You are on page 1of 27

ΓΕΝΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΤΟΝΙΣΜΟΥ

 1.Καμμία λέξη δεν τονίζεται πιο πάνω από την προπαραλήγουσα: λύομεν, ἐλύομεν,
ἐλυόμεθα.

 2. Όταν η λήγουσα είναι μακρόχρονη, η προπαραλήγουσα δεν τονίζεται:


ἄμεσος αλλά ἀμέσως, ἡ εὐσέβεια αλλά τῆς εὐσεβείας .

 3. Η προπαραλήγουσα, όταν τονίζεται, παίρνει πάντα οξεία : λεγώμεθα,


τιμώμεθα,πυνθάνομαι.

 4. Κάθε βραχύχρονη συλλαβή, όταν τονίζεται, παίρνει πάντα οξεία: νέος, ἀγαθός.

 5. Η μακρόχρονη παραλήγουσα, όταν τονίζεται, παίρνει οξεία μπροστά από


μακρόχρονη
λήγουσα: κώμη, χορεύω, θήκη.

 6. Η μακρόχρονη παραλήγουσα, όταν τονίζεται, παίρνει περισπωμένη μπροστά


από
βραχύχρονη λήγουσα: κῆπος, κῶμαι, θῆκαι.

 7. Η ασυναίρετη ονομαστική, αιτιατική και κλητική των πτωτικών, όταν τονίζεται


στη
λήγουσα, κανονικά παίρνει οξεία:
ὁ ἀθλητής, τόν ἀθλητήν, ὦ ἀθλητά·οἱ ἀθληταί, τούς ἀθλητάς,ὦ ἀθληταί·
καλή, καλήν, καλάς· αὐτή, αὐτήν,αὐτάς
ἐλθών, πεποιηκώς, ῥηθείς

 8. Η μακροκατάληκτη γενική και δοτική των πτωτικών, όταν τονίζεται στη


λήγουσα,
παίρνει περισπωμένη
τοῦ μιμητοῦ, τῷ μιμητῇ,· τῶν μιμητῶν, τοῖς μιμηταῖς·
αὐτοῦ,αὐτῆς,αὐτῇ,αὐτῷ·αὐτῶν, αὐτοῖς, αὐταῖς.

ΚΑΝΟΝΕΣ ΤΟΝΙΣΜΟΥ ΟΝΟΜΑΤΩΝ Α΄ ΚΛΙΣΗΣ

1. Οι καταλήξεις του πληθυντικού των αρσενικών και των θηλυκών είναι οι ίδιες.

2. Το α στην κατάληξη -ας σε οποιαδήποτε πτώση είναι πάντα μακρόχρονο:


κεραίας, ἠπειρώτας, εὐσεβείας.

3. Η γενική του πληθυντικού τονίζεται στη λήγουσα και παίρνει περισπωμένη:


τῶν κοχλιῶν, τῶν θιασωτῶν, τῶν αὐλητριῶν, τῶν ἀγνοιῶν.

1
4. Από τα αρσενικά σε -ης σχηματίζουν την κλητική του ενικού σε -α και όχι σε -
η:
α) τα εθνικά: ὦ Πέρσα
β) όσα λήγουν σε -της: ὦ προφῆτα, ὦ σφενδονῆτα
γ) τα σύνθετα (με β' συνδετικό ρήμα) σε -άρχης, -μέτρης, -πωλης,
-τριβης,-ωνης :ὦ γυμνασιάρχα, ὦ βιβλιοπῶλα, ὦ τελῶνα.
 Εξαιρείται το όνομα "δεσπότης": ὦ δέσποτα.

5. Από τα θηλυκά σε -α:


α) αν πριν από την κατάληξη "α" υπάρχει σύμφωνο εκτός από "ρ", τότε αυτό
λέγεται μη καθαρό , είναι κανονικά βραχύχρονο και η γενική και δοτική του
ενικού σχηματίζεται σε -ης, -ῃ : ἡ μᾶζα, τῆς μάζης, τῇ μάζῃ.
β) αν πριν από την κατάληξη "α" υπάρχει φωνήεν ή "ρ", τότε αυτό λέγεται
καθαρό είναι κανονικά μακρόχρονο και η γενική και δοτική του ενικού
σχηματίζεται κανονικα σε -ας, -ᾳ: ἡ σιτοδεία, τῆς σιτοδείας, τῇ σιτοδείᾳ·
- Εξαιρούνται τα ονόματα:
μυῖα, γαῖα, γραῖα, μαῖα, μοῖρα, πεῖρα, πρῷρα, σπεῖρα, σφαῖρα, σφῦρα.

6. Το "α" της κατάληξης στην αιτιατική και κλητική του ενικού είναι μακρόχρονο ή
βραχύχρονο, ανάλογα με το τι είναι στην ονομαστική:
ἡ ἐφορεία, τήν ἐφορείαν, ὦ ἐφορεία·
ἡ μᾶζα, τήν μᾶζαν, ὦ μᾶζα.

Γ' ΚΛΙΣΗ

Α' ΦΩΝΗΕΝΤΟΛΗΚΤΑ: πρίν το -ς υπάρχει φωνήεν

α) Καταληκτικά Μονόθεμα

ονομαστική σε -ς ένα θέμα σε όλες τις πτώσεις

-ως, -ωος

Ενικός Πληθυντικός

Ον. ὁ Τρώς οἱ Τρῶες


Γεν. τοῦ Τρωός τῶν Τρώων
Δοτ. τῷ Τρωί τοῖς Τρωσί(ν)
Αιτ. τόν Τρῶα τούς Τρῶας
Κλ. ὦ Τρώς ὦ Τρῶες

2
-υς, -υος

Ενικός Πληθυντικός

Ον. ὁ ἰχθύς οἱ ἰχθύες


Γεν. τοῦ ἰχθύος τῶν ἰχθύων
Δοτ. τῷ ἰχθύϊ τοῖς ἰχθύσι(ν)
Αιτ. τόν ἰχθύν τούς ἰχθῦς
Κλητ. ὦ ἰχθύ ὦ ἰχθύες

 Παρατητήσεις στα σε -υς, -υος


- Οι μονοσύλλαβοι τύποι και η αιτιατική του πληθυντικού, όταν τονίζονται στη λήγουσα,
παίρνουν περισπωμένη: τούς ἰχθῦς, τήν δρῦν, τάς Ἐρινῦς.
- Όλα τα γ'κλιτα φωνηεντόληκτα εκτός από τα σε -ως, -ωος σχηματίζουν την ενική αιτιατική μ
κατάληξη -ν ,την ενική κλητική χωρίς κατάληξη.
β. Καταληκτικά Διπλόθεμα

ένα θέμα σε ονομαστική, ένα θέμα σε γενική, δοτική


αιτιατική,κλητική ενικού ενικού και πληθυντικό

αρσ., θηλ. -ις, -εως

Ενικός Πληθυντικός

Ονομ. ἡ πόλις αἱ πόλεις


Γεν. τῆς πόλεως τῶν πόλεων
Δοτ. τῇ πόλει ταῖς πόλεσι(ν)
Αιτ. τήν πόλιν τάς πόλεις
Κλητ. ὦ πόλι ὦ πόλεις

αρσ., θηλ. -υς, -εως

Ενικός Πληθυντικός

Ονομ. ὁ πέλεκυς οἱ πελέκεις


Γεν. τοῦ πελέκεως τῶν πελέκεων
Δοτ. τῷ πελέκει τοῖς πελέκεσι(ν)

3
Αιτ. τόν πέλεκυν τούς πελέκεις
Κλητ. ὦ πέλεκυ ὦ πελέκεις

ουδέτερο -υ, -εως

Ενικός Πληθυντικός

Ονομ. τό ἄστυ τά ἄστη


Γεν. τοῦ ἄστεως τῶν ἄστεων
Δοτ. τῷ ἄστει τοῖς ἄστεσι(ν)
Αιτ. τό ἄστυ τά ἄστη
Κλητ. ὦ ἄστυ ὦ ἄστη

 Παρατηρήσεις:
-Στη γενική του ενικού και πληθυντικού τονίζονται στη προπαραλήγουσα.
- Συναιρούν το χαρακτήρα ε με το ακόλουθο ε ή ι των καταλήξεων σε ει:
αἱ πόλε-ες=αἱ πόλεις.

γ) Καταληκτικά Μονόθεμα

-εύς

Ενικός Πληθυντικός
Ονομ. ὁ βασιλέυς οἱ βασιλεῖς
Γεν. τοῦ βασιλέως τῶν βασιλέων
Δοτ. τῷ βασιλεῖ τοῖς βασιλεῦσι(ν)
Αιτ. τόν βασιλέα τούς βασιλέας
Κλητ. ὦ βασιλεῦ ὦ βασιλεῖς

-οῦς

Ενικός Πληθυντικός

Ονομ. ὁ βοῦς οἱ βόες


Γεν. τοῦ βοός τῶν βοῶν
Δοτ. τῷ βοΐ τοῖς βουσί(ν)

4
Αιτ. τόν βοῦν τούς βοῦς
Κλητ. ὦ βοῦ ὦ βόες

-αῦς

Ενικός Πληθυντικός
Ονομ. ἡ γραῦς αἱ γρᾶες
Γεν. τῆς γραός τῶν γραῶν
Δοτ. τῆ γραΐ ταῖς γραυσί(ν)
Αιτ. τήν γραῦν τάς γραῦς
Κλητ. ὦ γραῦ ὦ γρᾶες

 Παρατηρήσεις:
-Όσα φωνηεντόληκτα σε -εύς έχουν πρίν από το -εύς φωνήεν συναιρούν συνήθως το τελικό
ε και απομένει στο θέμα με το τελικό ακόλουθο ω των καταλήξεων στη γενική και
αιτιατική του ενικού και πληθυντικού: (ἁλιεύς) τοῦ ἁλιέως= ἁλιῶς, τόν ἁλιέα= τόν ἁλιᾶ,
τῶν ἁλιέων= τῶν ἁλιῶν, τούς ἁλιέας= τούς ἁλιᾶς.

δ) Ακατάληκτα Διπλόθεμα

-ώ , -οῦς
Ενικός
Ονομ. ἠ ἠχώ
Γεν. τῆς ἠχοῦς
Δοτ. τῇ ἠχοῖ
Αιτ. τήν ἠχώ
Κλητ. ὦ ἠχοῖ

 Παρατητήσεις:
-Δεν έχουν πληθυντικό και δυικό αριθμό. Όταν όμως σχηματίζουν τους αριθμούς αυτούς,
κλίνονται κατά τη β' κλίση: αἱ λεχοί, τῶν λεχῶν, ταῖς λεχοῖς,τάς λεχούς.
Β' ΣΥΜΦΩΝΟΛΗΚΤΑ

Αφωνόληκτα: με χαρακτήρα άφωνο

α) Ουρανικόληκτα: με χαρακτήρα ουρανικό: κ,γ,χ,


β) Χειλικόληκτα: με χαρακτήρα χειλικό: π, β, φ
γ) Οδοντικόληκτα: με χαρακτήρα οδοντικό: τ, δ, θ

5
Ενικός αριθμός

Ον. ὁ κόραξ ὁ γύψ ὁ τάπης ὁ ὄρνις ὁ γίγας


Γεν. τοῦ κόρακος τοῦ γυπός τοῦ τάπητος τοῦ ὄρνιθος τοῦ γίγαντος
Δοτ. τῷ κόρακι τῷ γυπί τῷ τάπητι τῷ ὄρνιθι τῷ γίγαντι
Αιτ. τόν κόρακα τόν γῦπα τόν τάπητα τόν ὄρνιν τόν γίγαντα
Κλητ. ὦ κόραξ ὦ γύψ ὦ τάπης ὦ ὄρνι ὦ γίγαν

Πληθυντικός αριθμός

Ον. οἱ κόρακες οἱ γῦπες οἱ τάπητες τῶν οἱ ὄρνιθες οἱ γίγαντες


Γεν. τῶν κοράκων τῶν γυπῶν ταπήτων τῶν ὄρνίθων τῶν γιγάντων
Δοτ. τοῖς κόραξι τοῖς γυψί τοῖς τάπησι τοῖς ὄρνισι τοῖς γίγασι
Αιτ. τούς κόρακας τούς γῦπας τούς τάπητας τούς ὄρνιθας τούς γίγαντας
Κλητ. ὦ κόρακες ὦ γύπες ὦ τάπητες ὦ ὄρνιθες ὦ γίγαντες

Ενικός αριθμός

Ον. ὁ ὀδούς ὁ γέρων τό κτῆμα


Γεν. τοῦ ὀδόντος τοῦ γέροντος τοῦ κτήματος
Δοτ. τῷ ὀδόντι τῷ γέροντι τῶ κτήματι
Αιτ. τόν ὀδόντα τόν γέροντα τό κτῆμα
Κλητ. ὦ ὀδούς ὦ γέρον ὦ κτῆμα

Πληθυντικός αριθμός

οἱ γέροντες τά κτήματα
Ον. οἱ ὀδόντες
τῶν γερόντων τῶν κτημάτων
Γεν. τῶν ὀδόντων
τοῖς γέρουσι τοῖς κτήμασι
Δοτ. τοῖς ὀδοῦσι
τούς γέροντας τά κτήματα
Αιτ. τούς ὀδόντας
ὦ γέροντες ὦ κτήματα
Κλητ. ὦ ὀδόντες
6
 Παρατηρήσεις:
-Τα βαρύτονα οδοντικόληκτα σε -ις (γεν. -ιδος, -ιτος, -ιθος) σχηματίζουν την
αιτιατική του ενικού σε -ν και την κλητική του ενικού χωρίς κατάληξη: τήν ἔριν, ὦ
ἔρι αλλά την ελπίδα, ὦ ἐλπίς.
-Τα βαρύτονα οδοντικόληκτα σε -ων(οντος) και -ας (αντος), το όνομα τυραννίς
(ίδος) και το ὁ, ἡ παῖς σχηματίζουν την κλητική ενικού χωρίς κατάληξη: ὦ τυραννί,
ὦ γέρον, ὦ γίγαν, ῶ Αἶαν, ὦ παῖ.

Ημιφωνόληκτα: με χαρακτήρα ημίφωνο.

α) ενρινόληκτα: με χαρακτήρα ν
β) υγρόληκτα: με χαρακτήρα λ,ρ
γ) σιγμόληκτα: με χαρακτήρα σ

Ενρινόληκτα

Ενικός αριθμός

Ον. ἡ ἀκτίς ὁ χειμών ὁ ῥήτωρ ὁ πατήρ ὁ ἀνήρ


Γεν. τῆς ἀκτῖνος τοῦ χειμῶνος τοῦ ῥήτορος τοῦ πατρός τοῦ ἀνδρός
Δοτ. τῇ ἀκτῖνι τῷ χειμῶνι τῷ ῥήτορι τῷ πατρί τῷ ἀνδρί
Αιτ. τήν ἀκτῖνα τόν χειμῶνα τόν ῥήτορα τόν πατέρα τόν ἄνδρα
Κλητ. ὦ ἀκτίς ὦ χειμῶν ὦ ῥῆτορ ὦ πάτερ ὦ ἄνερ

7
Ον. αἱ ἀκτῖνες
τῶν ἀκτίνων οἱ χειμῶνες οἱ πατέρες
Γεν. οἱ ῥήτορες οἱ ἄνδρες
τοῖς ἀκτῖσι(ν) τῶν χειμώνων τῶν πατέρων
Δοτ. τῶν ῥητόρων τῶν ἀνδρῶν
τάς ἀκτῖνας τοῖς χειμῶσι(ν) τοῖςπατράσι(ν)
Αιτ. τοῖς ῥήτορσι τοῖς
ὦ ἀκτῖνες τούς χειμῶνας τούς πατέρας
Κλητ. τούς ῥήτορας ἀνδράσι(ν)
ὦ χειμῶνες ὦ πατέρες
ὦ ῥῆτορες τούς ἄνδρας
ὦ ἄνδρες

Πληθυντικός αριθμός
 Παρατηρήσεις:
-Τα βαρύτονα διπλόθεμα σε -ων (-οντος) και -ωρ (-ορος) σχηματίζουν την κλητική
ενικού όμοια με το αδύναμο θέμα:ὦ γεῖτον αλλά ὦ χειμών.
-Από τα συγκοπτόμενα το όνομα Δημήτηρ τονίζεται στην προπαραλήγουσα σε
όλες τις πτώσεις του ενικού εκτός από την ονομαστική.
- Τα συγκοπτόμενα σχηματίζουν την κλητική ενικού όμοια με το ασθενές θέμα: ὦ
πάτερ, ὦ θύγατερ, ὦ Δήμητερ εκτός από τό όνομα γαστήρ:ὦ γαστήρ.

Σιγμόληκτα

Ενικός αριθμός
Ον. ὁ Σωκράτης ὁ Περικλῆς ἡ αἰδώς τό βέλος
Γεν. τοῦ Σωκράτους τοῦ τῆς αἰδοῦς τοῦ βέλους
Δοτ. τῷ Σωκράτει Περικλέους τῆ αἰδοῖ τῶ βέλει
Αιτ. τόν Σωκράτη τῶ Περικλεῖ τήν αἰδῶ τό βέλος
Κλητ. ὦ Σώκρατες τόν Περικλέα ὦ αἰδώς ὦ βέλος
ὦ Περίκλεις

Πληθυντικός αριθμός

Ον. οἱ Σωκράται οἱ Περικλεῖς τά βέλη


Γεν. τῶν Σωκρατῶν τῶν Περικλέων τῶν βελῶν
Δοτ. τοῖς Σωκράταις τοῖς βέλεσι(ν)
Αιτ. τούς Σωκράτας τούς Περικλεῖς τά βέλη
Κλητ. ὦ Σωκράται ὦ Περικλεῖς ὦ βέλη

Ενικός αριθμός Πληθυντικός αριθμός

8
Ον. τό κρέας τό πέρας τά κρέα τά πέρατα
Γεν. τοῦ κρέως τοῦ πέρατος τῶν κρεῶν τῶν περάτων τοῖς
Δοτ. τῶ κρέᾳ τῷ πέρατι τοῖς πέρασι(ν)
Αιτ. τό κρέας τό πέρας κρέασι(ν) τά πέρατα
Κλητ. ὦ κρέας ὦ πέρας τά κρέα ὦ πέρατα
ὦ κρέα

 Παρατηρήσεις:
- Τα ουδέτερα σε-ος (-ους) είχαν αρχικά θέμα σε -εσ: βελεσ-, ἐδαφεσ-. Στη γενική πληθυντικού
συναιρούν το ε+ω σε ω δηλ. βελεων=βελῶν αλλά τῶν ἀνθέων, τῶν όρέων. Στην ονομαστική
πληθηντικού συναιρούν το ε+α σε η: τά βέλη αλλά αν πριν από το ε προηγείται άλλο ε, τότε
συναιρούν το ε+α σε ᾶ: τά χρέε-α =χρέα, τά κλέεα= κλέα.
-Σιγμόληκτα ουδέτερα σε -ας είναι έξι: κρέας, γέρας, γῆρας, πέρας, τέρας, κέρας.
Το όνομα γῆρας έχει μόνο ενικό αριθμό.
ΠΑΡΑΘΕΤΙΚΑ ΕΠΙΘΕΤΩΝ

1. Κανονικές καταλήξεις

πτωχός πτωχότερος πτωχότατος

βαρύς βαρύτερος βαρύτατος

ἀληθής ἀληθέστερος ἀληθέστατος

μέλας μελάντερος μελάντατος

χαρίεις χαριέστερος χαριέστατος

ἄχαρις ἀχαρίστερος ἀχαρίστατος

ξηρός ξηρότερος ξηρότατος αλλά σε -ώτερος αν

προηγείται συλλαβή βραχύχρονη:

νέος νεώτερος νεώτατος

σοφός σοφώτερος σοφώτατος

9
2. Αναλογικές παραθετικές καταλήξεις

α) -έστερος, -έστατος

σώφρων σωφρονέστερος σωφρονέστατος


εὐδαίμων εὐδαιμονέστερος εὐδαιμονέστατος
ἄκρατος ἀκρατέστερος ἀκρατέστατος και
ἀκρότατος
ἄσμενος ἀσμενέστερος και ἀσμενέστατος και
ἀσμενώτερος ἀσμενώτατος
ἐρρωμένος ἐρρωμενέστερος ἐρρωμενέστατος
πένης πενέστερος πενέστατος

β) -ούστερος, -ούστατος

ἁπλοῦς ἁπλούστερος ἁπλούστατος


εὔνους εὐνούστερος εὐνούστατος

10
γ) -ίστερος, -ίστατος

ἅρπαξ ἁρπαγίστερος ἁρπαγίστατος


βλάξ βλακίστερος βλακίστατος
λάλος λαλίστερος λαλίστατος
κλέπτης κλεπτίστερος κλεπτίστατος
πλεονέκτης πλεονεκτίστερος πλεονεκτίστατος

δ) -αίτερος, -αίτατος

παλαιός παλαίτερος παλαίτατος


γεραιός γεραίτερος γεραίτατος
σχολαῖος σχολαίτερος σχολαίτατος
ἴσος ἰσαίτερος ἰσαίτατος
ὄψιος ὀψιαίτερος ὀψιαίτατος
(πλουσίος) πλουσιαίτερος πλουσιαίτατος
πρῷος πρῳαίτερος πρῳαίτατος
εὔδιος εὐδιαίτερος και εὐδιαίτατος και
εὐδιέστερος εὐδιέστατος
ἥσυχος ἡσυχαίτερος και ἡσυχαίτατος και
ἡσυχώτερος ἡσυχώτατος
ἴδιος ἰδιαίτερος και ἰδιαίτατος και
ἰδιώτερος ἰδιώτατος
φίλος φιλαίτερος και φιλαίτατος και
φιλίων ή φίλτατος
φίλτερος
3. Ανώμαλα παραθετικά

ΘΕΤΙΚΟΣ ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΟΣ ΥΠΕΡΘΕΤΙΚΟΣ


αἰσχρός ὁ, ἡ αἰσχίων - τό αἴσχιον αἴσχιστος
ἐχθρός ὁ, ἡ ἐχθίων - τό ἔχθιον ἔχθιστος
(ομαλά) ἐχθρότερος ἐχθρότατος
ἡδύς ὁ, ἡ ἡδίων - τό ἥδιον ἥδιστος
καλός ὁ, ἡ καλλίων - τό κάλλιον κάλλιστος
μέγας ὁ, ἡ μείζων - τό μεῖζον μέγιστος
ῥάδιος ὁ, ἡ ῥᾴων- τό ῥᾷον ῥᾷστος
ταχύς ὁ, ἡ θάττων - τό θᾶττον τάχιστος
ἀγαθός ὁ, ἡ ἀμείνων - τό ἄμεινον ἄριστος
ὁ, ἡ βελτίων - τό βέλτιον βέλτιστος
ὁ, ἡ κρείττων - τό κρεῖττον κράτιστος

11
ὁ, ἡ λῴων - τό λῷον λῷστος
κακός ὁ, ἡ κακίων- τό κάκιον κάκιστος
ὁ, ἡ χείρων - τό χεῖρον χείριστος
μακρός μακρότερος μακρότατος
μήκιστος
μικρός μικρότερος μικρότατος
ὁ, ἡ ἐλάττων - τό ἔλαττον ἐλάχιστος

4. Ελλειπτικά παραθετικά

(ἄνω) ἀνώτερος ἀνώτατος


(κάτω) κατώτερος κατώτατος
(πρό) πρότερος πρῶτος
(ὑπέρ) ὑπέρτερος ὑπέρτατος
(ἐπικρατῶν) ἐπικρατέστερος
(προτιμώμενος) προτιμότερος
ὕστερος ὕστατος

ὕπατος

5. Κλίση των συγκριτικών σε -ιών, -ιον (και -ων, -ον).

ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ

Ονομ. ὁ , ἡ βελτίων τό βέλτιον


Γεν. τοῦ , τῆς βελτίονος τοῦ βελτίονος

12
Δοτ. τῷ , τῇ βελτίονι τῷ βελτίονι
Αιτ. τόν , τήν βελτίονα ή βελτίω τό βέλτιον
Κλητ. ὦ βέλτιον ὦ βέλτιον

ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ

Ονομ. οἱ , αἱ βελτίονες ή βελτίους τά βελτίονα ή βελτίω


Γεν. τῶν βελτιόνων τῶν βελτιόνων
Δοτ. τοῖς, ταῖς βελτίοσι(ν) τοῖς βελτίοσι(ν)
Αιτ. τοὐς , τάς βελτίονας ή βελτίους τά βελτίονα ή βελτίω
Κλητ. ὦ βελτίονες ή βελτίους ὦ βελτίονα ή βελτίω

ΠΑΡΑΘΕΤΙΚΑ ΕΠΙΡΡΗΜΑΤΩΝ

13
1) Επιρρήματα σε -ως

(δίκαιος) δικαίως δικαιότερον δικαιότατα

(σοφός) σοφῶς σοφώτερον σοφώτατα

(ἀληθής) ἀληθῶς ἀληθέστερον ἀληθέστατα

(σώφρων) σωφρόνως σωφρονέστερον σωφρονέστατα

(ἡδύς) ἡδέως ἥδιον ἥδιστα

(καλός) καλῶς κάλλιον κάλλιστα

2. Τα επιρρήματα εὗ, ὀλίγον και πολύ:

1. εὖ ἄμεινον ἄριστα
" βέλτιον βέλτιστα
" κρεῖττον κράτιστα

2. ὀλίγον μεῖον ὀλίγιστα


" ἔλαττον ἐλάχιστα
" ἧττον ἥκιστα

3. πολύ πλέον πλεῖστα ή πλεῖστον

3. Το επίρρημα μάλα (πολύ)

μάλα μᾶλλον μάλιστα

4. Τοπικά επιρρήματα με παραθετικές καταλήξεις -τέρω, -τάτω.

1. ἄνω ἀνωτέρω ἀνωτάτω

2. ἄπωθεν ἀπωτέρω ἀπωτάτω

14
(=μακριά)

3. ἐγγύς ἐγγυτέρω ἐγγυτάτω και


(=κοντά) ἐγγύτερον ἐγγύτατα και
ἐγγιον ἔγγιστα

4. ἔξω ἐξωτέρω ἐξωτάτω

5. ἔσω ἐσωτέρω ἐσωτάτω

6. κάτω κατωτέρω κατωτάτω

7. πόρρω πορρωτέρω πορρωτάτω

5. Χρονικά επιρρήματα με παραθετικές καταλήξεις -(αί)τερον, -(αί)τατα.

πάλαι παλαίτερον παλαίτατα


πρωί πρωιαίτερον πρωιαίτατα
πρῳαίτερον πρῳαίτατα
ὀψέ(=αργά) ὀψιαίτερον ὀψιαίτατα

Τα παραθετικά των επιρρημάτων, όπως και των επιθέτων εκφέρονται περιφραστικά με το


μᾶλλον, μάλιστα και το θετικό:

σοφῶς μᾶλλον σοφῶς μάλιστα σοφῶς

ἡδέως μᾶλλον ἡδέως μάλιστα ἡδέως

 ΠΡΟΣΟΧΗ: Δε σχηματίζουν παραθετικά όσα επίθετα:

15
α) φανερώνουν ύλη (λίθινος, ἀργυροῦς), τοπική ή χρονική σχέση
(θερινός, θαλάσσιος), μέτρο(πηχυαῖος, σταδιαῖος), καταγωγή,
συγγένεια και μόνιμη κατάσταση (πατρῷος, θνητός)

β) είναι σύνθετα με α' συνθετικό το στερητικό ἀ (ἀθάνατος,


ἄυλος, ἄυπνος)

γ) μερικά σύνθετα με α' συνθετικό το επίθετο πᾶς ή την πρόθεση


ὑπέρ (πάνσοφος,πάγκαλος,ὑπερμεγέθης,ὑπέρλαμπρος).

ΤΟ ΒΟΗΘΗΤΙΚΟ ΡΗΜΑ ΕΙΜΙ

Αρχικοί χρόνοι: εἰμί- ἦ, ἦν- ἔσομαι- ἐγονόμην-γέγονα-ἐγεγόνειν.

Οριστική Υποτακτική ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

εἰμί ὦ Ευκτική Προστακτική


εἶ ᾖς
ἐστί(ν) ᾖ εἴην
ἐσμέν ὦμεν εἴης ἴσθι
ἐστέ ἦτε εἴη ἔστω
εἰσί(ν) ὦσι(ν) εἴημεν, εἶμεν
εἴητε, εἶτε ἔστε
εἴησαν, εἶεν ἔστων ή ὄντων
ή ἔστωσαν

Απρφ.: εἶναι Μτχ. ὤν, οὖσα, ὄν

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
Οριστική Οριστική Ευκτική
Απρφ.:ἔσεσθαι
ἦ και ἦν ἔσομαι ἐσοίμην
ἦσθα ἔσει, ῃ ἔσοιο
Μτχ.:ἐσόμενος
ἦν ἔσται ἔσοιτο
ἐσομένη
ἦμεν ἐσόμεθα ἐσοίμεθα
ἐσόμενον
ἦτε ή ἦστε ἔσεσθαι ἔσοισθε
ἦσαν ἔσονται ἔσοιντο
16
ΒΑΡΥΤΟΝΟ ΦΩΝΗΕΝΤΟΛΗΚΤΟ ΡΗΜΑ
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗΣ ΦΩΝΗΣ

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Οριστική Υποτακτική Ευκτική Προστακτική Απρφ.:λύειν


Μτχ.: λύων
λύω λύω λύοιμι λύουσα
λύεις λύῃς λύοις λῦε λῦον
λύει λύῃ λύοι λυέτω
λύομεν λύωμεν λύοιμεν
λύετε λύητε λύοιτε λύετε
λύουσι(ν) λύωσι(ν) λύοιεν λυόντων
ή λυέτωσαν

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Οριστική Οριστική Ευκτική


Απρφ.: λύσειν
ἔλυον λύσω λύσοιμι
ἔλυες λύσεις λύσοις Μτχ.: λύσων
ἔλυε λύσει λύσοι λύσουσα
ἐλύομεν λύσομεν λύσοιμεν λῦσον
ἐλύετε λύσετε 17 λύσοιτε
ἔλυον λύσουσι(ν) λύσοιεν
ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική Υποτακτική Ευκτική Προστακτική

ἔλυσα λύσω λύσαιμι


ἔλυσας λύσῃς λύσαις ή λύσειας λῦσον
ἔλυσε λύσῃ λύσαι ή λύσειε(ν) λυσάτω
ἐλύσαμεν λύσωμεν λύσαιμεν
ἐλύσατε λύσητε λύσαιτε λύσατε
ἔλυσαν λύσωσι(ν) λύσαιεν ή λύσειαν λυσάντων ή
λυσάτωσαν

Απρφ.: λῦσαι ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ


Μτχ.: λύσας
λύσασα
λῦσαν
Οριστική Υποτακτική

λέκυκα λελυκώς, λελυκυῖα, λελυκός ὦ


λέλυκας >> >> >> ᾖς
λέλυκε >> >> >> ᾖ
λελύκαμεν λελυκότες, λελυκυῖαι, λελυκότα ὦμεν
λελύκατε >> >> >> ἦτε
λελύκασι(ν) >> >> >> ὦσι(ν)

Προστακτική
Ευκτική
λελυκώς, λελυκυῖα, λελυκός ἴσθι
λελυκώς, λελυκυῖα, λελυκός εἴην
>> >> >> ἔστω
>> >> >> εἴης
>> >> >> εἴη
λελυκότες, λελυκυῖαι, λελυκότα ἔστε
λελυκότες, λελυκυῖαι, λελυκότα εἴημεν, εἶμεν
>> >> >> ἔστων
>> >> >> εἴητε, εἶτε
ή ἔστωσαν
>> >> >> εἴησαν, εἶεν 18 ή ὄντων
Απρφ.: λελυκέναι
Μτχ.: λελυκώς,
λελυκυῖα,
λελυκός
ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ

Οριστική

ἐλελύκειν
ἐλελύκεις
ἐλελύκει
ἐλελύκεμεν
ἐλελύκετε
ἐλελύκεσαν

ΒΑΡΥΤΟΝΟ ΦΩΝΗΕΝΤΟΛΗΚΤΟ ΡΗΜΑ


ΜΕΣΗΣ ΦΩΝΗΣ

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

Προστακτική Απρφ.: λύεσθαι


Οριστική Υποτακτική Ευκτική
Μτχ.: λυόμενος
λυομένη
λύομαι λύωμαι λυοίμην
λύου λυόμενον
λύει, ῃ λύῃ λύοιο
λύεται λύηται λύοιτο λυέσθω
λυόμεθα λυώμεθα λυοίμεθα
λύεσθε λύησθε λύοισθε λύεσθε
λύονται λύωνται λύοιντο λυέσθων ή
λυέσθωσαν

19
ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

Οριστική Οριστική Ευκτική Απρφ.: λύσεσθαι


Μτχ.: λυσόμενος
ἐλυόμην λύσομαι λυσοίμην λυσομένη
ἐλύου λύσει, ῃ λύσοιο λυσόμενον
ἐλύετο λύσεται λύσοιτο
ἐλυόμεθα λυσόμεθα λυσοίμεθα
ἐλύεσθε λύσεσθε λύσοισθε
ἐλύοντο λύσονται λύσοιντο

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Οριστική Υποτακτική Ευκτική Προστακτική

ἐλυσάμην λύσωμαι λυσαίμην


ἐλύσω λύσῃ λύσαιο λῦσαι
ἐλύσατο λύσηται λύσαιτο λυσάσθω
ἐλυσάμεθα λυσώμεθα λυσαίμεθα
ἐλύσασθε λύσησθε λύσαισθε λύσασθαι
ἐλύσαντο λύσωνται λύσαιντο λυσάσθων ή
λυσάσθωσαν

Απρφ.: λύσασθαι
Μτχ.: λυσάμενος
λυσαμένη
λυσάμενον ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

Οριστική
Υποτακτική
λέλυμαι
λέλυσαι λελυμένος, λελυμένη, λελυμένον ὦ
λέλυται >> >> >> ᾖς
λελύμεθα >> >> >> ᾖ
λέλυσθε λελυμένοι, λελυμέναι, λελυμένα ὦμεν
λέλυνται >> >> >> ἦτε
>> 20 >> >> ὦσιν(ν)
Ευκτική Προστακτική

λελυμένος, λελυμένη, λελυμένον εἴην


>> >> >> εἴης λέλυσο
>> >> >> εἴη λελύσθω
λελυμένοι, λελυμέναι, λελυμένα εἴημεν, εἶμεν
>> >> >> εἴητε, εἶτε λέλυσθε
>> >> >> εἴησαν, εἶεν λελύσθων ή λελύσθωσαν

Απρφ.: λελύσθαι
Μτχ.: λελυμένος
λελυμένη
λελυμένον

ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ

Οριστική

ἐλελύμην
ἐλέλυσο
ἐλέλυτο
ἐλελύμεθα
ἐλέλυσθε
ἐλέλυντο

ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ Α'

21
Οριστική Υποτακτική Ευκτική Προστακτική

ἐλύθην λυθῶ λυθείην


ἐλύθης λυθῇς λυθείης λύθητι
ἐλύθη λυθῇ λυθείη λυθήτω
ἐλύθημεν λυθῶμεν λυθείημεν, λυθεῖμεν
ἐλύθητε λυθῆτε λυθείητε, λυθεῖτε λύθητε
ἐλύθησαν λυθῶσι(ν) λυθείησαν, λυθεῖεν λυθέντων ή
λυθήτωσαν

Απρφ.: λυθῆναι
Μτχ.: λυθείς,
λυθεῖσα,
λυθέν

ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ Β'

Οριστική Υποτακτική Ευκτική Προστακτική

ἐγράφην γραφῶ γραφείην


ἐγράφης γραφῇς γραφείης γράφηθι
ἐγράφη γραφῇ γραφείη γραφήτω
ἐγράφημεν γραφῶμεν γραφείημεν, γραφεῖμεν
ἐγράφητε γραφῆτε γραφείητε, γραφεῖτε γράφητε
ἐγράφησαν γραφῶσι(ν) γραφείησαν, γραφεῖεν γραφέντων ή
γραφήτωσαν

Απρφ.: γραφῆναι
Μτχ.: γραφείς
γραφεῖσα
γραφέν ΑΟΡΙΣΤΟΣ Β΄

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ

Οριστική Υποτακτική Προστακτική Απαρέμφατο Ευκτική


Μετοχή
ἔβαλον βάλω βαλεῖν βάλοιμι
βαλών
ἔβαλες βάλῃς βάλε βάλοις
βαλούσα
ἔβαλε βάλῃ βαλέτω βάλοι
βαλόν
ἐβάλομεν βάλωμεν βάλοιμεν
ἐβάλετε βάλητε βάλετε βάλοιτε
ἔβαλον βάλωσι(ν) βαλόντων βάλοιεν

22
ΜΕΣΗ ΦΩΝΗ

Οριστική Υποτακτική Ευκτική Προστακτική Απαρέμφατο Μετοχή


ἐβαλόμην βάλωμαι βαλοίμην βαλέσθαι βαλόμενος
ἐβάλου βάλῃ βάλοιο βαλοῦ βαλομένη
ἐβάλετο βάληται βάλοιτο βαλέσθω βαλόμενον
ἐβαλόμεθα βαλώμεθα βαλοίμεθα
ἐβάλεσθε βάλησθε βάλοισθε βάλεσθε
ἐβάλοντο βάλωνται βάλοιντο βαλέσθων

Στα παρακάτω ρήματα:


 η προστακτική φωνή στο β' ενικό τονίζεται στη λήγουσα:
ἔρχομαι-ἦλθον: ἐλθέ λέγω-εἶπον: εἰπέ
εὑρίσκω-ηὗρον: εὑρέ ὁρῶ-εἶδον: ἰδέ
λανβάνω-ἔλαβον: λαβέ
αλλά όταν είναι σύνθετα με πρόθεση: ἄπελθε, ἔξευρε, παράλαβε, πρόειπε, πάριδε.

Στον μέσο αόριστο β':


- το απαρέμφατο τονίζεται πάντα στην προπαραλήγουσα: γενέσθαι, συγγενέσθαι.
- το β'ενικό της προστακτικής τονίζεται στη λήγουσα και παίρνει περισπωμένη: γενοῦ.
Αν όμως είναι μονοσύλλαβο και σύνθετο με δισύλλαβη πρόθεση, ανεβάζει τον
τόνο στη λήγουσα: ἔχομαι- έσχόμην: σχοῦ-παράσχου.

ΣΥΝΗΘΕΣΤΕΡΟΙ ΑΟΡΙΣΤΟΙ Β'

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ Β΄ ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ ΑΟΡ. Β΄


ἀγορεύω εἶπον εἴπω
ἄγω ἤγαγον, ἀγάγω, ἀγάγωμαι
ἠγαγόμην
αἱρέω, ῶ εἷλον, εἱλόμην ἕλω, ἕλωμαι
αἰσθάνομαι ᾐσθόμην αἴσθωμαι
ἁμαρτάνω ἥμαρτον ἁμάρτω
ἀνέχομαι ἠνεσχόμην ἀνάσχωμαι
ἀπεχθάνομαι ἀπηχθόμην ἀπέχθωμαι
ἀφικνέομαι, οῦμαι ἀφικόμην ἀφίκωμαι
βάλλω ἔβαλον, ἐβαλόμην βάλω, βάλωμαι
βλώσκω ἔμολον μόλω
γίγνομαι ἐγενόμην γένωμαι
δάκνω ἔδακον δάκω

23
ἐγείρομαι ἠγρόμην ἔγρωμαι
εἰμί ἐγενόμην γένωμαι
εἶμι ἦλθον ἔλθω
ἔξεστι ἐξεγένετο ἐκγένηται
ἕπομαι ἑσπόμην σπῶμαι
ἔρχομαι ἦλθον ἔλθω
ἐρωτάω, ῶ ἠρόμην ἔρωμαι
ἐσθίω ἔφαγον φάγω
εὑρίσκω εὗρον, ηὗρον- εὕρω, εὕρωμαι
εὑρόμην, ηὑρόμην
ἔχω ἔσχον, ἐσχόμην σχῶ, σχῶμαι
θέω ἔδραμον δράμω
(ἀπο)θνῄσκω ἀπέθανον ἀποθάνω
κάμνω ἔκαμον κάμω
Κατηγορέω, ῶ κατεῖπον κατείπω
λαγχάνω ἔλαχον λάχω
λαμβάνω ἔλαβον, ἐλαβόμην λάβω, λάβωμαι
λανθάνω ἔλαθον, ἐλαθόμην λάθω, λάθομαι
λέγω εἶπον εἴπω
λείπω ἔλιπον,ἐλιπόμην λίπω, λίπωμαι
μανθάνω ἔμαθον μάθω
ὄλλυμαι ὠλόμην ὄλωμαι
ὁράω,ῶ εἶδον, εἰδόμην ἴδω, ἴδωμαι
ὀφείλω ὤφελον ὀφέλω
ὀφλισκάνω ὦφλον ὄφλω
πάσχω ἔπαθον πάθω
πείθω ἔπιθον,ἐπιθόμην πίθω,πίθωμαι
πέτομαι ἐπτόμην
πίνω ἔπιον πίω
πίπτω ἔπεσον πέσω
πυνθάνομαι ἐπυθόμην πύθωμαι
τέμνω ἔτεμον, ἐτεμόμην τέμω, τέμωμαι
τίκτω ἔτεκον, ἐτεκόμην τέκω, τέκωμαι
τρέπω ἔτραπον, τράπω, τράπωμαι
ἐτραπόμην
τρέχω ἔδραμον δράμω
τυγχάνω ἔτυχον τύχω
ὑπισχνέομαι, ὑπεσχόμην ὑπόσχωμαι
οῦμαι

24
φέρω ἤνεγκον ἐνέγκω
φεύγω ἔφυγον φύγω

ΚΑΝΟΝΕΣ ΤΟΝΙΣΜΟΥ ΑΟΡΙΣΤΟΥ Β΄

Α΄ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ

1. α. Η υποτακτική τονίζεται πάντα στην παραλήγουσα στο α΄ ενικό εκτός από


τους μονοσύλλαβους τύπους (λάβω, σχῶ).
β. Οι μονοσύλλαβοι τύποι με πρόθεση αναβιβάζουν τον τόνο στην πρόθεση
(ὑπόσχω, πρόσχω).
2. α. Το β' ενικό της προστακτικής τονίζεται στην παραλήγουσα εκτός από το β'
ενικό των εξής ρημάτων: ἰδέ (ὁρῶ), εἰπέ (λέγω), εὑρέ (εὑρίσκω), λαβέ (λαμβάνω),
ἐλθέ (ἔρχομαι).
β. όταν τα ρήματα είναι σύνθετα ο τόνος ανεβαίνει στην πρόθεση (στην
προστακτική) (κατάλαβε, πάριδε)
γ. όταν ο τύπος της προστακτικής είναι τρισύλλαβος, τονίζεται στην
προπαραλήγουσα (ἄγαγε).
3. α. Το β' πληθυντικό της προστακτικής των σύνθετων τύπων ανεβάζει τον τόνο
στην πρόθεση (καταβάλετε, παράσχετε).
4. Το απαρέμφατο τονίζεται πάντα στη λήγουσα και παίρνει περισπωμένη.
5. Η μετοχή τονίζεται πάντα στη λήγουσα το αρσενικό και το ουδέτερο με οξεία
ενώ το θηλυκό στην παραλήγουσα και παίρνει περισπωμένη.
(παραλαβεῖν, παραλαβών, παραλαβοῦσα, παραλαβόν).

Β' ΜΕΣΗ ΦΩΝΗ

1. α. Το β' ενικό της προστακτικής τονίζεται στη λήγουσα και παίρνει


περισπωμένη, είτε απλό είτε σύνθετο (αἰσθοῦ, παραγενοῦ).
β. Αν το β' ενικό είναι μονοσύλλαβο και σύνθετο με δισύλλαβη πρόθεση, ανεβάζει
τον τόνο στην παραλήγουσα (παράσχου, ἐπίσπου).

25
2. Το β' πληθυντικό της προστακτικής των σύνθετων τύπων ανεβάζει τον τόνο
στην πρόθεση (παράσχεσθε).
3. Το απαρέμφατο τονίζεται στην παραλήγουσα, είτε απλό είτε σύνθετο
(αἰσθέσθαι, παραγενέσθαι).

Ιδιομορφίες του ρήματος "ἔχω" στον αόριστο β' (ἔσχον)

1. Στον αόριστο β' ενεργητικής φωνής:


α. Η υποτακτική τονίζεται υποχρεωτικά στη λήγουσα. Όταν είναι σύνθετο με
πρόθεση- μονοσύλλαβη ή δισύλλαβη-, τονίζεται στην παραλήγουσα (σχῶ,
πρόσσχω, παράσχω).
β. Η ευκτική είναι σχοίην (σχοίης κ.λ.π.). Όταν είναι σύνθετη με πρόθεση είναι -
σχοῖμι και τονίζεται στην πρόπαραλήγουσα (παράσχοιμι).
γ. Η προστακτική είναι σχές. Όταν είναι σύνθετη με πρόθεση, ανεβάζει τον τόνο
στην πρόθεση στο β' ενικό και β' πληθυντικό (παράσχες, παρασχέτω, παράσχετε,
παρασχόντων - πρόσσχες, προσσχέτω, πρόσσχετε, προσσχόντων).
2. Στον αόριστο β' μέσης φωνής
α. Η υποτακτική είναι σχῶμαι. Όταν είναι σύνθετη, ανεβάζει τον τόνο στην
πρόθεση (παράσχωμαι, ὑπόσχωμαι).
β. Η ευκτική είναι σχοίμην. Όταν είναι σύνθετη, ανεβάζει τον τόνο στην πρόθεση
στο β' ενικό και πληθυντικό και στο γ' ενικό και πληθυντικό (παρασχοίμην,
παράσχοιο, παράσχοιτο, παρασχοίμεθα, παράσχοισθε, παράσχοιντο -
προσσχοίμην, πρόσσχοιο, πρόσσχοιτο, προσσχοίμεθα, πρόσσχοισθε,
πρόσσχοιντο).
γ. Η προστακτική είναι σχοῦ. Όταν ο τύπος είναι απλός ή σύνθετος με
μονοσύλλαβη πρόθεση, τονίζεται στη λήγουσα (σχοῦ, προσσχοῦ). Όταν είναι
σύνθετος με δισύλλαβη πρόθεση, τονίζεται στην παραλήγουσα (παράσχου,
ὑπόσχου).

Σημείωση 1: Οι παρακάτω τύποι δεν έχουν προστακτική:ἥμαρτον, ἀπηχθόμην,


ὦφλον.

Σημείωση 2: Το ἔπιον στο β'ενικό της προστακτικής έχει δύο τύπους: πῖθι και πίε.

Σημείωση 3: Ο αόριστος β' μέσης φωνής του ἐρωτῶ (ἠρόμην) έχει ενεργητική
σημασία.

ΣΥΝΗΡΗΜΕΝΑ ΡΗΜΑΤΑ

α) Συνηρημένα ρήματα σε -αω.

α+ε = α α+ει = ᾳ

26
α+η = α α+ῃ = ᾳ
α+ο = ω α+οι = ῳ
α+ω = ω
α+ου = ω

Τα ρήματα ζῶ, πεινῶ, διψῶ, χρῶμαι έχουν χαρακτήρα "η" και όχι "α" (ζή-ω, πεινή-ω, διψή-ω, χρή-
ομαι). Κλίνονται στον Ενεστώτα και τον Παρατατικό κατά τα ρήματα σε -άω, έχουν όμως "η" (ή
"ῃ" ) όπου τα ρήματα σε -αω έχουν "α" (ή "ᾳ").

β) Συνηρημένα ρήματα σε -έω.

ε+ε = ει
ε+ο = ου
ε+ μακρόχρονο φωνήεν ή δίφθογγο = μακρόχρονο φωνήεν ή δίφθογγος.
Έτσι προκύπτουν οι φθόγγοι ω, η, ῃ, ει, οι, ου.
Τα ρήματα σε -εω με μονοσύλλαβο θέμα συναιρούνται μόνο, όπου μετά το χαρακτήρα "ε"
ακολουθεί άλλο "ε" ή "ει": πλέω, πλεῖς, πλεῖ, πλέομεν, πλεῖτε, πλέουσι. Έτσι και τα ρήματα θέω,
νέω, πνέω, ῥέω, χέω, δέομαι κ.α

γ) Συνηρημένα ρήματα σε -όω.

ο+ε = ου ο+η =ω ο+ει = οι


ο+ο = ου ο+ω =ω ο+ῃ = οι
ο+ου =ου ο+οι = οι

Το ρήμα ῥιγῶ είχε χαρακτήρα "ω" (θ. ῥιγω-) και για τούτο, όταν συναιρείται, έχει "ω" και "ῳ" όπου
τα ρήματα σε -οω έχουν "ου" ή "οι" (δηλ. συναιρεί το χαρακτήρα "ω" με το επόμενο φωνήεν των
καταλήξεων παντού σε "ω" και "ῳ".

27

You might also like