You are on page 1of 21

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ

ΤΜΗΜΑ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΣ

Β΄ Εξάμηνο, Μάθημα Συγκριτικής Φιλολογίας

ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΓΚΟΓΚΟΥ

Το τοπίο
φορέας πολιτισμού
και μνήμης

στην ποίηση των


Βαλκανίων

1
«Τέλος του τέλους σου
χους, κόνις, μην γενείς
μεταμορφώσου σ’ άστρο!»
(Antun Branko Šimić)

2
Εισαγωγή

Λαμβάνοντας κανείς υπόψη τις ιδιαιτερότητες της περιοχής των Βαλκανίων και τη
βάση στην οποία χτίστηκε η ανθολογία της ποιητικής της παραγωγής, συμπεραίνει
κανείς ότι μια βραχεία αναφορά σε στοιχεία ιστορικά και εθνολογικά κρίνεται
σκόπιμη και αναγκαία. Και αυτό γιατί η ιστορία και ο πολιτισμός αντανακλώνται στη
φύση (και το αντίστροφο) κι όλες αυτές οι εικόνες, οι σκέψεις και τα συναισθήματα
γονιμοποιούν τη λογοτεχνία και, γενικότερα, την τέχνη.

Ειδικότερα, σε μια περιοχή όπως η Βαλκανική Χερσόνησος, που αποτελεί ένα


γεωγραφικό χώρο κοινής μνήμης και πολιτισμού, με ποικίλες επιμειξίες που
επιβάλλονται/προκαλούνται από τις ιστορικές συγκυρίες, οι ομοιότητες είναι
δεδομένες και εμφανείς σε κάθε τομέα της ανθρώπινης δράσης. Αυτούς τους κοινούς
τόπους καλούμαστε να εντοπίσουμε μελετώντας τον τόμο Αίμος: Ανθολογία
Βαλκανικής Ποίησης που εκδόθηκε στα ελληνικά το 2006 από τους Φίλους του
Περιοδικού «Αντί».

Έτσι, από μια ανθολογία που παρουσιάζει την ποίηση των χωρών που
απαρτίζουν το χώρο που αποκαλούμε Βαλκάνια (με την εξαίρεση της Τουρκίας που
για λόγους πολιτικούς απέσυρε τελευταία στιγμή το υλικό), είναι δυνατόν να
αντληθούν πολλά θέματα, τα οποία προσφέρονται επίσης για λογοτεχνικούς
συσχετισμούς μεταξύ των χωρών. Στη συγκεκριμένη εργασία θα εστιάσουμε στο
χώρο όπως τον αντιλαμβάνεται η ποιητική ευαισθησία του δημιουργού κι όπως αυτός
(ο χώρος) προβάλλεται μέσα από το έργο του ποιητή.

Τη βάση για την παρούσα μελέτη θα αποτελέσει η ποίηση της Βοσνίας-


Ερζεγοβίνης, επιχειρώντας παράλληλα και μια συγκριτολογική προσέγγιση των
υπολοίπων εθνικών λογοτεχνιών του τόμου. Η ιδιοτυπία αυτής της χώρας των Νοτίων
Σλάβων έγκειται κυρίως στη πολυεθνική της σύνθεση: αποτελεί δηλαδή ένα κράμα
Βόσνιων μουσουλμάνων, Σέρβων και Κροατών, με τη θρησκεία να αποτελεί το κύριο
διαφοροποιητικό στοιχείο μεταξύ των εθνικοτήτων αυτών. Συγκεκριμένα, το
μεγαλύτερο ποσοστό θρησκευόμενων ανήκει στο Ισλάμ, και ακολουθούν οι
χριστιανοί ορθόδοξοι και οι ρωμαιοκαθολικοί, ενώ υπάρχει και ένα σημαντικό
ποσοστό εβραϊκού πληθυσμού. Αν και υπάρχουν τρεις επίσημες γλώσσες (Βοσνιακά,
Σερβικά, Κροατικά) οι ουσιαστικές διαφορές τους είναι ελάχιστες, επιτρέποντας

3
στους ομιλητές τους να επικοινωνούν χωρίς πρόβλημα1. Ο απόηχος αυτής της
πολιτισμικής σύνθεσης, η ξεχωριστή ένταξή της στο χώρο και το χρόνο
αντανακλώνται και στην ποιητική δημιουργία.

Αν και, όπως επισημαίνεται στην εισαγωγή της παρουσίασης της Βοσνίας-


Ερζεγοβίνης στον τόμο Αίμος: Ανθολογία Βαλκανικής Ποίησης δε μπορούμε να
αναφερθούμε στην ποίηση αυτής με την έννοια της «εθνικής ολοκλήρωσης»,
υπάρχουν εντούτοις κάποια κοινά χαρακτηριστικά. Για αιώνες βρίσκεται στο
μεταίχμιο μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Είναι μια χώρα κατεξοχήν αγροτική, και
μάλιστα, η ταξική εξέγερση των αγροτών στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη ενάντια στην
καταπίεση των μουσουλμάνων γαιοκτημόνων στα 1875 συνετέλεσε στην κρίση του
Ανατολικού Ζητήματος. Επιπλέον, αποτελεί ένα αμάλγαμα πολιτισμών που
συνυπήρχε ειρηνικά για αιώνες - μέχρι βέβαια να οδηγηθούν στο σπαραγμό με την
κήρυξη του πολέμου της Βοσνίας το 1992. «Οι ασταθείς [εθνικές] ταυτότητες είναι
τα θύματα της ιστορίας»2 και τα ίχνη αυτής της καταστροφής διαισθάνεται η
ευαίσθητη ψυχή του δημιουργού παντού τριγύρω της, μετουσιώνοντάς τα στη
συνέχεια σε ποιητικό λόγο.

Στην Ανθολογία της Βαλκανικής Ποίησης η παρουσίαση της ποιητικής


παράδοσης της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης ξεκινά στις αρχές του 20ού αιώνα με τον Αλέξα
Σάντιτς (Aleksa Šantić, 1868-1924). Συνολικά ανθολογούνται 11 ποιητές3 που
καλύπτουν όλο τον 20ό αιώνα. Κάνοντας μια γενική θεματική επισκόπηση των
κυρίων αξόνων γύρω από τους οποίους περιστρέφεται η ποίηση της Βοσνίας
Ερζεγοβίνης παρατηρείται μια έντονη εστίαση στη σχέση με τη γη και τη φύση, το
υπερβατικό που ενίοτε κλίνει προς το μυστικισμό και τη θρησκευτική πίστη. Πολλά
επίσης θέματα από αρχέγονους μύθους υπεισέρχονται στο στίχο για να δηλώσουν την
αδιάλειπτη παρουσία του στο χώρο και το χρόνο. Όσο προχωρούμε στον 20ό αιώνα, η
αγωνία για την κατάσταση και τη μοίρα του ανθρώπου δείχνει να εντείνεται, τόσο
θεματικά, όσο και μορφικά στη χρήση του στίχου.

1
Για τις γλωσσικές διαφορές στα τρία ιδιώματα των πρώην ομόσπονδων κρατών της Γιουγκοσλαβίας
βλ. Α. Φ. Χρηστίδης (επιμ.), Γλώσσα, Κοινωνία, Ιστορία: Τα Βαλκάνια, Πρακτικά διεθνούς συνεδρίου
Θεσσαλονίκη 11-12 Νοεμβρίου 2001, Θεσσαλονίκη, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2007.
2
Simon Schama, Lanscape and memory, New York, Vintage Books, 1995, σ. 24.
3
Κατά σειρά εμφάνισης στη συλλογή: Aleksa Šantić, Antun Branko Šimić, Nikola Šop, Skender
Kulenović, Mak Dizdar, Ilija Ladin, Izet Sarajlić, Veselko Koroman, Abdulah Sidran, Stevan Tontić,
Ranko Sladojević.

4
Στην παρούσα εργασία θα μας απασχολήσει κυρίως ο χώρος και το
τοπίο/τόπος στη Βαλκανική ποίηση, όχι απλώς ως εικόνα, αλλά ως «αιφνίδιο
ανάγλυφο του ψυχισμού»4 και φορέας πολιτισμού. Μέσα από τις εικόνες αυτές θα
επιχειρήσουμε να εντοπίσουμε την πρόσληψη του τοπίου ως φορέα μνήμης και
πολιτισμού από το ποιητικό υποκείμενο.

Τόποι μνήμης

Ο θάνατος και η ανυπαρξία είναι ένα μοτίβο που επανέρχεται στην ποίηση των
Βαλκάνιων ποιητών. Δεδομένου ότι ο τόμος δομείται πάνω σε ένα διάλογο της
ποίησης με την ιστορία, η συχνότητα αυτή μοιάζει εύλογη. Ενάντια στο πεπερασμένο
της ανθρώπινης φύσης, η γραφή μένει για να μαρτυρεί την ύπαρξη. Κι όχι μόνο αυτή.
Την ίδια λειτουργία έχουν και τα ταφικά μνημεία που δηλώνουν το «εδώ». Είναι τα
κατεξοχήν σημεία όπου η μνήμη μετουσιώνεται σε ύλη. Ίσως κάποτε σύμβολα
ματαιοδοξίας – γι’ αυτό κι ο Ίλια Λάντιν (Ilija Ladin, 1929-2001) στο ποίημα «Οι
πρόγονοί μου» (1968) γράφει:

Οι πρόγονοί μου ταπεινοί, ταπεινά κείνται


δίχως μνημεία. Να γνωρίζουν όλοι:
εκεί κι εκεί, κι έτσι κι αλλιώς. Τίποτε. (σ. 216)5

Το ποιητικό υποκείμενο εξάρει την ταπεινότητα, βιώνει τη ματαιότητα της ύπαρξης


εντονότατα και εμποτίζει με αυτή τους στίχους του. Η ταπεινότητα είναι ένα
χαρακτηριστικό που προβάλλει σε πολλά σημεία της ποιητικής δημιουργίας της
Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, και μέσω διάφορων θεματικών. Αντίστοιχα, στο «Πέτρινο
νανούρισμα» (1963) του Σέρβου Στέβαν Ραΐτσκοβιτς (Stevan Raičković, 1928-2007),
τάφος γίνεται κάθε σημείο όπου βρίσκει ανάπαυση ο αποκαμωμένος από τη ζωή:

Κοιμηθείτε εκεί που βρεθήκατε


Πικροί, καλοί στον κόσμο, αλλοπαρμένοι,
με χέρια στο χορτάρι, με στόματα στον ίσκιο,
σεις ματωμένοι, σεις ερωτευμένοι. (σ. 547)

4
Gaston Bachelard, Η ποιητική του χώρου, Αθήνα, Χατζηνικολή, 1992, σ. 5.
5
Οι αριθμοί μέσα σε παρενθέσεις παραπέμπουν στις σελίδες της Ανθολογίας της Βαλκανικής Ποίησης.

5
Πέρα από τη λυρική απλότητα του Ίλια Λάντιν, η πατρογονική γη που θάλπει
τους νεκρούς «διακοσμείται» και με έναν από τους σημαντικότερους αρχαιολογικούς
θησαυρούς του τόπου, τις μονολιθικές επιτύμβιες στήλες (Stećak), δηλαδή τα
μεσαιωνικά μνημεία που βρίσκονται διάσπαρτα στην ύπαιθρό της. Τα μνημεία αυτά,
τόσο σημαντικά για την ιστορία αλλά και τον πολιτισμό του τόπου, αποτελούν
έμπνευση για τον ποιητή και ενίοτε γίνονται το θέμα ενός ολόκληρου ποιήματος, ή
και συλλογής: για παράδειγμα τα ποιήματα «Η στήλη» (1967) του Σκεντέρ
Κουλένοβιτς (Skender Kulenović, 1910-1978), το «Μνήμα» (1993) του Στέβαν Τόντιτς
(Stevan Tontić, 1946-), και η συλλογή Ο απολιθωμένος κοιμισμένος (1966) του
σημαντικότερου Βόσνιου ποιητή Μακ Ντίζνταρ (Mak Dizdar, 1917-1971). Οι
επιτήμβιες αυτές στήλες δηλώνουν την αιώνια παρουσία, είναι σύμβολα απρόσβλητα
από τα φυσικά φαινόμενα και την ανθρώπινη βαρβαρότητα. Ταυτίζονται με τη γη
όπου βρίσκονται ριζωμένα, εμφυσώντας στο τοπίο μια «αξία μεταφυσική»6. Την
ιερότητα του χώρου σέβεται και η φύση: «Ψιθυριστί ο άνεμος, θυμίζει στα κλωνάρια
να σταυροκοπώνται εν θυσία» («Η στήλη», σ. 202). Γύρω τους η ζωή συνεχίζεται, για
να δοθεί έμφαση στον κύκλο της ζωής και την αέναη κίνηση της φύσης. Η σχέση
ποίησης και στηλών όμως είναι διττή, καθώς δεν είναι μόνο το μέσο για να υμνηθούν
τα μνημεία αυτά, αλλά και οι ίδιες οι στήλες γίνονται φορείς του ποιητικού λόγου.
Και σε αυτό το ποίημα το υποκείμενο δεν παύει να ζητά τη γαλήνη της αφάνειας:

Δέησον να παύσουν να εγχαράζονται στη στήλη κι άλλοι στίχοι,


γαλήνιος, επίτρεψε η όψη της να ταφεί από λειχήνες όπως τύχει,
δίχως περάτη της λέμβου, ξάπλωσε υπό της στήλης τους στίχους –
του κάκου; (σ. 202)

Το μνήμα γίνεται επίσης ο τόπος όπου σμίγουν αιώνια οι εραστές:


Σε μνήμα, πλάι σε μνήμα
εκείνης ην ηγάπησα
όσον εδώ βρισκόμουν –
στην άφραστη ευδαιμονία του ζεύγους («Μνήμα», σ. 236)
Αντίστοιχα, επιχειρώντας μια σύγκριση με το ποίημα «Νεκρό» (1904) του Κωστή
Παλαμά, παρατηρούμε ότι στην περίπτωση εκείνη, είναι το ίδιο το σπίτι όπου έζησε

6
Amila Buturović, Stone speaker: Medieval tombs, landscape, and Bosnian identity in the poetry of
Mak Dizdar, μτφ. Francis R. Jones, New York, Palgrave, 2002, σ. 136.

6
το νέο παιδί πριν χαθεί που μετατρέπεται σε μνήμα, αφού μπολιάζεται από τη μνήμη
του. Γίνεται έτσι ο τάφος η προέκταση της ζωής επί της γης.

Σκοτεινό τοπίο, θλιβερό

Η Βαλκανική Χερσόνησος αποτελεί για αιώνες χώρο αντιπαραθέσεων και πολέμων7:


Οθωμανοί, Ούγγροι, Βενετοί, Ρώσοι, όλοι διεκδικούν από ένα κομμάτι. Το τοπίο
γίνεται το πλαίσιο για να αναδειχθεί το ανθρώπινο δράμα. Δε θα μπορούσε να
παρουσιάζεται πιο ζοφερό από όσο στο ποίημα του Σκέντερ Κουλένοβιτς «Κραυγή»
(1967):

Πώς να γνωρίζω, άραγε, ότι εδώ είναι δάσος, εφόσον το ίδιο


το σκοτάδι
τόσον είναι πυκνό, που τις κοιλότητες των οφθαλμών μου με
τυφλότητα πληρώνει. (σ. 201)

Η φύση εξαφανίζεται, οι αισθήσεις καταργούνται, αυτό που επικρατεί είναι η έλλειψη


των πάντων, ο ποιητής «θα καταργήσει όλες τις αισθήσεις του, θα τις απαρνηθεί και
θα το δηλώσει, θα αντικαταστήσει το παρόν με την απουσία»8. Αλλά και στο «Η
βακτηρία του τυφλού» (1974), η φύση είναι μόνο περασμένες οσμές και εικόνες που
ανακαλούνται στη μνήμη:

Φτάσαμε, ακολουθώντας μόνον μυρωδιές σ’αυτό το, πέραν


της οράσεως,
που ήταν, κάποτες, δάσος μ’ ακακίες, ζωντανό να ψιθυρίζει.
(σ. 205)

Το τοπίο στην ποίηση αυτή, την βαθιά υπαρξιακή «δεν λειτουργεί ως σκηνικό αλλά
ως η αποκάλυψη των τόπων της ύπαρξης, των τόπων εκείνων όπου ανοίγεται ο

7
Για μια σύντομη και περιεκτική ιστορία των Βαλκανίων βλ. Mark Mazower, Τα Βαλκάνια, Αθήνα,
Πατάκης, 2002 και για μια πιο ενδελεχή ανάλυση του όρου «Βαλκάνια» βλ. Maria Todorova,
Βαλκάνια: Η δυτική φαντασίωση, Θεσσαλονίκη, Επίκεντρο, 2005.
8
Hanifo Kapidžić-Osmanagić, “Le sonnet dans la littérature moderne de Bosnie-Herzégovine: Le poète
Skender Kulenovic” στο Europa Orientalis, vol. 18, no. 1 (1999), σ. 234.

7
δυνατός χώρος όπου συντελείται η μυστική βίωση του κόσμου…»9. Εκεί όπου το φως
μεταμορφώνει το τοπίο, το σκοτάδι το καταλύει.

Στο ποίημα «Νιρβάνα» (1910) του Βούλγαρου Πέϊο Γιάβοροφ (Peyo


Yavorov, 1878-1914), η φύση εμφανίζεται απέραντη και απόμακρη. Εδώ είναι το
αχανές υγρό στοιχείο που εμπνέει το δέος, και φοβίζει ταυτόχρονα. Μένει ακίνητο
στην αιωνιότητά του, αρνούμενο τον αντικατοπτρισμό που θα του προσδώσει
οικειότητα. Απέναντι σ’ αυτή την εχθρική και απόκοσμη φύση στέκουν οι άνθρωποι
«ανήμποροι με χείλη φλογερά» (σ. 283). Τραγικά ηχεί στα λόγια του ποιητή αυτή η
αδυναμία να ικανοποιηθεί μια τόσο ζωτική ανάγκη. Το νερό, ένα στοιχείο άμεσα
συνδεδεμένο με την ύπαρξη10, μετατρέπεται σε εχθρικό σύμβολο, αυτο-αναιρώντας
έτσι την αξία του.

Η ίδια ζοφερότητα πηγάζει από τις τρεις στροφές του «Μυθιστορήματος, Ι΄»
(1935) του Γιώργου Σεφέρη:

Ο τόπος μας είναι κλειστός, όλο βουνά


που έχουν σκεπή το χαμηλό ουρανό μέρα και νύχτα.
Δεν έχουμε ποτάμια δεν έχουμε πηγάδια δεν έχουμε πηγές,
μονάχα λίγες στέρνες, άδειες κι αυτές, που ηχούν και που τις
προσκυνούμε. (σ. 72)

Στον Σεφέρη, η θάλασσα, το υγρό στοιχείο, είναι μια εικόνα με ιδιαίτερο βάρος,
σχεδόν «εμμονική»11. Αντιλαμβανόμαστε λοιπόν πόσο σημαντικό, αλλά και πόσο
απρόσιτο, είναι το στοιχείο αυτό στους παραπάνω στίχους. Την αίσθηση αυτής της
έλλειψης επιτείνει ο ξερός ήχος στις στέρνες. Το τοπίο αυτό αποπνέει μια αίσθηση
κλειστοφοβίας. Ολόγυρα τα βουνά και επάνω ο ουρανός, άλλοτε σύμβολο ανάτασης
και απεραντοσύνης, γίνεται εδώ ένα χαμηλό σκέπαστρο, που πιέζει με το βάρος του
τον ποιητή. Ο τόπος μετατρέπεται σε κλειστό χώρο, χωρίς διέξοδο, αφήνοντάς το
άτομο μόνο, να παλεύει με τη μνήμη.

9
Βαγγέλης Αθανασόπουλος, Το ποιητικό τοπίο του ελληνικού 19ου και 20ού αιώνα: Κάλβος, Σολωμός,
Παλαμάς, τ. 1, Αθήνα, Καστανιώτης, 2000, σ. 201.
10
Η πρώτη «κατοικία» του ανθρώπου, είναι ο αμνιακός σάκος.
11
Λίνα Λυχναρά, Το μεσογειακό τοπίο στην ποίηση του Γιώργου Σεφέρη και του Οδυσσέα Ελύτη: Μια
παράλληλη ανάγνωση, Αθήνα, Γαβριηλίδης, 22002, σ. 29.

8
Ακόμη και οι ιεροί χώροι δεν καταφέρνουν να ξεφύγουν από την παρακμή
που ελλοχεύει και μοιάζουν στοιχειωμένοι στο ποίημα «Μελαγχολία», (1876) του
Ρουμάνου Μιχάι Εμινέσκου (Mihai Eminescu, 1850-1889):

Στέκεται η εκκλησιά
γεμάτη ευλάβεια, λύπηση∙ έρημη και παλιά∙
μες στα σπασμένα τζάμια της ο άνεμος σφυρίζει,
λες κι ένα ξόρκι ή γήτεμα στ’ αυτί σου ψιθυρίζει. (σ. 416)

Ήδη από τον τίτλο του ποιήματος προκαταβάλλεται ο αναγνώστης για τις εικόνες που
θα ακολουθήσουν· ο θάνατος της φύσης - κι όχι μόνο. Ο πάγος, δεν ακινητοποιεί
απλά τη φύση, γίνεται το σάβανο που επικυρώνει τη θανή της. Η εγκατάλειψη είναι
έκδηλη στο χώρο. Η αντίφαση και η ειρωνεία του κοιμητηρίου είναι κραυγαλέες· ο
τόπος των νεκρών είναι ο μόνος που αγρυπνεί. Μένουν ίσκιοι της μνήμης τα στολίδια
της εκκλησίας να μαρτυρούν το ιερό της παρελθόν. Αυτή η κατάλυση της θρησκείας,
υπονομεύει την ίδια την ύπαρξη της συνείδησης του έθνους καθώς, μαζί με την
γλώσσα και την αίσθηση της κοινής μνήμης, αποτελούν τα κύρια δομικά της
στοιχεία12.

Πόλη

Η πόλη για τους Βόσνιους είναι μία, το Σαράγιεβο. Είναι μια πόλη με ξεχωριστή
σημασία:

…αυτή είναι η πόλη στην οποία πάσα ασθένεια μεταδίδεται.


Εξαπλούται
ως ίκτερος και ως χολέρα η αγάπη…
(«Μπασεσκία», σ. 234)

Αν ανατρέξουμε στη σύγχρονη ιστορία της πόλης, δύο είναι τα γεγονότα που τη
σημάδεψαν: η δολοφονία του δούκα Φραγκίσκου Φερδινάνδου στις 28 Ιουνίου 1914,
η οποία γίνεται αφορμή για να ξεσπάσει ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και η
μακρόχρονη πολιορκία της (Απρίλιος 1992 - 29 Φεβρουαρίου 1996) κατά τον πόλεμο

12
Το ζήτημα της εθνικής ταυτότητας είναι ένα από τα πιο σημαντικά στο χώρο των Βαλκανίων,
γεγονός που στάθηκε αφορμή για την κήρυξη του τραγικού εμφυλίου πολέμου της Γιουγκοσλαβίας.

9
τη Βοσνίας. Αναμενόμενο λοιπόν είναι στο συνειδησιακό επίπεδο το γεγονός αυτό να
παίρνει μια οικουμενική διάσταση. «Μίλα Σαράγιεβο: Νησί είμαι στην καρδιά του
κόσμου» (1994) είναι ο τίτλος ποιήματος του Αμντουλάχ Σιντράν (Abdulah Sidran,
1944-). «Ο άρρωστος του Σαράγιεβο», όπως αποκαλεί ο ίδιος τον εαυτό του,
αφιερώνει μια ολόκληρη ποιητική συλλογή σε αυτή (Το τάμπουτ του Σαράγιεβο,
1994). Η περίπτωση του Σιντράν δικαιολογεί απόλυτα όσους πιστεύουν ότι δεν
μπορούμε να αποκόψουμε το έργο από το δημιουργό του και το ποιητικό υποκείμενο
από τα βιώματά του κι έτσι είναι αδύνατον, όπως μας λέει και ο Τσβέταν Τοντόροφ
στην Ποιητική του, να το ερμηνεύσουμε χωρίς να το προβάλλουμε αλλού, παρά μόνο
στον εαυτό του13. Δεμένος τόσο με την πόλη του, δεν την εγκαταλείπει ούτε κατά τη
διάρκεια της πολιορκίας, όπως έπραξαν τόσοι άλλοι. Θλίψη και μελαγχολία ξεχειλίζει
από τους στίχους, δίνουν τη αίσθηση της απομόνωσης και του αποκλεισμού,
αφήνοντας όμως μια μικρή ελπίδα μπροστά στο όνειρο της ελευθερίας:

…Στις πύλες, οι βαρδιάτορες


που ρίγος τους διαπερνά, βαρδιάτορες να
ονειρεύονται ξυπνητοί (ώ Πέταγμα, απαλή ανύπαρκτη
φτερούγα!) – μα μια φωνή θα τους αιφνιδιάσει:
“Σαράγεβο! Ανάθεμά σε, να σε κατακάψει κεραυνός!”… (σ.
231)

Ο άνθρωπος, ο πολίτης, έρχεται αντιμέτωπος με μια μανία εκδικητική που δεν μπορεί
να ελέγξει, το μόνο που του μένει είναι να κρατήσει τον ανθρωπισμό του ως
αντίβαρο. Οι διαφορές αμβλύνονται μπροστά στη φρίκη, μια φρίκη που πηγάζει από
την ίδια την ανθρώπινη ύπαρξη - το δράμα είναι παντού και για όλους το ίδιο. Η
υπαρξιακή αγωνία είναι το πρώτο κλάμα του μωρού που μόλις γεννιέται, η πόλη
γίνεται η μήτρα που μας προστατεύει:

Διαστέλλονται, εις μάτην, τα ρουθούνια (μην του εμβρύου,


τούτηνα τη
μυρωδιά αποπνέουν τα μητρικά σπλάχνα;) – η μυρωδιά ανήκει
της Ανυπαρξίας… (σ. 231)

13
Tzvetan Todorov, Ποιητική, Γνώση, Αθήνα, c1989.

10
Στο ποίημα «Μπασεσκία» (1994)14, αν και η πόλη δεν κατονομάζεται, είναι και πάλι
το Σαράγιεβο, πνιγμένο στο φόβο και το σκοτάδι. Σχεδόν μοιρολατρικός ο λόγος του,
με διακειμενικές αναφορές στο βιβλικό λόγο που τονίζουν την ειρωνική διάθεση του
ποιητή.
Λιγότερο σπαραχτικός ο Ιζέτ Σαράιλιτς (Izet Sarajlić, 1930-2002), με ένα
συναίσθημα τρυφερότητας προβάλλει την παθιασμένη αγάπη του για το Σαράγιεβο
(«Σαράγιεβο», 1963). Ο ποταμός της πόλης, ο Μίλιατσκα, αντιπαραβάλλεται σε
άλλους «λογοτεχνικούς» ποταμούς που έγιναν διάσημοι μέσω του έργου ποιητών και
συγγραφέων. Οι διακειμενικές αναφορές είναι έντονες σε πολλά σημεία15,
τοποθετώντας έμμεσα το Σαράγιεβο στον παγκόσμιο χάρτη. Κι εδώ η πόλη είναι ο
γενέθλιος τόπος που προσδιορίζει και σημαδεύει το άτομο (αν έχουν κάποια σημασία
τα πραγματολογικά στοιχεία, και ο Σαράιλιτς παρέμεινε στο Σαράγιεβο κατά τη
διάρκεια της πολιορκίας):

Η πληκτική, η νωθρά συνεχής, βροχή του Σαράγιεβο.


κι όμως πώς να αισθανόταν δίχως την, αμπαρωμένος
στο μπουντρούμι του ο Τσαμπρίνοβιτς! (σ. 224)

Όσο πόνο, όση θλίψη και να προκαλεί η πόλη, ο δεσμός δεν μπορεί να διαρρηχθεί,
όπως η σχέση της μητέρας με το παιδί. Κι εδώ το ποιητικό υποκείμενο μοιάζει να
ταυτίζεται απόλυτα με το χώρο, τον οικειοποιείται.

Την ίδια αίσθηση της πόλης που στέκει φάρος στην απόγνωση του ατόμου και
στα δεινά που το μαστίζουν κομίζουμε και από το ποίημα «Θρήνος για το Βελιγράδι»
(1956) του Σέρβου Μίλος Τσερνιάνσκι (Miloš Crnjanski, 1893-1977). Είναι γι’ αυτόν
η «Μητέρα», στην αγκαλιά της οποίας θα γείρει αποκαμωμένος, το σημείο που θα
βρει τη λύτρωση και την ασφάλεια που αποζητά. Η δομή του ποιήματος δίνει ζωή σ’
αυτή, την προσωποποιεί. Ο ποιητής της απευθύνει το λόγο, έναν λόγο εξομολογητικό
κι εξυμνητικό. Στις στροφές όπου ο λόγος είναι άμεσος, ξεκινά πάντα με το «εσύ»,
χρησιμοποιώντας την πλάγια γραφή για να τονιστεί πιο έντονα η διαφορά:

Εσύ, ίσαμε τον θάνατο, θα ’σαι η παρηγοριά μου. (σ. 534)

14
Και πάλι από την ποιητική συλλογή Το τάμπουτ του Σαράγιεβο, 1994.
15
«…ο Μίλιατσκα δε θα γενεί ποτέ του Γκουανταλκιβίρ ή Σηκουάνας.», «…Θα το μπορούσα και στη
Μόσχα, μα ο Γιεσένιν είναι πια νεκρός, / κι ο Γιεφτουσένκο, το υπογράφω, βρίσκεται κάπου στη
Γεωργία. / Υπάρχει και το Παρίσι· μα πώς να στηριχτείς στο Πρώτων Βοηθειών στο Παρίσι / εφόσον
δεν ανταποκρίθηκε καν στου Βιγιόν την κλήση;», σ. 224.

11
Εδώ οι διαπολιτισμικές αναφορές είναι ακόμη πιο έντονες, ο ποιητής διατρέχει την
υφήλιο, σαν άλλος Οδυσσέας που πάντα θα γυρνά εκεί:

Θενά ‘ρθει η ώρα που η γερασμένη μου καρδιά θα σταματήσει


και το δικό σου χαμομήλι σαν βροχή απάνω μου θα πέσει (σ. 532)

Η ομοιότητα ως προς την αίσθηση που αποπνέουν, πιθανότατα να ταυτίζεται με τη


χρονική περίοδο που γράφηκαν. Στα ποιήματα του Σιντράν, που είναι καρπός της
ποιητικής έμπνευσης ενόσω μαίνεται ο πόλεμος της Βοσνίας, δεν είναι η μνήμη αυτή
που καταλύει το υποκείμενο, αλλά το βίωμα. Η Elisabeth Helsinger αναφέρει ότι:
«μόνο με το πέρασμα του χρόνου και μια σχετική ηρεμία της ανάμνησης… μπορεί
ένα τραυματικό σημείο στο χρόνο να γίνει ποιητικό τοπίο»16. Ο πόλεμος διαποτίζει
επίσης την ποίηση των Σαράιλιτς και Τερνιάνσκι, η μοναξιά και ο θάνατος
αιωρούνται πάνω από τις πόλεις, αλλά εδώ ο μηδενισμός δε φτάνει στα όρια του
παραλόγου, όπως συμβαίνει στον Σιντράν: «τα πάντα εν, κι όλα/ απαράλλαγα, εδώ»
(«Μίλα Σαράγιεβο: Νησί είμαι στην καρδιά του κόσμου»). Τα στοιχεία του τοπίου,
που δίνουν σε κάθε πόλη το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της (όπως είναι ο Μίλιατσκα κι
η Ιλίτζα, η Άβαλα κι ο Σάβος) αναδύονται μέσα από τους στίχους, με την πόλη να
επιζεί του ανθρώπινου αφανισμού και να συνεχίζει την πορεία της μέσα στο χρόνο.

Αξίζει να σημειωθεί πως ο ποιητής δεν επιφυλάσσει πάντα την ίδια τύχη στην
αγαπημένη πόλη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το ποίημα «Απολείπειν ο
θεός Αντώνιον» (1911) του Κ.Π. Καβάφη. Εδώ ο ποιητής μυθοποιεί την
Αλεξάνδρεια, η οποία γίνεται ένα ιδανικό που χάνεται. Πολιορκούμενη από τον
Οκτάβιο και εγκαταλελειμμένη από το θεό, όπως και το Σαράγιεβο του Σιντράν, η
αγαπημένη πόλη του Αντωνίου θα αφανιστεί. Σε αυτόν όμως τον συντελούμενο
αφανισμό υπάρχει κάτι το νομοτελειακό, το οποίο ξορκίζει το θρήνο και τη συμφορά.
Η Αλεξάνδρεια αποτελεί ένα σύμβολο θετικό, κάτι αληθινό που υπήρξε και γι’ αυτό
της αξίζει ένας αξιοπρεπής αποχαιρετισμός:

…κι άκουσε με συγκίνησιν, αλλ’ όχι


με των δειλών τα παρακάλια και παράπονα,

16
Helsinger, Elisabeth. «Blindness and insights.» Στο Landscape theory, επιμ. Rachel De Lue και
James Elkins. New York: Routledge, 2008, σ. 329.

12
ως τελευταία απόλαυσι τους ήχους,
τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου,
κι αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που χάνεις. (σ 54-55)

Η συνομιλία των νεότερων Ελλήνων ποιητών με τον Καβάφη είναι πρόδηλη στον
Αναγνωστάκη από τον τίτλο κιόλας του ποιήματός του «Θεσσαλονίκη, μέρες του
1969 π.Χ.». Πρόκειται εδώ για άλλη μία πόλη-σταυροδρόμι πολιτισμών, με ιδιαίτερο
βάρος στην ιστορία των Βαλκανίων. Σε αντίθεση με τη λατρεία που αναβλύζει σε όλα
τα προηγούμενα ποιήματα, στο συγκεκριμένο παρουσιάζεται μια πλήρης
αποσάθρωση της «Νύφης του Θερμαϊκού». Ο εκσυγχρονισμός και οι κοινωνικές
αλλαγές έχουν οδηγήσει στον απόλυτο εκφυλισμό. Έτσι, οι αλλαγές που επέφεραν οι
νέες επιταγές του καπιταλισμού (Τράπεζα Συναλλαγών κτλ.) δεν έχουν αντίκτυπο
μόνο στον πολεοδομικό χάρτη της πόλης, αλλά και στο σύνολο του κοινωνικού
ιστού. Και δεν είναι μόνο η Θεσσαλονίκη ή η οδός Αιγύπτου, αλλά ολόκληρη η
Ελλάδα που μαστίζεται (και πληγώνει…) από την αλλοτρίωση. Ο τόπος, αντί να
γίνεται σημείο συσπείρωσης, αποδιώχνει το λαό του. Σε αυτό το πλαίσιο λειτουργεί
εξαιρετικά η αντίθεση με τα γραφεία τουρισμού και την εθελούσια, σύντομη
«μετανάστευση» και τα πρακτορεία μεταναστεύσεως ως εφαλτήριο εξορίας.

…Προς το παρόν, στον παλιό δρόμο που λέγαμε, υψώνεται η Τράπεζα


Συναλλαγών
-εγώ συναλλάσσομαι, εσύ συναλλάσσεσαι αυτός συναλλάσσεται-
Τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως
-εμείς μεταναστεύουμε, εσείς μεταναστεύετε, αυτοί μεταναστεύουν-
Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει, έλεγε κι ο Ποιητής
Η Ελλάδα με τα ωραία νησιά, τα ωραία γραφεία, τις ωραίες εκκλησιές

Η Ελλάς των Ελλήνων. (σ. 99)

Πατρίδα

Ευρύτερη έννοια από αυτή της πόλης (γεωγραφικά, κι όχι αξιολογικά), αποτελεί η
έννοια της πατρίδας. Σύμφωνα με το Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής η πατρίδα είναι
η «γη των προγόνων, των πατέρων, ο τόπος στον οποίο γεννήθηκε ή από τον οποίο
κατάγεται κάποιος», ενώ σύμφωνα με την ευρύτερη έννοια είναι «ο τόπος γέννησης ή

13
καταγωγής μαζί με τα άτομα που τον κατοικούν και με τις παραδόσεις και τις αξίες
που τα συνδέουν»17. «Επί αιώνες το χωριό ήταν η κύρια πολιτική, διοικητική,
φορολογική και στρατιωτική μονάδα που οργάνωνε συλλογικά τη ζωή των κατοίκων
της βαλκανικής υπαίθρου. Λέγοντας “πατρίδα” εννοούσαν το χωριό…»18. Μιλάμε
βέβαια για μια περιοχή όπου το έθνος για αιώνες ταυτιζόταν με το θρησκευτικό
φρόνημα. Η έννοια του έθνους-κράτους είναι σχετικά σύγχρονη για τους
βαλκανικούς λαούς και μόλις το 19ο αι. αιώνα άρχισαν οι διάφοροι λαοί να
αυτοπροσδιορίζονται πολιτιστικά19.

Το ιδεολόγημα της πατρίδας μπολιάζει γόνιμα την ποιητική δημιουργία των


Βαλκανικών χωρών. Το αίτημα των Βοσνίων για εθνικό και γεωγραφικό
προσδιορισμό παραμένει ζωντανό και στο μεγαλύτερο μέρος του 20ού αιώνα. Για τον
Μακ Ντίζνταρ η πατρίδα είναι ακριβώς η γη των προγόνων που στο πέρασμα των
αιώνων γίνεται βορά των κατακτητών από όλα τα γεωγραφικά πλάτη και μήκη. Όσο
κι αν πασχίζουν όμως να την εξαφανίσουν, η ψυχή του έθνους είναι παρούσα στους
αιώνες. Χαρακτηριστικό είναι το ποίημα «Γη της Επαγγελίας» (1970):

μόνον το σώμα του δυνήθηκες να λάβεις


κι αυτό το σώμα στάθηκε γι’ αυτόν –
η φυλακή του
κι όλο του
το δάκρυ (σ. 210-215)

Εδώ ο ποιητής εξάρει την εθνική συνείδηση: ο τόπος είναι οι «ρύμες της πολιτείας»,
αυτές που επιτρέπουν την κίνηση και την επικοινωνία με τον κόσμο. Το οδικό δίκτυο
παρομοιάζεται με το νευρικό σύστημα του ανθρώπινου σώματος για να καταδειχθεί η
ζωτικότητά του για το γεωγραφικό χώρο. Σύμφωνα με τον Bachelard, ο δρόμος έχει
μυώνες και γρηγορεί τη σκέψη του ωσάν να είναι το ίδιο του το σώμα μέτοχος στην
κίνηση20. Είναι ακόμη η «πηγή της δρόσου» που δίνει ζωή και τα «κλήματα» που
γονιμοποιούν το έδαφος. «Ἐγὼ εἰμι ἡ ἄμπελος ἡ ἀληθινή, καὶ ὁ πατήρ

17
Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη
Τριανταφυλλίδη, Θεσσαλονίκη, 2003
18
Mazower, ό. π., σ. 94.
19
Mazower, ό. π., σ. 147.
20
Bachelard, ό. π., σ. 38.

14
μου ὁ γεωργός ἐστι»21. Η πατρίδα είναι το δώρο του θεού και η βίαιη επιβολή, όσο
και να προσπαθήσει, δεν θα καταφέρει ποτέ να αποκόψει αυτό τον ιερό δεσμό.
Ο λυρικός σπαραγμός του Ίλια Λάντιν από την άλλη φτάνει ως το μηδενισμό.
Ήδη από τον τίτλο του ποιήματός του «Δεν έχει τάλαντα εκεί που εξορύττω» (1982),
ο αναγνώστης προκαταβάλλεται για το ανώφελο της πράξης· ο γενέθλιος τόπος δεν
έχει να προσφέρει τίποτε στο ποιητικό υποκείμενο, μένει μετέωρος στον τόπο και το
χρόνο:
Υδρόγειος κούφια κι αδειανή. Να με κι εγώ. Τ’ ανείπωτα.
Πάνω στο κενό τίποτα. (σ. 220)

Επίσης, όλες οι παραδεδομένες αξίες καταλύονται:

Λένε, στο γενέθλιο τόπο σου, εκεί ν’ ανασκάψεις. Ν’ ανασκάψεις


με πείσμα έως που θα σκοντάψεις
σε πέτρα πάνω. […]

Ανασκάβω, με πόδια και χέρια ανασκάβω


μόνον και μόνον για ν’ ανασηκωθώ απ’ τη γη, να καταλάβω.
Δεν έχει τίποτες εκεί που εξορύττω. Μήτε λίγη γη για να πεθάνω!
(σ. 220)

Η ιδέα της πατρίδας παίρνει διαφορετικές διαστάσεις στην ποίηση του Κωστή
Παλαμά, καθώς αυτή ανάγεται σε αξία οικουμενική. Κάτι τέτοιο ισχύει όχι μόνο για
την ιδιαίτερη πατρίδα του και τους τόπους στους οποίους έζησε κατά καιρούς, αλλά
και για μέρη απρόσιτα: «τόποι αθέατοι αλλά εξαιρετικά οικείοι, όπως η ψυχή η
ίδια»22. Η γη της πατρίδας «κλείνει» στα σπλάχνα της τον ελληνικό πολιτισμό
αιώνων:

[…] ο λαός των λειψάνων ζει και βασιλεύει


χιλιόψυχος∙ το πνεύμα και στο χώμα λάμπει∙
το νιώθω∙ με σκοτάδια μέσα μου παλεύει. («Πατρίδες», σ. 49)

21
Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον 15: 1
22
Κωστής Παλαμάς, «Πατρίδες», Άπαντα, τόμ. Γ', Αθήνα, Μπίρης, (χ.χ.), σ. 13-25. Το σχόλιο από το
Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας όπως ανακτήθηκε 10 Ιουλίου 2011 από http://www.greek-
language.gr/greekLang/literature/education/european/poetry/foskolo/11.html.

15
Όλα τα σύμβολα της ελληνικότητας γίνονται το όχημα του ποιητή για να εξυμνήσει
τον τόπο του: το τοπίο είναι φωτεινό, η ζωή ξεπηδά ακόμη και μέσα από το συμπαγή
μαρμάρινο όγκο, η ιερή ελιά βρίσκεται παντού. Η Ελλάδα του Παλαμά είναι το
απόλυτο ιδανικό, ο χώρος όπου γονιμοποιείται το αρχαιοελληνικό πνεύμα με το
σήμερα.

Την ίδια αδιάλειπτη παρουσία έχει η πατρίδα και για τον Αλβανό Ντριτερό
Αγκόλλι (Dritëro Agolli, 1931-). Είναι στοιχείο της φύσης, αντανακλάται σε κάθε
θρόισμα των φύλλων, σε κάθε κελάρυσμα των νερών, βρίσκεται παντού στο χώρο και
στο χρόνο:

Σε νιώθω στην άχνη του σπιτίσιου ψωμιού,


στα στενά μονοπάτια, στις πλατιές δημοσιές,
στη γεύση τη βαριά του καπνού,
στης Ιστορίας τις βαριές πατημασιές. («Η Πατρίδα», σ. 144)

Με την αποστροφή του ποιητικού υποκειμένου προς αυτή σε δεύτερο ενικό πρόσωπο,
η πατρίδα προσωποποιείται, παίρνει ζωή. Αντίθετα, η πατρίδα για το Βούλγαρο Πέιο
Γιάβοροφ είναι πηγή αγωνίας και απέραντης θλίψης, όπως και για το Βόσνιο Λάντιν:

Πατρίδα μου, σε αγαπώ, και συ με φαρμακώνεις


για σένα είναι που συχνά στη θλίψη μου χολώνω,
τα μύρια όσα βάσανα στη ράχη μου σηκώνω
με τα βαριά σου τα δεσμά τον δύστυχο φορτώνεις… […]

Μα εσύ δεν είσαι άραγε ο λόγος της μητρός μου,


αυτός που πρωτοχάιδεψε γλυκά γλυκά τ’ αυτιά μου,
το πνεύμα αυτό το φωτεινό του λόγου στην καρδιά μου
- που είναι νέο αιώνια και γέννηση του κόσμου;
(«Πατρίδα» (1910), σ. 281-282)

Η αποστροφή γίνεται και πάλι σε δεύτερο ενικό πρόσωπο και εκφράζει με


μεγαλύτερη ένταση τον πόνο που προκαλεί στον ποιητή η διάψευση των προσδοκιών
του. Η πατρίδα δεν είναι μόνο ο τόπος, τα βουνά και οι κάμποι, αλλά και η ιστορική

16
συνέχεια και τα πολιτισμικά στοιχεία που έχουν διαμορφώσει τα ιδιαίτερα
χαρακτηριστικά του πληθυσμού.

Φυσικό τοπίο

Η ορεινή γεωγραφία της Βαλκανικής Χερσονήσου διαδραμάτισε πολύ σημαντικό


ρόλο τόσο στην ιστορική της πορεία, όσο και στην πολιτικο-οικονομική της εξέλιξη.
Η διάταξη της Βαλκανικής οροσειράς ενώ αφήνει εκτεθειμένη την περιοχή σε
εισβολές, εμποδίζει την κίνηση από τη μια κοιλάδα στην άλλη, αποκόβοντας σχεδόν
ολοκληρωτικά μερικές περιοχές23. Η επίδραση είναι καθοριστική και στο κλίμα, με
μερικές περιοχές να είναι γενικά εύκρατες, ενώ αντίθετα σε άλλες να κυριαρχεί η
ξηρασία. Οι ποταμοί κυλάνε ορμητικά, τα βουνά είναι απροσπέλαστα, το έδαφος
είναι συχνά πετρώδες και η ζωή για τους -κατά κύριο λόγο- αγροτικούς πληθυσμούς
κυλάει με δυσκολία. Επιπρόσθετα, τα πλούσια αιωνόβια δάση αρχίζουν να
καταστρέφονται για να δημιουργηθούν αγροτεμάχια και μαζί με αυτά καταρρέει η
ποιμενική οικονομία24.
Η φύση και ο άνθρωπος είναι δύο έννοιες που αλληλοσυμπληρώνονται. «Ένα
τοπίο δεν είναι ούτε όμορφο, ούτε άσχημο. Είναι έξω από αυτά. Γίνεται όμορφο ή
άσχημο, όταν εντάσσεται στα ψυχικά μέτρα του ανθρώπου…»25. Δε θα μπορούσε
λοιπόν παρά το τόσο χαρακτηριστικό τοπίο των Βαλκανίων να αποτελεί τον κύριο
καμβά, όπου η ποιητική δημιουργία χαράζει τους στίχους της. Ξεκινώντας και πάλι
από τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, παρατηρούμε ότι οι εικόνες τις φύσης είναι διάσπαρτες.
Ωστόσο, παρόλο που το ποιητικό υλικό που εξετάζεται προέρχεται από τον 20ό
αιώνα, το αστικό τοπίο απουσιάζει σχεδόν ολοκληρωτικά. Στη φύση, αντίθετα,
αποδίδεται μια δύναμη κοσμική, ενίοτε και υπερκόσμια, που με την αιώνια παρουσία
της αντιπαρατίθεται στο πεπερασμένο του ανθρώπου κατά τον Αντούν Μπράνκο
Σίμιτς (Antun Branko Šimić, 1898-1925):

Δυο ξένοι θα αποχωριστούμε.


Εγώ νεκρός. Ασάλευτος ο λόφος,
αιωνιότης από πέτρα. («Ένα ποίημα για ένα λόφο» (1925), σ. 195)

23
Mazower, ό. π., σ. 53-54.
24
Ό. π., σ. 91.
25
Τάσος Λιγνάδης, Το μυστήριο, το κάλλος και η ιθαγένεια του τοπίου: δοκίμια για την νεώτερη και
σύγχρονη λογοτεχνία, Αθήνα, Ακρίτας, 1996, σ. 38-39.

17
Η ομορφιά της φύσης είναι η μόνη που θα μείνει μετά την επέλαση τόσων και τόσων
λαών. Εμβληματικό και πάλι το ποίημα του Ίλια Λάντιν «Άνοιξη στο κοιμητήρι»
(1975):
[…] άπαντες
σκόνταψαν
απόμεινε μόνο
ένα σαμιαμίθι
ένα κυκλάμινο
ένα αεράκι
απαλόσυρτο
εαρινό (σ. 218)

Οι εικόνες που αναδύονται μέσα από τους στίχους του Αλέξα Σάντιτς στο
ποίημα «Παγωνιά» (1905) είναι γεμάτες λυρισμό, μόνο που η γλαφυρή περιγραφή
της φύσης δεν συνάδει με τον ανθρώπινο ψυχισμό. Τα στοιχεία της φύσης
αντανακλούν τη μνήμη και ο άνθρωπος παλεύει με το χρόνο. Σε αυτή την πάλη, ούτε
η ποιητική δημιουργία είναι ικανή να απαλύνει τον πόνο:

Μ’ έλλαμψη πρωιού η κορφή των λόφων φλέγεται,


από τα θάμνα αναδύεται η ομίχλη σαν ασήμι,
θροούν ψηλά γέρικες λεύκες, αντηχώντας μνήμη,
και το ρυάκι, το νερό του, καθαρό χρυσάφι ορέγεται.

Κάποιος θρηνεί, ενόσω το σύμπαν ευφραίνεται,


θρηνεί βαθιά, θρηνεί στην παγωνιά, θρηνεί στο μνήμα […] (σ. 185)

Οι εικόνες της φύσης όμως δεν είναι πάντα εξωραϊσμένες και όμορφες. Για
παράδειγμα, για τον Σέρβο Βόισλαβ Ίλιτς (Војислав Илић, 1860-1894), ο θάνατος
δεν είναι μόνο ίδιον του ανθρώπου, αλλά επιβάλλει τους νόμους του και σε μη
έμψυχα αντικείμενα, όπως είναι τα δέντρα ή μια πηγή που «από τα πέτρινα άδεια
στήθη δεν βγαίνει μαργαριταρένιο ρεύμα». Τη φθορά της φύσης έρχεται στους
επόμενους στίχους να επικυρώσει η απουσία της ανθρώπινης παρουσίας, εφόσον
είναι αυτή η οποία νοηματοδοτεί το χώρο:

18
Ρικνή, κοκκάλω αχλαδιά, σκελετωμένο μαύρο χέρι
πένθιμα στέκει πάνω απ’ την πηγή. Και τα στραβά κλαριά της,
όμοια με σκιάχτρο απλώνονται, ανάγλυφα πάθη της κολάσεως,
κι απ’ την ξερή την κάψα του θανάτου, τη μοναξιά υπερασπίζονται της
πηγής.
Στο μονοπάτι αυτό, χορταριασμένο από καιρό, ζούσε κάποτε
η βοσκοπούλα κατεβαίνοντας ολόδροση, στον ώμο το λαγήνι
και στη βραδιά τη σιγαλή, έπιανε σούρουπο τραγούδι ο βοσκός
κυνηγώντας χαρούμενα κοπάδια. («Πηγή λησμονημένη» (1892), σ. 519)

Επικρατεί ένα κλίμα θανάτου σε όλο το ποίημα. Τα χαρακτηριστικά της αποσύνθεσης


του ανθρώπινου σώματος μεταπηδούν στον κορμό της αχλαδιάς: «ρικνή»,
«κοκκάλω», «σκελετωμένη», εικόνα της κόλασης, απόλυτα ταιριαστή συντροφιά για
την άνυδρη πηγή. Την αλλοτινή ομορφιά του τοπίου συνόδευε η δροσιά της νιότης,
το γλυκό κελάρυσμα συνόδευε το τραγούδι του βοσκού, το αεράκι φούντωνε την
αγάπη. Τώρα, το μόνο που έχει απομείνει είναι ένα δέντρο χωρίς φύλλα, μια πηγή
χωρίς νερό κι ένα χορταριασμένο μονοπάτι που δηλώνει την εγκατάλειψη από τον
άνθρωπο.
Αν ληφθούν υπόψη οι αποψιλώσεις που έλαβαν χώρα στη σερβική γη και σε
άλλα μέρη των Βαλκανίων στα τέλη του 19ου αιώνα, τότε είναι δυνατόν να γίνει ένας
παραλληλισμός αυτού του γεγονότος με τον λυγμό του ποιητή για την καταστροφή
της φύσης. Έτσι, ο χρόνος συγγραφής του ποιήματος δεν είναι τυχαίος (1892).

19
Επίλογος

Οι εικόνες της φύσης που ακτινοβολούν μέσα από τους στίχους της ποίησης των
βαλκανικών χωρών δημιουργούν και στο αναγνωστικό φαντασιακό ανάλογες
«συναισθηματικές αντηχήσεις». Αρμόζει εδώ να κλείσουμε αυτήν την περιήγηση στο
ποιητικό τοπίο των Βαλκανίων επιχειρώντας μια γενική σύγκριση όσον αφορά την
ποιητική παραγωγή δύο χωρών, της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης και της Ελλάδας,
πιστεύοντας όμως ότι κάτι αντίστοιχο βρίσκει εφαρμογή σε μεγάλο βαθμό και στις
υπόλοιπες χώρες. Θα χρησιμοποιήσουμε μια φράση σε ελαφρώς παραλλαγμένο
πλαίσιο για να εξηγήσουμε αυτή τη λειτουργία, λέγοντας ότι «η ποιητική εικόνα μας
τοποθετεί στην καταγωγή του ομιλούντος όντος»26. Τα βουνά και τα ρουμάνια, τα
ταφικά μνημεία και το θρόισμα της λεύκας της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης διαδέχονται τη
λάμψη των κυμάτων της θάλασσας και το άρωμα των λουλουδιών στην ελληνική
ποίηση. Το τοπίο δεν είναι απλά ένα σκηνικό που ενδύεται με εικόνες, αλλά αντηχεί
μνήμη και γίνεται το πλαίσιο όπου εκτυλίσσεται η ιστορία. Δεν είναι μόνο το εδώ και
το τώρα, αλλά και το «αλλού», το υπερκόσμιο, παίρνοντας μια διάσταση σχεδόν
συμπαντική. Εκεί όπου αρμόζει στους ανθρώπους που είναι:

Όμοιοι με τραμ που ξεκινάει, άδειο κ’ ολόφωτο μεσ’ τη νυχτερινή


γαλήνη των μπαχτσέδων,
Μ’ ένα σκοπό του ταξειδιού: π ρ ο ς τ’ ά σ τ ρ α.
(«Μπολιβάρ», Νίκος Εγγονόπουλος, σ. 78)

26
Bachelard, ό. π., σ. 12.

20
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη


Τριανταφυλλίδη, Θεσσαλονίκη, 2003.

Agee, Chris (ed.), Scar on the stone: Contemporary poetry from Bosnia, Newcastle
upon Tyne, Bloodaxe Books, 1998.

Bachelard, Gaston, Η ποιητική του χώρου, Αθήνα, Χατζηνικολή, 21992.

Buturović, Amila, Stone speaker: Medieval tombs, landscape, and Bosnian identity in
the poetry of Mak Dizdar, μτφ. Francis R. Jones, New York, Palgrave, 2002.

Helsinger, Elisabeth, «Blindness and insights», Σε Landscape theory, επιμ. Rachel De


Lue και James Elkins, New York, Routledge, 2008.

Kapidžić-Osmanagić, Hanifo, “Le sonnet dans la littérature moderne de Bosnie-


Herzégovine: Le poète Skender Kulenovic” Σε Europa Orientalis, vol. 18, no. 1
(1999), σ. 227-239.

Mazower, Mark, Τα Βαλκάνια, Αθήνα, Πατάκης, 2002.

Schama, Simon, Lanscape and memory, New York, Vintage Books, 1995.

Todorov, Tzvetan, Ποιητική, Γνώση, Αθήνα, c1989.

Todorova, Maria, Βαλκάνια: Η δυτική φαντασίωση, Θεσσαλονίκη, Επίκεντρο, 2005.

Αθανασόπουλος, Βαγγέλης, Το ποιητικό τοπίο του ελληνικού 19ου και 20ού αιώνα: Κάλβος,
Σολωμός, Παλαμάς, τ. 1, Αθήνα, Καστανιώτης, 2000.

Λιγνάδης, Τάσος, Το μυστήριο, το κάλλος και η ιθαγένεια του τοπίου: δοκίμια για την νεώτερη
και σύγχρονη λογοτεχνία, Αθήνα, Ακρίτας, 1996.

Λυχναρά, Λίνα, Το μεσογειακό τοπίο στην ποίηση του Γιώργου Σεφέρη και του Οδυσσέα
Ελύτη: Μια παράλληλη ανάγνωση, Αθήνα, Γαβριηλίδης, 22002.

Χρηστίδης, Α.Φ. (επιμ.), Γλώσσα, Κοινωνία, Ιστορία: Τα Βαλκάνια, Πρακτικά διεθνούς


συνεδρίου Θεσσαλονίκη 11-12 Νοεμβρίου 2001, Θεσσαλονίκη, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας,
2007.

21

You might also like