You are on page 1of 395

1

Οδυσσέας Γκιλής
Επιμέλεια

ΔΡYΣ, ΒΕΛΑΝΙΔΙΑ
ΦΗΓΌΣ, ΠΡΙΝΟΣ-
ΠΟΥΡΝΑΡΙ, ΜΕΣΕΣ,
ΛΑΤΖΙΑ

Θεσσαλονίκη 2016
2
3

Περιεχόμενα

Φωτογραφίες, εικόνες του δένδρου ΔΡΥΣ................................................................................ 4


Παροιμίες-φράσεις και εκφράσεις ........................................................................................... 8
Η λέξη-έννοια ΔΡΥΣ σε άλλες γλώσσες. .................................................................................... 9
Λεξικό Liddell-Scott. .................................................................................................................. 9
Λεξικόν Δημητράκου τόμος Δ. ............................................................................................... 13
LSJ-The Online Liddell-Scott-Jones Greek-English Lexicon ...................................................... 14
ΔΡΎΣ......................................................................................................................................... 14
ΠΡΙΝΟΣ .................................................................................................................................... 15
Λεξικό Μπαμπινιώτη ............................................................................................................... 15
Βελανιδιά ................................................................................................................................ 16
Δρύς κηρρίς ............................................................................................................................ 65
Δρύς τσέρο, ρουπάκι .............................................................................................................. 66
Κατσόπρινος, κατσιδοπίρναρο .............................................................................................. 67
Αλοίφιος, Ασπρίς .................................................................................................................... 68
Δρύς η φελλοφόρος. Δρύς η αλλιώς βελανιδιά...................................................................... 69
Πρίνος ...................................................................................................................................... 71
Λατζιά .................................................................................................................................... 139
ΦΗΓΌΣ ................................................................................................................................... 140
ΔΡΎΣ ....................................................................................................................................... 228
ΔΡΎΣ. Αποσπάσματα από βιβλία .......................................................................................... 358
ΠΡΙΝΟΣ. Αποσπάσματα από βιβλία. 100 από 8. 640............................................................ 371
ΒΕΛΑΝΙΔΙΑ αποσπάσματα από βιβλία. 50 από 2490 ........................................................... 376
ΦΗΓΌΣ Αποσπάσματα από βιβλία. 50 από 7.430 ................................................................ 382
ΛΑΤΖΙΑ. Αποσπάσματα από βιβλία. ...................................................................................... 389
Φακτός................................................................................................................................... 391
Άτακτα τομ. 4ος. Εν Παρισίοις 1832 ....................................................................................... 391
Επιτομή του μεγάλου λεξικού της ελληνικής γλώσσης. Από τον/την H.G. Liddell,R. Scott.. 391
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ............................................................................................................................. 392
4

Φωτογραφίες, εικόνες του δένδρου ΔΡΥΣ

Δρυς (Quercus robur)


5

Βελανιδιά (Δρυς) – Quercus

Φηγός
6

Πρίνος-Πουρνάρι

Μεσές
7

Λατζιά. Δέντρο λατζιάς στο Τρόοδος

Golden oak - Quercus alnifolia Poech - Δρυς η κληθρόφυλλος - Λατζιά –


Cyprus.
8

Παροιμίες-φράσεις και εκφράσεις

Πολλαίς πληγαίς δρύς δαμάζεται. Πολλαίσι πληγαίς δρύς δαμάζεται = με


πολλά χτυπήματα δαμάζεται η βελανιδιά. απάντηση. Για να μας αναφέρετε
οποιοδήποτε πρόβλημα (σφάλμα, ανακρίβεια, θέμα που αφορά ...
οὐ γὰρ ἀπὸ δρυός, οὐδ᾽ ἀπὸ πέτρης ἐσσί (δεν είσαι από ξύλο ή πέτρα,
παροιμία και φράση που χρησιμοποιούσαν όταν έννοούσαν ότι "δεν
έπεσες από τον ουρανό", σε γέννησε μάνα και πατέρας, έχεις πατρίδα και
υποχρεώσεις)
δρυός πεσούσης πᾶς ἀνήρ ξυλεύεται (άμα πέσει η βελανιδιά ο καθένας
τρέχει να αρπάξει ό,τι προλάβει για καυσόξυλα και μεταφορικά, όταν
ένας ισχυρός άνδρας αποδυναμωθεί, όλοι προσπαθούν να επωφεληθούν
από το κενό της εξουσίας ή από την περιουσία του)
διὰ πέτρας καὶ διὰ δρυὸς ὁρᾶν ("βλέπει μέσα από τοίχους", όταν κανείς
δεν μπορεί να μαντέψει σωστά)
τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην; (τι είναι αυτά που λέτε περί
ανέμων και υδάτων, για άσχετα δηλαδή ζητήματα)
Δρῦς καὶ κάλαμος ἤριζον περὶ ἰσχύος. Ἀνέμου δὲ σφοδροῦ γενομένου, ὁ
μὲν κάλαμος σαλευόμενος καὶ συγκλινόμενος ταῖς τούτου πνοαῖς τὴν
ἐκρίζωσιν ἐξέφυγεν, ἡ δὲ δρῦς ἀντιστᾶσα ἐκ ῥιζῶν ἔπεσεν. Ὁ λόγος δηλοῖ
ὅτι οὐ δεῖ τοῖς κρείττοσιν ἐρίζειν ἢ ἀντίστασθαι. Αίσωπος.
Η φράση εμφανίζεται στα ομηρικά έπη, όπου ήδη εκεί χαρακτηρίζεται
«παλαίφατος» = «ειρημένη από πολύ παλιά». Όπως εξηγεί ο Martin West
στις σελίδες του Calvert Watkins (How to kill a dragon) που θα παραθέσω
παρακάτω, λόγω της αρχαιότητας της φράσης πρέπει να δούμε πίσω από
τον όρο «δρῦς» την γενική ΙΕ σημασία «δένδρο» (*doru-/druh2-) και όχι
την μεταγενέστερη ειδική ελληνική σημασία «βελανιδιά».

Στην Ιλιάδα, το φράσημα δρῦς-πέτρα εμφανίζεται σε έναν μονόλογο του


Έκτορα λίγο πριν την μονομαχία με τον Αχιλλέα, στον οποίο ο πρώτος
λέει πως τώρα πια (που ο Έκτορας έχει σκοτώσει τον Πάτροκλο) δεν
υπάρχει περίπτωση ούτε μια στο εκατομμύριο να υπάρξει συμβιβαστικός
διάλογος (ὀαριζέμεναι) με τον Αχιλλέα, αλλά μονομαχία. Εκεί που εγώ
έχω χρησιμοποιήσει τον όρο «ούτε μια στο εκατομμύριο», ο Όμηρος
χρησιμοποιεί τον όρο «οὐ μὲν ἀπὸ δρυός οὐδ΄ ἀπὸ πέτρης» = «ούτε από
9

ξύλο ούτε κι από πέτρα»: [Ιλ. 22.126] ἀλλὰ τί ἤ μοι ταῦτα φίλος διελέξατο
θυμός;μή μιν ἐγὼ μὲν ἵκωμαι ἰών, ὃ δέ μ᾽ οὐκ ἐλεήσει οὐδέ τί μ᾽ αἰδέσεται,
κτενέει δέ με γυμνὸν ἐόντα αὔτως ὥς τε γυναῖκα, ἐπεί κ᾽ ἀπὸ τεύχεα δύω.
οὐ μέν πως νῦν ἔστιν ἀπὸ δρυὸς οὐδ᾽ ἀπὸ πέτρης τῷ ὀαριζέμεναι, ἅ τε
παρθένος ἠΐθεός τε παρθένος ἠΐθεός τ᾽ ὀαρίζετον ἀλλήλοιιν.

Paroemiographi Graeci - Σελίδα 3 - Αποτέλεσμα Google Books. Thomas


Gaisford - 1836

Η λέξη-έννοια ΔΡΥΣ σε άλλες γλώσσες.

Ελληνικά Δρύς
Αγγλικά Oak
Ιταλικά quercia
Λατινικά quercu
Αλβανικά Lisi
Γαλλικά chene
Γερμανικά Eiche
Ισπανικά Roble
Ολλανδικά Eik
Τούρκικα Mese

Λεξικό Liddell-Scott.

Δρυάς, -άδος, ἡ (δρῦς), Δρυάδα, νύμφη της οποίας η ζωή ήταν


συνδεδεμένη με το δέντρο που προστάτευε, σε Πλούτ.· πρβλ. Ἁμαδρυάς.
δρύϊνος, -η, -ον (δρῦς), φτιαγμένος από ξύλο Βελανιδιάς, σε Ομήρ. Οδ.,
Ευρ.· δρ. πῦρ, φωτιά από ξύλα Βελανιδιάς, σε Θεόκρ.· μέλι δρ., σε Ανθ.
δρυκολάπτης, ὁ, = δρυοκολάπτης, σε Αριστοφ.
10

δρῡμός, ὁ, ετερογενής πληθ. δρῠμά (δρῦς), άλσος από βελανιδιές και


γενικά, άλσος, δάσος· μόνο στον πληθ. δρυμά, σε Όμηρ.· δρυμός στο
Σοφ., Ευρ.
δρῡμών, -ῶνος, ἡ, = δρυμός, σε Βάβρ.
δρυο-κοίτης, -ου, ὁ (κοίτη), αυτός που ζει, κατοικεί στη Βελανιδιά,
τέττιξ, σε Ανθ.
δρυο-κολάπτης, -ου, ὁ (κολάπτω), τρυποκάρυδος, σε Αριστοφ.·
δρυκολάπτης, σε Αριστοφ.
δρύοχοι, οἱ (δρῦς, ἔχω),· I. υποστηρίγματα ή τρίποδα πάνω στα οποία
στηρίζονταν η καρίνα (τρόπις) ναυπηγουμένου πλοίου, σε Ομήρ. Οδ.·
μεταφ., δρυόχους τιθέναι δράματος, τοποθετώ τη βάση του καινούριου
έργου, ξεκινώ νέο δράμα σε Αριστοφ.· ἐκ δρυόχων, από το ξεκίνημα, από
την αρχή, σε Πλάτ. II. = δρυμά, δάση, σε Ανθ.· ομοίως, ετερογενής πληθ.,
δρύοχα, σε Ευρ.
δρύοψ, -οπος, ὁ, είδος τρυποκάρυδου, σε Αριστοφ.
δρύππᾱ, ἡ, Λατ. druppa, υπερώριμος καρπός ελιάς, «θρούμπα», σε
Ανθ.
δρύπτω (ΔΡΥΦ), μέλ. δρύψω, αόρ. αʹ ἔδρυψα, Επικ. δρύψα — Παθ.
αόρ. αʹ ἐδρύφθην, σε Βάβρ.· σχίζω, απογυμνώνω, γδέρνω, σε Ομήρ. Ιλ. —
Μέσ., δρυψαμένω παρειάς, ξεσχίζοντας τα μάγουλα ο ένας του άλλου, σε
Ομήρ. Οδ.· ως ένδειξη πένθους και θρήνου, δρύπτεσθαι παρειάν, ξεσχίζω
το μάγουλό μου, σε Ευρ.
δρῦς, ἡ, γεν. δρῠός, αιτ. δρῡν· πληθ., ονομ. και αιτ. δρῦς ή δρύες,
δρύας, γεν. δρυῶν· I. αρχικά, κάθε δέντρο (το οποίο πραγματικά
προέρχεται από την ίδια ρίζα), κοινώς, Βελανιδιά, Λατ. Quercus-
λατινικά Δρύς. σημ. Οδ. Γκ., σε Όμηρ. κ.λπ.· αποδιδόμενο στον Δία, ο
οποίος έδινε τους χρησμούς του από τις βελανιδιές της Δωδώνης, σε
Ομήρ. Οδ.· από όπου, αἱ προσήγοροι δρύες, σε Αισχύλ.· παροιμ., οὐ γὰρ
ἀπὸ Δρυός ἐσσι οὐδ' ἀπὸ πέτρης, εσύ δεν φύτρωσες ούτε από τα δάση ούτε
από τους βράχους, δηλ. έχεις γονείς και πατρίδα, σε Ομήρ. Οδ.· οὐ νῦν
ἔστιν ἀπὸ δρυὸς οὐδ' ἀπὸ πέτρης ὀαρίζειν, δεν είναι τώρα καιρός να μιλάμε
ήσυχα, από δέντρο ή βράχο, σε Ομήρ. Ιλ. II. λέγεται για τα υπόλοιπα
δέντρα, πίειρα δρῦς, το ρητινώδες ξύλο (του πεύκου), σε Σοφ.· λέγεται για
την ελιά, σε Ευρ. III. μεταφ., εξασθενημένος γέροντας, σε Ανθ.
δρῠ-τόμος, ὁ (τέμνω), ξυλοκόπος, σε Ομήρ. Ιλ.
11

δρύ-φακτος, ὁ, αντί δρύφρακτος (δρῦς, φράσσω), φράχτης ή


κιγλίδωμα, που χρησιμεύει στην περίφραξη των δικαστηρίων ή του
βουλευτηρίου, σε Αριστοφ.· στον πληθ., όπως το Λατ. cancelli, στον ίδ.
δρύψα, Επικ. αντί ἔδρυψα, αόρ. αʹ του δρύπτω.
δρύψια, τά (δρύπτω), ξύσματα, θρύψαλα, τρίμματα, σε Ανθ.
Φηγός, ἡ (φᾰγεῖν), I. είδος Βελανιδιάς που φέρει φαγώσιμα
βελανίδια, Quercus-λατινικά Δρύς. σημ. Οδ. Γκ. esculus(όχι το Λατ.
fagus, οξυά, παρόλο που τα ονόματα είναι πανομοιότυπα), αφιερωμένη
στο Δία, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ. II. βελανίδι του ίδιου δέντρου, σε Αριστοφ.
πρῑνίδιον[νῐ], τό, υποκορ. του πρῖνος, σε Αριστοφ.
πρίνῐνος, -η, -ον, κατασκευασμένος από τον πρῖνον, Λατ. iligneus,
σε Ησίοδ., Αριστοφ.· μεταφ., δρύινος, δηλ. σκληρός, τραχύς, σε Αριστοφ.
πρῖνος, ἡ, ὁ, αειθαλής Βελανιδιά, ελαιόπρινο ή κόκκινος πρίνος,
Λατ. Quercus-λατινικά Δρύς. σημ. Οδ. Γκ. coccifera, σε Ησίοδ.,
Αριστοφ. κ.λπ.
πρῑν-ώδης, -ες (εἶδος), σκληρός όπως ο πρίνος, σε Αριστοφ.

Η Βελανιδιά ή Βαλανιδιά (επιστ. Δρύς, Quercus-λατινικά Δρύς. σημ.


Οδ. Γκ.) είναι γένος φυτών της οικογένειας των Φηγοειδών (Fagaceae)
με 531 αυτοφυή είδη του βόρειου ημισφαίριου της γης [1]. Είναι το κατ΄
εξοχήν δένδρο των δρυμών. Από τη Βικιπαίδεια.
Είναι δέντρα ψηλά, αιωνόβια που βρίσκονται είτε σε πεδινές είτε σε
ορεινές περιοχές. Ο καρπός της Βελανιδιάς είναι το βελανίδι, χρήσιμο για
ζωοτροφές και στη βυρσοδεψία. Το ξύλο όλων των ειδών είναι βαρύ,
σκληρό και δεν σαπίζει εύκολα. Χρησιμοποιείται στην οικοδομική,
ναυπηγική, επιπλοποιία, στην κατασκευή σανίδων, δοκαριών και
παρασκευάζονται από αυτό ξυλάνθρακες πολύ καλής ποιότητας.
Είδη
Quercus-λατινικά Δρύς. σημ. Οδ. Γκ. humilis – Δρύς η ταπεινή
Quercus-λατινικά Δρύς. σημ. Οδ. Γκ. occidentalis – Δρύς η δυτική
Quercus-λατινικά Δρύς. σημ. Οδ. Γκ. ilex – Δρύς η αρία (αριά)
Quercus-λατινικά Δρύς. σημ. Οδ. Γκ. lanuginosa – Δρύς η μαλλωτή
Quercus-λατινικά Δρύς. σημ. Οδ. Γκ. cerris – Δρύς η κηρρίς
Quercus-λατινικά Δρύς. σημ. Οδ. Γκ. alba – Δρύς η λευκή
Quercus-λατινικά Δρύς. σημ. Οδ. Γκ. coccinea – Δρύς η ερυθρά
12

Quercus-λατινικά Δρύς. σημ. Οδ. Γκ. infectoria – Δρύς η βαφική


Quercus-λατινικά Δρύς. σημ. Οδ. Γκ. suber – Δρύς η φελλοφόρος
Τα κυριότερα είδη που είναι :
1. Η ήμερη Βελανιδιά (λατ. Quercus-λατινικά Δρύς. σημ. Οδ. Γκ.
ithaburensis subsp. macrolepis). Φτάνει τα 30 μέτρα σε ύψος και ευδοκιμεί
σε θερμό και ξηρό περιβάλλον, βρίσκεται στις περιοχές της Ανατολικής
Μεσογείου σε πεδινές περιοχές, καθώς και στους πρόποδες των βουνών.
Τα φύλλα της είναι δερματώδη, ωοειδή με οξείες παρυφές , χνουδωτά.
2. Η Δρύς η έμμισχος (λατ. Quercus-λατινικά Δρύς. σημ. Οδ. Γκ.
robur). Φτάνει σε ύψος τα 25 μέτρα και σχηματίζει μεγάλα δάση στις
περιοχές της Βορείου και κεντρικής Ευρώπης Ο κορμός της έχει χρώμα
γκριζωπό ή σκούρο γκρίζο και ο φλοιός βαθιές ρωγμές. 3. Η Δρύς η
άμισχος (Δρύς η πετραία, λατ. Quercus-λατινικά Δρύς. σημ. Οδ. Γκ.
petraea).
4. Δρύς η Μακεδονική (Δρύς η τρωική, λατ. Quercus-λατινικά Δρύς.
σημ. Οδ. Γκ. trojana). Φτάνει σε ύψος τα 20 μέτρα και βρίσκεται στις
περιοχές των Βαλκανίων. Στην Ελλάδα βρίσκεται με μεμονωμένα δέντρα
σε δασικές περιοχές της Μακεδονίας και της Θράκης.
5. Η Δρύς η κηρρίς (λατ. Quercus-λατινικά Δρύς. σημ. Οδ. Γκ. cerris).
Συγγενικό είδος με τα προηγούμενα. Βρίσκεται σε πολλές Ευρωπαϊκές
χώρες και στην Ελλάδα είναι αναμεμειγμένη με άλλα δέντρα. Γνωστή και
με τις ονομασίες "τσέρο" και "ρουπάκι". …Το είδος αυτό το αναφέρει
και ο Θεόφραστος με το όνομα Αλοίφιος, ή Ασπρίς.
6. Η λατζιά (Δρύς η κληθρόφυλλη, λατ. Quercus-λατινικά Δρύς. σημ.
Οδ. Γκ. alnifolia), θαμνώδες αειθαλές ενδημικό είδος της Κύπρου.
7. Το πουρνάρι, ή πιρνάρι, ή πρίνος (Δρύς η κοκκοφόρος, λατ.
Quercus-λατινικά Δρύς. σημ. Οδ. Γκ. coccifera), θαμνώδης αείφυλλος
σκληρόφυλλος θάμνος με ευρεία εξάπλωση στην περιοχή της
Μεσογείου. Σημαντικότερη ποικιλία αυτού είναι ο "χαμόπρινος" της
οποίας το μεν ξύλο χρησιμοποιείται στη παραγωγή ανθράκων… Άλλες
ονομασίες αυτού του είδους είναι: Κατσόπρινος, κατσιδοπίρναρο κ.ά.
8. Η Δρύς η βαφική (λατ. Quercus-λατινικά Δρύς. σημ. Οδ. Γκ.
infectoria), ημιφυλλοβόλο δέντρο με εξάπλωση από τα νησιά του
Ανατολικού Αιγαίου μέχρι το ΝΔ. Ιράν.
13

Λεξικόν Δημητράκου τόμος Δ.


14

LSJ-The Online Liddell-Scott-Jones Greek-English Lexicon


ΔΡΎΣ
δρῦς, ἡ (Pelop. ὁ, acc. to Sch.Ar.Nu.401, cf. IG9(1).485.5 (Thyrrheum),
but fem. in Arc., Schwyzer 664.23): gen. Δρυός: acc. δρῦν (δρύα
Q.S.3.280): nom. pl. δρύες Il.12.132, A.Pr.832, etc., δρῦς Thphr.CP2.9.2,
Paus.8.12.1: acc. pl. δρῦς Ar.Eq.528, Nu.402, δρύας S.Fr.403,
Call.Del.84, AP7.8 (Antip. Sid.): gen. δρυῶν Hdt.7.218: dual δρύε
Hdn.Gr.1.420. [ῠ, exc. in δρῦς, δρῦν: gen. δρῡός at the beginning of a
verse, Hes.Op.436]:—originally, tree (δρῦν ἐκάλουν οἱ παλαιοὶ . . πᾶν
δένδρον Sch.Il.11.86, cf. Hsch.); including various trees, Thphr.HP3.8.2;
esp. Quercus-λατινικά Δρύς. σημ. Οδ. Γκ. Aegilops (Φηγός) and
Quercus-λατινικά Δρύς. σημ. Οδ. Γκ. Ilex (πρῖνος), cf. ἡ φηγὸς καὶ ἡ
πρῖνος εἴδη Δρυός Dsc.1.106; opp. πεύκη, Il.11.494; opp. πίτυς, Od.9.186,
cf. Il.13.389, 23.328, etc.; στέφανος Δρυός crown of Oak leaves,
SIG2588.7 (Delos, ii B. C.); commonly, the Oak, δ. ὑψικάρηνοι, ὑψίκομοι,
Il.12.132, 14.398, cf. 13.389, 23.328, etc.; sacred to Zeus, who gave his
oracles from the Oaks of Dodona, Od.14.328; αἱ προσήγοροι δρύες
A.Pr.832; πολύγλωσσος δ. S.Tr.1168, cf. Pl.Phdr.275b: prov., οὐ γὰρ ἀπὸ
15

Δρυός ἐσσι . . οὐδ’ ἀπὸ πέτρης thou art no foundling from the woods or
rocks, i. e. thou hast parents and a country, Od.19.163, cf. Pl.Ap.34d, R.
544d, AP10.55 (Pall.); but οὐ μέν πως νῦν ἔστιν ἀπὸ δρυὸς οὐδ’ ἀπὸ
πέτρης . . ὀαρίζειν 'tis no time now to talk at ease from tree or rock, like
lovers, Il.22.126; ἀλλὰ τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην; why all this
about trees and rocks (i. e. things we have nothing to do with)? Hes.Th.35;
also διὰ πέτρας καὶ διὰ δρυὸς ὁρᾶν 'to see through a brick wall',
Plu.2.1083d. II. of other trees bearing acorns or mast (Paus.8.1.6), πίειρα
δρῦς the resinous wood (of the pine), S.Tr.766; of the olive, E.Cyc.615
(lyr.); δ. θαλασσία, = ἁλίφλοιος, Ps.-Democr.Symp.Ant.p.5G. III. δ.
ποντία, gulf-weed, Sargassum vulgare, Thphr.HP4.6.9. IV. metaph., worn-
out old man, AP6.254 (Myrin.), Artem.2.25. (Cogn. with δόρυ; cf. Skt. dru-
'wood', in compds.)

ΠΡΙΝΟΣ
πρίνη, ἡ, = πρῖνος, Eup.360....πρῑν-ίδιον [νὶ], τό, Dim. of πρῖνος,
Ar.Av.615 (anap.), Ael.VH5.17....πρί̄ν-ῐνος, η, ον, made from the πρῖνος,
γύης Hes. Op.429; ἄνθρακες Ar.Ach.668; αἱ πρίνιναι (sc. βάλανοι)
Dsc.1.106.2; π. ὕλη Orib.49.3.1; μύκητες π. fungi that grow under the ilex,
Antiph.227.11, cf. An.Ox.3.231. 2. metaph., Oaken, i.e. ...πρῖνος, ἡ,
Arat.1047. Dsc.1.106.2 (also ὁ, Amphis 38; both ὁ and ἡ in Thphr., cf.
HP3.16.1, 3.6.4):—holm-Oak, Quercus-λατινικά Δρύς. σημ. Οδ. Γκ.
Ilex, Hes.Op. 436, Ar.Ra.859, Theoc.5.95, Call.Iamb.1.261. 2. kermes-
Oak, Quercus-λατινικά Δρύς. σημ. Οδ. Γκ. coccifera, Eup.14, Amphis
l.c.; ἡ π. τὸν φοινικοῦν κόκκον [φέρει] Thphr.HP3.7.3, cf. Sign.45; πρίνοιο
. . ἄκανθαι Arat.1122. (Heterocl. gen. πρινός is f.l. in Simon.54.)

Λεξικό Μπαμπινιώτη
Δρύς (η) {δρυ-ός | -ες, -ών. Δρύς} η
Βαλανιδιά (βλ λ.)· ΦΡ Δρυός πεσούσης πας ανήρ ξυλεύεται (Δρυός
πεσούσης πας άνήρ ξυλευεται) όταν χάσει κανείς τη δύναμή του. όλοι
τρέχουν να εκμεταλλευτούν την ευκαιρία εις βάρος του: τώρα που έχασε
την εξουσία, άρχισαν όλοι να τον κατηγορούν βλέπεις, ~. ΣΧΟΛΙΟ λ δάσος.
[ΗI ΥΜ αρχ δρύς dr-u-. μηδενισμ βαθμ. τού I Ε. drew- / der-w- «ξύλο»,
πβ γοτθ. triu «ραβδί», αγγλ tree «δέντρο», tar «πίσσα», γερμ. Teer κ ά
Ομόρρ.δένδρον ( δέρ-δρεΈ-ον). δόρ-υ. δρν-μός κ.ά ] δρύφρακτο (το) 1. (σε
σιδηροδρομικές διαβάσεις) κινητή ξύλινη ή μεταλλική δοκός που
κατεβαίνει χειροκίνητα ή με ειδικό μηχανισμό, για να εμποδίσει την
κίνηση αυτοκινήτων ή πεζών, όταν διέρχεται αμαξοστοιχία 2. νλυγ (λόγ.)
το παραπέτο (βλ.λ.). [π υμ αρχ. δρύφακτος / μτγν. δρύφρακτος (ο αρχ. τ.
με ανομοίωση τού -ρ-) δρύς + -φ(ρ)ακτος φράσσω]…
16

Βελανιδιά

Βελανίδια καρπός

Πλούταρχος. De proverbiis Alexandrinorum [Sp.] Fragment 40, line 1

Αἰσώπειον αἷμα· ἐπὶ τῶν δυσαποτρίπτοις ὀνείδεσιν ἐνεχομένων εἴρηται


ὡς Ἀριστοτέλης. ἀγαθῶν ἀγαθὰ καὶ ἀγαθῶν ἀγαθίδες· *** ὡς
δεινότερα Δεινίου καὶ κυνώτερα Κύντωνος· ἐπὶ τῶν καθ' ὑπερβλήν
κακῶν. ἅλις Δρυός. ἄλλην δρῦν βαλάνιζε. βουλήσεταί τις μᾶλλον ἢ
δυνήσεται· ἐπὶ τῶν προαιρουμένων μὲν ἀδικῆσαι, οὐ δυναμένων δέ. ὅλον
κεῖται ἐν τῷ μωμήσεταί τις μᾶλλον ἢ μιμήσεται.
Βουμίλκου νῆες· ἐπὶ τῶν παραλογιζομένων. φασὶ γὰρ ὅτι Κυρηναίας
οὔσας τὰς ναῦς προσεποιεῖτο ἰδίας ἔχειν.

Αθηναίος σοφιστής Book 1, Kaibel paragraph 62, line 28

ῥάφανόν τε πολλὴν ἐντράγητε, παύσεται τὸ βάρος διασκεδᾷ τε τὸ


17

προσὸν νῦν νέφος ἐπὶ τοῦ μετώπου. Νικοχάρης (I 773 K)· εἰσαύριον ..
ἀντὶ ῥαφάνων ἑψήσομεν βαλάνιον, ἵνα νῷν ἐξάγῃ τὴν κραιπάλην.
Ἄμφις (II 247 K)· οὐκ ἔστιν, ὡς ἔοικε, φάρμακον μέθης
οὐδὲν τοιοῦτον ὡς τὸ προσπεσεῖν ἄφνω λύπην τιν'. οὕτως ἐξελαύνει
γὰρ σφόδρα λῆρον ὥστε τὰς ῥαφάνους οὕτω δοκεῖν.

Γαληνός. ., De simplicium medicamentorum temperamentis ac


facultatibus libri xi Τόμ. 11, page 483, line 11

...ὑπαγωγὸν ἢ καταξύον αὐτὴν, ὡς αἱματώδεις ἐνίοτε κινεῖν


ἐκκρίσεις, ἢ τὸ μέν τι ποιεῖ τῶν ἐλαίων ταῦτα, τὸ δ' οὐ
ποιεῖ, καὶ τὸ μὲν μᾶλλον, τὸ δ' ἧττον. ἐλαίου δὲ διαφορὰς
λέγω νῦν οὐχ ὡς ἄν τις ὑπονοήσῃ τὰς ἑτερογενεῖς, οἷον
τοῦ κικίνου τε καὶ ῥαφανίνου καὶ καρυΐνου καὶ βαλανίνου καὶ τῶν
ὁμοίων. εἰδέναι μὲν γὰρ χρὴ καὶ τὰς τού-
των δυνάμεις τὸν ἰατρόν. ἀλλ' οὐκ ἔν γε τῷ παρόντι
προσήκει μνημονεύειν αὐτῶν. ἀρκεῖ γὰρ, οἶμαι, τήν γε
πρώτην αὐτὸ τὸ κυριώτατον καὶ μάλιστα τὸ ὑπὸ πάν-
των ἀνθρώπων ὀνομαζόμενον ἔλαιον ἐπισκέψασθαι. καὶ
γὰρ ὁ καρπὸς ἐξ οὗ γίγνεται τοῦτο, μόνος τῶν ἄλλων.

Γαληνός. ., De simplicium medicamentorum temperamentis ac


facultatibus libri xi Τόμ. 11, page 870, line 6

περὶ τῶν ἁπλῶν διέξειμι καὶ προσθήσω ἤδη τὸν περὶ τῶν
ἄλλων ἐλαίων λόγον. ὀνομάζεται γὰρ δή τι καὶ κίκινον
ἔλαιον, ἐν Αἰγύπτῳ μάλιστα γιγνόμενον, ἐκ τοῦ καρποῦ τοῦ
κίκεως, καὶ ῥαφάνινον δὴ καὶ σησάμινον, ἀμυγδαλινόν τε καὶ
καρύϊνον, ἔτι τε σινάπινον, σχίνινον, δάφνινον, μελάνθινον,
τερμίνθινον, μαστίχινον, μύρσινον, βαλάνινον, ὑοσκυάμινον,
ἄλλα τε πρὸς τούτοις οὐκ ὀλίγα τῶν καρπῶν ἐκθλιβόμενα
πάντα. διαφέρει δ' ἀλλήλων ταῦτα τὰς αὐτὰς διαφορὰς
ἅσπερ καὶ οἱ καρποί. τὸ μὲν γὰρ κίκινον λεπτομερέστερόν
τε καὶ διαφορητικώτερόν ἐστιν, …

Γαληνός. ., De simplicium medicamentorum temperamentis ac


facultatibus libri xi Τόμ. 12, page 307, line 9

[κηʹ. Περὶ μυῶν κόπρου.] Οὕτω γοῦν καὶ τὰ τῶν


18

μυῶν ἀποπατήματα γεγράφασιν ἀλωπεκίας θεραπεύειν, καὶ


ἦν τις ἰατρὸς ὃς ἐχρῆτο τῷ συνθέτῳ φαρμάκῳ διὰ
μυῶν κόπρου κατεσκευασμένῳ πρὸς τὸ πάθημα τοῦτο. καί
τις ἄλλος βαλάνιον προσθεῖναι παιδίῳ δεομένῳ τῶν οἰκείων
ἐκέλευσεν παρασκευασθῆναι μυῶν κόπρῳ, ἐφ' ὧν πάντες οἱ
ἀκούσαντες ἐγέλασαν, εἰ τοσούτων ὄντων, ἃ προστιθέμενα
τῇ ἕδρᾳ πρὸς ἔκκρισιν ἐπεγείρει τὸ ἔντερον, ἅπανθ' ὑπερ-
βὰς ἐκεῖνος ἐπὶ τὴν τῶν μυῶν ἧκε κόπρον. ἔστι γὰρ ὄντως
αἰδεθῆναι τὰ τοιαῦτα καὶ εἰς πεῖραν ἄγειν ἁπάντων κατα

Γαληνός. ., De compositione medicamentorum secundum locos libri x


Τόμ. 12, page 448, line 1

λαίνας. ψίλωθρα τριχῶν. σμήγματα λεπτυντικὰ παντοῖα.


ἐπίχριστα ἀφανιστικὰ τριχῶν. σμήγματα ὅλου τοῦ σώματος.
καθαρτικὰ λαμπρυντικὰ παντοῖα. καταπλάσματα ἀρωματικὰ
τοῖς ἱματίοις. εὐώδεις βαφαὶ ἱματίων. ῥάσματα θαλάμων καὶ
περιπάτων. θυμιαμάτων παντοίων σκευασία. χρισμάτων καὶ
μύρων παντοίων σκευασίαι. ἀμυγδαλίνου, βαλανίνου, καρυΐ-
νου, σησαμίνου, μυρσίνου, σχινίνου, δαφνίνου, ῥοδίνου, γλευ-
κίνου, μηλίνου, οἰνανθίνου, σαμψυχίνου, τηλίνου, σουσίνου,
ὃ ἔνιοι κρίνινον καλοῦσι, κικίνου, ἰρίνου, ναρκισσίνου, φοι-
νικίνου, κυπρίνου, κροκίνου, ναρδίνου, ἀμαρακίνου, ἡδυ-
χρόου, μενδησίου, μαλαβαθρίνου.

Γαληνός. ., De compositione medicamentorum secundum locos libri x


Τόμ. 12, page 529, line 3

καὶ μετὰ λινοσπέρματος τρίψας ἐπιτίθει. ἄλλο. ἐλαίας φύλλα


τὰ ἁπαλώτατα τρίψας παράχει ἐλαίου καὶ οἴνου μέλανος
καὶ κατάπλασσε. ἄλλο. τέφραν ἣν ἔχεις ὄξει διεὶς ἢ ὕδατι,
κατάβρεχε τὴν κεφαλήν. ἄλλο. στρύχνον καὶ γῆν κεραμικὴν
τρίψας λείαν κατάπλασσε. ἄλλο. ἁλικακάβου καρπὸν τρίψας
μετὰ στέατος χηνείου ἢ μύρου βαλανίνου χρῶ. ἄλλο. φύλλα
σχίνου τρίψας ἐν ὕδατι κατάπλασσε. ἄλλο. βλίτον τρίψας
σὺν ἐλαίῳ διεὶς χρῶ. ἄλλο. κίκεως καρπὸν τρίψας ἐν ὕδατι
κατάπλασσε. ἄλλο. κορίου σπέρμα καὶ ἀνήθου λεάνας καὶ
μέλιτι μίξας κατάπλασσε. ἄλλο. μελάνθιον τρίψας καὶ ἐλαίῳ
διεὶς κατάπλασσε. ἄλλο. κύμινον καὶ στέαρ χήνειον λεάνας
19

Γαληνός. ., De compositione medicamentorum secundum locos libri x


Τόμ. 12, page 656, line 8

λου ῥίζας ἐλαίῳ παλαιῷ ἀφεψήσαντες, αἰγείῳ τε οὔρῳ ἐκ-


κλύζομεν συνεχῶς. πρὸς δὲ τὰς ἐκ κεφαλαλγιῶν κωφώσεις
ῥαφάνου χυλὸν μετὰ ῥοδίνου ἔγχεον. ἢ σικύου ἀγρίου χυλὸν
τῶν φύλλων. ἢ καστορίου μετὰ δαφνίδων καὶ ὄξους ἢ ἀλ-
λεβόρου μέλανος λευκῷ ὄξει πεφυραμένου ὅσον ὄροβον, μέ-
λιτι μίξας ἑφθῷ βαλάνια ποιῶν ἐντίθει. τοῦ αὐτοῦ περὶ
τῶν ἐμπιπτομένων τοῖς ὠσὶ σωμάτων. εἰ δὲ ὕδωρ εἰς τὸ
οὖς ἐμπέσοι, βοηθεῖ μὲν τὸ ὄξος καὶ ἐφ' ἑνὶ ποδὶ τῷ κατὰ
τὸ πάσχον οὖς ἅλλεσθαι, παρεκκλίναντά πως ἑαυτὸν, ἐκκρί-
νεται γὰρ αὐτόθι εὐχερῶς. καὶ ὁ ἐκμυξησμὸς δὲ ἄκρως ἐπι-
σπᾶται διὰ ψιλοῦ τοῦ στόματος ἢ καὶ διὰ καλαμίδος, εἶτα

Θεόφραστος. Fragmenta Fragment 4, section 29, line 10

μόνον τινές φασιν ἁπλοῦν εἶναι καὶ ἀσύνθετον τῶν μύ-


ρων τὰ δ' ἄλλα πάντα σύνθετα, πλὴν τὰ μὲν ἐκ
πλειόνων τὰ δ' ἐξ ἐλαττόνων, ἐξ ἐλαχίστων δὲ τὸ ἴρι-
νον. Οἱ μὲν οὖν οὕτω λέγουσιν, οἱ δὲ τὴν ἐργασίαν
τῆς στακτῆς εἶναι τοιάνδε· τὴν σμύρναν ὅταν κόψωσι
καὶ διατήξωσι ἐν ἐλαίῳ βαλανίνῳ πυρὶ μαλακῷ ὕδωρ
ἐπιχεῖν θερμόν· συνιζάνειν δ' εἰς βυθὸν τὴν σμύρναν
καὶ τοὔλαιον καθάπερ ἰλύν· ὅταν δὲ τοῦτο συμβῇ τὸ
μὲν ὕδωρ ἀπηθεῖν τὴν δ' ὑπόστασιν ἀποθλίβειν ὀργά-
νοις.

Θεόφραστος. Fragmenta Fragment 4, section 30, line 2

ἐπιχεῖν θερμόν· συνιζάνειν δ' εἰς βυθὸν τὴν σμύρναν


καὶ τοὔλαιον καθάπερ ἰλύν· ὅταν δὲ τοῦτο συμβῇ τὸ
μὲν ὕδωρ ἀπηθεῖν τὴν δ' ὑπόστασιν ἀποθλίβειν ὀργά-
νοις.
Τὸ δὲ μεγαλεῖον ἐκ ῥητίνης κεκαυμένης
συντίθεσθαι καὶ ἐλαίου βαλανίνου· μίγνυσθαι δὲ κα-
σίαν, κινάμωμον, σμύρναν. Πλείστην δὲ πραγματείαν
περὶ τὸ μεγαλεῖον καὶ τὸ αἰγύπτιον εἶναι, πλείστων
γὰρ μίξιν καὶ πολυτελεστάτων. Τῷ δὲ μεγαλείῳ
20

καὶ τὸ ἔλαιον ἕψεσθαι δέχ' ἡμέρας καὶ δέκα νύκτας,


εἶτα οὕτως τὴν ῥητίνην ἐμβάλλεσθαι καὶ τἆλλα·

Diogenianus Gramm., Paroemiae (epitome operis sub nomine


Diogeniani) (e cod. Mazarinco) Centuria 1, section 19, line 1

Ἀδεὲς δέος: ἐπὶ τῶν μάτην δεδιότων.


Ἀληλεσμένος βίος καὶ μεμαγμένος: ἐπὶ τοῦ
ἑτοίμου καὶ προχείρου.
Ἄσπαρτα καὶ ἀνήροτα: ἐπὶ τοῦ ὁμοίου.
Ἄλλην δρῦν βαλάνιζε: ἐπὶ τῶν ἐνδελεχῶς αἰ-
τούντων τι, ἢ ἐπὶ τῶν συνεχῶς δανειζομένων. Οἱ γὰρ
παλαιοὶ βαλάνοις ἔζων· πρὸς οὖν τοὺς περισκοποῦντας τὰς
δρῦς εἴτε πλήρεις εἶεν εἴτε κεναὶ, Ἄλλην δρῦν βαλάνιζε, ἔλεγον.
Ἄλλος βίος, ἄλλη δίαιτα: ἐπὶ τῶν ἐπ' ἀμεί

Diogenianus Gramm., Paroemiae (epitome operis sub nomine


Diogeniani) (e cod. Mazarinco) Centuria 1, section 19, line 5

Ἄσπαρτα καὶ ἀνήροτα: ἐπὶ τοῦ ὁμοίου.


Ἄλλην δρῦν βαλάνιζε: ἐπὶ τῶν ἐνδελεχῶς αἰ-
τούντων τι, ἢ ἐπὶ τῶν συνεχῶς δανειζομένων. Οἱ γὰρ
παλαιοὶ βαλάνοις ἔζων· πρὸς οὖν τοὺς περισκοποῦντας τὰς
δρῦς εἴτε πλήρεις εἶεν εἴτε κεναὶ, Ἄλλην δρῦν βαλάνιζε, ἔλεγον.
Ἄλλος βίος, ἄλλη δίαιτα: ἐπὶ τῶν ἐπ' ἀμεί-
νονα βίον μεταβαλλομένων.
Ἅλας ἄγων καθεύδεις: ἐπὶ τῶν ἐν κινδύνοις
ῥᾳστωνευομένων. Ἐμπόρου γάρ τινος ἅλας ἄγοντος ἀπο-
καθευδήσαντος, συνέβη τὴν ἀντλίαν ἐπαναβῆναι καὶ τῆξαι

Zenobius Sophista Paroemiogr., Epitome collectionum Lucilli Tarrhaei


et Didymi Centuria 2, section 41, line 1

Ἅλις Δρυός: ἐπὶ τῶν ἐκ φαυλοτέρας διαίτης


ἐρχομένων ἐπὶ βελτίονα εἴρηται ἡ παροιμία. Ἐπειδὴ τὸ
ἀρχαῖον οἱ ἄνθρωποι βαλάνοις δρυὸς τρεφόμενοι, ὕστε-
ρον εὑρεθεῖσι τῆς Δήμητρος καρποῖς ἐχρήσαντο.
Ἄλλην δρῦν βαλάνιζε: ἐπὶ τῶν συνεχῶς αἰ-
τούντων ἢ παρὰ τῶν αὐτῶν δανειζομένων εἴρηται ἡ παρ-
οιμία. Ἐπεὶ βαλάνοις ἔζων τὸ πρὶν οἱ ἄνθρωποι· καὶ
Βαλανιστὰς ἐκάλουν τοὺς μισθῷ τὸν καρπὸν τοῦτον συλ-
21

λέγοντας. Πρὸς τοίνυν τοὺς τῆς συλλογῆς ἤδη πεπλη-


ρωμένης περισκοποῦντας εἴτινες εἶεν ἐν τῇ δρυῒ βάλανοι,

Zenobius Sophista Paroemiogr., Epitome collectionum Lucilli Tarrhaei


et Didymi Centuria 2, section 41, line 4

ρον εὑρεθεῖσι τῆς Δήμητρος καρποῖς ἐχρήσαντο.


Ἄλλην δρῦν βαλάνιζε: ἐπὶ τῶν συνεχῶς αἰ-
τούντων ἢ παρὰ τῶν αὐτῶν δανειζομένων εἴρηται ἡ παρ-
οιμία. Ἐπεὶ βαλάνοις ἔζων τὸ πρὶν οἱ ἄνθρωποι· καὶ
Βαλανιστὰς ἐκάλουν τοὺς μισθῷ τὸν καρπὸν τοῦτον συλ-
λέγοντας. Πρὸς τοίνυν τοὺς τῆς συλλογῆς ἤδη πεπλη-
ρωμένης περισκοποῦντας εἴτινες εἶεν ἐν τῇ δρυῒ βάλανοι,
οἱ παριόντες ἔλεγον σκώπτοντες, Ἄλλην δρῦν βαλάνιζε.
Ἀεί τις ἐν Κύδωνος: ἐπὶ τῶν φιλοξένων, καὶ
πρὸς ὑποδοχὴν ἑτοίμων· παρόσον ὁ Κορίνθιος Κύδων …

Zenobius Sophista Paroemiogr., Epitome collectionum Lucilli Tarrhaei


et Didymi Centuria 2, section 41, line 7

τούντων ἢ παρὰ τῶν αὐτῶν δανειζομένων εἴρηται ἡ παρ-


οιμία. Ἐπεὶ βαλάνοις ἔζων τὸ πρὶν οἱ ἄνθρωποι· καὶ
Βαλανιστὰς ἐκάλουν τοὺς μισθῷ τὸν καρπὸν τοῦτον συλ-
λέγοντας. Πρὸς τοίνυν τοὺς τῆς συλλογῆς ἤδη πεπλη-
ρωμένης περισκοποῦντας εἴτινες εἶεν ἐν τῇ δρυῒ βάλανοι,
οἱ παριόντες ἔλεγον σκώπτοντες, Ἄλλην δρῦν βαλάνιζε.
Ἀεί τις ἐν Κύδωνος: ἐπὶ τῶν φιλοξένων, καὶ
πρὸς ὑποδοχὴν ἑτοίμων· παρόσον ὁ Κορίνθιος Κύδων
φιλοξενώτατος ἐγένετο.

Nicochares Comic., Fragmenta Fragment 15, line 2

ΠΕΛΟΨ ΠΟΙΗΤΗΣ ΧΕΙΡΟΓΑΣΤΟΡΕΣ ΑΔΗΛΩΝ ΔΡΑΜΑΤΩΝ

εἰς αὔριον δ' ἀντὶ ῥαφάνων ἑψήσομεν


βαλάνιον, ἵνα νῷν ἐξάγῃ τὴν κραιπάλην.
εἰ πεύσομαι τὸν ἀηδόνειον . . .
ὕπνον ἀποδαρθόντ', αὐτὸς αὑτὸν αἰτιῶ.
κύουσαν δέλφακα τὴν ἀλάστορα Σφίγγα ἄζειν
22

Nicochares Comic., Fragmenta Play Eif, fragment 1, line 2

ΛΗΜΝΙΑΙ.Τριχίας δὲ καὶ τὰς πρημνάδας τὰς θυννίδας ἐπὶ δεῖπνον


ἡκούσας ὑπερπληθεῖς.

EX INCERTIS FABULIS.

Εἰς αὔριον δ' ἀντὶ ῥαφάνων ἑψήσομεν βαλάνιον, ἵνα νῷν ἐξάγῃ τὴν
κραιπάλην. Εἰ πεύσομαι τὸν ἀηδόνειον ὕπνον ἀποδαρθόντα σε,
αὐτὸς σεαυτὸν αἰτιῶ. Νηρῇδες. τὸν ἀναλφάβητον, τὸν ἄπονον.

Pseudo-Γαληνός. ., De remediis parabilibus libri iii


Τόμ. 14, page 392, line 9

δυοῖν ἡμερῶν τὰς τρίχας, καὶ μετὰ τοῦτο διάκλυζε σὺν


ὕδατι, ἐν ᾧ τρυγίας κεκαυμένος διαλελυμένος ᾖ. ἄλλο. ἑψή-
ματι τῶν θερμῶν πικρῶν τὰς τρίχας διάβρεχε, ἢ αὐτοὺς
θερμοὺς πικροὺς τρίψας καὶ διαμίξας σὺν ὕδατι κατάχριε.
ἄλλο. τρυγίαν οἴνου παλαιοῦ κεκαυμένην καὶ σὺν ἐλαίῳ βαλανίνῳ
λειουμένην συμμίξας πρὸς τῆς κηρωτῆς πάχος καὶ
τρίχας σύγχριε, ὅταν μέλλῃς καθεύδειν. ἄλλο. κύπρου φύλλα
λεῖα τῷ στρουθίου χυλῷ ἐπίβρεχε καὶ χρῶ τούτῳ ἀποβρέ-
γματι. ἄλλο. ἐρυθρόδανον, στοιχάδα κιτριοειδῆ, πολύτριχον,
ἀψίνθιον καὶ θερμοὺς ἐς τὸ ὕδωρ κατάβαλλε, ἀναθήσας
ἐν τῷ ἀγγείῳ ὑαλίνῳ, καὶ ἄφησον ἡμερῶν ἐννέα.

Julius Pollux Gramm., Onomasticon Book 10, section 150, line 3

ἐργαλεῖον. ἰατροῦ σκεύη σμίλη, ὑπογραφίς, ὠτογλυφίς, ψαλίς,


μηλωτρίς μήλη, ὀδοντοξέστης ὀδοντάγρα, ἐξάλειπτρον, λουτήριον, σι-
κύα, ὑπόθετον, λεκανίς, σπογγία, ἐπίδεσμα, σπληνίον, λαμπάδιον, πο-
δοστράβη, κλυστήρ· ἔστι γὰρ παρ' Ἡροδότῳ (II 87) τοὔνομα. τάχα
δὲ καὶ Βάλανος· ἐπὶ γὰρ τοῦ ἐκ στέατος καὶ λίτρου προμήκους
πλάσματος, ᾧ ἀντὶ κλυστῆρος χρῶνται, βαλανίςαι Ἱπποκράτης(?)
λέγει. ἐν δὲ τοῖς Δημιοπράτοις καὶ ῥάκια καὶ κηρωτὴ γέγραπται.
κυβευτοῦ σκεύη ἄβαξ ἀβάκιον, κόσκινον, κύβοι, διάσειστοι κύβοι,
ἀστράγαλοι, φιμοί, κημοί, τηλία, κήθια κηθίδια, ψῆφοι, πεττοί. σο-
ροποιοῦ σκεύη σορός, πύελος, κιβωτός, ληνός. οἵ τε γὰρ περὶ
23

Σωράνος Gynaeciorum libri iv Book 1, chapter 62, section 2, line 2

βυρσοδεψικόν, ἑκάστου ἴσον, τρῖβε μετὰ οἴνου καὶ προστίθει μετρίως


πρὸ τῆς συνουσίας περιειληθέντος ἐρίου, καὶ μετὰ ὥρας δύο ἢ τρεῖς
ἀφαιροῦσα συνουσιαζέτω. ἄλλο· γῆς Κιμωλίας, πάνακος ῥίζης ἀνὰ ἴσον,
κατ' ἰδίαν καὶ ὁμοῦ μεθ' ὕδατος τρῖβε καὶ γλοιῶδες γενόμενον ὡσαύ-
τως προστίθει. ἢ σιδίων νεαρῶν τὸ ἐντὸς λεάνας μεθ' ὕδατος προστί-
θει. ἢ σιδίων μέρη δύο, κηκίδων μέρος ἓν λειώσας ἀνάπλασσε βαλάνια
μικρὰ καὶ ὑποτίθει μετὰ τὴν λῆξιν τῶν καταμηνίων. ἢ στυπτηρίαν
ὑγράν, ῥόας κελύφους τὸ ἐντὸς διιέναι μεθ' ὕδατος, καὶ δι' ἐρίου προς-
τίθει. ἢ κηκίδος ὀμφακίνης, σιδίων τοῦ ἐντός, ζιγγιβέρεως ἀνὰ 𐅻 β
ἀνάπλασσε μετ' οἴνου ὀρόβων μεγέθει καὶ ξήραινε ἐν σκιᾷ καὶ πρὸ
τῆς συνουσίας δίδου προστίθεσθαι ἐν πεσσῷ. ἢ ἰσχάδων σάρκας
λειώσας

Σωράνος Gynaeciorum libri iv Book 2, chapter 53, section 4, line 4

διὰ κριθῶν ἢ τὴν διὰ καδμίας ῥοδίνῳ προσενηλειμμένην. καὶ ῥύπτειν


δεῖ που τοῖς νίτροις μαλακώτερον, οὐ γὰρ οἴσει τὰ ἰσχυρότερα. |
κάλλιστον δὲ καὶ τὴν τιτθὴν διαιτᾶσθαι τῷ γλυκυτέρῳ τρόπῳ, κάλ-
λιστον δὲ καὶ τὸ παιδίον αὐτὸ διαιτῆσαι μήτε ἐμπιπλῶντας μήτ' αὖ
σφόδρα ἐνδεῶς. ἐὰν δὲ ἐφίστηται ἡ κοιλία τοῦ παιδίου, τότε μέλιτος
ἐγχέοντας ἕψειν ὡς βαλάνιον, ἐὰν δὲ μηδὲ οὕτως ὑπακούῃ, τῆς τερε-
βινθίνης παρεμβάλλειν ὅσον ἐρέβινθον· παρυγραινομένης δὲ τῆς κοιλίας
κέγχρον μάλιστα προσφέρειν.

Περὶ ῥωχμοῦ τε καὶ βηχός. Ῥώχοντος δὲ τοῦ νηπίου διὰ τὸ πολὺ


φλέγμα

Ιπποκράτης. γιατρός De morbis popularibus (= Epidemiae) Book 7,


chapter 1, section 84, line 25

μοὶ κοῖλοι· δέρμα μετώπου περιτεταμένον· ἄλλως, εὔπνοος, κόσμιος·


πρὸς τοῖχον τὰ πλεῖστα ἀπεστραμμένος, ὑγρὸς ἐν τῇσι κλίσεσιν, ἐπικε-
καμμένος, ἀτρεμίζων· γλῶσσα λευκὴ, λείη. Περὶ δὲ τὰς δέκα καὶ μετὰ,
οὖρα ἐρυθρὰ τὰ κυκλώδεα, ἐν μέσῳ σμικρὸν λευκόν. Δωδεκαταίῳ, πρὸς
βάλανον ὅμοια ἀπέσταξε χολώδεα καὶ ξυσματώδεα· μετὰ τοῦ βαλανίου,
λειποψυχίη· ἔπειτα τὸ στόμα ἐπεξηραίνετο, διεκλύζετο αἰεί· καὶ εἰ μὴ
σφόδρα ψυχρὸν ἦν, θερμὸν ἔφασκεν εἶναι· τῆς χιόνος ἐπιεικῶς· εἶτα δίψα
οὐκ ἐνῆν· τὸ ἱμάτιον αἰεὶ ἀπὸ τῶν στηθέων ἀπεώθει· τὴν χλαμύδα
χλιαίνειν οὐκ εἴα· τὸ πῦρ πόῤῥω καὶ σμικρόν· γνάθων ἀμφοτέρων ἔρευ-
θος· μετὰ ταῦτα ἄκροπις· ἀνεθερμάνθη μίην ἢ δύο ἡμέρας, καὶ ἔληξεν.
24

Ιπποκράτης. γιατρός De mulierum affectibus i-iii Section 78, line 151

νον, τούτου ῥίζαν πρὸς τὸν ὀμφαλὸν πρόσθες μὴ πουλὺν χρόνον.


Ἄλλο· ἀγρίην κολοκύντην καὶ μυῶν ἀπόπατον τρίψας λεῖα προστί-
θει. Ἄλλο ἐπιδετόν· ῥητίνην καὶ στέαρ ὄρνιθος τρίψασα ἅμα καὶ
μίξασα ἐπιδησάσθω ἐπὶ τὸν ὀμφαλὸν καὶ τὴν γαστέρα. Ἄλλο προς-
θετόν· τοῦ κισσοῦ τοῦ λευκοῦ τὸν καρπὸν καὶ κέδρου πρίσμα τρίψασα
καὶ βαλάνια ποιήσασα προστιθέσθω. Ἄλλο· χελώνης θαλασσίης τὸν
ἐγκέφαλον καὶ αἰγύπτιον κρόκον καὶ ἅλας αἰγύπτιον τρίψας καὶ ξυμ-
μίξας ποιέειν βαλάνους, καὶ προστιθέσθω. Ἐκβόλιον θυμίημα, δυ-
νάμενον καὶ αἷμα γαστρὸς ἐξελάσαι· ἰτέης φύλλα ἐπὶ πῦρ ἐπιθεὶς
θυμιῇν, καὶ περικαθίσας τὴν γυναῖκα ἐῇν ἄχρις ἂν ὁ καπνὸς ἐς τὴν
μήτρην ἐνδύνῃ. Περὶ ἰάσιος ἐκτρωσμοῦ·

Ιπποκράτης. γιατρός De mulierum affectibus i-iii Section 78, line 180

τρον καὶ νέτωπον προσθεμένη περιπατείτω. Ἔγχυτον ἐμβρύου, ἢν


ἐναποθάνῃ, ὥστε ἐκβάλλειν· κρόκον τρίψας ἐπίχεε χηνὸς ἔλαιον, καὶ
διηθήσας, ἔγχεε ἐς τὰς μήτρας, καὶ καταλίμπανε ὡς πλεῖστον χρό-
νον. Ἔμβρυον ἀκίνητον φθεῖραι καὶ ἐκβαλεῖν· στυπτηρίης σχιστῆς
δραχμὴν μίαν, σμύρνης ἴσον, ἐλλεβόρου μέλανος τριώβολον τρίψας
λεῖα ἐν οἴνῳ μέλανι, βαλάνια ποιέειν, καὶ προστιθέναι, ἄχρις ἂν
κατ' ὀλίγον ἀπολυθῇ. Κλυσμοὶ καθαρτικοὶ μητρέων, ἢν ἐκ τόκου ἑλ-
κωθέωσιν ἢ φλεγμασίης· ὀλύνθους χειμερινοὺς, ὕδωρ ἐπιχέας καὶ
ζέσας, ἀφεῖναι, καταστῆναι, εἶτα ἔλαιον ἐπιχέαι χλιαρὸν καὶ μῖξαι,
κλύσαι δὲ δύο κοτύλῃσι τὸ πλεῖστον· πάντα δὲ τὰ κλύσματα μὴ
πλέονι κλύζειν.

Ιπποκράτης. γιατρός De mulierum affectibus i-iii Section 81, line 15

μέλιτι ξυμμίξασα, ἡ θεραπευομένη προστιθέσθω. Προσθετόν· κυκλα-


μίνου τὴν κεφαλὴν καθαίρειν ὕδατι, τρῖψαι, καὶ ἐς ἄχνην ἀναφορύ-
ξαντα προστιθέναι. Ἢ σμύρναν, ἅλας, κύμινον, χολὴν ταύρου ξὺν
μέλιτι ὁμοίως. Ἢ κόκκους ἐκλέψαντα ὅσον τρεῖς ἰνδικοῦ φαρμάκου,
τοῦ τῶν ὀφθαλμῶν, ὃ καλέεται πέπερι, καὶ τοῦ στρογγύλου, τρία
ταῦτα λεῖα τρίβειν, καὶ οἴνῳ παλαιῷ χλιηρῷ διεὶς, βαλάνιον περὶ
πτερὸν ὄρνιθος τιθέναι, καὶ ὧδε προσάγειν. Ἢ τιθυμάλλου ὀπὸν
μέλιτι ἀναδεύσας, ἢ σκίλλης ῥίζην ὅσον ἑξαδάκτυλον ἑλίξας δύο δα-
κτύλους ἐν εἰρίῳ, πρόσθες. Ἢ αὐτὴν τὴν σκίλλαν ἄνευ ῥίζης τρί-
βειν, καὶ ὡσαύτως ἑλίσσειν εἰρίῳ, εἶτα προστιθέναι.
25

Ιπποκράτης. γιατρός De mulierum affectibus i-iii Section 92, line 9

λευκὸν πεφρυγμένον καὶ ἅλες, ἐν μέλιτι ἐλλείχειν. Τὴν κοιλίην


λῦσαι παιδίου· εἴριον ἄπλυτον ἐς μέλι βάψας ἐνθεῖναι· ἢν δὲ γεραί-
τερον ᾖ, κρομμύων τὰ ἔσωθεν τρίψας ἐντιθέναι· ἢν δὲ μὴ, κλύσαι
γάλακτι αἰγὸς, συμμίξας μέλι· ἐὰν δὲ γάλα μὴ ᾖ, σητάνιον ἄλευρον
ἐκπλύνας, μέλι καὶ ἔλαιον μίξας, χλιερῷ κλύσαι. Ἄσθματος παι-
δίου· λιβανωτὸν ἐν οἴνῳ γλυκεῖ, ἀλουσίη, καθαρτήριον· βαλανίδας
ποιέειν, κοτύλην μέλιτος, ἀνίσου ὀξύβαφον, ἀσφάλτου δύο δραχμὰς,
χολὴν βοὸς, σμύρνης τρεῖς δραχμὰς, πόσιν ἐλατηρίου· ἑψεῖν ἐν χαλκῷ,
μίσγειν ἔλαιον χηνὸς, καὶ ὅταν μέλλῃ χρῆσθαι, ἀλείφειν τὰς βα-
λάνους τῷ χηνείῳ μαλακῷ· εἰρίῳ δὲ χρῆσθαι τῷ ὀΐῳ, ἐλαίῳ δὲ σχι-
νίνῳ, τούτῳ μίσγειν κιννάβαρι.

Ιπποκράτης. γιατρός De mulierum affectibus i-iii Section 155, line 6

Ἢν σκιῤῥωθέωσιν αἱ μῆτραι, τό τε στόμα τρηχύνεται,


καὶ τὰ ἐπιμήνια κρύπτεται· ὁκόταν δὲ ἴῃ, ὡς ψάμμος φαίνεται
τρηχεῖα· ἢν δὲ καὶ καθάψηται τῷ δακτύλῳ, τρηχὺ τὸ στόμα ὡς
πῶρον εὕροις τῆς μήτρης, ὃ προφύεται αἰεί. Ὅταν ὧδε ἔχῃ, τῆς
κυκλαμίνου χρὴ τρίψαντα, καὶ ἅλας, καὶ σῦκον ὁμοῦ μίσγειν, καὶ
ἀναποιέειν μέλιτι βαλανίδας, καὶ πυριήσαντα κλύσαι τοῖσι καθαί-
ρουσιν· ἐσθιέτω δὲ τὴν λινόζωστιν καὶ κράμβην ἑφθὴν, καὶ τὸν χυλὸν
ῥοφεέτω καὶ πράσων, καὶ θερμῷ λουέσθω.
Ἢν αἱ μῆτραι σκιῤῥωθέωσι, τά τε ἐπιμήνια ἐπηλυγάζον-
ται, καὶ τὸ στόμα αὐτέων ξυμμύει, καὶ οὐ κυΐσκεται, καὶ στεῤῥόν
ἐστι, καὶ ἢν ψαύσῃς, ὡς λίθος δοκέει κεῖθι εἶναι, καὶ τὸ στόμα τρηχὺ

Ιπποκράτης. γιατρός De mulierum affectibus i-iii Section 221, line 19

δὲ πέντε ἡμέρας· αἰεὶ δὲ λουσαμένη προστιθέσθω, καὶ ἀναδείσθω ἐκ


τῆς ὀσφύος, ὡς μὴ πίπτῃ, καὶ ὠθείτω τὰ μολύβδια αἰεὶ ἀνωτέρω, τὸ
δὲ τελευταῖον ὡς ἀνωτάτω· ἐπὴν δὲ ἀναστομώσῃ, προσθεῖναι κα-
θαρτικὸν, τρίψας κανθαρίδας πέντε καὶ σικυώνης μακρῆς σπόγγον
καὶ σμύρναν· ταῦτα μέλιτι ἑφθῷ φορύξαντα καὶ φυρήσαντα βα-
λάνιον εἰρίῳ κατειλίξαι πλὴν τοῦ ἄκρου· ἔπειτα εἰς ἄλειφα βά-
ψαντα ὡς ἥδιστον, προσθεῖναι· χρῆσθαι δὲ καθαρτικῷ καὶ τούτῳ
τῇ χολῇ τοῦ ταύρου, καὶ ἄνθει ὀπτῷ καὶ λίτρῳ καὶ σμύρνῃ, μέ-
λιτι ὀλίγῳ διέντα, ὀθόνιον λεπτὸν ἀποδήσαντα, καὶ ἄνω τὸ ὀθόνιον
26

περιελίξαντα τῷ φαρμάκῳ, προστιθέναι· χρῆσθαι δὲ καὶ βουπρήστει


ξὺν τῇ σμύρνῃ, καὶ ἐλατηρίῳ ξὺν τῷ μέλιτι ἑφθῷ, καὶ τῇσι

Ιπποκράτης. γιατρός De mulierum affectibus i-iii Section 225, line 3

ἔχειν αὖον, τούτου ἐπ' οἶνον λευκὸν κεκρημένον ἐπιξύων, ἐπὶ τρεῖς
ἡμέρας διδόναι πίνειν, καὶ ὅταν ὠδίνῃ, διδόναι πίνειν, καὶ γὰρ
ὠκυτόκιόν ἐστι τοῦτο.
Ἄλλη θεραπείη· χολὴν ταύρου ἀναζέσαι καὶ στυπτηρίην
μηλίην· ἐλάφου δὲ κέρας κατακαύσας τρῖψαι λεῖον, καὶ ξυμμίξας,
βαλανίοις χρῆσθαι. Ἕτερον θεραπευτικόν· κύμινον ἐν οἴνῳ μέλανι
ἑψήσας, τρίψας λεῖον, βάλανον ποιῆσαι, καὶ ἐς νύκτα προσθεῖναι·
μετὰ δὲ ταῦτα κατακαύσας τρύγα οἴνου λευκοῦ, τὸ λεπτότατον δη-
λονότι τῆς τρυγὸς, ἐπειδὰν κατακαύσῃς, ἀφαιρέειν τοῦτο ἐν πτερῷ,
ἔπειτα ἐς ὀθόνιον ἀποδήσας προσθεῖναι ἐς νύκτα, καὶ πράσα ἑφθὰ
ἐσθιέτω· μετὰ δὲ τοῦτο τράγιον τρίβων καὶ μέλιτι διεὶς προσθεῖναι

Ιπποκράτης. γιατρός De mulierum affectibus i-iii Section 230, line 64

ποιήσας, προστιθέσθω· πλὴν πυρετοὺς ἐμποιέει, καὶ τὸ ἄρθρον οἰ-


δέει, καὶ δηκτικὸν ἰσχυρῶς ἐστι τοῦτο. Ἄλλο· μέλι ἑψήσας καὶ
ἐλλεβόρου κόψας τοῦ μέλανος τὸ λεπτὸν, ἢν πλέον, ἰσχυρῶς δηκτι-
κὸν ἔσται· ἔστι δὲ πυρετῶδες καὶ τοῦτο. Ἄλλο· τὸν αὐτὸν τρόπον
τοῦτον ἑψήσας μέλι, ξυμμίξας τε ἐλατηρίου ὅσον πόσιν ἑψεῖν, καὶ
ποιήσας βαλάνιον, τὸν αὐτὸν τρόπον διδόναι προστίθεσθαι· καὶ τοῦτο
πυρετῶδες, ἄγει δὲ καὶ αἷμα, ἔνια δὲ τούτων καὶ δέρματα. Εἰ δὲ
βούλοιο, καὶ τὸ δρακόντιον ξύων, ἐστὶ δὲ πρηῢ ἐν μέλιτι ἑφθῷ ἢ
ὠμῷ, καὶ τοῦτο σφαιροειδὲς ποιέειν, ὁκόσον κικίδα μεγάλην. Πειρῶ
δὲ φυσικὸς εἶναι, πρὸς τῆς ἀνθρώπου τὴν ἕξιν καὶ τὴν ἰσχὺν ὁρέων
τούτων γὰρ οὐδεὶς σταθμός ἐστιν, ἀλλ' ἐξ αὐτέων τουτέων τεκμαιρό

Διοσκουρίδης Πεδάνιος γιατρός ., De materia medica Book 1, chapter


19, section 2, line 5

ζεσθαι· πωλεῖται δὲ ἐν τῷ τόπῳ τούτῳ ὁ σταθμὸς αὐτοῦ


πρὸς διπλοῦν ἀργύριον. ἔστι δὲ ὀπὸς καλὸς ὁ πρόσφατος, τῇ
ὀσμῇ εὔτονος καὶ εἰλικρινὴς καὶ μὴ παροξίζων, εὐδίετος, λεῖος,
στύφων καὶ δάκνων μετρίως τὴν γλῶσσαν. δολοῦται δὲ ποι-
κίλως· οἱ μὲν γὰρ χρίσματα μίσγουσιν αὐτῷ ὡς τὸ τερεβίνθι-
27

νον, κύπρινον, σχίνινον, σούσινον, βαλάνινον, μετώπιον, μέλι,


κηρωτὴν μυρσίνην ἢ κυπρίνην ὑγρὰν λίαν. διελέγχεται δὲ εὐ-
χερῶς ὁ τοιοῦτος· ἐπισταγεὶς γὰρ ὁ ἀκέραιος εἰς ἐριοῦν ὕφος
καὶ ἐκπλυθεὶς κηλίδα οὐ ποιεῖ οὐδὲ σπίλον, ὁ δὲ δεδολωμένος
προσμένει, καὶ γάλακτι δὲ ἐπισταγεὶς πήγνυσι τοῦτο, ὅπερ ὁ
δεδολωμένος οὐ δρᾷ. ἔτι ὁ ἀκέραιος ἐπιχυθεὶς γάλακτι ἢ ὕδατι

Διοσκουρίδης Πεδάνιος γιατρός ., De materia medica


Book 1, chapter 21, section 1, line 7

ἐπὶ δένδρων κεδρίνων ἢ λευκίνων ἢ δρυίνων. διαφέρει δὲ τὸ


κέδρινον, δεύτερον δὲ τὸ λεύκινον. ἔστι δὲ αὐτοῦ τὸ εὐωδέστερον
καὶ λευκὸν καλόν, τὸ δὲ μελανίζον χεῖρον.
δύναμιν δὲ ἔχει στυπτικήν, ποιοῦν πρὸς τὰ περὶ μήτραν
ἐν ἀφεψήματι εἰς ἐγκάθισμα. μείγνυται δὲ καὶ μύροις βαλανίνοις καὶ
χρίσμασι διὰ τὸ ἐν αὐτῷ στυπτικόν, καὶ εἰς θυμια-
μάτων δὲ καὶ ἀκόπων σκευασίαν ἐστὶν εὔθετον.
ἀγάλοχον ξύλον ἐστὶ φερόμενον ἐκ τῆς Ἰνδίας καὶ
Ἀραβίας, ἐοικὸς θυίας, ἐστιγμένον, εὐῶδες, παραστῦφον ἐν τῇ
γεύσει μετὰ ποσῆς πικρίας, φλοιὸν ἔχον δερματώδη καὶ ὑπο-
ποίκιλον.

Διοσκουρίδης Πεδάνιος γιατρός ., De materia medica


Book 1, chapter 34, section 1, line 1

λεῖ δὲ καὶ νεφριτικοὺς καὶ δυσουριῶντας, λιθιῶντας, ἀσθματι-


κοὺς καὶ σπληνικούς. αἴρει δὲ καὶ σπίλους ἐκ προσώπου καὶ
ἐφήλεις καὶ ῥυτίδας μέλιτι μειγνύμενον καὶ κρίνου ῥίζῃ καὶ κυ-
πρίνῃ ἢ ῥοδίνῃ κηρωτῇ, καὶ ἀμβλυωπίας δέ ἐστιν ἀνασκευαστι-
κόν. σὺν οἴνῳ δὲ ἀχῶρας καὶ πίτυρα σμήχει.
ἐοικότως δὲ καὶ τὸ βαλάνινον ἐργάζεται. δύναμιν
δὲ ἔχει καθαρτικὴν σπίλων, φακῶν, ἰόνθων, οὐλῶν μελανίας,
κοιλίας τε μαλακτικήν. ἔστι δὲ κακοστόμαχον· ἁρμόζει δὲ
καὶ ὠταλγίαις καὶ ἤχοις καὶ συριγμοῖς μετὰ χηνείου στέατος
ἐγχεόμενον.

Διοσκουρίδης Πεδάνιος γιατρός ., De materia medica Book 1, chapter


34, section 1, line 8

κοιλίας τε μαλακτικήν. ἔστι δὲ κακοστόμαχον· ἁρμόζει δὲ


καὶ ὠταλγίαις καὶ ἤχοις καὶ συριγμοῖς μετὰ χηνείου στέατος
28

ἐγχεόμενον. ὁμοίως δὲ σκευάζεται τοῖς προειρημένοις τό τε σησάμι-


νον ἐκ τοῦ σησάμου καὶ τὸ καρύινον ἐκ τῶν βασιλικῶν κα-
ρύων συντιθέμενον. δύναμιν δὲ ἔχουσι τὴν αὐτὴν τῷ βαλανίνῳ.
καὶ τὸ ὑοσκυάμινον δὲ σκευάζεται οὕτως· λαβὼν τὸν
λευκὸν καρπὸν ξηρόν, πρόσφατον καὶ κόψας ὕδατι θερμῷ φύρα,
ὡς προείρηται ἐπὶ τοῦ ἀμυγδαλίνου, ἡλιάζων τε τὰ ὑπὸ χεῖρα
ξηραινόμενα αὐτοῦ μέρη τῷ ὅλῳ ἀνάμισγε καὶ τὸ αὐτὸ ποίει,
ἄχρις ὅτου ἂν μελανθῇ καὶ δυσῶδες γένηται, εἶτα διὰ φορμοῦ

Διοσκουρίδης Πεδάνιος γιατρός ., De materia medica


Book 1, chapter 52, section 5, line 1

κρόκου καὶ κιναμώμου τὸ ἴσον κόψας σήσας ἔμβαλε εἰς τὸν


λουτῆρα μεθ' ὕδατος καὶ ἐπίχει τὸ πρῶτον ἐκπιεσθὲν μύρον,
εἶτα ἐάσας μικρὸν ἀναλάμβανε εἰς ἀγγεῖα ξηρά, προκεχρισμένα
κόμμει καὶ σμύρνῃ καὶ κρόκῳ καὶ μέλιτι μεθ' ὕδατος διειμένοις·
τὸ δ' αὐτὸ ποίει καὶ ἐπὶ τοῦ δευτέρου ἐκπιέσματος καὶ τοῦ
τρίτου. ἔνιοι δὲ τὸ ἁπλοῦν ἐξ ἐλαίου βαλανίνου ἢ ἄλλου καὶ
κρίνου σκευάζουσι. δοκεῖ δὲ διαφέρειν τὸ ἐν Φοινίκῃ καὶ ἐν
Αἰγύπτῳ γινόμενον· ἄριστον δέ ἐστιν αὐτοῦ τὸ ὄζον κρίνων.
δύναμιν δὲ ἔχει θερμαντικήν, μαλακτικήν, ἀναστομωτικὴν
τῶν περὶ μήτραν μύσεων καὶ φλεγμονῶν, καὶ καθόλου πάντων
ἐστὶ χρησιμώτατον πρὸς τὰ γυναικεῖα.

Διοσκουρίδης Πεδάνιος γιατρός ., De materia medica


Book 1, chapter 58, section 1, line 2

τριάκοντα δὶς τῆς ἡμέρας, καὶ μετὰ ταῦτα ἐκπιεσθὲν ἀποτίθεται.


δύναμιν δὲ ἔχει θερμαντικήν, μαλακτικήν, ἀνετικήν, ποι-
οῦσαν πρὸς τὰ ῥίγη καὶ τὰ νευρικὰ πάντα καὶ τὰ ἐν ὑστέρᾳ.
παντὸς δὲ ἀκόπου μᾶλλον ὠφελεῖ μαλακτικὸν ὄν.
ἀμαράκινον δὲ ἐν Κυζίκῳ κάλλιστον γίνεται. σκευά-
ζεται δὲ διά τε ὀμφακίνου ἐλαίου καὶ βαλανίνου, στυφομένων
ξυλοβαλσάμῳ, σχοίνῳ, καλάμῳ, ἡδυνομένων δὲ ἀμαράκῳ, κόστῳ,
ἀμώμῳ, νάρδῳ, κασσίᾳ, καρπῷ βαλσάμου καὶ σμύρνῃ. οἱ δὲ
πολυτελέστερον αὐτὸ ποιοῦντες μίσγουσι καὶ κινάμωμον· παρα-
λαμβάνεται δὲ μέλι καὶ οἶνος εἰς τὴν τῶν ἀγγείων χρίσιν καὶ
φύρασιν τῶν κεκομμένων ἀρωμάτων.

Διοσκουρίδης Πεδάνιος γιατρός ., De materia medica


Book 1, chapter 59, section 3, line 1
29

ὑδροκήλας τε σὺν σηπταῖς. μείγνυται δὲ καὶ μαλάγμασι καὶ


κηρωταῖς, πρός τε ῥίγη καὶ ὀπισθοτονικῶς σπωμένους χρησι-
μεύει. κινεῖ δὲ καὶ ἱδρῶτας καὶ ἀναστομοῖ τὰ περὶ ὑστέραν
καὶ σκληρίας τὰς περὶ αὐτὴν χαλᾷ, καὶ καθόλου μαλακτικὴν ἔχει
τὴν δύναμιν.
καὶ τὸ Μενδήσιον δὲ λεγόμενον ἔκ τε βαλανίνου ἐλαίου
καὶ σμύρνης καὶ κασσίας καὶ ῥητίνης σκευάζεται. ἔνιοι δὲ μετὰ
τὸν κατασταθμισμὸν κινάμωμον μικρὸν προσεμβάλλουσιν ἀνω-
φελῶς· οὐκ ἐκδίδωσι γὰρ τὰ μὴ συνεψηγμένα τὴν δύναμιν.
ἐμφερῆ δὲ ἔχει τὴν ἐνέργειαν τῷ μετωπίῳ, ἥττονα μέντοι καὶ
οὐχ οὕτως ἐπιτεταμένην.

Διοσκουρίδης Πεδάνιος γιατρός ., De materia medica


Book 1, chapter 61, section 1, line 1

γάνου. εὐώδης δὲ λίαν καὶ πολυτελής ἐστι [καὶ] καθ' ἑαυτὴν


οὖσα μύρον τὸ καλούμενον στακτή. δόκιμος δέ ἐστιν ἡ ἀμιγὴς
ἐλαίου καὶ ἐν ἐλαχίστῳ πλείστην δύναμιν κεκτημένη, οὖσαν θερ-
μαντικήν, ἀναλογοῦσαν τῇ σμύρνῃ καὶ τοῖς θερμαίνουσι τῶν
μύρων.
κιναμώμινον δὲ ἔκ τε ἐλαίου βαλανίνου καὶ στυμ-
μάτων ξυλοβαλσάμου, καλάμου, σχοίνου, ἡδυσμάτων δὲ κινα-
μώμου, βαλσάμου καρποῦ, σμύρνης τετραπλασίονος παρὰ τὸ
κινάμωμον σκευάζεται· μείγνυται δὲ καὶ μέλι εἰς τὴν φύρασιν.
δόκιμον δέ ἐστι τὸ μὴ δριμύ, μαλακὸν δὲ τῇ ὀσμῇ καὶ παρεμ-
φαῖνον σμύρνης, παχύ τε καὶ εὐῶδες ἄγαν, τῇ γεύσει πικρόν.

Διοσκουρίδης Πεδάνιος γιατρός ., De materia medica


Book 1, chapter 62, section 1, line 3

καὶ τοὺς ὑπὸ τῶν ἰοβόλων θηρίων δακνομένους ἐν συγχρίσματι,


ἐπίθεμά τε σκορπιοπλήκτοις καὶ φαλαγγιοδήκτοις σὺν ὀλύνθοις
λείοις.
νάρδινον δὲ μύρον ποικίλως σκευάζεται διὰ τοῦ μαλα-
βαθρίνου φύλλου καὶ δίχα τούτου. ὡς τὸ πολὺ δὲ μείγνυται τῷ
βαλανίνῳ ἐλαίῳ ἢ ὀμφακίνῳ, πρὸς μὲν τὴν στύψιν τοῦ ἐλαίου
σχοῖνος, πρὸς δὲ τὴν εὐωδίαν βάλλεται κόστος, ἄμωμον, νάρδος,
σμύρνα, βάλσαμον. ἔστι δὲ χρηστὴ ἡ λεπτή, μὴ δριμεῖα, ἔχουσα
τὴν εὐωδίαν τῆς ξηρᾶς νάρδου ἢ ἀμώμου.
δύναμις δὲ αὐτῆς λεπτυντική, δριμεῖα, σμηκτική, θερμαν-
τική. ὑγρὰ δέ ἐστι καὶ οὐ γλοιώδης, ἐὰν μὴ ῥητίνην ἔχῃ.
30

Διοσκουρίδης Πεδάνιος γιατρός ., De materia medica


Book 4, chapter 64, section 4, line 6

δὲ ποθεὶς βαπτίζει ὕπνῳ ληθαργωδῶς καὶ ἀναιρεῖ. ποιεῖ δὲ


καὶ κεφαλαλγίαις σὺν ῥοδίνῳ ἐμβρεχόμενος, ὠταλγοῦσι δὲ σὺν
ἀμυγδαλίνῳ καὶ κρόκῳ καὶ σμύρνῃ ἐγχεόμενος, ἐπὶ δὲ φλεγ-
μονῆς ὀφθαλμῶν σὺν λεκίθῳ ὠοῦ ὀπτῇ καὶ κρόκῳ, πρὸς ἐρυ-
σιπέλατα δὲ καὶ τραύματα σὺν ὄξει, ποδάγραις τε σὺν γάλακτι
γυναικείῳ καὶ κρόκῳ· προστεθεὶς δὲ δακτυλίῳ ἀντὶ βαλανίου
ὕπνον ποιεῖ.
κράτιστος δέ ἐστιν ὀπὸς ὁ πυκνὸς καὶ βαρὺς ἔν τε τῇ ὀσμῇ
καρωτικός, πικρὸς ἐν τῇ γεύσει, εὐχερῶς διειμένος ὕδατι, λεῖος,
λευκός, οὐ τραχὺς οὐδὲ θρομβοειδὴς οὐδὲ συστρεφόμενος ἐν
τῷ διΐεσθαι ὡς ὁ κηρός, ἔν τε τῷ ἡλίῳ τεθεὶς διαχεόμενος καὶ

Διοσκουρίδης Πεδάνιος γιατρός ., De materia medica


Book 4, chapter 75, section 4, line 4

ὁ δὲ ὀπὸς ποθεὶς ὀβολῶν δυεῖν ὁλκῆς πλῆθος σὺν μελι-


κράτῳ ἄγει ἄνω φλέγμα καὶ χολὴν ὡς ἐλλέβορος, πλείων δὲ
ποθεὶς ἐξάγει τοῦ ζῆν. μείγνυται καὶ εἰς τὰς ὀφθαλμικὰς καὶ
ἀνωδύνους δυνάμεις καὶ πεσσοῖς μαλακτικοῖς· καθ' ἑαυτὸν δὲ
ὅσον ἡμιωβόλιον προστεθεὶς ἔμμηνα καὶ ἔμβρυα ἄγει, δακτυλίῳ
τε ἀντὶ βαλανίου προστεθεὶς ὕπνον ποιεῖ. μαλάσσειν δὲ καὶ
ἐλέφαντα λέγεται ἡ ῥίζα συνεψομένη αὐτῷ ἐπὶ ὥρας ἓξ καὶ
εὔπλαστον αὐτὸν εἰς ὃ ἄν τις βουληθῇ σχῆμα παρασκευάζειν.
τὰ δὲ φύλλα πρόσφατα ἁρμόζει πρός τε ὀφθαλμῶν φλεγμονὰς
καὶ τὰς ἐπὶ τῶν ἑλκῶν μετ' ἀλφίτου καταπλασσόμενα· διαφορεῖ
δὲ καὶ πᾶσαν σκληρίαν καὶ ἀποστήματα, χοιράδας, φύματα,

Διοσκουρίδης Πεδάνιος γιατρός ., De materia medica


Book 4, chapter 176, section 2, line 9

ξύσμα, ἔσθ' ὅτε δὲ καὶ αἱματῶδες, ἔμβρυά τε φθείρουσι προς-


τιθέμεναι, ὀδονταλγίας τε διάκλυσμα, ἐάν τις ἐκκαθάρας αὐτὴν
καὶ περιπλάσας πηλῷ ἐναποζέσας τε ὄξος δῷ διακλύζεσθαι·
εἰ δέ τις ἐναφεψήσας μελίκρατον ἢ καὶ γλυκὺ καὶ ἐξαιθριάσας
δώσει πιεῖν, καθαίρει πάχος καὶ ξύσμα· ἔστι δὲ κακοστόμαχος
31

λίαν. προστίθεται δὲ καὶ βαλάνια ἐξ αὐτῆς πρὸς ἐκκομιδὴν


τῶν περιττωμάτων· καὶ χλωρᾶς δὲ αὐτῆς ὁ χυλὸς ἐπὶ ἰσχια-
δικῶν ἀνατριβόμενος ἁρμόζει.
ἐπίθυμον· ἄνθος ἐστὶ θύμου τοῦ σκληροτέρου καὶ
θύμβρᾳ ἐοικότος· ἔστι δὲ κεφάλια λεπτά, κοῦφα, οὐραχοὺς
ἔχοντα ὡς τρίχας.

Διοσκουρίδης Πεδάνιος γιατρός ., Euporista vel De simplicibus


medicinis Book 1, chapter 60, section 3, line 2

τρεῖς ἡμέρας ἔγχει, τῇ δὲ τετάρτῃ ἐκχέας τὸν χυλὸν καλαμίδα


διαμπὰξ τετρημένην κάθες εἰς τὸ οὖς, κατὰ δὲ τὸ ὑπερκεί-
μενον μέρος ἡ καλαμὶς ἐχέτω ἐλλύχνιον καιόμενον· οὕτω γὰρ
πυριώμενον ὠφελεῖ λίαν· κλύζεται δὲ παραχρῆμα διὰ νίτρου
καὶ ὕδατος. ποιεῖ καὶ γάρος, μέλι, ῥόδινον ἴσα· ἢ ἀμυγδάλινον
σὺν μέλιτι, ἢ ἔλαιον βαλάνινον μετὰ στέατος χηνείου· δαφνίδων
πίεσμα σὺν οἴνῳ καὶ ῥοδίνῳ ἐνσταζόμενον, κεδρία σὺν ὑσσώπῳ,
κρομύου χυλός, κύμινον ἄγριον σὺν μυελῷ μοσχείῳ καὶ πηγάνου
χυλῷ· κύπρινον, ἴρινον, σούσινον σὺν ὄξει καὶ πηγάνῳ καὶ
ἀμυγδάλοις πικροῖς· νίτρον, ἀφρόνιτρον σὺν ὄξει καὶ λιβανωτῷ,
πράσου χυλός, μέλι Ἀττικὸν σὺν ὄξει, περσέας τὸ ἐντὸς μετὰ

Διοσκουρίδης Πεδάνιος γιατρός ., Euporista vel De simplicibus


medicinis Book 1, chapter 92, section 1, line 10

τῶν πρισμάτων, ξάνθιον καταπλασσόμενον προεκνιτρωθεισῶν


τῶν τριχῶν· καὶ τὸ στέαρ τὸ βόειον ποιεῖ ἑψόμενον μετὰ
κονίας τῆς ἀπὸ δρυίνων ἢ φηγίνων ξύλων, εἶτα ἀναπλασσό-
μενον εἰς σφαίρας, ἐπὶ δὲ τῆς χρήσεως λυόμενον ὕδατι καὶ
ἐγχριόμενον ἐν ἡλίῳ· ἢ τρὺξ ὄξους κεκαυμένη μετὰ σχινίνου
ἢ βαλανίνου ἐλαίου δι' ὅλης τῆς νυκτὸς καταχρισθεῖσα.
μελαίνας δὲ ποιεῖ τὰς τρίχας σμώμενα· κηκῖδος ἀπό-
βρεγμα καὶ χαλκάνθου καὶ σιδίων, καὶ ἀκακίας χύλισμα τὸ
ἐκ τῶν κερατίων καὶ φύλλων τῆς ἀκάνθης, καὶ ὁ ἐκ τοῦ πε-
πείρου αὐτῆς σπέρματος χυλὸς ἐγχριόμενος· βάτου φύλλα ἑψη-
θέντα καὶ σμώμενα, καὶ ὁ καρπὸς δὲ πέπειρος ἑψηθεὶς σὺν

Διοσκουρίδης Πεδάνιος γιατρός ., De materia medica (recensiones e


codd. Vindob. med. gr. 1 + suppl. gr. 28; Laur. 73, 41 + 73, 16 + Vind.
93) Book 4, section 150, line 2

Ῥωμαῖοι βερέτρουμ ἄλβουμ, Γάλλοι λάγονον, οἱ δὲ ἀνεψά.


32

RV: σησαμοειδὲς τὸ μέγα· οἱ δὲ σησαμῖτιν, οἱ δὲ ση-


σαμίς, οἱ δὲ λυκοσκυτάλιον, οἱ δὲ ἐλλέβορος λευκός, οἱ δὲ Ἀντι-
κυρικὸν ἐλλέβορον καλοῦσιν.
RV: σίκυς ἄγριος· οἱ δὲ ἐλατήριον, οἱ δὲ γρυνόν, οἱ δὲ
βαλανίς, οἱ δὲ σύγκρισις, οἱ δὲ βουβάλιον, οἱ δὲ σκορπίον, οἱ δὲ
φέρομβρον, οἱ δὲ πευκέδανον, οἱ δὲ νότιον, Ῥωμαῖοι ἀγγουίνουμ,
οἱ δὲ κουκούμερεμ ῥούστικουμ, οἱ δὲ ἀγρέστεμ, Ἄφροι κουσσι-
μεζάρ.

Παύλος ιατρός. Epitomae medicae libri septem Book 1, chapter 9,


section 1, line 14

τηνικαῦτα τὸ παιδίον εὐθαλέστερον διαιτᾶν καὶ λούειν θερμῷ. καὶ εἰ


μὲν διαρροίας ἔχοι, πειρᾶσθαι συνάγειν τὴν γαστέρα τοῖς ἐπιθέμασιν,
ὅσα μάλιστα ἵστησι, τὸ κύμινον ἐμπάσσοντας ἐρίῳ ἢ τὸ ἄνηθον ἢ τὸ
σέλινον· ἀγαθὸν δὲ καὶ σπέρμα ῥόδων προσμίσγειν καὶ τὸ ὅλως θερ-
μὸν ξηραίνειν. εἰ δὲ μηδὲν ὑπίοι κάτω, ἐρεθίζειν πράως τῷ μέλιτι
πλάσσοντας ὡς βαλάνιον ἢ καλαμίνθῃ τετριμμένῃ μετὰ μέλιτος χρίειν.
δοκεῖ δὲ κάλλιστα βοηθεῖν τοῖς σπασμοῖς τῶν παιδίων ἡλιοτρόπιον
ἑψόμενον ὕδατι, εἰ λούοιτο ἐν τούτῳ τὸ παιδίον. ὠφελεῖ δὲ καὶ ἰρίνῳ
χρῖσαι ἢ κυπρίνῳ καὶ τῷ Σικυωνίῳ καὶ τὸ σύμπαν θερμαίνειν. ἐπεὶ δὲ
ἀνατελλόντων τῶν ὀδόντων δάκνει τοὺς δακτύλους καὶ τιτρώσκει.

Παύλος ιατρός. Epitomae medicae libri septem Book 1, chapter 45,


section 1, line 2

Περὶ βαλάνων.

Χρώμεθα καὶ βαλάνοις πολλάκις σκυβάλων χάριν ἐκκρίσεως, καὶ


ἐφ' ὧν τὸ ἐνεθὲν διὰ κλυστῆρος οὐκ ἐκκρίνεται. πλάσσεται δὲ βαλάνια
ἐξ ἁλὸς ὀπτοῦ καὶ μέλιτος καὶ νίτρου· καὶ θύμος δὲ τῷ ἀπέφθῳ μέ-
λιτι μίσγεται. πλάσσεται δὲ καὶ ἐκ ῥητίνης τερεβινθίνης καὶ νίτρου καί
ποτε καὶ κόκκου Κνιδίου συμμέτρου· δήξεις δὲ ἐγείρει, διὸ χριστέον
τὰ μέρη ἐλαίῳ. ἔτι δὲ καὶ πύρεθρον ἢ πέπερι παραπλέκεται· καὶ ἁρ-
μόζει παραλυτικοῖς καὶ ταῖς ὑπὸ ψύξεως ἐμπνευματώσεσι.

Παύλος ιατρός. Epitomae medicae libri septem Book 3, chapter 2,


section 6, line 10

ἥμισυ λειφθῇ, ἔκθλιψον τὸ ὑγρὸν καὶ διάλυε τούτῳ στυπτηρίαν καὶ


σανδαράχην καὶ κρόκον, εἶτα βάλε ἐν ἀγγείῳ ὑελίνῳ· ἐπὶ δὲ τῆς χρή-
33

σεως κατάπλασσε προσμήξας, ὅταν δὲ συμπίῃ, ἀπόπλυνε τῷ διὰ τῆς


τήλεως καὶ κριθῆς καὶ κυμίνου ὕδατι προαλείψας χλιαρῷ, ὅσον ἐξαρκεῖ,
ἐπιβάλλων καὶ σάπωνος τὸ αὔταρκες.
Ἄλλο. τρύγα οἴνου κεκαυμένην καὶ ἔλαιον βαλάνινον ὁμοῦ συμ-
μίξας ἐπίχριε τὰς τρίχας.
Ἄλλο. σάπωνα Γαλλικὸν σὺν ὕδατι σμάσθω καθ' ἕκαστον βαλανεῖον.
Ἄλλο σφόδρα καλόν. ῥοῦ ἐρυθροῦ ξ̸ α ʹ, κηκίδων λι. α ʹ, ἐλυ-
δρίου β, βοτάνης χρυσιζούσης, ἣν Ῥωμαῖοι ῥωβίαν καλοῦσιν, β, πο-
λυτρίχου δεσμὰς β, ἀψινθίου δεσμὴν α, θέρμων λελεπισμένων υ β, ὕδα

Παύλος ιατρός. Epitomae medicae libri septem Book 3, chapter 43,


section 2, line 12

νον, μετὰ στέατος χηνὸς ἢ ὄρνιθος ἢ διὰ ῥιζῶν σικύου ἀγρίου ἀφεψή-
ματος καὶ σμύρνης 𐅻 α καὶ μέλιτος καὶ ἐλαίου ἢ διὰ σμύρνης καὶ μέ-
λιτος καὶ τοῦ Σικυωνίου ἐλαίου· καὶ τῷ ἐλαίῳ δὲ τῷ κοινῷ πολλάκις
ἐνεθέντι συνεκκριθὲν ὑαλῶδες φλέγμα παραχρῆμα τὴν ὀδύνην ἔπαυσεν.
εἰ δὲ διὰ τὸ σφοδρὸν τῆς ὀδύνης καὶ τὸ ἔνεμα κατέχοιεν, βαλανιστέον
αὐτοὺς διὰ μέλιτος, κυμίνου, νίτρου, πηγάνου σπέρματος ξηροῦ ἢ κράμ-
βης καυλῷ καλῶς ἐξεσμένῳ καὶ ἅλμῃ ἐμβραχέντι ἢ τέφρᾳ κράμβης
μέλιτι φυραθείσῃ ἢ κολοκυνθίδι λείᾳ σὺν μέλιτι καὶ νίτρῳ καὶ κυμίνῳ·
τὰ δὲ βαλάνια δακτύλων ἔστω ϛ, ὅπως ὑπερπεράσῃ τὸν σφιγκτῆρα·
διαχρίειν τε τὴν ἕδραν κυκλαμίνου χυλῷ σὺν μέλιτι καὶ νίτρῳ.

Παύλος ιατρός. Epitomae medicae libri septem Book 3, chapter 43,


section 2, line 16

ἐνεθέντι συνεκκριθὲν ὑαλῶδες φλέγμα παραχρῆμα τὴν ὀδύνην ἔπαυσεν.


εἰ δὲ διὰ τὸ σφοδρὸν τῆς ὀδύνης καὶ τὸ ἔνεμα κατέχοιεν, βαλανιστέον
αὐτοὺς διὰ μέλιτος, κυμίνου, νίτρου, πηγάνου σπέρματος ξηροῦ ἢ κράμ-
βης καυλῷ καλῶς ἐξεσμένῳ καὶ ἅλμῃ ἐμβραχέντι ἢ τέφρᾳ κράμβης
μέλιτι φυραθείσῃ ἢ κολοκυνθίδι λείᾳ σὺν μέλιτι καὶ νίτρῳ καὶ κυμίνῳ·
τὰ δὲ βαλάνια δακτύλων ἔστω ϛ, ὅπως ὑπερπεράσῃ τὸν σφιγκτῆρα·
διαχρίειν τε τὴν ἕδραν κυκλαμίνου χυλῷ σὺν μέλιτι καὶ νίτρῳ ἢ κεν-
ταυρίῳ σὺν μέλιτι καὶ νίτρῳ. ἐνέματα δὲ τῆς ὀδύνης ἐπιμενούσης πρὸς
τοῖς εἰρημένοις ἔστω ῥητίνης τερεβινθίνης 𐅻 α ἢ ὀποπάνακος 𐅻 α ἢ
χαλβάνης 𐅻 δ, κεδρέας 𐅻 δ, ἀσφάλτου τὸ ἴσον μετὰ νίτρου 𐅻 α καὶ
ὕδατος 𐅻 α καὶ ἐλαίου πηγανίνου 𐅻 ε ἢ πλέον. ἐμβροχὰς δὲ κατὰ τῶν
34

Παύλος ιατρός. Epitomae medicae libri septem Book 3, chapter 44,


section 1, line 8

τελευτῶσι πρὸς τῷ τέλει κόπρον διὰ στόματος ἀνάγοντες. συνίσταται


δὲ τὸ πάθος ἐπὶ ἀπεψίαις τε καὶ ἐμφράξεσιν, ἐπειδὰν τὰ φθαρέντα
μείνῃ, ἐπί τε δηλητηρίοις φαρμάκοις καὶ ἐπὶ ταῖς τῶν ἐντέρων εἰς
ὄσχεον κατολισθήσεσι καὶ ἐπὶ φλεγμονῇ τῶν ἐντέρων, ὡς τὰ πολλὰ
κωλικῆς ὑπαρξαμένης διαθέσεως. τὰ μὲν οὖν παιδία ταῖς ἐμβροχαῖς τε
καὶ τοῖς καταπλάσμασιν ἐνέμασί τε καὶ βαλανισμοῖς καὶ πυρίαις, ὡς ἐν
τῷ περὶ κωλικῶν εἴρηται, θεραπευτέον· τὰ δὲ μειράκια καὶ τοὺς ἀκμά-
ζοντας φλεβοτομητέον ἀνυπερθέτως ἐπαφαιροῦντας, εἰ δὲ μή,
σικυαστέον
καθ' ὅλου μὲν τοῦ ἐπιγαστρίου πολλαῖς τε καὶ κούφαις σικύαις, κατὰ
δὲ τῶν ἀλγούντων καὶ μετὰ κατασχασμοῦ, ἀνατριπτέον τε καὶ

Παύλος ιατρός. Epitomae medicae libri septem Book 4, chapter 4,


section 1, line 13

εἰ δὲ ποιότητι μᾶλλον λυποῦσα, τοῖς καταλλήλοις αὐτὴν κενώσαντες


φαρμάκοις ἐπὶ τὴν ἔξωθεν τραπῶμεν ἐπιμέλειαν. λουτρῷ τοίνυν χρη-
στέον πάντως μὲν νῆστιν, ἔσθ' ὅτε δὲ καὶ μικρὸν βεβρωκότα τὸ δεύτε-
ρον λούειν· δύσικμον γὰρ τὸ πάθος· σμᾶν δὲ τήλεως ἀφεψήματι ἢ
σεύτλων ἢ πιτύρων ἢ μαλάχης ἀγρίας καὶ ἡμέρου ἢ πτισάνης, σὺν
τούτοις δὲ καὶ ἀλεύρου κυαμίνου ἢ θερμίνου ἢ μυροβαλανίνου ἢ τοῦ
πεπονάτου σκευαζομένου. εἰ δὲ χρονίζοι, λούειν μὲν ὁμοίως, πυριᾶν
δὲ ἀφεψήματι ἐλελισφάκου, μυρίκης, λινοζώστεως, ὀριγάνου, γλήχωνος,
δαφνίδων, σικύου ἀγρίου ῥίζης, καππάρεως, κονίας στακτῆς, ὀξάλμης·
εἶτα προσπάσσειν ξηρῷ νίτρῳ ἢ μετὰ τρυγὸς ὄξους ἢ τῷ λαμβάνοντι
νίτρου ἀφροῦ ξ̸ α, λιβανωτοῦ, θείου ἀπύρου ἀνὰ λι. α, κιμωλίας λι.

Παύλος ιατρός. Epitomae medicae libri septem Book 7, chapter 9,


section 1, line 5

Διάχριστα ἕδρας καὶ ἐπομφάλια καθαρτικά.


Διάχρισμα ἕδρας πρὸς ἔκδοσιν φυσῶν.

Πήγανον μέλιτι συλλειοτριβεῖται, ὡς ἕνα χυλὸν γενέσθαι, καὶ ἐσω-


35

τάτω διαχρίεται τῆς ἕδρας. πρακτικώτατον δέ ἐστιν, εἰ προσλάβοι


κυμίνου βραχὺ καὶ νίτρου ἢ κυκλαμίνου χυλόν. καὶ κροκύδι δὲ ἀνα-
ληφθὲν ἐντίθεται ἢ διαπλασθὲν βαλάνιον τοῦ μέλιτος παραταθέντος·
φῦσαι γὰρ ὑπεξίασιν ἱκαναὶ κουφίζουσαι.

Διάχρισμα ἕδρας κινοῦν γαστέρα· λέγεται δὲ χεζανάγκη.

Στυπτηρία σὺν μέλιτι λειανθεῖσα ἕψεται, ἄχρις οὗ κιρρὰ γένηται,


καὶ τούτῳ διαχρίεται ἡ ἕδρα· ῥᾳδίως γὰρ πολλὰ μέν, οὐκ ἀπόνως δέ,

Παύλος ιατρός. Epitomae medicae libri septem Book 7, chapter 10,


section 5, line 7

ζόντων δὲ πάντως τοῦ ἐλλεβορισμοῦ Ἄντυλλος χρῆται τοιούτῳ τινὶ


κλύσματι· ἀποβρέξαντες ἐλλεβόρου λευκοῦ 𐅻 β ἐν ὕδατι ξέστῃ καὶ
ἐάσαντες μεῖναι νυχθήμερον τῇ ἐπιούσῃ ἕψομεν τὸν ἐλλέβορον ἐν τῷ
ὕδατι, ὥστε καταλειφθῆναι τὸ ἥμισυ, ἔπειτα τοῦτο ἐνίεμεν διὰ τῆς
ἕδρας· ὅπερ ἐμμεῖναν ἄνω καθαίρει ὀλίγῳ ἀσθενέστερον τῆς τοῦ ἐλλε-
βόρου πόσεως. μετὰ δὲ τὴν αὐτάρκη κάθαρσιν βαλάνιον δριμὺ
προσθέντες ἐρεθίζομεν τὴν ἔκκρισιν, ὥστε τὸ ἔνεμα ἀποδοθῆναι, καὶ
μηκέτι ἐμεῖν αὐτούς, καὶ μετὰ τὴν ἔκκρισιν μελικράτῳ ἅπαξ ἢ δὶς ἐνίεμεν
ὑπὲρ τοῦ τὰ ἔντερα ἀπονίψαι. ὁ δὲ αὐτός φησι· γίνεται δὲ καὶ Βάλανος δι'
ἐλλεβόρου λευκοῦ κοπέντος καὶ σηθέντος, εἶτα ἑφθῷ μέλιτι ἀναληφ-
θέντος, ὁμοίως καθαίρουσα τὴν ἄνω κοιλίαν, ὥσπερ καὶ ὁ κλυσμὸς ὁ

Παύλος ιατρός. Epitomae medicae libri septem Book 7, chapter 20,


section 17, line 1

τοῦ ἐλαίου λύσαντες ἐμβαλοῦμεν τοῖς ἄλλοις ἑψηθεῖσιν καὶ τότε τὸ


μέλι, μιχθέντα δὲ ἀκριβῶς ἅπαντα καθελόντες, ἕως ἔτι χλιαρόν ἐστι,
σειροῦμεν· παχὺ γὰρ γίνεται ψυχόμενον.

Βαλάνινον.

Καὶ τὸ βαλάνινον δὲ παραπλησίως τῷ ἁπλῷ ἀμυγδαλίνῳ γίνεται


ἀπὸ τῶν ἐν ταῖς Δρύσὶ βαλάνων.
36

Παύλος ιατρός. Epitomae medicae libri septem Book 7, chapter 20,


section 17, line 2

μέλι, μιχθέντα δὲ ἀκριβῶς ἅπαντα καθελόντες, ἕως ἔτι χλιαρόν ἐστι,


σειροῦμεν· παχὺ γὰρ γίνεται ψυχόμενον.
Βαλάνινον.

Καὶ τὸ βαλάνινον δὲ παραπλησίως τῷ ἁπλῷ ἀμυγδαλίνῳ γίνεται


ἀπὸ τῶν ἐν ταῖς Δρύσὶ βαλάνων.

Παύλος ιατρός. Epitomae medicae libri septem Book 7, chapter 20,


section 31, line 3

καθαρὸν ἀποτίθενται, τὴν δὲ τῶν εἰδῶν ὑποστάθμην ἅπασαν τροχίσκους


πλάσαντες καὶ ξηράναντες ἔχουσι τὸ καλούμενον κροκόμαγμα.

Μενδήσιον.

Εἴρηται μὲν διὰ τὸ ἐν Αἰγύπτῳ εὑρῆσθαι, ἔνθα καὶ ὁ μένδης τρέ-


φεται, λαμβάνει δὲ ἐλαίου βαλανίνου λι. ι (ἐν ἄλλῳ ξ̸ ι), σμύρνης, κας-
σίας, σύριγγος ἀνὰ 𐅻 γ, τερεβινθίνης λι. α (ἔνιοι ι), κιναμώμου 𐅻 γ.
τοῦτο οὐχ ἕψεται, ἀλλ' ἐμβληθέντα ξηρὰ κινεῖται ἐπὶ ἡμέρας ξ, εἶτα
τακεῖσα ἡ τερεβινθίνη εἰς μέρος τοῦ ἐλαίου ἐμβάλλεται, εἶτα πάλιν
κινεῖται ἑτέρας ἡμέρας ζ καὶ οὕτως ἀποτίθεται.

Αίτιος ιατρός. ., Iatricorum liber i Chapter P, line 109

ρβ Ἔλ. λινοσπέρμινον
ργ Ῥαφάνινον ἔλαιον
ρδ Ἔλ. αἰγείρινον
ρε Ἔλ. ἀμυγδάλινον
ρϛ Ἔλ. καρύινον
ρζ Ἔλ. μυροβαλάνινον
ρη Ἔλ. δάφνινον
ρθ Ἔλ. σησάμινον
37

Αίτιος ιατρός. ., Iatricorum liber i Chapter 107, line 1

Καρύινον. Ὁμοίως τῷ ἀμυγδαλίνῳ καὶ τοῦτο σκευάζεται ἢ κοπτο-


μένῳ καὶ πιεζομένῳ ἢ εἰς ζέον ὕδωρ ἐμβαλλομένῳ μετὰ τὸ κοπῆναι
καὶ ἁρμόζει δὲ τοῖς αὐτοῖς· περιττὸν δὲ ἔχει τὸ χρησιμεύειν τοῖς
χρυσοῦσιν ἢ ἐγκαίουσι· ξηραίνει τε γὰρ καὶ συνέχει πολὺν χρόνον
τὰς χρυσώσεις καὶ ἐγκαύσεις.
Μυροβαλάνινον δύναμιν ἔχει καθαρτικὴν σπίλων φακῶν ἰόνθων πάσης
μελανίας καὶ τὰ κατὰ κοιλίαν καθαίρει. ἁρμόζει δὲ καὶ πρὸς ὠταλγίαν
καὶ πρὸς ἤχους μετὰ στέατος χηνείου ἐγχεόμενον. σκευάζεται δὲ ὁμοίως
τῷ ἀμυγδαλίνῳ, ἀληθομένης τῆς μυροβαλάνου.
Δάφνινον ἐκ τοῦ καρποῦ τῆς δάφνης σκευάζεται, ὡς προείρηται.
τὸ δὲ σύμμικτον σκευάζεται οὕτως· πρὸς ε ξέστας τῶν πεπεμμένων

Αίτιος ιατρός. ., Iatricorum liber i Chapter 126, line 2

οἴνου καὶ καρποβαλσάμου καὶ χαλβάνης καὶ ῥητίνης. ἐστὶ δὲ θερμαν-


τικόν, ἀναστομοῖ δέ, ἐπισπᾶται, καθαίρει, ποιεῖ πρὸς μῦς καὶ νεῦρα
διακοπέντα, ποιεῖ πρὸς ὑδροκήλας καὶ καθόλου δύναμιν ἔχει μαλα-
κτικήν.
Μενδήσιον μαλακτικώτατόν ἐστι καὶ χαλαστικὸν σωμάτων καὶ
πυοποιόν· συντίθεται δὲ ἐκ μυροβαλανίνου ἐλαίου καὶ σμύρνης καὶ
κασίας καὶ ῥητίνης. ἔνιοι δὲ μετὰ τὸ ἀποστύψαι καὶ κιννάμωμον
ἐμπάσσουσι.

Αίτιος ιατρός. ., Iatricorum liber ii Chapter 203, line 7

τρίως ψύχουσι καταπλαττόμεναι βαλαύστιον βάτου φύλλα καὶ οἱ


βλαστοὶ καὶ ὁ χλωρὸς καρπὸς καὶ τὸ ἄνθος βρομὸς μετρίως δορύκνιον
ψύχει πάνυ βρύον θαλάσσιον γλαύκιον μετρίως καλάμου φραγμίτου
μετρίως τὰ φύλλα κώνειον ἄκρως λειχὴν ὁ ἐπὶ τῶν πετρῶν μήκων
πᾶσα μηλέας ὁ καρπὸς καὶ τὰ φύλλα ἐλαίας ὁ καρπὸς καὶ τὰ φύλλα
ἔλαιον μύρσινον σησάμινον βαλάνινον ἑλξίνη ἢ περδίκιος μετρίως ἔλυ-
μος ἴου τὰ φύλλα καὶ ὁ χυλὸς περσικῆς κιτρίου ἡ σὰρξ μύκητες ψύ-
χουσιν ἱκανῶς ὀμφακίου ὁ χυλὸς ἱκανῶς ἄμυλον μετρίως ῥόδινον με-
τρίως πάτος ἀπὸ παλαίστρας σόγχος ὁ μὴ ξηρὸς τρίβολοι ἀμφότεροι
φοίνικος τῶν κλάδων ὁ χυλὸς Σαμία γῆ μετρίως Κιμωλία γῆ Ναξίας
ἀκόνης τὸ ἀπότριμμα μολύβδαινα μετρίως μόλυβδος ψιμύθιον σάνδυξ
38

Αίτιος ιατρός. ., Iatricorum liber iii Chapter 157, line 11

...Δρύς καστόριον μετὰ μελικράτου κενταυρίου μεγάλου ῥίζα καππά-


ρεως ῥίζης φλοιὸς λιβυστικὸν πετροσέλινον μελάνθιον· ταῦτά ποτε
μὲν δι' οἴνου ποτὲ δὲ δι' οἰνομέλιτος πίνεται καὶ πεπίστευται ἱδρῶτας
κινεῖν καὶ πιστακίου δὲ καρπὸς ἐσθιόμενος κινεῖ ἱδρῶτας ἀλύπως·
ἀλειφόμενα δὲ ἔξωθεν κινεῖ ἱδρῶτας νίτρον μετ' ἐλαίου ἴρινον μύρον
ἀνήθινον χαμαιμήλινον δάφνινον ῥαφάνινον σικυώνιον μυροβαλάνινον
ἀλθαία κόστος βάλσαμον ἀριστολοχία κασσία κάλαμος ἀρωματικὸς
λιβανωτὸς ἕκαστον σὺν ἐλαίῳ ἑψόμενον· θυμιώμενα δὲ κινεῖ ἱδρῶτας
καστόριον μετὰ γλήχωνος βαλσάμου καρπὸς βδέλλιον ἄγνου καρπός·
χρηστέον δὲ ἐπὶ τῶν ἰκτερικῶν τούτοις καὶ ἐπὶ τῶν διὰ ψῦξιν ἢ
στύψιν τοῦ δέρματος μὴ ἱδρούντων.

Αίτιος ιατρός. ., Iatricorum liber iii Chapter 160, line 9

ἐπὶ πυρετῶν σφοδρῶν καὶ διακαῶν καὶ ἀνώφορον ἐχόντων τὴν ὕλην,
ἐφ' ὧν ἐπιβλαβής ἐστιν ἡ τῶν κλυσμῶν χρῆσις. ἀλυπότατα γὰρ ἐπὶ τού-
των ἐξάγεται τὰ ἐγκείμενα περιττώματα διὰ τῶν βαλάνων· χρήσιμα
δὲ καὶ τοῖς περὶ τὴν κεφαλὴν ψυχροῖς πᾶσι πάθεσι καταφορικοῖς καὶ
παράφροσι. γίγνεται δὲ αὐτῶν χρεία πολλάκις καὶ ἐφ' ὧν τὸ ἐνεθὲν
διὰ κλυστῆρος οὐκ ἐκκρίνεται. σκευάζεται δὲ τὰ βαλάνια διαφόρως·
καὶ γὰρ διὰ μέλιτος ἑφθοῦ καὶ ἁλὸς ὀπτοῦ καὶ νίτρου συντίθεται καὶ
διὰ κυμίνου καὶ πηγάνου καὶ νίτρου καὶ μέλιτος ἑφθοῦ, ἐφ' ὧν μᾶλ-
λον πνευμάτωσις ἐνοχλεῖ. καὶ θύμος δὲ λεῖος σὺν ἑφθῷ μέλιτι ἀνα-
λαμβάνεται καὶ κυκλάμινος λεῖα σὺν τῷ μέλιτι καὶ ἀψίνθιον ἢ ἀβρό-
τονον ἢ θέρμων ἄλευρον μετὰ μέλιτος· τοῦτο δὲ ἐπὶ ἑλμίνθων .

Αίτιος ιατρός. ., Iatricorum liber iv Chapter 8, line 5

Πρὸς τὰ ἄφωνα γιγνόμενα βρέφη. Πρὸς δὲ τὰ ἄφωνα γιγνόμενα


βρέφη δι' οἵαν δήποτε πρόφασιν προηγουμένην – μάλιστα δὲ τοῦτο
συμβαίνει ἐπεχομένης τῆς κοιλίας – , κράμβης οὖν χυλὸν μετὰ ἐλα-
χίστου ἁλὸς δίδου πίνειν ἢ ἔνσταζε· παραχρῆμα γὰρ λύει τὴν κοιλίαν
καὶ ἀποκαθίστησιν. ἀλλὰ καὶ βαλανιστέον τὸν δακτύλιον.
Περὶ ὀδοντιάσεως. Περὶ δὲ τὸν ἕβδομον μῆνα ἄρχεται τὰ βρέφη
φέρειν τοὺς ὀδόντας καὶ νυττομένων καὶ κεντουμένων ὡς ὑπὸ σκό-
λοπος ὑποδιαιροῦντος τὰ οὖλα τοῦ ὀδόντος, φλεγμοναὶ ἐπιγίγνονται
αὐτῶν τε τῶν οὔλων καὶ σιαγόνων καὶ τενόντων, οἷς καὶ πυρετοὶ ὡς
ἐπίπαν ἐπιγίνονται. παρέπεται δὲ καὶ κνησμὸς τῶν ἀκουστικῶν πόρων
39

Αίτιος ιατρός. ., Iatricorum liber vi Chapter 6, line 14

στὸν μέρος προσλαβόντος ὄξους· μὴ παρόντος δὲ τοῦ ῥοδίνου χαμαι-


μηλίνῳ χρηστέον σὺν τῷ ὄξει· ἔστω δὲ δριμύτατον τὸ ὄξος. εἰ δὲ
ψυχροτέρα ἡ κεφαλὴ φαίνοιτο, ἀνήθινον σὺν γλυκεῖ ἐλαίῳ προσπλέξας
ἐξ ἴσου καὶ θερμάνας ἔμβρεχε καὶ συντόμως εἰπεῖν ἐφ' ὅσον ἐπιτέταται
ἡ ψῦξις, ἐπὶ τοσοῦτον καὶ τὰ θερμάσματα ἐπιτείνειν, ὥστε καὶ γλήχωνά
ποτε καὶ πήγανον ἐναφεψεῖν τῷ ἐλαίῳ· βαλανιστέον δὲ καὶ τὴν ἕδραν
τοῖς ἱκανῶς ἐρεθίζειν δυναμένοις, τρέφειν δὲ χυλῷ πτισσάνης σὺν
ἀπομέλιτι.
Περὶ σκοτωματικῶν Ἀρχιγένους καὶ Ποσειδωνίου. ἀτμῶν θερμῶν
καὶ δριμέων ἐπὶ τὴν κεφαλὴν ἀναφερομένων καὶ τρεπόντων τὸ ψυχι-
κὸν ἐν τῷ ἐγκεφάλῳ πνεῦμα, πρῶτον μὲν ἀμβλυωγμοί τινες τοῖς ὀφ-
θαλμοῖς ἐγγίγνονται, ἔπειτα καὶ ὤτων ἦχοι συνηχεῖς καὶ δυσηκοΐαι.

Αίτιος ιατρός. ., Iatricorum liber vi Chapter 59, line 4

Μέλασμα πώγωνος. σκωρίαν σιδήρου καὶ μόλυβδον ἐν ὄξει ἑψή-


σας μέχρις οὗ τὸ τρίτον λειφθῇ, ἐπιχρίου, ἐλαίου ἀπεχόμενος.
Πυρρὰς ποιῆσαι τρίχας. πυρρὰς ποιοῦσι τρίχας θέρμοι ὠμοὶ σὺν
ὕδατι καὶ νίτρῳ καταχριόμενοι, λωτοῦ τοῦ δένδρου πρισμάτων ἀφέ-
ψημα, κύπρου φύλλα λεῖα σὺν στρουθίου χυλῷ, ξάνθιον λεῖον κατα-
πλασσόμενον, τρυγία οἴνου παλαιοῦ κεκαυμένη καὶ σὺν ἐλαίῳ βαλανίνῳ
λειουμένη, ὡς ἱκανὸν ἔχειν πάχος· τούτῳ σύγχριε, ὅταν καθεύδειν
μέλλῃς καὶ ἐς τὸ πρωΐ· ἔσονται ξανθαὶ παραδόξως.
Λευκὰς ποιῆσαι τρίχας. χελιδόνος κόπρον τρίψας σὺν χολῇ ταυ-
ρείᾳ σμῆχε καὶ γίγνονται λευκαί. Ἄλλο. φλόμου λευκῆς τὸ ἄνθος
καύσας ὄξει σβέσον καὶ συμμίξας σμήγματι χρῶ.

Αίτιος ιατρός. ., Iatricorum liber vi Chapter 80, line 39

ὁ χυλὸς σὺν ὄξει ἐγχεόμενος· ἢ οὖρον αἰγὸς καὶ χολὴν αὐτῆς ἅμα
θερμάνας ἐγχυμάτιζε· ἢ καστόριον μετὰ δαφνίδων καὶ ὄξους ἢ ἐλλέ-
βορον μέλανα σὺν ὄξει λεάνας καὶ μέλιτι ἐπὶ πολὺ ἑψημένῳ ἀναλαβὼν
ποίει κολλύρια βαλανοειδῆ μικρὰ καὶ ἐντίθει τῷ πόρῳ καὶ ἔα ἡμέρας
τρεῖς. Ἄλλο. καρδάμου σπέρματος ὅσον ἐξαρκεῖ καὶ νίτρου βραχὺ
σύκου λιπαροῦ σαρκίῳ χωρὶς τῶν κεγχραμίδων ἀναλαβὼν ποίει βαλάνια
ἁρμόδια τῷ πόρῳ τῆς ἀκοῆς· καὶ ἐντίθει καὶ ἔα ἡμέρας τρεῖς· τοῦτο
ἄγει ῥύπον ἱκανὸν καὶ παραχρῆμα κουφίζει. ἐνίοτε δὲ ἀντὶ τοῦ καρ-
δάμου σίνηπι βάλλομεν. χρῶ αὐτῷ καὶ πρὸς τὸν ἐν ὠσὶ ῥύπον. βοη-
θεῖ δὲ ἱκανῶς τοῖς δυσηκοοῦσι καὶ σπογγιὰ εἰς λεπτὰ κατατετμημένη
καὶ συνεστραμμένη καὶ μέλιτι καταβρεχομένη καὶ ἐντιθεμένη τῷ πόρῳ·
40

Αίτιος ιατρός. ., Iatricorum liber viii Chapter 49, line 19

βοηθεῖν καὶ ἐπὶ τῶν τελείων, εἰ μηδὲν μεῖζον κωλύει, τέμνειν τὴν ἐν
ἀγκῶνι φλέβα ἀνυπερθέτως. πολλαὶ γὰρ ἐπ' ἀκμῆς παρθένοι ὀργῶσαι
πρὸς τὴν ἔμμηνον κάθαρσιν ἁλίσκονται τῷ πάθει, καὶ αὗται μᾶλλον
δέονται τῆς φλεβοτομίας, ἐφ' ὧν δεῖ μᾶλλον τὰς ἐν τοῖς σφυροῖς
τέμνειν φλέβας. ὑπὸ μίαν δὲ ἀφαίρεσιν ἀρκεῖ κενῶσαι καὶ μὴ μέχρι
λειποθυμίας· εἶτα βαλανισμοῖς καὶ διαχρίσμασι τῆς ἕδρας καὶ κλυστῆρσι
χρηστέον καὶ σικύαις κατ' ὀσφύος καὶ διαδέσμοις τῶν ἄκρων, καὶ πάσῃ
τῇ ἀπὸ τῶν πεπονθότων μερῶν ἀντισπάσει. μετὰ δὲ ταῦτα ἀναγαργα-
ρίσματα προσάγειν φακοῦ ἀφέψημα καὶ μύξων καὶ φοινίκων μετὰ
μέλιτος πτισσάνης χυλοῦ, εἶτα πιτύρων ἀφέψημα γλίσχρον ἐν τῇ ἑψήσει
γενόμενον καὶ προσλαβὸν μέλι, ἢ τὴν διὰ τῶν μόρων στοματικὴν καὶ μά

Αίτιος ιατρός. ., Iatricorum liber ix Chapter 27, line 38

ῥάχεως πάσης σὺν τῷ καὶ τὰς ἐρυγὰς ἐπέχεσθαι, ὥς τινας ἤδη καὶ
πνιγμῷ δοκεῖν παραπλήσιόν τι πάσχειν· κουφίζονται δὲ τῆς τε τρο-
φῆς ὑπελθούσης καὶ τῶν πνευμάτων, εἴτε δι' ἐρυγῶν ἢ δι' ἐντέρων
ἀποκριθέντων. Τοὺς μὲν οὖν οὐ πρὸ πολλοῦ βεβρωκότας πρῶτον
ἐμεῖν κέλευε, ἔπειτα θάλπειν χρὴ διὰ πιλήματος ἐλαιοβραχοῦς προ-
σηνῶς θερμοῦ, βαλανιστέον τε ἀνυπερθέτως τοῖς πνεῦμα προσκαλου-
μένοις, οἷον πηγάνου σπέρματος καὶ κυμίνου ἴσῳ μετὰ μέλιτος ἑφθοῦ
καὶ νίτρου ὀλίγου· ἀσιτία δὲ ἀναγκαία τῷ πάθει καὶ μιᾶς δύο ἡμε-
ρῶν, καὶ ἐν τοῖς παροξυσμοῖς ἐμβροχαὶ δι' ἐλαίου ἀφηψημένον ἔχον-
τος ἀψίνθιον, πήγανον, ἄνηθον· ἐμπασσέσθω δὲ τοῖς πιλήμασι κύμι-
νον λεῖον ἢ σελίνου σπέρμα καὶ μᾶλλον σίνων, ἔπειτα καὶ σικύαι παρα

Αίτιος ιατρός. ., Iatricorum liber ix Chapter 30, line 37

καὶ παχεῖς χυμοί, καὶ διατείνοντες τὰ ἔντερα ἐπιτείνουσι τὰς ὀδύ-


νας. Προσήκει τοίνυν αὐτοὺς τέμνειν τε ἅμα καὶ πέττειν, χωρὶς σφο-
δρᾶς θερμοκρασίας, καὶ ταῖς ἀφύσοις κεχρῆσθαι. Ἐν μὲν οὖν τοῖς
παροξυσμοῖς γίγνεσθαι ὀφείλει ἡ προειρημένη ἐπὶ τῶν εἰλεωδῶν θερα-
πεία, ἐμβροχαί τε δι' ἐλαίου πηγανίνου καὶ σικυωνίου καὶ ἀνηθίνου,
καὶ ἀσιτίαι καὶ πυρίαι καὶ καταπλάσματα καὶ ἐνέματα καὶ βαλανι-
σμοὶ καὶ διαχρίσματα τῆς ἕδρας. Βοηθεῖ δὲ πρὸ τοῦ δείπνου, εἴ τις
εἴη εὐεμής, πρὸ πάντων ὁ ἔμετος. Μὴ παυομένου δὲ τοῦ πάθους ἐπὶ
πλείους ἡμέρας, ἔμβασις εἰς ἔλαιον παραληπτέα, εἰ δὲ μή, εἰς ὑδρέ-
λαιον, ἐν ᾧ ἀφήψηται γλήχων, δάφνης φύλλα καὶ τὰ ὅμοια, πυρία
41

διὰ πιτύρων καὶ κέγχρων καὶ καταπλάσματα τὰ ἐπὶ τῶν εἰλεωδῶν


προειρημένα, μετὰ δὲ ἡμέρας ἑπτὰ ἡ διὰ τῆς ἱερᾶς Ἀρχιγένους κά

Αίτιος ιατρός. ., Iatricorum liber ix Chapter 37, line 83

σονται νεκραὶ ἐμούμεναι ἢ διαχωρούμεναι· ὠφέλιμος ἐσθιόμενος καὶ ὁ


ἠριγέρων χλωρὸς καὶ τραγοποτῶν· κατάγει γὰρ αὐτὰς ἀλύπως· καὶ ὁ
τῆς μυωτίδος χυλὸς καὶ τῆς καλαμίνθης καὶ τοῦ ἡδυόσμου τὸ
ἀφέψημα καὶ τῆς κράμβης τὸ σπέρμα καὶ τοῦ πετροσελίνου· καὶ τὸ
ἐπιγάστριον σκεπέσθω κηρωτῇ δι' ἀψινθίου καὶ κυπρίνου πεποιημένῃ.
Τῆς δὲ κοιλίας ἐπεχομένης, βαλανιστέον μάλιστα τοὺς παῖδας· ἐπι-
μενούσης δέ, καὶ κλυστέον ἐν παρακμαῖς τῶν νοσημάτων ἀφεψήματι
ἀβροτόνου ἢ ἀψινθίου ἢ κενταυρίου μετὰ μέλιτος καὶ νίτρου. Τὰς δὲ
ἐν ταῖς ἀκμαῖς τῶν πυρετῶν γιγνομένας ἕλμινθας, ἃς δὴ καὶ κακοή-
θεις λέγομεν, πειρατέον διὰ τῶν ἁπλουστέρων ὑπάγειν· τοῖς οὖν κα-
ταπλάσμασι μικτέον ἀψίνθιον, ἀβρότονον, σαντόνιον, ἐνίοτε καὶ .

Αίτιος ιατρός. ., Iatricorum liber ix Chapter 37, line 102

καὶ συνεξολισθαίνουσι τοῖς ῥοφήμασι· ζῶσαι μὲν γὰρ ἀντέχονται τῶν


ἐντέρων, ἀποθανοῦσαι δὲ συνεκκενοῦνται τῇ κόπρῳ. Συνεκκενοῦνται
δὲ καὶ αἱ ζῶσαι μὲν ἔτι, σκοτωθεῖσαι δὲ καί, ὡς ἂν εἴποι τις, ἡμί-
θνητοι γενόμεναι. Δίδου δὲ καὶ τούτοις τὰ τῆς γῆς ἔντερα· τὰς δὲ
νεκρωθείσας ἕλμινθας ἐκ τῆς τῶν φαρμάκων [χρήσεως] κομιστέον ἀνυ-
περθέτως διὰ βαλανισμῶν ἢ κνισμοῦ. Φαύλη γὰρ ἐξ αὐτῶν γίνεται
ἀναθυμίασις καὶ τὰς ὀρέξεις καὶ τὰς ἀναδόσεις βλάπτει. Πρὸς δὲ τὰς
γινομένας ἐκ τῶν ἑλμίνθων ναυτίας καὶ σπαραγμοὺς τοῦ στομάχου,
διακρατείτωσαν ἁλμῶν χόνδρον ἐν τῷ στόματι καὶ τὸ περιτηκόμενον
καταπινέτωσαν· ταχὺ γὰρ ὑπὸ τῆς δριμύτητος, ὡς εἰκός, ἀναγκά-
ζονται καταφέρεσθαι· τὰς δὲ ἐν τοῖς τῆς κοιλίας ῥευματισμοῖς .

Αίτιος ιατρός. ., Iatricorum liber xvi Chapter 17, line 5

Πίτυος φλοιοῦ, ῥοὸς βυρσοδεψικοῦ, ἑκάστου ἴσον τρίβε μετ'


οἴνου στεμφυλίτου καὶ προστίθει μετ' ἐρίου πρὸ τῆς συνουσίας,
καὶ μετὰ ὥρας β. ἀφαιροῦσα ἡ γυνὴ συνουσιαζέτω. Ἄλλο. Σι-
δίων νεαρῶν τὸ ἐντὸς λεάνας μεθ' ὕδατος προστίθει. Ἄλλο.
Σιδίων μέρη δύο, κηκίδων μέρος ἕν, λειώσας ἀνάπλασσε βαλάνια
μικρὰ καὶ ὑποτίθει μετὰ τὴν λῆξιν τῶν καταμηνίων. Ἄλλο. Κη-
κίδων δραχ. γζʹ. σμύρνης δραχ. βʹ. ἀνάπλασσε μετ' οἴνου ὀρόβων μέγε-
42

θος καὶ ξήραινε ἐν σκιᾷ, καὶ πρὸ τῆς συνουσίας δίδου προστί-
θεσθαι τῷ πεσσῷ. Ἄλλο. Ἰσχάδων σάρκας λειώσας μετὰ νίτρου
προστίθει. Ἄλλο. Κυτίνων δραχ. βʹ. κηκίδων δραχ. βʹ. ἀψινθίου

Αίτιος ιατρός. ., Iatricorum liber xvi Chapter 54, line 10

ΥΣΤΕΡΙΚΩΝ ΠΝΙΓΩΝ ΧΡΟΝΙΖΟΥΣΩΝ ΜΑΛΙΣΤΑ.

Χολῆς ταυρείας, ἀψινθίου χυλοῦ ἢ αὐτῆς τῆς κόμης, στρου-


θίου ῥίζης, σμύρνης ἀνὰ δραχ. δ. καστορίου, ὀποβαλσάμου ἀνὰ
δραχ. α. κυκλαμίνου χυλοῦ δραχ. ι. ἀναλαβὼν χυλῷ ἀρτεμισίας,
ποίει βαλάνια μικρὰ καὶ δίδου προστίθεσθαι. κάλλιστον δὲ καὶ
τρὺξ οἴνου παλαιοῦ ξηρὰ, ἀναλαμβανομένη σελίνου χυλῷ καὶ
προστιθεμένη.

ΠΕΣΣΟΣ ΑΙΜΑΓΩΓΟΣ ΑΥΘΗΜΕΡΟΝ ΑΓΩΝ ΑΙΜΑ ΩΣ ΕΠΙ ΤΟ


ΠΟΛΥ.

Αίτιος ιατρός. ., Iatricorum liber xvi Chapter 72, line 37

φλεγμοναῖς πάσας τὰς ὁπωσοῦν πασχούσας θεραπεύειν, ἐν δὲ ταῖς


ἀνέσεσι καὶ παρακμαῖς τοῖς μαλακωτέροις χρῆσθαι. χρονίσαντος
δὲ τοῦ πάθους τὰ μετὰ συγκρίνειν δυνάμενα προσάγειν, ἰδίως
τὴν ἐπὶ τὴν ἕδραν ἀποστροφὴν τῆς μήτρας οὕτω βοηθεῖν. Πρῶτον
μὲν οὖν τῷ δακτύλῳ παρακελεύεσθαι τῇ μαίᾳ ἀποδιωθεῖν διὰ τῆς
ἕδρας τὴν ὑστέραν, ἔπειτα βαλάνιον προστιθέναι τῷ δακτύλῳ
εὔμηκες τετραδάκτυλον, γεγονὸς ἐκ χαλβάνης καὶ κηροῦ, ἐξ ἄκρου
δὲ σπαρτίῳ δεδεμένον ἔσω εἰς τὸ ἐπισπᾶσθαι, ἢ καστόριον λεῖον σὺν
ὕδατι ἀνηλειμμένῳ ἐρίῳ ἐντιθέναι ὁμοίως τῷ δακτύλῳ, ἢ ἄσφαλτον
ὁμοίως ξηρὰν, ἢ πίσσαν ὑγρὰν παραπλησίως· τῇ δὲ ἑξῆς ἴρινον
ἢ σούσινον ἐνιέναι χλιαρὸν τῇ τε μήτρᾳ καὶ τῷ ἀπευθυσμένῳ.

Αίτιος ιατρός. ., Iatricorum liber xvi Chapter 74, line 42

καὶ βδελλίου καὶ ἀμώμου. Πεσσοῖς δὲ χρηστέον τοιούτοις· νίτρου,


κολοφωνίας, κολοκυνθίδος ἀνὰ γογ. σὺν μέλιτι ἀναλαβὼν ἐπιτίθει
ἐν πεσσῷ· βάπτιζε δὲ ἐν κυπρίνῳ τὸν πεσσόν. Ἄλλο. Κύμινον
καὶ νίτρον ἴσα σὺν μέλιτι ὑποτίθει, ἐνίοτε καὶ λευκοΐου σπέρμα
τούτοις μικτέον. Ἄλλο. Κολοκυνθίδος γογ. ἁλῶν γοα. σύκου
λιπαροῦ σαρκὶ ἀναλαβὼν ὡς εἶναι καρύου μέγεθος, ὡς βαλάνιον
43

ποιήσας ὑποτίθει. ἐφέλκεται γὰρ δυσώδη ὑγρασίαν καὶ μεγάλως


ὠφελεῖ. τοῦτο καὶ τῷ δακτυλίῳ προστιθέμενον, ἐπισπᾶται
κόπρον καὶ πλῆθος ὑγρῶν καὶ πνεύματα, καὶ κουφίζει τὴν μήτραν.
Ἄλλο. Ἀψινθίου κόμης, ἀμμωνιακοῦ θυμιάματος ἀνὰ δραχ. α.
χαλκοῦ κεκαυμένου, νίτρου ἀνὰ δραχ. γ. μέλιτι ἀναλαβὼν προς

Αίτιος ιατρός. ., Iatricorum liber xvi Chapter 120, line 6

Συμβαίνει περὶ τὸν τράχηλον ἢ τὸ στόμα τῆς μήτρας ἢ τὸ


αἰδοῖον κεγχροειδῆ τινα ἐπαναστήματα γίγνεσθαι τῇ ἁφῇ ὑπο-
πίπτοντα, μᾶλλον δὲ τῷ διοπτρισμῷ θεωρεῖται. ἐπιφέρει δὲ
μάλιστα κατὰ τὰς παρατρίψεις τῆς συνουσίας φλεγμονὰς καὶ
ἐμποδισμὸν τῶν καταμηνίων καὶ τῶν κυήσεων, ἐφ' ὧν δεῖ τούτων
κοιλίαν καθάραι, ἔπειτα ὀθονίῳ τὸν τόπον ἐκμάξαι, εἶτα βαλάνιον
προστιθέναι, γεγονὸς ἐξ ἰσχάδων λιπαρῶν τοῦ ἐντὸς καὶ στυπτη-
ρίας σχιστῆς, ἢ τὸν διὰ τῆς χολῆς καὶ στυπτηρίας πεσσὸν, ἢ
τοῖς τὰ φύματα συμπέττειν καὶ διαφορεῖν δυναμένοις φαρμάκοις
διαχρίειν, ἐγκλύζειν δὲ ὑδρομέλιτι ἐναφεψηθέντι τινὶ τῶν ἀρω-
μάτων.

Anonymi Medici Med., De alimentis Chapter 18, line 10

δες, σωλῆνες, ἐγχέλια, κοχλίδια, ἐλάφεια κρέη, αἴγεια,


βόεια, λάγεια, χοίρεια, ἧπαρ, νεφροί, ὄρχεις, ἐγκέφαλος τουτ-
έστι μυελὸς ὁ τῆς κεφάλης, μυελὸς τῆς ῥάχης, μαστά-
ρια, γλῶσσαι, γάλα τὸ ἐπὶ πλέον ἑψηθέν, τυροὶ πάντες,
ὀξύγαλα, ᾠὰ ἐκζεστά, μᾶλλον δὲ τὰ ὀπτὰ σκληρὰ γενόμενα,
καὶ ἔτι μᾶλλον τὰ τυγανιστά, κάστανα, βαλάνια, βολβοί,
γογγύλια, ὕδνα, κώνειον, σύκα τὰ ἀγουρότερα, κίτρου σάρξ,
ἀγγούρια καὶ τετράγγουρα, μῆλα τὰ μὴ ὤριμα. τῶν οἴ-
νων οἱ γλυκεῖς καὶ μᾶλλον τὸ ἕψημα καὶ τὸ μουστάριον.

Anonymi Medici Med., De alimentis Chapter 30, line 5


Ὅσα βραδύπορα.
Πάντα ὅσα δι' ἰτρίων καὶ σεμιδάλεως σκευάζεται βρα-
δύπορα, φάβα φρασόμενον, οἱ καθαροὶ τῶν ἄρτων, φακὴ
τοῦ λέπους ἀφῃρημένη, ἐγκέφαλος, τῆς ῥάχεως ὁ μυελός,
ἧπαρ, συκότιν, καρδία, ὀπτὰ ᾠά, ἐκζεστὰ καὶ ἔτι μᾶλλον
τηγανιστά, λουπινάρια, φασούλια, σισάμην, βαλάνια, μῆλα,
καὶ ἀπίδια τὰ ἀγουρότερα, ξυλοκέρατα, οἶνος γλυκύς, καὶ
μᾶλλον ὁ στρυφνὸς καὶ τὸ ὕδωρ.
44

Anonymi Medici Med., De cibis Chapter 20, line 11

βάδες, σωλῆνες, ἐγχέλυες, κοχλίαι, ἐλάφεια κρέα, αἴ-


γεια, βόεια, λάγεια, χοίρεια, ἧπαρ, νεφροὶ, ὄρχεις,
ἐγκέφαλος, μαστοὶ, γλῶσσαι, γάλα τὸ ἐπίπλεον ἑψηθὲν,
τυροὶ πάντες, ὀξύγαλα, ὠὰ ἔκζεστα, μᾶλλον δὲ τὰ ὀπτὰ
σκληρὰ γενόμενα, καὶ μᾶλλον ἔτι τὰ ταγηνιστὰ, κάστανα,
βαλάνια, βολβοὶ, γογγύλαι, ὕδνα, κούμαρα, σῦκα τὰ
ὡριμώτερα, κίτρου σὰρξ, ἀγγούρια, πέπονες, μῆλα τὰ
ὥριμα· τῶν οἴνων οἱ γλυκεῖς, μᾶλλον δὲ τὸ ἕψημα καὶ
ὁ μούστος.

Anonymi Medici Med., De cibis Chapter 21, line 13

τοι, ῥῖναι, τρίγλαι· ὁ σεμιδαλίτης ἄρτος καὶ ὁ καθα-


ρὸς ἀλευρίτης, σῖτος ἑψητὸς, σεμίδαλις, κύαμοι, ἐρέ-
βινθοι, φασιούλια, αὖχος, τήλη, βολβοὶ δὶς ἑψηθέντες·
μέλι τὸ ἀπαφρισθὲν καὶ εὐκρατόμελι καλῶς ἑψηθέν· λου-
πινάρια, κάστανα, φακῆ· γλυκεῖς φοίνικες, σταφίδες γλυ-
κεῖαι καὶ λιπαραί· βαλάνια, γογγύλια· οἱ παχεῖς τῶν
οἴνων καὶ ῥούσιοι, πλέον δὲ τούτων οἱ μέλανες, γλυ-
κεῖς καὶ παχεῖς, καὶ στύφοντες.

Anonymi Medici Med., Διάγνωσις περὶ τῶν ὀξέων καὶ χρονίων


νοσημάτων Section 1, line 89

ἐν σπονδύλῳ καὶ ῥάχει καὶ ὀσφύϊ, μετὰ ταῦτα δὲ καὶ


θώρακι καὶ ὑποχονδρίοις, ἐπὶ δὲ γυναικῶν καὶ ἤτρῳ
καὶ βουβῶσι. ταῖς δὲ τοιαύταις βοηθείαις ἐπιτρεπουσῶν
τῶν δυνάμεων πλεονάκις χρησόμεθα, ἀεὶ δὲ μετὰ τοῦτον
τὸν κλυστῆρα ὡς μέγιστον βοήθημα ἐγκρίνοντες καὶ τοὺς βαλα-
νισμοὺς διὰ χολῆς ταυρείας καὶ νίτρου ἢ διὰ στυπτηρίας ὑγρᾶς
καὶ μέλιτος. μετὰ δὲ τὴν τρίτην ἢ τετάρτην διάτριτον
ἐπιμενόντων τῶν παροξυσμῶν ἐμβιβαστέον εἰς ἔλαιον
θερμόν. ἔστω δὲ Σάμιον ἢ παλαιὸν ἢ Σικυώνιον. καὶ εἰ
πρὸς τοῦτο εὐαρεστηθεῖεν, ἐπιμενέτω. τοὺς δὲ ἐν κατα-
φορᾷ πλείονι διιόντας διεγείρειν δεῖ τοῖς διὰ νάπυος

Anonymi Medici Med., Διάγνωσις περὶ τῶν ὀξέων καὶ χρονίων


νοσημάτων Section 3, line 76

σπονδύλοις, ἐν ῥάχει καὶ ἐν τῇ ὀσφύϊ, με-


τὰ ταῦτα δὲ καὶ θώρακι καὶ ὑποχονδρί-
45

οις, ἐπὶ γυναικῶν καὶ ἤτρῳ καὶ βουβῶσι.


ταῖς δὲ τοιαύταις πολλάκις χρησόμεθα, ἀεὶ
δὲ μετὰ τούτων τὸν κλυστῆρα ὡς μέγιστον βο-
ήθημα ἐγκρίνοντες καὶ τοὺς βαλανισμοὺς
διὰ χολῆς ταυρείας καὶ νίτρου ἢ διὰ στυ-
πτηρίας ὑγρᾶς καὶ μέλιτος. μετὰ δὲ τὴν
τρίτην ἢ τετάρτην διάτριτον ἐπιμενόντων
τῶν παροξυσμῶν ἐμβιβαστέον εἰς ἔλαιον
θερμόν·

Ορειβάσιος. Collectiones medicae (lib. 1-16, 24-25, 43-50) Book 8,


chapter 39, section 4, line 1

βοήθημα γυναῖκες μέν, ἀρχομένων ἐπιφαίνεσθαι τῶν καταμηνίων, καὶ


αἷς ἤδη τρίμηνα κατὰ γαστρός ἐστιν (φθείρουσι γὰρ τοῖς ἀναδάκνουσιν
ἰσχυρῶς βαλάνοις), καὶ οἱ ἀναδακνόμενοι ἰσχυρῶς βαλάνου
προστεθέντος
καὶ ὑπομνήσεις ἔχοντες πρὸς τεινεσμόν, καὶ οἷς δὲ προπίπτουσαι
αἱμορροΐδες ὑπάρχουσιν ἢ οὐλαὶ ἀξιόλογοι, καὶ ἐπωδύνων ἐν πυρετοῖς
ὑποχονδρίων, καὶ οἷς ὕποπτος καταφορά ἐστιν. πλάσσεται δὲ βαλάνια
ἐξ ἁλὸς ὀπτοῦ καὶ μέλιτος, αὐτό τε καθ' ἑαυτὸ μέλι ἑψηθὲν ὡς συστῆ-
ναι. παραπέπλεκται δ' αὐτῷ καὶ ἀψίνθιον, καὶ τὸ τοιοῦτο δ' εὐχρηστεῖ
ἐπ' ἀνατροπῇ στομάχου καὶ ἑλμίνθων. καὶ ὕσσωπον καὶ τραγορίγανος
καὶ θύμος τῷ ἀπέφθῳ μέλιτι μίγνυται. πλάσσεται δὲ καὶ ἐκ ῥητίνης
τερμινθίνης καὶ νίτρου, καί ποτε καὶ κόκκου Κνιδίου συμμέτρου.

Ορειβάσιος. Collectiones medicae (lib. 1-16, 24-25, 43-50)


Book 8, chapter 40, section 5, line 1

ἐπὶ πάντων δὲ τῶν δριμυτέρων προπυριᾶν τὰ μέρη καὶ προαλείφειν


ἐλαίῳ, καὶ μετὰ τοῦτο ἐγκαθίζειν εἰς τήλεως ἀφέψημα ἢ μαλάχης,
ἐντεινομένους ἅμα καὶ ἐξωθοῦντας τὴν ἕδραν. πυρώσεως δ' ὑπερ-
βαλλούσης, ἀνδράχνης χυλῷ χρηστέον καὶ ὠοῦ διαχρίσει καὶ λεκίθοις
ὠῶν ἑφθαῖς καὶ κηρωταῖς διὰ μυρσίνου γεγονυίαις· καὶ μελίλωτον κατα-
πλαστέον ἐναφηψημένον μελικράτῳ. ἐπὶ πάντων δὲ τῶν βαλανίων
τοῖς μὲν δραστικωτέροις ἐπὶ τῶν χρονίων χρηστέον καὶ ἐπ' ἐνίων
εὐεκτῶν, μὴ παρόντων πυρετῶν στραγῶν, τοῖς δ' ἁπλουστέροις ἐπὶ
τῶν τρυφερωτέρων καὶ ἐπ' ὀξέων πυρετῶν σκυβάλων χάριν κομιδῆς.
καιρὸς δὲ τούτων ὅμοιος τῷ ἐπὶ κλυσμῶν παραδεδομένῳ. καὶ τοσαῦται
μὲν αἱ περὶ κλυσμῶν καὶ βαλάνων παραδόσεις.
46

Ορειβάσιος. Collectiones medicae (lib. 1-16, 24-25, 43-50)


Book 8, chapter 46, section 4, line 1

...στήματι ἡμέρας, καθ' ὑποχονδρίου πλατὺ ἕως ὀμφαλοῦ ἐπιρρίπτων


αὐτό, ὁτὲ δὲ καὶ καθ' ὅλης τῆς γαστρός, αἰρίνου ἀλεύρου μέρη τρία
πρὸς ἓν τοῦ κνεώρου μιγνύς, ἐν μέλιτι καθεψῶν ἢ καταχρίων, τιθυ-
μάλλου ὀπὸν καὶ κυκλαμίνου χυλὸν ἴσον ἐλατηρίου ἡμίσει μιγνὺς καὶ
ἀνιεὶς αὐτὰ ὑγρῷ τῷ χυλῷ τῆς κυκλαμίνου σὺν ὀλίγῳ μέλιτι, ὡς μὴ
ἄγαν καταξηραινόμενα θρύπτηται. καὶ συνεργῶ βαλάνιον προσθεὶς ἐκ
τῆς κυκλαμίνου γεγλυμμένον καὶ ἀποβεβρεγμένον εἰς ἅλμην ἐντιθεὶς
ἢ ἄλλο τι τῶν ὁμοίων. ἔπειτα καὶ τῶν λαμβανομένων ἤρκεσέ μοι
λινοζώστεως χυλὸς ὅσον εἰς πλῆθος τριῶν κοτυλῶν, ἐμπεπασμένους
ἅλας ἔχων, ἢ ὀρὸς ὁμοίως. ἀλυπότατον δὲ καὶ πάσῃ ἡλικίᾳ ἁρμόττον
ἐστίν· πολυποδίου μέρη δύο, κνεώρου, καὶ ἁλός, νίτρου ἀνὰ μέρος ἕν...

Ορειβάσιος. Collectiones medicae (lib. 1-16, 24-25, 43-50)


Book 14, chapter 19, section 1, line 8

ἀκρέμονες), βουβώνιον ἄνευ στύψεως, βαλαύστιον, βάτου τὰ φύλλα


καὶ οἱ βλαστοὶ καὶ ὁ ἄωρος καρπὸς καὶ τὸ ἄνθος, βρόμος μετρίως,
βρύον θαλάσσιον, γλαύκιον μετρίως, γλυκυρρίζης ὁ χυλός, δορύκνιον
πάνυ ἐπικρατούμενον ὑδατώδει ψυχρότητι δραστηρίῳ, ἐλαίας οἱ θαλλοὶ
καὶ ὁ ἄωρος καρπός, ἔλαιον ὠμοτριβές, ἔλαιον μύρσινον, σησάμινον,
βαλάνινον, ὑοσκυάμινον, ἐλατίνη μετρίως, ἑλξίνη ἡ καὶ περδίκιον
μετρίως, ἔλυμος ἢ μελίνη καταπλασσομένη, ἐπιμήδιον μετρίως, ἴου τὰ
φύλλα μετρίως, καλάμου φραγμίτου τὰ φύλλα μετρίως, κώνειον ἄκρως,
λειχὴν ὁ ἐπὶ τῶν πετρῶν, μήκωνες πᾶσαι καὶ ὁ ἐξ αὐτῶν ὀπός,
μηλέας ὁ καρπὸς καὶ τὰ φύλλα καὶ οἱ χυλοὶ καὶ οἱ φλοιοὶ πλὴν τῶν
γλυκέων (ταῦτα γὰρ ὑδατώδη εὔκρατα), περσικῆς ὁ καρπός, κιτρίου ἡ

Ορειβάσιος. Collectiones medicae (lib. 1-16, 24-25, 43-50)


Book 14, chapter 34, section 1, line 1

μεταλλευομένης (καὶ ταύτην δὲ καύσας λεπτομερεστέραν ἐργάσῃ),


σάνδυξ ὁ γινόμενος καιομένου ψιμυθίου, φῦκος, στέαρ λέοντος καὶ
παρδάλεως καὶ ὑαίνης πάνυ (τὸ δὲ τῶν ταύρων ἔλαττον), καστόρειον,
σηπέας ὄστρακον, ἔρια καυθέντα.

Ὅσα παχυμερῆ.
47

Ἀρνογλώσσου ἡ ῥίζα, βαλαύστιον, γίγαρτα, ἔλαιον βαλάνινον,


ζιγγιβέρεως ἡ ῥίζα, καγκάνου ῥίζα, κρόμμυον, σίκυος, λεπίδες πᾶσαι
(ἔλαττον δ' ἡ τοῦ χαλκοῦ), σῶρι, στυπτηρία ἱκανῶς, ἥ τε ὑγρὰ καὶ
ἡ πλακῖτις καὶ ἡ πλινθῖτις· λεπτομερεστέρα δέ πώς ἐστι τούτων ἥ τε
σχιστή, καὶ μετὰ ταύτην ἡ στρογγύλη.

Ορειβάσιος. Collectiones medicae (lib. 1-16, 24-25, 43-50)


Book 15, chapter 1:5, section 6, line 7

ἐλαίων διαφέρει τὰς αὐτὰς διαφορὰς ἅσπερ καὶ οἱ καρποί, ἐξ ὧν


ἐκθλιβομένων γίνεται· τὸ μὲν γὰρ κίκινον λεπτομερέστερόν τε καὶ
διαφορητικώτερόν ἐστιν, ὅμοιον μάλιστα τῷ ἐκ τῆς ἐλαίας ἐλαίῳ τῷ
παλαιῷ· τὸ δὲ ῥαφάνινον ὅμοιον μὲν τὰ ἄλλα, θερμότερον δέ, καὶ
μᾶλλον ἔτι τούτου τὸ σινάπινον· ὅμοιον δ' αὐτῷ τὸ ἐκ τοῦ μελανθίου·
ἔμπαλιν δὲ τούτοις τὸ μύρσινόν τε καὶ σησάμινον καὶ βαλάνινον, τὸ
μὲν τῷ στύφειν, τὰ δ' ὅτι παχυμερῆ. μικτῆς δ' ἐστὶ δυνάμεως τό τε
σχίνινον καὶ τὸ τερμίνθινον καὶ τὸ μαστίχινον· οὐ γὰρ μαλάττει μό-
νον, ἀλλὰ καὶ στύφει. τὸ δ' ἀμυγδάλινον ἐπικρατοῦσαν μὲν ἔχει τὴν
πικρότητα, μετέχει δέ τινος καὶ στύψεως· οὐ μὴν τό γε καρύϊνον,
ἀλλ' ἁπλῆς μάλιστα δυνάμεώς ἐστι διαφορητικῆς. θερμότερον δ' αὐτοῦ

Ορειβάσιος. Collectiones medicae (libri incerti)


Chapter 34, section 9, line 2

ἄνηθον χλωρὸν σὺν πτισάνῃ ἑψήσας δίδου ῥοφεῖν. εἰ δὲ λεπτὸν εἴη


τὸ γάλα, τὰ λουτρὰ ἀποδοκιμάζειν [καὶ] ὡς ἐξυδατοῦντα τοὺς χυ-
μούς· χρηστέον δ' ἐν τροφῇ χόνδρῳ, ὠοῖς ῥοφητοῖς, ἄρτοις σεμιδαλί-
ταις καὶ χοιρείοις ποσὶ καὶ ἀκροκωλίοις καὶ ὀρνιθίοις πιοτέροις ἐρι-
φείοις τε κρέασι καὶ οἴνῳ γλυκεῖ. εἰ δὲ παχύτερον εἴη τὸ γάλα τῆς
γυναικός, λεπτυνούσῃ τροφῇ χρηστέον καὶ ἀτροφωτέρᾳ καὶ βαλανίοις
συνεχέστερον. τὸ γὰρ παχύτερον γάλα ἀποστήματα καὶ δοθιῆνας περὶ
τὸ σῶμα τοῦ βρέφους γεννᾷ, καὶ ἡ γαστὴρ αὐτοῦ ἐπέχεται· ἀλλ'
οὐδὲ τὰ οὖρα κατὰ λόγον φέρεται, ἔμετοι δ' ἐνοχλοῦσι φλεγματώδεις,
δυσκίνητόν τε καὶ δύσπνουν γίνεται τὸ βρέφος καὶ ἀνόρεκτον, ἄχρουν
καὶ λῆμας ἔχον παχείας καὶ μύξας ὁμοίως, φῦσαί τε .

Ορειβάσιος. Collectiones medicae (libri incerti) Chapter 34, section 10,


line 6

ροῦσιν. εἰ δὲ δριμύτερον γένηται τὸ γάλα ἤτοι ὀρωδέστερον, ἢ ὀλίγων


48

ἡμερῶν ἐστιν ἡ γυνὴ τέξουσα, ἐκκρίσεις διὰ γαστρὸς τοῦ βρέφους


πλείονες γίνονται μετὰ δήξεως, καὶ ἀνορεξία κρατεῖ, ἐξανθήματά τε
δριμύτερα γίνονται καὶ μάλιστα περὶ τὰ ἄνω μέρη, ἤδη δὲ καὶ τὰ
κάτω, ἰσχνότερον τὸ βρέφος κατὰ βραχὺ γίνεται, ὅθεν παντὶ τῷ
τρόπῳ κατακεραστέον τὸ σῶμα τῆς τιτθῆς βαλανίοις τε γλυκέσι καὶ
εὐχύμῳ τροφῇ. ἐπὶ πολὺ δὲ φερόμενον τὸ γάλα εἰ βούλει ἐλαττῶσαι,
ἀτροφώτερα δίδου σιτία καὶ ἐλάχιστα, κατάπλασσε δὲ τοὺς μασθοὺς
φακῷ ἑφθῷ ἢ κυμίνῳ μετ' ὄξους, ἢ λίθον λευκὸν τὸν ἁπαλόν, ᾧ εἰς
τὰς οἰκοδομὰς χρώμεθα, ὁμοίως μετ' ὄξους ἢ ὑοσκύαμον μετ' ὄξους ἢ
ῥάκος ὄξει βρέχων μετ' ὄξους ἐπιτίθει καὶ συνεχῶς ἐπίβρεχε·

Ορειβάσιος. Eclogae medicamentorum Chapter 59, section 2, line 6

ὄσχεον κατολισθήσεσι καὶ ἐπὶ δηλητηρίοις φαρμάκοις. τὰ μὲν οὖν παι-


δία πυριατέον ἐλαιοβραχέσιν ἐρίοις συναφεψωμένου τῷ ἐλαίῳ κυμίνου
ἢ πηγάνου ἢ ἀνήθου· ὁτὲ δὲ καὶ ἐμπαστέον τὴν κοιλίαν κυμίνῳ λείῳ,
εἶτ' ἐπιθετέον τὸ ἔριον. μὴ παρηγορούμενα δὲ καταπλαστέον ὠμῇ
λύσει μετὰ κυμίνου ἢ σελίνου καὶ ἀνήσσου ἢ πηγάνου σπέρματος,
ξηροβαλανιστέον τε μέλιτι καὶ κυμίνῳ καὶ πηγάνου σπέρματι καὶ
νίτρῳ. ἐγκαθιστέον δ' αὐτοὺς εἰς ὑδρέλαιον, μετὰ δ' ἀσιτίαν πόλτοις
τρεφέσθωσαν. ἁρμόζουσι δὲ καὶ αἱ διὰ τῶν φακῶν καὶ κύστεων
πυρίαι· ἔστι δ' ὅτε καὶ διὰ σπόγγων ἐξ ὑδρελαίου προσοιστέον. πυρια-
τέον τε καὶ τὴν ἕδραν διά τε τῶν σπόγγων καὶ δι' ἀγαθίδων. χρη-
στέον τε καὶ τρίψεσι τῶν μερῶν μετὰ πολλοῦ λίπους δι' εὐαφῶν

Ορειβάσιος. Synopsis ad Eustathium filium Book 1, chapter 20, section


1, line 2

Σαμίας 𐅻 δ· ῥευματιζομέναις δὲ καὶ πλαδώσαις ἑλκώσεσι χάρτου κεκαυ-


μένου ἢ σχίνου τέφραν ἢ τοῦ διὰ χάρτου μεθ' ὕδατος ἢ ἀφέψημά τι
τῶν στυφόντων.

Περὶ βαλάνων.

Χρώμεθα δὲ βαλάνοις πολλάκις σκυβάλων ἐκκρίσεως ἕνεκεν, καὶ


ἐφ' ὧν τὸ ἐνεθὲν διὰ κλυστῆρος οὐκ ἐκκρίνεται· πλάσσεται δὲ βαλάνια
ἐξ ἁλὸς ὀπτοῦ καὶ μέλιτος καὶ νίτρου. καὶ θύμος δὲ τῷ ἀπηφρισμένῳ
μέλιτι μίσγεται. πλάσσεται δὲ καὶ ἐκ ῥητίνης τερεβινθίνης καὶ νίτρου,
καί ποτε καὶ κόκκου Κνιδίου συμμέτρου· δήξεις δ' ἐγείρει· διὸ χριστέον
τὰ μέρη ἐλαίῳ. ἔτι δὲ καὶ πύρεθρον ἢ πέπερι ἐλαίῳ παραπλέκεται
καὶ ἁρμόζει παραλυτικοῖς καὶ ταῖς ὑπὸ ψύξεως ἐμπνευματώσεσιν.
49

Ορειβάσιος. Synopsis ad Eustathium filium Book 2, chapter 7, section 1,


line 5

Ὅσα ψύχει μετρίως.

Ἄγρωστις μετρίως, ἀλσίνη χωρὶς στύψεως, ἄπιοι μετρίως κατα-


πλασσόμεναι, βαλαύστιον, βάτου τὰ φύλλα καὶ οἱ βλαστοὶ καὶ ὁ ἄωρος
καρπὸς καὶ τὸ ἄνθος, βρόμος μετρίως, βρύον θαλάσσιον, γλαύκιον με-
τρίως, δορύκνιον πάνυ, ἐλαίας οἱ θαλλοὶ καὶ ὁ ἄωρος καρπός, ἔλαιον
μύρσινον, σησάμινον, βαλάνινον, ἑλξίνη ἣ καὶ περδίκιον μετρίως, ἔλυ-
μος, ἴου τὰ φύλλα, καλάμου φραγμίτου φύλλα μετρίως, κώνειον ἄκρως,
λειχὴν ὁ ἐπὶ τῶν πετρῶν, μήκωνες πᾶσαι, μηλέας ὁ καρπὸς καὶ τὰ
φύλλα καὶ οἱ χυλοὶ καὶ οἱ φλοιοὶ πλὴν τῶν γλυκέων, περσικῆς ὁ καρ-
πός, κιτρίου ἡ σάρξ, μύκητες ἱκανῶς, ὄμφακος ὁ χυλὸς ἱκανῶς, τὸ
ἀπὸ τοῦ σίτου ἄμυλον μετρίως, ῥόδινον μετρίως,

Ορειβάσιος. Synopsis ad Eustathium filium Book 5, chapter 9, section 5,


line 2

πόροις. χρὴ δὲ τηνικαῦτα τὸ παιδίον εὐσταλέστερον διαιτᾶν καὶ λούειν


θερμῷ, καὶ εἰ μὲν διάρροιαν ἔχοι, πειρᾶσθαι συνάγειν τὴν γαστέρα
τοῖς ἐπιθέμασιν, οἷα μάλιστα ἵστησι, τὸ κύμινον ἐμπάσσοντας ἐρίῳ ἢ
τὸ ἄνησον ἢ τὸ σέλινον. ἀγαθὸν δὲ καὶ σπέρμα ῥόδων προσμίσγειν
καὶ τὸ ὅλον θερμῶς ξηραίνειν. εἰ δὲ μηδὲν ὑπίοι κάτω, ἐρεθίζειν
πρᾴως τῷ μέλιτι, πλάσσοντας ὡς βαλάνιον, ἢ μίνθῃ τετριμμένῃ μετὰ
μέλιτος διαχρίειν. δοκεῖ δὲ κάλλιστα βοηθεῖν τοῖς σπασμοῖς τῶν παι-
δίων ἡλιοτρόπιον ἑψόμενον ἐν ὕδατι, εἰ λούοιτο ἐν τούτῳ τὸ παιδίον.
ὠφελεῖ δὲ καὶ ἰρίνῳ χρῖσαι ἢ κυπρίνῳ καὶ τῷ Σικυωνίῳ καὶ τὸ σύμ-
παν θερμαίνειν. ἐπεὶ δ' ἀνατελλόντων τῶν ὀδόντων δάκνει τοὺς
δακτύλους καὶ τιτρώσκει, καλῶς ἂν ἔχοι κατέχειν ἴρεως ῥίζαν

Ορειβάσιος. Libri ad Eunapium (lib. 1-4) Book 4, chapter 69, section 3,


line 7

οὖν μέτρια τά τε διὰ τῶν φοινίκων ἐστὶν ἐναφεψομένων ποτὲ μὲν


ὕδατι μόνῳ, ποτὲ δὲ καὶ βραχέος μέλιτος ἐμβεβλημένου, καὶ ῥόδων,
ἑλίκων ἀμπέλου καὶ βάτου, σχίνων καὶ τερμίνθων καὶ κύπρου καὶ ὑπο-
κιστίδος· τούτων δ' ἰσχυρότερα τό τε τῆς μυρσίνης ἀφέψημα καὶ τὸ
50

τῶν στρυφνῶν κυδωνίων μήλων ἀκρεμόνων τε πρίνου καὶ φηγῶν


βαλανίων τε αὐτῶν μεσπίλων τε καὶ κρανίων καρπῶν· γενναιότατον
δὲ κηκίδων τε καὶ ῥοῦ καὶ βαλαυστίων καὶ κυτίνων σιδίων. τούτων
ἑκάστου κατὰ μόνας ἢ μετ' ἀλλήλων ἑψηθέντων, ἀνακογχυλιάζεσθαι
δεῖ τῷ ὕδατι ξηροῖς τε λειωθεῖσι προσάπτεσθαι τοῦ γαργαρεῶνος, ἀτρέμα
πως προσάγοντας πρός τε τὴν ἄνω χώραν καὶ τὴν ἐκτός, ὡς ἐπὶ τὴν
γλῶσσαν· ἐμβεβλήσθω δὲ κοχλιαρίῳ λελειωμένα ξηρὰ τὰ φάρμακα·

Η φηγός (βελανιδιά) του Διός στη Δωδώνη - Η ΔΙΑΔΡΟΜΗ ® 29 Φεβ 2012 - μια φηγός
(βελανιδιά) όπου οι ιερείς έδιδαν χρησμούς σύμφωνα με το θρόισμα που προκαλούσαν ο
άνεμος και τα πτηνά στα φύλλα του. Η φηγός κόπηκε από μισαλλόδοξους ανθρώπους το
391 μ.Χ., ενώ σήμερα, είναι πιθανόν, η βελανιδιά που βρίσκεται στη θέση της να είναι η
βιολογική συνέχεια της Ιεράς ...

Stephanus Med., Phil., Commentarii in priorem Galeni librum


therapeuticum ad Glauconem Τόμ. 1, page 330, line 25

Μάλιστα δὲ τοῖς προσθέτοις βαλάνοις τοῦτο πειρᾶ-


σθαι δρᾷν. –

Πρόσθετα καλεῖται τὰ ὑπὸ τῶν ἰατρῶν σκευαζόμενα


βαλάνια μετρίως ἐρεθίζειν δυνάμενα. φεύγει δὲ ἐπὶ
τούτων τὴν τῶν ἐνετήρων χρῆσιν, εἰδὼς ὅτι ἐκ τούτων
ἀναπέμπεταί τις ἀεὶ μοχθηρὰ ποιότης περὶ τὸν στόμα-
χον, καὶ κακοῖ αὐτόν. ἀμέλει ἐφ' ὧν ἐστιν ἀσθενὴς ὁ
στόμαχος, μέλλοντες ἐνετῆρι κεχρῆσθαι, πρῶτον παρέ-
χομεν εὔκρατον ὕδωρ πίνειν, ἵνα τοῦτο πρὸ πάντων τῇ

Pseudo-Hippocrates Med., Περὶ διαφορᾶς τροφῶν πρὸς Πτολεμαῖον


Page 493, line 19

σὰρξ αὐτῶν μετρίως πως τρόφιμος, πλέον δὲ βρωθεῖσα χολὴν


γεννᾷ. τὰ ζίντζυφα κακόχυμα καὶ ψυχρά. κάστανα
δύσπεπτα καὶ κακόχυμα, ψυχρὰ καὶ ξηρὰ καὶ φυσώδη καὶ
γαστρὸς ἐφεκτικά· τὰ δὲ ψυκτὰ τὸ φυσῶδες ἀποτίθενται,
εἰς δὲ τροφὴν οὐδὲ ταῦτα ἐπιτήδεια. ἐοίκασί πως βαλάνια. τὰ κάρυα τὰ
βασιλικὰ ὀλιγότροφα καὶ εὐστόμαχα
μετρίως ἐσθιόμενα· εἰ δὲ μετὰ ἰσχάδων ἐσθίει τις αὐτά,
ἐπὶ πλέον εἰσὶν εὐστόμαχα· μετὰ πηγάνου δὲ νῆστις λαμ-
βάνων τρία οὐδὲν βλαβήσεταί τις ὑπὸ θανασίμων φαρμάκων.
51

τὰ δὲ ποντικὰ κάρυα ἃ δὴ καὶ λεπτοκάρυα καλοῦνται


ψυχρότερα καὶ αὐστηρότερα καὶ γεώδη εἰσί.

Fragmenta Alchemica, Tractatus alchemicus (fragmenta) (P. Holm.)


Fragment 2, line 5

λάξει τὴν σύμπασαν μεῖξιν | ἀνεξάλειπτον.


Ἄλλο. |
Εἰς δὲ Δημόκριτον Ἀναξίλαος ἀναφέρει καὶ |
τόδε. Τοὺς κοινοὺς ἅλας ἅμα στυπτηρίᾳ | τῇ σχιστῇ
λεάνας εὖ μάλα σὺν ὄξει καὶ ἀνα‖πλάσας κολλούρια
ταῦτ' ἐπὶ τρεῖς ἡμέρας | ἔψυχεν ἐν βαλανίῳ κἄπειτα
λεάνας συν|εχώνευε τὸν χαλκὸν ἐπὶ τρεῖς καὶ ὕδατι |
θαλαττίῳ κατασβεννύων ἔψυχεν. Ἐλέγ|ξει τὸ ἀποβησόμε-
νον ἡ πεῖρα. ‖
Ἄλλο. |
Κασσίτερον λευκόν τε καὶ μαλακὸν τετρά|κις καθήρας

Cyranides, Cyranides
Book 2, section 38, line 4

τούτου τὸ ἄκρον τῆς οὐρᾶς καὶ οἱ δίδυμοι καὶ οἱ νεφροί, πρὸς


συνουσίαν διεγείρουσιν τὸ μόριον ἐν ποτῷ δοθέντα.

Περὶ τράγου.

Τράγος, πᾶσι γνωστός.


Τούτου τὸ ἧπαρ ὀπτόμενον μετὰ τοῦ ἰχῶρος νυκτάλωπας ὠφελεῖ ἐν-
σταζόμενον. τὸ δὲ αἷμα αὐτοῦ ξηρὸν μετὰ κικίδων καὶ βαλανίων ἐν
βρώματι ποθὲν ἀποστήματα πεπαίνει.
Ὁμοίως κατάκλεισον εἰς σφραγῖδα χρυσῆν δισκοειδῆ, μετὰ γλώς-
σης βατράχου καὶ κινναμώμου ἢ μόσχου, καὶ συρράψας εἰς δέρμα ἐλά-
φου περίαπτε ἢ ἐντίθει τοῦτο ἐν ζωδίῳ, καὶ ἔσονται ἐν τῷ τόπῳ ἐκεί-
νῳ θυσίαι ὀνομασταί.

Παυσανίας. Attic., Ἀττικῶν ὀνομάτων συναγωγή Alphabetic letter


alpha, entry 65, line 1
52

Κροτωνιάτας αἰτῆσαι συμμαχίαν τοὺς Λακεδαιμονίους· τῶν δὲ στρατὸν


μὲν οὐκ ἔχειν φησάντων, διδόναι δὲ αὐτοῖς τοὺς Διοσκούρους τοὺς
Λοκροὺς οἰωνισαμένους τὸ κερτομηθὲν τήν τε ναῦν ἀποστρέψαι καὶ
δεηθῆναι τῶν Διοσκούρων συμπλεῖν αὐτοῖς. νικησάντων δὲ αὐθημερὸν
καὶ τῆς φήμης διαγγελθείσης εἰς Σπάρτην τὸ μὲν πρῶτον ἀπιστηθῆναι,
ἐπεὶ δὲ εὑρέθη ἀληθῆ, ἐκβῆναι ἐκεῖθεν τὴν ῥηθεῖσαν παροιμίαν.
ἀληλεσμένον βίον· οἱ μὲν ἐπὶ τῶν βαλανίτῃ βίῳ χρωμένων ἐδέξαντο, οἱ
δὲ ἐπὶ τῶν ἀταλαιπώρως βιούντων· οἷον κατειργασμένον, πρὸς τροφὴν
ἕτοιμον. Ἁλικοί· οἱ τὰ πρὸς θάλασσαν τῆς Πελοποννήσου περὶ Τίρυνθος
οἰκοῦντες μέρη. ἅλις Δρυός· ἐπὶ τῶν δυσχερῶς μέν τι καὶ ἀηδῶς
ἐσθιόντων, ὕστερον δὲ βέλτιόν τι εὑρόντων.

Παυσανίας. Attic., Ἀττικῶν ὀνομάτων συναγωγή Alphabetic letter


alpha, entry 69, line 1

ὑπομνήμασι (FHG. IV 422, fr. 46) λέγει οὕτως· ‘Ἁλκυονέως τοῦ γίγαντος
θυγατέρες ἦσαν Φθονία, Ἄνθη, Μεθώνη, Ἀλκίππα, Παλλήνη, Δριμώ,
Ἀστερίη. αὗται μετὰ τὴν τοῦ πατρὸς τελευτὴν ἀπὸ Καναστραίου, ὅ ἐστιν
ἄκρον τῆς Παλλήνης, ἔρριψαν αὑτὰς εἰς τὴν θάλασσαν. Ἀμφιτρίτη δὲ
αὐτὰς ὄρνιθας ἐποίησε καὶ ἀπὸ τοῦ πατρὸς ἁλκυόνες ἐκλήθησαν. αἱ δὲ
νήνεμοι καὶ γαλήνην ἔχουσαι ἡμέραι ἁλκυονίδες καλοῦνται’.
ἄλλην δρῦν βαλάνιζε· ἐπὶ τῶν ἐνδελεχῶς αἰτούντων τι ἢ παρὰ τῶν
αὐτῶν ἀεὶ δανειζομένων.
ἄλλος οὗτος Ἡρακλῆς (com. fr. ad. 685 K.)· παροιμία ἐπὶ Θησεῖ ἢ ἑνὶ
τῶν Ἰδαίων Δακτύλων, οἱ δὲ ἐπὶ τῷ Αἰγυπτίῳ Ἡρακλεῖ, οἱ δὲ ἐπὶ τῷ τῆς
Ἀλκμήνης.
ἀλοιμός· τὸ τῶν τοίχων χρῖσμα. ἀλοιφεῖον· ᾧ οἱ ἀλεῖπται χρῶνται.

Chronicon Paschale, Chronicon paschale


Page 561, line 12

ἐκκλησίας τοῖς ὀρθοδόξοις, πανταχοῦ ποιήσας σάκρας καὶ διώ-


ξας ἐξ αὐτῶν τοὺς λεγομένους Ἀρειανοὺς Ἐξωκιονίτας, τοὺς δὲ
ναοὺς τῶν Ἑλλήνων κατέστρεψεν ἕως ἐδάφους.
Κωνσταντῖνος ὁ ἀοίδιμος βασιλεύσας τὰ ἱερὰ μόνον ἔκλει-
σεν καὶ τοὺς ναοὺς τῶν Ἑλλήνων· οὗτος Θεοδόσιος καὶ κατέλυ-
σεν, καὶ τὸ ἱερὸν Ἡλιουπόλεως τὸ τοῦ Βαλανίου τὸ μέγα καὶ
περιβόητον τὸ τρίλιθον, καὶ ἐποίησεν αὐτὸ ἐκκλησίαν χριστια-
νῶν. ὁμοίως δὲ καὶ τὸ ἱερὸν Δαμασκοῦ ἐποίησεν ἐκκλησίαν
χριστιανῶν. καὶ ηὐξήθη τὰ χριστιανῶν πλέον ἐπὶ τῆς αὐτοῦ
βασιλείας. ςϙʹ Ὀλυμπιάς.
53

Ζωναράς. Lexicogr., Lexicon Alphabetic letter beta, page 372, line 25

Βαλανάγρα. ἡ κλείς. παρὰ τὸ ἀγρεύειν τὸν


βάλανον. Βάλανος δέ ἐστι τὸ εἰς τὸν μοχλὸν
σιδήριον, ὃ καλοῦμεν μάγγανον.
Βάλανος φοινίκων. οἶνον ἔπινον ἀπὸ τῆς βαλά-
νου, τῆς ἀπὸ τοῦ φοίνικος.
Βαλανίς. ἡ τοῦ βαλανέως γυνή. *καὶ βασιλὶς ἡ
τοῦ βασιλέως γυνή.*
Βαλία. ἔλαφος κατάστικτος.

Georgius Pachymeres Hist., Συγγραφικαὶ ἱστορίαι (libri vi de Michaele


Palaeologo) Page 55, line 18

οὐκ εὐγενῶν· πλὴν τὸ εὐγενὲς ἐκείνοις πρὸς τοῦ κρατοῦντος ἔρρεπε, καί,
ὡς σφᾶς ἔδει σεμνύνεσθαι ἀξιώμασιν, ἐν εὐεργεσίας μέρει καὶ
ἀμφοτέροις τὸ κῆδος ὁ κρατῶν ἐτίθει, ὥστ' ἐκείνους μὲν ταῖς ματρώναις,
ὡς ὁ Ῥωμαῖος εἴποι, ὡς εἰκὸς μεγαλύνεσθαι, ἐκείνας δ' αὖθις συμμετέχειν
τῶν ἀξιωμάτων τοῖς ἀγομένοις. Προστάττει τοίνυν σὺν τοῖς ἄλλοις καί
τινι τῶν εἰς παιδοπούλους ταχθέντων ἐκείνῳ, τοῦ πατρὸς ζῶντος,
Βαλανιδιώτῃ τοὐπίκλην, τὴν τῆς αὐταδέλφης τοῦ Παλαιολόγου Μαρίας,
εἴτε καὶ Μάρθας, κόρην Θεοδώραν, ἣν τῷ Ταρχανειώτῃ μεγάλῳ
δομεστίκῳ ἐκείνη γεγέννηκεν, εἰς γάμον νόμιμον ἀγαγέσθαι. Καὶ ἦν ὁ
λόγος τοῦ βασιλέως αὐτοῖς βεβαία τις κατεγγύησις, κἀντεῦθεν, ἐπεὶ καὶ
πρὸς τὸν γάμον τὰ μέρη ἦσαν συγκάταινα,
ὡς γαμβρὸς ἀνέδην τὴν τῆς κόρης οἰκίαν εἰσήρχετο. Ἀλλὰ παρερρύη ...

Photius Lexicogr., Scr. Eccl., Theol., Lexicon (Α – Δ) Alphabetic letter


alpha, entry 1007, line 1

Ἀλλοτρίως· πολεμίως.
Ἄλλως· μάτην. ἢ μάλιστα. ἢ κατ' ἄλλον τρόπον.
Ἄλλως τε· μάλιστα.
Ἀλλοτριονομοῦντες (Pl. Theaet. 195a)· ἐναλλαγὴν ὀνο-
μάτων ποιοῦντες. ἢ ὅλως τισί τινα μὴ προσηκόντως διανέμοντες.
Ἄλλην δρῦν βαλάνιζε· ἐπὶ τῶν ἐνδελεχῶς αἰτούντων τι ἢ
παρὰ τῶν αὐτῶν δανειζομένων.
Ἄλλος ἄλλον· ἀντὶ τοῦ ἀλλήλους.
Ἄλλος· ἀντὶ τοῦ ἕτερος. Ὅμηρος (I 313)· “ὅς χ' ἕτερον μὲν
κεύθει ἐνὶ φρεσίν, ἄλλο δὲ εἴπῃ”. τάσσεται δὲ καὶ ἀντὶ τοῦ τίς·
“ὁππότε κεν δή τοι ξυμβλήμενος ἄλλος ὁδίτης” (λ 127).
54

Photius Lexicogr., Scr. Eccl., Theol., Lexicon (Α – Δ)


Alphabetic letter beta, entry 72, line 1

ζουσι. οὕτως Ἀντιφῶν (fr. 157 Th.) καὶ Πίνδαρος (Pyth. 10, 67). Ὑπε-
ρείδης δὲ (fr. 5 J.) τὰ ἐν ταῖς βασάνοις εἰρημένα ὑπὸ τῶν βασανιζο-
μένων καὶ ἀναγραφόμενα βασάνους ὠνόμασεν.
Βασανίσας· ἀντὶ τοῦ δοκιμάσας. κέχρηνται σχεδὸν ἅπαντες οἱ
ἀξιόλογοι.
Βασιλίς· ἡ τοῦ βασιλέως γυνή, ὡς καὶ βαλανὶς ἡ τοῦ βαλανέως.
Βασιλικὴ διαδρομή· ἡ γενομένη τοῦ βασιλέως παρόντος
διαδρομή. ἔστι δὲ οὗτος εἷς τῶν θʹ ἀρχόντων Ἀθήνησιν· ὃς βασιλικὴ
διαδρομὴ καλεῖται.

Ευστάθιος Σχόλια στην Ομήρου Οδύσσεια. Τόμ. 2, page 30, line 2

μόνον δρυπέπεις ἐλαῖαι βαρυτόνως κατὰ τοὺς παλαιοὺς αἱ ἐν τῷ δένδρῳ


πεπαινόμεναι αἱ καὶ γεργέρι-
μοι, ἀλλὰ καὶ ἁπλῶς δρυπέπης καρπὸς ὁ ἐπὶ τοῦ δένδρου πεπανθείς.
ἐλέγοντο δὲ καὶ ἰσχάδες τινὲς
δρυπέπεις. ὧν ἡ μέση ὀξεῖα κατὰ τοὺς παλαιοὺς, τουτέστιν αἳ
παροξύνονται, οὐ μὴν προπαροξύνον-
ται. οἳ καὶ δοτικὴν πληθυντικὴν αὐτῶν προφέρουσι προπαροξύτονον·
δρυπέπεσι γάρ. ἐλέγετο δὲ καὶ
δρυπολεῖν τὸ ξύλοις ἁπλῶς πολιορκεῖν ἢ τὸ κακοηθίζεσθαι, ὡς καὶ τοῦτο
φασὶν οἱ παλαιοὶ, ἀπὸ παροι-
μίας τῆς, ἄλλην δρῦν βαλάνιζε. καὶ δρύτη δέ, φασι, πύελος κυρίως ἡ
ξυλίνη, ὡς ἀπὸ Δρυός· ἧς ἡ
χρῆσις καὶ παρ' Αἰσχύλῳ ἐν Ἀγαμέμνονι. εἰ δὲ διὰ διφθόγγου γράφεται ἡ
δροίτη ἐκεῖ διὰ τὸν οἶτον,
οὐ κωλύει τοῦτο τὴν ῥηθεῖσαν ἑρμηνείαν αὐτῆς. συγκέκοπται γὰρ ἐκ τοῦ
δρυοίτη, ἵνα ᾖ κυρίως δροίτη
πύελος ἢ λάρναξ ἐπὶ τεθνεῶσιν. ἐκ τῆς δρυὸς δὲ καὶ ὁ κατὰ μὲν τὸν
κωμικὸν δρυκολάπτης, κατὰ δὲ
Ἀριστοτέλην δρυοκολάπτης, ὁ πᾶν δένδρον τῷ ῥάμφει κολάπτων.
ἐκεῖθεν δὲ καὶ δρύοχοι ὧν καὶ ὁ ποιητὴς ἐν τοῖς ἑξῆς μέμνηται, καὶ
δρυοπαγὴς στόλος ὁ δρύϊνος πάσσαλος· στόλους γάρ, φασιν, ἔλεγον

Ευστάθιος Σχόλια στην Ομήρου Οδύσσεια. Τόμ. 2, page 196, line 3

δὲ γράφεται δρυὸς παλαιφάτου, ἐνθυμητέον ὡς οὐ μόνον δρῦς


55

παλαίφατος, ἀλλὰ ὁμωνυμίας λόγῳ


καὶ κύριον ἀνδρὸς σοφοῦ θεραπεύσαντος μύθους πρὸς ἱστορίαν, εἰς ὃ καί
τις Ἡράκλειτος ἐπονήσατο,
ἔτι δὲ καὶ Χάραξ. Παλαιφάτου δὲ μέμνηται καὶ Ἀθήναιος, ἔνθα μαγείρου
σοφιζομένου καὶ τὴν οἰκείαν
τέχνην ἀποσεμνύνοντος ἔφη τὸ, καινὸς οὑτοσὶ Παλαίφατος. ὃ δὴ καὶ
παροιμιάζεται τοὺς πιθανολο-
γοῦντας τὰ μὴ οἷά τε ὄντα προσοχὴν ἔχειν. Εἰς δὲ τὸ ἀπὸ δρυὸς εἶναι
προσενθυμητέον ἐκ τῶν παλαιῶν
καὶ τὸν ὥς φασιν ἐκεῖνοι βαλανίτην βίον, ὃς ὕστερον ἐξ ἐπιμελείας καὶ
εὑρέσεως ἀλετοῦ ἐξήνεγκε παροιμίαν τὴν, ἀληλεσμένον βίον ζῇ ἐξ
ἀγρίου καὶ ἀκανθώδους τοῦ πρότερον· ὃν δηλοῖ τὸ, οὐ γὰρ ἄκανθαι·
ὑπομιμνῆσκον τὴν τοῦ παλαιοῦ βίου μεταβολήν. ἐντεῦθεν δὲ καὶ τὸ, ἅλις
δρυὸς, ἐπὶ τῶν δυσχερῶς,
φασὶ, καὶ ἀηδῶς ἐσθιόντων, ὕστερον δὲ κάλλιόν τι εὑρόντων. τῷ δὲ, οὐ
γὰρ ἄκανθαι, σύνδρομον
καὶ τὸ, μερὶξ οὐ πνὶξ, ὡς ἀλλαχοῦ ἐγράφη. τὸ δέ γε, ἄλλην δρῦν
βαλάνιζε, ἄλλως ἐναλλαγὴν βίου
δηλοῖ, οὐ μὴν τὴν ἐκ πάντῃ ἀγρίου εἰς ἥμερον. ἔτι προσενθυμητέον καὶ
ὅτι, καθὰ τῷ, ἀπὸ δρυὸς ...

Ευστάθιος Σχόλια στην Ομήρου Οδύσσεια.


Τόμ. 2, page 196, line 7

... τὰ μὴ οἷά τε ὄντα προσοχὴν ἔχειν. Εἰς δὲ τὸ ἀπὸ δρυὸς εἶναι


προσενθυμητέον ἐκ τῶν παλαιῶν
καὶ τὸν ὥς φασιν ἐκεῖνοι βαλανίτην βίον, ὃς ὕστερον ἐξ ἐπιμελείας καὶ
εὑρέσεως ἀλετοῦ ἐξήνεγκε παροι-
μίαν τὴν, ἀληλεσμένον βίον ζῇ ἐξ ἀγρίου καὶ ἀκανθώδους τοῦ πρότερον·
ὃν δηλοῖ τὸ, οὐ γὰρ ἄκανθαι·
ὑπομιμνῆσκον τὴν τοῦ παλαιοῦ βίου μεταβολήν. ἐντεῦθεν δὲ καὶ τὸ, ἅλις
δρυὸς, ἐπὶ τῶν δυσχερῶς,
φασὶ, καὶ ἀηδῶς ἐσθιόντων, ὕστερον δὲ κάλλιόν τι εὑρόντων. τῷ δὲ, οὐ
γὰρ ἄκανθαι, σύνδρομον
καὶ τὸ, μερὶξ οὐ πνὶξ, ὡς ἀλλαχοῦ ἐγράφη. τὸ δέ γε, ἄλλην δρῦν
βαλάνιζε, ἄλλως ἐναλλαγὴν βίου
δηλοῖ, οὐ μὴν τὴν ἐκ πάντῃ ἀγρίου εἰς ἥμερον. ἔτι προσενθυμητέον καὶ
ὅτι, καθὰ τῷ, ἀπὸ δρυὸς
ἢ πέτρης εἶναι τινὰ, ἔστι παραχρήσασθαι παροιμιακῶς ἐπὶ ἀγριότητι,
οὕτω καὶ τῷ ἀπὸ τῆς ἅλμης λόγῳ, καθ' ὃν ἐκ μὲν τῆς πικρᾶς ἀκράχολός
τις ἄνθρωπος ἁλμίων ἐσκώφθη, ἐκ δὲ τῆς νοστίμου ἅλμην ἔχειν λέγεται ὁ
ἡδὺς ἄνθρωπος.
56

Etymologicum Genuinum, Etymologicum genuinum (ἀνάβλησις –


βώτορες) Alphabetic letter beta, entry 47, line 1

τέστι μετὰ πλήθους ποιούμενος τὴν βάσιν καὶ τὴν ἔξοδον. ἢ ὅτι
λαοῦ ἐστι βάσις καὶ στήριγμα. ἢ παρὰ τὴν βάσιν καὶ τὸ λεύσσειν,
ὁ ἐν τῷ περιϊέναι περίβλεπτος. ἢ πασιλεύς τις ὤν, ὁ πάντας λεύς-
σων καὶ πάντων προνοῶν AB, Sym. 42, EM 65. Choerob. epim.
ps. 69, 23.
Βασιλίς· ἡ τοῦ βασιλέως γυνή, ὡς καὶ βαλανίς, ἡ τοῦ
βαλανέως. ῥητορική. λέγει δὲ Ἡρωδιανὸς ἐν τῷ Περὶ παθῶν (II
1250), ὅτι ἀπὸ τοῦ βασιλεύς βασιλῆος γίνεται βασιληΐς καὶ ἀποβολῇ
τοῦ η βασιλίς AB, Sym. 42, EM 64. Lex. rhet. + Hdn. l. c.

Etymologicum Magnum, Etymologicum magnum Kallierges page 189,


line 9

. Ἐκ τοῦ ῥητορικοῦ.
Βασιλεύτωρ: Παρὰ τὸ βασιλεύσω. Ἀντίμαχος
ἐν πρώτῃ Θηβαΐδος,
οἷοι ἔσαν βασιλεύτορες Αἰγιαλήων.
Βασιλίς: Ἡ τοῦ βασιλέως γυνὴ, ὡς καὶ βαλανὶς, ἡ τοῦ βαλανέως. Ἀπὸ
τοῦ βασιλεὺς βασιλῆος
γίνεται βασιληΐς· καὶ ἀποβολῇ τοῦ η, βασιλίς.
Βασιλεύς: Σημαίνει τρία· τὸν θεὸν, ὡς τὸ,
Ὦ Ζεῦ βασιλεῦ.

Lexica Segueriana, Collectio verborum utilium e differentibus rhetoribus


et sapientibus multis (Σb) (recensio aucta e cod. Co
Alphabetic entry beta, page 179, line 5

βάρεις: πλοῖα. τείχη. στοαί. αὐλαί. πύργοι.


βαρύμηνις: μνησίκακος.
βάσιμος: πορευτική.
βαρυπήμων: ἄθλιος. βεβαρημένος. κακός.
βασιλίς: ἡ τοῦ βασιλέως γυνή· ὡς καὶ βαλανίς
ἡ τοῦ βαλανέως.
βάσις: πούς. ῥίζα. θεμέλιον. κρηπίς. βαθμός. ἀνά-

Magica, Papyri magicae Preisendanz number 36, line 74


57

ἄγι δὲ ἄνδρας γυνεξὶν καὶ γυνε̃κας ἄνδρεσιν


καὶ παρθένους ἐκπηδᾶν οἴκοθεν ποιεῖ. λαβὼν
χάρτην καθαρὸν γράφε αἵματι ὀνίῳ τὰ ὑποκίμενα
ὀνόματα καὶ τὸ ζῴδιον, καὶ βαλὼν οὐσίαν, ἧς θέλεις
γυναικός, χρίσας τὸ πιττάκιον ὀξοκόμι βεβρεγμένῃ
κόλλα εἰς τὸν ξηρὸν θόλον τοῦ βαλανίου, καὶ θαυμάσεις.
τήρ(ε)ι δὲ σεαυτόν, μὴ πληγῇς. ἔστι δὲ τὰ γραφόμενα ταῦτα·
’ἐλθέ, Τυφῶν, ὁ ἐπὶ τὴν ὑπτίαν πύλην καθήμενος,
Ἰὼ Ἐρβηθ, Ἰὼ Πακερβήθ, Ἰὼ Βαλχοσήθ, Ἰὼ Ἀπομψ,
Ἰὼ σεσενρ̣ω̣, Ἰὼ βιματ, Ἰακουμβιαι, ἀβερραμενθω
ουλερθεξα̣να̣ξ ἐθρελυοωθ μεμαρεβα του Σήθ, ὡς ὑ

Magica, Papyri magicae Preisendanz number 36, line 334

καὶ περίαψον ἀποκρουστικῆς οὔσης τῆς σελήνης ἐν θηλυ-


κῷ ζωδίῳ ἐν ἡμέρᾳ Κρόνου ἢ Ἑρμοῦ. μῖξον δὲ καὶ ταῖς
κριθαῖς καὶ ῥύπον ἀπὸ ὠτίου μούλας.
Ἀγωγὴ ἐπὶ [ζ]μύρνης. λέγε τὸν λόγον [κ]αὶ [βάλε ἐπὶ τὴν]
πλάκαν τοῦ βαλανίου, ἔστιν δὲ ὁ λόγος οὗτος·
’Ζμύρνα, Ζμύρνα, ἡ παρὰ θεοῖς διακονοῦσα, ἡ πο̣ταμοὺς κ[αὶ]
ὄρη ἀναταράξασα, ἡ καταφλέξασα τὸ ἕλος τοῦ Ἀχαλδα,
ἡ κατακαύσασα τὸν ἄθεον Τυφῶνα, ἡ σύμμαχος
τοῦ Ὥρου, ἡ προστάτις τοῦ Ἀνούβεως, ἡ καθοδηγὸς τῆς
Ἴσιδος· ὁπόταν σε βάλω, Ζμύρνα, ἐπὶ τὸν στρόβιλον τῆς

Magica, Papyri magicae Preisendanz number 36, line 340

‘Ζμύρνα, Ζμύρνα, ἡ παρὰ θεοῖς διακονοῦσα, ἡ πο̣ταμοὺς κ[αὶ]


ὄρη ἀναταράξασα, ἡ καταφλέξασα τὸ ἕλος τοῦ Ἀχαλδα,
ἡ κατακαύσασα τὸν ἄθεον Τυφῶνα, ἡ σύμμαχος
τοῦ Ὥρου, ἡ προστάτις τοῦ Ἀνούβεως, ἡ καθοδηγὸς τῆς
Ἴσιδος· ὁπόταν σε βάλω, Ζμύρνα, ἐπὶ τὸν στρόβιλον τῆς
πλακὸς τοῦ βαλανίου τούτου, ὡς σὺ κάῃ, οὕτως καὶ σὺ καύ-
σεις τὴν δ(εῖνα), ὅτι σε ἐξορκίζω κατὰ τῆς κραταιᾶς
καὶ ἀπαραιτήτου Ἀνάγκης Μασκελλι Μασκελλω,
Φνουκενταβαώθ, ὀρεοβαζάγρας, ῥηξίχθων,
ἱππόχθων, πυρίχθων, πυριπαγανυξ, λεπεταν
λεπεταν μαντουνοβοη καὶ κατὰ τῆς τούτου Ἀνάγκης

Magica, Papyri magicae Preisendanz number 38,rec, line 3

[ – κ]α̣ι̣ρον ἅγνευσον [ἑπτὰ ἡμέρας καὶ]


58

[λαβὼν] ζμυρνομέλανον εἰς χάρτην κ[αθαρὸν γράφε]


[]κ̣άδιν βαλανίων· ‘δεῦρό μοι, []
[] τὴν δύναμιν ἔχουσα []

Erotica Adespota, Tefnut (P. Lit. Lond. 192 [Brit. Mus. inv. 274])
Fragment frF, column col1, line 65

[................].δ̣ι·καυ [...............]ε̣ν βαλανι


[.............βα]λανίνωι [...............]ε̣σ̣τ̣ιν: εα
[................]η̣τ̣ος ενη [................]ο̣ν̣α θέλω
[...............]ματα ἐφησ
Σχόλια στον Λουκιανό , Σχόλια στον Λουκιανό (scholia vetera et
recentiora Arethae) Lucianic work 46, section 2, line 6

στλεγγίδα κτλ.] στλεγγὶς ἡ ξύστρα, ἔοικε δὲ τὸ κτένιον


οὕτω καλεῖν. φωσώνια δὲ ταινίας λέγει ὀθονίνας, ῥύμ-
ματα τὸν σάπωνα ἢ καὶ τὸ νίτρον· ἐχρῶντο γὰρ καὶ
νίτρῳ οἱ παλαιοὶ ἐν τοῖς λουτροῖς. ναυστολεῖν τὸ βαστά-
σαντα ἄγειν. τὸ ἐπίλουτρον δὲ τὸ ἐν τῇ συνηθείᾳ βαλανικόν. ἐγγυοθήκη
δὲ τὸ κιβώτιον, ἐν ᾧ ἔστιν ἀσφα-
λῶς καὶ ἐχεγγύως καταθεῖναι. ~ ECVφΩΔ
ἐλινύσεις*] ἀντὶ τοῦ ἐπίσχῃς, καταμείνῃς.

Ελληνική ανθολογία Book 5, epigram 82, line 1

ΑΔΕΣΠΟΤΟΝ

Ὦ σοβαρὴ βαλάνισσα, τί μ' οὕτως ἔκπυρα λούεις;


πρίν μ' ἀποδύσασθαι, τοῦ πυρὸς αἰσθάνομαι.

Ελληνική ανθολογία Book 11, epigram 417, line 1

τὴν πυγήν, οὗπερ τὸ στόμ' ἔκειτο πρὸ τοῦ;


βδεῖς γὰρ κοὐκ ἀναπνεῖς, φθέγγῃ δ' ἐκ τῶν καταγείων.
θαῦμά μ' ἔχει, τὰ κάτω πῶς σου ἄνω γέγονεν.
Χρήματα καὶ πόρναις παραγίνεται· οὐκ ἀλεγίζω.
μισείτω με τάλας χρυσὸς ὁ πορνοφίλας.
59

Ἄλλην δρῦν βαλάνιζε, Μενέσθιον· οὐ γὰρ ἔγωγε


ἔκκαιρον μήλων προσδέχομαι ῥυτίδα,
ἀλλ' αἰεὶ πεπόθηκα συνακμάζουσαν ὀπώρην.
ὥστε τί πειράζεις λευκὸν ἰδεῖν κόρακα;

Gregorius Paroemiogr., Paroemiae Centuria 1, section 9, line 1

Ἄλλοτε δ' ἀλλοῖον τελέθειν καὶ χώρᾳ ἕπε-


σθαι: ὅτι προσήκει ἐξομοιοῦν ἑαυτὸν τοῖς ἤθεσι τῶν
πόλεων καὶ τόπων, ἐν οἷς ἂν γένοιτο· εἴρηται δὲ ἀπὸ
τῶν πολυπόδων.
Ἄλλην δρῦν βαλάνιζε: ἐπὶ τῶν ἀπαγορευόν-
των δώσειν ἔτι τὴν αἴτησιν εἰώθασι λαμβάνειν.
Ἄιδεις ὥσπερ εἰς Δῆλον πλέων: ἐπὶ τῶν
ἀφροντίστως καὶ φιληδόνως βιούντων.
Ἅλα καὶ κύαμον: ἐπὶ τῶν μὴ εἰδότων καὶ προς-
ποιουμένων· οἱ γὰρ μάντεις ἅλα καὶ κύαμον τιθέασι.

Gregorius Paroemiogr., Paroemiae (e cod. Leidense) Centuria 1, section


5, line 1

εὐτελῶν χρὴ καταφρονεῖν.


Ἄλλοτε δ' ἀλλοῖον τελέθειν καὶ χώρᾳ ἕπεσθαι:
ὅτι προσήκει τινὰ ἐξομοιοῦν ἑαυτὸν τοῖς ἤθεσι τῶν πόλεων
καὶ τόπων, ἐν οἷς ἂν γένοιτο· εἴρηται δὲ ἀπὸ τῶν πολυ-
πόδων.
Ἄλλην δρῦν βαλάνιζε: ἐπὶ τῶν ἀπαγορευόντων
δώσειν ἔτι τὴν αἴτησιν εἰώθασι λαμβάνειν.
Αἴρειν μασχάλην: ἀντὶ τοῦ εὐωχεῖσθαι. εἴρηται ἀπὸ
τῶν ἀγροίκως ὀρχουμένων.

Gregorius Paroemiogr., Paroemiae (e cod. Mosq.) Centuria 1, section 9,


line 1

Ἀδώνιδος κῆπος: ἐπὶ τῶν ὀλιγοχρονίων καὶ ἀώρων.


Ἄλλοτε δ' ἀλλοῖον τελέθειν καὶ χώρᾳ ἕπεσθαι:
ὅτι προσήκει τινὰ ἐξομοιοῦν ἑαυτὸν τοῖς ἤθεσι τῶν πόλεων
καὶ τόπων, ἐν οἷς ἂν γένοιτο· εἴρηται δὲ ἀπὸ τῶν πολυ-
πόδων.
Ἄλλην δρῦν βαλάνιζε: ἐπὶ τῶν ἀπαγορευόντων
δώσειν ἔτι τοῖς αἰτοῦσιν εἰώθασι λαμβάνειν.
Ἄιδεις ὥσπερ εἰς Δῆλον πλέων: ἐπὶ τῶν ἀφρον-
60

τίστως καὶ φιληδόνως βιούντων.

Macarius Chrysocephalus Paroemiogr., Paroemiae Centuria 1, section


87, line 1

λίαν ποταμὸν Σάγραν νικησάντων μάχῃ Λακεδαιμονίων,


αὐθημερὸν ἡ φήμη κατέλαβε τὴν Σπάρτην.
Ἄλλος οὗτος Ἡρακλῆς: ἐπὶ τῶν βίᾳ τι πραττόντων.
Ἄλλος βίος, ἄλλη δίαιτα: ἐπὶ τῶν εἰς ἀμείνονα
βίον μεταβαλλόντων.
Ἄλλην δρῦν βαλάνιζε: ἐπὶ τῶν ἐνδελεχῶς αἰ-
τούντων.
Ἅλις Δρυός: ἐπὶ τῶν αἰσχρῶς μέν τι καὶ ἀηδῶς
ἐσθιόντων, ὕστερον δὲ βέλτιόν τι εὑρόντων.
Ἀλλ' ἕπου χώρας τρόποις: ὅτι δεῖ χώρας ἑκάστης
μιμεῖσθαι τὰ ἔθη.

Michael Apostolius Paroemiogr., Collectio paroemiarum Centuria 2,


section 16, line 1

Ἁλμυρὰν ἀκοὴν ἀπεκλύσατο ποτίμῳ λόγῳ:


ἐπὶ τῶν ἀπό τινος φαύλου εἰς καλόν τι μετακλινάντων.
Ἀληλεσμένος βίος καὶ μεμαγμένος: ἐπὶ τῶν
ἐν ἀφθονίᾳ τῶν ἐπιτηδείων ὄντων, ἢ ἐπὶ τοῦ προχείρου
καὶ ἑτοίμου. ὁμοία τῇ· Ἄσπαρτα καὶ ἀνήροτα.
Ἄλλην δρῦν βαλάνιζε: ἐπὶ τῶν ἐνδελεχῶς αἰτούν-
των τι, ἢ παρὰ τῶν αὐτῶν ἀεὶ δανειζομένων· οἱ παλαιοὶ
γὰρ βαλάνοις ἔζων. πρὸς οὖν τοὺς περισκοποῦντας δρῦς,
εἴτε πλήρεις εἶεν εἴτε κενὲ, Ἄλλην δρῦν βαλάνιζε,
ἔλεγον.

Michael Apostolius Paroemiogr., Collectio paroemiarum


Centuria 2, section 16, line 4

ἐν ἀφθονίᾳ τῶν ἐπιτηδείων ὄντων, ἢ ἐπὶ τοῦ προχείρου


καὶ ἑτοίμου. ὁμοία τῇ· Ἄσπαρτα καὶ ἀνήροτα.
Ἄλλην δρῦν βαλάνιζε: ἐπὶ τῶν ἐνδελεχῶς αἰτούν-
των τι, ἢ παρὰ τῶν αὐτῶν ἀεὶ δανειζομένων· οἱ παλαιοὶ
γὰρ βαλάνοις ἔζων. πρὸς οὖν τοὺς περισκοποῦντας δρῦς,
εἴτε πλήρεις εἶεν εἴτε κενὲ, Ἄλλην δρῦν βαλάνιζε,
ἔλεγον.
61

Σούδα. Alphabetic letter alpha, entry 1183, line 3

Ἄληκτα: τὰ ἀμέριστα μέν, κοινὰ δὲ πρός τινα ὄντα, πρινὴ


διανεμηθῆναι, ἄληκτα λέγεται.
Ἀληλεσμένον· Θουκυδίδης· σῖτόν τε ἀληλεσμένον τὸν βου-
λόμενον ἀργυρίου πολλοῦ ὠνήσασθαι. καὶ Ἀληλεσμένον βίον
οἱ μὲν ἐπὶ τῶν βαλανίτῃ βίῳ χρωμένων ἐδέξαντο, οἱ δὲ ἐπὶ τῶν ἀταλαι-
πώρως βιούντων, οἷον κατειργασμένον, πρὸς τροφὴν ἕτοιμον. καὶ
Ἀληλεσμένος βίος, ἐπὶ τῶν ἐν ἀφθονίᾳ τῶν ἐπιτηδείων ὄντων. ἄλλη
δὲ παροιμία φησίν· οὐ γὰρ ἄκανθαι. ἔοικε δὲ ὑπομιμνήσκειν τὴν
τοῦ βίου μεταβολήν, ἀγρίου καὶ ἀκανθώδους πρότερον ὄντος, πρὶν ἐπι-
μέλειαν τῆς γῆς καὶ τῶν σπερμάτων γενέσθαι.

Σούδα. alpha, entry 1194, line 1

καὶ περίεργε. κακοπινέστατε δὲ κακόηθες.


Ἀλήμεναι: συναθροισθῆναι.
Ἄλλην μὲν ἐξηντλοῦμεν, ἣ δ' ἐπεισρέει: ἐπὶ τῶν πο-
νούντων καὶ πλέον οὐδὲν ἀνυόντων. ὡς ἐπὶ ἀντλίας νεώς.
Ἀλληνάλλως: ὡς ἔτυχεν.
Ἄλλην δρῦν βαλάνιζε: ἐπὶ τῶν ἐνδελεχῶς αἰτούντων τι
ἢ παρὰ τῶν αὐτῶν ἀεὶ δανειζομένων. καὶ ἑτέρα παροιμία· Ἅλις
Δρυός. ἐπὶ τῶν δυσχερῶς μέν τι καὶ ἀηδῶς ἐσθιόντων, ἕτερον δὲ έλτιον
εὑρόντων. Ἄληξ: ὄνομα τόπου.
Ἁλίπεδον: τὸ τέως μὲν θάλασσα, αὖθις δὲ πεδίον γεγονὸς καὶ

Σούδα. beta, entry 65, line 1

...βαλανεῖον δὲ ἐκλήθη, διότι τὰς βαλάνους ἐσθίοντες τὰ κελύφη ἔκαιον.


λέγουσι δὲ ὅτι οἱ πολλοὶ ἐλαττοῦσι τὸν ἀέρα τῷ λουτρῷ, εἰς ἑαυτοὺς
αὐτὸν ἕλκοντες. καὶ Βαλανείτης, ὁ παρὰ τοῖς πολλοῖς καλού-
μενος περιχύτης. ἔστι δὲ τὸ βαλανεῖον ὁδὸς ἐπὶ τρυφήν. ὅτι τὸ
καταρχὰς, μὴ ὄντων βαλανείων, ἐν ταῖς σκάφαις καὶ πυέλοις οἱ ἀρχαῖοι
ἐλούοντο. Βαλανίς: ἡ τοῦ βαλανέως γυνή.
Βάλανος: τὸ αἰδοῖον καὶ τὸ ψέλιον. καὶ Βάλανοι φοινί-
κων. οἶνον ἔπινον ἀπὸ τῆς βαλάνου τῆς ἀπὸ τοῦ φοίνικος. καὶ
αὖθις· αἱ δὲ βάλανοι τῶν φοινίκων, οἵας μὲν ἐν τοῖς Ἕλλησιν ἔστιν ἰδεῖν,
τοῖς οἰκέταις ἀπέκειντο, αἱ δὲ τοῖς δεσπόταις ἀποκείμεναι ἦσαν
ἀπόλεκτοι.
62

Σούδα. beta, entry 162, line 1

Βασιλίνδα: εἶδος παιδιᾶς. Βασιλίς: ἡ τοῦ βασιλέως γυνή· ὡς καὶ βαλανίς,


ἡ τοῦ βαλανέως. Βασιλίσκος, Βηρίνης ἀδελφὸς τῆς βασιλίδος, ἐπὶ
Λέοντος τοῦ βασιλέως ἀντὶ Ῥουστικίου στρατοπεδάρχου ᾑρέθη,
εὐεπίτευκτος μὲν ὢν ἐν μάχαις, βραδύνους δὲ καὶ φενακίζουσιν
ὑπαγόμενος ῥᾳδίως. Βασιλίσκος· ὅτι Βασιλίσκος, ὁ Ῥωμαίων τῶν ἑῴων
βασιλεὺς, τῶν ἐκκλησιῶν τοὺς ἐπισκόπους εἰσέπραττε χρήματα καὶ
Ἀκάκιον τὸν...

Από τη Βικιπαίδεια
Η Βελανιδιά ή Βαλανιδιά (επιστ. Δρύς, Quercus-λατινικά Δρύς. σημ.
Οδ. Γκ.) είναι γένος φυτών της οικογένειας των Φηγοειδών (Fagaceae) με
531 αυτοφυή είδη του βόρειου ημισφαίριου της γης [1]. Είναι το κατ΄
εξοχήν δένδρο των δρυμών.
Είναι δέντρα ψηλά, αιωνόβια που βρίσκονται είτε σε πεδινές είτε σε
ορεινές περιοχές. Ο καρπός της Βελανιδιάς είναι το βελανίδι, χρήσιμο για
ζωοτροφές και στη βυρσοδεψία. Το ξύλο όλων των ειδών είναι βαρύ,
σκληρό και δεν σαπίζει εύκολα. Χρησιμοποιείται στην οικοδομική,
ναυπηγική, επιπλοποιία, στην κατασκευή σανίδων, δοκαριών και
παρασκευάζονται από αυτό ξυλάνθρακες πολύ καλής ποιότητας.
Είδη
Quercus-λατινικά Δρύς. σημ. Οδ. Γκ. humilis – Δρύς η ταπεινή
Quercus-λατινικά Δρύς. σημ. Οδ. Γκ. occidentalis – Δρύς η δυτική
Quercus-λατινικά Δρύς. σημ. Οδ. Γκ. ilex – Δρύς η αρία (αριά)
Quercus-λατινικά Δρύς. σημ. Οδ. Γκ. lanuginosa – Δρύς η μαλλωτή
Quercus-λατινικά Δρύς. σημ. Οδ. Γκ. cerris – Δρύς η κηρρίς
Quercus-λατινικά Δρύς. σημ. Οδ. Γκ. alba – Δρύς η λευκή
Quercus-λατινικά Δρύς. σημ. Οδ. Γκ. coccinea – Δρύς η ερυθρά
Quercus-λατινικά Δρύς. σημ. Οδ. Γκ. infectoria – Δρύς η βαφική
Quercus-λατινικά Δρύς. σημ. Οδ. Γκ. suber – Δρύς η φελλοφόρος
Τα κυριότερα είδη που βρίσκονται στην Ελλάδα και την Κύπρο είναι :
63

1. Η ήμερη Βελανιδιά (λατ. Quercus-λατινικά Δρύς. σημ. Οδ. Γκ.


ithaburensis subsp. macrolepis). Φτάνει τα 30 μέτρα σε ύψος και ευδοκιμεί
σε θερμό και ξηρό περιβάλλον, βρίσκεται στις περιοχές της Ανατολικής
Μεσογείου σε πεδινές περιοχές, καθώς και στους πρόποδες των βουνών.
Τα φύλλα της είναι δερματώδη, ωοειδή με οξείες παρυφές , χνουδωτά. Ο
καρπός της είναι σκληρό κάρυο κυπελλοφόρο και μονόσπερμο. Το
κύπελλο του καρπού φέρει πυκνά αγκαθωτά λέπια. Πάντως υπάρχουν και
άκαρπα δέντρα και αυτό αποδίδεται στην κακή ανθοφορία. Το ξύλο της
είναι βαρύ και πολύ σκληρό. Στην Ελλάδα βρίσκεται στις Κυκλάδες,
βόρειες Σποράδες, Αττική, Ρόδο, Κρήτη, Θεσσαλία και Βοιωτία. Από τα
κύπελλα των καρπών βγαίνει εκχύλισμα που είναι χρήσιμο στη βαφική και
τη βυρσοδεψία.
2. Η Δρύς η έμμισχος (λατ. Quercus-λατινικά Δρύς. σημ. Οδ. Γκ. robur).
Φτάνει σε ύψος τα 25 μέτρα και σχηματίζει μεγάλα δάση στις περιοχές της
Βορείου και κεντρικής Ευρώπης Ο κορμός της έχει χρώμα γκριζωπό ή
σκούρο γκρίζο και ο φλοιός βαθιές ρωγμές. Τα φύλλα της αναπτύσσονται
μαζί με τα άνθη και είναι ενωμένα, λεία και έχουν ακανόνιστους λοβούς.
Τα βαλανίδια έχουν χαρακτηριστικό μακρύ ποδίσκο. Στην Ελλάδα
βρίσκεται σε χαμηλές ορεινές περιοχές και σε υψόμετρο από 800-1000
μέτρα. Είναι γνωστή και με τις ονομασίες ρουπάκι, ρένια και ροτούκι.
3. Η Δρύς η άμισχος (Δρύς η πετραία, λατ. Quercus-λατινικά Δρύς. σημ.
Οδ. Γκ. petraea). Διαφέρει από την έμμισχο στο ότι τα βαλανίδια της
έχουν μικρό μίσχο. Μαζί με την έμμισχο αποτελούν τις άγριες βελανιδιές.
4. Δρύς η Μακεδονική (Δρύς η τρωική, λατ. Quercus-λατινικά Δρύς.
σημ. Οδ. Γκ. trojana). Φτάνει σε ύψος τα 20 μέτρα και βρίσκεται στις
περιοχές των Βαλκανίων. Στην Ελλάδα βρίσκεται με μεμονωμένα δέντρα
σε δασικές περιοχές της Μακεδονίας και της Θράκης.
5. Η Δρύς η κηρρίς (λατ. Quercus-λατινικά Δρύς. σημ. Οδ. Γκ. cerris).
Συγγενικό είδος με τα προηγούμενα. Βρίσκεται σε πολλές Ευρωπαϊκές
χώρες και στην Ελλάδα είναι αναμεμειγμένη με άλλα δέντρα. Γνωστή και
με τις ονομασίες "τσέρο" και "ρουπάκι". Ο φλοιός της έχει βαθιές,
ευθύγραμμες ρωγμές και τα βελανίδια της είναι μεγάλα, μακριά με
κύπελλο που φέρει πολλά λέπια. Το είδος αυτό το αναφέρει και ο
Θεόφραστος με το όνομα Αλοίφιος, ή Ασπρίς.
6. Η λατζιά (Δρύς η κληθρόφυλλη, λατ. Quercus-λατινικά Δρύς. σημ. Οδ.
Γκ. alnifolia), θαμνώδες αειθαλές ενδημικό είδος της Κύπρου.
64

7. Το πουρνάρι, ή πιρνάρι, ή πρίνος (Δρύς η κοκκοφόρος, λατ. Quercus-


λατινικά Δρύς. σημ. Οδ. Γκ. coccifera), θαμνώδης αείφυλλος
σκληρόφυλλος θάμνος με ευρεία εξάπλωση στην περιοχή της Μεσογείου.
Σημαντικότερη ποικιλία αυτού είναι ο "χαμόπρινος" της οποίας το μεν
ξύλο χρησιμοποιείται στη παραγωγή ανθράκων, οι δε νεαροί βλαστοί του
ως τροφή αιγοπροβάτων. Επίσης ο φλοιός της ρίζας του είναι
βυρσοδεψικός, ενώ το σπέρμα του είναι βαφικό, γνωστό ως "πρινοκόκι".
Άλλες ονομασίες αυτού του είδους είναι: Κατσόπρινος, κατσιδοπίρναρο
κ.ά.
8. Η Δρύς η βαφική (λατ. Quercus-λατινικά Δρύς. σημ. Οδ. Γκ.
infectoria), ημιφυλλοβόλο δέντρο με εξάπλωση από τα νησιά του
Ανατολικού Αιγαίου μέχρι το ΝΔ. Ιράν.
Οι ΑμαΔρυάδες Νύμφες ήταν οι οκτώ Νύμφες των μοναχικών δέντρων
και των λιβαδιών, κόρες του Όξυλου (πνεύμα τους δάσους) και της
Αμαδρυάδας.
Η Βαλανίς (ή Βάλανος), θεωρούνταν η Νύμφη του δέντρου Βελανιδιάς.
Ανάμεσα στις άλλες ήταν η Αίγειρος (ή Αιγείρα) που ήταν η Νύμφη της
Λεύκας και η Άμπελος, η Νύμφη της Αμπέλου.[εκκρεμεί παραπομπή]
Η Βελανιδιά αποτελούσε το ιερό δένδρο του Διός. Για το λόγο αυτό
θεωρούνταν ιερό στην αρχαία Μακεδονία και μάλιστα πολλά χρυσά
στεφάνια που έχουν βρεθεί και χρησιμοποιούνταν σε τελετες και ως
ταφικά κτερίσματα, ήταν στεφάνια Βελανιδιάς, με κορυφαίο το στεφάνι
Βελανιδιάς του Βασιλιά Φιλίππου Β' της Μακεδονίας, που βρέθηκε στον
βασιλικό τύμβο των Αιγών, στη σημερινή Βεργίνα. [2]
Το ξύλο της είναι σχετικά ακριβό και χρησιμοποιείται στην επιπλοποιία.
Είναι πυκνό και το χρώμα του κυμαίνεται μεταξύ σκούρου και ανοιχτού.
Στην κατασκευή κτιρίων χρησιμοποιείται στην ξυλοδεσιά.[εκκρεμεί παραπομπή]
Εξαιτίας του αρωματικού της ξύλου, είναι ιδανική για την κατασκευή
βαρελιών στην ποτοποιΐα[3][4].
Από ένα είδος Βελανιδιάς, το φελλόδεντρο (Querqus suber), εξάγεται από
το εξωτερικό μέρος του κορμού του φυτού ο φελλός, υλικό το οποίο έχει
πολλές εφαρμογές χάρη στις ιδιότητές του.
Govaerts, R.. Frodin D.G. (1998). World checklist and bibliography of
Fagales (Betulaceae, Corylaceae, Fagaceae and Ticodendraceae.
Richmond: Royal Botanic Gartens, Kew.
Το χρυσό στεφάνι Βελανιδιάς του Φιλίππου Β΄- Υπουργείο Πολιτισμού
65

Work, Henry H. (2014-09-15). Wood, Whiskey and Wine: A History of


Barrels. Reaktion Books..
Moreno-Arribas, M. Victoria. Polo, Carmen (2008-11-06). Wine
Chemistry and Biochemistry. Springer Science & Business Media,
σελ. 298..

Δρύς κηρρίς

Βελανιδιά - Βικιπαίδεια Δρύς, Quercus-λατινικά Δρύς. σημ. Οδ. Γκ.)


είναι γένος φυτών της οικογένειας των Φηγοειδών ... Quercus-λατινικά
Δρύς. σημ. Οδ. Γκ. lanuginosa – Δρύς η μαλλωτή; Quercus-λατινικά Δρύς.
σημ. Οδ. Γκ. cerris – Δρύς η κηρρίς; Quercus-λατινικά Δρύς. σημ. Οδ. Γκ.
alba ...
Είδη · Μυθολογία και ιστορία · Το ξύλο της Βελανιδιάς
Βελανιδιά - Δρύς η κηρρίς (Quercus-λατινικά Δρύς. σημ. Οδ. Γκ. cerris) -
ME TO BΛΕΜΜΑ ΤΩΝ ...Βελανιδιά - Δρύς η κηρρίς (Quercus-λατινικά
Δρύς. σημ. Οδ. Γκ. cerris) (1 Θέματα). Κλαδί, φύλλα και καρπός
Βελανιδιάς του είδους Δρύς η κηρρίς (Quercus-λατινικά Δρύς. σημ. Οδ.
Γκ. cerris). περισσότερα ...
Βελανιδιά - Βικιπαίδεια | Wikipedia.gr Δρύς, Quercus-λατινικά Δρύς.
σημ. Οδ. Γκ.) είναι γένος φυτών της οικογένειας των Φηγοειδών ...
Quercus-λατινικά Δρύς. σημ. Οδ. Γκ. lanuginosa – Δρύς η μαλλωτή;
Quercus-λατινικά Δρύς. σημ. Οδ. Γκ. cerris – Δρύς η κηρρίς; Quercus-
λατινικά Δρύς. σημ. Οδ. Γκ. alba ...
Τούρκικος δρύς / Δρύς η κηρρίς | Quercus-λατινικά Δρύς. σημ. Οδ. Γκ.
cerris | Είδος Είδος - Τούρκικος δρύς / Δρύς η κηρρίς, Turkey Oak,
European turkey Oak, Turkish Oak, Quercus-λατινικά Δρύς. σημ. Οδ. Γκ.
cerris - Ειδική βαρύτητα - Συντελεστής Ρήξης - Αντοχή ...
Ωλονός (Ερύμανθος): ΔΡΎΣ (Βελανιδιά) 13 Μαΐ 2011 - Δρύς η κηρρίς
(λατ. Quercus-λατινικά Δρύς. σημ. Οδ. Γκ. cerris). Συγγενικό είδος με τα
προηγούμενα. Βρίσκεται σε πολλές Ευρωπαϊκές χώρες και στην Ελλάδα
είναι ...
66

ΦΥΤΩΡΙΑ ΔΕΛΤΑ NURSERIES DELTA TREES LTD: ΔΡΎΣ(Quercus-λατινικά


Δρύς. σημ. Οδ. Γκ. ...16 Απρ 2014 - Δρύς η κήρρις (Quercus-λατινικά
Δρύς. σημ. Οδ. Γκ. cerris). Κοινά ονόματα :ρουπάκι, δέντρο, τσέρρο,
μικρή Βαλανιδιά, άγρια Βαλανιδιά. Πολύ ανθεκτικό είδος με γρήγορη ...
Δρύς η φελλοφόρος Η Δρύς η κηρρίς (λατ. Quercus-λατινικά Δρύς. σημ.
Οδ. Γκ. cerris). Συγγενικό είδος με τα προηγούμενα. Βρίσκεται σε πολλές
Ευρωπαϊκές χώρες και στην Ελλάδα είναι αναμεμειγμένη με άλλα ...
ΓΚΙΩΝΗΣ ΜΕΛΙΣΣΟΚΟΜΙΚΗ - Βελανιδιά Η Δρύς η άμισχος (Δρύς η
πετραία, λατ. Quercus-λατινικά Δρύς. σημ. Οδ. Γκ. petraea). Δρύς η
Μακεδονική (Δρύς η τρωική, λατ. Quercus-λατινικά Δρύς. σημ. Οδ. Γκ.
trojana). Η Δρύς η κηρρίς (λατ. Quercus-λατινικά Δρύς. σημ. Οδ. Γκ.
cerris).
Τροφή εκεί που ούτε το σκέφτεσαι! Το παράδειγμα της Τζια… - Οίκοpress
18 Δεκ 2012 - Για παράδειγμα στο άρθρο αυτό θα γίνει νύξη στο δέντρο
Δρύς, ... η Δρύς η Μακεδονική (στη Μακεδονία και Θράκη), η Δρύς η
κηρρίς (με μεγάλα ...

Δρύς τσέρο, ρουπάκι

Βελανιδιά - Βικιπαίδεια. Δρύς, Quercus-λατινικά Δρύς. σημ. Οδ. Γκ.)


είναι γένος φυτών της οικογένειας των Φηγοειδών (Fagaceae) με 531
αυτοφυή είδη του ... Γνωστή και με τις ονομασίες "τσέρο" και "ρουπάκι".
Ωλονός (Ερύμανθος): ΔΡΎΣ (Βελανιδιά) 3 Μαΐ 2011 - Δρύς, Quercus-
λατινικά Δρύς. σημ. Οδ. Γκ.) είναι γένος φυτών της οικογένειας των
Φηγοειδών (Fagaceae), αποτελείται .... Γνωστή και με τις ονομασίες
τσέρο και ρουπάκι.
Δρύς η φελλοφόρος Η δρύς η φελλοφόρος (επιστημονική ονομασία
Quercus-λατινικά Δρύς. σημ. Οδ. Γκ. suber) είναι ένας είδος μεσαίου
μεγέθους, αειθαλούς ... Γνωστή και με τις ονομασίες "τσέρο" και
"ρουπάκι".
Βελανιδιά - Tseneklidis Photography Βελανιδιά, Δρύς. ... συστάδες,
συνήθως είναι αναμειγμένη με άλλα δέντρα σε όλη σχεδόν τη χώρα και
είναι γνωστή με τα κοινά ονόματα τσέρο, ρουπάκι, δέντρο.
67

Xmbeekeeping: Βελανιδιά, Βαλανιδιά, δρύς, δένδρο, ρουπάκι, ρένια


...23 Αυγ 2017 - Βελανιδιά, Βαλανιδιά, δρύς, δένδρο, ρουπάκι, ρένια ,
ροτούκι, τζέρο, τσέρο ( Quercus-λατινικά Δρύς. σημ. Οδ. Γκ. spp ). Η
Βελανιδιά είναι γένος φυτών, της οικογένειας των ...
Βελανιδιά - Βικιπαίδεια | Wikipedia.gr Δρύς, Quercus-λατινικά Δρύς.
σημ. Οδ. Γκ.) είναι γένος φυτών της οικογένειας των Φηγοειδών
(Fagaceae) με 531 αυτοφυή είδη του ... Γνωστή και με τις ονομασίες
"τσέρο" και "ρουπάκι".
Antroni - ΔΡΎΣ (Βελανιδιά) 12 Μαΐ 2011 - Πλατύφυλλη δρύς (Quercus-
λατινικά Δρύς. σημ. Οδ. Γκ. frainetto), Μεγάλο δένδρο ύψους ακόμη και
30 μ., με κόμη στην ... Γνωστή και με τις ονομασίες τσέρο και ρουπάκι.

Κατσόπρινος, κατσιδοπίρναρο

Βελανιδιά - Βικιπαίδεια Το πουρνάρι, ή πιρνάρι, ή πρίνος (δρύς η


κοκκοφόρος, λατ. Quercus-λατινικά Δρύς. σημ. Οδ. Γκ. ... Άλλες
ονομασίες αυτού του είδους είναι: Κατσόπρινος, κατσιδοπίρναρο κ.ά. 8.
Η δρύς η ...
πουρνάρι - Βοτάνων Περιγραφή Το πουρνάρι (Quersus coccifera,
Αγγλικά: Kermes) είναι αειθαλές ... ονόματα πιρνάρι, Κατσόπρινος,
απρινιά, κατσιπρινιά, κατσιδοπίρναρο κ.α. και ...
Πουρνάρι φλοιός ( Quersus coccifera cortex conc ) ( Kermes Oak bark
...Πουρνάρι (Quersus coccifera) Αειθαλές φυτό, κοινό σε όλη σχεδόν την
Ελλάδα. ... κοινά ονόματα πιρνάρι, Κατσόπρινος, απρινιά, κατσιπρινιά,
κατσιδοπίρναρο κ.α.
Πουρνάρι - votana-ygeia.com Κατσόπρινος, Πρίνος, Πιρνάρι,
Κατσιπρινιά, Κατσιδοπίρναρο, Απρινιά', 'Είναι φυτό αειθαλές
πασίγνωστο σε όλη την Ελλάδα. Ήταν γνωστό από τους αρχαίους ...
Δρύς η φελλοφόρος Το πουρνάρι, ή πιρνάρι, ή πρίνος (δρύς η
κοκκοφόρος, λατ. Quercus-λατινικά Δρύς. σημ. Οδ. Γκ. ... Άλλες
ονομασίες αυτού του είδους είναι: Κατσόπρινος, κατσιδοπίρναρο κ.ά. 8.
Η δρύς η ...
Βελανιδιά - Βικιπαίδεια | Wikipedia.gr Το πουρνάρι, ή πιρνάρι, ή πρίνος
(δρύς η κοκκοφόρος, λατ. Quercus-λατινικά Δρύς. σημ. Οδ. Γκ. ... Άλλες
68

ονομασίες αυτού του είδους είναι: Κατσόπρινος, κατσιδοπίρναρο κ.ά. 8.


Η δρύς η ...
ΔΕΝΔΡΑ ΣΥΜΒΟΛΑ | Δασαρχείο 2 Αυγ 2015 - Το πουρνάρι, ή πιρνάρι, ή
πρίνος, (δρύς η κοκκοφόρος, Quercus-λατινικά Δρύς. σημ. Οδ. Γκ. ...
αυτού του είδους είναι: Κατσόπρινος, κατσιδοπίρναρο, περνιά (κυπρ.)
κ.ά. 8.
Cyprus Oak - Κυπριακή Βαλανιδιά - Quercus-λατινικά Δρύς. σημ. Οδ. Γκ.
coccifera subsp ...28 Οκτ 2014 - ... subsp. calliprinos - Περνιά, το
πουρνάρι, ή πιρνάρι, ή πρίνος (Δρύς η ... ονομασίες αυτού του είδους
είναι: Κατσόπρινος, κατσιδοπίρναρο κ.ά.
Προς K[a]ne (staff) - Page 120 - MyMGN Το πουρνάρι, ή πιρνάρι, ή πρίνος
(δρύς η κοκκοφόρος, λατ. Quercus-λατινικά Δρύς. σημ. Οδ. Γκ. ... Άλλες
ονομασίες αυτού του είδους είναι: Κατσόπρινος, κατσιδοπίρναρο κ.ά. 8.
Η δρύς η ...
Ξύλινα Κλουβιά Καρανικόλας: Ξυλεία που Χρησιμοποιώ
Το πουρνάρι, ή πιρνάρι, ή πρίνος (δρύς η κοκκοφόρος, λατ. Quercus-
λατινικά Δρύς. σημ. Οδ. Γκ. ... Άλλες ονομασίες αυτού του είδους
είναι:Κατσόπρινος, κατσιδοπίρναρο κ.ά. 8. Η δρύς η ...

Αλοίφιος, Ασπρίς

Βελανιδιά - Βικιπαίδεια Το είδος αυτό το αναφέρει και ο Θεόφραστος με


το όνομα Αλοίφιος, ή Ασπρίς. 6. Η λατζιά (δρύς η κληθρόφυλλη, λατ.
Quercus-λατινικά Δρύς. σημ. Οδ. Γκ. alnifolia), θαμνώδες αειθαλές ...
Βελανιδιά - Βικιπαίδεια | Wikipedia.gr Το είδος αυτό το αναφέρει και ο
Θεόφραστος με το όνομα Αλοίφιος, ή Ασπρίς. 6. Η λατζιά (δρύς η
κληθρόφυλλη, λατ. Quercus-λατινικά Δρύς. σημ. Οδ. Γκ. alnifolia),
θαμνώδες αειθαλές ...
Δρύς η φελλοφόρος Το είδος αυτό το αναφέρει και ο Θεόφραστος με το
όνομα Αλοίφιος, ή Ασπρίς. 6. Η λατζιά (δρύς η κληθρόφυλλη, λατ.
Quercus-λατινικά Δρύς. σημ. Οδ. Γκ. alnifolia), θαμνώδες αειθαλές ...
ΔΕΝΔΡΑ ΣΥΜΒΟΛΑ | Δασαρχείο 2 Αυγ 2015 - Το είδος αυτό το αναφέρει
και ο Θεόφραστος με το όνομα Αλοίφιος, ή Ασπρίς. 6. Η λατζιά (δρύς η
69

κληθρόφυλλη, Quercus-λατινικά Δρύς. σημ. Οδ. Γκ. alnifolia),


θαμνώδες ...
Εκπαίδευση Ενηλίκων και Τοπική Ιστορία - Βελανιδιά, Δρύς, Φυγός ...15
Δεκ 2013 - Ο Θεόφραστος δίνει τα ονόματα Αλοίφιος, ή Ασπρίς. Η δρύς
της φωτογραφίας του αρχείου μας, είναι στη θέση του βωμού της πυθίας
στο ιερό ...
Εκπαίδευση Ενηλίκων και Τοπική Ιστορία - Πολιτισμός Ο Θεόφραστος
δίνει τα ονόματα Αλοίφιος, ή Ασπρίς. Η δρύς της φωτογραφίας του
αρχείου μας, είναι στη θέση του βωμού της πυθίας στο ιερό της Δωδώνης
και ο ...
ΟΡΕΙΒΑΤΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ: ΣΤΟ ΜΟΝΟΠΑΤΙ ΑΠΟ ...10 Οκτ
2010 - με το όνομα Αλοίφιος, ή Ασπρίς. 6. Η λατζιά (δρύς η
κληθρόφυλλη, λατ. Quercus-λατινικά Δρύς. σημ. Οδ. Γκ. alnifolia),
θαμνώδες αειθαλές ενδημικό είδος της Κύπρου. 7.
ΑΚΑΝΘΟΧΟΙΡΟΣ: ΟΛΕΣ ΟΙ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΒΕΛΑΝΙΔΙΕΣ απο ...4 Νοε
2016 - Το είδος αυτό το αναφέρει και ο Θεόφραστος με το όνομα
Αλοίφιος, ή Ασπρίς. 8. Λατζιά (δρύς η κληθρόφυλλη, λατ. Quercus-
λατινικά Δρύς. σημ. Οδ. Γκ. alnifolia), θαμνώδες ...
Ξύλινα Κλουβιά Καρανικόλας: Ξυλεία που Χρησιμοποιώ Το είδος αυτό το
αναφέρει και ο Θεόφραστος με το όνομα Αλοίφιος, ή Ασπρίς. 6. Η λατζιά
(δρύς η κληθρόφυλλη, λατ. Quercus-λατινικά Δρύς. σημ. Οδ. Γκ.
alnifolia), θαμνώδες αειθαλές ...
Προς K[a]ne (staff) [Archive] - Page 10 - My Massive Gaming ...Το είδος
αυτό το αναφέρει και ο Θεόφραστος με το όνομα Αλοίφιος, ή Ασπρίς. 6.
Η λατζιά (δρύς η κληθρόφυλλη, λατ. Quercus-λατινικά Δρύς. σημ. Οδ.
Γκ. alnifolia), θαμνώδες αειθαλές ...

Δρύς η φελλοφόρος. Δρύς η αλλιώς βελανιδιά

Η δρύς η φελλοφόρος (επιστημονική ονομασία Quercus-λατινικά Δρύς.


σημ. Οδ. Γκ. suber) είναι ένας είδος μεσαίου μεγέθους, αειθαλούς
βελανιδιάς. Απαντάται στη φύση στη νοτιοδυτική Ευρώπη, ιδίως στην
Ιβηρική χερσόνησο, και τη βορειοδυτική Αφρική.
70

Ο εξωτερικός φλοιός του είδους αυτού είναι γνωστός ως φελλός και


χρησιμοποιείται στην κατασκευή πωμάτων καθώς και σε άλλες
βιομηχανικές και όχι μόνο εφαρμογές.

Φτάνει σε ύψος μέχρι τα 20 μέτρα, αλλά στη φύση είναι λιγότερο


ανεπτυγμένο. Μπορεί να ζήσει 150 με 300 χρόνια. Είναι είδος φωτόφιλο
και ξηροθερμικό, προσαρμοσμένο στο μεσογειακό κλίμα.

Από το εξωτερικό μέρος του κορμού του δέντρου συλλέγεται ο φελλός.

H συλλογή του φελλού γίνεται κάθε 10 με 15 χρόνια, συνήθως Ιούνιο και


Ιούλιο, με τη πρώτη συγκομιδή να είναι κατώτερης ποιότητος, με
μεγάλους πόρους και μικρή ελαστικότητα.

Μετά από κάθε συγκομιδή ο εξωτερικός φλοιός του δέντρου αναγεννάται


και ύστερα από οκτώ περίπου χρόνια έχει αρκετό πάχος ώστε να συλλεχθεί
ξανά.

Η δρύς ή η βελανιδιά χωρίζονται ως:

1. Η ήμερη βελανιδιά (δρύς η αιγίλωψ, λατ. Quercus-λατινικά Δρύς.


σημ. Οδ. Γκ. aegilops). Φτάνει τα 30 μέτρα σε ύψος και ευδοκιμεί σε
θερμό και ξηρό περιβάλλον, βρίσκεται στις περιοχές της Ανατολικής
Μεσογείου σε πεδινές περιοχές, καθώς και στους πρόποδες των βουνών.
Τα φύλλα της είναι δερματώδη, ωοειδή με οξείες παρυφές , χνουδωτά. Ο
καρπός της είναι σκληρό κάρυο κυπελλοφόρο και μονόσπερμο. Το
κύπελλο του καρπού φέρει πυκνά αγκαθωτά λέπια. Πάντως υπάρχουν και
άκαρπα δέντρα και αυτό αποδίδεται στην κακή ανθοφορία. Το ξύλο της
είναι βαρύ και πολύ σκληρό. Στην Ελλάδα βρίσκεται στις Κυκλάδες,
βόρειες Σποράδες, Αττική, Ρόδο, Κρήτη, Θεσσαλία και Βοιωτία. Από τα
κύπελλα των καρπών βγαίνει εκχύλισμα που είναι χρήσιμο στη βαφική και
τη βυρσοδεψία.

2. Η δρύς η έμμισχος (λατ. Quercus-λατινικά Δρύς. σημ. Οδ. Γκ. robur).


Φτάνει σε ύψος τα 25 μέτρα και σχηματίζει μεγάλα δάση στις περιοχές της
Βορείου και κεντρικής Ευρώπης Ο κορμός της έχει χρώμα γκριζωπό ή
σκούρο γκρίζο και ο φλοιός βαθιές ρωγμές. Τα φύλλα της αναπτύσσονται
μαζί με τα άνθη και είναι ενωμένα, λεία και έχουν ακανόνιστους λοβούς.
Τα βαλανίδια έχουν χαρακτηριστικό μακρύ ποδίσκο. Στην Ελλάδα
βρίσκεται σε χαμηλές ορεινές περιοχές και σε υψόμετρο από 800-1000
μέτρα. Είναι γνωστή και με τις ονομασίες ρουπάκι, ρένια και ροτούκι.
71

3. Η δρύς η άμισχος (δρύς η πετραία, λατ. Quercus-λατινικά Δρύς. σημ.


Οδ. Γκ. petraea). Διαφέρει από την έμμισχο στο ότι τα βαλανίδια της
έχουν μικρό μίσχο. Μαζί με την έμμισχο αποτελούν τις άγριες βελανιδιές.

4. Δρύς η Μακεδονική (δρύς η τρωική, λατ. Quercus-λατινικά Δρύς.


σημ. Οδ. Γκ. trojana). Φτάνει σε ύψος τα 20 μέτρα και βρίσκεται στις
περιοχές των Βαλκανίων. Στην Ελλάδα βρίσκεται με μεμονωμένα δέντρα
σε δασικές περιοχές της Μακεδονίας και της Θράκης.

5. Η δρύς η κηρρίς (λατ. Quercus-λατινικά Δρύς. σημ. Οδ. Γκ. cerris).


Συγγενικό είδος με τα προηγούμενα. Βρίσκεται σε πολλές Ευρωπαϊκές
χώρες και στην Ελλάδα είναι αναμεμειγμένη με άλλα δέντρα. Γνωστή και
με τις ονομασίες "τσέρο" και "ρουπάκι". Ο φλοιός της έχει βαθιές,
ευθύγραμμες ρωγμές και τα βελανίδια της είναι μεγάλα, μακριά με
κύπελλο που φέρει πολλά λέπια. Το είδος αυτό το αναφέρει και ο
Θεόφραστος με το όνομα Αλοίφιος, ή Ασπρίς.

6. Η λατζιά (δρύς η κληθρόφυλλη, λατ. Quercus-λατινικά Δρύς. σημ.


Οδ. Γκ. alnifolia), θαμνώδες αειθαλές ενδημικό είδος της Κύπρου.

7. Το πουρνάρι, ή πιρνάρι, ή πρίνος (δρύς η κοκκοφόρος, λατ. Quercus-


λατινικά Δρύς. σημ. Οδ. Γκ. coccifera), θαμνώδης αείφυλλος
σκληρόφυλλος θάμνος με ευρεία εξάπλωση στην περιοχή της Μεσογείου.
Σημαντικότερη ποικιλία αυτού είναι ο "χαμόπρινος" της οποίας το μεν
ξύλο χρησιμοποιείται στη παραγωγή ανθράκων, οι δε νεαροί βλαστοί του
ως τροφή αιγοπροβάτων. Επίσης ο φλοιός της ρίζας του είναι
βυρσοδεψικός, ενώ το σπέρμα του είναι βαφικό, γνωστό ως "πρινοκόκι".
Άλλες ονομασίες αυτού του είδους είναι: Κατσόπρινος, κατσιδοπίρναρο
κ.ά.

8. Η δρύς η βαφική (λατ. Quercus-λατινικά Δρύς. σημ. Οδ. Γκ.


infectoria), ημιφυλλοβόλο δέντρο με εξάπλωση από τα νησιά του
Ανατολικού Αιγαίου μέχρι το ΝΔ. Ιράν.

Πρίνος

Το πουρνάρι ή πρίνος ή περνιά (κυπρ.), (επιστ. Δρυς η κοκκοφόρος,


Quercus-λατινικά Δρύς. σημ. Οδ. Γκ. coccifera L.) είναι ένα είδος
αείφυλλης σκληρόφυλλης δρυός με ευρεία εξάπλωση γύρω από τη
Μεσόγειο. Οφείλει την ονομασία του στους κόκκους ερυθρού χρώματος
72

που σχηματίζουν οι προνύμφες του εντόμου Kermes vermilio μέσα στα


φύλλα, ...Βικιπαίδεια.

πρῖνος θηλυκό (& αρσενικό) το πουρνάρι


δάφνης δ᾽ ἢ πτελέης ἀκιώτατοι ἱστοβοῆες,/δρυὸς ἔλυμα, γύης πρίνου
(Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ ἡμέραι, 436-437)
o πρίνος, από τους κόκκους του οποίου παρασκευάζονταν ερυθρή βαφή
ἡ πρῖνος τὸν φοινικοῦν κόκκον [φέρει] (Θεόφραστος, Περὶ Φυτῶν
Ἱστορίας, 3.7.3)
η αειθαλής Δρύς (λατινικά ilex)

Theocritus Bucol., Idyllia (0005: 001)“Theocritus, vol. 1, 2nd edn.”, Ed.


Gow, A.S.F.Cambridge: Cambridge University Press, 1952, Repr.
1965.Idyll 5, line 95

{ΛΑ.} κἠμὲ γὰρ ὁ Κρατίδας τὸν ποιμένα λεῖος ὑπαντῶν


ἐκμαίνει· λιπαρὰ δὲ παρ' αὐχένα σείετ' ἔθειρα.
{ΚΟ.} ἀλλ' οὐ συμβλήτ' ἐστὶ κυνόσβατος οὐδ' ἀνεμώνα
πρὸς ῥόδα, τῶν ἄνδηρα παρ' αἱμασιαῖσι πεφύκει.
{ΛΑ.} οὐδὲ γὰρ οὐδ' ἀκύλοις ὀρομαλίδες· αἳ μὲν ἔχοντι
λεπτὸν ἀπὸ πρίνοιο λεπύριον, αἳ δὲ μελιχραί.
{ΚΟ.} κἠγὼ μὲν δωσῶ τᾷ παρθένῳ αὐτίκα φάσσαν,
ἐκ τᾶς ἀρκεύθω καθελών· τηνεὶ γὰρ ἐφίσδει.
{ΛΑ.} ἀλλ' ἐγὼ ἐς χλαῖναν μαλακὸν πόκον, ὁππόκα πέξω
τὰν οἶν τὰν πέλλαν, Κρατίδᾳ δωρήσομαι αὐτός.

Πλούταρχος. Theseus (0007: 001)“Plutarchi vitae parallelae, vol. 1.1,


4th edn.”, Ed. Ziegler, K.Leipzig: Teubner, 1969.
Chapter 17, section 5, line 3

ταυρον, ἔδωκεν ἕτερον ἱστίον λευκὸν τῷ κυβερνήτῃ, κε-


λεύσας ὑποστρέφοντα σῳζομένου τοῦ Θησέως ἐπάρασθαι
τὸ λευκόν, εἰ δὲ μὴ, τῷ μέλανι πλεῖν καὶ ἀποσημαίνειν
τὸ πάθος. ὁ δὲ Σιμωνίδης (fr. 33 D.) οὐ λευκόν φησιν
εἶναι τὸ δοθὲν ὑπὸ τοῦ Αἰγέως, ἀλλὰ ‘φοινίκεον ἱστίον
ὑγρῷ πεφυρμένον πρίνου ἄνθει ἐριθαλοῦς’· καὶ τοῦτο
τῆς σωτηρίας αὐτῶν ποιήσασθαι σημεῖον. ἐκυβέρνα δὲ
73

τὴν ναῦν Ἀμαρσυάδας Φέρεκλος, ὥς φησι Σιμωνίδης


(fr. 56 B49). Φιλόχορος (FGrH 328 F 111) δὲ παρὰ Σκί-
ρου φησὶν ἐκ Σαλαμῖνος τὸν Θησέα λαβεῖν κυβερνήτην.

Πλούταρχος. Quaestiones convivales (612c–748d) (0007:


112)“Plutarchi moralia, vol. 4”, Ed. Hubert, C.Leipzig: Teubner, 1938,
Repr. 1971.Stephanus page 662, section D, line 9

φαῖς χρῆσθαι καὶ μᾶλλον ὑγιαίνειν ὑποτιθέμενος. οὐ-


δέτερον γὰρ ἀληθές ἐστιν· ἀλλὰ τῷ μὲν αἱ παρ' Εὐπόλιδος
αἶγες (fr. 14) ἀντιμαρτυροῦσιν, ὑμνοῦσαι τὴν τροφὴν ὡς
παμμιγῆ καὶ ποικίλην οὖσαν, οὕτως πως λέγουσαι
’βοσκόμεθ' ὕλης ἀπὸ παντοδαπῆς, ἐλάτης πρίνου κο-
[μάρου τε πτόρθους ἁπαλοὺς ἀποτρώγουσαι, καὶ πρὸς τούτοισιν
[ἔτ' ἄλλα, κύτισόν τ' ἠδὲ σφάκον εὐώδη καὶ σμίλακα τὴν πο-
[λύφυλλον,

Πλούταρχος. Fragmenta (0007: 145)“Plutarchi moralia, vol. 7”, Ed.


Sandbach, F.H.Leipzig: Teubner, 1967.Fragment 17, line 1

προτρίβουσιν ἐν τῇ τέφρᾳ, ἵνα ἀποκρουσθῇ εἴ τι ἔνικμον


[ᾖ] καὶ τὸ πῦρ τῆς ὕλης μᾶλλον ἅψηται. οὕτω Πλούτ-
αρχος. Schol. in Arat. Phaen. 1047:

πρῖνοι μὲν θαμινῆς ἀκύλου κατὰ μέτρον ἔχουσαι

Κατὰ μέτρον δὲ ἔχουσαι ἀντὶ τοῦ συμμέτρως ἔχου-


σαι τῶν καρπῶν. φησὶν οὖν ὁ Θεόφραστος ὅτι ὁ πρῖνος
καὶ ἡ σχῖνος αὐχμηρὰ τῇ κράσει καὶ ξηρότερα τῶν ἄλλων
πεφυκότα πολὺν καρπὸν οὐ φέρει, ἐὰν μὴ εἰς βάθος

Πλούταρχος. Fragmenta Fragment 17, line 3

Schol. in Arat. Phaen. 1047:

πρῖνοι μὲν θαμινῆς ἀκύλου κατὰ μέτρον ἔχουσαι

Κατὰ μέτρον δὲ ἔχουσαι ἀντὶ τοῦ συμμέτρως ἔχου-


σαι τῶν καρπῶν. φησὶν οὖν ὁ Θεόφραστος ὅτι ὁ πρῖνος
καὶ ἡ σχῖνος αὐχμηρὰ τῇ κράσει καὶ ξηρότερα τῶν ἄλλων
πεφυκότα πολὺν καρπὸν οὐ φέρει, ἐὰν μὴ εἰς βάθος
ὑγρανθῇ. εἰκότως οὖν τῇ τούτων ἀφορίᾳ καταμαντεύονται
74

περὶ τῶν σπερμάτων οἱ γεωργοί, μιᾶς αἰτίας οὔσης δι'


ἣν ἀμφοτέροις ἡ πολυκαρπία· εἰ δ' ὑπερβάλλει τοῦ καρ

Πλούταρχος. Fragmenta Fragment 19, line 10

πλησίως ἔχει τὴν ἕξιν [ἢ] τρέφεται ἀπὸ τῶν ὁμοίων καὶ
τοῖς αὐτοῖς εὐθηνεῖ καὶ μαραίνεται. διὸ πολλὰ μετ'
ἀλλήλων συνακμάζει καὶ καρποφορεῖ, τὰ μὲν θέρει τὰ δὲ
χειμῶνι τινὰ δὲ καὶ ἔαρι. τῶν μὲν οὖν αἱ κράσεις διάφοροι,
τῶν δ' ὅμοιαι καὶ συγγενεῖς σφόδρα· τῶν οὖν τὴν ὁμοίαν
κρᾶσιν ἐχόντων εἰσὶ πρῖνος, σχῖνος, σκίλλα, πυρός. οὕτω
Πλούταρχος. Schol. in Arat. Phaen. 1094 – 1096:

Πλούταρχος. Fragmenta Fragment 64, line 4

... φέρειν δὲ γύην ... (Τὸν μὲν οὖν γύην εἶναι κελεύει πρίνινον,
προσθείς ‘ἢ κατ' ἄρουραν εἰ εὕροις, ἢ κατ' ὄρος, πρίνινον.) οὐ γὰρ
εὔπορος Βοιωτοῖς ἡ πρῖνος, φησὶν ὁ Πλούταρχος, ἀλλὰ
τοῖς πτελεΐνοις ἀντὶ τῶν πρινίνων χρῶνται τοὺς γύας
κατασκευάζοντες. Ibid. in OD 435:

Αθηναίος σοφιστής (0008: 001)“Athenaei Naucratitae


deipnosophistarum libri xv, 3 vols.”, Ed. Kaibel, G.Leipzig: Teubner, 1–
2:1887; 3:1890, Repr. 1–2:1965; 3:1966.Book 2, Kaibel paragraph 35,
line 21

Κράτης (I 142 K)·


πάνυ γάρ ἐστιν ὡρικώτατα
τὰ τιτθί' ὥσπερ μῆλον ἢ μιμαίκυλον.
Ἄμφις (II 247 K)·
ὁ συκάμινος συκάμιν', ὁρᾷς, φέρει,
ὁ πρῖνος ἀκύλους, ὁ κόμαρος μιμαίκυλα.
Θεόφραστος (h. pl. 3, 16, 4)· ‘ἡ κόμαρος ἡ τὸ μιμαί-
κυλον φέρουσα τὸ ἐδώδιμον.’
ὅτι Ἀγῆνα σατυρικόν τι δρᾶμα ἀμφιβάλλεται εἴτε
Πύθων ἐποίησεν ὁ Καταναῖος ἢ Βυζάντιος ἢ καὶ αὐτὸς
ὁ βασιλεὺς Ἀλέξανδρος.

Αθηναίος σοφιστής Book 2, Kaibel paragraph 57, line 8

καὶ Ἐπίχαρμος παίζων ἔφη (p. 275 L)·


75

οἷον αἱ μύκαι ἄρ' ἐπεσκληκότες πνιξεῖσθε.


Νίκανδρος δ' ἐν Γεωργικοῖς καταλέγει καὶ τίνες
αὐτῶν εἰσιν οἱ θανάσιμοι, λέγων (fr. 78 Schn)·
ἐχθρὰ δ' ἐλαίης
ῥοιῆς τε πρίνου τε Δρυός τ' ἄπο πήματα κεῖται,
οἰδαλέων σύγκολλα βάρη πνιγόεντα μυκήτων.
φησὶ δὲ καὶ ὅτι
συκέης ὁπότε στέλεχος βαθὺ κόπρῳ
κακκρύψας ὑδάτεσσιν ἀειναέεσσι νοτίζοις,
φύσονται πυθμέσσιν ἀκήριοι· ὧν σὺ μύκητα

Philo Judaeus Phil., Legatio ad Gaium “Philonis Alexandrini opera


quae supersunt, vol. 6”, Ed. Cohn, L., Reiter, S.Berlin: Reimer, 1915,
Repr. 1962.Section 127, line 6

πυρὸς ἐπεισρέοντος πυρί. μηκέτι οὖν ὑπομένειν τὴν δυσχωρίαν


| οἷοί τε ὄντες ἐξεχέοντο εἰς ἐρημίας καὶ αἰγιαλοὺς καὶ μνήματα, γλιχό-
μενοι σπάσαι καθαροῦ καὶ ἀβλαβοῦς ἀέρος. εἰ δέ τινες ἢ προκατελήφθη-
σαν ἐν τοῖς ἄλλοις μέρεσι τῆς πόλεως ἢ ἀγνοίᾳ τῶν κατασκηψάντων
κακῶν ἀγρόθεν παρεγένοντο, πολυτρόπων ἀπέλαυον συμφορῶν, ἢ κατα-
λευόμενοι ἢ κεράμῳ τιτρωσκόμενοι ἢ πρίνου κλάδοις καὶ δρυὸς τὰ
καιριώτατα μέρη τοῦ σώματος καὶ μάλιστα κεφαλὴν ἄχρι θανάτου κατ-
αγνύμενοι. περικαθήμενοι δὲ ἐν κύκλῳ τινὲς τῶν ἀργεῖν καὶ σχολάζειν
εἰωθότων τοὺς συνεληλαμένους καὶ συνεωσμένους εἰς ἐσχατιᾶς βραχύ τι
μέρος, ὡς ἔφην, καθάπερ τοὺς τειχήρεις γεγονότας ἐπετήρουν, μή τις
ὑπεξέλθῃ λαθών.

Aristophanes Comic., Ranae “Aristophane, vol. 4”, Ed. Coulon, V., van
Daele, M.Paris: Les Belles Lettres, 1928, Repr. 1967 (1st edn. corr.).
Line 859

ἵνα μὴ κεφαλαίῳ τὸν κρόταφόν σου ῥήματι


θενὼν ὑπ' ὀργῆς ἐκχέῃ τὸν Τήλεφον.
Σὺ δὲ μὴ πρὸς ὀργήν, Αἰσχύλ', ἀλλὰ πραόνως
ἔλεγχ', ἐλέγχου· λοιδορεῖσθαι δ' οὐ πρέπει
ἄνδρας ποητὰς ὥσπερ ἀρτοπώλιδας·
σὺ δ' εὐθὺς ὥσπερ πρῖνος ἐμπρησθεὶς βοᾷς.
{ΕΥ.} Ἕτοιμός εἰμ' ἔγωγε, κοὐκ ἀναδύομαι,
δάκνειν, δάκνεσθαι πρότερος, εἰ τούτῳ δοκεῖ,
τἄπη, τὰ μέλη, τὰ νεῦρα τῆς τραγῳδίας,
76

καὶ νὴ Δία τὸν Πηλέα γε καὶ τὸν Αἴολον


καὶ τὸν Μελέαγρον κἄτι μάλα τὸν Τήλεφον.

Ησίοδος Opera et dies “Hesiodi opera”, Ed. Solmsen, F.Oxford:


Clarendon Press, 1970.Line 436

...γόμφοισιν πελάσας προσαρήρεται ἱστοβοῆι.


δοιὰ δὲ θέσθαι ἄροτρα, πονησάμενος κατὰ οἶκον,
αὐτόγυον καὶ πηκτόν, ἐπεὶ πολὺ λώιον οὕτω·
εἴ χ' ἕτερον [γ'] ἄξαις, ἕτερόν κ' ἐπὶ βουσὶ βάλοιο.
δάφνης δ' ἢ πτελέης ἀκιώτατοι ἱστοβοῆες.
δρυὸς ἔλυμα, πρίνου δὲ γύην. βόε δ' ἐνναετήρω
ἄρσενε κεκτῆσθαι· [τῶν γὰρ σθένος οὐκ ἀλαπαδνόν·
ἥβης μέτρον ἔχοντε·] τὼ ἐργάζεσθαι ἀρίστω.
οὐκ ἂν τώ γ' ἐρίσαντε ἐν αὔλακι κὰμ μὲν ἄροτρον
ἄξειαν, τὸ δὲ ἔργον ἐτώσιον αὖθι λίποιεν.
τοῖς δ' ἅμα τεσσαρακονταετὴς αἰζηὸς ἕποιτο

Nicander Epic., Fragmenta (0022: 003)“Nicander. The poems and


poetical fragments”, Ed. Gow, A.S.F., Scholfield, A.F.Cambridge:
Cambridge University Press, 1953.Fragment 78, line 2

καὶ μορέης, ἣ παισὶ πέλει μείλιγμα νέοισι


πρῶτον ἀπαγγέλλουσα βροτοῖς ἡδεῖαν ὀπώρην.
λόπιμον κάρυόν τε
Εὐβοέες, βάλανον δὲ μετεξέτεροι καλέσαντο,
ἐχθρὰ δ' ἐλαίης
ῥοιῆς τε πρίνου τε Δρυός τ' ἀπὸ πήματα κεῖται
οἰδαλέων σύγκολλα βάρη πνιγόεντα μυκήτων.
συκέης ὁπότε στέλεχος βαθὺ κόπρῳ
κακκρύψας ὑδάτεσσιν ἀειναέεσσι νοτίζοις,
φύσονται πυθμέσσιν ἀκήριοι· ὧν σὺ μύκητα

Xenophon Hist., Cynegeticus “Xenophontis opera omnia, vol. 5”, Ed.


Marchant, E.C.Oxford: Clarendon Press, 1920, Repr. 1969.
Chapter 9, section 13, line 6

ἂν οἱ μὲν ξύλινοι ὑπείκωσι τῷ ποδί, οἱ δὲ πιέζωσι. τὸν


δὲ βρόχον τῆς σειρίδος τὸν ἐπὶ τὴν στεφάνην ἐπιτεθησό-
77

μενον πεπλεγμένον σπάρτου καὶ αὐτὴν τὴν σειρίδα· ἔστι


γὰρ ἀσηπτότατον τοῦτο. ὁ δὲ βρόχος αὐτὸς ἔστω στιφρὸς
καὶ ἡ σειρίς· τὸ δὲ ξύλον τὸ ἐξαπτόμενον ἔστω μὲν δρυὸς ἢ
πρίνου, μέγεθος τρισπίθαμον, περίφλοιον, πάχος παλαιστῆς.
ἱστάναι δὲ τὰς ποδοστράβας διελόντα τῆς γῆς βάθος πεντε-
πάλαστον, περιφερὲς δὲ τοῦτο, καὶ ἄνωθεν ἴσον ταῖς
στεφάναις τῶν ποδοστραβῶν, εἰς δὲ τὸ κάτω ἀμειβόμενον
στενότητι· διελεῖν δὲ καὶ τῇ σειρίδι καὶ τῷ ξύλῳ τῆς γῆς
ὅσον ἵζεσθαι ἀμφοῖν.

Γαληνός. ., De alimentorum facultatibus libri iii (0057: 037)


“Galeni de alimentorum facultatibus libri iii”, Ed. Helmreich, G.
Leipzig: Teubner, 1923; Corpus medicorum Graecorum, vol. 5.4.2.
Kühn Τόμ. 6, page 619, line 12

αἱ ἀπὸ τῶν δρυῶν βάλανοι.

Ἄγρια καλεῖν εἰώθασι πάντες ἄνθρωποι φυτὰ τὰ κατὰ τὴν χώραν


φυόμενα χωρὶς ἐπιμελείας γεωργικῆς, ἀμέλει καὶ ἀμπέλους ἀγρίας
ὀνομάζουσιν, ὧν οὐδεὶς ἀμπελουργὸς προνοεῖται περισκάπτων ἢ περι-
σκάλλων ἢ βλαστολογῶν ἤ τι τοιοῦτον διαπραττόμενος. ἐκ τούτων τῶν
φυτῶν ἐστι καὶ φηγὸς καὶ δρῦς καὶ πρῖνος καὶ κρανία καὶ κόμαρος
ἕτερά τε δένδρα τοιαῦτα, καθάπερ γε καὶ θάμνοι τινές, οἷον ὅ τε τῆς
βάτου καὶ ὁ τῆς κυνοσβάτου καὶ ὁ τῆς ἀχέρδου τε καὶ ἀχράδος ὅ τε
τῶν ἀγρίων κοκκυμήλων, ἃ προῦμνα παρ' ἡμῖν καλοῦσι, καὶ ὁ τοῦ τὰς
ἐπιμηλίδας φέροντος. καλεῖται δὲ κατὰ τὴν Ἰταλίαν οὐνέδων ὁ καρπὸς
τοῦ θάμνου τούτου κακοστόμαχός τε καὶ κεφαλαλ|γὴς ὑπάρχων καὶ

Γαληνός. ., De simplicium medicamentorum temperamentis ac


facultatibus libri xi “Claudii Galeni opera omnia, vols. 11–12”, Ed.
Kühn, C.G.Leipzig: Knobloch, 1826, Repr. 1965.Τόμ. 11, p. 648, li 7

καρποὶ κατ' ἀρχὰς ὄντες στρυφνοὶ, προϊόντος τοῦ χρόνου


τινὲς μὲν ἀκριβῶς γίνονται γλυκεῖς, τινὲς δὲ ὀξεῖς, τινὲς
δ' αὐστηροὶ, τινὲς δ' ἀεὶ μένουσι στρυφνοὶ, τινὲς δ' ἀποτε-
λοῦνται λιπαροί· καὶ δὴ καὶ κατὰ τὰς τῶν εἰρημένων ποιο-
τήτων ἐπιμιξίας παμπόλλην ἔχουσι τὴν ποικιλίαν. στρυφνὸς
μὲν οὖν ἄχρι τέλους ἐστὶν ὁ τῆς πρίνου καὶ κομάρου καὶ
φηγοῦ καὶ κρανίας, ὅτι καὶ ψυχρὸς καὶ ξηρὸς οἷός περ ἦν ἐξ
ἀρχῆς παραμένει, μόνον μὲν αὐξανόμενος, οὐδεμίαν δὲ μεγάλην
ἀλλοίωσιν ἑτέραν ἐπικτώμενος. ἔστι γὰρ καὶ αὐτὰ ταῦτα τὰ
δένδρα πυκνότερά τε ἅμα καὶ ξηρότερα καὶ ψυχρότερα.
78

Γαληνός. ., De simplicium medicamentorum temperamentis ac


facultatibus libri xi Τόμ. 11, page 866, line 4

πρέμνου τὸ ὑμενῶδες, καὶ τὸ ὑπὸ τῷ κελύφει τῆς βαλάνου,


τὸ ἐπὶ τῇ σαρκὶ τοῦ καρποῦ. διὸ καὶ πρὸς ῥοῦν γυναι-
κεῖον, αἵματός τε πτύσεις καὶ δυσεντερίας καὶ γαστρὸς ῥεύ-
ματα χρόνια χρήσιμον εἶναι πεπίστευται, μάλιστα δ' ἀφέ-
ψοντες αὐτῷ χρῶνται. σφοδρότερον δ' ἔτι στύφει φηγὸς
καὶ πρῖνος, εἴτ' οὖν εἴδη δρυὸς ὀνομάζειν αὐτά τις εἴτε
καὶ διαφέρειν ὅλῳ τῷ γένει βούλοιτο. καὶ δὴ καὶ τὰ φύλλα
τὰ μὲν τούτων τῶν φυτῶν ἁπαλὰ καταπλασσόμενα ξηραί-
νειν οὐκ ἀγεννῶς πέφυκε, τὰ δὲ τῆς ἑτέρας δρυὸς ἧττον,
εἰς ὅσον καὶ στύψεως ἧττον μετείληφεν. ἔγωγ' οὖν οἶδα καὶ
κολλήσας ποτὲ τραῦμα δρεπάνῳ γεγονὸς.

Γαληνός. ., De simplicium medicamentorum temperamentis ac


facultatibus libri xi Τόμ. 12, page 139, line 11

τιθέμενον. οὐχ ἅπασα δὲ τέφρα τὴν αὐτὴν ἀκριβῶς ἔχει


κρᾶσιν, ἀλλὰ κατὰ τὴν τῆς καυθείσης ὕλης διαφορὰν ὑπαλ-
λάττεται. Διοσκορίδης δὲ οὐκ οἶδ' ὅπως στυπτικὴν αὐτὴν
ἔχειν φησὶ τὴν δύναμιν. καίτοι γε ἡ συκίνη πάσης ἀπήλ-
λακται τοιαύτης ποιότητος, ὅτι καὶ αὐτὸ τὸ δένδρον οὐχ
ὥσπερ δρῦς καὶ πρῖνος καὶ κόμαρος καὶ φηγὸς καὶ σχῖνος
καὶ κισσὸς, ὅσα τ' ἄλλα τοιαῦτα, τὴν στρυφνὴν ἐπιφαίνει ποι-
ότητα κατ' οὐδὲν ἑαυτοῦ μέρος, ἀλλ' ἔστιν ὀποῦ πλῆρες
ὅλον ἰσχυροῦ καὶ θερμοῦ καὶ δριμέος. ἐκ μὲν δὴ τῶν στρυ-
φνῶν ξύλων ἡ τέφρα στυπτικὸν οὐκ ὀλίγον ἔχει, καὶ ἔγωγέ
ποτε δι' αὐτῆς ἐπισχὼν αἱμοῤῥαγίας οἶδα, μηδενὸς ἑτέρου

Γαληνός. ., De compositione medicamentorum secundum locos libri x


(0057: 076) “Claudii Galeni opera omnia, vols. 12–13”, Ed. Kühn, C.G.
Leipzig: Knobloch, 12:1826; 13:1827, Repr. 1965.Τόμ. 12, page 443,
line 16

Ἀρχιγένη νομίζω καίτοι σεμνότατον ὄντα, γεγραφέναι περὶ


αὐτῶν ὧδέ πως αὐτοῖς ὀνόμασιν. μελαίνει τρίχας ταῦτα.
καππάρεως ῥίζα λεία σὺν γάλακτι γυναικείῳ, ἔνιοι δὲ ὀνείῳ
μέχρι τὸ τρίτον λειφθῇ, ἑψήσας, κατάπλασσον εἰς νύκτα. ἢ
οὔρῳ κυνείῳ τηρηθέντι ἐπὶ ἡμέρας πέντε ἢ ἓξ σμήχου. ἢ
79

πρίνου ῥίζης φλοιὸν ἑψήσας μέχρις ἁπαλὸς γένηται, τούτῳ


μὲν κατάπλασσε, τῷ δὲ ὕδατι σμήχου. ἢ ἀνεμώνης τὸ ἐντὸς
μέλαν, τριβὲν σὺν ἐλαίῳ μυρσίνῳ καταψῶ. ἢ λιθάργυρον,
κιμωλίαν, στυπτηρίαν ὑγρὰν ἴσα προσμηξάμενος καὶ τὰς τρί-
χας ξηράνας εἰς νύκτα κατάχριε καὶ φύλλοις τεύτλου ἐπάνω
ἐπίδει.

Γαληνός. ., De compositione medicamentorum secundum locos libri x


Τόμ. 12, page 961, line 12

συλλαβὴν τοῦ ὀνόματος τὸ υ, ὡς εἶναι τρία γράμματα τοῦ


ὀνόματος τὰ πάντα, τό τε ο καὶ τὸ υ καὶ τὸ α, κατὰ δὲ
τοὺς Ἑλληνίζοντας τό τε ο καὶ τὸ α. τούτων δὲ ἰσχυρό-
τερα τό τε τῆς μυρσίνης καὶ τὸ τῶν μύρτων ἐστὶν ἀφέ-
ψημα καὶ τὸ τῶν στρυφνῶν κυδωνίων μήλων, ἀκρεμόνων τε
τῶν μαλακῶν, πρίνου καὶ κομάρου καὶ σμίλακος καὶ φηγοῦ
καὶ τῶν βαλάνων αὐτῶν, μεσπίλων τε καὶ κράνων καὶ με-
μαικύλου καρποῦ. γενναιότατα δὲ κηκίδων καὶ ῥοῦ τοῦ ἐπὶ
τὰ ὄψα καὶ τῆς βυρσοδεψικῆς καὶ μυρίκης καρποῦ καὶ
τῆς ἀκάνθης τῆς Αἰγυπτίας ὀνομαζομένης, ὁμοίως τοῦ καρ-
ποῦ. τούτων ἑκάστου κατὰ μόνας καὶ σὺν ἄλλοις ἑψηθέν

Αριστοτέλης. Rhetorica (0086: 038)“Aristotelis ars rhetorica”, Ed.


Ross, W.D.Oxford: Clarendon Press, 1959, Repr. 1964.Bekker page
1407a, line 4

ἡ εἰς τὸν δῆμον, ὅτι ὅμοιος ναυκλήρῳ ἰσχυρῷ μὲν ὑπο-


κώφῳ δέ, καὶ ἡ εἰς τὰ μέτρα τῶν ποιητῶν, ὅτι ἔοικε τοῖς
ἄνευ κάλλους ὡραίοις· οἱ μὲν γὰρ ἀπανθήσαντες, τὰ δὲ
διαλυθέντα οὐχ ὅμοια φαίνεται. καὶ ἡ Περικλέους εἰς Σα-
μίους, ἐοικέναι αὐτοὺς τοῖς παιδίοις ἃ τὸν ψωμὸν δέχεται
μέν, κλαίοντα δέ, καὶ εἰς Βοιωτούς, ὅτι ὅμοιοι τοῖς πρίνοις·
τούς τε γὰρ πρίνους ὑφ' αὑτῶν κατακόπτεσθαι, καὶ τοὺς
Βοιωτοὺς πρὸς ἀλλήλους μαχομένους. καὶ ὃ Δημοσθένης
εἰς τὸν δῆμον, ὅτι ὅμοιός ἐστιν τοῖς ἐν τοῖς πλοίοις ναυ-
τιῶσιν. καὶ ὡς Δημοκράτης εἴκασεν τοὺς ῥήτορας ταῖς
τίτθαις αἳ τὸ ψώμισμα καταπίνουσαι τῷ σιάλῳ τὰ παιδία .

Αριστοτέλης. Rhetorica Bekker page 1407a, line 5


80

κώφῳ δέ, καὶ ἡ εἰς τὰ μέτρα τῶν ποιητῶν, ὅτι ἔοικε τοῖς
ἄνευ κάλλους ὡραίοις· οἱ μὲν γὰρ ἀπανθήσαντες, τὰ δὲ
διαλυθέντα οὐχ ὅμοια φαίνεται. καὶ ἡ Περικλέους εἰς Σα-
μίους, ἐοικέναι αὐτοὺς τοῖς παιδίοις ἃ τὸν ψωμὸν δέχεται
μέν, κλαίοντα δέ, καὶ εἰς Βοιωτούς, ὅτι ὅμοιοι τοῖς πρίνοις·
τούς τε γὰρ πρίνους ὑφ' αὑτῶν κατακόπτεσθαι, καὶ τοὺς
Βοιωτοὺς πρὸς ἀλλήλους μαχομένους. καὶ ὃ Δημοσθένης
εἰς τὸν δῆμον, ὅτι ὅμοιός ἐστιν τοῖς ἐν τοῖς πλοίοις ναυ-
τιῶσιν. καὶ ὡς Δημοκράτης εἴκασεν τοὺς ῥήτορας ταῖς
τίτθαις αἳ τὸ ψώμισμα καταπίνουσαι τῷ σιάλῳ τὰ παιδία
παραλείφουσιν.

Αίλιος Ηρωδιανός. Καθολική προσωδία.(0087: 001)“Grammatici


Graeci, vol. 3.1”, Ed. Lentz, A.Leipzig: Teubner, 1867, Repr.
1965.Part+Τόμ. 3,1, page 176, line 18

Τὰ εἰς ινος δισύλλαβα βαρύνεται, Νίνος πόλις Ἀσσυρίων, ἣν


ἔκτισε Νίνος Σεμιράμιδος ἀνήρ, ἐν τῇ Ἀτουρίᾳ. πίνος ὁ ῥύπος, δῖνος
ἡ συστροφή, σχῖνος, λίνος ὃ σημαίνει εἶδος ὕμνου ὡς παιάν, διθύ-
ραμβος, σπίνος εἶδος ὀρνέου «καὶ σπίνος ἠῷα σπίζων καὶ ὄρνεα
πάντα» παρ' Ἀράτῳ (Dios. 292). Σπῖνος ποταμός, γρῖνος, πρῖνος.
μόνον τὸ ῥινός ὀξύνεται «ἕσσατο δ' ἔκτοσθεν ῥινόν» (Κ 334). τὸ δὲ
κλεινός, αἰνός, δεινός ὀξύνεται μὴ ἔχοντα τὸ ι μόνον. τὸ δὲ
αἶνος ἐπὶ τοῦ ὕμνου ἐπί τε τῆς πόλεως βαρύνεται.

Αίλιος Ηρωδιανός. Περὶ ὀρθογραφίας (0087: 011)“Grammatici Graeci,


vol. 3.2”, Ed. Lentz, A.Leipzig: Teubner, 1870, Repr. 1965.Part+Τόμ.
3,2, page 447, line 13

φύζα τοῦ σημαίνοντος τὴν φυγὴν γέγονε φυζεινός διὰ τῆς ει διφθόγγου
καὶ κατὰ πλεονασμὸν τοῦ ακ γέγονε φυζακινός διὰ τοῦ ι· τὸ λεπτα-
κινός καὶ αὐτὸ γέγονεν ἀπὸ τοῦ λεπτός, λεπτεινός διὰ διφθόγγου καὶ
κατὰ πλεονασμὸν τοῦ ακ λεπτακινός διὰ τοῦ ι.
Τὰ διὰ τοῦ ινος δισύλλαβα προσηγορικὰ διὰ τοῦ ι γράφεται,
λίνος, σχῖνος, πρῖνος, σπίνος εἶδος ὀρνέου, πίνος ὁ ῥύπος, δῖνος ἡ
συστροφή, γρῖνος.
Τὰ διὰ τοῦ ινος ὀνόματα δισύλλαβα πρὸ μιᾶς τὸν τόνον ἔχοντα
μὴ ἔχοντα ἀπὸ πλεονασμοῦ τὸ ι διὰ τοῦ ι γράφεται οἷον σχῖνος, πρῖ-
νος, δῖνος· τὸ δὲ ξεῖνος διὰ διφθόγγου γράφεται· ὥσπερ γὰρ ἀπὸ τοῦ
κενός γίνεται κεινός κατὰ πλεονασμὸν τοῦ ι οἷον «κεινὴ δὲ τρυφάλεια.

Αίλιος Ηρωδιανός. Περὶ ὀρθογραφίας Part+Τόμ. 3,2, page 447, line 17


81

Τὰ διὰ τοῦ ινος δισύλλαβα προσηγορικὰ διὰ τοῦ ι γράφεται,


λίνος, σχῖνος, πρῖνος, σπίνος εἶδος ὀρνέου, πίνος ὁ ῥύπος, δῖνος ἡ
συστροφή, γρῖνος. Τὰ διὰ τοῦ ινος ὀνόματα δισύλλαβα πρὸ μιᾶς τὸν
τόνον ἔχοντα μὴ ἔχοντα ἀπὸ πλεονασμοῦ τὸ ι διὰ τοῦ ι γράφεται οἷον
σχῖνος, πρῖνος, δῖνος· τὸ δὲ ξεῖνος διὰ διφθόγγου γράφεται· ὥσπερ γὰρ
ἀπὸ τοῦ κενός γίνεται κεινός κατὰ πλεονασμὸν τοῦ ι οἷον «κεινὴ δὲ
τρυφάλεια ἅμ' ἕσπετο χειρὶ παχείῃ» (Γ 376), τὸν αὐτὸν τρόπον καὶ ξένος
γέγονε ξεῖνος. καὶ πάλιν οἱ Αἰολεῖς ξέννος λέγουσιν· μηδεὶς δὲ οἰέσθω ὅτι
τὸ ξέννος ἀπὸ τοῦ ξεῖνος γέγονεν· οὐδέποτε γὰρ οἱ Αἰολεῖς τὸ ι τὸ ἀπὸ
πλεονασμοῦ ἀποβάλλουσι καὶ διπλασιάζουσι τὸ σύμφωνον .

Αίλιος Ηρωδιανός. Partitiones (= Ἐπιμερισμοί) [Sp.?] (e codd. Paris.


2543 + 2570) (0087: 036)“Herodiani partitiones”, Ed. Boissonade,
J.F.London, 1819, Repr. 1963.Page 111, line 9

ἰῶτα γράφεται· οἷον· πνίγω· πνιγηρός· πνιγμονή· πνίγος,


οὐδέτερον, ὁ ἐκ τοῦ καύματος πνιγμός· καὶ τὰ λοιπά.
Πᾶσα λέξις ἀπὸ τῆς πρι συλλαβῆς ἀρχομένη διὰ τοῦ
ἰῶτα γράφεται· οἷον· πρίων, πρίονος, τεκτονικὸν ἐργαλεῖον·
πρὶν καὶ πρινὴ, ἀντὶ τοῦ πρότερον· πριμικήριος, ἀξίωμα·
πρῖνος, δένδρον· Πρίσκος καὶ Πρίσκιλλα, κύρια· καὶ τὰ
λοιπά. Πλὴν τοῦ πρήθω, τὸ καίω· καὶ πρηστὴρ, ὁ κεραυνός·
πρηστηριάζω, τὸ φλογίζω· πρηνὴς, ὁ ἐπὶ προσώπου κείμε-
νος· καὶ πρηὼν, ἡ ἐξοχὴ τοῦ ὄρους.

Αίλιος Ηρωδιανός. Partitiones (= Ἐπιμερισμοί) [Sp.?] (e codd. Paris.


2543 + 2570) Page 174, line 5

χειὸς, καὶ Ἀλφειὸς, ὀνόματα ποταμῶν.


Τὰ διὰ τοῦ ινος προπαροξύτονα διὰ τοῦ ἰῶτα γράφον-
ται· λίθινος· πέτρινος· ξύλινος· χρύσινος· γήϊνος· ἀκάνθινος·
καὶ τὰ ὅμοια.
Τὰ διὰ τοῦ ινος βαρύτονα διὰ τοῦ ἰῶτα γράφονται· οἷον·
Κωνσταντῖνος· ἐχῖνος, ζῶον· πρῖνος, καὶ σχῖνος, δέν-
δρα· πῖνος, ὁ ῥύπος· καὶ τὰ ὅμοια. Σὺν τούτοις καὶ
καρκῖνος.

Θεόφραστος. Ιστορία φυτών. (0093: 001)“Theophrastus. Enquiry into


plants, 2 vols.”, Ed. Hort, A.Cambridge, Mass.: Harvard University Press,
1916, Repr. 1:1968; 2:1961.Book 1, chapter 6, section 1, line 10
82

δὲ ξυλώδης τῶν δὲ ὑμενώδης. καὶ σαρκώδης


μὲν οἷον ἀμπέλου συκῆς μηλέας ῥοιᾶς ἀκτῆς
νάρθηκος. ξυλώδης δὲ πίτυος ἐλάτης πεύκης,
καὶ μάλιστα αὕτη διὰ τὸ ἔνδᾳδος εἶναι. τούτων
δ' ἔτι σκληρότεραι καὶ πυκνότεραι κρανείας
πρίνου δρυὸς κυτίσου συκαμίνου ἐβένου λωτοῦ.
Διαφέρουσι δὲ αὐταὶ καὶ τοῖς χρώμασι·
μέλαιναι γὰρ τῆς ἐβένου καὶ τῆς Δρυός, ἣν καλοῦσι
μελάνδρυον. ἅπασαι δὲ σκληρότεραι καὶ κραυρό-
τεραι τῶν ξύλων· δι' ὃ καὶ οὐχ ὑπομένουσι
καμπήν. μανότεραι δὲ αἱ μὲν αἱ δ' οὔ.

Θεόφραστος. Ιστορία φυτών. Book 1, chapter 6, section 2, line 10

καμπήν. μανότεραι δὲ αἱ μὲν αἱ δ' οὔ. ὑμενώ-


δεις δ' ἐν μὲν τοῖς δένδροις οὐκ εἰσὶν ἢ σπάνιοι,
ἐν δὲ τοῖς θαμνώδεσι καὶ ὅλως τοῖς ὑλήμασιν
οἷον καλάμῳ τε καὶ νάρθηκι καὶ τοῖς τοιούτοις
εἰσίν. ἔχει δὲ τὴν μήτραν τὰ μὲν μεγάλην καὶ
φανεράν, ὡς πρῖνος δρῦς καὶ τἆλλα προειρη-
μένα, τὰ δ' ἀφανεστέραν, οἷον ἐλάα πύξος· οὐ
γὰρ ἔστιν ἀφωρισμένην οὕτω λαβεῖν, ἀλλὰ καί
φασί τινες οὐ κατὰ τὸ μέσον ἀλλὰ κατὰ τὸ πᾶν
ἔχειν· ὥστε μὴ εἶναι τόπον ὡρισμένον·

Θεόφραστος. Ιστορία φυτών. Book 1, chapter 9, section 3, line 6

Ἔστι δὲ τὰ μὲν ἀείφυλλα τὰ δὲ φυλλοβόλα. τῶν μὲν ἡμέρων ἀείφυλλα


ἐλάα φοῖνιξ δάφνη μύρρινος πεύκης τι γένος κυπάριττος· τῶν δ' ἀγρίων
ἐλάτη πεύκη ἄρκευθος μίλος θυία καὶ ἣν Ἀρκάδες καλοῦσι φελλόδρυν
φιλυρέα κέδρος πίτυς ἀγρία μυρίκη πύξος πρῖνος κήλαστρον φιλύκη
ὀξυάκανθος ἀφάρκη, ταῦτα δὲ φύεται περὶ τὸν Ὄλυμπον, ἀνδράχλη
κόμαρος τέρμινθος ἀγρία δάφνη. δοκεῖ δ' ἡ ἀνδράχλη καὶ ὁ κόμαρος
τὰ μὲν κάτω φυλλοβολεῖν τὰ δὲ ἔσχατα τῶν ἀκρεμόνων ἀείφυλλα ἔχειν,
ἐπιφύειν δὲ ἀεὶ τοὺς ...Βικιπαίδεια. Ο Πυξός (< αρχ. πύξος), γνωστός ως πυξάρι ή
τσαμσίρι, είναι αειθαλής (λατ. Buxus sempervirens) καλλωπιστικός θάμνος ή μικρό δένδρο
με μικρά κίτρινα άνθη και γυαλιστερά σκουροπράσινα στην άνω επιφάνεια δερματώδη
ωειδή φύλλα. Ανήκει στην οικογένεια των Πυξοειδών (Buxaceae) ...

Θεόφραστος. Ιστορία φυτών. Book 1, chapter 10, section 6, line 5


83

σχιστὰ καὶ τὰ τῆς ἀμπέλου, καὶ τὰ τῆς συκῆς


δὲ ὥσπερ ἂν εἴποι τις κορωνοποδώδη. ἔνια δὲ
καὶ ἐντομὰς ἔχοντα, καθάπερ τὰ τῆς πτελέας καὶ
τὰ τῆς Ἡρακλεωτικῆς καὶ τὰ τῆς Δρυός. τὰ δὲ
καὶ παρακανθίζοντα καὶ ἐκ τοῦ ἄκρου καὶ ἐκ τῶν
πλαγίων, οἷον τὰ τῆς πρίνου καὶ τὰ τῆς δρυὸς
καὶ μίλακος καὶ βάτου καὶ παλιούρου καὶ τὰ τῶν
ἄλλων. ἀκανθῶδες δὲ ἐκ τῶν ἄκρων καὶ τὸ τῆς
πεύκης καὶ πίτυος καὶ ἐλάτης ἔτι δὲ κέδρου καὶ
κεδρίδος. φυλλάκανθον δὲ ὅλως ἐν μὲν τοῖς
δένδροις οὐκ ἔστιν οὐδὲν ὧν ἡμεῖς ἴσμεν, ἐν δὲ

Θεόφραστος. Ιστορία φυτών. Book 3, chapter 3, section 1, line 5

Ἴδια δὲ τὰ τοιάδε τῶν ὀρεινῶν, ἃ ἐν τοῖς


πεδίοις οὐ φύεται, [περὶ τὴν Μακεδονίαν] ἐλάτη
πεύκη πίτυς ἀγρία φίλυρα ζυγία φηγὸς πύξος
ἀνδράχλη μίλος ἄρκευθος τέρμινθος ἐρινεὸς
φιλύκη ἀφάρκη καρύα διοσΒάλανος πρῖνος. τὰ
δὲ καὶ ἐν τοῖς πεδίοις μυρίκη πτελέα λεύκη ἰτέα
αἴγειρος κρανεία θηλυκρανεία κλήθρα δρῦς λακά-
ρη ἀχρὰς μηλέα ὀστρύα κήλαστρον μελία πα-
λίουρος ὀξυάκανθος σφένδαμνος, ἣν ἐν μὲν τῷ
ὄρει πεφυκυῖαν ζυγίαν καλοῦσιν, ἐν δὲ τῷ πεδίῳ.

Θεόφραστος. Ιστορία φυτών. Book 3, chapter 3, section 3, li 9

Ἀείφυλλα μὲν οὖν ἐστι τῶν ἀγρίων ἃ καὶ πρότερον ἐλέχθη, ἐλάτη πεύκη
πίτυς ἀγρία πύξος ἀνδράχλη μίλος ἄρκευθος τέρμινθος φιλύκη ἀφάρκη
δάφνη φελλόΔρύς κήλαστρον ὀξυάκανθος πρῖνος μυρίκη· τὰ δὲ ἄλλα
πάντα φυλλοβολεῖ· πλὴν εἴ τι περιττὸν ἐνιαχοῦ, καθάπερ ἐλέχθη περὶ
τῆς ἐν τῇ Κρήτῃ πλατάνου καὶ δρυὸς καὶ εἴ που τόπος τις ὅλως
εὔτροφος. Κάρπιμα δὲ τὰ μὲν ἄλλα πάντα· περὶ δὲ ἰτέας καὶ αἰγείρου
καὶ πτελέας, ὥσπερ ἐλέχθη.

Θεόφραστος. Ιστορία φυτών. Book 3, chapter 3, section 6, line 10

τῇ Ἠλείᾳ, τὸ μὲν ἐν τῇ ὀρεινῇ κάρπιμον, τὸ δ' ἐν


τῷ πεδίῳ ἄκαρπον ἀλλὰ μόνον ἀνθεῖ, τὸ δ' ἐν τοῖς
κοίλοις τόποις οὐδ' ἀνθεῖ πλὴν κακῶς. δοκεῖ δ'
84

οὖν καὶ τῶν ἄλλων τῶν ὁμογενῶν καὶ ἐν μιᾷ


προσηγορίᾳ τὸ μὲν ἄκαρπον εἶναι τὸ δὲ κάρπιμον,
οἷον πρῖνος ὁ μὲν κάρπιμος ὁ δ' ἄκαρπος· καὶ
κλήθρα δὲ ὡσαύτως· ἀνθεῖ δ' ἄμφω. σχεδὸν δὲ
ὅσα καλοῦσιν ἄρρενα τῶν ὁμογενῶν ἄκαρπα· καὶ
τούτων τὰ μὲν πολλὰ ἀνθεῖν φασι τὰ δ' ὀλίγον
τὰ δ' ὅλως οὐδ' ἀνθεῖν· τὰ δὲ ἀνάπαλιν, τὰ μὲν
ἄρρενα μόνα καρποφορεῖν, οὐ μὴν ἀλλ' ἀπό γε.

Θεόφραστος. Ιστορία φυτών. Book 3, chapter 4, section 1, line 8

ἤδη πλέον, ἁπάντων δὲ κατὰ τὴν ἠρινὴν ὥραν.


ἀλλὰ τῶν καρπῶν ἡ παραλλαγὴ πλείων· ὥσπερ
δὲ καὶ πρότερον εἴπομεν, οὐ κατὰ τὰς βλαστήσεις
αἱ πεπάνσεις ἀλλὰ πολὺ διαφέρουσιν· ἐπεὶ καὶ
τῶν ὀψικαρποτέρων, ἃ δή τινές φασιν ἐνιαυτο-
φορεῖν, οἷον ἄρκευθον καὶ πρῖνον, ὅμως αἱ βλας-
τήσεις τοῦ ἦρος. αὐτὰ δ' αὑτῶν τὰ ὁμογενῆ τῷ
πρότερον καὶ ὕστερον διαφέρει κατὰ τοὺς τόπους·
πρῶτα μὲν γὰρ βλαστάνει τὰ ἐν τοῖς ἕλεσιν, ὡς
οἱ περὶ Μακεδονίαν λέγουσι, δεύτερα δὲ τὰ ἐν τοῖς
πεδίοις, ἔσχατα δὲ τὰ ἐν τοῖς ὄρεσιν.

Θεόφραστος. Ιστορία φυτών. Book 3, chapter 4, section 4, line 6

ἄμφω. τέρμινθος δὲ περὶ πυροῦ ἀμητὸν ἢ μικρῷ


ὀψιαίτερον ἀποδίδωσι καὶ μελία καὶ σφένδαμνος
τοῦ θέρους τὸν καρπόν· κλήθρα δὲ καὶ καρύα καὶ
ἀχράδων τι γένος μετοπώρου· δρῦς δὲ καὶ διος-
Βάλανος ὀψιαίτερον ἔτι περὶ Πλειάδος δύσιν,
ὡσαύτως δὲ καὶ φιλύκη καὶ πρῖνος καὶ παλίουρος
καὶ ὀξυάκανθος μετὰ Πλείαδος δύσιν· ἡ δ' ἀρία
χειμῶνος ἀρχομένου· καὶ ἡ μηλέα μὲν τοῖς πρώτοις
ψύχεσιν, ἀχρὰς δὲ ὀψία χειμῶνος· ἀνδράχλη δὲ
καὶ ἀφάρκη τὸ μὲν πρῶτον πεπαίνουσιν ἅμα τῷ
βότρυϊ περκάζοντι, τὸ δὲ ὕστερον, δοκεῖ γὰρ ταῦτα

Θεόφραστος. Ιστορία φυτών. Book 3, chapter 4, section 5, line 9

πεύκη δὲ καὶ πίτυς προτεροῦσι τῇ βλαστήσει


μικρόν, ὅσον πεντεκαίδεκα ἡμέραις, τοὺς δὲ καρ-
ποὺς ἀποδιδόασι μετὰ Πλειάδα κατὰ λόγον.
Ταῦτα μὲν οὖν μετριωτέραν μὲν ἔχει παραλλα-
85

γήν· πάντων δὲ πλείστην ἡ ἄρκευθος καὶ ἡ κήλας-


τρος καὶ ἡ πρῖνος· ἡ μὲν γὰρ ἄρκευθος ἐνιαύσιον
ἔχειν δοκεῖ· περικαταλαμβάνει γὰρ ὁ νέος τὸν περυ-
σινόν. ὡς δέ τινές φασιν, οὐδὲ πεπαίνει, δι' ὃ καὶ
προαφαιροῦσι καὶ χρόνον τινὰ τηροῦσιν· ἐὰν δὲ ἐᾷ
ἐπὶ τοῦ δένδρου τις, ἀποξηραίνεται. φασὶ δὲ καὶ τὴν
πρῖνον οἱ περὶ Ἀρκαδίαν ἐνιαυτῷ τελειοῦν·

Θεόφραστος. Ιστορία φυτών. Book 3, chapter 4, section 6, line 2

τρος καὶ ἡ πρῖνος· ἡ μὲν γὰρ ἄρκευθος ἐνιαύσιον


ἔχειν δοκεῖ· περικαταλαμβάνει γὰρ ὁ νέος τὸν περυ-
σινόν. ὡς δέ τινές φασιν, οὐδὲ πεπαίνει, δι' ὃ καὶ
προαφαιροῦσι καὶ χρόνον τινὰ τηροῦσιν· ἐὰν δὲ ἐᾷ
ἐπὶ τοῦ δένδρου τις, ἀποξηραίνεται. φασὶ δὲ καὶ τὴν
πρῖνον οἱ περὶ Ἀρκαδίαν ἐνιαυτῷ τελειοῦν· ἅμα
γὰρ τὸν ἔνον πεπαίνει καὶ τὸν νέον ὑποφαίνει·
ὥστε τοῖς τοιούτοις συμβαίνει συνεχῶς τὸν καρπὸν
ἔχειν. φασὶ δέ γε καὶ τὴν κήλαστρον ὑπὸ τοῦ
χειμῶνος ἀποβάλλειν. ὀψίκαρπα δὲ σφόδρα καὶ
φίλυρα καὶ πύξος.

Θεόφραστος. Ιστορία φυτών. Book 3, chapter 6, section 4, line 7

τὸ φύεσθαι πάντα ἀπὸ σπέρματος, οὐκ ἄγαν


ὀρθῶς λέγοντες. ἐνδέχεται γὰρ ὅταν ἐμβιώσῃ
πόρρω καθιέναι τὰς ῥίζας· ἐπεὶ καὶ τῶν λαχάνων
τὰ πολλὰ τοῦτο ποιεῖ, καίπερ ἀσθενέστερα ὄντα
καὶ ἐναργῶς φυόμενα ἐν τῇ γῇ. βαθυρριζότατον
δ' οὖν δοκεῖ τῶν ἀγρίων εἶναι ἡ πρῖνος· ἐλάτη δὲ
καὶ πεύκη μετρίως, ἐπιπολαιότατον δὲ θραύπα-
λος καὶ κοκκυμηλέα καὶ σποδιάς· αὕτη δ' ἐστὶν
ὥσπερ ἀγρία κοκκυμηλέα. ταῦτα μὲν οὖν καὶ
ὀλιγόρριζα· ὁ δὲ θραύπαλος πολύρριζον. συμ-
βαίνει δὲ τοῖς ἄλλοις τοῖς μὴ κατὰ βάθους ἔχουσι,
Θεόφραστος. Ιστορία φυτών. Book 3, chapter 7, section 3, line 9

τὰ δὲ πλείω, καθάπερ ἥ τε πτελέα τόν τε βότρυν


καὶ τὸ θυλακῶδες τοῦτο, καὶ συκῆ καὶ τὰ ἐρινὰ
τὰ προαποπίπτοντα καὶ εἴ τινες ἄρα τῶν συκῶν
ὀλυνθοφοροῦσιν· ἴσως δὲ τρόπον τινὰ καρπὸς
οὗτος. ἀλλ' ἡ Ἡρακλεωτικὴ καρύα τὸν ἴουλον
86

καὶ ἡ πρῖνος τὸν φοινικοῦν κόκκον ἡ δὲ δάφνη


τὸ βότρυον. φέρει μὲν καὶ ἡ καρποφόρος, εἰ μὴ
καὶ πᾶσα ἀλλά τοι γένος τι αὐτῆς, οὐ μὴν ἀλλὰ
πλέον ἡ ἄκαρπος, ἣν δὴ καὶ ἄρρενά τινες καλοῦ-
σιν. ἀλλ' ἡ πεύκη τὸν προαποπίπτοντα κύτταρον.

Θεόφραστος. Ιστορία φυτών. Book 3, chapter 16, section 1, line 1

καρπὸν δ' ἔχει στρογγύλον ἡλίκον ὁ κότινος·


πεπαινόμενος δὲ ξανθύνεται καὶ ἐπιμελαίνεται·
κατὰ δὲ τὴν γεῦσιν καὶ τὸν χυλὸν μεσπιλῶδες·
διόπερ οἷον ἀγρία μεσπίλη δόξειεν ἂν εἶναι.
μονοειδὲς δὲ καὶ οὐκ ἔχον διαφοράς.
Ὁ δὲ πρῖνος φύλλον μὲν ἔχει δρυῶδες,
ἔλαττον δὲ καὶ ἐπακανθίζον, τὸν δὲ φλοιὸν λειό-
τερον Δρυός. αὐτὸ δὲ τὸ δένδρον μέγα, καθάπερ
ἡ δρῦς, ἐὰν ἔχῃ τόπον καὶ ἔδαφος· ξύλον δὲ
πυκνὸν καὶ ἰσχυρόν· βαθύρριζον δὲ ἐπιεικῶς καὶ
πολύρριζον. καρπὸν δὲ ἔχει βαλανώδη·

Θεόφραστος. Ιστορία φυτών. Book 3, chapter 16, section 3, line 3

καὶ διαφορὰς ἔχοντα πλείους· οὐδὲ τὸ ξύλον


ὥσπερ ἐκεῖνο στερεὸν καὶ πυκνόν, ἀλλὰ καὶ
μαλακὸν ἐν ταῖς ἐργασίαις.
Ὃ δὲ καλοῦσιν οἱ Ἀρκάδες φελλόδρυν τοιάνδε
ἔχει τὴν φύσιν· ὡς μὲν ἁπλῶς εἰπεῖν ἀνὰ μέσον
πρίνου καὶ Δρυός ἐστιν· καὶ ἔνιοί γε ὑπολαμβά-
νουσιν εἶναι θῆλυν πρῖνον· δι' ὃ καὶ ὅπου μὴ
φύεται πρῖνος τούτῳ χρῶνται πρὸς τὰς ἁμάξας
καὶ τὰ τοιαῦτα, καθάπερ οἱ περὶ Λακεδαίμονα καὶ
Ἠλείαν. καλοῦσι δὲ οἵ γε Δωριεῖς καὶ ἀρίαν τὸ
δένδρον· ἔστι δὲ μαλακώτερον μὲν καὶ μανότερον

Θεόφραστος. Ιστορία φυτών. Book 3, chapter 16, section 3, line 4

ὥσπερ ἐκεῖνο στερεὸν καὶ πυκνόν, ἀλλὰ καὶ


μαλακὸν ἐν ταῖς ἐργασίαις.
Ὃ δὲ καλοῦσιν οἱ Ἀρκάδες φελλόδρυν τοιάνδε
ἔχει τὴν φύσιν· ὡς μὲν ἁπλῶς εἰπεῖν ἀνὰ μέσον
87

πρίνου καὶ Δρυός ἐστιν· καὶ ἔνιοί γε ὑπολαμβά-


νουσιν εἶναι θῆλυν πρῖνον· δι' ὃ καὶ ὅπου μὴ
φύεται πρῖνος τούτῳ χρῶνται πρὸς τὰς ἁμάξας
καὶ τὰ τοιαῦτα, καθάπερ οἱ περὶ Λακεδαίμονα καὶ
Ἠλείαν. καλοῦσι δὲ οἵ γε Δωριεῖς καὶ ἀρίαν τὸ
δένδρον· ἔστι δὲ μαλακώτερον μὲν καὶ μανότερον
τοῦ πρίνου, σκληρότερον δὲ καὶ πυκνότερον.

Θεόφραστος. Ιστορία φυτών. Book 3, chapter 16, section 3, line 5

Ὃ δὲ καλοῦσιν οἱ Ἀρκάδες φελλόδρυν τοιάνδε


ἔχει τὴν φύσιν· ὡς μὲν ἁπλῶς εἰπεῖν ἀνὰ μέσον
πρίνου καὶ Δρυός ἐστιν· καὶ ἔνιοί γε ὑπολαμβά-
νουσιν εἶναι θῆλυν πρῖνον· δι' ὃ καὶ ὅπου μὴ
φύεται πρῖνος τούτῳ χρῶνται πρὸς τὰς ἁμάξας
καὶ τὰ τοιαῦτα, καθάπερ οἱ περὶ Λακεδαίμονα καὶ
Ἠλείαν. καλοῦσι δὲ οἵ γε Δωριεῖς καὶ ἀρίαν τὸ
δένδρον· ἔστι δὲ μαλακώτερον μὲν καὶ μανότερον
τοῦ πρίνου, σκληρότερον δὲ καὶ πυκνότερον τῆς
Δρυός· καὶ τὸ χρῶμα φλοϊσθέντος τοῦ ξύλου

Θεόφραστος. Ιστορία φυτών. Book 3, chapter 16, section 3, line 9

...εἶναι θῆλυν πρῖνον· δι' ὃ καὶ ὅπου μὴ


φύεται πρῖνος τούτῳ χρῶνται πρὸς τὰς ἁμάξας
καὶ τὰ τοιαῦτα, καθάπερ οἱ περὶ Λακεδαίμονα καὶ
Ἠλείαν. καλοῦσι δὲ οἵ γε Δωριεῖς καὶ ἀρίαν τὸ
δένδρον· ἔστι δὲ μαλακώτερον μὲν καὶ μανότερον
τοῦ πρίνου, σκληρότερον δὲ καὶ πυκνότερον τῆς
Δρυός· καὶ τὸ χρῶμα φλοϊσθέντος τοῦ ξύλου
λευκότερον μὲν τοῦ πρίνου, οἰνωπότερον δὲ τῆς
Δρυός· τὰ δὲ φύλλα προσέοικε μὲν ἀμφοῖν, ἔχει
δὲ μείζω μὲν ἢ ὡς πρῖνος ἐλάττω δὲ ἢ ὡς δρῦς·
καὶ τὸν καρπὸν τοῦ μὲν πρίνου κατὰ μέγεθος

Θεόφραστος. Ιστορία φυτών. Book 3, chapter 16, section 3, line 11

καὶ τὰ τοιαῦτα, καθάπερ οἱ περὶ Λακεδαίμονα καὶ


Ἠλείαν. καλοῦσι δὲ οἵ γε Δωριεῖς καὶ ἀρίαν τὸ
δένδρον· ἔστι δὲ μαλακώτερον μὲν καὶ μανότερον
τοῦ πρίνου, σκληρότερον δὲ καὶ πυκνότερον τῆς
88

Δρυός· καὶ τὸ χρῶμα φλοϊσθέντος τοῦ ξύλου


λευκότερον μὲν τοῦ πρίνου, οἰνωπότερον δὲ τῆς
Δρυός· τὰ δὲ φύλλα προσέοικε μὲν ἀμφοῖν, ἔχει
δὲ μείζω μὲν ἢ ὡς πρῖνος ἐλάττω δὲ ἢ ὡς δρῦς·
καὶ τὸν καρπὸν τοῦ μὲν πρίνου κατὰ μέγεθος
ἐλάττω ταῖς ἐλαχίσταις δὲ βαλάνοις ἴσον, καὶ
γλυκύτερον μὲν τοῦ πρίνου πικρότερον δὲ τῆς

Θεόφραστος. Ιστορία φυτών. Book 3, chapter 16, section 3, line 13

δένδρον· ἔστι δὲ μαλακώτερον μὲν καὶ μανότερον


τοῦ πρίνου, σκληρότερον δὲ καὶ πυκνότερον τῆς
Δρυός· καὶ τὸ χρῶμα φλοϊσθέντος τοῦ ξύλου
λευκότερον μὲν τοῦ πρίνου, οἰνωπότερον δὲ τῆς
Δρυός· τὰ δὲ φύλλα προσέοικε μὲν ἀμφοῖν, ἔχει
δὲ μείζω μὲν ἢ ὡς πρῖνος ἐλάττω δὲ ἢ ὡς δρῦς·
καὶ τὸν καρπὸν τοῦ μὲν πρίνου κατὰ μέγεθος
ἐλάττω ταῖς ἐλαχίσταις δὲ βαλάνοις ἴσον, καὶ
γλυκύτερον μὲν τοῦ πρίνου πικρότερον δὲ τῆς
Δρυός. καλοῦσι δέ τινες τὸν μὲν τοῦ πρίνου καὶ
τὸν ταύτης καρπὸν ἄκυλον, τὸν δὲ τῆς δρυὸς…
.

Θεόφραστος. Ιστορία φυτών. Book 3, chapter 16, section 3, line 14

τοῦ πρίνου, σκληρότερον δὲ καὶ πυκνότερον τῆς


Δρυός· καὶ τὸ χρῶμα φλοϊσθέντος τοῦ ξύλου
λευκότερον μὲν τοῦ πρίνου, οἰνωπότερον δὲ τῆς
Δρυός· τὰ δὲ φύλλα προσέοικε μὲν ἀμφοῖν, ἔχει
δὲ μείζω μὲν ἢ ὡς πρῖνος ἐλάττω δὲ ἢ ὡς δρῦς·
καὶ τὸν καρπὸν τοῦ μὲν πρίνου κατὰ μέγεθος
ἐλάττω ταῖς ἐλαχίσταις δὲ βαλάνοις ἴσον, καὶ
γλυκύτερον μὲν τοῦ πρίνου πικρότερον δὲ τῆς
Δρυός. καλοῦσι δέ τινες τὸν μὲν τοῦ πρίνου καὶ
τὸν ταύτης καρπὸν ἄκυλον, τὸν δὲ τῆς δρυὸς
βάλανον. μήτραν δὲ ἔχει φανερωτέραν ἢ ὁ
.

Θεόφραστος. Ιστορία φυτών. Book 3, chapter 16, section 3, line 16

λευκότερον μὲν τοῦ πρίνου, οἰνωπότερον δὲ τῆς


89

Δρυός· τὰ δὲ φύλλα προσέοικε μὲν ἀμφοῖν, ἔχει


δὲ μείζω μὲν ἢ ὡς πρῖνος ἐλάττω δὲ ἢ ὡς δρῦς·
καὶ τὸν καρπὸν τοῦ μὲν πρίνου κατὰ μέγεθος
ἐλάττω ταῖς ἐλαχίσταις δὲ βαλάνοις ἴσον, καὶ
γλυκύτερον μὲν τοῦ πρίνου πικρότερον δὲ τῆς
Δρυός. καλοῦσι δέ τινες τὸν μὲν τοῦ πρίνου καὶ
τὸν ταύτης καρπὸν ἄκυλον, τὸν δὲ τῆς δρυὸς
βάλανον. μήτραν δὲ ἔχει φανερωτέραν ἢ ὁ
πρῖνος· καὶ ἡ μὲν φελλόΔρύς τοιαύτην τινὰ ἔχει
φύσιν.

Θεόφραστος. Ιστορία φυτών. Book 3, chapter 16, section 3, line 17

Δρυός· τὰ δὲ φύλλα προσέοικε μὲν ἀμφοῖν, ἔχει


δὲ μείζω μὲν ἢ ὡς πρῖνος ἐλάττω δὲ ἢ ὡς δρῦς·
καὶ τὸν καρπὸν τοῦ μὲν πρίνου κατὰ μέγεθος
ἐλάττω ταῖς ἐλαχίσταις δὲ βαλάνοις ἴσον, καὶ
γλυκύτερον μὲν τοῦ πρίνου πικρότερον δὲ τῆς
Δρυός. καλοῦσι δέ τινες τὸν μὲν τοῦ πρίνου καὶ
τὸν ταύτης καρπὸν ἄκυλον, τὸν δὲ τῆς δρυὸς
βάλανον. μήτραν δὲ ἔχει φανερωτέραν ἢ ὁ
πρῖνος· καὶ ἡ μὲν φελλόΔρύς τοιαύτην τινὰ ἔχει
φύσιν.

Θεόφραστος. Ιστορία φυτών. Book 3, chapter 16, section 3, line 20

ἐλάττω ταῖς ἐλαχίσταις δὲ βαλάνοις ἴσον, καὶ


γλυκύτερον μὲν τοῦ πρίνου πικρότερον δὲ τῆς
Δρυός. καλοῦσι δέ τινες τὸν μὲν τοῦ πρίνου καὶ
τὸν ταύτης καρπὸν ἄκυλον, τὸν δὲ τῆς δρυὸς
βάλανον. μήτραν δὲ ἔχει φανερωτέραν ἢ ὁ
πρῖνος· καὶ ἡ μὲν φελλόΔρύς τοιαύτην τινὰ ἔχει
φύσιν.
Ἡ δὲ κόμαρος, ἡ τὸ μεμαίκυλον φέρουσα τὸ
ἐδώδιμον, ἐστὶ μὲν οὐκ ἄγαν μέγα, τὸν δὲ φλοιὸν
ἔχει λεπτὸν μὲν παρόμοιον μυρίκῃ, τὸ δὲ φύλλον
μεταξὺ πρίνου καὶ δάφνης.

Θεόφραστος. Ιστορία φυτών. Book 3, chapter 16, section 4, line 4

πρῖνος· καὶ ἡ μὲν φελλόΔρύς τοιαύτην τινὰ ἔχει


90

φύσιν. Ἡ δὲ κόμαρος, ἡ τὸ μεμαίκυλον φέρουσα τὸ


ἐδώδιμον, ἐστὶ μὲν οὐκ ἄγαν μέγα, τὸν δὲ φλοιὸν
ἔχει λεπτὸν μὲν παρόμοιον μυρίκῃ, τὸ δὲ φύλλον
μεταξὺ πρίνου καὶ δάφνης. ἀνθεῖ δὲ τοῦ Πυανε-
ψιῶνος· τὰ δὲ ἄνθη πέφυκεν ἀπὸ μιᾶς κρεμάστρας
ἐπ' ἄκρων βοτρυδόν· τὴν δὲ μορφὴν ἕκαστόν
ἐστιν ὅμοιον μύρτῳ προμήκει καὶ τῷ μεγέθει δὲ
σχεδὸν τηλικοῦτον· ἄφυλλον δὲ καὶ κοῖλον ὥσπερ
ὠὸν ἐκκεκολαμμένον τὸ στόμα δὲ ἀνεῳγμένον·

Θεόφραστος. Ιστορία φυτών. Book 4, chapter 15, section 3, line 10

αἱ ὧραι· περὶ γὰρ τὴν βλάστησιν ἐλάτης ἢ


πεύκης, ὅτε καὶ λοπῶσι, τοῦ Θαργηλιῶνος ἢ
Σκιρροφοριῶνος ἄν τις περιέλῃ, παραχρῆμα ἀπ-
όλλυται. τοῦ δὲ χειμῶνος πλείω χρόνον ἀντ-
έχει καὶ ἔτι μᾶλλον τὰ ἰσχυρότατα, καθάπερ πρῖνος καὶ δρῦς· χρονιωτέρα
γὰρ ἡ τούτων φθορά.
δεῖ δὲ καὶ τὴν περιαίρεσιν ἔχειν τι πλάτος,
πάντων μὲν μάλιστα δὲ τῶν ἰσχυροτάτων· ἐπεὶ
ἄν τις μικρὰν παντελῶς ποιήσῃ, οὐθὲν ἄτοπον τὸ
μὴ ἀπόλλυσθαι· καίτοι φασί γέ τινες, ἐὰν ὁπ-
οσονοῦν, συμφθείρεσθαι πάντως·

Θεόφραστος. Ιστορία φυτών. Book 5, chapter 5, section 4, line 10

καὶ μὴ πλαγίαν. οἷον οὔσης τῆς μήτρας ἐφ' ἣν


τὸ α, μὴ παρὰ τὴν βγ τέμνειν, ἀλλὰ παρὰ τὴν
βδ. φθείρεσθαι γὰρ οὕτω φασίν, ἐκείνως δὲ ζῆν.
ὅτι δὲ πᾶν ξύλον ἔχει μήτραν ἐκ τούτων οἴονται·
φανερὸν γάρ ἐστι καὶ τὰ μὴ δοκοῦντα πάντ' ἔχειν,
οἷον πύξον λωτὸν πρῖνον. σημεῖον δέ· τοὺς γὰρ
στρόφιγγας τῶν θυρῶν τῶν πολυτελῶν ποιοῦσι
μὲν ἐκ τούτων, συγγράφονται δὲ οἱ ἀρχιτέκτονες
οὕτως μὴ ἐκ μήτρας. ταὐτὸ δὲ τοῦτο σημεῖον
καὶ ὅτι πᾶσα μήτρα ἕλκεται, καὶ αἱ τῶν σκληρο-
τάτων, ἃς δή τινες καρδίας καλοῦσι. παντὸς δὲ.

Θεόφραστος. Ιστορία φυτών. Book 5, chapter 7, section 6, line 4

Σφένδαμνός τε καὶ ζυγία πρὸς κλινοπηγίαν


καὶ πρὸς τὰ ζυγὰ τῶν λοφούρων. μίλος δὲ εἰς
91

παρακολλήματα κιβώτοις καὶ ὑποβάθροις καὶ


ὅλως τοῖς τοιούτοις. πρῖνος δὲ πρὸς ἄξονας ταῖς
μονοστρόφοις ἁμάξαις καὶ εἰς ζυγὰ λύραις καὶ
ψαλτηρίοις. ὀξύη δὲ πρὸς ἁμαξοπηγίαν καὶ
διφροπηγίαν τὴν εὐτελῆ. πτελέα δὲ πρὸς θυρο-
πηγίαν καὶ γαλεάγρας· χρῶνται δὲ καὶ εἰς τὰ
ἁμαξικὰ μετρίως. πηδὸς δὲ εἰς ἄξονάς τε ταῖς.

Θεόφραστος. Ιστορία φυτών. Book 5, chapter 9, section 7, line 8

ἐκ ταὐτοῦ τὸ ποιοῦν καὶ πάσχον, ἀλλ' ἕτερον


εὐθὺ δεῖ κατὰ φύσιν, καὶ τὸ μὲν δεῖ παθητικὸν
εἶναι τὸ δὲ ποιητικόν. οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ ἐκ τοῦ
αὐτοῦ γίνεται καί, ὥς γέ τινες ὑπολαμβάνουσιν,
οὐδὲν διαφέρει. γίνεται γὰρ ἐκ ῥάμνου καὶ
πρίνου καὶ φιλύρας καὶ σχεδὸν ἐκ τῶν πλείστων
πλὴν ἐλάας· ὃ καὶ δοκεῖ ἄτοπον εἶναι· καὶ γὰρ
σκληρότερον καὶ λιπαρὸν ἡ ἐλάα· τοῦτο μὲν οὖν
ἀσύμμετρον ἔχει δῆλον ὅτι τὴν ὑγρότητα πρὸς
τὴν πύρωσιν. ἀγαθὰ δὲ τὰ ἐκ ῥάμνου·

Θεόφραστος. Ιστορία φυτών. Book 9, chapter 4, section 3, line 13

τῆς σμύρνης καὶ ταπεινότερον· φύλλον δὲ ἔχειν


τὸ τοῦ λιβανωτοῦ δαφνοειδὲς καὶ λειόφλοιον δ'
εἶναι· τὸ δὲ τῆς σμύρνης ἀκανθῶδες καὶ οὐ λεῖον,
φύλλον δὲ προσεμφερὲς ἔχειν τῇ πτελέᾳ, πλὴν
οὖλον ἐξ ἄκρου δὲ ἐπακανθίζον, ὥσπερ τὸ τῆς
πρίνου.
Ἔφασαν δὲ οὗτοι κατὰ τὸν παράπλουν ὃν ἐξ
Ἡρώων ἐποιοῦντο κόλπου ζητεῖν ἐκβάντες ὕδωρ
ἐν τῷ ὄρει καὶ οὕτω θεωρῆσαι τὰ δένδρα καὶ τὴν
συλλογήν. εἶναι δ' ἀμφοτέρων ἐντετμημένα καὶ
τὰ στελέχη καὶ τοὺς κλάδους, ἀλλὰ τὰ μὲν ὥσπερ
Θεόφραστος. Fragmenta (0093: 010)“Θεόφραστος. opera, quae
supersunt, omnia”, Ed. Wimmer, F.Paris: Didot, 1866, Repr. 1964.
Fragment 6, section 45, line 1

Ἐὰν χειμὼν ὑέτιος τὸ ἔαρ αὐχμηρὸν, ἐὰν δ' αὐχμηρὸς


ὁ χειμὼν τὸ ἔαρ καλόν. Ἐὰν ἡ ὄπωρα γίνηται
ἐπιεικὴς τὰ πολλὰ γίνεται τοῖς προβάτοις λιμός. Ἐὰν
τὸ ἔαρ καὶ τὸ θέρος ψυχρὰ γίνηται ἥ τε ὄπωρα γίνεται
92

καὶ (τὸ) μετόπωρον πνιγηρὸν καὶ οὐκ ἀνεμῶδες.


Οἱ πρῖνοι ἐὰν εὐκαρπῶσι χειμῶνες πολλοὶ σφόδρα γί-
νονται. Ἐὰν ἐπὶ κορυφῆς ὄρους νέφος ὀρθὸν στῇ χειμῶνα
σημαίνει, ὅθεν καὶ Ἀρχίλοχος ἐποίησε «Γλαῦχ' ὅρα·
βαθὺς γὰρ ἤδη κύμασι ταράσσεται Πόντος ἀμφὶ δ' ἄκρα
γυροῦν ὀρθὸν ἵσταται νέφος Σῆμα χειμῶνος.» Ἐὰν δ'
ὁμόχρων ᾖ ὑμένι λευκῷ χειμέριον.

Θεόφραστος. Fragmenta Fragment 6, section 49, line 1

ἰσχυρὰ ἐν τοῖς πεδινοῖς καὶ κοίλοις γίνεται. Δεῖ οὖν


τὴν ἀρχὴν ὁρᾷν. Ἐὰν τὸ μετόπωρον εὐδιεινὸν γίνη-
ται σφόδρα τὸ ἔαρ ὡς τὸ πολλὰ γίνεται ψυχρόν· ἐὰν δὲ
τὸ ἔαρ ὄψιον γένηται καὶ ψυχρὸν ἡ ὄπωρα ὀψία γίνε-
ται καὶ (τὸ) μετόπωρον ὡς τὰ πολλὰ πνιγηρόν.
Οἱ πρῖνοι ὅταν εὐκαρπῶσι σφόδρα, ὡς μὲν τὰ πολλὰ
χειμῶνα ἰσχυρὸν σημαίνουσιν, ἐνίοτε δὲ καὶ αὐχμούς
φασι γίνεσθαι. Καὶ ἐάν τις σκολόπακα λαβὼν ὑπο-
πάσας ἄργιλον εἰς πιθάκνην θῇ σημαίνει ταῖς φωναῖς
αἷς ἀφίησιν ἄνεμον καὶ εὐδίαν. Καὶ τὸ πανταχοῦ δὲ
λεγόμενον σημεῖον δημόσιον χειμέριον ὅταν μῦες περὶ

Simonides Lyr., Fragmenta (0261: 002)“Poetae melici Graeci”, Ed.


Page, D.L.Oxford: Clarendon Press, 1962, Repr. 1967 (1st edn. corr.).
Fragment 45(a), subfragment 1, line 2

†οὐδὲ κάτ' εἰς Κόρινθον οὐ Μαγνησίαν


ναῖεν ἀλόχου δὲ Κολχίδι συνάστεος
θράνου† Λεχαίου τ' ἄνασσε
συνορμάδας
φοινίκεον ἱστίον ὑγρῶι
πεφυρμένον ἄνθεϊ πρίνου ἐριθαλέος, Ἀμαρσυάδας Φέρεκλος
†βιότωι κέ σε μᾶλλον ὄνασα πρότερος ἐλθών.† ἰοστεφάνου γλυκεῖαν
ἐδάκρυσαν ψυχὰν ἀποπνέοντα γαλαθηνὸν τέκος.

Amphis Comic., Fragmenta “Comicorum Atticorum fragmenta, vol. 2”,


Ed. Kock, T.Leipzig: Teubner, 1884.Fragment 38, line 2

οὐκ ἔστιν, ὡς ἔοικε, φάρμακον μέθης


οὐδὲν τοιοῦτον ὡς τὸ προσπεσεῖν ἄφνω
λύπην τιν'. οὕτως ἐξελαύνει γὰρ σφόδρα
λῆρον ὥστε τὰς ῥαφάνους οὕτω δοκεῖν.
ὁ συκάμινος συκάμιν', ὁρᾷς, φέρει,
93

ὁ πρῖνος ἀκύλους, ὁ κόμαρος μιμαίκυλα,


κράνεια μέσπιλα.
ἀσυμβόλου δείπνου γὰρ ὅστις ὑστερεῖ,
τοῦτον ταχέως νόμιζε κἂν τάξιν λιπεῖν.
ἐν Θουρίοις τοὔλαιον, ἐν Γέλᾳ φακοί,
Ἰκάριος οἶνος, ἰσχάδες Κιμώλιαι.

Amphis Comic., Fragmenta (0404: 002)“Fragmenta comicorum


Graecorum, vol. 3”, Ed. Meineke, A.Berlin: Reimer, 1840, Repr. 1970.
Play IFF, fragment 6, line 2

Ἐν Θουρίοις τοὔλαιον, ἐν Γέλᾳ φακοί,


Ἰκάριος οἶνος, ἰσχάδες Κιμώλιαι.
Ἐνῆν ἄρ', ὡς ἔοικε, κἀν οἴνῳ λόγος,
ἔνιοι δ' ὕδωρ πίνοντές εἰσ' ἀβέλτεροι.
Ὁ συκάμινος συκάμιν', ὁρᾷς, φορεῖ,
ὁ πρῖνος ἀκύλους, ὁ κόμαρος μιμαίκυλα,
κράνεια μέσπιλα.
Πίνουσ' ἑκάστης ἡμέρας δι' ἡμέρας.
Ὅστις γὰρ ὀμνύοντι μηδὲν πείθεται,
αὐτὸς ἐπιορκεῖν ῥᾳδίως ἐπίσταται.
Οὐκ ἔστι κρεῖττον τοῦ σιωπᾶν οὐδὲ ἕν.

Eupolis Comic., Fragmenta (0461: 001)“Comicorum Atticorum


fragmenta, vol. 1”, Ed. Kock, T.Leipzig: Teubner, 1880.Fragment 14,
line 1

ἐπίσταμαι γὰρ αἰπολεῖν, σκάπτειν, νεᾶν, φυτεύειν.


βοσκόμεθ' ὕλης ἀπὸ παντοδαπῆς, ἐλάτης, πρίνου κομάρου τε
πτόρθους ἁπαλοὺς ἀποτρώγουσαι, καὶ πρὸς τούτοισί γε θαλλόν,
κύτισόν τ' ἠδὲ σφάκον εὐώδη, καὶ σμίλακα τὴν πολύφυλλον,
κότινον, σχῖνον, μελίαν, λεύκην, ἀρίαν, δρῦν, κιττόν, ἐρίκην,
πρόμαλον, ῥάμνον, φλόμον, ἀνθέρικον, φηγόν, κισθόν, θύμα,
θύμβραν.

Eupolis Comic., Fragmenta (0461: 002)“Fragmenta comicorum


Graecorum, vol. 2.1”, Ed. Meineke, A.Berlin: Reimer, 1839, Repr. 1970.
Play Aig, fragment 1, line 1

Βοσκόμεθ' ὕλης ἀπὸ παντοδαπῆς, ἐλάτης πρίνου κομάρου τε


94

πτορθοὺς ἁπαλοὺς ἀποτρώγουσαι, καὶ πρὸς τούτοισιν ἔτ' ἄλλ' οἷον


κύτισόν τ' ἠδὲ σφάκον εὐώδη, καὶ σμίλακα τὴν πολύ φυλλον.

Παυσανίας. Perieg., Graeciae descriptio (0525: 001)“Pausaniae


Graeciae descriptio, 3 vols.”, Ed. Spiro, F.Leipzig: Teubner, 1903, Repr.
1:1967.Book 2, chapter 10, section 6, line 5

θου ξύλοις καθαγίζουσι, καιομένοις δὲ ὁμοῦ τοῖς μη-


ροῖς φύλλον τοῦ παιδέρωτος συγκαθαγίζουσιν. ἔνεστι
δὲ ὁ παιδέρως ἐν ὑπαίθρῳ τοῦ περιβόλου πόα, φύεται
δὲ ἀλλαχόθι οὐδαμοῦ γῆς, οὔτε ἄλλης οὔτε τῆς Σικυω-
νίας. τὰ δέ οἱ φύλλα ἐλάσσονα ἢ φηγοῦ, μείζονα δέ
ἐστιν ἢ πρίνου, σχῆμα δέ σφισιν οἷον τοῖς τῆς Δρυός·
καὶ τὸ μὲν ὑπομελαίνει, τὸ δὲ ἕτερον λευκόν ἐστι·
φύλλοις δ' ἂν λεύκης μάλιστα εἰκάζοις τὴν χροιάν.
ἀπὸ τούτων δὲ ἀνιοῦσιν ἐς τὸ γυμνάσιον, ἔστιν ἐν
δεξιᾷ Φεραίας ἱερὸν Ἀρτέμιδος· κομισθῆναι δὲ τὸ ξόα-
νον λέγουσιν ἐκ Φερῶν.

Παυσανίας. Perieg., Graeciae descriptio Book 8, chapter 6, section 4,


line 4

κατὰ πόλεις δὲ ἰδίᾳ συμβεβηκότα εὕρισκον, ἀποθησό-


μεθα αὐτῶν ἕκαστον ἐς τὸ οἰκεῖον τοῦ λόγου.
εἰσὶν οὖν ἐς Ἀρκαδίαν ἐσβολαὶ κατὰ τὴν Ἀργείαν
πρὸς μὲν Ὑσιῶν καὶ ὑπὲρ τὸ ὄρος τὸ Παρθένιον ἐς
τὴν Τεγεατικήν, δύο δὲ ἄλλαι κατὰ Μαντίνειαν διά
τε Πρίνου καλουμένης καὶ διὰ Κλίμακος. αὕτη δὲ
εὐρυτέρα τέ ἐστι καὶ ἡ κάθοδος εἶχεν αὕτη βασμίδας
ποτὲ ἐμπεποιημένας· ὑπερβαλόντων δὲ τὴν Κλίμακα
χωρίον ἐστὶν ὀνομαζόμενον Μελαγγεῖα, καὶ τὸ ὕδωρ
αὐτόθεν τὸ πότιμον Μαντινεῦσι κάτεισιν ἐς τὴν πόλιν.
προελθόντι δὲ ἐκ τῶν Μελαγγείων, ἀπέχοντι τῆς πό
Παυσανίας. Perieg., Graeciae descriptio Book 8, chapter 37, section 10,
line 3

Διὸς Κόρην ἐπονομάζουσιν, ἰδίᾳ δέ ἐστιν ὄνομα Περσε-


φόνη, καθὰ Ὅμηρος καὶ ἔτι πρότερον Πάμφως ἐποίησαν·
τῆς δὲ Δεσποίνης τὸ ὄνομα ἔδεισα ἐς τοὺς ἀτελέ-
στους γράφειν. ὑπὲρ δὲ τὸ καλούμενον Μέγαρόν ἐστιν
ἄλσος τῆς Δεσποίνης ἱερὸν θριγκῷ λίθων περιεχόμενον,
ἐντὸς δὲ αὐτοῦ δένδρα καὶ ἄλλα καὶ ἐλαία καὶ πρῖνος
95

ἐκ ῥίζης μιᾶς πεφύκασι· τοῦτο οὐ γεωργοῦ σοφίας


ἐστὶν ἔργον. ὑπὲρ δὲ τὸ ἄλσος καὶ Ἱππίου Ποσειδῶνος,
ἅτε πατρὸς τῆς Δεσποίνης, καὶ θεῶν ἄλλων εἰσὶ βωμοί·
τῷ τελευταίῳ δὲ ἐπίγραμμά ἐστι θεοῖς αὐτὸν τοῖς πᾶσιν
εἶναι κοινόν.

Παυσανίας. Perieg., Graeciae descriptio Book 9, chapter 24, section 5,


line 3

ὕδωρ ψυχρὸν ἐκ πέτρας ἀνερχόμενον· νυμφῶν δὲ ἱερὸν


ἐπὶ τῇ πηγῇ καὶ ἄλσος οὐ μέγα ἐστίν, ἥμερα δὲ ὁμοίως
πάντα ἐν τῷ ἄλσει δένδρα.
ἐκ δὲ Κυρτώνων ὑπερβάλλοντι τὸ ὄρος πόλισμά
ἐστι Κορσεία, ὑπὸ δὲ αὐτῷ δένδρων ἄλσος οὐχ ἡμέ-
ρων· πρῖνοι τὸ πολύ εἰσιν. Ἑρμοῦ δὲ ἄγαλμα οὐ
μέγα ἐν ὑπαίθρῳ τοῦ ἄλσους ἕστηκε. τοῦτο ἀπέχει
Κορσείας ὅσον τε ἥμισυ σταδίου. καταβάντων δὲ ἐς
τὸ χθαμαλὸν ποταμὸς Πλατάνιος καλούμενος ἐκδίδωσιν
ἐς θάλασσαν· ἐν δεξιᾷ δὲ τοῦ ποταμοῦ Βοιωτῶν ἔσχα-
τοι ταύτῃ πόλισμα οἰκοῦσιν Ἁλὰς ἐπὶ θαλάσσῃ.

Septuaginta, Susanna (translatio Graeca) (0527: 054)“Septuaginta, vol.


2, 9th edn.”, Ed. Rahlfs, A.Stuttgart: Württembergische Bibelanstalt,
1935, Repr. 1971.Section 58, line 3

καὶ οὕτως ἐποιεῖτε θυγατράσιν Ισραηλ, καὶ ἐκεῖναι φοβούμεναι


ὡμιλοῦσαν ὑμῖν, ἀλλ' οὐ θυγάτηρ Ιουδα ὑπέμεινε τὴν νόσον ὑμῶν ἐν
ἀνομίᾳ ὑπενεγκεῖν· νῦν οὖν λέγε μοι Ὑπὸ τί δένδρον καὶ ἐν ποίῳ
τοῦ κήπου τόπῳ κατέλαβες αὐτοὺς ὁμιλοῦντας ἀλλήλοις; ὁ δὲ εἶπεν Ὑπὸ
πρῖνον. καὶ εἶπεν Δανιηλ Ἁμαρτωλέ, νῦν ὁ ἄγγελος κυρίου τὴν
ῥομφαίαν ἕστηκεν ἔχων, ἕως ὁ λαὸς ἐξολεθρεύσει ὑμᾶς, ἵνα καταπρίσῃ
σε. καὶ πᾶσα ἡ συναγωγὴ ἀνεβόησεν ἐπὶ τῷ νεωτέρῳ, ὡς ἐκ τοῦ
ἰδίου

Septuaginta, Susanna (Theodotionis versio) “Septuaginta, vol. 2, 9th


edn.”, Ed. Rahlfs, A.Stuttgart: Württembergische Bibelanstalt, 1935,
Repr. 1971.Section 58, line 3

οὕτως ἐποιεῖτε
θυγατράσιν Ισραηλ, καὶ ἐκεῖναι φοβούμεναι ὡμίλουν ὑμῖν, ἀλλ' οὐ
θυγάτηρ Ιουδα ὑπέμεινεν τὴν ἀνομίαν ὑμῶν·
νῦν οὖν λέγε μοι
96

Ὑπὸ τί δένδρον κατέλαβες αὐτοὺς ὁμιλοῦντας ἀλλήλοις; ὁ δὲ εἶ-


πεν Ὑπὸ πρῖνον.
εἶπεν δὲ αὐτῷ Δανιηλ Ὀρθῶς ἔψευσαι καὶ σὺ
εἰς τὴν σεαυτοῦ κεφαλήν· μένει γὰρ ὁ ἄγγελος τοῦ θεοῦ τὴν ῥομ-
φαίαν ἔχων πρίσαι σε μέσον, ὅπως ἐξολεθρεύσῃ ὑμᾶς.

Pseudo-Γαληνός. ., De remediis parabilibus libri iii (0530: 029)


“Claudii Galeni opera omnia, vol. 14”, Ed. Kühn, C.G.Leipzig:
Knobloch, 1827, Repr. 1965.Τόμ. 14, page 423, line 1

λιτος πάχος, καὶ τούτῳ χρίων τὸ πρόσωπον ἐλαίῳ διάτριβε.


ἀπὸ δὲ τοῦ ἡλίου γενόμενος ψυχρῷ πρόσκλυζε πολλῷ, ὥστε εὔ-
χρουν ποιεῖν εἰς μίαν ἡμέραν. φῦκος ἑψήσας ἔμβαλλε στυπτηρίαν
ὀλίγην, εἶτα κονίαν προσμίξας, τρίψας χρῶ, πολλῷ χριόμε-
νος ἐλαίῳ, ὥστε εὔχρουν τὸ πρόσωπον καὶ τὸ χρῶμα ποιῆ-
σαι ἡδὺ ὄζον. πελεκήματι κυπαρίσσου καὶ πρίνου ἐν τῷ
αὐτῷ ζέσας ἄλειφε ὅλον τὸ σῶμα. ἄλλο. λιβανωτὸν καὶ
παιδέρωτα ἴσα μίξας μετὰ μέλιτος τρίψας χρῖε τὸ πρόσω-
πον καὶ ἔα δι' ὅλης ἡμέρας, εἶτα ἀπόκλυζε. ἄλλο. λίνου
μίξας τρύγα σύγχριε εἰς τὸν ἥλιον, μέλλων πορεύεσθαι προ-
εκνιτρώσας τὸ σῶμα.

Καλλίμαχος Iambi (0533: 007)“Callimachus, vol. 1”, Ed. Pfeiffer,


R.Oxford: Clarendon Press, 1949.Fragment 194, line 65

ἐγὼ μὲν οὔτε χρηστὸν οὔτε σε γρύζω


ἀπηνὲς οὐδέν· ἀλλά μοι δύ' ὄρνιθες
ἐν τοῖσι φύλλοις ταῦτα τινθυρίζουσαι
πάλαι κάθηνται· κωτίλον δὲ τὸ ζεῦγος.
τίς δ' εὗρε δάφνην; γῆ τ̣ε̣ καὶ κα̣[...]σ̣[
ὡς πρῖνον, ὡς δρῦν, ὡς κύπειρον, ὡς πεύκην.
τίς δ' εὗρ' ἐλαίην; Παλλάς, ἦμος [ἤρ]ι̣ζ[ε
τῷ φυκιοίκῳ κἠδίκαζεν̣ ἀρχαίοις
ἀνὴρ ὄφις τὰ νέρθεν ἀμφὶ τῆς Ἀκτῆς.
ἓν ἡ δάφνη πέπτωκε. τῶν δ' ἀειζώων
τίς τὴν ἐλαίην, τίς δὲ [τ]ὴν δάφνην τιμᾷ;

Claudius Aelianus Soph., De natura animalium (0545: 001)“Claudii


Aeliani de natura animalium libri xvii, varia historia, epistolae, agmenta,
vol. 1”, Ed. Hercher, R.Leipzig: Teubner, 1864, Repr. 1971.Book 1,
section 36, line 12
97

ὥρας ἄγομεν ἡμέρας. ἴχνος δὲ λύκου πατεῖ κατὰ


τύχην ἵππος, καὶ νάρκη περιείληφεν αὐτόν. εἰ δὲ
ὑπορρίψειας ἀστράγαλον λύκου τετρώρῳ θέοντι, τὸ
δὲ ὡς πεπηγὸς ἑστήξεται, τῶν ἵππων τὸν ἀστράγα-
λον πατησάντων. λέων δὲ φύλλοις πρίνου τὸ ἴχνος
ἐπιβάλλει, καὶ ναρκᾷ· ** δὲ καὶ ὁ λύκος, εἰ καὶ μόνον
προσπελάσειε πετήλοις σκίλλης. ταῦτά τοι καὶ αἱ
ἀλώπεκες ἐς τὰς εὐνὰς τῶν λύκων ἐμβάλλουσι, καὶ
εἰκότως· διὰ γὰρ τὴν ἐξ αὐτῶν ἐπιβουλὴν νοοῦσιν
ἔχθιστα αὐτοῖς.

Ιπποκράτης. γιατρός De ulceribus (0627: 028)“Oeuvres complètes


d'Hippocrate, vol. 6”, Ed. Littré, É.Paris: Baillière, 1849, Repr. 1962.
Section 12, line 34

λιβανωτοῦ μοῖρα, σμύρνης μοῖρα, κηκίδος μοῖρα, κρόκου τρεῖς


μοῖραι· τούτων ἕκαστον ξηρὸν τρίψας ὡς λειότατον, ἔπειτα μίξας,
τρίβειν ἐν ἡλίῳ ὡς θερμοτάτῳ, παραχέων χυλὸν ὄμφακος ἕως ἂν
ἰξῶδες γένηται, ἐπὶ τρεῖς ἡμέρας· ἔπειτα οἴνῳ αὐστηρῷ μέλανι
εὐώδεϊ παραχέων κατ' ὀλίγον δίεσθαι. – Ἕτερον· ἐν οἴνῳ γλυκέϊ
ἕψειν λευκῷ πρίνου ῥίζας· ἐπειδὰν δὲ δοκέῃ καλῶς ἔχειν, ἀποχέας,
τοῦ οἴνου δύο μοίρας ποιῆσαι τοῦδε καὶ ἀμόργης ἐλαίου ὡς ἀνυδρο-
τάτου μοῖραν μίαν, ἔπειτα ἕψειν, ἀνακινέων ὡς μὴ φρυγῇ, μαλθακῷ
πυρὶ, ἕως ἂν δοκέῃ τοῦ πάχεος καλῶς ἔχειν. – Ἕτερον· τὰ μὲν
ἄλλα, τὰ αὐτά· ἀντὶ δὲ τοῦ οἴνου, ὄξος ὡς ὀξύτατον ἔστω λευκόν·
ἐμβάψαι δὲ ἐς αὐτὸ εἴρια ὡς οἰσυπώδεα·

Ιπποκράτης. γιατρός De ulceribus Section 17, line 4

Ποιέει δὲ τὸ ξηρὸν ἀπὸ τοῦ ἐλλεβόρου μόνον καὶ τῆς σανδα-


ράχης. – Ἕτερον ὑγρόν· ποίη, ἧς τὸ φύλλον ὅμοιον ἄρῳ τὴν φύ-
σιν, λευκὸν δὲ, χνοῶδες, κατὰ κισσοῦ φύλλον τὸ μέγεθος· αὕτη ἡ
ποίη ξὺν οἴνῳ ἐπιπλάσσεται. – Ἢ τοῦ πρίνου τὸ περὶ τὸ στέλεχος
τρίψας ἐν οἴνῳ, ἐπίπλασσε. – Ἕτερον· ὄμφακος χυλὸς, ὄξος ὡς
ὀξύτατον, ἄνθος χαλκοῦ, νίτρον, ὀπὸς ἐρινεοῦ. – Ἐς ὄμφακος χυλὸν
στυπτηρίην ἐμβάλλειν ὡς λειοτάτην, καὶ θεῖναι ἐν χαλκῷ ἐρυθρῷ
ἐς ἥλιον, καὶ ἀνακινέειν, καὶ ἀνελεῖν ὅταν δοκέῃ καλῶς ἔχειν τὸ πά-
χος.

Ιπποκράτης. γιατρός De ulceribus Section 22, line 1

στέαρ μόνον παλαιὸν ὕειον, σὺν τῷδε στέαρ αἰγὸς πρόσφατον ὡς


98

ἥκιστα ξὺν τῷ ὑμένι, καθήρας, μικρὰ τρίψας ἢ κατακόψας λεῖα,


ἔλαιον παραχέειν, καὶ παραπάσσειν τὸν μόλιβδον ξὺν τῇ σποδῷ, καὶ
λωτοῦ ἰχθυημάτων τὸ ἥμισυ. – Ἕτερον· στέαρ αἰγὸς, σποδὸς,
χαλκῖτις κυανέη, ἔλαιον.
Περὶ πυρικαύστου· ἑψεῖν χρὴ πρίνου ῥίζας ἁπαλὰς, ᾗ ὁ
φλοιός ἐστι παχύτατος καὶ χλωρότατος, καταταμὼν μικρὰ, οἶνον
λευκὸν ἐπιχέας, μαλθακῷ πυρὶ καθεψεῖν, ἕως ἂν δοκέῃ καλῶς ἔχειν
τὸ πάχος, ὡς ὑπάλειπτον, καὶ ἐν ὕδατι τὸν αὐτὸν τρόπον. – Ἕτε-
ρον μὴ δάκνον· ὑὸς στέαρ μόνον παλαιὸν ὑπαλείφειν, τήξας αὐτὸ,
ἄνωθεν δὲ τῆς σκίλλης τὴν ῥίζαν διαιρῶν καὶ προστιθεὶς καταδεῖν,

Aristophanes Gramm., Aristophanis historiae animalium epitome


subjunctis Aeliani Timothei aliorumque eclogis
Chapter 2, section 268, line 1

ἀπέλιπον· αἱ δ' ἐν τῷ τόπῳ γενόμεναι, τῆς δίψης αὐτὰς αἱρούσης,


ἐκθύμως
ἀποχρῶνται τῷ οἴνῳ. εἶτα πρῶτον ἡδύ τι καὶ ἁπαλὸν σκιρτῶσι, ὡς δὲ
ἥττους ἤδη τῆς μέθης γεγόνασιν, ἀνῆκαν ἑαυτὰς τῇ γῇ· βαθεῖ τῷ ὕπνῳ
δὲ δεδαμασμένας οἱ θηραταὶ καταλαβόντες ὅπως ἂν καὶ γνώμης ἔχωσι
ταύταις χρῶνται.
Δέδοικε δὲ πάρδαλις κρανίαν τὸ φυτόν, καθάπερ δὴ καὶ πρῖνον
ὁ λέων, καὶ ἀπόσχοιτο ἂν ἀνδρὸς αὕτη ῥόπαλον ἐκ τοῦδε φέροντος τοῦ
φυτοῦ.

Aratus Astron., Epic., Phaenomena (0653: 001)“Arati phaenomena”,


Ed. Martin, J.Florence: La Nuova Italia Editrice, 1956.Book 1, line 1044

καὶ λύχνῳ χιόνος, κέγχροις ὅτ' ἐοικότα πάντη


κύκλῳ σήματ' ἔχει πυριλαμπέος ἐγγύθι μύξης·
ἄνθρακι δὲ ζώοντι χαλάζης, ὁππότε λαμπρὸς
αὐτὸς ἐείδηται, μέσσῳ δέ οἱ ἠΰτε λεπτὴ
φαίνηται νεφέλη πυρὸς ἔνδοθεν αἰθομένοιο.
Πρῖνοι δ' αὖ καρποῖο καταχθέες, οὐδὲ μέλαιναι
σχῖνοι ἀπείρητοι· πάντη δέ τε πολλὸς ἀλωεὺς
αἰεὶ παπταίνει, μή οἱ θέρος ἐκ χερὸς ἔρρῃ.
Πρῖνοι μὲν θαμινῆς ἀκύλου κατὰ μέτρον ἔχουσαι
χειμῶνός κε λέγοιεν ἐπὶ πλέον ἰσχύσοντος.

Aratus Astron., Epic., Phaenomena Book 1, line 1047


99

αὐτὸς ἐείδηται, μέσσῳ δέ οἱ ἠΰτε λεπτὴ


φαίνηται νεφέλη πυρὸς ἔνδοθεν αἰθομένοιο.
Πρῖνοι δ' αὖ καρποῖο καταχθέες, οὐδὲ μέλαιναι
σχῖνοι ἀπείρητοι· πάντη δέ τε πολλὸς ἀλωεὺς
αἰεὶ παπταίνει, μή οἱ θέρος ἐκ χερὸς ἔρρῃ.
Πρῖνοι μὲν θαμινῆς ἀκύλου κατὰ μέτρον ἔχουσαι
χειμῶνός κε λέγοιεν ἐπὶ πλέον ἰσχύσοντος.
Μὴ μὲν ἄδην ἔκπαγλα περιβρίθοιεν ἁπάντη,
τηλοτέρω δ' αὐχμοῖο συνασταχύοιεν ἄρουραι.
Τριπλόα δὲ σχῖνος κυέει, τρισσαὶ δέ οἱ αὖξαι
γίνονται καρποῖο, φέρει δέ τε σήμαθ' ἑκάστη

Aratus Astron., Epic., Phaenomena Book 1, line 1122


ἀμβολίην ἀρότοιο γέρων ἐπιέλπετ' ἀροτρεύς.
Οὐδ' ὅτε μυκηθμοῖο περίπλειοι ἀγέρωνται
ἐρχόμεναι σταθμόνδε βόες βουλυσίῳ ὥρῃ,
σκυθραὶ λειμῶνος πόριες καὶ βουβοσίοιο
αὐτίκα τεκμαίρονται ἀχείμεροι ἐμπλήσεσθαι.
Οὐδ' αἶγες πρίνοιο περισπεύδουσαι ἀκάνθαις
εὔδιοι, οὐδὲ σύες φορυτῷ ἔπι μαργαίνουσαι.
Καὶ λύκος ὁππότε μακρὰ μονόλυκος ὠρύηται,
ἢ ὅτ' ἀροτρήων ὀλίγον πεφυλαγμένος, ἀνδρῶν
ἔργα κατέρχηται, σκέπαος χατέοντι ἐοικώς,
ἐγγύθεν ἀνθρώπων, ἵνα οἱ λόχος αὐτόθεν εἴη,

Διοσκουρίδης Πεδάνιος γιατρός ., De materia medica Book 1, chapter


106, section 2, li5

καὶ τοῦ φλοιοῦ βοηθεῖ τοξικῷ μετὰ γάλακτος βοείου πινόμενον.


ὠμαὶ δὲ καταπλασθεῖσαι λεῖαι φλεγμονὰς παρηγοροῦσι, σὺν
στέατι δὲ χοιρείῳ ταριχηρῷ πρὸς κακοήθεις σκληρίας καὶ πρὸς
πονηρευόμενα ἕλκη ἁρμόζουσιν. ἰσχυρότεραι δὲ τῶν δρυίνων
αἱ πρίνιναι τῇ δυνάμει εἰσί.
καὶ ἡ φηγὸς δὲ καὶ ἡ πρῖνος εἴδη ὄντα δρυὸς ἐοικότα
ἐνεργεῖ. τῆς δὲ ῥίζης τῆς πρίνου ὁ φλοιὸς σὺν ὕδατι ἑψηθείς,
ἄχρις οὗ τακηρὸς γένηται, καὶ ἐπιπλασθεὶς νύκτα ὅλην τρίχας
μελαίνει προαποσμηχθείσας Κιμωλίᾳ γῇ. ἁρμόζει δὲ τὰ φύλλα
πάντων λεῖα κοπέντα οἰδήμασι, καὶ τὰ ἄτονα δὲ μέρη κρατύνει.
αἱ δὲ Σαρδιαναὶ βάλανοι, ἅς τινες λόπιμα ἢ καστα

Διοσκουρίδης Πεδάνιος γιατρός ., De materia medica Book 1, chapter


100

106, section 2, line 6

ὠμαὶ δὲ καταπλασθεῖσαι λεῖαι φλεγμονὰς παρηγοροῦσι, σὺν


στέατι δὲ χοιρείῳ ταριχηρῷ πρὸς κακοήθεις σκληρίας καὶ πρὸς
πονηρευόμενα ἕλκη ἁρμόζουσιν. ἰσχυρότεραι δὲ τῶν δρυίνων
αἱ πρίνιναι τῇ δυνάμει εἰσί.
καὶ ἡ φηγὸς δὲ καὶ ἡ πρῖνος εἴδη ὄντα δρυὸς ἐοικότα
ἐνεργεῖ. τῆς δὲ ῥίζης τῆς πρίνου ὁ φλοιὸς σὺν ὕδατι ἑψηθείς,
ἄχρις οὗ τακηρὸς γένηται, καὶ ἐπιπλασθεὶς νύκτα ὅλην τρίχας
μελαίνει προαποσμηχθείσας Κιμωλίᾳ γῇ. ἁρμόζει δὲ τὰ φύλλα
πάντων λεῖα κοπέντα οἰδήμασι, καὶ τὰ ἄτονα δὲ μέρη κρατύνει.
αἱ δὲ Σαρδιαναὶ βάλανοι, ἅς τινες λόπιμα ἢ καστα-
νίας ἢ μότα ἢ Διὸς βαλάνους καλοῦσι, στύφουσι καὶ αὐταί,

Διοσκουρίδης Πεδάνιος γιατρός ., Euporista vel De simplicibus


medicinis Book 1, chapter 93, section 2, line 7

καὶ κηκῖδι, κισσοῦ κόρυμβοι καὶ κυπέρου ῥίζαι μετὰ κυάμων


λεπύρων ἑψηθέντα, καὶ φύλλα μελαίνης συκῆς καὶ ἀμπέλου
σὺν ὀμβρίῳ ὕδατι, λάδανον μετὰ μυρσινίνου ἀλείμματος, μύρ-
των μελάνων χυλὸς καὶ τὸ ἀπόβρεγμα, ῥοῦς βυρσοδεψικὴ ἑψη-
θεῖσα, σχίνου ἀφέψημα μετὰ σώρεως, φλόμου τοῦ χρυσανθέμου
τὰ ἄνθη καὶ τὰ φύλλα καταπλασθέντα· πρίνου φλοιὸς τῆς
ῥίζης ἀφεψηθεὶς ἐν ὕδατι καὶ δι' ὅλης τῆς νυκτὸς καταπλα-
σθείς, πρωὶ δὲ ἀπονιζόμενος.

Διοσκουρίδης Πεδάνιος γιατρός ., Euporista vel De simplicibus


medicinis Book 1, chapter 155, section 1, line 4

καταπλασσόμενον, ὄρχεως τῆς Σαραπιάδος ῥίζα, πευκεδάνου


ῥίζα, πενταφύλλου φύλλα μετὰ μέλιτος, περιστερᾶς αἷμα.
πρὸς δὲ τὰ ἐπιπόλαια τραύματα πολύκνημον λεῖον,
τὸ ἐν τοῖς θυλακίοις τῆς πτελέας ὑγρόν, καὶ ὁ φλοιὸς δὲ αὐτῆς
ἐπιδεόμενος – ἔστι γὰρ ὡς φιλύρα – κολλᾷ καὶ ἀφλέγμαντα
ποιεῖ· πρίνου φλοιὸς λεῖος, ῥᾶ λεῖον σὺν οἴνῳ, σύμφυτον λεῖον,
περιστέριον λεῖον, σκόροδα καέντα καταπλασσόμενα· παραδόξως
δὲ τὰς διακοπὰς τῶν νεύρων καὶ τὰ πρόσφατα τραύματα πα-
ρακολλᾷ ἄγχουσα καταπλασθεῖσα.

Παύλος ιατρός. Epitomae medicae libri septem Book 3, chapter 2,


section 2, line 7
101

Ἐλαίου ὀμφακίνου ξ̸ γ, νάρδου στάχυος α, ὄνυχος ἀρωματικοῦ


δ, σχοίνου ἄνθους δ· ἕψε μετὰ τοῦ ἐλαίου, καὶ χωρὶς ἔστω ἀκακίας
χυλοῦ α οἴνῳ διαλυθεῖσα καὶ λειανθεῖσα ἐπιμελῶς· ὅταν δὲ τοῦ
ἐλαίου τὸ τρίτον ὑπολειφθῇ, τοῦτο διήθει καὶ μίξας τῇ ἀκακίᾳ ἀνελοῦ
εἰς ὑδρίσκην καὶ χρῶ συγχρίων καθ' ἡμέραν.
Ἄλλο. καρύων χλωρῶν τοῦ φλοιοῦ γ, πρίνου ῥίζης γ, οἴνου
μέλανος ξ̸ γ· ἕψε εἰς τρίτον καὶ ἐκθλίψας τὸ γενόμενον ἀνάκοπτε
ἐλαίῳ μυρσίνῳ ξ̸ α. ἡ χρῆσις καθ' ἡμέραν.

Παύλος ιατρός. Epitomae medicae libri septem Book 3, chapter 31,


section 3, line 4

μήλοις Κυδωνίοις ἑψηθέντας ἐν οἴνῳ αὐστηρῷ· μετὰ δὲ ταῦτα καὶ τὴν


δι' ἰτεῶν ἐπιρριπτέον ἔμπλαστρον, καὶ μάλιστα μετριωτέρας οὔσης τῆς
φορᾶς. διὰ στόματος δὲ ταῦτα· ἀνδράχνη ἐσθιομένη ποιεῖ (δραστικώ-
τερος δὲ ὁ χυλὸς αὐτῆς πινόμενος), βαλαύστιον, βάτου ὁ καρπὸς καὶ
τὸ ἄνθος, δρυὸς τὸ ἰνῶδες καὶ τὸ ὑπὸ τῷ κελύφει τῆς βαλάνου (μά-
λιστα δὲ ἕψοντες αὐτῷ χρῶνται, φηγοῦ δὲ καὶ πρίνου δραστικώτερα),
ῥῆον, Σάμιος ἀστήρ· πρὸς πᾶσαν αἵματος πτύσιν Λημνία σφραγίς, λίθος
αἱματίτης λειότατος ἅμα χυλῷ ῥοιᾶς ἢ πολυγόνου· ποσὸν δὲ τοῦ λί-
θου ὅσον γρ. α. σύνθετα δὲ ὅ τε δι' ἠλέκτρου τροχίσκος καὶ ὁ διὰ
κοραλλίου καὶ ὁ διὰ τῆς Αἰγυπτίας ἀκάνθης τό τε ξηρίον τὸ συγκείμενον
ἀπό τε γῆς ἀστέρος καὶ Λημνίας σφραγῖδος κοραλλίου τε καὶ συμφύ

Παύλος ιατρός. Epitomae medicae libri septem Book 3, chapter 62,


section 2, line 3

μάννῃ λειωθέντες σὺν ὄξει. θαυμαστῶς δὲ ἀρήγει σπόγγος καινὸς ὑγρᾷ


πίσσῃ δευθεὶς καὶ προστεθεὶς ἢ καιομένου αὐτοῦ ἡ σποδιὰ μετ' ὄξους
ἢ ὀξυκράτου προστιθεμένη, ὁμοίως δὲ καὶ ἡ τοῦ φελλοῦ τοῦ ἀπὸ Ἰτα-
λικοῦ κεραμίου καυθέντος σποδιά. ἔξωθεν δὲ ἐπιτιθέμενα ὠφελεῖ τὰ
στύφοντα ἐπιθέματα καὶ τὰ διὰ φοινίκων καὶ Κυδωνίων καταπλάσματα
προσειληφότα σίδια ἢ πρινοβαλάνου ἢ βάτου τοὺς ἀκρεμόνας ἢ σχίνου
φύλλα, βαλαύστιον, ἀκακίαν, ὑποκιστίδα, κηκῖδα, βραχὺ στυπτηρίας.
μάλιστα δὲ τοῦτο· ταυρόκολλα βρέχεται ὀξυκράτῳ, ἕως οὗ διαλυθῇ,
ἔπειτα εἰς ῥάκος ἰσχυρὸν ἐμπλάσσεται καὶ κολλᾶται τῇ ὀσφύι. ἐνεργῶς
δὲ πρὸς τοῦτο ποιοῦσι καὶ αἱ κολλητικαὶ τῶν ἐμπλάστρων, οἷον ἁρμο-
νία, Ἱκέσιος, Ἀθηνᾶ, μηλίνη, Ἰνδικὴ καὶ αἱ παραπλήσιοι.
102

Παύλος ιατρός. Epitomae medicae libri septem Book 3, chapter 68,


section 2, line 3

Πεσσὸς μαλακτικός.

Κηροῦ Ποντικοῦ, ναρδίνου μύρου ἀνὰ 𐅻 γ, ἰρίνου, γλευκίνου, κυ-


πρίνου ἀνὰ β, στέατος ἀρκείου καὶ χηνείου, βουτύρου, ὑσσώπου, μυ-
ελοῦ ἐλαφείου, τερεβινθίνης ἀνὰ 𐅻 α.
Ἄλλο. πολίου 𐅻 β, σμύρνης 𐅻 δ· μετὰ οἴνου Μενδησίου λειώσας,
ἰρίνῳ δεύσας προστίθεσθαι δίδου.

Παύλος ιατρός. Epitomae medicae libri septem Book 5, chapter 15,


section 1, line 13

ὑπὸ δρυίνου πληγεῖσιν ἔπαρμα μὲν γίνεται περὶ τὸν τόπον μετὰ ἐρεύ-
θους καὶ φλυκταίνωσις τῶν ἐν κύκλῳ μορίων, εἴ που δὲ καὶ ὑδατώ-
δους ἰχῶρος ἔκκρισις, ἐπακολουθεῖ δὲ καρδιωγμὸς καὶ στρόφος. ἁρμόζει
δὲ αὐτοῖς ἀριστολοχία σὺν οἴνῳ ποτιζομένη καὶ ἡ τρίφυλλος πόα ῥίζα
τε ἀσφοδέλου παραπλησίως παραλαμβανομένη καὶ δρυὸς πάσης ὁ καρ-
πὸς λεῖος πινόμενος, ὡσαύτως δὲ καὶ τῆς πρίνου αἱ ῥίζαι κοπτόμεναι
καὶ καταπλασσόμεναι τοπικῶς ἀρήγουσιν.

Παύλος ιατρός. Epitomae medicae libri septem Book 5, chapter 54,


section 1, line 10

σπανίως δὲ καὶ σώζεσθαί τινας τῶν πεπωκότων. δεῖ μέντοι συνεχέσιν


αὐτοὺς δεσμοῖς ἀναγκάζοντας καὶ βιαζομένους γλυκὺν οἶνον σὺν ῥοδίνῳ
ποτίζειν καὶ ἐξεμεῖν ἀναγκάζειν, τό τε τῆς γογγυλίδος σπέρμα σὺν
οἴνῳ πινόμενον ἰδίως ἐπ' αὐτῶν ἁρμόζει καὶ ἡ τῆς πενταφύλλου ῥίζα
αἷμά τε τράγου ἢ αἰγὸς ὁμοίως λαμβανόμενον Δρυός τε φλοιὸς ἢ φηγοῦ
ἢ πρίνου γάλακτι συνεκλειανθεὶς καὶ μῆλα Κυδώνια ἐσθιόμενα ἢ λεῖα
σὺν γλήχωνι μεθ' ὕδατος πινόμενα ἄμωμόν τε καὶ βαλσάμου καρπὸς
σὺν οἴνῳ. πολὺν μέντοι χρόνον, εἴ τινες αὐτοῦ τὸν κίνδυνον ἐκφύγοιεν,
καὶ κλινοπετεῖς διαμένουσιν καὶ ἀναστάντες ἐπτοημένοι τὸν λοιπὸν
χρόνον διάγουσιν.

Παύλος ιατρός. Epitomae medicae libri septem Book 7, chapter 3,


section 16, line 135
103

Πράσον κακόχυμόν ἐστι καὶ δριμύ, ὡς δέ φησι Διοσκουρίδης, καὶ


δυσόνειρον, εὐκοίλιον, οὐρητικόν, λεπτυντικόν. ἔχει δέ τι καὶ ῥυπτι-
κόν· ἀνάγει γὰρ καὶ τὰ ἐκ θώρακος ἐνεψηθὲν πτισάνῃ. τὸ δὲ σπέρμα
αὐτοῦ νεφριτικαῖς μίγνυται δυνάμεσιν. τὰ δὲ φύλλα ἔχουσί τι καὶ
στύψεως· ὅθεν ὁ χυλὸς αὐτῶν αἵματός ἐστιν ἐφεκτικός.
Πρῖνος παραπλησίαν μὲν ἔχει δρυὶ τὴν δύναμιν, πολλῷ δὲ αὐτοῦ
ἐστιν ἰσχυρότερος.

Αίτιος ιατρός. ., Iatricorum liber i Chapter Pr, line 154

στρυφνότης ὑπῆρχε. καὶ πρόδηλον ἤδη γέγονεν ὡς οἱ καρποὶ κατ'


ἀρχὰς ὄντες στρυφνοί, προιόντος τοῦ χρόνου τινὲς μὲν γίγνονται
γλυκεῖς, τινὲς δὲ ὀξεῖς, τινὲς δὲ αὐστηροί, τινὲς δὲ ἀεὶ μένουσι στρυ-
φνοί, τινὲς δὲ ἀποτελοῦνται λιπαροί· καὶ δὴ καὶ κατὰ τὰς τῶν εἰρη-
μένων ποιοτήτων ἐπιμιξίας παμπόλλην ἕξουσι τὴν ποικιλίαν. στρυφνὰ
μὲν οὖν ἄχρι τέλους ἐστὶν ὁ τῆς πρίνου καὶ κομάρου καὶ κρανίας
καρπὸς καὶ τὰ τοιαῦτα, ὅτι καὶ ψυχρὰ καὶ ξηρὰ οἷά περ ἦν ἐξ ἀρχῆς
διαμένει, μόνον μὲν αὐξανόμενα, οὐδεμίαν δὲ ἀλλοίωσιν ἑτέραν ἐπι-
κτώμενα. στρυφνὸς δὲ ἅμα καὶ γλυκὺς ὅ τε τῆς μυρσίνης καὶ ὁ τῆς
ἀχράδος καὶ ὁ τῆς δρυὸς καρπός· αὐστηρὸς δὲ μόνον ὁ τῶν ἀμιναίων
ἀμπέλων καρπὸς καὶ οἶνος, καὶ ὅσοι τούτοις παραπλήσιοι. αὐστηρὸς

Αίτιος ιατρός. ., Iatricorum liber i Chapter 95, line 6

Δρυὸς ἅπαντα τὰ μόρια στυφούσης μετέχει ποιότητος, ἐπὶ πλέον


δὲ τὸ ὑπὸ τὸν φλοιὸν τοῦ πρέμνου εὑρισκόμενον ὑμενῶδες καὶ τὸ
ὑπὸ τῷ κελύφει τῆς βαλάνου περὶ τῇ σαρκὶ τοῦ καρποῦ. διὸ καὶ πρὸς
ῥοῦν γυναικεῖον, αἵματός τε πτύσεις καὶ δυσεντερίας καὶ γαστρὸς ῥεύ-
ματα χρόνια χρήσιμον εἶναι πεπίστευται, μάλιστα δὲ ἀφέψοντες αὐτῷ
χρῶνται. σφοδρότερον δὲ ἔτι στύφει φηγὸς καὶ πρῖνος. τὰ δὲ φύλλα
πάσης δρυὸς καταπλασσόμενα τραύματα νεότρωτα κολλᾶ, ὥσπερ ἐγὼ
κατ' ἀγρὸν ἐπειράθην. οἱ δὲ τῆς δρυὸς βάλανοι ἐσθιόμενοι τροφὴν μὲν
δαψιλῆ παρέχουσι τῷ σώματι. ἐστὶ δὲ βραδύπορος ἡ ἀπ' αὐτῶν τροφὴ
καὶ παχύχυμος καὶ δύσπεπτος. ἄρισται δὲ τῶν βαλάνων πασῶν εἰσιν
αἱ καστανέαι καὶ αἱ λόπιμοι ὀνομαζόμεναι. αὗται γὰρ μόναι τῶν

Αίτιος ιατρός. ., Iatricorum liber ii Chapter 209, line 8

ῥεῦμα ξηραίνει πινόμενον· βρυωνίας ἡ ῥίζα ὀνογύρου τὰ ξηρὰ φύλλα


ἄπιοι μετρίως καταπλασσόμεναι ἀριστολοχία ἀσπάραγος μυακάνθινος
ἀσπάλαθος ἀσφοδέλου ἡ ῥίζα καὶ μᾶλλον ἡ τέφρα βαλαύστιον πάνυ
τῶν βάτων ὁ ἄωρος καρπὸς δρυὸς πάντα τὰ μόρια φηγοῦ ὁμοίως βολβὸς
104

καταπλασσόμενος παιωνίας ἡ ῥίζα δάφνης τὰ φύλλα σφοδρῶς καὶ


μᾶλλον ὁ καρπὸς κύπρινον ἔλαιον δάφνινον δᾴδινον ἔλυμος κατα-
πλασσόμενος ἠρύγγιον ἰσάτις ἰτέας τοῦ φλοιοῦ ἡ τέφρα.

Αίτιος ιατρός. ., Iatricorum liber viii Chapter 43, line 20

ἐπεμβαλλομένου. παραπλησίως δὲ τούτῳ καὶ τὸ διὰ τῶν ῥόδων καὶ


γλυκυρίζης ἑλίκων τε ἀμπέλου καὶ βάτου καὶ σχίνου καὶ τερεβινθίνης
καὶ ῥάμνου καὶ κυπέρου καὶ τῶν κερατίων καὶ μορέας ῥιζῶν,
ὑποκυστίδος τε καὶ μηλοκυδωνίων καὶ ἀπίων αὐστηρῶν. τούτων
δὲ ἰσχυρότερα τὸ τῆς μυρσίνης καὶ τῶν μύρτων ἐστὶν ἀφέψημα καὶ
πρίνου ἀκρεμόνων τε τῶν μαλακῶν καὶ πάσης δρυὸς καὶ τῶν βαλάνων
αὐτῶν, μεσπίλων τε καὶ κράνων. γενναιότατα δὲ κηκίδων καὶ ῥοῦ
μαγειρικοῦ καὶ τοῦ βυρσοδεψικοῦ, Αἰγυπτίας τε ἀκάνθης καὶ μυρίκης
ἢ ἐρείκης καρποῦ, βαλαυστίων τε καὶ κυτίνων καὶ σιδίων, τούτων
ἑκάστου κατὰ μόνας τε καὶ σὺν ἀλλήλοις ἀφεψηθέντων ἀνακογχυλί-
ζεσθαι χρὴ τῷ ὕδατι·

Ορειβάσιος. Eclogae medicamentorum Chapter 129, section 3, line 3

ποικίλαις ἐπιβάλλουσα φαντασίαις, ὡς καὶ διὰ τοῦτο δυσιάτως αὐτοὺς


ἔχειν, σπανίως δὲ σῴζεσθαί τινα τῶν πεπωκότων. δεῖ τοίνυν δεσμοῖς
μὲν συνέχειν αὐτοὺς ἀναγκάζειν τε γλυκὺν μετὰ ῥοδίνου πίνειν καὶ
ἐμεῖν. βοηθεῖ δ' αὐτοῖς τὸ τῆς γογγυλίδος σπέρμα πινόμενον, ἰδιαί-
τερον δ' ἡ τῆς πενταφύλλου ῥίζα καὶ τράγου αἷμα ἢ αἰγός, Δρυός τε
φλοιός, ἢ φήγου ἢ πρίνου γάλακτι συλλεανθείς, καὶ κυδώνια μῆλα
ἐσθιόμενα, ἢ λεῖα μετὰ γλήχωνος ἐν ὕδατι πινόμενα, ἄμωμόν τε καὶ
βαλσάμου καρπὸς σὺν οἴνῳ. ἐὰν δέ τις διαφύγῃ τὸν κίνδυνον, κλινο-
πετὴς πολλῷ διαμένει χρόνῳ, ἐπτοημένος τε τὸ λοιπὸν τοῦ χρόνου
διατελεῖ.

Ορειβάσιος. Eclogae medicamentorum Chapter 147, section 14, line 2

ὕστερον μίγνυνται· ἐν δὲ τῇ χρήσει ἀναλαμβάνεται εἰς πεςσὸν ἐρε-


οῦν καὶ ἀποβάπτεται εἰς ῥόδινον, εἶθ' οὕτω προστίθεται. –
Ἐγκαθίσματα αἱμορραγούσαις. Κυπαρίσσου κόμης, κυτίνων
ῥοᾶς, ἐλαίας φύλλων, βάτου ἀκρεμόνων ἴσα ἑψήσας ἐν ὕδατι ἐγκά-
θιζε. – Κατάπλασμα. Κυτίνους ὀξυμέλιτι προσλαβών, ἢ κηκῖδα ἢ
βαλαύστιον ἢ πρίνου βαλάνους ἢ βάτου ἀκρέμονας ἢ σχίνου φύλλα ἢ
φοίνικας. ἐγχυματίζειν δὲ διὰ κλυστηριδίου ἢ μητρεγχύτου χυλὸν ἀρ-
νογλώσσου ἢ σέρεως ἢ στρύχνου ἢ πολυγόνου ἢ περδικίου ἢ ψυλλίου
ἢ ὑποκιστίδος ἢ ἀκακίας. καὶ ἐντιθέσθω δὲ ταῦτα ἤτοι δι' ἐρίου διδα-
105

κτυλιαίου ἢ μήλης ἢ σπόγγου εἰς μῆκος ἐσχηματισμένου μέχρι τοῦ


στομίου τῆς ὑστέρας. εἰ δὲ δι' ἀνάβρωσιν αἱμορραγοῖεν, ἐγχυματιστέον

Ορειβάσιος. Synopsis ad Eustathium filium (0722: 004)


“Oribasii synopsis ad Eustathium et libri ad Eunapium”, Ed. Raeder, J.
Leipzig: Teubner, 1926, Repr. 1964; Corpus medicorum Graecorum, vol.
6.3.Book 2, chapter 13, section 1, line 9

στολοχίαι, ἀσπάραγος μυακάνθινος, ἀσπάλαθος, ἀσφοδέλου ἡ ῥίζα, καὶ


μᾶλλον καυθείσης ἡ τέφρα, βαλαύστιον πάνυ, τῶν βάτων ὁ ἄωρος
καρπός, βολβὸς ἐπιπλασσόμενος, παιωνίας ἡ ῥίζα, δάφνης τὰ φύλλα
σφοδρῶς, καὶ μᾶλλον ὁ καρπός, δρυὸς πάντα τὰ μόρια καὶ φηγοῦ καὶ
πρίνου, ἔλαιον δάφνινον, δᾴδινον, ἔλυμος καταπλασσομένη, ἠρύγγιον,
ἰσάτις, ἰτέας τοῦ φλοιοῦ ἡ τέφρα ἰσχυρῶς, καννάβεως ὁ καρπός, κάρ-
δαμον, καυκαλίς, δαῦκος, κονία, καὶ μᾶλλον ἡ ἀπὸ συκίνης τέφρας,
κράμβη (οἱ δὲ καυλοὶ καυθέντες αὐτῆς ἰσχυρῶς ποιοῦσι ξηραίνουσαν
τέφραν), κρῆθμον, κρίνου τὰ φύλλα καὶ ἡ ῥίζα, λειχὴν ὁ ἐπὶ τῶν πε-
τρῶν, λιγνὺς πᾶσα, λωτός, νυμφαίας ἡ ῥίζα, ὀμφάκιον, πλατάνου ὁ

Ορειβάσιος. Synopsis ad Eustathium filium Book 9, chapter 2, section 2,


line 3

τὴν ἄμετρον κένωσιν. βοηθεῖν οὖν ἐκ τοῦ παραυτίκα τοῖς πάσχουσι


δυνήσῃ διὰ τῶν ὑπογεγραμμένων· τὴν γὰρ ὅλην διάθεσιν ἰατρῶν ἔργον
ἰάσασθαι. ἀνδράχνη ἐσθιομένη ποιεῖ (δραστικώτερος δ' ὁ χυλὸς αὐτῆς
πινόμενος), βαλαύστιον, βάτου ὁ καρπὸς καὶ τὸ ἄνθος, δρυὸς τὸ
ὑμενῶδες τὸ ὑπὸ τῷ φλοιῷ τοῦ πρέμνου καὶ τὸ ὑπὸ τῷ κελύφει τῆς
βαλάνου· μάλιστα δ' ἑψῶντες αὐτῷ χρῶνται· φηγοῦ δὲ καὶ πρίνου
δραστικώτερα. ἀλθαίας τῆς ῥίζης ἀφέψημα, ἡδύοσμον πρὸς τὰς προς-
φάτους, κενταυρίου τοῦ μεγάλου β διδόμεναι τοῖς μὲν πυρέσσουσι
μεθ' ὕδατος, τοῖς δ' ἀπυρέτοις μετ' οἴνου, ῥήου, σχίνου τῶν φύλλων
ὁ χυλός.

Hippiatrica, Hippiatrica Cantabrigiensia Chapter 62, section 5, line 6

Μοσχίωνος καταγματικὴ πρὸς τὰ σὺν τραύματι


καὶ ἄνευ τραύματος κατάγματα ἐκ τῶν Ἡρακλείδου.
Πίσσης ξηρᾶς, λιθαργύρου, στέατος μόσχου ἀνὰ 𐅻 αςʹ, μάν-
νης, ὀποῦ συκαμίνου, κικίνου ἐλαίου ἢ παλαιοῦ ἀνὰ γο θʹ,
κηροῦ Τυρρηνικοῦ 𐅻 βʹ γο βʹ, ὀποπάνακος, ἰοῦ ξυστοῦ, κυ-
πρίνου, χάλκης, χαλβάνης ἀνὰ γο αʹ, πίσσης ὑγρᾶς γο δςʹ,
τερεβινθίνης 𐅻 βʹ γο γʹ, ὄξους γο εʹ.
106

Alexander Med., Therapeutica Τόμ. 1, page 453, line 8

Κηκίδων, ἀκακίας, λεπίδος σιδήρου, χαλκάνθου, στυπτηρίας ἐξ ἴσου


λαβὼν ἀπόβρεξον οὔρῳ παιδὸς ἀφθόρου ἡμέραν μίαν, εἶτα σμήξας τὰς
τρίχας χρῖσον καὶ δῆσον τὴν κεφαλὴν ἐφ' ἡμέρας τρεῖς· πεπείραται.

Καρύων χλωρῶν τοῦ φλοιοῦ . . οὐγγ. γʹ


πρίνου καρποῦ . . . . . . οὐγγ. ϛʹ
οἴνου μέλανος . . . . . . ξεστ. γʹ.
ἕψε, ἕως εἰς τρίτον ἔλθῃ, καὶ τὸ λοιπὸν ἐκθλίψας ἀνάκοπτε ἐλαίῳ
μυρσίνῳ ξεστ. αʹ· ἡ χρῆσις καθ' ἡμέραν.

Pseudo-Dioscorides Med., De venenis eorumque praecautione et


medicatione (= Alexipharmaca) (1118: 001)“Pedanii Dioscoridis
Anazarbei, vol. 2”, Ed. Sprengel, K.Leipzig: Knobloch, 1830; Medicorum
Graecorum opera quae exstant (ed. C.G. Kühn), vol. 26.2.Section 20,
line 12

τοι συνέχειν αὐτοὺς δεσμοῖς ἀναγκάζοντας, καὶ βιαζομένους


γλυκὺν οἶνον σὺν ῥοδίνῳ πίνειν καὶ ἐξεμεῖν· τό, τε τῆς γογ-
γυλίδος σπέρμα πινόμενον σὺν οἴνῳ· ἰδίως δ' ἐπ' αὐτῶν
ἁρμόζει καὶ ἡ τῆς πενταφύλλου ῥίζα, αἷμά τε τράγου ἢ αἰ-
γὸς, ὁμοίως λαμβανόμενα· Δρυός τε φλοιὸς ἢ φηγοῦ ἢ πρί-
νου, γάλακτι συνεκλεανθείς· καὶ μῆλα κυδώνια ἐσθιόμενα
λεῖα· ἢ σὺν γλήχωνι καὶ ὕδατι πινόμενα, ἄμωμόν τε καὶ
βαλσάμου καρπὸς σὺν οἴνῳ· καὶ εἴ τινες αὐτοῦ φύγοιεν τὸν
κίνδυνον, πολὺν χρόνον κλινοπετεῖς διαμένουσι, καὶ ἀναστάν-
τες ἐπτοημένοι τὸν λοιπὸν χρόνον διάγουσιν.
[Περὶ ἰξίου.] Ἰξίας δὲ, ὃς καὶ οὐλόφονον

Pseudo-Dioscorides Med., De iis, quae virus ejaculantur, animalibus


libellus, in quo et de rabioso cane (= Theriaca) “Pedanii Dioscoridis
Anazarbei, vol. 2”, Ed. Sprengel, K.Leipzig: Knobloch, 1830; Medicorum
Graecorum opera quae exstant (ed. C.G. Kühn), vol. 26.2.Sec 29, ine 5

[Περὶ τῶν ὑπὸ δρυΐνου δεδηγμένων.] Τοῖς


δὲ ὑπὸ δρυΐνου πληγεῖσιν ἁρμόζει ἀριστολοχία σὺν οἴνῳ πι-
νομένη, καὶ ἡ τρίφυλλος πόα, ῥίζα δὲ ἀσφοδέλου παραπλη-
σίως λαμβανομένη, καὶ δρυὸς πάσης ὁ καρπὸς πινόμενος· καὶ
τῆς πρίνου αἱ ῥίζαι κοπτόμεναι καὶ καταπλασσόμεναι τοπι-
κῶς παρηγοροῦσιν.
107

Apollonius Soph., Lexicon Homericum (1168: 001)“Apollonii


Sophistae lexicon Homericum”, Ed. Bekker, I.Berlin: Reimer, 1833,
Repr. 1967.Page 19, line 20

ἀκλεὲς αὕτως.” ἀκήρατα ἄθικτα· “αὐτῶν γὰρ κτήματ' ἀκήρατα κεῖτ' ἐνὶ
οἴκῳ.” ἀκήλητος ἀμετάβολος· “σοὶ δέ τις ἐν στήθεσσιν ἀκήλητος νόος
ἐστίν.” ἄκυλος ὁ τῆς πρίνου καρπός· “πὰρ ἄκυλον βαλάνου ἔβαλεν καρ-
πόν τε κρανείης.” ἀκμοθέτῳ τῷ κοιλώματι ἐφ' ᾧ τίθεται ὁ ἄκμων· “θῆκε
δ' ἐπ' ἀκμοθέτῳ.”

Bolus Med., Phil., Περὶ συμπαθειῶν καὶ ἀντιπαθειῶν (sub nomine


Democriti) (1306: 001)“Nepualii fragmentum περὶ τῶν κατὰ ἀντιπάθειαν
καὶ συμπάθειαν et Democriti περὶ συμπαθειῶν καὶ ἀντιπαθειῶν”, Ed.
Gemoll, W., 1884; Städtisches Realprogymnasium zu Striegau.
Section 13, line 1

Θάλασσα μὲν οὖν ἀπογαληνιοῦται τοῖς ἀλκυόνος ὠοῖς ἐπωαζούσης


ἐπὶ ἡμέρας ζʹ. Καὶ τέτρωρον ἅρμα ἐπέχει λύκου ἀστράγαλος πρὸ
πο- δῶν κείμενος. Λέων δὲ πρίνου πετάλων ἁψάμενος ἀκινητεῖ καὶ
λύκος ἀκίνητος μένει, σκίλλης αὐτῷ προσενεχθείσης.

Nepualius Med., Phil., Περὶ τῶν κατὰ ἀντιπάθειαν καὶ συμπάθειαν


(1527: 001)“Nepualii fragmentum περὶ τῶν κατὰ ἀντιπάθειαν καὶ
συμπάθειαν et Democriti περὶ συμπαθειῶν καὶ ἀντιπαθειῶν”, Ed. Gemoll,
W., 1884; Städtisches Realprogymnasium zu Striegau.Section 60, line 1

Αἰλούρου τὸ κρανίον ἐὰν ῥοδίνῳ χρίσῃς, ἑαυτὸν διαχρήσεται· λύσεις δὲ


αὐτὸν ἐὰν πηγάνου χυλὸν ἐπιβρέξῃς. Ἀείζωον ἐὰν ἐν αὐξηθείσῃ
σελήνῃ ἄρῃς ἐκ τῆς γῆς καὶ μετὰ μολύβδου κρύψῃς εἰς ἑστίαν, πῦρ εἰς
αὐτὴν οὐκ ἀναφθήσεται. Σαλαμάνδραν πῦρ οὐ καίει. Λέων
ἐπιβὰς πρίνου φύλλοις λευκοῖς ναρκᾷ.

Παυσανίας. Attic., Ἀττικῶν ὀνομάτων συναγωγή (1569: 001)


“Untersuchungen zu den attizistischen Lexika”, Ed. Erbse, H.
Berlin: Akademie–Verlag, 1950; Abhandlungen der deutschen Akademie
der Wissenschaften zu Berlin, Philosoph.–hist. Kl..
Alphabetic letter alpha, entry 153, line 1
108

Ἀρκάδας μιμούμενοι· ἐπὶ τῶν ἄλλοις ταλαιπωρούντων· μαχιμώτατοι γὰρ


ὄντες αὐτοὶ μὲν οὐδέποτε ἰδίαν νίκην ἐνίκησαν, ἄλλοις δὲ αἴτιοι νίκης
πολλοῖς ἐγένοντο. ταύτῃ
δὲ τῇ παροιμίᾳ κέχρηται Πλάτων ἐν Πεισάνδρῳ (II 651 M. = fr. 99 K.).
διὰ γὰρ τὸ τὰς κωμῳ-
δίας αὐτὸς ποιῶν ἄλλοις παρέχειν διὰ πενίαν Ἀρκάδας μιμεῖσθαι ἔφη.
Ἀρκὰς κυνῆ· Ἀρκαδικὸς πῖλος. (Soph. fr. 250 N2 = 272 P.).
Ἀρκὰς φελλός· φελλὸς παρὰ Ἀρκάσι μέσον τι πρίνου καὶ Δρυός, ὃ ἔνιοι
θηλύπρινον καλοῦσιν. οὕτως Ἐρατοσθένης (fr. 16 Streck.).
ἅρκυες· λίνα περιτιθέμενα θηρίοις, ἀπὸ τῶν ἑρκῶν. Ἀττικοὶ δασέως, ὡς
ἁρκυωρὸς ὁ τῶν ἁρκύων φύλαξ, ἀφ' οὗ ἁρκυωρεῖν, ὅ ἐστι φυλάσσειν.
Εὔπολις (II 555 M. = fr. 313 K.)·

Παυσανίας. Attic., Ἀττικῶν ὀνομάτων συναγωγή Alphabetic letter


alpha, entry 153, line 2

ὄντες αὐτοὶ μὲν οὐδέποτε ἰδίαν νίκην ἐνίκησαν, ἄλλοις δὲ αἴτιοι νίκης
πολλοῖς ἐγένοντο. ταύτῃ
δὲ τῇ παροιμίᾳ κέχρηται Πλάτων ἐν Πεισάνδρῳ (II 651 M. = fr. 99 K.).
διὰ γὰρ τὸ τὰς κωμῳ-
δίας αὐτὸς ποιῶν ἄλλοις παρέχειν διὰ πενίαν Ἀρκάδας μιμεῖσθαι ἔφη.
Ἀρκὰς κυνῆ· Ἀρκαδικὸς πῖλος. (Soph. fr. 250 N2 = 272 P.).
Ἀρκὰς φελλός· φελλὸς παρὰ Ἀρκάσι μέσον τι πρίνου καὶ Δρυός, ὃ ἔνιοι
θηλύπρινον καλοῦσιν. οὕτως Ἐρατοσθένης (fr. 16 Streck.).
ἅρκυες· λίνα περιτιθέμενα θηρίοις, ἀπὸ τῶν ἑρκῶν. Ἀττικοὶ δασέως, ὡς
ἁρ-κυωρὸς ὁ τῶν ἁρκύων φύλαξ, ἀφ' οὗ ἁρκυωρεῖν, ὅ ἐστι φυλάσσειν.
Εὔπολις (II 555 M. = fr. 313 K.)· ’σὺ δὲ τὰ καλώδια ταῦθ' ἁρκυώρει’.
Ἅρμα· τόπος τῆς Ἀττικῆς. καὶ παροιμία· ‘ὁπόταν δι' Ἅρματος ἀστράψῃ’
ἐπὶ τῶν χρονίως γινομένων.

Phrynichus Attic., Praeparatio sophistica (epitome) (1608: 001)


“Phrynichi sophistae praeparatio sophistica”, Ed. de Borries, J.
Leipzig: Teubner, 1911.age 11, line 9

ἀτεράμων ἄνθρωπος καὶ πρίνινος καὶ στιπτὸς


καὶ σφενδάμνινος (Aristoph. Acharn. 180): ἐπὶ τοῦ πάνυ
σκληροῦ. τὰ γὰρ ῥᾳδίως ἑψόμενα τῶν ὀσπρίων τέρεμα καλοῦ-
σιν οἱ Ἀθηναῖοι. κατὰ στέρησιν οὖν ἀτεράμων. τὸ δὲ στιπτός
τὸ πεπατημένον. στίβος γὰρ ἡ ὁδός. καὶ τὸ πρίνινος δῆλον.
καὶ γὰρ ἡ πρῖνος πάνυ σκληρόν. ὁμοίως καὶ τὸ σφενδάμνι-
νος. τούτοις προσῆπτεν Ἀριστοφάνης καὶ τὸ Μαραθωνο-
μάχος. καὶ σημαίνει οἷον ἀνδρεῖος καὶ ἁψίμαχος καὶ θυμι-
κός, διὰ τὴν τούτων κατὰ τῶν βαρβάρων νίκην.
109

ἄπαρνος: σεμνότερον τοῦ ἔξαρνος καὶ πολιτικώτερον.


αὐτόκακον ἔοικε τῷδε:

Phrynichus Attic., Praeparatio sophistica (epitome) Page 36, line 13

συνιόντες διημέρευον διαλογέμενοι. λέγεται δὲ τὸ ἀδο-


λεσχεῖν ἤτοι ἀπὸ τοῦ ἄδην καὶ τοῦ λεσχηνεύειν. ἀλλ' εἰ μὲν
ἀπὸ τοῦ ᾄδειν, προσγράφου τὸ ι ἐν τῷ ἀιδολέσχης. εἰ δὲ ἀπὸ
τοῦ ἀηδοῦς, οὕτως ἄνευ τοῦ ι. οἱ γὰρ Ἴωνες τὴν ἀηδίαν
συναλείφοντες τρισυλλάβως γράφουσιν, διὸ καὶ ἐξετάθη.
ἄκυλος: ὁ τῆς πρίνου καρπός. ὑῶν δ' ἐστὶ σιτία.
ἀκρόδρυα: οἱ καρποὶ τῶν δένδρων. δρύας δὲ πάντα τὰ
δένδρα ἐκάλουν. ἔλεγον δὲ τὰ ἀκρόδρυα καὶ μῆλα. Ὅμηρος
(I 542) ‘αὐτῇσιν ῥίζησιν καὶ αὐτοῖς ἄνθεσι μήλων’.
ἀνθοσμίας οἶνος (Aristoph. Ran. 1150 et Thesmoph.
fr. 336): ὁ ἡδὺς καὶ εὐώδης.

Origenes Theol., Epistula ad Africanum (2042: 045); MPG 11.


Τόμ. 11, page 49, line 16

Καὶ ἔλεγες τὴν περικοπὴν ταύτην ἐπαινεῖν μέν πως


ὡς τι χαρίεν· ἔφασκες δὲ ψέγειν ὡς οὖσαν σύγ-
γραμμα νεωτερικὸν καὶ πεπλασμένον· καὶ ὅτι, ὡς
οὐδὲ Φιλιστίων ὁ μῖμος, ἐχρήσατο ἀναπλάσας τὸ
συγγραμμάτιον τῇ τῶν ὀνομάτων γειτνιάσει, πρίνου
πρὸς πρίσιν, καὶ σχίνου πρὸς σχίσιν· Ἅπερ κατὰ
μὲν τὴν Ἑλλήνων φωνὴν τοιαῦτα εἶναι δοκεῖ, κατὰ
δὲ τὴν Ἑβραίων οὐδαμῶς. Ἴσθι τοίνυν πρὸς ταῦτα,
τί χρὴ ἡμᾶς πράττειν οὐ περὶ τῶν κατὰ Σωσάνναν
μόνον, ἐν μὲν τῷ καθ' Ἕλληνας Ἑλληνικῷ φε

Origenes Theol., Epistula ad Africanum Τόμ. 11, page 61, line 13

εἰρήσθω πρὸς τὸ μὴ φέρεσθαι παρ' Ἑβραίοις τὰ


περὶ Σωσάννης. Ἴδωμεν δὲ καὶ ἃ προσφέρεις τῷ λόγῳ ἐγκλήματα.
Καὶ πρῶτόν γε ἀρξώμεθα ἀπὸ τοῦ δυνηθέντος ἂν
δυσωπῆσαι πρὸς τὸ μὴ παραδέξασθαι τὴν ἱστο-
ρίαν· ὅπερ ἐστὶ τὸ περὶ τὴν παρωνυμίαν πρίνου
μὲν πρὸς πρίσιν, σχίνου δὲ πρὸς σχίσιν· περὶ οὗ σὺ
110

μὲν ἀπεφήνω, ὡς καταλαβὼν τίνα τρόπον ἐν μὲν ἑλ-


ληνικαῖς φωναῖς τοιαῦτα ὁμοφωνεῖν συμβαίνει, ἐν δὲ
τῇ Ἑβραΐδι τῷ παντὶ διέστηκεν· ἐγὼ δὲ ἔτι
ἀμφιβάλλω·

Origenes Theol., Epistula ad Africanum Τόμ. 11, page 61, line 21

ληνικαῖς φωναῖς τοιαῦτα ὁμοφωνεῖν συμβαίνει, ἐν δὲ


τῇ Ἑβραΐδι τῷ παντὶ διέστηκεν· ἐγὼ δὲ ἔτι
ἀμφιβάλλω· ἐπείπερ φροντίσας τῶν κατὰ τὸν τόπον,
τῷ καὶ αὐτὸς ἠπορηκέναι ἐν αὐτοῖς, οὐκ ὀλίγοις
Ἑβραίοις ἀνεθέμην πυνθανόμενος, πῶς παρ' αὐτοῖς
ὀνομάζεται πρῖνος, καὶ πῶς λέγουσι τὸ πρίζειν· ἔτι
δὲ εἰς τί μεταλαμβάνουσι τὴν σχῖνον τὸ φυτὸν,
καὶ πῶς τὸ σχίζειν ὀνομάζουσιν. Οἱ δὲ τὴν Ἑλληνι-
κὴν ἔφασκον ἀγνοεῖν φωνὴν τὴν πρίνου καὶ τὴν
σχίνου· ἀπῄτουν δὲ αὑτοῖς δειχθῆναι τὰ δένδρα, ἵν'
εἴδειεν ποίας ἐπὶ τούτων αὐτοὶ τάσσουσι φωνάς.

Origenes Theol., Epistula ad Africanum Τόμ. 11, page 61, line 24

τῷ καὶ αὐτὸς ἠπορηκέναι ἐν αὐτοῖς, οὐκ ὀλίγοις


Ἑβραίοις ἀνεθέμην πυνθανόμενος, πῶς παρ' αὐτοῖς
ὀνομάζεται πρῖνος, καὶ πῶς λέγουσι τὸ πρίζειν· ἔτι
δὲ εἰς τί μεταλαμβάνουσι τὴν σχῖνον τὸ φυτὸν,
καὶ πῶς τὸ σχίζειν ὀνομάζουσιν. Οἱ δὲ τὴν Ἑλληνι-
κὴν ἔφασκον ἀγνοεῖν φωνὴν τὴν πρίνου καὶ τὴν
σχίνου· ἀπῄτουν δὲ αὑτοῖς δειχθῆναι τὰ δένδρα, ἵν'
εἴδειεν ποίας ἐπὶ τούτων αὐτοὶ τάσσουσι φωνάς.
Καὶ (φίλη γὰρ ἡ ἀλήθεια), οὐκ ἠπόρησα αὐτοῖς ὄψει
παραστῆσαι τὰ ξύλα. Ἄλλος δὲ ἔφασκε τὰ μὴ ὀνο-
μασθέντα τῶν Γραφῶν ποὺ οὐκ ἔχειν διαβεβαιώσα

Origenes Theol., Epistula ad Africanum Τόμ. 11, page 61, line 35

σθαι, ὅπως Ἑβραϊστὶ λέγεται· προπετὲς δὲ εἶναι, τὸν


ἀπορήσαντα φωνῇ τῇ Συριακῇ χρήσασθαι ἀντὶ τῆς
Ἑβραΐδος· καὶ ἔλεγε, καὶ παρὰ τοῖς πάνυ σοφοῖς
ἐνίοτε λέξεις τινὰς ζητεῖσθαι. Εἰ μὲν οὖν, φησὶ,
ἔχεις τι παραστῆσαι τὴν σχῖνον ὅπως ποτὲ ὀνομασθεῖ-
111

σαν ἔν τινι Γραφῇ, ἢ τὴν πρῖνον, ἐκεῖθεν ἂν εὕροιμεν


τὸ ζητούμενον, καὶ τὴν παρ' αὐτὰ παρωνυμίαν· εἰ
δὲ μηδαμοῦ ὠνομάσθη, καὶ ἡμᾶς διαλανθάνει τὸ
τοιοῦτον. Τούτων οὖν ὅσον ἐπὶ μὴ ἱστορίᾳ ὑπὸ
Ἑβραίων, οἷς συνέμιξα, εἰρημένων, ἐγὼ μὲν εὐλαβῶς
ἔχω ἀποφήνασθαι, πότερον καὶ παρ' Ἑβραίοις ἡ ἰσο

Origenes Theol., Epistula ad Africanum Τόμ. 11, page 73, line 44

σοῦ γεγραμμένον οὕτως· «Ἔπειτα μετὰ τὸ θαυ-


μασίως πως οὕτως ἀποφθέγξασθαι, καὶ παραδοξότατά
πως αὐτοὺς ἀπελέγχει, ὡς οὐδὲ Φιλιστίων ὁ μῖμος· οὐ
γὰρ ἐξήρκει ἡ διὰ τοῦ Πνεύματος ἐπίπληξις, ἀλλ'
ἰδίᾳ διαστήσας ἑκάτερον αὐτῶν, ἐρωτᾷ ποῦ θεάσαιτο
αὐτὴν μοιχωμένην. Ὡς δὲ ὁ μὲν ὑπὸ πρῖνον ἔφασκεν,
ἀποκρίνεται πρίσειν αὐτὸν τὸν ἄγγελον· τῷ δὲ ὑπὸ
σχῖνον εἰρηκότι, σχισθῆναι παραπλησίως ἀπειλεῖ.»

Origenes Theol., Epistula ad Africanum Τόμ. 11, page 76, line 53

τοῦ Σολομῶντος· περὶ οὗ μαρτυρεῖ ἡ Γραφὴ, ὅτι εἶδεν


ὁ λαὸς, ὅτι φρόνησις Θεοῦ ἐν αὐτῷ τοῦ ποιεῖν δικαίω-
μα. Τοῦτο ἂν δύναιτο λέγεσθαι καὶ περὶ τοῦ Δανιήλ·
ὅτι φρονήσεως οὔσης ἐν αὐτῷ τοῦ ποιεῖν δικαίωμα, ἐκρίθη τὰ
ἀναγεγραμμένα περὶ τῶν πρεσβυτέρων.
Καὶ τοῦτο δὲ μικροῦ δεῖν ἔλαθέ με, ἀναγκαῖον
παρατεθῆναι περὶ τοῦ πρῖνον – πρίσειν καὶ σχῖνον –
σχίσειν· ὅτι καὶ ἐν ταῖς ἡμετέραις Γραφαῖς κεῖνταί
τινες οἱονεὶ ἐτυμολογίαι αἵτινες παρὰ μὲν
Ἑβραίοις οἰκείως ἔχουσι, παρὰ δὲ ἡμῖν οὐχ ὁμοίως.
Οὐδὲν οὖν θαυμαστὸν, ᾠκονομηκέναι τοὺς ἑρμη-
νεύσαντας τὰ περὶ τὴν Σωσάνναν ἀνευρεῖν ἤτοι σύμ

Ιωάννης Χρυσόστομος. De Susanna [Sp.] (2062: 221); MPG 56.Vol 56,


pg 594, ln 9

ἔχων σχίσαι σε μέσον. Καὶ μεταστήσας τοῦτον, κα-


λεῖ τὸν ἕτερον, καὶ λέγει· Σπέρμα Χαναὰν, καὶ οὐχὶ
Ἰούδα, τὸ κάλλος ἐξηπάτησέ σε, καὶ ἐπιθυμία τῶν
ὀφθαλμῶν διέστρεψε τὴν καρδίαν σου. Εἰπὲ τοίνυν,
112

ὑπὸ ποῖον δένδρον εἶδες αὐτοὺς ὁμιλοῦντας; Ὁ δὲ


εἶπεν· Ὑπὸ πρῖνον. Ὁ δὲ Δανιὴλ πρὸς αὐτόν· Ὀρθῶς
καὶ σὺ ἐψεύσω εἰς τὴν σεαυτοῦ κεφαλήν· μέλλει γὰρ
ὁ ἄγγελος τοῦ Θεοῦ ἔχων τὴν ῥομφαίαν πρῖσαι σε
μέσον. Καὶ ἀνεβόησεν πᾶς ὁ λαὸς φωνῇ. μεγάλῃ λέ-
γων· Εὐλογητὸς Κύριος ὁ σώζων πάντας τοὺς ἐλπί-
ζοντας ἐπ' αὐτόν.

Hippolytus Scr. Eccl., Commentarium in Danielem (2115: 030)


“Hippolyte. Commentaire sur Daniel”, Ed. Lefèvre, M.Paris: Cerf, 1947;
Sources chrétiennes 14.Book 1, chapter 29, section 3, line 10

τὴν καρδίαν σου; οὕτως ἐποιεῖτε θυγατράσιν


Ἰσραήλ, κἀκεῖναι φοβούμεναι ὡμίλουν ὑμῖν; ἀλλ'
οὐ θυγάτηρ Ἰούδα ὑπέμεινε τὴν ἀσχημοσύνην ὑμῶν».
«νῦν οὖν ταύτην εἴπερ εἶδες, εἰπόν· ὑπὸ τί δένδρον
εἶδες αὐτοὺς ὁμιλοῦντας ἀλλήλοις;» «ὁ δὲ εἶπεν· ὑπὸ
πρῖνον. Εἶπεν δὲ Δανιήλ· ὀρθῶς ἐψεύσω καὶ σὺ εἰς τὴν
σεαυτοῦ κεφαλήν· μέλλει γὰρ ὁ ἄγγελος τοῦ θεοῦ πρίσαι
σε μέσον, ὅπως ἐξολοθρεύσῃ ὑμᾶς.»

Hippolytus Scr. Eccl., Commentarium in Danielem Book 1, chapter 31,


section 1, line 2

ἔδωκεν αἶνον τῷ θεῷ, τῷ σώζοντι τοὺς ἐλπίζοντας ἐπ'


αὐτόν. Καὶ ἀνέστησαν ἐπὶ τοὺς δύο πρεσβύτας, ὅτι
συνέστησεν αὐτοὺς Δανιὴλ ἐκ τοῦ στόματος αὐτῶν ψευδο-
μαρτυρήσαντας. Τί οὖν ἐροῦμεν ἐν τῷ εἰπεῖν τὸν μὲν ἕνα «σχῖνον,»
τὸν δὲ ἕτερον «πρῖνον;» Ἐν τούτῳ ἡ ἀπόδειξις γένηται. Τί γὰρ ἐβούλοντο
λέγειν; Ἐν τῷ θέλειν ἡμᾶς τοῦ νεανίσκου «ἐγκρατεῖς γενέσθαι» οὐκ
ἴδομεν ἀσφαλῶς ποῖον ἦν τὸ δένδρον. Ἀλλ' ἐπειδὴ ἐν πᾶσιν ἡ θεία
γραφὴ σοφίζει ἡμᾶς ὁδηγοῦσα πρὸς τὴν ἀλήθειαν, ἐν ...

Timotheus Gramm., Excerpta ex libris de animalibus (e cod. Paris. gr.


2422) (2449: 003)“”Excerpta ex Timothei Gazaei libris de animalibus””,
Ed. Haupt, M., 1869; Hermes 3.Section 7, line 32

λέων καὶ ἡ ὕαινα· ὅθεν ἐπ' εὐθεῖαν αὐτοῖς ἐστὶν ὁ δρό-


μος.
ὅτι ὀδόντα αὐτοῦ εἴ τις φορέσειεν, οὐ φοβεῖται λύκον,
113

καὶ ἵππος φορῶν αὐτὸν ταχύτατος γίνεται.


ὅτι φοβεῖται ὁ λύκος τὴν σκίλλαν, ὡς ὁ λέων τὴν πρῖ-
νον καὶ ἡ πάρδαλις τὴν κράνειαν.
ὅτι ὀστοῦν φρύνου κατέχων τις κοιμίζει τὸν λύκον.
ὅτι ἐστι λύκος κατεσθίων σίδηρον καὶ τοὺς λίθους.
κρύπτεται δὲ κατὰ τὸν καιρὸν τοῦ Σειρίου κυνὸς ἕως οὗ
καταψύξῃ ὁ ἀήρ.

Μιχαήλ Ψελλός. Opuscula logica, physica, allegorica, alia (2702:


010)“Michaelis Pselli philosophica minora”, Ed. Duffy, J.M.
Leipzig: Teubner, 1992.Opusculum 33, line 69

τοῖς τέτταρσιν ἐναλλόμενοι ποσί, τὰ δὲ πρόβατα τοῖς δυσί, χειμῶνα


σαφῶς προμηνύουσι. καὶ βόες δὲ ὅταν τὰς χηλὰς τῶν ἐμπροσθίων
ποδῶν περιλιχμῶνται καὶ ἐπὶ τὰ δεξιὰ πλευρὰ κατακλίνωνται κοιμώμε-
νοι καὶ ὅταν εἰς τὴν ἔπαυλιν ἐπανιόντες μυκῶνται ὑπὸ τὴν ἑσπέραν,
χειμῶνα δηλοῦσι. καὶ λύκος δὲ ὠρυόμενος καὶ χοῖρος ἀπλήστως τῷ
βορβόρῳ ἐγκαλινδούμενος καὶ αἶγες τὸν ἀπὸ τῆς πρίνου καρπὸν
ἐσθίουσαι συντονώτερον καὶ μῦες μᾶλλον ἀλλήλοις ἐπισκιρτῶντες, ὣς
δὲ καὶ κύνες, χειμῶνα προλέγουσι. σφῆκες δὲ μετοπώρου φαινόμενοι
ὑγρὸν ἔσεσθαι τὸν ἀέρα μαντεύονται καὶ χῆνες δὲ μετὰ βοῆς ἐπὶ τὴν
τροφὴν χωροῦσαι καὶ κολοιοὶ τῆς ὥρας ὀψὲ κεκραγότες καὶ εἰς χηρα-
μοὺς καταδυόμενοι καὶ μέλιτται πλησίον τῶν μελιττείων ποιούμεναι

Μιχαήλ Ψελλός. Opuscula logica, physica, allegorica, alia


Opusculum 33, line 75

ἐσθίουσαι συντονώτερον καὶ μῦες μᾶλλον ἀλλήλοις ἐπισκιρτῶντες, ὣς


δὲ καὶ κύνες, χειμῶνα προλέγουσι. σφῆκες δὲ μετοπώρου φαινόμενοι
ὑγρὸν ἔσεσθαι τὸν ἀέρα μαντεύονται καὶ χῆνες δὲ μετὰ βοῆς ἐπὶ τὴν
τροφὴν χωροῦσαι καὶ κολοιοὶ τῆς ὥρας ὀψὲ κεκραγότες καὶ εἰς χηρα-
μοὺς καταδυόμενοι καὶ μέλιτται πλησίον τῶν μελιττείων ποιούμεναι
τὴν νομήν, χειμῶνα αὐτίκα ἐσόμενον προμηνύουσι. καὶ ὁ τῆς πρίνου
δὲ καρπὸς σύμμετρος ὢν χειμῶνα δηλοῖ, ὣς δὲ καὶ ὁ τῆς σχίνου. ἵνα
δέ σοι μὴ πάντα ἀναίτια φθέγγωμαι, φυσικὴν αἰτίαν τῆς ἀπὸ τῶν
δένδρων σημειώσεώς σοι χαρίζομαι. αὐχμηρά εἰσι τὰ τοιαῦτα φυτά,
τὴν σχῖνον καὶ τὴν πρῖνόν φημι, καὶ τὴν κρᾶσιν ξηρά. ὅθεν οὐδὲ φέ-
ρει πολὺν καρπόν, εἰ μὴ κατὰ βάθος ὑγρότητα δέξηται.

Μιχαήλ Ψελλός. Opuscula logica, physica, allegorica, alia


Opusculum 33, line 79
114

μοὺς καταδυόμενοι καὶ μέλιτται πλησίον τῶν μελιττείων ποιούμεναι


τὴν νομήν, χειμῶνα αὐτίκα ἐσόμενον προμηνύουσι. καὶ ὁ τῆς πρίνου
δὲ καρπὸς σύμμετρος ὢν χειμῶνα δηλοῖ, ὣς δὲ καὶ ὁ τῆς σχίνου. ἵνα
δέ σοι μὴ πάντα ἀναίτια φθέγγωμαι, φυσικὴν αἰτίαν τῆς ἀπὸ τῶν
δένδρων σημειώσεώς σοι χαρίζομαι. αὐχμηρά εἰσι τὰ τοιαῦτα φυτά,
τὴν σχῖνον καὶ τὴν πρῖνόν φημι, καὶ τὴν κρᾶσιν ξηρά. ὅθεν οὐδὲ φέ-
ρει πολὺν καρπόν, εἰ μὴ κατὰ βάθος ὑγρότητα δέξηται. ὅταν οὖν
πλείονα καρπὸν τοῦ συνήθους ἀποβλαστήσῃ, οἱ περὶ τὰς φυσικὰ αἰ-
τίας πραγματευόμενοι χειμῶνα ἐντεῦθεν καταμαντεύονται.

Sextus Julius Africanus Hist., Epistula ad Origenem (2956: 003)


“Die Briefe des Sextus Julius Africanus an Aristides und Origenes”, Ed.
Reichardt, W.Leipzig: Hinrichs, 1909; Texte und Untersuchungen 34.3.
Page 79, line 11

διὰ παντὸς καιροῦ καὶ ἀγγέλου ἐπιφανείας τυγχάνει, ἀλλ' οὐκ


ἐπιπνοίᾳ προφητικῇ. ἔπειτα μετὰ τὸ θαυμασίως πως οὕτως
ἀποφθέγξασθαι καὶ παραδοξότατά πως αὐτοὺς ἀπελέγχει, ὡς
οὐδὲ ὁ Φιλιστίωνος μῖμος. οὐ γὰρ ἐξήρκει ἡ διὰ τοῦ πνεύματος
ἐπίπληξις, ἀλλ' ἰδίᾳ διαστήσας ἑκάτερον ἐρωτᾷ, ποῦ αὐτὴν ἐθε-
άσατο μοιχωμένην. ὡς δὲ ὁ μὲν ὑπὸ πρῖνον ἔφασκεν, ἀποκρί-
νεται πρίσειν αὐτὸν τὸν ἄγγελον, τῷ δὲ ὑπὸ σχῖνον εἰρηκότι
σχισθῆναι παραπλησίως ἀπειλεῖ. ἐν μὲν οὖν Ἑλληνικαῖς φωναῖς
τὰ τοιαῦτα ὁμοφωνεῖν συμβαίνει, παρὰ τὴν πρῖνον τὸ πρῖσαι καὶ
σχίσαι παρὰ τὴν σχῖνον, ἐν δὲ τῇ Ἑβραΐδι τῷ παντὶ διέστηκεν.
ἐξ Ἑβραίων δὲ τοῖς Ἕλλησι μετεβλήθη πάνθ' ὅσα τῆς παλαιᾶς ...

Nicetas Choniates Hist., Scr. Eccl., Rhet., Historia (= Χρονικὴ


διήγησις) (3094: 001)“Nicetae Choniatae historia, pars prior”, Ed. van
Dieten, J.erlin: De Gruyter, 1975; Corpus fontium historiae Byzantinae
11.1. Series Berolinensis.Reign Alex3,pt1, page 493, line of page 21

ὑποστείλασθαι· πάντως δὲ φροντιεῖν τοῦ τῷ φίλῳ ἀνεπαχθοῦς καὶ τοῦ


μὴ τῶν ἵππων ἐς μακρὸν στέρεσθαι. καὶ ὁ μὲν ἐφ' οἷς ἔδρασεν εὐπρόσω-
πον οὕτως ἠγόρευε τὸν ἀπόλογον· ὁ δὲ μήτε τὸ μεγαλόψυχον ἐπαι-
νέσας, μήτε μὴν τὴν ἀνάγκην τρέψας ἐς τὸ φιλότιμον ἢ γοῦν ἐν νῷ
βαλλόμενος τὸν καιρὸν βαρὺν ἐνστάτην ἀεὶ αὐτῷ ἐφιστάμενον καὶ πρὸς
πνῖγμα ἐπὶ πᾶσι κατάγχοντα, ὡς πρῖνος αὐτίκα καιόμενος τῷ θυμῷ
ἐπεβρόντα. πλὴν ἕτερον μὲν οὐδέν τι γενναῖον πρὸς ἀντιπαραλύπησιν
τοῦ Πέρσου συνεώρακε διαπράξασθαι, καθ' ἑαυτοῦ δὲ στρατεύεται
ἀτεχνῶς καὶ τὸ ξίφος τῷ τέως κρυπτόμενον ἀναδείκνυσι. τοίνυν ἐπι-
τάττει φυλακαῖς ἐνειρχθῆναι καὶ τὰ ὄντα πάντα ἀφαιρεθῆναι ὁπόσοι
Ῥωμαῖοί τε καὶ Τοῦρκοι πραγματευταὶ τοῦ Ἰκονίου ἀπάραντες τὸ
115

Theognostus Gramm., Canones sive De orthographia (3128: 001)


“Anecdota Graeca e codd. manuscriptis bibliothecarum Oxoniensium,
vol. 2”, Ed. Cramer, J.A.Oxford: Oxford University Press, 1835, Repr.
1963.Section 353, line 2

Γλῆνος ὄνομα πόλεως Κρητικῆς· Μῆνος· Θρῆνος· τὸ γὰρ


ἐπίθετον ὀξύνεται· Φῆνος ὄνομα ποταμοῦ, τὸ δὲ ἐπίθετον
ὀξύνεται· δηλοῖ δὲ τὸν λαμπρὸν ἀπὸ τοῦ φανὸς γεγονός· οἷς
ὅμοιον καὶ τὸ πτηνός· στρηνός· ψηνός· ληνός.
Τὰ διὰ τοῦ ινος δισύλλαβα προσηγορικὰ διὰ τοῦ ι γρά-
φονται· οἷον, λῖνος· σχῖνος· πρῖνος· σπῖνος εἶδος ὀρνέου· πῖνος
ὁ ῥύπος· δῖνος ἡ συστροφή· βρῖνος.
Τὰ διὰ τοῦ υνος δισύλλαβα οὐκ οἶδε τὴν διὰ τῆς οι
διφθόγγου γραφήν· θυνός· φρυνός· ξυνός· γρυνός· πλυνός· τὸ
οἶνος σεσημείωται διὰ τῆς οι διφθόγγου γραφόμενον· τὸ γὰρ
κοινὸς διφορεῖται·

Ζωναράς. Lexicogr., Lexicon (3136: 001)“Iohannis Zonarae lexicon ex


tribus codicibus manuscriptis, 2 vols.”, Ed. Tittmann, J.A.H.
Leipzig: Crusius, 1808, Repr. 1967.Alphabetic letter alpha, page 102, line
1

Ἀκταίωρος. παρὰ τὸ τὴν ἀκτὴν ὠρεῖν, ὃ ἐστὶ


φυλάσσειν. Ἀκοινώνητος. ὁ ἀκριβής. Ἀκοίτης. ὁ ἀνήρ· ἄκοιτις δὲ ἡ
γυνή. Ἀκύλλιος. κύριον.
Ἄκυλος. τῆς πρίνου ὁ καρπός. ἔκυλος δὲ εἶδος
βοτάνης. Ἄκακοι. οἱ ἁπλούστεροι. καὶ ὁ Ἀπόστολος· τὰς
καρδίας τῶν ἀκάκων. Ἀκρήβης. ὁ ἀκμάζων. Ἀκριτόμυθος. τὰ εἰς ος
δισύλλαβα ἀναβιβάζουσι

Ζωναράς. Lexicogr., Lexicon Alphabetic letter gamma, page 457, line 4

Γύγου δακτύλιος. ἐπὶ τῶν πολυμηχάνων καὶ


πανούργων.
Γύης. μέτρον γῆς, καὶ μέρος ἀρότρου. [Ὅμη-
ρος ἐν συνθέσει πεντηκοντόγυον. καὶ Ἡσίο-
δος, οἷον·
πρίνου δὲ γύην, βόε –
παρὰ τὸ γαῖα γίνεται γύη, ἵν' ᾖ ἡ γύη, τῆς
γύης· καὶ μεταχθείσης τῆς γενικῆς εἰς εὐθεῖαν
116

γίνεται ὁ γύης, ὥσπερ ἡ ἀράχνη, τῆς ἀράχνης,


καὶ ὁ ἀράχνης, τοῦ ἀράχνου.]

Joannes VI Cantacuzenus, Historiae (3169: 001)“Ioannis Cantacuzeni


eximperatoris historiarum libri iv, 3 vols.”, Ed. Schopen, L.
Bonn: Weber, 1:1828; 2:1831; 3:1832; Corpus scriptorum historiae
Byzantinae.Τόμ. 2, page 184, line 14

ἐκείνῳ ἦν, ἀγαγόντες πρὸς Βυζάντιον καὶ τρίχας καὶ γένειον


περιελόντες, ὄνῳ τε ἐπιθέντες τετραμμένον ἐπὶ τὸν πρωκτὸν,
ἠνάγκαζον τὴν ὄνου κατέχειν οὐρὰν ἐφ' ὕβρει πλείονι. καὶ
τοῦτον ἐθριάμβευον τὸν τρόπον.
λʹ. Ἐπεὶ δὲ αἱ πόλεις πᾶσαι πλὴν Παμφίλου καὶ Κο-πρίνου πόλεων κατὰ
τὴν Θρᾴκην καὶ φρουρίου τινὸς Ἐμπυ-
θίου προσαγορευομένου, ὃπερ ἐγγὺς Διδυμοτείχου πολλοῖς
πρότερον χρόνοις ἐξ αὐτῶν κρηπίδων ἐδείματο ὁ βασιλεὺς,
πρὸς βασιλίδα συναπέστησαν, ὥσπερ ἐκ συνθήματος τά τε
βασιλέως διηρπάζετο ἐν πάσαις σχεδὸν διεσπαρμένα, (ἃ
καὶ μᾶλλον ἔπεισε τοὺς ἑκασταχοῦ ἐκπολεμωθῆναι πρὸς αὐ

Anonymi Lexeis Rhetoricae, Ῥητορικαὶ λέξεις (3178: 001)


“Ῥητορικαὶ λέξεις. Editio princeps”, Ed. Naoumides, M.N.
Athens: Myrtides, 1975; Ἀθηνᾶ. Σειρὰ διατριβῶν καὶ μελετημάτων 20.
Entry 230, line 1

γομφοπαγῆ: πολυσύνθετα
ῥακιοσυῤῥαπτάδη: πενιχρὰ ῥακκάδια φορῶν
τυφώς: ἄνεμος, σφοδρὰ καταιγίς
θένων: τύπτων
λοιδορεῖσθαι: ὑβρίζειν
πρῖνος: εἶδος ξύλου οὐκ ἀναδύομαι: οὐ φοβοῦμαι, οὐ παραχωρῶ
ἐμμέλειαν: τὴν εὐρυθμίαν φέναξ: ἀπατεών πρόσχημα: μόνον σχήματι
καθίσας, μηδὲν δὲ φθεγγόμενον

Anonymi In Aristotelis Artem Rhetoricam Rhet., In Aristotelis artem


rhetoricam commentarium (4026: 001)
“Anonymi et Stephani in artem rhetoricam commentaria”, Ed. Rabe, H.
Berlin: Reimer, 1896; Commentaria in Aristotelem Graeca 21.2.
Page 179, line 6

ἐν τῷ ἀπονίψασθαι καὶ ἐκβαλεῖν φυκάριον δι' ὕδατος, ἀκαλλεῖς εἰσι. καὶ


117

τὰ μέτρα, οἷον τὸ “μῆνιν ἄειδε, θεά”, εἰ διαλύσεις εἰς τὸ μ καὶ τὸ η


καὶ ἁπλῶς εἰς τὰ στοιχεῖα, ἐξ ὧν συνετέθη, φαίνονται οὐδὲν καὶ ἄρρυ-
θμα. [1407a1] καὶ ἡ εἰκών, ἣν ὁ Περικλῆς εἰς Σαμίους εἴρηκεν
’οὕτως οἱ Σάμιοι δέχονται μὲν τὰς εὐεργεσίας παρὰ τῆς πόλεως, δυσχε-
ραίνουσι δὲ ἐν τῷ λαμβάνειν αὐτάς’. [a3] ὁ πρῖνος μόνος αὐτὸς ὑφ'
ἑαυτοῦ θρύπτεται· † εὔθρυπτον γάρ. [a5] ὥσπερ γὰρ οἱ ἐν τῷ πλοίῳ
ὄντες ὑπὸ τοῦ σάλου τῶν κυμάτων ταρασσόμενοι ναυτιῶσι καὶ ἁπλῶς
ἀφορῶντες πρὸς τὴν θάλασσαν, οὕτω καὶ ὁ δῆμος ναυτιᾷ καὶ ἰλιγγιᾷ
ἀφορῶν πρὸς τὰ πράγματα. [a7] αἵτινες, αἱ τίτθαι, τὸν ψωμὸν μασσώ-
μεναι τὸν μὲν ἐκ τούτου χυμὸν καταπίνουσι καὶ τὸ εὔχρηστον, τὸ δὲ

Photius Lexicogr., Scr. Eccl., Theol., Bibliotheca (4040: 001)


“Photius. Bibliothèque, 8 vols.”, Ed. Henry, R.Paris: Les Belles Lettres,
1:1959; 2:1960; 3:1962; 4:1965; 5:1967; 6:1971; 7:1974; 8:1977.
Codex 34, Bekker page 7a, line 19

πρὸς Ὠριγένην γράφει περὶ τοῦ κατὰ Σωσάνναν διη-


γήματος ὡς οὐκ εἴη αὐτῷ ἐν τοῖς Ἑβραϊκοῖς ἀνεγνως-
μένον, καὶ ὡς οὐδ' ἀκόλουθον τῇ ἑβραϊκῇ ἐτυμολο-
γίᾳ οὔτε τὸ ἀπὸ τοῦ πρίνου πρῖσαι οὔτε τὸ ἀπὸ τοῦ σχίνου
σχίσαι· ἃ καὶ ἐπιλαβόμενος Ὠριγένης ἀντέγραψε.
Γράφει δὲ Ἀφρικανὸς καὶ πρὸς Ἀριστείδην, ἐν οἷς
ἱκανῶς τὴν νομιζομένην διαφωνίαν παρὰ Ματθαίῳ καὶ
Λουκᾷ περὶ τῆς τοῦ σωτῆρος ἡμῶν γενεαλογίας σύμ-
φωνον ἔδειξεν.

Photius Lexicogr., Scr. Eccl., Theol., Lexicon (Α – Δ) (4040: 029)


“Photii patriarchae lexicon, vol. 1 (Α – Δ)”, Ed. Theodoridis, C.
Berlin: De Gruyter, 1982.Alphabetic letter alpha, entry 879, line 1

Ἀκταίωνος βασιλέως, οἱ δὲ διὰ τὸ τὴν πλείω τῆς χώρας ἐπιθαλάττιον


εἶναι. Ἄκτια· ἀγὼν παλαιός, ὡς Καλλίμαχος ἐν τῷ Περὶ τῶν
ἀγώνων δῆλον ποιεῖ (fr. 403 Pf.).
Ἀκύκλιος· ὁ ἀπαίδευτος παρὰ Πλάτωνι (fr. 227 K.).
Ἄκυλος· ὁ τῆς πρίνου καρπὸς καλεῖται ὑπὸ τῶν παλαιῶν,
Βάλανος δὲ ὁ τῆς Δρυός· “καὶ τὰς βαλάνους καὶ τὰς ἀκύλους καὶ τὰς
ἀχράδας περιόντας”. Φερεκράτης Ἀγρίοις (fr. 186 K.).
Ἀκύμονα· ἀτάραχον, ἀσάλευτον.
Ἀκύμων· ἡ μὴ γεννῶσα, ὡς ἐγκύμων ἡ συνειληφυῖα.
118

Geoponica, Geoponica (4080: 001)“Geoponica”, Ed. Beckh, H.


Leipzig: Teubner, 1895.Book 1, chapter 4, section 1, line 1

Πρῖνοι καὶ δρύες τὸν καρπὸν πολὺν φέρουσαι,


ἐπὶ πλεῖον ἔσεσθαι τὸν χειμῶνα δηλοῦσι.
καὶ αἶγες
καὶ οἶες ὀχευθεῖσαι, καὶ πάλιν ὀχεύεσθαι βουλόμεναι
μακρότερον σημαίνουσι χειμῶνα.

Geoponica, Geoponica Book 11, chapter p, section 1, line 16

σεως κυπαρίσσου. [ζʹ.] ϛʹ. περὶ μυρσίνης. [ηʹ.] ζʹ.


περὶ φυτεύσεως μυρσίνης. [θʹ.] ηʹ. περὶ μυρτίδων
διαμονῆς. [ιʹ.] θʹ. περὶ πύξου. [ιαʹ.] ιʹ. περὶ
πίτυος. [ιβʹ.] ιαʹ. περὶ φυτεύσεως πίτυος. [ιγʹ.] ιβʹ.
περὶ σχίνου. [ιδʹ.] ιγʹ. περὶ ἰτέας. [ιεʹ.] ιδʹ. περὶ
πρινοκοκκίων. [ιϛʹ.] ιεʹ. περὶ δενδρολιβάνου. [ιζʹ.]
ιϛʹ. περὶ φυτεύσεως δενδρολιβάνου. [ιηʹ.] ιζʹ.
περὶ ῥόδου

Geoponica, Geoponica Book 11, chapter 14, section t, line 1

φησιν, ὡς ὁ καρπὸς τῆς ἰτέας λειούμενος, καὶ ταῖς


τροφαῖς τῶν κτηνῶν μιγνύμενος ταῦτα λιπαίνει. ἐκ-
πινόμενος δὲ λειανθεὶς ἀνθρώπους ἀγόνους ποιεῖ, ἐξ
οὗ φησι καὶ Ὅμηρος·
Κλῆθροί τ' αἴγειροί τε καὶ ἰτέαι ὠλεσίκαρποι.

Περὶ πρινοκοκκίων.

Τὴν πρῖνον φυτεύεσθαι δεῖ πρὸ καλανδῶν Μαρ-


τίων. φασὶ δέ, ἡ πρῖνος ἐὰν πολύκαρπος γένηται,
ἀκαρπίαν σημαίνει.

Geoponica, Geoponica Book 15, chapter 1, section 9, line 2

ὁ λύκος προορῶν τὸν ἄνθρωπον ἀσθενέ-


στερον αὐτὸν καὶ ἄφωνον ποιεῖ, ὡς ὁ Πλάτων ἐν
ταῖς πολιτείαις αὐτοῦ φησιν· ὀφθεὶς δὲ πρότερος ὁ
119

λύκος αὐτὸς ἀσθενέστερος γίνεται.


Λέων ἐπιβὰς
πρίνου πετάλοις ναρκᾷ· φοβεῖται καὶ τὸν ἀλεκτρυόνα,
καὶ τὸν φθόγγον αὐτοῦ· κἂν ἴδῃ αὐτόν, φεύγει.
ὕαινα, φυσικῷ τινι λόγῳ, τῇ ἀπὸ σελήνης νυκτε-
ρινῇ σκιᾷ τοῦ κυνὸς ἐπιβᾶσα, ὥσπερ διὰ σχοίνου
ἀπὸ ὕψους κατάγει ἑαυτήν.

Ευστάθιος Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. (4083: 001)


“Eustathii archiepiscopi Thessalonicensis Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα.
pertinentes, vols. 1–4”, Ed. van der Valk, M.Leiden: Brill, 1:1971;
2:1976; 3:1979; 4:1987.Τόμ. 1, page 40, line 29

ἀντὶ τοῦ βαστάζων λέγεται, ὃ τί διαφέρει τοῦ ἄγειν, πολλαχοῦ φανήσεται.


καὶ ὅτι ἐπὶ βάρους ἀχθεινοῦ κυρίως τὸ φέρειν· διὸ τὸ στέμμα οὐ φέρει ὁ
Χρύσης,
ἀλλ' ἐν χερσὶν ἔχει ὡς ἐλαφρόν· καὶ ὅτι [κατ' ἔρωτα τῆς μυθολογουμένης
Δάφ-
νης] δάφνινον ἦν τὸ στέμμα τὸ τοῦ Ἀπόλλωνος. καὶ ὅτι αὐτῷ ἀνάκειται
τὸ τῆς δάφνης φυτὸν [λεγόμενον οὕτω παρὰ τὸ δα ἐπιτατικὸν καὶ τὸ
φωνεῖν· τοιοῦτον γάρ ἐστι καιόμενον, καθὰ καὶ ὁ πρῖνος]. καὶ ὅτι
μαντικῆς αὐτό ἐστι σύμβολον, καθάπερ ἄλλοις πλατύτερον καὶ
σοφώτερον εἴρηται. (v. 15) Τὸ δὲ σκῆπτρον χρυσοῦν ἐνταῦθα πλάττει ὁ
ποιητὴς τῷ Ἀπόλλωνι, τουτέστι τῷ Ἡλίῳ, διὰ τὸ καὶ τὸ μέταλλον τοῦ
χρυσοῦ Ἡλίῳ παρὰ τῶν παλαιῶν ἀνατί-
θεσθαι, ὡς τῇ Σελήνῃ τὸν ἄργυρον καὶ ἑτέρῳ τῶν πλανήτων ἄλλο τι,
καθάπερ
ἐν τοῖς τοῦ Πινδάρου φέρεται. σημεῖον δὲ βασιλείας .

Ευστάθιος Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Τόμ. 1, page 468, line 25

οὕτω ζήτημα ὁ ποιητὴς τὸ «πῶς μεσόγειοι ὄντες εἰς Ἴλιον ἦλθον καὶ
πόθεν
ἔσχον τὰς ναῦς». ὅρα δὲ ὅπως ὁ Ἀγαμέμνων πολύναυς, ἑκατὸν μὲν αὐτὸς
νῆας
ἔχων, ἑξήκοντα δὲ δοὺς τῇ τῶν Ἀρκάδων στρατιᾷ. Ἰστέον δὲ ὅτι ἐν τοῖς
Παυσανίου φέρεται, ὅτι τε Ἀρκὰς κυνῆ ἐλέγετό τις ἤτοι Ἀρκαδικὸς πῖλος,
διὰ
τὸ ἔχειν ὡς εἰκός τι διάφορον πρὸς τὰ ὁμοειδῆ, καὶ ὅτι φελλός τις
ἐφέρετο
Ἀρκὰς καὶ ὅτι Ἐρατοσθένης παρὰ Ἀρκάσι φησὶ φελλὸν μέσον τι πρίνου
καὶ
120

Δρυός, ὃ ἐνίους θηλύπρινον καλεῖν, καὶ ὅτι παροιμία ἦν τὸ «Ἀρκάδας


μιμού-
μενος» ἐπὶ τῶν ἄλλοις ταλαιπωρούντων· μαχιμώτατοι γὰρ ὄντες αὐτοὶ
μὲν
οὐδέποτε ἐνίκησαν, πολλοῖς δὲ ἄλλοις αἴτιοι τοῦ νικᾶν ἦσαν, ὅθεν καὶ
Πλάτων
ὁ Κωμικὸς διὰ τὸ τὰς κωμῳδίας φησὶν αὐτὸς ποιῶν ἄλλοις ἐκδιδόναι διὰ
πενίαν Ἀρκάδας μιμεῖσθαι ἔφη· ἕτερος δὲ ῥήτωρ ἐπιδραμὼν τὰ πολλά
φησιν·

Ευστάθιος Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Τόμ. 1, page 468, line 26

ἔσχον τὰς ναῦς». ὅρα δὲ ὅπως ὁ Ἀγαμέμνων πολύναυς, ἑκατὸν μὲν αὐτὸς
νῆας
ἔχων, ἑξήκοντα δὲ δοὺς τῇ τῶν Ἀρκάδων στρατιᾷ. Ἰστέον δὲ ὅτι ἐν τοῖς
Παυσανίου φέρεται, ὅτι τε Ἀρκὰς κυνῆ ἐλέγετό τις ἤτοι Ἀρκαδικὸς πῖλος,
διὰ
τὸ ἔχειν ὡς εἰκός τι διάφορον πρὸς τὰ ὁμοειδῆ, καὶ ὅτι φελλός τις
ἐφέρετο
Ἀρκὰς καὶ ὅτι Ἐρατοσθένης παρὰ Ἀρκάσι φησὶ φελλὸν μέσον τι πρίνου
καὶ
Δρυός, ὃ ἐνίους θηλύπρινον καλεῖν, καὶ ὅτι παροιμία ἦν τὸ «Ἀρκάδας
μιμού-
μενος» ἐπὶ τῶν ἄλλοις ταλαιπωρούντων· μαχιμώτατοι γὰρ ὄντες αὐτοὶ
μὲν
οὐδέποτε ἐνίκησαν, πολλοῖς δὲ ἄλλοις αἴτιοι τοῦ νικᾶν ἦσαν, ὅθεν καὶ
Πλάτων
ὁ Κωμικὸς διὰ τὸ τὰς κωμῳδίας φησὶν αὐτὸς ποιῶν ἄλλοις ἐκδιδόναι διὰ
πενίαν Ἀρκάδας μιμεῖσθαι ἔφη· ἕτερος δὲ ῥήτωρ ἐπιδραμὼν τὰ πολλά
φησιν·
Ἀρκάδας μιμούμενος, ἤγουν ἄλλοις ταλαιπωρῶν. οἱ γὰρ Ἀρκάδες ὑπὲρ

Ευστάθιος Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Τόμ. 1, page 720, line 24

ται. (v. 141) Ἰστέον δέ, ὅτι ἐλέφαντα μὲν λέγει τὸ ἐλεφάντινον ὀστοῦν,
τῷ τοῦ
ὅλου ὀνόματι ὀνομάζων τὸ μέρος. ᾧ τρόπῳ καὶ βοῦς τὸ δέρμα, ἡ βύρσα
δηλαδή,
καὶ παρὰ Σοφοκλεῖ «γέλωτι φαιδρὸν κάρα», ἤτοι πρόσωπον. ὅτι δέ ποτε
καὶ τὸ
ὅλον τῷ τοῦ μέρους καλεῖται ὀνόματι, μικρὸν ὅσον δηλωθήσεται. τινὲς
δὲ ἐλε-
φαντά ἀναγινώσκουσιν ὀξυτόνως, ὡς τὸ καλά, ἵνα λέγῃ τὰ ἐλεφάντινα.
121

Φοίνικα
δὲ λέγει τὸ φοινικοῦν χρῶμα τὸ ἐκ καρποῦ, φασί, πρίνου, ὃ μάλιστα
πολὺ
λέγονται συλλέγειν Τροιζήνιοι. ὁμωνυμεῖ δὲ τῇ ῥηθείσῃ λέξει καὶ ἡ
ὀπώρα ὁ
φοῖνιξ. δι' αὐτὴν δὲ καὶ τὸ δένδρον ὁ φοῖνιξ. ἀρχὴ δὲ παραγωγικὴ αὐτῆς ὁ
φόνος
ἤτοι τὸ αἷμα, οὗ πρὸς ὁμοιότητα ὁ τοῦ φοίνικος καρπὸς ἐρεύθεται. ὅθεν
καὶ
Φοῖνιξ κύριον διὰ τὸν κατ' αὐτόν, ὡς εἰκός, φοινίκεον χροῦν. Μιαίνειν δὲ
παρὰ
τῷ ποιητῇ τὸ βάπτειν, ὅπερ ἄλλοι φαρμάσσειν φασίν. ἐντεῦθεν καὶ
μιαιφόνος

Ησύχιος λεξικογράφος. λεξικόν. (Α – Ο) (4085: 002)“Hesychii


Alexandrini lexicon, vols. 1–2”, Ed. Latte, K.Copenhagen: Munksgaard,
1:1953; :1966.Alphabetic letter alpha, entry 2689, line 1

ἀκυητήριον· φάρμακον πρὸς τὸ μὴ κυεῖν †γυναικεῖον


*ἄκυθον· ἄγρυπνον gAS
*ἀκύκλιος· ἀπαίδευτος (Plat. fr. 227) Σ
ἀκυλέης· ἀετός
ἀκυλλόν· τὸ αἰδοῖον. Λυδοί
ἄκυλος· ὁ τῆς πρίνου καρπός. Βάλανος ... (κ 241)
ἀκύμων· στεῖρα, ἄτεκνος, ἄτοκος, *μὴ γεννῶσα vgAn μὴ
ἔχουσα κύημα (Eur. Andr. 158) gA
*ἀκύμονα· ἀτάραχον vgn
ἀκύμονος· πολυκυμάτου. ἢ πολυκύμονος
*†ἀκυντόν· ἀπρόσιτον AS
Ησύχιος λεξικογράφος. λεξικόν. (Α – Ο) Alphabetic letter iota, entry
537, line 1

τους. ἄλλοι δὲ θεὸν πριαπώδη φασίν ἰλέοντο· ἐστρέφοντο


ἵλεον, ἵλαον, ἵλεων· τριχῶς, τὸ ἱλαρόν [ἰληθμός· ἀθροισμός s]
ἴλαξ· ἡ πρῖνος, ὡς Ῥωμαῖοι καὶ Μακεδόνες *ἵλεως· εὐμενής r. Ag(v).
ἱλαρός (Exod. 32,12 ..) A (v) ἵλεοι· εὐμενεῖς. καὶ σταφυλῆς εἶδος
ἰλεός· θηρίου φωλεός. τίθεται ἡ λέξις καὶ ἐπὶ ἀλωπεκιῶν. ἢ
⌊ὁ τῶν ἐντέρων σπαραγμός r. ἰλικρινεῖς· καθαροί ...
122

Επιπροσθέτως, ο Ησύχιος αναφέρει τις άξος: ύλη δηλαδή κομμένο ή τεμαχισμένο ξύλο,
δάρυλλος: η δρυς, άδδαι: ρυμοί το αποξηραμένο ξύλο και τέλος ίλαξ: η πρίνος η αρία
δρυς. Και αυτές οι λέξεις έχουν ελληνική προέλευση. Μερικές ακόμα λέξεις είναι και οι
ακόλουθες. Αβαρκνά: κομά που είναι διαλεκτικός ...

Ησύχιος λεξικογράφος. λεξικόν. (Π – Ω) Alphabetic letter sigma, entry


653, line 1

σιλλός· ἀναφάλ[λ]αντος. μῶμος, κακολογία, καὶ χλευασμός


σίλλυβα· κροσσοί. οἱ δὲ τὰ ἀνθέμια. καὶ κοροκόσμια .....
σίλλυβον· ἀκανθά(ρ)ιον ἁδρὸν καὶ ἐδώδιμόν τι. [καὶ τῶν βιβλίων τὰ
δέρματα] [σίλμη· Πλάτωνος]
[σιλός· ἡ πρῖνος. οἱ δὲ τὸν σωρόν]
σίλφιον· ξηρόν. οἱ δὲ νεκρόν
σιλφίου λειμών· Σοφοκλῆς περὶ γῆς ἐν Λιβύῃ τὸ σίλφιον φερού-
σης. οἱ δὲ εἶδός τι τῆς Λιβύης τὸ σίλφιον
σίμαι· τῆς κιθάρας τὰ ἄκρα. καὶ ἐν ταῖς ὀροφαῖς θέσεις τινές

Ησύχιος λεξικογράφος. λεξικόν. (Π – Ω) Alphabetic letter sigma, entry


1256, line 1

σμιλακτεῖ· φωνὴν ἀποτελεῖ σμῖλαξ· κιττοειδὲς φυτὸν ἑλισσόμενον. ἕρπει


δὲ ἀεὶ πρὸς τὸ ὕψος, καὶ λεπτοὺς ἀνίησι κλῶνας, καὶ τῶν ἐγγὺς
ἑστηκότων καταδράσσεται φυτῶν, ὡς καταπνίγεσθαι ὑπ' αὐτοῦ
σμιλεύματα· διαγλύμ(μ)ατα σμῖλος· δένδρον ..... οἱ δὲ πρῖνος. ἄλλοι
μίλακα, ᾗ στεφανοῦνται σμινδυρ(ίδ)εια· εἶδος ὑποδημάτων γυναικείων
σμίνθα· ὁ κατοικίδιος μῦς Σμινθεύς·...

Henry G. Liddell, Robert Scott - 2015 - Education Καθ' Ησύχιο: «δένδρον (ελάτη όμοιον), οι δε
πρίνος, άλλοι μίλακα, ή στεφανούνται» σμινδυρίδια (έξυπακ, υποδήματα), τά, είδος
πεδίλων, Πολυδ. Ζ' 89, Ησύχ. (Περί Σμινδυρίδου τού Συβαρίτου δε Ηρόδ. 6.127). σμίνθα «ό
κατοικίδιος μύς» Ησύχ. Σμινθεύς, έως ό, επίθετον τού Απόλλωνος, Ιλ. A39 ή (εκ του Σμίνθος
ή Σμίνθη ήτις ...

Ησύχιος λεξικογράφος. λεξικόν. (Π – Ω) Alphabetic letter sigma, entry


1517, line 1
123

σπιλάδες· αἱ περιεχόμεναι τῇ θαλάσσῃ πέτραι


σπίλαξ· μῶλος ὁ πλατανώδης
σπίλοι· αἱ ἐν τοῖς ἱματίοις κηλῖδες
σπίλον Παρνα(ς)σίαν· Ἴων Ὀμφάλῃ. οὐκ εὖ. σπιλάδες γὰρ πέτραι
σπίλος· ῥύπος ἱματίου
*σπῖδος· πρῖνος. κηλίς. πέτρα πωρώδης. χοιράς. γῆ κεραμική
*σπίλη· συμπεφυκός. λεῖον

Theodoretus Scr. Eccl., Theol., Commentaria in Isaiam (4089: 008)


“Théodoret de Cyr. Commentaire sur Isaïe, vols. 1–3”, Ed. Guinot, J.–N.
Paris: Cerf, 1:1980; 2:1982; 3:1984; Sources chrétiennes 276, 295, 315.
Section 13, line 374

ἐν οἴκῳ. Μιμεῖται δὲ οὐ θείους φησὶν ἀλλ' ἀνθρωπείους


χαρακτῆρας καὶ ἀνθρωπείαν ἐκτυπῶν εἰκόνα ὡς θεὸν
προσκυνεῖ τὴν ἰδίαν εἰκόνα. Εἶτα διδάσκει ὡς τοὺς δρυμοὺς
καὶ τὰ ἐν τοῖς ὄρεσιν ἄλση δέδωκεν ὁ δημιουργὸς τοῖς
ἀνθρώποις ὥστε χορηγεῖν τῷ [πυρὶ] τροφὴν καὶ τὰς χρείας
ἐντεῦθεν πορίζειν τῷ σώματι, οἱ δὲ λαβόντες πρῖνον ἢ δρῦν
ἢ πίτυν ἅπ[ερ] ἐφύτευσε μὲν ὁ τῶν ὅλων θεὸς τῇ δὲ τοῦ
ὑετοῦ χορηγίᾳ διέθρεψεν ἵν' ἀφθόνως οἱ ἄνθρωποι τῶν
σωματικῶν ἀπολαύσωσιν ἀγαθῶν, θεοὺς ἐντεῦθεν δημιουρ-
γοῦσιν.

Georgius Choeroboscus Gramm., De orthographia (epitome) (e cod.


Barocc. 50) (4093: 005)“Anecdota Graeca e codd. manuscriptis
bibliothecarum Oxoniensium, vol. 2”, Ed. Cramer, J.A.Oxford: Oxford
University Press, 1835, Repr. 1963.Page 190, line 30

Δείνω καὶ Δεινοποιῶ: Διὰ τῆς ει διφθόγγου· ἀπὸ γὰρ


τοῦ δεινὸς ὀξυτόνου γέγονεν· τὸ δὲ δεινὸς ἀπὸ τοῦ δέος, δεινός.
Δίνος: Διὰ τοῦ ι, ἀρσενικῶς γὰρ λέγεται· τὰ διὰ τοῦ ινος
ὀνόματα πρὸ μιᾶς τὸν τόνον ἔχοντα, μὴ ἔχοντα ἀπὸ πλεονασμοῦ
τὸ ι, διὰ τοῦ ι γράφεται· οἷον, σχῖνος· πρῖνος· οὗτως καὶ δῖ-
ρίου, καὶ συστροφὴν ὕδατος.
Δηρίω: Διὰ τοῦ ι τὸ ρι· τὰ γὰρ διὰ τοῦ ιω ὑπὲρ δύο συλ-
λαβὰς βαρύτονα κλινόμενα εἰς μέλλοντα ἀποστρέφονται τὴν
ει δίφθογγον· οἷον, μητίω· κονίω· οὕτως οὖν καὶ δηρίω διὰ
τοῦ ι.

Etymologicum Gudianum, Etymologicum Gudianum (ζείδωρος –


ὦμαι) (4098: 002)“Etymologicum Graecae linguae Gudianum et alia
124

grammaticorum scripta e codicibus manuscriptis nunc primum edita”,


Ed. Sturz, F.W.Leipzig: Weigel, 1818, Repr. 1973.Alphabetic entry pi,
page 479, line 26

ταύτης τῆς ἐπωνυμίας ἔτυχεν, ὡς ἱστορεῖ Λυκόφρων·


ὠνητὸς αἰθαλωτὸν εἰς πάτραν μολῶν· διάτι προπα-
ροξύνεται; τὰ διὰ τοῦ αμος ὀνόματα, εἰ μὲν ὦσι
κύρια, βαρύνονται, οἷον Πρίαμος, Σίσαμος· εἰ δὲ μὴ
οὕτως ἔχη, ὀξύνονται, οἷον φωριαμὸς, χηραμός. Πρῖνος, εἶδος δένδρου,
διὰ τοῦ ἰῶτα, τῷ λόγῳ τοῦ ἀκραγαντῖνος· ἰστέον δὲ ὅτι εὕρηται καὶ ὁ
πρῖνος ἀρσενικὸν, καὶ ἡ πρῖνος θηλυκόν· γίνεται δὲ παρὰ τὸ πριο-
νῶ τὰ ἔχοντα τὸ φυλλόν. Πριβάτα, τὰ τῇ βασιλείᾳ ἰδιαζόντως
διαφέροντα·
Etymologicum Magnum, Etymologicum magnum (4099: 001)
“Etymologicum magnum”, Ed. Gaisford, T.
Oxford: Oxford University Press, 1848, Repr. 1967.
Kallierges page 242, line 26

Γύης: Καὶ μέτρον τὶ γῆς, καὶ μέρος ἀρότρου·


καὶ τοῦ μὲν μέμνηται Ὅμηρος ἐν συνθέσει, πεντη-
κοντόγυον, πεντήκοντα γύων, ὅ ἐστι πεντήκοντα
πλέθρων· γύη γὰρ μέτρον γῆς· οἱ δὲ, πεντήκοντα
ζευγῶν. Τὸ δὲ ἄροτρον Ἡσίοδος,
πρίνου δὲ γύην.
Παρὰ τὸ γαῖα, γίνεται γύη· ἵν' ᾖ ἡ γύη τῆς γύης,
καὶ μεταχθείσης τῆς γενικῆς εἰς εὐθεῖαν, γίνεται ὁ
γύης τοῦ γύου, ὥσπερ ἡ ἀράχνη τῆς ἀράχνης, καὶ ὁ
ἀράχνης τοῦ ἀράχνου.

Eustathius Scr. Eccl., Theol., Commentarius in hexaemeron [Sp.]


(4117: 022); MPG 18.Page 716, line 23

των τὰ μέν ἐστιν οὐ πολύοζα, οὐδὲ πολύκλαδα, οἷον


ἐλάτη, καὶ ἡ κυπάριττος, ἔσθ' ὅτε δὲ καὶ φοῖνιξ.
Ἀείφυλλα δέ ἐστιν ἐλαία, φοῖνιξ, καὶ δάφνη, μυῤ-
ῥίνη, πεύκη, κυπάριττος, ἐλάτη, ἄρκευθος, θυία, καὶ
ἢν Ἀρκάδες φιλόδρυν λέγουσιν· ἕτι φύλεος, κέδρος,
πίτυς, πύξος, πρῖνος, ἀράκη, λάθυρος. Τὸ δὲ ῥόδον
ἄνευ τῆς ἀκάνθης τότε ἐβλάστησεν· ὕστερον δὲ τῷ
κάλλει τοῦ ἄνθους παρεζεύχθη ἡ ἄκανθα· ὅπως τῷ
τερπνῷ παρακειμένην τὴν λύπην ἔχοντες μνημο-
125

νεύωμεν τῆς ἁμαρτίας, δι' ἣν ἀκάνθας καὶ τριβόλους


ἡμῖν ἡ γῆ ἀνατέλλειν κατεδικάσθη. Ἡ δὲ ἀμυγδαλῆ

Lexica Segueriana, Collectio verborum utilium e differentibus


rhetoribus et sapientibus multis (Σb) (recensio aucta e cod. Coislin.
345) (4289: 005)“Anecdota Graeca, vol. 1”, Ed. Bachmann, L.Leipzig:
Hinrichs, 1828.Alphabetic entry alpha, page 64, line 6

ἀκτή, ἀφ' οὗ τὰ ἀκόντια τέμνεται. οὕτως Ἀνακρέων.


ἀκύκλιος: ὁ ἀπαίδευτος παρὰ Πλάτωνι.
ἀκύμων: ἡ μὴ γεννῶσα, ὡς ἐγκύμων ἡ συνειληφυῖα.
λέγεται δὲ ἀκύμων θάλασσα ἡ μὴ ἀνέμοις ταρασσο-
μένη καὶ κυμαινομένη. ἄκυλος ὁ τῆς πρίνου καρπὸς καλεῖται ὑπὸ τῶν
παλαιῶν, Βάλανος δὲ ὁ τῆς Δρυός· καὶ τὰς βαλάνους καὶ τὰς ἀκύλους
καὶ τὰς ἀχράδας περιόντας, Φερεκράτης.

Etymologicum Symeonis, Etymologicum Symeonis (α – ἁμωσγέπως)


(4311: 001)“Etymologicum magnum genuinum. Symeonis etymologicum
una cum magna grammatica. Etymologicum magnum auctum, vol. 1”,
Ed. Lasserre, F., Livadaras, N.Rome: Ateneo, 1976.Τόμ. 1, page 246,
line 31

ὀρτός καὶ ὀρθός· ἢ παρὰ τὸ κεύθω, τὸ κρύπτω – 10 ἢ παρὰ τὸ μὴ


ἔχειν σπέρμα· κύθος γὰρ τὸ σπέρμα, κύθεται γὰρ καὶ κρύπτεται
ἥ τε γονὴ καὶ τὸ κύημα ἐν τῇ μήτρᾳ. οὕτω Μεθόδιος. ἔστι δὲ καὶ
κανόνα εἰπεῖν· τὰ διὰ – 12 Μίκυθος ὄνομα κύριον, μαμμάκυθος
ὁ μωρός. οὕτως Θεόγνωστος (58, 34) c 327 Z107. Et. gen. 388.
ἄκυλος (κ 242)· ὁ τῆς πρίνου καρπός c 313 Z102. Et.
gen. p. 247, 15.

Scholia In Aratum, Scholia in Aratum (scholia vetera) (5013: 001)


“Scholia in Aratum vetera”, Ed. Martin, J.Stuttgart: Teubner, 1974.
Scholion 1044, line 1

ἄνθραξ λαμπρὸς ὑπάρχῃ, ἐν δὲ τῷ μέσῳ ἔνδον ἐν τῇ


καρδίᾳ αὐτοῦ ὥσπερ νεφέλη πυρὸς καιομένου φαίνηται.
ὁπότε λαμπρός: ὅταν δὲ τοῦ διαπύρου ἄν-
θρακος ἡ μὲν ἐπιφάνεια λαμπρὰ τυγχάνῃ, ἡ δὲ μεσότης
μελαίνηται, χάλαζαν ἐσομένην δεῖ σημειοῦσθαι.
MKA – πρῖνοι δ' αὖ καρποῖο: ἄρχεται
126

λοιπὸν καὶ ἀπὸ δένδρων τεκμήρια ἡμῖν διδόναι περὶ


χειμώνων καὶ καιρῶν ἐπιτηδείων πρὸς γεωργίαν. δεῖ
οὖν, φησί, λαβεῖν ἀπὸ πρίνου καὶ σχίνου σημεῖα. ὁ μὲν
γὰρ τῆς πρίνου καρπὸς σύμμετρος ὢν τοιοῦτον καὶ τὸν
χειμῶνα δηλοῖ, ὁ δὲ πλείων τοῦ συνήθους πλείονα

Scholia In Aratum, Scholia in Aratum (scholia vetera)


Scholion 1044, line 5

μελαίνηται, χάλαζαν ἐσομένην δεῖ σημειοῦσθαι.


MKA – πρῖνοι δ' αὖ καρποῖο: ἄρχεται
λοιπὸν καὶ ἀπὸ δένδρων τεκμήρια ἡμῖν διδόναι περὶ
χειμώνων καὶ καιρῶν ἐπιτηδείων πρὸς γεωργίαν. δεῖ
οὖν, φησί, λαβεῖν ἀπὸ πρίνου καὶ σχίνου σημεῖα. ὁ μὲν
γὰρ τῆς πρίνου καρπὸς σύμμετρος ὢν τοιοῦτον καὶ τὸν
χειμῶνα δηλοῖ, ὁ δὲ πλείων τοῦ συνήθους πλείονα
αὐχμόν.

Scholia In Aratum, Scholia in Aratum (scholia vetera)


Scholion 1044, line 9

οὖν, φησί, λαβεῖν ἀπὸ πρίνου καὶ σχίνου σημεῖα. ὁ μὲν


γὰρ τῆς πρίνου καρπὸς σύμμετρος ὢν τοιοῦτον καὶ τὸν
χειμῶνα δηλοῖ, ὁ δὲ πλείων τοῦ συνήθους πλείονα
αὐχμόν.
MΔKUAS ἄλλως: μεταβέβηκεν ἑξῆς ἐπὶ τὰ τῆς γεωργίας
σημεῖα καί φησιν ὅτι πρῖνοι καὶ σχῖνοι, μετρίαν τὴν
καρποφορίαν ὅταν ἔχωσιν, αὐχμηρὸν τὸ ἔτος σημαί-
νουσιν. αἱ μὲν οὖν πρῖνοι μὴ ὑπὲρ τὸ δέον εὐφοροῦσαι
μακρὸν ἐσόμενον τὸν χειμῶνα σημαίνουσιν, ἐὰν δὲ
πολυφορῶσι περὶ τὰ ἔσχατα μέρη τοῦ θέρους, βλάβην
τοῦ σιτικοῦ καρποῦ γενησομένην ὑπὸ αὐχμοῦ. ἡ δὲ τοῦ

Scholia In Aratum, Scholia in Aratum (scholia vetera)


Scholion 1122, line 2

παρέχοντος τόπου, ἐπὶ τὸν σταθμὸν παραγενόμεναι.


ἀχείμεροι: ἐμπλήσασθαι βουλόμεναι ὀκνηρῶς ἐπὶ
τὸν σταθμὸν ἔρχονται χειμῶνα προσδεχόμεναι καὶ
συγκλεισμόν. διὸ βούλονται ἐμπλησθῆναι.
MS – οὐδ' αἶγες πρίνοιο: καὶ αἱ αἶγες
ὅταν μετά τινος ἐπείξεως πρὸς τὰς τοῦ πρίνου ἀκάνθας,
127

MΔKUAS οἵ τε σύες πρὸς τὸν φορυτόν, ὅ ἐστι βόρβορον, ἀπλήστως


ἔχωσι, τὰ ὅμοια σημαίνουσι. τὸν γὰρ ἐσόμενον δεδοι-
κότες χειμῶνα καὶ συγκλεισμὸν τοῖς βοσκήμασιν ἐγ-
χρονίζειν βούλονται.

Σχόλια στον Αριστοφάνη Scholia in Acharnenses (scholia vetera et


recentiora Triclinii) (5014: 001)“Prolegomena de comoedia. Scholia in
Acharnenses, Equites, Nubes”, Ed. Wilson, N.G.Groningen: Bouma,
1975; Scholia in Aristophanem 1.1B.Hypothesis-epigram-scholion sch
ach, verse 180b, line 1

Tr ὤσφροντο] ᾔσθοντο. “ὤσφροντο” δὲ εἶπεν ὅτι δι' οἴνου αἱ σπον-


δαί. στιπτοὶ γέροντες: ἀντὶ τοῦ πυκνοί· εἴρηται δὲ ἀπὸ τῶν ἐσθήτων,
αἵτινες ὑφανθεῖσαι εἰς πυκνότητα συμπατοῦνται. ἢ ἀντὶ τοῦ στερεοὶ καὶ
πεπιλημένοι ἀπὸ τοῦ στείβειν, ὅ ἐστι πατεῖν. REΓ
vet πρίνινοι: στερεοὶ καὶ σκληροί. ἰσχυρὸν γὰρ τὸ τῆς πρίνου ξύλον.
καὶ Ἡσίοδος “πρίνου δὲ γύην”. καὶ πάλιν
“πρίνινον, ὃς γὰρ βουσὶν ἀροῦν ὀχυρώτατός ἐστιν”. REΓ
Tr ἀπὸ μεταφορᾶς τῶν ἐσθήσεων εἴρηται τὸ “στιπτοί”, αἵτινες ὑφαν-
θεῖσαι εἰς πυκνότητα συνάπτονται. ἢ ἀντὶ τοῦ στερεοὶ καὶ πεπιλημένοι.

Σχόλια στον Αριστοφάνη Scholia in Acharnenses (scholia vetera et


recentiora Triclinii) Hypothesis-epigram-scholion sch ach, verse 180b,
line 2

... στιπτοὶ γέροντες: ἀντὶ τοῦ πυκνοί· εἴρηται δὲ ἀπὸ τῶν ἐσθήτων,
αἵτινες ὑφανθεῖσαι εἰς πυκνότητα συμπατοῦνται. ἢ ἀντὶ τοῦ στερεοὶ καὶ
πεπιλημένοι ἀπὸ τοῦ στείβειν, ὅ ἐστι πατεῖν. REΓ
vet πρίνινοι: στερεοὶ καὶ σκληροί. ἰσχυρὸν γὰρ τὸ τῆς πρίνου ξύλον.
καὶ Ἡσίοδος “πρίνου δὲ γύην”. καὶ πάλιν
“πρίνινον, ὃς γὰρ βουσὶν ἀροῦν ὀχυρώτατός ἐστιν”. REΓ
Tr ἀπὸ μεταφορᾶς τῶν ἐσθήσεων εἴρηται τὸ “στιπτοί”, αἵτινες ὑφαν-
θεῖσαι εἰς πυκνότητα συνάπτονται. ἢ ἀντὶ τοῦ στερεοὶ καὶ πεπιλημένοι,
ἀπὸ
τοῦ στείβειν, ὅ ἐστι πατεῖν. πατούμενα γὰρ ἐν τῷ πλύνεσθαι τὰ ἱμάτια

Σχόλια στον Αριστοφάνη Scholia in Acharnenses (scholia vetera et


recentiora Triclinii) Hypothesis-epigram-scholion sch ach, verse 612, line
1

πῦρ δηλοῖ. τουτέστιν ὦ γέρον Ἀχαρνικέ. REG


vet Tr
ἤδη πεπρέσβευκας σὺ πολιὸς ὤν ἕνη;: οὕτως ἐν τοῖς ἀκρι-
128

βεστάτοις, ἕνη, ἵνα λέγῃ “ἐκ πολλοῦ”. Ἀττικοὶ δὲ τὸ ἕνη περιττὸν


ἐτίθεσαν, ὡς τὸ ἔχων, “ληρεῖς ἔχων”. οἱ δὲ λείπειν φασὶ τὸ δύο ἵνα
ἐρωτῶν λέγῃ ἓν ἢ δύο. EΓLh vet Πρινίδης: ἀπὸ τοῦ πρίνου ἔπλασεν
ὄνομα, ἐπειδὴ οἱ Ἀχαρνεῖς
ἀνθρακεῖς. ἡ δὲ πρῖνος ἐπιτήδειον ξύλον εἰς ἄνθρακας. EΓ
vet Tr τἀκβάτανα] Περσικὴ πόλις. EΓ3Lh
vet Tr ὁ Κοισύρας: ὁ Μεγακλῆς. Κοισύρα δὲ ἐγένετο Ἀθήνησιν εὐγενὴς
γυνὴ καὶ πλουσία, μήτηρ τοῦ Μεγακλέους, ὃς καταβεβρωκὼς τὴν οὐσίαν

Σχόλια στον Αριστοφάνη Scholia in Acharnenses (scholia vetera et


recentiora Triclinii) Hypothesis-epigram-scholion sch ach, verse 612, li 2

vet Tr ἤδη πεπρέσβευκας σὺ πολιὸς ὤν ἕνη;: οὕτως ἐν τοῖς ἀκρι-


βεστάτοις, ἕνη, ἵνα λέγῃ “ἐκ πολλοῦ”. Ἀττικοὶ δὲ τὸ ἕνη περιττὸν
ἐτίθεσαν,
ὡς τὸ ἔχων, “ληρεῖς ἔχων”. οἱ δὲ λείπειν φασὶ τὸ δύο ἵνα ἐρωτῶν λέγῃ ἓν
ἢ δύο. EΓLh
vet Πρινίδης: ἀπὸ τοῦ πρίνου ἔπλασεν ὄνομα, ἐπειδὴ οἱ Ἀχαρνεῖς
ἀνθρακεῖς. ἡ δὲ πρῖνος ἐπιτήδειον ξύλον εἰς ἄνθρακας. EΓ
vet Tr τἀκβάτανα] Περσικὴ πόλις.

Σχόλια στον Αριστοφάνη Scholia in Acharnenses (scholia vetera et


recentiora Triclinii) Hypothesis-epigram-scholion sch ach, verse 667, line
1

συζυγία, ἧς αἱ μὲν μελικαί εἰσι, κώλων ιαʹ παιωνικῶν· ὧν τὰ μὲν πρῶτα


δʹ
τρίρρυθμα, τὸ δὲ εʹ δίρρυθμον, εἶτα ἐν ἐκθέσει τετράρρυθμα δύο, καὶ ἐν
εἰσθέσει τρία μὲν δίρρυθμα ἓν δὲ τρίρρυθμον. EΓ
vet Tr φλεγυρά: λαμπρά, φέγγουσα, λάμπουσα, ἢ θερμὴ διὰ τοὺς ἄνθρα-
κας· ἀντὶ τοῦ ἰσχυρά.
vet πρινίνων] ἀντὶ τοῦ ἀγροίκων, στερεῶν· ἡ γὰρ πρῖνος ξύλον στερεόν.

Σχόλια στον Αριστοφάνη Scholia in vespas (scholia vetera, recentiora


Tricliniana et Aldina) (5014: 007)“Scholia in Vespas, Pacem, Aves et
Lysistratam”, Ed. Koster, W.J.W.Groningen: Bouma, 1978; Scholia in
Aristophanem 2.1.Argumentum-dramatis personae-scholion sch vesp,
verse 383a, line 2
129

ἕνεκα στέγης τῶν οἰκημάτων (.) τὸ “ἐκκαλαμᾶσθαι” εἴρηται. Lh


vet ἀντὶ τοῦ ἀνιμᾶν, ὡς οἱ τοῖς καλάμοις τοὺς ἰχθύας ἀνέλκοντες. VAld
Tr ἀπὸ τῶν ἀνελκόντων ἐκ βυθοῦ τοὺς ἰχθύας διὰ καλάμων· ἐντιθέασι
γὰρ οἱ ἁλιεῖς καὶ ἐν καλάμοις τὸ ἄγκιστρον. Lh
vet παροιμία·
πρίνου καὶ σχοίνου καὶ ἐλαίας θερμότατον πῦρ.
Tr τὸν ... θυμὸν] τὸν σκληρόν· ἀπὸ τοῦ ξύλου τοῦ πρίνου.
vet* δράσω τοίνυν] βούλεται εἰπεῖν τι αὐτοῖς. Vict
Tr πίσυνος] θαρρῶν. Lh
vet* καὶ μανθάνετε] ἀντὶ τοῦ οἴδατε, τί ποιήσετε.

Σχόλια στον Αριστοφάνη Scholia in vespas (scholia vetera, recentiora


Tricliniana et Aldina) Argumentum-dramatis personae-scholion sch vesp,
verse 383b, line 1

Tr ἀπὸ τῶν ἀνελκόντων ἐκ βυθοῦ τοὺς ἰχθύας διὰ καλάμων· ἐντιθέασι


γὰρ οἱ ἁλιεῖς καὶ ἐν καλάμοις τὸ ἄγκιστρον. Lh
vet παροιμία· πρίνου καὶ σχοίνου καὶ ἐλαίας θερμότατον πῦρ.
Tr τὸν ... θυμὸν] τὸν σκληρόν· ἀπὸ τοῦ ξύλου τοῦ πρίνου.
vet* δράσω τοίνυν] βούλεται εἰπεῖν τι αὐτοῖς. Vict
Tr πίσυνος] θαρρῶν.

Σχόλια στον Αριστοφάνη Scholia in aves (scholia vetera) (5014: 009)


“Scholia Graeca in Aristophanem”, Ed. Dübner, F.Paris: Didot, 1877,
Repr. 1969.Argumentum-scholion sch av, verse 614, line 3

οὐκ οἶσθ' ὅτι πέντε γενεὰς: Κακῶς καὶ τοῦτο


παρὰ τὸ Ἡσιόδειον [fr. 50] παίζει
ἐννέα γὰρ ζώει γενεὰς λακέρυζα κορώνη.
⟦οὐδὲ θυρῶσαι: Τοὺς ναοὺς ὡς τοῖς θεοῖς. θά-
μνοις δὲ,⟧ συμφύτοις τόποις. – πρινιδίοις: ἀντὶ τοῦ
πρίνοις. (σεμνοῖς δὲ, τοῖς τιμίοις.)
(δένδρον ἐλαίας: Ὅτι εὕρημα θεῶν. Ἀθηνᾶς
γάρ.)
κοὐκ εἰς Δελφούς: Ἔνθα τὰ μαντεῖά εἰσιν, ἐν
μὲν Δελφοῖς τὰ τοῦ Ἀπόλλωνος, ἐν δὲ Λίβυσι τὰ τοῦ
Ἄμμωνος.

Σχόλια στον Αριστοφάνη Scholia in ranas (scholia vetera) (5014: 012)


“Scholia Graeca in Aristophanem”, Ed. Dübner, F.Paris: Didot, 1877,
130

Repr. 1969.Argumentum-scholion sch ran, verse 859, line 1

ἐστι τὸ πρὸς τὰ φύλλα καυλῶδες. οὐκ ἔτεμον δὲ κατὰ


μῆκος ὡς νῦν, ἀλλὰ κατὰ κύκλον τὰς ῥαφανῖδας. Vict.
ἐκχέῃ τὸν Τήλεφον: Ὡσανεὶ ἔφη τὸν ἐγκέφα-
λον. ἰδιώτατα δὲ τὸν Τήλεφον κωμῳδεῖ.
ἔλεγχ' αὐτὸν, ἐλέγχου παρ' αὐτοῦ.
ὥσπερ πρῖνος: Ὅτι ἡ πρῖνος καιομένη ψόφον
ποιεῖ. – ἔστι δὲ ἡ πρῖνος ξύλον πικρότατον. Θ. ὡς ἐπὶ ἀλεκτρυόνων. τὰ
κεφάλαια. R. κἄτι μάλα τὸν Τήλεφον: Ὡσεὶ ἔφη, καὶ ὃν κωμῳδεῖς
Τήλεφον, εἰς μέσον φέρε.

Σχόλια στον Αριστοφάνη Scholia in ranas (scholia vetera)


Argumentum-scholion sch ran, verse 859, line 2

μῆκος ὡς νῦν, ἀλλὰ κατὰ κύκλον τὰς ῥαφανῖδας. Vict.


ἐκχέῃ τὸν Τήλεφον: Ὡσανεὶ ἔφη τὸν ἐγκέφα-
λον. ἰδιώτατα δὲ τὸν Τήλεφον κωμῳδεῖ.
ἔλεγχ' αὐτὸν, ἐλέγχου παρ' αὐτοῦ.
ὥσπερ πρῖνος: Ὅτι ἡ πρῖνος καιομένη ψόφον
ποιεῖ. – ἔστι δὲ ἡ πρῖνος ξύλον πικρότατον. Θ.
ὡς ἐπὶ ἀλεκτρυόνων. τὰ κεφάλαια.

Σχόλια στον Αριστοφάνη Commentarium in ranas (scholia recentiora


Tzetzae) Argumentum-dramatis personae-scholion sch ran, verse 859a,
line 2

ἀρτοπώλιδας] γυναῖκας.
ὡς κάθυγρος ὢν τὰ πολλὰ
ἡ δάφνη καὶ ὁ πρῖνος φωνοῦσι τῶν
ἄλλων δένδρων τῷ καίεσθαι.
σὺ δ'] ὦ Αἰσχύλε.

Σχόλια στον Αριστοφάνη Commentarium in ranas (scholia recentiora


Tzetzae) Argumentum-dramatis personae-scholion sch ran, verse 859c,
line 1

ἀρτοπώλιδας] γυναῖκας.
131

ὡς κάθυγρος ὢν τὰ πολλὰ
ἡ δάφνη καὶ ὁ πρῖνος φωνοῦσι τῶν
ἄλλων δένδρων τῷ καίεσθαι.
σὺ δ'] ὦ Αἰσχύλε.
ὥσπερ ... βοᾷς] ὅτι ὁ πρῖνος
καιόμενος ψόφον ποιεῖ.
τὰ νεῦρα] τοὺς εἱρμούς.
δράματά εἰσι ταῦτα.
κἄτι μάλα τὸν Τήλεφον: ὡς εἰ ἔλεγε· καὶ ὃν κωμῳδεῖς Τήλεφον,
εἰς μέσον φέρε. φέρω vel φέρων.

Σχόλια στον Αριστοφάνη Commentarium in ranas (scholia recentiora


Tzetzae) (cod. Ambrosianus gr. C 222 inf.) (5014: 023)“Jo. Tzetzae
commentarii in Aristophanem”, Ed. Koster, W.J.W.Groningen: Bouma,
1962; Scholia in Aristophanem 4.3.Dramatis personae-scholion sch ran,
verse 859, line 1

φαινομένῳ φησίν· ἐκχέῃ καὶ διατα-


ράξῃ καὶ καταρρήξῃ τὸ δρᾶμα τὸν
Τήλεφον, τὸ τῷ δ' ἐν σχήματι· ἵνα μή
σου τὸν ἐγκέφαλον ἐκχέῃ.
πραόνως] καὶ πραέως.
ὥσπερ πρῖνος: ὅτι ὁ πρῖ-
νος καιόμενος ψόφον ποιεῖ.
ὅτι ἡ ποίησις οὐχὶ συν-
τεθνηκέ μοι: Εὐριπίδῃ γὰρ τε-
θνηκότι συναπέθανε καὶ τὰ δράματα
καὶ ἡ ποίησις αὐτοῦ·

Σχόλια στον Αριστοφάνη Commentarium in ranas (scholia recentiora


Tzetzae) (cod. Ambrosianus gr. C 222 inf.) Dramatis personae-scholion
sch ran, verse 859, line 2

Τήλεφον, τὸ τῷ δ' ἐν σχήματι· ἵνα μή


σου τὸν ἐγκέφαλον ἐκχέῃ.
πραόνως] καὶ πραέως.
ὥσπερ πρῖνος: ὅτι ὁ πρῖ-
νος καιόμενος ψόφον ποιεῖ.
ὅτι ἡ ποίησις οὐχὶ συν-
τεθνηκέ μοι: Εὐριπίδῃ γὰρ τε-
θνηκότι συναπέθανε καὶ τὰ δράματα
132

καὶ ἡ ποίησις αὐτοῦ· οὐκέτι γὰρ


ἐν θεάτρῳ ἀνεγινώσκετο·

Σχόλια στον Ησίοδο in opera et dies (scholia vetera) (5025:


001)“Scholia vetera in Hesiodi opera et dies”, Ed. Pertusi, A.
Milan: Società Editrice Vita e Pensiero, 1955.Prolegomenon-scholion
sch, section-verse 427-430, line 28

κτόν, τὸ δ' ἐνσφηνωθὲν ἱστοβοεύς. διὸ καὶ αὐτὸς λέγει


δύο παρασκευάσασθαι ἄροτρα· τὸ μὲν πηκτόν, τὸ δὲ αὐτό-
γυον, ἵν' εἰ τὸ ἕτερον καταγῇ, τὸ λοιπὸν ἐκπληρώσῃ τὴν
χρείαν. τὸν μὲν οὖν γύην εἶναι κελεύει πρίνινον προ-
σθείς· ἢ κατ' ἄρουραν, εἰ εὕροις, ἢ κατ' ὄρος
πρίνινον· οὐ γὰρ εὔπορος Βοιωτοῖς ἡ πρῖνός, φη-
σιν ὁ Πλούταρχος (frg. 43 Bernard.), ἀλλὰ τοῖς πτελεΐνοις
ἀντὶ τῶν πρινίνων χρῶνται τοὺς γύας κατασκευάζοντες. εἰ
δ' οὖν εὕροις, ὁ πρίνινος ἄριστος γύης ὡς μάλιστα στερεός.
πῶς δὲ ὁ γύης κατασκευάζεται σημαίνων εἶπε.
γύην: τὸ λεγόμενον γονάτιον τοῦ ἀρότρου·

Σχόλια στον Ησίοδο in opera et dies (scholia vetera)


Prolegomenon-scholion sch, section-verse 427c, line 4

δ' οὖν εὕροις, ὁ πρίνινος ἄριστος γύης ὡς μάλιστα στερεός.


πῶς δὲ ὁ γύης κατασκευάζεται σημαίνων εἶπε.
γύην: τὸ λεγόμενον γονάτιον τοῦ ἀρότρου·
ὁσάκις οὖν εὕρῃς, φέρε καὶ ἀπόθου αὐτὸ καὶ μὴ ἀμελήσῃς.
λέγεται δὲ γύης ὅτι ἀεὶ παρὰ τὴν γῆν ἐστιν ἢ τὴν γῆν
χώννυται. ἔστω δὲ ἐκ πρίνου δένδρου· οὗτος γὰρ εἰς
τὸ ἀροτριᾶν τοῖς βουσὶ στερεός ἐστιν, ὅταν ὁ τέκτων αὐ-
τὸν ἐν τῷ ἐλύματι θεὶς καὶ τοῖς ἥλοις περονήσας αὐτὰ πά-
λιν ἐν τῷ ἱστοβοεῖ κολλήσῃ. ἔλυμα δέ ἐστι τὸ σταυροει-
δὲς ξύλον τοῦ ἀρότρου.

Σχόλια στον Ησίοδο in opera et dies (scholia vetera partim Procli et


recentiora partim Moschopuli, Tzetzae et Joannis Galeni) (5025: 002)
“Poetae minores Graeci, vol. 2 [Scholia ad Hesiodum]”, Ed. Gaisford, T.
Leipzig: Kühn, 1823.Prolegomenon-scholion sch, page-verse 421, line 32

αὐτῶν ἄξαις, ἤγουν ἐὰν συντριβῇ σοι τὸ ἕτερον, τὸ ἕτερον ἂν


133

ἐπιβάλοιο, ἀντὶ τοῦ ἐπιβάλοις, τουτέστιν ἐπιθείης τοῖς βουσίν.


Ἀπὸ δάφνης δὲ ἢ πτελέας γινόμενοι ἱστοβοεῖς ἀκιώτατοι ἔσον-
ται, ἤγουν ἀσηπτότατοι. Ἀπὸ δρυὸς κτῶ τὸ ἔλυμα, τὸ γὰρ
πλησιάζον τῇ γῇ δεῖ δύσσηπτον εἶναι, τοιοῦτον δὲ ἡ δρῦς.
Ἀπὸ πρίνου δὲ τὸν γύην, ἵν' εὔτονος ᾖ· εὔτονον γὰρ δεῖ εἶναι
τὸ μέσον τοῦ ἀρότρου. Βόας δὲ ἐνναετεῖς ἄρσενας κτῶ· τού-
των γὰρ τῶν τοσούτων ὄντων, ἐτῶν δηλονότι, ἡ ἰσχὺς οὐκ
ἀσθενής. Οὗτοι ἡλικίας συμμετρίαν ἔχοντες ἄριστοί εἰσιν εἰς
τὸ ἐργάζεσθαι.

Σχόλια στον Ησίοδο in opera et dies (scholia vetera partim Procli et


recentiora partim Moschopuli, Tzetzae et Joannis Galeni Prolegomenon-
scholion sch, page-verse 425ter, line 26

τὸ δ' ἐνσφηνωθὲν ἹΣΤΟΒΟΕΥΣ. Διὸ καὶ αὐτὸς λέγει δύο


παρασκευάσασθαι ἄροτρα· τὸ μὲν πηκτὸν, τὸ δὲ αὐτόγυον,
ἵν' εἰ τὸ ἕτερον κατεαγῇ, τὸ λοιπὸν ἐκπληρώσῃ τὴν χρείαν.
Τὸν μὲν οὖν γύην εἶναι κελεύει πρίνινον, προσθεὶς ἢ κατ'
ἄρουραν, εἰ εὕροις, ἢ κατ' ὄρος, πρίνινον· οὐ γὰρ εὔπορος
Βοιωτοῖς ἡ πρίνος, φησὶν ὁ Πλούταρχος, ἀλλὰ τοῖς πτελεΐνοις
ἀντὶ τῶν πρινίνων χρῶνται, τοὺς γύας κατασκευάζοντες· Εἰ
δ' οὖν εὕροις, ὁ πρίνινος ἄριστος γύας ὡς μάλιστα στερεός.
Πῶς δὲ ὁ γύας κατασκευάζεται σημαίνων εἶπε. PROCLUS.
ἉΨΙΝ. Ἡ ἁψὶς κατὰ παρασχηματισμὸν Ἀττικῶς.

Σχόλια στον Ησίοδο in opera et dies (scholia vetera partim Procli et


recentiora partim Moschopuli, Tzetzae et Joannis Galeni
Prolegomenon-scholion sch, page-verse 425sex, line 2

καμπύλα καὶ λελοξευμένα καὶ ἁψιδοειδῆ κάλα καὶ ξύλα. Τοῦ-


το δὲ εἶπεν, ἵνα δείξῃ ὅτι οὐ μίαν ἁψῖδα λέγει ἔχειν τὸν τρο-
χὸν, ἀλλὰ τέσσαρας. Ὁ κάλως τὸ σχοινίον, τὸ κάλον δὲ τὸ
ξύλον. TZETZES.
ΦΕΡΕΙΝ ΔΕ ΓΥΝΗ. Φέρε δὲ γύην εἰς τὸν οἶκον
σοῦ ἀπὸ πρίνου δένδρου, ὅταν εὕρῃς ψηλαφῶν ἐν ὄρεσιν, ἢ
πεδινοῖς καὶ ἀροσίμοις τόποις.

Σχόλια στον Ησίοδο in opera et dies (scholia vetera partim Procli et


recentiora partim Moschopuli, Tzetzae et Joannis Galeni
Prolegomenon-scholion sch, page-verse 433, line 6
134

ΔΑΦΝΗΣ Δ' Η ΠΤΕΛΕΗΣ. Ἡ δάφνη καὶ ἡ


πτελέα δριμύταται οὖσαι οὐ σήπονται ῥᾳδίως· ἐπεὶ μὴ δ'
ἀπογεννῶσι σκώληκας, οὓς κίας καλοῦσι, καθάπερ τὰ γλυκύ-
χυμα καὶ χαῦνα ξύλα. Τὸ δὲ παρακελεύεσθαι ἢ δάφνινον ἁπλῶς, ἢ
ὀρεινῆς δάφνης εἶναι τὸν ἱστοβοέα, ἤγουν τὸν ῥυμόν, τὸ ἔλυμα
δὲ καὶ τὸν γόμφον ἀπὸ δρυὸς, ἀπὸ πρίνου δὲ τὸν γύην, ψευδοῦς
τερατείας Ἡσιοδείας ὄγκος ἐστίν. Ἔδει γὰρ ἔκ τινος μονοειδοῦς
στεῤῥοῦ ξύλου ταῦτα εἰπεῖν, πτελέας, ἢ τινὸς ἑτέρου τοιούτου, κα-
τασκευάσαι, καὶ μὴ καταναλίσκειν λόγον εἰκαίως. TZETZES.
ΒΟΕ Δ' ΕΝΝΑΕΤΗΡΩ. Εἰκότως δεῖ τοὺς βόας
τοσούτους καὶ τοιούτους εἶναι, ἵνα καὶ διὰ τὴν φύσιν ὦσιν

Σχόλια στον Όμηρο Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. (scholia vetera)


(5026: 001)
“Scholia Graeca in Homeri Iliadem (scholia vetera), vols. 1–5, 7”, Ed.
Erbse, H.Berlin: De Gruyter, 1:1969; 2:1971; 3:1974; 4:1975; 5:1977;
7:1988.Book of Iliad 4, verse 141d, line of scholion 1

ex. ὡς δ' ὅτε τίς τ' ἐλέφαντα: ὄψιν ἡμῖν γραφικὴν παρ-
έστησεν. θαυμάζεται δὲ παρὰ Λάκωσι λευκὸς χρὼς καὶ ξανθὴ κόμη.
διὰ τοῦτο καὶ Τρῶες μαλθακὸν αὐτὸν οἴονται· ἐπὶ παντὸς γὰρ ζῴου
τὸ μελάγχροόν ἐστιν ἰσχυρότερον. b(BCE3E4)T
ex. φοίνικι μιήνῃ: φοινικῷ ἄνθει, ὃ ἀπὸ τῆς πρίνου συλ-
λέγουσι Τροιζήνιοι. μιήνῃ δὲ ἑνώσει, παρὰ τὴν μίαν, ἢ βάψει·
μιάσματα γὰρ τὰ βάμματα. b(BCE3E4)T
ex. Μῃονίς: ἔχει τὸ ι ἀπὸ τοῦ Μαιονίς.
D | ex. Κάειρα: Καρίνη, ἀπὸ – βαφαῖς χρωμένων.

Σχόλια στον Όμηρο Scholia in Odysseam (scholia vetera) (5026:


007)“Scholia Graeca in Homeri Odysseam, 2 vols.”, Ed. Dindorf, W.
Oxford: Oxford University Press, 1855, Repr. 1962.Book 5, hypothesis-
verse 64, line 1

δένδρου, ἢ εὐκαύστου. E. εὐκατακλάστου. Q. εὐσχίστου, ἢ κα-


λῶς καιομένου. T. εὐκατασκευάστου, εὐκλάστου, εὐσχίστου. V.
γράφεται καὶ οὕτως, δαιομένων, νύμφη δὲ ἐϋπλοκαμοῦσα Κα-
λυψώ. ἱστὸν ἐποιχομένη] διότι μέγα ἦν, ἐπορεύετο κάμνουσα αὐτό. E.
κλήθρη] εὕρηται ὁ αἴγειρος καὶ ὁ πρῖνος, τὸ δὲ κυπάρισσος
μόνον θηλυκῶς.
τανυσίπτεροι] οἱ ἐν τῇ πτήσει τείνοντες τὰ πτερά. σκῶπες
δὲ ὄρνεα νυκτονόμα κακόφωνα. B.P.Q.V. σκαιόπες οὖν τινές. V.
135

σκῶπες παρὰ τὸ σκαιὰν ὄπα ἔχειν, ἢ παρὰ τὸ ἐν τῇ σκιᾷ, ἤγουν


τῇ νυκτὶ, τὴν ὦπα ἔχειν.

Σχόλια στον Όμηρο Scholia in Odysseam (scholia vetera)


Book 10, hypothesis-verse 242, line 3

πας, ἀλλ' ὁ κατὰ τὸ φιλάνθρωπον μόνον. διὸ καὶ σαίνουσιν ὥσπερ δελ-
φῖνες. “φιλάνορα δ' οὐκ ἔλιπον βιοτάν,” κατὰ τὸν Πίνδαρον. H.Q.V.
ἔμπεδος δὲ ἑδραῖος, βέβαιος, μὴ συνακολουθήσας τοῖς λοιποῖς. B.Q.
πάρ ῥ' ἄκυλον] Ἀρίσταρχος οὐκ οἶδε τὸν στίχον. ὁ δὲ Καλ-
λίστρατος ἀντ' αὐτοῦ γράφει “παντοίης ὕλης ἐτίθει μελιηδέα καρ-
πόν.” ἄκυλον δέ φησι τὸν τῆς πρίνου καρπὸν, βάλανον δὲ τὸν τῆς
Δρυός. καρπόν τε κρανείης, τὸν τῆς κρανέας καρπὸν, ὃς πίτταξις
καλεῖται, οἱ δὲ βάρβιλος, οἱ δὲ μάραος. H.Q.V. τὸν τῆς πρίνου
καρπόν. τί οὖν, φασὶ, τίνος αὐτῆς χρεία ἀποθηριοῦν; εἰ μὲν γὰρ
οἰκέτην ἔχρηζεν, ἔδει φυλάττειν αὐτοὺς, εἰ δὲ ἀνελεῖν, ἦν ἀποκτεῖναι.
ἴσως τὰ μυθικὰ ἀσυκοφάντητα, καὶ ὅτι ἐτέρπετο.

Σχόλια στον Όμηρο Scholia in Odysseam (scholia vetera)


Book 10, hypothesis-verse 242, line 5

ἔμπεδος δὲ ἑδραῖος, βέβαιος, μὴ συνακολουθήσας τοῖς λοιποῖς. B.Q.


πάρ ῥ' ἄκυλον] Ἀρίσταρχος οὐκ οἶδε τὸν στίχον. ὁ δὲ Καλ-
λίστρατος ἀντ' αὐτοῦ γράφει “παντοίης ὕλης ἐτίθει μελιηδέα καρ-
πόν.” ἄκυλον δέ φησι τὸν τῆς πρίνου καρπὸν, βάλανον δὲ τὸν τῆς
Δρυός. καρπόν τε κρανείης, τὸν τῆς κρανέας καρπὸν, ὃς πίτταξις
καλεῖται, οἱ δὲ βάρβιλος, οἱ δὲ μάραος. H.Q.V. τὸν τῆς πρίνου
καρπόν. τί οὖν, φασὶ, τίνος αὐτῆς χρεία ἀποθηριοῦν; εἰ μὲν γὰρ
οἰκέτην ἔχρηζεν, ἔδει φυλάττειν αὐτοὺς, εἰ δὲ ἀνελεῖν, ἦν ἀποκτεῖναι.
ἴσως τὰ μυθικὰ ἀσυκοφάντητα, καὶ ὅτι ἐτέρπετο, ὡς καὶ ἄλλοι θεῶν
παῖδες.

Σχόλια στον Νίκανδρο Scholia et glossae in Nicandri alexipharmaca


(scholia vetera et recentiora) (5031: 002)“Scholia in Nicandri
lexipharmaca”, Ed. Geymonat, M.Milan: Istituto Editoriale Cisalpino,
1974.Scholion 261a, line 3

ἤ-γουν σὺν αὐταῖς ταῖς βαλάνοις· διαφέρειν γάρ φησι


δρῦν καὶ φηγόν · εἰ μή που φηγὸν τὴν πρῖνον εἶπεν·
ἄλλη γὰρ δρῦς καὶ ἄλλη φηγὸς καὶ ἄλλη πρῖνος, τὰ δὲ τρία
136

δρύες καλοῦνται πόροις] δός f ἀκύλοισιν] ταῖς πρινίνοις f βαλάνοις


ὁμήρη] ὁμοῦ. γράφεται ἰσήρη.

Σχόλια στον Νίκανδρο Scholia et glossae in Nicandri alexipharmaca


(scholia vetera et recentiora) Scholion 261a, line 4

οὐλάδα δὲ τὴν ὑγιαστικήν (ω 402)· οὖλέ τε καὶ μέγα χαῖρε Vq


πολλάκι δὲ BCvAld καὶ φηγοῖο· ἤ-γουν σὺν αὐταῖς ταῖς βαλάνοις·
διαφέρειν γάρ φησι δρῦν καὶ φηγόν · εἰ μή που φηγὸν τὴν πρῖνον εἶπεν·
ἄλλη γὰρ δρῦς καὶ ἄλλη φηγὸς καὶ ἄλλη πρῖνος, τὰ δὲ τρία
δρύες καλοῦνται
πόροις] δός f
ἀκύλοισιν] ταῖς πρινίνοις f βαλάνοις
ὁμήρη] ὁμοῦ. γράφεται ἰσήρη
βδήλαιο] ἀμέλξειας G1v

Scholia In Theocritum, Scholia in Theocritum (scholia vetera) (5038:


001)“Scholia in Theocritum vetera”, Ed. Wendel, K.Leipzig: Teubner,
1914, Repr. 1967.Prolegomenon-anecdote-poem 5, section-verse 94/95a,
line 1

τῶν ἄνδηρα παρ' αἱμασιαῖσι πεφύκει: ὧντινων,


τῆς κυνοσβάτου καὶ τῆς ἀνεμώνης, τὰ ἄνθη ἢ τὰ φυτά. κυ-
ρίως δὲ ἄνδηρα τὸν ἔνυγρον τόπον καὶ τὰ τῶν ποταμῶν ἀνα-
χώματα γίνωσκε. φυλάσσει: γράφεται καὶ πεφύκει.
οὐδ' ἀκύλοις: ταῖς τῆς πρίνου βαλάνοις·
ἄκυλος γὰρ ὁ τῆς πρίνου καρπός. αἱ μὲν γὰρ ἄκυλοι λεπτό-
σαρκοι, φησί, καὶ ξηραί, αἱ δὲ ὀρομαλίδες ἡδεῖαι. φησὶν
οὖν, ὅτι ὁ μὲν Κρατίδας μελίχρους, ἡ δὲ Κλεαρίστη ἀειδής.
ὀρομαλίδες: τὰ ὄρεια μῆλα. Ἀσκληπιάδης δὲ ὁμο-
μαλίδες γράφει· ἔστι δὲ τὰ συνακμάζοντα τοῖς μήλοις σῦκα.

Scholia In Theocritum, Scholia in Theocritum (scholia vetera)


Prolegomenon-anecdote-poem 5, section-verse 94/95c, line 3

οὖν, ὅτι ὁ μὲν Κρατίδας μελίχρους, ἡ δὲ Κλεαρίστη ἀειδής.


ὀρομαλίδες: τὰ ὄρεια μῆλα. Ἀσκληπιάδης δὲ ὁμο-
μαλίδες γράφει· ἔστι δὲ τὰ συνακμάζοντα τοῖς μήλοις σῦκα.
αἱ δὲ μελιχραί: τινὲς οὕτως ἑρμηνεύουσιν· αἱ μὲν GUEAT
ἔχουσι λεπτὸν λέπυρον· αἱ δὲ μελιχραί, ἤγουν χροιὰν ἔχουσαι
μέλιτος, κιτρινοειδεῖς· ὁ δὲ καρπὸς τῆς πρίνου κοκκοειδής
ἐστι. ποιεῖ οὖν ὁ Λάκων τὴν μὲν Κλεαρίσταν κιτρινοειδῆ καὶ
137

οἱονεὶ ἄμορφον, τὸν δὲ Κρατίδαν κοκκοειδῆ καὶ οἱονεὶ εὔ-


μορφον. ἄκυλος ὁ καρπὸς τῆς πρίνου. ὀρομαλίδες ὄρεια P
μῆλα. λεπτὸν ἀπὸ πρίνοιο, παχὺ δὲ πρὸς τὰς ὀρομαλίδας.

Scholia In Theocritum, Scholia in Theocritum (scholia vetera)


Prolegomenon-anecdote-poem 5, section-verse 94/95d, line 1

ἔχουσι λεπτὸν λέπυρον· αἱ δὲ μελιχραί, ἤγουν χροιὰν ἔχουσαι


μέλιτος, κιτρινοειδεῖς· ὁ δὲ καρπὸς τῆς πρίνου κοκκοειδής
ἐστι. ποιεῖ οὖν ὁ Λάκων τὴν μὲν Κλεαρίσταν κιτρινοειδῆ καὶ
οἱονεὶ ἄμορφον, τὸν δὲ Κρατίδαν κοκκοειδῆ καὶ οἱονεὶ εὔ-
μορφον.
ἄκυλος ὁ καρπὸς τῆς πρίνου. ὀρομαλίδες ὄρεια P
μῆλα. λεπτὸν ἀπὸ πρίνοιο, παχὺ δὲ πρὸς τὰς ὀρομαλίδας.
φάσσαν: ὄνομα ὀρνέου. Ἀλέξανδρος δέ φησιν KGUEAT
ὁ Μύνδιος (Περὶ ζῴων fgm. 19 Wellmann Herm. 26, 1891,
552), ὅτι ἡ μὲν φάσσα ὑποκυάνεον ἔχει τὴν κεφαλὴν καὶ
μᾶλλόν γε ἐμπόρφυρον, τῶν τε ὀφθαλμῶν λευκῶν ὄντων τὸ

Scholia In Theocritum, Scholia in Theocritum (scholia vetera)


Prolegomenon-anecdote-poem 5, section-verse 94/95d, line 2

μέλιτος, κιτρινοειδεῖς· ὁ δὲ καρπὸς τῆς πρίνου κοκκοειδής


ἐστι. ποιεῖ οὖν ὁ Λάκων τὴν μὲν Κλεαρίσταν κιτρινοειδῆ καὶ
οἱονεὶ ἄμορφον, τὸν δὲ Κρατίδαν κοκκοειδῆ καὶ οἱονεὶ εὔ-
μορφον.
ἄκυλος ὁ καρπὸς τῆς πρίνου. ὀρομαλίδες ὄρεια P
μῆλα. λεπτὸν ἀπὸ πρίνοιο, παχὺ δὲ πρὸς τὰς ὀρομαλίδας.
φάσσαν: ὄνομα ὀρνέου. Ἀλέξανδρος δέ φησιν KGUEAT
ὁ Μύνδιος (Περὶ ζῴων fgm. 19 Wellmann Herm. 26, 1891,
552), ὅτι ἡ μὲν φάσσα ὑποκυάνεον ἔχει τὴν κεφαλὴν καὶ
μᾶλλόν γε ἐμπόρφυρον, τῶν τε ὀφθαλμῶν λευκῶν ὄντων τὸ
ἐν αὐτοῖς μέλαν στρογγύλον ἔχει.

Ελληνική ανθολογία (7000: 001)“Ελληνική ανθολογία , 4 vols., 2nd


edn.”, Ed. Beckby, H.Munich: Heimeran, 1–2:1965; 3–4:1968.Book 9,
epigram 312, line 4
138

ΖΩΝΑ ΣΑΡΔΙΑΝΟΥ

Ὦνερ, τᾶν βαλάνων τὰν ματέρα φείδεο κόπτειν,


φείδεο, γηραλέαν δ' ἐκκεράιζε πίτυν
ἢ πεύκαν ἢ τάνδε πολυστέλεχον παλίουρον
ἢ πρῖνον ἢ τὰν αὐαλέαν κόμαρον·
τηλόθι δ' ἴσχε δρυὸς πέλεκυν· κοκύαι γὰρ ἔλεξαν,
ἁμῖν ὡς πρότεραι ματέρες ἐντὶ δρύες.

Σούδα. (9010: 001)“Suidae lexicon, 4 vols.”, Ed. Adler, A.


Leipzig: Teubner, 1.1:1928; 1.2:1931; 1.3:1933; 1.4:1935, Repr.
1.1:1971; 1.2:1967; 1.3:1967; 1.4:1971; Lexicographi Graeci 1.1–1.4.
Alphabetic letter alpha, entry 1045, line 1

Ἀκυληΐα: πόλις Ἰταλίας πολυάνθρωπος, προκειμένη ἐν θα-


λάττῃ. καὶ Ἀκυληΐσιοι, οἱ πολῖται.
Ἀκύλλιος· ὄνομα κύριον.
Ἄκυλος: τῆς πρίνου ὁ καρπός. Ἔκυλος δὲ εἶδος βο-
τάνης.
Ἀκύμονα: ἀτάραχον. καὶ Ἀκύμων, μὴ γεννῶσα, ὡς ἐγκύ-
μων ἡ συνειληφυῖα. καὶ Ἀκυμότερος.

Σούδα. epsilon, entry 701, line 1

Ἔκυλος: εἶδος βοτάνης, ἄκυλος δὲ τῆς πρίνου ὁ καρπός.


Ἐκκυμανθῆναι: ἐκ τοῦ κύματος τῷ λιμένι προσορμισθῆναι.
Ἑκυρά: ἡ πενθερά. καὶ Ἑκυρός, ὁ πενθερός.
Ἐκύρουν: ἐτύγχανον. βωμῷ θύων ἐκύρουν. Ἠκύρουν δὲ
ἀντὶ τοῦ ἀβέβαια ἐποίουν.

Σούδα. pi, entry 2290, line 2

Πρὶν ἢ πτίσαι τὰ ἄλευρα: παροιμία. καί, πρὶν τοὺς ἰχθῦς


ἑλεῖν, σὺ τὴν ἅλμην κυκᾷς. ἐπὶ τῶν τοὺς καιροὺς προλαμβανόντων.
καί, πρὶν ἐσφάχθαι, δέρεις.
Πρίνινοι ἄνθρακες: στερεοί, καὶ σκληροί; ἰσχυρὸν γὰρ τὸ
τῆς πρίνου ξύλον. Ἡσίοδος· πρίνου δὲ γύην. καὶ πάλιν· πρίνινος
γὰρ βουσὶν ὀχυρώτατός ἐστι. Πρῖνος, ξύλον πικρότατον. Ἀριστο-
φάνης· σὺ δ' εὐθὺς ὥσπερ πρῖνος ἐμπρησθεὶς βοᾷς. καιομένη γὰρ ἡ
πρῖνος ψόφον ποιεῖ.
139

Πρὶν καὶ λύκος ὄϊν ποιμαινεύσει: ἐπὶ τοῦ ἀδυνάτου.


ἢ οὕτω, πρίν κεν ὄϊν λύκος ποιμαινεύσει.

Σούδα. pi, entry 2294, line 1

Πρὶν λαχεῖν τὰ κοινὰ κατεσθίεις: τουτέστι πρὶν κληρω-


θῆναι πρὸ διανομῆς ἁρπάζεις. ἡ μεταφορὰ ἀπὸ τῶν ἐν τοῖς δείπνοις
ἁρπαζόντων πρὸ διανομῆς.
Πρῖνος: ξύλον πικρότατον, ἥτις καιομένη ψόφον ποιεῖ.
Πριόνωτοι: ὄφεις οὕτω λεγόμενοι.
Πρίου: ἐλευθέρωσον.

Σούδα. sigma, entry 1315, line 3

ἀσκεῖν καὶ λόγοις τρέφειν ψυχὴν τὴν βασίλειαν. καὶ ζήτει ἐν τῷ


Αἰγυπτία κληματίς. Συγχυθείς: συνταραχθείς.
Σὺ δὲ μὴ πρὸς ὀργήν, ἀλλὰ πραόνως ἔλεγχ', ἐλέγχου.
λοιδορεῖσθαι δ' οὐ πρέπει ἄνδρας ποιητάς, ὥσπερ ἀρτοπώλιδας. σὺ
δ' εὐθὺς ὥσπερ πρῖνος ἐμπρησθεὶς βοᾷς. καὶ γὰρ ἡ πρῖνος καιομένη
ψόφον ποιεῖ.
TLG Texts doing_search πρινο tlg Go

UTF-8 search TLG Texts

Λατζιά

Από τη Βικιπαίδεια Η λατζιά (επιστ. Δρύς η κληθρόφυλλος, Quercus-


λατινικά Δρύς. σημ. Οδ. Γκ. alnifolia Poech) είναι ένα είδος αείφυλλης
σκληρόφυλλης Δρυός που φύεται στην Κύπρο. Η λατινική ονομασία
οφείλεται στο σχήμα των φύλλων που μοιάζει με το αντίστοιχο της
κλήθρας. Η Quercus-λατινικά Δρύς. σημ. Οδ. Γκ. alnifolia είναι ενδημικό
φυτό της Κύπρου και η εξάπλωσή της περιορίζεται στα πυριγενή
πετρώματα της οροσειράς του Τροόδους. Τον Φεβρουάριο του 2006, με
απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου της Κύπρου, η λατζιά
ανακηρύχθηκε σε εθνικό δέντρο της Κύπρου.[1]
Η Quercus-λατινικά Δρύς. σημ. Οδ. Γκ. alnifolia ανήκει στο Τμήμα
Cerris, όπως και οι πλείστες αείφυλλες μεσογειακές δρύες. Υβρίδια με το
επίσης μεγογειακό αείφυλλο είδος Quercus-λατινικά Δρύς. σημ. Οδ. Γκ.
coccifera ssp. calliprinos έχουν παρατηρηθεί και περιγραφεί[2].
140

Η λατζιά είναι πολύκλαδος θάμνος έως μικρό δέντρο με ύψος μέχρι 10


μέτρα. Έχει φύλλα απλά, πλατυσμένα ως κυκλικά, μήκους 1,5-6(-10) εκ.
και πλάτους 1-5 (-8) εκ., με γυαλιστερή άνω επιφάνεια χρώματος σκούρου
πράσινου και πυκνό χρυσό μέχρι καφετί τρίχωμα στην κάτω επιφάνεια,
παρυφές οδοντωτές και νεύρα εμφανή στην κάτω επιφάνεια. Ο μίσχος
είναι ισχυρός, μήκους 6-10 (-12) χιλιοστών, πιληματώδης. Τα άνθη είναι
μονογενή - οι αρσενικοί ίουλοι σχηματίζουν απλωτές ή κρεμάμενες
πρασινοκίτρινες ταξιανθίες στις άκρες των κλαδιών, τα δε θηλυκά άνθη
εμφανίζονται μονήρη ή σε ομάδες των 2-3. Τα βαλανίδια είναι επιμήκη,
πλατυσμένα στην κορυφή και συνήθως πιο στενά στη βάση, χρώματος
καστανού, μήκους 2-2,5 εκ και πλάτους 0,8-1,2 εκ. με ξυλώδες ενδοκάρπιο
και κύπελλο με έντονα περιεστραμμένα λέπια [3].
Η Quercus-λατινικά Δρύς. σημ. Οδ. Γκ. alnifolia απαντάται στην
οροσειρά του Τροόδους, όπου φύεται αποκλειστικά σε πυριγενή
πετρώματα σε υψόμετρο που κυμαίνεται από 400 ως 1800 μ. [4].
Καταλαμβάνει ξηρούς βιοτόπους μαζί με την τραχεία πεύκη (Pinus brutia)
ή σχηματίζει αμιγείς συνηρεφείς θαμνώνες σε σχετικά υγρές τοποθεσίες
δημιουργώντας βαθιά δασικά εδάφη [5].
Η λατζιά παίζει σημαντικό ρόλο στη σταθεροποίση εδαφών και στην
αποτροπή της διάβρωσης καθώς φύεται σε πετρώδεις πλαγιές. Εντός της
περιοχής εξάπλωσής της, η Quercus-λατινικά Δρύς. σημ. Οδ. Γκ.
alnifolia είναι το σημαντικότερο πλατύφυλλο είδος που σχηματίζει αμιγείς
συστάδες, καθώς τα κυπριακά δάση κυριαρχούνται από την τραχεία πεύκη.
Οι πυκνές συστάδες που σχηματίζει η Quercus-λατινικά Δρύς. σημ. Οδ.
Γκ. alnifolia διαφοροποιούν σημαντικά τις συνθήκες υγρασίας
επιτρέποντας τη δημιουργία ενδοχούμου (χούμος τύπου "mull") και
ευνοώντας την ύπαρξη σκιανθεκτικών ποωδών φυτών.
Η λατζιά στην Κύπρο προστατεύεται άμεσα από το δασικό νόμο, ενώ ο
οικότοπος "Θαμνώνες και χαμηλή βλάστηση της Quercus-λατινικά Δρύς.
σημ. Οδ. Γκ. alnifolia (9310)" είναι οικότοπος προτεραιότητας της
Ευρώπης (οδηγία 92/43/ΕΟΚ) [6]. Σημαντικές δασικές εκτάσεις
κυριαρχούμενες από το είδος έχουν προταθεί για ένταξη στο δίκτυο Φύση
2000 (Natura 2000) της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

ΦΗΓΌΣ

…μια Φηγός (Βελανιδιά) όπου οι ιερείς έδιδαν χρησμούς σύμφωνα με


το θρόισμα που προκαλούσαν ο άνεμος και τα πτηνά στα φύλλα του. Η
141

Φηγός κόπηκε από μισαλλόδοξους ανθρώπους το 391 μ.Χ., ενώ σήμερα,


είναι πιθανόν, η Βελανιδιά που βρίσκεται στη θέση της να είναι η
βιολογική συνέχεια της Ιεράς Φηγούς της αρχαιότητας. 2009 Η
ΔΙΑΔΡΟΜΗ.

Απολλώνιος Ρόδιος. ., Αργοναυτικά. “Apollonii Rhodii Αργοναυτικά.


”, Ed. Fraenkel, H.Oxford: Clarendon Press, 1961, Repr. 1970 (1st edn.
corr.).Book 1, line 28

Πρῶτά νυν Ὀρφῆος μνησώμεθα, τόν ῥά ποτ' αὐτή Καλλιόπη Θρήικι


φατίζεται εὐνηθεῖσα Οἰάγρῳ σκοπιῆς Πιμπληίδος ἄγχι τεκέσθαι.
αὐτὰρ τόνγ' ἐνέπουσιν ἀτειρέας οὔρεσι πέτρας θέλξαι ἀοιδάων ἐνοπῇ
ποταμῶν τε ῥέεθρα· φηγοὶ δ' ἀγριάδες κείνης ἔτι σήματα μολπῆς
ἀκτῇ Θρηικίῃ Ζώνης ἔπι τηλεθόωσαι ἑξείης στιχόωσιν ἐπήτριμοι, ἃς ὅγ'
ἐπιπρό θελγομένας φόρμιγγι κατήγαγε Πιερίηθεν. Ὀρφέα μὲν δὴ τοῖον
ἑῶν ἐπαρωγὸν ἀέθλων Αἰσονίδης Χείρωνος ἐφημοσύνῃσι πιθήσας

Απολλώνιος Ρόδιος. ., Αργοναυτικά. Book 1, line 527

…δὴ τότ' ἀνέγρετο Τῖφυς, ἄφαρ δ' ὀρόθυνεν ἑταίρους βαινέμεναί τ' ἐπὶ
νῆα καὶ ἀρτύνασθαι ἐρετμά. σμερδαλέον δὲ λιμὴν Παγασήιος ἠδὲ καὶ
αὐτή Πηλιὰς ἴαχεν Ἀργὼ ἐπισπέρχουσα νέεσθαι· ἐν γάρ οἱ δόρυ θεῖον
ἐλήλατο, τό ῥ' ἀνὰ μέσσην στεῖραν Ἀθηναίη Δωδωνίδος ἥρμοσε φηγοῦ.
οἱ δ' ἀνὰ σέλματα βάντες ἐπισχερὼ ἀλλήλοισιν, ὡς ἐδάσαντο πάροιθεν
ἐρεσσέμεν, ᾧ ἐνὶ χώρῳ εὐκόσμως σφετέροισι παρ' ἔντεσιν ἑδριόωντο·
μέσσῳ δ' Ἀγκαῖος μέγα τε σθένος Ἡρακλῆος ἵζανον, ἄγχι δέ οἱ ῥόπαλον
θέτο· καί οἱ ἔνερθε..

Απολλώνιος Ρόδιος. ., Αργοναυτικά. Book 1, line 1121

…ἄστυ τε καὶ πεδίον Νηπήιον Ἀδρηστείης. ἔσκε δέ τι βριαρὸν στύπος


ἀμπέλου ἔντροφον ὕλῃ, πρόχνυ γεράνδρυον· τὸ μὲν ἔκταμον, ὄφρα
πέλοιτο δαίμονος οὐρείης ἱερὸν βρέτας, ἔξεσε δ' Ἄργος εὐκόσμως· καὶ δή
μιν ἐπ' ὀκριόεντι κολωνῷ ἵΔρύςαν, φηγοῖςιν ἐπηρεφὲς ἀκροτάτῃσιν
αἵ ῥά τε πασάων πανυπέρταται ἐρρίζωντο· βωμὸν δ' αὖ χέραδος
παρενήνεον. ἀμφὶ δὲ φύλλοις στεψάμενοι δρυΐνοισι θυηπολίης ἐμέλοντο,
Μητέρα Δινδυμίην πολυπότνιαν ἀγκαλέοντες, ἐνναέτιν Φρυγίης, Τιτίην
θ' ἅμα Κύλληνόν τε…

Απολλώνιος Ρόδιος. ., Αργοναυτικά. Book 2, line 405


142

…τηλόθεν ἐξ ὀρέων πεδίοιό τε Κιρκαίοιο Φᾶσις δινήεις εὐρὺν ῥόον εἰς


ἅλα βάλλει· κείνου νῆ' ἐλάοντες ἐπὶ προχοὰς ποταμοῖο, πύργους
εἰσόψεσθε Κυταιέος Αἰήταο, ἄλσος τε σκιόειν Ἄρεος, τόθι κῶας ἐπ'
ἄκρης πεπτάμενον φηγοῖο δράκων, τέρας αἰνὸν ἰδέσθαι, ἀμφὶς ὀπιπτεύει
δεδοκημένος· οὐδέ οἱ ἦμαρ, οὐ κνέφας ἥδυμος ὕπνος ἀναιδέε δάμναται
ὄσσε.” Ὧς ἄρ' ἔφη· τοὺς δ' εἶθαρ ἕλεν δέος εἰσαΐοντας, δὴν δ' ἔσαν
ἀμφασίῃ βεβολημένοι. ὀψὲ δ' ἔειπε ἥρως Αἴσονος υἱός, ἀμηχανέων
κακότητι·

Απολλώνιος Ρόδιος. ., Αργοναυτικά. Book 3, line 858

…αἱματόεντ' ἰχῶρα Προμηθῆος μογεροῖο. τοῦ δ' ἤτοι ἄνθος μὲν ὅσον
πήχυιον ὕπερθεν χροιῇ Κωρυκίῳ ἴκελον κρόκῳ ἐξεφαάνθη,
καυλοῖσιν διδύμοισιν ἐπήορον· ἡ δ' ἐνὶ γαίῃ σαρκὶ νεοτμήτῳ ἐναλιγκίη
ἔπλετο ῥίζα. τῆς οἵην τ' ἐν ὄρεσσι κελαινὴν ἰκμάδα φηγοῦ
Κασπίῃ ἐν κόχλῳ ἀμήσατο φαρμάσσεσθαι, ἑπτὰ μὲν ἀενάοισι
λοεσσαμένη ὑδάτεσσιν, ἑπτάκι δὲ Βριμὼ κουροτρόφον ἀγκαλέσασα,
Βριμὼ νυκτιπόλον, χθονίην, ἐνέροισιν ἄνασσαν, λυγαίῃ ἐνὶ νυκτὶ σὺν
ὀρφναίοις φαρέεσσιν·

Απολλώνιος Ρόδιος. ., Αργοναυτικά. Book 4, line 124

…ὅν ῥά ποτ' Αἰολίδης Διὶ Φυξίῳ εἵσατο Φρίξος, ῥέζων κεῖνο τέρας
παγχρύσεον, ὥς οἱ ἔειπεν Ἑρμείας πρόφρων ξυμβλήμενος. ἔνθ' ἄρα
τούσγε Ἄργου φραδμοσύνῃσιν ἀριστῆες μεθέηκαν· τὼ δὲ δι' ἀτραπιτοῖο
μεθ' ἱερὸν ἄλσος ἵκοντο, φηγὸν ἀπειρεσίην διζημένω ᾗ ἔπι κῶας
βέβλητο, νεφέλῃ ἐναλίγκιον ἥ τ' ἀνιόντος ἠελίου φλογερῇσιν ἐρεύθεται
ἀκτίνεσσιν· αὐτὰρ ὁ ἀντικρὺ περιμήκεα τείνετο δειρήν ὀξὺς ἀύπνοισι
προϊδὼν ὄφις ὀφθαλμοῖσιν νισσομένους, ῥοίζει δὲ πελώριον, ἀμφὶ δὲ
μακραί…

Απολλώνιος Ρόδιος. ., Αργοναυτικά. Book 4, line 265

…οὔπω τείρεα πάντα τά τ' οὐρανῷ εἱλίσσονται, οὐδέ τί πω Δαναῶν ἱερὸν


γένος ἦεν ἀκοῦσαι πευθομένοις· οἶοι δ' ἔσαν Ἀρκάδες Ἀπιδανῆες,
Ἀρκάδες, οἳ καὶ πρόσθε σεληναίης ὑδέονται ζώειν, φηγὸν ἔδοντες ἐν
οὔρεσιν, οὐδὲ Πελασγίς χθὼν τότε κυδαλίμοισιν ἀνάσσετο ευκαλίδῃσιν,
ἦμος ὅτ' Ἠερίη πολυλήιος ἐκλήιστο μήτηρ Αἴγυπτος προτερηγενέων
αἰζηῶν, καὶ ποταμὸς Τρίτων εὐρύρροος ᾧ ὕπο πᾶσα ἄρδεται Ἠερίη,
Διόθεν δέ μιν οὔποτε δεύει…
143

Απολλώνιος Ρόδιος. ., Αργοναυτικά. Book 4, line 583

…μηδομένη δ' ἄνυσιν τοῖο πλόου, ὦρσεν ἀέλλας ἀντικρύ· τοὶ δ' αὖτις
ἀναρπάγδην φορέοντο νήσου ἔπι κραναῆς Ἠλεκτρίδος. αὐτίκα δ' ἄφνω
ἴαχεν ἀνδρομέῃ ἐνοπῇ μεσσηγὺ θεόντων αὐδῆεν γλαφυρῆς νηὸς δόρυ,
τόρρ' ἀνὰ μέσσην στεῖραν Ἀθηναίη Δωδωνίδος ἥρμοσε φηγοῦ.
τοὺς δ' ὀλοὸν †μεσσηγὺ δέος λάβεν εἰσαΐοντας φθογγήν τε Ζηνός τε
βαρὺν χόλον· οὐ γὰρ ἀλύξειν ἔννεπεν οὔτε πόρους δολιχῆς ἁλὸς οὔτε
θυέλλας ἀργαλέας, ὅτε μὴ Κίρκη φόνον Ἀψύρτοιο νηλέα νίψειεν·
Πολυδεύκεα δ' εὐχετάασθαι…

Theocritus Bucol., Idyllia “Theocritus, vol. 1, 2nd edn.”, Ed. Gow,


A.S.F.Cambridge: Cambridge University Press, 1952, Repr. 1965.
Idyll 12, line 8

…ὅσσον ἔαρ χειμῶνος, ὅσον μῆλον βραβίλοιο ἥδιον, ὅσσον ὄις σφετέρης
λασιωτέρη ἀρνός, ὅσσον παρθενικὴ προφέρει τριγάμοιο γυναικός,
ὅσσον ἐλαφροτέρη μόσχου νεβρός, ὅσσον ἀηδών συμπάντων λιγύφωνος
ἀοιδοτάτη πετεηνῶν, τόσσον ἔμ' εὔφρηνας σὺ φανείς, σκιερὴν δ' ὑπὸ
Φηγόν ἠελίου φρύγοντος ὁδοιπόρος ἔδραμον ὥς τις. ἴθ' ὁμαλοὶ
πνεύσειαν ἐπ' ἀμφοτέροισιν Ἔρωτες νῶιν, ἐπεσσομένοις δὲ γενοίμεθα
πᾶσιν ἀοιδή· ’δίω δή τινε τώδε μετὰ προτέροισι γενέσθην φῶθ', ὃ μὲν
εἴσπνηλος, φαίη χ' Ὡμυκλαϊάζων,

Πλούταρχος. Quomodo adolescens poetas audire debeat (14d-37b)


Stephanus page 24, section D, line 5

… ἐπεὶ γὰρ οὐ μόνον ἔμφρονας παρέχεται καὶ δικαίους καὶ ἀγαθοὺς ἐν


πράξεσι καὶ λόγοις, ἀλλὰ καὶ δόξας ἐπιεικῶς καὶ δυνάμεις περιποιεῖται,
παρὰ τοῦτο ποιοῦνται καὶ τὴν εὐδοξίαν ἀρετὴν καὶ τὴν δύναμιν,
ὀνομάζοντες ὥσπερ “ἐλαίαν” τὸν ἀπὸ τῆς ἐλαίας, καὶ “φηγὸν” τὸν ἀπὸ
τῆς φηγοῦ καρπὸν ὁμωνύμως τοῖς φέρουσιν. οὐκοῦν ὁ νέος ἡμῖν, ὅταν
μὲν λέγωσι

Πλούταρχος. Quaestiones convivales (612c–748d) (0007: 112)


“Plutarchi moralia, vol. 4”, Ed. Hubert, C.Leipzig: Teubner, 1938, Repr.
1971.Stephanus page 641, section C, line 1

τοῦ πρῳρέως ἑάλω προσεχομένη τῷ τοίχῳ τῆς νεὼς


ἔξωθεν. ἦσαν μὲν οὖν οἱ καταγελῶντες τοῦ Χαιρημονιανοῦ
ὡς πλάσμα μυθῶδες παραδεδεγμένου καὶ ἄπιστον, ἦσαν
144

δὲ καὶ οἱ τὰς ἀντιπαθείας θρυλοῦντες, καὶ ἄλλα πολλὰ


† παθόντων ἦν ἀκούειν, ὅτι μαινόμενον ἐλέφαντα κατα-
παύει κριὸς ὀφθείς, ἔχιδναν δὲ φηγοῦ κλωνίον ἐὰν προς-
αγάγῃς καὶ θίγῃς ἵστησιν· ἄγριος δὲ ταῦρος ἀτρεμεῖ καὶ
πραΰνεται συκῇ προσδεθείς· τὸ δ' ἤλεκτρον πάντα κινεῖ
καὶ προσάγεται τὰ κοῦφα πλὴν ὠκίμου καὶ τῶν ἐλαίῳ
βρεχομένων· ἡ δὲ σιδηρῖτις λίθος οὐκ ἄγει τὸν σίδηρον,
ἂν σκόρδῳ χρισθῇ. τούτων γὰρ ἐμφανῆ τὴν πεῖραν ἐχόν

Πλούταρχος. Quaestiones convivales (612c-748d) Stephanus page 662,


section E, line 4

[ἔτ' ἄλλα,
κύτισόν τ' ἠδὲ σφάκον εὐώδη καὶ σμίλακα τὴν πο-
[λύφυλλον,
κότινον, σχῖνον, μελίαν, λεύκην, ἀρίαν, δρῦν, κιττόν,
[ἐρίκην,
πρόμαλον, ῥάμνον, φλόμον, ἀνθέρικον, κισθόν, Φηγόν,
[θύμα, θύμβραν·’

τὰ γὰρ κατηριθμημένα μυρίας δήπου διαφορὰς ἔχει


χυμῶν καὶ ὀδμῶν καὶ δυνάμεων· πλείονα δὲ τῶν εἰρημένων
παραλέλειπται. τὸ δὲ δεύτερον Ὅμηρος (Α 50) ἀθετεῖ

Πλούταρχος. De esu carnium i (993a–996c) (0007: 131)


“Plutarchi moralia, vol. 6.1”, Ed. Hubert, CLeipzig: Teubner, 1954,
Repr. 1959.Stephanus page 993, section F, line 4

χρόνον οὐδ' ὥρας ἐτησίους σπόρος † ὢν τότ' ἀνέμενε. τί


θαυμαστόν, εἰ ζῴων ἐχρησάμεθα σαρξὶ παρὰ φύσιν, ὅτ'
ἰλὺς ἠσθίετο ‘καὶ φλοιὸς ἐβρώθη ξύλου’, καὶ ‘ἄγρωστιν
εὑρεῖν βλαστάνουσαν ἢ φλεώ’ τινα ῥίζαν εὐτυχὲς ἦν; βαλά-
νου δὲ γευσάμενοι καὶ φαγόντες ἐχορεύσαμεν ὑφ' ἡδονῆς
περὶ δρῦν τινα καὶ Φηγόν, ζείδωρον καὶ μητέρα καὶ τρο-
φὸν ἀποκαλοῦντες· ἐκείνην | [ἣν] ὁ τότε βίος ἑορτὴν ἔγνω,
τὰ δ' ἄλλα φλεγμονῆς ἦν ἅπαντα μεστὰ καὶ στυγνότητος.
ὑμᾶς δὲ τοὺς νῦν τίς λύσσα καὶ τίς οἶστρος ἄγει πρὸς μιαι-
φονίαν, οἷς τοσαῦτα περίεστι τῶν ἀναγκαίων; τί κατα-
ψεύδεσθε τῆς γῆς ὡς τρέφειν μὴ δυναμένης; τί τὴν θεσμο
145

Αθηναίος σοφιστής (0008: 001)“Athenaei Naucratitae eipnosophistarum


libri xv, 3 vols.”, Ed. Kaibel, G.Leipzig: Teubner, 1–2:1887; 3:1890,
Repr. 1–2:1965; 3:1966.Book 2, Kaibel paragraph 38, line 11

Ἡρακλέων δέ φησιν ὁ Ἐφέσιος· ‘κάρυα ἐκάλουν καὶ


τὰς ἀμυγδάλας καὶ τὰ νῦν καστάνεια.’ τὸ δὲ δένδρον
καρύα παρὰ Σοφοκλεῖ (fr. 688 N)·
καρύαι μελίαι τε.
Εὔβουλος (II 212 K)· ‘φηγούς, κάρυα Καρύστια.’ κα-
λεῖται δέ τινα καὶ μόστηνα κάρυα.
ΑΜΥΓΔΑΛΑΙ. ὅτι αἱ Νάξιαι ἀμυγδάλαι διὰ
μνήμης ἦσαν τοῖς παλαιοῖς· καὶ γίνονται ὄντως ἐν
Νάξῳ τῇ νήσῳ διάφοροι, ὡς ἐμαυτόν, φησί, πείθω.
Φρύνιχος (I 387 K)·

Αθηναίος σοφιστής Book 2, Kaibel paragraph 39, line 31

δάλην φησὶν Ἡρωδιανὸς ὁ Ἀλεξανδρεὺς (I 321, 21 L)


παρὰ τὸ ἐν τῷ μετὰ τὸ χλωρὸν ὡσπερεὶ ἀμυχὰς ἔχειν
πολλάς.
ὄνος βαδίζεις εἰς ἄχυρα τραγημάτων,
φησί που Φιλήμων (II 530 K)·
φηγοὶ Πανὸς ἄγαλμα,
φησὶ Νίκανδρος ἐν βʹ Γεωργικῶν (fr. 69 Schn).
ὅτι καὶ οὐδετέρως ἀμύγδαλα λέγεται. Δίφιλος
(II 567 K)·

Αθηναίος σοφιστής Book 2, Kaibel paragraph 43, line 13

τούτων. χρὴ δὲ μηδὲν ὅλως τῆς τοιαύτης ἰδέας ἄπυ-


ρον ἐσθίειν ἔξω τῶν χλωρῶν ἀμυγδάλων, ἀλλὰ τὰ
μὲν ἕψειν, τὰ δὲ φρύγειν. τὰ μὲν γὰρ αὐτῶν ἐστι
λιπαρὰ τῇ φύσει, καθάπερ ἀμυγδάλαι τε αἱ ξηραὶ καὶ
Διὸς βάλανοι, τὰ δὲ σκληρὰ καὶ στρυφνά, καθάπερ
αἵ τε φηγοὶ καὶ πᾶν τὸ τοιοῦτον γένος. τῶν οὖν λι-
παρῶν ἀφαιρεῖται τὸ λίπος ἡ πύρωσις· ἐστὶ γὰρ τοῦτο
τὸ χείριστον· τὰ δὲ σκληρὰ καὶ στρυφνὰ πεπαίνεται,
ἐάν τις ὀλίγῳ καὶ μαλακῷ πυρὶ χρῆται.’ ὁ δὲ Δίφι-
λος τὰ κάστανα καὶ Σαρδιανὰς βαλάνους καλεῖ, εἶναι
λέγων αὐτὰς καὶ πολυτρόφους καὶ εὐχύλους,
146

Αθηναίος σοφιστής Book 2, Kaibel paragraph 44, line 34

θρηνοῦμεν, ἐπὰν μηδὲν ἔχωμεν·


χρῶμα δ' ἀσίτων ἡμῶν ὄντων
γίνεται ὠχρόν. τὰ μέρη δ' ἡμῶν
χἠ σύνταξις τοῦ βίου ἐστὶν
κύαμος, θέρμος, λάχανον, .....
γογγυλίς, ὦχρος, λάθυρος, Φηγός,
βολβός, τέττιξ, ἐρέβινθος, ἀχράς,
τό τε θειοφανὲς μητρῷον ἐμοὶ
μελέδημ' ἰσχάς,

Αθηναίος σοφιστής Book 4, Kaibel paragraph 14, line 41

δρας ἑστιωμένους. ἀληθῆ, ἦν δ' ἐγώ, λέγεις· ἐπελα-


θόμην ὅτι καὶ ὄψον ἕξουσιν, ἅλας τε δηλονότι καὶ
ἐλαίας καὶ τυρὸν καὶ βολβοὺς καὶ λάχανά γε οἷα δὴ
ἐν ἀγροῖς ἑψήματα [τε] ἑψήσονται. καὶ τραγήματά που
παραθήσομεν αὐτοῖς τῶν τε σύκων καὶ ἐρεβίνθων καὶ
κυάμων, καὶ μύρτα καὶ φηγοὺς σποδιοῦσι πρὸς τὸ πῦρ
μετρίως ὑποπίνοντες. καὶ οὕτως διάγοντες τὸν βίον
ἐν εἰρήνῃ μετὰ ὑγιείας, ὡς εἰκός, γηραιοὶ τελευτῶντες
ἄλλον τοιοῦτον βίον τοῖς ἐκγόνοις παραδώσουσιν.’
ἑξῆς δὲ λεκτέον καὶ περὶ τῶν Λακωνικῶν συμ-
ποσίων.

Αθηναίος σοφιστής (epitome) (0008: 003)“Athenaei dipnosophistarum


epitome, vols. 2.1–2.2”, Ed. Peppink, S.P.Leiden: Brill, 2.1:1937;
2.2:1939.Τόμ. 2,1, page 38, line 31

οὕτως ἑστίᾳ τοὺς αὐτοῦ νεοπολίτας, γράφων· ἄνευ ὄψου, ὡς ἔοικας,


ποιεῖς
τοὺς ἄνδρας ἑστιωμένους. ἀληθῆ, ἦν δ' ἐγώ, λέγεις· ἐπελαθόμην, ὅτι καὶ
ὄψον ἕξουσιν, ἅλας τε δηλονότι καὶ ἐλαίας καὶ τυρὸν καὶ βολβοὺς καὶ
λάχανά γε οἷα ἐν ἀγροῖς ἑψήματα ἑψήσονται. καὶ τραγήματά που παρα-
θήσομεν αὐτοῖς τῶν τε σύκων καὶ ἐρεβίνθων καὶ κυάμων, καὶ μύρτα καὶ
φηγοὺς σποδιοῦσι πρὸς τὸ πῦρ μετρίως ὑποπίνοντες. καὶ οὕτως
διάγοντες
τὸν βίον ἐν εἰρήνῃ μετὰ ὑγιείας, ὡς εἰκός, γηραιοὶ τελευτῶντες ἄλλον τοι-
οῦτον βίον τοῖς ἐκγόνοις παραδώσουσι.
ὅτι Παυσανίας ἰδὼν τὴν Μαρδονίου παρασκευὴν ἣν αὐτῷ Ξέρξης
147

φεύγων
κατέλιπε χρυσῷ καὶ ἀργύρῳ καὶ πετάσμασι ποικίλοις κατεσκευασμένην
ἐκέλευε τοὺς ἀρτοποιοὺς καὶ ὀψοποιοὺς κατὰ ταὐτὰ καθὼς Μαρδονίῳ
δεῖπνον

Sophocles Trag., Trachiniae (0011: 001)“Sophocle, vol. 1”, Ed. Dain,


A., Mazon, P.Paris: Les Belles Lettres, 1955, Repr. 1967 (1st edn. rev.).
Line 171

ἢ τοῦθ' ὑπεκδραμόντα τοῦ χρόνου τέλος


τὸ λοιπὸν ἤδη ζῆν ἀλυπήτῳ βίῳ.
Τοιαῦτ' ἔφραζε πρὸς θεῶν εἱμαρμένα
τῶν Ἡρακλείων ἐκτελευτᾶσθαι πόνων,
ὡς τὴν παλαιὰν φηγὸν αὐδῆσαί ποτε
Δωδῶνι δισσῶν ἐκ πελειάδων ἔφη.
Καὶ τῶνδε ναμέρτεια συμβαίνει χρόνου
τοῦ νῦν παρόντος, ὡς τελεσθῆναι χρεών·
ὥσθ' ἡδέως εὕδουσαν ἐκπηδᾶν ἐμὲ
φόβῳ, φίλαι, ταρβοῦσαν.

Ομήρου Ιλιάδα. (0012: 001)“Homeri Ilias, vols. 2–3”, Ed. Allen,


T.W.Oxford: Clarendon Press, 1931.Book 6, line 237

Ὣς ἄρα φωνήσαντε καθ' ἵππων ἀΐξαντε


χεῖράς τ' ἀλλήλων λαβέτην καὶ πιστώσαντο·
ἔνθ' αὖτε Γλαύκῳ Κρονίδης φρένας ἐξέλετο Ζεύς,
ὃς πρὸς Τυδεΐδην Διομήδεα τεύχε' ἄμειβε
χρύσεα χαλκείων, ἑκατόμβοι' ἐννεαβοίων.
Ἕκτωρ δ' ὡς Σκαιάς τε πύλας καὶ φηγὸν ἵκανεν,
ἀμφ' ἄρα μιν Τρώων ἄλοχοι θέον ἠδὲ θύγατρες
εἰρόμεναι παῖδάς τε κασιγνήτους τε ἔτας τε
καὶ πόσιας· ὃ δ' ἔπειτα θεοῖς εὔχεσθαι ἀνώγει
πάσας ἑξείης· πολλῇσι δὲ κήδε' ἐφῆπτο.

Ομήρου Ιλιάδα. Book 9, line 354

καὶ δὴ τεῖχος ἔδειμε, καὶ ἤλασε τάφρον ἐπ' αὐτῷ


εὐρεῖαν μεγάλην, ἐν δὲ σκόλοπας κατέπηξεν·
ἀλλ' οὐδ' ὧς δύναται σθένος Ἕκτορος ἀνδροφόνοιο
ἴσχειν· ὄφρα δ' ἐγὼ μετ' Ἀχαιοῖσιν πολέμιζον
οὐκ ἐθέλεσκε μάχην ἀπὸ τείχεος ὀρνύμεν Ἕκτωρ,
ἀλλ' ὅσον ἐς Σκαιάς τε πύλας καὶ φηγὸν ἵκανεν·
148

ἔνθά ποτ' οἶον ἔμιμνε, μόγις δέ μευ ἔκφυγεν ὁρμήν.


νῦν δ' ἐπεὶ οὐκ ἐθέλω πολεμιζέμεν Ἕκτορι δίῳ
αὔριον ἱρὰ Διὶ ῥέξας καὶ πᾶσι θεοῖσι
νηήσας εὖ νῆας, ἐπὴν ἅλα δὲ προερύσσω,
ὄψεαι, αἴ κ' ἐθέλῃσθα καὶ αἴ κέν τοι τὰ μεμήλῃ,

Ομήρου Ιλιάδα. Book 11, line 170

Ἀτρεΐδης δ' ἕπετο σφεδανὸν Δαναοῖσι κελεύων.


οἳ δὲ παρ' Ἴλου σῆμα παλαιοῦ Δαρδανίδαο
μέσσον κὰπ πεδίον παρ' ἐρινεὸν ἐσσεύοντο
ἱέμενοι πόλιος· ὃ δὲ κεκλήγων ἕπετ' αἰεὶ
Ἀτρεΐδης, λύθρῳ δὲ παλάσσετο χεῖρας ἀάπτους.
ἀλλ' ὅτε δὴ Σκαιάς τε πύλας καὶ φηγὸν ἵκοντο,
ἔνθ' ἄρα δὴ ἵσταντο καὶ ἀλλήλους ἀνέμιμνον.
οἳ δ' ἔτι κὰμ μέσσον πεδίον φοβέοντο βόες ὥς,
ἅς τε λέων ἐφόβησε μολὼν ἐν νυκτὸς ἀμολγῷ
πάσας· τῇ δέ τ' ἰῇ ἀναφαίνεται αἰπὺς ὄλεθρος·
τῆς δ' ἐξ αὐχέν' ἔαξε λαβὼν κρατεροῖσιν ὀδοῦσι

Ομήρου Ιλιάδα. Book 16, line 767

Ἕκτωρ μὲν κεφαλῆφιν ἐπεὶ λάβεν οὐχὶ μεθίει·


Πάτροκλος δ' ἑτέρωθεν ἔχεν ποδός· οἳ δὲ δὴ ἄλλοι
Τρῶες καὶ Δαναοὶ σύναγον κρατερὴν ὑσμίνην.
Ὡς δ' Εὖρός τε Νότος τ' ἐριδαίνετον ἀλλήλοιιν
οὔρεος ἐν βήσσῃς βαθέην πελεμιζέμεν ὕλην
Φηγόν τε μελίην τε τανύφλοιόν τε κράνειαν,
αἵ τε πρὸς ἀλλήλας ἔβαλον τανυήκεας ὄζους
ἠχῇ θεσπεσίῃ, πάταγος δέ τε ἀγνυμενάων,
ὣς Τρῶες καὶ Ἀχαιοὶ ἐπ' ἀλλήλοισι θορόντες
δῄουν, οὐδ' ἕτεροι μνώοντ' ὀλοοῖο φόβοιο.
πολλὰ δὲ Κεβριόνην ἀμφ' ὀξέα δοῦρα πεπήγει

Herodotus Hist., Historiae Hérodote. Histoires, 9 vols.”, Ed. Legrand,


Ph.–E.Paris: Les Belles Lettres, 1:1932; 2;1930; 3:1939; 4 (3rd edn.):
1960; Book 2, section 55, line 5

μέν σφεας οὐ δυνατοὶ γενέσθαι, πυθέσθαι δὲ ὕστερον


ταῦτα περὶ αὐτέων τά περ δὴ ἔλεγον. Ταῦτα μέν νυν τῶν
ἐν Θήβῃσι ἱρέων ἤκουον, τάδε δὲ Δωδωναίων φασὶ αἱ
προμάντιες. Δύο πελειάδας μελαίνας ἐκ Θηβέων τῶν Αἰγυ-
149

πτιέων ἀναπταμένας τὴν μὲν αὐτέων ἐς Λιβύην, τὴν δὲ


παρὰ σφέας ἀπικέσθαι· ἱζομένην δέ μιν ἐπὶ φηγὸν αὐδάξα-
σθαι φωνῇ ἀνθρωπηίῃ ὡς χρεὸν εἴη μαντήιον αὐτόθι Διὸς
γενέσθαι, καὶ αὐτοὺς ὑπολαβεῖν θεῖον εἶναι τὸ ἐπαγγελλό-
μενον αὐτοῖσι καί σφεα ἐκ τούτου ποιῆσαι. Τὴν δὲ ἐς
τοὺς Λίβυας οἰχομένην πελειάδα λέγουσι Ἄμμωνος
χρηστήριον κελεῦσαι τοὺς Λίβυας ποιέειν·

Aristophanes Comic., Pax (0019: 005)


“Aristophane, vol. 2”, Ed. Coulon, V., van Daele, M.
Paris: Les Belles Lettres, 1924, Repr. 1969 (1st edn. corr.).
Line 1137

ρων φίλων, ἐκκέας,


τῶν ξύλων ἅττ' ἂν ᾖ
δανότατα τοῦ θέρους
ἐκπεπρεμνισμένα
κἀνθρακίζων τοὐρεβίνθου
τήν τε φηγὸν ἐμπυρεύων,
χἄμα τὴν Θρᾷτταν κυνῶν
τῆς γυναικὸς λουμένης.
Οὐ γὰρ ἔσθ' ἥδιον ἢ τυχεῖν μὲν ἤδη 'σπαρμένα,
τὸν θεὸν δ' ἐπιψακάζειν, καί τιν' εἰπεῖν γείτονα·
«Εἰπέ μοι, τί τηνικαῦτα δρῶμεν, ὦ Κωμαρχίδη;»

Ησίοδος Fragmenta (0020: 004)“Fragmenta Hesiodea”, Ed.


Merkelbach, R., West, M.L.Oxford: Clarendon Press, 1967.Fragment
240, line 8

ἐν δ' ἄνδρες ναίουσι πολύρρηνες πολυβοῦται


πολλοὶ ἀπειρέσιοι φῦλα θνητῶν ἀνθρώπων·
ἔνθα δὲ Δωδώνη τις ἐπ' ἐσχατιῆι πεπόλισται·
τὴν δὲ Ζεὺς ἐφίλησε καὶ ὃν χρηστήριον εἶναι
τίμιον ἀνθρώποις
ναῖον δ' ἐν πυθμένι φηγοῦ·
ἔνθεν ἐπιχθόνιοι μαντήϊα πάντα φέρονται.
ὃς δὴ κεῖθι μολὼν θεὸν ἄμβροτον ἐξερεείνηι
δῶρα φέρων τ' ἔλθηισι σὺν οἰωνοῖς ἀγαθοῖσιν
Comm. in Antimachum Coloph. p. 83 Wyss (P. Mediol. 17 col. II
26 sqq., ed. Vogliano)
150

Ησίοδος Fragmenta Fragment 319, line 1

pus fr. 906, stoic. Vet. Fr. 11. 254. 11 v. Arnim)


τοῦ{δε} γὰρ ἀέξετο θυμὸς ἐνὶ στήθεσσι φίλοισι
(pergit Galenus)
οἷον ἐνὶ στήθεσσι χόλον θυμαλγέ' ἔχουσα
Strabo VII. 7. 10 p. 327
Δωδώνην Φηγόν τε, Πελασγῶν ἕδρανον, ἦιεν
Schol. Ap. Rhod. Α 757 (p. 65 Wendel)
αὐτὸς δ' ἐν πλήμηισι διιπετέος ποταμοῖο,
Harpocratio p. 133. 18 Dindorf
ἔργα νέων, βουλαὶ δὲ μέσων, εὐχαὶ δὲ γερόντων
Porphyrius, De abstinentia II. 18 (p. 148. 13 Nauck)

Nicander Epic., Theriaca (0022: 001)“Nicander. The poems and


poetical fragments”, Ed. Gow, A.S.F., Scholfield, A.F.Cambridge:
Cambridge University Press, 1953.Line 413

δαίνυνται· τοῖόν περ ἀυτμένα δεινὸν ἐφίει.


εἰ δ' ὀλοὴ βούβρωστις ἀιδρείηφι πελάσσῃ,
αὐτοῦ οἱ θάνατός τε καὶ ὠκέα μοῖρα τέτυκται.
Κῆρα δέ τοι δρυΐναο πιφαύσκεο, τόν τε χέλυδρον
ἐξέτεροι καλέουσιν· ὁ δ' ἐν Δρύσὶν οἰκία τεύξας
ἢ ὅγε που φηγοῖσιν ὀρεσκεύει περὶ βήσσας
[ὕδρον μιν καλέουσι, μετεξέτεροι δὲ χέλυδρον]·
ὅς τε βρύα προλιπὼν καὶ ἕλος καὶ ὁμήθεα λίμνην
ἀγρώσσων λειμῶσι μολουρίδας ἢ βατραχῖδας
σπέρχεται ἐκ μύωπος ἀήθεα δέγμενος ὁρμήν.
ἔνθα κατὰ πρέμνον κοίλης ὑπεδύσατο φηγοῦ

Nicander Epic., Theriaca Line 418

ἢ ὅγε που φηγοῖςιν ὀρεσκεύει περὶ βήσσας


[ὕδρον μιν καλέουσι, μετεξέτεροι δὲ χέλυδρον]·
ὅς τε βρύα προλιπὼν καὶ ἕλος καὶ ὁμήθεα λίμνην
ἀγρώσσων λειμῶσι μολουρίδας ἢ βατραχῖδας
σπέρχεται ἐκ μύωπος ἀήθεα δέγμενος ὁρμήν.
ἔνθα κατὰ πρέμνον κοίλης ὑπεδύσατο φηγοῦ
ὀξὺς ἀλείς, κοῖτον δὲ βαθεῖ ἐνεδείματο θάμνῳ.
151

αἰθαλόεις μὲν νῶτα, κάρη γε μὲν ἁρπεδὲς αὔτως


ὕδρῳ ἐισκόμενος· τὸ δ' ἀπὸ χροὸς ἐχθρὸν ἄηται
οἷον ὅτε πλαδόωντα περὶ σκύλα καὶ δέρε' ἵππων
γναπτόμενοι μυδόωσιν ὑπ' ἀρβήλοισι λάθαργοι.

Nicander Epic., Theriaca Line 842

Οἷσιν ἐγὼ τὰ ἕκαστα διείσομαι ἄρκια νούσων.


δὴ γὰρ ὅτ' ἀγχούσης θριδακηίδα λάζεο χαίτην,
ἄλλοτε πενταπέτηλον, ὅτ' ἄνθεα φοινὰ βάτοιο,
ἄρκτιον, ὀξαλίδας τε καὶ ὀρμενόεντα λυκαψόν,
κίκαμα τόρδειλόν τε περιβρυές, ἐν δὲ χαμηλήν
ῥεῖα πίτυν, φηγοῦ τε βαθὺν περὶ φλοιὸν ἀράξας,
σὺν δ' ἄρα καυκαλίδας τε καὶ ἐκ σταφυλίνου ἀμήσας
σπέρματα καὶ τρεμίθοιο νέον πολυειδέα καρπόν·
ἢ ἔτι καὶ φοινίσσον ἁλὸς καταβάλλεο φῦκος,
ἀχραές τ' ἀδίαντον, ἵν' οὐκ ὄμβροιο ῥαγέντος
λεπταλέη πίπτουσα νοτὶς πετάλοισιν ἐφίζει.

Nicander Epic., Alexipharmaca (0022: 002)“Nicander. The poems and


poetical fragments”, Ed. Gow, A.S.F., Scholfield, A.F.Cambridge:
Cambridge University Press, 1953.Line 261

πρῶτον ἐρεπτόμενον, μετέπειτα δὲ λοιγέι συρμῷ


ῥιζόθεν ἑλκωθέντα, κακὸν δ' ἀποήρυγε δειρῆς,
σὺν δέ τε καὶ νηδὺς μεμιασμένα λύματα βάλλει
ὡς εἴ τε κρεάων θολερὸν πλύμα χεύατο δαιτρός.
ἀλλὰ σὺ πολλάκι μὲν χαίτην δρυὸς οὐλάδα κόψας,
πολλάκι καὶ φηγοῖο πόροις ἀκύλοισιν ὁμαρτῇ,
ἠὲ σύ γε βδήλαιο νέον γλάγος ἔνδοθι πέλλης·
αὐτὰρ ὁ τοῦ κορέοιτο καὶ ἐν στομάτεσσιν ἐρύξας.
ἦ μὴν πουλυγόνοιο τοτὲ βλαστήματ' ἀρήξει,
ἄλλοτε δὴ ῥιζεῖα καθεψηθέντα γάλακτι.
σὺν δὲ καὶ ἀμπελόεις ἕλικας ἐνθρύπτεο νύμφαις,

Nicander Epic., Fragmenta (0022: 003)“Nicander. The poems and


poetical fragments”, Ed. Gow, A.S.F., Scholfield, A.F.Cambridge:
Cambridge University Press, 1953.Fragment 27, line 1

ὄμβρῳ τε κρυμῷ τε, δέμας τότε δάμνατο μάλκῃ


καί τις Ἄθω τόσον ὕψος ἰδὼν Θρήικος ὑπ' ἄστροις
ἔκλυεν αὐδηθέντος ἀμετρήτῳ ὑπὸ λίμνῃ
ὄσσαν· ἀπ' οὖν χείρεσσι δύο ῥίπτεσκε βέλεμνα,
152

ἠλιβάτου προθέλυμνα Καναστραίης πάρος ἀκτῆς.


τῷ μὲν ὑπὸ Ζωναῖον ὄρος δρύες ἀμφί τε φηγοί
ῥιζόθι δινήθησαν ἀνέστησάν τε χορείην
οἷά τε παρθενικαί.

Nicander Epic., Fragmenta Fragment 69, line 1

ἄγγεσιν, εὐώδει δὲ μιγῆ ἀνάφυρσον ἐλαίῳ,


ζωμὸν δὲ βρομέοντα †καταντλας† ...
... πνῖγε δὲ πῶμα
ἀμφιβαλών, φωκτὸν γὰρ ἀνοιδαίνει βαρὺ κρῖμνον·
ἠρέμα δὲ χλιάον κοίλοις ἐκδαίνυσο μύστροις.
φηγοὶ Πανὸς ἄγαλμα,
γογγυλίδας σπείροις δὲ κυλινδρωτῆς ἐφ' ἅλωος
ὄφρ' ἂν ἴσαι πλαθάνοισι χαμηλοτέροις θαλέθωσι·
βουνιὰς † ἀλλ' εἴσω ῥαφάνοις εἴσω λαθαρωκοί †.
γογγυλίδος δισσὴ γὰρ ἰδ' ἐκ ῥαφάνοιο γενέθλη
μακρή τε στιφρή τε φαείνεται ἐν πρασιῇσι.

Oppianus Epic., Cynegetica (0024: 001)“Oppian, Colluthus,


Tryphiodorus”, Ed. Mair, A.W.Cambridge, Mass.: Harvard University
Press, 1928, Repr. 1963.Book 2, line 533

ἄσχιστος κρατερός τε, τὸν οὔ κε μάλ' οὐδὲ κραταιὸς


θηκτὸς πανδαμάτωρ τε διατμήξειε σίδηρος.
θυμὸς ἀπειρέσιος πέλεται κατὰ δάσκιον ὕλην
ἄγριος· ἐν δὲ βροτοῖς τιθασὸς μερόπεσσι τ' ἐνηής.
ἐν μὲν ἄρα χλοερῇσι πολυκνήμοισί τε βήσσαις
καὶ φηγοὺς κοτίνους τε καὶ ὑψικάρηνα γένεθλα
φοινίκων πρόρριζα κατὰ χθονὸς ἐξετάνυσσεν,
ἐγχρίμψας θηκτῇσιν ἀπειρεσίαις γενύεσσιν·
ὁππότε δ' ἐν μερόπων βριαρῇσι πέλει παλάμῃσι,
λήθετο μὲν θυμοῖο, λίπεν δέ μιν ἄγριον ἦτορ·
ἔτλη καὶ ζεύγλην καὶ χείλεσι δέκτο χαλινὰ

Γαληνός. ., De elementis ex Hippocrate libri ii (0057: 008)


“Galeni de elementis ex Hippocrate libri ii”, Ed. Helmreich, G.
Erlangen: Deichert, 1878.ühn Τόμ. 1, page 455, line 3

χωρὶς οὐχ οἷόν τε συστῆναι ζῷον, ἀέρος μὲν μάλιστα, σὺν


αὐτῷ δὲ καὶ πυρός [ἀναμιμνησκέτω σε]. μηδέ με γῆν αἰ-
153

τήσῃς αὐτὴν καθ' αὑτὴν ἐν ζῴου σώματι μηδὲ τῶν ἄλλων


μηδὲν | ἄκρατον ἢ δεῖξόν μοι σὺ πρῶτος ἐν τῇ τετραφαρ-
μάκῳ τὸν κηρόν. ἐμοὶ μὲν γὰρ καὶ θαυμάζειν ἐπέρχεται,
εἰ καὶ τοὺς πυροὺς καὶ τὰς κριθὰς καὶ τὰς φηγοὺς καὶ τὰ
σῦκα καὶ τῶν ἄλλων ὀσπρίων τε καὶ ἀκροδρύων ἕκαστον
οὐκ ἐκ γῆς καὶ ὕδατος οἴει γεγονέναι σαφῶς ὁρῶν ἐντεῦθεν
αὐτοῖς ὑπάρχουσαν τὴν γένεσιν. ἆρ' οὖν οὐδ' ὅλως ἀέρος
μετέχει ἢ πυρὸς εἰς γένεσιν οὐσίας; καὶ μὴν εἰ γῆν ὕδατι
δεύσειας, οὐδὲν ἔσται σοι πλέον πηλοῦ·

Γαληνός. ., De elementis ex Hippocrate libri ii


Kühn Τόμ. 1, page 455, line 11

αὐτοῖς ὑπάρχουσαν τὴν γένεσιν. ἆρ' οὖν οὐδ' ὅλως ἀέρος


μετέχει ἢ πυρὸς εἰς γένεσιν οὐσίας; καὶ μὴν εἰ γῆν ὕδατι
δεύσειας, οὐδὲν ἔσται σοι πλέον πηλοῦ· τῶν δ' ὀσπρίων
ἕκαστον καὶ τῶν ἀκροδρύων οὐκ αὐτὸ δὴ τοῦτο πηλός
ἐστιν, ὅτι καὶ πυρὸς καὶ ἀέρος μετείληφε δι' ὅλων ἀλλήλοις
κεκραμένων. ἀλλ' ἴσως σὺ μὲν τὰς φηγοὺς καὶ τὰ σῦκα
συγχωρεῖς ἐκ τῶν τοῦ κόσμου στοιχείων γεγονέναι καὶ
πρό γε τούτων αὐτῶν τὰ φυτὰ μικρὸν μὲν ἑκάστου σπέρμα
θεώμενος εἰς τὴν γῆν καταβαλλόμενον, ὃ τοῦ ὅλου φυτοῦ
οὐδὲ μυριοστόν ἐστι μόριον· ἅπασαν δὲ τὴν ἄλλην οὐσίαν
ἐκ τῶν τοῦ κόσμου στοιχείων ὁρῶν γιγνομένην ἀπορεῖς περὶ

Γαληνός. ., De elementis ex Hippocrate libri ii


Kühn Τόμ. 1, page 456, line 1

πρό γε τούτων αὐτῶν τὰ φυτὰ μικρὸν μὲν ἑκάστου σπέρμα


θεώμενος εἰς τὴν γῆν καταβαλλόμενον, ὃ τοῦ ὅλου φυτοῦ
οὐδὲ μυριοστόν ἐστι μόριον· ἅπασαν δὲ τὴν ἄλλην οὐσίαν
ἐκ τῶν τοῦ κόσμου στοιχείων ὁρῶν γιγνομένην ἀπορεῖς περὶ
τῶν ζῴων ὥσπερ οὐχὶ κἀκείνων ἐντεῦθεν τρεφομένων· ὄϊες |
μὲν γὰρ τὰς πόας, σύες δὲ καὶ ταύτας καὶ τὰς φηγούς,
αἶγες δὲ πρὸς τούτοις καὶ τοὺς ἁπαλοὺς κλάδους τῶν δέν-
δρων σιτοῦνται κἀκ τούτων αὐταῖς τό θ' αἷμα γεννᾶται
καὶ τὸ σῶμα τρέφεται καὶ τὰ κυήματα συνίσταταί τε καὶ
αὐξάνεται. πότερον οὖν αἶγες μὲν καὶ σύες καὶ ὄϊες ἐκ
τῶν τοῦ κόσμου γεγόνασι στοιχείων, οἱ δὲ ταῦτ' ἐσθίοντες

Γαληνός. ., De alimentorum facultatibus libri iii (0057: 037)“Galeni


de alimentorum facultatibus libri iii”, Ed. Helmreich, G.Leipzig:
154

Teubner, 1923; Corpus medicorum Graecorum, vol. 5.4.2.Kühn Τόμ.


6, page 619, line 12

αἱ ἀπὸ τῶν δρυῶν βάλανοι.

Ἄγρια καλεῖν εἰώθασι πάντες ἄνθρωποι φυτὰ τὰ κατὰ τὴν χώραν


φυόμενα χωρὶς ἐπιμελείας γεωργικῆς, ἀμέλει καὶ ἀμπέλους ἀγρίας
ὀνομάζουσιν, ὧν οὐδεὶς ἀμπελουργὸς προνοεῖται περισκάπτων ἢ περι-
σκάλλων ἢ βλαστολογῶν ἤ τι τοιοῦτον διαπραττόμενος. ἐκ τούτων τῶν
φυτῶν ἐστι καὶ φηγὸς καὶ δρῦς καὶ πρῖνος καὶ κρανία καὶ κόμαρος
ἕτερά τε δένδρα τοιαῦτα, καθάπερ γε καὶ θάμνοι τινές, οἷον ὅ τε τῆς
βάτου καὶ ὁ τῆς κυνοσβάτου καὶ ὁ τῆς ἀχέρδου τε καὶ ἀχράδος ὅ τε
τῶν ἀγρίων κοκκυμήλων, ἃ προῦμνα παρ' ἡμῖν καλοῦσι, καὶ ὁ τοῦ τὰς
ἐπιμηλίδας φέροντος. καλεῖται δὲ κατὰ τὴν Ἰταλίαν οὐνέδων ὁ καρπὸς
τοῦ θάμνου τούτου κακοστόμαχός τε καὶ κεφαλαλ|γὴς ὑπάρχων καὶ

Γαληνός. ., De simplicium medicamentorum temperamentis ac


facultatibus libri xi (0057: 075)“Claudii Galeni opera omnia, vols. 11–
12”, Ed. Kühn, C.G.Leipzig: Knobloch, 1826, Repr. 1965.Τόμ. 11, page
648, line 8

δ' αὐστηροὶ, τινὲς δ' ἀεὶ μένουσι στρυφνοὶ, τινὲς δ' ἀποτε-
λοῦνται λιπαροί· καὶ δὴ καὶ κατὰ τὰς τῶν εἰρημένων ποιο-
τήτων ἐπιμιξίας παμπόλλην ἔχουσι τὴν ποικιλίαν. στρυφνὸς
μὲν οὖν ἄχρι τέλους ἐστὶν ὁ τῆς πρίνου καὶ κομάρου καὶ
φηγοῦ καὶ κρανίας, ὅτι καὶ ψυχρὸς καὶ ξηρὸς οἷός περ ἦν ἐξ
ἀρχῆς παραμένει, μόνον μὲν αὐξανόμενος, οὐδεμίαν δὲ μεγάλην
ἀλλοίωσιν ἑτέραν ἐπικτώμενος. ἔστι γὰρ καὶ αὐτὰ ταῦτα τὰ
δένδρα πυκνότερά τε ἅμα καὶ ξηρότερα καὶ ψυχρότερα. στρυ-
φνὸς δὲ ἅμα καὶ γλυκὺς ὅ τε τῆς μυρσίνης καὶ ὁ τῆς ἀχράδος
καὶ ὁ τῆς δρυὸς, καὶ πλέον μὲν γλυκὺς ἢ στρυφνὸς ὁ τῆς

Γαληνός. ., De simplicium medicamentorum temperamentis ac


facultatibus libri xi Τόμ. 11, page 866, line 3

φούσης μετέχει ποιότητος, ἐπιπλέον δὲ τὸ ἐν τῷ φλοιῷ τοῦ


πρέμνου τὸ ὑμενῶδες, καὶ τὸ ὑπὸ τῷ κελύφει τῆς βαλάνου,
τὸ ἐπὶ τῇ σαρκὶ τοῦ καρποῦ. διὸ καὶ πρὸς ῥοῦν γυναι-
κεῖον, αἵματός τε πτύσεις καὶ δυσεντερίας καὶ γαστρὸς ῥεύ-
ματα χρόνια χρήσιμον εἶναι πεπίστευται, μάλιστα δ' ἀφέ-
ψοντες αὐτῷ χρῶνται. σφοδρότερον δ' ἔτι στύφει φηγὸς
155

καὶ πρῖνος, εἴτ' οὖν εἴδη δρυὸς ὀνομάζειν αὐτά τις εἴτε
καὶ διαφέρειν ὅλῳ τῷ γένει βούλοιτο. καὶ δὴ καὶ τὰ φύλλα
τὰ μὲν τούτων τῶν φυτῶν ἁπαλὰ καταπλασσόμενα ξηραί-
νειν οὐκ ἀγεννῶς πέφυκε, τὰ δὲ τῆς ἑτέρας δρυὸς ἧττον,
εἰς ὅσον καὶ στύψεως ἧττον μετείληφεν. ἔγωγ' οὖν οἶδα καὶ

Γαληνός. ., De simplicium medicamentorum temperamentis ac


facultatibus libri xi Τόμ. 12, page 139, line 11

τιθέμενον. οὐχ ἅπασα δὲ τέφρα τὴν αὐτὴν ἀκριβῶς ἔχει


κρᾶσιν, ἀλλὰ κατὰ τὴν τῆς καυθείσης ὕλης διαφορὰν ὑπαλ-
λάττεται. Διοσκορίδης δὲ οὐκ οἶδ' ὅπως στυπτικὴν αὐτὴν
ἔχειν φησὶ τὴν δύναμιν. καίτοι γε ἡ συκίνη πάσης ἀπήλ-
λακται τοιαύτης ποιότητος, ὅτι καὶ αὐτὸ τὸ δένδρον οὐχ
ὥσπερ δρῦς καὶ πρῖνος καὶ κόμαρος καὶ φηγὸς καὶ σχῖνος
καὶ κισσὸς, ὅσα τ' ἄλλα τοιαῦτα, τὴν στρυφνὴν ἐπιφαίνει ποι-
ότητα κατ' οὐδὲν ἑαυτοῦ μέρος, ἀλλ' ἔστιν ὀποῦ πλῆρες
ὅλον ἰσχυροῦ καὶ θερμοῦ καὶ δριμέος. ἐκ μὲν δὴ τῶν στρυ-
φνῶν ξύλων ἡ τέφρα στυπτικὸν οὐκ ὀλίγον ἔχει, καὶ ἔγωγέ
ποτε δι' αὐτῆς ἐπισχὼν αἱμοῤῥαγίας οἶδα, μηδενὸς ἑτέρου

Γαληνός. ., De compositione medicamentorum secundum locos libri x


(0057: 076)“Claudii Galeni opera omnia, vols. 12–13”, Ed. Kühn, C.G.
Leipzig: Knobloch, 12:1826; 13:1827, Repr. 1965.Τόμ. 12, page 961,
line 12

συλλαβὴν τοῦ ὀνόματος τὸ υ, ὡς εἶναι τρία γράμματα τοῦ


ὀνόματος τὰ πάντα, τό τε ο καὶ τὸ υ καὶ τὸ α, κατὰ δὲ
τοὺς Ἑλληνίζοντας τό τε ο καὶ τὸ α. τούτων δὲ ἰσχυρό-
τερα τό τε τῆς μυρσίνης καὶ τὸ τῶν μύρτων ἐστὶν ἀφέ-
ψημα καὶ τὸ τῶν στρυφνῶν κυδωνίων μήλων, ἀκρεμόνων τε
τῶν μαλακῶν, πρίνου καὶ κομάρου καὶ σμίλακος καὶ φηγοῦ
καὶ τῶν βαλάνων αὐτῶν, μεσπίλων τε καὶ κράνων καὶ με-
μαικύλου καρποῦ. γενναιότατα δὲ κηκίδων καὶ ῥοῦ τοῦ ἐπὶ
τὰ ὄψα καὶ τῆς βυρσοδεψικῆς καὶ μυρίκης καρποῦ καὶ
τῆς ἀκάνθης τῆς Αἰγυπτίας ὀνομαζομένης, ὁμοίως τοῦ καρ-
ποῦ. τούτων ἑκάστου κατὰ μόνας καὶ σὺν ἄλλοις ἑψηθέν

Plato Phil., Respublica (0059: 030)“Platonis opera, vol. 4”, Ed. Burnet,
J.Oxford: Clarendon Press, 1902, Repr. 1968.Stephanus page 372, section
c, line 8
156

ποιεῖς τοὺς ἄνδρας ἑστιωμένους. Ἀληθῆ, ἦν δ' ἐγώ, λέγεις. ἐπελαθόμην


ὅτι καὶ ὄψον ἕξουσιν, ἅλας τε δῆλον ὅτι καὶ ἐλάας καὶ τυρόν, καὶ
βολβοὺς καὶ λάχανά γε, οἷα δὴ ἐν ἀγροῖς ἑψήματα, ἑψήσονται.
καὶ τραγήματά που παραθήσομεν αὐτοῖς τῶν τε σύκων καὶ
ἐρεβίνθων καὶ κυάμων, καὶ μύρτα καὶ φηγοὺς σποδιοῦσιν
πρὸς τὸ πῦρ, μετρίως ὑποπίνοντες· καὶ οὕτω διάγοντες τὸν
βίον ἐν εἰρήνῃ μετὰ ὑγιείας, ὡς εἰκός, γηραιοὶ τελευτῶντες
ἄλλον τοιοῦτον βίον τοῖς ἐκγόνοις παραδώσουσιν.
Καὶ ὅς, Εἰ δὲ ὑῶν πόλιν, ὦ Σώκρατες, ἔφη, κατεσκεύαζες,
τί ἂν αὐτὰς ἄλλο ἢ ταῦτα ἐχόρταζες;

Pseudo-Lucianus Soph., Amores Section 31, line 11

μην γάρ, εἴπερ ἦν ἐν δυνατῷ, τὴν ἐπήκοόν ποτε


τῶν Σωκρατικῶν λόγων πλατάνιστον, Ἀκαδημίας
καὶ Λυκείου δένδρον εὐτυχέστερον, ἐγγὺς ἡμῶν
ἑστάναι πεφυκυῖαν, ἔνθ' ἡ Φαίδρου προσανάκλισις
ἦν, ὥσπερ ὁ ἱερὸς εἶπεν ἀνὴρ πλείστων ἁψάμενος
χαρίτων· αὐτὴ τάχα ἂν ὥσπερ ἡ ἐν Δωδώνῃ φηγὸς
ἐκ τῶν ὀροδάμνων ἱερὰν ἀπορρήξασα φωνὴν τοὺς
παιδικοὺς εὐφήμησεν ἔρωτας ἔτι τοῦ καλοῦ μεμνη-
μένη Φαίδρου. πλὴν ἐπεὶ τοῦτ' ἀμήχανον,

Lucianus Soph., Gallus (0062: 019)“Lucian, vol. 2”, Ed. Harmon, A.M.
Cambridge, Mass.: Harvard University Press, 1915, Repr. 1960.
Section 2, line 19

ἐμαντεύετο ἐκεῖνος καὶ τὰ μέλλοντα προεθέσπιζε


καὶ οὐδέν τι παράδοξον ἐδόκει ποιεῖν, οὐδὲ ὁ
ἀκούων ἐπεκαλεῖτο ὥσπερ σὺ τὸν ἀλεξίκακον,
ἀποτρόπαιον ἡγούμενος τὸ ἄκουσμα. καίτοι τί
ἂν ἐποίησας, εἴ σοι ἡ τῆς Ἀργοῦς τρόπις
ἐλάλησεν ὥσπερ ποτέ, ἢ ἡ φηγὸς ἐν Δωδώνῃ
αὐτόφωνος ἐμαντεύσατο, ἢ εἰ βύρσας εἶδες
ἑρπούσας καὶ βοῶν κρέα μυκώμενα ἡμίοπτα
περιπεπαρμένα τοῖς ὀβελοῖς; ἐγὼ δὲ Ἑρμοῦ πάρ-
εδρος ὢν λαλιστάτου καὶ λογιωτάτου θεῶν ἁπάν-
των καὶ τὰ ἄλλα ὁμοδίαιτος ὑμῖν καὶ .

Dionysius Halicarnassensis Hist., Rhet., Antiquitates Romanae


157

Book 10, chapter 22, section 7, line 6

τῶν, ὅτε τὰς πρὸς ὑμᾶς ἐποιούμεθα συνθήκας. εἰ μὲν


οὖν τῶν ὑμετέρων ἰδίων ἀδικεῖσθαί τι ἢ βλάπτεσθαι
λέγετε ὑφ' ἡμῶν, τὰ δίκαια ὑφέξομεν ὑμῖν κατὰ τὰς
ὁμολογίας· εἰ δὲ περὶ Τυσκλάνων ἀναπραξόμενοι δίκας
ἥκετε, οὐθείς ἐστιν ὑμῖν πρὸς ἐμὲ περὶ τούτων λόγος,
ἀλλὰ πρὸς ταύτην λαλεῖτε τὴν Φηγόν· δείξας αὐτοῖς
τινα πλησίον πεφυκυῖαν.
Ῥωμαῖοι δὲ τοιαῦτα ὑβρισθέντες ὑπὸ τοῦ
ἀνδρὸς οὐκ εὐθὺς ὀργῇ ἐπιτρέψαντες ἐξήγαγον τὴν
στρατιάν, ἀλλὰ καὶ δευτέραν ὡς αὐτὸν ἀπέστειλαν
πρεσβείαν καὶ τοὺς Φητιάλεις καλουμένους ἄνδρας

Dionysius Halicarnassensis Hist., Rhet., Antiquitates Romanae


Book 20, chapter 15, section 1, line 7

μαίοις τὴν ἡμίσειαν τῆς ὀρεινῆς παρέδωκαν αὐτοῖς, ἣ


καλεῖται μὲν Σίλα, μεστὴ δ' ἐστὶν ὕλης εἰς οἰκοδομάς
τε καὶ ναυπηγίας καὶ πᾶσαν ἄλλην κατασκευὴν εὐθέ-
του· πολλὴ μὲν γὰρ ἐλάτη πέφυκεν οὐρανομήκης ἐν
αὐτῇ, πολλὴ δὲ αἴγειρος, πολλὴ δὲ πίειρα πεύκη ὀξύη
τε καὶ πίτυς καὶ φηγὸς ἀμφιλαφὴς καὶ μελίαι ταῖς
διαρρεούσαις λιβάσι πιαινόμεναι, καὶ πᾶσα ἄλλη βα-
θεῖα συνυφαινομένη τοῖς κλάδοις ὕλη σκιερὸν ἀπο-
τελοῦσα δι' ὅλης ἡμέρας τὸ ὄρος.

Αίλιος Ηρωδιανός. Καθολική προσωδία.Part+Τόμ. 3,1, page 96, line


11

νίς. Αὐξωνίς, Ἀσκαλωνίς, Αὐσωνίς, Λευκωνίς. οὕτως ἐλέγετο


ἡ λίμνη Κωπαΐς. Βαβυλωνίς, Ἁλωνίς νῆσος καὶ πόλις Μασσαλίας
ὡς Ἀρτεμίδωρος. Γιγωνίς. οὕτως Ἀρτεμίδωρος ὁ Ἐφέσιος Γιγωνίαν
ἄκραν φησίν. Μυτωνίς· οὕτω καλεῖ Λέσβον Καλλίμαχος ἐν τετάρτῳ,
Παρθένιος δὲ Μυτωνίδας τὰς Λεσβικάς φησι. Δωδωνίς. Ἀπολλώνιος
»στεῖραν Ἀθηναίη Δωδωνίδος ἥρμοσε φηγοῦ (Argon. I 527, IV 583).
καὶ Σοφοκλῆς Ὀδυσσεῖ ἀκανθοπλῆγι «τὰς θεσπιῳδοὺς ἱερίας Δωδωνί-
δας». Ἠδωνίς· οὕτως Ἀριστοτέλης φησὶν Ἄντανδρον πόλιν ὠνομά-
σθαι διὰ τὸ Θρᾷκας Ἠδωνοὺς ὄντας οἰκῆσαι. Ἰτωνίς, Ἰωνίς, Κυ-
δωνίς, Κραννωνίς, Καυκωνίς· οὕτω Δύμην πόλιν Ἀντίμαχος καλεῖ
ἀπὸ Καύκωνος ποταμοῦ ὡς τὰς Θήβας Διρκαίας. Μαρωνίς, Σιδω
158

Αίλιος Ηρωδιανός. Καθολική προσωδία.Part+Τόμ. 3,1, page 131, line


21

οἴκαδέ τι πολλοσταῖος ἀποτρέχω, γύναι». ἀγυιαῖος· Σοφοκλῆς Ἑρμιόνῃ


»ἀλλ' ὦ πατρῴας γῆς ἀγυιαίου πέδον». Δωδωναῖος. Ἑκαταῖος Εὐ-
ρώπῃ «Μολοσσῶν πρὸς μεσημβρίης οἰκέουσι Δωδωναῖοι» καὶ Κρατῖνος
Ἀρχιλόχοις «Δωδωναίῳ κυνὶ βωλοκόπῳ τίτθη γεράνῳ προσεοικώς».
καὶ Ὅμηρος «Ζεῦ ἄνα Δωδωναῖε» (Il. Π 233). Ζηνόδοτος δὲ γράφει
Φηγωναῖε, ἐπεὶ ἐν Δωδώνῃ πρῶτον φηγὸς ἐμαντεύετο καὶ Σουίδας δέ
φησι Φηγωναίου Διὸς ἱερὸν εἶναι ἐν Θεσσαλίᾳ καὶ τοῦτον ἐπικαλεῖσθαι.
ἕτεροι δὲ γράφουσι «Βωδωναῖε». πόλιν γὰρ εἶναι Βωδώνην, ὅπου τι-
μᾶται. Ἀπολλόδωρος δὲ ἐν αʹ περὶ θεῶν τὸν Δωδωναῖον οὕτως ἐτυ-
μολογεῖ «καθάπερ οἱ τὸν Δία Δωδωναῖον μὲν καλοῦντες ὅτι δίδωσι
ἡμῖν τὰ ἀγαθά, Πελασγικὸν δὲ ὅτι τῆς γῆς πέλας ἐστίν».

Αίλιος Ηρωδιανός. Καθολική προσωδία.Part+Τόμ. 3,1, page 140, line


23

(Eurip. Phoen. 72) καὶ τοῦτο δὲ ἀπὸ τῆς κυβερνητικῆς μετενήνεκται


καταστάσεως. καὶ τὸ ζυγομαχεῖν ἀπὸ τῶν ἐν πλοίοις ζυγῶν δύναται
εἶναι, ὅτε περὶ τὰς καθέδρας διαφέρονται ἐρέσσοντες οἱ ἐρέται. εἰσὶ καὶ
Ζυγοί πόλις πρὸς τῷ τῆς Ἀσίας Βοσπόρῳ.
Τὰ εἰς γος δισύλλαβα φύσει μακρᾷ παραληγόμενα ὀξύνεται, εἰ μὴ
κύρια εἴη, λοιγός, Φηγός, πηγός. τὸ δὲ Λᾶγος κύριον. εἴρηται
καὶ τρισυλλάβως «Λάαγος φίλος υἱὸς ἀρίζηλος Πτολεμαῖος». οὐ φύσει
οὖν δισυλλαβεῖ, ἀλλ' ἐκ τοῦ τρισυλλάβου γέγονεν.
Τὰ εἰς γος ὑπερδισύλλαβα βραχείᾳ παραληγόμενα προπαροξύνεται,
πάταγος, ἔλεγος ὁ θρῆνος. Τεκτόσαγος. Ὤγυγος υἱὸς Τερμέρας,
ἀφ' οὗ Λύκιοι Ὠγύγιοι λέγονται. ἀσπάραγος κυρίως ὁ ἐπὶ τοῦ ἑλείου

Αίλιος Ηρωδιανός. Καθολική προσωδία.Part+Τόμ. 3,1, page 336, line


20

Θεσσαλικῆς καλῶν αὐτόν; οὕτω δὲ καὶ Ἐπαφρόδιτος ἐν τῇ Π τῆς Ἰλιά-


δος «τιμᾷ τοὺς ἐν Δωδώνῃ ἔχοντας ἐπιφανὲς μαντεῖον, «τὸν δ' ἐς Δω-
δώνην φάτο βήμεναι». ἐπικέκληκε δὲ Ἀχιλλεὺς τὸν ἐν τῇ Θετταλίᾳ
γειτνιῶντα θεόν, ὡς καὶ ὁ Πάνδαρος εὔχεται τῷ Λυκηγενεῖ καὶ ὁ Χρύ-
σης τῷ Σμινθεῖ. τὸν δὲ Δωδωναῖον ἔλεγον καὶ Νάϊον. Ζηνόδοτος δὲ
159

γράφει Φηγωναῖε, ἐπεὶ ἐν Δωδώνῃ πρῶτον φηγὸς ἐμαντεύετο». καὶ


Σουίδας δέ φησι Δωδωναίου Διὸς ἱερὸν εἶναι ἐν Θεσσαλίᾳ καὶ τοῦτον
ἐπικαλεῖσθαι. ἕτεροι δὲ γράφουσι Βωδωναῖε. πόλιν γὰρ εἶναι Βωδώ-
νην, ὅπου τιμᾶται. Κινέας δέ φησι πόλιν ἐν Θεσσαλίᾳ εἶναι καὶ φη-
γὸν καὶ τὸ τοῦ Διὸς μαντεῖον εἰς Ἤπειρον μετενεχθῆναι. ὠνόμα-
σται δὲ κατὰ Θρασύβουλον, ὡς Ἐπαφρόδιτος ὑπομνηματίζων τὸ βʹ

Αίλιος Ηρωδιανός. Καθολική προσωδία.Part+Τόμ. 3,1, page 336, line


24

σης τῷ Σμινθεῖ. τὸν δὲ Δωδωναῖον ἔλεγον καὶ Νάϊον. Ζηνόδοτος δὲ


γράφει Φηγωναῖε, ἐπεὶ ἐν Δωδώνῃ πρῶτον φηγὸς ἐμαντεύετο». καὶ
Σουίδας δέ φησι Δωδωναίου Διὸς ἱερὸν εἶναι ἐν Θεσσαλίᾳ καὶ τοῦτον
ἐπικαλεῖσθαι. ἕτεροι δὲ γράφουσι Βωδωναῖε. πόλιν γὰρ εἶναι Βωδώ-
νην, ὅπου τιμᾶται. Κινέας δέ φησι πόλιν ἐν Θεσσαλίᾳ εἶναι καὶ φη-
γὸν καὶ τὸ τοῦ Διὸς μαντεῖον εἰς Ἤπειρον μετενεχθῆναι. ὠνόμα-
σται δὲ κατὰ Θρασύβουλον, ὡς Ἐπαφρόδιτος ὑπομνηματίζων τὸ βʹ
Αἰτίων «ἀπὸ Δωδώνης μιᾶς τῶν Ὠκεανίδων νυμφῶν. Ἀκεστόδωρος
δὲ ἀπὸ Δώδωνος τοῦ Διὸς καὶ Εὐρώπης». εἰκὸς δὲ ἀπὸ Δώδωνος
ποταμοῦ Ἠπείρου. διτταὶ δ' εἰσὶ Δωδῶναι, ἡ ἐν Ἠπείρῳ καὶ ἡ ἐν
Θετταλίᾳ, καθάπερ ἄλλοι καὶ Μνασέας. ἡ δὲ Δωδῶνος γενικὴ μετὰ

Αίλιος Ηρωδιανός. Καθολική προσωδία.Part+Τόμ. 3,1, page 414, line


6

τῶν εἰς νη θηλυκῶν φύσει μακρᾷ παραληγομένων μεταπεπλασμέναι δο-


τικαὶ προπερισπῶνται οἷον ὑσμίνῃ ὑσμῖνι «μέμασαν δὲ καὶ ὧς ὑσμῖνι
μάχεσθαι» (Θ 56), Δωδώνῃ Δωδῶνι «Δωδῶνι ναίων Ζεὺς ὁμέστιος
βροτῶν». ὁ Σοφοκλῆς Ὀδυσσεῖ ἀκανθοπλῆγι «καὶ τὸν ἐν Δωδῶνι παῦ-
σον δαίμον' εὐλογούμενον» (fr. 415 Nauck) καὶ ἐν Τραχινίαις (170)
»ὡς τὴν παλαιὰν φηγὸν αὐδῆσαί ποτε Δωδῶνι δισσῶν ἐκ πελειάδων
ἔφη» καὶ Καλλίμαχος «τὸν ἐν Δωδῶνι λέγοι μόνον οὕνεκα χαλκὸν
ἤγειρον».
Ὁμοίως καὶ αἱ πληθυντικαὶ μεταπεπλασμέναι εἰς σι λήγουσαι προ-
παροξύνονται ἐγκάτοις ἔγκασι, ἄστροις ἄστρασι, προβάτοις πρόβασι.

Αίλιος Ηρωδιανός. Περὶ παθῶν (0087: 009)“Grammatici Graeci, vol.


3.2”, Ed. Lentz, A.Leipzig: Teubner, 1870, Repr. 1965.Part+Τόμ. 3,2,
page 213, line 12

πέπλασται· εἴρηται δὲ ψίθυρ καὶ μάρτυρ, ἀφ' ὧν ἡ κλίσις. οὕτως


Ἡρωδιανός.
Steph. B. 247, 17: τὴν Δωδῶνος γενικήν φησι Σοφοκλῆς Ὀδυσσεῖ
160

ἀκανθοπλῆγι «νῦν δ' οὔτε μ' ἐκ Δωδῶνος οὔτε Πυθικῶν γῆρύς τις
ἂν πείσειεν» καὶ δοτικὴν «Δωδῶνι ναίων Ζεὺς ὁμέστιος βροτῶν» καὶ
ἐν Τραχινίαις (v. 170) «ὡς τὴν παλαιὰν φηγὸν αὐδῆσαί ποτε Δωδῶνι
δισσῶν ἐκ πελειάδων ἔφη». καὶ Καλλίμαχος «τὸν ἐν Δωδῶνι λέγοι μό-
νον οὕνεκα χαλκὸν ἤγειρον» καὶ τὴν αἰτιατικήν φησιν Εὐφορίων Δω-
δῶνα ἐν Ἀνίῳ «ἷκτο μὲν εἰς Δωδῶνα Διὸς φηγοῖο προφῆτιν». ἠδύ-
νατο δὲ ἡ Δωδῶνος γενικὴ μετὰ τῆς λοιπῆς κινήσεως καὶ κλίσις εἶναι
τῆς Δωδών, εἴπερ ἦν ἐν χρήσει τῆς πόλεως ἡ εὐθεῖα. διόπερ ἔοικεν

Αίλιος Ηρωδιανός. Partitiones (= Ἐπιμερισμοί) [Sp.?] (e codd. Paris.


2543 + 2570) (0087: 036)“Herodiani partitiones”, Ed. Boissonade, J.F.
London, 1819, Repr. 1963.Page 143, line 11

κύρια· φιάλη, τὸ ποτήριον· φιμῶ, τὸ χαλινῶ· φιμὸς, ὁ


χαλινός· φίτυς, ὁ πατήρ· φιτύω, τὸ γεννῶ· φιτρὸς, ὁ
κορμός· καὶ τὰ λοιπά.
Πλὴν τοῦ φήμη· φημίζω· φημισμός· Φήμιος, κύριον·
φηλῶ, τὸ ἀπατῶ· φηλήτης, ὁ ἀπατεών· φήνη, ὄρνεον·
φηγὸς, ἡ δρῦς· φημὶ, τὸ λέγω· καὶ φῆναι, ἀπαρέμφατον,
ἀντὶ τοῦ φάναι.

Θεόφραστος. Ιστορία φυτών. (0093: 001)“Theophrastus. Enquiry into


plants, 2 vols.”, Ed. Hort, A.Cambridge, Mass.: Harvard University Press,
1916, Repr. 1:1968; 2:1961.Book 3, chapter 3, section 1, line 3

οἷς κέδρος· ἐνιαχοῦ δὲ τῆς Συρίας τέρμινθος. αἱ


γὰρ διαφοραὶ τῆς χώρας τὴν ἰδιότητα ποιοῦσιν.
ἀλλ' εἴρηται τὸ ἴδιον ὡς ἐπὶ πᾶν.
Ἴδια δὲ τὰ τοιάδε τῶν ὀρεινῶν, ἃ ἐν τοῖς
πεδίοις οὐ φύεται, [περὶ τὴν Μακεδονίαν] ἐλάτη
πεύκη πίτυς ἀγρία φίλυρα ζυγία φηγὸς πύξος
ἀνδράχλη μίλος ἄρκευθος τέρμινθος ἐρινεὸς
φιλύκη ἀφάρκη καρύα διοσΒάλανος πρῖνος. τὰ
δὲ καὶ ἐν τοῖς πεδίοις μυρίκη πτελέα λεύκη ἰτέα
αἴγειρος κρανεία θηλυκρανεία κλήθρα δρῦς λακά-
ρη ἀχρὰς μηλέα ὀστρύα κήλαστρον μελία .

Θεόφραστος. Ιστορία φυτών. Book 3, chapter 4, section 2, line 7

συναναβλαστάνει τοῖς ἡμέροις, οἷον ἀνδράχλη


ἀφάρκη· ἀχρὰς δὲ μικρῷ ὕστερον τῆς ἀπίου. τὰ
δὲ καὶ πρὸ ζεφύρου καὶ μετὰ πνοὰς εὐθὺ ζεφύρου.
161

καὶ πρὸ ζεφύρου μὲν κρανεία καὶ θηλυκρανεία,


μετὰ ζέφυρον δὲ δάφνη κλήθρα, πρὸ ἰσημερίας δὲ
μικρὸν φίλυρα ζυγία φηγὸς συκῆ· πρωΐβλαστα
δὲ καὶ καρύα καὶ δρῦς καὶ ἀκτέος· ἔτι δὲ μᾶλλον
τὰ ἄκαρπα δοκοῦντα καὶ ἀλσώδη, λεύκη πτελέα
ἰτέα αἴγειρος· πλάτανος δὲ μικρῷ ὀψιαίτερον
τούτων. τὰ δὲ ἄλλα ὥσπερ ἐνισταμένου τοῦ
ἦρος, οἷον ἐρινεὸς φιλύκη ὀξυάκανθος παλίουρος

Θεόφραστος. Ιστορία φυτών. Book 3, chapter 6, section 1, line 6

Ἔστι δὲ καὶ τὰ μὲν εὐαυξῆ τὰ δὲ δυσαυξῆ.


εὐαυξῆ μὲν τά τε πάρυδρα, οἷον πτελέα πλάτανος
λεύκη αἴγειρος ἰτέα· καί τοι περὶ ταύτης ἀμφις-
βητοῦσί τινες ὡς δυσαυξοῦς· καὶ τῶν καρποφόρων
δὲ ἐλάτη πεύκη δρῦς. εὐαυξέστατον δὲ ... μίλος
καὶ λάκαρα φηγὸς ἄρκευθος σφένδαμνος ὀστρύα
ζυγία μελία κλήθρα πίτυς ἀνδράχλη κρανεία
πύξος ἀχράς. καρποφορεῖ δ' εὐθὺς ἐλάτη πεύκη
πίτυς, κἂν ὁπηλικονοῦν μέγεθος λάβωσιν.
Ἡ δὲ αὔξησις καὶ ἡ βλάστησις τῶν μὲν ἄλλων
ἄτακτος κατὰ τοὺς τόπους τῶν βλαστῶν, τῆς δ'

Θεόφραστος. Ιστορία φυτών. Book 3, chapter 8, section 2, line 4

συνεμφαίνοντας καὶ τὰς ἰδίας μορφὰς τῶν μὴ


φανερῶν καὶ γνωρίμων.
Δρυὸς δὴ γένη – ταύτην γὰρ μάλιστα διαιροῦσι·
καὶ ἔνιοί γε εὐθὺς τὴν μὲν ἥμερον καλοῦσι τὴν δ'
ἀγρίαν οὐ τῇ γλυκύτητι τοῦ καρποῦ διαιροῦντες·
ἐπεὶ γλυκύτατός γε ὁ τῆς φηγοῦ, ταύτην δ'
ἀγρίαν ποιοῦσιν· ἀλλὰ τῷ μᾶλλον ἐν τοῖς ἐργα-
σίμοις φύεσθαι καὶ τὸ ξύλον ἔχειν λειότερον,
τὴν δὲ φηγὸν τραχὺ καὶ ἐν τοῖς ὀρεινοῖς – γένη
μὲν οὖν οἱ μὲν τέτταρα ποιοῦσιν οἱ δὲ πέντε.
διαλλάττουσι δ' ἔνια τοῖς ὀνόμασιν, οἷον τὴν τὰς

Θεόφραστος. Ιστορία φυτών. Book 3, chapter 8, section 2, line 7

καὶ ἔνιοί γε εὐθὺς τὴν μὲν ἥμερον καλοῦσι τὴν δ'


ἀγρίαν οὐ τῇ γλυκύτητι τοῦ καρποῦ διαιροῦντες·
162

ἐπεὶ γλυκύτατός γε ὁ τῆς φηγοῦ, ταύτην δ'


ἀγρίαν ποιοῦσιν· ἀλλὰ τῷ μᾶλλον ἐν τοῖς ἐργα-
σίμοις φύεσθαι καὶ τὸ ξύλον ἔχειν λειότερον,
τὴν δὲ φηγὸν τραχὺ καὶ ἐν τοῖς ὀρεινοῖς – γένη
μὲν οὖν οἱ μὲν τέτταρα ποιοῦσιν οἱ δὲ πέντε.
διαλλάττουσι δ' ἔνια τοῖς ὀνόμασιν, οἷον τὴν τὰς
γλυκείας φέρουσαν οἱ μὲν ἡμερίδα καλοῦντες οἱ
δ' ἐτυμόδρυν. ὁμοίως δὲ καὶ ἐπ' ἄλλων. ὡς δ'
οὖν οἱ περὶ τὴν Ἴδην διαιροῦσι, τάδ' ἐστὶ τὰ εἴδη·

Θεόφραστος. Ιστορία φυτών. Book 3, chapter 8, section 2, line 13

μὲν οὖν οἱ μὲν τέτταρα ποιοῦσιν οἱ δὲ πέντε.


διαλλάττουσι δ' ἔνια τοῖς ὀνόμασιν, οἷον τὴν τὰς
γλυκείας φέρουσαν οἱ μὲν ἡμερίδα καλοῦντες οἱ
δ' ἐτυμόδρυν. ὁμοίως δὲ καὶ ἐπ' ἄλλων. ὡς δ'
οὖν οἱ περὶ τὴν Ἴδην διαιροῦσι, τάδ' ἐστὶ τὰ εἴδη·
ἡμερὶς αἰγίλωψ πλατύφυλλος φηγὸς ἁλίφλοιος·
οἱ δὲ εὐθύφλοιον καλοῦσιν. κάρπιμα μὲν πάντα·
γλυκύτατα δὲ τὰ τῆς φηγοῦ, καθάπερ εἴρηται,
καὶ δεύτερον τὰ τῆς ἡμερίδος, ἔπειτα τῆς πλατυ-
φύλλου, καὶ τέταρτον ἡ ἁλίφλοιος, ἔσχατον δὲ
καὶ πικρότατον ἡ αἰγίλωψ.

Θεόφραστος. Ιστορία φυτών. Book 3, chapter 8, section 2, line 15

γλυκείας φέρουσαν οἱ μὲν ἡμερίδα καλοῦντες οἱ


δ' ἐτυμόδρυν. ὁμοίως δὲ καὶ ἐπ' ἄλλων. ὡς δ'
οὖν οἱ περὶ τὴν Ἴδην διαιροῦσι, τάδ' ἐστὶ τὰ εἴδη·
ἡμερὶς αἰγίλωψ πλατύφυλλος φηγὸς ἁλίφλοιος·
οἱ δὲ εὐθύφλοιον καλοῦσιν. κάρπιμα μὲν πάντα·
γλυκύτατα δὲ τὰ τῆς φηγοῦ, καθάπερ εἴρηται,
καὶ δεύτερον τὰ τῆς ἡμερίδος, ἔπειτα τῆς πλατυ-
φύλλου, καὶ τέταρτον ἡ ἁλίφλοιος, ἔσχατον δὲ
καὶ πικρότατον ἡ αἰγίλωψ. οὐχ ἅπασαι δὲ
γλυκεῖαι ἐν τοῖς γένεσιν ἀλλ' ἐνίοτε καὶ πικραί,
καθάπερ ἡ Φηγός.

Θεόφραστος. Ιστορία φυτών. Book 3, chapter 8, section 3, line 3

γλυκύτατα δὲ τὰ τῆς φηγοῦ, καθάπερ εἴρηται,


καὶ δεύτερον τὰ τῆς ἡμερίδος, ἔπειτα τῆς πλατυ-
φύλλου, καὶ τέταρτον ἡ ἁλίφλοιος, ἔσχατον δὲ
163

καὶ πικρότατον ἡ αἰγίλωψ. οὐχ ἅπασαι δὲ


γλυκεῖαι ἐν τοῖς γένεσιν ἀλλ' ἐνίοτε καὶ πικραί,
καθάπερ ἡ Φηγός. διαφέρουσι δὲ καὶ τοῖς
μεγέθεσι καὶ τοῖς σχήμασι καὶ τοῖς χρώμασι
τῶν βαλάνων. ἴδιον δὲ ἔχουσιν ἥ τε φηγὸς καὶ
ἡ ἁλίφλοιος· ἀμφότεραι γὰρ παραλιθάζουσιν ἐν
τοῖς ἄρρεσι καλουμένοις ἐξ ἄκρων τῶν βαλάνων
ἑκατέρωθεν, αἱ μὲν πρὸς τῷ κελύφει αἱ δὲ πρὸς

Θεόφραστος. Ιστορία φυτών. Book 3, chapter 8, section 3, line 5

φύλλου, καὶ τέταρτον ἡ ἁλίφλοιος, ἔσχατον δὲ


καὶ πικρότατον ἡ αἰγίλωψ. οὐχ ἅπασαι δὲ
γλυκεῖαι ἐν τοῖς γένεσιν ἀλλ' ἐνίοτε καὶ πικραί,
καθάπερ ἡ Φηγός. διαφέρουσι δὲ καὶ τοῖς
μεγέθεσι καὶ τοῖς σχήμασι καὶ τοῖς χρώμασι
τῶν βαλάνων. ἴδιον δὲ ἔχουσιν ἥ τε φηγὸς καὶ
ἡ ἁλίφλοιος· ἀμφότεραι γὰρ παραλιθάζουσιν ἐν
τοῖς ἄρρεσι καλουμένοις ἐξ ἄκρων τῶν βαλάνων
ἑκατέρωθεν, αἱ μὲν πρὸς τῷ κελύφει αἱ δὲ πρὸς
αὐτῇ τῇ σαρκί. δι' ὃ καὶ ἀφαιρεθέντων ὅμοια
γίνεται κοιλώματα τοῖς ἐπὶ τῶν ζώων.

Θεόφραστος. Ιστορία φυτών. Book 3, chapter 8, section 4, line 7

χεσι καὶ τοῖς ξύλοις καὶ τῇ ὅλῃ μορφῇ. ἡ μὲν


γὰρ ἡμερὶς οὐκ ὀρθοφυὴς οὐδὲ λεία οὐδὲ μακρά·
περίκομος γὰρ ἡ φυτεία καὶ ἐπεστραμμένη καὶ
πολυμάσχαλος, ὥστε ὀζώδη καὶ βραχεῖαν γίνε-
σθαι· τὸ δὲ ξύλον ἰσχυρὸν μὲν ἀσθενέστερον δὲ
τῆς φηγοῦ· τοῦτο γὰρ ἰσχυρότατον καὶ ἀσαπέ-
στατον. οὐκ ὀρθοφυὴς δὲ οὐδ' αὕτη ἀλλ' ἧττον
ἔτι τῆς ἡμερίδος, τὸ δὲ στέλεχος παχύτατον, ὥστε
καὶ τὴν ὅλην μορφὴν βραχεῖαν εἶναι· καὶ γὰρ
ἡ φυτεία περίκομος καὶ ταύτῃ καὶ οὐκ εἰς ὀρθόν.
ἡ δὲ αἰγίλωψ ὀρθοφυέστατον καὶ ὑψηλότατον

Θεόφραστος. Ιστορία φυτών. Book 3, chapter 8, section 7, line 4

πλαγίου τῶν ἄνωθεν ὄζων. ἡ δ' ἁλίφλοιος ἐπί-


μελαν τοῦτο φύει καὶ βραχύ.
Οἱ μὲν οὖν ἐκ τῆς Ἴδης οὕτως διαιροῦσιν. οἱ
δὲ περὶ Μακεδονίαν τέτταρα γένη ποιοῦσιν,
164

ἐτυμόδρυν ἣ τὰς γλυκείας, πλατύφυλλον ἣ τὰς


πικράς, φηγὸν ἣ τὰς στρογγύλας, ἄσπριν· ταύτην
δὲ οἱ μὲν ἄκαρπον ὅλως οἱ δὲ φαῦλον τὸν καρπόν,
ὥστε μηδὲν ἐσθίειν ζῶον πλὴν ὑός, καὶ ταύτην
ὅταν ἑτέραν μὴ ἔχῃ· καὶ τὰ πολλὰ λαμβάνεσθαι
περικεφαλαίᾳ. μοχθηρὰ δὲ καὶ τὰ ξύλα· πελε-
κηθέντα μὲν ὅλως ἀχρεῖα·

Θεόφραστος. Ιστορία φυτών. Book 4, chapter 13, section 2, line 6

Τὴν δὲ μακροβιότητα μαρτυροῦσιν ἐπί γέ τινων


καὶ ἡμέρων καὶ ἀγρίων καὶ αἱ παραδεδομέναι
φῆμαι παρὰ τῶν μυθολόγων· ἐλάαν μὲν γὰρ
λέγουσι τὴν Ἀθήνῃσι, φοίνικα δὲ τὸν ἐν Δήλῳ,
κότινον δὲ τὸν ἐν Ὀλυμπίᾳ, ἀφ' οὗ ὁ στέφανος·
φηγοὺς δὲ τὰς ἐν Ἰλίῳ τὰς ἐπὶ τοῦ Ἴλου μνήμα-
τος· τινὲς δέ φασι καὶ τὴν ἐν Δελφοῖς πλάτανον
Ἀγαμέμνονα φυτεῦσαι καὶ τὴν ἐν Καφύαις τῆς
Ἀρκαδίας. ταῦτα μὲν οὖν ὅπως ἔχει τάχ' ἂν
ἕτερος εἴη λόγος· ὅτι δέ ἐστι μεγάλη διαφορὰ
τῶν δένδρων φανερόν·

Θεόφραστος. Ιστορία φυτών. Book 5, chapter 1, section 2, line 6

Ἐπεὶ δὲ μάλιστ' ἢ μόνον περιαιροῦσι τὸν


φλοιὸν ἐλάτης πεύκης πίτυος, ταῦτα μὲν τέμνεται
τοῦ ἦρος· τότε γὰρ ἡ βλάστησις· τὰ δὲ ἄλλα ὁτὲ
μὲν μετὰ πυροτομίαν, ὁτὲ δὲ μετὰ τρυγητὸν καὶ
Ἀρκτοῦρον, οἷον ἀρία πτελέα σφένδαμνος μελία
ζυγία ὀξύα φίλυρα Φηγός τε καὶ ὅλως ὅσα
κατορύττεται· δρῦς δὲ ὀψιαίτατα κατὰ χειμῶνα
μετὰ τὸ μετόπωρον· ἐὰν δὲ ὑπὸ τὸν λοπητὸν
τμηθῇ, σήπεται τάχιστα ὡς εἰπεῖν, ἐάν τε ἔμ-
φλοιος ἐάν τε ἄφλοιος· καὶ μάλιστα μὲν τὰ ἐν
τῷ πρώτῳ λοπητῷ, δεύτερα δὲ τὰ ἐν τῷ δευτέρῳ,

Στράβων γεωγραφικά. Book 7a, chapter 1, section 1, line 2

γιώτιδος Θετταλίας), συνακολουθῆσαί τε γυναῖκας


τὰς πλείστας, ὧν ἀπογόνους εἶναι τὰς νῦν προφήτι-
δας· ἀπὸ δὲ τούτου καὶ Πελασγικὸν Δία κεκλῆσθαι·
Κινέας δ' ἔτι μυθωδέστερον.
Κινέας δέ φησι πόλιν ἐν Θεσσαλίᾳ εἶναι καὶ φηγὸν καὶ τὸ τοῦ Διὸς
165

μαντεῖον εἰς Ἤπειρον μετενεχθῆναι. Stephanus in Δωδώνη.


Ἦν δὲ πρότερον περὶ Σκοτοῦσσαν πόλιν τῆς Πε-
λασγιώτιδος τὸ χρηστήριον· ἐμπρησθέντος δ' ὑπό τι-
νων τοῦ δένδρου μετηνέχθη κατὰ χρησμὸν τοῦ Ἀπόλ-
λωνος ἐν Δωδώνῃ.

Στράβων γεωγραφικά. Book 13, chapter 1, section 35, line 28

ἐρινεός, τραχύς τις τόπος καὶ ἐρινεώδης, τῷ μὲν ἀρ-


χαίῳ κτίσματι ὑποπέπτωκεν, ὥστε τὸ “λαὸν δὲ στῆσον
“παρ' ἐρινεόν, ἔνθα μάλιστα ἀμβατός ἐστι πόλις καὶ
“ἐπίδρομον ἔπλετο τεῖχος” οἰκείως ἂν λέγοι ἡ Ἀνδρο-
μάχη· τῆς δὲ νῦν πόλεως πάμπολυ ἀφέστηκε· καὶ ὁ φηγὸς δὲ μικρὸν
κατωτέρω ἐστὶ τοῦ ἐρινεοῦ, ἐφ' οὗ φη-
σιν ὁ Ἀχιλλεύς “ὄφρα δ' ἐγὼ μετ' Ἀχαιοῖσιν πολέμιζον,
“οὐκ ἐθέλεσκε μάχην ἀπὸ τείχεος ὀρνύμεν Ἕκτωρ, ἀλλ'
“ὅσον ἐς Σκαιάς τε πύλας καὶ φηγὸν ἵκανεν.”
Καὶ μὴν τό γε ναύσταθμον τὸ νῦν ἔτι λεγόμενον
πλησίον οὕτως ἐστὶ τῆς νῦν πόλεως, ὥστε θαυμάζειν

Στράβων γεωγραφικά. Book 13, chapter 1, section 35, line 31

“ἐπίδρομον ἔπλετο τεῖχος” οἰκείως ἂν λέγοι ἡ Ἀνδρο-


μάχη· τῆς δὲ νῦν πόλεως πάμπολυ ἀφέστηκε· καὶ ὁ φη-
γὸς δὲ μικρὸν κατωτέρω ἐστὶ τοῦ ἐρινεοῦ, ἐφ' οὗ φη-
σιν ὁ Ἀχιλλεύς “ὄφρα δ' ἐγὼ μετ' Ἀχαιοῖσιν πολέμιζον,
“οὐκ ἐθέλεσκε μάχην ἀπὸ τείχεος ὀρνύμεν Ἕκτωρ, ἀλλ'
“ὅσον ἐς Σκαιάς τε πύλας καὶ φηγὸν ἵκανεν.”
Καὶ μὴν τό γε ναύσταθμον τὸ νῦν ἔτι λεγόμενον
πλησίον οὕτως ἐστὶ τῆς νῦν πόλεως, ὥστε θαυμάζειν
εἰκότως ἄν τινα τῶν μὲν τῆς ἀπονοίας τῶν δὲ τοὐναν-
τίον τῆς ἀψυχίας· ἀπονοίας μέν, εἰ τοσοῦτον χρόνον
ἀτείχιστον αὐτὸ εἶχον, πλησίον οὔσης τῆς πόλεως καὶ

Λυκόφρων Alexandra (0341: 002)“Lycophronis Alexandra”, Ed.


Mascialino, L.Leipzig: Teubner, 1964.Line 83

λιπών, ἐρυμνὸν κτίσμα Κυρβάντων Σάον,


ὅτ' ἠμάθυνε πᾶσαν ὀμβρήσας χθόνα
Ζηνὸς καχλάζων νασμός. οἱ δὲ πρὸς πέδῳ
πύργοι κατηρείποντο, τοὶ δὲ λοισθίαν
νήχοντο μοῖραν προὐμμάτων δεδορκότες.
166

φηγὸν δὲ καὶ δρύκαρπα καὶ γλυκὺν βότρυν


φάλλαι τε καὶ δελφῖνες αἵ τ' ἐπ' ἀρσένων
φέρβοντο φῶκαι λέκτρα θουρῶσαι βροτῶν.
Λεύσσω θέοντα γρυνὸν ἐπτερωμένον
τρήρωνος εἰς ἅρπαγμα, Πεφναίας κυνός,
ἣν τόργος ὑγρόφοιτος ἐκλοχεύεται,

Λυκόφρων Alexandra Line 554

χρῄζοντες ἀλφῆς τῆς ἀεδνώτου δίκην.


ἦ πολλὰ δὴ βέλεμνα Κνηκιὼν πόρος
ῥιφέντα τόλμαις αἰετῶν ἐπόψεται,
ἄπιστα καὶ θαμβητὰ Φηραίοις κλύειν.
ὁ μὲν κρανείᾳ κοῖλον οὐτάσας στύπος
φηγοῦ κελαινῆς διπτύχων ἕνα φθερεῖ,
λέοντα ταύρῳ συμβαλόντα φύλοπιν.
ὁ δ' αὖ σιγύμνῳ πλεύρ' ἀναρρήξας βοὸς
κλινεῖ πρὸς οὖδας. τῷ δὲ δευτέραν ἔπι
πληγὴν ἀθαμβὴς κριὸς ἐγκορύψεται,
ἄγαλμα πήλας τῶν Ἀμυκλαίων τάφων.

Λυκόφρων Alexandra Line 1432

σκιὰ καλύψει πέρραν, ἀμβλύνων σέλας.


Λοκρὸν δ' ὁποῖα παῦρον ἀνθήσας ῥόδον
καὶ πάντα φλέξας ὥστε κάγκανον στάχυν
αὖθις παλιμπλώτοιο γεύσεται φυγῆς,
μόσσυνα φηγότευκτον, ὡς λυκοψίαν
κόρη κνεφαίαν, ἄγχι παμφαλώμενος,
χαλκηλάτῳ κνώδοντι δειματουμένη.
Πολλοὶ δ' ἀγῶνες καὶ φόνοι μεταίχμιοι
λύσουσιν ἀνδρῶν οἱ μὲν Αἰγαίαις πάλας
δίναισιν ἀρχῆς ἀμφιδηριωμένων,

Alexis Comic., Fragmenta (0402: 001)“Comicorum Atticorum


fragmenta, vol. 2”, Ed. Kock, T.Leipzig: Teubner, 1884.Fragment 162,
line 12

θρηνοῦμεν, ἐπὰν μηδὲν ἔχωμεν,


χρῶμα δ' ἀσίτων ἡμῶν ὄντων
γίνεται ὠχρόν. τὰ μέρη δ' ἡμῶν
χἠ σύνταξις τοῦ βίου ἐστὶν
167

κύαμος, θέρμος, λάχανον, . .


γογγυλίς, ὦχρος, λάθυρος, Φηγός,
βολβός, τέττιξ, ἐρέβινθος, ἀχράς,
τό τε θειοφανὲς μητρῷον ἐμοὶ
μελέδημ' ἰσχάς,

Alexis Comic., Fragmenta (0402: 002)


“Fragmenta comicorum Graecorum, vol. 3”, Ed. Meineke, A.
Berlin: Reimer, 1840, Repr. 1970.
Play Olyn, fragment 1, line 12

θρηνοῦμεν, ἐπὰν μηδὲν ἔχωμεν,


χρῶμα δ' ἀσίτων ἡμῶν ὄντων
γίγνεται ὠχρόν. τὰ μέρη δ' ἡμῶν
χἡ σύνταξις τοῦ βίου ἐστίν
κύαμος, θέρμος, λάχανον,
γογγυλίς, ὦχρος, λάθυρος, Φηγός,
βολβός, τέττιξ, ἐρέβινθος, ἀχράς,
τό τε θειοφανὲς μητρῷον ἐμοί
μελέδημ' ἰσχάς,
Φρυγίας εὑρήματα συκῆς.
Ὁ δὲ σὸς πένης ἔστ', ὦ γλυκεῖα·

Eubulus Comic., Fragmenta (0458: 001)“Comicorum Atticorum


fragmenta, vol. 2”, Ed. Kock, T.Leipzig: Teubner, 1884.Fragment 137,
line 1

οἰνίσκος οὔπω πότιμος.


καὶ μὴν οἴκαδε
πολλοστιαῖος ἀποτρέχω, γύναι.
ταῖς ξυστίσιν ταῖς χρυσοπάστοις στόρνυται.
ἐγὼ ποιήσω πάντα κατὰ Νικόστρατον.
φηγούς, κάρυα Καρύστια
οἶνον γάρ με ψίθιον γεύσας
ἡδὺν ἄκρατον, διψῶντα λαβὼν
ὄξει παίει πρὸς τὰ στήθη.
οὗτοι ἀνιπτόποδες χαμαιευνάδες ἀερίοικοι,
ἀνόσιοι λάρυγγες,

Eubulus Comic., Fragmenta (0458: 002)“Fragmenta comicorum


Graecorum, vol. 3”, Ed. Meineke, A.Berlin: Reimer, 1840, Repr. 1970.
Play IFF, fragment 13, line 1
168

ὕδωρ τε ποταμοῦ σῶμα διεπεράσαμεν,


καὶ ἡμῶν δὲ πᾶσα δύναμις ὑδάτων ἄρδεται.
{Α.} Θὲς ἑπτάκλινον. {Β.} ἑπτάκλινος οὑτοσί.
{Α.} καὶ πέντε κλίνας Σικελικάς. {Β.} λέγ' ἄλλο τι.
{Α.} Σικελικὰ προσκεφάλαια πέντε.
Φηγούς, κάρυα Καρύστια.
Ἀμφιδρομίων ὄντων, ἐν οἷς νομίζεται
ὀπτᾶν τε τυροῦ Χερρονησίτου τόμον,
ἕψειν τ' ἐλαίῳ ῥάφανον ἠγλαϊσμένην,
πνίγειν τε παχέων ἀρνίων στηθύνια,
τίλλειν τε φάττας καὶ κίχλας ὁμοῦ σπίνοις,

Eupolis Comic., Fragmenta (0461: 001)“Comicorum Atticorum


fragmenta, vol. 1”, Ed. Kock, T.Leipzig: Teubner, 1880.Fragment 14,
line 5

ἐπίσταμαι γὰρ αἰπολεῖν, σκάπτειν, νεᾶν, φυτεύειν.


βοσκόμεθ' ὕλης ἀπὸ παντοδαπῆς, ἐλάτης, πρίνου κομάρου τε
πτόρθους ἁπαλοὺς ἀποτρώγουσαι, καὶ πρὸς τούτοισί γε θαλλόν,
κύτισόν τ' ἠδὲ σφάκον εὐώδη, καὶ σμίλακα τὴν πολύφυλλον,
κότινον, σχῖνον, μελίαν, λεύκην, ἀρίαν, δρῦν, κιττόν, ἐρίκην,
πρόμαλον, ῥάμνον, φλόμον, ἀνθέρικον, Φηγόν, κισθόν, θύμα,
θύμβραν.

Eupolis Comic., Fragmenta (0461: 002)“Fragmenta comicorum


Graecorum, vol. 2.1”, Ed. Meineke, A.Berlin: Reimer, 1839, Repr. 1970.
Play Aig, fragment 1, line 5

ἄλλ' οἷον κύτισόν τ' ἠδὲ σφάκον εὐώδη, καὶ σμίλακα τὴν πολύ-
φυλλον, κότινον, σχῖνον, μελίαν, πεύκην, ἀρίαν, δρῦν, κιττόν,
ἐρίκην, πρόμαλον, ῥάμνον, φλόμον, ἀνθέρικον, Φηγόν, κισθόν,
θύμα, θύμβραν. Ὡς ἡ ποτ' αὐτὸν ἢν κάμῃ τις, εὐθέως
ἐρεῖ [πρὸς αὐτὸν], πρίω μοι σελάχιον. {Β.} τί δ' ἢν λύκον;
Παυσανίας. Perieg., Graeciae descriptio
Book 2, chapter 10, section 6, line 4

ἱερείων τοὺς μηροὺς θύουσι πλὴν ὑῶν, τἄλλα δὲ ἀρκεύ-


θου ξύλοις καθαγίζουσι, καιομένοις δὲ ὁμοῦ τοῖς μη-
ροῖς φύλλον τοῦ παιδέρωτος συγκαθαγίζουσιν. ἔνεστι
δὲ ὁ παιδέρως ἐν ὑπαίθρῳ τοῦ περιβόλου πόα, φύεται
δὲ ἀλλαχόθι οὐδαμοῦ γῆς, οὔτε ἄλλης οὔτε τῆς Σικυω-
169

νίας. τὰ δέ οἱ φύλλα ἐλάσσονα ἢ φηγοῦ, μείζονα δέ


ἐστιν ἢ πρίνου, σχῆμα δέ σφισιν οἷον τοῖς τῆς Δρυός·
καὶ τὸ μὲν ὑπομελαίνει, τὸ δὲ ἕτερον λευκόν ἐστι·
φύλλοις δ' ἂν λεύκης μάλιστα εἰκάζοις τὴν χροιάν.
ἀπὸ τούτων δὲ ἀνιοῦσιν ἐς τὸ γυμνάσιον, ἔστιν ἐν
δεξιᾷ Φεραίας ἱερὸν Ἀρτέμιδος· κομισθῆναι δὲ τὸ ξόα

Παυσανίας. Perieg., Graeciae descriptio Book 8, chapter 1, section 6,


line 2

ὁπόσοι βίου σπανίζουσιν, οὗτός ἐστιν ὁ ἐξευρών. καὶ


δὴ καὶ τῶν φύλλων τὰ ἔτι χλωρὰ καὶ πόας τε καὶ
ῥίζας οὐδὲ ἐδωδίμους, ἀλλὰ καὶ ὀλεθρίους ἐνίας σιτου-
μένους τοὺς ἀνθρώπους τούτων μὲν ἔπαυσεν ὁ Πελας-
γός· ὁ δὲ τὸν καρπὸν τῶν δρυῶν οὔτι που πασῶν,
ἀλλὰ τὰς βαλάνους τῆς φηγοῦ τροφὴν ἐξεῦρεν εἶναι.
παρέμεινέ τε ἐνίοις ἐς τοσοῦτο ἀπὸ Πελασγοῦ τούτου
ἡ δίαιτα, ὡς καὶ τὴν Πυθίαν, ἡνίκα Λακεδαιμονίοις
γῆς τῆς Ἀρκάδων ἀπηγόρευεν ἅπτεσθαι, καὶ τάδε εἰπεῖν
τὰ ἔπη·

Παυσανίας. Perieg., Graeciae descriptio Book 8, chapter 12, section 1,


line 4

ἔχοι δ' ἄν τις καὶ πλέονα τοῖς εἰρημένοις ἐοικότα


ἄλλα ἐξευρεῖν.
τοῦ τάφου δὲ τοῦ Ἐπαμινώνδα μάλιστά που στα-
δίου μῆκος Διὸς ἀφέστηκεν ἱερὸν ἐπίκλησιν Χάρμωνος.
Ἀρκάδων δὲ ἐν τοῖς δρυμοῖς εἰσιν αἱ δρῦς διάφοροι,
καὶ τὰς μὲν πλατυφύλλους αὐτῶν, τὰς δὲ φηγοὺς
καλοῦσιν· αἱ τρίται δὲ ἀραιὸν τὸν φλοιὸν καὶ οὕτω
δή τι παρέχονται κοῦφον, ὥστε ἀπ' αὐτοῦ καὶ ἐν
θαλάσσῃ ποιοῦνται σημεῖα ἀγκύραις καὶ δικτύοις· ταύ-
της τῆς δρυὸς τὸν φλοιὸν ἄλλοι τε Ἰώνων καὶ Ἑρμη-
σιάναξ ὁ τὰ ἐλεγεῖα ποιήσας φελλὸν ὀνομάζουσιν.

Καλλίμαχος Aetia (0533: 006)“Callimachus, vol. 1”, Ed. Pfeiffer,


R.Oxford: Clarendon Press, 1949.Fragment 186, line 15

τέρπουσιν λιπ⌋αραὶ Φοῖβον ὀνοσφαγία⌊ι·


Ἑλλήν]ων τά γε πρῶτα Πελασγικο.[
ἐξ Ἀριμα]σπείης δειδέχαται κο[μ]ι̣[δῆς
170

ἔνθεν] ἐ̣πὶ πτόλιάς τε καὶ οὔ[ρεα Μαλίδος αἴης


στέλλο]υσιν Νᾴου θ̣ῆτ̣ ̣ες α̣[
Ζηνός,] ὅ̣τις φηγοῦ [.].μ̣εδ̣[´

Καλλίμαχος Iambi (0533: 007)“Callimachus, vol. 1”, Ed. Pfeiffer,


R.Oxford: Clarendon Press, 1949.Fragment 195, line 32

μαργῶντας ἵππους μηδὲ δευτέρ⌊η⌋ν̣ κ̣ά̣μ̣ψῃς,


μή τοι περὶ νύσσῃ δίφρ⌊ον
ἄξωσιν, ἐκ δὲ κύμβαχ⌊ος κυβις⌋τήσῃς.
ἆ, μή με ποιήσῃς γέ[λω.
ἐγὼ Βάκις τοι καὶ Σίβυλλα [καὶ] δάφνη
καὶ Φηγός. ἀλλὰ συμβαλεῦ̣
τᾤνιγμα, καὶ μὴ Πιτθέως ἔχε χρείην·
....]τι καὶ κωφεῖ λόγος.

Hellanicus Hist., Fragmenta (0539: 002)“FGrH #4, #323a, #601a,


#608a, #645a, #687a”.Τόμ. -Jacobyʹ-F 1a,4,F, fragment 129, line 2

– – – II 1144: τελευτῆσαι δὲ τὴν Ἕλλην κατὰ Πακτύην


φησὶν Ἑλλάνικος. – – – III 335: ὁ δὲ Ἰάσων ἀπὸ Αἰόλου τὸ γένος
κατάγει, ὡς Ἑλλάνικος. – – – II 404: ἄλσος τε σκιόειν Ἄρεως, τόθι
κῶας ἐπ' ἄκρης πεπταμένον φηγοῖο] ὁ δὲ Ἑλλάνικος ἐν τῶι ἱερῶι τοῦ
Διός φησι κεῖσθαι τὸ δέρας. τοῦ δὲ ἐν Κόλχοις λεγομένου Ἀρείου πεδίου
καὶ τοῦ αὐτόθι Ἄρεος τεμένους μέμνηνται πολλοί.
STEPH. BYZ. s. Ἀφεταί· πόλις τῆς Μαγνησίας· Ἑλλάνικος.
ὅτι ἐντεῦθεν δευτέραν ἄφεσιν ἡ Ἀργὼ ἐποιήσατο. ἢ ὅτι ἐκεῖ οἱ Ἀργοναῦ-
ται τὸν Ἡρακλέα κατέλιπον. κεῖται δ' ἐν τῶι Παγασιτικῶι κόλπωι.

Sextus Empiricus Phil., Pyrrhoniae hypotyposes (0544: 001)


“Sexti Empirici opera, vol. 1”, Ed. Mutschmann, H.Leipzig: Teubner,
1912.Book 1, section 58, line 2

δὴ χαίρουσι καὶ σαλαμάνδρας ἐσθίουσαι, ὡσπεροῦν ἔλαφοι


τὰ ἰοβόλα ζῷα καὶ αἱ χελιδόνες κανθαρίδας. οἵ τε μύρ-
μηκες καὶ οἱ σκνῖπες ἀνθρώποις μὲν ἀηδίας καὶ στρόφους
ἐμποιοῦσι καταπινόμενοι· ἡ δὲ ἄρκτος ἢν ἀρρωστίᾳ τινὶ
περιπέσῃ, τούτους καταλιχμωμένη ῥώννυται. ἔχιδνα δὲ
θιγόντος αὐτῆς μόνον φηγοῦ κλάδου καροῦται, καθάπερ
καὶ νυκτερὶς πλατάνου φύλλου. φεύγει δὲ κριὸν μὲν ἐλέφας,
λέων δὲ ἀλεκτρυόνα, καὶ θραγμὸν κυάμων ἐρεικομένων τὰ
171

θαλάττια κήτη, καὶ τίγρις ψόφον τυμπάνου. καὶ ἄλλα δὲ


πλείω τούτων ἔνεστι λέγειν· ἀλλ' ἵνα μὴ μᾶλλον τοῦ δέον-
τος ἐνδιατρίβειν δοκῶμεν, εἰ τὰ αὐτὰ τοῖς μέν ἐστιν ἀηδῆ

Pseudo-Απολλόδωρος Myth., Bibliotheca (sub nomine Apollodori)


(0548: 001)“Apollodori bibliotheca. Pediasimi libellus de duodecim
Herculis laboribus”, Ed. Wagner, R.Leipzig: Teubner, 1894;
Mythographi Graeci 1.Chapter 1, section 110, line 5

ἐπὶ τοῦτο πεμπόμενος Ἰάσων Ἄργον παρεκάλεσε


τὸν Φρίξου, κἀκεῖνος Ἀθηνᾶς ὑποθεμένης πεντηκόν-
τορον ναῦν κατεσκεύασε τὴν προσαγορευθεῖσαν ἀπὸ τοῦ
κατασκευάσαντος Ἀργώ· κατὰ δὲ τὴν πρῷραν ἐνήρμο-
σεν Ἀθηνᾶ φωνῆεν φηγοῦ τῆς Δωδωνίδος ξύλον. ὡς
δὲ ἡ ναῦς κατεσκευάσθη, χρωμένῳ ὁ θεὸς αὐτῷ πλεῖν
ἐπέτρεψε συναθροίσαντι τοὺς ἀρίστους τῆς Ἑλλάδος.
οἱ δὲ συναθροισθέντες εἰσὶν οἵδε· Τῖφυς Ἁγνίου, ὃς
ἐκυβέρνα τὴν ναῦν, Ὀρφεὺς Οἰάγρου, Ζήτης καὶ Κά-
λαϊς Βορέου, Κάστωρ καὶ Πολυδεύκης Διός, Τελαμὼν

Clemens Alexandrinus Theol., Protrepticus (0555: 001)“Clément


d'Alexandrie. Le protreptique, 2nd edn.”, Ed. Mondésert, C.Paris: Cerf,
1949; Sources chrétiennes 2.Chapter 1, section 1, subsection 1, line 6

Ἀμφίων ὁ Θηβαῖος καὶ Ἀρίων ὁ Μηθυμναῖος «ἄμφω


μὲν ἤστην ᾠδικώ, μῦθος δὲ ἄμφω» (καὶ τὸ ᾆσμα εἰσέτι τοῦτο
Ἑλλήνων ᾄδεται χορῷ), τέχνῃ τῇ μουσικῇ ὃ μὲν ἰχθὺν
δελεάσας, ὃ δὲ Θήβας τειχίσας. Θρᾴκιος δὲ ἄλλος σοφιστὴς
(ἄλλος οὗτος μῦθος Ἑλληνικός) ἐτιθάσευε τὰ θηρία γυμνῇ
τῇ ᾠδῇ καὶ δὴ τὰ δένδρα, τὰς φηγούς, μετεφύτευε τῇ
μουσικῇ. Ἔχοιμ' ἄν σοι καὶ ἄλλον τούτοις ἀδελφὸν διηγή-
σασθαι μῦθον καὶ ᾠδόν, Εὔνομον τὸν Λοκρὸν καὶ τέττιγα
τὸν Πυθικόν· πανήγυρις Ἑλληνικὴ ἐπὶ νεκρῷ δράκοντι
συνεκροτεῖτο Πυθοῖ, ἐπιτάφιον ἑρπετοῦ ᾄδοντος Εὐνόμου·
ὕμνος ἢ θρῆνος ὄφεως ἦν ἡ ᾠδή, οὐκ ἔχω λέγειν. Ἀγὼν δὲ

Longus Scr. Erot., Daphnis et Chloe (0561: 001)“Longus. Pastorales


(Daphnis et Chloé)”, Ed. Dalmeyda, G.Paris: Les Belles Lettres, 1934,
Repr. 1971.Book 2, chapter 5, section 3, line 3

εἴ τις ἄλλος τούτων ὠκύτερος ὄρνις. Οὔ τοι παῖς ἐγὼ


καὶ εἰ δοκῶ παῖς, ἀλλὰ καὶ τοῦ Κρόνου πρεσβύτερος καὶ
172

αὐτοῦ τοῦ παντὸς χρόνου.


Καί σε οἶδα νέμοντα πρω-
θήβην ἐν ἐκείνῳ τῷ ὄρει τὸ πλατὺ βουκόλιον καὶ παρήμην
σοι συρίττοντι πρὸς ταῖς φηγοῖς ἐκείναις, ἡνίκα ἤρας
Ἀμαρυλλίδος· ἀλλά με οὐχ ἑώρας καίτοι πλησίον μάλα τῇ
κόρῃ παρεστῶτα. Σοὶ μὲν οὖν ἐκείνην ἔδωκα· καὶ ἤδη
σοι παῖδες, ἀγαθοὶ βουκόλοι καὶ γεωργοί·

Longus Scr. Erot., Daphnis et Chloe Book 2, chapter 21, section 3, line 2

ἡσυχίας γενομένης ἐλθὼν εἰς τὸ πεδίον ἔνθα ἔνεμον, καὶ


μήτε τὰς αἶγας ἰδὼν μήτε τὰ πρόβατα καταλαβὼν μήτε
Χλόην εὑρὼν ἀλλὰ ἐρημίαν πολλὴν καὶ τὴν σύριγγα ἐρριμ-
μένην, ᾗ συνήθως ἐτέρπετο ἡ Χλόη,
μέγα βοῶν καὶ
ἐλεεινὸν κωκύων ποτὲ μὲν πρὸς τὴν φηγὸν ἔτρεχεν ἔνθα
ἐκαθέζοντο, ποτὲ δὲ ἐπὶ τὴν θάλασσαν ὡς ὀψόμενος
αὐτήν, ποτὲ δὲ ἐπὶ τὰς Νύμφας, ἐφ' ἃς διωκομένη κατέ-
φυγεν. Ἐνταῦθα καὶ ἔρριψεν ἑαυτὸν χαμαὶ καὶ ταῖς Νύμ-
φαις ὡς προδούσαις κατεμέμφετο.

Longus Scr. Erot., Daphnis et Chloe Book 2, chapter 30, section 2, line 3

τὴν Χλόην, μέγα βοήσας «ὦ Νύμφαι καὶ Πὰν» κατέδρα-


μεν εἰς τὸ πεδίον καὶ περιπλακεὶς τῇ Χλόῃ [καὶ] λιπο-
θυμήσας κατέπεσε.
Μόλις δὲ ἔμβιος ὑπὸ τῆς Χλόης
φιλούσης καὶ ταῖς περιβολαῖς θαλπούσης γενόμενος ἐπὶ
τὴν συνήθη φηγὸν ἔρχεται· καὶ ὑπὸ τῷ στελέχει καθίσας
ἐπυνθάνετο πῶς ἀπέδρα τοσούτους πολεμίους.

Maximus Soph., Dialexeis (0563: 001)“Maximi Tyrii philosophumena”,


Ed. Hobein, H.Leipzig: Teubner, 1910.Lecture 21, chapter 5, section c,
line 2

Σῶμά που τραφῆναι ἀδύνατον, ὅτι μὴ σιτίων προς-


φορᾷ, καὶ ἐργασίᾳ ὀδόντων, καὶ σπλάγχνων ὑποδοχῇ,
καὶ τῇ ἔνδον οἰκονομίᾳ, προσγινομένης αὐτῷ τῆς ὑπο-
τροφῆς. Ἦσαν δέ που κατὰ τὸν ἐπὶ Κρόνου, φασίν,
βίον αἱ τροφαὶ τοῖς ἀνθρώποις φηγοὶ καὶ ὄγχναι· καὶ
173

διὰ τοῦτο ἐπεφημίσθη φέρειν ἡ γῆ τοὺς καρποὺς αὐτο-


μάτους, ὅτι αὐτοῖς οὐδὲν ἔδει γεωπονίας, ἐξ αὐτοφυοῦς
τροφῆς βιοτεύουσιν. Ἐὰν τοίνυν προσθῇς ὀψοποιόν,
καὶ ἡδύσματα, καὶ τροφὴν ποικίλην, ἄλλῳ ἄλλην,
καρυκείαν Σικελικήν, καὶ Συβαριτικὴν χλιδήν, καὶ

Maximus Soph., Dialexeis Lecture 23, chapter 5, section b, line 4

δὲ Διόνυσος μετὰ τὸν Κάδμον καὶ τὸν Πενθέα, ὀψὲ


ὁ Τριπτόλεμος μετὰ τὸν Ἐριχθόνιον καὶ τὸν Κέκροπα.
Εἰ δὲ καὶ τῆς Κρόνου ἀρχῆς ἐπελαβόμεθα, τίς ἂν
ἡμῖν γεωργίας λόγος; Ἀλλ' οὐδὲ νῦν δεῖ γεωργίας·
οὐ γὰρ ἐξέκαμεν ἡ γῆ τοὺς καρποὺς αὐτομάτους φέ-
ρουσα· φέρει μὲν τροφήν, φηγοὺς καὶ ὄγχνας· φέρει
δὲ ποτὸν αὐτοφυές, Νεῖλον καὶ Ἴστρον καὶ Ἀχελωὸν
καὶ Μαίανδρον, καὶ ἄλλους κρατῆρας ἀενάους ναμάτων
καθαρῶν καὶ νηφαλίων γεωργίας. Ταῦτα οὐ πρες-
βύτης Ἰκάριος, οὐδὲ Βοιώτιος ἀνήρ, ἢ Θετταλικός·
ἀλλ' ἥλιος αὐτὸς καὶ σελήνη θάλπουσα, καὶ ὄμβροι

Maximus Soph., Dialexeis Lecture 33, chapter 3, section e, line 2

κουφιζόμενος, καὶ δι' εὐπορίαν ἐξυβρίζων. Οὗτος ὁ


τύραννος ἐπανέστησεν τὰ αἰσχρὰ τοῖς καλοῖς, οὗτος
ἐφώπλισεν ἀδικίαν δικαιοσύνῃ, οὗτος μέτρῳ ἀμετρίαν·
ὡς ἥ γε χρεία τῶν σωμάτων τὰς αὐτῆς ὀρέξεις οὐ
χαλεπῶς ἀναπίμπλησιν. Διψῇ τίς; κρῆναι πανταχοῦ·
πεινῇ τίς; φηγοὶ πανταχοῦ. Ἥλιος οὗτος, χλανίδων
ἀλεεινότατος· λειμῶνες οὗτοι, θεαμάτων τὰ ποικιλώ-
τατα· ἄνθη ταῦτα, εὐωδίαι φυσικαί. Καὶ μέχρι μὲν
τούτων ἐστὶν λαβεῖν ὅρους ἡδονῶν, τὴν χρείαν αὐτήν·
ἐὰν δὲ ταῦτα ὑπερβῇς καὶ προσέλθῃς περαιτέρω, δίδως
ταῖς ἡδοναῖς δρόμον ἄπαυστον, καὶ τὰς ἀρετὰς ἀπο

Ορφικά Αργοναυτικά. (0579: 002)“Les argonautiques d'Orphée”, Ed.


Dottin, G.Paris: Les Belles Lettres, 1930.Line 129

ἄγχουρος λαοῖς Σιφάεσι ῥεῖθρον ἄμειβεν·


ὃς περὶ μὲν βύκταισι καὶ ἀργήεσσιν ἀέλλαις
νῆα κατιθύνειν δέδαεν πολυμήτιδι τέχνῃ·
Κάστορά θ' ἱππόδαμον Πολυδεύκεά τ' εἰσενόησα
174

καὶ Μόψον Τιταρῆθεν, ὃν Ἄμπυκι νυμφευθεῖσα


Χαονίην ὑπὸ φηγὸν Ἀρηγονὶς ἐξελόχευσε·
Πηλέα τ' Αἰακίδην, Αἰγίνης ἀγλαὸν υἱόν
ὃς Δολόπεσσιν ἄνασσεν ἐνὶ Φθίῃ ἐριβώλῳ.
Τρισσὴν δ' Ἑρμείαο κλυτὴν εἰσέδρακα γένναν,
Αἰθαλίδην, ὃν ἔτικτε περικλυτὴ Εὐπολέμεια,
Μυρμιδόνος θυγάτηρ, Ἀλόπῃ ἐνὶ πετρηέσσῃ

Ορφικά Αργοναυτικά. Line 266

ἡνίκα δένδρε' ἔθελγον ἐν ὑλήεντι κολώνῃ


πέτρας τ' ἠλιβάτους, καί μοι κατὰ πόντον ἔβαινες
οὔρε' ἀποπρολιποῦσα, ἐπέσπεο δ' αὖτε θαλάσσης
παρθενίης ἀτραπούς· σπέρχου δ' ἐπὶ Φᾶσιν ἀμείβειν,
ἡμετέρῃ πίσυνος κιθάρῃ καὶ θεσκέλῳ ὀμφῇ.»
Δὴ τότ' ἐπιβρομέουσα Τομαριὰς ἔκλυε Φηγός
ἥν οἱ ὑποτροπίην Ἄργος θέτο νηῒ μελαίνῃ
Παλλάδος ἐννεσίῃσιν· ἀνηέρθη δὲ μάλ' ὦκα
δούρατ' ἐλαφρίζουσα, θοὴ δ' ὠλίσθανε πόντῳ·
καί οἱ ἐπειγομένη θαμινὰς ἐκέδασσε φάλαγγας
αἵ οἱ ὑπὸ τρόπι κεῖντο μιᾶς σχοίνοιο ταθεῖσαι.

Ορφικά Αργοναυτικά. Line 890

παρθενίην ἔρριψε, γάμων τ' εὐήνορα θυμόν,


ἄλλα τ' αὖ πολλὰ καὶ ἐσύστερον αὖθις ἀκούσῃ,
Ἀλλ' ὅτε δὴ Μήδεια λίπεν δόμον Αἰήταο
λαθριδίῃ καὶ νηὸς ἐφ' ἡμετέρης ἐπελάσθη,
δὴ τότ' ἄρα κατὰ θυμὸν ἐμηδόμεθ', ὄφρα μολόντες
ἀμφ' ἱερῆς φηγοῖο δέρας χρύσειον ἕλωμεν
ῥᾷστα· περὶ φρεσὶ δ' ᾗσι δοκεύομεν, οὐδέ τις ἡμέων
ἔγνω μόχθον ἄελπτον· ἐφέσπετο γὰρ μέγα ἔργον
πᾶσιν ἐφ' ἡρώεσσι, κακῶν δ' ἀνεφαίνετο πυθμήν·
Πρόσθε γὰρ Αἰήταο δόμων ποταμοῖό τ' ἐρυμνοῦ,
ἐννέ' ἐπ' ὀργυιῶν ἕρκος περιμήκετον ἄντην

Ορφικά Αργοναυτικά. Line 925

εὔοδμός τε κρόκος, ἰδὲ κάρδαμον· ἐν δ' ἄρα κῆμος,


σμίλαξ, ἠδὲ χαμαίμηλον, μήκων τε μέλαινα,
ἄλκυα καὶ πάνακες, καὶ κάρπασον, ἠδ' ἀκόνιτον,
ἀλλά τε δηλήεντα κατὰ χθόνα πολλὰ πεφύκει.
Μέσσον δ' ἠερόμηκες ἐπὶ στύπος ἄλσεϊ πολλῷ
175

ἥπλωται φηγοῖο πέριξ κλαδεῶσιν ἐρυμνόν,


ἐν δ' ἄρα οἱ χρύσειον ἐπεκρέματ' ἔνθα καὶ ἔνθα
ὅρπηκος ταναοῖο δέρας, τό κεν αἶψα δοκεύει
δεινὸς ὄφις, θνητοῖς ὀλοὸν τέρας, οὐ φατὸν εἰπεῖν.
Χρυσαῖς γὰρ φολίδεσσιν ἐθείρεται, ἐν δ' ἄρα πρέμνον
ἀπλάτοις ὁλκοῖσι φορεύμενος ἀμφιπολεύει

Ορφικά Αργοναυτικά. Line 991

κλείθρων ἀργυρέων, ἀνὰ δ' ἔπτατο καλὰ θύρετρα


τείχεος εὐρυμενοῦς, ὑπεφαίνετο δ' ἄλσος ἐρυμνόν.
Αὐτὰρ ἐγὼν ὑπὲρ οὐδὸν ἔβην· τῆμος δέ τε κούρη
Αἰήτεω Μήδεια καὶ Αἴσονος ἀγλαὸς υἱός,
Τυνδαρίδαι τ' ἤπειγον ὁμοῦ, σὺν δ' ἕσπετο Μόψος.
Ἀλλ' ὅτε δὴ σχεδόθεν κατεφαίνετο φηγὸς ἐραννή,
κρηπίς τε ξενίοιο Διὸς καὶ βώμιος ἕδρη,
ἔνθα δράκων ὁλκοῖσιν ὑπὸ πλατέεσσιν ἑλιχθείς
δινεύων ἀνάειρε κάρη βλοσυρόν τε γένειον,
ἂν δ' ὀλοὸν σύριγξ' ἐπὶ δ' ἔβραχεν ἄσπετος αἰθήρ·
Δένδρεα δ' ἐσμαράγησε, κραδαινόμεν' ἔνθα καὶ ἔνθα

Ορφικά Αργοναυτικά. Line 1156

ὕδωρ Ὠκεανοῦ κελαρύζεται ἐν ψαμάθοισιν.


Ἀλλὰ θοῶς ἱστὸν μὲν ἀναστήσασθε μεσόδμῃ
λύσατε δὲ προτόνων ὀθόνας· ἐκ δ' ὅπλα χέοντες
σφίγξατ' ἐπισταμένως, τοίχων ἑκάτερθε βαλόντες.»
Ὣς οἳ μὲν τὰ ἕκαστα πονήατο· ἐκ δ' ἄρα κοίλης
νηὸς ἐπιβρομέουσα Τομαριὰς ἔκλαγε Φηγός,
ἥν ποθ' ὑπ' Ἀργῴαισι τομαῖς ἡρμόσσατο Παλλάς.
Ὧδε δ' ἔφη (θάμβος δὲ περὶ φρένας ἵκετο πάντας)·
»Ὤ μοι ἐγὼν, ὄφελόν με διαρραισθεῖσαν ὀλέσθαι
Κυανέαις πέτραισιν ἐν ἀξείνῳ τε κλύδωνι·

Orphica, Lithica (0579: 003)“Orphei lithica”, Ed. Abel, E.


Berlin: Calvary, 1881.Line 115

αὐτὰρ ἐγὼ σπουδῇ κεν ἐπὶ στόμα κάππεσον ἐλθών·


ἂψ δ' αὖτις γαίηθεν ἀναΐξας ἐδίωκον.
ἀλλ' ὅτε δὴ κορυφήνδε μετασπόμενος κίον ἄκρην,
οἳ μὲν ἄρ' ἐξαπίνης ἰαχὴν ὀξεῖαν ὀρόντε
176

αἰγανέης ἔσσυντο θοώτερον ἠὲ βελέμνου


ὑψίκομον ποτὶ φηγὸν, ἐπεσσύμενον προϊδόντε
αἰνὸν ὄφιν πετάσαντα γένυν πλείην θανάτοιο.
τὸν δ' ἐγὼ ἐγχριμφθεὶς ὑπεναντίον ἀΐξαντα
οὐκ ἴδον· ὀφθαλμοὶ δέ μοι ὀρνίθων λελίηντο·
πρίν περ ἀναστήσαντος ἀπὸ χθονὸς αὐχένα δεινὸν
ἐφρασάμην ἤδη τε δέμας μεμαῶτα λαφύξαι.

Orphica, Lithica “Les lapidaires grecs”, Ed. Halleux, R., Schamp, J.


Paris: Les Belles Lettres, 1985.Line 115

Αὐτὰρ ἐγὼ σπουδῇ κεν ἐπὶ στόμα κάππεσον ἐλθών·


ἂψ δ' αὖτις γαίηθεν ἀναΐξας ἐδίωκον.
Ἀλλ' ὅτε δὴ κορυφήνδε μετασπόμενος κίον ἄκρην,
οἳ μὲν ἄρ' ἐξαπίνης ἰαχὴν ὀξεῖαν ὄρον τε
αἰγανέης ἔσσυντο θοώτερον ἠὲ βελέμνου
ὑψίκομον ποτὶ Φηγόν, ἐπεσσύμενον προϊδόντε
αἰνὸν ὄφιν, πετάσαντα γένυν πλείην θανάτοιο.
Τὸν δ' ἐγὼ ἐγχριμφθεὶς ὑπεναντίον ἀΐξαντα
οὐκ ἴδον· ὀφθαλμοὶ δέ μοι ὀρνίθων λελίηντο·
πρίν περ ἀναστήσαντος ἀπὸ χθονὸς αὐχένα δεινὸν
ἐφρασάμην ἤδη τε δέμας μεμαῶτα λαφύξαι.

Dio Chrysostomus Soph., Orationes (0612: 001)“Dionis Prusaensis


quem vocant Chrysostomum quae exstant omnia, vols. 1–2, 2nd edn.”,
Ed. von Arnim, J.Berlin: Weidmann, 1:1893; 2:1896, Repr. 1962.
Oration 6, section 62, line 4

Βοιωτίαν καὶ Πελοπόννησον καὶ Θετταλίαν ἀπορία καταλάβῃ,


ὥσπερ ἤδη πρότερόν φασιν, οὐδὲν ἐγὼ χεῖρον οὐδὲ ἀπορώτερον
βιώσομαι. παρὰ πόσον μὲν γὰρ ἔσομαι γυμνότερος τοῦ νῦν, πόσῳ
δὲ ἀοικότερος; ἱκανὰ δέ μοι τροφὴν παρασχεῖν καὶ μῆλα καὶ κέγ-
χροι καὶ κριθαὶ καὶ ὄροβοι καὶ τὰ εὐτελέστατα τῶν ὀσπρίων καὶ
φηγὸς ὑπὸ τῇ τέφρᾳ καὶ ὁ τῆς κρανείας καρπός, ᾗ φησιν Ὅμηρος
εὐωχεῖν τοὺς τοῦ Ὀδυσσέως ἑταίρους τὴν Κίρκην, ὑφ' ὧν ἀντέχει
τρεφόμενα καὶ τὰ μέγιστα θηρία.

Valerius Babrius Scr. Fab., Mythiambi Aesopici (0614: 001)


“Babrius and Phaedrus”, Ed. Perry, B.E.Cambridge, Mass.: Harvard
University Press, 1965.Section 1, fable 86, line 1

ἄλλοι δὲ λευκοί. πῶς ἂν οὖν δυνηθείην


177

εἰς πόλεμον ἄρχειν” εἶπε “τῶν ἀσυμφώνων


πρὸς τοὺς ὅμοια πάντ' ἔχοντας ἀλλήλοις;”
[Συμφωνία μέγιστον ἀγαθὸν ἀνθρώποις·
τὸ δὲ στασιάζον ἀσθενές τε καὶ δοῦλον.]
Κοίλωμα ῥίζης φηγὸς εἶχεν ἀρχαίη·
ἐν τῇ δ' ἔκειτο ῥωγὰς αἰπόλου πήρη,
ἄρτων ἑώλων πᾶσα καὶ κρεῶν πλήρης.
ταύτην ἀλώπηξ εἰσδραμοῦσα τὴν πήρην
ἐξέφαγε· γαστὴρ δ', ὥσπερ εἰκός, ὠγκώθη,
στενῆς δὲ τρώγλης οὐκέτ' εἶχεν ἐκδῦναι.

Ιπποκράτης. γιατρός De diaeta i–iv “Oeuvres complètes d'Hippocrate,


vol. 6”, Ed. Littré, É.Paris: Baillière, 1849, Repr. 1962.Section 55, line 28

εἰσὶν ὀπωδέστατα, βέλτιστα δὲ τὰ ὕστατα· τὰ ξηρὰ σῦκα καυσώδεα


μὲν, διαχωρητικὰ δέ. Αἱ ἀμυγδάλαι καυσώδεες, τρόφιμοι δέ· καυ-
σώδεες μὲν διὰ τὸ λιπαρὸν, τρόφιμοι δὲ διὰ τὸ σαρκῶδες. Καὶ
κάρυα τὰ στρογγύλα παραπλήσια· τὰ δὲ πλατέα πέπονα τρόφιμα,
καὶ διαχωρέει καθαρὰ ἐόντα, καὶ φῦσαν ἐμποιέει· οἱ δὲ χιτῶνες
αὐτέων στάσιμοι. Ἄκυλοι καὶ βάλανοι καὶ φηγοὶ στατικὰ ὠμὰ καὶ
ὀπτά· ἑφθὰ δὲ ἧσσον.

Ιπποκράτης. γιατρός De mulierum affectibus i–iii (0627: 036)


“Oeuvres complètes d'Hippocrate, vol. 8”, Ed. Littré, É.Paris: Baillière,
1853, Repr. 1962.Section 13, line 25

πάχετον, καὶ διὰ τοῦτο μὴ κυΐσκηται, νᾶπυ ἑφθὸν ἐσθίειν νῆστιν,


καὶ ἄκρητον ἐπιπίνειν· πρόσθετον δὲ νίτρον ἐρυθρὸν καὶ κύμινον
καὶ ῥητίνην· ἄριστον δ' ἐν ὀθονίῳ· ἢ νίτρον ξὺν σμύρνῃ καὶ ῥητίνῃ
καὶ κυμίνῳ καὶ μύρῳ λευκῷ· ἢ ἐλάφου κέρας καῦσαι καὶ μίξαι ὠμή-
λυσιν διπλασίην, ἐν οἴνῳ ἐπὶ ἡμέρας τέσσαρας πινέτω. Ἢν δὲ μὴ ῥηΐζῃ,
πράσα ἑψεῖν καὶ ἀμφικαθίζεσθαι· ἢ φηγὸν τρίβουσα προστιθέσθω·
σκόροδά τε τρώγειν νεαρὰ, καὶ μελίκρητον ἐπιπίνουσα ἐμεέτω.
Ὅσῃσι δὲ ἐμμένει καὶ ἐνσήπεται καὶ ὄχλον ποιέει, ἀν-
δραφάξιος ἀγρίης καρπὸν ἢ χυλὸν ξὺν μέλιτι ἢ ξὺν κυμίνῳ ἐκλει-
κτὸν διδόναι.

Philostratus Junior Soph., Imagines Olearius page 867, line 5

ὑπερκατακειμένους τὸν ἑαυτοῦ, μοι δοκεῖν, ἆθλον


ἀφηγούμενος καὶ τὸ καταβαλεῖν θάτερον τῶν θηρίων
πρῶτος, ἃ δὴ τῶν δρυῶν ἐξήρτηται δικτύοις ἔλαφος,
178

οἶμαι, καὶ σῦς ἐγκείμενα. ἦ γὰρ οὐκ ἐπῆρθαί σοι


δοκεῖ καὶ χαίρειν τῷ ἔργῳ; οἱ δ' ἀτενὲς μὲν ὁρῶσιν
ἐς αὐτὸν ἀφηγούμενον, ἅτερος δὲ σφῶν ἐναποκλίνας
ἑαυτὸν τῇ στιβάδι διαναπαύει που καὶ αὐτὸς τάχα
ἀναγράφων τι τῆς θήρας οἰκεῖον ἔργον. θάτερον δὲ
τοῦ ξυσσιτίου κέρας ὁ μὲν πρὸς τῷ μεσαιτάτῳ κύλι-
κος ἡμιδεοῦς ἐν θατέρᾳ ταῖν χεροῖν οὔσης τὴν δεξιὰν
ὑπὲρ τῆς κεφαλῆς περιαγαγὼν τὴν Ἀγροτέραν

Philostratus Junior Soph., Imagines Olearius page 881, line 23

ΑΡΓΩ Η ΑΙΗΤΗΣ.

ιαʹ. Ἡ διεκπαίουσα τοῦ ποταμοῦ ναῦς ὑπὸ


πολλῷ τῷ ῥοθίῳ τῆς εἰρεσίας κόρη τέ τις αὕτη ἐπὶ
τῆς πρύμνης ὁπλίτου πλησίον καὶ ὁ ἐμμελὲς προς-
ᾴδων τοῖς τῆς κιθάρας κρούμασι ξὺν ὀρθῇ τιάρᾳ
ὅ τε ὑπὲρ τῆς ἱερᾶς ἐκείνης φηγοῦ δράκων πολλῷ
σπειράματι κεχυμένος καὶ τὴν κεφαλὴν ἐς τὴν γῆν
νεύων ὕπνῳ βρίθουσαν τὸν ποταμὸν μὲν Φᾶσιν
γίγνωσκε, Μήδειαν δὲ ταύτην, ὁ δ' ἐπὶ τῆς πρύμ-
νης ὁπλίτης Ἰάσων ἂν εἴη, κιθάραν δὲ καὶ τιάραν
ὁρῶντας καὶ τὸν δὴ ἀμφοῖν κοσμούμενον Ὀρφεὺς

Διοσκουρίδης Πεδάνιος γιατρός ., De materia medica (0656:


001)“Pedanii Dioscuridis Anazarbei de materia medica libri quinque, 3
vols.”, Ed. Wellmann, M.Berlin: Weidmann, 1:1907; 2:1906; 3:1914,
Repr. 1958.Book 1, chapter 106, section 2, line 5

καὶ τοῦ φλοιοῦ βοηθεῖ τοξικῷ μετὰ γάλακτος βοείου πινόμενον.


ὠμαὶ δὲ καταπλασθεῖσαι λεῖαι φλεγμονὰς παρηγοροῦσι, σὺν
στέατι δὲ χοιρείῳ ταριχηρῷ πρὸς κακοήθεις σκληρίας καὶ πρὸς
πονηρευόμενα ἕλκη ἁρμόζουσιν. ἰσχυρότεραι δὲ τῶν δρυίνων
αἱ πρίνιναι τῇ δυνάμει εἰσί.
καὶ ἡ φηγὸς δὲ καὶ ἡ πρῖνος εἴδη ὄντα δρυὸς ἐοικότα
ἐνεργεῖ. τῆς δὲ ῥίζης τῆς πρίνου ὁ φλοιὸς σὺν ὕδατι ἑψηθείς,
ἄχρις οὗ τακηρὸς γένηται, καὶ ἐπιπλασθεὶς νύκτα ὅλην τρίχας
μελαίνει προαποσμηχθείσας Κιμωλίᾳ γῇ. ἁρμόζει δὲ τὰ φύλλα
πάντων λεῖα κοπέντα οἰδήμασι, καὶ τὰ ἄτονα δὲ μέρη κρατύνει.
αἱ δὲ Σαρδιαναὶ βάλανοι, ἅς τινες λόπιμα ἢ καστα
179

Διοσκουρίδης Πεδάνιος γιατρός ., Euporista vel De simplicibus


medicinis (0656: 002)“Pedanii Dioscuridis Anazarbei de materia medica
libri quinque, vol. 3”, Ed. Wellmann, M.Berlin: Weidmann, 1914, Repr.
1958.Book 1, chapter 219, section 1, line 3

σὺν κηρωτῇ, τέφρα κληματίνη σὺν ὀξυγγίῳ παλαιῷ. τὰ δὲ


λίαν χρόνια στρέμματα ἰᾶται ἀπόπατος βοὸς θερμὴ κατα-
πλασθεῖσα, κύπρου ἀφέψημα καταντλούμενον.
κεχαλασμένα δὲ ἄρθρα ἀκακίας χυλὸς ἀνεθεὶς
ὕδατι καὶ καταντλούμενος, ἀκάνθης ἀφέψημα ἢ βάτου ἢ μυρσί-
νης ἢ σιδίων ἢ σχίνου ἢ φηγοῦ ἢ πτελέας τῶν ῥιζῶν [ἢ] τοῦ
φλοιοῦ, ἐλάτη λεία μετὰ κηρωτῆς, ἔλαιον μυρσίνινον ἢ σχίνινον
περιχριόμενον συνεχῶς, σίδια καταπλασθέντα, μυρσίνης φύλλα
σὺν κηρωτῇ μυρσινίνῃ ἐπιτιθέμενα.

Διοσκουρίδης Πεδάνιος γιατρός ., Euporista vel De simplicibus


medicinis Book 2, chapter 53, section 1, line 5

ἑφθοῖς καὶ κηρῷ καὶ ἀμόργῃ.


ἐνίεται δὲ ἐπὶ κοιλιακῶν συμφερόντως καὶ δίδοται
δὲ αὐτοῖς ἀμπέλου φύλλων χυλὸς καὶ [χυλὸς] ἀνδράχνης,
ἀκακίας, ὑποκιστίδος, ἀρνογλώσσου χυλός, βαλαύστιον, μίλτος
Σινωπικὴ μετά τινος τῶν στυφόντων ἀφεψήματος, λωτοῦ ἢ
φηγοῦ πρισμάτων ἀφέψημα, ῥοὸς βυρσοδεψικῆς χύλισμα καὶ
τὸ ἀφέψημα τῶν φύλλων, φακῆ μετὰ ῥόδων ἀφεψηθεῖσα·
πτισάνη σὺν βάτων ἀφεψήματι ἢ μυρσίνης ἢ σφαιρίων κυπαρίς-
σου, καὶ καθ' ἑαυτὰ δὲ τὰ ἀφεψήματα χωρὶς πτισάνης ἐνίεται
ὠφελίμως.

Διοσκουρίδης Πεδάνιος γιατρός ., Euporista vel De simplicibus


medicinis Book 2, chapter 54, section 2, line 6

κεκαυμένον διπλασίονι καὶ οἴνῳ· μολύβδου σκωρία ἢ μολύβδαινα


μετὰ μυρσινίνου, ἄσφαλτος σὺν πτισάνῃ τακεῖσα, στοίβης ἀπό-
ζεμα σὺν οἴνῳ, γάρος ὁ ἀπὸ τῶν ἰχθύων ἐνιέμενος ἐπὶ τῶν
μετὰ νομῆς καὶ ὁ ἀπὸ τῶν σιλούρων, κονία συκίνη στακτή,
οὖρον παλαιόν, κυάμου Ἑλληνικοῦ τοῦ λέπους τὸ ἀφέψημα
σὺν αἰγείῳ στέατι, Λυσιμαχείου χυλός, λωτοῦ ἢ φηγοῦ πρι-
σμάτων ἀφέψημα σὺν αἰγείῳ στέατι, μελισσοφύλλου χυλός,
μίλτος Σινωπικὴ σὺν ἀποζέματι στύφοντι ἢ ὀξάλμῃ.
180

Διοσκουρίδης Πεδάνιος γιατρός ., Euporista vel De simplicibus


medicinis Book 2, chapter 143, section 1, line 4

τὸ οἰνόμελι. τὴν ἄφοδον δὲ τῶν φαγόντων τὸ μέλι σύες ἢ


κύνες φαγόντες τὸ αὐτὸ πάσχουσι.
πρὸς δὲ τὸ τοξικὸν ποιεῖ· αἷμα τράγου καὶ αἰγὸς
καὶ ἐρίφου καὶ νήσσης καὶ κυνὸς ἐν οἴνῳ, γογγυλίδος ἡμέρου
σπέρμα πινόμενον, χαλβάνη σὺν οἴνῳ καὶ σμύρνῃ, γλυκύς,
δρυὸς φλοιὸς μετὰ βοείου γάλακτος· ὁμοίως καὶ φηγοῦ ἢ
πρίνου φλοιός, ἢ ῥίζης χυλὸς σὺν οἴνῳ πολλῷ ποτισθείς·
μήλων ἀγρίων καρπὸς ἐσθιόμενος, στρουθία μῆλα ὁμοίως· Κυ-
δώνια λειώσας ἐν ὕδατι σὺν γλήχωνι δίδου, ἢ ῥόδινον ἢ ἴρινον
ἢ ἄμωμον καὶ βαλσάμου καρπὸν σὺν οἴνῳ.
εἰς τὰ τοξευόμενα δὲ καὶ οἷς ἐπιχρίεται τὸ ξί

Διοσκουρίδης Πεδάνιος γιατρός ., Euporista vel De simplicibus


medicinis Book 2, chapter 152, section 1, line 3

ἐφημέρου δὲ ποθέντος, ὃ καὶ Κολχικὸν καλοῦσιν,


ὠφελεῖ καστανίων τὸ ἐντὸς λεῖον σὺν οἴνῳ, πολυποδίου τὸ
ἀπόζεμα, ὀρίγανον σὺν κονίᾳ καὶ γλυκεῖ, δρυὸς ἢ φηγοῦ ἢ πρίνου φύλλα
λειώσας δίδου σὺν γάλακτι, πολυγόνου χυλὸν καὶ
ῥίζαν σὺν γάλακτι, ἀμπέλου ἢ βάτου χυλὸν ἢ καυλοὺς λείους
σὺν ὕδατι, ἢ νάρθηκος ἐντεριώνην μετ' οἴνου, ἢ ἕρπυλλον
μετ' οἴνου, ἢ μύρτων καρπόν, ἢ ῥοᾶς λέπη ἀποβρέξας ἐν οἴνῳ·
γάλα βόειον βοηθεῖ, ὥστε ἂν παραχρῆμά τις λάβῃ τὸ γάλα,

Παύλος ιατρός. Epitomae medicae libri septem (0715: 001)“Paulus


Aegineta, 2 vols.”, Ed. Heiberg, J.L.Leipzig: Teubner, 9.1:1921;
9.2:1924; Corpus medicorum Graecorum, vols. 9.1 & 9.2.Book 3,
chapter 31, section 3, line 4

μήλοις Κυδωνίοις ἑψηθέντας ἐν οἴνῳ αὐστηρῷ· μετὰ δὲ ταῦτα καὶ τὴν


δι' ἰτεῶν ἐπιρριπτέον ἔμπλαστρον, καὶ μάλιστα μετριωτέρας οὔσης τῆς
φορᾶς. διὰ στόματος δὲ ταῦτα· ἀνδράχνη ἐσθιομένη ποιεῖ (δραστικώ-
τερος δὲ ὁ χυλὸς αὐτῆς πινόμενος), βαλαύστιον, βάτου ὁ καρπὸς καὶ
τὸ ἄνθος, δρυὸς τὸ ἰνῶδες καὶ τὸ ὑπὸ τῷ κελύφει τῆς βαλάνου (μά-
λιστα δὲ ἕψοντες αὐτῷ χρῶνται, φηγοῦ δὲ καὶ πρίνου δραστικώτερα),
ῥῆον, Σάμιος ἀστήρ· πρὸς πᾶσαν αἵματος πτύσιν Λημνία σφραγίς, λίθος
αἱματίτης λειότατος ἅμα χυλῷ ῥοιᾶς ἢ πολυγόνου· ποσὸν δὲ τοῦ λί-
θου ὅσον γρ. α. σύνθετα δὲ ὅ τε δι' ἠλέκτρου τροχίσκος καὶ ὁ διὰ
181

κοραλλίου καὶ ὁ διὰ τῆς Αἰγυπτίας ἀκάνθης τό τε ξηρίον τὸ συγκείμενον


ἀπό τε γῆς ἀστέρος καὶ Λημνίας σφραγῖδος κοραλλίου τε καὶ συμφύ

Παύλος ιατρός. Epitomae medicae libri septem Book 5, chapter 54,


section 1, line 9

φαντασίαις, ὡς καὶ διὰ τοῦτο δυσιάτους εἶναι ἐν ταῖς θεραπείαις,


σπανίως δὲ καὶ σώζεσθαί τινας τῶν πεπωκότων. δεῖ μέντοι συνεχέσιν
αὐτοὺς δεσμοῖς ἀναγκάζοντας καὶ βιαζομένους γλυκὺν οἶνον σὺν ῥοδίνῳ
ποτίζειν καὶ ἐξεμεῖν ἀναγκάζειν, τό τε τῆς γογγυλίδος σπέρμα σὺν
οἴνῳ πινόμενον ἰδίως ἐπ' αὐτῶν ἁρμόζει καὶ ἡ τῆς πενταφύλλου ῥίζα
αἷμά τε τράγου ἢ αἰγὸς ὁμοίως λαμβανόμενον Δρυός τε φλοιὸς ἢ φηγοῦ
ἢ πρίνου γάλακτι συνεκλειανθεὶς καὶ μῆλα Κυδώνια ἐσθιόμενα ἢ λεῖα
σὺν γλήχωνι μεθ' ὕδατος πινόμενα ἄμωμόν τε καὶ βαλσάμου καρπὸς
σὺν οἴνῳ. πολὺν μέντοι χρόνον, εἴ τινες αὐτοῦ τὸν κίνδυνον ἐκφύγοιεν,
καὶ κλινοπετεῖς διαμένουσιν καὶ ἀναστάντες ἐπτοημένοι τὸν λοιπὸν
χρόνον διάγουσιν.

Αίτιος ιατρός. ., Iatricorum liber i (0718: 001)“Aëtii Amideni libri


medicinales i–iv”, Ed. Olivieri, A.Leipzig: Teubner, 1935; Corpus
medicorum Graecorum, vol. 8.1.Chapter 95, line 6

Δρυὸς ἅπαντα τὰ μόρια στυφούσης μετέχει ποιότητος, ἐπὶ πλέον


δὲ τὸ ὑπὸ τὸν φλοιὸν τοῦ πρέμνου εὑρισκόμενον ὑμενῶδες καὶ τὸ
ὑπὸ τῷ κελύφει τῆς βαλάνου περὶ τῇ σαρκὶ τοῦ καρποῦ. διὸ καὶ πρὸς
ῥοῦν γυναικεῖον, αἵματός τε πτύσεις καὶ δυσεντερίας καὶ γαστρὸς ῥεύ-
ματα χρόνια χρήσιμον εἶναι πεπίστευται, μάλιστα δὲ ἀφέψοντες αὐτῷ
χρῶνται. σφοδρότερον δὲ ἔτι στύφει φηγὸς καὶ πρῖνος. τὰ δὲ φύλλα
πάσης δρυὸς καταπλασσόμενα τραύματα νεότρωτα κολλᾶ, ὥσπερ ἐγὼ
κατ' ἀγρὸν ἐπειράθην. οἱ δὲ τῆς δρυὸς βάλανοι ἐσθιόμενοι τροφὴν μὲν
δαψιλῆ παρέχουσι τῷ σώματι. ἐστὶ δὲ βραδύπορος ἡ ἀπ' αὐτῶν τροφὴ
καὶ παχύχυμος καὶ δύσπεπτος. ἄρισται δὲ τῶν βαλάνων πασῶν εἰσιν
αἱ καστανέαι καὶ αἱ λόπιμοι ὀνομαζόμεναι.

Αίτιος ιατρός. ., Iatricorum liber ii “Aëtii Amideni libri medicinales i–


iv”, Ed. Olivieri, A.Leipzig: Teubner, 1935; Corpus medicorum
Graecorum, vol. 8.1.Chapter 209, line 6

Ὅσα ξηραίνει ἁπλῶς. Ἄγνου τὰ φύλλα καὶ τὸ σπέρμα, ἀγρώ-


στεως ἡ ῥίζα μετρίως ἀδίαντον ἀείζῳα ἀμφότερα· ἀμάραντος καὶ
182

ῥεῦμα ξηραίνει πινόμενον· βρυωνίας ἡ ῥίζα ὀνογύρου τὰ ξηρὰ φύλλα


ἄπιοι μετρίως καταπλασσόμεναι ἀριστολοχία ἀσπάραγος μυακάνθινος
ἀσπάλαθος ἀσφοδέλου ἡ ῥίζα καὶ μᾶλλον ἡ τέφρα βαλαύστιον πάνυ
τῶν βάτων ὁ ἄωρος καρπὸς δρυὸς πάντα τὰ μόρια φηγοῦ ὁμοίως βολβὸς
καταπλασσόμενος παιωνίας ἡ ῥίζα δάφνης τὰ φύλλα σφοδρῶς καὶ
μᾶλλον ὁ καρπὸς κύπρινον ἔλαιον δάφνινον δᾴδινον ἔλυμος κατα-
πλασσόμενος ἠρύγγιον ἰσάτις ἰτέας τοῦ φλοιοῦ ἡ τέφρα ἰσχυρῶς καννά-
βεως ὁ καπρὸς καρδάμωμον καυκαλὶς δαῦκος κονία καὶ μᾶλλον ἡ ἀπὸ
συκίνης τέφρας κράμβη (οἱ δὲ καυλοὶ αὐτῆς ἰσχυρῶς ποιοῦσι ξηραί

Ορειβάσιος. Collectiones medicae (lib. 1–16, 24–25, 43–50) (0722:


001)“Oribasii collectionum medicarum reliquiae, vols. 1–4”, Ed. Raeder,
J.Leipzig: Teubner, 6.1.1:1928; 6.1.2:1929; 6.2.1:1931; 6.2.2:1933;
Corpus medicorum Graecorum, vols. 6.1.1–6.2.2.Book 2, chapter 58,
section 55, line 3

καὶ ἀρτυθεῖσαι εὔστομοί εἰσιν. γίνονται δὲ καὶ γένη πελωρίδων τε καὶ


χημῶν· διάφοροι δὲ ποικίλαι καὶ στρογγύλαι, ὡς αἱ ἐν Δικαιαρχίᾳ ἐν
τῷ Λουκρίνῳ λάκκῳ καὶ ἐν τῷ ἐν Ἀλεξανδρείᾳ λιμένι· γλυκεῖαι γὰρ
καὶ εὔχυλοι. αἱ δ' ὑπὲρ Φάρον καὶ τὸν Δίολκον τήν τε γέφυραν καὶ
τὴν νῆσον ἐπιμήκεις, τραχεῖαι, βαλάνοις ἐοικυῖαι δρυΐναις, ἐμφερῶς
φηγοῖς τὸν ἐχῖνον φερόμεναι· λευκαὶ δ' εἰσὶ καὶ σκληραὶ καὶ δριμεῖαι.
κτένες κράτιστοι οἱ εὐμεγέθεις, κοῖλοι, τὴν χρόαν μελάντεροι· ἀκμάζουσι
δ' ἦρος καὶ θέρους· τότε γὰρ αὔξονται, μάλιστα πρὸς σελήνην. διάφοροι
δ' οἱ ἐν Μιτυλήνῃ πάντων μεγέθει, φύσει, εὐχυλίᾳ. φέρει δ' ὁμοίους
τούτοις ὁ Ἰόνιος κόλπος κατ' Ἰλλυρίδα καὶ Τυρρηνίδα καὶ Σαλώνας
καὶ Λάτιον. φέρει δὲ καὶ Χίος καὶ συχναὶ τῶν νήσων

Ορειβάσιος. Collectiones medicae (lib. 1-16, 24-25, 43-50)


Book 14, chapter 23, section 1, line 20

ὁ ἄωρος καρπός (ξηρανθεὶς δὲ μᾶλλον· ὁμοίως καὶ τὸ ἄνθος), βατρα-


χίου ἡ ῥίζα καὶ ἡ σύμπασα πόα σφοδρῶς, βολβὸς ἐπιπλασσόμενος,
γάλιον, γλυκυσίδης τῆς καὶ πεντορόβου καὶ παιωνίας ἡ ῥίζα, δάφνης
τὰ φύλλα σφοδρῶς, καὶ μᾶλλον ὁ καρπός (ἧττον δ' ὁ φλοιὸς τῆς
ῥίζης), δρυὸς ἅπαντα τὰ μόρια, καὶ μᾶλλον φηγοῦ καὶ πρίνου (καὶ δὴ
καὶ τὰ φύλλα τὰ μὲν τούτων τῶν φυτῶν ἁπαλὰ καταπλασσόμενα
ξηραίνειν οὐκ ἀγεννῶς πέφυκεν· τὰ δὲ τῆς ἑτέρας δρυὸς ἧττον),
ἔλαιον δάφνινον, καὶ μᾶλλον τὸ δᾴδινον, ἔλυμος ἡ καὶ μελίνη κατα-
πλασσομένη, ἐχίνου τῆς πόας ὁ καρπός, ἠρύγγιον ἱκανῶς, ἰσάτις ἀγρία
μᾶλλον τῆς ἡμέρου, ἰτέας τοῦ φλοιοῦ ἡ τέφρα ἰσχυρῶς, καννάβεως ὁ
183

Ορειβάσιος. Eclogae medicamentorum (0722: 003)“Oribasii


collectionum medicarum reliquae, vol. 4”, Ed. Raeder, J.Leipzig:
Teubner, 1933; Corpus medicorum Graecorum, vol. 6.2.2.Chapter 129,
section 3, line 3

ποικίλαις ἐπιβάλλουσα φαντασίαις, ὡς καὶ διὰ τοῦτο δυσιάτως αὐτοὺς


ἔχειν, σπανίως δὲ σῴζεσθαί τινα τῶν πεπωκότων. δεῖ τοίνυν δεσμοῖς
μὲν συνέχειν αὐτοὺς ἀναγκάζειν τε γλυκὺν μετὰ ῥοδίνου πίνειν καὶ
ἐμεῖν. βοηθεῖ δ' αὐτοῖς τὸ τῆς γογγυλίδος σπέρμα πινόμενον, ἰδιαί-
τερον δ' ἡ τῆς πενταφύλλου ῥίζα καὶ τράγου αἷμα ἢ αἰγός, Δρυός τε
φλοιός, ἢ φήγου ἢ πρίνου γάλακτι συλλεανθείς, καὶ κυδώνια μῆλα
ἐσθιόμενα, ἢ λεῖα μετὰ γλήχωνος ἐν ὕδατι πινόμενα, ἄμωμόν τε καὶ
βαλσάμου καρπὸς σὺν οἴνῳ. ἐὰν δέ τις διαφύγῃ τὸν κίνδυνον, κλινο-
πετὴς πολλῷ διαμένει χρόνῳ, ἐπτοημένος τε τὸ λοιπὸν τοῦ χρόνου
διατελεῖ.

Ορειβάσιος. Synopsis ad Eustathium filium (0722: 004)


“Oribasii synopsis ad Eustathium et libri ad Eunapium”, Ed. Raeder, J.
Leipzig: Teubner, 1926, Repr. 1964; Corpus medicorum Graecorum, vol.
6.3.Book 2, chapter 13, section 1, line 8

ῥίζα, ἀναγύρου τὰ ξηρὰ φύλλα, ἄπιοι καταπλασσόμεναι μετρίως, ἀρι-


στολοχίαι, ἀσπάραγος μυακάνθινος, ἀσπάλαθος, ἀσφοδέλου ἡ ῥίζα, καὶ
μᾶλλον καυθείσης ἡ τέφρα, βαλαύστιον πάνυ, τῶν βάτων ὁ ἄωρος
καρπός, βολβὸς ἐπιπλασσόμενος, παιωνίας ἡ ῥίζα, δάφνης τὰ φύλλα
σφοδρῶς, καὶ μᾶλλον ὁ καρπός, δρυὸς πάντα τὰ μόρια καὶ φηγοῦ καὶ
πρίνου, ἔλαιον δάφνινον, δᾴδινον, ἔλυμος καταπλασσομένη, ἠρύγγιον,
ἰσάτις, ἰτέας τοῦ φλοιοῦ ἡ τέφρα ἰσχυρῶς, καννάβεως ὁ καρπός, κάρ-
δαμον, καυκαλίς, δαῦκος, κονία, καὶ μᾶλλον ἡ ἀπὸ συκίνης τέφρας,
κράμβη (οἱ δὲ καυλοὶ καυθέντες αὐτῆς ἰσχυρῶς ποιοῦσι ξηραίνουσαν
τέφραν), κρῆθμον, κρίνου τὰ φύλλα καὶ ἡ ῥίζα,.

Ορειβάσιος. Synopsis ad Eustathium filium Book 9, chapter 2, section 2,


line 3

τὴν ἄμετρον κένωσιν. βοηθεῖν οὖν ἐκ τοῦ παραυτίκα τοῖς πάσχουσι


δυνήσῃ διὰ τῶν ὑπογεγραμμένων· τὴν γὰρ ὅλην διάθεσιν ἰατρῶν ἔργον
ἰάσασθαι. ἀνδράχνη ἐσθιομένη ποιεῖ (δραστικώτερος δ' ὁ χυλὸς αὐτῆς
πινόμενος), βαλαύστιον, βάτου ὁ καρπὸς καὶ τὸ ἄνθος, δρυὸς τὸ
ὑμενῶδες τὸ ὑπὸ τῷ φλοιῷ τοῦ πρέμνου καὶ τὸ ὑπὸ τῷ κελύφει τῆς
184

βαλάνου· μάλιστα δ' ἑψῶντες αὐτῷ χρῶνται· φηγοῦ δὲ καὶ πρίνου


δραστικώτερα. ἀλθαίας τῆς ῥίζης ἀφέψημα, ἡδύοσμον πρὸς τὰς προς-
φάτους, κενταυρίου τοῦ μεγάλου 𐅻 β διδόμεναι τοῖς μὲν πυρέσσουσι
μεθ' ὕδατος, τοῖς δ' ἀπυρέτοις μετ' οἴνου, ῥήου, σχίνου τῶν φύλλων
ὁ χυλός. Σάμιος ἀστὴρ πρὸς πᾶσαν ὁμοίως καὶ Λημνία σφραγίς. πρὸς

Ορειβάσιος. Libri ad Eunapium (lib. 1–4) (0722: 005)“Oribasii


synopsis ad Eustathium et libri ad Eunapium”, Ed. Raeder, J.Leipzig:
Teubner, 1926, Repr. 1964; Corpus medicorum Graecorum, vol.
6.3.Book 2, chapter 1,delta, section 16, line 2

ποιότητος, ἐπὶ πλέον δὲ τοῦ ἔνδον τὸ ὑπὸ τὸν φλοιὸν τοῦ πρέμνου
ὑμενῶδες καὶ τὸ ὑπὸ τῷ κελύφει τῆς βαλάνου τὸ περὶ τῇ σαρκὶ τοῦ
καρποῦ· διὸ καὶ πρὸς ῥοῦν γυναικεῖον αἵματός τε πτύσεις καὶ δυσεν-
τερίας καὶ γαστρὸς ῥεύματα χρόνια χρήσιμον εἶναι πεπίστευται. σφο-
δρότερον δ' ἔτι στύφει φηγὸς καὶ πρῖνος· τούτων καὶ τῆς δρυὸς τὰ
φύλλα καταπλασσόμενα ξηραίνειν οὐκ ἀγεννῶς πέφυκε· κολλᾷ γοῦν
καὶ τραύματα καταπλασσόμενα κατὰ τοῦ πέριξ χωρίου παντὸς τοῦ
τραύματος.

Ορειβάσιος. Libri ad Eunapium (lib. 1-4) Book 2, chapter 5, section 3,


line 7

ἀλόη, ἄμι, ἄνηθον καυθέν, ἄνησον, ἄρκευθος, ἀσάρου ῥίζα, ἀσφοδέλου


ἡ ῥίζα καὶ μᾶλλον καυθείσης ἡ τέφρα, ἀψίνθιον, βράθυ, βαλαύστιον,
τῶν βατίνων ὁ ἄωρος καρπός (ξηρανθεὶς δὲ μᾶλλον· ὁμοίως καὶ τὸ
ἄνθος), παιωνίας ἡ ῥίζα, δάφνης τὰ φύλλα καὶ μᾶλλον ὁ καρπός,
ἧττον δ' ὁ φλοιὸς τῆς ῥίζης, δρυὸς ἅπαντα τὰ μόρια καὶ μᾶλλον
φηγοῦ καὶ πρίνου, ἐλλέβορος ἑκάτερος, ἐπίθυμον, θύμα, ἰτέας τοῦ
φλοιοῦ ἡ τέφρα, καλαμίνθη, καλάμου φραγμίτου ὁ φλοιὸς καυθείς,
καρώ, κασία, κέδροι ἀμφότεραι, κόνυζα ἡ μείζων καὶ ἡ μικροτέρα (ἡ
γὰρ δυσωδεστέρα καὶ ἐν ὑγροῖς χωρίοις γινομένη ἀσθενεστέρα), λευκα-
κάνθου ἡ ῥίζα, λιβανωτοῦ αἴθαλος, μελάνθιον, κιτρίου τὸ ὑπὸ τὸ
σπέρμα τὸ ὀξύ, οἶνος ὁ ἱκανῶς παλαιός, ὄξος ὅταν ἰσχυρὸν ὑπάρχῃ,

Ορειβάσιος. Libri ad Eunapium (lib. 1-4) Book 4, chapter 78, section 2,


line 4

τὴν ἄμετρον κένωσιν. βοηθεῖν οὖν ἐκ τοῦ παραυτίκα τοῖς πάσχουσι


δυνήσῃ διὰ τῶν ὑπογεγραμμένων· τὴν γὰρ ὅλην διάθεσιν ἰατρῶν ἔργον
ἰᾶσθαι. ἀνδράχνη ἐσθιομένη ποιεῖ (δραστικώτερος δ' ὁ χυλὸς αὐτῆς
πινόμενος), βαλαύστιον, βάτου ὁ καρπὸς καὶ τὸ ἄνθος, δρυὸς τὸ ὑπὸ
185

τῷ φλοιῷ τοῦ πρέμνου τὸ ὑμενῶδες καὶ τὸ ὑπὸ τῷ κελύφει τῆς


βαλάνου· μάλιστα δ' ἑψῶντες αὐτῷ χρῶνται· φηγοῦ δὲ καὶ πρίνου
δραστικώτερα. ἀλθαίας τῆς ῥίζης ἀφέψημα, ἡδύοσμος πρὸς τὰς προς-
φάτους, κενταυρίου τοῦ μεγάλου 𐅻 β διδόμεναι τοῖς μὲν πυρέττουσι
μεθ' ὕδατος, τοῖς δ' ἀπυρέτοις μετ' οἴνου ῥοιῶν, σχίνου τῶν φύλλων
ὁ χυλός· Σάμιος ἀστὴρ πρὸς πᾶσας ὁμοίως καὶ Λημνία σφραγίς. πρὸς
δ' αἵματος θρομβώσεις ποιεῖ πυτία ποθεῖσα, καὶ μάλιστα ἡ λαγῴα.

Ορειβάσιος. Libri ad Eunapium (lib. 1-4) Book 4, chapter 111, section 7,


line 4

τὸ σῶμα προσήκει διά τε γαστρὸς καὶ οὔρων καὶ διαφορεῖν ἀραιοῦντα


διὰ τοῦ δέρματος ἀνατρίβοντά τε τὴν πᾶσαν ἐπιφάνειαν καὶ χρίοντα
τοῖς ἐπιτηδείοις. ποιεῖ δὲ καὶ πρὸς ῥοῦν ἀνδράχνη αὐτή τε ἐσθιομένη
καὶ ὁ χυλὸς αὐτῆς πινόμενος, βάτου καρπὸς καὶ τὸ ἄνθος, δρυὸς τὸ
ὑπὸ τῷ φλοιῷ τοῦ πρέμνου ὑμενῶδες καὶ τὸ ὑπὸ τῷ κελύφει τῆς
βαλάνου· μάλιστα δ' ἕψοντες αὐτοῖς χρῶνται· τὰ δὲ τοῦ φηγοῦ καὶ
πρίνου δραστικώτερα. ἵππουρις, καὶ μάλιστα τὸν ἐρυθρόν, ὠφελεῖ πινο-
μένη δι' ὕδατος ἢ οἴνου. ὁλοσχοίνου ὁ καρπὸς φρυγεὶς πινόμενος
μετ' οἴνου τὸν ἐρυθρὸν ἐπέχει. Σάμιος ἀστήρ, Λημνία σφραγίς, σχίνου
τῆς ῥίζης ἀφέψημα, ἐλάφου κέρας κεκαυμένον σὺν ὀξυκράτῳ, μήκωνος
μελαίνης σπέρμα σὺν οἴνῳ, ῥόδων ἄνθος σὺν ὀξυκράτῳ, σπύραθοι αἰγὸς

Eutecnius Soph., Paraphrasis in Nicandri theriaca (0752: 001)


“Eutecnii paraphrasis in Nicandri theriaca”, Ed. Gualandri, I.
Milan: Istituto Editoriale Cisalpino, 1968.Page 42, line 18

ἔρχεται καὶ αὐχμώδεις λίαν· μετὰ δὲ ἕτεροι δρυΐναν τὸν


αὐτὸν λέγουσι, διότι καὶ ταύτης ὑπεριδών, ἧσπερ ἐτύγχα-
νεν, ἑλόμενος ἐν ταῖς ἐσχατιαῖς καὶ τοῖς ἄλλως τόποις
τραχυτέροις οὗτος δίαιταν καὶ μονήν, διωκόμενος ὑπὸ οἴ-
στρου καὶ κεντούμενος ἐπί τε τὰς δρῦς καταφεύγων ἔρχε-
ται καὶ ἐπὶ τὰς φηγούς, καὶ χρῆται τούτοις πρὸς οἴκησιν,
ὃν τρόπον χρῆται καὶ τοῖς θάμνοις πρὸς τὸ ἐγκαθεύδειν.
Ὕδρῳ δὲ ἐοικώς, τὸ καθαρὸν καὶ ἐπὶ τοῦ νώτου τὸ μέλας
εἶναι ὥσπερ ἐκεῖνος διασῴζων, τραχυτέραν ἔχει τὴν κε-
φαλήν, ὀδμὴν δὲ βαρεῖαν ἱκανῶς καὶ ἀνυπόστατον τὸ πᾶν
αὐτοῦ σῶμα παρέχεται, καὶ οἷον ἡ ἵππου δορὰ ἐξόζει

Eutecnius Soph., Paraphrasis in Nicandri alexipharmaca (0752: 002)


“Eutecnii paraphrasis in Nicandri alexipharmaca”, Ed. Geymonat, M.
Milan: Istituto Editoriale Cisalpino, 1976.Section 8, line 19
186

τος τοῦ πάσχοντος αἷμα τὸ ἐντεῦθεν τοῖς ὁρῶσι δείκνυται καθαρόν,


πολλάκις
τε δὴ καὶ τῶν ἐντέρων οἷον ἀφρὸς αὐτῷ ἀναμεμιγμένος συνέξεισιν, καὶ
τὰ πε-
ριττώματα ὁμοίως τῆς γαστρὸς συναναφυρέντα τῇ ἔξω διὰ τοῦ στόματος
πο-
ρεύεται· τοσαῦτα μὲν δὴ τὸ κολχικὸν κακὰ ἐργάζεται τὸν πιόντα αὐτό[ν].
Ἐ-
πειδὰν δέ τις βουληθῇ τὸν δεινοπαθοῦντα ἰάσασθαι, ἐκεῖνα ποιείτω·
φύλλα
τοῦτο μὲν δὴ κοπτέτω ὁ τοιοῦτος Δρυός, τοῦτο δὲ καὶ φηγοῦ, ἀλλὰ σὺν
αὐτοῖς
φύλλοις κοπτέτω τὸν καρπὸν τῆς φηγοῦ· ἐμβάλλων μέντοι τῷ γάλακτι
ταῦτα
πινέτω τὸ γάλα· ἐπειδὰν δὲ εἰς πλῆθος μετάσχῃ τούτου γάλακτος, καὶ
αὐτῇ
προσάγων τῇ θηλῇ τὸ στόμα τοῦ ζώου πινέτω τὸ γάλα· βοηθήσειε δ' ἂν
καὶ τὸ πολύγονον ἡ βοτάνη, καὶ ἄλλοτε ταύτης τὰ ῥιζία τούτῳ, ἢν ἑψηθῇ
ταῦτα ἐν γάλακτι·

Eutecnius Soph., Paraphrasis in Nicandri alexipharmaca Secti 8, line 20

τε δὴ καὶ τῶν ἐντέρων οἷον ἀφρὸς αὐτῷ ἀναμεμιγμένος συνέξεισιν, καὶ


τὰ πε-
ριττώματα ὁμοίως τῆς γαστρὸς συναναφυρέντα τῇ ἔξω διὰ τοῦ στόματος
πο-
ρεύεται· τοσαῦτα μὲν δὴ τὸ κολχικὸν κακὰ ἐργάζεται τὸν πιόντα αὐτό[ν].
Ἐ-
πειδὰν δέ τις βουληθῇ τὸν δεινοπαθοῦντα ἰάσασθαι, ἐκεῖνα ποιείτω·
φύλλα
τοῦτο μὲν δὴ κοπτέτω ὁ τοιοῦτος Δρυός, τοῦτο δὲ καὶ φηγοῦ, ἀλλὰ σὺν
αὐτοῖς φύλλοις κοπτέτω τὸν καρπὸν τῆς φηγοῦ· ἐμβάλλων μέντοι τῷ
γάλακτι ταῦτα πινέτω τὸ γάλα· ἐπειδὰν δὲ εἰς πλῆθος μετάσχῃ τούτου
γάλακτος, καὶ αὐτῇ προσάγων τῇ θηλῇ τὸ στόμα τοῦ ζώου πινέτω τὸ
γάλα· βοηθήσειε δ' ἂν καὶ τὸ πολύγονον ἡ βοτάνη, καὶ ἄλλοτε ταύτης τὰ
ῥιζία τούτῳ, ἢν ἑψηθῇ ταῦτα ἐν γάλακτι·

Pseudo-Dioscorides Med., De venenis eorumque praecautione et


medicatione (= Alexipharmaca) “Pedanii Dioscoridis Anazarbei, vol.
2”, Ed. Sprengel, K.Leipzig: Knobloch, 1830; Medicorum Graecorum
opera quae exstant (ed. C.G. Kühn), vol. 26.2.Section 20, line 11
187

σπανίως δὲ καὶ σώζεσθαί τινας τῶν πεπωκότων. Δεῖ μέν-


τοι συνέχειν αὐτοὺς δεσμοῖς ἀναγκάζοντας, καὶ βιαζομένους
γλυκὺν οἶνον σὺν ῥοδίνῳ πίνειν καὶ ἐξεμεῖν· τό, τε τῆς γογ-
γυλίδος σπέρμα πινόμενον σὺν οἴνῳ· ἰδίως δ' ἐπ' αὐτῶν
ἁρμόζει καὶ ἡ τῆς πενταφύλλου ῥίζα, αἷμά τε τράγου ἢ αἰ-
γὸς, ὁμοίως λαμβανόμενα· Δρυός τε φλοιὸς ἢ φηγοῦ ἢ πρί-
νου, γάλακτι συνεκλεανθείς· καὶ μῆλα κυδώνια ἐσθιόμενα
λεῖα· ἢ σὺν γλήχωνι καὶ ὕδατι πινόμενα, ἄμωμόν τε καὶ
βαλσάμου καρπὸς σὺν οἴνῳ· καὶ εἴ τινες αὐτοῦ φύγοιεν τὸν
κίνδυνον, πολὺν χρόνον κλινοπετεῖς διαμένουσι, καὶ ἀναστάν-
τες ἐπτοημένοι τὸν λοιπὸν χρόνον διάγουσιν.

Apion Gramm., Fragmenta de glossis Homericis (1152: 004)


“Die Fragmente des Grammatikers Dionysios Thrax”, Ed. Neitzel, S.
Berlin: De Gruyter, 1977; Sammlung griechischer und lateinischer
Grammatiker 3.Fragment 146, line n

γίνονται. διόπερ ὁ μὲν εἰς τὸ ὑπαύξοιτο μετέφρασεν, ὁ δὲ ὑπογεννῷτο.


φάλος Γ 362 ... Ap. S. 161, 13: φάλος· τὸ λάμπρυσμα τῆς περικεφαλαίας
... εἴρηται δὲ παρὰ τὸ φάος. ὁ δὲ Ἀπίων “φάλος ὁ λαμπρὸς καὶ λευκὸς τῆς
περικεφαλαίας ἧλος”. Φηγός Ε 693 ... Ap. S. 162, 9: Φηγός· ἡ δρῦς ... ὁ
δὲ Ἀπίων ἐτυμολογῶν παρὰ τὸ φαγεῖν φαίνεται, ἐπεὶ πρὸ τῆς εὑρέσεως
τῶν Δημητριακῶν καρπῶν ἐβαλανοφάγουν ...
φῆρες Α 268. Β 743

Apion Gramm., Fragmenta de glossis Homericis Fragment 146, line 1

Ap. S. 161, 13: φάλος· τὸ λάμπρυσμα τῆς περικεφαλαίας ... εἴρηται δὲ


παρὰ τὸ φάος. ὁ δὲ Ἀπίων “φάλος ὁ λαμπρὸς καὶ λευκὸς τῆς περικε-
φαλαίας ἧλος”. Φηγός Ε 693 ...
Ap. S. 162, 9: Φηγός· ἡ δρῦς ... ὁ δὲ Ἀπίων ἐτυμολογῶν παρὰ τὸ
φαγεῖν φαίνεται, ἐπεὶ πρὸ τῆς εὑρέσεως τῶν Δημητριακῶν καρπῶν ἐβα-
λανοφάγουν ...

Apollonius Soph., Lexicon Homericum (1168: 001)“Apollonii


Sophistae lexicon Homericum”, Ed. Bekker, I.Berlin: Reimer, 1833,
Repr. 1967.Page 162, line 9

φέροντο ἐν τῇ Κ Ὀδυσσείας ἀντὶ τοῦ προσεφέροντο· “ἰχθῦς


ἀσπαίροντας ἀτερπέα δαῖτα φέροντες.”
188

Φείδων ὄνομα κύριον.


φέρτρῳ φορείῳ· “κείμενον ἐν φέρτρῳ.”
Φηγός ἡ δρῦς, καὶ φήγινος ὁ δρύϊνος· “φήγινος ἄξων.” ὁ δὲ
Ἀπίων ἐτυμολογῶν παρὰ τὸ φαγεῖν φαίνεται, ἐπεὶ πρὸ τῆς εὑ-
ρέσεως τῶν Δημητριακῶν καρπῶν ἐβαλανοφάγουν. ὅθεν καὶ πα-
ροιμία “πάλιν δ' ἐπὶ φηγὸν ἀνέδραμον” ἀντὶ τοῦ εἰς τὴν ἀπὸ
τῆς φηγοῦ τροφήν.
φήνη εἶδος ὀρνέου. καὶ “φήνοι Αἰγυπτιακοὶ γαμψώνυχες.”

Apollonius Soph., Lexicon Homericum Page 162, line 12

Φηγός ἡ δρῦς, καὶ φήγινος ὁ δρύϊνος· “φήγινος ἄξων.” ὁ δὲ


Ἀπίων ἐτυμολογῶν παρὰ τὸ φαγεῖν φαίνεται, ἐπεὶ πρὸ τῆς εὑ-
ρέσεως τῶν Δημητριακῶν καρπῶν ἐβαλανοφάγουν. ὅθεν καὶ πα-
ροιμία “πάλιν δ' ἐπὶ φηγὸν ἀνέδραμον” ἀντὶ τοῦ εἰς τὴν ἀπὸ
τῆς φηγοῦ τροφήν.

Aristonicus Gramm., De signis Iliadis (1194: 002)“Aristonici περὶ


σημείων Ἰλιάδος reliquiae emendatiores”, Ed. Friedländer, L.
Göttingen: Dieterich, 1853, Repr. 1965.Book of Iliad 5, verse in book
789, line of scholion 3

Στέντορι εἰσαμένη: ἡ διπλῆ, ὅτι ἐνταῦθα μό-


νον μνημονεύει τοῦ Στέντορος. A. πολλὰ δέ ἐστιν ἅπαξ
εἰρημένα παρὰ τῷ ποιητῇ: Γ 54.
οὐδέ ποτε Τρῶες πρὸ πυλάων Δαρδανιάων
οἴχνεσκον: τῶν Σκαιῶν· φησὶ γάρ ἀλλ' ὅσον ἐς
Σκαιάς τε πύλας καὶ φηγὸν ἵκανον (Ι 354 ubi v. A.
cf. Ζ 237 X 6 L.) BL.

Aristonicus Gramm., De signis Iliadis Book of Iliad 6, verse in book 237,


line of scholion 1

ταί τινες, ὅτι πρὸς τὸ πρῶτον ἀπήντηκεν. A. Ar. 13.


ἑκατόμβοια: ἑκατὸν βοῶν ἄξια· οὐ γὰρ νομί-
σμασιν ἐχρῶντο (cf. ad Η 473): ὅθεν καὶ ἀλφεσίβοιαι. AD.
Haec breviter adjecta (de ἀλφεσίβοιαι) ne falso intelligas, v.
Apoll. lex. s. v. p. 23 et infra ad Λ 244. L. Ἕκτωρ δ' ὡς Σκαιάς τε πύλας
καὶ φηγὸν ἵκανεν: ἡ διπλῆ, ὅτι τὰς Σκαιάς ὀνοματικῶς Δαρδανίας
λέγει. A. Ε 789.
189

Aristonicus Gramm., De signis Iliadis Book of Iliad 7, verse in book 22,


line of scholion 2

nam is explicuisset: ὅτι γενικὴ ἀντὶ αἰτιατικῆς, Δεξιάδην ἀντὶ


τοῦ Δεξιάδου: cf. p. 20. Diple pertinere videtur ad λύντο δὲ
γυῖα: v. ad v. 6.
Ἴλιον εἰς ἱερήν: ἡ διπλῆ, ὅτι θηλυκῶς τὴν Ἴλιον. A.
ἀλλήλοισι δὲ τώ γε συναντέσθην παρὰ φηγῷ:
ἡ διπλῆ, ὅτι πρὸ τῶν πυλῶν τὴν φηγὸν ταύτην ὑποτίθε-
ται. A. Obscura sunt quae sequuntur, et fortasse ad Aristo-
nici scholium non pertinent: πρὸ πολλοῦ δὲ (? v. 21) ὁ Ἀπόλ-
λων ἐστὶν ἐπὶ τῆς Περγάμου. A. Ar. 231.
ἤν τινά που Δαναῶν προκαλέσσεται οἰόθεν οἶος:

Aristonicus Gramm., De signis Iliadis Book of Iliad 9, verse in book 354,


line of scholion 1

ἀναιρῶν τὴν ἐπιχείρησιν τῶν περὶ Ὀδυσσέα (cod. εως) λεγόν-


των βουλῇ καὶ λόγῳ αἱρεθήσεσθαι τὴν πόλιν (i. e. elevans ob-
jecta sibi ab Ulixe, qui consilio et ratione urbem expugnatum iri
affirmaret). νῦν γὰρ οἷον ἐπισαρκάζων λέγει. A. Ar. 178.
ἀλλ' ὅσον ἐς Σκαιάς τε πύλας καὶ φηγὸν
ἵκανεν: ἡ διπλῆ ὅτι πληθυντικῶς εἶπε τὴν πύλην μίαν
οὖσαν (Ar. 129). Σκαιαὶ δὲ καὶ Δαρδάνιαι αἱ αὐταί. ἡ δὲ
δρῦς πρὸ τῆς Ἰλίου ἦν. A. Cf. Ε 789. Ar. 231.
ἔστι δέ μοι μάλα πολλά, τὰ κάλλιπον ἐν-
θάδε ἔρρων: ὅτι τὸ ἔρρων οὐ λέγει ψιλῶς παραγινόμενος,

Empedocles Poet. Phil., Fragmenta “Die Fragmente der Vorsokratiker,


vol. 1, 6th edn.”, Ed. Diels, H., Kranz, W.Berlin: Weidmann, 1951, Repr.
1966.Fragment 154, line 23

καὶ λόχμαις ἀφόροις καὶ ὕλαις ἐξηγρίωτο· φορᾶς δὲ ἡμέρων καρπῶν καὶ
τέχνης ὄργανον οὐδὲν ἦν οὐδὲ μηχανὴ σοφίας· ὁ δὲ λιμὸς οὐκ ἐδίδου
χρόνον οὐδὲ ὥρας ἐτησίους σπόρος πυρῶν τότ' ἀνέμενε. τί θαυμαστόν, εἰ
ζώιων ἐχρησάμεθα σαρξὶ παρὰ φύσιν, ὅτ' ἰλὺς ἠσθίετο καὶ ‘φλοιὸς
ἐβρώθη ξύλου’ καὶ ‘ἄγρωστιν εὑρεῖν βλαστάνουσαν ἢ φλεώ’ τινα ῥίζαν
εὐτυχὲς ἦν; βαλάνου δὲ γευσάμενοι καὶ φαγόντες ἐχόρευσαν ὑφ' ἡδονῆς
περὶ δρῦν τινα καὶ φηγὸν ζείδωρον [δὲ] καὶ μητέρα καὶ τροφὸν
190

ἀποκαλοῦντες. ἐκείνην (994) οὖν ὁ τότε βίος ἑορτὴν ἔγνω, τὰ δ' ἄλλα
φλεγμονῆς ἦν ἅπαντα μεστὰ καὶ στυγνότητος. ὑμᾶς δὲ τοὺς νῦν τίς
λύσσα καὶ τίς οἶστρος ἄγει πρὸς μιαιφονίαν οἷς τοσαῦτα περίεστι τῶν
ἀναγκαίων; κτλ. PLUT. de esu carn. II 1 p. 996 E καὶ πέποται ὁ τῆς
συνηθείας κυκεών, ὥσπερ ὁ τῆς Κίρκης

Bucolicum, Fragmentum bucolicum: Pan et Echo (P. Vindob. 29801)


“Die griechischen Dichterfragmente der römischen Kaiserzeit, vol. 1,
2nd edn.”, Ed. Heitsch, E.Göttingen: Vandenhoeck & Ruprecht, 1963.
Fragment 1v, line 5

[]ἐκ φη[γ]οῖο λαβὼν εὐαν[θέα κηρόν]


[τὸν μὲν πρῶτο]ν ἔθ̣αλψεν ὑπ' ἠελίοι̣ο̣ [βολαῖσιν]
[]πωτᾶτο φιλόδρομος α̣... μ̣έλισσα
[]ομε̣υσε̣ τὸ κηρίον ὠδίνουσα
[ἀμφὶ Διω]νύσοιο καρήατι, πίμπλατο δὲ δρῦς
[]ήεντος.

Philoxenus Gramm., Fragmenta (1602: 001)


“Die Fragmente des Grammatikers Philoxenos”, Ed. Theodoridis, C.
Berlin: De Gruyter, 1976; Sammlung griechischer und lateinischer
Grammatiker 2.
Fragment 641, line 3

γάς· σημαίνει τὰς τῶν ὀφθαλμῶν ἐκλάμψεις ... αἱ δὲ ἐκλάμψεις εἴρηνται


παρὰ τὸ μαίρω, τὸ λάμπω, ὁ μέλλων μαρῶ, ἐξ οὗ παράγωγον μαρύσσω
καὶ πλεονασμῷ τοῦ α ἀμαρύσσω, ἠμάρυγμαι, ἀμαρυγὴ καὶ ἀμάρυγμα.
οὕτω Μεθόδιος.
Et. Gen. AB s. v. ἄπαστος (ex Methodio), unde EM 118, 44; et. Gud.
160, 12 Stef.: ἄπαστος· ὁ ἄγευστος. παρὰ τὸ πῶ, τὸ ἐσθίω, ἐξ οὗ καὶ
πόα, ἡ βοτάνη, καὶ πηγὸς καὶ Φηγός· ἡ πρώτη γὰρ τροφὴ ἀπὸ δρυῶν.
πῶ οὖν, παράγωγον πατῶ, ὡς μῶ, τὸ ζητῶ, ματῶ, ὅθεν καὶ μαστός·
πέπασμαι πέπασαι πέπασται παστός, ὁ βεβρωκώς, καὶ ἄπαστος· “οἱ δὲ
δὴ ἄλλοι / οἴχονται μετὰ δεῖπνον, ὁ δ' ἄκμηνος καὶ ἄπαστος” (T 345 –
46) Et. Gen. A s. v. ἀπροτίμαστος (fort. ex Orione; om. B), unde EM
133, 2: ἀπροτίμαστος· ... παρὰ τὸ μαίω, τὸ ζητῶ, ἡ μὴ ἐπιζητηθεῖσα πρὸς

Eusebius Scr. Eccl., Theol., De laudibus Constantini “Eusebius Werke,


vol. 1”, Ed. Heikel, I.A.Leipzig: Hinrichs, 1902; Die griechischen
christlichen Schriftsteller 7.Chapter 14, section 5, line 6
191

Ὀρφέα μὲν δὴ μῦθος Ἑλληνικὸς παντοῖα γένη θηρίων θέλγειν τῇ


ᾠδῇ ἐξημεροῦν τε τῶν ἀγρίων τοὺς θυμούς, ἐν ὀργάνῳ πλήκτρῳ κρουο-
μένων χορδῶν, παραδίδωσιν, καὶ τοῦθ' Ἑλλήνων ᾄδεται χορῷ, καὶ
πιστεύεται ἄψυχος λύρα τιθασεύειν τοὺς θῆρας καὶ δὴ καὶ [τὰ δέν-
δρα] τὰς φηγοὺς μεταβάλλειν μουσικῇ εἴκοντα. τοιγαροῦν ὁ πάν-
σοφος καὶ παναρμόνιος τοῦ θεοῦ λόγος ψυχαῖς ἀνθρώπων πολυτρόποις
κακίαις ὑποβεβλημέναις παντοίας θεραπείας προβαλλόμενος, μουσικὸν
ὄργανον χερσὶ λαβών, αὐτοῦ ποίημα σοφίας, τὸν ἄνθρωπον, ᾠδὰς
καὶ ἐπῳδὰς διὰ τούτου λογικοῖς ἀλλ' οὐκ ἀλόγοις θηρσὶν ἀνεκρούετο,
πάντα τρόπον ἀνήμερον Ἑλλήνων τε καὶ βαρβάρων πάθη τε ἄγρια…

Gregorius Nazianzenus Theol., Carmina moralia (2022: 060); MPG


37.Page 589, line 8

Καὶ δόμον αἰγλήεντα, καὶ Ἀλκινόοιο τράπεζαν,


Οὐδ' εἴ μοι βίον ἄλλον ἀγήραον ἀντὶ παρόντος,
Οὐδέ κεν ὣς λιπόχριστον ἐγὼ βίον αἰσχρὸν ἑλοίμην.
Ἄρτος ἐμοὶ στείνοιτο, ποτὸν τὸ ὕδωρ ποθέοιτο·
Φύλλα συκῆς μ', ὡς πρόσθεν Ἀδὰμ Εὐάν τε, καλύπτοι
Καὶ σήραγγας ἔχοιμι πετρῶν δόμον, ἤ τινα φηγοῦ
Κευθμῶνα, σχέδιόν τε βίον, καὶ θηρσὶν ὁμοῖον·
Ἤ τινα πὰρ πυλεῶνα βεβλημένος, ἄχθος ἀρούρης,
Ἀνδρὸς ὑπερφιάλοιο, πένης, καὶ Λάζαρος ἄλλος,
Ἕλκοιμι ζωήν τε λυγρὴν καὶ σῶμα πονηρόν.
Νῦν τάδε, χάσμα δ' ἔπειτα, καὶ ἄντιτα πάντα τὰ τερπνά.

Nonnus Epic., Dionysiaca “Nonni Panopolitani Dionysiaca, 2 vols.”,


Ed. Keydell, R.Berlin: Weidmann, 1959.Book 5, line 303

ὠκείης ἐλάφοιο παραΐσσοντα πορείην.


ἀλλά οἱ οὐ χραίσμησε ποδῶν δρόμος, οὐδὲ φαρέτρη
ἤρκεσεν, οὐ βελέων σκοπὸς ὄρθιος, οὐ δόλος ἄγρης·
ἀλλά μιν ὤλεσε Μοῖρα, κυνοσπάδα νεβρὸν ἀλήτην,
Ἰνδῴην μετὰ δῆριν ἔτι πνείοντα κυδοιμοῦ,
εὖτε τανυπρέμνοιο καθήμενος ὑψόθι φηγοῦ
λουομένης ἐνόησεν ὅλον δέμας Ἰοχεαίρης,
θηητὴρ δ' ἀκόρητος ἀθηήτοιο θεαίνης
ἁγνὸν ἀνυμφεύτοιο δέμας διεμέτρεε κούρης
ἀγχιφανής· καὶ τὸν μὲν ἀνείμονος εἶδος ἀνάσσης
ὄμματι λαθριδίῳ δεδοκημένον † ὄμματι λοξῷ
192

Quintus Epic., Posthomerica (2046: 001)“Quintus de Smyrne. La suite


d'Homère, 3 vols.”, Ed. Vian, F.Paris: Les Belles Lettres, 1:1963; 2:1966;
3:1969.Book 9, line 452

ἀσπασίως ἀπέβησαν· ἔχεν δ' ἄρα χεῖρας ἀραιὰς


Ποίαντος θρασὺς υἱὸς ἐπ' ἀνέρας, οἵ ῥά μιν ἄμφω
λυγρὸν ἐπισκάζοντα ποτὶ χθόνα δῖαν ἄγεσκον
ἀμφοτέρων κρατερῇσιν ἐπικλινθέντα χέρεσσιν,
ἠύτ' ἐνὶ ξυλόχοισιν ἐς ἥμισυ μέχρι κοπεῖσαν
φηγὸν ὑφ' ὑλοτόμοιο βίης, ἢ πίονα πεύκην
τυτθὸν ἔθ' ἑστηυῖαν, ὅσον λίπε δρυτόμος ἀνὴρ
πρέμνου ὑποτμήγων λιπαρὸν δάος, ὄφρα πέληται
πίσσα πυρὶ δμηθεῖσα κατ' οὔρεα, τὴν δ' ἀλεγεινῶς
ἀχθομένην ἄνεμός τε καὶ ἀδρανίη ποτικλίνει
ἔρνεσιν εὐθαλέεσσι, φέρουσι δέ μιν βαρέουσαν·

Arcadius Gramm., De accentibus [Sp.] “Ἐπιτομὴ τῆς καθολικῆς


προσῳδίας Ἡρωδιανοῦ”, Ed. Schmidt, M.Jena: Mauke, 1860.
Page 52, line 4

Τὰ διὰ τοῦ ΑΓΟΣ διβράχεα ἐπιθετικὰ καὶ μὴ


ἐθνικὰ ὀξύνεται· φαγός κραγός (ὁ κραυγαστικός).
τὸ δὲ κράγος βαρύνεται, καὶ τὸ Μάγος ἐθνικόν.
Τὰ εἰς ΓΟΣ δισύλλαβα φύσει μακρᾷ παραληγόμενα
ὀξύνεται, εἰ μὴ κύρια εἴη· λοιγός Φηγός.

Cineas Rhet., Fragmenta (2417: 003)“FHG 2”, Ed. Müller, K.


Paris: Didot, 1841–1870.Fragment 4, line 3

ναῖκας τὰς πλείστας, ὧν ἀπογόνους εἶναι τὰς νῦν προ-


φήτιδας· ἀπὸ δὲ τούτου καὶ Πελασγικὸν Δία κεκλῆσθαι.
Κινέας δ' ἔτι μυθωδέστερον
Stephan. Byz.: Δωδώνη: Τὸν δὲ Δωδωναῖον
ἔλεγον καὶ [Βωδω]ναῖον. Ζηνόδοτος δὲ γράφει Φηγω-
ναῖε, ἐπεὶ ἐν Δωδώνῃ πρῶτον φηγὸς ἐμαντεύετο. Καὶ
Σουίδας δέ φησι Φηγοναίου Διὸς ἱερὸν εἶναι ἐν Θες-
σαλίᾳ, καὶ τοῦτον ἐπικαλεῖσθαι. Ἕτεροι δὲ γράφουσι
Βωδωναῖε· πόλιν γὰρ εἶναι Βωδώνην ὅπου τιμᾶται.
Κινέας δέ φησι, πόλιν ἐν Θεσσαλίᾳ εἶναι καὶ Φηγὸν
καὶ τὸ τοῦ Διὸς μαντεῖον εἰς Ἤπειρον μετενεχθῆναι.
193

Timaeus Sophista Gramm., Lexicon Platonicum (e cod. Coislin. 345)


(2602: 001)“Platonis opera quae feruntur omnia (ed. J.G. Baiter, J.K.
Orelli, A.W. Winckelmann)”, Ed. Dübner, F.Zurich: Meyer & Zeller,
1839.Epistle-alphabetic letter phi, page 1006b, line 39

Αγε καὶ τὸ φέρε καὶ ἀσύντακτα ἐπιφερομένων ἐρω-


τήσεων. Πλάτων ἐν Γοργίᾳ· “φέρε δή· ἡ ῥητορικὴ
περὶ τί τῶν ὄντων τυγχάνει οὖσα;”
Φερεφάττα Πλάτων μόνος· Φερσεφόνη καὶ Περσεφόνη
οἱ λοικοί. Περσέφασσα δὲ ποιητικώτερον.
Φηγοί . σπέρματος εἶδος.
Φθόη. φθίσις ἐξ αἵματος ἀναγωγῆς.
Φιτῦσαι, ἐπὶ τοῦ πατρὸς τίθησιν· ἐπὶ δὲ μητρὸς οὐκ
ἔτι, ἀλλὰ γεννῆσαι. καὶ Φιτύοντος ὁμοίως τοῦ γεν-
νῶντος.

Anna Comnena Hist., Alexias (2703: 001)


“Anna Comnène. Alexiade, 3 vols.”, Ed. Leib, B.
Paris: Les Belles Lettres, 1:1937; 2:1943; 3:1945, Repr. 1–2:1967.
Book 3, chapter 8, section 9, line 4

διάστασιν, τὸ περίγειον ἐκεῖνο ἅπαν ἐμπρῆσαι οἷον


ἠπείλουν.
Ταῦτα ὁρῶν ὁ βασιλεὺς ἐν ἀμηχανίᾳ ἦν.
Ἀναστολῆς δὲ μετρίας γενομένης πλείστους τε ἀποβαλὼν
ταῖς δίναις τῶν ποταμίων συσχεθέντας ῥευμάτων ἐκεῖθεν
μετὰ τῶν λογάδων ἔξεισι καὶ ὑπὸ Φηγόν τινα μετ' αὐτῶν
ἀπελθὼν ἵστατο. Ἤχου δὲ μεγίστου καὶ βοῆς ἀπὸ τοῦ
δρυὸς οἷον ἐξερχομένου αἰσθόμενος καὶ σφοδροτέρων ἀνέ-
μων τηνικαῦτα πνεόντων πτοηθείς, μὴ τῇ τούτων βίᾳ ὁ
δρῦς κατενεχθῇ, τοσοῦτον διάστημα ἀποστάς, ὁπόσον ὁ
δρῦς, εἰ κατενεχθείη, μὴ φθάσῃ πατάξαι αὐτόν.

Pseudo-Nonnus, Scholia mythologica (3127: 001)“Pseudo–Nonniani in


iv orationes Gregorii Nazianzeni commentarii”, Ed. Nimmo Smith, J.
Turnhout: Brepols, 1992; Corpus Christianorum. Series Graeca 27.
Oration 4, historia 20, line 2
194

Παρ' Ὁμήρῳ τῷ ποιητῇ Σελλοὶ ἔθνος Δωδωναίων. ἐκ τούτων


ἱερεῖς τῆς φηγοῦ προεβάλλοντο. ἐν ταύτῃ δὲ τῇ φηγῷ μαντεῖον
ἦν τοῦ Διός, ἡ καλουμένη Δωδωναία δρῦς. οὗτοι οὖν οἱ ἱερεῖς,
οἷα θεοῦ ὄντες θεραπευταὶ ἁγνεύοντες, οὔτε ἐλούοντο οὔτε ἐν
κλίνῃ ἐκάθευδον, ἀλλὰ χαμαί, ὥς φησιν ὁ ποιητὴς ἐν τούτῳ τῷ
ἔπει·

Pseudo-Nonnus, Scholia mythologica Oration 4, historia 67, line 11

σεφόνην. καὶ ὑπὲρ ταύτης τῆς εὐεργεσίας δίδωσι τῷ Τριπτο-


λέμῳ τὰ σπέρματα, λέγω δὴ σῖτον καὶ κριθήν, ἐντειλαμένη μὴ
φθονῆσαι, ἀλλὰ περιελθεῖν καὶ σκορπίσαι τὰ σπέρματα πᾶσιν
ἀνθρώποις. ἵνα μάθωσι τὸ σπείρειν καὶ γεωργεῖν καὶ ἐσθίειν
τοὺς ἡμέρους καρπούς. πάλαι γὰρ ἤσθιον τοὺς βαλάνους ἐκ τῶν
φηγῶν· ἔνθεν ἀπὸ τῆς φηγοῦ τὸ φαγεῖν εἴρηται. λέγεται δὲ ὅτι
ὁ Τριπτόλεμος, λαβὼν ἅρμα δρακόντων πτερωτῶν, συμπαρα-
λαβὼν καὶ τὸν Κελεόν, οὕτως ἐπλανᾶτο φιλοτιμούμενος τὰ
σπέρματα.

Ζωναράς. Lexicogr., Lexicon Alphabetic letter phi, page 1804, line 1

Φηγεύς. κύριον. Φήγινος. δρύϊνος. Φηγός. ἡ δρῦς. ἢ πεύκη.

Aristaenetus Epist., Epistulae (4000: 001)“Aristaeneti epistularum libri


ii”, Ed. Mazal, O.Stuttgart: Teubner, 1971.Book 1, letter 10, line 57

χροιὰν καὶ τὸ βλέμμα δεινῶς ὡρακιῶν ἐδεδίει τῷ τεκόντι


φανῆναι καὶ εἰς ἀγρὸν ἐπὶ πάσῃ προφάσει τὸν πατέρα
φεύγων ἐφοίτα. διόπερ οἱ κομψότεροι τῶν ἡλικιωτῶν
Λαέρτην αὐτὸν ἐπωνόμαζον, γηπόνον τὸν νεανίσκον
οἰόμενοι γεγονέναι. ἀλλ' Ἀκοντίῳ οὐκ ἀμπελῶνος ἔμελεν,
οὐ σκαπάνης, μόνον δὲ φηγοῖς ὑποκαθήμενος ἢ πτελέαις
ὡμίλει τοιάδε· “εἴθε, ὦ δένδρα, καὶ νοῦς ὑμῖν γένοιτο καὶ
φωνή, ὅπως ἂν εἴπητε μόνον· ‘Κυδίππη καλή’. ἢ γοῦν
τοσαῦτα κατὰ τῶν φλοιῶν ἐγκεκολαμμένα φέροιτε γράμματα,
ὅσα τὴν Κυδίππην ἐπονομάζει καλήν.

Joannes Philoponus Phil., In Aristotelis analytica priora commentaria


195

(4015: 002)“Ioannis Philoponi in Aristotelis analytica priora


ommentaria”, Ed. Wallies, M.Berlin: Reimer, 1905; Commentaria in
Aristotelem Graeca 13.2.Τόμ. 13,2, page 112, line 2

Αὕτη ἀσυλλόγιστος, ἐκ τῆς μείζονος μερικῆς καταφατικῆς τῆς δὲ


ἐλάττονος καθόλου ἀποφατικῆς. τὸ δὲ ἄγριον ἐν τούτοις οὐκ ἐπὶ τῶν
ἀλόγων
μόνων ζῴων τέτακται ἀλλὰ καὶ ἐπὶ φυτῶν· λέγονται γὰρ καὶ φυτὰ εἶναι
ἄγρια· “φηγοὶ δ' ἀγριάδες κείνης ἔτι σήματα μολπῆς” Ἀπολλώνιος. ζῷον
οὖν τινὶ ἀγρίῳ, οἷον λέοντι (φυτῷ γὰρ οὐχ ὑπάρχει), ἄνθρωπος οὐδενὶ
ἀγρίῳ, καὶ ζῷον παντὶ ἀνθρώπῳ.

Στέφανος γραμματικος. (epitome) Page 247, line 5

Ἰλιάδος “τιμᾷ τοὺς ἐν Δωδώνῃ ἔχοντας ἐπιφανὲς μαντεῖον


“τὸν δ' ἐς Δωδώνην φάτο βήμεναι”. ἐπικέκληκε δὲ Ἀχιλλεὺς
τὸν ἐν τῇ Θεσσαλίᾳ γειτνιῶντα θεόν, ὡς καὶ ὁ Πάνδαρος εὔ-
χεται τῷ Λυκηγενεῖ καὶ ὁ Χρύσης τῷ Σμινθεῖ. τὸν δὲ Δωδω-
ναῖον ἔλεγον καὶ Νάιον. Ζηνόδοτος δὲ γράφει Φηγωναῖε,
ἐπεὶ ἐν Δωδώνῃ πρῶτον φηγὸς ἐμαντεύετο”. καὶ Σουίδας δέ
φησι Φηγωναίου Διὸς ἱερὸν εἶναι ἐν Θεσσαλίᾳ, καὶ τοῦτον
ἐπικαλεῖσθαι. ἕτεροι δὲ γράφουσι Βωδωναῖε· πόλιν γὰρ εἶναι
Βωδώνην ὅπου τιμᾶται. Κινέας δέ φησι πόλιν ἐν Θεσσαλίᾳ
εἶναι καὶ φηγὸν καὶ τὸ τοῦ Διὸς μαντεῖον εἰς Ἤπειρον με-
τενεχθῆναι. “ὠνόμασται δὲ κατὰ Θρασύβουλον” ὡς Ἐπαφρό

Στέφανος γραμματικος. (epitome) Page 247, line 9

ναῖον ἔλεγον καὶ Νάιον. Ζηνόδοτος δὲ γράφει Φηγωναῖε,


ἐπεὶ ἐν Δωδώνῃ πρῶτον φηγὸς ἐμαντεύετο”. καὶ Σουίδας δέ
φησι Φηγωναίου Διὸς ἱερὸν εἶναι ἐν Θεσσαλίᾳ, καὶ τοῦτον
ἐπικαλεῖσθαι. ἕτεροι δὲ γράφουσι Βωδωναῖε· πόλιν γὰρ εἶναι
Βωδώνην ὅπου τιμᾶται. Κινέας δέ φησι πόλιν ἐν Θεσσαλίᾳ
εἶναι καὶ φηγὸν καὶ τὸ τοῦ Διὸς μαντεῖον εἰς Ἤπειρον με-
τενεχθῆναι. “ὠνόμασται δὲ κατὰ Θρασύβουλον” ὡς Ἐπαφρό-
διτος ὑπομνηματίζων τὸ βʹ Αἰτίων “ἀπὸ Δωδώνης μιᾶς τῶν
Ὠκεανίδων νυμφῶν. Ἀκεστόδωρος δὲ ἀπὸ Δώδωνος τοῦ Διὸς
καὶ Εὐρώπης. εἰκὸς δὲ ἀπὸ Δώδωνος ποταμοῦ, ὃν παρατί-
θησιν ὁ τεχνικὸς ἐν τῷ αʹ τῆς καθόλου λέγων οὕτως “Δώδων

Στέφανος γραμματικος. (epitome) Page 248, line 3


196

Θετταλίᾳ, καθάπερ ἄλλοι καὶ Μνασέας”. λέγεται καὶ Δωδών,


ἧς τὴν γενικὴν Σοφοκλῆς Ὀδυσσεῖ ἀκανθοπλῆγι “νῦν δ' οὔτε
μ' ἐκ Δωδῶνος οὔτε Πυθικῶν γυ... τις ἂν πείσειεν”. καὶ
δοτικήν “Δωδῶνι ναίων Ζεὺς ὁμέστιος βροτῶν”. καὶ ἐν
Τραχινίαις “ὡς τὴν παλαιὰν φηγὸν αὐδῆσαί ποτε Δωδῶνι
δισσῶν ἐκ πελειάδων ἔφη”. καὶ Καλλίμαχος “τὸν ἐν Δωδῶνι
λέγοι μόνον οὕνεκα χαλκὸν ἤγειρον”. καὶ τὴν αἰτιατικήν
φησιν Εὐφορίων Δωδῶνα ἐν Ἀνίῳ “ἷκτο μὲν ἐς Δωδῶνα
Διὸς φηγοῖο προφῆτιν”. λήγεται δὲ καὶ εἰς ω· Σιμμίας ὁ
Ῥόδιος “Ζηνὸς ἕδος Κρονίδαο μάκαιρ' ὑπεδέξατο Δωδώ”.

Στέφανος γραμματικος. (epitome) Page 248, line 7

δοτικήν “Δωδῶνι ναίων Ζεὺς ὁμέστιος βροτῶν”. καὶ ἐν


Τραχινίαις “ὡς τὴν παλαιὰν φηγὸν αὐδῆσαί ποτε Δωδῶνι
δισσῶν ἐκ πελειάδων ἔφη”. καὶ Καλλίμαχος “τὸν ἐν Δωδῶνι
λέγοι μόνον οὕνεκα χαλκὸν ἤγειρον”. καὶ τὴν αἰτιατικήν
φησιν Εὐφορίων Δωδῶνα ἐν Ἀνίῳ “ἷκτο μὲν ἐς Δωδῶνα
Διὸς φηγοῖο προφῆτιν”. λήγεται δὲ καὶ εἰς ω· Σιμμίας ὁ
Ῥόδιος “Ζηνὸς ἕδος Κρονίδαο μάκαιρ' ὑπεδέξατο Δωδώ”.
ἠδύνατο δὲ ἡ Δωδῶνος γενικὴ μετὰ τῆς λοιπῆς κινήσεως
καὶ κλίσις εἶναι τῆς Δωδών, εἴπερ ἦν ἐν χρήσει τῆς πόλεως
ἡ εὐθεῖα. διόπερ ἔοικεν ὁ τεχνικὸς μεταπλασμὸν ἡγεῖ-
σθαι. τὸ ἐθνικὸν ταύτης ἄρρητον ὡς πεπονθυίας·

Στέφανος γραμματικος. (epitome) Page 248, line 20

δωναῖος. Ἑκαταῖος Εὐρώπῃ “Μολοσσῶν πρὸς μεσημβρίης


οἰκέουσι Δωδωναῖοι”. καὶ Ὅμηρος “Ζεῦ ἄνα Δωδωναῖε”.
καὶ Κρατῖνος Ἀρχιλόχοις “Δωδωναίῳ κυνὶ βωλοκόπῳ τίτθη
γεράνῳ προσεοικώς”. καὶ τὸ θηλυκὸν Δωδωνίς ἀπὸ τοῦ
Δωδώνη, ὡς Παλλήνη Παλληνίς. Ἀπολλώνιος “στεῖραν Ἀθη-
ναίη Δωδωνίδος ἥρμοσε φηγοῦ”. καὶ Σοφοκλῆς Ὀδυσσεῖ
ἀκανθοπλῆγι “τὰς θεσπιῳδοὺς ἱερίας Δωδωνίδας”. Ἀπολ-
λόδωρος δὲ ἐν αʹ περὶ θεῶν τὸν Δωδωναῖον οὕτως ἐτυμολογεῖ
“καθάπερ οἱ τὸν Δία Δωδωναῖον μὲν καλοῦντες ὅτι δίδωσιν
ἡμῖν τὰ ἀγαθά, Πελασγικὸν δὲ ὅτι τῆς γῆς πέλας ἐστίν”.
ἔστι καὶ Δωδωναῖον χαλκίον παροιμία ἐπὶ τῶν πολλὰ λα
197

Στέφανος γραμματικος. (epitome) Page 590, line 17

Ἰουστινιαναί προσαγορευθεῖσα]. Στράβων ἑνικῶς αὐτὴν λέ-


γει Συκήν .... οἰκειότερον δέ, ὡς λέγονται, Συκαί καλοῖντ' ἄν. οἱ
τόποι γὰρ ἀπὸ τῶν ἐν αὐτοῖς ὄντων ὀνομάζονται, Κυπάρισσος
Ἐλαία, καὶ τύπῳ περιεκτικῶν Σικυών Μαραθών, καὶ εἰς ους
Δαφνοῦς Κερασοῦς Φηγοῦς Μυρρινοῦς Ἀχερδοῦς Ἁγνοῦς Σε-
λινοῦς. [ἡ πόλις αὕτη παρὰ τὸ γεννικῶς ἀνθεῖν Ἄνθου-
σα.] οὐδὲν τῶν τοιούτων εἰς ις λήγει, Συκίς, ἀλλ' ἐχρῆν ἢ
Συκάς ἢ Συκήν ἢ Συκοῦντα ἢ Συκῶνα καλεῖσθαι. ἔστι καὶ
ἄλλη Συκή πλησίον Συρακουσῶν. καὶ Κιλικίας. ἔστι καὶ ἑτέρα
Ἀλεξανδρείας. [φησὶν ἕνα τῶν Τιτάνων Συκέα διωκόμενον

Photius Lexicogr., Scr. Eccl., Theol., Lexicon (Ε – Ω) (4040: 030)


“Φωτίου τοῦ πατριάρχου λέξεων συναγωγή, pts. 1–2”, Ed. Porson, R.
Cambridge: Cambridge University Press, 1822. Alphabetic letter phi, age
645, line 20

Φήγινος: δρύϊνος.
Φηγός: δρῦς ἢ πεύκη.
Φηγοῦς: δῆμος Ἐρεχθηΐδος.
Φηγούςιον: Λυσίας ἐν τῶ περὶ τοῦ Βατράχου φόνου.

Geoponica, Geoponica (4080: 001)“Geoponica”, Ed. Beckh, H.


Leipzig: Teubner, 1895.Book 10, chapter 23, section 5, line 4

βούλει τὴν ἀππίαν καὶ γλυκεῖαν ποιῆσαι, καὶ μᾶλλον


καρποφορεῖν, ἐκτρυπήσας τὸ πρέμνον πρὸς αὐτῇ τῇ
γῇ, ἐπιούρῳ δρυὸς ἢ φηγοῦ κατάκρουσον, καὶ οὕτω
πρόσχωσον. ἐν δὲ τῷ ἀνθεῖν νοσοῦσαν θεραπεύ-
σεις, τρυγίαν οἴνου παλαιοῦ καταχέων τῶν ῥιζῶν, καὶ
ἀρδεύων ἐπὶ ἡμέρας ιεʹ. εἶτα συγχώννυε. καὶ ἄνευ
δὲ τοῦ νοσεῖν αὐτὴν ἐπιχέας τὴν τρύγα γλυκύτερον

Geoponica, Geoponica Book 10, chapter 69, section 4, line 6

Τὰ δὲ συκάμινα ἀπὸ σπέρματος


δύναται φυτεύεσθαι, ἐάν τις αὐτὸ τὸ συκάμινον προ-
διαλύσας, καὶ τὰς κέγχρους αὐτοῦ ἐπιλεξάμενος, κατα-
βάλῃ εἰς γῆν, καὶ ἀρδεύσῃ. κάλλιον δὲ ἀπὸ κορύνης
198

καὶ πασσάλου. ἐγκεντρίζεται δὲ εἰς κάστανον καὶ


Φηγόν.

Geoponica, Geoponica Book 10, chapter 76, section 1, line 3

Ἡ συκῆ ἐνθεματίζεται εἰς συκάμινον καὶ εἰς


πλάτανον. τὸ συκάμινον ἐνθεματίζεται εἰς κάστανον,
καὶ Φηγόν, καὶ εἰς μηλέαν, καὶ εἰς τέρμινθον, καὶ
εἰς ἀχράδας, καὶ εἰς πτελέαν, καὶ εἰς λεύκην, ἀφ' ἧς
γίνεται λευκὰ συκάμινα.

Geoponica, Geoponica
Book 10, chapter 76, section 5, line 4

δάφνη ἐγκεντρίζεται εἰς μελίαν. τὸ δωρακινὸν ἐμφυλ-


λίζεται εἰς δαμασκηνόν, καὶ εἰς ἀμυγδαλῆν.
τὰ
δαμασκηνὰ ἐγκεντρίζεται εἰς πᾶσαν ἀχράδα, καὶ εἰς
κυδώνια, καὶ εἰς μῆλα. τὸ κάστανον ἐγκεντρίζεται
εἰς κάρυον, καὶ δρῦν, καὶ Φηγόν. τὸ κεράσιον ἐγκεν-
τρίζεται εἰς τέρμινθον, καὶ εἰς περσικόν, καὶ ἀνάπαλιν.
Τὰ κυδώνια ἐγκεντρίζεται εἰς ὀξυάκανθον. ἡ μυρ-
σίνη ἐνθεματίζεται εἰς ἰτέαν. τὸ βερίκοκκον ἐνθε-
ματίζεται εἰς δαμασκηνόν, καὶ εἰς θάσιον.

Geoponica, Geoponica Book 15, chapter 1, section 16, line 2

θνήσκουσι. γύπες ἀπόλλυνται μύρου ὀσμῇ.


ὄφις
θνήσκει, δρυὸς φύλλων ἐπιβληθέντων αὐτῷ· οὐ κινη-
θήσεται ὄφις, πτεροῦ ἴβεως αὐτῷ ἐπιῤῥιφέντος.
Ἔχις πληγεὶς ἅπαξ καλάμῳ ναρκᾷ, πλεονάκις δέ,
ῥώννυται. τῇ ἐχίδνῃ φηγοῦ κλωνίον ἐὰν προσαγάγῃς,
πτήσσει.
Χελώνη ὄφεως φαγοῦσα νοσεῖ, ἐπι-
φαγοῦσα δὲ ὀρίγανον ὑγιαίνει.
πελαργοὶ πλατά-
νου φύλλα ταῖς νεοττιαῖς ἐντιθέασι, διὰ τὰς νυκτερί
199

Colluthus Epic., Raptio Helenae (4081: 001)“Oppian, Colluthus,


Tryphiodorus”, Ed. Mair, A.W.Cambridge, Mass.: Harvard University
Press, 1928, Repr. 1963.Line 125

ταῦροι δὲ χλοερῆς κεκορηότες ὑψόθι ποίης,


κεκλιμένοι βαρύγουνον ἐπ' ἰσχίον εὐνάζοντο.
ὣς ὁ μὲν ὑψορόφοιο φυτῶν ὑπένερθε καλύπτρης
τηλόθεν Ἑρμάωνα διάκτορον εἶδε λιγαίνων.
δειμαίνων δ' ἀνόρουσε, θεῶν δ' ἀλέεινεν ὀπωπήν·
καὶ χορὸν εὐκελάδων δονάκων ἐπὶ φηγὸν ἐρείσας
μήπω πολλὰ καμοῦσαν ἑὴν ἀνέκοπτεν ἀοιδήν.
τοῖα δὲ δειμαίνοντα προσέννεπε θέσκελος Ἑρμῆς·
γαῦλον ἀπορρίψας καὶ πώεα καλὰ μεθήσας
δεῦρο θεμιστεύσειας ἐπουνανίῃσι δικάζων·
δεῦρο διακρίνων προφερέστερον εἶδος ὀπωπῆς

Ευστάθιος Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Τόμ. 2, page 11, line 3

Τὸ δὲ ἤστην δοκεῖ πλεονασμὸν ἔχειν τοῦ σ, εἴπερ ἀπὸ τοῦ ἦν πρώτου


προσώπου
ἑνικοῦ γίνεται. εἰ δ' ἄλλως ἐκ τοῦ ἦον γίνεται, ἔχοι ἂν σὺν τῷ ῥηθέντι
πλεο-
νασμῷ καὶ συγκοπήν. ἦον γάρ, ἦες ἦεν, δυϊκὰ ἤετον, ἠέτην, καὶ κατὰ
δύο
πάθη ἤστην. (v. 11) Ἡ δὲ τοῦ Φηγέως κλῆσις ἔοικε τῇ τοῦ Ἰδαίου
ἀκολουθεῖν.
εἰ γὰρ ὁ Ἰδαῖος τῇ Ἴδῃ τῷ ὄρει παρωνόμασται, εἴη ἂν ὁ Φηγεὺς
παρώνυμος
ταῖς Ἰδαίαις φηγοῖς, ὅ ἐστι Δρύσιν, αἳ καὶ χρήσιμοι πρὸς θυσίαν ἦσαν τῷ
πατρὶ Δάρητι, σχίζαις κατακαίοντι τὰ ἱερευόμενα. (v. 13) Ἐν τούτοις δὲ
καὶ τὸν πεζὸν ἑρμηνεύων ὁ ποιητής φησιν ὁρμηθῆναι τοὺς μὲν
Δαρητιάδας ἀφ' ἵππων, τὸν δὲ Διομήδην ἀπὸ χθονὸς πεζόν. ἐξ οὗ δῆλον
ὅτι πεζὸς ὁ περὶ τὸ πέδον, ἀφ' οὗ καὶ γίνεται.

Ευστάθιος Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Τόμ. 2, page 22, line 8

πρόσωπα, υἱὸν μὲν τὸν Φέρεκλον, πατέρα δὲ τὸν Ἁρμονίδην. Τινὲς δὲ


κύριον
ἐνόησαν ὄνομα καὶ τὸν Τέκτονα καὶ τρία φασὶ πρόσωπα, ἵνα ὁ μὲν
Φέρεκλος
εἴη Τέκτονος υἱός, ὁ δὲ Τέκτων υἱὸς τοῦ Ἅρμονος. Καὶ ὅρα ὅπως οἰκεῖα
ναυπηγοῖς τὰ ὀνόματα. ὁ γὰρ νῆα τεκταινόμενος κλᾷ τε φερόμενα τὰ
ξύλα καὶ
200

εὖ δὲ συναρμόττει αὐτά. Οὕτω δὲ καὶ πρὸ ὀλίγου Δάρητά τινα ἔλεγεν


ἱερέα
καὶ υἱὸν αὐτοῦ ἱστορεῖ Φηγέα. ἐκδέρειν γὰρ δεῖ τὰ θυόμενα καὶ φηγοῖς
καίειν,
ὅ ἐστιν ξύλοις. (v. 60 – 2) Τὸ δὲ «ὃς ἠπίστατο δαίδαλα τεύχειν» καὶ «ὃς
Ἀλεξ-
άνδρῳ τεκτήνατο νῆας» τινὲς μὲν περὶ τοῦ Φερέκλου νοοῦσιν. ὃ καὶ
κάλλιον.
Οὕτω γὰρ ἱστοροῦσι πολλοί, ὧν καὶ ὁ Λυκόφρων ἐστί. Τινὲς δὲ περὶ τοῦ
Ἁρμονί-
δου. καὶ ἔστιν ὁ τρόπος ἀμφιβολία. Ἀθηνᾶ δὲ λέγεται τῷ τέκτονι τούτῳ

Ευστάθιος Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Τόμ. 2, page 172, line 2

Ὀλόφυξος, ἀφ' ἧς ἱστορεῖταί τις Ἡρόδοτος, γράψας περὶ Νυμφῶν. (v.


690)
Τὸ δὲ λελιημένος ὡς τὸ τετιημένος. ποιητικὰ δὲ ἄμφω, οὐ μήν ποτε πεζά.
(v. 691) Ὅτι τὸ πολλοὺς φονεῦσαι περιφράζων, πολέων θυμὸν ἀφελέσθαι
φησίν.
(v. 693) Ὅτι οἱ παλαιοὶ διὰ τὸ τὸν Δία, ἤγουν τὸν ἀέρα, ζωῆς εἶναι
αἴτιον,
τοιοῦτον δὲ καὶ τὴν δρῦν πάλαι ποτὲ χρηματίσαι, ὅτε οἱ ἄνθρωποι
δρυκάρποις
ἀπετρέφοντο. Διὸ καὶ Φηγός ἡ δρῦς λέγεται, παρὰ τὸ φαγεῖν. Διὰ τοίνυν
ταῦτα τῷ Διῒ τὴν δρῦν ἀνιέρωσαν, τὸ ζωοτρόφον φυτὸν τῷ ζωογόνῳ. Ἦν
τοίνυν καὶ πρὸ τῆς Τροίας δρῦς ἱερὰ τῷ Διΐ, ὡς καὶ ἀλλαχοῦ δηλοῦται,
ὑφ' ᾗ
διὰ τὴν σκιὰν καθίζουσι νῦν οἱ Λύκιοι τὸν τοῦ Διὸς Σαρπηδόνα. ἣν καὶ
περικαλ-
λέα λέγει Φηγόν, διότι, ὡς εἰκός, ἀθιγὴς ἦν, ὡς οἷά τις τεμενία καὶ διὰ
τοῦτο
ἀμφιλαφὴς καὶ ἀμφιθαλής, ὡς μηδενὸς ἐκεῖθεν τολμῶντος δρέπεσθαι. Οὐ

Ευστάθιος Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Τόμ. 2, page 172, line 6

τοιοῦτον δὲ καὶ τὴν δρῦν πάλαι ποτὲ χρηματίσαι, ὅτε οἱ ἄνθρωποι


δρυκάρποις
ἀπετρέφοντο. Διὸ καὶ Φηγός ἡ δρῦς λέγεται, παρὰ τὸ φαγεῖν. Διὰ τοίνυν
ταῦτα τῷ Διῒ τὴν δρῦν ἀνιέρωσαν, τὸ ζωοτρόφον φυτὸν τῷ ζωογόνῳ. Ἦν
τοίνυν καὶ πρὸ τῆς Τροίας δρῦς ἱερὰ τῷ Διΐ, ὡς καὶ ἀλλαχοῦ δηλοῦται,
ὑφ' ᾗ
διὰ τὴν σκιὰν καθίζουσι νῦν οἱ Λύκιοι τὸν τοῦ Διὸς Σαρπηδόνα. ἣν καὶ
περικαλ-
201

λέα λέγει Φηγόν, διότι, ὡς εἰκός, ἀθιγὴς ἦν, ὡς οἷά τις τεμενία καὶ διὰ
τοῦτο
ἀμφιλαφὴς καὶ ἀμφιθαλής, ὡς μηδενὸς ἐκεῖθεν τολμῶντος δρέπεσθαι. Οὐ
μόνον δὲ διὰ σκιὰν ὑπὸ τῇ δρυῒ τὸν Σαρπηδόνα καθίζουσιν, ἀλλὰ καὶ ὡς
εἰς
ἱερόν τινα τόπον, καθὰ καὶ τὸν Αἰνείαν ἐν τῷ τοῦ Ἀπόλλωνος ἀδύτῳ.
Ἐνταῦθα
δὲ ὅρα καὶ τὸ «ὑπὸ Διὸς φηγῷ». τὴν γὰρ ὑπό πρόθεσιν καὶ νῦν δοτικῇ
συνέταξεν.

Ευστάθιος Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Τόμ. 2, page 299, line 20

σάβοιον καὶ εἴ τι τοιοῦτον, οἱ μὲν ἐπὶ νομισμάτων ἀκούουσι, βοῦν


εἰρῆσθαι
τὸ νόμισμα λέγοντες διὰ τόν, ὡς καὶ προεγράφη, ἐν αὐτῷ τοῦ βοὸς
ἔκπαλαι
τύπον κατὰ τιμὴν τοῦ ζῴου, οἱ δέ, ὡς καὶ αὐτὸ εἴρηται, σταθμόν τινα τὰ
τοιαῦτα νοοῦσι, δι' οὗ βόας ἑκατὸν τυχὸν ἢ ἐννέα ἢ δώδεκα ἢ εἴκοσιν ἢ
ἁπλῶς
τοσούσδε ὠνησάμενός τις κτήσεται. (v. 237) Ὅτι σχῆμα ὑστερολογίας
καὶ ἐν
τῷ «Ἕκτωρ Σκαιάς τε πύλας καὶ φηγὸν ἵκανεν». ἀνιὼν γὰρ εἰς τὴν πόλιν
πρῶτον φηγὸν ἵκανε περὶ τὸ πεδίον οὖσαν, εἶτα τὰς Σκαιὰς πύλας. Ὅρα
δὲ
καὶ ἐνταῦθα τὸ τῆς ἱστορίας εὐκρινές. Μεσολαβήσας γὰρ ὁ ποιητὴς τῇ
τοῦ
Ἕκτορος εἰς Τροίαν ἀνόδῳ τὰ κατὰ Διομήδην καὶ Γλαῦκον, εἶτα τούτων
ἀπαλλαγεὶς ἀνατρέχει πάλιν εἰς τὸν Ἕκτορα καὶ γίνεται εὐτάκτως τῶν
ἐφεξῆς. (v. 238 – 41) Ὅτι παιδεύει τὸν ἀκροατὴν καὶ ὁ παρ' Ὁμήρῳ
Ἕκτωρ

Ευστάθιος Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Τόμ. 2, page 356, line 3

ῥηθήσεται, μέρος τι τοῦ τείχους κατά τινας, ἔχον παραπεφυκότας


ἐρινεούς.
οἱ δὲ τοιοῦτοι οὐκ ἀκριβῶς λέγουσιν. Ὁ μέντοι Γεωγράφος οὕτω περὶ
τούτου φησί. Ὁ ἐρινεὸς τραχύς ἐστι τόπος ἐρινεώδης, τῷ μὲν ἀρχαίῳ
κτίσματι
ὑποπεπτωκώς, τῆς δὲ νῦν πόλεως ἀφεστηκώς. Ὥστε, φησί, τὸ «λαὸν
στῆσον
παρ' ἐρινεόν» οἰκείως λέγει ἡ Ἀνδρομάχη, πρὸς ἐκεῖνο τὸ ἀρχαῖον
δηλαδὴ
κτίσμα. Καὶ ἡ φηγὸς δέ, φησί, μικρὸν κατωτέρω τοῦ ἐρινεοῦ. διό φησιν ὁ
202

ποιητής, ὅτι Ἀχιλλεὺς ἦλθεν ὅσον ἐς Σκαιάς τε πύλας καὶ Φηγόν. Ἰστέον
οὖν
ὅτι, ἐπεὶ τόπος ἐρινεώδης ὁ ῥηθεὶς ἐρινεός, περιεκτική τίς ἐστι πως καὶ ἡ
λέξις αὕτη, ὡς καὶ τὸ ἄστρον προεδηλώθη, ὅπερ ἐξ ἀστέρων ἐστὶ
πολλῶν,
καὶ ὁ ἀσφοδελὸς ἐν Ὀδυσσείᾳ λειμών, ἐν ᾧ πολλοὶ ἀσφόδελοι. Λέγει δὲ

αὐτὸς Γεωγράφος καὶ ὅτι τῆς ἀρχαίας Ἰλίου οὐδὲ ἴχνος σῴζεται, καθὰ ἐν

Ευστάθιος Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Τόμ. 2, page 356, line 4

οἱ δὲ τοιοῦτοι οὐκ ἀκριβῶς λέγουσιν. Ὁ μέντοι Γεωγράφος οὕτω περὶ


τούτου φησί. Ὁ ἐρινεὸς τραχύς ἐστι τόπος ἐρινεώδης, τῷ μὲν ἀρχαίῳ
κτίσματι
ὑποπεπτωκώς, τῆς δὲ νῦν πόλεως ἀφεστηκώς. Ὥστε, φησί, τὸ «λαὸν
στῆσον
παρ' ἐρινεόν» οἰκείως λέγει ἡ Ἀνδρομάχη, πρὸς ἐκεῖνο τὸ ἀρχαῖον
δηλαδὴ
κτίσμα. Καὶ ἡ φηγὸς δέ, φησί, μικρὸν κατωτέρω τοῦ ἐρινεοῦ. διό φησιν ὁ
ποιητής, ὅτι Ἀχιλλεὺς ἦλθεν ὅσον ἐς Σκαιάς τε πύλας καὶ Φηγόν. Ἰστέον
οὖν
ὅτι, ἐπεὶ τόπος ἐρινεώδης ὁ ῥηθεὶς ἐρινεός, περιεκτική τίς ἐστι πως καὶ ἡ
λέξις αὕτη, ὡς καὶ τὸ ἄστρον προεδηλώθη, ὅπερ ἐξ ἀστέρων ἐστὶ
πολλῶν,
καὶ ὁ ἀσφοδελὸς ἐν Ὀδυσσείᾳ λειμών, ἐν ᾧ πολλοὶ ἀσφόδελοι. Λέγει δὲ

Ευστάθιος Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Τόμ. 2, page 396, line 19

τοῦ πεσουμένου καὶ ἐπὶ τῷ ἐκείνου νεκρῷ. Εὔχονται δὲ καὶ νῦν οἱ


Ἕλληνες
καὶ τελειοῦται τὰ τῶν εὐχῶν. Οὐ γὰρ οὕτω φλήναφος ὁ ποιητὴς κατὰ
τοὺς
μετ' αὐτὸν σοφούς, ὡς ἀτελεῖς δοξάζειν τὰς εὐλόγους εὐχάς. [(v. 57 s.)
Ὅτι
κάλλος ποιήσει πρέπον ἔχουσιν ἐνταῦθα δύο στίχοι, ὧν ἐν ἀρχαῖς τὸ «κὰδ
δ'
Ἀγαμέμνων», «κὰδ δ' ἂρ Ἀθηναίη».] (v. 60) Ὅτι ἔοικέ τι μεγαλεῖον ἔχειν
ἡ πολλαχοῦ ῥηθεῖσα τοῦ Διὸς ἐν Τροίᾳ Φηγός, ὅ ἐστι δρῦς, ἣν καὶ
ὑψηλὴν
λέγει. Διὸ καὶ οἷα ἐπίσημον περιεῖπον, ὡς εἰκός, αὐτὴν οἱ Τρῶες, ὥς που
καὶ
203

Ξέρξης τὴν ἐρωμένην πλάτανον. ἀλλ' ἐκεῖνος μὲν ἄλλως, οἱ δὲ Τρῶες


ὡς
τοῦ Διὸς ἱερὰν καὶ ὡς τά τε ἄλλα τίμιον φυτὸν καὶ ὡς ἰσχυρὸν καὶ
πολυχρόνιον
καί πως κατὰ τὸ ὕψος συγγενὲς τῇ ὑψηλῇ Τροίᾳ. Ἦν δὲ καὶ ἄλλως
αἰδέσιμος
ἁπλῶς ἡ δρῦς διὰ τὸ ἀρχέγονον τῆς τροφῆς, ἣν ἐπόριζεν, ὅτε οἱ παλαιοὶ
βαλανη

Ευστάθιος Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Τόμ. 2, page 398, line 10

τὸν ἐν τοῖς φρουρίοις συριγγοέμβολον συρέμβολον, ὅν, ὡς καὶ ἀλλαχοῦ


δηλοῦται,
ἡ παράκοπος ὁμιλία τζιρέμβολον παραλαλεῖ, δι' οὗ ὡς ἐπὶ πολὺ ὕδωρ
πορί-
ζονται οἱ πολιορκούμενοι, συγκειμένου ἀπὸ λέξεων ἰσοδυνάμων
ῥητορικῶν,
τῆς τε σύριγγος καὶ τοῦ ἐμβόλου. καὶ τοιάδε μὲν ταῦτα.] Οἱ δὲ
βαλανηφάγοι
λαλοῦσιν οἷον, ὅτι τοὔνομα κεῖται τῷ φυτῷ ἐξ αὐτῶν, ἀπὸ τοῦ φαγεῖν γὰρ
ἡ Φηγός. ὡς δὲ καὶ Φήγιον ὄρος ἡ φηγὸς παράγει, ὃ πολλὰς δρῦς εἶχεν,
οἶδεν ἡ ἱστορία. [Ὑπονοεῖται δὲ κατ' ἀλληγορίαν καὶ ὁ Φηγαλεὺς
Διόνυσος τῇ φηγῷ παρωνυμεῖσθαι διὰ τὰς ἀναδενδράδας ἀμπέλους.] Ὁ
δὲ Ὁμηρικὸς ἐνταῦθα μῦθος τὴν τοιαύτην φηγὸν σεμνύνει καθίσας ἐπ'
αὐτῇ τὴν Ἀθηνᾶν καὶ τὸν Ἀπόλλωνα αἰγυπιοῖς, ὡς ἐρρέθη, ἐοικότας. (v.
61) Οἱ καὶ ἕζοντο εἰς αὐτὴν ἀνδράσι, φησί, τερπόμενοι, τούτοις δηλαδὴ
τοῖς μαχηταῖς. Ἰστέον

Ευστάθιος Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Τόμ. 2, page 399, line 1

τῆς τε σύριγγος καὶ τοῦ ἐμβόλου. καὶ τοιάδε μὲν ταῦτα.] Οἱ δὲ


βαλανηφάγοι
λαλοῦσιν οἷον, ὅτι τοὔνομα κεῖται τῷ φυτῷ ἐξ αὐτῶν, ἀπὸ τοῦ φαγεῖν γὰρ

Φηγός. ὡς δὲ καὶ Φήγιον ὄρος ἡ φηγὸς παράγει, ὃ πολλὰς δρῦς εἶχεν,
οἶδεν
ἡ ἱστορία. [Ὑπονοεῖται δὲ κατ' ἀλληγορίαν καὶ ὁ Φηγαλεὺς Διόνυσος τῇ
φηγῷ παρωνυμεῖσθαι διὰ τὰς ἀναδενδράδας ἀμπέλους.] Ὁ δὲ Ὁμηρικὸς
ἐνταῦθα μῦθος τὴν τοιαύτην φηγὸν σεμνύνει καθίσας ἐπ' αὐτῇ τὴν
Ἀθηνᾶν
καὶ τὸν Ἀπόλλωνα αἰγυπιοῖς, ὡς ἐρρέθη, ἐοικότας.
204

Ευστάθιος Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Τόμ. 2, page 727, line 9

έπηξε. – , περὶ ὧν προγέγραπται. – , «ἀλλ' οὐδ' ὣς δύναται σθένος


Ἕκτορος
ἀνδροφόνοιο ἴσχειν». (v. 352 – 5) Εἶτα μεγαλαυχῶν λέγει καὶ οἷος ἦν ὁ
Ἕκτωρ
ἕως αὐτὸς ἐπολέμει. Φησὶ γὰρ «ὄφρα δ' ἐγὼ μετ' Ἀχαιοῖσιν», ἤγουν ἐν
Ἀχαιοῖς ἢ σὺν Ἀχαιοῖς, «πολέμιζον, οὐκ ἐθέλεσκε μάχην ἀπὸ τείχεος
ὀρνύμεν
Ἕκτωρ, ἀλλ' ὅσον ἐς Σκαιάς τε πύλας καὶ φηγὸν ἵκανεν. ἔνθα ποτὲ
οἶον»,
τουτέστι μόνον, «ἐμέ», ὡς ἐν μονομαχίας λόγῳ, «ἔμιμνε, μόγις δέ μευ
ἔκφυγεν
ὁρμήν». Καὶ ὅρα ὡς ἐκ παρόδου ἱστόρησεν Ὅμηρος τολμῆσαί ποτε τὸν
Ἕκτορα, ὡς εἰκός, μονομαχῆσαι τῷ Ἀχιλλεῖ. Καὶ γίνεται πιθανὴ ἐντεῦθεν
καὶ ἡ ἐν τοῖς μετὰ ταῦτα τόλμα κατὰ τοῦ Ἀχιλλέως τῷ Ἕκτορι. (v. 354)
Περὶ δὲ Σκαιῶν πυλῶν καὶ φηγοῦ ἐγράφη ἀλλαχοῦ. (v. 347) Δῆλον δ' ὅτι

Ευστάθιος Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Τόμ. 3, page 519, line 16

ὀσπρίων λέγεται γενικώτερον, ὡς δῆλον καὶ ἐκ τοῦ «ἕτνος κυάμινον».


πρὸς
διαστολὴν γὰρ αὐτὸ εἴρηται. Ἔφιππος δὲ τραγήμασιν ἐντάττων κυάμους
καὶ
ἐρεβίνθους συναριθμεῖ καὶ χόνδρον, πυρόν, μέλι, σησαμίδας καὶ
κανναβίδας.
Ἐρεβίνθων δὲ μνεία καὶ παρὰ Ξενοφάνει ὡς χρηστῶν ὄντων ἐν
συμποσίῳ.
φησὶ γὰρ «πίνοντα γλυκὺν οἶνον ὑποτρώγοντ' ἐρεβίνθους». Μέμνηται δ'
αὐτῶν
καὶ ὁ ἀριθμήσας οὕτω· ὦχρος, λάθυρος, Φηγός, βολβός, τέττιξ,
ἐρέβινθος,
ἀχράς. Δῆλον δ' ὅτι ὦχρος μὲν καὶ λάθυρος ὄσπρια ὡς καὶ ἐρέβινθος,
φηγὸς δὲ βάλανοι φήγινοι οἷαι τρώγεσθαι, βολβὸς δὲ κρόμυόν τι ἄγριον,
οὗ χρῆσις καὶ παρὰ τῷ Κωμικῷ, πολὺς δὲ αὐτὸς καὶ ἐν Ἀττικῇ, τέττιξ δὲ
βρώσιμόν τι καὶ αὐτό, ὃ καὶ σημείωσαι.

Ευστάθιος Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Τόμ. 3, page 519, line 17

διαστολὴν γὰρ αὐτὸ εἴρηται. Ἔφιππος δὲ τραγήμασιν ἐντάττων κυάμους


καὶ
205

ἐρεβίνθους συναριθμεῖ καὶ χόνδρον, πυρόν, μέλι, σησαμίδας καὶ


κανναβίδας.
Ἐρεβίνθων δὲ μνεία καὶ παρὰ Ξενοφάνει ὡς χρηστῶν ὄντων ἐν
συμποσίῳ.
φησὶ γὰρ «πίνοντα γλυκὺν οἶνον ὑποτρώγοντ' ἐρεβίνθους». Μέμνηται δ'
αὐτῶν
καὶ ὁ ἀριθμήσας οὕτω· ὦχρος, λάθυρος, Φηγός, βολβός, τέττιξ,
ἐρέβινθος,
ἀχράς. Δῆλον δ' ὅτι ὦχρος μὲν καὶ λάθυρος ὄσπρια ὡς καὶ ἐρέβινθος,
φηγὸς
δὲ βάλανοι φήγινοι οἷαι τρώγεσθαι, βολβὸς δὲ κρόμυόν τι ἄγριον, οὗ
χρῆσις καὶ
παρὰ τῷ Κωμικῷ, πολὺς δὲ αὐτὸς καὶ ἐν Ἀττικῇ, τέττιξ δὲ βρώσιμόν τι
καὶ
αὐτό, ὃ καὶ σημείωσαι. ἀχρὰς δὲ ἀπίους σημαίνει ἀγρίους κυρίως. Ἔτι
ἐρεβίνθων
μνεία καὶ παρὰ τῇ Σαπφοῖ ἐν τῷ «χρύσειοι ἐρέβινθοι ἐπ' ἀϊόνων
ἐφύοντο». λέγει
δέ, φασί, χρυσέους ἐκείνη ἐρεβίνθους τοὺς κατὰ πύξον ὠχρούς, οὓς
δηλοῖ καὶ

Ευστάθιος Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Τόμ. 3, page 520, line 6

δέ, φασί, χρυσέους ἐκείνη ἐρεβίνθους τοὺς κατὰ πύξον ὠχρούς, οὓς
δηλοῖ καὶ
ὁ εἰπών, ὡς κρείττους οἱ λευκοὶ τῶν μελάνων καὶ οἱ πυξοειδεῖς. ἐλέγοντο
δέ
τινες ἐρέβινθοι καὶ κρεῖοι, ἴσως ὡς μεγάλοι, ὁμωνύμως τῷ μυθευομένῳ
Κρείῳ. Ποσειδῶν δέ, φασίν, εὗρεν ἐρεβίνθους. Ἔνθα δὲ ὁ Κωμικὸς λέγει
τὸ
»ἐρεβίνθου δραττόμην», παίζει πρὸς ἀνδρὸς μόριον, οὗ τὸ ἑτερογενὲς
κριθὴν
ἔφη τις. ὅτι δὲ οὐ μόνον φηγοῦ βάλανοι, ἀλλὰ προσφυέστατα καὶ
φοινίκων,
τέτριπται εἰς εἴδησιν. Ἐλέγετο δέ, φασί, καὶ Διὸς Βάλανος τὸ Ποντικὸν
κάρυον,
ὃ καὶ Ἡρακλεωτικὸν ἐκαλεῖτο. καὶ Εὐβοϊκὰ δέ, φασί, κάρυα κάστανα καὶ
Σαρδιανὰ Βάλανοι ἐκαλοῦντο. καὶ τοιάδε μὲν καὶ ταῦτα.] (v. 592) Τὸ δὲ
»πολλὸν ἀποπλαγχθεὶς ἑκὰς ἔπτατο» καὶ τὴν βολὴν βιαίαν εἶναι δηλοῖ
καὶ τὸν.
206

Ευστάθιος Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Τόμ. 3, page 843, line 10

ἱερὸν κατὰ τοὺς παλαιούς. ὅθεν καὶ Πελασγικὸς ὁ αὐτός. Περὶ δὲ


Πελασγῶν
καὶ προδεδήλωται καὶ ἐν τοῖς τοῦ Περιηγητοῦ δὲ γέγραπται, καθάπερ καὶ
περὶ Δωδώνης. Ἰστέον δὲ καὶ ὅτι δύο Δωδῶναι κατά τινας, ἡ μὲν
Θεσσαλίας,
ἡ δὲ Μολοσσίας, ἧς καὶ μεμνῆσθαί φασιν ἐνταῦθα τὸν Ἀχιλλέα διὰ τὸ
δυσχεί-
μερον αὐτὴν ἱστορεῖσθαι, καὶ τὸ τοῦ Διὸς δὲ ἱερὸν ἐκεῖσε εἶναι τὸ κατὰ
τὴν
μαντικὴν Φηγόν, ἣν Σοφοκλῆς πολύγλωσσον ἐν Τραχινίαις φησίν, ὡς
πολύφω-
νον, οἷα καὶ πολλοῖς μαντευομένην. Ὅτι δὲ περὶ τοὺς τοιούτους τόπους
καὶ γῆ
Παιόνων ἐστί, δηλοῖ ὁ γράψας οὕτω· Παίοσιν ὅμοροι Σελλοὶ καὶ Δόλοπες
περὶ Δωδώνην μέχρις Ἀχελῴου. Ἕτεροι δὲ Δωδώνην ἀλληγοροῦντες
ἐνταῦθα
τὴν γῆν φασι παρὰ τὸ δῶ δώσω, ὡς δότειραν καὶ ἀνησιδώραν καὶ
ζείδωρον.

Ευστάθιος Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Τόμ. 3, page 927, line 5

ται καὶ τῷ τῆς ἐλάφου πτώματι καὶ τοῖς ἀμφ' αὐτῇ μαχομένοις μεγάλοις
θηρίοις. Ὅτι τὸ ὁμοῦ γενέσθαι τὰ στρατεύματα ἑτερώθι μὲν ἄλλως
εἴκασεν,
οἷον καὶ ὅτε κόνεως αὐτὰ παρέβαλε συστροφῇ, ἐνταῦθα δὲ καὶ τὸ
στάσιμον
ἅμα τῶν μαχομένων παραδηλῶν καὶ τὸ οἷον ἐφ' ἑνὸς ἐρριζωμένον, ἐπεὶ
«οὐδ'
ἕτεροι μνώοντ' ὀλοοῖο φόβοιο», ὑπεμφαίνων δὲ καὶ τὸ ὁμοῦ εἶναι αὐτοὺς
καὶ
συγκεχύσθαι καὶ ἠχεῖν καὶ πλήττεσθαι, εἰς φηγὸν καὶ μελίην καὶ
κράνειαν
παραβάλλει αὐτούς, ὡς ῥηθήσεται. (v. 762 – 4) Καὶ πρῶτα τέως εἰπών,
ὡς »Ἕκτωρ μὲν κεφαλῇφιν ἐπεὶ λάβεν», ἤγουν τῆς τοῦ Κεβριόνου
ἐλάβετο

Ευστάθιος Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Τόμ. 4, page 594, line 13

τοῦ προθυμεῖται ἑλεῖν. ἔχει δέ τι καὶ ἄλλως ἀστεῖον ὁ λόγος. οἱονεὶ γὰρ
ἐφίστασθαι τῷ κίρκῳ λέγει δεσποτικῶς θυμόν, ὅστις πότε οὗτός ἐστι, καὶ
207

κελεύειν ἑλεῖν τὴν διωκομένην πέλειαν, ὡς εἰ καὶ κύων ἐπισπεύδεται ὑπὸ


κυνηγέτου θηρίον ἑλεῖν. (v. 145 s.) Ὅτι μέμνηται Ὅμηρος καὶ ἐνταῦθα
ἐρινεοῦ τοῦ Τρωϊκοῦ, ἤγουν τόπου τινὸς ἐρινεώδους, ὡς καὶ ἐν ἄλλοις
εἴρηται.
οὐ γὰρ ὥσπερ ἡ τοῦ Διὸς φηγὸς μία ἦν ἐν Τροίᾳ, οὕτω καὶ εἷς τις ἐρινεὸς
περὶ τὸ
τεῖχος. οὐ γάρ. ὅτι μηδὲ δοκεῖ ὅλως τοῦτο τοῖς παλαιοῖς. ῥάχις δέ τις ἦν
ἐρινεοὺς ἔχουσα ὑψηλὴ πρὸ τῆς Τροίας. διό φησι «οἳ δὲ παρὰ σκοπιὴν
καὶ ἐρινεὸν
ἠνεμόεντα τείχεος αἰὲν ὑπ' ἐκ κατ' ἀμαξιτὸν ἐσσεύοντο». καὶ διὰ τὸ
τοιοῦτον τῆς
ῥάχεως ὕψος εὐεπίβατος ἦν καί, ὡς ὁ ποιητὴς ἔφη, ἄμβατος ἐκεῖθεν ἡ
ἠνεμόεσσα
Τροία.

Ευστάθιος Σχόλια στην Ομήρου Οδύσσεια. Τόμ. 2, page 72, line 41

λοιο τόμουραι, λέγοντες, μὴ εὖ ἐνταῦθα κεῖσθαι τὸ θέμιστες, ἀλλὰ δεῖν


μᾶλλον εἰπεῖν μαντεῖαι, ὃ
δηλοῦσιν αἱ τόμουραι. οἷς φαίνεται σύστοιχος εἶναι καὶ ὁ παρὰ τῷ
Λυκόφρονι τόμουρος. Ἡρόδοτος δὲ
ἀρχαιότατον εἰπὼν τῶν ἐν Ἕλλησι χρηστηρίων τὸ ἐν Δωδώνῃ μαντεῖον
φησὶ καὶ ὅτι λέγεται ὡς δύο μέλαι-
ναι πελειάδες ἐκ Θηβῶν τῶν Αἰγυπτίων ἀναπτάμεναι ἡ μὲν ἐς Λιβύην
ἀφίκετο, ἡ δὲ εἰς Δωδώνην, ἔνθα
καθεσθεῖσα ἐπὶ φηγὸν ἐλάλησε φωνῇ ἀνθρωπίνῃ, χρῆναι μαντεῖον ἐκεῖ
Διὸς γενέσθαι, καὶ ἐγένετο.
ἡ δὲ ἑτέρα πέλεια χρηστήριον Ἄμμωνος ἐκέλευσε ποιεῖν τοὺς Λίβυας,
καὶ ἐποίησαν. δοκοῦσι δέ μοί, φησιν,
αἱ πελειάδες αὗται βάρβαροι γυναῖκες εἶναι, διὸ καὶ ἐδόκουν ὁμοίως
ὄρνισι φθέγγεσθαι. μετὰ δὲ χρό-
νον συνετᾷ ἐλάλουν βαρβαρίζουσαι.

Ευστάθιος Σχόλια στην Ομήρου Οδύσσεια. Τόμ. 2, page 103, line 4

μοι ἔργον αὔξεται οὗ ἔφαγόν τε ἔπιόν τε. ὁ δὲ πληθυντικῶς ἔφη, ὧν


ἔφαγον, δηλῶν τῷ πληθυσμῷ
τῆς πτώσεως τὴν τοῦ ἔργου αὔξησιν. Ἰστέον δὲ ὅτι τε τραχύτερον τῇ
φωνῇ τὸ ἔτραγον τοῦ ἔφαγον,
ὡς καὶ τοῦ φαγεῖν τὸ τραγεῖν καὶ τοῦ ὁ φάγος τὸ ὁ τράγος. καὶ ὅτι τοῦ
τραγεῖν μὲν πρωτότυπον θέμα
208

τρῶ, ὅθεν τὸ τρώγω, ὡς καὶ τοῦ ἀνώγω τὸ ἄνω ἤγουν τελειῶ, ἐξ οὗ τὸ


ἀνύω. τοῦ δὲ φαγεῖν προσεχὲς
μὲν θέμα τὸ φήγω ἢ φάγω. πρωτόθετον δὲ τὸ φῶ ἤγουν φονεύω,
συντρίβω, κλῶ, θλῶ, ἀφ' οὗ καὶ
ἄλευρον μυλήφατον. καὶ ὅτι ἐκ τοῦ φαγεῖν ἄλλα τε παράγονται καὶ ἡ
φηγὸς κατ' ἐξαίρετον διὰ τὴν πάλαι ποτὲ βαλανηφαγίαν. ἴσως δὲ καὶ ὁ
φάγρος ἰχθύς. πάντως δὲ καὶ ὁ κατὰ διάλεκτον Κρητῶν φάγρος ἡ ἀκόνη,
ὡς ἱστορεῖ ὁ παρὰ τῷ Ἀθηναίῳ Σιμμίας. ἔργον γὰρ καὶ πάθος δὲ ἀκόνης
τὸ φαγεῖν, ἐσθιούσης τε δηλαδὴ τὰ τριβόμενα καὶ ἐσθιομένης ὑπ' αὐτῶν.

Ευστάθιος Σχόλια στην Ομήρου Οδύσσεια. Τόμ. 2, page 195, line 32

τος οὐχ' Ὁμηρικόν ἐστι. παραχρησάμενος δ' ἄν τις εὐφυῶς ποτὲ εἴποι ἂν
αὐτὸ καὶ ἐπὶ ἀγρίου ἤθους,
ἵνα τὸν μὲν τοιοῦτον ἐρεῖ ἀπὸ δρυὸς εἶναι ἢ ἀπὸ πέτρης, τουτέστι
ξύλινον ἢ πέτρινον· ἢ καὶ ἄλλως,
δρυὸς εἴτε καὶ πέτρας ἀτεράμνου ἀπόκομμα, καθὰ καὶ τῷ ἐπὶ Ἀμφινόμου
ῥηθέντι ἐν τῷ, νευστάζων
κεφαλῇ δὴ γὰρ κακὸν ὄσσετο θυμὸς, ἐπὶ κακούργου ἀνδρὸς τῶν τις
σοφῶν ἐχρήσατο ὕστερον, τὸ μὲν
σῶμα φυλάξας τῆς γραφῆς, παραποιήσας δὲ τὸν νοῦν δεξιῶς πρὸς ὅ περ
ἐβούλετο. Ἰστέον δὲ ὡς εἴ περ
γράφεται ἀπὸ δρυὸς παλαιφάτου, ἀφορμὴν ἡ λέξις ἐτυμολογικὴν
ἐνδίδωσι τῆς φηγοῦ. δῆλον γὰρ ὡς
φηγὸς ἡ δρῦς, ἐπεὶ προκατῆρξε τοῖς ἀνθρώποις αὐτὴ τοῦ φαγεῖν. οὗ
δοκεῖ προϋπάρχειν μέλλων δεύτε-
ρος ὁ φαγῶ, ὃς ἀνελθὼν εἰς ἐνεστῶτα παράγει ῥηματικὸν ὄνομα τὸ
φάγημα, ὅμοιον ὂν πρός τε τὸ
τραγῶ τράγημα καὶ πρὸς τὸ στρατιωτικὸν ἄγημα τὸ ἑτέρωθι δηλωθὲν καὶ
πρὸς τὸ τραγικὸν πέσημα. καὶ
τοῦτο δηλοῖ ὁ θαλάσσιον ἐχῖνον αὐτῷ κελύφει ἐνθεὶς τῷ στόματι καὶ
βρύκων αὐτὸν τοῖς ὀδοῦσι καὶ ἐν
τῷ δυσχρηστεῖσθαι, ὡς γράφει Ἀθήναιος, εἰπών·

Ευστάθιος Σχόλια στην Ομήρου Οδύσσεια. Τόμ. 2, page 195, line 33


ἵνα τὸν μὲν τοιοῦτον ἐρεῖ ἀπὸ δρυὸς εἶναι ἢ ἀπὸ πέτρης, τουτέστι
ξύλινον ἢ πέτρινον· ἢ καὶ ἄλλως,
δρυὸς εἴτε καὶ πέτρας ἀτεράμνου ἀπόκομμα, καθὰ καὶ τῷ ἐπὶ Ἀμφινόμου
ῥηθέντι ἐν τῷ, νευστάζων
κεφαλῇ δὴ γὰρ κακὸν ὄσσετο θυμὸς, ἐπὶ κακούργου ἀνδρὸς τῶν τις
σοφῶν ἐχρήσατο ὕστερον, τὸ μὲν
209

σῶμα φυλάξας τῆς γραφῆς, παραποιήσας δὲ τὸν νοῦν δεξιῶς πρὸς ὅ περ
ἐβούλετο. Ἰστέον δὲ ὡς εἴ περ
γράφεται ἀπὸ δρυὸς παλαιφάτου, ἀφορμὴν ἡ λέξις ἐτυμολογικὴν
ἐνδίδωσι τῆς φηγοῦ. δῆλον γὰρ ὡς
φηγὸς ἡ δρῦς, ἐπεὶ προκατῆρξε τοῖς ἀνθρώποις αὐτὴ τοῦ φαγεῖν. οὗ
δοκεῖ προϋπάρχειν μέλλων δεύτε-
ρος ὁ φαγῶ, ὃς ἀνελθὼν εἰς ἐνεστῶτα παράγει ῥηματικὸν ὄνομα τὸ
φάγημα, ὅμοιον ὂν πρός τε τὸ
τραγῶ τράγημα καὶ πρὸς τὸ στρατιωτικὸν ἄγημα τὸ ἑτέρωθι δηλωθὲν καὶ
πρὸς τὸ τραγικὸν πέσημα. καὶ
τοῦτο δηλοῖ ὁ θαλάσσιον ἐχῖνον αὐτῷ κελύφει ἐνθεὶς τῷ στόματι καὶ
βρύκων αὐτὸν τοῖς ὀδοῦσι καὶ ἐν
τῷ δυσχρηστεῖσθαι, ὡς γράφει Ἀθήναιος, εἰπών· ὦ φάγημα μιαρὸν, οὔτε
μὴ νῦν σε ἀφέω μαλθακι-
σθεὶς, οὔτ' αὖθις ἔτι λάβοιμι. ἐν οἷς ὅρα τὸ βρύκων, ἤγουν τραχέως μετὰ
ποιοῦ τινὸς ἤχου ἐσθίων,

Ησύχιος λεξικογράφος. λεξικόν. (Π – Ω) “Hesychii Alexandrini lexicon,


vols. 3–4”, Ed. Schmidt, M.Halle: n.p., 3:1861; 4:1862, Repr. 1965.
Alphabetic letter phi, entry 337, line 1

φήγινος· δρύϊνος Φηγός· ἡ δρῦς φηδαινής· ἀφρενής


[φηδῶσαι· ἀπατῆσαι.

Etymologicum Genuinum, Etymologicum genuinum (ἀνάβλησις –


βώτορες) (4097: 002)
“Etymologicum magnum genuinum. Symeonis etymologicum una cum
magna grammatica. Etymologicum magnum auctum, vol. 2”, Ed.
Lasserre, F., Livadaras, N.
Athens: Parnassos Literary Society, 1992.
Alphabetic letter alpha, entry 959, line 2

sum)· ὁ κατὰ τὸν οἶκον κόσμος, τὰ λεγόμενα ἔπιπλα. λέγεται δὲ


ἀπάρτη ἀπαρτῶ, παράγωγον ἀπαρτίζω, τὸ ἀρτίως, ὅ ἐστιν εὐαρ-
μόστως, συμπληρῶ, καὶ ἐξ αὐτοῦ ἀπαρτία AB, Sym. 1183, EM
1525, Et. Gud. (c) α 1382. Methodius.
Ἄπαστος (Τ 346)· ὁ ἄγευστος· παρὰ τὸ πῶ, τὸ ἐσθίω,
καὶ πόα ἡ βοτάνη, καὶ πηγός καὶ Φηγός· ἡ πρώτη γὰρ τροφὴ ἀπὸ
δρυῶν. πῶ οὖν, παράγωγον πατῶ, ὡς μῶ, τὸ ζητῶ, ματῶ, ὅθεν
μαστός· πέπασμαι πέπασαι πέπασται παστός, ὁ βεβρωκώς, καὶ
210

ἄπαστος (l. c. 345 – 346)·

Etymologicum Gudianum, Additamenta in Etymologicum Gudianum


(ἀάλιον – ζειαί) (e codd. Vat. Barber. gr. 70 [olim Barber. I 70] + Paris.
suppl. gr. 172) (4098: 003)
“Etymologicum Gudianum, fasc. 1 & 2”, Ed. de Stefani, A.
Leipzig: Teubner, 1:1909; 2:1920, Repr. 1965.
Alphabetic entry alpha, page 160, line 13

⟦“Ἀπαρκτίαις πρηστῆρος αἴθωνος πνοαῖς”⟧.


⟦Ἀπα⟧ρκτίας· ὅτι ⟦ἀπὸ τῆς⟧ ἄρκτου ⟦πν⟧εῖ.
Ἀπαρτία· ὁ κατὰ τὸν οἶκον κόσμος, τὰ λεγόμενα ἔπιπλα. ἔστιν ἀπαρτῶ,
παρά⟦γωγον ἀπ⟧αρτίζω, τὸ ⟦ἀρτ⟧ίως (ὅ ἐστιν ⟦εὐ⟧αρμόστως) συμπληρῶ,
⟦καὶ⟧ ἀπαρτία.
Ἄπαστος· ὁ ἄγευστος. παρὰ τὸ πῶ, τὸ ἐσθίω, ἐξ οὗ καὶ πόα, ἡ βοτάνη,
καὶ πηγός καὶ φ⟦ηγ⟧ός· ἡ πρώτη γὰρ τροφὴ ἀπὸ δρυῶν. ὡς οὖν ἀπὸ τοῦ
μῶ
τοῦ σημαίνοντος τὸ ζητῶ γίνεται μαστός, οὕτω παρὰ τὸ πῶ παστός καὶ
ἄπαστος.
Ἀπάτερθεν· ἄνευθεν καὶ χωρίς· ἀπὸ τοῦ ἄτερ ⟦ἐπι⟧ρρ⟦ήματος⟧
ἄ⟦τερ⟧θ⟦εν
καὶ⟧ ἀπά⟦τερ⟧θεν.

Etymologicum Magnum, Etymologicum magnum (4099: 001)


“Etymologicum magnum”, Ed. Gaisford, T.Oxford: Oxford University
Press, 1848, Repr. 1967.Kallierges page 118, line 45

μενα ἔπιπλα. Λέγεται δὲ ἀπάρτη, ἀπαρτᾶ· παρά-


γωγον, ἀπαρτίζω, τὸ ἀρτίως (ὅ ἐστιν εὐαρμόστως)
συμπληρῶ. Καὶ [ἀπαρτία,] ἀπαρτιλογία, ἡ ἀπηρ-
τισμένη ψῆφος. Ἀπαρτία, τὰ ἔπιπλα.
Ἄπαστος: Παρὰ τὸ πῶ, τὸ ἐσθίω, καὶ πόα ἡ
βοτάνη, καὶ πηγὸς, καὶ Φηγός· ἡ πρώτη γὰρ τροφὴ
ἀπὸ δρυῶν. Πῶ οὖν, παράγωγον πατῶ, ὡς μῶ, τὸ
ζητῶ, ματῶ· ὅθεν καὶ μαστός. Πέπασμαι, πέπασαι,
πέπασται, παστὸς, ὁ βεβρωκώς· καὶ ἄπαστος, ὁ
ἄγευστος·

Etymologicum Magnum, Etymologicum magnum Kallierges page 791,


211

line 24

Φειδώ: Πρόνοια, φεισμονὴ, εὐσπλαγχνία. Σημαίνει δὲ καὶ τὴν φροντίδα·


οἷον, Οὐ γάρ τις φειδὼ νεκύων κατατεθνειώτων γίνεται.
Ἰλιάδος ηʹ.
Φηγός: δρῦς, ἢ πεύκη. Παρὰ τὸ φώγεσθαι, ὅ ἐστι
καίεσθαι. Τὰ γὰρ ἔσω τῶν βαλάνων ἐσθίοντες, τὰ ἔξω
ἔκαιον πρὸς θέρμην. Ἢ παρὰ τὸ φαγεῖν ἐξ αὐτῆς τὰς
βαλάνους τοὺς ἀνθρώπους. Καὶ φήγινος, δρύϊνος.
Φηγαιεῦσι: Δῆμος τῆς Αἰαντίδος.
Φηγοῦς: Δῆμος τῆς Ἐρεχθηΐδος.

Lexica Segueriana, Collectio verborum utilium e differentibus


rhetoribus et sapientibus multis (Σb) (recensio aucta e cod. Coislin.
345) (4289: 005)“Anecdota Graeca, vol. 1”, Ed. Bachmann, L.
Leipzig: Hinrichs, 1828.Alphabetic entry phi, page 405, line 5

φερώνυμος: ὁ ἀληθὲς ἔχων τὸ ὄνομα.


φεσκάσιον: μάγγανον πλοϊκόν.
φεῦ: σχετλιαστικὸν ἐπίῤῥημα. ἢ ὀδυνηρὸν οἰμώγημα.
φήγινος: δρύϊνος.
Φηγός: δρῦς. ἢ πεύκη.
φεύγοιεν: κατηγοροῖντο.
φημί: λέγω. ὑπολαμβάνω.

Fragmentum Lexici Graeci, Lexicon (fragmentum) (fort. auctore


icephoro Gregora) (e cod. Paris. gr. 3027) (4293: 001)“De emendanda
ratione Graecae grammaticae, pt. 1”, Ed. Hermann, G.Leipzig: Fleischer,
1801.Entry 28, line 3

Τὰ συκάμινα Ἀλεξανδρεῖς καὶ Πελοποννή-


σιοι μόρα ὀνομάζουσιν.
Μαλάχη κοινόν. μολόχη Ἀττικόν.
Τραγήματα λέγονται τὰ εὐτελῆ βρώσιμα,
οἷον ἐρέβινθοι, κύαμοι, ἰσχάδες, φάσηλοι, μῆλα,
μύρτα, φηγοί , καὶ ὅσα τοιαῦτα.
Ἀκρόδρυα καταχρηστικῶς λέγονται καὶ τὰ
μῆλα καὶ τὰ Κυδώνια.
Ὅπερ Ἀττικοὶ θριδακίνην καλοῦσιν, Ἐπί-
χαρμος θρίδακα φησίν, ἀπὸ τῆς θρίδαξ εὐθείας.
Παρατετήρηται τῷ Ἀπολλοδώρῳ
212

Lexica In Opera Gregorii Nazianzeni, Lexicon in carmina Gregorii


Nazianzeni (ordine versuum) (4303: 003)“Λεξικὰ τῶν ἐπῶν Γρηγορίου
τοῦ Θεολόγου μετὰ γενικῆς θεωρήσεως τῆς πατερικῆς λεξικογραφίας”, Ed.
Kalamakis, D.Athens: Papadakis, 1992.Lemma 206, line 1

ὑπονοῶ οὐδ' †ἀείμοιον βίον (ἀεί μοι βίον)· οὐδὲ ἀΐδιον


φηγοῦ· Δρυός †κρεμμῶνα (κευθμῶνα)· κοίλωμα
εἷμα· ἱμάτιον εἰ γανόωντος· λαμπροῦ ἐξερεείνων (ex ἐξερέεινε)·
ἐξερευνῶν ὀλοὸν· ὀλέθριον

Lexica In Opera Gregorii Nazianzeni, Lexicon in carmina Gregorii


Nazianzeni (ordine versuum) Lemma 527, line 1

φηγοῦ †κρεμμῶνα· δρυὸς κοίλωμα


ὑπερφιάλοιο· ὑπερηφάνου
λυγρὰν (-ὴν)· χαλεπήν
ἄντιτα· ἀντίθετα
ἐν ἀΐδαο (οὐκ ἀΐδαο)· ἐν ᾅδου
οὐ μετὰ δὴν· οὐκ εἰς μακράν

Σχόλια στον Απολλώνιο Ρόδιο. Αργοναυτικά. (5012: 001)


“Scholia in Apollonium Rhodium vetera”, Ed. Wendel, K.
Berlin: Weidmann, 1935, Repr. 1974.
Page 164, line 4

b Κιρκαίοιο: προπαροξύνεται Κίρκαιον. Lg(P)


404 – 05a ἄλσος τε σκιόειν: ἀντὶ τοῦ σκιόεν. ὁ δὲ Ἑλλάνικος
(4 fg 129 J.) ἐν τῷ ἱερῷ τοῦ Διός φησι κεῖσθαι τὸ δέρας. τοῦ δὲ
ἐν Κόλχοις λεγομένου Ἀρείου πεδίου καὶ τοῦ αὐτόθι Ἄρεως τεμένους
μέμνηνται πολλοί. φησὶ δέ, ὅτι τὸ χρυσοῦν δέρας ἀνάκειται ἐν τῷ τοῦ
Ἄρεως ἄλσει ἐπί τινος φηγοῦ, φυλασσόμενον ὑπὸ δράκοντος τεραστίου
τὸ μέγεθος. τὸ δὲ σκιόειν ἀντὶ τοῦ σκιόεν κατὰ Ἰωνικὴν πρόσθεσιν
τοῦ ι.

Σχόλια στον Απολλώνιο Ρόδιο. Αργοναυτικά. Page 241, line 17

b ἀρεσσάμενος: φιλοφρονησάμενος. LgP c ἰκμαίνοιτο: ὑγράνειεν. LgP


851 ἀνέσχε: τὸ φάρμακον ἀνεδόθη. LgP
854 – 59a τῆς οἵην τ' ἐν ὄρεςσι: τὸν ἀποφερόμενον ὑγρὸν
213

ὀπὸν εἶπε τῆς φηγοῦ.


b Κασπίῃ ἐν κόχλῳ: Κάσπιον πέλαγος ἐν τῷ ὠκεανῷ, παρ'
ᾧ καὶ ἔθνος Κάσπιον, ὅμορον Πέρσαις. ἔχει δὲ ὁ ὠκεανὸς μεγίστους
κόχλους· ἐφ' ὧν, φησί, ... τὸ φάρμακον τὸ Προμήθειον. ἰδίως δὲ
ὁ ποιητὴς τερατεύεται τὰ περὶ τὴν ῥίζαν: παρ' οὐδενὶ γὰρ τῶν ῥιζο-
τόμων εἴρηται. τὸ δὲ ἄνθος αὐτοῦ φησι παραπλήσιον Κωρυκίῳ

Σχόλια στον Αριστοφάνη Scholia in pacem (scholia vetera et recentiora


Triclinii) (5014: 008)“Scholia in Vespas, Pacem, Aves et Lysistratam”,
Ed. Holwerda, D.Groningen: Bouma, 1982; Scholia in Aristophanem 2.2.
Argumentum-dramatis personae-scholion sch pac, verse 199b, line 2

vet Tr ἰδοὺ γῆς R: χλευάζων φησίν. RVLh ὅτι εἶπε “ποῖ γῆς;” RV ὡς Lh
ἐν οὐρανῷ αὐτῶν οἰκούντων. RVLh
vet τινές φασι κύτταρον τὸ ὑψηλότατον τοῦ οὐρανοῦ. λέγουσι γὰρ κοῖλον
εἶναι
τὸν οὐρανὸν ὥσπερ τοῦ ᾠοῦ τὴν λεπίδα. RV
vet Tr τὸν κύτταρον Lh: Λυκόφρονά φησιν Ἐρατοσθένης τὸ κύτταρον
λέγειν
ἐν ᾧ αἱ φηγοὶ ἐγκάθηνται, οὐκ ὀρθῶς. V κυττάρους γὰρ καλοῦσι τὰς τῶν
κηρίων καὶ
σφηκίων κατατρήσεις, VLh ὡς καὶ ἐν τοῖς Σφηξὶν εἴρηκεν
ὥσπερ οἱ σκώληκες ἐν τοῖς κυττάροις κινούμενοι.
Θεόφραστος δὲ κυρίως λέγει προάνθησίν τινα τῆς πεύκης καὶ τῆς πίτυος,
ἥτις ἐστὶν ὥσπερ στάχυς μικρὸς ἐκ μεγάλων πυρῶν, ξηραινόμενος δὲ
θυλακοῦται καὶ ἀποπί-πτει. οἷον οὖν ἀγγειῶδες.

Σχόλια στον Αριστοφάνη Scholia in pacem (scholia vetera et recentiora


Triclinii) Argumentum-dramatis personae-scholion sch pac, verse 1137,
line 1

διακονίας πλησίον ὤν. V vet δανότατα τῷ θέρει: ξηρότατα τῷ θέρει καὶ


εὐκαυστότατα, ἃ μήτε καπνὸν ποιεῖ καὶ εὐκόλως ὑφάπτεται. V
κἀνθρακίζων: φρύγων τὸν ἐρέβινθον καὶ ξηρὸν ποιῶν. ταῦτα γὰρ
ἐσθιόμενα προτρέπεται εἰς ποτόν. Ald vet φηγὸς εἶδος φυτοῦ, ὃ τὰς
ἀγρίας βαλάνους φασὶ φέρειν. περιεσταλμένως δὲ τὸ αἰδοῖον βούλεται
λέγειν, ἐπεὶ καὶ αὐτό τινες βάλανον καλοῦσιν.

Σχόλια στον Ησίοδο in opera et dies (scholia vetera partim Procli et


214

recentiora partim Moschopuli, Tzetzae et Joannis Galeni) (5025:


002)“Poetae minores Graeci, vol. 2 [Scholia ad Hesiodum]”, Ed.
Gaisford, T.Leipzig: Kühn, 1823.Prolegomenon-scholion sch, page-verse
502bis, line 12

φθάσαι καὶ προλαβεῖν καὶ πρὸ αὐτοῦ ἀπαρτίσαι τὰ τοῦ σπό-


ρου καὶ ἐκφυγεῖν τὸν τότε παγετὸν, ὅστις τοῦ Βοῤῥᾶ πνεύ-
σαντος γίνεται. Τὰ δὲ ἔπη ἐκ τῶν Ὀρφέως μετεβλήθη. Φη-
σὶ γὰρ Ὀρφεὺς,
Πολλαὶ δ' οὐρανόθεν καὶ ἐπάρτεες ἐκ νεφελάων
Τῆμος ἐπόρνυνται φηγοῖς καὶ δένδρεσιν ἄλλοις
Οὔρεσί τε σκοπέλοις τε καὶ ἀνθρώπων ἐριθύμοις
Πηγυλίδες, καὶ ἔσονται ἀμείδεες· αἱ δὲ γὰρ ὄντως
Τρύξουσιν καὶ θῆρας ἐν οὔρεσιν, οὐδέ τις ἀνδρῶν
Προβλώσκειν μεγάρων δύναται κατὰ γυῖα δαμασθεὶς
Ψύχεϊ λευγαλέῳ· πάχνῃ δ' ὑπὸ γαῖα μέμυκε.

Σχόλια στον Όμηρο Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. (scholia vetera)


Book of Iliad 5, verse 789, line of scholion 2

ex. κάκ' ἐλέγχεα: ὡς καὶ Ἀλέξανδρον “λώβην” (Γ 42). T


ex. (?) εἶδος ἀγητοί: τῷ εἴδει μόνον θαυμαστοί. A
ex. πωλέσκετο δῖος Ἀχιλλεύς: οὐκ ἐᾷ λήθῃ δίδοσθαι τὸ
ὄνομα τοῦτο ὁ ποιητής. b(BCE3)T
Ariston. πυλάων Δαρδανιάων: τῶν Σκαιῶν· b(BCE3E4)T φησὶ
γὰρ “ἀλλ' ὅσον ἐς Σκαιάς τε πύλας καὶ φηγὸν ἵκανον” (Ι 354).

Σχόλια στον Όμηρο Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. (scholia vetera)


Book of Iliad 6, verse 237b, line of scholion 1

D ἐννεαβοίων: ἐννέα βοῶν. A κεκώλυται δὲ ὑπὸ τοῦ


μέτρου εἰπεῖν δεκαβοίων. AT
ex. Ἕκτωρ δ' ὡς: εὐκαίρως μεταβαίνει τὸ διάκενον τῆς
πορείας Ἕκτορος ἀναπληρώσας τοῖς διὰ Γλαύκου καὶ Διομήδους.
b(BCE3)Til
Ariston. Σκαιάς τε πύλας καὶ φηγὸν ἵκανεν: ὅτι τὰς Σκαιὰς
ὀνοματικῶς Δαρδανίας λέγει (sc. Ε 789. Χ 194. 413). AAint
ex. ἀμφ' ἄρα μιν Τρώων ἄλοχοι θέον ἠδὲ θύγατρες:
ἤδη ἐπὶ τὸ περιπαθὲς ἔρχεται· διὸ οὐδὲ τῶν γερόντων ἐμνήσθη, ἀλλὰ
215

τῶν γυναικῶν. οἰκεῖον δὲ ἐπ' αὐτῶν τὸ θέειν. b(BCE3)T


Ariston. εἰρόμεναι παῖδάς τε κασιγνήτους τε ἔτας τε:

Σχόλια στον Όμηρο Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. (scholia vetera)


Book of Iliad 7, verse 22a, line of scholion 1

ex. τοὺς δ' ὡς οὖν ἐνόησε: τὴν ὁρμὴν ἑωρακυῖα. Til


Ariston. Ἴλιον εἰς ἱερήν: ὅτι θηλυκῶς τὴν Ἴλιον. Aint
ex. Περγάμου ἐκκατιδών: διὰ τὸ “αὐτὸς μὲν ἐφέζετο Περγάμῳ
ἄκρῃ” (Ε 460)· παρατηρεῖ γάρ, μή τις θεῶν ἐπίθηται Τρωσίν. b
(BCE3E4)T Πέργαμα δέ φασιν οἱ νεώτεροι. T
Ariston. φηγῷ: ἡ διπλῆ, ὅτι πρὸ τῶν πυλῶν τὴν φηγὸν ταύτην
ὑποτίθεται. πρὸ πολλοῦ δὲ (sc. Ε 446. 460) ὁ Ἀπόλλων ἐστὶν ἐπὶ τῆς
Περγάμου. A
ex. φηγῷ: ἀξιοπίστως ἔθηκε καὶ τὸν τόπον. A b (BCE3E4)T
ἔστι δὲ τὸ δένδρον τοῦτο καὶ ἰσχυρὸν καὶ πολυχρόνιον. φηγὸς δὲ b
(BCE3E4)T παρὰ τὸ φώγω,

Σχόλια στον Όμηρο Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. (scholia vetera)


Book of Iliad 9, verse 354b, line of scholion 1

ex. ἀπὸ τείχους: τινὲς ‘ἐπάνω τοῦ τείχους’, ὑπερβολή. εἰ


δὲ σημαίνει τὸ ἄπωθεν, βαρύνεται ὡς τὸ ἄνα ἔπι. T
Ariston. {ἀλλ' ὅσον ἐς} Σκαιάς τε πύλας: ὅτι πληθυντικῶς εἶπε
τὴν πύλην μίαν οὖσαν. Σκαιαὶ δὲ καὶ Δαρδάνιαι αἱ αὐταί. ἡ δὲ δρῦς
πρὸ τῆς Ἰλίου ἦν. A
ex. καὶ φηγὸν ἵκανεν: δύο εἰσὶ φηγοί · ὑφ' ᾗ μὲν ἱερὸν
Διός (cf. Η 60), ὑφ' ᾗ δὲ Ἴλου τάφος (cf. Λ 166 – 7). T
ex. νῦν δ' ἐπεὶ οὐκ ἐθέλω: τινὲς εἰρωνικῶς ‘οὐ δύναμαι δι'
Ἀγαμέμνονα’· “καὶ δ' Ἀχιλεὺς τούτῳ γε μάχῃ ἐνὶ κυδιανείρῃ/ ἔρριγ'
ἀντιβολῆσαι” (Η 113 – 4). b

Σχόλια στον Όμηρο Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. (scholia vetera)


Book of Iliad 14, verse 394-9, line of scholion 19

κέχρηται, “ὡς δ' ὅτ' ἐπὶ προχοῇσι διϊπετέος ποταμοῖο / βέβρυχεν


μέγα κῦμα ποτὶ ῥόον, / τόςςη ἄρα Τρῶες ἰαχῇ ἴσαν” (Ρ 263 – 4.
266), τῇ δὲ ἀπὸ τοῦ πυρὸς “ὡς δ' ἀναμαιμάει βαθέ' ἄγκεα θεσπιδαὲς
πῦρ / οὔρεος ἀζαλέοιο, βαθεῖα δὲ καίεται ὕλη” (Υ 490 – 1), τῇ δ'
ἀπὸ τῶν ἀνέμων “ὡς δ' Εὖρός τε Νότος τ' ἐριδαίνετον ἀλλήλοισιν /
οὔρεος ἐν βήςςῃς βαθέην πολεμιζέμεν ὕλην, / Φηγόν τε μελίην τε
216

τανύφλοιόν τε κράνειαν, / αἵ τε πρὸς ἀλλήλας ἔβαλον τανυήκεας


ὄζους / ἠχῇ θεσπεσίῃ, πάταγος δέ τε ἀγνυμενάων” (Π 765 – 9). T
Ariston. οὔτε θαλάσσης κῦμα τόσον: ὅτι Ζηνόδοτος τούτων
τῶν ὁμοιώσεων τὴν πρώτην (sc. versus Ξ 394 – 5) τρίτην τέταχεν.
ὁ δὲ Ὅμηρος τὰ ἐπιτατικώτερα ὕστερα λέγει.

Σχόλια στον Όμηρο Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. (scholia vetera et


recentiora e cod. Genevensi gr. 44) (5026: 003)“Les scolies genevoises de
l'Iliade, vol. 1”, Ed. Nicole, J.Geneva: Georg, 1891, Repr. 1966.Book of
Iliad 7, verse 22, line of scholion 1

[καγχαλόων] ὡς ἠγαπημένος – τὸ φθοροποιὸν ἔχων.


ἐλάτῃσι] ταῖς κώπαις – κατεσκευάζοντο.
πρῶτος ἀριστεύει ὁ Ἀλέξανδρος ἢ ὡς προπετὴς, ἢ ὡς ἀναπαυθεὶς,
ἢ ὡς ἐρεθισθεὶς ὑπὸ τοῦ Ἕκτορος.
[στεφάνης] στεφάνη εἶδος – ἀπὸ τῆς τῶν ὀρῶν ἐξοχῆς.
[φηγῷ] φηγὸς ἢ δρῦς παρὰ τὸ φαγῶ – ἐκ τοῦ πλεῖν
αὐτῇ ἐκέχρηντο.
[ἑτεραλκέα νίκην] τὴν τοῖς ἑτέροις δύναμιν παρέχουσαν.
[Διὶ μῆτιν ἀτάλαντε] διδάσκει – πόλεως φροντίζειν,
ἀλλὰ καὶ παντὸς κόσμου ὡς καὶ ὁ θεός.
[οἵη δὲ ζεφύροιο] καλῶς τὴν ἠρεμίαν τῶν ὅπλων –

Σχόλια στον Όμηρο Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. (scholia recentiora


Theodori Meliteniotis) (e cod. Genevensi gr. 44) (5026: 004)
“Les scolies genevoises de l'Iliade, vol. 2”, Ed. Nicole, J.Geneva: Georg,
1891, Repr. 1966.Book of Iliad 16, verse 482, line of scholion 1

[ῥυτῆρσι] ἡνίαις – ἐστιν ἑλκύειν.


[ἀμφ' ἀδινὸν κῆρ] περὶ τὴν συνετὴν ψυχήν.
φρένες ἔρχαται] ἀεὶ ὁ ποιητὴς φρένας καλεῖ τὸ διάφραγμα.
ἔνθ' ἄρα τε φρένες ἔρχαται ἀμφ' ἀδινὸν κῆρ] ἔνθα αἱ φρένες εἰσί.
παρὰ τὸ φύσει λαμπρὸν καὶ ἡδὺ μέρος τῆς ψυχῆς.
[ἀχερωΐς] ἤγουν δένδρον ὃ καλεῖται λεύκη. ἔνιοι δὲ φηγοῦ
εἶδος εἶπον αὐτήν.

Σχόλια στον Όμηρο Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. (scholia recentiora


Theodori Meliteniotis) (e cod. Genevensi gr. 44)
Book of Iliad 21, verse 549, line of scholion 1
217

[ἴρηκος] ἱέρακος. προσληπτέον δὲ τὸ διωκομένη.


[ἐϋστέφανος] καλὴν στεφάνην ἔχουσα. στεφάνη δὲ εἶδός ἐστι
κόσμου γυναικείου. ἔστι δὲ καὶ περικεφάλαιον.
[ἐπὰψ θέμεναι] πάλιν ἐπικλῖναι καὶ ἐπιθεῖναι.
[καρχαλέοι] ξηροὶ ὑπὸ δίψης.
[κεκλιμένος] ἀντὶ τοῦ περιεχόμενος ὑπὸ φηγοῦ καὶ περικεκλι-
μένος αὐτῇ.
[ὑποκλονέεσθαι – Ἀχιλῆϊ] ὑπὸ Ἀχιλλέως συγ-
χωρήσω ταράττεσθαι.
[πεδίον Ἰλήϊον] τόπος ἐν ᾧ ὁ Ἰλίου τάφος.
[ῥωπήϊα] ἱμαντώδη φυτὰ, ἀφ' οὗ τὰ δένδρα τῆς ὕλης.

Σχόλια στον Όμηρο Scholia in Odysseam (scholia vetera)


Book 19, hypothesis-verse 163, line 8

οἱ γὰρ παλαιοὶ ὑπελάμβανον τοὺς πρὸ ἑαυτῶν ἐκ δρυῶν καὶ πετρῶν


γεγενῆσθαι, διὰ τὸ τὰς τικτούσας εἰς τὰ στελέχη καὶ σπήλαια ἐκ-
τιθέναι τὰ παιδία. ἔστι δὲ ὁ λόγος, οὐ γὰρ δὴ ἐκείνων εἶ σύ. πιθα-
νὸν δὲ τοὺς πάλαι ἀνθρώπους ἐν ταῖς ἐρημίαις τὰς μίξεις ποιεῖσθαι
πλησίον πετρῶν καὶ δρυῶν. τινὲς δὲ, παλαιφάγου, ἐπειδὴ οἱ παλαιοὶ
ἐβαλανοφάγουν· παρὸ καὶ φηγὸς ὡς φαγός τις οὖσα. H.Q.V.
Κρήτη τις γαῖ' ἐστὶ περίρρυτος] ὑδρηλή. V. ἀντὶ τοῦ
περιρρεομένη θαλάσσῃ. οὐ γάρ ἐστι μέσον ὡς κέντρον τοιοῦτον ἐπὶ
τῆς Ὠγυγίας “ὅθι τ' ὀμφαλός ἐστι θαλάσσης” (Od. α, 50.). B.
H.Q.

Σχόλια στον Όμηρο Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. (scholia vetera) (= D


scholia) Book of Iliad 9, verse 354, line of scholion 1

ξυσμένα ξύλα.
Ἴσχειν. Ἐπέ-
χειν, κωλύειν.
Οὐκ ἐθέλεσκεν.
Οὐκ ἠδύνατο. Ὀρνύμεναι. Παρορμᾷν.
Φηγόν. δρῦν.
Οἶον ἔμι-
μνεν. Ἅπαξ ἔμεινεν.
ἱρά. Ἱ-
218

ερεῖα, θυσίας.

Σχόλια στον Όμηρο Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. (scholia vetera) (= D


scholia)
Book of Iliad 16, verse 482, line of scholion 2

Ἔνθ' ἄρα τε φρένες ἔρχαται ἀμφ' ἀδινὸν κῆρ. Ἔνθα αἱ φρέ-


νες εἰσὶ περὶ τὸ φύσει λαμπρὸν καὶ ἡδὺ μέρος τῆς ψυχῆς.
Ἀχερωΐς. Δένδρον, ὃ καλεῖται λεύκη. Ἔνιοι δὲ φηγοῦ
εἶδος εἶπον αὐτήν. Βλωθρή.

Σχόλια στον Όμηρο Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. (scholia vetera) (= D


scholia)
Book of Iliad 21, verse 549, line of scholion 2

Καρφαλέοι. Ξηροί.
Σφεδανόν.
Ἀντὶ τοῦ σφεδανῶς, ἐσπευσμένως, ἢ κα-
ταπληκτικῶς.
Κεκλιμένος φηγῷ.
Ἀντὶ τοῦ περιεχόμενος ὑπὸ φηγοῦ. καὶ
περικεκλιμένος αὐτῇ.

Σχόλια στον Λουκιανό , Σχόλια στον Λουκιανό (scholia vetera et


recentiora Arethae) (5029: 001)“Σχόλια στον Λουκιανό ”, Ed. Rabe, H.
Leipzig: Teubner, 1906, Repr. 1971.Lucianic work 22, section 2, line 13

ἀποτρόπαιον] ὃ ἀποτρέπεταί τις. ~ ΓVΔ


Ἀργοῦς τρόπις] τὰ κατὰ τοῦ πλοίου. Ἀργὼ δέ ἐστι τὸ
πλοῖον, ἐν ᾧ Ἰάσων ἔπλευσεν· τούτου δέ, ὡς λέγουσιν,
ἡ τρόπις ἐλάλει. ~ φηγὸς ἐν Δωδώνῃ] μαντεῖον λέγουσι τοῦ Διὸς ἐν Δω-
δώνῃ, ὅπου φηγὸς ἤτοι δρῦς, εἰς ἣν ἐμαντεύοντο. ~ ΓVΔ
ἑρπούσας] παρ' Ὁμήρῳ [μ 395] ταῦτα ἐπὶ τῶν Ἡλίου
βοῶν ἐν Ὀδυσσείᾳ, οὓς οἱ ἑταῖροι τοῦ Ὀδυσσέως σφάξαν-
τες ἐθοινῶντο.

Σχόλια στον Λουκιανό , Σχόλια στον Λουκιανό (scholia vetera et


recentiora Arethae) Lucianic work 22, section 2, line 14
219

ἀποτρόπαιον] ὃ ἀποτρέπεταί τις. Ἀργοῦς τρόπις] τὰ κατὰ τοῦ πλοίου.


Ἀργὼ δέ ἐστι τὸ πλοῖον, ἐν ᾧ Ἰάσων ἔπλευσεν· τούτου δέ, ὡς λέγουσιν,
ἡ τρόπις ἐλάλει. φηγὸς ἐν Δωδώνῃ] μαντεῖον λέγουσι τοῦ Διὸς ἐν Δω-
δώνῃ, ὅπου φηγὸς ἤτοι δρῦς, εἰς ἣν ἐμαντεύοντο. ἑρπούσας] παρ'
Ὁμήρῳ [μ 395] ταῦτα ἐπὶ τῶν Ἡλίου βοῶν ἐν Ὀδυσσείᾳ, οὓς οἱ ἑταῖροι
τοῦ Ὀδυσσέως σφάξαντες ἐθοινῶντο. οὐ χαλεπῶς] οὐ δυσχερῶς.
ἐχεμυθήσειν] σιωπήσειν, φυλάξαι τὸ μυστήριον.

Σχόλια στον Λυκόφρονα (scholia vetera et recentiora partim Isaac et


Joannis Tzetzae) Scholion 15, line 30

θεὰν εἶπον ὡς ἐπὶ τοῦ Ἠὼς δ' ἐκ λεχέων (Λ 1) καὶ τὸ


ἀπὸ ἀνατολῆς μέχρι μεσημβρίας τοῦ ἡλίου διάστημα ὡς ἐν
τῷ ὄφρα μὲν ἠὼς ἦν καὶ ἀέξατο ἰερὸν ἦμαρ (Θ 66)
καὶ τὸ νυκτὸς καὶ ἡμέρας διάστημα ὡς τὸ ἠὼς δέ μοι ἥδε
δυωδεκάτη, ὅτ' εἰς Ἴλιον εἰλήλουθα (Φ 80). Φήγιον
δὲ ὄρος περὶ τὸν Ὠκεανόν ss4 φηγοὺς ἤτοι δρῦς ἔχον.
s4 Φήγιον ὄρος – ὃ πολλὰς δρῦς εἶχεν. Eust. Il. 14133 τὸ δὲ
Φηγός ἡ δρῦς παρὰ τὸ φάγω· πρὸ γὰρ τῆς εὑρέσεως τοῦ
ἄρτου βαλάνους καὶ ἀκρόδρυα ἀντὶ ὀπώρας ἤσθιον οἱ ἄν-
θρωποι. πάγον δὲ ἀκρωτήριον.

Σχόλια στον Λυκόφρονα (scholia vetera et recentiora partim Isaac et


Joannis Tzetzae) Scholion 83, line 1

ναύτης καὶ ss3 ναῦς ss3s4 καὶ νάουσαν ἀκρότομον s3. νας-
μός ὄμβρος ἀπὸ τοῦ νάω, ὅθεν καὶ νᾶμα καὶ ναύτης. ×Λ.
σημαίνει δὲ ἐνταῦθα τὸν κατακλυσμόν. EM 5986 cf. 33751
cod. V Gaisf.
τοὶ δὲ ἐλλειπτικῶς ἀντὶ τοῦ οἱ ἄνθρωποι. T
φηγὸν τὴν βάλανον παρὰ τὸ φάγω φαγὸν καὶ φη-
γὸν λεγομένην· οἱ γὰρ ἀρχαῖοι πρὸ τοῦ τὸν σῖτον εὑρεῖν βα-
λάνους ἤσθιον καὶ ὀπώρας. δρύκαρπα πᾶσαν ὀπώραν
ὥς πού φησιν ἐν ταῖς Δωδεκαετηρίσιν Ὀρφεύς (p. 151 Ab.)
βάλλειν ἔρνεα πάντα, τά τε δρυὸς ἄκρα λέγονται.
φάλαινα ζωύφιόν ἐστι ταῖς λυχνίαις ἐπιπετόμενον

Σχόλια στον Λυκόφρονα (scholia vetera et recentiora partim Isaac et


Joannis Tzetzae) Scholion 83, line 2
220

μός ὄμβρος ἀπὸ τοῦ νάω, ὅθεν καὶ νᾶμα καὶ ναύτης. ×Λ.
σημαίνει δὲ ἐνταῦθα τὸν κατακλυσμόν. EM 5986 cf. 33751
cod. V Gaisf.
τοὶ δὲ ἐλλειπτικῶς ἀντὶ τοῦ οἱ ἄνθρωποι. T
φηγὸν τὴν βάλανον παρὰ τὸ φάγω φαγὸν καὶ φη-
γὸν λεγομένην· οἱ γὰρ ἀρχαῖοι πρὸ τοῦ τὸν σῖτον εὑρεῖν βα-
λάνους ἤσθιον καὶ ὀπώρας. δρύκαρπα πᾶσαν ὀπώραν
ὥς πού φησιν ἐν ταῖς Δωδεκαετηρίσιν Ὀρφεύς (p. 151 Ab.)
βάλλειν ἔρνεα πάντα, τά τε δρυὸς ἄκρα λέγονται.
φάλαινα ζωύφιόν ἐστι ταῖς λυχνίαις ἐπιπετόμενον
ὃ καὶ πυραυστούμορος †T καὶ ψυχὴ καὶ ψῶρα καλεῖται.

Σχόλια στον Λυκόφρονα (scholia vetera et recentiora partim Isaac et


Joannis Tzetzae) Scholion 84, line 19a

...λέγονται γὰρ αἱ φῶκαι ἐπιθυμητικῶς ἔχειν πρὸς τὰς


συνουσίας τῶν ἀνδρῶν. ἄλλως. ss3 τὸ ἑξῆς· s3 φάλλαι τε
καὶ οἱ δελφῖνες φέρβοντο φηγὸν καὶ τἆλλα αἵ ss3 τ' ἐπ'
ἀρσένων βροτῶν λέκτρα θουρῶσαι s φῶκαι ss3. αἵ τ' ἐπ' ἀρσένων· αἱ
φῶκαί τε αἱ θουρῶσαι καὶ ἐρωτικῶς ὁρμῶσαι ἐπὶ τὰ

Σχόλια στον Λυκόφρονα (scholia vetera et recentiora partim Isaac et


Joannis Tzetzae) Scholion 212, line 51

οἶνος γὰρ ἀνθρώποις δίοπτρον. καὶ ἄλλα δὲ μυρία


περὶ τὸν Διόνυσον ἤτοι τὸν οἶνον συμβολικωτέρως τελούμενα,
παρδάλεις καὶ βάκχαι καὶ σάτυροι καὶ ἀνδρόθηλυς στολις-
μὸς καὶ τὰ ἕτερα, ἃ μακρόν ἐστιν ἐν μυθικῷ συγγράμματι
ἀλληγορεῖν περιεργότερον. Φηγαλεὺς ἐμοὶ δι' ἦτα δοκεῖ
γράφειν, παρὰ τὸ ἐν φηγοῖς καὶ ὄρεσιν ἅλλεσθαι ἄλλοι (998)
δὲ διὰ τοῦ ἰῶτα γράφοντες Φιγαλέα λέγουσιν ἐν Ἀρκαδίᾳ
τιμᾶσθαι Διόνυσον. Φαυστήριος δὲ οὕτως λέγεται, ὅτι
μετὰ φανῶν καὶ λαμπάδων ἐπετελεῖτο τὰ τούτου μυστήρια,
ὁ αὐτὸς δὲ καὶ Ἐνόρχης, ὅτι μετ' ὀρχήσεως αἱ θυσίαι αὐτῷ
ἐπιτελοῦνται.

Σχόλια στον Λυκόφρονα (scholia vetera et recentiora partim Isaac et


Joannis Tzetzae) Scholion 1319, line 3a

ὅτι ἡ τρόπις αὐτῆς ἐκ τῆς Δωδωναίας δρυὸς ἦν φωνήεσσα


καὶ λάλος. λάληθρον τὴν Ἀργὼ λέγει. λάληθρον δὲ s ἐπειδὴ, φασὶν,
221

ἐκ τῆς φηγοῦ τῆς ἐν Δωδώνῃ ξύλον εἶχε φωνῆεν ss3 καὶ Καλ-
λίμαχος φωνήεσσαν αὐτὴν ἐκάλεσε. s κίσσα δέ, ἐπειδὴ τὸ ὄρνεον
μιμητικόν ἐστι φωνῆς ἀνθρωπίνης, ὡς καὶ ἡ Ἀργώ. ss3s4 πάντα δὲ
προέγραψα.

Σχόλια στον Λυκόφρονα (scholia vetera et recentiora partim Isaac et


Joannis Tzetzae) Scholion 1432, line 2

τὰ Περσικὰ βέλη πεμπόμενα συγκρύψει τὸν ἥλιον. T


Λοκρῶν· ὁ Ξέρξης φησὶ, φοβηθεὶς φεύξεται
ἐπ' ὀλίγον χρόνον ἀνθήσας καὶ κρατήσας ss3s4 ὡς τὸ ἐν
Λοκροῖς ῥόδον θᾶττον μαραινόμενον δι' ἀσθένειαν. ss4
λυκοψίαν τὴν ἐρημίαν ss3 μόσυνα δὲ φη-
γότευκτον λέγει τὰς ναυμαχίας· εἰώθασι γὰρ ἐν ταύ-
ταις ss3s4 μηχανᾶσθαι καὶ ss4 ποιεῖν πύργους ξυλίνους.
τὸ ἑξῆς· μόσυνα φηγότευκτον ἄγχι παμφαλώμενος
ὡς λυκοψίαν κνεφαίαν

Σχόλια στον Λυκόφρονα (scholia vetera et recentiora partim Isaac et


Joannis Tzetzae) Scholion 1432, line 17

ἐρημίας ὥστε κρυβῆναι ἐν αὐτῷ, ὅταν ὑπό τινος ξιφηφόρου


πολεμίου διώκηται. ἡ δὲ σύνταξις οὕτως· αὖθις καὶ εἰς τοὐπίσω
παλιμπλώτοιο γεύσεται φυγῆς ὁ Ξέρξης ἢ αὖθις καὶ πάλιν ἄγχι παμφα-
λώμενος καὶ περιβλέπων καὶ ψηλαφῶν μόσυνα φηγό-
τευκτον ἤτοι ναῦν, οὕτω δὲ ψηλαφῶν ναῦν ὡς κόρη
δειματουμένη χαλκηλάτῳ ξίφει· ἀπὸ κοινοῦ τὸ παμ-
φαλᾶται καὶ ψηλαφᾶται καὶ ψηλαφᾷ λυκοψίαν κνεφαίαν.
καὶ ταῦτα μὲν οὕτως, ἡ δὲ περὶ τοῦ Ξέρξου ἱστορία ὡδὶ ἔχει
πως· Ἱππίας ὁ Πεισιστράτου τύραννος ὢν Ἀθηναίων ἐξέπεσε
τῆς τυραννίδος. ἐλθὼν οὖν παρὰ Πέρσας ἱκετεύει Δαρεῖον στρα

Σχόλια στον Νίκανδρο Scholia et glossae in Nicandri theriaca (scholia


vetera et recentiora) (5031: 001)
222

“Scholia in Nicandri theriaka”, Ed. Crugnola, A.Milan: Istituto Editoriale


Cisalpino, 1971.Vita-scholion 411d, line 3

δρυΐναο· ζῴου K2 ὄφις ἐστίν d


δρυΐναο· ὅτε καταλιπὼν τὴν λίμνην εἰς δρῦν
ἔλθῃ, τότε δρυΐνας καλεῖται.
πιφαύσκεο· ἄκουε δὲ καὶ περὶ δρυΐναο, ὃν
ἕτεροι χέλυδρον ὀνομάζουσιν. ἔστι δὲ ὄφις ὁ δρυΐνας ὃς
ἐν ἀενάῳ λίμνῃ διατρίβει, ἢ ἐν Δρύσὶν ἢ φηγοῖςιν.
πιφαύσκεο· μάνθανε, τεκμαίρου bm ἄκουε,
μάνθανε df
ἐξέτεροι· οἱ μεταγενέστεροι, οἱονεὶ ἐξ ἑτέρων
ἕτεροι, ἤτοι μεθ' ἑτέρους ἕτεροι bm
τεύξας· κατασκευάσας

Σχόλια στον Νίκανδρο Scholia et glossae in Nicandri theriaca (scholia


vetera et recentiora) Vita-scholion 413a, line 1

πιφαύσκεο· μάνθανε, τεκμαίρου bm ἄκουε,


μάνθανε df
ἐξέτεροι· οἱ μεταγενέστεροι, οἱονεὶ ἐξ ἑτέρων
ἕτεροι, ἤτοι μεθ' ἑτέρους ἕτεροι bm
τεύξας· κατασκευάσας d
ὅγε ποι φηγοῖςι· σημειωτέον δὴ ὅτι ἡ φηγὸς
ἄλλο τί ποτέ ἐστι παρὰ τὴν δρῦν, τουτέστιν οὐκ ἔστι κυρίως
δρῦς. Θεόφραστος δὲ (H. P. 3, 8, 2) πέντε γένη φησὶ δρυῶν
εἶναι, ἓν δὲ τούτων τὴν Φηγόν.
ὀρεσκεύει· ἐνδιατρίβει GK2 διατρίβει περὶ τὰ
βάσιμα τῶν ὀρῶν bm ἐν τῷ ὄρει διατρίβει d διατρίβει.

Σχόλια στον Νίκανδρο Scholia et glossae in Nicandri theriaca (scholia


vetera et recentiora) Vita-scholion 413a, line 4

ἕτεροι, ἤτοι μεθ' ἑτέρους ἕτεροι bm τεύξας· κατασκευάσας d


ὅγε ποι φηγοῖςι· σημειωτέον δὴ ὅτι ἡ φηγὸς ἄλλο τί ποτέ ἐστι παρὰ τὴν
δρῦν, τουτέστιν οὐκ ἔστι κυρίως
δρῦς. Θεόφραστος δὲ (H. P. 3, 8, 2) πέντε γένη φησὶ δρυῶν
εἶναι, ἓν δὲ τούτων τὴν Φηγόν.
ὀρεσκεύει· ἐνδιατρίβει GK2 διατρίβει περὶ τὰ
223

βάσιμα τῶν ὀρῶν bm ἐν τῷ ὄρει διατρίβει d διατρίβει vf


ὁμήθεα·

Σχόλια στον Νίκανδρο Scholia et glossae in Nicandri theriaca (scholia


vetera et recentiora) Vita-scholion 460d, line 10

οὐ μακρὰν δέ ἐστι τοῦ ποταμοῦ ἡ Ζώνη ἡ πόλις, μεθ' ἣν


αἱ Ὀρφέως δρύες εἰσίν, ὑφ' ἃς πόλις ἐστὶ Ζηρύνθιον, ἐν ᾗ
τὸ ἄντρον. μέμνηται δὲ τῆς Ζώνης καὶ Ἀπολλώνιος (Arg.
1, 29 Fraenkel) ‘ἀκτῇ Θρηικίῃ Ζώνῃ ἐπιτηλεθάουσαι’.
μέμνηται δὲ καὶ αὐτὸς ὁ Νίκανδρος (f. 28 Schn.): ‘τῷ μὲν
ὑπὸ Ζωναῖον ὄρος δρύες ἀμφί τε φηγοί ῥιζόθι δινήθησαν
ἀνέστησάν τε χορείαν, οἷά τε παρθενικαί’.
Ἄλλως. Ῥησκύνθιον δὲ ὄρος Θρᾴκης, ἐν ᾧ Ἥρα ἐτιμᾶτο,
ἐξ οὗ καὶ ἡ Ῥησκυνθίς Ἥρα.

Σχόλια στον Νίκανδρο Scholia et glossae in Nicandri alexipharmaca


(scholia vetera et recentiora) (5031: 002)
“Scholia in Nicandri alexipharmaca”, Ed. Geymonat, M.
Milan: Istituto Editoriale Cisalpino, 1974.
Scholion 260a, line 2

δὲ καὶ ἡ νηδὺς μεμιασμένα ἀποπατήματα, ἤγουν ἀφρώδη


νηδύς] ἡ γαστήρ f
μεμιασμένα] μεμολυσμένα f
λύματα] καθάρματα G2
ἀλλὰ σὺ πολλάκι μέν X· πολλάκις μέν
BvAld φησι καὶ τῆς φηγοῦ τὴν χαίτην βάλλοις ὁμοῦ τοῖς
ἀκύλοις, τουτέστι τῷ καρπῷ
χαίτην] τὸ φύλλον f
οὐλάδα δὲ τὴν ὑγιαστικήν (ω 402)·
οὖλέ τε καὶ μέγα χαῖρε Vq
πολλάκι δὲ BCvAld καὶ φηγοῖο·

Σχόλια στον Νίκανδρο Scholia et glossae in Nicandri alexipharmaca


(scholia vetera et recentiora) Scholion 261a, line 1

...φησι καὶ τῆς φηγοῦ τὴν χαίτην βάλλοις ὁμοῦ τοῖς


ἀκύλοις, τουτέστι τῷ καρπῷ
χαίτην] τὸ φύλλον f
οὐλάδα δὲ τὴν ὑγιαστικήν (ω 402)·
οὖλέ τε καὶ μέγα χαῖρε Vq
224

πολλάκι δὲ BCvAld καὶ φηγοῖο· ἤ-


γουν σὺν αὐταῖς ταῖς βαλάνοις· διαφέρειν γάρ φησι
δρῦν καὶ Φηγόν · εἰ μή που φηγὸν τὴν πρῖνον εἶπεν·
ἄλλη γὰρ δρῦς καὶ ἄλλη φηγὸς καὶ ἄλλη πρῖνος, τὰ δὲ τρία
δρύες καλοῦνται
πόροις] δός .

Σχόλια στον Νίκανδρο Scholia et glossae in Nicandri alexipharmaca


(scholia vetera et recentiora) Scholion 261a, line 3

χαίτην] τὸ φύλλον f
οὐλάδα δὲ τὴν ὑγιαστικήν (ω 402)·
οὖλέ τε καὶ μέγα χαῖρε Vq
πολλάκι δὲ BCvAld καὶ φηγοῖο· ἤ-
γουν σὺν αὐταῖς ταῖς βαλάνοις· διαφέρειν γάρ φησι
δρῦν καὶ Φηγόν · εἰ μή που φηγὸν τὴν πρῖνον εἶπεν·
ἄλλη γὰρ δρῦς καὶ ἄλλη φηγὸς καὶ ἄλλη πρῖνος, τὰ δὲ τρία
δρύες καλοῦνται
πόροις] δός f
ἀκύλοισιν] ταῖς πρινίνοις f βαλάνοις
ὁμήρη] ὁμοῦ. γράφεται ἰσήρη

Σχόλια στον Νίκανδρο Scholia et glossae in Nicandri alexipharmaca


(scholia vetera et recentiora) Scholion 261a, line 4

οὐλάδα δὲ τὴν ὑγιαστικήν (ω 402)·


οὖλέ τε καὶ μέγα χαῖρε Vq
πολλάκι δὲ BCvAld καὶ φηγοῖο· ἤ-
γουν σὺν αὐταῖς ταῖς βαλάνοις· διαφέρειν γάρ φησι
δρῦν καὶ Φηγόν · εἰ μή που φηγὸν τὴν πρῖνον εἶπεν·
ἄλλη γὰρ δρῦς καὶ ἄλλη φηγὸς καὶ ἄλλη πρῖνος, τὰ δὲ τρία
δρύες καλοῦνται
πόροις] δός f

Scholia In Oppianum, Scholia et glossae in cynegetica (scholia vetera


et recentiora) (5032: 001)“Scholia et paraphrases in Nicandrum et
Oppianum in Scholia in Theocritum (ed. F. Dübner)”, Ed. Bussemaker,
U.C.Paris: Didot, 1849.
Book 2, scholion 533, line 1
225

Ἴφθιμον δὲ κάρηνον· ἔχει.


Κατ'· εἰς.
Διατμήξειε· μερίζοιτο.
Ἐνηής· πρᾷος.
Πολυκνήμοισι· πολυδένδροις.
Φηγούς· κέδρους. κοτίνους· ἀγριελαίους.
Ἐξετάνυσσεν· ἔῤῥιψεν.
Ἐγχρίψας· λήψας.
Ζεύγλην· ζυγόν.
Σημάντορας· σημεῖον.
Εἰσαΐουσι· νοοῦσιν. τιθασεύτορες· κιλίφαννοι.

Scholia In Platonem, Scholia in Platonem (scholia vetera) (5035: 001)


“Scholia Platonica”, Ed. Greene, W.C.Haverford, Pennsylvania:
American Philological Association, 1938.Dialogue R, Stephanus page
372c,bis, line 3

φυράσαντες, ζυμώσαντες.
βολβούς.
βοτάνης ὄνομα ποιᾶς.
τραγήματα.
παρὰ Λάκωσι τὰ παρ' ἡμῖν τρωγάλια. τραγήματα· βολβούς, μύρτα,
φηγούς.
σποδιοῦσιν.
σποδιοῦσιν ἀντὶ τοῦ εἰς σποδὸν ἤτοι εἰς ἀνθρακιὰν ἐσβεσμένην
ἑψήσουσιν.
φλεγμαίνουσαν.
τρυφῶσαν, ἐπῃρμένην, μεγαλαυχουμένην.

Scholia In Sophoclem, Scholia in Sophoclem (scholia vetera) (5037:


004)“Scholia in Sophoclis tragoedias vetera”, Ed. Papageorgius, P.N.
Leipzig: Teubner, 1888.Play Tr, verse 172, line 2

θεῶν εἱμάρθαι ὥστε τούτων θάτερον αὐτῷ τέλος


ἔσεσθαι τῶν πόνων.
τῶν Ἡρακλείων τῶν ἑαυτοῦ πόνων τὸ τέλος·
πολὺ δὲ τὸ τοιοῦτο εἶδος παρὰ ποιηταῖς.
Δωδῶνι δισσῶν ἐκ πελειάδων τὴν ἐν Δωδώνῃ
τῆς Θεσπρωτίας φηγὸν ἐφ' ᾗ δύο περιστεραὶ καθή-
μεναι ἐμαντεύοντο· ὡς ἀπ' εὐθείας δὲ τῆς ἡ Δωδὼν
ὡς Πλευρών· Ὅμηρος δὲ Δωδώνην εἶπεν. εἰς τὸ
226

αὐτό: ὑπεράνω τοῦ ἐν Δωδώνῃ μαντείου δύο ἦσαν


πέλειαι δι' ὧν ἐμαντεύετο ὁ Ζεὺς ὡς Ἀπόλλων ἀπὸ
τρίποδος·

Scholia In Sophoclem, Scholia in Sophoclem (scholia vetera)


Play Tr, verse 1167, line 13

ἀφνειὴ μήλοισι καὶ εἰλιπόδεσσι βόεσσιν·


ἔν δ' ἄνδρες ναίουσι πολύρρηνες, πολυβοῦται,
πολλοί, ἀπειρέσιοι, φῦλα θνητῶν ἀνθρώπων·
ἔνθα δὲ Δωδώνη τις ἐπ' ἐσχατιῇ πεπόλισται,
τὴν δὲ Ζεὺς ἐφίλησε καὶ ὃν χρηστήριον εἶναι
τίμιον ἀνθρώποις· ναῖον δ' ἐν πυθμένι φηγοῦ
ἔνθεν ἐπιχθόνιοι μαντήια πάντα φέρονται
ὃς δὴ κεῖθι μολὼν θεὸν ἄμβροτον ἐξερεείνῃ
δῶρα φέρων τ' ἔλθῃσιν σὺν οἰωνοῖς ἀγαθοῖσιν·
ἐντεῦθεν δὲ λέγουσιν εἶναι Ἐλλοπιεῖς καὶ τοὺς ἐν
Εὐβοίᾳ οἰκήσαντας.

Scholia In Theocritum, Scholia in Theocritum (scholia vetera) (5038:


001)
“Scholia in Theocritum vetera”, Ed. Wendel, K.
Leipzig: Teubner, 1914, Repr. 1967.
Prolegomenon-anecdote-poem 9, section-verse 20/21a, line 3

γάλακτος, ἐσθίουσι δὲ θέντες ὑπὸ τὸ πῦρ.


LmUmEgAGPT χόρια ζεῖ: χόρια τὰ ἀγγεῖα τῶν ἐμβρύων ἢ αἱ ἀπὸ
τῶν ἐντέρων πλεκόμεναι χορδαί.
KUEAT φαγοί: εἶδος Δρυός. εἴρηται δέ, ὅτι πρὸ τῶν
Δημητριακῶν καρπῶν τὰς βαλάνους ἤσθιον· ἢ πηγούς τινας
παρὰ τὸ εὐπαγεῖς εἶναι. εἰσὶ δὲ δρυὸς γένη εʹ· Φηγός, ἡμε-
ρὶς ἡ καὶ ἐτυμόΔρύς, αἰγίλωψ, πλατύφυλλος καὶ ἁλίφλοιος.
EgGP ἔχω δέ τοι οὐδ' ὅσον ὤραν: οὐδόλως ἔχω φροντίδα
τοῦ χειμῶνος.
ἄμυλος εἶδός τι ἄρτου, ἐκ τῶν σητανίων λεγομένων KUEAT
πυρῶν γενόμενος.

Scholia In Theocritum, Scholia in Theocritum (scholia vetera)


Prolegomenon-anecdote-poem 12, section-verse 8/9d, line 2

KLmUrT σκιερὰν ὑπὸ φαγόν: ἐπαινέσειεν ἄν τις ἐκ τῆς πα-


227

ραβολῆς τὸν ποιητήν· παραβάλλει γὰρ τῷ μὲν πόθῳ τὸ καῦμα,


τὴν δὲ παρουσίαν τοῦ ἐρωμένου φηγῷ κατασκιαζούσῃ.
UEAGPT σκιερὰν δ' ὑπὸ φαγόν: ὡς ἄν τις, φησί, φλεγό-
μενος ὑπὸ τοῦ ἡλίου εἰς σκιὰν φηγοῦ παρέλθῃ, οὕτω κἀγώ
σοι προσανεπαυσάμην ἀσμένως.
K εἴθ' ὁμαλοί: ὁ νοῦς· εἴη ἡμᾶς ἐξ ἴσου φιλεῖν,
ὅπως ἂν καὶ τοῖς μετὰ ταῦτα ἀνθρώποις ὑμνηθῶμεν.
UEAGPT εἴθ' ὁμαλοί: εἴθε, φησίν, ἐνεχώρει ὅμοιον γενέσθαι
τὸν εἰς ἀλλήλους ἡμῶν ἔρωτα, ἵνα καὶ ἐπὶ τῶν μεταγενεστέ

Ελληνική ανθολογία (7000: 001)“Ελληνική ανθολογία , 4 vols., 2nd


edn.”, Ed. Beckby, H.Munich: Heimeran, 1–2:1965; 3–4:1968.Book 4,
epigram 3, line 108

σοὶ γὰρ ἐγὼ τὸν ἄεθλον ἐμόχθεον· εἰς σὲ δὲ μύθων


ἐργασίην ἤσκησα, μιῇ δ' ὑπὸ σύζυγι βίβλῳ
ἐμπορίην ἤθροισα πολυξείνοιο μελίσσης·
καὶ τόσον ἐξ ἐλέγοιο πολυσπερὲς ἄνθος ἀγείρας,
στέμμα σοι εὐμύθοιο καθήρμοσα Καλλιοπείης,
ὡς φηγὸν Κρονίωνι καὶ ὁλκάδας Ἐννοσιγαίῳ,
ὡς Ἄρεϊ ζωστῆρα καὶ Ἀπόλλωνι φαρέτρην,
ὡς χέλυν Ἑρμάωνι καὶ ἡμερίδας Διονύσῳ.
οἶδα γάρ, ὡς ἄλληκτον ἐμῆς ἱδρῶτι μερίμνης
εὖχος ἐπιστάξειεν ἐπωνυμίη Θεοδώρου.

Ελληνική ανθολογία Book 6, epigram 99, line 1

ΦΙΛΙΠΠΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΩΣ

Κόψας ἐκ φηγοῦ σε τὸν αὐτόφλοιον ἔθηκε


Πᾶνα Φιλοξενίδης, ὁ κλυτὸς αἰγελάτης,
θύσας αἰγιβάτην πολιὸν τράγον ἔν τε γάλακτι
πρωτογόνῳ βωμοὺς τοὺς ἱεροὺς μεθύσας.
ἀνθ' ὧν ἐν σηκοῖς διδυμητόκοι αἶγες ἔσονται
γαστέρα φεύγουσαι τρηχὺν ὀδόντα λύκου.

Anthologiae Graecae Appendix, Epigrammata dedicatoria (7052:


001)“Epigrammatum anthologia Palatina cum Planudeis et appendice
nova, vol. 3”, Ed. Cougny, E.Paris: Didot, 1890.Epigram 175, line 9

σοῦ, Μέμνον, ἠχήσαντος ἕν[εκ', ἐπεὶ] μήτηρ


228

ἡ σὴ χυθεῖσα σὸν δέμας ἀ[μφ' Ἠὼς ς]τέφει·


θύσας τε καὶ σπείσας τε κα[ὶ κλύων σαφ]ῶς
τοῦτ' αὐτὸς ἠύτησεν εἰς σεῖο κλ[έος·
Λάλον μὲν Ἀργὼ παῖς ἐὼν ἐ[γὼ 'μάθον,
λάλον δὲ φηγὸν τὴν Διὸς [Πελασγι]κοῦ,
σὲ δ' αὐτὸν ὄσσοις μοῦνον ἐδρά[κη]ν [ἐμοῖς,
ὡς αὐτὸς ἠχεῖς καὶ βοήν τιν' [ἐκχέεις.
Τοῦτον δέ σοι χάραξε τὸν στίχων [χόρον,
ὅσ' εἶπες αὐτῷ, φίλτατος, τε[λῶν πάλιν.

Σούδα. Alphabetic letter phi, entry 259, line 1

Φῆ: οὐδετέρως Ὅμηρος τὸ φῆ ἀντὶ τοῦ ὡς τέταχεν. ὁ δὲ φῆ


κώδειαν ἀνασχών. ἵν' ᾖ ὡς κώδειαν.
Φηγαιεῦσι: δῆμος τῆς Αἰαντίδος.
Φηγεύς.
Φήγινος: δρύϊνος. ἐν Ἐπιγράμμασι· φηγίνεον κρατῆρα.
Φήγοντος.
Φηγός: δρῦς· ἢ πεύκη. ἦν δὲ δένδρα ὑπερμεγέθη, φηγὸς καὶ
ἐλάτη, δρύες τε καὶ φίλυρα.

Σούδα. phi, entry 260, line 1

Φηγεύς.
Φήγινος: δρύϊνος. ἐν Ἐπιγράμμασι· φηγίνεον κρατῆρα.
Φήγοντος.
Φηγός: δρῦς· ἢ πεύκη. ἦν δὲ δένδρα ὑπερμεγέθη, φηγὸς καὶ
ἐλάτη, δρύες τε καὶ φίλυρα.

ΔΡΎΣ

Δρύς,…Υπάρχει και άλλο ΔΡΎΣ

Απολλώνιος Ρόδιος. ., Αργοναυτικά. Book 3, line 968

ἤχλυσαν, θερμὸν δὲ παρηίδας εἷλεν ἔρευθος·


γούνατα δ' οὔτ' ὀπίσω οὔτε προπάροιθεν ἀεῖραι
ἔσθενεν, ἀλλ' ὑπένερθε πάγη πόδας. αἱ δ' ἄρα τείως
ἀμφίπολοι μάλα πᾶσαι ἀπὸ σφείων ἐλίασθεν·
τὼ δ' ἄνεῳ καὶ ἄναυδοι ἐφέστασαν ἀλλήλοισιν,
ἢ Δρύσὶν ἢ μακρῇσιν ἐειδόμενοι ἐλάτῃσιν,
229

αἵ τε παρᾶσσον ἕκηλοι ἐν οὔρεσιν ἐρρίζωνται


νηνεμίῃ, μετὰ δ' αὖτις ὑπὸ ῥιπῆς ἀνέμοιο
κινύμεναι ὁμάδησαν ἀπείριτον – ὧς ἄρα τώγε
μέλλον ἅλις φθέγξασθαι ὑπὸ πνοιῇσιν Ἔρωτος.
γνῶ δέ μιν Αἰσονίδης ἄτῃ ἐνιπεπτηυῖαν

Theocritus Bucol., Idyllia (0005: 001)“Theocritus, vol. 1, 2nd edn.”, Ed.


Gow, A.S.F.Cambridge: Cambridge University Press, 1952, Repr. 1965.
Idyll 7, line 88

ὦ μακαριστὲ Κομᾶτα, τύ θην τάδε τερπνὰ πεπόνθεις·


καὶ τὺ κατεκλᾴσθης ἐς λάρνακα, καὶ τὺ μελισσᾶν
κηρία φερβόμενος ἔτος ὥριον ἐξεπόνασας.
αἴθ' ἐπ' ἐμεῦ ζωοῖς ἐναρίθμιος ὤφελες ἦμεν,
ὥς τοι ἐγὼν ἐνόμευον ἀν' ὤρεα τὰς καλὰς αἶγας
φωνᾶς εἰσαΐων, τὺ δ' ὑπὸ Δρύσὶν ἢ ὑπὸ πεύκαις
ἁδὺ μελισδόμενος κατεκέκλισο, θεῖε Κομᾶτα.’

Χὢ μὲν τόσσ' εἰπὼν ἀπεπαύσατο· τὸν δὲ μέτ' αὖθις


κἠγὼν τοῖ' ἐφάμαν· ‘Λυκίδα φίλε, πολλὰ μὲν ἄλλα
Νύμφαι κἠμὲ δίδαξαν ἀν' ὤρεα βουκολέοντα

Πλούταρχος. Marcius Coriolanus (0007: 016)“Plutarchi vitae


parallelae, vol. 1.2, 3rd edn.”, Ed. Ziegler, K.Leipzig: Teubner, 1964.
Chapter 3, section 4, line 1

δέδωκεν, εἴτε δὴ μάλιστα τιμήσας δι' Ἀρκάδας τὴν δρῦν,


βαλανηφάγους ὑπὸ τοῦ θεοῦ χρησμῷ προσαγορευθέντας,
εἴθ' ὡς ταχὺ καὶ πανταχοῦ δρυὸς οὖσαν εὐπορίαν στρατευο-
μένοις, εἴτε Διὸς Πολιέως ἱερὸν ὄντα τὸν τῆς δρυὸς στέ-
φανον οἰόμενος ἐπὶ σωτηρίᾳ πολίτου δίδοσθαι πρεπόντως.
ἔστι δ' ἡ δρῦς τῶν μὲν ἀγρίων καλλικαρπότατον, τῶν δὲ
τιθασῶν ἰσχυρότατον. ἦν δὲ καὶ σιτίον ἀπ' αὐτῆς ἡ Βάλανος
καὶ ποτὸν τὸ μελίτειον, ὄψον δὲ παρεῖχε τὰ πλεῖστα τῶν
[νεμομένων τε καὶ] πτηνῶν, θήρας ὄργανον φέρουσα τὸν
ἰξόν.

Πλούταρχος. Alexander (0007: 047)“Plutarchi vitae parallelae, vol.


2.2, 2nd edn.”, Ed. Ziegler, K.Leipzig: Teubner, 1968.Chapter 9, section
3, line 2

Ἐν δὲ Χαιρωνείᾳ τῆς πρὸς τοὺς Ἕλληνας μάχης παρὼν


μετέσχε, καὶ λέγεται πρῶτος ἐνσεῖσαι τῷ ἱερῷ λόχῳ τῶν
230

Θηβαίων. ἔτι δὲ καὶ καθ' ἡμᾶς ἐδείκνυτο παλαιὰ παρὰ


τὸν Κηφισὸν Ἀλεξάνδρου καλουμένη δρῦς, πρὸς ἣν τότε
κατεσκήνωσε, καὶ τὸ πολυάνδριον οὐ πόρρω τῶν Μακε-
δόνων ἐστίν. ἐκ μὲν οὖν τούτων ὡς εἰκὸς Φίλιππος ὑπερ-
ηγάπα τὸν υἱόν, ὥστε καὶ χαίρειν τῶν Μακεδόνων Ἀλέξ-
ανδρον μὲν βασιλέα, Φίλιππον δὲ στρατηγὸν καλούντων.

Πλούταρχος. Aetia Romana et Graeca (263d–304f) (0007: 084)


“Plutarchi moralia, vol. 2.1”, Ed. Titchener, J.B.Leipzig: Teubner, 1935,
Repr. 1971.Stephanus page 269, section A, line 2

γὰρ ἔτι καὶ νῦν ἐν τοῖς ὑπωρείοις καὶ δρυμώδεσι τόποις


ὅπου φαίνεται δρυοκολάπτης, ἐκεῖ καὶ λύκος, ὡς Νιγί-
διος (fr. 119. p. 132 Swoboda) ἱστορεῖ. ἢ μᾶλλον, ὡς
ἄλλον ἄλλου θεοῦ, καὶ τοῦτον Ἄρεος ἱερὸν νομίζουσι
τὸν ὄρνιν; καὶ γὰρ εὐθαρσὴς καὶ γαῦρός ἐστι | καὶ τὸ
ῥύγχος οὕτως ἔχει κραταιόν, ὥστε δρῦς ἀνατρέπειν, ὅταν
κόπτων πρὸς τὴν ἐντεριώνην ἐξίκηται.
’Διὰ τί τὸν Ἰανὸν διπρόσωπον οἴονται γεγονέναι
καὶ γράφουσιν οὕτω καὶ πλάττουσιν;’ πότερον ὅτι τῷ
μὲν γένει Ἕλλην ἐκ Περραιβίας ἦν, ὡς ἱστοροῦσι, διαβὰς
δ' εἰς Ἰταλίαν καὶ συνοικήσας τοῖς αὐτόθι βαρβάροις

Πλούταρχος. Aetia Romana et Graeca (263d-304f) Stephanus page 286,


section A, line 6

διδόασι στέφανον;’ | πότερον ὅτι πανταχοῦ καὶ ῥᾳδίως


ἔστιν εὐπορῆσαι δρυὸς ἐπὶ στρατείας; ἢ ὅτι Διὸς καὶ
Ἥρας ἱερὸς ὁ στέφανός ἐστιν, οὓς πολιούχους νομίζου-
σιν; ἢ παλαιὸν ἀπ' Ἀρκάδων τὸ ἔθος, οἷς ἔστι τις συγ-
γένεια πρὸς τὴν δρῦν; πρῶτοι γὰρ ἀνθρώπων γεγονέναι
δοκοῦσιν ἐκ γῆς, ὥσπερ ἡ δρῦς τῶν φυτῶν.
’Διὰ τί γυψὶ χρῶνται μάλιστα πρὸς τοὺς οἰωνι-
σμούς;’ πότερον ὅτι καὶ Ῥωμύλῳ δώδεκα γῦπες ἐφάνη-
σαν ἐπὶ τῇ κτίσει τῆς Ῥώμης; ἢ ὅτι τῶν ὀρνίθων ἥκιστα
συνεχὴς καὶ συνήθης οὗτος; οὐδὲ γὰρ νεοττιᾷ γυπὸς
ἐντυχεῖν ῥᾳδίως ἔστιν, ἀλλὰ πόρρωθέν ποθεν ἐξαπίνης

Πλούταρχος. De garrulitate (502b–515a) (0007: 101)“Plutarchi


moralia, vol. 3”, Ed. Pohlenz, M.Leipzig: Teubner, 1929, Repr. 1972.
Stephanus page 506, section A, line 4
231

διδασκάλους ἔχομεν, ἐν τελεταῖς καὶ μυστηρίοις σιωπὴν


παραλαμβάνοντες. | ὁ δὲ ποιητὴς τὸν λογιώτατον Ὀδυσσέα
σιωπηλότατον πεποίηκε καὶ τὸν υἱὸν αὐτοῦ καὶ τὴν
γυναῖκα καὶ τὴν τροφόν· ἀκούεις γὰρ λεγούσης (τ 494)
’ἕξω δ' ἠύτε περ κρατερὴ δρῦς ἠὲ σίδηρος.’ αὐτὸς δὲ τῇ Πηνελόπῃ
παρακαθήμενος (τ 210 – 2)

Πλούταρχος. Quaestiones convivales (612c-748d) Stephanus page 703,


section C, line 7

όντος ἔτι καὶ λάμποντος· καὶ γὰρ ὄψιν, εἰ δυνατὸν ἦν, καὶ
ἀκοὴν χρῆσαι καλῶς εἶχεν ἑτέρῳ καὶ νὴ Δία τὴν φρόνη-
σιν καὶ τὴν ἀνδρείαν, μέλλοντας αὐτοὺς καθεύδειν καὶ
ἡσυχάζειν. ὅρα δ', εἰ καὶ μελέτης ἕνεκα τοῦ εὐχα-
ρίστου τὰς τοιαύτας ἐφιέντες ὑπερβολὰς οὐκ ἀτόπως οἱ
παλαιοὶ καὶ δρῦς ἐσέβοντο καρποφόρους καὶ συκῆν τινα
προσηγόρευσαν ἱερὰν Ἀθηναῖοι καὶ μορίαν ἐκκόπτειν ἀπ-
αγορεύουσιν· ταῦτα γὰρ οὐ ποιεῖ πρὸς δεισιδαιμονίαν ἐπι-
φόρους, ὡς ἔνιοί φασιν, ἀλλὰ προσεθίζει τὸ εὐχάριστον
ἡμῶν καὶ κοινωνικὸν ἐν τοῖς ἀναισθήτοις καὶ ἀψύχοις
πρὸς ἀλλήλους. ὅθεν ὀρθῶς μὲν Ἡσίοδος οὐδ' (OD 748)

Πλούταρχος. Fragmenta Fragment 157, line 125

συνώμβρισε καὶ κατέκλυσε τὰ πάντα. τοιούτου δέ τινος


γενομένου καὶ περὶ τοὺς τότε χρόνους, καὶ μάλιστα τῆς
Βοιωτίας βυθισθείσης, ὡς πρῶτον ἀνέδυ τὸ πεδίον καὶ
ἡ πλήμμυρα ἐλώφησεν, ὁ μὲν ἐξ εὐδίας κόσμος τοῦ περι-
έχοντος ὁμόνοια καὶ διαλλαγὴ τῶν θεῶν ἐλέχθη. πρῶτον
δ' ἀνέσχεν ἐκ τῆς γῆς τῶν φυτῶν ἡ δρῦς, καὶ ταύτην
ἠγάπησαν οἱ ἄνθρωποι, τροφὴν βίου καὶ σωτηρίας δια-
μονὴν παρασχοῦσαν. οὐ γὰρ μόνον τοῖς εὐσεβέσιν, ὡς
Ἡσίοδός φησιν, ἀλλὰ καὶ τοῖς ὑπολειφθεῖσι τῆς φθορᾶς

Sappho Lyr., Fragmenta (0009: 001)“Poetarum Lesbiorum fragmenta”,


Ed. Lobel, E., Page, D.L.Oxford: Clarendon Press, 1955, Repr. 1968 (1st
edn. corr.).Fragment 47, line 2

β ἆς θέλετ' ὔμμες ἔγω δ' ἐπὶ μολθάκαν


τύλαν κασπολέω †μέλεα· κἂν μὲν τε τύλαγκας ἀσπόλεα·†
Ἔρος δ' ἐτίναξέ μοι
232

φρένας, ὠς ἄνεμος κὰτ ὄρος δρύσιν ἐμπέτων.


ἦλθες, †καὶ† ἐπόησας, ἔγω δέ σ' ἐμαιόμαν,
ὂν δ' ἔψυξας ἔμαν φρένα καιομέναν πόθωι.
ἠράμαν μὲν ἔγω σέθεν, Ἄτθι, πάλαι ποτά ....
σμίκρα μοι πάις ἔμμεν' ἐφαίνεο κἄχαρις.
ὀ μὲν γὰρ κάλος ὄσσον ἴδην πέλεται κάλος,

Ομήρου Ιλιάδα. (0012: 001)“Homeri Ilias, vols. 2–3”, Ed. Allen, T.W.
Oxford: Clarendon Press, 1931.Book 11, line 494

Αἴας δὲ Τρώεσσιν ἐπάλμενος εἷλε Δόρυκλον


Πριαμίδην νόθον υἱόν, ἔπειτα δὲ Πάνδοκον οὖτα,
οὖτα δὲ Λύσανδρον καὶ Πύρασον ἠδὲ Πυλάρτην.
ὡς δ' ὁπότε πλήθων ποταμὸς πεδίον δὲ κάτεισι
χειμάρρους κατ' ὄρεσφιν ὀπαζόμενος Διὸς ὄμβρῳ,
πολλὰς δὲ δρῦς ἀζαλέας, πολλὰς δέ τε πεύκας
ἐσφέρεται, πολλὸν δέ τ' ἀφυσγετὸν εἰς ἅλα βάλλει,
ὣς ἔφεπε κλονέων πεδίον τότε φαίδιμος Αἴας,
δαΐζων ἵππους τε καὶ ἀνέρας· οὐδέ πω Ἕκτωρ
πεύθετ', ἐπεί ῥα μάχης ἐπ' ἀριστερὰ μάρνατο πάσης
ὄχθας πὰρ ποταμοῖο Σκαμάνδρου

Ομήρου Ιλιάδα. Book 13, line 389

ἥρως Ἰδομενεύς· τῷ δ' Ἄσιος ἦλθ' ἐπαμύντωρ


πεζὸς πρόσθ' ἵππων· τὼ δὲ πνείοντε κατ' ὤμων
αἰὲν ἔχ' ἡνίοχος θεράπων· ὃ δὲ ἵετο θυμῷ
Ἰδομενῆα βαλεῖν· ὃ δέ μιν φθάμενος βάλε δουρὶ
λαιμὸν ὑπ' ἀνθερεῶνα, διὰ πρὸ δὲ χαλκὸν ἔλασσεν.
ἤριπε δ' ὡς ὅτε τις δρῦς ἤριπεν ἢ ἀχερωῒς
ἠὲ πίτυς βλωθρή, τήν τ' οὔρεσι τέκτονες ἄνδρες
ἐξέταμον πελέκεσσι νεήκεσι νήϊον εἶναι·
ὣς ὃ πρόσθ' ἵππων καὶ δίφρου κεῖτο τανυσθεὶς
βεβρυχὼς κόνιος δεδραγμένος αἱματοέσσης.
ἐκ δέ οἱ ἡνίοχος πλήγη φρένας ἃς πάρος εἶχεν.

Ομήρου Ιλιάδα. Book 14, line 398

Ἀργείων· οἳ δὲ ξύνισαν μεγάλῳ ἀλαλητῷ.


⸖ οὔτε θαλάσσης κῦμα τόσον βοάᾳ ποτὶ χέρσον
ποντόθεν ὀρνύμενον πνοιῇ Βορέω ἀλεγεινῇ·
οὔτε πυρὸς τόσσός γε ποτὶ βρόμος αἰθομένοιο
233

οὔρεος ἐν βήσσῃς, ὅτε τ' ὤρετο καιέμεν ὕλην·


οὔτ' ἄνεμος τόσσόν γε περὶ Δρύσὶν ὑψικόμοισι
ἠπύει, ὅς τε μάλιστα μέγα βρέμεται χαλεπαίνων,
ὅσση ἄρα Τρώων καὶ Ἀχαιῶν ἔπλετο φωνὴ
δεινὸν ἀϋσάντων, ὅτ' ἐπ' ἀλλήλοισιν ὄρουσαν.
Αἴαντος δὲ πρῶτος ἀκόντισε φαίδιμος Ἕκτωρ
ἔγχει, ἐπεὶ τέτραπτο πρὸς ἰθύ οἱ, οὐδ' ἀφάμαρτε.

Ομήρου Ιλιάδα. Book 14, line 414

τὸν μὲν ἔπειτ' ἀπιόντα μέγας Τελαμώνιος Αἴας


χερμαδίῳ, τά ῥα πολλὰ θοάων ἔχματα νηῶν
πὰρ ποσὶ μαρναμένων ἐκυλίνδετο, τῶν ἓν ἀείρας
στῆθος βεβλήκει ὑπὲρ ἄντυγος ἀγχόθι δειρῆς,
στρόμβον δ' ὣς ἔσσευε βαλών, περὶ δ' ἔδραμε πάντῃ.
ὡς δ' ὅθ' ὑπὸ πληγῆς πατρὸς Διὸς ἐξερίπῃ δρῦς
πρόρριζος, δεινὴ δὲ θεείου γίγνεται ὀδμὴ
ἐξ αὐτῆς, τὸν δ' οὔ περ ἔχει θράσος ὅς κεν ἴδηται
ἐγγὺς ἐών, χαλεπὸς δὲ Διὸς μεγάλοιο κεραυνός,
ὣς ἔπεσ' Ἕκτορος ὦκα χαμαὶ μένος ἐν κονίῃσι·
χειρὸς δ' ἔκβαλεν ἔγχος, ἐπ' αὐτῷ δ' ἀσπὶς ἑάφθη

Ομήρου Ιλιάδα. Book 16, line 482

Ἔνθ' αὖ Σαρπηδὼν μὲν ἀπήμβροτε δουρὶ φαεινῷ,


Πατρόκλου δ' ὑπὲρ ὦμον ἀριστερὸν ἤλυθ' ἀκωκὴ
ἔγχεος, οὐδ' ἔβαλ' αὐτόν· ὃ δ' ὕστερος ὄρνυτο χαλκῷ
Πάτροκλος· τοῦ δ' οὐχ ἅλιον βέλος ἔκφυγε χειρός,
ἀλλ' ἔβαλ' ἔνθ' ἄρα τε φρένες ἔρχαται ἀμφ' ἁδινὸν κῆρ.
ἤριπε δ' ὡς ὅτε τις δρῦς ἤριπεν ἢ ἀχερωῒς
ἠὲ πίτυς βλωθρή, τήν τ' οὔρεσι τέκτονες ἄνδρες
ἐξέταμον πελέκεσσι νεήκεσι νήϊον εἶναι·
ὣς ὃ πρόσθ' ἵππων καὶ δίφρου κεῖτο τανυσθεὶς
βεβρυχὼς κόνιος δεδραγμένος αἱματοέσσης.

Ομήρου Ιλιάδα. Book 23, line 118

Μηριόνης θεράπων ἀγαπήνορος Ἰδομενῆος.


οἳ δ' ἴσαν ὑλοτόμους πελέκεας ἐν χερσὶν ἔχοντες
σειράς τ' εὐπλέκτους· πρὸ δ' ἄρ' οὐρῆες κίον αὐτῶν.
πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον·
ἀλλ' ὅτε δὴ κνημοὺς προσέβαν πολυπίδακος Ἴδης,
αὐτίκ' ἄρα δρῦς ὑψικόμους ταναήκεϊ χαλκῷ
234

τάμνον ἐπειγόμενοι· ταὶ δὲ μεγάλα κτυπέουσαι


πῖπτον· τὰς μὲν ἔπειτα διαπλήσσοντες Ἀχαιοὶ
ἔκδεον ἡμιόνων· ταὶ δὲ χθόνα ποσσὶ δατεῦντο
ἐλδόμεναι πεδίοιο διὰ ῥωπήϊα πυκνά.
πάντες δ' ὑλοτόμοι φιτροὺς φέρον· ὡς γὰρ ἀνώγει

Homerus Epic., Odyssea Book 9, line 186

ἀλλ' ὅτε δὴ τὸν χῶρον ἀφικόμεθ' ἐγγὺς ἐόντα,


ἔνθα δ' ἐπ' ἐσχατιῇ σπέος εἴδομεν ἄγχι θαλάσσης,
ὑψηλόν, δάφνῃσι κατηρεφές· ἔνθα δὲ πολλὰ
μῆλ', ὄϊές τε καὶ αἶγες, ἰαύεσκον· περὶ δ' αὐλὴ
ὑψηλὴ δέδμητο κατωρυχέεσσι λίθοισι
μακρῇσίν τε πίτυσσιν ἰδὲ Δρύσὶν ὑψικόμοισιν.
ἔνθα δ' ἀνὴρ ἐνίαυε πελώριος, ὅς ῥα τὰ μῆλα
οἶος ποιμαίνεσκεν ἀπόπροθεν· οὐδὲ μετ' ἄλλους
πωλεῖτ', ἀλλ' ἀπάνευθεν ἐὼν ἀθεμίστια ᾔδη.
καὶ γὰρ θαῦμ' ἐτέτυκτο πελώριον, οὐδὲ ἐῴκει
ἀνδρί γε σιτοφάγῳ.

Hymni Homerici, In Mercurium (0013: 004)“The Homeric hymns, 2nd


edn.”, Ed. Allen, T.W., Halliday, W.R., Sikes, E.E.Oxford: Clarendon
Press, 1936.Line 349

τῇσιν μὲν γὰρ βουσὶν ἐς ἀσφοδελὸν λειμῶνα


ἀντία βήματ' ἔχουσα κόνις ἀνέφαινε μέλαινα·
αὐτὸς δ' οὗτος † ὅδ' ἐκτὸς † ἀμήχανος, οὔτ' ἄρα ποσσὶν
οὔτ' ἄρα χερσὶν ἔβαινε διὰ ψαμαθώδεα χῶρον·
ἀλλ' ἄλλην τινὰ μῆτιν ἔχων διέτριβε κέλευθα
τοῖα πέλωρ' ὡς εἴ τις ἀραιῇσι Δρύσὶ βαίνοι.
ὄφρα μὲν οὖν ἐδίωκε διὰ ψαμαθώδεα χῶρον,
ῥεῖα μάλ' ἴχνια πάντα διέπρεπεν ἐν κονίῃσιν·
αὐτὰρ ἐπεὶ ψαμάθοιο μέγαν στίβον ἐξεπέρησεν,
ἄφραστος γένετ' ὦκα βοῶν στίβος ἠδὲ καὶ αὐτοῦ
χῶρον ἀνὰ κρατερόν·

Philo Judaeus Phil., De congressu eruditionis gratia (0018: 016)


“Philonis Alexandrini opera quae supersunt, vol. 3”, Ed. Wendland, P.
Berlin: Reimer, 1898, Repr. 1962.
Section 61, line 3
235

τὸ σῶμα. καλεῖται δὲ Θαμνά, ἧς μεταληφθέν ἐστι τοὔνομα ἔκλειψις


σαλευομένη· ἐκλείπει γὰρ καὶ ἀδυνατεῖ ἡ ψυχὴ τῷ πάθει, σάλον καὶ
κλύδωνα πολὺν ἀπὸ σώματος ἐνδεξαμένη διὰ τὸν καταρραγέντα βαρὺν
χειμῶνα ἐξ ἀμετρίας ὁρμῆς. κεφαλὴ δὲ ὡς ζῴου πάντων τῶν λεχ-
θέντων μερῶν ὁ γενάρχης ἐστὶν Ἠσαῦ, ὃς τοτὲ μὲν ποίημα, τοτὲ
δὲ δρῦς ἑρμηνεύεται, δρῦς μέν, παρόσον ἀκαμπὴς καὶ ἀνένδοτος
ἀπειθής τε καὶ σκληραύχην φύσει, συμβούλῳ χρώμενος ἀνοίᾳ, δρύινος
ὄντως, ποίημα δέ, παρόσον πλάσμα καὶ μῦθός ἐστιν ὁ μετὰ ἀφροσύνης
βίος, τραγῳδίας καὶ κενοῦ κόμπου καὶ πάλιν γέλωτος καὶ κωμικῆς χλεύης
ἀνάπλεως, ὑγιὲς ἔχων οὐδέν, κατεψευσμένος, ἐκτετοξευκὼς ἀλήθειαν.

Ησίοδος Opera et dies (0020: 002)“Hesiodi opera”, Ed. Solmsen,


F.Oxford: Clarendon Press, 1970.Line 232

τοῖσι τέθηλε πόλις, λαοὶ δ' ἀνθεῦσιν ἐν αὐτῇ·


εἰρήνη δ' ἀνὰ γῆν κουροτρόφος, οὐδέ ποτ' αὐτοῖς
ἀργαλέον πόλεμον τεκμαίρεται εὐρύοπα Ζεύς·
οὐδέ ποτ' ἰθυδίκῃσι μετ' ἀνδράσι λιμὸς ὀπηδεῖ
οὐδ' ἄτη, θαλίῃς δὲ μεμηλότα ἔργα νέμονται.
τοῖσι φέρει μὲν γαῖα πολὺν βίον, οὔρεσι δὲ δρῦς
ἄκρη μέν τε φέρει βαλάνους, μέσση δὲ μελίσσας·
εἰροπόκοι δ' ὄιες μαλλοῖς καταβεβρίθασι·
τίκτουσιν δὲ γυναῖκες ἐοικότα τέκνα γονεῦσι·
θάλλουσιν δ' ἀγαθοῖσι διαμπερές· οὐδ' ἐπὶ νηῶν
νίσονται, καρπὸν δὲ φέρει ζείδωρος ἄρουρα.

Ησίοδος Opera et dies Line 509

Μῆνα δὲ Ληναιῶνα, κάκ' ἤματα, βουδόρα πάντα,


τοῦτον ἀλεύασθαι καὶ πηγάδας, αἵ τ' ἐπὶ γαῖαν
πνεύσαντος Βορέαο δυσηλεγέες τελέθουσιν,
ὅς τε διὰ Θρῄκης ἱπποτρόφου εὐρέι πόντῳ
ἐμπνεύσας ὤρινε, μέμυκε δὲ γαῖα καὶ ὕλη·
πολλὰς δὲ δρῦς ὑψικόμους ἐλάτας τε παχείας
οὔρεος ἐν βήσσῃς πιλνᾷ χθονὶ πουλυβοτείρῃ
ἐμπίπτων, καὶ πᾶσα βοᾷ τότε νήριτος ὕλη·
θῆρες δὲ φρίσσουσ', οὐρὰς δ' ὑπὸ μέζε' ἔθεντο·
τῶν καὶ λάχνῃ δέρμα κατάσκιον· ἀλλά νυ καὶ τῶν
ψυχρὸς ἐὼν διάησι δασυστέρνων περ ἐόντων·

Ησίοδος Scutum (0020: 003)“Hesiodi opera”, Ed. Solmsen, F.


Oxford: Clarendon Press, 1970.Line 376
236

παῖς τε Διὸς μεγάλου καὶ Ἐνυαλίοιο ἄνακτος·


ἡνίοχοι δ' ἔμπλην ἔλασαν καλλίτριχας ἵππους.
τῶν δ' ὑπὸ σευομένων κανάχιζε † πόσ' εὐρεῖα χθών †
ὡς δ' ὅτ' ἀφ' ὑψηλῆς κορυφῆς ὄρεος μεγάλοιο
πέτραι ἀποθρώσκωσιν, ἐπ' ἀλλήλαις δὲ πέσωσι,
πολλαὶ δὲ δρῦς ὑψίκομοι, πολλαὶ δέ τε πεῦκαι
αἴγειροί τε τανύρριζοι ῥήγνυνται ὑπ' αὐτέων
ῥίμφα κυλινδομένων, ἧος πεδίονδ' ἀφίκωνται,
ὣς οἳ ἐπ' ἀλλήλοισι πέσον μέγα κεκλήγοντες.
πᾶσα δὲ Μυρμιδόνων τε πόλις κλειτή τ' Ἰαωλκὸς
Ἄρνη τ' ἠδ' Ἑλίκη Ἄνθειά τε ποιήεσσα .

Ησίοδος Scutum Line 421

Ἀμφιτρυωνιάδης δέ, βίη Ἡρακληείη,


μεσσηγὺς κόρυθός τε καὶ ἀσπίδος ἔγχεϊ μακρῷ
αὐχένα γυμνωθέντα θοῶς ὑπένερθε γενείου
ἤλασ' ἐπικρατέως, ἀπὸ δ' ἄμφω κέρσε τένοντε
ἀνδροφόνος μελίη· μέγα γὰρ σθένος ἔμπεσε φωτός.
ἤριπε δ', ὡς ὅτε τις δρῦς ἤριπεν ἢ ὅτε πεύκη
ἠλίβατος, πληγεῖσα Διὸς ψολόεντι κεραυνῷ·
ὣς ἔριπ', ἀμφὶ δέ οἱ βράχε τεύχεα ποικίλα χαλκῷ.
Τὸν μὲν ἔπειτ' εἴασε Διὸς ταλακάρδιος υἱός,
αὐτὸς δὲ βροτολοιγὸν Ἄρην προσιόντα δοκεύσας,
δεινὸν ὁρῶν ὄσσοισι, λέων ὣς σώματι κύρσας,

Nicander Epic., Theriaca (0022: 001)“Nicander. The poems and


poetical fragments”, Ed. Gow, A.S.F., Scholfield, A.F.Cambridge:
Cambridge University Press, 1953.Line 412

οὐδὲ μὲν ὅσσα τε φῦλα νομάζεται οὔρεσι θηρῶν


δαίνυνται· τοῖόν περ ἀυτμένα δεινὸν ἐφίει.
εἰ δ' ὀλοὴ βούβρωστις ἀιδρείηφι πελάσσῃ,
αὐτοῦ οἱ θάνατός τε καὶ ὠκέα μοῖρα τέτυκται.
Κῆρα δέ τοι δρυΐναο πιφαύσκεο, τόν τε χέλυδρον
ἐξέτεροι καλέουσιν· ὁ δ' ἐν Δρύσὶν οἰκία τεύξας
ἢ ὅγε που φηγοῖσιν ὀρεσκεύει περὶ βήσσας
[ὕδρον μιν καλέουσι, μετεξέτεροι δὲ χέλυδρον]·
ὅς τε βρύα προλιπὼν καὶ ἕλος καὶ ὁμήθεα λίμνην
ἀγρώσσων λειμῶσι μολουρίδας ἢ βατραχῖδας
σπέρχεται ἐκ μύωπος ἀήθεα δέγμενος ὁρμήν.
237

Moschus Bucol., Epitaphius Bionis [Sp.] (0035: 003)“Bucolici Graeci”,


Ed. Gow, A.S.F.Oxford: Clarendon Press, 1952, Repr. 1969.Line 21

†οἵαν ὑμετέροις ποτὶ χείλεσι γῆρυς ἄειδεν.†


εἴπατε δ' αὖ κούραις Οἰαγρίσιν, εἴπατε πάσαις
Βιστονίαις Νύμφαισιν, ‘ἀπώλετο Δώριος Ὀρφεύς’.
ἄρχετε Σικελικαί, τῶ πένθεος ἄρχετε, Μοῖσαι.
κεῖνος ὁ ταῖς ἀγέλαισιν ἐράσμιος οὐκέτι μέλπει,
οὐκέτ' ἐρημαίαισιν ὑπὸ Δρύσὶν ἥμενος ᾄδει,
ἀλλὰ παρὰ Πλουτῆι μέλος Ληθαῖον ἀείδει.
ὤρεα δ' ἐστὶν ἄφωνα, καὶ αἱ βόες αἱ ποτὶ ταύροις
πλαζόμεναι γοάοντι καὶ οὐκ ἐθέλοντι νέμεσθαι.
ἄρχετε Σικελικαί, τῶ πένθεος ἄρχετε, Μοῖσαι.
σεῖο, Βίων, ἔκλαυσε ταχὺν μόρον αὐτὸς Ἀπόλλων,

Γαληνός. ., De semine libri ii (0057: 021)“Claudii Galeni opera omnia,


vol. 4”, Ed. Kühn, C.G.Leipzig: Knobloch, 1822, Repr. 1964.Τόμ. 4,
page 605, line 11

ἀλλὰ μηδὲ τὸ ἔλαττον. ὅλως γὰρ οὐδὲν ὑπαλλάττει μορφῇ


τοῦ κατὰ τὸ ζῶον ἢ τὸ φυτὸν εἴδους, ἀλλ' ἐκ τῶν σπερ-
μάτων ἔχει πάντα τὴν τοιαύτην ἀρχήν. καὶ τί δεῖ μακρο-
λογεῖν; ὁμολογοῦσι γὰρ τοῦτό γε καὶ οὗτοι, πρὸς οὓς ὁ λό-
γος ἐστί μοι μάλιστα. λέγω δὲ τὸ μὴ μόνον ἐγγίνεσθαι τῇ
ὕλῃ τὸ εἶδος, ἐξ οὗ γίνεται τὸ μὲν ἄνθρωπος, τὸ δὲ δρῦς,
ἢ πλάτανος, ἢ κιττὸς, ἀλλὰ καὶ τὴν μορφὴν αὐτὴν ὑπὸ
τοῦ σπέρματος τὴν ὕλην διαπλάττοντος ἀποτελεῖσθαι. στο-
χάζεσθαι δ' αὐτό φασι κατὰ τὴν μόρφωσιν οὐ τοῦ σχή-
ματος μόνον, ἀλλὰ καὶ τοῦ μεγέθους καὶ τῆς θέσεως ἑκά-
στου τῶν μορίων, ἔτι τε τῆς πρὸς ἄλληλα συμφύσεως.

Γαληνός. ., De alimentorum facultatibus libri iii (0057: 037)“Galeni de


alimentorum facultatibus libri iii”, Ed. Helmreich, G.Leipzig: Teubner,
1923; Corpus medicorum Graecorum, vol. 5.4.2.Kühn Τόμ. 6, page 619,
line 12

αἱ ἀπὸ τῶν δρυῶν βάλανοι. Ἄγρια καλεῖν εἰώθασι πάντες ἄνθρωποι


φυτὰ τὰ κατὰ τὴν χώραν φυόμενα χωρὶς ἐπιμελείας γεωργικῆς, ἀμέλει
καὶ ἀμπέλους ἀγρίας ὀνομάζουσιν, ὧν οὐδεὶς ἀμπελουργὸς προνοεῖται
περισκάπτων ἢ περι-σκάλλων ἢ βλαστολογῶν ἤ τι τοιοῦτον
ιαπραττόμενος. ἐκ τούτων τῶν φυτῶν ἐστι καὶ φηγὸς καὶ δρῦς καὶ
238

πρῖνος καὶ κρανία καὶ κόμαρος


ἕτερά τε δένδρα τοιαῦτα, καθάπερ γε καὶ θάμνοι τινές, οἷον ὅ τε τῆς
βάτου καὶ ὁ τῆς κυνοσβάτου καὶ ὁ τῆς ἀχέρδου τε καὶ ἀχράδος ὅ τε
τῶν ἀγρίων κοκκυμήλων, ἃ προῦμνα παρ' ἡμῖν καλοῦσι, καὶ ὁ τοῦ τὰς
ἐπιμηλίδας φέροντος. καλεῖται δὲ κατὰ τὴν Ἰταλίαν οὐνέδων ὁ καρπὸς.

Γαληνός. ., De rebus boni malique suci (0057: 038)“Galeni de rebus


boni malique suci libellus”, Ed. Helmreich, G.Leipzig: Teubner, 1923;
Corpus medicorum Graecorum, vol. 5.4.2.Kühn Τόμ. 6, p 777, line 13

ἐν ἡμῖν χυμούς. εἴρηται δὲ καί, ὅτι μόνοις τοῖς σφοδρῶς γυμναζο-


μένοις, ἐὰν καὶ τὰ σπλάγχνα μὴ κακῶς ᾖ φύσει κατεσκευασμένα,
δυνατόν
ἐστιν ἐν τοῖς παχυχύμοις τε καὶ γλίσχροις ἐδέσμασι διατρίβουσι μὴ
βλάπτεσθαι, τῶν δ' ἄλλων οὐδενί.
τῶν τοίνυν παχυχύμων ἐδεσμάτων ἐστὶ καὶ τὸ τῶν βαλάνων γένος
ἑκατέρων, ὅσαι τ' ἐπὶ ταῖς Δρύσὶ γίνονται καὶ ὅσαι τῶν φοινίκων εἰσὶ
καρποί. ὀνομάζουσι δ' οἱ ἄνθρωποι τὰς μὲν τῶν φοινίκων ὁμωνύμως
αὐτῷ τῷ φυτῷ φοίνικας, ὅσαι δ' ἐπὶ ταῖς Δρύσι, τὰς μὲν καὶ τοῖς ἀνθρώ-
ποις ἡδέως ἐσθιομένας καστανικάς, ἔνιοι δὲ καστάνια κατὰ τὸ καλού-
μενον οὐ|δέτερον γένος. οἵ γε μὴν ἐμοὶ πολῖται, καθάπερ οὖν καὶ
ἄλλοι τῶν ἐν Ἀσίᾳ, Σαρδιανάς τε καὶ Λευκηνὰς ὀνομάζουσιν αὐτὰς .

Γαληνός. ., De rebus boni malique suci Kühn Τόμ. 6, page 777, line 15

ἐστιν ἐν τοῖς παχυχύμοις τε καὶ γλίσχροις ἐδέσμασι διατρίβουσι μὴ


βλάπτεσθαι, τῶν δ' ἄλλων οὐδενί.
τῶν τοίνυν παχυχύμων ἐδεσμάτων ἐστὶ καὶ τὸ τῶν βαλάνων γένος
ἑκατέρων, ὅσαι τ' ἐπὶ ταῖς Δρύσὶ γίνονται καὶ ὅσαι τῶν φοινίκων εἰσὶ
καρποί. ὀνομάζουσι δ' οἱ ἄνθρωποι τὰς μὲν τῶν φοινίκων ὁμωνύμως
αὐτῷ τῷ φυτῷ φοίνικας, ὅσαι δ' ἐπὶ ταῖς Δρύσι, τὰς μὲν καὶ τοῖς ἀνθρώ-
ποις ἡδέως ἐσθιομένας καστανικάς, ἔνιοι δὲ καστάνια κατὰ τὸ καλού-
μενον οὐ|δέτερον γένος. οἵ γε μὴν ἐμοὶ πολῖται, καθάπερ οὖν καὶ
ἄλλοι τῶν ἐν Ἀσίᾳ, Σαρδιανάς τε καὶ Λευκηνὰς ὀνομάζουσιν αὐτὰς
ἀπὸ τῶν χωρίων, ἐν οἷς πλεῖσται γεννῶνται. τὸ μὲν οὖν ἕτερον τῶν
ὀνομάτων τούτων εὔδηλόν ἐστιν ἀπὸ τίνος γέγονε.

Γαληνός. ., De simplicium medicamentorum temperamentis ac


facultatibus libri xi (0057: 075)“Claudii Galeni opera omnia, vols. 11–
12”, Ed. Kühn, C.G.Leipzig: Knobloch, 1826, Repr. 1965.Τόμ. 11, page
855, line 12
239

[ιηʹ. Περὶ βρύου.] Βρύον θαλάττιον σύνθετόν


ἐστιν ἐκ γεώδους τε ἅμα καὶ ὑδατώδους οὐσίας ἀμφοτέρων
ψυχρῶν. στύφει τε γὰρ γευόμενον καὶ πάνθ' ὅσα θερμὰ
καταπλασσόμενον ἐναργῶς ἐμψύχει τε καὶ ὠφελεῖ.
[ιθʹ. Περὶ βρύου ἢ καὶ σπλάγχνου.] Βρύον, ἔνιοι δὲ
σπλάγχνον. εὑρίσκεται μὲν ἐπὶ Δρύσὶ καὶ πεύκαις καὶ λεύκαις.
ἔχει δὲ καὶ δύναμιν στυπτικὴν οὐκ ἰσχυράν. οὐδὲ γὰρ ψυ-
χρὸν ἱκανῶς ἐστιν, ἀλλ' ἐγγύς πως τοῖς μέσοις, ὅτι καὶ δια-
φορητικῆς τε καὶ μαλακτικῆς μετείληφε δυνάμεως καὶ μάλι-
στα τὸ ἐπὶ κεδρίνων εὑρισκόμενον ξύλων.

Γαληνός. ., De simplicium medicamentorum temperamentis ac


facultatibus libri xi Τόμ. 11, page 867, line 1

νὲς τῶν ἰατρῶν ἐπὶ τῶν ἀρχομένων ἔτι καὶ αὐξανομένων


φλεγμονῶν. ὅσαι γὰρ ἤδη σφοδραὶ τῶν στυφόντων οὐ δέον-
ται. τὰ μὲν δὴ τοιαῦτα θεραπευτικῆς μᾶλλον ἢ τῆς ἐνε-
στώσης ἐστὶ πραγματείας. ἀπόχρη δ' εἴς γε τὰ παρόντα γι-
γνώσκειν ὡς στυπτικῆς μὲν εἰς ὅσον εἴρηται μετείληφε δυ-
νάμεως δρῦς, καὶ διὰ τοῦτο ξηραντικῆς τε καὶ στυπτικῆς,
θερμῆς δ' ἐπ' ὀλίγον εἶναι κατωτέρω τῶν μέσων ἐν τοῖς
ὡς ἂν οὕτω τις εἴποι χλιαροῖς.

Γαληνός. ., De simplicium medicamentorum temperamentis ac


facultatibus libri xi Τόμ. 12, page 139, line 11

τιθέμενον. οὐχ ἅπασα δὲ τέφρα τὴν αὐτὴν ἀκριβῶς ἔχει


κρᾶσιν, ἀλλὰ κατὰ τὴν τῆς καυθείσης ὕλης διαφορὰν ὑπαλ-
λάττεται. Διοσκορίδης δὲ οὐκ οἶδ' ὅπως στυπτικὴν αὐτὴν
ἔχειν φησὶ τὴν δύναμιν. καίτοι γε ἡ συκίνη πάσης ἀπήλ-
λακται τοιαύτης ποιότητος, ὅτι καὶ αὐτὸ τὸ δένδρον οὐχ
ὥσπερ δρῦς καὶ πρῖνος καὶ κόμαρος καὶ φηγὸς καὶ σχῖνος
καὶ κισσὸς, ὅσα τ' ἄλλα τοιαῦτα, τὴν στρυφνὴν ἐπιφαίνει ποι-
ότητα κατ' οὐδὲν ἑαυτοῦ μέρος, ἀλλ' ἔστιν ὀποῦ πλῆρες
ὅλον ἰσχυροῦ καὶ θερμοῦ καὶ δριμέος. ἐκ μὲν δὴ τῶν στρυ-
φνῶν ξύλων ἡ τέφρα στυπτικὸν οὐκ ὀλίγον ἔχει, καὶ ἔγωγέ
ποτε δι' αὐτῆς ἐπισχὼν αἱμοῤῥαγίας οἶδα, μηδενὸς ἑτέρου

Γαληνός. ., De simplicium medicamentorum temperamentis ac


facultatibus libri xi Τόμ. 12, page 349, line 17
240

οὖν τῶν ζώων οὐκ ἔστι τὰ ὠὰ, καθάπερ οὐδὲ τῶν δένδρων
ὁ καρπὸς, οὐδὲ τῶν κυουσῶν τὰ ἔμβρυα, τοῖς δ' ἐπιφυο-
μένοις ἀνάλογον ἔχει. φαίνεται δὲ τῶν ἐπιφυομένων τὰ μὲν
οἰκεῖα πάντῃ ταῖς φύσεσιν τῶν φυτῶν ἢ ζώων εἶναι, τὰ δ'
οὐ πάντῃ τοιαῦτα, καθάπερ ὁ ἰξὸς ὁ ἐπιφυόμενος ταῖς
Δρύσὶν, οὐδ' ἁπλῶς εἴ τι τοῖς δένδροις ἑτερογενὲς ἐπιφύεται
δένδρον ἢ θάμνος ἢ καρπὸς ἢ πόα ἢ ὅλως ἐκβλάστημά τι,
καθάπερ οἱ μύκητες. ἐκ δ' οὖν τῶν οἰκείων ἐστὶ καὶ τὸ
ἔριον ἐπὶ τῶν προβάτων καὶ αἱ τρίχες ἐπὶ τῶν ἄλλων ζώων,
καὶ τὰ κέρατα δὲ τὰ ἀποπίπτοντα καὶ πάλιν φυόμενα, κα-
θάπερ ἐπὶ τῶν ἀῤῥένων ἐλάφων, ἐκ τούτου τοῦ γένους

Plato Phil., Sophista (0059: 007)“Platonis opera, vol. 1”, Ed. Burnet, J.
Oxford: Clarendon Press, 1900, Repr. 1967.Stephanus page 246, section
a, line 8

{ΘΕΑΙ.} Οὐκοῦν πορεύεσθαι χρὴ καὶ ἐπὶ τούτους.


{ΞΕ.} Καὶ μὴν ἔοικέ γε ἐν αὐτοῖς οἷον γιγαντομαχία τις
εἶναι διὰ τὴν ἀμφισβήτησιν περὶ τῆς οὐσίας πρὸς ἀλλήλους.
{ΘΕΑΙ.} Πῶς;
{ΞΕ.} Οἱ μὲν εἰς γῆν ἐξ οὐρανοῦ καὶ τοῦ ἀοράτου πάντα
ἕλκουσι, ταῖς χερσὶν ἀτεχνῶς πέτρας καὶ δρῦς περιλαμ-
βάνοντες. τῶν γὰρ τοιούτων ἐφαπτόμενοι πάντων διισχυρί-
ζονται τοῦτο εἶναι μόνον ὃ παρέχει προσβολὴν καὶ ἐπαφήν
τινα, ταὐτὸν σῶμα καὶ οὐσίαν ὁριζόμενοι, τῶν δὲ ἄλλων εἴ
τίς τι φήσει μὴ σῶμα ἔχον εἶναι, καταφρονοῦντες τὸ
παράπαν καὶ οὐδὲν ἐθέλοντες ἄλλο ἀκούειν.

Plato Phil., Respublica (0059: 030)“Platonis opera, vol. 4”, Ed. Burnet,
J.Oxford: Clarendon Press, 1902, Repr. 1968.Stephanus page 363, section
a, line 8

δικαίῳ εἶναι γίγνηται ἀπὸ τῆς δόξης ἀρχαί τε καὶ γάμοι


καὶ ὅσαπερ Γλαύκων διῆλθεν ἄρτι, ἀπὸ τοῦ εὐδοκιμεῖν ὄντα
τῷ δικαίῳ. ἐπὶ πλέον δὲ οὗτοι τὰ τῶν δοξῶν λέγουσιν.
τὰς γὰρ παρὰ θεῶν εὐδοκιμήσεις ἐμβάλλοντες ἄφθονα ἔχουσι
λέγειν ἀγαθά, τοῖς ὁσίοις ἅ φασι θεοὺς διδόναι· ὥσπερ ὁ
γενναῖος Ἡσίοδός τε καὶ Ὅμηρός φασιν, ὁ μὲν τὰς δρῦς
τοῖς δικαίοις τοὺς θεοὺς ποιεῖν ἄκρας μέν τε φέρειν
βαλάνους, μέσσας δὲ μελίσσας· εἰροπόκοι δ' ὄιες,
241

φησίν, μαλλοῖς καταβεβρίθασι, καὶ ἄλλα δὴ πολλὰ


ἀγαθὰ τούτων ἐχόμενα. παραπλήσια δὲ καὶ ὁ ἕτερος·

Pseudo-Lucianus Soph., Amores Section 33, line 24

βέλτιον, τὴν εἰκαίαν πόαν ἐσιτοῦντο καὶ μαλθακὰς


ῥίζας ὀρύττοντες καὶ τὰ πλεῖστα δρυὸς καρπὸν
ἐσθίοντες. ἀλλ' ἡ μὲν ἀλόγοις ζῴοις μετὰ χρόνον
ἐρρίφη, σπόρον δὲ πυροῦ καὶ κριθῆς εἶδον αἱ γεωργῶν
ἐπιμέλειαι εὑροῦσαι κατ' ἔτος ἐκνεάζοντα. καὶ
οὐδὲ μανεὶς ἂν εἴποι τις ὅτι δρῦς στάχυος ἀμείνων.
τί δ'; οὐκ ἐν ἀρχῇ μὲν εὐθὺ τοῦ βίου σκέπης
δεηθέντες ἄνθρωποι νάκη, θηρία δείραντες, ἠμφιέ-
σαντο; καὶ σπήλυγγας ὀρῶν κρύους καταδύσεις

Scylax Perieg., Periplus Scylacis (0065: 001)“Geographi Graeci


minores, vol. 1”, Ed. Müller, K.Paris: Didot, 1855, Repr. 1965.Section
67, line 12

ειμι δὲ πάλιν ὅθεν ἐξετραπόμην. Νεάπολις, κατὰ


ταύτην Δάτον πόλις Ἑλληνὶς, ἣν ᾤκισε Καλλίστρατος
Ἀθηναῖος, καὶ ποταμὸς Νέστος, Ἄβδηρα πόλις, Κού-
δητος ποταμὸς καὶ πόλεις Δίκαια καὶ Μαρώνεια.
Κατὰ ταῦτα Σαμοθρᾴκη νῆσος καὶ λιμήν. Κατὰ
ταύτην ἐν τῇ ἠπείρῳ ἐμπόρια Δρῦς, Ζώνη, ποταμὸς
Ἕβρος καὶ ἐπ' αὐτῷ τεῖχος Δουρίσκος, Αἶνος πόλις
καὶ λιμὴν, τείχη Αἰνίων ἐν τῇ Θρᾴκῃ, Μέλας κόλπος,
Μέλας ποταμὸς, Δερὶς ἐμπόριον, Κῶβρυς ἐμπόριον
Καρδιανῶν καὶ ἄλλο Κύπασις.

Dionysius Geogr., Per Bosporum navigatio (0083: 003)“Dionysii


Byzantii anaplus Bospori una cum scholiis x saeculi, 2nd edn.”, Ed.
Güngerich, R.Berlin: Weidmann, 1958.Section 26, line 2

Κατόπιν δὲ τῆς Σημύστρας, μικρὸν ὑπὲρ τὰς τῶν ποταμῶν


ἐκβολὰς ἀρχὴ τῆς ἐπὶ θάτερα τοῦ Κέρως περιαγωγῆς, Δρέπανον
ἐπίκαμπτος ἄκρα. μεθ' ἣν λόφος ὀξύς, ἀθρόως κατακλινὴς ἐπὶ τὴν
θάλασσαν· ὠνόμασται δὲ Βουκόλος, εὐχαρίστου μνήμης τὸν μηνυτὴν
ἀξιωσάντων· ἔνθεν ἰδεῖν δοκεῖ τὸν κτίστην ὄρνιν. μετὰ δὲ Βουκόλον
Μάνδραι καὶ Δρῦς· αἱ μὲν παρὰ τὸ ἡσύχιον τοῦ χωρίου καὶ σκε-
πανόν – θαλάττῃ γὰρ ἀπηνέμῳ προσκλύζεται – , Δρῦς δ' ἀπ'
242

ἄλσους· τοῦτο δὲ τέμενος Ἀπόλλωνος.

Αριστοτέλης. Historia animalium “Aristote. Histoire des animaux, vols.


1–3”, Ed. Louis, P.Paris: Les Belles Lettres, 1:1964; 2:1968;
:1969.Bekker page 614a, line 35

Νεοττεύουσι δ' ἐπὶ τῆς γῆς, ὥσπερ εἴρηται, οἵ τε ὄρτυγες


καὶ οἱ πέρδικες καὶ τῶν ἄλλων ἔνιοι τῶν πτητικῶν. Ἔτι δὲ
τῶν τοιούτων ὁ μὲν κόρυδος καὶ ὁ σκολόπαξ καὶ ὄρτυξ ἐπὶ
δένδρου οὐ καθίζουσιν, ἀλλ' ἐπὶ τῆς γῆς. Ὁ δὲ δρυοκολάπτης
οὐ καθίζει ἐπὶ τῆς γῆς· κόπτει δὲ τὰς δρῦς τῶν σκωλήκων
καὶ σκνιπῶν ἕνεκεν, ἵν' ἐξίωσιν. Ἀναλέγεται γὰρ ἐξελ-
θόντας αὐτοὺς τῇ γλώττῃ· πλατεῖαν δ' ἔχει καὶ μεγάλην. Καὶ
πορεύεται ἐπὶ τοῖς δένδρεσι ταχέως πάντα τρόπον, καὶ ὕ-
πτιος, καθάπερ οἱ ἀσκαλαβῶται.

Αριστοτέλης. Historia animalium Bekker page 627b, line 25

Ἐὰν δ' ἔαρ ὄψιον γένηται ἢ αὐχμός, καὶ ὅταν


ἐρυσίβη, ἐλάττον' ἐργάζονται αἱ μέλιτται τὸν γόνον.
Τὰ μὲν οὖν περὶ τὰς μελίττας τοῦτον ἔχει τὸν τρόπον,
τῶν δὲ σφηκῶν ἐστὶ δύο γένη. Τούτων δ' οἱ μὲν ἄγριοι σπά-
νιοι, γίνονται δ' ἐν τοῖς ὄρεσι, καὶ τίκτουσιν οὐ κατὰ γῆς
ἀλλ' ἐν ταῖς Δρύσι, τὴν μὲν μορφὴν μείζους καὶ προμηκέ-
στεροι καὶ μελαγχρῶτες τῶν ἑτέρων μᾶλλον, ποικίλοι δὲ
καὶ ἔγκεντροι πάντες καὶ ἀλκιμώτεροι, καὶ τὸ πλῆγμα
ὀδυνηρότερον αὐτῶν ἢ ἐκείνων· καὶ γὰρ τὸ κέντρον ἀνάλογον
μεῖζον τὸ τούτων.

Αίλιος Ηρωδιανός. Καθολική προσωδία.Part+Τόμ. 3,1, page 238, line


19

Εὑρίσκεται οὖν τὰ εἰς υς ὑπὲρ μίαν συλλαβὴν περισπώμενα ὑπο-


κοριστικὰ πάντα πλὴν τοῦ ὀσφῦς καὶ ὀφρῦς καὶ ἰχθῦς. τὸ δὲ ἰξύς,
εἰ καὶ ἐν τῷ ὀνοματικῷ παρεθέμεθα ὡς περισπώμενον ἀλόγως ὥσπερ
τὸ δρῦς καὶ μῦς καὶ σῦς, ἀλλ' οὖν ὀξύνεται.
Τὰ εἰς αις πολυσύλλαβα Αἰολικῶς λεγόμενα βαρύνεται, Ἀτρείδαις
243

ἀντὶ τοῦ Ἀτρείδης, Ὀρέσταις, μέλαις ἀντὶ τοῦ μέλας, Θόαις, τά-
λαις καὶ τὰ σύνθετα ἄπαις, εὔπαις, ἀνδρόπαις, ὁμόδαις

Αίλιος Ηρωδιανός. Καθολική προσωδία.Part+Τόμ. 3,1, page 403, line


12

σύλλαβος εὐθεῖα ἰσοσυλλάβως κλινομένη ἀποβολῇ τοῦ ς τὴν γενικὴν


ποιεῖ ὁ Χνᾶς τοῦ Χνᾶ, ὁ Δρῆς τοῦ Δρῆ, ὁ νοῦς τοῦ νοῦ, ὁ ῥοῦς
τοῦ ῥοῦ, ἠναγκάζοντο καὶ ταῦτα ἀποβολῇ τοῦ ς τὴν γενικὴν ἀποτελεῖν
καὶ οὐχὶ εἰς τὴν ου δίφθογγον ἔχειν αὐτήν. τῶν οὖν δύο κανόνων
μαχομένων ἐπιλελοίπασι τὰ εἰς ος μονοσύλλαβα ὀνόματα.
Τὰ εἰς υς μονοσύλλαβα περισπῶνται, μῦς, δρῦς· ἔστι δὲ καὶ πόλις
Θρᾴκης. Ἑκαταῖος Εὐρώπῃ. σῦς καὶ ὗς. φυλάσσουσι δὲ τὸ υ ἐν τῇ κλί-
σει· τῶν δὲ ὑπὲρ μίαν συλλαβὴν ἀρσενικῶν ἓν μόνον ὁ ἰχθῦς ὁμοίως
ἐκλίθη τοῖς προειρημένοις.

Αίλιος Ηρωδιανός. Καθολική προσωδία.Part+Τόμ. 3,1, page 523, li9

* Αἱ διὰ τοῦ ι μόνου ἐπεκτάσεις ἐν οἱῳδήποτε μέρει λόγου ἐκτε-


ταμένον ἔχουσι τὸ ι, ὡδί, ἐνθαδί, νυνί, δευρί. τὸ αὐτὸ καὶ ἐπὶ
τῶν ἀντωνυμιῶν, ἐκεινοσί, οὑτοσί.
Πᾶν ὄνομα μονοσύλλαβον μακροκατάληκτόν ἐστι φύσει ἢ θέσει οἷον,
στύξ, νύξ, πᾶς, Γρᾶς, Πράς, κράς, λίς, κίς, ῥίς, ἴς, μῦς, σῦς,
δρῦς, πῦρ, ψάρ, Κάρ. διὸ τὸ τίς σημειούμεθα συστελλόμενον τὸ ι.
εἰ δέ τινες συστέλλουσι τοῦ Ἴς ἐπὶ ποταμοῦ τὸ ι εἰς ἀποφυγὴν τούτου «οὐ
γὰρ ἐμὴ ἲς Ἔσθ' οἵη πάρος ἔσκεν» (Λ 668), πταίουσι καὶ περὶ τὸν λόγον
καὶ περὶ τὴν ἱστορίαν. τὸ δὲ «στάδα λίμνην» ἢ «κλάδα χρυσεόκαρ-
πον» οὐχ ἕξει τινὰ εὐθεῖαν στάς ἢ κλάς. μεταπλασμοὶ γάρ εἰσι.

Αίλιος Ηρωδιανός. Περὶ ὀρθογραφίας Part+Τόμ. 3,2, page 595, line 1

νιος εὕρηται διὰ τοῦ ο μικροῦ.


τροφαλίς: τροφαλίδα ῥητέον διὰ τοῦ ο, οὐ τρυφαλίδα διὰ τοῦ
υ. ἡ γὰρ λέξις εἴρηται παρὰ τὸ τρέφεσθαι, ὅ ἐστι πήγνυσθαι.
τρυσμός γογγυσμός. – θριμμός· γογγυσμός. τρυσός.
τρύφακτος: ἔνιοι διὰ τοῦ δ· δρῦς γὰρ τὸ ξύλον. Τρῳάς.

Αίλιος Ηρωδιανός. Περὶ ὀνομάτων (0087: 012)“Grammatici Graeci,


vol. 3.2”, Ed. Lentz, A.Leipzig: Teubner, 1870, Repr. 1965.Part+Τόμ.
3,2, page 625, line 8
244

Choer. 62, 24: τὰ εἰς υς μονοσύλλαβα περισπᾶται καὶ διὰ καθα-


ροῦ τοῦ ος κλίνεται καὶ συστέλλει τὸ υ ἐν τῇ γενικῇ καὶ ἐν ταῖς ἑξῆς
πτώσεσιν οἷον μῦς μυός, σῦς συός, δρῦς Δρυός.
Choer. 232, 22: πάντα τὰ εἰς υς περισπώμενα ὑπὲρ μίαν συλλα-
βὴν ὄντα ὑποκοριστικά ἐστιν οἷον ὁ Καμμῦς τοῦ Καμμῦ, ὁ Κλαυσῦς,
ὁ Διονῦς, ὁ Λαρδῦς χωρὶς τῶν τριῶν τούτων φημὶ δὴ τοῦ ὀσφῦς,
ὀφρῦς, ἰχθῦς, καὶ τὸ ἰξῦς παραλόγως περισπᾶται.

Αίλιος Ηρωδιανός. Περὶ κλίσεως ὀνομάτων (0087: 013)“Grammatici


Graeci, vol. 3.2”, Ed. Lentz, A.Leipzig: Teubner, 1870, Repr.
965.Part+Τόμ. 3,2, page 642, line 2

βως, ἵνα συναιρούμενα μιμήσηται τὴν ἰσοσύλλαβον κλίσιν. ταῦτα εἶπεν


ὁ Ἡρωδιανός.
Choer. 114, 28: τὰ εἰς υς ἔχοντα τὸ υ ἐκτεταμένον οὐ φυλάττει
τὸ υ ἐκτεταμένον, ἐν τῇ δοτικῇ τῶν πληθυντικῶν, ἀλλὰ συστέλλει
αὐτό, οἷον ἰχθῦς ἰχθύος ἰχθύσι «ἰχθύσι τοῖς ὀλίγοισι» (μ 252) καὶ πάλιν
δρῦς Δρυός Δρύσι «παρὰ Δρύσὶ καὶ παρὰ πεύκαις». καὶ λέγει ὁ Ἡρω-
διανὸς χωρὶς τοῦ μῦς μυός μυσί· τοῦτο γὰρ φυλάττει τὸ υ, φησίν,
ἐκτεταμένον ἐν τῇ δοτικῇ τῶν πληθυντικῶν.

Αίλιος Ηρωδιανός. Περὶ κλίσεως ὀνομάτων


Part+Τόμ. 3,2, page 663, line 12

ἐκεῖνα γὰρ προσλαμβάνει τὸ ι καὶ οὐ φυλάττει τὸ υ ἐκτεταμένον ἐν τῇ


δοτικῇ τῶν πληθυντικῶν, ἀλλὰ συστέλλει αὐτὸ οἷον
ἰχθῦς ὅς κε φάγῃσι Λυκάονος ἀργέτα δῆμον (Φ 127),
ἰχθύος ἰχθύσι διὰ συνεσταλμένου τοῦ υ
ἰχθύσι τοῖς ὀλίγοισι (μ 252),
καὶ πάλιν δρῦς Δρυός Δρύσιν ὁμοίως διὰ συνεσταλμένου τοῦ υ·
παρὰ Δρύσὶ καὶ παρὰ πεύκαις.

Αίλιος Ηρωδιανός. Περὶ κλίσεως ὀνομάτων Part+Τόμ. 3,2, page 706,


line 35

Choer. 62, 24 coll. 232, 11: τὰ εἰς υς μονοσύλλαβα περισπᾶται


καὶ διὰ καθαροῦ τοῦ ος κλίνεται καὶ συστέλλει τὸ υ ἐν τῇ γενικῇ καὶ
ἐν ταῖς ἑξῆς πτώσεσιν οἷον μῦς μυός, σῦς συός, δρῦς Δρυός.
Choer. 62, 27 coll. 232, 14: τὰ εἰς υς ὑπὲρ μίαν συλλαβήν, εἰ
μὲν ᾖ ὑποκοριστικά, ἀποβολῇ τοῦ ς ποιεῖ τὴν γενικὴν οἷον ὁ Καμμῦς
245

τοῦ Καμμῦ, ὁ Λαρδῦς τοῦ Λαρδῦ, ὁ Κλαυσῦς τοῦ Κλαυσῦ, ὁ Καρδῦς


τοῦ Καρδῦ, ὁ Διονῦς τοῦ Διονῦ.

Αίλιος Ηρωδιανός. Περὶ κλίσεως ὀνομάτων Part+Τόμ. 3,2, page 762,


line 39

περισπώμενα οἷον ὀϊζύς ὀϊζύος, ἐρινύς ἐρινύος, πληθύς πληθύος,


ἰξύς ἰξύος (σημαίνει δὲ τὴν ῥάχιν), ἰλύς ἰλύος, ἐδητύς ἐδητύος (σημαί-
νει δὲ τὴν βρῶσιν) «ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος», νηδύς νηδύος – τοῦτο
δὲ ποιητικῇ ἀδείᾳ συστέλλεται ὡς παρὰ Καλλιμάχῳ (h. Dian. 160) «ἔτι
οἱ πάρα νηδὺς ἐκείνη» καὶ παρ' Εὐριπίδῃ ἐν Ἀνδρομάχῃ (356) «καὶ
νηδὺν ἐξαμβλοῦμεν ὡς αὐτὴ λέγει» – , δρῦς Δρυός (τοῦτο δὲ
περισπᾶται),
ὀφρῦς ὀφρύος, ὀσφῦς ὀσφύος (σημαίνει δὲ καὶ αὐτὸ τὴν ῥάχιν), καὶ
ταῦτα δὲ περισπᾶται. σεσημείωται τὸ ἀγνύς ἀγνῦθος· τοῦτο γὰρ ὀξύ-
τονον ὂν καὶ μακρὸν ἔχον τὸ υς διὰ τοῦ θος ἐκλίθη καὶ οὐ διὰ καθα-
ροῦ τοῦ ος. ἀγνῦθες δὲ λέγονται οἱ λίθοι οἱ περιφερεῖς καὶ τετρημένοι
οἱ κρεμάμενοι ἐν τοῖς μετεώροις.

Αίλιος Ηρωδιανός. Partitiones (= Ἐπιμερισμοί) [Sp.?] (e codd. Paris.


2543 + 2570) (0087: 036)“Herodiani partitiones”, Ed. Boissonade,
J.F.London, 1819, Repr. 1963.Page 25, line 2

Πλὴν τοῦ δοιὸς, ὁ διπλοῦς, ὅθεν καὶ ἐνδοιάζω, καὶ ἐνδοια-


σμός· καὶ δοίδυξ, τὸ κοχλιάριον, ὃ καὶ κλίνεται δοίδυκος.
Πᾶσα λέξις ἀπὸ τῆς δρυ συλλαβῆς ἀρχομένη, διὰ τοῦ
υ ψιλοῦ γράφεται· οἷον· δρύπω, τὸ ξέω· δρῦς, τὸ δένδρον,
καὶ κλίνεται Δρυός· δρυμὼν, ὁ τόπος τῶν δρυῶν, καὶ
κλίνεται δρυμῶνος· δρυτόμος, ὁ τὰς δρῦς τέμνων· δρυοκο-
λάπτης, ὄρνεον· δρύφακτος οἶκος, ὁ ἐκ δρυῶν πεφραγμένος·
καὶ τὰ λοιπά.

Αίλιος Ηρωδιανός. Partitiones (= Ἐπιμερισμοί) [Sp.?] (e codd. Paris.


2543 + 2570) Page 143, line 11

κύρια· φιάλη, τὸ ποτήριον· φιμῶ, τὸ χαλινῶ· φιμὸς, ὁ


χαλινός· φίτυς, ὁ πατήρ· φιτύω, τὸ γεννῶ· φιτρὸς, ὁ
κορμός· καὶ τὰ λοιπά. Πλὴν τοῦ φήμη· φημίζω· φημισμός· Φήμιος,
κύριον· φηλῶ, τὸ ἀπατῶ· φηλήτης, ὁ ἀπατεών· φήνη, ὄρνεον·
φηγὸς, ἡ δρῦς· φημὶ, τὸ λέγω·
246

Θεόφραστος. Ιστορία φυτών. (0093: 001)“Theophrastus. Enquiry into


plants, 2 vols.”, Ed. Hort, A.Cambridge, Mass.: Harvard University Press,
1916, Repr. 1:1968; 2:1961.Book 1, chapter 5, section 2, line 3

παραβλαστητικὰ ἢ ἀπαράβλαστα εἶναι· καὶ


πολυκλαδῆ καὶ ὀλιγόκλαδα καθάπερ ὁ φοῖνιξ,
καὶ ἐν αὐτοῖς τούτοις ἔτι κατὰ ἰσχὺν ἢ πάχος ἢ
τὰς τοιαύτας διαφοράς. πάλιν τὰ μὲν λεπτό-
φλοια, καθάπερ δάφνη φίλυρα, τὰ δὲ παχύφλοια,
καθάπερ δρῦς. ἔτι τὰ μὲν λειόφλοια, καθάπερ
μηλέα συκῆ, τὰ δὲ τραχύφλοια, καθάπερ ἀγρία
δρῦς φελλὸς φοῖνιξ. πάντα δὲ νέα μὲν ὄντα
λειοφλοιότερα, ἀπογηράσκοντα δὲ τραχυφλοιό-
τερα, ἔνια δὲ καὶ ῥηξίφλοια, καθάπερ ἄμπελος, τὰ
δὲ καὶ ὡς περιπίπτειν, οἷον ἀνδράχλη μηλέα

Θεόφραστος. Ιστορία φυτών. Book 1, chapter 5, section 5, line 6

Δεῖ δὲ καὶ τὰς τοιαύτας ὑπολαμβάνειν τῆς


φύσεως. εὔσχιστον μὲν γὰρ ἡ ἐλάτη τῷ εὐθυ-
πορεῖν, εὔθραυστον δὲ ἡ ἐλάα διὰ τὸ σκολιὸν καὶ
σκληρόν. εὔκαμπτον δὲ ἡ φίλυρα καὶ ὅσα ἄλλα
διὰ τὸ γλίσχραν ἔχειν τὴν ὑγρότητα. βαρὺ δὲ ἡ
μὲν πύξος καὶ ἡ ἔβενος ὅτι πυκνά, ἡ δὲ δρῦς ὅτι
γεῶδες. ὡσαύτως δὲ καὶ τὰ ἄλλα πάντα πρὸς
τὴν φύσιν πως ἀνάγεται.

Θεόφραστος. Ιστορία φυτών. Book 1, chapter 6, section 2, line 10

καμπήν. μανότεραι δὲ αἱ μὲν αἱ δ' οὔ. ὑμενώ-


δεις δ' ἐν μὲν τοῖς δένδροις οὐκ εἰσὶν ἢ σπάνιοι,
ἐν δὲ τοῖς θαμνώδεσι καὶ ὅλως τοῖς ὑλήμασιν
οἷον καλάμῳ τε καὶ νάρθηκι καὶ τοῖς τοιούτοις
εἰσίν. ἔχει δὲ τὴν μήτραν τὰ μὲν μεγάλην καὶ
φανεράν, ὡς πρῖνος δρῦς καὶ τἆλλα προειρη-
μένα, τὰ δ' ἀφανεστέραν, οἷον ἐλάα πύξος· οὐ
γὰρ ἔστιν ἀφωρισμένην οὕτω λαβεῖν, ἀλλὰ καί
φασί τινες οὐ κατὰ τὸ μέσον ἀλλὰ κατὰ τὸ πᾶν
ἔχειν· ὥστε μὴ εἶναι τόπον ὡρισμένον
247

Θεόφραστος. Ιστορία φυτών. Book 1, chapter 6, section 3, line 2

ἔχειν· ὥστε μὴ εἶναι τόπον ὡρισμένον· δι' ὃ καὶ


ἔνια οὐδ' ἂν δόξειεν ὅλως ἔχειν· ἐπεὶ καὶ τοῦ
φοίνικος οὐδεμία φαίνεται διαφορὰ κατ' οὐδέν.
Διαφέρουσι δὲ καὶ ταῖς ῥίζαις. τὰ μὲν γὰρ
πολύρριζα καὶ μακρόρριζα, καθάπερ συκῆ δρῦς
πλάτανος· ἐὰν γὰρ ἔχωσι τόπον, ἐφ' ὁσονοῦν
προέρχονται. τὰ δὲ ὀλιγόρριζα, καθάπερ ῥοιὰ
μηλέα· τὰ δὲ μονόρριζα, καθάπερ ἐλάτη πεύκη·
μονόρριζα δὲ οὕτως, ὅτι μίαν μεγάλην τὴν εἰς
βάθος ἔχει μικρὰς δὲ ἀπὸ ταύτης πλείους.

Θεόφραστος. Ιστορία φυτών. Book 1, chapter 6, section 4, line 12

Ἔστι δὲ καὶ τὰ μὲν βαθύρριζα, καθάπερ δρῦς,


τὰ δ' ἐπιπολαιόρριζα, καθάπερ ἐλάα ῥοιὰ μηλέα
κυπάριττος. ἔτι δὲ αἱ μὲν εὐθεῖαι καὶ ὁμαλεῖς,
αἱ δὲ σκολιαὶ καὶ παραλλάττουσαι· τοῦτο γὰρ
οὐ μόνον συμβαίνει διὰ τοὺς τόπους τῷ μὴ
εὐοδεῖν ἀλλὰ καὶ τῆς φύσεως αὐτῆς ἐστιν,

Θεόφραστος. Ιστορία φυτών. Book 1, chapter 9, section 5, line 11

Δέλτα μικρὸν πάνυ χρόνον διαλείπει τοῦ μὴ ἀεὶ


βλαστάνειν. ἐν Κρήτῃ δὲ λέγεται πλάτανόν
τινα εἶναι ἐν τῇ Γορτυναίᾳ πρὸς πηγῇ τινι ἣ οὐ
φυλλοβολεῖ· μυθολογοῦσι δὲ ὡς ὑπὸ ταύτῃ
ἐμίγη τῇ Εὐρώπῃ ὁ Ζεύς· τὰς δὲ πλησίας πάσας
φυλλοβολεῖν. ἐν δὲ Συβάρει δρῦς ἐστιν εὐ-
σύνοπτος ἐκ τῆς πόλεως ἣ οὐ φυλλοβολεῖ·

Θεόφραστος. Ιστορία φυτών. Book 2, chapter 2, section 6, line 1

χείρων τε τῷ γένει καὶ ἐκ γλυκείας ὀξεῖα, καὶ ἐκ


στρουθίου Κυδώνιος. χείρων δὲ καὶ ἡ ἀμυγδαλῆ
καὶ τῷ χυλῷ καὶ τῷ σκληρὰ ἐκ μαλακῆς· δι' ὃ
καὶ αὐξηθεῖσαν ἐγκεντρίζειν κελεύουσιν, εἰ δὲ μὴ
τὸ μόσχευμα μεταφυτεύειν πολλάκις.
Χείρων δὲ καὶ ἡ δρῦς· ἀπὸ γοῦν τῆς ἐν Πύρρᾳ
248

πολλοὶ φυτεύσαντες οὐκ ἐδύνανθ' ὁμοίαν ποιεῖν.


δάφνην δὲ καὶ μυρρίνην διαφέρειν ποτέ φασιν, ὡς
ἐπὶ τὸ πολὺ δ' ἐξίστασθαι καὶ οὐδὲ τὸ χρῶμα
διασώζειν, ἀλλ' ἐξ ἐρυθροῦ καρποῦ γίνεσθαι
μέλαιναν, ὥσπερ καὶ τὴν ἐν Ἀντάνδρῳ· πολλάκις

Θεόφραστος. Ιστορία φυτών. Book 3, chapter 3, section 1, line 7

πεδίοις οὐ φύεται, [περὶ τὴν Μακεδονίαν] ἐλάτη


πεύκη πίτυς ἀγρία φίλυρα ζυγία φηγὸς πύξος
ἀνδράχλη μίλος ἄρκευθος τέρμινθος ἐρινεὸς
φιλύκη ἀφάρκη καρύα διοσΒάλανος πρῖνος. τὰ
δὲ καὶ ἐν τοῖς πεδίοις μυρίκη πτελέα λεύκη ἰτέα
αἴγειρος κρανεία θηλυκρανεία κλήθρα δρῦς λακά-
ρη ἀχρὰς μηλέα ὀστρύα κήλαστρον μελία πα-
λίουρος ὀξυάκανθος σφένδαμνος, ἣν ἐν μὲν τῷ
ὄρει πεφυκυῖαν ζυγίαν καλοῦσιν, ἐν δὲ τῷ πεδίῳ
γλεῖνον. οἱ δ' ἄλλως διαιροῦσι καὶ ἕτερον ποι-
οῦσιν εἶδος σφενδάμνου καὶ ζυγίας.

Θεόφραστος. Ιστορία φυτών. Book 3, chapter 3, section 3, line 8

λεκτέον· νῦν δὲ διαιρετέον ἕκαστον κατὰ τὰς δια-


φορὰς τὰς εἰρημένας.
Ἀείφυλλα μὲν οὖν ἐστι τῶν ἀγρίων ἃ καὶ
πρότερον ἐλέχθη, ἐλάτη πεύκη πίτυς ἀγρία πύξος
ἀνδράχλη μίλος ἄρκευθος τέρμινθος φιλύκη
ἀφάρκη δάφνη φελλόΔρύς κήλαστρον ὀξυάκανθος
πρῖνος μυρίκη· τὰ δὲ ἄλλα πάντα φυλλοβολεῖ·
πλὴν εἴ τι περιττὸν ἐνιαχοῦ, καθάπερ ἐλέχθη περὶ
τῆς ἐν τῇ Κρήτῃ πλατάνου καὶ δρυὸς καὶ εἴ που
τόπος τις ὅλως εὔτροφος.

Θεόφραστος. Ιστορία φυτών. Book 3, chapter 4, section 2, line 8

ἀφάρκη· ἀχρὰς δὲ μικρῷ ὕστερον τῆς ἀπίου. τὰ


δὲ καὶ πρὸ ζεφύρου καὶ μετὰ πνοὰς εὐθὺ ζεφύρου.
καὶ πρὸ ζεφύρου μὲν κρανεία καὶ θηλυκρανεία,
μετὰ ζέφυρον δὲ δάφνη κλήθρα, πρὸ ἰσημερίας δὲ
μικρὸν φίλυρα ζυγία φηγὸς συκῆ· πρωΐβλαστα
δὲ καὶ καρύα καὶ δρῦς καὶ ἀκτέος· ἔτι δὲ μᾶλλον
249

τὰ ἄκαρπα δοκοῦντα καὶ ἀλσώδη, λεύκη πτελέα


ἰτέα αἴγειρος· πλάτανος δὲ μικρῷ ὀψιαίτερον
τούτων. τὰ δὲ ἄλλα ὥσπερ ἐνισταμένου τοῦ
ἦρος, οἷον ἐρινεὸς φιλύκη ὀξυάκανθος παλίουρος
τέρμινθος καρύα διοσΒάλανος·

Θεόφραστος. Ιστορία φυτών. Book 3, chapter 4, section 4, line 4

ἔστι δὲ ὁ ταύτης καρπὸς ἄβρωτος καὶ τὸ ξύλον


ἀσθενὲς καὶ χαῦνον· τοσαύτη δὴ διαφορὰ περὶ
ἄμφω. τέρμινθος δὲ περὶ πυροῦ ἀμητὸν ἢ μικρῷ
ὀψιαίτερον ἀποδίδωσι καὶ μελία καὶ σφένδαμνος
τοῦ θέρους τὸν καρπόν· κλήθρα δὲ καὶ καρύα καὶ
ἀχράδων τι γένος μετοπώρου· δρῦς δὲ καὶ διος-
Βάλανος ὀψιαίτερον ἔτι περὶ Πλειάδος δύσιν,
ὡσαύτως δὲ καὶ φιλύκη καὶ πρῖνος καὶ παλίουρος
καὶ ὀξυάκανθος μετὰ Πλείαδος δύσιν· ἡ δ' ἀρία
χειμῶνος ἀρχομένου· καὶ ἡ μηλέα μὲν τοῖς πρώτοις
ψύχεσιν, ἀχρὰς δὲ ὀψία χειμῶνος·

Θεόφραστος. Ιστορία φυτών. Book 3, chapter 5, section 5, line 6

Ἀλλὰ τὰ μὲν περὶ τὰς ἐπιβλαστήσεις, ὥσπερ


εἴρηται, κοινά, τὰ δὲ περὶ τὰς διαλείψεις ἀπὸ τῆς
πρώτης ἴδια τῶν λεχθέντων. ἴδιον δ' ἐνίοις
ὑπάρχει καὶ τὸ τῆς καλουμένης κάχρυος, οἷον
τοῖς [τε] προειρημένοις· ἔχει γὰρ καὶ ἐλάτη καὶ
πεύκη καὶ δρῦς, καὶ ἔτι φίλυρα καὶ καρύα καὶ
διοσΒάλανος καὶ πίτυς. αὗται δὲ γίνονται δρυῒ
μὲν πρὸ τῆς βλαστήσεως ὑποφαινούσης τῆς
ἠρινῆς ὥρας. ἔστι δ' ὡσπερεὶ κύησις φυλλικὴ
μεταξὺ πίπτουσα τῆς ἐξ ἀρχῆς ἐποιδήσεως καὶ
τῆς φυλλικῆς βλαστήσεως·

Θεόφραστος. Ιστορία φυτών. Book 3, chapter 6, section 1, line 5

ἐπισκεπτέον, καὶ εἴ τι ἄλλο καχρυοφόρον.


Ἔστι δὲ καὶ τὰ μὲν εὐαυξῆ τὰ δὲ δυσαυξῆ.
εὐαυξῆ μὲν τά τε πάρυδρα, οἷον πτελέα πλάτανος
λεύκη αἴγειρος ἰτέα· καί τοι περὶ ταύτης ἀμφις-
βητοῦσί τινες ὡς δυσαυξοῦς· καὶ τῶν καρποφόρων
250

δὲ ἐλάτη πεύκη δρῦς. εὐαυξέστατον δὲ ... μίλος


καὶ λάκαρα φηγὸς ἄρκευθος σφένδαμνος ὀστρύα
ζυγία μελία κλήθρα πίτυς ἀνδράχλη κρανεία
πύξος ἀχράς. καρποφορεῖ δ' εὐθὺς ἐλάτη πεύκη
πίτυς, κἂν ὁπηλικονοῦν μέγεθος λάβωσιν.

Θεόφραστος. Ιστορία φυτών. Book 3, chapter 7, section 4, line 1

καὶ πᾶσα ἀλλά τοι γένος τι αὐτῆς, οὐ μὴν ἀλλὰ


πλέον ἡ ἄκαρπος, ἣν δὴ καὶ ἄρρενά τινες καλοῦ-
σιν. ἀλλ' ἡ πεύκη τὸν προαποπίπτοντα κύτ-
ταρον.
Πλεῖστα δὲ πάντων ἡ δρῦς παρὰ τὸν καρπόν,
οἷον τήν τε κηκίδα τὴν μικρὰν καὶ τὴν ἑτέραν
τὴν πιττώδη μέλαιναν. ἔτι δὲ συκαμινῶδες ἄλλο
τῇ μορφῇ πλὴν σκληρὸν καὶ δυσκάτακτον,
σπάνιον δὲ τοῦτο· καὶ ἕτερον αἰδοιώδη σχέσιν
ἔχον, τελειούμενον δ' ἔτι σκληρὸν κατὰ τὴν

Θεόφραστος. Ιστορία φυτών. Book 3, chapter 7, section 6, line 1

κὸν συμπεπιλημένον πρόμηκες σφαιρίον. ἐπὶ δὲ


τοῦ φύλλου φύει κατὰ τὴν ῥάχιν σφαιρίον λευκὸν
διαυγὲς ὑδατῶδες, ὅταν ἁπαλὸν ᾖ· τοῦτο δὲ καὶ
μύας ἐνίοτε ἐνδὸν ἴσχει. τελειούμενον δὲ σκλη-
ρύνεται κηκίδος μικρᾶς λείας τρόπον.
Ἡ μὲν οὖν δρῦς τοσαῦτα φέρει παρὰ τὸν
καρπόν. οἱ γὰρ μύκητες ἀπὸ τῶν ῥιζῶν καὶ
παρὰ τὰς ῥίζας φυόμενοι κοινοὶ καὶ ἑτέρων εἰσίν.
ὡσαύτως δὲ καὶ ἡ ἰξία· καὶ γὰρ αὕτη φύεται
καὶ ἐν ἄλλοις· ἀλλ' οὐδὲν ἧττον, ὥσπερ ἐλέχθη,
πλειστοφόρον ἐστίν· εἰ δέ γε δὴ καθ' Ἡσίοδον

Θεόφραστος. Ιστορία φυτών. Book 3, chapter 16, section 1, line 4

διόπερ οἷον ἀγρία μεσπίλη δόξειεν ἂν εἶναι.


μονοειδὲς δὲ καὶ οὐκ ἔχον διαφοράς.
Ὁ δὲ πρῖνος φύλλον μὲν ἔχει δρυῶδες,
ἔλαττον δὲ καὶ ἐπακανθίζον, τὸν δὲ φλοιὸν λειό-
τερον Δρυός. αὐτὸ δὲ τὸ δένδρον μέγα, καθάπερ
ἡ δρῦς, ἐὰν ἔχῃ τόπον καὶ ἔδαφος· ξύλον δὲ
πυκνὸν καὶ ἰσχυρόν· βαθύρριζον δὲ ἐπιεικῶς καὶ
πολύρριζον. καρπὸν δὲ ἔχει βαλανώδη· μικρὰ
251

δὲ ἡ Βάλανος· περικαταλαμβάνει δὲ ὁ νέος τὸν


ἔνον· ὀψὲ γὰρ πεπαίνει, δι' ὃ καὶ διφορεῖν τινές
φασι.

Θεόφραστος. Ιστορία φυτών. Book 3, chapter 16, section 3, line 13

δένδρον· ἔστι δὲ μαλακώτερον μὲν καὶ μανότερον


τοῦ πρίνου, σκληρότερον δὲ καὶ πυκνότερον τῆς
Δρυός· καὶ τὸ χρῶμα φλοϊσθέντος τοῦ ξύλου
λευκότερον μὲν τοῦ πρίνου, οἰνωπότερον δὲ τῆς
Δρυός· τὰ δὲ φύλλα προσέοικε μὲν ἀμφοῖν, ἔχει
δὲ μείζω μὲν ἢ ὡς πρῖνος ἐλάττω δὲ ἢ ὡς δρῦς·
καὶ τὸν καρπὸν τοῦ μὲν πρίνου κατὰ μέγεθος
ἐλάττω ταῖς ἐλαχίσταις δὲ βαλάνοις ἴσον, καὶ
γλυκύτερον μὲν τοῦ πρίνου πικρότερον δὲ τῆς
Δρυός. καλοῦσι δέ τινες τὸν μὲν τοῦ πρίνου καὶ
τὸν ταύτης καρπὸν ἄκυλον, τὸν δὲ τῆς δρυὸς

Θεόφραστος. Ιστορία φυτών. Book 3, chapter 16, section 3, line 20

ἐλάττω ταῖς ἐλαχίσταις δὲ βαλάνοις ἴσον, καὶ


γλυκύτερον μὲν τοῦ πρίνου πικρότερον δὲ τῆς
Δρυός. καλοῦσι δέ τινες τὸν μὲν τοῦ πρίνου καὶ
τὸν ταύτης καρπὸν ἄκυλον, τὸν δὲ τῆς δρυὸς
βάλανον. μήτραν δὲ ἔχει φανερωτέραν ἢ ὁ
πρῖνος· καὶ ἡ μὲν φελλόΔρύς τοιαύτην τινὰ ἔχει
φύσιν.
Ἡ δὲ κόμαρος, ἡ τὸ μεμαίκυλον φέρουσα τὸ
ἐδώδιμον, ἐστὶ μὲν οὐκ ἄγαν μέγα, τὸν δὲ φλοιὸν
ἔχει λεπτὸν μὲν παρόμοιον μυρίκῃ, τὸ δὲ φύλλον
μεταξὺ πρίνου καὶ δάφνης. ἀνθεῖ δὲ τοῦ...

Θεόφραστος. Ιστορία φυτών. Book 4, chapter 2, section 8, line 20

κῶδες, δι' ὃ καὶ συλλέγουσιν οἱ ἰατροί. γίνεται


δὲ ἐκ ταύτης καὶ τὸ κόμμι· καὶ ῥέει καὶ πλη-
γείσης καὶ αὐτόματον ἄνευ σχάσεως. ὅταν δὲ
κοπῇ, μετὰ τρίτον ἔτος εὐθὺς ἀναβεβλάστηκε·
πολὺ δὲ τὸ δένδρον ἐστί, καὶ δρυμὸς μέγας περὶ
τὸν Θηβαϊκὸν νόμον, οὗπερ καὶ ἡ δρῦς καὶ ἡ
περσέα πλείστη καὶ ἡ ἐλάα.
252

Θεόφραστος. Ιστορία φυτών. Book 4, chapter 5, section 1, line 4

ἐν μὲν οὖν τοῖς πρὸς ἕω τε καὶ μεσημβρίαν καὶ


ταῦτ' ἴδια καὶ ἕτερα δὲ τούτων πλείω ἐστίν.
Ἐν δὲ τοῖς πρὸς ἄρκτον οὐχ ὁμοίως· οὐθὲν
γὰρ ὅτι ἄξιον λόγου λέγεται παρὰ τὰ κοινὰ τῶν
δένδρων ἃ καὶ φιλόψυχρά τε τυγχάνει καὶ ἔστι
καὶ παρ' ἡμῖν, οἷον πεύκη δρῦς ἐλάτη πύξος
διοσΒάλανος φίλυρα καὶ τὰ ἄλλα δὲ τὰ τοιαῦτα·
σχεδὸν γὰρ οὐδὲν ἕτερον παρὰ ταῦτά ἐστιν, ἀλλὰ
τῶν ἄλλων ὑλημάτων ἔνια ἃ τοὺς ψυχροὺς
μᾶλλον ζητεῖ τόπους, καθάπερ κενταύριον
ἀψίνθιον, ἔτι δὲ τὰ φαρμακώδη ταῖς ῥίζαις καὶ

Θεόφραστος. Ιστορία φυτών. Book 4, chapter 5, section 3, line 12

ζόντων καὶ πάντα μηχανωμένων πρὸς τὰς ἱερο-


σύνας· συκαῖ δὲ πολλαὶ καὶ εὐμεγέθεις καὶ
ῥοιαὶ δὲ περισκεπαζόμεναι· ἄπιοι δὲ καὶ μηλέαι
πλεῖσται καὶ παντοδαπώταται καὶ χρησταί·
αὗται δ' ἐαριναὶ πλὴν εἰ ἄρα ὄψιαι· τῆς δὲ
ἀγρίας ὕλης ἐστὶ δρῦς πτελέα μελία καὶ ὅσα
τοιαῦτα· πεύκη δὲ καὶ ἐλάτη καὶ πίτυς οὐκ ἔστιν
οὐδὲ ὅλως οὐδὲν ἔνδᾳδον· ὑγρὰ δὲ αὕτη καὶ
χείρων πολὺ τῆς Σινωπικῆς, ὥστ' οὐδὲ πολὺ
χρῶνται αὐτῇ πλὴν πρὸς τὰ ὑπαίθρια. ταῦτα
μὲν οὖν περὶ τὸν Πόντον ἢ ἔν τισί γε τόποις

Θεόφραστος. Ιστορία φυτών. Book 4, chapter 6, section 2, line 4

Τὰ μὲν οὖν περὶ ἡμᾶς ἐστι τάδε· φανερώτατα


μὲν καὶ κοινότατα πᾶσιν τό τε φῦκος καὶ τὸ
βρύον καὶ ὅσα ἄλλα τοιαῦτα· φανερώτατα δὲ καὶ
ἰδιώτατα κατὰ τοὺς τόπους ἐλάτη συκῆ δρῦς
ἄμπελος φοῖνιξ. τούτων δὲ τὰ μὲν πρόσγεια
τὰ δὲ πόντια τὰ δ' ἀμφοτέρων τῶν τόπων κοινά.
καὶ τὰ μὲν πολυειδῆ, καθάπερ τὸ φῦκος, τὰ δὲ
μίαν ἰδέαν ἔχοντα. τοῦ γὰρ φύκους τὸ μέν ἐστι
πλατύφυλλον ταινιοειδὲς χρῶμα ποῶδες ἔχον,

Θεόφραστος. Ιστορία φυτών. Book 4, chapter 6, section 7, line 1


253

εσπασμένον. καυλὸν δὲ οὐκ ἔχει, ἀλλ' ἀπὸ μιᾶς


ἀρχῆς πλείω τὰ τοιαῦτα καὶ πάλιν ἀπ' ἄλλης·
φύεται δὲ ἐπὶ τῶν λίθων τὰ τοιαῦτα πρὸς τῇ γῇ
καὶ τῶν ὀστράκων. καὶ τὰ μὲν ἐλάττω σχεδὸν
ταῦτ' ἐστίν.
Ἡ δὲ δρῦς καὶ ἡ ἐλάτη παράγειοι μὲν ἄμφω·
φύονται δ' ἐπὶ λίθοις καὶ ὀστράκοις ῥίζας μὲν οὐκ
ἔχουσαι, προσπεφυκυῖαι δὲ ὥσπερ αἱ λεπάδες.
ἀμφότεραι μὲν οἷον σαρκόφυλλα· προμηκέστερον
δὲ τὸ φύλλον πολὺ καὶ παχύτερον τῆς ἐλάτης
πέφυκε καὶ οὐκ ἀνόμοιον τοῖς τῶν ὀσπρίων λοβοῖς,

Θεόφραστος. Ιστορία φυτών. Book 4, chapter 6, section 8, line 4

ἐλάτης ὀρθὴ καὶ αὐτῆς καὶ τῶν ἀκρεμόνων, τῆς δὲ


δρυὸς σκολιωτέρα καὶ μᾶλλον ἔχουσα πλάτος·
γίνεται δὲ ἄμφω καὶ πολύκαυλα καὶ μονόκαυλα,
μονοκαυλότερον δὲ ἡ ἐλάτη· τὰς δὲ ἀκρεμονικὰς
ἀποφύσεις ἡ μὲν ἐλάτη μακρὰς ἔχει καὶ εὐθείας
καὶ μανάς, ἡ δὲ δρῦς βραχυτέρας καὶ σκολιωτέρας
καὶ πυκνοτέρας. τὸ δ' ὅλον μέγεθος ἀμφοτέρων
ὡς πυγωνιαῖον ἢ μικρὸν ὑπεραῖρον, μεῖζον δὲ ὡς
ἁπλῶς εἰπεῖν τὸ τῆς ἐλάτης. χρήσιμον δὲ ἡ δρῦς
εἰς βαφὴν ἐρίων ταῖς γυναιξίν.

Θεόφραστος. Ιστορία φυτών. Book 4, chapter 15, section 2, line 9

ἀποπίπτει πολλῶν, ἀλλ' οὐχ ὁμοίως ἐπίδηλος.


φθείρονται μὲν οὖν, ὡς οἴονται, πάντα περιαιρου-
μένου, διαφέρει δὲ τῷ θᾶττον καὶ βραδύτερον καὶ
μᾶλλον καὶ ἧττον. ἔνια γὰρ πλείω χρόνον δια-
μένει, καθάπερ συκῆ καὶ φίλυρα καὶ δρῦς· οἱ δὲ
καὶ ζῆν φασι ταῦτα, ζῆν δὲ καὶ πτελέαν καὶ
φοίνικα· τῆς δὲ φιλύρας καὶ συμφύεσθαι τὸν
φλοιὸν πλὴν μικροῦ· τῶν δὲ ἄλλων οἷον πωροῦ-
σθαι καὶ ἰδίαν τινὰ φύσιν ἔχειν.

Θεόφραστος. Ιστορία φυτών. Book 4, chapter 15, section 3, line 10

αἱ ὧραι· περὶ γὰρ τὴν βλάστησιν ἐλάτης ἢ


πεύκης, ὅτε καὶ λοπῶσι, τοῦ Θαργηλιῶνος ἢ
Σκιρροφοριῶνος ἄν τις περιέλῃ, παραχρῆμα ἀπ-
254

όλλυται. τοῦ δὲ χειμῶνος πλείω χρόνον ἀντ-


έχει καὶ ἔτι μᾶλλον τὰ ἰσχυρότατα, καθάπερ πρῖ-
νος καὶ δρῦς· χρονιωτέρα γὰρ ἡ τούτων φθορά.
δεῖ δὲ καὶ τὴν περιαίρεσιν ἔχειν τι πλάτος,
πάντων μὲν μάλιστα δὲ τῶν ἰσχυροτάτων· ἐπεὶ
ἄν τις μικρὰν παντελῶς ποιήσῃ, οὐθὲν ἄτοπον τὸ
μὴ ἀπόλλυσθαι· καίτοι φασί γέ τινες, ἐὰν ὁπ-
οσονοῦν, συμφθείρεσθαι πάντως·

Θεόφραστος. Ιστορία φυτών. Book 5, chapter 1, section 2, line 7

φλοιὸν ἐλάτης πεύκης πίτυος, ταῦτα μὲν τέμνεται


τοῦ ἦρος· τότε γὰρ ἡ βλάστησις· τὰ δὲ ἄλλα ὁτὲ
μὲν μετὰ πυροτομίαν, ὁτὲ δὲ μετὰ τρυγητὸν καὶ
Ἀρκτοῦρον, οἷον ἀρία πτελέα σφένδαμνος μελία
ζυγία ὀξύα φίλυρα Φηγός τε καὶ ὅλως ὅσα
κατορύττεται· δρῦς δὲ ὀψιαίτατα κατὰ χειμῶνα
μετὰ τὸ μετόπωρον· ἐὰν δὲ ὑπὸ τὸν λοπητὸν
τμηθῇ, σήπεται τάχιστα ὡς εἰπεῖν, ἐάν τε ἔμ-
φλοιος ἐάν τε ἄφλοιος· καὶ μάλιστα μὲν τὰ ἐν
τῷ πρώτῳ λοπητῷ, δεύτερα δὲ τὰ ἐν τῷ δευτέρῳ,
τρίτα δὲ καὶ ἥκιστα τὰ ἐν τῷ τρίτῳ·

Θεόφραστος. Ιστορία φυτών. Book 5, chapter 4, section 1, line


5ἀποδηλοῖ.

Βαρέα δὲ καὶ κοῦφα δῆλον ὡς τῇ πυκνό-


τητι καὶ μανότητι καὶ ὑγρότητι καὶ ξηρότητι καὶ
τῷ γλοιώδει καὶ σκληρότητι καὶ μαλακότητι
ληπτέον. ἔνια μὲν οὖν ἅμα σκληρὰ καὶ βαρέα,
καθάπερ πύξος καὶ δρῦς· ὅσα δὲ κραῦρα καὶ τῇ
ξηρότητι σκληρότατα, ταῦτ' οὐκ ἔχει βάρος.
ἅπαντα δὲ τὰ ἄγρια τῶν ἡμέρων καὶ τὰ ἄρρενα
τῶν θηλειῶν πυκνότερά τε καὶ σκληρότερα καὶ
βαρύτερα καὶ τὸ ὅλον ἰσχυρότερα, καθάπερ καὶ
πρότερον εἴπομεν.

Θεόφραστος. Ιστορία φυτών. Book 5, chapter 4, section 2, line 3

νερῶς αἱ ὀλιγοκαρπότεραι καὶ πυκνοφθαλμότεραι


καὶ στερεώτεραι· καὶ μηλεῶν δὲ καὶ τῶν ἄλλων
ἡμέρων.
Ἀσαπῆ δὲ φύσει κυπάριττος κέδρος ἔβενος
255

λωτὸς πύξος ἐλάα κότινος πεύκη ἔνδᾳδος ἀρία


δρῦς καρύα Εὐβοϊκή. τούτων δὲ χρονιώτατα
δοκεῖ τὰ κυπαρίττινα εἶναι· τὰ γοῦν ἐν Ἐφέσῳ,
ἐξ ὧν αἱ θύραι τοῦ νεωστὶ νεώ, τεθησαυρισμένα
τέτταρας ἔκειτο γενεάς.

Θεόφραστος. Ιστορία φυτών. Book 5, chapter 4, section 3, line 2

Ἔτι δὲ ἄλλο πρὸς ἄλλο καὶ ἐν ἄλλῳ ἀσαπές,


οἷον πτελέα μὲν ἐν τῷ ἀέρι, δρῦς δὲ κατορυτ-
τομένη καὶ ἐν τῷ ὕδατι καταβρεχομένη· δοκεῖ
γὰρ ὅλως ἀσαπὲς εἶναι· δι' ὃ καὶ εἰς τοὺς ποτα-
μοὺς καὶ εἰς τὰς λίμνας ἐκ τούτων ναυπηγοῦσιν·
ἐν δὲ τῇ θαλάττῃ σήπεται. τὰ δὲ ἄλλα διαμένει
μᾶλλον, ὅπερ καὶ εὔλογον, ταριχευόμενα τῇ

Θεόφραστος. Ιστορία φυτών. Book 5, chapter 5, section 1, line 5

Ἔστι δὲ τὰ μὲν εὔεργα τῶν ξύλων, τὰ δὲ


δύσεργα· εὔεργα μὲν τὰ μαλακά, καὶ πάντων
μάλιστα φίλυρα· δύσεργα δὲ καὶ τὰ σκληρὰ καὶ
τὰ ὀζώδη καὶ οὔλας ἔχοντα συστροφάς· δυσεργό-
τατα δὲ ἀρία καὶ δρῦς, ὡς δὲ κατὰ μέρος ὁ τῆς
πεύκης ὄζος καὶ τῆς ἐλάτης. ἀεὶ δὲ τῶν ὁμογενῶν
τὸ μαλακώτερον τοῦ σκληροτέρου κρεῖττον·
σαρκωδέστερον γάρ· καὶ εὐθὺ σκοποῦνται τὰς
σανίδας οἱ τέκτονες οὕτως. τὰ δὲ μοχθηρὰ
σιδήρια δύναται τέμνειν τὰ σκληρὰ μᾶλλον τῶν

Θεόφραστος. Ιστορία φυτών. Book 5, chapter 6, section 1, line 3

περιπλάττουσιν, ὅπως ἀναξηρανθῇ καὶ διαπνευσθῇ


κατὰ μικρὸν ἡ ἐκ τῆς μήτρας ὑγρότης. ἡ μὲν οὖν
μήτρα τοιαύτην ἔχει δύναμιν.
Βάρος δὲ ἐνεγκεῖν ἰσχυρὰ καὶ ἡ ἐλάτη
καὶ ἡ πεύκη πλάγιαι τιθέμεναι· οὐδὲν γὰρ ἐν-
διδόασιν, ὥσπερ ἡ δρῦς καὶ τὰ γεώδη, ἀλλ' ἀντω-
θοῦσι· σημεῖον δὲ ὅτι οὐδέποτε ῥήγνυνται, καθάπερ
ἐλάα καὶ δρῦς, ἀλλὰ πρότερον σήπονται καὶ
ἄλλως ἀπαυδῶσιν. ἰσχυρὸν δὲ καὶ ὁ φοῖνιξ·
256

ἀνάπαλιν γὰρ ἡ κάμψις ἢ τοῖς ἄλλοις γίνεται·


τὰ μὲν γὰρ εἰς τὰ κάτω κάμπτεται, ὁ δὲ φοῖνιξ

Θεόφραστος. Ιστορία φυτών. Book 5, chapter 6, section 1, line 5

Βάρος δὲ ἐνεγκεῖν ἰσχυρὰ καὶ ἡ ἐλάτη


καὶ ἡ πεύκη πλάγιαι τιθέμεναι· οὐδὲν γὰρ ἐν-
διδόασιν, ὥσπερ ἡ δρῦς καὶ τὰ γεώδη, ἀλλ' ἀντω-
θοῦσι· σημεῖον δὲ ὅτι οὐδέποτε ῥήγνυνται, καθάπερ
ἐλάα καὶ δρῦς, ἀλλὰ πρότερον σήπονται καὶ
ἄλλως ἀπαυδῶσιν. ἰσχυρὸν δὲ καὶ ὁ φοῖνιξ·
ἀνάπαλιν γὰρ ἡ κάμψις ἢ τοῖς ἄλλοις γίνεται·
τὰ μὲν γὰρ εἰς τὰ κάτω κάμπτεται, ὁ δὲ φοῖνιξ
εἰς τὰ ἄνω. φασὶ δὲ καὶ τὴν πεύκην καὶ τὴν
ἐλάτην ἀντωθεῖν. τὸ δὲ τῆς Εὐβοϊκῆς καρύας,

Θεόφραστος. Ιστορία φυτών. Book 5, chapter 7, section 4, line 2

δὲ στερέωμα, πρὸς ᾧ τὸ χέλυσμα, καὶ τὰς ἐπω-


τίδας, μελίας καὶ συκαμίνου καὶ πτελέας· ἰσχυρὰ
γὰρ δεῖ ταῦτ' εἶναι. ναυπηγήσιμος μὲν οὖν ὕλη
σχεδὸν αὕτη.
Οἰκοδομικὴ δὲ πολλῷ πλείων, ἐλάτη τε καὶ
πεύκη καὶ κέδρος, ἔτι κυπάριττος δρῦς καὶ ἄρ-
κευθος· ὡς δ' ἁπλῶς εἰπεῖν πᾶσα χρησίμη πλὴν
εἴ τις ἀσθενὴς πάμπαν· οὐκ εἰς ταὐτὸ γὰρ πᾶσαι,
καθάπερ οὐδ' ἐπὶ τῆς ναυπηγίας. αἱ δ' ἄλλαι
πρὸς τὰ ἴδια τῶν τεχνῶν, οἷον σκεύη καὶ ὄργανα
καὶ εἴ τι τοιοῦτον ἕτερον. πρὸς πλεῖστα δὲ σχεδὸν

Θεόφραστος. Ιστορία φυτών. Book 5, chapter 7, section 5, line 7

χρήσιμός ἐστιν. ἐλάτη μὲν οὖν καὶ πεύκη,


καθάπερ εἴρηται, καὶ πρὸς ναυπηγίαν καὶ πρὸς
οἰκοδομίαν καὶ ἔτι πρὸς ἄλλα τῶν ἔργων, εἰς
πλείω δὲ ἡ ἐλάτη. πίτυϊ δὲ χρῶνται μὲν εἰς
ἄμφω καὶ οὐχ ἧττον εἰς ναυπηγίαν, οὐ μὴν ἀλλὰ
ταχὺ διασήπεται. δρῦς δὲ πρὸς οἰκοδομίαν καὶ
πρὸς ναυπηγίαν ἔτι τε πρὸς τὰ κατὰ γῆς κατορυτ-
257

τόμενα. φίλυρα δὲ πρὸς τὰ σανιδώματα τῶν


μακρῶν πλοίων καὶ πρὸς κιβώτια καὶ πρὸς τὴν
τῶν μέτρων κατασκευήν. ἔχει δὲ καὶ τὸν φλοιὸν
χρήσιμον πρός τε τὰ σχοινία καὶ πρὸς τὰς κίστας·

Θεόφραστος. Ιστορία φυτών. Book 9, chapter 9, section 5, line 6

Τῆς δὲ χαμαίδρυος τὰ μὲν φύλλα πρὸς τὰ


ῥήγματα καὶ πρὸς τὰ τραύματα ἐν ἐλαίῳ τριβό-
μενα καὶ πρὸς τὰ νεμόμενα ἕλκη· τὸν δὲ καρπὸν
καθαίρειν χολήν· ἀγαθὸν δὲ καὶ ὀφθαλμοῖς· πρὸς
δὲ τὰ ἄργεμα προσάγειν τὸ φύλλον τρίψαντα ἐν
ἐλαίῳ. ἔχει δὲ φύλλα μὲν οἷάπερ δρῦς, τὸ δὲ
ἀνάστημα τῆς ὅλης ὅσον σπιθαμιαῖον· εὔοσμον
δὲ καὶ ἡδύ.

Θεόφραστος. De pietate Theophrastos. Περὶ εὐσεβείας”, Ed. Pötscher,


W.Leiden: Brill, 1964; Philosophia Antiqua 11.Fragment 2, line 45

εἴ τι καλὸν εἶχον ἐν βίῳ καὶ πρέπον ὀσμῇ πρὸς θείαν αἴσθησιν. καὶ
τὰ μὲν στέφοντες, τὰ δ' εἰς πῦρ δωρούμενοι, θείας ἑτέρας σταγόνας
οἴνου καὶ μέλιτος ἔτι δ' ἐλαίου ταῖς χρείαις ἀνευρίσκοντες ἀπήρχοντο
καὶ τούτων τοῖς αἰτίοις θεοῖς. οἷς μαρτυρεῖν ἔοικεν καὶ ἡ Ἀθήνησιν
ἔτι καὶ νῦν δρωμένη πομπὴ Ἡλίου τε καὶ Ὡρῶν. πομπεύει γὰρ εἰλυσπόα,
ἄγρωστις, ἐπὶ πυρηνίων ἡγηρίας, ὄσπρια, δρῦς, μιμαίκυλα, κριθαί,
πυροί, παλάθη ἡγητηρία, ἀλεύρων πυρίνων καὶ κριθίνων φθοῖς, ὀρθο-
στάτης, χύτρος. πόρρω δὲ τῶν περὶ τὰς θυσίας ἀπαρχῶν τοῖς ἀνθρώποις
προϊουσῶν παρανομίας, ἡ τῶν δεινοτάτων θυμάτων παράληψις
ἐπεισήχθη,
ὠμότητος πλήρης, ὡς δοκεῖν τὰς πρόσθεν λεχθείσας καθ' ἡμῶν ἀρὰς

Θεόφραστος. De causis plantarum (lib. 2-6) Book 2, chapter 11, section


10, line 8

τὸ μικρόκαρπον καὶ ὀλιγόκαρπον καὶ ὅλως τὸ ἰσχυρόν ἐστιν· ἡ γὰρ


πυκνότης καὶ ἡ ξηρότης καὶ ἡ στερεότης καὶ ἡ λιπαρότης ἐν οἷς ὑπάρχει
καὶ μακροβιότητος καὶ πάντων τῶν τοιούτων αἴτια τὰ δ' ἐναντία τῶν
ἐναντίων. Ὅσα δὲ πολυκαρποῦντα μὴ βραχύβια μηδὲ ταχὺ γηράσκει
καθάπερ ἄπιος, ἀμυγδαλῆ, δρῦς, καὶ πρεσβύτερα γιγνόμενα καρπιμώτερα
καθάπερ ἐλέχθη· παραιρουμένης γὰρ τῆς ἰσχύος παραιρεῖται τὸ πλῆθος
τῆς τροφῆς ὥστε ῥᾴδιον καταπέττειν τὴν λοιπήν·
258

Αίσωπος. Fabulae (0096: 002)“Corpus fabularum Aesopicarum, vols.


1.1 & 1.2, 2nd edn.”, Ed. Hausrath, A., Hunger, H.
Leipzig: Teubner, 1.1:1970; 1.2:1959.Fable 39a, version 1, line 3

ἄρτι τοῦ ἰξοῦ φυομένου ἡ χελιδὼν αἰσθομένη τὸν


ἐνιστάμενον τοῖς πτηνοῖς κίνδυνον συναθροίσασα πάντα τὰ
ὄρνεα συνεβούλευεν αὐτοῖς μάλιστα μὲν τὰς ἰξοφόρους δρῦς
ἐκκόψαι, εἰ δ' ἄρα τοῦτο αὐτοῖς ἀδύνατον, ἐπὶ τοὺς ἀνθρώ-
πους καταφυγεῖν καὶ τούτους ἱκετεῦσαι, ὅπως μὴ χρησά-
μενοι τῇ τοῦ ἰξοῦ ἐνεργείᾳ συλλαμβάνωσιν αὐτά. τῶν δὲ
γελασάντων αὐτὴν ὡς ματαιολογοῦσαν αὕτη παραγενομένη
ἱκέτις τῶν ἀνθρώπων ἐγένετο. οἱ δὲ ἀποδεξάμενοι αὐτὴν

Αίσωπος. Fabulae Fable 71, version t, line 1

ΔΡΎΣ ΚΑΙ ΚΑΛΑΜΟΣ


δρῦς καὶ κάλαμος ἤριζον περὶ ἰσχύος. ἀνέμου δὲ σφοδροῦ
γενομένου ὁ μὲν κάλαμος σαλευόμενος καὶ συγκλινόμενος
ταῖς τούτου πνοαῖς τὴν ἐκρίζωσιν ἐξέφυγεν, ἡ δὲ δρῦς
δι' ὅλου ἀντιστᾶσα ἐκ ῥιζῶν κατηνέχθη.
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι οὐ δεῖ τοῖς κρείττοσιν ἐρίζειν.

ΔΡΥΟΤΟΜΟΙ ΚΑΙ ΔΡΎΣ

δρυοτόμοι δρῦν ἔσχιζον· οἱ δὲ ἐξ αὐτῆς σφῆνας ποιή-


σαντες ἔσχιζον αὐτήν. ἡ δὲ ἔφη· “οὐ τοσοῦτον τὸν κό-
ψαντά με πέλεκυν μέμφομαι ὅσον τοὺς ἐξ ἐμοῦ φυέντας
σφῆνας.”
ὅτι δεινότερόν ἐστιν ἡ λύπη, ὅταν τις ὑπὸ τῶν συγγε

Αίσωπος. Fabulae (P. Ryl. 493) (0096: 012)“Corpus fabularum


Aesopicarum, vol. 1.2, 2nd edn.”, Ed. Hausrath, A., Hunger, H.
Leipzig: Teubner, 1959.Fable 4, line 4
259

... ἰξο(φόρον δ)ρῦν ἀναφ(υομένην) ᾔς(θετο, τοῖ)ς ὀρ-


νέοις ἐπηπείλει (τὴν δρῦν) ἀναφυεῖσαν μὲν ἔσες(θαι κακ)ὸν
τῷ γένει τῶν ὀρν(έ)ων. (τὸν λόγο)ν δ' αὐτῶν ὀλιγ(ωρούν-
των) (ἡ δρῦς) ηὐξήθη, λαβὼν δ(έ τι)ς ἀν(ὴρ ἰξευτὴς) ἀπὸ
τῆς δρυὸς τὸν ἰξὸν (ἐθήρας)εν, τὰ δὲ ὄρνεα ὁρῶντα (μετε-
νόουν) καὶ ἔφησα(ν) δεινὴν (εἶναι τὴν) γλαῦκα τὸ μέλλον
προ(μαντε)ύε(ς)θαι. καὶ νῦν ὅταν ἴδω(σι τὴν γ)λαῦκα
περίπετον, εἰ καὶ ἀ(πὸ τῶν ἄλλ)ων ἀπέχει, συμ(βουλ)εύ(ειν
λίς)ς(ονται).

Diogenianus Gramm., Paroemiae (epitome operis sub nomine


Diogeniani) (e cod. Mazarinco) (0097: 001)“Corpus paroemiographorum
Graecorum, vol. 1”, Ed. von Leutsch, E.L., Schneidewin, F.G.Göttingen:
Vandenhoeck & Ruprecht, 1839, Repr. 1965.Centuria 1, section 19, line 4

Ἄλλην δρῦν βαλάνιζε: ἐπὶ τῶν ἐνδελεχῶς αἰ-


τούντων τι, ἢ ἐπὶ τῶν συνεχῶς δανειζομένων. Οἱ γὰρ
παλαιοὶ βαλάνοις ἔζων· πρὸς οὖν τοὺς περισκοποῦντας τὰς
δρῦς εἴτε πλήρεις εἶεν εἴτε κεναὶ, Ἄλλην δρῦν βαλά-
νιζε, ἔλεγον.
Ἄλλος βίος, ἄλλη δίαιτα: ἐπὶ τῶν ἐπ' ἀμεί-
νονα βίον μεταβαλλομένων.
Ἅλας ἄγων καθεύδεις: ἐπὶ τῶν ἐν κινδύνοις
ῥᾳστωνευομένων. Ἐμπόρου γάρ τινος ἅλας ἄγοντος ἀπο

Diogenianus Gramm., Paroemiae (epitome operis sub nomine


Diogeniani) (e cod. Mazarinco) Centuria 1, section 70, line 4

Ἀμνία θερίζειν: ἐπὶ τῶν χρόνῳ ὕστερον τιμω-


ρουμένων. Ὅταν γὰρ ἀμνία ᾖ, οὐκ ἀποκείρεται.
Ἀεί με τοιοῦτοι πόλεμοι διώκοιεν: ἐπὶ τῶν
καταφρονούντων τινῶν. Ὅμοια,
Πολλῶν ἐγὼ θρίων ψόφους ἀκήκοα·
Πολλαῖσι πληγαῖς δρῦς δαμάζεται·
Πολλά κεν εἰδείης, οἷς τὸν θεὸν ἐξαπατήσεις.
Ἀετὸς θρίπας ὁρῶν: ἐπὶ τῶν ἀφροντιστούν-
των τῶν μικρῶν.

Diogenianus Gramm., Paroemiae (epitome operis sub nomine


Diogeniani) (e cod. Mazarinco) Centuria 7, section 77a, line 1
260

Πουλύποδος κεφαλῇ ἔνι μὲν κακὸν, ἐν δὲ


καὶ ἐσθλόν: ἐπὶ τῶν συμμίκτων ὄντων καὶ μετεχόν-
των κακότητος ἢ ἀγαθότητος. Τοῦ γὰρ πολύποδος ἡ
κεφαλὴ ζῶσα μὲν δάκνει τοὺς προσιόντας, θανοῦσα δέ
ἐστιν ἐδώδιμος. Πολλαῖσι πληγαῖς δρῦς δαμάζεται: ἐπὶ τῶν
δυσαλώτων καὶ δυσκατεργάστων.

Lyrica Adespota (PMG), Fragmenta Fragment 11d, subfragment 1, li 2

πάρα δ' ὥρα, πάντα δ' ἄνθη


Ζ[ε]ὺ̣σ̣ μὲν ἐπέβρεμε βάρβαρα βροντᾶι,
γᾶν δ' ἐτίναξε Ποσειδὰν
χρυσεόδοντι τριαίναι
..] φ̣ύ̣ε̣τ̣ο.̣ [.]α.[ ] καρπῶι
ἁγ[ν]ὰ δρῦς·
φ[ύ]ετο στάχυς ἄμμιγα κριθαῖς
πασπερμεί,
ἄνθει καὶ λευκοχίτων

Λυκόφρων Alexandra (0341: 002)“Lycophronis Alexandra”, Ed.


Mascialino, L.Leipzig: Teubner, 1964.Line 1423

σὺν καλίνοισι τειχέων προβλήμασι,


τὸν χρησμολέσχην αἰτιάσονται βλάβης,
ψαίνυνθα θεσπίζοντα Πλούτωνος λάτριν.
στρατῷ δ' ἀμίκτῳ πᾶσα μὲν βρωθήσεται,
φλοιῶτιν ἐκδύνουσα δίπλακα σκέπην,
καρποτρόφος δρῦς ἀγριάς τ' ὀρειθαλής.
ἅπας δ' ἀναύρων νασμὸς αὐανθήσεται,
χανδὸν κελαινὴν δίψαν αἰονωμένων.
κύφελλα δ' ἰῶν τηλόθεν ῥοιζουμένων
ὑπὲρ κάρα στήσουσι Κίμμερός θ' ὅπως
σκιὰ καλύψει πέρραν, ἀμβλύνων σέλας.

Παυσανίας. Perieg., Graeciae descriptio Book 7, chapter 26, section 10,


line 7

Διὸς διά τε ὀρῶν καὶ ἀνάντης ἐστί· μῆκος μὲν οὖν


τῆς ὁδοῦ τεσσαράκοντά εἰσι στάδιοι, ἄγει δὲ ἐς Φελ-
λόην, πόλισμα οὐκ ἐπιφανές, † οὐδὲ ὡς ἀεὶ ᾠκεῖτο καὶ
Ἰώνων ἔτι ἐχόντων τὴν γῆν. τὰ δὲ περὶ τὴν Φελλόην
ἐς φυτείαν ἀμπέλων ἐστὶν ἐπιτήδεια· καὶ ὅσα πετρώδη
261

τῆς χώρας, δρῦς τέ εἰσι καὶ θηρία, ἔλαφοι καὶ ὗς


ἄγριοι· εἰ δέ τινα τῶν ἐν Ἕλλησι πολισματίων ἀφθόνῳ
καταρρεῖται τῷ ὕδατι, ἀριθμεῖν καὶ τὴν Φελλόην ἔστιν
ἐν τούτοις. θεῶν δὲ ἱερὰ Διονύσου καὶ Ἀρτέμιδός
ἐστιν· ἡ μὲν χαλκοῦ πεποίηται, βέλος δὲ ἐκ φαρέτρας
λαμβάνουσα·

Παυσανίας. Perieg., Graeciae descriptio Book 8, chapter 12, sec 1, line 3

τοῦ τάφου δὲ τοῦ Ἐπαμινώνδα μάλιστά που στα-


δίου μῆκος Διὸς ἀφέστηκεν ἱερὸν ἐπίκλησιν Χάρμωνος.
Ἀρκάδων δὲ ἐν τοῖς δρυμοῖς εἰσιν αἱ δρῦς διάφοροι,
καὶ τὰς μὲν πλατυφύλλους αὐτῶν, τὰς δὲ φηγοὺς
καλοῦσιν· αἱ τρίται δὲ ἀραιὸν τὸν φλοιὸν καὶ οὕτω
δή τι παρέχονται κοῦφον, ὥστε ἀπ' αὐτοῦ καὶ ἐν
θαλάσσῃ ποιοῦνται σημεῖα ἀγκύραις καὶ δικτύοις·

Παυσανίας. Perieg., Graeciae descriptio Book 8, chapter 23, se 5, line 5

πηγὴν κατὰ ταὐτὰ τῇ πλατάνῳ καλοῦσι Μενελαΐδα.


εἰ δὲ Ἑλλήνων τοῖς λόγοις ἑπόμενον καταριθμήσασθαι
δεῖ με ὁπόσα δένδρα σῶα ἔτι καὶ τεθηλότα λείπεται,
πρεσβύτατον μὲν ἡ λύγος ἐστὶν αὐτῶν ἡ ἐν τῷ
Σαμίων πεφυκυῖα ἱερῷ Ἥρας, μετὰ δὲ αὐτὴν ἡ ἐν
Δωδώνῃ δρῦς καὶ ἐλαία τε ἡ ἐν ἀκροπόλει καὶ ἡ
παρὰ Δηλίοις· τρίτα δὲ ἕνεκα ἀρχαιότητος νέμοιεν ἂν
τῇ δάφνῃ τῇ παρὰ σφίσιν οἱ Σύροι· τῶν δὲ ἄλλων ἡ
πλάτανός ἐστιν αὕτη παλαιότατον.

Παυσανίας. Perieg., Graeciae descriptio Book 8, chapter 54, section 4,


line 8

Ὀρέστου τοῦ Ἀγαμέμνονος μνῆμα, καὶ ὑφελέσθαι


Σπαρτιάτην τὰ ὀστᾶ αὐτόθεν οἱ Τεγεᾶται λέγουσι· καθ'
ἡμᾶς δὲ οὐκέτι πυλῶν ἐντὸς ἐγίνετο ὁ τάφος. ῥεῖ δὲ
καὶ Γαράτης ποταμὸς κατὰ τὴν ὁδόν· διαβάντι δὲ τὸν
Γαράτην καὶ προελθόντι σταδίους δέκα Πανός ἐστιν
ἱερὸν καὶ πρὸς αὐτῷ δρῦς, ἱερὰ καὶ αὕτη τοῦ Πανός.
ἡ δὲ ἐς Ἄργος ἐκ Τεγέας ὀχήματι ἐπιτηδειοτάτη
καὶ τὰ μάλιστά ἐστι λεωφόρος. ἔστι δὲ ἐπὶ τῆς ὁδοῦ
πρῶτα μὲν ναὸς καὶ ἄγαλμα Ἀσκληπιοῦ· μετὰ δὲ ἐκτρα-
πεῖσιν ἐς ἀριστερὰ ὅσον στάδιον Ἀπόλλωνος ἐπίκλησιν
Πυθίου καταλελυμένον ἐστὶν ἱερὸν καὶ ἐρείπια ἐς
262

Παυσανίας. Perieg., Graeciae descriptio Book 8, chapter 54, section 5,


line 6

ἡ δὲ ἐς Ἄργος ἐκ Τεγέας ὀχήματι ἐπιτηδειοτάτη


καὶ τὰ μάλιστά ἐστι λεωφόρος. ἔστι δὲ ἐπὶ τῆς ὁδοῦ
πρῶτα μὲν ναὸς καὶ ἄγαλμα Ἀσκληπιοῦ· μετὰ δὲ ἐκτρα-
πεῖσιν ἐς ἀριστερὰ ὅσον στάδιον Ἀπόλλωνος ἐπίκλησιν
Πυθίου καταλελυμένον ἐστὶν ἱερὸν καὶ ἐρείπια ἐς
ἅπαν. κατὰ δὲ τὴν εὐθεῖαν αἵ τε δρῦς εἰσι πολλαὶ
καὶ Δήμητρος ἐν τῷ ἄλσει τῶν δρυῶν ναὸς ἐν Κορυ-
θεῦσι καλουμένης· πλησίον δὲ ἄλλο ἐστὶν ἱερὸν Διο-
νύσου Μύστου. τὸ ἀπὸ τούτου δὲ ἄρχεται τὸ ὄρος
τὸ Παρθένιον· ἐν δὲ αὐτῷ τέμενος δείκνυται Τηλέφου,
καὶ ἐνταῦθα παῖδα ἐκκείμενόν φασιν αὐτὸν ὑπὸ ἐλάφου

Καλλίμαχος Epigrammata (0533: 003)“Callimachus, vol. 2”, Ed.


Pfeiffer, R.Oxford: Clarendon Press, 1953.Epigram 22, line 3

ἦρξεν, ὁ δ' ἤεισεν κρέσσονα βασκανίης.


[οὐ νέμεσις· Μοῦσαι γὰρ ὅσους ἴδον ὄμματι παῖδας
†ἄχρι βίου† πολιοὺς οὐκ ἀπέθεντο φίλους.]
Ἀστακίδην τὸν Κρῆτα τὸν αἰπόλον ἥρπασε Νύμφη
ἐξ ὄρεος, καὶ νῦν ἱερὸς Ἀστακίδης.
οὐκέτι Δικταίῃσιν ὑπὸ Δρύσιν, οὐκέτι Δάφνιν
ποιμένες, Ἀστακίδην δ' αἰὲν ἀεισόμεθα.
Εἴπας ‘Ἥλιε χαῖρε’ Κλεόμβροτος ὡμβρακιώτης
ἥλατ' ἀφ' ὑψηλοῦ τείχεος εἰς Ἀΐδην,
ἄξιον οὐδὲν ἰδὼν θανάτου κακόν, ἀλλὰ Πλάτωνος
ἓν τὸ περὶ ψυχῆς γράμμ' ἀναλεξάμενος.

Καλλίμαχος Epigrammata (0533: 004); Book 7, epigram 518, line 3

Ἀστακίδην τὸν Κρῆτα, τὸν αἰπόλον, ἥρπασε Νύμφη ἐξ ὄρεος, καὶ νῦν
ἱερὸς Ἀστακίδης. οὐκέτι Δικταίῃσιν ὑπὸ Δρύσιν, οὐκέτι
Δάφνιν ποιμένες, Ἀστακίδην δ' αἰὲν ἀεισόμεθα.

Καλλίμαχος In Dianam (hymn. 3) (0533: 017)“Callimachus, vol. 2”,


Ed. Pfeiffer, R.Oxford: Clarendon Press, 1953.Line 192

νήσων μὲν Δολίχη, πολίων δέ τοι εὔαδε Πέργη,


263

Τηΰγετον δ' ὀρέων, λιμένες γε μὲν Εὐρίποιο.


ἔξοχα δ' ἀλλάων Γορτυνίδα φίλαο νύμφην,
ἐλλοφόνον Βριτόμαρτιν ἐύσκοπον· ἧς ποτε Μίνως
πτοιηθεὶς ὑπ' ἔρωτι κατέδραμεν οὔρεα Κρήτης.
ἡ δ' ὁτὲ μὲν λασίῃσιν ὑπὸ Δρύσὶ κρύπτετο νύμφη,
ἄλλοτε δ' εἱαμενῇσιν· ὁ δ' ἐννέα μῆνας ἐφοίτα
παίπαλά τε κρημνούς τε καὶ οὐκ ἀνέπαυσε διωκτύν,
μέσφ' ὅτε μαρπτομένη καὶ δὴ σχεδὸν ἥλατο πόντον
πρηόνος ἐξ ὑπάτοιο καὶ ἔνθορεν εἰς ἁλιήων
δίκτυα, τά σφ' ἐσάωσαν· ὅθεν μετέπειτα Κύδωνες

Καλλίμαχος In Delum (hymn. 4) (0533: 018)“Callimachus, vol. 2”, Ed.


Pfeiffer, R.Oxford: Clarendon Press, 1953.Line 85

αὐτόχθων Μελίη καὶ ὑπόχλοον ἔσχε παρειήν


ἥλικος ἀσθμαίνουσα περὶ Δρυός, ὡς ἴδε χαίτην
σειομένην Ἑλικῶνος. ἐμαὶ θεαὶ εἴπατε Μοῦσαι,
ἦ ῥ' ἐτεὸν ἐγένοντο τότε δρύες ἡνίκα Νύμφαι;
’Νύμφαι μὲν χαίρουσιν, ὅτε δρύας ὄμβρος ἀέξει,
Νύμφαι δ' αὖ κλαίουσιν, ὅτε Δρύσὶ μηκέτι φύλλα.’
ταῖς μὲν ἔτ' Ἀπόλλων ὑποκόλπιος αἰνὰ χολώθη,
φθέγξατο δ' οὐκ ἀτέλεστον ἀπειλήσας ἐπὶ Θήβῃ·
’Θήβη τίπτε τάλαινα τὸν αὐτίκα πότμον ἐλέγχεις;
μήπω μή μ' ἀέκοντα βιάζεο μαντεύεσθαι.
οὔπω μοι Πυθῶνι μέλει τριποδήιος ἕδρη,

Καλλίμαχος In Cererem (hymn. 6) (0533: 020)“Callimachus, vol. 2”,


Ed. Pfeiffer, R.Oxford: Clarendon Press, 1953.Line 60

αἰὲν ἐμοῖς ἑτάροισιν ἄδην θυμαρέας ἀξῶ.’


εἶπεν ὁ παῖς, Νέμεσις δὲ κακὰν ἐγράψατο φωνάν.
Δαμάτηρ δ' ἄφατόν τι κοτέσσατο, γείνατο δ' ἁ θεύς·
ἴθματα μὲν χέρσω, κεφαλὰ δέ οἱ ἅψατ' Ὀλύμπω.
οἱ μὲν ἄρ' ἡμιθνῆτες, ἐπεὶ τὰν πότνιαν εἶδον,
ἐξαπίνας ἀπόρουσαν ἐνὶ Δρύσὶ χαλκὸν ἀφέντες.
ἁ δ' ἄλλως μὲν ἔασεν, ἀναγκαίᾳ γὰρ ἕποντο
δεσποτικὰν ὑπὸ χεῖρα, βαρὺν δ' ἀπαμείψατ' ἄνακτα·
’ναὶ ναί, τεύχεο δῶμα, κύον κύον, ᾧ ἔνι δαῖτας
ποιησεῖς· θαμιναὶ γὰρ ἐς ὕστερον εἰλαπίναι τοι.’
ἁ μὲν τόσσ' εἰποῖσ' Ἐρυσίχθονι τεῦχε πονηρά.
264

Hecataeus Hist., Fragmenta (0538: 002)


“FGrH #1”.
Τόμ. -Jacobyʹ-F 1a,1,F, fragment 160, line 1

... (V) καὶ Παυσανίας ἕκτηι Περιηγήσεως (5, 4) καὶ Ἡρόδοτος ἑβδόμηι
(120. 137) καὶ πολλαχοῦ, Ἑκαταῖός τε καὶ πολλοί.
Μαρώνεια· πόλις Κικονίας κατὰ τὴν Θράικην [χερρόνησον].
Ἑκαταῖος Εὐρώπηι· «ἐν δὲ λίμνη Μάρις, ἐν δὲ Μαρώνεια
πόλις».
Δρῦς· πόλις Θράικης. Ἑκαταῖος Εὐρώπηι. ἔστι καὶ πόλις
τῶν Οἰνώτρων.

Julius Pollux Gramm., Onomasticon Book 1, section 234, line 1

τέρμινθος – εἴρηται δ' αὐτοῦ ὁ καρπὸς ὑπ' ἐνίων καὶ τερέβινθος – ,


συκάμινος – ἡ δὲ μέση κωμῳδία (II 247 frg 38 Ko) τὸν μὲν καρπὸν
συκάμινον οὐδετέρως καλεῖ, τὸ δὲ δένδρον ἀρρενικῶς ἐκφέρεται·
ὁ συκάμινος, συκάμιν', ὁρᾷς, φορεῖ – ,
κρανία, μέσπιλα.
τῶν δ' ἀκάρπων δρῦς – τάχα δ' ἂν εἴη ἀμφίβολος πρὸς τὰ
ἔγκαρπα διὰ τοὺς βαλανηφάγους Ἀρκάδας, καὶ μάλιστα εἰ πρὸ
πυρῶν τοὺς ἀνθρώπους ἔθρεψεν ἡ Βάλανος – , πλάτανος, πεύκη,
πτελέα, μελία, αἴγειρος, λεύκη, δάφνη, πίτυς, κυπάριττος, κέδρος,
θύον, ἰτέα, μυρίκη, μυρρίνη· εἰ μὴ δάφνην καὶ μυρρίνην τοῖς

Claudius Aelianus Soph., De natura animalium (0545: 001)“Claudii


Aeliani de natura animalium libri xvii, varia historia, epistolae,
fragmenta, vol. 1”, Ed. Hercher, R.Leipzig: Teubner, 1864, Repr.
1971.Book 1, section 45, line 5

Γυπῶν πτερὰ εἰ θυμιάσειέ τις, ὡς ἀκούω, καὶ ἐκ


φωλεῶν καὶ ἐξ εἰλυῶν τοὺς ὄφεις προάξει ῥᾷστα.
Τὸ ζῷον ὁ δρυοκολάπτης ἐξ οὗ δρᾷ καὶ κέκλη-
ται. ἔχει μὲν γὰρ ῥάμφος ἐπίκυρτον, κολάπτει δὲ
ἄρα τούτῳ τὰς δρῦς, καὶ ἐνταυθοῖ ὡς ἐς καλιὰν
τοὺς νεοττοὺς ἐντίθησιν, οὐ δεηθεὶς καρφῶν καὶ
τῆς ἐξ αὐτῶν πλοκῆς καὶ οἰκοδομίας οὐδὲ ἕν. οὐ-
κοῦν εἴ τις λίθον ἐνθεὶς ἐπιφράξειε τῷ ὀρνέῳ τῷ
265

προειρημένῳ τὴν ἔσδυσιν, ὃ δὲ συμβαλὼν τὴν ἐπι-


βουλὴν κομίζει πόαν ἐχθρὰν τῷ λίθῳ·

Claudius Aelianus Soph., Varia historia Book 9, section 18, line 2

καὶ οἱ ὑδροφοροῦντες, εἴ ποτε παριόντος αὐτοῦ ὑπὲρ


αὐτοῦ τι ψιθυρίσαιεν. ὃς γὰρ καὶ ὑπ' ἐκείνων ἐκου-
φίζετο καὶ ἐπαιρόμενος ἦν δῆλος, τίς ἦν, εἴ ποτε ὑπὸ
τῆς ἐκκλησίας ἐκροτήθη.
Θεμιστοκλῆς ὁ Νεοκλέους ἑαυτὸν εἴκαζε ταῖς
Δρύσι, λέγων ὅτι καὶ ἐκείνας ὑπέρχονται οἱ ἄνθρωποι,
καὶ δέονται αὐτῶν, εἰ ὕοι, στέγην τὴν ἐκ τῶν κλάδων
ποθοῦντες· ὅταν δὲ οὔσης εὐδίας παρίωσι, τίλλουσιν
αὐτὰς καὶ περικλῶσιν. καὶ αὐτὸς οὖν ἔλεγεν ὑπὸ
τοῦ δήμου τὰ αὐτὰ πάσχειν.

Claudius Aelianus Soph., Varia historia Book 13, section 1, line 27

ἔθεντο αὐτῇ τὸ ὄνομα. καὶ ἐτρέφετο ὑπ' αὐτοῖς ὀρείῳ


τῇ τροφῇ. κατὰ μικρὸν δὲ αὐτῇ τὰ τοῦ σώματος
μετὰ τῆς ἡλικίας ἀνέτρεχε· καὶ ἤρα παρθενίας καὶ
τὰς τῶν ἀνδρῶν ὁμιλίας ἔφευγε καὶ ἐρημίαν ἐπόθει,
καταλαβοῦσα τῶν ὀρῶν τῶν Ἀρκαδικῶν τὸ ὑψηλότα-
τον, ἔνθα ἦν καὶ αὐλὼν κατάρρυτος καὶ μεγάλαι δρῦς,
ἔτι δὲ καὶ πεῦκαι καὶ βαθεῖα ἡ ἐκ τούτων σκιά. τί
γὰρ ἡμᾶς λυπεῖ καὶ ἄντρον Ἀταλάντης ἀκοῦσαι, ὡς
τὸ τῆς Καλυψοῦς τὸ ἐν Ὁμήρῳ; καὶ ἦν ἐν κοίλῃ τῇ
φάραγγι σπήλαιον ἓν καὶ βαθὺ πάνυ, κατὰ πρόσω-
πον δὲ βαθεῖ κρημνῷ ὠχύρωτο.

Pseudo-Απολλόδωρος Myth., Bibliotheca (sub nomine Apollodori)


(0548: 001)“Apollodori bibliotheca. Pediasimi libellus de duodecim
Herculis laboribus”, Ed. Wagner, R.Leipzig: Teubner, 1894;
Mythographi Graeci 1.Chapter 1, section 35, li1

ἀκαταγωνίστους, οἳ φοβεροὶ μὲν ταῖς ὄψεσι κατεφαί-


νοντο, καθειμένοι βαθεῖαν κόμην ἐκ κεφαλῆς καὶ γε-
νείων, εἶχον δὲ τὰς βάσεις φολίδας δρακόντων. ἐγέ-
νοντο δέ, ὡς μέν τινες λέγουσιν, ἐν Φλέγραις, ὡς δὲ
ἄλλοι, ἐν Παλλήνῃ. ἠκόντιζον δὲ εἰς οὐρανὸν πέτρας
καὶ δρῦς ἡμμένας. διέφερον δὲ πάντων Πορφυρίων τε
καὶ Ἀλκυονεύς, ὃς δὴ καὶ ἀθάνατος ἦν ἐν ᾗπερ...
266

Απολλόδωρος Gramm., Fragmenta (0549: 005)“FHG 1”, Ed. Müller,


K.
Paris: Didot, 1853.Fragment 4, line 3

Schol. Apollon. Rh. I, 1124: Ἡ γὰρ


δρῦς ἱερὰ τῆς Ῥέας, ὥς φησιν Ἀπολλόδωρος ἐν τρίτῳ
περὶ Θεῶν. Δρυΐνοις δὲ αὐτούς
φησι στέφεσθαι διὰ τὸ μεμερίσθαι τῇ θεῷ τὸ δένδρον
τοῦτο, διὰ τὸ καὶ πρὸς στέγας καὶ πρὸς τροφὴν πρῶτον
χρησιμεῦσαι. Joh. Lyd. De mens.

Απολλόδωρος Gramm., Fragmenta Fragment 32, line 3

Artemidorus Onir., Onirocriticon (0553: 001)“Artemidori Daldiani


onirocriticon libri v”, Ed. Pack, R.A.Leipzig: Teubner, 1963.Book 2,
chapter 25, line 8

σμένην καὶ καρπὸν ἔχουσαν πεπανὸν καὶ ὥριμον. τρυγώμε-


ναι δὲ αἱ ἐλαῖαι τοῖς μὲν ἄλλοις ἅπασιν ἀγαθαί, δούλοις
δὲ πληγὰς μαντεύονται διὰ τὸ μετὰ πληγῶν τὸν καρπὸν
αὐτῶν καθαιρεῖσθαι. ἀναλέγειν δὲ χαμόθεν ἐλαίας ἢ τρίβειν
ἐλαίας (λέγω δὲ τὸν καρπόν) πόνους καὶ καμάτους σημαίνει.
Δρῦς ἄνδρα σημαίνει πλούσιον διὰ τὸ τρόφιμον ἢ πρεσβύτην διὰ τὸ
πολυχρόνιον ἢ χρόνον διὰ ταὐτό. Δάφνη δὲ γυναῖκα σημαίνει εὔπορον
διὰ τὸ ἀειθαλὲς καὶ εὔμορφον διὰ τὸ χάριεν καὶ ἀποδημίαν καὶ φυγὴν καὶ
ἀποτυχίαν τῶν προσδοκωμένων διὰ τὴν περὶ τὸ δένδρον ἱστορίαν.

Artemidorus Onir., Onirocriticon Book 4, chapter 11, line 2

δὲ καὶ νεανίσκοι γερόντων συμφορώτεροι βλέπεσθαι πρὸς


τὰς πράξεις· πρὸς δὲ τὰς πίστεις ἄνδρες καὶ πρεσβῦται
παίδων καὶ νεανίσκων ἀμείνονες, πλὴν εἰ μή τι πράττοιεν
ἢ λέγοιεν ἄτοπον.
Ὅσα μὲν βραδέως φύεται καὶ βραδέως αὔξεται, φυτῶν
μὲν δρῦς ἐλαία κυπάρισσος καὶ τὰ ὅμοια, ζῴων δὲ ἐλέφας
ἔλαφος κορώνη καὶ τὰ ὅμοια, καὶ τὰ ἀγαθὰ καὶ τὰ κακὰ
βράδιον ἐπάγει· ὅσα δὲ ταχέως φύεται καὶ ταχέως αὔξε-
ται, φυτῶν μὲν ἄμπελος καὶ περσική, ζῴων δὲ χοῖρος καὶ
267

τὰ ὅμοια, ταχέως καὶ τὰ καλὰ καὶ τὰ κακὰ ἐπάγει.


ταῦτα δὲ καὶ ἐν ταῖς προθεσμίαις τὸν αὐτὸν ἔχει λόγον.

Clemens Alexandrinus Theol., Stromata Book 2, chapter 4, section 15,


subsection 1, line 3

λόγος· «μὴ εἴπητε ἑαυτοῖς διδάσκαλον ἐπὶ τῆς γῆς·» ἡ μὲν γὰρ ἐπι-
στήμη ἕξις ἀποδεικτική, ἡ πίστις δὲ χάρις ἐξ ἀναποδείκτων εἰς τὸ
καθόλου ἀναβιβάζουσα τὸ ἁπλοῦν, ὃ οὔτε σὺν ὕλῃ ἐστὶν οὔτε ὕλη
οὔτε ὑπὸ ὕλης. οἱ δὲ ἄπιστοι, ὡς ἔοικεν, «ἐξ οὐρανοῦ καὶ τοῦ
ἀοράτου πάντα ἕλκουσιν εἰς γῆν, ταῖς χερσὶν ἀτεχνῶς πέτρας καὶ
δρῦς περιλαμβάνοντες» κατὰ τὸν Πλάτωνα· «τῶν γὰρ τοιούτων
ἐφαπτόμενοι πάντων διισχυρίζονται τοῦτ' εἶναι μόνον, ὃ παρέχει
προσβολὴν καὶ ἐπαφήν τινα, ταὐτὸν σῶμα καὶ οὐσίαν ὁριζόμενοι.»
»οἱ δὲ πρὸς αὐτοὺς ἀμφισβητοῦντες μάλα εὐλαβῶς ἄνωθεν ἐξ
ἀοράτου ποθὲν ἀμύνονται, νοητὰ ἄττα καὶ ἀσώματα εἴδη βιαζόμενοι
τὴν ἀληθινὴν οὐσίαν εἶναι.» «ἰδοὺ δή, ποιῶ καινά,» ὁ λόγος φησίν,

Clemens Alexandrinus Theol., Stromata Book 6, chapter 6, section 53,


subsection 5, line 2

ἐν τῷ δευτέρῳ τῆς αὐτῆς συντάξεως ὧδέ πως γράφει· «καὶ μή τις


οἰέσθω, ὅ φαμεν ἴδιον εἶναι τῶν ἐκλεκτῶν, τοῦτο προειρημένον
ὑπάρχειν ὑπό τινων φιλοσόφων· οὐ γάρ ἐστιν αὐτῶν εὕρεμα, τῶν δὲ
προφητῶν σφετερισάμενοι προσέθηκαν τῷ [μὴ] ὑπάρχοντι κατ' αὐ-
τοὺς σοφῷ.» αὖθίς τε ἐν τῷ αὐτῷ· «καὶ γάρ μοι δοκεῖ τοὺς προς-
ποιουμένους φιλοσοφεῖν, ἵνα μάθωσι τί ἐστιν ἡ ὑπόπτερος δρῦς καὶ
τὸ ἐπ' αὐτῇ πεποικιλμένον φᾶρος, πάντα ὅσα Φερεκύδης ἀλληγορήσας
ἐθεολόγησεν, λαβὼν ἀπὸ τῆς τοῦ Χὰμ προφητείας τὴν ὑπόθεσιν·»
* * ὡς πάλαι παρεσημειωσάμεθα, οὐ τὴν κατὰ ἑκάστην
αἵρεσιν ἀγωγήν φαμεν, ἀλλ', ὅπερ ὄντως ἐστὶ φιλοσοφία, † ὀρθῶς
σοφίαν τεχνικήν, τὴν ἐμπειρίαν παρέχουσαν τῶν περὶ τὸν βίον,

Maximus Soph., Dialexeis Maximi Tyrii philosophumena”, Ed. Hobein,


H.Leipzig: Teubner, 1910.Lecture 2, chapter 8, section b, line 1

ἑαυτοῦ, ὥσπερ τειχίον, οὔτε εἰσρέον ἐπὶ τὰ κοῖλα,


οὔτε ὑπὸ γῆς ἐρειδόμενον, ἀλλ' ἐκ μέσου τοῦ ὄρους
καὶ τοῦ ὕδατος ἀὴρ πολύς, κοῖλον ἄλσος. Τοῦτο Λι-
βύων καὶ ἱερόν, καὶ θεός, καὶ ὅρκος, καὶ ἄγαλμα.
268

Κελτοὶ σέβουσιν μὲν Δία, ἄγαλμα δὲ Διὸς Κελτικὸν


ὑψηλὴ δρῦς. Παίονες σέβουσιν μὲν Ἥλιον, ἄγαλμα
δὲ Ἡλίου Παιονικὸν δίσκος βραχὺς ὑπὲρ μακροῦ ξύλου.
Ἀράβιοι σέβουσι μέν, ὅντινα δέ, οὐκ οἶδα· τὸ δὲ ἄγαλμα
εἶδον, λίθος ἦν τετράγωνος. Παφίοις ἡ μὲν Ἀφροδίτη
τὰς τιμὰς ἔχει· τὸ δὲ ἄγαλμα οὐκ ἂν εἰκάσαις ἄλλῳ
τῳ ἢ πυραμίδι λευκῇ, ἡ δὲ ὕλη ἀγνοεῖται.

Maximus Soph., Dialexeis Lecture 18, chapter 9, section i, line 4

θνήσκει δὲ ἀπορῶν· τοῦτο ἐκείνη ξυλλαβοῦσα εἶπεν


’γλυκύπικρον’ καὶ ‘ἀλγεσίδωρον.’ Τὸν ἔρωτα Σωκράτης
σοφιστὴν λέγει, Σαπφὼ μυθοπλόκον. Ἐκβακχεύεται
ἐπὶ Φαίδρῳ ὑπὸ τοῦ ἔρωτος, τῇ δὲ ὁ ἔρως
ἐτίναξεν τὰς φρένας,
ὡς ἄνεμος κατ' ὄρος Δρύσὶν ἐμπεσών·
ἀναίθεται τῇ Ξανθίππῃ ὀδυρομένῃ ὅτι ἀπέθνησκεν,
ἡ δὲ τῇ θυγατρί·
οὐ γὰρ θέμις ἐν μουσοπόλων οἰκίᾳ θρῆνον εἶναι
οὐκ ἄμμι πρέποι τάδε.
Ἡ δὲ τοῦ Τηΐου σοφιστοῦ τέχνη τοῦ αὐτοῦ ἤθους

Ορφικά Αργοναυτικά. (0579: 002)“Les argonautiques d'Orphée”, Ed.


Dottin, G.
Paris: Les Belles Lettres, 1930.Line 259

»Ἔξοχον Ἡρώων Μινυήιον αἷμα γενέθλης,


εἰ δ' ἄγε νῦν στερροῖσιν ὑπὸ στέρνοισι κάλωας
βρίσαθ' ὁμορροθέοντες, ἐρείσατε δ' ἴχνια γαίῃ
ταρσοῖσιν ποδὸς ἄκρον ὑπερβλήδην τανύσαντες·
καὶ χαροπὸν ποτὶ χεῦμα γεγηθότες ἕλξατε νῆα.
Ἀργὼ πεύκῃσιν τ' ἠδὲ Δρύσὶν γομφωθεῖσα
ἄι' ἐμῆς ἐνοπῆς καὶ γὰρ πάρος ἔκλυες ἤδη
ἡνίκα δένδρε' ἔθελγον ἐν ὑλήεντι κολώνῃ
πέτρας τ' ἠλιβάτους, καί μοι κατὰ πόντον ἔβαινες
οὔρε' ἀποπρολιποῦσα, ἐπέσπεο δ' αὖτε θαλάσσης
παρθενίης ἀτραπούς·

Dio Chrysostomus Soph., Orationes Oration 35, section 9, line 4


269

σοφιστὰς ἀνάγκη τὴν διάνοιαν τῶν ἀκροατῶν ἀναλαβεῖν, τοιαῦτα


καὶ λέγοντας καὶ διανοουμένους ὁποῖοί ποτ' ἂν οὗτοι τυγχάνωσιν
ὄντες. εἰσὶ δὲ οἱ πλείους ἐπιεικῶς ἠλίθιοι καὶ δυστυχεῖς. οὗτος
μὲν οὖν ἴσως οὐ μέγας κίνδυνος, εἴ τις αὑτῷ καὶ ἑτέροις δοκεῖ
δεινὸς εἶναι καὶ περιάξει πλῆθος ἀνθρώπων ἀνοήτων· ὥσπερ τὸν
Ὀρφέα φασὶ τὰς δρῦς καὶ τὰς πέτρας καὶ τοὺς λίθους· τὸ δ' αὐ-
τὸν ἀνόητον ὄντα καὶ δειλὸν καὶ ἀκόλαστον καὶ μηδὲν διαφέροντα
τῶν βοσκημάτων ἀρετῆς τι νομίσαι προσήκειν αὑτῷ καὶ καλοκἀγα-
θίας, τοῦτο δὴ παντελῶς δεινὸν καὶ τῆς χαλεπωτάτης πασῶν
ἀνοίας καὶ μανίας. ἀλλ' ὅταν φήμη καταλαμβάνῃ τινὰ καὶ τοιοῦ-
τος ἄρξηται λόγος ὑποτύφεσθαι, δεῖ περιρρηξάμενον ἐκπηδᾶν

Demetrius Rhet., De elocutione (0613: 001)“Demetrii Phalerei qui


dicitur de elocutione libellus”, Ed. Radermacher, L.Leipzig: Teubner,
1901, Repr. 1967.
Section 304, line 4

αἱ περίοδοι δὲ αἱ συνεχεῖς καὶ μακραὶ καὶ ἀποπνίγουσαι τοὺς λέ-


γοντας οὐ μόνον κατακορές, ἀλλὰ καὶ ἀτερπές.
Τῇ δὲ ὀνομασίᾳ πολλάκις χαρίεντα πράγματα ὄντα ἀτερπέστερα
φαίνεται, καθάπερ ὁ Κλείταρχος περὶ τῆς τενθρηδόνος λέγων, ζώου
μελίσσῃ ἐοικότος· κατανέμεται μέν, φησί, τὴν ὀρεινήν, εἰσί-
πταται δὲ εἰς τὰς κοίλας δρῦς. ὥσπερ περὶ βοὸς ἀγρίου ἢ
τοῦ Ἐρυμανθίου κάπρου λέγων, ἀλλ' οὐχὶ περὶ μελίσσης τινός,
ὥστε καὶ ἄχαριν τὸν λόγον ἅμα καὶ ψυχρὸν γενέσθαι. παράκειται
δέ πως ἀλλήλοις ταῦτα ἀμφότερα.

Valerius Babrius Scr. Fab., Mythiambi Aesopici Section 2, fable 142,


line 1

οὗτοι δὲ κύκλῳ πᾶσαν ἐξ ἔθους κώμην


περιιόντες ἔλεγον ᾖα· τίς γὰρ ἀγροίκων
οὐκ οἶδεν Ἄττιν λευκὸν ὡς ἐπηρώθη;
τίς οὐκ ἀπαρχὰς ὀσπρίων τε καὶ σίτων
ἁγνῷ φέρων δίδωσι τυμπάνῳ Ῥείης; ...
Αἱ δρῦς ποτ' εἰς Ζηνὸς πρόσωπον ἐλθοῦσαι
τοιῶνδε μύθων μεμπτικῶν ἐπειρῶντο†·
“ὦ Ζεῦ, γενάρχα καὶ πατὴρ φυτῶν πάντων,
εἰ κοπτόμεσθα, πρὸς τί κἀξέφυς ἥμας;”
πρὸς ταῦτα δ' ὁ Ζεὺς μειδιῶν ἔλεξ' οὕτως·
“αὐταὶ καθ' αὑτῶν εὐπορεῖτε τὴν τέχνην·
270

Pherecydes Myth., Phil., Fragmenta (0630: 002)“Die Fragmente der


Vorsokratiker, vol. 1, 6th edn.”, Ed. Diels, H., Kranz, W.Berlin:
Weidmann, 1951, Repr. 1966.Fragment 2, line 7

αὐτῶι ... φᾶρος. CLEM. Str. VI 9 (II 428, 19 St.) αὖθίς τε


Ὁμήρου ἐπὶ τῆς ἡφαιστοτεύκτου ἀσπίδος εἰπόντος· ‘ἐν μὲν γαῖαν
ἔτευξ', ἐν δ' οὐρανόν, ἐν δὲ θάλασσαν· ἐν δ' ἐτίθει ποταμοῖο μέγα
σθένος Ὠκεανοῖο’ [Σ 483. 607] Φ. ὁ Σύριος λέγει· ‘Ζὰς ... δώματα’.
VI 53 (II 459, 4) aus Isidoros ... ἵνα μάθωσι τί ἐστιν ἡ ὑπόπτερος
δρῦς καὶ τὸ ἐπ' αὐτῆι πεποικιλμένον φᾶρος, πάντα ὅσα Φ. ἀλλη-
γορήσας ἐθεολόγησεν λαβὼν ἀπὸ τῆς τοῦ Χὰμ προφητείας τὴν
ὑπόθεσιν.

Philostratus Junior Soph., Imagines (0652: 001)“Flavii Philostrati


opera, vol. 2”, Ed. Kayser, C.L.Leipzig: Teubner, 1871, Repr.
1964.Olearius page 879, line 8

τῆς ψυχῆς τῇ ἐν ὄψει φαιδρότητι. καὶ τήν γε αἰτίαν


τῆς χαρᾶς οὐδὲ ζητεῖν χρή, τὸ γάρ τοι λήιον πολλῷ
τῷ μέτρῳ τὴν σπορὰν ὑπερβαλεῖσθαι διελέγχουσι
οἵ τε διὰ σπουδῆς ἀμῶντες καὶ οἱ ταῖς ἀμάλαις τὰ
κειρόμενα τῶν δραγμάτων δέοντες, οἷς ἕτεροι προς-
άγουσι καὶ μάλα συντόνως. ἡ δὲ δρῦς οὐκ ἀκαίρως
ἐνταῦθα, οὐδ' ἔξω λόγου· σκιά τε γὰρ ἀμφιλαφὴς
ὑπ' αὐτῇ ψυχάσαι τοῖς ἐν τῷ ἔργῳ καμοῦσι, καὶ
βοῦς οὑτοσὶ πίων καθιερωθεὶς ὑπὸ τῶν κηρύκων,
οὓς ὁρᾷς, ὑπὸ τῇ δρυὶ δαὶς προτίθεται τοῖς περὶ
τὴν συλλογὴν τοῦ πυροῦ κάμνουσι. τὰ δὲ γύναια τί

Διοσκουρίδης Πεδάνιος γιατρός ., De materia medica Book 1, chapter


106, section 1, line 1

ἀμβλυωποῦσι, καὶ οὐλὰς καὶ λευκώματα ἐγχριόμενον σμήχει,


οὖρά τε καὶ ἔμμηνα κινεῖ· ποιεῖ καὶ πρὸς ὀδόντων πόνους ἐν-
τιθέμενον εἰς τὸ βρῶμα. ἀναγράφεται δὲ καὶ ἐν τοῖς φθαρτι-
κοῖς, ἄγει δὲ καὶ ἔμβρυα καὶ λειχῆνας θεραπεύει καὶ λέπραν.
καλεῖται δὲ Αἰθιοπικὴ ἐλαία ἡ ἀγριελαία.
δρῦς πᾶσα στυπτικὴν ἔχει δύναμιν, μάλιστα δὲ αὐτῆς
στύφει τὸ μεταξὺ τοῦ φλοιοῦ καὶ τοῦ πρέμνου ὑμενοειδές,
271

ὁμοίως καὶ τὸ περὶ τῇ βαλάνῳ ὑπὸ τὸ κέλυφος. δίδοται δὲ


τὸ ἀφέψημα αὐτῶν κοιλιακοῖς καὶ δυσεντερικοῖς καὶ αἱμοπτυι-
κοῖς, καὶ ἐν πεσσοῖς δὲ λεῖον προστίθεται ῥοικαῖς γυναιξί.
καὶ αἱ βάλανοι δὲ τὰ αὐτὰ ποιοῦσιν· εἰσὶ δὲ καὶ οὐρη

Διοσκουρίδης Πεδάνιος γιατρός ., De materia medica Book 3, chapter


98, section 1, line 1

πλείστη ἐν Κιλικίᾳ τῇ κατὰ τὴν Σελεντίδα καὶ Κητίδα καλουμένην.


δύναμιν δὲ ἔχει χλωρὰ μετ' ὀξυκράτου ποθεῖσα ἢ ξηρὰ
ἀποζεσθεῖσα καὶ πινομένη σπλῆνα τήκειν ἰσχυρῶς. καταπλάς-
σεται δὲ μετὰ σύκου καὶ ὄξους ἐπὶ σπληνικῶν, ἐπὶ θηριοδή-
κτων δὲ μετ' ὄξους μόνου δίχα τοῦ σύκου.
χαμαίρωψ ἢ χαμαίΔρύς ἢ λινόΔρύς· οἱ δὲ καὶ ταύτην
Τεύκριον καλοῦσι διὰ τὸ σῴζειν ἐμφέρειαν ποσὴν πρὸς Τεύ-
κριον· φύεται ἐν τραχέσι καὶ πετρώδεσι χωρίοις. ἔστι δὲ θα-
μνίσκος σπιθαμιαῖος φύλλα ἔχων μικρά, τῷ σχήματι καὶ τῇ
σχίσει δρυῒ ὅμοια, πικρά, ἄνθος ὑποπόρφυρον, μικρόν· συλλέ-
γειν δὲ αὐτὴν δεῖ ἐγκύμονα τοῦ καρποῦ.

Διοσκουρίδης Πεδάνιος γιατρός ., De materia medica Book 4, chapter


48, section 1, line 7

κεινται οἱονεὶ φακοί, οἵτινες ἐκλεγόμενοι συντίθενται. ἀρίστη


δέ ἐστιν ἡ Γαλατικὴ καὶ Ἀρμενιακή, ἔπειτα ἡ Ἀσιανὴ καὶ
Κιλίκιος, ἐσχάτη δὲ πασῶν ἡ Σπάνη.
δύναμιν δὲ ἔχει στυπτικήν, ἁρμόζουσαν τραύμασι καὶ νεύ-
ρων τρώσεσι λεία μετ' ὄξους καταπλασσομένη. γεννᾶται δὲ
καὶ ἐν Κιλικίᾳ ἐν ταῖς Δρύσὶν ὅμοιόν τι κοχλίᾳ μικρῷ, ὃ τῷ
στομώματι αἱ τῇδε γυναῖκες ἀναλέγουσαι κόκκον καλοῦσιν.
τράγιον· φύεται μὲν ἐν Κρήτῃ μόνῃ. ἔχει δὲ τὰ μὲν
φύλλα σχίνῳ ὅμοια καὶ τὰς ῥάβδους καὶ τὸν καρπόν, μικρότερα
δὲ πάντα· φέρει δὲ καὶ ὀπὸν κόμμει παραπλήσιον.
ταύτης τὰ φύλλα καὶ ὁ καρπὸς καὶ τὸ δάκρυον καταπλας

Διοσκουρίδης Πεδάνιος γιατρός ., Euporista vel De simplicibus


medicinis “Pedanii Dioscuridis Anazarbei de materia medica libri
quinque, vol. 3”, Ed. Wellmann, M.Berlin: Weidmann, 1914, Repr.
1958.Book 1, chapter 174, section 1, line 8...

καταπλασσομένη, πρόπολις ἐπιτιθεμένη, σηπεδὼν καταπασσο-


μένη ξύλου· ἀρκτίου φύλλα καταπλασσόμενα, ἀσφοδέλου ῥίζα
σὺν ἀλφίτῳ, ἀστραγάλου ῥίζα ὁμοίως, βαλλωτῆς φύλλα ὁμοίως,
272

βράθυος φύλλα ὡσαύτως, κράμβης φύλλα μετὰ τηλίνου ἀλεύρου


καὶ ὄξους, λιβανωτίδος φύλλα καὶ ἡ πόα· μελισσόφυλλον ἐπι-
πλασσόμενον καὶ πευκέδανον, χαμαί Δρύς σὺν μέλιτι, περιστερεὼν
ὁμοίως, σιδηρίτιδος τῆς Ἡρακλείας φύλλα σὺν μέλιτι.
σαπροκνήμους δὲ ἰᾶται καππάρεως ῥίζα κατα-
πλασσομένη, Κενταύρειον τὸ λεπτὸν λεῖον, ὀρόβινον σὺν μέλιτι,
ὄρχεως ῥίζα σὺν μέλιτι, πευκεδάνου ῥίζα ὁμοίως, πίσσα ὑγρά,
ποταμογείτων ὡσαύτως, σάκχαρον ἐν μοτῷ, σηπεδὼν ξύλου

Παύλος ιατρός. Epitomae medicae libri septem (0715: 001)“Paulus


Aegineta, 2 vols.”, Ed. Heiberg, J.L.Leipzig: Teubner, 9.1:1921;
9.2:1924; Corpus medicorum Graecorum, vols. 9.1 & 9.2.Book 6,
chapter 49, section 1, line 7

ἐκέχρηντο, οἱ μὲν πυρηνοειδέσι καυτηρίοις τρεῖς ἐμβάλλοντες ἐσχάρας,


μίαν μὲν ἐπὶ τὸν ξιφοειδῆ χόνδρον, ἑτέρας δὲ δύο κατωτέρω, κατὰ
τρίγωνον σχῆμα, τὸ δὲ βάθος ὅλον τὸ δέρμα διακαίοντες· οἱ δὲ μίαν
μόνην παρέχουσι μείζονα κατ' αὐτὸ τὸ στόμα τῆς γαστρὸς ἐσχάραν.
ἕτεροι δὲ οὐδὲ σιδήρῳ καίουσιν, ἀλλὰ ταῖς καλουμέναις ἴσκαις· εἰσὶ δὲ
σπογγώδη τινὰ σώματα αἱ ἴσκαι ἐν ταῖς Δρύσὶ καὶ ταῖς καρύαις γινό-
μεναι τοῖς βαρβάροις μᾶλλον ἐν χρήσει καθεστῶτα. συγχωροῦσι δὲ
μένειν ἐπὶ χρόνον ἀνούλωτα τὰ ἕλκη, μᾶλλον δὲ καὶ προσαναξαίνουσιν,
ἵνα τῇ πολλῇ δι' αὐτῶν διαφορήσει τὸ στόμα τῆς γαστρὸς ἀρευμάτιστον
διαμένοι.

Παύλος ιατρός. Epitomae medicae libri septem Book 7, chapter 3,


section 2, line 82

Βρόμος ὁμοίαν ἔχει κριθῇ τὴν δύναμιν· ξηραίνει δὲ καὶ διαφορεῖ


μετρίως τε καὶ ἀδήκτως, ἔχει δέ τι καὶ στύψεως, ὅθεν καὶ διαρροίας
ἰᾶται.
Βρύον θαλάσσιον ψύχει τε καὶ στύφει· δι' ὃ τὰς ζεούσας φλεγμονὰς
καταπλασσόμενον ὠφελεῖ.
Βρύον, οἱ δὲ σπλάγχνον, ἐν Δρύσὶ καὶ λεύκαις καὶ πεύκαις εὑρισκό-
μενον, διαφορητικόν τε καὶ μαλακτικὸν μετρίως ἐστί, καὶ μάλιστα τὸ
ἐπὶ τῶν κέδρων.

Παύλος ιατρός. Epitomae medicae libri septem Book 7, chapter 3,


section 22, line 18

κάλλιστον οὖν ἐστιν πρὸς συνούλωσιν ἑλκῶν ἐπὶ τῶν σκληροτέρων


273

σωμάτων, εἰ δὲ πλυθείη, τοῖς ἁπαλοῖς χρησιμώτερός ἐστιν.


Χαλκοῦ ἄνθος λεπτομερεστέρας ἐστὶ δυνάμεως τοῦ κεκαυμένου
χαλκοῦ καὶ τῆς λεπίδος αὐτοῦ· μιγνύμενον γοῦν ἐν κολλουρίοις ἀπορ-
ρύπτει τάς τε τραχύτητας καὶ συκώσεις τῶν βλεφάρων.
ΧαμαίΔρύς θερμαίνει καὶ ξηραίνει κατὰ τὴν τρίτην τάξιν· σπλῆνάς
τε οὖν τήκει καὶ οὖρα καὶ καταμήνια κινεῖ καὶ τὰς τῶν σπλάγχνων
ἐμφράξεις ἐκκαθαίρει.
Χαμαικίσσου τὸ ἄνθος πικρὸν ἱκανῶς ὑπάρχον ἐκφράττει τὰ καθ'
ἧπαρ, δίδοται δὲ καὶ τοῖς ἰσχιαδικοῖς.

Παύλος ιατρός. Epitomae medicae libri septem Book 7, chapter 17,


section 1, line 8

τε καὶ τέφρα καὶ κογχύλια, τὰ δὲ ἐλαιώδη, τὰ δὲ δάκρυα, τὰ δὲ τηκτά,


τὰ δὲ ὀποί, τὰ δὲ χυλοί· σπέρματα δὲ καὶ βοτάνας καὶ ῥίζας ὀλίγαι λαμ-
βάνουσιν. αὐτῶν δὲ τῶν ἐμπλάστρων αἱ μέν εἰσι τραυματικαί, ἃς ἐναί-
μους τε καὶ κολλητικὰς καὶ καταγματικὰς καλοῦμεν, διὰ τῶν ξηραινόν-
των οὐκ εἰς ἄκρον ἀλλ' ἄχρι τῆς δευτέρας συμπληρουμένης ἢ τρίτης
ἀρχομένης συντιθέμεναι τάξεως, οἷάπερ εἰσὶν ἰτέα, δρῦς, κυπάρισσος,
πίτυός τε καὶ πεύκης φλοιοί, σμύρνα, λιβανωτός, ἄσφαλτος, ἀλόη, ἀρι-
στολοχία, τέφρα κληματίνη, ψιμύθιον, λιθάργυρος καὶ τὰ πλείω τῶν
μεταλλικῶν· ἕψονται δὲ ἄχρις ἀμολύντου συστάσεως. αἱ δὲ ἀφουλωτι-
καί, συντιθέμεναι μὲν καὶ αὐταὶ διὰ τῶν ξηραινόντων, μᾶλλον δὲ ἢ
κατὰ τὰς κολλητικάς, οἷάπερ εἰσὶ χαλκὸς κεκαυμένος καὶ λεπὶς αὐτοῦ

Αίτιος ιατρός. ., Iatricorum liber i Chapter 410, line 1

Χαλβάνη ὀπός ἐστι ναρθηκώδους φυτοῦ, μαλακτικῆς καὶ διαφορη-


τικῆς οὖσα δυνάμεως. θερμαίνει δὲ κατὰ τὴν τρίτην που τάξιν, ξηραίνει
δὲ κατὰ τὴν δευτέραν.
ΧαμαίΔρύς ἐπικρατοῦσαν ἔχει τὴν πικρὰν ποιότητα· ἐστὶ δὲ καὶ
δριμεῖά πως, ὅθεν σπλῆνα τήκει καὶ οὖρα καὶ καταμήνια κινεῖ καὶ
πάχος χυμῶν τέμνει καὶ τὰς ἐν τοῖς σπλάγχνοις ἐμφράξεις ἐκκαθαίρει.
ἐστὶ δὲ τῆς τρίτης τάξεως κατὰ τὸ θερμαίνειν καὶ ξηραίνειν. τὸ δὲ
ἀφέψημα αὐτῆς ἐπὶ πολὺ ἑψομένης πινόμενον συνεχῶς τεταρταίῳ
πυρετῷ περιεχομένους ἀπολύει.

Αίτιος ιατρός. ., Iatricorum liber ii (0718: 002)“Aëtii Amideni libri


medicinales i–iv”, Ed. Olivieri, A.Leipzig: Teubner, 1935; Corpus
medicorum Graecorum, vol. 8.1.
Chapter 201, line 10
274

καλάμου φραγμίτου ὁ φλοιὸς κεκαυμένος καρῶον κασία κέδροι ἀμφό-


τεραι κνίκου τὸ σπέρμα κόνυζαι κύμινον λιβανωτοῦ αἴθαλος μάραθρον
μαλάβαθρον μελάνθιον μήου αἱ ῥίζαι μῶλυ ἤτοι πήγανον ἄγριον ἢ
βησασὰ ῥοδοδάφνη οἶνος παλαιὸς ὀρίγανοι πᾶσαι ὀποπάναξ πετροσέ-
λινον πήγανον ῥαφανὶς σάμψυχον σμύρνιον ὅ ἐστι πετροσελίνου σπέρμα
ὕσσωπον χαλβάνη χαμαί Δρύς.
Ὅσα τῆς δ τάξεως θερμά. Ἀδάρκη ἀμπελόπρασον εὐφόρβιον
ἔλαιον κέδρινον κόστος κρόμυον λεπίδιον νᾶπυ σκόρδιον, στρουθίου ἡ
ῥίζα, τιθυμάλλων ὀποὶ καὶ τὰ καυστικὰ πάντα.

Eutecnius Soph., Paraphrasis in Nicandri theriaca (0752:


001)“Eutecnii paraphrasis in Nicandri theriaca”, Ed. Gualandri, I.Milan:
Istituto Editoriale Cisalpino, 1968.Page 42, line 17

ἔρχεται καὶ αὐχμώδεις λίαν· μετὰ δὲ ἕτεροι δρυΐναν τὸν


αὐτὸν λέγουσι, διότι καὶ ταύτης ὑπεριδών, ἧσπερ ἐτύγχα-
νεν, ἑλόμενος ἐν ταῖς ἐσχατιαῖς καὶ τοῖς ἄλλως τόποις
τραχυτέροις οὗτος δίαιταν καὶ μονήν, διωκόμενος ὑπὸ οἴ-
στρου καὶ κεντούμενος ἐπί τε τὰς δρῦς καταφεύγων ἔρχε-
ται καὶ ἐπὶ τὰς φηγούς, καὶ χρῆται τούτοις πρὸς οἴκησιν,
ὃν τρόπον χρῆται καὶ τοῖς θάμνοις πρὸς τὸ ἐγκαθεύδειν.
Ὕδρῳ δὲ ἐοικώς, τὸ καθαρὸν καὶ ἐπὶ τοῦ νώτου τὸ μέλας
εἶναι ὥσπερ ἐκεῖνος διασῴζων, τραχυτέραν ἔχει τὴν κε-
φαλήν, ὀδμὴν δὲ βαρεῖαν ἱκανῶς καὶ ἀνυπόστατον τὸ πᾶν

Apion Gramm., Fragmenta de glossis Homericis (1152: 004)“Die


Fragmente des Grammatikers Dionysios Thrax”, Ed. Neitzel, S.Berlin:
De Gruyter, 1977; Sammlung griechischer und lateinischer Grammatiker
3.Fragment 146, line 1

Ap. S. 161, 13: φάλος· τὸ λάμπρυσμα τῆς περικεφαλαίας ... εἴρηται δὲ


παρὰ τὸ φάος. ὁ δὲ Ἀπίων “φάλος ὁ λαμπρὸς καὶ λευκὸς τῆς περικε-
φαλαίας ἧλος”. Φηγός Ε 693 ... Ap. S. 162, 9: Φηγός · ἡ δρῦς ... ὁ δὲ
Ἀπίων ἐτυμολογῶν παρὰ τὸ φαγεῖν φαίνεται, ἐπεὶ πρὸ τῆς εὑρέσεως τῶν
Δημητριακῶν καρπῶν ἐβα-λανοφάγουν ... φῆρες Α 268. Β 743 Ap. S.
162, 17: φῆρες· οἱ Κένταυροι, Αἰολικῶς, ἀπὸ τοῦ θηριώδη τὴν φύσιν
ἔχειν ἐν ὄρει ὄντες. οἱ δὲ Αἰολεῖς τὰ θηρία φηρία λέγουσιν ... Ἀπίων
275

Apollonius Soph., Lexicon Homericum (1168: 001)“Apollonii


Sophistae lexicon Homericum”, Ed. Bekker, I.Berlin: Reimer, 1833,
Repr. 1967.Page 60, line 24

δρυμά οἱ δρυμώδεις τόποι.


δρηστῆρες οἱ ὑπουργοῦντες καὶ διακονοῦντες θεράποντες, ἀπὸ
τοῦ δρᾶν.
δρηστοσύνην διακονίαν.
δρυόχους. τῶν σιδηρῶν πελέκεων αἱ ὀπαί, εἰς ἃς τὰ ξύλα
ἐνιᾶσι, παρὰ τὸ τὰ ξύλα δρῦς λεγόμενα συνέχειν.
δυσπέμφελος ὁ δυσάρεστος.

Apollonius Soph., Lexicon Homericum Page 70, line 8

ἐξέφθιτο κυρίως ἐξέφθαρτο, μεταφορικῶς δὲ κατεδεδαπάνητο.


ἐξερεείνων ἐξερευνῶν, διερχόμενος· “πόρους ἁλὸς ἐξερεείνων.”
ἐξεσίην κατὰ πρεσβείαν. παρὰ τὸ ἵημι ἥσω ἑσία καὶ ἐξεσία.
ἐξερίπῃ ἐκπέσῃ ἐκ τῆς ἔρας· “ἐξερίπῃ δρῦς πρόρριζος.”
ἐξέσσυτο ἐξώρμησεν.
ἐξήλατος ἐξ ἐλασμάτων συγκειμένη, ἓξ πτύχας ἔχουσα.
ἐξηρώησαν ἐξώρμησαν.

Apollonius Soph., Lexicon Homericum Page 162, line 9

φέρτερος κρείσσων, παρὰ τὸ ὑπερφέρειν.


φέροντο ἐν τῇ Κ Ὀδυσσείας ἀντὶ τοῦ προσεφέροντο· “ἰχθῦς
ἀσπαίροντας ἀτερπέα δαῖτα φέροντες.”
Φείδων ὄνομα κύριον.
φέρτρῳ φορείῳ· “κείμενον ἐν φέρτρῳ.”
Φηγός ἡ δρῦς, καὶ φήγινος ὁ δρύϊνος· “φήγινος ἄξων.” ὁ δὲ
Ἀπίων ἐτυμολογῶν παρὰ τὸ φαγεῖν φαίνεται, ἐπεὶ πρὸ τῆς εὑ-
ρέσεως τῶν Δημητριακῶν καρπῶν ἐβαλανοφάγουν. ὅθεν καὶ πα-
ροιμία “πάλιν δ' ἐπὶ φηγὸν ἀνέδραμον” ἀντὶ τοῦ εἰς τὴν ἀπὸ
τῆς φηγοῦ τροφήν.

Aristonicus Gramm., De signis Iliadis (1194: 002)“Aristonici περὶ


σημείων Ἰλιάδος reliquiae emendatiores”, Ed. Friedländer, L.Göttingen:
Dieterich, 1853, Repr. 1965.
Book of Iliad 4, verse in book 487, line of scholion 6
276

ἡ μέν τ' ἀζομένη (Quercus-λατινικά Δρύς. σημ. Οδ. Γκ.) κεῖται


ποταμοῖο
παρ' ὄχθας: ἡ διπλῆ, ὅτι τὴν αἰτίαν ἐν ἄλλοις παραδί-
δωσι, δι' ἣν παρὰ ταῖς τῶν ποταμῶν ἀναβολαῖς τίθεται τὰ
δρυτομούμενα ξύλα· ὡς δ' ὁπότε πλήθων ποταμὸς πε-
δίον δὲ κάτεισι Χειμάῤῥους κατ' ὄρεσφιν, ὀπαζόμε-
νος (cod. ὀπάζων) Διὸς ὄμβρῳ, Πολλὰς δὲ δρῦς ἀζα-
λέας πολλὰς δέ τε πεύκας (Λ 493). τούτου χάριν ἵνα
κατάγηται ὑπὸ τοῦ ῥεύματος.

Aristonicus Gramm., De signis Iliadis Book of Iliad 9, verse in book 354,


line of scholion 4

affirmaret). νῦν γὰρ οἷον ἐπισαρκάζων λέγει. A. Ar. 178.


ἀλλ' ὅσον ἐς Σκαιάς τε πύλας καὶ φηγὸν
ἵκανεν: ἡ διπλῆ ὅτι πληθυντικῶς εἶπε τὴν πύλην μίαν
οὖσαν (Ar. 129). Σκαιαὶ δὲ καὶ Δαρδάνιαι αἱ αὐταί. ἡ δὲ
δρῦς πρὸ τῆς Ἰλίου ἦν. A. Cf. Ε 789. Ar. 231.
ἔστι δέ μοι μάλα πολλά, τὰ κάλλιπον ἐν-
θάδε ἔρρων: ὅτι τὸ ἔρρων οὐ λέγει ψιλῶς παραγινόμενος,
ἀλλὰ δυσαρεστῶν τῇ παρουσίᾳ φησίν, ἐνθάδε μετὰ φθορᾶς
παραγενόμενος.

Aristonicus Gramm., De signis Iliadis Book of Iliad 11, verse in book


h494-5, line of scholion 1

γλαφυρῷ. τοῦτο δὲ σπηλαίῳ ἢ ἄντρῳ οἰκεῖον, νομὰς δὲ


ἔχοντι συνδένδρῳ τόπῳ ἀνάρμοστον. A. Delevimus ὑπό ante
συνδένδρῳ. Apoll. soph. νέμος ὁ σύνδενδρος τόπος καὶ νο-
μὴν ἔχων· ἐν νέμεϊ σκιερῷ, σκιὰν μεγάλην ἔχοντι.
ὡς δ' ὁπότε πλήθων ποταμὸς πεδίον δὲ κάτεισιν –
πολλὰς δὲ δρῦς ἀζαλέας, πολλὰς δέ τε πεύκας
ἐσφέρεται – κάτεισι: ἡ διπλῆ ὅτι Ζηνόδοτος γράφει δίηται.
τὸ δὲ κάτεισι τὴν ἐξ ὕψους καταφορὰν δηλοῖ.

Aristonicus Gramm., De signis Iliadis Book of Iliad 11, verse in book


494, line of scholion 1

ὡς δ' ὁπότε πλήθων ποταμὸς πεδίον δὲ κάτεισιν – πολλὰς δὲ δρῦς


ἀζαλέας, πολλὰς δέ τε πεύκας ἐσφέρεται – κάτεισι: ἡ διπλῆ ὅτι
Ζηνόδοτος γράφει δίηται.
277

τὸ δὲ κάτεισι τὴν ἐξ ὕψους καταφορὰν δηλοῖ. A. δρῦς ἀζαλέας: ἡ διπλῆ


πρὸς τὸ σημαινόμενον, πότερον ὅτι φυλλοροεῖ καὶ κατὰ ταύτην τὴν ὥραν
ξηραινό-
μενα τὰ δένδρα ἐκ ῥιζῶν ἀναβάλλεται ἐκ τῶν χειμάρρων· ἢ ὅτι οἱ
δρυτόμοι εἰς τοὺς ποταμοὺς ἐμβάλλουσι κόπτοντες, ἵνα ἐπὶ τοῦ καιροῦ
συγκαταφέρωνται τῷ ῥεύματι, ὃ καὶ ὑγιές. A. V. ad Δ 487. Scripsi
ῥεύματι pro ὄμβρῳ.

Aristonicus Gramm., De signis Iliadis Book of Iliad 14, verse in book


h398, line of scholion 1

cur haec lectio ab Aristarcho praelata esset.


ἡ διπλῆ ὅτι πρὸς τὸ δεύτερον πρότερον ἀπήντη-
κεν (Ar. 13). A.
οὔτε θαλάσσης κῦμα τόσον βοάᾳ ποτὶ χέρσον,
οὔτε πυρὸς τόσσος γε πέλει βρόμος αἰθομένοιο,
οὔτ' ἄνεμος τόσσον γε ποτὶ Δρύσὶν ὑψικόμοισιν –
ἡ διπλῆ περιεστιγμένη, ὅτι Ζηνόδοτος τούτων τῶν
ὁμοιώσεων τὴν πρώτην τρίτην τέταχεν. ὁ δὲ Ὅμηρος τὰ
ἐπιτατικώτερα ὕστερα λέγει· πάντων δὲ ἐπιτατικώτερον ἀνέ-
μου φορά, ἥτις καὶ τὰ ἄλλα κινεῖ, θάλασσαν καὶ πῦρ.

Aristonicus Gramm., De signis Iliadis Book of Iliad 23, verse in book


h119-20, line of scholion 1

stabiliendam explicationem verbi ἐίσκειν: Π 41.


οὐρῆάς τ' ὤτρυνε καὶ ἀνέρας ἀξέμεν ὕλην: ἡ
διπλῆ ὅτι σαφῶς οὐρῆες οἱ ἡμίονοι, πρὸς τὸ οὐρῆας μὲν
πρῶτον ἐπῴχετο (Α 50). A.
ταὶ δὲ (δρῦς) μεγάλα κτυπέουσαι
πῖπτον. τὰς μὲν ἔπειτα διαπλήσσοντες Ἀχαιοί –
ἡ διπλῆ ὅτι τὸ ἐναντίον ἔφη· πίπτουσαι γὰρ κτύ-
πον παρεῖχον.

Bolus Med., Phil., Περὶ συμπαθειῶν καὶ ἀντιπαθειῶν (sub nomine


Democriti) (1306: 001)“Nepualii fragmentum περὶ τῶν κατὰ ἀντιπάθειαν
καὶ συμπάθειαν et Democriti περὶ συμπαθειῶν καὶ ἀντιπαθειῶν”, Ed.
Gemoll, W., 1884; Städtisches Realprogymnasium zu Striegau.Section
27, line 1

Δόρκου καρδία πυρὶ φλεγομένη στήμονας


278

ῥήσσειν τοὺς ὄντας ἐν τῷ δώματι ποιεῖ.


Δρῦς θαλασσία ἀντιπάσχει πάσης μανίας ἀγωγήν.

Aelius Dionysius Attic., Ἀττικὰ ὀνόματα (1323: 001)“Untersuchungen zu


den attizistischen Lexika”, Ed. Erbse, H.Berlin: Akademie–Verlag, 1950;
Abhandlungen der deutschen Akademie der Wissenschaften zu Berlin,
Philosoph.–hist. Kl..Alphabetic letter alpha, entry 90, line 1

ἀλωπόχρους· ὁ πολιός.
ἁμαΔρυάδες· νύμφαι, αἳ ἅμα Δρύσὶ γίνονται καὶ ἀπογίνονται.
ἀμαλλεῖον· νῦν δὲ οὐλόδετόν τινες· οἱ δὲ θρυόδεσμον, τὸν ἐκ τῆς καλάμης
στρε-
φόμενον δεσμόν, ᾧ δεσμοῦσι τὰ δράγματα καὶ τὴν συγκειμένην ἐκ τούτων
ἀμάλλαν·

Αρποκρατίων. ., Lexicon in decem oratores Atticos Page 100, li6

Δρυμός: πόλις μεταξὺ Βοιωτίας καὶ τῆς Ἀττικῆς· Δημοσθένης


ἐν τῷ περὶ τῆς πρεσβείας. Ἀριστοτέλης δ' ἐν τοῖς δικαιώμασί φη-
σιν οὕτως “ἔπειτα Δρυμὸν ἕνα Ἀττικὸν καὶ ἕτερον Βοιώτιον.”
Δρῦς: Δημοσθένης κατ' Ἀριστοκράτους. πόλις ἐν Ἠπείρῳ. ἔστι
δὲ καὶ ἑτέρα ἐν Θρᾴκῃ, ἧς νῦν ὁ ῥήτωρ μνημονεύει· ταύτην Θεόπομ-
πος ἐν κϛʹ φησὶν ὑπὸ Ἰφικράτους κατοικισθῆναι.

Αρποκρατίων. ., Lexicon in decem oratores Atticos Page 192, line 6

Λεύκη: Δημοσθένης ἐν τῷ ὑπὲρ Κτησιφῶντος “ἐστεφανωμένους


“τῷ μαράθῳ καὶ τῇ λεύκῃ.” οἱ τὰ Βακχικὰ τελούμενοι τῇ λεύκῃ
στέφονται διὰ τὸ χθόνιον μὲν εἶναι τὸ φυτὸν, χθόνιον δὲ καὶ τὸν τῆς
Περσεφόνης Διόνυσον. τὴν δὲ λεύκην πεφυκέναι φασὶ πρὸς τῷ
Ἀχέροντι, ὅθεν καὶ ἀχερωΐδα καλεῖσθαι παρ' Ὁμήρῳ·
ἤριπε δ' ὡς ὅτε τις δρῦς ἤριπεν ἢ ἀχερωῒς
ἠὲ πίτυς βλωθρή.

Παυσανίας. Attic., Ἀττικῶν ὀνομάτων συναγωγή Alphabetic letter delta,


entry 7, line 1

δαυλόν· τὸ δασύ. Αἰσχύλος (fr. 27 N.2)· ’δαυλὸς ὁ' ὑπήνη καὶ γενειάδος
πυθμήν’. δελφίς· ὄργανον πολεμιστήριον πρὸς ναυμαχίαν, ὅθεν καὶ
δελφινοφόρος ναῦς παρὰ Θουκυδίδῃ (VII 41, 2). δενδρυάζειν· κυρίως
279

εἰς τὰς δρῦς καταδύεσθαι, καταχρηστικῶς δὲ καὶ ἐπὶ τοῦ ἁπλῶς δύνειν
καὶ κρύπτεσθαι, ἀπὸ τῶν παλαιῶν ταῖς Δρύσὶ σκέπῃ χρωμένων· τοὺς γὰρ
παλαιοὺς τῶν ἀνθρώπων πρὸ τῆς τῶν οἴκων εὑρέσεως ἐν τοῖς κοιλώμασι
τῶν δρυῶν λέγεται καταδύον-τας οἰκεῖν.

Vitae Prophetarum, De prophetarum vita et obitu (recensio anonyma)


(1750: 002)
“Prophetarum vitae fabulosae”, Ed. Schermann, T.Leipzig: Teubner,
1907.Page 81, line 3

ἐὰν δὲ τὸ ἐν τῷ νότῳ ῥεύσῃ ὕδατα, ἐπιστρέψει ὁ λαὸς εἰς


γῆν αὐτοῦ, καὶ ἐὰν αἷμα ῥεύσῃ, φόνος ἔσται τοῦ Βελίαρ ἐν
πάσῃ τῇ γῇ. Καὶ ἐκοιμήθη ἐν εἰρήνῃ ὁ ὅσιος.
εʹ. Ὠσηέ. Οὗτος ἦν ἐκ Βελεμὼθ τῆς φυλῆς Ἰσάχαρ
καὶ ἐτάφη ἐν τῇ γῇ αὐτοῦ ἐν εἰρήνῃ. Καὶ ἔδωκε τέρας, ἥξειν
κύριον ἐπὶ τῆς γῆς, ἐὰν ἡ δρῦς ἡ ἐν Σηλὼμ μερισθῇ ἀφ'
ἑαυτῆς καὶ γένωνται δρύες δώδεκα.

Vitae Prophetarum, De prophetarum vita et obitu (recensio scholiis


Hesychii aliorumque patrum in prophetas adjecta) (1750:
003)“Prophetarum vitae fabulosae”, Ed. Schermann, T.Leipzig: Teubner,
1907.Page 99, line 3

μνημόσυνον τῶν ἱερέων καὶ βασιλέων καὶ προφητῶν καὶ


τῶν μεγιστάνων καὶ ὁσίων ἀνδρῶν].
Καὶ ταῦτα μὲν μέχρι τούτων.
αʹ. Ὠσηὲ ἑρμηνεύεται σωζόμενος. Οὗτος ἦν ἐκ Βελε-
μὼθ τῆς φυλῆς Ἰσάχαρ, καὶ ἔδωκε τέρας ἥξειν κύριον ἐπὶ
γῆς ἀνθρώποις συναναστρεφόμενον καὶ ἡ δρῦς ἡ ἐν Σιλὼμ
μερισθήσεται εἰς δώδεκα μέρη· καὶ γενήσονται δώδεκα δρύες
ἐπακοῦσαι καὶ ἀκολουθῆσαι αὐτῷ ἐπὶ γῆς φανέντι θεῷ, καὶ
δι' αὐτοῦ σωθήσεται πᾶσα ἡ γῆ· καὶ οὕτως θανὼν ἐτάφη
ἐν τῇ γῇ αὐτοῦ.

Tatianus Apol., Oratio ad Graecos (1766: 001)“Die ältesten


Apologeten”, Ed. Goodspeed, E.J.Göttingen: Vandenhoeck & Ruprecht,
1915.Chapter 19, section 3, line 5

διὰ σεαυτὸν καί, ὥσπερ Ἀγαμέμνων δέκα συμφράδμονας,


εἶναι θέλεις μετὰ σεαυτοῦ θεούς. πιοῦσά τις ὕδωρ μαίνεται
280

καὶ διὰ λιβάνων ἔκφρων γίνεται, καὶ σὺ τὴν τοιαύτην μαντεύ-


εσθαι λέγεις. προγνώστης ὑπῆρχεν ὁ Ἀπόλλων καὶ τῶν μαν-
τευομένων διδάσκαλος· ἐπὶ τῆς Δάφνης ἑαυτὸν ἐψεύσατο. δρῦς,
εἰπέ μοι, μαντεύεται καὶ πάλιν ὄρνιθες προαγορεύουσι, σὺ δὲ
τῶν ζώων καὶ φυτῶν ἐλάττων ὑπάρχεις; καλὸν ἄρα σοι γενέσθαι
ξύλῳ μαντικῷ καὶ τῶν ἀεροφοίτων τὴν πτῆσιν λαμβάνειν. ὁ
ποιῶν σε φιλάργυρον, οὗτος καὶ περὶ τοῦ πλουτεῖν σοι μαν-
τεύεται·

Gregorius Nyssenus Theol., Epistulae (2017: 033)“Gregorii Nysseni


opera, vol. 8.2, 2nd edn.”, Ed. Pasquali, G.Leiden: Brill, 1959.Epistle 20,
section 6, line 3

σκεύῳ χάριτι τὴν γῆν ὡραΐζουσα, τοιαῦτά ἐστι· κάτωθεν


μὲν ποταμὸς Ἅλυς ταῖς ὄχθαις καλλωπίζων τὸν τόπον,
οἷόν τις ταινία χρυσῆ διὰ βαθείας ἁλουργίδος ὑποστίλβει,
διὰ τῆς ἰλύος ἐρυθραίνων τὸ ῥεῖθρον· ἐκ δὲ τοῦ ἄνωθεν
μέρους ὄρος ἀμφιλαφές τε καὶ λάσιον μακρᾷ τῇ ῥαχίᾳ
παρατείνεται Δρύσὶν ἁπανταχόθεν κατάκομον, ἄξιον Ὁμή-
ρου τινὸς ἐπιτυχεῖν ἐπαινέτου μᾶλλον ἢ τὸ Νήριτον ἐκεῖνο
τὸ Ἰθακήσιον, ὅ φησιν ὁ ποιητὴς ἀριπρεπές τε εἶναι καὶ
εἰνοσίφυλλον. ἐπικατιοῦσα δὲ πρὸς τὸ πρανὲς ἡ αὐτόματος
ὕλη τοῖς ἀπὸ τῆς γεωργίας κατὰ τὴν ὑπώρειαν συνάπτεται·
εὐθὺς γὰρ ἄμπελοι διηπλωμέναι κατὰ τὰ πλάγιά τε καὶ ὕπτια

Eusebius Scr. Eccl., Theol., Praeparatio evangelica Book 3, chapter 1,


section 7, line 12

περὶ τὴν Ἥραν, τουτέστι τὴν ὑγρὰν καὶ πνευματικὴν φύσιν, ὕβρις τις ἢ
πλεονασμὸς γένηται, ῥεῦμα ἦλθε πολὺ καὶ συνώμβρησεν καὶ κατέκλυσε
τὰ πάντα. τοιούτου δέ τινος γενομένου καὶ περὶ τοὺς τότε χρόνους καὶ
μάλιστα
τῆς Βοιωτίας βυθισθείσης, ὡς πρῶτον ἀνέδυ τὸ πεδίον καὶ ἡ πλήμμυρα
ἐλώφησεν, ὁ μὲν ἐξ εὐδίας κόσμος τοῦ περιέχοντος ὁμόνοια καὶ διαλλαγὴ
τῶν θεῶν ἐλέχθη, πρῶτον δὲ ἀνέσχεν ἐκ τῆς γῆς τῶν φυτῶν ἡ δρῦς καὶ
ταύτην ἠγάπησαν οἱ ἄνθρωποι, τροφῆς βίου καὶ σωτηρίου διαμονὴν
παρασχοῦσαν.

Eusebius Scr. Eccl., Theol., Praeparatio evangelica Book 14, chapter 4,


section 10, line 3
281

Οἱ μὲν εἰς γῆν ἐξ οὐρανοῦ καὶ τοῦ ἀοράτου πάντα ἕλκουσι, ταῖς χερσὶν
ἀτεχνῶς πέτρας καὶ δρῦς περιλαμβάνοντες. τῶν γὰρ τοιούτων ....

Eusebius Scr. Eccl., Theol., Onomasticon (2018: 011)“Eusebius Werke,


Band 3.1: Das Onomastikon”, Ed. Klostermann, E.Leipzig: Hinrichs,
1904; Die griechischen christlichen Schriftsteller 11.1.Page 6, line 12

σημείοις θʹ μεταξὺ Ἀδάρων καὶ Ἀβίλης πόλεως.


Ἀρβώ (Gen 23, 2). «αὕτη ἐστὶ Χεβρών», κώμη νῦν μεγίστη, μη-
τρόπολις οὖσα τὸ παλαιὸν τῶν ἀλλοφύλων, καὶ γιγάντων οἰκητήριον,
καὶ βασίλειον μετὰ ταῦτα Δαυίδ. κεκλήρωτο δὲ φυλῇ Ἰούδα, καὶ
πόλις ἦν ἱερατική, μία τῶν φυγαδευτηρίων, Αἰλίας ἐκ νότου διεστῶσα
σημείοις βʹ πρὸς κʹ. ἡ δρῦς Ἁβραὰμ καὶ τὸ μνῆμα αὐτόθι θεω-
ρεῖται καὶ θρησκεύεται ἐπιφανῶς πρὸς τῶν ἐθνῶν ἡ τερέβινθος καὶ
οἱ τῷ Ἁβραὰμ ἐπιξενωθέντες ἄγγελοι. πρότερον δὲ Ἀρβὼ καλου-
μένη ὕστερον ἐκλήθη Χεβρὼν ἀπὸ Χεβρών, ἑνὸς τῶν υἱῶν Χαλέβ,
ὡς ἐν Παραλειπομέναις.
Αἰλάμ (Gen. 14, 1). ἐν ἐσχάτοις ἐστὶ Παλαιστίνης παρακειμένη

Eusebius Scr. Eccl., Theol., Onomasticon Page 76, line 1

Δασέμ (Gen 10, 12). πόλις Ἀσσυρίων μεγίστη, ἣν ᾠκοδόμησεν


Ἀσσούρ, «ἀνὰ μέσον Νινευῆ καὶ Χαλάχ».
Δρῦς Μαμβρῆ (Gen 13, 18). ἡ πρὸς τῇ Χεβρὼν εἰς ἔτι νῦν δει-
κνυμένη τερέβινθος, ἔνθα ἐσκήνου Ἁβραάμ, ἣ καὶ ὑπὸ τῶν ἐθνῶν
θρησκεύεται.
Δαμασκός (Gen 15, 2). πόλις ἐπίσημος Φοινίκης. οὕτω δὲ καὶ
»τῆς Μασὲκ οἰκογενοῦς» τοῦ Ἁβραὰμ υἱὸς ἐκαλεῖτο.
Δάν (Gen 14, 14). οὕτω καλουμένη κώμη, Πανεάδος ἀπὸ ση

Eusebius Scr. Eccl., Theol., Commentarius in Isaiam Eusebius Werke,


Band 9: Der Jesajakommentar”, Ed. Ziegler, J.Berlin: Akademie–Verlag,
1975; Die griechischen christlichen Schriftsteller.Book 1, section 42, 80

ἔσονται, ὡς παραβαλλομένους αὐτοὺς τοῖς πρώτοις πολλοστημόριον


εἶναι νομίζεσθαι τοῦ ἐκείνων πλήθους·⌉ ἔσται γάρ φησι καὶ ἔτι ἐν αὐτῇ τὸ
δέκατον. εἶθ' ὁποῖον ἔσται τέλος καὶ τούτων τῶν περιλειφθέντων
παρίστησιν ἐπιφέρων ἑξῆς· καὶ πάλιν ἔσται εἰς προνομὴν ὡς τερέβινθος
καὶ ὡς Βάλανος ὅταν ἐκπέσῃ ἐκ τῆς θήκης αὐτῆς, κατὰ δὲ τὸν
8Σύμμαχον εἴρηται· καὶ πάλιν ἔσται εἰς καταβόσκησιν ὡς δρῦς καὶ ὡς
Βάλανος, ἥτις ἀποβαλοῦσα ἵσταται μόνη, ⌈οὕτω πως ἐρημίαν παντελῆ
282

προαγορεύοντος τοῦ λόγου.

Eusebius Scr. Eccl., Theol., Commentarius in Isaiam Book 1, section 42,


line 87

ἐπληροῦτο δὲ καὶ αὕτη κατὰ τοὺς τοῦ Ἀδριανοῦ χρόνους, καθ' οὓς
δευτέραν
ὑπομείναντες Ἰουδαῖοι πολιορκίαν εἰς τοῦτο κακῶν περιέστησαν, ὡς
νόμοις καὶ
διατάγμασιν αὐτοκρατορικοῖς μηδ' ἐξ ἀπόπτου τὴν ἐρημίαν τῆς αὐτῶν
μητροπόλεως
θεωρεῖν ἐπιτρέπεσθαι.⌉
σφόδρα δὲ ὁ λόγος προσφυέσι κέχρηται παραδείγμασιν φήσας περὶ τοῦ
Ἰουδαίων λαοῦ· ἔσονται γὰρ ὡς τερέβινθος ἢ ὡς δρῦς ἢ Βάλανος ὅταν
ἐκπέσῃ ἐκ τῆς θήκης αὐτῆς. οὐκέτι γὰρ «ἀμπελὼν κυρίου σαβαὼθ» οὐδ'
«ὡς
παράδεισος θεοῦ» οὐδ' «ὡς ἐλαία ὡραία» οὐδ' «ὡς φοῖνιξ κατὰ τὸν
δίκαιον» οὐδ'
ὡς ἄλλο τι τῶν ἡμέρων καὶ ἀναγκαίων φυτῶν ἔσεσθαι αὐτούς φησιν, ἀλλ'
ὡς
βάλανον οὐδ' αὐτὴν συνεστῶσαν, ἀλλ' ἐκπεπτωκυῖαν τῆς θήκης αὐτῆς,
καὶ
ὡς τερέβινθον, ἢ κατὰ τοὺς 8λοιποὺς ἑρμηνευτάς·

Eusebius Scr. Eccl., Theol., De laudibus Constantini (2018:


022)“Eusebius Werke, vol. 1”, Ed. Heikel, I.A.Leipzig: Hinrichs, 1902;
Die griechischen christlichen Schriftsteller 7.Chapter 13, section 3, line 8

βίον καταπεσόντες, ἀνθρώπους θνητοὺς ἐξεθείασαν καὶ μετὰ τὸν


κοινὸν θάνατον ἥρωας καὶ θεοὺς ἐπεφήμισαν, ἀμφὶ μνήματα καὶ
τάφους τὴν ἀθάνατον καὶ θείαν οὐσίαν ὑποτοπήσαντες εἰλεῖσθαι.
καὶ οὐδὲ μέχρι τούτων ἔστησαν, ἀλλὰ καὶ ζώων ἀλόγων παντοῖα γένη
ἑρπετῶν τε τὰ βλαπτικώτατα τῇ σεβασμίῳ προσηγορίᾳ τετιμήκασιν·
καὶ οὐδὲ μέχρι τούτων ἔστησαν, ἀλλὰ καὶ δρῦς κατακόψαντες καὶ
πέτρας ἐκτεμόντες γῆς τε μέταλλα, καὶ χαλκοῦ καὶ σιδήρου καὶ τῆς
ἄλλης ὕλης, διερευνησάμενοι, θηλειῶν τύπους καὶ ἀρρένων [ἀνδρῶν]
σχήματα θηρίων τε μορφὰς καὶ ἑρπετῶν ἀνεπλάσαντο, κἄπειτα τού-
τοις τιμὰς περιτεθείκασιν.

Theodosius Gramm., Περὶ τόνου [Sp.] (fort. auctore Theodoro


Prodromo) (2020: 004)“Theodosii Alexandrini grammatica”, Ed.
283

Göttling, K.Leipzig: Libraria Dykiana, 1822.Page 198, line 19

Τὰ εἰς ους ὀνόματα ἁπλᾶ περισπᾶται· βοῦς, χροῦς,


χοῦς, νοῦς, πλοῦς, φλοῦς, θροῦς, χαλκοῦς, Σιμοῦς,
ἀργυροῦς, σεσημειωμένου τοῦ πούς καὶ ὀδούς· ἁπλᾶ
διὰ τὸ εὔνους, εὔπλους.
Τὰ εἰς υς μονοσύλλαβα περισπᾶται· μῦς, σῦς,
δρῦς· συναπηνέχθη δὲ αὐτῷ ἰχθῦς, ὀφρῦς, ἀπφῦς,
διονῦς, ὀσφῦς.

Epiphanius Scr. Eccl., Panarion (= Adversus haereses) Τόμ. 1, page


216, line 23

ποὺς σαπροὺς ποιῆσαι, οὐδὲ δένδρον σαπρὸν καρποὺς ἀγαθοὺς ποι-


ῆσαι». μάταιος τοίνυν αὐτῶν ἡ διάνοια καὶ ἡ εἰσήγησις, ἐκ πολλῶν
ἔχουσα τὴν ἀνατροπήν, ὡς ἄχρι τῆς δεῦρο οὐ μόνον τὰ ἐν ταῖς
γραφαῖς ᾄδεται, ἀλλὰ καὶ οἱ τόποι τῶν παραδοξοποιιῶν σῴζονται·
πρῶτον ὅπου τὸ πρόβατον Ἀβραὰμ προσέφερε τῷ θεῷ, ὄρος Σιὼν
ἄχρι τῆς δεῦρο οὕτω καλούμενον, ἀλλὰ καὶ ὅπου ἡ δρῦς τῆς Μαμβρῆ,
ἔνθα τοῖς ἀγγέλοις παρετέθη ὁ μόσχος. εἰ δὲ Ἀβραὰμ ἀγγέλοις
παρέθετο κρεῶν τὴν ἑτοιμασίαν, ἀποδέων οὐκ ἦν αὐτὸς τῆς τούτων
μετοχῆς.

Epiphanius Scr. Eccl., De prophetarum vita et obitu (recensio prior)


[Sp.] (2021: 021)“Prophetarum vitae fabulosae”, Ed. Schermann,
T.Leipzig: Teubner, 1907.Page 17, line 7

ἐν τῷ σπηλαίῳ τῷ βασιλικῷ ἐνδόξως· καὶ ἔστιν ὁ τάφος


αὐτοῦ ἕως τῆς σήμερον ἡμέρας πᾶσι γνωστὸς ἐν Βαβυλῶνι.
ιαʹ. Ὠσηὲ ὁ προφήτης· υἱὸς Βεηρεί. Οὗτος ἐγεννήθη
ἐν Βελομὼθ ἐκ τῆς φυλῆς Ἰσάχαρ. Οὗτος ἔδωκε τέρας ἥ-
ξειν τὸν κύριον ἐξ οὐρανοῦ ἐπὶ τὴν γῆν· καὶ τοῦτο τὸ ση-
μεῖον τῆς παρουσίας αὐτοῦ· ὅταν ἡ δρῦς ἡ ἐν Σηλὼμ με-
ρισθῇ ἀφ' ἑαυτῆς εἰς δώδεκα μέρη καὶ γένωνται δρῦες
δώδεκα· οὕτως καὶ ἐγένετο. Πολλὰ δὲ προφητεύσας περὶ
τῆς πορνείας τοῦ λαοῦ αὐτοῦ, ἀπέθανεν ἐν εἰρήνῃ καὶ ἐτάφη
ἐν τῇ γῇ αὐτοῦ.

Gregorius Nazianzenus Theol., Apologetica (orat. 2) (2022: 016); MPG


35.Τόμ. 35, page 417, line 29
284

σει τε καὶ ἀποκινήσει καὶ ἀνακαλέσει, ὀλίγα μὲν


τῇ βακτηρίᾳ, τὰ πολλὰ δὲ τῇ σύριγγι. Ἄλλο δὲ
οὐδὲν ἔργον εἶναι τῷ ποιμένι ἢ τῷ βουκόλῳ πλὴν
ὅσον βραχέα προσπολεμῆσαι τοῖς λύκοις, καὶ ποῦ
τι καὶ ἀῤῥωστοῦν ἐπισκέψασθαι· τὰ πολλὰ δὲ αὐτῷ
μελήσει δρῦς, καὶ σκιὰ, καὶ δόνακες, καὶ ἐν καλῷ
τῆς πόας κατακλιθῆναι, καὶ παρὰ ψυχρὸν ὕδωρ, καὶ
ὑπὸ ταῖς αὔραις σχεδιάσαι στιβάδα, καὶ ποῦ τι καὶ
ἐρωτικὸν ᾆσαι μετὰ τοῦ κισσυβίου, καὶ προσλα-
λῆσαι ταῖς βουσὶν ἢ τῇ ποίμνῃ· καὶ τούτων αὐτῶν
θοινήσασθαι ἢ ἀποδόσθαι τὸ πιότατον.

Gregorius Nazianzenus Theol., Contra Julianum imperatorem 2 (orat.


5) (2022: 019); MPG 35.Τόμ. 35, page 704, line 42

στικοὺς δράκοντας· αἰσχύνθητί ποτε ταῖς τοῦ Θεολό-


γου σου βίβλοις Ὀρφέως· δέξαι τοῦ καιροῦ τὸ
δῶρον, τὴν ἀσχημοσύνην σοι συγκαλύπτοντος. Εἰ δὲ
ταῦτα μῦθοι καὶ πλάσματα, ἐγώ σου τὰ τῆς νυκτὸς
ἀποκαλύψω μυστήρια.
ΛΒʹ. Οὐκ ἔτι φθέγγεται δρῦς· οὐκ ἔτι λέβης
μαντεύεται· οὐκ ἔτι Πυθία πληροῦται, οὐκ οἶδ' ὧν-
τινων, πλὴν μύθων καὶ ληρημάτων. Πάλιν ἡ Κασταλία
σεσίγηται, καὶ σιγᾷ, καὶ ὕδωρ ἐστὶν οὐ μαντευόμε-
νον, ἀλλὰ γελώμενον· πάλιν ἀνδριὰς ἄφωνος ὁ
Ἀπόλλων, πάλιν ἡ Δάφνη φυτόν ἐστιν μύθῳ

Πορφύρος. De abstinentia (2034: 003)“Porphyrii philosophi Platonici


opuscula selecta, 2nd edn.”, Ed. Nauck, A.Leipzig: Teubner, 1886, Repr.
1963.Book 2, section 7, line 4

εἰς πῦρ δωρούμενοι, θείας ἑτέρας σταγόνας οἴνου καὶ


μέλιτος ἔτι δ' ἐλαίου ταῖς χρείαις ἀνευρίσκοντες
ἀπήρχοντο καὶ τούτων τοῖς αἰτίοις θεοῖς. οἷς μαρτυ-
ρεῖν ἔοικεν καὶ ἡ Ἀθήνησιν ἔτι καὶ νῦν δρωμένη
πομπὴ Ἡλίου τε καὶ Ὡρῶν. πομπεύει γὰρ εἰλυσπόα
ἄγρωστις ἐπὶ πυρηνίων ἡγηρίας, ὄσπρια, δρῦς, μιμαί-
κυλα, κριθαί, πυροί, παλάθη ἡγητηρία, ἀλεύρων πυρί-
νων καὶ κριθίνων φθοῖς, ὀρθοστάτης, χύτρος. πόρρω
δὲ τῶν περὶ τὰς θυσίας ἀπαρχῶν τοῖς ἀνθρώποις
285

προϊουσῶν παρανομίας, ἡ τῶν δεινοτάτων θυμάτων


παράληψις ἐπεισήχθη, ὠμότητος πλήρης, ὡς δοκεῖν τὰς

Πορφύρος. De antro nympharum Section 16, line 13

μεν· παρὰ δὲ τῷ Ὀρφεῖ ὁ Κρόνος μέλιτι ὑπὸ Διὸς ἐνεδρεύεται·


πλησθεὶς γὰρ μέλιτος μεθύει καὶ σκοτοῦται ὡς ἀπὸ οἴνου καὶ ὑπνοῖ
ὡς παρὰ Πλάτωνι ὁ Πόρος τοῦ νέκταρος πλησθείς· ‘οὔπω γὰρ οἶνος
ἦν’. φησὶ γὰρ παρ' Ὀρφεῖ ἡ Νὺξ τῷ Διὶ ὑποτιθεμένη τὸν διὰ μέλιτος
δόλον·
’εὖτ' ἂν δή μιν ἴδηαι ὑπὸ Δρύσὶν ὑψικόμοισιν
ἔργοισιν μεθύοντα μελισσάων ἐριβομβέων,
δῆσον αὐτόν’. ὃ καὶ πάσχει ὁ Κρόνος καὶ δεθεὶς ἐκτέμνεται ὡς ὁ
Οὐρανός, τοῦ θεολόγου δι' ἡδονῆς δεσμεῖσθαι καὶ κατάγεσθαι τὰ θεῖα
εἰς γένεσιν αἰνισσομένου ἀποσπερματίζειν τε δυνάμεις εἰς τὴν ἡδονὴν
ἐκλυθέντα. ὅθεν ἐπιθυμίᾳ μὲν συνουσίας τὸν Οὐρανὸν κατιόντα εἰς

Πορφύρος. Quaestionum Homericarum ad Iliadem pertinentium reliquiae


Iliad book 12, section 127sqq, line 12

διὰ γὰρ τούτων εἰπὼν τὸν Λεοντέα καὶ Πολυποίτην πυλάων προπάροι-
θεν ἑστάναι ὡς δρῦς, ἀναμένοντας ἐπερχόμενον μέγαν Ἄσιον οὐ-
δὲ φέβοντο (v. 136), εἶτα ἐπάγων περὶ τῶν κατὰ τὸν Ἄσιον·
οἱ δ' ἰθὺς πρὸς τεῖχος ἐύδμητον, βόας αὔας
ὑψόσ' ἀνασχόμενοι, ἔκιον μεγάλῳ ἀλαλητῷ
Ἄσιον ἀμφὶ ἄνακτα καὶ Ἰαμενὸν καὶ Ὀρέστην
Ἀσιάδην τ' Ἀδάμαντα Θόωνά τε Οἰνόμαόν τε

Joannes Stobaeus Anthologus, Anthologium Book 2, chapter 46, section


14, line 2

Δείλους εὖ ἔρδοντι δύω κακά· τῶν τε γὰρ αὐτοῦ


χήρωσις κτεάνων καὶ χάρις οὐδεμία.
Διογένης ἐρωτηθείς, τί τάχιστα γηράσκει
παρ' ἀνθρώποις, εἶπε· “Χάρις”.
Αἰλιανοῦ (Var. hist. IX 18).
Θεμιστοκλῆς ὁ Νεοκλέους ἑαυτὸν εἴκαζε ταῖς Δρύσι,
λέγων ὅτι καὶ ἐκείνας ὑπέρχονται οἱ ἄνθρωποι καὶ δέονται
αὐτῶν, εἰ ὕει, στέγην τὴν ἐκ τῶν κλάδων ποθοῦντες· ὅταν
δὲ οὔσης εὐδίας παρίωσι, τίλλουσιν αὐτὰς καὶ περικλῶσι.
286

καὶ αὐτὸς οὖν ἔλεγεν ὑπὸ τοῦ δήμου τὰ αὐτὰ πάσχειν.

Basilius Theol., Epistulae (2040: 004)“Saint Basile. Lettres, 3 vols.”, Ed.


Courtonne, Y.Paris: Les Belles Lettres, 1:1957; 2:1961; 3:1966.Epistle
42, section 5, line 5

ἐπάγονται, ἵνα δειχθῇ τῶν πενήτων ἡ ὑπομονή.


Τίς οὖν ὠφέλεια ἐμοὶ ἢ δηλονότι τῆς ψυχῆς ἡ βλάβη;
Διὰ τοῦτο οὖν ἐγὼ μεταναστεύω ἐπὶ τὰ ὄρη ὡς στρουθίον.
Ὡς στρουθίον γὰρ ἐρρύσθην ἐκ τῆς παγίδος τῶν θηρευ-
όντων. Καὶ γὰρ ἐν ταύτῃ τῇ ἐρήμῳ διάγω, ὦ κακὴ ἔννοια,
ἐν ᾗ ὁ Κύριος διέτριβεν. Ἐνταῦθα ἡ δρῦς ἡ Μαμβρή,
ἐνταῦθα ἡ οὐρανοφόρος κλίμαξ καὶ αἱ τῶν ἀγγέλων
παρεμβολαὶ αἱ τῷ Ἰακὼβ ὀφθεῖσαι, ἐνταῦθα ἡ ἔρημος
ἐν ᾗ ὁ λαὸς ἁγνισθεὶς ἐνομοθετήθη καὶ οὕτως εἰς τὴν
γῆν τῆς ἐπαγγελίας εἰσελθὼν εἶδε Θεόν.

Origenes Theol., Commentarii in evangelium Joannis (lib. 19, 20, 28,


32) (2042: 079)“Origenes Werke, vol. 4”, Ed. Preuschen, E.Leipzig:
Hinrichs, 1903; Die griechischen christlichen Schriftsteller 10.Book 20,
chapter 10, section 71, line 3

οὕτω τῇ ἀναβάσει τῆς διανοίας προκόπτοντες ἕως ἔλθωμεν ἐπὶ τὴν


δρῦν τὴν ὑψηλήν. καὶ ὀφθήσεται ἡμῖν κύριος ὁ θεός, ὁ ὀφθεὶς τῷ
Ἀβραάμ, καὶ ἐπαγγελεῖται τὴν περὶ τὴν ὑψηλὴν δρῦν γῆν δοῦναι
τῷ νοητῷ τῆς ψυχῆς ἡμῶν σπέρματι. τοῦ δὲ νοήσαντός ἐστιν τὸ
»Τὰ ἔργα τοῦ Ἀβραὰμ ποιεῖτε» καὶ τὸ οἰκοδομῆσαι θυσιαστήριον
κυρίῳ τῷ ὅπου ἡ ὑψηλὴ δρῦς ἐπιφαινομένῳ καὶ ἡμῖν, καὶ μετὰ ταῦτα
ἀποστῆναι ἀπὸ τοῦ τόπου τῆς ὑψηλῆς δρυὸς ὡς ἐπὶ τὸ ὄρος, καὶ
τοῦ ὄρους κατὰ τὰς ἀνατολὰς τῆς Βαιθήλ, ὃ ἑρμηνεύεται «Οἶκος
θεοῦ», ἔνθα στήσει ἑαυτοῦ τὴν σκηνήν, τῆς μὲν Βαιθὴλ ὡς ἐπὶ κατὰ
θάλασσαν, τῆς δὲ Ἀγγαὶ ὡς ἐπὶ κατ' ἀνατολάς· ἑρμηνεύεται δὲ Ἀγγαὶ
»Ἑορταί».

Nonnus Epic., Dionysiaca Book 14, line 8

σύνδρομον ᾐώρησεν ὑπηνέμιον σφυρὸν αὔραις


ἠερίους κενεῶνας ἐρετμώσασα πεδίλῳ·
θεσπεσίας δὲ φάλαγγας ἀολλίζουσα Λυαίῳ
ὡς πτερὸν ἠὲ νόημα διέστιχεν ἕδρανα κόσμου
εἰς Νότον, εἰς Βορέην, εἰς Ἕσπερον, εἰς κλίσιν Ἠοῦς·
287

καὶ Δρύσὶ καὶ ποταμοῖσι μίαν ξυνώσατο φωνὴν


Νηιάδας καλέουσα καὶ ἀγριάδος στίχας ὕλης.
δαιμονίη δ' ἀίουσα γονὴ Κυβεληίδος ἠχοῦς,
πάντοθεν ἠγερέθοντο. καὶ ὑψόθεν εἰς χθόνα Λυδῶν
ἀπλανὲς ἴχνος ἄγουσα μετάρσιος ἵκετο Ῥείη·

Nonnus Epic., Dionysiaca Book 37, line 16

τῶν μὲν ἔην προκέλευθος ἔσω πιτυώδεος ὕλης


Φαῦνος ἐρημονόμῳ μεμελημένος ἠθάδι λόχμῃ,
μητρὸς ὀρεστιάδος δεδαημένος ἔνδια Κίρκης.
καὶ δρυτόμῳ στοιχηδὸν ἐτέμνετο δένδρα σιδήρῳ·
πολλὴ μὲν πτελέη τανυήκεϊ τάμνετο χαλκῷ,
πολλὴ δ' ὑψιπέτηλος ἐπέκτυπε κοπτομένη δρῦς,
καὶ πολλὴ τετάνυστο πίτυς, καὶ ἐκέκλιτο πεύκη
αὐχμηροῖς πετάλοισι· πολυσπερέων δ' ἀπὸ δένδρων
τεμνομένων κατὰ βαιὸν ἐγυμνώθησαν ἐρίπναι·
καί τις Ἁμαδρυάδων μετανάστιος ἔστιχε Νύμφη,
πηγαίῃ δ' ἀκίχητος ἀήθεϊ μίγνυτο κούρῃ.

Quintus Epic., Posthomerica (2046: 001)“Quintus de Smyrne. La suite


d'Homère, 3 vols.”, Ed. Vian, F.Paris: Les Belles Lettres, 1:1963; 2:1966;
3:1969.Book 10, line 132

ἄντρον ὑπὸ ζάθεον καλλιπλοκάμων Νυμφάων,


ἧχί ποτ' Ἐνδυμίωνα παρυπνώοντα βόεσσιν
ὑψόθεν ἀθρήσασα κατήλυθε δῖα Σελήνη
οὐρανόθεν· δριμὺς γὰρ ἄγεν πόθος ἠιθέοιο
ἀθανάτην περ ἐοῦσαν ἀκήρατον, ἧς ἔτι νῦν περ
εὐνῆς σῆμα τέτυκται ὑπὸ Δρύσιν. Ἀμφὶ δ' ἄρ' αὐτῇ
ἐκκέχυτ' ἐν ξυλόχοισι βοῶν γλάγος, οἱ δέ νυ φῶτες
θηεῦντ' εἰσέτι κεῖνο· τὸ γὰρ μάλα τηλόθε φαίης
ἔμμεναι εἰσορόων πολιὸν γάλα, κεῖνο δ' ἵησι
λευκὸν ὕδωρ, καί, βαιὸν ἀπόπροθεν ὁππόθ' ἵκηται,
πήγνυται ἀμφὶ ῥέεθρα, πέλει δ' ἄρα λάινον οὖδας.

Himerius Soph., Declamationes et orationes Oration 46, line 36

ἐπ' αὐτῷ κομίσαντας ῥῖψαι κατὰ σκοπέλων καὶ ἀφανίσαι τὸν


Αἴσωπον. ἀλλ' οὔτε ἡ μήτηρ ἠμέλει μετὰ τὴν λύραν Ὀρφέως,
οὔτε τοῦ Φρυγὸς ὁ Ἀπόλλων· ἀλλὰ Λειβήθριοι μὲν ἀντὶ
τῆς Ὀρφέως λύρας, ἣν ἀτιμάζειν εἵλοντο, μανίαν τε καὶ
288

ἀμουσίαν καὶ σιωπὴν ἠλλάξαντο· καὶ φεύγει μὲν ἐκείνους


τὸ μέλος, εἰς δὲ τὴν ἐρημίαν ἔρχεται καὶ πείθει δρῦς τε καὶ
πέτρας καὶ ἀγρονόμους ὄρνιθας καὶ μικρόν τι ποιμένων
σύστημα, οἷς μᾶλλον ἔχαιρεν ὀλίγα φθεγγομένοις Ὀρφεύς,
ἢ τῇ Λειβηθρίων φωνῇ, ὅτι μουσικοί τινες ὄντες καὶ ἡσυχῆ
τοῦ μέλους ἀκούοντες λιγυρὸν ἀντεφθέγγοντο καὶ αὐτοὶ τῇ
φόρμιγγι.

Socrates Scholasticus Hist., Historia ecclesiastica Book 6, chapter 15,


line 39

εἰσελθεῖν· ἐν μιᾷ δὲ τῶν βασιλίδων οἰκίᾳ καταλύει, ᾗ προσωνυμία


Πλακιδιαναί. Τότε ἐντεῦθεν ἀνεκινοῦντο κατὰ Ἰωάννου κατη-
γορίαι πολλαί· καὶ οὐκέτι μὲν τῶν Ὠριγένους βιβλίων μνεία τις
ἦν· ἐπὶ ἑτέρας δὲ ἀτόπους κατηγορίας ἐτρέποντο. Τούτων δὲ
οὕτω προκατεσκευασμένων, συνελθόντες οἱ ἐπίσκοποι ἐν προα-
στείῳ Χαλκηδόνος ᾧ ἐπώνυμον Δρῦς, καλοῦσιν εὐθὺς τὸν Ἰωάννην
ἀπολογησόμενον περὶ ὧν κατηγορεῖτο. Ἐκέλευον δὲ παρεῖναι
ἅμα αὐτῷ Σαραπίωνα, καὶ Τίγριν εὐνοῦχον πρεσβύτερον, καὶ
Παῦλον ἀναγνώστην· καὶ γὰρ οὗτοι συγκατηγοροῦντο αὐτῷ.
Ἐπεὶ δὲ ὁ Ἰωάννης τοὺς καλοῦντας ὡς ἐχθροὺς παρεγράφετο,
οἰκουμενικὴν δὲ ἐπεκαλεῖτο σύνοδον,

Ιωάννης Χρυσόστομος. De Lazaro (homiliae 1–7) (2062: 023); MPG


48.Vol 48, pg 1032, ln 58

ἑκάστην ἡμέραν ποιῶν· ἕτερος δέ τις ἦν πένης, Λά-


ζαρος ὀνόματι.
Καὶ ποῦ τὸ ὄνομα τοῦ πλουσίου; Οὐδαμοῦ· ἀνώνυ-
μος γάρ ἐστι. Πόσος πλοῦτος; καὶ ὄνομα αὐτῷ οὐχ
εὑρίσκεται. Ποῖος πλοῦτος οὗτος; Δένδρον φύλλοις
μὲν κομῶν, καρποῦ δὲ ἀπεστερημένον, δρῦς πρὸς
ὕψος ἀνατεταμένη, ἀλόγοις τροφὴν παρέχουσα τὴν
βάλανον, ἄνθρωπος οὐκ ἔχων ἀνθρώπου καρπόν.
Ὅπου γὰρ πλοῦτος καὶ ἁρπαγαὶ, λύκος ὁ βλεπόμε-
νος· ὅπου πλοῦτος καὶ θηριωδία, λέοντα ὁρῶ, καὶ οὐκ
ἄνθρωπον· ἀπώλεσε τὴν εὐγένειαν τῇ δυσγενείᾳ τῆς

Ιωάννης Χρυσόστομος. De Lazaro (homiliae 1-7) Vol 48, pg 1034, ln 22

Μὴ τοίνυν ἀπὸ τῆς φύσεως καταμάνθανε, ἀλλ' ἀπὸ


289

τῆς προαιρέσεως, μὴ ἀπὸ τῆς ὄψεως, ἀλλ' ἀπὸ τῆς


γνώμης· καὶ οὐκ ἀπὸ τῆς γνώμης μόνον, ἀλλὰ καὶ
περιεργάζου αὐτοῦ τὸν βίον. Εἰ φιλοπτωχίαν ἔχει,
ἄνθρωπός ἐστιν· εἰ δὲ ἐν ἐμπορίαις ἀναστρέφεται,
δρῦς ἐστιν· εἰ δὲ θυμῷ θηριώδης ἐστὶ, λέων ἐστίν·
εἰ δὲ ἅρπαξ ἐστὶ, λύκος ἐστίν· εἰ δὲ ὕπουλός ἐστι,
ἀσπίς ἐστι. Καὶ εἰπέ· Ἐγὼ ἄνθρωπον ζητῶ, τί μοι
ἔδειξας θηρίον ἀντὶ ἀνθρώπου; Μάθε τί ποτε ἀρετὴ
ἀνθρώπου, καὶ μὴ θορυβοῦ. Ἦν τοίνυν ὁ Λάζαρος ἐν
τῷ πυλῶνι κείμενος, ἡλκωμένος, λιμῷ τηκόμενος· οἱ

Ιωάννης Χρυσόστομος. In Psalmum 50 (homilia 1) [Sp.] (2062: 199);


MPG 55.Vol 55, pg 568, ln 56

νοῦς. Ἐὰν οὖν ἴδῃς ἄνδρα, ἢ γυναῖκα καλὴν, μὴ θαυμά-


σῃς. Ἐπεὶ καὶ αἱ δρύες εἰς ὕψος ἀνατεταμέναι καρπὸν
οὐκ ἔχουσιν ἀνθρώποις χρήσιμον, ἀλόγοις δὲ μόνον· ἡ δὲ
ἄμπελος χαμαὶ κειμένη ὥριμον ἔχει καρπὸν βοτρύων.
Τί οὖν βούλει, ἄμπελον ἔχειν, ἢ δρῦν; Δῆλον ὅτι ἄμπε-
λον· ἡ γὰρ δρῦς ἐν ὕψει ἑστῶσα θηρίων ἀλόγων ἔχει
τροφὴν τὸν καρπόν. Τί μελίττης εὐτελέστερον; τί δὲ
ταῶνος ὡραιότερον; Ἀλλὰ τί βέλτιον, μέλιττα, ἢ
ταών; Δῆλον ὅτι μέλιττα. Ἄνελε ταῶνα, καὶ οὐδὲν ἔβλα-
ψας· ἄνελε μέλιτταν, καὶ χωλεύει πολλά.

Ιωάννης Χρυσόστομος. Eclogae i–xlviii ex diversis homiliis [Sp.]


(2062: 338); MPG 63.Vol 63, pg 835, ln 5

ἄλλῃ ἡμέρᾳ οὐκ ἐπιτίθης αὐτὸ πάλιν; Ἔστω τις δρυ-


τόμος· θελέτω τέμνειν δρῦν· λαμβάνει ἀξίνην, κόπτει
τὴν ῥίζαν· ἐὰν δῷ μίαν πληγὴν, καὶ μὴ πέσῃ τὸ δέν-
δρον, οὐ δίδωσιν ἄλλην πληγήν; οὐ τὴν τρίτην; οὐ τὴν
τετάρτην; οὐ τὴν πέμπτην; οὐ τὴν δεκάτην; Οὕτω καὶ
σὺ ποίει. Δρῦς ἐστιν ἡ πόρνη, ἄκαρπον δένδρον, βαλά-
νους ἐκφέρουσα, χοίρων ἀλόγων τροφήν. Ἐν πολλῷ
χρόνῳ ἐῤῥιζώθη ἐν τῇ διανοίᾳ σου, ἐν τῇ περιβολῇ τῶν
κλάδων κατέβαλέ σου τὸ συνειδός. Ὁ λόγος μου ἀξίνη
ἐστίν· ἤκουσας μίαν ἡμέραν. Πρὸς μίαν ἡμέραν πίπτει
ἡ τοσούτῳ χρόνῳ ἐῤῥιζωμένη;

Ιωάννης Χρυσόστομος. In illud: Simile est regnum caelorum grano


sinapis [Sp.] (2062: 358); MPG 64.Vol 64, pg 23, ln 80
290

εἰς μίαν πίστιν ἐζύμωσε. Τούτου τοῦ μυστηρίου τὴν


εἰκόνα Ἀβραὰμ καὶ ἡ τούτου σύνευνος Σάῤῥα, οἰκοῦν-
τες ἐν τῇ σκηνῇ ὑπὸ τὴν δρῦν τῆς Μαμβρὴ, οἰκείαις
χερσὶν ἐζωγράφησαν. Ἀναγκαζόμεθα γὰρ, ἀγα-
πητοὶ, παρεκβαίνειν τὸν λόγον· τίς ὁ Ἀβραὰμ, τίς ἡ
Σάῤῥα, τίς ἡ δρῦς, τίς ἡ σκηνὴ, ἢ τίνες οἱ ἐγκρυ-
φίαι, διὰ τί ἐκεῖ τρία μέτρα σεμιδάλεως καὶ ὧδε ἀλεύ-
ρου, ἀναγκαῖον δι' ἀκριβείας διελθεῖν τὸν λόγον. Τίς ἂν
εἴη Ἀβραάμ; ἑρμηνεύεται, πατὴρ ἐκλεκτὸς πλήθους.

Didymus Caecus Scr. Eccl., Commentarii in Zacchariam Book 4, section


30, line 7

ξύλα σημαίνο[υ]σιν, ὁτὲ δὲ εἶδός τι ξύλου. Ὅταν γὰρ πάντα τὰ


ξύλα δρύας καλῶμεν, τὸν τέμνοντα αὐτὰ δρυοτόμον καὶ τὰ ἐξ
αὐτῶν κατασκευαζόμενα δρύϊνά φαμεν, ἀφ' οὗ σημαινομένου τὰς
δετὰς πλόκας δρυφάκτους ὀνομάζομεν καὶ τῶν δένδρων τοὺς
καρποὺς ἀκρόδρυα. Πρὸς τῷ γενικῶς ὀνομαζομένῳ, ἔστιν τι εἶδος
ξύλου δρῦς τυγχάνον, ὡς ἕτερον κυπάρισσος, ἐλάτη, πύξος.
Αἱ θύραι τοῦ Λιβάνου ἃς διανοιχθῆναι προστάττει ὁ θεῖος
λόγος ψεκταὶ τυγχάνουσαι, αἱ αὐταί εἰσιν ταῖς τοῦ θανάτου, περὶ
ὧν ἐν ἐνάτῳ Ψαλμῷ ὁ ὑμνῳδὸς περὶ τοῦ Θεοῦ φησιν· «Ὁ ὑψῶν
με ἐκ τῶν πυλῶν τοῦ θανάτου.» Περὶ τούτων ὡς οὐσῶν τῆς
κακίας προστάττεται τῷ σοφῷ παροιμιωδῶς

Arcadius Gramm., De accentibus [Sp.] (2116: 001)“Ἐπιτομὴ τῆς


καθολικῆς προσῳδίας Ἡρωδιανοῦ”, Ed. Schmidt, M.Jena: Mauke,
1860.Page 106, line 2

Τὰ εἰς ΥΣ ὑποκοριστικὰ περισπῶνται· καμμῦς


κλαυσῦς λαρδῦς Διονῦς ἀπφῦς. τὸ δὲ ἰξῦς
ποτὲ μὲν ὀξύνει ὁ Ἡρωδιανὸς, ποτὲ δὲ περισπᾷ. [τὸ
δρῦς καὶ μῦς καὶ σῦς περισπῶνται.]
Τὰ εἰς ΑΙΣ πολυσύλλαβα αἰολικῶς ὀξύνεται· Ἀτρεί-
δαις ἀντὶ τοῦ Ἀτρείδης Ὀρέσταις, καὶ τὰ σύνθετα·
ἄπαις εὔπαις ἀνδρόπαις. [τὸ δὲ παῖς περισπᾶται,
καὶ τὸ σταῖς. τὸ δὲ δαὶς ὀξύνεται].

Arcadius Gramm., De accentibus [Sp.] Page 145, line 15


291

Τὰ εἰς ΗΣ μονοσύλλαβα τυχόντα φυσικῆς κατα-


λήξεως ἢ ὀξύνεται ἢ περισπᾶται. καὶ ὀξύνεται μὲν τὰ
περιττοσυλλάβως κλινόμενα· Κρής σής Γνής (ὁ Ῥό-
διος)· περισπᾶται δὲ τὰ ἰσοσύλλαβα· Δρῆς Τρῆς κύρια.
Τὰ εἰς ΥΣ μονοσύλλαβα περισπῶνται· μῦς δρῦς
σῦς καὶ ὗς.

Christodorus Epic., Epigrammata (2119: 002); AG 2; 7.697–698.Book


2, epigram 1, line 261

Χαῖρε, φάος ῥήτρης, Ἰσόκρατες, ὅττι σὺ χαλκῷ


κόσμον ἄγεις· δοκέεις γὰρ ἐπίφρονα μήδεα φαίνειν,
εἰ καὶ ἀφωνήτῳ σε πόνῳ χαλκεύσατο τέχνη.
Ἔστενε δ' Ἀμφιάρηος ἔχων περιλαμπέα χαίτην
στέμματι δαφναίῳ· κρυφίην δ' ἐλέλιζεν ἀνίην
θεσπίζων, ὅτι πᾶσι βοόκτιτος ἐν Δρύσὶ Θήβη
ἀνδράσιν Ἀργείοισιν ὑπότροπον ἦμαρ ὀλέσσει.
Ἀγλαὸς εἱστήκει χρησμηγόρος, ὅντινά φασιν
μαντιπόλου γενετῆρα θεοφραδέος Πολυΐδου·
εὐπετάλῳ δὲ κόμας ἐστεμμένος ἔπρεπε δάφνῃ.

Hermias Phil., In Platonis Phaedrum scholia Page 93, line 30

Τεσσάρων, ὡς εἴρηται, παραδιδομένων ἐνταῦθα μανιῶν τῶν κρειττόνων


τῆς σωφροσύνης, πρώτου μέμνηται τοῦ μαντικοῦ ..., διὰ τὸ ἐκφανῆ αὐτὰ
εἶναι ἐν Ἑλλάδι. Λέγει δὲ αὐτῶν νῦν τὰς ἔξω ἐνεργείας ἃ περιποιοῦσιν
ἀγαθὰ τοῖς ἀνθρώποις. – Περὶ δὲ τοῦ Δωδωναίου μαντείου διάφορά εἰσι
τὰ ἱστορούμενα. Ἔστι μὲν γὰρ παλαιότατον τῶν Ἑλληνικῶν μαντείων·
λέγουσι δὲ οἳ μὲν ὅτι δρῦς ἦν ἐκεῖ ἡ μαντεύουσα, οἳ δὲ ὅτι περιστεραί.
Τὸ δὲ ἀληθὲς ὅτι γυναῖκες ἦσαν ἱέρειαι αἱ μαντεύουσαι δρυὶ τὴν
κεφαλὴν
στεφόμεναι, αἵτινες ἐκαλοῦντο πελειάδες· ἴσως οὖν ἀπὸ τοῦ ὀνόματός
τινες
πλανηθέντες ὑπώπτευσαν εἶναι περιστερὰς τὰς μαντευούσας· ἐπειδὴ δὲ
καὶ τὴν κεφαλὴν δρυὶ κατεστέφοντο, ἴσως διὰ τοῦτο εἰρήκασι καὶ τὴν
δρῦν μαντεύειν.

Hermias Phil., In Platonis Phaedrum scholia Page 257, line 29

Ὃ λέγει τοῦτο ἔστιν, ὅτι «οἱ παλαιότεροι οὐ περιειργάζοντο τίς ὁ λέγων,


δρῦς ἢ πέτρα ἢ ὅ τι δήποτε, ἀλλὰ τὸ λεγόμενον ἐβασάνιζον πότερον
ἀληθὲς ἢ ψεῦδος· σὺ δ' ἐθέλεις μαθεῖν τίς ὁ λέγων καὶ ποταπὸς καὶ τὰ
292

τοιαῦτα, πρὸς τὴν ἀλήθειαν τῶν πραγμάτων οὐκ ἀφορῶν.»

Mnesimachus Hist., Fragmenta Fragment 2b, Line 3

αἱ δὲ θαλάσσιαι. Καὶ καθόλου δὲ τῶν νυμφῶν γένος


εἰς πολλὰ διῄρηται, ὥς φησι Μνησίμαχος ὁ Φασιλήτης
(Φασηλίτης? Φασιάτης?) ἐν Διακόσμοις.
Idem II, 477: Ἁμαδρυάδας νύμφας Μνησίμαχός
φησι διὰ τὸ ἅμα ταῖς Δρύσὶ γεννᾶσθαι. Ἢ ἐπεὶ δοκοῦ-
σιν ἅμα ταῖς Δρύσὶ φθείρεσθαι, νύμφαι ἉμαΔρυάδες
λέγονται.

Joannes Pediasimus Philol., Rhet., Scholia in Hesiodi scutum (scholia


paraphrastica Pediasimi et exegesis Joannis Tzetzae) Page 649, line 35

ἀπολύσαι τῷ Ἡρακλεῖ πειθόμενος. Tz. Ibid. ΕΥΜΜΕΛΙΗΣ. Εὐμελίης δὲ,


ὁ καλῶς χρώμενος τῇ μελίᾳ, τουτέστι τῷ δόρατι. Tz. 374 Ὥσπερ δὲ
(φησὶν) ὅτε ἀπὸ κορυφῆς ὄρους ἐκπέσωσι πέτραι, πέσωσι δὲ ἐπ'
ἀλλήλαις, ῥήγνυνται δὲ ὑπ' αὐτῶν κυ-
λιομένων εὐκόλως πολλαὶ δρῦς, καὶ πεῦκαι καὶ αἴγειροι, ἕως ἂν εἰς τὴν
γῆν κατέλθωσιν, οὕτως οὗτοι συνέπεσον ἀλλήλοις, μεγάλως βοῶντες·
πᾶσα δὲ ἡ πόλις τῶν Μυρμιδόνων

Joannes Pediasimus Philol., Rhet., Scholia in Hesiodi scutum (scholia


paraphrastica Pediasimi et exegesis Joannis Tzetzae)
Page 652, line 6

Ἀμφιτρύωνος ὁ Ἡρακλῆς μέσον τῆς περικεφαλαίας καὶ τῆς


ἀσπίδος, ὑποκάτω τοῦ γενείου, ἔτυψε ταχέως καὶ ἰσχυρῶς τὸν
αὐχένα ἐκείνου γυμνωθέντα, ἐν δόρατι, καὶ ἔκοψεν ἀμφοτέρους
τοὺς τένοντας, ἤτοι τὰ τοῦ τραχήλου νεῦρα, τὸ ἀνδροφόνον
δόρυ. Κατεβλήθη δὲ ἡ μεγάλη ἰσχὺς τοῦ ἀνδρὸς, ἤγουν τοῦ
Κύκνου. Κατέπεσε γὰρ, ὥσπερ καταπίπτει δρῦς, ἢ πέτρα
ὑψηλὴ πληγεῖσα κεραυνῷ καυστικῷ τοῦ Διός· οὕτω κατέπεσεν ὁ
Κύκνος· περὶ αὐτὸν δὲ ἤχησε τὰ ὅπλα αὐτοῦ τὰ κεκαλλωπις-
μένα ἐν χαλκῷ. Di.

Προκόπιος εκκ. συγγραφέας. Commentarii in Isaiam Page 1949, line 7


293

έσχον ἐξελληνισθέντα τὸν τόπον, καὶ τὴν προσηγο-


ρίαν ἡ πόλις μετέλαβεν, ἐπώνυμος γενομένη τοῦ ταύ-
την ὑστάτου πολιορκήσαντος.
Οἰκεῖα δὲ λίαν τὰ παραδείγματα, ὡς τερέβινθος,
ἢ ὡς δρῦς, ἢ ὡς Βάλανος, ὅταν ἐκπέσῃ ἐκ τῆς
θήκης αὐτῆς. Οὐκέτι γὰρ ἀμπελὼν Κυρίου Σαβαὼθ,
οὐδ' ὡς παράδεισος Θεοῦ, οὐδ' ὡς ἐλαία ὡραία,
οὐδ' ὡς φοῖνιξ κατὰ τὸν δίκαιον, ἢ ἄλλο τι τῶν ἡμέ-
ρων καὶ ἀναγκαίων φυτῶν ἔσεσθαι τούτους φησὶν,
ὡς βάλανον.

Προκόπιος εκκ. συγγραφέας. Commentarii in Isaiam Page 2253, line 39

φητῶν αὐτῶν, καὶ τῶν ἀρχόντων αὐτῶν οἱ ὁρῶν-


τες τὰ κρυπτὰ, κ.τ.λ.
.... δρυτόμοι γὰρ ὥσπερ ἐγένοντο τοῖς ἐξ
Ἱερουσαλὴμ οἱ καταδῃοῦντες αὐτοῖς. Ὃ δηλοῖ
λέγων ὁ Ζαχαρίας· «Διάνοιξον, ὁ Λίβανος, τὰς χεῖράς
σου, καὶ καταφαγέτω δρὺς τὰς κέδρους σου. Ὀλο-
λυξάτω πίτυς, διότι πέπτωκε κέδρος. Ὀλολύξατε,
δρύες τῆς Βασανίτιδος, ὅτι κατεσπάσθη ὁ δρυμὸς ὁ
σύμφυτος.» Κατὰ δ' οὖν τὸν καιρὸν ἐκεῖνον, φησὶ,
καθ' ὃν αὐτὴ γενήσεται ἡ μεταβολὴ, τοῦ βιβλίου τοῦ
προῤῥηθέντος, ἀκούσονται τοὺς λόγους οἱ πάλαι

Fragmenta Adespota (SH), Frustula adespota ex auctoribus


“Supplementum Hellenisticum”, Ed. Lloyd–Jones, H., Parsons, P.Berlin:
De Gruyter, 1983.Fragment 1012, line 1

πουλύποδός μοι, τέκνον, ἔχων νόον, Ἀμφίλοχ' ἥρως,


τοῖσιν ἐφαρμόζου τῶν κεν κατὰ δῆμον ἵκηαι.
ἀνδρὶ μὲν αὐλητῆρι θεοὶ νόον οὐκ ἐνέφυσαν,
ἀλλ' ἅμα τῷ φυσῆν χὠ νόος ἐκπέταται.
κοίλοις ἐν προάροις
παρὰ Δρύσὶ καὶ παρὰ πεύκαις
πολέα στρατόν
ἄγεν δέ ἑ μοῖρα βαρεῖα
ἀλλ' ἐτέων οὐκ ἐπέβη πισύρων
κοῦραι ἐλαφρὰ ποδῶν ἴχνι' ἀειράμεναι
ἦλθε δ' ἐπὶ νότος ὠκὺς ἀήμεναι
294

Μιχαήλ Ψελλός. Orationes forenses et acta oration 2, line 323

ματος; εἰ δ' οὐχί, διατί ἑτέρῳ μὲν πιστεύετε κατ' ἐμοῦ,


ἐμὲ δ' οὐ προσίεσθε καθ' ἐτέρου λέγοντα; καὶ τὸ διάφορον
ὅσον; 1340 μὲν ἕτερόδοξος· ἐγὼ δέ, ἀλλὰ τί ἂν περὶ
τούτου λέγοιμι; ὁ μὲν τὸν ἰδιώτην ἐλαύνων βίον, ἐγὼ δ'
ἀρχιερατικὴν στολὴν περικείμενος. καὶ ὁ μὲν τοιοῦτος κατ'
ἐμοῦ, ἐγὼ δ' ἶσος πρὸς ἶσον. ἢ τῶν μὲν ἄλλων ἡ δρῦς ἀλη-
θεύει καὶ τὰ ἀερώδη καὶ ἀνυπόστατα σχήματα, ὁ δὲ
ἐμὸς τρόπος ἀεὶ ψεύδεται, καὶ οὔτ' ἀπολογουμένῳ οὔτε
κατηγοροῦντι πιστεύσετε;

Μιχαήλ Ψελλός. Oratoria minora (2702: 009)“Michaelis Pselli


oratoria minora”, Ed. Littlewood, A.R.Leipzig: Teubner, 1985.Oration
36, line 50

ἀλλ' αἵ γε τῶν πηγῶν αὖραι ἀντὶ πάσης ἀρκοῦσιν ἀναψυχῆς. χειμῶνος δὲ


ἡ μὲν ἄλλη ξύμπασα γῆ μετεσχηματίσθαι δοκεῖ καὶ τὸ ἐαρινὸν κάλλος
ἀποκεκάρθαι, σοῦ δὲ οὐδέποτε ἡ καλλίστη τῶν ὡρῶν ἐπιλέλησται·
χλοάζεις γὰρ ἁπανταχόσε ὥσπερ αἱ οὕτω τῶν λίθων ἐκ φύσεως ἔχουσαι.
περικέχυνται γοῦν σε πάντοθεν καὶ μυρρίναι καὶ σμῖλαξ καὶ κιττός, ἥ τε
δάφνη σε στεφανοῖ καὶ ἡ πίτυς καταγλαΐζει· οὐδὲ δρῦς ἐπὶ σοὶ γηράσκει
οὐδὲ φυλλοβολεῖ ἡ συκῆ, ἀλλ' ἐπ' ἀθανάτῳ σοι καὶ ἀγήρῳ ἀθάνατα καὶ
ταῦτα φύεται. ἀλλὰ πόθεν σοι οὕτως ἠρμένῳ τῆς γῆς αἱ ἀφανεῖς τῶν
ὑδάτων πηγαί; ἦ πάντως ἐπὶ τῶν ἀθανάτων ἐκείνων πηγῶν ἔφυ τὸ
ῥίζωμα ἃς Χριστὸς δίδωσι τοῖς διψῶσιν· ὅθεν οἱ τῶν ναμάτων σου
ἐμφορούμενοι, εἰ καὶ μὴ ἀθάνατοι πάντῃ, ἀλλά γε καθεστᾶσι μακροβιώ

Μιχαήλ Ψελλός. Opuscula logica, physica, allegorica, alia (2702:


010)“Michaelis Pselli philosophica minora”, Ed. Duffy, J.M.Leipzig:
Teubner, 1992.Opusculum 48, line 148

διῄρηται φιλοσόφως ἡ ἕνωσις· καὶ ὥσπερ τὰ θεῖα οἶδεν ὀνόματα καὶ


τὰ ἀνθρώπινα καὶ διαιρεῖ πολλαχοῦ τῶν ἐπῶν καὶ διερμηνεύει, τί μὲν
τὸ δαιμόνιον ὄνομα, τί δὲ τὸ ἀνθρωπικόν, οὕτω δὴ καὶ τῆς ἀφώνου
ὕλης ἐπίσταται τὴν ἠχώ, καὶ ὅπως μὲν φωνεῖ ἡ νευρά, ὅπως δὲ τὸ
τόξον ἠχεῖ, ὅπως δὲ κυμαίνουσα θάλασσα καὶ πεύκη καὶ δρῦς, καὶ τίς
θεᾶς φωνὴ λειριόεσσα, καθάπερ δὴ καὶ τἆλλα διαιρεῖν εἴωθε, τοὺς αἴ-
θωνας καὶ ἐμπυριβήτας λέβητας, τοὺς ἀπύρους καὶ ἀνθεμόεντας, τοὺς
χρηματιστὰς ἐμπόρους, τοὺς ἐπιβάτας, ὣς δὲ καὶ τοὺς ἐπηβόλους, νῦν
295

μὲν τοὺς ἐπιτυχεῖς, νῦν δὲ τοὺς ξυνιέντας λέγων. καὶ ἵνα μὴ πάντα
τὸν Ὅμηρον ἐπεισκυκλήσω τῷ λόγῳ, φιλοτιμότερον ἑρμηνεύων αὐτόν.
., Opuscula logica, physica, allegorica, alia Opusculum 55, line 657

ἤγουν πέψιν, ἐξαιμάτωσιν, θρέψιν, ὁμοίωσιν, ἡ δὲ ψυχὴ τὰς εʹ αἰσθή-


σεις καὶ κινήσεις καὶ φαντασίαν καὶ λογισμὸν καὶ μνήμην μείζονας, ἐν
δὲ τῇ νυκτὶ τοὐναντίον.
Τὰ βρέφη πίπτοντα κατὰ γῆς οὐ κλᾶται διὰ τὸ εἴ[κ]ειν τῷ ἐδάφει
τῆς γῆς, ἐπεὶ καὶ σπόγγος οὐ ῥήγνυται, ἀλλ' ὄστρακον, καὶ κάλαμος
ἀνέμου βίᾳ οὐ πίπτει, ἀλλὰ δρῦς.
Τὰ βρέφη μέλους ἀκούοντα κλαυθμυρίζοντα ἡσυχάζει, εἶτα καὶ καθ-
εύδει. συνουσίωται καὶ ἡ μουσικὴ ὡς καὶ πᾶσα τέχνη καὶ ἐπιστήμη τῇ
ψυχῇ, ἐπειδὴ καὶ Πλάτων τὰς ἐπιστήμας ἀναμνήσεις εἶπε ψυχῆς. ἀκού-
σασα τοίνυν ἡ ψυχὴ τοῦ μέλους, ἀμόλυντος οὖσα καὶ τὰς ἐπιστήμας
εἰλικρινεῖς ἔχουσα, δέχεται τοῦτο, μολυνθεῖσα δὲ ἐν τῷ σώματι εἰς λή

Μιχαήλ Ψελλός. Encomium in matrem (2702: 016)“Michele Psello.


Autobiografia: encomio per la madre.”, Ed. Criscuolo, U.Naples:
d'Auria, 1989.
Line 1837

προσάψομεν τῷ Θεῷ ἢ οὐδέτερον, τίνα τὰ νοητὰ καὶ ποῖα τὰ


νοερά, οἷα δὲ καὶ τὰ θεολογούμενα σύμβολα καὶ τί ἕκαστον,
τίς ὁ τροχός, τί τὸ ἤλεκτρον, τί τὸ χρυσίον τὸ καθαρόν, ἡ
ἀτμίς, ἡ τοῦ νέφους ἐπίβασις, ὁ θρόνος, ὁ ποταμός, τί τὸ
’πετόμενον δρέπανον’, ἡ ἀξίνη, τὸ δένδρον, ἡ τομή, ὁ λίβα-
νος, ὁ δρῦς, τίνες αἱ τῶν ἀγγέλων ἐπωνυμίαι, τίνες αἱ παρ'
ἡμῖν τελεταί, τίς ἡ κοινωνία καὶ τὸ μῦρον καὶ ἡ λαμπὰς καὶ ἡ
κλίμαξ καὶ οἱ στυλίσκοι καὶ ὁ ἀναγωγὸς ἔρως καὶ ἡ οὐσία τοῦ
ἀγαθοῦ καὶ τὸ καλόν, ἀφ' ὧν καὶ τἆλλα καὶ πρὸς ἃ ἐκείνοις ἡ
ἄνοδος, τίς ἡ τεθυμιαμένη νύμφη, ἡ θύρα, τὸ δίκτυον, ὁ
καύσων, ὁ ἥλιος, ὁ ἀμπελών, ἡ φυλακή, ἡ ἐκεῖθεν

Anna Comnena Hist., Alexias Book 3, chapter 8, section 9, line 8

ταῖς δίναις τῶν ποταμίων συσχεθέντας ῥευμάτων ἐκεῖθεν


μετὰ τῶν λογάδων ἔξεισι καὶ ὑπὸ φηγόν τινα μετ' αὐτῶν
ἀπελθὼν ἵστατο. Ἤχου δὲ μεγίστου καὶ βοῆς ἀπὸ τοῦ
δρυὸς οἷον ἐξερχομένου αἰσθόμενος καὶ σφοδροτέρων ἀνέ-
μων τηνικαῦτα πνεόντων πτοηθείς, μὴ τῇ τούτων βίᾳ ὁ
δρῦς κατενεχθῇ, τοσοῦτον διάστημα ἀποστάς, ὁπόσον ὁ
δρῦς, εἰ κατενεχθείη, μὴ φθάσῃ πατάξαι αὐτόν, ἐννεὸς
296

ἵστατο.

Anna Comnena Hist., Alexias Book 3, chapter 8, section 9, line 9

μετὰ τῶν λογάδων ἔξεισι καὶ ὑπὸ φηγόν τινα μετ' αὐτῶν
ἀπελθὼν ἵστατο. Ἤχου δὲ μεγίστου καὶ βοῆς ἀπὸ τοῦ
δρυὸς οἷον ἐξερχομένου αἰσθόμενος καὶ σφοδροτέρων ἀνέ-
μων τηνικαῦτα πνεόντων πτοηθείς, μὴ τῇ τούτων βίᾳ ὁ
δρῦς κατενεχθῇ, τοσοῦτον διάστημα ἀποστάς, ὁπόσον ὁ
δρῦς, εἰ κατενεχθείη, μὴ φθάσῃ πατάξαι αὐτόν, ἐννεὸς
ἵστατο. Ὁ δ' εὐθὺς ὥσπερ ἐκ συνθήματος ῥιζόθεν ἀνα-
σπασθεὶς εἰς γῆν ὡρᾶτο κείμενος.

Manuel Philes Poeta, Scr. Rerum Nat., Carmina Chapter 2, poem 1, line
382

Μή πού τις ἐχθρὸς αὐθαδῶς ἐπιδράμῃ,


Λαθὼν τὸν ἐσμὸν τῶν παρ' ἡμῖν ταγμάτων.
{Φιλῆς.} Ἆρ' οὐκ ἀγαθὸν καὶ καθεύδειν ἔσθ' ὅτε
Καὶ τοὺς ὑπερβάλλοντας ἀμβλύνειν πόνους;
Ἆρ' οὐκ ἔτι κέκμηκεν ἡ τούτου φύσις;
Ἐστὶ γὰρ ἢ σίδηρος, ἢ δρῦς, ἢ λίθος,
Ὅταν ἑκὼν τὸ σῶμα γυμνάσειν θέλοι,
Ἢ καὶ τροφῆς ἄγευστον ἡ πεῖρα κρίνοι
Τὸν ἐκτόπως ἄγρυπνον αἰθεροδρόμον.
{Νοῦς.} Ἄσαρκος οὐκ ὢν, ἑστιᾷ μὲν τὴν φύσιν,
Πλὴν ὡς λογικὸς τοῦ περιττοῦ βελτίων,

Manuel Philes Poeta, Scr. Rerum Nat., Carmina Chapter 2, poem 2, line
23

Ἵνα τί γοῦν τρέχοντες ἐν ποδοστράβαις


Τοσοῦτον ὄγκον χρημάτων κομίσομεν;
Οὐκ ἔστιν εὑρεῖν οὐδαμῆ πάντως βάσιν·
Ἐν συμφοραῖς ὁ κόσμος ἀντισυστρόφοις,
Ὃς οὐδὲν ἂν μόνιμον ἡδῦνον φέρει.
Φύει συκῆ μὲν σῦκα, δρῦς δὲ βαλάνους,
Ὄχνην δὲ συκῆς οὐκ ἐπιφύει κλάδος,
Ἢ μῆλον ἡ δρῦς· οἶδε γὰρ εὖ τὴν φύσιν
Ὁ σπερματικὸς τῶν κατὰ γένος λόγος.
297

Πῶς οὖν τὸν εὐρίπιστον ἐκτόπως βίον

Manuel Philes Poeta, Scr. Rerum Nat., Carmina Chap 2, poem 2, line 25

Οὐκ ἔστιν εὑρεῖν οὐδαμῆ πάντως βάσιν·


Ἐν συμφοραῖς ὁ κόσμος ἀντισυστρόφοις,
Ὃς οὐδὲν ἂν μόνιμον ἡδῦνον φέρει.
Φύει συκῆ μὲν σῦκα, δρῦς δὲ βαλάνους,
Ὄχνην δὲ συκῆς οὐκ ἐπιφύει κλάδος,
Ἢ μῆλον ἡ δρῦς· οἶδε γὰρ εὖ τὴν φύσιν
Ὁ σπερματικὸς τῶν κατὰ γένος λόγος.
Πῶς οὖν τὸν εὐρίπιστον ἐκτόπως βίον
Ὕπαρξιν εὑρεῖν ἀξιοῦμεν καὶ στάσιν;
Ἐκεῖνο τοῦθ' ὅ φησιν ἡ παροιμία,
Παῖς γὰρ φέρει κρύσταλλον ἐξ ἀβουλίας·

Manuel Philes Poeta, Scr. Rerum Nat., Carmina Chapter 2, poem 44, line
3

Εἰς τὸν βασιλέα ὅτε οἱ ἐν Αἰγὸς Ποταμοῖς καὶ ἐν τῇ Συκῇ


βάρβαροι παρὰ τῶν ἡμετέρων ἀπώλοντο.

Τὴν ἔντονον δρῦν ἐκτεμεῖν τῶν βαρβάρω,


Πληγῇ μιᾷ δήπουθεν οὐκ ἦν ἀξίνης·
Καὶ νῦν, βασιλεῦ, κέδρος ἡ δρὺς εὑρέθη
Τυπεῖσα πυκνῶς τῇ κρατίστῃ σου σπάθῃ.
Τὸ Δαυιτικὸν τοιγαροῦν ᾆσον μέλος,
Ἐπεὶ παρελθὼν οὐδαμοῦ ταύτην βλέπεις·
Ὁ σός γε μὴν ἔμεινε σὸς πάλιν τόπος,
ᾯ δένδρον οὐδὲν αὖθις ἀνθήσει νόθον·

Manuel Philes Poeta, Scr. Rerum Nat., Carmina inedita (2718:


002)“Manuelis Philae Carmina inedita”, Ed. Martini, E.Naples: Typi
Academici, 1900; Atti della R. Accademia di Archeologia, Lettere e Belle
Arti 20.Poem 82, line 17

μόλις δὲ συντίθησι τοὺς ἐμπροσθίους


ἐν τοῖς ὀλισθήμασι τῶν ὀπισθίων,
φρίσσει δέ, τὴν ἄκοσμον εὐθύνει τρίχα,
καὶ τὴν κεφαλὴν ὡς μολιβδίνην φέρον
νένευκεν εἰς γῆν· κἄν τις ὀτρύνειν θέλοι,
298

τόδ' ἐστὶν ἢ σίδηρος ἢ δρῦς ἢ λίθος


πρὸς ἐντάσεις μάστιγος ἢ κέντρων βίαν.

Olympiodorus Diaconus Scr. Eccl., Commentarii in Ecclesiasten


(2865: 002); MPG 93.Τόμ. 93, page 496, line 28

τευσα ἐν αὐτοῖς ξύλον πάγκαρπον. Ἐποίησά μοι


κολυμβήθρας ὑδάτων, τοῦ ποτίσαι ἀπ' αὐτῶν
δρυμὸν βλαστῶντα ξύλα. Φιλοτίμως τοὺς παρα-
δείσους ἀπεργαζόμενος, τὰ ὑψίκομα φυτὰ, ἅπερ ἡ
γῆ τοῖς ὄρεσιν αὐτομάτως τρέφει, οἷον ἐλάτας, ἡ
ἰτέας, ἢ δρῦς, ἢ πεύκας, ταῦτα τοῖς παραδείσοις
περιεφύτευε. Διὸ καὶ δρυμοῦ μέμνηται χειροποιήτου,
ἐφ' ᾧ καὶ πλείστων ὑδάτων ἐδεῖτο

Joannes Damascenus Scr. Eccl., Theol., Sacra parallela (recensiones


secundum alphabeti litteras dispositae, quae tres libros conflant)
(fragmenta e cod. Τόμ. 96, page 117, line 16

καὶ ἐν γαλήνῃ γένηται ὁ νοῦς. Ἐὰν οὖν ἴδῃς ἄνδρα,


ἢ γυναῖκα καλὴν, μὴ θαυμάσῃς, ἐπεὶ καὶ αἱ δρύες
εἰς ὕψος εἰσὶν ἀνατεταμέναι, καρπὸν οὐκ ἔχουσαι· ἡ
δὲ ἄμπελος χαμαὶ συρομένη, ὥριμον ἔχει τὸν καρ-
πὸν τῶν βοτρύων. Τί οὖν βούλει; ἄμπελον ἔχειν ἢ
δρῦν; Δῆλον ὅτι ἄμπελον. Ἡ γὰρ δρῦς ἐν ὕψει ἑστῶσα,
ἀγρίων ἀλόγων ἔχει τροφὴν τὸν καρπόν. Τί μελίτ-
της εὐτελέστερον; Τί βέλτιον; μέλιττα, ἢ ταώς;
Ἄνελε ταῶνα, καὶ οὐδὲν ἔβλαψας· ἄνελε μέλιτταν,
καὶ πολλὰ χωλεύει.

Georgius Cedrenus Chronogr., Compendium historiarum Τόμ. 2, page


435, line 15

Βουλγάρου νομίσαντος αὐτὸν Ῥωμαῖον εἶναι (ἐνεδέδυτο γὰρ στο-


λὴν Ῥωμαϊκὴν) ἀπόλλυται, Ῥωμανὸς δὲ διασώζεται, καὶ χρόνῳ
ὕστερον ἐπάνεισι πάλιν εἰς τὴν βασιλίδα, ὡς ἐν τῷ ἰδίῳ τόπῳ λε-
λέξεται. τούτων δὲ τῶν τεσσάρων ἀδελφῶν Δαβὶδ μὲν εὐθὺς
ἀπεβίω ἀναιρεθεὶς μέσον Καστορίας καὶ Πρέσπας καὶ τὰς λεγομέ-
νας Καλὰς δρῦς παρά τινων Βλαχῶν ὁδιτῶν, Μωϋσῆς δὲ τὰς
Σέρρας πολιορκῶν λίθῳ ἀπὸ τοῦ τείχους βληθεὶς ἐτελεύτησε· καὶ
τὸν Ἀαρὼν δὲ τὰ Ῥωμαίων, ὡς λέγεται, φρονοῦντα ἢ τὴν ἀρχὴν
299

εἰς ἑαυτὸν σφετεριζόμενον ἀνεῖλεν ὁ ἀδελφὸς Σαμουὴλ παγγενεί,


κατὰ τὴν ιδʹ τοῦ Ἰουλίου μηνός, ἐν τῇ τοποθεσίᾳ τῆς Ῥαμετα-
νίτζας, μόνου Βλαδοσθλάβου τοῦ καὶ Ἰωάννου διασωθέντος, τοῦ

Constantinus VII Porphyrogenitus Imperator Hist., De thematibus


(3023: 009)
“Costantino Porfirogenito. De thematibus”, Ed. Pertusi, A.Vatican City:
Biblioteca Apostolica Vaticana, 1952; Studi e Testi 160.Asia-Europe
Europ, chapter 8, line 17

ἐκάλεσεν. Οὕτω γὰρ γράφει Ἡσύχιος ὁ Ἰλλούστριος· «ἰνδικτιὼν


τουτέστιν
ἰνακτιὼν ἡ περὶ τὸ Ἄκτιον νίκη· διὰ τοῦτο ἄρχεται μὲν ἰνδικτιὼν ἀπὸ
πρώτης καὶ καταλήγει μέχρι τῆς ιεʹ· καὶ πάλιν ὑποστρέφει καὶ ἄρχεται
ἀπὸ πρώτης, διὰ τὸ τὸν Ἀντώνιον συνάρχοντα γενέσθαι Αὐγούστῳ τῷ
Καίσαρι μέχρι τοῦ ιεʹ χρόνου, μετὰ δὲ ταῦτα μόνος ἐκράτησεν
Αὔγουστος».
Μητρόπολις δὲ τοῦ θέματος πόλις Δωδώνη, ἐφ' ἧς ἡ δρῦς ἡ φθεγγομένη
τὰ τῶν δαιμόνων μυστήρια· ἧς μνημονεύει καὶ ὁ Θεολόγος Γρηγόριος,
λέγων οὕτως· «ἢ Δωδωναίας δρυὸς ληρήματα ἢ Κασταλίας
μαντικώτατον πόμα».

Georgius Monachus Chronogr., Chronicon (lib. 1–4) (3043: 001)


“Georgii monachi chronicon, 2 vols.”, Ed. de Boor, C.Leipzig: Teubner,
1904, Repr. 1978 (1st edn. corr. P. Wirth).Page 169, line 6

κρίθη αὐτῷ Σαμουὴλ ὁ προφήτης, καὶ οὐκ ἐζήτησε κύριον,


καὶ ἀπέκτεινεν αὐτόν, καὶ ἀφαιρεθεῖσα ἡ βασιλεία ἐκ τοῦ
γένους αὐτοῦ μετηνέχθη εἰς τὸ γένος Δαυίδ. τί τοίνυν τὸν
Σαοὺλ ὤνησε τὸ μέγεθος καὶ ὕψος τοῦ σώματος; ἢ τί τὸν
Δαυὶδ ἔβλαψε τὸ σμικρὸν καὶ εὐτελὲς τῆς ἡλικίας; ὁ μὲν
γὰρ ὥσπερ τις δρῦς ὑψίκομος καρπὸν κακίας ἔφερε καὶ
τροφὴν χοίρων, ὁ δὲ οἷά περ ἄμπελος εὐκληματοῦσα καὶ
καρποφόρος ταῖς παντοδαπαῖς ἀρεταῖς οἶνον εὐφραίνοντα
καρδίας ἀνθρώπων ἐβλύστανεν.

Georgius Monachus Chronogr., Chronicon breve (lib. 1-6) (redactio


recentior) Τόμ. 110, page 217, line 52

τησε Κύριον· καὶ ἀπέκτεινεν αὐτὸν, καὶ ἀφαιρεθεῖσα


ἡ βασιλεία ἐκ τοῦ γένους αὐτοῦ, μετηνέχθη εἰς
Δαυὶδ καὶ τὸ γένος αὐτοῦ). (9) Τί τοίνυν τὸν Σαοὺλ
300

ὤνησε τὸ μέγεθος αὐτοῦ καὶ τὸ ὕψος τοῦ σώματος;


ἣ τί τὸν Δαυὶδ ἔβλαψε τὸ σμικρὸν καὶ εὐτελὲς τῆς
ἡλικίας; Ὁ μὲν γὰρ ὥσπερ τις δρῦς ὑψηλόκομος
καρπὸν κακίας ἔφερε καὶ τροφὴν χοίρων· ὁ δὲ,
οἷάπερ ἄμπελος εὐκληματοῦσα καὶ καρποφοροῦσα
ταῖς παντοδαπαῖς ἀρεταῖς, οἶνον εὐφραίνοντα καρ-
δίαν ἀνθρώπων ἐβλάστανεν. «Ἀρετῆς γὰρ, φησὶν
ὁ μέγας Ἰσίδωρος, ἀπούσης, οὐδὲν ὄφελος τῆς τοῦ

Michael Glycas Astrol., Hist., Annales (3047: 001)“Michaelis Glycae


annales”, Ed. Bekker, I.Bonn: Weber, 1836; Corpus scriptorum historiae
Byzantinae.Page 111, line 9

μόνον τῷ βλέμματι τοὺς ἐνορῶντας αὐτὸν καταβλάπτει, ἀλ-


λὰ καὶ συριγμῷ τοὺς ἀκούοντας. ὑπόξανθος δὲ ὁ τοιοῦτος
ὄφις ἐστίν, ὥσπερ φησὶ Γαληνός, ἔχων ἐν τῇ κεφαλῇ ἐπα-
ναστήματα τρία. σὺν τῷ τοιούτῳ δὲ καὶ ἑτέρων ὄφεων μέ-
μνηται λέγων “ἡ δρύϊνος ὄφις πάνυ κακίστη, ἡ καὶ ἐν δρυ-
ςὶ τὸν βίον ποιουμένη. ταύτης εἴ ποτέ τι καὶ ἐπιβαίη, τοὺς
πόδας εὐθὺς ἐκδέρεται καὶ ὀγκοῦται. ἀλλὰ καὶ ὁ θεραπεῦ-
σαι τούτους θελήσας ὁμοίως πάσχει τὰς χεῖρας. ὁ δέ γε
αἱμόρρους καὶ ἡ αἱμορροῒς τοῖς ἑαυτῶν ὀνόμασιν ὁμοίαν ποι-
οῦνται τὴν τῶν ἀνθρώπων διαφθοράν· αἱμορροοῦντες γὰρ
διά τε μυκτήρων καὶ στόματος καὶ παντὸς ἁπλῶς τοῦ σώ

Joannes Scylitzes Hist., Synopsis historiarum Emperor life


Bas2+Const8, section 11, line 27

τινος Βουλγάρου νομίσαντος Ῥωμαῖον αὐτὸν εἶναι (ἐνεδέδυτο καὶ γὰρ


στολὴν Ῥωμαϊκήν) ἀπόλλυται, Ῥωμανὸς δὲ διασῴζεται εἰς Βιδίνην,
καὶ χρόνῳ ὕστερον ἐπάνεισι πάλιν εἰς τὴν βασιλίδα, ὡς ἐν τῷ ἰδίῳ
τόπῳ λελέξεται. τούτων δὲ τῶν τεσσάρων ἀδελφῶν Δαβὶδ μὲν εὐθὺς
ἀπεβίω ἀναιρεθεὶς μέσον Καστορίας καὶ Πρέσπας εἰς (εἰς] καὶ C) τὰς
λεγομένας Καλὰς δρῦς παρά τινων Βλάχων ὁδιτῶν Μωσῆς δὲ τὰς
Σέρρας πολιορκῶν λίθῳ ἀπὸ τοῦ τείχους βληθεὶς ἐτελεύτησε
ἄλλοι δὲ οὐ λίθῳ βληθῆναι γράφουσι (λέγουσι A) τὸν Μωϋσῆν, ἀλλὰ τοῦ
ἵππου συμπεσόντος αὐτῷ, ὑπό τινος τῶν περὶ τὸν δοῦκα Μελισσηνὸν
ἀποσφάττεσθαι

Constantinus Manasses Hist., Poeta, Compendium chronicum (3074:


001)“Constantini Manassis breviarium historiae metricum”, Ed. Bekker,
I.Bonn: Weber, 1837; Corpus scriptorum historiae Byzantinae.Line 92
301

τοιοῦτον πέπλον εὐανθὲς εὐύφαντον ηὐτύχει.


ἦσαν καὶ φάλαγγες φυτῶν, ἀνέτελλον καὶ δένδρων
καλλίφυλλοι καλλίκομοι κλῶνες ὀπωροφόροι.
ἦν καὶ μηλέας εὐαυξὴς ὅρπηξ ἀγλαοκάρπου,
ἐλαῖαι τηλεθόωσαι, γλυκάζουσαι συκέαι,
πίτυς λιπαροστέλεχος, ἐλάτη, δρῦς, πτελέα.
προσέβαλλε τῆς πίτυος ἄνεμος τοῖς πετάλοις,
καὶ γλύκιον ψιθύρισμα τοῖς φύλλοις ἐνεποίει.
ἐκεῖ καὶ κέρασος καλὴ καὶ φοῖνιξ μελιτόεις,
βοτρυομήτωρ ἄμπελος, ὄρχατοι κληματίδων,
καὶ βότρυς νεκταρόχυμος ἤρτητο τῶν κλημάτων.

Pseudo-Nonnus, Scholia mythologica (3127: 001)“Pseudo–Nonniani in


iv orationes Gregorii Nazianzeni commentarii”, Ed. Nimmo Smith,
J.Turnhout: Brepols, 1992; Corpus Christianorum. Series Graeca
27.Oration 4, historia 20, line 3

Παρ' Ὁμήρῳ τῷ ποιητῇ Σελλοὶ ἔθνος Δωδωναίων. ἐκ τούτων


ἱερεῖς τῆς φηγοῦ προεβάλλοντο. ἐν ταύτῃ δὲ τῇ φηγῷ μαντεῖον
ἦν τοῦ Διός, ἡ καλουμένη Δωδωναία δρῦς. οὗτοι οὖν οἱ ἱερεῖς,
οἷα θεοῦ ὄντες θεραπευταὶ ἁγνεύοντες, οὔτε ἐλούοντο οὔτε ἐν
κλίνῃ ἐκάθευδον, ἀλλὰ χαμαί, ὥς φησιν ὁ ποιητὴς ἐν τούτῳ τῷ
ἔπει·

Pseudo-Nonnus, Scholia mythologica Oration 4, historia 77, line 2

Ὀρφεὺς γέγονε μουσικός, Θρᾷξ τὸ γένος, ὃς λέγεται ὅτι οὕτω


προσηνῶς ᾖδεν ὥστε ἐπακολουθεῖν τῇ ᾠδῇ αὐτοῦ τὰς δρῦς καὶ
τῶν ζῴων τὰ ἄλογα, καὶ τοὺς λίθους, καὶ τοὺς ποταμούς.
Τούτου δὲ φέρονται ποιήματα ἅτινα ὡς θεολογίας ἔχουσιν
Ἕλληνες. ἐν δὲ τούτοις τοῖς ποιήμασι διὰ μυθικῶν συμβόλων
λέγει τὰς τῶν θεῶν τάξεις τε καὶ σειράς, καὶ τίνων τίνα ἔργα καὶ
ποῖα τίνων τελέσματα, καὶ τίνες τίνων δημιουργοί.

Theognostus Gramm., Canones sive De orthographia (3128:


001)“Anecdota Graeca e codd. manuscriptis bibliothecarum
Oxoniensium, vol. 2”, Ed. Cramer, J.A.Oxford: Oxford University Press,
1835, Repr. 1963.Section 811, line 2

κόν· κὶς ὁ σκώληξ· λὶς ὁ λέων· Ἲς ὁ ποταμὸς, ἐπὶ γὰρ τῆς


302

ἰσχύος δικατάληκτον· ὅμως δὲ καὶ αὐτὸ διὰ τοῦ ι γράφε-


ται· Δὶς ὁ Ζεύς· τὸ γοῦν θίς· ῥίς· κἂν γὰρ διὰ τοῦ ι γρά-
φηται, ἀλλ' οὖν δικατάληκτά ἐστιν· θὶς γὰρ καὶ ῥίς.
Τὰ εἰς υς μονοσύλλαβα καὶ περισπᾶται, καὶ διὰ τοῦ υ
ψιλοῦ γράφεται· οἷον, μῦς· δρῦς· σῦς· ὗς· πλὴν τοῦ οἶς, ὃ
δηλοῖ τὸ πρόβατον.

Ζωναράς. Lexicogr., Lexicon Alphabetic letter alpha, page 344, line 19

στὴρ ξύστρα, γαστὴρ γάστρα. δύναται καὶ ἀὴρ, ἀέρος, ἀέρα, αὖρα κατὰ
κρᾶσιν.] [Αὐρόσχη. ἡ ἄμπελος.] [Αὐτάγητοι. αἱ ἑαυτὰς ἀγάμεναι.]
[Αὐτάγγελος. ἡ ἀφ' ἑαυτῆς ἀπαγγέλλουσα. αὐτάγγελος γὰρ ἡ δρῦς, αὐτή
σοι φράσει.] [Αὐτοδίκη. ὅταν αὐτὸς δι' ἑαυτοῦ τὶς δικάζεται.]

Ζωναράς. Lexicogr., Lexicon Alphabetic letter beta, pa 375, lin24

Βαλανεῖον. τὸ λοῦτρον. τινὲς μὲν λέγουσι παρὰ τὸ ἀποβάλλειν τὰς


ἀνίας· οὐ λέγουσι δὲ καλῶς· εἰ γὰρ ἦν ἐκ τούτου, ὤφειλε διὰ τοῦ ι
γράφεσθαι. ἀλλ' ἔστιν εἰπεῖν, ὅτι παρὰ τὸ τὰς βαλάνους ἄνειν, ὅ ἐστι τὰς
δρῦς καίειν· οὕτω γὰρ καλοῦνται αἱ δρῦς καὶ ἄλλό τι φυτόν. τὴν ει
δίφθογ γον διατί; τὰ ἀπὸ τῶν εἰς ευς διὰ τοῦ εῖον γινόμενα οὐδέτερα διὰ
τῆς ει διφθόγγου γράφεται, οἷον· κουρεὺς κουρεῖον.

Ζωναράς. Lexicogr., Lexicon Alphabetic letter gamma, page 431, line 14

Γεράνδρυον. παλαιὸν φυτὸν καὶ γεγηρακὸς, ἢ τὸ ἐν τῇ ῥίζῃ συμφυὲς καὶ


ἐξηραμένον. εἴρηται παρὰ τὴν δρῦν· δοκεῖ γὰρ πρῶτον φυτὸν γενέ σθαι
δρῦς. ὅθεν δρυμοὺς ἐκάλουν τοὺς δασεῖς τόπους, [ἐφ' οἵων δήποτε ὄντας
φυτῶν· καὶ δρυ φάκτους, ἀπὸ ξύλων περιωρισμένους.] Γέρα. τιμαὶ,
ἀμοιβαὶ, ἀνταποδόσεις. Γέῤῥα. τὰ κοντάρια. Θεοδώρου τοῦ Προδρόμου·
πάλιν ἐπὶ τῶν γέῤῥων τακῶ.

Ζωναράς. Lexicogr., Lexicon Alphabetic letter delta, page 569, line 25

ἢ δρυόχους τὰς πελέκεις. οἱ μὲν κρίκους ἀκού-


ουσι τινὰς μεγάλους ἐπ' ὀβελίσκων κειμένους,
οὓς καταπήγνυσθαι εἰς τὴν γῆν, ὥστε δι' αὐτῶν
τοξεύειν. ἄμεινον δὲ, ἐφ' ὧν ἡ τρόπις ἐρεί-
δεται.]
Δρῦς. τὸ δρύϊνον δένδρον. τὸ δρῦς δὲ βραχύ.
303

Δρυαχαρνεῖς. οἱ ἀναίσθητοι. ἐκωμῳδοῦντο γὰρ


οἱ Ἀχαρνεῖς ἄγριοι καὶ σκληροί.
Δρώπαξ. ὁ κεκαλλωπισμένος ἀνήρ.
Δρώπτης. πλανήτης, πτωχός.

Ζωναράς. Lexicogr., Lexicon Alphabetic letter delta, page 570, line 4

Δρυαχαρνεῖς. οἱ ἀναίσθητοι. ἐκωμῳδοῦντο γὰρ


οἱ Ἀχαρνεῖς ἄγριοι καὶ σκληροί.
Δρώπαξ. ὁ κεκαλλωπισμένος ἀνήρ.
Δρώπτης. πλανήτης, πτωχός.
Δρογγίλων. χωρίον Θρᾳκικόν.
Δρύας. παρὰ τὸ δρῦς, Δρυός. οἱ γὰρ ἀρχαῖοι πᾶν
δένδρον δρῦν ἐκάλουν. τὸ δρῦς ψιλὸν διατί; ἐκ
τοῦ δρῦς· τὰ εἰς υν καὶ εἰς υς ἅπαντα ἐπ' εὐ-
θείας καὶ ἑνικῆς πτώσεως διὰ τοῦ υ ψιλοῦ γρά-
φεται.

Ζωναράς. Lexicogr., Lexicon Alphabetic letter delta, page 570, line 5

οἱ Ἀχαρνεῖς ἄγριοι καὶ σκληροί.


Δρώπαξ. ὁ κεκαλλωπισμένος ἀνήρ.
Δρώπτης. πλανήτης, πτωχός.
Δρογγίλων. χωρίον Θρᾳκικόν.
Δρύας. παρὰ τὸ δρῦς, Δρυός. οἱ γὰρ ἀρχαῖοι πᾶν
δένδρον δρῦν ἐκάλουν. τὸ δρῦς ψιλὸν διατί; ἐκ
τοῦ δρῦς· τὰ εἰς υν καὶ εἰς υς ἅπαντα ἐπ' εὐ-
θείας καὶ ἑνικῆς πτώσεως διὰ τοῦ υ ψιλοῦ γρά-
φεται.

Ζωναράς. Lexicogr., Lexicon Alphabetic letter delta, page 572, line 25

[Δρία βησσήεντα. ὄρη σύνδενδρα. οὐκ ἀπὸ


τοῦ δρίεα κατὰ συγκοπὴν, ἀλλ' ὥσπερ ἀπὸ τοῦ
μέγαρος μέγαρον γίνεται, οὕτως δρίος δρίον, καὶ
ὥσπερ τὸ μῦρον μῦρα, οὕτως δρίον δρία.]
Δρύϊνα. ξύλινα καὶ ὡς ἂν τὶς εἴποι λίθινα· πᾶν
γὰρ ξύλον δρῦς καλεῖται.
Δρύφακτα. περιτειχίσματα, διαφράγματα.

Ζωναράς. Lexicogr., Lexicon Alphabetic letter delta, page 574, line 7


304

χαῖοι πᾶν ξύλον δρῦν ἔλεγον.]


Δρύψαι. ἀποξέσαι.
Δρύπτεται. ἐὰν τὶς ἑαυτὸν κατατίλλῃ ἐπὶ θρή-
νοις. καὶ δρύπτω τὸ σπαράττω.
δρυψάμενοι δ' ὀνύχεσι παρειάς.
[παρὰ τὰς δρῦς. τὸ γὰρ παλαιὸν ἁρπάζοντες
τὰς βαλάνους καὶ περιπαίοντες ἀλλήλους ἐσπά-
ραττον. ἀπὸ δὲ τοῦ δρυμάσσω ῥήματος, ὅπερ
καὶ αὐτὸ σημαίνει τὸ σπαράττω, ἢ ἀπὸ τῶν
λεπιζομένων δρυῶν.]

Ζωναράς. Lexicogr., Lexicon Alphabetic letter sigma, page 1684, line 13

τικὸν γὰρ τὸ ζῶον. σῦς, καὶ ἀποβολῇ τοῦ ς


ὗς. ἢ παρὰ τὸ ὕεσθαι, τὸ βρέχεσθαι. ὕω, ὕσω,
ὗς. καὶ γὰρ ἐπὶ τοῖς ὕδασι τέρπεται. καὶ πλεο-
νασμῷ τοῦ ς σῦς. [βραχὺ τὸ υ τῆς γενικῆς,
ἐπειδὴ τὰ εἰς υς περισπώμενα συστέλλουσι τὸ
υ ἐπὶ τῆς γενικῆς· μῦς, μυὸς, δρῦς, δρυὸς, σῦς,
συὸς, καὶ ὗς, ὑός.]
Συφεός. ἡ τῶν χοίρων μάνδρα.

Ζωναράς. Lexicogr., Lexicon Alphabetic letter phi, page 1804, line 1

Φηγεύς. κύριον.
Φήγινος. δρύϊνος.
Φηγός . ἡ δρῦς. ἢ πεύκη.
Φήληκας. τὰ διαπατῶντα τὰς ὄψεις σῦκα, ὡς
εἴη πέπειρα. ἀπὸ τοῦ φηλῶ, τὸ ἀπατῶ. καὶ
φήληξ, ὁ ἀπατεὼν, καὶ φηλήτης.
Φηνέας. κύριον.

Anonymi Exegesis In Hesiodi Theogoniam, Exegesis in Hesiodi


theogoniam (3156: 001)“Glossen und Scholien zur hesiodischen
Theogonie”, Ed. Flach, H.Leipzig: Teubner, 1876, Repr. 1970.
Page 371, line 17

λόν, οὗ κλέος οὔποτ' ὀλεῖται, γινώσκων γὰρ τὸ μέλλον,


καὶ ὡς οὔποτε τὸ ὄνομα τῆς τούτου σβεσθείη ποιήσεως,
τοῦτο ἐπέγραψεν.
35. ἀλλὰ τίη μοι ταῦτα. ἀλλὰ τί μοι ταῦτα, φη-
σίν, ὥσπερ εἰ ἔλεγον περὶ τῶν ἐν δρυὶ καὶ πέτρᾳ σκη-
νωμάτων. οἱ γὰρ παλαιοὶ πρὸ τοῦ κτίσαι πόλεις ἐν Δρύσὶ
305

καὶ πέτραις ᾤκουν.

Joannes Philoponus Phil., In Aristotelis meteorologicorum librum


primum commentarium (4015: 005)“Ioannis Philoponi in Aristotelis
meteorologicorum librum primum commentarium”, Ed. Hayduck,
M.Berlin: Reimer, 1901; Commentaria in Aristotelem Graeca 14.1.Τόμ.
14,1, page 72, line 25

τὸ σχῆμα τῶν ἐκπυρώσεων οὔτε τὸ μέγεθος δεικνύουσι, μόνου δὲ τοῦ


χρώματος τὴν φαντασίαν παρέχονται. τοῦ δὲ μὴ πολὺν χρόνον μένειν
τοῦτο ἡ σύστασις αἰτία ταχεῖα οὖσα. ὥσπερ γὰρ πάπυρος ἢ
στυπεῖον λεπτὸν καὶ ξηρὸν ταχέως ἐξάπτεται καὶ ἐπ' ὀλίγον χρόνον
στέγει
τὴν φλόγα θᾶττον τῆς ὕλης δαπανωμένης (τοῦτο γὰρ δηλοῖ τὸ ταχεῖα
οὖσα), δρῦς δ' ἐπειδὰν ἐξαφθῇ, πολὺν διαμένει χρόνον διὰ τὴν παχύτητα,
οὕτως ἔχει καὶ ἐπὶ τῶν εἰρημένων ἐκπυρώσεων καὶ τῶν ἀστραπῶν· λε-
πτομερὴς γὰρ αὐτῶν οὖσα ἡ ὕλη καὶ ταχέως ἐκδαπανωμένη σβέννυται.
οἱ δὲ κομῆται παχυτέρας ὕλης ὄντες, πλείονα χρόνον τὰς ἐκπυρώσεις
φυλάσσουσιν.

Photius Lexicogr., Scr. Eccl., Theol., Lexicon (Α – Δ) Alphabetic letter


delta, entry 180, line 2

Δέμνια· ἐγκοίτια στρώματα.


Δενδρυάζειν· ὑπὸ δένδρον ὑποδύεσθαι. ἀπὸ τῶν τὸ παλαιὸν
ταῖς Δρύσὶ σκέπῃ χρωμένων πρὶν τὰς οἰκήσεις εὑρεθῆναι. καὶ τὸ
καθ' ὕδατος δύεσθαι καὶ ἀποκρύπτειν ἑαυτόν.
Δενδαλίδες· οἱ μὲν ἄνθος, ἄλλοι τὰς λευκὰς κάγχρυς, οἱ δὲ
τὰς ἐπτισμένας κριθὰς πρὸ τοῦ φρυγῆναι. Θεόφραστος δὲ (fr. novum)
ὑπὸ Εὐβοέων τὰς κριθὰς οὕτω καλεῖσθαι. οἱ δὲ τὰς ἐκ κριθῶν μάζας
γινομένας.

Photius Lexicogr., Scr. Eccl., Theol., Lexicon (Α – Δ) Alphabetic letter


delta, entry 766, line 2

Δρυμός· ἐν τῷ Παραπρεσβείας Δημοσθένης (19, 326).


πόλις ἐστὶ μεταξὺ Βοιωτίας καὶ τῆς Ἀττικῆς.
Δρυμός· χωρίον τῆς Ἀττικῆς.
†Δρυμαράξεις†· σπαράξεις.
Δρύϊνος· ξύλινος, ὡς ἄν τις εἴποι λίθινος· πᾶν γὰρ ξύλον
δρῦς καλεῖται κατὰ τὸ ἡγεμονικόν. ἀπὸ τούτου καὶ τὰ ἀκρόδρυα. καὶ
306

δρύφακτοι καὶ δρυμοὶ καὶ δόρατα καὶ δούρειος ἵππος καὶ δρυπεπεῖς
ἐλαῖαι.
Δρύοχοι· δρυόχους ἐν Τιμαίῳ (81b) καλεῖ τὰ στηρίγματα τῆς
πηγνυμένης νεώς.
Δρυοπαγῆ στόλον· τὸν δρύϊνον στόλον.

Photius Lexicogr., Scr. Eccl., Theol., Lexicon (Ε – Ω) Alphabetic letter


phi, Page 644, line 17

ὑπὸ Δρύσὶ καὶ ἐλαίαις γιγνόμενον· οἱ δὲ ζῶον σφηκὸς εὐμεγέθους


μέγιστον. Φέρειν: λαμβάνειν· Ἀριστοφάνης Ἀχαρνεῦσιν· Ἐπέμψαθ' ἡμᾶς
ὡς βασιλέα τὸν μέγαν, Μισθὸν φέροντας δύο δραχμὰς τῆς ἡμέρας·
Μένανδρος Ὀλυνθίαι·

Photius Lexicogr., Scr. Eccl., Theol., Lexicon (Ε – Ω) Alphabetic letter


phi, Page 645, line 20

Φήγινος: δρύϊνος.
Φηγός : δρῦς ἢ πεύκη.
Φηγοῦς: δῆμος Ἐρεχθηΐδος.
Φηγούσιον: Λυσίας ἐν τῶ περὶ τοῦ Βατράχου φόνου.
Φηλοῦν: ἀπατᾶν· Μένανδρος Ἁλιεῖ· – δύ' οἰκίας
Φηλῶν γερόντων, ὡς λέγεις, ἀβελτέρων.
Φηλώματα: ἐξαπάτας· φηλοῦν γὰρ τὸ ἐξαπατᾶν·

Ευστάθιος Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα.


Τόμ. 1, page 158, line 30

Τελαμώνιος Αἴας παρ' Ὁμήρῳ φαίνεται. ὁ δὲ μῦθος φύσει ἄτρωτον αὐτὸν


εἶναί φησι πλάττων καί, ὅτι παρθένος εὐπρεπής ποτε γεγόνοι καὶ
Ποσειδῶνος
αὐτῇ μιγέντος αἰτησαμένη ἀνὴρ γενέσθαι καὶ ἄτρωτος μεῖναι, ὧν ἤθελεν,
ἔτυχε.
λέγεται δὲ καὶ ὑπερφρονῆσαι. ἀκόντιον γάρ, φασίν, ἐν ἀγορᾷ μέσῃ πήξας
εἰς
ὀρθὸν θεὸν τοῦτο προσέταξεν ἀριθμεῖν. ὅθεν ἡ Δίκη ποινὴν αὐτὸν
ἀσεβείας
εἰσπραττομένη πεποίηκεν ὑπὸ τοῖς Κενταύροις, οἳ Δρύσι τε καὶ ἐλάταις
307

αὐτὸν εἰς γῆν ἤρεισαν ἄρρηκτον καὶ ἄκαμπτον δύντα ὑπὸ γῆν θεινόμενον
στιβαραῖς καταΐγδην ἐλάταις», ὥς φησιν Ἀπολλώνιος. [εἴη δ' ἂν ταὐτὸν
Καινέα εἰπεῖν καὶ νικητὴν κατὰ τὸ «καίνυτο φῦλ' ἀνθρώπων» ἤγουν
ἐνίκα τοὺς τότε ἀνθρώπους.]

Ευστάθιος Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Τόμ. 1, page 171, line 26

Ευστάθιος Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Τόμ. 1, page 624, line 14

Διονυσίου Λεξικῷ φέρεται, ὅτι λέγεται οὐ μόνον δένδρον, ἀλλὰ καὶ


δένδρεον καὶ
δένδρος. φησὶ γοῦν, ὅτι δένδρον μᾶλλον ἢ δένδρος καὶ δένδρα μᾶλλον ἢ
δένδρη,
καὶ αἱ πτώσεις δένδρου καὶ δένδρῳ μᾶλλον ἢ δένδρει καὶ δένδρους.
Ξενοφῶν δέ,
φησίν, ἐκείνως μᾶλλον ὀνομάζει δένδρος καὶ δένδρει καὶ δένδρεσι καὶ
δένδρη
καὶ δένδρεα. Ὅμηρος δὲ ἔνθα μὲν δένδρεα λέγει, ἔνθα δέ «δενδρέῳ
ἐφεζόμενοι».
ὅτι δ' ἐκ τοῦ δένδρου καὶ δενδρυάζειν, ὡς καὶ ἐν Ὀδυσσείᾳ γέγραπται, τὸ
Δρύσὶ
σκέπεσθαι καὶ τὸ καθ' ὕδατος δύεσθαι, τὰ ῥητορικὰ δηλοῦσι Λεξικά. ὁ δὲ
ῥηθεὶς
Διονύσιός φησι καί, ὅτι φωνήν τινα καλοῦσιν οἱ φωνασκοὶ
δενδρυάζουσαν.

Ευστάθιος Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Τόμ. 2, page 11, line 3

Τὸ δὲ ἤστην δοκεῖ πλεονασμὸν ἔχειν τοῦ σ, εἴπερ ἀπὸ τοῦ ἦν πρώτου


προσώπου
ἑνικοῦ γίνεται. εἰ δ' ἄλλως ἐκ τοῦ ἦον γίνεται, ἔχοι ἂν σὺν τῷ ῥηθέντι
πλεο-
νασμῷ καὶ συγκοπήν. ἦον γάρ, ἦες ἦεν, δυϊκὰ ἤετον, ἠέτην, καὶ κατὰ
δύο
πάθη ἤστην. (v. 11) Ἡ δὲ τοῦ Φηγέως κλῆσις ἔοικε τῇ τοῦ Ἰδαίου
ἀκολουθεῖν.
εἰ γὰρ ὁ Ἰδαῖος τῇ Ἴδῃ τῷ ὄρει παρωνόμασται, εἴη ἂν ὁ Φηγεὺς
παρώνυμος
ταῖς Ἰδαίαις φηγοῖς, ὅ ἐστι Δρύσιν, αἳ καὶ χρήσιμοι πρὸς θυσίαν ἦσαν τῷ
πατρὶ Δάρητι, σχίζαις κατακαίοντι τὰ ἱερευόμενα. (v. 13) Ἐν τούτοις δὲ
308

καὶ
τὸν πεζὸν ἑρμηνεύων ὁ ποιητής φησιν ὁρμηθῆναι τοὺς μὲν Δαρητιάδας
ἀφ'
ἵππων, τὸν δὲ Διομήδην ἀπὸ χθονὸς πεζόν. ἐξ οὗ δῆλον ὅτι πεζὸς ὁ περὶ
τὸ
πέδον, ἀφ' οὗ καὶ γίνεται. (v. 14) Ὅτι τὸ σχεδόν ἀεὶ παρ' Ὁμήρῳ ἀντὶ τοῦ
ἐγγύς λαμβάνεται.

Ευστάθιος Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Τόμ. 2, page 172, line 2

Ὀλόφυξος, ἀφ' ἧς ἱστορεῖταί τις Ἡρόδοτος, γράψας περὶ Νυμφῶν. (v.


690)
Τὸ δὲ λελιημένος ὡς τὸ τετιημένος. ποιητικὰ δὲ ἄμφω, οὐ μήν ποτε πεζά.
(v. 691) Ὅτι τὸ πολλοὺς φονεῦσαι περιφράζων, πολέων θυμὸν ἀφελέσθαι
φησίν.
(v. 693) Ὅτι οἱ παλαιοὶ διὰ τὸ τὸν Δία, ἤγουν τὸν ἀέρα, ζωῆς εἶναι
αἴτιον,
τοιοῦτον δὲ καὶ τὴν δρῦν πάλαι ποτὲ χρηματίσαι, ὅτε οἱ ἄνθρωποι
δρυκάρποις
ἀπετρέφοντο. Διὸ καὶ Φηγός ἡ δρῦς λέγεται, παρὰ τὸ φαγεῖν. Διὰ τοίνυν
ταῦτα τῷ Διῒ τὴν δρῦν ἀνιέρωσαν, τὸ ζωοτρόφον φυτὸν τῷ ζωογόνῳ. Ἦν
τοίνυν καὶ πρὸ τῆς Τροίας δρῦς ἱερὰ τῷ Διΐ, ὡς καὶ ἀλλαχοῦ δηλοῦται,
ὑφ' ᾗ
διὰ τὴν σκιὰν καθίζουσι νῦν οἱ Λύκιοι τὸν τοῦ Διὸς Σαρπηδόνα. ἣν καὶ
περικαλ-
λέα λέγει φηγόν, διότι, ὡς εἰκός, ἀθιγὴς ἦν, ὡς οἷά τις τεμενία καὶ διὰ
τοῦτο
ἀμφιλαφὴς καὶ ἀμφιθαλής, ὡς μηδενὸς ἐκεῖθεν τολμῶντος δρέπεσθαι.

Ευστάθιος Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Τόμ. 2, page 172, line 4

(v. 691) Ὅτι τὸ πολλοὺς φονεῦσαι περιφράζων, πολέων θυμὸν ἀφελέσθαι


φησίν.
(v. 693) Ὅτι οἱ παλαιοὶ διὰ τὸ τὸν Δία, ἤγουν τὸν ἀέρα, ζωῆς εἶναι
αἴτιον,
τοιοῦτον δὲ καὶ τὴν δρῦν πάλαι ποτὲ χρηματίσαι, ὅτε οἱ ἄνθρωποι
δρυκάρποις
ἀπετρέφοντο. Διὸ καὶ Φηγός ἡ δρῦς λέγεται, παρὰ τὸ φαγεῖν. Διὰ τοίνυν
ταῦτα τῷ Διῒ τὴν δρῦν ἀνιέρωσαν, τὸ ζωοτρόφον φυτὸν τῷ ζωογόνῳ. Ἦν
τοίνυν καὶ πρὸ τῆς Τροίας δρῦς ἱερὰ τῷ Διΐ, ὡς καὶ ἀλλαχοῦ δηλοῦται,
ὑφ' ᾗ
διὰ τὴν σκιὰν καθίζουσι νῦν οἱ Λύκιοι τὸν τοῦ Διὸς Σαρπηδόνα. ἣν καὶ
309

περικαλλέα λέγει φηγόν, διότι, ὡς εἰκός, ἀθιγὴς ἦν, ὡς οἷά τις τεμενία
καὶ διὰ τοῦτο ἀμφιλαφὴς καὶ ἀμφιθαλής, ὡς μηδενὸς ἐκεῖθεν τολμῶντος
δρέπεσθαι. Οὐ μόνον δὲ διὰ σκιὰν ὑπὸ τῇ δρυῒ τὸν Σαρπηδόνα
καθίζουσιν, ἀλλὰ καὶ ὡς εἰς ἱερόν τινα τόπον, καθὰ καὶ τὸν Αἰνείαν ἐν τῷ
τοῦ Ἀπόλλωνος ἀδύτῳ.

Ευστάθιος Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Τόμ. 2, page 275, line 11

δεῖνα καλός». Ὅθεν λαβὼν Εὐριπίδης ἔφη τὸ μὴ ἂν ἀγαθὰς εἰπεῖν τὰς


γυναῖκας,
οὐδ' εἰ περὶ τούτου τὴν ἐν Ἴδῃ γραμμάτων πλήσειέ τις πεύκην. ἔνθα ὁ
νοῦς μέν,
ὡς οὐκ ἂν εὐλογήσοι τὰ γυναικῶν, οὐδ' εἰ πάντα τὰ Ἰδαῖα δένδρα
καταγρα-
φεῖεν καλὰς εἶναι τὰς γυναῖκας. Ἴδην δὲ ὄρος πᾶν φασιν ὑψηλόν, ὡς ἐκ
μέρους
καὶ κατ' ἐξοχήν τινα. Πεύκην δὲ ὁμοίως ἅπαν δένδρον καθ' ὅμοιον καὶ
αὐτὸ
τρόπον, ὥσπερ καὶ ὁ δρῦς καὶ ὁ δρυμὼν καὶ λοιπὰ συνεισάγουσι ξύλα,
καθὰ
πολλαχοῦ καὶ φαίνεται καὶ δηλοῦται. καὶ οὕτω μὲν ταῦτα. Εὐριπίδης δέ
που
τὰ Ὁμηρικὰ σήματα εἰς ξύμβολα μεταλαβών φησι «ξένοις τε πέμπειν
σύμ-
βολα, οἳ δράσουσί σ' εὖ». Ἰστέον δὲ καὶ ὅτι γράψαι μὲν παρ' Ὁμήρῳ
εὕρηται,
τὸ δὲ ἐξ αὐτοῦ ὄνομα τὸ γράμμα οὐκ οἶδεν ὁ ποιητής. Εἰ γὰρ ἐπ' αὐτοῦ ἦν
ἐν

Ευστάθιος Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Τόμ. 2, page 396, line 19

τοῦ πεσουμένου καὶ ἐπὶ τῷ ἐκείνου νεκρῷ. Εὔχονται δὲ καὶ νῦν οἱ


Ἕλληνες
καὶ τελειοῦται τὰ τῶν εὐχῶν. Οὐ γὰρ οὕτω φλήναφος ὁ ποιητὴς κατὰ
τοὺς
μετ' αὐτὸν σοφούς, ὡς ἀτελεῖς δοξάζειν τὰς εὐλόγους εὐχάς. [(v. 57 s.)
Ὅτι
κάλλος ποιήσει πρέπον ἔχουσιν ἐνταῦθα δύο στίχοι, ὧν ἐν ἀρχαῖς τὸ «κὰδ
δ'
Ἀγαμέμνων», «κὰδ δ' ἂρ Ἀθηναίη».] (v. 60) Ὅτι ἔοικέ τι μεγαλεῖον ἔχειν
ἡ πολλαχοῦ ῥηθεῖσα τοῦ Διὸς ἐν Τροίᾳ Φηγός , ὅ ἐστι δρῦς, ἣν καὶ
ὑψηλὴν λέγει. Διὸ καὶ οἷα ἐπίσημον περιεῖπον, ὡς εἰκός, αὐτὴν οἱ Τρῶες,
310

ὥς που καὶ Ξέρξης τὴν ἐρωμένην πλάτανον. ἀλλ' ἐκεῖνος μὲν ἄλλως, οἱ
δὲ Τρῶες ὡς τοῦ Διὸς ἱερὰν καὶ ὡς τά τε ἄλλα τίμιον φυτὸν καὶ ὡς
ἰσχυρὸν καὶ πολυχρόνιον καί πως κατὰ τὸ ὕψος συγγενὲς τῇ ὑψηλῇ
Τροίᾳ. Ἦν δὲ καὶ ἄλλως αἰδέσιμος ἁπλῶς ἡ δρῦς διὰ τὸ ἀρχέγονον τῆς
τροφῆς, ἣν ἐπόριζεν...

Ευστάθιος Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Τόμ. 2, page 397, line 3

...ἡ πολλαχοῦ ῥηθεῖσα τοῦ Διὸς ἐν Τροίᾳ Φηγός , ὅ ἐστι δρῦς, ἣν καὶ
ὑψηλὴν λέγει. Διὸ καὶ οἷα ἐπίσημον περιεῖπον, ὡς εἰκός, αὐτὴν οἱ Τρῶες,
ὥς που καὶ Ξέρξης τὴν ἐρωμένην πλάτανον. ἀλλ' ἐκεῖνος μὲν ἄλλως, οἱ
δὲ Τρῶες ὡς τοῦ Διὸς ἱερὰν καὶ ὡς τά τε ἄλλα τίμιον φυτὸν καὶ ὡς
ἰσχυρὸν καὶ πολυχρόνιον καί πως κατὰ τὸ ὕψος συγγενὲς τῇ ὑψηλῇ
Τροίᾳ. Ἦν δὲ καὶ ἄλλως αἰδέσιμος ἁπλῶς ἡ δρῦς διὰ τὸ ἀρχέγονον τῆς
τροφῆς, ἣν ἐπόριζεν, ὅτε οἱ παλαιοὶ βαλανηφαγεῖν εἶχον ἀνάγκην, ὁποῖοι
καὶ οἱ Ἀρκάδες, οὓς ὁ χρησμὸς κατ' ἐξαίρετόν τι βαλανηφάγους
ἐκάλεσεν. Εἰ δὲ ζωογόνος ὁ ἀὴρ Ζεύς, εἴη ἂν αὐτοῦ καὶ ἡ ζωογονοῦσα
δρῦς διὰ τὸ τρέφειν τοὺς προσιεμένους. Ὅτι δὲ ὥσπερ τοῖς ζῴοις τροφῆς,
οὕτω καὶ τοῖς δένδροις κλήσεως ἡ δρῦς μετέδωκε, δηλοῖ, ὡς ἐν ὀλιγίστῳ
φάναι, ὁ δρυμών, [ὃς καὶ δρυμὸς λέγεται καὶ οὐδέτερον τὸ ...

Ευστάθιος Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα.


Τόμ. 2, page 398, line 1

...τοῖς ζῴοις τροφῆς, οὕτω καὶ τοῖς δένδροις κλήσεως ἡ δρῦς μετέδωκε,
δηλοῖ, ὡς ἐν ὀλιγίστῳ φάναι, ὁ δρυμών, [ὃς καὶ δρυμὸς λέγεται καὶ
οὐδέτερον τὸ δρυμόν,] καὶ ὁ δρυκολάπτης καὶ τὰ δρύκαρπα καὶ τὰ
δρύφακτα καὶ αἱ δρυπεπεῖς ἐλαῖαι, [ὧν δὴ δύο λέξεων αἱ μὲν δρυπέπεις
ἢ κατά τινας περισπωμένως δρυπεπεῖς οὕτω λέγεται παρὰ τὸ ἐν δρυῒ
πεπανθῆναι, ἤγουν ἐν φυτῷ ἐλαΐνῳ, αἵτινες ἐλαῖαι καὶ γεργέριμοι κατά
τινας ἐλέγοντο. τὰ δὲ δρύφακτα παρὰ τὸ Δρύσιν, ὅπερ ἐστι ξύλοις,
φράσσεσθαι οἷον κιγκλίσιν ἢ τοιοῖσδέ τισιν, ἀπελθόντος τοῦ δευτέρου ῥῶ
πρὸς ἔκκλισιν τραχυφωνίας, ἣν πέφευγε καὶ ὁ τὴν τετράπεζαν
καλλιφωνήσας εἰς τράπεζαν καὶ τὸ τετράδραχμον εἰς τέτραχμον, ἤδη δὲ
καὶ τὸν ἐν τοῖς φρουρίοις συριγγοέμβολον συρέμβολον, ὅν, ὡς καὶ
ἀλλαχοῦ δηλοῦται, ἡ παράκοπος ὁμιλία τζιρέμβολον παραλαλεῖ.

Ευστάθιος Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Τόμ. 2, page 398, line 10

...τὸν ἐν τοῖς φρουρίοις συριγγοέμβολον συρέμβολον, ὅν, ὡς καὶ ἀλλαχοῦ


δηλοῦται, ἡ παράκοπος ὁμιλία τζιρέμβολον παραλαλεῖ, δι' οὗ ὡς ἐπὶ πολὺ
311

ὕδωρ πορίζονται οἱ πολιορκούμενοι, συγκειμένου ἀπὸ λέξεων


ἰσοδυνάμων ῥητορικῶν, τῆς τε σύριγγος καὶ τοῦ ἐμβόλου. καὶ τοιάδε μὲν
ταῦτα.] Οἱ δὲ βαλανηφάγοι λαλοῦσιν οἷον, ὅτι τοὔνομα κεῖται τῷ φυτῷ
ἐξ αὐτῶν, ἀπὸ τοῦ φαγεῖν γὰρ ἡ Φηγός . ὡς δὲ καὶ Φήγιον ὄρος ἡ φηγὸς
παράγει, ὃ πολλὰς δρῦς εἶχεν, οἶδεν ἡ ἱστορία. [Ὑπονοεῖται δὲ κατ'
ἀλληγορίαν καὶ ὁ Φηγαλεὺς Διόνυσος τῇ φηγῷ παρωνυμεῖσθαι διὰ
τὰς ἀναδενδράδας ἀμπέλους.] Ὁ δὲ Ὁμηρικὸς ἐνταῦθα μῦθος τὴν
τοιαύτην φηγὸν σεμνύνει καθίσας ἐπ' αὐτῇ τὴν Ἀθηνᾶν καὶ τὸν
Ἀπόλλωνα αἰγυπιοῖς, ὡς ἐρρέθη, ἐοικότας.

Ευστάθιος Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Τόμ. 3, page 158, line 10

...δρύας, τὸν ἁπλῶς ξυλοκόπον καὶ ὑλοτόμον δηλοῖ, ὥσπερ καὶ δρυμά
καὶ δρυμών οὐ μόνον ὁ δρύας ἔχων τόπος, ἀλλὰ καὶ λοιπὰ δένδρα. καὶ
δρυοκολάπτης, ὁ πᾶν ξύλον κολάπτων ἐπὶ ἀνευρέσει οὗ ζητεῖ. ὁ δ' αὐτὸς
τρόπος καὶ ἐπὶ [τοῦ προειρημένου] δρυφάκτου καὶ ἐπὶ δρυκάρπων, ἅπερ
εἰσὶ ξύλων καρποὶ καὶ τῶν ὁμοίων. διὸ καὶ ὁ ποιητὴς δρυτόμον εἰπὼν
ἐπάγει «τάμνων δένδρεα», οὐ μὴν δρῦς μόνους, ὡς εἶναι ταὐτὸν τὸ
τάμνειν δένδρεα καὶ τὸ δρυτομεῖν καὶ τὸ δενδροτόμον καὶ δρυτόμον.
[Ἰστέον δὲ ὅτι, ὥσπερ δρῦς ἅπαν δένδρον, ἤδη δὲ καὶ πεύκη, ὡς καὶ
Εὐριπίδης δηλοῖ ἐν τῷ «τὴν ἐν Ἴδῃ πεύκην», οὕτω καὶ δόρυ
οὐ μόνον ἰδίως λόγῳ μέρους τὸ πολεμικὸν ξύλον, ἀλλὰ καὶ ἅπαν, ὡς
δῆλον ἐκ τοῦ «δούρατα μακρὰ ταμών», καὶ «ὅς τ' εἶσι διὰ δουρὸς ὑπ'
ἀνέρος», καὶ «οὐ γάρ πω τοῖον ἀνήλυθεν ἐκ δόρυ γαίης».]

Ευστάθιος Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα.


Τόμ. 3, page 186, line 4

ὄλεθρον τὸ οἰκεῖον δόρυ γέγονεν. ἀφραίνει ἄρα ὁ ῥηθεὶς πρωθήβης, μὴ


ἀφιεὶς
τὸ δόρυ, ἀλλ' ἐφελκόμενος δι' αὐτοῦ εἰς θάνατον. Τὸ δὲ λίς κατὰ μὲν
Ἀρίσταρχον,
ὥς φασιν οἱ περὶ Ἀπίωνα καὶ Ἡρόδωρον, ὀξύνεται, συνεξομοιούμενον τῷ
χαρακτῆρι τοῦ κίς κιός, ἔτι δὲ καὶ τῷ τίς καὶ θίς καὶ ῥίς, εἰ καὶ διαφόρως
ταῦτα
κλίνεται πρὸς τὸ λίς. ὁ Αἰσχρίων δέ, φασί, περισπᾷ διὰ τὸ καὶ τὴν
αἰτιατικὴν
περισπᾶσθαι. ὡς γὰρ μῦς μῦν, δρῦς δρῦν, οὕτω καὶ λῖς λῖν. εἰ δὲ μηδὲν
τῶν
εἰς ις περισπᾶται, ἀλλ' ὁ Αἰσχρίων τοῦτο ἐποίει, ἐκφεύγων θηλυκὸν
ἐπίθετον.
312

Ευστάθιος Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Τόμ. 3, page 240, line 18

τὴν παραβολὴν εἰς τὸ οὕτω κλονεῖν τότε τὸν Αἴαντα ὅσοις ἐνέπιπτε,
δηλῶν
ὅτι νῦν ἀναγκαίως εἰς μάχην ἑαυτὸν ὁ Αἴας ἀνάπτει, τὸν ἄλλον καιρὸν
οὐκ
εὐκίνητος ἢ ὀξυκίνητος ὤν. διὸ καὶ προστέθειται τὸ «τότε». ἔστι γὰρ ἡ
προσθήκη
πρὸς τὰ πρὸ τούτου, ὅτε ὁμαλῶς καὶ οἷον νωθρότερον ὁ Αἴας ἐμάχετο.
Ἔχει
δὲ ἡ παραβολὴ οὕτω «ὡς δ' ὅτε πλήθων ποταμὸς πεδίονδε κάτεισι
χειμάρρους
κατ' ὄρεσφιν, ὀπαζόμενος Διὸς ὄμβρῳ, πολλὰς δὲ δρῦς ἀζαλέας, πολλὰς
δέ τε
πεύκας ἐσφέρεται, πολλὸν δέ τ' ἀφυσγετὸν εἰς ἅλα βάλλει, ὣς ἔφεπε
κλονέων
πεδίον», ἤτοι κατὰ τὴν πεδιάδα, «τότε φαίδιμος Αἴας, δαΐζων ἵππους τε
καὶ ἀνέρας».

Ευστάθιος Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Τόμ. 3, page 241, line 3

ἐρρέθη, ὁ χείμαρρος. Δῆλον δ' ὅτι καὶ πλοίου περὶ τὸ ἔδαφος πάσσαλος
χείμαρρος λέγεται, ὁ ἰδιωτικώτερον καλούμενος ἴβδης, ὃς ἐξαιρούμενος
ὅτε
ὁρμίζεται, οὐκ ἐᾷ ἐκεῖνο πύθεσθαι Διὸς ὄμβρῳ κατὰ Ἡσίοδον. Αἴλιος δὲ
Διονύσιος συντόμως οὕτω φησί· χειμάρρους τρῆμα νεὼς ἢ θηλυκῶς
τρήμη ὡς
πλήμη, ὅθεν ἡ ἀντλία ἐκρεῖ. Τὸ δὲ «ὀπαζόμενος» ἀντὶ τοῦ ἐπειγόμενος, ὅ
ἐστι κατόπιν ἐλαυνόμενος τῷ ἐξ ἀέρος ὄμβρῳ. (v. 494) Δρῦς δὲ ἀζαλέας
ἢ ἁπλῶς εἶπε τὰς ἐκ τοῦ παρατυχόντος ἐκσπασθείσας καὶ χρόνῳ
ἀφαυανθείσας καὶ οὕτω εὑρεθείσας ἐλαφρὰς χειμάρρῳ παρασύρεσθαι, ἢ
τὰς ἐκ προνοίας.

Ευστάθιος Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Τόμ. 3, page 241, line 9

ἁπλῶς εἶπε τὰς ἐκ τοῦ παρατυχόντος ἐκσπασθείσας καὶ χρόνῳ


ἀφαυανθείσας
καὶ οὕτω εὑρεθείσας ἐλαφρὰς χειμάρρῳ παρασύρεσθαι, ἢ τὰς ἐκ
προνοίας
ἀνθρωπίνης, ὡς εἰκός, ὃ δὴ πολλαχοῦ γίνεσθαι οἴδαμεν, παραβληθείσας
μετὰ
ὑγρὰν ὑλοτομίαν ἐγγὺς χειμάρρου, ἵνα ὅτε ξηρανθῶσι, κατασύρῃ αὐτὰς
313

ὅπῃ χρεών. καὶ ἔστι καὶ τοῦτο χρηστομάθεια βιωτικὴ ἐν παραβολῇ.


Ἰστέον δὲ ὡς ἤρκει μὲν εἰπεῖν δρῦς ἀζαλέας εἰς δήλωσιν ξύλου παντός,
ὡς καὶ προδεδήλωται, ὁ δὲ ποιητὴς καὶ πεύκας προσθέμενος ὅμως καὶ
οὕτω πᾶν ξύλον ὡς ἐκ μέρους ἐδήλωσε, καὶ μάλισθ' ὅτι τοιούτων ξύλων
μέλησις τοῖς προνοουμένοις ὕδατι πιστεύειν αὐτὰ ὥστε κατασυρῆναι. (v.
495)

Ευστάθιος Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Τόμ. 3, page 303, line 24

Ἀσκληπιάδης. εἰ μὴ ἄρα τις εἴπῃ καὶ ἐνταῦθα τὸ ὁμοῦ ἀντὶ τοῦ ἐν τῷ


αὐτῷ
τόπῳ, ἤγουν ἐν τῇ Τροίᾳ. Καὶ Παυσανίας δὲ εἰπὼν καὶ αὐτὸς τὸ μὲν ἅμα
χρονικόν, τὸ δὲ ὁμοῦ καὶ χρονικὸν καὶ τοπικόν, παρατίθησι καὶ ὅτι
ἁμάμηλις
σῦκον τὸ ἅμα μήλῳ ἀνθοῦν, καὶ μῆλον ἁμάσυκον τὸ ἅμα σύκῳ ἀνθοῦν.
Ἕτεροι
δὲ εἰπόντες ἁμάμηλιν τοὺς ἀπίους παρὰ Ἀττικοῖς λέγεσθαι, φασὶ καὶ
ἁμαδρυά-
δας νύμφας, αἳ ἅμα Δρύσὶ γίνονται καὶ ἀπογίνονται. εἰς δὲ τὸ ὁμοῦ
χρονικὸν
χρήσιμον καὶ τὸ «πόλις δ' ὁμοῦ μὲν θυμιαμάτων γέμει, ὁμοῦ δὲ παιάνων
τε καὶ στεναγμάτων». (v. 686)

Ευστάθιος Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Τόμ. 3, page 365, line 1

οὕτως αὐτοὶ ἔμιμνον ἐπερχόμενον μέγαν Ἄσιον, πλὴν οὐχ' ὡς


ἐρριζωμένοι,
ἀλλ' ὡς κινεῖσθαι μὲν δυνάμενοι, σταδαῖοι δὲ μαχηταί. διὸ ἐπήγαγεν
«οὐδὲ
φέβοντο». Τὸ δὲ «ἤματα πάντα» κεῖται μὲν παρελκόντως, οὐ γὰρ οὕτω
καὶ
οἱ Λαπίθαι ἀεὶ μίμνουσι, δηλοῖ δὲ τὸ τῶν δρυῶν πολυχρόνιον. (v. 134)
Διηνεκεῖς
δὲ ῥίζαι αἱ διὰ πολλοῦ τόπου ἐνηνεγμέναι καὶ τεταμέναι καὶ οὕτως αἴτιαι
ταῖς Δρύσὶ τοῦ μίμνειν ἄνεμον καὶ ὑετὸν ἤματα πάντα, ἤγουν ἐς
διηνεκὲς χρόνου. (v. 137 s.) Ὅτι τὸ ἀνατεῖναι τὰς ἀσπίδας ἐν μάχῃ ὑψόσε
ἀνασχεῖν λέγει. φησὶ γάρ «βόας αὔας ὑψόσε ἀνασχόμενοι». τί δὲ δηλοῖ τὸ
βόας αὔας, πρὸ ὀλίγων εἴρηται. (v. 139)

Ευστάθιος Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Τόμ. 3, page 489, line 8

μὲν οὕτω χαριέντως καὶ λέγει καὶ ποιεῖ σαρκάζων καὶ δάκνων τοὺς
314

ἀκροατὰς
Τρῶας τῷ σκώμματι, τὸ δὲ πρᾶγμα ἐκμαίνει τὸν προδεδηλωμένον
μέγαν Ἄσιον καὶ ἀμύνει. (v. 384 – 91) Φησὶ γοῦν «τῷ δ' Ἄσιος ἦλθεν
ἀμύν-
τωρ», ἢ ἦλθ' ἐπαμύντωρ, «πεζὸς πρόσθ' ἵππων», οἳ ἔπνεον κατ' ὤμων. καὶ
βληθεὶς λαιμὸν ὑπ' ἀνθερεῶνα παρὰ Ἰδομενέως πίπτει καὶ αὐτός, «ὡς ὅτε
τις δρῦς ἤριπεν ἢ ἀχερωῒς ἠὲ πίτυς βλωθρή, τήν τ' οὔρεσι τέκτονες
ἄνδρες
ἐξέταμον πελέκεσσι νεήκεσι νήϊον εἶναι». Καὶ οὕτω μὲν ἐνταῦθα ὁ
ποιητὴς
τοῖς σκυθρωποῖς ἱλαρότητα συναναμίγνυσιν, ἐμβριθείας οὐκ
ἀπηλλαγμένην,
ἐν δὲ τῇ βῆτα καθαρῶς ἱλαρύνεται καὶ τὸ κωμικὸν ἀπαρακαλύπτως
ἐμφαίνει
κατακερτομῶν εἰς τὸν γελοῖον Θερσίτην, ἐφ' ᾧ καὶ οἰκτρὰ παθόντι
πάντες
ἱλαρυνθέντες νόμῳ κωμῳδικῷ ἡδὺ ἐγέλασαν. καὶ τοῦτο μὲν τοιοῦτον.

Ευστάθιος Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα.


Τόμ. 3, page 492, line 6

μὲν ἡ ηὐξημένη ἢ εὐαυξής, ὑψηλὴ δὲ κατὰ Βοιωτοὺς ἀπὸ τοῦ μολεῖν εἰς
αἰθέρα,
μολοαιθρή τις οὖσα, καὶ ἐν συγκοπῇ καὶ ἐκβολῇ μὲν τοῦ μῦ, ἀντιβολῇ δὲ
συνήθει
τοῦ β διὰ τὸ εὔφωνον, βλωθρή. Ἀρκάδες δὲ βλωθρὴν τὴν ἁπαλήν φασι,
Μάγνητες τὴν φλοιοβαρῆ, Δρύοπες τὴν τραχεῖαν, Καρύστιοι τὴν
σκληράν. παρα-
τετηρημένως δέ, φασίν, Ὅμηρος καὶ οἰκείως ἑκάστοις τὰς κλήσεις
ἐπιτιθεὶς
λέγει δρῦς ὑψικόμους, ἰτέαν ὠλεσίκαρπον, πίτυν βλωθρήν, μελίης
ταναήκεας
ὄζους, αἰγείρους ὑδατοτρεφέας, τανύφλοιον κράνειαν. (v. 391) Τὸ δὲ
«νεήκεσιν»
οἱ μὲν ἀντὶ τοῦ νεωστὶ ἠκονημένοις, οἱ δὲ τοῖς ἔχουσι νέαν ἀκήν, ὅ ἐστιν
ἀκωκὴν
καὶ ὀξύτητα. Διό, φασί, καὶ ὤφειλεν ὀξύνεσθαι κανόνι τοιούτῳ.

Ευστάθιος Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Τόμ. 3, page 531, line 13


315

φεύγων ἔπαθεν, ὃς αὐτίκα ἑζόμενος κατ' αὖθι φίλων ἐν χερσὶν ἑταίρων


θυμὸν
ἀποπνείων, ὥς τε σκώληξ ἐπὶ γαίῃ κεῖτο ταθείς. Καὶ ὅρα τὸ ταπεινὸν τῆς
παραβολῆς. δηλοῖ γὰρ οὐδὲν εὐγενὲς τοῦ πεσόντος. οὐ γὰρ σφαδάζει, οὐ
βέβρυχεν,
οὐ διαπεταννύει χεῖρας, οὐ παντὶ μετώπῳ γῆν τύπτει, οὐ γαῖαν εἷλεν
ἀγοστῷ, ἀλ-
λὰ παρεθεὶς σκώληκος δίκην ταθεὶς κεῖται, οὗ κἄν τις θίγῃ, ἀκινητίζει, οὐ
μὴν
ὡς ὅτε δρῦς ἢ ἀχερωῒς ἢ πίτυς βλωθρὴ τανυσθείς. Φαίνεται δὲ καὶ
σφηκώδης ὁ
Ἁρπαλίων οὗτος εἶναι καὶ ἀλιπὴς καὶ τετανός, τοῦτο γὰρ ὑποβάλλει νοεῖν
ἡ τοῦ
σκώληκος παραβολή. (v. 655) Οὗπερ ἄλλως διαστέλλων τὸν κείμενόν
φησιν
»ἐκ δ' αἷμα μέλαν ῥέε, δεῦε δὲ γαῖαν», ὡς τοῦ σκώληκος ἀναίμονος
ὄντος.
Δῆλον δὲ ὡς ταπεινοτέρα ἡ τοιαύτη παραβολὴ πάνυ καὶ τῆς ἀλλαχοῦ
κατὰ
τὴν μήκωνα.

Ευστάθιος Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Τόμ. 3, page 666, line 7

ὁμοιοτήτων αὐξήσεσι, τῇ ἀπὸ θαλάσσης, τῇ ἀπὸ πυρός, καὶ τῇ ἐξ ἀνέμου,


τριῶν τούτων ἐν ἀνθρώποις ἰσχυροτάτων. (v. 394 – 401) Καί φησιν
ἑκάστην ὑπερβολὴν δυσὶ στίχοις ἐμπεριγράφων οὕτως «οὔτε θαλάσσης
κῦμα τόσον βοάᾳ ποτὶ χέρσον ποντόθεν ὀρνύμενον πνοιῇ Βορέω
ἀλεγεινῇ, οὔτε πυρὸς τόσσος γε ποτὶ βρόμος αἰθομένοιο οὔρεος ἐν
βήσσῃς, ὅτε τ' ὤρετο καιέμεν ὕλην, οὔτ' ἄνεμος τόσσον γε ποτὶ Δρύσὶν
ὑψικόμοισιν ἠπύει, ὅς τε μάλιστα μέγα βρέμεται χαλεπαίνων, ὅσση», ἢ
τόσση, «ἄρα Τρώων καὶ Ἀχαιῶν ἔπλετο φωνή, δεινὸν ἀϋσάντων, ὅτ' ἐπ'
ἀλλήλοισιν», ἤγουν κατ' ἀλλήλων, »ὄρουσαν».

Ευστάθιος Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Τόμ. 3, page 668, line 10

Τὸ δὲ «Βορέω» Ἰωνικόν ἐστι, συγκοπὲν ἐκ τοῦ Βορέεω, καθὰ καὶ τὸ


Ἑρμείω ἐκ τοῦ Ἑρμείεω, ὡς καὶ ἀλλαχοῦ δηλοῦται. (v. 396) Ἐν δὲ τῷ
»πυρὸς ποτὶ βρόμος» οὐ δοκεῖ πρὸς σύνταξιν οἰκειοῦσθαι ἡ πρόθεσις,
ἀλλὰ περιττῶς κεῖσθαι πρὸς μέτρου τελείωσιν. (v. 397) Τὸ δὲ «ὤρετο
καίειν ὕλην» συγγενές ἐστι τῷ ὀρνυμένῳ κύματι, ἐπεὶ καὶ ἐκ τοῦ ὄρω
γίνεται τὸ ὄρνυμι. (v. 398) Τὸ δὲ «Δρύσὶν ὑψικόμοισιν» Ἀγαθοκλῆς, ὡς
οἱ παλαιοί φασι, Δρύσὶν ἰξοφόροισι γράφει. αἱ μὲν γὰρ ἄκαρποι, φησί,
καὶ πλατύφυλλοι ἐρίφλοιοι καλοῦνται παρὰ Περγαμηνοῖς, αἱ δὲ
316

επτόφλοιοι καὶ καρποφόροι ἡμερίδες, ὡς καὶ ὁ ποιητὴς ἐν Ὀδυσσείᾳ


«ἡμερὶς ἡβώωσα». καὶ τοὺς ἐπὶ τούτων εὐανθοῦντας βότρυς σταφυλὰς
καλοῦσιν, ἐξ ὧν καὶ ὁ ἰξὸς γίνεται. ἡ γὰρ ἄκαρπος δρῦς, φησί,
κηκιδοφόρος ἐστίν. Ὅτι δὲ δρύες τινὲς ἡμερίδες εἰσέτι καὶ νῦν λέγονται,

Ευστάθιος Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Τόμ. 3, page 668, line 18

ὡς καὶ ὁ ποιητὴς ἐν Ὀδυσσείᾳ «ἡμερὶς ἡβώωσα». καὶ τοὺς ἐπὶ τούτων


εὐανθοῦντας βότρυς σταφυλὰς καλοῦσιν, ἐξ ὧν καὶ ὁ ἰξὸς γίνεται. ἡ γὰρ
ἄκαρπος δρῦς, φησί, κηκιδοφόρος ἐστίν. Ὅτι δὲ δρύες τινὲς ἡμερίδες
εἰσέτι καὶ νῦν λέγονται, οἱ περὶ Θρᾴκην οἴδασιν. [Ἀλλὰ ταῦτα μὲν περὶ
χερσαίων δρυῶν, τὰς δὲ θαλαςσίας ὁ Μεγαλοπολίτης ἱστορεῖ Πολύβιος,
λέγων, ὡς καὶ Ἀθήναιος παρασημειοῦται, περί που τὴν δυτικὴν Ἰβηρίαν
δρῦς εἶναι κατὰ βάθους, ὧν τὸν καρπὸν σιτουμένους τοὺς θύννους
πιαίνεσθαι. διὸ οὐκ ἄν, φησίν, ἁμάρτῃ τις λέγων ὗς θαλαττίους εἶναι
τοὺς θύννους, αὐξομένους ἀπὸ τῶν ῥηθέντων βαλάνων.

Ευστάθιος Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Τόμ. 3, page 673, line 23

ἄν; Στρόμβον δέ τινες μὲν ἄτρακτον νοοῦσιν ἀπὸ τοῦ στροβεῖσθαι καὶ
δινού-
μενον περιφέρεσθαι, ἕτεροι δὲ τὴν παιζομένην βέμβικα, ἣν καὶ στρόβαν
βούλον-
ται λέγειν οἱ ἰδιωτίζοντες, ἄλλοι τὸν ῥόμβον, τινὲς δὲ λίθον στρογγύλον.
καὶ
οὕτω μὲν ταῦτα. (v. 414 – 8) Ὁ δὲ ποιητὴς θέλων δηλῶσαι καὶ τὸ ἐκ τῆς
βολῆς τοῦ χερμαδίου πτῶμα τοῦ Ἕκτορος ἐπάγει παραβολὴν ταύτην «ὡς
δ'
ὅθ' ὑπὸ ῥιπῆς», ἢ ὑπαὶ ῥιπῆς, «πατρὸς Διός», ἤγουν ἀέρος, «ἐξερίπῃ δρῦς
πρόρριζος», ὃ ταὐτόν ἐστι τῷ προθέλυμνος, «δεινὴ δὲ θεείου γίνεται
ὀδμὴ ἐξ αὐτῆς, τὸν δ' οὐκ ἔχει θράσος, ὅς κεν ἴδηται ἐγγὺς ἐών, χαλεπὸς
δὲ Διὸς μεγάλοιο κεραυνός, ὣς πέσεν Ἕκτορος ὦκα χαμαὶ μένος ἐν
κονίῃσι». Καὶ ἔστιν ἡ παραβολὴ κατὰ τὸ πλεῖον ἁρμόττουσα τῷ
πράγματι. Κεραυνὸς μὲν γὰρ ὡσανεὶ ὁ λίθος, ὃν Αἴας ὑψόθεν ὡς μέγας
ἐνέβαλε τῷ Ἕκτορι.

Ευστάθιος Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Τόμ. 4, page 677, line 1

Ἱππώνακτι, τὸ αὐτῆς μέλαν, ἔτι δὲ ὑπόσφαγμα καὶ ὑπότριμμά τι χρήσιμον


317

ὀψαρτυταῖς, ἐξ αἵματος, φασί, τεταραγμένου μέλιτι, τυρῷ, ἁλί, κυμίνῳ,


κατὰ
δέ τινας καὶ ὄξει καὶ γάλατι καὶ φύλλοις εὐώδεσι τετριμμένοις.] (v. 32)
Ἐν δὲ
τῷ «ἀργιόδοντες» ἢ πλεονάζει τὸ ι, ὡς καὶ ἐν τῷ ἱππιοχάρμης, ἢ τροπῇ
τοῦ ο
εἰς ι γέγονεν ἐκ τοῦ ἀργόν. Τὸ δὲ «ὕες» συστέλλει τὸ δίχρονον, ἐπεὶ τὰ
εἰς υς
τοιαῦτα συστέλλει τὸ υ ἐν ταῖς πλαγίαις, μῦς μυός, δρῦς Δρυός. οὕτως
οὖν καὶ
σῦς καὶ ὗς συός καὶ ὑός. Ἀλοιφὴν δὲ καὶ νῦν τὸ λίπος φησίν, ὃ δηλωτικὸν
εὐεξίας
ἐν ζῴοις ἐστί. διὸ τὰ λιπῶντα θαλέθειν, ὅ ἐστι θάλλειν, λέγονται ἀλοιφῇ
τῇ κατὰ
στέαρ ἢ πιμελήν, ἃ συντελεῖ ποτε καὶ εἰς τὸ ἀλείφειν.

Ευστάθιος Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. Τόμ. 4, page 695, line 7

(v. 114 – 23) Εἶτα φράζει ὁ ποιητὴς τὴν ἀκολουθίαν τῆς ὑλοτομίας, εἰπὼν
«οἳ
δ' ἴσαν ὑλοτόμους πελέκεας ἐν χερσὶν ἔχοντες σειράς τ' εὐπλέκτους, πρὸ
δ' ἂρ
οὐρῆες κίον αὐτῶν», ἤγουν προεπορεύοντο αὐτῶν, «πολλὰ δ' ἄναντα
κάταντα
πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον. ἀλλ' ὅτε δὴ κνημοὺς προσέβαν πολυπίδακος
Ἴδης», τῆς προγραφείσης, «αὐτίκ' ἄρα δρῦς ὑψικόμους ταναηκέϊ χαλκῷ
τάμνον
ἐπειγόμενοι· ταὶ δὲ μεγάλα κτυπέουσαι πῖπτον. τὰς μὲν ἔπειτα
διαπλήσσοντες
Ἀχαιοὶ ἔκδεον ἡμιόνων· ταὶ δὲ χθόνα ποσὶ δατεῦντο», τουτέστι
συντεταμένως
ὥδευον «ἐλδόμεναι πεδίοιο διὰ ῥωπήϊα πυκνά. πάντες δ' ὑλοτόμοι», ὡς
Ἰδομενεὺς ἐκέλευσε, «φιτρούς», ὡς ἐρρέθη, «φέρον», ὅ ἐστι κορμούς. (v.
123)

Ευστάθιος Σχόλια στην Ομήρου Οδύσσεια. Τόμ. 2, page 29, line 40

κριθῶν, ἐξ ὧν οἱ οὐλοχύται παρονομάζονται, φύλλοις χρῶνται δρυὸς,


ἀντὶ δὲ οἴνου, ὕδατι χάριν
λοιβῆς. ποιοῦσι δὲ καὶ ταῦτα πρὸς ἀνάμνησιν τῆς παλαιφάτου τροφῆς, ἧς
πρεσβυτάτη ἦν κατὰ τοὺς
318

παλαιοὺς τοῖς ἀνθρώποις ἡ ἐκ Δρυός. ἐβαλανηφάγουν γάρ. ὡσαύτως δὲ


καὶ ἡ διὰ μόνου ὕδατος. εἰς
ταυτὸν οὖν ἄγοιτο ἂν οὐλοχύτας τε σὺν οἴνῳ προβαλέσθαι καὶ φύλλα
δρυὸς καὶ ὕδωρ πότιμον, ἅ περ
ὁ τοῦ λιμοῦ καιρὸς σχεδιάζει νῦν εἰς προθύματα. Ὅτι δὲ τίμιον ἡ δρῦς ἦν
ποτὲ, ὡς παλαιά τις ἀνθρώπων τιθήνη, ἐκ πολλῶν δῆλον. ὧν τινὰ καὶ ἐν
τοῖς εἰς τὴν Ἰλιάδα εἴρηται. δρῦς τε γὰρ ἐκεῖθεν ἅπαν ξύλον ὡς ἀπὸ
μέρους ἀξίου λόγου, καὶ δρύκαρπα, οἱ τῶν ξύλων καρποί. λέγονται δ' ἐκ
δρυὸς οὐ μόνον δρυπέπεις ἐλαῖαι βαρυτόνως κατὰ τοὺς παλαιοὺς αἱ ἐν
τῷ δένδρῳ.

Ευστάθιος Σχόλια στην Ομήρου Οδύσσεια. Τόμ. 2, page 29, line 41

... ποιοῦσι δὲ καὶ ταῦτα πρὸς ἀνάμνησιν τῆς παλαιφάτου τροφῆς, ἧς


πρεσβυτάτη ἦν κατὰ τοὺς παλαιοὺς τοῖς ἀνθρώποις ἡ ἐκ Δρυός.
ἐβαλανηφάγουν γάρ. ὡσαύτως δὲ καὶ ἡ διὰ μόνου ὕδατος. εἰς
ταυτὸν οὖν ἄγοιτο ἂν οὐλοχύτας τε σὺν οἴνῳ προβαλέσθαι καὶ φύλλα
δρυὸς καὶ ὕδωρ πότιμον, ἅ περ ὁ τοῦ λιμοῦ καιρὸς σχεδιάζει νῦν εἰς
προθύματα. Ὅτι δὲ τίμιον ἡ δρῦς ἦν ποτὲ, ὡς παλαιά τις ἀν-
θρώπων τιθήνη, ἐκ πολλῶν δῆλον. ὧν τινὰ καὶ ἐν τοῖς εἰς τὴν Ἰλιάδα
εἴρηται. δρῦς τε γὰρ ἐκεῖθεν ἅπαν ξύλον ὡς ἀπὸ μέρους ἀξίου λόγου, καὶ
δρύκαρπα, οἱ τῶν ξύλων καρποί. λέγονται δ' ἐκ δρυὸς οὐ
μόνον δρυπέπεις ἐλαῖαι βαρυτόνως κατὰ τοὺς παλαιοὺς αἱ ἐν τῷ δένδρῳ
πεπαινόμεναι αἱ καὶ γεργέριμοι, ἀλλὰ καὶ ἁπλῶς δρυπέπης καρπὸς ὁ ἐπὶ
τοῦ δένδρου πεπανθείς. ἐλέγοντο δὲ καὶ ἰσχάδες τινὲς δρυπέπεις. ὧν ἡ
μέση ὀξεῖα κατὰ τοὺς παλαιοὺς, τουτέστιν αἳ παροξύνονται, οὐ μὴν
προπαροξύνονται. οἳ καὶ δοτικὴν πληθυντικὴν αὐτῶν προφέρουσι
προπαροξύτονον· δρυπέπεσι γάρ. ἐλέγετο δὲ καὶ

Ευστάθιος Commentarium in Dionysii periegetae orbis descriptionem


Section 498, line 10

ἣν ἐγκωμιάζων φησί· «Κρήτη τιμήεσσα, τιθήνη Διὸς,


ἧς τὸ μέγεθος περιώσιον, ἤτοι μέγα, πολλή τε λιπαρά
τε καὶ εὔβοτος.» Ὑπὲρ ἧς ἡ Ἴδη, ὄρος ἐγχώριον,
ἀφ' ἧς ἡ Τρωϊκὴ Ἴδη ὠνόμασται, ὡς τῷ Γεωγράφῳ
δοκεῖ· ἣν καὶ ἐπαναλαβὼν ὁ Διονύσιος ὡς ἀξίαν λόγου
φησίν· «Ἴδη καλλικόμοισιν ὑπὸ Δρύσὶ τηλεθόωσα.»
Πολύδενδρον γὰρ τὸ ὄρος καὶ μεγαλόδενδρον. Κρήτη
δὲ λέγεται, ὡς οἱ παλαιοί φασιν, ἀπὸ τῶν ἐκεῖ οἰκη-
σάντων Κουρήτων, οἱονεὶ Κουρήτη, καὶ ἐν συγκοπῇ
Κρήτη.
319

Ησύχιος λεξικογράφος. λεξικόν. (Α – Ο) Alphabetic letter alpha, entry


7719, line 1

γὰρ λέγουσιν τὸ παρὰ φύσιν ἐκτείνειν, ὅπερ γίνεται παρὰ τοῖς


ἐγειρομένοις ἐξ ὕπνου
ἀσκός· ὑδρία
*ἀσκούμενοι· γυμναζόμενοι, παιδευόμενοι vgASn
†ἀσκουρῶτις· ἄρκτος ἡ μικρά
ἄσκρα· δρῦς ἄκαρπος
ἄσκυροι·

Ησύχιος λεξικογράφος. λεξικόν. (Α – Ο) Alphabetic letter beta, entry


264, line 1

1,45,3) q
βαρὺ τὸ σκάφιον· τοῦτο λέγεται ἐπὶ τῶν δυσαρεστουμένων
[βαρυδάνειν,] βαρίβαν· τὸν ναυσιβάτην, ἐν ναυσὶν ἐλθόντα
(Soph. fr. 474)
βάς· ἐπιβάς (Σ 65)
[βασά· αἰσχύνη. ὅ ἐστι δρῦς]
βασαγεῖ· †ἀλεσχοῖ
*βασάν· αἰσχύνη (Ps. 67,23) np

Henry George Liddell, Robert Scott, A Greek-English Lexicon, β , βα


...βασά: αἰσχύνη: ὅ ἐστι δρῦς, Hsch. βασαγεῖ: ἀλεσχοῖ, Id. Henry George
Liddell. Robert Scott. A Greek-English Lexicon. revised and augmented
throughout by. Sir Henry Stuart Jones. with the assistance of. Roderick
McKenzie. Oxford. Clarendon Press. 1940. The National Endowment for
the Humanities provided support ...

Ησύχιος λεξικογράφος. λεξικόν. (Α – Ο) Alphabetic letter delta, entry


276, line 1

καὶ ἄρτον τινὲς τὸν ἄζυμον


δάρος· τὸ βουτύπιον
δάρπη· σαργάνη. κόφινος
Δάῤῥων· Μακεδονικὸς δαίμων, ᾧ ὑπὲρ τῶν νοσούντων εὔχονται
δάρτινον· πέπλον λινοῦν
320

δάρυλλος· ἡ δρῦς, ὑπὸ Μακεδόνων


δαρχμάς· δραχμάς
δας – · ἐπὶ τοῦ πολλοῦ καὶ μεγάλου. *ἢ [λαμπάδας. ἢ] λαμπάς

Henry George Liddell, Robert Scott, A Greek-English Lexicon, δάρυλλος. δάρυλλος , ἡ,


Maced.,. A.= δρῦς, Hsch. δαρχμά , v. δαρκνά. Henry George Liddell. Robert Scott. A Greek-
English Lexicon. revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones. with the
assistance of. Roderick McKenzie. Oxford. Clarendon Press. 1940. The National Endowment
for the Humanities provided support ...

Γόδα έντερα. Γοίτα οίς. Γορπιαίος Μensis, respondens Septembri. Γοτάν ύν. Γυλλάς Ρoculi
genus. Δαινών (an Δανών;) κακοποιών, κτείνων, Δαίσιος, s. Δέσιος Μensis, Junio respondens.
Δάνος Μors. Δάρρων Μακεδονικός δαίμων, ώ υπέρ των νοσούντων εύχονται. Δάρυλλος ή
δρύς. Δέσιος. Vide Δαίσιος. Δράμις Panis genus.

Ησύχιος λεξικογράφος. λεξικόν. (Α – Ο) Alphabetic letter delta, entry


627, line 1

δενδίλλει· σκαρδαμύττει. διανεύει. σημαίνει. ἀτιμάζει. σκώπτει


*δενδίλλων· τοῖς ὀφθαλμοῖς διανεύων (Ι 180) vgAS
†δένεμορ· γῆ τις πετρώδης, εὔθρυπτος, παρὰ Λάκωσιν
δενναστόν· καταγέλαστον. λοιδορούμενον μετὰ καταγέλωτος
Δενδυρίτης· κροκόδειλος
δενδρυάζειν· ταπεινῶς ὑποδύνειν καὶ ὑπὸ τὰς δρῦς παραφεύγειν,
προστρέχειν σκέπῃ
Δένθις· οἶνος. Λάκωνες (Alcm. fr. 117)

Ησύχιος λεξικογράφος. λεξικόν. (Α – Ο) Alphabetic letter delta, entry


2438, line 1

δρύπτεσθαι· καταξύεσθαι
δρυπετεῖς· ἀπὸ δένδρου πεπτωκυίας ὠμάς (Ar. Lys. 564?)
*δρύπτεται· ξέεται r. Sn ὅτε τις ἑαυτὸν κατατίλλῃ ἐπὶ θρήνου
(Eur. Hec. 655) Snp
δρύπτουσα· σπαράττουσα
*δρῦς· πᾶν ξύλον καὶ ⌊δένδρον r. (S) s (Σ)
δρύπτην· ἀλήτην
*δρυτόμος· ὑλοτόμος (Λ 86) Sn
δρυπολεῖ· ταλαιπωρεῖ. ὀρειβατεῖ. ⌊πυρὶ πολιορκεῖ (p)
δρύπτερις· βοτάνη τις, ἐμφερὴς πτέρει
δρυφάδες· ὄνυχες. καταξύσματα
321

Ησύχιος λεξικογράφος. λεξικόν. (Α – Ο) Alphabetic letter epsilon, entry


5910, line 1

Ἐρίφιος· ὁ Διόνυσος
[Ἔριφος· ὁ μικρὸς αἴξ, ὁ ἐν τῷ ἔαρι φαινόμενος, ἤγουν ὁ πρώϊ-
μος· χίμαρος δὲ ὁ ἐν τῷ χειμῶνι]
*Ἐριφύλης· τῆς χρυσίου προδεδωκυίας τὸν ἴδιον ἄνδρα An (g)
Ἐριφύλλιον· τὸν Ἀπόλλωνα καὶ τὸν Ἑρμῆ(ν)
ἐρίφυλλος δρῦς· ἡ πλατύφυλλος r καὶ ἡ καλουμένη φελλός

Ησύχιος λεξικογράφος. λεξικόν. (Α – Ο) Alphabetic letter eta, entry


467, line 1

ἡμέριον· ἄνθρωπον. ἢ ἀνθρώπινον


ἡμερίς· ἄμπελος· ἀπὸ τοῦ ἐξημεροῦν ἡμᾶς (ε 69) rs. καὶ ἡ
κνίδη. τινὲς δὲ ἀναδενδράδα καὶ ἐλαίαν
ἡμερίσιν· ἀμπέλοις
*ἡμερίων· ἀνθρώπων (Greg. Naz. c. 2, 1, 45, 252)
ἡμερόΔρύς· εἶδος Δρυός
*ἡμεροδρόμος· ἀλληγορικῶς ὁ ἥλιος ASp
ἡμεροῖ· πραΰνει
ἡμεροκαλλές· τῶν σπορίμων ἄνθος. ἢ στεφάνωμα. οἱ δὲ ἐρίου
βάμμα φοινικοῦν.

Ησύχιος λεξικογράφος. λεξικόν. (Α – Ο) Alphabetic letter eta, entry


474, line 1

βάμμα φοινικοῦν. οἱ δὲ ἄνθος πρὸς μίαν ἡμέραν ἀκμάζον (Cratin.


fr. 98). οἱ δὲ τὴν νάρκισσον βοτάνην
ἡμερόκοιτος· ὁ κλέπτης (Hes. op. 605) r(vg)
ἡμερολόγιον· μέρος τι τῶν περὶ τὴν κύστιν
ἥμερον· τὸ ἔλαιον r
ἥμερος ὕλη· ἡ λεπτόφυλλος δρῦς
ἡμερότητος· πραΰτητος (Plat. rep. 3, 410d) (r)
ἡμεροῦν· Κράτης τὸ τὴν γῆν ἐξημεροῦν καὶ ἐργάζεσθαι. τιθέασι
δὲ καθόλου ἐπὶ τοῦ γεωργεῖν τὴν λέξιν
ἤμερσεν· ἐστέρησεν.
322

Ησύχιος λεξικογράφος. λεξικόν. (Α – Ο) Alphabetic letter iota, entry


561, line 1

Ἰλίεια· ἑορτὴ ἐν [Ἀθήναις. ἐν] Ἰλίῳ Ἀθηνᾶς Ἰλιάδος καὶ


πομπὴ καὶ ἀγών
ἰλικρινές· ἄμικτον
*ἶλιγξ· συστροφὴ ὑδάτων r. An
*Ἰλιόθι πρό· πρὸ τῆς Ἰλίου n πόλεως (Θ 561)
ἴληοι· θηρία διὰ φρυγάνων, ἢ σκώληκες ἐν ταῖς Δρύσιν, οἷς
χρῶνται εἰς δέλεαρ. Ἀντίγονος δὲ ὁ Καρύστιος ἐν τῷ περὶ
ζῴων τὸν καλούμενον μῦν ἐλειόν
*Ἴλιον εἴσω·

Ησύχιος λεξικογράφος. λεξικόν. (Α – Ο)


Alphabetic letter omicron, entry 1558, line 3

οὐδ' ἐμάτησεν· οὐδ' ἐλήρησεν (Ψ 510?)


οὐδὲ μέν· οὐδὲ μήν (Α 154)
οὐδέν· ἀντὶ τοῦ οὔ (Α 244 ..)
οὐδ' ἀπὸ παλαιφάτου Δρυός· τῆς πάλαι φημιζομένης, ὅτι
ἐξ αὐτῆς ἐγένοντο ἄνθρωποι. τινὲς δὲ γράφουσι παλαιφύτου,
ἐπειδὴ παλαιόν ἐστι φυτὸν ἡ δρῦς (τ 163)
οὐδὲν ἀπὸ τρόπου· ἀντὶ τοῦ οὐκ ἀπεικός (Plat. Phaedr.
278 d) οὐδ' ἐν δέρματι·

Ησύχιος λεξικογράφος. λεξικόν. (Π – Ω) Alphabetic letter tau, entry


1571, line 1

τρῦσις· νόσος. πόνος


τρυσμός· γογγυσμός
τρυς[ς]όν· νοσερόν. λεπτόν, ἀσθενές
τρυτάνη· ὁ ζυγός
τρύφακτος· ἔνιοι διὰ τοῦ Δ· δρῦς γὰρ τὸ ξύλον
τρυφάλη· περικεφαλαία, τρεῖς ἔχουσα λαμπροὺς ἀστέρας, ἢ ἥλους
τρυφαλίδες· τὰ τμήματα τοῦ ἁπαλοῦ τυροῦ
τρυφερός· νέος ἁπαλός, ἢ ψιλός
τρυφέν·

Ησύχιος λεξικογράφος. λεξικόν. (Π – Ω) Alphabetic letter phi, entry


337, line 1
323

φεύξεσθαι· φεύγεσθαι
φεῦ φεῦ· ἴσον τῷ οἴμοι
φεψάλυξ· φέψελος, σπινθήρ, ἄνθραξ
Φηγαιεύς· δῆμος Αἰγηΐδος
φήγινος· δρύϊνος
Φηγός · ἡ δρῦς
φηδαινής· ἀφρενής

Theodoretus Scr. Eccl., Theol., Commentaria in Isaiam (4089: 008)


“Théodoret de Cyr. Commentaire sur Isaïe, vols. 1–3”, Ed. Guinot, J.–N.
Paris: Cerf, 1:1980; 2:1982; 3:1984; Sources chrétiennes 276, 295, 315.
Section 2, line 167

ἀλλὰ καὶ τὴν γῆν δῃοῦσι καὶ τὰ δένδρα ἐκτέμνουσι καὶ


τοῖς περιβόλοις προσφέρουσι μηχανήματα καὶ θαλαττοκρά-
τορες γινόμενοι τὰς ἐμπορίας κωλύουσιν. Ταῦτα δὲ πάντα
κατὰ ταὐτὸν Ἰουδαίοις συνέβη τῆς Ῥωμαϊκῆς αὐτοῖς
στρατιᾶς ἐπελθούσης. Εἰ δὲ καὶ τροπικῶς τις νοεῖν βούλεται
δρῦς μὲν τοὺς ἐπὶ ῥώμῃ σώματος μέγα φρονοῦντας, κέδρους
δὲ τοὺς ἐπὶ δυναστείᾳ εὐθηνουμένους, πλοῖα δὲ τοὺς ὀξεῖς
τὴν διάνοιαν καὶ τἆλλα τούτοις παραπλησίως, εὐρήσει καὶ
οὕτως τὴν τῆς προφητείας ἀλήθειαν.

Theodoretus Scr. Eccl., Theol., Commentaria in Isaiam


Section 3, line 216

Αἴλιος γὰρ ἐπίκλην ὠνομάζετο. Ταῦτα τῷ προφήτῃ δια-


γορεύων εἶπεν ὁ θεὸς ὅτι πάλιν ἔσται εἰς προνομήν. Καὶ
τὴν ἐρημίαν αὐτῆς σημαίνων καὶ τῆς καρδίας τὸ ἄκαρπον
καὶ ἀντίτυπον, οὐκ ἀπῄκασε δένδρῳ καρπίμῳ ἀλλὰ τερεβίνθῳ
καὶ βαλάνῳ καὶ τούτοις φύλλω(ν ἐστ)ερημένοις. Ἢ κατὰ
τὸν Σύμμαχον· «Ἔσται εἰς καταβόσκησιν ὡς δρῦς καὶ
ὡς Βάλανος, ἥτις ἀποβαλοῦσα τὰ φύλλα ἵσταται μόνη.»
Σαφῶς γὰρ διὰ τούτων δεδήλωκεν ὅτι κατεβοσκήθη ὑπὸ
ἀλλ(ογενῶν) ἀνθρώπων καθάπερ ὑπὸ χοίρων αἱ βάλανοι
καὶ μεμένηκεν ἔρημος τῶν ἀγαθῶν ὡς δρῦς καὶ Βάλανος
καρπῶν καὶ φύλλων γεγυμνωμέναι.

Theodoretus Scr. Eccl., Theol., Quaestiones in Octateuchum (4089:


324

022)“Theodoreti Cyrensis quaestiones in Octateuchum”, Ed. Fernández


Marcos, N., Sáenz–Badillos, A.Madrid: Poliglota Matritense, 1979;
Textos y Estudios «Cardenal Cisneros» 17.Page 47, line 23

πήχεων τὸ εὖρος«, καὶ ὅτι οὗτος «ἐκ τῶν ῥαφαῒν ὑπε-


λείφθη«· καὶ τῶν κατασκόπων διηγουμένων ὅτι «ἦμεν ἐνώ-
πιον αὐτῶν ὡσεὶ ἀκρίδες«, καὶ τοῦ Θεοῦ βεβαιοῦντος τοὺς
λόγους καὶ λέγοντος ὅτι «παραδέδωκά σοι τὸν ἀμορ-
ραῖον, οὗ τὸ ὕψος ἦν ὡς κέδρου, καὶ ἰσχυρὸς ἦν
ὡς δρῦς«, καὶ περὶ τοῦ Γολιὰδ ὅτι «τεσσάρων πήχεων
καὶ σπιθαμῆς τὸ μῆκος εἶχεν«, ἡγοῦμαι γεγενῆσθαι τινὰς
παμμεγέθεις ἀνθρώπους. τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦτο σοφῶς πρυτανεύσαντος,
ἵνα γνῶσιν ὡς οὐκ ἀσθενῶν ὁ δημιουργὸς τοσοῦτον τοῖς ἀνθρώποις
ἀπένειμε μέτρον·

Cyrillus Theol., Commentarius in xii prophetas minores Τόμ. 1, page


409, line 11

ἀπετόλμων τοῖς ἰδίοις θεοῖς, πανταχῆ τὸ θεῖον πατοῦντες


ἀξίωμα, καὶ περιυβρίζοντες ἀδεῶς τὴν τῷ μόνῳ καὶ φύσει
Θεῷ πρέπουσαν δόξαν, ὅτε καὶ τοῖς ψευδωνύμοις περιθέντες
αὐτὴν, οὐδενὸς ἀξιοῦν ἠνέσχοντο λόγου.
Ἐγὼ δὲ ἐξῆρα τὸν Ἀμοῤῥαῖον ἐκ προσώπου αὐτῶν, οὗ ἦν καθὼς
ὕψος κέδρου τὸ ὕψος αὐτοῦ, καὶ ἰσχυρὸς ἦν ὡς δρῦς, καὶ
ἐξήρανα τὸν καρπὸν αὐτοῦ ἐπάνωθεν, καὶ τὰς ῥίζας αὐτοῦ
ὑποκάτωθεν.

Cyrillus Theol., Commentarius in xii prophetas minores


Τόμ. 2, page 552, line 2

καὶ δυσάντητος καὶ ἕτοιμος εἰς βεβήλωσιν. ταύτῃτοι προς-


νένευκα τῷ Ἰακὼβ, καὶ τὸν μὲν ἐκνεμηθέντα τῷ Ἡσαῦ
κατηφάνισα κλῆρον, ἔδωκά τε αὐτὸν εἰς ἐρήμωσιν. συγκε-
κρότηκα δὲ τῇ παρ' ἐμαυτοῦ φειδοῖ τὸν τοῦ Ἰακὼβ, τουτέστιν
ὑμᾶς, ἤτοι τὴν χώραν, ἢν κατῳκήκατε. ἰστέον δὲ ὅτι διερ-
μηνεύεται μὲν Ἡσαῦ Δρῦς· σκληρὸς δὲ καὶ ἀκαμπὴς, καὶ
τοῖς ἐκ δρυὸς ξύλοις ὀλίγα παραχωρῶν ὁ Ἡσαῦ, ἀπεμπο-
λήσας δὲ καὶ τὰ πρωτοτόκια βρώσεως ἕνεκα μιᾶς, ὠνόμασται
δὴ καὶ Ἐδὼμ, ὅ ἐστι γήϊνος. ταύτῃτοι καὶ Ἰδουμαίαν
κεκλῆσθαί φησι τὸ γράμμα τὸ ἱερὸν, τῶν ἐξ Ἡσαῦ γεγο-
νότων τὴν χώραν, ἢν ἐχειρώσαντο κατὰ καιροὺς Ἰουδαῖοι.
325

Cyrillus Theol., Commentarius in Isaiam prophetam


Τόμ. 70, page 372, line 10

τῇ τῶν Ἰουδαίων χώρᾳ, διάτοι τὸ πλείστους ἐν αὐτῇ


διαπρεπεστάτους εἶναι κατά τε δυναστείαν καὶ δόξαν,
εἶναί γε μὴν καὶ ἑτέρους τοῖς τῆς ἱεροσύνης αὐχήμα-
σιν ὑψοῦ τε ἠρμένους καὶ οἷον εὐοσμοτάτους. Καὶ
γοῦν ὁ προφήτης Ζαχαρίας, Λιβάνῳ μὲν παρεικάζων
τὴν Ἰουδαίαν· κέδροις τε Δρύσι τε καὶ πίτυσι τοὺς
ἐν αὐτῇ. Πυρὶ δὲ παμφάγῳ τὴν Ῥωμαίων στρατείαν,
τὴν μετὰ τὸν τοῦ Σωτῆρος σταυρὸν ὅλην αὐτῶν κατ-
εμπρήσασαν τὴν χώραν. Οὕτω φησί· «Διάνοιξον, ὁ Λί-
βανος, τὰς θύρας σου. Καὶ καταφαγέτω πῦρ τὰς κέ-
δρους σου.

Georgius Choeroboscus Gramm., Prolegomena et scholia in Theodosii


Alexandrini canones isagogicos de flexione nominum (4093: 001)
“Grammatici Graeci, vol. 4.1”, Ed. Hilgard, A.Leipzig: Teubner, 1894,
Repr. 1965.Page 138, line 33

Δεῖ δὲ προσθεῖναι ἐν τῷ κανόνι τοῦ τεχνικοῦ «καὶ χωρὶς τῶν εἰς


υς τῶν ἐχόντων τὸ υ ἐκτεταμένον»· ἐκεῖνα γὰρ προσλαμβάνουσι τὸ ι
καὶ οὐ φυλάττουσι τὸ υ ἐκτεταμένον ἐν τῇ δοτικῇ τῶν πληθυντικῶν,
ἀλλὰ συστέλλουσιν αὐτό, οἷον Φ 127 ἰχθῦς, ὅς κε φάγῃσι Λυ-
κάονος ἀργέτα δῆμον, ἰχθύος ἰχθύσι διὰ συνεσταλμένου τοῦ υ, μ
252 ἰχθύσι τοῖς ὀλίγοισι· καὶ πάλιν δρῦς Δρυός Δρύσιν ὁμοίως διὰ
συνεσταλμένου τοῦ υ, παρὰ Δρύσὶ καὶ παρὰ πεύκαις· ταῦτα δὲ
καθόλου συστέλλουσι τὸ υ ἐν τῇ δοτικῇ τῶν πληθυντικῶν. Καὶ λέγει
ὁ Ἡρωδιανός, χωρὶς τοῦ μῦς μυός μυσί· τοῦτο γὰρ φυλάττει τὸ υ,
φησίν, ἐκτεταμένον ἐν τῇ δοτικῇ τῶν πληθυντικῶν. Λαμβάνονται δὲ
αὐτοῦ τινες, ὧν ἔστι καὶ Ὦρος ὁ γραμματικός, λέγοντες μηδαμοῦ

Georgius Choeroboscus Gramm., Prolegomena et scholia in Theodosii


Alexandrini canones isagogicos de flexione nominum Page 331, line 37

μύδα· ἐὰν δὲ μακρὸν ἔχωσι τὸ υ, διὰ καθαροῦ τοῦ ος κλίνονται, εἴτε


ὀξύτονα ὦσιν εἴτε περισπώμενα, οἷον ὀϊζύς ὀϊζύος, Ἐριννύς Ἐριννύος,
πληθύς πληθύος, ἰξύς ἰξύος (σημαίνει δὲ τὴν ῥάχιν), ἰλύς ἰλύος, ἐδητύς
ἐδητύος (σημαίνει δὲ τὴν βρῶσιν, οἷον e. g. Λ 780 ἐδητύος ἠδὲ
ποτῆτος), δρῦς Δρυός (τοῦτο δὲ περισπᾶται), ὀφρῦς ὀφρύος, ὀσφῦς
ὀσφύος (σημαίνει δὲ καὶ αὐτὸ τὴν ῥάχιν· καὶ ταῦτα δὲ περισπῶνται).
326

Ἰστέον δὲ ὅτι τὰ διὰ καθαροῦ τοῦ ος κλινόμενα εἰς ν μόνως ἔχουσι


τὴν αἰτιατικήν, οἷον πίτυος πίτυν, γένυος γένυν, Δρυός δρῦν, ὀσφύος
ὀσφῦν, ὀφρύος ὀφρῦν· εὑρίσκομεν δέ τινα ἐν αὐτοῖς σπανίως διφορού-
μενα, οἷον νηδύα νηδύν, ὀφρύα ὀφρῦν, δρύα δρῦν.

Georgius Choeroboscus Gramm., Epimerismi in Psalmos Pa 159, line 8

ἙΟΡΤΗ παρὰ τὸ ἑὸν, ὃ σημαίνει τὸ ἀγαθὸν, καὶ τὸ ὀρούω,


τὸ ὁρμῶ· καὶ Ὅμηρος θεοὶ δοτῆρες ἐάων.
ΣΗΜΕΙΟΝ καὶ τεκμήριον διαφέρει, ὅτι τὰ παρερχόμενα
σημείοις πιστεύεται, τὰ δὲ μέλλοντα τεκμηρίοις.
ΔΡΥΜΟΣ, ἐκ τοῦ δρὺς Δρυός· τοῦτο παρὰ τὸ δέρω, τὸ
ἐκδέρω· οἱ γὰρ παλαιοὶ πᾶν δένδρον δρῦν ἐκάλουν.
ἈΞΙΝΗ, παρὰ τὸ ἄγω, τὸ συντρίβω, ἄξω ἀξίνη.
ΠΕΛΕΚΕΙ, δοτικῇ, ἡ εὐθεῖα πέλεκυς, γίνεται δὲ παρὰ τὸ ...
(παρὰ τὸ) λάας, ὃ σημαίνει τὸν λίθον, καὶ τὸ ξύω, γίνεται
ΛΑΞΕΥΤΗΡΙΟΝ τὸ τοὺς λίθους ξύον.

Etymologicum Genuinum, Etymologicum genuinum (α – ἁμωσγέπως)


Alphabetic letter alpha, entry 602, line 7

(2, 475 – 478)·


ἀλλ' ὅ γε πατρὸς ἑοῖο κακὴν τίνεσκεν ἀμοιβὴν
ἀμπλακίης· ὁ γὰρ οἶος ἐν οὔρεσι δένδρεα τάμνων
δή ποτ' Ἀμαδρυάδος νύμφης ἀθέριξε λιτάων,
ἥ μιν ὀδυρομένη ἀδινῷ ⟦οἴκτρῳ⟧ μειλίσσετο μύθῳ.
ἉμαΔρυάδες νύμφαι λέγονται διὰ τὸ ἅμα ταῖς Δρύσὶ γεννᾶσθαι ἢ
ἐπειδὴ δοκοῦσιν ἅμα ταῖς Δρύσὶ φθείρεσθαι. Χάρων γὰρ ὁ Λαμ-
ψακηνὸς (FGH 262 f 12) ἱστορεῖ, ὡς Ῥοῖκος δρῦν θεασάμενος
ἤδη μέλλουσαν ἐπὶ γῆν καταφέρεσθαι προσέταξε τοῖς παισὶ ταύτην
ὑποστηρίξαι. ἡ δὲ μέλλουσα συμφέρεσθαι τῇ δρυῒ νύμφη ἐπιστᾶσα
τῷ Ῥοίκῳ χάριν μὲν ἔφασκεν εἰδέναι ὑπὲρ τῆς σωτηρίας,΄’

Etymologicum Genuinum, Etymologicum genuinum (α – ἁμωσγέπως)


Alphabetic letter alpha, entry 602, line 8

ἀλλ' ὅ γε πατρὸς ἑοῖο κακὴν τίνεσκεν ἀμοιβὴν


ἀμπλακίης· ὁ γὰρ οἶος ἐν οὔρεσι δένδρεα τάμνων
δή ποτ' Ἀμαδρυάδος νύμφης ἀθέριξε λιτάων,
ἥ μιν ὀδυρομένη ἀδινῷ ⟦οἴκτρῳ⟧ μειλίσσετο μύθῳ.
ἉμαΔρυάδες νύμφαι λέγονται διὰ τὸ ἅμα ταῖς Δρύσὶ γεννᾶσθαι ἢ
327

ἐπειδὴ δοκοῦσιν ἅμα ταῖς Δρύσὶ φθείρεσθαι. Χάρων γὰρ ὁ Λαμ-


ψακηνὸς (FGH 262 f 12) ἱστορεῖ, ὡς Ῥοῖκος δρῦν θεασάμενος
ἤδη μέλλουσαν ἐπὶ γῆν καταφέρεσθαι προσέταξε τοῖς παισὶ ταύτην
ὑποστηρίξαι. ἡ δὲ μέλλουσα συμφέρεσθαι τῇ δρυῒ νύμφη ἐπιστᾶσα
τῷ Ῥοίκῳ χάριν μὲν ἔφασκεν εἰδέναι ὑπὲρ τῆς σωτηρίας, ἐπέτρεπε
δὲ αἰτήσασθαι ὅ τι βούλοιτο. ὡς δὲ ἐκεῖνος ἠξίου συγγενέσθαι αὐτῇ,

Etymologicum Genuinum, Etymologicum genuinum (ἀνάβλησις –


βώτορες) Alphabetic letter beta, entry 18, line 8

λοῦε ἐκ τρίποδος μεγάλοιο,


ὄφρα μοι ἐκ κάματον θυμοφθόρον εἵλετο γύων.
οὐ λέγουσι δὲ καλῶς· εἰ γὰρ ἦν ἐκ τούτου, ὤφειλεν διὰ τοῦ ι γρά-
φεσθαι, ἐπειδὴ τὸ ἀνία διὰ τοῦ ι γράφεται. ἀλλ' ἔστιν εἰπεῖν ***
βαλανεῖον εἴρηται τὸ λουτρὸν παρὰ τὸ τὰς βαλάνους αὔειν, τουτέστι
† τοὺς δρῦς· οὕτως γὰρ καλοῦνται † οἱ δρῦς καὶ ἄλλα τινὰ φυτά.
Ἐπαφρόδιτος (fr. 9 Luenzner) δὲ παρὰ τὸ αὔω, τὸ σημαῖνον
τὸ καίω (ε 490)·

Etymologicum Gudianum, Etymologicum Gudianum (ἀάλιον – ζειαί)


Alphabetic entry delta, page 375, line 3

{Νικήτου} Δόξα Jo. Damasc. Canon. iamb. 3, 35· παρὰ τὸ δοκῶ δόξω
δόξα.
{Χοιροβοσκοῦ} Δοξούμενοι Jo. Damasc. Canon. iamb. 1, 124· ἀντὶ τοῦ
δοξαζόμενοι.
Δορκάς· ὅτι δέρκει μακρόθεν· ἢ ἐκ τοῦ ὀξέως δέρκειν ἤγουν ὁρᾶν.
Δόρπος· εἴρηται παρὰ τὸ ἕρπειν ἡμᾶς ἀπ' αὐτοῦ εἰς ὕπνον.
Δόρυ Β 135· ἀπὸ τοῦ δρῦς Δρυός δόρυ, ἐπὶ παντὸς δένδρου
λεγόμενον ὑπὸ τῶν ἀρχαίων, ὡς μαρτυρεῖ τὸ δρυμός καὶ δρύφακτος.
ἢ παρὰ τὸ δέρω, ὃ σημαίνει τὸ λεπίζω· τοῦ γὰρ φλοιοῦ λεπίζεται τὰ
ξύλα. ἢ ἐκ τοῦ θορῶ, ὃ σημαίνει τὸ πηδῶ, θόρυ τι ὄν καὶ δόρυ, τὸ
ἐκ τῆς γῆς ἀνατρέχον· καὶ ὁ ποιητὴς ζ 167 “ἐπεὶ οὔπω τοῖον ἀνή-
λ[ο]υθεν ἐκ δόρυ γαίης”. ἢ ἐκ τοῦ δρῦς· οἱ γὰρ ἀρχαῖοι ἐκ δρυΐνων...

Etymologicum Gudianum, Etymologicum Gudianum (ἀάλιον – ζειαί)


Alphabetic entry delta, page 376, line 1

Δόρυ Β 135· ἀπὸ τοῦ δρῦς Δρυός δόρυ, ἐπὶ παντὸς δένδρου
λεγόμενον ὑπὸ τῶν ἀρχαίων, ὡς μαρτυρεῖ τὸ δρυμός καὶ δρύφακτος.
ἢ παρὰ τὸ δέρω, ὃ σημαίνει τὸ λεπίζω· τοῦ γὰρ φλοιοῦ λεπίζεται τὰ
ξύλα. ἢ ἐκ τοῦ θορῶ, ὃ σημαίνει τὸ πηδῶ, θόρυ τι ὄν καὶ δόρυ, τὸ
ἐκ τῆς γῆς ἀνατρέχον· καὶ ὁ ποιητὴς ζ 167 “ἐπεὶ οὔπω τοῖον ἀνή-
328

λ[ο]υθεν ἐκ δόρυ γαίης”. ἢ ἐκ τοῦ δρῦς· οἱ γὰρ ἀρχαῖοι ἐκ δρυΐνων


κατεσκεύαζον ξύλων.

Etymologicum Gudianum, Etymologicum Gudianum (ἀάλιον – ζειαί)


Alphabetic entry delta, page 377, line 15

ταγμένοι φίλοι[ς], ὑφ' ὧν θεραπεύονται οἱ προσήκοντες.


Δοῦλος· ἔστιν πᾶν τὸ δελεάζον.
Δοῦναι καὶ τὸ ἀποδοῦναι διαφέρει· δοῦναι μὲν γάρ ἐστι τὸ
[χ]αρίσασθαι, ἀποδοῦναι δὲ τὸ τὸ κεχρεωστημένον παρασχεῖν.
Δοῦπος· παρὰ τὸ δέους ὄπα[ς] ἔχειν.
Δουρί ex. gr. A 303· ἐκ τοῦ δρῦς Δρυός καὶ ὑπερβιβασμῷ
[βαρύνεται] δουρός καὶ δουρί.
Δούς· εἰς τὸ Δῴη σοι.
Δραίνω· εἰς τὸ Ἀδράνεια.
Δρακοντίας· εἰς τὸ Δίας.

Etymologicum Gudianum, Etymologicum Gudianum (ζείδωρος – ὦμαι)


Alphabetic entry iota, page 271, line 49

Ἰδουμαῖοι.
Ἴδρις, ἔμπειρος, παρὰ τὸ εἴδω, εἴδις καὶ ἴδρις.
Ἴδρυας, σοφοὺς, ἐπιστήμονας, ἐμπείρους, ἀπὸ τοῦ
εἴδω τοῦ σημαίνοντος τὸ ἐπίσταμαι, ὁ μέλλων εἴσω, καὶ
ἐξ αὐτοῦ εἴδις, καὶ πλεονασμῷ τοῦ ρ καὶ ἀποβολῇ
τοῦ ε ἴΔρύς. ἡ αἰτιατικὴ τῶν πληθυντικῶν ἴδρυας. καὶ
εἰς τὸ ἵΔρύςεν.

Etymologicum Gudianum, Additamenta in Etymologicum Gudianum


(ἀάλιον – ζειαί) (e codd. Vat. Barber. gr. 70 [olim Barber. I 70] + Pari
Alphabetic entry delta, page 380, line 16

Δρομεύς· δρομέως· ὁ ἡνίοχος.


Δρόσος· ... ἢ παρὰ τὸ δρῶ τὸ πράττω καὶ τὸ σῶον, ἡ σώους δρῶσα
τοὺς καρπούς.
Δρόσος· κατὰ παράλειψιν τοῦ ι· [δίοσις] ἡ ὑπὸ Διὸς ὑομένη, δίοςός τις
οὖσα, καὶ πλεονασμῷ τοῦ ρ καὶ συγκοπῇ τοῦ ι δρόσος.
{Ἐπιμερισμῶν τοῦ Ψαλτηρίου} Δρυμός Ps. 73, 6· παρὰ τὸ δρῦς Δρυός
καὶ τοῦτο ἐκ τοῦ δέρω,
τὸ ἐκδέρω·
329

Etymologicum Gudianum, Additamenta in Etymologicum Gudianum


(ἀάλιον – ζειαί) (e codd. Vat. Barber. gr. 70 [olim Barber. I 70] + Pari
Alphabetic entry epsilon, page 525, line 26

διὰ τοῦ ι ὤφειλεν, ὡς καὶ ὁ Δίδυμός φησιν. εἰπὼν δὲ “ὤφειλεν” ἐδήλωσεν


οὐ
διὰ τοῦ ι γράφεσθαι, ἀλλὰ διὰ τῆς ει. ἔστι δὲ παρὰ τὸ ἔρα τὸ σημαῖνον
τὴν
γῆν ἐράπτω καὶ ἐρέπτω καὶ πλεονασμῷ τοῦ ι ἐρείπτω καὶ κατὰ ἀποβολὴν
τοῦ
τ ἐρείπω. ἰστέον δὲ ὅτι τὸ ἐρείπω καὶ ἐνεργητικὸν σημαίνει καὶ
παθητικόν.
Ἐρίπω· ῥῆμα· σημαίνει δύο· τὸ πίπτω, ὡς τὸ N 389 alibi “ἤριπε δ'
ὡς ὅτε τις δρῦς ἢ ἀχερωΐς”· σημαίνει καὶ τὸ καταβάλλω, Ο 356 “ῥεῖ'
ὄχθας καπέτοιο βαθείης ποσσὶν ἐρείπων”.
Ἔρις· ἔριδος· ἡ διὰ λόγων φιλονεικία καὶ ἡ ἐπὶ τῷ τρέχειν.
{Ἐπιμερισμῶν τοῦ Ψαλτηρίου} Ἐρισταί Ps. 138, 20· ἐκ τοῦ ἐρίζω· ἡ
⟦εὐθεῖα ἐριστής⟧ καὶ οἱ ἐρισταί.

Etymologicum Magnum, Etymologicum magnum


Kallierges page 186, line 11

ὄφρά μοι ἐκ κάματον θυμοφθόρον εἵλετο γυίων.


Οὐ λέγουσι δὲ καλῶς. Εἰ γὰρ ἦν ἐκ τούτου, ὤφειλε
γράφεσθαι διὰ τοῦ ι. Ἀλλ' ἔστιν εἰπεῖν ὅτι ἀπὸ
τῶν βαλάνων εἴρηται· οἱ γὰρ ἀρχαῖοι βαλάνους εἶχον
ἔθος ὑποκαίειν· παρὰ τὸ τὰς βαλάνους αὔειν, τουτ-
έστι τὰς δρῦς· οὕτω γὰρ καλοῦνται οἱ δρῦς, καὶ
ἄλλό τι φυτόν. Ἐπαφρόδιτος δὲ παρὰ τὸ αὔω, τὸ
σημαῖνον τὸ καίω· Ἵνα μή ποθεν ἄλλοθεν αὔοι.
Βάλανος: Ὁ τῶν δρυῶν καρπός.

Etymologicum Magnum, Etymologicum magnum


Kallierges page 255, line 56

ἴλλους, ἤγουν κινεῖν τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ μετα-


φέρειν. Ἴλλοι δὲ, οἱ ὀφθαλμοὶ, οἱ ῥᾳδίως εἰλού-
330

μενοι καὶ εὐμετάφοροι πρὸς ἑκάτερα.


Δενδαλίδες: Ἱεραὶ κριθαί.
Δενδρυάζειν: Τὸ καταδύνειν καὶ κρύπτεσθαι,
κυρίως εἰς τὰς δρῦς, καταχρηστικῶς δὲ καὶ ἐπὶ
τοῦ ἁπλῶς δύνειν καὶ κρύπτειν· ἀπὸ τῶν παλαιῶν
ταῖς Δρύσὶ σκέπῃ χρωμένων· τοὺς γὰρ παλαιοὺς τῶν
ἀνθρώπων πρὸ τῆς τῶν οἴκων εὑρέσεως ἐν τοῖς κοιλώ-
μασι τῶν δρυῶν λέγεται καταδύνοντας οἰκεῖν. Παρὰ
τὸ δρύας, δρυάζειν, καὶ δενδρυάζειν.

Etymologicum Magnum, Etymologicum magnum


Kallierges page 256, line 1

μενοι καὶ εὐμετάφοροι πρὸς ἑκάτερα.


Δενδαλίδες: Ἱεραὶ κριθαί.
Δενδρυάζειν: Τὸ καταδύνειν καὶ κρύπτεσθαι,
κυρίως εἰς τὰς δρῦς, καταχρηστικῶς δὲ καὶ ἐπὶ
τοῦ ἁπλῶς δύνειν καὶ κρύπτειν· ἀπὸ τῶν παλαιῶν
ταῖς Δρύσὶ σκέπῃ χρωμένων· τοὺς γὰρ παλαιοὺς τῶν
ἀνθρώπων πρὸ τῆς τῶν οἴκων εὑρέσεως ἐν τοῖς κοιλώ-
μασι τῶν δρυῶν λέγεται καταδύνοντας οἰκεῖν. Παρὰ
τὸ δρύας, δρυάζειν, καὶ δενδρυάζειν.

Etymologicum Magnum, Etymologicum magnum


Kallierges page 283, line 25

Καὶ δὴ δοῦρα σέσηπε νεῶν. Καὶ τὸ κοντάριον, ὡς τὸ,


Εὖ μέν τις δόρυ θηξάσθω. Καὶ πάλιν,
αἷμα κελαινὸν ἐρωήσει περὶ δουρί.
Εἴρηται ἀπὸ τοῦ δρῦς δρυὸς, δόρυ· ἐπὶ παντὸς λεγό-
μενον ξύλου ὑπὸ τῶν παλαιῶν, ὡς μάρτυς δρυμὸς,
καὶ δρύφακτος. Ἢ παρὰ τὸ δέρω, τὸ λεπίζω· τοῦ
γὰρ φλοιοῦ λεπίζεται τὰ ξύλα. Ἢ παρὰ τὸ δρύπω·
ἢ ἐκ τοῦ δρῦς· οἱ γὰρ ἀρχαῖοι ἐκ δρυΐνων κατεσκεύαζον.

Etymologicum Magnum, Etymologicum magnum Kallierges page 284,


line 38

γῆρας γίνεται γῆρος καὶ ἀπὸ τοῦ δέρας δέρος, οὕτως


καὶ ἀπὸ τοῦ δόρυ δόρατος γίνεται δόρος· κἀκεῖθεν ἡ
δοτικὴ δόρει, ὥσπερ τεῖχος τείχει. Τὸ δὲ δουρὶ
ἀπὸ τῆς δουρὸς γενικῆς γέγονε δοτική.
Δουρὶ δ' ἐπαΐσσων.
331

Ἀντὶ τοῦ σὺν δόρατι. Ἢ ἐκ τοῦ δρῦς δρυὸς, ὑπερ-


θέσει, δουρὸς καὶ δουρί. Καὶ δουρικλυτὸς, ὁ κατὰ
τὴν μάχην κλυτός.
Δοῦρα: Δόρατα, ξύλα. Ἰστέον ὅτι τὰ γόνυα
καὶ δόρυα γίνεται καθ' ὑπέρθεσιν τοῦ υ, γοῦνα καὶ
δοῦρα.

Etymologicum Magnum, Etymologicum magnum


Kallierges page 288, line 22

Ἐκωμῳδοῦντο γὰρ οἱ Ἀχαρνεῖς, ὡς ἄγριοι καὶ σκλη-


ροί· Ποτάμιοι δὲ, ὡς ῥᾳδίως δεχόμενοι τοὺς παρεγ-
γράφους· Θυμοιτάδαι καὶ Προσπάλτιοι, ὡς δικα-
στικοί.
Δρύϊνος: Ξύλινος, ὡς ἄν τις εἴποι λίθινος· πᾶν
γὰρ ξύλον δρῦς καλεῖται παρὰ τοῖς παλαιοῖς. Καὶ
δρυμὼν, ὁ σύνδενδρος τόπος, ἀπὸ τῶν δρυῶν· οὕτως
γὰρ ἐκάλουν πᾶν δένδρον· καταχρηστικῶς δὲ καὶ
ἀκρόδρυα οὐ μόνον βαλάνους, ἀλλὰ παντὸς φυτοῦ
καρπὸν ἐδώδιμον· καὶ γεράνδρυα, πάντα τὰ παλαιὰ
φυτά· δρῦν γὰρ ἐκάλουν πᾶν δένδρον ἀπὸ τοῦ .

Etymologicum Magnum, Etymologicum magnum


Kallierges page 288, line 29

γὰρ ἐκάλουν πᾶν δένδρον· καταχρηστικῶς δὲ καὶ


ἀκρόδρυα οὐ μόνον βαλάνους, ἀλλὰ παντὸς φυτοῦ
καρπὸν ἐδώδιμον· καὶ γεράνδρυα, πάντα τὰ παλαιὰ
φυτά· δρῦν γὰρ ἐκάλουν πᾶν δένδρον ἀπὸ τοῦ ἀρχαιο-
τέρου· καὶ δρυτόμος, ὑλοτόμος, ξυλοτόμος. Τὸ
δὲ δρῦς, ἐπὶ μὲν εὐθείας, μακρὸν ἔχει τὸ υ· ἐπὶ δὲ
τῆς ἄλλης κλίσεως, βραχύ· ὁμοίως καὶ τὸ ἰχθῦς·
ἔτι σῦς, συός· ὗς, ὑός.

Etymologicum Magnum, Etymologicum magnum


Kallierges page 288, line 54

πάλαι γὰρ τὰ πάντα ξύλα δρύας ἐκάλουν καὶ δρυμόν.


Ἢ παρὰ τὴν δρῦν καὶ τὸ πακτῶσαι, ὅ ἐστι πῆξαι,
δρύπακτος καὶ δρύφακτος.
Δρύπτω: Τὸ σπαράττω. Ὅμηρος,
332

Δρυψάμενοι δ' ὀνύχεσσι παρειάς.


Παρὰ τὰς δρῦς. Τὸ γὰρ παλαιὸν ἁρπάζοντες τὰς
βαλάνους, περιπαίοντες ἀλλήλους ἐσπάραττον· ἀπὸ
δὲ τούτου, δρυμάσσω ῥῆμα τὸ σπαράττω. Ἢ ἀπὸ
τῶν περιλεπιζομένων δρυῶν εἴρηται.
Δρύψελλον: Τὸ λέμμα, ὁ φλοιός. Παρθένιος,
Οὐδὲ πόροι ῥίζης δρύψελα ποντιάδος.

Etymologicum Magnum, Etymologicum magnum


Kallierges page 576, line 12

λάνιππος καὶ μελαγχροίης, παρὰ τὸ μέλαν ἡ σύν-


θεσις· τὸ δὲ μελανοπτέρυγες καὶ τὰ ὅμοια, παρὰ
τὴν μέλανος γενικὴν ἡ σύνθεσις. Ὥστε πῇ μὲν
τὴν γενικὴν λαμβάνουσιν, ὡς τὸ μελανόχροες· πῇ
δὲ τὸ οὐδέτερον, ὡς τὸ μελαγχαίτης, ὡς ὅταν εὕρω-
μεν δρυπέτης, ἀπὸ τῆς δρὺς εὐθείας λέγομεν εἶναι·
τὸ δὲ δρυοκολάπτης, ἀπὸ τῆς δρυὸς γενικῆς.
Μελαγχρής: Ἀπὸ τοῦ μελαγχροίης συνε-
κόπη.

Etymologicum Magnum, Etymologicum magnum Kallierges page 791,


line 24

Φειδώ: Πρόνοια, φεισμονὴ, εὐσπλαγχνία. Ση-


μαίνει δὲ καὶ τὴν φροντίδα· οἷον,
Οὐ γάρ τις φειδὼ νεκύων κατατεθνειώτων
γίνεται. Ἰλιάδος ηʹ.
Φηγός : Δρῦς, ἢ πεύκη. Παρὰ τὸ φώγεσθαι, ὅ ἐστι
καίεσθαι. Τὰ γὰρ ἔσω τῶν βαλάνων ἐσθίοντες, τὰ ἔξω
ἔκαιον πρὸς θέρμην. Ἢ παρὰ τὸ φαγεῖν ἐξ αὐτῆς τὰς
βαλάνους τοὺς ἀνθρώπους. Καὶ φήγινος, δρύϊνος.
Φηγαιεῦσι: Δῆμος τῆς Αἰαντίδος.
Φηγοῦς: Δῆμος τῆς Ἐρεχθηΐδος.

Catenae (Novum Testamentum), Catena in epistulam ad Romanos (typus


Monacensis) (e cod. Monac. gr. 412) Page 330, line 29

γὰρ διὰ νόμου. δεύτερος δὲ καὶ μετ' ἐκεῖνον, ὁ ἐν πίστει διὰ


Χριστοῦ.
Ἴδοι δ' ἄν τις τῶν δύο λαῶν τὴν ὡς ἐν γνώμῃ καὶ τρόποις δια-
333

φορὰν, καὶ ἐξ αὐτῶν οἶμαί που τῶν ὀνομάτων, ἃ ἦν ἐπ' ἀμφοῖν·


καὶ ἐκ τῆς τῶν σωμάτων ἰδέας ἤτοι κατασκευῆς. ὁ μὲν γὰρ Ἡσαῦ
διερμηνεύεται δρῦς. τουτέστιν, ἀπηνής τε καὶ ἀκαμπής. εἴρηται
δέ που πρὸς τὸν Ἰσραὴλ παρὰ Θεοῦ, “γινώσκω ἐγὼ ὅτι σκληρὸς
“εἶ, καὶ νεῦρον σιδηροῦν ὁ τράχηλός σου· καὶ τὸ μέτωπόν σου
“χαλκοῦν.” πτερνιστὴς δὲ ὁ Ἰακώβ· τουτέστι, τεχνίτης·

Sophronius Gramm., Excerpta ex Joannis Characis commentariis in


Theodosii Alexandrini canones (4149: 001)“Grammatici Graeci, vol.
4.2”, Ed. Hilgard, A.
Leipzig: Teubner, 1894, Repr. 1965.Page 391, line 16

Ὁ ἡδύς τοῦ ἡδέος· τὰ εἰς υς τριγενῆ καὶ ἑξῆς. Τριγενῆ


ἐστιν ὅσα ποιεῖ θηλυκὸν καὶ οὐδέτερον ἐν παρασχηματισμῷ, μονογενῆ
δὲ τὰ καθ' ἑνὸς γένους λεγόμενα. Εἶπε δὲ «εἰς υς» διὰ τὰς ἄλλας
καταλήξεις· «τριγενῆ» διὰ τὰ μονογενῆ. Παραλέλοιπε δὲ κἀνταῦθα τὰ
μονοσύλλαβα, καὶ ἡ αἰτία πρόδηλος· φαμὲν δέ, ὅτι τὰ εἰς υς μονο-
σύλλαβα περισπᾶται καὶ τὸ υ φυλάττει· μονογενῆ γάρ, σῦς ὗς μῦς δρῦς,
συός ὑός μυός Δρυός· τὰ δὲ ὑπὲρ μίαν συλλαβὴν διὰ τοῦ εος· καὶ οὕτω
πᾶσαι αἱ διάλεκτοι· εὑρέθη δὲ παρ' Ἀριστοφάνει θήλυδος, ἀλλ' οὐ
χρηστέον. Ἰστέον δὲ ὅτι τὰ εἰς υς σύνθετα, εἰ μὲν εἴη ἀπὸ τῶν εἰς
υς, τὴν τῶν ἁπλῶν φυλάττει κλίσιν, εἰ δ' ἀπ' ἄλλου, διὰ τοῦ δος, τρί-
βραχυς τριβράχεος

Commentaria In Dionysii Thracis Artem Grammaticam, Scholia


Vaticana (partim excerpta ex Georgio Choerobosco, Georgio quodam,
Porphyrio, Melampode, Stephano, Diomede Page 242, line 25

Γενικὸν δέ ἐστι τὸ δυνάμενον εἰς πολλὰ εἴδη διαιρεθῆναι,


οἷον ζῷον φυτόν.] Γενικόν ἐστιν ᾧ περιέχεται καὶ περιείληπται πολλὰ
καὶ ἀνόμοια εἴδη· ἐν μὲν γὰρ τῷ ζῴῳ πολλὰ ἔστιν εἴδη, ἄνθρωπος
ἵππος βοῦς, ἐν δὲ τῷ φυτῷ ἄμπελος δρῦς ἐλαία καὶ πάντα τὰ φυό-
μενα· φυτὸν γὰρ τὸ γένος, καὶ πᾶν φυόμενον ὑπὸ τοῦτο ἀνάγεται.
Εἰδικὸν δέ ἐστι τὸ ἐκ τοῦ γένους διαιρεθέν, οἷον βοῦς
ἵππος ἄμπελος ἐλαία.]

Commentaria In Dionysii Thracis Artem Grammaticam, Scholia


Vaticana (partim excerpta ex Georgio Choerobosco, Georgio quodam,
Porphyrio, Melampode, Stephano, Diomede Page 244, line 2

Εἰς τὸ αὐτὸ καὶ ἄλλως. – Εἰ ἄρα καὶ τὰ ὀνόματα ἔχουσι διαθέσεις,


διὰ τί οὐ λέξομεν ἓξ παρέπεσθαι τῷ ὀνόματι, οἷον γένη εἴδη σχήματα
ἀριθμοὺς πτώσεις διαθέσεις; Καί φαμεν ὅτι διὰ τοῦτο τὰς διαθέσεις οὐ
334

συναριθμοῦμεν τοῖς παρεπομένοις τῷ ὀνόματι, ἐπειδὴ οὐ πάντα τὰ ὀνό-


ματα σημαίνει ἐνέργειαν καὶ πάθος· ἰδοὺ γὰρ τὸ Αἴας καὶ τὸ Πηλεύς
καὶ τὸ λᾶας καὶ τὸ δρῦς καὶ τὸ σοφός οὔτε ἐνέργειαν οὔτε πάθος δη-
λοῦσιν.

Lexica Segueriana, Collectio verborum utilium e differentibus rhetoribus


et sapientibus multis (Σb) (recensio aucta e cod. Co
Alphabetic entry delta, page 201, line 30

δρέπεται: θερίζεται. τρυγᾶται. ἀπανθίζεται.


δρέπου: τρύγα.
δρεφθῆναι: ἀποδρεπανισθῆναι.
δρυπέτης: ὁ πέπειρος καρπὸς τῶν δένδρων.
δρύπτεται: ξύεται.
δρῦς: εἶδος δένδρου, καὶ πᾶν δένδρον.
δρυτόμος: ὑλοτόμος.
δρύφη: ξέσματα.
δρύφακτοι: ξύλινοι θώρακες. τὰ διαφράγματα. ἢ
τὰ περιτειχίσματα.
δρύψαι: ἀποξέσαι.

Lexicon Artis Grammaticae, Lexicon artis grammaticae (e cod.


Coislin. 345) (4290: 001)“Anecdota Graeca, vol. 1”, Ed. Bachmann,
L.Leipzig: Hinrichs, 1828.Page 439, line 8

Εὔπλους: ὁ καλῶς πλέων.


Δρῦς: εἶδος δένδρου.
Ἀπφῦς: ἀδελφός.
Διονῦς: ὄνομα κύριον Διονύσου.
Ὀσφῦς: ἡ ζῶσις.
Πρωτεῦ: ὄνομα κύριον.
Ἀγχοῦ: πλησίον.

Lexicon Sabbaiticum, Lexicon Sabbaiticum (e cod. Sabbaitico 137)


“Lexica Graeca minora (ed. K. Latte & H. Erbse)”, Ed. Papadopoulos–
Kerameus, A.Hildesheim: Olms, 1965.Alphabetic letter delta, page 47,
line 23

ἐξ οὖν τῆς δεκάδος τὸ δεκάζειν καὶ δεκάζεσθαι.


(Δεκαδαρχίαι. τὰς ὑπὸ Λακεδαιμονίων κατασταθείσας ἐν ταῖς
335

πόλεσι δεκαδαρχίας συνεχῶς ὀνομάζουσιν οἱ ἱστορικοί.) καὶ Φίλιππος


μέντοι παρὰ Θετταλοῖς δεκαδάρχην κατέστησεν, ὡς Δημοσθένης ἐν
ϛʹ Φιλιππικῶν.
(Δενδρυάζειν, εἰς δρῦς καταδύεσθαι κυρίως.) ἀπὸ τῶν τὸ πα-
λαιὸν ταῖς Δρύσὶ σκέπῃ χρωμένων, πρὶν τὰς οἰκήσεις εὑρεθῆναι. καὶ
τὸ καθ' ὕδατος δύεσθαι καὶ ἀποκρύπτειν ἑαυτόν.
Δερμηστὴς ἔσθων. οἳ μὲν φασὶν εἶναι σκώληκος (εἶδος,) ὃ κατ-
εσθίει τὰ δέρματα. Ἀρίσταρχος δὲ ὄφεως εἶδος τοῦτο εἶναι φησί.
(Δεῦρ' ἀεὶ, ἀντὶ τοῦ ἕως τούτου,) Πλάτων νόμων ζʹ· “πρὸς τοὺς

Lexica In Opera Gregorii Nazianzeni, Lexicon in carmina Gregorii


Nazianzeni (ordine alphabetico) (e cod. Paris. Coislin. 394) (4303: 004)
“Λεξικὰ τῶν ἐπῶν Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου μετὰ γενικῆς θεωρήσεως τῆς
πατερικῆς λεξικογραφίας”, Ed. Kalamakis, D.Athens: Papadakis, 1992.
Alphabetic letter delta, lemma 111, line 1

δουριαλῆ· αἰχμάλωτον
δούλοισι· δούλοις
δουλοσύνης· τῆς δουλείας
δράσος· τὸ θάρσος
δροσώδεας· ἁπαλάς
δρυτόμῳ· τῷ τὰς δρῦς τέμνοντι, τῷ τέκτονι
δυάδα· τὴν ζυγήν
δύην· τὴν δυστυχίαν
δύης· τῆς κακοπαθείας
δυσάμμοροι· οἱ δύσμοροι, οἱ δυστυχεῖς
δυσκλείην·

Etymologicum Symeonis, Etymologicum Symeonis (α – ἁμωσγέπως)


(4311: 001)“Etymologicum magnum genuinum. Symeonis etymologicum
una cum magna grammatica. Etymologicum magnum auctum, vol. 1”,
Ed. Lasserre, F., Livadaras, N.Rome: Ateneo, 1976.Τόμ. 1, page 384,
line 23

ἀμαστρίς ἡ † Ξάνθου – 2 ἀφ' ἑαυτῆς αὐτὴν ἐκά-


λεσεν. Et. gen. 600.
ἀμαραντῶν (Ap. Rh. 2, 399)· ὄρη τῆς Κολχίδος, ἐξ
ὧν καταφέρεται ὁ Φᾶσις ποταμός. Et. gen. 601.
ἁμαΔρυάδες (Ap. Rh. 2, 477)· νύμφαι· διὰ τὸ ἅμα
ταῖς Δρύσὶ γεννᾶσθαι – 385, 8 φθείρεσθαι. Et. gen. 602.
ἁμαρτίνους (Hes. Th. 511)· τὰ ἀπὸ περισπωμένων
336

ῥημάτων γινόμενα ὀνόματα ἢ διὰ τοῦ ο γίνονται, οἷον μισῶ μισό-


καλος μισογύνης, φιλῶ φιλόθεος, ἢ διὰ τοῦ ι, οἷον ἁμαρτῶ.

Etymologicum Symeonis, Etymologicum Symeonis (ἀνακωχῆς –


βώτορες) (4311: 002)“Etymologicum magnum genuinum. Symeonis
etymologicum una cum magna grammatica. Etymologicum magnum
auctum, vol. 2”, Ed. Lasserre, F., Livadaras, N.
Athens: Parnassos Literary Society, 1992.Τόμ. 1, page 26, line 19

δὲ ἀφαιρῶ ἐκ τοῦ αἱρῶ, τὸ λαμβάνω Z189. Et. gen. 788.


ἀναψύχω (Ν 84)· ψύχω τὸ ἀνακτῶ καὶ ἀναλαμβάνομαι
Z208. Et. gen. 789.
ἀνὰ δρυμά (Euphor. Fr. dub. 177, 3 Powell)· ἀπὸ τοῦ
δρυμός. ἡ αἰτιατικὴ τῶν πληθυντικῶν τοὺς δρυμούς καὶ κατὰ
μεταπλασμὸν δρυμά· τὸ δὲ δρυμός ἀπὸ τοῦ δρῦς, δρῦν γὰρ ἐκά-
λουν πᾶν ξύλον. Et. gen. 790.

Etymologicum Symeonis, Etymologicum Symeonis (ἀνακωχῆς –


βώτορες) Τόμ. 1, page 388, line 9

βάκχος· μαινόμενος. παρὰ τὸ βάζω βάξω βάχος καὶ πλε-


ονασμῷ τοῦ κ βάκχος – 387, 21 τῇ φωνῇ χρῶνται. f. Et. gen. 16.
βαλανεῖον· τινὲς μὲν λέγουσιν ὅτι παρὰ τὸ
ἀποβάλλειν τὰς ἀνίας, οὐ λέγουσι δὲ – 5 γράφεσθαι. ἀλλ' ἔστιν
εἰπεῖν, ὅτι παρὰ τὸ τὰς βαλάνους αὔειν, τουτέστι τὰς δρῦς· οὕτως
γὰρ καλοῦνται † οἱ δρῦς· οἱ δὲ παλαιοὶ πᾶν ξύλον βάλανον
ἐκάλουν μεταφορικῶς ἀπὸ τοῦ Δρυός. Ἐπαφρόδιτος (Fr. 9
Luenzner) δὲ παρὰ τὸ αὔω, τὸ σημαῖνον τὸ καίω. τὰ ἀπὸ τῶν
εἰς ευς διὰ τοῦ ειον γινόμενα οὐδέτερα διὰ τῆς ει διφθόγγου γρά-
φεται· κουρεύς κουρεῖον, γραμματεύς γραμματεῖον, κναφεῖον,

Scholia In Aeschylum, Scholia in Prometheum vinctum (scholia


vetera) (5010: 005)“The older scholia on the Prometheus bound”, Ed.
Herington, C.J.
Leiden: Brill, 1972.Vita-argumentum-scholion-epigram sch, verse 829a,
line 5

(829 – 841) ἐπεὶ γὰρ ἦλθες πρὸς Μολοσσὰ δάπεδα: «Ἐπεῖ γὰρ ἦλθες
πρὸς τὴν γῆν τῶν Μολοσσῶν καὶ περὶ τὴν Δωδώνην, τὸ ὄρος τὸ
αἰπύνωτον
337

καὶ ὑψηλόν, ὅπου μαντεῖα εἰσὶ καὶ θῶκος καὶ θρόνος τοῦ Θεσπρωτοῦ
Διός, καὶ ὅπου εἰσὶ τὸ σημεῖον τὸ ἄπιστον, αἱ προσαγορεύουσαι καὶ
μαντευόμεναι δρύες»· ἄπιστον γὰρ τέρας τὸ δρῦς ἐκπέμπειν φωνάς·
»ὑφ' ὧν μαντειῶν (καὶ τῶν μαντικῶν δρυῶν) ἐλέχθη σοι φανερῶς καὶ
οὐκ
αἰνιγματωδῶς ὅτι μέλλεις γενέσθαι γυνὴ τοῦ Διός· ἐντεῦθεν (καὶ ἀπὸ
τούτου) βοῦς γενομένη τὴν παραθαλασσίαν ὁδὸν ἐβαδίσας πρὸς τὸν
μέγαν κόλπον τῆς Ῥέας».

Scholia In Aeschylum, Scholia in Aeschylum (scholia recentiora)


Play Pr, hypothesis-verse of play 832, line 2

καὶ Θεσπρωτοῦ Διὸς] ἀπὸ Θεσπρωτίδος γῆς ὠνομασμένου. B.


προσήγοροι] αἱ προσαγορεύουσαι καὶ μαντευόμεναι δρύες, αἱ
ἔμφωνοι (ἄπιστον γὰρ τέρας τὸ τὰς δρῦς ἐκπέμπειν φωνὰς), ὑφ' ὧν
μαντείων καὶ τῶν μαντικῶν δρυῶν ἐλέχθη σοι φανερῶς καὶ οὐκ αἰ-
νιγματωδῶς ὅτι μέλλεις γενέσθαι γυνὴ τοῦ Διὸς κλεινή. A.
τέρας τ' ἄπιστον αἱ προσήγοροι δρύες] ἀπιστοῦσι γὰρ οἱ ἄνθρωποι
εἶναι δρῦν φωνικὴν, καὶ ἰδόντες ἐκπλήττονται. τὸ δὲ προσήγοροι
ἀντὶ τοῦ φωνικαί.

Σχόλια στον Απολλώνιο Ρόδιο. Αργοναυτικά. Page 100, line 8

τῶν ἐν Πόντῳ. μνημονεύει καὶ Σαπφώ (fg inc. lib. 30 Lobel =


114 B. III 127) ‘μὴ κίνη χεράδας’ καὶ Ὅμηρος (Φ 319) ‘ἅλις χεράδος
περιχεύας’.
χέραδος δὲ ὁ τῶν λίθων σωρός· εἰς δὲ τὴν τοῦ βωμοῦ κατα-
σκευὴν λίθους ἐσώρευον.
1124a δρυΐνοισιν: εἰκότως· ἡ γὰρ δρῦς ἱερὰ τῆς Ῥέας, ὥς
φησιν Ἀπολλόδωρος ἐν γʹ Περὶ θεῶν (244 fg 92 J.).
b δρυΐνοις δὲ αὐτούς φησι στέφεσθαι διὰ τὸ μεμερίσθαι τῇ
θεῷ τὸ δένδρον τοῦτο, διὰ τὸ καὶ πρὸς στέγας καὶ πρὸς τροφὴν τὸ
πρῶτον χρησιμεῦσαι.

Σχόλια στον Απολλώνιο Ρόδιο. Αργοναυτικά. Page 166, line 5

b χρησμοσύνη: ἀπορία, πενία, ἔνδεια. Lg(P)


476 – 83a Ἁμαδρυάδος νύμφης: Ἁμαδρυάδας νύμφας
Μνησίμαχός (fg 3 M. IV 453) φησι διὰ τὸ ἅμα ταῖς Δρύσὶ γεννᾶσθαι·
ἢ ἐπεὶ δοκοῦσιν ἅμα ταῖς Δρύσὶ φθείρεσθαι, νύμφαι ἉμαΔρυάδες
λέγονται. Χάρων δὲ ὁ Λαμψακηνὸς (fg 12 M. I 35) ἱστορεῖ, ὡς ἄρα
Ῥοῖκος, θεασάμενος δρῦν ὅσον οὔπω μέλλουσαν ἐπὶ γῆς καταφέρεσθαι,
338

προσέταξε τοῖς παισὶν ὑποστηρίξαι ταύτην. ἡ δὲ μέλλουσα


συμφθείρεσθαι τῇ δρυὶ νύμφη ἐπιστᾶσα τῷ Ῥοίκῳ χάριν μὲν ἔφασκεν...

Σχόλια στον Αριστοφάνη Scholia in nubes (scholia vetera)


Argumentum-dramatis personae-scholion sch nub, verse 402a, line 1

Σούνιον: τόπος τῆς Ἀττικῆς ἀκρωτήριον ὂν τῆς Ἀτταλίδος φυλῆς. R


καὶ τὰς δρῦς E: ἐπειδὴ τοῖς ὑψηλοῖς καὶ τοῖς δένδρεσιν ἐμπίπτει
ὁ κεραυνός.
σημειωτέον, ὅτι Πελοποννήσιοι ἀρσενικῶς λέγουσι τοὺς δρῦς.
οὐκ οἶδ', ἀτὰρ E: ἐστενοχωρήθη ὑπὸ τῶν τοῦ Σωκράτους λόγων.

Σχόλια στον Αριστοφάνη Scholia in nubes (scholia anonyma


recentiora) (5014: 006)“Prolegomena de comoedia. Scholia in
Acharnenses, Equites, Nubes”, Ed. Koster, W.J.W.Groningen: Bouma,
1974; Scholia in Aristophanem 1.3.2.Play sch recent nub, verse 402, line
1

ἐνέπρησεν] κατέκαυσεν ParCrlHoHarl.5, ἔκαυσεν Cant.2Chalc.


βάλλει] καίει Chis(paraphr.)RegCrLbHoHarl.5, πλήττει Cant.2
Va, τιτρώσκει Lb, φθείρει Va.
τὰς δρῦς] τὰ δένδρα HoHarl.5; δρῦς (alt.)] τὸ δένδρον Chalc.
δῆθ'] ἀληθῶς LbChalc, κατὰ ἀλήθειαν HoHarl.5, λοιπόν Va.
ὁ κεραυνός] ἡ φύσις τοῦ κεραυνοῦ Par.

Σχόλια στον Αριστοφάνη Scholia in aves (scholia vetera)


Argumentum-scholion sch av, verse 480, line 1

⟦τεθνεὼς Κεφαλῆσι: Προσέπαιξε τὸν δῆμον.


Κεφαλῆς γὰρ δῆμος τῆς Ἀκαμαντίδος φυλῆς.⟧
(ῥύγχος βόσκειν σε: Οἷον, μωρὸν ἑστάναι μά-
την ῥύγχος ἔχοντα. ἢ ὡς ἐν κωμῳδίᾳ φησὶ μεῖζόν τι
ὀφείλεις ἔχειν ῥύγχος. πάλιν δὲ ἀντὶ τοῦ ῥάμφος.)
τῷ δρυκολάπτῃ: Ὄρνεον ἐν ταῖς Δρύσὶν εὑρι-
σκόμενον, ζητοῦν σκώληκας, (ὃ καὶ πολλάκις ἀνορύτ-
τον καταβάλλει). ἐπεὶ οὖν ἡ δρῦς τοῦ Διός ἐστιν, ἔπαιξε
παρὰ τὴν δρῦν, ἥ ἐστιν ἱερὰ τοῦ Διός. ἢ ἐπεὶ ἐκ ξύλου
τὸ σκῆπτρον. δρῦς δὲ παρὰ τοῖς ἀρχαίοις πᾶν ξύλον.
Δαρείου καὶ Μεγαβάζου:
339

Scholia In Callimachum, Scholia in Hymnos (scholia vetera) (scholia ψ


ex archetypo) (5016: 024)“Callimachus, vol. 2”, Ed. Pfeiffer, R.
Oxford: Clarendon Press, 1953.Hymn 1, scholion 22-3, line 1

ἐκεῖ μεμολυσμένον ἄγονον ἐγίνετο καὶ σκιὰν τὸ σῶμα αὐτοῦ οὐκέτι


ἐποίει.
Ἀπιδανῆες: οἱ ἀρχαῖοι Ἀρκάδες.
λύματα: καθάρματα· τὸ δὲ χυτλώσαιτο ἀντὶ τοῦ ἀπο-
λούσαιτο· Ἐρύμανθος δὲ ποταμὸς Ἀρκαδίας.
ὕστερον μετὰ τὸ τεκεῖν τὴν Ῥέαν.
σαρωνίδας: δρῦς· παρὰ τὸ σεσηρότα καὶ συνεστραμμένον τὸν
φλοιὸν ἔχειν. τὸ δὲ ἤειρεν καὶ ὤκχησεν ἀντὶ τοῦ ἐβάστασεν.
Καρίωνος: λείπει ἡ ὑπέρ· πολλὰ δ' ὑπὲρ τοῦ Καρίωνος
κινώπετα ἤγουν ἑρπετά, παρὰ τὸ ἐν τῷ πέδῳ κινεῖσθαι, ἐβάλοντο
ἰλυοὺς ἤτοι φωλεούς.
λείπει – Καρίωνος ἑρπετὰ τοὺς φωλεοὺς ἐποίησαν. τὰ θηρία,

Σχόλια στον Ησίοδο in opera et dies (scholia vetera) (5025: 001)


“Scholia vetera in Hesiodi opera et dies”, Ed. Pertusi, A.
Milan: Società Editrice Vita e Pensiero, 1955.
Prolegomenon-scholion sch, section-verse 232-237, line 6

* τοῖσι φέρει μὲν γαῖα: τοῖς θεοφιλέσιν· οὗτοι δέ εἰσιν οἱ κατὰ δίκην
ζῶντες,
οἷς καὶ τὰ ἀπὸ τοῦ παντός φησιν ἐπακολουθεῖν προτρέπων
εἰς εὐζωΐαν, τῷ τὴν γῆν φέρειν τούτοις καρποὺς ἱκανούς –
βίον γὰρ τούτους καλεῖ πρὸς διατροφὴν ὄντας ἐπιτη-
δείους – , τῷ τὰς δρῦς ἔν τε τοῖς ἄκροις γεννᾶν βαλάνους
καὶ ἐν τοῖς μέσοις αὐτῶν κατὰ τὰ ἔγκοιλα μελίσσας ἐκτρέ-
φειν – εἰώθεσαν γὰρ ἐν ἐκείνοις τὴν τῶν μελισσῶν ἐργά-
ζεσθαι τιθασσείαν οἱ μελισσουργοί – , τῷ τὰς οἶς σκέπην
παρέχειν τοῖς εἰρίοις οἷς [ἐκφέρουσιν ἢ] ἐκφύουσι, τῷ τὰς
γυναῖκας ὅμοια τίκτειν τοῖς ἀνδράσι σωφρονούσας .

Σχόλια στον Ησίοδο in opera et dies (scholia vetera)


Prolegomenon-scholion sch, section-verse 232a, line 1

γυναῖκας ὅμοια τίκτειν τοῖς ἀνδράσι σωφρονούσας – καὶ


γὰρ τὰ πολλὰ τῶν ἀμβλωθριδίων καὶ τῶν τεράτων ἐξ ἀκρα-
σίας γίνονται καὶ πλησμονῆς – · ἕπεται δὲ τούτοις μηδὲ
δεῖσθαι πλούτου καὶ ἐμπορίας καὶ πλοίων, ἀρκούντων τῶν
340

ἐκ τῆς χώρας γινομένων εἰς διατροφὴν τοῖς σωφρονοῦσιν.


δρῦς: ἀπὸ μέρους ὅλα εἶπε τὰ δένδρα ὅτι
ἐν τοῖς ὄρεσι φέρουσι καρπὸν καὶ διπλοῦν καρπόν, ἄνωθεν
μὲν ἐπὶ τὸ ἄκρον καρπόν, ἐν δὲ τῷ μέσῳ μέλι. ἔχουσι
γὰρ κοιλώματα αἱ δρῦες εἰς ἃ τὸν ἄνεμον φεύγουσαι αἱ
μέλισσαι δύνουσι καὶ μελιτοποιοῦσι. διὸ καὶ μέλισσαι
ὑπ' ἐνίων καλοῦνται διὰ τὸ ἐν μελίαις εἶναι.

Σχόλια στον Ησίοδο in opera et dies (scholia vetera)


Prolegomenon-scholion sch, section-verse 469d, line 4

ἔνδρυον: τὸν δρύϊνόν, φησι, πασσαλί-


σκον ἑλκέτω ὁ μέσος τῶν βοῶν λῶρος.
μεσάβων: ὁ πρὸς τὸν ζυγὸν πλατὺς ἱμὰς
ὃς εἰς τὸ μέσον τοῦ ζυγοῦ ὢν εἰς τὴν ξυλίνην κέρκιν ἐν-
τίθεται, ἥτις ἔνδρυον καλεῖται, παρ' ὅσον ξύλινον
ἢ χλωρόν, ἢ ὅτι πᾶν ξύλον δρῦς καλεῖται· μέσαβα
δὲ καὶ τὰ ἡνία τὰ μεταξὺ τῶν βοῶν προσδεδεμένα τῷ ἀρότρῳ
ἢ τὸν ζυγὸν ἢ τὸν ἱστοβοέα νόει, ἐπεὶ καὶ αὐτὰ μέσον
εἰσὶ τῶν βοῶν.

Σχόλια στον Ησίοδο in opera et dies (scholia vetera)


Prolegomenon-scholion sch, section-verse 507-518, line 10

γὰρ φέρεται ἀπὸ τῶν τῆς Θρᾴκης βορειοτέρων διὰ τῆς


εἰς ἡμᾶς πορείας. διατίθησι δὲ χαλεπῶς τὰ μὲν πελάγη
τοῦ πόντου ὀρίνεσθαι, τὴν δὲ γῆν μεμυκέναι λέγων διὰ
τὰς ἐμπτώσεις τοῦ πνεύματος, τὴν δὲ ὕλην συνεπτηχέ-
ναι μετὰ τῆς γῆς, εἰ τύχοι, δένδρων οὖσαν πολλῶν καὶ τὰ
δένδρα τὰ στερεώτατα δρῦς καὶ ἐλάτας προρρίζους πίπτειν
εἰς γῆν, τοὺς δὲ θῆρας φρίσσειν καὶ τὸ γινόμενον ὑπ' αὐ-
τῶν προστιθεὶς φυσικῶς τοῦ συστέλλειν ἐπὶ τὰ μήδη τὰς
οὐράς, καὶ ταῦτα τῶν θηρῶν λαχνῆεν καὶ δασὺ τὸ δέρμα
ἐχόντων σκεπόμενον ὑπὸ τῶν τριχῶν. διόπερ οὐκ ἔδει
καθικνεῖσθαι τὸν κρυμὸν αὐτῶν ὡς ἡμῶν τῶν ἀτρίχων,
341

Σχόλια στον Ησίοδο in opera et dies (scholia vetera partim Procli et


recentiora partim Moschopuli, Tzetzae et Joannis Galeni) (5025: 002)
“Poetae minores Graeci, vol. 2 [Scholia ad Hesiodum]”, Ed. Gaisford, T.
Leipzig: Kühn, 1823.
Prolegomenon-scholion sch, page-verse 230, line 5

νόμων δικαίοις ἐκκόπτεται τιμωρήμασιν. TZETZES.


ΤΟΙΣΙ ΦΕΡΕΙ. Τοῖς θεοφιλέσιν· οὗτοι δέ εἰσιν
οἱ κατὰ δίκην ζῶντες, οἷς καὶ τὰ ἀπὸ τοῦ παντός φησιν ἐπα-
κολουθεῖν, προτρέπων εἰς εὐζωΐαν, τῷ τὴν γῆν φέρειν
τούτοις καρποὺς ἱκανούς. Βίον γὰρ τούτους καλεῖ, πρὸς
διατροφὴν ὄντας ἐπιτηδείους, τῷ τὰς δρῦς ἔν τε τοῖς ἄκροις
βαλάνους, καὶ ἐν τοῖς μέσοις αὐτῶν κατὰ τὰ ἔγκοιλα μελίσσας
ἐκτρέφειν (εἰώθεσαν γὰρ ἐν ἐκείνοις τὴν τῶν μελισσῶν
ἐργάζεσθαι τιθασσείαν οἱ μελισσουργοί·) τῷ τὰς ὄϊς σκέπην
παρέχειν τοῖς εἰρίοις οἷς ἐκφέρουσιν ἢ ἐκφύουσι, τῷ τὰς
γυναῖκας ὅμοια τίκτειν τοῖς ἀνδράσι σωφρονούσας· καὶ γὰρ
Σχόλια στον Ησίοδο in opera et dies (scholia vetera partim Procli et
recentiora partim Moschopuli, Tzetzae et Joannis Galeni
Prolegomenon-scholion sch, page-verse 230ter, line 1

καὶ αὐτὸς τὸν πλοῦν, διὰ τοὺς πολλοὺς παρ' ἐλπίδα κινδύνους.
PROCLUS. ΦΕΡΕΙ ΜΕΝ ΓΑΙΑ ΠΟΛΥΝ ΒΙΟΝ. Γαῖαν
νῦν τὴν ἀρόσιμον λέγει· ΒΙΟΝ δὲ τὰς τροφὰς τὰς ἐκ τῶν
σπερμάτων. TZETZES. ΟΥΡΕΣΙ ΔΕ ΔΡΎΣ. Οὐχ ὅτι τὰ ὄρη γῆ οὐκ
εἰσὶν, ἀλλ' ἐκ τοῦ κυριωτέρου τὴν ἀρόσιμον ἐκάλεσε γῆν. Ἐν τοῖς
ὄρεσι δὲ καὶ τοῖς ἀγεωργήτοις τῆς γῆς μέρεσιν αἱ δρῦς,
ἀντὶ τοῦ πάντως τὰ δένδρα, ἐν τῇ ἄκρῃ μὲν φέρουσιν ὀπώ-
ρας· ἐν τῇ μέσῃ δὲ, ἤτοι ἐν τοῖς κοιλώμασι τῶν στελεχῶν,
μελίσσας. TZETZES.

Σχόλια στον Ησίοδο in opera et dies (scholia vetera partim Procli et


recentiora partim Moschopuli, Tzetzae et Joannis Galeni
Prolegomenon-scholion sch, page-verse 230ter, line 3

ΦΕΡΕΙ ΜΕΝ ΓΑΙΑ ΠΟΛΥΝ ΒΙΟΝ. Γαῖαν


νῦν τὴν ἀρόσιμον λέγει· ΒΙΟΝ δὲ τὰς τροφὰς τὰς ἐκ τῶν
σπερμάτων. TZETZES.
342

ΟΥΡΕΣΙ ΔΕ ΔΡΎΣ. Οὐχ ὅτι τὰ ὄρη γῆ οὐκ εἰσὶν,


ἀλλ' ἐκ τοῦ κυριωτέρου τὴν ἀρόσιμον ἐκάλεσε γῆν. Ἐν τοῖς
ὄρεσι δὲ καὶ τοῖς ἀγεωργήτοις τῆς γῆς μέρεσιν αἱ δρῦς,
ἀντὶ τοῦ πάντως τὰ δένδρα, ἐν τῇ ἄκρῃ μὲν φέρουσιν ὀπώ-
ρας· ἐν τῇ μέσῃ δὲ, ἤτοι ἐν τοῖς κοιλώμασι τῶν στελεχῶν,
μελίσσας. TZETZES.

Σχόλια στον Ησίοδο in opera et dies (scholia vetera partim Procli et


recentiora partim Moschopuli, Tzetzae et Joannis Galeni
Prolegomenon-scholion sch, page-verse 483bis, line 3

μέχρι τοῦ σκεπάσαι τὸ ἴχνος τοῦ βοὸς, μήτε ὑπεράνω, μήθ'


ὑπερκατωτέρω, τότε ἐρίσειαν τὰ ὀψίμως ἐσπαρμένα τοῖς
πρωΐμοις. PROCLUS.
ΕΙ ΔΕ ΚΕΝ ΟΨ' ΑΡΟΣΕΙΣ. Εἰ δ' ὕστερον
ἀροτριάσεις, τοῦτό σοι βοήθημα ὑπαρχέτω, ἀροτριᾷν δηλον-
ότι, ἡνίκα τὸ πρῶτον ὁ κόκκυξ ἐν ταῖς Δρύσὶ καθήμενος φθέγ-
γεται· εὐφραίνει δὲ τοὺς ἀνθρώπους, κατὰ τὴν ἀπείρονα καὶ
σφαιροειδῆ γῆν, ὡς καταγγέλλων τὸ ἔαρ δηλονότι, καὶ
οὐχ ὡς ἡδύφωνος· δύσφωνος γὰρ καὶ ἀπηχής· ἔστι δὲ (ὡς τι-
νές. φασι,) ὅμοιος ἱέρακι. TZETZES.
ΗΜΟΣ ΚΟΚΚΥΞ ΚΟΚΚΥΖΕΙ.

Σχόλια στον Ησίοδο in opera et dies (scholia vetera partim Procli et


recentiora partim Moschopuli, Tzetzae et Joannis Galeni
Prolegomenon-scholion sch, page-verse 505, line 9

ἄνωθεν γὰρ φέρεται ἀπὸ τῶν τῆς Θράκης βορειοτέρων, διὰ τῆς
εἰς ἡμᾶς πορείας. Διατίθησι δὲ χαλεπῶς τὰ μὲν πελάγη,
τὸν πόντον ὀρίνεσθαι τὴν δὲ γῆν μεμυκέναι λέγων διὰ τὰς ἐμ-
πτώσεις τοῦ πνεύματος, τὴν δὲ ὕλην συνεπτηχέναι μετὰ τῆς
γῆς, εἰ τύχοι, δένδρων οὖσαν πολλῶν, καὶ τὰ δένδρα τὰ στερεώτα-
τα, δρῦς καὶ ἐλάτας προῤῥίζους πίπτειν εἰς γῆν, τοὺς δὲ θῆρας
φρίσσειν, καὶ τὸ γινόμενον ὑπ' αὐτῶν προστιθεὶς φυσικῶς,
τὸ συστέλλειν ἐπὶ τὰ μήδη τὰς οὐρὰς, καὶ ταῦτα τῶν θηρῶν
λαχνῆεν καὶ δασὺ τὸ δέρμα ἐχόντων, σκεπόμενον ὑπὸ τῶν
τριχῶν. Διόπερ οὐκ ἔδει καθικνεῖσθαι τὸν κρυμὸν αὐτῶν, ὡς
ἡμῶν τῶν ἀτρίχων·

Σχόλια στον Ησίοδο in opera et dies (scholia vetera partim Procli et


recentiora partim Moschopuli, Tzetzae et Joannis Galeni Prolegomenon-
343

scholion sch, page-verse 507, line 1

Ἢ μέμυκεν, ἀντὶ τοῦ μυκᾶται καὶ βοᾷ. ΝΗ-


ΡΙΤΟΣ δὲ ὙΛΗ ἡ μεγάλη, καὶ πολλή· πρὸς ἣν οὐδεὶς φιλονει-
κήσειε διὰ τὸ πλῆθος. ΑΛΛΩΣ. Πᾶσα δὲ ἠχεῖ τὸ τηνικαῦτα
ἡ ἄπειρος ὕλη, καὶ οἱ σύμφυτοι τόποι τῶν ὀρῶν, οἷς οὐδὲν
ἀντίσχει, ἢ διὰ τὸ πλῆθος ἐρίσειεν. PROCLUS.
ΔΡΎΣ ὙΨΙΚΟΜΟΥΣ, ΕΛΑΤΑΣ ΤΕ. Δρὺς, καὶ
ἐλάτη, εἴδη δένδρων. TZETZES.
ΠΟΛΛΑΣ ΔΕ ΔΡΎΣ ὙΨΙΚΟΜΟΥΣ. Ἤγουν εἰς
ὕψος παρατεινούσας τὰς κορυφὰς, τουτέστιν ὑψηλὰς, καὶ ἐλά-
τας παχείας ἐν κοιλάσιν ὄρους πιλνᾷ, ἤγουν πελάζει, ἐμπί-
πτων τῇ πολυειδεῖς τροφὰς δωρουμένῃ γῇ·

Σχόλια στον Ησίοδο in opera et dies (scholia vetera partim Procli et


recentiora partim Moschopuli, Tzetzae et Joannis Galeni
Prolegomenon-scholion sch, page-verse 507bis, line 1

κήσειε διὰ τὸ πλῆθος. ΑΛΛΩΣ. Πᾶσα δὲ ἠχεῖ τὸ τηνικαῦτα


ἡ ἄπειρος ὕλη, καὶ οἱ σύμφυτοι τόποι τῶν ὀρῶν, οἷς οὐδὲν
ἀντίσχει, ἢ διὰ τὸ πλῆθος ἐρίσειεν. PROCLUS.
ΔΡΎΣ ὙΨΙΚΟΜΟΥΣ, ΕΛΑΤΑΣ ΤΕ. Δρὺς, καὶ
ἐλάτη, εἴδη δένδρων. TZETZES.
ΠΟΛΛΑΣ ΔΕ ΔΡΎΣ ὙΨΙΚΟΜΟΥΣ. Ἤγουν εἰς
ὕψος παρατεινούσας τὰς κορυφὰς, τουτέστιν ὑψηλὰς, καὶ ἐλά-
τας παχείας ἐν κοιλάσιν ὄρους πιλνᾷ, ἤγουν πελάζει, ἐμπί-
πτων τῇ πολυειδεῖς τροφὰς δωρουμένῃ γῇ· καὶ πᾶσα ἠχεῖ τότε
ἡ ἄπειρος ὕλη· τοῦτο γὰρ δύναται ἡ νήριτος·

Σχόλια στον Ησίοδο in theogoniam (scholia vetera) (5025: 003)


“Scholia vetera in Hesiodi theogoniam”, Ed. di Gregorio, L.
Milan: Società Editrice Vita e Pensiero, 1975.Verse 35, line 6

ἀλλὰ τίη μοι ταῦτα: ὥσπερ ἄκαιρος ἐφάνη αὐτῷ


ἡ, ὁμιλία ἣν ἤρξατο λέγειν, ὅτι αἱ Μοῦσαι ἔδωκάν μοι καὶ τἄλλα. καί
φησι· τί μοι ταῦτα τὰ ῥήματα, ὡς τὰ περὶ δρυὸς ἢ περὶ πέτρης,
τί μοι χρεία ἐστὶν ἀρχαιολογεῖν; ἡ γὰρ ποίησις μυθολογία ἐστὶν
ἐοικυῖα ἀληθείᾳ. R2WLZ εἰς τί τοῦτο καιροῦ ἐπείγοντος ἀρχαιο-
λογῶ, καθάπερ οἱ ἐν Δρύσὶ καὶ πέτραις κατατιθέμενοι τὰ τέκνα
καὶ λέγοντες αὐτοὺς ἐκ δρυὸς γεγεννῆσθαι ἢ πέτρας; R2WLZΛ
ἀλλὰ τίη μοι ταῦτα περὶ δρῦν: παροιμία ὅταν τις
344

καιροῦ τινος αὐτὸν κατεπείγοντος περὶ ἄλλων λέγειν, ὁ δὲ ταῦτα ἀφεὶς


ἄλλοις χρῆται. καὶ οὗτος οὖν ἀφεὶς περὶ τῶν προκειμένων αὐτῷ λέγειν,
ἤτοι τῆς τῶν θεῶν γενέσεως, ὅπως αὐτῷ αἱ Μοῦσαι δάφνης ἔδωκαν
κλάδον

Σχόλια στον Όμηρο Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. (scholia vetera)


Book of Iliad 4, verse 487a, line of scholion 5

Ariston. ἡ μέν τ' ἀζομένη κεῖται ποταμοῖο παρ' ὄ-


χθας: ὅτι τὴν αἰτίαν ἐν ἄλλοις παραδίδωσι, δι' ἣν παρὰ ταῖς τῶν
ποταμῶν ἀναβολαῖς τίθεται τὰ δρυοτομούμενα ξύλα· “ὡς δ' ὁπότε
πλήθων ποταμὸς πεδίον δὲ κάτεισι, / χειμάρρους κατ' ὄρεσφιν
ὀπαζόμενος Διὸς ὄμβρῳ, / πολλὰς δὲ δρῦς ἀζαλέας, πολλὰς δέ τε
πεύκας” (Λ 492 – 4). τούτου χάριν, ἵνα κατάγηται ὑπὸ τοῦ ῥεύ-
ματος. A
ex. ποταμοῖο παρ' ὄχθας: πρὸς τὸ ἀχθῆναι ὑπὸ τοῦ ποτα-
μοῦ, b(BCE3E4)T “πολλὰς δὲ δρῦς ἀζαλέας, πολλὰς δέ τε πεύ-
κας / εἰσφέρεται” (Λ 494 – 5). τίς δὲ παραπλέων ποταμὸν οὐχ ὑπο

Σχόλια στον Όμηρο Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. (scholia vetera)


Book of Iliad 9, verse 354a, line of scholion 2

Hrd. ἀπό {τείχεος ὀρνύμεν}: δύναται τῇ γενικῇ συντάσσεσθαι


καὶ μὴ πάντως σημαίνειν τὸ ἄπωθεν. A
ex. ἀπὸ τείχους: τινὲς ‘ἐπάνω τοῦ τείχους’, ὑπερβολή. εἰ
δὲ σημαίνει τὸ ἄπωθεν, βαρύνεται ὡς τὸ ἄνα ἔπι. T
Ariston. {ἀλλ' ὅσον ἐς} Σκαιάς τε πύλας: ὅτι πληθυντικῶς εἶπε
τὴν πύλην μίαν οὖσαν. Σκαιαὶ δὲ καὶ Δαρδάνιαι αἱ αὐταί. ἡ δὲ δρῦς
πρὸ τῆς Ἰλίου ἦν.

Σχόλια στον Όμηρο Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. (scholia vetera)


Book of Iliad 11, verse 494a, line of scholion 1

τὴν ἐπικουρίαν Ἀθηνᾶς (cf. Ε 1 – 8). οὐ μὴν οὐδὲ αὕτη εἰκῇ πρόσκει-
ται· τὸ γὰρ κάτεισι (492) τὴν ἀκώλυτον ὁρμὴν ὑποφαίνει, καὶ τὸ
ὀπαζόμενος (493) οἷον ἐπειγόμενος. b(BCE3E4)T
Ariston. πεδίον δὲ κάτεισι: ὅτι Ζηνόδοτος γράφει “πεδίον δὲ
δίηται”. τὸ δὲ κάτεισι τὴν ἐξ ὕψους καταφορὰν δηλοῖ. A
Ariston. πολλὰς δὲ δρῦς ἀζαλέας: πρὸς τὸ σημαινόμενον, πό-
τερον ὅτι φυλλορροεῖ καὶ κατὰ ταύτην τὴν ὥραν ξηραινόμενα τὰ
δένδρα ἐκ ῥιζῶν ἀναβάλλεται ὑπὸ τῶν χειμάρρων. ἢ ὅτι οἱ δρυτόμοι
εἰς τοὺς ποταμοὺς ἐμβάλλουσι κόπτοντες, ἵνα ἐπὶ τοῦ καιροῦ συγκα-
ταφέρωνται τῷ ὄμβρῳ, ὃ καὶ ὑγιές.
345

Σχόλια στον Όμηρο Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. (scholia vetera)


Book of Iliad 13, verse 390a1, line of scholion 5

D | ex. βλωθρή: εὐαυξῆ. T | τινὲς ἁπαλήν, κατὰ Ἀρκάδας·


οἱ δὲ ὑψηλήν, κατὰ Βοιωτούς, ἢ φλοιοβαρῆ, κατὰ Μάγνητας, ἢ
τραχεῖαν, κατὰ Δρύοπας, ἢ ηὐξημένην, κατὰ Τυρρηνούς, ἢ σκληράν,
κατὰ Καρυστίους. ἄκρως δὲ διὰ τῶν ἐπιθέτων τὰ ἰδιώματα παρίστησι
“Δρύσὶν ὑψικόμοισιν” (ι 186), “ἰτέαι ὠλεσίκαρποι” (κ 510), AT
“†ἐλαίης τανυήκεος ὄζο醔, T “αἰγείρων ὑδατοτρεφέων” (ρ 208),
“τανύφλοιόν τε κράνειαν” (Π 767).

Σχόλια στον Όμηρο Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. (scholia vetera)


Book of Iliad 22, verse 126-7a, line of scholion 6

ex. οὐ μέν πως νῦν ἔστιν ἀπὸ δρυὸς οὐδ' ἀπὸ


πέτρης / τῷ ὀαριζέμεναι: ληρώδεις ἀρχαιολογίας διηγεῖσθαι, ἢ
ἀπὸ τοῦ τὸ παλαιὸν ὀρεινόμων ὄντων τῶν ἀνθρώπων ἐκεῖσε τίκτεσθαι
b(BCE3)T ἢ ἐπεὶ μελιηγενεῖς λέγονται οἱ πρώην ἄνδρες καὶ
λαοὶ ἀπὸ τῶν λίθων Δευκαλίωνος. T ἢ χρησμοὺς διηγεῖσθαι
(Δωδώνη γὰρ δρῦς, πέτρα δὲ Πυθών). ἢ περιττολογεῖν, ἀπὸ τῶν περὶ
τὰς δρῦς φύλλων καὶ περὶ τὰς πέτρας κυμάτων. b(BCE3)T ἢ οὐκ
ἔστιν αὐτῷ τὴν ἀρχὴν τοῦ γένους διηγεῖσθαι τῶν ἀνθρώπων. T
D οὐ μέν πως νῦν ἔστιν ἀπὸ δρυὸς – ὀαριζέμεναι:
οὐκ ἔστι, φησίν, ἄντικρυς Ἀχιλλέως – παρὰ Διδύμῳ (p. 182
Schm.).

Σχόλια στον Όμηρο Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. (scholia vetera)


Book of Iliad 22, verse 126-7a, line of scholion 7

πέτρης / τῷ ὀαριζέμεναι: ληρώδεις ἀρχαιολογίας διηγεῖσθαι, ἢ


ἀπὸ τοῦ τὸ παλαιὸν ὀρεινόμων ὄντων τῶν ἀνθρώπων ἐκεῖσε τίκτεσθαι
b(BCE3)T ἢ ἐπεὶ μελιηγενεῖς λέγονται οἱ πρώην ἄνδρες καὶ
λαοὶ ἀπὸ τῶν λίθων Δευκαλίωνος. T ἢ χρησμοὺς διηγεῖσθαι
(Δωδώνη γὰρ δρῦς, πέτρα δὲ Πυθών). ἢ περιττολογεῖν, ἀπὸ τῶν περὶ
τὰς δρῦς φύλλων καὶ περὶ τὰς πέτρας κυμάτων. b(BCE3)T ἢ οὐκ
ἔστιν αὐτῷ τὴν ἀρχὴν τοῦ γένους διηγεῖσθαι τῶν ἀνθρώπων. T
D οὐ μέν πως νῦν ἔστιν ἀπὸ δρυὸς – ὀαριζέμεναι:
οὐκ ἔστι, φησίν, ἄντικρυς Ἀχιλλέως – παρὰ Διδύμῳ (p. 182
Schm.). A
ex. οὐ μέν πως νῦν ἔστιν ἀπὸ δρυὸς – ἠΐθεός τε:
346

Σχόλια στον Όμηρο Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. (scholia vetera et


recentiora e cod. Genevensi gr. 44) (5026: 003)“Les scolies genevoises de
l'Iliade, vol. 1”, Ed. Nicole, J.Geneva: Georg, 1891, Repr. 1966.Book of
Iliad 7, verse 22, line of scholion 1

[καγχαλόων] ὡς ἠγαπημένος – τὸ φθοροποιὸν ἔχων.


ἐλάτῃσι] ταῖς κώπαις – κατεσκευάζοντο.
πρῶτος ἀριστεύει ὁ Ἀλέξανδρος ἢ ὡς προπετὴς, ἢ ὡς ἀναπαυθεὶς,
ἢ ὡς ἐρεθισθεὶς ὑπὸ τοῦ Ἕκτορος.
[στεφάνης] στεφάνη εἶδος – ἀπὸ τῆς τῶν ὀρῶν ἐξοχῆς.
[φηγῷ] φηγὸς ἢ δρῦς παρὰ τὸ φαγῶ – ἐκ τοῦ πλεῖν
αὐτῇ ἐκέχρηντο.
[ἑτεραλκέα νίκην] τὴν τοῖς ἑτέροις δύναμιν παρέχουσαν.
[Διὶ μῆτιν ἀτάλαντε] διδάσκει – πόλεως φροντίζειν,
ἀλλὰ καὶ παντὸς κόσμου ὡς καὶ ὁ θεός.
[οἵη δὲ ζεφύροιο] καλῶς τὴν ἠρεμίαν τῶν ὅπλων –

Σχόλια στον Όμηρο Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. (scholia vetera et


recentiora e cod. Genevensi gr. 44) Book of Iliad 11, verse 494, line of
scholion 1

πρὸς τὸ ἐκφοβῆσαι μόνον.


θεράπων] ὁ τοῦ Μενελάου – Μενέλαον εἰπεῖν «ἀλλ'
ἄγ' ἐμῶν ὀχέων ἐπιβήσεο». (Il. VIII 105).
[Αἴας] ὕστερος ἀριστεύει ὁ Αἴας ὡς νωθής.
[νόθον υἱὸν] περισσὸν τὸ «υἱὸν» – ἐμπεριέχεται.
[δρῦς ἀζαλέας] ἢ τὰς μὴ παρὰ τὸν ποταμὸν – οὔσας,
ἢ ἃς ὁ δρυτόμος τίθησι πρὸς τὸ ξηρανθῆναι.
[ἐπ' ἀριστερὰ] σημείωσαι ὅτι ἀριστερὸς τοῦ ναυστάθμου ἐστὶν
ὁ Σκάμανδρος.

Σχόλια στον Όμηρο Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. (scholia vetera) (= D


scholia) Book of Iliad 1, verse 264, line of scholion 15

αἰτίαν ἀγανακτήσας ὁ Ζεὺς, τιμωρίαν


τῆς ἀσεβείας παρ' αὐτοῦ εἰσεπράξατο.
μαχόμενον γὰρ αὐτὸν τοῖς Κενταύροις
καὶ ἄτρωτον ὄντα ὑποχείριον ἐποίησε.
βάλλοντες γὰρ αὐτὸν οἱ προειρημένοι δρυ-
ςί τε καὶ ἐλάταις, ἤρεισαν εἰς γῆν.
μέμνηται δὲ αὐτοῦ καὶ Ἀπολλώνιος ἐν
347

τοῖς Ἀργοναυτικοῖς λέγων οὕτως· Καινέα


γὰρ τὸν πρόσθεν ἐπικλείουσιν ἀοιδοὶ Κεν-
ταύροισιν ὀλέσθαι, ὅτε σφέας οἶος ἀπ'
ἄλλων Ἤλασ' ἀριστήων·

Σχόλια στον Όμηρο Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. (scholia vetera) (= D


scholia) Book of Iliad 14, verse 15, line of scholion 4

Ὀρινομένους. Ταρασσομένους. Κλονέον-


τας. Ταράσσοντας. Ἐρέριπτο.
Κατεβέβλητο, κατήριπτο. Ἔστι δὲ ῥῆ-
μα ἐρίπτω, ὃ σημαίνει τὸ πίπτω· Ἤρι-
πε δ' ὡς ὅτε τὶς δρῦς, ἢ ἀχερωΐς. Ση-
μαίνει δὲ καὶ τὸ, καταβάλλω, οὗ γίγνε-
ται παθητικὸν, ἐρίπτομαι, ἀντὶ τοῦ κα-
ταβάλλομαι. καὶ, ἤριμμαι, παθητικὸς
παρακείμενος. καὶ, ἠρίμμην, ὑπερσυντε-
λικός. ἤριπτο·

Σχόλια στον Όμηρο Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. (scholia vetera) (= D


scholia) Book of Iliad 22, verse 126, line of scholion 6

Οὐ μέν πως νῦν ἐστιν ἀπὸ δρυὸς οὐδ' ἀπὸ πέτρης Τῷ ὀαρι-
ζέμεναι. Οὐκ ἔστι φησὶν ἄντικρυς Ἀ-
χιλλέως μύθους διηγεῖσθαι, ὁποίους ἂν
παρθένοι καὶ ἠΐθεοι. οἱ γὰρ παλαιοὶ τὰ
ἐκτιθέμενα βρέφη παρὰ Δρύσὶ ἢ πέτραις
εὑρίσκοντες, ἐνόμιζον ἐκ τούτων γεγεννῆ-
σθαι. ἐκ τοιούτου δὲ ἐγένετο ἡ ὑπόληψις.
οἱ γὰρ παλαιοὶ νομαδικῷ ἐχρῶντο βίῳ,
οἰκίας μηδέπω κεκτημένοι.

Σχόλια στον Λουκιανό , Σχόλια στον Λουκιανό (scholia vetera et


recentiora Arethae) Lucianic work 22, section 2, line 14

Ἀργοῦς τρόπις*] τὰ κατὰ τοῦ πλοίου. Ἀργὼ δέ ἐστι τὸ


πλοῖον, ἐν ᾧ Ἰάσων ἔπλευσεν· τούτου δέ, ὡς λέγουσιν,
ἡ τρόπις ἐλάλει. ~ ΓVΔ, cf. φ
φηγὸς* ἐν Δωδώνῃ] μαντεῖον λέγουσι τοῦ Διὸς ἐν Δω-
δώνῃ, ὅπου φηγὸς ἤτοι δρῦς, εἰς ἣν ἐμαντεύοντο. ~ ΓVΔ
ἑρπούσας*] παρ' Ὁμήρῳ [μ 395] ταῦτα ἐπὶ τῶν Ἡλίου
348

βοῶν ἐν Ὀδυσσείᾳ, οὓς οἱ ἑταῖροι τοῦ Ὀδυσσέως σφάξαν-


τες ἐθοινῶντο.

Σχόλια στον Λυκόφρονα (scholia vetera et recentiora partim Isaac et


Joannis Tzetzae) (5030: 001)“Lycophronis Alexandra, vol. 2”, Ed.
Scheer, E.Berlin: Weidmann, 1958.Scholion 15, line 30

θεὰν εἶπον ὡς ἐπὶ τοῦ Ἠὼς δ' ἐκ λεχέων (Λ 1) καὶ τὸ


ἀπὸ ἀνατολῆς μέχρι μεσημβρίας τοῦ ἡλίου διάστημα ὡς ἐν
τῷ ὄφρα μὲν ἠὼς ἦν καὶ ἀέξατο ἰερὸν ἦμαρ (Θ 66)
καὶ τὸ νυκτὸς καὶ ἡμέρας διάστημα ὡς τὸ ἠὼς δέ μοι ἥδε
δυωδεκάτη, ὅτ' εἰς Ἴλιον εἰλήλουθα (Φ 80). Φήγιον
δὲ ὄρος περὶ τὸν Ὠκεανόν ss4 φηγοὺς ἤτοι δρῦς ἔχον.
s4 Φήγιον ὄρος – ὃ πολλὰς δρῦς εἶχεν. Eust. Il. 14133 τὸ δὲ
Φηγός ἡ δρῦς παρὰ τὸ φάγω· πρὸ γὰρ τῆς εὑρέσεως τοῦ
ἄρτου βαλάνους καὶ ἀκρόδρυα ἀντὶ ὀπώρας ἤσθιον οἱ ἄν-
θρωποι. πάγον δὲ ἀκρωτήριον.

Σχόλια στον Λυκόφρονα (scholia vetera et recentiora partim Isaac et


Joannis Tzetzae)
Scholion 15, line 31

ἀπὸ ἀνατολῆς μέχρι μεσημβρίας τοῦ ἡλίου διάστημα ὡς ἐν


τῷ ὄφρα μὲν ἠὼς ἦν καὶ ἀέξατο ἰερὸν ἦμαρ (Θ 66)
καὶ τὸ νυκτὸς καὶ ἡμέρας διάστημα ὡς τὸ ἠὼς δέ μοι ἥδε
δυωδεκάτη, ὅτ' εἰς Ἴλιον εἰλήλουθα (Φ 80). Φήγιον
δὲ ὄρος περὶ τὸν Ὠκεανόν ss4 φηγοὺς ἤτοι δρῦς ἔχον.
s4 Φήγιον ὄρος – ὃ πολλὰς δρῦς εἶχεν. Eust. Il. 14133 τὸ δὲ
Φηγός ἡ δρῦς παρὰ τὸ φάγω· πρὸ γὰρ τῆς εὑρέσεως τοῦ
ἄρτου βαλάνους καὶ ἀκρόδρυα ἀντὶ ὀπώρας ἤσθιον οἱ ἄν-
θρωποι. πάγον δὲ ἀκρωτήριον. ss4
κραιπνὸν τὸ ταχὺ παρὰ τὸ ἐφ' ὕψους καὶ εἰς κάραν
πνέειν.

Σχόλια στον Λυκόφρονα (scholia vetera et recentiora partim Isaac et


Joannis Tzetzae) Scholion 63, line 5

Γιγαντοραίστοις· ὁ γὰρ Ἡρακλῆς τούτοις τοῖς


τόξοις τοὺς Γίγαντας ἀνεῖλεν. s2, int. lin. s3 ἡ Γῆ κατὰ τῶν
349

Τιτάνων ἀγανακτοῦσα ἐν Φλέγραις τῆς Πελλήνης T γεννᾷ


δρακοντόποδας καὶ βαθυγενείους καὶ βαθυχαίτας Γίγαντας,
οἳ πέτρας καὶ δρῦς πεπυρακτωμένας ἠκόντιζον εἰς οὐρανὸν
ὧν πρῶτοι Πορφυρίων καὶ Ἀλκυονεύς, οἳ καὶ ἀθάνατοι ἦσαν,
ἔστ' ἂν ἐν τῇ γῇ, ᾗ ἐγεννήθησαν, ἐμάχοντο. συμμαχοῦντος
δὲ Ἡρακλέος Διὶ καὶ τούτους κατατοξεύοντος ἀνῃρέθησαν.
πρῶτον μὲν οὖν τοξεύει Ἀλκυονέα, ὃς πίπτων ἐπὶ τὴν γῆν
μᾶλλον ἀνεθάλπετο, Ἀθηνᾶς δὲ βουλῇ Πελλήνης ἐξαγαγὼν

Σχόλια στον Λυκόφρονα (scholia vetera et recentiora partim Isaac et


Joannis Tzetzae) Scholion 1422, line 1

τὸν χρησμολέσχην· φασὶν ὅτι ἐν τῷ τρίποδι


χάος ἦν μέγα, ὅθεν τὰ μαντεύματα ὡς ἐκ τοῦ Ἅιδου ἀνήρ-
χοντο, ἅπερ ὁ Ἀπόλλων ἐσαφήνιζεν. ss3s4
ἀμίκτῳ καὶ παμμιγεῖ πολυμίκτῳ τουτέστιν ἐκ
πολλῶν πόλεων συνηθροισμένῳ. s3
καρποτρόφος δρῦς· ἀπὸ ἑνὸς καρποῦ τοὺς
ὅλους ἐδήλωσε. δίπλακα δὲ ἐπειδὴ διπλὴν ἔχει ἡ βά-
λανος τὴν σκέπην. ss4 οἱ γὰρ ἀρχαῖοι πᾶν δένδρον δρῦν
ἐκάλουν.

Σχόλια στον Νίκανδρο Scholia et glossae in Nicandri theriaca (scholia


vetera et recentiora) (5031: 001)“Scholia in Nicandri theriaka”, Ed.
Crugnola, A.Milan: Istituto Editoriale Cisalpino, 1971.Vita-scholion
411d, line 3

*δρυΐναο· ζῴου K2 ὄφις ἐστίν d


δρυΐναο· ὅτε καταλιπὼν τὴν λίμνην εἰς δρῦν
ἔλθῃ, τότε δρυΐνας καλεῖται.
πιφαύσκεο· ἄκουε δὲ καὶ περὶ δρυΐναο, ὃν
ἕτεροι χέλυδρον ὀνομάζουσιν. ἔστι δὲ ὄφις ὁ δρυΐνας ὃς
ἐν ἀενάῳ λίμνῃ διατρίβει, ἢ ἐν Δρύσὶν ἢ φηγοῖσιν.
*πιφαύσκεο· μάνθανε, τεκμαίρου bm ἄκουε,
μάνθανε df *ἐξέτεροι·

Σχόλια στον Νίκανδρο Scholia et glossae in Nicandri theriaca (scholia


vetera et recentiora) Vita-scholion 413a, line 3

*ἐξέτεροι· οἱ μεταγενέστεροι, οἱονεὶ ἐξ ἑτέρων


ἕτεροι, ἤτοι μεθ' ἑτέρους ἕτεροι bm
*τεύξας· κατασκευάσας d
350

ὅγε ποι φηγοῖσι· σημειωτέον δὴ ὅτι ἡ φηγὸς ἄλλο τί ποτέ ἐστι παρὰ τὴν
δρῦν, τουτέστιν οὐκ ἔστι κυρίως δρῦς. Θεόφραστος δὲ (H. P. 3, 8, 2)
πέντε γένη φησὶ δρυῶν εἶναι, ἓν δὲ τούτων τὴν φηγόν. *ὀρεσκεύει·

Σχόλια στον Νίκανδρο Scholia et glossae in Nicandri alexipharmaca


(scholia vetera et recentiora) Scholion 261a, line 4

οὐλάδα δὲ τὴν ὑγιαστικήν (ω 402)· οὖλέ τε καὶ μέγα χαῖρε Vq


πολλάκι δὲ BCvAld καὶ φηγοῖο· ἤγουν σὺν αὐταῖς ταῖς βαλάνοις·
διαφέρειν γάρ φησι δρῦν καὶ φηγόν · εἰ μή που φηγὸν τὴν πρῖνον εἶπεν·
ἄλλη γὰρ δρῦς καὶ ἄλλη φηγὸς καὶ ἄλλη πρῖνος, τὰ δὲ τρία
δρύες καλοῦνται πόροις] δός
ἀκύλοισιν] ταῖς πρινίνοις f βαλάνοις
ὁμήρη] ὁμοῦ. γράφεται ἰσήρη
βδήλαιο] ἀμέλξειας .

Scholia In Pindarum, Scholia in Pindarum (scholia vetera et recentiora


partim Thomae Magistri et Alexandri Phortii) (e cod. Patm.) (5034:
005)“Πινδάρου σχόλια Πατμιακά”, Ed. Semitelos, D.Athens: Hermes,
1875.Ode P 4, scholion 468, line 9

ἐποίησαν βουλόμενοι τῆς ἀρχῆς αὐτὸν ἐκβαλεῖν. Ἐλθὼν οὖν εἰς


Θήβας καὶ δεηθεὶς Πινδάρου, ὡς δέ τινές φασι, καὶ τὸν μισθὸν
τοῦ ἐπινικίου οὗτος ἦν ὁ δοὺς αὐτῷ, πέπεικεν αὐτὸν τὸν παρόν-
τα ἐπινίκιον γράψαι πρὸς Ἀρκεσίλαν, διότι ἐνίκησε, καὶ ἅμα
ἵνα δεηθείη ὑπὲρ αὐτοῦ. Δηλοῖ οὖν διὰ τῆς παραβολῆς ὅτι, ὥς-
περ δρῦς περιῃρημένη τοὺς κλάδους οὐδέν ἐστιν, οὕτω καὶ πόλις
τῶν οἰκητόρων κενωθεῖσα. Ἔστι δὲ ἡ ἀπόδοσις τοῦ εἰ γάρ τις
εἰς τὸ ἐσσὶ δ' ἰατήρ, εἰ καὶ πολλοὶ ἐκ τοῦ δὲ ἀπατώμενοι ἀνα-
πόδοτον τοῦτο ἐῶσιν, οὐκ εἰδότες ὅτι οἱ Ἀττικοὶ τὰ πλεῖστα
τέλη τῶν ἀποδόσεων μετὰ τοῦ δὲ ἐκφέρουσιν, ὡς καὶ αὐτὸς ἐν
ἄλλοις τε ἐποίησε καὶ ἐν τούτῳ (Ὀλ. Εἶδ. Γʹ, 75 – 8):

Scholia In Theocritum, Scholia in Theocritum (scholia vetera) (5038:


001)“Scholia in Theocritum vetera”, Ed. Wendel, K.Leipzig: Teubner,
1914, Repr. 1967.Prolegomenon-anecdote-poem 1, section-verse 72a,
line 1

KGEAT Ἄναπος ποταμὸς περὶ Σικελίαν παρὰ τὸ τοῖς ποσὶ διαβατὸς


εἶναι. Ἄκιδος ἱερὸν ὕδωρ: Ἆκις ποταμὸς Σικελίας. KGEAT Ἆκις παρὰ τὸ
ἀκίδι ἐοικέναι τὰ ῥεύματα. Pm δρυμὸς τόπος λέγεται ὁ πολλοὺς ἔχων
δρῦς. τινὲς αἰτιῶνται τὸν Θεόκριτον καί φασιν ἐν Σικελίᾳ
351

λέοντα μὴ εἶναι. ἀλλὰ προστιθεμένη ἡ ἂν συλλαβὴ λύει τὴν


αἰτίαν, ἵνα ᾖ· τῆνον ἂν ἔκλαυσεν, εἰ ἐν Σικελίᾳ λέων ἦν.
PT πολλαί οἱ πὰρ ποσσί: ὅρα τὴν ἡδονήν. ἀντῳδὴ
δὲ τὸ σχῆμα, ἥτις γίνεται οὕτως, ὅταν τις λαλῇ ᾠδὴν ἄλλην.

Scholia In Theocritum, Scholia in Theocritum (scholia vetera)


Prolegomenon-anecdote-poem 9, section-verse 20/21a, line 4

LmUmEgAGPT χόρια ζεῖ: χόρια τὰ ἀγγεῖα τῶν ἐμβρύων ἢ αἱ ἀπὸ


τῶν ἐντέρων πλεκόμεναι χορδαί.
KUEAT φαγοί: εἶδος Δρυός. εἴρηται δέ, ὅτι πρὸ τῶν
Δημητριακῶν καρπῶν τὰς βαλάνους ἤσθιον· ἢ πηγούς τινας
παρὰ τὸ εὐπαγεῖς εἶναι. εἰσὶ δὲ δρυὸς γένη εʹ· Φηγός , ἡμε-
ρὶς ἡ καὶ ἐτυμόΔρύς, αἰγίλωψ, πλατύφυλλος καὶ ἁλίφλοιος.
EgGP ἔχω δέ τοι οὐδ' ὅσον ὤραν: οὐδόλως ἔχω φροντίδα
τοῦ χειμῶνος.

Ελληνική ανθολογία Book 9, epigram 87, line 7

κλωνὸς ἐπ' ἀκροτάτου, κόσσυφε, κεκλιμένος·


ἐχθρόν σοι τόδε δένδρον· ἐπείγεο δ', ἄμπελος ἔνθα
ἀντέλλει γλαυκῶν σύσκιος ἐκ πετάλων·
κείνης ταρσὸν ἔρεισον ἐπὶ κλάδον ἀμφί τ' ἐκείνῃ
μέλπε λιγὺν προχέων ἐκ στομάτων κέλαδον.
δρῦς γὰρ ἐπ' ὀρνίθεσσι φέρει τὸν ἀνάρσιον ἰξόν,
ἁ δὲ βότρυν· στέργει δ' ὑμνοπόλους Βρόμιος.

ΦΙΛΙΠΠΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΩΣ

Μεμφομένη Βορέην ἐπεπωτώμην ὑπὲρ ἅλμης·


πνεῖ γὰρ ἐμοὶ Θρῄκης ἤπιος οὐδ' ἄνεμος·
ἀλλά με τὴν μελίγηρυν ἀηδόνα δέξατο νώτοις

Doctrina Patrum, Doctrina patrum (fort. auctore Anastasio Sinaïta vel


Anastasio Apocrisiario) (7051: 001)“Doctrina patrum de incarnatione
verbi”, Ed. Diekamp, F.Münster: Aschendorff, 1907.Page 42, line 28

τὶ ἀσώματον καί τι συναμφότερον, ἃ καὶ ἄτομα λέγομεν,


τοῦτό ἐστιν ἡ ὑπόστασις. εἰ δέ τι ἢ ὡς συναμφότερον καθ-
όλου νοοῖτο ἢ ὡς ὕλη ἢ ὡς λέγονται αἱ ἀσώματοι οὐσίαι
καθόλου, τοῦτο οὔτε φύσιν οὔτε ὑπόστασιν λέγουσιν, ἀλλ'
αὐτὸ τοῦτο οὐσίαν. παράδειγμα δέ σοι τῶν εἰρημένων ἔστω
352

τι τῶν δένδρων, εἰ βούλει δρῦς. αὕτη καθ' ὅσον μὲν ἐν


τῷδε τῷ τόπῳ καὶ εἰς τοσόνδε ὕψος ᾐρμένη καὶ τὴν ἕξιν
τοιάδε καὶ συνελόντι φάναι κατὰ τὰ λοιπὰ ἰδιώματα ὑπόστασίς
ἐστι. καθὸ μέντοι τοῖς τέτρασι στοιχείοις τοῖς εἰς τὴν γένεσιν
αὐτῆς παραλειφθεῖσι τοιόνδε εἶδος ἐπελθὸν ἐποίησεν αὐτὸ δρῦν
εἶναί τε καὶ λέγεσθαι,

Gregorius Paroemiogr., Paroemiae (e cod. Mosq.) (9006: 003)


“Corpus paroemiographorum Graecorum, vol. 2”, Ed. von Leutsch, E.L.
Göttingen: Vandenhoeck & Ruprecht, 1851, Repr. 1958.
Centuria 2, section 76, line 3

Γλαῦξ ἵπταται: ἡ πτῆσις τῆς γλαυκὸς νίκης σύμ-


βολον τοῖς Ἀθηναίοις ἐνομίζετο.
Γεράνδρυον μεταφυτεύειν: ἐπὶ τοῦ μὴ δεῖν τοὺς
γέροντας ἐπὶ τὰ τῶν ἀκμαζόντων ἔργα προτρέπειν. γεράν-
δρυον γὰρ τὸ γηράσκον φυτόν· καὶ δρῦς πᾶν φυτὸν γενικῷ
ὀνόματι καλεῖται.

Gregorius Paroemiogr., Paroemiae (e cod. Mosq.)


Centuria 4, section 91, line 1

τέχνας ἐπιτηδεύουσιν.
Πολλῶν ἀχύρων ὀλίγον καρπὸν ἀνήγαγον.
Παρὰ κωφῷ διαλέγῃ.
Πρὸς σῆμα μητρυιᾶς κλαίει: ἐπὶ τῶν προσποι-
ουμένων.
Πολλαῖσι πληγαῖς δρῦς δαμάζεται.
Πρὶν τοὺς ἰχθῦς λαβεῖν τὴν ἅλμην κυκᾷς:
ἐπὶ τῶν τοὺς καιροὺς προλαμβανόντων.
Πολλαὶ κυνὸς ἄῤῥενος εὐναί: ἐπὶ τῶν κατωφε-
ρῶν εἰς τὰ τῆς Ἀφροδίτης ἔργα.

Michael Apostolius Paroemiogr., Collectio paroemiarum


Centuria 2, section 16, line 3

Ἀληλεσμένος βίος καὶ μεμαγμένος: ἐπὶ τῶν


ἐν ἀφθονίᾳ τῶν ἐπιτηδείων ὄντων, ἢ ἐπὶ τοῦ προχείρου
καὶ ἑτοίμου. ὁμοία τῇ· Ἄσπαρτα καὶ ἀνήροτα.
Ἄλλην δρῦν βαλάνιζε: ἐπὶ τῶν ἐνδελεχῶς αἰτούν-
των τι, ἢ παρὰ τῶν αὐτῶν ἀεὶ δανειζομένων· οἱ παλαιοὶ
γὰρ βαλάνοις ἔζων. πρὸς οὖν τοὺς περισκοποῦντας δρῦς,
εἴτε πλήρεις εἶεν εἴτε κενὲ, Ἄλλην δρῦν βαλάνιζε, ἔλεγον.
353

Michael Apostolius Paroemiogr., Collectio paroemiarum


Centuria 9, section 49, line 1

οὗτοι γὰρ ἅμματά τινα δύσλυτα ἐπιτεχνάζονται.


Κακὴ πρόσοδος: ἐπὶ τῶν μετὰ τὴν μίξιν τὸν συγκεί-
μενον μισθὸν κομιζομένων.
Κατὰ ποδὸς βάσιν: ἐπὶ τῶν κατὰ μικρόν τι πρατ-
τόντων καὶ μετὰ τέχνης. ὅμοιον τῷ, Ἐν νυκτὶ βουλή.
Καὶ δρῦς μαινὰς ἐγένετο: ἐπὶ τῶν μόγις κηλου-
μένων βίᾳ ᾑτινιοῦν· φασὶ γὰρ καὶ δρῦν ἐρασθῆναι Ὀρφέως
ᾠδῆς ἕνεκεν.

Michael Apostolius Paroemiogr., Collectio paroemiarum


Centuria 14, section 43, line 1

Καμβύσης Κῦρος ὁ ἕτερος, καὶ μέντοι καὶ Πολυκράτης εἰς


Ὀροίτου σπεύσας ὡς τὸν χρυσὸν ἁρπασόμενος, καὶ ἄλλος
Τεύχων ἑτέρῳ κακὸν ἑῷ ἥπατι τεύχει·
καὶ ταῦτα μὲν οὐκ οἶδε τὰ ἄλογα, ἄνθρωποι δὲ οἱ εἰδότες
οὐ φυλάττονται.
Πολλαῖς πληγαῖς δρῦς δαμάζεται: πρὸς τοὺς
δυσαλώτους.
Πολυμαθείη κάρτα μὲν ὠφελέει· κάρτα δὲ βλάπτει·
ὠφελέει μὲν τὸν ἄξιον ἐόντα, βλάπτει δὲ τὸν ῥηϊδίως φω-
νέοντα πᾶν ἔπος, κἐν παντὶ δήμῳ· χρὴ δὲ καιροῦ μέτρα
εἰδέναι, σοφίης γὰρ ὅρος οὗτος. Ἀναξάρχου.

Michael Apostolius Paroemiogr., Collectio paroemiarum


Centuria 14, section 72, line 4

Λέγεται καὶ ἑτέρα δημώδης περὶ αὐτοῦ παροιμία· Ὅλος


φαινόμενος τὴν οὐρὰν ἀποκρύπτει.
Πόᾳ λίθον ἐκβάλλει: ἐπὶ τῶν τἀναντία τοῖς ἐπι-
βούλοις ποιούντων⁝ Ὁ γὰρ δρυοκολάπτης τὸ ζῷον,
ἔχει μὲν ῥάμφος ἐπίκυρτον, κολάπτει δὲ ἄρα τούτῳ τὰς
δρῦς, καὶ ἐνταυθοῖ κοιλάνας τὸν τόπον, ὡς εἰς καλλιὰν
τοὺς νεοττοὺς ἐντίθησιν, οὐ δεηθεὶς καρφῶν καὶ τῆς ἐξ
αὐτῶν πλοκῆς καὶ οἰκοδομίας οὐδέν. οὐκοῦν εἴτις λίθον
ἐνθεὶς ἐπιφράξειε τούτῳ τὴν εἴσδυσιν, ὁ δὲ συμβαλὼν ἐπι-
βουλὴν τὴν κατ' αὐτοῦ, κομίζει πόαν ἐχθρὰν τῷ λίθῳ,
354

Σούδα. alpha, entry 579, line 1

Ἀετοῦ γῆρας, κορύδου νεότης: παρόσον καὶ γηράσκων ὁ


ἀετὸς ἀμείνων ἐστὶ παντὸς ὄρνιθος.
Ἀετώματα· τὰ τῶν ἱερῶν στεγάσματα πτέρυγας καὶ ἀετοὺς
καλοῦσιν. Ἀριστοφάνης· τὰς οἰκίας ἐρέψομεν πρὸς ἀετόν. ἀντὶ τοῦ
στεγάσομεν.
Ἀζαλέας δρῦς: πρὸς τὸ σημαινόμενον. πότερον ὅτι φυλλορροεῖ
κατ' αὐτὴν τὴν ὥραν ξηραινόμενα τὰ δένδρα ἐκ ῥιζῶν ἀναβαλλόμενα
ὑπὸ τῶν χειμάρρων, ἢ ὅτι δρυτόμοι εἰς τὰς ποταμίους ἐμβάλλουσι
διώρυγας κόπτοντες, ἵνα συγκαταφέρηται τῷ ὄμβρῳ· ὅπερ ὑγιές.

Σούδα. alpha, entry 4463, line 2

τὰ καθ' ἡδονὴν παραδέχεσθαι. καὶ ἄλλον δὲ εἶναι αὐστηρὸν, παρα-


πλησίως λεγόμενον τῷ αὐστηρῷ οἴνῳ, ᾧ κατὰ μὲν φαρμακοποσίας
χρῶνται, πρὸς δὲ πρόποσιν οὐ πάνυ. ὅτι τὸν αὐστηρὸν ἡ κωμῳδία
ἄγροικον ἡγεῖται.
Αὐτάγγελος: ἡ ἀφ' ἑαυτῆς ἀπαγγέλλουσα. αὐτάγγελος γὰρ
ἡ δρῦς αὐτή σοι φράσει· ἔχει γὰρ γράμματα. καὶ αὖθις· ἦλθεν
ἂν παρὰ βασιλέως αὐτάγγελος τούτων, εἰ μὴ νόσῳ μακρᾷ καὶ χαλεπῇ
ἔκαμνε. καὶ αὖθις· ξυλληφθέντα δὲ εἱρχθῆναι κελεύει, ὡς μὴ
ἐπανελθόντα εἰς τὸ στρατόπεδον αὐτάγγελον γενέσθαι τῶν ξυμφορώ-
τερον ἂν κρυπτομένων.

Σούδα. alpha, entry 4576, line 9

τοῦ ὑγιὴς καὶ ὁλόκληρος, ἢ μέγας καὶ ἀνεπικώλυτος. καὶ ἀφελὲς


ὁμοίως. μισῶ τὴν ἀφελῆ, μισῶ τὴν σώφρονα λίαν. ἐπὶ τῆς ἀπονή-
ρου καὶ δοσιπύγου. καὶ τὰ ἐπιστόλια ἀφελῶς γράφειν. καὶ
Ἀφελῶν πεδίων. Ἀριστοφάνης περὶ Κράτητος· ὃς πολλῷ ῥεύσας
ἐπαίνῳ διὰ τῶν ἀφελῶν πεδίων ἔρρει, καὶ τῆς στάσεως παρασύρων
ἐφόρει τὰς δρῦς καὶ τὰς πλατάνους καὶ τοὺς ἐχθροὺς προθελύμνους·
ᾆσαι δ' οὐκ ἦν ἐν συμποσίοις πλὴν, δόρυ συκοπέδιλε, καὶ, τέκτονες
εὐπαλάμων ὕμνων· οὕτως ἤνθησεν ἐκεῖνος. νῦν δ' ὑμεῖς αὐτὸν ὁρῶν-
τες παραληροῦντ' οὐκ ἐλεεῖτε, ἐκπιπτουσῶν τῶν ἠλέκτρων καὶ τούτου
οὐκ ἔτ' ὄντος τῶν θ' ἁρμονιῶν διαχασκουσῶν· ἀλλὰ γέρων ὢν
περιέρρει, ὥσπερ Κοννᾶς, στέφανον μὲν ἔχων, δίψῃ δ' ἀπολωλώς
355

Σούδα. delta, entry 221, line 1

Δένδρεϊ: τῷ δένδρῳ. λύσις ὀνείρου· ξηρῶν φανέντων δενδρέων


κενοὶ κόποι.
Δενδροκόμους: τὰς κομώσας τοῖς δένδροις. Ἀριστοφάνης
Νεφέλαις· δενδροκόμους κορυφάς.
Δενδρώτης: ἡ τῶν δένδρων αὔξησις.
Δενδρυάζειν: εἰς δρῦς καταδύεσθαι κυρίως. ἀπὸ τῶν πα-
λαιῶν, ταῖς Δρύσὶ σκέπῃ χρωμένων πρὶν τὰς οἰκήσεις εὑρεθῆναι. καὶ
τὸ καθ' ὕδατος δύεσθαι καὶ ἀποκρύπτειν ἑαυτόν.
Δεντᾶτος: ὄνομα κύριον.
Δεξαμενή· εἰς τὸ ἱερὸν τῆς Σοφίας ἥκων ἐς αὐτήν που τὴν
θείαν δεξαμενὴν ἐξαπιναίως ἐκάθισεν. ἀλλὰ κἀνθένδε ἀφέλκειν αὐτὴν

Σούδα. delta, entry 221, line 2

Δενδροκόμους: τὰς κομώσας τοῖς δένδροις. Ἀριστοφάνης


Νεφέλαις· δενδροκόμους κορυφάς.
Δενδρώτης: ἡ τῶν δένδρων αὔξησις.
Δενδρυάζειν: εἰς δρῦς καταδύεσθαι κυρίως. ἀπὸ τῶν πα-
λαιῶν, ταῖς Δρύσὶ σκέπῃ χρωμένων πρὶν τὰς οἰκήσεις εὑρεθῆναι. καὶ
τὸ καθ' ὕδατος δύεσθαι καὶ ἀποκρύπτειν ἑαυτόν.
Δεντᾶτος: ὄνομα κύριον.
Δεξαμενή· εἰς τὸ ἱερὸν τῆς Σοφίας ἥκων ἐς αὐτήν που τὴν
θείαν δεξαμενὴν ἐξαπιναίως ἐκάθισεν. ἀλλὰ κἀνθένδε ἀφέλκειν αὐτὴν
ἴσχυσε. τουτέστιν ἡ τράπεζα ἡ τὰ θεῖα δεχομένη.

Σούδα. delta, entry 1447, line 3

Δωδωναῖος: ὁ Ζεύς, παρόσον ἐν Δωδώνῃ τῆς Θεσπρωτίας


ἐτιμᾶτο.
Δωδώνη: πόλις ἐν τῇ Θεσπρωτίδι Πελασγίᾳ. ἐν ᾗ ἵστατο δρῦς,
ἐν ᾗ μαντεῖον ἦν γυναικῶν προφητίδων. καὶ εἰσιόντων τῶν μαντευο-
μένων ἐκινεῖτο δῆθεν ἡ δρῦς ἠχοῦσα· αἱ δὲ ἐφθέγγοντο, ὅτι τάδε
λέγει ὁ Ζεύς. καὶ ἀνδριὰς ἵστατο ἐν ὕψει ῥάβδον κατέχων, καὶ παρ'
αὐτὸν λέβης ἵστατο· καὶ ἔπαιεν ὁ ἀνδριὰς τὸν λέβητα, ἐξ οὗ ἦχός
τις ἐναρμόνιος ἀπετελεῖτο. αἱ δὲ τῶν δαιμόνων φωναὶ ἄναρθροί
εἰσιν.

Σούδα. delta, entry 1541, line 2

προσγινομένων αἰτιῶν, ἀπὸ τοῦ μυζᾶν αὐτάς.


Δρῶπαξ: ὁ κεκαλλωπισμένος ἀνήρ. πολλοὺς ὁρῶ διὰ τὴν
356

ὑγίειαν ἐπὶ τὸν ξυρὸν καὶ τὸν δρώπακα καταφεύγοντας.


Δρωπίδης: ὄνομα κύριον.
Δρύινος: ξύλινος, ὡς ἄν τις εἴποι λίθινος· πᾶν γὰρ ξύλον
δρῦς καλεῖται κατὰ τὸ γενικὸν ἀπὸ τούτου. καὶ τὰ ἀκρόδρυα καὶ
δρύφακτοι καὶ δρυμοὶ καὶ δόρατα καὶ δούρειος ἵππος καὶ δρυπέπεις
ἐλάαι. ἴσως καὶ δρυπετεῖς αἱ ἀπὸ τοῦ δένδρου πεσοῦσαι. δρυπεπεῖς οὖν
αἱ παρ' ἡμῖν ῥουπάται.
Δρυΐδαι: παρὰ Γαλάταις οἱ φιλόσοφοι καὶ σεμνόθεοι.
Δρυμός: ἐν τῷ Παραπρεσβείας Δημοσθένης. πόλις ἐστὶ μεταξὺ

Σούδα. delta, entry 1552, line 1

τήν θ' ἁλίπαστον δρύπεπα. τουτέστιν ἐλαίαν. καὶ τὸ πληθυντικὸν


δρυπεπεῖς.
Δρυπολεῖν: τὸ ξύλοις πολιορκεῖν.
Δρῦς: ἔστι μὲν πόλις ἐν Ἠπείρῳ· ἔστι δὲ καὶ ἑτέρα ἐν
Θρᾴκῃ.
Δρῦς: τὸ δένδρον, τὸ Δρύς βραχύ. οὐκέτι θελγομένας,
Ὀρφεῦ, δρύας, οὐκέτι πέτραις ἄξεις. καὶ Ὅμηρος· ἢ δρυὸς ἢ πεύ-
κης, τὸ μὲν οὐ καταπύθεται ὄμβρῳ.
Δρυτόμος: ὑλοτόμος, δενδροτόμος.
Δρύφακτοι: ξύλινοι θώρακες, τὰ διαφράγματα, ἢ τὰ περι

Σούδα. sigma, entry 1004, line 2

αὖθις διαπράττεσθαι τῶν βασιλέων.


Στάλικας: πασσάλους. ἔμπαλιν ἰθυτόνων Δᾶμις ἀπὸ σταλί-
κων. ἐν Ἐπιγράμμασιν. ἡ εὐθεῖα στάλιξ.
Σταμίνεσσι: τοῖς ἐπιμήκεσι ξύλοις.
Στάσεις: τὰ ἀναχώματα τῶν ποταμῶν. καὶ τῆς στάσεως παρα-
σύρων ἐφόρει τὰς δρῦς καὶ τὰς πλατάνους προθελύμνους.
Στάσις: ἐπὶ πνοῆς βιαίου ἀνέμου. γίνεταί τις ἀνέμου στάσις,
ἔχουσα τηλικαύτην φοράν, ὥστε τὰς στοὰς σαλεύειν.
Στάσις: ὁ ἐμφύλιος, πόλεμος δὲ ὁ τῶν ἀλλοτρίων. στασιώτου
ἑκάτερος προαιροῦνται. Στασιῶται δὲ οἱ στάσεις ἐγείροντες.
καὶ Στασιώτης· Ἀντιφῶν ἐν τῷ Περὶ τῆς μεταστάσεως·

Σούδα. tau, entry 334, line 1

θεύοντες. Τερατολογεῖν λέγεται τὸ ἀπίθανα διηγεῖσθαι, καὶ λέ-


γειν πράγματα ἔξω τῶν ἀνθρωπίνων.
357

Τερατοσκόπος: μάντις, τερατουργός, θαυματοποιός.


Τερατώδη: παράδοξα.
Τερβελίς· ζήτει ἐν τῷ βασιλική.
Τερέβινθος: εἶδος δένδρου. ἢ δρῦς.

Σούδα. Alphabetic letter phi, entry 221, line 2

Φερεσβίους: ζῳοποιούς.
Φερετίμα: ὄνομα κύριον. ἡ δὲ Φερετίμα τὸν ὄροφον ὑποσπάσασα
τοῦ βόθρου, ὡς ἂν ἐμπεδορκοίη, ἤλαυνεν εἰς τὴν πόλιν.
Φερέοικος: ὁ κοχλίας. ἔνιοι ζῷον λευκὸν ὅμοιον γαλῇ, ὑπὸ
Δρύσὶ καὶ ἐλαίαις γινόμενον· οἱ δὲ ζῷον σφηκὸς εὐμεγέθους μέγιστον.
Φέρειν: λαμβάνειν. Ἀριστοφάνης Ἀχαρνεῦσιν· ἐπέμψεθ' ἡμᾶς
ὡς βασιλέα τὸν μέγαν, μισθὸν φέροντας οὐ δραχμὰς τῆς ἡμέρας.
Μένανδρος Ὀλυνθίᾳ· μετ' Ἀριστοτέλους γὰρ τέτταρας τῆς ἡμέρας
ὀβολοὺς φέρων. καὶ ὁ μισθοφόρος ἀπὸ τούτου. καὶ Ἔφερον,
οὐδετέρως.

Σούδα. phi, entry 260, line 1

...κώδειαν ἀνασχών. ἵν' ᾖ ὡς κώδειαν. Φηγαιεῦσι: δῆμος τῆς Αἰαντίδος.


Φηγεύς. Φήγινος: δρύϊνος. ἐν Ἐπιγράμμασι· φηγίνεον κρατῆρα.
Φήγοντος. Φηγός : δρῦς· ἢ πεύκη. ἦν δὲ δένδρα ὑπερμεγέθη, φηγὸς καὶ
ἐλάτη, δρύες τε καὶ φίλυρα. Φηγοῦς: δῆμος τῆς Ἐρεχθηΐδος. Φηγούσιον·
Λυσίας ἐν τῷ Περὶ Βατράχων φόνου. Φήληκες: τὰ ἄγρια σῦκα, τὰ τῇ
δείξει πέπειρα. Φήληξ: ὁ ἀπατεών, καὶ ἡ ὠμὴ συκῆ.

Ignatius Biogr., Poeta, Vita Nicephori Page 203, line 3

...προσέταττον, καὶ δὴ πολλὰ κατ' αὐτῶν βατταρίσαντες καὶ βατράχων


δίκην ἀσύμβατα καὶ ἄναρθρα θορυβήσαντες, διὰ μέσης τῆς ἑαυτῶν
καθέδρας προστάττουσιν ἕλκεσθαι. ἐν ᾧ δὲ τοῖς τῆς κακίας ἐξάρχοις
προσήγγιζον, στῆναι διὰ βοῆς ἐπεκέλευον. ὡς δὲ τὸ ἑδραῖον αὐτῶν πρὸς
τὰς ἐπηρείας ἀτίνακτον ἔβλεπον (πέτραις γὰρ στερραῖς ἢ Δρύσὶ βαθυρρί-
ζοις ἐῴκεσαν) τοιαῦτα πρὸς αὐτοὺς ἀπεδούπουν νηπιόλεκτα καὶ ὑπόσαθρα
ῥήματα. “ἕως τίνος ἀπειθείᾳ ἑαυτοὺς ἐπερείδοντες πρὸς τὸ τῆς ἀληθείας
καλὸν διαβλέψαι ἀπείπασθε, καὶ τὸ τοῦ ὀρθοῦ λόγου μεταμαθεῖν
σεβάσμιον ἀπαναίνεσθε; νῦν οὖν, εἴ τι λείψανον σκληροκαρδίας
πρόσεστιν ὑμῖν.
358

ΔΡΎΣ. Αποσπάσματα από βιβλία

100 από pερίπου 29.700 αποτελέσματα.

Thēsauros tēs hellēnikēs glōssēs: B - D. 2 - Σελίδα 173. Henri Estienne,


Charles Benoît Hase - 1833 - 633, 36, compositorum vocabulorum vel
derivatorum magis quam simplicis substantivi δρύς exemplis adducti :
cujusmodi sunt δρύκαρπα, δρυμός, δρύτομος, δρύφακτος. Depimu
Soph. Musgr. ap. Εur. Cycl. 615: Δρυός άσπετονιέρνος, collato ...
Nomenclator zoologicus, continens nomina systematica generum ...Louis
Agassiz - 1844 - Μexic. 1834. Νom. propr. (draco). ΙΡryinus Μerr. Τent.
Syst. Αmph. 1820. δρύς, arbor. ΙΡrymarchon Fitz. Syst. Rept. 1843.
δρυμός, sylva, αρχων, dominus. Ρrymobius Fitz. Syst. Rept. 1843.
δρυμός ...
A new Greek and English lexicon: principally on the plan of the ...James
Donnegan - 1843 - - Τh. δούς. Δουοκοίτης, ου, ο, one that sleeps, or
«lwells on Oaks, or trees. Τh. δρύς, κοίτη. Δρυοκολάπτης, ου, ο, one that
makes holes in trees-awoodpecker. Τh. δούς, κολάπτω. Δουκόπος, ου, αdj.
that cuts wood. Subst. o, a wood-cutter, s. s. as ...
Lexicon Hesiodeum cum indice inverso - Τόμος 1 - Σελίδα 165 Marcel
Hofinger - 1978 - άρτε. οΐ δ' άρ' έν'ι πρώτοισι μάχην δριμειαν έγειραν ΤΗ.
713 ; πάσαι δ' άμφ' ένι φωτι μάχην δριμεϊαν έθεντο δε. 261 ; έσσυμένως δέ
οι άμφι μάχην δριμεϊαν έθεντο δε. 411 ; ' δριμύ δ' "Αρην άχος εΐλε δε. 457.
Λόγος ενός ληστή στη διάσκεψη του Πότσδαμ: βασιλική δρύς ; ο
...Νικηφόρος Βρεττάκος - 1945 -
Dictionarium magnum - Σελίδα 221 1712 - - Ομηρος , δρυ-, ψάμενοι
δ'ονύχεσι παρειας , παρα σας δρύς. - π γαρ παλαιον αρπάζοντες σας
βαλάνες, πεeμπαίοντες αλήλες εσπαρατσον. όθων δρυμάοσωβήμα, σο
απαρατσω. ή από ή περι- λεπιζομένων δρυών είρηται. Δρύς τα παλαιάς
πάν ...
Cornelii Schrevelii Lexicon manuale Graeco-Latinum et Latino-Graecum.
Cornelis Schrevel, Joseph Hill, John Entick - 1799 - - Δ "ττα, scc. iiπg. a.
Δεύας, αν. ε" κorr ποπ. Ρatris Lγcurjtifd. verbi. δρυμόν, και, το, idem ; a
δρύς, g. v. , ...
359

A Comprehensive Lexicon of the Greek Language: Adapted to the Use of


...John Pickering - 1846 - - Fr, δρύς αnd τήγνυμι. Δρύοπτερίς, ίδος, ή, a
plant which grous at the ./oot of trees, with Ιeαυes ertended like ισings,
polypode, polypodium dryopteris. Εr, δρύς αnd πτέρον. Δρύοτομία, ας, ή,
the cutting or Inewing of wood. Fr, τέμνω. Δρύοτομική ...

Galenus Med., De simplicium medicamentorum temperamentis ac


facultatibus libri xi (0057: 075) “Claudii Galeni opera omnia, vols. 11–
12”, Ed. Kühn, C.G.Leipzig: Knobloch, 1826, Repr. 1965.Volume 11,
page 756, line 1

... τὰ γὰρ ὄντως σηπτικὰ ὑγραίνοντα μετὰ τοῦ θερμαίνειν ἐστίν. ὅμως δ'
οὖν οὕτω καλοῦμεν τῇ τοῦ συμπτώματος ὁμοιότητι, φθορὰ γὰρ ἀνώδυνος
ὑπ' ἀμφοτέρων γίγνεται· πλείους μὲν οὖν εἰσιν οἱ τῶν φθειρομένων τρόποι.
τά τε γὰρ ὑπερψυχθέντα καὶ ὑπερθερμανθέντα καὶ ὑπερ-υγρανθέντα καὶ
ὑπερξηρανθέντα φθείρεται, ἀλλ' οὐ πάντα
γε τὰ φθειρόμενα σήπεσθαί φαμεν, ἀλλ' ὅσα μετὰ δυσωδίας τοῦτο πάσχει.
περὶ μὲν δὴ τῶν ὀνομάτων οὐ πάνυ χρὴ σπουδάζειν. χρὴ δ' εἰδέναι τὰ
καλούμενα φάρμακα σηπτὰ καὶ σηπτικὰ, καθάπερ ἀρσενικὸν καὶ
σανδαράκη καὶ χρυσο- κόλλα, δρυόπτερίς τε καὶ πιτυοκάμπη καὶ
ἀκόνιτον τήκειν τε καὶ συντήκειν ἅπαντα, καὶ μάλιστα τῆς μαλακῆς
σαρκὸς ὀδύνης χωρίς. ἔνια δ' ἐξ αὐτῶν ἰδίως ὀνομάζουσι καθαι-ρετικὰ, καὶ
χρῶνταί γε πρὸς τὰς ἐπουλώσεις τῶν ὑπερσαρ-κούντων ἑλκῶν. ἔστι δὲ καὶ
ταῦτα τῆς μὲν αὐτῆς τῷ γέ-νει τῆς σηπτικῆς ὀνομαζομένης δυνάμεως,...
Rhetores Graeci - Σελίδα 349 1832 - - Ψ όγος Δρυός, 10 Κατηγορείσθαι
παρέχει την γην βιαζομένη δρύς από γης προελθείν, ώσπερ γάρ την γην
μητέρα δείξαι των κακών εθελήσασα συναριθμείται τους από ταύτης ή
δρύς προήλθε τοίνυν Διός μεν τώ δοκείν, ου μην ώς όσα της γης ...
Peri tōn O' hermēneutōn tēs palaias theias graphēs 1845 - - Ελληαιν ή
δρύς, καΐ δρύς πολλάκις καθόλου το δένδρον, έπελά- θετο ό Οδιος (ό-ισθ.
σελ. 6 1 4). Και άλλο δε διέφυγε τήν εις έλεγχον των Ο φιλότιμον αύτοΰ
πολυμάθειαν' δτι δηλαδή το δρύς μετεχειρίσθησαν καΐ άντι τοΰ δρύς
πολλή _ (δένδρων).
Rhetores greci, ex codicibus florentinis, mediolanensibus, ...Christian
Walz - 1832 - - Ψ όγος Δρυός, 10 Κατηγορείσθαι παρέχει την γην
βιαζομένη δρύς από γης προελθείν, ώσπερ γάρ την γην μητέρα δείξαι των
360

κακών εθελήσασα συναριθμείται τους από ταύτης ή δρύς προήλθε τοίνυν


Διός μεν τώ δοκείν, ου μην ώς όσα της γης ...
Rhetores Graeci: ex codicibus Florentinis, Mediolanensibus, ...Christian
Walz - 1832 - - Ούχ οσα λυπεί τον βίον η ναυτιλία διεξελήλυ&α. 7. Ψόγος
Δρυός. 10 Κατηγορεΐσ&αι παρέχει την γην βιαζομένη δρύς ^πό γης
προελ&εΐν, ωσπερ γαρ την γην μητέρα δεΐξαι των χαχών έ&ελήσασα
συναρι&μεΐται τοις άπό ταϋτης □η δρύς' προηλ&ε ...
Εικονογραφημένον Βοτανικόν - Φυτολογικόν Λεξικόν: Τόμος Γ΄
Δημήτριος Σ. Καββαδάς - 2015 - Δρύς ή έμμισχος (Ouercus pedunculata)
Φύλλα βραχύμισχα, προμήκη - άντωοειδή, με 3–7 ζεύγη άμβλέων
λειoχείλων λοβών, βαθυπράσινα άνωθεν, γλαυκοπράσινα κάτωθεν, 6–14
εκ. μήκους. Καρποί 1–7 έπιφυείς έπι των πλευρών μακρού ...
Λεξικόν της ελληνικής γλώσσης - 2oς τόμος: - Σελίδα 525 Henry G.
Liddell, Robert Scott - 2015 - δρύακες, αί, (δρύες) =δρύοχοι, Ησύχ.
δρυάριον, τό, ύποκορ. τού δρύς. Εύστ. 1715.52. Δρυάς, άδος, ή, (δρύς)
νύμφη, ής ή ζωή συνεδέετο προς την τού δένδρου, ού προστάτις ήτο,
Πλούτ, Καίσ.:9, 2.711E, πρβλ. Αμαδρυάς. δρυηκόπος, ον ...
Lexicon Aristophanicum, graeco-anglicum - Σελίδα 79 James Sanxay -
1811 - - ΔΡΟΣΟΣ, g, ή, dew, Ν. 329.974. water, εκ τσοταμών δρόσον
άρατε, Β. 1377. Δρυκολάπτης, και, ο (δρύς et κολάπτω) a wood-pecker,
Ο. 480. Δρυογόνος, ε, ο (δρύς et γείνομαι) Oak bear1ng, Θ. 120. Δεύοχος,
και, ο (δρύς et έχω) the foot-hooks or ...
Lexikon tēs hellēnikēs glōssēs tritomon - Τόμος 1 - Σελίδα 526 Anthimos
Gazēs, Kōnstantinos Gkarpolas, Christodoulos Matakidēs - 1835 - - Δρυ ο
γονος, ον (ΤΕΝΩ). Ο γεννημένος ή ο Γ' καταγόμενος από την δρύν
(βαλανιδιαν). Αλλα Δρυο γ ό ν ο ς, ον, "Οποιος γεννά βαλανιδιαίς, δένδρα.
Αριστοφ. Θεσμ. 114. * Δρυ ο εις, εσσα, εν. Πλήρης δρυών ή δένδρων, Δρυ
ο κ ο ί της , ου, ...
Λεξικόν Ελληνογαλλικόν και Γαλλοελληνικόν - Τόμος Β΄: - Σελίδα 760
Αντώνιος Ηπίτης - 2014 - - "Ιτέα (saule)· τό ιτέϊνον ξύλον είνε λευκόν,
έλαφρόν, μαλακόν καί πορώδες μή χρησιμοποιούμενον εις τήν
λεπτουργικήν" χρησιμοποιείται καί πρός κατασκευήν τού άνθρακος τής
πυρίτιδος. Δρύς (cheme), κοινώς τό δένδρο ή ή Βαλανιδιά τό ξύλον ...
Cornelii Schrevelii Lexicon manuale græco-latinum et latino-graecum
Cornelis Schrevel, Joseph Hill, John Entick - 1825 - Τh. δρόσος, ros.
Δρύγγος, ε, ο, cohors et globus militum, drungus. Vide Lat. Εtymol.
Δρέσιλλα, ης, ή, nomen mulieris, a Druso. Δρυάδες, ων, αι, Drψαdes,
361

ηψmphα ; (et αμαΔρυάδες, ων, αι, silυαrum .Νψmphα.) Τh. δρύς, φuercus,
Δρύάλος, υ, ο, ...
Lexikon tēs Hellēnikēs glōssēs ... kai lexikon epitomon tōn en tois
...Skarlatos D. Vyzantios - 1852 - - Δρύοχος.)_ Δρυάριον (τό), ϋποχορ.
τοϋ Δρύς. Δρυάς , άδος (ή), (χυρ. νύμφη) *ων ή δουμών,ή όίλλ.
Δμα3ρυάς(ίό« τήν λέξ.). 2) -(ή έσφαλμ. άίτί)Δρύαξ. Δουηχόπος (4, ή), II.
αντί Δρυοχόπος. Δρυίδαι(οί). οϊ Ιερείς χαί φιλόσοφοι τω» •παλ.
Λεξικόν της αρχαίας ελληνικής γλώσσης: - Σελίδα 318 Henry G. Liddell,
Robert Scott - 2015 - - 2. καθαρό νερό, σε Αισχύλ. Π. οτιδήποτε τρυφερό,
όπως έρση Π, τα μικρά των ζώων, στον ίδι Δρυάς, -άδος, ή (δρύς), Δρυάδα,
νύμφη της οποίας η ζωή ήταν συνδεδεμένη με το δέντρο που προστάτευε,
σε Πλούτ, πρβλ. “Αμαδρυάς. δρύινος, -η ...
Θεόφραστος. Opera quæ supersunt omnia. Emendata edidit cum ...1842 -
ν έτι κατά ισχύν ή πάχος ή τάς τοιαύτας διαφοράς, πάλιν τά μεν λεπτόφλοια
- καθάπερ δάφνη φίλυρα τάδε παχύφλοια καθάπερ δρύς, έτι τά μεν
λειόφλοια καθάπερ μηλέα συκή τά δε τραχύφλοια καθάπερ αγρία δρύς
φελλός ...
Θεόφραστος. Opera quae supersunt omnia: Historia plantarum
Theophrastus, Friedrich Wimmer - 1842 - τι κατά ίσχυν ή πάχος ή τάς
τοιαύτας διαφοράς, πάλιν τά μέν λεπτύφλοια καί)άπερ δάφνη φιλύρα τά δέ
παχύφλοια καίΙάπερ δρύς. ετι τά μέν λειόφλοια κα&άπερ μηλέα συκη τά
δε τραχυφλοια καί>άπερ άγρια δρύς φελλδς φοίνιξ. πάντα δε νέα μέν ...
A Greek-English lexicon: based on the German work of Francis Passow.
Henry George Liddell, Robert Scott, Franz Passow - 1859 - Δρυμός)...
Johannis Scapulae Lexicon Graecolatinum. Quo, Ex Primitivorum Et
...Johann Scapula, Jacobus Zwinger, Joannes Meursius - 1665 -
δρησμοσκόη,δρησης,δρήτης, η der εκ ibid. δριμυφάγΦ-,.
Plēres systēmatiko kai alphavētiko triglōsso lexiko ...Iōannēs Vagianos -
1981 -
Anecdota Graeca - Τόμος 3 - Σελίδα 282 John Anthony Cramer - 1836 - -
Β. 11 βε'λε» αίτο Β. 0 οίον παν. [ου το παρεσχηματιο-μενον τψ αρσενικά,
άλλ' 'όνομα καθ' ετερόκλισιν.. Ρ γραΐς Β. δρύς" πυρ" ψάρ" κάρ" δ/ο τοΊ τις
σημειούμεθα ...
Aristophanous kōmōdiai - Τόμος 1 - Σελίδα 130 Aristophanes - 1829 - -
... βάλλει τους επιόρκους, πως ουχί Σίμων ενέπρησεν ουδε Κλεώνυμον
ουδε Θέωρον, καίτοι σφόδρα γ' είσ' επίορκοι. αλλά τον αυτού γενεών
362

βάλλει και Σούνιον άκρον Αθηνέων 4ΟΟ και τάς δρύς τάς μεγάλας, τί
μαθών, ου γάς δή δρύς επιορκεί.
Aristophanis Comoediae - Τόμοι 3-4 - Σελίδα 141 Aristophanes - 1829 - -
είπερ βάλλει τους επιόρκους, πώς ουχί Σίμων' ενέουδε Κλεώνυμον, ουδε
Θέωρον, καίτοι σφόδρα γ' αλλά τον αυτού γε νεών βάλλει, και Σούνιον
άκαι τάς δρύς τας μεγάλας τί παθών, ου γαρ δή ΣΤ ουκ οίδ' ατάρ ευ συ
λέγειν φαίνει, τί γάρ έστιν ΣΩ, ...
Greek text. Index - Σελίδα 130 Aristophanes - 1829 - Α" 9 ν \ και τάς δρύς
τας μεγάλας τί μαθών, ου γαρ δή δρύς επιορκεί. ΣΤΡΕ. ουκ οίδ' ατάρ εύ
συ λέγειν φαίνει, τί γάρ έστιν δήθ' ο κεραυνός , ΣΩ. όταν εις ταύτας άνεμος
ξηρός μετεωρισθείς κατακλεισθή, και ένδοθεν αυτάς ...
Poetæ scenici græcorum. Recensuit, et annotationibus, siglisque ...1829 -
είπερ βάλλει τους επιόρκους, πώς ουχί Σίμων' ενέουδε Κλεώνυμον, ουδε
Θέωρον, καίτοι σφόδρα γ' αλλά τον αυτού γε νεών βάλλει, και Σούνιον
άκαι τάς δρύς τας μεγάλας τί παθών, ου γαρ δή ουκ οίδ' ατάρ ευ συ λέγειν
φαίνει τι γάρ έστιν όταν εις ...
Geōrgikē kai oikiakē oikonomia - Τόμος 2 - Σελίδα 103 Grēgorios
Palaiologos - 1835 - - Εν ύλοτόμιον, του οποίου ή κοπή είναι
προσδιωριβμβνη βΐ- χάθε ι ο χρόνους, πρέπει να εχη ει; αΰτην τήν έποχήν
δρύς δψους ϊ5 ποδών, και περιφερείας ενός ποδός τουλάχιστον. Εις την
δ^υτίραν ηλικίαν % το δεύτερον κόψιμον τοΰ όλοτομίου ...
Θεόφραστος : Supplementum et indicem rerum et ...Theophrastus - 1821
- Αν «Δρύς, αγρία δρύς 1, 5, 2. παχύ-υ φλοια καθάπερ αγρία , δρύς. εed
ibi Ηeinsius αγρία addidit: aeinceps autem τα δε τραχύφλοια, καθάπερ
αγρία δρύς, libri 9muφε habeut, Δρυός γένη, ένιοι γε ευθύς την μεν ήμερον
καλούσι, την δ' αγρίαν, ...
Syngramma periodikon - Τόμοι 8-9 - Σελίδα 43 Hellēnikos Philologikos
Syllogos (Istanbul, Turkey) - 1874 - - 275) Ελλ. δρύ-ς (δένδρον, δρύς),
δρυ-μά, δρυ-μό-ς, δρυ-τόμο-ς, δέν-δρε-ο-ν (δένδρον, μετ' αναδιπλ.), δρία,
δόρυ (πλ. δούρα, δούρατα), δούρ-ειο-ς δουράτ-εο-ς. - Σανσ. dru-s (ξύλον,
δένδρον), dru-ma-s (δένδρον), daru (ξύλον, είδος πίτυος), ...
Lexikon dia tus meletontas ta ton palaion Hellenon syngrammata, kata
...Kōnstantinos M. Kumas - 1826 - - ΔΡΥOR Δρυοκολάπτης ،, ου, ό
(καλάπτω), όρνεον, τό όποίον τρυπά τήν φλούδαν τῶν δένδρων. 'Eλεγαν
και Δρυηκολάπτης, α. Δρυκολάπτης, 'A?ιστατ. 'lστ. g. 9, 9. Δρ υ ο κόπο ،,
ό, ή (κόπτῶ), ός τις κόπτει δένδρα. 2) ἀντὶ τού πρ. Δρύο ν, τό ...
363

Dasika Chronika - Τόμοι 16-17 - Σελίδα 106 1974 - Διηρχόμεθα ουχί


μακράν τοϋ δένδρου, απέχοντος ημισείας ώρας όδόν άπό τό Μίγα Μανδρί.
'Ο δρόμος μας ήτον έπί τής κλιτύος, ολίγον ύψηλότερον τής θέσεως όπου
ϊστατο τό δένδρον, έτεμνε δέ πλαγίως τό βουνόν... και ή δρύς ή μαγική, ...
Handwörterbuch der griechischen Sprache: nebst einem Anhange Franz
Passow - 1831 - - 8, 2, p. 444. Ε. 2) jeder Βαμrn , bes. die hochstammigen
, von festem Ηolze, anch die essloare Friichte tragenden : , πίειρα δρύς, die
harzige Fichte, Soph. Τrach. 763. 3) bey den ΙΟichtern iibertr. ein alter
Κnast, ein abgelebter, verdorrter Leib, ...
Aristophanis Comoedias - Τόμος 1 - Σελίδα 130 Aristophanes, Theodor
Bergk - 1903 - και τάς δρύς τάς μεγάλας τί μαθών; ού γάρ δή δρύς γ'
έπιορκεί. ούκ οίδ' άτάρ εύσύ λέγειν φαίνει τι γάρ έστιν δήθ' ό κεραυνός;
όταν εις ταύτας άνεμος ξηρός μετεωρισθείς κατακλεισθή, ένδοθεν αύτάς
ώσπερ κύστιν φυσά, κάπειθ' ύπ' ...
Orthographiko lexiko tēs neas hellēnikēs glōssas: me 3500 ...Geōrgios
Bampiniōtēs - 2008 - Δρυάδες Δρυ-ά-δες δρυΐδης δρυ-ί-δης =· 100 -ίύης
δρυίδης Η γραφή της λέξης οφείλεται στην ετυμολογική της σύνδεση με
τη λέξη δρύς «Βελανιδιά·. Τα διαλυτικά (υί) είναι απαραίτητα, αλλιώς το
-υί- θα διαβαστεί ως «ι», πβ. υιοθεσία, ...
Λεξικόν Ελληνογαλλικόν και Γαλλοελληνικόν - Τόμος Α΄: - Σελίδα 645.
Αντώνιος Ηπίτης - 2014 - - Ιβοτ. όνομασία τής οικογενείας τών ειδών
άτινα παράγουσιν ώς καρπόν βαλάνους (qui oint pour fruit les glands),
όπως είνε ή δρύς (chόme). 5 –, ος, ον Ιβοτ.] ό φέρων βαλάνους, qui porte
des glands. βαλανηφάγος, ος, ον, καί βαλανοφάγος, ...
Το μεγάλο ετυμολογικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας: ... - Σελίδα 344
Giannēs Sp Koulakēs - 1993 - δρόσος, (ο) ουσ. παράγ. < αρχ. δρόσος < 9.
δροσ- (πρβλ. σανσκρ. ras-as, λατιν. ros) – δρόσος, δρύινος, επίθ. παράγ.
<δρύς (= Βελανιδιά)–» 9.δρύ-ινος. δρυμός, ουσ. παράγ. < δρύς – 9. δρυ-
μ-ός (= δάσος πυκνό). δρυοκολάπτης, (ο) σύνθ. ουσ.
Stoicheia botanikēs - Σελίδα 337 Eustathios I. Ponēropoulos - 1880 - Δρύς
η στενόφυλλος ΙΙ). Δρί'ὶς η αγρία θεοφρ. κοιν. ὰγριούαλανιδιι1. ΙΙΙ) Δρύς
τι πλατύφυλλος· θεοι”. νι μακρολεπὶς ΙΙΙ Φωτο” Δρύς η ...
Suidae Lexicon post Ludolphum Kusterum ad codices manuscriptos
...Thomas Gaisford, Ludolf Kuster - 1834 - - Οι δε, ότι έθος ήν τους
εφήβους μετά τό γενέσθαι περιπόλους τής χώρας, στρατεύεσθαι μεν, ει
"συμβαίη πόλεμος, μη μέντοι μετά των άλΗ δρύς] Μirum forsan lectori
364

videbitur Suidam vocem τερέβινθος per δρύς hic exponere, Sed respexit
ad ...
A Lexicon of the Greek Language: For the Use of Colleges and ...John
Allen Giles - 1840 - - (δρύς), a bath. ing-tub , trough , cofin. Δρομάδην
(δρέμω), by running. - Δρομαιos, α, ον, αnd oυ, running , Heet.-Δρομαίως,
same as δρυμάδην.-Δρομάς, άδυs, that runs , a prophetess : κάμηλος
δρομά», a dromedary. - Δρομάασκε,3 sing.imp.
Iohannis Zonarae et Photii lexica: ex codicibus manuscriptis nunc
...Joannes Ζωναράς. - 1808 - - "Ο \ ".. ν - ρ' Δρύς, το δρύινον δένδρον,
το δρύς δε βραχύ. - "- ν Δρυαχαρνείς." οι αναίσθητοι, εκωμωδούντο γαρ .
οι Αχαρνείς άγριοι και σκληροί, 88. Δευφάκτους] Vid. Ειymolog. 288, 47.
Ηcsychiιιιιι et Scho). Αristoph. ad 1. c. 89. δρυφάκτους] ...
Ilias - Τόμος 9 - Σελίδα 144 Homerus - 1819 - - ... χρησμυς ο Ζευς αμέσως
εις τυς Σελλύς ιερείς αυτό, αλλά εις τας δρύς , και αι θαυματυργοί δρύς
με, τοχέτευον αυτές εις τυς ιερείς, και 5τοι εις τός χρητηριαεομένες όθεν
5τοι οι ιερείς δεν ήσαν κυρίως προφή, ται, διότι δεν εδέχοντο την
απόκρισιν ...
Thēsauros Tēs Enkyklopaidikēs Baseōs Meta Synōnymōn Kai Epithetōn
...Gerasimos Blachos - 1820 - Δρόσος, και. δρο" 9 σίη, ης. Ψεκας, άδος.|
Δροσόλα . Πάχνη , ης. Πρώξ, ωκός - Δρυούιος . Δρυϊνος , ου. δρυώδης,
εος. Δρυότοπος. Δρυμων, ώνος. δρυκολαπτης, και. Δρύς. Δρύς, υός.
Σαρωνις, ίδος. Επίθ. Δρύς. Αζαλέη. Υψικαρίμος . "Υψίκομος .
Lexicon: Ex tribus codicibus manuscriptis nunc primum Joannes
Ζωναράς. , Johann August Heinrich Tittmann - 1808 - - Δρύς. τό δρύινον
δένδρον, το δρύς δε βραχύ. « Δζυαχαρνείς" οι αναίσθητοι, εκωμωδούντο
γαρ οι Αχαρνείς άγριοι και σκληροί, 88. Δρυφάκτους] Vid. Εtymolog. 288,
47. Πesychium οι Schol. Αristoplu. ad l. c. 89, δρυφάκτου, ] Αristoph.
Schrevelius' Greek Lexicon: Translated Into English, with Many New
...Cornelis Schrevel - 1831 - - Δρίον, ου, τo, a thicket : fr, δρύς, a tree,
Δρίos, εos, τo, the same as δρίον, a wood : fr. the same th. Δροίτη, ηs, ή, a
cofin, wooden trough or bath: fr, δρύς, because made of Oak. Δρομαίος,
α, ον, τηade in running, speedy, swift: Δρομάς, άδος, ο S ...
O new greek and english lexicon - Σελίδα 264 James Donnegan - 1826 - -
Δριμυφάγος, ου, αdj. eating pungent substances, using an acrimonious diet.
Δρίον, ου, το, ανια δρίος, εος, τo, a wood, or thicket, a mountain, Οdψss.
Τh. δρύς. (Δροίτη, ης, ή, a bathing-tub-a coffin, or urn for containing the
ashes of the dead.
365

Lexicon: post Ludolphum Kusterum ad codices manuscriptos. K - Psi Suda


- 1834 - - Από μεταφοράς του τέττιγος, ή της χελιδόνος. ΤέΡΕΤΡοΝ :
"Τρύπανoν. "ν Α' ΤΕΡΗΔόΝ: Σκώληξξυλοτρώκτης, oικών εν ξύλω.
"Άριστοφάνης Ιππεύσιν i"Η δρύς. Αλλ' εάν με χρή, υπό τερηδόνων σαπείσ'
ενταύθα η καταγηράσομαι. Και αύθις ηΣυ δ', ...
Anakoinōseis Hidrymatos Dasikōn Ereunōn Athēnōn 1980 - ”Ετσο ένα
νοοκοκυροό ἐνός οικοσμού κάποοου στρώματος μπορεἰ νά έχεο π ρ ο μύα
ποσότητα καυσοξύλων από μοα πηγή προελεύσεως π.χ. από ὁημόσοα
ὁάση μέ πηγή προελεύσεως 7 καύ ἄν τό εόὁος εέναο Δρύς (Κωὁοκός 5)
θά ...
Novum Lexicon Graecum ex Christiani Tobiae Dammii ... - Σελίδα 304
John Morison Duncan - 1836 - Εst ergo δρίος, το δάσος , ein dϊckes
Geoίische (α thicket). Reperitur et τό δρύον, ου, ut in Ηesiodi "Εργ. 528,
ανά δρύαβεσσήεντα φεύγουσι , in die dicken Βίische (in the thick bushes).
- δρoίτη, ή, vide sub δρύς, ad finem. δρομιχαίτης, o, vide ...
Scholia in Homeri Iliadem - Τόμοι 1-2 - Σελίδα 518 1825 - - τοΓσ* δέ χαί
μετέειπεν άναξ ανδρών 5 το γαρ „ χαλεπον έπιςάμενόν περ έόντα" χατά
'Άττιχήν Αγαμέμνων αυτό&εν έξ ε'δρης, αδ' Ιν μέσοοι- σννή&ειαν
πλεονάζει το ιόντα- έχείνοις γϊ ην σίνη&ες λέ~ σιν άναςάςι δτως χ) παρ'
Άριςοφάνει. έν δε τΐ\ Μασ- ...
Dictionarium magnum ac perutile Varini Phavorini Camertis Nucerini
...Guarino ((of Favera, Bp. of Nocera ;) - 1801 - Αικύλος και έτι παρά το
δόρυ και τον ουτον τον θααπ ,. το δρυ το εις S ανατον ζητήδειον . ή εκ
Δρυός εις οί τον πεποιημάλη, και ε:ς το δέχεθαμ το σκίμιος, κατά π,
Ερμιππον εν , δ/α τα υ 2ξάφεται , παρα τίμ ξυλινίευ . και ίσως οτε μίύ
σημαίνει 7 μυ ...
Mega lexikon tēs Hellēnikēs glōssēs: epexergasthen, diaskeuasthen
...Henry George Liddell - 1921 - δρύς, αλλ' ώσαύτως δρύες, δρύας, Ιλ. Μ.
132, Αισχύλ. Πρ. 832, Σοφ. Αποσπ. 354 γεν. δρυών Ηρόδ.7. 218. [ύ, πλην
εν τοις δρύς, δρύν, αλλά γεν. Δρυός εν αρχή στίχου, Ησ. Έργ. κ.Ημ. 434].
(Εκ της ΥΔΡΥ παράγονται ώσαύτως τα δρύ-μός, δρύ-μά ...
Annuaire Statistique de la Grèce - Σελίδα 143 1933 - - Ρin de montagne,
pinus 1aricio, Διάφορα – Ιοiverses... leucodernnis . . Π ρ ε μ ν ο φ υ ο υ ς
μ ο ρ φ ή ς - Τ Πεύκη Χαλεπίου - Ρin d Αlep..199.783 Δρύς - Chυ ne .
Lexicon graeco-prosodiacum - Σελίδα 228 Thomas Morell, Edward
Maltby - 1824 - - Αποσυρω, αποδρυπτομαι, αποκoπτω, αποξεω, καταξυω,
σπαρασσω, απαρασσω, αμυσσω. Δρύς. Quercus-λατινικά Δρύς. σημ.
366

Οδ. Γκ.. ηριπε δ', ως ότε τις δρύς ηριπεν, η αχερωίς. Ν. 389. ΕΡΙΤΗ.
Αζαλεα, αραια, αγρονομος, βαθυβριζος, ίερα, ερημαια, ευπεταλος,
ευπρεμνος, ...
Cornelii Schrevellii Lexicon manuale graeco-latinum et Latino-Graecum.
Cornelius Schrevelius - 1759 - - For: te a δρύς , φucrcus , cujus fruξtus
afperi faporis ; feu potius a δέρω , guia το δριμύ, afperum, velut excoriat
linguann . Δείο , και, το, locus arboribus confitus , a δρύς, arbor. Δροίτη ,
ης , ή, folum , alvcus balneatorius και δρύς, arbor, guod ex ...
Nvbes: Graece - Σελίδα 37 Aristophanes - 1812 - ... βάλλει τους επιόρκους,
πώς ουχί Σίμων ενέπρησεν, ουδε Κλεώνυμον, ουδε Θέωρον, καίτοι
σφόδρα γ' είσ' επίορκοι, αλλά τον αυτού γενεών βάλλει και Σούνιον, άκρον
Αθηνών, 4oo και τας δρύς τας μεγάλας τίμαθών, ου γαρ δή δρύς γ'
επιορκεί.
Pavsaniae Graeciae Descriptio Nova Edito Accvrata in VSVM ...1819 - ..
χαι προς αύτω δρύς , Ίερα χαι αυτή τοϋ ΙΊανός. (4) Ή δε ες ' Αργός εκ Τε-
γέας οχηματι επιτ?ιδειοτατη χαί τα μάλιστα εστί λεωφόρος, εστί δί έπι της
όδοϋ , πρώτα μεν ναός χαι άγαλμα Ασκληπιού ' μεια δε εχτραπεΐσιν ες
αριστεραν όσον στάδιον, ...
Opera omnia - Τόμος 3 - Σελίδα 83 Philo (of Alexandria.) - 1828 - - Δρύς
μεν γάρ, παρ' όσον ανακαμπής και αμείλικτος απειθής τε και σκληραύχην
φύσει συμβούλω χρώμενος ανοία, δρύινος όντως. Ποίημα δε, παρ' όσον
πλάσμα και μύθός εστιν ο μετά αφροσύνης βίος, τραγωδίας και κενού
κόμπου και πάλιν ...
Iohannis Zonarae Lexicon - Σελίδα 569 Joannes Ζωναράς. , Johann
August Heinrich Tittmann, Gottfried Hermann - 1808 - Δρύς, το δρύινον
δένδρον το δρύς δε βραχύ. Δρυαχαρνείς, " οι αναίσθητοι, εκωμωδούντο
γαρ οι Αχαρνείς άγριοι και σκληροί, ν. 88. Δρυφάκτους] Vid. Εtymolog.
288, 47. ΙΙcsychium ct Schol. Αristoph. ad l. c. 89. δρυφάκτους ...
Pausaniae [Graeciae descriptio] e nova Siebelisii recensione Παυσανίας.
- 1819 - - ... δε τον Γαράτην, και προελθόντι σταδίους δέκα, Πανός εστιν
ιερόν, και προς αυτώ δρύς, ιερά και αύτη του Πανός. (4) Η δε ες "Αργος
εκ Τεγέας οχήματι επιτηδειοτάτη και τα μάλιστά έστι λεωφόρος, έστι δε
επί της οδού, πρώτα μεν ναός και ...
Textvm Graecvm Continens - Τόμος 1 - Σελίδα 188 1818 - (άλλοις έτι
Κεφ. ζ) Βάρος δε "ν ν y " ενεγκείν ισχυρά και η ελάτη και η πεύκη, πλάγιαι
τιθέμεναι ουδέν γάρ ενδιδόασιν, ώσπερ ή - ν \ / 2 » Σ Υ - -w δρύς και τα
367

γεώδη, αλλ' άντωθούσι. Σημείον Υ Α. " γ " δε, ότι ουδέποτε ρήγνυνται,
καθάπερ ελαία και ...
Greek lessons, adapted to the author's Greek grammar: for the use of
...Evangelinus Apostolides Sophocles - 1843 - - δρύς, δρυός, η, δύνομαι,
(§ 118.) δύναμις,...
Anecdota graeca e codd. manuscriptis bibliothecarum Oxoniensium. 3
1836 - - Β. ! om. Β. m om. Β. n θέλει αυτό Β. ο οίον πάν, [ου το
παρεσχηματισμένον τό αρσενικό, αλλ' όνομα καθ' ετερόκλισιν, ο Πάν, του
Πανός] Β. φuae uncinis inclusi recentiori manu et liter. rubr, scripta sunt.
Ρ γραύς Β. δρύς πύρ ΤΟΥ ...
Aristofánous komodías - Τόμος 11 - Σελίδα 35 ... μη υπερβάλλη, τινές
ταύτα δύο ονόματα, φήνη25 και δρύοψ, συνεζευγμένως ούτως εκφέρoυσι,
φηνοδρύοψ, όπερ καλώς έχειν δοκεί, 480, τώ δρυκολάπτη] Ευστάθιος
δρυοκολάπτης, το τάς δρύς και απλώς C 2 ΣΧΟΛΙΑ ΕΙΣ ΤΟ ΥΣ Ο ΡΙΝΙ
ΘΑΣ.
Mythographoi Scriptores poeticae historiae graeci - Σελίδα 369 1843 - - Η
Δωδώνη πόλις εστίν εν τή Ηπείρω κειμένη, εν ταύτη ίστατο δρύς ιερά του
Διός, και εν ταύτη 5 ήν το μαντείον, γυναικών ουσών προφητίδων και
εισήεσαν οι μαντευόμενοι παρά την δρύν και εκινείτο δήθεν η δρύς, και
λοιπόν έφθέγγοντο ...
Platonis Opera graece - Τόμοι 1-2 - Σελίδα 123 Plato - 1830 - - Β. Versus
duo, qui sequantur, Ηesiodei (ex Οperibus 231. et 232.) partim ad
praecedentium verborum structuram liberius inflexi (apud Ηesiodum est
ούρεσι δε δρύς "Ακρη μέν τε φέρει βαλάνους, μέσση δε μελίσσας") pardm
interieéto verbo φησί ...
Comoediae: Accedunt perditarum fabularum fragmenta Aristophanes -
1835 - - ... Α' ουδε Κλεώνυμον ουδε Θέωρον, καίτοι σφόδρα γ' είσ'
επίορκοι, αλλά τον αυτού γενεών βάλλει και Σούνιον άκρον Αθηνέων ",
και τάς δρύς τας μεγάλας τίμαθών, ου γαρ δη δρύς γ' επιορκεί. 2 ΕΚΝ?
Nubes: Graece - Σελίδα 37 Aristophanes - 1812 - ... βάλλει τους επιόρκους,
πώς ούχι Σίμων' ενέπρησεν, ουδε Κλεώνυμον, ουδε Θέωρον, καίτοι
σφόδρα γ' είσ' επίορκοι, αλλά τον αυτού γενεών βάλλει και Σούνιον, άκρον
Αθηνών, 4oo και τας δρύς τας μεγάλας τί μαθών, ου γαρ δή δρύς γ'
επιορκεί.
Aristophanis Nubes cum scholiis - Σελίδα 337 Aristophanes - 1799 - -
Σούνιον, Τόπος της Αττικής, ακρωτήριον ών της Ατ, λαντίδος φυλής.
368

Schol. ΜS. Rau. - 4οτ. Τας δρύς γε τας μεγάλας] Επειδή τους υψηλοίο και
τους δένδροις εμπίπτει ο κεραυνός, σημειωτέον δέ, ότι Πελοποννήσιοι
αρσενικώς λέγουσι τους δρύς.
Θεόφραστος : Textum Graecum continens. xl, 896 p Theophrastus - 1818
- Τα δε και προ ζεφύρου και μετά πνοάς ευθύς ζεφύρου και πρό ζεφύρου
μεν κράνεια και θηλυκράνεια μετά ζέφυρον δε δάφνη, κλήθρα, προ
ισημερίας δε μικρόν φίλυρα, ζυγία, Φηγός, συκή, Πρωϊβλαστα δε και
καρύα και δρύς και ακτή έτι δε ...
Anecdota græca e codd. manuscriptis bibliothecarum oxoniensium ...John
Anthony Cramer, Bibliothèque nationale (France) - 1835 - - Β. 3$2·) Άττο
του δρύς δρύος' δόρυ επί παντός λεγόμενο» υπο των αρχαίων, ως μαρτυρεί
δρυμός και δρυφακτος, η παρα το δερω, ο σημαίνει το λεπίζω' του γαρ
φλοιού λεπίζεται τα ζύλα, και εκ του θορω ο σημαίνει το πηδώ, θόρυ τι ο»
και ...
Quae Supersunt, Omnia: Tres Indices In Eiusdem Vitas Parallelas, ...1779
- - 75. 3. δρομικός, exercitatus ad currendum, ευε pen. δρόμος, έτε ημέρας,
έτε νύκτας ανείς τον δρόμον Π. 41ο. 4, μεταδρόμs και βοής Π. 422, 8,
όρισοβόλα πνεύματα ΙΙ. 52ο. " , ορυοκολάπτης, picus Ι. 83. 7. et 9 ε" 99. *
και - Μ 4 δρύς for, ΙV. 61 Ι. εί ...
āristofánous kwmw̃díai. Aristophanis comoediae, emendatae a P.
...Aristophanes, Christian Daniel Beck, Philippus Invernizi - 1822 - - τάς
δρύς γε τάς μεγάλας) Ιπειδή τοις νψη- λοϊς χαΐ τοις δένδροις ίμηίπτει 6
χεραυνος. σημειωτέον δΐ, ΖΟοτι Πελοποννηαιοι άραενιχώς λέγουβι τους
δρύς. 402. ουχ οϊδ', άτάρ) έβτενοχωρή&η υπό των Σα* κράτους λόγων. ,
403. ξηρό-ς) ευδιος, χαι ...
Μυθογραφοι. Scriptores poeticæ historiæ Græci. Edidit A. W. Gr Anton
WESTERMANN - 1843 - "Η Δωδώνη πόλις έστίν έν τή "Ηπείρω κειμένη,
έν ταύτη ίστατο δρύς ιερά τοϋ Διός, καί έν ταύτη,5 ήν τό μαντεϊον,
γυναικών ούσών προφητίδων. καί εισήεσαν οι μαντευόμενοι παρά τήν
δρύιν καί έκινείτο δήθεν ή δρύς, καί λοιπόν έφθέγγοντο ...
Comediae., auctoritate libri praeclarissimi saeculi decimi emendatae
...Aristophanes - 1823 - - ... του χορού προςώπων μη υπερβάλλη, τινές
ταύτα δύο ονόματα, φήνη25 και δρύοψ, συνεζευγμένως ούτως εκφέρoυσι,
φηνοδρύοψ, όπερ καλώς έχειν δοκεί, - c ν 2. « 480. τό δρυκολάπτη]
Ευστάθιος δρυοκολάπτης, το τάς δρύς και απλώς ΣΧΟ.
Aristophanēs: Comoediae et Fragmenta - Σελίδα 56 Aristophanes - 1835 -
- και τάς δρύς τας μεγάλας τίμαθών, ου γαρ δη δρύς γ' επιορκεί. κοϊδ' ατό
369

ούκ οίδ ατάρ ευ συ λέγειν φαίνει, τί γάρ έστιν δήθ' ο κεραυνός, y -- όταν
ες ταύτας άνεμος ξηρός μετεωρισθείς κατακλεισθή,...
Lexikon tēs Hellēnikēs glōssēs kata to Hellēnikon Lexikon tou
...Athanasios A. Sakellarios, Johann Georg Wilhelm Pape, Henri Estienne
- 1898 -
Patrologiae cursus completus: series graeca. Seu Bibliotheca ...Jacques-
Paul Migne - 1838 - - Όμηρος δε περί τού Δωδωναίου μαντείου φησιν, ότι
Σελλοί Δωδωναίων έθνος, ιερείς της φηγού προεβάλλοντο, εν αυτή δε τη
φηγώ, μαντείον ήν του Δώς ή καλουμένη Δωδωναία δρύς. Ούτοιούν οι
ιερείς, οία θεού τυγχάνοντες θεραπευται, ...
Draconis Stratonicensis Liber de metris poeticis Ioannis Tzetzae ...Dracon,
Tzetzès - 1812 - Δρυμός τό δρυ έκτείνεται από της ονομαστικής τόϋ δρύς,
των εις νς γαρ ή ονομαστική εκτείνεται,- δεξεΐται δρυμώς πάντας
επερχόμενα. Διδνματ όχον, τό μα εκτείνεται. Θεόκριτος·
Lexikon tēs hellēnikēs glōssēs - Σελίδα 330. Dēmētrios Christodoulos
Skarlatos Byzantios, Andreas Koromēlas - 1852 -
Draconis Stratonicensis liber de metris poeticis; Ioannis Tzetzae ...Draco
Stratonicensis, Gottfried Hermann - 1812 - Δρυμός το δρυ εκτείνεται από
της ονομαστικής τον δρύς, των εις υς γαρ ή ονομαστική εκτείνεται, ,
δεξεΐται δρυμως πάντας επερχόμενα. Διδυματόχον, το μα εκτείνεται.
Θεόκριτος" & αίγα τι τοι δώσω διδυματόκον ες τρις αμέλξάι. Δία ή νήσος,
ης το ...
Nicandri Theriaca et Alexipharmaca: - Σελίδα 305 Nicander (of
Colophon.), Angelo Maria Bandini - 1764 - - λως * τοποις τραχυτεροις
ουτως διαιταν και μονην διωκομενος υπο οιττρου και κεντουμενος επι τε
τας δρύς καταφευγων ερχεται . και επι τας φηγους . και χρηται eau-racc
προς οικητιν . ον τροπον χρηται και ταις Θαμνοις προς το ενκαθευδείν ...
Hermēs ho Kerdōos ētoi emporikē enkyklopaideia: Lexikon tēs ...Nikolaos
Papadopulos, Spyridōn Blantēs - 1815 - ΔΡΥ'Σ χονδρόν δενδρον
καρποφορούν την βάλανον , το όποιον κατά τιϊς Φυσικές χοντρύνει αλλα
τόσα, και ξηραίνεται. Είναι διάφορων, βάλανοφόρος είναι
χρησιμωτερα, ...
Geoponica sive Cassiani Bassi Scholastici De re rustica eclogae Cassianus
Bassus, Heinrich Beckh - 1994 - - 11 Η 20 φηγον φηγὸς ἡ δρῦς η
καλουμένη γρανίτζα· καὶ το σνκ. είς κάστ. καὶ είς φηνόν· μηλέαν·
370

τερέβινδον· όιχρ.· πτελέαν· ἡ άπιδέα, (5 2) είς καὶ εἰς κυδωνέαν· ἡ κτλ-έα.


(5 3) Β· 15 ,πίνεται λευκά συκάιιινα. 2 Τα δὲ ακκίδια ...
Ένα δάσος θυμάται - aromalefkadas - Ενημερωτική ιστοσελίδα της ...10
Ιουν 2016 - Κατά τόν Sprenger λοιπόν, στό ὄρος τῶν Σκάρων
ἀναγνωρίσθηκαν τά εἴδη Quercus sessiliflora (ἤ Quercus petraea, ἡ
πετραία δρῦς), Quercus cerris ... λοβωτά φύλλα (γρανίτζα) καί ἕνα ἄλλο
μέ λιγότερο ἔντονους λοβούς (ρουπακιά), χωρίς ὅμως νά δίνει τήν
ἐπιστημονική ὀνομασία τῶν εἰδῶν αὐτῶν.

Seira henos kai pentēkonta hypomnēmatistōn eis tēn Oktateuchon kai


...1773 - Και εγένετο εκεί ο πόλεμος διεασαρμένος επί πρόσωπον όλο τό
δρυμό και έπλεόνασεν ο δρυμός τε καταφαγείν εκ το λαό, υπέρ ες
κατέφαγεν εν τώ λαό ή μάχαρα εν τη ημερα εκείνη, ΝΕΙΛΟΥ. Εν δρυμώ
καλαληφθάς υπό τε πολεμίκη ...
Αρποκρατίων. is Lexicon cum annotationibus interpretum lectionibusque
...Valerius Αρποκρατίων. - 1824 - - Αριστοτέλης δ' εν τοις Δικαιώμασί
φηΰιν όντως ' "Επειτα Δρυ- μόν εν Άττικόν και έτερον Βοιώτιον. Δρύς,
Δημοσθένης κατ Άριβτοκράτονς , πόλις εν Ήπείρω. εβτι δε και ετέρα εν
Θράκη, ής νυν ό ρτ]τωρ 20 μνημονεύει, ταύτην Θεόπομπος εν είκοστη ...
Joannis Scapulae Lexicon graeco-latinum e probatis auctoribus ...Johann
Scapula - 1820 - - Αrg. 2. δρύψε δέ οι βλέφαρον. ξ3 Volunt Gramm.
proprie esse, excortico arborem quae δρύς dicitur. Δρυφάς, άδος, ή, unguis,
vel laniatus. Ηesych. Δριφή, ή, Ηesych. carptio et laceratio quae unguibus
fit. Δίύψελα, Εtym. esse dicit λέμματα, ...
Lexikon tes hellenikes glosses tritomon. (Dictionarium linguae
...Anthimos Gazis - 1835 - - Δρυ ο γ ο ν ο ς, ον (ΤΕΝΩ). Ο γεννημένος η
ο Γ καταγόμενος από την ορύν (βαλανιδιαν). Αλλα Δρυο γ ό ν ο ς, ον,
"Οποιος γεννά βαλανιδιαίς, δένδρα. Αριστοφ. Θεσμ. 114. - ν * Δρυό εις,
εσσα, εν. Πλήρης δρυών ή δένδρων. Δρυ ο κ ο ι τη ς , ου, ...
Arseniou I?nia Arsenii Violetum - Σελίδα 39 Ernst Christian Friedrich
Walz Arsenios - Αλλην " δρΰν βαλάνιζε" έπί τών ένδελεχώς αί– τούτων
τι” ή παρά τών αύτών άεί δανειζομένων, οι πα– καιωί γάρ βαλάνος έζων,
πρός ούν τούς περισκοπούντας τις δρύς, είτε πλήρεις είεν, είτε κεναί,
άλλην δρΰν βα– λόγιζε, έλεγον. Αλμυράν " άκοήν ...
Iōannou Th. Rhōssē ... Grammatikē tēs archaias hellēnikēs glōssēs
...Iōannēs Th Rhōssēs - 1905 - 1) "Εχοντα χαρακτήρα -ι, -υ-
371

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ Ενικός Θέμ.. κί- δρυό κί-ς δρύ-ς του κι-ός δρυ-ός τώ
κι-ί δρυ-ί τον κί-ν δρύ-ν 3 -" -, Οι) Χι - ζ δρύ Δυϊκός τώ κί-ε δρύ-ε τoίν κι-
οίν δρυ-οίν ώ κί-ε δρύ-ε Πληθυντικός οι κί-ες δρύ-ες τών κι-ών δρυ ών
τοίς ...
Lexicon manuale graecum. etc - Σελίδα 269 1722 - A δρόσος. Aęváðss,
wv, aí, Dryades, nymphæ. A δρύς. Açúivos, syn, ivov, quernus, roboreus.
Ab eodem. Aęvírné, ø, å, dryites, lapis. Ab eod. Δρυκολάπ7ης , e, ο , picus.
Αδρύς & κολάπηω, f&alpo. Aęvuà»,oữ, rà,filua querna, quercetum; ...
Cornelii Schrevelii Lexicon manuale graeco-latinum a Josepho Hillio
...Cornelius Schrevelius, Hendrik Boom (Amsterdam), Theodor Boom
(Viuda de) - 1709 - Τh. δρής, 4μενιus, Δριαλ.3 και, ε, nωmcn viri,
1μί4"trcuum J: 15 βαθεί, Υ Δρύαζα, acc. fing. a Δρύας, αήΦ", ο ,
propr.nom. patris Lγcurg : 4 και δρύς, φμενεκε. Δρύινφ., 2,4urnus. Th
δούς, Δρυμοι, και ο βίνι φuerna, 7κεντεfμη,πεmκ : item δρυμών, ...
Grammaire de la langue grecque et de ses différens dialectes, ...A. Gerfaux
- 1828 - - Déclinez ainsi les féminins, η πράξις Τaction, η τάξις l'ordre,
etc. Εt les masculins, o πόσις le mari, ο όφις le serpent, etc. Νoms /dminins
et masculins en υς; forme contracte, eaemple : δingulier, η δρύς Ιe chéne,
δρύ, της Δρυός, τη δρυ ί, Ρluriel.
Etymologicum graecae linguae Gudianum et alia grammaticorum scripta
...Friedrich Wilhelm Sturz - 1818 - - 4Ο προς το τει'χος ϊεσαν. ι Δουρϊ,
ξίφει. έχ του δρύς Δρυός, χαι νπρβιβασμω Δρόσος πχρά το υ α το βρέχω
ύΐς , χαί τροπή τον ν βαρντονως δουρός χαι δουρί. Δραξ αλεύρου, δράξ
χβιρος ή χράτησις χχί είς το πο- στιμόριον. Αράγματα, παρά το ...

ΠΡΙΝΟΣ. Αποσπάσματα από βιβλία. 100 από 8. 640

Θεόφραστος : Supplementum et indicem rerum et ...Theophrastus - 1821


- Πρίνος, μήτρα σκληροτέρα κρανίας, πρίνου, Δρυός 1, 6, Ι. αείφυλλος Ι.,
9, 3. 3 , 3, 3. φύλλα παρακανθίζοντα και έκ του άκρου και εκ των πλαγίων
τα της πρίνου και τα της Δρυός και σμίλακος 1, ΙΟ, 6. in montibus
Μacedoniae 3, 3, Ι. κάρπιμος και ...
Θεόφραστος. Opera quæ supersunt omnia. Emendata edidit cum ...1842 -
μελαίνεται κατά δε την γεύσιν και τον χυλών μεσπιλώδες διόπερ οιον
αγρία εσπίλη δόξε ενάν είναι μονοειδές δε και ουκ έχον διαφοράς, CAP,
XVI. “Ο δε πρίνος φύλλον μεν έχει δρυώδες έλαττον δε και έπακανθίζον,
τον δε φλοιων λειότερον Δρυός, ...
372

Scholia in Aratum vetera - Σελίδα 496 Jean Martin - 1974 - π ρ ί ν ο ι μ έ


ν θ α μ ι ν ή ς άκύλου: ό πρίνος το δένδρον τών πάνυ καταξήρων έστί. και
μαρτυρεί και Αριστοφάνης λέγων ,σύ δ' ευθύς ώσπερ πρίνος έμπρησθείς
βοάς" (Ran. 859). τών ξύλων γάρ τά κατάξηρα έμπρησθέντα και καυθέντα
...
Varia scripta quae Moralia vulgo vocantur, ad optimorum librorum
...Plutarch - 1829 - - άρχεται λοιπόν από δένδρων τεκμήρια ημίν διδόναι
περί χειμώνων καιρών, επιτής δεια προς γεωργίαν. . δεί ούν λαβείν από
πρίνου και σχίνου σημεία ο γάρ της πρίνου καρπός σύμμετρος ών,
τοιούτον χειμώνα δηλοί ο δε πλείων του συνήθους, ...
Plutarchi Chaeronensis Varia scripta quae moralia vulgo vocantur: ad
...Plutarco, Karl Tauchnitz (Leipzig) - 1829 - - καιρών, επιτήδεια προς
γεωργίαν., δεί ουν λαβείν από πρίνου και σχίνου σημεία ο γάρ της πρίνου
καρπός σύμμετρος ών, τοιούτον χειμώνα δηλοί ο δε πλείων του συνήθους,
πλείονα αυχμόν κεταβάς ουν επί τά της γεωργίας σημεία, πειράται ...
Θεόφραστος. Opera quae supersunt omnia: Historia plantarum.
Theophrastus, Friedrich Wimmer - 1842 - - ην Άρκάδες χαλοΰσι
φελλόδρυν φιλυρέα κέδρος πίτυς αγρία μυρίκη πρίνος κήλαστρον φιλύκη
άφάρκη, ταΰτα δε φύεται περί τον "Ολυμπον, άνδράχλη κόμαρος
τέρμιν&ος αγρία δάφνη, δοκεϊ δ' ή άνδράχλη και ό κόμα- ρος τα ...
Aratou Soleōs phainomena Kai diosēmeia: Arati Solensis Phaenomena et
...Aratus (Solensis.), Johann Gottlieb Gerhard Buhle - 1793 - -Φησιν ούν
ότι και πρίνοι ου μεσα καρπού ούσα, και μέλαινα σχίνοι ουκ απείρητοί εισι
χαμώνος. Δυνατόν ούν εκ της των καρπών αυτων αναφύσεως συμβάλειν
και χειμώνος καιρούς. Λέγει ούν, ο μεν της πρίνου καρπός, σύμμετρος ων,
χειμώνα ...
Ploutarchou tou Chairōneōs ta ēthika - Τόμος 5,Μέρος 2 - Σελίδα 108
Plutarch - 1834 - - προς γεωργίαν δεί ούν λαβείν από πρίνου και σχίνου C
σημεία ο γαρ της πρίνου καρπός σύμμετρος ων, τοιούτον χειμώνα δηλοί ο
δε πλείων του συνήθους, πλείονα αυχμόν, μεταβας ούν επί τα της γεωργίας
σημεία, πειράται διδάσκειν ημάς καί ...
Moralia, id est opera, exceptis vitis, reliqua - Τόμος 5 - Σελίδα 108 Plutarch
- 1832 - - 1ο8 ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΥ προς γεωργίαν δεί ούν λαβείν από πρίνου
και σχίνου C - -ν σο ψ. Μ Νι η σημεία ο γαρ της πρίνου καρπός σύμμετρος
ων, τοιούτον - χειμώνα δηλοί ο δε πλείων του συνήθους, πλείονα αυχμόν
μεταβάς ούν επί τα ...
373

Ιστορία φυτών. - Σελίδα 19 Theophrastus, Friedrich Wimmer - 1842 - -


ύμενώδεις δ1 έν μέν τοις δένδροις ούχ είσΐν ή σπάνιοι, έν δέ τοΐί θαμνώδεσι
καΐ δλως τοις ύλήμασιν οίον χαλάμω τε χαί νάρ&ηκι χαΐ τοις τοιουτοις
είσίν. ίχει δέ τήν μήτραν τα μέν μεγάλων καΐ φανεράν ώς πρίνος δρύς χαΐ
τάλλα προειρημένα, τά δ' ...
Aristophanis Ranae. Denuo collato codice Parisiensi recensuit, et ...1828 -
Β Α Τ Ρ Α Χ. ο Ι. 810 έλεγχ, ελέγχου, λοιδόσθαι δ' άνδρας ποιητάς, ώσπές,
αρτοπώλιδας, - α "-- 89 ού, πρέπει σύ δ' ευθύς, ώσπερ πρίνος εμπρησθείς,
βοάς, ΕΥ έτοιμός εμ' έγωγε, κούκ άναδύομαι, δάκνειν, δάκνεσθαι
πρότερος, εί τούτω δοκεί, 815 ...
Λεξικόν της ελληνικής γλώσσης - 6ος τόμος: - Σελίδα 496 Henry G.
Liddell, Robert Scott - 2015 - Οι ντόθι 573-582. πρινίδιον νί], τό, ύποκορ.
τού πρίνος, Αριστοφ. Όρν. 615 παρα Βυζαντίνοις πρινάριον, ώς και νύν,
Θεοφυλάκτ. Ιεροδιακ. Ομιλ.8, σ. 141. πρίνινος , η, ον, ό πεποιημένος εκ
πρίνου, Λατ. iligneus, γύης Ησ. Έργ. κ. Hμ.427 άνθρακες ...
(Phaenomena) cum scholiis; recognovit Immanuel Bekkerus Aratos
Solensis - 1828 - ... λέγει έν, ο μεν της πρίνε καρπός σύμμετρος ων χειμώνα
δηλοί, ο δε πλείων το συνήθως αυχμόν, 1047. ή πρίνος το δένδρον των
πάνυ καταξήρων εςί. και μαρτυρεί και Αριςοφάνης λέγων "συ δ' ώσπερ
πρίνος ευθύς εμπρησθείς βοάς " των ξύλων ...
Aratus cum scholiis. Recognovit Immanuel Bekkerus. Gr - Σελίδα 148
1828 - ... λέγει έν, ο μεν τής πρίνο καρπός σύμμετρος ων χειμώνα δηλοί, ο
δε πλείων το συνήθες αιχμόν, 1047. ή πρίνος το δένδρον των πάνυ
καταξήρων έζι και μας τυρεί και Αριςοφάνης λέγων “σύ δ' ώσπερ πρίνος
ευθύς εμπρησθεί βοάς ” των ξύλων ...
Θεόφραστος : Textum Graecum continens. xl, 896 p. Theophrastus - 1818
- Ο δε καλούσιν οι Αρκάδες φελλόδρυν, τoιάνδε έχει την φύσιν, ώς μεν
απλώς ειπείν, ανά μέσον πρίνου και Δρυός εστιν και ένιοί γε
υπολαμβάνουσιν είναι θήλυν πρίνον διο και όπου μη φύεται πρίνος, τούτω
χρώνται προς τας αμάξας και τα τοιαύτα, ...
Aristophanis comoediae: Recensuit et annotatione instruxít
...Aristophanes, Friedrich Heinrich Bothe - 1845 - - άνδρας ποιητάς,
ώσπερ αρτοπώλιδας, σύ δ' ευθύς, ώσπερ πρίνος εμπρησθείς, βοάς. ΕΥ.
έτοιμός είμ' έγωγε, κουκ αναδύομαι, - δάκνειν, δάκνεσθαι πρότερος, ει
τούτω δοκεί, 815 τάπη, τα μέλη, τα νεύρα της τραγωδίας, και, νή Δία, τον
Πηλέα γε, ...
374

Ranae. Plutus. Pax: 5 : Aristophanis Comoediae1 - Σελίδα 97 Aristophanes


- 1828 - 810 έλεγχ, ελέγχου, λοιδορείσθαι δ' ου πρέπει άνδρας ποιητάς,
ώσπερ αρτοπώλιδας, σύ δ' ευθύς, ώσπερ πρίνος εμπρησθείς, βοάς. ΕΥ,
έτοιμός είμ' έγωγε, κουκ αναδύομαι, δάκνειν, δάκνεσθαι πρότερος, ει
τούτω δοκεί, 815 τάπη, τα μέλη, ...
Poetæ scenici græcorum. Recensuit, et annotationibus, siglisque ...1828 -
810 έλεγχ', ελέγχου, λοιδορείσθαι δ' ου πρέπει άνδρας ποιητάς, ώσπερ
αρτοπώλιδας, σύ δ' ευθύς, ώσπερ πρίνος εμπρησθείς, βοάς, ΕΥ έτοιμός
είμ' έγωγε, κουκ αναδύομαι, δάκνειν, δάκνεσθαι πρότερος, ει τούτο δοκεί,
815 τάπη, τα μέλη, ...
Comoediae - Τόμοι 3-4 - Σελίδα 268 Aristophanes - 1845 - - Α Ρ Ι Σ Τ Ο
Φ Α Ν Ο Υ Σ / άνδρας ποιητάς, ώσπερ αρτοπώλιδας, σύ δ' ευθύς, ώσπερ
πρίνος εμπρησθείς, βοάς. έτοιμός είμ' έγωγε, κουκ αναδύομαι, δάκνειν,
δάκνεσθαι πρότερος, εί τούτω δοκεί, τάπη, τα μέλη, τα νεύρα της
τραγωδίας, και, νή Δία, ...
Aratus: cum scholiis - Σελίδα 148 Aratus (Solensis.), Immanuel Bekker -
1828 - ... 10 μώνος καιρός, λέγει έν, ο μεν της πρίνε καρπός σύμμετρος ων
χει, μώνα δηλοί, ο δε πλείων το συνήθες αυχμόν, 1047. ή πρίνος το
δένδρον των πάνυ καταξήρων ες ί. και μαρτυρεί και Αριςοφάνης λέγων
"συ δ' ώσπερ πρίνος ευθύς εμπρησθε, ...
Θεόφραστος. Opera quae supersunt omnia: Historia plantarum.
...Teofrasto, Friedrich Wimmer - 1854 - - Ο δε πρίνος φύλλον μεν έχει
δρυώδες έλαττον δε και έπακανθίζον, τόν δε φλοιόν λειότερον Δρυός,
αυτό δε τό δένδρον μέγα καθάπερ ή δρύς εάν έχη τόπον και έδαφος ξύλον
δε πυκνόν και ισχυρόν βαθύρριζον δε έπιεικώς και πολύρριζον καρπόν ...
Lexicon: post Ludolphum Kusterum ad codices manuscriptos. K - Psi Suda
- 1834 - - "Ησίοδος Πρίνου δε γύην. Και πάλιν Πρίνινος γάρ βουσιν
οχυρώτατός έστι, ΠΡΙΝΟΣ : Ξύλον "πυκνότατον. * Αριστοφάνης Συ δ'
ευθύς ώσπερ πρίνος εμπρησθείς βοάς. Καιoμένη γάρ ή πρίνος ψόφον
ποιεί....
Suidae Lexicon post Ludolphum Kusterum ad codices manuscriptos
...Thomas Gaisford, Ludolf Kuster - 1834 - - Α' - Ισχυρόν γάρ τό της
πρίνου ξύλον. "Ησίοδος Πρίνου δε γύην. Και πάλιν Πρίνινος γάρ βουσιν
οχυρώτατός έστι. Α' ΠΡϊΝοΣ: Ξύλον "πυκνότατον. * Αριστοφάνης Συ δ'
ευθύς ώσπερ πρίνος εμπρησθείς βοάς. Α' <, σ' "ν Α' "ν Καιoμένη γάρ ή ...
Poetae lyrici Graeci - Σελίδα 753 1843 - - [28.] ΚΡΟΤΟΝΙΑΤΙΙι ΣΤΑΛ
ΙΟΛΡΟΜΛι. Τις δε δη των νυν τοοάαδε πετάλοισι μύρτων ή ατεφάνοιαί
375

ρόδων άνεδήσατο νίχας εν άγων ι· περιχτιόνων ; 23. [29.] .... Φοινίχεον


ίΰτίον, πεφνρμένον ΰγρφ πρίνος άν&ει έρι&άλλον. Φοον *ήρνχα τίχ*
Έςμην.
Poetae lyrici Graeci. Edidit Theodorus Bergk - Σελίδα 753 Theodor Bergk
- 1843 - Φοινίκεον - έστίον, πεφυρμένον υγρώ πρινός άνθει εριθάλλου, "
όρεσσι θ ο ον κήρυκα τέχ' Ερμήν, Cf etiam Τzetz. ad Lycophr. ν. 219. - V.
3. επτά, duo codd. επιτά. ib. φιλάν θυγατρών Schneidewinus, vulgo φίλαν
θυγατέρων. ib. τάνγ' duo codd., ...
Aratus cum scholiis - Σελίδα 148 Aratus (Solensis), Immanuel Bekker -
1828 - - 1047. ή κρίκο; το δένδρο* τω* πάνυ χαταξήρων Ιςί. χαϊ μαρτυρεί
χαϊ Άριςοφάνης λέγων ου δ ωαπερ πρίνος ευ&ύς Ιμπρηοθ-εϊς βοάς" των
ξύλων γαρ τά χατάξηρα Ιμπρηα&έντα χαϊ .χαν&έντα τ>7 15 ξηοητητι
αντέχει τω πυρί. αντί] τοίννν η πρίνος ...
Patrologiae cursus completus, ... omnium ss. Patrum, doctorum
...Methodius : Olympius santo (santo) - 1857 - 16 : "Ο δε καλούσιν
Αρκάδες φελλόδρυν τoιάνδε έχει την φύσιν, ώς μεν άπλώς ειπείν, ανά
μέσον πρίνου και Δρυός εστι. Και ένιοι υπολαμβάνουσιν είναι θήλυν
πρίνον, διό και όπου μη φύεται πρίνος, τούτω χρώνται προς τας άμάξας,
και τα τοιαύτα ...
Opera: Graece Et Latine : Studiis Societatis Bipontinae. 9 - Σελίδα 539
1791 - - Πρινος) ΑpudΑriftoph, Ran.883 ait ad Αe(chyJum Βacchus, συ δ'
ευθύς ώσπερ πρίνος έμπρησθείς βοάς ad φuem locum Βifetus: ότι η πρίνος
καιομένη ψόφον ποιεί. GΕSΝ. Ρag. 263. Ι. 1. Διάτoρoν) Lucian. Gallo init.
de galli cantu, διάτορόν τι ...
Άνω Κάτω: Χριστίνα Πουλίδου - 2016 - είπε η Ουρανία. «Θες να μας πεις
πως, σαν δεν βρήκε ο Πρίνος στην Ερμούπολη κορίτσι όπως πρέπει, έψαξε
στην Άνω Σύρα να το βρει;» παρενέβη η κυρία Αργιέττα στη συζήτηση.
«Η αγάπη είναι by chance, Αργιέττα μου, τη βρήκε, τον βρήκε, ...
Luciani Samosatensis Opera graece et latine ad editionem Tiberii ...1791 -
Ran.883 ait ad ΑefchyJum Βacchus, συ δ' ευθύς ώσπερ πρίνος έμπρησθείς
βοάς ad φuem locum Bi(etus: ότι η πρίνος καιομένη ψόφον ποιεί. GΕSΝ.
Ρag. 263. Ι. 1. Διάτoρoν) Lucian, Gallo init. de galli cantu, διάτορόν τι
αναβούσας. GEsΝ. εad. i ...
376

ΒΕΛΑΝΙΔΙΑ αποσπάσματα από βιβλία. 50 από 2490

Μετρό Λονδίνου: 7 Σταθμοί, 7 Ιστορίες Εύη Ρούτουλα - 2013 - Γιατί ήταν


σημαντικό αυτό το γεγονός; Στην Αγγλία γενικά οι βελανιδιές αποτελούν
εθνικό σύμβολο. Κατά την διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου ο μελλοντικός
βασιλιάς Κάρολος ο Δεύτερος κρύφτηκε πίσω από μια Βελανιδιά για να
αποφύγει ...
Σκέψου Αντώνης Αναστασιάδης - 2015 - Στάξε μια σταγόνα από το αίμα
σου και πάρε ένα μικρό κομματάκι από μια Βελανιδιά. Κάνε μια
σύγκριση! Θα δεις την τεράστια ομοιότητά σου και την ύπαρξη ελάχιστων
διαφορών μαζί της. Δηλαδή, μακρινός ξάδερφος σου είναι η Βελανιδιά.
Μικρή ιστορία της φιλοσοφίας: Nigel Warburton - 2016 - Ή σκεφτείτε μια
Βελανιδιά. Μια Βελανιδιά μεγαλώνει μέσα από ένα βελανίδι, χάνει τα
φύλλα της κάθε χρόνο, ψηλώνει, τα κλαδιά πέφτουν, αλλά παραμένει η
ίδια Βελανιδιά. Είναι το βελανίδι το ίδιο φυτό με το δενδρύλλιο, και το
δενδρύλλιο το ίδιο ...
Ευχάριστες στιγμές στον κήπο Έρμαν Έσσε - 2014 - Βελανιδιά.
πριονισμένη. Π. όσο σε έχουν κουτσουρέψει πάλι Πόσο παράξενη
δείχνειςκαι ξένη! Πόσο υπέφερες στηνάνιση την πάλη Μέχρι πουμόνο
πείσμα κι επιμονή σού απομένει! Είμαι κι εγώ όπως κι εσύ, δεν λύγισα
ούτεστιγμή Ας ήταν η ζωή ...
Όσα δεν γνωρίζατε για την Τουρκοκρατία και την Επανάσταση του 1821:
Άγγελος Χόρτης, Έκτορας Χόρτης, Ιωάννης Γρυντάκης - 2016 - Σε κάποιο
κλέφτικο λημέρι υπήρχε μια πελώρια Βελανιδιά που στον κορμό της είχε
σχηματιστεί μια μεγάλη κουφάλα. Μέσα σ' αυτήν καθόταν, χωρίς να
φαίνεται, ένας γεροκαλόγερος. Όταν οι κλέφτες συλλάμβαναν κάποιον
συνεργάτη των ...
Λογοτεχνία Κατεύθυνσης: Απαντήσεις στις Ερωτήσεις του Κ.Ε.Ε.:
...Κωνσταντίνος Μάντης - 2015 - Στο συγκεκριμένο απόσπασμα ο
εντεκάχρονος ήρωας αποκοιμιέται μπροστά από τη Βελανιδιά και μες στον
ύπνο του αρχίζει να βλέπει το δέντρο να μεταβάλλει τη φύση του και να
γίνεται μια όμορφη γυναίκα. Η περιγραφή της μεταμόρφωσης του ...
Οι Μύθοι του Αισώπου: Αίσωπος - 2015 - ΚΑΛΑΜΙΑ ΚΑΙ ΒΕΛΑΝΙΔΙΑ
Κάποτε ο άνεμος ξερίζωσε μια Βελανιδιά και την έριξε σεένα ποτάμι.
Καθώς παρασυρόταν απότα νερά, ρώτησε τα καλάμια: «Πώς δεν σας
377

ξεριζώνουν οι δυνατοί άνεμοι έτσι που είστε λεπτά και αδύνατα;» Τα


καλάμια ...
Place Names of Southwest Peloponnesus: Register and Indexes Demetrius
J. Georgacas, William A. McDonald - 1969 - Βελανιδιά ή, 41 (χ) [νεώτ. =
Φουρτζί]. 1.5.13.15. 27.43.50.60(β).63.72. 101.128.134.145.154.
155.156.169.193.219. 237.252.267.270.276. 282 οι Βελανιδιές 31. 41 (χ =
Βελανιδιά).44.49.52. 64.80.137.145.187. 219.220.244.252.276.
Παιδικά διηγήματα: Ανδρέας Καρκαβίτσας - 2014 - Aπάνω στη Βελανιδιά
δυό πουλάκια σκαρφαλωμένα χτυπούν μέ τά μακριά κι σουβλερά ράμφη
τους τον κορμό και προσμένουν . Μοιάζουν με δυό έπισκέπτες , το
χτυπούν τη θύρα άρχοντικού σπιτιού γιά νά τούς άνοιξει ή και γιά νά
μάθουν αν είν ...
Το νησί της εφηβείας Karl Ove Knausgård - 2016 - Η Βελανιδιά πίσω από
το γήπεδο ποδοσφαίρου, όπου ο κορμός έμοιαζε περισσότερο με κάτι
πέτρινο παρά ξύλινο, αλλά δεν είχε το συμπαγές του έλατου, γιατί τα
κλαδιά της Βελανιδιάς απλώνονταν προς τα έξω, σχημάτιζαν έναν λεπτό
θόλο από ...
Σενάριο αθανασίας: Βασίλης Γκουρογιάννης - 2015 - ΚΑΘΕΤΑΙ ΚΑΤΩ
ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΣΚΠΟ μιας μοναχικής Βελανιδιάς. Δεν ψήλωσε περισσότερο
από όσο τη θυμόταν. Είναι χλωμός και αποκαμωμένος. Ο θαλασσινός
αέρας που έρχεται από χιλιόμετρα μακριά τού δίνει κάποια ανακούφιση
και του ...
To eikosiena chōris mytho: Pou kai pōs kēruchtēke prōta kai episēma
...Giannēs Anapliōtēs - 1971 - Εκεί μαζευτήκαμε καμιά εκατοσταργιά με
94 μουλάργια και τη νύχτα, κατά τα μεσάνυχτα, ξεκινήσαμε όλοι για το
"Αρμυρό, εγώ έμεινα στη Βελανιδιά. Το πρωί 2 ώρες πριν νά ξημερώση
ήλθανε όλοι στη Βελανιδιά με τα μουλάργια φορτωμένα από ...
Hē physis: deltion Hellēnikēs Hetairias Prostasias tēs Physeōs 2000 - Η
Ήμερη Βελανιδιά είναι ένα δένδρο που δεν συμπαθεί το δυνατό κρύο και
γι' αυτό φυτρώνει σε χαμηλό υψόμετρο. Τη συναντούμε από τη Θράκη και
την Ηπειρο ως την Κρήτη. Στα προϊστορικά χρόνια ...
Μιλώντας για το σύμπαν στα εγγόνια μου: Χιούμπερτ Ριβς - 2016 - αυτό
κανείς δεν θα μπορέσει να παρατηρήσει όλα τα γεγονότα στη ζωή μιας
Βελανιδιάς. Όμως, περπατώντας στο δάσος, μπορούμε να δούμε
βελανιδιές όλων των ηλικιών: βελανιδιές μωρά που συνδέονται ακόμα με
το «μητρικό» βελανίδι, μικρές ...
378

Bʹ Diethnes Historiko kai Archaiologiko Synedrio AitōlOakarnanias,


...Monika Diamantē, Eirēnē Kolovou, Euangelia Skenterē - 2004 - «Δε θα
μπορούσα να φανταστώ ότι θα μιλούσα σ' ένα αρχαίο ελληνικό θέατρο
2.500 χρόνων, στο θέατρο Οινιαδών της Αιτωλοακαρνανίας, κάτω από μια
πανάρχαια Βελανιδιά» ήταν τα λόγια του διάσημου Ιρλανδού σκηνοθέτη
Τόμας Μακ Άννα, ...
Στη σκιά της πράσινης βασίλισσας: Λότη Πέτροβιτς - Ανδρουτσοπούλου
- 2013 - Στη σκιά μιας χιλιόχρονης βασιλικής Βελανιδιάς εκτυλίσσεται
μια παράξενη σύγχρονη ιστορία. Δυο έφηβοι, η ΄Ελλη και ο Μίλτος, ...
Ανάμεσα στα δάση και τα νέρα Πάτρικ Λη Φέρμορ - Κάναμε πικνίκ κάτω
από μια Βελανιδιά. Τα βουνά που κατρακυλούσαν μακριά στο βορρά και
το νότο ήταν μια μάζα από φαράγγια και δάση: γεμάτα με αρκούδες, μας
είπε ο Ίστβαν. Ο διάδοχος του θρόνου Ροδόλφος και η παρέα του –ή
μήπως ...
Ας αρχίσει η γιορτή Νικολό Αμανίτι - 2016 - Έγειρε το κεφάλι και στη
μέση του δορυφόρου της Γης απεικονίστηκε, σαν κινέζικη σκιά, το μαύρο
περίγραμμα του ελέφαντα πάνω στη Βελανιδιά. Ήταν ακριβώς από πάνω
του. Ενώ έβαζε το χέρι του στα μάτια για να προφυλαχτεί από τα
χώματα, ...
ΚΡΥΣΤΑΛΛΟΙ ΙΙΙ: 3η Τιτανομαχία: “Σύγκρουση Υπερφυσικού-Φυσικού
Ι” ...Αντώνης Αναστασιάδης - 2017 - Κοίταξε μια γέρικη Βελανιδιά που ο
κορμός της είχε καλυφθεί από πράσινα βρύα. Του φάνηκε πιο κυρτή από
κάθε άλλη φορά και τα βρύα του φάνηκαν σαν να ήταν το πανωφόρι του
πατέρα του. Βελανιδιά και βρύα του φάνηκε ότι είχαν τη μορφή ...
Η δίψα: Jo Nesbo - 2017 - Το οικόσημο απεικόνιζε μια μεγάλη Βελανιδιά,
που ο καθένας αναγνώριζε ως αντιγραφή του μήλου της έριδος, σαν να
λέμε. Ο Ράινερτσεν είχε παραδεχτεί επίσης ότι η ψυχή του αγαλλίαζε όταν
θωρούσε την όψη του στιβαρού αυτού δέντρου (εδώ ...
Η καμένη Καστ - «Πάμε σ' εκείνη εκεί την ψηλή Βελανιδιά. Φαίνεται
ιδανικό μέρος». «Ό,τι πεις εσύ, κορίτσι μου». Προχώρησαν αργά προς το
κέντρο του πάρκου, περνώντας γύρω από σπασμένα κλαδιά και
πλατσουρίζοντας μέσα στις παγωμένες, υγρές λάσπες ...
Γνωρίστε τον Φρέντι, τον φιλικό Πυροσβέστη. Bernard Levine - 2017 -
Μαντεύετε που μπορεί να ήταν ο Φήλιξ; Δεν θα το πιστεύετε, αλλά ο
Φήλιξ είχε εγκλωβιστεί ψηλά πάνω σε μια Βελανιδιά και φοβόταν πολύ
για να κατέβει. Τι έκανα εγώ; Έτρεξα αμέσως να βρω κάποιον να με
βοηθήσει. Και ποιον βρήκα που θα ...
379

ΦΥΤΑ ΜΕ ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ: Σύγχρονες


Φυτοθεραπευτικές Δυνατότητες. Χριστίνα Τεσσερομμάτη, Σπανός-
Βιβλιοφιλία - 2016 - ... L. A. fistulosus L. 175 Βασιλικός, Ocimum
basilicum L. 177 Βατoμουριά, Rubus idaeus L. και Rubus fruticosus, L.
Rubus canescens DC., R. sanctus Schreber 178 Βελανιδιά, Quercus-
λατινικά Δρύς. σημ. Οδ. Γκ. robur L,. ήμερη Βελανιδιά, Quercus-
λατινικά Δρύς. σημ. Οδ. Γκ. ithaburensis (Kotschy.) ...
Ο λαβύρινθος των οστών: Φραντσέσκα Χεγκ - 2017 - Ο Πάιπερ την
αντιλήφθηκε πριν από εμένα: μια σιλουέτα κουρνιασμένη ψηλά σε μια
Βελανιδιά, εκεί όπου τα δέντρα λιγόστευαν. Ο φρουρός παρακολουθούσε
τον δρόμο στα δυτικά, όταν όμως έστρεφε περιοδικά το κεφάλι
σαρώνοντας κάθε ...
Η Αδερφη μου στην Αθηνα - Σελίδα 60 Theodore C. Papaloizos - 2005 -
Το σχολείο του ήταν κάτω από μια Βελανιδιά, που υπάρχει ακόμα και
σήμερα. Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν ότι οι αρρώστιες έρχονται από τους
θεούς και μόνο αυτοί μπορούν να τις γιατρέψουν. Ο Ιπποκράτης όμως,
πίστευε ότι, όταν κάποιος ...
Laographia - Τόμος 33 - Σελίδα 90. 1985 - Έκεϊ πού βρίσκονται δλον τόν
άλλο καιρό, κόβουν ένα μεγάλο δέντρο, μια Βελανιδιά, και δταν έρχονται
να τινάξουν τις μυρτιές, αφήνουν αχτύπητες δυο τσεκουριές, πού
χρειάζονται ακόμα, για νά πέσει τό δέντρο. Και όταν γυρίσουν (μετά τά ...
Peloponnēsiaka - Τόμοι 6-7 - Σελίδα 113 1963 - Βελανίδι τό 985.86.120
τό. Βελανίδι του Τσαούση 267 969-71. Βελανιδιά ή, 41(χ) [νεώτ. =
Φουρτζί). 1.5.13.15. 27.4350.60(β) 63.72. 101.128.134.145.154.
155.156.169.193.219. 237.252.267.270.276. 282 οι Βελανιδιές 31.41(χ =
Βελανιδιά) ...
Mythologikos atlas tis Elladas: Митологичен атлас на Гърция Pedro
Olalla - 2001 - ... Βέρνικο (Ευρυτανίας) 21Α2 Βλαχόπουλο (Μεσσηνίας)
35Β1 Βελανίδι (Ηλείας) 30Β1 ΒΕΡΟΙΑ 7Β2 Βλαχορράπτης (Αρκαδίας)
3301 Βελανιδιά (Αργολίδας) 34Α1 Βερτίσκος (Θεσσαλονίκης) 8Α1
Βλησιδιά (Αρκαδίας) 3601 Βελανιδιά (Αρτας) 21Α2 ...
Η Τεχνη στις αρχες του 21ου αιωνα - Σελίδα 86 Σταυρος Τσιγκογλου -
2005 - 26 -Η Βελανιδιά•, 1973, του Μίΐ'ηαιΊ €Γ3Ϊ£-Μ3ΐΐ1η:Ένα κοινό
γυάλινο ποτήρι με νερό, πάνω σε ένα γυάλινο ράφι. -Το ποτήρι με νερό
είναι ένα σύμβολο μιας Βελανιδιάς;• ΜΧπιΐ^-ΜαΠίη: -Δεν είναι έλα
σύμβολο... Αλλά δεν είναι έλα ποτήρι με νερό.
380

Mesaiōnikes selides tēs Argolidos, Arkadias, Korinthias, Attikēs Iōannēs


Euag Peppas - 1990 - περιοχές Βελανιδιά, Ζαρακά καί Λαρίσι, δπου
προϋπήρχαν οΙκισμοί. 2. Σοφικό. Ή βεντική απογραφή τοΰ 1700 τό
άναγράφει μέ 106 οίκ. νά άνήκει στο ΤειτΐΐοΓίο τοΰ Πόρου. Σ" αύτό,
φαίνεται δτι εγκαταστάθηκαν καί οί πληθυσμοί των οίκσιμών ...
Η κληρονομιά - Βιβλίο 4: Η κληρονομιά: (IV) Inheritance Κρίστοφερ
Παολίνι - 2016 - Η Ξωτικογυναίκα με τα ασημένια μαλλιά, η Γέιλα,
γονάτισε δίπλα στον τάφο, έβγαλε ένα βελανίδι από το σακούλι που είχε
κρεμασμένο στη ζώνη της και το φύτεψε ακριβώς πάνω από το σημείο που
σκέπαζε το στήθος του Γουίρντεν. Έπειτα, ...
Λεξικόν της αρχαίας ελληνικής γλώσσης: - Σελίδα 230 Henry G. Liddell,
Robert Scott - 2015 - Χρησμ. παρ' Ηρόδ. βαλάνηφόρος, τον (φέρω), αυτός
που φέρει, παράγει βελανίδια ή χουρμάδες, φοίνικες, σε Ηρόδ. βάλανίζω
δρύν, κουνώ τη Βελανιδιά και μαζεύω τα βελανίδια που πέφτουν από
αυτήν, ως παροιμ. απάντηση προς τους ...
Λεξικόν Ελληνογαλλικόν και Γαλλοελληνικόν - Τόμος Α΄: - Σελίδα 671
Αντώνιος Ηπίτης - 2014 - Λεντεκάδ.1 ή Βάλανος. βελανίδι, τό" δημ. βλ.
βαλανίδι, Βάλανος, ό τής Δρυός καρπός, τής Βελανιδιάς. Βελανιδιά, ή
δημ.] τό δένδρον τού βε λανιδιού, άντί Βαλανιδιά. βέλαδίμα, ατος, τό"
bélement, In. m. ή βληγή, ή φωνή τού προβάτου καθώς καί ...
Η περιπέτεια της φιλοσοφίας: Η ζωή και η σκέψη των μεγάλων φιλοσόφων
Will Durant - 2014 - Από το βελανίδι δεν γίνεται ιτιά αλλά Βελανιδιά.
Αυτό δεν σημαίνει για τον Αριστοτέλη ότι υπάρχει μια εξωτερική πρόνοια
που σχεδιάζει τις γήινες δομές και τα αντίστοιχα συμβάντα. Μάλλον ο
σχεδιασμός γίνεται εκ των ένδον, και εξαρτάται από τον ...
Navy of Alexander the Great - Ναυτικό Μεγάλου Αλεξάνδρου: - Σελίδα
95 Gregory Zorzos - Γρηγόρης Ζώρζος - 2009 - ΤΛΙΚΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ
Για την ναυπήγηση της τριήρης και των πολεμικών πλοίων
χρησιμοποιούσαν ναυπηγήσιμη ξυλεία όπως Βελανιδιά για την κατασκευή
της καρίνας μια και το ξύλο της Βελανιδιάς είναι ιδιαίτερα ανθεκτικό στην
τριβή και έχει ...
Tesoro della lingua greca-volgare ed italiana - Σελίδα 68 1709 - - (
δένδρον. ) Rovere. (albero. Βαλανίδι, το, βελανίδι, το Capelletto
dellaghianda. Βαλανιδιά, ή, Βελανιδιά, ( δένδρον.) Rovere. ( albero. )
Βάλλω, εβαλλα , έβαλα, βάλε, να βάλω. βλ. βαζω. Βαλμώύος , η , ον.
ΜefΙο, pofto, deΡutato, Βαλμύο όξω, » , ον.
381

Tesoro Della Lingua Greca-Volgare Ed Italiana - Σελίδα 68 Alessio Da


Somavera - 1709 - Βαλανιά, ή, βελανιά, ". (δένδρον. ) Roverc. (albero.
Βαλανίδι, το, βελανίδι, το. Capelletto della ghianda. Βαλανιδιά, ή,
Βελανιδιά, ( δένδρον.) . Βαρβάeισμα, το. Ι1parlare una linέξαλλα, έβαλα,
βάλε, να | Rovere. ( albero. ) Βάλλω , βάλω. βλ. βαζω.
Ένας ερωτευμένος άντρας Karl Ove Knausgård - 2015 - Στάθηκα μπροστά
σε μια Βελανιδιά, κοίταζα για πολλή ώρα το φύλλωμά της. Έκοψα ένα
βελανίδι και συνέχισα τον δρόμο μου ενώ το γύριζα μέσα στα χέρια μου
και το ψαχούλευα από όλες τις μεριές. Όλα τα μικροσκοπικά, ομοιόμορφα
σχήματα ...
Nea hestia - Τόμος 142 - Σελίδα 1109 1997 - Πήγα στις πέτρες τοΰ Ιονίου
♢ ανέβηκα σέ μιά Βελανιδιά και μάζεψα παπαροϋιες. Θά ήθελα νά
συζητήσουμε αύτό το ποίημα. Δεν θά σχολιάσω τόν τίτλο. (Θά μ' Ιπειθε
το ίδιο αν ήταν, ας ποϋμε, «Ιπποπόταμος μέρας»). *Ας έρθω δμως στο
ποίημα.
Plēthysmos kai oikismoi tēs Peloponnēsou: 13os-18os aiōnas Vasilēs
Panagiōtopoulos - 1985 - Βελανιδιά Σύμφωνα μέ τήν πρώτη
άναμφισβήτητη μνεία τοΰ χωριοΰ στά 1707 (Γριτσόπουλος, Μονή
Φιλοσόφου, σ. 165), ή Βελανιδιά βρίσκεται στά περίχωρα τοΰ χωριού
Μπουλιμέτι (άριθ. 51). Δέν έμφανίζεται στά βενετικά Εγγραφα, έκτός
Γσως ...
Ta kata tēn prytaneian - Σελίδα 322 1909 - Ο, αeg ilops L. (Ω. 9 να ecα
Κfμ.) δζέρο (Δύμη Χλ), νιζάρο (Πάτραι "Ηλη Χ. Βαλσ. Χλ), Βελανιδιά
(Fr Ορφν. Χ), δέν. δρο ("Ορφν. Χ.), ήμερη Βελανιδιά (Χλ.). Ο. αρg iΙομs
L. υ. nια cro/epis Κtψ. νιζάρο (Χλ.), Βαλανιδιά (Κεφαλ. Χ. Χλ.), ήμερη
Βαλανιδιά ...
Plēres geōgraphikon lexikon tēs Hellados - Σελίδα 87 Grēgorios Stephanos
- 1937 -
Ανήλικος επισκέπτης: Sarah Waters - 2011 - Δυστυχώς το βελανίδι στο
τέλος υποχώρησε, αν κι όχι τόσο εύκολα όσο υπολόγιζα – μαζί του
ξεκόλλησαν γύψινες ίνες και μια ψιλή, λευκή σκόνη θυμάμαι ότι είχα
απογοητευθεί. Ίσως φανταζόμουν ότι ήταν φτιαγμένο από μάρμαρο, Όμως
κανείς ...
Παροιμίαι - Τόμος Γ΄: - Σελίδα 92 Νικόλαος Πολίτης - 2015 - βελανίδι
(Βλ. και βαλάνι), 1. Αναμουράτο το σακκί, κακό το βελανίδι. (Γυθείου
παρά Δ. Π. Παναγουλάκου). Αναμουράτος είναι ό χαλαρός, άναμουράτο
382

σακκί τό μή καλώς πεπληρωμένον ή λέξις φαίνεται ότι είναι ή ιταλ.


innamorato (ό έρών), άλλ' ...
Στη Βουνοπλαγιά της Χαράς Τότε αμήχανα, ρίχνει τριγύρω του μια πολύ
γρήγορη ματιά και βλέπει πολλά βελανίδια σκορπισμένα εδώ κι εκεί! «Μα
βέβαια!Αυτό είναι!Μόνο έτσι θα τον κάνω να σταματήσει!». Παίρνει
λοιπόν το ένα βελανίδι μετά το άλλο χωρίς να χάσει χρόνο και ...
Epitomo geōgraphiko lexiko tēs Hellados - Σελίδα 128 Michaēl
Stamatelatos, Phōteinē Vamva-Stamatelatou - 2001 - 180. Βελανίδι.
*Βελανιδιά 10. Βελανιδιά η: 1. Οικ. της Θεσσαλίας, ν. Μαγνησίας, δ.
Νέας Αγχιάλου (έως 1997 επ. Βόλου, δ. Νέας Αγχιάλου)· κάτ. (-). 1991
221. 2. (έως 1928 Σταμπάδες). Οικ. της Δυτικής Μακεδονίας, ΒΔ της
Κοζάνης, ν. Κοζάνης, δ.
Ta vyrsodepseia tōn Iōanninōn: apo to ergastērio sto ergostasio tēs
...Vasilikē Rokou - 2004 - "Πουμπέ" θα το ξύναμε και θα το βάναμε πάλι
στο βελανίδι, νέο βελανίδι, θα το φέρναμε πάλι κάνα δυο τρεις βόλτες και
συνέχεια δέκα μέρες. Θα τα σηκώναμε να στραγγίσουν θα τα βάναμε στο
ξύλο. Στο βυρσοδεψείο Φρίγκα, "που έβγαζε ...
Parnassos - Σελίδα 271. 1980 - Τά μοναδικά δάση λοιπόν πού ύπήρχαν
ήταν άπό βελανιδιές στά βόρεια καί βορειοανατολικά τοϋ όρους
Παντοκράτωρ5. Αύτές οί βελανιδιές παρήγαν τά πολύτιμα βελανίδια πού
όνομάζονταν καί χρησιμοποιούνταν είτε ...
Αρχαιολογικό έργο Θεσσαλίας και Στερεάς Ελλάδας: πρακτικά
...Alexander Mazarakis Ainian - 2006 - Ο ΟΡΕΙΝΟΣ ΟΓΚΟΣ ΤΗΣ
ΒΕΛΑΝΙΔΙΑΣ Βόρεια των λόφων της Μεγάλης Βελανιδιάς και του Αγ.
Γεωργίου κυνηγών, απλώνεται ο κυρίως ορεινός όγκος της Βελανιδιάς.
Πρόκειται για βουνό με υψόμετρο 532μ. και γεωλογικά χαρακτηριστικά
ίδια με ...

ΦΗΓΌΣ Αποσπάσματα από βιβλία. 50 από 7.430

Θεόφραστος. Opera quæ supersunt omnia. Emendata edidit cum ...1842 -


ώς δ ούν οι περί την Ίδην διαιρούσιτάδ έστι τά είδη ήμερις αίγλωψ
πλατύφυλλος Φηγός άλφλοιος, οι δε ευθύφλοιον ... δε και πικρότατον ή
αίγλωψ. ούχ άπασαι δε γλυκεία έντους γένεσιν αλλένια και πικραι καθάπερ
ή Φηγός. διαφέρουσε δε και ...
383

Pausaniae Graeciae descripto - Τόμος 3 - Σελίδα 238 Παυσανίας. - 1825


- φηγούς in genere δρυών, Νobis Φηγός esculus φuercus, cf. infra cap. 23,
4. Αpud Ηomerum Iliad. VΙΙ, 60. Φηγός Διός recte a Scholiasta Veneto
explicatur δρύς similiter et Πiad. V, 693, ubi Εustathius v. Φηγός ducit a
φαγείν, φuia homines olim ...
Georgica - Σελίδα 5 Publius Maro Vergilius - 1786 - Πλατύφυλα εύσκια
κτ:) Το δε είδος Αefculus υπό τ8 Ποιητέ ωνόμα; ειπείν κατα λέξιν
ερμίμιέυοντας: Φηγός, από το φάγω, φαγός, - Φηγός. Ήν δε Φηγός ή τας
βαλάνες φέρεσαι, ας άνθρωποι προ της ...
Θεόφραστος. quae supersunt opera et excerpta librorum quatuor
...Theophrastus, Heinrich Friedrich Link, Johann Gottlob Schneider - 1818
- Διαλλάττουσι δ' ένια τους ονόμασιν οίον την τας γλυκείας βαλάνους
φέρουσαν οι μεν ήμερίδα καλούντες, οι δε ετυμόδρυν. Ομοίως δε και επ'
άλλων. Ως δ' ουν οι περί την Ίδην. διαιρούσι, τάδ' εστί τα είδη, ημερίς,
αιγίλωψ, πλατύφυλλος, Φηγός, ...
Θεόφραστος. quae supersunt opera: et excerpta librorum Theophrastus,
Johann Gottlob Schneider, Heinrich Friedrich Link - 1818 - οίμοις φύεοθαι
, και το ξύλον 'έχειν λειότερον ' την δέ φηγόν τραχύ, και έν τοις όρεινοΐς'
— γενη μεν ονν οι μεν τέτταρα ποιονϋιν, οί δέ πέντε. Αιαλλάττουϋι δ* 'ίνια
τοις όνόμαΰιν ' οίον την . τάς γλυκείας βαλάνους φέρουβαν οί μεν ήμε-*>,
ρίΰα ...
Εικονογραφημένον Βοτανικόν - Φυτολογικόν Λεξικόν: Τόμος Θ΄
Δημήτριος Σ. Καββαδάς - 2015 - Φηγός–Fagus ΓΓ. “Ιουλοι άρρένων
ανθέων έπιμήκεις, στα χυόμορφοι, Καρποφόρον περίβλημα κυπελλοειδές
ή σφαιρικόν, άκανθωτόν. Δ. Καρποφόρον περίβλημα σφαιρικόν, άκαν
θωτόν, κλειστόν περιβάλλον έξ όλοκλήρου τόν καρπόν άνοίγον ...
Pragmateia peri Dōdōnēs - Σελίδα 16 Panagiōtēs Stam Arabantinos - 1862
- ('Ομ. Λ). 3) Ωσαύτως 6 ΗΣΙΟΔΟΣ. ^Λσ.) Λωδώνης φηγό ν τε.. 4)
ΣΟΦΟΙίΛΗΣ. Ώς την παλαιαν φηγόν αύδήσαί ποτε... Αωδώνη, δισσών εκ
πελειάδων (ΠαράΣτεφ. λέξ. Αωδ). 5) ΚΙΝΕΛΣ. Πόλιν είναι την Δωδώνψ
και ψηγόν. (Γ',3). 6) ΑΠΟΛΛΟΑΩΡΟΣ.
Luciani Samosatensis opera graece et latine - Τόμος 6 - Σελίδα 618
https://books.google.gr/books?id=ZPenUgBxzjIC
Lucian (of Samosata) - 1826 - -
Εαd. 1. 7. Φηγός) Vocalis haeo arbor nonnnnquarn δρύς νοcatar,
nonnungaam Φηγός Νec id mirum : species enim της Δρυός ή Φηγός, sί
384

Ραιι"αniae credamus. Sic enim ille in Αrcad. Αρκάδων δ εν τοις δρυμοίς


εισιν αι δρύς διάφοροι, και τας ...
Theocriti quae exstant omnia: Textum recognovit, ad fidemque codicum
...Theocritus, Jean-Baptiste Gail - 1828 - - 4 εισί δε Δρυός γένη πέντε,
Φηγός, κιμερίς, ετυμό δρύς, 5 άλυφλος, και άμυλος. - ΣΧΟΛ. ΝΕΩΤ.
ΧΕΙΜΑΙΝΟΝΤΟΣ και χειμάζοντος, s. 1. Μ. χειμώνος ισαμένου s. Ι. Ν.
ΟΥΔ' όΣοΝ , τοσούτον, s. 1. Μ. ουδόλως, s. 1. C. ουδε την τυχούσαν
φροντίδα, s.
Poetae minores Graeci - Τόμοι 3-4 - Σελίδα 143 1820 - - 3. 4.] Είρηται δε,
ότι προ των Δημητριακών καρπών τους βαλάνους ήσθιον ήγουν πηγούς
τινας, παρά το ευπαγείς αυτούς είναι. 8 Εισί δε Δρυός γένη πέντε, Φηγός,
κιμερίς, ετυμόδρύς, "άλυφλος, και άμυλος. 21. ΝΩΔΟΣ, ο εστερημένος
οδόντων.
Θεόφραστος. Opera quae supersunt omnia: Historia plantarum.
...Teofrasto, Friedrich Wimmer - 1854 - - τατός γειό τής φηγού, ταύτην δ'
άγρίαν ποιούσιν, αλλά τώ μάλλον έντους εργασίμος φύεσθαι και τόξύλον
έχειν λειότερον, τήν δε φηγόν τραχύ και έντους όρενους – γένη μενούν οι
μεν τέτταρα ποιούσινοι δε πέντε διαλλάττουσε δ' ένια τους ...
Poetae minores graeci - Σελίδα 165 Gaisford - 1823 - - Β) ΕΙαϊ , . . όέ
Δρυός γένη πέντε, Φηγός, κιμερις, έτνμόδρύς, άλυφλος, και αμυλος. 5 21.
ΝΩ,ΑΟΣ, ό Ιΰτερημένος οδόντων. Λέγεται δε καί το βρέφος έδτερημένον
οδόντων. 4) Ου μεν δή νωδόν φαμεν αυτό· άλλ' εκείνον φαμεν νωδόν, τον
οδόντας ...
Poetæ minores græci - Τόμοι 4-5 - Σελίδα 165 Thomas Gaisford - 1823 -
- Είρηται δε, ότι προ των Δημητριακών καρπών τους βαλάνους ήσθιον
ήγουν πηγούς τινας, παρά το ευπαγείς αυτούς είναι. . ε) Εισι δε Δρυός γένη
πέντε, Φηγός, κιμερίς, ετυμόδρύς, άλυφλος,...ε) Εισι δε δρυός γένη πέντε, φηγός,
κιμερίς, ετυμόδρυς, άλυφλος, και άμυλος...

Textvm Graecvm Continens - Τόμος 1 - Σελίδα 85 1818 - Ως δ' ουν οι περί


την Ίδην διαιρούσι, τάδ' εστί τα είδη, ήμερις, αιγίλωψ, πλατύφυλλος,
Φηγός, αλίφλοιος οι δε εύφλοιον καλούσι, Κάρπιμα μεν πάντα γλυκυτάτη
δε η της φηγού, καθάπερ είρηται και δεύτερον ή της ημερίδος έπειτα [η]
της ...
385

Botanik der spaeteren Griechen vom dritten bis dreizehnten Jahrhunterte


Bernhard Langkavel - 1866 - - (ΓΓίΐαβ 249.) Φηγός, όξΰ», έξία Π, 29).
περικαλής Φηγός Φηγός άπειρεσίη.
Theocriti reliquiae. Graece et latine - Σελίδα 932 Theocritus, Theophilus
Kiessling - 1819 - είρηται δε, ότι προ των Δημητριακών καρπών τους
βαλάνους ήσθιον, ήγουν πηγούς τινας, παρά το ευπαγείς αυτούς είναι ")
εισί δε Δρυός γένη πέντε, Φηγός, κιμερίς, ετυμόδρύς, άλυφλος, και
άμυλος,...
POETAE MINORES GRAECI. - Σελίδα 143 THOMAS GAISFORD -
1816 - - ΦΗΓΟΙ οί βάλανοι. [ΕιδθίΔρϋό;.3.4·] Εϊρηται δβ, ότι προ τών
Αημητςιαχων χαξπών τους βαλάνους ηο~8ίθν' ήγουν πηγούς τινας, παρά
το εύπαγεΊς αυτούς είναι. 8 ΕΊσ) Ϊξ Δρυός γένη πέντε, Φηγός, χιμερ)ς,
ετυμό- δρύς, 11 άλυφλος, χα) άμυλος.
Scholia ad Theocritum - Σελίδα 165 1823 - □^Υ-Μρψάί δε, οτι προ των
Αημητφϊάχών χαρπών "τούς βαλάνους ήβ&ιον' ηγονν πηγονς τινας, παρά
τό εύπαγύς αντονς είναι. ,'£) ΕΙϋι δΐ Δρυός γένη πέντε , Φηγός, χιμερϊς,
έτνμόδρνς, αλνφλος, χαΐ'άμνλος. . □ .ν»ό» Ι*ί <- ί>>·;"»1 (» .νι^'νί 'Α ., ..
Poetae minores graeci: Scholia ad Theocritum e codd. mss - Σελίδα 165
1823 - - ΦΗΓΟΙ οι βάλανοι. (Είδος Δρυός. 8. 4.] Είρηται δε, ότι προ των
Δημητριακών καρπών τους βαλάνους ήσθιον ήγουν πηγούς τινας, παρά το
ευπαγείς αυτούς είναι. ε) Εισι δε Δρυός γένη πέντε, Φηγός, κιμερίς,
ετυμόδρύς, ") άλυφλος,» και άμυλος, ...
Opera: Gr. et Lat - Τόμος 6 - Σελίδα 618 Lucian (of Samosata.) - 1826 - -
Εad. 1. 7. Φηγός) Vocalis haco arbor nonnnnquam όρι, vocatur,
nonnunquam Φηγός. Νec id, mirum : species ei. της Δρυός ή Φηγός, εί
Ραμ"αniae credamus. Sic εnim ille ή Αrcad. Αρκάδων δ. εν τοις δρυμοίς
εισιν αι δρύς διάφοροι και τας μεν ...
Ausgewählte Dialoge Lucians für den Gebrauch einer Tertia erklärt
...Lucian (of Samosata.) - 1841 - Dieses Stück behielt dieselbe Fahigkeit,
welche der ganze Βaum hatte - Φηγός] Sonst heisst dieser Βaum δρύς,
δρύς ist Εiche im Αllgemeinen, Φηγός eine bestimmte Αrt von Eichen,
wahrscheinlich φuercus esculenta. - αυτόφωνος] ...
Opera: Graece Et Latine : Studiis Societatis Bipontinae. 6 - Σελίδα 564
1790 - - CocΝ. εad l. 7. Φηγός) Vocalishaecarbor nonnunquamδρύς
vocatur, nonnunquam Φηγός. Νecid mirum: fpecies enim της Δρυός ή
Φηγός, fi Paulaniae credamus. Sic enim ille in Αrcad. Αρκάδων % έν τοίς
δρυμοίς εισιν αι δρύς διάφοροι, και τας ...
386

Θεόφραστος : Textum Graecum continens. xl, 896 p Theophrastus - 1818


- Ως δ' ούν οι περί την Ίδην, διαιρούσι, τάδ' εστί τα είδη, ημέρες, αιγίλωψ,
- πλατύφυλλος, Φηγός, αλίφλοιος ρί δε εύφλοιον καλούσι, Κάρπιμα μεν
πάντα γλυκιτάτη δε η της φηγού, καθάπερ είρηται και δεύτερον ή της
ημερίδος έπειτα [η] της ...
Index verborum et phrasium Luciani sive lexicon Lucianeum 1746 - 178.
πελ ή τόξώμα εξικνεί6%, φυγόντες Ι. Μort, ΙD. ΧίV. 2. 396. πεφυγμήίον
έμμεναι, ξίfigiffe2 ΙΙΙ. Ρhilopatr. 14, σ99... άτινα φώκτέον τώ ιτοεία
συγγε%ρονί. ΙΙ. Ω. hift. 6. 8. φώκτος. ορέγεθ ή φώκτών l Τim. 28. Ι4t. 4.
Φηγός, η Φηγός εμαντώετο ΙΙ. Gall.
Hapanta: Index verborum ac phrasium Luciani, sive lexicon Lucianeum.
1746 - Ρhilopatr. 14, 799. άτινα φάκτέον τώ ιτορίαν συγγε%φονί. Π. Ω.
hift. 6. 8. φ4κτος. ορέγεθ τ' φάκτών 1, Τim. 28. Ι4t. α Φηγός, η Φηγός
εμαντούετο ΙΙ. Gall. 2. 7ο5. η Φηγός ον Δωδώνη ΙΙ. Αmor. 31,432. φήμη,
ικανή γδ η φήμη διδάξα σε Ι. Μort.D.ΧΙΙ. 4.
Athēna: syngramma periodikon tēs en Athēnais Epistēmonikēs Hetaireias
1960 - "Αν λάβωμεν ΰπ* όψιν δτι είς την Ίθάκην παλαιότερον εφύετο ή
δρύς, ήτις καλείται και Φηγός, τότε ασφαλώς ρχομεν τον ύποκορ. τΰπον
φηγάλι προς δήλωσιν της μικράς, χαμηλής Βαλανιδιάς. Είς τήν Εΰβοιαν
εχομεν και τόπων. Φηγεάς, Φηγός ...
Lexikon dia tus meletontas ta ton palaion Hellenon syngrammata, kata
...Kōnstantinos M. Kumas - 1826 - - To stαϊος, αία, αῖον, κ. ὁ, ή (τομή),
τέμνων, ή τετμημένος, | αποκομμένος. : χαίτα, Eύρ. "Aλά: 1οı. άκος
τομαῖον, ὡς τέμνειν άκος, Aίσχύλ. Xoηφ. 535. Z. τέμνω. T ομάρ Lεἰς, και
δος, ή : , Φηγός, ταυτ. Δωδωνις Φηγός., '0ρ?. 'Àργον- s. 'åπολλ.
Geōrgikē kai oikiakē oikonomia - Τόμος 2 - Σελίδα 133 Grēgorios
Palaiologos - 1835 - - Φηγός. Μετά την δρΰν είναι το ώραιότερον δένδρον
των δασών. Ό Θεό ^ φραστος συγχέει τα δύο αυτά δένδρα, τά όποια είναι
μεν του αύ- τονί γένους, δηλ. μονόοικα, διαφέρουν όμως κατά τά φύλλα,
το άνθος και τον καρπών, ή Φηγός έχει σχημα ...
Ny - Phi - Σελίδα 566 Christos Theodoridis - 2013 - 128 φεύγοιεν·
κατηγοοοῖντο. 129 Φηγαιευσι· δῇμος fig Αἱαντίδος. 130 φηγινος· δούίνος.
131 Φηγός· δους· ί] πεύκη. 132 Φηγους· δῇμος 'Εοεχθηίδος. 133
Φηγούσιον· Αυσίας ἐν τῷ Πεοὶ Βατοαχίων]· φόνου (ίτ. 61 8.). 134
φηλουν· απαταν.
387

A Greek-English lexicon: based on the German work of Francis Passow.


Henry George Liddell, Robert Scott, Franz Passow - 1859 - - Φήγϊνος, η,
ον, (Φηγός). Φηγός, ον,...
A New Greek and English Lexicon: Principally on the Plan of the ...James
Donnegan - 1838 - - υcll as the other tenses) comes -from φύγω, to flee, to
seek safety by flight, to escape-(ιείth πατρίδα erpressed, or understood) to
flee one's country , to go into exile (ιhis ιραs permitted by the Αthenία η
criminal lαιο bg/ore a final sentence had ...
Eustathii Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. - Σελίδα 141 J. G. Stallbaum,
Eustathius - 2010 - "Οτι εοικέ τι μεγαλεΐον εχειν ή πολλαχοΰ ρη&εΐσα τοϋ
Α ιός εν Τροία Φηγός, ο ίστι δρνς, ην και υψηλήν λέγει, διό και οία
έπίσημον περιεΐπον ώς εικός αντην οί Τρώες, ως πον και Ξέρξης την
έρωμένην πλάτανον, άλΧ εκείνος μεν άλλως, οί δέ Τρώες ...
Eustathii ... Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. [ed. by J.G.
Stallbaum].Eustathius (abp. of Thessalonica.), Johann Gottfried Stallbaum
- 1827 - - "Οτι εοιχέ τι μεγαλεϊον ϊχειν η πολλαχοϋ ρηθείσα τον Διός εν
Τροία Φηγός, Ό έστι δρύς, ην χαϊ νψηλην λέγει, διό χαϊ οϊα έπίσημον
περιεϊπον ώς ειχός αυτήν ο'ι Τρώες, ώς που χαϊ Ξέρξης τήν ερωμένην
πλάτανον, άλλ' έχεΐνος μεν άλλως, οι δέ Τρώες ...
Eustathii, archiepiscopi thessalonicensis commentarii ad Homeri Iliadem
Eustathius (Archbishop of Thessalonica), Gottfried Stallbaum - 1827 - -
57. β^.) "Ετι χάλλος ποιήσει πρέπον έχουσιν ένταΰ&α δύο στίχοι, *ών εν
άρχαΐς τό, χάδ δ' 3ο Αγαμέμνων, χάδ δ' άρ Άθηναίη. ( νβΐ"8. 6ο.) "Οτι
έ'οιχέ τι μεγαλεϊον εχειν ή πολλαχοϋ ρηθείσα τοϋ Διός ίν Τροία Φηγός, Ό
Ιστι δρύς, ην χαϊ υψηλήν λέγει, ...
Atakta: Chiakēs atchaiologias hulēs, Dokimion neas metaphraseōs tēs
...Adamantios Koraēs - 1830 - Φηγός ονομάζεται και το δένδρον {hétre
και αρχαϊκ. fayard), Φηγός (faine) και ο καρπός , φαγη σερος δηλαδή, ώς
σημαίνει και των Ρωμαίων το Εsφulus συνώνυμον του Fagus. - ; ΣΕΛΙΔΙ,
16τ (Ετ, 78-76 προ Χρ.). Μετά το 81 έτος προ Χριτού ...
Atakta. (Sammlung verschiedener Beiträge zur Kenntniß der
...Adamantios Korais - 1830 - - ΧVΙ, 6). Φηγός ονομάζεται και το δένδρον
(hétre και αρχαϊκ, fayard), Φηγός (faine) και ο καρπός, φαγη σερος
δηλαδή, ώς σημαίνει και των Ρωμαίων το Εsculus συνώνυμον του Fagus.
ΣΕΛΙΔΙ, 16τ (Ετ, 78-76 προ Χρ.). Μετά το 81 έτος προ Χριτού ...
Alexander, Demonax Gallus, Icaro-Menippus, Philopseudes, Ad
...Lucianus (Samosatensis.), Franz Volkmar Fritzsche - 1826 - μαντεΊον δε
388

λίγα τον Αιος εν Αωδώνν , Όπου Φηγός εοτι δρύς, εις ην έμαντεύοντο. V.
Παρά Όμήρω ταντα επ\ των Ήλιου βοών ίν Όδιοαείφ , ονς οι εταίροι• τον
Οδναοέως οψάξαντες εΰνον , α* βνροαι δε ...
Lexeōn synagōge - Τόμος 1 - Σελίδα 645Saint Photius I (Patriarch of
Constantinople), Richard Porson, Peter Paul Dobree - 1822 - - Φεύ:
σχετλιαστικόν επίρρημα ή οδυνηρόν οίμωγμα. Φεύγοιεν: κατηγοροϊντο. -
Φηγαιεύσι : δήμος της Αιαντίδος, Φήγινος : δρύινος. 20 Φηγός : δρύς ή
πεύκη. Φηγούς :' δήμος Ερεχθηίδος, Φηγούσιον: Αυσίας εν τω περί του
Βατράχου" φόνου.
Botanikē praktikē prosērmosmenē eis tēn iatrikēn ki oikonomian
Dionysios Pyrrhos - 1838 - - ... πάλαι ετρωγον, καΐ αί μεν άγριαι όρείς
ησαν καλλικαρπώταται αΐ δε ημεροι ίσχυρώταται. τούτου είδη πέντε Ι ή
πλατύφυλλος, ι ή αίγύλωψ, η Φηγός, της όποίας ο καρπός τρώγεται
καλλίτερον, Ις ου καΐ Φηγός άπό τοϋ φάγου, 3 είναι ή άλίφλοιος.
Opera omnia: maxime ex fide codicum Paris - Τόμος 1 - Σελίδα 625 Lucian
(of Samosata.), Friedrich Gotthelf Benjamin Schmieder - 1800 - - ... ώςπερ
ο ιερός είπεν ανήρ, πλείστων αψάμενος Χαρίτων, αυτή τάχα αν ώςπερ ή
εν Δωδώνη Φηγός εκ των οροδάμνων ιεραν απορρήξασα φωνην, τους
παιδικούς ευφήμησεν έρωτας, έτι του καλού μεμνημένη Φαίδρου, πλην
επεί τούτ' αμήχανον ...
Alexander: - Σελίδα 275. Lucian (of Samosata.), Franz Volkmar Fritzschi
- 1826 - - Αργω δέ εστι το πλοίον εν ώ Ιάσων έπλευσεν τούτου δέ, ως
λέγουσιν, ή τρόπις ελάλει. μαντείον δε λέγει τoυ Διoς εν Δωδώνη, όπου
Φηγός ό, δρύς, εις ην εμαντεύοντο. V. (Αpollonius Rhodius ΙΠ 1 , Ur, και
βοών κρέα] Παρά Ομήρω,ταύτα επί των ...
Anecdota graeca e codd. manuscriptis Bibliothecae regiae ...John Anthony
Cramer - 1841 - - ν Ο -- Ν "ν Μ. * Λ. 693. φηγώ] Φηγός ή δρύς, ήν τό Διι
ώς ζωογόνω αφιέρωσαν " ν Α' - οι παλαιοί, ζωοτρόφον φυτόν ουσαν, πάλαι
γάρ οι άνθρωποι Α \ ν - 1ο δρυκάρποις έτρέφοντο, διό και παρά το φαγείν
ή Φηγός ετυμολογείται. Υ " -- 72ο. έντυεν) ...
Philologikai meletai - Σελίδα 45 Giovanii Capovilla - 1921 - Σημειωτέον
δε ότι, ενώ το όνομα δρύς είχε γενικήν εννοιαν, το όνομα Φηγός (ήτοι "
4) τούναντίον, περιελαμβάνετο εις μάλλον ίδιαιτέραν εννοιαν .ο
Νίκανδρος (Άλεξ. 261) ρητώς διακρίνει τα δύο δένδρα, καΐ ό κωμικός
Εΰπολις ...
Eustathii archiepiscopi Thessalonicensis Commentarii ad Homeri
...Eustathe de Thessalonique - 1828 - - Φηγός, είδος Δρυός, οτι παρά το
389

φαγεϊν λέγεται δια τό χορηγήσαι τροφήν τοις άρχαίοις άνθρώποις. 594,34.


664,45. 1859,33. Φηγός, Λιός ιερά, οτι μία μόνη ην έν Τροία και ον τόπος
περιεκτικός πολλών φηγών. 653, 47. 664, 31. 1263, 14. χαϊ ...

ΛΑΤΖΙΑ. Αποσπάσματα από βιβλία.

Hē physis: deltion Hellēnikēs Hetairias Prostasias tēs Physeōs 2000 - Σε


αυτούς περιλαμβάνονται οι τύποι βλάστησης που χαρακτηρίζονται από
ενδημικά είδη της χλωρίδας της Κύπρου (κέδρος και λατζιά) αλλά και
μεσογειακοί τύποι οικοτόπων που λείπουν από το Παράρτημα Ι, όπως οι
θαμνώνες με ...
Eklogē mnēmiōn tēs neōteras Hellēnikēs glōssēs: ... Tomos I ...Dēmētrios
I. Maurophrydēs - 1866 - ώριος συντεχνι:ώς λέγει τον καστελλάνον: «αν
χρήζεις δια μετεωρισμδν να παίζωμεν άνιάμα ; *> και δ καστελλάνος
βλέπει τον, την ?εωί:άν τήν είχεν. 1415 εϋθ^ς σουσσουμιάζει τον ρ•ε:ά -
ης Ο, λάτζια -Φλώρης, και παρομοιάζει τον αύτίν τό κάλλος ...
Dictionarivm Graecvm, Vltra Ferrariensem aeditionem locupletatum
...1519 - λάς. άδος. ii. IinguaΙonica. ιάσιμος. 8. ο. (anabilis,medicabilis
ίασις ιος. 5. fanitas,mcdela. - - λασί, Ιonice. ιατρεία, α. η. medicatio.
λατρείομ, 2.το. officina.medicorum. λατρεύομαι, μ. εύσομαι. π. 6ύμαι.me
dicusfum. deponens. λατζία. α.ii. medicina.
Catecheses - Σελίδα 513 Cyrillus (Hierosolymitanus) - 1608 - ... γεία, ή
λόαι κακοτεχνία, και όσα (οιαδτα, λατζία εισι 2,4- βόλου, φώγε όδω αυτα
ελύ γΣΑ τούτοις υποπέσης, μύτίμο Σπίταξιν τα Σατουά , και τίω τεθς τον
Χεμσον σκόταξιν, πικροτέρου πειegθείση το τυράννου, ίσως ως οικειον
αξιέποντις πάλα, ...
P. Virgilivs Maro, Et in eum Commentationes - Σελίδα 2 Vergilius - 1575
- 26 και c λατζία και 3 Ι.α λατ: "βειν 5 και 1 ε λάrξιες και 17.4 λάτξις 5 3
... " ίrtro και 3 ι.c λάτζον 1ύια. laιιι, 84. ύ laudire 9 3.b Ιατι: 1.aurenti.: "alκ,
436.ε λαυρασμίν και και 1.4 Lauμι, 391.d.473.d.477.a.486 ύ. 489... ζ3 49
ο.ϋ 1..κ ...
Kypriakai spoudai: deltion tēs Hetaireias Kypriakōn Spoudōn 1981 - ...
8ρ1ι&οβ1&ΐ3, μέσα στον φοϋρνο και τ' άναβαν, γιά νά πυρώσει,
προσθέτοντας και λίγα ξύλα ή τερατσιάς = χαρουπιάς, ή λατζιάς (Όν. Έν.
λατζιά (ή) ή έλιας ή άκόμη, στά δασωμένα ορεινά, και πεύκου.
Dasika Chronika - Τόμοι 16-17 - Σελίδα 314 1974 -), ή λατζιά και άλλα.
β) Ή διάπλασις των κωνοφόρων "Εκ των παραμεσογείων ξηροθερμοβίων
390

κωνοφόρων απαντώνται εις Κύπρον τά έξης δασοπονικά είδη: ή τραχεία


πεύκη (Ρίηυ.8 ...
Mikros hermēneutikos kai etymologikos thēsauros tēs Kypriakēs
...Kōnstantinos G. Giankoullēs - 1997 - "Αν δεν δακκάννει, λάσσει".
λατζιά, η [*υλατέα < υλάτης] δρύς η κληθρόφυλλος λατζινάριν, το [λατ.
ή < ουσ. λακινία + κατάλ. -άρι] επιβήτορας όνος, ίππος. "Πλάσματα έσει
βρένιμα, μα έσει τζαι λατζινάρκα".
Butterflies of Cyprus - Σελίδα 138 Christodoulos Makris, Eddie John -
2003 - Στην Κύπρο προτιμά το ενδημικό είδος "λατζιά" Κοντά στο
μοναστήρι της Χρυσορρογιάτισσας, εντοπίστηκε μικρή αποικία να γεννά
και σε βελανιδιές . Δεν παρατηρήθηκε σχέση με την ...
“Stephanos” peri poleōn - Σελίδα xxix 1502 - - "έθνικών,έλαιούσιοσ.κ)
κ"θηλυκδή, ελαι ουσία έξι και αόγους ελαιούς, λαούωα νήσος κιλικίμ σίύ
άπειρον, η νηλ7 σάβαση προς τώ κυείκω ασίδι κ} αλλανήσοι επτά το
εθνικόν, ελαιούωπος. λάτζια, πόλις μεγίση Φωκίδος,αχό ελάy/ ν Μ. - ν Υ
ρευες κι ...
Isagoge in libros ecclesiarum Lutheranarum symbolicos, ... - Σελίδα 545
Johann Benedict Carpzovius - 1675 - - ... a - λατζία Aatgeia ille vocetur,
five 38 Aeia Gal.IV.8. five reyoxùvnac Rom. S.II. AD P. 1. ART. XXI. DE
CuLTSAN. MEMBR. II. NOT, 539.
Corpus hippiatricorum graecorum ... - Σελίδα 297 Eugen Oder, Carl Hoppe
- 1927 - Λατζία. Κοομεν εθ Λαμιανος. Λίνα. Κλέτονς. ε& Τζιπριάνονς.
ντόμινε ντξιέξονμ. κρίΰτε. φίλιους δέ- κει άλτιΰιμ. τουμ. λίμπερα. δε.
ίΰτομορβόμ: περ μερτι. μπεατα. 25 βίρντξινε. γλωριούξα. ί& πρ'ΰον'
φραγο. άποΰτολόρουμ. Πέτρο εθ· πανοϋλι. ε& ...
Opera omnia Graece et Latine quae exstant vel quae ejus nomine ...J.
Chrysostomus - 1718 - Sancti Patris Nostri Athanasii Archiepiscopi
Alexandriae Opera Qvae ...Athanasius (Alexandrinus.) - 1686 - - πώς η
μύυ τ8Σωτηρ®rorisubiqweadolecat, omnis contraido- ddaana?ía
πανζιχούαύξί, πάσαβείδωλοlolatria, & qvicqvid adverfàtur Fidei, in λατζία
ώπάσαζά ένανuέμώματήΧρισε πίσd, dies minuatur, deflorefcat,& peftum
ear, xa3' ημέρανέλαήéται ...
Collectio Nova Patrum Et Scriptorum Graecorum, Eusebii Caesariensis,
...1707 - ... λακήν της σωματικής τhw νόμου λατζία, πε: εμόπον τούτοις
εξής είρηται G. εξουδενώμη, o τα αυτον, έτη έσονται δοκεί μοι και η
τούτοι" 83ύνοια τοιαύτη τις είναι (α έτη απο εξωδενώματα έσονται ακέτι
απουδαία και λυα/χαία, ...
391

Johannis-Henrici Alstedii Encyclopaedia septem tomis distincta: 1.


...Johann Heinrich Alsted - 1630 - - Τhufibulumaurcum fignificabat cum
fuffitu(pirituέ, ignem palliσnum Chriftimiίcci oportere abipίο
Chriftoaltari,antcquam Dcoacceptacίfe potfit nofira λατζία,. 18. Urna
aureahabensmannajtixtaarcam, crat (acramentum vitaeaterna in Chrifto ...
De interpretatione divinae scripturae epistolarum libri 4 - Σελίδα 148
Isidorus (Pelusiota.), Konrad Rittershausen - 1605 - - Ιουδαίοις, και τοι]
εις είδωλοeqs velut rabido quodain furore Ραrcitos λατζία αυτοις εκμάδας,
και ας ιδροφονίας τα 23 χρ. liffet) multas hæréfès diabolus , ει ή και παραχ,
κπαιδις πολλαπλά θαυ ...
Tu En Hagiois Patros Hēmōn Basileiu Archiepiskopu Kaisareias ...1721 -
- αυλή αγια κοιλίαν ών ο θεός ή κοιλία οι ό , αέγύeμον οι τη πλεονεξία, ή
τίς όξιν ειδωλοίδι ‫م‬-- λατζία, ανερυκειμύγιοι, και έχασος γε ο παντων
μαλλον τετιμηκε, τότω ή και θεζ αέμτίθησι ...
Τα 50 Κορυφαία (TOP 50) Φυτά των Νησιών της Μεσογείου

Φακτός

δρυό-φακτος. δρυό-φακτος , coined as etym. of δρύφακτος,


Sch.Ar.Eq.672. Henry George Liddell. Robert Scott. A Greek-English
Lexicon. revised and augmented.throughout ...

Άτακτα τομ. 4ος. Εν Παρισίοις 1832

Επιτομή του μεγάλου λεξικού της ελληνικής γλώσσης. Από


τον/την H.G. Liddell,R. Scott
392

ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ

Αίτιος ιατρός, 36, 37, 38, 39, 40, 41, 42, βαλάνιον, 17, 18, 21, 22, 23, 24, 26, 32,
43, 103, 104, 181, 273 35, 42, 43, 46, 49
Ἁμαδρυάς, 9 βαλανίου, 23, 30, 57
ἄρκευθος, 82, 83, 85, 124, 160, 161, 184, Βαλανίς, 53, 61, 64
248, 250 βαλανὶς, 54
βαλανέως, 53, 56, 61, 62 βαλάνισσα, 58
βαλάνια, 19, 23, 24, 31, 32, 33, 38, 39, 41, Βαλανιστὰς, 20, 21
42, 43, 44, 45, 48, 50 βαλανιστέον, 33, 38, 39, 40, 41
βαλανίδας, 25 βάλανοι, 15, 21, 61, 77, 99, 100, 103, 145,
βαλανιδιά, 11, 15, 62 154, 177, 178, 181, 204, 205, 237, 271,
βαλάνιζε, 16, 20, 21, 52, 53, 54, 55, 59, 323
60, 61, 259, 352 Βάλανος, 53, 61, 64, 329
βαλανίνοις, 27 βαλάνου, 45, 61, 78, 101, 103, 105, 107,
βαλάνινον, 17, 27, 31, 33, 35, 36, 37, 46, 154, 180, 181, 184, 185, 189
47, 49 βαλάνους, 24, 61, 100, 104, 117, 125, 145,
βαλανίνου, 17, 18, 19, 28, 29, 31, 36 169, 194, 211, 213, 219, 226, 235, 240,
βαλανίνῳ, 19, 22, 28, 29, 39 296, 297, 302, 304, 327, 329, 331, 332,
βαλανίοις, 26, 47, 48 336, 339, 341, 348, 351
393

βαλάνων, 32, 35, 36, 38, 45, 48, 79, 103, Δρύς, 11, 12, 15, 38, 62, 63, 64, 72, 139,
138, 155, 163, 181, 211, 238, 316, 329, 228, 356
332 ΔΡΎΣ, 1, 14, 228, 258, 341, 342, 343
βελανιδιά, 10, 11, 12, 62, 63, 64, 140 δρῦς, 9, 10, 11, 14, 20, 54, 60, 77, 78, 82,
Βελανίδια, 16 83, 84, 86, 87, 88, 89, 90, 133, 135, 136,
βελανιδιάς, 9, 11, 62, 64 154, 155, 160, 161, 164, 169, 185, 187,
βελανιδιές, 10, 63 188, 189, 190, 193, 194, 197, 200, 202,
Γαληνός, 17, 18, 19, 22, 77, 78, 79, 96, 203, 208, 209, 211, 215, 216, 218, 219,
152, 153, 154, 155, 237, 238, 239, 300 222, 224, 228, 229, 230, 231, 232, 233,
Διοσκουρίδης, 26, 27, 28, 29, 30, 31, 99, 235, 236, 237, 239, 240, 241, 242, 243,
100, 103, 178, 179, 180, 270, 271 244, 245, 246, 247, 248, 249, 250, 251,
Δρυάδα, 9 252, 253, 254, 255, 256, 257, 258, 259,
Δρυάς, 9 260, 261, 262, 264, 265, 266, 267, 268,
δρύας, 10, 14, 109, 263, 290, 311, 330, 269, 270, 273, 274, 275, 276, 277, 278,
331, 356 279, 280, 281, 282, 283, 284, 285, 286,
δρύες, 10, 14, 118, 136, 138, 139, 152, 287, 288, 289, 290, 291, 292, 293, 294,
223, 224, 228, 263, 279, 289, 293, 298, 295, 296, 297, 298, 299, 300, 301, 302,
316, 337, 350, 357 304, 305, 306, 308, 309, 310, 311, 312,
δρύϊνος, 9, 54, 188, 194, 197, 209, 211, 313, 314, 315, 316, 317, 318, 319, 320,
228, 275, 300, 304, 306, 323, 332, 357 321, 322, 323, 324, 325, 327, 328, 329,
δρυκολάπτης, 9, 10, 54, 310 330, 331, 333, 334, 335, 336, 337, 338,
δρυμά, 10, 275, 311, 336 339, 340, 341, 342, 344, 345, 346, 347,
δρῡμών, 10 348, 349, 350, 351, 352, 353, 354, 355,
δρῦν, 14, 16, 20, 21, 52, 53, 54, 55, 59, 60, 356, 357
61, 93, 96, 123, 135, 136, 144, 168, 189, Δρῦς, 241, 264, 266, 278, 281, 288, 289,
198, 200, 217, 222, 224, 229, 230, 258, 302, 312, 324, 332, 334, 356
259, 286, 289, 291, 297, 298, 302, 303, δρῦς ἀγριάς, 260
308, 311, 326, 327, 331, 336, 337, 338, δρῦς γὰρ τὸ ξύλον, 243, 322
343, 349, 350, 352 δρῦς δαμάζεται, 259, 352, 353
δρυοκολάπτης, 9, 54, 230, 242, 264, 311, δρῦς ὑψικόμους, 233, 235, 314, 317
332, 353 δρῦς, τὸ δένδρον, 245
δρυός, 10, 14, 15, 16, 20, 52, 54, 60, 61, Δρύςὶ καὶ πεύκαις, 239
75, 76, 82, 83, 86, 87, 88, 89, 94, 102, Δρύςὶ κρύπτετο νύμφη, 263
104, 106, 108, 117, 120, 125, 135, 139, Δρύςὶν, 150, 222, 228, 229, 233, 234, 236,
169, 181, 183, 186, 187, 212, 226, 244, 237, 240, 268, 271, 277, 280, 285, 315,
245, 250, 251, 263, 303, 317, 318, 321, 338, 345, 349
322, 325, 326, 327, 328, 333, 336, 351 δρύφρακτος, 11, 15
δρυὸς, 10, 15, 20, 54, 55, 72, 75, 76, 77, δρυῶν, 10, 14, 77, 154, 169, 177, 190,
78, 82, 83, 88, 89, 99, 100, 101, 102, 209, 210, 217, 222, 237, 245, 262, 279,
103, 104, 105, 106, 133, 134, 138, 151, 304, 313, 316, 329, 330, 331, 332, 337,
154, 155, 169, 178, 180, 181, 182, 183, 350
184, 185, 193, 197, 198, 208, 212, 219, ἐλαίου, 17, 18, 19, 28, 29, 31, 33, 35, 36,
220, 226, 229, 230, 241, 248, 251, 253, 37, 38, 39, 40, 97, 101, 105, 257, 284
259, 286, 295, 296,299, 304, 317, 318, ἐλαίῳ, 18, 19, 22, 25, 29, 32, 33, 38, 39,
324, 330, 331, 332, 343, 345, 347, 351, 45, 47, 48, 79, 96, 101, 106, 144, 152,
356 168, 257
Δρυὸς, 103, 161, 181 Ευστάθιος, 54, 55, 119, 120, 199, 200,
δρυοτόμοι, 258 201, 202, 203, 204, 205, 206, 207, 208,
δρυόχους, 10, 275, 302, 306 306, 307, 308, 309, 310, 311, 312, 313,
δρύπτω, 10, 11, 304 314, 315, 316, 317, 318
Ἡσίοδος, 72, 124, 127, 138, 231
394

Ἡσίοδός, 231, 240 137, 138, 154, 155, 168, 169, 178, 180,
Θεόφραστος, 12, 19, 63, 72, 73, 74, 81, 181, 182, 183, 184, 185, 251
82, 83, 84, 85, 86, 87, 88, 89, 90, 91, 92, πρίνους, 79, 80
160, 161, 162, 163, 164, 213, 222, 246, πύξος, 82, 83, 85, 124, 160, 161, 246, 248,
247, 248, 249, 250, 251, 252, 253, 254, 250, 252, 254, 255, 290
255, 256, 257, 305, 350 Σούδα, 61, 62, 138, 139, 228, 354, 355,
ἰξὸν, 259 356, 357
Ιπποκράτης, 23, 24, 25, 26, 97, 177 σχῖνος, 73, 74, 78, 80, 81, 99, 115, 123,
Ἱπποκράτης, 22 155, 239
καρπὸς, 17, 31, 37, 38, 46, 49, 54, 77, 85, σχίνου, 18, 48, 100, 101, 104, 105, 109,
101, 102, 103, 104, 105, 106, 113, 114, 110, 113, 114, 117, 118, 126, 179, 184,
117, 118, 121, 125, 126, 136, 137, 154, 185
180, 181, 182, 183, 184, 185, 187, 238, Σχόλια, 58, 127, 128, 129, 130, 131, 132,
240, 249, 264, 271, 318, 334 133, 134, 135, 136, 212, 213, 214, 215,
λατζιά, 12, 63, 139, 140 216, 217, 218, 219, 220, 221, 222, 223,
Λυκόφρονα, 219, 220, 221, 348, 349 224, 337, 338, 339, 340, 341, 342, 343,
Μυροβαλάνινον, 37 344, 345, 346, 347, 348, 349
μυροβαλανίνου, 34, 37 Σωράνος, 23
Όμηρο, 134, 135, 214, 215, 216, 217, 218, φήγινος, 188, 209, 211, 275, 323, 332
344, 345, 346, 347 φηγοί, 152, 211, 215, 223
Ὅμηρος, 53, 94, 109, 118, 124, 144, 158, φηγοὶ, 141, 145, 152, 172, 173, 177, 195,
176, 196, 204, 207, 216, 225, 228, 277, 213
307, 314, 326, 331, 337, 356 φηγοῖο, 136, 142, 151, 160, 170, 174, 175,
Ὅμηρός, 240 196, 223, 224, 350
Ορειβάσιος, 45, 46, 47, 48, 49, 104, 105, φηγοῖς, 172, 182, 194, 199, 200, 214, 220,
182, 183, 184, 185 307
πεύκην, 96, 168, 192, 256, 309, 311 φηγοῖςιν, 141, 150, 222
Πλούταρχος, 74, 132, 133 Φηγόν, 143, 144, 148, 150, 157, 168, 176,
πουρνάρι, 12, 64, 72 193, 198, 200, 201, 202, 206, 215, 217,
πρῖνοι, 73, 92, 95, 125, 126 222, 224
Πρῖνοι, 98, 99, 118 φηγὸν, 135, 136, 142, 143, 147, 148, 149,
πρίνοιο, 15, 72, 99, 126, 137 159, 160, 161, 162, 164, 165, 166, 172,
πρίνοις, 79, 80, 129 174, 176, 177, 188, 189, 192, 195, 196,
πρῖνον, 11, 84, 85, 86, 87, 90, 95, 96, 98, 199, 201, 203, 204, 206, 207, 214, 215,
111, 112, 114, 118, 123, 135, 136, 138, 219, 220, 224, 225, 227, 228, 275, 276,
224, 350 311, 350
πρίνος, 11, 12, 64, 72, 133 Φηγός, 146, 158, 162, 163, 164, 167, 170,
πρῖνος, 11, 14, 15, 72, 73, 74, 75, 77, 78, 174, 175, 187, 188, 190, 192, 194, 197,
80, 81, 82, 83, 84, 85, 86, 87, 88, 89, 91, 200, 202, 203, 204, 205, 209, 210, 211,
93, 94, 99, 100, 103, 108, 110, 114, 115, 219, 226, 228, 304, 306, 332, 357
116, 117, 118, 119, 121, 122, 123, 124, φηγὸς, 14, 77, 78, 83, 99, 100, 103, 135,
128, 130, 131, 134, 135, 136, 138, 139, 136, 154, 155, 156, 157, 158, 159, 160,
154, 155, 160, 178, 181, 184, 224, 238, 161, 162, 163, 175, 176, 177, 178, 181,
239, 246, 248, 249, 250, 251, 350 184, 192, 195, 201, 202, 203, 204, 205,
Πρῖνος, 103, 124, 138, 139 207, 208, 209, 213, 215, 216, 217, 218,
πρίνου, 50, 72, 73, 75, 76, 77, 79, 82, 83, 219, 222, 224, 228, 237, 239, 245, 248,
86, 87, 88, 89, 90, 91, 92, 93, 94, 96, 97, 250, 311, 346, 347,350, 357
98, 99, 100, 101, 102, 103, 104, 105, φηγοῦ, 77, 79, 94, 101, 102, 103, 105,
106, 107, 108, 109, 110, 113, 114, 115, 106, 141, 142, 143, 144, 149, 150, 151,
116, 117, 119, 120, 121, 124, 125, 126, 154, 155, 157, 161, 162, 163, 166, 169,
127, 128, 129, 132, 133, 134, 135, 136, 170, 171, 178, 179, 180, 181, 182, 183,
395

184, 185, 186, 187, 188, 191, 194, 196, φηγούς, 145, 153, 167, 171, 185, 225, 274
197, 198, 204, 205, 208, 209, 212, 213, φηγοὺς, 146, 152, 153, 156, 164, 169,
216, 218, 221, 223, 226, 227, 275, 301 173, 191, 219, 261, 348

You might also like