You are on page 1of 9

http://hallofpeople.com/gr/bio/Ionesco.

php

Ευγένιος Ιονέσκο
Ρινόκερος

(Στην τελευταία αυτή σκηνή του έργου, η αγαπημένη του


Μπερανζέ, Νταίζη, έφυγε κι αυτή για να συναντήσει τους
ρινόκερους. Ο Μπερανζέ μόλις τώρα συνειδητοποιεί την απουσία
της όμως είναι αποφασισμένος να μην υπακούσει στη
«ρινοκερίτιδα» και να παραμείνει άνθρωπος σε μια πόλη όπου όλοι
έχουν μεταμορφωθεί σε ρινόκερους. Το έργο συνήθως
ερμηνεύεται ως αντίδραση και κριτική στην αιφνίδια έξαρση του
Κομμουνισμού, του Φασισμού και του Ναζισμού κατά την περίοδο
πριν από τον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο).

Μπερανζέ (πάντα στον καθρέπτη): «Ωστόσο δεν είναι και τόσο


άσχημο πράγμα ο άνθρωπος. Και δεν είμαι και από τους πιο
ωραίους. Πίστεψε με, Νταίζη (γυρίζει). Νταίζη! Νταίζη! Πού είσαι;
Νταίζη! Δεν θα το κάνεις αυτό! (τρέχει στην πόρτα). Νταίζη!
(φτάνει στο κεφαλόσκαλο και σκύβει πάνω από τα κάγκελα).
Νταίζη! Γύρισε πίσω μικρή μου Νταίζη! Δεν έβαλες ούτε μπουκιά
στο στόμα σου! Νταίζη μη με αφήνεις μόνο! Τι μου είχες
υποσχεθεί, Νταίζη! Νταίζη! (Σταματάει να φωνάζει, κάνει μια
χειρονομία απόγνωσης και ξαναμπαίνει στο δωμάτιο). Βέβαια… δεν
μπορούσαμε να συνεννοηθούμε πια. Ένα αταίριαστο ζευγάρι… δεν
άντεχε άλλο. Δεν έπρεπε όμως να με αφήσει έτσι και να φύγει,
χωρίς να μου δώσει μια εξήγηση! (κοιτάζει ολόγυρα του). Ούτε ένα
σημείωμα δεν άφησε! Και είναι σωστά πράγματα αυτά! Τώρα έμεινα
ολομόναχος! (πηγαίνει, κλειδώνει την πόρτα προσεκτικά αλλά
πολύ θυμωμένος). Εμένα δε θα με παρασύρετε. Όχι! Ποτέ!
(κλείνει προσεκτικά τα παράθυρα). Τα ακούσατε; Ποτέ!
(απευθύνεται προς όλα τα κεφάλια των ρινόκερων). Δεν θα σας
ακολουθήσω… Όχι, δεν θα σας ακολουθήσω, δεν σας
καταλαβαίνω! Εγώ θα μείνω αυτό που είμαι! Εγώ είμαι άνθρωπος!
Άνθρωπος! (πάει και κάθεται στην πολυθρόνα). Αφόρητη… η
κατάσταση είναι αφόρητη! Εγώ φταίω που έφυγε. Ήμουν για αυτήν
ολόκληρος ο κόσμος. Τι θα απογίνει τώρα; Μια ψυχή παραπάνω
στη συνείδηση μου! Τώρα όλα είναι δυνατά. Φτωχό μου παιδί,
εγκαταλελειμμένο μέσα σε αυτόν τον κόσμο των τεράτων! Κανένας
δεν μπορεί να με βοηθήσει να την ξαναβρώ, γιατί δεν απομένει
κανένας. (Νέα μουγκανητά, επίμονα τρεχαλητά, σύννεφα σκόνης).
Δεν θέλω να τα ακούω. Θα βάλω μπαμπάκι στα αυτιά μου! (βάζει
μπαμπάκι στα αυτιά του – μιλάει με τον εαυτό του στον καθρέπτη).
Δεν υπάρχει άλλη λύση! Πρέπει να τους πείσω. Να τους πείσω
όμως για τι πράγμα; Και η μεταμόρφωσή τους; Μπορούν να
ξαναγίνουν άνθρωποι; Ε, μπορούν; Θα χρειαστεί ένας ηράκλειος
άθλος, που ξεπερνάει τις δυνάμεις μου! Κα πρώτα –πρώτα για να
τους πείσω, πρέπει να τους μιλήσω. Για να τους μιλήσω πρέπει να
μάθω τη γλώσσα τους. Ή μήπως αυτοί θα έπρεπε να μάθουν τη
δική μου; Αλλά εγώ ποια γλώσσα μιλάω; Ποια είναι η γλώσσα μου;
Είναι ελληνικά αυτά που μιλάω; Θα πρέπει να είναι ελληνικά, είναι
όμως; Αλλά τι είναι τα ελληνικά; Μπορώ να πω πως αυτά είναι
ελληνικά, αν θέλω, κανένας δεν πρόκειται να μου τα αμφισβητήσει
αφού είμαι ο μόνος που τα μιλάω. Αλλά τι λέω; Καταλαβαίνω τι
λέω; Καταλαβαίνω τον εαυτό μου; (προχωρεί προς τη μέση της
σκηνής). Κι αν όπως μου έλεγε η Νταίζη αυτοί έχουν δίκιο…
(γυρνά προς τον καθρέπτη). Κι όμως δεν είναι άσχημο πράγμα ο
άνθρωπος – δεν είναι καθόλου άσχημο πράγμα… (κοιτάζεται
προσεκτικά στον καθρέπτη και περνά το χέρι πάνω από το
πρόσωπό του). Πολύ αστεία υπόθεση! Με τι μοιάζω λοιπόν; Με τι;
(τρέχει στο ντουλάπι, βγάζει φωτογραφίες και τις κοιτάζει).
Φωτογραφίες! Ποιοι είναι όλοι αυτοί; Ο κύριος Παπιγιόν ή μπορεί
και η Νταίζη; Κι αυτός εδώ, είναι ο Μποτάρ, ή ο Ντυντάρ ή ο Ζαν;
Ή μήπως είμαι εγώ! (τρέχει πάλι στο ντουλάπι και βγάζει 2-3
πίνακες). Ναι, ναι, αναγνωρίζω τον εαυτό μου, εγώ είμαι αυτός,
εγώ! (πηγαίνει και κρεμάει τους πίνακες στον τοίχο του βάθους
δίπλα στα κεφάλια των ρινόκερων). Εγώ είμαι αυτός, εγώ… (άμα
κρεμάσει τους πίνακες διακρίνουμε πως παριστάνουν ένα γέρο, μια
χοντρή γυναίκα και κάποιον άλλο. Η ασχήμια των
προσωπογραφιών προβάλλεται ακόμα πιο πολύ σε αντίθεση με τα
κεφάλια των ρινόκερων που γίνονται ολοένα και ωραιότερα. Ο
Μπερναζέ οπισθοχωρεί λίγο για να δει τους πίνακες). Δεν είμαι
ωραίος, δεν είμαι ωραίος! (Ξεκρεμάει τους πίνακες και τους
πετάει κατά γης με θυμό και πηγαίνει στον καθρέπτη). Αυτοί είναι
ωραίοι! Αυτοί ! Είχα άδικο. Ω, πόσο θα ήθελα να ήμουν σαν κι
αυτούς… Μου λείπουν και τα κέρατα! Άσχημο που είναι ένα
μέτωπο χωρίς κέρατα!... Θα μου χρειαζόντουσαν ένα δύο για να
τονιστούν τα χαρακτηριστικά μου… Ίσως γίνει κι αυτό μια μέρα, κι
έτσι δεν θα ντρέπομαι πια, θα μπορώ να πάω να τους βρω! Έλα
όμως που δεν φυτρώνουν!... (κοιτάζει τις παλάμες του). Τα χέρια
μου είναι μαλακά. Θα ροζιάσουν άραγε, θα βγάλουν λέπια; (βγάζει
το σακάκι του, ξεκουμπώνει το πουκάμισο του, εξετάζει το στήθος
του στον καθρέπτη). Πλαδαρό που είναι το δέρμα μου! Το κορμί
μου! Κάτασπρο, τριχωτό! Πόσο θα ήθελα να είχα σκληρό πετσί, και
αυτό το θαυμάσιο βαθυπράσινο χρώμα, τη σεμνή γύμνια τους,
χωρίς τρίχες! (ακούει μουγκανητά). Τα τραγούδια τους έχουν μια
γοητεία… Είναι λίγο άγρια, βέβαια, μα, πάντως έχουν γοητεία! Αν
μπορούσα να τραγουδάω σαν κι αυτούς!... (Προσπαθεί να τους
μιμηθεί). Α… Α… Α…. Μρρρ! Όχι… όχι… δεν τα καταφέρνω, το δικό
μου τραγούδι είναι αδύνατο, υποτονικό, του λείπει η ζωντάνια. Δεν
καταφέρνω να μουγκανίσω! Ουρλιάζω μόνο… Α… Α… Α… Μρρρ!
Ουρλιάζω μονάχα! Αχ… Αχ… Μπρ… Άλλο ουρλιαχτό κι άλλο
μουγκανητό!... Ω!... Το έχω βάρος στη συνείδηση μου, έπρεπε να
τους είχα ακολουθήσει όσο ήταν καιρός… τώρα είναι πια πολύ
αργά. Αλλοίμονο! Είμαι ένα τέρας, είμαι ένα τέρας! Αλλοίμονο μου,
δεν θα ξαναγίνω ποτέ ρινόκερος! Ποτέ, ποτέ! Δεν μπορώ πια να
αλλάξω. Θα το ήθελα πολύ. Θα το ήθελα τόσο πολύ αλλά δεν
μπορώ… Δεν μπορώ πια ούτε τον εαυτό μου να κοιτάξω! Πόσο
ντρέπομαι! (γυρίζει τις πλάτες του στον καθρέπτη). Άσχημος που
είμαι!... Αλλοίμονο σε αυτόν που θέλει να διατηρήσει την
ιδιομορφία του! (αναπηδά απότομα). Ε, λοιπόν! Τόσο το χειρότερο!
Θα αμυνθώ κόντρα σε όλον τον κόσμο. Το τουφέκι μου! Πού είναι
το τουφέκι μου;… (γυρίζει προς το μέρος του τοίχου, όπου
φαίνονται τα κεφάλια των ρινόκερων και σκούζει με όλη του τη
δύναμη). Κόντρα σε όλον τον κόσμο, θα υπερασπίσω τον εαυτό
μου, κόντρα σε όλον τον κόσμο θα αμυνθώ!... Είμαι ο τελευταίος
άνθρωπος και θα μείνω άνθρωπος ως το τέλος! Δεν
συνθηκολογώ!...

Αναδημοσίευση από: foundation. parliament. gr/


ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΗΣ ΣΦΑΓΗΣ

ΣΚΗΝΗ 2

(Υπαίθρια ομιλία. Ένας προεστός της πόλης απευθύνεται στο


κοινό)

ΠΡΟΕΣΤΟΣ

Συμπολίτες μου και ξένοι επισκέπτες, ένα άγνωστο κακό έχει


πρόσφατα χτυπήσει την πόλη μας. Δεν είναι πόλεμος, δεν είναι
γενοκτονία και η ζωή συνεχίζεται για πολλούς από σας ανέφελη κι
ευτυχισμένη όπως πριν. Όμως πρέπει να ξέρετε πως έτσι, στα
ξαφνικά, άνθρωποι αρχίζουν να πεθαίνουν μέσα στα σπίτια, μέσα
στις εκκλησίες, στις γωνίες των δρόμων, στις πλατείες, χωρίς να
εμφανίσουν συμπτώματα αρρώστιας και χωρίς καμία φανερή αιτία.
Άνθρωποι πέφτουν νεκροί απότομα – το καταλαβαίνετε αυτό; Και
το χειρότερο: δεν μιλάμε για μεμονωμένες περιπτώσεις, διότι αυτό
θα ήταν ένα θέμα που ενδεχομένως θα ρυθμίζαμε. Στην
περίπτωσή μας οι θάνατοι αυξάνονται συνεχώς, θα έλεγα με
γεωμετρική πρόοδο.

Οι γιατροί, οι ιστορικοί, οι θεολόγοι και οι κοινωνιολόγοι μάς


πληροφορούν πως πρόκειται για ένα είδος μάστιγας που
επανέρχεται σε σπάνια διαστήματα, ένα είδος επιδημίας που είχε
χαθεί τους τελευταίους αιώνες, αλλά σίγουρα είχε εμφανιστεί στο
παρελθόν σε κάποιο άλλο σημείο του πλανήτη. Αυτή η μάστιγα
κάνει το γύρο της γης και, όταν αποφασίσει να χτυπήσει, επιλέγει
την πιο ευημερούσα χώρα ή πόλη στην καλύτερη στιγμή της, όταν
δηλαδή όλοι έχουν πιστέψει πως δεν έχουν κανένα λόγο να
φοβούνται…

Ο δρόμος της ευτυχίας… Κάποια στιγμή θεωρήθηκε πιθανόν ότι


επρόκειτο για «ξεκαθάρισμα λογαριασμών», ένα είδος «βεντέτας»
που υπήρχε παλιότερα μέσα στις οικογένειες, αλλά τελευταία
ατόνησε στις ειρηνικές, σύγχρονες κοινωνίες μας. Όμως ο
θάνατος συνέχισε να χτυπάει ανεξάρτητα από οικογένειες, και
χτύπησε ανθρώπους που δεν είχαν καμία σχέση μεταξύ τους.
Υπήρχε πιθανότητα η βεντέτα να εξαπλώθηκε και μεταξύ
αγνώστων; Όχι, διότι τόσες πολλές συμπτώσεις μας κάνουν ν’
απορρίπτουμε τη θεωρία του τυχαίου συμβάντος. Οι άνθρωποι
πεθαίνουν όποτε και όπου!

Σας συγκέντρωσα εδώ για τελευταία φορά, στην πλατεία της


πόλης μας, για να σας ενημερώσω: Μας συμβαίνει κάτι εντελώς
ανεξήγητο. Δεχθήκαμε επίθεση από ένα λοιμό αγνώστων αιτιών.
Οι γειτονικές πόλεις και χώρες μας έχουν κλείσει τα σύνορά τους.
Στρατός έχει κυκλώσει την πόλη μας. Κάθε είσοδος και έξοδος
απαγορεύεται. Μέχρι χτες ήμασταν ελεύθεροι, όμως από σήμερα
είμαστε σε καραντίνα.

Συμπολίτες κι επισκέπτες της πόλης μας, μην επιχειρήσετε να


δραπετεύσετε, γιατί θ’ αντιμετωπίσετε τα πυρά των στρατιωτών
που καραδοκούν σε κάθε έξοδο της πόλεως. Χρειάζεται να
οπλιστούμε με όλο το θάρρος που διαθέτουμε. Επίσης χρειάζονται
γερά χέρια ν’ ανοίγουν τάφους. Τα οικόπεδα, οι ακάλυπτοι χώροι,
οι αυλές, τα γήπεδα, όλα επιτάσσονται, γιατί τα νεκροταφεία
γέμισαν.

Επίσης ζητώ εθελοντές να επιτηρούν τα μολυσμένα σπίτια, μήπως


κάποιος μπει ή βγει. Θα ορίσουμε ορκωτούς επόπτες που θα
επισκέπτονται τα σπίτια και θα γνωματεύουν εάν κάθε θάνατος
οφείλετε στη μοιραία μάστιγα ή όχι. Θα αναθέσουμε σε γυναίκες
εθελόντριες να προσδιορίζουν κάθε αιτία θανάτου, να ανακρίνουν
τους επιζώντες σε κάθε σπίτι και να ανιχνεύουν ύποπτα
συμπτώματα… για να τα αναφέρουν στις αρχές, προκειμένου να
απομονωθούν οι πιθανοί φορείς.

Όποιος μπαίνει σε μολυσμένο σπίτι θα θεωρείτε ύποπτος και θ’


απομονώνεται εκεί μέσα. Φυλαχτείτε από τους υπόπτους.
Καταγγείλετέ τους για το καλό του συνόλου!

Ζητάμε γιατρούς, νεκροθάφτες, σαβανωτές και κάθε χρήσιμη για


την περίσταση ειδικότητα.

Κάθε πολίτης οφείλει να προσφέρει στον συνάνθρωπό του: να τον


επιτηρήσει ή να του κλείσει τα μάτια. Το σύνθημά μας είναι, «Θάψε
τον πλησίον σου, μπορείς!».

Αντίδοτο για τον λοιμό δεν έχουμε βρει. Προσπαθούμε να τον


περιορίσουμε, μήπως μερικοί τυχεροί επιβιώσουν. όμως αυτό είναι
άγνωστο. Πάντως, απαγορεύεται η επαιτεία και η αλητεία.
Απαγορεύονται οι συνεστιάσεις και όλα τα θεάματα. Τα
καταστήματα, τα εστιατόρια και τα καφενεία θα λειτουργούν
ελάχιστες ώρες, για να περιοριστεί η εξάπλωση ψευδών ειδήσεων.
Διότι υπάρχει η υποψία πως το κακό που μας βρήκε προέρχεται
από κάτι ανώτερό μας, από τον ουρανό, και καθετί από τον ουρανό
διαβρώνει σαν αόρατη βροχή τις στέγες, τους τοίχους και τις
ψυχές μας.

Όπως σας είπα, αυτή είναι η τελευταία δημόσια συγκέντρωση.


Ομάδες πάνω από τρία άτομα θα διαλύονται. Επίσης,
απαγορεύεται να περιφέρεστε άσκοπα. Όλοι οι πολίτες επιβάλλετε
να κυκλοφορείτε ανά δύο, για να επιτηρείτε ο ένας τον άλλο. Τώρα
γυρίστε στα σπίτια σας και μείνετε εκεί. Θα βγείτε μόνο σε
περίπτωση μεγάλης ανάγκης. Ειδικά συνεργεία θα στιγματίζουν
την πόρτα κάθε μολυσμένου σπιτιού: θα κάνουν έναν μεγάλο
κόκκινο σταυρό με μπογιά στην πόρτα και θα γράφουν, «Ελέησόν
με, Κύριε!».

Η ομιλία του προεστού της πόλης


Ιονέσκο, , Το παιχνίδι της σφαγής Κέδρος,
Σκηνή 2

Αναδημοσίευση από «christostsantis. com»


ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΕΡΓΟ

Το παιχνίδι της σφαγής γράφτηκε το 1970, ενώ στην Ελλάδα


πρωτοπαίχτηκε το 1971 από το «Θέατρο Τέχνης» σε σκηνοθεσία
Κάρολου Κουν.

Μια ξαφνική επιδημία αφανίζει μια πόλη. Οι κάτοικοί της έρχονται


ο ένας μετά τον άλλον αντιμέτωποι με το θάνατο.

Το παιχνίδι της σφαγής του επίκαιρου Ευγένιου Ιονέσκο, θυμίζει


έντονα τα παιχνίδια που παίζει η σημερινή κοινωνία στον εαυτό
της. Άνθρωποι που πεθαίνουν ή ζουν κατά τύχη, που δεν ξέρουν
να ζουν, που δεν ξέρουν γιατί πεθαίνουν.

Η ιστορία επαναλαμβάνεται. Σχεδόν καθημερινά ερχόμαστε


αντιμέτωποι με το παράλογο. Οργή και απόγνωση όταν ακόμα και
η επιστήμη ή η τέχνη σηκώνει τα χέρια ψηλά. Το παιχνίδι της
σφαγής μιλάει για το συμβολικό και τον πραγματικό θάνατο, αυτόν
που ενώ κάνουμε τα πάντα για να πραγματοποιείται, εκ των
υστέρων αναρωτιόμαστε (και όχι όλοι) για τα αίτια.

Από: www. kedros. gr/

You might also like