατάλληλες για την εξαγωγή 
επιμέρους  συμπερασμάτων  (Boismier  1991:18‐19). Η άποψη αυτή ωστόσο, για τη 
σημαντική επίπτωση των συλλογών επιλεγμένων αντικειμένων στην εικόνα που 
παρουσιάζει  η  επιφάνεια,  δε  φαίνεται  να  ευσταθεί  απόλυτα,  καθώς  ο 
παράγοντας  αυτός  μπορεί  να  προληφθεί  με  τη  διεξαγωγή  της  κατάλληλης 
έρευνας και την εφαρμογή αναλυτικών τεχνικών στο επιφανειακό υλικό (Plog et 
al.  1978:416).  Ειδικότερα  όμως  στην  περίπτωση  των  προϊστορικών  θέσεων,  η 
παραπάνω  παράμετρος  θα  μπορούσε  να  έχει  ακόμα  μικρότερες  επιπτώσεις, 
καθώς  τα  όστρακά  τους  που  αποτελούν  τη  συντριπτική  πλειοψηφία  του 
επιφανειακού  υλικού  και  τα  υπόλοιπα  τεχνουργήματα,  που  είναι 
κατασκευασμένα  από  απλά  υλικά,  βρίσκονται  πέρα  από  το  στόχαστρο  των 
επιδιώξεων της παράνομης συλλογής, η οποία αναζητεί συνήθως νομίσματα και 
πολύτιμα  αντικείμενα  (Schiffer  1976:35).  Στην  περίπτωση  της  Σιθωνίας  παρόλα 
αυτά, η παράνομη συλλογή αντικειμένων εξαπλώνεται με βεβαιότητα και  στην 
περίοδο  της  προϊστορίας,  αφού  αρχαιοκαπηλικές  δραστηριότητες  έχουν 
αφαιρέσει  το  περιεχόμενο  των  ταφικών  μνημείων  στη  θέση  Δημητράκια,  στη 
θέση  Τούρλες,  στη  θέση  Τράπεζος,  στην  περιοχή  Αζάπικο‐Πετριώτικο  κι  έχουν 
καταστρέψει  τα  κατάλοιπα  των  οικισμών  στη  θέση  Αβραάμ  και  στη  θέση 
Πύργος‐Μυτάρι.  
Σε  λάθος  συμπεράσματα  για  την  αντιπροσώπευση  της  εγκατοίκησης 
στην  περιοχή  που  μας  ενδιαφέρει  μπορεί  να  οδηγήσουν  και  οι  αδυναμίες  της 
έρευνας.  Χαρακτηριστική  είναι  η  περίπτωση  της  ανισότητας  στη  χρονική 

106
διάρκεια  των  γενικών  περιόδων  της  προϊστορίας,  εφόσον  «ευνοούνται»  οι 
περίοδοι  που  διαρκούν  πολύ  σε  σχέση  με  αυτές  που  έχουν  μικρότερη  διάρκεια. 
Για παράδειγμα, ο ίδιος αριθμός θέσεων στην ΠΕΧ, που διαρκεί 1300 χρόνια και 
την  ΥΕΧ,  που  διαρκεί  700,  σημαίνει  ότι  η  ανθρώπινη  εγκατοίκηση  ήταν 
σαφέστατα  εντονότερη  κατά  την  τελευταία,  εφόσον  μιλάμε  φυσικά  για  θέσεις 
που  έχουν  παρόμοια  έκταση  και  κατοικούνται  σε  όλη  τη  διάρκεια  των 
αντίστοιχων  περιόδων.  Ακόμη,  καθώς  οι  περίοδοι  που  θα  χρησιμοποιηθούν 
έχουν  μια  σημαντική  διάρκεια,  θα  πρέπει  να  τονιστεί  ότι  η  χρονολόγηση  μιας 
θέσης σε κάποια από αυτές δε σημαίνει ότι οπωσδήποτε κατοικήθηκε σε όλη τη 
διάρκειά της. 
Τα  προβλήματα  χρονολόγησης  είναι  γενικά  από  τους  παράγοντες  που 
δυσχεραίνουν  πάρα  πολύ  τη  μελέτη  του  αρχαιολογικού  υλικού.  Έτσι  π.χ.  η 
έλλειψη  ερευνών  και  βιβλιογραφίας  στον  βορειοελλαδικό  χώρο  σχετικά  με 
προνεολιθικές ή πρώιμες νεολιθικές λιθοτεχνίες δημιουργεί μια ανασφάλεια για 
τις  προτεινόμενες  χρονολογήσεις  τέτοιων  θέσεων  στην  περιοχή  Λειβαδιά  και 
Λειβάδια της Σιθωνίας που στηρίζονται αποκλειστικά σε τέτοιο υλικό.  
Από  την  άλλη,  η  χρονολόγηση  της  κεραμικής,  που  αποτελεί  τη 
βασικότερη  μέθοδο  χρονολογικού  προσδιορισμού  ενός  οικισμού,  δεν 
επιτυγχάνεται  πάντοτε  με  μεγάλη  ευκολία,  λόγω  των  ποικίλων  προβλημάτων 
που  παρουσιάζει  η  χρήση  της  σε  τέτοιες  περιπτώσεις.  Οι  ειδικοί  μελετητές  της 
κεραμικής συχνά διαφωνούν π.χ. για το ποιοι τύποι κεραμικής ανήκουν σε ποια 
χρονική‐πολιτισμική περίοδο, ειδικά στη Β. Ελλάδα όπου κάποιες περίοδοι όπως 
της  Αρχαιότερης  Νεολιθικής,  της  Μέσης  Εποχής  του  Χαλκού  και  της  Πρώιμης 
Εποχής  Σιδήρου,  δεν  ορίζονται  επαρκώς  με  βάση  την  κεραμική  (Ανδρέου  και 
Κωτσάκης  1987α:70,  Cherry  1983:400,  Γραμμένος  1984:103),  οδηγώντας  και  τον 
ερευνητή  στην  προσπάθεια  χρονολόγησης  κάποιων  θέσεων  όπως  οι  τύμβοι  της 
ενδοχώρας του Αζάπικου‐Πετριώτικο στη Σιθωνία, σε αμφιβολίες.  
Επιπλέον,  πολλές  φορές  τα  όστρακα  που  συλλέγονται  σε  μια 
επιφανειακή  έρευνα,  είναι  πιθανό  να  είναι  τόσο  μικρού  μεγέθους  και  τόσο 
φθαρμένα,  ώστε  να  μην  είναι  δυνατόν  να  αναγνωρισθούν  και  να 
χρονολογηθούν.  Ακόμη,  προκύπτει  το  θεμελιώδες  ερώτημα:  πόσα  όστρακα  ή 
γενικά  πόσα  χαρακτηριστικά  ευρήματα  που  χρονολογούνται  σε  μια  χρονική 
περίοδο  θεωρούνται  αρκετά  για  να  αποδείξουν  ότι  μία  συγκεκριμένη  θέση 
πραγματικά  κατοικείται  στη  δεδομένη  χρονική  περίοδο;  Αυτές  οι  σκέψεις 
προκάλεσαν  σημαντικό  προβληματισμό,  ειδικά  σε  σχέση  με  κάποιες 
βραχοσκεπές  της  Σιθωνίας  όπου  ήταν  σαφής  η  παρουσία  καταλοίπων  της 
Οθωμανικής  περιόδου,  αλλά  και  η  ανεύρεση  ελάχιστων  πυριτολιθικών 
εργαλείων δημιουργούσε υποψίες μόνιμης χρήσης τους κατά την προϊστορία.  
Έτσι  λοιπόν,  ενώ  κάποιες  χρονικές‐πολιτισμικές  περίοδοι 
αντιπροσωπεύονται από χαρακτηριστική κεραμική κι άλλα ευρήματα, για άλλες 

107
περιόδους αυτό δεν ισχύει δημιουργώντας μια διαφοροποίηση στη χρονολογική‐
αρχαιολογική  ορατότητα  διαφορετικών  πολιτισμικών  περιόδων,  η  οποία  είναι 
δυνατόν  να  επηρεάσει  την  αποκατάσταση  της  εικόνας  για  τις  αλλαγές  στη 
διάταξη  και  την  πυκνότητα  των  οικισμών  από  τη  μια  χρονική  περίοδο  στην 
άλλη.  
Ένας  ακόμη  παράγοντας  που  αλλοιώνει  τον  πραγματικό  αριθμό  κι 
εικόνα των θέσεων στο τοπίο, είναι οι προϊδεασμοί της έρευνας. Για παράδειγμα 
στο  πλαίσιο  της  συστηματικής  επιφανειακής  έρευνας  Σιθωνίας,  αποφασίστηκε 
να  ερευνηθούν  κυρίως  βραχώδεις  χερσονησίδες  που  είχαν  πρόσβαση  σε 
αλλουβιακές  κοιλάδες  και  να  περπατηθούν  πολλοί  «ύποπτοι»  λόφοι  των 
μεσαίων  αναβαθμίδων,  ενώ  οι  ορεινότερες  περιοχές  αμελήθηκαν  λόγω  των 
απότομων κλίσεών τους και των άλλων φυσιογραφικών δυσκολιών. Από αυτό το 
μεθοδολογικό  παράδειγμα,  γίνεται  φανερή  η  επίδραση  των  ερευνητικών 
κατευθύνσεων μιας επιφανειακής έρευνας στον εντοπισμό  των θέσεων.  
Ένας  άλλος  παράγοντας  που  σχετίζεται  με  την  καταμέτρηση  των 
ευρημάτων  στο  χώρο  και  επηρεάζει  την  ίδια  την  ποιότητα  του  επιφανειακού 
υλικού που συλλέγεται από μια συστηματική έρευνα, άρα και την αξιοπιστία της 
ανάλυσης  και  ερμηνείας  του,  αφορά  στο  διαφορετικό  βαθμό  εμπειρίας  και 
δυνατοτήτων  που  μπορεί  να  έχουν  τα  μέλη  μιας  ομάδας.  Έχει  παρατηρηθεί 
συγκεκριμένα,  ότι  υπάρχει  άμεση  σχέση  ανάμεσα  στο  βαθμό  εμπειρίας  των 
μελών  και  τη  συλλογή  των  ευρημάτων,  με  τους  πιο  άπειρους  στη  συλλογή 
υλικού  από  την  επιφάνεια  μιας  θέσης  να  παρουσιάζουν  χαμηλή 
παραγωγικότητα  (Terrenato  2004:42,  Haselgrove  1985:21‐25).  Εντούτοις  έχει 
υποστηριχθεί κι ότι το παραπλανητικό αποτέλεσμα της συλλογής που οφείλεται 
στη  διαφοροποίηση  των  δυνατοτήτων  των  μελών,  ασκεί  μάλλον  μικρής 
κλίμακας  επίδραση  στα  αποτελέσματα  της  διαδικασίας  αυτής  (Cherry  et  al. 
1991:39).  Άλλωστε  μπορούμε  να  αποτρέψουμε  την  εισαγωγή  προκαταλήψεων 
στην  αρχαιολογική  ερμηνεία,  αν  προσπαθήσουμε  να  υπολογίσουμε  τον 
παράγοντα  των  λανθασμένων  μετρήσεων  για  να  βεβαιωθούμε  πως  η 
μεταβλητότητα των αρχαιολογικών δεδομένων είναι πραγματική και σχετίζεται 
άμεσα  με  το  ευμετάβλητο  των  πολιτιστικών  συστημάτων  (Plog  et  al.  1978:413‐
415).  Βέβαια  στην  περίπτωση  της  επιφανειακής  έρευνας  της  Σιθωνίας,  ο 
συγκεκριμένος  παραμορφωτικός  παράγοντας  δε  θα  απασχολήσει  αφού  στο 
σύνολό  της  πραγματοποιήθηκε  μόνο  από  τον  συγγραφέα  με  την  περιστασιακή 
μόνο συνοδεία κάποιου άλλου ατόμου, το οποίο όμως δεν έπαιζε έτσι κι αλλιώς 
κάποιο ρόλο στη συλλογή πληροφοριών. 
Από την παραπάνω παρουσίαση αντιλαμβάνεται κανείς ότι τα δεδομένα 
των  προϊστορικών  θέσεων  της  Σιθωνίας,  που  θα  αναλυθούν  παρακάτω, 
υπόκεινται σε μια σειρά από παραμορφώσεις με αποτέλεσμα την αλλοίωση του 
αυθεντικού  αριθμού  των  θέσεων,  της  πραγματικής  έκτασης  και  του  ύψους  των 

108
επιχώσεών τους, της διαμόρφωσής τους, αλλά και των ιχνών της δραστηριότητάς 
τους. Αυτές οι αλλοιώσεις οφείλονται σε γεωφυσικούς λόγους, κλιματολογικούς 
παράγοντες,  στις  δραστηριότητες  των  προϊστορικών,  αλλά  και  των  σύγχρονων 
κατοίκων, όπως και στις μεθόδους της μέχρι τώρα αρχαιολογικής έρευνας. Κατά 
τη  διάρκεια  των  συστηματικών  επιφανειακών  ερευνών  Σιθωνίας  όλοι  αυτοί  οι 
παραμορφωτικοί  παράγοντες  κατ’  επανάληψη  επισημάνθηκαν  και 
προβλημάτισαν τόσο για την εικόνα των ιχνών της ανθρώπινης δραστηριότητας, 
όσο  και  των  επιλογών  δράσης  της  έρευνας.  Μάλιστα,  παρότι  στόχος  αυτής  της 
εργασίας δεν είναι η αναζήτηση αποτελεσμάτων της επίδράσης των  παραπάνω 
παραγόντων  στον  τρόπο  κατανομής  του  επιφανειακού  υλικού  της  Σιθωνίας, 
αλλά η αναζήτηση του ποσοστού της αρχικής πληροφορίας, που έχει απομείνει 
στο  τοπίο  (Lewarch  and  Οʹ  Brien  1981:312),  είναι  λογικό  η  εγκυρότητα  των 
οποιονδήποτε  συμπερασμάτων  από  την  ανάλυση  που  θα  ακολουθήσει  να 
διέπεται από τους παραπάνω περιορισμούς. 
 

109
ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΗΜΕΝΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ 
Η σχέση κάθε κοινωνίας με το φυσικό της περιβάλλον συγκροτείται μέσα 
σε  συγκεκριμένα  και  ιστορικά  καθορισμένα  πλαίσια.  Κάθε  κοινωνία 
οικειοποιείται το περιβάλλον της στη βάση μιας διαλεκτικής σχέσης με τη φύση 
μετατρέποντας το φυσικό χώρο σε ανθρωπογενές τοπίο και αποτυπώνοντας έτσι 
τη  διαχρονική  παρουσία  της  ανθρώπινης  δραστηριότητας  γενικά,  αλλά  και 
ειδικότερα στοιχεία της οικονομίας, των κοινωνικών δομών και της πολιτισμικής 
έκφρασης,  όπως  όλα  αυτά  εξελίχθηκαν  μέσα  στο  χρόνο.  Παρόλο  που  η 
οικολογία  δεν  καθορίζει  τα  χαρακτηριστικά  της  κοινωνίας  και  του  πολιτισμού, 
είναι  αναμφισβήτητο  ότι  αποτελεί  ένα  φυσικό  πλαίσιο  που  υπαγορεύει 
συγκεκριμένες  χρήσεις,  καθώς  επίσης  ότι  λειτουργεί  περιοριστικά  ως  προς  τη 
διαδικασία  της  οικειοποίησης  ή  εκμετάλλευσης  της  φύσης,  ανάλογα  με  την 
εκάστοτε τεχνολογική ανάπτυξη και τη γενικότερη κοινωνική λογική (Νιτσιάκος 
2003:49). 
Κατά  την  προϊστορία  ειδικότερα,  η  αλληλεπίδραση  μιας  ανθρώπινης 
ομάδας  κι  ενός  φυσικού  περιβάλλοντος  καθόριζε  σε  μεγάλο  βαθμό  τον  τρόπο 
ζωής  και  τις  δραστηριότητες  των  κατοίκων  μιας  προϊστορικής  εγκατάστασης. 
Επομένως,  το  περιβάλλον  με  το  να  επηρεάζει  άμεσα  τις  ανθρώπινες 
δραστηριότητες,  αποτελούσε  συνάρτηση  των  παραμέτρων  της  πυκνότητας  και 
της  έκτασης  των  εγκαταστάσεων  που  παρατηρούνται  σε  μια  περιοχή  και  η 
γνώση μας για το τι είναι διαθέσιμο προς εκμετάλλευση, είναι καθοριστική και 
για  την  κατανόηση  της  επιλογής  συγκεκριμένων  αποφάσεων  έναντι  άλλων 
(Renfrew and Wagstaff 1982:83). 
Είναι  λοιπόν  πολύ  σημαντικό,  για  να  κατανοηθεί  η  ανθρώπινη 
συμπεριφορά  και  κατ’  επέκταση  η  ανθρώπινη  εκμετάλλευση  μιας 
συγκεκριμένης περιοχής, να εξετασθεί το αντικείμενο της εκμετάλλευσης, αλλά 
και  το  εύρος  που  αυτή  είχε  κατά  το  παρελθόν.  Οι  περιβαλλοντικές  παράμετροι 
που  σχετίζονται  με  την  ατμόσφαιρα,  την  υδρόσφαιρα,  τη  λιθόσφαιρα  και  τη 
βιόσφαιρα  αποτελούν  τους  βασικούς  πόρους  που  συνιστούν  το  μέγεθος  της 
ικανότητας  υποστήριξης  μιας  περιοχής  (Butzer,  1982:16).  Δεν  πρέπει,  όμως,  να 
υποτιμηθεί  η  συμμετοχή  της  οικονομίας,  άρα  και  του  πολιτισμικού  παράγοντα, 
στον  ορισμό  του  μεγέθους  αυτού.  Χωρίς  τη  συμμετοχή  της  είναι  αδύνατο  να 
προσδιοριστεί αυτό το ρευστό μέγεθος, αφού η οικονομία θα καθορίσει σε τελική 
ανάλυση ποιους πόρους και με ποιον τρόπο θα τους εκμεταλλευτεί  ο δεδομένος 
οικισμός.  
Τα στοιχεία που ακολουθούν δίνουν μια αμεσότερη εικόνα της οικολογίας 
των  οικισμών,  ώστε  να  γίνουν  αντιληπτές  οι  κυριότερες  ιδιομορφίες  και  τα 
πλεονεκτήματα της περιοχής Σιθωνίας, με σκοπό να κατανοηθεί πληρέστερα ο 
τρόπος  κατανομής  της  ανθρώπινης  δραστηριότητας  στο  συγκεκριμένο  τόπο. 
Αυτά  τα  στοιχεία  προκύπτουν  από  τις  πληροφορίες  που  καταγράφηκαν 

110
σύμφωνα  με  τα  δελτία  μέσα  στα  όρια  της  εκτατικά  κι  εντατικά  ερευνημένης 
περιοχής  κι  αποτελούν  ένα  είδος  βάσης  δεδομένων  για  εκείνο  το  μέρος  της 
εργασίας,  όπου  θα  επιχειρηθεί  η  σύνδεση  συγκεκριμένων  παραμέτρων  του 
φυσικού  περιβάλλοντος  με  τα  χαρακτηριστικά  της  ανθρώπινης  εγκατοίκησης 
έχοντας  βέβαια  πάντα  κατά  νου  ότι  οι  οικολογικές  σχέσεις  απορρέουν  από  την 
εφαρμογή μιας κοινωνικής λογικής κι όχι αντίστροφα (Ingold 1980). 
 
Γεωμορφολογικά στοιχεία 
Σημαντικό  ρόλο  στη  διαμόρφωση  του  ανάγλυφου  της  ερευνημένης 
περιοχής της Σιθωνίας φαίνεται να έπαιξαν τόσο οι τεκτονικές κινήσεις, όσο και 
η  συμβολή  της  δράσης  του  νερού.  Οι  τεκτονικές  κινήσεις  είναι  αυτές  που 
διαμόρφωσαν  κατά  κύριο  λόγο  την  επιμήκη  οροσειρά  που  καταλαμβάνει  την 
κεντρική περιοχή της Σιθωνίας και πλήθος άλλων μικρότερων υψωμάτων όπως 
Καρβουνάς  (566μ.),  Σκιαθάς  (426μ.),  Ράχη  Βορδαναριάς  (479μ.),  Μελίτωνας 
(491μ.), Μύτακας (417μ.), Μακρυβούνα (535μ.), Αρκουδοκέφαλος (440μ.). Υπάρχει 
ακόμα η κορυφή Κώστας της οποίας η επιβλητικότητα γοήτευσε τους ντόπιους κι 
έθελξε τους ξένους ώστε να δημιουργήσουν  ένα ιερό, ενώ στις νεότερες εποχές 
συνδέθηκε με τον τόπο κατοικίας της θρυλούμενης βασίλισσας που την έκλεψαν 
οι πειρατές ακολουθώντας το ξεχασμένο νήμα που έγνεθε. Ο προσανατολισμός 
του  συνόλου  της  ορεογραφικής  διαμόρφωσης  της  Σιθωνίας  δίνει  σε  αυτή  νότιο 
προσανατολισμό,  ενώ  το  σύνολο  των  υψωμάτων  που  κυριαρχούν  δημιουργούν 
την εικόνα έντονης πολυμορφίας με ποικίλες κλίσεις. Οι κλίσεις των υψωμάτων 
διαβαθμίζονται  από  ήπιες,  όπου  μπορούσαν  να  αναπτυχθούν  καλλιέργειες, 
μέχρι  σχεδόν  κατακόρυφες,  ειδικά  στη  βορειοανατολική  πλευρά,  και  στην 
περιοχή ανατολικά του Παρθενώνα όπου υπήρχαν οι κατάλληλες προϋποθέσεις 
για  την  ίδρυση  οχυρωμένων  εγκαταστάσεων.  Ανάμεσα  στα  βουνά  και  τους 
λόφους  της  περιοχής  διαμορφώνονται  στενές  κοιλάδες,  κατάλληλες  για  μικρές 
γεωργοκτηνοτροφικές δραστηριότητες, όπως του Νιπόταμου και της Τραγούλας 
καθώς και βαθιές χαράδρες όπως στο Βαθύλακκα, στη Στάφνη, στο Σκιαθά και 
στο  Βαρέλι,  που  αυλακώνουν  τις  πλαγιές  των  βουνών.  Σε  αυτές  τις 
γεωμορφολογικές  διαμορφώσεις  ρέουν  όμβρια  και  πηγαία  νερά,  που 
καταλήγουν άλλοτε σε προσχωσιγενείς ομαλές εκτάσεις κι άλλοτε σε βραχώδεις 
ή κροκαλώδεις ακτές (Παυλίδης 1976:13, Κωνσταντινίδης 1990:11).  
Το περίγραμμα της ακτογραμμής με τις αμμώδεις παραλίες, τους όρμους 
και  τους  κολπίσκους  και  τα  πολλά  απόκρημνα  βραχώδη  ακρωτήρια  έχει  την 
εικόνα  του  ιδιόμορφου  ελληνικού  τεκτονικού  οικοδομήματος.  Μια  σειρά  από 
νησιά σχετίζονται με τη Σιθωνία, από τα οποία ερευνήθηκε το συγκρότημα των 
Διαπορίων  νήσων  στο  Σιγγιτικό  κόλπο,  με  σημαντικότερο  το  νησί  Διάπορος. 
Πρόκειται  για  βραχώδη  νήσο  μήκους  3,2  χλμ.  και  πλάτους  2,2  χλμ.,  με  πλούσιο 
διαμελισμό και βλάστηση από μακκία, κωνοφόρα κι ελιές. Γύρω από το Διάπορο 

111
βρίσκονται  διάσπαρτες  οι  νησίδες  Καλόγρια,  Αμπελίτσι,  Περιστερονήσι,  Ελιά, 
Άγιος  Ισίδωρος,  Πρασονήσι  και  τα  Καλαμονήσια.  Η  εικόνα  των  ορίων  της 
ακτογραμμής  και  των  νησιών  που  βρίσκονται  κοντά  της  αποκαλύπτει  τις 
δυνατότητες ελλιμενισμού των καραβιών κατά την αρχαιότητα στους ασφαλείς 
κόλπους  στον  Όρμο  Παναγίας,  στα  Δημητράκια,  στο  Μπαταρά,  στον  Κρυφτό, 
στη  Βουρβουρού.  Πολλές  φορές  όμως  τα  στενά  περάσματα  ανάμεσα  στα 
ακρωτήρια  και  τις  βραχονησίδες  έκρυβαν  παγίδες  που  προξενούσαν  ναυάγια, 
όπως  ανάμεσα  στην  Ξιφάρα  και  τα  Καλαμονήσια  καθώς  και  στο  Πρασονήσι. 
Γνωρίζουμε βέβαια ότι η στάθμη της θάλασσας στο παρελθόν ήταν χαμηλότερη 
και η ακτογραμμή προφανώς διαφορετική σε αρκετά σημεία σε όλη την περιοχή 
της  Κεντρικής  Μακεδονίας  (Sivignon  1982:25,  Τreuil  et  al.  1996:114).  Αυτό 
επιβεβαιώνεται και για την περιοχή της Σιθωνίας από το καταποντισμένο λιμάνι 
της  θέσης  Πύργος‐Μυτάρι.  Η  εδραίωση  των  κλιματικών  συνθηκών  της 
μεταπαγετώδους  περιόδου  στο  τέλος  του  πλειστόκαινου  και  η  επακόλουθη 
ραγδαία  άνοδος  της  στάθμης  των  υδάτων,  είχε  ως  αποτέλεσμα  την  κάλυψη 
μεγάλου τμήματος της επιφάνειας των παράκτιων περιοχών. 
  Καλλιεργούμενες  πεδινές  περιοχές  δεν  υπάρχουν  πολλές  στη  Σιθωνία. 
Συναντώνται  κυρίως  στην  παράκτια  ζώνη  κοντά  στους  οικισμούς  του  Νέου 
Μαρμαρά,  του  Τριπόταμου,  του  Αζάπικου  και  του  Όρμου  Παναγίας.  Στην 
περιοχή  του  Αγίου  Νικολάου  συναντώνται  λοφώδεις  καλλιεργήσιμες  εκτάσεις, 
ενώ  στη  Βουρβουρού  εκτείνεται  εύφορη  παράκτια  ζώνη.  Λοφώδεις 
καλλιεργήσιμες  περιοχές  απαντώνται  και  δυτικά  και  νότια  του  Παρθενώνα, 
μεταξύ  των  οποίων  διαμορφώνονται  εύφορες  προσχωσιγενείς  εκτάσεις.  Στις 
παραπάνω  ομαλές  εκτάσεις,  κατά  το  απώτερο  παρελθόν  είχαν  δημιουργηθεί 
διάφοροι  μικροσυνοικισμοί  για  αποτελεσματικότερη  εκμετάλλευση  των 
αποδοτικών  χωραφιών  και  αργότερα  ιδρύθηκαν  τα  εξαιρετικά  εκτεταμένα 
μετόχια  των  Μονών  του  Αγίου  Όρους,  οι  οποίες  φρόντισαν  να  ορίσουν  τον 
ιδιοκτησιακό τους χώρο με άφθαρτα στο χρόνο ορόσημα. 
Υδρολογικώς,  η  Σιθωνία  δε  χαρακτηρίζεται  από  ποτάμια,  αλλά  από 
ρέματα  και  χείμαρρους  τοπικής  σημασίας.  Τα  κυριότερα  ρέματα  της 
ερευνημένης  περιοχής  είναι  αυτά  του  Τριπόταμου,  του  Παλιόμυλου  και  του 
Στραβόλακκα στο Νέο Μαρμαρά, τα ρέματα Ρούσικος λάκκος και Βάβος λάκκος 
του Αζάπικου‐Πετριώτικο, η Παλαιόχωρα στη Συκιά, ο Γιδόλακκας στη Σάρτη, ο 
Κουτλουμουσιανός  Λάκκος,  ο  Κακόλακκας,  Καρύδα  Λάκκα  και  του 
Απαρηγόρητου στη Βουρβουρού, τα Κούτσουρα, ο Νιπόταμος, ο Μελιδόνης και ο 
Βαθύλακκας στον Άγιο Νικόλαο, η Τραγούλα και ο Ραγαζοπόταμος στη Νικήτη, 
τα  οποία  κατά  την  περίοδο  των  βροχών  γίνονται  ορμητικά  και  χειμαρρώδη 
προκαλώντας διαβρώσεις των εδαφών, με αποτέλεσμα τη βαθιά χαράδρωση της 
χερσονήσου.  Σε  κάθε  ρέμα  από  αυτά,  αλλά  και  σε  κάποια  ακόμα,  που  είχαν 
κατά  τη  διάρκεια  του  χρόνου  ‐ή  έστω  εποχιακά‐ικανοποιητική  ποσότητα  νερού, 

112
επιχειρούνταν  το  κτίσιμο  νερόμυλου.  Τρεις  νερόμυλοι,  που  λειτουργούσαν  ως 
τον 20ο αιώνα και διασώζονται, βρίσκονται στο Μύλου Ρέμα (του Κουνιστή) και  
στα ρέματα του Αγίου Αθανασίου (του Ψηλογιάννη και του Βασίλα).  Κατάλοιπα 
παλιότερων  μύλων  σώζονται  στο  ρέμα  της  Ασκαμιάς  (του  Μαρτζιβάνου  ο  
μύλος), στο ρέμα του Παλιόμυλου (του Βαγιωνά ο  μύλος ή Παλαίμ’λος), σε άλλα 
ρέματα του  Αγίου Αθανασίου και στον Μπαργιακλή (του Γεροχρήστου  ο  μύλος  
και του Κυριαζή ο  μύλος). Επιπλέον, δύο βυζαντινοί‐πρώιμοι Οθωμανικοί μύλοι 
εντοπίζονται στην κοίτη του Στραβόλακκα κι άλλος ένας, για τον οποίο γίνεται 
αναφορά σε  έγγραφα, στο Μύλου Ρέμα (Αγγελάκος 1921:172). Εκτός απο αυτούς 
τους  νερόμυλους  που  βρίσκονται  στην  περιοχή  του  Νέου  Μαρμαρά,  υπάρχει 
ακόμα  ένας  μύλος  στο  Βάβο  Λάκκο  της  περιοχής  Αζάπικο‐Πετριώτικο.  Στην 
ερευνηθείσα  περιοχή  της  Νικήτης,  νερόμυλους  εντοπίσαμε  στο  ρέμα  της  
Τραγούλας  (του  Καραγιάννη),  στο  Ραγαζοπόταμο  (Καλογριά),  στο  ρέμα  στις 
Σπαθιές  και    στο  ρέμα  κάτω  από  τον  Άγιο  Παύλο,  ενώ  στον  Άγιο  Νικόλαο 
νερόμυλοι  υπάρχουν  στο  Νιπόταμο  (Κουτσομύλια),  στο  ρέμα  μπροστά  από  το 
Παλιομέτοχο  και  στον  Άγιο  Βλάσιο,  στο  ρέμα  Κούτσουρα,  στου  Απαρηγόρητου 
το  ρέμα  (Ρούσικος  μύλος),  στου    Καρύδα  Λάκκα,  στο  Λάκκο  του  Ντρισκά  και 
στον Κουτλουμουσιανό Λάκκο (Διαβολομονάστηρο). 
Βέβαια υπάρχουν και ρέματα μικρότερων διαστάσεων, των οποίων όμως 
η άμεση γειτνίαση με τα χωριά τα καθιστούσε σημαντικότερα γιατί οι άνθρωποι 
είτε  υδροδοτούνταν  από  αυτά,  είτε  πραγματοποιούσαν  άλλες  δουλειές  τις 
καθημερινότητας,  όπως  το  πλύσιμο  ρούχων  που  γινόταν  σε  φυσικά 
διαμορφωμένες  κοιλότητες  βράχων  στον  Άγιο  Αθανάσιο,  στις  Γούρνες,  στις 
Λούστρες,  στους  Λάκκους,  στο  Πλατανούδι,  στη  Ντρίστρα,  στο  Καμίνι,  στην 
Κουκουναριά, στις Πλάκες κ.α.  
Πηγές  νερού  εντοπίζονται  κυρίως  στον  κεντρικό  ορεινό  τομέα  σε 
γρανιτικά πετρώματα, αλλά και σε άλλες περιοχές όπως αυτή στον Ίταμο (700μ), 
στον  Άγιο  Παύλο  (135μ),  στην  κοιλάδα  Κουτλουμουσίου,  στην  παραθαλάσσια 
τοποθεσία  Σπαθιές,  στις  Μητσάρες  (Μακρυβούνα)  καθώς  και  σε  διάφορες 
χαράδρες.  Υπάρχουν  επίσης  δύο  περιοχές  με  αλκαλικές  πηγές,  μία  η  ακτή 
Γλύφακας  και  μία  η  τοποθεσία  Καμάρες  βορειοανατολικά  της  Νικήτης.  Στη 
Σιθωνία απαντώνται ελώδεις παράκτιες εκτάσεις, όπως στον όρμο Δημητράκια, 
στον οικισμό Παράδεισο και στη Μπάρα Βουρβουρούς (Παυλίδης, 1976:12‐16). 
Όλα αυτά τα απόκρημνα βουνά και οι ήπιοι λόφοι, οι στενές κοιλάδες και 
οι  ομαλές  πεδινές  εκτάσεις,  η  δαντελωτή  ακτογραμμή  με  τα  έλη  και  τέλος  τα 
άφθονα  ρέματα  με  τις  πλούσιες  πηγές,  οριοθετούσαν  τη  ζωή  και  προσδιόριζαν 
τις  μετακινήσεις  των  Σιθώνων  στο  συγκεκριμένο  τοπίο.  Για  την 
αποτελεσματικότερη  αξιοποίηση αυτών των εκτάσεων,  χαράχθηκαν δρόμοι  και 
δημιουργήθηκαν  μονοπάτια,  των  οποίων  βέβαια  η  κοινωνική  σημασία 
διαφοροποιούνταν ανάλογα με την ιστορική περίοδο και σήμερα η χρηστική τους 

113
αξία  έχει  μάλλον  εκπέσει.  Εξακολουθούν  όμως  ακόμα  να  διακρίνονται  στην 
επιφάνεια του εδάφους σαν ελικοειδείς γραμμές ανάμεσα στα υψώματα και στις 
ολισθηρές  πλαγιές,  όπως  τα  μονοπάτια  της  περιοχής  Αζάπικο‐Πετριώτικο,  τα 
μονοπάτια  του  Παρθενώνα,    το  μονοπάτι  στη  Βορδοναριά,  το  μονοπάτι  στον 
Αράπη,  το  πλακοστρωμένο  μονοπάτι  στην  Τραγούλα,  το  πλακοστρωμένο 
μονοπάτι  στον  Άη  Γιάννη,  οι  παράλληλες  εγχαράξεις  (σπαθιές  του  Αποστόλου 
Παύλου) στα βράχια στις Σπαθιές. 
Το  έντονο  γεωμορφολογικό  ανάγλυφο  της  Σιθωνίας,  αλλά  και  το 
επίμηκες  σχήμα  της,  διαμόρφωσαν,  εκτός  από  το  τοπικό  δίκτυο  μονοπατιών  κι 
αγροτικών δρόμων, που αναπτύσσονταν ακτινωτά γύρω από τα χωριά, τους δύο 
βασικούς  άξονες  μετακίνησης  των  ανθρώπων  στη  χερσόνησο,  οι  οποίοι 
ξεκινούσαν  από  τον  ισθμό  της  και  κατέληγαν  στην  άκρη  της.  Ο  ένας  άξονας 
ακολουθούσε  παράκτια  μεσημβρινή  διαδρομή,  όπως  και  το  σημερινό 
ασφαλτοστρωμένο  οδικό  δίκτυο,  εκμεταλλευόμενος  τις  παραθαλάσσιες  πεδινές 
εκτάσεις  κι  ενώνοντας  τους  παραγωγικούς  της  χώρους,  ενώ  ο  άλλος  είχε 
χαραχθεί  πάνω  στην  κορυφογραμμή  από  τις  αλλεπάλληλες  μετακινήσεις 
κοπαδιών  ζώων,  που  πήγαιναν  να  ξεχειμάσουν  στις  νότιες  περιοχές  της 
χερσονήσου.  
 
Γεωλογικά στοιχεία 
Η  Σιθωνία,  από  τεκτονική  και  στρωματογραφική  άποψη,  είναι  μια 
αυθύπαρκτος  περιοχή,  η  οποία  δημιουργήθηκε  ταυτόχρονα  με  την  καταβύθιση 
της Αιγαιΐδας από ρήγματα στις δύο πλευρές της και παράλληλα προς τον κατά 
μήκος  άξονά  της.  Τα  πετρώματα  που  τη  συνιστούν  είναι  κυρίως  πυριγενή  και 
κρυσταλλοσχιστώδη  και  μόνο  μικρό  της  τμήμα  καλύπτεται  από  ιζηματογενείς 
σχηματισμούς. 
Αναλυτικότερα,  στις  περιοχές  που  περπατήθηκαν  συστηματικά 
διαπιστώθηκε  ότι  ο  κεντρικός  όγκος  της  χερσονήσου  καταλαμβάνεται  από 
πυριγενή  πετρώματα  και  κυρίως  γρανοδιορίτες.  Στο  δυτικοκεντρικό  τμήμα  της 
χερσονήσου  απαντώνται  φυλλίτες,  εναλλασσόμενοι  με  πλακώδεις 
ασβεστόλιθους  και  ασβεστοψαμίτες,  ενώ  νοτιότερα  σε  μικρότερη  αναλογία 
εμφανίζονται  και  αμφιβολίτες.  Στο  βόρειο  τμήμα  της  εμφανίζονται  κατά 
περιοχές  ασβεστολιθικές  μάζες,  ενώ  παρατηρείται  και  μικρή  εμφάνιση 
χαλαζιακού  σιπολίνου,  περιβαλλόμενου  από  διαμαρμαρυγιακούς  γνεύσιους, 
μαρμαρυγιακούς σχιστόλιθους και φυλλίτες‐σχιστόλιθους.  
Η  αξιοποίηση  αυτών  των  υλικών  για  την  ανέγερση  οικιών  κι  άλλων 
κατασκευών  μπορεί  να  διαπιστωθεί  από  τις  αρχαίες  λατομήσεις  που  έγιναν  σε 
περιοχές όπως στο Γκενεκέλ, στις Σπαθιές, στον Όρμο Παναγίας, στον Καμενίκο 
και  στις  Ασβεσταριές,  καθώς  κι  από  τις  οικοδομικές  προσπάθειες  διαφόρων 

114
εποχών.  Επιπλέον  η  ανυπαρξία  ασβεστολιθικών  πετρωμάτων  σε  κάποιες 
περιοχές  και η ύπαρξη τους σε άλλες, καθιστά σαφές γιατί στην περιφέρια του 
Παρθενώνα  υπήρχαν  μόνο  τρία  ασβεστοκάμινα  (Τριπόταμος,  Γκέλφο),  στην 
ερευνημένη  περιοχή  της  Νικήτης  μόνο  δύο  (Καστρί),  ενώ  στον  Άγιο  Νικόλαο 
πάνω  από  20  (Κουτσομύλια,  Σχοινιά,  Γλύφακας,  Λημνιώνας,  Μικρό  Κροτήρι, 
Σιρόκος,  Ασβεσταριές,  Ασβεσταριές  Ρέμα,  Αράπης,  Μαντόβρυση,  Βραχωτό, 
Βραχωτό  Ποδιές,  Πάλιουρας,  Βαλιομαντρινιά,  Βαλιομαντρινιά  Πλάι,  Σκίζας, 
Πορδιά Λάκκος, Χοντροράχονο, Γαβριήλ, Ζωγραφίτικο). 
Στρωματογραφικά  η  περιοχή  του  ισθμού  συνίσταται  από  νεογενείς 
σχηματισμούς,  οι  οποίοι  από  κάτω  προς  τα  πάνω  αποτελούνται  από  μάργες, 
κροκαλοπαγή,  ερυθροπηλούς  κι  ασβεστόλιθους.  Αυτοί  συνήθως  καλύπτονται 
από  πλειστοκαινικούς  σχηματισμούς,  οι  οποίοι  αποτελούνται  συνήθως  από 
σπογγώδεις ασβεστόλιθους ή και ερυθροπηλούς. 
Όσον αφορά στην ηλικία του πυριγενούς όγκου, ο οποίος καλύπτει και το 
μεγαλύτερο  τμήμα  της  Σιθωνίας,  αυτή  αναφέρεται  ως  μεσοζωική  (Παυλίδης, 
1976:10). 
 
Εδαφολογικοί παράγοντες 
Στη  Σιθωνία  συναντώνται  ποικίλοι  τύποι  εδαφών.  Έτσι  στον  ισθμό  της 
χερσονήσου υπάρχουν ασβεστολιθικοί Ρεντζίνες, ενώ στην υπόλοιπη έκταση της 
χερσονήσου  που  ερευνήθηκε  απαντώνται  ποτζολικά  εδάφη  αναμεμειγμένα  με 
ορφνά  δασικά  εδάφη.  Τα  περισσότερα  εδάφη  της  χερσονήσου  προέκυψαν  από 
την  αποσάθρωση  των  γρανιτικών  και  φυλλιτικών  πετρωμάτων  του  ορεινού  της 
όγκου.  Αυτά  είναι  εδάφη  αμμοπηλώδους  σύστασης  και  αντιστοιχούν  στον 
ποτζολικό τύπο. Είναι δε αναμεμειγμένα με ορφνά δασικά εδάφη. Τα ποτζολικά 
εδάφη έχουν τεφρό χρώμα και αυξημένη οξύτητα, ενώ τα δεύτερα έχουν ορφνή 
απόχρωση  και  όξινη  αντίδραση.  Στις  κορυφές  των  βουνών  και  στα  ψηλότερα 
σημεία των πλαγιών συναντώνται τα άγονα και ξηρά ποτζολικού τύπου εδάφη 
που έχουν δυσμενείς ιδιότητες για την κανονική ανάπτυξη των φυτών. Τα εδάφη 
αυτά, που συνίστανται από πορώδη συστατικά, καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο 
ποσοστό έκτασης της χερσονήσου και η βλάστησή τους αποτελείται από μακκία 
και κωνοφόρα δένδρα. 
Στους  πρόποδες  των  βουνών  συναντώνται  τα  ορφνά  δασικά  εδάφη. 
Πρόκειται  για  εδάφη  που  συνίστανται  από  αυτόχθονα  προϊόντα  αποσάθρωσης 
αναμεμειγμένα  με  λεπτόκκοκης  υφής  χουμικά  υλικά.  Είναι  γόνιμα,  αν  και 
πολλές  φορές  δεν  είναι  δυνατή  η  διάκρισή  τους  από  τον  προηγούμενο  τύπο 
εδάφους, γιατί αναμειγνύονται μεταξύ τους.  
Στις  κοιλότητες  του  ασβεστολιθικής  σύστασης  Βραχωτού  όρους, 
συναντάμε τα ερυθρά εδάφη γνωστά ως “Terra rossa”, στα οποία αναπτύσσεται 

115
χασμωφυτική  βλάστηση.  Τα  νοτιοδυτικά  υψώματα  της  χερσονήσου, 
καλύπτονται  από  χουμουανθρακικά  εδάφη  πλούσια  σε  οργανικές  ουσίες  με 
μηδαμινό πάχος, τα οποία καλύπτονται με μακκία. 
Αλλουβιακά εδάφη συναντώνται κυρίως στις εκβολές χειμάρρων και στις 
κοιλάδες.  Ώριμα  εδάφη  ικανής  γεωργικής  απόδοσης  υπάρχουν  στις  πεδινές 
θέσεις  του  Γρηγοριάτικου  κάμπου  στο  Νέο  Μαρμαρά,  του  Τριποτάμου  και 
δυτικώς του Όρμου Παναγίας. Η περιοχή του ισθμού Σιθωνίας καλύπτεται από 
ερυθροπηλούς Νεογενούς προέλευσης σημαντικού πάχους. Ερυθρά μεσογειακά 
εδάφη, που προέρχονται από πυριτικά και μεταμορφωμένα πετρώματα, έχουμε 
στις  παράκτιες  καλλιεργούμενες  περιοχές  νοτιοανατολικά  της  Νικήτης,  Άγιο 
Ιωάννη, Καλογριά, Ελιά, καθώς και στη Βουρβουρού και Σαλονικιού. 
Ημιελώδη  αλκαλιωμένα  εδάφη  δημιουργούνται  στις  χαμηλές 
παραθαλάσσιες  θέσεις  των  περιοχών  Κεραμαριό,  Δημητράκια  και  Παραδείσου 
(Παυλίδης, 1976:22). 
Είναι  βέβαιο  ότι  η  εδαφολογική  εικόνα  στο  παρελθόν  υπήρξε  κατά 
περιοχές τουλάχιστον διαφορετική από τη σημερινή. Δεν παύει ωστόσο η μελέτη 
των εδαφολογικών δεδομένων να αποτελεί προϋπόθεση για την κατανόηση των 
πρώιμων τύπων εγκατάστασης, αλλά και σημείο αναφοράς για την ερμηνεία πιο 
σύνθετων φαινομένων, όπως η εγκατάλειψη των οικισμών (Renfrew et al. 1986:10, 
Treuil et al. 1996:94).   
 
Άγρια βλάστηση 
Φυσικά οι εδαφολογικές και κλιματικές συνθήκες καθορίζουν το είδος και 
την  εξάπλωση  της  βλάστησης.  Εκτός  από  τα  εδάφη  και  το  κλίμα  όμως,  οι 
αλλαγές της χλωρίδας καθορίζονται κι από άλλους ανθρωπογενείς παράγοντες, 
όπως είναι η αποδάσωση, ο καθαρισμός των χωραφιών, η εντατική κτηνοτροφία 
και  οι  πυρκαγιές.  Η  αποψίλωση  πάντως  των  δασών,  για  να  καλυφθούν 
ανθρώπινες  ανάγκες,  πιστεύεται  ότι  πήρε  εντατικότερη  μορφή  μόνο  κατά  τους 
τελευταίους αιώνες (Ηalstead 1987b:81). 
 Είναι πιθανό ότι η βλάστηση της χερσονήσου Σιθωνίας παρέμεινε  η ίδια 
από  την  αρχή  του  Ολόκαινου  μέχρι  σήμερα.  Συγκεκριμένα  είδη  μάλιστα, 
βρίσκονται  στην  περιοχή  ήδη  από  το  τέλος  του  Τριτογενούς.  Τα  δάση  της 
χερσονήσου  ίσως  αποτέλεσαν  έναν  πολύ  σημαντικό  πόλο  έλξης  των  αποίκων 
από τη Νότια Ελλάδα, ενώ στα επόμενα χρόνια τροφοδότησαν με ναυπηγήσιμο 
ξύλο  το  στόλο  των  εντόπιων,  αλλά  και  των  υπολοίπων  ελληνικών  πόλεων.  Η 
πρώτη  γραπτή  αναφορά  για  τη  βλάστηση  της  Σιθωνίας  γίνεται  από  το 
Θεόφραστο,  ο  οποίος  γύρω  στο  320  π.Χ.  την  επισκέπτεται  και  περιγράφει  τη 
μαύρη και χαλέπιο πεύκη. Τη συνέχιση της ύπαρξης πυκνότατων δασών πεύκης 
και κουκουναριών, αλλά και των υπολοίπων αείφυλλων θάμνων, επιβεβαιώνουν 

116
διάφορα  έγγραφα  των  βυζαντινών  και  οθωμανικών  χρόνων.  Συγκεκριμένα,  το 
1300  η  Μονή  Ξενοφώντος  κατείχε  στον  Τριπόταμο  δάσος  για  ξύλευση  και  τις 
«στροβιλαίαις»  (κουκουναριές)  που  βρίσκονταν  εκεί  (Papachrissanthou  1986: 
έγγρ.4,  στ.12‐13).  Επιπλέον  το  μετόχι  Γρηγορίου  έχει  «δάσος  εκ  πεύκων»,  ενώ  ο 
Σχινάς  το  1887  διέρχεται  δάσος  «πιτύων,  κομάρων,  πρίνων  κ.τ.λ.»  (Σχινάς 
1897:547).  Η  πρώτη  μαρτυρία  για  την  ύπαρξη  κουκουναριάς  στη  Σιθωνία, 
βρέθηκε  σε  έγγραφο  της  Μονής  Ξενοφώντος.  Σε  αντίστοιχα  έγγραφα  γίνεται 
αναφορά  στον  «βαλανηφόρο  τόπο  των  Βουρβούρων»  (Παπάγγελος,1990:182),  ο 
οποίος όμως δεν πρέπει να σχετίζεται με την ύπαρξη δρυοδασών από τη στιγμή 
που το μη διαφοροποιημένο μεσογειακό κλίμα στη Σιθωνία ευνοεί την αείφυλλη 
σκληρόφυλλη  βλάστηση  και  όχι  τα  φυλλοβόλα  πλατύφυλλα  δάση 
(Κωνσταντινίδης 1992:155). Πιθανώς, η συγκεκριμένη αναφορά έχει να κάνει με 
την  ύπαρξη  μεγάλων  πουρναριών,  τα  οποία  έχουν  πολλές  μορφολογικές 
ομοιότητες  με  τις  βελανιδιές  και  ιδίως  κοινούς  καρπούς.  Βεβαίως,  δεν 
αποκλείεται να φύονταν και βελανιδιές μέσα στις ρεματιές, όπου υπήρχε αρκετή 
υγρασία. 
Σημαντικό  ρόλο  στη  διαμόρφωση  της  βλάστησης  έπαιξε  η  πολιτική  των 
Τούρκων οι οποίοι, κατόπιν γενικής διαταγής, έκαιγαν κατά διαστήματα τα δάση 
της  χερσονήσου  εξαιτίας  του  φόβου  των  κλεφτών  ενώ,  συγκεκριμένα  κατά  τη 
διάρκεια των επαναστάσεων του 1821 και του 1854, η χερσόνησος καταστρέφεται 
ολοκληρωτικά  (Παπάγγελος  1990).  Επιπλέον,  τα  δάση  της  Σιθωνίας 
αποτεφρώθηκαν στις αρχές του 20ου αιώνα, καθώς και κατά την περίοδο ή λίγο 
μετά  τη Γερμανική κατοχή. 
Σήμερα  στη  χερσόνησο  Σιθωνίας  απαντώνται  999  διαφορετικά  είδη 
φυτών, πολλά από τα οποία επισημάνθηκαν κατά τη διάρκεια της συστηματικής 
επιφανειακής  έρευνας.  Τα  περισσότερα  είδη  φυτών  βρίσκονται  στην 
ευμεσογειακή  ζώνη  βλάστησης.  Στον  αυξητικό  αυτό  χώρο  συναντάμε  την 
κοινωνιολογική  διάπλαση  του  σχίνου,  η  οποία  βρίσκεται  στα  χαμηλότερα 
υψώματα  και  σχηματίζει  ομαδοπαγείς  θαμνώνες  με  άλλα  θαμνώδη  είδη,  όπως 
λαδανιές,  παλιουριές,  που  αποτελούσαν  κύριο  υλικό  περίφραξης,  σπαλαθριές 
και  ρείκια,  των  οποίων  το  ξύλο  και  ιδιαίτερα  οι  ρίζες  ήταν  κατάλληλα  για  τα 
κάρβουνα ταχείας καύσης που χρησιμοποιούσαν οι χαλκιάδες. Υπάρχουν ακόμα 
πουρνάρια,  σπάρτα,  αγριοτριανταφυλλιές  και  σουσούρες,  στις  οποίες  επάνω 
«κλάδωνε»  ο  μεταξοσκώληκας.  Έχουμε  επίσης  την  κοινωνιολογική  ένωση  της 
ελιάς,  η  οποία  εκτείνεται  πάνω  από  την  ένωση  του  σχίνου  έως  τα  όρια 
εξάπλωσης της χαλεπίου πεύκης.  
Η  χαλέπιος  πεύκη,  που  καλύπτει  το  μεγαλύτερο  μέρος  της  χερσονήσου, 
απλώνεται  από  τα  παράλια  μέχρι  το  υψομέτρο  των  550  μ.  και  σχηματίζει 
εκτεταμένες  αμιγείς  συστάδες.  Κάτω  από  τα  πεύκα  και  στα  ξέφωτα  ανάμεσά 
τους  φύεται  θαμνώδης  βλάστηση,  που  την  αποτελούν  πουρνάρια,  κουμαριές, 

117
από  τις  οποίες  φτιαχνόταν  το  πιο  γλυκόπιοτο  τσίπουρο,  γλυστροκουμαριές, 
σμαρδέλια, κουτσουπιές και άρια με το σκληρό ξύλο τους. Δεν λείπουν επιπλέον 
οι  αγριελιές,  τα  ζιλινίγκια,  τα  πυξάρια,  καθώς  και  τα  κέδρα,  που  πολλά  μαζί 
συνδεμένα σαν πρέκια χρησιμοποιούνταν στο πάνω μέρος των κουφωμάτων της 
οικοδομής.     
Στην  ορεινότερη  Σιθωνία,  που  εντάσσεται  στην  παραμεσογειακή  ζώνη 
βλάστησης,  κυριαρχεί  η  φυτοκοινωνική  διάπλαση  της  μαύρης  πεύκης,  η  οποία 
συνυπάρχει  με  ίταμους,  αρκουδοπούρναρα,  κράτεγους  και  άκευθους.  Κάποια 
από  τα  προαναφερθέντα  είδη  φύονται  και  σε  παραποτάμιες  περιοχές  μαζί  με 
πλατάνια,  λεύκες  και  μηλιάδια,  που  αποτελούσαν  το  κυριότερο  ξύλο  για 
στυλιάρια κι ελιόβεργες, λόγω της ευθύτητας και ομοιογένειας του ξύλου. Μέσα 
στις  ρεματιές  βρίσκονται  ακόμα  σκλήθρα,  που  έχουν  μαλακό,  χωρίς  ρόζους 
ξύλο,  όστριες,  αγριοσυκιές,  δάφνες,  πικροδάφνες,  προυνιές,  βρωμοξυλιές  και 
βούρλα.  Σε  αυτά  τα  υγρά  περιβάλλοντα  συναντώνται  και  αναρριχώμενα  φυτά, 
όπως  βάτα,  αρκουδόβατα,  αγιόκλημα,  κισσός  και  σκρέμπα,  η  οποία  σε 
συνδυασμό με τη λυγαριά και τα καλάμια αποτελεί το βασικό υλικό κατασκευής 
κοφινιών  για  τις  μέλισσες.  Υπάρχουν  επίσης  ο  δαχλύδανος,  η  φτέρη,  η 
αγριοφράουλα,  η  σκάρφη,  η  ρίγανη,  είδη  αγριοτριφυλλιού,  θυμάρι  και  σμυριές 
από τις οποίες κατασκευάζονταν τα φουρκάλια για τον καθαρισμό των αυλών.  
Σε  όλη  την  έκταση  της  υπαίθρου  όπου  υλοποιήθηκε  η  συστηματική 
επιφανειακή  έρευνα  εντοπίστηκαν  ακόμα  διάφορα  αγρωστώδη,  όπως  η 
αγριοβρώμη  και  το  σιδερόχορτο,  άφθονες  πόες,  όπως  η  ρεπανίδα,  το  ζοχί,  το 
ραδίκι,  το  γλαστράκι,  το  αγριόσκορδο,  το  φιδόχορτο,  ο  φλόμος  κ.α.  Φύονται 
επίσης  αγριολούλουδα,  όπως  το  χαμομήλι,  η  παπαρούνα  με  τις  ναρκωτικές 
ιδιότητές  της,  η  μαργαρίτα,  το  κυκλάμινο,  οι  λαζαρίνες,  τα  μπιστουλάκια,  τα 
αγριοκρίνα,  καθώς  και  μύκητες,  όπως  οι  σουσουρίτες,  οι  μπαμπλίτες  και  τα 
μπουτσκάρια,  τα  οποία  έσωσαν  από  την  πείνα  τους  ντόπιους  στα  δύσκολα 
χρόνια της κατοχής.  
Την  ποικίλη  βλάστηση  του  δάσους  της  περιοχής  εκμεταλλεύτηκαν  σε 
όλες  της  τις  διαστάσεις  οι  κάτοικοι  της  Σιθωνίας.  Οι  φαρμακευτικές  ιδιότητες 
κάποιων βοτάνων, η συμπλήρωση της δίαιτας των Σιθώνων με βρώσιμα είδη και 
καρπούς του δάσους, αλλά πάνω από όλα η ξυλεία που αφθονούσε, στήριξε τους 
ντόπιους στον αγώνα της επιβίωσης.  
Η  ξύλευση  του  δάσους,  η  οποία  εκτός  από  τις  περιοχές  του  Παρθενώνα, 
γινόταν  και  προς  τον  Σιγγιτικό,  στο  Κουτλουμουσιανό  μετόχι  και    στις 
Καβουρότρυπες,  κάλυπτε  ανάγκες  για  θέρμανση  και  ξυλεία  οικοδομής, 
ναυπήγησης  σκαφών,  κατασκευής  βαρελιών    κι  άλλων.  Η  πλούσια  ξυλεία  του 
δάσους έγινε μάλιστα η αιτία να εξαναγκαστούν οι κάτοικοι του Παρθενώνα την 
περίοδο  του  Β΄  παγκοσμίου  πολέμου  να  κόβουν  κορμούς  στις  αγγαρείες  και  να 

118
τους  σέρνουν  με  τα  επιταγμένα  βόδια  για  τις  ανάγκες  της  γερμανικής 
στρατιωτικής μηχανής.  
Ένα συμπληρωματικό έσοδο για τους κατοίκους των χωριών προερχόταν 
από  την  παραγωγή  και  πώληση  ξυλοκάρβουνου.  Η  ασχολία  ήταν  γνωστή  από 
την Οθωμανική περίοδο και καθώς πληροφορούμαστε από τον Σχινά στο τέλος 
του  19ου  αιώνα  «εις  τόν  ορμον  Μπαλαμπάνι  …  γίνεται  φόρτωσις  ανθράκων».  
Φόρτωση  ανθράκων  όμως,  εκτός  από  το  λιμάνι  του  σημερινού  Νέου  Μαρμαρά, 
γινόταν και στο Κουτλουμουσιανό  μετόχι στην πλευρά του Σιγγιτικού. Καμίνια 
για την κατασκευή ξυλοκάρβουνου έφτιαχναν κυρίως κοντά σε ρεματιές για να 
μπορούν να σβήνουν το κάρβουνο με νερό και βέβαια σε περιοχές που η ξυλεία 
αφθονούσε,  όπως  στο  Σκιαθά,  στον  Άγιο  Αθανάσιο,  στα  Μεσονήσια,  στην 
Άμπελο,  στη  Βορδοναριά  στον  Κουτλουμουσιανό  λάκκο,  στο  Βραχωτό,  και  στο 
Νιπόταμο. Ο δασικός πλούτος μάλιστα της περιοχής προσέλκυε καρβουνιάρηδες 
κι  από  άλλα  χωριά  της  Χαλκιδικής,  όπως  η  Παλαιόχωρα,  ή  ακόμα  και  από  πιο 
απομακρυσμένα μέρη όπως η  σημερινή Βουλγαρία.  
Μια επιπλέον επαγγελματική δραστηριότητα που σχετίζεται με τα δάση 
της  Σιθωνίας  είναι  αυτή  της  ρητινοκομίας.  Με  την  εξαγωγή  της  ρετσίνης 
ασχολήθηκαν  λίγοι  Παρθενιώτες  αφήνοντας  αυτή  την  ενασχόληση  στους 
Νικητιανούς  και  Αγιονικολάτες,  οι  οποίοι  μπόρεσαν  να  βρουν  μια  επιπλέον 
πρόσοδο για τα χαμηλά τους έσοδα. Η ύπαρξη διάσπαρτων  φούρνων μέσα στα 
δάση  για  την  επεξεργασία  της  ρετσίνης  αποδεικνύει  τη  σημασία  της 
συγκεκριμένης δραστηριότητας και των δασών της χερσονήσου.  
Γενικά  οι  δασωμένες  περιοχές  της  Σιθωνίας  υπήρξαν  πεδίο  έντονης 
δραστηριοποίησης  των  ανθρώπων  που  φρόντισαν  να  αξιοποιήσουν  όσο  το 
δυνατόν περισσότερες πτυχές της μοναδικά ποικιλόμορφης βλάστησής του. 
Δυστυχώς  έρευνες  που  να  προσπαθούν  να  αποκαταστήσουν  το  φυσικό 
περιβάλλον  της  Σιθωνίας  κατά  το  παρελθόν,  δεν  έχουν  διεξαχθεί,  αν  και 
τελευταία  διενεργήθηκε  δειγματοληψία  παλυνολογικού  υλικού  στην  ελώδη 
έκταση  της  Τριστινίκας,  στην  οποία  όμως  δεν  κατάφεραν  να  εντοπίσουν 
ορίζοντες  παλαιότερους  των  ιστορικών  χρόνων  (Γερασιμίδης  Αχιλλέας: 
προσωπική πληροφορία).  
 
Καλλιέργειες 
Η  πλούσια  βλάστηση  της  Σιθωνίας,  εκτός  από  τη  δασική  της  ποικιλία 
συμπληρώνεται κι από τα καλλιεργημένα είδη. Τα χωριά ολόγυρα ήταν γεμάτα 
από  κτήματα,  που  οι  καλλιέργειές  τους  διαφοροποιούνταν  ανάλογα  με  το 
υψόμετρο  και  τον  πολυτεμαχισμό  των  χωραφιών  σε  περισσότερους    από  έναν 
κλήρους.  Αυτό  εξέφραζε  την  προσπάθεια  των  κοινωνιών  της  Σιθωνίας  να 

119
προσαρμοστούν,  με  βάση  τα  χαρακτηριστικά  τους  και  τις  ανάγκες  τους,  στο 
συγκεκριμένο περιβάλλον.  
Η  οικολογική  διαβάθμιση  κι  ο  κατακερματισμός  των  χωραφιών, 
εξαιρώντας  βέβαια  τα  μεγάλα  κι  ενιαία  κτήματα  των  πανίσχυρων  μετοχιών,  
είχαν ως αποτέλεσμα παλιότερα να συναντά κανείς στον κάμπο του Τριπόταμου 
και  του  Παράδεισου,  στον  Κάμπο  του  μετοχίου  Γρηγορίου  και  στον  Κάμπο  του 
Όρμου  Παναγίας,  τη  ζώνη  των  κηπευτικών  καλλιεργειών  με  τα    όσπρια  και  τα 
λαχανικά,  ενώ  στις  προσήλιες  και  ξηρές  πλαγιές  με  τις  αναβαθμίδες  για  την 
καλύτερη  εκμετάλλευση  και  συγκράτηση  του  επικλινούς  εδάφους,  βρίσκονταν 
τα αμπέλια, τα καρποφόρα δέντρα και κυρίως τα  σιτηρά.  
Η ιδιαίτερη σημασία των σιτηρών και το γεγονός ότι ήταν καλλιεργήσιμα 
όλων των ειδών τα χωράφια, όσο αυτά οργώνονταν  με τα ζώα και θερίζονταν με 
το  δρεπάνι,  είχε  ως  αποτέλεσμα  τα  χωριά  της  Σιθωνίας  να  είναι    κατ’  εξοχήν 
σιτοπαραγωγά.  
Η  αξία  άλλωστε  όλων  των  περιοχών  γύρω  από  τα  χωριά  για  την 
καλλιέργεια  των  σιτηρών  αποδεικνύεται  από  το  μεγάλο  αριθμό  των  σκόρπιων 
αγροτικών καλυβιών στη Σμαρδέλα, στα χωράφια γύρω απο τον Άγιο Νικόλαο, 
στον  Κάμπο,  στον  Τριπόταμο  (Χαρισταίοι,  Μαρτζιβαναίοι,  Κωνσταντίνος 
Αλβανός,  Σαραφιανός  Πολύχρος,  Χρίστος  Καλαϊτζής,    Ψηλογιάννης)  και  στον 
Παράδεισο  (Μπατζής  Νίκος‐Γιάννης,  Μαρτζιβάνος  Νικόλαος,  Γεροβασιλείου 
Ιωάννης).  Καλύβες  βρίσκονται  ακόμα  στου  Γερο‐Χριστόδουλου,  στου  Γερο‐
Χριστόφορου, στου Θέμελη, στους Τυπάδες, στις Κασσάνδρες, στα Κουμαρούδια, 
στα Διμινίκια, στη Γεράκω, στις Γεροντιάτικες καλύβες κ.α.  
Τη  σημασία  όμως  των  δημητριακών  για  το  ντόπιο  πληθυσμό, 
υπογραμμίζει  κυρίως  η  μεγάλη  διασπορά  των  αλωνιών  που  χορταριασμένα 
σήμερα  τα  συναντά  κανείς  σε  σημεία  στα  οποία  λίχνιζαν  με  το  φύσημα  του 
ανέμου  τα  στάχια  του  θερισμένου  σιταριού,  κριθαριού  ή  βρώμης  που  ήταν 
στοιβαγμένα  στο  αλώνι.  Αυτά  τα  αλώνια  ήταν  κυρίως  συγκεντρωμένα  στην 
περιοχή  των  Ξαλωνιών,  στον  Τριπόταμο  σε  άμεση  σχέση  με  τις  υπάρχουσες 
αγροτικές  καλύβες,  ανάμεσα  στα  οποία  ξεχώριζαν  το  Στρωμένο  Αλώνι  στα 
Ανοίγματα  και  το  αλώνι  στο  μετόχι  Κων/μονίτου,  που  ήταν  καλογερικά  και 
πέτρινα.  Αρκετά  ακόμα  αλώνια  υπήρχαν  στις  καλύβες  του  Παράδεισου,  όπως 
και στις καλύβες των υπόλοιπων περιοχών.  
Από  τη  στιγμή  όμως  που  έκαναν  την  εμφάνιση  τους  οι  πρώτες 
αλωνιστικές μηχανές (πατόζες)  τελείωσε η ιστορία των χωριών της Σιθωνίας ως 
σιτοπαραγωγών,  επειδή  ήταν  ασύμφορα  για  καλλιέργεια  σιτηρών  τα 
τεμαχισμένα  κι  επιπλέον  επικλινή  χωράφια.  Αυτό  είχε  σαν  αποτέλεσμα  οι 
Σίθωνες  αγρότες  να  στραφούν  κυρίως  στην  ελαιοκαλλιέργεια  πνίγοντας  την 
περιοχή ολόγυρα από τα χωριά τους με ελαιοφυτεμένα κτήματα.  

120
Στα  Βυζαντινά  και  Οθωμανικά  χρόνια,  πριν  οι  ελιές  αποτελέσουν 
μονοκαλλιέργεια  στα  χωράφια  του  Αγίου  Νικολάου  και  του  Παρθενώνα, 
προϋπήρχαν  ως  φυτά  αρκετά  αραιοφυτεμένα  και  χωρίς  σειρά  μέσα  στα  αγρο‐
κτήματα.  Αυτό  συνέβαινε,  επειδή  οι  αγριελιές  εμβολιάζονταν  στη  θέση  όπου 
βρέθηκαν  φυτρωμένες  και  τα  χωράφια  που  είχαν  ελαιόδεντρα  χρησιμοποι‐
ούνταν παράλληλα και για σιτηρά.  
Φαίνεται  μάλιστα  ότι  η  καλλιέργεια  της  ελιάς  στις  παλιότερες  εποχές 
ήταν  περιορισμένη  κυρίως  σε  καλογερικά  κτήματα  και  τα  προϊόντα  τους 
προορίζονταν  για  τους  μοναχούς.  Σιγά‐σιγά  όμως,  ελαιόδεντρα  άρχισαν  να 
αποχτούν  και  οι  ντόπιοι,  αλλά  πάντα  σε  πολύ  μικρό  αριθμό  εξαιτίας  της 
δυσκολίας  εξαγωγής  του  λαδιού  από  τον  ελαιόκαρπο  για  το  θρυμματισμό  του 
οποίου χρησιμοποιούνταν μυλόπετρες σε λιοτρίβια.  
Παμπάλαια  δένδρα,  που  μαρτυρούν  την  ενασχόληση  με  την  ελαιοκομία 
κατά  το  παρελθόν,  υπάρχουν  στην  ερευνημένη  περιοχή  του  Αγίου  Νικολάου, 
στη  Σαλονικιού,  στη  Σμαρδέλα,  στο  Μεγάλο  Πάλιουρα,  στο  Μικρό  Πάλιουρα,  
στου  Σταγκώνη  Ελιά,  στο  Χοντροράχωνο,  στη  Ραχώνα,  στη  Σκάλα  και  στα 
Παλιουρούδια.  Στην  ερευνημένη  περιοχή  της  Νικήτης  αιωνόβια  ελαιόδεντρα 
βρίσκονται στου Καλέα τις Ελιές και στην ευρύτερη έκταση της Ελιάς, ενώ στην 
ερευνημένη  περιοχή  του  Ν.Μαρμαρά  εντοπίζονται  στο  βάθος  της  κοιλάδας  του 
Τριπόταμου,  στις  Κασσάνδρες  (πάνω  από  τον  Τριπόταμο),  στους  Τυπάδες,  στη 
Βίγλα, στο Σταυρό, στη Γεράκω, στις Ελούδες, στο Μεγάλο Λάκκο, στο βάθος της 
κοιλάδας  του  Μύλου  Ρέμα,  στο  μύλο  του  Γερο‐Χρήστου,  στο  Γκενεκέλ,  στα 
Γκαραβέλια κ.α.  
Ένα  ακόμα  φυτό  που  σημαδεύει  με  την  παρουσία  του  το  τοπίο  της 
Σιθωνίας  είναι  το  αμπέλι.  Το  κατάλληλο  αμμουδερό  έδαφος  στις  περιοχές  του 
Αγίου  Νικολάου  στη  Βουρβουρού,  στον  Πύργο,    στη  Σπηλιά,  όπου  εντοπίζεται 
και  ληνός,  στον  Καμινίκο,  στον  Παλαίπυργο  και  στον  Παλαίφουρνο  καθώς  και 
στο  Ν.Μαρμαρά  στον  Παλαίμυλο,  στα  Ξενοτάφια,  στου  Αράπη  τη  Βρύση,  στο 
Κεραμαρειό  και  στον  Παράδεισο  συνέβαλε  στο  να  δημιουργηθούν 
αμπελοχώραφα.  Την  καταλληλότητα  του  τόπου  για  αμπελοκαλλιέργεια 
διέγνωσαν  από  πολύ  παλιά  οι  κάτοικοι  της  Σιθωνίας.  Έτσι  σε  έγγραφο  της 
βυζαντινής  περιόδου  της  Μονής  Ξενοφώντος  αναφέρεται  για  την  περιοχή  του 
Αγίου  Νικολάου  «εις  τα  Φουρνία…αμπέλια»,  «γη  ονομαζόμενη  των 
Παλαιαμπέλων»,  «γη  των  Αγριαμπέλων»,  «αμπελοτόπιον»,  «χερσάμπελον» 
(Papachrissanthou 1986:έγγρ.4, στ. 10, στ. 23, στ. 38, στ. 11, έγγρ.16, στ. 15) και για 
την  περιοχή  του  Παρθενώνα    «εις  τόν  Παρθενώνα  …αμπέλιον»,  καθώς  και  η 
καλλιέργεια  «αναδενδράδων  κλημάτων»,  ενώ  πληροφορούμαστε  επιπλέον 
τοπωνύμια όπως «ο Άμπελος» (Kravari 1991:έγγρ.28, στ.7).  
Στο  σύνολό  τους  τα  δέντρα  που  φύτευαν  στη  Σιθωνία,    καλλιεργούνταν 
κυρίως  για  τους  καρπούς  τους  ή  κάποια  άλλα  οφέλη  που  παρείχαν,  όπως  η 

121
ξυλεία τους, τα φύλλα με τα οποία τάϊζαν τα ζωντανά, ο ίσκιος που προσέφεραν 
κατά το θέρος κ.λ.π. Η μόνη εξαίρεση είναι τα κυπαρίσσια που φυτεύονταν για 
να οριοθετήσουν το μεταφυσικό κόσμο των νεκρών και των εξωκλησιών. Πολλές 
φορές  βέβαια  για  να  ορίσουν  τους  τόπους  με  μεταφυσική  σημασία  άφηναν 
επίσης  να  αναπτυχθεί  ένα  πουρνάρι,  το  οποίο  με  κλάδεμα  και  περιποίηση 
υψωνόταν σηματοδοτώντας  χώρους όπως ο Σταυρός έξω από τον Άγιο Νικόλαο 
με  το  εικονοστάσι  που  χτίστηκε  πάνω  από  παλαιοχριστιανικό  χώρο,  ο  Σταυρός 
έξω από τον Παρθενώνα με το εικονοστάσι στη μνήμη των εκτελεσθέντων από 
τους  αντάρτες  ταγματασφαλιτών,  καθώς  και  εξωκλησιών  όπως  ο  Άγιος 
Γεώργιος  και  ο  Άγιος  Νικόλαος,  ο  Άγιος  Αθανάσιος  κι  ο  ερειπωμένος  πλέον 
Άγιος  Παντελεήμονας.  Τέτοια  μάλιστα  είναι  η  σημασία  των  κυπαρισσιών  και 
των  υπεραιωνόβιων  πουρναριών  για  τη  σήμανση  των  ιερών  χώρων,  ώστε  δύο 
εξωκλησάκια  που  βρίσκονται  στο  Γιωνά  και  δε  φυτρώνουν  δίπλα  τους  τα 
συγκεκριμένα δέντρα, έχουν πλέον ξεχαστεί.  
Υπάρχει  λοιπόν  άρρηκτη  σχέση  μεταξύ  των  ανθρώπων  και  της 
βλάστησης των τοπίων  της Σιθωνίας. Σε τέτοιο βαθμό μάλιστα ορίζει η χλωρίδα 
τη ζωή των ντόπιων, ώστε λέγεται ότι ο Παρθενώνας οφείλει το όνομά του στην 
παρθενία της φύσης που τον περιέβαλλε. 
 
Άγρια Πανίδα 
Η  άφθονη  βλάστηση  της  Σιθωνίας,  φυσική  και  καλλιεργημένη, 
δημιουργεί ευνοϊκές προϋποθέσεις για τη διαβίωση ποικίλης πανίδας, που είναι 
μοναδικές  και  από  τις  πιο  σύνθετες  σε  πανελλαδικό  επίπεδο  και  η  οποία 
αποτελούσε ενισχυτικό μέρος της επιβίωσης, αλλά και τρόπο εμπλουτισμού της 
κοσμοαντίληψης των Σιθώνων. 
Παλαιοντολογικά  ευρήματα  που  βρέθηκαν  στις  περιοχές  του  Αγίου 
Νικολάου  και  της  Νικήτης  αποδεικνύουν  την  ύπαρξη  πανίδας  12  εκατομμύρια 
χρόνια  πριν  (Kostopoulos  and  Koufos  1996:251).  Κατά  τη  διάρκεια  της 
συστηματικής  επιφανειακής  έρευνας  Σιθωνίας  εντοπίστηκαν  στο  πλάτωμα 
δυτικά  του  Βέτρινου  καθώς  και  στην  Ψαλίδα  απολιθωμένα  λείψανα 
«Μεσογειακών»  ιππαρίων,  καθώς  και  κερασφόρων  ζώων  που  ανήκουν  στην 
οικογένεια  των  βοοειδών.  Συλλέχθηκαν  επίσης  οστά  και  δόντια  σαρκοφάγων 
ζώων,  καθώς  και  μαστόδοντων  (Φωτ.198  –  Φωτ.200).  Στα  δάση  της  χερσονήσου 
Σιθωνίας  βρέθηκαν  επίσης  από  άλλους  ερευνητές  δύο  μεμονωμένα  κέρατα 
ζαρκαδιών  άνω‐πλειστοκαινικής  ηλικίας,  καθώς  και  το  κρανίο  ενός  ζώου  του 
ίδιου είδους, που φαίνεται ότι έζησε εκεί μέχρι πριν από  150 χρόνια (Τσουκαλά, 
1981:237).  Παρότι  σήμερα  εξακολουθεί  να  υπάρχει  ικανός  πληθυσμός 
ζαρκαδιών,  δεν  υπάρχουν  πια  τα  ελάφια,  τα  οποία  εξαφανίστηκαν  30  χρόνια 
πριν. Υπάρχει ακόμα μικρός πληθυσμός αγριόχοιρων, ο οποίος όμως αυξάνεται. 
Ταυτόχρονα  αυξάνεται  ο  πληθυσμός  των  λαγών.  Αυτά  τα  ζώα  παλιότερα  οι 

122
Σίθωνες  τα  έπιαναν  κυρίως  με  «σίδερα»  (δόκανα),  ακόμα  όμως  κι  ορμώντας 
πάνω τους και πνίγοντάς τα με τα χέρια.  
Παράλληλα  με  αυτά  τα  θηράματα,  συναντώνται  είδη  της  οικογένειας 
Canidae, όπως ο λύκος, το τσακάλι κι η αλεπού τα οποία παλιότερα κυνηγούσαν 
οι Σιθωνιάτες παράνομα, είτε για τη γούνα τους, είτε για να μην βλάπτουν την 
κτηνοτροφία. Επιπλέον υπάρχουν σκίουροι,  ασβοί, πετροκούναβα και νυφίτσες. 
Δε  λείπουν  ακόμα  είδη,  που  υπάρχουν  και  σε  άλλα  μέρη  της  Ελλάδας,  όπως  οι 
σκαντζόχοιροι κι οι αγροπόντικες. Μεγάλη είναι και η ποικιλία των ερπετών της 
περιοχής ανάμεσα στα οποία συγκαταλέγονται οι χελώνες και διάφορες σαύρες, 
καθώς και φίδια όπως οι οχιές, οι σαΐτες, οι ντήλιοι, οι αλαφιάτες, οι τροχαλιές, οι 
τυφλίτες, οι σαπίτες, οι νεροφίδες και άλλα που τα έβλεπαν συχνά οι Σιθωνιάτες 
τόσο στις υπαίθριες δραστηριότητές τους, όσο και μέσα στις αυλές και τα σπίτια 
τους.    
Αρκετά είδη πτηνών συναντώνται στα δάση του συμπλέγματος Σιθωνίας, 
μερικά  είδη  ενδημικά,  κάποια  αναπαράγονται  εκεί,  ενώ  άλλα  διαβιούν  το 
χειμώνα  ή  σταθμεύουν  κατά  τη  χειμερινή  μετανάστευση.  Απαντώνται  είδη  της 
οικογένειας Colymbidae, όπως τρυγόνια, τα οποία αναπαράγονται στη Σιθωνία, 
φάσες  και  φασοπερίστερα,  τα  οποία  διαβιούν  το  χειμώνα  ή  σταθμεύουν  κατά 
την χειμερινή μετανάστευση. Την περίοδο του χειμώνα συναντώνται μπεκάτσες 
και τσίχλες. Ενδημικά ζουν ο κότσυφας, η κίσσα, κορακοειδή, όπως η καρακάξα, 
η  κουρούνα,  ο  σταυροκόρακας,  οι  δρυοκολάπτες,  κ.ά.  Στα  δάση  του 
συμπλέγματος  αναπαράγεται  ο  κραυγαετός,  ο  φιδαετός  και  ο  σταυραετός,  ενώ 
παλιότερα  υπήρχαν  και  γυπαετοί  (καρτάλια),  τους  οποίους  οι  κτηνοτρόφοι 
κυνηγούσαν  με  μανία  γιατί  επιτίθονταν  σε  μικρά  ζώα  των  κοπαδιών.  Επίσης 
απαντάται  και  ο  ασπροπάρης.  Από  την  οικογένεια  Falconidae  απαντώνται  το 
κιρκινέζι,  το  βραχοκιρκίνεζο,  ο  πετρίτης  κι  ο  δενδροκόρακας.  Τα  είδη  αυτά 
αναπαράγονται στα δάση, ενώ συχνά κυνηγούν εκεί ομάδες μαυροπετρίτη. Από 
τα  είδη  της  οικογένειας  Accipitridae  συναντώνται  το  ξεφτέρι,  το  διπλοσάϊνο,  η 
ποντικοβαρβακίνα και η σφηκοβαρβακίνα (Κολετζικούδη και Ξόφης 1997:24). 
Έρευνες  ειδικά  για  την  παλαιοπανίδα  της  Σιθωνίας  δεν  έχουν  διεξαχθεί 
μέχρι  στιγμής,  θεωρείται  όμως  βέβαιο  ότι  τα  περισσότερα  από  τα 
προαναφερθέντα  είδη  ζώων  και  πτηνών  υπήρχαν  στην  περιοχή  κατά  το 
Ολόκαινο  και  πολλά  από  αυτά  αποτέλεσαν  στόχο  των  θηρευτικών 
δραστηριοτήτων των προϊστορικών κυνηγών της χερσονήσου. 
Σαφώς  το  διαιτολόγιο  των  προϊστορικών  κατοίκων  θα  εμπλουτίζονταν 
από  μια  σειρά  θαλασσίων  ειδών  που  θα  ψάρευαν  στη  θαλάσσια  περιοχή  της 
Σαλονικιού,  του  Μικρού  Κορτηριού,  των  Μαυρολίθαρων,  του  Γλύφακα,  των 
Σχοινιών,  του  Πύργου‐Μυτάρι,  του  Όρμου  Παναγίας,  της  Λατούρας,  του 
Βοδόκωλου,  του  Λαγονησιού,  των  Δημητρακίων,  του  Μπαταρά,  του  Μεγάλου 
Τείχους,  του  Καραγατσιού,  της  Ξιφάρας,  του  Καρυδιού,  του  Φάβα  και  του 

123
νησιωτικού  συμπλέγματος  των  Διαπορίων  νήσων  με  τους  φυσικούς  όρμους,  τα 
νησιά  και  τα  λιμάνια  που  παρείχαν  ιδεώδεις  συνθήκες  για  την  ανάπτυξη  της 
αλιείας.  Στις  πλούσιες  θάλασσες  του  Σιγγιτικού  υπήρχαν  συναγρίδες,  σαργοί, 
τσιπούρες,  λαυράκια,  σκαθάρια,  μελανούρια,  κεφαλόπουλα,  πετρόψαρα  τα 
οποία  οι  νόπιοι  ψάρευαν  επαγγελματικά  με  γρίπους  ή  ερασιτεχνικά  από  την 
παραλία για ενίσχυση και εμπλουτισμό της οικογενειακής δίαιτας. Επιπλέον, οι 
Σιθωνιάτες  αλίευαν  κατά  καιρούς  θαλασσινά,  όπως  χταπόδια  και  σουπιές,  τα 
οποία  λιασμένα  και  ξερά  μπορούσαν  να  διατηρηθούν  και  να  χρησιμοποιηθούν 
σε  περίοδο  έλλειψης  φρέσκων.  Ακόμα  μάζευαν  πίνες,  αχινούς,  μύδια  και 
στρείδια που συναντώνταν σε αφθονία στα ρηχά σημεία των ακτών και τα οποία 
συμπλήρωναν το σαρακοστιανό τραπέζι.  
Άφθονα  οστρακόδερμα,  που  έχουν  καταναλωθεί,  εντοπίζονται 
επιφανειακά και σε διάφορους αρχαιολογικούς χώρους της Σιθωνίας, ακόμα και 
απομακρυσμένους  από  τη  θάλασσα,  όπως  το  Βέτρινο,  δείχνοντας  ότι 
αποτελούσαν σημαντική τροφή την οποία συμπεριελάμβαναν στο   διαιτολόγιό 
τους οι αρχαίοι κάτοικοί της.  
Μεγάλη σημασία όμως δεν είχε μόνο η θαλάσσια πανίδα στο διαιτολόγιο 
των  Σιθωνιατών,  αλλά  και  η  ποτάμια.  Το  πιάσιμο  χελιών  με  το  φλόμο,  που  τα 
εξανάγκαζε,  σκάζοντας  τα,  να  βγουν  στην  επιφάνεια,  αποτελούσε  από  τις 
αγαπημένες  ασχολίες  κάποιων  Αγιονικολατών  και  Παρθενιωτών  στα  ποτάμια 
του  Νιπόταμου  και  του  Τριπόταμου,  όπως  και  η  αλίευση  γριβαδιών  στο  Μύλου 
Ρέμα  και  στο  Στραβόλακκο.  Σήμερα  εξακολουθούν  στα  ίδια  ποτάμια  να 
κολυμπούν  τόσο  χέλια  όσο  και  ψάρια,  για  τα  οποία  όμως  κανείς  πια  δεν 
ενδιαφέρεται,  καθώς  η  σύγχρονη  τουριστική  λογική  επιτάσσει  την  αλίευση 
θαλασσινών  ειδών,  που  όπως  και  στο  παρελθόν  αποτελεί  μια  από  τις 
βασικότερες ασχολίες των ντόπιων.  
 
Κτηνοτροφία 
Εκτός από την πλούσια άγρια πανίδα, στην περιοχή υπήρχε, εξαιτίας της 
πυκνής  ποώδους  και  θαμνώδους  βλάστησης  και  του  ήπιου  κλίματος, 
ανεπτυγμένη  η  κτηνοτροφία.  Από  τα  βυζαντινά  κείμενα  μαθαίνουμε  ότι  οι 
χωρικοί  προκειμένου  να  καλλιεργήσουν  χωράφια  των  μετοχιών,  που  είτε 
καλλιεργούσαν  για  λογαριασμό  των  μοναχών,  είτε  για  τον  εαυτό  τους 
πληρώνοντας  ενοίκιο,  χρησιμοποιούσαν  κάποια  ζώα.  Επίσης  εξέτρεφαν  μικρό 
αριθμό  κατοικίδιων  ζώων  για  οικογενειακή  χρήση.  Οι  απογραφές  νοικοκυριών 
του  14ου  αιώνα  μας  πληροφορούν  ότι    οι  αγρότες  στην  περιοχή  της  Σιθωνίας 
είχαν  γελάδια  μαζί  με  τα  μοσχαράκια  τους  («αργόν  σύμμοσχον»),  πρόβατα, 
ονικά,  δηλαδή  γαϊδούρια,  χοίρους,  και  ζευγάρια  (ζεύγη  βοδιών  ή  βουβαλιών) 
(Papachrissanthou  1986:έγγρ.15,  έγγρ.16).  Επιπλέον,  σε  κάθε  περιγραφή  των 

124
διεκδικούμενων  τοποθεσιών  από  τους  μοναχούς  της  βυζαντινής  περιόδου, 
συγκαταλέγονται και οι βοσκότοποι. 
Αργότερα,  στα  φορολογικά  κατάστιχα  της  Οθωμανικής  αυτοκρατορίας 
από το 1478 ως το 1568, μαθαίνουμε ότι η Μονή Κασταμονίτου κατέχει «χειμαδιό 
βοειδών  και  βουβαλιών  στη  τοποθεσία  Παρθενώνας»  και  «χειμαδιό  προβάτων 
στην τοποθεσία Τριπόταμος». Αντίστοιχα, η Μονή Εσφιγμένου κατέχει χειμαδιό 
για  βουβάλια,  αλλά  και  «χειμαδιό  προβάτων  στην  τοποθεσία  Αγία  Κυριακή», 
αλλά  και  «στην  τοποθεσία  Φραγκόκαστρο»,  ενώ  η  Παντοκράτορος  κατείχε 
«χειμαδιό βοειδών, βουβαλιών και προβάτων» (Κολοβός Β΄ 2000:162‐163, 178, 195). 
Επιπλέον οι κάτοικοι «του χωριού Παρθενώνας … έβοσκαν τα πρόβατα και άλλα 
ζώα  τους  μέσα  στα  χωράφια  που  βρίσκονταν  στην  κατοχή  των  μοναχών  της 
Μονής  Ξηροποτάμου»  (Κολοβός  Γ΄  2000:200).  Ακόμα,  στην  περιοχή  του  Αγίου 
Νικολάου  αναφέρονται  βοσκότοποι  στη  Βουρβουρού  και  στον  μεσαιωνικό 
Κορνίλογγο  (Μαντρινιές),  όπου  μάλιστα  εντοπίζεται  μεγάλος  πέτρινος  τοίχος 
πολλών  χιλιομέτρων,  το  Κάγκελο,  που  εμπόδιζε  τα  ζώα  ελευθέρας  βοσκής  να 
μεταβούν σε καλλιεργημένες περιοχές.  
 Την  ίδια  εποχή  οργανώνονται,  κυρίως  νότια  του  Παρθενώνα,  τα 
χειμαδιά, στα οποία φιλοξενούνταν χιλιάδες αιγοπρόβατα που έφεραν τη ριζική 
οικολογική  αλλαγή  της  περιοχής  (Παπάγγελος  1970).  Είναι  γνωστή  και  στα 
νεότερα  χρόνια  η  άφιξη  κοπαδιών  από  μετακινούμενους  κτηνοτρόφους,  τους 
αποκαλούμενους  Βλάχους  και  Σαρακατσάνους  οι  οποίοι  ξεχείμαζαν  με  τα 
ζωντανά  τους  στις  απάνεμες  πλαγιές.  Εκτός  από  τους  μετακινούμενους 
κτηνοτρόφους,  στη  Σιθωνία  υπήρχαν  και  οι  ντόπιοι,  των  οποίων  τα  μαντριά 
βρίσκονταν ανάλογα με την εποχή σε διαφορετικό μέρος, όπως στα Κούτσουρα, 
στις Μαντρινιές, στο Μεγάλο Βουνό, στο Βοδόκωλο, στα Δημητράκια, στο Μέγα 
τείχος, στου Αγγελάρα, στου Αγγελούδα για την ερευνημένη περιοχή του Αγίου 
Νικολάου,  στου  Φουντούκ’  το  Γρέκ’,  στα  Λευκούδια,  στο  Μαρτζιβάνο,  στου 
Καραγιάνν’  τα  Μαντριά,  στου  Τρούφα  τα  Μαντριά,  στου  Πορτάρ’  τον  Κώλο, 
στην  Καλογριά,  στις  Σπαθιές,  στο  Πέρασμα,  στα  Αμπόλια,  στη  Φτέρη,  στο 
Ανοιξιάτικο, στη Ψοφιά, στου Χοντρογιώργη τη Σπηλιά, στου Κασσαντρινού τις 
Καλύβες, στον Παπά, στη Μηλιά, στα Αργαστήρια για την ερευνημένη περιοχή 
της  Νικήτης,  καθώς  και  στου  Γκίκα  το  Γρέκ’  (πάνω  από  τα  Ξενοτάφια),  στου 
Δρόσου  τα  Μαντριά,  στου  Μπακόλα  τα  Μαντριά,  στο  Φραμένο,  στις  Ανιάδες, 
στον  Ήμερο  Σχίνο,  στον  Άμπελο,  στη  Μπουρούνα,  στο  Πετριώτικο,  στην 
Αμπουλιανάρα,  στο  Ανοιξιάτικο,  στα  Πέτρινα  Μαντριά,  στα  Μεσονήσια,  στον 
Αμέρη και αλλού για την ερευνημένη περιοχή του Ν.Μαρμαρά, ώστε τα ζώα να 
βρίσκουν  τροφή,  καθώς  και  να  προστατεύονται  από  τα  καιρικά  φαινόμενα.  Με 
την  εκτροφή  αγελάδων  ασχολούνταν  αρκετές  οικογένειες  οι  οποίες  το  χειμώνα 
στέγαζαν τα ζώα στα  καλύβια γύρω από τα χωριά, ενώ το καλοκαίρι τα άφηναν 
να βοσκούν ελεύθερα στις πλαγιές των δασωμένων λόφων. Εκτός όμως από τις 

125
οικογένειες  που  ασχολούνταν  πιο  συστηματικά  με  την  κτηνοτροφία,  υπήρχαν 
και  σχεδόν  όλοι  οι  άλλοι,  οι  οποίοι  είχαν  οικόσιτα  ζώα,    αιγοπρόβατα,  βοοειδή 
και κυρίως χοίρους για προσωπική κατανάλωση στο σπίτι.  
Επιπλέον,  στη  Σιθωνία  υπήρχαν  εκατοντάδες  μουλάρια  για  την 
εξυπηρέτηση μεταφορικών αναγκών, ιδίως μεταφοράς ξύλων από τα βουνά της 
περιοχής και του Αγίου Όρους. Τα άλογα και τα γαϊδούρια ήταν λιγότερα γιατί 
δεν  μπορούσαν  να  ανταπεξέλθουν  το  ίδιο  αποτελεσματικά  στις  δύσκολες 
γεωμορφολογικές  συνθήκες  της  περιοχής.  Χρησιμοποιούνταν  όμως  τόσο  αυτά, 
όσο  και  τα  μουλάρια,  αλλά  και  τα  βοοειδή  για  την  έλξη  του  αλετριού  κατά  τη 
σπορά.  Χωρίς  υποζύγια  ήταν  εξαιρετικά  δύσκολο  να  αντεπεξέλθει  μια 
οικογένεια στον αγώνα της επιβίωσης στις πολύ δύσκολες οικονομικές συνθήκες 
της εποχής.  
Σημαντική  για  την  οικονομία  του  τόπου  ήταν  και  η  συνεισφορά  από  τα 
έσοδα της μελισσοκομίας, η οποία ευνοημένη από το κλίμα και τη βλάστηση της 
περιοχής  οδήγησε  στην  παραγωγή  μεγάλων  ποσοτήτων  μελιού  και  κεριού  για 
φωτιστικούς  και  λατρευτικούς  σκοπούς.  Ήδη  από  τον  11ο  αι.  υπήρχε  το 
μελισσοτροφείο της Μονής Ξενοφώντος στον Καρβουνά και το 1300, ο «Γεώργιος 
ο  γαμβρός του Αχραδά ο εις τόν Τριπόταμον ευρισκόμενος, έχει … μελίσσια κ΄», 
ενώ  τον  15ο‐16ο  αι.  υπήρχε  πάνω  από  το  Φραγκόκαστρο,  στην  περιοχή  του 
Αμέρη,  το  μελισσοτροφείο  της  Παντοκράτορος  η  περιφραγμένη  δηλαδή  με 
πέτρινο τοίχο έκταση μέσα στην οποία τοποθετούσαν τα κοφίνια των μελισσών, 
για  να  μην  τα  ανατρέψουν  ζώα  ελεύθερης  βοσκής,  κυρίως  βόδια  και  βουβάλια 
(Κολοβός Β΄ 2000:195). 
Στο σύνολό τους αυτές οι δραστηριότητες, που σχετίζονται με την άγρια 
από  τη  μια  και  εξημερωμένη  και  οικόσιτη  από  την  άλλη  πανίδα  της  Σιθωνίας, 
όπως  το  κυνήγι,  η  κτηνοτροφία  και  η  μελισσοκομία,  αποτελούσαν  μέρος  της 
καθημερινότητας  όλων  των  ντόπιων,  οι  οποίοι  ασχολούνταν  εποχιακά  με  την 
κάθε  μια  στο  πλαίσιο  μιας  μεικτής  οικονομίας  με  συμπληρωματικούς  πόρους 
εξασφάλισης του οικιακού εισοδήματος. 
 
Επίλογος Οικολογίας της Σιθωνίας 
Όλες οι  παραπάνω  δασοκομικές,  γεωργικές,  κυνηγετικές, κτηνοτροφικές 
και αλιευτικές δραστηριότητες, που ανέπτυσσαν στο φυσικό χώρο οι Σιθωνιάτες 
οικειοποιούμενοι  τους  πόρους  του,  είχαν  ως  σκοπό  την  αυτάρκεια  των 
νοικοκυριών μέσα από τη μεικτής μορφής οικονομία. Το συγκεκριμένο σύστημα 
διαχείρισης  του  φυσικού  περιβάλλοντος  εξασφάλιζε  τη  δυνατότητα 
αυτοσυντήρησης,  αλλά  και  ασφάλειας  με  τις  εναλλακτικές  δυνατότητες 
παραγωγής,  όπως  επίσης  και  τη  δυνατότητα  συμπληρωματικότητας  των 
διαφόρων  δραστηριοτήτων  με  μια  άρτια  εκμετάλλευση  του  κάμπου,  των 

126
πλαγιών  και  του  βουνού.  Αυτά  πραγματοποιούνταν  στο  πλαίσιο  μιας 
οικολογικής  και  κοινωνικής  λογικής  που  παραπέμπει  σε  συγκεκριμένες 
νοοτροπίες  σε  ότι  αφορά  στη  σχέση  κοινωνίας‐φυσικού  χώρου  και  δείχνει 
μάλιστα  την  ισορροπία  ανάμεσα  στις  οικονομικές  δραστηριότητες,  με  βάση  τις 
οποίες οι άνθρωποι εκμεταλλεύονταν το φυσικό τους περιβάλλον.  
Επιπλέον  όμως,  εκτός  από  την  οικονομική  του  διάσταση,  το  φυσικό 
περιβάλλον  ήταν  αξεδιάλυτα  συνυφασμένο  με  τους  μύθους  και  τις  παραδόσεις 
που στήριζαν και αναπαρήγαν την κοινωνία. Κάτι τέτοιο αποδεικνύεται από το 
γεγονός  ότι  οι  κορυφές  αποτελούσαν  τελετουργικούς  τόπους,  στα  ρέματα  και 
στις  πηγές  κυκλοφορούσαν  νεράιδες  και  τα  δέντρα  έδιναν  το  όνομά  τους  σε 
τόπους και σηματοδοτούσαν ιερούς χώρους.  
Στις  παραδοσιακές  λοιπόν  κοινωνίες  της  Σιθωνίας,  οι  άνθρωποι 
θεωρούσαν  τους  εαυτούς  τους  αναπόσπαστο  τμήμα  του  φυσικού  χώρου  και  τα 
στοιχεία  του  περιβάλλοντος  αντιμετωπίζονταν  ως  προέκταση  της  ανθρώπινης 
ύπαρξης.  Το  φυσικό  περιβάλλον  ήταν  μέρος  της  κοινωνικής  και  πολιτισμικής 
πραγματικότητας  με  τους  συμβιβασμούς  που  επέβαλλε  η  ανάγκη  και  τις 
αντιδράσεις που προκαλούσε η πίεση και δεν αποτελούσε απλώς ένα εξωτερικό 
αντικείμενο,  το  οποίο  έπρεπε  να  καθυποτάξουν  οι  Σιθωνιάτες  και  να 
χρησιμοποιήσουν ωφελιμιστικά με μόνο στόχο το κέρδος.  

127
Δ. ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ ΟΙΚΙΣΜΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ 

ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΕΠΙΛΟΓΗΣ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ 
ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ 
Η  μελέτη  της  ποικιλίας  του  φυσικού  περιβάλλοντος,  των  πρώτων  υλών 
του και της διαχείρισής τους, καθώς και η εξέταση του ρόλου του πολιτισμού και 
της  παράδοσης  ως  επιπρόσθετων  παραγόντων  που  διαμορφώνουν  το  πώς  οι 
κοινωνικές  ομάδες  δομούν  και  οργανώνουν  την  κατοίκηση  και  χρήση  ενός 
τοπίου  είναι  ο  βασικός  στόχος  της  προσέγγισης  που  ο  Anschuetz  και  οι 
συνεργάτες  του  ονομάζουν  Οικολογία  των  Οικισμών  (Settlement  Ecology) 
(Anschuetz et al. 2001:177). Στο πλαίσιο αυτής της αντίληψης, επειδή η παρουσία 
των  οικισμών  στο  τοπίο  θεωρείται  ότι  καθορίζεται  τόσο  από  περιβαλλοντικούς 
όσο  και  πολιτισμικούς  παράγοντες,  κατά  την  προσπάθεια  μελέτης  τους  θα 
πρέπει από τη μια να προσεγγίζονται οι φυσικές διαστάσεις του χώρου μέσα στις 
οποίες καταγράφεται η ανθρώπινη δραστηριότητα και από την άλλη η δυναμική 
των κοινωνικών σχέσεων που προσδίδουν στο χώρο την κοινωνική του διάσταση, 
η  οποία  μπορεί  να  μεταβάλλει  τη  σημασία  και  τα  όρια  των  φυσικών  του 
ιδιοτήτων. 
Παρότι  δεν  είναι  εύκολο,  ούτε  σκόπιμο,  να  προχωρήσει  κανείς  στη 
δημιουργία ενός προγνωστικού προτύπου σε σχέση με την επιλογή της θέσης, το 
οποίο  να  προσομειώνει  τις  παραγωγικές  δραστηριότητες  της  εγκατάστασης 
μέσω του ποσοτικού προσδιορισμού των πόρων του περιβάλλοντος, εντούτοις  η 
συστηματικότερη  έρευνα  επιτρέπει  κάποιες  γενικεύσεις  για  τη  σχέση  των 
οικισμών  με  το  άμεσο  και  το  ευρύτερο  περιβάλλον  τους  (Κωτσάκης  2004:58). 
Διάφορες  είναι  οι  παράμετροι  οι  οποίες  με  άξονα  τις  περιβαλλοντικές 
συνισταμένες  της  θέσης,  καθορίζουν  το  χώρο  ίδρυσης  του  οικισμού.  Μία  από 
αυτές  είναι  το  τοπογραφικό  ανάγλυφο.  Σε  αυτή  την  περίπτωση,  η 
γεωμορφολογία  της  περιοχής  που  χαρακτηρίζεται  από  τα  υψόμετρα  και  τις 
κλίσεις  του  εδάφους,  καθώς  και  την  ύπαρξη  πηγών  νερού  και  ρεμάτων  μπορεί 
να  έχει  θετικό  ή  αρνητικό  αντίκτυπο  στο  παραγωγικό  επίπεδο  των  γεωργικών 
και  κτηνοτροφικών  δραστηριοτήτων.  Με  τη  γεωμορφολογία  συνδέεται  και  ο 
παράγοντας των  εδαφολογικών  δυνατοτήτων της περιοχής, ο οποίος επηρεάζει 
επίσης  τον  χαρακτήρα  της  γεωργίας  και  των  φυτοκοινωνιών  καθώς  και  των 
ζωικών οικοσυστημάτων, τα οποία αποτελούν πηγή πολλών μορφών ενέργειας.  
Οι  παράμετροι  αυτές  του  περιβάλλοντος  αποτελούν  τους  βασικούς 
παράγοντες που συνιστούν το μέγεθος της ικανότητας υποστήριξης ενός τόπου. 
Το  περιβάλλον  όμως  αποκτά  ιστορικές  διαστάσεις  με  τη  συμμετοχή  της 
οικονομίας και άρα του πολιτισμικού παράγοντα. Χωρίς τη συμμετοχή της είναι 
αδύνατο  να  προσδιοριστεί  αυτό  το  ρευστό  μέγεθος,  αφού  η  οικονομία  θα 
καθορίσει  σε  τελική  ανάλυση  τις  επιλογές  του  δεδομένου  κοινωνικού 

128
σχηματισμού.  Εκτός  όμως  από  τα  περιβαλλοντικά  χαρακτηριστικά  και  τις 
δυνατότητες  της  περιοχής  των  κοινοτήτων,  καθώς  και  τις  παραδοσιακά 
διαμορφωμένες  οικονομικές  επιλογές  εκμετάλλευσής  της  (Butzer,  1982:243‐252), 
εξίσου  σημαντικό  ρόλο  στην  διακοινοτική  διάταξη  των  οικισμών  παίζουν  κι 
άλλοι  παράγοντες,  όπως  ο  έλεγχος  της  περιοχής  από  γειτονικές  κοινότητες,  η 
σύγκρουση ή ο ανταγωνισμός των κοινοτήτων ή ομάδων, ακόμη κι οι συμβολικές 
διαστάσεις  που  αποκτά  το  τοπίο  καθώς  ερμηνεύεται  και  ενσωματώνεται  ως 
αδιάσπαστο στοιχείο του κόσμου των προϊστορικών ανθρώπων (Tilley 1993:1‐27). 
Από τα παραπάνω συνάγεται ότι η μελέτη της διακοινοτικής οργάνωσης 
δεν  περιορίζεται  στην  απλή  περιγραφή  της  γεωγραφικής  κατανομής  ενός 
συγκεκριμένου  αριθμού  οικισμών,  αλλά  πρέπει  οπωσδήποτε  να  επεκτείνεται 
στην  προσπάθεια  καθορισμού  του  λειτουργικού  ρόλου  του  κάθε  οικισμού  στο 
πλαίσιο  μιας  ευρύτερης  κοινώς  αποδεκτής  στρατηγικής  επιβίωσης  σε 
περιφερειακό επίπεδο καθώς και της ερμηνείας των κάθε είδους σχέσεων που οι 
οικισμοί αυτοί αναπτύσσουν μεταξύ τους (Gibbon 1984:221). 
Όσον  αφορά  στους  οικισμούς  αυτούς  καθαυτούς  από  την  άλλη,  για  να 
γίνει  αντιληπτό  ποιες  θέσεις  ίσως  χαρακτηριστούν  ως  χώροι  εγκατάστασης, 
μπορεί  να  παρατηρήσει  κανείς  αν  παρουσιάζουν  μακροσκοπικές  μορφολογικές 
ομοιότητες με αντίστοιχες γειτονικών περιοχών, οι οποίες χαρακτηρίσθηκαν ως 
αυτοτελείς  χώροι  ανθρώπινης  εγκατοίκησης  μετά  από  τη  συστηματική  μελέτη 
τους και οι οποίες θα κατηύθυναν στο ίδιο πλαίσιο προσέγγισης, χωρίς όμως να 
είναι  δυνατό,  λόγω  έλλειψης  στοιχείων,  να  προσδιοριστεί  ειδικότερα  αν 
πρόκειται για αυτοτελείς οικιστικές ενότητες ή για τμήματα που ενδεχομένως η 
μελλοντική  συστηματική  έρευνα  θα  ενοποιήσει  σε  ευρύτερα  οικιστικά 
συστήματα.  Μπορεί  ταυτόχρονα  όμως  να  ανιχνευτεί  κατά  πόσο  υπάρχουν  τα 
στοιχεία  εκείνα  που  σχετίζονται  με  την  καθημερινή  ζωή  των  προϊστορικών 
κατοίκων  ενός  συγκεκριμένου  χώρου  και  τα  οποία  βοηθούν  να  αντιληφθούμε, 
αν  υπάρχει  μια  σχετική  σταθερότητα  σε  αυτόν  και  κάποια  στοιχειώδης 
κοινωνικοοικονομική οργάνωση. 
Στα  στοιχεία  αυτά  συγκαταλέγονται  κυρίως  όλα  εκείνα  τα  υλικά  μέσα, 
κινητά  και  ακίνητα,  τα  οποία  σχετίζονται  με  την  κατασκευή  κατοικιών,  τη 
γεωργοκτηνοτροφική παραγωγή, την αποθήκευση, διαχείριση κι ανταλλαγή της 
(Fotiadis  1985:240‐245).  Βέβαια  αυτό  δεν  είναι  απόλυτο  αφού  είναι  πιθανό  η 
εγκατάσταση  να  είναι  εφήμερη  ή  εποχική  λόγω  διαφορετικών  οικονομικών 
στρατηγικών που οφείλονται είτε στην πρωιμότητά της, είτε στη συσχέτισή της 
με  μικρής  κλίμακας  νομαδικές  επιλογές  και  τροφοπρομηθευτικές 
δραστηριότητες κι έτσι τα παραπάνω στοιχεία να μην απαντώνται. Επιπλέον δε 
μπορεί κανείς να είναι βέβαιος ότι μια θέση, στης οποίας το επιφανειακό υλικό 
δεν  πιστοποιούνται  μια  σειρά  από  ευρήματα  και  δραστηριότητες  ή  ακόμα  μια 
θέση  που  χαρακτηρίζεται  από  μικρές  ποσότητες  επιφανειακού  και  συνήθως 

129
διασκορπισμένου  υλικού,  δεν  αποτελεί  θέση  εγκατάστασης  αν  κάποιες  άλλες 
παράμετροι, όπως π.χ. η συσχέτισή τους με μια βραχοσκεπή το υποδηλώνει.  
Γι’ αυτό το λόγο θα πρέπει να θεωρούνται ως θέση εγκατάστασης τόσο οι 
θέσεις με δείγματα μόνιμης εγκατάστασης, όσο και οι θέσεις που κατοικήθηκαν 
για  μικρό  χρονικό  διάστημα  αρκεί  να  χαρακτηρίζονται  από  τα  στοιχεία  ενός 
κοινωνικού σχηματισμού που έχει ως στόχο την αυτοσυντήρηση/επιβίωσή του.  
 
ΣΤΟΙΧΕΙΑ  ΤΗΣ  ΣΙΘΩΝΙΑΣ  ΣΕ  ΣΧΕΣΗ  ΜΕ  ΤΗΝ  ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ  ΤΩΝ 
ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΩΝ ΘΕΣΕΩΝ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ 
Πριν  την  αποπεράτωση  της  επιφανειακής  έρευνας  στη  Σιθωνία,  υπήρχαν 
μια  σειρά  από  βιβλιογραφικές  αναφορές  για  προϊστορικούς  οικισμούς  της 
χερσονήσου.  Οι  θέσεις  που  ήταν  γνωστές  βιβλιογραφικά  ανέρχονταν  σε  13 
(Πίνακας  4)  (Χάρτης  8Α,  Χάρτης  8Β).  Οι  περισσότερες,  11  συγκεκριμένα, 
βρίσκονται  συγκεντρωμένες  στο  βιβλίο  «Από  τους  προϊστορικούς  οικισμούς  της 
κεντρικής  Μακεδονίας»  (Γραμμένος  κ.ά.  1997),  ενώ  5  από  αυτές  είχαν  ήδη 
καταγραφεί  από  τον  French  το  1967.  Σε  5  από  το  παραπάνω  σύνολο  θέσεων 
πραγματοποιήθηκαν σύντομες ή  κι αρκετά μακροχρόνιες ανασκαφικές έρευνες 
στο παρελθόν. Ενώ μάλιστα οι ανασκαφικές έρευνες στην υπόλοιπη Χαλκιδική, 
αλλά  και  στη  Μακεδονία  είχαν  επικεντρωθεί  σε  θέσεις‐τούμπες,  όπως  ο 
Μολυβόπυργος  κι  ο  Άγιος  Μάμας,  οι  έρευνες  στη  Σιθωνία  στράφηκαν  σε 
οικισμούς που βρίσκονται πάνω σε φυσικούς λοφίσκους κοντά στη θάλασσα και 
πάνω  σε  βραχώδη  ακρωτήρια  κάποια  από  τα  οποία,  όπως  η  Τορώνη, 
κατοικούνταν  για  μεγάλες  περιόδους  (Andreou  et al.  1996:583, Καμπίτογλου και 
Παπαδόπουλος 1992:443).  
Στην  Τορώνη,  στo  απότομο  ακρωτήρι  της  Ληκύθου,  οι  ανασκαφικές 
έρευνες  αποκάλυψαν  διαδοχικά  υπολείμματα  εγκατοίκησης  που 
χρονολογούνται από το τέλος της Νεολιθικής. Η Τορώνη έτσι είναι η μόνη θέση 
στην  ελληνική  Μακεδονία  με  μια  αποδεδειγμένη  συνεχή  στρωματογραφία  από 
την  Τελική  Νεολιθική  μέχρι  τη  νεότερη  περίοδο  της  Υ.Ε.Χ.  (Cambitoglou  and 
Papadopoulos  1991)  (Φωτ.15).  Η  επόμενη  παλαιότερη  θέση  που  έχει  ανασκαφεί 
στη  Σιθωνία  είναι  το  Κριαρίτσι,  στην  κορυφή  ενός  βραχώδους  παραθαλάσσιου 
λόφου  όπου  ερευνήθηκαν  τα  κατάλοιπα    οικισμού  της  ΠΕΧ  και  λίγες 
εκατοντάδες  μέτρα  μακρύτερα,  ταφικού  τύμβου  της  ίδιας  περιόδου  (Ασουχίδου 
κ.ά.  2002:331,333)  (Φωτ.21).  Επάνω  σε  βραχώδη  απότομο  λόφο  επίσης,  με  την 
ονομασία  Κούκος,  σε  απόσταση  λίγων  χιλιομέτρων  όμως  από  τη  θάλασσα, 
εντοπίστηκε και ανασκάφηκε τειχισμένος οικισμός της Πρώιμης Εποχής Σιδήρου 
και  το  νεκροταφείο  του  (Carington  και  Βοκοτοπούλου  1992:425,    Carington 
1994:335,  Παππά  1998:26)  (Φωτ.50).  Οικισμός  της  ΠΕΣ  με  το  νεκροταφείο  του 
ανασκάφηκε  επιπλέον  στο  μικρό  νησί  Καστρί  της  Νικήτης  το  οποίο  στο 
παρελθόν  ενωνόταν  με  τη  στεριά  με  λιθόστρωτο  δρόμο  (Τρακοσοπούλου 

130
1991:347‐355,  Παππά  1998:27)  (Φωτ.18).  Η  τελευταία  ανασκαμμένη  θέση,  στην 
οποία μάλιστα οι ανασκαφές συνεχίζονται, είναι αυτή στον παραθαλάσσιο λόφο 
Λαγόμαντρα,  όπου  επίσης  εντοπίστηκε  τοιχισμένος  οικισμός  της  ΠΕΣ 
(Γραμμένος κ.ά. 1997:62) (Φωτ.38). 
Οι  υπόλοιποι  προϊστορικοί  οικισμοί  για  τους  οποίους  οι  πληροφορίες 
προέρχονται  από  επιτόπιες  επισκοπήσεις  της  αρχαιολογικής  υπηρεσίας  είναι  η 
τούμπα  Πύργος  της  ΝΝ,ΠΕΧ,ΜΕΧ  στο  βάθος  της  πεδινής  έκτασης  της  Συκιάς 
(Φωτ.16),  καθώς  και  η  τούμπα  πάνω  στο  λόφο  Βέτρινο  στο  μέσο  του  ισθμού 
Σιθωνίας  που  έχει  χρονολογηθεί  στη  ΝΝ  και  ΥΕΧ  περίοδο  (Φωτ.13).  Επιπλέον, 
στον  ισθμό  της  Σιθωνίας  έχουν  καταγραφεί  η  τούμπα  Παλιοκάστελο  με 
συνεχόμενη κατοίκηση από την ΠΕΧ ως και τα Ιστορικά χρόνια (Φωτ.17), καθώς 
και  η  θέση  στο  απόκρημνο  ακρωτήρι  Πύργος‐Μυτάρι  με  ενδείξεις  κατοίκησης 
κατά την ΠΕΧ και ΥΕΧ εποχή (Φωτ.25). Στην ΥΕΧ τοποθετείται η θέση Αζάπικο Β 
με ενδείξεις οχύρωσης σε παραθαλάσσιο λόφο  (Φωτ.29), ενώ η θέση Αζάπικο Α 
σε  απότομο  ακρωτήρι  λίγο  μακρύτερα    χρονολογείται  ίσως  στην  ΠΕΣ  (Φωτ.43). 
Στην  εποχή  της  ΠΕΣ  τέλος  ανήκουν  κι  οι  οικισμοί  σε  παραθαλάσσιους  λόφους 
στις Σπαθιές (Φωτ.36) και στο Κριαρίτσι (Φωτ.53). 
Στη  διάρκεια  της  περιηγητικής  σάρωσης  στο  πλαίσιο  της  επιφανειακής 
έρευνας  Σιθωνίας  επιτεύχθηκε  από  τη  μια  να  εντοπιστούν  στοιχεία  που 
πρόσθεσαν  κι  άλλες  περιόδους  στις  θέσεις  που  ήδη  είχαν  καταγραφεί  από  την 
αρχαιολογική  υπηρεσία,  αλλά  και  να  αυξηθεί  ο  αριθμός  των  προϊστορικών 
θέσεων  κατά  9  ακόμα,  οι  οποίες  στο  σύνολό  τους  χρονολογούνται  στην  ΠΕΣ 
εποχή.  Όσον  αφορά  στις  θέσεις  που  ήταν  ήδη  γνωστές  από  τη  βιβλιογραφία, 
διαπιστώθηκε  ότι  στη  θέση  Καστρί  η  παλαιότερη  περίοδος  εγκατάστασης 
ανθρώπων ήταν η ΠΕΧ κι όχι η ΠΕΣ. Επιπλέον, στη θέση Βέτρινο υπήρχαν σαφή 
κατάλοιπα που χρονολογούνταν στην ΠΕΧ, ΜΕΧ και ΠΕΣ περίοδο και όχι μόνο 
στη ΝΝ και ΥΕΧ, ενώ στη θέση Πύργος‐Μυτάρι οι προτεινόμενες εποχές ΠΕΧ και 
ΥΕΧ  εντοπίστηκαν  με  βεβαιότητα  και  προστέθηκε  ακόμα  η  ΠΕΣ.  Όσον  αφορά 
από την άλλη τις 9 προϊστορικές θέσεις που πρωτοεντοπίστηκαν στο πλαίσιο της 
περιηγητικής έρευνας Σιθωνίας, πρόκειται για τις θέσεις στους οχυρούς λόφους 
Αβραάμ  (Αριθμός‐ταυτότητα:79)  (Φωτ.30),  Πυργούδια  (Αριθμός‐ταυτότητα:235) 
(Φωτ.32) και Προφήτης Ηλίας Νικήτης (Αριθμός‐ταυτότητα:226) (Φωτ.33), για τη 
θέση  στον  παραθαλάσσιο  λόφο  Ξυλένιος  Πύργος  στην  ίδια  περιοχή  (Αριθμός‐
ταυτότητα:225) (Φωτ.31), για τη θέση Λαγόμαντρα Β΄ στον παράκτιο λοφίσκο της 
ομώνυμης  ακτής  (Αριθμός‐ταυτότητα:495)  (Φωτ.39),  για  τη  θέση  στον 
παραθαλάσσιο  λόφο  Κόκκαλο  στο  Αζάπικο  (Αριθμός‐ταυτότητα:693)  (Φωτ.44), 
καθώς  και  για  το  λόφο‐τούμπα  Παλιόχωρα  Συκιάς  σε  μικρή  απόσταση  από  τη 
θάλασσα  (Αριθμός‐ταυτότητα:1278)  (Φωτ.54),  για  τον  απόκρημνο  οχυρό  λόφο 
Ογλά  (Αριθμός‐ταυτότητα:1272)  (Φωτ.51),  και  το  εξαιρετικά  απόκρημνο 
ακρωτήρι Άμπελος (Αριθμός‐ταυτότητα:1276) (Φωτ.52).  

131
Εκτός  όμως  από  αυτές  τις  9  θέσεις,  κατά  τις  εκτατικές  κι  εντατικές 
συστηματικές επιφανειακές έρευνες εντοπίστηκαν άλλες 37 θέσεις των οποίων ο 
χαρακτήρας  επιβάλει  να  αντιμετωπιστούν  ως  θέσεις  εγκατάστασης  και  να 
εξεταστούν στο κεφάλαιο της οικολογίας των οικισμών (Πίνακας 4) (Χάρτης 8Α, 
Χάρτης 8Β). 
Μέσα  σε  αυτές  τις  37  θέσεις  που  εντάσσονται  στην  οικολογία  των 
οικισμών περιλαμβάνονται καταρχήν 3 θέσεις της Παλαιολιθικής. Κάτι τέτοιο δε 
θα  πρέπει  βεβαίως  να  ξενίζει  γιατί,  αντίθετα  με  τη  διαδεδομένη  άποψη  που 
οφείλεται  σε  μια  παρεξηγημένη  ερμηνεία  του  νομαδισμού,  ο  παλαιολιθικός 
άνθρωπος  δεν  περιφερόταν  διαρκώς,  αλλά  δημιουργούσε  μόνιμες  ή  ημιμόνιμες 
εγκαταστάσεις  τόσο  σε  βραχοσκεπές,  όσο  και  σε  υπαίθριους  χώρους,  χωρίς 
βέβαια  αυτό  να  σημαίνει  ότι  η  οικοδόμηση  δεν  ξεκίνησε  στη  Νεολιθική 
(Κουρτέση‐Φιλιππάκη  1996:61).  Παραδείγματα  δομών  εγκατάστασης 
αναφέρονται  πολλά  από  διάφορες  περιοχές  του  κόσμου  ήδη  από  την  Πρώιμη 
Παλαιολιθική  (Koobi  Fora  στην  Κένυα,  Olduvai  στην  Τανζανία,  Melka  Konture 
στην Αιθιοπία, Solheilac στη Γαλλία, Isernia la Pineta στην Ιταλία κ.τ.λ.), ενώ στην 
Ελλάδα  χαρακτηριστικό  παράδειγμα  εγκατάστασης  αποτελεί  το  Κλειδί  (Bailey 
1986, Galanidou 1999).  
Οι  τρεις  θέσεις,  Στάφνη  (Αριθμός‐ταυτότητα:52)  (Φωτ.1),  Τραγούλα 
(Αριθμός‐ταυτότητα:172) (Φωτ.2), Καψάλα (Αριθμός‐ταυτότητα:341) (Φωτ.3), που 
εντοπίστηκαν  στη  Σιθωνία,  βρίσκονται  στην  όχθη  τριών  σημαντικών  ρεμάτων 
που συνδυάζουν ποικίλες περιβαλλοντικές δυνατότητες  (Χάρτης 9Α). Η Στάφνη 
και  η  Καψάλα  μάλιστα  εντοπίζονται  στα  σημεία  ένωσης  ρεμάτων,  ενώ  η 
Τραγούλα βρίσκεται στο σημείο εξόδου προς την ομώνυμη κοιλάδα του ρέματος 
που  συνδέει,  ανάμεσα  σε  βραχώδεις  απόκρημνες  πλαγιές,  τις  πεδινές  εκτάσεις 
της  Νικήτης  με  τις  πεδινές  εκτάσεις  της  Βουρβουρούς.  Πρόκειται  για  υπαίθριες 
θέσεις  των  οποίων  το  σημείο  εγκατάστασης  προσδιορίστηκε  προφανώς  από  τη 
διαθεσιμότητα  και  την  κατανομή  των  φυσικών  πόρων  και  πρώτων  υλών  της 
συγκεκριμένης  περιοχής,  η  οποία  συγκέντρωνε  δυνατότητες  ανάπτυξης  των 
κύριων  οικονομικών  δραστηριοτήτων  των  παλαιολιθικών  ανθρώπων  που  ήταν 
το  κυνήγι,  η  περισυλλογή  και  η  αλιεία.  Ίσως  μάλιστα  το  ειδικότερο  σημείο 
εγκατάστασης  να  σχετίζεται  με  μια  μορφή  υπερεξειδίκευσης  στο  κυνήγι 
μεγάλων  θηραμάτων,  αφού  οι  συγκεκριμένοι  χώροι  είναι  περιοχές  ανάπαυσης 
και  περάσματος,  ακόμα  και  σήμερα,  αγριογούρουνων,  αλλά  και  εξημερωμένων 
κοπαδιών ζώων. 
Παρόλα αυτά θα μπορούσαν οι συγκεκριμένες θέσεις να μην είναι σύνολα 
εργαλείων  κατά  χώραν,  αλλά  να  αποτελούν  συγκεντρώσεις  τεχνουργημάτων 
που  αποτέθηκαν  σε  συνθήκες  μεταφοράς.  Είναι  γνωστές  πολλές  δευτερογενείς 
αποθέσεις  σε  άνδηρα  ποταμών  από  όλη  την  Ελλάδα  (ενδεικτικά  Milojcic  et  al. 
1965,  Θεοχάρης  1967,  Ευστρατίου  και  Ammerman  1996)  και  δεν  αποκλείεται  οι 

132
συγκεκριμένες  παλαιολιθικές  θέσεις  της  Σιθωνίας  να  βρίσκονται  σε  πρόσφατα 
κατολισθαίνουσες  μάζες,  που  αποτελούν  έκφραση  των  έντονων  φαινομένων 
διάβρωσης  των απότομων λόφων κατά μήκος των ρεμάτων και οι οποίες έχουν 
δράσει ως παγίδες συγκέντρωσης υλικών από παρακείμενες θέσεις. Επειδή όμως 
οι  συνθήκες  συγκέντρωσης  των  εργαλείων  σε  άνδηρα  και  όχθες  ρεμάτων  είναι 
πολύπλοκες, δεν υπάρχει η δύνατότητα να διατυπωθεί με βεβαιότητα ποιοι είναι 
οι ταφονομικοί παράγοντες των τριών παλαιολιθικών θέσεων της Σιθωνίας, αν 
και η συνύπαρξη στην Τραγούλα τεχνουργημάτων της Παλαιολιθικής με κάποια 
εργαλεία  της  Νεολιθικής  ίσως  υποδεικνύει  ότι  πράγματι  η  συγκεκριμένη 
συγκέντρωση  ευρημάτων  είναι  προϊόν  μετακίνησής  τους  από  μεγάλες 
αποστάσεις (Φωτ.102). Για να γίνει εκτίμηση της στρωματογραφικής προέλευσης 
της  εργοτεχνίας  απαιτείται  η  συνεργασία  με  γεωλόγο‐ιζηματολόγο,  μια 
δυνατότητα που στη συστηματική επιφανειακή έρευνα Σιθωνίας δεν υπήρχε.  
Η διασπορά των ευρημάτων στις τρεις παλαιολιθικές θέσεις της Σιθωνίας 
είναι  σχετικά  μικρή,  λιγότερο  από  300  τ.μ.  για  τη  Στάφνη  και  την  Καψάλα  και 
περίπου  500  τ.μ.  για  την  Τραγούλα,  ενώ  και  το  ύψος  των  επιχώσεων  φαίνεται 
ελάχιστο.  Η  μικρή  έκταση  και  η  αποκλειστικά  επιφανειακή  διασπορά  των 
τεχνουργημάτων μπορεί βέβαια να οφείλεται σε αποσπασματική διατήρηση της 
αρχαιολογικής  μαρτυρίας,  μπορεί  όμως  από  την  άλλη  να  αποτελεί  δείκτη 
προσωρινότητας  της  εγκατάστασης,  που  ίσως  δεν  επιχειρήθηκε  περισσότερο 
από  μία  φορά,  προσφέροντας  έτσι  μόνο  ένα  στιγμιότυπο  μιας  σύνθετης 
πολιτισμικής γεωγραφίας. 
Όσον  αφορά  τη  χρονολόγηση  των  τριών  θέσεων,  αυτή  είναι  δύσκολο  να 
προσδιοριστεί  με  βεβαιότητα.  Επειδή  πυριτικά  πετρώματα  χρησιμοποιήθηκαν 
ευρέως  σε  όλες  τις  προϊστορικές  και  ιστορικές  περιόδους,  καθώς  και  επειδή  τα 
ευρήματα  από  αυτές  τις  θέσεις  δεν  απαρτίζουν  ένα  εκτεταμένο  και  ομοιογενές 
εργαλειακό  σύνολο  που  φέρει  διαγνωστικά  μορφολογικά  και  τεχνολογικά 
χαρακτηριστικά,  κατορθώθηκε  μόνο  να  αποδωθούν  τα  τεχνουργήματα  στην 
πολύ αδρή χρονολογική/πολιτισμική φάση της Μέσης Παλαιολιθικής. Σε αυτό το 
συμπέρασμα  κατέληξε  η  έρευνα  μετά  την  προσπάθεια  σύγκρισης  των 
τεχνουργημάτων της Σιθωνίας με τις παλαιολιθικές τεχνολογίες του υπόλοιπου 
Ελλαδικού  χώρου  για  τον  οποίο  υπάρχει  ένα  αποσπασματικό  μεν,  αλλά 
ικανοποιητικό  πλαίσιο  πληροφοριών  από  θέσεις  όπως  το  Ασπροχάλικο,  η 
Θεόπετρα,  το  Μααρά,  τα  Καλαμάκια,  οι  θέσεις  στην  περιοχή  Κρωβύλης,  εντός 
του  οποίου  μπορεί  κανείς  να  αξιολογήσει  επιφανειακά  εργαλειακά  σύνολα 
(Κουρτέση‐Φιλιππάκη  1996,  Ammerman  et  al.  1999,  Panagopoulou  1999, 
Παναγοπούλου  2000, Darlas  and  Lumley  1999,  Ντάρλας  1995).  Τα  ευρήματα  που 
εντοπίστηκαν  και  καταγράφηκαν/φωτογραφήθηκαν  επί  τόπου  στη  Σιθωνία, 
είναι  κυρίως  θραύσματα  πυρήνων,  φολίδες  διαφόρων  τύπων,  αδιάγνωστα  και 

133
απορρίμματα  επεξεργασίας  από  πυριτιακούς  λιμονίτες  και  χαλαζίες  (Φωτ.100, 
Φωτ.101, Φωτ.102, Φωτ.103, Φωτ.104).  
Εκτός από τα σύνολα τεχνουργημάτων στις θέσεις Στάφνη, Τραγούλα και 
Καψάλα  εντοπίστηκαν  και  μια  σειρά  μεμονωμένων  εργαλείων  ή  μικρών 
συγκεντρώσεών  τους  (Findspots)  σε  κάποια  σημεία  της  Σιθωνίας  (Πίνακας  3) 
(Χάρτης  10Α).  Κάποια  μάλιστα  βρίσκονται  σε  κοντινά  με  τις  παραπάνω  θέσεις 
σημεία  υποδηλώνοντας  ότι  θα  μπορούσαν  να  αποτελούν  είτε  κυνηγετικές 
στάσεις    (killing  sites),  είτε  θέσεις‐σφαγεία  (buthcering  sites)  των  θέσεων 
εγκατάστασης  (camp  base).  Συγκεκριμένα  στο  σημείο  Κώστας  (Αριθμός‐
ταυτότητα:342), σε απόσταση λίγων εκατοντάδων μέτρων από τη θέση Καψάλα, 
αλλά  στην  απέναντι  όχθη  και  σε  ψηλότερο  άνδηρο  από  αυτό  της  θέσης, 
εντοπίστηκαν  κάποιες  φολίδες  της  Μέσης  Παλαιολιθικής  καθώς  και  αρκετά 
ακατέργαστα θραύσματα, όλα από πυριτιακούς λιμονίτες (Φωτ.105). Στο σημείο 
όπου  βρέθηκαν  αυτά  τα  τεχνουργήματα  υπάρχει  μάλιστα  βραχογράφημα  που 
φέρει  εγχάρακτες  γραμμές  και  συμμετρικά  διατεταγμένες  κοιλάνσεις  και 
χρονολογείται  ίσως  στην  προϊστορική  εποχή,  χωρίς  να  είναι  δυνατή  η  απόδοσή 
του σε συγκεκριμένη περίοδο (Αριθμός‐ταυτότητα:340) (Χάρτης 28Α) (Φωτ.98). Σε 
σχετικά  μικρή  απόσταση  από  την  προηγούμενη,  στο  πλάτωμα  του  Αγίου 
Παύλου,  με  την  πλούσια  πηγή  νερού  βρέθηκε  μια  μεγάλη  αιχμή  της  Μέσης 
Παλαιολιθικής  (Αριθμός‐ταυτότητα:441)  (Φωτ.108,  Φωτ.109),  ενώ  στο  εσωτερικό 
των Σπαθιών, σε ένα βραχώδη απότομο λόφο με πολλές βραχοσκεπές από όπου 
κανείς μπορεί να παρατηρεί την είσοδο σε ρέμα παρακείμενο του Αγίου Παύλου, 
εντοπίστηκαν  φολίδες  καθώς  και  κάποια  άμορφα  απορρίμματα  επεξεργασίας 
(Αριθμός‐ταυτότητα:318)  (Φωτ.106).  Ανάλογα  ευρήματα  έχουν  επισημανθεί  και 
σε  ρέματα  στον  Άγιο  Γεώργιο  στα  Δημανιώτικα  (Αριθμός‐ταυτότητα:232) 
(Φωτ.107),  καθώς  και  στις  Ασπρόπετρες  του  Παρθενώνα  (Αριθμός‐
ταυτότητα:591). 
Καταβλήθηκε  προσπάθεια  σε  όλες  τις  περιπτώσεις  όπου  εντοπίζονταν 
μεμονωμένα  ευρήματα  να  συνεκτιμηθούν  μηχανικές  και  φυσικές  διαδικασίες 
που  παράγουν  «ψευδο‐τέχνεργα».  Μια  χρακτηριστική  τέτοια  περίπτωση  που 
δημιούργησε  αρχικά  στρεβλή  εικόνα  αποτελεί  η  συγκέντρωση  υποπροϊόντων 
μεταλλευτικών  δραστηριοτήτων  που  έχουν  υαλωθεί  και  τυχαία  θραυσθεί  σε 
περιοχή  του  Μεταγγιτσίου,  η  οποία  ερευνήθηκε  καθώς  αναζητώνταν  οι  πηγές 
υλικού  των  απολεπισμένων  εργαλείων  της  Σιθωνίας.  Τελικά  μια  από  τις 
σημαντικότερες  πηγές  υλικού  για  τα  απολεπισμένα  εργαλεία  των 
παλαιολιθικών ανθρώπων της Σιθωνίας εντοπίστηκε στην περιοχή Χαλικόπετρα 
της  Ορμύλιας,  όπου  καταλήγει  η  φλέβα  πυριτιακού  λιμονίτη  που  ανιχνεύεται 
επιφανειακά  στην  κοιλάδα  των  Βασιλικών  (Φωτ.196,  Φωτ.197).  Φαίνεται 
εντούτοις  να  αποτελεί  μια  πηγή  καλύτερου  ‐πιο  συνεκτικού‐  υλικού  από  το 
αντίστοιχο των Βασιλικών, αν και ενσωματώνει αρκετές φλέβες χαλαζία που κι 

134
αυτός  όμως  είναι  λεπτόκοκκος  και  καλής  ποιότητας.  Η  Χαλκόπετρα  είναι  ένα 
λατομείο  προμήθειας  πρώτων  υλών  στην  περιφέρεια  του  οποίου  βρίσκονται 
διασκορπισμένα πολλά εργαλεία της Παλαιολιθικής, κυρίως Λεβαλo‐μουστέριας 
παράδοσης, αλλά και  μεταγενέστερων εποχών,  όπως  σύγχρονες  δοκανόπετρες, 
υποδεικνύοντας μια συνεχή χρήση και αξιοποίησή του (Φωτ.195).  
Πηγές πρώτων υλών όμως, ιδίως χαλαζιακών, υπάρχουν διασκορπισμένες 
και στη χερσόνησο της Σιθωνίας, όπως στην περιοχή Ασπρόπετρες, αλλά και σε 
διάφορα σημεία στα Λειβαδιά που αξιοποιήθηκαν εντατικότερα παρόλα αυτά σε 
μεταγενέστερες περιόδους, συγκεκριμένα στη Μεσολιθική.  
Η Μεσολιθική στη Σιθωνία απαντάται με βεβαιότητα σε 9 θέσεις οι οποίες 
είναι  οι  Βρυσούδα  (Αριθμός‐ταυτότητα:306)  (Φωτ.4),  Βλάσταινα  (Αριθμός‐
ταυτότητα:179)  (Φωτ.5),  Άγιος  Παύλος  (Αριθμός‐ταυτότητα:442)  (Φωτ.6),  Πέτρος 
(Αριθμός‐ταυτότητα:446)  (Φωτ.7),  Χιονάς  (Αριθμός‐ταυτότητα:450)  (Φωτ.8), 
Κρυόβρυση (Αριθμός‐ταυτότητα:465) (Φωτ.9), Τραγότσι (Αριθμός‐ταυτότητα:477) 
(Φωτ.10),  Μητσάρες  (Αριθμός‐ταυτότητα:1244)  (Φωτ.11),  Παταράς  (Αριθμός‐
ταυτότητα:1213)  (Φωτ.12)  (Χάρτης  11Α,  Χάρτης  11Β).  Πρόκειται  για  θέσεις  που 
βασικά  χωροθετούνται,  ίσως  όχι  τυχαία,  σε  δύο  ομώνυμες  περιοχές,  στα 
Λειβαδιά  και  στα  Λειβάδια.  Τα  Λειβαδιά,  γύρω  από  τα  οποία  βρίσκονται  οι  6 
αφανείς  στο  μεγαλύτερο  μέρος  τους  θέσεις,  είναι  ένα  εκτεταμένο  οροπέδιο  με 
γεωλογικό  υπόβαθρο  βιοτιτικού  και  διαμαρμαρυγιακού  γρανοδιορίτη  και 
αμμοπηλώδη εδάφη, σε μέσο υψόμετρο 350 μ. στον ισθμό της χερσονήσου ΒΔ του 
βασικού  ορεινού  όγκου  της  Σιθωνίας.  Τα  Λειβάδια  από  την  άλλη,  όπου 
εντοπίζονται 2 θέσεις σε περίοπτα σε σχέση με το περιβάλλον τους σημεία, είναι 
ένα  μικρότερο  οροπέδιο,  με  πρόσβαση  όμως  σε  παρακείμενα  μεγαλύτερα 
οροπέδια,  το  οποίο  βρίσκεται  σε  ίδιο  υψόμετρο,  ΝΑ  όμως  του  βασικού  ορεινού 
όγκου  της  Σιθωνίας.  Κι  από  τα  δύο  έχει  κανείς  θέα  τόσο  προς  το  Σιγγιτικό  όσο 
και προς τον Τορωναίο, αλλά και σε κοντινές παράκτιες πεδινές προσχωσιγενείς 
εκτάσεις.  Διαρρέονται  από  πολλά  ρέματα  και  στην  επιφάνειά  τους  πηγάζουν 
αρκετά νερά. Αυτά τα φυσικά χαρακτηριστικά σε συνδυασμό με το μεσημβρινό 
προσανατολισμό τους και το ήπιο ολόχρονα κλίμα τα καθιστούσε ως πρόσφατα 
από  τους  πιο  προτιμητέους  τόπους  για  εκτροφή  κοπαδιών  ζώων  και  πολύμηνη, 
υπαίθρια  διαμονή  κτηνοτρόφων.  Επιπλέον  αποτελούν  περιοχές  με  μεγάλο 
αριθμό θηραμάτων, ακόμα και μεγάλων θηλαστικών όπως αγριογούρουνων και 
ζαρκαδιών.  Οι  θέσεις  λοιπόν  της  Μεσολιθικής  στη  Σιθωνία  ήταν  κατάλληλα 
τοποθετημένες  για  την  εκμετάλλευση  ευρέως  φάσματος  παραγωγικών  πόρων 
και  είχαν  τη  δυνατότητα  πρόσβασης  σε  οικοσυστήματα  με  σημαντική 
βιοποικιλότητα που ούτε σήμερα έχουν εκλείψει. 
Η εύρεση των συγκεκριμένων θέσεων κατέστη δυνατή ασφαλώς χάρη στο 
συστηματικό  περπάτημα  του  χώρου,  αλλά  και  χάρη  στη  διάνοιξη  αντιπυρικών 
ζωνών  από  εκσκαφικά  μηχανήματα  που  απομάκρυναν  επιφάνεια  εδάφους 

135
πάχους  λίγων  εκατοστών  αποκαλύπτοντας  τα  στρώματα  των  μεσολιθικών 
εργαλείων.  Βέβαιο  θα  πρέπει  να  θεωρηθεί  παρόλα  αυτά  ότι  στο  πλαίσιο  των 
ίδιων  εργασιών  κάποιες  συγκεντρώσεις  εργαλείων  που  είχαν  διατηρηθεί  για 
χιλιετίες  σε  επιφάνεις  σταθερών  περιβαλλόντων,  έχουν  ολοκληρωτικά 
καταστραφεί  κάτω  από  το  βάρος  των  ερπυστριοφόρων  μηχανημάτων  ή  έχουν 
διασπαρεί  σπρωγμένες  από  τα  δόντια  τους.  Εντούτοις  οι  θέσεις  που 
διατηρούνται  ακόμα  στην  επιφάνεια  του  εδάφους  είναι  με  βεβαιότητα  θέσεις 
εγκατάστασης,  έστω  και  προσωρινού  χαρακτήρα  και  όχι  συγκεντρώσεις 
τεχνουργημάτων σε δευτερογενές στάδιο. Αυτό αποδεικνύεται από την ποικιλία 
και  ποιότητα  των  εργαλείων,  των  πρώτων  υλών  και  των  άμορφων 
απορριμμάτων επεξεργασίας, αλλά και από την ύπαρξη πυρών. 
Η έκταση των θέσεων, εκτός της θέσης Πέτρος η οποία έχει πολλές φάσεις 
μεταγενέστερων επιχώσεων και άρα το μέγεθος της μεσολιθικής εγκατάστασης 
δεν  μπορεί  να  διαπιστωθεί,  είναι  κατά  μέσο  όρο  100  τ.μ.  και  το  ύψος  των 
επιχώσεων  φαίνεται  να  είναι  λίγα  εκατοστά,  γεγονός  που  παραπέμπει  στον 
πρόσκαιρο  χαρακτήρα  της  εγκατάστασης.  Παρά  τη  μικρή  διάρκεια  χρήσης  των 
συγκεκριμένων θέσεων, η δυνατότητα να ενταχθούν αυτές σε υποπεριόδους της 
Μεσολιθικής,  ώστε  να  φανεί  και  η  χωρική  τους  σχέση  στον  άξονα  του  χρόνου, 
δεν  ήταν  εφικτή.  Το  συγκεκριμένο  γεγονός  ήταν  αποτέλεσμα  της  χαμηλής,  σε 
κάποιες  περιπτώσεις  (θέση  Βρυσούδα,  θέση  Βλάσταινα,  θέση  Πέτρος,  θέση 
Παταράς),  πυκνότητας  ευρημάτων.  Στις  υπόλοιπες  όμως  περιπτώσεις  (θέση 
Άγιος Παύλος, θέση Χιονάς, θέση Κρυόβρυση, θέση Τραγότσι, θέση Μητσάρες), 
η αδυναμία να χρονολογηθούν  με ακρίβεια τα εργαλειακά σύνολα  αποτελούσε 
προϊόν  της  ελλιπέστατης  τεκμηρίωσης  της  Μεσολιθικής  στην  Ελλάδα,  γεγονός 
που  όχι  μόνο  δυσχεραίνει  τις  ευρύτερες  γεωγραφικές/πολιτισμικές  συγκρίσεις, 
αλλά  κι  αυτή  καθαυτή  την  πιστοποίηση  του  μεσολιθικού  χαρακτήρα  των 
τεχνουργημάτων τη στιγμή μάλιστα που είναι επιφανειακά. Εργαλειοτεχνίες με 
μεσολιθικά  χαρακτηριστικά  μπορεί  να  ανήκουν  σε  πρωϊμότερες  ή  υστερότερες 
φάσεις. Έτσι, η εκτίμηση για το τι συνιστά μεσολιθικό υλικό είναι αναγκαστικά 
προκαταρκτική  και  στηρίζεται  στις  συγκρίσεις  με  εργαλειακά  σύνολα  των  5 
ανασκαμμένων  μεσολιθικών  θέσεων  της  Ελλάδας  (Σιδάρι,  Σπήλαιο  Φράγχθι, 
Σπήλαιο του Κύκλωπα, Σπήλαιο Κλεισούρα και Σπήλαιο της Θεόπετρας) (Perlès 
1990,  Sordinas  1969,  Sordinas  2003,  Koumouzelis  et  al.  2003,  Sampson  et  al.  2003, 
Σάμψων 2001, Παναγοπούλου κ.ά. 2001, Αδάμ 2000). 
Τα τεχνουργήματα που εντοπίστηκαν και κατά χώρα καταγράφηκαν έχουν 
ιδιαίτερη  σημασία,  όχι  μόνο  λόγω  της  σπανιότητας  των  εργαλειακών  συνόλων 
της  Μεσολιθικής  γενικά  και  ειδικότερα  των  συνόλων  από  ανοιχτές  υπαίθριες 
θέσεις,  αλλά  και  λόγω  του  ότι  προέρχονται  από  τη  συγκέντρωση  σε  μια  μικρή 
περιοχή τόσων μεσολιθικών θέσεων, σχεδόν όσων σε όλη την υπόλοιπη Ελλάδα. 
Το  μεσολιθικό  υλικό  που  καταγράφηκε  δε  χαρακτηρίζεται  από  γεωμετρικούς 

136
μικρόλιθους,  αλλά  απαρτίζεται  κυρίως  από  διαφόρων  τύπων  φολίδες  μικρού 
μεγέθους  από  χαλαζία,  πυριτιακό  λιμονίτη  κι  ελάχιστες  από  οψιανό.  Ανάμεσά 
τους  συμπεριλαμβάνονται  λεπιδοειδείς  φολίδες  σε  μικρά  μεγέθη  που 
ενδεχομένως  σχετίζονται  με  την  επεξεργασία  πυρήνων  μικρού  μεγέθους  της 
μεσολιθικής,  φολίδες  με  επεξεργασία  εγκοπής,  φολίδες  με  πλευρική  απότομη 
επεξεργασία,  αιχμές  σε  φολίδες  και  μικρές  τριγωνικές  φολίδες.  Επιπλέον  όμως 
εντοπίζονται  θραύσματα  λεπίδων,  στενές  λεπίδες  (bladelets),  ξέστρα,  λίθινοι 
οπείς,  αιχμές,  υπολείμματα  πυρήνων  που  φέρουν  αρνητικά  μικρών  επιμήκων 
φολίδων,  χαλίκια  στο  αρχικό  στάδιο  εκμετάλλευσης,  εκατοντάδες  μικρά 
απορρίμματα  απολέπισης,  θραύσματα  από  λίθινους  πέλεκεις  κανονικού  και 
μικρού  μεγέθους,  στιλβωτήρες,  τμήματα  από  λίθινα  περίαπτα  κι  ελάχιστα 
όστρακα εύθριπτης κεραμικής (Φωτ.110 – Φωτ.122, Φωτ.124 – Φωτ.132, Φωτ.135 – 
Φωτ.139, Φωτ.141 – Φωτ.153, Φωτ.155 – Φωτ.161, Φωτ.165, Φωτ.166).  
Τα  προαναφερθέντα  τεχνουργήματα  των  μεσολιθικών  θέσεων  της 
Σιθωνίας ασφαλώς δεν είναι όλα μεσολιθικά, αλλά ανάμεσά τους υπάρχουν και 
αρκετά  νεολιθικά.  Το  γεγονός  εντούτοις  ότι  τα  περισσότερα  έχουν  πολύ  μικρό 
μέγεθος  και  αρκετή  πάτινα  που  δεν  είναι  σύνηθες  στη  Νεολιθική  δείχνει  ότι 
ανήκουν κυρίως στη Μεσολιθική. Επιπλέον, η ενεργή εμπλοκή των μεσολιθικών 
ανθρώπων της Σιθωνίας στη μόνιμη εκμετάλλευση της χερσονήσου κι όχι στην 
απλή  περιστασιακή  σχέση  τους  με  αυτήν,  υποδεικνύεται  από  το  ότι  τα  λίθινα 
εργαλειακά  σύνολα  συνίστανται  από  τοπικές  πρώτες  ύλες  κι  όχι  από  μια 
ποικιλία  εξωτικών  υλικών  που  θα  προέρχονταν  από  άλλες  περιοχές.  Ακόμα,  ο 
μη  εντοπισμός  πυρήνων,  παρά  λίγων  εξαντλημένων,  ενώ  αντιθέτως  η  εύρεση 
πολλών  απορριμμάτων  και  κάποιων  χαλικιών  που  θα  χρησίμευαν  ως  πρώτη 
ύλη,  δείχνει  ότι  οι  μεσολιθικοί  άνθρωποι  της  Σιθωνίας  κατασκεύαζαν  τα 
εργαλεία  τους  επί  τόπου  και  μετά  τα  έπαιρναν  μαζί  τους  στις  περιοχές  όπου 
ανέπτυσσαν  τις  τροφοπρομηθευτικές  τους  δραστηριότητες  (Φωτ.154).  Ίσως 
μάλιστα  δεν  εντοπίζονται  αρκετά  εργαλεία  της  Μεσολιθικής  γενικότερα  στην 
Ελλάδα,  ακριβώς  γιατί  είναι  διασκορπισμένα  στους  χώρους  όπου  κυνηγούσαν 
και  συνέλεγαν  καρπούς,  ενώ  στις  κατασκηνώσεις,  όπως  στην  περίπτωση  της 
Σιθωνίας,  υπάρχουν  λίγα  εργαλεία  με  τα  οποία  ασκούσαν  τις  επιτόπου 
δραστηριότητες  και  πολλά  απολεπίσματα  που  παραπέμπουν  σε  μια 
σταθερότερη χρήση του χώρου. 
 Αυτή  η  υπόθεση  για  διασπορά  των  εργαλείων  σε  χώρους  διαφορετικούς 
από  εκείνους  της  εγκατάστασης  φαίνεται  να  ενισχύεται  από  την  ανεύρεση 
σημαντικού  αριθμού  μεμονωμένων  μεσολιθικών  εργαλείων  σε  όλη  την  έκταση 
του οροπεδίου Λειβαδιά (Πίνακας 3) (Χάρτης 12Α). Τα μεμονωμένα, διεσπαρμένα 
μεσολιθικά εργαλεία, των οποίων βέβαια η απόδοση σε μεσολιθικές λιθοτεχνίες 
κατέστη  δυνατή  χάρη  στο  πλαίσιο  πληροφοριών  από  τα  πολυαριθμότερα 
σύνολα  των  θέσεων,  βρέθηκαν  στις  ακόλουθες  περιοχές:  Καραγιάννη  Μαντριά 

137
(Αριθμός‐ταυτότητα:190),  Ζορμπά  Φτέρη  (Αριθμός‐ταυτότητα:463),  Φτερωτή  Β’ 
(Αριθμός‐ταυτότητα:310),  Φτερωτή  Γ’  (Αριθμός‐ταυτότητα:311),  Φτερωτή  Δ’ 
(Αριθμός‐ταυτότητα:312), Μπαγιαντέρα (Αριθμός‐ταυτότητα:343), Άγιος Παύλος 
Α’  (Αριθμός‐ταυτότητα:440),  Κασσαντρινού  Καλύβες  (Αριθμός‐ταυτότητα:338), 
Χιονάς  (Αριθμός‐ταυτότητα:453),  Γιαννακάρα  (Αριθμός‐ταυτότητα:449),  Μηλιά 
(Αριθμός‐ταυτότητα:462),  Κρυόβρυση  (Αριθμός‐ταυτότητα:464),  Κουρουμπάτσι 
(Αριθμός‐ταυτότητα:479),  Λειβαδιά  (Αριθμός‐ταυτότητα:478),  Τραγότσι 
(Αριθμός‐ταυτότητα:346),  Ασκαμιά  Α’  (Αριθμός‐ταυτότητα:651),  Ασκαμιά  Β’ 
(Αριθμός‐ταυτότητα:656).  Πρόκειται  κυρίως  για  φολίδες  με  απότομη 
επεξεργασία,  φολίδες  με  επεξεργασία  εγκοπών,  φολίδες  τριγωνικές,  αιχμές, 
θραύσματα λεπιδοειδών φολίδων, πυρήνες για στενές λεπίδες και απορρίμματα 
απολέπισης  από  χαλαζίες,  πυριτιακούς  λιμονίτες  και  πυριτόλιθους  (Φωτ.167  – 
Φωτ.169, Φωτ.171 – Φωτ.176). 
Οι  πιο  πλούσιες  συγκεντρώσεις  των  προαναφερθέντων  εργαλείων,  τόσο 
αυτών  που  βρίσκονται  σε  θέσεις  (Άγιος  Παύλος,  Χιονάς,  Κρυόβρυση,  Τραγότσι, 
Μητσάρες),  όσο  και  των  μεμονωμένων,  φαίνεται  να  σχετίζονται  με 
περιβάλλοντα  εξαιρετικά  ευνοϊκής  υδρολογικής  δομής  ‐ανεξάντλητες  πηγές 
νερού  στον  Άγιο  Παύλο,  στο  Χιονά,  στην  Κρυόβρυση,  στις  Μητσάρες  και 
νερόλακκους  στο  Τραγότσι‐,  τα  οποία  θα  αποτελούσαν  πόλο  έλξης  για 
ανάπτυξη  δραστηριοτήτων  στο  ευρύτερο  δίκτυο  των  εποχικών  μετακινήσεων. 
Αυτές  οι  μετακινήσεις  ίσως  είχαν  και  θαλάσσιο  χαρακτήρα,  αφού  η  ύπαρξη 
μεσολιθικών  εργαλείων  από  οψιανό  στη  Σιθωνία  προϋποθέτει  τη  χρήση 
ναυσιπλοΐας,  η  οποία  αυτή  την  εποχή  θα  πρέπει  να  θεωρείται  εμπεδωμένη 
πρακτική (Jacobsen 1976) (Φωτ.165, Φωτ.169, Φωτ.171). 
Επιπλέον, τα μεσολιθικά τεχνουργήματα της Σιθωνίας καθιστούν σαφή τη 
διαφορά  τους  από  την  εργαλειοτεχνία  της  Παλαιολιθικής,  παρά  τη  χωρική 
σύμπτωσή  τους  με  αυτά.  Όσο  αυτονόητο  κι  αν  φαντάζει  αυτό,  έχει  ιδιαίτερη 
σημασία  αφού  οι  μεταβολές  στην  τεχνολογική  βάση  αντανακλούν 
διαφοροποιήσεις  στις  στρατηγικές  προσαρμογής  των  ανθρώπινων  ομάδων  και 
προσφέρουν  στοιχεία  για  συμπεριφορικές  παραμέτρους  και  κοινωνικές 
πρακτικές.  Καταδεικνύεται  ακόμα  ότι  η  προ‐νεολιθική  εποχή  δεν  αποτελεί  μια 
άχρονη  στατική  περίοδο,  αλλά  αντίθετα  μια  εποχή  που  αποτύπωσε  μέγιστες 
μεταβολές,  μεταβολές  που  έχουν  εγγραφεί  στα  λίθινα  εργαλειακά  σύνολα. 
Αυτές  οι  μεταβολές  έχουν  αδρές  ομοιότητες  με  τις  μεταβολές  των  λιθοτεχνιών 
των  Βαλκανίων  και  της  Εγγύς  Ανατολής,  οι  οποίες  δεν  παραπέμπουν 
αναγκαστικά  όμως  σε  ομόλογες  διαδικασίες  με  τις  γνωστές  συνδηλώσεις 
μετακινήσεων  πληθυσμών,  ούτε  παραπέμπουν  στην  υιοθέτηση  ενός 
μονογραμμικού,  εξελικτικού  σχήματος,  ενιαίου  στο  χώρο  και  στο  χρόνο.  Το 
περιεχόμενό  τους  αντίθετα  πρέπει  να  αναζητηθεί  στο  ευρύτερο  πεδίο  των 

138
κοινωνικών  μεταβολών  που  σηματοδότησαν  αυτή  την  περίοδο  (Παναγοπούλου 
2000:139,146). 
Εκτός βέβαια από το μεσολιθικό υλικό, σχεδόν στο σύνολο των θέσεων στα 
Λειβαδιά  εντοπίζεται  όπως  προαναφέρθηκε  και  σημαντικός  αριθμός 
τεχνουργημάτων  που  θα  μπορούσαν  να  χρονολογηθούν  στη  νεολιθική  εποχή 
(Φωτ.123,  Φωτ.131  ‐  Φωτ.133,  Φωτ.140,  Φωτ.150,  Φωτ.163).  Η  χρονολόγηση  των 
θέσεων σε μια πρώιμη φάση της νεολιθικής δε φαίνεται απίθανη  (Χάρτης 13Α). 
Η  ανυπαρξία  κεραμικής,  εκτός  από  ελάχιστα  εύθριπτα,  μη  χαρακτηριστικά 
όστρακα,  στην  επιφάνεια  όλων  των  θέσεων,  συντείνει  στην  τοποθέτησή  τους 
στην Προκεραμική (Φωτ.162). Κάτι τέτοιο όμως μπορεί να μην ισχύει αν οι θέσεις 
κατά τη νεολιθική εποχή δε σχετίζονται με εγκατάσταση κι άρα δεν αναμένουμε 
κεραμικά  ευρήματα,  αλλά  με  ανάπτυξη  υπαίθριων  εξειδικευμένων 
δραστηριοτήτων  εκπορευόμενων  από  τις  ανάγκες  της  θέσης  στον  Πέτρο  που 
φαίνεται να είναι η μοναδική της περιοχής Λειβαδιά με χαρακτηριστικά μόνιμης 
εγκατάστασης  χρονολογούμενης  στη  ΝΝ.  Βέβαια  δεν  αποκλείεται  και  στον 
Πέτρο να υπάρχει μια προκεραμική περίοδος που είναι όμως θαμένη κάτω από 
τις μεταγενέστερες επιχώσεις. Άλλωστε φαίνεται εξαιρετικά μεγάλη σύμπτωση 
σε  όλους  τους  χώρους  μεσολιθικής  εγκατάστασης  να  ανέπτυξαν  τις  υπαίθριες 
δραστηριότητές τους οι κάτοικοι της θέσης Πέτρος της ΝΝ. Περισσότερο λογικό 
είναι,  τα  ευρήματα  της  Νεολιθικής  πράγματι  να  ανήκουν  σε  μια  πρώιμη  φάση 
μεταβατική  από  τη  Μεσολιθική.  Ίσως  από  την  άλλη  και  τα  εργαλεία  που 
χρονολογήθηκαν  στη  Μεσολιθική  να  ανήκουν  σε  μια  πρώιμη  φάση  της 
Νεολιθικής  η  οποία  συντηρεί  στοιχεία  της  παράδοσης.  Επειδή  το  θέμα 
περιπλέκεται  όμως,  θα  σταματήσουμε  εδώ  τις  υποθέσεις  χρονολογικής 
τοποθέτησης  των  τεχνουργημάτων  από  τις  θέσεις  στα  Λειβαδιά  αρκούμενοι  σε 
μια  συμβατική  χρονολογική  αντιμετώπισή  τους  και  διαχωρίζοντάς  τα  σε 
τεχνουργήματα  με  περισσότερο  εμφανή  τα  στοιχεία  της  μεσολιθικής 
εργαλειοτεχνίας και σε τεχνουργήματα με πιο συγκεκριμένα νεολιθικά στοιχεία. 
Απλά  θα  επισημάνουμε  ότι  χρειάζεται  να  επανεξεταστεί  ο  ρόλος  των 
μεταβατικών  φάσεων  της  Μεσολιθικής  και  της  Προκεραμικής  και  να 
αντιμετωπιστούν  όχι  τόσο  σα  χρονολογικές  περίοδοι  με  συγκεκριμένα 
χαρακτηριστικά  κοινά  σε  όλες  τις  περιοχές  των  Βαλκανίων  και  της  Εγγύς 
Ανατολής,  αλλά  σαν  κοινωνικές  και  πολιτισμικές  διαδικασίες  που  από  τη  μια 
δεν εξαρτώνται από τις συμβατικά οριοθετημένες εποχές και από την άλλη δεν 
είναι  ανεξάρτητες  μεταξύ  τους,  αλλά  φαίνεται  να  συνιστούν  ένα  ενιαίο  σώμα 
(Kyparissi‐Apostolika 2003:196).  
Οι  μόνες  θέσεις  της  Νεολιθικής  που  εντοπίστηκαν  κατά  τη  διάρκεια  των 
συστηματικών  επιφανειακών  ερευνών  και  μπορούν  να  προσδιοριστούν 
χρονολογικά  με  σχετική  ασφάλεια  είναι  η  προαναφερθείσα  εγκατάσταση  στον 
Πέτρο (Φωτ.7), καθώς κι η εγκατάσταση στο Βέτρινο Β’ (Αριθμός‐ταυτότητα:105) 

139
(Φωτ.14)  (Χάρτης  13Α).  Η  εγκατάσταση  στην  θέση  Πέτρος  αναπτύσσεται  καθ’ 
ύψος  γύρω  από  έναν  χαρακτηριστικό  ογκώδη,  κατακόρυφο  βράχο  ύψους  30  μ.  
δημιουργώντας  μια  χαμηλή  τούμπα  που  όλη  της  η  κεντρική  έκταση 
καταλαμβάνεται  από  την  επιφάνεια  του  βράχου.  Η  επιλογή  της  εγκατάστασης 
στο  συγκεκριμένο  χώρο,  που  κατά  τα  άλλα  δε  διαφοροποιείται  καθόλου  από 
τους υπόλοιπους τόπους του οροπεδίου στα Λειβαδιά, αναμφισβήτητα σχετίζεται 
με  την  παρουσία  του  επιβλητικού  βράχου,  ο  οποίος  αποτελεί  το  βασικό  άξονα 
διάταξης  του  οικισμού.  Η  εγκατάσταση  της  θέσης  Βέτρινο  Β’  από  την  άλλη 
οργανώνεται  στην  κορυφή  ενός  λόφου  σε  μικρή  απόσταση  από  την  τούμπα 
Βέτρινο Α’, έτσι ώστε να μπορούν να αντιμετωπιστούν κι ως μια ενότητα παρότι 
πρόκειται  για  δύο  διαφορετικές  θέσεις  με  διακριτά  όρια  που  ίσως  η  μια 
διαδέχεται την άλλη. Τόσο η θέση Πέτρος όσο και η θέση Βέτρινο Β’ βρίσκονται 
κοντά  σε  ρέματα  στην  άκρη  οροπεδίων  με  ομαλές  πλαγιές  και  θέα  προς  τις 
κοντινές  παράκτιες  πεδινές,  προσχωσιγενείς  εκτάσεις  κι  εδράζονται  πάνω  σε 
βιοτιτικό  και  διαμαρμαρυγιακό  γρανοδιορίτη  και  σε  λιμναίους  ασβεστόλιθους 
αντίστοιχα.  Είναι  περιοχές  αγροτικού  χαρακτήρα  μέσου  υψομέτρου  300  μ.  η 
πρώτη  και  200  μ.  η  δεύτερη,  όπου  σήμερα  ασκούνται  κτηνοτροφικές 
δραστηριότητες  στη  μία  λόγω  της  χαμηλής  γεωργικής  απόδοσης  των 
ποτζολικών εδαφών της με τη βλάστηση από μακκία και κωνοφόρα δένδρα και 
γεωργικές  δραστηριότητες  σιτοκαλλιέργειας  στην  άλλη  με  τα  ορφνά  γόνιμα 
εδάφη. 
Το  μέγεθος  των  ορατών  επιχώσεων  τόσο  της  θέσης  Πέτρος,  όσο  και  της 
θέσης  Βέτρινο  Β’  δεν  είναι  δυνατό  να  υπολογιστεί  με  βεβαιότητα  γιατί  και  στις 
δύο  περιπτώσεις,  σύγχρονες  μηχανικές  επεμβάσεις  ανθρώπων  για  καλλιέργεια 
και  διάνοιξη  δρόμων  έχουν  αλλοιώσει  την  αρχική  μορφή  των  καταλοίπων. 
Εντούτοις  μια έκταση γύρω στα  10000 τ.μ. με ύψος επίχωσης 1,5 μ. για τη θέση 
Πέτρος,  και  μια  έκταση  γύρω  στα  400  τ.μ.  με  ύψος  επίχωσης  1  μ.  για  τη  θέση 
Βέτρινο Β’ δε φαίνεται να απέχει πολύ από την πραγματικότητα. 
Στην  επιφάνεια  τόσο  του  ενός  όσο  και  του  άλλου  οικισμού  εντοπίζονται 
Άφθονα  υπολείμματα  της  ΝΝ  εποχής,  που  αντανακλούν  πολλές  πτυχές  της 
καθημερινής  ζωής.  Βρίσκονται  Αρκετά  αρχιτεκτονικά  κατάλοιπα  που 
προέρχονται  από  οικίες  και  κατασκευές,  όσο  και  σημαντικός  αριθμός  κινητών 
ευρημάτων.  Υπάρχουν  Λίγα  εργαλεία  τόσο  πήλινα,  όπως  τα  σφονδύλια,  όσο  κι 
οστέινα  και  λίθινα  που  σχετίζονται  με  την  κοπή  και  κατεργασία  της  τροφής, 
καθώς  και  τμήματα  ειδωλίων  (Φωτ.131  –  Φωτ.134).  Η  κεραμική  στη  μεν  θέση 
Βέτρινο  Β’  είναι  Άφθονη  και  συγκαταλέγεται  κυρίως  στη  γνωστή  κατηγορία 
«μαύρο  επάνω  σε  κόκκινο»  (Mylonas  1929,  Séfériadès  1983,  Γραμμένος  1991:61, 
Ασλάνης  1992:195),  ενώ  στη  θέση  Πέτρος  είναι  Αρκετή,  αλλά  όχι  εντελώς 
χαρακτηριστική,  πάντως  με  σχήματα  και  τεχνικές  ενδεικτικά  του  τέλους  της 
νεολιθικής,  όπως  οι  αμφικωνικές  φιάλες  με  μελανή  λειασμένη  επιφάνεια 

140
(Γραμμένος  1991:59,  Ασλάνης  1992:181),  οι  ημισφαιρικές  φιάλες,  οι  φιάλες  με 
σιγμοειδές τοίχωμα και μικρές κάθετες ταινιωτές λαβές, καθώς και οι τράπεζες 
με τέσσερα κυλινδρικά πόδια (Ασλάνης 1992:184‐185). 
Εκτός από τις εγκαταστάσεις των Λειβαδιών που χρονολογούνται γενικά 
στη  Νεολιθική  περίοδο  και  τους  οικισμούς  Πέτρος  και  Βέτρινο  Β’  της  ΝΝ 
περιόδου,  κατά  τη  διάρκεια  της  συστηματικής  επιφανειακής  έρευνας 
εντοπίστηκαν και  κάποια μεμονωμένα απολεπισμένα εργαλεία της Νεολιθικής 
στα  σημεία  Παλιοκκλησιά  (Αριθμός‐ταυτότητα:78),  Φτερωτή  Α’  (Αριθμός‐
ταυτότητα:309),  Βαθύ  Γρέκι  (Αριθμός‐ταυτότητα:1280),  Τραγότσι  (Αριθμός‐
ταυτότητα:346)  και  ίσως  στις  Σπαθιές  (Αριθμός‐ταυτότητα:318)  και  στη 
Γιαννακάρα  (Αριθμός‐ταυτότητα:449)  (Φωτ.177,  Φωτ.178)  (Χάρτης  14Α).  Η 
συγκέντρωσή  τους  κυρίως  στην  περιοχή  Λειβαδιά  όπου  απαντάται  η  θέση 
Πέτρος  σε  αυτή  την  περίοδο  και  όχι  σε  περιοχή  γύρω  από  το  Βέτρινο,  έχει 
μάλλον  σχέση  με  τις  διαφορετικές  δυνατότητες  ορατότητας  που  ισχύουν  για 
κάθε  περιοχή,  ίσως  όμως  αποτυπώνει  και  πολιτισμικές  συμπεριφορές  που 
σχετίζονται  με  διαφορετικές  παραδόσεις.  Η  μείωση  του  αριθμού  τους  παρόλα 
αυτά στα Λειβαδιά σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο είναι εντυπωσιακή και 
παραπέμπει σε έναν περισσότερο οικιακό τρόπο παραγωγής και περιορισμό των 
δραστηριοτήτων  μακριά  από  τους  οικισμούς.  Παρατηρείται  δηλαδή  ένας 
διαφορετικός  τρόπος  συνολικής  συγκρότησης  του  κοινωνικού  χώρου,  ο  οποίος 
αποτελεί  καθοριστικό  παράγοντα  στη  διαμόρφωση  των  κοινωνικών  σχέσεων 
κάθε κοινότητας (Lefebvre 1991, Soja 1987). 
Η  θέση  Πέτρος,  εκτός  από  κατάλοιπα  της  Μεσολιθικής  και  Νεολιθικής 
εποχής, έχει και στοιχεία  εγκατοίκησης της ΠΕΧ (Χάρτης 15Α). Μια ακόμα θέση 
με  ίχνη  της  Μεσολιθικής  η  οποία  κατοικείται  στην  ΠΕΧ  είναι  η  θέση  Παταράς 
(Αριθμός‐ταυτότητα:1213)  (Φωτ.12)  (Χάρτης  7Β,  Χάρτης  15Β),  η  οποία  εδράζεται 
επάνω  στην  επίπεδη  επιφάνεια  ‐στο  «πατάρι»‐  μιας  φυσικής  γεωμορφολογικής 
τράπεζας  με  γεωλογικό  υπόβαθρο  βιοτιτικού  και  διμαρμαρυγιακού 
γρανοδιορίτη. Στη βάση του υπερυψωμένου γεωμορφολογικού σχηματισμού της 
θέσης  Παταράς  αναπτύσσεται  το  οροπέδιο  Λειβάδια,  που  όπως  προαναφέραμε 
έχει  πρόσβαση  σε  παρακείμενα  μεγαλύτερα  οροπέδια  και  εξαιρετική  θέα  προς 
τη  θάλασσα  και  τις  παράκτιες  προσχωσιγενείς  πεδιάδες.  Στο  οροπέδιο  που 
βρίσκεται  μπροστά  στη  θέση,  αλλά  και  στις  γύρω  εκτάσεις  με  τα  ποτζολικού 
κυρίως τύπου εδάφη αναπτύσσεται σήμερα αποκλειστικά η κτηνοτροφία.  
Στην  ευρύτερη  περιοχή  βρίσκονται  επίσης  ο  τραπεζιόσχημος  λόφος 
Τράπεζος  (Αριθμός‐ταυτότητα:704)  (Φωτ.19)  και  επίσης  η  απόκρημνη  βραχώδης 
κορυφή Κούκος‐Πετριώτικο (Αριθμός‐ταυτότητα:992) (Φωτ.20) της ΠΕΧ. Αυτοί οι 
οικισμοί  βρίσκονται  σε  ένα  γεωμορφολογικό  περιβάλλον  ομαλών,  χαμηλών 
λόφων  μέσου  υψομέτρου  350  μ.  που  δίνουν  την  αίσθηση  οροπεδίου  που 
γειτνιάζει  μάλιστα  άμεσα  με  άλλες  πεδινές  εκτάσεις  στο  εσωτερικό  της 

141
χερσονήσου. Οι λόφοι που χαρακτηρίζονται από γεωλογικό υπόβαθρο βιοτιτικού 
και  διαμαρμαρυγιακού  γρανοδιορίτη,  διαχωρίζονται  μεταξύ  τους  από  πολλά 
ρέματα  που  εκβάλλουν  στη  θάλασσα  εκ  των  οποίων  τα  σημαντικότερα 
βρίσκονται  δίπλα  στους  δύο  οικισμούς.  Οι  ομαλές  κλίσεις  της  περιοχής  με  το 
πλούσιο  υδροδοτικό  σύστημα  δημιούργησαν  τις  προϋποθέσεις  στο  πρόσφατο 
παρελθόν  να  αναπτυχθεί  μικρής  κλίμακας  παρόχθια  καλλιέργεια,  παρότι  ο 
χώρος σήμερα χρησιμοποιείται αποκλειστικά από κτηνοτρόφους.   
Εκτός από τους παραπάνω οικισμούς της ΠΕΧ, οι οποίοι στο σύνολό τους 
έχουν  χερσαίο  χαρακτήρα,  στην  ίδια  περίοδο  εντάσσονται  τρεις  ακόμα 
εγκαταστάσεις, οι οποίες έχουν θαλάσσιο προσανατολισμό κι αξιοποιούν τα πιο 
ασφαλή λιμάνια του Σιγγιτικού. Οι δύο μάλιστα βρίσκονται στο σύμπλεγμα των 
Διαπορίων  Νήσων,  ενώ  η  τρίτη  σε  παρακείμενη  ακτή.  Ο  πρώτος  οικισμός,  ο 
Κούκος‐Διάπορος  (Αριθμός‐ταυτότητα:385)  (Φωτ.23),  βρίσκεται  στην  κορυφή 
βραχώδους  παραθαλάσσιου  λόφου  με  γεωλογικό  υπόβαθρο  βιοτιτικού  και 
διαμαρμαρυγιακού  γρανοδιορίτη  κι  αποτελεί  το  εγγύτερο  σημείο  του  νησιού 
Διάπορος  προς  τη  χερσαία  ακτογραμμή,  άλλα  με  εντυπωσιακά  μεγάλο 
θαλάσσιο  βάθος  ανάμεσά  τους.  Η  δεύτερη  εγκατάσταση,  αυτή  της  Καλόγριας 
(Αριθμός‐ταυτότητα:256)  (Φωτ.24),  εντοπίζεται  στην  βόρεια  πλαγιά  του 
ομώνυμου  λοφώδους  μικρού  νησιού  με  γεωλογικό  υπόβαθρο  από  χαλαζίτες  το 
οποίο  φράζει  τον  απάνεμο  φυσικό  λιμένα  Δημητράκια.  Ο  τρίτος  οικισμός,  το 
Καρύδι  (Αριθμός‐ταυτότητα:367)  (Φωτ.22),  εδράζεται  σε  ακρωτήρι  με  γεωλογικό 
υπόβαθρο  βιοτιτικού  και  διαμαρμαρυγιακού  γρανοδιορίτη  δίπλα  στο  αβαθές  κι 
ασφαλές  πέρασμα  προς  το  μεγαλύτερο  νησί.  Κι  οι  τρεις  αυτές  εγκαταστάσεις 
έχουν ελάχιστες, ακόμα κι ανύπαρκτες παραγωγικές κι υδροδοτικές δυνατότητες 
γιατί περιβάλλονται από εδάφη αμμοπηλώδους σύστασης με αυξημένη οξύτητα 
που έχουν δυσμενείς ιδιότητες για την κανονική ανάπτυξη των φυτών.  
Όσον  αφορά  στην  έκταση  των  παραπάνω  οικισμών  της  ΠΕΧ,  αυτή 
υπολογίζεται  με  βάση  τον  περίβολο  που  υπάρχει  έστω  κι  αποσπασματικά 
σωζόμενος  στις  περισσότερες  από  αυτές  τις  θέσεις.  Ο  Παταράς  έχει  έκταση 
περίπου  4.000  τ.μ.,  ο  Τράπεζος  24.000  τ.μ.,  ο  Κούκος‐Πετριώτικο  9.000  τ.μ,  ο 
Κούκος‐Διάπορος 4.000 τ.μ., η Καλόγρια 300 τ.μ. και το Καρύδι 1.000 τ.μ. Το ύψος 
των  επιχώσεων  της  ΠΕΧ  δε  μπορεί  να  υπολογιστεί  με  ακρίβεια  αφού  στις 
περισσότερες  θέσεις  υπάρχουν  και  επιχώσεις  μεταγενέστερων  περιόδων. 
Λαμβάνοντας  αυτό  υπόψη,  καθιστούμε  σαφές  ότι  η  όποια  αναφορά  για  ύψος 
επιχώσεων αναφέρεται στο σύνολο των περιόδων κάθε θέσης. Έτσι, το ύψος που 
εκτιμήθηκε ότι έχουν διαδοχικά οι παραπάνω εγκαταστάσεις  είναι 0,5 μ., 3,5 μ., 
1 μ., 0,5 μ., 0,5 μ. και 0,5 μ.  
Στην  επιφάνεια  όλων  των  παραπάνω  οικισμών,  εκτός  από  αυτόν  της 
Καλόγριας  που  είναι  σε  μεγάλο  βαθμό  διαβρωμένος  από  τη  δράση  της 
θάλασσας  και  των  άλλων  φυσικών  στοιχείων,  εντοπίζονται  Άφθονα  δομικά 

142
υλικά, αν και δεν είναι σαφές αν ανήκουν μόνο στην περίοδο της ΠΕΧ ή  και σε 
μεταγενέστερες εποχές. Τα δομικά υλικά που εντοπίζονται διασκορπισμένα στις 
πλαγιές  των  λόφων  δεν  φαίνεται  να  σχετίζονται  τόσο  με  τα  οικήματα  των 
θέσεων,  αλλά  μάλλον  ανήκουν  στους  περιβόλους  τους,  κάποιοι  από  τους 
οποίους,  όπως  αυτός  του  Τράπεζου  και  του  Κούκου‐Πετριώτικο  είχαν  έντονο 
οχυρό χαρακτήρα. Τα κινητά ευρήματα στους οικισμούς της ΠΕΧ είναι λίγα και 
συνίστανται  κυρίως  σε  σφονδύλια,  λεπίδες  από  πυριτιακό  λιμονίτη  και 
μυλόπετρες.  Από  την  άλλη,  τα  όστρακα  θεωρούνται  Αρκετά  και  μπορούν  να 
συγκριθούν  με  παραδείγματα  κεραμικής  αντίστοιχης  περιόδου  από  κοντινές 
θέσεις,  όπως  ο  Άγιος  Μάμας,  τα  Κριτσανά,  το  Περιβολάκι  (Heurtley  1939),  η 
Τορώνη  (Cambitoglou  and  Papadopoulos  1988)  το  Πολύχρονο  (Παππά  1990)  το 
Κριαρίτσι (Ασουχίδου κ.ά. 2000), η Νέα Σκιώνη (Τσιγαρίδα κ.ά. 2004), αλλά κι από 
θέσεις  της  υπόλοιπης  Μακεδονίας  όπως  του  Καστανά  (Aslanis  1985),  των 
Σιταγρών  (Sherratt  1986),  των  Σερβίων  (Ridley  and  Wardle  1979)  και  της 
Θεσσαλίας  όπως  η  Άργισσα  Μαγούλα  (Hanschmann  1981)  και  τα  Πευκάκια 
(Maran  1992).  Τα  θραύσματα  κεραμικής  που  εντοπίστηκαν  προέρχονται  από 
φιάλες με συγκλίνον τοίχωμα που φέρουν στο χείλος οριζόντιες υπερυψωμένες 
ή  διχαλωτές  καθώς  και  κυλινδρόσχημες  λαβές.  Σαλπιγγόσχημες  λαβές,  που 
θεωρούνται  χαρακτηριστικό  εύρημα  της  Χαλκιδικής  στην  ΠΕΧ  (Ασλάνης 
1987:104),  δεν  εντοπίστηκαν  καθόλου.  Υπάρχουν  ακόμα  όστρακα  από 
οξυπύθμενα  κύπελλα  κι  από  μεγάλα  αγγεία,  πυθάρια  και  αμφορείς,  με 
πλαστική  διακόσμηση  εμπιέσεων  στην  περιφέρεια  του  χείλους.  Σε  κάποιες 
περιπτώσεις βρίσκουμε μεγάλα πόδια από χυτροειδή αγγεία. 
Από  τις  παραπάνω  θέσεις  καμία  δε  συνεχίζει  στην  επόμενη  περίοδο,  την 
ΜΕΧ,  ούτε  και  κάποια  καινούρια  φαίνεται  να  ιδρύεται  τότε  όπως  υποδεικνύει  η 
έλλειψη  του  πιο  αναγνωρίσιμου  δείκτη  αυτής  της  εποχής,  της  μινύειας 
κεραμικής  (Χάρτης  16Α,  Χάρτης  16Β).  Μόνο  ο  Τράπεζος  ξανακατοικείται  στην 
ΥΕΧ  εποχή.  Εκτός  από  αυτόν  όμως,  εμφανίζονται  τότε  για  πρώτη  φορά  οι 
οικισμοί στον Τριπόταμο (Αριθμός‐ταυτότητα:500) (Φωτ.26), στο Γιωνά (Αριθμός‐
ταυτότητα:611) (Φωτ.27) και στο Κώχι (Αριθμός‐ταυτότητα:681) (Φωτ.28) (Χάρτης 
17Α,  Χάρτης  17Β).  Οι  δύο  πρώτοι  οικισμοί  είναι  θέσεις  που  εδράζονται  πάνω  σε 
ψηλούς λόφους με γεωλογικό υπόβαθρο από χαλαζίτες, οι οποίοι βρίσκονται στο 
όριο από τη μία των γόνιμων παραθαλάσσιων πεδιάδων του Τριπόταμου και του 
Γρηγοριάτικου  μετοχιού  αντίστοιχα  και  των  δασωμένων  λόφων  από  την  άλλη. 
Το  πλούσιο  υδρευτικό  σύστημα  της  περιοχής  σε  συνδυασμό  με  τα  εύφορα 
προσχωσιγενή  εδάφη  δημιουργεί  τις  προϋποθέσεις  για  εξαιρετικές  γεωργικές 
αποδόσεις, ενώ στις πλαγιές των παρακείμενων λόφων υπάρχουν οι κατάλληλες 
προϋποθέσεις για ανάπτυξη κτηνοτροφικών και θηρευτικών δραστηριοτήτων. Ο 
τρίτος  οικισμός  βρίσκεται  στη  χερσόνησο  Κώχι  με  γεωλογικό  υπόβαθρο  από 
φυλλίτες και γειτνιάζει από τη μια με τη μαρίνα και τις ημιελώδεις εκτάσεις των 

143
ξενοδοχείων  Πόρτο  Καρράς  κι  από  την  άλλη  με  τους  ψηλούς  λόφους  που 
κορυφώνονται στο βουνό Μελίτων.  
Όσον αφορά στο μέγεθος της κάθε θέσης, αυτό εκτιμάται στα  4.500 τ.μ., 
με 1 μ. επιχώσεων για τον Τριπόταμο, στα 4.000 τ.μ. με 0,5 μ. επιχώσεων για τον 
Γιωνά και στα 4.000 τ.μ. με 0,5 μ. επιχώσεων για το Κώχι.  
Στους  τέσσερις  οικισμούς  της  ΥΕΧ,  που  βρέθηκαν  στο  πλαίσιο  της 
συστηματικής  επιφανειακής  έρευνας  Σιθωνίας,  εντοπίζονται  Αρκετά  δομικά 
υλικά,  εκτός  από  τον  Τράπεζο  όπου  εντοπίζονται  Άφθονα,  από  τοίχους 
αργολιθοδομής  διασκορπισμένα  στην  επιφάνεια  των  θέσεων,  αλλά  Λίγη 
κεραμική.  Σε  αυτές  τις  μικρές  ποσότητες  κεραμικής  συμπεριλαμβάνονται 
όστρακα τα οποία προέρχονται από πορτοκαλόχρωμα κανθαρόσχημα αγγεία με 
αρκετά  λεπτά  τοιχώματα  και  με  υπερυψωμένες  και  πεπιεσμένες  στο  ανώτερο 
τμήμα  τους  λαβές,  καθώς  και  κάποια  τα  οποία  είναι  αμαυρόχρωμα,  ως  επί  το 
πλείστον μονόχρωμα, με σχετικά λεπτά τοιχώματα, σκληρή υφή και στιλβωμένη 
επιφάνεια που ανήκουν σε αμφορείς και φιάλες και συγκρίνονται με αντίστοιχα 
από τον Άγιο Μάμα (Horejs 2005), το Μολυβόπυργο, τη Νέα Καλλικράτεια και τη 
Θέρμη (Heurtley 1939), την  Άσσηρο (Wardle 1980) και τον Καστανά (Hänsel 1989, 
Hochstetter  1984).  Παρά  τη  μικρή  ποσότητα  των  οστράκων  όμως,  η  κεραμική 
στους  τρεις  οικισμούς  ‐Τριπόταμο,  Γιωνά  και  Κώχι‐  συμπεριλαμβάνει  και 
ελάχιστα θραύσματα  μηκυναϊκών αγγείων  που  προέρχονται από  κυαθόμορφες 
κύλικες  με  τρέχουσες  σπείρες,  από  κύαθους  με  ταινιωτή  διακόσμηση,  από 
σκύφους  με  κυματιστή  ταινία  και  τα  οποία  έχουν  παράλληλα  στην  Τορώνη 
(Cambitoglou  and Papadopoulos 1991,1993), στην Άσσηρο  (Wardle  1993) και στην 
Τούμπα Θεσσαλονίκης (Andreou 1997). 
Οι τρεις από αυτούς τους τέσσερις οικισμούς της ΥΕΧ, εκτός από το Κώχι, 
συνεχίζουν  και  στην  επόμενη  περίοδο  της  ΠΕΣ.  Εκτός  από  αυτούς  όμως,  στην 
ΠΕΣ  πρωτοεμφανίζονται  εγκαταστάσεις  στον  Αράπη  (Αριθμός‐ταυτότητα:62), 
στο  Βραχωτό  (Αριθμός‐ταυτότητα:72),  στον  Άγιο  Αθανάσιο  (Αριθμός‐
ταυτότητα:143),  στο  Μαρτζιβάνο  (Αριθμός‐ταυτότητα:180),  στο  Βοδόκολο 
(Αριθμός‐ταυτότητα:253),  στον  Οικισμό  των  Καθηγητών  (Αριθμός‐
ταυτότητα:365),  στη  Βουρβουρού  (Αριθμός‐ταυτότητα:351),  στον  Τορό  (Αριθμός‐
ταυτότητα:480),  στην  Ελιά  (Αριθμός‐ταυτότητα:487),  στο  Πόρτο  Καρράς 
(Αριθμός‐ταυτότητα:617),  στην  Παλιόχωρα‐Ν.Μαρμαράς  (Αριθμός‐
ταυτότητα:619),  στο  Στρογγυλό  Ραχώνι  (Αριθμός‐ταυτότητα:1243),  στου 
Μπαρούμα  την  Καλύβα  (Αριθμός‐ταυτότητα:1227),  στην  Μπουρούνα  (Αριθμός‐
ταυτότητα:1150),  στου  Κοκώνη  την  Τούμπα  (Αριθμός‐ταυτότητα:679)  και  στο 
Πυροφυλάκιο  Συκιάς  (Αριθμός‐ταυτότητα:1256)  (Χάρτης  7Α,  Χάρτης  7Β,  Χάρτης 
18Α, Χάρτης 18Β).  
Η θέση στον Αράπη (Φωτ.58) βρίσκεται στο εσωτερικό του ισθμού Σιθωνίας 
σε  απότομο  απομονωμένο  λόφο,  με  υψόμετρο  200  μ.  και  γεωλογικό  υπόβαθρο 

144
από  χαλαζίτες,  στους  πρόποδες  του  οποίου  ρέει  ολόχρονα  το  σημαντικό  ρέμα 
Βαθύλακκας.  Περιβάλλεται  από  ομαλούς  λόφους  επιδεκτικούς  καλλιέργειας, 
αλλά  και  σε  μεγάλο  μέρος  δασωμένους  και  πλούσιους  σε  θηράματα.  Έχει 
έκταση 8.000 τ.μ. και ύψος επιχώσεων 1 μ. Στις παρειές του λόφου εντοπίζονται 
λίθινα  άνδηρα  και  στην  κορυφή  υπάρχει  Άφθονη  συγκέντρωση  λίθων  που 
ανήκουν  σε  κτίρια  που  έχουν  καταρρεύσει.  Η  κεραμική  είναι  Λίγη  κι  ελάχιστα 
διαγνώσιμη.  
Η  θέση  Βραχωτός  (Φωτ.59)  βρίσκεται  στην  κορυφή  του  ομώνυμου 
κακοτράχαλου  ασβεστολιθικού  λόφου  με  υψόμετρο  περίπου  500μ.  στο  κέντρο 
του  ισθμού  Σιθωνίας.  Από  εκεί  υπάρχει  δυνατότητα  κατόπτευσης  τόσο  του 
Τορωναίου όσο και του Σιγγιτικού, αλλά και των ομαλών εκτάσεων του ισθμού 
όπου  τις  δασωμένες  εκτάσεις  διαδέχονται  οι  ελαιοφυτεμένοι  αγροί  και  τα 
σταροχώραφα.  Δυστυχώς,  τα  τελευταία  χρόνια  στο  λόφο  λειτουργεί  λατομείο 
εξόρυξης ασβεστόλιθου θέτοντας σε κίνδυνο το μέλλον της θέσης της οποίας η 
έκταση  είναι  περίπου  1.000  τ.μ.  και  το  ύψος  των  επιχώσεών  της,  αν  εξαιρέσει 
κανείς  τους  διασκορπισμένους  λίθους,  ανύπαρκτο.  Στην  κορυφή  του  λόφου 
υπάρχουν  Άφθονα  οικοδομικά  υλικά  και  διασώζεται  κατά  περιοχές  περίβολος 
που  περιέζωνε  την  εγκατάσταση.  Άλλων  ειδών  ευρήματα  δεν  εντοπίστηκαν, 
εκτός από πολύ λίγη κι ελάχιστα διαγνώσιμη κεραμική. 
Στο  κέντρο  επίσης  του  ισθμού  Σιθωνίας,  σε  νοτιότερο  σημείο  όμως  από 
αυτό  του  Βραχωτού,  βρίσκεται  η  θέση  Άγιος  Αθανάσιος  της  ΠΕΣ  (Φωτ.34). 
Πρόκειται  για  οικισμό  πάνω  σε  βραχώδη  οχυρό  λόφο  με  υπόστρωμα  βιοτιτικών 
και  διαμαρμαρυγιακών  γρανοδιοριτών  ο  οποίος  γειτνιάζει  με  άλλους  λόφους 
όπου αναπτύσσεται η κτηνοτροφία. Από την κορυφή του υπάρχει θέα τόσο προς 
το  Σιγγιτικό,  όσο  και  προς  τον  Τορωναίο,  ενώ  στη  βόρεια  και  δυτική  βάση  του 
απλώνονται  οι  εύφορες  εκτάσεις  του  βυθίσματος  του  ισθμού  οι  οποίες 
διαρέονται  από  ρέματα  ολόχρονης  ροής.  Η  περιοχή  στην  οποία  εντοπίζονται 
αρχαιότητες καλύπτει μια έκταση 4.000 τ.μ., ενώ το ύψος των επιχώσεων φτάνει 
το 1,5 μ. Σε όλη την επιφάνεια της θέσης υπάρχει διάσπαρτος Άφθονος αριθμός 
λίθων,  κάποιοι  από  τους  οποίους  φαίνεται  να  σχηματίζουν  ευθύγραμμες 
κατόψεις,  ενώ  κάποιοι  άλλοι  αποτελούν  τμήμα  του  τείχους  που  περιέβαλε  τον 
οικισμό.  Στην  επιφάνεια  της  θέσης  απαντώνται  επίσης  Λίγα  απολεπισμένα 
εργαλεία από πυριτιακό λιμονίτη και Λίγη αρκετά φθαρμένη κεραμική.  
Σε  μικρή  απόσταση  από  τον  Άγιο  Αθανάσιο  βρίσκεται  η  θέση 
Μαρτζιβάνος (Φωτ.35). Είναι κι αυτή τοποθετημένη στην κορυφή κακοτράχαλου 
λόφου  με  γεωλογικό  υπόβαθρο  βιοτιτικού  και  διμαρμαρυγιακού  γρανοδιορίτη 
στον  ισθμό  της  χερσονήσου.  Έχει  δυνατότητα  κατόπτευσης  της  θάλασσας  στο 
Καστρί  και  του  ρέματος  Τραγούλα  που  ρέει  στη  βόρεια  και  δυτική  πλευρά  του 
λόφου.  Η  περιοχή  σήμερα  είναι  κατάλληλη  μόνο  για  ανάπτυξη  κτηνοτροφίας, 
καθώς  ο  έντονα  βραχώδης  χαρακτήρας  της  δεν  επιτρέπει  παρά  μόνο  την 

145
ανάπτυξη  θαμνώδους  βλάστησης.  Στη  Δεξαμενή‐Καστρί  εντοπίζονται  Λίγα 
σποραδικά κατάλοιπα που έχουν έκταση 1000 τ.μ. και το ύψος της επίχωσης δεν 
είναι  παρά  λίγα  εκατοστά.  Στην  επιφάνεια  της  θέσης  ανιχνεύονται  πολύ  λίγα 
φθαρμένα  όστρακα  και  ανάμεσα  στους  ψηλούς  βράχους,  που  δημιουργούν  μια 
φυσική οχύρωση, τμήματα ενός περιβόλου που περιέφραζε τη θέση. 
Μια  ακόμα  θέση  της  ΠΕΣ  είναι  το  Βοδόκολο  (Φωτ.57)  που  βρίσκεται  σε 
λοφώδη  βραχονησίδα,  την  οποία  ενώνει  στενός  φυσικός  διάδρομος  με  την 
απέναντι  ακτή.  Η  βραχονησίδα  με  γεωλογικό  υπόβαθρο  βιοτιτικού  και 
διμαρμαρυγιακού  γρανοδιορίτη,  λόγω  της  χωροθέτησής  της,  έχει  δυνατότητα 
ελέγχου των εισερχομένων πλεούμενων στους λιμένες του Όρμου Παναγίας. Η 
ξηρά με την οποία γειτνιάζει είναι βραχώδης και, εξαιρουμένης της τουριστικής 
ανάπτυξης που γνωρίζει τελευταία, επιδεκτική μόνο κτηνοτροφίας λόγω και της 
έλλειψης σημαντικών πηγών νερού και ρεμάτων. Η έκταση της θέσης ανέρχεται 
στα 1.500 τ.μ. με ύψος επιχώσεων λίγα εκατοστά. Τα κεραμικά που εντοπίζονται 
είναι  πολύ  Λίγα,  αλλά  υπάρχουν  Αρκετά  δομικά  υλικά  κι  ένας  τοίχος  που, 
τοποθετημένος στο σημείο ένωσης της βραχονησίδας με τη στεριά, εμποδίζει την 
είσοδο σε αυτήν.   
Η  θέση  στον  Οικισμό  των  Καθηγητών  (Φωτ.55)  εντοπίζεται  πολύ 
δύσκολα,  λόγω  της  ολοκληρωτικής  της  καταστροφής  από  εργασίες  θεμελίωσης 
παραθεριστικών  οικιών,  πάνω  σε παραθαλάσσιο  βραχώδη  λόφο  ύψους  30  μ.  με 
γεωλογικό  υπόβαθρο  που  χαρακτηρίζεται  από  βιοτιτικό  και  διαμαρμαρυγιακό 
γρανοδιορίτη. Αν εξαιρέσουμε μια πολύ μικρή κοιλάδα που τη διαπερνάει ρέμα 
στους νότιους πρόποδες του λόφου, οι υπόλοιπες εκτάσεις της περιοχής, που τα 
εδάφη  της  προέκυψαν  από  την  αποσάθρωση  των  γρανιτικών  πετρωμάτων  του 
ορεινού  όγκου  της  Σιθωνίας,  έχουν  αυξημένη  οξύτητα  και  δυσμενείς  ιδιότητες 
για την κανονική ανάπτυξη καλλιεργούμενων φυτών. Η έκταση και το ύψος των 
επιχώσεων  δύσκολα  προσδιορίζεται,  αλλά  φαίνεται  ότι  η  θέση  καταλαμβάνει 
επιφάνεια  περίπου  500  τ.μ.  κι  έχει  πάχος  λίγα  εκατοστά.  Τα  επιφανειακά  ίχνη 
περιορίζονται  σε  λίγους  διασκορπισμένους  αργούς  λίθους  και  Λίγα  θραύσματα 
αγγείων. 
Δύσκολα  εντοπίζεται  κι  η  επίπεδη  θέση  στους  πρόποδες  των  δασωμένων 
λόφων  της  Βουρβουρούς  (Φωτ.56)  που  εδράζεται  σε  γεωλογικό  υπόβαθρο  από 
βιοτιτικό και διαμαρμαρυγιακό γρανοδιορίτη. Βρίσκεται σε ελαιοφυτεμένο αγρό 
κοντά  στον  οποίο  ρέει  ολόχρονα  νερό  και  περιβάλλεται  από  μικρές  αγροτικές 
καλύβες  ντόπιων  που  αξιοποιούσαν  γεωργικά  την  περιοχή,  ειδικότερα  πιο 
χαμηλά από τον οικισμό που τα εδάφη είναι κάπως γονιμότερα. Η έκταση και το 
ύψος  των  επιχώσεών  του  δεν  προσδιορίζεται  εύκολα  καθώς  τα  επιφανειακά 
κατάλοιπα  έχουν  μεταφερθεί  από  την  αρχική  τους  θέση  λόγω  άρωσης  του 
εδάφους, αλλά πρόκειται για οικισμό που ούτως ή άλλως δεν υπερβαίνει τα 2.000 

146
τ.μ.  και  το  0,5  μ.  πάχος.  Τα  στοιχεία  που  εντοπίζονται  είναι  Λίγοι  λίθοι  από 
κτίσματα και Λίγα αδρά όστρακα αποθηκευτικών κυρίως αγγείων.  
 Στον  Τορό,  σε  έναν  λόφο  με  υψόμετρο  280  μ.  και  γεωλογικό  υπόβαθρο 
από  χαλαζίτες,  εντοπίζεται  μικρή  εγκατάσταση  της  ΠΕΣ  (Φωτ.40).  Η  περιοχή 
που  βρίσκεται  στο  εσωτερικό  της  Σιθωνίας  με  θέα  προς  τον  Τορωναίο, 
περιβάλλεται  από  δασώδεις  εκτάσεις  όπου  αναπτύσσεται  η  κτηνοτροφία.  Στην 
επιφάνεια  της  θέσης,  που  καταλαμβάνει  έκταση  περίπου  400  τ.μ. και  έχει  ύψος 
κάποιων  εκατοστών,  βρίσκονται  Λίγα  δομικά  υλικά  και  λειασμένα  λίθινα 
εργαλεία, καθώς και πολύ λίγα όστρακα. 
Στην  Ελιά,  σε  λόφο  με  γεωλογικό  υπόβαθρο  χαλαζιτών,  πάνω  από  το 
ασφαλτοστρωμένο  οδικό  δίκτυο,  εντοπίζεται  οικισμός  της  ΠΕΣ  (Φωτ.37).  Η 
περιοχή  που  βρίσκεται  σχετικά  κοντά  στη  θάλασσα  και  διαρρέεται  από 
σημαντικά  ρέματα,  είναι  κατάφυτη  με  ελιές  ως  ένα  σημείο  που  αρχίζει  το 
πευκόφυτο δάσος όπου και υπήρχε, αλλά σήμερα έχει καλυφθεί, η Τρακότρυπα, 
μια  σπηλαιώδης  διαμόρφωση  ίσως  από  δραστηριότητες  εξόρυξης 
μεταλλεύματος.  Η  έκταση  των  επιφανειακών  καταλοίπων  της  θέσης  είναι 
δύσκολο να οριστεί γιατί υπάρχει  μεγάλη διαπορά οστράκων λόγω της άρωσης 
στις  πλαγιές  του  λόφου.  Παρόλα  αυτά  κατ’  εκτίμηση  υπολογίζεται  ότι  η  θέση 
καταλαμβάνει  επιφάνεια  4000  τ.μ.  και  έχει  ύψος  επίχωσης  0,5  μ.  Στην  Ελιά 
εντοπίζονται  Αρκετά  διασκορπισμένα  δομικά  υλικά  καθώς  και  κάποια  άνδηρα 
και  Αρκετή  κεραμική  η  οποία  όμως  είναι  δύσκολο  να  προσδιοριστεί  αν  ανήκει 
στην ΠΕΣ ή στην επόμενη περίοδο εγκατοίκησης της θέσης.  
Σε  λόφο  που  βρίσκεται  κοντά  στη  θάλασσα,  στο  Πόρτο  Καρράς, 
εντοπίζεται  οικισμός  ο  οποίος  ίσως  χρονολογείται  στην  ΠΕΣ  (Φωτ.42).  Ο  λόφος 
με  γεωλογικό  υπόβαθρο  από  χαλαζίτες  αποτελεί  το  άκρο  των  λόφων  που 
ξεκινούν  από  τον  Μελιτώνα  και  καταλήγουν  κλιμακωτά  στις  πεδινές  και 
ημιελώδεις  εκτάσεις  του  Γρηγοριάτικου  κάμπου.  Σήμερα  ο  λόφος  περιβάλλεται 
από  γήπεδα  γκολφ  και  σημαντικό  τμήμα  του  ισοπεδώθηκε  για  την  ανέγερση 
τουριστικών κατοικιών. Η διασωθείσα έκταση της θέσης ανέρχεται στα 4000 τ.μ. 
και το ύψος της επίχωσής της λίγο χαμηλότερο από ένα 1μ. Στην επιφάνειά της 
εντοπίζονται  κάποια  άνδηρα  κι  Αρκετά  δομικά  υλικά  από  πέτρα,  καθώς  και 
Λίγα αδρά όστρακα.  
Στο  εσωτερικό  της  Γρηγοριάτικης  κοιλάδας,  στον  περιστοιχιζόμενο  από 
υψώματα  και  γι’  αυτό  αφανή  λόφο  Παλιόχωρα  με  γεωλογικό  υπόβαθρο  από 
χαλαζίτες,  διεξήχθησαν  ανασκαφές  πριν  λίγα  χρόνια  από  την  10η  ΕΒΑ 
(Παπάγγελος 2000:197) (Φωτ.41). Ο οχυρός λόφος όμως, που περιζώνεται από το 
Στραβόλακκο  με  την  ολόχρονη  ροή  νερού,  φαίνεται  να  έχει  τουλάχιστον  και 
κατάλοιπα της ΠΕΣ. Σε μικρή απόσταση από αυτόν βρίσκονται προσχωσιγενείς 
εκτάσεις  κατάλληλες  για  καλλιέργεια,  αλλά  και  δασικές  περιοχές  με  πλούσια 
θηράματα.  Η  έκταση  της  θέσης  ανέρχεται  κατ’  εκτίμηση  στα  9000  τ.μ.  με  ύψος 

147
επιχώσεων  γύρω  στο  0,5  μ.  Στο  λόφο  υπάρχουν  διαδοχικά  άνδηρα  που  τον 
περιβάλλουν  και  ανάμεσα  στην  πυκνή  θαμνώδη  βλάστηση  εντοπίζεται  Λίγη 
κεραμική.  
Ακόμα  ένας  οχυρός  κωνικός  λόφος  με  γεωλογικό  υπόβαθρο  όμως  από 
βιοτιτικό και διμαρμαρυγιακό γρανοδιορίτη είναι αυτός στο Στρογγυλό Ραχώνι, 
το οποίο έχει εξαιρετικές δυνατότητες κατόπτευσης της γύρω περιοχής (Φωτ.47). 
Στους  πρόποδές  του,  όπου  εκρέουν  δύο  πηγές,  εξαπλώνεται  το  οροπέδιο 
Λειβάδια,  με  τα  πλούσια  νερά,  κατάλληλο  όμως  μόνο  για  μικρή  γεωργική 
δραστηριότητα  λόγω  της  περιορισμένης  του  έκτασης  και  των  ποτζολικών 
εδαφών  με  την  αυξημένη  οξύτητα.  Ολόγυρα  του  περίοπτου  λόφου  υπάρχουν 
άγονες  πλαγιές  που  σήμερα  αποτελούν  περιοχές  βόσκησης  αιγών  και 
αγελάδων.  Η  έκταση  του  οικισμού  στο  Στρογγυλό  Ραχώνι  πρέπει  να  ανέρχεται 
στα 8.000 τ.μ., ενώ το ύψος των επιχώσεών του στο 1,5 μ.  Στις παρειές του λόφου 
υπάρχουν άφθονοι λίθοι διασκορπισμένοι και κοντά στην κορυφή του υπάρχουν 
διαδοχικά  περίβολοι  που  την  περιζώνουν.  Η  κεραμική  είναι  Λίγη  και  αρκετά 
φθαρμένη.  
Σε  μικρή  απόσταση  από  το  Στρογγυλό  Ραχώνι  βρίσκεται  λόφος  με 
γεωλογικό  υπόβαθρο  από  βιοτιτικό  και  διμαρμαρυγιακό  γρανοδιορίτη  επίσης, 
όπου εντοπίζεται η θέση Μπαρούμα Καλύβα, ίσως της ΠΕΣ (Φωτ.46). Στη δυτική 
πλευρά  του  ο  λόφος  έχει  μεγάλη  κατωφέρεια  η  οποία  καταλήγει  στο 
σημαντικότερο  ρέμα  της  περιοχής,  ενώ  στην  ανατολική  μεριά  του  υπάρχει  το 
οροπέδιο  Λειβάδια.  Τα  φυσικά  μικροπεριβάλλοντα  που  εκμεταλλεύεται  η  θέση 
Μπαρούμα  Καλύβα  είναι  τα  ίδια  με  του  Στρογγυλού  Ραχωνιού,  δηλαδή  λίγη 
γεωργική  γη  και  πολλοί  χέρσοι  βοσκότοποι.  Η  έκταση  της  θέσης  αυτής  όμως 
είναι  μικρότερη,  300  τ.μ.  και  το  ύψος  των  επιχώσεών  της  λίγα  εκατοστά.  Στην 
επιφάνειά  της  βρίσκονται  Λίγα  δομικά  υλικά  από  πέτρα  και  ψημένο  πηλό  κι 
ελάχιστη κεραμική.  
Στη συνέχεια του ρέματος που περνάει από τη θέση Μπαρούμα Καλύβα 
και  σχετικά  κοντά  σε  αυτή,  βρίσκεται  ο  ψηλός  κωνικός  λόφος  Μπουρούνα  με 
γεωλογικό  υπόβαθρο  πρασινοσχιστόλιθων,  στην  επίπεδη  κορυφή  του  οποίου 
εντοπίζονται κατάλοιπα εγκατάστασης που την περιβάλλει ανάλημμα ίσως της 
ΠΕΣ  (Φωτ.45).  Στις  απότομες  πλαγιές  του  λόφου    με  την  πυκνή  βλάστηση 
σήμερα  βόσκουν  διερχόμενα  κοπάδια  αιγών,  ενώ  στις  μικρές  κοιλάδες  που 
δημιουργούνται  κυρίως  ΝΑ  του,  καλλιεργούνται  χλωριδικά  είδη  κυρίως  για 
εκτροφή των κοπαδιών. Οι επιχώσεις της θέσης με έκταση 2.000 τ.μ. και ύψος 0,5 
μ.  βρίσκονται  στην  ΒΑ  πλευρά  της  ισοπεδωμένης  κορυφής  και  αποτελούνται 
κυρίως  από  Λίγα  διασκορπισμένα  λίθινα  και  πήλινα  κατάλοιπα 
αρχιτεκτονημάτων και Λίγη χειροποίητη κεραμική.  
Στην  εποχή  ίσως  της  ΠΕΣ  επίσης  χρονολογείται  κι  η  θέση  στον  περίοπτο 
λόφο  Κοκκώνη  Τούμπα  που  συνίσταται  από  βιοτιτικό  και  διμαρμαρυγιακό 

148
γρανοδιορίτη (Φωτ.48). Από την κορυφή του λόφου έχει κανείς εξαίρετη θέα τόσο 
προς  το  Σιγγιτικό  και  τον  Τορωναίο,  όσο  και  προς  τις  περιοχές  της  Ανατολικής 
Μακεδονίας  και  του  Πηλίου.  Στους  πρόποδες  του  λόφου  υπάρχει  ρέμα  και  στα 
νοτιοδυτικά  του  απλώνεται  το  οροπέδιο  της  Κερασιάς,  κατάλληλο  τόσο  για 
γεωργική  όσο  και  κτηνοτροφική  χρήση.  Βόρεια  και  Νότια  της  θέσης  υψώνονται 
όγκοι  βουνών  με  χέρσους  βοσκότοπους,  αλλά  και  με  πολλά  θηράματα.  Η  θέση 
έχει  έκταση  1.000  τ.μ.  κι  ελάχιστο  ύψος  επιχώσεων.  Στην  επιφάνειά  του 
υπάρχουν  διασκορπισμένες  Άφθονες  πέτρες  από  κατασκευές  που  έχουν 
καταρρεύσει καθώς και πολύ λίγη κεραμική.  
Τέλος, μία ακόμα εγκατάσταση της ΠΕΣ εντοπίζεται στον πολύ ψηλό και 
απότομο  λόφο  με  γεωλογικό  υπόβαθρο  από  βιοτιτικό  και  διμαρμαρυγιακό 
γρανοδιορίτη,  όπου  σήμερα  βρίσκεται  το  Πυροφυλάκιο  της  Συκιάς  με  τις 
μοναδικές  δυνατότητες  κατόπτευσης  (Φωτ.49).  Στο  πλάτωμα  της  κορυφής  του 
λόφου  υπάρχει  περιθώριο  για  πολύ  μικρής  κλίμακας  καλλιεργητικές 
δραστηριότητες,  αλλά  η  γύρω  περιοχή  αποτελείται  από  πλαγιές  με  μεγάλες 
κλίσεις και άγονα ποτζολικά εδάφη, κατάλληλα μόνο για  κτηνοτροφική χρήση. 
Το  μέγεθος  της  θέσης  δεν  μπορεί  να  οριστεί  με  βεβαιότητα  γιατί  οι  εργασίες 
ισοπέδωσης  του  χώρου  με  σύγχρονα  μηχανήματα,  κατέστρεψαν  την 
εγκατάσταση  σε  μεγάλο  βαθμό.  Κατ’  εκτίμηση  όμως  ίσως  πρέπει  να 
υπολογίσουμε  ότι  η  έκτασή  της  έφτανε  τα  1.500  τ.μ.  με  ύψος  επίχωσης  λίγα 
εκατοστά.  Σε  όλη  την  επιφάνεια  της  εγκατάστασης  βρίσκονται  Αρκετοί 
διασκορπισμένοι λίθοι από τα κτίσματά της και εντοπίζονται και Λίγα όστρακα.  
Στο  σύνολό  τους  αυτοί  οι  οικισμοί  που  χρονολογούνται  στην  ΠΕΣ,  δεν 
έχουν σημαντικές ποσότητες κεραμικής στην επιφάνειά τους και η περισσότερη 
άλλωστε είναι αρκετά φθαρμένη, γεγονός που ίσως οφείλεται στο ότι από όλες 
τις  θέσεις  διαβαίνουν  κοπάδια  ζώων  που  καταστρέφουν  με  τις  οπλές  τους  τα 
όστρακα  και  τα  θρυμματίζουν  ακόμα  περισσότερο.  Έτσι  η  ένταξη  κάποιων 
θέσεων  στην  ΠΕΣ  στηρίχθηκε  περισσότερο  σε  μια  γενικότερη  εικόνα  που 
παρείχαν  τα  υπόλοιπα  ευρήματα,  καθώς  και  σε  ελάχιστα  θραύσματα  που 
αποτελούν  ικανοποιητικό  χρονολογικό  δείκτη  και  θα  αναφερθούν  συνολικά 
παρακάτω. Συγκεκριμένα, βρέθηκαν κάποια όστρακα από φιάλες με οριζόντιες 
λαβές  που  ξεκινούν  από  το  χείλος  και  των  οποίων  ανάλογα  δείγματα 
εντοπίζονται  στην  Όλυνθο  (Mylonas  1933:22,  εικ.  21b,c)  και  στον  Καστανά 
(Hochstetter  1984:82‐83,  πιν.  234,1,  236,1),  αλλά  κι  από  φιάλες  με  κομβιόσχημες 
λαβές  των  οποίων  παράλληλα  απαντώνται  στην  Όλυνθο  (Mylonas  1933:24‐25, 
εικ.  23),  στον  Καστανά  (Hochstetter  1984:83,99,  πιν.  213,6,  228,5)  και  στη  Βεργίνα 
(Ανδρόνικος  1969:202‐204).  Έχουν  βρεθεί  επίσης  όστρακα  από  μόνωτα  κύπελλα 
με  κάθετη  κομβιόσχημη  λαβή  που  μοιάζουν  με  αυτά  στην  Όλυνθο  (Mylonas 
1933:24‐25, εικ. 24), στον Καστανά (Hochstetter 1984:74‐75, πιν. 213,1, 228,4) και στο 
Περιβολάκι  (Heurtley  and  Radford  1928‐1930:122,  εικ.  7‐8),  καθώς  και  όστρακα 

149
από  πρόχους  με  ισοϋψές  χείλος  που  αντιστοιχούν  με  παραδείγματα  από  την 
Όλυνθο  (Mylonas  1933:22‐23,  πιν.  21),  τον  Καστανά  (Hochstetter  1984:55)  και  τη 
Βεργίνα  (Ανδρόνικος  1969:218‐219).  Επιπλέον  σε  θέσεις  της  ΠΕΣ,  σχεδόν 
αποκλειστικά  στις  παραθαλάσσιες  όμως,  βρέθηκαν  θραύσματα  κεραμικής  με 
Ασημίζουσα  διακόσμηση.  Πρόκειται  για  κάποια  όστρακα  σκύφων  με 
κρεμασμένα  ημικύκλια  ή  ομόκεντρους  κύκλους  (Heurtley  1939:106,  235, 
Ανδρόνικος  1969:168),  για  όστρακα  από  βορειοελλαδικούς 
υποπρωτογεωμετρικούς  αμφορείς,  κάποιοι  από  τους  οποίους  έχουν  δικτυωτά 
τρίγωνα στον ώμο και κάποια όστρακα με συστάδες κάθετων λεπτών  γραμμών 
μεταξύ δύο οριζόντιων ταινιών (Heurtley 1925‐1926:28). 
Εκτός  από  τις  παραπάνω  θέσεις  της  Παλαιολιθικής,  Μεσολιθικής, 
Νεολιθικής,  Εποχής  Χαλκού  και  Πρώιμης  Εποχής  Σιδήρου  καθώς  και  των 
μεμονωμένων  εργαλείων  ή  μικρών  συγκεντρώσεών  τους  (Findspots)  που 
μπορούν να χρονολογηθούν σε μια από αυτές τις εποχές, υπάρχουν και αρκετά 
σημεία  όπου  κατά  τη  διάρκεια  της  επιφανειακής  συστηματικής  έρευνας 
εντοπίστηκαν  μεμονωμένα  προϊστορικά  ευρήματα  που  δεν  είναι  εύκολο  να 
ενταχθούν σε μια από αυτές τις περιόδους (Πίνακας 3). Πρόκειται κυρίως για μια 
σειρά απολεπισμένων εργαλείων που βρέθηκαν διασκορπισμένα χωρίς εμφανή 
σχέση με κάποια από  τις συγκεντρώσεις ευρημάτων που απαρτίζουν  τις  θέσεις 
οι  οποίες  εντάσσονται  στην  οικολογία  των  οικισμών.  Εντούτοις  κι  αυτά  τα 
εργαλεία μπορούν να ρίξουν ένα πλάγιο φως στην εικόνα που σχηματίζουμε για 
τις  δραστηριότητες  τις  οποίες  ανέπτυσσαν  οι  προϊστορικοί  άνθρωποι  της 
Σιθωνίας  στην  προσπάθειά  τους  να  ορίσουν  τη  σχέση  τους  με  το  φυσικό  και 
κοινωνικό  περιβάλλον  τους.  Αυτά  τα  εργαλεία  βρίσκονται  στα  σημεία 
Παλιουρούδια  (Αριθμός‐ταυτότητα:103),  Τραγομύλια  (Αριθμός‐ταυτότητα:1279), 
Άγιος  Αθανάσιος  (Αριθμός‐ταυτότητα:142),  Λευκούδια  Α’  (Αριθμός‐
ταυτότητα:163),  Λευκούδια  Β’  (Αριθμός‐ταυτότητα:169),  Μπαταράς  (Αριθμός‐
ταυτότητα:1281),  Αμπόλια  (Αριθμός‐ταυτότητα:313),  Πόρτο‐Σπαθιές  (Αριθμός‐
ταυτότητα:328), Ψοφιά‐Άγιος Παύλος  (Αριθμός‐ταυτότητα:333), Ραγαζοπόταμος 
(Αριθμός‐ταυτότητα:339),  Μπρούσλιανος  (Αριθμός‐ταυτότητα:345),  Ξιφάρα 
(Αριθμός‐ταυτότητα:366),  Άγιος  Ισίδωρος  (Αριθμός‐ταυτότητα:372),  Διάπορος  Α’ 
(Αριθμός‐ταυτότητα:375),  Διάπορος  Β’(Αριθμός‐ταυτότητα:377),  Πέτρος 
(Αριθμός‐ταυτότητα:447),  Παπάς  Α’  (Αριθμός‐ταυτότητα:466),  Παπάς  Β’ 
(Αριθμός‐ταυτότητα:469),  Αργαστήρια  Α’  (Αριθμός‐ταυτότητα:475),  Αργαστήρια 
Β’  (Αριθμός‐ταυτότητα:476),  Τριπόταμος  (Αριθμός‐ταυτότητα:512),  Κουνιστή 
(Αριθμός‐ταυτότητα:629),  Ανοιξιάτικο  (Αριθμός‐ταυτότητα:783),  Πέτρινα 
Μαντριά  Α’  (Αριθμός‐ταυτότητα:848),  Πέτρινα  Μαντριά  Β’  (Αριθμός‐
ταυτότητα:850),  Μάρμαρα  (Αριθμός‐ταυτότητα:1278),  Φεγγάρι  (Αριθμός‐
ταυτότητα:1205). 

150
Από  το  σύνολο  αυτών  των  σημείων  με  αχρονολόγητα  ευρήματα,  σε  6 
(Λευκούδια  Α’,  Λευκούδια  Β’,  Πόρτο‐Σπαθιές,  Ψοφιά‐Άγιος  Παύλος,  Παπάς  Β’, 
Κουνιστή)  βρέθηκαν  μεμονωμένα  εργαλεία  σε  άμεση  σχέση  με  βραχοσκεπές, 
γεγονός  που  θα  μπορούσε  να  τα  καθιστά  και  θέσεις  τις  προϊστορίας  (Φωτ.179). 
Αν  μάλιστα  έπρεπε  κανείς  να  καταλήξει  σε  κάποιο  χρονολογικό  προσδιορισμό 
σε  σχέση  με  τα  συγκεκριμένα  εργαλεία  θα  τα  ενέτασσε  (εκτός  από  αυτό  της 
βραχοσκεπής  Κουνιστή)  στη  Μεσολιθική  εποχή,  γιατί  τόσο  η  περιοχή  που 
βρέθηκαν,  όσο  και  το  μικρό  τους  μέγεθος,  αλλά  και  το  χαλαζιακό  υλικό 
κατασκευής τους χαρακτηρίζει κυρίως τα εργαλεία αυτής της περιόδου (Χάρτης 
12Α).  Επιπλέον  για  τους  ίδιους  λόγους  θα  μπορούσαν  να  αντιμετωπιστούν  ως 
μεσολιθικά  και  τα  μεμονωμένα  εργαλεία  που  βρέθηκαν  στα  σημεία  Αμπόλια, 
Ραγαζοπόταμος,  Μπρούσλιανος,  Πέτρος,  Παπάς  Α’,  Αργαστήρια  Α’  και  
Αργαστήρια  Β’.  Φαίνεται  μάλιστα  ότι  ο  μεγάλος  αριθμός  των  αχρονολόγητων 
εργαλείων  που  βρέθηκαν  στην  ευρύτερη  περιοχή  Λειβαδιά  σχετίζεται  με  τον 
αριθμό  των  μεσολιθικών  θέσεων,  αλλά  και  με  το  χαρακτήρα  των 
δραστηριοτήτων  που  ασκούσαν  οι  άνθρωποί  τους,  οι  οποίες,  όπως 
προαναφέρθηκε,  αναπτύσσονταν  στην  ύπαιθρο  κι  όχι  στους  χώρους 
εγκατάστασης. 
Στη  Μεσολιθική  επίσης  θα  μπορούσαν  να  χρονολογηθούν,  πάλι  λόγω 
μεγέθους,  όχι  όμως  εξαιτίας  άλλων  διαγνωστικών  χαρακτηριστικών  και  τα 
μεμονωμένα  ευρήματα  στην  Ξιφάρα,  στο  Διάπορο  Α’,  στο  Διάπορο  Β’  και  ίσως 
και  στον  Άγιο  Ισίδωρο  (Φωτ.180  ‐  Φωτ.183).  Στην  άμεση  ακτίνα  των  σημείων 
εύρεσης αυτών των εργαλείων, δεν εντοπίστηκαν θέσεις της Μεσολιθικής, αλλά 
δεν αποκλείεται αυτές να υπήρχαν και να καταποντίστηκαν μετά τη σημαντική 
άνοδο της θάλασσας από εκείνη την εποχή. Μια τέτοια υπόθεση φαίνεται πολύ 
πιθανή αν λάβει κανείς υπόψη του το θαλάσσιο προσανατολισμό των χώρων και 
των δραστηριοτήτων των υπολοίπων μεσολιθικών θέσεων της Ελλάδας (Σιδάρι, 
Σπήλαιο Φράγχθι, Σπήλαιο του Κύκλωπα), αλλά κι αν αναλογιστεί ότι το φυσικό 
λιμάνι της Βουρβουρούς, το οποίο θα ήταν κλειστό τότε στην αβαθή περιοχή των 
Καλαμονησιών, αποτελούσε μια ακύμαντη λιμνοθάλασσα εύκολη για αλιεία και 
κατάλληλη για να γεννήσουν τα χιλιάδες ψάρια του Σιγγιτικού με τα βαθιά νερά 
και την παντελή έλλειψη κόλπων. 
Όσον  αφορά  τα  μεμονωμένα  ευρήματα  που  εντοπίστηκαν  στο 
Ανοιξιάτικο,  στα  Πέτρινα  Μαντριά  Α’,  στα  Πέτρινα  Μαντριά  Β’  και  στα 
Μάρμαρα  (Φωτ.184  ‐  Φωτ.188),  αυτά  είναι  λιγότερο  εύκολο  να  προσδιοριστούν 
χρονολογικά,  αλλά  δεν  αποκλείεται  να  σχετίζονται  με  τις  υπαίθριες 
δραστηριότητες  των  κατοίκων  του  Κούκου‐Πετριώτικο  ή  του  Τράπεζου.  Εξίσου 
δύσκολα  προσδιορίζονται  χρονολογικά  και  τα  μεμονωμένα  εργαλεία  στα 
υπόλοιπα  σημεία  (Φωτ.189  ‐    Φωτ.192),  αλλά  ίσως  κι  αυτά  αποτελούν  στοιχεία 
των υπαίθριων δραστηριοτήτων των παρακείμενων θέσεων. Βέβαια η γειτνίαση 

151
με μια θέση δεν είναι πάντοτε αρκετή για να υποδείξει με ευκολία σε ποια εποχή 
εντάσσονται  τα  μεμονωμένα  λίθινα  ευρήματα  αφού  υπάρχουν  περιπτώσεις 
όπως  είναι  παραδείγματος  χάριν  τα  απολεπισμένα  και  λειασμένα  εργαλεία 
(Φωτ.193,  Φωτ.194)  που  βρέθηκαν  κοντά  στο  βραχογράφημα  με  τις  κυκλικά 
διατεταγμένες  κοιλάνσεις  στα  Τραγομύλια  τα  οποία  δεν  μπορούμε  να  τα 
χρονολογήσουμε  γιατί  και  το  ίδιο  το  βραχογράφημα  δεν  μπορεί  να  οριστεί  σε 
ποια  περίοδο  της  προϊστορίας  ανήκει  (Αριθμός‐ταυτότητα:140)  (Χάρτης 
28Α)(Φωτ.99).  
Ένα  ακόμα  μεμονωμένο  εύρημα  της  προϊστορίας  όχι  όμως  λίθινο 
εργαλείο,  αλλά  μια  κάθετη  κομβιόσχημη  λαβή  από  μόνωτο  κύπελλο  της  ΠΕΣ 
βρέθηκε  στο  Σταλαδαριό.  Αν  το  σημείο  εύρεσής  της  τελικά  δεν  αποτελεί  θέση, 
γιατί εντοπίζονται και λίγοι αργοί λίθοι καθώς και κάποια ακόμα όστρακα, τότε 
στην επιφάνεια της χερσονήσου αναπτύχθηκε μια εφήμερη δραστηριότητα που 
μάλλον σχετίζεται με τους οικισμούς στην κοιλάδα του Αζάπικου. 
Οι  πληροφορίες  που  παρουσιάστηκαν  παραπάνω  έδωσαν  μια  σύντομη 
εικόνα  κάποιων  τοπογραφικών  στοιχείων  των  προϊστορικών  θέσεων 
εγκατάστασης και των σημείων εντοπισμού μεμονωμένων ευρημάτων γύρω από 
αυτές  που  εντοπίστηκαν  κατά  τη  διάρκεια  της  συστηματικής  επιφανειακής 
έρευνας Σιθωνίας, των περιβαλλοντικών παραμέτρων τους, καθώς και κάποιων 
πολιτισμικών χαρακτηριστικών τους τα οποία στη συνέχεια θα αντιμετωπιστούν 
συγκριτικά στον οριζόντιο και κάθετο άξονα του χρόνου.  
 
 
 
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΔΙΑΚΟΙΝΟΤΙΚΗΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ 
ΕΙΣΑΓΩΓΗ 
Υποστηρίχθηκε  νωρίτερα  ότι  ο  τόπος  που  επιλέγεται  για  την  ίδρυση 
κάποιου  οικισμού  δεν  αντιστοιχεί  απλά  σε  ένα  συγκεκριμένο  οικοσύστημα  οι 
δυνατότητες του οποίου εξασφαλίζουν την επιβίωση των κατοίκων του, αλλά ότι 
η επιλογή του χώρου κατοίκησης  καθορίζεται κατά  κύριο λόγο από  τις βασικές 
παραγωγικές  ανάγκες,  που  έχουν  άμεση  σχέση  με  την  εκμετάλλευση  των 
φυσικών  πηγών  σε  όλα  τα  επίπεδα  της  παραγωγής.  Οι  χωροφυσικοί 
παράγοντες,  βέβαια,  δεν  παίζουν  ρόλο  μόνο  στην  ίδρυση  μιας  εγκατάστασης, 
αλλά  και  στην  μετέπειτα  ανάπτυξή  της  κι  είναι  σε  τελευταία  ανάλυση  οι 
οικονομικές απαιτήσεις των κατοίκων «οι οποίες μετατρέπουν τα φυσικά αδρανή 
υλικά  σε  δρώσες  αξίες  χρήσεις»  (Χουρμουζιάδης  1979:163,164).  Βέβαια,  χωρίς  να 
παραγνωρίζουμε ότι οι υλικές ανάγκες των ανθρώπων καθορίζουν την επιλογή 
της περιοχής εγκατάστασης, σημαντικό ρόλο παίζουν κι άλλοι παράγοντες που 
κινούνται  στο  επίπεδο  του  εποικοδομήματος  και  έχουν  συμβολικό  χαρακτήρα 

152
(Tilley  1994).  Πάντως  όποιες  και  να  είναι  οι  αιτίες  επιλογής  ενός  χώρου  για 
μόνιμη  κατοίκηση,  εκφράζουν  την  έλλογη  και  συνειδητή  πράξη  μιας  ομάδας 
ανθρώπων  και  δεν  είναι  αποτέλεσμα  αυθαίρετων  ή  τυχαίων  συνδυασμών 
(Butzer 1982:258‐259). 
Από  τη  στιγμή,  λοιπόν,  που  η  επιλογή  του  χώρου  εγκατοίκησης 
στηρίζεται  σε  ένα  σύστημα  περιβαλλοντικών,  οικονομικών  και  κοινωνικών 
παραμέτρων, κατ’ αντιστοιχία και η προσπάθεια συσχέτισης αυτών των θέσεων 
διαχρονικά  μεταξύ  τους  και  με  το  φυσικό  περιβάλλον  οφείλει  να  λαμβάνει 
υπόψη της το ίδιο σύστημα παραμέτρων.  
Βέβαια,  από  τις  πληροφορίες  που  είναι  διαθέσιμες  γι’  αυτή  την  εργασία 
δεν  είναι  δυνατόν  να  εξαχθούν  τελικά  συμπεράσματα  για  όλο  το  φάσμα  των 
σχέσεων  των  οικισμών  παρότι  καταβλήθηκε  σημαντική  προσπάθεια  να 
καθοριστούν τα αρχαιολογικά και φυσικά τοπιογραφικά στοιχεία στην Σιθωνία 
και  να  αναγνωριστούν  και  κατανοηθούν  τα  σημεία  σύνδεσης  μεταξύ  τους.  Κι 
αυτή  όμως  η  πρώτη  προσέγγιση  μπορεί  να  βοηθήσει  αποτελεσματικά  στην 
ουσιαστικότερη  αντίληψη  του  γεωγραφικού  στοιχείου  της  ανθρώπινης 
δραστηριότητας,  που  αντανακλάται  στις  συγκεκριμένες  πολιτισμικές 
παραμέτρους,  όσο  κι  αν  η  κατανόηση  της  ένταξης  αυτής  της  ανθρώπινης 
δραστηριότητας  στον  χώρο  καθορίζεται  από  τη  μεσολάβηση  παραγόντων,  οι 
οποίοι μεταβάλλουν τη δυναμική των κοινωνικών φαινομένων στη στατικότητα 
των στοιχείων που καταγράφονται. 
 

153
ΑΝΑΛΥΣΗ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΤΩΝ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΩΝ ΘΕΣΕΩΝ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ 
Όπως  έγινε  αντιληπτό  από  την  παράθεση  των  παραμορφωτικών 
παραγόντων της πραγματικής εικόνας της προϊστορικής Σιθωνίας, οποιαδήποτε 
συζήτηση  γύρω  από  τις  εγκαταστάσεις  θα  διέπεται  αναγκαστικά  από  τους 
περιορισμούς  που  αναφέρθηκαν  παραπάνω.  Κατά  την  προσπάθεια  να 
περιγραφεί  το  πλαίσιο  μέσα  στο  οποίο  θα  κινηθεί,  έστω  και  αποσπασματικά,  η 
ανάλυση  των  δεδομένων  που  έχουν  συγκεντρωθεί  από  τη  Σιθωνία  δε  θα  γίνει 
χωριστή  αναφορά  στους  οικισμούς  που  εντοπίστηκαν  από  την  αρχαιολογική 
υπηρεσία ή κατά τη διάρκεια των περιηγητικών ερευνών και στις εγκαταστάσεις 
που εντοπίστηκαν κατά τη διάρκεια της συστηματικής επιφανειακής έρευνας αν 
και  περιστασιακά  θα  αντιμετωπίζονται  διαφορετικά.  Η  χωριστή  αυτή 
αντιμετώπιση  σε  κάποιες  περιπτώσεις  επιβάλλεται  από  δύο  βασικά  λόγους: 
Πρώτον,  γιατί  οι  ειδικότερες  παρατηρήσεις  που  αφορούν  στα  τμήματα  της 
Σιθωνίας  τα  οποία  μελετήθηκαν  συστηματικά,  εμφανίζουν  αρκετές 
διαφοροποιήσεις από εκείνες που αναφέρονται στο σύνολο της χερσονήσου, και 
δεύτερον,  γιατί  οι  παρατηρήσεις  που  θα  παρουσιαστούν  σε  σχέση  με  τις 
καινούργιες  εγκαταστάσεις  που  εντοπίστηκαν,  στηρίζονται  σε  μια  πιο 
ολοκληρωμένη  εικόνα  του  τοπίου.  Στην  περίπτωση  δηλαδή  της  συστηματικής 
επιφανειακής  έρευνας  χρησιμοποιήθηκαν  πιο  πλήρη  μοντέλα  και 
ολοκληρωμένες μέθοδοι, οι οποίες από την καταγραφή θέσεων και αντικειμένων 
να  προχωρούν  στο  κοινωνικό  πεδίο  του  πολιτισμικού  συστήματος,  δηλαδή  να 
συνδέουν  το  φυσικό  με  τον  κοινωνικό  χώρο.  Βέβαια  έχοντας  κατά  νου  ότι  κάθε 
ανθρώπινη  κοινότητα  υφίσταται  μέσα  σε  ένα  φυσικό  περιβάλλον,  το  οποίο 
αποτελεί γι’ αυτήν πηγή ενέργειας και πρώτων υλών καταβλήθηκε προσπάθεια, 
έστω κι εκ των υστέρων, να καλυφθεί το κενό των πληροφοριών που υπήρχε σε 
σχέση  με  τις  περιβαλλοντικές  παραμέτρους  των  θέσεων  οι  οποίες  είχαν  βρεθεί 
από την αρχαιολογική υπηρεσία, ή αυτών που είχαν εντοπιστεί κατά τη διάρκεια 
της περιηγητικής έρευνας.  
Εφαρμόζοντας  λοιπόν  αυτή  τη  μέθοδο  προσέγγισης  στο  πρόβλημα  του 
τρόπου  ένταξης  των  εγκαταστάσεων  στο  οικολογικό  τους  περιβάλλον  και  των 
μεταξύ  τους  συσχετισμών,  δημιουργείται  η  πεποίθηση  ότι  επιτυγχάνεται  μια 
συνολικότερη  γνώση  της  πολιτισμικής  οργάνωσης  του  συνόλου  της  Σιθωνίας, 
ενώ  ταυτόχρονα  προκύπτουν  ερωτήματα,  που  αναζητούν  σαφέστερα 
προσδιορισμένες απαντήσεις. 
 
Το πλήθος των προϊστορικών θέσεων εγκατάστασης κατά περίοδο 
 Έχοντας  στοιχεία  που  προέρχονται  από  αρκετές  θέσεις,  θα  μπορούσε 
κανείς  καταρχήν  να  ελέγξει  την  αυξομείωση  του  αριθμού  τους  από  περίοδο  σε 
περίοδο.  Η  ένταξη  των  θέσεων  παρόλα  αυτά  σε  χρονικές  περιόδους  με  μεγάλη 
διάρκεια  δεν  τις  καθιστά  και  σύγχρονες  μεταξύ  τους.  Είναι  μάλιστα  πιθανό  να 

154
έχουμε μετακίνηση του χώρου εγκατάστασης ενός πληθυσμού σε γειτονικό τόπο 
γεγονός που καθιστά εξαιρετικά δύσκολο να εκτιμηθούν σωστά τα δεδομένα και 
να μην εκληφθούν οι δύο θέσεις ως δύο σύγχρονοι οικισμοί (Dewar and Mc Bride 
1992:234).  Η  μη  δυνατότητα  διάγνωσης  των  περιοδικού  τύπου  εγκατάλειψης 
χώρων  εγκατάστασης  και  ίδρυσης  νέων,  είναι  δυνατό  να  δημιουργήσει  την 
εντύπωση  για  μια  περιοχή  πως  χαρακτηρίζεται  από  υψηλό  αριθμό  και 
πυκνότητα θέσεων σε μια συγκεκριμένη περίοδο (Horne 1993:45). Από τη στιγμή 
που  η  έλλειψη  δυνατότητας  ελέγχου  των  σαφών  ορίων  της  χρονικής  διάρκειας 
των  δεδομένων  δεν  επιτρέπει  την  εξαγωγή  ακριβών  συμπερασμάτων  για  τη 
διάρκεια  χρήσης  των  θέσεων,  θα  μπορούσαμε  είτε  να  υποθέσουμε  τη 
συγχρονικότητά  τους,  αν  υπολογίζαμε  αποκλειστικά  τις  θέσεις  εκείνες  που 
συνεχίζουν  να  κατοικούνται  από  περίοδο  σε  περίοδο,  είτε,  διερευνώντας  το 
ζήτημα  της  εξέλιξης  του  αριθμού  των  θέσεων  στο  χρόνο,  να  δεχτούμε  κάποιες 
αναγκαστικές συμβάσεις, όπως θα συμβεί στη δική μας περίπτωση.  
Περνώντας, λοιπόν, στα δεδομένα είναι  δυνατόν κανείς  να παρατηρήσει 
ότι  σε  ένα  σύνολο  13  θέσεων  που  έχει  καταγράψει  η  αρχαιολογική  υπηρεσία 
(Γραμμένος  κ.ά.  1997:51‐67,  Ασουχίδου  κ.ά.  2000),  κυρίως  με  βάση  επιφανειακά 
ευρήματα,  3  ανήκουν  στη  ΝΝ  (Τορώνη,  Συκιά‐Πύργος,  Βέτρινο  Α’),  7  στην  ΠΕΧ 
(Παλιοκάστελο,  Τορώνη,  Κριαρίτσι  Α’,  Συκιά‐Πύργος,  Πύργος‐Μυτάρι,  καθώς 
και  Καστρί  όπου  η  ύπαρξη  αυτής  της  περιόδου  εντοπίστηκε  από  την 
επιφανειακή  έρευνα  Σιθωνίας  και  Βέτρινο  Α’  όπου  επίσης  η  ύπαρξη  αυτής  της 
περιόδου  εντοπίστηκε  από  την  επιφανειακή  έρευνα  Σιθωνίας),  4  στη  ΜΕΧ 
(Παλιοκάστελο,  Τορώνη,  Συκιά‐Πύργος,  καθώς  και  το  Βέτρινο  όπου  η  ύπαρξη 
αυτής της περιόδου εντοπίστηκε από την επιφανειακή έρευνα Σιθωνίας), 5 στην 
ΥΕΧ (Παλιοκάστελο, Αζάπικο Β’, Τορώνη, Πύργος‐Μυτάρι,  Βέτρινο Α’), 10 στην 
ΠΕΣ  (Παλιοκάστελο,  Καστρί,  Σπαθιές,  Λαγόμαντρα  Α’,  Αζάπικο  Α’,  Τορώνη, 
Κούκος‐Συκιά, Κριαρίτσι Β’, Πύργος‐Μυτάρι όπου η ύπαρξη αυτής της περιόδου 
εντοπίστηκε  από  την  επιφανειακή  έρευνα  Σιθωνίας).  Επιπλέον,  όπως  έχει  ήδη 
αναφερθεί,  κατά  τη  διάρκεια  των  περιηγητικών  ερευνών  στη  Σιθωνία 
εντοπίστηκαν  9  ακόμα  οικισμοί  που  χρονολογούνται  στην  ΠΕΣ  (Αβραάμ, 
Πυργούδια,  Προφήτης  Ηλίας,  Ξυλένιος  Πύργος,  Λαγόμαντρα  Β’,  Κόκκαλο, 
Παλιόχωρα‐Συκιά,  Ογλάς,  Άμπελος).  Τέλος,  μέσα  από  τη  συστηματική 
επιφανειακή  έρευνα  που  διεξάχθηκε  καταγράφηκαν  ακόμα  37  εγκαταστάσεις. 
Από  αυτές  3  χρονολογούνται  στη  Μέση  Παλαιολιθική  (Στάφνη,  Καψάλα, 
Τραγούλα),  9  στη  Μεσολιθική  (Βρυσούδα,  Βλάσταινα,  Άγιος  Παύλος,  Πέτρος, 
Χιονάς,  Κρυόβρυση,  Τραγότσι,  Μητσάρες,  Παταράς),  7  στη  Νεολιθική  εκ  των 
οποίων  οι  2  στη  ΝΝ    (Βλάσταινα,  Άγιος  Παύλος,  Χιονάς,  Κρυόβρυση,  Τραγότσι, 
Πέτρος,  Βέτρινο  Β’),  7  στην  ΠΕΧ  (Πέτρος,  Παταράς,  Τράπεζος,  Κούκος‐
Πετριώτικο,  Κούκος‐Διάπορος,  Καλόγρια,  Καρύδι),  καμία  στη  ΜΕΧ,  4  στην  ΥΕΧ 
(Τράπεζος,  Τριπόταμος,  Γιωνάς,  Κώχι),  19  στην  ΠΕΣ  (Τράπεζος,  Τριπόταμος, 

155
Γιωνάς, Αράπης, Βραχωτό, Άγιος Αθανάσιος, Μαρτζιβάνος, Βοδόκολο, Οικισμός 
των  Καθηγητών,  Βουρβουρού,Τορός,  Ελιά,  Πόρτο  Καρράς,  Παλιόχωρα‐
Ν.Μαρμαράς, Στρογγυλό Ραχώνι, Μπαρούμα η Καλύβα, Μπουρούνα, Κοκώνη η 
Τούμπα, Πυροφυλάκιο Συκιάς) (Χάρτης 7Α, Χάρτης 7Β).  
Έχουμε  δηλαδή  συνολικά  στη  Σιθωνία  από  τους  13  οικισμούς  της 
αρχαιολογικής  υπηρεσίας  και  τις  46  εγκαταστάσεις  που  εντοπίστηκαν  από  την 
επιφανειακή  έρευνα  Σιθωνίας  (Πίνακας  5)  (Διάγραμμα  3)  (Χάρτης  8Α,  Χάρτης 
8Β),  3  εγκαταστάσεις  που  χρονολογούνται  στη  Μέση  Παλαιολιθική  (Στάφνη, 
Καψάλα,  Τραγούλα)  (Χάρτης  9Α,  Χάρτης  9Β),  9  στη  Μεσολιθική  (Βρυσούδα, 
Βλάσταινα,  Άγιος  Παύλος,  Πέτρος,  Χιονάς,  Κρυόβρυση,  Τραγότσι,  Μητσάρες, 
Παταράς) (Χάρτης 11Α, Χάρτης 11Β), 10 στη Ν, εκ των οποίων 5 ίσως σε μια πολύ 
πρώιμη  φάση  και  5  με  βεβαιότητα  τουλάχιστον  στη  ΝΝ  (Βλάσταινα,  Άγιος 
Παύλος, Χιονάς,  Κρυόβρυση, Τραγότσι, Πέτρος, Τορώνη, Συκιά‐Πύργος, Βέτρινο 
Α’,  Βέτρινο  Β’)  (Χάρτης  13Α,  Χάρτης  13Β),  14  στην  ΠΕΧ  (Παλιοκάστελο,  Καστρί, 
Τορώνη,  Κριαρίτσι  Α’,  Συκιά‐Πύργος,  Πύργος‐Μυτάρι,  Βέτρινο  Α’,  Πέτρος, 
Παταράς,  Τράπεζος,  Κούκος‐Πετριώτικο,  Κούκος‐Διάπορος,  Καλόγρια,  Καρύδι) 
(Χάρτης  15Α,  Χάρτης  15Β),  4  στη  ΜΕΧ  (Παλιοκάστελο,  Τορώνη,  Συκιά‐Πύργος, 
Βέτρινο  Α’)  (Χάρτης  16Α,  Χάρτης  16Β),  9  στην  ΥΕΧ  (Παλιοκάστελο,  Αζάπικο  Β’, 
Τορώνη,  Πύργος‐Μυτάρι,    Βέτρινο  Α’,  Τράπεζος,  Τριπόταμος,  Γιωνάς,  Κώχι) 
(Χάρτης  17Α,  Χάρτης  17Β),  38  στην  ΠΕΣ  (Παλιοκάστελο,  Καστρί,  Σπαθιές, 
Λαγόμαντρα  Α’,  Αζάπικο  Α’,  Τορώνη,  Κούκος‐Συκιά,  Κριαρίτσι  Β’,  Πύργος‐
Μυτάρι,    Βέτρινο  Α’,  Αβραάμ,  Πυργούδια,  Προφήτης  Ηλίας,  Ξυλένιος  Πύργος, 
Κόκκαλο,  Παλιόχωρα‐Συκιά,  Ογλάς,  Άμπελος,  Τράπεζος,  Τριπόταμος,  Γιωνάς, 
Αράπης,  Βραχωτό,  Άγιος  Αθανάσιος,  Μαρτζιβάνος,  Βοδόκολο,  Βουρβουρού, 
Οικισμός  των  Καθηγητών,  Τορός,  Ελιά,  Λαγόμαντρα  Β’,  Πόρτο  Καρράς, 
Παλιόχωρα‐Ν.Μαρμαράς,  Στρογγυλό  Ραχώνι,  Μπαρούμα  η  Καλύβα, 
Μπουρούνα, Κοκώνη η Τούμπα, Πυροφυλάκιο Συκιάς) (Χάρτης 18Α, Χάρτης 18Β). 
Στο  σύνολο  λοιπόν  των  παραπάνω  59  θέσεων  (Στάφνη,  Καψάλα, 
Τραγούλα,  Βρυσούδα,  Βλάσταινα,  Άγιος  Παύλος,  Πέτρος,  Χιονάς,  Κρυόβρυση, 
Τραγότσι,  Μητσάρες,  Παταράς,  Τορώνη,  Συκιά‐Πύργος,  Βέτρινο  Α’,  Βέτρινο  Β’, 
Παλιοκάστελο,  Καστρί,  Κριαρίτσι  Α’,  Πύργος‐Μυτάρι,  Τράπεζος,  Κούκος‐
Πετριώτικο,  Κούκος‐Διάπορος,  Καλόγρια,  Καρύδι,  Αζάπικο  Β’,  Τριπόταμος, 
Γιωνάς,  Κώχι,  Σπαθιές,  Λαγόμαντρα  Α’,  Λαγόμαντρα  Β’,  Αζάπικο  Α’,  Κούκος‐
Συκιά,  Κριαρίτσι  Β’,  Αβραάμ,  Πυργούδια,  Προφήτης  Ηλίας,  Ξυλένιος  Πύργος, 
Κόκκαλο,  Παλιόχωρα‐Συκιά,  Ογλάς,  Άμπελος,  Αράπης,  Βραχωτό,  Άγιος 
Αθανάσιος,  Μαρτζιβάνος,  Βοδόκολο,  Βουρβουρού,  Οικισμός  των  Καθηγητών, 
Τορός,  Ελιά,  Πόρτο  Καρράς,  Παλιόχωρα‐Ν.Μαρμαράς,  Στρογγυλό  Ραχώνι, 
Μπαρούμα  η  Καλύβα,  Μπουρούνα,  Κοκώνη  η  Τούμπα,  Πυροφυλάκιο  Συκιάς) 
(Χάρτης 7Α, Χάρτης 7Β), γίνεται εμφανές πως με το πέρασμα του χρόνου έχουμε 
μια  σταδιακή  αύξηση  του  αριθμού  των  θέσεων  από  την  Παλαιολιθική  έως  και 

156
την ΕΧ και ΠΕΣ (Διάγραμμα 4). Στην ΕΧ έχουμε μία σημαντική μάλιστα αύξηση 
του αριθμού των θέσεων, που φαίνεται να συμβαδίζει με τα υπόλοιπα δεδομένα 
από  τις  θέσεις  της  Κεντρικής  Μακεδονίας.  Η  αύξηση  αυτή  είναι  σαφώς 
μικρότερη από την αντίστοιχη του αιγιακού χώρου, αλλά μεγαλύτερη από αυτήν 
της  Ανατολικής  Μακεδονίας,  όπου  όμως  παρατηρείται  όπως  και  στη  Σιθωνία 
μείωση του αριθμού των θέσεων κατά την ΥΕΧ (Γραμμένος κ.ά. 1997:88), πράγμα 
το  οποίο  συμβαίνει  σε  μεγαλύτερη  έκταση  κατά  την  ίδια  εποχή  στη  Δυτική 
Μακεδονία  (Kokkinidou  and  Trantalidou,  1991:102‐106).  Αντίθετα  με  τη  Σιθωνία, 
στην Κεντρική Μακεδονία έχει επισημανθεί αύξηση των θέσεων κατά την ΥΕΧ, 
όπως  και  στη  Θεσσαλία  (Halstead  1984),  αν  και  τα  δεδομένα  από  νέες  έρευνες 
(Γαλλής  1992)  φαίνεται  ότι  ανατρέπουν  την  προηγούμενη  εικόνα  για  την  ΥΕΧ 
στη  Θεσσαλία.  Στην  επόμενη  περίοδο,  την  ΠΕΣ,  έχουμε  μια  κορύφωση  του 
αριθμού  των  θέσεων,  γεγονός  που  ισχύει  και  για  άλλες  περιοχές  του 
βορειοελλαδικού  χώρου,  όπου  επιπλέον  εντοπίζονται  κι  ανασκάπτονται  πολλά 
νεκροταφεία  της  εποχής  αυτής  (Κουκούλη‐Χρυσανθάκη  1992β,  Andreou  and 
Kotsakis 1999, Γραμμένος κ.ά. 1997:91). 
Ένα  άλλο  ζήτημα  που  θα  έπρεπε  να  μας  απασχολήσει  είναι  αυτό  της 
συνέχισης  της  εγκατοίκησης  των  θέσεων  από  περίοδο  σε  περίοδο.  Από  τις  9 
θέσεις που υπάρχουν κατά τη Μεσολιθική, οι 5 υφίστανται και κατά τις πρώιμες 
φάσεις  της  Νεολιθικής,  χωρίς  όμως  να  εμφανίσουν,  εκτός  από  μία,  ίχνη 
ανθρώπινης  δραστηριότητας  σε  καμιά  από  τις  μετέπειτα  εποχές.  Σε  αυτή  τη 
θέση  προστίθενται  άλλες  4  κατά  τη  ΝΝ,  από  το  σύνολο  των  οποίων,  4 
συνεχίζουν  και  στην  ΠΕΧ.  Έτσι  στο  σύνολο  των  14  θέσεων  της  ΠΕΧ, 
νεοεμφανισθείσες  είναι  10.  Αυτός  ο  μεγάλος  αριθμός  καινούριων  θέσεων  δε 
σημαίνει  κατά  ανάγκη  αύξηση  του  πληθυσμού,  αλλά  ίσως  υιοθέτηση  ενός 
διαφορετικού μοντέλου παραγωγής ή και τρόπου πολιτικής οργάνωσης. Κατά τη 
ΜΕΧ,  καμιά  καινούρια  θέση  δεν  εμφανίζεται,  ενώ  από  τις  4  θέσεις  αυτής  της 
περιόδου 3 συνεχίζουν στην ΥΕΧ και εμφανίζονται άλλες  6 (σύνολο 9). Στην ΕΣ 
οι  οικισμοί  αυξάνονται  σε  38,  εκ  των  οποίων  7  είχαν  ήδη  κατοικηθεί  στην 
προηγούμενη φάση (Διάγραμμα 5).  
Είναι  φανερό  πως  πολλές  από  τις  παραπάνω  θέσεις  παρουσιάζουν  ίχνη 
κατοίκησης σε περισσότερες από μία περιόδους. Το συγκεκριμένο γεγονός ίσως 
αντιπροσωπεύει  μια  πραγματική  αύξηση  του  αριθμού  των  θέσεων  και  δεν 
αντανακλά  μια  μεταβολή  στην  οργάνωση  του  διακοινοτικού  χώρου,  όπως  θα 
συνέβαινε  αν  είχαμε  μια  συχνή  ή  περιοδική  εγκατάλειψη  των  παλιών  θέσεων 
και  ίδρυση  νέων.  Στο  σύνολο  των  περιοχών  πάντως  που  εντοπίζονται  οι 
παραπάνω  θέσεις,  επανιδρύονται  οικισμοί  σε  κάποια  φάση  των  ιστορικών 
χρόνων, πράγμα που αποδεικνύει την επιτυχία της επιλογής των συγκεκριμένων 
χώρων  από  τους    προϊστορικούς  κατοίκους  της  Σιθωνίας.  Αν  μάλιστα 
παραβλέψουμε    τα  προβλήματα  χρονικού  προσδιορισμού  που  ενέχει  ο  τρόπος 

157
συλλογής  των  πληροφοριών  από  επιφανειακά  ευρήματα,  καθώς  και  τους 
προϊδεασμούς  της  αρχαιολογικής  υπηρεσίας  που  ίσως  εντόπισε  μόνο  τους  πιο 
μακρόβιους οικισμούς, τότε ο μεγάλος αριθμός μακρόβιων θέσεων σημαίνει πως 
οι  ίδιες  βασικές  προϋποθέσεις  ‐γεωγραφική  θέση,  οικοσύστημα,  ανάγλυφο‐ 
εξασφάλιζαν τη βιωσιμότητα του οικισμού και την ανάπτυξή του. Η διασφάλιση 
της  σταθερότητας  της  οικονομικής  βάσης  των  οικισμών  έδωσε  τη  δυνατότητα 
της  μακροχρόνιας  συνέχειας.  Άλλωστε  πολλοί  από  τους  οικισμούς  με  τις 
επιχωματώσεις,  τους  αναλημματικούς  τοίχους,  τις  ισοπεδώσεις  και  άλλα  έργα 
ανάλογης  κλίμακας,  αντιπροσωπεύουν  μια  αξιοσημείωτη  επένδυση  κεφαλαίου 
και εργασίας που ενισχύει τη μονιμότητα της εγκατάστασης. 
Οι  θέσεις  με  τις  περισσότερες  συνεχόμενες  περιόδους  κατοίκησης 
εντοπίζονται εκεί όπου παρατηρείται η μεγαλύτερη συγκέντρωση οικισμών κατά 
την προϊστορία, δηλαδή στην περιοχή του ισθμού και το ΝΔ άκρο της Σιθωνίας. 
Το  φαινόμενο    της  παρουσίας  τους  στις  συγκεκριμένες  περιοχές  εξηγείται,  αν 
εξετάσουμε το φυσικό περιβάλλον που τις χαρακτηρίζει, καθώς και τη θέση τους 
στον  ευρύτερο  χώρο  της  χερσονήσου.  Έτσι,  εκτός  από  τις  σημαντικές 
παραγωγικές δυνατότητες των δύο περιοχών και τα ποικίλα μικροπεριβάλλοντα 
προς  εκμετάλλευση  που  τις  χαρακτηρίζουν,  χωροθετούνται  σε  σημεία  ελέγχου, 
είτε των χερσαίων δρόμων επικοινωνίας, όπως συμβαίνει με τη θέση Βέτρινο Α’, 
η οποία βρίσκεται στο μέσο του ισθμού και μάλιστα σε περίοπτο σημείο, είτε των 
μετακινήσεων μέσω της θάλασσας, όπως συμβαίνει με τη Τορώνη, η οποία, με το 
ασφαλές λιμάνι της στο νοτιότερο άκρο της χερσονήσου, επέβαλε την παρουσία 
της  στους  ναυτικούς  δρόμους  του  ΒΑ  Αιγαίου.  Η  εμμονή  στην  κατοίκηση  που 
παρατηρείται  στους  δύο  οικισμούς  του  Βέτρινου  Α’  και  της  Τορώνης  με  την 
αδιάκοπη συνέχεια από τη ΝΝ εποχή έως και το τέλος της ύστερης αρχαιότητας, 
αναμφίβολα  σχετίζεται  με  τα  συγκεκριμένα  χαρακτηριστικά  του  φυσικού 
περιβάλλοντος, καθώς βέβαια και των κοινωνικο‐οικονομικών παραμέτρων που 
αναπτύχθηκαν  σε  σχέση  με  αυτά,  μακροσκοπικά  όμως  αντικατοπτρίζει  και 
κάποιον  ιδιαίτερο  ρόλο  που  διαδραμάτιζαν  οι  δύο  οικισμοί  σε  σχέση  με  τους 
υπόλοιπους  της  άμεσης  περιοχής  γειτνίασής  τους.  Το  γεγονός  ότι  στις  ίδιες 
περιοχές  αναπτύσσονται  και  οι  περισσότερες  από  τις  υπόλοιπες  λιγότερο 
μακρόβιες  θέσεις,  επιβεβαιώνει  την  καταλληλότητα  του  περιβάλλοντός  τους 
από  τη  μια,  αλλά  ίσως  παραπέμπει  και  σε  έναν  πολύ  συγκεκριμένο  τρόπο 
διακοινοτικής οργάνωσης, σύμφωνα με τον οποίο οι καινούριες  θέσεις ιδρύονται 
ακτινωτά  γύρω  από  τους  ήδη  υπάρχοντες  σημαντικούς  οικισμούς.  Αυτός  ο 
τρόπος  διακοινοτικής  οργάνωσης  θυμίζει  τη  θεωρία  των  κεντρικών  τόπων  του 
Christaller,  μόνο  που  δεν  αναφερόμαστε  σε  ένα  ιδεατό  γεωγραφικό  τοπίο  με 
ισότροπο και ομοιογενή αγροτικό χώρο. 
Όσον  αφορά  από  την  άλλη  το  φαινόμενο  μόνιμης  ή  και  περιοδικής 
εγκατάλειψης  των  θέσεων  εγκατάστασης,  αυτό  δεν  θα  πρέπει  να  συσχετισθεί 

158
αποκλειστικά με οικονομικά αίτια ή με μια οικολογική καταστροφή (Ευστρατίου 
2002:195), αλλά να εντάσσεται στον ευρύτερο τρόπο λειτουργίας των κοινοτήτων 
σε  περιφερειακό  επίπεδο  και  έτσι  π.χ.  να  θεωρείται  ότι  είναι  αποτέλεσμα  της 
αδυναμίας  των  κοινωνικών  μηχανισμών  του  συστήματος  να  ελέγξουν  του 
πληθυσμούς.  
 
Στοιχεία  του  φυσικού  περιβάλλοντος  των  προϊστορικών  θέσεων 
εγκατάστασης 
Η ανθρώπινη δραστηριότητα συμβαίνει μέσα στο χώρο και τα μεγέθη της 
έχουν άμεση σχέση με το φυσικό περιβάλλον με το οποίο ο άνθρωπος βρίσκεται 
σε  δυναμική  επαφή.  Βέβαια  τα  στοιχεία  του  φυσικού  περιβάλλοντος  είναι  τόσα 
πολλά  και  λειτουργούν  ή  συνδυάζονται  αναμεταξύ  τους  με  τόσο  σύνθετους 
τρόπους ώστε είναι δύσκολο να προσδιοριστούν σε όλες τους τις διαστάσεις.  Σε 
αυτή  την  ενότητα  θα  καταβληθεί  προσπάθεια  να  προσεγγιστεί  ο  ρόλος  που 
διαδραματίζουν  συγκεκριμένες  παράμετροι  του  περιβάλλοντος  για  τις  οποίες, 
λόγω  του  γενικού  τους  χαρακτήρα,  είναι  δυνατό  να  διαπιστωθεί  με  σχετική 
ασφάλεια πώς συνδέονται με τις προϊστορικές εγκαταστάσεις ανά εποχή.  
 
 
Οι προϊστορικές θέσεις εγκατάστασης σε σχέση με το υδάτινο στοιχείο 
Από τη στιγμή που καθοριστικό ρόλο στην εγκατάσταση των μόνιμων οικισμών 
παίζει η ευκολία πρόσβασης σε πηγές νερού, είναι ευνόητο ότι η κατανομή των 
θέσεων  στο  χώρο  επηρεάζεται  από  την  εγγύτητα  σε  υδάτινους  πόρους.  Με 
ασφάλεια  μπορούμε  να  υποθέσουμε  ότι  όλοι  οι  οικισμοί  πρέπει  να  είχαν 
πρόσβαση  σε  κάποια  πηγή  νερού  που  θα  βρισκόταν  σε  παρακείμενο  λόφο 
(Davidson  1972:19).  Βέβαια,  καθώς  η  απόσταση  θέσεων  της  Σιθωνίας  από 
εποχιακά  ρέματα  δεν  υπερβαίνει  ποτέ  το  χιλιόμετρο,  ενώ  στις  περισσότερες 
περιπτώσεις είναι πολύ μικρότερη των 500μ, μπορεί αυτά να χρησίμευαν και ως 
πηγή νερού. Αυτή η εγγύτητα των οικισμών με το υδρογραφικό δίκτυο σχετίζεται 
επιπλέον  με  την  άρδευση  των  χωραφιών,  εφόσον  τα  περισσότερα  διασχίζουν 
καλλιεργήσιμες εκτάσεις ή την  εύρεση συμπληρωματικής τροφής.  Εντούτοις τα 
συμπεράσματα  που  μπορούν  να  προκύψουν  εξαντλούνται  απλώς  στη 
διαπίστωση  ότι  υπήρχε  μια  άμεση  σχέση  των  οικισμών  με  τις  πηγές  νερού  της 
περιοχής,  ενώ  οποιαδήποτε  προσπάθεια  διατύπωσης  μιας  πιο  σύνθετης 
ερμηνευτικής  πρότασης  εμποδίζεται  από  το  γεγονός  ότι  δεν  μπορεί  να 
ανιχνευτεί ο ακριβής ρόλος που διαδραμάτιζε αυτό το φυσιογραφικό στοιχείο.  
Εκτός βέβαια από τις πηγές πόσιμου νερού και τα ρέματα της περιοχής, το 
γεγονός ότι η Σιθωνία στο μεγαλύτερο μέρος της βρέχεται από θάλασσα άσκησε 
ουσιαστικό  ρόλο  στον  τρόπο  διάταξης  των  οικισμών.  Στην  προσπάθεια  να 

159
προσδιοριστεί  η  σχέση  των  οικισμών  με  τη  θάλασσα,  θεωρήθηκε  ως 
καταλληλότερο σχήμα η διαφοροποίησή τους α) σε αυτούς οι οποίοι βρίσκονται 
σε  άμεση  σχέση  με  τη  θάλασσα  ή  που  η  θάλασσα  ως  παραγωγική  πηγή 
βρίσκεται  στα  όρια  της  κοινοτικής  τους  περιοχής  και  έτσι  η  πρόσβασή  τους  σε 
αυτήν  εντάσσεται  στα  όρια  περιοχών,  όπου  αναπτύσσουν  πρωτεύουσες 
παραγωγικές  δραστηριότητες,  και  β)  σε  αυτούς  των  οποίων,  τόσο  η  απόσταση, 
όσο  και  ο  γεωμορφολογικός  χαρακτήρας  της  περιοχής  όπου  βρίσκονται 
εξοβελίζει  από  την  ακτίνα  καθημερινής  δράσης  τους  τη  θάλασσα  και  έτσι 
κατατάσσονται  σωστότερα  στις  μεσόγειες.  Επειδή  τα  όρια  της  κοινοτικής 
περιοχής όπως και η ευκολία πρόσβασης στη θάλασσα έχουν και μια κοινωνική 
διάσταση  εκτός  από  την  απλή  χωροταξική,  θα  κατανεμηθούν  κατ’  εκτίμηση  οι 
οικισμοί  στις  δύο  κατηγορίες  λαμβάνοντας  υπόψη  το  όριο  μιας  περιοχής  όπου 
μπορούσαν  να  αναπτύσσονται  πρωτεύουσες  παραγωγικές  δραστηριότητες  στις 
παραδοσιακές κοινωνίες της Σιθωνίας των αρχών του  20ου αιώνα ανεξαρτήτως 
των παγίδων μιας τέτοιας απόφασης.  
Από τη μελέτη των στοιχείων προκύπτει πως οι προϊστορικοί οικισμοί της 
Σιθωνίας  σε  μεγάλο  βαθμό,  30  από  τους  59  (Πίνακας  6)  (Διάγραμμα  6), 
βρίσκονταν σε άμεση επαφή με τη θάλασσα ή πολύ κοντά σε αυτήν (Τραγούλα, 
Βλάσταινα,  Άγιος  Παύλος,  Τορώνη,  Παλιοκάστελο,  Καστρί,  Κριαρίτσι  Α’, 
Πύργος‐Μυτάρι,  Κούκος‐Διάπορος,  Καλόγρια,  Καρύδι,  Αζάπικο  Β’,  Τριπόταμος, 
Γιωνάς,  Κώχι,  Σπαθιές,  Λαγόμαντρα  Α’,  Λαγόμαντρα  Β’,  Αζάπικο  Α’,  Κριαρίτσι 
Β’,  Ξυλένιος  Πύργος,  Κόκκαλο,  Παλιόχωρα‐Συκιά,  Άμπελος,  Βουρβουρού, 
Μαρτζιβάνος,  Βοδόκολο,  Οικισμός  των  Καθηγητών,  Ελιά,  Πόρτο  Καρράς).  Ένα 
εξίσου  μεγάλο  μέρος  όμως  έχει  εντοπιστεί  στην  ενδοχώρα  (Στάφνη,  Καψάλα, 
Βρυσούδα,  Πέτρος,  Χιονάς,  Κρυόβρυση,  Τραγότσι,  Μητσάρες,  Παταράς,  Συκιά‐
Πύργος,  Βέτρινο  Α’,  Βέτρινο  Β’,  Τράπεζος,  Κούκος‐Πετριώτικο,  Κούκος‐Συκιά, 
Αβραάμ,  Πυργούδια,  Προφήτης  Ηλίας,  Ογλάς,  Αράπης,  Βραχωτό,  Άγιος 
Αθανάσιος,  Τορός,  Παλιόχωρα‐Ν.Μαρμαράς,  Στρογγυλό  Ραχώνι,  Μπαρούμα  η 
Καλύβα,  Μπουρούνα,  Κοκώνη  η  Τούμπα,  Πυροφυλάκιο  Συκιάς)  (Χάρτης  19Α, 
Χάρτης  19Β).  Παρόλα  αυτά,  αν  ληφθεί  υπόψη  η  πολύ  μεγαλύτερη  έκταση  των 
εσωτερικών  περιοχών  της  Σιθωνίας  σε  σχέση  με  παράκτιες,  η  εικόνα  του 
αριθμού  των  οικισμών  που  βρίσκονται  σε  περιοχές  άμεσα  σχετιζόμενες  με  τη 
θάλασσα  γίνεται  εντυπωσιακή.  Αυτός  ο  μεγάλος  αναλογικά  αριθμός  των 
παράλιων  οικισμών,  δεν  είναι  αποτέλεσμα  μόνο  των  θετικών  προϋποθέσεων 
που δημιουργεί η ύπαρξη θάλασσας, τόσο σε επίπεδο κλίματος όσο και λόγω της 
διεύρυνσης των παραγωγικών δυνατοτήτων των κατοίκων των οικισμών αυτών, 
αλλά  και  του  γεγονότος  ότι  πρόκειται  για  περιοχές  με  ομαλό  ανάγλυφο  και 
πεδινές εκτάσεις.  
Το  γεγονός  επιβεβαιώνεται  κι  από  την  έλλειψη  θέσεων  στα 
βορειοανατολικά  παράλια  της  Σιθωνίας,  όπου  το  ανάγλυφο  είναι  πιο  έντονο, 

160
ενώ  ταυτόχρονα  η  έκθεση  στους  βορειοανατολικούς  ανέμους  πολύ  πιο  μεγάλη 
και  τα  φυσικά  λιμάνια  ακατάλληλα.  Δε  θα  πρέπει  βέβαια  από  την  άλλη  να 
αγνοούμε  ότι  ο  εντοπισμός  θέσεων  σε  ορεινές  περιοχές,  όπως  συμβαίνει  στο 
μεγαλύτερο  μέρος  του  εσωτερικού  στο  κέντρο  της  Σιθωνίας,  είναι  πολύ 
δυσκολότερος και άρα ίσως σε αυτό, σε συνδυασμό με την περιορισμένη έκταση 
που  κάλυψε  η  συστηματική  έρευνα  σε  τέτοια  περιβάλλοντα,  να  οφείλεται  ο 
μικρότερος αναλογικά αριθμός τους. 
Εκτός  από  τη  γενική  κατανομή  των  οικισμών  σε  σχέση  με  τη  θάλασσα, 
ιδιαίτερη  σημασία  χρειάζεται  να  δοθεί  στη  σχέση  τους  ανά  περίοδο  όπου  είναι 
δυνατό  να  παρατηρηθούν  πολύ  σαφείς  διαφοροποιήσεις.  Έτσι,  στο  σύνολο  των 
59 θέσεων ανά περίοδο παρατηρείται ότι κατά την Παλαιολιθική μόνο 1 από τις 
3  βρίσκεται  σε  σχετικά  μικρή  απόσταση  από  τη  θάλασσα,  ενώ  κατά  τη 
Μεσολιθική και τη Νεολιθική οι θέσεις αντίστοιχα είναι 2 από τις 9 και 3 από τις 
10.  Από  την  άλλη,  στην  ΠΕΧ  οι  οικισμοί  που  βρίσκονται  εντός  του  ορίου 
περιοχής,  όπου  μπορούν  να  αναπτύσσονται  πρωτεύουσες  παραγωγικές 
δραστηριότητες είναι 8 από τις 14, στην ΜΕΧ 2 από τις 4, στην ΥΕΧ 7 από τις 9 και 
στην ΠΕΣ 21 από τις 38 (Διάγραμμα 7).  
Φαίνεται  λοιπόν  ότι  κατά  τις  Εποχές  του  Λίθου  η  θάλασσα  δεν  είχε 
πρωτεύουσα σημασία στην επιβίωση των κατοίκων ή στις επαφές τους με άλλες 
περιοχές, χωρίς να αποκλείεται και το γεγονός ότι οι πιθανές παράκτιες θέσεις 
βρίσκονται κάτω από τη θάλασσα λόγω της ανόδου της στάθμης της. Κατά την 
ΕΧ  και  την  ΠΕΣ  εντούτοις  ο  ρόλος  της  αναβαθμίζεται,  διευρύνοντας  τις 
δυνατότητες  εκμετάλλευσης  των  πλουτοπαραγωγικών  της  πηγών  και 
βοηθώντας  με  τους  θαλάσσιους  δρόμους  σε  μια  αύξηση  της  σημασίας  του 
εξωτερικού  εμπορίου.  Γι’  αυτό  κατά  τη  διάρκεια  των  συγκεκριμένων  περιόδων 
παρατηρείται μια πολύ πυκνή διάταξη οικισμών σε άμεση σχέση με τη θάλασσα.  
Η  θάλασσα  ως  πόλος  κατοίκησης,  διατήρησε  την  αξία  της  και  στα 
μεταγενέστερα  χρόνια,  ενώ  ο  ρόλος  της  ανατράπηκε  μόνο  σε  συγκεκριμένες 
ιστορικές περιόδους, οπότε και η διάταξη των οικισμών άλλαξε. 
 
Η γεωλογία των προϊστορικών θέσεων εγκατάστασης  
Θεωρείται  πως  ένα  από  τα  κριτήρια  επιλογής  ενός  χώρου  εγκατάστασης 
αποτελεί  η  γεωλογία  της  θέσης.  Γι’  αυτό  και  καταβλήθηκε  προσπάθεια  να 
ταυτιστούν οι τύποι του γεωλογικού υπόβαθρου πάνω στο οποίο εντοπίζονται οι 
θέσεις  λαμβάνοντας  βέβαια  υπόψη  ότι  μια  σειρά  παραγόντων  ίσως  να  μη 
συνεπάγεται μια ευθεία αιτιατή σχέση.  
Εκτός  από  το  γεωλογικό  υπόβαθρο  στο  οποίο  εντοπίζεται  μια  θέση, 
ενδιαφέρει  και  το  γεωλογικό  υπόβαθρο  των  περιοχών  με  τις  οποίες  γειτνιάζει 
και οι οποίες αποτελούν την ελάχιστη ζώνη παραγωγικής δραστηριότητας ενός 

161
οικισμού  (Fotiadis  1985:308).  Η  επιμονή  στον  τύπο  διαμόρφωσης  των  εδαφών 
πάνω ή κοντά στα οποία βρίσκονται οι θέσεις δικαιολογείται, αν ληφθεί υπόψη η 
άποψη  που  πρεσβεύει  ότι  ο  χαρακτήρας  της  προϊστορικής  καλλιέργειας  είχε 
εντατικό χαρακτήρα και εφαρμοζόταν σε μικρούς κήπους, ακόμη και μέσα στους 
οικισμούς (Ηalstead 1984:319). Πάντως, γίνεται σαφές ότι η οικονομική δυναμική 
μιας  θέσης  δεν  πρέπει  να  εξαρτάται  αποκλειστικά  από  το  μικροεπίπεδο  της 
γεωλογικής  της  ζώνης,  ούτε  επιπλέον  η  ανθρώπινη  δραστηριότητα  να 
συσχετίζεται με καθορισμένους παραγωγικούς χώρους στην άμεση γειτονία της, 
αλλά  ότι  την  οικονομική  βάση  του  οικισμού  αποτελούσε  το  ευρύ  πλαίσιο  του 
φυσικού  περιβάλλοντος  το  οποίο  αντιμετωπιζόταν  ενιαία  (Ηodder  and  Orton 
1976:330).  
Το  πρώτο  που  παρατηρεί  κανείς  μελετώντας  τα  δεδομένα,  είναι  η 
ταυτότητα  των  γεωλογικών  διαμορφώσεων,  όπου  εδράζονται  οι  οικισμοί. 
Ιδιαίτερο  ενδιαφέρον  παρουσιάζει  η  παρατήρηση  ότι  οι  περισσότερες  θέσεις 
βρίσκονται πάνω σε βραχώδες υπόβαθρο. Οι πιο πολλές από αυτές εντοπίζονται 
σε  βιοτιτικό  και  διμαρμαρυγιακό  γρανοδιορίτη  (Βλάσταινα,  Άγιος  Παύλος, 
Πύργος‐Συκιά, Παλιόχωρα‐Συκιά, Βουρβουρού, Άγιος Αθανάσιος, Μαρτζιβάνος, 
Καψάλα, Βρυσούδα, Πέτρος, Χιονάς, Κρυόβρυση, Τραγότσι, Μητσάρες, Παταράς, 
Κριαρίτσι  Α’,  Τράπεζος,  Κούκος‐Πετριώτικο,  Κούκος‐Διάπορος,  Καλόγρια, 
Καρύδι,  Σπαθιές,  Ογλάς,    Βοδόκολο,  Οικισμός  των  Καθηγητών,  Στρογγυλό 
Ραχώνι,  Μπαρούμα  η  Καλύβα,  Κούκος‐Συκιά,  Κριαρίτσι  Β’,  Κοκώνη  η  Τούμπα, 
Πυροφυλάκιο  Συκιάς),  αρκετές  εδράζονται  σε  χαλαζίτες  (Πύργος‐Μυτάρι, 
Τριπόταμος,  Γιωνάς,  Λαγόμαντρα  Α’,  Λαγόμαντρα  Β’,  Αβραάμ,  Πυργούδια, 
Προφήτης  Ηλίας,  Παλιόχωρα‐Ν.Μαρμαράς,  Ελιά,  Πόρτο  Καρράς,  Στάφνη, 
Τορός), λίγες βρίσκονται σε πρασινοσχιστόλιθους (Αζάπικο Β’, Τορώνη, Αζάπικο 
Α’,  Κόκκαλο,  Μπουρούνα),  κάποιες  υπάρχουν  επάνω  σε  λιμναίους 
ασβεστόλιθους  (Βέτρινο  Α’,  Βέτρινο  Β’,  Παλιοκάστελο),  μια  σε  ασβεστόλιθους 
(Βραχωτό), μία σε μάρμαρα (Άμπελος), δύο σε φυλλίτες (Αράπης, Κώχι), δύο σε 
σειρά ερυθρών αργίλων  (Ξυλένιος  Πύργος, Τραγούλα)  και τέλος μια  (Καστρί) η 
οποία  εδράζεται  σε  διαμαρμαρυγιακό  γνεύσιο  και  μοσχοβίτικο  γνεύσιο  που 
θεωρείται το πιο γόνιμο και με τη μεγαλύτερη διηθητικότητα στο νερό πέτρωμα 
(Halstead 1984:209) (Πίνακας 7) (Διάγραμμα 8) (Χάρτης 20Α, Χάρτης 20Β). 
Ένα  ζήτημα  που  πρέπει  να  επισημανθεί  είναι  ότι  για  κάποιες  από  τις 
θέσεις η επιλογή ενός βραχώδους χώρου για την ίδρυσή τους ίσως να σχετίζεται 
με  τον    ορυκτό  του  πλούτο.  Η  σημαντική  αξία  των  μετάλλων,  ειδικά  προς  το 
τέλος της προϊστορίας, πιθανώς παρακίνησε τους ανθρώπους να κατοικήσουν σε 
πετρώδη περιβάλλοντα, όπως ήταν η ευρύτερη περιοχή Λειβάδια (Κούκος‐Συκιά, 
Ογλάς,  Τράπεζος,  Στρογγυλό  Ραχώνι,  Μπαρούμα  η  Καλύβα,  Μπουρούνα, 
Κοκώνη  η  Τούμπα,  Πυροφυλάκιο  Συκιάς),  όπου  εντοπίζονται  σημαντικά 
κατάλοιπα  μεταλλευτικών  δραστηριοτήτων,  μεταγενέστερων  όμως  εποχών. 

162
Συγκεκριμένα,  στους  πρόποδες  του  λόφου  Μπουρούνα,  όπως  και  λίγο 
μακρύτερα,  στο  Μετόχι  Αγαπίου,  εντοπίστηκαν  μεγάλες  λίθινες,  πιθανώς 
μεταλλευτικές,  κατασκευές  των  Αρχαίων  χρόνων.  Επίσης,  στις  ανατολικές 
υπώρειες  του  Ογλά  βρέθηκε  κατά  την  περίοδο  των  περιηγητικών  ερευνών,  μια 
μεταλλευτική στοά που μάλλον χρονολογείται κι αυτή στους αρχαίους χρόνους. 
Επιπλέον,  στη  λοφώδη  περιοχή  ανατολικά  της  Συκιάς,  δημιουργήθηκαν  τον 
τελευταίο  αιώνα  διάφορες  μεταλλευτικές  σήραγγες,  ενώ  βόρεια  του  χωριού 
υπάρχει  η  περιοχή  Μέταλλο.  Όλα  αυτά  σε  συνδυασμό  με  την  ανεύρεση 
στοιχείων  επεξεργασίας  του  μετάλλου  στον  Κούκο  της  Συκιάς  (Carington  και 
Βοκοτοπούλου  1992:425,  Carrington  1994:335)  επιβεβαιώνει  την  πιθανή  σημασία 
του ορυκτού πλούτου της περιοχής για την επιλογή πιο βραχωδών τοπίων προς 
εγκατοίκηση.  Βέβαια  από  την  άλλη,  πληροφορίες  για  μεταλλευτικές 
δραστηριότητες έχουμε και από οικισμούς  που  δεν  εδράζονται  απευθείας πάνω 
σε  βραχώδες  υπόστρωμα  ούτε  περιβάλλονται  σε  μικρή  απόσταση  από 
επιφανειακά βραχώδη εδάφη, όπως το Παλιοκάστελλο, όπου βρέθηκε μια μήτρα 
κατασκευής  χάλκινων  εργαλείων  (Σμάγας  2000α:116)  και  η  Τρακότρυπα  στην 
Ελιά,  όπου  υπήρχε  μια  πιθανώς  μεταλλευτική  στοά  που  επιχώθηκε  από 
σύγχρονες επεμβάσεις. 
Ένα  επιπλέον  στοιχείο  το  οποίο  πρέπει  να  επισημανθεί  είναι  η  ποικιλία 
των γεωλογικών διαμορφώσεων που συναντάται στις γειτονικές περιοχές καθώς 
κι ότι πολλές από τις θέσεις που έχουν εντοπιστεί σε βραχώδεις  περιοχές έχουν 
πρόσβαση  σε  αλλουβιακές  αποθέσεις  ή  γειτνιάζουν  με  αλλουβιακά  ριπίδια 
(Τραγούλα,  Βλάσταινα,  Άγιος  Παύλος,  Τορώνη,  Συκιά‐Πύργος,  Βέτρινο  Α’, 
Βέτρινο  Β’,  Παλιοκάστελο,  Καστρί,  Πύργος‐Μυτάρι,  Αζάπικο  Β’,  Τριπόταμος, 
Γιωνάς,  Λαγόμαντρα  Α’,  Λαγόμαντρα  Β’,  Αζάπικο  Α’,  Κόκκαλο,  Παλιόχωρα‐
Συκιά,  Βουρβουρού,  Ξυλένιος  Πύργος,  Πυργούδια,  Προφήτης  Ηλίας,  Σπαθιές, 
Παλιόχωρα‐Ν.Μαρμαράς, Άγιος Αθανάσιος, Μαρτζιβάνος, Ελιά, Πόρτο Καρράς) 
(Πίνακας  8)  (Διάγραμμα  9).  Αυτές  άλλωστε  είναι  οι  περιοχές,  οι  28  από  τις  59, 
που  συνήθως  καλλιεργούνται  ευκολότερα  με  το  διαθέσιμο  προϊστορικό 
εργαλειακό εξοπλισμό (Greig and Turner 1975:183).  
Παρόλα  αυτά,  συναντώνται  πολλές  θέσεις  και  στην  εσωτερική  λοφώδη 
Σιθωνία όπου η έλλειψη περιοχών με αλλουβιακές αποθέσεις, καθώς και οι πολύ 
απότομες κλίσεις δεν δημιουργούσαν ευνοϊκές προϋποθέσεις για καλλιέργεια κι 
εγκατάσταση  (Στάφνη,  Καψάλα,  Βρυσούδα,  Πέτρος,  Χιονάς,  Κρυόβρυση, 
Τραγότσι,  Μητσάρες,  Παταράς,  Κριαρίτσι  Α’,  Τράπεζος,  Κούκος‐Πετριώτικο, 
Κούκος‐Διάπορος, Καλόγρια, Καρύδι, Κώχι, Ογλάς, Άμπελος, Αράπης, Βραχωτό, 
Βοδόκολο,  Οικισμός  των  Καθηγητών,  Τορός,  Στρογγυλό  Ραχώνι,  Μπαρούμα  η 
Καλύβα,  Κούκος‐Συκιά,  Κριαρίτσι  Β’,  Αβραάμ,  Μπουρούνα,  Κοκώνη  η  Τούμπα, 
Πυροφυλάκιο  Συκιάς).  Τα  εδάφη  που  συναντώνται  σε  τέτοιες  περιοχές,  32  από 

163
τις  59,  είναι  κυρίως  ποτζολικού  τύπου,  τα  οποία  είναι  άγονα  και  ξηρά,  ενώ  οι 
φυσικές τους ιδιότητες είναι δυσμενείς για την κανονική ανάπτυξη των φυτών.  
Στο  ερώτημα,  εάν  διαχρονικά  παρατηρείται  κάποια  μεταβολή  στις 
προτιμήσεις  των  προϊστορικών  ανθρώπων  της  Σιθωνίας  σε  σχέση  με  τα 
παραγωγικότερα  αλλουβιακά  ή  τα  φτωχά  ποτζολικά  εδάφη,  μπορεί  να 
επισημανθεί ότι κατά την Παλαιολιθική, 2 από τις 3 εγκαταστάσεις δεν έλκονται 
από τις περιοχές με αλλουβιακά εδάφη, όπως το ίδιο συμβαίνει με τις 7 από τις 9 
Μεσολιθικές  και  με  τις  3  από  τις  5  των  πρώιμων  φάσεων  της  Νεολιθικής. 
Απεναντίας όμως, κατά τη Νεότερη Νεολιθική υπάρχει μια εμφανής προτίμηση 
για πιο γόνιμα εδάφη και έτσι μόνο 1 από τις 5 περιβάλλεται από σκληρά, ξηρά 
εδάφη. Κατά την ΠΕΧ πάλι, όπως και κατά την ΠΕΣ, είναι πολλές οι θέσεις που 
εδράζονται σε περιοχές με ακατάλληλα για καλλιέργεια εδάφη, 9 από τις 14 και 
17  από  τις  38  αντίστοιχα,  ενώ  αντίθετα  στη  ΜΕΧ  και  ΥΕΧ  υπάρχει  η  τάση 
επιλογής πιο γόνιμων εκτάσεων αφού δεν υπάρχει καμία στην ΜΕΧ και μόνο 2 
από  τις  9  στην  ΥΕΧ  που  να  βρίσκονται  σε  περιοχές  με  ποτζολικά  εδάφη 
(Διάγραμμα 10).   
Παρά  την  προσπάθεια  συσχετισμού  όμως  των  τύπων  των  εδαφών  με  τις 
εγκαταστάσεις  της  Σιθωνίας  ανά  περίοδο,  δεν  θα  πρέπει  να  παραβλέπουμε  το 
γεγονός  ότι  η  χρήση  γης,  άρα  και  η  ανθρώπινη  εγκατάσταση,  δεν  ερμηνεύεται 
αποκλειστικά  από  τη  γεωμορφολογία  και  τους  τύπους  χωμάτων,  αλλά  από  το 
συνδυασμό ποικίλων φυσιογραφικών στοιχείων. 
 
Τα υψόμετρα των προϊστορικών θέσεων εγκατάστασης  
Διερευνώντας  κανείς  τα  υψόμετρα  στα  οποία  βρίσκονται  οι  προϊστορικές 
εγκαταστάσεις  της  Σιθωνίας,  διαπιστώνει  ότι  σπανίζουν  οι  θέσεις  σε 
τοπογραφικές  ζώνες  με  μεγάλο  υψόμετρο.  Παρόλα  αυτά  υπάρχουν  αρκετές 
θέσεις  σε  περιοχές  με  μεσαίο  υψόμετρο.  Μόνο  7  θέσεις  συναντώνται  σε 
υψόμετρο  άνω  των  300μ  από  όπου  ξεκινάει  η  ορεινή  ζώνη  (Τράπεζος‐320μ, 
Μητσάρες‐340μ, Παταράς‐340μ, Στρογγυλό Ραχώνι‐380μ, Βραχωτό‐500μ, Κοκώνη 
η Τούμπα‐600μ, Πυροφυλάκιο Συκιάς‐600μ), ενώ 19 ακόμα βρίσκονται πάνω από 
τα  100μ.  που  αποτελεί  το  κατώτερο  όριο  των  μεσαίων  λοφωδών  σχηματισμών 
(Άγιος  Παύλος‐130μ,  Πυργούδια‐150μ,  Προφήτης  Ηλίας‐150μ,  Αβραάμ‐180μ, 
Αράπης‐200μ,  Βρυσούδα‐200μ,  Καψάλα‐220μ,  Μπουρούνα‐250μ,  Κούκος‐Συκιά‐
250μ,  Βέτρινο  Α’‐200μ,  Βέτρινο  Β’‐200μ,  Τορός‐280μ,  Ογλάς‐280μ,  Κούκος‐
Πετριώτικο‐280μ,  Πέτρος‐300μ,  Χιονάς‐300μ,  Κρυόβρυση‐300μ,  Τραγότσι‐300μ, 
Μπαρούμα η Καλύβα‐300μ) (Fotiadis, 1985). Από τις ορεινές θέσεις 2 ανήκουν στη 
Μεσολιθική, 2 στην ΠΕΧ και 4 στην ΠΕΣ. Από τις θέσεις των μεσαίων λοφωδών 
σχηματισμών  1  ανήκει  στην  Παλαιολιθική,  6  στην  Μεσολιθική,  8  κατοικούνται 
στη Νεολιθική, 3 στην ΠΕΧ, 1 στην ΜΕΧ, 1 στην ΥΕΧ  και 11 στην ΠΕΣ (Πίνακας 
9) (Διάγραμμα 11) (Χάρτης 21Α, Χάρτης 21Β).  

164
Οι  παράγοντες  στους  οποίους  μπορεί  να  οφείλεται  η  σπανιότητα  σε 
περιοχές με μεγάλο υψόμετρο ίσως είναι η διάβρωση των πετρωμάτων από την 
οποία είναι δυνατό να έχουν παρασυρθεί τα αρχαιολογικά κατάλοιπα. Πιθανόν, 
βέβαια, οι εντυπώσεις μας για την αποφυγή εγκατάστασης σε ορεινές ζώνες να 
έχουν προκληθεί από τον χαρακτήρα των ερευνών, χωρίς να αποκλείεται και το 
γεγονός  ότι  η  εικόνα  που  υπάρχει  αποτελεί  την  οικιστική  πραγματικότητα 
σύμφωνα  με  την  οποία  προκύπτει  ότι  οι  ορεινές  ζώνες  κατοικούνταν  σε 
μικρότερο βαθμό.  
Όπως  και  να  έχουν  τα  πράγματα,  υπάρχει  ένα  ζήτημα  που  αφορά  στο 
συσχετισμό  των  θέσεων  με  τα  υψόμετρα  που  επιλέγονται  ανά  περίοδο. 
Χαρακτηριστικά, φαίνεται ότι στη Μεσολιθική και Νεολιθική εποχή οι θέσεις στη 
Σιθωνία  βρίσκονται  σε  μεσαίο  και  μεγάλο  υψόμετρο  στο  εσωτερικό  της 
χερσονήσου (8 από τις 9 μεσολιθικές θέσεις και 8 από τις 10 νεολιθικές), γεγονός 
που  δε  συνηθίζεται  στον  υπόλοιπο  ελλαδικό  χώρο  όπου  προτιμώνται  οι 
παραθαλάσσιες  και  πεδινές  σε  χαμηλό  υψόμετρο  εκτάσεις  αντίστοιχα.  Επίσης 
ένα  άλλο  φαινόμενο  που  παρατηρείται  είναι  ότι  περισσότερες  από  το  1/3  των 
θέσεων  της  ΠΕΧ  και  της  ΠΕΣ  (5  από  τις  14  και  15  από  τις  38  αντίστοιχα) 
εντοπίζονται  σε  ζώνες  με  αυξημένο  υψόμετρο  (Διάγραμμα  12).  Αυτή  η 
συγκεκριμένη  τάση  της  σταδιακής  μετακίνησης  των  τόπων  εγκατάστασης  σε 
ψηλότερα σημεία έχει προταθεί ότι υπαγορεύθηκε από κάποιες οικονομικές και 
κοινωνικές  ανάγκες  και  συγκεκριμένα  από  την  επίτευξη  της  διεύρυνσης  των 
παραγωγικών  δραστηριοτήτων  των  θέσεων  σε  τοπογραφικές  ζώνες  με  οριακές 
πλουτοπαραγωγικές  δυνατότητες,  πιθανώς  ως  αποτέλεσμα  μιας  συνθετότερης 
γεωργοκτηνοτροφικής  τεχνολογίας  (Sherrat  1972:534,  Kωτσάκης  και  Ανδρέου 
1995:355). 
 Βέβαια,  σχετικά  με  τον  χαρακτήρα  που  προσέλαβε  η  κατάσταση  στις 
ορεινές  αυτές  περιοχές,  διατυπώθηκε  η  άποψη  ότι  η  εκμετάλλευσή  τους  πρέπει 
να  έχει  χαρακτήρα  εποχιακό  και  περιοδικό  και  ότι  συμπλήρωνε  την  κύρια 
παραγωγική  δραστηριότητα,  η  οποία  εξαντλούνταν  σε  ευνοϊκότερες 
περιβαλλοντικές  ζώνες,  όπως  οι  αλλουβιακές  κοιλάδες  δίπλα  στην  ακτή 
(Εfstratiou  1993:135).  Κάτι  τέτοιο  δεν  αποκλείεται  να  ισχύει  για  κάποιες 
τουλάχιστον από τις θέσεις της Σιθωνίας οι οποίες χαρακτηρίζονται από μικρές 
ποσότητες  καταλοίπων  και  κατασκευές  με  μικρότερη  επένδυση  εργασίας 
(Προφήτης  Ηλίας‐150μ,  Μπουρούνα‐250μ,  Τορός‐280μ,  Μπαρούμα  η  Καλύβα‐
300μ  Βραχωτό‐500μ,  Κοκώνη  η  Τούμπα‐600μ,  Πυροφυλάκιο  Συκιάς‐600μ). 
Μαλιστα  δεν  αποκλείεται  τέτοιες  εποχιακές  θέσεις  να  υπήρχαν  κι  άλλες  στις 
ορεινές  ζώνες  της  Σιθωνίας,  οι  οποίες  όμως  να  μην  εντοπίστηκαν  γιατί  δεν  τις 
χαρακτηρίζει ο ίδιος βαθμός ορατότητας με τις  υπόλοιπες θέσεις, που φαίνεται 
γενικώς  να  έχουν  μόνιμο  χαρακτήρα  και  εντοπίστηκαν  σε  πιο  ευκολοδιάβατες 
περιοχές.  Εντούτοις  υπάρχουν  και  θέσεις  αυτών  των  εποχών,  όπως  ο  Αβραάμ‐

165
180μ.,  ο  Αράπης‐200μ.,  το  Βέτρινο  Α’‐200μ.,  ο  Κούκος‐Συκιά‐250μ.,  ο  Τράπεζος‐
320μ.,  ο  Ογλάς‐280μ.,  ο  Κούκος‐Πετριώτικο‐280μ.,  ο  Πέτρος‐300μ.,  ο  Παταράς‐
340μ.  και  το  Στρογγυλό  Ραχώνι‐380μ.,  που  βρίσκονται  σε  σχετικά  μεγάλα 
υψόμετρα και παρόλα αυτά έχουν όλα τα στοιχεία μιας μόνιμης εγκατάστασης. 
Μάλιστα  φαίνεται  πολύ  πιθανό  στις  συγκεκριμένες  περιπτώσεις  τα  σημεία 
ίδρυσης  των  οικισμών  να  επιλέχθηκαν  όχι  μόνο  εξαιτίας  μεταβολών  στο  πεδίο 
της οικονομίας, η οποία μπορούσε να στραφεί, χάρη στις τεχνολογικές εξελίξεις, 
σε  εντατικότερη  εκμετάλλευση  περιοχών  με  λιγότερες  γεωργικές  παραγωγικές 
ικανότητες  που  ευνοούν  την  ανάπτυξη  της  κτηνοτροφίας,  όσο  λόγω 
παραγόντων  που  έχουν  να  κάνουν  με  μια  προτίμηση  σε  θέσεις  με  πιο  οχυρό 
χαρακτήρα ως προϊόν αναδιάταξης των κοινωνικών σχέσεων. Ίσως μάλιστα στο 
δεύτερο  συνηγορεί  ότι  η  πλειονότητα  των  θέσεων  αυτών  περιβάλλονται  από 
αναλήμματα και ότι βρίσκονται σε απομονωμένα εξάρματα, όπως συμβαίνει και 
στην υπόλοιπη Μακεδονία (Γραμμένος κ.ά. 1997:91).  
Από την άλλη, ο μεγάλος αριθμός θέσεων (Λαγόμαντρα Β’‐2μ., Καρύδι‐2μ., 
Καστρί‐5μ.,  Κώχι‐10μ,  Αζάπικο  Α’‐10μ.,  Λαγόμαντρα  Α’‐10μ.,  Ξυλένιος  Πύργος‐
10μ.,  Τραγούλα‐20μ.,  Τορώνη‐20μ.,  Πύργος‐Μυτάρι‐20μ.,  Καλόγρια‐20μ., 
Βουρβουρού‐20μ.,  Βοδόκολο‐20μ.,  Οικισμός  των  Καθηγητών‐20μ.,  Κριαρίτσι  Β’‐
30μ.,  Κούκος‐Διάπορος‐40μ.,  Γιωνάς‐40μ.,  Σπαθιές‐40μ.,  Πόρτο  Καρράς‐40μ., 
Παλιόχωρα‐Συκιά‐40μ., Συκιά‐Πύργος‐40μ., Τριπόταμος‐50μ., Ελιά‐60μ., Αζάπικο 
Β’‐60μ.,  Κόκκαλο‐60μ.,  Παλιόχωρα‐Ν.Μαρμαράς‐60μ.,  Κριαρίτσι  Α’‐60μ., 
Βλάσταινα‐80μ.,  Παλιοκάστελο‐80μ.,  Άμπελος‐80μ.,  Άγιος  Αθανάσιος‐100μ., 
Μαρτζιβάνος‐100μ.,  Στάφνη‐100μ.,  33  από  τις  59)  που  εντοπίζεται  σε  χαμηλά 
υψόμετρα  δείχνει  πως  οι  κάτοικοι  της  Σιθωνίας  οδηγήθηκαν  κυρίως  σε  ένα 
μοντέλο  επιλογής  εγκατοίκησης,  σε  οικολογικές  ζώνες  που  παρείχαν  τη 
δυνατότητα  εκμετάλλευσης  στοιχείων  διάφορων  μικροπεριβαλλόντων.  Τέτοια 
ήταν οι λοφίσκοι δίπλα στις παραθαλάσσιες αλλουβιακές κοιλάδες και σε άμεση 
γειτνίαση  με  τους  ορεινούς  όγκους  της  Σιθωνίας.  Άλλωστε  φαίνεται  ότι  και  οι 
παραθαλάσσιες  αυτές  κοιλάδες  ακόμη,  κατά  τους  προϊστορικούς  χρόνους 
καλύπτονταν  από  αρκετά  πυκνή  βλάστηση  και  με  την  ποικιλία  των 
οικοσυστημάτων  που  διέθεταν  επαρκούσαν  για  να  θρέψουν  τα  κοπάδια  των 
ζώων,  τα  οποία  προτάθηκε  ότι  ήταν  ο  μοχλός  ώθησης  των  ανθρώπων  σε 
περιοχές  με  μεγαλύτερο  υψόμετρο.  Εξάλλου,  έχει  υπογραμμιστεί  ότι  η 
κτηνοτροφία  στις  διάφορες  πιο  πρόσφατες  ιστορικές  φάσεις  απέκτησε  τέτοια 
ποικιλομορφία, ώστε να μην έχει πολλά περιθώρια σύγκρισης με τις αντίστοιχες 
δραστηριότητες  κατά  την  προϊστορία.  Τα  παραπάνω  στοιχεία  εντούτοις  δεν 
αποκλείουν  την  πιθανότητα  να  χρησιμοποιούνταν  οι  μακρινές  και  λιγότερο 
γόνιμες  περιοχές  για  τη  βοσκή  των  ζώων,  ειδικότερα  στις  τελευταίες  περιόδους 
της  Προϊστορίας,  με  μια  μορφή,  όμως,  που  δε  σχετίζεται  με  το  σύγχρονο 
νομαδισμό (Halstead 1987b:82, Fotiadis 1985:320).  

166
Όλα τα παραπάνω οδηγούν στο συμπέρασμα ότι για τη Σιθωνία, το βασικό 
οικονομικό  μοντέλο  της  προϊστορίας  που  ήταν  μεικτού  τύπου  και  σχετίζονταν 
τόσο  με  τη  γεωργία,  όσο  και  με  την  κτηνοτροφία,  διατηρούσε  μια  ισόρροπη 
σχέση και με τις δύο στρατηγικές και δεν τυποποιόταν στις βασικές δομές αυτής 
της μεικτής μορφής οικονομίας, γεγονός που θα υποθήκευε την ασφάλεια και τη 
βιωσιμότητα  των  εγκαταστάσεων  στο  χώρο  (Ηalstead  1981:196).  Μόνη  εξαίρεση 
ίσως  αποτελούσαν  κάποιες  ορεινές  θέσεις  της  ΠΕΣ  οι  οποίες  λόγω  έλλειψης 
καλλιεργήσιμης  γης  και  γεωμορφολογικής  διαμόρφωσης  του  περιβάλλοντός 
τους,  επέλεξαν  μια  περισσότερο  εξειδικευμένη  παραγωγική  δραστηριοποίηση 
που να σχετίζεται με την κτηνοτροφία.  
 
Στοιχεία του κοινωνικού περιβάλλοντος 
Η έκταση και το ύψος των επιχώσεων 
Το ύψος των επιχώσεων και η έκταση των επιφανειακών ιχνών των θέσεων 
ίσως να μην εντάσσεται στα φυσιογραφικά χαρακτηριστικά που καθορίζουν τη 
διάταξη  των  οικισμών,  παρόλα  αυτά  αποτελούν  παραμέτρους  που  μπορούν  να 
διαφωτίσουν για την οργάνωση και χρήση του χώρου, τόσο σε διακοινοτικό όσο 
και  σε  ενδοκοινοτικό  επίπεδο.  Στοιχεία  γι’  αυτές  τις  δύο  διαστάσεις  διαθέτουμε 
μόνο από τις εγκαταστάσεις οι οποίες  ερευνήθηκαν στο πλαίσιο της εκτατικής 
κι  εντατικής  συστηματικής  έρευνας.  Από  τις  13  θέσεις  οι  οποίες  ήταν  γνωστές 
στην αρχαιολογική υπηρεσία, καθώς και από τις 9 της περιηγητικής έρευνας δεν 
υπάρχουν  πληροφορίες  για  την  έκταση  και  το  ύψος  των  επιχώσεών  τους  πέρα 
από  κάποια  μακροσκοπική  εικόνα.  Άλλωστε  ακόμα  και  για  τις  εγκαταστάσεις 
που εντοπίστηκαν κατά τη συστηματική επιφανειακή έρευνα, ο υπολογισμός της 
έκτασης και του ύψους των επιχώσεών τους είναι μια διαδικασία πολύ δύσκολη 
για να θεωρείται βέβαιη.  
 
Η έκταση της επίχωσης των προϊστορικών θέσεων εγκατάστασης 
Οι περισσότερες από τις θέσεις που εντοπίστηκαν στη συστηματική έρευνα 
της  Σιθωνίας,  όπως  άλλωστε  και  το  σύνολο  των  οικισμών  που  είναι 
καταγεγραμμένοι  από  την  αρχαιολογική  υπηρεσία,  αλλά  και  αυτές  που 
βρέθηκαν  κατά  τις  περιηγητικές  διαδρομές,  εντοπίζονται  πάνω  σε  λοφώδη 
εξάρματα. Επειδή υπάρχει αρκετή διαφορά ανάμεσα στην έκταση των πλαγιών 
του λόφου και στην έκταση της κορυφής του, όσες θέσεις εδράζονται πάνω τους 
και  στις  οποίες  αντιπροσωπεύονται  πολλές  φάσεις  (Ανδρέου  και  Κωτσάκης 
1987α:62),  όπως  ο  Τράπεζος,  σημαίνει  ότι  έχουν  διαφορά  ανάμεσα  στην  έκτασή 
τους  στις  αρχικές  τους  φάσεις  και  στην  έκτασή  τους  στις  τελικές  τους  φάσεις. 
Ανασταλτικοί  παράγοντες  για  τον  υπολογισμό  της  έκτασης  κάποιας  θέσης 
μπορεί  ακόμα  να  είναι  η  ύπαρξη  σύγχρονων  αρχιτεκτονημάτων  στα  όριά  της, 

167
γεγονός  που  ισχύει  για  τη  θέση  Οικισμός  των  Καθηγητών,  ή  ακόμη  αιτίες  που 
σχετίζονται  με  το  χαρακτήρα  των  πρακτικών  που  είχαν  διαμορφωθεί  για  την 
κατοίκηση  και  με  τον  τρόπο  που  οι  κάτοικοι  των  ιστορικών  χρόνων 
αντιμετώπιζαν  και  διαχειρίζονταν  τα  κατάλοιπα  των  προηγούμενων  περιόδων 
(Ανδρέου  και  Κωτσάκης  1987α:69),  όπως  συμβαίνει  με  τη  θέση  Αγ.  Αθανάσιος, 
καθώς και με πολλές άλλες. Ανθρώπινες ενέργειες, όπως η διάνοιξη δρόμων και 
αντιπυρικών  ζωνών  μπορεί  να  αποκαλύψουν  κάποιες  θέσεις,  από  την  άλλη 
όμως μας καθιστούν δέσμιους των ορίων τους, αφού ο υπολογισμός της έκτασης 
των θέσεων που εντοπίζονται εξαντλείται στα όρια αυτών των διανοίξεων. Έτσι, 
παρότι  οι  θέσεις  Βρυσούδα,  Άγιος  Παύλος,  Χιονάς,  Κρυόβρυση,  Τραγότσι  και 
Τορός  έχουν  πιθανώς  μεγαλύτερη  έκταση,  μπόρεσε  να  υπολογιστεί  μόνο  όση 
περιλαμβανόταν στα όρια διάνοιξης του δρόμου ή της αντιπυρικής ζώνης που τις 
αποκάλυψε, τέμνοντάς τις.  
Γίνεται  αντιληπτό  ότι  τα  παραπάνω  προβλήματα  οδηγούν  στην  έλλειψη 
ενός συγκροτημένου σώματος πληροφοριών, το οποίο μας στερεί τη δυνατότητα 
να  σχολιάσουμε  τα  μεγέθη  των  οικισμών.  Τα  στοιχεία  που  συγκεντρώθηκαν 
είναι  αρκετά  προβληματικά  και  είναι  προτιμότερο  να  αντιμετωπιστούν  σαν 
κάποιες  πρώτες  διαγνωστικές  πληροφορίες  για  τις  θέσεις,  παρά  ως 
αδιαμφισβήτητα χαρακτηριστικά.  
Μάλιστα,  για  να  μειωθούν  οι  πιθανότητες  λαθών,  όσον  αφορά  τον 
υπολογισμό  της  έκτασης  των  θέσεων,  προτιμήθηκε  να  ταξινομηθούν  σε  τρεις 
κατηγορίες από 0 έως 5 στρέμματα, από 5 έως 10 και από 10 και πάνω. Με βάση 
αυτόν  τον  διαχωρισμό  προκύπτει  ότι  οι  δύο  κατηγορίες  με  τις  μεγάλες  και 
μεσαίες  θέσεις  περιλαμβάνουν  συνολικά  15  οικισμούς  (Πέτρος,  Τορώνη,  Συκιά‐
Πύργος, Βέτρινο Α’, Παλιοκάστελο, Κριαρίτσι Α’, Τράπεζος, Κούκος‐Πετριώτικο, 
Αζάπικο  Β’,  Λαγόμαντρα  Α’,  Κούκος‐Συκιά,  Παλιόχωρα‐Συκιά,  Αράπης, 
Παλιόχωρα‐Ν.Μαρμαράς, Στρογγυλό Ραχώνι) εκ των οποίων οι 6 ανήκουν στην 
κατηγορία  των  θέσεων  που  είναι  μεγαλύτερες  από  10  στρέμματα  (Τορώνη, 
Συκιά‐Πύργος, Βέτρινο Α’, Παλιοκάστελο, Τράπεζος,  Λαγόμαντρα Α’) (Πίνακας 
10)  (Διάγραμμα  13)  (Χάρτης  22Α,  Χάρτης  22Β).  Η  σημαντική  έκταση  αυτών  των 
θέσεων  πιθανώς  να  μη  σχετίζεται  με  πληθυσμιακές  συγκεντρώσεις,  αλλά  να 
παραπέμπει  σε  μια  συγκεκριμένη  πρακτική  όσον  αφορά  στη  χρήση  του  χώρου. 
Αυτό  βέβαια  δε  σημαίνει  ότι  το  μέγεθος  των  συγκεκριμένων  θέσεων,  δεν 
αντικατοπτρίζει μεγαλύτερες πληθυσμιακές ομάδες. Αν κάτι τέτοιο ισχύει, τότε 
ίσως  πρέπει  να  υποθέσουμε  ότι  διαδραμάτιζαν  ένα  σημαντικότερο  ρόλο  στο 
διακοινοτικό  δίκτυο  σχέσεων∙  είναι  όμως  εξίσου  πιθανό,  καθώς  το  μεγαλύτερο 
μέρος  των  συγκεκριμένων  θέσεων  κατοικούνταν  σε  πολλές  περιόδους,  αυτή  η 
συσσωρευτική  διαδικασία  ανθρωπογενών  καταλοίπων  να  μην  αντιπροσωπεύει 
με μεγάλη βεβαιότητα την έκταση των θέσεων κάθε περιόδου.  

168
Στην  κατηγορία  των  μικρών  θέσεων  ανήκουν  συνολικά  οι  44  από  τις  59 
εγκαταστάσεις  δείχνοντας  με  το  μέγεθός  τους  ότι  στη  Σιθωνία  διαχρονικά  δε 
δημιουργήθηκαν  οι  προϋποθέσεις  για  ίδρυση  ενός  μεγάλου  οικισμού,  αλλά  ότι 
προτιμούνταν  οι  πιο  ολιγομελείς  κοινωνικές  ομάδες  που  μπορούσαν  να 
αφομοιώσουν  ευκολότερα  τους  κοινωνικούς  κραδασμούς  (Στάφνη,  Καψάλα, 
Τραγούλα,  Βρυσούδα,  Βλάσταινα,  Άγιος  Παύλος,  Χιονάς,  Κρυόβρυση,  Τραγότσι, 
Μητσάρες,  Παταράς,  Βέτρινο  Β’,  Καστρί,  Πύργος‐Μυτάρι,  Κούκος‐Διάπορος, 
Καλόγρια, Καρύδι, Τριπόταμος, Γιωνάς, Κώχι, Σπαθιές, Αζάπικο Α’, Κριαρίτσι Β’, 
Αβραάμ,  Πυργούδια,  Προφήτης  Ηλίας,  Ξυλένιος  Πύργος,  Λαγόμαντρα  Β’, 
Κόκκαλο,  Ογλάς,  Άμπελος,  Βραχωτό,  Βουρβουρού,  Άγιος  Αθανάσιος, 
Μαρτζιβάνος, Βοδόκολο, Οικισμός των Καθηγητών, Τορός, Ελιά, Πόρτο Καρράς, 
Μπαρούμα η Καλύβα, Μπουρούνα, Κοκώνη η Τούμπα, Πυροφυλάκιο Συκιάς). 
Συγκρίνοντας  τα  μεγέθη  των  θέσεων  ανά  εποχή  μπορούμε  να 
διαπιστώσουμε  ότι  κατά  την  Παλαιολιθική,  Μεσολιθική  και  Πρώιμη  Νεολιθική 
οι διαστάσεις των θέσεων οι οποίες δημιουργήθηκαν από τη δράση  ολιγομελών 
ευκίνητων  ομάδων  που  εγκαθίσταντο  μόνο  προσωρινά  σε  διάφορους  τόπους, 
ήταν  πολύ  μικρές  και  με  δυσκολία  ξεπερνούσαν  τα  500  τ.μ.  (Διάγραμμα  14). 
Αντίθετα  κατά  τη  ΝΝ  οι  θέσεις  που  κυριαρχούν  είναι  οι  μεγάλες  άνω  των  10 
στρεμμάτων (3 από τις 5) αποδεικνύοντας το σημαντικό ρόλο που διαδραματίζει 
ο οικισμός σε αυτή την εποχή ως στοιχείο του τοπίου. Μεγάλο βάρος φαίνεται ότι 
έχουν οι μεγάλοι οικισμοί και στην επόμενη περίοδο της ΠΕΧ, αφού 5 θέσεις από 
τις  14  ανήκουν  στους  μεγάλους  οικισμούς,  ενώ  μόνο  6  αποτελούν  μικρές 
εγκαταστάσεις.  Αντίστοιχη  σημασία  έχουν  οι  μεγάλοι  οικισμοί  και  στην  ΥΕΧ, 
αφού  4  είναι  πάνω  από  10  στρέμματα,  ενώ  στον  ίδιο  αριθμό  ανέρχονται  και  οι 
μικρές  θέσεις  αυτής  της  περιόδου.  Όσον  αφορά  στην  ΠΕΣ,  παρατηρείται  ξανά 
μια  κορύφωση  των  μικρών  θέσεων  που  φτάνει  τους  28  από  τους  38  οικισμούς 
γεγονός  που  συνάδει  με  την  τάση  εκμετάλλευσης  οριακών  περιβαλλόντων  με 
μικρότερες  δυνατότητες  να  θρέψουν  πολυπληθή  κοινωνικά  σύνολα  τα  οποία 
συγκεντρώθηκαν σε 5 μεγάλους οικισμούς. 
Μελετώντας  τις  διαστάσεις  των  θέσεων  σε  σχέση  με  την  κατανομή  τους, 
διαπιστώνουμε ότι ναι μεν υπάρχει μια διασπορά των μεγαλύτερων  από αυτές, 
αλλά  αυτή  σχετίζεται  με  τις  σημαντικότερες  σε  έκταση  πεδινές  παραγωγικές 
περιοχές.  Αυτό  μπορεί  να  σημαίνει  ότι  οι  αυξημένες  παραγωγικές  δυνατότητες 
της  πεδινής  έκτασης  δημιούργησαν  από  τη  μια  τις  προϋποθέσεις  αύξησης  του 
πληθυσμού,  ενώ  από  την  άλλη  ότι  μπορεί  να  οδήγησαν  σε  ένα  πιο 
αραιοκατοικημένο  μοντέλο  εγκατοίκησης  ως  αποτέλεσμα  της  περιορισμένης 
ανάγκης για εκμετάλλευση και του μικρότερου δυνατού παραγωγικού χώρου. 
 
Το ύψος της επίχωσηςτων προϊστορικών θέσεων εγκατάστασης 

169
Η αύξηση σε έκταση σημαίνει την οριζόντια επέκταση του οικισμού, ενώ 
η  αύξηση  του  ύψους  των  οικισμών  υποδηλώνει  μια  εμμονή  στην  ανοικοδόμηση 
οικημάτων στο ίδιο μέρος. Συνήθως οι κάτοικοι έκτιζαν τα σπίτια τους στη θέση 
των  προηγούμενων  που  ισοπέδωναν,  με  αποτέλεσμα  αυτή  η 
επαναλαμβανόμενη  συσσώρευση  ανθρωπογενών  καταλοίπων  να  διαμορφώνει 
έναν  από  τους  πιο  χαρακτηριστικούς  τύπους  κατοίκησης,  την  τούμπα,  της 
οποίας το αξιοπρόσεκτο ύψος την καθιστούσε ένα ξεχωριστό στοιχείο του τοπίου 
σαφώς  διαχωρισμένο  από  την  καλλιεργήσιμη  γη.  Παρόλα  αυτά,  στη  Σιθωνία  ο 
μεγαλύτερος αριθμός θέσεων δεν έχει σημαντικό ύψος επιχώσεων.  
Τα δεδομένα του ύψους των επιχώσεων της Σιθωνίας δεν ξεπερνούν τα 3μ. 
Έχουμε  από  ότι  φαίνεται  να  κάνουμε  με  οικισμούς,  οι  οποίοι  δε  δεσπόζουν  στο 
τοπίο  λόγω  των  επιχώσεών  τους,  αλλά  λόγω  του  υψόμετρου  των  απότομων  κι 
επιβλητικών  εξαρμάτων  πάνω  στα  οποία  εδράζονται  αντισταθμίζοντας  με  το 
φυσικά  διαμορφωμένο  ύψος  τους  την  απουσία  ψηλών  επιχώσεων  (51  από  τους 
59). Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί ότι σχεδόν στο σύνολό τους ανήκουν σε φάσεις 
από  τη  Νεότερη  Νεολιθική  και  μετά  οπότε  και  η  επιλογή  εξαρμάτων  που  να 
ξεχωρίζουν  σε  σχέση  με  το  τοπίο  που  τα  περιέβαλε  γίνεται  μάλλον  επιτακτική 
(Βρυσούδα,  Πέτρος,  Μητσάρες,  Παταράς,  Τορώνη,  Πύργος‐Συκιά,  Βέτρινο  Α’, 
Βέτρινο  Β’,  Παλιοκάστελο,  Καστρί,  Κριαρίτσι  Α’,  Πύργος‐Μυτάρι,  Τράπεζος, 
Κούκος‐Πετριώτικο,  Κούκος‐Διάπορος,  Καλόγρια,  Καρύδι,  Αζάπικο  Β’, 
Τριπόταμος,  Γιωνάς,  Κώχι,  Σπαθιές,  Λαγόμαντρα  Α’  Λαγόμαντρα  Β’,  Αζάπικο 
Α’, Κούκος‐Συκιά, Κριαρίτσι Β’, Αβραάμ, Πυργούδια, Προφήτης Ηλίας, Ξυλένιος 
Πύργος, Κόκκαλο, Παλιόχωρα‐Συκιά, Ογλάς, Άμπελος, Αράπης, Βραχωτό, Άγιος 
Αθανάσιος,  Μαρτζιβάνος,  Βοδόκολο,  Οικισμός  των  Καθηγητών,  Τορός,  Ελιά, 
Πόρτο  Καρράς,  Παλιόχωρα‐Ν.Μαρμαράς,  Στρογγυλό  Ραχώνι,  Μπαρούμα  η 
Καλύβα, Μπουρούνα, Κοκώνη η Τούμπα, Πυροφυλάκιο Συκιάς).  
Προκύπτει  άλλωστε  ότι,  με  βάση  τον  τριμερή  ανά  μέτρο  διαχωρισμό  των 
επιχώσεων,  οι  θέσεις  κατά  την  Παλαιολιθική,  Μεσολιθική  και  Πρώιμη 
Νεολιθική  περίοδο  έχουν  σχεδόν  στο  σύνολό  τους  ύψος  επιχώσεων  κάτω από  1 
μ.  γεγονός  που  συνάδει  με  την  παραπάνω  παρατήρηση  (Στάφνη,  Καψάλα, 
Τραγούλα,  Βρυσούδα,  Βλάσταινα,  Άγιος  Παύλος,  Χιονάς,  Κρυόβρυση,  Τραγότσι, 
Μητσάρες,  Παταράς),  ενώ  αντίθετα  όλοι  οι  οικισμοί  της  Νεότερης  Νεολιθικής 
(Τορώνη,  Συκιά‐Πύργος,  Βέτρινο  Α’,  Βέτρινο  Β’,  Πέτρος)  έχουν  ύψος  επιχώσεων 
πάνω από 1 μ. και μάλιστα οι 3 από τους 5 (Τορώνη, Συκιά‐Πύργος, Βέτρινο Α’) 
έχουν  ύψος  πάνω  από  2  μ.  Αυτή  η  επιλογή  για  κατακόρυφη  διαμόρφωση  των 
οικισμών  χαρακτηρίζει  και  την  ΠΕΧ  κατά  την  οποία  5  θέσεις  (Παλιοκάστελο, 
Τορώνη,  Συκιά‐Πύργος,  Βέτρινο  Α’,  Τράπεζος)  έχουν  επιχώσεις  πάνω  από  2  μ. 
ενώ  άλλες  τέσσερις  ακόμα  (Πύργος‐Μυτάρι,  Καστρί,  Πέτρος,  Κούκος‐
Πετριώτικο) έχουν επιχώσεις πάνω από 1 μ. Η ίδια τάση για σκόπιμη καθ’ ύψος 
ανάπτυξη  των  οικισμών  παρατηρείται  και  στη  ΜΕΧ  κατά  την  οποία  και  οι 

170
τέσσερις  οικισμοί  ξεπερνούν  τα  2  μ.  επιχώσεων  (Παλιοκάστελο,  Τορώνη, 
Πύργος‐Συκιά,  Βέτρινο  Α’),  αλλά  και  κατά  την  ΥΕΧ  όταν  τέσσερις  από  τους 
εννέα  οικισμούς  επίσης  ξεπερνούν  τα  2  μ.  επιχώσεων  (Παλιοκάστελο,  Τορώνη, 
Βέτρινο  Α’,  Τράπεζος)  και  δύο  ακόμα  ξεπερνούν  το  1  μ.  επιχώσεων  (Πύργος‐
Μυτάρι,  Τριπόταμος).  Μια  διαφορετική  όμως  διάθεση  χαρακτηρίζει  τους 
κατοίκους  της  ΠΕΣ,  οι  οποίοι,  σε  αντίθεση  με  τον  υπόλοιπο  μακεδονικό  χώρο, 
κατά  κύριο  λόγο  (23  από  τις  38  θέσεις)  δεν  ιδρύουν  εγκαταστάσεις  με  μεγάλο 
ύψος επιχώσεων, γεγονός που ίσως παραπέμπει σε κατοίκηση μικρής η εποχικής 
διάρκειας  (Σπαθιές,  Κριαρίτσι  Β’,  Αβραάμ,  Πυργούδια,  Προφήτης  Ηλίας, 
Ξυλένιος Πύργος, Λαγόμαντρα Β’, Κόκκαλο, Ογλάς, Άμπελος, Γιωνάς, Βραχωτό, 
Βουρβουρού,  Μαρτζιβάνος,  Βοδόκολο,  Οικισμός  των  Καθηγητών,  Τορός,  Ελιά, 
Πόρτο  Καρράς,  Μπαρούμα  η  Καλύβα,  Μπουρούνα,  Κοκώνη  η  Τούμπα, 
Πυροφυλάκιο Συκιάς). Επιπλέον, μόνο πέντε από τους οικισμούς της ΠΕΣ έχουν 
ύψος επιχώσεων μεγαλύτερο από 2 μ. (Παλιοκάστελο, Λαγόμαντρα Α’, Τορώνη, 
Βέτρινο  Α’,  Τράπεζος),  ενώ  άλλοι  δέκα  οικισμοί  έχουν  ύψος  επιχώσεων  πάνω 
από  1  μ.  (Αζάπικο  Α’,  Κούκος‐Συκιά,  Πύργος‐Μυτάρι,  Παλιόχωρα‐Συκιά, 
Τριπόταμος,  Αράπης,  Άγιος  Αθανάσιος,  Καστρί,  Παλιόχωρα‐Ν.Μαρμαράς, 
Στρογγυλό  Ραχώνι)  (Πίνακας  11)  (Διάγραμμα  15,  Διάγραμμα  16)  (Χάρτης  23Α, 
Χάρτης 23Β). 
Μέσα από έρευνες φάνηκε ότι οι αυξομειώσεις στο ύψος των επιχώσεων 
είναι  μια  διαδικασία  που  δε  σχετίζεται  άμεσα  με  τη  δράση  των  φυσικών 
φαινομένων, αλλά εξαρτάται από την πολιτισμική συμπεριφορά των κατοίκων, 
γι’  αυτό  και  είναι  ένα  φαινόμενο  μεταβλητό  (Ανδρέου  και  Κωτσάκης  1987α:76). 
Αυτό πιθανώς μπορεί να εξηγήσει μια αναντιστοιχία που προκύπτει μεταξύ των 
λιγοστών  επιχώσεων  και  της  παρουσίας  αρκετών  χρονικών  φάσεων  ή  το 
αντίθετο σε κάποιες θέσεις. Έτσι, ενώ, όπως ήταν αναμενόμενο, οι θέσεις με το 
μεγαλύτερο ύψος επιχώσεων ταυτίζονται με αυτές στις οποίες παρατηρούνται οι 
περισσότερες περίοδοι κατοίκησης, υπάρχουν κι άλλες, όπως τα Λαγόμαντρα Α’, 
όπου,  παρά  το  γεγονός  ότι  εντοπίζεται  μόνο  μια  προϊστορική  περίοδος, 
παρουσιάζουν  ανάλογο  ύψος  επιχώσεων  με  αυτό  των  μακροπερίοδων  θέσεων. 
Το μεγάλο ύψος που αποκτούν ορισμένες θέσεις στην ΥΕΧ και ΠΕΣ σε διάφορες 
περιοχές  της  Μακεδονίας,  οφείλεται  στην  κατασκευή  ανδήρων,  όπως  ακριβώς 
συμβαίνει με τα Λαγόμαντρα Α’. Γίνεται βέβαια αντιληπτό ότι αυτή η προτίμηση 
για  μια  ψηλή  σκόπιμη  διαμόρφωση  ίσως  να  είναι  συνακόλουθη  μιας 
αριστοκρατίας  με  εντελώς  περιορισμένη  σφαίρα  επιρροής  αφού  η  κατασκευή 
τέτοιων έργων προϋποθέτει την ύπαρξη μιας ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας που 
θα κατάφερνε να δραστηριοποιήσει το απαραίτητο εργατικό δυναμικό (Ανδρέου 
και Κωτσάκης 1987α:85). Κατά συνέπεια και το ύψος της επίχωσης θα μπορούσε 
να υποδεικνύει θέσεις με μεγαλύτερη σημασία στο διακοινοτικό δίκτυο. Από την 
άλλη,  θέσεις,  όπως  ο  Γιωνάς,  παρά  τις  αρκετές  χρονικές  φάσεις  τους, 

171
εμφανίζουν  σχετικά  μειωμένο  ύψος.  Στην  περίπτωση  αυτή  θα  πρέπει  να 
ανιχνευθούν άλλοι παράγοντες που σχετίζονται με τη φθορά των οικισμών από 
φυσικές  διαδικασίες  διάβρωσης  ή  από  ανθρώπινες  ενέργειες  και  ασκούν 
σημαντικό  ρόλο  στην  αλλοίωση  των  δεδομένων  (Butzer  1982:118,  Κωτσάκης  και 
Ανδρέου 1995:353). 
 

172
ΣΥΝΘΕΣΗ‐ΣΥΖΗΤΗΣΗ 
Για  να  καταλήξουμε  σε  πιο  πλήρη  συμπεράσματα  σχετικά  με  τις  αιτίες 
εμφάνισης,  εγκατάλειψης  ή  μακροβιότητας  των  οικισμών,  των  αναγκών  που 
ώθησαν  τους  κατοίκους  τους  να  επιλέξουν  διαφορετικές  κάθε  φορά 
παραμέτρους του περιβάλλοντος, καθώς  και των λόγων που τους  οδήγησαν να 
δημιουργήσουν  μεγάλες  ή  μικρές  εγκαταστάσεις,  αλλά  και  για  να  φωτίσουμε 
θέματα  που  μόλις  ακροθιγώς  συζητήθηκαν  εξαιτίας  της  επιμεριστικής 
προσέγγισης που χρησιμοποιήθηκε, πρέπει να υπερβούμε το επίπεδο της απλής 
απαρίθμησης  της  αυξομείωσης  των  θέσεων  και  του  συσχετισμού  τους  με 
μοναδικά στοιχεία του περιβάλλοντος ή της απλής αναφοράς πληροφοριών για 
τις  διαστάσεις  τους  και  να  επιχειρηθεί  η  έκφραση  προβληματισμών  και  η 
διατύπωση  προτάσεων  που  να  στηρίζονται  στη  σύνθεση  όλων  των  παραπάνω 
συνιστωσών  και  στην  επισήμανση  κάποιων  ακόμα  με  μια  περισσότερο 
ερμηνευτική διάθεση. 
Προσπαθώντας  να  κινηθούμε  προς  μια  τέτοια  κατεύθυνση  και 
μελετώντας  ξανά  την  έκθεση  των  προαναφερθέντων  αριθμητικών, 
περιβαλλοντικών και χωρικών δεδομένων των εγκαταστάσεων της προϊστορίας, 
γίνεται καταρχήν εμφανές, πως η υποτιθέμενη ανυπαρξία θέσεων παλαιότερων 
της ΝΝ, όπως έδειχναν τα καταγεγραμμένα ήδη από την εποχή του Μακαρόνα 
και  του  French  στοιχεία  (Μακαρόνας  1940:493,  French  1967),  οφείλεται  στην 
πλημμελή  έρευνα  και  όχι  στην  ανυπαρξία  θέσεων.  Το  γεγονός  του  εντοπισμού 
θέσεων  του  Ανώτερου  Πλειστόκαινου  στη  Σιθωνία  (Χάρτης  9Α)  δεν  πρέπει  να 
ξαφνιάζει,  δεδομένης  της  αποδεδειγμένης  παρουσίας  του  παλαιολιθικού 
ανθρώπου στα Πετράλωνα της Χαλκιδικής ήδη αρκετά παλιότερα. Οπωσδήποτε 
όμως η πιστοποίηση της παρουσίας του ανθρώπου κατά τη Μέση Παλαιολιθική 
στη Σιθωνία και των δυνατοτήτων του διαχείρισης του περιβάλλοντός της με το 
περιορισμένο  συγκριτικά  με  την  ενδοχώρα  φάσμα  διατροφικών  επιλογών, 
παραπέμπει  στην  ύπαρξη  κινήτρων  για  διεύρυνση  του  ζωτικού  χώρου  και 
υποδηλώνει  αξιοσημείωτη  ευλυγισία  και  ικανότητα  προσαρμογής  των  Homo, 
ακόμα  κι  αν  επρόκειτο  για  ένα  βραχύβιο  κύμα  εξάπλωσης  και  όχι  για  μόνιμη 
χρήση (Παναγοπούλου κ.ά. 2001:139). 
Αυτό  που  εντυπωσιάζει,  αλλά  και  προβληματίζει,  είναι  η  ύπαρξη  και  ο 
αριθμός των εγκαταστάσεων της Μεσολιθικής στη Σιθωνία (Χάρτης 11Α, Χάρτης 
11Β). Στον υπόλοιπο ελλαδικό χώρο, οι μεσολιθικές θέσεις δεν ξεπερνούν παρά 
ελάχιστα  τον  αριθμό  των  αντίστοιχων  θέσεων  που  εντοπίστηκαν  κατά  τη 
διάρκεια  της  επιφανειακής  έρευνας  Σιθωνίας  (Runnels  1995:721,  Galanidou 
2003:110). Ο μικρός αριθμός και η ασυνεχής διασπορά των μεσολιθικών θέσεων 
είχε λοιπόν ως αποτέλεσμα να αμφισβητείται ουσιαστικά η ύπαρξη μεσολιθικών 
ομάδων  στην  Ελλάδα.  Η  μεγάλη  πυκνότητα  όμως  μεσολιθικών  θέσεων  στη 
Σιθωνία  αποδεικνύει  την  έντονη  παρουσία  των  μεσολιθικών  ανθρώπων  και 

173
υποδηλώνει ότι η έλλειψη που παρατηρείται σε άλλες περιοχές έχει να κάνει ως 
ένα  βαθμό  με  τους  προϊδεασμούς  των  ερευνητών  απέναντι  στις  προνεολιθικές 
εγκαταστάσεις,  αλλά  και  με  τη  δυσκολία  αναγνώρισής  τους  αφού  όπως 
προκύπτει  αυτές  δεν  σχετίζονται  αποκλειστικά  με  σπήλαια,  αλλά  και  με 
υπαίθριες  θέσεις  γεγονός  που  άλλωστε  επιβεβαιώνεται  και  από  τα 
αποτελέσματα  των  πρόσφατων  ερευνών  στην  Πρέβεζα  και  στο  Λαγκαδά 
(Runnels  1995,  Κωτσάκης  και  Ανδρέου  1999).  Η  ως  τώρα  έρευνα  αναζητούσε 
μακρόχρονες  εγκαταστάσεις  στων  οποίων  τις  επιχώσεις  θα  εντοπίζονταν  ίχνη 
της  Μεσολιθικής.  Μας  δείχνει  τελικά  όμως  το  παράδειγμα  της  Σιθωνίας  ότι  τα 
μεσολιθικά στοιχεία δε βρίσκονται κάτω από τα στρώματα των μεταγενέστερων 
μακρόβιων  οικισμών  της  Νεολιθικής  που  αντανακλούν  την  επιτυχημένη 
επιλογή  της  τοποθεσίας  και  τη  γνώση  των  δυνατοτήτων  ενός  συγκεκριμένου 
περιβάλλοντος  κατάλληλου  για  την  εδραίωση  και  ανάπτυξη  της  παραγωγικής 
οικονομίας,  αλλά  σε  διαφορετικά  περιβάλλοντα  όπου  έγιναν  περιστασιακές 
δοκιμαστικές  προσπάθειες  και  δημιουργήθηκαν  εφήμερες  εγκαταστάσεις 
(Κωτσάκης 2000:176).  
Παρά  την  προσωρινότητα  των  μεσολιθικών  εγκαταστάσεων  όμως, 
φαίνεται  ότι  αυτές  συνεχίζουν  να  προσελκύουν  το  ενδιαφέρον  και  κατά  τα 
επόμενα  πρώιμα  στάδια  της  Νεολιθικής  επιβεβαιώνοντας  τον  πειραματικό, 
μεταβατικό  χαρακτήρα  τους  (Χάρτης  13Α,  Χάρτης  13Β).  Το  γεγονός  της 
συγκέντρωσης  χαρακτηριστικών  τόσο  της  Μεσολιθικής  όσο  και  της  Νεολιθικής 
στις συγκεκριμένες θέσεις συνδέεται επίσης με το ερώτημα της  «εισαγωγής του 
νεολιθικού  τρόπου  παραγωγής  στον  ελλαδικό  χώρο».  Η  συζήτηση  γι’  αυτό  το 
θέμα,  η  οποία  έχει  ουσιαστικά  τις  ρίζες  της  στις  Κλιματικές  υποθέσεις  της 
Θεωρίας  των  Οάσεων  του  Childe,  της  Θεωρίας  της  Πυρηνικής  Ζώνης  του 
Braidwood  και  της  Νεοκλιματικής  Θεωρίας  του  Wright,  αλλά  και  στις 
Δημογραφικές υποθέσεις της Θεωρίας της Πληθυσμιακής Πίεσης των  Smith και 
Young  και  της  Θεωρίας  της  Ζώνης  Περιθωρίου  των  Binford  και  Flannery 
(Κωτσάκης  1996γ:65,66),  εκκινά  από  το  αξίωμα  της  πρώτης  εμφάνισης  και 
διάδοσης  της  νεολιθικής  οικονομίας  από  την  Ανατολή  προς  τη  Δύση  και 
βασίζεται εν μέρει στην έλλειψη επαρκών δεδομένων για εκτεταμένη χρήση του 
ελλαδικού  χώρου  κατά  τη  Μεσολιθική,  καθώς  και  στην  έλλειψη  στοιχείων 
συνέχειας. Η περίπτωση της Σιθωνίας όμως, με τον μεγάλο αναλογικά, αριθμό 
των  μεσολιθικών  της  θέσεων  και  με  τα  στοιχεία  συνέχειας  προς  μια  πρώιμη 
Νεολιθική  που  τις  χαρακτηρίζουν  ‐σχεδόν  στο  σύνολό  τους  στην  περιοχή 
Λειβαδιά‐,  πληρεί  όλα  τα  κριτήρια  των  αξιωμάτων  της  προσέγγισης  των 
Ammerman  και  Cavalli  Sforza,  οι  οποίοι  θέτουν  ως  όρους  μιας  ενδογενούς 
ανάπτυξης  της  γεωργοκτηνοτροφίας  κατά  τη  Νεολιθική  την  παρουσία 
εγκατεστημένων  μεσολιθικών  πληθυσμών,  ανάλογες  πυκνότητες  πληθυσμού 
για τις δύο περιόδους και τη συνέχεια της εγκατάστασης στους οικισμούς από τη 

174
μια  περίοδο  στην  άλλη  (Ammerman  1989b).  Επιπλέον,  παρά  το  γεγονός  ότι  δεν 
είναι δυνατό να επαληθευτεί η παρουσία άγριων προγόνων φυτών και ζώων τα 
οποία  θα  αποτελούσαν  τη  βάση  μιας  εντατικής  συλλογής  και  διαχείρισης  του 
περιβάλλοντος  που  θα  οδηγούσε  στη  γεωργία  και  κτηνοτροφία  ώστε  να 
απορριφθεί απόλυτα η έννοια του πλήρως ανεπτυγμένου «νεολιθικού πακέτου», 
εντούτοις  η  απουσία  στοιχείων  αρχιτεκτονημάτων  και  κεραμικής,  καθώς  και  η 
χρήση  όμοιων,  τοπικών  υλικών  για  την  κατασκευή  σχεδόν  του  συνόλου  των 
απολεπισμένων  εργαλείων  τόσο  κατά  τη  Μεσολιθική  όσο  και  κατά  τη 
Νεολιθική,  καταστρατηγεί  το  υπόδειγμα  της  διάδοσης,  όπως  έχει  εφαρμοστεί 
στην ελληνική περίπτωση, που έχει την τάση να αποδίδει μικρό ρόλο στο γηγενή 
πληθυσμό και θεωρεί τις δύο αυτές εποχές ως «στάδια» τα οποία χωρίζονται από 
ένα  είδος  νοητού  ορίου  (Van  Andel  and  Runnels  1988,  1993,  αλλά  εν  μέρει  και 
Perlès  1995).  Απεναντίας,  η  περίπτωση  της  Σιθωνίας  καταδεικνύει  την  ενεργή 
παρουσία ενός ικανού δημογραφικού μεσολιθικού υπόβαθρου και απαιτεί κατά 
συνέπεια  την  επανεκτίμηση  της  συμμετοχής  των  μεσολιθικών  πληθυσμών  στο 
ζήτημα της υιοθέτησης της παραγωγικής οικονομίας που υπερβαίνει τα όρια του 
απλού  χρονικού  συμβάντος  και  περισσότερο  αποτελεί  μια  σύνθετη  διαδικασία 
με ανατροπές και συνθέσεις (Κωτσάκης 2000:177). 
Αυτό το σύνθετο διαπραγματεύσιμο κοινωνικό γεγονός κατά τη διάρκεια 
του  οποίου  οι  συλλέκτες  και  οι  αρχόμενοι  γεωργοκτηνοτρόφοι  της  Σιθωνίας 
συνυπάρχουν  και  αλληλοεπηρεάζονται  μέσα  από  συγκρούσεις  και  συμμαχίες 
που οδηγούν στη δημιουργία και ερμηνεία νέων φυσικών και κοινωνικών τοπίων 
φαίνεται  να  ολοκληρώνεται  μόνο  στη  Νεότερη  Νεολιθική  όπως 
αποκρυσταλλώνεται στον οικισμό Πέτρος, αλλά και στις υπόλοιπες 4 θέσεις της 
ίδιας  περιόδου.  Βέβαια  τίθεται  ένα  μεγάλο  ερώτημα  σχετικά  με  την  ανυπαρξία 
στοιχείων της Αρχαιότερης και Μέσης Νεολιθικής, αν και η απουσία αποδείξεων 
δεν είναι απόδειξη απουσίας. Πιθανώς οι πληροφορίες που αφορούν σε αυτές τις 
περιόδους  να  υπάρχουν  κάτω  από  τις  επιχώσεις  της  Νεότερης  Νεολιθικής  και 
απαιτείται ανασκαφική έρευνα για να εντοπιστούν. Από την άλλη όμως, ίσως η 
διαδικασία  που  οδηγεί  στην  πλήρη  νεολιθικοποίηση  να  μην  είναι  παντού 
ομοιόμορφη  κι  ένα  μονογραμμικό  μοντέλο  να  μην  είναι  κατάλληλο  για  να 
διαφωτίσει  τη  συνθετότητα  της  Νεολιθικής  μετάβασης  (Edmonds  and  Richards 
1998).    Πέρα  δηλαδή  από  την  επιβεβαίωση  συγκεκριμένων  σταδίων  πρέπει  να 
εξετάζουμε τη δομή και τη δυναμική των φαινομένων που δεν παραπέμπουν σε 
μια ομαλή μετεξέλιξη, αλλά σε μια μεταβολή που σχετίζεται με συγκρούσεις και 
διαδικασίες  μεταμόρφωσης  μέσα  στον  κοινωνικό  ιστό.  Επιπλέον,  ίσως  η  πορεία 
προς την πλήρη νεολιθικοποίηση της κοινωνίας να έχει περισσότερο ιδεολογικά 
χαρακτηριστικά  και  να  αποτελεί  μια  μεταφορά  που  αντικειμενοποιείται  μέσα 
από  μια  ποικιλία  συμβολικών  πρακτικών  οι  οποίες  στοχεύουν  στη  δημιουργία 
μηχανισμών ελέγχου της φύσης και της κοινωνίας  (Hodder 1990:12). Μια τέτοια 

175
εικόνα  πιθανώς  αντανακλάται  στη  Σιθωνία  όπου  η  νεολιθικοποίηση  στρέφεται 
γύρω  από  το  βράχο  Πέτρος  που  αποτελεί  σημείο  χωροθετικής  αναφοράς  των 
πρώιμων  ατελώς  διαμορφωμένων,  με  όρους  κανονιστικούς,  νεολιθικών 
κοινωνιών  του  οροπεδίου  Λειβαδιά  και  ο  οποίος  ίσως  σχετίζεται  με  μια 
προσπάθεια  δαμασμού  της  άγριας  φύσης  και  οικειοποίησης  του  παρελθόντος 
των  κοινοτήτων  που  ζούσαν  στην  περιφέρειά  του.  Κάτι  αντίστοιχο  πιθανώς 
αποκρυσταλλώνεται και στις υπόλοιπες θέσεις της Νεότερης Νεολιθικής με την 
επιλογή  ξεχωριστών,  κατακόρυφων  στοιχείων  του  τοπίου  για  την  ίδρυσή  τους, 
που  τονίζουν  τη  διαφοροποίησή  τους  από  τις  επίπεδες  αφανείς  θέσεις  του 
παρελθόντος.  Η  σκόπιμη  άλλωστε  διαμόρφωση  των  περισσότερων 
εγκαταστάσεων  αυτής  της  δεύτερης  ουσιαστικά  φάσης  της  Νεολιθικής  σε 
οικισμούς  με  μορφή  τούμπας  που  αποτελούσαν  ορατές,  καλά  ορισμένες  στο 
χώρο  περιοχές,  οι  οποίες  τόνιζαν  την  εδαφικότητα  και  την  κοινή  ιστορία 
(Kotsakis 1999), δηλώνει ότι υπάρχει μια καλά παγιωμένη δομή όσον αφορά στη 
χρήση  του  χώρου  και  όχι  ευκαιριακή  σχέση  με  το  τοπίο,  όπως  συνέβαινε  με  τις 
μικρές επίπεδες εγκαταστάσεις της πρώτης Νεολιθικής φάσης.  
Μέσα  από  τις  τούμπες  της  νεολιθικής  Σιθωνίας  ίσως  αντανακλώνταν  οι 
κοινωνικές μεταβολές που συνόδευσαν τις οικονομικές αλλαγές και συνδέονταν 
στενά με τις αντιλήψεις και τους κανόνες της κοινωνικής ζωής, αλλά και με την 
εικόνα  που  είχαν  οι  άνθρωποι  για  τη  θέση  τους  στην  κοινωνική 
πραγματικότητα.  Στο  πεδίο  αυτό  μπορεί  κανείς  να  υποθέσει  μια  βαθιά 
αναδιοργάνωση  των  σχέσεων  και  μια  ανάδυση  κοινωνικών  μηχανισμών  που 
επέτρεπαν  τον  έλεγχο  των  αντιθέσεων  μεταξύ  μελών  της  ίδιας  κοινότητας  ή 
επέβαλαν  τη  συνεργασία  μεταξύ  ατόμων  που  δε  συνδέονται  με  άμεσους 
δεσμούς, αλλά προέρχονταν από διαφορετικές ομάδες της πρώιμης Νεολιθικής. 
Μεταβολές αυτού του είδους είναι απαραίτητες για τη διατήρηση της κοινωνικής 
συνοχής    και  θα  πρέπει  να  έβρισκαν  την  ιδεολογική  τους  έκφραση  σε  μια 
ιδεολογία  της  συνέχειας  που  στηριζόταν  στη  γενεαλογία  και  την  καταγωγή. 
Αυτή θα πρέπει να αποτελούσε το συνεκτικό στοιχείο των ομάδων των μόνιμων 
γεωργοκτηνοτρόφων,  το  οποίο  υλοποιούνταν  στη  μορφή  της  τούμπας  που 
λειτουργούσε  ως  ορόσημο  του  γύρω  τοπίου,  χρησίμευε  ως  εικόνα  συνοχής  στο 
χώρο  και  αναδεικνυόταν  σε  μνημείο  ενός  αόριστου  παρελθόντος  (Κωτσάκης 
2004:55‐56).  
Η  σημασία  που  έχουν  οι  τούμπες  σε  σχέση  με  τη  διατήρηση  της  ιστορίας, 
αναδεικνύεται από το γεγονός ότι συνεχίζουν στο σύνολό τους να  κατοικούνται 
και  στην  ΠΕΧ  (Χάρτης  15Α,  Χάρτης  15Β),  γεγονός  που  επιπλέον  σημαίνει  μια 
ακολουθία  στην αντίληψη κάποιων κατοίκων για την οργάνωση του χώρου  και 
στα  κριτήρια  που  καθόριζαν  την  επιλογή  των  συγκεκριμένων  θέσεων  στις  δύο 
περιόδους  της  προϊστορίας.  Εντούτοις,  εκτός  από  τις  θέσεις  της  ΠΕΧ  που 
αποτελούν  συνέχεια  των  νεολιθικών  θέσεων  (Τορώνη,  Πύργος‐Συκιά,  Βέτρινο 

176
Α’,  Πέτρος),  εφανίζονται  κάποιοι  ακόμα  νέοι  οικισμοί  (Παλιοκάστελο,  Καστρί, 
Κριαρίτσι  Α’,  Πύργος‐Μυτάρι,  Παταράς,  Τράπεζος,  Κούκος‐Πετριώτικο,  Κούκος‐
Διάπορος, Καλόγρια, Καρύδι) που σχεδόν τριπλασιάζουν τον αριθμό των θέσεων 
εγκατάστασης κατά την ΠΕΧ, οι οποίες μάλιστα είναι μικρότερες συγκριτικά με 
τη Νεότερη Νεολιθική.  
Η  παρουσιαζόμενη  αλλαγή  στη  διάταξη  των  οικισμών  με  τον 
πολλαπλασιασμό  των  μικρών  θέσεων  και  άρα  τη  δημιουργία  μικρότερων 
πλεγμάτων άμεσων σχέσεων, ίσως συνδέεται με το αυξανόμενο ενδιαφέρον για 
αυτονομία του νοικοκυριού, σε μια προσπάθεια για υλοποίηση της ανεξαρτησίας 
του  από  το  ασφυκτικό  πλαίσιο  των  κοινωνικών  σχέσεων  της  Νεολιθικής 
(Halstead  1989:75,  1995:17‐8).  Ίσως  όμως  από  την  άλλη  δεν  αποτελεί  μια  
πρακτική  που  φέρνει  στο  έπακρο  την  τάση  για  απομόνωση  του  νοικοκυριού, 
αλλά μια αντίδραση στις οριακές συνθήκες των νέων εγκαταστάσεων, που στην 
ουσία αποδίδονται σε δημογραφική αύξηση.  
Η  διαφαινόμενη  αύξηση  του  πληθυσμού  κατά  την  ΠΕΧ  οδήγησε  στην 
ίδρυση νέων οικισμών οι οποίοι καταλαμβάνουν παραγωγικούς χώρους που πριν 
εκμεταλλεύονταν  οι  αραιά  τοποθετημένες  νεολιθικές  κοινότητες  που  στήριζαν 
την  αναπαραγωγή  και  επιβίωσή  τους  σε  σχέσεις  αμοιβαιότητας.  Το  γεγονός 
όμως  της  μείωσης  του  χώρου  ελέγχου  κάθε  κοινότητας  κατά  την  ΠΕΧ  λόγω 
συνωστισμού,  καθώς  και  το  γεγονός  της  αναγκαστικής  ίδρυσης  κάποιων  από 
αυτές σε πιο οριακά μέρη του τοπίου  (Καστρί, Κριαρίτσι Α’, Παταράς, Τράπεζος, 
Κούκος‐Πετριώτικο, Κούκος‐Διάπορος, Καλόγρια, Καρύδι), καλλιεργεί ένα κλίμα 
κοινωνικής  έντασης  και  διακοινοτικού  ανταγωνισμού  σε  τοπικό/περιφερειακό 
επίπεδο.  Η  εγκατάσταση  μέρους  του  πληθυσμού  σε  περιβάλλοντα  στα  οποία  η 
αγροτική  παραγωγή  ήταν  λιγότερο  αξιόπιστη  θα  πρέπει  να  προκάλεσε 
μεγαλύτερη  παραγωγική  ανισότητα  μεταξύ  των  κοινοτήτων  και  κατ’  επέκταση 
να  τροφοδότησε  τις  συνθήκες  κοινωνικής  έντασης  και  τις  προϋποθέσεις 
εγκαθίδρυσης  μιας  κοινωνικής  ιεραρχίας  (Whitelaw  2000:154).  Υποστηρίζεται 
δηλαδή  ότι  η  κοινωνική  ανισότητα  μεταξύ  των  νοικοκυριών  θα  ενίσχυσε 
σταδιακά  την  άνιση  συσσώρευση  πλούτου  στα  πετυχημένα  νοικοκυριά  και  θα 
εδραίωσε  την  παρουσία  μιας  κοινωνικής  ομάδας  εκλεκτών  που  συγκέντρωνε 
κοινωνικό κύρος και κάποιο βαθμό εξουσίας σε ενδοκοινοτικό επίπεδο (Halstead 
1994:210‐211, Halstead 1995:19). Άλλωστε, οι κοινωνικές ανισότητες, μέσα από τη 
διαφορετική  δυναμική  που  αναπτύχθηκε  κατά  τόπους,  αποτέλεσαν  την 
αφετηρία  για  μια  σειρά  από  εξελίξεις  που  οδήγησαν  τελικά  σε  μια  ιεραρχία 
οικισμών, στη δημιουργία σχέσεων επιβολής και ως εκ τούτου στην ανάγκη για 
την προώθηση αμυντικών μέτρων.  
Περιβόλους με δυνατότητα οχυρωματική συναντούμε σε πολλούς από τους 
οικισμούς  της  ΠΕΧ  (Βέτρινο  Α’,  Παλιοκάστελο,  Παταράς,  Τράπεζος,  Κούκος‐
Πετριώτικο,  Κούκος‐Διάπορος,  Καλόγρια,  Καρύδι),  όμως  τέτοιου  είδους 

177
κατασκευές  δεν  έχουν  έναν  μονοσήμαντο  αμυντικό  σκοπό,  αλλά  και  μια 
μεταφορική λειτουργία προσδιορίζοντας ένα τμήμα ή και ολόκληρο  τον οικισμό 
και εμποδίζοντας την πρόσβαση σε αυτό τόσο κυριολεκτικά όσο και συμβολικά. 
Εκτός  από  τις  προφανείς  πρακτικές  λειτουργίες,  όπως  για  παράδειγμα  την 
υποστήριξη  των  πρανών  των  γηλόφων,  ή  τον  αποκλεισμό  ανεπιθύμητων 
επισκεπτών  κάθε  είδους,  θα  πρέπει  ο  διαχωρισμός  αυτός  να  είχε  ένα  σαφές 
νόημα που οι κάτοικοι του οικισμού θα γνώριζαν πολύ καλά. Ο διαχωρισμός των 
δυνατοτήτων  μιας  μορφής  αριστοκρατικής  ηγεμονίας  από  τις  δυνατότητες  των 
υπόλοιπων  τάξεων, ο διαχωρισμός του οικισμένου χώρου από τον παραγωγικό, 
ακόμη  και  ο  γενικός  διαχωρισμός  του  πολιτισμού  από  την  φύση,  είναι  ίσως 
στοιχεία  του  νοήματος  αυτού  (Κωτσάκης  2004:64).  Η  παρουσία  τους  δηλώνει 
πέρα  από  κάθε  αμφιβολία  την  κεντρική  κοινωνική  σημασία  που  έχει  η 
διαχείριση  του  χώρου  των  οργανωμένων  οικισμών  κατά  την  ΠΕΧ,  οι  οποίοι  στη 
Σιθωνία  αποτελούν  συγκεκριμένες  χωρικές  μορφές  που  είναι  αναγνωρίσιμες 
από απόσταση και λειτουργούν ως σημεία εξουσίας και κυριαρχίας στο τοπίο, ως 
ένα  είδος  μνημείου  που  συμβολίζει  την  ισχυρή  παρουσία  και  τη  διάρκεια  της 
κοινωνικής ομάδας που κατοικεί στο γήλοφο. 
Εντούτοις,  αυτά  η  διάρκεια  κάποιων  από  αυτούς  τους  οικισμούς 
δοκιμάστηκε  στην  επόμενη  περίοδο,  την  ΜΕΧ.  Βέβαια,  τίθεται  το  ζήτημα  της 
δυνατότητας  αναγνώρισης  μιας  περιόδου  η  οποία  εντοπίζεται  επιφανειακά 
κυρίως από έναν συγκεκριμένο τύπο κεραμικής, την μινύεια, όμως η ανυπαρξία 
καταλοίπων  έστω  και  της  αμέσως  επόμενης  φάσης,  της  ΥΕΧ,  στο  μεγαλύτερο 
αριθμό  των  θέσεων  που  υπήρχαν  στην  ΠΕΧ,  δηλώνει  ότι  πολλά  επιβιωτικά 
προβλήματα  δεν  μπόρεσαν  να  αντιμετωπιστούν  αποτελεσματικά  στους 
οικισμούς  που  βρίσκονταν  σε  οριακά  περιβάλλοντα  με  λιγοστές  παραγωγικές 
δυνατότητες  και  ότι  συνεθλίβηκαν  κάτω  από  το  βάρος  της  διακοινοτικής 
ανισότητας και της κοινωνικής έντασης. Επιπλέον την ίδια κατάληξη είχαν όσοι 
οικισμοί,  βρισκόμενοι  σε  οριακά  περιβάλλοντα  του  τοπίου  με  άνιση  πρόσβαση 
στις  παραγωγικές  πηγές  και  γι’  αυτό  περισσότερο  εξαρτημένοι  από  δίκτυα 
ανταλλαγών  για  την  οικονομική  τους  επιβίωση  σε  περιόδους  κρίσεων,  δεν 
κέρδισαν  στον  ανταγωνισμό  της  αναζήτησης  εταίρων  για  διακοινοτικές 
ανταλλαγές  ακόμα  και  αν  χωροθετούνταν  σε  τοποθεσίες  οι  οποίες 
εξυπηρετούσαν  την  επικοινωνία  μεταξύ  διαφορετικών  περιοχών.  Τέτοιοι 
οικισμοί  οι  οποίοι  βρίσκονταν  σε  περιβάλλοντα  με  περιορισμένες  παραγωγικές 
δυνατότητες  είναι  ο  μεγαλύτερος  αριθμός  των  νεοϊδρυμένων  κατά  την  ΠΕΧ 
θέσεων  όπως  το  Καστρί,  το  Κριαρίτσι  Α’,  ο  Πύργος‐Μυτάρι,  ο  Παταράς,  ο 
Τράπεζος,  ο  Κούκος‐Πετριώτικο,  ο  Κούκος‐Διάπορος,  η  Καλόγρια,  το  Καρύδι, 
αλλά  και  ο  παλαιός  Πέτρος.  Μάλιστα,  παρά  τον  θαλάσσιο  προσανατολισμό 
αρκετών  από  τους  παραπάνω  οικισμούς,  δεν  ανταπεξήλθαν  ικανοποιητικά  στη 
σύνδεσή  τους  με  εκτεταμένα  δίκτυα  διακοινοτικών  ανταλλαγών,  παρά  την 

178
ενεργή  εμπλοκή  τους  σε  αυτά  ‐όπως  παραδείγματος  χάρη  ο  Τράπεζος  με  τις 
λίθινες  ανθρωπόμορφες  στήλες  που  εντάσσονται  σε  έναν  πολύ  εκτεταμένο 
πολιτισμικό κύκλο‐, ίσως και λόγω της μικρής ακόμα σημασίας των θαλάσσιων 
δρόμων  σε  τόσο  πρώιμες  εποχές.  Απεναντίας,  οικισμοί  οι  οποίοι  πέτυχαν  τον 
έλεγχο  των  σημαντικότερων  παραγωγικών  πηγών  της  περιοχής  και 
διαδραμάτιζαν  ενδεχομένως  κεντρικό  ρόλο  στον  έλεγχο  των  διακοινοτικών 
σχέσεων  και  των  ανταλλαγών  που  πραγματοποιούνταν  μέσα  από  αυτές, 
συνέχισαν να υφίστανται και στην ΜΕΧ εποχή.  
Τέτοιοι  οικισμοί  οι  οποίοι  μέσα  στην  οικονομική  και  κοινωνική  ανισότητα 
της  νέας  κοινωνικής  δομής  βρέθηκαν  ψηλά  στην  κλίμακα  της  διακοινοτικής 
ιεραρχικής οργάνωσης είναι οι θέσεις Παλιοκάστελο, Τορώνη, Πύργος‐Συκιά και 
Βέτρινο  Α’  με  τα  σημαντικά  παραγωγικά  εχέγγυα,  οι  οποίες  στο  μεγαλύτερο 
μέρος  τους  είχαν  δοκιμαστεί  στο  χρόνο  και  κατάφεραν  να  αφομοιώσουν  τους 
κραδασμούς  των  μεταβαλλόμενων  κοινωνικοοικονομικών  συνθηκών  της 
καινούριας εποχής (Χάρτης 16Α, Χάρτης 16Β).  
Στο  επόμενο  διάστημα  της  ΥΕΧ,  οι  οικισμοί  που  είχαν  ανταπεξέλθει  με 
επιτυχία  στις  δυσκολίες  των  προηγούμενων  εποχών  συνεχίζουν  να 
αναπτύσσονται.  Αυτοί  οι  οικισμοί  είναι  το  Παλιοκάστελο,  η  Τορώνη  και  το 
Βέτρινο  Α’,  οι  οποίοι,  όπως  προαναφέρθηκε,  με  τον  έλεγχο  της  παραγωγής  και 
του τοπικού πλεονάσματος ενίσχυσαν την κοινωνική τους θέση και το ρόλο τους 
σε  διακοινοτικό  επίπεδο  δημιουργώντας  πιο  στέρεα  θεμέλια  για  την  ιεραρχική 
οργάνωση  της  κοινωνικής  δομής  (Halstead  1995:17‐19).  Επιπλέον  κατά  την  ΥΕΧ 
επανακατοικούνται  ‐αν  είχαν  σταματήσει  καθόλου  κατά  την  ΜΕΧ‐  οι  θέσεις 
Πύργος‐Μυτάρι  και  Τράπεζος,  ενώ  πρωτοεμφανίζονται  οι  παράκτιοι  οικισμοί 
Τριπόταμος, Γιωνάς, Κώχι και Αζάπικο Β’ (Χάρτης 17Α, Χάρτης 17Β). Φαίνεται ότι 
και  σε  αυτή  την  εποχή  η  παραγωγική  ανισότητα  μεταξύ  των  οικισμών  και  το 
συνακόλουθο  κλίμα  κοινωνικής  έντασης,  θα  επέβαλλε  την  οικονομική  και 
κοινωνική  στήριξη  σε  ένα  εκτεταμένο  δίκτυο    διακοινοτικών  επαφών  και 
ανταλλαγών  το  οποίο  επιβεβαιώνεται  από  τα  χωροταξικά  δεδομένα  που 
αποκαλύπτουν  ότι  η  πρόσβαση  σε  φυσικά  περάσματα,  ο  έλεγχος  των  αξόνων 
επικοινωνίας  και  η  εξάπλωση  των  θέσεων  σε  παράκτιες  περιοχές  αποτελούν 
βασικά  χαρακτηριστικά  της  ανθρώπινης  παρουσίας  κατά  την  ΥΕΧ,  καθώς  και 
από  την  πολιτισμική  συγγένεια  της  κεραμικής  μεταξύ  διαφορετικών 
απομακρυσμένων περιοχών.  
Η  αλληλεπίδραση  μεταξύ  πληθυσμιακών  ομάδων  από  διάφορα  μέρη  του 
ελλαδικού  χώρου  αποκτά  ακόμα  πιο  έντονο  χαρακτήρα  και  μεγαλύτερη 
εμβέλεια κατά την ΠΕΣ (Χάρτης 18Α, Χάρτης 18Β) επιβεβαιώνοντας την κλίμακα 
των  διακοινοτικών  επαφών  και  κατ’  επέκταση  την  οικονομική  και  κοινωνική 
τους  σπουδαιότητα.  Μάλιστα  σε  αυτή  την  εποχή  το  δίκτυο  διακοινοτικών 
ανταλλαγών  μπορεί  να  χαρακτηριστεί  ως  εμπόριο  του  οποίου  η  ανάπτυξη 

179
πιθανώς υπήρξε ένας βασικός παράγοντας για την πρωτόγνωρη εξάπλωση της 
ανθρώπινης  παρουσίας  στα  παράλια  της  Σιθωνίας,  όχι  μόνο  λόγω  των 
εσωτερικών  ανακατατάξεων  και  των  νέων  δυνατοτήτων  που  δημιουργούνταν 
από  το  εκτεταμένο  δίκτυο  για  μια  δημογραφική  έκρηξη,  αλλά  και  λόγω  των 
αποικιστικών  τάσεων  της  Νότιας  Ελλάδας  που  προσπαθούσε  με  τη  σειρά  της, 
δημιουργώντας  εμπορικές  βάσεις,  να  ελέγξει  προς  όφελός  της  αυτό  το  δίκτυο 
στο  οποίο  συμμετείχε  ώστε  να  εκτονώσει  τις  δικές  της  κοινωνικοοικονομικές 
εντάσεις.  Η  ενεργή  συμμετοχή  των  παράκτιων  θέσεων  της  Σιθωνίας 
(Παλιοκάστελο,  Καστρί,  Σπαθιές,  Λαγόμαντρα  Α’,  Λαγόμαντρα  Β’,  Αζάπικο  Α’, 
Τορώνη,  Κριαρίτσι  Β’,  Πύργος‐Μυτάρι,  Ξυλένιος  Πύργος,  Κόκκαλο,  Παλιόχωρα, 
Άμπελος,  Βουρβουρού,  Τριπόταμος,  Γιωνάς,  Μαρτζιβάνος,  Βοδόκολο,  Οικισμός 
των  Καθηγητών,  Ελιά,  Πόρτο  Καρράς)  στη  λειτουργία  του  δικτύου 
αναγνωρίζεται  χωροταξικά  από  τη  χωροθέτηση  των  θέσεων  σε  σημεία  κλειδιά 
για την πρόσβαση σε θαλάσσιους δρόμους, σε καλά λιμάνια, αλλά και σε σημεία 
ελέγχου  της  μετάβασης  από  την  ενδοχώρα  στις  παραλιακές  περιοχές  και  από 
εκεί στους θαλάσσιους δρόμους (Broodbank 2000:278) (Χάρτης 19Α, Χάρτης 19Β). 
Εξίσου  όμως  εντυπωσιακή  είναι  η  καταφυγή  των  ανθρώπων  στη  λοφώδη 
ενδοχώρα  της  Σιθωνίας,  η  οποία  μπορεί  να  ήταν    ένας  μηχανισμός  αντίδρασης 
των  ντόπιων  στη  ραγδαία  έλευση  νέων  πληθυσμιακών  ομάδων,  ξένων  προς  τη 
Σιθωνία,  που  επέλεγαν  τις  παράκτιες  περιοχές  κι  όχι  το  ανασφαλές,  από  κάθε 
άποψη,  εσωτερικό.  Αυτή  την  εικόνα  ενισχύει  το  γεγονός  της  κατασκευής 
περιβόλων σε πολλούς από τους οικισμούς της ΠΕΣ τόσο στην ακτογραμμή όσο 
και στο λοφώδες εσωτερικό. Συγκεκριμένα περίβολοι που πιθανώς αποτελούσαν 
οχυρωματικά  έργα  τα  οποία  αποτελούν  ενδείξεις  αντιπαλότητας  και 
ανταγωνισμών, βρίσκονται στις θέσεις Παλιοκάστελο, Τράπεζος, Τορώνη, Άγιος 
Αθανάσιος,  Μαρτζιβάνος,  Λαγόμαντρα  Α’,  Τριπόταμος,  Παλιόχωρα‐
Ν.Μαρμαράς,  Κούκος‐Πετριώτικο,  Μπουρούνα,  Στρογγυλό  Ραχώνι,  Κούκος‐
Συκιά, Αράπης, Βραχωτό και Αβραάμ. Επιπλέον, αυτές οι θέσεις με περιβόλους 
φαίνεται να εντάσσονται σε ένα σύστημα κεντρικών πολιτισμικών διαδικασιών, 
όπως  ο  έλεγχος  της  επικοινωνίας  μέσω  χερσαίων  ή  θαλάσσιων  δρόμων, 
οικονομικών  δοσοληψιών  και  του  δικτύου  ανταλλαγών  καθώς  και 
τελετουργικών  λειτουργιών  (Ευστρατίου  2002:89).  Βέβαια  εκτός  των  αμυντικών 
και ελεγκτικών λόγων που εξυπηρετούν, οι συγκεκριμένοι περίβολοι αποτελούν 
σύμβολα  ισχύος  (Harding  2000:303)  και  αδιαπραγμάτευτης  οριοθέτησης  ενός 
συγκεκριμένου  χώρου  του  οποίου  η  εξέχουσα  σημασία  έναντι  των  υπολοίπων 
αποφασίζεται να αποσαφηνιστεί με έναν πολύ έκδηλο τρόπο.  
Από  την  άλλη,  η  ραγδαία  εξάπλωση  της  ανθρώπινης  παρουσίας  σε  μέρη 
του  τοπίου  που  χαρακτηρίζονται  οριακά,  όπως  τα  άγονα  και  ξηρά  εδάφη  στα 
πρανή  του  έντονου  ανάγλυφου  στην  ενδοχώρα  της  Σιθωνίας  (Κούκος‐Συκιά, 
Βέτρινο  Α’,  Αβραάμ,  Πυργούδια,  Προφήτης  Ηλίας,  Ογλάς,  Τράπεζος,  Αράπης, 

180
Βραχωτό,  Άγιος  Αθανάσιος,  Τορός,  Παλιόχωρα‐Ν.Μαρμαράς,  Στρογγυλό 
Ραχώνι,  Μπαρούμα  η  Καλύβα,  Μπουρούνα,  Κοκώνη  η  Τούμπα,  Πυροφυλάκιο 
Συκιάς)  (Χάρτης  20Α,  Χάρτης  20Β,  Χάρτης  21Α,  Χάρτης  21Β)  μπορεί  να  ήταν  η 
αιτία και το αποτέλεσμα της εδραίωσης ορισμένων οικονομικών και κοινωνικών 
χαρακτηριστικών  όπως  η  εξάπλωση  της  εκτροφής  των  ζώων  που    συνοδεύτηκε 
από  την  έμφαση  στην  υπερπαραγωγή  με  σκοπό  τη  δημιουργία  πλεονάσματος 
και την αποθησαύριση. Η αυξημένη στήριξη στην κτηνοτροφική παραγωγή και 
η διαφοροποίηση στην πρακτική της καλλιέργειας, οι οποίες συνιστούν μαζί μια 
συνολική στρατηγική διαβίωσης  στο πλαίσιο της οποίας θα πρέπει  να υπήρξαν 
τοπικές  διαφοροποιήσεις  σε  συνάρτηση  με  πολιτισμικούς  παράγοντες  και  με 
βάση  την  τοπική  οικολογία,  υπήρξαν  δύο  βασικές  οικονομικές  επιλογές  στα 
οριακά  περιβάλλοντα  της  Σιθωνίας  όπου  οι  άνθρωποι  βρήκαν  τον  τρόπο  να 
δημιουργήσουν ευνοϊκούς όρους επιβίωσης, αξιοποιώντας τις ευκαιρίες που τους 
προσφέρονταν  (Whitelaw  2000:145,  Broodbank  2000:155).  Ο  κίνδυνος  όμως 
αποτυχίας  της  λιγότερο  αξιόπιστης  πρακτικής  της  καλλιέργειας  (Halstead 
2000:121)  αποτέλεσε  το  κίνητρο  για  τη  μεγαλύτερη  στήριξη  των  οικισμών  στις 
δυνατότητες  που  πρόσφεραν  τα  ζώα,  αξιοποιώντας  τα  οικονομικά  και 
κοινωνικά. Η οικονομική εκμετάλλευση των ζώων αφορούσε στην κατανάλωση 
του  διαθέσιμου  κρέατος  και  στην  έμμεση  αποθήκευση  του  πλεονάσματος  των 
σιτηρών  με  την  πάχυνση  των  ζώων,  αλλά  και  στην  αξιοποίηση  των 
ανανεώσιμων  ζωικών  προϊόντων,  δηλαδή  του  γάλατος,  του  μαλλιού  και  της 
ζωικής  δύναμης  που  πρόσφεραν  τη  δυνατότητα  παραγωγής  και  κατασκευής 
ανταλλάξιμων  προϊόντων  και  της  ενίσχυσης  στην  καλλιέργεια  χωραφιών  και 
στη μεταφορά σοδειών. Η κοινωνική διάσταση της στήριξης στα ζώα αφορούσε 
στη  στερέωση  κοινωνικών  δεσμών  μεταξύ  των  οικισμών  με  την  ανταλλαγή 
ζώων και κρέατος, με δεδομένο ότι τα ζωντανά ζώα αποτελούσαν το μόνο είδος 
τροφής  που  μεταφέρονταν  εύκολα.  Επιπλέον,  μια  μικρής  κλίμακας  εποχική 
μετακίνηση  των  ζώων  για  τις  ανάγκες  της  βοσκής  θα  ευνοούσε  τις 
περιστασιακές  συναντήσεις  και  την  αλληλεπίδραση  μεταξύ  ομάδων 
διαφορετικών οικισμών (Halstead 1996a:35). 
Τέλος,  μέσα  από  τη  διαχρονική  προσέγγιση  όλων  των  οικισμών, 
λαμβάνοντας  υπόψη  κριτήρια  μεγέθους  τους  (Χάρτης  22Α,  Χάρτης  22Β,  Χάρτης 
23Α, Χάρτης 23Β), χωροθέτησής τους σε σχέση με προνομιακά περιβάλλοντα και 
στρατηγικά σημεία ελέγχου διαβάσεων και ανταλλαγών και σήμανσής τους με 
μνημειακού χαρακτήρα κατασκευές (Barret 1999b:254), μπορεί να αποκατασταθεί 
ένα  στενά  τοπικό  δίκτυο  διακοινοτικής  ιεραρχίας  ανά  περίοδο.  Κατά  τις 
προνεολιθικές  φάσεις,  αλλά  ακόμα  και  κατά  τις  Πρώιμες  Νεολιθικές,  είναι 
εμφανές ότι τόσο τα μεγέθη των θέσεων, όσο και τα ύψη των επιχώσεών τους δε 
δημιουργούν  την  εικόνα  υπεροχής  μιας  θέσης  έναντι  κάποιας  άλλης,  αν  και  η 
θέση  Πέτρος  ίσως  δίνει  μια  διαφορετική  αίσθηση.  Επιπλέον,  κατά  την  ΝΝ, 

181
παρότι  τόσο  ο  χαρακτήρας  των  κοινωνικών  δομών,  όσο  και  η  σημαντική 
απόσταση των θέσεων μεταξύ τους δεν επιτρέπει να μιλήσουμε για  κεντρικούς 
οικισμούς,  θα  μπορούσε  να  τονιστεί  πάλι  με  βάση  όσα  λέχθηκαν  παραπάνω  η 
σημασία  του  οικισμού  Βέτρινο  Α’  για  την  περιοχή  του  ισθμού,  όπου  άλλωστε 
δεσπόζει και του οικισμού της Τορώνης και του Πύργου‐Συκιάς για την ευρύτερη 
περιοχή  της  Νοτιοδυτικής  Σιθωνίας  την  αντίστοιχη  περίοδο.  Από  την 
παρατήρηση του επιφανειακού υλικού και την εικόνα που σχηματίστηκε για τις 
αυξομειώσεις του ανά περίοδο σε κάθε θέση, φαίνεται ότι κατά την ΠΕΧ, εκτός 
της  θέσης  Βέτρινο  Α’,  αναδεικνύεται  στην  περιοχή  του  ισθμού  κι  ο  οικισμός 
Παλιοκάστελο, ενώ στην ΠΕΣ το κέντρο βάρους χωρίς να μετατεθεί για την ίδια 
περιοχή,  ίσως  κατανέμεται  και  στους  οικισμούς  Αράπης  και  Πύργος‐Μυτάρι 
Ανατολικά  και  Λαγόμαντρα  Α’  και  Καστρί  Δυτικά.  Ο  οικισμός  της  Τορώνης 
διατηρεί  τα  ηνία  σε  όλη  τη  διάρκεια  της  προϊστορίας  στην  περιοχή  του  και  στις 
εκτάσεις  γύρω  από  αυτή.  Βέβαια,  δε  θα  πρέπει  να  αποκλείσουμε  το  γεγονός 
κάποιος  άλλος  οικισμός,  όπως  του  Τράπεζου  να  μην  υπολειπόταν  σε  σημασία 
καθ’όλη  τη  διάρκεια  κατοίκησής  του,  αλλά  κάτι  αντίστοιχο  να  ισχύει  και  για 
τους οικισμούς της Παλιόχωρας‐Συκιά, του Στρογγυλού Ραχωνιού, του Αζάπικου 
Α’,  του  Κούκου‐Συκιά  και  της  Παλιόχωρας‐Ν.Μαρμαράς  κατά  την  ΠΕΣ 
(Διάγραμμα 14, Διάγραμμα 16).  
Μέσα  από  την  προσπάθεια  προσέγγισης  της  εικόνας  της  Σιθωνίας,  όπως 
αυτή  διαμορφώνεται  από  την  αυξομείωση  του  αριθμού  των  θέσεων,  του 
συσχετισμού  τους  με  τα  περιβαλλοντικά  δεδομένα,  της  παρουσίασης  των 
μεγεθών  τους  και  των  στοιχείων  που  παραπέμπουν  στην  ύπαρξη  ενός 
ιεραρχημένου  διακοινοτικού  δικτύου,  αντιλαμβανόμαστε  ότι  οι  λόγοι  που 
οδηγούν  σε  μια  επιτυχή  μακρόβια  παρουσία  κάποιων  οικισμών  και  στην 
εγκατάλειψη  και  πρώτη  εμφάνιση  κάποιων  άλλων  σε  συγκεκριμένα 
περιβάλλοντα,  σχετίζονται  τόσο  με  την  οικονομική  όσο  και  με  την  κοινωνική 
διάσταση  που  αποκτά  ο  χώρος  μετά  τη  δραστηριοποίηση  του  ανθρώπου. 
Πρόκειται  για  ένα  χώρο  που  παράγεται,  αναπαράγεται  και  μετασχηματίζεται 
μέσω  της  δράσης  των  ενεργών  υποκειμένων  που  τον  νοηματοδοτούν 
συμμετέχοντας σε συγκρουσιακές σχέσεις δύναμης κι εξουσίας. Τα νοήματα που 
εγγράφονται  στο  χώρο,  του  προσδίδουν  μια  δυναμική  στρατηγική σημασία  που 
υπόκειται  σε  συνεχή  διαδικασία  ερμηνείας  κι  επανερμηνείας  μέσα  από  την 
κίνηση  του  ανθρώπου  από  τόπο  σε  τόπο.  Κάτι  τέτοιο  γίνεται  εμφανές  όχι  μόνο 
από  τη  μορφή  και  τη  χωροθέτηση  των  οικισμών,  αλλά  και  των  αυτόνομων 
ευρημάτων. Έτσι παραδείγματος χάρη, τα πολλά διασκορπισμένα εργαλεία της 
Μεσολιθικής  ανακαλούν  για  τους  κυνηγούς‐τροφοσυλλέκτες  τις  προηγούμενες 
επαφές τους με το περιβάλλον και με άλλες ομάδες ανθρώπων και με αυτόν τον 
τρόπο  το  τοπίο  αποκτά  μια  ιστορία  την  οποία  οι  άνθρωποι  μπορούν  να 
αναγνωρίσουν  και  να  διαβάσουν  μέσα  σε  αυτό.  Από  την  άλλη,  ο  κοινωνικός 

182
χώρος  της  μνήμης  κατά  το  τέλος  της  Νεολιθικής  δε  φαίνεται  τόσο  να  παράγει 
αφηγήσεις  σε  σχέση  με  την  κίνηση  μέσα  στο  ευρύτερο  περιβάλλον,  αλλά  είναι 
εμπεδωμένη  στα  νεολιθικά  ανθρωπογενή  εξάρματα  όπου  βρίσκεται 
στρωματογραφημένη  η  ανθρώπινη  εμπειρία  και  το  παρελθόν  με  το  οποίο  η 
σχέση  είναι  ουσιαστική  (Κωτσάκης  2004:66).  Αντιλαμβανόμαστε  έτσι  ότι  τη 
διαφορετική  έμφαση  που  δίνεται  σε  ξεχωριστά  στοιχεία  του  τοπίου  ανά  εποχή 
και  η  οποία  σχετίζεται  με  τις  κοινωνικοοικονομικές  επιδιώξεις  των  δρώντων 
κοινωνικών υποκειμένων, οφείλουμε να τη μελετάμε και να μην περιοριζόμαστε 
σε  μια  απλοϊκή  παράθεση  των  αριθμητικών  δεδομένων  αυξομείωσης  των 
θέσεων  από  περίοδο  σε  περίοδο  και  της  συσχέτισής  τους  με  περιβαλλοντικές 
παραμέτρους χωρίς άλλες προεκτάσεις που υποβιβάζει το τοπίο σε ένα ουδέτερο 
και  ομοιογενές  πλαίσιο  αναφοράς,  ένα  αντικείμενο  ελέγχου  και  χρήσης 
αποχωρισμένο από την ιστορία.   

183
Ε. ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΚΑ ΤΟΠΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ 

Στην  προσπάθειά  μας  να  αποσαφηνίσουμε  τον  τρόπο  με  τον  οποίο  ο 
άνθρωπος  μετασχηματίζει  τα  φυσικά  τοπία  μετατρέποντάς  τα  σε  στοιχεία  του 
πολιτισμού του, οφείλουμε να συμπεριλάβουμε και τη μελέτη για τον τρόπο με 
τον οποίο ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται την ιερότητα μέσα στα τοπία.  
Η  εξέταση  της  ιερότητας,  ως  μια  εννοιολογική  κατηγορία  που  εντάσσεται 
στο  πεδίο  της  ιδεολογίας,  ισοδυναμεί  με  την  εξέταση  του  πώς  τα  συμβολικά 
νοήματα  επιστρατεύονται  για  να  διαμορφωθεί  η  κοινωνία  ομογενοποιητικά  ή 
για  να  νομιμοποιηθούν  τα  τμηματικά  συμφέροντα  των  ομάδων  που 
εμπλέκονται  στη  διαρκή  διαπραγμάτευση  της  εξουσίας.  Αυτές  οι 
διακανονισμένες σχέσεις εξάρτησης μεταξύ ομάδων ανθρώπων διαμορφώνονται 
από ενέργειες οι οποίες επηρεάζουν και ταυτόχρονα επηρεάζονται από κανόνες 
τους  οποίους  η  ιδεολογία,  ως  πρακτική  που  λειτουργεί  για  να  εξασφαλίζει  την 
αναπαραγωγή των σχέσεων κυριαρχίας, αποκρύπτει (Shanks and Tilley 1982:130, 
Parker Pearson 1982:100). 
Η ιδεολογία όμως δε μπορεί να εννοηθεί αποκλειστικά ως κοινή για όλους. 
Απεναντίας,  οι  αντιφάσεις  που  εμφανίζονται  στο  πλαίσιο  των  κοινωνικών 
σχέσεων παραγωγής σε συγκεκριμένα ιστορικά και πολιτιστικά συμφραζόμενα, 
είναι  δυνατό  να  υποθάλψουν  διαφορετικές  ιδεολογίες  που  να  αλληλεπιδρούν, 
υπονομεύοντας  την  κυρίαρχη  ιδεολογία,  αφού  τα  άτομα  ως  ενεργά  κοινωνικά 
υποκείμενα, μπορούν να διαμορφώσουν και να διαπραγματευτούν τις δικές τους 
συνθήκες  ύπαρξης  και  το  συμβολικό  τους  κόσμο  (Hodder  2002:125).  Το 
συμβολικό  τους  κόσμο  τα  άτομα  τον  αποτυπώνουν  κατά  τρόπο  υλικό  κι  ορατό 
στο  τοπίο  με  διάφορους  τρόπους,  αλλά  κυρίως  μέσα  από  τη  δημιουργία 
τελετουργικών θέσεων οι οποίες σηματοδοτούν στοιχεία της ιδεολογίας, όπως η 
δύναμη και η ιερότητα. 
Αυτές  οι  θέσεις  του  τελετουργικού  τοπίου,  οι  οποίες  ανάμεσα  σε  άλλα 
μπορεί  να  είναι  τόσο  θέσεις  νεκρικού  χαρακτήρα,  όσο  και  θέσεις  ιερών,  τις 
περισσότερες  φορές  λόγω  της  μνημειακής  κατασκευαστικής  τους  αποτύπωσης, 
συμβολίζουν  κάτι  αναλλοίωτο  και  μόνιμο,  σε  αντίθεση  με  την  μεταβαλλόμενη 
καθημερινότητα  των  οικισμών.  Τα  υλικά  σημαίνοντα  των  τελετουργικών 
τοπίων,  υποβοηθούμενα  μάλιστα  από  τα  φυσιογραφικά  χαρακτηριστικά  και  τη 
σημασιολογική (ιδεολογική, θρησκευτική) βαρύτητα των τοπίων, λειτουργούν ως 
φορείς  της  μνήμης  συμβάλλοντας  στην  ολοκλήρωση  της  ταυτότητας  των 
ατόμων  και  στο  χτίσιμο  συνεκτικών  δεσμών  μεταξύ  τους  οι  οποίοι  ενισχύονται 
επιπλέον  μέσα  από  τελετουργίες.  Η  σημασία  της  μνήμης  στη  μελέτη  των 
τελετουργικών  τοπίων  έχει  πρωτεύοντα  ρόλο,  αφού  οι  τελετουργικές 

184
κατασκευές,  αποτελούν,  ως  μόνιμα  και  ιδιαιτέρως  διακριτά  στοιχεία  του 
περιβάλλοντος  όπου  κινούνται  οι  άνθρωποι,  μνημεία,  κομμάτι  δηλαδή  του 
υλικού πολιτισμού της μνήμης (Βradley 1998:90). Στα μνημεία του τελετουργικού 
τοπίου  άλλωστε,  ο  κόσμος  συγκεντρώνεται  για  να  επεξεργαστεί  αυτό  που  ήδη 
έχει συμβεί κατά το παρελθόν. Έτσι, π.χ. τα νεκροταφεία εμπεριέχουν στοιχεία 
του παρελθόντος τα οποία αποτυπώνονται στη συλλογική μνήμη ορίζοντας τις 
σχέσεις  της  κοινότητας  με  τους  προγόνους  και    ‐μέσω  αυτών‐  τη  διαχρονική 
σχέση  του  ανθρώπου  με  το  τοπίο  στο  οποίο  δραστηριοποιείται  (Bradley  1998:68, 
Barrett  1999b:253).  Ο  τελετουργικός  συμβολισμός  λοιπόν  αναφέρεται  σε  μία 
έκφραση  των  σύγχρονων  σχέσεων  δύναμης,  με  το  παρελθόν  να  διαπερνά  το 
παρόν,  ιδιαίτερα  με  τη  μορφή  προγόνων  κι  άλλων  υπερφυσικών  υπάρξεων  και 
να το νομιμοποιεί (Parker‐Pearson 1982:112).  
Επιπλέον,  οι  τελετουργικές  θέσεις,  ως  δυναμικά  στοιχεία  σήμανσης  του 
περιβάλλοντος,  το  οποίο  με  τη  διαμόρφωσή  του  από  τον  προϊστορικό  άνθρωπο 
μετατρέπεται  σε  πολιτισμικό  μέγεθος,  δεν  αποτελούν  απλώς  διασκορπισμένα 
μνημεία  μέσα  σε  έναν  αφηρημένο  χώρο,  αλλά  διαμορφώνουν  ένα  τοπίο,  του 
οποίου  οι  κοινωνικές  και  συμβολικές  διαστάσεις  διαχέονται  σε  ολόκληρο  το 
χωροχρονικό  πλαίσιο  ενός  πολιτισμού  και  αποτελούν  κομμάτι  του  συνολικού 
γίγνεσθαι  της  καθημερινής  ζωής  του  ανθρώπου  ενταγμένο  στον  κύκλο  των 
εορτών και τελετουργιών του (Barrett 1999b:263). Για παράδειγμα, τελετουργικές 
θέσεις που  γειτνιάζουν με  οικισμούς, ή αποτελούν στοιχεία του οπτικού πεδίου 
των  ανθρώπων  που  κατοικούν  σε  αυτούς,  θεωρούνται  πως  αποτελούν  κομμάτι 
της «καθημερινότητας» των κοινοτήτων.  
Το  ζήτημα  της  τοπογραφίας  των  τελετουργικών  θέσεων    λοιπόν,  έχει 
καθοριστική σημασία. Η τοποθέτηση μάλιστα ενός μνημείου στο χώρο σημαίνει 
μία  ιεράρχηση  στη  λήψη  αποφάσεων  σχετικά  με  αυτά.  Η  ιεράρχηση  αυτή 
εκφράζεται σε πεδία όπως η θέση του μνημείου στο χώρο και σε σχέση με άλλα 
μνημεία  ή  οικισμούς  καθώς  και  με  το  φυσικό  περιβάλλον.  Ακόμη  και  «απλές» 
τελετουργικές θέσεις, έχουν συνήθως μια σύνθετη σχέση με την τοπογραφία και 
μπορεί  η  θέση  τους  στο  χώρο,  λόγω  του  ότι  είναι  συνεχώς  ορατή,  να  εκθέτει 
σαφώς  και  διαρκώς  τις  ανθρώπινες  σχέσεις  και  να  αποτελεί  έναν  τρόπο 
καθορισμού των κοινωνικών ομάδων. Από την άλλη, η διαδικασία της επιλογής 
του  κατάλληλου  σημείου  για  μια  τελετουργική  θέση,  μπορεί    συχνά  να 
σχετίζεται  με  διαπραγματεύσεις  μεταξύ  ατόμων  που  προβάλλουν  διεκδικήσεις 
σε σχέση με αυτήν, στο  πλαίσιο κοινωνικών σχέσεων που έχουν θεσμοποιηθεί. 
Η  θέση  του  τελετουργικού  τοπίου  αποκαλύπτει  επίσης  την  επιθυμία  όσων 
δεσμεύονται  στη  δόμηση  των  τελετουργικών  πράξεων,  να  παραπέμψουν  κατά 
τρόπο  υλικό  κι  ορατό  στο  ιερό  δίνοντας  μέσω  της  μακροπρόθεσμης 
αναπαραγωγής της ιερότητας ενός τόπου μια θεσμικότητα σε αυτή τη σχέση. Η 
θέση  μάλιστα  μπορεί  να  έχει  τέτοια  σημασία,  ώστε  το  ίδιο  το  μνημείο  να  έχει 

185
ειδικά επιλεγεί για να διαμορφωθούν χωροταξικά στοιχεία. Βέβαια, μία αλλαγή 
στον τρόπο χρήσης του χώρου, οδηγεί στην αλλαγή του πώς γίνεται κατανοητός 
ο  χώρος.  Η  διατήρηση  από  την  άλλη,  μιας  τελετουργικής  θέσης  και  η 
επανειλημμένη  χρήση  της  κατά  τη  διάρκεια  μίας  χρονικής  περιόδου,  γεννά 
ερωτήματα για το πώς οι πρακτικές διατηρούνται και γίνονται παράδοση, ενώ οι 
κοινωνικές  δομές  αναπτύσσονται  και  αναπαράγονται  τόσο  στο  πλαίσιο  της 
καθημερινότητας όσο και της ευκαιριακής δράσης (Boyd 2002: 20‐23). 
Τα παραπάνω ζητήματα της τοπογραφίας των τελετουργικών θέσεων  και 
του  τρόπου  με  τον  οποίο  ο  άνθρωπος  αντιλαμβάνεται  την  ιερότητα  μέσα  στα 
τοπία,  καθώς  και  του  τρόπου  που  το  τελετουργικό  τοπίο,  ανατροφοδοτούμενο 
από  την  ιδεολογία,  εξασφαλίζει  την  κοινωνική  συνοχή  και  διατηρεί  την 
κοινωνική  διαφοροποίηση,  θα  ερευνηθούν  στη  συνέχεια  προκειμένου  να 
διαφωτιστεί περισσότερο η σχέση του προϊστορικού ανθρώπου με το χώρο στην 
περιοχή  Σιθωνίας.  Πάντα  βέβαια  μέσα  από  το  περιοριστικό  πρίσμα  μόνο  των 
αρχαιολογικά ανιχνεύσιμων πληροφοριών των τελετουργικών μνημείων. 
 
ΤΟΠΙΑ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ 
Σύμφωνα με αυτά που αναφέρθηκαν πριν για τις θέσεις του τελετουργικού 
τοπίου  γενικότερα,  η  χρήση  του  παρελθόντος  δεν  είναι  συμπτωματική,  αλλά 
γίνεται  σκόπιμα  η  επίκλησή  του  ως  μέσο  διαπραγμάτευσης  της  κοινωνικής 
ταυτότητας.  Η  επίκληση  αυτή  ειδικότερα  στα  τοπία  των  νεκρών,  δηλαδή  των 
θέσεων  νεκροταφείων  ή  μεμονωμένων  τάφων,  είναι    ακόμα  πιο    συνειδητή  και 
γίνεται με σκοπό τον ιδεολογικό προσανατολισμό του παρόντος, σε σχέση με τη 
νομιμοποίηση της δύναμης και της ανισότητας.  
Μέσα  από  τα  νεκροταφεία  αναδεικνύεται  ο  τρόπος  με  τον  οποίο  οι 
ζωντανοί  αντιλαμβάνονται  και  χρησιμοποιούν  το  χώρο,  στο  πλαίσιο  των 
κοινωνικών  στρατηγικών  που  κατά  περίπτωση  υιοθετούν  γιατί  τελικά,  οι 
ζωντανοί  είναι  αυτοί  που  χρησιμοποιούν  τα  μνημεία  στη  διατήρηση  ή  στο 
μετασχηματισμό της κοινωνικής διαφοροποίησης  (Brown 1995:4‐5). Βεβαίως, δεν 
είναι δεδομένο ότι οι ζωντανοί θα επιλέξουν να εκφράσουν ευθέως μέσα από τα 
ταφικά μνημεία την κοινωνική πραγματικότητα ως έχει, γιατί η ταφή δεν είναι 
απλώς μια παθητική αντανάκλαση αντιλήψεων για τη μεταθανάτια ζωή, αλλά 
αποτελεί  μια  αρένα  δραστηριοτήτων  στην  οποία  διαμορφώνονται  οι  κοινωνικοί 
θεσμοί και γίνονται δεκτοί ή απορρίπτονται οι κοινωνικοί ρόλοι  (Parker‐Pearson 
2001:84,  Morris  1997:29).  Η  επιθυμία  των  ζωντανών,  είτε  να  εκφράσουν  με 
μεγαλύτερη  ακρίβεια  την  κοινωνική  ταυτότητα  του  νεκρού  είτε  να 
δημιουργήσουν σε σχέση με αυτόν ένα υψηλό γόητρο, ικανό να υποδείξει και τη 
δική  τους  υψηλή  κοινωνική  θέση  μέσα  στην  κοινωνία  με  τις  κυρίαρχες  σχέσεις 
δύναμης,  είναι  αυτή  που  οδηγεί  στην  κατασκευή  του  ταφικού  μνημείου  ως 
μηχανισμού  νοηματοδότησης  του  κόσμου  και  δημιουργίας  ασύμμετρων 

186
σχέσεων.  Επιπλέον,  η  σύνδεση  του  τάφου  με  την  κοινωνική  αναπαραγωγή  και 
τη  γενεαλογία,  ανεξάρτητα  από  το  αν  μέσω  αυτού  δίνεται  έμφαση  στην 
ατομικότητα  ή  στην  έκφραση  της  συλλογικής  ταυτότητας,  τον  καθιστά  το  πιο 
υποβλητικό και άμεσο μέσο συμβολισμού για μια κοινωνία που θεμελιώνει την 
ιστορικότητά  της  στην  καταγωγή  και  εντάσσει  στο  καθημερινό  λεξιλόγιο  της 
κοινωνικο‐πολιτικής της δράσης ιστορικές αναφορές.  
Μελετώντας λοιπόν τα νεκροταφεία ή τα μεμονωμένα ταφικά μνημεία ως 
χώρους ιδιαίτερου ενδιαφέροντος μέσα στο τοπίο, είναι δυνατό να προσεγγισθεί 
η  κοινωνική  δομή,  αλλά  και  ο  τρόπος  με  τον  οποίο  αντιλαμβάνονταν  την 
κοινωνική  τους  ταυτότητα  και  τις  κοινωνικές  τους  σχέσεις  οι  προϊστορικοί 
Σίθωνες.  Αναλυτικότερα,  ο  τρόπος  που  εντάσσονται  στο  τοπίο  οι  τάφοι  ως 
νεκρικές κατοικίες φορτισμένες με ιδιαίτερους συμβολισμούς και ως μόνιμα και 
ιδιαιτέρως  διακριτά  στοιχεία  του  περιβάλλοντος  όπου  κινούνται  οι  ζωντανοί, 
είναι το κλειδί για την ανίχνευση της συλλογικής ιδεολογίας των ζωντανών και 
των  μεταθανάτιων,  ειδικότερα,  αντιλήψεών  τους.  Επιπλέον,  οι  τάφοι,  ως 
σημαίνοντα  στοιχεία  στο  χώρο  που  προκύπτουν  από  δυναμικές  συμπεριφορές, 
αποτελούν  το  σημείο  αναφοράς  μίας  σειράς  δράσεων  προκειμένου  να 
εκφραστούν  οι  σχέσεις  των  ζωντανών  με  το  νεκρό  και  να  εικονογραφηθεί  η 
ταυτότητα  του  τελευταίου,  εξυπηρετώντας  με  τη  λειτουργία  τους  στόχους, 
πολιτιστικά καθορισμένους (Parker‐Pearson 2001:84). 
Έτσι  λοιπόν,  με  το  σκεπτικό  ότι  κάθε  τάφος  συνιστά  μία  αποθετική 
ενότητα  με  συγκεκριμένη  θέση  στο  χρόνο  και  στο  χώρο  και  ότι  το  μοτίβο  της 
χωροταξικής οργάνωσης ενός χώρου διάθεσης καταγράφει τις αρχές  αντίληψης 
του χώρου από τους χρήστες του, θα πρέπει να εξεταστούν τα κοινά στοιχεία και 
οι διαφορές στο χρόνο και το χώρο καθώς και η διάταξη των στοιχείων στο χώρο 
(Hodder  2002:213,214).  Όσον  αφορά  το  τελευταίο,  η  ανάπτυξη  στο  χώρο  των 
τάφων ενός νεκροταφείου και η ένταξη του νεκροταφείου αυτού μέσα στο τοπίο, 
όπου  υπάρχουν  και  οικισμοί,  είναι  μια  σημαντική  πτυχή  που  χρειάζεται 
ειδικότερη  προσέγγιση  (Chapman  and  Randsborg  1981:14‐15).  Χρειάζεται  να 
διερευνηθεί  σε  ποιό  σημείο  του  χώρου  τοποθετούσαν  οι  άνθρωποι  τους  τάφους 
και  τα  νεκροταφεία  και  πώς  τα  χρησιμοποιούσαν,  καθώς  και  να  εκτιμηθεί  τί 
είδους  επιλογές  και  περιορισμοί  καθόριζαν  τις  ακριβείς  θέσεις  αυτών  σε  σχέση 
με τους σύγχρονους οικισμούς και τα σχήματα οικονομικής εκμετάλλευσης της 
γης.  Υπάρχουν  παραδείγματος  χάρη  απόψεις  που  πρεσβεύουν  ότι  τα  ταφικά 
μνημεία  αποτελούσαν  ένα  μέσο  κατοχύρωσης,  μέσω  των  δεσμών  με  τους 
προγόνους, των δικαιωμάτων των κοινοτήτων ή των ατόμων επί της γης και των 
πλουτοπαραγωγικών πηγών της (Brown 1995:13). Κάποιοι άλλοι ισχυρίζονται ότι 
τα  ταφικά  μνημεία  βρίσκονται  κοντά  σε  μονοπάτια  ώστε  να  διευκολύνεται  η 
πρόσβαση  των  ανθρώπων  σε  αυτά,  κατά  τις  καθημερινές  διαδρομές  τους 
(Bradley  1998:121).  Πράγματι,  σε  πολλές  περιπτώσεις  το  κτίσιμο  των  τάφων 

187
γίνεται  σε  συγκεκριμένο  χώρο  ώστε  να  διευκολύνεται  η  πρόσβαση  των 
ζωντανών  στις  συγκεκριμένες  θέσεις  αφού  η  τέλεση  ιεροτελεστιών  στα  ταφικά 
μνημεία  προϋποθέτει  άμεση  δυνατότητα  πρόσβασης  της  κοινότητας  αν  κι  από 
την  άλλη  υπάρχουν  και  παραδείγματα  ελέγχου  της  πρόσβασης  σε  αυτά. 
Ορισμένοι  επιστήμονες  θεωρούν  ότι,  εκτός  από  το  ζήτημα  της  εύκολης 
πρόσβασης  και  της  άνετης  κατόπτευσης  των  τελετουργιών  που  οργανώνονται 
στον  τάφο,  θα  πρέπει  να  ελεγχθεί  η  πιθανότητα  τα  ταφικά  μνημεία  να 
αποδίδουν  σχηματοποιημένα  τον  περιβάλλοντα  χώρο  λειτουργώντας  έτσι  ως 
μνημεία‐κλειδιά  για  τη  συνειδητοποίηση  και  κατανόησή  του  από  τους 
προϊστορικούς  ανθρώπους  (Bradley  1998:122).  Επιπλέον,  η  μελέτη  της  χωρο‐
οργάνωσης  ενός  νεκροταφείου  μπορεί  να  δώσει  στοιχεία  που  αφορούν  στη 
διαφορετική μεταχείριση και στους διαφορετικούς χώρους απόθεσης των νεκρών 
ανάλογα  με  την  κοινωνική  τους  θέση  (Goldstein  1981:57).  Επειδή  όμως,  όπως 
προαναφέρθηκε, δεν υπάρχει απλώς μια ευθεία σχέση των ταφικών δεδομένων 
και  της  κατανομής  τους  με  την  κοινωνική  κατάσταση  ή  διαφοροποίηση  των 
νεκρών,  χρειάζεται  να  γίνει  μια  πολυδιάστατη  προσέγγιση  του  συνόλου  των 
αρχαιολογικών δεδομένων.  
Βέβαια, πολλά από τα παραπάνω ζητήματα είναι δύσκολο έως αδύνατο να 
εξεταστούν στο πλαίσιο της συγκεκριμένης έρευνας. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι 
θα  καταφύγουμε  απλώς  σε  μια  συστημική  προσέγγιση  με  την  οποία  θα 
αντιμετωπιστεί η χωροταξική κατανομή και η πυκνότητα των θέσεων του τοπίου 
των  νεκρών  στο  πλαίσιο  μιας  ποσοτικής  σχέσης  των  ταφικών  μνημείων  με  το 
οικολογικό  τους  περιβάλλον  αγνοώντας  τους  τρόπους  σκέψης  που  συνδέονται 
με την κοινωνική πρακτική. Απεναντίας μάλιστα, λόγω του μικρού αριθμού των 
ταφικών  θέσεων,  δεν  έχει  καμία  αξία  η  απλή  αναφορά  στη  στατιστική  τους 
σχέση  με  τα  φυσιογραφικά  στοιχεία.  Παρόλα  αυτά,  αν  και  η  αριθμητική 
παρουσία των προϊστορικών τοπίων των νεκρών που εντοπίστηκαν στη Σιθωνία 
είναι  μικρή,  η  βαρύνουσα  σημασία  που  έχει  η  συγκεκριμένη  κατηγορία  θέσεων 
για  τον  προσδιορισμό  της  σχέσης  του  ανθρώπου  με  το  χώρο  στην  περιοχή 
μελέτης,  όπου  μπορούν  να  διακριθούν  οι  δύο  μεγάλες  κατηγορίες  των 
οργανωμένων  νεκροταφείων  και  των  μεμονωμένων  τάφων,  υποχρεώνει  να 
εξεταστούν όσες περισσότερες αρχαιολογικές παράμετροι γίνεται, ώστε ακριβώς 
να  διερευνηθεί  η  σχέση  ανθρώπου‐χώρου,  καθώς  και  οι  στρατηγικές  και 
ανισορροπίες  δύναμης,  οι  συγκρούσεις  και  διαπραγματεύσεις  που 
σχηματοποιούν την κοινωνική και πολιτική ζωή.  
 
ΑΝΑΣΚΑΜΜΕΝΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΑ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΑ ΣΙΘΩΝΙΑΣ 
Στη Σιθωνία, κατά τη διάρκεια της τελευταίας εικοσαετίας, ανασκάφηκαν 
ορισμένα  νεκροταφεία  τα  οποία  έδωσαν  μια  ικανοποιητική  εικόνα  των 
χωροοργανωτικών  επιλογών  σε  σχέση  με  τον  ενταφιασμό  των  νεκρών  και  των 

188
μεταθανάτιων  αντιλήψεων  των  προϊστορικών  κατοίκων  της.  Τα  νεκροταφεία 
που  έχουν  εντοπιστεί  και  ανασκαφεί  είναι  αυτό  στην  ακτή  του  Αϊ‐Γιάννη, 
απέναντι από το Καστρί, της Τορώνης, του Κούκου Συκιάς και του Κριαριτσίου. 
Το  πρώτο,  που  χρονολογείται  στην  ΠΕΣ,  αποτελείται  από  σαρανταπέντε 
εγχυτρισμούς  οργανωμένους  σε  συστάδες,  που  περιβάλλονταν  από  πέτρες 
(Τρακοσοπούλου  1991).  Το  νεκροταφείο  του  οικισμού  της  Τορώνης,  το  οποίο 
θεωρείται  ότι  καλύπτει  την  υπομηκυναϊκή  και  πρωτογεωμετρική  φάση, 
απαρτίζεται από 138 τάφους που περιείχαν κυρίως καύσεις σε τεφροδόχα αγγεία  
(Cambitoglou  and  Papadopoulos  1991,  1993).  Σε  αντιστοιχία  με  την  Τορώνη,  το 
έθιμο  της  καύσης  επικρατεί  και  στον  Κούκο,  όπου,  κατά  την  ΠΕΣ,  οι  νεκροί 
καίγονταν  και  τοποθετούνταν  σε  τεφροδόχα  αγγεία,  τα  οποία  στη  συνέχεια 
έθαβαν  σε  λάκκους  και  θήκες  (Carington  και  Βοκοτοπούλου  1992:425,  Carington 
1994:335, Παππά 1998:26). Το έθιμο της καύσης των νεκρών, ανάγεται όμως ήδη 
στην  ΠΕΧ  σύμφωνα  με  τα  ευρήματα  του  τύμβου  στο  Κριαρίτσι,  όπου 
ερευνήθηκαν  30  περίβολοι,  που  εμπεριείχαν  ταφικές  θήκες  μέσα  στις  οποίες 
είχαν  τοποθετηθεί  τα  τεφροδόχα  αγγεία  με  τις  καύσεις  (Ασουχίδου  κ.ά.  2000, 
Ασουχίδου κ.ά. 2002, Γραμμένος και Τριανταφύλλου 2004: 20).  
 Στο  σύνολό  τους  τα  συγκεκριμένα  νεκροταφεία,    λόγω  της  ομοιομορφίας 
στην  κατασκευαστική  δομή  των  ταφών  του  καθενός,  παραπέμπουν  σε  μια 
κοινωνική  συνοχή  και  σε  βαθύ  σεβασμό  των  νεκρών  από  τους  ζωντανούς. 
Επιπλέον,  το  γεγονός  ότι  στο  σύνολό  τους  οι  χώροι  διάθεσης  των  νεκρών  είναι 
οργανωμένοι  σε  διαφορετική,  αλλά  όχι  απομακρυσμένη  από  τον  οικισμό 
περιοχή, δείχνει πως παρότι τα νεκροταφεία  είναι χώροι που χρησιμοποιούνται 
ευκαιριακά,  εντούτοις    αποτελούν  στοιχεία  του  οπτικού  πεδίου  των  ζωντανών 
και αποτελούν κομμάτι της «καθημερινότητας» των κοινοτήτων (Bloch and Parry 
1982:41),  φανερώνοντας  ταυτόχρονα  μία  τάση  για  έλεγχο  των  «οίκων  των 
νεκρών»  από  τους  ζωντανούς  (Branigan  1998:17).  Οι  ανασκαμμένες  νεκρικές 
θέσεις  λοιπόν  του  τελετουργικού  τοπίου  της  Σιθωνίας,  εντάσσονται  στο 
ευρύτερο  πολιτισμικό  τοπίο  των  προϊστορικών  κατοίκων  της  περιοχής  και  δε 
μπορούν να ιδωθούν απομονωμένες και ξεκομμένες από το συνολικό γίγνεσθαι 
του ανθρώπου. Συν τοις άλλοις, το γεγονός ότι στην περιοχή της Συκιάς (Κούκος, 
Τορώνη, Κριαρίτσι) επιχωριάζει το έθιμο της καύσης των νεκρών, σε αντίθεση με 
την  περιοχή  της  Νικήτης  (Αϊ‐Γιάννης‐Καστρί),  όπου  απαντάται  ο  απλός 
εγχυτρισμός,  ίσως  να  παραπέμπει  σε  μια  διαφοροποίηση  των  τελετουργικών‐
εθνοτικών τοπίων των δύο περιοχών.  
Σε  κάθε  περίπτωση,  στην  περιοχή  της  Συκιάς,  όπου  εντοπίζεται  μια 
συνέχεια των ταφικών εθίμων καύσης από την ΠΕΧ στην ΠΕΣ, αποκαλύπτεται η 
επιθυμία  όσων  δεσμεύονται  στην  υλοποίηση  των  ταφικών  πράξεων  να 
παραπέμψουν  κατά  τρόπο  υλικό  και  ορατό  στο  απώτερο  παρελθόν  και  στους 
προγόνους  καθιστώντας  δομική  αρχή  δράσης  την  παράδοση.  Η  συμμόρφωση 

189
προς  αυτή,  αφενός  καθιστά  αποτελεσματική  την  τελετουργική  παράσταση, 
αφετέρου  ενδυναμώνει  την  παράδοση,  ακόμη  και  με  τη  χρήση  νέων  μορφών 
ενταφιασμού  ‐αντί  για  τύμβους  έχουμε  λάκκους  και  θήκες‐  που  ωστόσο 
ενσωματώνονται στην παραδοσιακή δράση με την καύση. Φαίνεται ότι η χρήση 
ενός  ταφικού  εθίμου  του  παρελθόντος‐  της  καύσης‐  από  τους  κατοίκους  του 
Κούκου  και  της  Τορώνης,  ακόμα  και  αν  αντί  για  τύμβο  χρησιμοποιούνται  μόνο 
λάκκοι  και  θήκες,  δεν  είναι  ούτε  συμπτωματική  ούτε  και  τυχαία.  Γίνεται 
συνειδητή  και  σκόπιμη  επίκληση  του  παρελθόντος  της  άμεσης  περιοχής  τους 
(Κριαρίτσι), ως μέσο διαπραγμάτευσης της κοινωνικής τους ταυτότητας. Βέβαια, 
παρότι  οι  δυο  οικισμοί  ξεκινούν  με  λίγο  πολύ  κοινά  δεδομένα  για  το  παρελθόν 
τους,  διαφοροποιούνται  στον  τρόπο  με  τον  οποίο  το  χειρίζονται  και  το 
επικαλούνται διαμορφώνοντας ο καθένας τη δική τους κοινωνική ταυτότητα, με 
διαφορετικά  ερείσματα  και  διαφορετικές  αποχρώσεις.  Δεν  πρόκειται  λοιπόν 
απλά  για  μια  παθητική  κατάσταση  ανάμνησης  ούτε  για  παθητική  προβολή 
στοιχείων  που  βρίσκουν  τυχαία  από  το  παρελθόν.  Είναι  πράξη  συνειδητής 
κοινωνικής  συμπεριφοράς  και  διαμορφώνεται  από  τις  διαφορετικές  κοινωνικές 
συνθήκες του Κούκου και της Τορώνης.  
 
ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΤΩΝ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΩΝ ΤΑΦΩΝ ΤΗΣ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ 
Κατά  τη  διάρκεια  των  επιφανειακών  ερευνών  στη  Σιθωνία  εντοπίστηκαν 
αρκετές  θέσεις  νεκρικού  χαρακτήρα,  τόσο  μεμονωμένοι  τάφοι,  όσο  και 
νεκροταφεία  (Πίνακας  12)  (Διάγραμμα  17)  (Χάρτης  24Α,  Χάρτης  24Β).  Τις 
περισσότερες  φορές  εντούτοις,  είχαν  ήδη  υποστεί  αρχαιοκαπηλική  επέμβαση 
γεγονός  που  από  τη  μία  βέβαια  τις  είχε  φέρει  στο  φως,  από  την  άλλη  όμως  τις 
είχε  στερήσει  από  τους  πιο  ευανάγνωστους  αρχαιολογικούς  δείκτες,  τα 
κτερίσματα  και  μάλιστα  τα  κεραμικά.  Από  αυτές  τις  ταφικές  θέσεις,  κάποιες 
μπορούν με σχετική ασφάλεια να χρονολογηθούν στην προϊστορική εποχή, ενώ 
για κάποιες άλλες μόνο σε υποθέσεις μπορούμε να καταφύγουμε. 
Μια  θέση  η  οποία  θα  μπορούσε  να  αποτυπώνει  τον  τρόπο  ταφής,  καθώς 
και τον τρόπο αντίληψης των νεκρικών τοπίων κατά την προϊστορία, αποτελεί το 
νεκροταφείο  των  κιβωτιόσχημων  τάφων  στις  Τούρλες  (Αριθμός‐ταυτότητα:605), 
το  οποίο  όμως  λόγω  της  απουσίας  άλλων  χρονολογικών  ενδείξεων,  εκτός  από 
λίγα χειροποίητα όστρακα, καθιστά προβληματική την τοποθέτησή του σε αυτή 
την  περίοδο  και  όχι  στη  Νεότερη  Εποχή,  αφού  συνυπάρχουν  κάποια 
εφυαλωμένα  θραύσματα  οθωμανικών  αγγείων.  Γι΄  αυτό,  το  συγκεκριμένο 
νεκροταφείο  δε  θα  αποτελέσει  αντικείμενο  αναφοράς  στην  πραγμάτευση  των 
προϊστορικών  τοπίων  των  νεκρών.  Μια  ακόμα  θέση,  η  οποία  δε  θα  αποτελέσει 
αντικείμενο  αναφοράς  στην  πραγμάτευση  των  προϊστορικών  τοπίων  των 
νεκρών, είναι ο τουλάχιστον ένας προϊστορικός τύμβος (Αριθμός‐ταυτότητα:237), 
που  παλιότερα  βρισκόταν  στην  κορυφή  πάνω  από  τον  Όρμο  Παναγίας,  εκεί 

190
όπου  κάποια  χρόνια  πριν  ανεγέρθηκε  συγκρότημα  εξοχικών  κατοικιών 
εξαφανίζοντάς  τον.  Δεν  θα  αναφερθεί  επίσης  ένας  τύμβος  (Αριθμός‐
ταυτότητα:2341) που είχε εντοπιστεί τυχαία στην περιοχή των λόφων πάνω από 
το  Αγιασματούδι  του  Όρμου  Παναγίας,  ο  οποίος  όμως  δεν  βρέθηκε  ξανά  στις 
συστηματικές  επιφανειακές  έρευνες  που  διεξάχθηκαν  κι  ο  οποίος  πιθανώς 
χρονολογούνταν στην προϊστορική περίοδο.  
Μια θέση όμως, που με βεβαιότητα εντάσσεται στο προϊστορικό τοπίο των 
νεκρών  και  γειτνιάζει  με  τους  δύο  προαναφερθέντες,  είναι  ο  τύμβος  στα 
Δημητράκια (Αριθμός‐ταυτότητα:277) (Φωτ.62). Πρόκειται για μια ταφή, η οποία 
όπως  υποδεικνύεται  απο  τα  εναπομείναντα,  αρκετά  αλλοιωμένα,  σκόρπια 
όστρακα κι ένα λίθινο εργαλείο, χρονολογείται μάλλον στην ΕΧ, αλλά δεν είναι 
ξεκάθαρο  σε  ποια  ακριβώς  περίοδό  της.  Ίσως  μια  από  τις  δύο  πρωιμότερες 
περιόδους  της  ΕΧ  είναι  πιο  πιθανή.  Η  ίδια  περίπου  χρονολόγηση  και  πιο 
συγκεκριμένα  η  μέση  και  νεότερη  φάση  της  ΠΕΧ  πρέπει,  με  βάση  τα  λίγα 
όστρακα σαρωμένης κεραμικής, να αφορά και στο σύνολο των δεκάδων τύμβων 
που  βρίσκονται  διασκορπισμένοι  στην  περιοχή  του  Αζάπικου‐Πετριώτικου 
(Αριθμός‐ταυτότητα:713, 714, 723, 730‐735, 754, 759, 761, 766‐768, 774, 778, 780, 791, 
795, 799, 801, 804, 805, 807‐809, 811, 818, 819, 821, 829, 836, 838, 839, 845, 873, 887, 889, 
897, 899, 901, 903, 904, 918, 919, 921, 928, 977, 983, 984, 989, 993, 996, 1000, 1002, 1005, 
1006, 1011, 1012, 1014, 1015, 1017, 1019, 1023, 1025, 1026, 1028, 1030, 1036, 1039, 1042, 
1044, 1045, 1048, 1050, 1055, 1056, 1057, 1059, 1060, 1064‐1069, 1073, 1080, 1081, 1087, 
1091, 1094, 1095, 1097, 1098, 1103, 1105, 1122, 1125, 1136‐1138, 1145, 1184, 1190, 1209, 
1212,  1214‐1216,  1222,  1223,  1225,  1229,  1238)  (Φωτ.63  ‐  Φωτ.83),  καθώς  και  στο 
νεκροταφείο  των  «μεγαλιθικών»  κιβωτιόσχημων  τάφων  της  θέσης  Τράπεζος 
(Αριθμός‐ταυτότητα:704) (Φωτ.60, Φωτ.61). 
Οι  τρεις  λοιπόν  ασφαλέστερα  χρονολογημένες  προϊστορικές  θέσεις  του 
τοπίου  των  νεκρών  (ο  τύμβος  στα  Δημητράκια,  οι  τύμβοι  του  Αζάπικου‐
Πετριώτικου,  το  νεκροταφείο  των  κιβωτιόσχημων  τάφων  του  Τράπεζου), 
φαίνεται  να  χρονολογούνται  στην  ίδια  περίοδο  των  μέσων  και  του  τέλους  της 
ΠΕΧ  ή  ακόμα  και  στη  ΜΕΧ.  Το  γεγονός  του  μικρού  αριθμού  τους,  καθιστά 
μάλλον χωρίς νόημα τη στατιστική τους επεξεργασία σε διευρυμένο επίπεδο, αν 
και αυτό δε σημαίνει ότι δε θα περιγραφεί η σχέση των συγκεκριμένων θέσεων 
με  φυσιογραφικά  στοιχεία  ή  με  πολιτισμικές  παραμέτρους  του  χώρου.  Άξιοι 
ειδικότερης  επεξεργασίας  είναι  όμως  από  την  άλλη  οι  τύμβοι  της  περιοχής 
Αζάπικου‐Πετριώτικου,  οι  οποίοι  στη  συγκεκριμένη  εργασία  αντιμετωπίζονται 
σα  να  αποτελούν  μέρος  του  ίδιου  τοπίου,  αλλά  η  μεγάλη  έκταση  την  οποία 
καλύπτουν,  καθώς  και  η  διασπορά  τους  θα  μπορούσε  να  οδηγήσει  στη  μελέτη 
τους  και  ως  μιας  σειράς  μικρότερων  τοπίων  των  νεκρών,  τα  οποία  όλα  μαζί 
διαμόρφωσαν στο τέλος ένα ενιαίο σώμα. Μια εκτενέστερη λοιπόν αναφορά στο 

191
εξαιρετικά εκτεταμένο  νεκροταφείο των τύμβων του Αζάπικου‐Πετριώτικου και 
στον προβληματισμό που δημιουργεί είναι επιβεβλημένη. 
Το  νεκροταφείο  των  τύμβων  του  Αζάπικου‐Πετριώτικου  αποτελεί  μια 
μοναδική, για τα ελλαδικά τουλάχιστον δεδομένα, περίπτωση. Πρόκειται για ένα 
μεγάλο  αριθμό  τύμβων  (116),  που  καταλαμβάνουν  μεγάλη  έκταση 
(μικροπεριοχές:  Αμέρης,  Ελούδες,  Φραμένο,  Ανοιξιάτικο,  Κούκοι,  Πέτρινα 
Μαντριά,  Μεσονήσια,  Τσακμάκι,  Αχλαδιά,  Μπαμπαλιάρα,  Τσεκούρα  Γρέκι, 
Ανιάδες,  Μάρμαρα,  Κούκος‐Πετριώτικο,  Καρατζοβάλης,  Φουρκαλούδα, 
Τσακμακόλακκος,  Τσαμούδι,  Βούλες,  Μεσοράχωνο,  Ανατολικά  Μεσοράχωνου, 
Βόρεια  από  Κοκώνη  Μαντριά,  Αμπουλιανάρα,  Καραγάτσια,  Καλαθάς,  Φεγγάρι, 
Παταράς,  Μπαρούμα  Καλύβα,  Βάβος  Λάκκος,  Μητσάρες)    και  των  οποίων  η 
διασπορά  μάλλον  συνεχίζεται  κι  εκτός  της  εντατικά  ερευνημένης  περιοχής 
(Πίνακας  13)  (Χάρτης  24Β).  Οι  τύμβοι  είναι  κατασκευασμένοι  στην  επιφάνεια 
λίθινων κυκλικών περιβόλων καλυμμένων με λιθοσωρούς, που εδράζονται στον 
φυσικό βράχο, των οποίων η διάμετρος κυμαίνεται από  3 έως 12 περίπου μέτρα 
(Φωτ.65,  Φωτ.66,  Φωτ.68,  Φωτ.69,  Φωτ.72  ‐  Φωτ.80,  Φωτ.83).  Το  ύψος  του  σωρού, 
που  διαμορφωνόταν  πάνω  από  την  ορθογώνια  ταφική  θήκη,  δεν  εξαρτιόταν 
τόσο  από  τη  διάμετρο  του  περιβόλου,  όσο  από  το  πόσο  έξεργο  ήταν  ήδη  το 
σημείο που επιλεγόταν για να κατασκευαστεί ο τύμβος, καθώς βέβαια κι από τη 
διάθεση αυτού που τον διαμόρφωνε. 
Οι  ταφικές  θήκες,  μία  συνήθως  σε  κάθε  τύμβο,  είναι  επιμελώς 
κατασκευασμένες,  με  λαξευμένους  λίθους  κάθετα  τοποθετημένους  πάνω  στον 
φυσικό  βράχο  ή  στις  επιχώσεις  του  τύμβου  (Φωτ.63,  Φωτ.64,  Φωτ.67,  Φωτ.70, 
Φωτ.81),  οι  οποίοι  σκεπάζονται,  από  ότι  φαίνεται  στο  σύνολό  τους,  με  βαριά, 
λίθινη,  λαξευμένη  πλάκα  που,  σε  κάποιες  περιπτώσεις,  φέρει  ορθογώνια 
αύλακα  στην  κάτω  επιφάνειά  της,  ώστε  να  εφαρμόζει  με  ακρίβεια  και  να 
σφραγίζει  αποτελεσματικότερα  (Φωτ.71,  Φωτ.74,  Φωτ.75,  Φωτ.82,  Φωτ.83).  Τόσο 
το μέγεθος των θηκών (κατά μέσο όρο λιγότερο από 1μ.x1μ.), όσο και η απουσία 
σκελετικών  καταλοίπων,  υποδηλώνουν  ότι  ίσως  η  πρακτική  ταφής  που  κυρίως 
εφαρμόζεται είναι η καύση. Παρότι αυτό είναι μια υπόθεση που θα επιβεβαιωθεί 
μόνο από ανασκαφικές εργασίες, εντούτοις φαίνεται πολύ πιθανό να ισχύει μια 
τακτική  αντίστοιχη  με  του  Κριαριτσίου  (Ασουχίδου  κ.ά.  2002:331,333).  Το  έθιμο 
της καύσης άλλωστε είναι γνωστό στον ελλαδικό χώρο ήδη από την Αρχαιότερη 
νεολιθική  εποχή  στη  Σουφλί  Μαγούλα  (Γαλλής  1982),  αλλά  κι  από  θέσεις 
επόμενων  περιόδων  όπως  η  Μαγούλα  Μπαλωμένου  (Σωτηριάδης  1909:123),  η 
Πρόσυμνα  (Blegen  1937:26),  η  Πλατιά  Μαγούλα  Ζάρκου  (Γαλλής  1982),  η 
Αλεπότρυπα  Διρού  (Παπαθανασόπουλος  1996:175‐7),  το  Ηραίον  Άργους  (Blegen 
1928:43),  η  Τούμπα  Κρεμαστής‐Κοιλάδας  (Χονδρογιάννη‐Μετόκη  2000:405),  ο 
Μακρύγιαλος  Πιερίας  (Triantaphyllou  1999α,  1999β)  και  το  Δισπηλιό  Καστοριάς 
(Χουρμουζιάδης κ.ά. 2000:626). Στην περίοδο της ΠΕΧ καύσεις έχουμε, εκτός του 

192
Κριαριτσίου  (Ασουχίδου  κ.ά.  2000),  στη  Νέα  Σκιώνη  (Τσιγαρίδα  και  Μανταζή 
2005),  στον  Άγιο  Μάμα  (Παππά  1995:477,  Παππά  1998:20),  στο  Ξεροπήγαδο‐
Κοιλάδας  (Ζιώτα  1998:81‐99)  και  στο  Νυδρί  της  Λευκάδας  (Souyountzoglou 
1999:21). 
Στο  Νυδρί  της  Λευκάδας  μάλιστα  οι  καύσεις  βρίσκονται  μέσα  σε  33 
ταφικούς  τύμβους    οι  οποίοι  χρονολογούνται  στην  ΠΕ  ΙΙ  και  ΠΕ  ΙΙΙ  περίοδο, 
καθώς  ίσως  και  στη  ΜΕ  περίοδο  (Renfrew  1972:110,381,  Muller  1989:39, 
Souyountzoglou  1999:23).  Αντίστοιχης  χρονολόγησης  είναι  και  το  γειτονικό 
νεκροταφείο  τύμβων  του  Κριαριτσίου  (Ασουχίδου  κ.ά.  2000),  όπως  και  της  Νέας 
Σκιώνης  (Τσιγαρίδα  και  Μανταζή  2005),  ενώ  νεότεροι  ταφικοί  τύμβοι 
χρονολογούμενοι  στη  ΜΕ  είναι  οι  τύμβοι  που  βρέθηκαν  στη  Μεσσηνία 
(Cavanagh and Mee 1998:17).  
Στο  νεκροταφείο  των  τύμβων  του  Αζάπικου‐Πετριώτικου,  πεσμένες  στο 
πλάι των τύμβων ή σε σαφή γειτνίαση με αυτούς κι οπωσδήποτε έχοντας βέβαιη 
σχέση  μαζί  τους  εντοπίστηκαν  κατά  τη  διάρκεια  των  επιφανειακών  ερευνών 
λίθινες  ανθρωπόμορφες  στήλες  αποδεικνύοντας  για  πρώτη  φορά  με  σαφήνεια 
τον  ταφικό  χαρακτήρα  της  λειτουργίας  τους  (Αριθμός‐ταυτότητα:786,  787,  791, 
835, 981, 982, 985, 998, 999, 1001, 1037, 1041, 1049, 1079) (Πίνακας 14) (Χάρτης 25Β). 
Πρόκειται  για  14  ανάγλυφες  στήλες  με  σωζόμενες  διαστάσεις  που  κυμαίνονται 
από 1μ. μέχρι σχεδόν 4μ., οι οποίες είναι κατασκευασμένες από καλά λειασμένο 
τοπικό γρανίτη με συμπαγή και ανθεκτική σύσταση (Φωτ.84 ‐ Φωτ.95). Εντούτοις, 
παρά  το  γρανιτικό  υλικό  τους,  οι  δύο  από  αυτές  τις  στήλες  (Αριθμός‐
ταυτότητα:982, 985) (Φωτ.89, Φωτ.90), που στεκόταν πλαγιασμένες σε σημείο από 
το  οποίο  πέρασε  δρόμος  λίγες  δεκάδες  μέτρα  δυτικότερα  από  εκεί  που 
βρίσκονται σήμερα, έδωσαν στην περιοχή την ονομασία «Μάρμαρα».  
Οι  περισσότερες  στήλες,  μέχρι  τουλάχιστον  να  γυρίσουν  ανάποδα, 
φαίνεται  να  είναι  απλές,  επίπεδες,  ορθογώνιες  κι  επιμήκεις  χωρίς  ιδιαίτερη 
επεξεργασία,  οι  οποίες  δε  σώζουν  ίχνη  κανενός  τύπου  διακόσμησης. 
Τουλάχιστον  σε  δύο  όμως  (Αριθμός‐ταυτότητα:985,  1079),  αποδίδεται  έστω  και 
σχηματοποιημένα το περίγραμμα της ανθρώπινης μορφής εμφανίζοντας μείωση 
στο μέσο και διαμορφωμένους ώμους στο άνω πέρας (Φωτ.91, Φωτ.95). Το κεφάλι 
δε  σώζεται,  αλλά  πιθανότατα  είχε  δικό  του  περίγραμμα.  Στη  μία  από  τις  δύο 
αυτές  στήλες  (Αριθμός‐ταυτότητα:985),  η  απεικονιζόμενη  σε  πολύ  χαμηλό 
ανάγλυφο μορφή είναι ένας πολεμιστής‐κυνηγός σε κατενώπιον παράσταση. Ο 
πολεμιστής‐κυνηγός  φέρει  μια  πλατιά  ζώνη  στη  μέση,  στην  οποία  έχει 
περασμένο  ένα  διπλό  πέλεκυ.  Επιπλέον  έχει  λοξά  περασμένο  στο  σώμα  έναν 
τελαμώνα,  ενώ  διακρίνεται  ακόμα  ένα  αντικείμενο,  το  οποίο  ίσως  είναι  ένα 
εγχειρίδιο  (Φωτ.92).  Οι  ανάγλυφες  στήλες  του  Αζάπικου‐Πετριώτικου,  τα 
αρχαιότερα  δείγματα  μνημειακής  γλυπτικής  στην  Κεντρική  Μακεδονία,  αλλά 

193
και  τα  μοναδικά  διαχρονικά  στη  Σιθωνία,  αποτελούν  από  τα  ασφαλέστερα 
χρονολογημένα παραδείγματα στηλών αυτού του τύπου. 
Το  κοντινότερο  χωροχρονικά  και  εικονογραφικά  παράλληλο  των  στηλών 
του Αζάπικου‐Πετριώτικου  μπορούμε να το  αναζητήσουμε στη Θάσο, όπου στη 
Σκάλα  Σωτήρος  αρκετές  στήλες  και  θραύσματά  τους,  χρονολογούμενα  ίσως 
στην  ΠΕΧ  ΙΙ,  είχαν  χρησιμοποιηθεί  σε  δεύτερη  χρήση  ως  οικοδομικό  υλικό  για 
την  ανέγερση  τοίχων  (Κουκούλη‐Χρυσανθάκη  1988:396,397,  Κουκούλη‐
Χρυσανθάκη  1991:423,424,  Κουκούλη‐Χρυσανθάκη  1992α:512,  513,  Κουκούλη‐
Χρυσανθάκη 1993β:536,537). 
Λίθινες  ανθρωπόμορφες  στήλες  έχουν  βρεθεί  τα  τελευταία  χρόνια  σε 
αρκετά  μέρη,  κυρίως  του  βορειοελλαδικού  χώρου,  καμία  όμως  από  αυτές  δε 
φαίνεται  να  εντοπίστηκε  στο  χώρο  πρώτης  χρήσης  της.  Οι  πρωιμότερες    μέχρι 
στιγμής  στήλες  είναι  αυτή  από  τη  Σουφλί  Μαγούλα  Λάρισας  (Biesantz  1957:53, 
Biesantz 1959:56‐74), καθώς και οι 6 ακέραιες και 5 τμηματικά σωζόμενες στήλες 
της ΤΝ, οι οποίες έχουν βρεθεί στα Κρανίδια κι αξιοποιήθηκαν σε δεύτερη χρήση 
για την κατασκευή τάφων της ΥΕΧ (Χονδρογιάννη‐Μετόκη 1999:34). Ανάλογη με 
τις  στήλες  των  Κρανιδίων  ανθρωπόμορφη  στήλη  έχει  εντοπιστεί  και  στη 
Νεκρόπολη  της  Αιανής  (Χονδρογιάννη‐Μετόκη  1995:39).  Στην  ΥΕΧ 
χρονολογείται το πάνω τμήμα ανθρωπόμορφης στήλης που βρέθηκε σε δεύτερη 
χρήση  στην  επίχωση  ταφής  των  κλασικών  χρόνων  στην  Πύδνα  (Μπέσιος  και 
Κραχτοπούλου 1998:148), ενώ στην  ΠΕΣ τοποθετείται σπασμένη ανθρωπόμορφη 
στήλη από νεκροταφείο της Θέρμης, η οποία λειτούργησε σε δεύτερη χρήση ως 
καλυπτήρια  πλάκα  μεταγενέστερου  τάφου  (Σκαρλατίδου  και  Ιγνατιάδου 
1997:480,481). Η μοναδική άλλη στήλη που βρέθηκε στη Χαλκιδική είναι το τμήμα 
προϊστορικής ανθρωπόμορφης στήλης, το οποίο αξιοποιήθηκε σε δεύτερη χρήση 
ως  οικοδομικό  υλικό  σε  ιδιόμορφη  αρχαϊκή  ταφική  κατασκευή  στην  αρχαία 
Άκανθο (Τρακοσοπούλου 1988:298).  
Σε  όλες  λοιπόν  τις  μέχρι  στιγμής  περιπτώσεις,  οι  στήλες  που  βρέθηκαν 
στον  ελλαδικό  χώρο,  χρησιμοποιούνται  από  τους  νεότερους  χρήστες  τους  ως 
κατασκευαστικό  υλικό.  Βέβαια  στις  περιπτώσεις  όπου  οι  στήλες 
ξαναχρησιμοποιούνται  σε  ταφικό  πλαίσιο,  αν  όπως  πιθανολογείται  ταφικός 
ήταν κι ο αρχικός ρόλος τους, κάτι που υποδηλώνεται κι από τις διαδεδομένες σε 
όλη  την  Ευρώπη  στήλες  του    πολιτισμού  των  Kurgan,  αυτό  ίσως  δείχνει  μια 
ένδειξη σεβασμού και μια ιδεολογικού περιεχομένου προσέγγισή τους.  
Αντίστοιχες στήλες στον Αιγαιακό χώρο έχουν βρεθεί στην Τροία (Blegen et 
al.  1950:157),  αλλά  παρόμοιες  εντοπίζονται  και  σε  άλλες  περιοχές  της  Α‐ΝΑ 
Ευρώπης  (Condurachi  1986:251‐270,  Tončeva  1981:130).  Γενικά  η  εμφάνιση  των 
ανθρωπόμορφων  στηλών  της  ΕΧ,  πιθανόν  αποτελεί  γενικότερο  φαινόμενο,  το 
οποίο  θα  ήταν  δυνατόν  να  συνδεθεί  με  τις  πρώτες  προσπάθειες  επιβλητικής 
παράστασης της ανθρώπινης μορφής, αν και δεν πρέπει βέβαια να αγνοήσουμε 

194
και  την  παρουσία  στηλών  στο  Nevali  Cori  της  Μικράς  Ασίας,  οι  οποίες 
χρονολογούνται  στην  ακεραμική  φάση  της  Νεολιθικής  (Hauptman  and  Misiz 
1989:107). 
Μετά  από  αυτή  τη  σύντομη,  αλλά  αναγκαία  για  λόγους  καλύτερης 
κατανόησης  των  δεδομένων,  περιγραφή  κάποιων  στοιχείων  των  τύμβων  του 
Αζάπικου‐Πετριώτικου και των στηλών τους, θα επανέλθουμε στις χωροθετικές 
παραμέτρους οι οποίες αποτελούν άλλωστε και μέρος του κύριου στόχου αυτής 
της μελέτης. Οι τύμβοι της περιοχής του Αζάπικου‐Πετριώτικου χωροθετούνται 
κυρίως  κατά  μήκος  των  υψηλότερων  σημείων  επιμηκών  λόφων,  οι  οποίοι 
διαχωρίζονται  αναμεταξύ  τους  από  τα  ρέματα  της  περιοχής.  Οι  συγκεκριμένες 
ράχες, όπου συναντώνται οι τύμβοι, παρότι προβάλλουν κατά μήκος της κοίτης 
ρεμάτων  που  καταλήγουν  στην  κοντινή  θάλασσα,  από  μακριά  δίνουν  την 
αίσθηση  ενός  ενιαίου  πεδίου  που  περιβάλλεται  από  βουνά.  Πρόκειται 
πραγματικά  για  έναν  ομαλό,  τηρουμένων  των  αναλογιών  του  ανάγλυφου  της 
Σιθωνίας,  τόπο  με  μεσημβρινό  προσανατολισμό  και  προστατευμένο  με  ψηλές 
κορυφές στα υπόλοιπα τρία σημεία του ορίζοντα. Το πεδίο αναπτύσσεται σε δύο 
επίπεδα.  Το  ένα,  των  περιοχών  Μάρμαρα,  Ανιάδες,  Ανοιξιάτικο‐Κούκοι, 
Μεσονήσια  βρίσκεται  σε  μέσο  υψόμετρο  250μ.,  ενώ  το  άλλο  των  περιοχών 
Βούλες‐Κούκος  έχει  μέσο  υψόμετρο  350μ.  Τα  εδάφη  είναι  κυρίως  ποτζολικού 
τύπου  και  σύμφωνα  με  προφορικές  συνεντεύξεις,  όσο  και  με  επιτόπιες 
παρατηρήσεις, στο παρελθόν, παρά τον αποκλειστικά κτηνοτροφικό χαρακτήρα 
και  την  εμφανή  εγκατάλειψη  κατά  το  παρόν,  ασκούνταν  γεωργικές 
δραστηριότητες  από  αγρότες  του  τόπου,  οι  οποίοι  αξιοποιούσαν  με 
μικροεπεμβάσεις τις ομαλές πλαγιές των λόφων και το πλούσιο υδάτινο δίκτυο 
της περιοχής.  
Η  σημαντική  παραγωγική  αξία  της  περιοχής  του  Αζάπικου‐Πετριώτικου, 
δεδομένου  του  έντονου  και  ακατάλληλου  για  καλλιέργειες  ανάγλυφου που την 
περιβάλλει,  οδήγησε  στη  δημιουργία  ενός  πυκνού  δικτύου  μονοπατιών, 
τουλάχιστον  κατά  τους  τελευταίους  αιώνες  των  Νεότερων  Χρόνων,  τα  οποία 
παρά τον άδηλο χαρακτήρα τους, λόγω του ότι είναι χαραγμένα στο χώμα και το 
μαλακό  βράχο,  μπορεί  καποιος  να  τα  εντοπίσει  και  σήμερα.  Αν  αυτά  τα 
μονοπάτια  λειτουργούσαν  και  κατά  την  προϊστορία  δεν  μπορεί  κανείς  να  το 
αντιμετωπίσει  παρά  ως  υπόθεση  εργασίας  αφού  η  διαχρονική  αξία  αυτών  των 
διαβάσεων  μπορεί  να  αμφισβητηθεί,  μια  και  θα  έπρεπε  να  συνυπολογιστούν, 
εκτός  από  τους  φυσικούς  παράγοντες,  ζητήματα  που  διαφοροποιούνται 
ανάλογα  με  την  ιστορική  περίοδο  που  εξετάζεται.  Τέτοια  είναι  η  οικονομική, 
κοινωνική και ιδεολογική αξία της μετακίνησης για το άτομο και  την κοινότητα 
(Παπαδόπουλος,  1997:45).  Παρόλα  αυτά,  παρατηρεί  κανείς  ότι  ο  μεγαλύτερος 
αριθμός των τύμβων βρίσκεται σε άμεση σχέση με την πορεία των μονοπατιών. 
Δημιουργείται  μάλιστα  η  εντύπωση  ότι  οι  μεγαλύτεροι  σε  μέγεθος  τύμβοι  (52) 

195
βρίσκονται σε σημεία όπου τα μονοπάτια διασταυρώνονται (Αριθμός‐ταυτότητα: 
713, 730‐735, 759, 767, 768, 778, 780, 799, 804, 808, 821, 829, 839, 845, 889, 897, 921, 977, 
983,  993,  996,  1005,  1014,  1023,  1026,  1036,  1042,  1044,  1045,  1055,  1056,  1064,  1065, 
1067‐1069, 1073, 1080, 1091, 1098, 1103, 1105, 1122, 1137, 1138, 1145, 1190, 1212, 1214, 
1215) (Πίνακας 13) (Διάγραμμα 18) (Χάρτης 26Β). Η ίδια αίσθηση επιτείνεται από 
το  γεγονός  ότι  κάποιοι  τύμβοι,  οι  οποίοι  συνοδεύονται  από  ανθρωπόμορφες, 
λιθανάγλυφες  στήλες  βρίσκονται  στις  διασταυρώσεις  μονοπατιών  που  μέχρι 
πριν τριάντα χρόνια αποτελούσαν βασικά, σε σχέση με τα υπόλοιπα,  μονοπάτια 
επικοινωνίας  στην  ενδοχώρα  του  Αζάπικου‐Πετριώτικου.  Σε  διασταύρωση 
εξίσου  σημαντικού  μονοπατιού,  βρίσκεται  επίσης  μεγάλος  τύμβος  με  τη 
χαρακτηριστική  ιδιαιτερότητα  αξιοποίησης  εκατοντάδων  θαλασσίων  χαλικιών 
(ανιάδες)  για  την  ανύψωση  του  πυρήνα  του  (Αριθμός‐ταυτότητα:977)  (Φωτ.68). 
Επιπλέον,  παρότι  στο  σύνολό  τους  οι  τύμβοι  είναι  διεσπαρμένοι  σε  μια  μεγάλη 
έκταση,  εντούτοις  κάποιοι  δημιουργούν,  λόγω  εγγύτητας  με  άλλους,  συστάδες, 
οι οποίες επίσης φαίνεται να αναπτύσσονται κατά μήκος των μονοπατιών. 
Όσον  αφορά  τη  συσχέτιση  των  τύμβων  με  θέσεις  εγκατάστασης  ή  άλλες 
θέσεις  του  τελετουργικού  τοπίου  η  κατάσταση  έχει  ως  εξής.  Παρότι  στο  άμεσο 
περιβάλλον των τύμβων εντοπίζεται μια πυκνότητα καταλοίπων εγκατάστασης, 
αυτά είναι πολύ δύσκολο να χρονολογηθούν λόγω του ότι πρόκειται κυρίως για 
ερείπια και θεμέλια αργολιθοδομικών κατασκευών μικρής έκτασης, τα οποία θα 
μπορούσαν  ίσως  να  ανήκουν  στην  προϊστορική  εποχή  χωρίς  όμως  να 
αποκλείεται  και  η  χρονολόγησή  τους  στους  Νεότερους  χρόνους.  Επιπλέον,  το 
γεγονός  ότι  στην  περιοχή  του  Αζάπικου‐Πετριώτικου,  παρά  την  εξαιρετικά 
πυκνή  παρουσία  θέσεων  κάθε  χαρακτήρα,  εντοπίζονται  ελάχιστα  δείγματα 
κεραμικής,  καθιστά  τη  δυνατότητα  χρονολόγησης  ακόμα  πιο  δύσκολη,  αν  όχι 
αδύνατη.  Οι  μόνες  ασφαλώς  χρονολογημένες,  σύγχρονες  των  τύμβων,  θέσεις 
στην  περιοχή  είναι  ο  Τράπεζος  κι  ο  Παταράς,  που  αποτελούν  θέσεις 
εγκατάστασης  και  ο  Κούκος‐Πετριώτικο  (Φωτ.19,  Φωτ.12,  Φωτ.  20),  που,  εκτός 
από  θέση  εγκατάστασης,  ίσως  επιπλέον  εντάσσεται  στις  τελετουργικές  θέσεις‐
ιερά.  
Όσον αφορά στην θέση Τράπεζος, που αναμφίβολα αποτελεί μια εξέχουσα 
θέση εγκατάστασης, η οποία ίσως να δικαιολογούσε την παρουσία όλων αυτών 
των  τύμβων,  μπορεί  να  συσχετισθεί  περισσότερο  με  το  νεκροταφείο  των 
κιβωτιόσχημων  «μεγαλιθικών»  τάφων  που  αναπτύσσεται  στη  ΝΑ  πλευρά  της 
βάσης της τράπεζας. Τίθεται λοιπόν το ζήτημα αν είναι απόλυτη ή φαινομενική 
η  συγχρονία  των  κιβωτιόσχημων  «μεγαλιθικών»  τάφων  και  των  τύμβων  που 
διεκδικούν  τη  συσχέτισή  τους  με  τον  ίδιο  οικισμό,  καθώς  και  σε  ποιο  πλαίσιο 
μπορούσαν να συνυπάρχουν σε περίπτωση που η συγχρονία ισχύει. Όσον αφορά 
από  την  άλλη  τη  θέση  Παταράς,  πρέπει  να  παρατηρήσουμε  ότι  αυτή  βρίσκεται 
σε σχετική απόσταση από την κύρια περιοχή των τύμβων και ότι ανάμεσά τους 

196
μεσολαβεί  το  βαθύ  ρέμα  Βάβος  Λάκκος.  Αν  μάλιστα  οι  κιβωτιόσχημες  ταφές 
(Αριθμός‐ταυτότητα:1207) που βρίσκονται στο οροπέδιο Λειβάδια, στη βάση του 
κωνικού λόφου, μπορούσαν να χρονολογηθούν και αποδεικνυόταν ότι ανήκουν 
στην  ίδια  περίοδο  με  τον  οικισμό  στον  Παταρά,  τότε  θα  ετίθετο  το  ίδιο  ζήτημα 
που προβληματίζει σχετικά με τη σύγχρονη ύπαρξη των κιβωτιόσχημων τάφων 
του οικισμού Τράπεζος με τους τύμβους.  Η συσχέτιση από την άλλη των τύμβων 
με τη μικρή θέση εγκατάστασης και τελετουργιών Κούκος‐Πετριώτικο, δε δείχνει 
έναν  ικανοποιητικού  μεγέθους,  χώρο  κατοίκησης  ζωντανών  που  ενεπλάκησαν 
σε  μια  τόσο  δαπανηρή  ενεργειακά  ταφική  διαδικασία.  Μπορεί  όμως  ίσως  να 
εξηγήσει γιατί οι τύμβοι διασπείρονται στη συγκεκριμένη περιοχή που κεντρικό 
σημείο αναφοράς της αποτελεί η περίοπτη, οξεία, βραχώδης κορυφή του Κούκου‐
Πετριώτικο.  
Ο  μοναχικός,  αν  κάποια  εξάρματα  του  εδάφους  ακριβώς  δίπλα  δεν 
υποδεικνύουν  το  αντίθετο  και  δεν  συνυπολογιστούν  τελικά  οι  δύο  χαμένοι 
τύμβοι  του  Όρμου  Παναγίας,  τύμβος  στα  Δημητράκια  (Φωτ.62),  ο  οποίος 
κατασκευαστικά  δε  διαφοροποιείται  από  τους  αντίστοιχους  του  Αζάπικου‐
Πετριώτικου,  βρίσκεται  στην  κορυφή  μιας  επιμήκους  ράχης  με  ομαλές  κλίσεις 
στις  πλαγιές  της,  γεγονός  που  τις  καθιστά  επιδεκτικές  καλλιέργειας.  Η 
συγκεκριμένη ράχη που από τη μια μεριά βρέχεται από την απάνεμη θάλασσα, 
ενώ  από  την  άλλη  από  έναν  βάλτο  που  τροφοδοτείται  ειδικά  τους  χειμερινούς 
μήνες  από  τα  ρέματα  της  περιοχής,  ο  οποίος  επιπλέον  δεν  αποκλείεται  στο 
παρελθόν  να  αποτελούσε  λιμνοθάλασσα,  είναι  το  βασικό  και  συντομότερο 
πέρασμα  για  κάποιον  που  θέλει  να  μεταβεί  από  την  περιοχή  του  Όρμου 
Παναγίας  στα  ασφαλή  λιμανάκια  του  κόλπου  Δημητράκια  και  της  βόρειας 
Βουρβουρούς. Οι εγγύτερες, περίπου σύγχρονες του τύμβου, εντοπισμένες θέσεις 
εγκατάστασης  είναι  αυτή  του  βρίσκεται  απέναντι  στο  νησί  Καλόγρια  (Φωτ.24), 
καθώς  κι  αυτή  στον  Κούκο  του  Διάπορου  (Φωτ.23),  από  την  οποία  η  απόσταση 
όμως είναι μεγαλύτερη. 
Όσον  αφορά  τέλος  στο  νεκροταφείο  των  «μεγαλιθικών»  κιβωτιόσχημων 
τάφων  της  θέσης  Τράπεζος,  έχει  ήδη  αναφερθεί  ότι  βρίσκεται  στη  ΝΑ  πλευρά 
της  βάσης  της  τράπεζας.  Δυστυχώς  το  μεγαλύτερο  τμήμα  του  νεκροταφείου, 
ίσως  όμως  όχι  όλο,  έχει  ήδη  συληθεί  από  λαθρανασκαφείς,  οι  οποίοι 
επηρεασμένοι  από  το  τοπωνύμιο,  που  παραπέμπει,  σύμφωνα  με  κάποιες 
αφηγήσεις  ντόπιων,  σε  πλούτο  ανάλογο  των  σύγχρονων  χρηματοοικονομικών 
τραπεζών και όχι στο ευνόητο σχήμα, επένδυσαν σημαντικό κόπο και χρόνο για 
την  εκσκαφή  των  εντυπωσιακών  τάφων.  Πρόκειται  για  ορθογώνιους  τάφους, 
που  είναι  κατασκευασμένοι  από  τέσσερις  ογκώδεις  λειασμένες  λίθινες  πλάκες 
κάθετα τοποθετημένες κατά μήκος της μακρύτερής τους πλευράς και μια ακόμη, 
εξίσου μεγάλη, που λειτουργεί ως κάλυμμα (Φωτ.60, Φωτ.61). Οι  διαστάσεις  των 
τάφων  είναι  κατά  μέσο  όρο  1,40μ.x0,80μ.,  ενώ  οι  διαστάσεις  του  νεκροταφείου 

197
ανέρχονται  σε  περίπου  1.000  τ.μ.  έκταση.  Οι  τάφοι  έχουν  μεσημβρινό 
προσανατολισμό  ως  προς  τον  κατά  μήκος  άξονά  τους  που,  λόγω  του  μεγέθους 
τους,  παραπέμπουν  σε  μια  συνεσταλμένη  στάση  ενταφιασμού  των  νεκρών. 
Άλλα  οργανωμένα  κι  εκτεταμένα  νεκροταφεία  κιβωτιόσχημων  τάφων 
προέρχονται  από  το  Τσέπι  (Marinatos  1970:64,  Παντελίδου  1999:46,  Παντελίδου 
2000:42,  Pullen  1985:126)  και  τον  Άγιο  Κοσμά  της  Αττικής  (Mylonas  1959:  64, 
Cavanagh  and  Mee  1998:16,  Pullen  1985:122),  αλλά  και  από  κάποια  ακόμα  μέρη 
της Ελλάδας (Cavanagh and Mee 1998:16,17, Pullen 1985:122‐132).

198
ΣΥΝΘΕΣΗ‐ΣΥΖΗΤΗΣΗ 
Μέσα  από  τα  παραπάνω  μορφολογικά  και  τοπογραφικά  στοιχεία  των 
ταφικών μνημείων στο Αζάπικο‐Πετριώτικο, στα Δημητράκια και στον Τράπεζο, 
καθώς  κι  από  την  προηγηθείσα  αναφορά  θεωρητικών  απόψεων  που  ίσως 
σχετίζονται  με αυτά, είναι δυνατόν να οδηγηθούμε σε μια σειρά υποθέσεων για 
τη λειτουργία και τα νοήματά τους.  
Καταρχήν,  οι  τύμβοι  στο  Αζάπικο‐Πετριώτικο,  αλλά  και  στα  Δημητράκια 
είναι  ταφικά  μνημεία,  των  οποίων    η  κατασκευή  επιτυγχάνεται  μέσα  από  τη 
μελετημένη  εφαρμογή  ενός  πολυδιάστατου  ταφικού  προγράμματος,  αφού  
συντελείται με την ολοκλήρωση πολλών και διαφορετικών επιμέρους εργασιών, 
όπως  σκάψιμο  θεμελίωσης,  εξόρυξη  και  μεταφορά  λίθων,  μεταφορά  χώματος 
κ.λ.π.    Η  δημιουργία  ενός  τύμβου  δηλαδή,  απαιτεί  μεγάλη  επένδυση  κόπου, 
καθώς  και  την  εμπλοκή  πολλών  ανθρώπων  και  μάλιστα  ειδικών  τεχνιτών,  σε 
σχέση με την αντίστοιχη συμμετοχή ανθρώπων για την κατασκευή ενός απλού 
λακκοειδούς  τάφου.  Δεδομένου  μάλιστα  του  γεγονότος  ότι  οι  συγκεκριμένοι 
τύμβοι  εμπεριείχαν  μόνο  μια  ταφή,  ίσως  μπορούμε  να  υποθέσουμε  την  υψηλή 
θέση των νεκρών τους (Delev 1984: 31).  
Η  μεγάλη  δαπάνη  εργασίας  για  την  κατασκευή  των  μεγαλοπρεπών 
ταφικών  μνημείων  για  ένα  μόνο  άτομο,  καθώς  και  η  συνδρομή  σημαντικού 
αριθμού  ατόμων  για  την  τελική  ολοκλήρωσή  τους,  πιθανώς  σημαίνει  ότι  τα 
άτομα  που  εμπλέκονται  στη  διαδικασία  δημιουργίας  του  τάφου,  έχουν  υπο‐
χρεώσεις απέναντι στον νεκρό και το μέγεθος και η σύνθεσή τους  καθορίζει τη 
μορφή  της  ταφής  (Binford  1972:226).  Επομένως,  αναμένεται  μια  αύξηση  στο 
μέγεθος της ομάδας που παίρνει μέρος στην ταφική διαδικασία ανάλογη με τις 
υποχρεώσεις  που  αναπτύχθηκαν  όσο  ο  νεκρός  ήταν  ζωντανό  μέλος  της  ίδιας 
κοινότητας. Η παρουσία αυτού του φαινομένου δε θα πρέπει να διαχωριστεί από 
την  κοινωνική  θέση  που  κατείχε  ο  νεκρός  μέσα  στην  κοινωνία  των  ζωντανών 
(Binford  1972:232).  Όσο  μάλιστα  αυξάνονται  οι  ενδείξεις  που  υποδηλώνουν  την 
εμφάνιση  αρχηγιών  σε  μια  κοινότητα,  τόσο  αναμένεται  να  αυξηθεί  το  κόστος 
και  η  επένδυση  σε  ανθρώπινη  ενέργεια  που  καταβάλλονταν  στην  ταφή  των 
μελών αυτής της κοινότητας (Brown 1981:29).  
Η φροντίδα που απαιτούσε η κατασκευή των τύμβων, αποτελεί έτσι σαφή 
έκφραση  επίδειξης  και  μέσο  επιβεβαίωσης  της  ταυτότητας  αυτών,  οι  οποίοι 
συνιστούσαν  τα  μέλη  μιας  νεοανερχόμενης  ομάδας  στην  περιοχή  και  οι  οποίοι 
αποφάσισαν να διαχωρίσουν το χώρο και τον τρόπο ταφής τους όχι μόνο με την 
επιλογή  ενός  ταφικού  μνημείου,  που  αναμφισβήτητα  αποτελεί  σήμα,  αλλά  και 
με  την  επιπλέον  χρήση  σε  κάποιες  περιπτώσεις  ανθρωπόμορφων  στηλών.  Η 
σαφής  μάλιστα  επιδίωξη  μεγαλιθισμού  των  στηλών,  καθώς  και  η  σκόπιμη  και 
πιθανότατα υπαγορευόμενη από κάποια σχετική ιδεολογία, διαφοροποίηση στις 
διαστάσεις τους, ίσως υποδηλώνει κάποια ιεραρχία ανάμεσα στα πρόσωπα που 

199
απεικονίζονται ή τιμώνται, ανθρώπινα ή θεϊκά και τα οποία υπογραμμίζουν την 
αξία των τύμβων πάνω από τους οποίους στέκουν. 
Φαίνεται  λοιπόν  ότι  στους  τύμβους  του  Αζάπικου‐Πετριώτικου  δινόταν 
προβάδισμα  στην  ατομική  ιστορία  του  καθενός  κι  αναπτυσσόταν  ένας 
ανταγωνισμός μεταξύ αυτών που επιθυμούσαν να επικρατήσουν στην υπόλοιπη 
κοινότητα, γεγονός που δηλώνει μια σημαντική αλλαγή στην οργανωτική δομή 
της  κοινωνίας.  Βέβαια  από  την  άλλη  μπορούν  να  διατυπωθούν  αμφιβολίες  για 
την  «αριστοκρατική»  θέση  των  νεκρών,  μια  και  ο  αριθμός  των  τύμβων  δείχνει 
πολύ μεγάλος για να περιοριστεί μόνο σε άτομα με αυξημένο κοινωνικό κύρος. 
Όποια όμως από τις δύο προσεγγίσεις και να είναι σωστή, πρέπει να δεχτούμε το 
γεγονός ότι οι περιοχές με τέτοια  μνημεία, εκ των οποίων κάποια συνοδεύονται 
από  μεγαλιθικές  ανθρωπόμορφες  στήλες,  θα  πρέπει  να  ήταν  από  τις  πιο 
σύνθετες οικονομικά και πολιτιστικά (Delev 1984:31). 
Σχετικά με τη διάταξη των τύμβων στο τοπίο, παρά το γεγονός ότι δίνουν 
μια  αίσθηση  αμελούς  διασποράς,  που  φαίνεται  να  προσδιορίζεται  από  τις 
φυσικές υποδιαιρέσεις των πλαγιών και των χειμάρρων, εντούτοις είναι δυνατό 
να  διακρίνει  κανείς  επιπλέον  κάποιου  είδους  προσπάθεια  οργάνωσης  μερικών 
εξ’  αυτών  κατά  συστάδες  που  θα  μπορούσαν  να  παραπέμπουν  σε  κοινωνική 
οργάνωση  κατά  οικισμούς  ή  οικογένειες.  Η  χωροοργάνωση  του  νεκροταφείου 
του  Αζάπικου‐Πετριώτικου  δεν  πρέπει  λοιπόν  να  χαρακτηρίζεται  αποκλειστικά 
από λόγους γεωγραφικούς, αλλά η κατανομή των τύμβων στο χώρο και η σχέση 
που έχουν μεταξύ τους φαίνεται ότι είναι θέμα που υπάγεται σε μια πολιτιστική 
συμπεριφορά  και  μπορεί  να  συνδέεται  με  τις  αντιλήψεις  για  την  οργάνωση  της 
κοινωνίας.  Για  να  διερευνηθεί  μάλιστα  κατά  πόσο  η  πολιτιστική  αυτή 
συμπεριφορά υπερβαίνει το ντετερμινισμό της γεωγραφίας, θα ήταν σκόπιμο να 
προχωρήσει  κανείς  στην  οριοθέτηση  των  παρατηρούμενων  συστάδων  και  στη 
μελέτη της σχέσης μεταξύ τους στο χώρο και στο χρόνο. Χρειάζεται δηλαδή, να 
αναζητηθούν  τα  κριτήρια  που  οδηγούσαν  στη  χωρική  οργάνωση  των 
συγκεκριμένων συστάδων, καθώς και η χρονική διαδοχή με την οποία συνέβαινε 
αυτό.  
Όσον  αφορά  τη  χωροθέτηση  των  τύμβων  του  Αζάπικου‐Πετριώτικο,  τα 
κριτήρια  επιλογής  τους  μάλλον  είναι  κορυφές  χαμηλών  υψωμάτων,  που 
προσφέρουν  πανοραμική  θέα,  καθώς  και  τοποθεσίες  που  είναι  ορατές  από  το 
γύρω  περιβάλλον,  ή  ακόμα  σημεία  με  εγγύτητα  σε  κάποιο  πέρασμα. 
Παρατηρούμε  δηλαδή  ότι  οι  κάτοικοι  της  περιοχής  εκμεταλλεύονταν  κυρίαρχα 
χαρακτηριστικά του τοπίου προκειμένου να δομήσουν τη σχέση τους με το χώρο. 
Ωστόσο,  πέρα  από  τα  τοπογραφικά  στοιχεία,  είναι  φανερό  πως  κι  άλλοι 
παράγοντες  διαμορφώνουν  τη  διάταξη  των  τύμβων,  καθώς  δεν  καλύπτονται 
όλες οι κορυφές και οι πλαγιές με τύμβους, ούτε σε κάθε πέρασμα δημιουργείται 
ένας  τύμβος,  παρά  σε  κάποιες  περιοχές  σωρεύεται  πλήθος  τύμβων,  σε  κάποιες 

200
είναι  αραιά  τοποθετημένοι  και  σε  άλλες  δεν  έχουμε  καθόλου.  Φαίνεται  λοιπόν 
ότι  η  ταφή  των  νεκρών  δεν  ήταν  αποκλειστικά  θέμα  γεωγραφικού 
ντετερμινισμού,  αλλά  περιλάμβανε  και  μια  επιλογή  της  ειδικότερης  θέσης  του 
κάθε  τύμβου.  Παρατηρώντας  ότι  οι  συστάδες  ανάλογα  με  τη  θέση  τους 
παρουσιάζουν  διαφορετικά  χαρακτηριστικά  και  διαφορετική  συσσώρευση 
τύμβων, φαίνεται ότι η επιλογή της μιας ή της άλλης συστάδας δεν αποτελούσε 
απλά  μια  πρακτική  επιλογή  ρουτίνας,  αλλά  μια  επιλογή  πολιτιστικής 
συμπεριφοράς.  Εντούτοις,  λόγω  του  γεγονότος  ότι  δεν  έχουμε  εικόνα  των 
ταφικών κτερισμάτων των συλημένων τύμβων, αλλά ούτε και πληροφορίες από 
μελέτες γενετικού υλικού των νεκρών που είχαν ενταφιαστεί, είναι αδύνατο να 
προβεί  κανείς  σε  ταύτιση  των  συστάδων  με  οικογενειακές  ή  άλλου  τύπου 
ομάδες.  Το  μόνο  που  μπορεί  να  ειπωθεί  είναι  ότι  διακρίνεται    μια  αυξημένη 
συνοχή  μεταξύ  των  μελών  συγκεκριμένων  ομάδων,  οι  οποίες  πιθανώς 
βρίσκονται  σε  αντίθεση  με  την  ευρύτερη  κοινότητα,  όπου  θα  μπορούσε  να 
παρατηρήσει  κανείς  ότι  επικρατούν  κάποιου  είδους  ανταγωνιστικές  σχέσεις 
αφού σε μερικές περιπτώσεις φαίνονται να συνυπάρχουν ταφικές κατασκευές, οι 
οποίες υποδηλώνουν την παρουσία ομάδων που παρουσιάζουν τάσεις ανάδειξής 
τους στα υπόλοιπα μέλη της κοινότητας. Έτσι, η δημιουργία των συστάδων, δεν 
πρέπει  να  εκλαμβάνεται  ως  αποτέλεσμα  γεωγραφικών  παραμέτρων,  παρότι 
προσδιορίζεται  από  αυτές,  αλλά  να  θεωρείται  ότι  αποτελεί  συνειδητή  επιλογή 
στο  πλαίσιο  των  κοινωνικών  και  μεταφυσικών  αντιλήψεων  των  ανθρώπων  του 
Αζάπικου‐Πετριώτικου. 
Όσον  αφορά  από  την  άλλη,  την  τοπογραφία  των  τύμβων  μέσα  στο  χρόνο 
αυτό είναι  ένα θέμα που άπτεται  άμεσα της  διάταξής τους, καθώς οι ιδιαίτερες 
ομάδες ή οι ανεξάρτητοι τύμβοι που αναπτύσσονται στο χώρο, είναι αποτέλεσμα 
της  συνεχούς  χρήσης  του  νεκροταφείου,  η  οποία  αλλάζει  τη  φυσιογνωμία  του 
από φάση σε φάση με την πρόσθεση ολοένα νέων τύμβων και την εγκατάλειψη 
των προγενέστερων. Επομένως, η ακολουθία των τύμβων στο χρόνο, καθώς και 
η σχέση κάθε τύμβου με τους υπόλοιπους,  απαιτούν μια ειδικότερη ανάλυση του 
συνόλου του νεκροταφείου κατά φάσεις.  
Εντούτοις, η ανάλυση της χρονολογικής εξέλιξης του κάθε τύμβου και των 
συστάδων  που  δημιουργούνται,  παρότι  θα  μπορούσε  να  μας  βοηθήσει  στην 
περαιτέρω  διερεύνηση  των  πολιτιστικών  επιλογών  των  ανθρώπων  του 
Αζάπικου‐Πετριώτικου, δεν είναι εφικτό να πραγματοποιηθεί στο πλαίσιο αυτής 
της διατριβής, γιατί  ένα μεγάλο τμήμα των τύμβων, όπως προαναφέρθηκε, είναι 
συλημένο  και  άρα  στερείται  ειδικότερων  χρονολογικών  δεικτών,  ενώ  το 
υπόλοιπο  χρειάζεται  ανασκαφική  διερεύνηση,  ώστε  να  φωτιστούν  ζητήματα 
χρονολογικής ακολουθίας.  
Τελικά  λοιπόν,  λόγω  ανεπάρκειας  στοιχείων,  ο  συσχετισμός  κάποιων 
τάφων  με  συγκεκριμένες  ομάδες,  οικογενειακές  ή  άλλες,  δεν  μπορεί  να 

201
αποδειχθεί,  ούτε  μέσω  της  χωρικής  ούτε  μέσω  της  χρονολογικής  διάταξης  των 
τύμβων  στο  τοπίο.  Από  την  άλλη  όμως,  σπουδαία  σημασία  έχει  το  γεγονός  ότι 
φαίνεται  πως  η  υιοθέτηση  και  χρήση  του  ίδιου  ταφικού  μνημείου  σε  τόσες 
πολλές  περιπτώσεις  και  για  αρκετά  μεγάλο  διάστημα,  υπογραμμίζει  τη 
συμμετοχή  των  προϊστορικών  ανθρώπων  του  Αζάπικου‐Πετριώτικου  στα 
συλλογικά‐κοινοτικά  ταφικά  έθιμα  και  στη  συλλογική  μνήμη  ενός 
απροσδιόριστου  παρελθόντος,  ακόμα  κι  αν  αυτό  υλοποιείται  μέσα  σε  ένα  μη 
οριοθετημένο εκτεταμένο νεκροταφείο που επιτρέπει στην ατομική  βούληση να 
εκφραστεί  και  να  αυτονομηθεί  σε  ζητήματα  κατασκευαστικής  τεχνικής, 
μεγέθους, προσανατολισμού και χωροθέτησης των τύμβων.   
Επιπλέον, μεγάλη αξία έχει το γεγονός ότι παρά την φαινομενική αναρχία 
των  σημείων  χωροθέτησης  των  τύμβων,  αυτοί  ίσως    συνδέονταν  με  τα 
ιδιοκτησιακά  δικαιώματα  των  ομάδων  που  επεδίωκαν  να  νομιμοποιήσουν  την 
πρόσβασή  τους  σε  κρίσιμες,  αλλά  περιορισμένες  αγροκαλλιεργητικές  πηγές, 
μέσω  της  γραμμικής  καταγωγής  τους  από  τους  προγόνους  (Pulen  1985:82, 
1994:130).  Στην  περίπτωση  που  αυτή  η  υπόθεση  ισχύει,  οι  τύμβοι  πρέπει  να 
λειτουργούσαν  ως  εδαφικοί  δείκτες  αυτών  των  ομάδων.  Συν  τοις  άλλοις  όμως, 
ενδιαφέρον  είναι  ότι  μάλλον  η  θέση  των  τύμβων  καθοριζόταν  από  τα 
μονοπάτια,  στους  διαβάτες  των  οποίων  γινόταν  εμφανής  τόσο  η  θέση  του 
ταφικού  μνημείου  όσο,  κατʹ  επέκταση  και  η  παρουσία  των  κατόχων  του.  Οι 
τύμβοι  φαίνεται  λοιπόν  ότι  επέτρεπαν  σε  ομάδες  που  σχετίζονταν  με  το  νεκρό 
όχι  μόνο  να  ασκούν  πιθανότατα  έλεγχο  σε  περιορισμένες,  σημαντικές 
παραγωγικές πηγές και με αυτόν τον τρόπο να νομιμοποιούνται απέναντι στην 
κοινότητα, προβάλλοντας δικαιώματα χρησικτησίας σε συγκεκριμένες περιοχές, 
αλλά  ίσως  να  έχουν  και  αποκλειστική  πρόσβαση  σε  αυτές,  υπενθυμίζοντας 
στους διαβάτες ότι δε διέρχονται ένα έρημο τοπίο. 
Ίσως  από  την  άλλη,  το  εκτεταμένο  νεκροταφείο  του  Αζάπικου‐
Πετριώτικου, το οποίο δέσποζε στο χώρο με το μέγεθός του, να αποτελούσε έναν 
περιφερειακού  επιπέδου  οργανωμένο  χώρο  ανάπαυσης  των  νεκρών,  που 
λειτουργούσε  ως  σημείο  αναφοράς  για  πολλούς  κατοίκους  διαφορετικών 
οικισμών και οι τύμβοι του να ήταν σταθερά στοιχεία του τρόπου αντίληψης του 
άμεσου  περιβάλλοντος  στο  οποίο  ζούσαν  και  κινούνταν.  Με  μια  τέτοια  λογική, 
θα μπορούσε ίσως να ισχυριστεί κανείς, πως οι οργανωμένοι χώροι ανάπαυσης 
των νεκρών χρησίμευαν και ως μοχλός προσδιορισμού της θέσης της κοινότητας 
ή των κοινοτήτων στο σύγχρονό τους περιβάλλον, κυριολεκτικά και μεταφορικά 
κι  ότι  οι  τύμβοι  σηματοδοτούν  επιδεικτικά,  τη  διαχρονική  παρουσία  της 
κοινότητας  στην  περιοχή  και  τα  δικαιώματα  των  ζωντανών  επί  της  γης.  Υπό 
αυτή  την  έννοια,  αποκτά  δευτερεύουσα  σημασία  το  αν  τελικά  οι  τύμβοι 
συσχετίζονται  με  μία  συγκεκριμένη  άρχουσα  τάξη,  τα  μέλη  της  οποίας 
θάβονταν  αποκλειστικά  σε  αυτούς  ή  αν  η  κατανομή  των  τύμβων  και  των 

202
μεγαλιθικών  στηλών  αντικατοπτρίζει  τις  υπάρχουσες  οικογενειακές  και 
κοινωνικές δομές (Delev 1984: 31).  
Αυτό που έχει σημασία είναι ότι οι τύμβοι του Αζάπικου‐Πετριώτικου, είτε 
οργανώνονται σε συστάδες, είτε βρίσκονται  μόνοι τους, λειτούργησαν ως πόλοι 
ενδυνάμωσης  των  συνεκτικών  δεσμών  των  ανθρώπων,  των  κοινοτήτων,  αλλά 
και  της  συλλογικής  μνήμης,  γεγονός  που  εξηγεί  τη  χωροθέτηση  των 
περισσότερων  από  αυτούς  σε  κυρίαρχες  τοποθεσίες  του  περιβάλλοντος,  οι 
οποίες  προσέφεραν  δυνατότητες  κατόπτευσης  της  περιοχής  ή  ήταν  οι  ίδιες 
περίοπτες κι έλεγχαν τα κομβικά σημεία κίνησης στο τοπίο δημιουργώντας έναν 
οικειοποιημένο,  ιερό  χώρο  που  το  νόημα  του  ανανεωνόταν  μέσα  από 
τελετουργίες. 
Τα  περισσότερα  από  αυτά  που  ισχύουν  για  τους  τύμβους  του  Αζάπικου‐
Πετριώτικου,  αφορούν  και  στον  τύμβο  στα  Δημητράκια,  ο  οποίος  αρχικά  ήταν 
πολύ μεγαλύτερος από αυτό που απέμεινε σήμερα λόγω της διάβρωσης και των 
παράνομων εκσκαφών. Ο τύμβος στα Δημητράκια, όπως κι αυτοί στο Αζάπικο‐
Πετριώτικο,  δημιουργήθηκε  σε  ένα  περίοπτο  σημείο  που  αποτελούσε 
απαρέγκλιτο  μέρος  δρόμου,  αλλά  κι  ασφαλές  σημείο  ελλιμενισμού  και 
διαμορφώθηκε  ως  αποτέλεσμα  μάλλον  συλλογικών  αποφάσεων  και  πράξεων. 
Σηματοδοτεί  λοιπόν  την  κοινωνική  σημασία  του  ατόμου  που  ενταφιάστηκε  σε 
αυτόν,  αλλά  και  του  χώρου  στον  οποίο  επιλέχθηκε  να  κατασκευαστεί.  Μέσα 
μάλιστα  από  μελλοντικές  έρευνες,  ίσως  αποδειχθεί  ότι  ο  τύμβος  στα 
Δημητράκια δεν ήταν τόσο μοναχικός όσο σήμερα δείχνει, αφού άλλωστε, όπως 
αναφέρθηκε  νωρίτερα,  στην  περιοχή  υπήρχαν  ακόμα  δυο  τύμβοι,  που  χάθηκαν 
πια.  
Σχετικά με το νεκροταφείο των «μεγαλιθικών» κιβωτιόσχημων τάφων της 
θέσης  Τράπεζος,  που  βρίσκεται  στη  ΝΑ  πλευρά  της  βάσης  της  τράπεζας,  τα 
πράγματα διαφέρουν, όχι μόνο λόγω του διαφορετικού τύπου ταφικού μνημείου 
που  επιλέχθηκε  ή  και  της  πιθανώς  διαφορετικής  χρονολόγησής  του,  αλλά  και 
λόγω  του  ότι  αποτελεί  έναν  πυκνά  οργανωμένο  χώρο  ανάπαυσης  των  νεκρών 
που βρίσκεται σε άμεση σχέση με τον οικισμό. 
Μπορεί  βέβαια  και  στην  περίπτωση  των    «μεγαλιθικών»  κιβωτιόσχημων 
τάφων  η  απαιτούμενη  δαπάνη  ενέργειας  να  ήταν  μεγάλη  και  να  αποτελούσε 
προϊόν  ενεργειών  περισσότερων  ατόμων,  όπως  συνέβαινε  με  τους  τύμβους, 
εντούτοις  στην  προκειμένη  περίπτωση  οι  «οίκοι  των  νεκρών»  είχαν  σαφή 
προσανατολισμό, ίδιο περίπου μέγεθος και πυκνή διάταξη. Αυτή η ομοιομορφία 
στην  κατασκευαστική  δομή  των  ταφών  παραπέμπει  σε  ένα  είδος  επιβολής 
συλλογικών  κανόνων,  οι  οποίοι  μέσα  από  την  παράδοση  γίνονταν  σεβαστοί. 
Κάτι  τέτοιο  υποδηλώνει  μια  μορφή  κοινωνικής  συνοχής,  που  φαίνεται  να 
απουσιάζει  από  τους  τύμβους  του  Αζάπικου‐Πετριώτικου,  παρά  το  γεγονός  ότι 

203
και  στις  δύο  περιπτώσεις  είναι  έκδηλος  ο  βαθύς  σεβασμός  των  ζωντανών  προς 
τους νεκρούς. 
Επιπλέον,  οι  «μεγαλιθικοί»  κιβωτιόσχημοι  τάφοι  απαρτίζουν  ένα  σαφές 
νεκροταφείο που αναπτύσσεται έξω από τον οικισμό μεν, αλλά σε άμεση σχέση 
με  αυτόν  αποτελώντας  έτσι  στοιχείο  του  άμεσου  οπτικού  του  πεδίου.  Η 
δημιουργία  χωριστού,  αλλά  όχι  απομακρυσμένου  από  τον  οικισμό, 
νεκροταφείου, ως αποκλειστικού χώρου διάθεσης των νεκρών, φαίνεται να έχει 
διττή  σημασία.  Από  τη  μια,  η  χρησιμοποίηση  ενός  ορατού  κοινόχρηστου  χώρου 
για ταφές υποδηλώνει πως οι τελευταίες αποτελούσαν ένα δημόσιο γεγονός και 
συγχρόνως  μια  ευκαιρία  για  επαναδιαπραγμάτευση  των  δεσμών  ανάμεσα  στα 
ζωντανά  μέλη  της  κοινότητας  και  των  σχέσεων  με  τους  νεκρούς.  Η  ταφική 
χρήση ενός άμεσα ορατού χώρου συντηρεί τη συλλογική μνήμη και εδραιώνει τη 
σχέση  των  ζωντανών  με  τους  προγόνους  και  κατ’  επέκταση  με  τη  γη  τους. 
Επιπρόσθετα όμως, η ατομική ταυτότητα του νεκρού χάνεται μετά την ταφή του 
στον  κοινοτικό  χώρο  ταφής  και  μεταβάλλεται  σταδιακά  σε  συλλογική 
ταυτότητα.  Η  συλλογική  αυτή  ταυτότητα  εκφράζεται  στην  κοινή  μνήμη  του 
παρελθόντος και των προγόνων.  
Όσον  αφορά  στη  χρονολογική  σχέση  των  «μεγαλιθικών»  κιβωτιόσχημων 
τάφων  του  Τράπεζου  με  τους  γειτονικούς  τύμβους  του  Αζάπικου‐Πετριώτικου 
μπορούμε  να  υποθέσουμε  είτε  ότι  είναι  σύγχρονοι  και  τοποθετούνται στη μέση 
και νεότερη ΠΕΧ περίοδο (χωρίς να αποκλείεται και μια χρονολογική διεύρυνση 
προς  τη  ΜΕΧ),  είτε  ότι  οι  τύμβοι  προηγούνται  των  κιβωτιόσχημων  τάφων  μέσα 
στο  ίδιο  χρονολογικό  πλαίσιο.  Σε  περίπτωση  που  η  συγχρονία  των  δύο  τύπων 
ταφικών  μνημείων  ισχύει  κι  επιπλέον  και  οι  δύο  πρακτικές  εφαρμόζονταν  από 
τους  κατοίκους  του  ίδιου  οικισμού,  μπορούσαν  κάλλιστα  οι  δύο  χώροι 
εναπόθεσης  των  νεκρών  να  συνυπάρχουν  και  η  έμφαση  να  μετατοπίζεται  από 
τη  συλλογική  ταυτότητα,  που  αντιπροσωπεύει  το  νεκροταφείο  των 
κιβωτιόσχημων  τάφων,  στην  ατομική  ταυτότητα,  που  αναδεικνύουν  οι  τύμβοι, 
ανάλογα  με  τις  επιδιώξεις  των  δρώντων  προσώπων.  Οι  κάτοικοι  της  θέσης 
Τράπεζος,  επέλεξαν  την  ταφή  των  μελών  τους  σε  διακριτούς  στο  χώρο  τόπους 
ίσως  γιατί  η  ένταση  ανάμεσα  στις  βλέψεις  των  μεμονωμένων  νοικοκυριών  και 
στην  κοινή  ιστορία  και  συνέχεια  της  ομάδας,  οδήγησε  στη  δημιουργία 
διαφορετικών  ιδεολογικά  σημαντικών  χώρων  κοινωνικής  δράσης  και 
ταυτόχρονα  άσκησης  εξουσίας  και  ελέγχου,  όπως  συμβαίνει  στα  τοπία  των 
νεκρών (Chapman 1991, Kotsakis 1999). Αν από την άλλη οι κιβωτιόσχημοι τάφοι 
έπονται  των  τύμβων,  τότε  θα  μπορούσε  να  προταθεί  ότι  με  τη  δημιουργία  του 
κοινού  και  οργανωμένου  χώρου  ταφής  δίπλα  στον  οικισμό,  το  επίκεντρο  της 
κοινής ιστορίας μετατοπίστηκε από τις συγκεκριμένες ομάδες που  ενδέχεται να 
συνδέονται  με  συγγενικούς  ή  άλλους  δεσμούς  και  διεκδικούσαν  την  αυτονομία 

204
τους, στην ομάδα, που διαπραγματεύονταν τις κοινωνικές της σχέσεις μέσω του 
παρελθόντος, ως σύνολο. 
Από όσα αναφέρθηκαν ως τώρα για τις νεκρικές θέσεις στον Τράπεζο, στο 
Αζάπικο‐Πετριώτικο,  αλλά  και  στα  Δημητράκια,  φαίνεται  ότι,  περισσότερο  από 
τις  διαθέσεις  και  τις  επιθυμίες  των  νεκρών,  αποτυπώνουν  τις  προθέσεις  των 
πενθούντων  και  τους  σκοπούς  που  αυτοί  θέλουν  να  εξυπηρετήσουν  για 
ενίσχυση της θέσης τους μέσω της μεταχείρισης των προγόνων και για σύνδεσή 
τους  με  τη  γη  (Chapman  1991,  Parker‐Pearson  1993:203).  Παρότι  λοιπόν  τα 
νεκροταφεία  είναι  χώροι  που  χρησιμοποιούνται  ευκαιριακά,  εντούτοις  
αποτελούν  κομμάτι  της  «καθημερινότητας»  των  κοινοτήτων  (Bloch  and  Parry 
1982:41)  κι  έτσι  τα  τελετουργικά  τοπία  τους  εντάσσονται  στο  ευρύτερο 
πολιτισμικό τοπίο των προϊστορικών κατοίκων της περιοχής και δε μπορούν να 
ειδωθούν  απομονωμένα  και  ξεκομμένα  από  το  συνολικό  γίγνεσθαι  του 
ανθρώπου.  
 
 
 
 
 
ΤΟΠΙΑ ΤΩΝ ΙΕΡΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ 
Το  τοπίο,  όπως  έχει  ήδη  αναφερθεί,  γίνεται  αντιληπτό  μέσω  των 
οπτικοποιημένων  στοιχείων  της  αλληλεπίδρασης  ανθρώπων  και  χώρου  που 
πραγματοποιείται και καθορίζει το πλαίσιο του καθημερινού γίγνεσθαι (Thomas 
2001:181). Έτσι ο άνθρωπος συλλαμβάνει το τοπίο ως μία ζωντανή διαδικασία, το 
οποίο  νοηματοδοτείται  από  την  καθημερινή  δράση  του,  την  ιστορία  του  και  τις 
σχέσεις  του  με  άλλους  ανθρώπους  και  το  οποίο  αποτελεί  τη  μεταμόρφωση  του 
φυσικού  περιβάλλοντος  σε  πολυσήμαντο  χώρο,  που,  εκτός  από  στοιχεία 
επιβίωσης,  εμπεριέχει,  σε  αρκετές  περιπτώσεις,  ιδεολογικοποιημένα 
χαρακτηριστικά ιερότητας (Ashmore and Knapp 1999:6‐7, Ingold 1993:154).  
Οι  ανθρώπινες  κοινωνίες  λοιπόν  με  τις  ασχολίες  και  την  κοσμοθεωρία 
τους,  αποτελούν  παράγοντες  καθορισμού  του  τρόπου  αντίληψης  και 
διαμόρφωσης  τοπίων,  τα  οποία,  ακόμα  και  με  ισχνές  πολλές  φορές 
ανθρωπογενείς παρεμβάσεις στο χώρο, ενέχουν ισχυρή συμβολική διάσταση σε 
θρησκευτικό ή και πολιτικό επίπεδο (Anschuetz et al. 2001:161). Αυτά τα τοπία με 
έντονο  τον  ιδεολογικό  και  συμβολικό  χαρακτήρα,  που  μπορεί  να  προβάλλουν 
ηθικά μηνύματα και ιστορίες μυθολογικού τύπου, είναι παράγωγα στερεότυπων 
δράσεων  και  πολλές  φορές  σε  συνάρτηση  με  τη  συνέχεια  που  τα  χαρακτηρίζει, 
αντιπροσωπεύουν  τις  κοινωνικά  καθορισμένες  αντιλήψεις  με  τις  οποίες  οι 

205
κοινότητες  καθορίζουν,  νομιμοποιούν  και  διατηρούν  την  κατοίκησή  τους  μέσα 
στους οικείους τους τόπους (Ashmore and Knapp 1999:12).  
Γίνεται αντιληπτό από τα παραπάνω ότι σε κάθε χώρο ο οποίος μπορεί να 
χαρακτηριστεί  ιερό,  βασικό  στοιχείο  αποτελεί  η  παράδοση  με  την  οποία 
συμμορφωνόμενοι  οι  άνθρωποι  καθιστούν  δυνατή  την  πραγματοποίηση  της 
τελετουργικής  παράστασης  και  επιπλέον  την  ενδυναμώνουν,  ακόμη  και  με  τη 
χρήση  νέων  δράσεων,  που  ωστόσο  ενσωματώνονται  στις  παραδοσιακές 
(Κυριακίδου‐Νέστορος 1979:16,17). Οι προσδοκίες σε σχέση με την τελετουργία ή 
την  παράσταση  βασίζονται  κατά  μεγάλο  μέρος  σε  αυτό  που  ήδη  έχει  συμβεί 
κατά  το  παρελθόν  αφού  ο  κόσμος  συγκεντρώνεται  για  να  επεξεργαστεί  τις 
μνήμες  της  παράστασης  του  παρελθόντος.  Έτσι  λοιπόν,  η  οικειοποίηση  του 
παρελθόντος  είναι  ένα  χαρακτηριστικό  ιερότητας.  Μία  θέση  θα  μπορούσε  να 
ερμηνεύεται ως ιερό όταν οι σημασίες που συνδέονται με αυτό συντηρούνται και 
προστίθενται  κατά  τη  διάρκεια  πολλών  γενεών  και  είναι  σημαντικές  για  τα 
ενδιαφέροντα του παρόντος (Thomas 1991a:34). Εκτός από την αναπαραγωγή της 
πρακτικής και των αντίστοιχων αντιληπτικών σχημάτων της τελετουργίας με τη 
δραστική παρέμβαση των απογόνων, σημασία έχουν και οι πιθανές αλλαγές οι 
οποίες  όμως  σε  όποιο  επίπεδο  της  τελετουργίας  κι  αν  συμβαίνουν,  υπάρχει  η 
τάση της ανασκόπησης του παρελθόντος, έτσι ώστε να φαίνεται ότι η πρακτική 
του  παρελθόντος  κατευθύνει  την  πρακτική  του  παρόντος  και  δε  χάνεται  η 
διάσταση της ιερότητας.  
Ένα  από  τα  κύρια  ερωτήματα  που  θέτουν  οι  ερευνητές  για  τη  χρήση  και 
νοηματοδότηση  του  χώρου  ως  ιερού  τόπου  είναι  πώς  είμαστε  βέβαιοι  ότι  οι 
χαρακτηρισμοί,  που  ισχύουν  σήμερα  γι’  αυτούς  τους  τόπους,  ίσχυαν  και  στις 
παρελθούσες  εποχές.  Αξίζει  να  σημειωθεί  ότι  σε  πολλές  περιπτώσεις  φαίνεται 
ότι  ο  διαχωρισμός  της  τελετουργικής  ή  θρησκευτικής  δραστηριότητας  σε  έναν 
χώρο διαφορετικό από αυτόν της εγκατάστασης δεν είναι ασφαλής (Gibbons and 
Rossignol  1998:1,4).  Ένα  πεδίο  που  έχει  τελετουργικό  χαρακτήρα  αποκτά  το 
περιεχόμενο και το νόημά του σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή και για μια 
διάρκεια  που  καθορίζεται  από  τη  χρήση  του  ως  τέτοιο  και  μέσα  στα 
συμφραζόμενα  που  συνέβαλαν  στη  δημιουργία  του  (Hodder  2002:  52).  Σε  μία 
ενδεχόμενη δευτερεύουσα χρήση ενός τέτοιου πεδίου τα δεδομένα αλλάζουν και 
η προσπάθεια της αρχαιολογικής έρευνας να αποσαφηνίσει και τα νέα στοιχεία 
είναι εξαιρετικά δύσκολη (Gibbons and Rossignol 1998:8). 
Προσπαθώντας  λοιπόν  να  συλλάβουμε  πώς  θα  ήταν  δυνατόν  να 
αντιλαμβάνονταν το νόημα ενός ιερού οι προηγούμενοι από εμάς, στη δική τους 
προσπάθεια να διαχειριστούν τo παρελθόν τους, καταλαβαίνουμε κάτι που είναι 
κοινό  στην  ιστορική  πορεία  των  ανθρώπων  και  είναι  παρόν  και  στην 
προσπάθεια  του  αρχαιολόγου  να  ερμηνεύσει  τα  κατάλοιπα  των  προηγούμενων 
εποχών,  δηλαδή  ότι  οι  άνθρωποι  αντιμετωπίζουν  τον  υλικό  πολιτισμό  και  τον 

206
προσλαμβάνουν  ανάλογα  με  τις  δικές  τους  συνεκδοχές  και  διατάξεις.  Έτσι  η 
προσπάθεια  να  μπούμε  στο  μυαλό  ανθρώπων  άλλων  χωροχρονικών 
διαστάσεων και να καταλάβουμε τις προθέσεις και τις ιδέες τους, είναι ανέφικτη 
ή  καταλήγει  σε  ιδεαλιστικές  ανασυνθέσεις  (Jenkins  1991:39‐47).  Αντίθετα  αυτό 
που είναι εφικτό είναι η ανασύνθεση των δυνατοτήτων που είχε και έχει κάποιος 
να  ερμηνεύσει  τα  μηνύματα  (Barrett  1994:169‐70).  Γι’  αυτό,  η  αρχαιολογική 
ερμηνεία  πρέπει  να  επιχειρεί  να  αναγνώσει  την  υλική  έκφραση  των  ιερών  στο 
τοπίο  αποστασιοποιούμενη  από  αντιλήψεις  που  διαμορφώνονται  σε  σύγχρονες 
συνάφειες  και  ανασυνθέτοντας  τις  προγενέστερες  φυσικές  και  κοινωνικές 
παραμέτρους, οι οποίες αλληλεπιδρώντας με τον άνθρωπο τον οδηγούσαν στην 
ερμηνεία  και  τη  διαχείριση  της  έννοιας  του  ιερού.  Σε  αυτή  την  κατεύθυνση 
βοηθούν πολλές φορές, στοιχεία της φύσης, όπως πηγές, σπηλιές, κυρίαρχοι στο 
τοπίο  βράχοι  κ.α.  που  συνδέουν  το  άτομο  με  έναν  κόσμο  ιερό,  δίνοντας  νόημα 
στη  ζωή.  Αυτά  ακριβώς  τα  στοιχεία,  τα  οποία  διαχρονικά  κατά  κύριο  λόγο 
εξωτερικά  παραμένουν  ίδια,  αποτελούν  μια  βάση  για  την  προσέγγιση  και 
ερμηνεία  της  ανθρώπινης  σκέψης  και  δράσης  που  σχετίζονται  με  τα  ιερά 
(Crumley 1999:270). 
 
 
ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΤΩΝ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΩΝ ΙΕΡΩΝ ΤΗΣ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ  
Οπωσδήποτε,  ο  χαρακτηρισμός  μιας  θέσης  ως  ιερό  είναι  ένα  ζήτημα  που 
μπορεί να προκαλέσει πολλές ενστάσεις, καθώς δεν υπάρχουν σταθερά στοιχεία 
τα οποία λαμβάνοντας κανείς υπόψη να έχει τη δυνατότητα να διασφαλίσει την 
απόλυτη  ορθότητα  της  άποψής  του.  Από  τη  στιγμή  μάλιστα  που  δεν 
αναφερόμαστε σε τελετουργικά τοπία των ιστορικών χρόνων, όπου τα δεδομένα 
είναι  πιο  εύκολο  να  προσδιορίσουν  το  χαρακτήρα  ενός  ιερού,  τότε  πρέπει  να 
αποδεχτούμε  το  γεγονός  ότι  η  όποια  ερμηνευτική  μας  προσέγγιση  στηρίζεται 
στην  αρχή  του  ενδεχόμενου.  Εδώ  μάλιστα  χρειάζεται  να  διευκρινιστεί  πως  δεν 
πρέπει  να  γίνει  σύγχυση  της  έννοιας  του  ιερού  των  ιστορικών  χρόνων  με  αυτό 
των  προϊστορικών,  αφού  το  πρώτο  λειτουργεί  στους  κόλπους  μιας 
θεσμοθετημένης θρησκείας με συγκεκριμένο ιερατείο και τελετουργικό, ενώ στη 
δεύτερη  περίπτωση  αναφερόμαστε  σε  μια  περισσότερο  απροσδιόριστη 
κατηγορία θέσεων που φαίνεται από μια σειρά στοιχειών να   προσδιορίζουν τα 
τελετουργικά τοπία.  
Στηριγμένοι σε αυτή τη συλλογιστική, καθώς και σε όσα αναφέρθηκαν στη 
θεωρητική  πραγμάτευση  των  ιερών,  θα  προσπαθήσουμε  να  μελετήσουμε  το 
ρόλο  κάποιων  θέσεων  που  υπάρχει  σημαντική  πιθανότητα  να  αποτελούσαν 
χώρους με ιερή σημασία. Βέβαια αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπήρχαν κι άλλοι, οι 
οποίοι  όμως  είναι  εξαιρετικά  δύσκολο,  έως  αδύνατο  να  ταυτιστούν  ως  τέτοιοι, 

207
καθώς  είναι  πολύμορφη  η  έκφραση  του  στοιχείου  της  ιερότητας  κι  επιπλέον 
μπορεί να μην αποτυπώνεται υλικά. 
Από  το  σύνολο  λοιπόν  των  θέσεων  που  εντοπίζονται  στη  Σιθωνία,  δύο 
μόνο θα αντιμετωπιστούν ως ιεροί χώροι, γιατί τόσο αυτοί καθαυτοί, όσο και το 
πλαίσιο  αναφοράς  τους  στον  άξονα  του  χρόνου  και  του  χώρου,  κατευθύνει  σε 
μια  τέτοια  επιλογή.  Οι  δύο  αυτές  θέσεις  είναι  η  θέση  Πέτρος  στα  Λειβαδιά 
(Αριθμός‐ταυτότητα:446)  και  η  θέση  Κούκος‐Πετριώτικο  στο  Αζάπικο‐
Πετριώτικο  (Αριθμός‐ταυτότητα:992)  (Χάρτης  27Α,  Χάρτης  27Β)  (Φωτ.7,  Φωτ.20). 
Βέβαια υπάρχουν υποψίες για τη δυνατότητα χαρακτηρισμού ακόμα δύο θέσεων 
ως  ιερών  χώρων.  Αυτές  είναι  η  προϊστορική  θέση  Κοκώνη  Τούμπα 
βορειοανατολικά της Κερασιάς (Αριθμός‐ταυτότητα:679) (Φωτ.48), όπου υπάρχει 
ένας  προϊστορικός  δρόμος  που  οδηγεί  στη  βραχώδη  κορυφή  με  την  εξαιρετική 
θέα προς το Άγιο Όρος και τον Όλυμπο, αλλά και της θέσης στο Πυροφυλάκιο 
της Συκιάς με τις μοναδικές δυνατότητες κατόπτευσης (Αριθμός‐ταυτότητα:1256) 
(Φωτ.49),  στις  οποίες  όμως  η  έρευνα  δεν  κατάφερε  να  καταλήξει  σε 
συγκεκριμένα  συμπεράσματα  κι  έτσι  δε  θα  συμπεριληφθούν  στην  τρέχουσα 
προσέγγιση των ιερών χώρων. 
Η  θέση  Πέτρος  χρονολογείται,  όπως  ήδη  αναφέρθηκε,  ίσως  στη 
Μεσολιθική εποχή, αλλά σίγουρα στη Νεολιθική και ΠΕΧ και χωροθετείται στο 
κέντρο  μιας  περιοχής  της  οποίας  το  ανατολικό,  βόρειο  και  δυτικό  τμήμα  έχει 
αποκλειστικά  μεσολιθικές  θέσεις  και  παλαιολιθικά  εργαλεία,  ενώ  στα  νότια 
προς  τη  θάλασσα,  σε  σχετικά  μεγάλη  απόσταση  και  σε  πολύ  χαμηλότερο 
υψομετρικό επίπεδο, υπάρχουν κάποιοι οικισμοί της ΠΕΣ. 
Η  θέση  Κούκος‐Πετριώτικο  από  την  άλλη,  που  χρονολογικά  τοποθετείται 
στην  ΠΕΧ,  βρίσκεται  στο  μέσο  της  περιοχής  των  τύμβων  του  Αζάπικου‐
Πετριώτικου κι ανάμεσα στην θέση Τράπεζος και στην θέση Παταράς της ίδιας 
εποχής  στο  νοτιοανατολικό‐βορειοδυτικό  άξονα,  ενώ  στον  βορειοανατολικό‐
νοτιοδυτικό  ανάμεσα  σε  κάποιες  προϊστορικές  θέσεις  της  ΠΕΣ  πάνω  από  την 
Κερασιά και στις θέσεις της ΥΕΧ και ΠΕΣ της ακτής του Αζάπικου.  
Τόσο  ο  Πέτρος  όσο  κι  ο  Κούκος‐Πετριώτικο  είναι  θέσεις  που  έχουν  κοινά 
μορφολογικά  χαρακτηριστικά  αφού  και  οι  δύο  αποτελούν  απότομα  βραχώδη 
υψώματα  που  κυριαρχούν  στο  ευρύτερο  τοπίο  και  η  χαρακτηριστική  παρουσία 
τους  σημαίνεται  από  πολύ  μεγάλες  αποστάσεις  (Φωτ.7  Φωτ.20).  Αυτός  είναι 
μάλιστα ο λόγος που και τα δύο στα Βυζαντινά και πρώιμα Οθωμανικά χρόνια 
αποτέλεσαν οροθέσια μετοχιακών εκτάσεων  (Papachrissanthou 1986:έγγρ 12, στ. 
56, Kravari  1991:έγγρ. 28, στ. 8). Αυτά τα περίοπτα σημεία,  βρίσκονται  επιπλέον 
πάνω  σε  βασικούς  οδικούς  άξονες  που  προσδιορίζουν  τις  μετακινήσεις  των 
ατόμων  κατά  μήκος  της  χερσονήσου.  Ο  μεν  Πέτρος,  ο  οποίος,  σύμφωνα  με  τον 
Σχινά το 19ο αιώνα, είναι «βράχος υψούμενος κατακορύφως ως κωδωνοστάσιον» 
(Σχινάς  1897:553),  δεσπόζει  στην  ορεινή  διαδρομή  που  οδηγούσε  από  τον  ισθμό 

208
προς την καρδιά της Σιθωνίας, ενώ ο Κούκος‐Πετριώτικο, η «Τουρλόπετρα» των 
οθωμανικών  χρόνων  (Kravari  1991:έγγρ.  28,  στ.  8),  αποτελεί  οξυκόρυφο  ύψωμα 
στη βάση του οποίου διασταυρώνονται οι δρόμοι που οδηγούσαν από Συκιά προς 
τον  Τράπεζο,  τον  αναφερόμενο  ως  «Φραγγόκαστρο»  (Kravari  1991:έγγρ.  28,  στ. 
10)  και  από  εκεί  προς  την  περιοχή  Νέου  Μαρμαρά,  καθώς  κι  από  τη  θάλασσα 
προς την ενδοχώρα, όπου βρίσκεται η Κερασιά. 
Το  κάθε  ένα  από  τα  δύο  υψώματα  βέβαια  έχει  και  τις  δικές  του 
ιδιαιτερότητες  που  δε  χαρακτηρίζουν  το  άλλο.    Έτσι  ο  Πέτρος,  που  προβάλλει 
κατακόρυφα σε ύψος 30 μέτρων από την επίπεδη περιοχή στην οποία βρίσκεται, 
σα  βράχος  των  Μετεώρων,  απλά  σε  μικρότερες  διαστάσεις,  έχει  πεπλατυσμένη 
κορυφή  κι  όχι  οξεία  σαν  του  Κούκου‐Πετριώτικο.  Σε  αυτή  την  κορυφή  έκτασης 
περίπου  20  τετραγωνικών  μέτρων,  που  κυρτώνει  στο  κέντρο  της  και 
προστατεύεται  στη  ΒΔ  πλευρά  της  από  κάθετους  βράχους,  εντοπίζονται 
ανθρωπογενείς κοιλότητες διατεταγμένες γύρω από μια λεκάνη λαξευμένη στο 
βράχο  (Φωτ.97).  Ανθρωπογενείς  κοιλότητες  που  σχετίζονται  με  λεκάνη 
λαξευμένη σε βράχο, βρίσκονται επίσης στη βάση του Πέτρου και μάλιστα στην 
πιο  επιβλητική  ΒΔ  μεριά  του.  Επιπλέον  σε  φυσικές  κοιλότητες  και  ρωγμές  του 
Πέτρου,  τόσο  στην  κορυφή  του  όσο  και  σε  όλο  το  ύψος  των  παρειών  του, 
υπάρχουν  εναποθετημένες  σφαιρικές  ή  ωοειδείς  ασβεστολιθικές  πέτρες  σαν 
κρουστήρες  (Φωτ.96).  Πρόκειται  για  πέτρες  που  έχουν  μεταφερθεί  στο 
συγκεκριμένο  σημείο  από  απόσταση  πολλών  χιλιομέτρων  δεδομένου  του 
γεγονότος  ότι  στις  γύρω  περιοχές  δεν  εντοπίζεται  πηγή  του  συγκεκριμένου 
πετρώματος. Είναι συνήθως μεγέθους λίγο μεγαλύτερου από ανθρώπινη γροθιά 
ή σχεδόν όσο ο ανθρώπινος εγκέφαλος κι έχουν δεχτεί χτυπήματα επεξεργασίας 
ώστε να πάρουν το σφαιρικό σχήμα.  
Στην  κορυφή,  σε  ρήγμα  του  βράχου,  αλλά  και  δίπλα  στη  λαξευμένη 
λεκάνη,  υπάρχουν  λίγες  επιχώσεις  που  σώθηκαν  από  το  ξέπλυμα  της  βροχής 
και  τους  αρχαιοκάπηλους  και  συμπεριλαμβάνουν  θραύσματα  εργαλείων,  τόσο 
λαξευμένων  όσο  κι  αποκρουσμένων,  κεραμικά  όστρακα  και  κομμάτια 
πηλοκατασκευών.  Ίδιου  τύπου  επιχώσεις  συναντώνται  σε  όλα  τα  ελαφρώς 
επίπεδα  σημεία  που  δημιουργούνται  από  τη  βάση  ως  την  κορυφή.  Στη  βάση 
μάλιστα και σα δακτύλιος που αγκαλιάζει τον κωλουροκωνικό βράχο, υπάρχουν 
συσσωρεμένες  επιχώσεις  με  αυξημένη  παρουσία  τμημάτων  από  πήλινες 
κατασκευές,  οι  οποίες  (επιχώσεις)  φαίνεται  να  καταβλήθηκε  προσπάθεια  να 
σκαρφαλώσουν  στον  Πέτρο  και  να  ελέγξουν  την  πρόσβαση  προς  αυτόν, 
δημιουργώντας τελικά μια χαμηλή τούμπα  γύρω του. 
Ο  Κούκος‐Πετριώτικο  από  την  άλλη,  σε  ρήγματα  της  βραχώδους,  οξείας 
κορυφής του οποίου επίσης υπάρχουν επιχώσεις, διαφοροποιείται από τον Πέτρο 
στο γεγονός ότι αποτελεί την απόληξη ενός απότομου λόφου που τον περιζώνει 
μεγαλιθικός τοίχος. Το σχήμα της κάτοψης αυτού του περιβόλου, μέσα από τον 

209
οποίο  υπάρχουν  λίθινα  ερείπια  εγκατάστασης  που  αναπτυσσόταν  ολόγυρα 
κάτω  ακριβώς  από  την  κορυφή,  είναι  ακανόνιστο  και  ποικίλο  κι  ακολουθεί  τη 
φυσική οχύρωση των βράχων.  
 
ΣΥΝΘΕΣΗ‐ΣΥΖΗΤΗΣΗ 
Η  επιλογή  των  δύο  παραπάνω  θέσεων  για  να  αποτελέσουν  ιερά,  δε 
φαίνεται  να  είναι  τυχαία.  Οι  κάτοικοι  της  περιοχής  εκμεταλλεύονταν  κυρίαρχα 
χαρακτηριστικά του τοπίου, που είναι ορατά από το γύρω περιβάλλον, αλλά και 
αντίστοιχα προσφέρουν θέα και δυνατότητα επίβλεψης όλης της γύρω περιοχής, 
προκειμένου  να  δομήσουν  τη  σχέση  τους  με  το  χώρο.  Έτσι  αυτές  οι  θέσεις,  οι 
οποίες  δέσποζαν  στο  χώρο  με  την  ανάγλυφη  μορφή  τους,  αλλά  κι  εξαιτίας  της 
γεωγραφικής  θέσης  τους,  θα  αποτελούσαν  σημείο  αναφοράς  περιφερειακού 
επιπέδου,  σταθερά  στοιχεία  του  τρόπου  αντίληψης  του  άμεσου  περιβάλλοντος 
στο οποίο ζούσαν και κινούνταν πολλοί κάτοικοι διαφορετικών οικισμών.  
Φαίνεται  ότι  τα  δύο  αυτά  ιερά  αντιμετωπίζονταν  ως  η  υλοποίηση  της 
συλλογικής μνήμης ή  θεωρούνταν ότι  διαδραματίζουν  ένα σημαντικό ρόλο στη 
διατήρηση  ή  στην  ανατροπή  της  υπάρχουσας  κοινωνικής  τάξης  και  της 
κυρίαρχης  ιδεολογίας  (Ashmore  and  Knapp  1999:13‐16,  Van  Dommelen  1999:278). 
Συγκεκριμένα, η θέση Πέτρος μπορούσε να αποτελεί το  μέσο για τη διατήρηση 
της συνέχειας στο τοπίο με την επαναχρησιμοποίησή της, αλλά η επανερμηνεία 
της  να  δημιουργούσε  μια  τομή  με  το  παρελθόν.  Αναλυτικότερα,  είναι  πιθανόν 
ότι η θέση Πέτρος αποτελεί ένα σημείο που συνδέεται με τη συνολική διαδικασία 
της  εγκατάστασης  των  μεσολιθικών  πληθυσμών  στην  ορεινή  Σιθωνία,  της 
διασποράς τους στο τοπίο της  και της προσπάθειάς τους να το οικειοποιηθούν, 
να  το  κάνουν  «κτήμα»  τους.  Ήδη  δηλαδή  από  τη  μεσολιθική  εποχή  ίσως 
αναδείχθηκε  σε  ορόσημο  του  γύρω  τοπίου  και  μπορεί  να  αποτέλεσε  πεδίο 
ενδυνάμωσης  των  συνεκτικών  δεσμών  των  ανθρώπων  εκείνης  της  εποχής. 
Καθώς όμως εξελίχθηκε ο χρόνος και μπορεί να υπήρξε μια κρίση στις σχέσεις 
των ατόμων μεταξύ τους ή των ομάδων, που είχε να κάνει με τη μετάβαση στον 
οικιακό  τρόπο  παραγωγής,  το  συγκεκριμένο  μνημείο  το  οικειοποιήθηκαν 
συγκεκριμένα  νοικοκυριά,  τα  οποία  εγκαταστάθηκαν  μόνιμα  στη  βάση  του  και 
μάλιστα  θέλησαν  να  ενδυναμώσουν  τη  θέση  τους  κτίζοντας  τις  οικίες  τους  σε 
επαφή  με  το  βράχο  κι  ελέγχοντας  την  πρόσβαση  προς  αυτόν.  Έτσι  αυτές  οι 
ομάδες κατείχαν μια ιδιαίτερη  θέση με την έννοια  ότι βρίσκονταν  γύρω από το 
πιο απρόσιτο, ορατό στο τοπίο σημείο, το οποίο αναδεικνυόταν σε μνημείο ενός 
αόριστου  παρελθόντος  που  συντηρούσε  από  τη  μια  τη  συλλογική  μνήμη  κι 
εδραίωνε  από  την  άλλη  τη  σχέση  των  συγκεκριμένων  κατοίκων  με  τη  γη. 
Αποτελούσε  δηλαδή  ίσως  ο  Πέτρος  μοχλό  προσδιορισμού  της  κυρίαρχης  θέσης 
της κοινότητας στο σύγχρονό της περιβάλλον, λαμβάνοντας κι ο ίδιος ισχύ από 

210
τη  δυναμικότητά  της  και  σηματοδοτούσε  τη  διαχρονική  παρουσία  της  σε  έναν 
ιερό χώρο, διασφαλίζοντας κι ο ίδιος τη διαχρονικότητα της ιερότητάς του.  
Μπορούσε  κάποιος  στεκόμενος  πάνω  στην  κορυφή  του  βράχου  να 
παρατηρήσει το τοπίο όπου είχαν αναπτύξει τη δράση τους οι πρόγονοι ήδη από 
την παλαιολιθική και το οποίο είχαν επιλέξει κι ερευνήσει σε όλη του την έκταση 
κυρίως  οι  μεσολιθικοί  πληθυσμοί.  Το  συγκεκριμένο  όμως  τοπίο  το  είχαν  στο 
τέλος  οικειοποιηθεί  αποκλειστικά  οι  κάτοικοι  του  οικισμού  που  προφανώς  όχι 
τυχαία ιδρύθηκε στη βάση του Πέτρου, αποτελώντας τη μόνη από το σύνολο των 
μεσολιθικών  θέσεων  που  με  επιτυχία  μετέβη  στο  τροφοπαραγωγικό  στάδιο  κι 
επιβίωσε.  Έτσι  ο  θεατής  στην  κορυφή  του  βράχου,  εκτός  της  συνέχειας  από  το 
παρελθόν,  θα  παρατηρούσε  και  την  τομή  που  υλοποιούσε  η  μόνιμη  κατοίκηση 
στη βάση του Πέτρου, καθώς και την προσπάθεια αποκλειστικής συσχέτισης των 
κατοίκων αυτού του οικισμού με τον ιερό χώρο. 
Επιπλέον,  η  εναπόθεση  των  ασβεστολιθικών  ωοειδών  λίθων  στις  φυσικές 
κοιλότητες  και  στις  ρωγμές  του  Πέτρου,  αποσκοπούσε  κι  αυτή  στη  διατύπωση 
μιας ρήξης, μίας ασυνέχειας σε σχέση με το παρελθόν, ή στην υπογράμμιση μίας 
εμμονής σε ένα αναλλοίωτο παρελθόν και στην αναπαραγωγή του. Και στις δύο 
περιπτώσεις  χρησιμοποιούταν  μία  «μεταφορά»  είτε  για  να  επιτευχθεί  η 
αποσιώπηση του παρελθόντος είτε για να διατηρηθεί μία μνήμη βαθέως χρόνου 
(Trouillot  1995,  Boric  2002).  Δεν  μπορούμε  να  είμαστε  βέβαιοι  για  τη  χρονική 
περίοδο που τοποθετήθηκαν οι λίθοι στις κοιλότητες ώστε να κλίνουμε υπέρ της 
μιας  ή  της  άλλης  πιθανότητας.  Πάντως  μπορούμε  κάλλιστα  και  σε  αυτή  την 
περίπτωση  να  υποθέσουμε  ότι  η  ενσωμάτωση  των  λευκών  ασβεστόλιθων  στον 
όγκο  του  γκρίζου  γρανίτη  αποσκοπούσε  και  στις  δύο  νοηματοδοτήσεις  του 
χώρου, ο οποίος έτσι αποκτούσε μια αμφισημία. 
Δεν  είναι  σκόπιμο  να  συνεχίσει  κανείς  την  αναζήτηση  του  νοήματος  των 
πράξεων των δρώντων προσώπων στον Πέτρο γιατί μπορεί να φτάσει σε ακραίες 
υποθέσεις,  όπως  να  ερμηνεύσει  το  σχήμα  και  το  χρώμα  των  λίθων  ως 
προσπάθεια  συσχέτισής  τους  με  τον  εγκέφαλο  που  αποτελεί  το  όργανο  της 
μνήμης,  ή  με  τους  πυρήνες  εξαγωγής  των  λευκόχρωμων  μεσολιθικών 
εργαλείων,  που  ήταν  διάσπαρτα  στο  χώρο  όπου  κινούνταν  οι  νεολιθικοί 
κάτοικοι.  Το  ίδιο  πολλές  υποθέσεις  μπορεί  κάποιος  να  κάνει  για  το  ρόλο  των 
ανθρωπογενών  κοιλοτήτων  της  κορυφής  και  της  βάσης  του  Πέτρου,  οι  οποίες 
μπορούν  να  εκληφθούν  είτε  ως  σημεία  είδους  χοών  είτε  ως  μια  προσπάθεια 
χαρτογραφικής  απόδοσης  του  τοπίου  με  την  κεντρική  μεγάλη  λεκάνη  να 
αναπαριστά  τον  σημαντικό  Πέτρο  και  τις  άλλες  κοιλότητες  περιμετρικά  να 
αναφέρονται στους μεσολιθικούς χώρους εγκατάστασης. 
Καταλαβαίνουμε  όμως  ότι  μάλλον  καταλήγουμε  σε  ιδεαλιστικές 
ανασυνθέσεις  προσπαθώντας  να  συλλάβουμε  πώς  θα  ήταν  δυνατόν  να 
αντιλαμβάνονταν  το  νόημα  του  Πέτρου  οι  προϊστορικοί  άνθρωποι  στην 

211
προσπάθειά τους να διαχειριστούν τo παρελθόν τους γιατί αυτοί αντιμετώπιζαν 
τον  υλικό  πολιτισμό  και  τον  προσελάμβαναν  ανάλογα  με  τις  δικές  τους 
συνεκδοχές  και  διατάξεις  (Jenkins  1991:39‐47),  καθώς  και  γιατί  επιπλέον  δεν 
μπορούμε  να  καταλήξουμε  σε  τελικό  χρονικό  προσδιορισμό  των  στοιχείων 
χρήσης  του  ιερού  χώρου.  Παρόλα  αυτά  δε  φαίνεται  να  έχει  μικρή  αξία  το 
γεγονός  ότι  μπορούμε  να  ανασυνθέσουμε  τις  προγενέστερες  φυσικές  και 
κοινωνικές  παραμέτρους,  οι  οποίες  αλληλεπιδρώντας  με  τον  άνθρωπο  τον 
οδηγούσαν  στην  ερμηνεία  και  τη  διαχείριση  της  έννοιας  του  ιερού  (Barrett 
1994:169‐70), καθώς  και ότι στο συγκεκριμένο χώρο υπάρχουν αρκετές ενδείξεις 
για  τη  συνέχεια  χρήσης  του  χώρου  ως  ιερού  ίσως  από  την  Μεσολιθική  ως  το 
τέλος της εποχής Χαλκού. Το δεύτερο αποδεικνύει τη σημασία και την επιτυχία 
της συγκεκριμένης θέσης ως ιερού χώρου, αφού ο χαρακτήρας του, κι αν ακόμα 
σε  ενδιάμεσα  στάδια  της  προϊστορίας  παρακμάζει,  μένει  ζωντανός  στη  μνήμη 
των  μεταγενεστέρων  και  αναβιώνει  ισχύοντας  στο  πέρασμα  των  αιώνων, 
τουλάχιστον της προϊστορίας. 
Η  λειτουργία  του  συγκεκριμένου  χώρου  ως  ιερού  μπορεί  να  έπαυσε  με  το 
πέρας  της  προϊστορίας,  αλλά  τα  ιδιαίτερα  φυσιογραφικά  γνωρίσματά  του 
συνέχισαν να τον καθιστούν σημαντικό στη συνείδηση των ανθρώπων γεγονός 
που αποδεικνύεται από την αξιοποίησή του στα βυζαντινά κι οθωμανικά χρόνια 
ως  οροθέσιου,  αλλά  κι  από  το  ότι  στη  σύγχρονη  εποχή  ο  τσομπάνος  που  μου 
πρωτοανάφερε  την  ύπαρξη  του  Πέτρου  βαφτίστηκε  Πέτρος  κι  ίδιος  γιατί  ο 
παππούς του, παρότι είχε διαφορετικό όνομα, σκοτώθηκε κοντά στον μνημειακό 
βράχο.  Η  ανάμνηση  της  ιερότητας  του  συγκεκριμένου  βράχου,  η  οποία 
παρέμεινε  ζωντανή  στους  μεταγενέστερους,  ίσως  μάλιστα  αναβίωσε  αμέσως 
μετά το πέρας της προϊστορίας με άλλη έννοια και  διαφορετικό τελετουργικό σε 
βραχώδη  κορυφή  κάποια  χιλιόμετρα  νοτιότερα,  που  σε  νεότερες    εποχές 
ανθρωποποιήθηκε  ονομαζόμενη  Κώστας  (Βοκοτοπούλου  κ.  ά.  1993).  Όπως  και 
να  έχουν  πάντως  τα  πράγματα,    γίνεται  φανερό  πως  οι  σχέσεις  του  ανθρώπου 
με  τους  ιερούς  τόπους,  εφόσον  προσδιοριστούν,  δύσκολα  μεταβάλλονται,  και 
σπάνια αποχαρακτηρίζεται ένα τοπίο ή μία θέση τελετουργικού χαρακτήρα. 
Όσον  αφορά  τον  Κούκο‐Πετριώτικο  από  την  άλλη,  είναι  εμφανής  και  σε 
αυτή  την  περίπτωση  η  ίδια  στρατηγική  με  αυτήν  του  Πέτρου,  της  επιλογής 
δηλαδή  ενός  προεξέχοντος  σημείου  στον  ορίζοντα,  του  οποίου  ο  τελετουργικός 
συμβολισμός  αναφέρεται  σε  μια  έκφραση  της  συλλογικής  μνήμης  και  των 
σύγχρονων  σχέσεων  δύναμης.  Στη  συγκεκριμένη  περίπτωση  όμως  η  σημασία 
του  έχει  να  κάνει,  εκτός  από  τα  μορφολογικά  και  γεωγραφικά  του 
χαρακτηριστικά,  με  την  κεντρική  χωροταξική  του  θέση  κυρίως  σε  σχέση  με  το 
τοπίο των τύμβων κι όχι τόσο των οικισμών που τον περιβάλλουν.  
Η θέση Κούκος‐Πετριώτικο, όχι μόνο βρίσκεται στο μέσο των τύμβων, αλλά 
δημιουργεί  και  μια  ευθεία  με  τις  μοναδικές  δύο  ανάγλυφες  ανθρωπόμορφες 

212
στήλες  με  εκείνον  στο  μέσο.  Επιπλέον  φαίνεται  ότι  οι  σημαντικότεροι,  από 
άποψη  καταβολής  ενέργειας  και  χρόνου  για  την  κατασκευή  τους,  τύμβοι 
βρίσκονται κοντά του δηλώνοντας έτσι την διάθεση όσων κατείχαν μια ιδιαίτερη 
θέση  να  θαφτούν  σε  αμεσότερη  οπτική/χωροθετική  σχέση  με  αυτόν.  Αυτή  η 
προσπάθεια να θαφτούν κάποιοι κοντά στον ιερό χώρο του Κούκου‐Πετριώτικο, 
που  θεωρούνταν  σημαντικός  ιδεολογικά  χώρος  κοινωνικής  δράσης  και 
ταυτόχρονα  άσκησης  εξουσίας  κι  ελέγχου,  ήταν  αποτέλεσμα  της  δημιουργίας 
έντασης  εξαιτίας  των  βλέψεων  των  μεμονωμένων  ατόμων  ή  νοικοκυριών. 
Φαίνεται  ότι  το  ιερό  του  Κούκου‐Πετριώτικο  χρησιμοποιόταν  για  να  ενισχύσει 
αυτές  τις  εξουσιαστικές  διεκδικήσεις  ατόμων  ή  ομάδων  και  να  νομιμοποιήσει 
φόρμες ηγεμονίας σε στιγμές πολιτικής μετάβασης (Barrett 1991:7). 
Ταυτόχρονα  η  παρουσία  ισχυρού  περιβόλου,  που  αποτελεί  κατεξοχήν 
συλλογικό  έργο  κι  ως  τέτοιο  χαράσσεται  στη  μνήμη  του  κάθε  μέλους  της 
κοινότητας,  συμβολίζει  στη  σφαίρα  του  ιδεατού  την  ίδια  την  κοινότητα, 
συμβάλλοντας  έτσι  στην  ενδυνάμωση  των  σχέσεων  των  μελών  της.  Βέβαια 
μπορεί  από  την  άλλη  μέσω  των  περιβόλων  να  αποκαλύπτεται  η  δυνατότητα 
μιας  ανώτερης  ιεραρχικά  ομάδας  να  κινητοποιεί  μεγάλους  πληθυσμούς  για 
προσωπικό όφελος και προβολή. Επιπλέον, η παρουσία του περιβόλου, που κι ο 
ίδιος  καθίσταται  στοιχείο  του  τελετουργικού  τοπίου,  σημαίνει  κι  οριοθετεί  τον 
ιερό  χώρο  ορίζοντάς  τον  ως  ζώνη  προστασίας  κι  ελεγχόμενης  πρόσβασης.  Συν 
τοις  άλλοις,  ο  περίβολος  της  θέσης  Κούκος‐Πετριώτικο,  ίσως  αποτελεί  μια 
προσπάθεια  εδραίωσης  της  παρουσίας  των  ανθρώπων  της  περιοχής,  μέσα  από 
μια  διαδικασία  οικειοποίησης  του  ζωτικού  τους  χώρου,  αφού  αποτελεί  μια 
εύγλωττη  δήλωση  εξημέρωσης,  τμήματος  τουλάχιστον,  του  περιβάλλοντος  κι 
όριο της, εκτός των τειχών, άγριας φύσης. Ίσως μάλιστα δεν είναι τυχαίο ότι κι 
αυτός  ακόμα  ο  ιερός  χώρος  του  Κούκου‐Πετριώτικο  σχετίζεται  με 
χαρακτηριστικά  στοιχεία  του  περιβάλλοντος,  όπως  η  βραχώδης  κορυφή,  έτσι 
ώστε μέσα από τη φυσιοκρατικότητα του ιερού τόπου να εξευμενιστεί το φυσικό 
περιβάλλον  και  να  επισφραγιστεί  η  διαχρονική  παρουσία  των  ανθρώπων  στο 
χώρο.   
Κατά  αντιστοιχία  με  τον  Πέτρο,  έτσι  και  στον  Κούκο‐Πετριώτικο  λοιπόν, 
είναι δυνατόν ο χώρος να έχει μια αμφισημία και να αποτελεί ένα ορόσημο του 
γύρω  τοπίου,  το  οποίο  από  τη  μια  συνέχει  την  κοινότητα  ή  τις  κοινότητες 
αναδεικνυόμενο  σε  μνημείο  ενός  κοινού  παρελθόντος,  από  την  άλλη  όμως 
υλοποιεί  εκείνες  τις  αντιλήψεις  που  σε  συγκεκριμένα  πολιτιστικά 
συμφραζόμενα  και  στο  πλαίσιο  κοινωνικών  στρατηγικών,  έδωσαν 
προσανατολισμό  και  ουσία  στη  δράση,  οδηγώντας  στη  δημιουργία,  στη 
διατήρηση ή στο μετασχηματισμό της κοινωνικής διαφοροποίησης. Είναι δηλαδή 
δυνατόν,  η  θέση  Κούκος‐Πετριώτικο  να  διαδραμάτιζε  ένα  σημαντικό  ρόλο  στη 
διαμόρφωση και διατήρηση της υπάρχουσας κοινωνικής τάξης και της κυρίαρχης 

213
ιδεολογίας ή να αποτελούσε πεδίο δράσης και προϊόν των συγκρούσεων μεταξύ 
ομάδων που οδηγούσαν στη μεταβολή της κοινωνικής δομής.  
Από  όσα  αναφέρθηκαν  για  τις  θέσεις  Πέτρος  και  Κούκος‐Πετριώτικο 
καθίσταται  σαφές  ότι  οι  ιεροί  χώροι  μπορεί  να  χρησιμοποιούνται  από  τους 
δρώντες τόσο για να ενώνουν, όσο και για να διαφοροποιούν και ότι οι δύο αυτές 
στρατηγικές,  οι  οποίες  μπορεί  να  επιδιώκονται  ταυτόχρονα  και  σε  όλα  τα 
επίπεδα,  σχετίζονται  με  δύο  διαφορετικές  αφηγήσεις  που  παράγονται  από  την 
εγκαθίδρυση  διαφορετικών,  ιστορικά  καθορισμένων  σχέσεων  με  το  παρελθόν. 
Επιπλέον  γίνεται  φανερό  ότι  ο  Πέτρος  κι  ο  Κούκος‐Πετριώτικο  δεν  είναι  τα 
παθητικά  αποτελέσματα  ενός  μηνύματος,  είναι  τα  ίδια  δηλώσεις,  που 
διαμορφώνονται  βασισμένες  σε  συγκεκριμένες  ερμηνείες  και  διαμορφώνουν 
άλλες  δηλώσεις,  ανάλογα  με  τις  ερμηνείες  που  διαλεκτικά  προβάλλουν  και 
δέχονται με την πάροδο του χρόνου. Τα δύο αυτά ιερά, αποτελούν ενεργά μέσα 
που συμβάλλουν αποφασιστικά στη διαμόρφωση της αντίληψης των ανθρώπων 
για  τον  κοινωνικό  τους  χώρο,    συμμετέχουν  στην  κοινωνική  ζωή  και  στην 
επικοινωνία  (Ashmore  and  Knapp  1999:13‐16).  Επομένως,  σε  καμία  περίπτωση 
δεν θα μπορούσε να αποκόψει κανείς τα τοπία των ιερών από την κοινωνία. 
 

214
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ – ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ  

Κατά  τη  διάρκεια  των  επιφανειακών  ερευνών  και  της  συγγραφής  της 
εργασίας  έγιναν  κάποιες  παρατηρήσεις  και  προέκυψαν  κάποια  συμπεράσματα 
τα  οποία  θα  πρέπει  να  επαναπαρουσιαστούν  συνοπτικά  κλείνοντας  αυτήν  την 
εργασία. 
Καταρχήν  όσον  αφορά  στους  προβληματισμούς  που  αναπτύχθηκαν  σε 
σχέση  με  τα  θεωρητικά  ζητήματα  του  αισθητηριακά  αντιληπτού  χώρου  και  τις 
εξελίξεις  της  έννοιάς  του  μέσα  από  τις  διαδοχικές  προσεγγίσεις  του, 
διαπιστώθηκε  ότι  για  την  πολιτισμική/ιστορική  προσέγγιση  η  διάσταση  του 
χώρου  αποτελεί  βασικό  άξονα  έρευνας  και  μέσο  ερμηνείας  του  αρχαιολογικού 
αντικειμένου, του οποίου τα δεδομένα αντανακλούν την πολιτισμική ανισότητα 
ανθρώπινων‐γεωγραφικών  περιοχών.  Επιπλέον,  έγινε  αντιληπτό  ότι  το  ρεύμα 
σκέψης  της  Νέας  Αρχαιολογίας  θεώρησε  καθοριστικό  το  ρόλο  του 
περιβάλλοντος  ή  των  τεχνοοικονομικών  παραγόντων,  για  τον  μεγάλης 
διάρκειας  μετασχηματισμό  των  κοινωνικών  διαδικασιών  που  επιδρούν  στην 
παρατηρούμενη διάταξη του πολιτιστικού υλικού. Κατέστη σαφής όμως έτσι και 
η  συνεπακόλουθη  αδυναμία  της  επιστήμης  να  προσδιορίσει  τις  περισσότερο 
βραχυπρόθεσμες διαδικασίες της κοινωνικής αλλαγής κι ακόμη η αδυναμία της 
να  προσδιορίσει  το  ρόλο  του  ανθρώπου  ως  δυναμικού  δημιουργού  της  ιστορίας, 
ως  ατομικού  και  συλλογικού  υποκειμένου  που  διαμορφώνει  τις  υλικές  και 
κοινωνικές  συνθήκες  της  ύπαρξής  του.  Τέλος,  διαπιστώθηκε  ότι  για  τη 
μεταδιαδικαστική  κατεύθυνση  που  ακολούθησε  η  αρχαιολογία  στο  πλαίσιο  της 
νέας  μεταμοντέρνας  συνείδησης,  ο  χώρος  δεν  αντιμετωπίζεται  ως  ένα 
επιφαινόμενο  των  κοινωνικών  λειτουργιών  όπου  εντοπίζονται  κανονικότητες, 
αλλά  ως  ένα  ιστορικό  και  κοινωνικό  δεδομένο  που  συγκροτείται  μέσα  από  τη 
συμπεριφορά  των  υποκειμένων  τα  οποία  του  αποδίδουν  νόημα.  Οι 
δημιουργημένοι  χώροι  θεωρήθηκαν  ένα  μέσο  αναπαραγωγής  των  κοινωνικών 
σχέσεων και του συστήματος εννοιών που τους δημιούργησε. 
Όσον αφορά τις θεωρητικές αναφορές στις οποίες στηρίχθηκε η παρούσα 
μελέτη, επίκεντρο αποτέλεσε η κριτική ερμηνευτική του τοπίου η οποία δεν είναι 
άμεσα  προσανατολισμένη  σε  εμπειρικές  προτάσεις  για  λύσεις  προβλημάτων, 
αλλά αντιλαμβάνεται το χώρο ως εκούσιο ή ακούσιο κοινωνικό προϊόν που είναι 
ανομοιογενές και αντιφατικό και εκφράζει κάθε φορά συγκεκριμένες κοινωνικές 
συγκρούσεις. Θεωρώντας λοιπόν ότι ο χώρος δεν είναι αυτόνομα παραγώμενος, 
αλλά ότι είναι το αποτέλεσμα δράσης των ανθρώπων στο πλαίσιο της φύσης και 
συγκρούσεων  συγκεκριμένων  ομάδων  και  συμφερόντων,  επιδιώχθηκε  να 

215
αποκαλυφθεί  η  χωρική  διάσταση  της  σχέσης  του  ανθρώπου  με  το  περιβάλλον 
του  στη  Σιθωνία,  καθώς  και  των  κοινωνικών  αντιθέσεων  μέσα  από  μια 
διαλεκτική  αντιμετώπιση  των  χωρο‐κοινωνικών  ζητημάτων.  Επιπλέον 
θεωρήθηκε  ότι  η  ενσωμάτωση  των  κοινωνικών  σχέσεων  στην  οργάνωση  του 
χώρου  επιβάλλει  καθορισμούς  που  δεν  εξαναγκάζουν  απλά  σε  πράξεις,  δε 
λειτουργεί  δηλαδή  ο  χώρος  μόνο  ως  τόπος  χρήσεων  μέσα  σε  συγκεκριμένες 
σχέσεις  κατοχής  και  ιδιοποίησης,  αλλά  και  σε  ερμηνείες,  λειτουργεί  δηλαδή  ο 
χώρος  ως  αναπαράσταση.  Προέκυψε  μάλιστα  το  συμπέρασμα  ότι  εφόσον  ο 
χώρος  βιώνεται  ως  κοινωνικός  χώρος  που  οργανώνεται  σε  συνάρτηση  με  τις 
παραγωγικές σχέσεις και τις συνεπακόλουθες κοινωνικές αντιθέσεις, τότε και η 
αναπαράσταση του χώρου είναι μια κοινωνική διαδικασία. 
Σε  σχέση  με  την  αποκωδικοποίηση  της  ανθρώπινης  συμπεριφοράς  και 
την  εξέταση  των  χωρικών  ζητημάτων  σε  διευρυμένο  επίπεδο  μελετήθηκαν 
συγκριτικά  οι  επιφανειακές  έρευνες  των  τελευταίων  δεκαετιών  και 
παρατηρήθηκε ότι παρά την ποικιλία τους, έχουν κοινές αναφορές, τόσο ως προς 
την  αντίληψή  τους  για  το  τοπίο  και  για  τις  πληροφορίες  που  μπορούν  να 
αντλήσουν από αυτό, όσο και για τη μεθοδολογία που εφαρμόζουν στο πεδίο της 
έρευνας. Παρά όμως τις όποιες ομοιότητες ανάμεσα στις επιφανειακές έρευνες, 
έγινε  κατανοητό  ότι  η  αυξανόμενη  εκτίμηση  της  πυκνότητας  των  ιχνών 
εγκατάστασης  και  δραστηριότητας  στο  ελληνικό  αγροτικό  τοπίο,  σε  πολλές 
περιόδους του παρελθόντος, διεύρυνε τους στόχους της έρευνας, συνέβαλε στην 
καλύτερη  εκτίμηση  των  δυνατοτήτων  των  επιφανειακών  προγραμμάτων  και 
αποτέλεσε  ένα  ερέθισμα  για  εργασία  πεδίου  με  στόχο  τη  μελέτη  και 
ανασύσταση της διαχρονικής παρουσίας του ανθρώπου σε μια περιοχή. 
Με  οδηγό  τις  παραπάνω  σκέψεις  ξεκίνησε  το  1999  στη  Σιθωνία  ένα 
πρόγραμμα  συστηματικής  επιφανειακής  έρευνας,  το  οποίο  θα  συνέχιζε  την 
περιηγητική  επιφανειακή  έρευνα  που  είχε  διεξαχθεί  κατά  τα  έτη  1996‐1999  και 
θα  είχε  ως  στόχο  να  γίνει  κατανοητή  η  σχέση  των  δυναμικών  της  ανθρώπινης 
δραστηριότητας  με  το  μεταβαλλόμενο  φυσικό  και  κοινωνικό  περιβάλλον  μέσα 
σε μια καλά γεωγραφικά ορισμένη περιοχή.  
Μέσα από την επιφανειακή έρευνα της Σιθωνίας καταγράφηκαν ευρήματα 
και προέκυψαν αποτελέσματα που προσέφεραν μια νέα εικόνα της ανθρώπινης 
παρουσίας στη μεσαία χερσόνησο της Χαλκιδικής. Η εικόνα αυτή αντανακλά τις 
ποικίλες μορφές της διαχρονικής εγκατάστασης του  ανθρώπου στην περιοχή κι 
επειδή  δίνει  καινούρια  στοιχεία  για  όψεις  της  ανθρώπινης  δραστηριότητας  που 
δεν  είχαν  μέχρι  στιγμής  παρατηρηθεί  σε  καμιά  άλλη  περιοχή  του  ελλαδικού 
χώρου, έθεσε πλήθος ζητημάτων για μελλοντική έρευνα. 
Αναλυτικότερα,  η  συστηματική  επιφανειακή  έρευνα  της  Σιθωνίας  πέτυχε 
κατά τη διάρκεια των έξι χρόνων κοπιώδους πραγματοποίησής της, να συλλέξει 
πληροφορίες  από  διάφορες  περιβαλλοντικές  ζώνες  καλύπτοντας  έκταση    40 

216
τ.χλμ.  που  αντιστοιχεί  στο  8,7%  της  υπό  έρευνα  περιοχής  και  μπόρεσε  να 
συγκεντρώσει  στοιχεία  για  1183  θέσεις,  εκ  των  οποίων  μόνο  13  ήταν  γνωστές 
πριν  την  ολοκλήρωσή  της.  Ο  αριθμός  των  θέσεων  είναι  τόσο  μεγάλος  και  η 
πυκνότητά τους τόσο υψηλή ‐παρουσιάζεται μια συχνότητα των 29,6 θέσεων ανά 
τετραγωνικό χιλιόμετρο‐, ώστε καταρρίπτεται η άποψη που θα υποστήριζε πως η 
ανθρώπινη  δραστηριότητα  στην  περιοχή  της  Σιθωνίας  επικεντρώνεται  σε 
ορισμένα  τμήματα  του  τοπίου  και  ότι  εμφανίζει  ασυνέχειες  στο  χώρο. 
Απεναντίας,  αντανακλάται  το  διαχρονικά  υψηλό  επίπεδο  κοινωνικής 
πολυπλοκότητας  στην  περιοχή  με  875  θέσεις  να  ανήκουν  στην  περίοδο  της 
Βυζαντινής‐Νεότερης  εποχής,  127  θέσεις  να  εντάσσονται  στην  περίοδο  της 
Αρχαιότητας και στην περίοδο της Προϊστορίας να χρονολογούνται οι υπόλοιπες 
181 θέσεις. 
Όσον  αφορά  στις  θέσεις  εγκατάστασης  της  προϊστορικής  εποχής 
καταγράφηκαν  στη  Σιθωνία  59,  εκ  των  οποίων  οι  13  ήταν  ήδη  γνωστές  στην 
αρχαιολογική υπηρεσία και 46 καινούριες πρόσθεσε η επιφανειακή έρευνα. Στο 
σύνολο  αυτών  των  θέσεων  ,3  εγκαταστάσεις  χρονολογήθηκαν  στη  Μέση 
Παλαιολιθική, 9 στη Μεσολιθική, 10 στη Νεολιθική, εκ των οποίων 5 ίσως σε μια 
πολύ πρώιμη φάση και 5 με βεβαιότητα τουλάχιστον στη Νεότερη Νεολιθική, 14 
στην Πρώιμη Εποχή Χαλκού, 4 στη Μέση Εποχή Χαλκού, 9 στην Ύστερη Εποχή 
Χαλκού και 38 στην Πρώιμη Εποχή Σιδήρου. 
Από  την  μελέτη  των  αριθμητικών  δεδομένων  των  προϊστορικών 
εγκαταστάσεων  δεν  εντυπωσίασε  τόσο  η  πιστοποίηση  της  παρουσίας  του 
ανθρώπου κατά την Παλαιολιθική στη Σιθωνία, όσο η ύπαρξη και ο αριθμός των 
εγκαταστάσεων  της  Μεσολιθικής  οι  οποίες  είναι  τόσες,  όσες  σχεδόν  του 
υπόλοιπου  ελλαδικού  χώρου.  Πολλές  από  τις  θέσεις  εγκατάστασης  της 
Μεσολιθικής  στη  Σιθωνία  συνέχισαν  να  προσελκύουν  το  ενδιαφέρον  και  κατά 
τα  επόμενα,  πρώιμα  στάδια  της  Νεολιθικής  επιβεβαιώνοντας  τον  πειραματικό, 
μεταβατικό  χαρακτήρα  τους  και  θέτοντας  σε  νέα  βάση  το  ερώτημα  της 
«εισαγωγής  του  νεολιθικού  τρόπου  παραγωγής  στον  ελλαδικό  χώρο».  Αυτό  το 
σύνθετο  διαπραγματεύσιμο  κοινωνικό  γεγονός,  κατά  τη  διάρκεια  του  οποίου  οι 
συλλέκτες  και  οι  αρχόμενοι  γεωργοκτηνοτρόφοι  της  Σιθωνίας  συνυπήρχαν  και 
αλληλοεπηρεάζονταν μέσα από συγκρούσεις και συμμαχίες που οδηγούσαν στη 
δημιουργία  και  ερμηνεία  νέων  φυσικών  και  κοινωνικών  τοπίων,  φαίνεται  να 
ολοκληρώθηκε  μόνο  στη  Νεότερη  Νεολιθική  όπως  αποκρυσταλλώθηκε  στους 
οικισμούς της περιοχής.  
Η  σκόπιμη  διαμόρφωση  των  περισσότερων  εγκαταστάσεων  αυτής  της 
δεύτερης ουσιαστικά φάσης της Νεολιθικής σε οικισμούς με μορφή τούμπας που 
αποτελούσαν ορατές, καλά ορισμένες στο χώρο περιοχές, οι οποίες τόνιζαν την 
εδαφικότητα  και  την  κοινή  ιστορία,  δηλώνει  πως  υπήρχε  μια  καλά  παγιωμένη 
δομή  όσον  αφορά  στη  χρήση  του  χώρου  και  όχι  ευκαιριακή  σχέση  με  το  τοπίο, 

217
όπως  συνέβαινε  με  τις  μικρές  επίπεδες  εγκαταστάσεις  της  Μεσολιθικής  και 
πρώτης Νεολιθικής φάσης.  
Η  σημασία  που  είχαν  οι  τούμπες  σε  σχέση  με  τη  διατήρηση  της  ιστορίας, 
αναδεικνύεται από το  γεγονός ότι συνέχισαν στο σύνολό τους  να  κατοικούνται 
και  στην  ΠΕΧ,  γεγονός  που  επιπλέον  σημαίνει  μια  ακολουθία  στην  αντίληψη 
κάποιων κατοίκων για την οργάνωση του χώρου και στα κριτήρια που καθόριζαν 
την επιλογή των θέσεων στις δύο περιόδους της προϊστορίας.  
Επιπλέον  η  παρουσιαζόμενη  αλλαγή  στη  διάταξη  των  οικισμών  κατά  την 
ΠΕΧ  με  τον  πολλαπλασιασμό  των  μικρών  θέσεων,  ίσως  συνδεόταν  με  το 
αυξανόμενο ενδιαφέρον για αυτονομία του νοικοκυριού, σε μια προσπάθεια για 
υλοποίηση  της  ανεξαρτησίας  του  από  το  ασφυκτικό  πλαίσιο  των  κοινωνικών 
σχέσεων της Νεολιθικής. Ίσως όμως από την άλλη δεν αποτελούσε μια πρακτική 
που  έφερνε  στο  έπακρο  την  τάση  για  απομόνωση  του  νοικοκυριού,  αλλά  μια 
αντίδραση  στις  οριακές  συνθήκες  των  νέων  εγκαταστάσεων,  που  στην  ουσία 
αποδίδονται σε δημογραφική αύξηση.  
Η διάρκεια κάποιων από αυτούς τους οικισμούς δοκιμάστηκε στην επόμενη 
περίοδο,  τη  ΜΕΧ  και  μόνο  λίγες  εγκαταστάσεις  με  σημαντικά  παραγωγικά 
εχέγγυα  επιβίωσαν,  οι  οποίες  μέσα  στην  οικονομική  και  κοινωνική  ανισότητα 
της  νέας  κοινωνικής  δομής  κατάφεραν  να  αφομοιώσουν  τους  κραδασμούς  των 
μεταβαλλόμενων  κοινωνικοοικονομικών  συνθηκών  και  βρέθηκαν  ψηλά  στην 
κλίμακα της διακοινοτικής ιεραρχικής οργάνωσης. 
Στο  επόμενο  διάστημα  της  ΥΕΧ,  οι  οικισμοί  που  είχαν  ανταπεξέλθει  με 
επιτυχία  στις  δυσκολίες  των  προηγούμενων  εποχών  συνέχισαν  να 
αναπτύσσονται.  Φαίνεται  ότι  σε  αυτή  την  εποχή  η  παραγωγική  ανισότητα 
μεταξύ των οικισμών και το συνακόλουθο κλίμα κοινωνικής έντασης, επέβαλλε 
την οικονομική και κοινωνική στήριξη σε ένα εκτεταμένο δίκτυο   διακοινοτικών 
επαφών και ανταλλαγών.  
Η  αλληλεπίδραση  μεταξύ  πληθυσμιακών  ομάδων  από  διάφορα  μέρη  του 
ελλαδικού  χώρου  απέκτησε  ακόμα  πιο  έντονο  χαρακτήρα  και  μεγαλύτερη 
εμβέλεια  κατά  την  ΠΕΣ  επιβεβαιώνοντας  την  κλίμακα  των  διακοινοτικών 
επαφών και κατ’ επέκταση την οικονομική και κοινωνική τους σπουδαιότητα.  
Έγινε  επίσης  αντιληπτό  ότι  οι  θέσεις  με  τις  περισσότερες  συνεχόμενες 
περιόδους  κατοίκησης  εντοπίζονται  εκεί  όπου  παρατηρείται  η  μεγαλύτερη 
συγκέντρωση  οικισμών  κατά  την  προϊστορία,  δηλαδή  στην  περιοχή  του  ισθμού 
και  στο  ΝΔ  άκρο  της  Σιθωνίας.  Το  φαινόμενο    της  παρουσίας  τους  στις 
συγκεκριμένες  περιοχές  εξηγείται,  αν  εξεταστούν  τα  ποικίλα 
μικροπεριβάλλοντα  προς  εκμετάλλευση  και  οι  σημαντικές  παραγωγικές 
δυνατότητες που τις χαρακτηρίζουν, καθώς και η θέση τους στον ευρύτερο χώρο 

218
της  χερσονήσου  που  σχετιζόταν  με  τον  έλεγχο,  είτε  των  χερσαίων  δρόμων 
επικοινωνίας, είτε των μετακινήσεων μέσω της θάλασσας. 
Όσον  αφορά  στο  ρόλο  που  διαδραματίζουν  διάφορες  παράμετροι  του 
περιβάλλοντος  για  τις  οποίες,  λόγω  του  γενικού  τους  χαρακτήρα,  είναι  δυνατό 
να  διαπιστώσουμε  με  σχετική  ασφάλεια  πώς  συνδέονται  με  τις  προϊστορικές 
εγκαταστάσεις ανά εποχή, προέκυψε το εξής συμπέρασμα: 
Από  τη  στιγμή  που  καθοριστικό  ρόλο  στην  εγκατάσταση  των  μόνιμων 
οικισμών  παίζει  η  ευκολία  πρόσβασης  σε  πηγές  νερού,  είναι  ευνόητο  ότι  η 
κατανομή  των  θέσεων  στο  χώρο  επηρεάστηκε  από  την  εγγύτητα  σε  υδάτινους 
πόρους. Εκτός βέβαια από τις πηγές πόσιμου νερού και τα ρέματα της περιοχής, 
το  γεγονός  ότι  η  Σιθωνία  στο  μεγαλύτερο  μέρος  της  βρέχεται  από  θάλασσα 
άσκησε ουσιαστικό ρόλο στον τρόπο διάταξης των οικισμών. Από τη μελέτη των 
στοιχείων  προέκυψε  πως  οι  προϊστορικοί  οικισμοί  της  Σιθωνίας  σε  μεγάλο 
βαθμό,  30  από  τους  59,  βρίσκονταν  σε  άμεση  επαφή  με  τη  θάλασσα  ή  πολύ 
κοντά  σε  αυτήν.  Εκτός  από  τη  γενική  κατανομή  των  οικισμών  σε  σχέση  με  τη 
θάλασσα, φάνηκε ότι ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει το γεγονός πως κατά τις Εποχές 
του  Λίθου  η  θάλασσα  δεν  είχε  πρωτεύουσα  σημασία  στην  επιβίωση  των 
κατοίκων  ή  στις  επαφές  τους  με  άλλες  περιοχές.  Κατά  την  ΕΧ  και  την  ΠΕΣ 
εντούτοις  ο  ρόλος  της  αναβαθμίστηκε,  διευρύνοντας  τις  δυνατότητες 
εκμετάλλευσης  των  πλουτοπαραγωγικών  της  πηγών  και  βοηθώντας  με  τους 
θαλάσσιους δρόμους  σε μια αύξηση της σημασίας του εξωτερικού εμπορίου. Γι’ 
αυτό  κατά  τη  διάρκεια  των  συγκεκριμένων  περιόδων  παρατηρείται  μια  πολύ 
πυκνή διάταξη οικισμών σε άμεση σχέση με τη θάλασσα.  
Επιπλέον,  θεωρείται  πως  ένα  από  τα  κριτήρια  επιλογής  ενός  χώρου 
εγκατάστασης αποτελεί και η γεωλογία της θέσης. Το πρώτο που αποδεικνύεται 
μελετώντας  τα  δεδομένα,  είναι  η  ταυτότητα  των  γεωλογικών  διαμορφώσεων, 
όπου  εδράζονται  οι  οικισμοί.  Ιδιαίτερο  ενδιαφέρον  παρουσιάζει  η  παρατήρηση 
ότι  οι  περισσότερες  θέσεις  βρίσκονταν  πάνω  σε  βραχώδες  υπόβαθρο.  Έτσι,  ένα 
ζήτημα  που  τονίστηκε  είναι  ότι  για  κάποιες  από  τις  θέσεις  η  επιλογή  ενός 
βραχώδους  χώρου  για  την  ίδρυσή  τους  ίσως  να  σχετιζόταν  με  τον    ορυκτό  του 
πλούτο. Η σημαντική αξία των μετάλλων, ειδικά προς το τέλος της προϊστορίας, 
πιθανώς  παρακίνησε  τους  ανθρώπους  να  κατοικήσουν  σε  πετρώδη 
περιβάλλοντα, όπως ήταν η ευρύτερη περιοχή Λειβάδια.  
Ένα  επιπλέον  στοιχείο  το  οποίο  επισημάνθηκε  είναι  η  ποικιλία  των 
γεωλογικών  διαμορφώσεων  που  συναντάται  στις  γειτονικές  των  θέσεων 
εγκατάστασης  περιοχές,  καθώς  κι  ότι  πολλές  από  τις  θέσεις  που  έχουν 
εντοπιστεί σε βραχώδεις περιοχές είχαν πρόσβαση σε αλλουβιακές  αποθέσεις ή 
γειτνίαζαν με αλλουβιακά ριπίδια. Παρόλα αυτά, συναντήθηκαν πολλές θέσεις 
και στην εσωτερική λοφώδη Σιθωνία, όπου η έλλειψη περιοχών με αλλουβιακές 

219
αποθέσεις,  καθώς  και  οι  πολύ  απότομες  κλίσεις  δε  δημιουργούσαν  ευνοϊκές 
προϋποθέσεις για καλλιέργεια κι εγκατάσταση.  
Στο  ερώτημα,  εάν  διαχρονικά  παρατηρείται  κάποια  μεταβολή  στις 
προτιμήσεις  των  προϊστορικών  ανθρώπων  της  Σιθωνίας  σε  σχέση  με  τα 
παραγωγικότερα  αλλουβιακά  ή  τα  φτωχά  ποτζολικά  εδάφη,  παρατηρήθηκε  ότι 
κατά  την  Παλαιολιθική  οι  εγκαταστάσεις  δεν  έλκονταν  από  τις  περιοχές  με 
αλλουβιακά  εδάφη,  όπως  το  ίδιο  συνέβαινε  με  τις  εγκαταστάσεις  της 
Μεσολιθικής και των πρώιμων φάσεων της Νεολιθικής. Απεναντίας όμως, κατά 
τη  Νεότερη  Νεολιθική  υπήρχε  μια  εμφανής  προτίμηση  για  πιο  γόνιμα  εδάφη. 
Κατά  την  ΠΕΧ  πάλι,  όπως  και  κατά  την  ΠΕΣ,  ήταν  πολλές  οι  θέσεις  που 
εδράζονταν  σε  περιοχές  με  ακατάλληλα  για  καλλιέργεια  εδάφη,  ενώ  αντίθετα 
στη ΜΕΧ και ΥΕΧ υπήρχε η τάση επιλογής πιο γόνιμων εκτάσεων. 
Διερευνώντας  τα  υψόμετρα  στα  οποία  βρίσκονται  οι  προϊστορικές 
εγκαταστάσεις  της  Σιθωνίας,  διαπιστώθηκε  ότι  σπανίζουν  οι  θέσεις  σε 
τοπογραφικές  ζώνες  με  μεγάλο  υψόμετρο.  Παρόλα  αυτά  υπάρχουν  αρκετές 
θέσεις  σε  περιοχές  με  μεσαίο  υψόμετρο.  Ο  μεγάλος  αριθμός  θέσεων  που 
εντοπίζεται  σε  χαμηλά  υψόμετρα  δείχνει  πως  οι  κάτοικοι  της  Σιθωνίας 
οδηγήθηκαν  κυρίως  σε  ένα  μοντέλο  επιλογής  εγκατοίκησης,  σε  οικολογικές 
ζώνες  που  παρείχαν  τη  δυνατότητα  εκμετάλλευσης  στοιχείων  διάφορων 
μικροπεριβαλλόντων.  Τέτοια  ήταν  οι  λοφίσκοι  δίπλα  στις  παραθαλάσσιες 
αλλουβιακές  κοιλάδες  και  σε  άμεση  γειτνίαση  με  τους  ορεινούς  όγκους  της 
Σιθωνίας. Έτσι βγήκε το συμπέρασμα ότι για τη Σιθωνία, το βασικό οικονομικό 
μοντέλο  της  προϊστορίας  που  ήταν  μεικτού  τύπου  και  σχετιζόταν  τόσο  με  τη 
γεωργία, όσο και με την κτηνοτροφία, διατηρούσε μια ισόρροπη σχέση και με τις 
δύο  στρατηγικές  και  δεν  τυποποιόταν  στις  βασικές  δομές  αυτής  της  μεικτής 
μορφής  οικονομίας.  Μόνη  εξαίρεση  ίσως  αποτελούσαν  κάποιες  ορεινές  θέσεις 
της  ΠΕΣ  των  οποίων  τα  σημεία  ίδρυσης  πιθανώς  να  επιλέχθηκαν  όχι  μόνο 
εξαιτίας  μεταβολών  στο  πεδίο  της  οικονομίας,  η  οποία  μπορούσε  να  στραφεί, 
χάρη  στις  τεχνολογικές  εξελίξεις,  σε  εντατικότερη  εκμετάλλευση  περιοχών  με 
λιγότερες  γεωργικές  ικανότητες  που  ευνοούν  την  ανάπτυξη  της  κτηνοτροφίας, 
όσο λόγω παραγόντων που έχουν να κάνουν με μια προτίμηση σε θέσεις με πιο 
οχυρό  χαρακτήρα  ως  προϊόν  αναδιάταξης  των  κοινωνικών  σχέσεων.  Ίσως 
μάλιστα  στο  δεύτερο  συνηγορεί  ότι  η  πλειονότητα  των  θέσεων  αυτών 
περιβάλλονταν  από  αναλήμματα  και  ότι  βρίσκονταν  σε  απομονωμένα 
εξάρματα. 
Θεωρήθηκε  ακόμα  ότι  ύψος  των  επιχώσεων  και  η  έκταση  των 
επιφανειακών  ιχνών  των  θέσεων  ίσως  να  μην  εντάσσεται  στα  φυσιογραφικά 
χαρακτηριστικά  που  καθορίζουν  τη  διάταξη  των  οικισμών,  παρόλα  αυτά 
αποτελούν  παραμέτρους  που  μπορούν  να  διαφωτίσουν  για  την  οργάνωση  και 
χρήση  του  χώρου,  τόσο  σε  διακοινοτικό  όσο  και  σε  ενδοκοινοτικό  επίπεδο. 

220
Διαπιστώθηκε  ότι  στην  κατηγορία  των  μικρών  θέσεων  ανήκουν  συνολικά  οι  44 
από  τις  59  εγκαταστάσεις  δείχνοντας  με  το  μέγεθός  τους  ότι  στη  Σιθωνία 
διαχρονικά  δε  δημιουργήθηκαν  οι  προϋποθέσεις  για  ίδρυση  ενός  μεγάλου 
οικισμού,  αλλά  ότι  προτιμούνταν  οι  πιο  ολιγομελείς  κοινωνικές  ομάδες  που 
μπορούσαν να αφομοιώσουν ευκολότερα τους κοινωνικούς κραδασμούς  
Συγκρίνοντας τα μεγέθη των θέσεων ανά εποχή έγινε αντιληπτό ότι κατά 
την Παλαιολιθική, Μεσολιθική και Πρώιμη Νεολιθική οι διαστάσεις των θέσεων, 
οι  οποίες  δημιουργήθηκαν  από  τη  δράση  ολιγομελών  ευκίνητων  ομάδων  που 
εγκαθίσταντο  μόνο  προσωρινά  σε  διάφορους  τόπους,  ήταν  πολύ  μικρές  και  με 
δυσκολία  ξεπερνούσαν  τα  500  τ.μ.  Αντίθετα  κατά  τη  ΝΝ  οι  θέσεις  που 
κυριαρχούσαν  ήταν  οι  μεγάλες  αποδεικνύοντας  το  σημαντικό  ρόλο  που 
διαδραμάτιζε  ο  οικισμός  σε  εκείνη  την  εποχή  ως  στοιχείο  του  τοπίου.  Μεγάλο 
βάρος  φαίνεται  ότι  είχαν  οι  μεγάλοι  οικισμοί  και  στις  επόμενες  περιόδους  της 
ΠΕΧ  και  ΥΕΧ,  ενώ  στην  ΠΕΣ  παρατηρείται  μια  κορύφωση  των  μικρών  θέσεων 
γεγονός  που  συνάδει  με  την  τάση  εκμετάλλευσης  οριακών  περιβαλλόντων  με 
μικρότερες  δυνατότητες  να  θρέψουν  πολυπληθή  κοινωνικά  σύνολα  τα  οποία 
συγκεντρώθηκαν σε λίγους μεγάλους οικισμούς. 
Μελετώντας  τις  διαστάσεις  των  θέσεων  σε  σχέση  με  την  κατανομή  τους, 
διαπιστώθηκε  ότι  ναι  μεν  υπάρχει  μια  διασπορά  των  μεγαλύτερων  από  αυτές, 
αλλά  αυτή  σχετίζεται  με  τις  σημαντικότερες  σε  έκταση  πεδινές  παραγωγικές 
περιοχές.  Αυτό  μπορεί  να  σημαίνει  ότι  οι  αυξημένες  παραγωγικές  δυνατότητες 
της  πεδινής  έκτασης  δημιούργησαν  από  τη  μια  τις  προϋποθέσεις  αύξησης  του 
πληθυσμού,  ενώ  από  την  άλλη  ότι  μπορεί  να  οδήγησαν  σε  ένα  πιο 
αραιοκατοικημένο  μοντέλο  εγκατοίκησης  ως  αποτέλεσμα  της  περιορισμένης 
ανάγκης για εκμετάλλευση και του μικρότερου δυνατού παραγωγικού χώρου. 
Όσον  αφορά  το  ύψος  επιχώσεων  των  θέσεων  στη  Σιθωνία  φαίνεται  ότι 
αυτό  δεν  είναι  σημαντικό.  Έχουμε  να  κάνουμε  με  οικισμούς,  οι  οποίοι  δε 
δέσποζαν στο τοπίο λόγω των επιχώσεών τους, αλλά λόγω του υψόμετρου των 
απότομων  κι  επιβλητικών  εξαρμάτων  πάνω  στα  οποία  εδράζονταν 
αντισταθμίζοντας  με  το  φυσικά  διαμορφωμένο  ύψος  τους  την  απουσία  ψηλών 
επιχώσεων. Σχεδόν στο σύνολό τους μάλιστα ανήκαν σε φάσεις από τη Νεότερη 
Νεολιθική  και  μετά  οπότε  και  η  επιλογή  εξαρμάτων  που  να  ξεχωρίζουν  σε 
σχέση με το τοπίο που τα περιέβαλε έγινε μάλλον επιτακτική. Έγινε αντιληπτό 
όμως  ότι  υπάρχουν  και  περιπτώσεις  στις  οποίες  το  μεγάλο  ύψος  που 
αποκτούσαν  ορισμένες  θέσεις  στην  ΥΕΧ  και  ΠΕΣ  οφειλόταν  στην  κατασκευή 
αναλημματικών  ανδήρων.  Αυτή  η  προτίμηση  για  μια  ψηλή,  σκόπιμη 
διαμόρφωση  ίσως  να  ήταν  συνακόλουθη  μιας  αριστοκρατίας  με  εντελώς 
περιορισμένη  σφαίρα  επιρροής,  αφού  η  κατασκευή  τέτοιων  έργων  προϋπέθετε 
την  ύπαρξη  μιας  ιδιαίτερης  κοινωνικής  ομάδας  που  θα  κατάφερνε  να 
δραστηριοποιήσει το απαραίτητο εργατικό δυναμικό. 

221
Μέσα  από  την  προσπάθεια  προσέγγισης  της  εικόνας  της  Σιθωνίας, 
διαπιστώθηκε  λοιπόν  ότι  οι  λόγοι  που  οδηγούσαν  σε  μια  επιτυχή  μακρόβια 
παρουσία  κάποιων  οικισμών  και  στην  εγκατάλειψη  και  πρώτη  εμφάνιση 
κάποιων  άλλων  σε  συγκεκριμένα  περιβάλλοντα,  σχετίζονταν  τόσο  με  την 
οικονομική όσο και με την κοινωνική διάσταση που αποκτούσε ο χώρος μετά την 
δραστηριοποίηση  του  ανθρώπου.  Επρόκειτο  για  ένα  χώρο  που  παραγόταν, 
αναπαραγόταν  και  μετασχηματιζόταν  μέσω  της  δράσης  των  ενεργών 
υποκειμένων  που  τον  νοηματοδοτούσαν  συμμετέχοντας  σε  συγκρουσιακές 
σχέσεις δύναμης κι εξουσίας.  
Εκτός  από  τα  σύνολα  τεχνουργημάτων  στις  θέσεις  της  Σιθωνίας 
εντοπίστηκε  και  μια  σειρά  μεμονωμένων  εργαλείων  ή  μικρών  συγκεντρώσεών 
τους.  Κάποια  από  αυτά,  που  χρονολογούνται  στην  Παλαιολιθική  εποχή, 
βρέθηκαν σε κοντινά με τις παλαιολιθικές θέσεις σημεία υποδηλώνοντας ότι θα 
μπορούσαν  να  αποτελούν  είτε  κυνηγετικές  στάσεις,  είτε  θέσεις‐σφαγεία  των 
θέσεων  εγκατάστασης.  Μια  από  τις  σημαντικότερες  πηγές  υλικού  για  τα 
απολεπισμένα  εργαλεία  των  παλαιολιθικών  ανθρώπων  της  Σιθωνίας 
επισημάνθηκε στην περιοχή Χαλικόπετρα της Ορμύλιας, όπου εμφανίζεται στην 
επιφάνεια του εδάφους φλέβα πυριτιακού λιμονίτη. Πηγές πρώτων υλών όμως, 
ιδίως  χαλαζιακών,  υπήρχαν  διασκορπισμένες  και  στη  χερσόνησο  της  Σιθωνίας, 
οι  οποίες  αξιοποιήθηκαν  εντατικότερα  παρόλα  αυτά  σε  μεταγενέστερες 
περιόδους,  συγκεκριμένα  στη  Μεσολιθική.  Η  ενεργή  εμπλοκή  των  μεσολιθικών 
ανθρώπων της Σιθωνίας στην μόνιμη εκμετάλλευση της χερσονήσου κι όχι στην 
απλή  περιστασιακή  σχέση  τους  με  αυτήν,  υποδεικνύεται  από  το  ότι  τα  λίθινα 
εργαλειακά  σύνολα  συνίστανται  από  τοπικές  πρώτες  ύλες  κι  όχι  από  μια 
ποικιλία  εξωτικών  υλικών  που  θα  προέρχονταν  από  άλλες  περιοχές.  Ακόμα, 
φαίνεται  ότι  υπήρχε  διασπορά  των  μεσολιθικών  εργαλείων  σε  χώρους 
διαφορετικούς  από  εκείνους  της  εγκατάστασης,  ενώ  στις  θέσεις  εντοπίζονται 
κυρίως  απορρίμματα  και  χαλίκια  που  χρησίμευαν  ως  πρώτη  ύλη.  Επιπλέον,  η 
ανεύρεση μικρού αριθμού μεμονωμένων εργαλείων της Νεολιθικής, σε αντίθεση 
με  το  σημαντικό  αριθμό  μεμονωμένων  εργαλείων  της  Μεσολιθικής  σε  όλη  την 
έκταση του οροπεδίου Λειβαδιά, όπου ανέπτυσσαν τις τροφοπρομηθευτικές τους 
δραστηριότητες  οι  μεσολιθικοί  άνθρωποι  της  Σιθωνίας,  μάλλον  παραπέμπει  σε 
έναν  περισσότερο  οικιακό  τρόπο  παραγωγής  κατά  τη  Νεολιθική  εποχή  και  σε 
έναν  περιορισμό  των  δραστηριοτήτων  μακριά  από  τους  οικισμούς. 
Παρατηρήθηκε  δηλαδή  ότι  υπήρχε  ένας  διαφορετικός  τρόπος  συνολικής 
συγκρότησης  του  κοινωνικού  χώρου  ανάμεσα  στις  δύο  εποχές,  ο  οποίος 
αποτελούσε καθοριστικό παράγοντα στη διαμόρφωση των κοινωνικών  σχέσεων 
κάθε κοινότητας. 
Εγινε εμφανές ακόμα ότι στην προσπάθεια να αποσαφηνιστεί ο τρόπος με 
τον  οποίο  ο  άνθρωπος  μετασχηματίζει  τα  φυσικά  τοπία  μετατρέποντάς  τα  σε 

222
στοιχεία  του  πολιτισμού  του,  έπρεπε  να  συμπεριληφθεί  και  η  μελέτη  για  τον 
τρόπο με τον οποίο ο άνθρωπος αντιλαμβανόταν την ιερότητα μέσα  στα τοπία, 
για τον τρόπο δηλαδή του πώς το τελετουργικό τοπίο, ανατροφοδοτούμενο από 
την ιδεολογία, εξασφάλιζε την κοινωνική συνοχή και διατηρούσε την κοινωνική 
διαφοροποίηση. Στις θέσεις του τελετουργικού τοπίου, η χρήση του παρελθόντος 
δεν  ήταν  συμπτωματική,  αλλά  γινόταν  σκόπιμα  η  επίκλησή  του  ως  μέσο 
διαπραγμάτευσης  της  κοινωνικής  ταυτότητας  και  ειδικότερα  στα  τοπία  των 
νεκρών  η  επίκληση  αυτή  ήταν  ακόμα  πιο    συνειδητή  και  είχε  ως  στόχο  τον 
ιδεολογικό προσανατολισμό του παρόντος.  
Στη  Σιθωνία,  έχουν  ανασκαφεί  4  νεκροταφεία  τα  οποία  έδωσαν  μια 
ικανοποιητική  εικόνα  των  χωροοργανωτικών  επιλογών  σε  σχέση  με  τον 
ενταφιασμό  των  νεκρών  και  των  μεταθανάτιων  αντιλήψεων  των  προϊστορικών 
κατοίκων  της.  Θεωρήθηκε  ότι  στο  σύνολό  τους  τα  συγκεκριμένα  νεκροταφεία,  
λόγω  της  ομοιομορφίας  στην  κατασκευαστική  δομή  των  ταφών  του  καθενός, 
παρέπεμπαν  σε  μια  κοινωνική  συνοχή  και  σε  βαθύ  σεβασμό  των  νεκρών  από 
τους  ζωντανούς.  Επιπλέον,  το  γεγονός  ότι  στο  σύνολό  τους  οι  χώροι  διάθεσης 
των  νεκρών  ήταν  οργανωμένοι  σε  διαφορετική,  αλλά  όχι  απομακρυσμένη  από 
τον  οικισμό  περιοχή,  δείχνει  πως,  παρότι  τα  νεκροταφεία  ήταν  χώροι  που 
χρησιμοποιούνταν  ευκαιριακά,  αποτελούσαν  κομμάτι  της  «καθημερινότητας» 
των  κοινοτήτων,  φανερώνοντας  ταυτόχρονα  μία  τάση  για  έλεγχο  των  «οίκων 
των νεκρών» από τους ζωντανούς. 
Όσον  αφορά  τα  ταφικά  δεδομένα  που  προέκυψαν  από  την  επιφανειακή 
έρευνα, εντοπίστηκε ένα νεκροταφείο «μεγαλιθικών» κιβωτιόσχημων τάφων της 
ΠΕΧ  ή/και  ΜΕΧ  στην  θέση  Τράπεζος,  ένας  ταφικός  τύμβος  της  ΠΕΧ  στην  θέση 
Δημητράκια  και  116  ταφικοί  τύμβοι  της  ίδιας  εποχής  διασκορπισμένοι  στην 
περιοχή  Αζάπικο‐Πετριώτικο.  Το  εξαιρετικά  εκτεταμένο  νεκροταφείο  των 
τύμβων  του  Αζάπικου‐Πετριώτικου  αποτελεί  μια  μοναδική  περίπτωση  τόσο 
εξαιτίας  του  μεγάλου  αριθμού  τύμβων,  όσο  και  γιατί  πεσμένες  στο  πλάι  των 
τύμβων  ή  σε  σαφή  γειτνίαση  με  αυτούς  εντοπίστηκαν  κατά  τη  διάρκεια  των 
επιφανειακών ερευνών, 14 λίθινες ανθρωπόμορφες στήλες αποδεικνύοντας για 
πρώτη  φορά  με  σαφήνεια  τον  ταφικό  χαρακτήρα  της  λειτουργίας  τους.  Οι 
ανάγλυφες  στήλες  του  Αζάπικου‐Πετριώτικου,  τα  αρχαιότερα  δείγματα 
μνημειακής  γλυπτικής  στην  Κεντρική  Μακεδονία,  αλλά  και  τα  μοναδικά 
διαχρονικά  στη  Σιθωνία,  αποτελούν  από  τα  ασφαλέστερα  χρονολογημένα 
παραδείγματα στηλών αυτού του τύπου.  
Μέσα  από  τα  μορφολογικά  και  τοπογραφικά  στοιχεία  των  ταφικών 
μνημείων  στο  Αζάπικο‐Πετριώτικο  και  στα  Δημητράκια  προέκυψε  το 
συμπέρασμα  ότι  πρόκειται  για  ταφικά  μνημεία,  των  οποίων    η  κατασκευή 
επιτυγχανόταν  μέσα  από  την  μελετημένη  εφαρμογή  ενός  πολυδιάστατου 
ταφικού  προγράμματος.  Σχετικά  με  τη  διάταξη  των  τύμβων  του  Αζάπικου‐

223
Πετριώτικου  στο  τοπίο,  παρά  το  γεγονός  ότι  δίνουν  μια  αίσθηση  αμελούς 
διασποράς,  που  φαίνεται  να  προσδιορίζεται  από  τις  φυσικές  υποδιαιρέσεις  των 
πλαγιών  και  των  χειμάρρων,  εντούτοις  διακρίνεται  επιπλέον  κάποιου  είδους 
συνειδητή  προσπάθεια  οργάνωσης  μερικών  εξ’  αυτών  κατά  συστάδες  που  θα 
μπορούσαν  να  παραπέμπουν  σε  κοινωνική  οργάνωση  κατά  οικισμούς  ή 
οικογένειες.  Επιπλέον,  θεωρήθηκε  ότι  μεγάλη  αξία  έχει  το  γεγονός  πως  οι 
τύμβοι  ίσως  συνδέονταν  με  τα  ιδιοκτησιακά  δικαιώματα  των  ομάδων  που 
επεδίωκαν  να  νομιμοποιήσουν  την  πρόσβασή  τους  σε  κρίσιμες,  αλλά 
περιορισμένες αγροκαλλιεργητικές πηγές, μέσω της γραμμικής καταγωγής τους 
από τους προγόνους. Αυτό που επίσης έχει ιδιαίτερη σημασία είναι ότι οι τύμβοι 
του  Αζάπικου‐Πετριώτικου,  είτε  οργανώνονταν  σε  συστάδες,  είτε  βρίσκονταν 
μόνοι τους, φαίνεται να λειτουργούσαν ως πόλοι ενδυνάμωσης των συνεκτικών 
δεσμών  των  ανθρώπων,  των  κοινοτήτων,  αλλά  και  της  συλλογικής  μνήμης, 
γεγονός  που  εξηγεί  την  χωροθέτηση  των  περισσότερων  από  αυτούς  σε 
κυρίαρχες  τοποθεσίες  του  περιβάλλοντος,  οι  οποίες  προσέφεραν  δυνατότητες 
κατόπτευσης  της  περιοχής  ή  ήταν  οι  ίδιες  περίοπτες  κι  έλεγχαν  τα  κομβικά 
σημεία κίνησης στο τοπίο δημιουργώντας έναν οικειοποιημένο, ιερό χώρο που το 
νόημά του ανανεωνόταν μέσα από τελετουργίες. 
Σχετικά με το νεκροταφείο των «μεγαλιθικών» κιβωτιόσχημων τάφων του 
Τράπεζου  που  βρίσκεται  σε  άμεση  σχέση  με  τον  οικισμό,  διαπιστώθηκε  ότι 
αποτελούσε  έναν  πυκνά  οργανωμένο  χώρο  ανάπαυσης  των  νεκρών,  με 
ομοιομορφία στην κατασκευαστική δομή των τάφων η οποία παραπέμπει σε ένα 
είδος  επιβολής  συλλογικών  κανόνων.  Κάτι  τέτοιο  υποδηλώνει  μια  μορφή 
κοινωνικής  συνοχής,  που  φαίνεται  να  απουσιάζει  από  τους  τύμβους  του 
Αζάπικου‐Πετριώτικου,  παρά  το  γεγονός  ότι  και  στις  δύο  περιπτώσεις  ήταν 
έκδηλος  ο  βαθύς  σεβασμός  των  ζωντανών  προς  τους  νεκρούς.  Επιπλέον,  η 
ταφική  χρήση  ενός  άμεσα  ορατού  χώρου  συντηρούσε  τη  συλλογική  μνήμη  και 
εδραίωνε τη σχέση των ζωντανών με τους προγόνους και κατ’ επέκταση με τη γη 
τους.  Επιπρόσθετα  όμως,  η  ατομική  ταυτότητα  του  νεκρού  χανόταν  μετά  την 
ταφή του στον κοινοτικό χώρο ταφής και μεταβάλλόταν σταδιακά σε συλλογική 
ταυτότητα.  
Εκτός από τις θέσεις που όριζαν τα τοπία των νεκρών, υπήρχαν κι αυτές οι 
οποίες  μπορούν  να  αντιμετωπιστούν  ως  ιερά  όπου  σε  έναν  πολυσήμαντο  χώρο 
καθίστατο επίσης δυνατή η πραγματοποίηση τελετουργικής παράστασης. 
Από  το  σύνολο  των  θέσεων  που  εντοπίστηκαν  κατά  τη  διάρκεια  της 
επιφανειακής  έρευνας  στη  Σιθωνία,  δύο  μόνο  αντιμετωπίστηκαν  ως  χώροι  με 
ιερή  σημασία,  η  θέση  Πέτρος  στα  Λειβαδιά  και  η  θέση  Κούκος‐Πετριώτικο  στο 
Αζάπικο‐Πετριώτικο.  Η  επιλογή  των  δύο  αυτών  θέσεων  για  να  αποτελέσουν 
ιερά, φαίνεται να σχετίζεται με το γεγονός ότι πρόκειται για κυρίαρχα, βραχώδη 
χαρακτηριστικά του τοπίου, που ήταν ορατά από το γύρω περιβάλλον, αλλά και 

224
αντίστοιχα προσέφεραν θέα και δυνατότητα επίβλεψης όλης της γύρω περιοχής 
κι  έτσι  μπορούσαν  να  αποτελούν  σταθερά  στοιχεία  του  τρόπου  αντίληψης  του 
άμεσου  περιβάλλοντος  στο  οποίο  ζούσαν  και  κινούνταν  πολλοί  κάτοικοι 
διαφορετικών  οικισμών.  Φαίνεται  ότι  τα  δύο  αυτά  ιερά  αντιμετωπίζονταν  ως  η 
υλοποίηση  της  συλλογικής  μνήμης  ή  θεωρούνταν  ότι  διαδραματίζουν  ένα 
σημαντικό  ρόλο  στη  διατήρηση  ή  στην  ανατροπή  της  υπάρχουσας  κοινωνικής 
τάξης και της κυρίαρχης ιδεολογίας.  
Συγκεκριμένα,  είναι  πιθανόν  ότι  η  θέση  Πέτρος  αποτελούσε  ένα  σημείο 
που  συνδεόταν  με  τη  συνολική  διαδικασία  της  εγκατάστασης  των  μεσολιθικών 
πληθυσμών  στο  ορεινό  τοπίο  της  Σιθωνίας  και  της  προσπάθειάς  τους  να  το 
οικειοποιηθούν,  να  το  κάνουν  «κτήμα»  τους.  Καθώς  όμως  εξελίχθηκε  ο  χρόνος 
και  μπορεί  να  υπήρξε  μια  κρίση  στις  σχέσεις  των  ατόμων  μεταξύ  τους  ή  των 
ομάδων,  που  είχε  να  κάνει  με  τη  μετάβαση  στον  οικιακό  τρόπο  παραγωγής,  το 
συγκεκριμένο  μνημείο  το  οικειοποιήθηκαν  συγκεκριμένα  νοικοκυριά,  τα  οποία 
εγκαταστάθηκαν μόνιμα στη βάση του και μάλιστα θέλησαν να ενδυναμώσουν 
τη θέση τους κτίζοντας τις οικίες τους σε επαφή με το βράχο κι  ελέγχοντας την 
πρόσβαση προς αυτόν. Στο συγκεκριμένο χώρο υπάρχουν αρκετές ενδείξεις για 
τη συνέχεια χρήσης του ως ιερού μέχρι το τέλος της Εποχής Χαλκού, καθώς και 
σε επόμενες εποχές, γεγονός που αποδεικνύει τη σημασία και την επιτυχία της 
συγκεκριμένης  θέσης  ως  ιερού  χώρου,  αφού  ο  χαρακτήρας  του  κι  αν  ακόμα  σε 
ενδιάμεσα στάδια της προϊστορίας παρήκμασε, έμεινε ζωντανός στη μνήμη των 
μεταγενεστέρων και αναβίωνε ισχύοντας στο πέρασμα των αιώνων. 
Όσον  αφορά  στη  θέση  Κούκος‐Πετριώτικο  από  την  άλλη,  έγινε  εμφανές 
και σε αυτή την περίπτωση ότι ο τελετουργικός συμβολισμός αναφερόταν σε μια 
έκφραση  της  συλλογικής  μνήμης  και  των  σύγχρονων  σχέσεων  δύναμης.  Στην 
συγκεκριμένη  περίπτωση  όμως  η  σημασία  του  έχει  να  κάνει,  εκτός  από  τα 
μορφολογικά και γεωγραφικά του χαρακτηριστικά, με την κεντρική χωροταξική 
του θέση κυρίως σε σχέση με το τοπίο των τύμβων. Έγινε μάλιστα αντιληπτό ότι 
η  προσπάθεια  να  θαφτούν  κάποιοι  κοντά  στον  ιερό  χώρο  της  θέσης  Κούκος‐
Πετριώτικο,  που  θεωρούνταν  σημαντικός  ιδεολογικά  χώρος  κοινωνικής  δράσης 
και  ταυτόχρονα  άσκησης  εξουσίας  κι  ελέγχου,  ίσως  ήταν  αποτέλεσμα  της 
δημιουργίας  έντασης  εξαιτίας  των  βλέψεων  των  μεμονωμένων  ατόμων  ή 
νοικοκυριών σε στιγμές πολιτικής μετάβασης. 
Κατέστη έτσι σαφές ότι η θέση Πέτρος και η θέση Κούκος‐Πετριώτικο δεν 
ήταν  τα  παθητικά  αποτελέσματα  ενός  μηνύματος,  ήταν  τα  ίδια  δηλώσεις,  που 
διαμορφώνονταν  βασισμένες  σε  συγκεκριμένες  ερμηνείες  και  διαμόρφωναν 
άλλες  δηλώσεις,  ανάλογα  με  τις  ερμηνείες  που  διαλεκτικά  προέβαλλαν  και 
δέχονταν με την πάροδο του χρόνου.  
Κλείνοντας, πρέπει να τονιστεί ότι στόχος της συγκεκριμένης εργασίας δεν 
ήταν  η  κατάθεση  μιας  απόλυτα  ολοκληρωμένης  πρότασης  για  τον  τρόπο 

225
αποτύπωσης  της  ανθρώπινης  παρουσίας  κι  εγκατάστασης  στην  προϊστορική 
Σιθωνία,  αλλά  κυρίως  η  παράθεση  κάποιων  προβληματισμών  σχετικά  με  αυτά 
τα  ζητήματα.  Είναι  αλήθεια  πως  ο  χαρακτήρας  της  έρευνας  δεν  ευνόησε  την 
εύκολη  αντιμετώπιση  ζητημάτων  που  προέκυπταν  κατά  τη  διαπραγμάτευση 
διαφόρων στοιχείων. Σαφώς μια ομάδα έρευνας διεπιστημονικού χαρακτήρα θα 
έδινε  συνθετότερες  απαντήσεις  και  θα  αποκαθιστούσε  πληρέστερα  τις  σχέσεις 
των κατοίκων της περιοχής με το περιβάλλον τους. Θα μπορούσε ίσως μάλιστα 
να ανιχνεύσει τους κοινωνικοοικονομικούς παράγοντες που διαμόρφωσαν αυτή 
τη  σχέση  διαχρονικά.  Εντούτοις  δε  θα  πρέπει  να  υποτιμηθούν  και  τα 
πλεονεκτήματα  της  ομοιόμορφης  αντιμετώπισης  των  δεδομένων  από  έναν  και 
μόνο  ερευνητή,  παρά  τις  σημαντικές  δυσκολίες  που  παρουσιάζονται.  Είναι 
βέβαιο ότι, αν αξιοποιηθούν οι προβληματισμοί που προέκυψαν μέσα από αυτή 
τη  διαδικασία,  οι  μελλοντικές  έρευνες  που  θα  διεξαχθούν  στην  περιοχή  της 
Σιθωνίας θα έχουν μια βάση να αναπτυχθούν μεθοδικότερα και συνθετότερα. 
 

226
ΕΠΙΛΟΓΟΣ 
Ο Γοργίας έλεγε για το «ὄν»: «εἰ καὶ καταληπτόν, ἀλλά τοί γε ἀνέξοιστον 
καί ἀνερμήνευτον  τῷ πέλας» (κι αν μπορεί κανείς να το συλλάβει, δεν μπορεί να 
το εκφράσει και να το εξηγήσει στον άλλον). Έτσι ακριβώς αισθανόμουν κι εγώ 
σε  σχέση  με  τη  Σιθωνία  γιατί,  ενώ  θεωρούσα  ότι  μπορούσα  από  μεριάς  μου  να 
συλλάβω την πολυπρόσωπη μορφή της, δυσκολευόμουν να πιστέψω ότι θα είχαν 
τη δυνατότητα να την αντιληφθούν σε όλες τις διαστάσεις της και οι υπόλοιποι 
στους οποίους θα την περιέγραφα.  
Για  τους  περισσότερους  η  Σιθωνία,  στο  διάστημα  που  διεξήγαγα  την 
επιφανειακή  έρευνα,  είχε  ταυτιστεί  με  το  χώρο  πραγματοποίησης  της  Συνόδου 
Κορυφής  της  Ευρωπαϊκής  Ένωσης.  Για  πάρα  πολλούς  ακόμα,  είχε  συσχετισθεί 
με  το  χώρο  που  έδωσε  το  οριστικό  χτύπημα  στην  κυβέρνηση  του  ΠΑΣΟΚ  με  το 
σκάνδαλο  του  Πόρτο  Καρράς  και  την  πολιτική  καρατόμηση  υπουργών  και 
βουλευτών, καθώς και το πρώτο ισχυρό ράπισμα στην κυβέρνηση της ΝΔ  με την 
πτώση  του  μοιραίου  Σινούκ  και  την  απώλεια  πατριαρχών  και  ανώτατων 
ιεραρχών. 
Είναι δύσκολο λοιπόν να συναισθανθεί κανείς τον τρόπο που βίωνα εγώ 
κατά την ίδια περίοδο τη Σιθωνία όταν στεκόμουν για πρώτη φορά στην κορυφή 
του  προϊστορικού  Πέτρου  και  σκεφτόμουν  ότι  την  προηγούμενη  μέρα  ένας 
κτηνοτρόφος,  που  βαπτίστηκε  κι  αυτός  Πέτρος  επειδή  κοντά  στον  επιβλητικό 
βράχο  σκότωσαν  τον  καποφορεμένο  παππού  του  μπερδεύοντάς  τον  με 
αγριογούρουνο,  μου  αποκάλυψε  την  ύπαρξη  της  πολυσήμαντης  θέσης,  καθώς 
έκοβε  ένα  κομμάτι  κρέας  αγριογούρουνου  με  μια  μεγάλη  πυριτολιθική  λεπίδα 
από  το  νεολιθικό  οικισμό.  Είναι  δύσκολο  επιπλέον  να  καταλάβει  κάποιος  τι 
σήμαινε για μένα η Σιθωνία τότε που πρωτοαντίκρυζα στο Αζάπικο‐Πετριώτικο 
τις  μεγαλιθικές  ανθρωπόμορφες  στήλες  ζωσμένες  με  προϊστορικά  όπλα  και 
σύμβολα  ισχύος  κι  έφερνα  στο  μυαλό  μου  τα  κείμενα  συγγραφέων  της 
αρχαιότητας  που  μιλούσαν  για  το  τρομερό  γένος  Σιθώνων  γιγάντων  ή  για  τον 
αήττητο  βασιλιά  Σίθωνα  των  μυθικών  χρόνων.  Είναι  δύσκολο  επίσης  και  για 
μένα όμως να προσδιορίσω μια Σιθωνία, η οποία περισσότερο ήταν μέσα μου και 
λαφυραγωγούσε καθημερινά την ύπαρξή μου, μια Σιθωνία η οποία όχι απλώς δε 
διέψευσε, αλλά ξεπέρασε τη φαντασία μου, έτσι που τελικά ενώ είμαι σίγουρος 
ότι είπα την αλήθεια, δεν είμαι σίγουρος ότι δεν την ονειρεύτηκα.  
Γι’  αυτούς  τους  λόγους,  παρότι  αρχικά  σκόπευα  να  παρουσιάσω  μια 
μελέτη  γραμμένη  «με  λογισμό  και  με  όνειρο»,  στο  τέλος  κατέθεσα  μόνο  το 
λογισμό  και  στην  πραγματικότητα  μόνο  μέρος  αυτού.  Το  όνειρο  το  κράτησα 
εξολοκλήρου για μένα. 
 

227
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ  
ΕΛΛΗΝΟΓΛΩΣΣΗ 
 

229
230
ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ  

 
ΑΔ  Αρχαιολογικό Δελτίο 

ΑΕ  Αρχαιολογική Εφημερίδα 

ΑΕΜΘ  Το Αρχαιολογικό Έργο στη Μακεδονία και Θράκη 

EEΦΣΘ  Επιστημονική  Επετηρίδα  της  Φιλοσοφικής  Σχολής 

Θεσσαλονίκης 

ΠΑΕ        Πρακτικά της Αρχαιολογικής Εταιρείας     

  

ΑΓΓΕΛΑΚΟΣ 1921 
Αγγελάκος Β., μοναχού Γρηγοριάτου, Ἡ ἐν Ἁγίου Ὅρει Ἅθῳ Ἱερά Μονή τοῦ Ἁγίου 
Γρηγορίου, 1300‐1921. Θεσσαλονίκη. 
ΑΔΑΜ 2000 
Αδάμ,  Ε.,  «Οι  Ανώτερες  Παλαιολιθικές  και  Μεσολιθικές  λιθοτεχνίες  του 
σπηλαίου  Θεόπετρας  και  η  συμβολή  τους  στην  εκτίμηση  της  χρήσης  του 
σπηλαίου κατά το Τελικό Πλειστόκαινο και Πρώιμο Ολόκαινο», στο Κυπαρίσση‐
Αποστολίκα,  Ν.,  (επιμ.),  Σπήλαιο  Θεόπετρας.  Δώδεκα  χρόνια  ανασκαφών  και 
έρευνας 1987‐1998. Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου, (Τρίκαλα 6‐7 Νοεμβρίου 1998). 
Αθήνα, 163‐171. 
ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΗΣ Κ.Α. 1992  
Aθανασιάδης,  Ν.  Ηρ.,  Θεοδωρόπουλος,  Κ.  Γ.,  Κωνσταντινίδης,  Π.  Ν.,  «Οι 
φυτοκοινωνιολογικές  μονάδες  βλάστησης  των  δασών  της  Pinus  nigra  ssp. 
Pallasiana της Σιθωνίας Χαλκιδικής». ΕΕΦΣΘ, 280‐306. 
ΑΝΑΝΙΑΔΟΥ‐ΤΖΗΜΟΠΟΥΛΟΥ 1992 
Ανανιάδου‐Τζημοπούλου,  M.,  Αρχιτεκτονική  Τοπίου,  Σχεδιασμός  Αστικών 
Χώρων. Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη. 
ΑΝΑΝΙΑΔΟΥ‐ΤΖΗΜΟΠΟΥΛΟΥ 1993 
Ανανιάδου‐Τζημοπούλου, M., Αρχιτεκτονική Τοπίου Αστικών Υπαίθριων Χώρων. 
Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη. 
ΑΝΑΝΙΑΔΟΥ‐ΤΖΗΜΟΠΟΥΛΟΥ 2003 
Ανανιάδου‐Τζημοπούλου,  Μ.,  Αρχιτεκτονική  Τοπίου,  Θεωρία.  Κριτική.  Α.Π.Θ., 
Θεσσαλονίκη. 
ΑΝΔΡΕΟΥ 2000 
Ανδρέου,  Σ.,  «Σίνδος:  Αποθέτης  κεραμικής  της  Πρώιμης  Εποχής  Χαλκού».  ΑΔ, 
Μελέτες, Τόμος 31‐32. 

231
ΑΝΔΡΕΟΥ ΚΑΙ ΚΩΤΣΑΚΗΣ 1987Α 
Ανδρέου,  Στ.,  Κωτσάκης,  Κ.,  «Διαστάσεις  του  χώρου  στην  Κεντρική  Μακεδονία: 
αποτύπωση  της  ενδοκοινοτικής  και  διακοινοτικής  χωροοργάνωσης».  AMHTOΣ, 
Tιμητικός τόμος για τον καθηγητή Μ. Ανδρόνικο. Θεσσαλονίκη, 57‐88. 
ΑΝΔΡΕΟΥ ΚΑΙ ΚΩΤΣΑΚΗΣ 1987Β 
Ανδρέου,  Στ.,  Κωτσάκης,  Κ.,  «Ιεραρχική  οργάνωση  στην  Κεντρική  Μακεδονία», 
στο Πρακτικά του 6ου Διεθνούς Συμποσίου της Προϊστορίας του Αιγαίου. Αθήνα. 
ΑΝΔΡΕΟΥ ΚΑΙ ΚΩΤΣΑΚΗΣ 1994Α 
Ανδρέου,  Στ.,  Κωτσάκης,  Κ.,  «Μυκηναϊκή  παρουσία,  μυκηναϊκή  περιφέρεια:  Η 
Τούμπα  Θεσσαλονίκης,  μία  θέση  της  Εποχής  του  Χαλκού  στη  Μακεδονία.  Η 
περιφέρεια του μυκηναϊκού κόσμου». Διεθνές Διεπιστημονικό Συμπόσιο, Λαμία. 
ΑΝΔΡΕΟΥ ΚΑΙ ΚΩΤΣΑΚΗΣ 1994Β 
Ανδρέου, Στ.,Κωτσάκης Κ., «Η Ανασκαφή στην Τούμπα Θεσσαλονίκης το 1991». 
ΑΕΜΘ 5,, 209‐219. 
AΝΔΡΕΟΥ ΚΑΙ ΚΩΤΣΑΚΗΣ 1996 
Ανδρέου,  Στ.,  Κωτσάκης,  Κ.,  «Η προϊστορική  Τούμπα  Θεσσαλονίκης.  Παλιά  και 
νέα ερωτήματα». ΑΕΜΘ 10. 
ΑΝΔΡΕΟΥ Κ.Α. 1990 
Ανδρέου, Στ., Κωτσάκης, Κ., Χουρμουζιάδης, Γ. Χ., «Ανασκαφή στην Τούμπα της 
Θεσσαλονίκης 1989». Εγνατία 2, 381‐403. 
ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΣ 1969 
Ανδρόνικος, Μ., Βεργίνα Ι: Το νεκροταφείον των τύμβων. Αθήνα. 
AΡΣΕΝΗΣ 1970 
Αρσένης,  Ε.  Σ.,  Ιστορικαί  σημειώσεις  δια  τον  Αγ.  Νικόλαον  και  Νικήτην 
Χαλκιδικής. Χρονικά της Χαλκιδικής 19‐20. Θεσσαλονίκη, 18‐25. 
ΑΣΛΑΝΗΣ 1987 
Ασλάνης,  Ι.,  «Οι  σχέσεις  της  Κεντρικής  Μακεδονίας  και  του  Βαλκανικού  χώρου 
κατά  την  Πρώιμη  Εποχή  του  Χαλκού».  ΑΜΗΤΟΣ,  Tιμητικός  τόμος  για  τον 
καθηγητή Μ. Ανδρόνικο. Θεσσαλονίκη, 101‐118. 
ΑΣΛΑΝΗΣ 1988 
Ασλάνης,  Ι.,  «Η  Νεολιθική  Εποχή  και  η  Πρώιμη  Εποχή  του  Χαλκού  στην 
Αιγαιακή  Θράκη».  Η  Ιστορική,  αρχαιολογική  και  λαογραφική  έρευνα  για  τη 
Θράκη,  (Ξάνθη‐Κομοτηνή‐Αλεξανδρούπολη,  5‐9  Δεκ.  1985).  Θεσσαλονίκη,  139‐
158. 
ΑΣΛΑΝΗΣ 1992 
Ασλάνης, Ι., Η προϊστορία της Μακεδονίας, I: Η Νεολιθική Εποχή. Αθήνα. 
ΑΣΛΑΝΗΣ 1993 
Ασλάνης, Ι., «Η  χαλκολιθική  περίοδος  στον  βορειοελλαδικό  χώρο. Προβλήματα 
αναγνώρισης και διάρκειας». Αρχαία Μακεδονία V (1989). Θεσσαλονίκη, 134‐145. 
ΑΣΛΑΝΗΣ 1999 

232
Ασλάνης,  Ι.,  «Ανασκαφές  για  τη  Μεσοελλαδική  της  Μακεδονίας  στον  Άγ. 
Μάμαντα».  Αρχαία  Μακεδονία  VI,  Ανακοινώσεις  κατά  το  Έκτο  Διεθνές 
Συμπόσιο, (Θεσσαλονίκη, 15‐19 Οκτωβρίου 1996), Τόμος Ι. Θεσσαλονίκη, 99‐108. 
ΑΣΟΥΧΙΔΟΥ Κ.Α. 2000 
Ασουχίδου, Σ., Μανταζή, Δ., Τσολάκης, Σ., «Ταφικός τύμβος Π.Ε.Χ. στο Κριαρίτσι 
Συκιάς Ν. Χαλκιδικής». ΑΕΜΘ 12, 1998. Θεσσαλονίκη, 269‐282. 
ΑΣΟΥΧΙΔΟΥ 2004 
Ασουχίδου, Σ., «Κριαρίτσι Συκιάς». ΑΔ 53 (1998), Χρονικά Β΄ 2. Αθήνα, 582‐584. 
ΑΣΟΥΧΙΔΟΥ Κ.Α. 2002 
Ασουχίδου, Σ., Γκιούρα, Ε., Κώτσος, Στ., Μανταζή, Δ., Ντόγκας, Θ., Σολκίδου, Δ., 
Τσολάκης,  Στ.,  «Οι  ανασκαφικές  έρευνες  στο  Κριαρίτσι  Συκιάς  Ν.  Χαλκιδικής 
κατά τα έτη 1999‐2000». ΑΕΜΘ 14, 2000. Θεσσαλονίκη, 331‐345.  
ΑΥΓΕΡΟΣ Κ.Α. 2005 
Αυγέρος, Χρ., Μαυροειδή, Ιω., Τσιγαρίδα, Μπ., «Εγκατάσταση της εποχής χαλκού 
στη Σίβηρη Χαλκιδικής». ΑΕΜΘ 17, 2003. Θεσσαλονίκη, 359‐368. 
BLEGEN 1928 
Βlegen., C.W., «Ανασκαφαί περί το Ηραίον του Άργους». ΑΔ (παράρτημα), 43. 
ΒΟΚΟΤΟΠΟΥΛΟΣ 1997 
Βοκοτόπουλος, Λ., Επιφανειακή έρευνα σε δυο θέσεις του τέλους της Εποχής του 
Χαλκού  και  των  Σκοτεινών  Χρόνων  στην  περιοχή  της  Ζάκρου  Σητείας, 
(Μεταπτυχιακή εργασία). Θεσσαλονίκη. 
ΒΟΚΟΤΟΠΟΥΛΟΥ 1988  
Βοκοτοπούλου,  Ι.,  «Ανασκαφικές  έρευνες  στη  Χαλκιδική».  ΑΕΜΘ  1,  1987. 
Θεσσαλονίκη, 279‐285. 
ΒΟΚΟΤΟΠΟΥΛΟΥ 1990 
Βοκοτοπούλου, Ι., «Νέα τοπογραφικά στοιχεία για τη χώρα των Χαλκιδέων», στο 
Μνήμη  Δ.  Λαζαρίδη:  Πόλις  και  Χώρα  στην  Αρχαία  Μακεδονία  και  Θράκη. 
Πρακτικά  Αρχαιολογικού  Συνεδρίου,  (Καβάλα  9‐11  Μαϊου  1986).  Θεσσαλονίκη, 
122‐128. 
ΒΟΚΟΤΟΠΟΥΛΟΥ 1992 
Βοκοτοπούλου,  Ι.,  «Ανασκαφή  Μένδης  1989».  ΑΕΜΘ  3,  1989.  Θεσσαλονίκη,  409‐
424. 
ΒΟΚΟΤΟΠΟΥΛΟΥ 1993 
Βοκοτοπούλου, Ι., «Μένδη‐Ποσείδι 1990». ΑΕΜΘ 4, 1990. Θεσσαλονίκη, 399‐410. 
ΒΟΚΟΤΟΠΟΥΛΟΥ 1994 
Βοκοτοπούλου, Ι., «Ποσείδι 1991». ΑΕΜΘ 5, 1991. Θεσσαλονίκη, 303‐318. 
ΒΟΚΟΤΟΠΟΥΛΟΥ 1995 
Βοκοτοπούλου, Ι., «Ποσείδι 1992». ΑΕΜΘ 6, 1992. Θεσσαλονίκη, 445. 
ΒΟΚΟΤΟΠΟΥΛΟΥ 1997 
Βοκοτοπούλου, Ι., «Ποσείδι 1993». ΑΕΜΘ 7, 1993. Θεσσαλονίκη, 401‐412. 
ΒΟΚΟΤΟΠΟΥΛΟΥ Κ.Α. 1993 

233
Βοκοτοπούλου,  Ι.,  Μπέσιος  Μ.,  Τρακοσοπούλου,  Ε.,  «Παρθενώνας  Χαλκιδικής: 
ιερό σε κορυφή του Ίταμου». ΑΕΜΘ 4, 1990. Θεσσαλονίκη, 425‐438. 
ΒΟΚΟΤΟΠΟΥΛΟΥ ΚΑΙ ΚΟΥΚΟΥΛΗ ‐ ΧΡΥΣΑΝΘΑΚΗ1988 
Βοκοτοπούλου,  Ι.,  Κουκούλη‐Χρυσανθάκη,  Χ.,  «Η  Πρώιμη  Εποχή  του  Σιδήρου». 
Αρχαία Μακεδονία.Αθήνα, 22‐26. 
ΒΟΚΟΤΟΠΟΥΛΟΥ ΚΑΙ ΜΟΣΧΟΝΗΣΙΩΤΗ 1993 
Βοκοτοπούλου,  Ι.,  Μοσχωνησιώτη,  Σ.,  «Το  παράλιο  νεκροταφείο  της  Μένδης». 
ΑΕΜΘ 4, 1990. Θεσσαλονίκη, 411‐424. 
ΓΑΛΛΗΣ 1982 
Γαλλής,  Κ.  Ι.,  Kαύσεις  νεκρών  από  τη  Νεολιθική  Εποχή  στη  Θεσσαλία.  ΤΑΠΑ, 
Αθήνα. 
ΓΑΛΛΗΣ 1990 
Γαλλής, Κ. Ι., «Πρόσφατες έρευνες στη νεολιθική Θεσσαλία». Αρχαιολογία τ. 34, 
9‐20. 
ΓΑΛΛΗΣ 1992  
Γαλλής, Κ., Άτλας προϊστορικών οικισμών της Ανατολικής Θεσσαλικης πεδιάδας. 
Λάρισα. 
ΓΑΛΛΗΣ 1996Α  
Γαλλής,  Κ.  Ι.,  «Κατοίκηση:  Κεντρική  και  Δυτική  Θεσσαλία»,  στο 
Παπαθανασόπουλος, Γ. Α., (επιμ.), Νεολιθικός Πολιτισμός στην Ελλάδα. Ίδρυμα 
Ν. Γουλανδρή, Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης, Αθήνα, 61‐66. 
ΓΑΛΛΗΣ 1996Β  
Γαλλής,  Κ.  Ι.,  «Ταφικά  Έθιμα»,  στο  Παπαθανασόπουλος,  Γ.Α.,  (επιμ.),  Νεολιθικός 
Πολιτισμός  στην  Ελλάδα.  Ίδρυμα  Ν.  Γουλανδρή,  Μουσείο  Κυκλαδικής  Τέχνης, 
Αθήνα, 171‐174. 
ΓΡΑΜΜΕΝΟΣ 1978 
Γραμμένος,  Δ.  Β.,  «Από  τους  προϊστορικούς  οικισμούς  της  Ανατολικής 
Μακεδονίας». ΑΔ 30, Μελέται, (1975), 193‐234. 
ΓΡΑΜΜΕΝΟΣ 1983  
Γραμμένος, Δ. Β., «Προϊστορικοί οικισμοί στη Θεσσαλονίκη». Αρχαιολογία τ.7, 8‐
12. 
ΓΡΑΜΜΕΝΟΣ 1984 
Γραμμένος,  Δ.  Β.,  Νεολιθικές  έρευνες  στην  Κεντρική  και  Ανατολική  Μακεδονία. 
Α.Π.Θ. Θεσσαλονίκη. 
ΓΡΑΜΜΕΝΟΣ 1986 
Γραμμένος,  Δ.  Β.,  «Νεολιθικές  έρευνες  στην  Κεντρική  Μακεδονία».  Αρχαία 
Μακεδονία IV, (1983). Θεσσαλονίκη, 207‐211. 
ΓΡΑΜΜΕΝΟΣ 1988 
Γραμμένος, Δ. Β., «Η Νεολιθική εποχή στη Βόρεια Ελλάδα». Αρχαία Μακεδονία. 
Αθήνα, 13‐15. 
ΓΡΑΜΜΕΝΟΣ 1990 

234
Γραμμένος,  Δ.  Β.,  «Ανασκαφή  Νεολιθικού  οικισμού  Θέρμης:  Ανασκαφική 
περίοδος 1987». Μακεδονικά 27, 223‐288. 
ΓΡΑΜΜΕΝΟΣ 1991  
Γραμμένος,  Δ.  Β.,  Νεολιθικές  έρευνες  στην  Κεντρική  και  Ανατολική  Μακεδονία. 
Βιβλιοθήκη της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρίας 117, Αθήνα. 
ΓΡΑΜΜΕΝΟΣ 1993 
Γραμμένος,  Δ.  Β.,  «Συμπεράσματα  από  νεότερες  νεολιθικές  έρευνες  στη 
Μακεδονία». Αρχαία Μακεδονία V, 1, 1989, Θεσσαλονίκη, 499‐507. 
ΓΡΑΜΜΕΝΟΣ 1997 
Γραμμένος, Δ. Β., Νεολιθική Μακεδονία. Αθήνα. 
ΓΡΑΜΜΕΝΟΣ Κ.Α. 1990 
Γραμμένος, Δ. Β., Παππά, Μ., Ούρεμ‐Κώτσου Ντ., Σκουρτοπούλου, Κ. Γιαννούλη, 
Ε.,  Τσιγαρίδα,  Μπ.,  «Ανασκαφή  νεολιθικού  οικισμού  Θέρμης.  Ανασκαφική 
περίοδος 1987». Μακεδονικά 27,  223‐291.  
ΓΡΑΜΜΕΝΟΣ Κ.Α. 1992 
Γραμμένος,  Δ.  Β.,  Παππά,  Μ.,  Ούρεμ‐Κώτσου  Ντ.,  Σκουρτοπούλου,  Κ., 
Γιαννούλη,  Ε.,  Μαραγκού,  Χρ.,  Βαλαμώτη,  Σ.Μ.,  Συρίδης,  Γ.,  Μαρκή,  Ε., 
Χρηστίδου,  Ρ.,  «Ανασκαφή  νεολιθικού  οικισμού  Θέρμης  Β  και  βυζαντινής 
εγκατάστασης  παρά  τον  προϊστορικό  οικισμό  Θέρμη  Α.  Ανασκαφική  περίοδος 
1989». Μακεδονικά 28, 381‐501. 
ΓΡΑΜΜΕΝΟΣ Κ.Α. 1997 
Γραμμένος, Δ. Β., Μπέσιος, Μ., Κώτσος, Σ., Από τους Προϊστορικούς οικισμούς της 
Κεντρικής  Μακεδονίας.  Μακεδονική  Βιβλιοθήκη,  Δημοσιεύματα  της  Εταιρείας 
Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη. 
ΓΡΑΜΜΕΝΟΣ ΚΑΙ ΦΩΤΙΑΔΗΣ 1980 
Γραμμένος,  Δ.  Β.,  Φωτιάδης,  Μ.,  «Από  τους  προϊστορικούς  οικισμούς  της 
Ανατολικής Μακεδονίας». Ανθρωπολογικά 1, 15‐53. 
ΓΡΑΜΜΕΝΟΣ ΚΑΙ ΣΚΟΥΡΤΟΠΟΥΛΟΥ 1995 
Γραμμένος,  Δ.,  Σκουρτοπούλου,  Κ.,  «ΜεσημεριανήΤούμπα  Τριλόφου  Νομού 
Θεσσαλονίκης:  Ανασκαφική  περίοδος  1992».  ΑΕΜΘ  6,  1992.  Θεσσαλονίκη,  339‐
347. 
ΓΡΑΜΜΕΝΟΣ ΚΑΙ ΤΖΑΧΙΛΗ 1994 
Γραμμένος, Δ., Τζαχίλη, Ιρ., «Ο Θησαυρός των Πετραλώνων της Χαλκιδικής και 
άλλα χάλκινα εργαλεία της ΠΕΧ από την ευρύτερη περιοχή». ΑΕ, 75‐116. 
ΓΡΑΜΜΕΝΟΣ ΚΑΙ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ 2004 
Γραμμένος,  Δ.  Β.,  Τριανταφύλλου,  Σ.,  Ανθρωπολογικές  μελέτες  από  τη  Βόρεια 
Ελλάδα. Θεσσαλονίκη. 
ΔΕΡΜΙΤΖΑΚΗΣ 1998 
Δερμιτζάκης, Μ., Αναζητώντας τους Προγόνους μας. Αθήνα. 
ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ 1980 
Δημητριάδης  Β.,  «Φορολογικές  κατηγορίες  των  χωριών  της  Θεσσαλονίκης». 

235
Μακεδονικά 20, 375‐462. 
ΔΗΜΙΤΣΑΣ 1988  
Δήμιτσας, Μ., Αρχαία γεωγραφία της Μακεδονίας. Θεσσαλονίκη. 
ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΥ 1980  
Διδασκάλου, Θ., Κοινωνιολογία του χώρου. Θεσσαλονίκη. 
ΕΛΕΦΑΝΤΗ 1996 
Ελεφάντη, Π., Η προϊστορική κατοίκηση και το περιβάλλον στο ανατολικό τμήμα 
της λεκάνης του Λαγκαδά, (Μεταπτυχιακή εργασία). Θεσσαλονίκη. 
ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΥ 2001 
Ευστρατίου,  Ν.,  «Ο  νεολιθικός  οικισμός  του  Αγίου  Πέτρου  στην  Κυρά‐Παναγιά 
Αλοννήσου  και  οι  νησιωτικές  εγκαταστάσεις  του  Αιγαίου‐μία  επανεκτίμηση», 
στο  Σάμψων,  Α.,  (επιμ.),  Αρχαιολογική  έρευνα  στις  Βόρειες  Σποράδες. 
Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Δήμος Αλονννήσου, 231‐250. 
 ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΥ 2002 
Ευστρατίου,  Ν.,  Εθνοαρχαιολογικές  αναζητήσεις  στα  Πομακοχώρια  της  Ροδόπης. 
Θεσσαλονίκη. 
ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΥ ΚΑΙ AMMERMAN 1996 
Ευστρατίου  Ν.,  Ammerman  J.  A.  «Τα  πρώτα  ευρήματα  Παλαιολιθικής  Εποχής 
στη Θράκη». Αρχαιολογία τ. 60, 7‐12. 
ΖΑΓΚΛΗΣ 1956 
Ζαγκλής,  Δ.  Δ.,  Χαλκιδική.  Ιστορία‐Γεωγραφία  (από  των  αρχαιοτάτων  χρόνων 
μέχρι του 1912). Θεσσαλονίκη.  
ΖΕΛΛΙΟΥ‐ΜΑΣΤΡΟΚΩΣΤΑ 1982 
Ζέλλιου‐Μαστροκώστα,  Ε.,  Η  Χερσόνησος  της  Χαλκιδικής  κατά  τους 
προϊστορικούς χρόνους. Θεσσαλονίκη. 
ΖΕΛΛΙΟΥ‐ΜΑΣΤΡΟΚΩΣΤΑ 1984 
Ζέλλιου‐Μαστροκώστα, Ε., «Προϊστορικοί Θησαυροί της Χαλκιδικής Χεσονήσου». 
Χρονικά της Χαλκιδικής, 39. 
ΖΙΩΤΑ 1998 
Ζιώτα, Χ., «Προϊστορικό νεκροταφείο στην κοιλάδα Κοζάνης», στο Μνείας χάριν, 
Tόμος στη μνήμη Μαίρης Σιγανίδου. Θεσσαλονίκη, 81‐102. 
ΘΑΝΑΣΟΥΛΙΑ 2004 
Θανασούλια, Π.Χ., Νεκροταφεία της 3ης χιλιετίας στην ηπειρωτική και νησιωτική 
Ελλάδα:  η  χωροταξική  οργάνωση  και  η  διαφαινόμενη  κοινωνική  διαφοροποίηση, 
(Διδακτορική διατριβή). Θεσσαλονίκη. 
ΘΕΟΧΑΡΗΣ 1967 
Θεοχάρης,  Δ.  Ρ.,  Η  Αυγή  της  Θεσσαλικής  Προϊστορίας.  Θεσσαλικά  Μελετήματα, 
Βόλος 
ΘΕΟΧΑΡΗΣ 1973 
Θεοχάρης, Δ. Ρ., Νεολιθική Ελλάς. Αθήνα. 
ΘΕΟΧΑΡΗΣ 1980 

236
Θεοχάρης,  Δ.  Ρ.,  «Η  εποχή  του  λίθου  στην  Ελλάδα.»  Ιστορία  του  Ελληνικού 
Έθνους, τόμ. Α. Αθήνα, 32‐79. 
ΘΕΟΧΑΡΗΣ 1981 
Θεοχάρης,  Δ.  Ρ.,  Νεολιθικός  πολιτισμός.  Σύντομη  επισκόπηση  της  Νεολιθικής 
στον ελλαδικό χώρο. Αθήνα. 
ΘΩΜΑΙΔΟΥ 1994 
Θωμαίδου,  Ε.,  Η  διακοσμημένη  κεραμεική  της  Νεολιθικής  Περιόδου  στην 
ηπειρωτική Ελλάδα, (Μεταπτυχιακή εργασία). Θεσσαλονίκη. 
ΚΑΛΟΓΗΡΟΥ ΚΑΙ ΧΑΤΖΗΜΙΧΑΛΗΣ 1992 
Καλογήρου  N.,  Χατζημιχάλης  K.,  Εισαγωγή  στην  Ανθρωπογεωγραφία, 
(διδακτικές σημειώσεις). Θεσσαλονίκη. 
ΚΑΜΠΙΤΟΓΛΟΥ 1975 
Καμπίτογλου, Αλ., «Ανασκαφή Τορώνης». ΠΑΕ, (1975‐1978), 81‐82, 86 και 88. 
ΚΑΜΠΙΤΟΓΛΟΥ ΚΑΙ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ 1992 
Καμπίτογλου,  Αλ.,  Παπαδόπουλος,  Γ.,  «Οι  ανασκαφές  στην  Τορώνη  το  1989». 
ΑΕΜΘ 3, 1989. Θεσσαλονίκη, 439‐450. 
ΚΑΡΑΛΗ 1994 
Καραλή,  Λ.,  Λεξικό  Αρχαιολογικών  και  περιβαλλοντικών  όρων.  Εισαγωγή  στην 
επιστήμη της Αρχαιολογίας. Αθήνα. 
ΚΑΡΑΤΑΣΙΟΣ 1999 
Καρατάσιος,  Π.,  Ο  χώρος  (και  ο  χρόνος)  στην  θεωρία  της  αρχαιολογίας, 
(Μεταπτυχιακή εργασία). Θεσσαλονίκη. 
CARINGTON 1994 
Carington,  S.  J.,  «Τρεις  Κάνθαροι  κι  ένας  κρατήρας  από  τη  θέση  Κούκος 
Συκιάς». ΑΕΜΘ 5, 1991. Θεσσαλονίκη, 335‐348. 
CARINGTON ΚΑΙ ΒΟΚΟΤΟΠΟΥΛΟΥ 1991 
Carington,  S.  J.,  Bοκοτοπούλου,  Ι.,  «Ανασκαφή  στον  Κούκο  Συκιάς  Νομού 
Χαλκιδικής». ΑΕΜΘ 2, 1988. Θεσσαλονίκη, 357‐370. 
CARINGTON ΚΑΙ ΒΟΚΟΤΟΠΟΥΛΟΥ 1992 
Carington,  S.  J.,  Bοκοτοπούλου,  Ι.,  «Ανασκαφή  στον  Κούκο  Συκιάς».  ΑΕΜΘ  3, 
1989. Θεσσαλονίκη, 425‐438. 
 CARINGTON ΚΑΙ ΒΟΚΟΤΟΠΟΥΛΟΥ 1993 
Carington, S. J., Bοκοτοπούλου, Ι., «Η ανασκαφή στον Κούκο Συκιάς». ΑΕΜΘ 4, 
1990. Θεσσαλονίκη (1993), 439‐447. 
ΚΑΣΒΙΚΗΣ 1996 
Κασβίκης,  Κ.,  Οικισμοί  της  Εποχής  του  Χαλκού  στην  Ανατολική  Μακεδονία:  Η 
ενδοκοινοτική  και  διακοινοτική  οργάνωση  και  το  φυσικό  τους  περιβάλλον, 
(Μεταπτυχιακή εργασία). Θεσσαλονίκη. 
ΚΑΤΣΑΜΑΚΑ 2001 

237
Κατσαμάκα,  Σ.,  Στοιχεία  κοινοτικής  οργάνωσης  κατά  τη  Νεότερη  Νεολιθική 
περίοδο  στη  Θεσσαλία:  χώροι  δραστηριότητας,  (Μεταπτυχιακή  εργασία). 
Θεσσαλονίκη. 
ΚΟΛΕΤΖΙΚΟΥΔΗ ΚΑΙ ΞΟΦΗΣ 1997 
Κολετζικούδη,  Ν.,  Ξόφης,  Π.,  Οικοφυσιολογική  μελέτη  δάσους  μαύρης  Πεύκης 
Δραγουντελίου Σιθωνίας Χαλκιδικής, (Πτυχιακή εργασία). Καρδίτσα. 
ΚΟΛΟΒΟΣ 2000 
Κολοβός,  Η.  Α.,  Χωρικοί  και  μοναχοί  στην  Οθωμανική  Χαλκιδική,  15ος‐16ος 
αιώνες, (Πολυγραφημένη Διδακτορική διατριβή). Θεσσαλονίκη. 
KΟΝΣΟΛΑ 1984 
Κόνσολα,  Ν.,  Η  πρώιμη  αστικοποίηση  στους  πρωτοελλαδικούς  οικισμούς. 
Αθήνα. 
ΚΟΤΣΙΑΝΟΣ 1976 
Κότσιανος, Στ.,Α., «Πως ήταν η Χαλκιδική στα 1869». Χρονικά της Χαλκιδικής, 
τ. 29‐30. Θεσσαλονίκη, 35‐65. 
ΚΟΥΓΙΟΥΜΤΖΟΓΛΟΥ 2003 
Κουγιουμτζόγλου, Δ., Η κατοίκηση στην Αιγαιακή Θράκη και στην περιοχή της 
Ροδόπης κατά την ΥΕΧ και ΠΕΣ, (Μεταπτυχιακή εργασία). Θεσσαλονίκη. 
KΟΥΚΟΥΛΗ‐ ΧΡΥΣΑΝΘΑΚΗ 1988 
Κουκούλη‐Χρυσανθάκη,  Χ.,  «Η  Μακεδονία  στην  Εποχή  του  Χαλκού».  Αρχαία 
Μακεδονία. Αθήνα, 16‐21. 
KΟΥΚΟΥΛΗ‐ ΧΡΥΣΑΝΘΑΚΗ 1990 
Κουκούλη‐Χρυσανθάκη,  Χ.,«Οικισμός  της  ΠΕΧ  στη  Σκάλα  Σωτήρος  Θάσου». 
ΑΕΜΘ 1,1987. Θεσσαλονίκη, 389‐406. 
ΚΟΥΚΟΥΛΗ‐ ΧΡΥΣΑΝΘΑΚΗ 1991   
Κουκούλη‐Χρυσανθάκη, Χ., « Σκάλα Σωτήρος 2». ΑΕΜΘ  2,  1988.  Θεσσαλονίκη, 
421‐431. 
ΚΟΥΚΟΥΛΗ‐ ΧΡΥΣΑΝΘΑΚΗ 1992Α 
Κουκούλη‐Χρυσανθάκη,  Χ.,«Ανασκαφή  Σκάλας  Σωτήρος».  ΑΕΜΘ  3,  1989. 
Θεσσαλονίκη, 507‐520. 
ΚΟΥΚΟΥΛΗ‐ ΧΡΥΣΑΝΘΑΚΗ 1992Β  
Κουκούλη,  Χ.,  Η  προϊστορική  Θάσος,  τα  νεκροταφεία  του  οικισμού  Καστρί. 
Αθήνα. 
ΚΟΥΚΟΥΛΗ‐ ΧΡΥΣΑΝΘΑΚΗ 1993Α 
Κουκούλη‐Χρυσανθάκη,  Χ.,  «Η  πρώιμη  Εποχή  του  Σιδηρου  στην  Ανατολική 
Μακεδονία». Αρχαία Μακεδονία V. Θεσσαλονίκη. 
ΚΟΥΚΟΥΛΗ‐ ΧΡΥΣΑΝΘΑΚΗ 1993Β  
Κουκούλη‐Χρυσανθάκη, Χ., «Ανασκαφή Σκάλας Σωτήρος 1990». ΑΕΜΘ 4, 1990. 
Θεσσαλονίκη, 531‐545. 
ΚΟΥΚΟΥΛΗ‐ ΧΡΥΣΑΝΘΑΚΗ 1996 

238
Κουκούλη‐Χρυσανθάκη,  Χ.,  «Μακεδονία‐Θράκη»,  στο  Παπαθανασόπουλος  Γ 
.Α.,  (επιμ.),  Νεολιθικός  πολιτισμός  στην  Ελλάδα.  Ίδρυμα  Ν.  Γουλανδρή, 
Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης, Αθήνα, 112‐117. 
ΚΟΥΡΤΕΣΣΗ‐ΦΙΛΙΠΠΑΚΗ 1996 
Κουρτέσση‐Φιλιππάκη,  Γ.,  «Η  ανθρώπινη  παρουσία  στη  Μακεδονία  πριν  από 
τη Νεολιθική Εποχή», στο Ασλάνης, Ι. (εκδ.), Η προϊστορία της Μακεδονίας, Ι: Η 
Νεολιθική Εποχή. Αθήνα, 39‐47. 
ΚΟΥΡΤΕΣΗ‐ΦΙΛΙΠΠΑΚΗ 1996   
Κουρτέση‐Φιλιππάκη,  Γ.,  «Η  Κατοίκηση  και  οι  Δομές  Κατοικίας».  Αρχαιολογία  τ. 
58. Αθήνα, 61‐67. 
ΚΟΥΡΤΕΣΗ‐ΦΙΛΙΠΠΑΚΗ 1996   
Κουρτέση‐Φιλιππάκη,  Γ.,  «Η  διερεύνηση  της  Παλαιολιθικής  Εποχής  στην 
Ελλάδα». Αρχαιολογία τ. 59. Αθήνα, 6‐43.  
ΚΟΥΤΣΟΥΔΑΚΗ 2002 
Κουτσουδάκη,  Αν.,  ΥΕ  ΙΙΙΓ‐Κοινωνία  και  ταφικές  πρακτικές:  Η  περίπτωση  της 
Περατής, (Μεταπτυχιακή εργασία). Θεσσαλονίκη. 
ΚΡΑΧΤΟΠΟΥΛΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥΛΟΥΜΗΣ 1993 
Κραχτοπούλου,  Α.,  Τουλούμης,  Κ.,  «Ανασκαφή  Τούμπας  1990.  Οι  εργασίες 
στην κορυφή της Τούμπας». ΑΕΜΘ 4, 1990. Θεσσαλονίκη, 289‐297. 
ΚΥΠΑΡΙΣΣΗ‐ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΑ 2000 
Κυπαρίσση‐Αποστολίκα,  Ν.,  (επιμ.),  Σπήλαιο  Θεόπετρας.  Δώδεκα  χρόνια 
ανασκαφών και έρευνας 1987‐1998. Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου, (Τρίκαλα 6‐7 
Νοεμβρίου 1998). Αθήνα. 
ΚΥΡΙΑΚΙΔΟΥ‐ΝΕΣΤΟΡΟΣ 1975 
Κυριακίδου‐Νέστορος,  Α.,  «Η  οργάνωση  του  χώρου  στον  παραδοσιακό 
πολιτισμό». Λαογραφικά Μελετήματα. Νέα Σύνορα, Αθήνα, 41‐55.  
ΚΥΡΙΑΚΙΔΟΥ‐ΝΕΣΤΟΡΟΣ 1979 
Κυριακίδου‐Νέστορος  Α.,  «Σημάδια  του  τόπου  ή  η  λογική  του  ελληνικού 
τοπίου». Λαογραφικά Μελετήματα. Νέα Σύνορα, Αθήνα, 15‐40. 
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ 1990 
Κωνσταντινίδης,  Ν.,  Εξέταση  και  διερεύνηση  σχέσεων  μεταξύ  φυσιογραφικών 
μονάδων δασών χαλεπίου πεύκης  Σιθωνίας  Χαλκιδικής και των εμφανιζομένων 
σε αυτές φυτοκοινωνιολογικών μονάδων, (Διδακτορική Διατριβή). Θεσσαλονίκη. 
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ 1992 
Κωνσταντινίδης,  Ν.,  «Διαδοχή  της  βλάστησης  μετά  από  πυρκαγιά  σε  δάσος 
Χαλεπίου  πεύκης».  Πρακτικά  συνεδρίου  Ελληνικής  Δασολογικής  Εταιρίας. 
Έρευνα και πράξη στα Ελληνικά δάση. Καλαμάτα. Θεσσαλονίκη, 173‐181. 
KΩΤΣΑΚΗΣ 1981 
Κωτσάκης  Κ.,  «Lewis  Binford:  Στοιχεία  για  τη  θεωρία  της  Αρχαιολογίας». 
Ανθρωπολογικά 2, 21‐31. 
ΚΩΤΣΑΚΗΣ 1983 

239
Κωτσάκης,  Κ.,  Κεραμεική  τεχνολογία  και  κεραμεική  διαφοροποίηση: 
προβλήματα  της  γραπτής  κεραμεικής  της  Μέσης  Νεολιθικής  εποχής  Σέσκλου, 
(Διδακτορική Διατριβή). Θεσσαλονίκη. 
ΚΩΤΣΑΚΗΣ 1986 
Κωτσάκης  Κ.,  «Σύγχρονη  Αρχαιολογία:  ρεύματα  και  κατευθύνσεις». 
Αρχαιολογία τ.20. Αθήνα, 52‐58. 
ΚΩΤΣΑΚΗΣ 1990 
Κωτσάκης, Κ., «Το πρόγραμμα της εντατικής επιφανειακής έρευνας Λαγκαδά. 
Δεύτερη περίοδος 1987». ΕΓΝΑΤΙΑ, 2, 175‐185. 
ΚΩΤΣΑΚΗΣ 1991 
Κωτσάκης,  Κ.,  Θεωρία  και  Μέθοδος  της  Προϊστορικής  Αρχαιολογίας, 
(Συνοπτικές σημειώσεις για το μάθημα «Εισαγωγή στη Θεωρία και τη Μέθοδο 
της Προϊστορικής Αρχαιολογίας»). Θεσσαλονίκη. 
ΚΩΤΣΑΚΗΣ 1992 
Κωτσάκης,  Κ.,  «Ο  Νεολιθικός  Τρόπος  παραγωγής.  Ιθαγενής  ή  άποικος;». 
Διεθνές  Συνέδριο  για  την  Αρχαία  Θεσσαλία  στη  μνήμη  Δ.Ρ.  Θεοχάρη.  ΤΑΠΑ, 
Αθήνα, 120‐135. 
ΚΩΤΣΑΚΗΣ 1996Α 
Κωτσάκης,  Κ.,  «Κατοίκηση:  Παραλιακή  περιοχή  της  Θεσσαλίας»,  στο  Γ.  Α. 
Παπαθανασόπουλος  (επιμ.),  Νεολιθικός  Πολιτισμός  στην  Ελλάδα.  Ίδρυμα  Ν. 
Γουλανδρή, Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης, Αθήνα, 45‐57. 
ΚΩΤΣΑΚΗΣ 1996Β 
Κωτσάκης  Κ.,  «Ανταλλαγές  και  σχέσεις»,  στο  Γ.  Α.  Παπαθανασόπουλος 
(επιμ.),  Νεολιθικός  Πολιτισμός  στην  Ελλάδα.  Ίδρυμα  Ν.  Γουλανδρή,  Μουσείο 
Κυκλαδικής Τέχνης, Αθήνα, 168‐170. 
ΚΩΤΣΑΚΗΣ 1996Γ 
Κωτσάκης  Κ.,  Προϊστορικές  κοινωνίες  του  Αιγαίου  και  της  Βαλκανικής, 
(Σημειώσεις για το μάθημα ΑΠΡ 602). Θεσσαλονίκη. 
ΚΩΤΣΑΚΗΣ 1998 
Κωτσάκης  Κ,  «Ορατοί  άνθρωποι,  αόρατες  ιδέες:  Οικήματα  και  πρακτικές  στο 
νεολιθικό Σέσκλο», στο Η Προϊστορική Έρευνα στην Ελλάδα και οι Προοπτικές 
της:  Θεωρητικοί  και  Μεθοδολογικοί  Προβληματισμοί,  Πρακτικά  του  Διεθνούς 
Συμποσίου  στη  μνήμη  του  Δ.  Ρ.  Θεοχάρη  (Θεσσαλονίκη‐Καστοριά,  26‐28 
Νοεμβρίου 1998). Θεσσαλονίκη, 155‐161. 
ΚΩΤΣΑΚΗΣ 1999 
Κωτσάκης Κ., «Αντικείμενα και αφηγήσεις. Η ερμηνεία του υλικού πολιτισμού 
στη σύγχρονη αρχαιολογία», Επτάκυκλος, τ. 2ο. Αθήνα, 11‐23. 
ΚΩΤΣΑΚΗΣ 2000 
Κωτσάκης  Κ.,  «Η  αρχή  της  Νεολιθικής  στην  Ελλάδα»,  στο  Κυπαρίσση‐
Αποστολίκα,  Ν.,  (επιμ.),  Σπήλαιο  Θεόπετρας.  Δώδεκα  χρόνια  ανασκαφών  και 

240
έρευνας  1987‐1998.  Πρακτικά  Διεθνούς  Συνεδρίου,  (Τρίκαλα  6‐7  Νοεμβρίου 
1998). Αθήνα, 173‐179. 
ΚΩΤΣΑΚΗΣ 2002 
Κωτσάκης  Κ.,  «Εισαγωγή»,  στο  Hodder,  I.,  (ed.),  Διαβάζοντας  το  Παρελθόν. 
Εκδόσεις Εικοστού Πρώτου, Αθήνα, 15‐24. 
ΚΩΤΣΑΚΗΣ 2004 
Κωτσάκης Κ., «Ο νεολιθικός οικισμός: Χώρος παραγωγής και ιδεολογίας», στο 
Λαγόπουλος Α. (επιμ.), Η Ιστορία της Ελληνικής Πόλης. Ερμής, Αθήνα. 
ΚΩΤΣΑΚΗΣ ΚΑΙ ΑΝΔΡΕΟΥ 1990 
Κωτσάκης,  Κ.,  Ανδρέου,  Στ.,  «Προκαταρκτικές  παρατηρήσεις  για  την 
οργάνωση του χώρου στην προϊστορική Τούμπα της Θεσσαλονίκης». ΑΕΜΘ 1, 
1987. Θεσσαλονίκη, 223‐233. 
ΚΩΤΣΑΚΗΣ ΚΑΙ ΑΝΔΡΕΟΥ 1993 
Κωτσάκης,  Κ.,  Ανδρέου,  Σ.,  «Προκαταρκτικές  παρατηρήσεις  στις 
αρχιτεκτονικές  φάσεις  του  οικισμού  της  Τούμπας  Θεσσαλονίκης».  ΑΕΜΘ  3, 
1989. Θεσσαλονίκη, 201‐215. 
ΚΩΤΣΑΚΗΣ ΚΑΙ ΑΝΔΡΕΟΥ 1994 
Κωτσάκης,  Κ.,  Ανδρέου,  Σ.,  «Η  ανασκαφή  στην  Τούμπα  Θεσσαλονίκης  1991». 
ΑΕΜΘ 5, 1991. Θεσσαλονίκη, 209‐226. 
ΚΩΤΣΑΚΗΣ ΚΑΙ ΑΝΔΡΕΟΥ 1995 
Κωτσάκης,  Κ.,  Ανδρέου,  Σ.,  «Επιφανειακή  έρευνα  Λαγκαδά:  Περίοδος  1992». 
ΑΕΜΘ 6, 1992. Θεσσαλονίκη, 349‐356. 
ΚΩΤΣΑΚΗΣ ΚΑΙ ΑΝΔΡΕΟΥ 1999  
Κωτσάκης,  Κ.,  Ανδρέου,  Σ.,  «Επιφανειακή  έρευνα  Λα‐γκαδά.  Προνεολιθικές 
και Πρώιμες Νεολιθικές Εγκαταστάσεις». ΑΕΜΘ 12, 1998. Θεσσαλονίκη. 
ΛΑΓΟΠΟΥΛΟΣ 1994 
Λαγόπουλος, Α. Φ., «Ανάλυση αστικών πρακτικών και χρήσεων», στο Γεμιτής 
Π., Καυκαλάς Γρ., Μαραβεγιάς Ν., (επιμ.), Αστική και περιφερειακή ανάπτυξη. 
Θεωρία, ανάλυση και πολιτική. Θεμέλιο, Αθήνα, 123‐166. 
ΛΑΓΟΠΟΥΛΟΣ 1997 
Λαγόπουλος,  Α.  Φ.,  «Πόλη  και  κοινωνικές  επιστήμες».  Αρχαιολογία  τ.  62. 
Αθήνα, 8‐16. 
ΛΑΓΟΠΟΥΛΟΣ 2004 
Λαγόπουλος, Α. Φ., (επιμ.), Η ιστορία της ελληνικής πόλης. Αθήνα.  
ΛΑΖΑΡΙΔΗΣ 1995 
Λαζαρίδης,  Λαζ.,  Προκαταρκτική  μελέτη  φραγμάτων  περιοχής  Ζερβοχωρίων 
και  λοιπών  περιοχών  Νομού  Χαλκιδικής.  Υδρολογική  έρευνα  ‐  Υδραυλικοί 
υπολογισμοί. Χαλκιδική. 
LEVI‐STRAUSS 1977 
Levi‐Strauss,  C.,  Άγρια  Σκέψη.  (Εισαγωγή‐σχόλια:  Άλκη  Κυριακίδου‐Νέστορος. 
Mετάφραση: Εύα Καλπουρτζή). Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα, [1962] 

241
ΜΑΓΕΙΡΑΣ 1999  
Μάγειρας, Π., Κασσάνδρα. Εποχή του Λίθου και του Χαλκού. Θεσσαλονίκη. 
ΜΑΚΑΡΟΝΑΣ 1940 
Μακαρόνας, Χ. Ι., «Χρονικά Αρχαιολογικά». Μακεδονικά 1, 493‐494. 
ΜΑΝΤΣΙΟΣ 1998 
Μάντσιος,  Αθ.,  Χρ.,  «Ο  Παρθενώνας  της  Χαλκιδικής  κρατά  ζωντανούς  τους 
θρύλους». Εφημερίδα Θεσσαλονίκη (23‐08‐1998). Θεσσαλονίκη, 59. 
ΜΕΛΕΝΤΗΣ 1980 
Μελέντης, Ι., Παλαιοντολογία Σπονδυλωτών. Θεσσαλονίκη. 
Μελέντης 1981 
Μελέντης, Ι., Γεωλογία, Γ μέρος. Θεσσαλονίκη. 
ΜΕΛΙΣΣΙΔΗΣ ΚΑΙ ΜΑΓΑΛΙΑ 1996 
Μελισσίδης, Γ., Μαγαλιά, Β., Η Συκιά στη σκιά του Άθωνα. Συκιά. 
ΜΙΛΚΑ 2003 
Μίλκα,  Ελ.,  Οστά,  Σκελετοί  και  Άνθρωποι.  Η  μεταχείριση  των  νεκρών  στη 
Νεολιθική Ελλάδα, (Μεταπτυχιακή εργασία). Θεσσαλονίκη. 
ΜΠΕΣΙΟΣ ΚΑΙ ΚΡΑΧΤΟΠΟΥΛΟΥ 1998 
Μπέσιος,Μ.,  Κραχτοπούλου,  Α.,  «Ανασκαφή  στο  βόρειονεκροταφείο  της 
Πύδνας. 1994». ΑΕΜΘ 8 (1994). Θεσσαλονίκη, 147‐150. 
MORRIS 1997 
Morris,  I.,  Ταφικά  Τελετουργικά  Έθιμα  και  κοινωνική  δομή  στην  κλασική 
αρχαιότητα. Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης. 
ΜΠΕΣΙΟΣ ΚΑΙ ΠΑΠΠΑ 1997 
Μπέσιος, Μ., Παππά, Μ., «Νεολιθικός Οικισμός Μακρύγιαλου». ΑΕΜΘ 7, 1993. 
Θεσσαλονίκη, 215‐222. 
ΜΠΙΛΟΥΚΑ Κ.Α. 2002 
Μπιλούκα, Αρ., Βασιλείου, Σπ., Γραικός, Ιω., «Αρχαιολογικές μαρτυρίες από τη 
Ν. Καλλικράτεια Χαλκιδικής». ΑΕΜΘ 14, 2000. Θεσσαλονίκη, 299‐309. 
ΜΠΙΛΟΥΚΑ ΚΑΙ ΓΡΑΙΚΟΣ 2003 
Μπιλούκα,  Αρ.,  Γραικός,  Ιω.,  «Νέα  Καλλικράτεια  2001:  η  ανασκαφική  έρευνα 
στο  ανατολικό  νεκροταφείο  του  αρχαίου  οικισμού».  ΑΕΜΘ  15,  2001. 
Θεσσαλονίκη, 279‐287.  
ΜΠΙΛΟΥΚΑ ΚΑΙ ΓΡΑΙΚΟΣ 2004 
Μπιλούκα,  Αρ.,  Γραικός,  Ιω.,  «Νέα  Καλλικράτεια  2002:  η  ανασκαφική  έρευνα 
στον αρχαίο οικισμό». ΑΕΜΘ 16, 2002. Θεσσαλονίκη, 375‐384. 
ΝΑΝΟΓΛΟΥ 1999 
Νανόγλου,  Σ.,  Συμβολισμός  και  δομημένος  χώρος  στη  βόρειοελλαδική 
Νεολιθική, (Μεταπτυχιακή εργασία). Θεσσαλονίκη. 
ΝΙΤΣΙΑΚΟΣ 2003 
Νιτσιάκος, Β., Χτίζοντας το Χώρο και το Χρόνο. Οδυσσέας, Αθήνα. 
ΝΤΑΡΛΑΣ 1995  

242
Ντάρλας  Α.,  «Η  λιθοτεχνία  του  Σπηλαίου  Μααρά»,  στο  Τρανταλίδου  Κ., 
Ντάρλας  Α.,  Έρευνες  στα  σπήλαια  του  νομού  Δράμας,  ΑΕΜΘ  6,  1992. 
Θεσσαλονίκη, 596‐600. 
ΞΑΝΘΟΠΟΥΛΟΥ 1988 
Ξανθοπούλου Κ., Η Μακεδονία κατά την Ύστερη Χαλκοκρατία και την Πρώiμη 
Εποχή του Σιδήρου, (Μεταπτυχιακή Εργασία). Θεσσαλονίκη. 
ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΥ 2000 
Παναγοπούλου, Ε., «Τα Μέσα Παλαιολιθικά εργαλειακά σύνολα του σπηλαίου 
Θεόπετρας:  Συμβολή  στη  μελέτη  των  τεχνολογικών  μεταβολών  κατά  το 
Ανώτερο  Πλειστόκαινο»,  στο  Κυπαρίσση‐Αποστολίκα  Ν.,  (επιμ.),  Σπήλαιο 
Θεόπετρας,  Δώδεκα  χρόνια  ανασκαφών  και  έρευνας  1987‐1998,  Πρακτικά 
Διεθνούς Συνεδρίου, (Τρίκαλα 6‐7 Νοεμβρίου 1998). Αθήνα, 139‐162. 
ΠΑΝΑΓΟΠΟΠΟΥΛΟΥ Κ.Α. 2001 
Παναγοπούλου,  Ε.,  Κοτζαμποπούλου,  Ε.,  Καρκάνας,  Π.,  «Γεωαρχαιολογική 
έρευνα  στην  Αλόννησο:  Νέα  στοιχεία  για  την  Παλαιολιθική  και  τη  Μεσολιθική 
στον Αιγαιακό χώρο», στο Σάμψων, Α., (επιμ.), Αρχαιολογική έρευνα στις Βόρειες 
Σποράδες. Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Δήμος Αλονννήσου, 121‐151. 
Παντελίδου 1999 
Παντελίδου, Μ., «Νεκροταφείο Τσέπι Μαραθώνος». ΠΑΕ 1997, Αθήνα, 41‐46. 
ΠΑΝΤΕΛΙΔΟΥ 2000 
Παντελίδου, Μ., «Νεκροταφείο Τσέπι Μαραθώνος», ΠΑΕ 1998, Αθήνα, 41‐50. 
ΠΑΠΑΓΓΕΛΟΣ 1970 
Παπάγγελος,  Ι.  Α.,  «Δύο  Ομολογίες  της  Χώρας  Συκιάς  για  την  Τορώνη». 
Μακεδονικά, 115‐127. 
ΠΑΠΑΓΓΕΛΟΣ 1990 
Παπάγγελος, Ι. Α., Χαλκιδική. Θεσσαλονίκη. 
ΠΑΠΑΓΓΕΛΟΣ 2002 
Παπάγγελος, Ι.Α., «Η χριστιανική Χαλκιδική». Χαλκιδική. Αθήνα, 103‐198. 
ΠΑΠΑΓΓΕΛΟΣ ΚΑΙ ΚΑΜΠΟΥΡΟΓΛΟΥ 1999 
Παπάγγελος,  Ι.  Α.,  Καμπούρογλου,  Ε.  Μ.,  «Ιστορικές  και 
αρχαιογεωμορφολογικές έρευνες για την διώρυγα του Ξέρξου στην χερσόνησο 
του Άθω». Τεκμήριο. Θεσσαλονίκη.  
ΠΑΠΑΓΓΕΛΟΣ ΚΑΙ ΠΑΛΙΟΜΠΕΗΣ 2004 
Παπάγγελος,  Ι.  Α.,  Παλιόμπεης,  Στ.,«Προχριστιανικές  αρχαιότητες  στον  Άθω». 
ΑΕΜΘ 16, 2002. Θεσσαλονίκη, 391‐405. 
ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ 
Παπαγιαννόπουλος, Α., Ελληνικοί τόποι. Χαλκιδική. 
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ ΚΑΙ ΚΑΡΑΓΕΩΡΓΙΟΥ 1992 
Παπαδόπουλος,  Στ.,  Καραγεωργίου,  Εμ.,  Δασοπονική  Μελέτη  συμπλέγματος 
δημοσίων δασών Σιθωνίας, τ. Α. Πολύγυρος. 
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ 1997 

243
Παπαδόπουλος,  Στ.,  Η  Νεότερη  Νεολιθική  και  η  Πρώιμη  Εποχή  Χαλκού  στην 
Ανατολική  Μακεδονία:  Η  μεταβολή  της  κεραμικής,  (Διδακτορική  διατριβή). 
Θεσσαλονίκη. 
ΠΑΠΑΕΥΘΥΜΙΟΥ ΚΑΙ ΠΙΛΑΛΗ 1990 
Παπαευθυμίου‐Παπανθίμου,  Αικ.,  Πιλάλη‐Παπαστέριου,Αγγ.,  «Ανασκαφές  στο 
Μάνδαλο». ΑΕΜΘ 1, 1987. Θεσσαλονίκη, 173‐180. 
ΠΑΠΑΕΥΘΥΜΙΟΥ ΚΑΙ ΠΙΛΑΛΗ 1991 
Παπαευθυμίου‐Παπανθίμου,  Αικ.,  Πιλάλη‐Παπαστέριου,  Αγγ.,  «Ανασκαφές  στο 
Μάνδαλο». ΑΕΜΘ 2, 1988. Θεσσαλονίκη, 127‐135. 
ΠΑΠΑΕΥΘΥΜΙΟΥ ΚΑΙ ΠΙΛΑΛΗ 1997 
Παπαευθυμίου‐Παπανθίμου,  Αικ.,  Πιλάλη‐Παπαστερίου,  Αγγ.,  Οδοιπορικό  στην 
προϊστορική Μακεδονία. Θεσσαλονίκη. 
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΣ 1996Α 
Παπαθανασόπουλος,  Γ.Α.,  (επιμ.),  Νεολιθικός  Πολιτι‐σμός  στην  Ελλάδα. 
Ίδρυμα Ν. Γουλανδρή, Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης, Αθήνα. 
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΣ 1996Β 
Παπαθανασόπουλος,  Γ.Α,  «Ταφικά  έθιμα  του  Διρού»,στο  Παπαθανασόπουλος, 
Γ.Α.,  (επιμ.),  Νεολιθικός  Πολιτισμός  στην  Ελλάδα.  Ίδρυμα  Ν.  Γουλανδρή, 
Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης, Αθήνα, 175‐177. 
ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ 1962 
Παπανικολάου, Γ., «Μια ιστορική ανασκόπησις του ρόλου, τον οποίο έπαιξε η 
Χαλκιδική  κατά  την  Επανάσταση  του  1821  και  τας  μετέπειτα 
Μικροεπαναστάσεις μέχρι σήμερον». Χρονικά της Χαλκιδικής, 3, 46‐61. 
ΠΑΠΠΑ 1990 
Παππά, Μ., «Εγκατάσταση της Εποχής του Χαλκού στο Πολύχρονο Χαλκιδικής». 
ΑΕΜΘ 4, 1990. Θεσσαλονίκη, 393‐398. 
ΠΑΠΠΑ 1993  
Παππά,  Μ.,  «Στοιχεία  για  οργάνωση  χώρου  στην  κοιλάδα  των  Βασιλικών». 
Αρχαία Μακεδονία V, 2. Θεσσαλονίκη, 1225‐1238. 
ΠΑΠΠΑ 1995 
Παππά, Μ., «Τούμπα Αγίου Μάμαντος Χαλκιδικής: Ανασκαφή νεκροταφείων». 
ΑΕΜΘ 6, 1992. Θεσσαλονίκη, 475‐484. 
ΠΑΠΠΑ 1998 
Παππά, Μ., «Η Χαλκιδική κατά τους Προϊστορικούς Χρόνους», στο Παππά, Μ., 
Σισμανίδης,  Κ.,  Παπάγγελος,  Ι.,  Ζέλλιου,  Μαστοκώστα,  Ερ.,  Η  ιστορία  της 
Χαλκιδικής. Θεσσαλονίκη, 11‐30. 
ΠΑΥΛΙΔΗΣ 1976 
Παυλίδης, Γ., Η Χλωρίς και η Βλάστησις της Σιθωνίας Χαλκιδικής, (Διδακτορική 
Διατριβή). Θεσσαλονίκη. 
ΠΙΚΙΩΝΗΣ 1935 
Πικιώνης Δ. Π., «Συναισθηματική τοπογραφία». Τρίτο μάτι. Αθήναι. 

244
ΠΟΥΛΙΑΝΟΣ 1987Α 
Πουλιανός, Α., «Η Χαλκιδική ένα από τα κέντρα εμφάνισης του ανθρώπου επί 
της  γης».  Πρακτικά  του  Πρώτου  Πανελληνίου  Συμποσίου  Ιστορίας  και 
Αρχαιολογίας της Χαλκιδικής. Θεσσαλονίκη, 59‐64. 
ΠΟΥΛΙΑΝΟΣ 1987Β 
Πουλιανός,  Ν.,  «Συνθήκες  διαβίωσης  των  αρχανθρώπων  στη  Χαλκιδική». 
Πρακτικά  του  Πρώτου  Πανελληνίου  Συμποσίου  Ιστορίας  και  Αρχαιολογίας  της 
Χαλκιδικής. Θεσσαλονίκη, 65‐72. 
RENFREW 1973Α  
Renfrew, C. , «Γεωργία», στο Θεοχάρης, Δ.Ρ., (εκδ.), Νεολιθική Ελλάς. Αθήνα. 
RENFREW AND BAHN 2001 
Renfrew,  C.  ,  Bahn,  P.,  Αρχαιολογία.  Θεωρίες,  Μεθοδολογία  και  Πρακτικές 
εφαρμογές. Αθήνα. 
ΡΩΜΙΟΠΟΥΛΟΥ 1977 
Ρωμιοπούλου, Αικ., «Αη Γιάννης Νικήτης». ΑΔ 32, Χρονικά Β’ 2, 204. 
ΣΑΒΒΟΠΟΥΛΟΥ 1991 
Σαββοπούλου, Θ., Οργάνωση και χρήση του χώρου των  προϊστορικών οικισμών 
του ν. Πέλλης, (Μεταπτυχιακή εργασία). Θεσσαλονίκη. 
ΣΑΚΕΛΑΡΑΚΗΣ 1995 
Σακελαράκης, Γ., Ανασκάπτοντας το Παρελθόν. Αθήνα. 
ΣΑΜΨΩΝ 1996Α 
Σάμψων,  Α.,  «Νέα  στοιχεία  για  τη  Μεσολιθική  περίοδο  στον  ελληνικό  χώρο». 
Αρχαιολογία τ. 61. Αθήνα, 46‐51. 
ΣΑΜΨΩΝ 2001 
Σάμψων, Α., «Το σπήλαιο του Κύκλωπα Γιούρων. Τα νεολιθικά και μεσολιθικά 
στρώματα»,  στο  Σάμψων  Α.,  (επιμ.),  Αρχαιολογική  έρευνα  στις  Βόρειες 
Σποράδες. Δήμος Αλοννήσου, 41‐70. 
ΣΚΑΡΛΑΤΙΔΟΥ ΚΑΙ ΙΓΝΑΤΙΑΔΟΥ 1997 
Σκαρλατίδου,  Ε.,  Ιγνατιάδου,  Δ.,  «Πρώτα  συμπεράσματα  από  την  ανασκαφή 
του αρχαίου νεκροταφείου στη Θέρμη (Σέδες)». ΑΕΜΘ 10Α, 1996. Θεσσαλονίκη, 
479‐489. 
ΣΚΟΥΡΤΟΠΟΥΛΟΥ 1990 
Σκουρτοπούλου, Κ., «Η λιθοτεχνία», στο Γραμμένος, Δ. Β., Παππά, Μ., Ούρεμ‐
Κώτσου  Ντ.,  Σκουρτοπούλου,  Κ.  Γιαννούλη,  Ε.,  Τσιγαρίδα,  Μπ.,  «Ανασκαφή 
νεολιθικού  οικισμού  Θέρμης.  Ανασκαφική  περίοδος  1987».  Μακεδονικά  27, 
1989‐1990. Θεσσαλονίκη, 255‐262. 
ΣΚΟΥΡΤΟΠΟΥΛΟΥ 1992 
Σκουρτοπούλου, Κ., «Η λιθοτεχνία», στο Γραμμένος, Δ. Β., Παππά, Μ., Ούρεμ‐
Κώτσου  Ντ.,  Σκουρτοπούλου,  Κ.,  Γιαννούλη,  Ε.,  Μαραγκού,  Χρ.,  Βαλαμώτη, 
Σ.Μ.,  Συρίδης,  Γ.,  Μαρκή,  Ε.,  Χρηστίδου,  Ρ.,  «Ανασκαφή  νεολιθικού  οικισμού 
Θέρμης Β και βυζαντινής εγκατάστασης παρά τον προϊστορικό οικισμό Θέρμη 

245
Α. Ανασκαφική περίοδος  1989». Μακεδονικά  28 (1991‐1992). Θεσσαλονίκη,  407‐
413. 
ΣΜΑΓΑΣ 1999 
Σμάγας,  Ά.,  Οδοιπορώντας  στην  προϊστορική  Σιθωνία,  (Μεταπτυχιακή 
εργασία). Θεσσαλονίκη. 
ΣΜΑΓΑΣ 2000Α 
Σμάγας, Ά., Προϊστορικά χρόνια στη Σιθωνία. Δήμος Σιθωνίας. 
ΣΜΑΓΑΣ 2000Β 
Σμάγας,  Ά.,  «Στη  Νικήτη  πριν  την  ιστορία».  5ο  Συμπόσιο  Αγ.  Νικήτα.  Δήμος 
Σιθωνίας. 
ΣΜΑΓΑΣ 2000Γ 
Σμάγας,  Ά.,  Η  προϊστορία  στην  περιοχή  Νικήτης  στο  cd  με  τίτλο  Νικήτη  1300‐
2000. Δήμος Σιθωνίας. 
ΣΜΑΓΑΣ 2001Α 
Σμάγας, Ά., «7000 χρόνια πριν, στο Βέτρινο». Εφημερίδα Σίγγος. Φεβρουάριος. 
ΣΜΑΓΑΣ 2001Β 
Σμάγας,  Ά.,  «Αντικατοπτρισμοί  στον  Άγιο  Νικόλαο  της  3ης  προς  2η  χιλιετία 
π.Χ.». Εφημερίδα Σίγγος. Μάρτιος. 
ΣΜΑΓΑΣ 2001Γ 
Σμάγας,  Ά.,  «Στον  Άγιο  Νικόλαο  το  1000  (+‐300)  π.Χ.».  Εφημερίδα  Σίγγος. 
Απρίλιος. 
ΣΜΑΓΑΣ 2001Δ 
Σμάγας,  Ά.,  «Στα  Ιστορικά  χρόνια  στον  Άγιο  Νικόλαο».  Εφημερίδα  Σίγγος. 
Μάιος. 
ΣΜΑΓΑΣ 2001Ε 
Σμάγας,  Ά.,  «Τα  πρώτα  Χριστιανικά  χρόνια  στον  Άγιο  Νικόλαο».  Εφημερίδα 
Σίγγος. Ιούνιος. 
ΣΜΑΓΑΣ 2001ΣΤ 
Σμάγας, Ά., «Στον Άγιο Νικόλαο από τον 11ο μέχρι το 14ο αιώνα». Εφημερίδα 
Σίγγος. Ιούλιος. 
ΣΜΑΓΑΣ 2001Ζ 
Σμάγας, Ά., «Στον Άγιο Νικόλαο από τον 11ο μέχρι το 14ο αιώνα». Εφημερίδα 
Σίγγος. Αύγουστος. 
ΣΜΑΓΑΣ 2002 
Σμάγας, Ά., Στον Άγ. Νικόλαο πριν τον Άγ. Νικόλαο. Δήμος Σιθωνίας. 
ΣΜΑΓΑΣ 2003Α 
Σμάγας, Ά., Μελέτη για το Λαογραφικό Μουσείο Παρθενώνα. (Αδημοσίευτη). 
ΣΜΑΓΑΣ 2003Β 
Σμάγας, Ά., «Άγιος Νικόλαος: Ματιές στο χθες, οραματισμοί για το αύριο». 6ο 
Συμπόσιο Αγ. Νικήτα. (Υπό δημοσίευση). 
ΣΜΑΓΑΣ 2003Γ 

246
Σμάγας, Ά., «Ο Παρθενών από παρθενίας του». 6ο Συμπόσιο Αγ. Νικήτα. (Υπό 
δημοσίευση). 
ΣΜΑΓΑΣ 2005 
Σμάγας,  Ά.,  «Εναλλακτικός  τρόπος  παρουσίασης  του  πολιτιστικού 
αποθέματος της Νικήτης». 8ο Συμπόσιο Αγ. Νικήτα. (Υπό δημοσίευση). 
ΣΜΑΓΑΣ 2006  
Σμάγας, Ά., Παρθενών, ο χώρος‐ο χρόνος. (Υπό δημοσίευση). 
ΣΜΑΓΑΣ Κ.Α. 2000 
Σμάγας  Ά.,  Ακριβοπούλου  Σ.,  Μάντσιος  Ά.,  Τάντσης  Α.,  Λαογραφικό  μουσείο 
Νικήτης, μια μουσειολογική προσέγγιση. 
ΣΜΑΓΑΣ ΚΑΙ ΖΑΝΝΗΣ 2004 
Σμάγας,  Ά.,  Ζάννης,  Ά.,  «Δάνος  για  μια  κτηματική  περιουσία  από  τον  Άγιο 
Νικόλαο  Σιθωνίας  (4ος  αι.  π.Χ.)».  Γ΄  Πανελλήνιο  Συνέδριο  Επιγραφικής.  (Υπό 
δημοσίευση). 
ΣΜΑΓΑΣ 2001 
Σμάγας,  Δ.,  Δύο  χιλιόμετρα  περίπατος  Τζέσμα‐Κελί,  δύο  χιλιάδες  χρόνια 
ιστορικής διαδρομής του χωριού μας. Σιθωνία. 
ΣΜΑΓΑΣ 2003 
Σμάγας, Δ., Ραντεβού του Αγίου Νικολάου με την Ιστορία. Σιθωνία. 
ΣΟΥΕΡΕΦ 1988 
Σουέρεφ,  Κ.,  «Η  μυκηναϊκή  παρουσία  στην  κεντρική  Μακεδονία  και  τη 
Χαλκιδική», στο Η Μακεδονία από τα μυκηναϊκά χρόνια ως το Μέγα Αλέξανδρο. 
Θεσσαλονίκη, 25‐27. 
ΣΟΥΕΡΕΦ 1993 
Σουέρεφ,  Κ.,  «Μυκηναϊκά  στοιχεία  στα  παράλια  και  στο  εσωτερικό  της 
Κεντρικής Μακεδονίας». Αρχαία Μακεδονία V, 3. Θεσσαλονίκη, 1401‐1417. 
ΣΤΟΙΧΕΙΑ 1962 
Στοιχεία  Συστάσεως  και  εξελίξεως  των  Δήμων  και  Κοινοτήτων,  48.  Νομός 
Χαλκιδικής, Αθήνα. 
ΣΥΡΙΟΠΟΥΛΟΣ 1994 
Συριόπουλος,  Κ.,  Η  προϊστορική  κατοίκησις  της  Ελλάδος  και  η  γένεσις  του 
Ελληνικού έθνους, τόμ. Α΄,Β΄. Αθήνα. 
ΣΧΙΝΑΣ 1897 
Σχινάς, Ν.Θ., Οδοιπορικόν Μακεδονίας και Θάσου, τ. Γ΄. Αθήνα. 
ΣΩΤΗΡΙΑΔΗΣ 1909 
Σωτηριάδης, Γ., «Αι εν Χαιρώνεια και κατά την Φωκίδα Ανασκαφαί». ΠΑΕ, 123‐
125. 
JUNK 2004 
Junk,  R.,  «Η  χρήση  της  μυκηναϊκής  και  πρωτογεωμετρικής  κεραμικής  στη 
Μακεδονία», ΑΕΜΘ 16, 2002. Θεσσαλονίκη, 35‐46.  
ΤΟΥΛΟΥΜΗΣ 1994 

247
Τουλούμης,  Κ.  ,  Το  πλεόνασμα  στην  προϊστορία  και  η  αρχαιολογία  της 
αποθήκευσης, (Διδακτορική Διατριβή). Θεσσαλονίκη. 
ΤΟΥΛΟΥΜΗΣ 1996 
Τουλούμης,  Κ.,  Το  περίσσευμα  στην  Προϊστορία:  η  προϊστορική  οικονομία  με 
βάση τα αρχαιολογικά δεδομένα. Θεσσαλονίκη. 
ΤΡΑΚΟΣΟΠΟΥΛΟΥ 1991 
Τρακοσοπούλου‐Σαλακίδου,  Ε.,  «Ανασκαφή  στον  Αη‐Γιάννη  Νικήτης».  ΑΕΜΘ  2, 
1988. Θεσσαλονίκη, 347‐355. 
ΤΡΑΚΟΣΟΠΟΥΛΟΥ 1997 
Τρακοσοπούλου‐Σαλακίδου,  Ε.,  «Αρχαία  Άκανθος:  1986‐1996».  ΑΕΜΘ  10Α, 
1996. Θεσσαλονίκη, 297‐312. 
ΤΡΑΝΤΑΛΙΔΟΥ 1985 
Τρανταλίδου, Κ., Η αρχαιολογική τοπογραφία του νομού Φλώρινας. Φλώρινα. 
ΤREUIL ET AL.1996 
Treuil,  R.,  Darcque,  P.,  Poursat,  J‐Cl.,  Touchais,  G.,  Οι  Πολιτισμοί  του  Αιγαίου. 
Aθήνα, (μτφρ. Ο. Πολυχρονοπούλου και Α. Φιλίππα‐Touchais). 
ΤΣΙΓΑΡΙΔΑ Κ.Α. 2004 
Τσιγαρίδα,  Μπ.,  Αυγέρος,  Χρ.,  Μαυροειδή,  Ιω.,  «Εγκατάσταση  της  εποχής 
χαλκού στη Σίβηρη Χαλκιδικής». ΑΕΜΘ 16, 2002. Θεσσαλονίκη, 385‐390.  
ΤΣΙΓΑΡΙΔΑ ΚΑΙ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ 2005 
Τσιγαρίδα, Μπ., Βασιλείου, Σπ., «Καλλιθέα Χαλκιδικής. Ανασκαφική έρευνα στα 
οικόπεδα 145, 146, 147». ΑΕΜΘ 17, 2003. Θεσσαλονίκη, 335‐342. 
ΤΣΙΓΑΡΙΔΑ ΚΑΙ ΜΑΝΤΑΖΗ 2005 
Τσιγαρίδα,  Μπ.,  Μανταζή,  Δ.,  «Ανασκαφική  έρευνα  στην  περιοχή  της  Νέας 
Σκιώνης Χαλκιδικής‐2003». ΑΕΜΘ 17, 2003. Θεσσαλονίκη, 369‐377. 
ΤΣΟΥΚΑΛΑ 1981 
Τσουκαλά,  Ε.,  «Απολιθωμένα  και  αρτίγονα  δείγματα  του  Capreolus  capreolus 
LINNE από την περιοχή Σιθωνίας Χαλκιδικής», 237‐254. 
TΣΟΥΚΑΛΑ 1989 
Τσουκαλά,  Ε.,  Συμβολή  στη  μελέτη  της  παλαιοπανίδας  των  μεγάλων 
σπονδυλωτων  (Carnivora  Perissodactyla,  Artiodactyla)  του  σπηλαίου  των 
Πετρλώνων της Χαλκιδικής, (Διδακτορική διατριβή). Θεσσαλονίκη. 
ΦΑΚΛΑΡΗΣ 1984 
Φάκλαρης,  Π.,  Αρχαία  Κυνουρία.  Ανθρώπινη  δραστηριότητα  και  περιβάλλον, 
(Διδακτορική διατριβή). Θεσσαλονίκη. 
ΦΩΤΙΑΔΗΣ 1990 
Φωτιάδης,  Μ.,  «Κίτρινη  λίμνη  νομού  Κοζάνης,  1987:  Προΐστορική  έρευνα». 
ΑΕΜΘ 1, 1987. Θεσσαλονίκη, 51‐61. 
ΦΩΤΙΑΔΗΣ 1991 
Φωτιάδης, Μ., «Προϊστορική έρευνα στην Κίτρινη λίμνη νομού Κοζάνης, 1988». 
ΑΕΜΘ 2, 1988. Θεσσαλονίκη, 41‐51. 

248
ΧΟΝΔΡΟΓΙΑΝΝΗ‐ΜΕΤΟΚΗ 1995 
Χονδρογιάννη‐Μετόκη,  Α.,  «Αλιάκμων  1992,  Προϊστορική  ανασκαφή  στα 
Κρανίδια». ΑΕΜΘ 6, 1992. Θεσσαλονίκη, 35‐43. 
ΧΟΝΔΡΟΓΙΑΝΝΗ‐ΜΕΤΟΚΗ 1998 
Χονδρογιάννη‐Μετόκη,  Α.,  «Αλιάκμων  1994.  Έρευνα  οικισμού  εποχής  χαλκού». 
ΑΕΜΘ 8, 1994. Θεσσαλονίκη, 27‐36. 
ΧΟΝΔΡΟΓΙΑΝΝΗ‐ΜΕΤΟΚΗ 1999 
Χονδρογιάννη‐Μετόκη,  Α.,  «Αλιάκμων  1997.  Στοιχεία  από  την  επιφανειακή 
έρευνα και την ανασκαφή δύο νεκροταφείων της ΥΕΧ και ΠΕΣ». ΑΕΜΘ 11, 1997. 
Θεσσαλονίκη, 31‐42. 
ΧΟΝΔΡΟΓΙΑΝΝΗ‐ΜΕΤΟΚΗ 2000 
Χονδρογιάννη‐Μετόκη,  Α.,  «Εγνατία  Οδός,  Ανασκαφή  στην  Προϊστορική  Θέση 
Τούμπα  Κρεμαστής‐Κοιλάδας  Νομού  Κοζάνης».  ΑΕΜΘ  13,  1999.  Θεσσαλονίκη, 
405‐412. 
XΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΚΑΙ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ 1990 
Χρυσοστόμου,  Π.,  Χρυσοστόμου,  Παν.,  «Νεολιθικές  έρευνες  στην  περιοχή 
Γιαννιτσών». ΑΕΜΘ 4, 1990. Θεσσαλονίκη, 169‐186. 
HOREJS 2005 
Horejs,  B.,  «Η  αμαυρόχρωμη  κεραμική  από  την  ΄Ολυνθο‐΄Aγιο  Μάμα.  Πρώτα 
αποτελέσματα», ΑΕΜΘ 17, 2003. Θεσσαλονίκη, 243‐258. 
ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗΣ 1979 
Χουρμουζιάδης, Γ. Χ., Το νεoλιθικό Διμήνι. Βόλος. 
ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗΣ 1993 
Χουρμουζιάδης, Γ. Χ., «Η Τούμπα και ο «Ασιατικός τρόπος παραγωγής». ΑΕΜΘ 
4, 1990. Θεσσαλονίκη, 269‐275. 
ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗΣ 1997Α 
Χουρμουζιάδης,  Γ.  Χ.,  «Ο  προϊστορικός  οικισμός:  Ποσότητες  και  ποιότητες». 
Αρχαιολογία και Τέχνες 62,, 17‐22. 
 ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗΣ 1997Β 
Χουρμουζιάδης,  Γ.  Χ.,  «Ο  οικισμένος  χώρος  και  οι  νεολιθικοί  οικοδόμοι». 
Αρχαιολογία και Τέχνες 62,, 23‐29. 
ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗΣ Κ.Α. 2000 
Χουρμουζιάδης,  Γ.  Χ.,  Αλματζή,  Ν.,  Σωφρονίδου,  Μ.,  «Ανασκαφική 
Πραγματικότητα  και  Καθημερινές  Ερμηνείες».  ΑΕΜΘ  13,  1999.  Θεσσαλονίκη, 
627‐628.  
ΨΥΧΟΓΙΟΥ‐SMITH 1992 
Ψυχογιού‐Smith, O., «Ο χώρος και το φυσικό περιβάλλον της Μακεδονίας», στο 
Ασλάνης, Ι., Η προϊστορία της Μακεδονίας, Ι: Η νεολιθική εποχή. Αθήνα, 21‐35. 

249
250
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ  
ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ 

251
252
ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ  
 
ΑJA  American Journal of Archaeology 

BAR  British Archaeological Reports 

BCH  Bulletin de Correspondance Hellenique 

BSA  Annual of the British School of Archaeology at Athens 

JAA  Journal of Anthropological Archaeology 

JFA  Journal of Field Archaeology 

JRGZM  Jahrbuch des Römish ‐ Germanischen Zentralmuseums 

ALCOCK 1994 
Alcock, S.E., “Breaking up the Hellenistic World”, in Morris, I., (ed), Classical Greece: 
ancient  histories  and  modern  archaeologies.  Cambridge  University  Press,  Cambridge, 
171‐190. 
ALCOCK ET AL. 1994 
Alcock, S.E., Cherry, J.F., Davis, J.L., “Intensive survey, agricultural practice and the 
classical landscape of Greece”, in Morris, I., (ed.), Classical Greece: ancient histories and 
modern archaeologies. Cambridge University Press, Cambridge, 137‐170.  
ALLEN 1991 
Allen,  M.J.,  “Analyzing  the  landscape:  a  geographical  approach  to  archaeological 
problems”,  in  Schofield,  A.J.,  (ed.),  Interpreting  artιfact  scatters:  contributions  to 
ploughzone archaeology. Oxford, 39‐57. 
AMMERMAN 1985 
Ammerman, A.J., “Ploughzone experiments in Calabria, Italy”. JFA 12, 33‐40. 
AMMERMAN 1989A 
Ammerman,  A.J.,  “Surveys  and  archaeological  research”.  Annual  Review  of 
Anthropology 10. Palo Alto, California, 63‐88.  
AMMERMAN 1989B 
Ammerman, A.J., “On the Neolithic transition in Europe: a comment on Zvelebil & 
Zvelebil (1989)”. Antiquity 63, 162‐165. 
AMMERMAN ET AL. 1999 
Ammerman,  J.  A.,  Efstratiou  N.,  Adam  E.,  “First  evidence  for  the  Palaeolithic  in 
Aegean  Thrace”,  in  Bailey  N.G.,  Adam  E.,  Panagopoulou  E.,  Perlès  C.  Zachos  K., 

253
(eds.),  The  Palaeolithic  Archaeology  of  Greece  and  adjacent  areas.  Proceedings  of  the 
ICOPAG conference, (Ioannina). BSA 3. Nottingham, 211‐214. 
AMMERMAN AND FELDMAN 1978 
Ammerman, J. A., Feldman, M.W., “Replicated colle‐ction of site surfaces”. American 
Antiquity 43, 734‐740.  
ANDREOU 1997 
Andreou, S., Looking south through a window glass: LH IIIC pottery from the Toumba of 
Thessaloniki, (1997). 
ANDREOU ET AL. 1996 
Andreou,  S.,  Fotiadis,  M.,  Kotsakis,  K.,  “Review  of  Aegean  Prehistory  V:  The 
Neolithic and bronze age of Northern Greece”. ΑJA 100, 537‐597.  
ANDREOU AND KOTSAKIS 1994 
Αndreou,  S.,  Kotsakis,  K.,  “Prehistoric  rural  communities  in  perspective:  the 
Langadas  survey  project”,  in  Doukellis,  P.N.  et  Mendoni,  L.G.,  (eds.),  Structures 
rurals et societes antiques,, 17‐25. 
ANDREOU AND KOTSAKIS 1999 
Andreou,  S.,  Kotsakis,  K.,  “Counting  People  in  artifact‐poor  landscape:  The 
Langadas  case,  Macedonia,  Greece”,  in  Bintliff,  J.,  Sbonias, K.,  (eds.),  Reconstructing 
past  Population  Trends  in  Mediterranean  Europe.  The  Archaeology  of  Mediterranean 
Landscapes 1, Oxbow Books, Oxford, 35‐43. 
ANSCHUETZ ET AL. 2001 
Anschuetz,  K.F.,  Wilshusen,  R.H.,  Scheick,  C.  L.,  “An  Archaeology  of  Landscapes: 
Perspectives and directions”. Journal of Archaeological Research 9, 157‐196. 
APPADURAI 1986 
Appadurai, A., “Introduction: commodities and the polotics of value”, in Appadurai 
A.,  (ed.),  The  social  life  of  things.  Commodities  in  cultural  perspective.  Cambridge 
University Press, Cambridge. 
ASHMORE AND KNAPP 1999 
Ashmore,  W.,  Knapp,  B.  A.,  “Archaeological    Landscapes:  Constructed, 
Conceptualized,  Ideational”,  in  Ashmore,  W.,  Knapp,  B.A.,  (eds.),  Archaeologies  of 
Landscapes: Contemporary perspectives. Blackwell, Oxford,. 
ΑSLANIS 1985 
Aslanis,  J.,  Kastanas.  Die  Frühbronzezeitlichen  Funde  und  Befunde.  Prehistorische 
Archaologie in Südosteuropa 4. Berlin. 
BAILEY 1986 
Bailey,  G.,  Palaeolithic  investigations  at  Klithi:  preliminary  results  of  the  1984  and  1985 
seasons. BSA 81. 
BAILEY 1999 
Bailey, G., “The Paleolithic archaeology and palaeography of Epirus with particular 
reference  to  the  investigations  of  the  Klithi  rockshelter”,  in  Bailey  N.G.,  Adam  E., 
Panagopoulou E., Perlès C. Zachos K., (eds.), The Palaeolithic Archaeology of Greece and 

254
adjacent  areas.  Proceedings  of  the  ICOPAG  conference,  (Ioannina).  BSA  3,  Nottingham, 
159‐169. 
BAKER 1978 
Baker,  C.  M.,  “The  size  effect:  an  explanation  of  variability  in  surface  artifact 
assemblage content”, in Schiffer, Μ.Β., (ed.), Contributions to archaeological method and 
theory. American Antiquity 43, 288‐293.  
BARKER 1985 
Barker, G. , Prehistoric farming in Europe. Cambridge University Press, Cambridge. 
BARRETT 1991 
Barrett,  J.C.,  “The  Archaeology  of  Social  Reproduction”,  in  Barrett,  J.,  Bradley,  R., 
Green, M., (eds.), Landscape, Monuments and Society: The Prehistory of Granborne Chase. 
BARRETT 1994 
Barrett, J.C., Fragments from antiquity. Blackwell, Oxford. 
BARRETT 1999A 
Barrett, J.C., “Chronologies of landscape” in Ucko, P., Layton, R., The Archaeology and 
Anthropology of Landscape. London. 
BARRETT 1999B 
Barrett,  J.C.,  “The  mythical  Landscapes  of  the  British  Iron  Age”,  in  Ashmore,  W., 
Knapp, B. A., (eds.), Archaeologies of Landscape. Blackwell, Oxford, 253‐265. 
BARRETT 2001 
Barrett,  J.C.,  “Agency,  the  Duality  of  Structure,  and  the  Problem  of  the 
Archaeological  Record”,  in  Hodder,  I.R.,  (ed.),  Archaeological  Theory  today.  Polity 
Press, Cambridge & Oxford, 141‐164. 
ΒENDER 1993 
Bender, B., Landscape politics and perspectives. Oxford. 
BENDER 1998 
Bender, B., Stonehenge. Making space. Oxford. 
BERRY 1961 
Berry, B., “City‐size distribution and economic development”. Economic Development 
and Cultural Change 9, 573‐587. 
BIESANTZ 1957 
Biesantz, H., AA 72, 53 κ.ε. 
BIESANTZ 1959 
Biesantz, H., AA 74, 56‐74. 
ΒINFORD 1962 
Binford, L. R., “Arhcaeology as anthropology”. American Antiquity 28, 217‐225. 
BINFORD 1964 
Binford,  L.  R.,  “A  consideration  of  archaeological  research  design”.  American 
Antiquity 29, 425‐441. 
BINFORD 1971 

255
Binford,  L.  R.,  “Mortuary  Practises:  Their  Study  and  their  potential”,  in  Brown,  J., 
Washington,  D.C.  (eds.),  Approaches  to  the  Social  Dimensions  of  Mortuary  Ritual. 
Memoir of the Society for American Archaeology 25, 6‐29. 
BINFORD 1972 
Binford,  L.  R.,  “Mortuary  Practises:  Their  Study  and  their  potential”.  An 
Archaeological Perspective. N. York, 208‐239. 
BINFORD 1975 
Binford, L.R., “Sampling, judjement, and the archaeological record”, in Mueller, J.M., 
(ed.), Sampling in Archaeology. University of Arizona Press, Tuscon, 251‐258. 
BINFORD 1977 
Binford, L. R. For Theory Building in Archaeology.. 
BINFORD 1982 
Binford, L. R., “The Archaeology of Place”. JAA 1 (1), 5‐31. 
BINFORD 1983 
Binford, L. R., In Pursuit of the Past. Thames and Hudson, London. 
BINFORD 1992 
Binford,  L.  R,  “Seeing  the  present  and  interprating  the  past  and  keeping  things 
straight”,  in  Rossignol,  J.,  Wandsnider,  L.,  (eds.),  Space,  time  and  Archaeological 
Landscapes. New York and London, 43‐59.  
BINFORD ET AL. 1970 
Binford,  L.R.  et  al.,  Archaeology  at  Hatchery  West,  Carlyle,  Illinois.  Memoirs  of  the 
Society for American Archaeology, No. 24. 
BINTLIFF 1977 
Bintliff,  J.  L.,  Natural  environment  and  human  settlement  in  prehistoric  Greece.  BAR 
Supplementary Series 28 i‐ii. Oxford. 
ΒINTLIFF 1982 
Bintliff,  J.  L.,  “Climatic  change,  archaeology  and  quaternary  science  in  the  eastern 
Mediterranean  region”,  in  Harding,  Α.  F.,  (ed.),  Climatic  change  in  later  Prehistory. 
Edinburgh, 143‐161. 
BINTLIFF 1985A 
Bintliff, J. L., “The Boeotia survey, Central Greece”, in McReady, S., Thompson, F.H., 
(eds.), Archaeological field survey in Britain and abroad. London, 196‐216. 
BINTLIFF 1985B 
Bintliff,  J.  L.,  “The  contribution  of  survey  to  the  prehistory  of  Greece”,  Paper 
presented  at  the  annual  meeting  of  the  Society  for  American  Archaeology.  Denver, 
Colorado. 
BINTLIFF 1997 
Bintliff,  J.  L.,  “The  archaeological  investigation  of  deserted  medieval  and  post‐
medieval villages in Greece”, in De Boe, G., Verhaeghe, F., (eds.), Rural Settlements in 
Medieval  Europe.  Papers  of  the  “Medieval  Europe  Brugge  1997”  Conference  Volume  6, 
I.A.P. Rapporten 6. Zellik, 21‐34.  

256
BINTLIFF AND SNODGRASS 1985 
Bintliff,  J.  L.,  Snodgrass,  A.  M.,  “The  Cambridge/Bradford  Boeotian  expedition:  the 
first four years”. JFA 12, 123‐161. 
BINTLIFF AND SNODGRASS 1988A 
Bintliff, J. L., Snodgrass, A. M., “The end of the Roman countryside”, in Jones, R.F.J., 
Bloemers,  J.H.F.,  Dyson,  S.L.,  Biddle,  M.,  (eds.),  First  Millennium  Papers:  Western 
Europe in the First Millennium AD. BAR International Series 401. Oxford,175‐217. 
BINTLIFF AND SNODGRASS 1988B 
Bintliff,  J.  L.,  Snodgrass,  A.  M.,    “Off‐site  pottery  distributions:  a  regional  and 
interregional perspective”. Current Anthropology 29, 506‐513. 
BINTLIFF ET AL. 1999 
Bintliff,  J.  L.,  Howard,  P.,  Snodgrass,  A.  ,  “The  hidden  landscape  of  prehistoric 
Greece”. Journal of Mediterranean Archaeology 12.2,139‐168. 
BLACKMAN AND BRANIGAN 1975 
Blackman, D.J., Branigan, K., “An archaeological survey on the south coast of Crete, 
between the Ayiofarango and Chrisostomos”. BSA 70, (1975),17‐36. 
BLACKMAN AND BRANIGAN 1977 
Blackman,  D.J.,  Branigan,  K.,  “An  archaeological  survey  of  the  lower  catchment  of 
the Agiopharango Valley”. BSA 72,13‐84.   
BLEGEN 1937 
Βlegen., C.W., Prosymna. Cambridge University Press, Cambridge. 
BLEGEN ET AL. 1950 
Blegen, C., Caskey, J., Rawson, M., Troy I. 
BLOCH AND PARRY 1982 
Bloch,  M.,  Parry,  J.,  Death  and  Regeneration  of  life,  Cambridge  University  Press, 
Cambridge. 
BLOUET 1986 
Blouet,  B.,  “Development  of  the  settlement  pattern”,  in  Renfrew,  C.,  Gimbutas,  M., 
Elster, E.S., (eds.), Excavations at Sitagroi: A prehistoric village in Northeast Greece, v.1. 
California,133‐143. 
BOISMIER 1991 
Boismier, W.A., “The Role of Resarch Design in Surface Collection: an Example from 
Broom  Hill,  Brainshfield,  Hampshire”,  in  Schofield,  A.J.,  (ed.),  Interpreting  Artefact 
Scatters: Contributions to Plouphzone Archaeology. Oxbow Monograph 4, 11‐25. 
BORIC 2002 
Boric,  D.,  “  “Deeptime”  metaphor:  mnemonic  and  apotropaic  practices  at  Lepenski 
Vir”. Journal of Social Archaeology 3(1), 46‐74. 
ΒΟTTEMA 1974 
Bottema, S., Late Quaternary Vegetation History of North‐western Greece, (Ph. D. Diss.). 
Croningen.  
BOTTEMA 1982 

257
Bottema, S., “Palynological investigation in Greece with special reference to pollen as 
indicator of human activity”. Palaeohistoria 24, 257‐288. 
BOWDEN ET AL. 1991 
Bowden,  M.C.B.,  Ford,  S.,  Gaffney,  V.L.,  Tingle,  M.,  “Skimming  the  surface  or 
scraping  the  barrel:  a  few  observations  on  the  nature  of  surface  and  sub‐surface 
archaeology”,  in  Schofield,  A.J.,  (ed.),  Interpreting  Artefact  Scatters:  contributions  to 
ploughzone archaeology. Oxbow Monograph 4, 107‐113. 
BOYD 2002 
Boyd, M.J., Middle Helladic and Early Mycenaean Mortuary Practises in the Southern and 
Western Peloponnese. BAR International Series 1009. 
BRANIGAN 1998 
Branigan,  K.,  “The  nearness  of  you:  Proximity  and  Distance  in  Early  Minoan 
Funerary Landscapes”, in Branigan, K.,(ed.), Cemetery and society in the Aegean Bronze 
Age. Sheffield Academic Press, Sheffield, 16‐26. 
BRADLEY 1998 
Bradley, R., The significance of Monuments. Routledge, London. 
BROODBANK 1997 
Broodbank, C., “A Greek Countryside: The Southern Argolid from Prehistory to the 
Present Day”, (book review). Journal of Field Archaeology 24, 371‐374. 
BROODBANK 2000 
Broodbank,  C.,  An  Island  Archaeology  of  the  Early  Cyclades.  Cambridge  University 
Press, Cambridge. 
BROWN 1981 
Brown, J.A., “The search for rank in prehistoric burials”, in Chapman, R., Kinnes, I., 
Randsborg,  K.,  (eds.),  The  archaeology  of  Death.  Cambridge  University  Press, 
Cambridge, 25‐37. 
BROWN 1995 
Brown,  J.A.,  “On  mortuary  analysis‐with  special  reference  to  the  Saxe‐Binford 
research  program”,  in  Beck,  L.A.,  Regional  Approaches  to  mortuary  analysis.  Plenum 
Press, New York and London, 3‐26. 
BRUCK AND GOODMAN 1999 
Bruck,  J.,  Goodman,  M.,  Making  places  in  the  prehistoric  world:  Themes  in 
settlement archaeology. UCL Press, University of Cambridge. 
BUTZER 1982 
Butzer,  K.  W.,  Archaeology  as  human  ecology:  Method  and  the  theory  for  a  contexual 
approach. Cambridge University Press, Cambridge.  
CAMBITOGLOU AND PAPADOPOULOS 1988 
Cambitoglou,  A.,  Papadopoulos,  I.,  “Excavations  at  Torone  1986.  A  Preliminary 
Report”. Mediterranean Archaeology 1, 180‐215. 
CAMBITOGLOU AND PAPADOPOULOS 1990 

258
Cambitoglou,  A.,  Papadopoulos,  I.,  “Excavations  at  Torone  1988”.  Mediterranean 
Archaeology 3, 93‐142. 
CAMBITOGLOU AND PAPADOPOULOS 1991 
Cambitoglou,  A.,Papadopoulos,  I.,  “Excavations  at  Torone  1989.”  Mediterranean 
Archaeology 4, 147‐171. 
CAMBITOGLOU AND PAPADOPOULOS 1993 
Cambitoglou,  A.,  Papadopoulos,  I.,  “The  earliest  Myceneans  in  Macedonia”,  in 
Zerner, C., Zerner P., Winder, I., (eds.), Wace and Blegen: Pottery as Evidence for Trade 
in the Aegean Bronze Age. Amsterdam, 289‐302. 
CARINGTON AND VOCOTOPOULOU 1995 
Carington,  S. J.,  Vocotopoulou,  J., “Excavations  at Koukos, Sykia”. ΑΕΜΘ 6, 1992. 
Θεσσαλονίκη, 495‐502. 
CAROTHERS AND MCDONALD 1979 
Carothers,  J.,  McDonald,  W.A.,.  “Size  and  distribution  of  population  in  late  Bronze 
Age Messenia: some statistical approaches”. JFA 6, 433‐453. 
CASSON 1926 
Casson, S., Macedonia, Thrace and Illyria. Humphrey Milford. 
CAVANAGH ET AL. 1996 
Cavanagh,  W.,  Crouwel,  J.,  Catling,  R.W.V.,  Shipley,  G.,  The  Laconia  survey,  Vol.  II, 
Archaeological Data. BSA Supplementary Volume 27. London. 
CAVANAGH AND MEE 1998 
Cavanagh, W., Mee, C. B., A private place: death in Prehistoric Greece, SIMA, vol. CXXV. 
Paul Astroms Forlag JONSERED. 
CHADWICK 1978 
Chadwick,  A.,  “A  computer  simulation  of  Mycenaean  settlement”,  in  Hodder,  I., 
(ed.), Simulation Studies in Archaeology. Cambridge, 47‐57. 
CHANG 1968 
Chang,  K.C.  “Toward  a  Science  of  Prehistoric  Society”,  in  Chang,  K.C.,  (ed.), 
Settlement Archaeology. Palo Alto: National Press Books, 1‐9. 
CHANG 1992 
Chang, C., “Archaeological landscapes: The ethnoarchaeology of pastoral land use in 
the  Grevena  province  of  Northern  Greece”,  in  Rossignol  J.,  Wandsnider,  L.,  (eds.), 
Space, time and Archaeological Landscapes. New York and London, 21‐41, 65‐89. 
CHAPMAN 1989 
Chapman,  J.C.,  “The  early  Balkan  village”,  in  Bökönyi,  S.,  (ed.),  Neolithic  of 
Southeastern Europe and it’s near eastern connections. Varia archaeological hungarica 2. 
Budapest, 38‐40.  
CHAPMAN 1991 
Chapman, J., “The Creation of Social Arenas in the Neolithic and Copper Age of S.E. 
Europe:  The  Case  of  Varna”,  in  Garwood,  P.,  Jennings,  D.,  Skeates,  R.,  Toms,  J., 
(eds.),  Sacred  and  Profane.  Proceedings  of  a  Conference  on  Archaeology,  Ritual  and 

259
Religion. Oxford University Committee for Archaeology, Monograph No 32, Oxford, 
152‐171. 
CHAPMAN 1997 
Chapman, J., “Places as time‐marks, the social construction of prehistoric landscapes 
in  Eastern  Hungary”,  in  Chapman,  J.,  Dolukhanov,  P.,  (eds.),  Landscapes  in  Flux: 
Central and Eastern Europe in Antiquity. Oxbow Books, Oxford. 
CHAPMAN AND RANDSBORG 1981 
Chapman, J., Randsborg, K., Approaches to the Archaeology of death, (1981),1‐24 
CHEMETOFF 1981 
Chemetoff A., “Entre paysagistes”. L’Architecture d’Aujourd’hui. Paysages. 
CHENHALL 1975 
Chenhall, R.G., “A rationale for archaeological sampling”, in Mueller, J.W., Sampling 
in archaeology. Tucson, 3‐25. 
CHERRY 1982 
Cherry, J. F., “A preliminary definition of site distribution in Melos”, in Renfrew, C., 
Wagstaff,  J.,  (eds).,  An  Island  Polity:  The  Archaeology  of  Exploitation  on  Melos. 
Cambridge, 10‐23.  
CHERRY 1983 
Cherry, J. F., “Frogs round the pond: Perspectives and late archaeological survey in 
the Mediterranean region”, in Keller, D. R., Rupp, D. W., (eds.), Archaeological survey 
in the mediterranean area. BAR International Series, 375‐416. 
CHERRY 1994 
Cherry, J. F., “Regional Survey in the Aegean: The “New Wave”, in Kardulias, P.N. 
(ed.), Beyond the Site. Regional Studies in the Aegean Area. University Press of America, 
Lanham, New York, London, 91‐112. 
CHERRY 1998 
Cherry, J.F., “The Berbati‐Limnes Archaeological Survey 1988‐1990, edited by Berrit 
Wells in collaboration with Curtis Runnels”, (book review). AJA, 102, 159‐176. 
CHERRY AND SHENNAN 1987 
Cherry,  J.  F.,  Shennan,  S.J.,  “Sampling  cultural  systems:  some  perspectives  on  the 
application of probabilistic regional sampling in Britain”, in Cherry, J. F. et al., (eds.), 
Sampling  in  Contemporary  British  Archaeology.  BAR  British  Series  50.  British 
Archaeological Reports, Oxford, 17‐48 
CHERRY ET AL. 1988 
Cherry,  J.  F.,  Davis,  J.  L.,  Demitrak,  A.,  Mantzourani,  E.,  Strasser  T.,  Talalay,  L.  E., 
“Archaeological  survey  in  an  artifact‐rich  landscape:  A  middle  neolithic  example 
from Nemea Greece”. AJA 92, 159‐176. 
CHERRY ET AL. 1991 
Cherry,  J.  F.,  Davis,  J.  L.  Mantzourani,  E.,  Lanscape  archaeology  as  Long‐term  History: 
Northern  Keos  in  the  Cycladic  Islands,  Μonuments  Archaeologica,  Vol.16.  Institute  of 
Archaeology, University of California, Los Angeles. 

260
CHILDE 1929 
Childe V. G., The Danube in Prehistory. London. 
CLARK 1952 
Clark G., Prehistoric Europe: The economic basis. London. 
CLARKE 1968 
Clarke, D.L., Analytical Archaeology. Methuen. 
CLARKE 1972 
Clarke, D. L., Models in Archaeology, London. 
CLARKE 1977 
Clarke,  D.  L.,  “Spatial  information  in  Archaeology”,  in  Clark,  D.  L.,  (ed.),  Spatial 
Archaeology. London and New York. 
CONDURACHI 1986 
Condurachi, E., BCH Suppl. XIV, 251‐271. 
COWGILL 1964  
Cowgill,  G.L.,  “The  selection  of  samples  from  large  sherd  collections”.  American 
Antiquity 29, 467. 
CRUMLEY 1994 
Crumley,  C.L.,  “Cultural  Ecology:  A  Multidimensional  ecological  orientation”,  in 
Crumley, C.L., (ed.), Historical Ecology: Cultural Knowledge and Changing Landscapes. 
CRUMLEY 1999 
Crumley,  C.L.,  “Sacred  Landscapes:  constructed  and  conceptualized”,  in  Ashmore, 
W.,  Knapp,  B.A.,  (eds.),  Archaeologies  of  Landscapes:  contemporary  perspectives., 
Blackwell, Oxford, 269‐276. 
DARLAS AND LUMLEY 1999 
Darlas  A.,  Lumley  H.,  “Palaeolithic  research  in  Kalamakia  Cave,  Areopolis, 
Peloponnese”, in Bailey N.G., Adam E., Panagopoulou E., Pèrles C., Zachos K.,(eds.), 
The  Palaeolithic  Archaeology  of  Greece  and  adjacent  areas.  Proceedings  of  the  ICOPAG 
conference, (Ioannina). BSA 3. Nottingham, 293‐302. 
DARVILL 1999 
Darvill,  T.,  “The  Historic  environment,  historic  landscapes,  and  space‐time‐action 
models  in  landscape  archaeology”,  in  Ucko,  P.,  Layton,  R.,  The  Archaeology  and 
Anthropology of Landscape. London. 
DAVIDSON 1972 
Davidson,  D.  A.  “Terrain  adjustment  and  prehistoric  communities”,  in  Ucko,  P.  J., 
Tringham, R., Dimbley, G. W., (eds.), Man, settlement and urbanism. London, 17‐22. 
DAVIDSON 1978 
Davidson,  D.  A.,  “Process  of  tell  formation  and  erosion”,  in  Davidson,  D.  A., 
Shackley, M. L.,(eds.), Geoarchaeology: Earth science and the past. London, 225‐226. 
DAVIDSON 1982 

261
Davidson,  D.  A.,  “Geomorfological  evolution  during  the  Late  Holocene”,  in 
Renfrew,  C.,  Wagstaff,  J.  M.,(eds.),  An  island  polity:  the  Archaeology  of  exploitation  in 
Melos. Cambridge, 82‐94. 
DAVIDSON 1986 
Davidson, D. A., “Geomorphological  studies”,  in  Renfrew,  C.,  Gimbutas,  M.,  Ester, 
E.,(eds.), Excavations at Sitagroi vol.1. Los Angeles, 25‐40. 
DAVIS 1998 
Davis,  J.L.,  (ed.),  Sandy  Pylos:  An  Archaeological  History  from  Nestor  to  Navarino. 
University of Texas Press. 
DAVIS ET AL. 1997 
Davis,  J.L.,  Alcock,  S.E.,  Bennet,  J.,  Lolos,  Y.G.,  Shelmerdine,  C.W.,  “The  Pylos 
Regional Archaeological Project”. Hesperia 66, 391‐494. 
DELEV 1984 
Delev, P., “Megalithic Thracian tombs in south‐eastern Bulgaria”. Anatolica XI, 18‐45. 
DEMOULE 1993 
Demoule, J. P., “Neolithique et Chalcolithique de Macedoine: Un etat des questions”. 
Aρχαία Μακεδονία V, 1989. Θεσσαλονίκη, 373‐389. 
DENELL 1980 
Dennell, R.W., “The use, abuse and potential of site catchment analysis”, in Findow, 
F.S., Ericson, J.E., (eds.), Catchment analysis. Anthropology UCLA, v.10, 1‐20. 
DEWAR AND MCBRIDE 1992 
Dewar,  R.,  McBride,  K.A.,  “Remnant  settlement  patterns”,  in  Rossignol,  J., 
Wandsnider, L., (eds.), Space, time and archaeological landscapes. Plenum Press, 225‐227. 
DIAMANT 1974 
Diamant, S., “Review”. Antiquity 48, 77‐78. 
DIAZ‐ANDREU AND CHAMPION 1996 
Diaz‐Andreu  M.,  Champion  T.,  “Nationalism  and  archaeology  in  Europe:  An 
introduction”, in Diaz‐Andreu M., Champion T.,(eds.), Nationalism and archaeology in 
Europe. U.C.L. Press, London 
DRENNAN 1996 
Drennan,  R.D.,  Statistics  for  Archaeologists:  A  commonsense  approach.  Plenum  Press, 
New York. 
DOELLE 1977 
Doelle,  W.H.,  “A  multiple  survey  strategy  for  cultural  resource  management 
studies”, in Schiffer, M.B., Gumerman, G.J., (eds.), Conservation Archaeology: A guide 
for cultural resource management studies. London and New York, 201‐209. 
DUNNELL 1990 
Dunnell, R.C., “Artifact size and lateral displacement undertillage: comments on the 
Odell and Cowan experment”. American Antiquity 55(3), 592‐594.  
DUNNELL 1992 

262
Dunell, R.C., “The notion site”. in Rossignol, J., Wandsnider, L.,(eds.), Space, Τime and 
Archaeological Landscapes. New York and London, 21‐41. 
Dunnell and Dancey 1983 
Dunnell,  R.C.,  Dancey,  W.S.,  “The  siteless  survey:  a  regional  scale  data  collection 
strategy”, in Schiffer, M.B., (ed.), Advances in Archaeological Method and Theory Vol. 6. 
Νew York, 267‐287. 
DUNNELL AND SIMEK 1995 
Dunnell, R.C.,Simek, J.F., “Artifact size and plow‐zone proceses”. JFA 22, 305‐319. 
DURKHEIM AND MAUSS 1903 
Durkheim, E., Mauss, M., De quelques formes primitives de classification. 
EDMONDS AND RICHARDS 1998 
Edmonds, M., Richards, C., (eds.) Understanding the Neolithic of North‐western Europe. 
Cruithne Press, Glascow. 
ΕFSTRATIOU 1993  
Efstratiou, N., “The archaeology of the greek uplands: The Iron Age site of Tsouka in 
the Rhodhope mountains”. BSA 88, 135‐171. 
FEINMAN 1999 
Feinman,  G.,  “Defining  a  contemporary  landscape  approach:  Conclunding 
thoughts”. Antiquity 73. 
FEISSEL AND SÉVE 1979 
Feissel,    D.,  Séve,  M.,  «La  Chalcidique  vue  par  Charles  Avezou,  Avril‐Mai  1914». 
BCH. Paris, 229‐326. 
FISHER AND THURSTON 1999 
Fisher,  C.T.,Thurston,  T.L.,  “Dynamic  Landscapes    and  socio  political  process:  The 
topography  of  anthropogenic  environments  in  global  perspective”.  Antiquity  281, 
630‐631. 
FLANERRY 1976  
Flanerry, K. V., The early Mesoamerican village. New York. 
FOLEY 1981 
Foley,  R.,  Off‐site  archaeology  and  human  adaptation  in  Eastern  Africa:  an  analysis  of 
regional  artefact  density  in  the  Amboseli,  southern  Kenya.  BAR  International  Series  97. 
Oxford. 
FOSSEY 1983A 
Fossey,  J.M.,  “Archaeologica  Survey:  Definitions”,  in  Rupp,  W.D.,  Keller,  D.  R., 
(eds.),  Archaeological  survey  in  the  Mediterranean  area.  BAR  International  Series. 
Oxford, 17‐30. 
FOSSEY 1983B 
Fossey.,  J.M.,  “The  Topography  Ancient  Boiotia:  The  Extensive  Survey”,  in  Rupp, 
W.D.,  Keller,  D.  R.,  (eds.),  Archaeological  survey  in  the  Mediterranean  area.  BAR 
International Series. Oxford, 233‐236.  
FOTIADIS 1983 

263
Fotiadis, M., “Surveying with limited resources: The Serres basin project”, in Keller, 
D.  R.,  Rupp,  D.  W.,  (eds.),  Archaeological  survey  in  the  Meditteranean  area.  BAR 
International Series 155. Oxford, 207‐209. 
FOTIADIS 1985 
Fotiadis,  M.,  Economy,  ecology  and  settlement  among  subsistence  farmers  in  the  Serres 
basin, Northeastern Greece: 5000‐1000 B. C. , (Ph. D. Diss). Ann Arbor. 
FOTIADIS 1986 
Fotiadis, M., “Settlement and production in the Bronze age of North‐eastern Greece”. 
4th International Thracian Conference. Boston, 79‐94. 
FOTIADIS 1995 
Fotiadis,  M.,  “Modernity  and  the  Past‐Still‐Present:  Politics  of  Time  in  the  Birth  of 
Regional Archaeological Projects in Greece”. AJA 99, 59‐78.  
FRENCH 1964 
French,  D.  H.,  “Prehistoric  Pottery  from  Macedonia  and  Thrace”.  Prehistorische 
Zeitschrift 42, 30‐48. 
FRENCH 1967 
French,  D.  H.,  Index  of  Prehistoric  Sites  in  Central  Macedonia  and  Catalogue  of  Sherd 
Material in the University of Thessaloniki. Athens. 
FRENCH 1968 
French, D. H., Index of prehistoric sites in Central Macedonia. Athens   
FRENCH 1970  
French,  D.  H., “Pottery  distributions  and  the Geographical  Regions  of  Macedonia.” 
Sbornik Narodnog Muzeja 6, 5‐19. 
FRENCH 1972 
French, D. H., Notes on Prehistoric Pottery Groups from Central Greece. Athens. 
FRENCH AND WARDLE 1988 
French, E. B., Wadle,K. A., Problems in Greek Prehistory.Bristol. 
FULLER ET AL. 1976 
Fuller,  S.,  Rogge,  A.,  Gregonis,  L.,  Orme  alternatives:  The  archaeological  resources  of 
Roosevelt Lake and Horseshoe Reservoir. Arizona State Museum, Archaeological Series 
No. 98. 
GAFFNEY AND TINGLE 1984 
Gaffney,V.L.,Tingle,  M.,  “The  tyranny  of  the  site:  method  and  theory  in  field 
survey”. Scottish Archaeological Review 3, 134‐140.  
GALANIDOU 1999  
Galanidou,  N.,  “Regional  Settlement  and  intra‐site  1999  spatial  patterns  in  Upper 
Paleolithic Epirus”, in Bailey, N. G., Adam E., Panagopoulou E., Perlès C., Zachos K., 
(eds.),  The  Palaeolithic  Archaeology  of  Greece  and  adjacent  areas.  Proceedings  of  the 
ICOPAG conference, (Ioannina). BSA 3, Nottingham, 148‐158 
GALANIDOU 2003 

264
Galanidou,  N.,  “Reassesing  the  Greek  Mesolithic:  the  pertinence  of  the  Markovits 
collections”,  in  Galanidou,  N.,  Perlès,  C.,  (eds.),  The  Greek  Mesolithic  problems  and 
perspectives. BSA 10. London. 
GALANIDOU AND PERLÈS 2003 
Galanidou, N., Perlès, C., (eds.), The Greek Mesolithic problems and perspectives. BSA 10. 
London. 
GIBBONS 1984  
Gibbons, G., Anthropological Archaeology. Columbia University Press, New York. 
GIBBONS 1989 
Gibbons, G., Explanation in Archaeology. Oxford. 
GIBBONS AND  ROSSIGNOL 1998 
Gibbons,  G.,  Rossignol,  J.,  “The  ritual  landscape  “concept”  in  Archaeology:  a 
heritage construction”. Landscape Research, 23 (2). 
GIFFORD 1978 
Gifford,  D.P.,  “Ethnoarchaeological  observations  of  natural  processes  affecting 
cultural  materials”,  in  Gould,  R.A.,  (ed.),  Explorations  in  ethnoarchaeology. 
Albuquerque University of New Mexico Press, 77‐101.  
GLADFELTER 1977 
Gladfelter, B.G., “Geoarchaeology: the geomorphologist and archaeology”. American 
Antiquity 42, 519‐538. 
GOLDSTEIN 1981 
Goldstein,  L.,  ”One‐dimensional  archaeology  and  multidimensional  people:  spatial 
organization  and  mortuary  analysis”,  in  Chapman,  J.,  Kinnes,  I.,  Randsborg,  K., 
(eds.), The archaeology of death. Cambridge University Press, Cambridge, 53‐69. 
GUILLON 1977 
Guillon, A., Actes de Lavra. Paris. 
GREIG AND TURNER 1974 
Greig,  J.  R.  A.,  Turner,  J.,  “Some  pollen  diagrams  from  Greece  and  their 
archaeological significance”. JFA 1, 177‐194. 
HALSTEAD 1981  
Halstead,  P.,  “Counting  sheep  in  Neolithic  and  Bronze  age  Greece”,  in  Hooder,  I., 
Isaak,  G.,  Hammond,  N.,  (eds.),  Patterns  of  the  past:  Studies  in  honor  of  David  Clark. 
Cambridge, 307‐339. 
HALSTEAD 1984 
Halstead, P., Strategies for survival: an ecological approach to social and economic change in 
the early farming communities of Thessaly, N. Greece. Cambridge. 
HALSTEAD 1987A 
Halstead,  P.,  “Man  and  other  animals  in  later  Greek  prehistory”.  Annual  of  British 
School at Athens 82, 71‐83. 
ΗALSTEAD 1987B 

265
Halstead, P., “Traditional and ancient rural economy in Mediterranean Europe: plus 
ca change?”. Journal of Hellenic Studies 107, 77‐87. 
HALSTEAD 1989 
Halstead,  P.,  “The  economy  has  a  normal  surplus:  economic  stability  and  social 
change  among  early  farming  communities  of  Thessaly,  Greece”,  in  Halstead,  P.,  O’ 
Sea,  J.,  (eds.),  Bad  Years  economics:  Cultural  responses  to  risk  and  uncertainty. 
Cambridge, 68‐80. 
HALSTEAD 1990 
Halstead,  P.,  “Present  to  past  in  the  Pindos:  diversification  and  specialization  in 
mountain economics”. Rivista di Studi Liguri 56, 61‐80. 
HALSTEAD 1994 
Halstead,  P.,  “The  north‐south  divide:  Regional  paths  to  complexity  in  prehistoric 
Greece”, in Mather, Cl., Stoddart, S., (eds.), Development and Decline in Mediterranean 
Bronze Age. Sheffield Archaeological Monographs 8, 195‐220. 
HALSTEAD 1995 
Halstead,  P.,  “From  sharing  to  hoarding:  The  Neolithic  foundations  of  Aegean 
bronze age society”, in Laffineur, R., Niemeier, W.D., (eds.), Politeia: Society and state 
in the Aegean Bronze Age. Aegaeum 12, Universite de Liege, Liege, 11‐19.  
HALSTEAD 1996A 
Halstead,  P.,  “Pastoralism  or  household  herding?  Problems  of  scale  and 
specialization in early Greek animal husbandry”. World Archaeology vol. 28 (1), 20‐42. 
HALSTEAD 1996B 
Halstead,  P.,  “The  development  of  agriculture  and  pastoralism  in  Greece:  when, 
how,  who  and  what?”, in  Harris,  R.,  (ed.),  The  Origins  and  Spread  of  Agriculture  and 
Pastoralism in Eurasia. UCL Press, London, 296‐310. 
HALSTEAD 2000 
Halstead,  P.,  “Land  use  in  Postglacial  Greece:  Cultural  causes  and  environmental 
effects”,  in  Halstead,  P.,  Frederick,  C.,  (eds.),  Landscape  and  Land  Use  in  Postglacial 
Greece.  Sheffield  Studies  in  Aegean  Archaeology  3.  Sheffield  Academic  Press, 
Sheffield, 110‐128. 
ΗALSTEAD AND O’ SHEA 1982 
Halstead, P. , O’ Shea, J., “ A friend in need is a friend indeed: Social storage and the 
origin  of  social  ranking”,  in  Renfrew,  C.,  Shennan,  S.,  (eds.),  Ranking,  resources  and 
exchanges. Aspects of the archaeology of the european society. Cambridge, 92‐99. 
HANSCHMANN 1981 
Hanschmann, E., Die Deutschen Ausgrabungen auf der Argissa Magula in Thessalien IV: 
Die Mittlere Bronzezeit. BAM 23, Bonn. 
HÄNSEL 1979 
Hänsel,  B.,  “Ergebnisse  der  Grabungen  bei  Kastanas  in  Zentralmakedonien  1975‐
1978”. IRGZM 26, 167‐271. 
HÄNSEL 1989 

266
Hänsel,  B.,  Kastanas:  Ausgrabungen  in  einem  Sieldlungshügel  der  Bronze  und  Eisenzeit 
Makedoniens,  1975‐1979:  Die  Frühbronzenzeitlichen  Funde  und  Befunde.  Prähistorische 
Archäologie in Südosteuropa 7. Berlin. 
HARDING 2000 
Harding,  A.F.,  European  societies  in  the  Bronze  Age.  Cambridge  University  Press, 
Cambridge. 
HARVEY 1969 
Harvey D., Explanation in Geography. St. Martin’s/Edward Arnold, New York. 
HARVEY 1973 
Harvey D., Social Justice and the City. John Hopkins University Press. 
HARVEY 1989 
Harvey,  D.,  The  Condition  of  Postmodernity:  An  Enquiry  into  the  Origins  of  Cultural 
Change. Blackwell, Oxford. 
HASELGROVE 1985 
Haselgrove,  C.,  “Inference  from  plouqhsoil  artifact  samples”,  in  Haselgrove,  C., 
Millet,  M., Smith, I., (eds.),  Archaeology  from  the  ploughsoil:studies  in  the  collection  and 
interpretation of field survey data. Sheffield University Press, Sheffield, 7‐29. 
HASELGROVE ET AL. 1985 
Haselgrove,  C.,  Millett,  M.,  Smith,  I.,  (eds.),  “Archaeolo‐y  from  the  ploughsoil”. 
Studies in the collection and interpretation of field survey data. Sheffield. 
HASSAN 1979 
Hassan,  F.A.,  “Geoarchaeology:  the  geologist  and  archaeology”.  American  Antiquity 
44, 267‐270.  
HASSAN 1985 
Hassan,  F.A.,  “Paleoenvironments  and  contemporary  archaeology:  A 
geoarchaeological  approach”,  in  Rapp,  G.,  Gifford,  J.,  (eds.),  Archaeological  Geology. 
New Haven and London, 85‐101. 
HAUPTMANN AND MISIZ 1989 
Hauptmann, H., Misiz, A., AJA 93. 
HAUPTMANN AND MISIZ 1990 
Hauptmann, H., Misiz, A., AJA 94. 
HEIZER AND GRAHAM 1967 
Heizer, R.F., Graham, J.A., (eds.),  A guide to field methods in archaeology. Approaches to 
the anthropology of the dead. Palo Alto, California.  
HESSE 1971 
Hesse,  A.,  “Tentative  interpretation  of  the  surface  distribution  of  remains  on  the 
upper fort of Mirgissa (Sudanese Nubia)”, in Hodson, F.R., Kendall, D.G., Tautu, P., 
(eds.), Mathematics in the archaeological and historical sciences. Aldine, Chicago, 436‐444. 
HEURTLEY 1925‐1926 
Heurtley,  W.,  “Report  on  an  excavation  at  the  Toumba  of  Vardino,  Macedonia”. 
AAA, 12‐13, 15‐36. 

267
HEURTLEY 1939 
Heurtley, W., Prehistoric Macedonia. Cambridge. 
HEURTLEY AND RADFORD 1927 
Heurtley,  W.  A.,  Radford,  C.  A.  R.,  “Two  Prehistoric  Sites  in  Chalcidice”.  BSA  29, 
117‐175. 
HIGGS 1975 
Higgs E.S., (ed.), Palaeoeconomy. Cambridge University Press, Cambridge. 
HIGGS AND VITA‐FINZI 1972 
Higgs, E. S., Vita‐Finzi, C.,  “Prehistoric economies: a territorial approach”, in Higgs, 
E. S. (ed.), Papers in economic prehistory, 27‐36. 
HILLER AND HANSON 1984 
Hiller, B., Hanson, J., The social logic of space. Cambridge. 
HOCHSTETTER 1984 
Hochstetter,  A.,  Kastanas.  Die  handgemachte  keramik  schichten  19  bis  1.  Prehistoriche 
Archäologie in Südosteuropa, Band 3. Berlin (1984). 
HODDER 1977 
Hodder, I., “Geographical techniques and Mycenaean archaeology”, in Bintliff, J.L., 
(ed.), Mycenaean Geography. Cambridge. 
ΗODDER 1982 
Ηodder, I., Symbols in action. Cambridge University Press, Cambridge. 
HODDER 1986 
Hodder, I., Reading the Past. Cambridge. 
HODDER 1987 
Hodder, I., “Converging traditions: the search for symbolic meaning in archaeology 
and  geography”,  in  Wagstaff,  J.M.  (ed.),  Landscape  and  culture.  Geographical  and 
archaeological perspectives. Basil Blackwell, Oxford. 
HODDER 1989 
Hodder  I.,  “Comments”,  in  Shanks  M.,  Tilley  C.,  Archaeology  in  the  1990’s. 
Norwegian Archaeological Review, 22, I 
HODDER 1990 
Hodder, I., The Domestication of Europe. Basil Blackwell, Oxford. 
HODDER 1991 
Hodder I., ”Interpretative Archaeology and its role”. American Antiquity, 56, 18. 
HODDER 1992 
Hodder, I., Theory and Practice in Archaeology, Routledge. London and New York. 
HODDER 1994 
Hodder, I., “Architecture and meaning: the example of neolithic houses and tombs”, 
in Pearson M. P., Richards C., (eds.), Architecture and Order: Approaches to Social Space. 
Routledge, London/New York. 
HODDER 1998 

268
Hodder, I., “The Domus: some problems reconsidered”, in Edmonds, M., Richards, 
C., (eds.), Understanding the Neolithic of North‐western Europe. Cruithn Press, Glasgow, 
84‐101. 
HODDER ET AL. 1995 
Hodder,  I.,  Shanks,  M.,  Alexandri,  A.,  Buchil,  V.,  Carman,  J.,  Last,  J.,  Lucas,  G., 
Interpreting Archaeology, Routledge. 
HODDER AND ORTON 1976 
Hodder, I., Orton C., Spatial analysis in Archaeology. Cambridge. 
HOLE AND HEIZER 1973 
Hole, F., Heizer, R.F. , An introduction to prehistoric archaeology. New York. 
HORNE 1993 
Horne,  L.,  “Occupational  and  locational  instability  in  arid  land  settlement”,  in 
Cameron,  C.  M.,  Tomka,  S.,  (eds.),  Abandonment  of  settlements  and  regions: 
ethnoarchaeological  and  archaeological  approaches.  Cambridge  University  Press, 
Cambridge, 43‐53. 
HUGHES AND LAMPERT 1977 
Hughes,  P.J.,  Lampert,  R.J.,  “Occupational  disturbance  and  types  of  archaeological 
deposit”. Journal of Archaeological Science 4, 135‐140. 
INGOLD 1980 
Ingold, T., Hunters, pastoralists and rachers. Cambridge University Press. Cambridge. 
INGOLD 1993 
Ingold, T., “The temporality of the landscape”. World Arcaeology 25, 152‐173. 
JACOBSEN 1976 
Jacobsen T. W., “17.000 years of Greek Prehistory”. Scientific American 234, 76‐87. 
JAMES ET AL. 1994 
James, P.A., Mee, C.B., Taylor, G.J., “Soil erosion and the archaeological landscape of 
Methana, Greece”. JFA 21, 395‐416. 
JAMESON 1976 
Jameson,  M.H.,  “The  Southern  Argolid:  the  setting  for  historical  and  cultural 
studies”,  in  Dimen,  M.,  Friedl,  E.,  (eds.),  Regional  variation  in  modern  Greece  and 
Cyprus: toward a perspective on the ethnography of Greece. New York. 
JAMESON 1983 
Jameson F., “Postmodernism and Consumer Society”, in Foster H., (ed.), Postmodern 
Culture. Bay Press (and Pluto Press, London 1985). 
JAMESON 1994 
Jameson, M., “Class in the ancient greek countryside”, in Doukellis, P.N., Mendoni, 
L.G., (eds.), Structures Rurales et Sociétés Antiques. Actes du Colloque de Corfou (14‐16 
Mai 1992). Annales Littéraires de l’ Université de Besançon, Paris, 55‐63. 
JAMESON ET AL. 1994 
Jameson,  M.  H.,  Runnels,  C.  N.,  van  Andel,  T.  J.,  A  Greek  Countryside:  The  Southern 
Argolid from Prehistory to the Present Day. Stanford, California. 

269
JARMAN 1993   
Jarman H. N., “Intersecting Belfast”, in Bender B., (ed.), Politics and perspectives. Berg 
Pulbishers, Oxford. 
JARMAN ET AL 1982 
Jarman,  M.R.,  Bailey,  G.N.,  Jarman,  H.N.,  (eds.),  Early  European  agriculture:  its 
foundations and development. Cambridge University Press, Cambridge 
JENKINS 1991 
Jenkins, K., Re‐thinking History. London.   
JOHNSON 1977 
Johnson,  G.A.,  “Aspects  of  regional  analysis  in  archaeology”.  Annual  Review  of 
Anthropology 6, 479‐508. 
JOUKOWSKI 1980 
Joukowski,  M.,  Field  Archaeology.  Tools  and  Techniques  of  field  work  for  archaeologists. 
New York. 
JUDGE ET AL. 1975 
Judge, W.J., Ebert, J.I., Hitchcock, R.K., “Sampling in regional achaeological survey”, 
in  Mueller  J.W.,  (ed.),  Sampling  in  archaeology.  The  University  of  Arizona  Press, 
Tuscon. 82‐123. 
KELLER AND RUPP 1983 
Keller,  D.,  Rupp,  D.  (eds.),  Archaeological  survey  in  Mediterranean  area.  BAR 
International Series 155, Oxford. 
KENT 1990 
Kent,  S.,  “Activity  areas  and  architecture:  an  interdisciplinary  view  of  the 
relationship between use of space and domestic built environment”, in Kent, S. (ed.) 
Domestic architecture and the use of space. Cambridge, 1‐8. 
KILIAN 1990 
Kilian, K., “Mycenean  Colonization:  Norm  and  Variety”,  in  Descoudres,  J.  P.,  (ed.), 
Greek  colonists  and  Native  populations.  Proceedings  of  the  first  Australian  Congress  of 
Classical Archeology. Oxford, 448‐455. 
KIRKBY AND KIRKBY 1976 
Kirkby,  A.,  Kirkby,  M.J.,  “Geomorphic  processes  and  the  surface  survey  of 
archaeological  sites  in  semi‐arid  areas”,  in  Davidson  D.A..  Shackley  M.L.,  (eds.), 
Geoarchaeology: earth science and the past. London, 229‐253. 
KOCKEL ET AL. 1971 
Kockel,  F.,  Mollat,  H.,  Walther,  H.,  Geologie  des  Serbo‐Mazedonischen.  Massivs  und 
seines mesozoischen Rahmens, Nord‐griechenland. Ged. Sb., 89, Hannover, 529‐551. 
KOKKINIDOU AND TRANTALIDOU 1991 
Kokkinidou,  D.,  Trantalidou,  K.,  “Neolithic  and  bronze  age  settlement  in  Western 
Macedonia”. BSA 81, 93‐106. 
KOSTOPOULOS ET AL. 1996 

270
Kostopoulos,  D.  S.,  Koliadimou,  K.  K.,  Koufos,  G.  D.,  The  Giraffids  (Mammalia, 
Artiodactyla)  from  the  Late  Miocene  Mammalian  localities  of  Nikiti  (Macedonia,  Greece). 
Palaeontographica, Stuttgart, 61‐88. 
KOSTOPOULOS AND KOUFOS 1996 
Kostopoulos,  D.  S.,  Koufos,  G.  D.,  “Late  Miocene  Bovids  (Mammalia,  Artiodactyla) 
from the locality “Nikiti‐1” (NKT), Macedonia, Greece”. Annales de Paleontologie, vol 
81, fasc. 4, 251‐300. 
KOTSAKIS 1989 
Kotsakis,  K.,  “The  Langadas  basin  intensive  survey.  First  preliminary  report,  the 
1986 season”. ΕΓΝΑΤΙΑ 1, 3‐14. 
ΚOTSAKIS 1994 
Kotsakis,  K.,  “The  use  of  habitational  space  in  neolithic  Sesklo”,  στο  Θεσσαλία: 
Δεκαπέντε  χρόνια  αρχαιολογικής  έρευνας,  1975‐1990.  Αποτελέσματα  και 
προοπτικές. Πρακτικά Συνεδρίου, (17‐22/4/1990). Αθήνα, 125‐130. 
KOTSAKIS 1999 
Kotsakis,  K.,  “What  Tells  Can  Tell:  Social  Space  and  Settlement  in  the  Greek 
Neolithic”,  in  Halstead,  P.,  (ed.),  Neolithic  Society  in  Greece.Sheffield  Studies  in 
Aegean Archaeology 2. Sheffield Academic Press, Sheffield, 66‐76. 
ΚOTSAKIS 2001 
Κotsakis, Κ., “Mesolithic to Neolithic in Greece. Continuity, discontinuity or change 
of course?”. Documenta Prehistorica XXVIII, 63‐73. 
KOTSAKIS 2003 
Kotsakis, K., “From the Neolithic side: the Mesolithic/Neolithic interface in Greece”, 
in  Galanidou,  N.,  Perlès,  C.,  (eds.),  The  Greek  Mesolithic.  Problems  and  Perspectives. 
BSA, Studies 10, 217‐221. 
ΚOUFOS 1993 
Koufos, G. D., “Mandible of Ouranopithecus  macedoniensis (Hominidea, Primates) 
from a new Late Miocene locality of Macedonia, Greece”. American Journal of Physical 
Anthropology 91, 225‐234. 
ΚOUFOS 1995  
Koufos,  G.  D.,  “Τhe  first  female  maxilla  of  the  hominoid  Ouranopithecus 
macedoniensis  from  the  Late  Miocene  of  Macedonia,  Greece”.  Journal  of  Human 
Evolution 29, 385‐399. 
ΚΟUFOS ET AL. 1991 
Κοufos,  G.  D.,  Syrides,  G.  E.,  Koliamidou,  K.  K.,  Kostopoulos  D.  S.,  “Un  nouveau 
gisement  de  vertebres  avec  hominoide  dans  le  Miocene  superieur  de  Macedoine 
(Grece)”. C.R. Acad. Sci. t. 313, Serie 2. Paris, 691‐696. 
KOUMOUZELIS ET AL. 2003   
Koumouzelis  M.,  Kozlowski  K.J.,  Ginter  B.,  “Mesolithic  finds  from  Cave  1  in  the 
Klisoura  Gorge,  Argolid”,  in  Galanidou  N.,  Perlès  C.,  (eds.),  The  Greek  Mesolithic, 
Problems and Perspectives. BSA 10, 113‐122. 

271
KRAVARI 1991 
Kravari, V., Actes de Pantocrator. Paris.. 
KRISTIANSEN 1984 
Kristiansen,  K.,  “Ideology  and  Material  culture:  an  archaeological  perspective”,  in 
Spriggs,  M.,  (ed.),  Marxist  perspectives  in  Archaeology.  Cambridge  University  Press, 
Cambridge, 72‐100. 
KYPARISSI‐APOSTOLIKA 1996 
Kyparissi‐Apostolika,  N.,  ”The Paleolithic deposits of Theopetra Cave in Thessaly 
(Greece)”, in Bailey, G., Adam, E., Panagopoulou, E., Zachos, K., (eds.), The Paleolithic 
Archaeology  of  Greece  and  Adjacent  Areas,  Proceedings  of  the  ICOPAG  Conference, 
(Ioannina 1994). BSA Studies 3. London: British School at Athens, 232‐239. 
KYPARISSI‐APOSTOLIKA 2003 
Kyparissi‐Apostolika, N., ”The Mesolithic in Theopetra Cave:   new  data  on  a 
debated  period  of  Greek  Prehistory”,  in  Galanidou,  N.  and  Perlès,  C.,  (eds.),  The 
Greek Mesolithic, problems and perspectives. BSA 10. London, 189‐198. 
LAGOPOULOS AND BOHLUND‐LAGOPOULOU 1992 
Lagopoulos,  A.  Ph.,  Bohlund‐Lagopoulou,  K.,  Meaning  in  Geography:  The  social 
conception of the region in Northern Greece (Monton de Gruyter). Berlin‐New York. 
LEFEBVRE 1970 
Lefebvre, H., La revolution urbaine. Gallimard. France. 
LEFEBVRE 1972 
Lefebvre, H., La pensee marxiste et la ville. Casterman, Tournai. 
LEFEBVRE 1991 
Lefebvre, H., The production of Space. London. 
LEFORT 1973 
Lefort J., Actes d’ Esphigménou. Paris. 
LEVI‐STRAUSS 1958 
Levi‐Strauss, C., Anthropologie Structurale Plan. Paris. 
LEWARCH AND O’ BRIEN 1981 
Lewarch,  D.E.,  O’  Brien,  M.J.,  “The  expanding  role  of  surface  assemblages  in 
archaeological  research”,  in  Schiffer,  M.B.,  (ed.),  Advances  in  Archaeological  Method 
and Theory, Volume 4. Academic Press, New York, 297‐342.$ 
LYOTARD 1979 
Lyotard  F.,  La  condition  postmoderne.  Rapport  sul  le  savoir.  Minuit,  Paris  (1979).  (Ελλ. 
μετάφραση: Η μεταμοντέρνα κατάσταση. Γνώση, Αθήνα 1988). 
MARAN 1992 
Maran,  J.,  Die  Deutschen  Ausgrabungen  auf  der  Pefkakia  Magula  in  Thessalien  IV:  Die 
Mittlere Bronzezeit. BAM 30. Bonn. 
MARINATOS 1970 
Marinatos, S., “From the silent earth”. AAA 3, 61‐68. 
MCDONALD 1972 

272
McDonald,W.A.,  “The  problems  and  the  program”,  in  McDonald,  W.A.,  Rapp, 
G.R.,(eds.),  The  Minnesota  Messenia  Expedition:  Reconstructing  a  Bronze  Age  Regional 
Environment. University of Minnesota Press, Mineapolis. 
MCDONALD AND RAPP 1972 
McDonald, W.A., Rapp,G.R., (eds.), The Minnesota Messenia Expedition: Reconstructing 
a Bronze Age Regional Environment. University of Minnesota Press, Minneapolis. 
MCDONALD AND SIMPSON 1972     
McDonald, W.A., Simpson, Η.R., “Archaeological exploration”, in McDonald, W.A., 
Rapp,  G.R.,  (eds.),  The  Minnesota  Messenia  Expedition:  Reconstructing  a  Bronze  Age 
Regional Environment. University of Minnesota Press, Minneapolis. 
MCPHERRON AND SREJOVIĆ 1988     
McPherron, A., Srejović, D., Divostin and the Neolithic of Central Serbia. Pittsburgh. 
MEE AND FORBES 1997 
Mee,  C.B.,  Forbes,  H.,  (eds.),  A  rough  and  rocky  place:  The  landscape  and  settlement 
history of the Methana peninsula Greece. Liverpool University Press.  
MERITT 1923 
Meritt, D. M., “Scione, Mende and Torone”. AJA 27, 447‐460. 
MILOJČIĆ ET AL.1965 
Milojčić,  Vl.,  Boessneck  J.,  Jung  G.,  Schneider  H.,  Palaolithikum  um  Larissa  in 
Thessalien. R. Habelt, Bonn. 
MILLS 1985 
Mills,  N.,  “Sample  Bias,  Regional  Analysis  and  Fieldwalking  in  British 
Archaeology”,  in  Haselgrove,  C.,  Millet  M.,  Smith,  I.,  (eds.),  Archaeology  from  the 
Ploughsoil:  Studies  in  the  Collection  and  Interpretation  of  Field  Survey  Data.  Sheffield 
University Press, Sheffield, 39‐47. 
MITCHELL AND THOMAS 2002  
Mitchell, W.,Thomas, J., Landscape and Power. Chicago. 
MORRISON 1993 
Morrison, P., Holocene landscape evolution of the Langadas basin, Macedonia: an approach 
to the evaluation of the soil resource for prehistoric settlement. Birmingham. 
ΜΟSCHONISSIOTI 1996 
Moschonissioti, S., “Excavation at ancient Mende. Euboea and the Euboic presence in 
Chalcidice and the West”. Napoli, 13‐16 Νovember 1996. Napoli, 1‐18. 
MULLER 1989 
Muller, S., “Les tumuli helladiques: ou? quand? comment?”. BCH 113, 1‐32. 
MYLONAS 1929 
Mylonas, G. E., The Neolithic Settlement. Excavations at Olynthus I. Oxford. 
MYLONAS 1933 
Mylonas, G. E., Pre‐Persian pottery from Olynthus, Excavations at Olynthus V. 
MYLONAS 1941 

273
Mylonas, G. E., “The site of Akropotamos and the Neolithic period of  Macedonia”. 
AJA 45, 557‐576. 
MYLONAS 1959 
Mylonas., G.E., Aghios Kosmas, An Early Bronze Age Settlement and Cemetery in Attica. 
Princeton University Press, Princeton, New Jersey. 
ΝANCE 1983 
Νance,  J.D.,  “Regional  Sampling  in  Archaeological  Survey:  The  Statistical 
Perspective”,  in  Schiffer,  M.B.,  (ed.),  Advances  in  Archaeological  Method  and  Theory, 
Vol. 6. Academic Press, New York, 289‐356. 
ODELL AND COWAN 1987  
Odell, G.H., Cowan F., “Estimating tillage effects on artifact distributions”. American 
Antiquity 52(3), 456‐484.  
OIKONOMIDES 1978 
Oikonomides, N., Actes de Kastamonitou. Paris. 
OSBORNE 1996 
Osborne, R. A., Greek Countryside: The Southern Argolid From Prehistory to the Present 
Day. Stanford University Press, Stanford. 
PANAGOPOULOU 1999 
Panagopoulou E., “The Theopetra Middle Paleolithic assemblages: their relevance 
to the Middle Paleolithic of Greece and  adjacent  areas”, in Bailey  N.G.,  Adam  E., 
Panagopoulou E., Pèrles C., Zachos K., (eds.), The Palaeolithic Archaeology of Greece 
and  adjacent  areas.  Proceedings  of  the  ICOPAG  conference,  (Ioannina).  BSA  3. 
Nottingham, 252‐265. 
PAPACHRYSSANTHOU 1986 
Papachryssanthou D., Actes de Xénophοn. Paris. 
PAPADOPOULOS 1996B 
Papadopoulos,  J.  K.,  “Euboians  in  Macedonia?  A  Closser  Look”.  Oxford  Journal  of 
Archaeology 15 (2). 151‐181. 
PAPAGGELOS 1982 
Papaggelos,  I.,  Recherches  sur  I’  habitat  dans  la  presequ΄  ile  de  Sithonia  aux  epoques 
Paleochretienne et Byzantine, (D. E. A.). Paris. 
PAPAGIANNI 1999 
Papagianni, D., “Beyond “flint scatters” and “find spots”: assessing the potentional 
for compiling a synthesis of the Greek Mesolithic Paleolithic surface data”, in Bailey 
N.G.,  Adam  E.,  Panagopoulou  E.,  Perlès  C.  Zachos  K.,  (eds.),  The  Palaeolithic 
Archaeology  of  Greece  and  adjacent  areas.  Proceedings  of  the  ICOPAG  conference, 
(Ioannina). BSA 3, Nottingham, 130‐136. 
PARKER‐PEARSON 1982 
Pearson  M.  P.,  “Mortuary  Practices,  Society  and  Ideology”,  in  Hodder,  I.,  (ed.), 
Symbolic and Structural Archaeology. Cambridge University Press, 99‐113. 
PARKER‐PEARSON 1993  

274
Pearson M. P., “The Powerful Dead: Archaeological relationships between the Living 
and the Dead”. Cambridge Archaeological Journal 3(2), 203‐229. 
PARKER‐PEARSON 2001 
Pearson  M.  P.,  The  archaeology  of  death  and  burial.  Texas  A&M  University  Press 
College Station. 
PARKER‐PEARSON AND RICHARDS 1994 
Pearson  M.  P.,  Richards  C.,  Architecture  and  Order:  Approaches  to  Social  Space. 
Routledge, London/New York. 
PATRICK 1985 
Patrick, L.E., “Is there an archaeological record?”, in Schiffer, M.B., (ed.), Advances in 
archaeological method and theory, vol. 8. Academic Press, New York, 27‐62. 
PAVLIDIS 1976  
Pavlidis,  G.,  “Untersuchungen  uber  die  Vegatationsverhaltnisse  der  Kuste  der 
Sithonia‐ Halbinsel”. Veroffentlichungen des Geobot. Inst., ETH 56, Zurich 5‐20. 
PERLÈS 1988 
Perlès, C., “New ways with an old problem. Chipped stone assemblages as an index 
of  cultural  discontinuity  in  early  Greek  prehistory”,  in  French,  E.,  Wardle,  K.A., 
(eds.), Problems in Greek Prehistory. Papers Presented at the Centenary Conference of 
the British School of Archaeology at Athens, Manchester, April 1986. Bristol Classical 
Press, Bristol, 479‐488. 
PERLÈS 1990 
Perlès,  C.,  Les  industries  lithiques  taillies  de  Franchthi  (Argolide,  Greece).  Tome  II,  Les 
industries  du  Mesolithique  Initial.  Excavation  at  Franchthi  Cave,  Greece,  fasc.  5.  Indiana 
University Press, Bloomington and Indianapolis 
PERLÈS 2001 
Perlès, C., The early Neolithic in Greece. Cambridge. 
PLOG 1976 
Plog, S., “Relative efficiencies of sampling techniques for archaeological surveys”, in 
Flannery, K.V., (ed.), The Early Mesoamerican Village. New York, 136‐158. 
PLOG ET AL. 1978 
Plog, S., Plog, F., Wait, W., “Decision making in modern surveys”, in Schiffer, Μ.Β., 
(ed.), Advances in Archaeological Method and Theory, Volume 1. Academic Press, New 
York, 383‐421. 
PLOG AND HILL 1971 
Plog,  F.T.,  Hill,  J.N.,  “Explaining  variability  in  the  distribution  of  sites”,  in 
Gummerman,  G.J.,  (ed.),  The  distribution  of  prehistoric  population  aggregates.  Prescott 
College Anthropological Reports 1,, 7‐36. 
POPE AND VAN ANDEL 1984 
Pope,  K.,  Van  Andel,  T.  H.,  “Late  Quaternary  alluiation  and  soil  formation  in  the 
Southern Argolid: its History, causes and archaeological implications”. JAS 11,, 281‐
306. 

275
PULLEN 1985 
Pullen, D.J., Social organization in Early Bronze Age Greece: a multidimensional approach, 
(Ph.D. diss.). Indiana University, Microfilms 85‐16653, Ann Arbor, Michigan. 
PULLEN 1994 
Pullen,  D.J.,  “Modeling  mortuary  behaviour  on  a  regional  scale:  a  case  study  from 
mainland Greece in the Early Bronze Age”, in Kardulias, P. N., (ed.), Beyond the Site: 
Regional Studies in the Aegean Area. Lanham, 113‐136. 
RAGIR 1967 
Ragir,  S.,  “A  review  of  techniques  for  archaeological  sampling”,  in  Heizer,  R.F., 
Graham,  J.A.,  (eds.),  A  guide  to  field  methods  in  archaeology.  Approaches  to  the 
anthropology of the dead. Palo Alto, California, 181‐197. 
REDMAN 1973 
Redman, C.L., “Multistage fieldwork and analytical techniques”. American Antiquity 
38, 61‐79. 
REDMAN 1974 
Redman,  C.L.,  “Archaeological  sampling  strategies”.  Addison‐  Wesley  Modules  in 
Anthropology 55,, 1‐34. 
REDMAN 1979 
Redman, C.L., “Productive sampling strategies for archaeological sites”, in Mueller, 
J.W., (ed.), Sampling in Archaeology. The University of Arizona Press, Tuscon, 147‐154. 
REDMAN AND WATSON 1970   
Redman,  C.L.,  Watson,  P.J.,  “Systematic,  intensive  surface  collection”.  American 
Antiquity 35, 279‐291. 
REID ET AL. 1979 
Reid,  J.J.,  Schiffer,  M.B.,  Neff,  J.M.,  “Archaeological  considerations  of  intrasite 
sampling”, in Mueller, J.W., (ed.), Sampling in archaeology. The University of Arizona 
Press, Tuscon, 209‐224. 
RENFREW 1972 
Renfrew.,  C.,  The  Emergence  of  Civilisation:  The  Cyclades  and  the  Aegean  in  the  Third 
Millennium BC. London. 
RENFREW 1973B 
Renfrew.,  C.,  “Monuments,  mobilisation  and  social  organisation  in  Neolithic 
Wessex”, in Renfrew., C., The explanation of culture change. London, 539‐538. 
RENFREW 1975 
Renfrew,  C.,  “Trade  as  Action  at  a  Distance:  Questions  of  Intergration  and 
Communication”,  in  Sabloff,  J.,  Lamberg‐Karlovsky,  C.,  (eds.),  Ancient  Civilization 
and Trade. N. Mexico, 3‐59. 
RENFREW 1982A 
Renfrew,  C.,  “Bronze  Age  Melos”,  in  Renfrew,  C.,  Wagstaff,  J.  M.,  (eds.),  An  island 
polity: the Archaeology of exploitation in Melos. Cambridge, 35‐43. 
RENFREW 1982B 

276
Renfrew,  C.,  “Space,  Time  and  Policy”,  in  Friedman,  J.,  Rowlands,  M.  J.,  The 
Evolution of Social Systems. Duckworth, London. 
RENFREW ET AL. 1986 
Renfrew,  C.,  Gimbutas,  M.,  Elster,  E.  S.,  (eds.),  Excavations  at  Sitagroi:  a  prehistoric 
village in northeast Greece 1. Monumenta Archaelogica 13. Los Angeles: Institute of 
Archaeology, University of California. 
RENFREW AND WAGSTAFF 1982 
Renfrew,  C.,  Wagstaff,  J.  M.,  (eds.),  An  island  polity:  the  Archaeology  of  exploitation  in 
Melos. Cambridge. 
REYNOLDS 1988 
Reynolds,  P.,  “Sherd  movement  in  the  ploughzone”,  in  Rahtz  S.,  (ed.),  Computer 
and quantitative methods in archaeology. BAR (International Series) 446. Oxford, 201‐
219. 
RICK 1976 
Rick,  J.W.,  “Downslope  movement  and  archaeological  intrasite  spatial  analysis”. 
American antiquity 41, 133‐144. 
RIDLEY AND WARDLE 1979 
Ridley,  C.,  Wardle,  K.A.,  “Rescue  excavations  at  Servia  1971‐1973:  A  Preliminary 
Report”. BSA 74, 185‐230. 
ROBERTS 1987 
Roberts,  B.K,  “Landscape  archaeology”,  in  Wagstaff,  J.M.,  (ed.),  Landscape  and 
Culture. Geographical and Archaeological Perspectives. Oxford, 77‐95. 
ROBERTS 1996  
Roberts, B.K, Landscapes of settlement, prehistory to the present. London. 
ROPER 1976  
Roper,  D.C.,  “Lateral  displacement of  artifacts  due  to  plowing”.  American  Antiquity 
41, 372‐374. 
ROSSIGNOL 1992 
Rossignol,  J.,  “Concepts,  methods  and  theory  building:  Α  landscape  approach”,  in 
Rossignol, J., Wandsnider, L.A., (eds.), Space, time and Archaeological landscapes, New 
York and London. 
ROSSIGNOL AND WANDSNIDER 1992 
Rossignol, J., Wandsnider, L.A., (eds.), Place, time and Archaeological landscapes. New 
York and London. 
ROSSMAN 1976 
Rossman, D., “A site catchment analysis of San Lorenzo”, in Flannery, K. V., (eds.), 
The early Mesoamerican village. Academic Press, 95‐103. 
ROUSE 1972 
Rouse,  I.,  “Settlement  Patterns  in  Archaeology”,  in  Ucko,  P.  J.,  Tringham,  R., 
Dimbleby, G. W., (eds.), Man, Settlement and Urbanism, 96. 
RUNNELS 1995 

277
Runnels, C. N., “Review of Aegean prehistory IV: the Stone Age of Greece from the 
Palaeolithic to the Advent of the Neolithic”. AJA 99, 699‐728. 
RUNNELS AND VAN ANDEL 1987 
Runnels,  C.  N.,  Van  Andel,  T.  H.,  “The  evolution  of  settlement  in  the  Southern 
Argolid, Greece. An economic explanation”, Hesperia 56, 303‐334. 
RUNNELS AND VAN ANDEL 1988 
Runnels,  C.  N.,  Van‐Andel,T.  H.,  “Trade  and  the  Origins  of  Agriculture  in  the 
Eastern Mediterranean”. Journal of Mediterranean Archaeology 99, 83‐109. 
RUNNELS AND VAN ANDEL 1993 
Runnels,  C.  N.,  Van‐Andel,T.  H,  “The  Lower  and  Middle  Palaeolithic  of  Thessaly, 
Greece”. JFA 20, 299‐317. 
RUPPÉ 1966  
Ruppé, R.J., “The archaeological survey: a defense”. American Antiquity 31, 313‐333. 
SAMPSON 1998 
Sampson,  A.,  “The  Neolithic  and  Mesolithic  occupation  of  the  cave  of  Cyclops, 
Youra, Alonnessos”. BSA 93, 1‐22. 
SAMPSON ET AL. 2003 
Sampson  A.,  Kozlowski  K.J.,  Kaczanowska  M.,  “Mesolithic  chipped  stone 
industries from the Cave of Cyclope on the island of Youra (northern Sporades)”, 
in  Galanidou  N.,  Perlès  C.,  (eds.),  The  Greek  Mesolithic,  Problems  and  Perspectives. 
BSA 10, 123‐130. 
SANDERS 1990 
Sanders, D., “Behavioral convetions and archaeology: methods for the analysis of the 
ancient  architecture”,  in  Kent,  S.,  (ed.),  Domestic  architecture  and  the  use  of  space.  An 
idedisclipinary crosscultural study. Cambridge, 43‐72. 
SCHIFFER 1976 
Schiffer, M. B., Behavioral Archaeology. Academic Press, New York. 
SCHIFFER ET AL. 1978 
Schiffer, M.B., Sullivan, A.P.,  Klinger, T.C., “The  design  of  archaeological surveys”. 
World Archaeology 10, 1‐28.  
SCHOFIELD 1991 
Schofield,  A.J.,  “Interpreting  Artefact  Scatters:  an  Introduction”,  in  Schofield,  A.J., 
(ed),  Interpreting  Artefact  Scatters:  contributions  to  ploughzone  archaeology.  Oxbow 
Monograph 4, 3‐8. 
SÉFÉRIADÈS 1983 
Séfériadès, M., “Dikili Tash: Introduction à la préhistoire de la Macédoine orientale”. 
BCH 107, 635‐677. 
SHANKS AND HODDER 1995 
Shanks,  M.,Hodder, I.,  “Processual, postproseccual  and  interpretive archaeologies”, 
in  Hodder,  I.,  Shanks,  M.,  Alexandri,  A.,  Buchli,  V.,  Carman,  J.,  Last,  J.,  Lucas,  G., 

278
(eds.).  Interpretive  archaeology.  Finding  meaning  in  the  past.  Routledge,  London  and 
New York, 3‐29. 
SHANKS AND TILLEY 1982 
Shanks  M.,  Tilley  C.,  “Ideology,  symbolic  power  and  ritual  communication:  A 
reinterpretation  of  Neolithic  mortuary  practices”,  in  Hodder,  I.,  (ed.),  Symbolic  and 
structural archaeology. Cambridge University Press, Cambridge, 129‐154. 
SHANKS AND TILLEY 1988 
Shanks  M.,  Tilley  C.,  “Archaeology  in  the  1990’s”.  Norwegian  Archaeological  Review, 
22, I., 1‐54. 
SHENNAN 1981 
Shennan,  S.J.,  Research  design  and  explaining  variance  in  archaeological  survey.  Paper 
presented to the UISPP Congress, Mexico City, October. 
SHENNAN 1982 
Shennan,  S.J.,  “From  minimal  to  moderate  ranking”,  in  Renfrew,  C.,  Shennan,  S., 
(eds.),  Ranking,  resources  and  exchange:  aspects  of  the  archeaology  of  Early  European 
society. Cambridge, 27‐32. 
SHENNAN 1985 
Shennan S.J., Experiments in the Collection and Analysis of archaeological Survey Data: 
the East Hampshire survey. Sheffield University Press. 
SHERRAT 1972 
Sherrat,  A.G.,  “Socio‐economic  and  demographic  models  for  the  Neolithic  and 
Bronze Ages of Europe”, in Clarke, D., (ed.), Models in Archaeology.  Methuen and Co, 
477‐542. 
SHERRATT 1973 
Sherratt, A.  G., “The interpretation  of  change  in  European  Prehistory”,  in Renfrew, 
C., (ed), The explanation of culture change. Models in Prehistory. London, 419‐428. 
SHERRATT 1981 
Sherratt,  A.  G.,  “Plough  and  pastoralism:  Aspects  of  the  secondary  products 
revolution”, in Hodder, I., Isaak, G., Hammond, N., (eds.), Pattern of the Past. Studies 
in Honour of D. Clarke. Cambridge, 261‐305. 
SHERRATT 1983 
Sherratt,  A.  G.,  “The  secondary  exploitation  of  animal  in  the  Old  World”.  World 
Archaeology 15, 1, 90‐104. 
SHERRATT 1986 
Sherratt, A. G., “Pottery of Phases IV and V”, in Renfrew, C., Gimbutas, M., Elster, 
E., (eds), Excavations at Sitagroi, Vol. I.  
SIMPSON 1977 
Simpson, H.R., “Mycenaean Greece: a note on the current state of field research”, in 
Bintliff, J.L., (ed.), Mycenaean Geography. Cambridge, 56‐57. 
SIMPSON 1983 

279
Simpson,  H.R.,  “The  limitations  of  surface  surveys”,  in  Keller,  D.R.,  Rupp,  D.W., 
(eds.),  Archaeological  Survey  in  the  Mediterranean  Area.  BAR  International  Series  155, 
Oxford, 45‐47. 
SIMPSON AND LAZENBY 1973 
Simpson, H.R., Lazenby, J.F., “Notes from the Dodecanese 111”. BSA 168, 127‐179. 
SMITH 1976 
Smith,  C.A.,  “Regional  economic  systems:  linking  geographical  models  and 
socioeconomic problems”, in Smith, C.A., (ed.), Regional analysis I: Economic systems. 
New York, 3‐63.  
SNODGRASS 1987 
Snodgrass,  A.M.,  An  archaeology  of  Greece:  the  present  state  and  future  scope  of  a 
discipline. Berkeley, California. 
SNODGRASS 1990 
Snodgrass, A.M., “Survey archaeology and the rural landscape of the Greek city”, in 
Murray, O. Price, S., (eds.), The Greek city from Homer to Alexander. Oxford.  
SNODGRASS AND BINTLIFF 1991 
Snodgrass, A.M, Bintliff, J.L., “Surveying ancient cities”. Scientific American 264. 
STODDART AND WHITEHEAD 1991 
Stoddart,  S.K.F.,  Whitehead,  N.,  “Cleaning  the  Iguvine  stables:  site  and  off‐site 
analysis  from  a  central  Mediterranean  perspective”,  in  Schofield,  A.J.,  (ed.), 
Interpreting  Artefact  Scatters:  contributions  to  ploughzone  archaeology.  Oxbow 
Monograph 4, 107‐113. 
SOJA 1987 
Soja E., Postmodern Geographies. London. 
SOJA 1989 
Soja  E.,  Postmodern  Geographies:  The  reassertion  of  space  in  critical  social  theory.  Verso, 
London. 
SORDINAS 1969  
Sordinas  Α.,  “Investigations  of  the  Prehistory  of  Corfu  during  1964‐66”.  Balkan 
Stydies 10, 393‐424. 
SORDINAS 2003 
Sordinas  Α.,  “The  “Sidarian”:  maritime  Mesolithic  non‐geometric  microliths  in 
western Greece”, in Galanidou N., Perlès C., (eds.), The Greek Mesolithic, Problems and 
Perspectives. BSA 10, 89‐98. 
STRUCK 1907 
Struck, A., Makedonische Fahrten I, Chalkidike. Βιέννη και Λειψία. 
SOUYOUNTZOGLOU 1999 
Souyoudzoglou‐Haywood, C., The Ionian Islands in the Bronze Age and Early Iron Age, 
3.000‐800 b.C. Liverpool University Press. 
TAYLOR 1972 

280
Taylor, W., “The hunter‐gatherer nomads of N. Mexico: A comparison of the archival 
and archaeological records”. World Archaeology 4. 
TERRENATO 2004 
Terrenato,  N.,  “Sample  Size  Matters!  The  Paradox  of  Global  Trends  and  Local 
Surveys”, in Alcock, S.E., Cherry, J.F., (eds.), Side‐by‐Side Survey. Comparative Regional 
Studies in the Mediterranean World. Oxbow Books, Oxford. 
THOMAS 1971 
Thomas,  D.H.,  “On  distinguishing  natural  from  cultural  bone  in  archaeological 
sites”. American Antiquity 36 (3), 366‐371. 
THOMAS 1973 
Thomas,  D.H.,  “An  empirical  test  for  Steward’s  model  of  Great  Basin  settlement 
patterns”. American Antiquity 38, 155‐176. 
THOMAS 1975 
Thomas, D.H., “Non‐site sampling in archaeology: up the creek without a site?”, in 
Mueller, J.W., (ed.), Sampling in Archaeology. University Arizona Press. Tuscon, 61‐81. 
THOMAS 1991A 
Thomas, J., “Reading the Body: Beaker Funerary Practice in Britain”, in Garwood, P., 
Jennings,  D.,  Skeates,  R.,  Toms,  J.,  (eds.),  Proceedings  of  a  Conference  on  Archaeology, 
Ritual and Religion. Oxford, 33‐42. 
THOMAS 1991B 
Thomas, J., Rethinking the Neolithic. Cambridge University Press, Cambridge. 
THOMAS 2001 
Thomas,  J.,  “Archaeologies  of  Place  and  Landscapes”,  in  Hodder  I.  (ed.), 
Archaeological Theory Today. Polity Press, Cambridge. 
THOMPSON 1966 
Thompson, H.A., “Classical Lands”. Proceedings of the Philosophic Society. 110, 100. 
TILLEY 1993 
Tilley, C., “Interpretation and a poetics of the past”, in Tilley, C., (ed.), Interpretative 
Archaeology. (Berg), Providence‐Oxford,1‐27. 
ΤILLEY 1994 
Tilley, C., A Phenomenology of Landscape. London. 
TONČEVA 1981 
Tončeva, G., Studia Prehistorica 5‐6, 129‐145. 
TREUIL 1985 
Treuil,  R.,  “L’habitat  en  Macédoine  et  en  Thrace  au  Néolithique  Récent 
(Chalcolithique)”, in De l’ Indus aux Balkans. Recueil à la mémoire de Jean Deshayes. 
TRIANTAPHYLLOU 1999A 
Triantaphyllou, S., A Bioarchaeological Approach to Prehistoric Cemetery Populations from 
Western and Central Greek Macedonia, (PhD Dissertation). University of Sheffield. 
TRIANTAPHYLLOU 1999B 

281
Triantaphyllou,  S.,  “Prehistoric  Makriyalos:  A  Story  from  Fragments”,  in  Halstead, 
P., (ed.), Neolithic Society in Greece. Sheffield Studies in Aegean Archaeology, 128‐135. 
TRIGGER 1968 
Trigger,  B.  C.,  “The  determinants  of  settlement  patterns”,  in  Chang,  K.  C.,  (ed.), 
Settlement Archaeology. California. 
TRIGGER 1989 
Trigger B., A history of archaeology thought. Cambridge University Press, Cambridge.        
TRINGHAM 1991 
Tringham,  R.,  “Households  with  Faces:  the  Challenge  of  Gender  in  Prehistoric 
Architectural  Remains”,  in  Gero,  J.M.  and  Conkey,  M.,  (eds.),  Engendering 
Archaeology: Women in Prehistory. Blackwell, Oxford, 93‐131.  
TROUILOT 1995 
Trouilot, M.R., Silencing the Past. Boston. 
TSOUKALA 1991 
Tsoukala, E., “Contribution to the study of the Pleistocene fauna of large mammals 
(Carnivora,  Perissodactyla,  Artiodactyla)  from  Petralona  Cave  (Chalkidiki,  N. 
Greece). Preliminary report”. C. R. Acad. Sci. Paris, t. 312, Serie 2. Paris, 331‐336. 
TSOUKALA 1992           
Τsoukala,  E.,  “Quaternary  Faunas  of  Greece”.  Sonderdruck  aus  CFS‐Courier  153. 
Forschungsininstitut Senckenberg, Frankfurt, 79‐92. 
TURNER AND GREIG 1986 
Turner,  J.,  Greig,  J.  R.  A.,  “Vegetational  History”,  in  Renfrew,  C.  et  al.  (eds.), 
Excavations  in  Sitagroi.  A  prehistoric  village  in  Northeastern  Greece,  Vol.  1,  Monumenta 
Archaeologica 13. Los Angeles, 41‐54. 
UCKO AND LAYTON 1999 
Ucko, P., Layton, R., The Archaeology and Anthropology of Landscape. London. 
VAN ANDEL ET AL. 1986 
Van  Andel,  T.  H.,  Runnels,  C.,  Pope,  K.  O.,  “Five  thousand  years  of  land  use  and 
abuse in the southern Argolid, Greece”. Hesperia 55, 103‐128. 
VAN ANDEL AND SHACKLETON 1982   
Van  Andel,T.  H.,  Shackleton,  J.  C.,  “Late  Paleolithic  Mesolithic  coastlines  of  Greece 
and the Aegean”. JFA 9, 445‐454. 
VAN ANDEL AND RUNNELS 1985 
Van Andel, T. H., Runnels, C., Beyond the Akropolis: a Rural Greek past. Stanford. 
VAN ANDEL ET AL. 1990  
Van  Andel,  T.H.,  Zangger,  E.,  Demitrack  A.,  “Land  use  and  soil  erosion  in 
prehistoric and historical Greece”. JFA 17, 383‐386. 
VAN ANDEL AND RUNNELS 1995 
Van Andel, T. H.,Runnels, C.N., “The earliest farmers in Europe”. Antiquity 69, 481‐
500.   
VAN DOMMELEN 1999  

282
Van Dommelen, P., “Exploring Everyday places and cosmologies”, in Ashmore, W., 
Knapp,  B.A.,  (eds.),  Archaeologies  of  Landscapes:  contemporary  perspectives.  Blackwell, 
Oxford, 277‐285. 
VAN ZEIST AND BOTTEMA 1981   
Van  Zeist,  W.,  Bottema,  S.,  “Vegetational  history  of  the  eastern  Mediterranean  and 
the  Near  East  during  the  last  20000  years”,  in  Bitliff,  J.,  Van  Zeist,  W.,  (eds.), 
Palaeoclimates, palaeoenvironments and human communities in the Eastern Mediterranean 
region in the Later Prehistory. BAR International Series 133 (II), 277‐321. 
VITA‐FINZI 1969  
Vita‐Finzi,  C.,  The  Mediterranean  valleys.  Geological  changes  in  historical  times. 
Cambridge. 
VITA‐FINZI AND HIGGS 1970   
Vita‐Finzi,  C.,  Higgs,  E.  S.,  “Prehistoric  economy  in  the  Mount  Carmel  area:  site 
catchment analysis”. Proceedings of the Prehistoric Society 36, 1‐37. 
VOUTSAKI 1995 
Voutsaki., S., “Social and Political Processes in the Mycenaean Argolid: The Evidence 
from  the  Mortuary  Practices”,  in  Laffineur,  R.  and  WolfDietrich  N.,  (eds.),  Politeia: 
Society and State in the Aegean bronze Age. Proceedings of the 5th International Aegean 
Conference/5e  Recontre  igienne  internationale.  University  of  Heidelberg, 
Archeologisces  Institut,  10‐13  April  1994,  Vol.  I.,  Aegeum  12.  University  de  Liege, 
Histoire  de  l’art  et  archeologie  de  la  Grece  antique,  University  of  Texas  at  Austin, 
Program in Aegean Scripts and Prehistory, 55‐66. 
WAGSTAFF 1987   
Wagstaff,  J.  M.,  “The  new  archaeology  and  geography”,  in  Wagstaff,  J.  M.  (ed.), 
Landscape  and  culture.  Geographical  and  Archaeological  Perspectives.  Basil  Blackwell, 
Oxford. 
WAGSTAFF AND CHERRY 1982 
Wagstaff, J. M., Cherry, J. F., “Settlement and population change”, in Renfrew, C. A., 
Wagstaff,  J.  M.,  (eds.),  An  island  polity.  The  archaeological  exploitation  in  Melos. 
Cambridge. 
WANDSNIDER 1992 
Wandsnider,  L.,  “Archaeological  Landscape  studies”,  in  Rossignol,  J.,  Wandsnider, 
L.,  (ed.),  Space,  Time  and  Archaeological  Landscapes.  Plenum  Press,  New  York  and 
London, 285‐292.  
WARDLE 1980   
Wardle,  K.  A.,  “Excavations  at  Assiros  1975‐1979.  A  settlement  site  in  central 
Macedonia and significance or the prehistory of south east Europe”. BSA 75, 229‐260. 
WARDLE 1987   
Wardle,  K.  A.,  “Excavations  at  Assiros  Toumba  1986.  A  prelimenary  report”.  BSA 
82,313‐329. 
WARDLE 1988 

283
Wardle, K. A., “Excavations at Assiros Toumba 1987”. BSA 83, 375‐387. 
WARDLE 1989 
Wardle, K. A., “Excavations at Assiros Toumba 1988”. BSA 84, 447‐463. 
WARDLE 1993   
Wardle, K., “Mycenean Trade and Influence in Northern Greece”, in Zerner, C. W., 
Zerner, P. C., (eds.), Wace and Blegen: Pottery as Evidence for Trade in the Aegean Bronze 
Age (1939‐1989). Amsterdam. 
WATROUS 1974 
Watrous, L.V., “Review”. American Journal of Archaeology 78, 84‐86. 
WELLS AND RUNNELS 1996 
Wells,  B.,  Runnels,  C.,  (eds.),  The  Berbati‐Limnes  Archaeological  Survey  1988‐90. 
Stockholm. 
WELLS ET AL. 1990 
Wells, B., Runnels, C., Zangger, E., “The Berbati‐Limnes Archaeological Survey. The 
1988 Season.” Opuscula Atheniensia 18, 207‐238. 
WHALLON 1979 
Whallon, R., An Archaeological Survey of the Keban Reservoir Area of East Central Turkey. 
University of Michigan, Memoirs of the Museum of Antropology II, Ann Arbor. 
WHITELAW 2000 
Whitelaw,  T.,  “Settlement  instability  and  landscape  degradation  in  the  southern 
Aegean  in  the  third  millennium  BC”,  in  Halstead,  P.,  Federick,  C.,  (eds.),  Landscape 
and  Land  Use  in  Postglacial  Greece.  Sheffield  Studies  in  Aegean  Archaeology  3, 
Sheffield Academic Press, 135‐161. 
WHITTLE 1985   
Whittle, A. , Neolithic Europe: A survey. Cambridge. 
WHITTLE 1996   
Whittle, A. , Europe in the Neolithic. The creation of new worlds. Cambridge. 
WILKIE AND SAVINA 1997   
Wilkie, N.  C., Savina M.  E., “The earliest  farmers  in  Macedonia”.  Antiquity  71, 201‐
207.  
WILKINSON 1989    
Wilkinson,  T.J.,  “Extensive  sherd  scatters  and  land‐use  intensity:  Some  recent 
results”. JFA 16, 31‐46.  
WILKINSON 1994   
Wilkinson,  T.J.,  “The  structure  and  dynamics  of  dry‐farming  states  in  Upper 
Mesopotamia”. Current Anthropology 35,5, 483‐520. 
WILLEY 1953   
Willey,  G.R.,  Prehistoric  Settlement  Patterns  in  the  Virú  Valley,  Peru. 
Bur.Am.Ethnol.Bull. 155, Washington. 
WINTER 1976     

284
Winter,  M.C.,  “The  Archaeological  Household  Cluster  in  the  Valley  of  Oaxaca”,  in 
Flannery, K.V., (ed.), The Early Mesoamerican Village, 25‐31. 
WOOD AND JOHNSON 1978 
Wood, W.R., Johnson, D.L., “A survey of disturbance processes in archaeological site 
formation”,  in  Schiffer,  M.B.,  (ed.),  Advances  in  archaeological  method  and  theory  I. 
Academic Press, New York, 315‐381. 
WRIGHT ET AL. 1990   
Wright,  J.  C.,  Cherry,  J.  F.,  Davis,  J.  L.,  Mantzourani,  E.  Sutton,  S.  B.,  “The  Nemea 
Valley archeaological project: a preliminary report”. Hesperia 60, 579‐617. 
YASSOGLOU AND NOBELI 1972 
Yassoglou, N. J.,Nobeli C., “Soil studies”, in McDonald, W.A., Rapp, G.R., (eds.), The 
Minnesota Messenia Expedition. Minneapolis, 171‐176. 
YORSTON 1990  
Yorston, R.M., “Comment on estimating tillage effects on artifact distributions”. 
American Antiquity 55(3), 594‐598. 
ZAHRNT 1971           
Zahrnt, M., Olynth und die Chalkidikier. Munchen. 
ΖANGGER 1991  
Zangger, E., “Prehistoric coastal environments in Greece: the vanished landsapes of 
Dimini Bay and Lake Lerna”. JFA 18, 1‐15. 
ZANGGER ET AL.1997   
Zangger,  E.,  Timpson,  M.E.,  Yazvenko,  S.B.,  Kuhnke,  F.,  Knauss,  J.,  “The  Pylos 
Regional Archaeological Project. Part 2: Landscape Evolution and Site Preservation”. 
Hesperia, 66, 549‐641.  
ZARKY 1976   
Zarky, A., “Statistical analysis of site catchments at Ocos, Guatemala”, in Flannery, 
K. V., (ed.), The early Mesoamerican village. Academic Press, 117‐129. 
ZVELEBIL 2000 
Zvelebil, M., “Transition to agriculture in eastern Europe”, in Douglas Price, T., (ed.), 
Europe’s First Farmers. Cambridge: Cambridge University Press, 57‐92. 
ZVELEBIL ET AL. 1992 
Zvelebil,  M.,  Green,  S.  W.,  Macklin,  M.  G.,  “Archaeological  landscapes,  Lithic 
scatters and Human behavior”, in Rossignol, J., Wandsnider, L. A., (eds.), Space, time 
and Archaeology landscapes. New York and London, 193‐226. 

285
286
ΔΕΛΤΙΑ ΚΑΤΑΓΡΑΦΗΣ 

287
288
Δελτία Καταγραφής 

 
 
ΔΕΛΤΙΟ ΚΑΤΑΓΡΑΦΗΣ Α1 
 
ΔΕΛΤΙΟ ΚΑΤΑΓΡΑΦΗΣ Α2 
 
ΔΕΛΤΙΟ ΚΑΤΑΓΡΑΦΗΣ Β1 
 
ΔΕΛΤΙΟ ΚΑΤΑΓΡΑΦΗΣ Β2 
 

 
 
 
 
 
 
 
 

289
290
291
292
293
294
ΠΙΝΑΚΕΣ 

295
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
296
Πίνακες 

ΠΙΝΑΚΑΣ 1  
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΗΣ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΣΙΘΩΝΙΑΣ

ΠΙΝΑΚΑΣ 2  
ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΕΣ ΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΗΣ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΣΙΘΩΝΙΑΣ

ΠΙΝΑΚΑΣ 3  
ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΑ ΜΕΜΟΝΩΜΕΝΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΗΣ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ
ΣΙΘΩΝΙΑΣ

ΠΙΝΑΚΑΣ 4 
ΘΕΣΕΙΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΤΗΣ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΗΣ ΕΠΟΧΗΣ

ΠΙΝΑΚΑΣ 5 
ΘΕΣΕΙΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΤΗΣ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑΣ ΑΝΑ ΕΠΟΧΗ

ΠΙΝΑΚΑΣ 6  
ΟΙ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΕΣ ΘΕΣΕΙΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ

ΠΙΝΑΚΑΣ 7  
ΓΕΩΛΟΓΙΚΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ ΤΩΝ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΩΝ ΘΕΣΕΩΝ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ

ΠΙΝΑΚΑΣ 8  
ΕΔΑΦΗ ΤΩΝ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΩΝ ΘΕΣΕΩΝ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ

ΠΙΝΑΚΑΣ 9  
ΥΨΟΜΕΤΡΟ ΤΩΝ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΩΝ ΘΕΣΕΩΝ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ

ΠΙΝΑΚΑΣ 10  
ΕΚΤΑΣΗ ΕΠΙΧΩΣΕΩΝ ΤΩΝ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΩΝ ΘΕΣΕΩΝ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ

ΠΙΝΑΚΑΣ 11 
ΥΨΟΣ ΕΠΙΧΩΣΕΩΝ ΤΩΝ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΩΝ ΘΕΣΕΩΝ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ

ΠΙΝΑΚΑΣ 12 
ΤΑΦΙΚΑ ΜΝΗΜΕΙΑ ΤΗΣ ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΗΣ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΣΙΘΩΝΙΑΣ

ΠΙΝΑΚΑΣ 13  
ΤΥΜΒΟΙ ΤΗΣ ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΗΣ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΣΙΘΩΝΙΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ
ΑΖΑΠΙΚΟ-ΠΕΤΡΙΩΤΙΚΟ

ΠΙΝΑΚΑΣ 14  
ΜΕΓΑΛΙΘΙΚΕΣ ΣΤΗΛΕΣ ΤΗΣ ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΗΣ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΣΙΘΩΝΙΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ
ΠΕΡΙΟΧΗ ΑΖΑΠΙΚΟ-ΠΕΤΡΙΩΤΙΚΟ

ΠΙΝΑΚΑΣ 1

297
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΗΣ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΣΙΘΩΝΙΑΣ

(Π: Προϊστορική εποχή, Α: Αρχαία εποχή, ΒΝ: Βυζαντινή-Νεότερη εποχή)

Αριθμός-ταυτότητα Συντεταγμένες Εποχή


1 40º 17' 40.97" N 23º 41' 36.92" E ΒΝ
2 40º 17' 35.22" N 23º 41' 35.99" E Α
3 40º 17' 31.49" N 23º 41' 15.70" E ΒΝ
4 40º 17' 35.37" N 23º 41' 15.70" E Α
5 40º 17' 15.88" N 23º 41' 33.35" E Α
6 40º 17' 17.22" N 23º 41' 15.35" E Α
7 40º 17' 10.95" N 23º 41' 23.14" E ΒΝ
8 40º 16' 55.95" N 23º 41' 37.34" E ΒΝ
9 40º 16' 55.18" N 23º 41' 33.17" E ΒΝ
10 40º 16' 52.51" N 23º 41' 29.29" E Α
11 40º 16' 48.15" N 23º 41' 44.21" E ΒΝ
12 40º 16' 26.48" N 23º 42' 00.41" E ΒΝ
13 40º 16' 24.26" N 23º 42' 01.08" E Α
14 40º 16' 12.37" N 23º 42' 08.08" E Α
15 40º 16' 06.45" N 23º 42' 06.85" E Α
16 40º 15' 55.95" N 23º 42' 18.47" E ΒΝ
17 40º 15' 40.50" N 23º 42' 20.39" E ΒΝ
18 40º 15' 38.58" N 23º 42' 05.46" E ΒΝ
19 40º 15' 34.12" N 23º 42' 07.41" E ΒΝ
20 40º 15' 23.45" N 23º 42' 38.55" E ΒΝ
21 40º 15' 22.94" N 23º 42' 43.45" E ΒΝ
22 40º 15' 21.18" N 23º 42' 48.26" E ΒΝ
23 40º 15' 15.17" N 23º 42' 49.49" E Α
24 40º 15' 10.23" N 23º 43' 03.14" E ΒΝ
25 40º 15' 05.37" N 23º 43' 14.73" E ΒΝ
27 40º 14' 57.72" N 23º 43' 17.49" E Α
28 40º 15' 02.75" N 23º 42' 38.36" E Α
29 40º 15' 06.48" N 23º 42' 07.78" E ΒΝ
30 40º 15' 07.60" N 23º 42' 11.15" E ΒΝ
31 40º 15' 02.00" N 23º 42' 09.94" E Α
33 40º 15' 00.86" N 23º 41' 43.55" E ΒΝ
34 40º 15' 20.86" N 23º 42' 01.37" E ΒΝ
35 40º 15' 24.48" N 23º 41' 49.28" E Α
36 40º 15' 17.87" N 23º 41' 41.84" E Α
37 40º 15' 26.45" N 23º 41' 39.14" E Α
38 40º 15' 34.46" N 23º 41' 35.16" E Α
39 40º 15' 41.14" N 23º 41' 40.55" E Α
40 40º 15' 26.17" N 23º 41' 22.67" E ΒΝ
41 40º 15' 27.96" N 23º 41' 17.04" E ΒΝ
42 40º 15' 27.15" N 23º 41' 13.69" E ΒΝ
43 40º 15' 27.89" N 23º 41' 10.87" E ΒΝ
44 40º 15' 37.91" N 23º 41' 11.55" E ΒΝ
45 40º 15' 34.90" N 23º 40' 52.43" E Α
46 40º 15' 37.23" N 23º 40' 57.11" E Α
47 40º 15' 38.32" N 23º 40' 45.27" E ΒΝ
48 40º 15' 35.01" N 23º 40' 41.75" E ΒΝ
49 40º 14' 57.74" N 23º 40' 28.73" E ΒΝ
50 40º 15' 57.59" N 23º 41' 13.72" E ΒΝ

298
51 40º 15' 58.10" N 23º 40' 13.31" E ΒΝ
52 40º 16' 13.05" N 23º 40' 08.16" E Πρ.,Α
53 40º 16' 14.75" N 23º 40' 20.61" E ΒΝ
54 40º 16' 15.83" N 23º 40' 25.21" E ΒΝ
55 40º 16' 19.02" N 23º 40' 23.78" E ΒΝ
56 40º 16' 26.17" N 23º 40' 01.65" E ΒΝ
57 40º 16' 18.18" N 23º 41' 32.39" E ΒΝ
58 40º 16' 37.37" N 23º 41' 07.39" E Α
59 40º 16' 51.51" N 23º 40' 51.08" E Α
60 40º 16' 58.78" N 23º 40' 41.71" E ΒΝ
61 40º 17' 01.71" N 23º 40' 39.03" E Α
62 40º 17' 14.02" N 23º 40' 05.73" E Πρ.,ΒΝ
63 40º 17' 11.71" N 23º 40' 00.63" E ΒΝ
64 40º 17' 09.91" N 23º 39' 50.64" E ΒΝ
65 40º 16' 59.83" N 23º 39' 27.74" E Α
66 40º 17' 10.69" N 23º 39' 07.08" E ΒΝ
67 40º 17' 12.27" N 23º 38' 50.98" E ΒΝ
68 40º 17' 09.14" N 23º 38' 50.89" E ΒΝ
69 40º 17' 38.34" N 23º 38' 29.52" E ΒΝ
70 40º 16' 57.41" N 23º 38' 58.77" E Α
71 40º 16' 47.10" N 23º 38' 56.83" E ΒΝ
72 40º 16' 44.39" N 23º 38' 31.69" E Πρ.
73 40º 16' 01.94" N 23º 39' 35.79" E ΒΝ
74 40º 16' 07.12" N 23º 39' 07.18" E ΒΝ
75 40º 15' 57.60" N 23º 39' 14.71" E ΒΝ
76 40º 15' 55.70" N 23º 39' 15.89" E ΒΝ
77 40º 15' 53.11" N 23º 39' 20.33" E ΒΝ
79 40º 15' 34.56" N 23º 37' 45.12" E Πρ.
80 40º 14' 49.90" N 23º 43' 20.17" E Α
81 40º 14' 49.30" N 23º 43' 08.18" E ΒΝ
82 40º 14' 46.59" N 23º 43' 04.67" E ΒΝ
83 40º 14' 51.11" N 23º 43' 00.13" E Α
84 40º 14' 42.44" N 23º 43' 10.43" E ΒΝ
85 40º 14' 35.92" N 23º 43' 06 84" E Α
86 40º 14' 32.43" N 23º 43' 06.72" E ΒΝ
87 40º 14' 14.60" N 23º 43' 17.81" E ΒΝ
88 40º 14' 16.43" N 23º 42' 57.31" E ΒΝ
89 40º 14' 14.75" N 23º 42' 49.15" E ΒΝ
90 40º 14' 26.91" N 23º 42' 45.19" E Α
91 40º 14' 42.50" N 23º 42' 40.11" E ΒΝ
92 40º 14' 48.31" N 23º 42' 29.65" E ΒΝ
93 40º 14' 34.98" N 23º 42' 22.91" E Α
94 40º 14' 40.98" N 23º 42' 09.93" E ΒΝ
95 40º 14' 32.43" N 23º 42' 28.94" E ΒΝ
96 40º 14' 44.20" N 23º 41' 58.45" E ΒΝ
97 40º 14' 48.06" N 23º 41' 53.13" E ΒΝ
98 40º 14' 40.03" N 23º 41' 44.69" E ΒΝ
101 40º 14' 35.99" N 23º 41' 40.06" E ΒΝ
102 40º 14' 29.24" N 23º 41' 38.15" E ΒΝ
105 40º 14' 15.59" N 23º 41' 37.67" E Πρ.,Α
106 40º 14' 20.73" N 23º 42' 04.21" E ΒΝ
107 40º 14' 13.76" N 23º 42' 04.40" E ΒΝ

299
108 40º 14' 12.29" N 23º 42' 06.60" E ΒΝ
109 40º 14' 10.33" N 23º 42' 11.75" E ΒΝ
110 40º 14' 04.96" N 23º 42' 24.67" E ΒΝ
111 40º 14' 13.58" N 23º 42' 32.23" E Α
112 40º 14' 01.61" N 23º 42' 33.68" E ΒΝ
113 40º 13' 58.06" N 23º 42' 51.42" E ΒΝ
114 40º 13' 36.01" N 23º 43' 00.38" E ΒΝ
115 40º 13' 34.02" N 23º 42' 52.25" E ΒΝ
116 40º 13' 36.57" N 23º 42' 39.99" E Α
117 40º 13' 47.19" N 23º 42' 17.90" E Α
118 40º 13' 25.88" N 23º 43' 19.51" E ΒΝ
119 40º 13' 24.37" N 23º 43' 20.89" E ΒΝ
120 40º 13' 22.31" N 23º 43' 17.75" E ΒΝ
121 40º 13' 25.22" N 23º 42' 28.52" E ΒΝ
122 40º 13' 25.10" N 23º 42' 19.81" E Α
126 40º 13' 24.99" N 23º 42' 17.75" E ΒΝ
127 40º 14' 00.86" N 23º 41' 28.57" E Α
128 40º 13' 50.93" N 23º 41' 26.52" E ΒΝ
129 40º 13' 34.76" N 23º 41' 20.04" E ΒΝ
130 40º 13' 32.70" N 23º 41' 23.12" E ΒΝ
131 40º 13' 30.42" N 23º 41' 28.30" E Α
132 40º 12' 43.48" N 23º 43' 02.00" E ΒΝ
140 40º 13' 10.66" N 23º 41' 00.95" E Πρ.
143 40º 13' 09.03" N 23º 42' 09.03" E Πρ.,ΒΝ
144 40º 13' 03.56" N 23º 42' 07.56" E ΒΝ
145 40º 13' 03.08" N 23º 42' 10.51" E ΒΝ
146 40º 13' 05.77" N 23º 42' 19.82" E ΒΝ
147 40º 13' 02.17" N 23º 42' 23.87" E ΒΝ
148 40º 12' 59.12" N 23º 42' 19.98" E ΒΝ
149 40º 12' 58.04" N 23º 42' 36.26" E ΒΝ
150 40º 12' 55.42" N 23º 42' 41.05" E ΒΝ
151 40º 12' 53.51" N 23º 42' 40.80" E ΒΝ
152 40º 12' 55.20" N 23º 42' 36.51" E ΒΝ
153 40º 12' 55.03" N 23º 42' 33.20" E ΒΝ
154 40º 12' 48.11" N 23º 42' 21.76" E ΒΝ
155 40º 12' 46.17" N 23º 42' 33.55" E ΒΝ
156 40º 12' 44.28" N 23º 42' 33.71" E ΒΝ
158 40º 12' 44.36" N 23º 42' 35.37" E ΒΝ
159 40º 12' 43.49" N 23º 42' 35.03" E ΒΝ
160 40º 12' 42.09" N 23º 42' 34.32" E ΒΝ
161 40º 12' 39.54" N 23º 42' 46.57" E ΒΝ
162 40º 12' 36.49" N 23º 42' 48.91" E ΒΝ
164 40º 12' 27.31" N 23º 42' 49.29" E ΒΝ
165 40º 12' 25.50" N 23º 42' 51.10" E ΒΝ
166 40º 12' 26.85" N 23º 42' 52.65" E ΒΝ
167 40º 12' 26.95" N 23º 42' 54.71" E ΒΝ
168 40º 12' 24.13" N 23º 42' 55.37" E ΒΝ
170 40º 12' 12.26" N 23º 42' 33.57" E ΒΝ
171 40º 12' 18.43" N 23º 42' 17.68" E ΒΝ
172 40º 12' 17.28" N 23º 42' 07.41" E Πρ.
173 40º 12' 23.51" N 23º 42' 11.44" E ΒΝ
174 40º 12' 27.88" Ν 23º 42' 10.23" Ε ΒΝ

300
175 40º 12' 43.07" Νº 23 42' 09.75" Ε ΒΝ
176 40º 12' 50.46" Νº 23 41' 52.92" Ε ΒΝ
177 40º 12' 26.85" Νº 23 41' 30.89" Ε Α
178 40º 12' 16.36" Νº 23 41' 49.24" Ε ΒΝ
179 40º 11' 59.20" Νº 23 41' 54.45" Ε Πρ.
180 40º 11' 51.68" Νº 23 41' 56.34" Ε Πρ.
181 40º 11' 42.91" Νº 23 41' 52.12" Ε ΒΝ
182 40º 11' 43.10" Ν 23º 41' 55.84" Ε ΒΝ
183 40º 11' 43.25" Ν 23º 41' 58.73" Ε ΒΝ
184 40º 11' 41.98" Ν 23º 41' 58.84" Ε ΒΝ
185 40º 11' 40.24" Ν 23º 42' 01.89" Ε ΒΝ
186 40º 11' 36.35" Ν 23º 42' 00.16" Ε ΒΝ
187 40º 11' 39.46" Ν 23º 41' 59.06" Ε ΒΝ
188 40º 11' 23.51" Ν 23º 42' 09.56" Ε ΒΝ
189 40º 11' 25.95" Ν 23º 42' 13.92" Ε ΒΝ
191 40º 11' 18.50" Ν 23º 42' 17.05" Ε ΒΝ
192 40º 11' 16.31" Ν 23º 42' 17.65" Ε ΒΝ
193 40º 11' 16.30" Ν 23º 42' 36.32" Ε ΒΝ
194 40º 11' 14.13" Ν 23º 42' 37.34" Ε ΒΝ
195 40º 11' 12.22" Ν 23º 42' 37.09" Ε ΒΝ
196 40º 11' 07.46" Ν 23º 42' 43.31" Ε ΒΝ
197 40º 11' 06.24" Ν 23º 42' 44.22" Ε ΒΝ
198 40º 11' 03.15" Ν 23º 42' 45.75" Ε ΒΝ
199 40º 11' 05.55" Ν 23º 42' 36.83" Ε ΒΝ
200 40º 11' 05.30" Ν 23º 42' 31.88" Ε ΒΝ
201 40º 11' 05.68" Ν 23º 42' 26.86" Ε ΒΝ
202 40º 11' 08.21" Ν 23º 42' 26.65" Ε ΒΝ
203 40º 11' 12.18" Ν 23º 42' 30.04" Ε ΒΝ
204 40º 11' 10.03" Ν 23º 42' 31.47" Ε ΒΝ
205 40º 10' 49.47" Ν 23º 42' 51.08" Ε ΒΝ
206 40º 10' 58.57" Ν 23º 43' 14.35" Ε ΒΝ
207 40º 10' 55.00" Ν 23º 43' 25.45" Ε ΒΝ
208 40º 10' 22.71" Ν 23º 43' 00.85" Ε ΒΝ
209 40º 10' 22.62" Ν 23º 43' 05.42" Ε Α
210 40º 10' 24.62" Ν 23º 43' 07.32" Ε Α
211 40º 10' 26.84" Ν 23º 43' 13.77" Ε ΒΝ
213 40º 10' 16.46" Ν 23º 43' 27.93" Ε ΒΝ
214 40º 10' 05.73" Ν 23º 43' 28.85" Ε ΒΝ
215 40º 11' 19.74" Ν 23º 42' 54.28" Ε ΒΝ
216 40º 11' 18.88" Ν 23º 42' 56.01" Ε ΒΝ
217 40º 11' 16.44" Ν 23º 42' 57.88" Ε ΒΝ
218 40º 11' 11.74" Ν 23º 42' 59.12" Ε ΒΝ
219 40º 11' 11.71" Ν 23º 42' 52.07" Ε ΒΝ
220 40º 11' 14.04" Ν 23º 42' 54.35" Ε ΒΝ
221 40º 11' 15.51" Ν 23º 42' 52.15" Ε ΒΝ
223 40º 11' 47.55" Ν 23º 40' 59.43" Ε ΒΝ
224 40º 11' 48.96" Ν 23º 40' 55.98" Ε ΒΝ
225 40º 13' 31.51" Ν 23º 38' 29.69" Ε Πρ.
226 40º 14' 11.97" Ν 23º 40' 32.39" Ε Πρ.,A
227 40º 14' 18.79" Ν 23º 40' 54.63" Ε ΒΝ
228 40º 14' 31.42" Ν 23º 40' 53.53" Ε ΒΝ
229 40º 14' 49.44" Ν 23º 41' 11.48" Ε ΒΝ

301
230 40º 14' 26.77" Ν 23º 40' 36.91" Ε ΒΝ
231 40º 14' 49.94" Ν 23º 40' 31.16" Ε ΒΝ
233 40º 14' 47.10" Ν 23º 40' 25.18" Ε ΒΝ
235 40º 14' 27.60" Ν 23º 39' 56.98" Ε Πρ.,Α
236 40º 14΄12.26" Ν 23º 43' 48.92" Ε ΒΝ
237 40º 14' 04.01" Ν 23º 43' 49.90" Ε Πρ.
238 40º 14' 03.18" Ν 23º 43΄53.55" Ε ΒΝ
239 40º 13' 56.55" Ν 23º 43' 58.94" Ε ΒΝ
240 40º 13' 47.32" Ν 23º 44' 02.03" Ε ΒΝ
241 40º 13' 42.41" Ν 23º 44' 07.23" Ε Πρ.
242 40º 13' 37.03" Ν 23º 44' 12.71" Ε ΒΝ
243 40º 13' 38.44" Ν 23º 44' 24.18" Ε ΒΝ
244 40º 13' 47.96" Ν 23º 44' 21.04" Ε ΒΝ
245 40º 13' 48.93" Ν 23º 44' 31.02" Ε Α
246 40º 13' 50.33" Ν 23º 44' 36.25" Ε Α
247 40º 14' 01.05" Ν 23º 44' 27.06" Ε ΒΝ
248 40º 14' 03.40" Ν 23º 44' 26.67" Ε ΒΝ
249 40º 14' 05.34" Ν 23º 44' 28.30" Ε ΒΝ
250 40º 14' 07.46" Ν 23º 44' 25.61" Ε ΒΝ
251 40º 14' 13.73" Ν 23º 44' 28.86" Ε ΒΝ
252 40º 14' 14.58" Ν 23º 44' 28.33" Ε ΒΝ
253 40º 14' 15.35" Ν 23º 44' 30.15" Ε Πρ.
254 40º 14' 13.99" Ν 23º 44' 31.54" Ε ΒΝ
255 40º 14' 11.69" Ν 23º 44' 35.44" Ε ΒΝ
256 40º 14' 01.54" Ν 23º 45' 09.10" Ε Πρ.
257 40º 13' 58.94" Ν 23º 45' 09.92" Ε Α
258 40º 13' 45.54" Ν 23º 44' 45.23" Ε ΒΝ
259 40º 13' 42.68" Ν 23º 44' 49.61" Ε ΒΝ
260 40º 13' 40.91" Ν 23º 44' 40.54" Ε ΒΝ
261 40º 13' 42.64" Ν 23º 44' 42.98" Ε ΒΝ
262 40º 13' 37.76" Ν 23º 44' 41.84" Ε ΒΝ
263 40º 13' 39.31" Ν 23º 44' 45.48" Ε ΒΝ
264 40º 13' 32.60" Ν 23º 44' 43.87" Ε ΒΝ
265 40º 13' 34.07" Ν 23º 44' 46.74" Ε ΒΝ
266 40º 13' 31.29" Ν 23º 44' 48.76" Ε ΒΝ
267 40º 13' 28.79" Ν 23º 44' 44.50" Ε ΒΝ
268 40º 13' 28.97" Ν 23º 44' 46.42" Ε ΒΝ
269 40º 13' 29.56" Ν 23º 44' 43.20" Ε ΒΝ
270 40º 13' 27.91" Ν 23º 44' 47.76" Ε ΒΝ
271 40º 13' 30.16" Ν 23º 44' 55.58" Ε ΒΝ
272 40º 13' 23.52" Ν 23º 44' 48.49" Ε ΒΝ
273 40º 13' 24.48" Ν 23º 44' 55.35" Ε ΒΝ
274 40º 13' 20.63" Ν 23º 44' 55.60" Ε ΒΝ
275 40º 13' 21.19" Ν 23º 45' 07.59" Ε ΒΝ
276 40º 13' 26.29" Ν 23º 45' 07.92" Ε ΒΝ
277 40º 13' 27.13" Ν 23º 45' 10.51" Ε Πρ.
279 40º 13' 29.30" Ν 23º 45' 14.44" Ε ΒΝ
280 40º 13' 29.90" Ν 23º 45' 29.94" Ε ΒΝ
281 40º 13' 38.07" Ν 23º 45' 31.32" Ε ΒΝ
282 40º 13' 48.20" Ν 23º 45' 46.80" Ε ΒΝ
283 40º 13' 39.86" Ν 23º 45' 55.99" Ε Α
284 40º 13' 33.70" Ν 23º 45' 57.00" Ε ΒΝ

302
285 40º 13' 41.76" Ν 23º 45' 57.23" Ε ΒΝ
286 40º 13' 34.52" Ν 23º 46' 05.45" Ε ΒΝ
287 40º 13' 27.65" Ν 23º 45' 49.81" Ε ΒΝ
288 40º 13' 14.01" Ν 23º 45' 38.03" Ε ΒΝ
289 40º 13' 12.24" Ν 23º 45' 35.20" Ε ΒΝ
290 40º 13' 09.50" Ν 23º 45' 37.61" Ε ΒΝ
291 40º 12' 57.28" Ν 23º 45' 18.96" Ε ΒΝ
292 40º 13' 17.86" Ν 23º 43' 34.54" Ε ΒΝ
293 40º 13' 27.36" Ν 23º 43' 40.38" Ε ΒΝ
294 40º 13' 32.41" Ν 23º 44' 14.25" Ε ΒΝ
295 40º 13' 34.80" Ν 23º 44' 14.25" Ε ΒΝ
296 40º 13' 26.07" Ν 23º 44' 07.12" Ε ΒΝ
297 40º 13' 16.95" Ν 23º 44' 11.36" Ε ΒΝ
298 40º 13' 11.53" Ν 23º 44' 13.82" Ε ΒΝ
299 40º 12' 31.35" Ν 23º 44' 26.32" Ε ΒΝ
300 40º 12' 43.07" Ν 23º 44' 55.19" Ε ΒΝ
301 40º 12' 31.95" Ν 23º 45' 15.74" Ε ΒΝ
302 40º 12' 27.19" Ν 23º 45' 18.87" Ε ΒΝ
303 40º 12' 22.02" Ν 23º 45' 14.66" Ε ΒΝ
304 40º 12' 18.95" Ν 23º 45' 19.85" Ε ΒΝ
305 40º 12' 14.33" Ν 23º 45' 18.27" Ε ΒΝ
306 40º 12' 02.22" Ν 23º 44' 29.98" Ε Πρ.
307 40º 11' 43.33" Ν 23º 43' 51.78" Ε ΒΝ
308 40º 11' 28.51" Ν 23º 45' 43.39" Ε ΒΝ
314 40º 10' 27.54" Ν 23º 43' 47.19" Ε ΒΝ
315 40º 10' 25.23" Ν 23º 43' 47.69" Ε ΒΝ
316 40º 10' 20.01" Ν 23º 43' 37.13" Ε ΒΝ
317 40º 10' 15.22" Ν 23º 43' 39.87" Ε ΒΝ
319 40º 09' 57.41" Ν 23º 43' 43.60" Ε ΒΝ
320 40º 09' 59.07" Ν 23º 43' 48.39" Ε ΒΝ
321 40º 10' 03.36" Ν 23º 43' 49.63" Ε ΒΝ
322 40º 10' 05.54" Ν 23º 43' 51.64" Ε ΒΝ
323 40º 10' 04.97" Ν 23º 43' 54.04" Ε ΒΝ
324 40º 10' 04.57" Ν 23º 43' 56.06" Ε ΒΝ
325 40º 10' 03.51" Ν 23º 43' 54.29" Ε ΒΝ
326 40º 10' 01.39" Ν 23º 43' 56.98" Ε ΒΝ
327 40º 10' 02.01" Ν 23º 44' 00.38" Ε ΒΝ
329 40º 09' 53.62" Ν 23º 43' 59.62" Ε ΒΝ
330 40º 10' 00.72" Ν 23º 44' 20.86" Ε ΒΝ
331 40º 09' 51.77" N 23º 44' 14.55" E BN
332 40º 09' 53.18" N 23º 44' 29.12" E BN
334 40º 09' 51.97" Ν 23º 44' 28.93" Ε ΒΝ
335 40º 09' 49.08" Ν 23º 44' 29.80" Ε ΒΝ
336 40º 09' 49.85" Ν 23º 44' 34.74" Ε ΒΝ
337 40º 09' 53.01" Ν 23º 44' 39.67" Ε ΒΝ
340 40º 10' 00.64" Ν 23º 45' 15.43" Ε Πρ.
341 40º 10' 06.32" Ν 23º 45' 18.78" Ε Πρ.
344 40º 09' 48.54" Ν 23º 46' 33.80" Ε ΒΝ
347 40º 09' 55.09" Ν 23º 47' 57.28" Ε ΒΝ
348 40º 09' 55.03" Ν 23º 48' 24.57" Ε ΒΝ
349 40º 11' 03.19" Ν 23º 46' 05.11" Ε ΒΝ
350 40º 11' 25.03" Ν 23º 46' 36.97" Ε ΒΝ

303
351 40º 11' 03.00" Ν 23º 46' 37.10" Ε Πρ.,Α
352 40º 11' 02.06" Ν 23º 46' 42.71" Ε ΒΝ
353 40º 10' 53.05" Ν 23º 46' 48.10" Ε ΒΝ
354 40º 10' 54.59" Ν 23º 46' 57.17" Ε ΒΝ
357 40º 11' 13.20" Ν 23º 47' 36.61" Ε Α,ΒΝ
358 40º 10' 26.39" Ν 23º 49' 15.12" Ε ΒΝ
359 40º 10' 17.91" Ν 23º 49' 44.57" Ε ΒΝ
360 40º 10' 38.65" Ν 23º 49' 55.97" Ε ΒΝ
361 40º 10' 06.76" Ν 23º 51' 16.41" Ε ΒΝ
362 40º 10' 05.15" Ν 23º 51' 18.23" Ε ΒΝ
363 40º 10' 04.52" Ν 23º 51' 14.83" Ε ΒΝ
364 40º 10' 06.50" Ν 23º 51' 13.72" Ε ΒΝ
365 40º 11' 12.21" Ν 23º 49' 05.23" Ε Πρ.
367 40º 11' 33.19" Ν 23º 48' 38.77" Ε Πρ.
368 40º 11' 39.41" Ν 23º 48' 13.58" Ε ΒΝ
369 40º 11' 49.34" Ν 23º 48' 17.79" Ε Α,ΒΝ
370 40º 11' 55.27" Ν 23º 48' 08.24" Ε Α,ΒΝ
371 40º 12' 40.00" Ν 23º 47' 47.27" Ε Α,ΒΝ
373 40º 13' 19.59" Ν 23º 47' 25.49" Ε ΒΝ
374 40º 12' 03.13" Ν 23º 47' 41.61" Ε ΒΝ
376 40º 12' 02.87" Ν 23º 47' 29.57" Ε ΒΝ
378 40º 12' 00.88" Ν 23º 47' 18.20" Ε ΒΝ
379 40º 12' 12.19" Ν 23º 47' 05.81" Ε ΒΝ
380 40º 12' 29.37" Ν 23º 46' 55.56" Ε Α
381 40º 12' 26.26" Ν 23º 46' 57.25" Ε Α
382 40º 12' 22.80" Ν 23º 46' 49.24" Ε ΒΝ
383 40º 12' 19.76" Ν 23º 46' 48.57" Ε ΒΝ
384 40º 12' 20.01" Ν 23º 46' 41.90" Ε ΒΝ
385 40º 12' 19.31" Ν 23º 46' 31.49" Ε Πρ.,Α
386 40º 12' 15.50" Ν 23º 46' 32.12" Ε ΒΝ
387 40º 12' 13.99" Ν 23º 46' 28.86" Ε ΒΝ
388 40º 12' 17.22" Ν 23º 46' 28.33" Ε ΒΝ
389 40º 12' 20.62" Ν 23º 46' 26.60" Ε ΒΝ
390 40º 12' 26.34" Ν 23º 46' 24.09" Ε ΒΝ
391 40º 12' 26.56" Ν 23º 46' 26.40" Ε ΒΝ
392 40º 12' 29.05" Ν 23º 46' 27.54" Ε ΒΝ
393 40º 12' 33.09" Ν 23º 46' 38.57" Ε ΒΝ
394 40º 12' 36.09" Ν 23º 46' 35.74" Ε Α
395 40º 12' 38.66" Ν 23º 46' 37.65" Ε ΒΝ
396 40º 12' 40.38" Ν 23º 46' 33.86" Ε ΒΝ
397 40º 12' 42.76" Ν 23º 46' 33.86" Ε ΒΝ
398 40º 12' 43.16" Ν 23º 46' 28.72" Ε ΒΝ
399 40º 12' 45.36" Ν 23º 46' 33.04" Ε ΒΝ
400 40º 12' 47.41" Ν 23º 46' 29.58" Ε ΒΝ
401 40º 12' 50.86" Ν 23º 46' 28.23" Ε ΒΝ
402 40º 12' 50.39" Ν 23º 46' 35.72" Ε ΒΝ
403 40º 12' 55.22" Ν 23º 46' 33.36" Ε ΒΝ
404 40º 12' 55.58" Ν 23º 46' 27.84" Ε Α,ΒΝ
405 40º 12' 58.29" Ν 23º 46' 28.17" Ε ΒΝ
406 40º 13' 00.20" Ν 23º 46' 23.18" Ε ΒΝ
407 40º 13' 03.50" Ν 23º 46' 26.53" Ε ΒΝ
408 40º 13' 05.91" Ν 23º 46' 20.67" Ε ΒΝ

304
409 40º 13' 05.33" Ν 23º 46' 27.01" Ε ΒΝ
410 40º 13' 13.72" Ν 23º 46' 24.45" Ε ΒΝ
411 40º 13' 11.44" Ν 23º 46' 16.25" Ε ΒΝ
412 40º 13' 12.98" Ν 23º 46' 19.89" Ε ΒΝ
413 40º 13' 16.13" Ν 23º 46' 21.71" Ε Α,ΒΝ
414 40º 13' 17.30" Ν 23º 46' 15.28" Ε Α
415 40º 13' 19.03" Ν 23º 46' 17.72" Ε Α
416 40º 13' 21.62" Ν 23º 46' 10.66" Ε ΒΝ
417 40º 13' 22.21" Ν 23º 46' 13.96" Ε ΒΝ
418 40º 13' 21.97" Ν 23º 46' 26.60" Ε ΒΝ
419 40º 13' 17.17" Ν 23º 46' 29.34" Ε ΒΝ
420 40º 13' 15.16" Ν 23º 46' 42.54" Ε ΒΝ
421 40º 13' 17.44" Ν 23º 46' 50 75" Ε ΒΝ
422 40º 13' 18.90" Ν 23º 46' 41.14" Ε ΒΝ
423 40º 13' 21.02" Ν 23º 46' 38.45" Ε ΒΝ
424 40º 13' 25.93" Ν 23º 46' 39.98" Ε Α
425 40º 13' 32.19" Ν 23º 46' 30.76" Ε Α
426 40º 13' 43.00" Ν 23º 46' 25.46" Ε ΒΝ
427 40º 13' 45.49" Ν 23º 46' 23.49" Ε ΒΝ
428 40º 13' 49.60" Ν 23º 46' 22.81" Ε ΒΝ
429 40º 13' 47.47" Ν 23º 46' 28.62" Ε Α
430 40º 13' 01.66" Ν 23º 47' 09.44" Ε ΒΝ
431 40º 13' 22.14" Ν 23º 47' 05.57" Ε ΒΝ
432 40º 13' 26.98" Ν 23º 47' 09.45" Ε ΒΝ
433 40º 13' 28.55" Ν 23º 46' 54.76" Ε ΒΝ
434 40º 13' 32.51" Ν 23º 46' 58.79" Ε ΒΝ
435 40º 13' 35.28" Ν 23º 46' 44.29" Ε ΒΝ
436 40º 09' 38.25" Ν 23º 44' 14.28" Ε ΒΝ
437 40º 09' 42.22" Ν 23º 44' 19.45" Ε Α,ΒΝ
438 40º 09' 44.25" Ν 23º 44' 21.50" Ε ΒΝ
439 40º 09' 44.03" Ν 23º 44' 24.34" Ε ΒΝ
442 40º 09' 40.46" Ν 23º 44' 28.16" Ε Πρ.
443 40º 06' 34.03" Ν 23º 47' 36.18" Ε Α
444 40º 09' 42.26" Ν 23º 44' 54.50" Ε ΒΝ
445 40º 09' 35.59" Ν 23º 45' 06.49" Ε ΒΝ
446 40º 09' 21.46" Ν 23º 45' 16.06" Ε Πρ.
448 40º 09' 31.62" Ν 23º 45' 36.71" Ε ΒΝ
450 40º 09' 28.14" Ν 23º 45' 56.99" Ε Πρ.
451 40º 09' 28.06" Ν 23º 46' 01.63" Ε ΒΝ
452 40º 09' 27.21" Ν 23º 46' 05.45" Ε ΒΝ
454 40º 09' 15.70" Ν 23º 45' 51.77" Ε ΒΝ
455 40º 09' 14.02" Ν 23º 45' 55.84" Ε ΒΝ
456 40º 09' 08.45" Ν 23º 45' 50.10" Ε ΒΝ
457 40º 09' 08.42" Ν 23º 45' 54.02" Ε ΒΝ
458 40º 09' 05.44" Ν 23º 45' 57.21" Ε ΒΝ
459 40º 09' 06.74" Ν 23º 45' 54.52" Ε ΒΝ
460 40º 09' 04.15" Ν 23º 45' 56.32" Ε ΒΝ
461 40º 09' 15.27" N 23º 46' 22.10" E BN
465 40º 09' 25.91" Ν 23º 46' 43.54" Ε Πρ.
467 40º 09' 06.03" Ν 23º 46' 31.97" Ε ΒΝ
468 40º 08' 57.37" Ν 23º 46' 34.40" Ε ΒΝ
470 40º 09' 20.90" Ν 23º 46' 51.81" Ε ΒΝ

305
471 40º 09' 11.93" Ν 23º 46' 58.14" Ε ΒΝ
472 40º 09' 13.05" Ν 23º 47' 15.45" Ε ΒΝ
473 40º 09' 10.80" Ν 23º 47' 19.80" Ε ΒΝ
474 40º 09' 15.21" Ν 23º 47' 22.89" Ε ΒΝ
477 40º 09' 40.65" Ν 23º 47' 36.63" Ε Πρ.
480 40º 08' 48.34" Ν 23º 47' 02.88" Ε Πρ.
481 40º 08' 44.35" Ν 23º 47' 12.00" Ε ΒΝ
482 40º 08' 42.19" Ν 23º 47' 11.71" Ε ΒΝ
483 40º 08' 39.78" Ν 23º 47' 11.04" Ε ΒΝ
484 40º 08' 32.57" Ν 23º 46' 26.47" Ε Α;,ΒΝ
485 40º 08' 41.42" Ν 23º 45' 49.75" Ε Α
486 40º 08' 41.03" Ν 23º 45' 01.79" Ε ΒΝ
487 40º 08' 48.22" Ν 23º 44' 21.62" Ε Πρ.,Α
488 40º 08' 49.60" Ν 23º 44' 21.44" Ε ΒΝ
489 40º 09' 17.02" Ν 23º 43' 58.96" Ε ΒΝ
490 40º 09' 22.56" Ν 23º 44' 01.48" Ε Α
491 40º 09' 23.51" Ν 23º 44' 03.39" Ε ΒΝ
492 40º 06' 12.64" Ν 23º 46' 43.30" Ε Α
493 40º 09' 37.06" Ν 23º 44' 01.24" Ε Α
495 40º 08' 00.72" Ν 23º 44' 52.89" Ε Πρ.,ΒΝ
496 40º 08' 21.52" Ν 23º 45' 31.38" Ε ΒΝ
497 40º 07' 55.41" Ν 23º 45' 36.87" Ε ΒΝ
498 40º 08' 05.86" Ν 23º 45' 36.10" Ε ΒΝ
499 40º 08' 01.63" Ν 23º 45' 44.84" Ε ΒΝ
500 40º 08' 04.87" Ν 23º 45' 52.42" Ε Πρ.
501 40º 08' 07.46" Ν 23º 45' 54.19" Ε ΒΝ
502 40º 08' 11.52" Ν 23º 46' 01.87" Ε ΒΝ
503 40º 07' 56.93" Ν 23º 46' 03.16" Ε ΒΝ
504 40º 07' 51.98" Ν 23º 46' 07.15" Ε ΒΝ
505 40º 07' 59.93" Ν 23º 46' 10.35" Ε Α
506 40º 07' 58.44" Ν 23º 46' 11.94" Ε Α
507 40º 07' 57.11" Ν 23º 46' 14.98" Ε Α
508 40º 08' 00.82" Ν 23º 46' 16.54" Ε Α
509 40º 07' 56.81" Ν 23º 46' 18.87" Ε Α
510 40º 07' 59.95" Ν 23º 46' 20.72" Ε ΒΝ
511 40º 08' 02.95" Ν 23º 46' 20.76" Ε ΒΝ
513 40º 08' 04.04" Ν 23º 46' 41.99" Ε ΒΝ
514 40º 08' 18.20" Ν 23º 46' 28.49" Ε Α
515 40º 08' 21.49" Ν 23º 46' 38.94" Ε Α
516 40º 08' 25.25" Ν 23º 46' 46.94" Ε Α
517 40º 08' 26.23" Ν 23º 47' 02.45" Ε ΒΝ
518 40º 08' 26.96" Ν 23º 47' 07.19" Ε Α
519 40º 08' 26.76" Ν 23º 47' 41.49" Ε ΒΝ
520 40º 08' 33.29" Ν 23º 47' 59.52" Ε ΒΝ
521 40º 08' 31.16" Ν 23º 48' 16.39" Ε ΒΝ
522 40º 08' 32.80" Ν 23º 48' 19.83" Ε ΒΝ
523 40º 08' 35.91" Ν 23º 48' 25.60" Ε ΒΝ
524 40º 08' 34.41" Ν 23º 48' 34.34" Ε ΒΝ
525 40º 08' 30.57" Ν 23º 48' 34.55" Ε ΒΝ
526 40º 08' 32.12" Ν 23º 48' 28.67" Ε Α, ΒΝ
527 40º 08' 29.93" Ν 23º 48' 21.59" Ε ΒΝ
528 40º 08' 01.86" Ν 23º 47' 03.16" Ε ΒΝ

306
529 40º 07' 46.57" Ν 23º 46' 10.01" Ε ΒΝ
530 40º 07' 44.88" Ν 23º 46' 18.04" Ε ΒΝ
531 40º 07' 41.47" Ν 23º 46' 19.35" Ε ΒΝ
532 40º 07' 42.00" Ν 23º 46' 01.90" Ε ΒΝ
533 40º 07' 41.27" Ν 23º 46' 04.31" Ε ΒΝ
534 40º 07' 39.18" Ν 23º 46' 06.53" Ε ΒΝ
535 40º 07' 35.10" Ν 23º 46' 10.38" Ε ΒΝ
536 40º 07' 33.56" Ν 23º 45' 56.22" Ε Α
537 40º 07' 29.64" Ν 23º 45' 52.05" Ε ΒΝ
538 40º 07' 26.99" Ν 23º 45' 54.56" Ε ΒΝ
539 40º 07' 23.63" Ν 23º 45' 55.54" Ε ΒΝ
540 40º 07' 21.42" Ν 23º 45' 55.96" Ε Α
541 40º 07' 25.71" Ν 23º 46' 04.04" Ε Α
542 40º 07' 31.83" Ν 23º 46' 28.07" Ε Α
543 40º 07' 31.45" Ν 23º 46' 32.31" Ε ΒΝ
544 40º 07' 31.71" Ν 23º 46' 43.07" Ε ΒΝ
545 40º 07' 32.71" Ν 23º 46' 44.28" Ε ΒΝ
546 40º 07' 36.47" Ν 23º 46' 48.70" Ε ΒΝ
547 40º 07' 35.38" Ν 23º 46' 52.13" Ε ΒΝ
548 40º 07' 33.62" Ν 23º 46' 53.69" Ε ΒΝ
549 40º 07' 33.43" Ν 23º 46' 56.16" Ε ΒΝ
550 40º 07' 30.73" Ν 23º 46' 52.23" Ε ΒΝ
551 40º 07' 32.22" Ν 23º 46' 48.27" Ε Α
552 40º 07' 28.05" Ν 23º 47' 19.76" Ε ΒΝ
553 40º 07' 20.65" Ν 23º 47' 09.48" Ε Α
554 40º 07' 22.17" Ν 23º 47' 03.97" Ε ΒΝ
555 40º 07' 19.63" Ν 23º 47' 01.48" Ε ΒΝ
556 40º 07' 19.90" Ν 23º 46' 57.95" Ε ΒΝ
557 40º 06' 58.27" Ν 23º 47' 12.59" Ε ΒΝ
558 40º 07' 14.83" Ν 23º 47' 31.58" Ε ΒΝ
559 40º 06' 38.21" Ν 23º 46' 31.70" Ε Α
560 40º 06' 22.25" Ν 23º 46' 33.16" Ε ΒΝ
561 40º 06' 17.40" Ν 23º 46' 35.73" Ε ΒΝ
562 40º 06' 15.07" Ν 23º 46' 41.14" Ε ΒΝ
563 40º 06' 14.04" Ν 23º 46' 43.86" Ε ΒΝ
564 40º 06' 12.47" Ν 23º 46' 46.51" Ε ΒΝ
565 40º 05' 32.01" Ν 23º 46' 50.09" Ε ΒΝ
566 40º 05' 24.51" Ν 23º 47' 30.53" Ε Α
567 40º 06' 34.64" Ν 23º 47' 28.40" Ε ΒΝ
568 40º 06' 39.88" Ν 23º 47' 27.66" Ε ΒΝ
569 40º 06' 37.60" Ν 23º 47' 35.94" Ε ΒΝ
570 40º 06' 37.84" Ν 23º 47' 39.90" Ε ΒΝ
571 40º 06' 25.17" Ν 23º 47' 37.36" Ε Α
572 40º 06' 23.44" Ν 23º 47' 37.50" Ε ΒΝ
573 40º 06' 22.93" Ν 23º 48' 06.19" Ε Α
574 40º 06' 53.45" Ν 23º 48' 35.71" Ε ΒΝ
575 40º 06' 56.38" Ν 23º 48' 18.41" Ε ΒΝ
576 40º 06' 59.59" Ν 23º 48' 23.83" Ε ΒΝ
577 40º 07' 02.27" Ν 23º 48' 28.09" Ε ΒΝ
578 40º 07' 10.15" Ν 23º 48' 07.76" Ε Α
579 40º 06' 58.53" Ν 23º 48' 44.59" Ε ΒΝ
580 40º 06' 59.57" Ν 23º 48' 54.70" Ε ΒΝ

307
581 40º 07' 48.16" Ν 23º 48' 33.63" Ε Α
582 40º 07' 33.76" Ν 23º 48' 38.29" Ε ΒΝ
583 40º 07' 23.60" Ν 23º 48' 36.15" Ε ΒΝ
584 40º 07' 20.90" Ν 23º 48' 39.70" Ε ΒΝ
585 40º 07' 18.04" Ν 23º 48' 40.26" Ε ΒΝ
586 40º 07' 14.90" Ν 23º 48' 40.43" Ε ΒΝ
587 40º 07' 14.68" Ν 23º 48' 46.37" Ε ΒΝ
588 40º 07' 13.67" Ν 23º 48' 50.40" Ε ΒΝ
589 40º 07' 18.91" Ν 23º 48' 47.39" Ε ΒΝ
590 40º 07' 24.53" Ν 23º 48' 49.23" Ε ΒΝ
592 40º 08' 03.71" Ν 23º 49' 21.89" Ε ΒΝ
593 40º 08' 03.36" Ν 23º 49' 30.80" Ε ΒΝ
594 40º 07' 07.32" Ν 23º 49' 15.66" Ε ΒΝ
595 40º 07' 05.25" Ν 23º 49' 33.02" Ε ΒΝ
596 40º 06' 57.53" Ν 23º 49' 18.76" Ε ΒΝ
597 40º 06' 40.91" Ν 23º 49' 29.59" Ε ΒΝ
598 40º 06' 30.15" Ν 23º 49' 28.16" Ε ΒΝ
599 40º 06' 31.17" Ν 23º 50' 09.15" Ε Α
600 40º 06' 14.31" Ν 23º 49' 40.91" Ε ΒΝ
601 40º 05' 51.58" Ν 23º 49' 38.39" Ε Α
602 40º 05' 44.95" Ν 23º 49' 38.04" Ε ΒΝ
603 40º 05' 47.30" Ν 23º 49' 42.83" Ε ΒΝ
604 40º 05' 51.77" Ν 23º 49' 46.68" Ε ΒΝ
605 40º 05' 51.78" Ν 23º 49' 51.31" Ε ΒΝ
606 40º 05' 53.89" Ν 23º 48' 37.31" Ε ΒΝ
607 40º 05' 48.50" Ν 23º 48' 34.24" Ε Α
608 40º 05' 46.43" Ν 23º 48' 13.58" Ε ΒΝ
609 40º 05' 38.17" Ν 23º 48' 27.70" Ε Α
610 40º 05' 43.05" Ν 23º 48' 00.79" Ε ΒΝ
611 40º 05' 25.24" Ν 23º 48' 13.21" Ε Πρ.,Α
612 40º 05' 25.49" Ν 23º 48' 11.74" Ε Α
613 40º 05' 21.60" Ν 23º 48' 09.09" Ε Α
614 40º 05' 15.20" Ν 23º 48' 02.64" Ε Α
615 40º 05' 59.44" Ν 23º 48' 19.24" Ε Α
616 40º 04' 47.80" Ν 23º 48' 15.93" Ε Α
617 40º 04' 39.55" Ν 23º 47' 54.55" Ε Πρ.,Α
618 40º 04' 37.78" Ν 23º 48' 38.28" Ε Α
619 40º 05' 09.19" Ν 23º 48' 52.88" Ε Πρ.,Α
620 40º 05' 07.54" Ν 23º 48' 46.24" Ε ΒΝ
621 40º 05' 27.77" Ν 23º 48' 33.48" Ε Α,ΒΝ;
622 40º 05' 28.24" Ν 23º 48' 37.73" Ε Α,ΒΝ;
623 40º 05' 35.10" Ν 23º 48' 43.80" Ε ΒΝ
624 40º 05' 33.48" Ν 23º 48' 46.42" Ε ΒΝ
625 40º 05' 32.48" Ν 23º 48' 47.68" Ε ΒΝ
626 40º 05' 30.29" Ν 23º 48' 53.75" Ε Α
627 40º 05' 29.51" Ν 23º 49' 07.92" Ε Α
628 40º 05' 35.26" Ν 23º 49' 06.47" Ε ΒΝ
630 40º 05' 33.36" Ν 23º 49' 13.14" Ε ΒΝ
631 40º 05' 27.02" Ν 23º 49' 25.22" Ε ΒΝ
632 40º 05' 21.78" Ν 23º 49' 44.81" Ε ΒΝ
633 40º 05' 08.17" Ν 23º 50' 21.57" Ε Α
634 40º 05' 04.83" Ν 23º 50' 34.50" Ε Α

308
635 40º 04' 42.82" Ν 23º 52' 53.27" Ε Α
636 40º 05' 49.76" Ν 23º 51' 37.73" Ε ΒΝ
637 40º 05' 37.26" Ν 23º 50' 00.54" Ε ΒΝ
638 40º 05' 32.41" Ν 23º 49' 56.59" Ε ΒΝ
639 40º 05' 32.10" Ν 23º 49' 51.35" Ε ΒΝ
640 40º 05' 32.84" Ν 23º 49' 46.93" Ε ΒΝ
641 40º 07' 00.78" Ν 23º 50' 37.73" Ε ΒΝ
642 40º 07' 03.85" Ν 23º 50' 33.46" Ε ΒΝ
643 40º 07' 07.03" Ν 23º 50' 37.97" Ε ΒΝ
644 40º 07' 48.98" Ν 23º 51' 04.87" Ε ΒΝ
645 40º 07' 48.68" Ν 23º 51' 16.11" Ε ΒΝ
646 40º 07' 42.17" Ν 23º 51' 57.48" Ε ΒΝ
647 40º 08' 26.28" Ν 23º 50' 55.95" Ε ΒΝ
648 40º 08' 49.33" Ν 23º 50' 52.24" Ε ΒΝ
649 40º 09' 24.46" Ν 23º 51' 55.31" Ε ΒΝ
650 40º 09' 28.11" Ν 23º 52' 04.08" Ε ΒΝ
652 40º 08' 37.90" Ν 23º 50' 21.68" Ε ΒΝ
653 40º 08' 42.13" Ν 23º 50' 15.17" Ε Α
654 40º 08' 41.94" Ν 23º 50' 06.88" Ε ΒΝ
655 40º 08' 47.53" Ν 23º 50' 06.41" Ε Α
657 40º 08' 50.71" Ν 23º 50' 10.92" Ε ΒΝ
658 40º 08' 48.51" Ν 23º 50' 12.35" Ε ΒΝ
659 40º 09' 14.07" Ν 23º 53' 28.12" Ε ΒΝ
660 40º 09' 16.62" Ν 23º 53' 46.70" Ε ΒΝ
661 40º 09' 20.36" Ν 23º 54' 52.83" Ε ΒΝ
662 40º 09' 02.99" Ν 23º 55' 00.21" Ε ΒΝ
663 40º 09' 08.94" Ν 23º 53' 28.19" Ε ΒΝ
664 40º 07' 02.37" Ν 23º 53' 13.09" Ε ΒΝ
665 40º 07' 01.57" Ν 23º 53' 10.81" Ε ΒΝ
666 40º 06' 58.24" Ν 23º 53' 11.91" Ε ΒΝ
667 40º 06' 59.17" Ν 23º 52' 15.78" Ε ΒΝ
668 40º 06' 52.43" Ν 23º 53' 06.65" Ε ΒΝ
669 40º 06' 50.68" Ν 23º 53' 07.69" Ε ΒΝ
670 40º 06' 49.10" Ν 23º 53' 07.75" Ε ΒΝ
671 40º 06' 49.83" Ν 23º 53' 03.33" Ε ΒΝ
672 40º 06' 47.56" Ν 23º 53' 09.88" Ε ΒΝ
673 40º 06' 45.01" Ν 23º 53' 08.64" Ε ΒΝ
674 40º 05' 30.75" Ν 23º 54' 11.31" Ε ΒΝ
675 40º 04' 59.41" Ν 23º 54' 19.34" Ε ΒΝ
676 40º 04' 57.12" Ν 23º 54' 21.75" Ε ΒΝ
677 40º 04' 56.30" Ν 23º 54' 31.29" Ε ΒΝ
678 40º 04' 51.76" Ν 23º 54' 32.56" Ε ΒΝ
679 40º 04' 41.14" Ν 23º 54' 37.24" Ε Πρ.
680 40º 04' 38.82" Ν 23º 54' 41.72" Ε ΒΝ
681 40º 04' 19.27" N 23º 47' 17.95" E Πρ.
682 40º 04' 27.84" Ν 23º 47' 49.18" Ε Α
683 40º 03' 59.21" Ν 23º 48' 33.49" Ε Α
684 40º 03' 44.95" Ν 23º 48' 34.06" Ε Α
685 40º 03' 08.87" Ν 23º 49' 57.69" Ε Α
687 40º 01' 25.80" Ν 23º 50' 12.22" Ε Α
688 40º 01' 16.99" Ν 23º 51' 35.52" Ε ΒΝ
689 40º 00' 40.10" Ν 23º 51' 41.96" Ε ΒΝ

309
692 40º 00' 35.63" Ν 23º 51' 54.56" Ε ΒΝ
693 40º 00' 31.03" Ν 23º 52' 05.58" Ε Πρ.
694 40º 02' 57.92" Ν 23º 50' 26.12" Ε ΒΝ
695 40º 03' 01.89" Ν 23º 50' 44.73" Ε ΒΝ
696 40º 02' 58.20" Ν 23º 50' 50.36" Ε ΒΝ
697 40º 02' 47.00" Ν 23º 50' 48.48" Ε ΒΝ
698 40º 02' 37.82" Ν 23º 50' 56.89" Ε ΒΝ
699 40º 02' 29.57" Ν 23º 50' 59.17" Ε Α
700 40º 02' 21.93" Ν 23º 50' 55.45" Ε ΒΝ
701 40º 03' 04.75" Ν 23º 50' 51.20" Ε ΒΝ
702 40º 03' 05.77" Ν 23º 50' 59.20" Ε ΒΝ
703 40º 03' 14.96" Ν 23º 51' 09.46" Ε ΒΝ
704 40º 03' 08.37" Ν 23º 51' 18.97" Ε Πρ.
705 40º 03' 07.81" Ν 23º 51' 10.58" Ε Πρ.,Α,ΒΝ
706 40º 03' 04.82" Ν 23º 51' 02.53" Ε ΒΝ
707 40º 03' 04.50" Ν 23º 51' 04.50" Ε ΒΝ
708 40º 03' 01.96" Ν 23º 51' 07.89" Ε ΒΝ
709 40º 03' 02.43" Ν 23º 51' 12.13" Ε ΒΝ
710 40º 03' 14.16" Ν 23º 51' 31.42" Ε ΒΝ
711 40º 03' 21.55" Ν 23º 51' 31.98" Ε ΒΝ
712 40º 03' 31.56" Ν 23º 51' 33.29" Ε ΒΝ
713 40º 03' 37.22" Ν 23º 51' 43.23" Ε Πρ.
714 40º 03' 40.60" Ν 23º 51' 44.19" Ε Πρ.
715 40º 03' 02.58" Ν 23º 51' 33.86" Ε ΒΝ
716 40º 02' 53.08" Ν 23º 51' 38.86" Ε ΒΝ
717 40º 02' 44.08" Ν 23º 51' 12.64" Ε ΒΝ
718 40º 02' 50.31" Ν 23º 51' 31.91" Ε ΒΝ
719 40º 02' 47.00" Ν 23º 51' 25.82" Ε ΒΝ
720 40º 02' 45.39" Ν 23º 51' 16.62" Ε ΒΝ
721 40º 02' 44.08" Ν 23º 51' 12.64" Ε ΒΝ
722 40º 02' 36.61" Ν 23º 51' 07.94" Ε ΒΝ
723 40º 02' 36.51" Ν 23º 51' 09.20" Ε Πρ.
724 40º 02' 30.77" Ν 23º 51' 09.88" Ε ΒΝ
725 40º 02' 27.98" Ν 23º 51' 10.11" Ε ΒΝ
726 40º 02' 22.78" Ν 23º 51' 15.31" Ε ΒΝ
727 40º 02' 37.84" Ν 23º 51' 17.03" Ε ΒΝ
728 40º 02' 36.09" Ν 23º 51' 18.08" Ε ΒΝ
729 40º 02' 36.89" Ν 23º 51' 20.36" Ε ΒΝ
730 40º 02' 38.15" Ν 23º 51' 22.26" Ε Πρ.
731 40º 02' 39.62" Ν 23º 51' 25.25" Ε Πρ.
732 40º 02' 37.95" Ν 23º 51' 25.80" Ε Πρ.
733 40º 02' 38.83" Ν 23º 51' 27.60" Ε Πρ.
734 40º 02' 41.67" Ν 23º 51' 29.44" Ε Πρ.
735 40º 02' 31.63" Ν 23º 51' 30.68" Ε Πρ.
736 40º 02' 28.84" Ν 23º 51' 19.09" Ε ΒΝ
737 40º 02' 29.80" Ν 23º 51' 20.39" Ε ΒΝ
738 40º 02' 30.77" Ν 23º 51' 21.70" Ε ΒΝ
739 40º 02' 32.23" Ν 23º 51' 24.69" Ε ΒΝ
740 40º 02' 31.99" Ν 23º 51' 26.16" Ε ΒΝ
741 40º 02' 31.03" N 23º 51' 24.86" E BN
742 40º 02' 30 70" N 23º 51' 26.82" E BN
743 40º 02' 29.32" N 23º 51' 27.97" E BN

310
744 40º 02' 27.82" N 23º 51' 27.54" Ε ΒΝ
745 40º 02' 29.21" Ν 23º 51' 31.02" Ε ΒΝ
746 40º 02' 29.54" Ν 23º 51' 29.06" Ε ΒΝ
747 40º 02' 28.91" Ν 23º 51' 30.42" Ε ΒΝ
748 40º 02' 28.05" Ν 23º 51' 33.26" Ε ΒΝ
749 40º 02' 26.84" Ν 23º 51' 33.43" Ε ΒΝ
750 40º 02' 29.76" Ν 23º 51' 34.78" Ε ΒΝ
751 40º 02' 32.47" Ν 23º 51' 35.04" Ε ΒΝ
752 40º 02' 42.76" Ν 23º 51' 42.27" Ε ΒΝ
753 40º 02' 40.51" Ν 23º 51' 41.63" Ε ΒΝ
754 40º 02' 39.85" Ν 23º 51' 45.55" Ε Πρ.
755 40º 02' 36.06" Ν 23º 51' 42.41" Ε ΒΝ
756 40º 02' 36.07" Ν 23º 51' 47.03" Ε ΒΝ
757 40º 02' 39.33" Ν 23º 51' 51.04" Ε ΒΝ
758 40º 02' 39.91" Ν 23º 51' 52.23" Ε ΒΝ
759 40º 02' 43.32" Ν 23º 51' 50.64" Ε Πρ.
760 40º 02' 47.40" Ν 23º 51' 49.75" Ε ΒΝ
761 40º 02' 48.49" Ν 23º 51' 52.63" Ε Πρ.
762 40º 02' 42.42" Ν 23º 51' 56.03" Ε ΒΝ
763 40º 02' 43.97" Ν 23º 51' 58.52" Ε ΒΝ
764 40º 02' 43.56" Ν 23º 52' 00.97" Ε ΒΝ
765 40º 02' 43.07" Ν 23º 52' 03.91" Ε ΒΝ
766 40º 02' 42.57" Ν 23º 52' 06.84" Ε Πρ.
767 40º 02' 39.80" Ν 23º 52' 11.69" Ε Πρ.
768 40º 02' 39.79" Ν 23º 52' 07.07" Ε Πρ.
769 40º 02' 39.40" Ν 23º 52' 02.35" Ε ΒΝ
770 40º 02' 39.73" Ν 23º 52' 00.39" Ε ΒΝ
771 40º 02' 39.01" Ν 23º 51' 57.62" Ε ΒΝ
772 40º 02' 37.47" Ν 23º 51' 55.13" Ε ΒΝ
773 40º 02' 36.47" Ν 23º 51' 56.38" Ε ΒΝ
774 40º 02' 35.73" Ν 23º 52' 00.79" Ε Πρ.
775 40º 02' 36.86" Ν 23º 52' 01.11" Ε ΒΝ
776 40º 02' 35.32" Ν 23º 52' 03.23" Ε ΒΝ
777 40º 02' 32.24" Ν 23º 52' 02.87" Ε ΒΝ
778 40º 02' 31.84" Ν 23º 52' 05.32" Ε Πρ.
779 40º 02' 30.52" Ν 23º 51' 56.73" Ε ΒΝ
780 40º 02' 29.41" Ν 23º 52' 01.03' Ε Πρ.
781 40º 02' 28.17" Ν 23º 52' 03.76" Ε ΒΝ
782 40º 02' 29.88" Ν 23º 52' 05.27" Ε ΒΝ
784 40º 02' 26.85" Ν 23º 52' 06.97" Ε ΒΝ
785 40º 02' 26.05" Ν 23º 52' 04.69" Ε ΒΝ
786 40º 02' 25.87" Ν 23º 52' 01.05" Ε Πρ.
787 40º 02' 26.36" Ν 23º 51' 58.11" Ε Πρ.
788 40º 02' 24.74" Ν 23º 51' 56.11" Ε ΒΝ
789 40º 02' 23.17" Ν 23º 52' 00.79" Ε ΒΝ
790 40º 02' 21.74" Ν 23º 51' 55.25" Ε ΒΝ
791 40º 02' 20.37" Ν 23º 51' 56.40" Ε Πρ.
792 40º 02' 21.17" Ν 23º 51' 58.68" Ε ΒΝ
793 40º 02' 21.59" Ν 23º 52' 00.85" Ε ΒΝ
794 40º 02' 19.87" Ν 23º 52' 11.13" Ε ΒΝ
795 40º 02' 18.86" Ν 23º 52' 07.77" Ε Πρ.
796 40º 02' 17.62" Ν 23º 52' 10.49" Ε ΒΝ

311
797 40º 02' 17.43" Ν 23º 52' 02.23" Ε ΒΝ
798 40º 02' 16.57" Ν 23º 51' 53.27" Ε ΒΝ
799 40º 02' 15.09" Ν 23º 51' 57.46" Ε Πρ.
800 40º 02' 13.59" Ν 23º 51' 57.03" Ε ΒΝ
801 40º 02' 12.30" N 23º 51' 57.69" E Πρ.
802 40º 02' 15.86" Ν 23º 52' 06.91" Ε ΒΝ
803 40º 02' 13.08" Ν 23º 52' 07.14" Ε ΒΝ
804 40º 02' 10.68" Ν 23º 52' 12.10" Ε Πρ.
805 40º 02' 10.04" Ν 23º 52' 08.84" Ε Πρ.
806 40º 02' 08.81" Ν 23º 52' 16.18" Ε ΒΝ
807 40º 02' 07.19" Ν 23º 52' 14.18" Ε Πρ.
808 40º 02' 07.55" Ν 23º 52' 09.67" Ε Πρ.
809 40º 02' 08.48" Ν 23º 52' 01.73" Ε Πρ.
810 40º 02' 08.68" Ν 23º 54' 58.19" Ε ΒΝ
811 40º 02' 10.79" Ν 23º 51' 52.64" Ε Πρ.
812 40º 02' 11.74" Ν 23º 51' 49.32" Ε ΒΝ
813 40º 02' 10.89" Ν 23º 51' 44.98" Ε ΒΝ
814 40º 02' 07.06" Ν 23º 51' 44.40" Ε ΒΝ
815 40º 02' 04.23" Ν 23º 51' 42.56" Ε ΒΝ
816 40º 02' 02.18" Ν 23º 51' 38.39" Ε ΒΝ
817 40º 02' 01.46" Ν 23º 51' 35.62" Ε ΒΝ
818 40º 02' 06.82" Ν 23º 51' 45.87" Ε Πρ.
819 40º 02' 04.57" Ν 23º 51' 45.22" Ε Πρ.
820 40º 02' 04.32" Ν 23º 51' 46.69" Ε ΒΝ
821 40º 02' 03.75" Ν 23º 51' 50.12" Ε Πρ.
822 40º 02' 02.96" Ν 23º 51' 52.46" Ε ΒΝ
823 40º 02' 01.72" Ν 23º 51' 55.18" Ε ΒΝ
824 40º 02' 00.99" Ν 23º 51' 59.59" Ε ΒΝ
825 40º 02' 00.56" Ν 23º 51' 57.42" Ε ΒΝ
826 40º 01' 58.25" Ν 23º 52' 01.88" Ε ΒΝ
827 40º 01' 57.27" Ν 23º 51' 55.97" Ε ΒΝ
828 40º 01' 56.56" Ν 23º 51' 53.20" Ε ΒΝ
829 40º 02' 01.31" Ν 23º 51' 45.84" Ε Πρ.
830 40º 01' 59.07" Ν 23º 51' 45.20" Ε ΒΝ
831 40º 01' 58.32" Ν 23º 51' 44.98" Ε ΒΝ
832 40º 01' 57.53" Ν 23º 51' 42.70" Ε ΒΝ
833 40º 01' 56.27" Ν 23º 51' 40.81" Ε ΒΝ
834 40º 01' 57.04" Ν 23º 51' 45.64" Ε ΒΝ
835 40º 01' 56.80" Ν 23º 51' 51.73" Ε Πρ.
836 40º 01' 55.61" Ν 23º 51' 56.52" Ε Πρ.
837 40º 01' 54.70" Ν 23º 51' 57.28" Ε ΒΝ
838 40º 01' 53.82" Ν 23º 51' 55.49" Ε Πρ.
839 40º 01' 52.06" Ν 23º 51' 51.91" Ε Πρ.
840 40º 01' 50.89" Ν 23º 51' 49.53" Ε ΒΝ
841 40º 01' 48.97" Ν 23º 51' 46.93" Ε ΒΝ
842 40º 01' 46.80" Ν 23º 51' 45.80" Ε ΒΝ
843 40º 01' 35.27" Ν 23º 51' 46.61" Ε ΒΝ
844 40º 01' 31.29" Ν 23º 51' 51.14" Ε ΒΝ
845 40º 01' 32.97" Ν 23º 51' 55.70" Ε Πρ.
846 40º 01' 35.89" Ν 23º 51' 57.04" Ε ΒΝ
847 40º 01' 42.13" Ν 23º 51' 57.28" Ε ΒΝ
849 40º 01' 44.51" Ν 23º 51' 59.50" Ε ΒΝ

312
851 40º 01' 51.47" Ν 23º 52' 02.51" Ε ΒΝ
852 40º 01' 19.30" Ν 23º 52' 00.00" Ε ΒΝ
853 40º 01' 32.45" Ν 23º 51' 32.99" Ε ΒΝ
854 40º 01' 42.97" Ν 23º 51' 28.81" Ε ΒΝ
855 40º 01' 45.18" Ν 23º 51' 32.00" Ε ΒΝ
856 40º 01' 47.83" Ν 23º 51' 25.58" Ε ΒΝ
857 40º 01' 55.94" Ν 23º 51' 26.35" Ε ΒΝ
858 40º 02' 01.11" Ν 23º 51' 28.34" Ε ΒΝ
859 40º 02' 06.11" Ν 23º 51' 31.31" Ε ΒΝ
860 40º 02' 07.48" Ν 23º 51' 30.16" Ε ΒΝ
861 40º 02' 08.60" N 23º 51' 30.48" E BN
862 40º 02' 10.88" Ν 23º 51' 28.56" Ε ΒΝ
863 40º 02' 12.71" Ν 23º 51' 27.03" Ε ΒΝ
864 40º 02' 15.21" Ν 23º 51' 26.21" Ε ΒΝ
865 40º 02' 18.74" Ν 23º 51' 26.19" Ε ΒΝ
866 40º 02' 20.86" Ν 23º 51' 25.26" Ε ΒΝ
867 40º 02' 25.02" Ν 23º 51' 23.88" Ε ΒΝ
868 40º 02' 23.61" Ν 23º 51' 27.58" Ε ΒΝ
869 40º 02' 15.56" Ν 23º 51' 33.49" Ε ΒΝ
870 40º 02' 23.69" Ν 23º 51' 38.88" Ε ΒΝ
871 40º 02' 19.68" Ν 23º 51' 34.66" Ε ΒΝ
872 40º 02' 18.94" Ν 23º 51' 39.07" Ε ΒΝ
873 40º 02' 14.07" Ν 23º 51' 37.68" Ε Πρ.
874 40º 02' 12.67" Ν 23º 51' 41.38" Ε ΒΝ
875 40º 02' 11.13" Ν 23º 51' 43.51" Ε ΒΝ
876 40º 02' 09.51" Ν 23º 51' 41.51" Ε ΒΝ
877 40º 02' 08.63" Ν 23º 51' 39.72" Ε ΒΝ
878 40º 02' 06.95" Ν 23º 51' 35.65" Ε ΒΝ
882 40º 03' 17.86" Ν 23º 51' 51.33" Ε ΒΝ
883 40º 03' 12.38" Ν 23º 51' 50.91" Ε ΒΝ
884 23º 52' 19.60" Ν 23º 52' 03.31" Ε ΒΝ
885 40º 03' 18.50" Ν 23º 52' 09.11" Ε ΒΝ
886 40º 03' 20.84" Ν 23º 52' 11.53" Ε ΒΝ
887 40º 03' 22.64" Ν 23º 52' 14.98" Ε Πρ.
888 40º 03' 09.10" Ν 23º 52' 07.27" Ε ΒΝ
889 40º 02' 59.37" Ν 23º 52' 13.28" Ε Πρ.
890 40º 02' 58.88" Ν 23º 52' 09.85" Ε ΒΝ
891 40º 02' 57.58" Ν 23º 52' 05.06" Ε ΒΝ
892 40º 02' 55.05" Ν 23º 51' 58.52" Ε ΒΝ
893 40º 02' 56.49" Ν 23º 52' 14.60" Ε ΒΝ
894 40º 02' 54.43" Ν 23º 52' 10.47" Ε ΒΝ
895 40º 02' 53.10" Ν 23º 52' 13.19" Ε ΒΝ
896 40º 02' 48.46" Ν 23º 52' 04.92" Ε ΒΝ
897 40º 02' 47.91" Ν 23º 52' 12.08" Ε Πρ.
898 40º 02' 46.24" Ν 23º 52' 20.26" Ε ΒΝ
899 40º 02' 40.48" Ν 23º 52' 20.87" Ε Πρ.
900 40º 02' 36.83" Ν 23º 52' 19.11" Ε ΒΝ
901 40º 02' 37.58" Ν 23º 52' 23.90" Ε Πρ.
902 40º 02' 22.72" Ν 23º 52' 17.88" Ε ΒΝ
903 40º 02' 22.67" Ν 23º 52' 23.69" Ε Πρ.
904 40º 02' 18.26" Ν 23º 52' 19.86" Ε Πρ.
905 40º 02' 19.23" Ν 23º 52' 28.42" Ε ΒΝ

313
906 40º 02' 15.32" Ν 23º 52' 27.00" Ε ΒΝ
907 40º 02' 11.18" Ν 23º 52' 21.47" Ε ΒΝ
908 40º 02' 12.72" Ν 23º 52' 24.57" Ε ΒΝ
909 40º 02' 10.36" Ν 23º 52' 25.56" Ε ΒΝ
910 40º 02' 12.43" Ν 23º 52' 27.98" Ε ΒΝ
911 40º 02' 11.09" Ν 23º 52' 32.40" Ε ΒΝ
912 40º 02' 11.74" Ν 23º 52' 17.72" Ε ΒΝ
913 40º 02' 09.85" Ν 23º 52' 24.19" Ε ΒΝ
914 40º 02' 09.04" Ν 23º 52' 27.25" Ε ΒΝ
915 40º 02' 08.22" Ν 23º 52' 32.02" Ε ΒΝ
916 40º 02' 04.62" Ν 23º 52' 24.45" Ε ΒΝ
917 40º 02' 03.83" Ν 23º 52' 24.78" Ε ΒΝ
918 40º 02' 03.23" Ν 23º 52' 33.66" Ε Πρ.
919 40º 02' 00.38" Ν 23º 52' 30 88" Ε Πρ.
920 40º 02' 06.24" Ν 23º 52' 32.40" Ε ΒΝ
921 40º 01' 49.78" Ν 23º 52' 15.70" Ε Πρ.
922 40º 01' 46.14" Ν 23º 52' 13.26" Ε ΒΝ
923 40º 01' 44.54" Ν 23º 52' 16.99" Ε ΒΝ
924 40º 01' 48.67" Ν 23º 52' 23.20" Ε ΒΝ
925 40º 01' 45.01" Ν 23º 52' 23.15" Ε ΒΝ
926 40º 01' 47.07" Ν 23º 52' 27.27" Ε ΒΝ
927 40º 01' 46.26" Ν 23º 52' 30.34" Ε ΒΝ
928 40º 01' 53.79" Ν 23º 52' 36.25" Ε Πρ.
929 40º 01' 42.11" Ν 23º 52' 26.18" Ε ΒΝ
930 40º 01' 46.23" Ν 23º 52' 34.09" Ε ΒΝ
931 40º 01' 43.60" Ν 23º 52' 35.08" Ε ΒΝ
932 40º 01' 38.72" Ν 23º 52' 24.08" Ε ΒΝ
933 40º 01' 38.75" Ν 23º 52' 20.67" Ε ΒΝ
934 40º 01' 41.65" Ν 23º 52' 17.97" Ε Α
935 40º 01' 39.84" Ν 23º 52' 15.90" Ε ΒΝ
936 40º 01' 39.30" Ν 23º 52' 18.28" Ε ΒΝ
937 40º 01' 38.01" Ν 23º 52' 15.19" Ε ΒΝ
938 40º 01' 31.79" Ν 23º 52' 09.29" Ε ΒΝ
939 40º 01' 30.12" Ν 23º 52' 20.88" Ε ΒΝ
940 40º 01' 25.91" Ν 23º 52' 23.21" Ε ΒΝ
953 40º 01' 10.57" Ν 23º 52' 13.09" Ε ΒΝ
954 40º 01' 04.03" Ν 23º 52' 43.73" Ε ΒΝ
955 40º 01' 06.11" Ν 23º 52' 45.81" Ε ΒΝ
956 40º 01' 05.03" Ν 23º 52' 49.56" Ε Α
957 40º 01' 15.36" Ν 23º 53' 04.73" Ε ΒΝ
958 40º 01' 20.60" Ν 23º 52' 32.70" Ε ΒΝ
959 40º 01' 29.11" Ν 23º 52' 47.85" Ε ΒΝ
960 40º 01' 30.11" Ν 23º 52' 53.67" Ε ΒΝ
961 40º 01' 32.21" Ν 23º 52' 51.65" Ε ΒΝ
962 40º 01' 35.92" Ν 23º 52' 46.24" Ε ΒΝ
963 40º 01' 37.17" Ν 23º 52' 52.75" Ε ΒΝ
964 40º 01' 42.83" Ν 23º 53' 04.44" Ε ΒΝ
965 40º 01' 45.00" Ν 23º 52' 55.59" Ε ΒΝ
966 40º 01' 46.87" Ν 23º 52' 51.18" Ε ΒΝ
967 40º 01' 47.62" Ν 23º 52' 54.95" Ε ΒΝ
968 40º 01' 47.90" Ν 23º 52' 52.90" Ε ΒΝ
969 40º 01' 48.70" Ν 23º 52' 51.21" Ε ΒΝ

314
970 40º 01' 49.51" Ν 23º 52' 48.15" Ε ΒΝ
971 40º 01' 53.19" N 23º 52' 45.12" E BN
972 40º 01' 53.18" Ν 23º 52' 47.17" Ε ΒΝ
973 40º 01' 53.71" Ν 23º 52' 45.47" Ε ΒΝ
974 40º 01' 56.33" Ν 23º 52' 45.51" Ε ΒΝ
975 40º 02' 00.52" Ν 23º 52' 45.23" Ε ΒΝ
976 40º 02' 04.48" Ν 23º 52' 40.85" Ε ΒΝ
977 40º 02' 08.38" Ν 23º 52' 56.89" Ε Πρ.
978 40º 02' 03.56" Ν 23º 52' 56.89" Ε ΒΝ
979 40º 02' 05.12" Ν 23º 52' 56.91" Ε ΒΝ
980 40º 02' 06.65" Ν 23º 53' 02.40" Ε ΒΝ
981 40º 02' 06.61" Ν 23º 53' 06.84" Ε Πρ.
982 40º 02' 09.23" Ν 23º 53' 06.53" Ε Πρ.
983 40º 02' 07.97" Ν 23º 53' 00.71" Ε Πρ.
984 40º 02' 12.97" Ν 23º 53' 01.80" Ε Πρ.
985 40º 02' 13.16" Ν 23º 53' 05.57" Ε Πρ.
986 40º 02' 25.53" Ν 23º 53' 05.69" Ε ΒΝ
987 40º 02' 23.64" Ν 23º 53' 03.67" Ε ΒΝ
988 40º 02' 22.42" Ν 23º 52' 52.72" Ε ΒΝ
989 40º 02' 21.17" Ν 23º 52' 46.55"¨Ε Πρ.
990 40º 02' 29.50" Ν 23º 52' 50.43" Ε ΒΝ
991 40º 02' 32.26" Ν 23º 53' 04.48" Ε ΒΝ
992 40º 02' 37.48" Ν 23º 53' 06.26" Ε Πρ.
993 40º 02' 38.86" Ν 23º 52' 57.40" Ε Πρ.
994 40º 02' 39.07" Ν 23º 53' 02.87" Ε ΒΝ
995 40º 02' 40.64" Ν 23º 53' 02.89" Ε ΒΝ
996 40º 02' 41.72" Ν 23º 52' 59.15" Ε Πρ.
997 40º 02' 44.29" Ν 23º 53' 04.31" Ε ΒΝ
998 40º 02' 45.04" Ν 23º 53' 08.76" Ε Πρ.
999 40º 02' 45.08" Ν 23º 53' 03.98" Ε Πρ.
1000 40º 02' 46.62" Ν 23º 53' 08.10" Ε Πρ.
1001 40º 02' 49.30" Ν 23º 53' 00.28" Ε Πρ.
1002 40º 02' 55.88" Ν 23º 52' 54.91" Ε Πρ.
1003 40º 02' 54.26" Ν 23º 53' 01.04" Ε ΒΝ
1004 40º 02' 55.27" Ν 23º 53' 04.81" Ε ΒΝ
1005 40º 03' 00.27" Ν 23º 53' 01.47" Ε Πρ.
1006 40º 03' 04.41" Ν 23º 53' 07.68" Ε Πρ.
1007 40º 03' 05.75" Ν 23º 53' 02.91" Ε ΒΝ
1008 40º 03' 07.61" Ν 23º 52' 59.52" Ε ΒΝ
1009 40º 02' 17.35" Ν 23º 52' 34.20" Ε ΒΝ
1010 40º 02' 24.17" Ν 23º 52' 31.56" Ε ΒΝ
1011 40º 02' 23.84" Ν 23º 52' 39.76" Ε Πρ.
1012 40º 02' 27.26" Ν 23º 52' 37.42" Ε Πρ.
1013 40º 02' 29.10" Ν 23º 52' 36.42" Ε ΒΝ
1014 40º 02' 33.04" Ν 23º 52' 34.42" Ε Πρ.
1015 40º 02' 37.20" Ν 23º 52' 37.22" Ε Πρ.
1016 40º 02' 40.63" Ν 23º 52' 33.85" Ε ΒΝ
1017 40º 02' 44.74" Ν 23º 52' 42.45" Ε Πρ.
1018 40º 02' 44.77" Ν 23º 52' 38.35" Ε ΒΝ
1019 40º 02' 47.72" Ν 23º 52' 29.85" Ε Πρ.
1020 40º 02' 49.31" Ν 23º 52' 27.82" Ε ΒΝ
1021 40º 02' 52.71" Ν 23º 52' 27.87" Ε ΒΝ

315
1022 40º 02' 55.04" Ν 23º 52' 30.30" Ε ΒΝ
1023 40º 02' 58.45" Ν 23º 52' 29.32" Ε Πρ.
1024 40º 02' 59.50" Ν 23º 52' 28.99" Ε ΒΝ
1025 40º 03' 08.65" Ν 23º 52' 30.15" Ε Πρ.
1026 40º 03' 10.76" Ν 23º 52' 27.11" Ε Πρ.
1027 40º 02' 47.34" Ν 23º 52' 43.85" Ε ΒΝ
1028 40º 02' 51.27" Ν 23º 52' 43.57" Ε Πρ.
1029 40º 02' 51.07" Ν 23º 52' 36.05" Ε ΒΝ
1030 40º 02' 54.68" Ν 23º 52' 41.91" Ε Πρ.
1031 40º 02' 55.80" Ν 23º 52' 33.38" Ε ΒΝ
1032 40º 02' 57.84" Ν 23º 52' 40.25" Ε ΒΝ
1033 40º 02' 59.63" Ν 23º 52' 44.71" Ε ΒΝ
1034 40º 03' 01.23" Ν 23º 52' 40.64" Ε ΒΝ
1035 40º 03' 04.10" Ν 23º 52' 42.39" Ε ΒΝ
1036 40º 03' 12.18" Ν 23º 52' 45.24" Ε Πρ.
1037 40º 03' 13.72" Ν 23º 52' 49.02" Ε Πρ.
1038 40º 03' 15.05" Ν 23º 52' 46.30" Ε ΒΝ
1039 40º 03' 17.42" Ν 23º 52' 44.97" Ε Πρ.
1040 40º 03' 22.31" Ν 23º 52' 53.93" Ε ΒΝ
1041 40º 03' 24.47" Ν 23º 52' 45.41" Ε Πρ.
1042 40º 03' 24.77" Ν 23º 52' 40.98" Ε Πρ.
1043 40º 03' 23.55" Ν 23º 52' 30.37" Ε ΒΝ
1044 40º 03' 28.57" Ν 23º 52' 24.63" Ε Πρ.
1045 40º 03' 29.26" Ν 23º 52' 35.91" Ε Πρ.
1046 40º 03' 30.53" Ν 23º 52' 40.38" Ε ΒΝ
1047 40º 03' 28.93" Ν 23º 52' 44.11" Ε ΒΝ
1048 40º 03' 28.90" Ν 23º 52' 47.87" Ε Πρ.
1049 40º 03' 30.44" Ν 23º 52' 50.97" Ε Πρ.
1050 40º 03' 31.70" Ν 23º 52' 56.79" Ε Πρ.
1051 40º 03' 28.04" Ν 23º 52' 57.08" Ε ΒΝ
1052 40º 03' 30.35" Ν 23º 53' 01.90" Ε ΒΝ
1053 40º 03' 35.07" Ν 23º 52' 59.92" Ε ΒΝ
1054 40º 03' 38.51" Ν 23º 52' 55.87" Ε ΒΝ
1055 40º 03' 40.10" Ν 23º 52' 53.50" Ε Πρ.
1056 40º 03' 42.23" Ν 23º 52' 48.74" Ε Πρ.
1057 40º 03' 45.94" Ν 23º 52' 42.99" Ε Πρ.
1058 40º 03' 34.74" Ν 23º 52' 37.70" Ε ΒΝ
1059 40º 03' 37.38" Ν 23º 52' 34.60" Ε Πρ.
1060 40º 03' 40.55" Ν 23º 52' 30.61" Ε Πρ.
1061 40º 03' 45.34" Ν 23º 52' 21.45" Ε ΒΝ
1062 40º 03' 42.50" Ν 23º 52' 16.63" Ε ΒΝ
1063 40º 03' 39.24" Ν 23º 53' 02.03" Ε ΒΝ
1064 40º 03' 42.39" Ν 23º 53' 01.05" Ε Πρ.
1065 40º 03' 44.24" Ν 23º 52' 59.03" Ε Πρ.
1066 40º 03' 49.24" Ν 23º 52' 55.34" Ε Πρ.
1067 40º 03' 50.07" Ν 23º 52' 49.20" Ε Πρ.
1068 40º 03' 51.52" Ν 23º 52' 03.23" Ε Πρ.
1069 40º 03' 47.31" Ν 23º 53' 06.93" Ε Πρ.
1070 40º 04' 24.66" Ν 23º 53' 44.04" Ε ΒΝ
1071 40º 04' 06.04" Ν 23º 53' 49.24" Ε ΒΝ
1072 40º 04' 02.39" Ν 23º 53' 48.16" Ε ΒΝ
1073 40º 03' 52.20" Ν 23º 53' 46.30" Ε Πρ.

316
1074 40º 03' 46.62" Ν 23º 53' 26.40" Ε ΒΝ
1075 40º 03' 48.50" Ν 23º 53' 20.96" Ε ΒΝ
1076 40º 03' 46.68" Ν 23º 53' 19.91" Ε ΒΝ
1077 40º 03' 43.03" Ν 23º 53' 18.49" Ε ΒΝ
1078 40º 03' 39.70" Ν 23º 53' 09.90" Ε ΒΝ
1079 40º 03' 34.19" Ν 23º 53' 11.87" Ε Πρ.
1080 40º 03' 31.05" Ν 23º 53' 11.82" Ε Πρ.
1081 40º 03' 31.53" Ν 23º 53' 16.69" Ε ΒΝ
1082 40º 03' 28.64" Ν 23º 53' 18.62" Ε Πρ.
1083 40º 03' 26.79" Ν 23º 53' 20.99" Ε Α
1084 40º 03' 27.42" Ν 23º 53' 08.69" Ε ΒΝ
1085 40º 03' 25.83" Ν 23º 53' 10.38" Ε ΒΝ
1086 40º 03' 21.59" Ν 23º 53' 17.84" Ε Α
1087 40º 03' 21.03" Ν 23º 53' 21.59" Ε Πρ.
1089 40º 03' 19.69" Ν 23º 53' 26.01" Ε ΒΝ
1090 40º 03' 29.99" Ν 23º 53' 37.33" Ε ΒΝ
1091 40º 03' 27.35" N 23º 53' 47.31" E Πρ.
1092 40º 03' 30.53" Ν 23º 53' 42.57" Ε ΒΝ
1093 40º 03' 33.04" Ν 23º 53' 54.22" Ε ΒΝ
1094 40º 03' 29.57" Ν 23º 53' 31.96" Ε Πρ.
1095 40º 03' 34.83" Ν 23º 53' 28.96" Ε Πρ.
1096 40º 03' 38.51" Ν 23º 53' 26.63" Ε ΒΝ
1097 40º 03' 48.95" Ν 23º 54' 00.27" Ε Πρ.
1098 40º 03' 53.59" Ν 23º 54' 07.85" Ε Πρ.
1099 40º 04' 04.22" Ν 23º 54' 18.95" Ε ΒΝ
1100 40º 03' 41.92" Ν 23º 54' 26.48" Ε ΒΝ
1101 40º 03' 39.80" Ν 23º 54' 29.18" Ε ΒΝ
1102 40º 03' 31.73" Ν 23º 54' 25.30" Ε ΒΝ
1103 40º 03' 27.85" Ν 23º 54' 20.80" Ε Πρ.
1104 40º 03' 25.98" Ν 23º 54' 24.87" Ε ΒΝ
1105 40º 03' 32.42" Ν 23º 54' 35.90" Ε Πρ.
1106 40º 03' 27.37" Ν 23º 54' 45.74" Ε ΒΝ
1107 40º 03' 24.18" Ν 23º 54' 51.16" Ε ΒΝ
1108 40º 03' 11.97" Ν 23º 53' 10.18" Ε ΒΝ
1109 40º 02' 57.64" Ν 23º 53' 03.82" Ε ΒΝ
1110 40º 03' 04.17" Ν 23º 53' 04.60" Ε ΒΝ
1111 40º 03' 10.16" Ν 23º 53' 08.10" Ε ΒΝ
1112 40º 02' 59.91" Ν 23º 53' 13.42" Ε ΒΝ
1113 40º 02' 59.61" Ν 23º 53' 18.20" Ε ΒΝ
1114 40º 03' 01.12" Ν 23º 53' 25.06" Ε ΒΝ
1115 40º 03' 03.70" Ν 23º 53' 29.88" Ε ΒΝ
1116 40º 03' 08.98" Ν 23º 53' 23.46" Ε ΒΝ
1117 40º 03' 05.20" Ν 23º 53' 37.76" Ε Α
1118 40º 03' 02.05" Ν 23º 53' 38.74" Ε ΒΝ
1119 40º 03' 03.34" Ν 23º 53' 41.15" Ε Α
1120 40º 02' 54.45" Ν 23º 53' 40.67" Ε ΒΝ
1121 40º 02' 54.01" Ν 23º 53' 31.44" Ε ΒΝ
1122 40º 02' 50.63" Ν 23º 53' 28.38" Ε Πρ.
1123 40º 02' 42.50" Ν 23º 53' 31.62" Ε ΒΝ
1124 40º 02' 43.88" Ν 23º 53' 23.44" Ε ΒΝ
1125 40º 02' 46.28" Ν 23º 53' 16.98" Ε Πρ.
1126 40º 02' 47.63" Ν 23º 53' 12.56" Ε ΒΝ

317
1127 40º 02' 44.24" Ν 23º 53' 11.14" Ε ΒΝ
1128 40º 02' 35.53" Ν 23º 53' 20.92" Ε ΒΝ
1129 40º 02' 30.34" Ν 23º 53' 16.07" Ε ΒΝ
1130 40º 02' 31.42" Ν 23º 53' 11.98" Ε ΒΝ
1131 40º 02' 29.34" Ν 23º 53' 09.90" Ε ΒΝ
1132 40º 02' 27.87" Ν 23º 53' 29.70" Ε ΒΝ
1133 40º 02' 20.59" Ν 23º 53' 23.78" Ε ΒΝ
1134 40º 02' 17.22" Ν 23º 53' 21.34" Ε ΒΝ
1135 40º 02' 16.74" Ν 23º 53' 16.21" Ε ΒΝ
1136 40º 02' 20.43" Ν 23º 53' 12.52" Ε Πρ.
1137 40º 02' 18.91" Ν 23º 53' 07.02" Ε Πρ.
1138 40º 02' 14.43" Ν 23º 53' 10.71" Ε Πρ.
1139 40º 02' 12.83" Ν 23º 53' 13.76" Ε ΒΝ
1140 40º 02' 10.97" Ν 23º 53' 17.49" Ε ΒΝ
1141 40º 02' 07.06" Ν 23º 53' 16.41" Ε ΒΝ
1142 40º 02' 05.46" Ν 23º 53' 19.46" Ε ΒΝ
1143 40º 02' 02.52" Ν 23º 53' 26.59" Ε ΒΝ
1144 40º 02' 04.35" Ν 23º 53' 27.64" Ε Α
1145 40º 02' 06.59" Ν 23º 53' 10.26" Ε Πρ.
1146 40º 01' 55.78" Ν 23º 53' 20.00" Ε ΒΝ
1147 40º 01' 55.75" Ν 23º 53' 23.76" Ε ΒΝ
1148 40º 01' 52.89" Ν 23º 53' 21.67" Ε ΒΝ
1149 40º 01' 41.11" Ν 23º 53' 22.87" Ε Α
1150 40º 01' 38.40" Ν 23º 53' 33.07" Ε Πρ.
1151 40º 01' 36.43" Ν 23º 53' 19.72" Ε ΒΝ
1152 40º 01' 36.14" Ν 23º 53' 22.45" Ε ΒΝ
1153 40º 01' 29.94" Ν 23º 53' 14.16" Ε ΒΝ
1154 40º 01' 27.62" Ν 23º 53' 09.35" Ε Α
1155 40º 01' 36.66" Ν 23º 53' 53.88" Ε ΒΝ
1156 40º 01' 17.20" Ν 23º 54' 36.29" Ε ΒΝ
1157 40º 01' 20.93" Ν 23º 54' 58.54" Ε Α
1158 40º 01' 23.27" Ν 23º 54' 59.60" Ε Α
1159 40º 01' 22.80" Ν 23º 54' 54.13" Ε ΒΝ
1160 40º 01' 26.73" Ν 23º 54' 52.82" Ε Α,ΒΝ
1161 40º 01' 33.57" Ν 23º 54' 48.49" Ε ΒΝ
1162 40º 01' 43.71" Ν 23º 54' 55.13" Ε Α
1163 40º 01' 43.52" Ν 23º 54' 17.21" Ε ΒΝ
1164 40º 01' 47.50" Ν 23º 54' 10.78" Ε ΒΝ
1165 40º 01' 50.34" Ν 23º 54' 14.24" Ε ΒΝ
1166 40º 01' 48.99" Ν 23º 53' 48.94" Ε ΒΝ
1167 40º 01' 53.41" Ν 23º 53' 52.76" Ε ΒΝ
1168 40º 02' 01.50" Ν 23º 53' 54.93" Ε ΒΝ
1169 40º 02' 12.93" Ν 23º 53' 33.57" Ε ΒΝ
1170 40º 02' 15.88" Ν 23º 53' 25.41" Ε ΒΝ
1171 40º 02' 18.46" Ν 23º 53' 28.87" Ε ΒΝ
1172 40º 02' 16.30" Ν 23º 53' 36.35" Ε ΒΝ
1173 40º 02' 19.90" Ν 23º 53' 43.92" Ε ΒΝ
1174 40º 02' 22.53" Ν 23º 53' 41.91" Ε ΒΝ
1175 40º 02' 22.50" Ν 23º 53' 46.01" Ε ΒΝ
1176 40º 02' 22.20" Ν 23º 53' 50.79" Ε ΒΝ
1177 40º 02' 18.75" Ν 23º 53' 56.55" Ε ΒΝ
1178 40º 02' 18.70" Ν 23º 54' 02.35" Ε ΒΝ

318
1179 40º 02' 22.33" Ν 23º 54' 05.14" Ε ΒΝ
1180 40º 02' 28.11" Ν 23º 54' 02.49" Ε ΒΝ
1181 40º 02' 28.54" Ν 23º 54' 13.09" Ε ΒΝ
1182 40º 02' 24.88" Ν 23º 54' 13.03" Ε ΒΝ
1183 40º 02' 22.26" Ν 23º 54' 13.68" Ε ΒΝ
1184 40º 02' 21.25" Ν 23º 54' 09.56" Ε Πρ.
1185 40º 02' 17.59" Ν 23º 54' 09.51" Ε ΒΝ
1186 40º 02' 14.44" Ν 23º 54' 10.83" Ε ΒΝ
1187 40º 02' 08.21" Ν 23º 54' 04.93" Ε ΒΝ
1188 40º 02' 29.81" Ν 23º 54' 17.21" Ε Α
1189 40º 02' 22.93" Ν 23º 54' 14.44" Ε ΒΝ
1190 40º 02' 18.05" Ν 23º 54' 16.35" Ε Πρ.
1191 40º 02' 26.89" Ν 23º 54' 22.97" Ε ΒΝ
1192 40º 02' 25.01" Ν 23º 54' 28.07" Ε ΒΝ
1193 40º 02' 18.50" Ν 23º 54' 25.58" Ε ΒΝ
1194 40º 02' 22.85" Ν 23º 54' 36.23" Ε ΒΝ
1195 40º 02' 25.43" Ν 23º 54' 40.71" Ε ΒΝ
1196 40º 02' 19.18" Ν 23º 54' 36.86" Ε ΒΝ
1197 40º 02' 14.92" Ν 23º 54' 46.02" Ε ΒΝ
1198 40º 02' 14.17" Ν 23º 54' 41.57" Ε ΒΝ
1199 40º 02' 06.86" Ν 23º 54' 40.44" Ε ΒΝ
1200 40º 02' 00.09" Ν 23º 54' 36.58" Ε ΒΝ
1201 40º 01' 54.61" Ν 23º 54' 35.47" Ε ΒΝ
1202 40º 01' 53.44" Ν 23º 54' 49.46" Ε ΒΝ
1203 40º 01' 57.61" Ν 23º 54' 50.89" Ε ΒΝ
1204 40º 02' 00.45" Ν 23º 54' 56.05" Ε ΒΝ
1206 40º 02' 07.97" Ν 23º 55' 03.00" Ε ΒΝ
1207 40º 02' 19.18" Ν 23º 55' 07.27" Ε ΒΝ
1208 40º 02' 23 54" Ν 23º 55' 16.90" Ε ΒΝ
1209 40º 02' 23.33" Ν 23º 55' 11.43" Ε Πρ.
1210 40º 02' 31.59" Ν 23º 55' 28.29" Ε Α
1211 40º 02' 29.04" Ν 23º 55' 15.61" Ε ΒΝ
1212 40º 02' 31.59" Ν 23º 54' 53.44" Ε Πρ.
1213 40º 02' 37.63" Ν 23º 54' 50.46" Ε Πρ.
1214 40º 02' 35.60" Ν 23º 54' 44.28" Ε Πρ.
1215 40º 02' 36.70" Ν 23º 54' 37.12" Ε Πρ.
1216 40º 02' 33.60" Ν 23º 54' 33.32" Ε Πρ.
1217 40º 02' 36.62" Ν 23º 54' 25.45" Ε ΒΝ
1218 40º 02' 30.97" Ν 23º 54' 34.65" Ε ΒΝ
1219 40º 02' 28.57" Ν 23º 54' 40.42" Ε ΒΝ
1220 40º 02' 27.48" Ν 23º 54' 45.53" Ε ΒΝ
1221 40º 02' 37.58" Ν 23º 54' 26.54" Ε ΒΝ
1222 40º 02' 39.43" Ν 23º 54' 24.18" Ε Πρ.
1223 40º 02' 41.55" Ν 23º 54' 21.14" Ε Πρ.
1224 40º 02' 39.22" Ν 23º 54' 18.37" Ε ΒΝ
1225 40º 02' 36.12" Ν 23º 54' 13.88" Ε Πρ.
1226 40º 02' 32.23" Ν 23º 54' 09.73" Ε ΒΝ
1227 40º 02' 31.48" Ν 23º 54' 05.62" Ε Πρ.
1228 40º 02' 41.14" Ν 23º 54' 08.15" Ε ΒΝ
1229 40º 02' 41.73" Ν 23º 54' 00.30" Ε Πρ.
1230 40º 02' 43.89" Ν 23º 53' 52.47" Ε ΒΝ
1231 40º 02' 50.25" Ν 23º 54' 13.07" Ε ΒΝ

319
1232 40º 02' 53.04" Ν 23º 53' 52.95" Ε ΒΝ
1233 40º 02' 57.46" Ν 23º 53' 56.43" Ε ΒΝ
1234 40º 02' 57.72" Ν 23º 53' 55.75" Ε ΒΝ
1235 40º 02' 59.97" Ν 23º 54' 08.08" Ε ΒΝ
1236 40º 03' 04.43" Ν 23º 54' 06.78" Ε ΒΝ
1237 40º 03' 03.56" Ν 23º 54' 16.34" Ε ΒΝ
1238 40º 03' 03.00" Ν 23º 54' 20.77" Ε Πρ.
1239 40º 03' 07.97" Ν 23º 54' 20.84" Ε ΒΝ
1240 40º 02' 52.24" Ν 23º 54' 25.05" Ε ΒΝ
1241 40º 02' 55.99" Ν 23º 54' 14.52" Ε ΒΝ
1242 40º 02' 51.07" Ν 23º 54' 39.39" Ε ΒΝ
1243 40º 02' 49.16" Ν 23º 54' 48.24" Ε Πρ.
1244 40º 03' 04.94" Ν 23º 54' 38.57" Ε Πρ.
1245 40º 03' 01.99" Ν 23º 54' 46.72" Ε ΒΝ
1246 40º 03' 03.27" Ν 23º 54' 49.82" Ε ΒΝ
1247 40º 03' 05.61" Ν 23º 54' 51.22" Ε ΒΝ
1248 40º 03' 01.88" Ν 23º 54' 59.36" Ε ΒΝ
1249 40º 02' 58.22" Ν 23º 54' 58.97" Ε ΒΝ
1250 40º 02' 36.05" Ν 23º 54' 21.74" Ε ΒΝ
1251 40º 03' 35.51" Ν 23º 55' 04.65" Ε ΒΝ
1252 40º 03' 42.25" Ν 23º 54' 49.37" Ε ΒΝ
1253 40º 03' 49.87" Ν 23º 54' 45.04" Ε ΒΝ
1254 40º 04' 00.73" Ν 23º 54' 59.22" Ε ΒΝ
1255 40º 04' 01.72" Ν 23º 55' 05.04" Ε ΒΝ
1256 40º 03' 54.71" Ν 23º 55' 29.88" Ε Πρ.
1257 40º 04' 14.06" Ν 23º 56' 25.21" Ε ΒΝ
1258 40º 04' 18.27" Ν 23º 56' 26.64" Ε Α
1259 40º 03' 51.49" Ν 23º 57' 06.90" Ε ΒΝ
1260 40º 03' 58.02" Ν 23º 57' 07.35" Ε ΒΝ
1261 40º 03' 59.29" Ν 23º 57' 11.81" Ε ΒΝ
1262 40º 03' 50.06" Ν 23º 57' 19.87" Ε ΒΝ
1263 40º 04' 03.49" Ν 23º 57' 09.82" Ε ΒΝ
1264 40º 04' 03.17" Ν 23º 57' 15.97" Ε ΒΝ
1265 40º 04' 08.90" Ν 23º 57' 19.13" Ε ΒΝ
1266 40º 04' 12.65" Ν 23º 57' 09.28" Ε ΒΝ
1267 40º 04' 12.67" Ν 23º 57' 14.12" Ε ΒΝ
1268 40º 04' 19.09" Ν 23º 57' 19.63" Ε ΒΝ
1269 40º 04' 33.20" Ν 23º 57' 21.90" Ε ΒΝ
1270 40º 04' 14.53" Ν 23º 57' 32.55" Ε ΒΝ
1272 40º 00' 58.59" Ν 23º 56' 28.04" Ε Πρ.
1273 40º 01' 03.59" Ν 23º 56' 31.96" Ε Α
1276 39º 56' 35.16" Ν 23º 57' 23.73" Ε Πρ.
1278 40º 02' 42.17" Ν 23º 58' 43.99" Ε Πρ.

320
ΠΙΝΑΚΑΣ 2
ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΕΣ ΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΗΣ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΣΙΘΩΝΙΑΣ

(Π: Προϊστορική εποχή, Α: Αρχαία εποχή, ΒΝ: Βυζαντινή-Νεότερη εποχή)


(ΜΠ: Μέση Παλαιολιθική, Μ: Μεσολιθική, Ν: Νεολιθική, ΝΝ: Νεότερη Νεολιθική, ΠΕΧ: Πρώιμη Εποχή Χαλκού, ΜΕΧ: Μέση Εποχή Χαλκού,
ΥΕΧ: Ύστερη Εποχή Χαλκού, ΠΕΣ: Πρώιμη Εποχή Σιδήρου)
(Θ: Θέση, Ε: Εύρημα)
(Εγκ.: Θέση Εγκατάστασης, Τάφ.: Τάφος, Τύμβ.: Τύμβος, Τύμβ.Μ: Τύμβος Μεγάλος, Τύμβ.Μτ: Τύμβος Μεγάλος με τάφο, Τύμβ.τ: Τύμβος με
τάφο, Στ.: Στήλη, Βργρ.: Βραχογράφημα)

Αριθμός- Εποχή
ταυτότητα Συντεταγμένες Εποχή Προϊστορίας Περιοχή Θ/Ε Ερμηνεία
52 40º 16' 13.05" N 23º 40' 08.16" E Πρ.,Α ΜΠ Στάφνη Θ Εγκ.
62 40º 17' 14.02" N 23º 40' 05.73" E Πρ.,ΒΝ ΠΕΣ Αράπης Θ Εγκ.
72 40º 16' 44.39" N 23º 38' 31.69" E Πρ. ΠΕΣ Βραχωτός Θ Εγκ.
79 40º 15' 34.56" N 23º 37' 45.12" E Πρ. ΠΕΣ Αβραάμ Θ Εγκ.
105 40º 14' 15.59" N 23º 41' 37.67" E Πρ.,Α ΝΝ Βέτρινο Β΄ Θ Εγκ.
140 40º 13' 10.66" N 23º 41' 00.95" E Πρ. Πρ. Τραγομύλια Θ Βργρ.
143 40º 13' 09.03" N 23º 42' 09.03" E Πρ.,ΒΝ ΠΕΣ Άγιος Αθανάσιος Θ Εγκ.
172 40º 12' 17.28" N 23º 42' 07.41" E Πρ. ΜΠ,Ν Τραγούλα Θ Εγκ.
179 40º 11' 59.20" Νº 23 41' 54.45" Ε Πρ. Μ;,Ν; Βλάσταινα Θ; Εγκ.
180 40º 11' 51.68" Νº 23 41' 56.34" Ε Πρ. ΠΕΣ Μαρτζιβάνος Θ Εγκ.
225 40º 13' 31.51" Ν 23º 38' 29.69" Ε Πρ. ΠΕΣ Ξυλένιος Πύργος Θ Εγκ.
226 40º 14' 11.97" Ν 23º 40' 32.39" Ε Πρ.,A ΠΕΣ Προφήτης Ηλίας Θ Εγκ.
235 40º 14' 27.60" Ν 23º 39' 56.98" Ε Πρ.,Α ΠΕΣ Πυργούδια Θ Εγκ.
237 40º 14' 04.01" Ν 23º 43' 49.90" Ε Πρ. ΕΧ;, Όρμος Παναγίας Θ Τύμβ.;
241 40º 13' 42.41" Ν 23º 44' 07.23" Ε Πρ. ΕΧ; Όρμος Παναγίας Θ Τύμβ.;
253 40º 14' 15.35" Ν 23º 44' 30.15" Ε Πρ. ΠΕΣ; Βοδόκολο Θ Εγκ.;
256 40º 14' 01.54" Ν 23º 45' 09.10" Ε Πρ. ΠΕΧ; Καλόγρια Θ Εγκ.;
277 40º 13' 27.13" Ν 23º 45' 10.51" Ε Πρ. ΠΕΧ; Δημητράκια Θ Τύμβ.
306 40º 12' 02.22" Ν 23º 44' 29.98" Ε Πρ. Μ; Βρυσούδα Θ; Εγκ.
340 40º 10' 00.64" Ν 23º 45' 15.43" Ε Πρ. Πρ. Κώστας-Άγιος Παύλος Θ Βργρ.
321
341 40º 10' 06.32" Ν 23º 45' 18.78" Ε Πρ. ΜΠ Καψάλα Θ Εγκ.
351 40º 11' 03.00" Ν 23º 46' 37.10" Ε Πρ.,Α ΠΕΣ; Βουρβουρού Θ Εγκ.;
365 40º 11' 12.21" Ν 23º 49' 05.23" Ε Πρ. ΠΕΣ Οικισμός Καθηγητών Θ Εγκ.;
367 40º 11' 33.19" Ν 23º 48' 38.77" Ε Πρ. ΠΕΧ; Καρύδι Θ Εγκ.
385 40º 12' 19.31" Ν 23º 46' 31.49" Ε Πρ.,Α ΠΕΧ; Κούκος-Διάπορος Θ Εγκ.
442 40º 09' 40.46" Ν 23º 44' 28.16" Ε Πρ. Μ,Ν Άγιος Παύλος Θ Εγκ.
446 40º 09' 21.46" Ν 23º 45' 16.06" Ε Πρ. Μ;,ΝΝ,ΠΕΧ Πέτρος Θ Εγκ., Ιερό
450 40º 09' 28.14" Ν 23º 45' 56.99" Ε Πρ. Μ,Ν Χιονάς Θ Εγκ.
465 40º 09' 25.91" Ν 23º 46' 43.54" Ε Πρ. Μ,Ν Κρυόβρυση Θ Εγκ.
477 40º 09' 40.65" Ν 23º 47' 36.63" Ε Πρ. Μ,Ν Τραγότσι Θ Εγκ.
480 40º 08' 48.34" Ν 23º 47' 02.88" Ε Πρ. ΠΕΣ; Τορός Θ; Εγκ.
487 40º 08' 48.22" Ν 23º 44' 21.62" Ε Πρ.,Α ΠΕΣ Ελιά Θ Εγκ.
495 40º 08' 00.72" Ν 23º 44' 52.89" Ε Πρ.,ΒΝ ΠΕΣ Λαγόμαντρα Β΄ Θ Εγκ.
500 40º 08' 04.87" Ν 23º 45' 52.42" Ε Πρ. ΥΕΧ,ΠΕΣ Τριπόταμος Θ Εγκ.
611 40º 05' 25.24" Ν 23º 48' 13.21" Ε Πρ.,Α ΥΕΧ,ΠΕΣ; Γιωνάς Θ Εγκ.
617 40º 04' 39.55" Ν 23º 47' 54.55" Ε Πρ.,Α ΠΕΣ; Πόρτο Καράς Θ Εγκ.
619 40º 05' 09.19" Ν 23º 48' 52.88" Ε Πρ.,Α ΠΕΣ; Παλιόχωρα-Ν.Μαρμαράς Θ Εγκ.
679 40º 04' 41.14" Ν 23º 54' 37.24" Ε Πρ. ΠΕΣ Κοκώνη Τούμπα Θ Εγκ., Ιερο;
681 40º 04' 19.27" N 23º 47' 17.95" E Πρ. ΥΕΧ Κόχι Θ Εγκ.
693 40º 00' 31.03" Ν 23º 52' 05.58" Ε Πρ. ΠΕΣ; Κόκκαλο Θ Εγκ.;
704 40º 03' 08.37" Ν 23º 51' 18.97" Ε Πρ. ΠΕΧ;,ΜΕΧ; Τράπεζος Θ Ταφ.
705 40º 03' 07.81" Ν 23º 51' 10.58" Ε Πρ.,Α,ΒΝ ΠΕΧ,ΥΕΧ;,ΠΕΣ Τράπεζος Θ Εγκ.
713 40º 03' 37.22" Ν 23º 51' 43.23" Ε Πρ. ΠΕΧ; Αμέρης Θ Τύμβ.Μ
714 40º 03' 40.60" Ν 23º 51' 44.19" Ε Πρ. ΠΕΧ; Αμέρης Θ Τύμβ.
723 40º 02' 36.51" Ν 23º 51' 09.20" Ε Πρ. ΠΕΧ; Αμέρης Θ Τύμβ.
730 40º 02' 38.15" Ν 23º 51' 22.26" Ε Πρ. ΠΕΧ; Ελούδες Θ Τύμβ.Μ
731 40º 02' 39.62" Ν 23º 51' 25.25" Ε Πρ. ΠΕΧ; Ελούδες Θ Τύμβ.
732 40º 02' 37.95" Ν 23º 51' 25.80" Ε Πρ. ΠΕΧ; Ελούδες Θ Τύμβ.τ
733 40º 02' 38.83" Ν 23º 51' 27.60" Ε Πρ. ΠΕΧ; Ελούδες Θ Τύμβ.
734 40º 02' 41.67" Ν 23º 51' 29.44" Ε Πρ. ΠΕΧ; Ελούδες Θ Τύμβ.Μτ
735 40º 02' 31.63" Ν 23º 51' 30.68" Ε Πρ. ΠΕΧ; Φραμένο Θ Τύμβ.Μ

322
754 40º 02' 39.85" Ν 23º 51' 45.55" Ε Πρ. ΠΕΧ; Φραμένο Θ Τύμβ.
759 40º 02' 43.32" Ν 23º 51' 50.64" Ε Πρ. ΠΕΧ; Φραμένο Θ Τύμβ.Μ
761 40º 02' 48.49" Ν 23º 51' 52.63" Ε Πρ. ΠΕΧ; Φραμένο Θ Τύμβ.τ
766 40º 02' 42.57" Ν 23º 52' 06.84" Ε Πρ. ΠΕΧ; Ανοιξιάτικο Θ Τύμβ.
767 40º 02' 39.80" Ν 23º 52' 11.69" Ε Πρ. ΠΕΧ; Ανοιξιάτικο Θ Τύμβ.Μ
768 40º 02' 39.79" Ν 23º 52' 07.07" Ε Πρ. ΠΕΧ; Ανοιξιάτικο Θ Τύμβ.Μτ
774 40º 02' 35.73" Ν 23º 52' 00.79" Ε Πρ. ΠΕΧ; Κούκοι Θ Τύμβ.
778 40º 02' 31.84" Ν 23º 52' 05.32" Ε Πρ. ΠΕΧ; Ανοιξιάτικο Θ Τύμβ.Μ
780 40º 02' 29.41" Ν 23º 52' 01.03' Ε Πρ. ΠΕΧ; Κούκοι Θ Τύμβ.Μτ
786 40º 02' 25.87" Ν 23º 52' 01.05" Ε Πρ. Πρ. Κούκοι-Ανοιξιάτικο Θ Στ.
787 40º 02' 26.36" Ν 23º 51' 58.11" Ε Πρ. Πρ. Κούκοι Θ Στ.
791 40º 02' 20.37" Ν 23º 51' 56.40" Ε Πρ. ΠΕΧ; Κούκοι Θ Τύμβ.τ-στ
795 40º 02' 18.86" Ν 23º 52' 07.77" Ε Πρ. ΠΕΧ; Κούκοι Θ Τύμβ.
799 40º 02' 15.09" Ν 23º 51' 57.46" Ε Πρ. ΠΕΧ; Κούκοι Θ Τύμβ.Μ
801 40º 02' 12.30" N 23º 51' 57.69" E Πρ. ΠΕΧ; Κούκοι Θ Τύμβ.
804 40º 02' 10.68" Ν 23º 52' 12.10" Ε Πρ. ΠΕΧ; Κούκοι Θ Τύμβ.Μ
805 40º 02' 10.04" Ν 23º 52' 08.84" Ε Πρ. ΠΕΧ; Κούκοι Θ Τύμβ.
807 40º 02' 07.19" Ν 23º 52' 14.18" Ε Πρ. ΠΕΧ; Κούκοι Θ Τύμβ.
808 40º 02' 07.55" Ν 23º 52' 09.67" Ε Πρ. ΠΕΧ; Κούκοι Θ Τύμβ.Μ
809 40º 02' 08.48" Ν 23º 52' 01.73" Ε Πρ. ΠΕΧ; Κούκοι Θ Τύμβ.
811 40º 02' 10.79" Ν 23º 51' 52.64" Ε Πρ. ΠΕΧ; Κούκοι Θ Τύμβ.
818 40º 02' 06.82" Ν 23º 51' 45.87" Ε Πρ. ΠΕΧ; Κούκοι Θ Τύμβ.
819 40º 02' 04.57" Ν 23º 51' 45.22" Ε Πρ. ΠΕΧ; Κούκοι Θ Τύμβ.τ
821 40º 02' 03.75" Ν 23º 51' 50.12" Ε Πρ. ΠΕΧ; Κούκοι Θ Τύμβ.Μτ
829 40º 02' 01.31" Ν 23º 51' 45.84" Ε Πρ. ΠΕΧ; Κούκοι Θ Τύμβ.Μτ
835 40º 01' 56.80" Ν 23º 51' 51.73" Ε Πρ. Πρ. Κούκοι Θ Στ.
836 40º 01' 55.61" Ν 23º 51' 56.52" Ε Πρ. ΠΕΧ; Κούκοι Θ Τύμβ.
838 40º 01' 53.82" Ν 23º 51' 55.49" Ε Πρ. ΠΕΧ; Κούκοι Θ Τύμβ.τ
839 40º 01' 52.06" Ν 23º 51' 51.91" Ε Πρ. ΠΕΧ; Κούκοι Θ Τύμβ.Μ
845 40º 01' 32.97" Ν 23º 51' 55.70" Ε Πρ. ΠΕΧ; Πέτρινα Μαντριά Θ Τύμβ.Μ
873 40º 02' 14.07" Ν 23º 51' 37.68" Ε Πρ. ΠΕΧ; Μεσονήσια Θ Τύμβ.
323
887 40º 03' 22.64" Ν 23º 52' 14.98" Ε Πρ. ΠΕΧ; Τσακμάκι Θ Τύμβ.
889 40º 02' 59.37" Ν 23º 52' 13.28" Ε Πρ. ΠΕΧ; Ανοιξιάτικο Θ Τύμβ.Μ
897 40º 02' 47.91" Ν 23º 52' 12.08" Ε Πρ. ΠΕΧ; Ανοιξιάτικο Θ Τύμβ.Μ
899 40º 02' 40.48" Ν 23º 52' 20.87" Ε Πρ. ΠΕΧ; Ανοιξιάτικο Θ Τύμβ.τ
901 40º 02' 37.58" Ν 23º 52' 23.90" Ε Πρ. ΠΕΧ; Ανοιξιάτικο Θ Τύμβ.τ
903 40º 02' 22.67" Ν 23º 52' 23.69" Ε Πρ. ΠΕΧ; Αχλαδιά Θ Τύμβ.
904 40º 02' 18.26" Ν 23º 52' 19.86" Ε Πρ. ΠΕΧ; Αχλαδιά Θ Τύμβ.τ
918 40º 02' 03.23" Ν 23º 52' 33.66" Ε Πρ. ΠΕΧ; Μπαμπαλιάρα Θ Τύμβ.
919 40º 02' 00.38" Ν 23º 52' 30 88" Ε Πρ. ΠΕΧ; Μπαμπαλιάρα Θ Τύμβ.
921 40º 01' 49.78" Ν 23º 52' 15.70" Ε Πρ. ΠΕΧ; Τσεκούρα Γρέκ' Θ Τύμβ.Μ
928 40º 01' 53.79" Ν 23º 52' 36.25" Ε Πρ. ΠΕΧ; Μπαμπαλιάρα Θ Τύμβ.
977 40º 02' 08.38" Ν 23º 52' 56.89" Ε Πρ. ΠΕΧ; Ανιάδες Θ Τύμβ.Μ
981 40º 02' 06.61" Ν 23º 53' 06.84" Ε Πρ. Πρ. Μάρμαρα Θ Στ.
982 40º 02' 09.23" Ν 23º 53' 06.53" Ε Πρ. Πρ. Μάρμαρα Θ Στ.
983 40º 02' 07.97" Ν 23º 53' 00.71" Ε Πρ. ΠΕΧ; Μάρμαρα Θ Τύμβ.Μ
984 40º 02' 12.97" Ν 23º 53' 01.80" Ε Πρ. ΠΕΧ; Μάρμαρα Θ Τύμβ.
985 40º 02' 13.16" Ν 23º 53' 05.57" Ε Πρ. ΠΕΧ; Μάρμαρα Θ Στ.
989 40º 02' 21.17" Ν 23º 52' 46.55"¨Ε Πρ. ΠΕΧ; Ανιάδες Θ Τύμβ.
992 40º 02' 37.48" Ν 23º 53' 06.26" Ε Πρ. ΠΕΧ; Κούκος-Πετριώτικο Θ Εγκ.;Ιερο
993 40º 02' 38.86" Ν 23º 52' 57.40" Ε Πρ. ΠΕΧ; Κούκος-Πετριώτικο Θ Τύμβ.Μτ
996 40º 02' 41.72" Ν 23º 52' 59.15" Ε Πρ. ΠΕΧ; Κούκος-Πετριώτικο Θ Τύμβ.Μ
998 40º 02' 45.04" Ν 23º 53' 08.76" Ε Πρ. Πρ. Κούκος-Πετριώτικο Θ Στ.;
999 40º 02' 45.08" Ν 23º 53' 03.98" Ε Πρ. Πρ. Κούκος-Πετριώτικο Θ Στ.;
1000 40º 02' 46.62" Ν 23º 53' 08.10" Ε Πρ. ΠΕΧ; Κούκος-Πετριώτικο Θ Τύμβ.
1001 40º 02' 49.30" Ν 23º 53' 00.28" Ε Πρ. Πρ. Κούκος-Πετριώτικο Θ Στ.;
1002 40º 02' 55.88" Ν 23º 52' 54.91" Ε Πρ. ΠΕΧ; Κούκος-Πετριώτικο Θ Τύμβ.
1005 40º 03' 00.27" Ν 23º 53' 01.47" Ε Πρ. ΠΕΧ; Κούκος-Πετριώτικο Θ Τύμβ.Μ
1006 40º 03' 04.41" Ν 23º 53' 07.68" Ε Πρ. ΠΕΧ; Κούκος-Πετριώτικο Θ Τύμβ.τ
1011 40º 02' 23.84" Ν 23º 52' 39.76" Ε Πρ. ΠΕΧ; Ανιάδες Θ Τύμβ.
1012 40º 02' 27.26" Ν 23º 52' 37.42" Ε Πρ. ΠΕΧ; Ανιάδες Θ Τύμβ.τ
1014 40º 02' 33.04" Ν 23º 52' 34.42" Ε Πρ. ΠΕΧ; Ανιάδες Θ Τύμβ.Μτ

324
1015 40º 02' 37.20" Ν 23º 52' 37.22" Ε Πρ. ΠΕΧ; Ανιάδες Θ Τύμβ.
1017 40º 02' 44.74" Ν 23º 52' 42.45" Ε Πρ. ΠΕΧ; Καρατζοβάλης Θ Τύμβ.
1019 40º 02' 47.72" Ν 23º 52' 29.85" Ε Πρ. ΠΕΧ; Καρατζοβάλης Θ Τύμβ.
1023 40º 02' 58.45" Ν 23º 52' 29.32" Ε Πρ. ΠΕΧ; Φουρκαλούδα Θ Τύμβ.Μ
1025 40º 03' 08.65" Ν 23º 52' 30.15" Ε Πρ. ΠΕΧ; Τσακμακόλακκος Θ Τύμβ.
1026 40º 03' 10.76" Ν 23º 52' 27.11" Ε Πρ. ΠΕΧ; Τσακμακόλακκος Θ Τύμβ.Μ
1028 40º 02' 51.27" Ν 23º 52' 43.57" Ε Πρ. ΠΕΧ; Καρατζοβάλης Θ Τύμβ.
1030 40º 02' 54.68" Ν 23º 52' 41.91" Ε Πρ. ΠΕΧ; Καρατζοβάλης Θ Τύμβ.
1036 40º 03' 12.18" Ν 23º 52' 45.24" Ε Πρ. ΠΕΧ; Τσαμούδι Θ Τύμβ.Μτ
1037 40º 03' 13.72" Ν 23º 52' 49.02" Ε Πρ. Πρ. Τσαμούδι Θ Στ.;
1039 40º 03' 17.42" Ν 23º 52' 44.97" Ε Πρ. ΠΕΧ; Τσαμούδι Θ Τύμβ.
1041 40º 03' 24.47" Ν 23º 52' 45.41" Ε Πρ. Πρ. Τσακμάκι Θ Στ.;
1042 40º 03' 24.77" Ν 23º 52' 40.98" Ε Πρ. ΠΕΧ; Τσακμάκι Θ Τύμβ.Μτ
1044 40º 03' 28.57" Ν 23º 52' 24.63" Ε Πρ. ΠΕΧ; Τσακμάκι Θ Τύμβ.Μ
1045 40º 03' 29.26" Ν 23º 52' 35.91" Ε Πρ. ΠΕΧ; Τσακμάκι Θ Τύμβ.Μ
1048 40º 03' 28.90" Ν 23º 52' 47.87" Ε Πρ. ΠΕΧ; Τσακμάκι Θ Τύμβ.τ
1049 40º 03' 30.44" Ν 23º 52' 50.97" Ε Πρ. Πρ. Τσακμάκι Θ Στ.;
1050 40º 03' 31.70" Ν 23º 52' 56.79" Ε Πρ. ΠΕΧ; Τσακμάκι Θ Τύμβ.τ
1055 40º 03' 40.10" Ν 23º 52' 53.50" Ε Πρ. ΠΕΧ; Βούλες Θ Τύμβ.Μ
1056 40º 03' 42.23" Ν 23º 52' 48.74" Ε Πρ. ΠΕΧ; Βούλες Θ Τύμβ.Μ
1057 40º 03' 45.94" Ν 23º 52' 42.99" Ε Πρ. ΠΕΧ; Βούλες Θ Τύμβ.
1059 40º 03' 37.38" Ν 23º 52' 34.60" Ε Πρ. ΠΕΧ; Βούλες Θ Τύμβ.
1060 40º 03' 40.55" Ν 23º 52' 30.61" Ε Πρ. ΠΕΧ; Βούλες Θ Τύμβ.τ
1064 40º 03' 42.39" Ν 23º 53' 01.05" Ε Πρ. ΠΕΧ; Βούλες Θ Τύμβ.Μ
1065 40º 03' 44.24" Ν 23º 52' 59.03" Ε Πρ. ΠΕΧ; Βούλες Θ Τύμβ.Μ
1066 40º 03' 49.24" Ν 23º 52' 55.34" Ε Πρ. ΠΕΧ; Βούλες Θ Τύμβ.
1067 40º 03' 50.07" Ν 23º 52' 49.20" Ε Πρ. ΠΕΧ; Βούλες Θ Τύμβ.Μ
1068 40º 03' 51.52" Ν 23º 52' 03.23" Ε Πρ. ΠΕΧ; Βούλες Θ Τύμβ.Μ
1069 40º 03' 47.31" Ν 23º 53' 06.93" Ε Πρ. ΠΕΧ; Βούλες Θ Τύμβ.Μ
1073 40º 03' 52.20" Ν 23º 53' 46.30" Ε Πρ. ΠΕΧ; Μεσοράχωνο Θ Τύμβ.Μ
1079 40º 03' 34.19" Ν 23º 53' 11.87" Ε Πρ. ΠΕΧ; Βούλες Θ Στ.
325
1080 40º 03' 31.05" Ν 23º 53' 11.82" Ε Πρ. ΠΕΧ; Βούλες Θ Τύμβ.Μτ
1082 40º 03' 28.64" Ν 23º 53' 18.62" Ε Πρ. ΠΕΧ; Βούλες Θ Τύμβ.τ
1087 40º 03' 21.03" Ν 23º 53' 21.59" Ε Πρ. ΠΕΧ; Βούλες Θ Τύμβ.τ
1091 40º 03' 27.35" N 23º 53' 47.31" E Πρ. ΠΕΧ; Μεσοράχωνο Θ Τύμβ.Μ
1094 40º 03' 29.57" Ν 23º 53' 31.96" Ε Πρ. ΠΕΧ; Βούλες Θ Τύμβ.
1095 40º 03' 34.83" Ν 23º 53' 28.96" Ε Πρ. ΠΕΧ; Βούλες Θ Τύμβ.
1097 40º 03' 48.95" Ν 23º 54' 00.27" Ε Πρ. ΠΕΧ; Ανατολικά Μεσοράχωνου Θ Τύμβ.
1098 40º 03' 53.59" Ν 23º 54' 07.85" Ε Πρ. ΠΕΧ; Ανατολικά Μεσοράχωνου Θ Τύμβ.Μ
1103 40º 03' 27.85" Ν 23º 54' 20.80" Ε Πρ. ΠΕΧ; Βόρεια από Κοκώνη Μαντρια Θ Τύμβ.Μ
1105 40º 03' 32.42" Ν 23º 54' 35.90" Ε Πρ. ΠΕΧ; Βόρεια από Κοκώνη Μαντρια Θ Τύμβ.Μ
1122 40º 02' 50.63" Ν 23º 53' 28.38" Ε Πρ. ΠΕΧ; Αμπουλιανάρα Θ Τύμβ.Μ
1125 40º 02' 46.28" Ν 23º 53' 16.98" Ε Πρ. ΠΕΧ; Κούκος-Πετριώτικο Θ Τύμβ.
1136 40º 02' 20.43" Ν 23º 53' 12.52" Ε Πρ. ΠΕΧ; Πετριώτικο Θ Τύμβ.τ
1137 40º 02' 18.91" Ν 23º 53' 07.02" Ε Πρ. ΠΕΧ; Μάρμαρα Θ Τύμβ.Μτ
1138 40º 02' 14.43" Ν 23º 53' 10.71" Ε Πρ. ΠΕΧ; Μάρμαρα Θ Τύμβ.Μ
1145 40º 02' 06.59" Ν 23º 53' 10.26" Ε Πρ. ΠΕΧ; Μάρμαρα Θ Τύμβ.Μ
1150 40º 01' 38.40" Ν 23º 53' 33.07" Ε Πρ. ΠΕΣ; Μπουρούνα Θ Εγκ.
1184 40º 02' 21.25" Ν 23º 54' 09.56" Ε Πρ. ΠΕΧ; Καραγάτσια Θ Τύμβ.
1190 40º 02' 18.05" Ν 23º 54' 16.35" Ε Πρ. ΠΕΧ; Καλαθάς Θ Τύμβ.Μ
1209 40º 02' 23.33" Ν 23º 55' 11.43" Ε Πρ. ΠΕΧ; Φεγγάρι Θ Τύμβ.
1212 40º 02' 31.59" Ν 23º 54' 53.44" Ε Πρ. ΠΕΧ; Παταράς Θ Τύμβ.Μ
1213 40º 02' 37.63" Ν 23º 54' 50.46" Ε Πρ. Μ,ΠΕΧ Παταράς Θ Εγκ.
1214 40º 02' 35.60" Ν 23º 54' 44.28" Ε Πρ. ΠΕΧ; Παταράς Θ Τύμβ.Μ
1215 40º 02' 36.70" Ν 23º 54' 37.12" Ε Πρ. ΠΕΧ; Παταράς Θ Τύμβ.Μ
1216 40º 02' 33.60" Ν 23º 54' 33.32" Ε Πρ. ΠΕΧ; Παταράς Θ Τύμβ.
1222 40º 02' 39.43" Ν 23º 54' 24.18" Ε Πρ. ΠΕΧ; Μπαρούμα Καλύβα Θ Τύμβ.
1223 40º 02' 41.55" Ν 23º 54' 21.14" Ε Πρ. ΠΕΧ; Μπαρούμα Καλύβα Θ Τύμβ.
1225 40º 02' 36.12" Ν 23º 54' 13.88" Ε Πρ. ΠΕΧ; Μπαρούμα Καλύβα Θ Τύμβ.
1227 40º 02' 31.48" Ν 23º 54' 05.62" Ε Πρ. ΠΕΣ; Μπαρούμα Καλύβα Θ Εγκ.
1229 40º 02' 41.73" Ν 23º 54' 00.30" Ε Πρ. ΠΕΧ; Βάβος Λάκκος Θ Τύμβ.
1238 40º 03' 03.00" Ν 23º 54' 20.77" Ε Πρ. ΠΕΧ; Μητσάρες Θ Τύμβ.

326
1243 40º 02' 49.16" Ν 23º 54' 48.24" Ε Πρ. ΠΕΣ Στρογυλό Ραχώνι Θ Εγκ.
1244 40º 03' 04.94" Ν 23º 54' 38.57" Ε Πρ. Μ; Μητσάρες Θ Εγκ.
1256 40º 03' 54.71" Ν 23º 55' 29.88" Ε Πρ. ΠΕΣ; Πυροφυλάκιο Συκιάς Θ Εγκ.;Ιερο;
1272 40º 00' 58.59" Ν 23º 56' 28.04" Ε Πρ. ΠΕΣ Ογλάς Θ Εγκ.
1276 39º 56' 35.16" Ν 23º 57' 23.73" Ε Πρ. Πρ. Άμπελος Θ Εγκ.
1278 40º 02' 42.17" Ν 23º 58' 43.99" Ε Πρ. ΠΕΣ Παλιόχωρα-Συκιά Θ Εγκ.
327
ΠΙΝΑΚΑΣ 3
ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΑ ΜΕΜΟΝΩΜΕΝΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΗΣ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΣΙΘΩΝΙΑΣ

(Π: Προϊστορική εποχή, ΒΝ: Βυζαντινή-Νεότερη εποχή)


(ΜΠ: Μέση Παλαιολιθική, Μ: Μεσολιθική, Ν: Νεολιθική)
(Θ: Θέση, Ε: Εύρημα)
(Λιμ.: Εργαλείο από Πυριτιακό Λιμονίτη, Πυρ.: Εργαλείο από Πυριτόλιθο, Χαλ.: Εργαλείο από Χαλαζία, Οψ.: Εργαλείο από Οψιανό, Ασβ.:
Εργαλείο από Ασβεστόλιθο, Βρσκ.: Βραχοσκεπή)

Αριθμός- Εποχή
ταυτότητα Συντεταγμένες Εποχή Προϊστορίας Περιοχή Θ/Ε Ερμηνεία
32 40º 14' 59.68" N 23º 41' 57.45" E Πρ.,ΒΝ Πρ. Κέντρο Υγείας Ε Λιμ.
78 40º 15' 47.68" N 23º 39' 26.75" E Πρ. Ν Παλιοκκλησιά Ε Λιμ.
103 40º 14' 26.13" N 23º 42' 04.58" E Πρ. Πρ. Παλιουρούδια Ε Λιμ.
142 40º 13' 12.05" N 23º 41' 59.77" E Πρ.,ΒΝ Πρ. Άγιος Αθανάσιος Ε Λιμ.
163 40º 12' 29.25" N 23º 42' 49.95" E Πρ.,ΒΝ Πρ. Λευκούδια Α’ Ε Λιμ.,Βρσκ.
169 40º 12' 14.56" N 23º 42' 54.12" E Πρ.,ΒΝ Πρ. Λευκούδια Β’ Ε Λιμ.,Βρσκ.
190 40º 11' 20.29" Ν 23º 42' 14.82" Ε Πρ.,ΒΝ Μ Καραγιάννη Μαντριά Ε Πυρ.,Βρσκ.
232 40º 14' 50.36" Ν 23º 40' 26.97" Ε Πρ. ΜΠ Άγιος Γεώργιος Ε Λιμ.
278 40º 13' 28.96" Ν 23º 45' 10.99" Ε Πρ. Πρ. Δημητράκια Ε Λιμ.,Πυρ.
309 40º 11' 09.64" Ν 23º 44' 40.63" Ε Πρ. Ν; Φτερωτή Α’ Ε Πυρ.,Ασβ.
310 40º 10' 56.99" Ν 23º 45' 00.66" Ε Πρ. Μ Φτερωτή Β’ Ε Οψ.
311 40º 10' 42.30" Ν 23º 45' 08.93" Ε Πρ. Μ; Φτερωτή Γ’ Ε Χαλ.
312 40º 10' 34.01" Ν 23º 45' 06.41" Ε Πρ. Μ; Φτερωτή Δ’ Ε Χαλ.
313 40º 10' 32.59" Ν 23º 44' 05.45" Ε Πρ. Μ; Αμπόλια Ε Χαλ.
318 40º 10' 07.97" Ν 23º 43' 48.09" Ε Πρ. Π;,Ν; Σπαθιές Ε Λιμ.,Βρσκ.
328 40º 10' 00.62" Ν 23º 44' 01.39" Ε Πρ. Ν Πόρτο-Σπαθιές Ε Λιμ.,Βρσκ.
333 40º 09' 50.76" N 23º 44' 25.63" E Πρ. Πρ. Ψοφιά-Άγιος Παύλος Ε Λιμ.,Βρσκ.
338 40º 09' 50.34" Ν 23º 44' 42 84" Ε Πρ. Μ Κασσαντρινού Καλύβες Ε Οψ.
339 40º 10' 06.10" Ν 23º 44' 42.57" Ε Πρ. Πρ. Ραγαζοπόταμος Ε Λιμ.
342 40º 10' 02.00" Ν 23º 45' 20.27" Ε Πρ. ΜΠ Κώστας-Άγιος Παύλος Ε Λιμ.
343 40º 10' 04.22" Ν 23º 46' 20.30" Ε Πρ. Μ;Ν; Μπαγιαντέρα Ε Λιμ.,Πυρ.,Χαλ.

328
345 40º 09' 49.68" Ν 23º 47' 22.71" Ε Πρ. Μ; Μπρούσλιανος Ε Χαλ.
346 40º 09' 50.10" Ν 23º 47' 48.75" Ε Πρ. Μ;,Ν; Τραγότσι Ε Λιμ., Πυρ.,Χαλ.
366 40º 11' 39.60" Ν 23º 48' 10.20" Ε Πρ. Πρ. Ξιφάρα Ε Χαλ.
372 40º 13' 17.91" Ν 23º 47' 29.66" Ε Πρ. Πρ. Άγιος Ισίδωρος Ε Λιμ.,Πυρ.
375 40º 12' 01.04" Ν 23º 47' 35.33" Ε Πρ. Πρ. Διάπορος Α’ Ε Πυρ.
377 40º 12' 02.42" Ν 23º 47' 21.84" Ε Πρ. Πρ. Διάπορος Β’ Ε Χαλ.
440 40º 09' 40.67" Ν 23º 44' 32.37" Ε Πρ. Μ; Άγιος Παύλος Α’ Ε Χαλ.
441 40º 09' 35.32" Ν 23º 44' 31.05" Ε Πρ. ΜΠ; Άγιος Παύλος Β’ Ε Ασβ.
447 40º 09' 29.84" Ν 23º 45' 31.47" Ε Πρ. Πρ. Πέτρος Ε Χαλ.
449 40º 09' 42.72" Ν 23º 46' 02.85" Ε Πρ. Μ;,Ν; Γιαννακάρα Ε Πυρ.
453 40º 09' 20.84" Ν 23º 45' 56.02" Ε Πρ. Μ; Χιονάς Ε Χαλ.
462 40º 09' 24.44" N 23º 46' 23.68" E Πρ. Μ; Μηλιά Ε Πυρ.,Χαλ.
463 40º 09' 36.96" Ν 23º 46' 27.84" Ε Πρ. Μ; Ζορμπά Φτέρη Ε Χαλ.
464 40º 09' 29.68" Ν 23º 46' 33.67" Ε Πρ. Μ; Κρυόβρυση Ε Χαλ.
466 40º 09' 03.20" Ν 23º 46' 26.23" Ε Πρ. Πρ. Παπάς Α’ Ε Χαλ.
469 40º 09' 05.07" Ν 23º 46' 51.51" Ε Πρ.,ΒΝ Πρ. Παπάς Β’ Ε Χαλ.,Βρσκ.
475 40º 09' 18.69" Ν 23º 47' 09.76" Ε Πρ. Μ; Αργαστήρια Α’ Ε Χαλ.
476 40º 09' 24.72" Ν 23º 47' 09.49" Ε Πρ. Μ; Αργαστήρια Β’ Ε Χαλ.
478 40º 09' 32.63" Ν 23º 46' 55.52" Ε Πρ. Μ Λειβαδιά Ε Πυρ.,Χαλ.
479 40º 09' 41.56" Ν 23º 46' 56.70" Ε Πρ. Μ; Κουρουμπάτσι Ε Πυρ.,Χαλ.
512 40º 07' 58.29" Ν 23º 46' 24.43" Ε Πρ. Πρ. Τριπόταμος Ε Λιμ.,Πυρ.
591 40º 07' 30.71" Ν 23º 48' 58.93" Ε Πρ. Π Ασπρόπετρες Ε Λιμ.Χαλ.
629 40º 05' 35.89" Ν 23º 49' 09.74" Ε Πρ.,ΒΝ Πρ. Κουνιστή Ε Λιμ.,Βρσκ.
651 40º 08' 48.86" Ν 23º 50' 19.66" Ε Πρ. Μ Ασκαμιά Α’ Ε Λιμ.Χαλ.
656 40º 08' 46.42" Ν 23º 50' 10.73" Ε Πρ. Μ Ασκαμιά Β’ Ε Χαλ.
686 40º 01' 14.99" Ν 23º 49' 56.81" Ε Πρ. ΠΕΣ Σταλαδαριό E Κεραμ.
783 40º 02' 27.73" Ν 23º 52' 08.76" Ε Πρ. Πρ. Ανοιξιάτικο Ε Λιμ.
848 40º 01' 41.93" Ν 23º 51' 00.82" Ε Πρ. Πρ. Πέτρινα Μαντριά Α’ Ε Λιμ.
850 40º 01' 49.59" Ν 23º 52' 01.98" Ε Πρ. Πρ. Πέτρινα Μαντριά Β’ Ε Λιμ.
1205 40º 02' 04.14" Ν 23º 54' 52.69" Ε Πρ. Πρ. Φεγγάρι Ε Λιμ.,Χαλ.
1279 40º 13' 10.60" N 23º 41' 00.99" E Πρ. Πρ. Τραγομύλια Ε Χαλ.
329
1278 40º 02' 13.18" Ν 23º 53' 05.58" Ε Πρ. Πρ. Μάρμαρα Ε Χαλ.
1280 40º 10' 04.05" Ν 23º 46' 20.05" Ε Πρ. Ν; Βαθύ Γρέκι Ε Πυρ.
1281 40º 13' 27.05" Ν 23º 45' 10.05" Ε Πρ. Πρ. Μπαταράς Ε Χαλ.

330
ΠΙΝΑΚΑΣ 4
ΘΕΣΕΙΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΤΗΣ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΗΣ ΕΠΟΧΗΣ

ΘΕΣΕΙΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΤΗΣ ΘΕΣΕΙΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΤΗΣ


ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΓΝΩΣΤΕΣ ΣΤΗΝ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΠΟΥ
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΟΝΤΑΙ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ

Περιοχή Περιοχή Αριθμός-


ταυτότητα
Βέτρινο Α’ Βραχωτό 72
Πύργος-Μυτάρι Στάφνη 52
Παλιοκάστελο Αράπης 62
Καστρί Αβραάμ 79
Σπαθιές Ξυλένιος Πύργος 225
Λαγόμαντρα Α’ Πυργούδια 235
Αζάπικο Α’ Προφήτης Ηλίας 226
Αζάπικο Β’ Βέτρινο Β’ 105
Τορώνη Άγιος Αθανάσιος 143
Κριαρίτσι Α’ Βρυσούδα 306
Κριαρίτσι Β’ Τραγούλα 172
Συκιά-Πύργος Βλάσταινα 179
Κούκος-Συκιά Μαρτζιβάνος 180
Καψάλα 341
Άγιος Παύλος 442
Πέτρος 446
Χιονάς 450
Κρυόβρυση 465
Τραγότσι 477
Τορός 480
Ελιά 487
Λαγόμαντρα Β’ 495
Τριπόταμος 500
Γιωνάς 611
Παλιόχωρα Ν.Μαρμαράς 619
Πόρτο Καράς 617
Κόχι 681
Κόκκαλο 693
Τράπεζος 704
Κούκος-Πετριώτικο 992
Μπουρούνα 1150
Κοκώνη Τούμπα 679
Πυροφυλάκιο Συκιάς 1256
Μητσάρες 1244
Στρογγυλό Ραχώνι 1243
Παταράς 1213
Μπαρούμα Καλύβα 1227
Ογλάς 1272
Άμπελος 1276
Παλιόχωρα-Συκιά 1278
Οικισμός Καθηγητών 365
Καρύδι 367
Βουρβουρού 351
Κούκος-Διάπορος 385
Καλόγρια 256
Βοδόκολο 253
ΣΥΝΟΛΟ 13 ΣΥΝΟΛΟ 46

331
ΠΙΝΑΚΑΣ 5
ΘΕΣΕΙΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΤΗΣ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑΣ ΑΝΑ ΕΠΟΧΗ

ΘΕΣΗ Π Μ ΠΝ ΝΝ ΠΕΧ ΜΕΧ ΥΕΧ ΠΕΣ


Στάφνη +
Καψάλα +
Τραγούλα +
Βρυσούδα +
Βλάσταινα + +
Άγιος Παύλος + +
Πέτρος + +; + +
Χιονάς + +
Κρυόβρυση + +
Τραγότσι + +
Μητσάρες +
Παταράς + +
Τορώνη + + + + +
Συκιά-Πύργος + + +
Βέτρινο Α’ + + + + +
Βέτρινο Β’ +
Παλιοκάστελο + + + +
Καστρί + +
Κριαρίτσι Α’ +
Πύργος-Μυτάρι + + +
Τράπεζος + + +
Κούκος-Πετριώτικο +
Κούκος-Διάπορος +
Καλόγρια +
Καρύδι +
Αζάπικο Β’ +
Τριπόταμος + +
Γιωνάς + +
Κόχι +
Σπαθιές +
Λαγόμαντρα Α’ +
Λαγόμαντρα Β’ +
Αζάπικο Α’ +
Κούκος-Συκιά +
Κριαρίτσι Β’ +
Αβραάμ +
Πυργούδια +
Προφήτης Ηλίας +
Ξυλένιος Πύργος +
Κόκκαλο +
Παλιόχωρα-Συκιά +
Ογλάς +
Άμπελος +
Αράπης +
Βραχωτό +
Άγιος Αθανάσιος +
Μαρτζιβάνος +
Βοδόκολο +
Βουρβουρού +
Οικισμός των Καθηγητών +
Τορός +
Ελιά +
Πόρτο Καράς +
Παλιόχωρα-Ν.Μαρμαράς +

332
Στρογγυλό Ραχώνι +
Μπαρούμα η Καλύβα +
Μπουρούνα +
Κοκώνη η Τούμπα +
Πυροφυλάκιο Συκιάς +
ΣΥΝΟΛΟ 3 9 6 5 14 4 9 38

333
ΠΙΝΑΚΑΣ 6
ΟΙ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΕΣ ΘΕΣΕΙΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ

ΠΑΡΑΘΑΛΑΣΣΙΕΣ ΘΕΣΕΙΣ ΜΕΣΟΓΕΙΕΣ ΘΕΣΕΙΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ


ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ
Τραγούλα Στάφνη
Βλάσταινα Καψάλα
Άγιος Παύλος Βρυσούδα
Τορώνη Πέτρος
Παλιοκάστελο Χιονάς
Καστρί Κρυόβρυση
Κριαρίτσι Α’ Τραγότσι
Πύργος-Μυτάρι Μητσάρες
Κούκος-Διάπορος Παταράς
Καλόγρια Συκιά-Πύργος
Καρύδι Βέτρινο Α’
Αζάπικο Β’ Βέτρινο Β’
Τριπόταμος Τράπεζος
Γιωνάς Κούκος-Πετριώτικο
Κόχι Κούκος-Συκιά
Σπαθιές Αβραάμ
Λαγόμαντρα Α’ Πυργούδια
Λαγόμαντρα Β’ Προφήτης Ηλίας
Αζάπικο Α’ Ογλάς
Κριαρίτσι Β’ Αράπης
Ξυλένιος Πύργος Βραχωτό
Κόκκαλο Άγιος Αθανάσιος
Παλιόχωρα-Συκιά Τορός
Άμπελος Παλιόχωρα-Ν.Μαρμαράς
Βουρβουρού Στρογγυλό Ραχώνι
Μαρτζιβάνος Μπαρούμα η Καλύβα
Βοδόκολο Μπουρούνα
Οικισμός των Καθηγητών Κοκώνη η Τούμπα
Ελιά Πυροφυλάκιο Συκιάς
Πόρτο Καράς
ΣΥΝΟΛΟ 30 ΣΥΝΟΛΟ 29

334
ΠΙΝΑΚΑΣ 7
ΓΕΩΛΟΓΙΚΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ ΤΩΝ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΩΝ ΘΕΣΕΩΝ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ

(Β: Βιοτιτικός και Διμαρμαρυγιακός Γρανοδιορίτης, Χ: Χαλαζίτες, Π:


Πρασινοσχιστόλιθοι, Λ: Λιμναίοι Ασβεστόλιθοι, Α: Ασβεστόλιθοι, Μ: Μάρμαρα, Φ:
Φυλλίτες, Ε: Ερυθροί Άργιλοι, Δ: Διμαρμαρυγιακός Γνέυσιος και Μοσχοβίτικος
Γνεύσιος)

ΘΕΣΗ Β Χ Π Λ Α Μ Φ Ε Δ
Βλάσταινα +
Άγιος Παύλος +
Πύργος-Συκιά +
Παλιόχωρα-Συκιά +
Βουρβουρού +
Άγιος Αθανάσιος +
Μαρτζιβάνος +
Καψάλα +
Βρυσούδα +
Πέτρος +
Χιονάς +
Κρυόβρυση +
Τραγότσι +
Μητσάρες +
Παταράς +
Κριαρίτσι Α’ +
Τράπεζος +
Κούκος-Πετριώτικο +
Κούκος-Διάπορος +
Καλόγρια +
Καρύδι +
Σπαθιές +
Ογλάς +
Βοδόκολο +
Οικισμός των Καθηγητών +
Στρογγυλό Ραχώνι +
Μπαρούμα η Καλύβα +
Κούκος-Συκιά +
Κριαρίτσι Β’ +
Κοκώνη η Τούμπα +
Πυροφυλάκιο Συκιάς +
Πύργος-Μυτάρι +
Τριπόταμος +
Γιωνάς +
Λαγόμαντρα Α’ +
Λαγόμαντρα Β’ +
Αβραάμ +
Πυργούδια +
Προφήτης Ηλίας +
Παλιόχωρα-Ν.Μαρμαράς +
Ελιά +
Πόρτο Καράς +
Στάφνη +
Τορός +
Αζάπικο Β’ +
Τορώνη +
Αζάπικο Α’ +
Κόκκαλο +

335
Μπουρούνα +
Βέτρινο Α’ +
Βέτρινο Β’ +
Παλιοκάστελο +
Βραχωτό +
Άμπελος +
Αράπης +
Κόχι +
Ξυλένιος Πύργος +
Τραγούλα +
Καστρί +
ΣΥΝΟΛΟ 31 13 5 3 1 1 2 2 1

336
ΠΙΝΑΚΑΣ 8
ΕΔΑΦΗ ΤΩΝ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΩΝ ΘΕΣΕΩΝ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ

ΠΟΤΖΟΛΙΚΑ ΕΔΑΦΗ ΑΛΟΥΒΙΑΚΑ ΕΔΑΦΗ


Στάφνη Τραγούλα
Καψάλα Βλάσταινα
Βρυσούδα Άγιος Παύλος
Πέτρος Τορώνη
Χιονάς Συκιά-Πύργος
Κρυόβρυση Βέτρινο Α’
Τραγότσι Βέτρινο Β’
Μητσάρες Παλιοκάστελο
Παταράς Καστρί
Κριαρίτσι Α’ Πύργος-Μυτάρι
Τράπεζος Αζάπικο Β’
Κούκος-Πετριώτικο Τριπόταμος
Κούκος-Διάπορος Γιωνάς
Καλόγρια Λαγόμαντρα Α’
Καρύδι Λαγόμαντρα Β’
Κόχι Αζάπικο Α’
Ογλάς Κόκκαλο
Άμπελος Παλιόχωρα-Συκιά
Αράπης Βουρβουρού
Βραχωτό Ξυλένιος Πύργος
Βοδόκολο Πυργούδια
Οικισμός των Καθηγητών Προφήτης Ηλίας
Τορός Σπαθιές
Στρογγυλό Ραχώνι Παλιόχωρα-Ν.Μαρμαράς
Μπαρούμα η Καλύβα Άγιος Αθανάσιος
Κούκος-Συκιά Μαρτζιβάνος
Κριαρίτσι Β’ Ελιά
Αβραάμ Πόρτο Καράς
Μπουρούνα
Κοκώνη η Τούμπα
Πυροφυλάκιο Συκιάς
ΣΥΝΟΛΟ 31 ΣΥΝΟΛΟ 28

337
ΠΙΝΑΚΑΣ 9
ΥΨΟΜΕΤΡΟ ΤΩΝ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΩΝ ΘΕΣΕΩΝ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ

ΘΕΣΗ >300μ. 300μ.>100μ. <100μ.


Τράπεζος +
Μητσάρες +
Παταράς +
Στρογγυλό Ραχώνι +
Βραχωτό +
Κοκώνη η Τούμπα +
Πυροφυλάκιο Συκιάς +
Άγιος Παύλος +
Πυργούδια +
Προφήτης Ηλίας +
Αβραάμ +
Αράπης +
Βρυσούδα +
Καψάλα +
Μπουρούνα +
Κούκος-Συκιά +
Βέτρινο Α’ +
Βέτρινο Β’ +
Τορός +
Ογλάς +
Κούκος-Πετριώτικο +
Πέτρος +
Χιονάς +
Κρυόβρυση +
Τραγότσι +
Μπαρούμα η Καλύβα +
Λαγόμαντρα Β’ +
Καρύδι +
Καστρί +
Κόχι +
Αζάπικο Α’ +
Λαγόμαντρα Α’ +
Ξυλένιος Πύργος +
Τραγούλα +
Τορώνη +
Πύργος-Μυτάρι +
Καλόγρια +
Βουρβουρού +
Βοδόκολο +
Οικισμός των Καθηγητών +
Κριαρίτσι Β’ +
Κούκος-Διάπορος +
Γιωνάς +
Σπαθιές +
Πόρτο Καράς +
Παλιόχωρα-Συκιά +
Συκιά-Πύργος +
Τριπόταμος +
Ελιά +
Αζάπικο Β’ +
Κόκκαλο +
Παλιόχωρα-Ν.Μαρμαράς +
Κριαρίτσι Α’ +

338
Βλάσταινα +
Παλιοκάστελο +
Άμπελος +
Άγιος Αθανάσιος +
Μαρτζιβάνος +
Στάφνη +
ΣΥΝΟΛΟ 7 19 33

339
ΠΙΝΑΚΑΣ 10
ΕΚΤΑΣΗ ΕΠΙΧΩΣΕΩΝ ΤΩΝ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΩΝ ΘΕΣΕΩΝ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ

ΘΕΣΗ >10στρ. 10στρ.>5στρ. <5στρ.


Τορώνη +
Συκιά-Πύργος +
Βέτρινο Α’ +
Παλιοκάστελο +
Τράπεζος +
Λαγόμαντρα Α’ +
Πέτρος +
Κριαρίτσι Α’ +
Κούκος-Πετριώτικο +
Αζάπικο Β’ +
Κούκος-Συκιά +
Παλιόχωρα-Συκιά +
Αράπης +
Παλιόχωρα-Ν.Μαρμαράς +
Στρογγυλό Ραχώνι +
Στάφνη +
Καψάλα +
Τραγούλα +
Βρυσούδα +
Βλάσταινα +
Άγιος Παύλος +
Χιονάς +
Κρυόβρυση +
Τραγότσι +
Μητσάρες +
Παταράς +
Βέτρινο Β’ +
Καστρί +
Πύργος-Μυτάρι +
Κούκος-Διάπορος +
Καλόγρια +
Καρύδι +
Τριπόταμος +
Γιωνάς +
Κόχι +
Σπαθιές +
Αζάπικο Α’ +
Κριαρίτσι Β’ +
Αβραάμ +
Πυργούδια +
Προφήτης Ηλίας +
Ξυλένιος Πύργος +
Κόκκαλο +
Ογλάς +
Άμπελος +
Βραχωτό +
Βουρβουρού +
Άγιος Αθανάσιος +
Μαρτζιβάνος +
Βοδόκολο +
Οικισμός των Καθηγητών +
Τορός +
Ελιά +

340
Λαγόμαντρα Β’ +
Πόρτο Καράς +
Μπαρούμα η Καλύβα +
Μπουρούνα +
Κοκώνη η Τούμπα +
Πυροφυλάκιο Συκιάς +
ΣΥΝΟΛΟ 6 9 44

341
ΠΙΝΑΚΑΣ 11
ΥΨΟΣ ΕΠΙΧΩΣΕΩΝ ΤΩΝ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΩΝ ΘΕΣΕΩΝ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ

ΘΕΣΗ 3μ.>2μ. 2μ.>1μ. 1μ.>0μ.


Τορώνη +
Συκιά-Πύργος +
Βέτρινο Α’ +
Παλιοκάστελο +
Τράπεζος +
Λαγόμαντρα Α’ +
Βέτρινο Β’ +
Πέτρος +
Πύργος-Μυτάρι +
Καστρί +
Κούκος-Πετριώτικο +
Τριπόταμος +
Αζάπικο Α’ +
Κούκος-Συκιά +
Παλιόχωρα-Συκιά +
Αράπης +
Άγιος Αθανάσιος +
Παλιόχωρα-Ν.Μαρμαράς +
Στρογγυλό Ραχώνι +
Στάφνη +
Καψάλα +
Τραγούλα +
Βρυσούδα +
Βλάσταινα +
Άγιος Παύλος +
Χιονάς +
Κρυόβρυση +
Τραγότσι +
Μητσάρες +
Παταράς +
Κούκος-Διάπορος +
Καλόγρια +
Καρύδι +
Αζάπικο Β’ +
Γιωνάς +
Κόχι +
Σπαθιές +
Κριαρίτσι Β’ +
Αβραάμ +
Πυργούδια +
Προφήτης Ηλίας +
Ξυλένιος Πύργος +
Λαγόμαντρα Β’ +
Κόκκαλο +
Ογλάς +
Άμπελος +
Γιωνάς +
Βραχωτό +
Βουρβουρού +
Μαρτζιβάνος +
Βοδόκολο +
Οικισμός των Καθηγητών +
Τορός +
Ελιά +

342
Πόρτο Καράς +
Μπαρούμα η Καλύβα +
Μπουρούνα +
Κοκώνη η Τούμπα +
Πυροφυλάκιο Συκιάς +
ΣΥΝΟΛΟ 6 13 40

343
ΠΙΝΑΚΑΣ 12
ΤΑΦΙΚΑ ΜΝΗΜΕΙΑ ΤΗΣ ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΗΣ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ
ΣΙΘΩΝΙΑΣ

Αριθμός- Αριθμός-
Περιοχή Περιοχή
ταυτότητα ταυτότητα

237 Όρμος Παναγίας 897 Ανοιξιάτικο


241 Όρμος Παναγίας 899 Ανοιξιάτικο
277 Δημητράκια 901 Ανοιξιάτικο
704 Τράπεζος 903 Αχλαδιά
713 Αμέρης 904 Αχλαδιά
714 Αμέρης 918 Μπαμπαλιάρα
723 Αμέρης 919 Μπαμπαλιάρα
730 Ελούδες 921 Τσεκούρα Γρέκ'
731 Ελούδες 928 Μπαμπαλιάρα
732 Ελούδες 977 Ανιάδες
733 Ελούδες 983 Μάρμαρα
734 Ελούδες 984 Μάρμαρα
735 Φραμένο 989 Ανιάδες
754 Φραμένο 993 Κούκος-Πετριώτικο
759 Φραμένο 996 Κούκος-Πετριώτικο
761 Φραμένο 1000 Κούκος-Πετριώτικο
766 Ανοιξιάτικο 1002 Κούκος-Πετριώτικο
767 Ανοιξιάτικο 1005 Κούκος-Πετριώτικο
768 Ανοιξιάτικο 1006 Κούκος-Πετριώτικο
774 Κούκοι 1011 Ανιάδες
778 Ανοιξιάτικο 1012 Ανιάδες
780 Κούκοι 1014 Ανιάδες
791 Κούκοι 1015 Ανιάδες
795 Κούκοι 1017 Καρατζοβάλης
799 Κούκοι 1019 Καρατζοβάλης
801 Κούκοι 1023 Φουρκαλούδα
804 Κούκοι 1025 Τσακμακόλακκος
805 Κούκοι 1026 Τσακμακόλακκος
807 Κούκοι 1028 Καρατζοβάλης
808 Κούκοι 1030 Καρατζοβάλης
809 Κούκοι 1036 Τσαμούδι
811 Κούκοι 1039 Τσαμούδι
818 Κούκοι 1042 Τσακμάκι
819 Κούκοι 1044 Τσακμάκι
821 Κούκοι 1045 Τσακμάκι
829 Κούκοι 1048 Τσακμάκι
836 Κούκοι 1050 Τσακμάκι
838 Κούκοι 1055 Βούλες
839 Κούκοι 1056 Βούλες
845 Πέτρινα Μαντριά 1057 Βούλες
873 Μεσονήσια 1059 Βούλες

344
887 Τσακμάκι 1060 Βούλες
889 Ανοιξιάτικο 1064 Βούλες
1065 Βούλες 1125 Κούκος-Πετριώτικο
1066 Βούλες 1136 Πετριώτικο
1067 Βούλες 1137 Μάρμαρα
1068 Βούλες 1138 Μάρμαρα
1069 Βούλες 1145 Μάρμαρα
1073 Μεσοράχωνο 1184 Καραγάτσια
1080 Βούλες 1190 Καλαθάς
1082 Βούλες 1209 Φεγγάρι
1087 Βούλες 1212 Παταράς
1091 Μεσοράχωνο 1214 Παταράς
1094 Βούλες 1215 Παταράς
1095 Βούλες 1216 Παταράς
Μπαρούμα
1097 Ανατολικά Μεσοράχωνου 1222
Καλύβα
Μπαρούμα
1098 Ανατολικά Μεσοράχωνου 1223
Καλύβα
Βόρεια από Κοκώνη Μπαρούμα
1103 1225
Μαντρια Καλύβα
Βόρεια από Κοκώνη
1105 1229 Βάβος Λάκκος
Μαντρια
1122 Αμπουλιανάρα 1238 Μητσάρες
ΣΥΝΟΛΟ 120

345
ΠΙΝΑΚΑΣ 13
ΤΥΜΒΟΙ ΤΗΣ ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΗΣ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΣΙΘΩΝΙΑΣ ΑΠΟ
ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΑΖΑΠΙΚΟ-ΠΕΤΡΙΩΤΙΚΟ

Μέγεθος (Μ:
Αριθμός-ταυτότητα Περιοχή Μεγάλος)
713 Αμέρης Μ
714 Αμέρης
723 Αμέρης
730 Ελούδες Μ
731 Ελούδες
732 Ελούδες
733 Ελούδες
734 Ελούδες Μ
735 Φραμένο Μ
754 Φραμένο
759 Φραμένο Μ
761 Φραμένο
766 Ανοιξιάτικο
767 Ανοιξιάτικο Μ
768 Ανοιξιάτικο Μ
774 Κούκοι
778 Ανοιξιάτικο Μ
780 Κούκοι Μ
791 Κούκοι
795 Κούκοι
799 Κούκοι Μ
801 Κούκοι
804 Κούκοι Μ
805 Κούκοι
807 Κούκοι
808 Κούκοι Μ
809 Κούκοι
811 Κούκοι
818 Κούκοι
819 Κούκοι
821 Κούκοι Μ
829 Κούκοι Μ
836 Κούκοι
838 Κούκοι
839 Κούκοι Μ
845 Πέτρινα Μαντριά Μ
873 Μεσονήσια
887 Τσακμάκι
889 Ανοιξιάτικο Μ
897 Ανοιξιάτικο Μ
899 Ανοιξιάτικο
901 Ανοιξιάτικο
903 Αχλαδιά
904 Αχλαδιά
918 Μπαμπαλιάρα
919 Μπαμπαλιάρα
921 Τσεκούρα Γρέκ' Μ

346
928 Μπαμπαλιάρα
977 Ανιάδες Μ
983 Μάρμαρα Μ
984 Μάρμαρα
989 Ανιάδες
993 Κούκος-Πετριώτικο Μ
996 Κούκος-Πετριώτικο Μ
1000 Κούκος-Πετριώτικο
1002 Κούκος-Πετριώτικο
1005 Κούκος-Πετριώτικο Μ
1006 Κούκος-Πετριώτικο
1011 Ανιάδες
1012 Ανιάδες
1014 Ανιάδες Μ
1015 Ανιάδες
1017 Καρατζοβάλης
1019 Καρατζοβάλης
1023 Φουρκαλούδα Μ
1025 Τσακμακόλακκος
1026 Τσακμακόλακκος Μ
1028 Καρατζοβάλης
1030 Καρατζοβάλης
1036 Τσαμούδι Μ
1039 Τσαμούδι
1042 Τσακμάκι Μ
1044 Τσακμάκι Μ
1045 Τσακμάκι Μ
1048 Τσακμάκι
1050 Τσακμάκι
1055 Βούλες Μ
1056 Βούλες Μ
1057 Βούλες
1059 Βούλες
1060 Βούλες
1064 Βούλες Μ
1065 Βούλες Μ
1066 Βούλες
1067 Βούλες Μ
1068 Βούλες Μ
1069 Βούλες Μ
1073 Μεσοράχωνο Μ
1080 Βούλες Μ
1082 Βούλες
1087 Βούλες
1091 Μεσοράχωνο Μ
1094 Βούλες
1095 Βούλες
1097 Ανατολικά Μεσοράχωνου
1098 Ανατολικά Μεσοράχωνου Μ
1103 Βόρεια από Κοκώνη Μαντρια Μ
1105 Βόρεια από Κοκώνη Μαντρια Μ
1122 Αμπουλιανάρα Μ

347
1125 Κούκος-Πετριώτικο
1136 Πετριώτικο
1137 Μάρμαρα Μ
1138 Μάρμαρα Μ
1145 Μάρμαρα Μ
1184 Καραγάτσια
1190 Καλαθάς Μ
1209 Φεγγάρι
1212 Παταράς Μ
1214 Παταράς Μ
1215 Παταράς Μ
1216 Παταράς
1222 Μπαρούμα Καλύβα
1223 Μπαρούμα Καλύβα
1225 Μπαρούμα Καλύβα
1229 Βάβος Λάκκος
1238 Μητσάρες
ΣΥΝΟΛΟ 116 52

348
ΠΙΝΑΚΑΣ 14
ΜΕΓΑΛΙΘΙΚΕΣ ΣΤΗΛΕΣ ΤΗΣ ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΗΣ
ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΣΙΘΩΝΙΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ
ΑΖΑΠΙΚΟ-ΠΕΤΡΙΩΤΙΚΟ

Αριθμός-ταυτότητα Περιοχή
786 Κούκοι-Ανοιξιάτικο
787 Κούκοι
791 Κούκοι
835 Κούκοι
981 Μάρμαρα
982 Μάρμαρα
985 Μάρμαρα
998 Κούκος-Πετριώτικο
999 Κούκος-Πετριώτικο
1001 Κούκος-Πετριώτικο
1037 Τσαμούδι
1041 Τσακμάκι
1049 Τσακμάκι
1079 Βούλες
ΣΥΝΟΛΟ 14

349
350
ΔΙΑΓΡΑΜΜΑΤΑ

351
352
Διαγράμματα 

 
ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 1 
ΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΗΣ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΣΙΘΩΝΙΑΣ 
 
ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 2 
ΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΗΣ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΣΙΘΩΝΙΑΣ ΑΝΑ ΕΠΟΧΗ 
 
ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 3 
ΘΕΣΕΙΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΤΗΣ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΗΣ ΕΠΟΧΗΣ 
 
ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 4 
ΘΕΣΕΙΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΤΗΣ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑΣ ΑΝΑ ΕΠΟΧΗ 
 
ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 5 
ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΩΝ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΩΝ ΘΕΣΕΩΝ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΑΠΟ ΕΠΟΧΗ ΣΕ 
ΕΠΟΧΗ 
 
ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 6 
ΟΙ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΕΣ ΘΕΣΕΙΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ 
 
ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 7 
ΣΧΕΣΗ ΤΩΝ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΩΝ ΘΕΣΕΩΝ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΜΕ ΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ ΑΝΑ 
ΕΠΟΧΗ 
 
ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 8 
ΓΕΩΛΟΓΙΚΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ ΤΩΝ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΩΝ ΘΕΣΕΩΝ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ 
 
ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 9 
ΕΔΑΦΗ ΤΩΝ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΩΝ ΘΕΣΕΩΝ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ  
 
ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 10 
ΕΔΑΦΗ ΤΩΝ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΩΝ ΘΕΣΕΩΝ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΑΝΑ ΕΠΟΧΗ 
 
ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 11 
ΥΨΟΜΕΤΡΟ ΤΩΝ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΩΝ ΘΕΣΕΩΝ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ  
 
ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 12 
ΥΨΟΜΕΤΡΟ ΤΩΝ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΩΝ ΘΕΣΕΩΝ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΑΝΑ ΕΠΟΧΗ 
 
 
 
 

353
ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 13 
ΕΚΤΑΣΗ ΕΠΙΧΩΣΕΩΝ ΤΩΝ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΩΝ ΘΕΣΕΩΝ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ 
 
ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 14 
ΕΚΤΑΣΗ ΕΠΙΧΩΣΕΩΝ ΤΩΝ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΩΝ ΘΕΣΕΩΝ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΑΝΑ 
ΕΠΟΧΗ 
 
ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 15 
ΥΨΟΣ ΕΠΙΧΩΣΕΩΝ ΤΩΝ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΩΝ ΘΕΣΕΩΝ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ 
 
ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 16 
ΥΨΟΣ ΕΠΙΧΩΣΕΩΝ ΤΩΝ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΩΝ ΘΕΣΕΩΝ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΑΝΑ ΕΠΟΧΗ 
 
ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 17 
ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΕΣ ΤΑΦΙΚΕΣ ΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΗΣ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΗΣ 
ΕΡΕΥΝΑΣ ΣΙΘΩΝΙΑΣ 
 
ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 18 
ΤΑΦΙΚΑ ΜΝΗΜΕΙΑ ΤΗΣ ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΗΣ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΣΤΗΝ 
ΠΕΡΙΟΧΗ ΑΖΑΠΙΚΟ‐ΠΕΤΡΙΩΤΙΚΟ 
 

354
 
ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 1
ΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΗΣ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΣΙΘΩΝΙΑΣ

13

1170

ΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΗΣ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΓΝΩΣΤΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ
ΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΗΣ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΠΟΥ ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΟΝΤΑΙ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ

ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 2
ΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΗΣ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΣΙΘΩΝΙΑΣ ΑΝΑ ΕΠΟΧΗ

181

127

875

ΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΘΕΣΕΙΣ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΧΡΟΝΩΝ ΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ-ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΠΟΧΗΣ

355
ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 3
ΘΕΣΕΙΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΤΗΣ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΗΣ ΕΠΟΧΗΣ

13

46

ΘΕΣΕΙΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΤΗΣ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΓΝΩΣΤΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ


ΘΕΣΕΙΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΤΗΣ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΠΟΥ ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΟΝΤΑΙ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ

ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 4
ΘΕΣΕΙΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΤΗΣ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑΣ ΑΝΑ ΕΠΟΧΗ

40

35

30

25

20

15

10

0
Π Μ ΠΝ ΝΝ ΠΕΧ ΜΕΧ ΥΕΧ ΠΕΣ

Π:ΠΑΛΑΙΟΛΙΘΙΚΗ, Μ:ΜΕΣΟΛΙΘΙΚΗ, ΠΝ:ΠΡΩΙΜΗ ΝΕΟΛΙΘΙΚΗ, ΝΝ:ΝΕΟΤΕΡΗ ΝΕΟΛΙΘΙΚΗ, ΠΕΧ:ΠΡΩΙΜΗ ΕΠΟΧΗ ΧΑΛΚΟΥ,


ΜΕΧ:ΜΕΣΗ ΕΠΟΧΗ ΧΑΛΚΟΥ, ΥΕΧ:ΥΣΤΕΡΗ ΕΠΟΧΗ ΧΑΛΚΟΥ, ΠΕΣ:ΠΡΩΙΜΗ ΕΠΟΧΗ ΣΙΔΗΡΟΥ

356
ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 5
ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΩΝ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΩΝ ΘΕΣΕΩΝ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΑΠΟ ΕΠΟΧΗ ΣΕ ΕΠΟΧΗ

ΥΕΧ-ΠΕΣ

ΜΕΧ-ΥΕΧ

ΠΕΧ-ΜΕΧ

ΝΝ-ΠΕΧ

ΠΝ-ΝΝ

Μ-ΠΝ

Π-Μ

0 1 2 3 4 5 6 7

ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 6
ΟΙ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΕΣ ΘΕΣΕΙΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ

29

30

ΠΑΡΑΘΑΛΑΣΣΙΕΣ ΘΕΣΕΙΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΜΕΣΟΓΕΙΕΣ ΘΕΣΕΙΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ

357
ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 7
ΣΧΕΣΗ ΤΩΝ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΩΝ ΘΕΣΕΩΝ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΜΕ ΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ ΑΝΑ ΕΠΟΧΗ

40

35

30

25

20

15

10

0
Π Μ Ν ΠΕΧ ΜΕΧ ΥΕΧ ΠΕΣ

ΠΑΡΑΘΑΛΑΣΣΙΕΣ ΘΕΣΕΙΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΜΕΣΟΓΕΙΕΣ ΘΕΣΕΙΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ

ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 8
ΓΕΩΛΟΓΙΚΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ ΤΩΝ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΩΝ ΘΕΣΕΩΝ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ

ΒΙΟΤΙΤΙΚΟΣ ΚΑΙ ΔΙΜΑΡΜΑΡΥΓΙΑΚΟΣ ΓΡΑΝΟΔΙΟΡΙΤΗΣ


ΧΑΛΑΖΙΤΕΣ
ΠΡΑΣΙΝΟΣΧΙΣΤΟΛΙΘΟΙ
ΛΙΜΝΑΙΟΙ ΑΣΒΕΣΤΟΛΙΘΟΙ
ΑΣΒΕΣΤΟΛΙΘΟΙ
ΜΑΡΜΑΡΑ
ΦΥΛΛΙΤΕΣ
ΕΡΥΘΡΟΙ ΑΡΓΙΛΟΙ
ΔΙΜΑΡΜΑΡΥΓΙΑΚΟΙ ΓΝΕΥΣΙΟΙ ΚΑΙ ΜΟΣΧΟΒΙΤΙΚΟΙ ΓΝΕΥΣΙΟΙ

358
ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 9
ΕΔΑΦΗ ΤΩΝ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΩΝ ΘΕΣΕΩΝ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ

27

32

ΠΟΤΖΟΛΙΚΑ ΕΔΑΦΗ ΑΛΟΥΒΙΑΚΑ ΕΔΑΦΗ

ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 10
ΕΔΑΦΗ ΤΩΝ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΩΝ ΘΕΣΕΩΝ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΑΝΑ ΕΠΟΧΗ

40

35

30

25

20

15

10

0
Π Μ ΠΝ ΝΝ ΠΕΧ ΜΕΧ ΥΕΧ ΠΕΣ

ΠΟΤΖΟΛΙΚΑ ΕΔΑΦΗ ΑΛΟΥΒΙΑΚΑ ΕΔΑΦΗ

359
ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 11
ΥΨΟΜΕΤΡΟ ΤΩΝ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΩΝ ΘΕΣΕΩΝ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ

33 19

>300μ. 300μ.>100μ. <100μ.

ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 12
ΥΨΟΜΕΤΡΟ ΤΩΝ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΩΝ ΘΕΣΕΩΝ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΑΝΑ ΕΠΟΧΗ

40

35

30

25

20

15

10

0
Π Μ Ν ΠΕΧ ΜΕΧ ΥΕΧ ΠΕΣ

>300μ. 300μ.>100μ. <100μ.

360
ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 13
ΕΚΤΑΣΗ ΕΠΙΧΩΣΕΩΝ ΤΩΝ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΩΝ ΘΕΣΕΩΝ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ

44

>10στρ. 10στρ.>5στρ. <5στρ.

ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 14
ΕΚΤΑΣΗ ΕΠΙΧΩΣΕΩΝ ΤΩΝ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΩΝ ΘΕΣΕΩΝ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΑΝΑ ΕΠΟΧΗ

40

35

30

25

20

15

10

0
Π Μ ΠΝ ΝΝ ΠΕΧ ΜΕΧ ΥΕΧ ΠΕΣ

>10στρ. 10στρ.>5στρ. <5στρ.

361
ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 15
ΥΨΟΣ ΕΠΙΧΩΣΕΩΝ ΤΩΝ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΩΝ ΘΕΣΕΩΝ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ

13

40

3μ.>2μ. 2μ.>1μ. 1μ.>0μ.

ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 16
ΥΨΟΣ ΕΠΙΧΩΣΕΩΝ ΤΩΝ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΩΝ ΘΕΣΕΩΝ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΑΝΑ ΕΠΟΧΗ

40

35

30

25

20

15

10

0
Π Μ ΠΝ ΝΝ ΠΕΧ ΜΕΧ ΥΕΧ ΠΕΣ

3μ.>2μ. 2μ.>1μ. 1μ.>0μ.

362
ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 17
ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΕΣ ΤΑΦΙΚΕΣ ΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΗΣ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΣΙΘΩΝΙΑΣ

116

ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΕΣ ΤΑΦΙΚΕΣ ΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΗΣ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΕΚΤΟΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΑΖΑΠΙΚΟ-ΠΕΤΡΙΩΤΙΚΟ
ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΟΙ ΤΥΜΒΟΙ ΤΗΣ ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΗΣ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΑΖΑΠΙΚΟ-ΠΕΤΡΙΩΤΙΚΟ

ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 18
ΤΑΦΙΚΑ ΜΝΗΜΕΙΑ ΤΗΣ ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΗΣ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΑΖΑΠΙΚΟ-
ΠΕΤΡΙΩΤΙΚΟ

140

120

100

80

60 116

40

52
20

0
ΤΥΜΒΟΙ ΤΗΣ ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΗΣ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΣΤΗΝ ΜΕΓΑΛΟΙ ΤΥΜΒΟΙ ΤΗΣ ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΗΣ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ
ΠΕΡΙΟΧΗ ΑΖΑΠΙΚΟ-ΠΕΤΡΙΩΤΙΚΟ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΑΖΑΠΙΚΟ-ΠΕΤΡΙΩΤΙΚΟ

363

You might also like