You are on page 1of 32

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟΥ.

1. Κλειδί για την πόρτα των εργαστηρίων εκτός του μόνιμου προσωπικού
δικαιούνται και οι μεταπτυχιακοί φοιτητές των οποίων η δραστηριότητα
εμπλέκεται και με τους χώρους των εργαστηρίων.
2. Ο χώρος του εργαστηρίου πρέπει να διατηρείται καθαρός και
τακτοποιημένος. Στους πάγκους εργασίας πρέπει να υπάρχουν μόνο τα
απαραίτητα για τη διεξαγωγή των πειραμάτων. Απαγορεύονται ξένα
αντικείμενα προς το πείραμα και κυρίως τα τρόφιμα και τα ποτά.
3. Κατά την αποχώρηση του προσωπικού ο τελευταίος αποχωρών φροντίζει
και κλείνει όλα τα παράθυρα, κλιματιστικά, κατεβάζει τους
ασφαλειοδιακόπτες από τους εργαστηριακούς πάγκους, κλείνει τον
φωτισμό και σβήνει τον κεντρικό ηλεκτρικό πίνακα. Οπωσδήποτε
φεύγοντας κλειδώνει την εξώπορτα του εργαστηρίου.
4. Όλα τα εργαστήρια πρέπει να έχουν πυροσβεστήρα και φαρμακείο.
5. Όλοι όσοι εργάζονται στο εργαστήριο οφείλουν να γνωρίζουν την θέση
του ηλεκτρικού πίνακα, του πυροσβεστήρα και του φαρμακείου.
6. Στους ηλεκτρικούς πίνακες πρέπει να υπάρχει σήμανση επί των
ασφαλειοδιακοπτών για την κατανόηση της αντιστοίχιση τους με τα φορτία
που ελέγχουν.
7. Μετά το πέρας του εργαστηρίου οι φοιτητές κλείνουν τις ασφάλειες στους
πάγκους που εργάζονται

ΠΡΟΛΗΨΗ ΑΠΟ ΗΛΕΚΤΡΟΠΛΗΞΙΑ.


Ένας και μόνον ένας φοιτητής της ομάδας που ασκείται στο εργαστήριο είναι
υπεύθυνος για τον χειρισμό του διακόπτη τάσης και αυτός με την σειρά του
βεβαιώνεται ότι δεν εργάζεται κανείς επάνω στο κύκλωμα πριν γυρίσει τον διακόπτη.

Δεν βάζουμε τα χέρια μας μέσα στο κύκλωμα εάν δεν δούμε ότι ο διακόπτης τάσης
είναι απενεργοποιημένος.
Δεν εργάζομαι με βρεγμένα χέρια.
Δεν πιάνω γυμνά καλώδια. Προσοχή ιδιαίτερα στους ακροδέκτες τύπου μπανάνας. Η
βίδα πάνω στην μπανάνα είναι σε άμεση επαφή με το εσωτερικό καλώδιο.
Φθαρμένα ή ελαττωματικά καλώδια, ελαττωματικά όργανα και υλικά πρέπει να
αναφέρονται στους επιβλέποντες και να αντικαθίστανται αμέσως.
Σε περίπτωση ηλεκτροπληξίας σταματάμε πρώτα την τροφοδοσία του εργαστηρίου
με τον κεντρικό διακόπτη και μετά προσφέρουμε βοήθεια στον ηλεκτροπληγέντα.

ΠΡΟΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΡΑΥΜΑΤΙΣΜΟ

1. Απαγορεύεται να πλησιάζουμε τα μηχανικά κινούμενα μέρη των


κινητήρων κατά την διάρκεια της λειτουργίας τους.
ΑΣΚΗΣΗ 1

ΨΗΦΙΑΚΟΙ ΜΕΤΑΤΡΟΠΕΙΣ ΣΗΜΑΤΩΝ

Στην άσκηση αυτή χρησιμοποιείται μία ηλεκτρονική κατασκευή επί


τυπωμένου κυκλώματος (ΤΚ ή PCB) η οποία μετατρέπει αναλογικά σήματα σε
ψηφιακά (A/D), ψηφιακά σε αναλογικά (D/A) και εκτελεί ορισμένες ακόμη
λειτουργίες οι οποίες βοηθούν στη κατανόηση των εφαρμογών των A/D και
D/A. Η επιλογή των λειτουργιών επιτυγχάνεται με τη χρήση των τεσσάρων
συρόμενων διακοπτών τύπου DIP SWITCH. Όταν κάποιος διακόπτης είναι
στη θέση ΟΝ τότε θα λέμε ότι έχει τιμή 1 αλλιώς 0.
Πάνω στο PCB υπάρχουν πέντε ρυθμιστικοί ροοστάτες (Trimmer) έξι
σημεία ελέγχου (test points), οκτώ διακόπτες , οκτώ φωτοδίοδοι (LED) και δύο
πλήκτρα. Τα ολοκληρωμένα κυκλώματα έχουν ονομαστική τάση τροφοδοσίας
5V. Ετσι επειδή οι προδιαγραφές επιτρέπουν ώς περιοχή καλής λειτουργίας
την ονομαστική τιμή τάσης με ανοχή +/-5% μπορούν να δουλέψουν με τάση
μεταξύ 4,75V και 5,25V. Αυτή τη τάση πρέπει να μετρήσουμε μεταξύ των
σημείων GND και ΤΑΣΗ ΤΡΟΦΟΔΟΣΙΑΣ. Εάν δεν είναι μέσα στα ανωτέρω
περιθώρια υπάρχει πρόβλημα.
Για να γίνει πλήρης κατανόηση της εργαστηριακής άσκησης πρέπει να
μελετηθούν τα κεφάλαια 9.4 και 9.5 από το βιβλίο ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ
ΜΕΤΡΗΣΕΩΝ.

ΠΕΙΡΑΜΑ 1: ΜΕΤΑΤΡΟΠΗ ΣΗΜΑΤΟΣ ΑΠΟ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟ ΣΕ ΨΗΦΙΑΚΟ.


Τοποθετούμε τα DIP SWITCH στη θέση 1111. Ρυθμίζουμε τη τάση
αναφοράς στα 5.12V με τη βοήθεια του trimer ΡΥΘΜΙΣΗ ΤΑΣΗΣ
ΑΝΑΦΟΡΑΣ.
Επειδή η ψηφιακή λέξη αποτελείται από 8 bits οι πιθανές τιμές που
λαμβάνει είναι 28=256 και συγκεκριμένα στο 0 έως 255. Το ελάχιστο βήμα
μετατροπής (LSB) είναι 5.12/256= 0.02V ή 20mV. Τοποθετούμε το πολύμετρο
μεταξύ του GND και του σημείου ΜΕΤΡΗΣΗΣ ΤΑΣΗΣ ΕΙΣΟΔΟΥ.
Σημειώνουμε τη μετρούμενη τάση. Πιέζουμε μετά το κομβίο START OF
CONVERSION. Το ψηφιακό ισοδύναμο της τάσης εισόδου εμφανίζεται στα
LED. Έστω ότι η εμφανιζόμενη λέξη είναι η 00100001 δηλαδή το 33 δεκαδικό.
Η τάση βάσει της λέξεως είναι ΑΡΙΘΜΟΣ * ΒΗΜΑ ΜΕΤΑΤΡΟΠΗΣ δηλ.
33*20mV= 660mV. Γράφουμε επίσης το σφάλμα μεταξύ της τάσης εισόδου
όπως αυτή είχε μετρηθεί με το πολύμετρο και της τάσης όπως αυτή
μετρήθηκε με τον A/D μετατροπέα. Επαναλαμβάνουμε την ανωτέρω
διαδικασία για τρείς διαφορετικές τιμές της τάσης εισόδου δηλαδή για τρείς
διαφορετικές θέσεις του trimer ΡΥΘΜΙΣΗ ΤΑΣΗΣ ΕΙΣΟΔΟΥ.
Τί ονομάζουμε σφάλμα σε LSB?
Παράδειγμα Είσοδος 4.71V αποτέλεσμα μεταροπής 4.72V
│4.71-4.72│=0.01V=10mV=1/2LSB.

Γιατί δεν επιλέγουμε τάση αναφοράς 5V;


ΠΕΙΡΑΜΑ 2 ΜΕΤΑΤΡΟΠΗ ΣΗΜΑΤΟΣ ΑΠΟ ΨΗΦΙΑΚΟ ΣΕ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟ.

Τοποθετούμε τα DIP SWITCH ΣΤΗ ΘΈΣΗ 0111. Τότε οι 8 διακόπτες


σχηματίζουν μία δυαδική λέξη η οποία εμφανίζεται ταυτόχρονα και στα LED.
Η λέξη αυτή μετατρέπεται σε τάση βάσει του τύπου
ΛΕΞΗ * ΒΗΜΑ_ΜΕΤΑΤΡΟΠΗΣ.
Η τάση αυτή μετριέται μεταξύ των σημείων GND και D/A. Για να
υπάρχει συμβατότητα με το προηγούμενο πείραμα επιλέγουμε ως βήμα
μετατροπής την τιμή των 20mV. Τώρα πρέπει να ρυθμίσουμε τον D/A.
Τοποθετούμε τη ψηφιακή λέξη στη μέγιστη τιμή της 11111111 δηλαδή
255 δεκαδικό. Η αναμενόμενη τάση θα είναι 255*20mV=5, 10V. Μετράμε την
τάση στην έξοδο του D/A. Εάν δεν είναι η αναμενόμενη ρυθμίζουμε την έξοδο
με τη βοήθεια του trimer ΡΥΘΜΙΣΗ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ D/A. Μετράμε επίσης το
σφάλμα πόλωσης του συστήματος. Τέλος για δύο τυχαίες ψηφιακές λέξεις
σημειώνουμε την αναμενόμενη τάση και τη μετρούμενη τάση.

ΠΕΙΡΑΜΑ 3 ΜΕΤΑΤΡΟΠΗ ΜΕ ΤΟΝ A/D ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΜΕ ΤΟΝ D/A.


Τοποθετούμε τα DIP SWITCH στη θέση 1011.Για τρείς διαφορετικές
τιμές της ΤΑΣΗΣ ΕΙΣΟΔΟΥ πατάμε το κομβίο START OF CONVERSION και
μετρούμε την έξοδο στον D/A. Συγκρίνουμε τάση εισόδου με τάση εξόδου.

ΠΕΙΡΑΜΑ 4 ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΚΥΜΑΤΟΜΟΡΦΩΝ ΜΕ ΤΟΝ D/A.


Τοποθετούμε τα DIP_SWITCH στη θέση 0011. Με τον παλμογράφο
παρατηρούμε την πριονωτή κυματομορφή που εμφανίζεται μεταξύ των
σημείων GND και D/A. Ακολούθως τοποθετούμε τα DIP SWITCH στη θέση
1101. Τώρα εμφανίζεται μία τριγωνική κυματομορφή.
Η κατασκευή των κυματομορφών επιτυγχάνεται με τον ακόλουθο
τρόπο.
Ενας δυαδικός απαριθμητής των 8 bits που βρίσκεται στην πλακέτα
λειτουργεί συνεχώς με την βοήθεια των παλμών ενός ρολογιού (clock). Ο
μετρητής την πρώτη φορά (DIP_SWITCH 0011) είναι ένας Up Counter και την
δεύτερη φορά (DIP_SWITCH 1101) ένας Up Down Counter. Επομένως την
πρώτη φορά ξεκινά από την τιμή 00000000 πάει με τον πρώτο παλμό του
ρολογιού στην τιμή 00000001 με τον δεύτερο παλμό του ρολογιού στην τιμή
00000010 και ούτω καθ’ εξής έως ότου φθάσει την τιμή 11111111 οπότε με
τον επόμενο παλμό μηδενίζεται. Ομως το ρολόι συνεχίζει και δουλεύει και
επομένως ακολουθεί τον ιδιο ανοδικό κύκλο όπως και προηγουμένως. Στην
δεύτερη περίπτωση (Up Down Counter) όταν φθασει την τιμή 11111111 με
τον επόμενο παλμό του ρολογιού η ψηφιακή λέξη γίνεται 11111110 δηλαδή
μειώνεται κατά 1 και συνεχίζεται η μείωση του αριθμού που περιέχει ο
απαριθμητής έως ότου φθάσει την τιμή 00000000 οπότε αρχίζει ένας νέος
κύκλος ανόδου ανόδου..
Η ψηφιακή λέξη του μετρητού είναι συνδεδεμένη στον D/A. Αυτός με
την σειρά του μετατρέπει την ψηφιακή λέξη σε τάση και την τάση αυτή
παρακολουθούμε στον παλμογράφο.
ΠΕΙΡΑΜΑ 5 ΔΕΙΓΜΑΤΟΛΗΨΙΑ ΚΥΜΑΤΟΜΟΡΦΩΝ
Τοποθετούμε τα DIP SWITCH στη θέση 0101. Τοποθετούμε το ένα
PROBE του παλμογράφου μεταξύ GND και του σημείου ΕΙΣΟΔΟΣ ΓΙΑ
ΔΕΙΓΜΑΤΟΛΗΨΙΑ και το άλλο PROBE μεταξύ του GND και D/A. Τώρα το
σύστημα μας μετατρέπει σε τακτά χρονικά διαστήματα μία μεταβαλλόμενη
είσοδο (στην περίπτωσή μας ένα ανορθωμένο ημίτονο) από αναλογική σε
ψηφιακή. Διατηρεί αυτή τη ψηφιακή τιμή στην έξοδό του σταθερή έως ότου
εκκινήσει νέος κύκλος μετατροπής. Περιστρέφοντας τα trimer ΤΑΧΥΤΗΤΑ
ΔΕΙΓΜΑΤΟΛΗΨΙΑΣ και ΡΥΘΜΙΣΗ ΤΑΣΗΣ ΠΡΟΣ ΔΕΙΓΜΑΤΟΛΗΨΙΑ
παρατηρείστε τα δύο σήματα στον παλμογράφο.

ΠΕΙΡΑΜΑ 1
Τάση Ψηφιακή Δεκαδικό Βήμα Αποτέλεσμα Σφάλμα
(προς λέξη αποτέλεσμα μετατροπής 1*2 σε LSB
μεταροπή) 1 2

ΠΕΙΡΑΜΑ 2
Ψηφιακή Μετρηση D/A Αναμενόμενο Σφάλμα
λέξη αποτέλεσμα
00000000 0V
11111111 5,10V
(Πρέπει να γίνει 0V)
Τυχαία λέξη Μετρηση D/A Αναμενόμενο Σφάλμα
αποτέλεσμα

ΠΕΙΡΑΜΑ 3
Τάση Μετρηση D/A Σφάλμα
(προς
μεταροπή)

ΠΕΙΡΑΜΑ 4
Χρόνος ρολογιού Πλάτος βήματος D/A μετατροπέα
Πριονωτή
Τριγωνική

ΠΕΙΡΑΜΑ 5
Χρόνος Πληρεί το κριτήριο Nyquist?
δειγματοληψίας
Γρήγορη
δειγματοληψία
Αργή δειγματοληψία
ΑΛΛΑ ΜΕΤΡΗΤΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ

ΘΕΡΜΟΜΕΤΡΟ ΥΠΕΡΥΘΡΩΝ
Το θερμόμετρο υπερύθρων μετραει την θερμοκρασία βασει της εκπεμπομένης
υπέρυθρης ακτινοβολίας από τίς διάφορες πηγές. Για να δώσουμε μια
οπτικοποίηση του φαινομένου θα σας ζητήσω να θυμηθείται κινηματογραφικές
ταινίες όπoυ μία καμερα υπερύθρων μπορεί να παρακολουθήσει τα ανθρώπινα
σώματα ακόμη και πίσω από τοιχους βάσει της εκπεμπόμενης θερμότητας.

Οπως φαίνεται από το σχήμα η μετρητική περιοχή ευρίσκεται εντός


ενός κώνου οπότε πρέπει να είμαστε προσεκτικοί στην θέση μας και στην
απόσταση μας από την μετρούμενη περιοχή ώστε να έχουμε σωστά
αποτελέσματα. Επίσης το μετρούμενο αντικείμενο δεν πρεπει να έχει
αντανακλαστική επιφάνεια. Το μεγάλο πλεονέκτημα της μεθόδου είναι η εξ
αποστάσεως μέτρηση.

Εφαρμογές:

Α) Ελεγχος ασφαλειών σε ηλεκρικούς πίνακες. Σημαδεύουμε και


παίρνουμε μετρήσεις από όλες τις ασφάλειες και τους ασφαλειοδιακόπτες
ενός ηλεκρικού πίνακα. Εάν σε κάποια θέση μετρηθεί απόκλιση προς τα
επάνω της μετρούμενης θερμοκρασίας η συγκεκριμένη ασφάλεια έχει
προβλημα.
Β) Μετρηση ηλεκτρονόμων (Relays). Ελεγχουμε το πλαστικό
περίβλημα τών ηλεκτρονόμων ψάχνοντας για θερμά σημεία. Οταν εντοπισθεί
κάποιο κέλυφος με υψηλή θερμοκρασία σημαίνει ότι οι επαφές του
συγκεκριμένου ρελαί έχουν αρχίσει να φθείρονται και χρειάζεται
αντικατάσταση.
Γ) Μετρηση χαλασμένων συνδέσεων σε καλώδια στα σημεία που
βιδώνονται με τις μπάρες. Ο τρόπος είναι όπως και προηγουμένως.
Δ) Μετρηση θερμικών απωλειών σε τοίχους και κουφώματα.
Σαρώνουμε τον χώρο και καταγράφουμε τα σημεία με τις μεγαλύτερες
απώλειες.
Ε) Ελεγχος ρουλεμάν και κουζινέτων. Οταν τα μηχανικά μέρη
λειτουργούν παίρνουμε μετρήσεις. Υψηλές θερμοκρασίες σημαίνουν φθορά
του υλικού που χρήζει την άμεση αντικατάσταση του. Καλό είναι να έχουμε
ήδη καταγράψει σε έναν πίνακα τις θερμοκρασίες σε διάφορα σημεία όταν τα
μηχανήματα ήταν καινούργια.
Ζ) Έλεγχος ιμάντων που μεταδίδουν κίνηση. Όπως και προηγουμένως.
Η) Εντοπισμός σωλήνων θέρμανσης. Σαρώνουμε το δάπεδο ή τους
τοίχους των χώρων που μας ενδιαφέρουν. Τα πιο θερμά σημεία είναι τα
σημεία από όπου ενδοδαπέδια ή ενδοτοίχεια διέρχονται οι σωλήνες
θέρμανσης

ΟΠΤΙΚΟ ΣΤΡΟΦΟΜΕΤΡΟ

Το οπτικό στροφόμετρο μας βοηθάει να μετρούμε την περιστροφική


ταχύτητα των αντικειμένων χωρίς άμεση επαφή με το αντικείμενο. Απαραίτητη
όμως προϋπόθεση είναι να υπάρχει ένα ανακλαστικό σημείο πάνω στην
επιφάνειά του. Εάν δεν υπάρχει τότε κολλάμε εμείς ένα τέτοιο σημείο.

3-1 Ανακλαστικό σημείο


3-2 Φωτεινή Δεσμη
3-3 Ενδειξη σε στροφές ανά λεπτο (RPM)
3-4 Οθόνη
3-5 Κουμπί λειτουργίας
3-6 Ανάκληση μνήμης
3-7 Θέση μπατταρίας
ΑΠΟΣΤΑΣΙΟΜΕΤΡΟ ΥΠΕΡΗΧΩΝ

Με το αποστασιόμετρο υπερήχων πολύ εύκολα μετράμε αποστάσεις


και υπολογίζουμε εξίσου εύκολα εμβαδόν και όγκο.

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΜΕΤΡΗΣΗΣ

1. Πλήκτρο 'RΕΑD': Πατήστε το διακόπτη για να ανάψετε τη συσκευή και


πάρτε την πρώτη μέτρηση.
2. Πλήκτρο 'm/Ft’ Αυτός ο διακόπτης εναλλάσσει τη μέτρηση από μέτρα σε
πόδια και αντίστροφα. Δεν θα χάσετε την μέτρηση σας με την χρήση αυτού
του πλήκτρου..
3. Πλήκτρο 'RECALL': Πατήστε το διακόπτη για να ανακαλέσετε την τελευταία
μέτρηση που εμφανίστηκε στην οθόνη.
4. Πλήκτρο 'SET': Επιλέξτε τη βάση μέτρησης από το πάνω ή κάτω μέρος.
5. Πλήκτρο 'χ/=': Μέτρηση περιοχής και όγκου.
Σε τετραγωνικά: πολλαπλασιάζονται οι δύο μετρήσεις. Σε κυβικά:
πολλαπλασιάζονται οι τρεις μετρήσεις.
• Πάρτε την πρώτη μέτρηση με το πάτημα του πλήκτρου 'RΕΑD'.
• Αποθηκεύσετε την μέτρηση με το πάτημα του πλήκτρου 'χ/='.
• Πάρτε την δεύτερη μέτρηση με το πάτημα του πλήκτρου 'RΕΑD'.
• Πατήστε ξανά το πλήκτρο 'χ/=' για να πάρετε το αποτέλεσμα της μέτρησης
σε τετραγωνικά (πόδια ή μέτρα).
• Πάρτε την τρίτη μέτρηση με το πάτημα του πλήκτρου 'RΕΑD'.
• Πατήστε ξανά το πλήκτρο 'χ/=' για να πάρετε το αποτέλεσμα της μέτρησης
σε κυβικά (πόδια ή μέτρα).
• Μέγιστη μέτρηση μέχρι 999.99.
• Η συσκευή θα σβήσει αυτομάτως μετά από 30 δευτερόλεπτα αδράνειας.
Υποδείξεις
1. Κάθε μέτρηση καθαρίζει προηγούμενες μετρήσεις μιας ή ενός συνόλου
μετρήσεων.
2. Σήματα υπερήχων εκπέμπονται σε κωνικό σχήμα, περίπου ±7 ο από το
κέντρο. Για να πάρετε ακριβείς μετρήσεις, πρέπει να επιλέξετε ένα στόχο με
μια μεγάλη, επίπεδη, σκληρή επιφάνεια όπως ένας τοίχος για να μετρήσετε.
3. Για να μετρήσετε μικρά, ακανόνιστα ή μαλακά αντικείμενα, τοποθετήσετε
ένα κομμάτι χαρτονιού μπροστά από το αντικείμενο.
4. Αντικείμενα στο μονοπάτι του αντικειμένου, όπως έπιπλα ή κουρτίνες,
μπερδεύονται με το σήμα, δίνοντας λανθασμένες ή ανακριβείς μετρήσεις.
5. Η συσκευή δεν μπορεί να μετρήσει μέσα από γυαλί, μόνο μέχρι το γυαλί.
6. Η ακρίβεια θα διαφέρει ανάλογα με τις συνθήκες περιβάλλοντος.
7. Η ένδειξη ERROR' θα εμφανιστεί εάν:
• Ο στόχος δεν είναι καλός ανακλαστήρας ήχου (π.χ. παχύ χαλί ή κουρτίνες).
• Το αποτέλεσμα ξεπερνά την εμβέλεια μέτρησης της συσκευής.
• Κρατάτε τη συσκευή σε μια γωνία με τον στόχο.
• Η τετραγωνική ή κυβική μέτρηση είναι μεγαλύτερη από 999.99

ΨΗΦΙΑΚΟΣ ΜΕΤΡΗΤΗΣ ΦΩΤΙΣΜΟΥ

(LUX METER - Λουξόμετρο)

3-1 Οθόνη
3-2 Διακόπτης συσκευής
3-3 Επιλογή περιοχής μέτρησης
3-4 Αισθητήριο φωτισμού
3-5 Χερούλι αισθητηρίου
3-6 Θέση μπαταρίας
Στο κατωτέρο διάγραμμα υπάρχει η φασματική απόκριση του να
.

Συνήθη επίπεδα φωτός εξωτερικού χώρου

Συνήθη επίπεδα φωτισμού από το φως της ημέρας και της νύχτας
στούς εξωτερικούς μπορούν να βρεθούν στον παρακάτω πίνακα:

Φωτισμός
Προϋπόθεση
(ftcd) (lux)
Ηλιοφάνεια 10,000 107,527
Πλήρες Φως ημέρας 1,000 10,752
Συννεφιά Ημέρα 100 1,075
Πολύ σκοτεινή μέρα 10 107
Σούρουπο 1 10.8
Βαθύ Σούρουπο .1 1.08
Πανσέληνος .01 .108
Τέταρτο φεγγαριού .001 .0108
Εναστρος ουρανός .0001 .0011
Νύκτα με συννεφιά .00001 .0001

Συνήθη και προτεινόμενα επίπεδα φωτισμού για εσωτερικούς χώρους.

Το εξωτερικό επίπεδο φωτισμού είναι περίπου 10.000 lux σε μια


φωτεινή ημέρα..Μέσα σε ένα κτίριο, στην περιοχή που βρίσκεται πλησιέστερα
προς τα παράθυρα, το επίπεδο φωτισμού μπορεί να μειωθεί σε περίπου
1000 lux. Στο κέντρο όμως του χώρου μπορεί να μειωθεί ακόμη και στα 25 -
50 lux. Διάφορες πρόσθετες συσκευές φωτισμού είναι συχνά αναγκαίες για να
αντισταθμίσουν αυτα τα χαμηλά επίπεδα.
Παλαιότερα τα επίπεδα φωτισμού στην περιοχή 100 - 300 lux ήταν
αποδεκτά για συνήθεις δραστηριότητες.. Σήμερα πιο αποδεκτό επίπεδο είναι
στην περιοχή 500 - 1000 lux - ανάλογα με την δραστηριότητα. Για τίς ακριβείς
και λεπτομερείς έργασίες το επίπεδο του φωτός μπορεί να προσεγγίσει ακόμη
και τα 1500 - 2000 lux.
Ο παρακάτω πίνακας είναι μια κατευθυντήρια γραμμή για επίπεδα φωτισμού που

συνιστώνται σε διαφορετικούς χώρους εργασίας:

Επίπεδο Φωτισμού
Δραστηριότητα
(lux, lumen/m 2 )
Οι δημόσιες εκτάσεις με σκούρο περίχωρα 20 - 50
Απλός προσανατολισμός στον χώρο 50 - 100
Οι χώροι εργασίας όπου οπτικά καθήκοντα εκτελούνται
100 - 150
μόνο περιστασιακά
Αποθήκες, Σπίτια, Θέατρα, Αρχεία 150
Εύκολη εργασία γραφείου, 250
Κανονική εργασία γραφείου, εργασία με Η / Υ, Βιβλιοθήκη
για μελέτη, είδη παντοπωλείου, Χώροι επίδειξης, 500
Εργαστήρια
Υπεραγορές, Μηχανολογικά Εργαστήρια, 750
Κανονική Σχεδιαστική Εργασία, Μηχανολογικά
1,000 1.000
εργαστήρια με λεπτολογικές εργασίες,
Λεπτομερής σχεδιαστική εργασία,, ιδιαίτερα λεπτολογική
1500 - 2000
μηχανολογική εργασία
Εκτέλεση καθηκόντων με χαμηλή οπτική αντίθεση και
πολύ μικρού μεγέθους για παρατεταμένο χρονικό 2000 - 5000
διάστημα
Εκτέλεση καθηκόντων πολύ παρατεταμένης διάρκειας και
5000 - 10000
με απαιτητικά οπτικά καθήκοντα.
Εκτέλεση καθηκόντων πολύ ιδιαίτερης οπτικής απαίτησης
σε αντικείμενα με μικρό μέγεθος και σε εξαιρετικά χαμηλή 10000 - 20000
αντίθεση.
ΨΗΦΙΑΚΟΣ ΜΕΤΡΗΤΗΣ ΥΓΡΑΣΙΑΣ
Χαρακτηριστικά
 Για χρήση σε:
 πριονισμένη ξυλεία
 χαρτόνι, χαρτί
 γύψο, σκυρόδεμα και κονιάματα
Προδιαγραφές
 Αρχή μέτρησης: ηλεκτρική αντίσταση
 Μήκος ηλεκτρόδιο: 8 χιλιοστά
 Περιοχή μέτρησης:
 Ξύλο: 6-44%
 Αλλα υλικά: 0,2-2,0%
 Ακρίβεια:
 ξύλο: ± 1%
 Αλλα υλικά: ± 0,05%

Τρόπος λειτουργίας:

2. Αφαιρούμε το προστατευτικό καπάκι. Μπορούμε να το τοποθετήσουμε


στην κάτω πλευρά ώστε να μην το χάσουμε.
3. Η συσκευή ενεργοποιείται αυτόματα

2α. Προαιρετικός έλεγχος (Ο-Τ-Ο):


Τοποθετούμε τα ηλεκτρόδια στις επαφές Τ πάνω στο προστατευτικό
καπάκι. Η ενδειξη πρέπει να πάει στο 27% +/-2%
4. Τοποθετούμε την συσκευή κάθετα στο υπό μέτρηση υλικό και πιέζουμε τα
ηλεκτρόδια με δύναμη ώστε να εισχωρήσουν μέσα στην δομή του υλικού.
5. Επαναλαμβάνουμε την μέτρηση και σε άλλα σημεία του υλικού.
ΑΣΚΗΣΗ2
ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΤΕΣ
Εστω ένας πολύ απλός Μ/Τ του σχ.1. Επειδή ο πυρήνας είναι από σιδηρομαγνητικό
υλικό δεν

υπάρχει μεγάλη σκέδαση δηλαδή όλες σχεδόν οι μαγνητικές γραμμές βρίσκονται μέσα στον
πυρήνα. Η μαγνητική ένταση είναι, όταν Ι10 και Ι2=0 (δευτερεύον ανοικτό)
W 1I 1
H
l
W 1 I 1
και η μαγνητική επαγωγή B
l
S W 1I 1
δηλαδή η μαγνητική ροή είναι   BS  W 1I 1  (1)
l Rm
όπου Rm η μαγνητική αντίσταση του πηρήνα. Η αλληλένδετη ροή είναι:
W12 I 1
11  W 1   L1 I 1 (2)
Rm
W2
όπου L1  1 (3).
Rm
Η αλληλένδετη ροή του πηνίου 2 που προέρχεται από το πηνίο 1 είναι
W 1W 2
12  W 2   I 1  M 12 I 1 (4)
Rm
W 1W 2
όπου M 12  (5)
Rm
ο συντελεστής αλληλεπαγωγής. θεωρώντας τώρα ότι Ι 20 και Ι1=0 και κάνοντας την ίδια
ανάλυση προκύπτει

 22  L2 I 2 (6)
W22
L2  (7)
Rm
W 1W 2
M  M 12  M 21  (8)
Rm
Από τις εξ. (3), (7) και (8) προκύπτει ότι
M L1 L 2 (9).
Αν υπήρχε ροή σκέδασης τότε θα είχαμε
W 1W 2
12  KW 2   M  K , K<<1(10)
Rm
οπότε από τις εξ. (3), (7) και (10) θα προέκυπτε
M  K L1 L 2 (11).
Αν τώρα συνδέσουμε μια τάση στην είσοδο του 1 (το οποίο θα ονομάζουμε πρωτεύον) και
βραχυκυκλώσουμε το 2 (δευτερεύον) τότε η συνολική ροή του πυρήνα θα είναι:
1
  ( B1  B 2 ) S  (W 1 I 1  W 2 I 2 ) (12),
Rm
(Τα Β1,Β2 είναι προσημασμένα μεγέθη) και η αλληλένδετη ροή με το πρωτεύον θα είναι

1  W 1  L1 I 1  MI 2 (13),

η δε αλληλένδετη ροή με το δευτερεύον είναι:

 2   W 2   L 2 I 2  MI 1 (14)

Επειδή δε κατά προσέγγιση ισχύουν οι σχέσεις:

L1 W 1 L2 W 2 1 L1
     2 (15)
M W2 M W1  L2

οι εξ.(13),(14) γίνονται
L1 I2
1  L1 I 1  I 2  L1( I 1  ) (16)
 
I2
 2   L 2  I 1  L 2 I 2  L 2 ( I 1  )

δηλ. 1    2  (17)

και οι ΗΕΔ που αναπτύσσονται στο πρωτεύον και δευτερεύον είναι:

d1 dI 1 dI 2
E   ( L1 M ) (18)
dt dt dt
E d 2  dI 1 dI 2
E2     ( M  L2 ) (19)
 dt dt dt

Η Ε2 είναι η ΗΕΔ του δευτερεύοντος. Η ΑΗΕΔ του πρωτεύοντος είναι Ε και Ε 1


είναι η συνιστώσα της τάσεως V1 που ισοφαρίζει την Ε (σχ.2).

Βάσει tων εξ.(15) Ε και Ε 2 (εξ.18,19) θα έπρεπε να είναι μηδέν,


αλλά αυτό δεν ισχύει διότι οι εξ.(15) ισχύουν προσεγγιστικά (ισχύουν
ακριβώς όταν το ρεύμα μαγνήτισης είναι μηδέν αλλά αυτό δεν ειναι
σωστό-πάντως το ρεύμα μαγνήτισης είναι πολύ μικρό). Το ρεύμα
I2 είναι το ρεύμα που απαιτείται για την διατήρηση ροής
I 0  I1 

στον πυρήνα και αποτελείται από το ρεύμα μαγνήτισης I  , (για την
μαγνήτιση του πυρήνα) και από το ρεύμα υστέρησης και
δινορρευμάτων I  (σχ.3).
Για ημιτονοειδή τάση η ενδεικνυμένη τιμή της E1 είναι:
E 1  2 fW 1m (20)

όπου Φm η μεγίστη μαγνητική ροή, f η συχνότητα.


Παρόμοια προκύπτει E 2  2 fW 2 m (21).
E1 W1
'Αρα    (22)
E2 W2
ή από την ισότητα της ισχύος E 1I 1  E 2 I 2
I1 W2 1
  (23)
I 2 W1 
Αυτές οι σχέσεις ισχύοουν προσεγγιστικά για πολύ μικρές απώλειες. Επίσης πρέπει
να τονισθεί οτι οι I1 και I 2 βρίσκονται σε διαφορά φάσης περίπου 1800 . Αυτό ισχύει με
I2
σχετικά καλή προσέγγιση διότι I1   I 0 το οποίο είναι μικρό. Ο ισολογισμός ενεργού

Re V 1 I 1  Re j I 1 x1 I 1  I12r1  E 1 I 1 
I2
 Re[ I12r1  E 1 ( I 0  )]  Re[ I12r1  E 1 I 0  E 2 I 2 ] 
ισχύος είναι (βλ.σχ.3).  (23α)
 Re[ I12r1  E 1 I   I 22 R  I 22r2 ] 
 I12r1  E1 I   I 22 R  I 22r2 .
Αν εφαρμοσθεί μια τάση V1 στην είσοδο του πρωτεύοντος και στο δευτερεύον συνδεθεί
φορτίο R+jX έχουμε:
V1  I1r1  j I1 x1  E1 (24)
όπου r1 και x1 η ωμική αντίσταση και η αντίσταση σκέδασης του πρωτεύοντος. Επίσης
E2  V2  r2 I 2  j I1 x2 (25)
όπου V2  I 2 R  j I 2 x2 (26)
(r2, x2 η ωμική αντίσταση και αντίσταση σκέδασης του δευτερεύοντος). Το διάγραμμα των
εξισώσεων (24)-(26) φαίνεται στο σχ.3.
Συνήθως ανάγονται τα δευτερεύοντα μεγέθη στο πρωτεύον πολλαπλασιάζοντας την
I2
τάση επί τ (V2 ) διαιρώντας την ένταση δια τ ( ) και πολλαπλασιάζοντας την αντίσταση

επί τ2 (τ2r2,τ2x2 κ.λ.π.)
L1
Καθ'ότι η   ισχύει προσεγγιστικά, η εξ.(18) δεν δίνει μηδέν αλλά
M
 I1 ( L1   M )  0 και ορίζονται οι αντιστάσεις σκέδασης
M
LG1  L1   M και LG  L2  (27)
2

(όπου x1  jLG1 και x2  jLG2 ) διότι περιγράφουν το ποσό της μαγνητικής ροής που δεν
περνά από το σιδηρομαγνητικό υλικό αλλά υφίσταται σκέδαση. Αν τα μεγέθη
V1,I1,I2,R,X,r1,x1,r2,x2,φ1 είναι γνωστά κατά μέτρο τότε χαράσσεται η V 1 και η I1 με
V1 , I1  1 . Μετά υπολογίζεται γραφικά ή αναλυτικά η Ε1 μέσω της σχέσης (24). Γράφεται
I2
ημιπεριφέρεια με διάμετρο ()   E2   E1 , έχουμε δε ( )  x (  2 x  x2  2 ) και

I2 I
( )  ( R  2  r2  2 ) . Πάνω στο ΑΒ παίρνουμε κατά μήκος (  )   j 2 x2  2 και
 
κάθετα ( CD)   I 2 r2  . H (OD) είναι η V2 , και η Ι2 κείται πάνω στην (ΟΒ), από όπου
υπολογίζεται και η φ2.
Aν τώρα το φορτίο R+jX, τείνει στο μηδέν τότε D0 καί CΒ. Αυτό σημαίνει
ότι για βραχυκυκλωμένο δευτερεύον όλη η ΗΕΔ καταναλίσκεται σαν πτώση τάσης στην r 2
και jx2. Η ένταση που κυκλοφορεί το δευτερεύον λέγεται δευτερογενής ένταση
βραχυκύκλωσης, I2β, και η αντίστοιχη του πρωτεύοντος ένταση βραχυκύκλωσης I1β.
Για απλούστευση θεωρούμε Ιo=0 άρα το σχ. 3 γίνεται στην περίπτωση του
βραχυκυκλωμένου δευτερεύοντος όπως φαίνεται στο σχ.4.

Αν στραφεί το E2  γύρω από το 0 ώστε να συμπέσει με το E1 τότε προκύπτει το σχ.5 όπου


(OD')  I1r1 , ( D' F )  I1 x1 (28)
και r1   r2  r1 , x1   x2  x1 . Οι αντιστάσεις  2r2  r1 , και  2 x2  x1 καλούνται ολικές
2 2

αντιστάσεις ωμική και σκέδασης αντίστοιχα.


Η ένταση πρωτεύοντος κανονικής λειτουργίας συμβολίζεται με Ι 1n. Τάση
βραχυκύκλωσης είναι η τάση V1β η οποία όταν εφαρμοσθεί στο πρωτεύον δημιουργεί
ένταση πρωτεύοντος (για βραχυκυκλωμένο δευτερεύον) ίση με την ένταση κανονικής
λειτουργίας. Στο σχ.6 φαίνεται μια διάταξη μέτρησης των r1β, x1β .

Επειδή W1  V1 I1 cos   ( OF ) I1 cos   (OD') I1  I1 r1 προκύπτει
2

W1
r1  (29)
I12
V1 2 2
και από το τρίγωνο OD'F σχ.5 x1  ( )  r1 (30).
I1
'Ετσι ρυθμίζεται ο ΑΜ/Τ ώστε I1  I1n (συνήθως=300mΑ) και παίρνονται οι ενδείξεις του
βαττομέτρου και βολτομέτρου. 'Επειτα από τις (29),(30) υπολογίζονται τα r1 και x1 .
Στο σχ.7 φαίνονται δύο Μ/Τ παραλληλισμένοι

Πολλαπλασιάζοντας την (25) επί-τ και προσθέτοντας στην (24) προκύπτει βάσει της
E1    E2 (το εφαρμόζουμε για τον Μ/Τ Ι) .
V1I    I V2 I  I1I r1I  j I1I x1I   I x2 I I 2 I  j I 2 I x2 I  I
V1I   I V2 I  I1I r1I  j I1I x1I  12r2 I I1I  j I1I x2 I  2I
 I1I (r1I  jx1I ) (32)
Παρόμοια για τον Μ/Τ ΙΙ
V1II   II V2 II  I1II (r1II  jx1II ) (33).
Επειδή δε V1I  V1II , V2 I  V2 II , λόγω παραλληλισμού, τα πρώτα μέρη των εξ.(32) και (33)
είναι ίσα (αφού  I   II για να έχουν τόν ίδιο λόγο μεταφοράς) άρα
I1I (r1I  jx1I )  I1II (r1II  jx1II ) (34)
Αν είναι I1n και I IIn οι κανονικές εντάσεις πρωτεύοντος και VI , VII οι τάσεις
βραχυκύκλωσης έχουμε
VI V
 r12I  x12I και II  r12II  x12I (35)
I In I IIn
και βάσει των (35), (34) προκύπτει
VI
I In I V I I I VII I1n I V I
 1II  I IIn  1II ή 1I   1I  II 1II (36)
VII I1I VII I1n I1I I1II VI I IIn I1n VI I IIn
I IIn
I1I VII I1n
ή  (36α)
I1II I IIn VI
I1I I1II
Η εξ.(36) δείχνει ότι αν VII  VI τότε  δηλ. αν οι τάσεις βραχυκύκλωσης δεν είναι
I1n I IIn
I1
ίσες τότε το ποσοστό φόρτισης ( ) δεν είναι ίσο, π.χ. αν VI  5% και VII  10% του
I1n
I1I I I
V1 τότε  2 1II δηλ. αν το ποσοστό φόρτισης του II είναι 75% ( 1II  0, 75 ) το
I1n I IIn I IIn
I1I
ποσοστό φόρτισης του Ι είναι 150% (  1, 5 ). Αυτό σημαίνει ότι ο Ι υπερφορτίζεται.
I In
Τελικά τονίζουμε ότι ο Μ/Τ με την μικρότερη τάση βραχυκύκλωσης παίρνει το
μεταλύτερο φορτίο. Τα ίδια ισχύουν και για την φαινομένη ισχύ διότι η V 1 είναι κοινή και
για τους δύο Μ/Τ.
Το ανυσματικό διάγραμμα των εξ.(32), (33) φαίνεται στο σχ.8 απ'όπου φαίνεται ότι
για τα
μέτρα έχουμε I   I1I  I1II (Ι6: συνισταμένη) και κατά συνέπεια (πολλαπλασιάζοντας επί
WI
V1) W  . 'Ετσι για να είναι η συνολική ένταση που απορροφάται από το δίκτυο ίση με
WII
το άθροισμα των I1I και I1II κατά μέτρο πρέπει να είναι
r1I r
 1II (37).
x1I x1II
Η ίδια σχέση πρέπει να ισχύει για να είναι η συνολική ισχύς που απορροφάται από το δίκτυο
ίση με το άθροισμα των ισχύων των επί μέρους Μ/Τ.
Για την μέτρηση του Κ και Μ χρησιμοποιούνται οι εξής συνδεσμολογίες

Τροφοδοτείται το πρωτεύον με τάση V 1 και μετριέται στο δευτερεύον V20. Eύκολα φαίνεται
1 V20
οτι K  . Η ίδια μέτρηση γίνεται και αντίστροφα, δηλ. τροφοδοτείται το δευτερεύον με
 V1
V10
τάση V2 και μετριέται τάση V10 στο πρωτεύον, τότε K   . 'Αρα
V2
V V
K 2  20 10 (38).
V1 V2
Για την μέτρηση του Μ χρησιμοποιούνται οι συνδεσμολογίες του σχ.10

'Εχουμε L  L1  L2  2 M , L  L1  L2  2 M άρα
L  L
M (39).
4
Για μικρό Κ δηλ. μικρό Μ έχουμε L  L άρα η σχέση (39) θα δώσει μεγάλο σφάλμα,
λόγω της διαφοράς L  L .
Η μέτρηση των αυτεπαγωγών θα γίνει χρησιμοποιώντας μια γέφυρα μέτρησης R-L-C,
σύμφωνα με τις οδηγίες που ακολουθούν. Με την ίδια γέφυρα να μετρηθούν και οι ωμικές
αντιστάσεις πρωτεύοντος r1 και r2 των δύο Μ/Τ με ανοικτό το δευτερεύον.

Γέφυρα R-L-C

Με τη γέφυρα του εργαστηρίου μπορούμε να μετρήσουμε


α) Αυτεπαγωγές 0,1μΗ-200Η
β) Χωρητικότητες 0,1pF-20.000μF
γ) Αντιστάσεις 1mΩ-20ΜΩ
δ) Συντελεστή απωλειών D

A) Mέτρηση αυτεπαγωγής
1) Ανοίγουμε τον διακόπτη
2) Βάζουμε τον επιλογέα στη θέση LCR
3) Διαλέγουμε την κατάλληλη κλίμακα για το L. Αν η τιμή της αυτεπαγωγής είναι
άγνωστη, διαλέγουμε τη μικρότερη κλίμακα δηλ.200μΗ.
Σε κάθε κλίμακα πρέπει να γίνει η ρύθμιση του μηδενός ως εξής:
Μ'ένα μικρό καλώδιο βραχυκυκλώνουμε την είσοδο της γέφυρας και στρίβουμε μ'ένα
κατσαβιδάκι το κίτρινο κουμπί (0 Αdj) μέχρι να δούμε στην οθόνη την ένδειξη 0.
4) Συνδέουμε το πηνίο στη γέφυρα και διαβάζουμε την τιμή της L στην οθόνη. Αν η
ένδειξη είναι 1 πρέπει να γυρίσουμε τον διακόπτη στην αμέσως μεγαλύτερη κλίμακα, όπου
πρέπει πάλι να γίνει η ρύθμιση του μηδενός. Στις κλίμακες 200μH, 2mH, 200mH βρίσουμε
την Ls (δηλ. το L στο μοντέλο σειράς για το πηνίο).

Στις μεγαλύτερες κλίμακες 2H, 20H, 200H βρίσκουμε την Lp (δηλ. το L στο παράλληλο
μοντέλο για το πηνίο)

Προσοχή! 'Οταν χρησιμοποιούμε τις τρεςι αυτές κλίμακες η ρύθμιση του 0 γίνεται
στην κλίμακα 200mH. Για να βρούμε τον συντελεστή απωλειών D τουο πηνίου, απλά
βάζουμε τον επιλογέα στη θέση D.
Β) Μέτρηση χωρητικότητας
Διαλέγουμε την κατάλληλη κλίμακα κι αν η τιμή της χωρητικότητας είναι άγνωστη,
διαλέγουμε την μικρότερη δηλ. 200pF.
Πριν από τη μέτρηση γίνεται η ρύθμιση του 0 στην κλίμακα που θα
χρησιμοποιήσουμε, εφόσον είναι μία από τις 200pF, 2nF, 20nF, 200nF και 2μF. Για τις άλλες
κλίμακες η ρύθμιση γίνεται στα 2μF. Μ'ένα κατσαβιδάκι στρίβουμε το κίτρινο κουμπί (0
Αdj) μέχρι να έχουμε στην οθόνη την ένδειξη 0. Συνδέουμε ύστερα τον πυκνωτή και
διαβάζουμε την τιμή της χωρητικότητας. Αν η ένδειξη είναι 1 γυρίζουμε τον διακόπτη στην
αμέσως μεγαλύτερη κλίμακα. Στις κλίμακες 200pF-2μF βρίσκουμε το Cp, ενώ από 20μF-
20mF βρίσκουμε το Cs.
Γ) Μέτρηση αντίστασης
Διαλέγουμε την κατάλληλη κλίμακα κι αν η τιμή της R είναι άγνωστη, διαλέγουμε
την μικρότερη δηλ. 2Ω. Πριν από τη μέτρηση πρέπει να γίνει η ρύθμιση του 0, όπως για το L,
στην κλίμακα που θα χρησιμοποιήσουμε, εφόσον είναι μια από τις 2, 20, 200, 2K, 20K,
200KΩ. Για τις μεγαλύτερες κλίμακες η ρύθμιση γίνεται στα 200KΩ.Συνδέουμε την
αντίσταση και διαβάζουμε την ένδειξη. Αν είναι 1, γυρίζουμε τον διακόπτη στην αμέσως
μεγαλύτερη κλίμακα.

Εκτέλεση άσκησης
1. Nα μετρηθούν τα Κ,Μ ενός Μ/Τ χρησιμοποιώντας τις συνδεσμολογίες των σχ.9 και
σχ.10(α), 10(β).
2. Χρησιμοποιώντας την συνδεσμολογία του σχ.6 και τις εξ.(29), (30) να υπολογισθούν οι
ολικές ωμικές και επαγωγικές αντιστάσεις των δύο Μ/Τ. Να υπολογισθεί το μέγιστο σχετικό
σφάλμα των δύο μετρουμένων ποσοτήτων. Να μετρηθεί η τάση βραχυκύκλωσης των δύο
Μ/Τ, όταν η κανονική ένταση πρωτεύοντος του Μ/Τ Ι και του Μ/Τ ΙΙ είναι 0,3Α.
3. Στη συνέχεια παραλληλίζονται οι δύο Μ/Τ όπως στο σχ.7 με ανοικτό δευτερεύον (R).
Αρχικά ο αυτομετασχηματιστής είναι κλειστός (αριστερά) και η τάση του αυξάνεται μέχρι
την ένδειξη 10%. Αν τα αμπερόμετρα δείχνουν ένταση αυτό σημαίνει ότι οι Μ/Τ δεν
συνδέθηκαν με ορθή πολικότητα και αντιστρέφεται η σύνδεση των δευτερευόντων. Μετά η
τάση του αυτομετασχηματιστού αυξάνεται σιγά-σιγά μέχρι πλήρους τάσεως οπότε τα
αμπερόμετρα δεν πρέπει να δείχνουν σχεδόν καθόλου ρεύμα. 'Υστερα η τάση του
αυτομετασχηματιστή μηδενίζεται και συνδέεται η αντίσταση R (ροοστάτης 11Ω, 6,2Α).
Τελικά μετρούνται τα εξής μεγέθη υπό πλήρη τάση: (η αντίσταση φορτίου ρυθμίζεται ώστε η
ένταση φορτίου να είναι 4Α) συνολική ένταση πρωτεύοντος και οι εντάσεις του πρωτεύοντος
κάθε Μ/Τ. Να επαληθευθεί η σχέση (36).
ΑΣΚΗΣΗ 4

1. ΒΕΛΤΙΩΣΗ ΣΥΝΗΜΙΤΟΝΟΥ

Αντικείμενο αυτής της άσκησης είναι η μέτρηση του συντελεστού ισχύος τριφασικού
ασύγχρονου κινητήρα και η βελτίωσή του με χρήση πυκνωτών.
Γενικά αν η τάση τροφοδοσία V παρασταθεί με ένα κατακόρυφο άνυσμα, τότε η
άκρη του διανύσματος της έντασης J θα κείται περίπου σε περιφέρεια κύκλου ο οποίος
λέγεται κύκλος OSSANA (σχ. 1).

V
J2

J1

Σχήμα 1

Τα τυλίγματα του κινητήρα μπορούν να συνδεθούν είτε κατά τρίγωνο, είτε κατά
αστέρα. Σε κινητήρες μέσης ισχύος (μεγαλύτερης του 1.5 KW περίπου) για την εκκίνηση
του κινητήρα τα τυλίγματα συνδέονται κατά αστέρα. Έτσι η τάση του τυλίγματος είναι
υπ/3=380/3 220V=Vφ και η ένταση εκκίνησης είναι περίπου 1.5 Juav. (Juav το κανονικό
ρεύμα λειτουργίας) ενώ αν ο κινητήρας ξεκινούσε σε σύνδεση κατά τρίγωνο η τάση του
τυλίγματος θα ήταν υπ=380V και η ένταση εκκίνησης περίπου 2.5 Juav. Έτσι πετυχαίνεται
μικρό ρεύμα στην εκκίνηση για να αποφευχθεί τυχόν υπερθέρμανση του κινητήρα. Όταν δε ο
κινητήρας εκκινήσει, τότε η σύνδεση αλλάζει σε σύνδεση τριγώνου. Για την εκτέλεση της
άσκησης ο κινητήρας θα εκκινήσει και θα παραμείνει σε σύνδεση αστέρα.
Για τη βελτίωση του συντελεστή ισχύος χρησιμοποιούνται πυκνωτές παράλληλα με
τον κινητήρα σε σύνδεση τριγώνου ή αστέρα.Σε σύνδεση των πυκνωτών κατά τρίγωνο η
χωρητικότητα που απαιτείται σε κάθε πλευρά του τριγώνου για να βελτιωθεί η φασική
απόκλιση τάσης-έντασης από φ k (χωρίς πυκνωτές) σε φ (φ, φ k είναι αρνητικά διότι
προηγείται η τάση και φ>φk δηλ. |φ|<|φk|) είναι

 k sin(   k )
c 
3V  cos 

ενώ για σύνδεση σε αστέρα είναι

 k sin(   k )
cY 
V  cos 
όπου Ιk το μέτρο του ρεύματος γραμμής του κινητήρα, Vπ το μέτρο της πολικής τάσης και Vφ
το μέτρο της φασικής τάσης του δικτύου.
Παρατηρούμε ότι για την ίδια βελτίωση είναι cY=3cΔ γι’ αυτό προτιμάται η σύνδεση σε
τρίγωνο.
Για τη μέτρηση της τριφασικής ισχύος με αναλογικά όργανα χρησιμοποιείται
συνδεσμολογία ARON (σχ.2) όπου
W12
1

3
W32

Σχήμα 2

W12  V12 I 1 cos(30  1 )


(3)
W32  V32 I 3 cos(30   3 )
(φ1 και φ3 είναι οι φασικές αποκλίσεις μεταξύ V1, I1 και V3, I3 αντίστοιχα).
Από τις εξισώσεις (3) φαίνεται ότι W12=W32 ακόμη καις σε συμμετρικό φορτίο όπως ο
κινητήρας. Η δε συνολική ισχύς είναι το άθροισμα W12=W32 γενικά. Αν όμως φ160ο η
φ3-60ο τότε η ένδειξη του ενός βαττομέτρου γίνεται αρνητική οπότε το άλλο βαττόμετρο
δείχνει μεγαλύτερη από την πραγματική ισχύ. Σ’αυτή την περίπτωση θα αντιστραφεί η
συνδεσμολογία του πηνίου τάσης του βαττομέτρου με την αρνητική ένδειξη και η νέα του,
θετική πλέον, ένδειξη θα αφαιρεθεί από την ένδειξη του άλλου βαττομέτρου.

Εκτέλεση άσκησης

1. Να γίνει η συνδεσμολογία του σχήματος 3 και να μετρηθεί

α) η ένταση μιάς γραμμής


β) η συνολική ισχύς
γ) ο συντελεστής ισχύος

όταν ο κινητήρας λειτουργεί χωρίς φορτίο. Να συγκριθεί η μετρούμενη ισχύς με την ισχύ του
υπολογίζεται βάσει των Ι, V και cos φ.
Στη συνέχεια να φορτιστεί ο κινητήρας και να μετρηθούν τα αντίστοιχα μεγέθη όταν W12=0
οπότε φ160ο.

W1
(Τ) 1 A
Κινητήρας σε
2
V
2 συνδεσμολογία
αστέρα

(R) 3
W2

πηνίο Ρ1 Ρπηνίο
2
Ρ3
πηνίο
έντασης πηνίο
τάσης
έντασης τάσης
3φ3φΣυνημιτόμετρο
Συνημιτόμετρο
Σχήμα 3Α (Με αναλογικά όργανα)
Σχήμα 3Β (Με ψηφιακό όργανο)

1. Προσοχή

*1 Για την εκτέλεση της άσκησης δεν χρησιμοποιούνται αναλογικά όργανα ούτε η
συνδεσμολογία ARON αλλά ένα ηλεκτρονικό ψηφιακό όργανο, το οποίο στην οθόνη
του μας δείχνει το ρεύμα, την τάση, την πραγματική ισχύ, την φαινόμενη ισχύ, την
ενεργό ισχύ, τον συντελεστή ισχύος και την συχνότητα του δικτύου.Το όργανο
διαθέτει τσιμπίδα για την μέτρηση της έντασης του ρεύματος και μπορεί να μετρά
μέχρι 1000 A. Συνεπώς μπορούμε να ξεκινάμε την λειτουργία του κινητήρα χωρίς
ιδιαίτερα μέτρα προστασίας του ψηφιακού οργάνου. Εάν για την μέτρηση
εχρησιμοποιείτο το αναλογικό σχήμα τότε στήν εκκίνηση του κινητήρα τα
αμπερόμετρα και τα αμπερόμετρα των βαττομέτρων έπρεπε να είναι κλειστά για να
αποφευχθεί υπερφόρτισή τους.
*2 Να γίνει η συνδεσμολογία του σχήματος 3 και να σημειωθούν όλες οι ενδείξεις του
οργάνου όταν ο κινητήρας λειτουργεί χωρίς φορτίο. Να συγκριθεί η μετρούμενη
ισχύς με την ισχύ που υπολογίζεται βάσει των I, V, cosφ.
*3 Στη συνέχεια να φορτιστεί ο κινητήρας μέχρι η ένδειξη του cos φ γίνει 0,5 και να
σημειωθούν όλες οι ενδείξεις..
*4 Να υπολογισθεί η απαιτούμενη χωρητικότητα για τη βελτίωση του συντελεστή
ισχύος (όταν ο κινητήρας λειτουργεί χωρίς φορτίο) σε 0.9 με σύνδεση πυκνωτών σε
αστέρα και τρίγωνο.
*5 Να συνδεθούν οι πυκνωτές σε αστέρα και τρίγωνο παράλληλα με τον κινητήρα (το
φορτίο του κινητήρα είναι αυτό της παραγράφου 3) και να υπολογισθούν οι τιμές
τους από μετρήσεις. Να γίνει σύγκριση με τις τιμές της παραγράφου 3. Τί
παρατηρείτε;
*6 Με τους πυκνωτές σε αστέρα, να φορτιστεί ο κινητήρας μέχρι να γίνει W12=0.
Συγκρίνετε το ρεύμα γραμμής με το ρεύμα χωρίς πυκνωτές.
΄Ασκηση 3

Υπολογισµός σφαλµάτων µετρήσεων

Χ. Σεβαστιάδης, ∆ρ. Ηλεκτρακουστικής, ∆ιπλ. Ηλεκτρολόγος Μηχανικός

3.1 Εισαγωγή
΄Εκδοση: 2019.10.08.01
Οι συµµετέχοντες πριν την εκτέλεση της άσκησης θα πρέπει να µελετήσουν το
παρόν, το κεφάλαιο «3. Σφάλµατα µετρήσεων» και τις παραγράφους «6.2 ΄Οργανα
κινητού πηνίου», «6.8. Ηλεκτροδυναµικά όργανα», «6.9 Εφαρµογές ηλεκτροδυνα-
µικών οργάνων» και «12.1 Γενικά για τη χρήση του ηλεκτροδυναµικού οργάνου σαν
βαττοµέτρου» του βιβλίου «Β. Πετρίδη Ηλεκτρικές µετρήσεις».

3.2 Σφάλµατα µετρήσεων


Ο κύριος στόχος της µελέτης των σφαλµάτων είναι η επίτευξη µετρήσεων µε όσο
το δυνατό µεγαλύτερη ακρίβεια (βλ. κεφ. 3 του βιβλίου).

3.2.1 Κατηγορίες σφαλµάτων


Τα διάφορα είδη σφαλµάτων µπορούν να κατηγοριοποιηθούν σε (βλ. παρ. 3.1 του
βιβλίου):

• Συστηµατικά, ως τα σφάλµατα που οφείλονται:


– Στην επίδραση του περιβάλλοντος στο αποτέλεσµα της µέτρησης,
– Στους διάφορους κατασκευαστικούς περιορισµούς ή διάφορες «ατέλειες»
του οργάνου, όπως στα «σφάλµατα κλίµακας» ή βαθµονόµησης, και στις
τυχόν αδυναµίες της µεθόδου µέτρησης, και
– Στη διαφορά κατάστασης του µετρούµενου µεγέθους, διακρινόµενα α-
νάλογα σε στατικά και σε δυναµικά σφάλµατα.
• Τυχαία, ως τα σφάλµατα άγνωστης προέλευσης. Η επίδρασή τους προσδιο-
ρίζεται εφαρµόζοντας στατιστική ανάλυση και περιορίζεται αυξάνοντας το
πλήθος των µετρήσεων.

3.2.2 Ακρίβεια οργάνων µέτρησης


Για τις τιµές ενός µετρούµενου µεγέθους ορίζουµε ως (βλ. παρ. 3.2 του βιβλίου):
• Πραγµατική τιµή, την αληθινή τιµή του µετρούµενου µεγέθους, και

• Προσεγγιστική τιµή, την ένδειξη του οργάνου ως (προσέγγιση) του µετρούµε-


νου µεγέθους.

1
Για την ακρίβεια των ενδείξεων ενός οργάνου για ένα µετρούµενο µέγεθος ορίζου-
µε:
• Την ακρίβεια της ένδειξης, ως περιγραφή του κατά πόσο η προσεγγιστική τι-
µή ή ένδειξη ενός οργάνου προσεγγίζει την πραγµατική ή αληθινή τιµή του
µετρούµενου µεγέθους,
• Την ακρίβεια µέσου όρου, ως την ακρίβεια του µέσου όρου των ενδείξεων ενός
οργάνου σε επαναλαµβανόµενες µετρήσεις, και
• Την ακρίβεια διασποράς, ως τη διασπορά των ενδείξεων ενός οργάνου σε ε-
παναλαµβανόµενες µετρήσεις, εξαρτώµενη από:
– Τη συνέπεια του οργάνου, δηλαδή το κατά πόσο το σύστηµα του οργάνου
δίνει την ίδια απόκριση (απόκλιση) για την ίδια διέγερση, και
– Την ακρίβεια ανάγνωσης ή προσέγγισης, η οποία εξαρτάται από τους πε-
ριορισµούς στην προβολή της ένδειξης από το όργανο, όπως είναι το
πλήθος των δεκαδικών ψηφίων.
Για την απόκριση ενός οργάνου στη διέγερση ενός µετρούµενου µεγέθους έχουµε
τους παρακάτω ορισµούς:
• Ευαισθησία, ως το λόγο της µεταβολής της απόκρισης ∆x προς τη µεταβολή
∆x
της διέγερσης ∆α, δηλαδή ∆α .

• ∆ιακριτική ικανότητα, ως τη µικρότερη δυνατή µεταβολή της ποσότητητας


του µετρούµενου µεγέθους που µπορεί να µεταβάλει την απόκριση ως ένδειξη
του οργάνου.
• Πόλωση, την τάση ενός οργάνου να µε αποκρίνεται µε ενδείξεις που διαφέρουν
από την εκάστοτε πραγµατική τιµή κατά µία σταθερή ή και εξαρτώµενη από
την πραγµατική τιµή ποσότητα, θετική ή αρνητική.
Για το σφάλµα των ενδείξεων ενός οργάνου καθορίζουµε:
• Το σφάλµα µέτρησης ∆xσ , ως τη διαφορά της τιµής ένδειξης του οργάνου xε
από την πραγµατική τιµή του µετρούµενου µεγέθους xπ , δηλαδή,

∆xσ = xε − xπ , (3.1)

και απόλυτο σφάλµα µέτρησης την απόλυτη τιµή του σφάλµατος µέτρησης,

|∆xσ | = |xε − xπ |. (3.2)

• Το σχετικό σφάλµα E, ως το λόγο του απόλυτου σφάλµατος µέτρησης |∆xσ |


προς την πραγµατική τιµή του µετρούµενου µεγέθους xπ , δηλαδή,

|∆xσ |
E= , (3.3)

και επειδή xπ ≈ xε , µπορεί να αναχθεί σε,

|∆xσ |
E≈ . (3.4)

• Την ακρίβεια µέτρησης S, ως το αντίστροφο του σχετικού σφάλµατος E,


1
S= . (3.5)
E

2
• Το σχετικό σφάλµα ένδειξης ET (στο βιβλίο Eενδ ), ως το λόγο του µέγιστου
απόλυτου σφάλµατος µέτρησης,

|∆xmax,T | = max(|∆xσ,T |), (3.6)

σε µια επιλεγµένη κλίµακα T του οργάνου προς τη µέγιστη δυνατή (τελική)


τιµή ενδείξεων του οργάνου xT στην επιλεγµένη κλίµακα,
|∆xmax,T |
ET = , (3.7)
xT
όπου η |∆xmax,T | δεν εµφανίζεται κατ΄ ανάγκη σε ενδείξεις που αντιστοιχούν
στην πραγµατική τιµή xπ του µεγέθους όταν αυτή έχει τη µέγιστη δυνατή xT
της κλίµακας T .
• Την κλάση G ενός οργάνου, ως την ποσοστιαία έκφραση του µέγιστου απόλυ-
του σχετικού σφάλµατος κλίµακας ET , µεταξύ όλων των κλιµάκων του ορ-
γάνου,
|∆xmax,T |
G = 100 max(|ET |) = 100 max(| |). (3.8)
xT
• Το µέγιστο σχετικό σφάλµα της µέτρησης Eε , ως το λόγο του ανηγµένου στην
επιλεγµένη κλίµακα από την κλάση του οργάνου µέγιστου απόλυτου σφάλµα-
τος µέτρησης |∆x0max,T | = |xT 100
G
|, προς την τιµή ένδειξης του οργάνου xε ,

|∆x0max,T | G
|xT 100 |
Eε = = . (3.9)
xε xε

3.2.3 Υπολογισµός σφάλµατος σύνθετων µεγεθών


Στη γενική περίπτωση (βλ. παρ. 3.3 του βιβλίου), ένα µέγεθος y µπορεί να θεωρηθεί
ότι εκφράζεται ως συνάρτηση k άλλων µεγεθών (ενδείξεις µετρήσεων και τιµές
στοιχείων),
y = f (x1 , x2 , . . . , xk ). (3.10)
Για τον υπολογισµό του σφάλµατος του y παίρνουµε το ολικό διαφορικό του y,
∂f ∂f ∂f
dy = dx1 + dx2 + . . . + dxk , (3.11)
∂x1 ∂x2 ∂xk
ή ως άθροισα όρων διαφορικού,
k
X ∂f
dy = dxi , (3.12)
i=1
∂xi

ή ως άθροισµα όρων διαφορών,


k
X ∂f
∆y = ∆xi . (3.13)
i=1
∂xi

Αν δεχθούµε ότι τα απόλυτα σφάλµατα που παρουσιάζονται κατά τον προσδιορι-


σµό των µεγεθών x1 , x2 , . . ., xk είναι |∆xσ,1 |, |∆xσ,2 |, . . ., |∆xσ,k | αντίστοιχα, τότε το
απόλυτο σφάλµα του y, |∆yσ |, δίνεται από η σχέση,
k
X ∂f
|∆yσ | = ∂xi ∆xi ,
(3.14)
i=1

και το µέγιστο απόλυτο σφάλµα |∆y|, δίνεται από τη σχέση,


k
X ∂f
|∆ymax | = ∂xi ∆xi,max ,
(3.15)
i=1

3
όπου ∆xmax,i τα µέγιστα απόλυτα σφάλµατα των µεγεθών x1 , x2 , . . ., xk .
΄Οµοια το σχετικό σφάλµα και το µέγιστο σχετικό σφάλµα εκφράζονται ως,
k
∆yσ
= 1
X ∂f

y |y| ∂xi ∆xi ,
(3.16)
i=1

και k
∆ymax
= 1
X ∂f

y |y| ∂xi ∆xi,max .
(3.17)
i=1

Στον Πίνακα 3.1 παρουσιάζονται συνοπτικά οι βασικές περιπτώσεις εφαρµογής


της παραπάνω ανάλυσης.

Πίνακας 3.1: Παραδείγµατα εφαρµογής του ολικού διαφορικού για απλές περι-
πτώσεις ανάλυσης µετρούµενου µεγέθους.

Μετρούµενο Μέγιστο απόλυτο Μέγιστο σχετικό


µέγεθος σφάλµα σφάλµα

∆ymax
y |∆ymax | y

|∆x1,max |+|∆x2,max |
x1 + x2 |∆x1,max | + |∆x2,max | |x1 +x2 |

|∆x1,max |+|∆x2,max |
x1 − x2 |∆x1,max | + |∆x2,max | |x1 −x2 |


∆x1,max ∆x2,max
x1 · x2 |x2 ∆x1,max | + |x1 ∆x2,max | x1 + x2

∆x1,max ∆x2,max
x2 ∆x1,max + xx12 ∆x2,max
1
x1 /x2 x1 + x2

2

3.3 Περί των ηλεκτροδυναµικών οργάνων


Η λειτουργία των ηλεκτροδυναµικών οργάνων στηρίζεται στην αλληλεπίδραση δύο
πηνίων (βλ. παρ. 6.8 του βιβλίου). Το πηνίο π1 είναι σταθερό και περιβάλλει ένα
κινητό πηνίο π2 , το οποίο περιστρέφει ένα άξονα που φέρει ένα δείκτη. Το κινητό
πηνίο είναι αναρτηµένο σε επανατατικά ελατήρια, µέσω των οποίων προσάγεται
και απάγεται το ηλεκτρικό ρεύµα. ΄Οταν από τα δύο πηνία περνούν ρεύµατα, I1 και
I2 αντίστοιχα, παράγεται ροπή, η οποία τείνει να περιστρέψει το κινητό πηνίο ώστε
να το παραλληλίσουν στο σταθερό, ανταγωνιζόµενη τις ροπές των επανατατικών
ελατηρίων. Τελικά αποδεικνύεται ότι το πηνίο ισορροπεί αφού περστραφεί κατά
γωνία απόκλίσης θ τέτοια ώστε,

θDC = CI1 I2 , (3.18)

για το συνεχές ρεύµα και,


θAC = CI1 I2 cos(ϕ), (3.19)
για το εναλλασσόµενο ρεύµα, όπου C είναι ένας παράγοντας εξαρτώµενος από τα
ηλεκτροµηχανικά χαρακτηριστικά του οργάνου (βλ. παρ. 6.2 του βιβλίου) και ϕ η
διαφορά φάσης µεταξύ των δύο ρευµάτων.
Τα ηλεκτροδυναµικά όργανα µπορούν να εφαρµοστούν ως (βλ. παρ. 6.9 του
βιβλίου):
1. Αµπερόµετρα, όταν τα δύο πηνία συνδεθούν µεταξύ τους σε σειρά και ολόκλη-
ρο το όργανο σε σειρά µε το φορτίο. Τότε διαρρέονται από κοινού από το

4
ρεύµα I του φορτίου, δηλαδή I1 = I2 = I, µε αποτέλεσµα η γωνία απόκλισης να
είναι ανάλογη του τετραγώνου του ρεύµατος του φορτίου, είτε στο σταθερό
είτε στο εναλλασσόµενο ρεύµα, αφού cos(ϕ) = 1. ΄Εχουµε δηλαδή,

θA = C A I 2 . (3.20)

2. Βολτόµετρα, όταν τα δύο πηνία συνδεθούν µεταξύ τους σε σειρά µαζί µε γνω-
στή αντίσταση Rσ και ολόκληρο το όργανο παράλληλα µε το φορτίο, τότε το
ρεύµα που τα διαρρέει είναι ίσο µε την πτώση τάσης επί του φορτίου προς τη
γνωστή εν σειρά αντίσταση, δηλαδή I1 = I2 = IV = V /RV , µε RV = Rσ + r1 + r2 ,
και r1 , r2 οι αντιστάσεις των πηνίων π1 και π2 αντίστοιχα. Ως αποτέλεσµα, η
γωνία απόκλισης είναι ανάλογη του τετραγώνου της πτώσης τάσης επί του
φορτίου, είτε στο σταθερό είτε στο εναλλασσόµενο ρεύµα, αφού cos(ϕ) = 1.
΄Εχουµε δηλαδή,
θV = CV V 2 . (3.21)

3. Βατόµετρα, όταν το ένα πηνίο συνδεθεί ως πηνίο ρεύµατος σε σειρά µε το


φορτίο και το άλλο πηνίο συνδεθεί, µαζί µε µια σε σειρά γνωστή αντίσταση
Rσ , ως σύστηµα πηνίου τάσης παράλληλα µε το φορτίο, τότε το ρεύµα που
διαρρέει το πηνίο του ρεύµατος είναι ίσο µε αυτό του φορτίου, δηλαδή I1 = I,
και το ρεύµα που διαρρέει το πηνίο τάσης είναι ίσο µε την πτώση τάσης επί
του φορτίου προς την αντίσταση του συστήµατος τάσης RT = rτ + Rσ , µε
rτ την αντίσταση του πηνίου τάσης, δηλαδή I2 = V /RT . Ως αποτέλεσµα, η
γωνία απόκλισης είναι ανάλογη του γινοµένου του ρεύµατος του φορτίου µε
την πτώση τάσης επί του φορτίου για την περίπτωση του συνεχούς ρεύµατος,
δηλαδή,
θW,DC = CW IV, (3.22)
ενώ για το εναλλασσόµενο ρεύµα η απόκλιση είναι ανάλογη του παραπάνω
γινοµένου µε το συνηµίτονο της διαφοράς φάσης φ µεταξύ των δύο ρευµάτων
των πηνίων cos(φ), που προκαλείται από τη σύνθετη αντίσταση του φορτίου,
δηλαδή,
θW,AC = CW IV cos(φ). (3.23)

3.4 Υπολογισµός σφάλµατος µεθοδολογίας


Μέτρηση φαινόµενης ισχύος
Στην περίπτωση συνεχούς ρεύµατος ή µονοφασικού φορτίου οι δυνατοί τρόποι σύν-
δεσης του βολτοµέτρου και του αµπεροµέτρου είναι δύο, όπως φαίνονται στα δια-
γράµµατα (1α΄) και (1β΄). Γενικά, η µετρούµενη ισχύς είναι το γινόµενο της ένδει-
ξης VV του βολτοµέτρου και της ένδειξης IA του αµπεροµέτρου. Στην περίπτωση
του µονοφασικού φορτίου η µετρούµενη ισχύς είναι η φαινόµενη και µοναδα µέτρη-
σης είναι το Βολταµπέρ, VA, ενώ στην περίπτωση του συνεχούς είναι η πραγµατική,
µε µονάδα µέτρησης το Βατ, W. Εφαρµόζοντας τη συνδεσµολογία του διαγράµµα-
τος (1α΄) στην περίπτωση του εναλλασσοµένου ρεύµατος, η φαινόµενη ισχύς υπο-
λογίζεται από την έκφραση,

VV2 V2
VV IA = S + ⇒ S = VV IA − V VA, (3.24)
RV RV

όπου RV είναι η εσωτερική αντίσταση του βολτοµέτρου. Σε αυτήν την περίπτωση η


ένδειξη του βολτοµέτρου ταυτίζεται µε την τάση V που εφαρµόζεται στο φορτίο,
σε αντίθεση µε την ένδειξη του αµπεροµέτρου, η οποία περιλαµβάνει ως σφάλµα
και το ρεύµα IV που διαρρέει το βολτόµετρο. Επειδή όµως η RV είναι πολύ µεγάλη,
όπως πρέπει να είναι σε ένα βολτόµετρο, τότε το ρεύµα που το διαρρέει και η
αντίστοιχη ισχύς VV2 /RV που καταναλώνει το βολτόµετρο έχουν πολύ µικρές τιµές

5
σε σχέση µε τις αντίστοιχες I και S στο φορτίο Z και µπορούν να απαλειφούν. Κατά
συνέπεια η έκφραση απλουστεύεται στην,

S ≈ VV IA VA. (3.25)

Αντίστοιχα, στη συνδεσµολογία του διαγράµµατος (1β΄), η φαινόµενη ισχύς υπολο-


γίζεται από την έκφραση,
2 2
VV IA = S + RA IA ⇒ S = VV IA − RA IA VA, (3.26)

όπου RA είναι η εσωτερική αντίσταση του αµπεροµέτρου. Σε αυτήν την περίπτωση


η ένδειξη του αµπεροµέτρου ταυτίζεται µε το ρεύµα I που διαρρέει το φορτίο,
σε αντίθεση µε την ένδειξη του βολτοµέτρου, η οποία περιλαµβάνει ως σφάλµα
την πτώση τάσης VA επί του αµπεροµέτρου. Επειδή όµως η RA είναι πολύ µικρή,
όπως πρέπει να είναι σε ένα αµπερόµετρο, τότε η πτώση τάσης και η αντίστοιχη
2
ισχύς RA IA που καταναλλώνει το αµπερόµετρο έχουν πάρα πολύ µικρές τιµές σε
σχέση µε τις αντίστοιχες στο φορτίο και µπορούν να απαλειφούν. Κατά συνέπεια η
αντίστοιχη διατύπωση απλουστεύεται και πάλι στην,

S ≈ VV IA VA. (3.27)

RA
IA I I
A A
IV

V Zload VV V VA V Zload
RV V

(αʹ) (βʹ)

Σχήµα 3.1: Συνδεσµολογίες µέτρησης ισχύος µε αµπερόµετρο και βολτόµετρο.

3.5 Υπολογισµός σφάλµατος ακρίβειας οργάνου


3.5.1 Μέτρηση φαινόµενης ισχύος
Συνδυάζοντας την παρουσίαση στη Παρ. 3.2.3, το µέγιστο απόλυτο σφάλµα υπολο-
γίζεται ως,
|∆Smax | = |IA ∆Vmax,TV | + |VV ∆Imax,TA | VA, (3.28)
ενώ το µέγιστο σχετικό σφάλµα ως,

∆Smax ∆Vmax,TV ∆Imax,TA

S
= + , (3.29)
VV IA

µέγιστο απόλυτο σφάλµα του βολτοµέτρου στην κλίµακα TV υπολογίζεται ως,


GV
∆Vmax,TV = ±VTV V, (3.30)
100
όπου VTV είναι η τελική ένδειξη της κλίµακας TV και GV είναι η κλάση του, ενώ το
µέγιστο απόλυτο σφάλµα του αµπεροµέτρου υπολογίζεται ως,
GA
∆Imax,TA = ±ITA A, (3.31)
100
όπου ITA η τελική ένδειξη της κλίµακας TA και GA είναι η κλάση του.

6
3.5.2 Μέτρηση συντελεστή ισχύος
Ο συντελεστής ισχύος α = cos(φ) είναι ο λόγος της πραγµατικής προς τη φαινόµενη
ισχύ. Ως λόγος ισχύων είναι αδιάστατο µέγεθος. Η πραγµατική ισχύς δύναται να
µετρηθεί µε το βατόµετρο ενώ η φαινόµενη µε το συνδυασµό αµπεροµέτρου και
βολτοµέτρου. Οι συνδεσµολογίες του Σχήµατος 3.2 εφαρµόζονται ανάλογα µε τον
τρόπο σύνδεσης του βατοµέτρου και αφορούν στον τρόπο υπολογισµού του σφάλ-
µατος µεθοδολογίας (βλ. παρ. 12.1 του βιβλίου). Η έκφραση υπολογισµού του
συντελεστή ισχύος µε τις συγκεκριµένες συνδεσµολογίες είναι,
P PW
α = cos(φ) = = . (3.32)
S UV IA

Εφαρµόζοντας την ανάλυση που παρουσιάστηκε στην Παρ. 3.2.3, το µέγιστο απόλυ-
το σφάλµα υπολογίζεται ως,

∆Pmax,TW PW PW
|∆αmax | = + −
2 ∆V max,TV
+ − 2 ∆Imax,TA ,
(3.33)
VV IA VV IA VV IA

ενώ το µέγιστο σχετικό σφάλµα ως,



∆αmax ∆Pmax,TW ∆Vmax,TV ∆Imax,TA

α
= + + , (3.34)
PW VV IA

όπου το µέγιστο απόλυτο σφάλµα του βατοµέτρου υπολογίζεται ως,


GW
∆Pmax,TW = ±PTW W, (3.35)
100
όπου PTW είναι η τελική ένδειξη της κλίµακας TW και GW είναι η κλάση του.


∗ I
W A

V V Zload

(αʹ)

∗ I
A W

V V Zload

(βʹ)

Σχήµα 3.2: Συνδεσµολογίες µέτρησης φαινόµενης ισχύος, πραγµατικής ισχύος και


συντελεστή ισχύος µε αµπερόµετρο, βολτόµετρο και βατόµετρο.

7
3.6 Εκτέλεσης της άσκησης
Στην άσκηση θα πρέπει να καταγράψετε όλα τα αποτελέσµατα των µετρήσεων και
όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για τους υπολογισµούς τους.
1. Ετοιµάστε το φορτίο παραλληλίζοντας τους έξι (6) λαµπτήρες πυρακτώσεως
στο κυτίο τους.

2. Εφαρµόστε µία από τις συνδεσµολογίες που συνδυάζουν βολτόµετρο και αµπε-
ρόµετρο στο Σχήµα 3.1 και υπολογίστε:
(αʹ) Το ρεύµα, την τάση και τη φαινόµενη ισχύ που καταναλώνει το φορτίο των
λαµπτήρων συνδεµένο στο ηλεκτρικό δίκτυο, επιλέγοντας τις αρµόζουσες
κλίµακες.
(βʹ) Τη φαινόµενη ισχύ που καταναλώνει το παραπάνω φορτίο λαµβάνοντας
υπόψη το σφάλµα της µεθοδολογίας µέτρησης.
(γʹ) Το µέγιστο απόλυτο σφάλµα και το µέγιστο σχετικό σφάλµα της µέτρησης
του ρεύµατος, της τάσης και της φαινόµενης ισχύος.

3. Εφαρµόστε την αντίστοιχη µε αυτή που επιλεξατε στο προηγούµενο βήµα συν-
δεσµολογία του Σχήµατος 3.2 και υπολογίστε:
(αʹ) Την πραγµατική ισχύ και το συντελεστή ισχύος του φορτίου των λαµ-
πτήρων, επιλέγοντας τις αρµόζουσες κλίµακες.
(βʹ) Το µέγιστο απόλυτο σφάλµα και το µέγιστο σχετικό σφάλµα της πραγµα-
τικής ισχύος και του συντελεστή ισχύος.

You might also like