Professional Documents
Culture Documents
Φουντάς Ο ναός του Πρωτάτου PDF
Φουντάς Ο ναός του Πρωτάτου PDF
UD - 23· f <o3
ΠΑΝΤΕΛΗΣ Γ. ΦΟΥΝΤΑΣ
Αρχιτέκτων-Αρχαιολόγος
ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΜΠΟΥΡΑΣ ΟΜΟΤ. ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ Ε.Μ.Π.
ΜΕΛΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΖΙΑΣ ΟΜΟΤ. ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΠΑΝΕΠ. ΑΘΗΝΩΝ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΡΟΚΟΠΙΟΥ ΑΝΑΠΛ. ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ Ε.Μ.Π.
ΤΟΜΟΣ Α'
ΚΕΙΜΕΝΑ
ΑΘΗΝΑ 2008
Η έγκριση διδακτορικής διατριβής
από την Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών
του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου
δεν υποδηλώνει την αποδοχή
των γνωμών του συγγραφέα
(Ν. 5343/1932 αρ. 202)
Ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΠΡΩΤΑΤΟΥ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ 11
ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ-ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 13
ΕΙΣΑΓΩΓΗ 35
7
ΠΡΩΤΗ ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΗ ΦΑΣΗ
Α. ΤΥΠΟΛΟΓΙΚΑ 103
Β. ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΠΛΕΥΡΙΚΩΝ ΟΨΕΩΝ 104
Παράμετροι για την «αποκατάσταση» και γραφική
αναπαράσταση των όψεων. 104
1. Οριοθέτηση των αρχικών τοιχοδομών 105
2. Εφελκυστικές ζώνες 106
3. Ανοίγματα 109
4. Η αρχική διάρθρωση της ζώνης του πλευρικού μετώπου που φέρει
τον κυκλικό φεγγίτη 116
Νότια όψη. 134
Τα τρία, άγνωστης μορφής παράθυρα 138
8
Κατασκευαστικές προϋποθέσεις της ξύλινης κεντρικής καμάρας 221
Η πρώτη μετασκευή του Πρωτάτου και ο τύπος των
σταυρεπίστεγων ναών 223
9
A. Πραγματολογικές αποδείξεις 291
Β. Θεωρητικές ενδείξεις 292
1. Η ησυχαστική μέθοδος αναφέρεται στην «κατ’ ιδίαν»
άσκηση 292
2. Ο Ησυχασμός δεν υποβίβασε την αισθητική μέθεξη στην
κοινή λατρεία 294
Γ. Το επίμαχο παράδειγμα 295
V. Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΞΥΛΙΝΗΣ ΣΤΕΓΗΣ ΗΜΙΚΥΛΙΝΔΡΙΚΗΣ ΕΞΩΤΕΡΙΚΗΣ
ΜΟΡΦΗΣ 297
VI. ΣΥΝΟΨΗ ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗΣ ΤΗΣ ΤΡΙΤΗΣ ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΗΣ ΦΑΣΗΣ 299
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΗΣ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ
ΤΩΝ ΞΥΑΟΠΗΚΤΩΝ ΘΟΑΩΝ
SUMMARY 347
10
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Η ιστορία της εκκλησίας του Πρωτάτου διατρέχει και ξεπερνά την χιλιετία. Στη
μεγάλη αυτή διαδρομή καταγράφονται αλλεπάλληλες αρχιτεκτονικές «μεταμορφώ
σεις» του κτίσματος, μερικές από τις οποίες και πρωταρχικά η ίδρυση του ναού,
συνδέονται με καίριες φάσεις του μακρού και πολυκύμαντου μοναστικού βίου στην
Αθωνική χερσόνησο.
Για το λόγο αυτό, η διαπιστωμένη από παλιά προϋπόθεση αμοιβαίας συνδρομής
ιστορίας και μνημειακής αρχιτεκτονικής ή γραπτών μαρτυριών και υλικών
τεκμηρίων, απετέλεσε στην προκειμένη περίπτωση, όρο ανυπέρβατο· κρίσιμο για την
συνέχιση ή την ανάσχεση της μελέτης.
Το ότι η έρευνα, με τέτοιες «ετεροθαλείς» διακλαδώσεις, δεν περικόπηκε και δεν
αντιπαρήλθε τα γριφώδη προβλήματα που έθεσαν επιτακτικά το μνημείο και οι
κατατεθειμένες ιστορικές μνήμες, οφείλεται στο θέλγητρο των ανταποκρίσεων της
ερευνητικής διαδικασίας και στην ευδοκία ευμενών συγκυριών και εμπράκτων
συ μπαραστάσεων.
Οφείλω να εκφράσω βαθιά ευγνωμοσύνη στον δάσκαλό μου Χαράλαμπο
Μπούρα, κατ’ αρχήν γιατί μου ενέπνευσε το ενδιαφέρον για την σπουδή της ιστορίας
της αρχιτεκτονικής και με χειραγώγησε στις πρώτες αμήχανες ψηλαφήσεις μνημείων
και σχετικών συγγραμμάτων. Το Αρχείο Μνημείων που συγκρότησε στό Σπουδα
στήριο Ιστορίας της Αρχιτεκτονικής, στην Πολυτεχνική του ΑΠΘ, χρησιμέυσε άμεσα
και στην παρούσα μελέτη, με το ταμιευμένο, πολύτιμο για τεκμηριώσεις, φωτο
γραφικό υλικό. Επίσης, μερικές από τις διαλέξεις του με θέματα συναφή προς τους
προβληματισμούς αυτής της διατριβής, στη σειρά των «Μαθημάτων Εμβάθυνσης»
που καθιέρωσε στο ΕΜΠ, μου πρόσφεραν ασφαλείς και έγκυρες κατευθύνσεις. Ι
διαίτερα, όμως, τον ευχαριστώ για την ουσιαστική συνδρομή του ως διευθύνοντα
καθηγητή στην εκπόνηση της παρούσης. Για τις γόνιμες υποδείξεις, παρατηρήσεις,
επισημάνσεις, παραινέσεις, ακόμη και για το ότι «ετεινε εύήκοον ούς» και δεν
αποθάρρυνε «τολμηρές» ερμηνευτικές προσεγγίσεις της οικοδομικής ιστορίας του
μνημείου που έχω προτείνει παρά τα συμβατικώς νομιζόμενα. Συναφώς, απευθύνω
τις δέουσες ευχαριστίες και στα μέλη της Συμβουλευτικής Επιτροπής Νικόλαο Ζία
ομότιμο καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών και Γεώργιο Προκοπίου, αναπλ.
καθηγητή του Ε.Μ.Π.
Επίσης, οφείλω θερμές ευχαριστίες στον καθηγητή μου Νικόλαο Μουτσόπουλο,
ενθουσιώδη εμπνευστή σεβασμού και αγάπης στην αρχιτεκτονική κληρονομιά,
καθώς και στον άλλοτε καθηγητή της Φιλοσοφικής του ΑΠΘ, Παναγιώτη Βοκοτό-
πουλο, δάσκαλό μου επίσης, στις σπουδές της βυζαντινής αρχαιολογίας και εποι
κοδομητικό κριτή και συζητητή. Θα ευχαριστήσω εγκάρδια και τον καθηγητή
Γιώργο Βελένη, φίλο και πρόθυμο σύμβουλο από παλιά, για τις γόνιμες συζητήσεις
μας και τις προαγωγικές του ερευνητικού προβληματισμού θεωρήσεις του, σε
συλλογικότερες συναντήσεις.
11
Ο καθηγητής Ευθύμιος Τσιγαρίδας γνωρίζει την εκτίμηση που έχω για το
πρόσωπο και την γνώση του και πόσο λογαριάζω τις υποδείξεις του.
Θα ήταν παράλειψη να μην μνημονεύσω για την έμμεση συμβολή τους, με γνώμες,
κρίσεις, απόψεις, και τους καθηγητές της Φιλοσοφικής, Βασίλειο Κατσαρό, Χρήστο
Θεοδωρίδη, Θεόδωρο Κορρέ, Θεοχάρη Παζαρά, Παναγιώτη Θεοδωρούδη, Βασίλη
Φυντίκογλου και τους γαιολόγους καθηγητές Βασίλειο Παπαζάχο και Σπύρο
Παυλίδη. Ένα θερμό ευχαριστώ απευθύνω και στους συναδέλφους που συνεισέφε-
ραν με άρθρα και μελέτες τους επί ειδικών ζητημάτων: τους Ιω. Ταβλάκη, Πλουτ.
Θεοχαρίδη, Στ. Μαμαλούκο και Ιω. Παπάγγελο.
Επίσης, όσο κι αν πρόκειται για αυτονόητη αλληλεγγύη, χρωστώ ευχαριστίες και
σε όλους τους συγγραφείς, εργάτες της επιστήμης και της φιλαλήθειας, που τα
ονόματά τους αναγράφονται στην βιβλιογραφία.
Ωστόσο, η μελέτη αυτή δεν θα είχε αρχίσει καν και οπωσδήποτε δεν θα είχε
τελειώσει, εάν η Ιερά Κοινότητα του Αγίου Όρους δεν έστεργε να χορηγήσει άδεια,
ώστε να μπορώ να επισκέπτομαι συχνά και απρόσκοπτα τον ναό. Χρωστώ, λοιπόν,
ευχαριστίες σε όλους τους σεβαστούς Γέροντες της I. Κ. και ιδιαίτερα στους οσιο-
λογιώτατους Γέροντες που μετέχουν στην Επιτροπή Πρωτάτου, Βασίλειο, πρώην
καθηγούμενο της I. Μ. Ιβήρων, Φώτιο Γρηγοριάτη και Συμεών Διονυσιάτη. Εγκάρ
δια ευχαριστώ και τον διατελέσαντα επί σειράν ετών εκκλησιαστικό του Πρωτάτου,
σεβαστό και αγαπητό Γέροντα Ιερόθεο, που με περισσή ευγένεια καί προθυμία δι
ευκόλυνε τις αλλεπάλληλες αυτοψίες μου στο ναό. Για τον ίδιο λόγο ευχαριστώ και
Τ™)ς αγαπητούς Καρεώτες Γέροντες Κύριλλο και Βαρλαάμ.
Άξια μνείας είναι και η συμβολή των συναδέλφων τοπογράφων Κώστα Κετίπη
/μ
και Δημήτρη Καρανταΐδη που οργάνωσαν και επόπτευσαν την αποτύπωση του
μνημείου, με συμβατική και φωτογραμετρική μέθοδο αντίστοιχα, έργο τεκμηρίωσης
και βάση αναφοράς για άλλες καταγραφικές εργασίες, όπως η διαγραμματική
απεικόνιση των τοιχογραφιών και η διερεύνηση των οικοδομικών φάσεων.
Τέλος, οφείλω να ευχαριστήσω το Δ.Σ. και τους διευθυντές του ΚΕΔΑΚ, για την
ανάθεση της (αρχιτεκτονικής) εποπτείας, από την πλευρά της Υπηρεσίας αυτής, στον
γράφοντα, και την εξ αυτού διευκόλυνση της ερευνητικής διαδικασίας. Ιδιαίτερα
υπογραμμίζω την προς τούτο συμβολή του Χρήστου Λιμενόπουλου.
Για την άριστη συνεργασία στη δακτυλογράφηση και σελιδοποίηση της διατρι
βής πρέπει να επαινεθούν η κ. Χρυσούλα Πέγιου, υπεύθυνη των Γραφικών Τεχνών -
Εκδόσεων «Τό Παλίμψηστον», και οι συνεργάτες της.
Για την δυνατότητα χρησιμοποίησης φωτογραφικών και άλλων αρχείων, ευχαρι
στώ θερμά όλους τους υπευθύνους.
Παντελής Γ. Φούντάς
12
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ
AA Archives de Γ Athos
AASS Acta Sanctorum
ABC Annual Byzantine Studies Conference
ABME Αρχείον των Βυζαντινών Μνημείων της Ελλάδος
ΑΔ Αρχαιολογικόν Δελτίον
AE Αρχαιολογική Εφημερίς
An. Boll. Analecta Bollandiana
B CH Bulletin de Correspondance Hellénique
BCMI Buletinul Comisiunii Monumentelor Istorice
BNJ Byzantinisch-Neugriechische Jahrbücher
BSA Annual of the British School at Athens
Byz. Byzantion
Byz. F. Byzantinische Forschungen
BZ Byzantinische Zeitschrift
CA Cahiers Archéologiques
ΔΙΕΕ Δελτίον τής 'Ιστορικής καί Εθνολογικής Εταιρείας
τής Ελλάδος
ΔΧΑΕ Δελτίον τής Χριστιανικής ’Αρχαιολογικής Εταιρείας
DOP Dumbarton Oaks Papers
ΕΕΒΣ Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών
ΕΕΠΣ ΠΘ Επιστημονική Επετηρίς Πολυτ. Σχολής του ΑΠΘ
Εκκλησίες Εκκλησίες στην Ελλάδα μετά την Άλωση
Ελλ. Ελληνικά
EMME Ευρετήριον Μεσαιωνικών Μνημείων της Ελλάδος
Hil. Zb. Hilandarski Zbomik
ΘΗΕ Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια
ΙΕΕ Ιστορία Ελληνικού Έθνους («Εκδοτική Αθηνών»)
JOB Jahrbuch der Österreichischen Byzantinistik
JÖBG Jahrbuch der Österreichischen Byzantinischen Gesellschaft
LB G Lexikon zur Byzantinischen Gräzität
MGH Monumenta Germani ae Hi storie a
NE Νέος Έλληνομνήμων
PG Patrologia Graeca
PL Patrologia Latina
13
RBK Reallexikon zur Byzantinischen Kunst
REB Revue des Études Byzantines
REG Revue des Études Grecques
TKDA Trudy Kievskoj Duchovnoj Akademii
TLG Thesaurus Linguae Graecae
A. ΠΗΓΕΣ
Αθωνικά Αρχεία:
Actes de Dionysiou, AA IV, έκδ. N. Oikonomidès, Παρίσι 1973.
Actes de Docheiariou, AA XIII, έκδ. N. Oikonomidès, Παρίσι 1984.
Actes d'Iviron, AA XIV, έκδ. J. Lefort, N. Oikonomidès, D. Papachryssanthou-
συνεργασία V. Kravari καί H. Métrévéli, Παρίσι, 1 1985, II 1990.
Actes de Kastamonitou, AA IX, έκδ. N. Oikonomidès, Παρίσι 1978.
Actes de Kutlumus, AA II2, έκδ. βελτιωμένη P. Lemerle, Παρίσι 1988.
Actes de Lavra, AA V, Vili, X και XI, έκδ. P. Lemerle, A. Guillou, N. Svoronos και
D. Papachryssanthou, Παρίσι, 1 1970, II 1977, III 1979, IV 1982.
Actes de Xénophon, AA XV, έκδ. D. Papachryssanthou, Παρίσι 1986.
Actes de Saint-Pantéléèmôn, AA XII, έκδ. P. Lemerle καί G. Dagron, Παρίσι 1982.
Actes du Prôtaton, AA VII, έκδ. D. Papachryssanthou, Παρίσι 1975.
Αθανάσιος Παντοκρατορινός (επιμ.), «Βίος και πολιτεία Αθανασίου Α'
Οικουμενικού Πατριάρχου», Θρακικά, τόμ. 13ος (1940), σ.
66, 80.
Ανώνυμος, Εκκλησιαστικής και πολιτικής ιστορίας σνμμικτα ... υπό τίνος
ορθοδόξου ανωνύμου κατά το 1805 συγγραφέντα..., (2η
έκδ.) Λειψία 1809.
Ανώνυμος, «Σύνοψις Χρονική», έκδ. Κ. Σάθας, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη,
τόμ. 7 (1894), ανατΰπ. Αθήναι 1972.
Βακαλόπουλος Απ., Πηγές της Ιστορίας του Νέου Ελληνισμού, τόμ. Α'
(1204-1669), Θεσσαλονίκη 1965.
Βιβλιοθήκη Ελλήνων Πατέρων και Εκκλησιαστικών Συγγραφέων
(ΒΕΠΕΣ)
«Βίος και πολιτεία του Αθανασίου Α', Οικουμενικού Πατριάρχου (1289-
1293 και 1304-1310)», (συγγραφή Ιωσήφ Καλοθέτου), Θρακι
κά, τόμ. 13ος, 1940.
«Βίος του οσίου Γερμανού του εν τη Μεγίστη Λαύρα του αγίου Αθανα
σίου», (συγγραφή Φιλοθέου Πατριάρχου), Analecta Bollan-
diana, τόμ. 70ος, 1952, σ. 72.
«Βίος Ιωάννου F Βατάτζη», Byzantinische Zeitschrift, τόμ. ΙΔ', σ. 193-233.
14
«Βίος και πολιτεία του οσίου Λαζάρου του εν τω Γαλησίω», AASS, Nov. III,
σ. 541.
«Βίος του οσίου Λουκά του Νέου (του εν Στειρίω)», Νέον Εκλογών,
Αθήνα 1974.
«Βίος οσίου και ομολογητού Μελετίου του Γαλησιώτου», (συγγραφή
Μακαρίου Φιλαδέλφειας του Χρυσοκεφάλου), Νέον Εκλο
γών, σ. 280-289.
«Βίος οσίου Συμεών του Στυλίτου», PG, 114, 389.
Γαλανόπουλος Μ., (επιμ.), Βίος, πολιτεία... του οσίου καί θεοφόρου
πατρός ημών Νίκωνος του «Μετανοείτε», Αθήναι 1933.
Γερμανός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, «Ιστορία Εκκλησιαστική»,
PG, 98, 384 κ.εξ.
Γιαννακόπουλος I., Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους Ο,' (Δ' έκδ.) Θεσσαλο
νίκη 1986.
Γρηγόριος Παλαμάς, «Υπέρ των ίερώς ήσυχαζόντων», Φιλοκαλία των
Ιερών Νηπτικών, τόμ. Δ', σ. 123 κ.εξ.
Δανιήλ (ιατρός), Προσκυνητάρων, συν Θεφ άγίω, τής αγίας πόλεως
cΙερουσαλήμ. Από το υπ’ αρ. 153 χειρόγραφο της I. Μονής
Γρηγορίου Αγίου Όρους.
Δημητρακόπουλος Ανδρ., Ιστορία του Σχίσματος, Λειψία 1867.
Διονύσιος εκ Φουρνά, Ερμηνεία της ζωγραφικής τέχνης, (επιμ. Παπα-
δόπουλος - Κεραμεύς Α.), Πετροΰπολις 1909.
Δομετιανός, Βίος του Αγίου Σάββα, βλ. Danicic Dj.
Δουκάκης Κ., Μέγας Συναξαριστής, a έκδ. Αθήναι 1893.
Ευθύμιος Ιερομόναχος, Τό Χρονικό τοϋ Γαλαξειόίου, επιμ. Η. Αναγνω-
στάκης, Αθήνα 1985.
Ευσέβιος Καισαρείας, «Βίος Μ. Κωνσταντίνου», βιβλ. IV, κεφ. 58: «Περί
οικοδομής τοϋ έπικαλουμένου των ’Αποστόλων εν
Κωνσταντινουπόλει Μαρτυρίου», P.G. 20, 1209.
Ευτύχιος Αλεξανδρείας, «Χρονογραφία», P.G., 111, 1131Α.
Ζώσιμος (κόμης και φισκοσυνήγορος), Ιστορίας Νέας Βιβλία Εξ, έκδ.
Βόννης, 1837, βιβλ. 2, 35.
Θεοδόσιος, Βίος του Αγίου Σάββα, έκδ. Dj. Danicic, Βελιγράδι 1860.
Θεόληπτος Φιλαδέλφειας, «Λόγος περί μοναδικού επαγγέλματος»,
Φιλοκαλία, τόμ. Δ', σ. 4-15.
Ιερά Κοινότητα Αγίου Όρους Άθω (επιμ.), Ο Άγιος Ιερομάρτυς Κοσμάς,
Πρώτος του Αγίου Όρους: Τα κατά την εύρεσιν και ανακο
μιδήν του ιερού Αυτού λειψάνου, Αγ. Όρος 1982.
Καδάς Σ., Τα σημειώματα των χειρογράφων της I. Μ. Μ. Βατοπαιδίου,
Άγιον Όρος 2000.
Καδάς Σ., Τα σημειώματα των χειρογράφων της I. Μ. Διονυσίου Αγίου
Όρους, Άγ. Όρος 1996.
15
Κάλλιστος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, «Βίος του οσίου Γρηγορίου
του Σιναΐτου...», Νέον Εκλογών, (επανέκδ.) Αθήνα 1974, ο.
292-304.
Κάλλιστος και Ιγνάτιος Ξανθόπουλοι, «Περί των αίρουμένων ήσύχως
βιώναι καί μοναστικώς», Φιλοκαλία, τόμ. Δ', ο. 197 κ. εξ.
Καραγιαννόπουλος I., Πηγαί της Βυζαντινής Ιστορίας, Θεσσαλονίκη 1970.
Λαμπρόπουλος Κ., Ιωάννης Απόκανκος. Συμβολή στην έρευνα του βίου
και του συγγραφικού έργου του, χ.τ.χ.ε.
Λάμπρος Σπ., «Τά Πάτρια του Αγίου Όρους», NE, τόμ. Θ'(1912) σ. 157-161.
Λάμπρος Σπ., «Ό βίος Νίκωνος του Μετανοείτε», NE, τ. Γ' (1906), σ. 129-
227.
Λάμπρος Σπ., Μιχαήλ Ακομινάτου του Χωνιάτου, τα σωζόμενα, τόμ. Β',
Αθήναι 1880.
Λάμπρος Σπ., «Επιστολαί Θεοδώρου Πεδιασίμου», Νέος Ελληνομνήμων,
15 (1921), σ. 166-174.
Λάμπρος Σπ., Κατάλογος των εν ταις βιβλιοθήκαις του Αγίου Όρους
Ελληνικών κωδίκων, τόμ. A', B', Amsterdam 1966.
Λαμψίδης Οδ., «Ανέκδοτον κείμενον περί του Αγίου Λαζάρου
Γαλησιώτου», Θεολογία, τόμ. 53 (1982), 1, σ. 158 κ. εξ.
Μακάριος επίσκοπος Κορίνθου, Νικόδημος Αγιορείτης (επιμ. ερανισμού),
Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, α' έκδ. Βενετία 1782,
Αθήναι 1982, (τόμ. 4).
Μάξιμος Ομολογητής, «Μυσταγωγία»: PG 91, 657-718.
Μαρινέσκου Φλ., Ρουμανικά έγγραφα του Αγίου Όρους. Αρχείο Πρωτά
του, (Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών Εθνικού Ιδρύματος
Ερευνών), Αθήνα 2001.
Μέγας Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, β' έκδ. Αθήνα 1960.
Νικηφόρος «Μονάζων», «Περί Νήψεως...», Φιλοκαλία, τόμ. Δ', σ. 18-28 και
P.G., 150,1116C.
Νικόδημος Αγιορείτης, (επιμ., μετάφρ.), Νέον Εκλόγιον, a έκδ. Βενετία
1803, Αθήναι 1974.
Νικόδημος Αγιορείτης, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού,
(α' έκδ. 1819), Θεσσαλονίκη 1981.
Νικόδημος Αγιορείτης, «Βίος των οσίων Συμεών και Σάββα», Ν. Εκλό
γιον, (α' έκδ. Βενετία 1803), επανέκδ. Αθήνα 1974, σ. 270-
275.
Ορλάνδος Α., «Η Μητρόπολη των Σερρών κατά την έκφρασιν του Θ.
Πεδιασίμου», ΕΕΒΣ, τόμ. 19 (1949), σ. 259 κ.εξ.
Παλλάδιος, Λαυσαϊκή Ιστορία, (μετάφρ. Συμεών Μοναχού), Άγιον Όρος
1980.
Πολίτης Λ., Μανούσακας Μ., «Συμπληρωματικοί κατάλογοι χειρογράφων
Αγίου Όρους», Ελληνικά 24, Θεσσαλονίκη 1973.
16
Πόποβιτς Ιουστ., Βίος καί πολιτεία των Λγ. Σάββα και Συμεών, Αθήνα
1975.
Πλίνιος ο Πρεσβύτερος, Περί της Αρχαίας Ελληνικής Ζωγραφικής. 35ο
Βιβλίο της «Φυσικής Ιστορίας», μετάφρ. Τ. Ρούσσος - Αλ.
Λεβίδης, Αθήνα χ.χ.έ.
Σάθας Κ., (επιμ.), «Σκουταριώτης Θεόδ.: Σύνοψις χρονική», Μεσαιωνική
Βιβλιοθήκη, 7 (1894), ανατ. Αθήναι 1972, σ. 509.
Σκουταριώτης Θεοδ., «Σύνοψις Χρονική», βλ. Κ. Σάθας.
Τατάκης Β., «Νικηφόρος μοναχός, ησυχαστής», Κληρονομιά 1 (1969), σ.
325 κ.εξ..
Τιμόθεος Ιεροσολύμων, «Η Βυζαντινή Ιερουσαλήμ ιστορικώς», ΕΕΒΣ, ΙΑ'
(1935).
Φιλόθεος Κόκκινος, Βίος Αγ. Σάββα του Βατοπεόινού, (μετάφρ. μοναχών
Μ. Οσίου Γρηγορίου), Θεσσαλονίκη 1984.
Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, βλ. Μακάριος επίσκοπος Κορίνθου.
Χρήστου Π., (εκδ), Γρηγορίου του Παλαμά Συγγράμματα, τόμ. Β', Θεσσα
λονίκη 1966.
Χρύσανθος εκ Προύσης, Προσκυνητάριον της αγίας πόλεως Ιερουσαλήμ
και πάσης Παλαιστίνης, Βιέννη 1787, β' έκδ. Βιέννη 1807
και έκδ. της Εξαρχίας του Παν. Τάφου: Αθήνα 1994.
17
Heiberg J. L., (εκδ.), Heronis Alexandrini Opera que supersunt omnia. Vol. IV: Hero-
nis definitiones cum variis collectionibus, Heronis quae feruntur
Geometrica, Lipsiae 1912.
Heisenberg A., (εκδ.), Georgii Acropolitae opera, I-Π, Lipsiae 1903, ανατ. Stuttgart
1978. (I: Breviarium Historiae Theodori Scutariotae additamenta),
σ. 275-302.
Heisenberg A. (εκδ.), Georgii Acropolitae opera, I-II, Lipsiae 1903, ανατ. Stuttgart
1978, II: «Επιτάφιος τψ άοιδίμω βασιλεϊ κυρψ ’Ιωάννη Δού
κα (1254)», σ. 20.
Hultsch F., Metrologicorum scriptorum reliquiae, (2 τόμ.), Leipzig 1864, 1866.
Hunger Η. - Vogel K., Ein Byzantisches Rechenbuch des 15. Jahrhunderts. 100 Auf
gaben aus dem Codex Vindobonensis Phil. Gr. 65. Text, Übersetzung
und Kommentar, Wien 1963.
Khitrowo B., Mme de, Itinéraires Russes en Orient, (ανατύπωση της έκδοσης
1889) Osnabrück 1966.
Koder J., «Patres Athonenses a latinophilis occisi sub Michael VIII», JÖB 18, 1969,
o. 82-85.
Laurent V. - Darrouzès J., Dossier Grec de l’Union de Lyon (1273-1277), στη σειρά
Archives de l’Orient Chrétien, 16, Paris 1976.
Lemerle P., «La vie ancienne de Saint Athanase l’Athonite composée au début du XI
siede par Athanase de Lavra», Le Millénaire du Mont Athos 963-
1963, Études et Mélanges,!, Chevetogne 1963, σ. 74-100.
Meyer Ph., Die Haupturkunden für die Geschichte der Athosklöster, Leipzig 1894.
Ανατ. Amsterdam 1965.
Millet G., Pargoire J., Petit L., Recueil des inscriptions chrétiennes de Γ Athos, Paris
1904.
Mosin V. και Sovre A., Supplemento ad acta graeca Chilandarii, Ljubljana 1948.
Noret J., (εκδ.), Vitae duae antiquae Sancii Athanasii Athonitae, CCSG 9, Louvain
1982.
Palladio A., I quatro libri dell’architectura, 1570, επανέκδοση: Milano 1968.
Petit L. και Korablev B., «Actes de Γ Athos V, Actes de Chilandar», Viz. Vrem. Il,
1911. Prilozenie 1, 19, 1915. (Βυζαντινά Χρονικά. Παράρτημα
των τόμων ΙΖ' και ΙΘ'. Ανατ. Amsterdam 1975).
Pétridès S., «Jean Apokaukos. Lettres et autres documents inédits», Bulletin de V
Institut Archéologique Russe à Constantinople, XIV, 1909, σ. 69-
100.
Preger Th., Scriptores originum Constantinopolitarum, Ι-ΙΠ, Leipzig 1901-1907 και
1989.
Ryccardi de Sancto Germano notarli, «Chronica», εκδ. G. Η. Pertz, MGH, Scriptores,
XIX, σ. 321 κ.εξ.
Schilbach E., Metrologishe Quellen, Dusseldorf 1970.
Schreiner P. (επιμ.), Die Byzantinischen Kleinchroniken, 1, Wien 1975.
18
Sullivan D., The Life of Saint Nikon, Brookline-Mass. 1987.
Thum I. (εκδ.), Ιω. Μαλάλας: «Χρονογραφία», (C.F.H.B.), Βερολίνο-Νέα
Υόρκη 2000.
Uspenskij P., Afonskij Paterik II, Moskva 1890, σ. 247-263.
Vitruvius, De Architectura: Περί Αρχιτεκτονικής, μετάφρ. Π. Λέφας, Α' τόμ.
(βιβλ. Ι-V), Β' τόμ. (βιβλ. VI-X), Αθήνα χ.χ.έ.
Β. ΜΕΛΕΤΕΣ
19
Γαλανόπουλος A., Στοιχεία Σεισμολογίας και φυσικής τον εσωτερικού
της Γης, Αθήναι 1971.
Γεδεών Μ., Ο Άθως. Αναμνήσεις, Έγγραφα, Σημειώσεις, Κωνσταντι-
νοΰπολις 1885.
Γιαννακόπουλος Κ., Ο Αντοκράτωρ Μιχαήλ Vili Παλαιολόγος και η
Δύσις. 1258-1282, Αθήνα 1969.
Γιαννακόπουλος Κ., «Ο Μιχαήλ Η' Παλαιολόγος», Ιστορία Ελληνικού
Έθνους, τόμ. Θ', σ. 128- 130.
Γκίνη-Τσοφοποΰλου Ε., «Ο Αγιος Νικόλαος στο νεκροταφείο Καλάμου»,
ΔΧΑΕ, ΙΑ' (1982-1983), σ. 227-246.
Γκιολές Ν., Βυζαντινή Ναοδομία (600-1204), Αθήνα 1992.
Γοΰναρης Γ., Χριστός Βέροιας, (έκδ. ΙΜΧΑ), Θεσσαλονίκη 1991.
Δαγκλής Δ., Χαλκιδική: Ιστορία-Γεωγραφία, Θεσσαλονίκη 1956.
Δημακόπουλος I., «Το παλάτι των Παλαιολόγων (κτήριο Ε) στον Μυστρά:
Ο κτίτωρ του, Μανουήλ Β' Παλαιολόγος και το βενετικό
του πρότυπο», ΚΑ' Συμπόσιο Βυζαντινής και Μεταβυζα
ντινής Αρχαιολογίας και Τέχνης της ΧΑΕ. Πρόγραμμα και
Περιλήψεις Εισηγήσεων και Ανακοινώσεων, Αθήνα 2001, σ.
33, 34.
Δημητροκάλλης Γ., Άγνωστοι Βυζαντινοί Ναοί Ιερός Μητροπόλεως Με-
σηνίας, τόμ. Β', Αθήνα 1998.
Διονύσιος ο εκ Φουρνά, Ερμηνεία της ζωγραφικής τέχνης, (επιμ.
Παπαδόπουλος-Κεραμεύς Α.), Πετρούπολις 1909.
Δρανδάκης Ν. «Ο ναός των Αγίων Θεοδώρων της Λακωνικής Τρΰπης»,
ΕΕΒΣ, 25, (1955), σ. 38-87.
Δρανδάκης Ν., «Αγ. Ιωάννης Χρυσάφης», ΑΔ, 20 (1965), Β' 1, σ. 181, πίν.
162.
Δρανδάκης Ν., «Ο ναός του Άη-Λέου εις το Μπρίκι της Μάνης», ΔΧΑΕ,
Δ', τόμ. ΣΤ' (1970-1972), σ. 146-168.
Δρανδάκης Ν., Βυζαντινά γλυπτά της Μάνης, Αθήνα 2002.
Δωρόθεος Μον., Το Άγιον Όρος, τόμ. A', Β', Κατερίνη 1987.
Ευαγγελάτου-Νοταρά Φλ., Σεισμοί στο Βυζάντιο (από τον 13ο μέχρι και
τον 15ο αιώνα. Ιστορική εξέταση), Αθήνα 1993.
Ζαχαρόπουλος Ν., Η Εκκλησία στην Ελλάδα κατά την Φραγκοκρατία,
Θεσσαλονίκη 1981.
Ζίας Ν., «Μανουήλ Πανσέληνος: Οκτώ τοιχογραφίες», Σύναξη 12 (1984),
(Αφιέρωμα στον κυρ-Μανουήλ Πανσέληνο), σ. 33-40.
Θεοχαρίδης Πλ., «Οι πτέρυγες κατοικίας στα Αγιορειτικά Μοναστήρια
(1500-1900)», Αγιον Όρος (Ελληνική Παραδοσιακή Αρχιτε
κτονική), Αθήνα 1991, σ. 26.
Θεοχαρίδης Πλ., «Παραδείγματα κατοικίας σε Αγιορειτικά οχυρά, πύρ
γους και εξωμοναστηριακά κελλία της πρώιμης Τουρκο
20
κρατίας», Άγιον Όρος (Ελληνική Παραδοσιακή Αρχιτε
κτονική), Αθήνα 1991, σ. 33-38.
Θεοχαρίδου Κ., Η αρχιτεκτονική τον ναού της Αγίας Σοφίας στην
Θεσσαλονίκη, Αθήνα 1994.
Ιουστίνος ιερομ. Σιμωνοπετρίτης, 'Αξιόν Εστίν: Η θαυματονργική εικόνα
τον Πρωτάτον, Άγιον Όρος 1982.
Καδάς Σ., Σημειώματα Χειρογράφων Ι.Μ.Μ. Βατοπαιδίον, Αγ. Όρος 2000.
Καλλίνικος Κ, Ο Χριστιανικός ναός και τα τελούμενα εν αντώ, Αλεξάν
δρεια 1921.
Καλοκύρης Κ., Το αρχιτεκτονικό σνγκρότημα τον ναού της A ναστάστεως
Ιεροσολύμων, Θεσσαλονίκη χ.χ.έ.,
Καλομοιράκης Δ., «Ερμηνευτικές παρατηρήσεις στο εικονογραφικό πρό
γραμμα του Πρωτάτου», Α.Χ.Α.Ε., Περ. Δ', τόμ. ΙΕ', 1989-
1990, σ. 197-220.
Καλομοιράκης Δ., «Ο πατριάρχης Αθανάσιος Α' και η διδασκαλία του
προς τους κατοίκους της Μικράς Ασίας κατά το 1303», Δελ-
τίον Κέντρον Μικρασιατικών Σπονδών, τόμ. 8 (1990-1991),
σ. 26 κ. εξ.
Καλομοιράκης Δ., «Πρωτάτο: η Έρευνα, το Μνημείο και οι Πάτρωνες
του», Κληρονομιά, τόμ. 22 (1990), σ. 86-87.
Καλοπίση-Βέρτη Σ., «Τάσεις της μνημειακής ζωγραφικής περί το 1300
στον Ελλαδικό και νησιωτικό χώρο», Ο Μανουήλ Πανσέ
ληνος και η εποχή τον, Αθήνα 1999, σ. 63 κ.εξ.
Καμαροΰλιας Δ., Τα μοναστήρια της Ηπειρον, τόμ. Β', Αθήνα 1996.
Καμπούρη Μ., «Νέα στοιχεία από την μεσοβυζαντινή φάση του καθολικού
της μονής Εικοσιφοινίσσης», Ε.Ε.Π.Σ. Α.Π.Θ., 5 (1971), σ.
125-148.
Καμπούρη-Βαμβούκου Μ., Παπαζώτος Θ., Η Παλαιολόγεια ζωγραφική
στη Θεσσαλονίκη, Θεσσαλονίκη, χ.χ.έ.
Καραγιαννόπουλος I., Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, τόμ. Β',
Θεσσαλονίκη 1987 (ανατύπωση).
Καραγιαννόπουλος Ιω., Το Βυζαντινό Κράτος, (έκδ. Δ') Θεσσαλονίκη
2001.
Κίσσας Σ., «Dve Domentijanove beleske ο Protatonu», Hil. Zb. 6, 1986, σ. 47-56,
γαλλική περίληψη: σ. 57-58.
Κομνηνός Ιω., Προσκννητάριον του Αγιον Όρους του Άθωνος, (α' έκδ.
1701), η' έκδ.: Άγ. Όρος 1984.
Κόντογλου Φ., Έκφρασις της Ορθοδόξου Εικονογραφίας, τόμ. Α', Αθήνα
1960.
Κόρατς Β. - Σούπουτ Μ., Βυζάντιο: Ιστορία και Αρχιτεκτονική, χ.τ.χ.έ.
Κουκουλές Φ., «Περί την βυζαντινήν οικίαν», ΕΕΒΣ, τ. ΙΒ' (1936), σ. 76 κ.
εξ.
21
Κοΰτσας Σ. (αρχιμ.), Αδαμιαίος θρήνος: ο Μέγας Κανών Ανόρέον τον
Κρήτης, Αθήνα 1988, (κείμενο, μετάφραση, σχόλια).
Λαζαρίδης Π., Το μοναστήρι του Οσιον Λουκά, (οδηγός), Αθήνα χ.χ.έ.
Λάμπρος Σπ., Κατάλογος των εν ταις βιβλιοθήκαις του Αγίου Όρους
Ελληνικών κωδίκων, τόμ. 1, 2, Amsterdam 1966.
Λάμπρος Σπ., Ιστορία της Ελλάδος, Αθήναι 1902.
Μαμαλάκης Ιω., Το Άγιον Όρος (Άθως) διαμέσου των αιώνων, Θεσσα
λονίκη 1971.
Μαμαλούκος Στ., «Η αρχιτεκτονική του καθολικού της Μονής Βατοπαιδί-
ου», Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου: Παράδοση-Ιστορία-
Τέχνη, τόμ. Α', Άγιον Όρος 1996, σ. 166-175.
Μαμαλούκος Στ., Το Καθολικό της Μονής Βατοπεδίον: Ιστορία και Αρ
χιτεκτονική, τόμ. A', Β', Αθήνα 2001.
Μαμαλούκος Στ., «Ζητήματα σχεδιασμού στη βυζαντινή αρχιτεκτονική»,
ΔΧΑΕ, περ. Δ', τόμ. ΚΔ', 2003, σ. 125-126, εικ. 9α, σημ. 39.
Μαραβελάκις Μ., Σπουδή επί των σεισμών της Χαλκιδικής, Θεσσαλονίκη
1937.
Μαραβελάκις Μ., Συμβολή εις την γνώσιν του ιστορικού των σεισμών της
Ελλάδος και των γειτονικών αυτής περιοχών εκ των
ενθυμήσεων, Θεσσαλονίκη 1938.
Μαρτζέλος Γ., «Οι Αγιοι της Μονής Βατοπαιδίου», Ι.Μ.Μ. Βατοπαιδίου:
Παράδοση-Ιστορία-Τέχνη, τόμ. Α', Αγ. Όρος 1996, σ. 98-117.
Μελέντης Ιω., Γεωλογία, Θεσσαλονίκη 1985.
Μηλιαράκης Α., Ιστορία του Βασιλείου της Νίκαιας και του Δ εσποτάτου
της Ηπείρου 1204-1261, ανατύπωση Αθήνα 1994.
Μιχελής Π., Αισθητική θεώρηση της Βυζαντινής τέχνης, Αθήναι 1946.
Μουτσόπουλος Ν., «Ανασκαφή της βασιλικής του Αγίου Αχίλλειου», Ε.Ε.-
Π.Σ. Α.Π.Θ., τόμ. Ε' (1971-1972), Θεσσαλονίκη 1972.
Μουτσόπουλος Ν., «Φράγκικες Εκκλησίες στην Ελλάδα», Τεχνικά Χρο
νικά, τεύχ. 1, Ιαν.-Φεβρ. 1960, σ. 13-33.
Μουτσόπουλος Ν., Δημητροκάλλης Γ., Γεράκι: οι εκκλησίες του οικισμού,
Θεσσαλονίκη 1981.
Μουτσόπουλος Ν., Εκκλησίες της Καστοριάς. 9ος -11ος αιώνας, Θεσσαλο
νίκη 1992.
Μπούρας X. «Η αρχιτεκτονική του ναού της Επισκοπής Σκύρου», ΔΧΑΕ
1960-61, σ. 57-76.
Μπούρας X., «Ο Άγιος Γεώργιος της Ανδρούσης», Χαριστήριον εις A. Κ
Ορλάνδον, τόμ. Β', Αθήνα 1966, σ. 270-285.
Μπούρας X. «Ο αρχιτεκτονικός τύπος της βασιλικής κατά την Τουρκο
κρατία και ο Πατριάρχης Καλλίνικος», Εκκλησίες στην Ελ
λάδα μετά την Άλωση, τόμ. Α', Αθήνα 1979, σ. 166.
22
Μπούρας X., «Η φραγκοβυζαντινή εκκλησία της Θεοτόκου στο Ανήλιο (τ.
Γκλάτσα) της Ηλείας», ΔΧΑΕ, 12 (1984), ο. 239-262.
Μπούρας X., «Η Ναοδομία των Ορθοδόξων», Ο θησαυρός της Ορθοδο
ξίας. 2000 Χρόνια: Ιστορία, Μνημεία, Τέχνη, Αθήνα 2000,
τόμ. Α', ο. 357-370.
Μπούρας X., «Φραγκοβυζαντινά μνημεία στην Ελλάδα», Η Βυζαντινή
Τέχνη στην Ελλάδα, χ.τ.χ.έ., ο. 173 κ. εξ.
Μπούρας X., Μπούρα Λασκ., Η Ελλαδική ναοδομία κατά τον 12ο αιώνα,
Αθήνα 2002.
Μπούρας X., Βυζαντινή και Μεταβυζαντινή Αρχιτεκτονική, Αθήνα χ.χ.έ.,
Μπούρας X., Ιστορία της Αρχιτεκτονικής, τόμ. Β', Αθήνα 1994.
Μπούρας X., Χίος (οδηγός), Αθήνα 1974.
Μπούρας X., «Αρχιμάστορες, τεχνίτες και οικοδομική δραστηριότητα»,
Οικονομική Ιστορία του Βυζαντίου, επιμ. Λαΐου Α., τόμ. Β',
Αθήνα 2006, ο. 245-262.
Μπούρας X., «Στηρίξεις συνεπτυγμένων τρούλλων σε μονόκλιτους
ναούς», Ευφρόσυνου: αφιέρωμα στον Μ. Χατζηδάκη, τόμ.
Β', Αθήνα 1992, ο. 407-416.
Μπρούσκαρη Ε., Η Εκκλησία του Αγίου Γεωργίου των Ελλήνων στη
Βενετία, Αθήνα 1995.
Μυλωνάς Π., «Παρατηρήσεις στο ναό του Πρωτάτου», Νέα Εστία, τόμ. 89
(1971), ο. 247-251.
Μυλωνάς Π., «Η αρχιτεκτονική του Αγ. Όρους», Νέα Εστία, τόμ. 74, τεύχ.
875 (1963), ο. 189-207.
Νάσκος Ν., «Σύντομη περίληψη γεωτεχνικής έρευνας και μελέτης», 11η
Συνεδρίαση της Επιτροπής Πρωτάτου, Συνοπτική παρου
σίαση των θεμάτων, Αθήνα 8/2/1999, ο. 29 κ. εξ.
Νικονάνος Ν., Βυζαντινοί ναοί της Θεσσαλίας, Αθήναι 1979.
Ντέλλας Γ., «Οι σταυροθολιακές εκκλησίες της μεσαιωνικής Ρόδου»,
Ρόδος 2.400 χρόνια: Η πόλη της Ρόδου από την ίδρυσή της
μέχρι την κατάληψη από τους Τούρκους (1523). Πρακτικά
διεθνούς συνεδρίου (Ρόδος: 24-29/10/1993), τόμ. Β', ο. 351.
Ξυγγόπουλος Α., Άγιον Όρος Άθως, Αθήνα 1963.
Ξυγγόπουλος Α., «Μανουήλ Πανσέληνος», Νέα Εστία, τόμ. 74ος, 1963, ο.
209-214.
Ξυγγόπουλος Α., Μανουήλ Πανσέληνος, Αθήναι 1956.
Ξυγγόπουλος Α., «Ο ναός της Επισκοπής Σκοπέλου», ΑΕ, 1956, ο. 192 κ.
εξ.
Ξυγγόπουλος Α., Η ψηφιδωτή διακόσμησις του ναού των Αγίων Αποστό
λων Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1953.
Ξυγγόπουλος Α., Τα μνημεία των Σερβίων, Αθήναι 1957.
23
Ξυγγόπουλος A., Τέσσερις μικροί ναοί της Θεσσαλονίκης εκ των χρόνων
των Παλαιολόγων, Θεσσαλονίκη 1952.
Ορλάνδος Α., Τα Παλάτια και τα σπίτια του Μυστρά, Αθήναι 2000, (Α'
δημοσ. ΑΒΜΕ, Γ, 1937, σ. 3-114).
Ορλάνδος Α. - Τραυλός Ιω., Λεξικόν Αρχαίων Αρχιτεκτονικών Όρων,
Αθήναι 1986.
Ορλάνδος Α., «Αι Βλαχέρναι της Ηλείας», Α.Ε., 1923, σ. 5-35.
Ορλάνδος Α., «Βυζαντινά μνημεία της Άρτης», ΑΒΜΕ, Β' (1936), σ. 3-171.
Ορλάνδος Α., «Η Μητρόπολις των Σερρών», ΑΒΜΕ, Ε' (1939-40), (σ. 153-
166).
Ορλάνδος Α., «Η Παναγία του Μπρυώνη», ΑΒΜΕ, Β' (1936), σ. 51-56.
Ορλάνδος Α., «Η μονή της Κάτω Παναγιάς», ΑΒΜΕ, Β' (1936), σ. 70-87.
Ορλάνδος Α., «Ο εν Ακαρνανία βυζαντινός ναός τής Παλαιοκατούνας»,
ΑΒΜΕ, ©', (1961), σ. 21-42.
Ορλάνδος Α., «Οι Σταυρεπίστεγοι Ναοί της Ελλάδος», ΑΒΜΕ Α' (1935),
σ. 41-52.
Ορλάνδος Α., «Παλαιοχριστιανικά και βυζαντινά μνημεία Τεγέας -
Νυκλίου», ΑΒΜΕ, ΙΒ' (1973), σ. 3-176.
Ορλάνδος Α., «Το μαρμάρινον τέμπλον του Πρωτάτου των Καρυών»,
ΕΕΒΣ 23 (1953), σ. 83-91.
Ορλάνδος Α., Μοναστηριακή αρχιτεκτονική, Αθήναι 1927 και 1958.
Παζαράς Ο., «Η Βυζαντινή γλυπτική στο Άγιον Όρος», Θησαυροί του
Αγίου Όρους, (Κατάλογος Έκθεσης), Θεσσαλονίκη 1997, σ.
264-265.
Παζαράς Ο., «Τα βυζαντινά γλυπτά», Παρουσία Ιεράς Μονής
Δοχειαρίου, Άγιον Όρος 2001, σ. 339.
Παζαράς Ο., «Το μαρμάρινο τέμπλο του καθολικού της Μονής
Βατοπεδίου», ΔΧΑΕ, περ. Δ', τόμ. ΙΗ' (1995), σ. 15-32.
Παζαράς ©., Τα βυζαντινά γλυπτά του καθολικού της Μονής
Βατοπεόίου, Θεσσαλονίκη 2001.
Παλιούρας Α., Τα Βυζαντινά Μνημεία και το Οικουμενικό Πατριαρχείο,
χ.τ.χ.έ.,
Πάλλας Δ., «Ψηφιδωτά Μεσοβυζαντινά. Β': Δύσις», ΘΗΕ, τόμ. 12, στ. 1199
κ. εξ.
Παπάγγελος I., «Τα μετόχια της I. Μ. Βατοπαιδίου στην Ελλάδα...», I. Μ.
Μ. Βατοπαιδίου, τόμ. Α', Άγ. Όρος 1996, σ. 82-88.
Παπάγγελος Ιω., «Οι μεταβυζαντινές τοιχογραφίες», Ιερά Μεγίστη Μονή
Βατοπαιδίου. Παράδοση, Ιστορία, Τέχνη, τόμ. Α', Αγ. Όρος
1996, σ. 285-308.
Παπαζάχος Β., Εισαγωγή στην Σεισμολογία, Θεσσαλονίκη 1977.
Παπαζάχος Β., Παπαζάχου Κ., Οι σεισμοί της Ελλάδος, Θεσσαλονίκη
2003.
24
Παπαζώτος Θ., Οδοιπορικό στη Βυζαντινή και Μεταβυζαντινή Βέροια.
Ναοί-Τέχνη-Ιστορία, Αθήνα 2003.
Παπαζώτος Θ., Η Βέροια και οι ναοί της (11ος-18ος αι.), Αθήνα 1994.
Παπαμαστοράκης Τ., «Ένα εικαστικό εγκώμιο του Μιχαήλ Η' Παλαιο-
λόγου», ΔΧΑΕ, περ. Δ', τόμ. ΙΕ' (1989-1990), σ. 221-240.
Παπαμαστοράκης Τ., Ο διάκοσμος του τρούλλου των ναών της παλαιο-
λόγειας περιόδου στη Βαλκανική Χερσόνησο και την
Κύπρο, Αθήνα 2001.
Παπαρηγόπουλος Κ., Ιστορία Ελληνικού Έθνους, 6η έκδ., τόμ. Ε'.
Παπαχρυσάνθου Δ., Ιερά Μονή Ξενοφώντος (Ιστορική Έρευνα των
Αθωνικών Πηγών: 10ος-15ος αι.), Άγιον Όρος 1997.
Παπαχρυσάνθου Δ., Ο Αθωνικός μοναχισμός (Αρχές και Οργάνωση),
Αθήνα 1992.
Πασαδαίος Α., Η Πόλη του Βοσπόρου, (Σύντομος συστηματικός οδηγός),
Αθήναι 1981.
Πασαδαίος Α., Ο κεραμοπλαστικός διάκοσμος των βυζαντινών κτηρίων
της Κωνσταντινουπόλεως, Αθήναι 1973.
Πελεκανίδης Στ., Χατζηδάκης Μ., Καστοριά, στη σειρά: Βυζαντινή Τέχνη
στην Ελλάδα: Ψηφιδωτά-Τοιχογραφίες, (εκδ. «Μέλισσα»),
Χ·τ.χ·έ·
Πελεκανίδης Στ., «Έρευναι εν Άνω Μακεδονία», Μακεδονικά, τόμ. Ε',
Θεσσαλονίκη 1962, σ. 363 κ. εξ.
Πέννας Π., Ιστορία των Σερρών (1383-1913), Β' έκδ.: Αθήνα 1966.
Πολυβίου Μ., Το Καθολικό της Μονής Ξηροποτάμου. Σχεδιασμός και
κατασκευή στη ναοδομία του 18ου αιώνα, Αθήνα 1999.
Προκοπίου Γ., «Μορφή και Σύμβολο στην Αρχιτεκτονική του Βυζαντίου»,
Η Βυζαντινή τέχνη στην Ελλάδα, (επιμ. Αλπάγκο Νοβέλλο
Αντρ., Δημητροκάλλης Γ.), χ.τ.χ., σ. 36 κ. εξ.
Προκοπίου Γ., Ο Κοσμολογικός Συμβολισμός στην Αρχιτεκτονική του
Βυζαντινού Ναού, Αθήναι χ.χ.έ.
Σαραντάκης Π., Πετρούλια Ν., Αρκαδία. Τα μοναστήρια και οι εκκλησίες
της, χ-τ.χ-
Σηφουνάκης Ν., Μπελίτσος Θ., Ναοί και Εζωκκλήσια της Λήμνου. Η
Ιστορία, η Αρχιτεκτονική και η Δ ιακόσμηση τους: 18ος - αρ
χές 20ου αιώνα, Αθήνα 1999.
Σμυρνάκης Γ., Το Άγιον Όρος, Εν Αθήναις 1903, (επανέκδ.) Καρυές Αγ.
Όρους 1988.
Σπυρόπουλος Π., Χρονικό των σεισμών της Ελλάδος από την αρχαιότητα
μέχρι σήμερα, Αθήνα - Ιωάννινα 1997.
Σταυρίδου - Ζαφρακά Αλκμ., Νίκαια και Ήπειρος τον 13ο αιώνα,
Θεσσαλονίκη 1991.
25
Στίκας Ευστ., «Περί των κατά τα τελευταία έτη εργασιών αναστηλώσεως
και στερεώσεως μεσαιωνικών μνημείων της Ελλάδος», Πε
πραγμένα του Θ' Διεθνούς Βυζαντινολογικού Συνεδρίου
(Θεσσαλονίκη, 12-19 Απριλ. 1953), τόμ. Α', Αθήναι 1955, σ.
450 κ.εξ.
Στίκας Ευστ., Το οικοδομικόν χρονικόν της μονής του Οσίου Λουκά
Φωκίδος, εν Αθήναις 1970.
Στρυγκόφσκη I. (sic), «Παλαιά βυζαντινή βασιλική εν Χαλκίδι», Δελτίον
της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρίας της Ελλάδος, τόμ.
Β', Αθήναι 1885, σ. 711-728.
Σωτηρίου Γ. και Σωτηρίου Μ., Η βασιλική του Αγίου Δημητρίου Θεσσαλο
νίκης, τόμ. A', Β', εν Αθήναις 1952.
Σωτηρίου Γ., Τα Βυζαντινά Μνημεία της Κύπρου, Α': Λεύκωμα, Αθήνα
1935.
Σωτηρίου Γ., Χριστιανική και Βυζαντινή Αρχαιολογία, τόμ. Α', Αθήνα
1942.
Σωτηρίου Γ., «Βυζαντινοί βασιλικοί Μακεδονίας και Παλαιάς Ελλάδος»,
ΒΖ, 1929-30, σ. 568-576.
Σωτηρίου Μ., «Ο ναός της Σκριπούς», ΑΕ 1931, σ. 119-157.
Ταβλάκης Ιω., Η Γέννηση του Χριστού στην Τέχνη του Αγίου Όρους,
Θεσσαλονίκη 2000.
Τριανταφυλλίδης Γ. Δ., Στοιχεία φυσικού φωτισμού των βυζαντινών
εκκλησιών, Αθήναι 1964.
Τσιγαρίδας Ευθ., «Μανουήλ Πανσέληνος, ο κορυφαίος ζωγράφος της
εποχής των Παλαιολόγων», Μανουήλ Πανσέληνος (Εκ του
ιερού ναού του Πρωτάτου), Θεσσαλονίκη 2003, σ. 29 κ. εζ.
Τσιγαρίδας Ευθ., «Τα ψηφιδωτά και οι βυζαντινές τοιχογραφίες», I. Μ. Μ.
Βατοπαιδίου: Παράδοση-Ιστορία-Τέχνη, τόμ. Α', Άγ. Όρος
1996, σ. 220-284.
Τσιγαρίδας Ευθ., Οι Τοιχογραφίες της Μονής Λατόμου Θεσσαλονίκης
και η Βυζαντινή Ζωγραφική του 12ου αιώνα, Θεσσαλονίκη
1986.
Τσιγαρίδας Ευθ., Πρωτάτο: Κυρ Μανουήλ Πανσέληνος, Ημερολόγιο-
Λεύκωμα έτους 1996, Θεσσαλονίκη 1997.
Τσιγαρίδας Ευθ., Τοιχογραφίες της περιόδου των Παλαιολόγων σε ναούς
της Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη 1999.
Τσιουρής Κ., Κεραμοπλαστικός Διάκοσμος των Υστεροβυζαντινών
Μνημείων της Βορειοδυτικής Ελλάδος, Καβάλα 1988.
Τσολάκης Ε., Βυζαντινοί Ιστορικοί και Χρονογράφοι 11ου και 12ου αι.,
Θεσσαλονίκη 1978.
26
Υπ.Πο. Διεύθυνση Συντήρησης Αρχαιοτήτων, Μελέτη Κατάστασης Δια
τήρησης και Παθολογίας Τοιχογραφιών I. Ν. Πρωτάτου
Αγίου Όρους. Προτάσεις αποκατάστασης, Αθήνα 1997.
Υπ.Πο. και Υπ. Βορ. Ελλ., Η Αναστήλωση των Βυζαντινών και Μεταβυ
ζαντινών μνημείων στη Θεσσαλονίκη, Θεσσαλονίκη 1985.
Υπ. Πο.-9η Ε.Β.Α., Η Θεσσαλονίκη και τα μνημεία της, Θεσσαλονίκη 1985.
Φούντάς Π., «Κάτω Παναγιά στην Άρτα. Παρατηρήσεις στην οικοδομική
ιστορία του ναού», ΚΕ Συμπόσιο ΧΑΕ, Αθήνα 2005, ο. 132,
133.
Φούντάς Π., «Η τυπολογία της πρώτης φάσης του Πρωτάτου», Ε
Συμπόσιο ΧΑΕ, Αθήνα 1985, ο. 98.
Φούντάς Π., «Σκάριφος και δομική χάραξη της κάτοψης στο ναό του
Πρωτάτου», ΙΖ' Συμπόσιο ΧΑΕ, Αθήνα 1997, ο. 79-80.
Φούντάς Π., «Το Πρωτάτο του Αγίου Αθανασίου. Αναπαράσταση Νότιας
όψης», Μακεδονικά 31 (1997-1998), ο. 417-419.
Φούντάς Π., «Πρωτάτο του Αγίου Αθανασίου: Τα επί μέρους άγνωστα
στοιχεία της διάρθρωσης των πλευρικών όψεων. Τεκμηρίω
ση», ΙΘ' Συμπόσιο ΧΑΕ, Αθήνα 1999, ο. 111, 112, εικ. ο. 112.
Φούντάς Π., «Η χρονολόγηση του καθολικού της Μονής Κουτλουμου-
σίου», Μακεδονικά ΛΒ' (2001), ο. 443-482.
Φούντάς Π., «Η δεύτερη οικοδομική φάση της εκκλησίας του Πρωτάτου»,
ΚΑ' Συμπόσιο ΧΑΕ, Αθήνα 2001, ο. 98-99.
Φούντάς Π., «Παλίμψηστου τοιχοδομικού επανάγνωση: Το πρόβλημα του
πλίνθινου διακόσμου στο ναό του Πρωτάτου», KB' Συμπό
σιο ΧΑΕ, Αθήνα 2002, ο. 116, 117.
Φούντάς Π., «Ξυλόπηκτες θολωτές οροφές σε ναούς της βυζαντινής
περιόδου. Ενδείξεις για το Πρωτάτο», ΚΔ' Συμπόσιο ΧΑΕ,
Αθήνα 2004, ο. 98-99.
Φούντάς Π., «Η αρχιτεκτονική των Αγιορειτικών Κελλιών», Άγιον Όρος,
στη σειρά: Ελληνική Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική, Αθήνα
1991, ο. 39-56.
Φούντάς Π., «Το ξυλόγλυπτο τέμπλο του Πρωτάτου και η χρονολόγησή
του», ΙΗ' Συμπόσιο ΧΑΕ, Αθήνα 1998, ο. 67, 68.
Χατζηδάκις Μ., Μυστράς: Η μεσαιωνική πολιτεία και το κάστρο, Αθήνα
1989.
Χατζηδάκις Μ., «Βυζαντινή Τέχνη στό Άγ. Όρος», Θησαυροί του Αγίου
Όρους, Θεσσαλονίκη 1997, ο. 21-28.
Χατζηδάκης Μ., «Η ύστερη βυζαντινή τέχνη», ΙΕΕ, τόμ. Θ', ο. 425.
Χατζηδάκης Μ., Νάξος: Ψηφιδωτά, Τοιχογραφίες. Βυζαντινή Τέχνη στην
Ελλάδα, Αθήνα 1989.
27
Χατζηδάκης Μ., Ο Κρητικός ζωγράφος Θεοφάνης. Η τελευταία φάση της
τέχνης του στις τοιχογραφίες της Ιεράς Μονής
Σταυρονικήτα, Άγιον Όρος 1986.
Χατζηνικολάου Α., «Βυζαντινά και μεσαιωνικά μνημεία Ηπείρου», ΑΔ Β2
(1966), σ. 295.
Χρήστου Π., Το Άγιον Όρος - Αθωνική Πολιτεία: Ιστορία, Τέχνη, Ζωή,
Αθήναι 1987.
Χρυσοχοΐδης Κρ., «Παραδόσεις και πραγματικότητες στο Άγιον Όρος,
στα τέλη του ΙΕ'και στις αρχές του ΙΣΤ' αιώνα», Ο Άθως
στους 14ο-16ο αιώνες {Αθωνικά Σύμμεικτα 4), Αθήνα 1997,
σ. 112 κ.εξ.
28
Brockhaus H., Die Kunst in den Athos-Klöstem, Leipzig 1891.
Brusin G., Aquileia e Grado, Ακηλυία 1956.
Budde L., Göreme. Höhlenkirchen in Kappadokien, Düsseldorf, χ.χ.έ.
Cavallo G., Falkenhausen V., ..., 7 Bizantini in Italia, Μιλάνο 1982.
Cecchelli C., La Basilica di Aquileia, Μπολόνια 1933.
Christides V., «The Raids of the Moslems of Crete in the Aegean Sea: Piracy and
Conquest», Byzantion 51, 1981, σ. 76-111.
Costantino G., «Monreale: La Cathédrale», Sicile Romane, σειρά La nuit des
temps, 65, o. 165 κ. εξ.
Costantino G., «Paierme», Sicile Romane, σειρά La nuit des temps, 65, σ. 55 κ. εξ..
Coulton J. J., «Incomplete Preliminary Planning in Greek Architecture: Some New
Evidence», Le dessin d' architecture dans les sociétés antiques, ed.
T. Thieme, Strasbourg 1985, σ. 103-121.
Cutler A. - Spieser J. M., Byzance Médiévale: 700-1204, Paris 1996.
Cutler A., Spieser J.-M., Das Mittelalterliche Byzanz (725-1204), München χ.χ.έ.
Dawkins R. Μ., «A Visit to Skyros: 2. The Church of the Episkopi», BSA 11 (1904-
1905), σ. 72-80.
De l’Orme Philibert, Traites d’Architecture, (Leonce lager), Paris, χ.χ.έ.
Demus O., The Church of San Marco in Venice. History-Architecture-Sculpture,
Washington 1960.
Demus O., The Mosaic Decoration of San Marco in Venice, (έκδ. H. L. Kessler).
Demus O., The Mosaics of San Marco in Venice. 1: The Eleventh and Twelfth
Centuries, Voi. One: Text, Chicago-London, χ.χ.έ.
Demus O., The Mosaics of San Marco in Venice, II: The 13th Century. Voi. One:
Text, Chicago-London, χ.χ.έ,
Didron A., «Voyage Archéologique dans la Grèce Chrétienne», Annales
Archéologiques, τόμ. A', 1844, σ. 52.
Djurié V., Sopocani, Leipzig 1967.
Dölger F., Mönchsland Athos, München 1943.
Downey G., «Byzantine Architects: Their Training and Methods», Byzantion 18
(1948), σ. 99-118.
Dufrenne S., Les programmes iconographiques des églises byzantines de Mistra,
(Bibliothèque des Cahiers Archéologiques, IV), Paris 1970.
Ebersolt J.-Thiers A., Les Églises de Constantinople, Paris 1913- επανέκδοση:
London 1979.
Evans H.C., - Wixom W. D. (επιμ.), The Glory of Byzantium, Κατάλογος
έκθεσης στην Ν. Υόρκη, New York 1977.
Eyce S., «Les monuments byzantine de la Thrace Turque», Corei di cultura sull' arte
ravennate e bizantina, 1971, σ. 293 κ.εξ.
Fumeau-Jordan R., Ιστορία της Αρχιτεκτονικής, (ελλην. μετάφρ.), Αθήνα
1981.
Georgievskij V.T., Freski Panselina u Protatë na Afonë, Petrograd 1915.
29
Gouma-Peterson Th., «The Frescoes of the Parekklesion of St. Euthymios in Thes
saloniki: Patrons, Workshops and Style», The Twilight of Byzan
tium, επιμ. Curcic Sl.-Mouriki D., Princeton, New Jersey 1991, σ.
111-159.
Grabar A., Sculptures Byzantines du Moyen Age. 11 (Xle-XIVe siècle), Bibliotèque
des Cahiers Archéologiques, XII, Paris 1976.
Grumel V., La Chronologie, Paris 1958.
Hasluck F. W., Athos and its Monasteries, London 1924.
Hellier Chr., Μοναστήρια της Ελλάδας, Αθήνα, χ.χ.έ.
Kaehler Η., Die spätantiken Bauten unter dem Dom von Aquileia, Saarbrücken
1957.
Keiko Kono, «The Personification of the Jordan and the Sea», Αφιέρωμα στη
μνήμη τον Σ. Κίσσα, Θεσσαλονίκη 2001, σ. 195 κ. εξ..
Korac V., «La lumière dans l’architecture byzantine tardive, en tant qu’ expression
des conseptions Hésychastes», L’art de Thessalonique et des pays
Balkaniques et les courants spirituels au XIVe siècle, Belgrade
1987, σ. 125-131.
Korac V., Kovacevic M., Le Monastère de Chilandar - Ιερά Μονή Χιλανδαρίου,
(δίγλωσση έκδοση), Βελιγράδι 2004.
Krautheimer R., Corbett Sp., Franke W., Corpus Basilicarum Christianarum Romae,
τόμ. IV, Vaticano 1970.
Krautheimer R., Παλαιοχριστιανική και Βυζαντινή Αρχιτεκτονική, (μετάφρ.
Φ. Μαλλούχου-Τοΰφανο), Αθήνα 1991.
Küpper Η. Μ., Bautypus und Genesis der Griechischen Dachtranseptkirche, Wien
1996.
Lanckoronski K.-Niemann G., Der Dom von Aquileia, Βιέννη 1906.
Lazarev V., Storia della Pittura Bizantina, Torino 1967.
Lemerle P., Ο Πρώτος Βυζαντινός Ουρανισμός, Αθήνα 1981.
Lojacomo P., «Il Palazzo del Gran Maestro in Rodi», Clara Phodos, 8 (1936), σ. 291-
362.
Macridy Th.-Megaw A.H.S.-Mango C.-Hawkins E.J.W., «The Monastery of Lips
(Fenari isa camii) at Istanbul», D.O.P. 18 (1964).
Mango C., «The Byzantine Church at Vize (Bizye)», Zbomik Radova Vizantoloskog
Instituta 11 (1968), σ. 9 κ. εξ.
Mango C., Byzantine Architecture, New York, χ.χ.έ.
Mango C.-Hawkins E.J.W., «Additional Notes», D.O.P. 18 (1964).
Mathews Th., The Byzantine Churches of Istanbul, London 1976.
Miles G. C., «Byzantium and the Arabs: Relations in Crere and the Aegean area»,
D.O.P. 18 (1964), σ. 1-32.
Mileusnic SI., The Medieval Monasteries of Serbia, Novi Sad 1998.
Miljkovic - Pepek P., Deloto na zografite Mihajlo i Eutihij, (L1 oeuvre des peintres
Michel et Eutych), Skopje 1967.
30
Millet G., L' école greque dans Γ architecture byzantine, Paris 1916, 2η έκδ. London
1974.
Millet G., Monuments de Γ Athos: I. Les Peintures, Paris 1927.
Millet G.-Frolow A., La Peinture du Moyen âge en Yougoslavie, III, Paris 1962.
Millet G., Pargoire J., Petit L., Recueil des inscriptions chrétiennes de Γ Athos, Paris
1904.
Monneret de Villard U., Introduzione allo studio dell’ archeologia islamica, Βενετία
1966.
Moretti I. - Stopani R., «Pise. San Piero a Grado», Toscane Romane, σειρά La nuit
des temps, 57, σ. 113-118.
Müller J., Historische Denkmäler in den Klöstern des Athos, Wien 1851.
Müller-Wiener W., Bildlexikon zur Topographie Istanbuls, Tübingen 1977.
Mylonas P., «L' Architecture du Mont Athos», Le Millénaire du Mont Athos, II,
Chevetogne 1963, σ. 229 κ.εξ.
Mylonas P., «Les étapes successives de construction du Protaton au Mont Athos»,
Cahiers Archéologiques 28 (1979), σ. 143-160.
Mylonas P., «Notice sur le Katholikon d’Iviron», Archives de TAthos XIV. Actes
d’Iviron I, Paris 1985, σ. 64-68.
Mylonas P., «The successive stages of construction of the Athos Protaton», Ο
Μανουήλ Πανσέληνος καί η εποχή τον, Εθνικό Ίδρυμα
Ερευνών. Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών, Αθήνα 1999, σ.
15 κ.εξ.
Mylonas Ρ., «Two Middle-Byzantine Churches on Athos», Actes du XVe Congrès
International d' Études Byzantines, Athènes-Septembre 1976,
Athènes 1981, σ. 543-573.
Nenadovic S., «L’arhitecture des églises du monastère Chilandar», Chilandarski
Zbomik, 3 (1974), σέρβικά με περίληψη στα γαλλικά, σ. 85-
208.
Nicol D., The Despotate of Epiros 1267-1479, Cambridge 1984.
Nikolié R., «Apport pour 1' étude de la peinture du monastère de Josanica»,
Saopstenja IX, 1970, σ. 129-143. (Στα σέρβικά με γαλλική
περίληψη).
Nuere Matauco Enr., La Carpinteria de Armar Espanda, Madrid 2003 (3η έκδ.).
Ostrogorsky G., Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, τόμ. F, Αθήνα 1993.
Ousterhout R., Master Builders of Byzantium, Princeton 1999.
Palladio A., 1 quatro libri dell’architectura, 1570, επανέκδοση: Milano 1968.
Rappoport P., Building the Churches of Kievan Russia, Brookfield-Variorum 1995.
Restle M., Die Byzantinische Wandmalerei in Kleinasien, χ.τ.χ.έ., τόμ. II, III.
Riley Ath., Athos or the mountain of the monks, London 1887, σ. 272-276.
Robotti C., «Il restauro della basilica dei SS. Maria e Donato di Murano», Antiqua 3
(1976).
Rodley L., Byzantine Art and Architecture, (έκδ. Cambridge), χ.χ.έ.
31
Rottiers C., Monuments de Rhodes, Bruxelles 1828.
Sanpaolesi P., Rivista dell’ Istituto Nazionale d’Archeologia e Storia dell’Arte, N.S.
X (1961), σ. 116 κ.εξ.
Schilbach E., Byzantinische Metrologie, München 1970.
Schilbach E., Metrologische Quellen, Dusseldorf 1970.
Singer Ch., ... A History of Technology, (5 τόμ.), Oxford 1954.
Sinos St., Die Klosterkirche der Kosmosoteira in Bera (Vira), στη σειρά
Byzantinisches Archiv, 16, München 1985.
Sophocles E.A., Greek Lexicon of the Roman and Byzantine Periods.
Stikas E., «Une église des Paléologues aux environs de Castoria», BZ, 51 (1958),
σ. 100-112.
Striker C. L. - Kuban Y. D., Kalenderhane in Istanbul: The Buildings, their History,
Architecture and Decoration, Mainz 1997.
Striker C. L., The Myrelaion (Bodrum Camii) in Istanbul, Princeton-New Jersey
1981.
Striker C.-Kuban Y., «Work at Kalenderhane Camii in Istanbul», DOP, 21 (1967), σ.
267-271· 22 (1968), σ. 185-193· 25 (1971), σ. 251-258.
Subotic G. (επιμ.), Hilandar Monastery, Belgrade 1998.
Suitner - Nicolini G., «Aquileia. Basilique Patriarcale», Vénétie Romane, σειρά La
nuit des temps, 76, σ. 275-281.
Suitner-Nicolini G., «Castelappiano-Hocheppan. Chapelle Sainte-Catherine»,
Vénétie Romane, σειρά La nuit des temps, 76, σ. 307-311.
Suitner-Nicolini G., «San Zeno Maggiore a Vérone», Vénétie Romane, στη σειρά
Lu nuit des temps, 76, σ. 193-240.
Suitner-Nikolini G., «L' Église Sainte Marie et Saint Donat a Murano», Vénétie Ro
mane, σειρά: La nuit des temps, 76, σ. 79-81 και 121-122.
Tamanti G., «Ferentillo. San Pietro in Valle», Ombrie Romane, σειρά La nuit des
temps, 53, σ. 127-155.
Thieme Th., Le dessin d’architecture dans les sociétés antiques, Leiden 1985
Thomson D. V. , Οι Τεχνικές και τα Υλικά της Μεσαιωνικής Ζωγραφικής,
(ελλην. μετάφρ.), χ.τ.χ.έ.,
Todié Br., Gracanica, Slikarstvo, Beograd 1988.
Todié Br., Serbian Medieval Painting: The age of king Milutin, Belgrade 1999.
Todié Br., Staro Nagoricino, Beograd 1993.
Traquair R., «The Churches of Western Mani», BSA 15 (1908-9), σ. 177-213.
Underwood P., «Some Principles of Measure in the Architecture of the Period of
Justinian» CA, 3 (1948), σ. 64-74.
Underwood P., The Kariye Djami, τόμ. Ill, New York 1966.
Uspenskij P., Istorija Afona, Βλ. εκδ. στο Doens Ir., «Bibliographie de la Saint
Montagne de Γ Athos», Le Millénaire du Mont Athos, 963-1963,
Etudes et Mélanges, vol IL, 1964, (σ. 337-495), λήμματα: 1738-
1741.
32
Uspenskij P., Pervoe putesestvie u Afonskie monasteri i skity... u 1845-1846 godu, I,
II. Kiev 1877.
Vitruvius, De Architectura (Περί Αρχιτεκτονικής), μετάφρ. Π. Λέφας, Αθήνα
χ·χ·έ.
Wulff Ο., Altchristliche und Byzantinische Kunst, II, Berlin-Neubabelsberg 1914.
Zivkovic Br., Manasija, Les dessins des fresques, (Les monuments de la peinture
serbe médiévale 2), Beograd 1983.
Zivkovic Br., Ravanica, Les dessins des fresques, (Les monuments de la peinture
serbe médiévale 8), Beograd 1990.
Zivojinovic M., «Sveta Gora i Lionska Unija», Zbornik Radova Vizantoloskog Instituta,
18 (1978), σ. 145-154· με περίληψη στην Αγγλική: «Mount
Athos and the Union of Lyon».
33
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ο ναός του Πρωτάτου ιδρυμένος τον 10ο αιώνα στις Καρυές του Α
γίου Όρους, είναι η μητροπολιτική εκκλησία των Αγιορειτών μοναχών
και το μνημείο που συμβολίζει την ενότητα, ταυτότητα και διάρκεια της
Αθωνικής ασκητικής Πολιτείας.
Το κτίσμα έχει δεχθεί κατά καιρούς, αλλεπάλληλες επισκευές και α
νακαινίσεις, λόγω σοβαρών ζημιών, με αποτέλεσμα να μεταβληθεί υπερ
βολικά η ανωδομή και η στέγη του. Για το λόγο αυτό, είναι σήμερα δυσχε
ρής, χωρίς ειδική αναλυτική μελέτη, η αναγωγή στην αρχική μορφή και
στις διαδοχικές διαρθρώσεις κατά τις ενδιάμεσες οικοδομικές φάσεις του.
Αν και το μνημείο χρωστάει τη φήμη του στις εξαιρετικού κάλλους τοιχο
γραφίες του, η αποκατάσταση της οικοδομικής ιστορίας του αναδεικνύει
ως πολύ σημαντική και τη θέση του μέσα στην ιστορία της βυζαντινής
αρχιτεκτονικής.
Η ενασχόληση του γράφοντος με τα προβλήματα της έρευνας της αρ
χιτεκτονικής του ναού δεν άρχισε αυτοπροαίρετα, αλλά κατόπιν υπηρε
σιακής ανάθεσης, στο πλαίσιο προγραμματισμού μιας συστηματικότερης
μελέτης του. Για την τιμητική πρόταση να μετάσχω στις προεργασίες αυ
τές, οφείλω ευχαριστίες στον τότε υπεύθυνο καθηγητή Γεώργιο Λάββα.
Ήδη, κατά τις πρώτες αυτοψίες, προέκυψαν ορισμένα στοιχεία που έπει
θαν ότι η επικρατούσα θεωρία του καθηγητή Παύλου Μυλωνά, περί μετα-
σκευής μιας υποτιθέμενης αρχικής, τυπικής τρίκλιτης βασιλικής, δεν α-
νταποκρινόταν στα πράγματα. Βαρύνουσες ενδείξεις, στοιχειοθέτημένες
από δομικές, μορφολογικές και άλλου είδους παρατηρήσεις, έδειχναν κα
θαρά ότι το έργο του οσίου Αθανασίου του Αθωνίτη ήταν η ανέγερση εκ
θεμελίων μιας σταυροειδούς βασιλικής ή μιας βασιλικής με εγκάρσιο κλι
τός. Λόγω δε του ισοϋψούς, ισοπλατούς και εν τέλει ισοτίμου του μεσαίου
διαμήκους και του εγκάρσιου κλιτούς, καθώς και της διαμόρφωσης γωνι
αίων διαμερισμάτων τα οποία επικοινωνούσαν μέσω αψιδωμάτων με τα
κλίτη -κεραίες του σταυρού, ο τύπος της εκκλησίας έδειχνε επηρεασμένος
σαφώς και από τον σταυροειδή εγγεγραμμένο. Το γεγονός ότι το κτίριο ή
ταν εξαρχής ξυλόστεγο, ολοκλήρωνε την άποψη ότι επρόκειτο για μια αρ
χιτεκτονική ιδιοτυπία: ένα σπάνιο συνδυασμό τυπολογικών χαρακτηρι
στικών βασιλικής με εγκάρσιο κλιτός και σταυροειδούς εγγεγραμμένου,
που θα επέτρεπε να θεωρηθεί και ως μια εκδοχή των λεγομένων μεταβα
τικών.
Καρπός των πρώτων αυτών εξακριβώσεων ήταν μια προκαταρκτική
ανακοίνωσή μας, με τίτλο: «Η τυπολογία της πρώτης φάσης τον Πρωτά-
35
τον», στο Ε' συμπόσιο της ΧΑΕ, στη Θεσσαλονίκη το 1985. Παρά την εύλο
γη, ίσως, επιφυλακτικότητα με την οποία αντιμετωπίσθηκε τότε αυτή η α
πόπειρα ανασκευής της θεωρίας του Π. Μυλωνά, η έρευνα συνεχίσθηκε
χωρίς ενδοιασμούς και προς άλλες κατευθύνσεις, πέραν των εμπειρικών
παρατηρήσεων, ώστε η νέα ερμηνεία να τεκμηριωθεί πληρέστερα.
Η μελέτη του μνημείου και από άλλες απόψεις, όχι μόνο ενίσχυσε και
επικύρωσε το βάσιμο της νέας ερμηνείας για την τυπολογία του αρχικού
κτίσματος, αλλά αποδεικνύει, καθώς νομίζουμε, ως ιδιαίτερα σημαντικές
και τις δύο επόμενες οικοδομικές φάσεις.
Μια πρώτη προσέγγιση των ζητημάτων που σχετίζονται με τις μετα-
σκευαστικές εργασίες, επιχειρήθηκε, σαν κριτική και αμφισβήτηση των α-
ναπαραστατικών προτάσεων που έχουν διατυπωθεί, με ανακοίνωσή μας
στο ΚΑ' συμπόσιο της ΧΑΕ (2001), που είχε τίτλο: «Η δεύτερη οικοδομική
φάση της εκκλησίας του Πρωτάτου».
Με την διερεύνηση των πιθανών διαδοχικών διαρθρώσεων της ανωδο-
μής και της στέγασης του ναού, καθώς και με την εν μέρει αναχρονολόγη-
σή τους, ανασυντάσσεται η οικοδομική ιστορία του κτίσματος με βάση
άγνωστα στοιχεία και νέα ανάγνωση των ήδη γνωστών. Ως προς τις μορ
φές των μετασκευών, αναθεωρούνται κύριες και βασικές επιλογές των δη
μοσιευμένων αναπαραστατικών προτάσεων. Η ιχνηλατούμενη σχέση με
τυπολογικές τάσεις που εκδηλώνονται στην αντίστοιχη περίοδο, προσδί
δει στις νέες ερμηνείες και προτάσεις, το ενδιαφέρον συμβολής στη μελέ
τη γενικότερης σημασίας ζητημάτων της ναοδομίας του 13ου αιώνα.
Πιο συγκεκριμένα, οι απόψεις του καθηγητή Π. Μυλωνά για την αρχι
κή μορφή και για τις επόμενες οικοδομικές φάσεις του μνημείου, έχουν
διατυπωθεί σε εκτενές άρθρο, δημοσιευμένο στη σειρά Cahiers Archéologi
ques, μέ τίτλο «Les étapes successives de construction du Protaton au Mont
Athos», το 1979. H εργασία αυτή πρέπει να θεωρηθεί ως αφετηριακή πρό
σβαση και προσιδιάζουσα συμβολή στην έρευνα της αρχιτεκτονικής του
ναού, γιατί θέτει για πρώτη φορά προβλήματα κεντρικού ενδιαφέροντος,
όπως η αρχική διάρθρωση και οι κατοπινές μετασκευές της. Επίσης, προ
σεγγίζει κάποιες από τις κύριες γραπτές πηγές που συνδέονται με το
μνημείο και παραθέτει μερικά σχέδια τα οποία, παρά τις ελλείψεις τους,
κατατοπίζουν αρκετά τον αναγνώστη για την υφισταμένη, τουλάχιστον,
κατάστασή του. Όσον αφορά, όμως, στις ερμηνευτικές θέσεις αυτής της
μελέτης, αποδεικνύονται ευάλωτες.
Τα «ευπρόσβλητα σημεία» της θεωρίας αυτής καθώς και οι ενδείξεις
για μια νέα ερμηνεία, επισημάνθηκαν, όπως ήδη σημειώσαμε, κατά την
ανακοίνωση στό Ε' συμπόσιο της ΧΑΕ τό 1985 και καταγράφηκαν, σε
γενικές γραμμές, στις δημοσιευμένες περιλήψεις.
Ένα προκαταρκτικό σχέδιο αναπαράστασης του αρχικού ναού, εκπο
νήσαμε το 1997 και, συνοδευμένο από παρατηρήσεις και διευκρινίσεις, δη
36
μοσιεύσαμε στα Μακεδονικά (τόμ. 31, 1997-1998), με τίτλο «Το Πρωτάτο
τον Αγίου Αθανασίου. Αναπαράσταση νότιας όψης». Επίσης, σχέδιο και
στοιχεία τεκμηρίωσής του παρουσιάσαμε στο ΙΘ' συμπόσιο της ΧΑΕ
(1999), με τίτλο «Πρωτάτο του αγίου Αθανασίου: Τα επί μέρους άγνωστα
στοιχεία της διάρθρωσης των πλευρικών όψεων. Τεκμηρίωση». Αναφορι
κά με την ασυμφωνία της θεωρίας του Π. Μυλωνά προς όσα σχετικά ανα-
φέρονται στο Βίο του οσίου Αθανασίου του Αθωνίτη, το δυσπαράδεκτο
της άποψης ότι ο προϋπάρχων «πάνυ βραχύτατος ναός», διευρύνθηκε και
απέκτησε «κάλλος, όμοϋ καί μέγεθος», με την αφαίρεση δύο μόνον
πεσσών, απετέλεσε από την αρχή μια βασική επισήμανση.
Στην παρούσα εργασία αντιμετωπίζονται οι επιστημονικά επισφαλείς
παραδοχές της εν λόγω θεωρίας, είτε διατυπώνονται ρητά είτε προϋποτί
θενται, και προσάγονται νέα στοιχεία που εισφέρουν στην ανασκευή της.
Επίσης στοιχειοθετείται με βάση τα ποικίλα δεδομένα και συγκριτικό
υλικό, μια πρόταση για την αρχική γενική διάρθρωση του κυρίως ναού,
πληρέστερη από αυτήν του προκαταρκτικού σχεδίου.
Η εξέταση των γεωμετρικών στοιχείων της κάτοψης, προς την κατεύ
θυνση να ελεγχθεί το ενδεχόμενο ανταπόκρισής τους στην διάρθρωση
μιας τυπικής τρίκλιτης βασιλικής, όπως πίστευε ο Π. Μυλωνάς, οδήγησε
στην επισήμανση δομικής χάραξης και στην σχεδιαστική αποκατάσταση
πιθανότατου σκαρίφου. Τα συμπεράσματα αυτής της έρευνας ανακοινώ
θηκαν στο ΙΖ' συμπόσιο της ΧΑΕ (1997), με τίτλο: «Σκάριφος και δομική
χάραξη της κάτοψης στο ναό του Πρωτάτου».
Αλλά και οι προτάσεις αναπαράστασης της μορφής του κτίσματος, με
τά τις μετασκευαστικές εργασίες της υστεροβυζαντινής περιόδου, όπως ή
δη σημειώσαμε, χρειάσθηκε να αναθεωρηθούν. Το επέβαλαν πιστοποιή
σεις ιδιαίτερης βαρύτητας, όπως: Οι εμφανιζόμενες έντονες κλίσεις και
στρεβλώσεις στους τοίχους, μαρτυρούν ότι έλαβε χώρα εντονώτατη δια
φορική καθίζηση του κτίσματος, η οποία, είναι φύσει αδύνατον να μην
προκάλεσε -όταν πρωτοεκδηλώθηκε- σοβαρές καταστροφές στην ανωδο-
μή. Κατά συνέπεια, είναι απίθανο να μην οριοθέτησε οικοδομική φάση. Ω
στόσο, το σημαντικό αυτό γεγονός της καθίζησης και ο σεισμός που, πιθα-
νώτατα, την προκάλεσε, αντιμετωπίζονται στο εν λόγω άρθρο με αορι-
στία. Η καθίζηση θεωρείται μάλλον ως μια «χρόνια», σημειακά εκδηλού-
μενη και προοδευτικά επιδεινούμενη κατάσταση του εδάφους θεμελίω-
σης, άποψη που δεν αληθεύει. Για τον απλούστατο λόγο ότι, εάν η επιδεί
νωση συνεχιζόταν σημειακά (με τον «ίδιο ρυθμό»), οι έντονες κλίσεις που
πιστοποιείται ότι υπάρχουν ήδη πριν από την τοιχογράφηση, (η απόκλιση
από την κατακόρυφο του δυτικού τοίχου του κυρίως ναού, στην στάθμη
της βάσης του αετώματος, ήταν, κατά την εκδήλωση της καθίζησης, γύρω
στα 0,80 μ.), θα έπρεπε σήμερα, ύστερα από επτακόσια χρόνια να έχουν
φθάσει σε τέτοιες τιμές που πρακτικά θα σήμαιναν πλήρη κατάρρευση
37
του χτίσματος. Αλλά και η απόδοση των καθιζήσεων στην διαφορική φόρ
τιση των θεμελιώσεων, σε συνδυασμό με πιθανώς κυμαινόμενη συμπιεστό
τητα του υπεδάφους, όπως προτείνεται σε νεώτερη μελέτη, δεν φαίνεται
να ευσταθεί. Απεναντίας, είναι γνωστό ότι έντονες καθιζήσεις τέτοιου
είδους, εκδηλώνονται συνήθως, ύστερα από μεγάλους σεισμούς.
Ιδιαίτερη σημασία για την κατανόηση του χαρακτήρα και ανίχνευση
των ορίων των μετασκευαστικών εργασιών του 13ου αιώνα, αποκτά η ερ
μηνεία του ρόλου και η χρονολογική ένταξη του πλίνθινου κοσμήματος
που διατηρείται σχεδόν αυθεντικά, στον κάθετο άξονα της βόρειας όφης.
Λόγω της χαμηλής στάθμης του, σε σχέση με το ύψος μετώπου του αρχι
κού κτιρίου, είχαμε θεωρήσει κατά την προκαταρκτική πρόταση αναπα
ράστασης, ότι ανήκει στην πρώτη οικοδομική φάση. Η διεξοδική διερεύ-
νηση του ζητήματος μετέβαλε αυτή την αρχική εκτίμηση και μας οδήγησε
στο συμπέρασμα ótl ανάγεται στην περίοδο των μετασκευαστικών εργα
σιών του 13ου αιώνα, καθώς, περιλαμβάνεται στους τρόπους διακόσμησης
που συνηθίζονταν τότε. Η νέα αυτή ερμηνεία, κρίσιμη, όπως είπαμε, για
την ασφαλέστερη ιχνηλάτηση σχημάτων και περιγραμμάτων των διαρ
θρώσεων του 13ου αιώνα, παρουσιάσθηκε στο KB' συμπόσιο της ΧΑΕ
(2002), με τίτλο: «Παλίμψηστου τοιχοόομικού επανάγνωση: το πρόβλημα
του πλίνθινου διακόσμου στο ναό του Πρωτάτου». Σπεύδουμε να σημειώ
σουμε και εδώ, ότι, ο τρόπος κατά τον οποίο εμφανίζεται το κόσμημα στις
πλευρικές όψεις, παραπέμπει, ίσως αποκλειστικά, σε περιπτώσεις μετώ
πων με αετωματώδη κορύφωση. Ακόμη πιο αξιοσημείωτη είναι η διαπί
στωση ότι κοσμήματα με ανάλογο γενικό σχήμα και αντίστοιχο συνθετικό
ρόλο σε διαρθρώσεις όψεων εκκλησιών, παρουσιάζονται σε τύμπανα της
εγκάρσιας καμάρας σταυρεπίστεγων χτισμάτων.
Οι παρατηρήσεις αυτές σε συνδυασμό με δομικά, μορφικά και άλλου
είδους δεδομένα, ήταν επόμενο να προδιαγράφουν νέες συνθετικές και
τυπολογικές εκδοχές, για τη μορφή που πήρε ο ναός κατά την εν λόγω
περίοδο. Τεκμηριώνεται μια ακόμη, αδιάγνωστη μέχρι τώρα οικοδομική
φάση που οριοθετείται από τον μεγάλο σεισμό του 1231.
Η νέα ερμηνεία των δεδομένων και η αναθεώρηση της υστεροβυζαντι
νής οικοδομικής ιστορίας του μνημείου, θα έπασχε μεθοδολογικά από
«στρουκτουραλιστική» μονομέρεια, εάν δεν υποστηριζόταν από πιστοποι
ήσεις «ευρημάτων» προερχόμενων από την έρευνα των ιστορικών πηγών.
Ένα πολύ μεγάλο μέρος του χρόνου που διατέθηκε στην εκπόνηση αυτής
της μελέτης, αναλώθηκε στην έρευνα για την επισήμανση, αξιολόγηση και
χρησιμοποίηση γραπτών μαρτυριών. Η πολύπλευρη τεκμηρίωση του
σεισμού του 1231, με συσχέτιση διαφόρων, άμεσης και έμμεσης προέλευσης
μαρτυριών, είναι μια από τις εν λόγω διακριβώσεις. Επίσης αποδεικνύο-
νται πολύ ενδιαφέρουσες, μνείες αγιολογικών κειμένων, που διασταυρώ
νονται με συναφείς μαρτυρίες αρχειακών και άλλων ιστορικών πηγών.
38
Μια εξαιρετικά σημαντική πλευρά του προβληματισμού που ανακύ
πτει από τη θεώρηση των γνωστών (δημοσιευμένων), αναπαραστατικών
προτάσεων αναφορικά με την παλαιολόγεια περίοδο του μνημείου,
σχετίζεται με το εικονογραφικό πρόγραμμα της τοιχογράφησης: την διάρ
θρωση του στις επιφάνειες της υφιστάμενης ανωδομής και την υποτιθέ
μενη πληρότητά του.
Φαίνεται ότι οι ερευνητές που ασχολήθηκαν ειδικότερα με την ζωγρα
φική του Πρωτάτου, εξάρτησαν και προσάρμοσαν τα ερμηνευτικά του
προγράμματος αυτού, σχήματα, στην αρχιτεκτονική μορφή που προτάθη-
κε ως μετασκευή των παλαιολόγειων χρόνων. Η σχετική πρόταση του Π.
Μυλωνά για την διαμόρφωση ανωδομής και στέγης, αποκλείει κάθε ενδε
χόμενο συνέχισης της τοιχογράφησης πάνω από τα υφιστάμενα, ανώτατα
πέρατά της. Επειδή η άποψη αυτή δεν έχει αμφισβητηθεί μέχρι σήμερα,
θεωρήθηκε π.χ., από τον έγκριτο και πολυμερέστατο ερευνητή του συγκε
κριμένου εικονογραφικού προγράμματος, τον Δ. Καλομοιράκη, (βλ. βιβλι
ογραφία), ως οριστικό και ανυπέρβλητο αρχιτεκτονικό δεδομένο, προς το
οποίο ώφειλε να εναρμονίσει τις σχετικές απόψεις του. Έτσι, μολονότι ε
πισημαίνει εύστοχα την σημασία λ.χ., της απουσίας του Παντοκράτορος
και κάποιες άλλες «ανακολουθίες» σε σύγκριση με το καθιερωμένο μετα-
εικονομαχικό εικονογραφικό πρόγραμμα, είναι φανερό ότι με το συνολικό
ερμηνευτικό «σχήμα» που εισηγείται, αποπειράται να συμβιβάσει μιαν
«αδιαμφισβήτητη» αρχιτεκτονική ιδιοτυπία με μιαν αντίστοιχη εικονο-
γραφική. Το «εξαναγκασμένο» της επίλυσης εκδηλώνεται στην διατύπω
ση μιας «θεωρίας» περί συλλογικής εικονιστικής αναπλήρωσης του Πα
ντοκράτορος, της οποίας (θεωρίας) οι θεολογικές προϋποθέσεις και οι α
ντίστοιχες εικονογραφικές αναγωγές, χρήζουν επανεξέτασης. Και τούτο
γιατί, ενώ ο καθιερωμένος, βασικός ρόλος της Παλαιοδιαθηκικής εικονο
λογίας στην τοιχογράφηση βυζαντινών ναών, είναι να εκφράζει την προ
ετοιμασία και την προαναγγελία του περιεχομένου της Καινής Διαθήκης,
δηλαδή να συνιστά προεικόνιση και προτνπωση, αποκτά, σύμφωνα με αυ
τήν την θεωρία, συμβολική αυτονομία και μάλιστα ως τύπος αναπληρώνει
το τυπούμενο.
Η αναλυτική εξέταση των προβλημάτων διάρθρωσης τα οποία θέτει το
υφιστάμενο εικονογραφικό πρόγραμμα σε σύγκριση με τοιχογραφικά σύ
νολα της ίδιας περιόδου, σε ναούς όπου διασώζονται ομοειδείς ενότητες
στις επιφάνειες αλώβητων μέχρι σήμερα αρχιτεκτονικών κελυφών, απο-
δεικνύει οξύτερο το ζήτημα των «ανακολουθιών» και «ελλείψεων», των
οποίων ένα μέρος σκιαγράφησε ή αντιπαρήλθε η μέχρι στιγμής έρευνα.
Πράγματι, εάν δεχθούμε ότι οι προφήτες που εικονίζονται στα εσωρράχια
των δύο μεγάλων τόξων του ναού, συνιστούν, όπως έχει προταθεί, τη γνω
στή χορεία των προφητών του τυπικού εικονογραφικού προγράμματος,
τότε εγείρονται μερικά κρίσιμα ερωτήματα:
39
α. Γιατί, παρά τον επιβεβαιωμένο κανόνα ιεράρχησης των εικονο-
γραφικών ενοτήτων, βρίσκονται σε στάθμες χαμηλότερες από εκείνη των
προπατόρων;
β. Γιατί είναι αριθμητικά μια ολιγοπρόσωπη ομάδα, σε σύγκριση με
τον πολυπληθέστατο εσμό των προπατόρων: μόνον πέντε (5) προφήτες
έναντι πενήντα τριών (53) προπατόρων;
γ. Γιατί η θεωρούμενη ως η τυπική ομάδα των προφητών δεν είναι αμι
γής αλλά περιλαμβάνονται σ’ αυτήν και οι μη προφήτες Μελχισεδέκ και
Νώε;
δ. Γιατί η συγκεκριμένη ομάδα των μορφών της Παλαιάς Διαθήκης,
όταν εμφανίζεται σε άλλα παραδείγματα ναών, «επιστέφεται» από την
απεικόνιση του Χριστού σε θέση περιωπής;
Η συγκριτική διερεύνηση των ζητημάτων αυτών στην παρούσα μελέτη,
καταδεικνύει ότι από το υφιστάμενο εικονογραφικό πρόγραμμα του Πρω
τάτου δεν λείπει μόνο ο Παντοκράτορας και οι Άγγελοι, λείπει ακόμη και
η τυπικά καθιερωμένη, σε υψηλή, από άποψη ιεράρχησης, στάθμη και με
ευάριθμη παρουσία, κατ’ αναλογία προς το πλήθος των προπατόρων, ο
μάδα των προφητών. Αποδεικνύεται ότι οι προαναφερθέντες προφήτες
παριστάνονται στα κάτω τεταρτημόρια των εσωρραχίων, ως προεικονί
σεις και προάγγελοι γεγονότων του χριστολογικού κύκλου, τα οποία α
πεικονίζονται σε άμεσα γειτονικές θέσεις.
Η ερμηνευτική προσέγγιση των οικοδομικών φάσεων από τον Π. Μυ
λωνά, με τον αποκλεισμό της διαμόρφωσης κάθε είδους φωταγωγού στο
μεσαίο, κατά μήκος κλιτός, προϋπέθετε και ορισμένες άλλες παραδοχές
αρχιτεκτονικού χαρακτήρα, οι οποίες ελέγχονται κατά την σχετική διε-
ρεύνηση, ως μη βάσιμες.
Μια απ’ αυτές ήταν ότι η μετασκευασμένη ανωδομή και στέγη του
ναού αποτελούσε εξαίρεση από τον διαπιστωμένο κανόνα σύμφωνα με
τον οποίο οι τρίκλιτες, ξυλόστεγες βασιλικές της Χερσονήσου του Αίμου
διέθεταν φωταγωγό.
Μια δεύτερη, σχετίζεται με τις φωτιστικές συνθήκες. Γινόταν, σχεδόν
αβασάνιστα, αποδεκτό ότι μια εξαιρετικών αξιώσεων τοιχογραφική δια-
κόσμηση, έργο του «δίκην ήλιον λάμψαντος» Πανσελήνου, με τέτοια ανω
δομή, ήταν «καταδικασμένη» να βρίσκεται στο ημίφως, σχεδόν στην αφά-
νεια. Γιατί, ακόμη και οι φωτιστικές συνθήκες που προσφέρει η ύπαρξη
φωταγωγού (όπως σήμερα), δεν επαρκούν σε όλες τις περιόδους του έ
τους, για την ικανοποιητική θέαση των τοιχογραφιών.
Το ζήτημα αυτό απετέλεσε αντικείμενο διεξοδικής δίερεύνησης, τόσο
προς την κατεύθυνση διαπίστωσης ενδεχόμενης επίδρασης από το κίνημα
του Ησυχασμού, με του οποίου τον «εσωστρεφή» χαρακτήρα μπορούσαν
να σχετισθούν και ιδιαίτερες συνθήκες φωτισμού, όσο και προς την κατεύ
θυνση επισήμανσης και ερμηνείας ενδεχομένων, παραλλήλων περιπτώσε
40
ων υποφωτισμένων ναών. Τα πορίσματα της σχετικής θεωρητικής και
πραγματολογικής διερεύνησης δεν επαληθεύουν μια τέτοια ερμηνευτική
εκδοχή.
Είναι εύλογο ότι η μορφή μιας αναγκαστικής μετασκευής, καθώς
υποτάσσεται σε «δεσμεύσεις» που επιβάλλουν οι ιδιάζουσες δομικές και
κατασκευαστικές συνθήκες, δεν είναι εύκολο να εκφράζει τυπολογικά
«καθαρή» λύση. Αυτό, όμως, δεν αρκεί για να δικαιολογήσει την προφα
νή, μεγάλη ασυμβατότητα των υπαρχουσών αναπαραστατικών προτάσε
ων, τόσο προς τις παραδεδομένες μορφές ανωδομής σε τρίκλιτες ξυλόστε-
γες βασιλικές, όσο και προς τις σύγχρονες τάσεις, που εκδηλώνονται
κατά τον 13ο αιώνα. Η επιβεβλημένη επί του θέματος αυτού έρευνα,
αντιμετωπίζει διεξοδικά το ζήτημα της διαπιστωμένης αυτής ασυμβατότη-
τας και με προσκόμιση νέων στοιχείων, όπως ήδη σημειώσαμε, ιχνηλατεί
τα διάφορα ενδεχόμενα σύνδεσης της εν λόγω αναδιάρθρωσης της ανω
δομής του κτίσματος, με τις σύγχρονες ναοδομικές τάσεις.
Το μεγαλύτερο μέρος των προβλημάτων που σχετίζονται με τις μετα-
σκευαστικές εργασίες του 13ου αιώνα στην ανωδομή του κτιρίου, μένει
ουσιαστικά αναπάντητο αν προσβλέπει κανείς σε λύσεις συμβατικές. Συ
νοψίζοντας αυτήν την προβληματική: Η ανάγκη επαρκούς φυσικού φω
τισμού, προερχόμενου από ψηλά, που επιβάλλει η λειτουργικότητα, ο συμ
βολισμός του εκκλησιαστικού χώρου και η ανάδειξη των τοιχογραφιών
καθώς και η ανυπαρξία ενδεχομένης επίδρασης εκ μέρους του Ησυχαστι
κού κινήματος το οποίο, δήθεν, ευνοούσε τον υποφωτισμό, αποδεικνύουν
απαραίτητη την ύπαρξη κάποιου είδους φωταγωγού. Λόγοι αισθητικοί (ε
ξωτερική διάπλαση του οικοδομήματος, αρχιτεκτονική ποιότητα του εσω
τερικού χώρου) και τυπολογικοί, καθιστούν την δημιουργία «φωταγω
γού» ακόμη πιο ενδεδειγμένη. Τέλος, η ολοκλήρωση του ελλιπούς, όπως
πιστοποιείται, εικονογραφικού προγράμματος, προϋποθέτει ότι η τοιχο-
γράφηση συνεχιζόταν προς τα άνω, στις επιφάνειες κάποιας οροφής του
μεσαίου κλιτούς.
Η μόνη παράμετρος που αντιτίθεται απέναντι στην συνδρομή όλων
των παραπάνω συγκλινόντων παραγόντων, είναι η κατασκευαστική: δη
λαδή η έλλειψη «συμβατικών» δομικών δυνατοτήτων για την δημιουργία
μιας τέτοιας διάρθρωσης. Έτσι η έρευνα κατευθύνθηκε προς ένα άγνω
στο και αδιερεύνητο μέχρι στιγμής πεδίο της βυζαντινής αρχιτεκτονικής:
την διαμόρφωση ξυλόπηκτων θόλων. Οι σχεδόν αδιόρατες νύξεις των υλι
κών σημαδιών που ανιχνεύονται στο ίδιο το μνημείο και υπαινίσσονται
αυτό το τεχνικό ενδεχόμενο, χρειάσθηκε εκτενής και πολύπλευρη έρευνα,
για να αποδειχθεί ότι σχετίζονται άμεσα με μια τέτοια αρχιτεκτονική
επίλυση και ότι αποτελούν τα ελάχιστα, αλλ5 όμως ανερμήνευτα με άλλο
τρόπο, λείψανά της. Ουσιαστικά, επιχειρήσαμε να αποδείξουμε την αδιά
λειπτη συνέχεια της κατασκευής ξυλόπηκτων θόλων μέχρι την εποχή μας,
41
ξεκινώντας από την πρωτοβυζαντινή περίοδο κατά την οποία η εφαρμογή
τους είναι αναμφισβήτητη. Η τεκμηρίωση αυτή νομίζουμε ότι αποτελεί
συμβολή γενικότερου ενδιαφέροντος στην μελέτη της βυζαντινής αρχιτε
κτονικής. Επίσης, αμφισβητούμε την άποψη ότι ο φωταγωγός εμφανίζεται
στην ανακαίνιση του 1802 για πρώτη φορά κατά την μεταβυζαντινή πε
ρίοδο.
Επί πλέον επανεξετάζουμε κριτικά τις ιστορικές μαρτυρίες που σχετί
ζονται με τις εργασίες του 16ου αιώνα, ανατρέχοντας σε χειρόγραφο της
εποχής.
Το μαρμάρινο, βυζαντινό τέμπλο του ναού έχει μελετηθεί και χρονο
λογηθεί από τον Α. Ορλάνδο σε ειδικό άρθρο- επανερχόμαστε στο θέμα
μόνο για να διατυπώσουμε επιφυλάξεις ως προς το ενιαίο της κατασκευής
του: εάν, δηλαδή, τα πλευρικά τμήματά του, καθώς και η γύψινη πλαι
σίωση των εικονοστασίων είναι της ίδιας εποχής με το μεσαίο τμήμα που
χρονολογείται στον 10ο αώνα.
Για το ξύλινο τέμπλο, το οποίο σε σχετικά δημοσιεύματα θεωρείται
σαν ενιαίο, ομοειδούς τεχνοτροπίας έργο ξυλογλυπτικής, μνημονεύουμε
ανακοίνωσης μας στο ΙΗ' συμπόσιο της ΧΑΕ (1998) με τίτλο: «Τό ξυλό
γλυπτο τέμπλο του Πρωτάτου καί η χρονολόγηση του», όπου αμφισβητού
με αυτήν την άποψη. Συγκεκριμένα, υποστηρίζουμε ότι διακρίνονται κα
τασκευαστικές φάσεις: δηλαδή πραγματοποιήθηκε υπερύψωση του θρι
γκού με προσθήκη νέων ζωνών σε μια αρχική τυπική διάρθρωση με απλό
ξυλόγλυπτο επιστύλιο και επίστεψη με σειρά εικόνων (Δωδεκάορτο).
Σχετικά με παλαιότερες βιβλιογραφικές αναφορές στην αρχιτεκτονι
κή του Πρωτάτου, διαπιστώσαμε ότι κυρίως από το β' μισό του 19ου αιώνα
αρχίζουν να εμφανίζονται σε συγγραφές πού πραγματεύονται γενικά το
Άγ. Όρος, μνείες, σύντομες περιγραφές, εικασίες και απόψεις για την
μορφή και τυπολογία του ναού. Μνημονεύουμε ενδεικτικά: A. Riley (1887),
Η. Brockhaus (1891), G. Bals (1913), Ο. Wulff (1914), G. Millet (1916), F.W.
Hasluck (1924), Μ. Σωτηρίου (1931), Fr. Dölger (1943), Π. Μυλωνάς (1963,
1971), A. Ξυγγόπουλος (1963), Reallexikon zur Byzantinischen Kunst (1966), C.
Mango (1976) κ.ά.
Για τις τοιχογραφίες του ναού η βιβλιογραφία είναι εξαιρετικά πλού
σια και θεωρούμε ότι δεν ενδείκνυται να γίνει αναλυτική μνεία της εδώ.
Στην ύλη τεκμηρίωσης της μελέτης αυτής, περιλαμβάνεται: περιγραφή
του μνημείου, αποτύπωση και φωτογραφικές απεικονίσεις. Έχουν χρησι
μοποιηθεί διάφορα, ιδίως παλαιότερα, φωτογραφικά αρχεία, όπως του
Μουσείου Μπενάκη (Παπαχατζηδάκη 1930, 1955, 1960) του Ζαχαρίου, της
ΔΑΒΜΜ των ετών 1955-56, καθώς και η πολύτιμη δημοσίευση των τοιχο
γραφιών από τον G. Millet.
Για την διάκριση των οικοδομικών φάσεων, πέρα από την ανάπτυξη
της σχετικής προβληματικής η οποία παρουσιάσθηκε εδώ ακροθιγώς και
42
την συναφή επιχειρηματολογία, παρατίθενται ενδεικτικά σχέδια και
προτείνεται χρονολογική οριοθέτηση τους.
Για τις γραπτές πηγές που χρησιμοποιήθηκαν, γίνεται εκτενής ανα
φορά στις επί μέρους αναλυτικές περιγραφές των οικοδομικών φάσεων.
Ειδικότερα, το επιγραφικό υλικό του μνημείου, που έχει δημοσιευθεί από
τους G. Millet, J. Pargoire και L. Petit (1904), ως αναφερόμενο μόνο στην
μεταβυζαντινή οικοδομική ιστορία του κτίσματος, δεν διαφωτίζει τις
παλαιότερες (βυζαντινές) φάσεις.
43
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΑΠΑΡΧΩΝ
1. Για τις εκδόσεις των Βίων βλ. Παπαχρυσάνθου Δ., Ο Αθωνικός μοναχισμός, σ. 15.
Ιδιαίτερα χρήσιμη είναι η κριτική έκδοση του J. Noret: Vitae duae antiquae Sancii Athanasii
Athonitae, CCSG 9, Louvain 1982. Περίληψη και κριτική των Βίων βλ. Actes de Lavra Ι, σ. 24-30.
2. Οι γνώμες για το χρόνο συγγραφής των δύο βίων δεν συμπίπτουν (J. Massay, J. Noret).
Με βάση εσωτερικές ενδείξεις και ιστορικές αναφορές, συμπεραίνεται ότι ο Βίος Α' συ
ντάχθηκε πριν από το 1025, ενώ ο Βίος Β', μετά το 1028. Βλ. σχετ.: Παπαχρυσάνθου Δ., ό.π., σ.
194 σημ. 70.
3. Για τη μέριμνα του συγγραφέα να περιγράφει με ακρίβεια τα πράγματα βλ. Βίος Α',
ό.π., § 72, στίχ. 29. Για την αξιοπιστία του κειμένου βλ. Lemerle Ρ., «La vie ancienne de Saint
Athanase l’Athonite composée au début du XI siede par Athanase de Lavra», Le Millénaire du Mont
Athos 963-1963, Études et Mélanges,!, Chevetogne 1963, σ. 100.
4. Πρβλ. Lemerle P., Vie ancienne, o. 97-98.
5. Βλ. Παπαχρυσάνθου Δ., Ο Αθωνικός Μοναχισμός, σ. 199, σημ. 88.
6. Βίος Οσίου Αθανασίου, Α, (έκδ. Noret), σ. 18-20, § 38.
7. Μέχρι τα Χριστούγεννα του έτους 958· βλ. Παπαχρυσάνθου Δ., ό.π., σ. 200, σημ. 88.
45
ση του Αθανασίου1. Αλλά ο Πρώτος που εντοπίζει τα ίχνη του και αποκα
λύπτει την ταυτότητα του, κατά και μετά την κοινή σύναξη των Χριστου
γέννων του έτους 958, δεσμεύεται από τον Αθανάσιο να κρατήσει μυστικό
το γεγονός και να του παραχωρήσει αναχωρητικό μονοκελλίον, που απεί
χε περίπου τρία στάδια από τις Καρυές.
Η εγκαταβίωση του Οσίου κοντά στις Καρυές, άρχισε μετά τα Χρι
στούγεννα του έτους 958 και διήρκεσε ως τα τέλη σχεδόν του επόμενου
χρόνου. Ακολουθεί μια δεύτερη απόπειρα ανεύρεσης του Αθανασίου, αυ
τή τη φορά από τον αδελφό του Νικηφόρου, Λέοντα12, η οποία τελεσφορεί
και δίνει την ευκαιρία στους Αθωνίτες να γνωστοποιήσουν επίσημα, μέσω
του Αθανασίου, το ζήτημα της ανεπάρκειας του υπάρχοντος ναού στις
Καρυές, ως χώρου εκκλησιαστικών συνάξεων.
Ο ρ. Lemerle τοποθετεί το γεγονός πριν από το 9613. Η Δ. Παπαχρυ-
σάνθου πιθανολογεί πιο συγκεκριμένη οριοθέτηση: «ίσως κατά τα τέλη
του 959 ή τις αρχές του 9604». Η σχετική περικοπή έχει ως εξής: «... υπό
μνησή αύτφ (τφ Άθανασίω) καί παράκλησιν οι τοϋ 5Όρους προσάγουσιν,
ό δέ τφ μαγίστρω (Λέοντι), περί άνοικοδομής τοϋ θείου ναοϋ των Καρε-
ών, δς πάνυ βραχύτατος ών, πολλήν παρείχε τοϊς γέρουσί στενοχώριαν εν
ταϊς συνάξεσι καί τυχών έπινεύοντος...»5.
Ο Αθανάσιος για να αποφύγει τον περισπασμό και τον «θόρυβο» που
συνεπαγόταν η αποκάλυψη σε όλους τους μοναχούς, των φιλικών δεσμών
του με την περίφημη οικογένεια του Βυζαντίου, προτίμησε να αποσυρθεί
στην πιο απόμακρη γωνιά της χερσονήσου, στα Μελανά. Για λόγους που
αγνοούμε, δεν υπήρξε καμμιά έμπρακτη ανταπόκριση στο αίτημα των Α
θωνιτών για «ανοίκοδομή» του ναού. Η αλληλουχία των γεγονότων
δείχνει ότι προηγήθηκε η έμπνευση του μεγάλου, κτιτορικού σχεδίου για
1. Κατά τον βιογράφο, ό Νικηφόρος θυμήθηκε ότι ο Αθανάσιος του είχε κάνει λόγο για
ενδεχόμενη, μελλοντική, μοναχική συγκαταβίωση των δύο φίλων, στον Αθω. Βλ. Βίος
Οσίου Αθανασίου, Α,' (έκδ. Noret), σ. 15, 22 § 30, 31.
2. Ο Λέων Φωκάς, δομέστικος των Σχολών της Δύσεως, έρχεται στον Άθω για να
αποδώσει επινίκιες ευχαριστίες στον Θεό, μετά την επιτυχή έκβαση κρίσιμης αναμέτρη
σης με τους Σκύθες. Βλ. Βίος Οσίου Αθανασίου, Α,' (έκδ. Noret), σ. 27, § 55, στίχ. 3. Ο Λέ
ων σκόπευε παράλληλα, κατά τον βιογράφο, ν’ αναζητήσει τον Αθανάσιο. Αυτή τη φορά ο
όσιος ενδίδει και δέχεται να συναντήσει προσωπικά τον Μάγιστρο, με συνέπεια να αποκα
λυφθεί η ταυτότητα του και σε ολόκληρη την μοναστική κοινότητα. Οι αθωνίτες διαπιστώ
νοντας την οικειότητά του προς τον Λέοντα, αναγνωρίζουν στο γεγονός της συνάντησης
αυτής, την κατάλληλη ευκαιρία για να υποβάλλουν, με τη μεσολάβηση του Αθανασίου, ένα
πολύ σοβαρό αίτημά τους: την «ανοικοδομή» της εκκλησίας των Καρυών.
3. Lemerle Ρ., Vie Ancienne, σ. 74, σημ. 47. Για τη χρονολόγηση βασικών γεγονότων στο
δημόσιο βίο του Λέοντα Φωκά, όπως και του ταξιδιού του στον Άθω, βλ. σ. 95, σημ. 99.
4. Παπαχρυσάνθου Δ., Αθωνικός μοναχισμός, σ. 204, 205, σημ. 108, 109.
5. Βίος οσίου Αθανασίου, Α', (έκδ. Noret), σ. 27, 28, § 56, στίχ. 2. (Μάγιστρος = ανώτα
το πολιτειακό, αξίωμα). Πρβλ. Βίος Β', σ. 146, § 20, στίχ. 14 κ.εξ.
46
την ίδρυση της Λαύρας. Το έναυσμα δόθηκε κατά την αναζωπύρωση της
παλιάς φιλίας και της πνευματικής άδελφοσύνης («αδελφοποίησης»)
Αθανασίου και Νικηφόρου, στην Κρήτη.
Πράγματι, από το θέρος του 960, ο Νικηφόρος διευθύνει τις δυσχερείς
στρατιωτικές επιχειρήσεις κατά των Αράβων στό νησί. Υπολογίζοντας,
λοιπόν, στην ηθική και πνευματική συμπαράσταση του Αθανασίου, ζητεί
την αυτοπρόσωπη παρουσία του στον τόπο των αναμετρήσεων. Ο Αθανά
σιος αναχωρεί στις αρχές του 9611, για την Κρήτη, όπου τελικά συναποφα
σίζει με τον Νικηφόρο την δημιουργία στον Άθω ενός καθιδρύματος, στο
οποίο θα εγκαταβίωναν και οι δύο, ως μοναχοί. Πριν από το τέλος του 961
(κατά το βίο) ή, το αργότερο, κατά τα μέσα του 96212 (κατά το τυπικό του
Αθανασίου), στάλθηκαν τα απαραίτητα χρήματα για την έναρξη των
εργασιών. Η άνοδος του Νικηφόρου στον αυτοκρατορικό θρόνο, κατά το
θέρος του 963, αιφνιδιάζει και απογοητεύει τον Αθανάσιο3. Σπεύδει
αμέσως να παραιτηθεί από την ηγουμενία της Λαύρας, και φεύγει από το
Όρος, ενημερώνοντας για όλα, με επιστολή, τον αυτοκράτορα.
Πιθανολογείται ότι η φυγή του στην Κύπρο, δεν κράτησε περισσότερο
από μισό χρόνο4. Ξαναγυρίζει στη Λαύρα, το αργότερο, στις αρχές του
9645 και αποφασίζει ένα ταξίδι στην πρωτεύουσα, που έμελλε να έχει ιστο
ρική σημασία όχι μόνο για την υπόσταση της φερώνυμης Λαύρας, ως καθι-
δρύματος, αλλά και για την «ανοικοδομή» του Πρωτάτου, που μας ενδια
φέρει εν προκειμένω. Αναμφίβολα, ήταν καθοριστικής σημασίας για την
κατεύθυνση που θα έπαιρναν από τότε τα αγιορειτικά πράγματα, στο
σύνολό τους. Το ταξίδι πραγματοποιήθηκε την άνοιξη του 9646. Στη συ
νάντηση του με τον αυτοκράτορα, ο Αθανάσιος επέτυχε, χάριν της Λαύ
ρας, την θεσμική εξασφάλιση πόρων και προνομίων, με την έκδοση χρυσο-
βούλλων.
Παράλληλα, επανάθεσε7 επιτακτικά στον αυτοκράτορα Νικηφόρο και
στο μάγιστρο Λέοντα, το ζήτημα που αφορούσε στον κοινό ναό των
47
αθωνιτών, στις Καρυές. Αυτή τη φορά η ανταπόκριση υπήρξε άμεση και
γενναιόδωρη, με αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός ναού ωραίου και
μεγάλου:
«Επεί δέ, ώς άνωτέρω δεόήλωταί μοι, ύπόμνησιν οι τοϋ όρους προσ-
ήγαγον τφ μεγάλφ ÇΑθανασίφ,) περί άνοικοδομής τοϋ θείου ναοϋ των
Καρεών, ό όέ τφ μαγίστρφ, τότε όή καί αύτφ βασιλεϊ συν τφ μαγίστρφ καί
τφ τότε κουροπαλάτη προσάγει, συνάμα καί περί προσθήκης σολεμνίου
τοϋ όλου άξιων όρους· καί ός ούόέν άναόυείς την ύπόμνησιν εργφ έτέλει,
καί πλέον ήπερ ήτησαν επετέλει· τφ μεν γάρ σεμνείφ κάλλος όμοϋ καί μέ
γεθος, τφ όέ σολεμνίφ άδράν προσετίθει ποσότητα, τά παλαιό τοϊς νέοις
ύπερβάλλων καί ταίς τρισί τέσσαρας χρυσοϋ προσεπιφιλοτιμομένους1 Λά
τρας. Ταϋτα διαπραξάμενος καί τφ βασιλεϊ συνταξάμενος κάτεισιν επί τό
όρος»*2. 1
II. Οι αναφορές του Βίου του οσίου Αθανασίου, στο κτιτορικό έργο του
και η ερμηνεία τους.
άνοικοδομήσαι τόν ναόν και περικαλλή άπαρτίσαι, δπερ καί γέγονεν». Βίος οσίου
Αθανασίου, Β', (έκδ. Noret), σ. 146, § 20.
1. Η μετοχή αναφέρεται στον βασιλέα, τον μάγιστρο και τον τότε κουροπαλάτη.
2. Βίος οσίου Αθανασίου, Α', (έκδ. Noret), § 104, 105, σ. 50. Μάγιστρος: ο Λέων Φωκάς·
κουροπαλάτης (cura+palatium): υψηλός αξιωματούχος, ο διαχειριστής ανακτορικών υπο
θέσεων σεμνεϊον: ο ναός· σολέμνων: (sollemnis=èviaôoioç) ετήσια επιχορήγηση· «ταίς τρι-
σί τέσσαρας χρυσοϋ...»: αυξήθηκε η ετήσια επιχορήγηση προς τον Αθω, από τρεις σε επτά
λίτρες χρυσού.
3. Βίος οσίου Αθανασίου, Α', (έκδ. Noret), σ. 28.
4. Στο ίδιο § 104,1.
5. Στο ίδιο, § 104,1.
6. Βλ. Mylonas P., «Les étapes successives de construction du Protaton au Mont Athos», Cahiers
Archéologiques 28 (1979), σ. 143-160.
48
ήταν μια τρίκλιτη ξυλόστεγη βασιλική με δύο, κατά μήκος πεσσοστοιχίες.
Ο Άγιος Αθανάσιος δεν έκτισε νέα, μεγαλύτερη εκκλησία, αλλ’ απλώς
«διεύρυνε» την ήδη υπάρχουσα, καθαιρώντας δύο πεσσούς, ένα σε κάθε
πεσσοστοιχία.
Κατ’ αρχήν, η λέξη «άνοικοόομή» στη σχετική αναφορά του βίου, ση
μαίνει1: «εκ νέου οίκοόόμησις», «άνόρθωσις», αλλά και: «κτίσις», «οίκο-
δόμησις». Κατά τη μεσαιωνική περίοδο, η λέξη εξακολουθεί να έχει την
αρχαία σημασία12. Ότι στο κείμενο του Βίου η λέξη άνοικοόομή είναι ταυ
τόσημη με την λέξη οικοδομή, φαίνεται και από το γεγονός ότι σε (ορισμέ
νους κώδικες του βίου, η δεύτερη λέξη βρίσκεται στη θέση της πρώτης3.
Κατά την αντιπαραβολή των πληροφοριών του Βίου και της θεωρίας για
«ανακαίνιση» ή «διεύρυνση» παλαιότερου ναού, προβάλλουν μερικά κρί
σιμα ερωτήματα.
1. Είναι εύλογο να δεχθούμε ότι ένας πάρα πολύ μικρός (πάνυ βραχύ
τατος) ναός και πολύ στενόχωρος για τις «συνάξεις» των μοναχών, μπο
ρεί να αποκτήσει, με μόνη την αφαίρεση (καθαίρεση) δύο πεσσών, τόση
ευρυχωρία και ωραιότητα («κάλλος όμοϋ καί μέγεθος»), ώστε ο βιογρά
φος να εκφράζει το θαυμασμό του; Εδώ πρέπει να συνεκτιμηθεί και το
γεγονός ότι εάν επρόκειτο για φραστική υπερβολή του συγγραφέα, θα
μπορούσε να ελεγχθεί άμεσα το πράγμα, αφού το έργο δεν απείχε χρονι
κά περισσότερο από δύο γενιές4, και το ίδιο το κτίσμα παρέμενε αψευδής
μάρτυς. Ό Βίος Β', εξ άλλου, αναφέρει ότι ο ναός ανοικοδομήθηκε «εκ
βάθρων αυτών»5.
2. Έχοντας υπόψιν τις μοναστικές συνθήκες της εποχής και την κλί
μακα μεγέθους των μεγαλύτερων βυζαντινών ναών στον Άθω, θα βρί
σκαμε αρμόζοντα το χαρακτηρισμό «πάνυ βραχύτατος» ή «στενόχωρος»,
για μια τρίκλιτη (τυπική) βασιλική με μέγεθος όσο αυτό του σημερινού
Πρωτάτου; Το δεύτερο αυτό ερώτημα συνεπάγεται και ένα τρίτο:
3. Υπήρχαν οι ποικίλες προϋποθέσεις ώστε να χτιστεί κατά την περίο
δο πριν από τον Αθανάσιο, ένας ναός αυτής της κλίμακας στον Άθω;
49
Β. Για να απαντηθούν πληρέστερα τα δύο από τα παραπάνω ερωτή
ματα πρέπει να δούμε ποιες ήταν οι συνθήκες στον Άθω πριν από την ά
φιξη του οσίου Αθανασίου. Μια περιγραφή των μοναστικών συνθηκών
στον Άθω, κατά την περίοδο αυτή, μας δίνει ο Βίος A του οσίου. Μόλις έ-
φθασε στο Όρος ο Αθανάσιος, αρχίζει οδοιπορίες: «περισκοπεί δέ καί
τούς εν αύτώ ον πολλούς όντας τότε τούς άσκονμένους, καί τούτων την
τραχντάτην άγωγήν άνιχνεύσας καί τόν ερημικόν καί άπράγμονα 6ίον, ε-
θαύμαζε... ού γάρ γην ήρονν ούκ αύλακα ετεμνον, ού 6οϋν είχον, ούχ ύπο-
ζύγιον, ούκ άλλο τι των άχθοφόρων ζώων, ού κυνάριον, ού κύνα, αλλά
καλύβας εκ μικρών πηξάμενοι ξύλων καί οροφήν ανταϊς εκ χόρτου συμ-
φορηθεισαν έπισχεόιάσαντες, ούτως εν θέρει, ούτως έν χειμώνι διεκαρτέ-
ρονν... αυτοί όι’ έαυτών την των νωτοφόρων ζώων υπηρεσίαν επλήρουν
επιστρώματα γάρ τινα οία τά των ήμιόνων τοις εαυτών επιθέντες νώτοις
ταϋτα όή τά τού Χριστού υποζύγια ούτως εν αύτοϊς τά άχθη μετέφερον...
Τροφή όέ αύτοϊς... τό όλον όρειος... τών γάρ άγριων δένδρων συλλέγοντες
τούς καρπούς, αυτοσχέδιον έαυτοϊς παρετίθουν τήν τράπεζαν»1.
Ειδικώτερα, η αναφορά στο είδος των καταλυμάτων όπου εγκαταβίω-
ναν οι μοναχοί: «καλύβας εκ μικρών πηξάμενοι ξύλων καί οροφήν αύταις
εκ χόρτου συμφορηθεϊσαν έπισχεόιάσαντες...», θυμίζει την αντίστοιχη α
ναφορά που περιέχεται στο σιγίλλιο του Βασιλείου του Α' (883). Ο αυτο-
κράτορας, με το έγγραφο12 αυτό, έθετε υπό την προστασία του «τούς τόν
ερημικόν βίον έλομένους καί τάς καταμονάς καί διατριβάς εν τώ τού ”Α-
θωνος λεγομένω δρει ποιησαμένους καί τάς εύτελεϊς σκηνάς3 εις άεί
πηξαμένους».
Αν και έχουν εκφρασθεί επιφυλάξεις4 για την πιστότητα με την οποία
αποδίδονται, στην παραπάνω περιγραφή του Βίου, οι πραγματικές συν
θήκες στον Αθω κατά την εν λόγω περίοδο, φαίνεται ότι αυτές δεν ήταν
πολύ διαφορετικές από την εποχή που εκδόθηκε το σιγίλλιο του Βασιλεί
ου του Α'. Ως προς το πλήθος των μοναστών, το γεγονός ότι τα περισσότε
ρα αθωνικά κείμενα που γράφηκαν κατά το δεύτερο μισό του 10ου και τον
11ο αιώνα, καταγράφουν5 μια σχεδόν αιφνίδια αύξηση του αριθμού των
μοναχών, δεν πρέπει να θεωρηθεί απλή σύμπτωση6.
1. Βίος οσίου Αθανασίου, Α', (έκδ. Noret), § 38, στίχ. 5 κ.εξ. (σ. 18, 19).
2. Actes du Prôtaton, αρ. 1 (σ. 180).
3. Ο όρος «κατασκήνωσις» επαναλαμβάνεται στερεότυπα σε έγγραφα του 908 και του
934. Βλ. Actes du Prôtaton, ό.π., σ. 184, στ. 6 και σ. 187, στ. 8.
4. Actes de Lavra I, σ. 32.
5. Πρβλ. Παπαχρυσάνθου Δ., ό.π., σ. 196, σημ. 73.
6. Σχετικά με το ολιγάριθμο των μοναχών, κατά το έτος 958, είναι ενδιαφέρουσα η λε
πτομέρεια που παρέχει ο βίος του οσίου: Ο Πρώτος φαίνεται ότι μπορεί να ασκεί μια συνο
λική εποπτεία στον μοναχικό πληθυσμό, αφού κατά τις μεγάλες εορτές γινόταν σύναξη στο
50
Η παρατήρηση της Δ. Παπαχρυσάνθου ότι «από το τελευταίο τέταρτο
του 10ου αιώνα και μετέπειτα, ο μοναχικός πληθυσμός του Όρους, έχει
την τάση να αυξάνει με συνεχώς ταχύτερο ρυθμό»1, φαίνεται να ανταπο-
κρίνεται στα πράγματα. Ωστόσο, νομίζουμε ότι δεν πρόκειται απλώς για
την επιτάχυνση ενός ρυθμού επάνδρωσης που βρισκόταν από καιρό σε α
νοδική πορεία. Πρόκειται μάλλον για μια καθοριστική τομή στην αθωνική
ιστορία που σημαδεύεται χρονικά από την ίδρυση της Λαύρας αλλά δεν
οφείλεται, παρά δευτερευόντως, σ’ αυτήν. Το κύριο γεγονός που αποτελεί
και την προϋπόθεση για να είναι πραγματοποιήσιμο ένα σχέδιο σαν αυτό
(της δημιουργίας μιας μεγάλης μονής), ήταν η εξαφάνιση της πειρατείας
στο Αιγαίο (και στη Χαλκιδική), με την εκδίωξη των Αράβων από την
Κρήτη.
Ασφαλώς δεν είναι τυχαίο ότι συμπίπτουν χρονικά: η αποστολή του
Αθανασίου στην Κρήτη, η σύλληψη εκεί της ιδέας*2 για
1 ίδρυση μοναστη
ριού στον Άθω, καθώς και η έναρξη των εργασιών, μετά την επιτυχή
έκβαση της εκστρατείας κατά των Αράβων.
Ήδη κατά τη στιγμή αυτή, όπως αναφέρει ο Βίος Α' του οσίου, υπήρ
χαν αθωνίτες αιχμάλωτοι3 των Αράβων, και ο Αθανάσιος είχε σκοπό να
τους αναζητήσει και να τους ελευθερώσει. Για πειρατικές επιδρομές στο
Όρος, γίνεται λόγος και στον Βίο του οσίου Ευθυμίου4 5του Νέου. Ol
επίμονες σχετικές αναφορές στά Πάτρια τον Αγίου Όρους\ που αφορούν
στις Μονές Βατοπαιδίου, Εσφιγμένου και σ’ ολόκληρο τον Άθώ, πρέπει
να θεωρηθούν ως απηχήσεις μιας πραγματικής, δεινής, κατάστασης που
κυριάρχησε στην χερσόνησο κατ’ αυτήν την περίοδο. Υπάρχουν πολλές
μαρτυρίες για πειρατικές επιδρομές σ’ ολόκληρο το Αιγαίο6, που εν τέλει
αποδεικνύονται αναπόφευκτες, δεδομένου ότι ολόκληρη η ανατολική
Μεσόγειος βρισκόταν, κατά τον 9ο και 10ο αι., κάτω από την απειλή των
ναό των Καρυών και εκφράζει τη βεβαιότητα ότι θα τον εντοπίσει: «ος αν εϊη, μέρος αυ
τής εσται», Βίος οσίου Αθανασίου, σ. 22, 23, §44 στίχ. 26. κ.εξ.
1. Παπαχρυσάνθου Δ., ό.π., σ. 196.
2. Βίος οσίου Αθανασίου, Α', (έκδ. Noret), σ. 32, §69. Τυπικό Αθανασίου, σ. 103, στ.
20-27. Παπαχρυσάνθου Δ., ό.π., σ. 208.
3. Παπαχρυσάνθου Δ., ό.π., σ. 207, 208, σημ. 121.
4. Βλ. Γεδεών Μ., Ο Άθως, Κωνσταντινούπολή 1885, σ. 98, 99.
5. Λάμπρος Σπ., «Τα Πάτρια του Αγίου Όρους», NE, τόμ. Θ', 1912, σ. 144, 209. Ο ίδιος,
Κατάλογος Χειρογράφων, αρ. 2309 (Μ. Εσφιγμένου)· Δωρόθεος Μον., Το Άγιον Όρος, σ.
409. Ο Γ. Σμυρνάκης (ό.π. σ. 19-21) αναφέρει «Έπί τού είκονομάχου Θεοφίλου 829-842 τό ’Ό
ρος ην ήρημωμένον ύπό των ’Αράβων» και ότι ο «δεύτερος συνοικισμός» του έγινε το 870.
6. Για επιδρομές στο Αιγαίο βλ. Καραγιαννόπουλος I., Ιστορία Βυζαντινού Κράτους,
τόμ. Β', Θεσσαλονίκη 1987 (ανατύπωση), σ. 238, 262, 264, 291, 292 και Ιστορία Ελληνικού
Έθνους (ΙΕΕ), τόμ. Η', σ. 56, 57.
51
αραβικών «επιχειρήσεων»1. Τα δύο μεγάλα ορμητήρια των Αράβων ήταν
η Κρήτη και η Σικελία. Ο χρόνος κατάκτησης της Κρήτης, σημαντικό
ορόσημο και για τις συνθήκες ανασφάλειας στον Άθω12 είναι το 823 ή 824 ή
827 ή 8283. Οι επανειλημμένες απόπειρες ανακατάληψής4 της, από τούς
Βυζαντινούς, μαρτυρούν πόσο μεγάλη σημασία είχε η εκδίωξη των Αρά
βων για την ασφάλεια του βυζαντινού κράτους και κυρίως των παραλίων.
Ol τελευταίες επιχειρήσεις γύρω στο 948-9505 και μετά δέκα χρόνια το 960,
δείχνουν έμμεσα ότι και στον Άθω, μέχρι την εποχή αυτή, εξακολουθούσε
νά υπάρχει σοβαρός κίνδυνος.
Επιμείναμε ιδιαίτερα στο θέμα αυτό, γιατί ο κίνδυνος της πειρατείας
είχε καταλυτικό ρόλο για το είδος και την έκταση των εγκαταστάσεων
(καταλυμάτων) των μοναχών κατά την εν λόγω περίοδο. Πέραν του αι
σθήματος της ανασφάλειας, θα υπήρχε μεγάλο πρόβλημα επιβίωσης,
λόγω των τεράστιων δυσχερειών στον ανεφοδιασμό με τροφές. Γιατί, ως
τόπος, λόγω γεωμορφολογίας και πυκνής χλωρίδας (κυρίως στη βόρεια
πλευρά), πρόσφερε, βέβαια, πολλά και δυσπρόσιτα καταφύγια αλλά ελά
χιστες, χέρσες περιοχές κατάλληλες για καλλιέργεια6. Η ανατροφοδότηση
από την ενδοχώρα της Χαλκιδικής, «διά τής χερσαίας οδού», ήταν εξίσου
επικίνδυνη με την «διά θαλάσσης», γιατί η προσπέλαση στο Όρος, γινό
ταν αναγκαστικά από πεδινές, σχεδόν παραθαλάσσιες διαβάσεις, πολύ
ευπρόσβλητες.
Λαμβάνοντας, επί πλέον, υπόψιν και το αλίμενο της χερσονήσου, κα
θώς και τους κινδύνους κατά την άσκηση στοιχειώδους αλιείας, διαπιστώ
νουμε ότι το πρόβλημα της επιβίωσης ήταν μεγάλο, ακόμη και για την πιο
ολιγαρκή μοναχική βιοτή. Οι συνθήκες αυτές εξηγούν τη διατήρηση για
καιρό ενός περισσότερο αναχωρητικού τρόπου ζωής στον Άθω7 και την
έλλειψη σοβαρών συγκοινωνιακών υποδομών και οικοδομών8. Έτσι
1. Πρβλ. ΙΕΕ, ό.π., σ. 54 και Παπαρηγόπουλος Κ., Ιστορία Ελληνικού Έθνους, τόμ. 4
(έκδ. 8η), σ. 93. Miles G., «Byzantium and the Arabs: Relations in Crete and the Aegean area», DOP 18,
1964, a. 1-32. Christides V., «The Raids of the Moslems of Crete in the Aegean Sea, Piracy and
Conquest», Byzantion 51, 1981, O. 76-111.
2. Βλ. ΙΕΕ, ό.π., 6. 55: «Η Κρήτη έγινε για ενάμιση σχεδόν αιώνα το ορμητήριο των
Αράβων...».
3. Βλ. ΙΕΕ, ό.π., σ. 54.
4. Βλ. π.χ. Καραγιαννόπουλος I., ό.π., σ. 239, 240, 241, 377.
5. Στο ίδιο, σ. 377.
6. Συμβαίνει, μάλιστα, τα προσφορότερα για καταφύγια μέρη να είναι τελείως
απρόσφορα για καλλιέργεια. Οι πιο πεδινές εκτάσεις βρίσκονται σε θέσεις παράλιες ή
μακριά από τις ορεινές και δασώδεις πτυχώσεις της χερσονήσου.
7. Οι Αθωνίτες χαρακτήρισαν μεγάλες και πρωτόφαντες καινοτομίες για το Όρος, τις
διάφορες οικοδομές και εγκαταστάσεις στη Λαύρα.
8. Η απουσία πύργων και αμυντικών κατασκευών, κατά την εν λόγω πρώιμη περίοδο,
είναι επίσης δηλωτική και χαρακτηριστική για το είδος των εγκαταβιώσεων.
52
μόνον μπορεί να εξηγηθεί και το γεγονός του λιμού που αντιμετώπισαν
(το χειμώνα του 963-964) οι πρώτοι μοναχοί της Λαύρας, ακόμη και μετά
την πάταξη της πειρατείας1.
1. Βλ. Βίος οσίου Αθανασίου, Α', (έκδ. Noret), σ. 47. Παπαχρυσάνθου Δ., ό.π., σ. 220-221.
2. Παπάγγελος Ιω., «Ο αρχιτεκτονικός όρος “χορός” και ο όσιος Αθανάσιος ο Αθωνί
της», Ε Συμπόσιο ΧΑΕ, 1985, σ. 73-74.
3. Στο ναό αυτό, τα Χριστούγεννα του 958, αποκαλύφθηκε ότι ο Αθανάσιος ήταν πολύ
μορφωμένος και καταρτισμένος μοναχός. Βλ. Βίος οσίου Αθανασίου, Α', (έκδ. Noret), σ. 23.
4. Βλ. Λάμπρος Σπ., «Τα Πάτρια του Αγίου Όρους», NE, τόμ. Θ', 1912, σ. 127. Πρβλ. ο
ίδιος, Κατάλογοί χειρογράφων, αρ. 3794.9.
53
Ο Σμυρνάκης1, χωρίς να μνημονεύει την πηγή του, αναφέρει ότι ο
μικρός ναός προς τιμήν της Υπεραγίας Θεοτόκου, στις Καρυές, κτίσθηκε
μετά το 88712. Γνωρίζουμε ότι, το έτος 883, ο Βασίλειος ο Α' εκδηλώνει την
φροντίδα του για τους μοναστές του Αγ. Όρους, εκδίδοντας το γνωστό
σιγίλλιό του3, με σειρά μέτρων που κατοχυρώνουν τη μοναχική εγκατα-
βίωση εκεί. Το γεγονός αυτό αν και δεν αρκεί για να στερεώσει την ά
ποψη που εκφράζει ο Σμυρνάκης, δείχνει πάντως την υπάρχουσα τότε
αναγκαιότητα για ένα κοινό ναό.
Ο αρχαιολόγος Σ. Κίσσας, σε σχετικό άρθρο του4, προτείνει ότι ι
δρυτής του πρώτου ναού των Καρυών υπήρξε ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Γ'
(δεκαετία 856-866). Την άποψη αυτή στηρίζει σε σχετική αναφορά στο βίο
των αγίων Σάββα και Συμεών (ιδρυτών της αθωνικής Μονής Χελανδα-
ρίου), που έγραψε ο Δομετιανός. Συγκεκριμένα, στο βίο αυτό αναφέρεται
ότι ο Μιχαήλ θεραπεύθηκε από την Παναγία που τιμάται στο Πρωτάτο
και γι αυτό οικοδόμησε την εκκλησία. Επίσης αναφέρεται ότι το όνομα
του Μιχαήλ Γ', ήταν γραμμένο στην Παρρησία της εκκλησίας, δηλαδή
στον κατάλογο με τα μνημονευόμενα κατά τις θείες λειτουργίες ονόματα
όλων των ευεργετών της.
Ωστόσο, αν ανατρέξουμε στην σωζόμενη Παρρησία του Πρωτάτου,
διαπιστώνουμε ότι ο πρώτος μνημονευόμενος αυτοκράτορας είναι ο Βα
σίλειος ο Α' (867-886). Οι επόμενοι επτά βασιλείς ταυτίζονται χωρίς επι
φύλαξη5 με τους κατά σειράν διαδοχής αυτοκράτορες: Λεόντα ΣΤ' και Α
λέξανδρο, Κωνσταντίνο Ζ' Πορφυρογέννητο, Ρωμανό (ίσως τον Β'), Νικη
φόρο Φωκά, Ιωάννη Τσιμισκή και Βασίλειο Β'. Για τα επόμενα τρία ονόμα
τα και ιδιαίτερα για το τρίτο που είναι «Μιχαήλ», δεν υπάρχει βεβαιότη
τα. Πράγματι, ακολουθεί τέταρτο το όνομα του «Νικηφόρου» που ταυτί
ζεται6 αναμφίβολα με τον Νικηφόρο Γ' τον Βοτανειάτη (1078-1081) και εί
ναι γνωστό ότι προηγούνται αυτού, τέσσερις αυτοκράτορες με το όνομα
Μιχαήλ (Δ', Ε', ΣΤ' και Ζ'). Η αναγραφή του ονόματος Μιχαήλ στη θέση
αυτή, αποκλείει κάθε ενδεχόμενο να πρόκειται για τον Μιχαήλ τον Γ'.
Ίσως να πρόκειται για τον Μιχαήλ Δ' (1034-1041), για τον οποίο υπάρ
χουν ειδήσεις ότι υπέφερε από βαρειά ασθένεια7 και ότι είχε επικοινωνία
54
με μοναχούς του Αγιου Όρους1. Επίσης αναφέρεται ότι ο Μιχαήλ ΣΤ'
πρόσθεσε κατά τό 1056 στην καθιερωμένη, χάριν των Αθωνιτών ρόγα,
δέκα λίτρες12.
Ο «τίτλος» κτίτωρ, εξ άλλου, δεν αποδίδεται μόνο στον αρχικό δομή-
τορα αλλά και σε κάθε μεταγενέστερο, μεγάλο «ευεργέτη» ή «συνδρομη
τή».
Κατά την θεωρία του Π. Μυλωνά3, η μετασκευασθείσα από τον όσιο Α
θανάσιο τρίκλιτη βασιλική κτίσθηκε, από τους παλαιότερους γέροντες
στις αρχές του 10ου αιώνα.
1. Πρβλ. Actes d’Iviron I, σ. 45, 46, 94. Επιφυλάξεις για τον κτιτορικό ρόλο του Μιχαήλ Γ',
εκφράζει, για άλλους λόγους, και η Δ. Παπαχρυσάνθου, που προτείνει ως πιθανότερο, τον
Μιχαήλ Δ'. Βλ. Παπαχρυσάνθου Δ., ό.π., σημ. 207, σ. 225, 226.
2. Βλ. Actes de Lavra I, αρ. 32 (1057), στ. 30-31.
3. Mylonas P., Les étapes, σ. 143-160.
55
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΜΝΗΜΕΙΟΥ
A. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ
1. Απαντάται π.χ., κατά το έτος 985, βλ. Actes d’Iviron I, αρ. 7, στ. 46· και κατά την διάρ
κεια των επόμενων τεσσάρων αιώνων.
2. Βλ. Αθανάσιος Παντοκρατορινός (επιμ.), «Βίος και πολιτεία Αθανασίου Α'», Θρακι-
κά, τόμ. 13ος (1940), σ. 66: «Επ’ αύτοΰ δέ τού μεσαιτάτου χώρου, πόλισμα ετερον στερρώς
περιπεφραγμένον... εν μοίρρ άκροπόλεως...». Πρβλ. στόν ίδιο, υποσ. 3: «Τό πόλισμα τούτο εί
ναι τό Πρωτάτον... όπου αί άρχαί».
3. Θεοχαρίδης Πλ., Παπάγγελος Ιωακ., «Κατάλογος των πύργων του Αγ. Όρους», Ol
Πύργοι τον Αγίου Όρους, (έκδ. ΚεΔΑΚ), Θεσσαλονίκη 2002, σ. 21.
4. Σύμφωνα με προφορικές πληροφορίες, επισημάνθηκαν τμήματα ισχυρών θεμελιώ-
σεων και σε άλλα σημεία, πέραν των ορίων της σημερινής πλατείας.
5. Η δημοσίευση των πορισμάτων από την πρόσφατη ανασκαφή που απεκάλυψε τις θε
μελιώσεις των κτισμάτων αυτών και, ίσως, άλλων παλαιοτέρων, αναμένεται ότι θα προσ
φέρει και στοιχεία χρονολόγησης των κατασκευών αυτών.
57
μνημείο, (Πίν. 1), που κατεδαφίσθηκαν κατά την εφαρμογή προγράμματος
ανάδειξης και «αναστήλωσης» του ναού, περί το έτος 1935. Πάντως,
βασικοί λόγοι για την καθαίρεση αυτών των κτισμάτων, ήσαν η αποτροπή
του κινδύνου μετάδοσης πυρκαγιάς1, αλλά και η επικρατούσα, τότε,
διαφορετική αντίληψη για τον τρόπο ανάδειξης και διατήρησης ενός
μνημείου, σε σχέση με τον περιβάλλοντα χώρο.
Το όνομα του ναού οφείλεται στην αρχή του Πρώτου που έδρευε ανέ
καθεν στις Καρυές12 και είχε θεσμοθετηθεί3 πριν από την ίδρυση της συγ
κεκριμένης εκκλησίας. Πρόκειται για χρήση του όρου κατά συνεκδοχή,
γιατί είναι γνωστό ότι η αρχική και κύρια σημασία του αναφερόταν απο
κλειστικά στον διοικητικό θεσμό4. Πράγματι, είναι μια από τις ονομασίες
που είχαν δοθεί στο διοικητικό κέντρο του Αθωνικού μοναχισμού: Κοινόν,
Μέση, Πρωτάτον, Πρωτεϊον, Λαύρα των Καρεών κ.λπ.5, η οποία όμως επι
βλήθηκε και παραμέρισε τις άλλες. Η παραλλαγή Πρωτεϊον παρουσιάζε
ται κατά τον 14ο αιώνα. Ο όρος Πρωτάτον με την έννοια της διοικητικής
αρχής, εξακολουθεί να εμφανίζεται και κατά την μεταβυζαντινή περίοδο.
Η άποψη ότι στην εκκλησία, που κτίσθηκε το 964, πραγματοποιούνταν
και οι διοικητικές συνάξεις6, μέχρι το έτος 1089, φαίνεται ότι βασίζεται σε
μονοσήμαντη ερμηνεία του όρου σνναξις (σύναξις=«συνέλευσις»). Είναι
όμως βέβαιο ότι σήμαινε και γενική συνάθροιση των μοναχών για συμμε
τοχή στις ακολουθίες κατά τις μεγάλες εορτές και πανηγύρεις7. Η εν λόγω
1. Πιθανόν επηρέασε και το γεγονός ότι δύο σπουδαιότατα μνημεία της Μακεδονίας εί
χαν καταστραφεί από πυρκαγιά, χάνοντας ανεπιστρεπτί μεγάλο μέρος της αυθεντικότητάς
τους: η Μητρόπολη των Σερρών, το 1913 και ο Άγιος Δημήτριος Θεσσαλονίκης, το 1917,
ενώ στο Άγ. Όρος, οι πυρκαγιές δεν είναι σπάνιες.
2. Οπουδήποτε, οι παλαιότερες πηγές αναφέρονται σε διοικητικό κέντρο των Αθωνι
τών μοναχών, αυτό εντοπίζεται στις Καρυές. Βλ. Παπαχρυσάνθου Δ., Αθωνικός μοναχισ
μός, σ. 299.
3. Η πρώτη μνεία του τίτλου, «πρώτος» σε αθωνική πηγή, συναντιέται το 908, με τρόπο
διατύπωσης που μοιάζει περισσότερο με επιθετικό προσδιορισμό. Ο εκπρόσωπος των Αθω
νιτών ασκητών Ανδρέας, χαρακτηρίζεται «ευλαβέστατος μοναχός καί πρώτος ήσυχαστής»:
Actes du Prôtaton, αρ. 2, στ. 17-18. Παρότι σε έγγραφα των ετών 934, 942, 943 δεν απαντάται
αυτός ο τίτλος, είναι βέβαιο ότι η αρχή του Πρώτου είχε καταστεί, κατά την περίοδο αυτή,
θεσμός. Πρβλ. Παπαχρυσάνθου Δ., Αθωνικός μοναχισμός, σ. 296, 297.
4. Πρβλ. δεσπότης > δεσποτάτον πρίγκηψ > πριγκηπάτον. Η κατάληξη έχει προέλευση
μάλλον από την λατινική γλώσσα: -atum.
5. Για την εμφάνιση αυτών των ονομασιών βλ. Παπαχρυσάνθου Δ., ό.π., σ. 308 κ.εξ· σ.
309: «Ο όρος Πρωτάτον εμφανίζεται σχετικά αργά», σημ. 100: «Πρώτη γνωστή μου μνεία το
1153». Actes de Lavra Ι, αρ. 62, στ. 35: «τήν τού Πρωτάτου προστασίαν».
6. Παπαχρυσάνθου Δ., ό.π., σ. 299,300,305-308.
7. Ο όρος με τη σημασία αυτή εξακολουθεί να χρησιμοποιείται και κατά την μεταβυ
ζαντινή περίοδο βλ. π.χ., Κομνηνός Ιω., Προσκυνητάριον τον Αγίου Όρους του Άθωνος,
(α' έκδ. 1701), η' έκδ.: Άγ. Όρος 1984, σ. 38: «...συνάγονται, δέ πάσαν Κυριακήν καί λειτουρ-
γοϋνται όμοΰ εις τό κυριακόν».
58
άποψη στηρίζεται σε χωρίο εγγράφου της Μ. Ξενοφώντος: «Οφείλει ε-
χειν ή μονή εν ταϊς κοιναϊς συνάξεσι τής Μέσεως τόν δυτικόν αριστερόν
πίσσωνα τής εκκλησίας, τοϋ τόν κατά καιρούς ήγουμενεύοντα ϊστασθαι
μετά των αυτού μαθητών ώσαύτως εν τή καθέδρα καθέζεσθαι σε... πλη
σίον τοϋ Μολφιτάνου, άπόντος δε τούτον, πλησίον τοϋ Βατοπεδίου»1. Το
χωρίο αυτό, ωστόσο, επιδέχεται διαφορετική ερμηνεία.
Η διαφορά της έννοιας των ρημάτων ϊστασθαι (σχετικές λέξεις: στά
σις, στασίδιον) και καθέζεσθαι (πρβλ. καθέδρα = κάθισμα) είναι δηλωτική
της ύπαρξης άλλου, διαφορετικού χώρου12, προωρισμένου για τις διοικητι
κές συνάξεις (συνεδριάσεις). Πράγματι, η διάκριση των σχετικών όρων
και, κατά συνέπεια, των αντίστοιχων χώρων, είναι εμφανής και στο εξής
χωρίο, σε έγγραφο της Λαύρας, του έτους 1153: <<Επεί δε την στάσιν καί
την καθέδραν, ήν είχεν ό εν τφ τοιούτω άγρω προσκαθήμενος μοναχός
(Μακάριος) εν τε τή εκκλησία καί τω κριτήρια) δεδώκαμεν πρός άλ
λον...»3. Εδώ, οι λέξεις «στάσις» και «καθέδρα» που αντιστοιχούν απόλυ
τα στα ρήματα «ϊστασθαι» και «καθέζεσθαι» του προμνησθέντος χωρίου,
ανταποκρίνονται σε ρητά αναφερόμενους, συγκεκριμένους χώρους: την
«εκκλησίαν» και το «κριτήριον».
Ο ναός και το ιδιαίτερο κτίριο των διοικητικών συνάξεων (κριτήριον),
ίσως όμως και τα αναγκαία οικήματα για την διαμονή του Πρώτου και
την παραμονή «προεστώτων», «αντιπροσώπων», πρέπει να βρίσκονταν
σε γειτονία. Είναι λοιπόν εύλογο να θεωρήσουμε ότι ο όρος Πρωτάτον
αναφερόταν, όχι μόνο στην διοικητική αρχή, αλλά και στον πυρήνα4 της
οίκησης των Καρυών, τειχοπερίβλητο για μεγάλο χρονικό διάστημα. Δη
λαδή το περιτείχισμα5 περιέβαλλε, καθώς φαίνεται, όλα τα αναγκαία για
την άσκηση της διοίκησης, κτίρια, γύρω από την εκκλησία.
Η χωροθετική προτεραιότητα και οι αρχιτεκτονικές αξιώσεις του ναού
-ήταν το μόνο κτίσμα με μνημειώδη χαρακτήρα μέσα στον περίβολο- εξέ
59
φραζαν συμβολικά την θρησκευτική - εκκλησιαστική προτεραιότητα στην
ιεράρχηση των αξιών και λειτουργιών του μοναχικού βίου. Έτσι, ήταν φυ
σικό να ελκΰσει, με τον καιρό, η εκκλησία, αποκλειστικά τη χρήση του ο
νόματος. Δηλαδή, ο όρος Πρωτάτο έφθασε να σημαίνει πλέον «ναός του
Πρωτάτου»1.
Τυπολογική ορολογία
1. Βλ. π.χ., επιγραφή του 1726, στο νότιο τοίχο του νοτιοδυτικού γωνιαίου διαμερίσμα
τος του ναού. Πίν. 35γ.
60
Κωνσταντινούπολης που είναι γνωστοί ως Kalenderhane τζαμί1 (Σχ. 29) και
Atik Mustafa Pasa τζαμί12.
Με τη διαπραγμάτευση του θέματος, θα φανεί ότι μια τέτοια θεώρηση
έχει ερείσματα, τόσο στο χαρακτήρα του σχεδίου χάραξης της κάτοψης
πάνω στο έδαφος, όσο και σε στοιχεία της αρχικής διάρθρωσης του μεσαί
ου τμήματος των πλευρικών όψεων (βόρειας και νότιας). Ο τρόπος επι
κοινωνίας των «γωνιαίων διαμερισμάτων» με τις κεραίες του σταυρού,
μέσω απλών τοξωτών ανοιγμάτων ή αψιδωμάτων, βρίσκεται επίσης, πλη-
σιέστερα σε μια τέτοια αντίληψη. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι πλη
ρέστερος καθορισμός του τύπου της εκκλησίας, επιτυγχάνεται με τον συν
δυασμό των δύο αυτών θεωρήσεων.
Τα προαναφερθέντα τοξωτά ανοίγματα επικοινωνίας των χώρων αυ
τών με την εγκάρσια κεραία του σταυρού, έχουν εν μέρει τοιχισθεί. Οι
προσθήκες αυτές συνιστούν, σε οριζόντιο επίπεδο, τη μόνη και ευδιάκριτη
αλλαγή στην αρχική κάτοψη του κυρίως ναού (Σχ. 1).
Ο νάρθηκας
Ο αρχικός νάρθηκας δεν έχει διασωθεί, αλλά είναι βέβαιο προκειμέ-
νου για τους πλευρικούς (βόρειο και νότιο) τοίχους, και πολύ πιθανό για
τον δυτικό του υφισταμένου νάρθηκα, ότι έχουν κτισθεί στις βάσεις των
τοιχοδομών του αρχικού (Πίν. 8β).
Κατά την διερεύνηση των διαδοχικών, ανοικοδομητικών επεμβάσεων
στο νάρθηκα, προκύπτουν σοβαρές δυσχέρειες «ανάγνωσης», γιατί πρό
κειται για ανακατασκευές και επισκευές απλών αργολιθοδομών που έ
χουν, μάλιστα, δεχθεί επανειλημμένως αρμολογήματα και εσωτερικά επι
χρίσματα. Είναι προφανές ότι, εν προκειμένω, ο τρόπος δομής, καθ’ αυ
τός, δεν παρέχει ασφαλές κριτήριο διάκρισης οικοδομικών φάσεων. Στοι
χεία που πρέπει να ληφθούν υπόψιν είναι: α) Η ύπαρξη ή μη πλίνθινης, ε-
φελκυστικής ζώνης με τη μορφή που εμφανίζεται στους μακρούς, πλευρι
κούς τοίχους του κυρίως ναού, β) Η θέση (διάταξη), το είδος και ο τρόπος
διαμόρφωσης των ανοιγμάτων, γ) Οι δύο συμφυείς παραστάδες στην εξω
τερική πλευρά του δυτικού τοίχου (Σχ. 1, πίν. 9β). δ) Οι διάφορες
παραμορφώσεις και αποκλίσεις των τοίχων.
1. Βλ. Müller-Wiener W., Bildlexikon, εικ. 151. Striker C. L. - Kuban Y. D., Kalenderhane in
Istanbul: The Buildings, their History, Architecture and Decoration, Mainz, χ.χ.έ.
2. Στο ίδιο, εικ. 64.
61
και καταδεικνύει ότι ο αρχικός, δυτικός τοίχος (ως κάθετος προς τον έ
ντονα κεκλιμένο άξονα της ζώνης αυτής), είτε κατέπεσε είτε απέκλινε σε
μεγάλο βαθμό και ανοικοδομήθηκε. Ωστόσο, ο δυτικός τοίχος δέχθηκε και
άλλες επεμβάσεις.
β) Πράγματι, η ύπαρξη στον τοίχο αυτό, δύο μακρόστενων θυρίδων,
σαν αυτές που διανοίγονταν σε πύργους και κτίσματα με αμυντικό χαρα
κτήρα (Σχ. 7), είναι σαφής ένδειξη μεταγενέστερης, μεταβυζαντινής επέμ
βασης, γιατί, τέτοιου είδους θυρίδες δεν απαντούν σε εκκλησίες κατά τήν
βυζαντινή περίοδο, κατά την οποία, εξ άλλου, το Πρωτάτο ήταν, όπως
είδαμε, περιτειχισμένο και ασφαλές. Οι τρεις τοξωτές θύρες που διανοί-
γονται, ανά μία στον άξονα της δυτικής, της βόρειας και της νότιας πλευ
ράς, έχουν σταθμούς (λαμπάδες) και τόξα διαμορφωμένα κατά τρόπους
που φανερώνουν ότι πρόκειται, αναντίρρητα, για αναδιαμορφώσεις, ή α-
νακατασκευές των αρχικών θυραίων ανοιγμάτων, με διαδοχικές μάλιστα
ανακαινίσεις, όπως μαρτυρεί, π.χ., η ύπαρξη δεύτερου τόξου σε ψηλότερη
στάθμη στην δυτική θύρα. Είναι πάντως πιθανώτατο ότι κατά την αρχική
κατασκευή του ναού υπήρχαν θυραία ανοίγματα στις ίδιες θέσεις (όπως
π.χ. στον νάρθηκα της Παναγίας των Χαλκέων στη Θεσσαλονίκη). Στη
δυτική πλευρά του ορόφου, διανοίγονται τρία ορθογώνια παράθυρα με
σταθμούς διαμορφωμένους από λαξευτούς λιθοπλίνθους, και ολόλιθα
υπέρθυρα, σύμφωνα με κατασκευαστικούς τρόπους της μεταβυζαντινής
περιόδου, που συναντάμε στην οικοδόμηση πτερύγων μοναστηριών. Στη
βόρεια πλευρά διανοίγεται ορθογώνιο παράθυρο με ξύλινο υπέρθυρο
(Πίν. 8) και στη νότια, μια στενόμακρη θυρίδα (σαν πολεμίστρα), όμοια με
τις προαναφερθείσες, στό δυτικό τοίχο του ισογείου (Πίν. 7).
γ) Οι συμφυείς παραστάδες στο δυτικό τοίχο, είναι οι μόνες εξωτερι
κές που εμφανίζονται στο ναό και εάν δεν αποτελούν ενισχυτικές νευρώ
σεις για την ευστάθεια του τοίχου αυτού, ίσως υποδηλώνουν την δόμηση
μεταγενέστερου εξωνάρθηκα.
δ) Διάκριση οικοδομικών φάσεων υπαγορεύει και το γεγονός ότι η νο
τιοδυτική, εξωτερική ακμή του νάρθηκα, εμφανίζεται πολύ ακανόνιστη,
μέχρι τη στάθμη της ποδιάς των ορθογωνικών παραθύρων του ορόφου,
και κανονική (ευθύγραμμη) από τη στάθμη αυτή και πάνω. Η νότια πα
ρειά της αντίστοιχης, δίεδρης γωνίας, εμφανίζεται εξαιρετικά ακανόνι
στη, ώστε να εγείρονται υπόνοιες ότι ο δυτικός τοίχος συνεχιζόταν άλλο
τε προς νότον, συμβάλλοντας, ίσως, στην δημιουργία ενός μεταγενέστε
ρου εξωνάρθηκα, επιμηκέστερου από τον υπάρχοντα (νάρθηκα). Ωστόσο,
μόνο με ανασκαφική έρευνα θα μπορούσε να επαληθευθεί αυτή η υπό
θεση. Επίσης, η σαφής κλίση του δυτικού τοίχου προς τα δυτικά μαρτυρεί
ότι υφίσταται πρόβλημα θεμελίωσης και μετά την αναδόμηση του νάρ
θηκα.
62
Ο σημερινός νάρθηκας είναι τριμερής, με διαχωριστικούς τοίχους που
δομούνται στις προεκτάσεις των «πεσσοστοιχιών» του κυρίως ναού (Σχ.
1).
Ο ισόγειος, νότιος χώρος έχει διαμορφωθεί σε παρεκκλήσιο1, στη δυτι
κή πλευρά του οποίου υπάρχει αψίδωμα μορφής «αρκοσολίου» που καλύ
πτει τον τάφο του Πρώτου Κοσμά (13ος αι.). Το ξύλινο τέμπλο είναι νεώ-
τατης κατασκευής. Ο βόρειος χώρος περιλαμβάνει και το «κλιμακοστά
σιο» ανόδου στα κατηχούμενα (Σχ. 10). Πάνω από το οριζόντιο υπέρθυρο
της βασιλικής πύλης, στο ημικυκλικό, τυφλό αψίδωμα (που η διάμετρός
του αντιστοιχεί στο αρχικό εύρος της θύρας αυτής), έχει τοιχογραφηθεί η
παράσταση της Κοίμησης της Θεοτόκου (Πίν. 37α). Στο ανώφλιο,
διακρίνεται, αρκετά κατεστραμμένη σήμερα, επιγραφή της οποίας το
πλήρες κείμενο διασώζουν παλαιότεροι ερευνητές:
«t Τούτον τόν οίκον στερέωσον Κύριε μέχρι τή(ς) συ[ντελείας τού αί-
ώνος] πρεσβείαις τής τεκούση(ς) σε καί πάντων των άγιων άμήν. ’Έτους
,ζκ' ίνδικτιώνος ιε' (1512)»*2. (Πίν. 37β). Στο νότιο τμήμα του ορόφου
(κατηχούμενα), υπάρχει το παρεκκλήσιο του Τίμιου Προδρόμου, με ξυλό
γλυπτο τέμπλο (Σχ. 25) και τοιχογραφίες στο χώρο του ιερού Βήματος,
που χρονολογούνται, βάσει επιγραφής, στο έτος 1526. Κάτω από την
ποδιά του στενού παραθύρου στο νότιο τοίχο, διαβάζουμε: «f Άνη-
στορίσθη έπεί Γαβριήλ τού πρώτου / καί Γερασίμου καί Μερκούριού, των
μοναχών / τού ,ζλδ' έτους. [ινδικτιώ]νος ιδ' (1526)»3. (Πίν. 37ε). Στον κο-
σμήτη που διατρέχει την βάση του τεταρτοσφαιρίου της αψίδας υπάρχει η
επιγραφή «+ΣΤΕΡΕΩΣΟΝ Κ[ΥΡΙ]Ε ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΝ ΣΟΥ ΗΝ
ΕΚΤΙΣΩ ΤΩ ΤΙΜΙΩ ΣΟΥ ΑΙΜΑΤΙ»4.
Αναφέρεται από τον Γ. Σμυρνάκη ότι η ανακατασκευή του δυτικού
νάρθηκα (και των κατηχουμένων) έγινε με δαπάνη του Μολδαβού Οσπο-
δάρου Μπογδάνου, το έτος 15075.
Ο κυρίως ναός
Το ορθογώνιο της κάτοψης του ναού, χωρίς το νάρθηκα και τις τρεις
ημικυκλικές κόγχες του ιερού Βήματος, έχει εξωτερικές διαστάσεις:
16,70μ. X 18,50μ., ενώ, ο μέσος όρος του μήκους των τεσσάρων πλευρών του
1.0 Γ. Σμυρνάκης σημειώνει (Το Άγιον Όρος, ο. 698), ότι η θύρα επικοινωνίας του
τμήματος αυτού, με το αντίστοιχο (νοτιοδυτικό), γωνιαίο διαμέρισμα του κυρίως ναού,
ήταν, επί των ημερών του, ανοιχτή.
2. Millet G.,..., Inscriptions, σ. 1, 2, αρ. 2.
3. Βλ. Millet G.,..., Inscriptions, σ. 3, αρ. 7. Brockhaus Η., Die Kunst in dem Athos-Klöstern, Leip
zig 1891, σ. 273. Σμυρνάκης Γ., ό.π., σ. 698.
4. Πρβλ. Millet G.,..., ό.π., σ. 3, αρ. 9.
5. Σμυρνάκης Γ., Τό Άγιον Όρος, σ. 698. Πρβλ. Millet G.,..., Inscriptions, ο. 1, αρ. 1.
63
κεντρικού τετραγώνου, είναι 6,90 μ. (Σχ. 1). Οι κεραίες του «εγγεγραμ
μένου σταυρού» και οι γωνιαίοι χώροι ορίζονται, στο εσωτερικό του ναού,
και διαχωρίζονται από τοιχοπεσσούς. Στην κάτοψη, οι τοιχοπεσσοί που
ορίζουν τις κορυφές του κεντρικού «τετραγώνου», σχηματίζουν ορθές, α
νισοσκελείς γωνίες με το άνοιγμά τους στραμμένο προς τα αντίστοιχα
τέσσερα, «γωνιαία διαμερίσματα». Τα τοξωτά ανοίγματα επικοινωνίας
των παραβημάτων με το ιερό Βήμα είναι στενά και χαμηλού ύψους (Σχ. 8,
9). Στα δύο άλλα, που ανοίγονται προς την εγκάρσια κεραία του σταυρού
-πολύ υψηλότερα και ευρύτερα- εντάσσονται τα πλευρικά τμήματα του
βυζαντινού, μαρμάρινου τέμπλου (Πίν. 20, 22, 24). Εξ ίσου ψηλά με αυτά,
είναι και τα τοξωτά ανοίγματα ή αψιδώματα, που διαμορφώθηκαν στις
ανατολικές πλευρές των δυτικών «γωνιαίων διαμερισμάτων» (Πίν. 25, 35,
36). Όπως σημειώσαμε ήδη, τα τέσσερα αψιδώματα επικοινωνίας των
«γωνιαίων διαμερισμάτων» με την βόρεια και νότια κεραία του σταυρού,
έχουν εν μέρει τοιχισθεί. Η τοίχιση, και στις τέσσερις περιπτώσεις, έχει
γίνει κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να αφήνεται, κατά τον άξονα του αψιδώ-
ματος, ένα στενότερο και χαμηλότερο άνοιγμα με οριζόντιο υπέρθυρο. Το
υπέρθυρο αυτό διαμορφώνεται με παράθεση αμφιέρειστων ξύλινων δο
κών. Προκειμένου για τα αψιδώματα των παραβημάτων, η τοίχιση πλαι
σιώνει τα θυραία ανοίγματα που ορίζονται από τους κιονίσκους και το ε
πιστύλιο του αντιστοίχου τμήματος του μαρμάρινου τέμπλου (Σχ. 30). Πά
νω από το υπέρθυρο της εισόδου στην Πρόθεση, διαμορφώθηκε ορθογώ
νιο άνοιγμα, σαν παράθυρο, μάλλον για την ανακούφιση του μαρμάρινου
επιστυλίου (Πίν. 34β).
Οι τοιχίσεις στα νότια αψιδώματα, προηγούνται της τοιχογράφησης
του Πανσελήνου, αφού επικαλύπτονται αμφίπλευρα από ζωγραφικές πα
ραστάσεις αυτής της εποχής. Στο ανατολικό, έχει τοιχισθεί, εξ ολοκλήρου
το κενό πάνω από την είσοδο στο Διακονικό. Ο τοίχος πλήρωσης δεν ε
δράζεται απευθείας επάνω στο μαρμάρινο επιστύλιο του αντίστοιχου
τμήματος του τέμπλου, αλλά σε σειρά ξύλινων δοκών τοποθετημένων
στην ίδια στάθμη, περίπου, στην οποία βρίσκεται και το παρόμοια διαμορ
φωμένο «ανώφλι» του «θυραίου» ανοίγματος, στο απέναντι αψίδωμα
(του νοτιοδυτικού, γωνιαίου διαμερίσματος). Στο τοξωτό άνοιγμα που
αντιστοιχεί στην Πρόθεση, υπάρχει μερική τοίχιση, με τοιχογράφηση όχι
της εποχής του Πανσελήνου, αλλά μεταβυζαντινή. Υπάρχει και σχετική
επιγραφή1, που παρουσιάζεται στην οικεία θέση (Πίν. 23γ). Στο απέναντι
της Πρόθεσης, δυτικό, τοξωτό άνοιγμα του βόρειου «χορού», υπάρχει
τοίχιση όμοια με εκείνη του αντίστοιχου δυτικού, στο νότιο «χορό», χωρίς,
όμως, κανένα ίχνος τοιχογράφησης. Επικαλύπτεται, μάλιστα, με νεώτερο
επίχρισμα (Πίν. 25β).
64
Επίσης, πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι οι τοιχίσεις, και στα τέσσερα
αψιδώματα, έγιναν με σκοπό τη μόνιμη υποστήριξη και ανακούφιση των
τόξων, τα οποία εμφανίζουν έντονες ρηγματώσεις που διήκουν από τα
κλειδιά τους μέχρι τις ανώτατες στάθμες των αντίστοιχων ανωδομών.
Υπάρχει και ένα αρχιτεκτονικό στοιχείο, το μόνο που προσδίδει και
τονίζει την έννοια της δρομικότητας στην εσωτερική διάρθρωση του κτί-
σματος. Ο δομικός ρόλος του είναι να εξασφαλίσει την συνεχή έδραση της
στέγασης του μεσαίου κλιτούς. (Σήμερα, των πλευρικών τοίχων του υφι
στάμενου φωταγωγού). Πρόκειται για την ύπαρξη δύο παράλληλων, ισχυ
ρών, ημικυκλικών τόξων (αψίδων), που αντιστοιχούν στη νότια (6,90μ.)
και βόρεια πλευρά (7,10μ.) του κεντρικού τετραγώνου (Πίν. 18, οχ. 8).
Συνδέουν, δηλαδή, τις ανωδομές των μεσαίων τοιχοπεσσών, τονίζοντας
την διαμήκη κεραία του σταυρού. Στη στάθμη των γενέσεών τους,
υπάρχουν ξύλινοι ελκυστήρες που, επίσης, συμβάλλουν στο να τονισθεί η
έννοια της δρομικότητας, δεδομένου ότι δεν υπάρχουν ούτε παρόμοια
τόξα, ούτε ελκυστήρες κατά την διεύθυνση Β-Ν.
Το /. Βήμα
Όπως ήδη αναφέραμε, οι τρεις αψίδες (κόγχες) του ιερού Βήματος εί
ναι και εξωτερικά ημικυκλικές. Στο τόξο μετώπου κάθε μιάς, σχηματίζε
ται ορθογώνια (σε τομή) υποχώρηση, που συνεχίζεται, με αντίστοιχες κα-
τακόρυφες ακμές, και κάτω από τις γενέσεις του τόξου, ώστε να εμφανί
ζεται εισέχουσα πλαισίωση σε ολόκληρη την αψίδα.
Τις ημικυκλικές βάσεις των τριών τεταρτοσφαιρίων (μυάκων), ορίζει
και τονίζει κοσμήτης που μορφώνεται με τρεις στρώσεις πλίνθων που εξέ
χουν βαθμηδόν, κατά το εκφορικό σύστημα (Σχ. 17). Το επίχρισμα του κο-
σμήτη φέρει γραπτή κοσμητική ταινία. Ο κοσμήτης της κόγχης της Πρόθε
σης συνεχίζεται και πέραν την γενέσεών του τόξου μετώπου (προς τα
αριστερά και δεξιά), μέχρι να συναντήσει τους κάθετους τοίχους (Β και
Ν) που ορίζουν το χώρο του εν λόγω παραβήματος. Στην ημικυκλική βάση
της μεσαίας κόγχης διαμορφώνεται σύνθρονο1 με μία υψηλή βαθμίδα (Σχ.
3, 8), στον άξονα του οποίου έχει τοποθετηθεί ξυλόγλυπτο προσκυνητάριο
με την περίφημη εφέστια εικόνα του Πρωτάτου, την Θεοτόκο που φέρει
την προσωνυμία «’Άξιον Έστίν»12 (Πίν. 45).
1. Σύνθρονο συναντάται κυρίως σε ναούς που απετέλεσαν έδρα επισκοπής, όπως στις
επισκοπές Σκύρου και Σαντορίνης, στον Άγ. Αχίλλειο Πρέσπας, στον Άγ. Νικόλαο Μελε-
νίκου, στην βασιλική Βυζαρίου. Ο ιδιαίτερος ρόλος του σύνθρονού στο Πρωτάτο, όπως και
στο καθολικό της Μονής Οσίου Λουκά Φωκίδας, δηλαδή σε μη επισκοπικές εκκλησίες,
χρειάζεται ειδική λειτουργιολογική διερεύνηση.
2. Κατά την επιγραφή: «Καρυώτισσα». Βλ. Ιουστίνος ιερομ. Σιμωνοπετρίτης, ’Άξιον
Έστίν: Η θαυματουργική εικόνα τον Πρωτάτου, Αγιον Όρος 1982.
65
Οι θνρες
Ο νάρθηκας και ο κυρίως ναός επικοινωνούσαν με τρία θυραία ανοίγ
ματα: Ένα ευρύ, κατά τον διαμήκη άξονα του ναού («βασιλική πύλη»)
και δύο στενότερα, τοξωτά που αντιστοιχούν στα δυτικά «γωνιαία διαμε
ρίσματα». Σήμερα τα δύο πλευρικά θυραία ανοίγματα δεν χρησιμοποι
ούνται: το νότιο έχει μετατραπεί σε «κόγχη» του διασκευασμένου σε πα
ρεκκλήσι, αντίστοιχου χώρου του νάρθηκα, ενώ το βόρειο έχει τοιχισθεί.
Πρόσβαση στον κυρίως ναό, εκτός από τη διάβαση μέσω του νάρθηκα, ή
ταν δυνατό να γίνει και από τοξωτή θύρα, στον νότιο τοίχο του ναού, κα
τά τον άξονα της εγκάρσιας κεραίας του σταυρού, και, πιθανότατα, από
δεύτερη, όμοια, στον απέναντι (βόρειο) τοίχο. Αυτά τα τελευταία θυραία
ανοίγματα έχουν μετατραπεί σε ορθογώνια παράθυρα, επιστεφόμενα από
ημικυκλικά τυφλά αψιδώματα, διαμορφωμένα κατά τήν παλαιολόγεια με-
τασκευή του ναού (Σχ. 5, 18, πίν. 16β). Τα οριζόντια υπέρθυρά τους είναι
ξύλινα. Το τύμπανο του νοτίου τυφλού αψιδώματος έχει τοιχογραφηθεί
αμφίπλευρα: στην εσωτερική πλευρά η τοιχογραφία είναι της εποχής του
Πανσελήνου, στην εξωτερική είναι μεταβυζαντινή.
Η θύρα στο βόρειο τοίχο του βορειοδυτικού γωνιαίου διαμερίσματος,
δεν υπήρχε στην αρχική οικοδομική φάση του ναού, γιατί πάνω από το ο
ριζόντιο υπέρθυρό της, διασώζεται το στενό, πλίνθινο αφίδωμα του αρχι
κού μονόλοβου παραθύρου που διανοίχθηκε στη θέση αυτή. Περιβάλλεται
από μαρμάρινο θύρωμα με γλυπτό, φυτικό διάκοσμο: μια περιθέουσα
ταινία με φύλλα άκανθας. Το πρόσθετο (επικαθήμενο), μαρμάρινο υπέρ
θυρο, με λοξότμητα πέρατα, κοσμούν ανάγλυφες μορφές πτηνών, φυτικά
διανθίσματα καθώς και γεωμετρικοί σχηματισμοί. Ο διάκοσμος αυτός
θεωρείται1 ανάλογος με τον εμφανιζόμενο σε θυρώματα των αρχών του
11ου αιώνα (Πίν. 38, 47γ).
Τα παράθυρα
Στον ημικυλινδρικό τοίχο της μεσαίας αψίδας, διανοίγονται παράθυ
ρα σε δύο στάθμες (Πίν. 9α). Τα παράθυρα αυτά, τρία σε κάθε στάθμη,
είναι τοξωτά, μονόλοβα, διατεταγμένα συμμετρικά, σε κανονικές αποστά
σεις και με αντιστοιχία των υπερκειμένων προς τα υποκείμενα. Κάθε
παράθυρο της κάτω σειράς εγγράφεται -κατά την εξωτερική του πλευρά-
σε «τυφλό αψίδωμα» που οι «σταθμοί» του βαίνουν μέχρι την βάση του
ημικυλινδρικού τοίχου. Στα τόξα και στους σταθμούς των παραθύρων της
άνω σειράς σχηματίζεται συνεχής, ορθογώνια (σε τομή) υποχώρηση, ως
πλαισίωση, όμοια με την εμφανιζόμενη στα παράθυρα της κάτω σειράς. Η
υποχώρηση αυτή υπάρχει και στην εσωτερική πλευρά όλων των παρα
θύρων της αρχικής οικοδομικής φάσης. Και στις δύο σειρές παραθύρων,
66
στη στάθμη της ποδιάς τους, διέρχεται πλίνθινη εφελκυστική ζώνη που
διατηρείται σε ιδιαίτερα καλή κατάσταση. Οι ζώνες αυτές συνεχίζονται
στο επίπεδο του ανατολικού τοίχου και στη συνέχεια στους μάκρους
πλευρικούς (βόρειο και νότιο). Στην Πρόθεση, ένα μονόλοβο παράθυρο
διανοίγεται στον άξονα της ημικυλινδρικής κόγχης. Τα μονόλοβα παρά
θυρα που υπάρχουν στους τοίχους πάνω από τις κόγχες των παραβημά-
των, είναι μεταγενέστερα. Στον κυρίως ναό, τα παράθυρα του νότιου και
βόρειου τοίχου, ομαδοποιούνται σε τρεις υποενότητες που αντιστοιχούν
με συνέπεια στην διάρθρωση του εσωτερικού χώρου (Πίν. 7, σχ. 31). Όλα
τα παράθυρα των τοίχων αυτών διατάσσονται σε δύο σειρές. Οι ποδιές
των παραθύρων κάθε σειράς, στην αρχική τους στάθμη, βρίσκονταν σε ευ-
θυγραμμία. Στον βόρειο τοίχο της Πρόθεσης, και στον νότιο του Διακονι
κού, αντιστοιχεί μία δυάδα μονόλοβων σε κάθε σειρά, ενώ στους αντίστοι
χους τοίχους των δυτικών «γωνιαίων διαμερισμάτων», παρατάσσεται μια
τριάδα σε κάθε στάθμη.
Στο μεσαίο τμήμα της όψης, που αντιστοιχεί στην εγκάρσια κεραία
του σταυρού, διανοίγονται, στην κάτω σειρά, δύο μονόλοβα παράθυρα
συμμετρικά ως προς την μετασκευασμένη σε παράθυρο, αξονική θύρα,
ενώ στην άνω σειρά διατάσσονται δύο μονόλοβα, επίσης συμμετρικά ως
προς ένα αξονικά διανοιγμένο, μεγάλο, δίλοβο παράθυρο (Πίν. 10, 11). Ό
λα τα μονόλοβα παράθυρα στις δύο σειρές των όψεων αυτών, αντι
στοιχούν, ανά δύο, στους ίδιους κατακόρυφους άξονες και παρουσιάζουν
την εισέχουσα πλαισίωση που περιγράψαμε ήδη (Πίν. 16α). Πάνω από το
δίλοβο παράθυρο υπάρχει πλίνθινο κόσμημα με μορφή (τμήματος) ζώνης,
στον κάθετο άξονα του οποίου διανοίγεται μικρός, κυκλικός φεγγίτης1. Σε
αντίθεση με τα άλλα παράθυρα δεν παρουσιάζει ορθογώνια (σε τομή) υ
ποχώρηση εν είδει εισέχοντος πλαισίου (Σχ. 37, 38). Στην βόρεια όψη, σώ
ζεται σε σχετικά καλή κατάσταση το αρχικό κόσμημα, ενώ στην νότια (ό
ψη) είναι ανακατασκευασμένο.
Στην βόρεια πλευρά, έχει αποκρυβεί, σε μεγάλο βαθμό, η αρχική διάρ
θρωση της όψης και η διάταξη των ανοιγμάτων, λόγω της κατασκευής της
στοάς και της αναγκαστικής ή ηθελημένης απόφραξης αρκετών παραθύ
ρων (Πίν. 8, σχ. 4).
Η συμβολή των τόξων κάθε διλόβου παραθύρου, υποβαστάζεται, μέσω
κιονοκράνου, από μαρμάρινο πεσσοκιονίσκο (όχι αμφικιονίσκο), ο οποίος
διαχωρίζει και τους λοβούς. Οι πεσσοκιονίσκοι αυτοί δεν είναι μονολιθι
κοί, αλλά αποτελούνται από δύο τεμάχια («στήλες») συναπτόμενα κατά
τρόπο, που η επιφάνεια επαφής τους είναι κάθετη (κατακόρυφη), και συν
1. Στην βόρεια όψη, ο τρόπος διάταξης των πλευρικών θολιτών του άνω ημικυκλίου
και η αλλαγή καμπυλότητας (μεγαλύτερη ακτίνα καμπυλότητας) στο κάτω, φανερώνουν
ότι δεν πρόκειται για ενιαία κατασκευή.
67
δεόμενα με εμφανείς σιδερένιους συνδέσμους (Πίν. 11, 12, σχ. 21, 22). Η
εσωτερική «στήλη» έχει τη μορφή πεσσίσκου ορθογωνικής διατομής, με
άνισα αποτετμημένες τις ορατές ακμές του και μικρή μείωση της διατομής
προς τα άνω. Στον πεσσίσκο του νότιου διλόβου υπάρχει λοξή απότμηση
της μιας, μόνον, ακμής. Η έλλειψη γεωμετρικής κανονικότητας στην
πρισματική μορφή τους, ξεπερνά ότι εννοούμε συνήθως με τον όρο γραφι
κή ακανονιστία και είναι βέβαιο ότι η κατεργασία τους δεν είχε φθάσει
ποτέ μέχρι το στάδιο της λείανσης. Η εξωτερική «στήλη» έχει τη μορφή
πεσσοκιονίσκου ο οποίος, στο νότιο δίλοβο, κοσμείται με ανάγλυφη, σχη
ματοποιημένη «ιχθυάκανθα». Στο βόρειο δίλοβο ο πεσσοκιονίσκος είναι
λειασμένος, αλλά δεν φέρει διάκοσμο. Τα κιονόκρανα είναι μονολιθικά,
αλλά, παραδόξως, με διαφορετική επεξεργασία, μορφή και ύφος στην εξω
τερική και στην εσωτερική τους όψη. Η εξωτερική «διάπλαση» είναι πανο
μοιότυπη και στα δύο κιονόκρανα: πρόκειται για απλή, τεκτονική μορφή,
αποδοσμένη με πλαστικότητα και λεπταίσθητες καμπυλόσχημες μεταβά
σεις. Το μοναδικό κόσμημα, στο κέντρο της κύριας όψης τους, είναι σταυ
ρός, με μορφή που απαντάται στο 10ο αιώνα1. Η εσωτερική τους μορφή, ως
πλαστική έκφραση, είναι, όπως ήδη σημειώσαμε, καταφανώς διάφορη12
από την εξωτερική. Επίσης, οι δύο εσωτερικές μορφές διαφέρουν μεταξύ
τους (Σχ. 22). Φαίνεται πως έχουν προκύψει από αλλοίωση των αρχικών.
Σε σοβαρή ζημιά πρέπει να οφείλεται και η μη μονολιθικότητα των
πεσσοκιονίσκων. Η προχειρότητα της κατεργασίας και η απουσία κάθε
αξίωσης για στοιχειώδη, έστω, πλαστική ανάδειξη των εσωτερικών τμη
μάτων (στηλών), σε αντιστοιχία με τις προβληματικές μορφές που παρου
σιάζουν οι εσωτερικές όψεις των μονολιθικών κιονοκράνων, θέτουν σοβα
ρό ζήτημα αιτιολόγησης για το οποίο θα γίνει ιδιαίτερος λόγος, κατά την
διαπραγμάτευση των οικοδομικών φάσεων του ναού.
Τα υπάρχοντα διαφράγματα στα παράθυρα, έχουν τοποθετηθεί όταν
έγιναν εργασίες συντήρησης κατά τα έτη 1955, 19563. (Πίν. 12). Αγνοούμε
εάν απομιμήθηκαν στοιχεία από τυχόν διασωθέντα στο ναό, τμήματα ή
λείψανα παλαιών διαφραγμάτων.
Όπως έχει αναφερθεί, πολλά παράθυρα έχουν τοιχισθεί (Πίν. 16α). Οι
περισσότερες τοιχίσεις υφίστανται ήδη κατά την περίοδο της παλαιολό-
γειας τοιχογράφησης και φαίνεται πως έγιναν για την ευχερή ανάπτυξη,
σε ευρύτερες επιφάνειες, του εικονογραφικού προγράμματος. Δεν απο
κλείεται, ωστόσο, να έγιναν τοιχίσεις παραθύρων και εξ αιτίας πιθανών
1. Για τη μορφή και χρονολόγηση των μαρμάρινων αρχιτεκτονικών μελών θα γίνει ιδι
αίτερος λόγος.
2. Περισσότερο αποκλίνουσα εμφανίζεται στο βόρειο κιονόκρανο.
3. Βλ. «Ειδήσεις: Εργασίαι αναστηλώσεως και συντηρήσεως Βυζαντινών μνημείων»,
Ε.Ε.Β.Σ., ΚΣΤ (1956), σ. 437.
68
ρηγματώσεων στα κλειδιά των τόξων τους, οι οποίες εκδηλώθηκαν ταυτό
χρονα με την εμφάνιση έντονων παραμορφώσεων και αποκλίσεων των
τοίχων, κατά την διαφορική καθίζηση που υπέστη ο ναός. Το ενδεχόμενο
αυτό είναι συναφές με το γεγονός ότι και οι τοιχίσεις εσωτερικών αψιδω-
μάτων1 επιβλήθηκαν για λόγους στατικούς, αλλά αξιοποιήθηκαν και ως
πρόσθετες επιφάνειες για τοιχογράφηση. Επίσης, στο βόρειο τοίχο, τοιχί
σεις, εν μέρει η εν όλω, παραθύρων, επέβαλλε η πρώτη κατασκευή και η
νεώτερη ανακατασκευή της βόρειας, ανοιχτής στοάς.
Έξι παράθυρα ισόσταθμα, ανά τρία στην ανωδομή της βόρειας και νό
τιας πλευράς του μεσαίου «κλιτούς», έχουν διαμορφωθεί κατά την πρώτη
οικοδομική φάση του ναού και αποτελούσαν άλλοτε τις φωτιστικές θυρί
δες του αρχικού, κατά μήκος «φωταγωγού» (Σχ. 8, 9). Με την υπερύψωση
των εξωτερικών τοίχων των τεσσάρων γωνιαίων διαμερισμάτων και τη
μετασκευή των αρχικών στεγών, τα παράθυρα αυτά έχασαν το λειτουρ
γικό τους ρόλο, καθώς βρέθηκαν μεταξύ εσωτερικών χώρων του ναού. Έ
χουν την ίδια μορφή με τα μονόλοβα που έχουμε περιγράφει και περιβάλ
λονται αμφίπλευρα (δηλαδή και στις δύο επιφάνειες του τοίχου στον ο
ποίο διανοίγονται), από τοιχογραφίες. Η ποδιά τους έχει υπερυψωθεί μο
νόπλευρα, προς την πλευρά του μεσαίου «κλιτούς», γύρω στα 25-30 εκ.,
για τη διευκόλυνση της τοιχογράφησης: Χάριν διαπλάτυνσης, δηλαδή, της
ζώνης διαχώρων που περιτρέχει το κλιτός αυτό, στην αντίστοιχη στάθμη.
Ηανωδομή
Η σημερινή ανωδομή και στέγαση του ναού είναι το τελικό αποτέ
λεσμα διαδοχικών αλλαγών, που θα μας απασχολήσουν διεξοδικά κατά
την διαπραγμάτευση των οικοδομικών φάσεων.
Ο φωταγωγός κτίσθηκε κατά τα έτη 1955-1956*2, αντικαθιστώντας προ
γενέστερο, με τετρακλινή στέγη και δέκα (10) ορθογωνικά παράθυρα σε
κάθε κατά μήκος πλευρά του (Πίν. 5). Πάνω από την κλειστή3 στοά που υ
πήρχε άλλοτε στη θέση της σημερινής, στη βόρεια πλευρά του ναού, βρι
σκόταν η «τράπεζα», ανώγειος χώρος στεγασμένος με τρικλινή, ξύλινη
σκεπή, της οποίας το κύριο (προς βορρά) κεκλιμένο επίπεδο αποτελούσε
την προέκταση της στέγης που εκάλυπτε το βόρειο «κλιτός» του ναού.
Φαίνεται, πάντως, ότι η δόμηση των εν λόγω προσκτισμάτων, στη βόρεια
πλευρά του ναού, αποσκοπούσε στην προστασία από το βορεινό άνεμο
69
βρόχι και στην αντιστήριξη1 της ανωδομής του βορείου τοίχου. Το στερεω
τικό ρόλο ανέλαβαν κατόπιν οι επίστεγες αντηρίδες καθώς και η οροφή
της στοάς, κατασκευασμένη από ωπλισμένο σκυρόδεμα (Πίν. 6, 8).
Τα δάπεδα
Τα υπάρχοντα δάπεδα στον κυρίως ναό και το ιερό Βήμα, είναι νεώ-
τερα. Έχουν κατασκευαστεί κατά το έτος 1889* 2, με επίστρωση μαρμάρι
νων, τετραγωνικών πλακών, χρώματος υπόλευκου και τεφρού (Πίν. 17).
Στο νοτιοδυτικό γωνιαίο διαμέρισμα, διενεργήθηκε πρόσφατα ανασκα-
φική τομή και αποκαλύφθηκε3 η στάθμη του αρχικού δαπέδου. Είναι
πιθανώτατο ότι το δάπεδο αυτό θα είχε υποστεί τις συνέπειες της έντονης
διαφορικής καθίζησης, που μαρτυρείται από τις σαφείς αποκλίσεις τοίχων
και τοιχοπεσσών. Είναι, ως εκ τούτου, πολύ πιθανό ότι, ανάμεσα στη
στάθμη του αρχικού και του σημερινού δαπέδου, θα παρεμβαλλόταν
τουλάχιστον μία ενδιάμεση, ισοπεδωτική στρώση, για την εξομάλυνση και
οριζοντιοποίηση του κεκλιμένου και διαταραγμένου αρχικού επιπέδου.
Στο χώρο του νάρθηκα, έχουν διαστρωθεί ορθογωνισμένες, λίθινες
πλάκες, τεφρού χρώματος. Στο κέντρο του μεσαίου χώρου, σχηματίζεται
ορθογώνιο «ομφάλιο» με έγχρωμα, τυποποιημένα πλακίδια (βιομηχανι
κής προέλευσης).
Κατασκευαστικά ζητήματα
Για τη διερεύνηση του τρόπου θεμελίωσης, διενεργήθηκαν, από την
Αρχαιολογική Υπηρεσία, δύο ανασκαφικές τομές, δίπλα στο νότιο τοίχο
(Σχ. 26). Αποκαλύφθηκε η νότια (εξωτερική) παρειά τμημάτων του θεμε
λίου, μέχρι βάθους 2,5 μέτρων περίπου, δηλαδή μέχρι την στάθμη του υ
δροφόρου ορίζοντα, κατά την εποχή της ανασκαφής. Ο τοίχος θεμελίωσης
είναι κτισμένος με αργούς λίθους ποικίλου μεγέθους. Φαίνεται πως είχαν
προβλεφθεί και ξυλόδεσμοι, τουλάχιστον κατά τμήματα της τοιχοδομής,
γιατί, στην ορατή (εξωτερική) παρειά της, εμφανίζεται οριζόντια εσοχή,
λόγω υποχώρησης σειράς λίθων, οφειλόμενης πιθανώς στην τοποθέτηση
ξύλινου δοκαριού που διαβρώθηκε. Παραδόξως, η εσοχή αυτή δεν συνεχί
ζεται.
Σε διερευνητικές τομές που έγιναν στο έδαφος, σε μικρή απόσταση
από το ναό, αποκαλύφθηκαν θεμελιώσεις άλλων, μικρών κτισμάτων. Εί
ναι ενδιαφέρον ότι δαπιστώνεται σ’ αυτές, ευρεία χρήση ξύλινων δοκών,
σε πυκνή διάταξη, κατά μήκος καί πλάτος, ενσωματωμένων στις χαμηλο
70
τερες τοιχοδομικές στρώσεις των θεμελίων. Μάλιστα, προς αποφυγή διά
βρωσης και σήψης, είχε προηγηθεί (πριν από την τοποθέτηση), επιφανει
ακή απανθράκωσή τους.
Οι παρατηρήσεις αυτές πείθουν ότι και στη θεμελίωση του Πρωτάτου,
κατά πολύ βαθύτερη και άρα ευπαθέστερη, λόγω ύπαρξης υπογείων υδά-
των και ψαθηρού υπεδάφους, εφαρμόσθηκαν τεχνικές θεμελίωσης με
χρησιμοποίηση ξυλείας. Δεν αποκλείεται η εφαρμογή της μεθόδου της
πασσαλόπηξης1. Σύμφωνα με προφορικές πληροφορίες γηραιών μοναχών,
κατά την περίοδο διερεύνησης του μνημείου από τον Α. Ορλάνδο,
διαπιστώθηκε ότι το κτίσμα θεμελιώθηκε πάνω σε εσχάρα διαμορφωμένη
με μεγάλα ξύλινα δοκάρια12.
Οι τοίχοι του ναού είναι κτισμένοι με αργούς λίθους και τεμάχια πλίν
θων. Εφαρμόζονται και εφελκυστικές ζώνες με ολόκληρες πλίνθους. Η ο
ρατή διάσταση των τελευταίων κυμαίνεται από 31 έως 41 εκ. και το πάχος
τους από 3,5 έως 5,0 εκ. Σπανιώτερα απαντώνται και μικρότερες δια
στάσεις π.χ. 27 ή 28 εκ. Τα τεμάχια πλίνθων παρεμβάλλονται στους αρ
μούς ή «αντικαθιστούν» λίθους, τοποθετούμενα, συνήθως, σε επάλληλες
στρώσεις, οριζόντιες ή πλάγιες. Υπάρχουν εσωτερικές επιφάνειες όπου το
ποσοστό των εμφανιζόμενων πλίνθων εξισώνεται σχεδόν με εκείνο των
λίθων (π.χ. στο ιερό Βήμα).
Οι τοιχοπεσσοί που ορίζουν το μεσαίο κατά μήκος «κλιτός», έχουν πά
χος 87 εκ. Οι πλευρικοί, μακροί τοίχοι (νότιος και βόρειος) είναι λεπτότε
ροι: το πάχος τους κυμαίνεται μεταξύ 75 και 80 εκ. Η διαφορά αυτή οφεί
1. Πρβλ. Ζώσιμος (κόμης και φισκοσυνήγορος), Ιστορίας Νέας Βιβλία Έξ, έκδ. Βόννης
1837, βιβλ. 2, 35: «... Έπεγαιώθη δέ καί περί αυτήν θαλάσσης οΰκ ολίγον, πάλών κύκλω
παγέντων καί οικοδομημάτων αύτοις έπιτεθέντων...».
Βλ. έπίσης: Robotti C., «Il restauro della basilica dei SS. Maria e Donato di Murano», Antiqua 3
(1976), εικ. 7. Rappoport P., Building the Churches of Kievan Russia, Brookfield - Variorum 1995, o.
89-108.
2. Ανάλογες πληροφορίες υπάρχουν και για το γειτονικό καθολικό της Μονής Κουτλου-
μουσίου, όπου τα εδαφολογικής φύσεως προβλήματα των οικοδομών, είναι πολύ γνωστά
και τεκμηριωμένα. Εφαρμογή ειδικού τρόπου θεμελίωσης: είδος κοιτόστρωσης (με χρήση
ισχυρού υδραυλικού κονιάματος), ενισχυμένης με ξύλινες εσχάρες, έχει επισημανθεί (χάρη
στην ύπαρξη υπογείων στοών προσπέλασης) και στο καθολικό της Μονής Ξηροποτάμου, ό
που, επίσης, υφίστανται σοβαρά εδαφολογικά προβλήματα. Πρβλ. Πολυβίου Μ., Το καθολι
κό της Μονής Ξηροποτάμου. Σχεόιασμός και κατασκευή στη ναοδομία του 18ου αιώνα,
Αθήνα 1999. Η χρονολόγηση των παλαιοτέρων Αγιορείτικων κατασκευών προϋποθέτει,
ιδιαίτερη μελέτη, ωστόσο δεν είναι παρακινδυνευμένο να θεωρήσουμε ότι αποτελούν την
συνέχεια μιας αδιάλειπτης, οικοδομικής παράδοσης που ασφαλώς πρέπει να αναχθεί στην
ύστερη, το αργότερο, αρχαιότητα. Η μέθοδος της πασσαλόπηξης έχει επισημανθεί σε
θεμελιώσεις κτισμάτων της Θεσσαλονίκης, που ανάγονται στη ρωμαϊκή περίοδο. Ο
Βιτρούβιος αναφέρει με σαφήνεια τη χρήση ξυλείας για θεμελιώσεις σε φαθηρά εδάφη:
Βιτρούβιος, Περί Αρχιτεκτονικής, Βιβλ. III, κεφ. Δ', παρ. 2.
71
λεται σε στατικούς λόγους, δηλαδή στο γεγονός ότι οι (εσωτερικοί) τοι-
χοπεσσοί, ενώ φέρουν ανωδομή μεγαλύτερου ύφους (τον «φωταγωγό»),
δεν αποτελούν συνεχή τοιχοδομή (λόγω της παρεμβολής των αψιδωμά-
των), οπότε τα εμβαδά των βάσεων έδρασής τους, είναι μειωμένα. Είναι
γνωστό ότι η ευστάθεια και στερεότητα (έναντι σεισμικής καταπόνησης),
τοιχοδομών μεγάλου ύφους, και ιδιαίτερα, όταν αυτές συνιστούν τον πυ
ρήνα του κτίσματος, αυξάνεται, όταν αυξάνονται ol «διατομές» τους.
Για την δομική συνοχή του κτίσματος, έχουν προβλεφθεί, όπως είδαμε,
εφελκυστικές ζώνες. Στους περιμετρικούς1 τοίχους, αλλά και στους εσω
τερικούς τοιχοπεσσούς (όπου είναι ορατή η δομή λόγω καταστροφής των
τοιχογραφιών), εμφανίζονται σε ωρισμένες στάθμες συνεχείς ζώνες απο-
τελούμενες από τρεις στρώσεις πλίνθων. Στο νότιο τοίχο (Σχ. 5) διακρί
νουμε τρεις ζώνες: δύο στις στάθμες που ορίζονται από τις αρχικές ποδιές
των δύο σειρών παραθύρων, και μια τρίτη στο ύφος των κλειδιών των τό
ξων του διλόβου. Οι ζώνες αυτού του τοίχου, σε μεγάλο βαθμό καταστρά
φηκαν και κατά τόπους έχουν ανακατασκευασθεί. Υπήρχαν ασφαλώς
ζώνες και σε υψηλότερες στάθμες ο καθορισμός των οποίων ανάγεται στο
ζήτημα της αναπαράστασης της πρώτης οικοδομικής φάσης του μνημείου.
Στις τρεις κόγχες του ιερού Βήματος, οι ζώνες έχουν διατηρηθεί σε πολύ
καλή κατάσταση, όπως διαπιστώνουμε από φωτογραφίσεις πριν από την
επικάλυψή τους με συνθετικό κονίαμα. Η αρχική τοιχοποιία της βόρειας
πλευράς, ως προς την εφαρμογή εφελκυστικών ζώνων, πρέπει να ήταν
όμοια με την νότια.
Το γεγονός ότι οι πλίνθινες αυτές ζώνες, πλάτους 18-19 εκ., εμφανίζο
νται12 και στις εσωτερικές παρειές των τοίχων, στις ίδιες στάθμες, αποδει-
κνύει ότι ο ρόλος τους είναι εφελκυστικός. Εν τούτοις, ο κανόνας που επι
βάλλει να διατρέχουν οι ζώνες αυτές όλους τους τοίχους στην ίδια στάθ
μη, δεν εφαρμόζεται πάντοτε: π.χ. η ζώνη που αντιστοιχεί στις ποδιές της
κάτω σειράς παραθύρων, στην μεσαία αψίδα του ιερού Βήματος εμφανί
ζεται εσωτερικά, ασυνεχής, ενώ στους σταθμούς των τοξωτών ανοιγμά
των επικοινωνίας των παραβημάτων με το κυρίως ιερό Βήμα, παραλείπε-
ται.
Εάν ενσωματώνονται και ξυλόδεσμοι στην ίδια στάθμη, ανάμεσα στις
στρώσεις των πλίνθων και παράλληλα προς αυτές, δεν υπήρξε δυνατότη
τα να εξακριβωθεί. Ως προς την συνδετική επάρκεια των ζωνών αυτών,
έναντι εφελκυστικών τάσεων, εκτιμούμε ότι ο αριθμός των τριών στρώσε
ων είναι ο ελάχιστος απαραίτητος για την εξασφάλιση συνεκτικότητας
της πλίνθινης ζώνης, με την προϋπόθεση της καταλληλότητας του συνδε
1. Οι τοίχοι του νάρθηκα, πλην του βορείου, εξαιρούνται γιατί έχουν ανακατασκευ
ασθεί.
2. Είναι ορατές σε σημεία που έχουν καταστραφεί οι τοιχογραφίες.
72
τικού κονιάματος και της αντοχής των πλίνθων σε εφελκυσμό. Η σύνδεση
επιτυγχάνεται χάρη στην υπέρθεση των πλίνθων της δεύτερης και τρίτης
στρώσης, ακριβώς επάνω από τους κάθετους αρμούς της πρώτης και δεύ
τερης στρώσης, αντίστοιχα.
Για το σύστημα των ξυλοδέσμων που έχουν ενσωματωθεί στους τοί
χους του ναού και προδίδονται από τους εμφανείς ξύλινους ελκυστήρες,
θα γίνει εκτενής λόγος κατά την ανάλυση των οικοδομικών φάσεων.
Τα τόξα των παραθύρων και θυρών είναι διαμορφωμένα με πλίνθους,
ενώ οι σταθμοί, με κοινή τοιχοποιία. Όπως, ήδη, αναφέραμε, όλα τα πα
ράθυρα της αρχικής οικοδόμησης, παρουσιάζουν εισέχουσα πλαισίωση
που σχηματίζεται με ορθογώνια (σε τομή) υποχώρηση του τοίχου (καθόλη
την περίμετρο εκτός της ποδιάς). Η πλαισίωση αυτή γίνεται αμφίπλευρα
(στην εξωτερική και εσωτερική πλευρά του τοίχου). Φαίνεται πως, κατά
την κατασκευή του μεγαλύτερου μέρους του αψιδώματος, η υποχώρηση
δεν διαμορφωνόταν με δόμηση δύο ομόκεντρων τόξων, αλλά με χρήση ως
θολιτών, πλίνθων ειδικής μορφής, ώστε να δομείται ταυτόχρονα το εξωτε
ρικό και το εισέχον τόξο (Πίν. 15β). Δηλαδή, από την τετραγωνικού ή
ορθογωνικού σχήματος πλίνθο-θολίτη, είχε αφαιρεθεί ένα γωνιακό,
τετραγωνικό τμήμα, με διαστάσεις που αντιστοιχούσαν στο βάθος και
πλάτος της υποχώρησης1. Επίσης, πλινθόκτιστα είναι και τα τόξα όλων
των εσωτερικών τοξωτών ανοιγμάτων και αφιδωμάτων.
Ο τρόπος διάταξης των πλίνθων κατά τη δόμηση του τεταρτοσφαιρίου
της μεγάλης αψίδας δεν είναι γνωστός, λόγω της τοιχογράφησης της εσω
τερικής επιφάνειας του. Στο Διακονικό, η καταστροφή των τοιχογραφιών
επιτρέπει να δούμε τον τρόπο διαμόρφωσης: Δύο συστοιχίες επάλληλων,
καμπύλων, με πλάγια κατεύθυνση πλινθοδομικών στρώσεων, διαμορφώ
νουν τα δύο τμήματα του τεταρτοσφαιρίου, συμβάλλοντας κατά το κατα-
κόρυφο, αξονικό επίπεδο (Α-Δ), προς το οποίο παρουσιάζουν συνεπή
συμμετρία12.
Στο κτίσμα υπάρχουν και οριζόντια υπέρθυρα, που κατασκευάσθηκαν
με παράθεση αμφιέρειστων ξύλινων δοκών. Τα περισσότερα απ’ αυτά, αν
όχι όλα ανάγονται χρονολογικά στις κύριες μετασκευές του ναού. Τέτοια
είναι α. Τά οριζόντια υπέρθυρα των ορθογωνικών παραθύρων που δια
μορφώθηκαν στη θέση των αρχικών, τοξωτών θυρών, στο βόρειο και νότιο
τοίχο του ναού (κατά τον εγκάρσιο άξονα), β) Το υπέρθυρο της «βασιλι
κής πύλης» (Πίν. 31β), γ) το υπέρθυρο της θύρας στον βόρειο τοίχο του
73
βορειοδυτικού, γωνιαίου διαμερίσματος και δ) Τα υπέρθυρα των
ορθογωνικών ανοιγμάτων1 που προέκυψαν κατά την μερική τοίχιση την
αψιδωμάτων, στους ανατολικούς τοίχους των δυτικών γωνιαίων
διαμερισμάτων. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, οι κάθετες επιφάνειες των
εξωτερικών ξύλινων δοκαριών, που βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο με τις
παρειές των τοίχων, έχουν δεχθεί χτυπήματα, ώστε να «αγριέψουν», για
να είναι δυνατή η πρόσφυση του επιχρίσματος.
Η διακόσμηση
Το μόνο διακοσμητικό στοιχείο που υπάρχει στις εξωτερικές όψεις των
τοίχων, είναι, όπως είδαμε, πλίνθινο κόσμημα στη βόρεια και νότια πλευ
ρά του κτίσματος, «εντοιχισμένο» επάνω ακριβώς από το δίλοβο παράθυ
ρο. Πρόκειται για ένα αυτοτελώς εμφανιζόμενο τμήμα πλίνθινης, διακο-
σμητικής ταινίας, στο οποίο παρεμβάλλεται μικρός, κυκλικός φεγγίτης. Ol
πλίνθοι έχουν τοποθετηθεί κατά τρόπο, ώστε να σχηματίζονται ρόμβοι,
παρατεθειμένοι «κατά κορυφήν». Το κόσμημα του νότιου τοίχου (Πίν. 7,
10), αποτελεί νεώτερη ανακατασκευή, βασισμένη, μάλλον στο «υπόδει
γμα» του διατηρούμενου σε σχετικά καλή κατάσταση, αντίστοιχου σχημα
τισμού στο βόρειο τοίχο, χωρίς να αποκλείεται το ενδεχόμενο να είχαν
διασωθεί, πριν από την ανακατασκευή, λείψανα του αυθεντικού κοσμή
ματος (Πίν. 2α). Η ανακατασκευή αυτή διέπεται από μιαν αντίληψη σα
φούς γεωμετρικής κανονικότητας, η οποία δεν ανταποκρίνεται στον μειω
μένο βαθμό κατασκευαστικής ακρίβειας, που διαπιστώνουμε στο κόσμημα
του βόρειου τοίχου (Πίν. 13, 14, παρένθ. πίν ΣΤ'), δηλαδή, απόλυτες
ευθυγραμμίες και γεωμετρικοποίηση των σχημάτων. Για το βόρειο
κόσμημα και τη χρονολόγησή του θα γίνει ιδιαίτερος λόγος κατά την
ανάλυση της αντίστοιχης οικοδομικής φάσης.
74
Η ΧΑΡΑΞΗ ΤΗΣ ΚΑΤΟΨΗΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΝΑΛΟΓΙΕΣ ΤΗΣ
75
τα θεμείλια πήξατο νηοϋ... Δεινός άνήρ καί κέντρον έλεΐν καί σχήμα χα-
ράξαι»1.
Χάραξη της κάτοψης ναού στο έδαφος, με χρήση «ραμμάτων»,
μαρτυρείται στο γνωστό χωρίο του βίου του οσίου Νίκωνος του επιλεγό
μενου Μετανοείτε. Είναι αξιοσημείωτο ότι ο Όσιος ήταν σύγχρονος του
οσίου Αθανασίου12 και έκτισε αυτό το ναό (στη Σπάρτη), κατά το δεύτερο
μισό του 10ου αιώνα.3
Επειδή τα συναφή στοιχεία του βίου, πολύ σημαντικά για το θέμα που
εξετάζουμε εδώ, έχουν ερμηνευθεί με τρόπο που προκαλεί ασάφεια και
παρανοήσεις ως προς τη σχετική διαδικασία χάραξης, αξίζει να επιχειρή
σουμε κάποιες διασαφήσεις.
Κατ’ αρχήν, αναφέρεται στο βίο του οσίου Νίκωνος ότι «... θεία τις 6-
ψις (=όραμα, ενύπνιο) ήν αύτφ ονρανόθεν ύποόείξασα την κατασκευ
ήν»4. Παραθέτουμε αυτό το εδάφιο, γιατί μια συναφής έκφραση, στο κυρί
ου ενδιαφέροντος χωρίο που θα δούμε στη συνέχεια, έχει θεωρηθεί ως έν
δειξη ότι δεν υπήρχε σχέδιο (κάτοψη). Πρέπει να σημειωθεί ότι παρόμοιες
αναφορές σε βίους ή άλλα κείμενα, υπάρχουν στις περισσότερες από τις
περιπτώσεις κατά τις οποίες γίνεται μνεία κατασκευής ναών5. Ο τρόπος
υπόδειξης από τον Όσιο, της θέσης που θα χτιζόταν ο ναός, είναι χαρα
κτηριστικός: Μετά από μια λιτανεία στην οποία προεξήρχε, εναπέθεσε
στο έδαφος τρεις πέτρες6. Έχει νομισθεί ότι με τις πέτρες αυτές σημαδεύ
τηκε κατά προσέγγιση το σχέδιο του ναού7. Συγκρίνοντας την περίπτωση
1. Βλ. PG, 86Β.2130Α. Η έννοια του κέντρου είναι εδώ διφορούμενη: οξεία αιχμή (όρ
γανο); Γεωμετρικό σημείο (κέντρο κύκλου);
2. Όπως και ο όσιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης, έχαιρε μεγάλης υπολήψεως από τον Νι
κηφόρο Φωκά, που του ανέθεσε επίσης (όπως και στον Αθανάσιο) ιεραποστολικό έργο
στην Κρήτη. Βλ. Γαλανόπουλος Μ., Βίος, Πολιτεία... τον Οσίου και Θεοφόρου Πατρός η
μών Νίκωνος του «Μετανοείτε», Αθήναι 1933, σ. 25 κ. εξ..
3 Ένα ερειπωμένο κτίσμα στην ακρόπολη της Σπάρτης είχε αποδοθεί στον Όσιο Νί-
κωνα. Βλ. Μπούρας X., Ιστορία, σ. 134.
4. Βλ. Λάμπρος Σπ., «Ό βίος Νίκωνος του Μετανοείτε», NE, τ. F (1906), σ. 164. Ο Βίος
έχει γραφεί τον 12ο αιώνα. Βλ. Καραγιαννόπουλος I., Πηγαί, σ. 285.
5. Π.χ.: «... ό όέ τόν Βεσελεήλ της άρχιτεκτονικής σοφίας εμπλήσας καί ταύτην
ήξίωσε χάριτος, ώς τόν θειον διαγράφαι νεών»: PG, 82, 973 Β. «Μικρφ όέ ύστερον θείας
οφεως έπιφοιτησάσης, ιερόν έτερον πλησίον ιδρύεται»: PG, 114, 389 (Βίος οσίου Συμεών
του Στυλίτου). «Τό σχήμα τοϋ ναοϋ άγγελος κατ’ δναρ υπέδειξε τφ δασιλεϊ»: PG, 157, 620
(Περί τής οικοδομής τοΰ ναοϋ τής 'Αγίας Σοφίας).
6. Βλ. Λάμπρος Σπ., ό.π., σ. 164: «... τρεις λίθους εν τφ πορεύεσθαι ό όσιος έπωμισάμε-
νος έφερε... Ώς δ’ αχρι τής άγοράς εληλύθει, τούς λίθους εναποθέμενος τφ εδάφει, ε
νταύθα, εΐπεν, ώ τεκνία μου, δέδοκται τφ Θεφ, καθώς μοι τώ ταπεινφ άπεκαλύφθη,
ναόν ίδρνθήναι επ’ όνόματι αυτού τοϋ Κυρίου ημών ’Ιησού Χριστοϋ, τής παναμώμου
Θεομήτορος καί τής καλλιμάρτυρος Κυριακής».
7. Βλ. Ousterhout R., Builders, σ. 60: «First the plan was marked with stones...».
76
αυτή με εκείνη χου Αγίου Βενεδίκτου (± 480 ±547), ο οποίος, επίσης, τοπο
θέτησε τρεις πέτρες1 σε ένα σημείο, για να υποδείξει την ύπαρξη άδηλης
πηγής ύδατος, διαβλέπουμε περισσότερο ένα τριαδολογικό συμβολισμό12.
Το χωρίο που αναφέρεται στη «σχεδίαση» της κάτοψης πάνω στο έδαφος,
έχει ως εξής:
«'Ως ούν έν όλίγφ πολλή ήθροίσθη ϋλη καί άλλος άλλα τά πρός οικο
δομήν επιτήδεια τής καλλίστης ϋλης τω άγίφ έπεδαψίλευσεν, ώς ικανόν
είναι καί τούτο παραστήσαι τήν τού οσίου χάριν καί τό κατά γνώμην Θε
ού γεγενήσθαι τό εργον, άπήρξατο ήδη τής οικοδομής, σπαρτίω πρότερον
ταύτην ύπογράφας».
Η αγγλική μετάφραση του χωρίου3, με την ελεύθερη απόδοση της φρά
σης: «κατά γνώμην Θεού, γεγενήσθαι τό εργον» ως «σύμφωνα με το σχέ
διο του Θεού...», ήταν εύλογο να προσφέρει έρεισμα στην άποψη ότι, μάλ
λον, δεν υπήρχε «ανθρώπινος» σχεδιασμός4. Πέραν όμως από τη διαπί
στωση ότι πρόκειται για συνηθέστατη, όπως είδαμε, σε βίους Αγίων, ανα
φορά, έναν «κοινό τόπο», εδώ η φράση «κατά γνώμην Θεού» συνάπτεται
σαφώς στα αμέσως προηγηθέντα και έχει την έννοια: «σύμφωνα με το θέ
λημα του Θεού»5. 6Η απαρχή, λοιπόν, της οικοδόμησης ήταν ο σχηματισμός
της κάτοψης του κτίσματος πάνω στο έδαφος, με τη χρησιμοποίηση σπαρ-
τίου6 δηλ. πολύ λεπτού σχοινιού. Υπάρχουν δύο πιθανοί τρόποι χρήσης
του σπαρτίου. Κατά τον πρώτο, τα λεπτά σχοινιά ήταν «ράμματα» που υ
λοποιούσαν τις βασικές γραμμές (υπογράφας) του (υπό κλίμακα 1:1) σχε
δίου. Η χρήση σπαρτίου για συναφή σκοπό, μαρτυρείται από την εποχή
του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου: «... καθάπερ γάρ οι οικοδόμοι, ε-
πειδάν μέλλωσι τοίχον εγείρειν, σπαρτίον τείναντες άπό γωνίας εις γω
1. Βλ. Μέγας Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, β' έκδ., Αθήνα 1960, τόμ. Γ', σ.
252.
2. Ανάλογη είναι και η συμβολική πράξη του αναχωρητή Πίωρ, σε παρόμοια περίπτω
ση (βλ. Παλλάδιος, Λανσαϊκή Ιστορία, μετάφρ. Συμεών Μοναχού, Αγιον Όρος 1980, σ. 124-
126). Με βάση αυτά τα παραδείγματα, μπορούμε να διαγνώσουμε στην τελετουργική πράξη
της μεταφοράς κατά την λιτανεία και μάλιστα στους ώμους, τριών και όχι τεσσάρων λί
θων, τριαδολογικό, συμβολικό νόημα. Λιγώτερο πιθανή φαίνεται να είναι η σχέση με το γε
γονός ότι ο ναός είχε αφιερωθεί σε τρία ιερά πρόσωπα, απ’ τα οποία το πρώτο (Ιησούς Χρι
στός) είναι ο αλληγορούμενος «ακρογωνιαίος» λίθος της Αγίας Γραφής. Επίσης η «αχθο-
φορία» του Οσίου συνιστούσε και ένα παράδειγμα προς μίμηση, μια έμμεση προτροπή προς
τον λαό που παρακολουθούσε τη λιτανεία, να συνδράμει το έργο, πράγμα που έγινε με εν
θουσιασμό, καθώς αναφέρεται στη συνέχεια.
3. Sullivan D., The Life of Saint Nikon, Brookline-Mass. 1987, σ. 118,119.
4. Ousterhout R., Builders, σ. 62.
5. To νόημα του χωρίου είναι: «Η ταχύτατη συγκέντρωση από τους πιστούς, οικοδομι
κών υλικών σε μεγάλη ποσότητα και εξαιρετική ποιότητα, φανέρωνε α) ότι ο Όσιος ήταν
χαρισματούχος και β) ότι το έργο ήταν θέλημα (ευδοκία, συναίνεση) του Θεού να γίνει».
6. Πρβλ. Κουκουλές Φ., «Περί την βυζαντινήν οικίαν», ΕΕΒΣ, τ. ΙΒ' (1936), σ. 82, 83.
77
νίαν, όντως νφαίνουσι την οικοδομήν, ώστε μή ανώμαλον αυτής γεν sodai
την επιφάνειαν...»1. Κατά τον δεύτερο τρόπο, λι,γώτερο πιθανό εν προκει-
μένω, το σπαρτίον ταυτίζεται με το μετρητικό σχοινίον για το οποίον θα
γίνει λόγος παρακάτω.
Στην ίδια διαδικασία, φαίνεται ότι αναφέρεται και το σχετικό χωρίο
από τον βίο1 χου Οσίου Γερμανού (9ος ή 10ος αιώνας)13: 2«Περιμετρήσαντες
γάρ αύτίκα τόν τόπον, είθ’ ύπορύξαντες, τούς θεμελίους επήγνυντο, άφ’
οίς άρξάμενοι κτίζειν Θεού συναιρούμενου»4. Το πρόσθετο στοιχείο, που
προσάγει αυτή η περιγραφή, είναι η σαφής αναφορά σε εκτέλεση μετρή
σεων πάνω στο έδαφος, πράγμα που προϋποθέτει χρησιμοποίηση μετρητι
κού «οργάνου».
Το ρήμα υπογράφω με την έννοια του «σχηματισμού» της κάτοψης πά
νω στο έδαφος, που είδαμε στο σχετικό χωρίο του βίου του Οσίου Νίκω-
νος, το συναντούμε και σε ανάλογο χωρίο από το βίο του Οσίου Λαζάρου
του στυλίτη,5 που ασκήτευσε στο Γαλήσιον Όρος (| 1053). Θα εξετάσουμε
και αυτό το χωρίο γιατί ερμηνεύθηκε, επίσης, ως ενδεικτικό ανυπαρξίας,
προσχεδιασμού της κάτοψης: «'Ως γάρ τό άριστήριον ημών οί οικοδόμοι
εμελλον άνεγείρειν, ό πατήρ εστώς επάνω τοϋ στύλου καί μετά τής αύτοϋ
δεξιάς δάκτυλο δεικτών τοΐς οίκοδόμοις, τό τε μήκος καί τό πλάτος αύτοϋ
ύπέγραφεν. Εις δε τών άδελφών Ματθαίος όνόματι, όστις μοι καί διηγή-
σατο ταϋτα, τόν σχηματισμόν τοϋ έργου ίδών...».
Η περίπτωση αυτή δεν πρέπει να θεωρηθεί τυπική και σύμφωνη με τον
κανόνα που ίσχυε κατά την εκτέλεση σημαντικών έργων, ώστε να εξα
χθούν γενικά συμπεράσματα. Πρόκειται για κτίσμα δευτερεύουσας χρή
σης, που θα ανταποκρινόταν στις ανάγκες ενός μάλλον αναχωρητικού,
δηλαδή αυστηρά ασκητικού κοινοβίου, πράγμα που σημαίνει: χωρίς ιδιαί
τερες αρχιτεκτονικές αξιώσεις. Άλλωστε, ο χώρος εστίασης (τράπεζα) κα
τά την εποχή αυτή, ήταν, συνήθως, ένα μονόχωρο, δρομικό κτίσμα. Ειδι
1. PG, 48, 692. Με την ίδια σημασία αναφέρει το «φοινικοΰν σπαρτίον» ανάμεσα σε
άλλα «τεκτονικά σκεύη» κατά τον 14ο αι., ο Κάλλιστος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως:
βλ. Φιλοκαλία, τόμ. Δ', σ. 338.
2. AASS, Maii III, σ. 10: 18.
3. Καμπούρη Μ., «Νέα στοιχεία από την μεσοβυζαντινή φάση του καθολικού της μονής
Εικοσιφοινίσσης», Ε.Ε.Π.Σ. Α.Π.Θ., 5 (1971), σ. 125-148. Βλ. προσθήκες (Άγ. Γερμανός).
4. Η τελευταία φράση μπορεί να αποκατασταθεί συντακτικά ως εξής: «...τούς θεμελί
ους επήγνυντο, έφ’ ών ήρξαντο κτίζειν» ή «... άφ’ ών άρξάμενοι, εκτιζον...». Η έκφραση:
«Θεού συναιρουμένου» θυμίζει το «κατά γνώμην Θεού» στο Βίο του Οσίου Νίκωνος.
5. «Βίος και πολιτεία... του οσίου... Λαζάρου του εν τω Γαλησίω», AASS, Nov. III, σ. 541
(f. 160). Το κείμενο αυτό έχει γραφεί, σύμφωνα με τους εκδότες του, απο τον μοναχό Γρηγό-
ριο, μαθητή του Αγίου, κατά τον 11ο αιώνα. Ο H.G. Beck (Kirche und Theologische Literatur im
Byzantinischen Reich, 1958, σ. 701), πιστεύει ότι το κείμενο αυτό έχει γραφεί, το ενωρίτερο,
στις αρχές του 14ου αιώνα.
78
κότερα, παρατηρούμε ότι ο Όσιος, δακτυλοδεικτώντας, καθόριζε, σύμφω
να με το χωρίο, το μήκος και το πλάτος, και όχι κάτι πιο σύνθετο. Ωστόσο,
ανέκαθεν, και όταν προϋπάρχει σχέδιο κάτοψης, μόνον όταν μεταφέρεται
(χαράσσεται) αυτό πάνω στο έδαφος, συνειδητοποιείται από τους μη ειδι
κούς η κλίμακα μεγέθους (πραγματικές διαστάσεις) του κτίσματος1. Όταν
λοιπόν κρινόταν σκόπιμο και δεν υπήρχαν άλλου είδους περιορισμοί και
δεσμεύσεις, επιφέρονταν τροποποιήσεις του αρχικού σχεδιασμού κατά
την φάση της εφαρμογής του.
Σε ένα άλλο αγιολογικό κείμενο για τον ίδιο Όσιο, που βρέθηκε στη
Μονή Διονυσίου του Αγίου Όρους12, αναφέρεται και η ανέγερση του ναού
της Αναστάσεως στο Γαλήσιον Όρος3. Στο σχετικό χωρίο, δεν ενδιαφέρει
τόσο να διαλευκανθεί η συντακτική ασάφεια για το ποιος προέβη στη
«χάραξη των θεμελίων»4, όσο το να επισημανθεί μια πολύ ενδιαφέρουσα
από τεχνική άποψη λεπτομέρεια: «... στάς (ό "Οσιος) μέσον των χαρακτη-
ριωδών σφηνών εκείνων καί άναβλέψας εις τόν ουρανόν ηϋξατο ευχήν
λέγων...». Δύο είναι οι πιθανότερες σημασίες των «χαρακτηριωόών σφη
νών»: σφηνοειδή, αιχμηρά εργαλεία για χάραξη πάνω στο έδαφος ή πασ-
σαλίσκοι που τοποθετούνταν στα χαρακτηριστικά σημεία της κάτοψης5.
Με τα τρία παραδείγματα, του 10ου αιώνα, που προαναφέραμε, επα
ληθεύεται ότι και κατά την περίοδο αυτή, πριν από την εκσκαφή για τη
θεμελίωση, γινόταν «χάραξη» των βασικών γραμμών της κάτοψης6 πάνω
στο έδαφος. Η διαδικασία αυτή προϋποθέτει, τουλάχιστον, κάποιον προσ
χεδίασμά, για τους όρους και το περιεχόμενο του οποίου έχουν εκφρασθεί
διάφορες, αποκλίνουσες απόψεις.
Τα αγιολογικά κείμενα παρέχουν αρκετές, σχετικές πληροφορίες. Κα
τά την έρευνα διαπιστώσαμε ότι υπάρχουν μεταγενέστερες παραφράσεις
αρχαιοτέρων βίων, παράλληλες βιογραφικές εκδοχές, καθώς και σύγχρο
79
νες ξενόγλωσσες μεταφράσεις, που δίνουν πράγματι αφορμές για διαφο
ρετικές εκτιμήσεις και παρερμηνείες σχετικά με το συζητούμενο θέμα.
Μετρητικές προϋποθέσεις
80
Ol ορισμοί της οργυιάς, όπως είναι αναμενόμενο, δεν παραπέμπουν
σε κάποιο, απόλυτα καθωρισμένο μέγεθος, αλλά στο ανθρώπινο σώμα1.
Κατά τον Ησύχιο (α' μισό του 6ου αιώνα)12 είναι: «η των άμφοτέρων
χειρών έκτασις■ καί τό μέτρον, άπό τοϋ τά γυϊα μετρεϊν καί πήχεις τρεις».
Ο ορισμός του Σουΐδα έχει ιδιαίτερη βαρύτητα, γιατί το λεξικό αυτό χρο
νολογείται στον 10ο αιώνα3: 4«όργυιαί: τά μετά των ίόίων χειρών μέτρα-
καί όργνιαΐος ό μέγας». Υπάρχουν δύο στοιχεία στο λήμμα αυτό, που κα
ταδεικνύουν αναντίρρητα το μη απόλυτο του μήκους αυτής της μετρητι
κής μονάδας: οι προσδιορισμοί «των ιδίων» και «ο μέγας». Παρεμφερής
είναι και ο ορισμός: «εί δ’ αμφω τάς χείρας έκτείνειας, ώς καί τό στερνόν
ανταις σνμμετρειν, όργνιά καλείται τό μέτρον»*. Το γεγονός ότι η πρότα
ση διατυπώνεται σε δεύτερο πρόσωπο, εν είδει οδηγίας, δείχνει καθαρά
την παραδεδεγμένη εκ των προτέρων, σχετικότητα του μήκους, τον προσ
διορισμό του, δηλαδή, ανάλογα με τη σωματική διάπλαση του κατασκευ
αστή της. Ένας, εξίσου απλός, είναι και ο εξής ορισμός: «όργνιά δέ έστιν
η διάστασις των χειρών»5.
Αλλά αν η διάσταση των χεριών είναι μήκος κυμαινόμενο, ο προσδιο
ρισμός της οργυιάς συναρτήσει των υποδιαιρέσεων της: δακτύλων, παλαι
στών κ.λπ., δεν αίρει την σχετικότητα του μετρητικού αποτελέσματος. Πα
ραδείγματος χάριν, ξεκινώντας από τον καθορισμό των «ισοτιμιών»: «ή
όργνιά έχει δακτύλονς ρη', ήτοι παλαιστάς κζ, σπιθαμάς θ', πόδας ς' καί
σπιθαμήν α, πήχεις δ' c", βήματα 6', σπιθαμάς 6' καί παλαιστήν α'»6, θα πα
ραθέσουμε δύο συγκεκριμένες οδηγίες για ιδιόχειρο, προσδιορισμό του
μήκους της οργυιάς, που βασίζονται στις δύο πρώτες αντιστοιχίες:
α. 1 οργυιά = ρη' (108) δάκτυλοι
β. 1 οργυιά = κζ' (27) παλαισταί («γρόνθοι»).
1. Υπολογισμός της οργυιάς με χρησιμοποίηση των δακτύλων. (Από
την χρονολογούμενη7 στον 14ο αι. πηγή Π 3: Μέθοδος τής Γεωμετρίας):
«’Έστω είδώς, όταν οφειλής ποιήσαι μέτρον ονργίας εις καλάμιν ή εις
ξύλον, μετατίθον τούς δακτύλονς των χειρών σον άλλεπαλλήλως... καί ει
81
μετρηθή όντως ή ούργία, ώς εϊρηται, λαμβάνει τό καθέν τέταρτον δάκτυ
λον περισσόν καί γ ίν ε τ a ι σφαλερά ή ούργία· άλλά τής μετρουμένης
παρά σοϋ ταύτης ούργίας, ας όρώσι κατ’ ισότητα άμφότερα τά κότζια των
δακτύλων σου, ήγονν των δύο σου χειρών, καί ούτως μετρηθείσης τής
ούργίας έστιν άκριβής καί άσφαλής...»1.
2. Υπολογισμός της οργυιάς με χρησιμοποίηση παλαιστών, «γρόν-
θων». (Από την Πηγή II. 4: Αρχή σύν Θεω τής γεωμετρίας)12·.
«Όταν γάρ οφείλεις ποιήσαι την ούργίαν σου, μέτρησον γρόνθους κς'
έσφιγμένης τής χειρός τοϋ άντιχείρου σου, εις δε τόν κζ, οφείλεις απλώ
νει τόν άντίχειρον, ό γάρ άντίχειρ τρίτον εστί τής σπιθαμής, δντινα άπε-
χαρίσατο ό βασιλεύς κϋρ Μιχαήλ3 τοϊς χωρίταις, δπερ άναβιβάζεται ό τοι-
οϋτος, πολλής γής εις τήν μέτρησιν». Αυτά τα δυο παραδείγματα είναι,
νομίζουμε, επαρκώς ενδεικτικά για να κατανοηθεί η «νοοτροπία» που
διέπει την θέσπιση και τον πρακτικό προσδιορισμό των μετρητικών μονά
δων, εν προκειμένω της οργυιάς. Θα ήταν λοιπόν λάθος να περιμένει κα
νείς μια πάγια και γενικευμένη προτυποποίηση της μετρητικής μονάδας,
με την έννοια που γνωρίζουμε σήμερα. Αυτή η έλλειψη ακρίβειας ανα
γνωρίζεται και ομολογείται, αν και επιχειρείται σε κάποιες περιπτώσεις
να υποβαθμισθεί η σημασία της και να θεωρηθεί ως αμελητέα4. Πάντως α-
ναφέρεται και κάποιος τρόπος διασφάλισης, έναντι παραποίησης (κιβδή-
λευσης) του μέτρου5.
82
189 εκ., κ.λπ1. Μόλις και χρειάζεται να σημειώσουμε ότι η εύρεση της ισο
δυναμίας της εκάστοτε χρησιμοποιούμενης οργυιάς, έναντι των σημερι
νών μέτρων, δηλαδή ο προσδιορισμός του μήκους της, είναι μια διαδικα
σία που μόνον με προϋποθέσεις εποχής και τόπου, καθώς και άλλες παρα
δοχές, μπορεί να επιχειρηθεί. Η άμεση συσχέτισή της με αντίστοιχα αρ
χαιοελληνικά, μετρητικά πρότυπα και ο καθορισμός παραπλήσιων μηκών
με αυτά12, πρέπει να θεωρηθούν κάτω απ’ αυτό τό πρίσμα. Το πρόβλημα
φαίνεται ότι εντείνεται καθ’ όσο ξεμακραίνουμε α) χρονικά, από την ύ
στερη αρχαιότητα και β) τοπικά, από τα μεγάλα κέντρα της αυτοκρατορί
ας.
Στην περίπτωση της χρήσης της οργυιάς, ως μέτρου, στην αρχιτεκτονι
κή, η εξίσωσή της με το άπλωμα των χεριών (έκταση), όπως αναφέρεται
στους ορισμούς, δεν απλοποιούσε μόνο τον προσδιορισμό του μήκους της
και την κατασκευή του μέτρου ως οργάνου, αλλά είχε ως συνειδητό και ε
πιθυμητό αποτέλεσμα και την εισαγωγή στο αρχιτεκτόνημα της ανθρώπι
νης κλίμακας, με τρόπο που, καθώς αποδεικνύεται, είχε θετικώτατες συ
νέπειες για την αισθητική πληρότητα του έργου. Η χρήση της οργυιάς σε
αρχιτεκτονήματα της αρχαιότητας είναι αναμφισβήτητη3. Εξ άλλου, κατά
την μεσαιωνική περίοδο, δεν φαίνεται να προκύπτει ως αναγκαία η ταύτι
ση πάντοτε της χρησιμοποιούμενης στην οικοδομική οργυιάς, με την αντί
στοιχη κατά την μέτρηση γαιών.
1. Schilbach E., Metrologie, σ. 22-27, 282. Κατά το Oxford Dictionary, η οργυιά είναι, το όνομα
διαφόρων μονάδων μήκους και μέτρων μέτρησης της γης. 1) Η μικρότερη οργυιά μήκους 6
ποδών (= 96 δάκτνλοι= 1,87m) είχε το πρότυπο της στην αρχαία ελληνική οργυιά μήκους 1,
89m. Ονομάσθηκε επίσης απλή οργυιά, χρησιμοποιούμενη στο εμπόριο και την χειροτεχνία.
2) Μια επιμηκέστερη οργυιά 9 βασιλικών σπιθαμών (=108 δάκτυλοι = 2,10m) είχε κοινή ε
φαρμογή στη μέτρηση της γης. Αυτή η οργυιά είχε το πρότυπο της στην αρχαία Φιλεταιρι-
κή οργυιά μήκους 2,10m. Αποφασίζοντας εις βάρος του συμφέροντος των φορολογουμένων,
ο Μιχαήλ IV επέβαλε τη χρήση μιας επιμηκέστερης οργυιάς (9,25 βασιλικαί σπιθαμαί =
111 δάκτυλοι = 2,17m), για αγρούς αρίστης και μέσης ποιότητας, ενώ η οργυιά των 9
σπιθαμών διατηρήθηκε για αγρούς κατώτερης ποιότητας. Η οργυιά που χρησίμευε στη μέ
τρηση γαιών, ονομαζόταν μερικές φορές γεωμετρική ή βασιλική οργυιά.
2. Βλ. προηγούμενη σημείωση.
3. Βλ. Ορλάνδος Α. - Τραυλός Ιω., Λεξικόν Αρχαίων Αρχιτεκτονικών Όρων, λ. Ορ
γυιά.
4. Βλ. μια πρώτη προσέγγιση: Φούντάς Π., Σκάριφος, σ. 79, 80.
83
σωκάριον1. Κατά το λεξικό του Σουΐδα (10ος αιώνας) ο σχοίνος ήταν μέ-
τρον γεωργικόν.
Σύμφωνα με τα σχετικά κείμενα, υπήρχαν δύο βασικά μήκη σχοινιών:
δέκα και δώδεκα οργυιών. Έτσι, π.χ., στην «Αρχή συν Θεφ τής Γεωμετρί
ας» διαβάζουμε: «οφείλει δέ έχειν τό σχοινίον μεθ’ ον μέλλεις μετράν,
ονργίας όέκα»12. Στο «Περί Γεωδαισίας» έργο Γεωργίου του Γεωμέτρη,
αναφέρεται ότι: «οι γάρ μετά τόν ’Ήρωνα μικράς πάντες ούργιάς καί
σχοινίας έχρώντο, δέκα ονργιών ποσότητος αριθμών άποσώζονσαν, σω-
κάρια δέ ταϋτα καλειν είώθασιν οι περί τά τοιαϋτα δεινοί καταμετροϋν-
τες την γην καί ημείς δέ τοις νεωτέροις επόμενοι ούτωσί την τής γής έτά-
ξαμεν καταμέτρησιν»3. Είναι, ωστόσο, γνωστό ότι, και μετά τον Ήρωνα,
χρησιμοποιούνταν σχοινιά μήκους δώδεκα οργυιών. Στό προαναφερθέν
κείμενο «’Αρχή συν Θεφ τής γεωμετρίας», διαβάζουμε: «οφείλει έχειν τό
σχοινίον όποϋ μετρά την γήν ονργίας ιβ'»4. Επίσης στο κείμενο με τίτλο
«Μέτρον γεωμετρικόν», αναφέρεται: «Έχέτω ή όργνιά σπιθαμάς θ' καί τό
σωκάριον όργνιάς ιβ'»5. (Παρένθ. πίν Α').
Έχουν διασωθεί οδηγίες για την ποιότητα της φυτικής ύλης του σχοι
νιού, ώστε να αποφεύγονται συστολές και διαστολές λόγω υγρασίας6. 7Σε 8
σχετικό κείμενο διαβάζουμε: «... Τό σχοινίον τό όφεΐλον είναι εις μέτρον,
έστω κανναδιτικόν, παχύ καί στερεόν»1. Για τη μέτρηση του συνολικού
μήκους του σχοινιού χρησιμοποιούσαν ως μέτρο, καλάμι μήκους μιας ορ-
γυιάς: «... λαβών τοίννν κάλαμον ποίησον όργνιάς καί μέτρει μετά σχοινί
ον δωδεκαοργνίου την γήν»%. Οι υποδιαιρέσεις του σχοινιού σημαδεύο
νταν με βαμμένες «τούφες» από μαλλί: «... έκάστης δέ ονργίας τον σχοι-
84
νίου κρεμασθήτω 6άμμαλ χονδρόν εις δήλωσιν των ούργιών...»12. 3
Ol άκρες του σχοινιού που προοριζόταν για τη μέτρηση γαιών, δένον
ταν πάνω σε πασσαλάκια που ονομάζονται στις πηγές πάλοβ ή κοντοπά-
λονκα4. Το δέσιμο γινόταν με το πέρασμα του σχοινιού από «σιδηρά, στε
ρεά κρικέλλια»5, που ήσαν στερεωμένα πάνω στους πάλους. Προς απο
τροπή παραποίησης, «σφραγίζονταν» με μολύβδινες βούλες6. Η ετοιμασία
του σχοινιού έπρεπε να είναι πρόσφατη: «καί δτε μέλλεις αρχεσθαι των
μέτρων των τοπίων έτοίμασον την σχοΐνον σου καί δέσμωσον τοϊς πάλ-
λοις»7. Καί «οι πάλλοι δ’ έστωσαν κονδοί εσχάτως δεδεμένοι». Τα άκρα
των δύο πάλών δεν είχαν την ίδια διαμόρφωση8.
1. Ο ίδιος, Πηγή II, 3, σ. 51, στίχ. 28 και Κριαράς Ε., Λεξικό, λ. βάμμα, σημασία 3.
2. Schilbach Ε., Quellen, σ. 51, στίχ. 28.
3. Schilbach Ε., Quellen, II, 26: «Του σοφωτάτου Ψελλού γεωμετρία», σ. 125, στίχ. 2, 7.
4. Ο ίδιος, (II, 3: «Μέθοδος τής γεωμετρίας), σ. 51, στίχ. 21.
5. Ο ίδιος, σ. 51.
6. Ο ίδιος σ. 51, 125, στίχ. 3.
7. Ο ίδιος, σ. 125, στίχ. 1, 2.
8. Ο ένας είχε «κάτω πλατύ σίδηρον, ϊνα τέμνη καί σημειώται», ενώ ο άλλος «σίδηρον
οξύ είς πήξιν καί στάσιν έν τφ σημείω τού προτέρου», δηλ. ο πρώτος σημάδευε στο έδαφος
το σημείο όπου θα «καρφωνόταν» ο δεύτερος.
9. Πρβλ. Φούντάς Π., Σκάριφος, σ. 79, 80.
10. Schilbach Ε., Quellen, II, 7, σ. 75, στίχ. 4.
11. Κατά τον I. Καραγιαννόπουλο (Πηγαί’ σ. 286) χρονολογείται στα 971/2.
12. Meyer Ph., Haupturkunden, σ. 121, στίχ. 16: «... άλλ’ ούτε δέ άμπελώνα έτερον μέχρι καί
ενός πλινθίου, είτε έν τή λαύρα άπάση περιοχή, είτε έν τω Μυλοποτάμω βούλομαι φυτευ-
θήναι».
13. Actes d’lviron I, 7: στίχ. 31: «... άμπελώνα... όντα πλινθία ώσεί τριάκοντα...».
14. Το ίδιο, 11: στίχ. 16: «... καί άμπέλιν πλινθία είκοσι...».
15. Το πλινθίο αναφέρεται σαν ένα ειδικό μέτρο για αμπελώνες.
85
τρεις μοδίονς1. Η εμβαδομέτρηση γαιών σε μοόίους (μοδισμόχ.f), γινόταν
με χρησιμοποίηση σχοινιών3 μήκους δώδεκα ή δέκα οργυιών. Ο μόόιος
οριζόταν ως ίσος με δύο τετραγωνικά σχοινιά, δηλαδή, ισοδυναμούσε με
το διπλάσιο του εμβαδού τετραγώνου πλευράς ίσης με ένα σχοινίον. Απο
τον ορισμό αυτό προκύπτει ότι: «ό μόόιος τοϋ όωόεκοργνίου σχοινίον έχει
όργνιάς σπη (288) καί ό μόόιος του όεκαοργυίου σχοινίον έχει οργνιάς σ’
(200)»Α. Εννοούνται, βέβαια, 288 ή 200 τετραγωνικές οργυιές.
Η χρήση δωδεκαόργυιου και όχι δεκαόργυιου σχοινιού για μέτρηση
γαιών στην χερσόνησο του Άθω είναι πιθανότερη για τους εξής λόγους.
Υπάρχουν χωρία σύμφωνα με τα οποία το είδος του σχοινιού (δώδεκα ή
δέκα οργυιών) ορίζεται κατά γεωγραφικές περιοχές15. 2Σε3 4άλλα, η χρήση
του συναρτάται με την ποιότητα του εδάφους: Όταν το έδαφος είναι «ν-
πόποτον... άφορον... δοντοποιόν (βατοποιόν;)... οφείλεις μετρειν μετά δω-
δεκοργνίον σχοινίον»· όπως και για τα «ανυόρα καί κοντά καί αφόρα...
ώς χνόαϊα καί άχρηστα καί άνόμια (άκατάλληλα γιά νομή) των κτηνών»6.
Επίσης εξαρτάται από το ανάγλυφο της περιοχής δηλαδή τις πτυχώσεις
και ανωμαλίες του εδάφους: Όταν «ποτέ μεν άνεδαίνει ποτέ όέ καταδαί-
νει καί έχει σκάλας μνρίας καί κρημνά καί δάση καί ξϋστρα καί ρνακας,
μετά δωδεκαοργνίον σχοινίον οφείλεις...»7. Είδαμε ήδη ότι και το είδος
(μήκος) της οργυιάς εξαρτιόταν από την ποιότητα των γαιών8.
Μόδιοι αναφέρονται σε αθωνικά έγγραφα του 10ου αιώνα, ως μετρη
τική μονάδα εμβαδομέτρησης γαιών. Οι μετρήσεις είχαν γίνει στην περιο
χή της Είαλλήνης (Χερσόνησος Κασσανδρείας) κατά τα έτη 9419 και 99610, 11
στην περιοχή Λογγού (Χερσόνησος Σιθωνίας) κατά το έτος 98211. καθώς
και σε άλλες τοποθεσίες της Χαλκιδικής και των πέριξ περιοχών.
Ίσως δεν είναι άσχετη και με το βαθμό ακρίβειας των χρησιμοποιου-
μένων μέτρων, η έλλειψη ακρίβειας κατά την καταμέτρηση των γαιών αυ
1. Actes d’Iviron I, σ. 144' Schilbach E., Metrologie, σ. 81-82■ ο ίδιος, Quellen, II, 23 («Περί
πλινθίων τοϋ μέτρου αυτών»), σ. 114, στίχ. 13 κ.εξ.: «... εστι δέ τό πλινθίον περιμέτρου μο-
δίων γ'».
2. Schilbach Ε., Quellen, II, 5 («Περί μοδισμοΰ»), σ. 58, στίχ. 9 κ.εξ.
3. Ο ίδιος, σ. 58, 59 στίχ. 2.
4. Ο ίδιος, II, 7 («Γεωμετρικόν»), σ. 74 στίχ. 14, 15- πρβλ. και στίχ. 29: «... οφείλεις
έπιδιδόναι έκάστω μοδίω όργυιάς σπη' (288) ε’ίπερ έστί δωδεκαόργυιον τό σχοινίον εί δέ
δεκαόργυον, οφείλεις έπιδιδόναι έκάστω μοδίω όργυιάς σ' (200)». Βλ. και Actes de Lavra I, σ.
291: L. 30.
5. Ο ίδιος, II, 5 («Περί μοδισμοΰ»), σ. 59 στίχ. 2.
6. Ο ίδιος, II, 7 («Γεωμετρικόν»), σ. 80, στίχ. 1 κ.εξ., στίχ. 7 κ.εξ.
7. Ο ίδιος, σ. 80, στίχ. 9.
8. Βλ. Oxford Dictionary, λ. Orgyia.
9. Actes de Lavra I, 2: στίχ. 15, 18, 19, 20, 21 και 3: στίχ. 8.
10. Actes d’Iviron I, 10: στίχ. 40.
11. Στο ίδιο, 5: στίχ. 34. Επίσης μόδιοι αναφέρονται και στο έγγρ. 1 (έτος 927): στίχ. 4.
86
τών. Παρατηρούμε, δηλαδή, ότι όλοι οι αριθμοί που δηλώνουν τα εμβαδά
των κτημάτων σε μοόίονς, είναι ακέραιοι και συνήθως στρογγυλοποιημέ-
νοι: σε δεκάδες ή εκατοντάδες1. Στρογγυλοποιημένοι σε δεκάδες είναι και
οι αριθμοί που αναφέρονται σε πλινθία*2. Αξιοπρόσεκτη είναι και η συχνή
χρήση του «ώσεί» ως δηλωτικού της κατά προσέγγιση μέτρησης ή και εκτί
μησης του εμβαδού.
87
χρήση γεωμετρικών σχοινιών κατά την χάραξη των θεμελίων και την ανέ
γερση οικοδομών. Κατά συνέπεια, στο χωρίο από τον βίο του αγίου
Γερμανού:
«Περιμετρήσαντες γάρ αύτίκα τόν τόπον είθ’ νπορύξαντες, τούς θεμε
λίους επήγνυντο, άφ’ οίς άρξάμενοι κτίζειν...»1, βλέπουμε, σε συγκεκρι
μένο παράδειγμα του 9ου ή 10ου αιώνα, την επιβίωση της μαρτυρούμενης,
αρχαίας πρακτικής.
Αναφέρεται, καθώς είδαμε στις πηγές, ότι το καταλληλότερο για μέ
τρο είδος σχοινιού ήταν το «κανναβιτικόν»*2. 1Σύμφωνα με τα λεξικά, κάν-
ναβος ονομαζόταν ένα είδος σχοινιού3. Η χρησιμοποίηση, όμως, σχοινιών
για την «χάραξη» της κάτοψης πάνω στο έδαφος, δίνει την εικόνα αλλη-
λοτεμνόμενων ορθογωνίως γραμμών, η οποία ενδέχεται να σχετίζεται με
ότι, στον αρχιτεκτονικό σχεδίασμά, ονομάζουμε κάνναβο. Μια ενδιαφέ
ρουσα «διάταξη» διασταυρούμενων σχοινιών, με τη μορφή καννάβον, ει-
κονίζεται σε μικρογραφία χειρογράφου που αποδίδει την αντίστοιχη, δυ
τική, οικοδομική πρακτική4, κατ’ αναλογία με συναφείς «περιγραφές» σε
βυζαντινά αγιολογικά κείμενα. (Παρένθ. πίν. Αγ). Αξιοσημείωτη για το
ανάλογο περιεχόμενό της είναι και η αρχαιότερη σημασία του όρου κάν-
ναβος: ξύλινος σκελετός, γύρω από τον οποίο οι καλλιτέχνες έπλαθαν το
πρόπλασμα με πηλό ή κερί5. Παραλληλίζοντας με την πρακτική της χρή
σης σχοινιών για τη χάραξη της κάτοψης πάνω στο έδαφος, θα λέγαμε
κρίνοντας αναλογικά, ότι αυτά, εν είδει καννάβου, σχηματίζουν τον ιστό
για να διαρθρωθεί με βάση αυτόν η υποδομή και στη συνέχεια ολόκληρη η
οικοδομή.
Αλλά η χρησιμοποίηση του σχοινιού στην οικοδομική δεν περιοριζό
ταν μόνο στη μέτρηση διαστάσεων ή στην υλοποίηση των ευθυγραμμιών
(περασιών). Τό χρησιμοποιούσαν και σαν γεωμετρικό όργανο, για το σχη
ματισμό ορθών γωνιών, κατά τη χάραξη της κάτοψης πάνω στο έδαφος. Η
καθετότητα των γραμμών, σε κατόψεις μεγάλων κτισμάτων, δεν ήταν βέ
βαια δυνατό να εξασφαλισθεί με χρήση φορητών ορθογώνιων τριγώνων
1. Γιατί, εάν αυτά τα τρίγωνα ήταν μικρών διαστάσεων, τότε και η πιο ανεπαίσθητη
απόκλιση από την καθετότητα, μεγεθυνόταν κατά πολύ, ανάλογα με την απόσταση από το
σημείο τοποθέτησης του τριγώνου. Εάν εξ άλλου, τα τρίγωνα ήσαν αρκετά μεγάλα, τόσο, ό
σο επέβαλλε η εξασφάλιση ακριβούς ορθογωνισμού, τότε, ήταν δύσκολο να μεταφέρονται
αυτά στο εργοτάξιο, αλλά και να φυλάσσονται για καιρό απαραμόρφωτα.
2. Ενδέχεται να υπήρχαν για οικοδομική χρήση και σχοινιά μήκους δώδεκα (12) μικρό
τερων της οργυιάς μετρητικών μονάδων (π.χ. πήχεων). Πρέπει να σημειωθεί ότι ορθογώνια
τρίγωνα μπορούσαν να σχηματισθούν και με μήκη πλευρών, 8-15-17, 5-12-13, 12-35-37, 7-24-
25.
3. Actes d’Iviron Ul, 70: στίχ. 426, 427.
4. Schilbach Ε., Quellen, II, 5, σ. 58, στίχ. 9 κ. εξ.
89
Εξάλλου, οι βασικές μονάδες μέτρησης επιφανειών κατά την βυζαντι
νή περίοδο, συναρτώνται σε ισοδυναμίες σύμφωνες προς το εξαδικό σύ
στημα, στο οποίο εντάσσεται και η δωδεκαόργυια «μονάδα»1. Το σύστημα
αυτό του οποίου η καταγωγή (όπως και του δεκαδικού) ανάγεται, σύμ
φωνα με τον Βιτρούβιο, στην ελληνική αρχαιότητα, είχε υιοθετηθεί από
τους μαθηματικούς, ως πρόσφορο σε αριθμητικούς υπολογισμούς12.
Είναι αυτονόητο ότι το δωδεκαόργυιο σχοινίο μπορούσε να χρησιμο
ποιηθεί και σαν δεκαόργυιο. Μάλιστα, είναι πολύ πιθανό ότι το πέρας της
δέκατης οργυιάς θά διακρινόταν αμέσως, από τον ιδιαίτερο, τονισμένο
χρωματισμό του αντίστοιχου βάμματος.
Αξίζει να σημειώσουμε, ότι ένα όμοιο προς το εν λόγω τρίγωνο (με τη
γεωμετρική έννοια του επιθέτου), δηλαδή με πλευρές μήκους τριών, τεσ
σάρων και πέντε μετρητικών μονάδων, στο οποίο, όμως, η μονάδα δεν εί
ναι η οργυιά, αλλά το δεκαπλάσιο της, ολόκληρο σχοινίον, περιγράφεται
στο «Περί τριγώνων ορθογωνίων» κεφάλαιο των «Γεωμετρικών» του Ή-
ρωνος: «’Έστω τριγώνου ορθογωνίου ή βάσις σχοινιών &, ήτοι όργυιών μ,
ή κάθετος, ηγουν ή πρός όρθάς, σχοινιών γ', ήτοι όργυιών λ', ή όέ υποτεί
νουσα σχοινιών ε,' ήτοι όργυιών ν'...»3. Και μόνη η συσχέτιση των αναλογι
ών αυτών (3:4:5) με οργυιές και σχοινιά, καθιστά το παράδειγμα ενδιαφέ
ρον. Χρήση σχοινιού μήκους πολλαπλάσιου οργυιάς, για τη μέτρηση οικο
δομών, εξυπακούεται και στην περίπτωση παραδείγματος για εξάσκηση
στην ογκομέτρηση τοιχοδομών. Περιλαμβάνεται στις εκατό ασκήσεις αρι
θμητικών υπολογισμών, που περιέχει χειρόγραφο του 15ου αιώνα4. Ο χα
ρακτήρας του «εγχειριδίου» αυτού είναι τέτοιος που προϋποθέτει προ
γενέστερες «εκδόσεις».
Παράλληλα με τη χρήση του σχοινιού, πρέπει να χρησιμοποιούσαν και
1. Βλ. Schilbach E., Metrologie, σ. 82: 1 πλέθρον = 3 μόδιοι = 6 σχοινιά2 = 120 λίτρες - 600
οργυιές2.
2. Βιτρούβιος, βιβλ. Γ, κεφ. 1, 6. Πρέπει να σημειώσουμε ότι αυτή η μνεία του ρωμαίου
αρχιτέκτονος, περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο με τίτλο: «Η συμμετρία στους ναούς και το
ανθρώπινο σώμα», όπου γίνεται εκτενής λόγος για τις αναλογικές σχέσεις των μελών του
ανθρώπινου σώματος (απ’ τις οποίες ορίζονται και τα μέτρα) καθώς και για την ανάγκη
εφαρμογής αναλογικών σχέσεων στα σημαντικά αρχιτεκτονήματα.
3. Ήρων, ό.π., Γεωμετρικά, 7, 1: σ. 210.
4. Hunger Η. - Vogel Κ., Ein Byzantisch.es Rechenbuch des 15. Jahrhunderts. 100 Aufgaben aus
dem Codex Vindobonensis Phil. Gr. 65. Text, Übersetzung und Kommentar, Wien 1963, σ. 72, 74. Πρβλ.
και Downey G., Byzantine Architects, σ. 99-118. Πρόβλημα αρ. 87: «<Ε>ις πύργος είναι κτισμέ
νος μέ τούβλα καί μέ άσβέστην, καί είναι υψηλός οργυιές κδ' καί πλατύς όργυιές ς' καί
χονδρός όργυιά μία, καί είναι πρόσωπα δ', ηγουν τετράγωνος, καί εχει πάσα όργυιά τό ύψος
τούβλα βδ' καί τό πλάτος τούβλα η' καί τό χόνδρος τούβλα ι'· εχει καί άσβέστην ή κάθεν όρ
γυιά κοιλ(ά) η'. Ερωτώ σε, πόσα τούβλα εχει ό πύργος δλος καί πόσον άσβέστην...» Οι
διαστάσεις (και οι προκύπτουσες αναλογίες) δεν ανταποκρίνονται σε μορφές πραγματικών
πύργων. Πάντως πρόκειται για το διπλάσιο και το μισό δωδεκαόργυιου σχοινιού.
90
τον κάλαμο μήκους μιας οργυιάς. Σε χωρίο από μια παραλλαγή των Πρά
ξεων τον Αποστόλου Θωμά, που αναφέρεται σε διαδικασία χάραξης επί
του εδάφους, μνημονεύεται η χρήση καλάμου. Κάλαμος μήκους μιας ορ
γυιάς, χρειάζεται, σύμφωνα με την «οδηγία», και για την κατασκευή του
δωδεκαοργυίου σχοινιού.
1. Βλ. Βασιλ. Γ', κεφ. ΣΤ', στίχ. 2, 3: Σαράντα (40) πήχεις (μήκος), προς είκοσι (20) πή-
χεις (πλάτος) για τον οίκο και είκοσι (20) πήχεις (μήκος) προς δέκα (10) πήχεις (πλάτος)
για το «αιλάμ».
2. Βιτρούβιος, III, 1, 1: «Αναλογία είναι η διαμόρφωση των μελών, αλλά και του
συνόλου, βάσει ενός κοινού μέτρου, επιλεγμένου μεταξύ των επιμέρους στοιχείων του
έργου. Ο λόγος της συμμετρίας προκύπτει από το κοινό μέτρο».
91
διο τρόπο «πρέπει και τα μέλη των ναών να βρίσκονται σε μια, βασισμένη
στα διακριτά επί μέρους στοιχεία τους, έμμετρη αντιστοιχία, ώστε να
είναι απόλυτα εναρμονισμένα με τις γενικές διαστάσεις του συνόλου»1.
Πάντως, το χάσμα που υποπτευόμαστε ότι χαίνει ανάμεσα σ’ αυτήν
την καθαρά ανθρωποκεντρική (με τη σωματική έννοια του όρου) αιτιο
λόγηση των αναλογιών στο ναό, και από την άλλη πλευρά, στον θεανθρώ
πινο χαρακτήρα του δόγματος που διέπει την διαμόρφωση του χριστιανι
κού ναού, διαπιστώνουμε στην αρχιτεκτονική πράξη ότι δεν είναι τόσο
βαθύ, όσο, εκ πρώτης όψεως, φαίνεται. Οι εφαρμοζόμενες αναλογίες και
στις δύο περιπτώσεις είναι πολύ απλές12 και -πράγμα ιδιαίτερα σημαντικό-
διατηρείται, επί πλέον, καθόλη τη διάρκεια του Βυζαντίου, το μετρικό
σύστημα των ίδιων, κατ’ ουσίαν, ανθρωπομετρικών μονάδων σύστημα
του οποίου την σημασία υπογραμμίζει με έμφαση ο συγγραφέας: «Από τα
μέλη του σώματος, επίσης, συγκέντρωσαν τις μονάδες μέτρησης που είναι
απαραίτητες σε όλες τις τεχνικές κατασκευές, όπως τον δάκτυλο, την
παλάμη, τον πόδα και τον πήχυ3, τις οποίες κατένειμαν κατά τον αριθμό
που οι Έλληνες καλούν τέλειο. Οι αρχαίοι καθόρισαν ως τέλειο τον αρι
θμό που ονομάζεται δέκα (ΙΟ)»4. (Θα δούμε στη συνέχεια τη συμβολική
σημασία που είχε ο αριθμός δέκα για τους Βυζαντινούς). Είναι αυτονόητο
ότι με τη χρήση τέτοιων μονάδων (ανθρωπομετρικών) και συνδυάζοντας
την εφαρμογή απλών αναλογικών σχέσεων, εισαγόταν στο αρχιτεκτόνη-
μα και κατά αισθητό και κατά τρόπο ασυναίσθητο η ανθρώπινη κλίμακα.
Στο δεύτερο κεφάλαιο, με τίτλο «Το σύστημα των αναλογιών», ο συγγρα
φέας τονίζει τη μεγάλη σημασία των αναλογιών και την απαραίτητη, για
την πρακτική εφαρμογή τους στο έργο, επιλογή του κατάλληλου εμβάτη5:
Αξίζει ιδιαίτερης προσοχής, για τη σημασία της ως προς την ποιότητα του
αρχιτεκτονικού «σχεδιασμού», η επισήμανση ότι, κατά τη σχετική διαδι
κασία, προηγείται ο προσδιορισμός του συστήματος των αναλογιών και
έπεται ο καθορισμός των συγκεκριμένων διαστάσεων: «ό “έμμετρος” σχε-
διασμός τού κτιρίου»6. Συμπεραίνουμε λοιπόν ότι σύμφωνα με την διαδι
κασία αυτή, ο εμβάτης, κατά την εκάστοτε εφαρμογή του «δεδομένου» συ
στήματος αναλογιών, δεν επιλεγόταν από την αρχή, αλλά προέκυπτε από
92
την επιλογή του μεγέθους του χτίσματος. Κατά συνέπεια, το ίδιο σύστημα
αναλογιών, ήταν δυνατό να υφίσταται σε χτίσματα ποικίλου μεγέθους.
Εάν δεχθούμε την επιβίωση αυτής της αντίληψης, ως ένα βαθμό, και
στην βυζαντινή αρχιτεκτονική, θα πρέπει, επίσης, να δεχθούμε, σχετικά
με τον καθορισμό του εμβάτη, δύο ενδεχόμενα: α. Να ήταν αυτός, ένα «τυ
χαίο» μήκος- β. Να επιλεγόταν η προσφορώτερη, ανάλογα με την επιζη-
τούμενη εκάστοτε κλίμακα μεγέθους του χτίσματος, ανθρωπομετρική μο
νάδα: πόδι, πήχυς, οργυιά. Σε βυζαντινά κείμενα μνημονεύονται, προκει-
μένου για χτίσματα, διάφορες μετρικές μονάδες. Εκτός από την επισήμαν
ση από τον E. Schilbach1 απλών αναλογικών σχέσεων σε κατόψεις εκκλησι
ών, θα αναφέρουμε και την περίπτωση της βασιλικής του Στουδίου, όπου
ο Th. Thieme12 διαπιστώνει αναλογία μήκους προς πλάτος μεσαίου κλιτούς
2 : 1 και σχεδίασμά με χρησιμοποίηση δύο modulus: της οργιηάς3 και του δα
κτύλου. Επίσης παρατηρείταί ότι ο αριθμός 10 υπεισέρχεται σε βασικές
γεωμετρικές σχέσεις.
Η διαιρετότητα μιας από τις κύριες διαστάσεις του χτίσματος με τον
αριθμό δέκα, επισημάνθηκε4 σε ναούς πρωϊμότερων εποχών, σαν αφετη-
ριακή μετρική συνθήκη, κατά την διάρθρωση του συνόλου και των βασι
κών μερών του. Τα μεγέθη των τελευταίων, προσδιορίζονταν ως υποπολ-
λαπλάσια αυτής της κύριας διάστασης. Η ίση με 100 πόδες διάσταση, θεω
ρήθηκε ως «κριτήριο μεγέθους» του χτίσματος. Δεν πρόκειται όμως, για
ένα απλό κριτήριο μεγέθους, αλλά κυρίως για τον συμβολισμό του
«τελείου», ο οποίος από την αρχαιότητα προσδόθηκε στον αριθμό ΙΟ5 και
προσλήφθηκε από τους Βυζαντινούς προσαρμοζόμενος στην χριστιανική
σημαντική6. Εξίσου, στην μετρική ακεραιότητα των διαστάσεων διαβλέ-
93
πούμε τον συμβολισμό της ακεραιότητας ως αξίας. Σύμφωνα με τις μετρι
κές σχέσεις που διαπιστώθηκαν στην κάτοψη του ναού της Αγίας Σοφίας
Θεσσαλονίκης, το συνολικό εσωτερικό πλάτος του κτίσματος αντιστοιχεί
σε εκατό βυζαντινούς πόδες. (Έχει ληφθεί ως πονς μήκος 30,90 εκ.). Όσον
αφορά στην πλευρά του κεντρικού τετραγώνου, αναφέρεται ότι «μπορού
με να αναγνωρίσουμε την πρόθεση να χρησιμοποιηθεί ένα μήκος ίσο με 33
πόδες, τιμή που ισοδυναμεί με το 1/3 του ολικού πλάτους του ναού»1. Γενι
κά έχει παρατηρηθεί ότι η πλευρά του κεντρικού τετραγώνου που αντι
στοιχεί στον τρούλλο, αποτελούσε βασικό μέγεθος για την όλη διάρθρωση
της κάτοψης.
της ψυχής του ανθρώπου...», γίνεται εκτενής λόγος για θεοποιό της ψυχής δεκάδα αρετών,
σύστοιχη με την «μακαρία δεκάδα των εντολών», η οποία σαν «θεία δεκάς των χορδών
τοϋ κατά -ψυχήν νοητοϋ -ψαλτηρίου», υμνολογεί «εντελώς... άρμονίως... καί εμμελώς» τον
«άεί πληρέστατου» Θεόν, προς τον οποίον τελικά η ψυχή «μυστικώς ένοϋται», «τώ évi καί
μόνψ», ανάγοντας σε «μονάδα τήν έαυτής δεκάδα». Η αναγωγή αυτή αποτελεί, προφανώς,
μια νέα έκφραση του τελείου που είχε προσδοθεί από την αρχαιότητα στον αριθμό δέκα.
Ότι η παραπάνω συμβολική αναφορά στον αριθμό δέκα είναι δυνατό να σχετίζεται με το
κτίσμα του ναού, φαίνεται καθαρά από όσα προηγούνται στο κεφάλαιο Δ': Εδώ ο
συγγραφέας εξηγεί πως είναι δυνατόν να εννοηθεί ότι η Εκκλησία (συμβολικά) είναι
άνθρωπος καθώς έχει ως ψυχή το Ιερό Βήμα, ως νου το θυσιαστήριο και ως σώμα τον
(κυρίως) ναό. Για την διάκριση αυτών των χώρων στο «οικοδόμημα» του ναού γράφει με
σαφήνεια στην αρχή του Β' κεφαλαίου. Βλ. Μαξίμου (του Ομολογητού) «Μυσταγωγία» στο
Πατερικόν Εγχειρίδιου: Συλλογή Πατερικών Κειμένων, έκδ. ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη 1968,
τόμ. Β', σ. 32, σ. 33 στίχ. 19-35, σ. 34 στίχ. 1-5, σ. 35 στίχ. 17-35, σ. 37 στίχ. 17-24. Το ίδιο
κείμενο βλ. PG 91, 657 κ.εξ. Πρβλ. ΘΗΕ, τόμ. Δ', στ. 995.
1. Θεοχαρίδου Κ., Αγία Σοφία, σ. 51. Συμβολικό νόημα μπορούμε να εικάσουμε ότι υ
πάρχει και στον αριθμό 33 (έτη του Χριστού), καθόσον, στο εν λόγω τετράγωνο, εγγράφεται
η κυκλική προβολή του τρούλλου, στο κέντρο του οποίου εικονίζεται ο Χριστός.
94
Είναι, ωστόσο, φανερό ότι αυτές οι γεωμετρικές σχέσεις εξυπηρετού
σαν, επιπρόσθετα, και μιαν εντελώς πρακτική ανάγκη: την ευχερέστερη
μεταφορά της προσχεδιασμένης κάτοψης, πάνω στο έδαφος. Πρόσφορη
μέθοδος, προς την κατεύθυνση αυτή, ήταν η χρησιμοποίηση ως εμβάτη
(modulus) μιας ωρισμένης μονάδας μήκους, της οποίας η εφαρμογή (επα
νάληψη σε ακέραια πολλαπλάσια), αποκαθιστοϋσε σχέσεις μεγέθους των
μερών μεταξύ τους και προς το όλο, που αποτελούσαν απλές αριθμητικές
αναλογίες, όπως π.χ. 1 : 2, 2 : 3, 3 : 4 κ.λπ.
1. Πρβλ. Striker C. L. - Kuban Y. D., Kalenderhane in Istanbul: The Buildings, their History,
Architecture and Decoration, Mainz, χ.χ.έ., εικ. 34.
2. Neufert Ε., Architects' Data, (Β' έκδ. στην αγγλική), N. York, χ.χ., σ. 13.
95
τους ισχΰοντες και κατά την περίοδο που εξετάζουμε ορισμούς των εν
χρήσει μέτρων, η έκταση των χεριών προσδιόριζε το μήκος της οργυιάς1.
Έχοντας υπόψιν τόσο το είδος των κατασκευαστικών προδιαγραφών
του κτίσματος, όσο και την ιδιαιτερότητα των σχετικών συνθηκών στον
Άθω, κατά τα μέσα του 10ου αιώνα, θεωρούμε ότι οι παραπάνω επισημάν
σεις και όσα στοιχεία συναφή θα παραθέσουμε στη συνέχεια, υπερβαί
νουν το επίπεδο των απλών ενδείξεων ότι υπήρξε πρόθεση εφαρμογής
συγκεκριμένης χάραξης.
Αναφορικά προς τον προσδιορισμό του μήκους του εμβάτη (οργυιάς),
η παραπάνω προσέγγιση κρίνεται ικανοποιητική, δεδομένου ότι συντρέ
χουν οι εξής λόγοι:
α. Η χάραξη της κάτοψης προηγήθηκε και προδιέγραψε, όχι μια τυπι
κή, συνήθη θεμελίωση, αλλά ένα είδος «πασσαλόπηξης» ή κάποια παρεμ
φερή τεχνική, δηλαδή μια κατασκευή που δεν επιτρέπει αυξημένη γεωμε
τρική ακρίβεια12.
β. Η μορφολογία του εδάφους, δηλαδή το αρχικό ανάγλυφο του πεδίου
θεμελίωσης, όπως προκύπτει από εδαφολογικές μετρήσεις, φανερώνει ότι
θα υπήρξαν σοβαρές δυσχέρειες για την εξομάλυνση και ισοπέδωσή του.
γ. Οι γεωμετρικές ακανονιστίες που επισημαίνονται στην κάτοψη (μή
τήρηση ευθυγραμμιών, παραλληλιών, καθετοτήτων κ.λπ.), προδίδουν
προθέσεις ή δυνατότητες τεχνικής ακρίβειας που δεν υπερβαίνουν ένα
ορισμένο επίπεδο.
Λογαριάζοντας τα παραπάνω δεδομένα, κρίνουμε ως απροσδόκητα
επαρκή, τόσο την γεωμετρική σύμπτωση του ορθογωνίου τριγώνου με
αναλογίες 3: 4: 5, στις δύο χαρακτηριστικές θέσεις της κάτοψης, όσο και
την αριθμητική σύμπτωση του προκύπτοντος μήκους του εμβάτη, με την,
βάσει του γνωστού ορισμού, προσδιοριζόμενη τιμή της οργυιάς.
Εδώ θα υπογραμμίσουμε ότι συνέτρεχαν και δύο επιπλέον λόγοι, ώστε
το όωόεκαόργυιο σχοινίο που χρησιμοποιήθηκε, να είναι επιχώριο και
ιδιόχειρης κατασκευής, όπως, άλλωστε, προβλεπόταν εξ ορισμού και
«θεσμού»: α) Το δυσπρόσιτο, ορεινό και απομονωμένο του τόπου, β) Οι
ιδιάζουσες, περισσότερο αναχωρητικές, μοναστικές συνθήκες κατά τους
χρόνους αυτούς3. Θα μπορούσε, βέβαια, να θεωρηθεί πιθανώτερο ότι
1. Θυμίζουμε π.χ. τον ορισμό που δίνει το χρονολογούμενο στον 10ο αιώνα, λεξικό του
Σουΐδα. Βλ. υποκεφάλαιο για το μήκος της οργυιάς.
2. Στην περίπτωση της πασσαλόπηξης, επιβάλλεται να γίνεται η έμπηξη των ξύλινων
πασσάλων, όχι κατακόρυφα, αλλά με έντονες και ποικίλων κατευθύνσεων κλίσεις.
3. Από την συνεκτίμηση αυτών των δύο παραγόντων, τείνουμε να δεχθούμε ότι, τόσο η
έλλειψη καλλιεργήσιμων εδαφών στην ενδοχώρα της χερσονήσου, όσο και η απουσία συνα
φών ανθρωπογενών προϋποθέσεων (που θα καθιστούσαν αναγκαία τη μέτρηση των ελάχι
στων γαιών), δείχνουν ότι ήταν, μάλλον, περιττή και αυτή η ύπαρξη μετρητικού σχοινιού.
Προϋποτίθεται, εδώ, η παραδοχή ότι γεωργικό και οικοδομικό σχοινίο, ταυτίζονταν.
96
χρησιμοποιήθηκε όχι ένα, επιτόπου κατασκευασμένο μέτρο, αλλά το δια
θέσιμο στον εξοπλισμό του οικοδομικού συνεργείου που ανέλαβε το έργο.
Και στην περίπτωση αυτή, όμως, πρέπει να λάβουμε υπόψιν ότι θα επρό-
κειτο ασφαλώς για ένα συνεργείο που δεν προερχόταν από την πρωτεύ
ουσα ή την συμπρωτεύουσα. Η σύγκριση των αρχιτεκτονικών αξιώσεων
(προδιαγραφών) του ναού του Πρωτάτου, με εκείνες που διαπιστώνουμε
π.χ., στην Παναγία της μονής του Οσίου Λουκά (10ος αι.) ή στην Παναγία
Χαλκέων στη Θεσσαλονίκη (1028), είναι επαρκώς δηλωτική. Ήταν λοι
πόν, ένα συνεργείο επαρχιακό. Συγκροτήθηκε, ενδεχομένως με τη συμμε
τοχή περισσότερων αγιορειτών μοναχών και λιγότερων, ίσως μόνο των ε
πικεφαλής τεχνιτών, από άλλο τόπο1.
Δεν πρέπει, ωστόσο, να αγνοηθεί από πρακτική και θεωρητική άποψη12
το ενδεχόμενο να μη ταυτίζεται το προοριζόμενο για οικοδομική χρήση,
δωδεκαόργυιο σχοινίο με το γεωργικό. Η ισχυρή παράδοση, να υπεισέρ
χεται στο αρχιτεκτόνημα η ανθρώπινη κλίμακα κατά το μεγαλύτερο, δυ
νατό βαθμό, υπαγόρευε τη χρησιμοποίηση της ταυτιζόμενης με το αν
θρωπομετρικό πρότυπο οργυιάς: δηλαδή, την έκταση των χεριών.
Συνοψίζουμε τα αναφερόμενα στην χάραξη πάνω στο έδαφος, με τις
εξής διαπιστώσεις:
α. Η χάραξη άρχισε από το κεντρικό τετράγωνο πλευράς τεσσάρων (4)
οργυιών, που απετέλεσε τον σχεδιαστικό πυρήνα, γύρω από τον οποίο
αρθρώθηκαν τα υπόλοιπα, επιμέρους σχήματα της κάτοψης.
β. Το ορθογώνιο τρίγωνο με πλευρές τριών (3), τεσσάρων (4) και πέντε
(5) οργυιών, τοποθετήθηκε διαδοχικά, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να συμπέ-
σει η πλευρά του, μήκους τεσσάρων (4) οργυιών, πρώτα με την ανατολική
και έπειτα με την νότια πλευρά του κεντρικού τετραγώνου. Κατ’ αυτόν
τον τρόπο ορίσθηκαν οι εξωτερικές περασιές των αντίστοιχων περιμετρι
κών τοίχων, σε απόσταση τριών (3) οργυιών.
1. Πράγματι αν κρίνουμε από τα αναφερόμενα στο Βίο του Οσίου Αθανασίου, για την
οικοδόμηση του καθολικού της Λαύρας, η συμμετοχή μοναχών ως τεχνιτών και ίσως η α
νάληψη βασικών πρωτοβουλιών και από τον ίδιο τον Όσιο πρέπει να θεωρηθούν δεδομέ
νες. Αποδείξεις της σύμπραξης μοναχών, είναι ο τραυματισμός του Οσίου κατά την μετα
φορά μεγάλης δοκού από το λιμενίσκο της Λαύρας, καθώς και ο αιφνίδιος, τραγικός θάνα
τός του μαζί με άλλους έξι μοναχούς, (Βίος Β' κεφ. 66) όταν κατέρρευσε ο νεόχτιστος θόλος
του ιερού Βήματος. Η ευρύτερη, σε σύγκριση με τη Λαύρα, συμμετοχή μοναχών στο έργο
της ανέγερσης του Πρωτάτου, είναι πολύ πιθανή, λόγω του παναθωνικού προορισμού της
εκκλησίας. Σχετικά με την συμμετοχή των μοναχών στην οικοδόμηση της μονής τους βλ.
Μπούρας X., «Αρχιμάστορες, τεχνίτες και οικοδομική δραστηριότητα», Οικονομική Ιστο
ρία του Βυζαντίου, Επιμ. Λαΐου Λ., τόμ. Β', Αθήνα 2006, σ. 245-262.
2. Πρβλ. Ousterhout R., Builders, σ. 62. Κατά μίαν άποψη οι μετρητικές σχέσεις ένταξης
ενός κτίσματος σε οικόπεδο και η υπαγωγή της οικοπεδικής έκτασης σε κατηγοριοποίηση
των γαιών, επέβαλε χρήση μιας ενιαίας μονάδας.
97
Με την εφαρμογή του τριγώνου στην ανατολική πλευρά, ερμηνεύεται
και η, κατ’ άλλον τρόπο ανεξήγητη και αδικαιολόγητη θλάση της ευθυ-
γραμμίας της «νότιας πεσσοστοιχίας», που αναφέραμε στην αρχή. Το
τρίγωνο δεν εφαρμόσθηκε στην βόρεια και στη δυτική πλευρά- χρησιμο
ποιήθηκε όμως για απλό ορθογωνισμό στις δύο δυτικές γωνίες του κεν
τρικού τετραγώνου, του οποίου η κεντρική σημασία για τη χάραξη, προ-
δίδεται και από αυτή την πρόνοια. Οι παρατηρήσεις αυτές είναι επαρκείς
ώστε να μπορέσουμε, ξεκινώντας από την συγκεκριμένη, με γεωμετρικές
ακανονιστίες κάτσψη που μας έδωσε η αποτύπωση, να αναχθούμε στο
διαρθρωμένο σχέδιο, που απετέλεσε τον οδηγό για τη χάραξη.
98
Αιτιολόγηση των παρεκκλίσεων.
99
την εμφάνιση των πραγματικών μεγεθών πάνω στο έδαφος1. Το θεώρημα
που έχει διατυπωθεί για την αρχαία ελληνική αρχιτεκτονική, ότι σχεδια-
σμός και έργο δεν ήσαν κατ’ ανάγκη δύο εντελώς ανεξάρτητες και αυτο
τελείς διαδικασίες, αλλά αλληλοκαθοριζόμενες μετά την έναρξη των
εργασιών, έχει, σε ποικίλο βαθμό, διαχρονική ισχύ12.
Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον ότι και στην περίπτωση της χάραξης που
έχει διαπιστωθεί στην Αγία Σοφία Θεσσαλονίκης, επισημάνθηκε «από
κλιση από την αρχική πρόθεση»3, δηλαδή, τον αρχικό σχεδιασμό, στη
δυτική, επίσης, πλευρά: «Η μετακίνηση του τοίχου ανατολικότερα, είναι,
ίσως, προϊόν δεύτερης σκέψης και αλλαγής του αρχικού σχεδίου κατά την
διάρκεια της κατασκευής και σχετίζεται πιθανόν με την απόφαση να
διατηρηθεί, στη δυτική πλευρά, μέρος των προηγουμένων κατασκευών»4.
Είναι πράγματι, ευνόητο ότι πρόκειται για διαχρονική πρακτική, να
επιχειρούνται «λελογισμένες» προσαρμογές.
Από την αρχαία εποχή, και όταν ακόμη είχε καθορισθεί για συγκεκρι
μένο έργο το «σύστημα των αναλογιών», ακόμη και μετά τον «έμμετρο
σχεδιασμό του κτιρίου», δεν θεωρούνταν οι επιλογές αυτές αμετάτρεπτες
και απαραβίαστες. Το αντίθετο: Ήταν ένδειξη δημιουργικής ευελιξίας
του αρχιτέκτονα «να το προσαρμόσει στη φύση του εδάφους, στη χρήση
και στον τρόπο που το βλέπουμε, αφαιρώντας ή προσθέτοντας κάτι
στις αναλογίες του...»5. Αν, λοιπόν, σε αρχιτεκτονήματα που θεωρήθηκαν
έργα «κλασσικών» αξιώσεων και για τις αναλογίες τους και για την κατα
σκευαστική τους ακρίβεια, ήταν όχι απλώς επιτρεπτό αλλά και ενδεδει-
γμένο να γίνονται «υπερβάσεις» εις βάρος της κανονικότητας και της «α
κρίβειας», χάριν των λόγων που προμνημονεύθηκαν, πόσο περισσότερο
θα ήταν αυτό «συγγνωστό» στην αρχιτεκτονική ενός πολιτισμού (του
βυζαντινού) που είχε αναγάγει την εφαρμογή του «κατ’ οικονομίαν» σε
ικανότητα διάκρισης του πλέον λυσιτελούς. Όπως κι αν ερμηνεύσουμε τις
παρεκκλίσεις και τις «υπερβάσεις» του διαφαινόμενου σχεδιασμού, είναι
γεγονός ότι αυτές δεν είναι σπάνιες στην βυζαντινή αρχιτεκτονική.
Δυτική κεραία με μεγαλύτερο βάθος απ’ όσο έχουν η βόρεια και η νότια,
συναντάμε σε μια σειρά μνημείων, π.χ. στο Atik Mustafa Pasa τζαμί στην
Κωνσταντινούπολη, στην Παναγία των Χαλκέων της Θεσσαλονίκης, στην
Παναγία του Οσίου Λουκά. Από τα παλαιότερα παραδείγματα στον
ελλαδικό χώρο είναι η Επισκοπή της Ευρυτανίας.
100
δ) Ol αποκλίσεις του πάχους των τοίχων από την τιμή της 0,5 οργυιάς,
που είχε προβλεφθεί στον σκάριφο, πρέπει να διακριθούν σε ηθελημένες
και αθέλητες. Οι πρώτες επιλέχθηκαν ως ρυθμιστικές «διατομών» τοίχων,
με κύρια κριτήρια: α) την διαφοροποίηση από θέση σε θέση, του ίδιου
βάρους των τοιχοδομών, λόγω διαφοράς ύφους, πράγμα που υπαγόρευε
διαφοροποίηση και των αντίστοιχων εμβαδών έδρασης· και β) την αντι
σεισμική συμπεριφορά του δομικού φορέα. Οι δεύτερες είναι δυνατόν να
αποδοθούν στις γενικές κατασκευαστικές συνθήκες του έργου και στις
ακανονιστίες της ιδιότυπης θεμελίωσης.
101
τερικές παρειές των τριών από τις τέσσερις “παραστάδες” του δυτικού
τοίχου.
δ. Η κορυφή Ν βρίσκεται πάνω στην ευθυγραμμία της εξωτερικής
παρειάς του βόρειου τοίχου.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι κορυφές Ζ και Ν αντιστοιχούν σε σημεία
της κάτοψης όπου επισημαίνονται παλαιότερες θεμελιώσεις1. Είναι
λοιπόν πιθανό ότι ο διαφορετικός τρόπος οριοθέτησης του κτιριακού
περιγράμματος στη δυτική και βόρεια πλευρά, οφείλεται στα λείψανα
αυτών των θεμελιώσεων. Ένα τρίτο στοιχείο που ενισχύει την πρόταση
αυτή είναι ότι το μήκος της δυτικής πλευράς του κυρίως ναού προσεγγίζει
πολύ τους δέκα εμβάτες (με βάση την αναλογία 3:4:5 του τριγώνου).
Επίσης, έτσι μπορεί να εξηγηθεί το σαφώς τραπεζοειδές σχήμα της
βόρειας και δυτικής κεραίας.
102
ΠΡΩΤΗ ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΗ ΦΑΣΗ
Α. ΤΥΠΟΛΟΓΙΚΑ
1. Φούντάς Π., «Η τυπολογία της πρώτης φάσης του Πρωτάτου», Ε Συμπόσιο ΧΑΕ
(1985), σ. 98.
2. Mylonas P., Les étapes, σ. 143-160.
3. Φούντάς Π., «Σκάριφος και δομική χάραξη της κάτοψης στο ναό του Πρωτάτου», ΙΖ'
Συμπόσιο ΧΑΕ (1997), σ. 79-80. Βλ στην παρούσα μελέτη εκτενή ανάλυση του θέματος
αυτού.
103
γ. Επισήμανση στους εγκάρσιους τοίχους της βόρειας κεραίας του
σταυρού, τμημάτων παραθύρων, ομόλογων προς εκείνα του αρχικού φω
ταγωγού που βρίσκονται στη στάθμη της ζώνης των Προπατόρων: Ο
σταυρός διαγραφόταν ήδη στην α' φάση, υπερυψωμένος πάνω απ’ τα γω
νιακά διαμερίσματα.
δ. Τα επιστεφόμενα με «αετώματα» μεσαία τμήματα των πλευρικών (Β
και Ν) όψεων, διαρθρώνονταν πιθανώτατα στην αρχική φάση και με τρί
τη, καθ’ ύψος σειρά ανοιγμάτων.
Οι παρατηρήσεις αυτές θα καταστούν σαφέστερες όταν συσχετισθούν
με όσα επισημάνθηκαν στο υποκεφάλαιο «Τυπολογική ορολογία» και με
όσα θα εκτεθούν στη συνέχεια.
104
3. Διερεύνηση ενδεχόμενων αλλαγών σε υπάρχοντα ανοίγματα, κατά
τις μετασκευές και «ανακαινίσεις» του ναού. Εξέταση θέσεων και μορ
φών, πιθανών ανοιγμάτων που δεν έχουν διασωθεί. Συναφή προβλήματα
σχετικά με την αρχιτεκτονική σύνθεση των όψεων.
4. Ερμηνεία της ύπαρξης του κυκλικού φεγγίτη και του πλίνθινου
κοσμήματος.
5. Το πρόβλημα της αρχικής «αετωματικής» επίστεψης.
Είναι προφανές ότι η διάκριση (κατηγοριοποίηση) των ανωτέρω, προς
διερεύνηση θεμάτων, είναι συμβατική: στην ουσία αλληλοσχετίζονται και
αλληλοεξαρτώνται.
1. Επίσης, μερικές οριζόντιες πλίνθοι, πάνω από τα παράθυρα της δεύτερης σειράς στο
βόρειο τοίχο της Πρόθεσης, πιθανόν να είναι κατάλοιπα της καταληκτήριας, πλίνθινης
στρώσης. Στις στάθμες αυτές θα υπήρχαν εξέχοντα γείσα, διαμορφωμένα πιθανώτατα με
πλίνθους, τα οποία καθαιρέθηκαν για να υπερυψωθούν οι τοίχοι.
2. Όπως ήδη έχουμε αναφέρει είναι ορατά (σήμερα) ως εσωτερικά, μη λειτουργικά α
νοίγματα στην ανωδομή του μεσαίου κλιτούς και αντιστοιχούν ανά ένα στα ανατολικά
«γωνιαία διαμερίσματα» και ανά δύο στα δυτικά. Πρέπει να σημειωθεί ότι οι ποδιές που
εμφανίζονται στο μεσαίο «κλιτός» δεν είναι ισόσταθμες με αυτές που βλέπουμε από την
πλευρά των «γωνιαίων διαμερισμάτων». Αυτό συμβαίνει γιατί, χάριν αυξήσεως του ύφους
των αντίστοιχων διαχώρων κατά την παλαιολόγεια τοιχογράφηση, υπερυψώθηκαν οι
ποδιές μόνον προς την πλευρά του μεσαίου κλιτούς.
3. Βλ. Mylonas P., Les étapes, εικ. 8.
105
σιάζεται και το δυτικό όριο. Στο βόρειο μέτωπο, διακρίνεται τμήμα της
δυτικής ακμής (Παρένθ. πίν. ΣΤ'), που διαγράφεται ευκρινέστερα σε
φωτογραφία1 από το αρχείο της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, στην οποία
απεικονίζεται η όψη μετά την καθαίρεση του βόρειου προσκτίσματος
(Πίν. 6α). Η σημασία αυτών των λεπτομερειών έγκειται περισσότερο στο
γεγονός ότι συμβάλλουν στην τεκμηρίωση του σταυροειδούς τύπου του
αρχικού ναού και λιγότερο στο ότι παρέχουν στοιχεία για την γραφική
αναπαράσταση: Γιατί κι αν ακόμη είχαν εξαλειφθεί τα ίχνη αυτά από
μεταγενέστερα, εξομοιωτικά αρμολογήματα ή επιχρίσματα, οι εν λόγω
ακμές θα ήταν δυνατόν να προσδιορισθούν γραφικά, με βάση τις
αντίστοιχες παρειές των (συμβαλλόντων) εγκαρσίων τοίχων.
1. γ. Η στάθμη των οριζόντιων γείσων του διαμήκους φωταγωγού και
κατά συνέπεια -όπως θα αποδείξουμε- εκείνων του εγκαρσίου, προσδιορί
ζεται, με κατώτατο όριο, τα κλειδιά των σωζόμενων παραθύρων του πρώ
του.
1. δ. Η ανώτατη στάθμη της σωζόμενης αρχικής τοιχοδομής, στα μέτω
πα της εγκάρσιας κεραίας, θα προσδιορισθεί σε συνδυασμό με άλλες πα
ραμέτρους, στη συνέχεια.
2. Εφελκυστικές ζώνες
106
Ol ζώνες αυτές δεν διατρέχουν όλους τους τοίχους σε ενιαίες, οριζό
ντιες στάθμες1. Η τοιχογράφηση δεν επιτρέπει να διαπιστώσουμε σε ποιό
βαθμό συμβαίνει η ανισοσταθμία αυτή. Στους εξωτερικούς, κατά μήκος
τοίχους, όπως είδαμε, οι πλίνθινες ζώνες εμφανίζονται στις εξής στάθμες:
Δύο, κάτω από τις ποδιές των παραθύρων που διαρθρώνουν τις όψεις σε
δύο σειρές. Μια τρίτη αντιστοιχεί περίπου στα κλειδιά των τόξων του υ-
πάρχοντος διλόβου παραθύρου. Μια τετάρτη όμοια ζώνη, πιθανώτατα
περνούσε κάτω από τις ποδιές των παραθύρων της ανώτατης σειράς, στο
μέτωπο και τις πλευρές των εγκάρσιων κεραιών του σταυρού. Μια τελευ
ταία πλίνθινη ζώνη θα διερχόταν πιθανώτατα από τη βάση του τριγώνου
του αετώματος, στην καταληκτήρια στάθμη της τοιχοδομής του σταυροει
δούς «φωταγωγού», ενδεδειγμένη τόσο για δομικούς*2 όσο
1 και για αισθητι
κούς3 λόγους.
2. β. Η χρησιμοποίηση ξυλοδέσμων4 στο αρχικό κτίσμα, πιστοποιείται
με τις εξής επισημάνσεις. Οι ξύλινοι ελκυστήρες που συνδέουν τις γενέ-
σεις των μεγάλων τόξων (προς βορρά και νότο του κεντρικού χώρου), α
ποδίδονται, όπως υποστηρίζουμε διεξοδικά σε άλλη θέση, στην πριν από
διαφοροποίηση του τρόπου δόμησης και του υλικού των στρώσεων, αμέσως πίσω από την
πλίνθινη τριπλή ζώνη που διατρέχει το εσωτερικό πρόσωπο της τοιχοδομής. Εάν πρόκειται
για απόφραξη προϋπάρχοντος κενού, κατά την καθαίρεση, τότε, πίσω από την πλίνθινη ζώ
νη διερχόταν ξυλοδεσιά που αποσαθρώθηκε. Ξυλοδεσιά στη στάθμη πλίνθινης ζώνης μαρ-
τυρείται: Βλ. π.χ. Βελένης Γ., ό.π., σ. 58, πίν. 24α. Επίσης σε στάθμη πάνω από την πλίνθινη
ζώνη- βλ. Μουτσόπουλος Ν., «Ανασκαφή της βασιλικής του Αγίου Αχίλλειου», Ε.Ε.Π.Σ.Θ.,
τόμ. Ε' (1971-1972), Θεσσαλονίκη 1972, εικ. 8.
1. Π.χ. στους δυτικούς τοιχοπεσσούς του μεσαίου «κλιτούς», καθώς και στον δυτικό
τοίχο του κυρίως ναού, η κατώτερη στάθμη βρίσκεται σε ύψος 2, 10 μ. από το σημερινό δά
πεδο, ενώ στους μακρούς εξωτερικούς τοίχους, αντιστοιχεί κάτω από τις ποδιές της πρώ
της σειράς παραθύρων.
2. Στη στάθμη έδρασης της ξύλινης στέγης, ήταν εντελώς απαραίτητη η ύπαρξη
εφελκυστικής ζώνης.
3. Η επανάληψη σε διαδοχικές καθ’ ύψος στάθμες του κτίσματος, της πλίνθινης ζώνης,
αποκαθιστούσε στη διάρθρωση των όψεων ένα ρυθμό, που δεν έπρεπε να ανακοπεί στην α
νώτατη οριοθέτηση της «σύνθεσης». Εξ άλλου, σαφή διαγραφή ή απλή υποδήλωση αετώμα
τος διαπιστώνουμε κατά τη μεσοβυζαντινή περίοδο, στον ελλαδικό χώρο, από την Πελοπόν
νησο μέχρι και την Μακεδονία, (π.χ. Επισκοπή Τεγέας: Ορλάνδος Α., «Παλαιοχριστιανικά
και βυζαντινά μνημεία Τεγέας - Νυκλίου», Α.Β.Μ.Ε., ΙΒ' (1973), σ. 3-176. Άγ. Στέφανος Κα
στοριάς: Μουτσόπουλος Ν., Εκκλησίες της Καστοριάς. 9ος -11ος αιώνας, Θεσσαλονίκη
1992, εικ. 180, 183. Άγ. Νικόλαος Κασνίτζη: στον ίδιο, εικ. 362, 363. Άγ. Ευθύμιος (παρεκ
κλήσι του Αγ. Δημητρίου Θεσσαλονίκης): ανατολική όψη: υποδήλωση αετώματος. Επίσης,
Παναγία Χαλκέων: νότια και βόρεια όψη: Mango C., ό.π., εικ. 227.
4. Για ξυλοδεσιές σε μεσοβυζαντινές βασιλικές βλ. Μουτσόπουλος Ν., ό.π., σ. 243-246,
255, 257, εικ. 8, 9 (1899), 10 (1899), 11, 40, 41, 42, 43. Ξυγγόπουλος Α., Τα μνημεία των Σερ
βιών, Αθήναι 1957, σ. 34. Για ξυλοδεσιές σε εκκλησίες της βυζαντινής περιόδου βλ. επίσης
Rappoport Ρ., Building the Churches of Kievan Russia, Brookfield - Variorum 1995, σ. 133-144.
107
την τοιχογράφηση μετασκευή (Σχ. 8, 9). Ωστόσο, δεν θα ήταν δυνατόν να
παραλαμβάνουν με ασφάλεια εφελκυστικές τάσεις, εάν δεν συνδέονταν
με ισόσταθμες ξυλοδεσιές που διέτρεχαν αθέατες τους τοίχους. Και φυσι
κά, στην πράξη, ήταν εξαιρετικά δύσκολο -χωρίς ευρείες καθαιρέσεις- να
τοποθετηθούν οι τελευταίες, εκ των υστέρων. Η ύπαρξη εντοίχιας ξυλοδε
σιάς στη στάθμη του βόρειου, από τους εν λόγω ελκυστήρες, είναι πιθανό
τατη και για τους εξής πρόσθετους λόγους: Η περασιά αυτή διέρχεται πά
νω από το κιονόκρανο του βόρειου διλόβου παραθύρου1 και αντιστοιχεί
τόσο στα κλειδιά των παραθύρων της δεύτερης σειράς, όσο και στα κλει
διά των τεταρτοσφαιρίων των κογχών της Πρόθεσης και του Διακονικού12.
Επίσης σ’ αυτήν, την ίδια στάθμη, δημιουργείται ένα ανώφλι με παράθεση
ξύλινων δοκαριών3, στο τόξο του αψιδώματος, μέσω του οποίου επικοινω
νούν η βόρεια κεραία και η Πρόθεση (Πίν. 34β). Είναι πιθανόν ότι κάποιο
ή κάποια από τα δοκάρια αυτά, συνδέονται καθέτως, με ισόσταθμη4 ξυλο
δεσιά στο βόρειο τοίχο του ναού. Εξάλλου, η εντελώς απαραίτητη εφελκυ-
στική ζώνη στην άνω απόληξη των κατά μήκος τοίχων των γωνιαίων δια
μερισμάτων, θα έπρεπε, σύμφωνα με τον δομικό κανόνα, να συνεχίζεται
καθ’ όλο το μήκος των μακρών (πλευρικών) τοίχων του ναού. Επειδή ό
μως δεν δηλοποιείται αυτή στη μέση της όψης, ως πλίνθινη ζώνη, θα πρέ
πει να δεχθούμε ότι ήταν εσωτερική (αφανής), ξύλινη5. Από τεχνική και
δομική άποψη η διέλευση ξύλινων δοκών (συνήθως δύο) όχι πάνω από τα
κλειδιά, αλλά στο ύψος των κλειδιών των παραθύρων, ήταν εφικτή και
επιτρεπτή -αν για κάποιο λόγο επιβαλλόταν- διότι η προκύπτουσα διακο
πή της δομής κάθε τόξου, γινόταν μόνο σε δύο σημεία κατά το πάχος του
τοίχου.
1. Στο νότιο δίλοβο, υπάρχουν στη στάθμη αυτή, ξύλινοι ελκυστήρες που δεν ανήκουν
στην αρχική φάση. Κατά τον 10ο αιώνα συναντάμε ελκυστήρες στη στάθμη έδρασης των
λοβών π.χ., στον Αγιο Αχίλλειο: βλ. Μουτσόπουλος Ν., Ανασκαφή της βασιλικής του Αγ.
Αχίλλειου, ό.π., σ. 257-259, εικ. 38, 42, 431 στην βόρεια εκκλησία της μονής του Λιβός: βλ.
Mathew Th., The Byzantine Churches of Istanbul, London 1976, πίν. 35 (1).
2. Πάνω από το κλειδί της κόγχης του Διακονικού, διέρχεται ξυλοδεσιά με «πρόσωπο»
το επίπεδο της εσωτερικής παρειάς του τοίχου. Επειδή όμως δεν συνδέεται με κάθετη
ξυλοδεσιά στον βόρειο τοίχο (του ίδιου χώρου) και επί πλέον, η τοιχοποιία διαφοροποιείται
πάνω από τη στάθμη αυτή, προκύπτει ότι η ξυλοδεσιά τοποθετήθηκε σε κάποια επισκευή -
μετασκευή κατά την οποία ανοικοδομήθηκε και ο υπερκείμενος (ανατολικός) τοίχος.
3. Βλ. τομή Bl Β1 και τομή κατά πλάτος: σχ. 10, 20α.
4. Οι συνδέσεις των ξυλοδέσμων στις γωνίες, ενδέχεται να γινόταν στο ίδιο περίπου ε
πίπεδο με εντορμία, ή με απλή επικάθηση του άκρου της μιας δοκού πάνω στο άκρο της
άλλης.
5. Είναι πιθανώτατο ότι διαμορφώνονταν στη στάθμη αυτή, «γείσα» με πλίνθινες στρώ
σεις που δεν χρειαζόταν να καταλαμβάνουν ολόκληρο το πάχος του τοίχου. Οι εφελκυστι
κές τάσεις ήταν δυνατό να παραληφθούν από τις ισόσταθμες, ενσωματωμένες ξυλοδεσιές
που χρησίμευαν ταυτόχρονα και για την έδραση των άκρων των τεγίδων της στέγης.
108
Εν τελεί, είναι βέβαιο ότι η συγκεκριμένη στάθμη, θεωρούμενη από δο
μική άποψη, ενδείκνυται για τη διέλευση εφελκυστικής ζώνης και
μάλιστα, σύμφωνα με τον κανόνα, τόσο κατά την διαμήκη όσο και κατά
την εγκάρσια κατεύθυνση. Επειδή λοιπόν εμφανίζονται στην εν λόγω
στάθμη, ξύλινοι (ορατοί) ελκυστήρες, είναι εύλογο να δεχθούμε ότι
υπήρχαν και αθέατες, ισόσταθμες ξυλοδεσιές στο εσωτερικό των τοίχων.
Κατά τις εργασίες αποτοίχισης τμημάτων τοιχογραφιών και αφαίρε
σης απλών επιχρισμάτων σε διάφορες στάθμες της ανωδομής, αποκαλύ
φθηκαν τοπικά ξυλοδεσιές που πρέπει να αποδοθούν στην πριν από την
τοιχογράφηση μετασκευή, ενώ άλλες προϋποθέτουν σύνδεση με πιθανές
ισόσταθμες εφελκυστικές ζώνες της αρχικής φάσης. Στην δεύτερη περί
πτωση μπορεί να συγκαταλεχθεί η ξυλοδεσιά που αποκαλύφθηκε στην
ποδιά του παραθύρου της στάθμης του «φωταγωγού», στον δυτικό τοίχο
της βόρειας εγκάρσιας κεραίας1. Φαίνεται ότι περνάει κάτω από την βάση
του σωζόμενου νότιου σταθμού του παραθύρου. Είναι πολύ πιθανό ότι
στη στάθμη αυτή είχαν τοποθετηθεί ξυλοδεσιές. Επίσης ξυλοδεσιά πρέπει
να υπήρχε στη στάθμη πάνω από τα κλειδιά των παραθύρων του αρχικού,
σταυροειδούς «φωταγωγού» Η περασιά αυτή διέρχεται και πάνω από το
κλειδί του τεταρτοσφαιρίου της μεγάλης αψίδας του ιερού Βήματος.
Στον ανατολικό τοίχο της νότιας κεραίας του σταυρού, επισημάνθη-
καν ξυλοδεσιές όχι μόνο στη στάθμη της ποδιάς των παραθύρων του αρχι
κού «φωταγωγού», αλλά και σε χαμηλότερες. Το γεγονός, όμως, ότι οι
ανώτερες απ’ αυτές τις ξυλοδεσιές, καθώς είναι τοποθετημένες «πρό
σωπο» με την ανατολική παρειά του τοίχου, η οποία, σ’ αυτό το συγκεκρι
μένο ύψος, ήταν κατά την αρχική φάση εκτεθειμένη στις εξωτερικές συν
θήκες, όπως επίσης και το γεγονός ότι σχετίζονται με τη διαμόρφωση ορ
θογώνιας οπής που μάλλον αφέθηκε σκόπιμα12, προς το μέρος του Δια
κονικού, συνιστούν λόγους επαρκείς ώστε να αποδώσουμε την τοποθέ
τησή τους στην πριν από την τοιχογράφηση επισκευή3. (Σχ. 32, 33).
3. Ανοίγματα
109
διευρύνθηκε κατά τι, γιατί οι ανατολικοί σταθμοί (λαμπάδες), δεν διατη
ρούν διακεκριμένους γωνιολίθους και πλίνθους με ακέραιες γωνίες, όπως
οι δυτικοί1 (Πίν. 16β). Ήσαν θύρες μάλλον στενές, όπως έχει επισημανθεί
και για άλλα μνημεία της ίδιας και παλαιότερης εποχής*2. Το αρχικό ύψος
των θυρών αυτών δεν είναι γνωστό, λόγω της ανύψωσης του αρχικού
δαπέδου. Θύρα στον άξονα του μετώπου της νότιας κεραίας του σταυρού,
συναντάμε κατά τον 10ο αιώνα, π.χ., στην Παναγία του Οσίου Λουκά3 και
κατά τον 11ο (1028) στην Παναγία των Χαλκέων της Θεσσαλονίκης4, στην
Καπνικαρέα Αθηνών5 κ.α.
Το ξύλινο υπέρθυρο (ανώφλι)6 και το εδραζόμενο πάνω σ’ αυτό, ημικυ-
κλικό τύμπανο (με αμφίπλευρη εικονογράφηση), ανάγονται στην εποχή
της παλαιολόγειας τοιχογράφησης του ναού.
3.β. Η απόδοση του υπάρχοντος διλόβου, στην πρώτη οικοδομική φάση
είναι ασφαλής για τους εξής λόγους.
1. Οι σταθμοί του νότιου διλόβου παρουσιάζουν κλίση προς τα δυτικά
όπως και ολόκληρος ο νότιος τοίχος μετά την διαφορική καθίζηση του
κτίσματος (Σχ. 5). Επίσης οι σταθμοί του βόρειου διλόβου ακολουθούν
την κλίση πρός τα βόρεια που παρουσιάζει ο υποκείμενος τοίχος (Σχ. 38,
39).
2. Τα κιονόκρανα μπορούν να χρονολογηθούν στον 10ο αιώνα. (Πίν.
11, 12). Η διακόσμησή τους είναι λιτή: ένας απλός σταυρός, του οποίου το
σχήμα και η γλυπτική απόδοση, θυμίζουν τη μορφή του σταυρού που
συναντούμε στην διακοσμητική γλυπτική δύο γνωστών ναών του 10ου
αιώνα: Στη βόρεια εκκλησία της Μονής του Λιβός και στην Παναγία του
Οσίου Λουκά. Και στους δύο αυτούς ναούς ο γλυπτός διάκοσμος είναι
γενικά πλούσιος και περίτεχνος. Σε ωρισμένα σημεία εμφανίζεται ο σταυ
ρός με την συγκεκριμένη μορφή. Στο καθολικό της μονής του Λιβός7, εν
τοπίζεται στη διακόσμηση κιονοκράνου, βάσης μαρμάρινου πεσσού, κα
ί. Επίσης, οι θολίτες του Ν. τόξου δεν έχουν τεθεί σε κανονική, από γεωμετρική άποψη,
τοξωτή διάταξη. Πιθανότατα πρόκειται για αποτέλεσμα επισκευών.
2. Βλ. Βοκοτόπουλος Π., Η εκκλησιαστική αρχιτεκτονική εις την δυτικήν Στερεάν
Ελλάδα και την Ήπειρον, από του τέλους τον 7ου μέχρι του τέλους του 10ου αιώνος, Β'
έκδ., Θεσσαλονίκη 1992, σ. 160.
3. Στίκας Ευστ., Το οικοδομικόν χρονικόν της μονής του Οσίου Λουκά Φωκίδος, εν
Αθήναις 1970, παρένθετος πίνακας Δ', εικ. 74. Μποΰρας X., Βυζαντινή και Μεταβυζαντινή
Αρχιτεκτονική, Αθήνα χ.χ., εικ. 88.
4. Βλ. Mango C., Byzantine Architecture, εικ. 227.
5. Στο ίδιο, εικ. 273.
6. Δεν παρακολουθεί την κλίση που παρουσιάζει ολόκληρος ο τοίχος μετά την καθίζη
ση.
7. Macridy Th.-Megaw A.H.S.-Mango C.-Hawkins E.J.W., «The Monastery of Lips (Fenari isa
camii) at Istanbul», D.O.P. 18 (1964), εικ. 20, 45 και Mango C.-Hawkins E.J.W., «Additional Notes»,
D.O.P. 18 (1964), εικ. 15, 20, 39.
110
θώς και κοσμήτη όπου εναλλάσσεται με ανθεμωτό κόσμημα. Στην Παν
αγία του Οσίου Λουκά εμφανίζεται στον άξονα της όψης του επιθήματος1
κιονοκράνου. Επίσης υπάρχει σε κιονόκρανο12, στο τέμπλο του ναΐσκου
της κρύπτης.
Σχετικά με τη γλυπτή διακόσμηση της κύριας όψης του πεσσοκιονί-
σκου στο νότιο δίλοβο παράθυρο της εκκλησίας, διαπιστώνουμε ότι το θέ
μα της «ιχθυάκανθας» συναντιέται σε δύο θέσεις και στο μαρμάρινο τέμ
πλο του ναού που χρονολογείται στον 10ο αιώνα3: α. στην αξονική, δια-
χωριστική ταινία κάθε δίδυμου θωρακίου4 (Πίν. 39), και β. στην ταινία
που διατρέχει την κύρια όψη του μεσαίου επιστυλίου, πάνω από την
ταινία με τον ελισσόμενο βλαστό5. Τα στοιχεία αυτά δείχνουν ότι τόσο τα
κιονόκρανα όσο και ο νότιος πεσσοκιονίσκος ανήκουν στόν 10ο αιώνα,
δηλαδή, στην αρχική οικοδομική φάση του ναού.
3. Η πάνω επιφάνεια των κιονοκράνων αντιστοιχεί σε στάθμη εφελ-
κυστικής ζώνης6.
4. Τα ενδεχόμενα να υπήρχε στη θέση αυτή μονόλοβο ή τρίλοβο πα
ράθυρο, είναι εύκολο να αποκλεισθούν για συνθετικούς λόγους, όταν λη-
φθούν υπόψιν η μορφή, οι διαστάσεις και οι αποστάσεις των εκατέρωθεν
μονολόβων (Πίν. 7).
5. Δίλοβα και μάλιστα επάλληλα συναντάμε στις αντίστοιχες όψεις
και θέσεις, σε δύο αθωνικούς, μεσοβυζαντινούς ναΐσκους7 χωρίς χορούς:
στον γειτονικό, του Ραβδούχου και στον άγιο Προκόπιο, στην περιοχή της
Μονής Βατοπεδίου.
Σχετικά με το ζήτημα εάν οι λοβοί ήσαν υψωμένοι εξ αρχής ή ήσαν χα
μηλότεροι (ημικυκλικοί) με κλειδιά κάτω από την υπάρχουσα στη στάθμη
αυτή, πλίνθινη εφελκυστική ζώνη και υπερυψώθηκαν κατά τις επισκευα-
στικές εργασίες της υστεροβυζαντινής περιόδου, παρατηρούμε τα εξής:
α. Υπερυψωμένοι λοβοί συναντώνται και πριν το 10ο αιώνα8. Στην
Κωνσταντινούπολη εμφανίζονται, το αργότερο από τις αρχές του 10ου
1. Grabar A., Sculptures Byzantines du Moyen Age. II (XI-XIV siècle), Bibliotèque des Cahiers
Archéologiques. XII, Paris 1976, πίν. XVIIIb.
2. Βλ. Λαζαρίδης Π., Το μοναστήρι τον Οσίου Λουκά (οδηγός), Αθήνα χ.χ.έ., εικ. 40.
3. Ορλάνδος Α., «Το μαρμάρινον τέμπλον του Πρωτάτου των Καρυών», Ε.Ε.Β.Σ. 23
(1953), σ. 83-91. Πρβλ. και Παζαράς Θ., «Η Βυζαντινή γλυπτική στο Άγιον Όρος», Θησαυ
ροί τον Αγίου Όρους, (Κατάλογος Έκθεσης) Θεσσαλονίκη 1997, σελ. 264.
4. Ορλάνδος Α., ό.π., σελ. 87, εικ. 2.
5. Στο ίδιο, εικ. 4.
6. Βλ. τα σχετικά με τις εφελκυστικές ζώνες του ναού.
7. Βλ. Mylonas Ρ., «Two Middle-B y zantine Churches on Athos», Actes du XVe Congrès Internatio
nal d'Études Byzantines, Athènes-Septembre 1976, Athènes 1981, σ. 543-573.
8. Βλ. π.χ. ναό Θεοτόκου Σκριπούς: Μπούρας X., Βυζαντινή και Μεταβυζαντινή
αρχιτεκτονική, εικ. 61.
111
αιώνα1. Επίσης κατά τον ίδιο αιώνα, συναντιόνται στις εκκλησίες, της
Παναγίας του Οσίου Λουκά12 στη Φωκίδα, της Παναξιώτισσας3 της Γα-
βρολίμνης και της Ζούρτσας4 στην Κάτω Φιγάλεια. Γύρω στα 1000, στο
ναό των Αγίων Ιάσονα και Σωσιπάτρου στην Κέρκυρα5. Στον Άθω, στα
δίλοβα παράθυρα των χορών του καθολικού της Μονής Βατοπεδίου, στα
τέλη του 10ου ή στις αρχές του 11ου αιώνα6.
β. Επειδή οι αναλογίες (ύψος προς πλάτος) των παραθύρων7, ποικί-
λουν συνήθως και στον ίδιο ναό, εάν δεχθούμε ότι στο Πρωτάτο οι λοβοί
δεν ήσαν αρχικά υπερυψωμένοι, τότε, σύμφωνα με μετρήσεις, τα υπόλοι
πα ανοίγματα της όψης θα είχαν πιο ραδινές αναλογίες. Φαίνεται ακόμη,
ότι θα ήταν, συγκριτικά, πιο ραδινά τα σύνθετα παράθυρα των εκκλησιών
που μνημονεύθηκαν παραπάνω.
γ. Το γεγονός ότι η αντίστοιχη πλίνθινη εφελκυστική ζώνη δεν διέρ
χεται πάνω από τα κλειδιά των λοβών, αλλά βρίσκεται στην ίδια στάθμη
με αυτά, δεν εγγυάται ασφαλή εφελκυστική λειτουργικότητα8. Εκτός, εάν
ή πλίνθινη ζώνη συνδυάζεται με ισόσταθμους, αφανείς (εσωτερικούς) ξυ-
λοδέσμους9 που διασχίζουν τα κλειδιά. Ή τουλάχιστον, εάν ενισχύεται α
πό τέτοιους ξυλοδέσμους σε κοντινές στάθμες, από τις οποίες πιο πρό
1. Στη βόρεια εκκλησία της μονής του Λιβός. Βλ. Mathews Th., ό.π., πίν. 35 (1).
2. Βλ. Στίκας Ευστ., ό.π., εικ. 74, 91. Μπούρας X., Βυζαντινή και Μεταβυζαντινή
Αρχιτεκτονική, εικ. 87, 91, 95.
3. Βλ. Βοκοτόπουλος Π., ό.π., εικ. 34 και πίν. 50 α, β.
4. Βλ. Bouras Ch., «Zourtsa, Une basilique byzantine au Péloponnèse», C. Λ. XXI (1971) o. 137-
149, εικ. 8 (βλ. μεσαίο λοβό). Ο ίδιος, Βυζαντινή και Μεταβυζαντινή αρχιτεκτονική, εικ.
58.
5. Βλ. Βοκοτόπουλος Π., «Περί τήν χρονολόγησιν του έν Κερκύρρ ναοΰ των 'Αγίων
Ίάσωνος καί Σωσιπάτρου», ΔΧΑΕ, Ε' (1966-69), σ. 149-172, πίν. 72, 74, 75β, 77α. Μπούρας X.,
Βυζαντινή και Μεταβυζαντινή Αρχιτεκτονική, εικ. 102.
6. Μαμαλούκος Στ., «Η αρχιτεκτονική του καθολικού της Μονής Βατοπαιδίου», Ιερά
Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου: Παράδοση-Ιστορία-Τέχνη, τόμ. Α', Αγιον Όρος 1996, σ. 172,
σχ. 15.
7. Για την συνδρομή αισθητικών λόγων βλ. Μιχελής Π., Αισθητική θεώρηση της βυ
ζαντινής τέχνης, Αθήνα 1946, σ. 51.
8. Ο λόγος είναι ότι η συνέχεια της εφελκυστικής ζώνης «λύεται» από τους καθέτους
αρμούς στα κλειδιά των λοβών, ακόμη και όταν τα κονιάματα είναι ισχυρά.
9. Στο ναό της Παναγίας Αχειροποιήτου στην Θεσσαλονίκη, στο δυτικό πεντάλοβο ά
νοιγμα του κεντρικού κλιτούς, εμφανίζεται στην εξωτερική (σήμερα) παρειά και σε ανάλο
γη στάθμη: στο ύψος των κλειδιών των τριών μεσαίων τόξων, ξυλοδεσιά. Η ορατή διαδρο
μή της διακόπτεται όταν συναντά τα εξωρράχια των πλινθόκτιστων τόξων, αλλά το γεγονός
ότι οι εγκάρσιες συνδετικές δοκίδες (κλάπες) συνεχίζονται σε όλο το μήκος, μαρτυρεί ότι
η εν λόγω ξύλινη εφελκυστική ζώνη συνεχίζεται σε παράλληλη περασιά πίσω από τα
πλίνθινα τόξα της πρόσοψης.
112
σφορη κρίνεται εκείνη στη βάση των λοβών1. Ενδιαφέρον είναι το παρά
δειγμα με αραιές καθ’ ύφος, πλίνθινες ζώνες, στο ναό της Αγίας Σοφίας
Βιζύης12, όπου παρατηρούμε και διέλευση μιας απ’ αυτές, στην «αντικανο
νική» στάθμη του ύφους των κλειδιών.
Το πρόβλημα, στις περιπτώσεις αυτές, έγκειται στο ότι δεν γνωρίζουμε
με ασφάλεια πότε πρόκειται για αμιγώς πλίνθινη ζώνη που καταλαμβάνει
όλο το πάχος του τοίχου, και πότε πρόκειται για συνδυασμό πλίνθινων
στρώσεων με αφανείς ξυλοδεσιές. Στην περίπτωση του Πρωτάτου, μπο
ρούμε να υποθέσουμε ότι η πιθανώτατη, όπως είδαμε, διέλευση (αφανούς)
ξυλοδεσιάς στη στάθμη πάνω από το κιονόκρανο του διλόβου, συνέβαλε
σε βαθμό σημαντικό, στην παραλαβή των εκδηλούμενων εφελκυστικών
τάσεων3.
Το γεγονός ότι η δομική ανταπόκριση του κτίσματος στις προβληματι
κές αυτές θέσεις, όταν «δοκιμάσθηκε» ο φορέας, αποδείχθηκε ανεπαρκής,
μπορεί να αποδοθεί, κυρίως, στην καταλυτικής έντασης επίδραση της δια
φορικής καθίζησης και στην πιθανή συνδρομή των εξής επιβαρυντικών
παραγόντων: α. ενδεχόμενη πλημμελής κατασκευή αναφορικά προς την
εφαρμογή του συστήματος των ξύλινων εφελκυστικών ζωνών και β. πιθα
νή διάβρωση και σήφη των ξυλοδέσμων λόγω της υπερβολικής υγρασίας,
ιδίως κατά την χειμερινή περίοδο, στην περιοχή των Καρυών.
Λαμβάνοντας υπόφιν τις παραπάνω παραμέτρους, μπορούμε να πού
113
με ότι δεν υφίσταται θεωρητικά αποτρεπτικός λόγος για να δεχθούμε ότι
είχαν προβλεφθεί εξαρχής οι υπερυψωμένοι λοβοί1. Ωστόσο, οι ενδείξεις
για αναδόμηση των τόξων στο νότιο δίλοβο (και αναλογικά στο βόρειο),
κατά τις επισκευαστικές - μετασκευαστικές εργασίες του 13ου αιώνα, (ό
πως θα δούμε αναλυτικά στην Β' και Γ' οικοδομική φάση) είναι υπολογίσι
μες και άξιες ιδιαίτερης προσοχής.
3γ. Ποιά μορφή και διάταξη είχαν τα παράθυρα της ανώτατης σειράς
στο υπερυψωμένο μέτωπο της εγκάρσιας κεραίας;
Πριν μας απασχολήσει το πρόβλημα της μορφολογικής ερμηνείας του
κυκλικού φεγγίτη, κρίνουμε σκόπιμο, για το λόγο ótl αυτός εγγράφεται
στην ζώνη του μετώπου που παρεμβάλλεται ανάμεσα σε δύο σειρές παρα
θύρων, να διερευνηθεί η στάθμη και η πιθανή μορφή των (άγνωστων) πα
ραθύρων της ανώτατης σειράς. Αναφορικά προς τη στάθμη της ποδιάς
τους, προβάλλει το ερώτημα: ταυτίζεται με εκείνη των σωζόμενων παρα
θύρων του διαμήκους «φωταγωγού» ή βρισκόταν χαμηλότερα; Το ερώτη
μα είναι κρίσιμο, γιατί απ5 την απάντηση εξαρτάται και η στάθμη της
στέγης της εγκάρσιας κεραίας και κατά συνέπεια ο τύπος του αρχικού
ναού. Καθοριστική σημασία έχουν εν προκειμένω, τα σωζόμενα ίχνη και
υπολείμματα παραθύρων αυτής (της ανώτατης) σειράς, στον ανατολικό
και δυτικό τοίχο της βόρειας εγκάρσιας κεραίας (Σχ. 30, πίν. 23α, 34α, 36).
Στον ανατολικό τοίχο, όπου διατηρούνται περισσότερα στοιχεία: οι
σταθμοί εν μέρει και η ποδιά του παραθύρου, διαπιστώνεται ότι το πλά
τος12 του ισούται με εκείνο των σωζομένων παραθύρων του αρχικού, δια-
μήκους «φωταγωγού», και η ποδιά του ισοσταθμίζεται με την, προς το μέ
ρος της Πρόθεσης, ποδιά του αντίστοιχου από τα προαναφερθέντα παρά
θυρα3. Στο παράθυρο του απέναντι (δυτικού) τοίχου, όπου διατηρείται
μόνο ο νότιος σταθμός, προς το μέρος του βορειοδυτικού γωνιαίου διαμε
ρίσματος, (Πίν. 36), αποκαλύφθηκε κατά τις αναστηλωτικές εργασίες4 -
όπως ήδη αναφέρθηκε- ξυλόδεσμος στη στάθμη της ποδιάς, ο οποίος κι αν
ακόμη είχε τοποθετηθεί κατά τις μετασκευαστικές εργασίες, συνιστά σο
βαρή ένδειξη ότι πρόκειται για την αρχική κάτω στάθμη του παραθύρου.
Τα στοιχεία αυτά είναι αρκετά για να δεχθούμε ότι η στάθμη της πο
διάς αυτών των παραθύρων και κατά συνέπεια των αντίστοιχων του με
τώπου, πιθανώτατα ταυτίζεται με εκείνη των σωζόμενων παραθύρων του
1. Για το ενδεχόμενο επισκευής τους κατά την υστεροβυζαντινή περίοδο, γίνεται λόγος
σε άλλη θέση.
2. Είναι ευτύχημα για την έρευνα ότι η τοίχιση του παραθύρου αυτού κατά την
υστεροβυζαντινή περίοδο έγινε στο υποχωρημένο επίπεδο του εγγεγραμμένου αψιδώματος.
3. Βλ. σχέδιο αξονικής τομής κατά πλάτος.
4. Βλ. Φωτογραφικό Αρχείο Πρωτάτου.
114
διαμήκους «φωταγωγού»1. Έτσι τεκμηριώνεται και η ισοσταθμία των
στεγών διαμήκους και εγκάρσιας κεραίας, πράγμα που, και από την ά
ποψη των τυπολογικών τάσεων της περιόδου αυτής, ήταν αναμενόμενο.
Ότι τα ανοίγματα αυτής, της ανώτατης σειράς του μετώπου, ήσαν
τρία, δεν είναι δυνατόν να αμφισβητηθεί. Βεβαιότητα υπάρχει επίσης, και
για τη θέση και μορφή των παραθύρων που βρίσκονταν εκατέρωθεν, συμ
μετρικά ως προς τον άξονα του μετώπου. Κατά τη διερεύνηση των ενδε
χομένων, αναφορικά με το αξονικό άνοιγμα, πρέπει να αποκλεισθούν οι
περιπτώσεις μονολόβου και τρίλοβου για τους εξής λόγους:
α. Όπως ήδη προαναφέρθηκε, σε δύο αθωνικούς, μεσοβυζαντινούς να
ούς, χωρίς πλευρικές κόγχες, του Ραβδούχου που γειτονεύει με το Πρωτά
το και του Αγίου Προκοπίου στην περιοχή της Μονής Βατοπεδίου, οι αν
τίστοιχες όψεις διαρθρώνονται με δύο επάλληλα δίλοβα*2 παράθυρα.
β. Στους μεσοβυζαντινούς ναούς της «σχολής της Κωνσταντινού
πολης», η διάρθρωση κατά πλάτος του αντίστοιχου τμήματος της όψης,
είναι συνήθως τριμερής και τα παράθυρα της ανώτερης σειράς, κατά το
μέτρο που επιτρέπει η διαγραφή της εσωτερικής καμάρας, σε συνάρτηση
με την κλίμακα μεγέθους, έχουν εύρος που πλησιάζει εκείνο των αμέσως
κατωτέρων. Αυτό ανταποκρινόταν και σε δομικής σημασίας υπαγόρευση:
την επιδίωξη μείωσης των φορτίων της ανωδομής.
γ. Στους μεσοβυζαντινούς ναούς του ελλαδικού χώρου, υπάρχει συνη-
θέστατα, στον άξονα της όψης, κάτω από το αέτωμα, παράθυρο δίλοβο3.
Αναφορικά με τον τρόπο ένταξής του, παρατηρούμε ότι, στις τυπικές πε
ριπτώσεις, η γραμμή βάσης του τριγώνου του αετώματος, διέρχεται πλη-
σιέστατα προς τα κέντρα των ημικυκλίων των δύο λοβών4. Στην πε
115
ρίπτωση του Πρωτάτου, μιά τέτοια, κατ’ αναλογία προς τους σταυροει
δείς εγγεγραμμένους, ένταξη του διλόβου, επικουρείται όχι μόνον από τη
συμβατότητα των γεωμετρικών δεδομένων της όψης, αλλά και από το γε
γονός ότι η χάραξη της κάτοψης έγινε με αφετηριακό σχήμα αναφοράς το
κεντρικό «τετράγωνο» και όχι το μεσαίο κλιτός, δηλαδή σύμφωνα με α
ντίληψη που αρμόζει στους σταυροειδείς. Εξ άλλου, έχει παρατηρηθεί ότι,
συχνά, τα αξιόλογα θολοσκεπή κτίρια ήσαν επίζηλα έργα αναφοράς για
τους αρχιτέκτονες που έκτιζαν ξυλόστεγα1, μολονότι οι προϋποθέσεις γε
νικής διάρθρωσης στα δύο είδη κτισμάτων δεν ήσαν κοινές.
Το ενδεχόμενο να ήταν το εν λόγω παράθυρο τρίλοβο, πρέπει να απο
κλεισθεί, τόσο λόγω έλλειψης του αναγκαίου προς τούτο, πλάτους, όσο
και για τις συνθετικές και μορφολογικές παραμέτρους που προεκτέθηκαν.
4. Η αρχική διάρθρωση της ζώνης του μετώπου που φέρει τόν κυκλικό
φεγγίτη
α. Συγκριτικά στοιχεία
Όπως, ήδη έχει διαπιστωθεί, στο Πρωτάτο αναγνωρίζουμε βασικά
στοιχεία ξυλόστεγης βασιλικής, αλλά η κύρια διάρθρωση του κτίσματος,
σχετίζεται και με τον τύπο του σταυροειδούς εγγεγραμμένου. Ωστόσο, κα
τά την αναζήτηση της άγνωστης διάρθρωσης της εν λόγω ζώνης (Σχ. 36α),
είναι σκόπιμο να διερευνηθούν οι γενικές συνθετικές αρχές που διέπουν
την διαμόρφωση των αξονικών τμημάτων όψεων (υπερυψωμένων μετώ
πων) και σε μεσοβυζαντινούς*2 ναούς
1 άλλης τυπολογίας. Αρκεί, να υφί-
σταται μια βασική προϋπόθεση: τό αξονικό και διακεκριμένο τμήμα της ό
ψης, να διαρθρώνεται με επάλληλες σειρές τριών, συμμετρικά ως προς
τον άξονα διατεταγμένων παραθύρων3. Η τυπολογική αυτή υπέρβαση δεν
πρέπει να θεωρηθεί αυθαίρετη, γιατί αναφέρεται σε επικρατούσες αισθη
τικές και συνθετικές αντιλήψεις που αφορούν διακεκριμένες ενότητες ό
ψεων και εφαρμόζονται, όπως θα δούμε, ανεξάρτητα από τύπους. Διαπι
Ερμηνεία, πίν. 77α. Επίσης σε εκκλησίες της Πελοπόννησου, όπως π.χ., Αγία Βαρβάρα
Ερήμου (Λακωνία), όψη Ν: Μπούρας X., ό.π., εικ. 174. Στην Καστοριά, Αγ. Ανάργυροι, όψη
Δ: Μουτσόπουλος Ν., Εκκλησίες της Καστοριάς, εικ. 279. Η ίδια αρχή ακολουθείται και
στα αντίστοιχα μονόλοβα παράθυρα της Παναγίας των Χαλκέων στη Θεσσαλονίκη, όψεις
B, Ν: Mango C., ό.π., εικ. 227.
1. Βλ. Βελένης Γ., ό.π., σ. 243.
2. Τα παραδείγματα από τον 10ο αιώνα μόνον, είναι, δυστυχώς, ελάχιστα και όχι
ανταποκρινόμενα στο μέγεθος και την ιδιοτυπία της εκκλησίας του Πρωτάτου.
3. Στην περίπτωση αυτή θα υπαγάγουμε και τα μεγάλα σύνθετα παράθυρα, τρίλοβα ή
απλώς τριμερή, στα οποία εμφανίζεται χαρακτηριστική η τάση να διαιρούνται (και) σε
ανισοϋψείς επάλληλες ζώνες: σειρές θωρακίων και διάτρητων υελωτών διαφραγμάτων.
116
στώνουμε λοιπόν στο μέγιστο ποσοστό των γνωστών περιπτώσεων, είτε
πρόκειται για βασιλικές είτε για άλλου τύπου ναούς, ότι επικρατεί η τά
ση να διαρθρώνονται όλες οι επάλληλες ζώνες ακόμη και
οι πιο στενομήκεις, τριμερώς1. Θα αναφέρουμε μερικά παραδείγ
ματα.
1. Στην αναπαράσταση των αρχικών (έτος 922), πλευρικών όψεων του
καθολικού της μονής Μυρελαίου, ο R. Larimer12 προτείνει τριμερή διάρθρω
ση και στις τρεις, επάλληλες σειρές ανοιγμάτων. Σημειώνουμε ότι η με
σαία ζώνη είναι ιδιαίτερα χαμηλού ύψους3.
2. Ενδιάμεση ζώνη με τρία, πολύ χαμηλού ύψους παράθυρα, συναντά
με σε αντίστοιχο τμήμα της όψης και στους ναούς της Κωνσταντινού
πολης: Ατίκ Μουσταφά τζαμί4 και Παντοκράτορος5, καθώς και στην
Κοσμοσώτειρα6, στη Βήρα της Θράκης.
3. Στο καθολικό της μονής του Οσίου Λουκά, τα δύο μεγάλα, επάλλη
λα, τρίλοβα παράθυρα καταλαμβάνουν ολόκληρο το πλάτος του μεσαίου,
υπερυψωμένου τμήματος της νότιας όψης7, κατά τρόπο που επιτρέπει να
θεωρήσουμε τη διάρθρωση ως τριμερή (Παρένθ. πίν. Β). Οι επί μέρους,
διακεκριμένες ζώνες των τρίλοβων αυτών, πλατειές ή στενές, προκύ
πτουν κατ’ ανάγκην τριμερείς- αλλά και η ανώτατη ζώνη ανοιγμάτων της
όψης, παρά το ελάχιστο διαθέσιμο ύψος και παρά τη δυνατότητα ανεξάρ
τητης και αυτοτελούς οργάνωσής της, διαρθρώνεται και αυτή τριμερώς.
Παρόμοια, η αντίστοιχη, εσωτερική όψη8, με το υπερώο, διαρθρώνεται
επίσης τριμερώς ακόμη και στη στάθμη της στενής ζώνης του στηθαίου,
όπου η συνθετική επιλογή δε δεσμεύεται από τά τρίλοβα παράθυρα του
βάθους.
1. Είναι προφανές ότι αυτή η απλή αρχή εξασφαλίζει στη διάρθρωση της όψης, μεγάλη
αισθητική ενότητα και επίταση του διαφαινόμενου τριαδικού συμβολισμού.
2. Βλ. Striker C. L., The Myrelaion (Bodrum Camii) in Instanbul, Princeton-New Jersey, χ.χ., εικ.
22.
3. To ύψος των συμμετρικά ως προς τον κατακόρυφο άξονα, διατεταγμένων μονολόβων
ταυτίζεται με την διάμετρο των εκατέρωθεν κυκλικών φεγγιτών. Είναι, επίσης,
αξιοπρόσεκτο ότι κατά την Παλαιολόγεια περίοδο, παρουσιάζεται διαφορετική συνθετική
αντίληψη.
4. Βλ. Ebersolt J.-Thiers A., Les Églises de Constantinople, Paris 1913* επανέκδοση: London
1979, πίν. XXXI 1,2.
5. Στο ίδιο, πίν. XLIII.
6. Βλ. Mango C., ό.η., εικ. 267, 268. Sinos St., Die Klosterkirche der Kosmosoteira in Bera
(Vira), στη σειρά Byzantinisches Archiv, 16, München 1985, πίν. 5, 6, 8,13.
7. Βλ. Μπούρας X., Βυζαντινή και Μεταβυζαντινή Αρχιτεκτονική, εικ. 94. Hellier Chr.,
Μοναστήρια της Ελλάδας, Αθήνα (έκδ. Καρακώτσογλου), εικ. σελ. 89.
8. Evans H.C., - Wixom W. D. (επιμ.), The Glory of Byzantium, Κατάλογος έκθεσης στην N.
Υόρκη, New York 1977, εικ. σελ. 20. Cutler A. - Spieser J. M., Byzance Médiévale: 700-1204, εικ.
175.
117
Ανάλογη διάρθρωση εμφανίζεται και στη βόρεια όψη της βόρειας εκ
κλησίας της μονής του Λιβός1, όπου εμφατικά επαναλαμβάνονται τριμε
ρείς ζώνες.
4. Στη δυτική όψη της Μητρόπολης των Σερρών12, και οι τρεις επάλ
ληλες σειρές ανοιγμάτων περιλαμβάνουν τρία ανοίγματα, διατεταγμένα
συμμετρικά ως προς τον κατακόρυφο άξονα. Είναι χαρακτηριστικό ότι
και στο «αέτωμα», παρά την στενότητα του διαθέσιμου χώρου, η διάρθρω
ση είναι, επίσης, τριμερής: διαμορφώνονται τρία κογχάρια, κατ’ ανάγκην
χωρίς αντιστοιχία προς τους άξονες των υποκειμένων παραθύρων3.
5. Ο ναός της Θεοτόκου και του Αγίου Δονάτου στη Βενετία (Μουρά-
νο), αποτελεί ένα καλό παράδειγμα για σύγκριση, ως προς το συζητού-
μενο θέμα, με το ναό του Πρωτάτου. Είναι βασιλική με εγκάρσιο κλιτός
ισοϋψές προς το κατά μήκος, και χρονολογείται στη μεσοβυζαντινή περίο
δο4. Ανήκει στην ομάδα των μνημείων που σχετίζονται αναμφισβήτητα με
την βυζαντινή αρχιτεκτονική5, μολονότι ο ρωμανικός χαρακτήρας είναι
πρόδηλος. (Παρένθ. πίν. F).
Για να γίνει κατανοητή η αντιστοιχία της επίμαχης ζώνης του υπερυ
ψωμένου μετώπου στα δύο μνημεία, είναι αναγκαίο να επισημανθεί η ο
μοιότητά τους ως προς τις γενικές συνθετικές αρχές που διέπουν τη διάρ
θρωση του κυρίως ναού, όπως εκδηλώνεται αυτή εξωτερικά. Και στα δύο
1. Βλ. Mango C., Byzantine Architecture, New York, χ.χ., εικ. 221, 222.
2. Βλ. Στίκας Ευστ., «Περί των κατά τα τελευταία έτη εργασιών, αναστηλώσεως και
στερεώσεως μεσαιωνικών μνημείων της Ελλάδος», Πεπραγμένα του Θ' Διεθνούς Βυζα-
ντινολογικού Συνεδρίου (Θεσσαλονίκη, 12-19 Απριλ. 1953), τόμ. Α', Αθήναι 1955, πίν. 136.
3. Είναι και εδώ αξιοπρόσεκτη η έμφαση στον τριαδικό συμβολισμό.
4. Κατ’ αρχήν μνημονεύεται σε έγγραφο του 999, ναός αφιερωμένος στη Θεοτόκο.
Υπάρχει επιγραφή στο μαρμαροθέτημα του δαπέδου με τη χρονολογία 1141 που αποτελεί έ
να terminus ante για την οικοδόμηση του υφισταμένου κτίσματος. Βλ. Cavallo G. - Falkenhausen
V.V., I Bizantini in Italia, Μιλάνο 1982, σ. 332. Barial i Altet X., Romanische Kunst. I, München
(εκδ. Verlag), χ.χ., σ. 368.
5. Πρβλ. Krautheimer R., Παλαιοχριστιανική και Βυζαντινή Αρχιτεκτονική, σ. 500: «η
Βενετική αρχιτεκτονική του 11ου και του 12ου αιώνα, τόσο στους βασικούς της τύπους
και στον αρχιτεκτονικό σχεδίασμά του χώρου, όσο και σε πολλές από τις λεπτομέρειες, συν
δέεται πολύ πιο στενά με τη μεσοβυζαντινή αρχιτεκτονική της Κωνσταντινούπολης και
των μεγάλων αρχιτεκτονικών κέντρων της Ελλάδας, παρά με την αρχιτεκτονική της Δύ
σης.
Πιο ειδικά, στο συγκεκριμένο μνημείο, η σχέση με το Βυζάντιο διατηρείται ως την πα-
λαιολόγεια περίοδο, καθόσον η τεχνοτροπία της ψηφιδωτής διακόσμησης της κόγχης του
Ιερού Βήματος με την παράσταση της Θεοτόκου, είναι καθαρά βυζαντινή και μάλιστα η
επιγραφή αποδίδεται με ελληνικούς χαρακτήρες: ΜΡ ΘΥ Βλ. Cavallo G., I Bizantini in Italia,
εικ. 260. Αναφέρεται ότι οι κίονες είναι από ελληνικό μάρμαρο. Βλ. Suitner-Nikolini G., «L‘
Église Sainte Marie et Saint Donat a Murano», Vénétie Romane, σειρά: La nuit des temps, 76, σ. 79-81
και 121-122' εικ. σελ. 80 (κάτοψη), 83, 120, εικ. 22-35. Lazarev V., Storia della Pittura Bizantina,
σ. 243.
118
χτίσματα, η σταυρικού σχήματος ανωδομή καλύπτεται με συμβάλλουσες
δικλινείς στέγες1. Η αρχή διάρθρωσης των όψεων με σειρές παραθύρων,
είναι κατά βάση, κοινή στα δύο μνημεία. Στα μέτωπα των πλευρικών
όψεων, μέχρι τη στάθμη του αετώματος, αντιστοιχούν τέσσερις, βασικές,
διαρθρωτικές ζώνες12. Ειδικώτερα, αξίζει να σημειωθεί ότι τα παράθυρα
της ανώτατης ζώνης του εγκάρσιου κλιτούς, ισοσταθμίζονται με τα
παράθυρα του διαμήκους «φωταγωγού». Στο Βενετικό παράδειγμα, η
στάθμη της ποδιάς τους τονίζεται, στο μέτωπο, με κοσμήτη.
Η επίμαχη ζώνη αντιστοιχεί και στα δύο μνημεία, στο ύψος των μονο-
κλινών στεγών που στεγάζουν τα γωνιαία διαμερίσματα στην πρώτη πε
ρίπτωση και τα πλάγια κλιτή, στη δεύτερη. Είναι αξιοπρόσεκτο ότι και
στα δύο μνημεία, η ζώνη αυτή ορίζεται κάτω, από «κοσμήτη» (πλίνθινη
ζώνη) που η στάθμη του βρίσκεται λίγο ψηλότερα από την στάθμη των
οριζοντίων γείσων των εκατέρωθεν στεγών και επάνω, από τον «κοσμή
τη» που διαχωρίζει την ανώτατη σειρά παραθύρων. Ύστερα από την δια
πίστωση της απόλυτης αντιστοιχίας αυτής της ζώνης, ως μέρους μιας, γε-
νικώτερα κοινής3 διάρθρωσης στα δύο χτίσματα, είναι εύλογο να συμπε-
ράνουμε ότι, κατ’ αναλογία προς το παράδειγμα της Βενετίας, πρέπει και
στην περίπτωση του Πρωτάτου, να είναι η διάρθρωση της εν λόγω ζώνης,
τριμερής.
Η συχνά επιζητούμενη, καθώς φαίνεται, τριαδική οργάνωση των όψε
ων, που διαπιστώνουμε στους ναούς της μεσοβυζαντινής περιόδου, εμφα
νίζεται και σε άλλου είδους χτίσματα, της ίδιας4 και επόμενων5 περιόδων.
1. Στην περίπτωση του ναού της Παναγίας και του Αγίου Δονάτου, έχουμε σαφώς τυ
πολογία τρίκλιτης βασιλικής. Ο έντονα δρομικός χαρακτήρας του κτίσματος, που τονίζεται
με τις κατά μήκος κιονοστοιχίες και το διαφοροποιημένο πλάτος του εγκάρσιου κλιτούς,
είναι προφανή γνωρίσματα τυπολογίας βασιλικής, που λείπουν από το ναό του Πρωτάτου.
2. Η συνθετική αντίληψη που διέπει τη διάρθρωση των πλευρικών όψεων στο ναό του
Μουράνο, προϋποθέτει δυο επάλληλες σειρές ανοιγμάτων ως τη στάθμη απ’ την οποία
αρχίζει να υπερυψώνεται το μέτωπο του εγκαρσίου κλιτούς.
3. Αλλα κοινά ή παρεμφερή στοιχεία που παρουσιάζει ο ναός της Βενετίας είναι Α.
Στο εσωτερικό: α. Οι τέσσερις πεσσοί στις γωνίες του κεντρικού ορθογωνίου της κάτοψης,
έχουν, έστω και υποτυπωδώς, διατομή σε σχήμα γωνίας, β. Υπάρχουν ξύλινοι ελκυστήρες
στις πλευρές του κεντρικού ορθογωνίου χώρου (χωρίς να διαμορφώνονται τόξα). Β. Στο
εξωτερικό: α. Τα ανατολικά τμήματα των κατά μήκος πλευρικών τοίχων διαρθρώνονται με
δύο «στήλες» ανοιγμάτων, β. Στα αψιδώματα δημιουργείται βαθμιδωτή πλαισίωση, με
διπλή υποχώρηση από την εξωτερική επιφάνεια του τοίχου.
4. Πρβλ. π.χ., δυτική όψη της τράπεζας της μονής του Οσίου Λουκά Φωκίδος: Στίκας
Ευστ., Το Οικοδομικόν Χρονικόν, πίν. 138 α, β, παρένθετος πίνακας Η.
5. Βλέπουμε να εφαρμόζεται π.χ. σε κωδωνοστάσια ή πύργους, με «τρίστηλη» (καθ’
ύψος) οργάνωση των όψεων, όπου οι προκύπτουσες, από συνθετικές και δομικές επιλογές,
στενές ζώνες ανοιγμάτων ή τυφλών αψιδωμάτων, είναι επίσης τριμερείς. Τα εκατέρωθεν
του κατακόρυφου άξονα, όμοια ανοίγματα ή τυφλά αψιδώματα δεν είναι κατ’ ανάγκην ομο-
119
Παραλληλίζοντας τα μεσοβυζαντινά παραδείγματα τριμερούς διάρ
θρωσης όψεων, σε όλες τις στάθμες, με την περίπτωση του Πρωτάτου, οδη
γούμαστε στο συμπέρασμα ότι, σύμφωνα με τις περισσότερες πιθανότητες,
και η επίμαχη ζώνη στην όψη που μας απασχολεί, θα είχε για λόγους συν
θετικούς, τριμερή οργάνωση. Το προκύπτον βάσει μετρήσεων ύψος της
ζώνης στη βόρεια όψη, είναι περίπου 1,5 μ. και επιτρέπει τη διαμόρφωση
τριών φωτιστικών ανοιγμάτων. Στην περίπτωση της απουσίας τους, θα
εμφανιζόταν μια αδιάρθρωτη και ουδέτερη ζώνη, με πλάτος ικανό, ώστε η
παρεμβολή της σ’ αυτή τη στάθμη, να διακόπτει το ρυθμό και την συνθετι
κή ενότητα της όψης. Θα επρόκειτο δηλαδή, για ένα αδικαιολόγητο -από
την άποψη της σύνθεσης- διαχωριστικό «αρμό». Ανάλογο αισθητικό πρό
βλημα θα παρουσιαζόταν και στην αντίστοιχη εσωτερική όψη του ναού,
εξ αιτίας της ασυνέχειας στην κατανομή και οργάνωση των φωτιστικών
«σημείων».
ειδή με το μεσαίο. Μερικά κωδωνοστάσια του Μυστρά καθώς και πύργοι της Πελοποννή-
σου, παρουσιάζουν αυτά τα χαρακτηριστικά: Βλ. Ορλάνδος Αν., Μοναστηριακή αρχιτεκτο
νική, Αθήναι 1927 και 1958, σ. 129, εικ. 153. Βλ. επίσης, Χατζηδάκις Μ., Μυστράς: Η με
σαιωνική πολιτεία και το κάστρο, Αθήνα 1989, εικ. 30, 31, 41, 59, 60. Μποΰρας X., ό.π., εικ.
266,267.
1. Βλ. Φούντάς Π., «Παλίμψηστου τοιχοδομικού επανάγνωση. Το πρόβλημα του πλίν-
θινου διακόσμου στο ναό του Πρωτάτου», KB' Συμπόσιο ΧΑΕ (2002), σ. 116, 117.
120
υφίσταται προφανής, αντικειμενική δυσχέρεια1 να διερευνηθοΰν με τομές,
στοιχεία της δομής, όπως π.χ. η διέλευση ξυλοδέσμων12, η διαφοροποίηση
κονιαμάτων και λοιπών δομικών υλικών. Η έλλειψη αναλυτικών εκθέσε
ων για τα ευρήματα και τους ειδικότερους τρόπους επέμβασης, κατά τις
ευρείας κλίμακας αναστηλωτικές εργασίες που εκτελέσθηκαν περί τα
μέσα του 20ου αιώνα, αποτελεί μια πρόσθετη δυσχέρεια για τη σημερινή
έρευνα.
Για τους λόγους αυτούς, οι εκτιμήσεις που θα διατυπωθούν στη συνέ
χεια, βασίζονται σε εξαντλητική, κατά το εφικτό, παρατήρηση των προ
βληματικών περιοχών της δομής του μνημείου, με την επικουρία και της
σχεδιαστικής και φωτογραφικής τεκμηρίωσης. Η επισήμανση άλλων, συγ
κρίσιμων παραδειγμάτων από τις υπό συζήτηση περιόδους, αποτελεί προ
ϋπόθεση ελέγχου και επαλήθευσης των οιωνδήποτε ερμηνευτικών προτά
σεων.
Ο υπάρχων κυκλικός φεγγίτης εστιάζεται στο μέσο περίπου του ύψους
αυτής της ζώνης3 και γι’ αυτό είναι δυνατόν, κατ’ αρχήν, να υποτεθεί ότι
ανήκει στην αρχική φάση (Σχ. 36α). Το πλίνθινο κόσμημα δεν εντάσσεται
οργανικά στην εν λόγω ζώνη: Δεν βρίσκεται στον οριζόντιο άξονά της και
παρουσιάζει προβληματική συνάφεια με τον παρεμβαλλόμενο κυκλικό
φεγγίτη. Είναι αξιοπρόσεκτα τέσσερα στοιχεία του κοσμήματος: α. Η
χαμηλή στάθμη του, άσχετη προς τον άξονα της ζώνης και προσεγγίζουσα
στα κλειδιά του διλόβου παραθύρου, β. Η αντιστοίχιση των άκρων του
στους σταθμούς του διλόβου. γ. Το συγκεκριμένο διακοσμητικό θέμα του
θυμίζει την πλίνθινη επένδυση αφανών ξύλινων ανωφλίων4 που συναντά
με κατά την υστεροβυζαντινή περίοδο, δ. Η οριοθέτηση των άκρων του με
κάθετες πλίνθους. Οι παρατηρήσεις αυτές προσανατολίζουν την προσοχή
στην διερεύνηση του ενδεχομένου να σχετίζεται το πλίνθινο κόσμημα με
εργασίες που έγιναν στο μνημείο κατά την επόμενη οικοδομική φάση του,
με σκοπό την αποκατάσταση της τοιχοδομικής συνοχής στην ευαίσθητη
αυτή θέση του μετώπου. Με το ενδεχόμενο αυτό μπορούμε να συνδέσουμε
και την ύπαρξη μιας ή δύο τοιχοδομικών στρώσεων που εμφανίζονται ως
ατελής και αποσπασματική εφαρμογή του πλινθοπερίβλητου συστήμα
1. Η τοιχογράφηση στο εσωτερικό είναι απολύτως αποτρεπτική για μια τέτοια διερεύ-
νηση.
2. Σύμφωνα με πολλές ενδείξεις, η αποκατάσταση και ενίσχυση της λειτουργίας των
εφελκυστικών ζωνών και ιδιαίτερα των ξύλινων, απετέλεσε το πρώτο μέλημα κατά τις
μετασκευαστικές επεμβάσεις. Αυτό ήταν τεχνικά δυσχερές και απαιτούσε τοπικές
καθαιρέσεις που φαίνεται ότι δεν αποφεύχθηκαν. Στις οικείες θέσεις, αναφερόμαστε σε
παρόμοιες εργασίες, π.χ. τοποθέτηση ξύλινων ελκυστήρων, ξυλοδέσμων κ.λπ.
3. Εννοείται η ζώνη του μετώπου που βρίσκεται αμέσως πάνω από το υπάρχον δίλοβο
παράθυρο.
4. Βλ. Βελένης Γ., ό.π., σ. 60, 61, πίν. 33α, 34β.
121
τος1, στη στάθμη του κλειδιού (κορυφαίας πλίνθου) του κυκλικού φεγγίτη
(Παρένθ. πίν. ΣΤ', οχ. 36α). Μια πρόσθετη, πολύ σημαντική ένδειξη, προ
κύπτει από το γεγονός ότι το πρόβλημα λειτουργίας των αντίστοιχων ε-
φελκυστικών ζωνών, πλίνθινων και ξύλινων, εκδηλώνεται σαφέστατα, ό
πως θα δούμε, με χαρακτηριστικές, για τη θέση και τη μορφή τους,
ρηγματώσεις (Σχ. 36β). Στη συνέχεια θα αναπτυχθούν διεξοδικά όλα τα
παραπάνω ζητήματα και θα υποδειχθεί με τη συνεκτίμησή τους η εξής
πρόταση: Κατά την διαφορική καθίζηση που υπέστη το κτίσμα, προκλήθη-
καν σοβαρές ρωγμές ή ρηγματώσεις στις εφελκυστικές ζώνες και την τοι
χοδομή της συγκεκριμένης περιοχής. Φαίνεται πιθανό πώς μεταξύ των μέ
τρων12 που έλαβαν για την αποκατάσταση των ζημιών, ήταν και το να ενι-
σχύσουν την τοιχοδομική συνοχή στην ευαίσθητη περιοχή πάνω από το
δίλοβο παράθυρο, αντιμετωπίζοντάς το σαν ένα αδιαίρετο άνοιγμα που
χρειαζόταν και ένα πρόσθετο, συνεκτικό και «ανακουφιστικό» «υπέρθυ
ρο». Τοποθέτησαν πιθανώς, στη θέση αυτή ξύλινα «ανώφλια» σε δύο ίσως
στάθμες «εφαπτόμενες» στον κύλινδρο του φεγγίτη, κάτω και επάνω, τα
οποία επένδυσαν εξωτερικά με το πλίνθινο κόσμημα, σύμφωνα με τεχνι
κούς και διακοσμητικούς τρόπους της εποχής3. Στην κάτω δοκό αντιστοι
χεί η βάση του πλίνθινου κοσμήματος και στην επάνω η ατελής πλινθοπε-
ρίβλητη τοιχοδομική στρώση4. Στην εύλογη αντίρρηση που αφορά στη μη
αντιστοιχία του πάχους του υποτιθέμενου, κάτω, ξύλινου «ανωφλιού»,
προς το πλάτος (ύφος) του πλίνθινου κοσμήματος, αντιτείνουμε το γεγο
νός ότι υπάρχουν περιπτώσεις κατά τις οποίες δεν τηρείται αυτή η αντι
στοιχία5. Δεν αποκλείεται όμως και το ενδεχόμενο να μη συνδυάζεται το
122
πλίνθινο κόσμημα με αφανείς ξυλοδέσμους. Σχετικά με την, εκ πρώτης
όψεως, παράδοξη εμφάνιση της αποσπασματικής και ατελούς πλινθοπερί-
βλητης στρώσης, σε γειτονική θέση προς το πλίνθινο κόσμημα, θα αναφέ
ρουμε ανάλογες «συμπτώσεις». Πρόκειται για παραδείγματα με μεγαλύ
τερη ή μικρότερη αποσπασματικότητα και ανάλογη πιστότητα εφαρμογής
του πλινθοπερίβλητου συστήματος, καθώς και με περισσότερο ή λιγώτερο
άμεση γειτνίαση με πλίνθινο, μεμονωμένο κόσμημα.
α. Στον ναό του Αγίου Παντελεήμονος Θεσσαλονίκης εμφανίζεται α
τελές πλινθοπερίβλητο, με όρθιες πλίνθους στους κάθετους αρμούς, ου
σιαστικά σε μια μόνο θέση: Σε ακανόνιστες στρώσεις με κυμαινόμενες
στάθμες (μία μέχρι τρεις) κάτω από το κύριο γείσο της αψίδας του ιερού
Βήματος. Είναι επίσης αξιοπρόσεκτο ότι χαμηλότερα, πάνω από τα τόξα
του τρίλοβου παραθύρου διαμορφώνεται μεμονωμένη πλίνθινη οδοντωτή
ταινία.
β. Η περίπτωση του σπιτιού στο Μυστρά1, με την ιδιότυπη διάταξη του
δικτυωτού κοσμήματος, θα δικαιολογούσε ξύλινα «ανώφλια» σε δύο στά
θμες: σ’ αυτήν που ορίζουν οι εκατέρωθεν βάσεις του πλίνθινου κοσμήμα
τος, σε αντιστοιχία με τις γενέσεις του τόξου*2, 1και σ’ εκείνη, στην άνω
πλευρά του, που αντιστοιχεί στο κλειδί του τόξου. Την πιθανότητα να υ
πήρχε ξύλινο ανώφλι σ’ αυτή τή δεύτερη στάθμη, ενισχύει η εξής παρατή
ρηση: Σε επαφή με την άνω, αριστερή γωνία του πλίνθινου κοσμήματος,
σχηματίζονται δύο διαδοχικά πλινθοπερίβλητα ορθογώνια που ο πιθανό
τερος ρόλος τους ήταν να αποκρύπτουν την προέκταση προς τα αριστερά
του εν λόγω ξύλινου ανωφλιού.
γ. Στήν νότια είσοδο του σταυρεπίστεγου ναού των Αγίων Θεοδώρων
στο Γεράκι3, δεξιά και ψηλότερα από το πλίνθινο κόσμημα που επιστέφει
το λίθινο υπέρθυρο, εμφανίζεται τοπικά και αποσπασματικά μια υποτυ
πώδης πλινθοπερίβλητη στρώση. Επίσης σποραδικά στους τοίχους, συνα-
ντώνται «υπαινιγμοί» πλινθοπερίβλητου, με μερική χρήση κάθετων και
οριζόντιων πλίνθων.
Πελοπόννησον, Αθήνα 1999, εικ. 93. Πρβλ. και υπέρθυρο σε κατοικία του Μυστρά: Ορλάν-
δος Α., Τα Παλάτια και τα σπίτια τον Μνστρά, Αθήναι 2000, σ. 112, εικ. 73. (Α' δημοσ.
ΑΒΜΕ, Γ', 1937, σ. 3-114). Βελένης Γ., ό.π., σελ. 61, σημ. 3, πίν. 34α.
1. Βλ. προηγούμενη σημείωση.
2. Το «ανώφλι» αυτό θα διευκόλυνε την προσαρμογή ορθογώνιου κουφώματος.
3. Βλ. Μουτσόπουλος Ν., Δημητροκάλλης Γ., Γεράκι: οι Εκκλησίες τον οικισμού, Θεσ
σαλονίκη 1981, εικ. 110. Αλπάγκο Νοβέλλο Αντρ., Δημητροκάλλης Γ. (επιμ.), Η Βνζαντινή
Τέχνη στην Ελλάδα, χ.τ.χ., εικ. σελ. 110.
123
δ. Στη νότια είσοδο της εκκλησίας του Αγίου Χαραλάμπους1 Άγριλου,
στη Μεσσηνία, γύρω από το κοσμημένο μέ πλίνθους υπέρθυρο, παρατη
ρούμε επίσης, τοιχοδομικές στρώσεις κατά το πλινθοπερίβλητο σύστημα.
Θα προσθέσουμε και δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα από σχετικές
πλίνθινες διαμορφώσεις σε τοιχοποιίες τειχών.
ε. Σε πλίνθινη ε φ ε λ κ υ ο τ ι κ ή12 ζώνη πύργου, στο Επταπύργιο της
Θεσσαλονίκης, παρεμβάλλεται κόσμημα κατασκευασμένο από πλίνθους,
με γενικό σχήμα όμοιο με αυτό του Πρωτάτου. Η δόμηση αμέσως πάνω
από την πλίνθινη ζώνη, αποτελεί μια ιδιότυπη εφαρμογή του πλινθο-
περίβλητου συστήματος3.
στ. Στα ανατολικά τείχη της Νικόπολης (Πρέβεζα), εμφανίζονται σε
κάποιες θέσεις, πλίνθινοι σχηματισμοί που συνιστούν, ίσως, συμπλήρωση
εκ των υστέρων τοπικών αβαθών κοιλοτήτων ή ρηγμάτων που προκλήθη-
καν στις παρειές των τειχών από αδιάγνωστη αιτία. Βλέπουμε και εδώ να
συνδυάζεται, κατά τρόπο πρόχειρο και αυτοσχέδιο, το δικτυωτό «κόσμη
μα» με μια τοιχοδομική στρώση ιδιότυπα πλινθοπερίβλητη: Οί πλίνθοι
στους διαδοχικούς κάθετους αρμούς τοποθετούνται όχι καθέτως αλλά
πλαγίως4.
Ως προς την χρονολόγηση αυτών των παραδειγμάτων, χωρίς ιδιαίτε
ρες επιφυλάξεις πρέπει να τοποθετηθούν στην ύστερη βυζαντινή περίοδο.
Εκτός όμως απ’ αυτές τις προκαταρκτικές διερευνήσεις, η συγκεκριμέ
νη ερμηνευτική πρόταση προϋποθέτει συμβατές απαντήσεις και σε μια
σειρά επί μέρους δομικών και άλλης φύσεως ζητημάτων:
1. Πώς τεκμηριώνεται ότι προκλήθηκαν, κατά την διαφορική καθίζηση,
ζημίες στην περιοχή αυτή και μάλιστα σε σημαντικό βαθμό, από λειτουρ
γική ανεπάρκεια των αντίστοιχων εφελκυστικών ζωνών;
2. Πραγματοποιήθηκε επισκευή, με διατήρηση της αρχικής δομής; Ή
αναδόμηση (και σε ποιά έκταση) του τμήματος αυτού της όψης;
3. Είναι συμβατή με το είδος και τον χαρακτήρα της αντίστοιχης μετα-
σκευής, η παρουσία διακοσμητικών στοιχείων όπως του πλίνθινου κοσμή
ματος;
4. Πότε και γιατί παρουσιάσθηκε η φαινόμενη «κάμφη» του
κοσμήματος στη βόρεια όψη; Πότε προέκυψε τό διαφορετικής ακτίνας
καμπυλότητας, κάτω ημικύκλιο του βόρειου φεγγίτη;
1. Βλ. Δημητροκάλλης Γ., Άγνωστοι Βυζαντινοί Ναοί Μεσηνίας, τόμ. Β', Αθήναι 1998,
εικ. 309, 315, 317.
2. Πρόκειται για τυπική σε τείχη, ζώνη αποτελούμενη από επτά στρώσεις πλίνθων,
που περιτρέχει και τις τρεις πλευρές του πύργου. Είναι πιθανός ο συνδυασμός της ζώνης
με ξυλοδεσιές, των οποίων η χρήση στο Επταπύργιο γενικά, είναι αναμφισβήτητη.
3. Επταπύργιο: Η Ακρόπολη της Θεσσαλονίκης, Κατάλογος έκθεσης του ΥΠ.ΠΟ (9η
Ε.Β.Α.) στη Θεσσαλονίκη, Αθήνα 2001, εικ. 35.
4. Βλ. Βελένης Γ., ό.π., σ. 111 και πίν 47β.
124
γ. Διαγνωστική των ρηγματώσεων και παραμορφώσεων της δομής.
1. Βλ. σχέδιο Β1Β1 (κατά μήκος τομή στον άξονα της Πρόθεσης). Όπως θα δούμε στη
συνέχεια, η ακμή αυτή, αναφορικά προς το κατακόρυφο επίπεδο Α-Δ, εμφανίζεται ελαφρά
τεθλασμένη.
2. Π.χ. η διαγώνια ρωγμή που αρχίζει από το τόξο του μονόλοβου παραθύρου στα δυ
τικά του διλόβου, αποτελεί πιθανώτατα, όψιμη ενεργοποίηση παλιάς ρωγμής που οφειλό
ταν σ’ αυτόν το λόγο. Βλ Mylonas Ρ., ό.π., εικ. 7. Προφανώς οι ρηγ ματώσεις θα ήσαν ευρύ
τερες στις υψηλότερες στάθμες της ανωδομής.
3. Βλ. σχέδια 38, 39 (αξονική τομή κατά πλάτος), κάτω τμήμα βόρειου τοίχου.
4. Στην περίπτωση αυτή θα διακρίναμε δύο ενδεχόμενα: Εάν η πλίνθινη ζώνη
καταλαμβάνει όλο το πάχος του τοίχου, η ξυλοδεσιά θα μπορούσε να εφάπτεται στην άνω
στρώση. Εάν πάλι η πρώτη δεν καταλαμβάνει όλο το πάχος του τοίχου, τότε θα μπορούσε η
δεύτερη να ενσωματωθεί στην ίδια στάθμη με την πρώτη.
125
προσκτίσματος, της τράπεζας, και διασώζεται στο φωτογραφικό αρχείο
της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας1 (Πίν. 6α).
Εμφανίζονται ρωγμές σε τρία τουλάχιστον σημεία της εν λόγω πλίνθι-
νης ζώνης12. Απ’ αυτές, πιο σχετική με το πρόβλημα που συζητάμε, είναι ε
κείνη που αντιστοιχεί στο σημείο επαφής της πλίνθινης ζώνης με το εξωρ-
ράχιο του ανατολικού τόξου του διλόβου. Η ρωγμή αυτή διχάζεται προς
τα πάνω και ο κατακόρυφος κλάδος της διέρχεται ακριβώς από το ανα
τολικό άκρο του πλίνθινου κοσμήματος. Ότι πρόκειται για επιχρισμένη
ρωγμή και μάλιστα διαμπερή, πιστοποιείται από το γεγονός ότι εμφανίζε
ται και στην εσωτερική, τοιχογραφημένη παρειά του τοίχου3. Είναι αξιο
παρατήρητο ότι στην εσωτερική επιφάνεια του τοίχου εμφανίζεται και
μια δεύτερη ρωγμή με μορφή και θέση συμμετρική ως προς τον κατα-
κόρυφο άξονα του μετώπου (Σχ. 36β). Με βάση την παρατήρηση ότι οι
ρωγμές, ξεκινώντας από το πιο ευπρόσβλητο σημείο της τοιχοδομής, τεί
νουν στην πορεία τους, νά διασχίσουν τον τοίχο, “επιλέγοντας” διαδοχι
κά σημεία μειωμένης συνοχής, θα περίμενε κανείς να συγκλίνουν πρός
την οπή του κυκλικού φεγγίτη και όχι να ακολουθούν ανιούσα διαδρομή.
Ποιά αιτία απέτρεψε τη σύγκλιση των ρωγμών και κατεύθυνε την πορεία
τους στις συγκεκριμένες, συμμετρικές ως προς τον κατακόρυφο άξονα
(του φεγγίτη) διαδρομές τους; Επειδή τα κάθετα τμήματα αυτών των δια
δρομών αντιστοιχούν στα πέρατα του κοσμήματος, ενισχύεται η προανα-
φερθείσα υπόθεση ότι υπάρχουν ξύλινα δοκάρια, ως ιδιότυπα «ανώφλια»
του διλόβου, σε δύο πιθανόν, στάθμες: στη βάση του κοσμήματος και στο
ύφος της πλινθοπερίβλητης στρώσης4. Είναι απόλυτα εξακριβωμένο ότι
ξύλινα, κατά κυριολεξία ανώφλια, σε δύο στάθμες (επάλληλα), τοποθετή
θηκαν πριν από την τοιχογράφηση του Πανσελήνου, στο ημικυκλικό τύμ
πανο της δυτικής, μεσαίας θύρας του κυρίως ναού (Πίν. 31β). Το κάτω εί
ναι αμφιέρειστο σε λαξευμένες υποδοχές που διαμορφώθηκαν εκ των
υστέρων στους αρχικούς, κτιστούς σταθμούς της θύρας, και αποτελεί το
κυρίως ανώφλι. Το δεύτερο, που οι άκρες του εδράζονται μέσω εγκαρσίων
δοκίσκων (κλάπες), πάνω στο πρώτο5, έχει ρόλο σαφώς ανακουφιστικό
126
και ενισχυτικό1. Ξύλινα ανώφλια τοποθετήθηκαν, όπως είδαμε, στο ναό
και σε άλλες θέσεις, αρκετές ώστε να θεωρήσουμε ότι επρόκειτο για μιά
συνηθισμένη τεχνική κατά τις εργασίες αποκατάστασης. Π.χ., α) στη
στάθμη των γενέσεων των θυραίων τόξων που υπάρχουν κατά τον άξονα
του νότιου και βόρειου τοίχου, β) Στο τόξο του αφιδώματος επικοινωνίας
του νοτιοδυτικού γωνιαίου διαμερίσματος με τη νότια κεραία του
σταυρού, γ) Πάνω από την είσοδο στο Διακονικό, καθώς και, με τη μορφή
ξυλοδεσιάς σε δυο - τρεις στάθμες, στον υπερκείμενο (της εισόδου αυτής)
τοίχο κ.ά. Επίσης, σε μετασκευαστική επέμβαση πρέπει να αποδοθούν,
όπως προκύπτει απ’ την ανάλυση στην οικεία θέση, και οι ξύλινοι
ελκυστήρες των τόξων στο εσωτερικό του ναού (Σχ. 8, 9).
δ. Επισκευή ή αναδόμηση;
Η σημερινή κατάσταση στο μεσαίο τμήμα της βόρειας όφης, φέρει «α
ποτυπώματα» από τις εργασίες αποκατάστασης του διλόβου παραθύρου
και του κάτω ημικυκλίου του φεγγίτη, που έγιναν κατά την «αναστήλω-
ση» του Α. Ορλάνδου12. Η αμέσως πριν από τις εργασίες αυτές κατάσταση
παρουσιάζεται στην προαναφερθείσα φωτογραφία του αρχείου της
Αρχαιολογικής Υπηρεσίας3. Θα επιχειρήσουμε να εξετάσουμε τη συμβα
τότητα της υπόθεσης για τοποθέτηση ξύλινων ανωφλίων, με τα διασω-
ζόμενα δομικά στοιχεία στην περιοχή αυτή της όφης.
Κατ’ αρχήν, ερευνούμε το θεωρητικό ενδεχόμενο να διατηρήθηκε η ο
πή του φεγγίτη, με σοβαρές ζημίες, από την πρώτη οικοδομική φάση και
να «εντοιχίσθηκαν» τα πιθανολογούμενα ξύλινα ανώφλια κατά την μετα-
σκευή, μετά από αφαίρεση αναλόγου πάχους τοιχοδομικών στρώσεων
στην εξωτερική ή και την εσωτερική πλευρά του τοίχου. Το ενδεχόμενο
1. Το ορατό σήμερα ξύλινο ανώφλι βρίσκεται πιο κάτω από τα προαναφερθέντα που α-
ποκρύπτονται από την τοιχογραφική παράσταση του Αναπεσόντα· τοποθετήθηκε μετά την
τοιχογράφηση του Πανσελήνου, αμφιέρειστο πάνω σε πρόσθετους, σε επαφή με τους αρχι
κούς, χτιστούς λαμπάδες, με αποτέλεσμα να στενέφει και να χαμηλώσει το αρχικό άνοιγμα.
2. Οι αντηρίδες «ανέλαβαν» το ρόλο της αντιστήριξης του βόρειου τοίχου που προηγου
μένως επιτελούσαν οι εγκάρσιοι τοίχοι του υπάρχοντος προσκτίσματος, της τράπεζας. Α
σφαλώς δεν είναι τυχαίο ότι ο δυτικός τοίχος της τράπεζας αντιστοιχούσε στον δυτικό ε
γκάρσιο τοίχο της βόρειας κεραίας του ναού.
3. Από την κατάσταση διατήρησης των τοιχογραφιών, στην εσωτερική παρειά,
προκύπτει ότι κατά την τελευταία αυτή επισκευή (1955-1956) δεν αναδομήθηκαν ολόκληρα
τα τόξα, παρά μόνο τα συμβάλλοντα στον άξονα, τμήματά τους.
127
αυτό, εξεταζόμενο από τεχνική άποψη, προσκρούει σε σοβαρές αντενδεί
ξεις1.
Στην συνέχεια θα παρατεθούν παρατηρήσεις που αφορούν στην ίδια
την τοιχοδομή και υποδεικνύουν ως πιθανώτατη την καθαίρεση και
αναδόμηση του εν λόγω τμήματός της, ανεξάρτητα απ’ την τοποθέτηση ή
όχι ξύλινων «ανωφλίων».
I. Η επιφάνεια της ζώνης του βόρειου μετώπου που ορίζεται: κάτω, α
πό την υπάρχουσα τριπλή πλίνθινη ταινία και επάνω, από τη νοητή βάση
του νεώτερου αετώματος (Σχ. 36α), εμφανίζεται σχεδόν κατακόρυφη στο
ανατολικό άκρο της και κεκλιμένη προς τα βόρεια, στο δυτικό. Η δια
φοροποίηση αυτή γίνεται πιο αισθητή στις αντίστοιχες, εσωτερικές ακμές:
η δυτική είναι ευθύγραμμη καθ’ όλο το ύψος του βόρειου τοίχου με ενιαία
κλίση προς τα βόρεια και τα δυτικά, ενώ η ανατολική είναι ελαφρά τεθλα
σμένη. Πάνω απ’ το σημείο θλάσης, ο βόρειος τοίχος γίνεται κατά τι λε
πτότερος και μέ κάπως ηπιώτερη κλίση12. Η στάθμη του σημείου θλάσης
είναι χαρακτηριστική: αντιστοιχεί στην πλίνθινη (με τρεις στρώσεις)
εφελκυστική ζώνη3.
Στην δυτική πλευρά της ζώνης διακρίνεται ευκρινώς και η αρχική ε
ξωτερική ακμή, προσδιοριζόμενη από γωνιαίες πλίνθους και λίθους, ως τη
στάθμη του κλειδιού του κυκλικού φεγγίτη. Ενώ, στην ανατολική πλευρά,
η νεόκτιστη αντηρίδα αποκρύπτει το αντίστοιχο όριο της ζώνης- επιτρέ
πει να φανεί ωστόσο, ηπιώτερη κλίση στη θέση αυτή. Η κατ’ αυτόν τον
τρόπο προκύπτουσα στρεβλότητα της επιφάνειας στην εξωτερική πλευρά
της ζώνης, δεν πρέπει να αποδοθεί μόνο στην ανόμοια επενέργεια της
διαφορικής καθίζησης του υπεδάφους- υπάρχουν και άλλοι λόγοι, που συ
νηγορούν υπέρ της άποψης ότι αναδομήθηκε η ανατολική και μεσαία πε
ριοχή της. Πράγματι, οι εκατέρωθεν του κοσμήματος τοιχοδομικές επιφά
1. α. Το ετοιμόρροπο της υπό διατήρηση τοιχοδομής και μάλιστα δεδομένων (τότε) των
γενικών συνθηκών δομικής ασταθείας του κτίσματος. β. Κατά κανόνα, η ξυλοδεσιά λει
τουργεί ως εφελκυστικό και συνεκτικό στοιχείο, αποτελεσματικά, όταν ol δοκοί της τοπο
θετούνται ανά δύο και παράλληλα σε κάθε στάθμη (προς την εξωτερική και την εσωτερική
πλευρά του τοίχου), και συνδέονται κατά τακτά διαστήματα με εγκάρσιες δοκίδες (κλά
πες). Θα ήταν επομένως αναμενόμενο και σ’ αυτήν, την από δομική άποψη ευαίσθητη πε
ριοχή, να τοποθετηθούν τα «ανώφλια» κατά τον ίδιο τρόπο. Στην περίπτωση όμως αυτή θα
ήταν αδύνατη η πλήρης εφαρμογή της τεχνικής (ζεύγος δοκών με συνδετήριες εγκάρσιες
δοκίδες) χωρίς καθαίρεση του αντίστοιχου τμήματος της τοιχοδομής, γ. Η πρόσφυση -έστω
και μέσω παρεγχύτου κονιάματος- της ξυλοδεσιάς στον αξονικά διατηρημένο τοίχο δεν θα
μπορούσε να θεωρηθεί επαρκής για την αποκατάσταση δομικής συνεργασίας. Στην περί
πτωση τοποθέτησης αμφίπλευρης «ξυλοδεσιάς» ή ανωφλίων, το διατηρούμενο πάχος τοί
χου θα ήταν ανεπαρκές για να μην υφίσταται κίνδυνος κατάρρευσης.
2. Πρβλ. σχέδιο τομής κατά πλάτος.
3. Στην εσωτερική πλευρά του τοίχου, αντιστοιχεί σε οριζόντια ταινία οριοθέτησης
των διαχώρων της τοιχογράφησης.
128
νειες παρουσιάζουν διαφορές από την συνήθη εμφάνιση της τοιχοποιίας
στο κτίσμα. Επίσης, στο ανατολικό τμήμα της ζώνης, εμφανίζονται δύο
οριζόντιες, ίσοπεδωτικές, τοιχοδομικές στρώσεις που διέρχονται χωρίς να
διακόπτονται και από τη θέση όπου, πιθανώτατα, διανοιγόταν το ανατο
λικό από τα τρία παράθυρα της ζώνης, για τα οποία έγινε λόγος. Αυτά τα
παράθυρα, πιθανόν θα υπέστησαν ρηγματώσεις στις ευαίσθητες θέσεις
των τόξων τους και η απλή τοίχισή τους δεν θα ήταν το πιο αποτελεσματι
κό μέτρο για την αποκατάσταση της τοιχοδομικής συνέχειας. Έτσι, σύμ
φωνα με τις περισσότερες πιθανότητες, συμπεριλήφθηκαν στο καθαιρετέο
τμήμα της εν λόγω ζώνης και γι’ αυτό δεν διασώθηκαν ίχνη τους. Μια σο
βαρή ένδειξη ότι και το επάνω ημικύκλιο του υπάρχοντος φεγγίτη -ή του
λάχιστον η πλίνθινη πρόσοψή του- δεν ανήκει στην αρχική φάση του να
ού1, είναι το γεγονός ότι οι πλ ίνθοι «κλειδιά» έχουν κατακόρυφη12
την ορατή επιφάνειά τους, ενώ ο υποκείμενος τοίχος μέχρι τη στά
θμη των λοβών του διπλού παραθύρου, παρουσιάζει σαφή κλίση προς τα
βόρεια3. Μια ακόμη ένδειξη αναδόμησης συνιστά η αποσπασματική
παρουσία της ατελώς πλινθοπερίβλητης τοιχοδομικής στρώσης, για την
οποία έγινε ήδη λόγος. (Πίν. 13, παρένθ. πίν. ΣΤ'). Σε κανένα άλλο σημείο
της τοιχοδομίας του κτίσματος δεν εμφανίζεται στρώση πλινθοπερίβλητη.
Όπως αναλύσαμε διεξοδικά, συνύπαρξη σε γειτονία, μεμονωμένου
πλίνθινου κοσμήματος και πλινθοπερίβλητων τοιχοδομικών στρώσεων,
όχι πολύ κανονικών, εμφανίζεται κατά την ύστερη βυζαντινή περίοδο.
Π Οι σταθμοί του διλόβου παραθύρου εμφανίζονται στην εξωτερική,
μετωπική όψη, όχι απολύτως ευθύγραμμοι4. Διαπιστώνουμε ότι τα αμιγώς
πλινθόκτιστα, άνω τμήματά τους συγκλίνουν ελαφρά προς τον άξονα του
μετώπου. Αυτή η σύγκλιση, αν δεν προέκυψε από αντικατάσταση φθαρ
μένων πλίνθων -υπόθεση που δεν δικαιολογεί πλήρως το φαινόμενο- εν
δέχεται να οφείλεται σε αναδόμηση αυτών των τμημάτων, και φυσικά των
λοβών5. Κατά την αποδεδειγμένη, διαφορική καθίζηση του συγκεκριμένου
129
τοίχου, παρουσιάσθηκε πιθανώτατα, διαφορετική απόκλιση των δύο
σταθμών με συνέπεια την πρόκληση ρηγματώσεων στά τόξα1.
Οι ζημίες αυτές συνιστούσαν ένα σοβαρό λόγο για να γίνει αναδό
μηση του υπερκείμενου, τουλάχιστον, τμήματος της τοιχοδομής.
HL Τέλος, αποκαθιστώντας γραφικά το περίγραμμα της επίμαχης ζώ
νης, ως μέρους της βόρειας όψης, διαπιστώνουμε ότι ο υπάρχων κυκλικός
φεγγίτης, θεωρούμενος ως διαρθρωτικό στοιχείο, κρίνεται μάλλον μικρός,
σε σύγκριση με το διαθέσιμο ύψος και εύρος της ζώνης, στην οποία
εντάσσεται (Σχ. 36α). Επίσης πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι ο φεγγίτης
αυτός -όπως και ο νότιος- δεν παρουσιάζει πλαισίωση (του ανοίγματος)
εν είδει δακτυλίου, με υποχώρηση του επιπέδου του τοίχου, όπως παρου
σιάζουν όλα, ανεξαιρέτως, τα ανοίγματα του αρχικού κτίσματος (Σχ. 38).
ε. Προθέσεις όιακόσμησης
130
κοσμήματος, όσο και ο παρεμβαλλόμενος κυκλικός φεγγίτης επιτεί
νουν τον τονισμό του κατακόρυφου άξονα της όφης, που υποβάλλεται
ήδη, από το διατηρημένο δίλοβο παράθυρο και την αξονική θύρα.
Η επιλογή αυτής της συγκεκριμένης, εμφατικής διάταξης, που θα ήταν
δυνατό να αμβλυνθεί με την παράλειψη του κυκλικού φεγγίτη και του
πλίνθινου κοσμήματος, μαρτυρεί ηθελημένη προβολή του εγκάρσιου άξο
να και πρόθεση διατήρησης της έννοιας της αρχικής, εγκάρσιας κεραίας
του ναού, έστω και με ταπεινότερο ύψος. Οι εκτιμήσεις αυτές, όπως θα
δούμε, ενισχύουν τη συλλογιστική1 που υποδεικνύει ως νέα μορφή του με
τασκευασμένου, αμέσως μετά την καθίζηση, ναού, μια ιδιότυπη «σταυρε
πίστεγη» διαμόρφωση. Σπεύδουμε να σημειώσουμε ότι σε πολλά παραδεί
γματα σταυρεπιστέγων ναών, όσον αφορά στη διακόσμηση των πλευρι
κών (B, Ν) όψεών τους, όταν αυτές εμφανίζονται μονοεπίπεδες (τύποι Α,
Γ, Δ)12, παρατηρούμε ότι διακοσμείται μόνο το υπερέχον μέτωπο3 (τύμπα
νο) της εγκάρσιας καμάρας, ενώ στην υπόλοιπη, κυρίως όψη, η τοιχοδομή4
παρουσιάζεται απλή και ανεπιμέλητη. (Σχ. 40α, β).
Θα πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι τμήματα πλίνθινων ζωνών, εν είδει
κοσμημάτων, είτε μεμονωμένα5 στους άξονες όψεων, είτε ανά δύο6, εκατέ
131
ρωθεν αξονικού: παραθύρου, θύρας ή τυφλού αψιδώματος (με τα ακραία
πέρατά τους σε απόσταση από τους αντίστοιχους, ισόσταθμους γωνιόλι
θους του μετώπου που κοσμούν), συναντώνται σε διάφορους τύπους να
ών, κυρίως κατά την υστεροβυζαντινή περίοδο, ενώ είναι σπανιό
τερα, με τη μορφή συνήθως στενών οδοντωτών ταινιών, κατά την μεσοβυ-
ζαντινή1. Είναι, μάλιστα, αξιοπαρατήρητο ότι σε όλα τα αναφερόμενα υ
στεροβυζαντινά παραδείγματα της πρώτης περίπτωσης, το κόσμημα « ε -
πικάθηται» πάνω σε αψίδωμα παραθύρου, θύρας ή κόγχης. Αν σχε
τίζεται και με κάποιο εφελκυστικό ρόλο, είναι άδηλο. Ανεξάρτητα απ’
αυτό, η αναλογία των παραδειγμάτων αυτών με την περίπτωση της βόρει
ας όψης του Πρωτάτου είναι προφανής. (Βλ. αναλυτικά κεφ.: «2η οικοδο
μική φάση: Το πλίνθινο κόσμημα στη βόρεια όψη»).
Αναφορικά με το βαθμό κατασκευαστικής αρτιότητας και γεωμετρι
κής ακρίβειας του πλίνθινου σχηματισμού του κοσμήματος, πρέπει να ση
μειώσουμε ότι στα προαναφερθέντα παραδείγματα της δεύτερης, ιδίως,
περίπτωσης, η τήρηση ευθυγραμμιών, οριζοντιότητας και συμμετρίας των
δύο τμημάτων, χαρακτηρίζεται περισσότερο από μια διάθεση γραφικής α-
κανονιστίας και ελευθερίας. Φαίνεται λοιπόν ότι και στο Πρωτάτο ακο
λουθήθηκε παρόμοιος τρόπος και ανάλογο ύφος. Η έλλειψη γεωμετρικής
ακρίβειας του δυτικού τμήματος*2, 1πιθανώτατα υπήρχε από (αρχικής) κα
τασκευής: οι τρεις διαδοχικοί ρόμβοι έχουν «ύψη» που προοδευτικά φθί
νουν3. (Πίν. 13, 14).
Μια παράλληλη προσέγγιση του συζητούμενου προβλήματος: της συμ
βατότητας του πλίνθινου κοσμήματος (του Πρωτάτου) ως προς το χαρα
κτήρα της πρώτης υστεροβυζαντινής μετασκευής του ναού, σχετίζεται με
τη θεώρηση κοσμήματος και φεγγίτη ως ενιαίου, τυπικού διακοσμητικού
Μεσηνίας. Για τη χρονολόγηση του μνημείου βλ. Traquair R., «The Churches of Western Mani»,
BSA 15 (1908-9), σ. 198. Βελένης Γ., Ερμηνεία, σ. 264, σημ. 2.
1. Βλ. π.χ. νότια όψη Ζωοδόχου Πηγής στο Σαμάρι Μεσηνίας (Μπούρας X., ό.π., εικ.
155)· δυτική όψη, εκατέρωθεν διλόβου παραθύρου στο ναό των Αγίων Ιάσωνος και Σωσι-
πάτρου (Βοκοτόπουλος Π., ό.π., πίν. 72)· τοξωτό υπέρθυρο θύρας στο ναό του Σωτήρος στην
Άμφισσα (Miles G. C, «Byzantium and...», D.O.P. 18 (1964), εικ. 67· νότια όψη καθολικού Και-
σαριανής (Mango C., ό.π., εικ. 274)· κεντρική αψίδα ιερού Βήματος του Ταξιάρχη στη Χα-
ρούδα της Μάνης (Γκιολές Ν., Βυζαντινή Ναοδομία: 600-1204), Αθήνα 1992, πίν. 39· στα α-
ψιδώματα θυρών της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στο Χώνικα Αργολίδας.
2. Η κλίση του ανατολικού πρέπει να αποδοθεί εν πολλοίς, στην καθίζηση της αντί
στοιχης τοιχοδομής, που προκλήθηκε σε εποχή μετά την τοιχογράφηση και σχετίζεται με
την μετατροπή του διλόβου παραθύρου σε τετραγωνικό άνοιγμα.
3. Έτσι, ενώ οι επάνω κορυφές τους βρίσκονται στην ίδια οριζόντια στάθμη, οι κάτω
ορίζουν κεκλιμένη ευθεία γραμμή. Η ακανονιστία αυτή δεν πρέπει να αποδοθεί σε παρα
μόρφωση, ούτε σε επισκευή. Ανάλογη κλίση για διαφορετικούς λόγους, συναντούμε και
στο δυτικό τμήμα του πλίνθινου κοσμήματος που υπάρχει στο νότιο τύμπανο του Αγ. Αθα
νασίου στο Λεοντάρι (Βλ. Küpper Η. Μ., ό.π., πίν. 5, β).
132
σχήματος.Η θεώρηση από την άποψη αυτή, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέ
ρον, γιατί το «σχήμα» αυτό συναντάται, με την ίδια συνθετική αντίληψη,
ως διάκοσμος εφελκυστικής ζώνης, κατά την υστεροβυζαντινή εποχή.
Πρόκειται για το πλίνθινο κόσμημα σε τοιχοδομές πύργων, στο Επτα-
πύργιο της Θεσσαλονίκης1.
133
αφανείς δοκούς (ανώφλια). Επειδή λοιπόν, μετά την καταστροφή αυτή
δεν καταβλήθηκε προσπάθεια αποκατάστασης των δύο τόξων, αλλά έγινε
απλή υποστήριξη με πλήρωση του κενού, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι
ούτε και για την αποκατάσταση της μορφικής αρτιότητας του πλινθινου
κοσμήματος εκδηλώθηκε τότε ενδιαφέρον. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με
τις περισσότερες πιθανότητες, η γεωμετρική ακανονιστία του δυτικού
τμήματος του κοσμήματος υφίσταται από την (αρχική) κατασκευή του
(Πίν. 14). Αντίθετα, η κλίση του ανατολικού τμήματος του κοσμήματος, ως
προς την οριζόντια στάθμη, οφείλεται, τουλάχιστον εν μέρει, στην εν
λόγω καθίζηση και χαλάρωση της υποκείμενης κατασκευής1.
Αναφορικά προς την διαφορετικής ακτίνας καμπυλότητα που παρου
σιάζει το κάτω ημικύκλιο του φεγγίτη, σε σύγκριση με το επάνω12, μπορού
με εύλογα να δεχθούμε ότι οφείλεται στις εργασίες αποκατάστασης, κατά
την «αναστήλωση» των ετών 1955-56. Τότε συμπληρώθηκε ο «ρόδακας» με
πλίνθους ακτινωτά διατεταγμένους, διότι στην φωτογραφία3, (Πίν. 6α),
εμφανίζεται χωρίς πλήρη πλίνθινη διαμόρφωση.
Νότια όψη.
Σε παληές φωτογραφίες4 (Πίν. 2α), καθώς και στο σχέδιο της νότιας ό
ψης, του Η. Megaw5, δεν εμφανίζεται πλίνθινο κόσμημα. Επίσης διαπιστώ
νουμε ότι οι περισσότεροι πλίνθινοι θολίτες των τόξων του διλόβου και ό
λοι του κυκλικού φεγγίτη δεν διακρίνονται· φαίνεται ότι υπέστησαν διά
βρωση και τα κενά καλύφθηκαν με στρώμα κονιάματος. Επομένως, προ
κύπτει ότι το πλίνθινο κόσμημα που βλέπουμε σήμερα, είναι νεώτερη κα
τασκευή, πράγμα που προδίδεται άλλωστε, και από την επιτηδευμένη, αυ
στηρά γεωμετρική μορφή του· καθώς και από την ένθεση μικρών τεμαχίων
πλίνθων στα κέντρα των ρομβοειδών και τριγωνικών διακένων που αφή
νονται με την διάταξη των πλίνθων (Πίν. 10, 11α). Η ένθεση αυτή δεν
συναντάται στο κόσμημα της βόρειας όψης. Ίσως, ο ανακατασκευαστής
επιζήτησε μια πιο περίτεχνη μορφή, με τον «εμπλουτισμό» της διάταξης
που σώζεται σχεδόν αυθεντικά στη βόρεια όψη (Πίν. 14). Τό πλίνθινο κό
σμημα με τη μορφή αυτή, δεν είναι άγνωστο στη βυζαντινή παράδοση6. Η
1. Οι δύο ρηγματώσεις, κάθετη και πλάγια που εμφανίζονται στο τμήμα αυτό δεν ήταν
δυνατόν να αφήσουν αλώβητη την αρχική διαμόρφωσή του.
2. Βλ. φωτογραφίες λεπτομερειών βόρειας όψης.
3. Βλ. Mylonas P., Les étapes, εικ. 7.
4. Βλ. π.χ. DölgerF., Mönchsland Athos, München 1942, εικ. 59.
5. Βλ. Mylonas P., Les étapes, εικ. 8.
6. Βλ. π.χ. νότια όψη Αγίας Παρασκευής, στην Πλάτσα Μεσηνίας, της ύστερης βυζα
ντινής περιόδου.
134
τοιχογραφία στην αντίστοιχη, εσωτερική επιφάνεια δεν παρουσιάζει
ζημίες1, γεγονός που σημαίνει ότι η τοιχοδομή στην περιοχή αυτή12 διαβρώ-
θηκε μόνο στην εξωτερική παρειά της.
Το ερώτημα που αναφύεται είναι: Ποιες επισκευαστικές εργασίες στη
θέση αυτή, προηγήθηκαν της τοιχογράφησης; Υπάρχουν ενδείξεις ότι τα
τόξα του αρχικού διλόβου και (συνεπώς) η πάνω απ’ αυτά τοιχοδομή
αναδομήθηκαν μετά την καθίζηση:
α. Σύμφωνα με την κατά πλάτος αξονική τομή του ναού3, ο νότιος τοί-
χος μέχρι την ποδιά του διλόβου, παρουσιάζει4 έντονη κλίση προς τα νό
τια, ενώ, από τη στάθμη αυτή και μέχρι το κλειδί του κυκλικού φεγγίτη, α
ποκλίνει ήπια και κατά ενιαίο τρόπο, προς τα βόρεια5. Από τη στάθμη του
κλειδιού του φεγγίτη και μέχρι την κορυφή του γείσου, κατακορυφώνε-
ται6. Πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι η τομή αυτή αποδίδει την κατάσταση
στον άξονα του μετώπου. (Σχ. 37). Η κατάσταση στο υπόλοιπο πλάτος
του, παρουσιάζει διαφοροποιήσεις. Εξετάζοντας λοιπόν τις ενδεχόμενες
αιτίες αυτής της σύνθετης παραμόρφωσης που αποτυπώνεται στην τομή,
θα μπορούσε κανείς να διατυπώσει υπόνοιες γιά πιθανή «διαφορική» λει
τουργία των εφελκυστικών ζωνών: δηλαδή, για διαφορετικό βαθμό
συγκράτησης των τάσεων απόκλισης του τοίχου προς τα έξω, από τις,
διαφορετικής στάθμης ξυλοδεσιές.
Το ενδεχόμενο αυτό πρέπει να αποκλεισθεί, για το λόγο ότι η εφελ-
κυστική ζώνη που, κατά την υπόθεση αυτή, συγκρότησε τον τοίχο στη θέ
ση του, αντιστοιχεί στη στάθμη ανάμεσα στον κυκλικό φεγγίτη και τα
κλειδιά των τόξων του διλόβου- δηλαδή, στην πιο ευαίσθητη και ευπαθή,
από στατική άποφη, στάθμη του μετώπου, όπως έχει διαγνωσθεί στο υπο
κεφάλαιο για τις εφελκυστικές ζώνες. Η εν λόγω παραμόρφωση, είναι πιο
εύλογο να αποδοθεί σε μερική7, κατά τον άξονα του μετώπου, αναδόμηση,
η οποία κρίθηκε ως πιο ριζική αντιμετώπιση των ζημιών που προκλήθη-
καν στη θέση αυτή, κατά την καθίζηση του κτιρίου.
1. Εκτός από το εσωρράχιο του δυτικού λοβού και τη συνεχόμενη με αυτό παρειά του
δυτικού σταθμού, όπου η τοιχογράφηση με διακοσμητικό θέμα έχει «ανακαινισθεί».
2. Το αέτωμα έχει κτισθεί κατά την «αναστήλωση» του Α. Ορλάνδου.
3. Βλ. σχ. 37.
4. Βλ. εσωτερική παρειά.
5. Η κλίση αυτή δεν πρέπει να αποδοθεί στην αποκατάσταση των ζημιών των πλίν-
θινων τόξων κατά την τελευταία «αναστήλωση», γιατί εκδηλώνεται και στην εσωτερική
τοιχογραφημένη παρειά: δηλαδή, πρόκειται για κλίση του άξονα.
6. Πρόκειται για τη νεώτερη προσθήκη αετώματος, κατά την οποία, προφανώς, χρησι
μοποιήθηκε νήμα της στάθμης.
7. Οι δύο εκατέρωθεν ακμές της υπερύψωσης του μετώπου μαρτυρούνται με αυθεντι
κά τοιχοδομικά στοιχεία, σε στάθμη που υπερβαίνει τα τόξα του διλόβου. (Πρβλ. σχέδιο Η.
Megaw).
135
β. Οι σταθμοί του διλόβου αποκλίνουν σαφώς προς τα δυτικά1 (Σχ. 5,
9). Κατά γεωμετρική ακολουθία, λόγω της ενιαίας, υπό κλίση βύθισης του
υπόψιν τμήματος του (νότιου) τοίχου, θα έπρεπε να παρουσιάζει την
αντίστοιχη απόκλιση από την οριζόντια στάθμη, και η νοητή γραμμή που
συνδέει τα κλειδιά των δύο λοβών. Αυτό όμως δεν συμβαίνει- αντίθετα,
παρατηρούμε ότι το κλειδί του δυτικού τόξου βρίσκεται μάλλον ψηλότερα
απ’ ότι το ανατολικό12. Η λεπτομέρεια αυτή αποτελεί ένδειξη ότι τα τόξα
αναδομήθηκαν. Επίσης παρατηρούμε συναφώς, ότι, ενώ οι σταθμοί είναι
κεκλιμένοι, ο πεσσοκιονίσκος είναι κατακόρυφος. Ωστόσο το ενδεχόμενο3
να κατακορυφώθηκε κατά την «αναστήλωση» του Α. Ορλάνδου, είναι
πιθανό, δεδομένου ότι μια τέτοια επέμβαση, χωρίς καθαίρεση των τόξων
και της υπερκείμενης τοιχοδομής, είναι τεχνικά δυνατή από παλαιότερες
εποχές4. Τέλος, οι δύο ξύλινοι ελκυστήρες στη στάθμη του επιθήματος, με
την προϋπόθεση5 ότι ανήκουν στην προ της τοιχογράφησης επισκευή, συ-
νιστούν μια πρόσθετη ένδειξη διότι βρίσκονται και οι δύο στην ίδια ορι
ζόντια στάθμη6. Είναι πιθανό, ότι πρόκειται για μια ενιαία δοκό που
διέρχεται πάνω από το κιονόκρανο7, πράγμα που αποτελεί και την κανο
νική, τυπική διάταξη. Αν η υπόθεση αυτή αληθεύει, τότε είναι αδύνατο να
τοποθετήθηκε μετά την τοιχογράφηση.
Είναι προφανές ότι αναδόμηση των τόξων του διλόβου σημαίνει ανα
δόμηση και της υπερκείμενης τοιχοδομής, που περιλαμβάνει διαμόρφωση,
136
πρωτίστως, του κυκλικού φεγγίτη και κατά δεύτερο λόγο του πλίνθινου
κοσμήματος.
Μολονότι το ενδεχόμενο διατήρησης ιχνών του αρχικού πλίνθινου κο
σμήματος, στην επίμαχη αυτή θέση της όψης, αποδεικνύεται, ύστερα από
την παραπάνω ανάλυση, ελάχιστα υπολογίσιμο, ωστόσο, χάριν θεωρητι
κής διερεύνησης δεν πρέπει να αγνοηθεί. Το ερώτημα που αναφύεται σχε
τικά με το υπάρχον σήμερα πλίνθινο κόσμημα, είναι σύνθετο: Αναπαρά-
γεται ένα προϋπάρχον, του οποίου είχαν απομείνει ίχνη ή λείψανα που
βοήθησαν στην ανακατασκευή του; Ή επαναλαμβάνεται με διακοσμητική
πρόθεση, μέσα στο πλαίσιο των τότε αναστηλωτικών αντιλήψεων, ένα
κοσμητικό στοιχείο που είχε διασωθεί μόνο στη βόρεια όψη; Αν υφίσταται
η πρώτη περίπτωση, τα υποτιθέμενα λείψανα, κατά πόσον ήσαν επαρκή
για να προσδιορισθούν οι στάθμες, τα πέρατα και η χιαστί διάταξη των
πλίνθων του κοσμήματος; Εάν υποθέσουμε ότι η στάθμη και τα πέρατα
του υπάρχοντος σήμερα πλίνθινου σχηματισμού, δεν προέρχονται από
(αυθαίρετο) αυτοσχεδιασμό των ανακατασκευαστών, τότε μπορούμε να
οδηγηθούμε σε άλλες ερμηνείες του ρόλου του. Η παρατηρούμενη αντι-
στοίχιση των περάτων του με τα ακραία όρια των πλίνθινων τόξων των
παραθύρων που, πιθανώτατα, υπήρχαν συμμετρικά ως προς τον κατακό-
ρυφο άξονα της ζώνης, (Σχ. 5), είχε υπαγορεύσει, κατά την φάση της έ
ρευνας, μια πρώτη ερμηνεία του ρόλου του κοσμήματος, η οποία το ανή-
γαγε στην αρχική οικοδομική φάση του μνημείου1. (Σχ. 34). Σύμφωνα με
την προκαταρκτική εκείνη θεώρηση, η κοσμητική ζώνη, συνεχιζόταν ε
κατέρωθεν, μέχρι τους γωνιολίθους του μετώπου12. Είναι όμως δύσκολο να
εξηγήσουμε πώς καταστράφηκαν τα άλλα τμήματα και διατηρήθηκε η ζώ
νη μόνο περί τον άξονα του μετώπου, σε θέση που έχει αποδειχθεί μάλι
στα, ως η ευπαθέστερη θέση της τοιχοδομής έναντι καθίζησης και σει
σμού.
Επίσης, η δομή και τα σωζόμενα διαρθρωτικά στοιχεία των όψεων του
κτίσματος, εκφράζουν ένα λιτό, αδρό και απέριττο χαρακτήρα. Από κατα
1. Βλ. Φούντάς Π., «Το Πρωτάτο του Αγ. Αθανασίου. Αναπαράσταση Ν. όψης», Μακε
δονικά 31 (1998), σ. 417-419, ει,κ. σελ. 418' και Φούντάς Π., «Πρωτάτο του Αγ. Αθανασίου:
Τα επί μέρους άγνωστα στοιχεία της διάρθρωσης των πλευρικών όψεων. Τεκμηρίωση»,
/Θ' Συμπόσιο Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής Αρχαιολογίας και Τέχνης: Πρόγραμμα
και Περιλήψεις Εισηγήσεων των Ανακοινώσεων, Αθήνα 1999, σ. 111, 112.
2. Μια τέτοια ερμηνεία ενισχυόταν αποφασιστικά από παραδείγματα μετώπων απο
διδόμενα, σε επανειλημμένες, σχετικές δημοσιεύσεις, στον 10ο αιώνα, όπως η Κοίμηση της
Θεοτόκου στο Λάμποβο (βλ. π.χ., Βοκοτόπουλος Π., ό.π., σ. 193-196) και η Επισκοπή της Τε-
γέας (στο ίδιο, σ. 203, σημ. 1. Ορλάνδος Α., ό.π., σ. 161), ή και στην μεσοβυζαντινή περίοδο,
όπως ο Άγιος Σώζων στο Γεράκι (Μουτσόπουλος Ν., Δημητροκάλλης Γ., Το Γεράκι, σ. 178).
Ωστόσο, οι πρώιμες χρονολογήσεις αυτών των διαμορφώσεων έχουν βάσιμα αμφισβητηθεί:
βλ. Βελένης Γ., ό.π., σ. 180-181 (Λάμποβο) και σ. 261 σημ. 3, σ. 270 (Γεράκι, Αγ. Σώζων).
137
σκευαστική άποψη, οι οριζόντιες στάθμες πλίνθινων ζωνών και ανοιγμά
των, φαίνεται ότι από την αρχή δεν ήσαν απόλυτα οριζόντιες. Γενικά η
τοιχοδομή εμφανίζεται ανεπιμέλητη. Με δεδομένο, λοιπόν, ένα τέτοιο
δομικό και μορφολογικό χαρακτήρα, δείχνουν μάλλον ασυμβίβαστες ol
διακοσμητικές προθέσεις. Αυτές, εξ άλλου, θα έπρεπε να είχαν εκδηλωθεί
και στην αψίδα του ιερού Βήματος, όπως συμβαίνει σε μνημεία αυτής της
εποχής: π.χ., στην Παναγία του Οσίου Λουκά1, ή στην εκκλησία της
Ζούρτσας12, διότι η συγκεκριμένη θέση, καθώς έχει αποδειχθεί, είχε
προτεραιότητα στον προγραμματιζόμενο διάκοσμο.
Είδαμε ότι στην πλατειά ζώνη του μετώπου που παρεμβάλλεται ανά
μεσα στις δύο ανώτερες σειρές παραθύρων (Σχ. 36α), έπρεπε, σύμφωνα με
τις περισσότερες πιθανότητες, να υπάρχουν τρία ανοίγματα στους
κάθετους άξονες των υφισταμένων. Δείξαμε, επίσης, ότι ο υπάρχων κυ
κλικός φεγγίτης δεν πρέπει να θεωρηθεί ως το μεσαίο απ’ αυτά, αλλ’ ότι
οφείλεται σε μετασκευή. Εξ άλλου, η ύπαρξη κυκλικού φεγγίτη στον
άξονα του μετώπου, πρέπει να αποκλεισθεί, γιατί δεν συναντάται στην
ίδια θέση, σε μεσοβυζαντινά μνημεία μιας ευρείας γεωγραφικής έκτασης,
όπου θα ήταν δυνατό να εκδηλωθούν αρχιτεκτονικές επιρροές: Είναι χα
ρακτηριστική η απουσία κυκλικών φεγγιτών στα μνημεία της «Ελλαδικής
σχολής», ενώ στή «σχολή της Πρωτεύουσας», εντοπίζονται μόνο σε μία
περίπτωση, στην εκκλησία του Μυρελαίου3 και πάντως όχι σε αξονική
θέση του τυμπάνου της εγκάρσιας κεραίας του σταυρού4. Κυκλικοί φεγ
γίτες σε αξονικές θέσεις όψεων βυζαντινών εκκλησιών, εμφανίζονται μό
νο κατά την ύστερη βυζαντινή περίοδο και πάλι σε μάλλον περιορισμένο
αριθμό μνημείων. Στην εκκλησία της Κωνσταντινούπολης που είναι
γνωστή ως Kalenderhane τζαμί, ο φεγγίτης στον άξονα της δυτικής όψης
συνδυάζεται με τα δύο υποκείμενα μονόλοβα, με τρόπο που θυμίζει την
περίπτωση του Πρωτάτου. Η διαμόρφωση ανάγεται στην περίοδο 13ος -
1. Βλ. Μπούρας X., Βυζαντινή καί Μεταβυζαντινή Αρχιτεκτονική, εικ. 85, 87, 88, 107.
2. Βλ. Bouras Ch., Zourtsa, αναπαράσταση ανατολικής όψης.
3. Striker C. L., The Myrelaion, εικ. 11,18, 21, 28, 65.
4. Η κυκλική διαμόρφωση στην προκειμένη περίπτωση φαίνεται να προκύπτει «κατ’
ανάγκην», γιατί η διαθέσιμη επιφάνεια, στην κορυφή των αψιδωμάτων όπου εγγράφονταμ
καθώς περιορίζεται από την «απαραβίαστη» οριοθέτηση του κοσμήτη, δεν επιτρέπει την
ένταξη μονόλοβου ανοίγματος με αναλογίες συμβατές προς εκείνες των άλλων, ομοειδών
(παραθύρων) που συνυπάρχουν στην ίδια ζώνη (και όψη). Βλ. στο ίδιο, εικ. 28, 65.
138
15ος αι.1 Στην Αγία Σοφία της Τραπεζούντας12, εμφανίζεται στον άξονα
του τυμπάνου του δυτικού πυλώνα και, με τετράφυλλη μορφή, στις αντί
στοιχες θέσεις του νότιου και βόρειου (1238-1263)3. Στους Αγ. Αποστόλους
στο Πυργί της Χίου, εγγράφεται στο ημικύκλιο του τυμπάνου της ανατο
λικής κεραίας4 του ναού, ο οποίος χρονολογείται στον 13ο ή στον 14ο αιώ
να5. Επίσης υπάρχουν παραδείγματα στην Κρήτη6 και σε φραγκοβυ-
ζαντινά κτίσματα της Κύπρου7. Από βορειότερες περιοχές θα αναφέρουμε
τον Αγ. Δημήτριο στον Πρίλαπο8, τον Αγ. Ανδρέα της Treska9, ναούς
μεσαιωνικών μοναστηριών10 11 της Σερβίας και το ναό στο Krusevac11.
Για την αναπαράσταση της άγνωστης μορφής του κεντρικού ανοίγμα
τος στην εν λόγω ζώνη, βρίσκουμε εύλογο να συνδυασθούν δύο κριτήρια:
α. Τι είδους άνοιγμα συνηθίζεται πάνω από δίλοβο (ή τρίλοβο) παρά
θυρο που βρίσκεται σε άξονα μετώπου, και
β. Τι είδους παράθυρα συνηθίζονται σε ζώνες μικρού ύφους (πλάτους)
μετώπων που διαρθρώνονται τριμερώς.
Αναφορικά με το πρώτο κριτήριο, είναι αξιοπρόσεκτο ότι κατά κανό
να, προβλέπεται ένα μονόλοβο, συνήθως χαμηλού ύφους (η αναλογία ύ
φους προς πλάτος, πλησιάζει ενίοτε τη μονάδα). Παραδείγματα: στο Ά
γιον Όρος, στά καθολικά των Μονών Βατοπαιδίου12 και Ιβήρων (στους ά
ξονες των χορών) και στον Άγιο Προκόπιο13, (στον άξονα της αφίδας του
ιερού Βήματος). Στην Θεσσαλονίκη, σε εντελώς ανάλογη θέση (άξονα
νότιου και βόρειου τυμπάνου), στην Παναγία των Χαλκέων14 (1027) και
στην Μεταμόρφωση Χορτιάτη (12ος αι.)15 Επίσης εμφανίζεται στον
εξωνάρθηκα του καθολικού της Μονής του Οσίου Λουκά (12ος αι.)16.
1. Striker C.-Kuban Υ., «Work at Kalenderhane Camii in Istanbul», DOP, 21 (1967), σ. 267-271,
εικ. T 22 (1968), σ. 185-193, εικ. 1, 7' 25 (1971), σ. 251-258.
2. Mango C., ό.π., εικ. 319, 321.
3. Krautheimer R., ό.π., σ. 518.
4. Μπούρας X., Βυζαντινή Αρχιτεκτονική, εικ. 113.
5. Μπούρας X., Χίος (Οδηγός), Αθήνα 1974, σ. 45.
6. Βλ. π.χ., Αρχάγγελο Μιχαήλ Αρκαλοχωρίου της περιόδου 1283-1323: Küpper Η. Μ.,
Bautypus, πίν. 3α, 3b: 49. Ο ναός έχει στοιχεία δυτικότροπα. Βλ. επίσης, Αγία Άννα Αμαρίου.
7. Π.χ., Σωτηρίου Γ., Τα Βυζαντινά Μνημεία της Κύπρου, Α: Λεύκωμα, Αθήνα 1935,
πίν. 47, 48.
8. Βλ. Βελένης Γ. Ερμηνεία, πίν. 101α.
9. Στον ίδιο, πίν. 1076.
10. Βλ. Mileusnic SI., The Medieval Monasteries of Serbia, Novi Sad 1998, εικ. σελ. 78, 213.
11. Mango C., ό.π., εικ. 352.
12. Μαμαλούκος Στ. Το Καθολικό της Μ. Βατοπεδίου, τόμ. Β', σχ. 9, 10, 11, 12, 28.
13. Mylonas Ρ., Two Middle-Byzantine churches, εικ. 20.
14. Βλ. Mango C., ό.π., εικ. 227, εικ. σελ. 207.
15. Βελένης Γ., Ερμηνεία, σ. 288, πίν. 386.
16. Μπούρας X., 12ος αιώνας, σ. 214-216.
139
Σχετικά με το δεύτερο κριτήριο, διαπιστώνουμε ότι σε μικρού ύψους
(πλάτος) ζώνες μετώπων, ανοίγονται τρία μονόλοβα παράθυρα με ανα
λογία ύψους προς πλάτος που πλησιάζει τή μονάδα. Από τα μνημεία της
πρωτεύουσας επισημαίνουμε: την εκκλησία του Μυρελαίου1 του 10ου αι
ώνα και τις γνωστές ως Ατίκ Μουσταφά Πασά τζαμί12 του 10ου αι.3 και
Zeirek τζαμί (Παντοκράτορος)4, του 12ου αιώνα5 καθώς και την Κοσμο-
σώτειρα στη Βήρα της Θράκης6 του 12ου αιώνα7. Επίσης, πρέπει να ληφθεί
υπόψιν το παράδειγμα της εκκλησίας της Θεοτόκου και του Αγίου Δο-
νάτου στο Μουράνο της Βενετίας για την οποία έγινε ιδιαίτερος λόγος.
(Παρένθ. πίν. Γ').
Από την παραπάνω ανάλυση προκύπτει ότι και στην επίμαχη ζώνη
του ναού του Πρωτάτου υπήρχαν πιθανότατα τρία μονόλοβα ανοίγματα
χαμηλού ύψους (Σχ. 33, 35).
140
ΔΕΥΤΕΡΗ ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΗ ΦΑΣΗ
1. Το γεγονός ότι μετά τη «στιγμή» αυτή, επί αιώνες, η καθίζηση δεν παρουσίασε κλι
μακούμενη επιδείνωση, φανερώνει ότι το αίτιο που προκάλεσε τη (διαφορική) βύθιση του
υπεδάφους, ήταν σεισμός. Βλ. Γαλανόπουλος Α., Σεισμολογία, σ. 101: «Αι βλάβαι εκ
καθιζήσεως γεννώνται και αυξάνουν κατά τας σεισμικός δονήσεις...»
2. Η κατασκευή του πλίνθινου κοσμήματος προηγείται της τοιχογράφησης του ναού.
Για τη χρονολογική ένταξη του, βλ. σχετική ανάλυση.
3. Μαραβελάκις Μ., Χαλκιδική, ο. 4.
4. Λάμπρος Σπ., Χειρόγραφα Αγ. Όρους, τόμ. Α', σ. 153. Το σημείωμα παρατίθεται στο
τέλος, γραμμένο από το ίδιο χέρι που έγραψε τον κώδικα.
5. Βλ. Ευαγγελάτου-Νοταρά Φλ., Σεισμοί στο Βυζάντιο (από τον 13ο μέχρι και τον 15ο
αιώνα. Ιστορική εξέταση), Αθήνα 1993, σ. 21, σημ. 4.
141
Επειδή στην ενθύμηση αυτή δεν μνημονεύεται ο τόπος του «μεγάλου
σεισμού», χρειάζεται να δούμε και άλλες, ενδεχομένως σχετιζόμενες μαρ
τυρίες που αναφέρονται στο ίδιο έτος. Δύο διαφορετικές πηγές ανα-
φέρονται σε σεισμό που έγινε στην Κωνσταντινούπολη κατά το έτος 1231:
α. Το Μικρό Χρονικό, στον κώδικα της Ρώμης: Bibl. Vat. Palai, gr. 93 (f.
192v)\ που αναφέρει τόπο, έτος και ινδικτιώνα.
β. Το Χρονικό του Ryccardus, νοταρίου στο Sanctus Germanus1 2, που
αναφέρει τόπο, έτος, αλλά (καθώς διαπιστώσαμε) και μήνα.
Οι κύριοι ερευνητές που εξετάζουν (και) το σεισμό του 1231, διατυπώ
νουν αποκλίνουσες απόψεις:
α) Ο Μαξ. Μαραβελάκις πιστεύει ότι η χρονολογία του σεισμού στην
ενθύμηση του κώδικα της Μ. Φιλοθέου, δεν συμπίπτει με κάποια από τις
χρονολογίες των σεισμών της Κωνσταντινούπολης, «των υπό των βυζα
ντινών χρονογράφων ή άλλων συγγραφέων περιγραφομένων»3. Έτσι δεν
καταχωρίζει μνεία σεισμού με χρονολογία 1231, στο σύνολο των οκτώ σει
σμών της Κωνσταντινούπολης, που είχε επισημάνει αναφορές τους κατά
την Βυζαντινή περίοδο4. Εντοπίζει λοιπόν το σεισμό του 1231 στο Άγιον
Όρος. Το γεγονός, πάντως, ότι μαρτυρείται αδιαμφισβήτητα σεισμός στην
Κωνσταντινούπολη κατά το έτος 1231, μειώνει την αξιοπιστία του ισχυρι
σμού του.
β) Η συστηματικώτερη μελέτη του θέματος των σεισμών κατά την
υπόψιν περίοδο, με πλούσια παράθεση πολύτιμων γραπτών μαρτυριών,
έγινε από την Φλ. Ευαγγελάτου-Νοταρά5. Ειδικότερα, για το θέμα που
μας απασχολεί, αναφέρει ότι το σημείωμα στον κώδικα της Μονής Φι-
λοθέου παρέχει την ημερομηνία-χρονολογία (11 Μαρτίου 1231), αλλ’ όχι
και τον τόπο6 του σεισμού, που πιστεύει ότι είναι η Κωνσταντινούπολη. Η
ασυμφωνία με το Ιταλικό Χρονικό, όπου η σχετική σημείωση καταχωρίζε
ται στο ημερολογιακό μνημόνιο του μηνός Απριλίου του 1231, αποδίδεται
από την ερευνήτρια, με επιφύλαξη, στο ότι ο συντάκτης του «αναφέρει πε
ρισσότερες δονήσεις»7. Το ενδεχόμενο να έγινε τόσο μεγάλος σεισμός και
στον Άθω, χωρίς να αποκλείεται απόλυτα από την συγγραφέα, φαίνεται
να μη θεωρείται πολύ πιθανό, γιατί με την επίκληση άποψης που διατυ
πώνεται σε ειδικό σύγγραμμα, δέχεται ότι «οι σεισμοί της Κωνσταν
142
τινούπολης δεν σχετίζονται με τους σεισμούς της Χαλκιδικής»1. Οι από
ψεις των σεισμολόγων, όμως, πάνω στο θέμα αυτό, όπως θα δούμε αναλυ
τικά, τουλάχιστον δεν αποκλείουν αυτή τη σχέση. Όσο για την εύλογη
έκφραση άγνοιας σχετικά με τον τόπο γραφής του χειρογράφου12, η
αρχειακή έρευνα που διενεργήσαμε, πιστοποιεί ότι ο κώδικας και η
ενθύμηση γράφτηκαν στο Άγιον Όρος.
γ) Ο Π. Σπυρόπουλος κινούμενος προς κάποια κατεύθυνση συμβι
βασμού των χρονικών αποκλίσεων των δύο γραπτών μαρτυριών που
προεκτέθηκαν, θεωρεί ότι ο σεισμός έπληξε την Κωνσταντινούπολη, αλλά
έγινε αισθητός μέχρι τη Χαλκιδική3.
Η προφανής ασυμφωνία των παραπάνω απόψεων, αλλά και οι ενυ-
πάρχουσες σ’ αυτές, ερμηνευτικές πιθανολογίες ή συμβατικές παραδοχές,
επιβάλλουν την επανεξέταση του θέματος, τόσο με τη διερεύνηση των ί
διων των πηγαίων μαρτυριών, όσο και την προσκόμιση νέων, συναφών
στοιχείων.
1. Ένα πρώτο κρίσιμο σημείο που χρειάζεται εξακρίβωση, είναι ο τό
πος συγγραφής του κώδικα της Μονής Φιλοθέου. Το στοιχείο αυτό, χωρίς
να είναι απόλυτα προσδιοριστικό, θα πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψιν4.
Ανατρέχοντας λοιπόν στο ίδιο το χειρόγραφο, τον κώδικα 41 της Μ.
Φιλοθέου, διαβάζουμε ότι: «... εγράφη όέ είς την ... μονήν τής ύπεράγνον
Θεομήτορος τής επονομαζόμενης κνρ Στεφάνου...».
Κατόπιν σχετικής έρευνας, διαπιστώσαμε ότι η μονή αυτή ήταν Αθω
νική, αφού μνημονεύεται σε επίσημα έγγραφα του Αγ. Όρους, πριν5 και
μετά6 την γραφή του εν λόγω χειρογράφου (13ος αι.). Ο κώδικας (τετρα-
ευάγγελο) γράφτηκε, λοιπόν, για λειτουργική χρήση στη Μονή του κυρ
Στεφάνου, στο Άγ. Όρος. Σύμφωνα με μία πρώτη εκτίμηση, φαίνεται
απίθανο να γράφηκε σε Αθωνική μονή, ενθύμηση, για ένα σεισμό που είχε
γίνει στην Κωνσταντινούπολη, ύστερα από αρκετές δεκαετίες μετά το
γεγονός, χωρίς να αναφέρεται ο τόπος.
143
2. Ένα δεύτερο πολύ σημαντικό σημείο που δεν πρέπει να παραθεω
ρηθεί, είναι ότι ο Ryccardus μνημονεύει στό χρονικό του, κατά το ίδιο έτος
(1231), δύο σεισμούς σέ δύο διαφορετικούς τ όπ ου ς: στην Κων
σταντινούπολη και στην ευρύτερη περιοχή του S. Germanus στην Ιταλία. Ο
πρώτος σεισμός (στην Κωνσταντινούπολη), καταχωρίζεται χωρίς αμφιβο
λία στο ημερολογιακό μνημόνιο του μηνός Απριλίου1. Σύμφωνα με τις πα
ρεχόμενες ενδείξεις και των δύο χρονικών (Μικρού και εκείνου του Ryc
cardus), ο σεισμός στην Κωνσταντινούπολη ήταν πολύ μεγάλος, με κατα
στροφές τειχών, εκκλησιών και κατοικιών12. Ο δεύτερος σεισμός μέσα στο
1231, που αναφέρει ο Ryccardus, έγινε στην Ιταλία κατά την 1η Ιουνίου3.
Εκδηλώθηκε αιφνίδια στό Sanctus Germanus και στα περίχωρα. Εδώ η περι
γραφή του γεγονότος είναι εκτενέστερη και ο σεισμός χαρακτηρίζεται
«μέγας»4, όπως ακριβώς και στον κώδικα της Μονής Φιλοθέου. Είναι εν
διαφέρον ότι αναφέρεται σεισμός και στη Ρώμη κατά το ίδιο έτος5. Όταν
όμως, ο ίδιος συγγραφέας (ο Ryccardus) μνημονεύει δύο μεγάλους σει
σμούς, σε δύο διαφορετικούς, με σημαντική μεταξύ τους απόσταση, τό
πους, κατά το ίδιο έτος, η μαρτυρία του δεν είναι εύκολο να αμφισβητηθεί
και, ως εκ τούτου, το ενδεχόμενο να έγινε σεισμός και σε ενδιάμεση θέση
(μεταξύ της Κωνσταντινούπολης και της Ιταλίας), δηλαδή στην Χαλκιδι
κή, φαίνεται πιθανώτατο. Η πιθανότητα αυτή ενισχύεται ακόμη περισσό
τερο εάν λάβουμε υπόψιν ότι μνημονεύεται σεισμός στην Κύπρο του ο
ποίου η μακρά διάρκεια καταλήγει στο έτος 12316. Εντέλει, δεν απομένει
κανένα περιθώριο αμφιβολίας, όταν διαπιστωθούν τα σεισμολογικά δεδο
μένα της περιοχής στην οποία αναφέρονται οι παραπάνω μαρτυρίες και
συνεκτιμηθούν συναφείς ιστορικές διακριβώσεις της συγκεκριμένης
εποχής.
3. Πρέπει λοιπόν να εξετασθεί, εάν από γεωλογική και σεισμολογική
άποψη, δικαιολογείται εκδήλωση σεισμών στους τρεις αυτούς τόπους
(Καμπανία της Ιταλίας, Χαλκιδική, Κωνσταντινούπολη), σε τρεις διαφο
1. Βλ. Ryccardi de S. Germano, Chronica, σ. 364. Το ότι δεν προτάσσεται στην εν λόγω
μνεία, το Eodem mense- κατά τον συνήθη στον γραφέα τρόπο εκφοράς- δεν θέτει σε ασάφεια
την χρονική ένταξη του γεγονότος, γιατί όπως και σε πλήθος άλλες αναγραφές (σε άλλους
μήνες), εξυπακούεται. Η διαδοχή των μηνών άλλωστε, είναι σε απόλυτη τάξη.
2. Κατά το χρονικό του Ryccardus (ό.π., σ. 364): «συντελέσθηκε μεγάλη ερήμωση σέ
εκκλησίες καί σπίτια».
3. Ryccardus, ό.π., σ. 364. Η βοή που τον συνόδευε ήταν αισθητή από την Capua μέχρι τη
Ρώμη. Η Capua βρίσκεται στα βόρεια και πλησίον της Νεάπολης (περιοχή Κομπανίας).
4. «... terre motus magnus...».
5. Grumel V., La Chronologie, Paris 1958, σ. 481: Annales de Baronius, a. 1231, XXXI.
6. Ευαγγελάτου - Νοταρά Φλ., ό.π., σ. 20: βάσει σημειώματος στον κώδικα Par. gr. 1588
(f. 217r). Επίσης αναφέρεται σεισμός στο Erzencan της Αρμενίας το έτος 1236. (Grumel V.,
ό.π., σ. 481.)
144
ρετικές ημερομηνίες του ίδιου έτους (1231)1. (Παρένθ. πίν. Ε').
Κατ’ αρχήν, πρέπει να επισημανθεί ότι οι τρεις αυτοί τόποι με τη σειρά
που αναφέρθηκαν, είναι άμεσα διαδοχικές θέσεις στη μία από τις δύο με
γάλες ρηξιγενείς ζώνες12 που εμφανίζονται στη Γη. Η ζώνη αυτή «αρχίζει
από το Γιβραλτάρ και από τα Απέννινα (Ιταλία), την Βαλκανικήν χερ
σόνησον και την Μικράν Ασίαν προχωρεί...»3. Οι γεωμορφολογικά πολυ
σχιδείς προεξοχές των χερσονήσων της νότιας Ευρώπης, παρουσιάζουν
πληθώρα καταστρεπτικών σεισμών4. Ειδικότερα, προκειμένου για την ε
πίμαχη περιοχή, έχει διαπιστωθεί ότι «εις την Βαλκανικήν χερσόνησον ι
δίως, και επί της χερσονήσου των Απεννίνων (Ιταλία), φιλοξενούνται
πολλαί εστίαι μέσων και μεγάλων σεισμών ως και μερικαί παγκοσμί-
ω V ,..»5. Οι πιο σεισμογενείς περιοχές σε ολόκληρη την Ευρώπη, είναι
κατ’ αρχήν η Βαλκανική χερσόνησος και η περιοχή του Αιγαίου Πελά-
γους και ακολουθεί αμέσως η Ιταλική6. Θα δούμε στη συνέχεια, ότι αυτή η
ιεράρχηση σεισμογένειας σχετίζεται με την χρονική ακολουθία εκδήλω
σης των εν λόγω σεισμών του 1231. Ειδικότερα, οι τρεις, παραπάνω τόποι
(Κωνσταντινούπολη, Χαλκιδική, Καμπανία Ιταλίας), αποκλίνουν ελάχι
στα από μια «μέση» παράλληλο: 40°Ν 40', εγγύτατη στη στενή λωρίδα με ο-
ρίζουσες τις παραλλήλους 35°Ν ±5°, όπου εκδηλώνεται περίπου το 1/2 των
καταστρεπτικών σεισμών που έχουν σημειωθεί στην επιφάνεια της Γης7.
Είναι προφανές, ότι η μεγάλη έκταση και η μη χρονική σύμπτωση (δια
φορά μηνών) εκδήλωσης των εν λόγω σεισμών, φανερώνει ότι δεν πρόκει
ται για ένα μόνο, μεγάλο σεισμό που έγινε αισθητός σε πολλούς τόπους
αλλά, για διέγερση, κατά διαδοχή, περισσότερων του ενός σεισμικών κέν
τρων μιας εξαιρετικά σεισμογενούς, όπως έχει αποδειχθεί, περιοχής8.
145
Στην περίπτωση αυτή υπάρχει αλληλουχία ενός πρωτογενούς και δευτε
ρογενών σεισμών, σύμφωνα με εξακριβωμένο μηχανισμό1 μεταβίβασης της
αστάθειας από μία αρχική σεισμική εστία σε άλλες. Στη θεωρία γίνεται
επίσης λόγος για «μετανάστευση της σεισμικής δράσης»*2. 1Ειδικότερα, εν
προκειμένω, επειδή μνημονεύονται τρεις διαφορετικές ημερομηνίες (που
εμπίπτουν σε χρονικό διάστημα μικρότερο της διάρκειας τριών πλήρων
μηνών), για τους τρεις διαφορετικούς τόπους, φαίνεται πιθανό ότι υφί-
σταται η περίπτωση των λεγομένων επακόλουθων δευτερογενών σει
σμών, κατά την οποία οι δευτερογενείς σεισμοί εμφανίζονται μετά την κα
τάπαυση των πρωτογενών3. Η πιθανότητα να έχει συμβεί αυτό το φαινό
μενο, ενισχύεται απο το δεδομένο ότι ο μνημονευόμενος πρώτος σεισμός
(11 Μαρτίου) και ο αμέσως επόμενος (τον Απρίλιο) αναφέρονται σε δύο
τόπους (Χαλκιδική και Προποντίδα) που, όπως είδαμε, προηγούνται ως
προς την σεισμογένεια (ως ανήκοντες στην Βαλκανική) έναντι της Ιταλι
κής χερσονήσου, όπου ο σεισμός μνημονεύεται με καθυστέρηση: 1 Ιουνίου.
Εξ άλλου, η αμεσώτερη τοπική και χρονική γειτνίαση των αναφερόμενων
σεισμών της Χαλκιδικής και της Προποντίδας (Κωνσταντινούπολης), δι
καιολογείται από την διαπίστωση ότι οι περιοχές του Αγ. Όρους και της
Κωνσταντινούπολης συνδέονται σεισμολογικά με την ίδια τεκτονική
γραμμή4.
Πάντως, ανεξάρτητα από την ειδικότερη, επιστημονική ερμηνεία και
αιτιολόγηση του φαινομένου, μπορεί να γίνει οπωσδήποτε λόγος για
έξαρση της σεισμογένειας στην ρηξιγενή ζώνη στην οποία αναφερόμαστε,
κατά το έτος 1231. (Παρένθ. πίν. Ε').
Τα παραπάνω στοιχεία δείχνουν ότι πρόκειται για σεισμούς εξαιρετι
κά ισχυρούς, μάλλον «παγκοσμίους» που εστίες τους, όπως είδαμε, έχουν
επισημανθεί στην επίμαχη περιοχή5.
Μαρτίου μέχρι και τις 25 Απριλίου, σημειώθηκαν σεισμοί από την Καλαβρία έως την
Σμύρνη και από την Φιλιππούπολη μέχρι την Κόρινθο. Σχετικά βλ. Ρουσόπουλος Α., Αντι
σεισμικοί κατασκευαί, Αθήναι 1949, σ. 19.
1. Μελέντης Ιω., Γεωλογία, Θεσσαλονίκη 1985, σ. 156, 157: «τα σεισμικά κύματα ενός
σεισμού διαταράσσουν την ισορροπία των ελαστικών τάσεων που είναι συσσωρευμένες σε
στρώματα ασταθούς περιοχής και προκαλούν έτσι τη δημιουργία ενός δεύτερου σεισμικού
κέντρου».
2. Βλ. Παπαζάχος Β., Παπαζάχου Κ., 2003, σ. 121.
3. Βλ. Μελέντης Ιω., ό.π., σ. 156,157.
4. Βλ. Μαραβελάκις Μ., Ιστορικό, σ. 8: «Η ανωτέρω τεκτονική γραμμή (εκ των
διερχομένων εκ Κωνσταντινουπόλεως) περαιτέρω συνεχίζεται έξω της Προποντίδος προς
το Αρχιπέλαγος, διευθυνομένη προς δυσμάς διά του κόλπου του Σάρρου (558) προς τας
βορείους Σποράδας, ήτοι προς την τάφρον της Ν. Σαμοθράκης (κειμένης ΝΑ αυτής), προς
την του Αγ. Όρους (1037) και προς την του Πηλίου (1220), συνδέουσα ούτω σεισμολογικώς
τον ορεινόν όγκον του Αγ. Όρους μετά της Προποντίδος».
5. Βλ. Γαλανόπουλος Α., Σεισμολογία, σ. 209. Οι παγκόσμιοι σεισμοί είναι ένα
146
4. Η πληροφορία όμως που αίρει κάθε αμφιβολία για την ευρύτητα της
γεωγραφικής έκτασης, όπου εκδηλώθηκαν σεισμοί κατά το έτος 1231, προ
έρχεται από έναν ιστορικό του 13ου αιώνα, τον Γεώργιο Ακροπολίτη
(1217-1282). Στον σωζόμενο επιτάφιο λόγο του, για το θάνατο του αυτο-
κράτορα της Νίκαιας Ιωάννη Γ' Βατάτζη (1222-1254), θέλοντας να εξάρει
τη σημασία της απώλειας του πράγματι σπουδαίου ηγεμόνα, θεωρεί τον
θάνατό του, πολύ πιο αλγεινό γεγονός από τις φοβερές συμφορές που έ-
πληξαν -προφανώς κατά την εποχή της βασιλείας του- την οικουμένη:
«... παγκοσμίους μέν γάρ συμφοράς καί οικουμενικά παθήματα καί
πάγκοινα όλοθρεύματα ταις ίστορίαις προσχόντες κατά νοϋν ήρυσάμεθα,
σεισμούς τινας γεγενημένους δεινούς καί τμημάτων γης μεγίστων κατε-
ρειπώσεις, θαλάσσης τε εκβρασμούς καί άνθρώπων καταποντώσεις... πό
λεμεΐ γάρ άπαν στοιχειον τόν άνθρωπον... των φυσικών ορίων έκστάντα
καί τής συνήθους ύπερδλύσαντα τάξεως»1. Παρακάτω, χάριν επίτασης, ε
πανέρχεται καί τονίζει ότι «εκείνα κίνησις στοιχείων επαιξεν άστατος ή
τύχη δεδραματούργηκεν άστατος»*2. 1Είναι φανερό ότι η πρώτη στη σειρά,
παγκόσμια συμφορά και το πρώτο οικουμενικό «πάθημα», ήταν για το
συγγραφέα οι σεισμοί3. Αλλ’ όπως θα δούμε και στη συνέχεια, κατά τη
διάρκεια της βασιλείας του Ιωάννη Βατάτζη (1222-1254), δεν μνημονεύε
ται κανένας τόσο μεγάλος σεισμός όσο εκείνος του 12314.
Ενισχυτική αυτής της μαρτυρίας είναι και η πληροφορία που έχουμε
από άλλη πηγή, την χρονογραφία του Θεόδωρου Σκουταριώτη, ότι ο Ιω
άννης Βατάτζης φρόντισε για την αποκατάσταση των ζημιών στον ναό
των Αγίων Αποστόλων της Κωνσταντινούπολης, «υπό σεισμού κινδυνεύ-
σαντα»5, καθώς και στο Άγιον Όρος, όπως θα δούμε διεξοδικά στη συνέ
χεια. Η συνεκτίμηση των παραπάνω μαρτυριών, καθιστά βέβαιο ότι έγινε
φαινόμενο που εκδηλώνεται σε διάφορους τόπους της Γης. Βλ. π.χ., στον ίδιο, σ. 192, 194,
198,199, 200, 201, 203, και εικ. (χάρτη) 120. Σύμφωνα με νεώτερη επιστημονική άποψη, οι
πολύ μεγάλοι σεισμοί είναι παγκόσμιοι.
1. Βλ. Heisenberg A. (εκδ.), Georgii Acropolitae opera, I-II, Lipsiae 1903, ανατ. Stuttgart 1978,
II: «Επιτάφιος τφ άοιδίμω βασιλεϊ κυρφ ’Ιωάννη Δούκα (1254)», σ. 20, στίχ. 26-34.
2. Στο ίδιο, σ. 21, στίχ. 7, 8.
3. Σεισμός με τον χαρακτηρισμό «παγκόσμιος» αναφέρεται και σε νεώτερη εποχή: Βλ.
Καδάς Σ., 7α σημειώματα των χειρογράφων της I. Μ. Μ Βατοπαιδίον, σ. 25.
4. Κατά την Φλ. Ευαγγελάτου-Νοταρά, Σεισμοί, σ. 21: «ο σεισμός αυτός είναι ο μόνος
που μαρτυρείται για την Κωνσταντινούπολη κατά το διάστημα της λατινικής κατοχής»
και σ. 22: «είναι ο μόνος τόσο δυνατός που μπορούμε να ταυτίσουμε με βεβαιότητα στην
Κωνσταντινούπολη για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, δηλ. μέχρι το 1296». Πρβλ. Failler A.
(εκδ.), G. Pachymérès: Relations Historiques, III, Βιβλ. VII-IX, Paris 1999, σ. 259: «Τινές δέ τών
ήδη γεγηρακότων τφ κατ’ εξοχήν λεγομένω μεγάλω (σεισμω) εκείνον παρεικάζον».
5. Παραδίδεται ανωνύμως, Βλ. «Σύνοψις Χρονική», έκδ. Κ. Σάθας, Μεσαιωνική Βιβλι
οθήκη, τόμ. 7 (1894), ανάτυπ. Αθήναι 1972, σ. 509, στίχ. 4-11. και Heisenberg A., Georgii Acro
politae opera I, Lipsiae 1903, σ. 275-302.
147
και στο Όρος σεισμός κατά το έτος 1231, παραδιδόμενος από την ενθύ
μηση του κώδικα της Μ. Φιλόθεου.
5. Απόηχος του γεγονότος πρέπει να θεωρηθεί η συγκεχυμένη μνεία
ισχυρού σεισμού, που βρίσκουμε στο σωζόμενο συναξάρι αλλά και στην
έμμετρη, εξιστόρηση σχετικά με το Πρωτάτο. Στο κύριο συναξάρι, ο σει
σμός πλήττει και κατερειπώνει τη μονή Ξηροποτάμου1. Στην έμμετρη εκ
δοχή12, «τρομερός» σεισμός καταστρέφει τό πόλισμα του Πρωτάτου3: εκ
κλησία, οίκους των προεστώτων, περιτείχισμα και πύργους, αλλά και τη
Μονή Ξηροποτάμου4. Ο σεισμός αυτός τοποθετείται από τον συναξαριστή
στα χρόνια του Μιχαήλ Η' Παλαιολόγου (1259-1282). Πρόκειται προφανώς
για χρονική μετάθεση του γεγονότος μερικές δεκαετίες και συσχέτισή του
με μεταγενέστερα συμβάντα. Τέτοιες συμπτύξεις και αποκλίσεις χρονολο
γικές δεν είναι σπάνιες στα συναξαριακά κείμενα. Συναφώς, αναφέρεται
από ιστορικούς ότι η γειτονική των Καρυών, Μονή Ξηροποτάμου, όπου
μάλιστα έχουν επισημανθεί και χρονίζοντα από αιώνων, εδαφολογικά
προβλήματα, υπέστη κατά την διάρκεια της Φραγκοκρατίας, «φοβερή
καταστροφή είτε: από πειρατική επιδρομή είτε από σεισμό είτε και από.τα
δύο»5. Άλλοτε αναφέρεται απλώς ότι «έπαθε εκ σεισμών»6.
Μια ακόμη ενδιαφέρουσα είδηση για «φοβερότατο» σεισμό στον
ελλαδικό χώρο, κατά την υπόψιν περίοδο, προέρχεται από το «Χρονικό
του Γαλαξειδίου»7 που έγραφε ο Ευθύμιος, μοναχός της Μονής του Σωτή-
ρος στο Γαλαξείδι, πιθανότατα με βάση μαρτυρίες από χειρόγραφα που
σώζονταν ως τότε. Το χρονικό αναφέρει ότι κτίτορας του καθολικού της
μονής ήταν ο δεσπότης της Ηπείρου ο Μιχαήλ Β' (1231-1271), γεγονός που
χρονολογεί τον σεισμό στην περίοδο που μας απασχολεί.
148
Ο αντίκτυπος τον σεισμού στην οικοδομική ιστορία των μνημείων
1. Βλ. Μπούρας X., Βυζαντινή καί Μεταβυζαντινή Αρχιτεκτονική, σ. 181, 182. Βοκοτό-
πουλος Π., «Παρατηρήσεις στο ναό του Σωτήρος κοντά στο Γαλαξείδι», Δ.Χ.Α.Ε., περ. Δ',
τόμ. ΙΖ' (1993-1994), σ. 199-210.
2. Ευθύμιος Ιερομόναχος, Χρονικό του Γαλαξειόιού, (έκδ. Η. Αναγνωστάκης), Αθήνα
1985, σ. 27.
3. Η περιοχή θεωρείται από τις πιο σεισμογενείς στον Ελλαδικό χώρο, αρκεί να
επισημάνουμε τη γειτνίαση με τη Λευκάδα.
4. Βλ. Φούντάς Π., «Κάτω Παναγιά στην Άρτα. Παρατηρήσεις στην οικοδομική
ιστορία του ναού», 25ο Συμπόσιο Βυζαντ. και Μεταβυζ. Αρχαιολ. και τέχνης. Περιλήψεις
Ανακοινώσεων, Αθήνα 2005, σ. 132, 133.
5. Ορλάνδος Α., «Βυζαντινά μνημεία της Άρτης», ΑΒΜΕ, Β' (1936), σ. 92, 96. Βελένης
Γ., Ερμηνεία, σ. 120.
6. Βελένης Γ., όπ., σ. 120 υποσ. 3.
149
στην κατά κανόνα ευπαθή, έναντι σεισμών, ανωδομή. Στην ίδια χρονική
περίοδο εμπίπτουν και οι μετασκευές στο καθολικό της μονής των Βλα-
χερνών1 έξω από την Άρτα, εντοπιζόμενες επίσης, στην ανωδομή και την
ασφαλέστερη, μέσω πρόσθετων κιονίσκων, υποστήριξή της. Ως προς το θέ
μα της συγχρονικότητας των αετωμάτων της Κάτω Παναγιάς, του νάρθη
κα της Αγ. Θεοδώρας και της Βλαχέρνας έχει επισημανθεί σε ειδική με
λέτη ότι «δεν μπορεί να απέχουν χρονικά το ένα από το άλλο»12. Εξ άλλου
η εκτέλεση έργων επισκευής σε ναούς και όχι η ανέγερση εκ βάθρων,
φαίνεται πιο εύλογη αν ληφθούν υπόψιν, οι γενικές συνθήκες κατά την
ιστορική αυτή συγκυρία3.
Εκτός από τα παραπάνω παραδείγματα για τα οποία έχουν διασωθεί
και ιστορικές μαρτυρίες, θα υπάρχουν ασφαλώς και άλλα σε άλλες περιο
χές του Ελλαδικού χώρου, των οποίων η οικοδομική ιστορία απαιτεί επα
νεξέταση από την συζητούμενη σκοπιά. Πιστεύουμε ότι κατά τις μετακι
νήσεις των συνεργείων τεχνιτών από τόπο σε τόπο για την αντιμετώπιση
των επιτακτικών αναγκών δομικής αποκατάστασης των κτισμάτων, θα
μεταφέρονταν και θα διαδίδονταν και μορφές ή απλοί τύποι.
Μέσα σε αυτό το ιστορικό πλαίσιο και θεωρώντας πιθανώτατο ότι ένα
πολύ σημαντικό μνημείο, η εκκλησία της Κάτω Παναγιάς, έγινε σταυρεπί
στεγη κατόπιν μετασκευής, πρέπει να επανεξετασθούν αντιλήψεις για
την δημιουργία του τύπου ή έστω παραλλαγών του. Ήδη το γεγονός ότι
τα μέτωπα της εγκάρσιάς κεραίας στον Σωτήρα του Γαλαξειδίου έχουν
χτισθεί με σαφώς διαφορετικό τρόπο δομής, είναι πιθανό να σημαίνει ότι
η εγκάρσια καμάρα προέρχεται και εδώ από μετασκευή. Διαφορετική δο
μή στα εν λόγω μέτωπα διαπιστώνουμε και σε άλλους βυζαντινούς σταυ
ρεπίστεγους ναούς.
150
μετά το σεισμό του 1231, χρηματοδότησε ο Ιωάννης Γ' Βατάτζης (1222-
1254) βασιλεύς του κράτους της Νίκαιας. Η χορηγία προκύπτει από τρεις
συναφείς και αλληλοσυμπληρούμενες, υστεροβυζαντινές (γραπτές) μαρ
τυρίες.
Α. Στην «Σύνοφιν Χρονικήν» που συνέγραφε ο Θεόδωρος Σκουτα-
ριώτης1, αναφέρεται για τον εν λόγω βασιλιά: «Τόν δε των θεοκηρύκων
’Αποστόλων ναόν άγιώτατον, υπό σεισμού κινδυνενσαντα, βασιλικώς έ-
πεσκέψατο καί χρήμασιν ίκανοΐς άνακτισθήναι πεποίηκε. ’Επί τούτοις καί
ai εν τφ ’Άθωνι, ό καί "Αγιον ’Όρος λέγεται, θειαι μοναί... την αυτού
πλοντοδότιν χεΐρα συναντιλαμβανομένην εγνώρισαν, εις σύστασιν καί
βοήθειαν»12.
Ο αναφερόμενος ναός των Αγίων Αποστόλων είναι ο περίφημος, φε
ρώνυμος της Κωνσταντινούπολης. Γνωρίζουμε ότι ο μοναδικός, μεγάλος
σεισμός στην πρωτεύουσα, που μνημονεύεται κατά την διάρκεια της βα
σιλείας του Ιωάννη Βατάτζη (1222-1254), συνέβη το 12313, δηλαδή κατά το
ίδιο έτος που μαρτυρείται ότι έγινε και στόν Άθωνα. Πρόκειται για τον
μεγάλο σεισμό που έπληξε Κωνσταντινούπολη, Χαλκιδική, Ιταλία και Κύ
προ, και χαρακτηρίζεται, καθώς είδαμε, στον επιτάφιο λόγο προς τιμή του
βασιλιά αυτού, ως «οικουμενική συμφορά»4. Η αμεσώτατη συνάφεια της
αναφοράς στη βοήθεια του βασιλιά και προς το Άγιον Όρος, στο πα
ραπάνω εδάφιο, δεν πρέπει να θεωρηθεί συμπτωματική. Είναι εύλογο να
συσχετισθεί με το γεγονός του «οικουμενικού» σεισμού που έπληξε και τις
Αθωνικές Μονές. Είναι χαρακτηριστικό επίσης, ότι η ανταπόκριση του η
γεμόνα χαρακτηρίζεται ως «συναντίληφη» και «βοήθεια», έννοιες5 που υ
ποδηλώνουν ότι προηγήθηκε κάποια ιδιαίτερα δυσχερής κατάσταση στον
Άθωνα.
151
Στην εύλογη επιφύλαξη εάν, όντως, υπήρχε τόσο μεγάλη οικονομική
ευχέρεια στο κράτος της Νίκαιας, ώστε, κατά τον Θ. Σκουταριώτη, η
«πλουτοδότις χείρα» του βασιλιά να μπορεί αφειδώς να χορηγεί προς
διάφορες κατευθύνσεις, απαντά η σύμφωνη μαρτυρία του Νικηφόρου
Γρήγορά1: «... πολλω δέ πλέον τά βασιλικά ταμεία ήδη τη των χρημάτων
έβριθον δαψιλεία», όπως και οι σχετικές μνείες άλλων, συγχρόνων
ιστορικών, αλλά και διαπιστώσεις σημερινών ερευνητών.
Β. Αποστολή χρημάτων από το βασιλιά της Νίκαιας προς το Άγιον Ό
ρος, κατά τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο (μετά το σεισμό του 1231),
προκύπτει σαφώς και από τον Βίο του Αγίου Σάββα, κτίτορα της Μονής
Χιλανδαρίου. Μνημονεύεται δηλαδή, ότι τότε, ο Άγιος διέρχεται από το
ανάκτορο της Νίκαιας και με ειδικά εξωπλισμένο βασιλικό πλοίο που δια
θέτει ο Ιωάννης F Βατάτζης, μεταφέρει χρήματα και πολύτιμα δώρα, απ’
ευθείας στον Άθω, όπου τον υποδέχεται, μάλιστα, ο ίδιος ο
Πρώτος και προεστώτες των μοναστηριών. Η προϋπάντηση αυτή φαίνε
ται να αρμόζει σε μια επάνοδο του Οσίου, όχι τόσο από ένα «προσωπικού
χαρακτήρα», «προσκυνηματικό» ταξίδι, όσο από μια συγκεκριμένη, κοι
νού (παναγιορειτικού) ενδιαφέροντος αποστολή, που είχε προγραμματί
σει η διοικητική αρχή του Αγίου Όρους. Άλλωστε είναι γνωστό ότι και
στο παρελθόν ο Πρώτος και οι περί αυτόν Γέροντες είχαν αποστείλει α
ντιπροσωπεία με τον όσιο Σάββα «δι’ άναγκαίας υποθέσεις τοϋ ’Όρους»12,
προς τον προκάτοχο του Ιωάννη F Βατάτζη, στο θρόνο της Νίκαιας, τον
Θεόδωρο Α' Άάσκαρη (1204-1222).
Ol δύο παλαιοί Βίοι του Οσίου, γραμμένοι από τον μαθητή του Δομε-
τιανό3 και τον Θεοδόσιο4, μαθητή του Δομετιανού, παρέχουν ενδιαφέρο
ντα στοιχεία για το θέμα αυτό5.
152
Ο συνδυασμός ενός προσκυνήματος στους Αγιους Τόπους με την
διαφορετικού χαρακτήρα επίσκεψη στην αυλή του βασιλιά της Νίκαιας,
αμέσως μετά το σεισμό του 1231, απαιτεί μιάν εξήγηση. Είναι εύλογο να
υποθέσουμε ότι, είτε εξ αρχής είτε εν όσω βρισκόταν ο όσιος στους Αγίους
Τόπους, στάλθηκε αμέσως μετά το Μάρτιο του 1231, Αγιορειτική αντιπρο-
να εμπίπτουν στο χρονικό διάστημα 1231-1236, είχαν παράλληλο σκοπό τη συλλογή χρημά
των για το Αγιον Όρος. Ότι, δηλαδή, συνδυαζόταν η διενέργεια ζητείας. Τό πρώτο ταξίδι
στους Αγίους Τόπους άρχισε το 1229 (Βλ. Πόποβιτς Ιουστ., Βίος και. πολιτεία των Αγ.
Σάββα και Συμεών, Αθήνα 1975, σ. 120. Μαμαλάκης I., ό.π., σ. 91) και καθώς φαίνεται από
την περιγραφή είχε μακρά διάρκεια. Για το δεύτερο, που πραγματοποιήθηκε μετά την
παραίτηση του Οσίου από τον αρχιεπισκοπικό θρόνο (Μαμαλάκης I., ό.π., σ. 91: έτος πα
ραίτησης το 1233), αναφέρεται ως έτος αναχώρησης το 1234 (Βλ. Πόποβιτς I., ό.π., σ. 128).
Η διέλευση από τη Νίκαια και η επίσκεψη στο ανάκτορο του Ιωάννη F Δούκα Βατά-
τζη, παρουσιάζει, εν προκειμένω, εξαιρετικό ενδιαφέρον. Αναφέρεται ειδικότερα ότι ο βα
σιλιάς προσέφερε δαψιλώς όχι μόνο πολύτιμα κειμήλια και δώρα αλλά και χρήματα για το
Αγιον Όρος. Η διάθεση πλοίου βασιλικού αποσκοπούσε στον ασφαλή και άμεσο διά
πλου του Αιγαίου προς τον Άθωνα (βλ. Μηλιαράκης Α., ό.π., σ. 258). Εκεί τους υποδέχθηκε
ο Πρώτος του Αγίου Όρους (βλ. Πόποβιτς Ιουστ., ό.π., σ. 123). Οι δύο αυτές λεπτομέρειες
έχουν ιδιαίτερη σημασία. Η αποστολή έπρεπε να φθάσει γρήγορα και με ασφάλεια στον
προορισμό της, όχι μόνο χάριν του διακεκριμένου επισκέπτη και της συνοδείας - αντιπρο
σωπείας, αλλά και για την μεταφορά της χρηματικής και λοιπής χορηγίας του Ιωάννη Γ'
Βατάτζη, χωρίς διακινδύνευση σ’ ένα ταξίδι που αυτή την εποχή παρουσίαζε τεράστιους
κινδύνους. Η αναφερόμενη επίσης λεπτομέρεια ότι ενώπιον του βασιλιά και της βασίλισ
σας προτέθηκαν για προσκύνηση λείψανα Αγίων (Μηλιαράκης Α., ό.π., σ. 258- Σμυρνάκης
Γ., ό.π., σ. 69) είναι πράξη χαρακτηριστική, συνήθης κατά την πραγματοποίηση ζητειών.
Ως προς τη χρονική οριοθέτηση του γεγονότος, η επίσκεψη στην αυλή της Νίκαιας
εντάσσεται από τους συγγραφείς και ερευνητές στους σταθμούς κατά την επιστροφή του
πρώτου ταξιδιού (Πόποβιτς I., ό.π., σ. 122, Νικόδημος Αγιορείτης, «Βίος των Οσίων Συμε
ών και Σάββα», Νέον Εκλόγιον, (α έκδ.: Βενετία 1803), επανέκδ.: Αθήνα 1974, σ. 273). Ο Α.
Μηλιαράκης, επιχειρώντας μια ακριβέστερη χρονολόγηση, με συνδυασμό δύο διαφορετι
κών πηγών, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «διέβη εκ Νίκαιας κατά τό έτος 1231 ή τό ε
πόμενον». Έχει υπόψιν του (Βλ. Μηλιαράκης Α., ό.π., σ. 258, σημ. 2) την άποψη που δέχεται
ως έτος μετάβασης στη Νίκαια το 1234, αλλά εκτιμά ότι, σύμφωνα με τα Οδοιπορικά τον
Αγ. Σάββα που δημοσιεύθηκαν «εν άρχαίρ ρωσσική έν τή “Όρθοδόξω Παλαιστίνη Συνα
γωγή”, τεύχ. 5 τφ 1886, εξάγεται μάλλον τό έτος 1231». Προκύπτει λοιπόν ως πιθανώτερο
ότι η επίσκεψη στη Νίκαια πραγματοποιήθηκε κατά την επιστροφή από το πρώτο ταξίδι.
Η μεγάλη διάρκεια του ταξιδιού που συνεπάγεται η χρονολόγηση του Α. Μηλιαράκη δεν
είναι ανεξήγητη. Η παραμονή στους Αγ. Τόπους ήταν παρατεταμένη. (Εξ άλλου και η διάρ
κεια της δεύτερης περιοδείας ήταν πολύ μεγάλη και σ’ αυτό συμφωνούν οι ιστορικοί: από
το 1234 μέχρι το θάνατο του Οσίου το 1236 ή 1237). Επισκέφθηκε όλα τα μοναστήρια και
ερημητήρια της Παλαιστίνης (Πόποβιτς, I., ό.π., σ. 121) και παράλληλα ανέπτυξε μια
εξαιρετική πολυπραγμοσύνη.
153
σωπεία στα Ιεροσόλυμα, με σκοπό τη συλλογή συνδρομών. Κατά τήν δεύ
τερη εκδοχή, η αντιπροσωπεία συνέπραξε και προγραμμάτισε την από
κοινού επίσκεψη στο ανάκτορο της Νίκαιας.
Υπάρχουν επίσης ισχυρές ενδείξεις ότι οι αναφερόμενες «α π ο στ ο
λικέ ς» και προσκυνηματικές περιοδείες του Αγίου απηχούν την παράλ
ληλη διενέργεια «ζητειών» που οργάνωσε η κεντρική διοίκηση του Άθω,
με αποστολές επιτροπών από μοναχούς ανά τις ορθόδοξες χώρες1. Αν μια
τέτοια ανάγνωση του βίου ευσταθεί, τότε συμπεραίνεται μια ευρύτατα
διορθόδοξη οικονομική συνδρομή για την ανακαίνιση των αγιορειτικών
καθιδρυμάτων.
Αν δηλαδή, ερμηνευθούν κατ’ αυτόν τον τρόπο τα εν λόγω γεγονότα
του Βίου, τότε, από συγκεκριμένες μνείες αναφερόμενες στο επίμαχο
χρονικό διάστημα από το 1231 μέχρι και το 1236 (13 Ιανουάριου), προκύ
πτει ότι συνέδραμαν το έργο αποκατάστασης του ναού αλλά και άλλων
κτισμάτων, και τα τέσσερα ορθόδοξα πρεσβυγενή Πατριαρχεία: Κωνστα
ντινουπόλεως (που έδρευε στην Νίκαια), Ιεροσολύμων, Αλεξανδρείας και
Αντιόχειας, καθώς και τοπικές Εκκλησίες, ιδιαίτερα μνημονευόμενες,
όπως της Κιλικίας, της Καππαδοκίας και του Πόντου*2.
154
Γ. Μια τρίτη μαρτυρία που ενισχύει και επαληθεύει τις δύο προηγού
μενες, σχετικά με την χορηγία του βασιλιά της Νίκαιας, Ιωάννη Γ' Βατά-
τζη, ειδικά και αποκλειστικά προς το Πρωτάτο, είναι η αναγραφή του ο
νόματος του στο «Βιβλίον παρρησίας της Μονής του Πρωτάτου»1. Πρό
κειται για τον κατάλογο των μνημονευομένων σε κάθε Θεία Λειτουργία
ονομάτων*2 των
1 κτιτόρων, συνδρομητών και λοιπών ευεργετών της εκκλη
σίας του Πρωτάτου. Σύμφωνα, λοιπόν, με τους Λ. Πολίτη και Μ. Μανού-
σακα: «... ο τελενταίον μνημονευόμενος Ιωάννης πρέπει να είναι ή ο Γ'
Δούκας Βατάτζης η ο Δ' Λάσκαρις της εν Νίκαια αυτοκρατορίας». Αλλά
είναι ελάχιστα πιθανό να πρόκειται για τον Ιωάννη Δ' Λάσκαρη (1258-
1261). Ο νεαρός, νόμιμος αυτοκράτορας αγνοήθηκε τελείως, και την εξου
σία ασκούσαν αντιβασιλείς. Τυφλώθηκε από τον Μιχαήλ Η' και εγκλεί-
σθηκε σε κάστρο της Μ. Ασίας3. Εξάλλου η «βασιλεία» του απέχει περί
που τρεις δεκαετίες από τον επίμαχο σεισμό (1231). Ότι πρόκειται για τον
Ιωάννη F Βατάτζη φαίνεται και από την διατήρηση ζωηρής και εύφημης
της μνήμης αυτού του βασιλιά, ως αγίου4, στη συνείδηση των Αγιορειτών:
Ο όσιος Νικόδημος ο Αγιορείτης αφιερώνει εκτενή αναφορά στον συνα
ξαριστή του5 και μάλιστα συνέταξε προς τιμήν του ειδική ασματική ακο
λουθία6.
Καππαδοκία (Βλ. Πόποβιτς I., ό.π., σ. 135) - Εύξεινος Πόντος (Μαμαλάκης I., ό.π., σ. 91) -
Κωνσταντινούπολη - Μεσημβρία - Τύρνοβο (Πόποβιτς I., ό.π., σ. 136). Οι τόποι αυτοί δεν
πρέπει να θεωρηθούν όλοι ως καθιερωμένοι προσκυνηματικοί και μάλιστα να ενταχθούν,
ως διαδοχικοί σταθμοί, σε μια τυπική -λογαριάζοντας τις τότε συνθήκες- προσκυνηματική
περιοδεία. Επίσης δεν είναι δυνατόν να θεωρηθούν ως σταθμοί σχετιζόμενοι με την
άσκηση των αρχιεπισκοπικών καθηκόντων και υποχρεώσεών του γιατί, όπως είδαμε, είχε
ήδη προηγηθεί παραίτησή του από τον αρχιεπισκοπικό θρόνο.
1. Πολίτης Λ. - Μανούσακας Μ., «Συμπληρωματικοί κατάλογοι χειρογράφων Αγίου Ό
ρους», Ελληνικά 24 (1973), σ. 133-135. Πρόκειται για τον κώδικα 340. Είναι περγαμηνός καί
χρονολογείται στο β' μισό του 14ου αι.
2. Πρβλ. Actes de Kastamonitou, 3: Πράξη του Πρώτου Ισαάκ (1317), στίχ. 8, 9: «ναι μην
καί αυτών τών εύσεβεστάτων καί άγιων ημών αύθεντών καί βασιλέων τήν μνήμην
άναφαίρετον συντηρειν».
3. Βλ. Ιστορία Ελληνικού Έθνους, τόμ. Θ', σ. 118. Ostrogorsky G., Ιστορία τον Βυζαντι
νού Κράτους, τόμ. Γ', Αθήνα 1993, σ. 128,129,131-132.
4. Βλ. Μηλιαράκης Α., ό.π., σ. 417 κ.εξ. Επίσης: Νέος Ελληνομνήμων, τόμ. 18 (1924), σ.
418,419.
5. Νικόδημος Αγιορείτης, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού, τόμ. Β',
Θεσσαλονίκη 1981, σ. 39-42 (Νοε. δ'). Πρόκειται για σύνοψη εκτενέστερου Βίου που προήλ
θε από μετάφραση αρχαιότερου συναξαριού (βλ. σ. 42, σημ. 23). Βλ. και Μηλιαράκης Α., ό.π.,
155
Δ. Εκτός από τις τρεις προηγούμενες γραπτές μαρτυρίες που αλληλο-
επικυρώνονται, υπάρχουν και υλικά τεκμήρια του έμπρακτου ενδιαφέρο
ντος που επέδειξε τότε ο Ιωάννης F Βατάτζης. Παράλληλα όμως, επαλη
θεύουν την πληροφορία για την επίσκεψη του Οσίου Σάββα στο ανάκτο
ρο της Νίκαιας, και για την πολυειδή προσφορά και χορηγία του ηγεμόνα
προς το Άγιον Όρος. Πρόκειται για δύο πολύτιμα κειμήλια, προσφερθέ-
ντα δώρα, που φυλάσσονται στην Μονή Χιλανδαρίου1. Επίσης είναι αξιο
σημείωτο ότι ο Ιωάννης F Βατάτζης, ο οποίος κατά τον G. Ostrogorsky «εί
ναι χωρίς αμφιβολία ο μεγαλύτερος πολιτικός της περιόδου της Νίκαιας
(1204-1261) και ένας από τους πιο σημαντικούς ηγεμόνες της βυζαντινής ι
στορίας»*2, 1επανέφερε το Άγιον Όρος στη δικαιοδοσία των Βυζαντινών.
σ. 418, σημ. 1. Ο αρχαιότερος βίος, αναγόμενος στον 14ο αιώνα, δημοσιεύθηκε στο Byzantini
sche Zeitschrift, τόμ. ΙΔ', σ. 193-233.
6. Στο ίδιο, σ. 42, σημ. 23 και Μηλιαράκης Α., ό.π., σ. 418, σημ. 1.
1. Βλ. Σμυρνάκης Γ., ό.π., σ. 487: «Εντός τού θυσιαστηρίου ύπάρχουσιν εν δυσί κυτίοις
δύο Σταυροί έκ Τίμιου Ξύλου, περιβεβλημένοι δι’ έπιχρύσων καί άργυρών πλεγμάτων, οϊτι-
νες έδωρήθησαν τφ ιδρυτή τής Μονής άγίω Σάββρ υπό τού αύτοκράτορος τού Βυζαντίου
Ίωάννου Βατάτση (1222-1254). Ό εις των είρημένων Σταυρών, βάρους 119 γραμμαρίων ή
34 δραμίων, είναι μήκους Ομ. 30, τά δέ δύο έγκάρσια αύτοϋ τμήματα Ομ. 16 καί Ομ. 04, όπι
σθεν δέ γέγραπται: «Οΰτος ό Τίμιος Σταυρός ’έχει Τιμών Ξνλον 34 δράμια». Ό έτερος
Σταυρός είναι άρχαΐος βυζαντιακός μετά κεράτων εξ ίάσπιδος καί βάσεως άμεθύστου έρυ-
θροΰ· φέρει δέ επί μέν τής μιας όψεως μονογράμματα σημαίνοντα: «Ιησούς Χριστός νικςί»,
έπί δέ τής έτέρας: «Φώς Χριστού φαίνει πάσι».
2. Ostrogorsky G., Ιστορία τον Βυζαντινού κράτους, τόμ. Γ, Αθήνα 1993, σ. 112.
156
Η επικοινωνία Αγίου Όρους και Δεσποτάτου της Ηπείρου, κατά τον 13ο
αιώνα.
1. Πρβλ. και Φούντάς Π., «Η δεύτερη οικοδομική φάση της εκκλησίας του Πρωτάτου»,
ΚΑ' Συμπόσιο ΧΑΕ, Αθήνα 2001, σ. 98.
2. Βλ. Nicol D., The Despotate, σ. 214, σημ. 60. Μηλιαράκης Α., Ιστορία, σ. 356. Müller I,
Historische Denkmäler in der Klöstern des Athos, Wien 1851, σ. 198.
3. Γούδας Μ., «Βυζαντινά έγγραφα της εν Άθω I. Μ. Βατοπεδίου», ΕΕΒΣ, Δ' 1927, σ.
216-218.
4. Βλ. Nicol D., The Despotate, σ. 112, σημ. 6. Διαφορετική ταύτιση του προσώπου γίνεται
στο Actes de Xénophon, αρ. 3, στ. 23, σ. 81. Σταυρίδου - Ζαφρακά Αλκμ., Νίκαια και Ήπειρος
τον 13ο αιώνα, Θεσσαλονίκη 1991, σ. 78 σημ. III.
5. Για την τοιχογράφηση της Μητρόπολης της Βέρροιας (1215/6-1224/5: Παπαζώτος Θ.,
Οδοιπορικό στη Βυζαντινή και μεταβυζαντινή Βέροια. Ναοί-Τέχνη-Ιστορία, Αθήνα
2003, σ. 68, 69, 71), από ζωγράφους προερχόμενους πιθανόν από το κράτος της Ηπείρου (ο ί-
ôloç, σ. 71). Επίσης του αποδίδεται κτιτορικό έργο στην Μητρόπολη των Σερρών (Πέννας
Π., Ιστορία των Σερρών (1383-1913), Β' έκδ.: Αθήνα 1966, σ. 484, 485), αλλά ίσως πρόκειται
απλώς για ανακαινιστικό (δεδομένης της χρονικής ανακολουθίας). Δηλαδή, εκδηλώνεται
ενδιαφέρον για σημαντικούς τόπους της Μακεδονίας.
6. Βλ. Actes de Chilandar I, σ. 33.
157
γράφων αυτής της περιόδου στα αθωνικά αρχεία, αποκτούν ιδιαίτερη βα
ρύτητα.
Από την πλευρά της εκκλησιαστικής ηγεσίας, ο γνωστός για την αρ
χιερατική δράση του και τις πολύ σημαντικές πρωτοβουλίες του στις τοπι
κές αλλά και διορθόδοξες υποθέσεις της εποχής, μητροπολίτης Ναυπά-
κτου, Ιωάννης Απόκαυκος, μας παρέχει ασφαλείς, σχετικές πληροφορίες.
Για να αξιολογηθεί η σημασία αυτών την πληροφοριών και να κατανοη
θούν οι συνθήκες του εκκλησιαστικού περιβάλλοντος1 στο οποίο αναφέ-
ρονται, χρειάζονται μερικά πρόσθετα στοιχεία για το ρόλο του λογίου
ανδρός.
Ως προσωπικότητα κύρους, είχε τεράστια συμβολή στη διαμόρφωση
του εκκλησιαστικού κλίματος στο Δεσποτάτο, επί τριάντα (30) περίπου
χρόνια12 που κράτησε η αρχιερατεία του3. Το ιδιαίτερο στοιχείο που μας
ενδιαφέρει εν προκειμένω, αναφορικά με το ποιόν αυτού του εκκλησια
στικού κλίματος που επικράτησε επί των ημερών του αλλά και στη συ
νέχεια, ως παράδοση στο Δεσποτάτο, ήταν τα «φιλομοναστικά βιώματά»4
του, κατά την διαπίστωση των ιστορικών, και οι στενές σχέσεις του με
αγιορείτες μοναχούς και μετόχια, όπως προκύπτει από την αλληλογρα
φία του. Επίσης ένα κοινό γνώρισμα που τον συνέδεε με τον Αθωνικό μο
ναχισμό, ήταν η «ιδεολογική», εμμονή στη σαφή οροθέτηση της οικείας
θεολογικής «δόξας» έναντι της ετεροδοξίας5.
158
Θα δούμε μερικά δείγματα της Αγιορειτικής επικοινωνίας και παρου
σίας στο Δεσποτάτο. Σε επιστολή1, εμφανίζεται εξαιρετικά οικείος στον
Ιω. Απόκαυκο «ό χθες 'Αγίας1 νϋν όέ μοναχός άγιορείτης». Το γράμμα
αυτό καταχωρίζεται συμβατικά στα κείμενα που έχουν γραφεί περί το
123013. 2Σε άλλη επιστολή4 του αναφέρει: «... κατέλνσα όέ εν κέλλη ήν περί
τό μετόχων τής τοϋ 'Αγίου %Όρους μονής ό τόν δίον καταλύσας Μαγκλα-
δίτης έδείματο... Την όέ μονήν ταύτην καί τά ύπ’ αυτήν άνεδεξάμην εγώ
κυριακώ όρισμφ καί έπισκοπικώ δικαίω εμω»5. Είναι φανερό ότι ο Ιω.
Απόκαυκος, με επίσημη απόφαση και «έπισκοπικώ δικαίω», έχει «ανα
δεχθεί» αγιορειτικό καθίδρυμα (μονή-μετόχι, μαζί με όλα τα ανήκοντα σ’
αυτό) που έχει ιδρυθεί στα όρια της δικαιοδοσίας του και μάλιστα,
προτιμά να καταλΰσει σ’ αυτό. Η επιλογή αυτή, είναι εύλογο να θεωρηθεί
ως ένδειξη ιδιαίτερης προσοικείωσης προς τους Αγιορείτες, δεδομένου ότι
πολλές μονές υπήρχαν στην επικράτεια της μητρόπολής του6. Είναι
επίσης πιθανόν ότι μερικοί από τους μοναχούς αποδέκτες επιστολών του
ή απλώς αναφερόμενοι σ’ αυτές, χωρίς ιδιαίτερο προσωνύμιο ή άλλο
προσδιορισμό, ήσαν αγιορείτες. Σε άλλη πηγή μνημονεύεται η παρουσία
στο Δεσποτάτο, του μοναχού Ισαάκ από την Μονή Ξηροποτάμου7.
Εξ άλλου, επειδή η ίδρυση μετοχίων, δηλ. μοναχικών καθιδρυμάτων,
που υφίστανται εκτός της χερσονήσου του Άθω, ανάγεται όχι σπάνια
1. Προς τον «Γοριανίτην κυρόν Νικόλαον»: βλ. Pétridès S., «Jean Apokaukos, lettres et autres
documents inédits», IRA1K. 14 (1909) 69-100· επιστολή XVIII, o. 90, στίχ. 4.
2. Για το νόημα της φράσης «ο χθές Αγίας» βλ: Κατσαρός Β., «Συμβολή στη μελέτη των
προβλημάτων βυζαντινής τοπογραφίας στη Δυτική Στερεά (12ος -13ος αι.): Πηγές και
δεδομένα», Βυζαντινά, τόμ. 13.2 (1985) σ. 1537-1538.
3. Λαμπρόπουλος Κ., ό.π., αρ. 132, σ. 252, σημ. 203.
4. Βλ. Pétridès S., Jean Apokaukos, ό.π., επιστ. XXXII, σ. 98, 99, στίχ. 5 κ. εξ.
5. Βλ. και Κίσσας Σ., «Σχόλια σ’ ένα σιγίλλιο του μητροπολίτη Ναύπακτού Ιω.
Απόκαυκου», Αφιέρωμα στη μνήμη Στ. Πελεκανίόη, Θεσσαλονίκη 1983, σ. 176.
6. Όπως προκύπτει από την αλληλογραφία του. Επίσης πρέπει, ίσως, να μνημονευθεί
α) ότι άλλοτε είχε καταφύγει στη Βελλά, τοπωνύμιο της Ηπείρου που απαντά και στο Αγ.
Όρος (βλ. για το τοπωνύμιο αυτό στη συνέχεια) και β) ότι το επώνυμο Μαγκλαβίτης του
«δομήτορα» της «κέλλης», εμφανίζεται σε αθωνικά έγγραφα από τον 11ο μέχρι και τον 15ο
αιώνα. (Σύμφωνα με πρόχειρο εντοπισμό, π.χ.: έτος 1056: Actes d’lviron Π, αρ. 31, στίχ. 52, 58·
έτος 1415: Actes de Dionysiou, αρ. 14, στίχ. 92, σημ. 93· έτος 1432: Actes de Lavra, αρ. 168, σημ. 1,
20. Έγγραφα του 13ου αιώνα, ως γνωστόν, σπανίζουν στα αθωνικά αρχεία). Θα
σημειώσουμε ακόμη ότι η «κέλλη» κτίσθηκε μέσα στα χρονικά όρια της τελευταίας
απερχόμενης γενεάς (βάσει του τρόπου μνημόνευσης του κτίτορα).
7. Αναφέρεται ως υποψήφιος προς χειροτονία επίσκοπος Σμύρνης, επί της βασιλείας
Μιχαήλ Η' Παλαιολόγου: Μηλιαράκης Α., ό.π., σ. 569.
159
στην βυζαντινή περίοδο, όπως εκείνο που μνημονεύει ο Ιω. Απόκαυκος
είναι αξιοσημείωτη η ύπαρξη αρκετών αγιορειτικών μετοχίων1 στην
περιοχή.
Η επισήμανση τοπωνυμίων (και προσωνυμίων), που εμφανίζονται στο
Άγ. Όρος και κατ’ αποκλειστικότητα στο Δεσποτάτο, είναι επίσης άξια
προσοχής. Θα αναφέρουμε για παράδειγμα τα ονόματα Βελάς12 και
Παραμυθιά3 (Παραμυθία). Επίσης, χωρίς να παραθεωρούμε το συχνά
1. Σε μικρή απόσταση από την Άρτα και τη Μονή της Κάτω Παναγιάς (κοντά στο χω
ριό Κωστακιοί), υπάρχει μετόχι της Μονής των Ιβήρων με την επωνυμία μονή της Πανα
γίας της Πορταΐτισσας. Βλ. Καμαρούλιας Δ., Τα μοναστήρια της Ηπειρον, τόμ. Β', ο. 304.
Το μετόχι αυτό υφίσταται και πριν από το 1847. Στον κώδικα 731 της ίδιας Μονής (Ιβή-
ρων) εμπεριέχεται σιγιλλιώδες γράμμα (Βλ. Εκκλησιαστική Αλήθεια, έτος 24ο, Κωνστα
ντινούπολη 1904, ο. 415-416) του Οικουμενικού Πατριάρχου Νεοφύτου Γ' (1636-1637), όπου
αναφέρονται σταυροπηγιακές εκκλησίες και μοναστήρια της Ηπείρου και όπου συμπερι-
λαμβάνεται το γνωστό βυζαντινό καθολικό της μονής της Παναγίας της Παραμυθίας (Βλ.
Μπούρας X., Η Βυζαντινή και Μεταβυζαντινή Αρχιτεκτονική, σ. 168). Ως εκ τούτου, το
σιγίλλιο αυτό πιθανόν σχετίζεται και με αγιορειτικά μετόχια στην περιοχή. Η Μ. Βατοπαι-
δίου κατείχε (1757) μετόχι στην Μαγούλα της Άρτας και το ναό του Αγίου Ανδρέα μέσα
στην πόλη της Άρτας (1814) (Παπάγγελος I., «Τα μετόχια της I. Μ. Βατοπαιδίου στην Ελ
λάδα...», I. Μ. Μ. Βατοπαιδίου, τόμ. Α', σ. 88). Στην Μονή αυτή εκάρη μοναχός και μόνασε ο
καταγόμενος από την Άρτα, Μάξιμος ο Γραικός (Σμυρνάκης Γ., ό.π., σ. 443. Σχέσεις με την
Μονή Βατοπεδίου, κληρικών και λογιών (αρχαιομαθών) καταγομένων από την Άρτα, μαρ-
τυρούνται από τον 15ο αιώνα και πέρα, βάσει ενθυμήσεως και σημειωμάτων σε χειρόγρα
φα της Μονής. Οι σχέσεις αυτές πρέπει να ξεκινούν ασφαλώς από παλαιότερες εποχές. Βλ.
Καδάς Σ., Τα σημειώματα των χειρογράφων της I. Μ. Μ. Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2000,
σ. 11-12, 61,123,198, 238, 265, 289. Η Μ. Αγίου Παύλου κατείχε, επίσης, (1814) μετόχι στην
Άρτα (βλ. Κοτζαγεώργης Φ., Η Αθωνική Μονή Αγίου Παύλου κατά την Οθωμανική πε
ρίοδο, Θεσσαλονίκη 2002, σ. 163). Eîvol ακόμη, γνωστό ένα έγγραφο ηγεμονικής δωρεάς να
ού προς την μονή της Άαύρας, που συντάχθηκε στα Ιωάννινα το έτος 1375: Actes de Lavra III,
αρ. 146. Η Μ. Διονυσίου κατείχε δύο μετόχια στην περιοχή της Άρτας. Βλ. σχετ. Καδάς Σ.,
Κώδιξ I. Μ. Διονυσίου Αγίου Όρους, ιη-ιθ' αι., Άγιον Όρος 1994, πίν. α. Το θέμα όμως
των Αγιορειτικών μετοχίων στην περιοχή του Δεσποτάτου, απαιτεί ιδιαίτερη διερεύνηση
που δεν είναι δυνατό να γίνει στο πλαίσιο αυτής της μελέτης.
2. Εμφανίζεται στον Άθω από τον 10ο αι. (βλ. Βίο οσίου Αθανασίου, έκδ. Noret J., Α:
180, 181, Β: 49. Στην Ήπειρο μνημονεύεται π.χ. κατά τον 13ο αιώνα η επισκοπή Βελλάς που
ανήκε στη δικαιοδοσία της μητρόπολης Ναυπάκτου (βλ. Άαμπρόπουλος Κ., Ιωάννης
Απόκαυκος, σ. 71, 142, 207, 210, 226, 247. Στη Βελλά είχε καταφύγει ο Ιωάννης Απόκαυκος
(Βλ. στο ίδιο, σ. 71). Το όνομα δεν απαντάται στον Ελλαδικό χώρο εκτός από την Ήπειρο.
3. Στο Όρος είναι γνωστή η εικόνα και το παρεκκλήσιο του καθολικού της I. Μ. Βατο-
παιδίου, επ’ ονόματι της Παναγίας της Παραμυθίας (Βλ. I. Μ. Μ. Βατοπαιδίου, τόμ. Α',
Άγ. Όρος 1996, σ. 118, 287, 288, 290, 298, 341). Στην Ήπειρο το τοπωνύμιο Παραμυθιά (πόλη,
όρος, όρμος) προέρχεται από την αναφερθείσα βυζαντινή μονή της Παναγίας της Παραμυ-
160
δυσερεύνητο της ιστορικής προέλευσης των τοπωνυμίων που απαντούν
σήμερα, επισημαίνουμε βάσει σχετικής έρευνας, μια ιδιαίτερα αξιοπερίερ
γη διασπορά στον Ελλαδικό χώρο, του ονόματος Καρυές-Καρνά και των
προφανών ή πιθανών παραγώγων1 του, ως τοπωνυμίων οικισμών*2. 1Στην
περιοχή του Δεσποτάτου εμφανίζονται και τα τοπωνύμια Κατούνα3 και
Παλαιοκατούνα4 που θυμίζουν το όμοιο Κατοννάκια του Αγίου Όρους
κ.ά.5 Φυσικά, όπως σημειώσαμε ήδη, αποτελεί πρόβλημα η εξακρίβωση της
προέλευσης της ονοματοθεσίας και του χρόνου πρώτης εμφάνισης όλων
των τοπωνυμίων που προαναφέρθηκαν. Ωστόσο, οι παραπάνω τοπωνυ-
μιακές συμπτώσεις είναι ευάριθμες και απαιτούν μίαν ερμηνεία.
Η ύπαρξη επικοινωνίας των Αγιορειτών με το Δεσποτάτο, κατά τον
13ο αιώνα, είναι αναμφισβήτητη. Χωρίς να αποκλείεται προεμφάνισή της
κατά τους προγενέστερους αιώνες, φαίνεται ότι οι σχέσεις αυτές
ενισχύθηκαν εξ αιτίας των δυσμενών ιστορικών συνθηκών που επικράτη
σαν μετά το 1204: Φυγή αθωνιτών μοναχών από το Όρος, αναφέρεται κατ’
θίας (Κοίμηση της Θεοτόκου). Το τοπωνύμιο Παραμυθία δεν εμφανίζεται αλλού στον
Ελλαδικό χώρο.
1. Χρησιμοποιήθηκαν δύο έγκυρα, μεγάλα εγκυκλοπαιδικά λεξικά: η «Εγκυκλοπαίδεια
Ελευθερουδάκη»: Δημογραφικό παράρτημα. Καί ή «Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια».
Επισημάνθηκαν τα τοπωνύμια: Καρυές, Κάρυά, Καρές, Καρίτσα, Καριώτες, Καριώτικα,
Καριώτι, Καρυών Καλύβια, Καρυών Ίσωμα, Καρυοβούνι, Καρυούπολις, Παλαιοκαρυά. Έ
γινε προσπάθεια να εντοπισθούν και αποκλεισθούν όσα τοπωνύμια είναι νεώτερα. Φυσικά
δεν είναι εύκολο να επισημανθούν θέσεις (και όχι οικισμοί) με τα ονόματα αυτά.
2. Προκύπτει ότι ποσοστό περίπου 93% των τοπωνυμίων αυτών, απαντάται στις πε
ριοχές όπου εμφανίζονται σταυρεπίστεγοι ναοί (Ήπειρος, Στερεά, Θεσσαλία, Πελοπόννη
σος και Κρήτη). Τα μεγαλύτερα επί μέρους ποσοστά αντιστοιχούν στον γεωγραφικό χώρο
που καταλάμβανε το Δεσποτάτο της Ηπείρου (περίπου 37%) και στην Πελοπόννησο (περί
που 34%). Το τοπωνύμιο δεν εμφανίζεται βορειότερα από τον Όλυμπο (Μακεδονία και
Θράκη) εκτός από τον Άθω. Επίσης απουσιάζει από τα νησιά πλην της Κρήτης και της
Χίου (όπου συναντάται πλησίον της Νέας Μονής).
3. Βλ. π.χ., οικισμό ΒΔ της λίμνης Αμβρακίας, επίσης στην Λευκάδα (όπου και τα
τυπωνύμια: Παλιοκατούνα, Κάρυά, Καρνώτες, Κάθισμα, Φτέρη). Η Λευκάδα ανήκε στο
Δεσποτάτο. Τοπωνύμιο Κατούνια υπάρχει στη Λακωνία.
4. Βλ. Παναγία Παλαιοκατούνας. Πλησίον της Κόκκινης Εκκλησίας (Βουλγαρέλι),
υπάρχει το Παλαιοκάτουνο και η Καψάλα. Στην περιοχή Βόνιτσας και Ξηρομερίου
(Αιτωλοακαρνανία) συναντούμε τα τοπωνύμια: Κατούνα, Παλαιοκατούνια, Κάρυά.
5. Απαντάται λόγου χάριν το όνομα Πτέρη που είναι το παλαιότερο όνομα της Μονής
Φιλοθέου σε τρεις κοινότητες (και μία φορά στην Μεσηνία). Για τα τοπωνύμια στο
Δεσποτάτο βλ. και Βοκοτόπουλος Π., «Παρατηρήσεις επί της Παναγίας του Μπρυώνη»,
ΑΔ, 28 (1973), Α: Μελέτες, σ. 167, σημ. 21.
161
αρχήν, κατά την περίοδο μετά την κατάληψη της χερσονήσου από τους
σταυροφόρους1· και αργότερα, κατά την περίοδο των αντιδράσεων στην
εκκλησιαστική πολιτική του Μιχαήλ Η'. Ένας μεγάλος αριθμός αντιτι-
θεμένων μοναχών, κατέφυγαν ως πρόσφυγες στα κράτη της Ηπείρου και
της Θεσσαλίας12. Μεταξύ αυτών θα ήσαν ασφαλώς πολλοί Αγιορείτες.
162
νοκέντιο τον F, κατά τα έτη 1211, 12141, με σκοπό να τύχουν της προ
σωπικής του μέριμνας για προστασία· ή το περιστατικό της απόπειρας
προσεταιρισμού αθωνικής μονής12.
Οι πληροφορίες ότι και σε μοναστήρια άλλων Ελλαδικών περιοχών3
έγιναν διώξεις και εξώσεις, ενισχύουν την αξιοπιστία όσων μαρτυριών α-
ναφέρονται στο Άγιον Όρος. Η φυγή αγιορειτών πρέπει να θεωρηθεί γε
γονός, λαμβάνοντας υπόψιν και το γενικό κλίμα προσφυγικών μετεγκα
ταστάσεων και ομαδικών εκτοπίσεων, που αναφέρουν συγγραφείς της ε
ποχής4. Η μαρτυρούμενη μέριμνα του κράτους της Ηπείρου για αποκα
τάσταση των προσφυγικών πληθυσμών σε ειδικές εγκαταστάσεις όπως
π.χ. το κάστρο των Ιωαννίνων5, οδηγεί στην εύλογη σκέψη ότι και για
1. Βλ. Γεδεών Μ., Ο Άθως, σ. 136. Παπαρηγόπουλος Κ., Ιστορία, τόμ. Ε', σ. 30. Μαμαλά-
κης Ιω., Το Άγιον Όρος, σ. 93. Ζαχαρόπουλος Ν., Η Εκκλησία, σ. 206-209.
2. Μηλιαράκης Α., Ιστορία, σ. 195. Πρόκειται για την προσπάθεια εκλατινισμού της Μ.
των Ιβήρων, στα χρόνια της επισκοπείας του Δημ. Χωματιανού, αρχιεπισκόπου Ιουστινια-
νής, πιθανόν μεταξύ των ετών 1219 και 1235. Βλ. στο ίδιο, σ. 193 και υποσ. 3. Ζαχαρόπουλος
Ν., Η Εκκλησία, σ. 138.
3. Βλ. Ζαχαρόπουλος Ν., Η Εκκλησία, σ. 205, 206: μοναστήρια στο βόρειο Ελλαδικό χώρο.
Επίσης στην Αττική ο Μιχαήλ Ακομινάτος ο Χωνιάτης περιγράφει με ζωηρά χρώματα το
κλίμα ανασφάλειας που επικρατούσε στην Κέα και στην μονή Προδρόμου στην Στερεά
Ελλάδα, όπου είχε καταφύγει- βλ. Λάμπρος Σπ., Μιχαήλ Ακομινάτου τον Χωνιάτον, τα
σωζόμενα, τόμ. Β', Αθήναι 1880, σ. 326-329. Επίσης: Κατσαρός Β., «Η “κατά την Ελλάδα”
Βυζαντινή μονή του Προδρόμου: Τελευταίος σταθμός της ζωής του Μιχαήλ Χωνιάτη»,
Βυζαντιακά, τόμ. 1ος, Θεσσαλονίκη 1981, σ. 99-127.
4. Ο Ιω. Απόκαυκος σε έγγραφο (ίσως του 1217), αναφέρει ότι ο Μιχαήλ Α' Κομνηνός
Δούκας, δεσπότης της Ηπείρου (1206-1215), προστάτευσε και εγκατέστησε στα Ιωάννινα,
κτίζοντας προς τούτο, ασφαλές κάστρο, τους πρόσφυγες που κατέφυγαν στο κράτος του,
λόγω εισβολής και κατάκτησης των τόπων τους. Βλ. Παπαδόπουλος Κεραμεύς Α., «Περί
συνοικισμού των Ιωαννίνων μετά την φραγκικήν κατάκτησιν της Κωνσταντινουπόλεως»,
Δελτίον της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας Ελλάδος, 3 (1889), σ. 454, 455. Βλ. επί
σης, επιστολή του Ιω. Απόκαυκου: Bees-Sepherle Ν.Α., BNJ, 21 (1971-4), σ. 57-143: αρ. 13, στίχ.
11. Εξ άλλου, ο ιστορικός Νικήτας Χωνιάτης μνημονεύει «μεταναστεύσεις... (καί) τήν εκ
τώνδε των τόπων εις έτέρους αμειψιν»: βλ. Βακαλόπουλος Απ., Πηγές της Ιστορίας του
Νέου Ελληνισμού, τόμ. Α' (1204-1669), Θεσσαλονίκη 1965, σ. 39, 40. Βλ. επίσης, στο ίδιο, (σ.
42, 43) επιστολή του Μιχ. Χωνιάτη. Βλ. και Ευθύμιος Ιερομόναχος, Το Χρονικό τον
Γαλαξειδίον, Αθήνα 1985, σ. 24. Στο κείμενο αυτό μνημονεύεται η μετεγκατάσταση των
κατοίκων σε ορεινή περιοχή.
5. Βλ. προηγ. σημ. Αλλά και ο διάδοχος του οικιστού των προσφύγων Μιχαήλ Α', ο Θεό
δωρος Α' Κομνηνός Δούκας, εξέδωκε ορισμό απορριπτικό κάθε διεκδίκησης των εντοπίων
εις βάρος των προσφυγικών εγκαταστάσεων. Τον ορισμό αυτό «προσυπέγραψε» και ο Ιω.
Απόκαυκος.
163
τους φυγάδες μοναχούς και μάλιστα τους Αθωνίτες θα εκδηλώθηκε
ιδιαίτερη φροντίδα1, ώστε να δημιουργηθούν μοναστικά καταλύματα,
δηλαδή μοναστήρια. Μήπως άραγε η αποκατάσταση η ανίδρυση καθολι
κών12 μονών από τον Μιχαήλ τον Β' σχετιζόταν, σε κάποιο βαθμό, και μ’
αυτόν τόν λόγο;
1. Είναι γνωστή έμμεσα η πρόσκληση για παροχή φιλοξενίας σε μονή του Δεσποτάτου
που απηύθυνε ο Θεόδωρος Δούκας προς τον εμπερίστατο, αυτοεξόριστο σε μονή της Κέας
και κατόπιν στη μονή του Προδρόμου («του Κομνηνοΰ») στην Στερεά Ελλάδα, μητροπολίτη
Αθηνών Μιχαήλ Χωνιάτη. Βλ. Λάμπρος Σπ., Μιχαήλ Ακομινάτου του Χωνιάτον τα
σωζόμενα, τόμ. Β', Αθήναι 1880, σ. 326-329. Επίσης Κατσαρός Β., ό.π., 99-127.
2. Είδαμε επίσης, ότι ο μητροπολίτης Ναυπάκτου Ιωάννης ο Απόκαυκος «άναδέχθη-
κε», «κνριακφ όρισμφ» δηλ. με εντολή του Δεσπότη της Ηπείρου, την «Μονήν τον Αγίου
Όρους» που ιδρύθηκε καθώς φαίνεται πριν από την αναδοχή, σε περιοχή της επισκοπικής
δικαιοδοσίας του.
164
Ο ουσιώδης ρόλος τον μοναστικού παράγοντα στην ανέγερση ναών κατά
τον τύπο των στανρεπιστέγων
1. Στα πιο αρχαία παραδείγματα εκτός του Δεσποτάτου της Ηπείρου συγκαταλέγονται
η Αγία Τριάδα του Κρανιδίου (1245): Σωτηρίου Γ., ΕΕΒΣ, 3, 1926, σ. 192-205 και ο Άγιος
Γεώργιος της Ανδρούσης (μέσα 13ου αι.): Μπούρας X., Χαριστήριον elç A. Κ. Ορλάνδον,
τόμ. Β', Αθήνα 1966, σ. 284.
2. Βλ. Κατσαρός Β., Βυζαντι,ακά 1 (1981), σ. 99-127.
3. Βλ. Actes d’Iviron, III, αρ. εγγρ. 58, στίχ. 86 και σ. 89.
4. Κατά τον Βίο της: PG 127, 904-908: «... τώ μεγαλομάρτυρι καί αυτή Γεωργία) θειον ά-
νήγειρε σεμνεΐον καί εις γυναικεΐον τούτο συνεστήσατο». Πρόκειται για τον σωζόμενο
στην Άρτα, επ’ ονόματί της, ναό.
165
Μία σημαντική διάσταση του θέματος που μας απασχολεί εδώ, ανα-
δεικνύεται, εξετάζοντας το ανοικτό ζήτημα της διασποράς, της διάδοσης
του τύπου των σταυρεπίστεγων στον ελλαδικό χώρο.
α. Ο τύπος παρουσιάζεται κατά την περίοδο της Λατινοκρατίας, δη
λαδή κάτω από συνθήκες που δεν ευνοούσαν δημιουργικές αναζητήσεις
και νεωτερισμούς στην εκκλησιαστική αρχιτεκτονική. Έχει υποστηριχθεί
ότι ο τύπος μπορεί να προέκυψε από την τάση για απλοποίηση της κατα
σκευής, με την αποφυγή της δόμησης του τρούλλου, που απαιτούσε μεγα
λύτερη τεχνική επιτηδειότητα και οικονομική δαπάνη1. Δεν μπορεί όμως
αυτό να θεωρηθεί αποφασιστικός παράγοντας, γιατί, ως προς την τεχνική
πλευρά, η κατασκευή του τρούλλου, είχε εμπεδοθεί σε τόσο μεγάλο βαθμό
μέχρι τα τέλη του 12ου αιώνα, ώστε να θεωρείται εύλογα, πολύ γνωστή.
Άλλωστε δεν λείπει από την επίσης δυσχερή μεταβυζαντινή περίοδο.
Εμφανίζεται κατά τον 13ο αιώνα και στην Αρτα, στην μετασκευή της ανω-
δομής του καθολικού της Βλαχέρνας, όπου ήταν δυνατό να αποφευχθεί.
Βλέπουμε ακόμη να συνυπάρχουν στο ίδιο κτίσμα η υπερυψωμένη εγκάρ
σια καμάρα και δύο τρούλλοι, στο σταυρεπίστεγο καθολικό της μονής Αγ.
Δημητρίου στην Κυψέλη (Τουρκοπάλουκο). Σύμφωνα με την άποψη αυτή,
οι τρούλλοι δεν έπρεπε να υπάρχουν.
β. Τα σπουδαιότερα δείγματα του τύπου εμφανίζονται σε έδαφος ανε
ξάρτητο: στο Δεσποτάτο της Ηπείρου12. Στις λατινοκρατούμενες περιοχές,
είναι κατά κανόνα κτίσματα ταπεινά3.
γ. Ενώ υπάρχουν πολλά κτίσματα αυτού του τύπου στην Πελοπόννη
σο, ειδικά στην Αχαΐα και την Ηλεία παρατηρείται εξαιρετική σπάνις4.
1. Εκτιμήσεις για την καταγωγή του τύπου βλ. Ορλάνδος A., ΑΒΜΕ, Α', σ. 52. Megaw
Η., BSA, 33, σ. 160, 161. Μπούρας X., «Ο Αγιος Γεώργιος της Ανδρούσης», Χαριοτήρων εις
A. Κ. Ορλάνόον, τόμ. Β', Αθήνα 1966, σ. 285.
2. Η Πόρτα Παναγιά, σημαντική σταυρεπίστεγη εκκλησία στην Πύλη των Τρικάλων,
προϋποθέτει την Κάτω Παναγιά, και κτίσθηκε σύμφωνα με σχετικό σημείωμα σε Αγιορει-
τικό κώδικα, το έτος 1283 από τον σεβαστοκράτορα Ιωάννη Α' Άγγελο Κομνηνό Δούκα
(1271-1289), ηγεμόνα της Θεσσαλίας. Βλ. Ορλάνδος Α., ΑΒΜΕ, τόμ. Α' (1935), σ. 8, 9. Ο Ιω
άννης, γυιος του Μιχαήλ Β', Δεσπότη της Ηπείρου, είναι γνωστό ότι παρείχε καταφύγιο σε
όσους υπέστησαν διωγμούς από τον Μιχαήλ Η' Παλαιολόγο, μεταξύ των οποίων ήσαν και
πολλοί μοναχοί (Βλ. Γιαννακόπουλος Ιω., «Μιχαήλ Η' Παλαιολόγος», Ι.Ε.Ε., τόμ. Θ', σ. 128,
130). Ο ίδιος συγκάλεσε και ανθενωτική σύνοδο στις Νέες Πάτρες (1276 ή 1277) όπου με
τείχαν πολλοί μοναχοί (ό.π., σ. 130).
3. Κατά τον Μ. Χατζηδάκη (Ι.Ε.Ε, τόμ. Θ', σ. 425), «τα ηγεμονικά ιδρύματα του Δεσπο
τάτου είναι όλα τρίκλιτα ενώ στην Φραγκοκρατούμενη Ελλάδα συνήθως είναι μονόκλιτα».
4. Βλ. Küpper Η., Bautypus, πίν, 14. Δεν είναι πάντως ακριβής η παρατήρηση (βλ. Η Βν-
166
Αλλά στην περιοχή αυτή της Πελοπονήσου, είναι γνωστό ότι εγκαθίστα
ται και εδρεύει η ισχυρότερη και πιο απολυταρχική διοίκηση από τις εγ-
καθιδρυμένες στον Ελλαδικό χώρο1. Στην πρωτεύουσα του πριγκηπάτου
του Μορέως (ή της Αχαΐας) και στη γύρω περιοχή, σώζονται αξιόλογα
λείψανα από τα πιο σπουδαία και αντιπροσωπευτικά φραγκικά κτίσματα
της περιόδου της Λατινοκρατίας*2. 1
δ. Οι περισσότεροι σταυρεπίστεγοι ναοί στις λατινοκρατούμενες πε
ριοχές συναντώνται στην ύπαιθρο3, κυρίως σε θέσεις ορεινές, μακριά από
τόπους όπου εμφανίζονται μνημεία φραγκικά ή με έντονες φραγκικές επι
δράσεις. Εξαίρεση ευεξήγητη, όπως είδαμε, αποτελεί η δυτική Πελοπόν
νησος. Φραγκοβυζαντινά μνημεία ή δείγματα επεμβάσεων σε προϋπάρ-
χοντα κτίσματα, εκτός από την Δ. Πελοπόννησο, απαντώνται και στην Α
θήνα, στο Δαφνί καθώς και στην Χαλκίδα4. Οι αντίστοιχες θέσεις διασπο-
ράς5των σταυρεπιστέγων στις περιοχές αυτές, επιβεβαιώνουν την παρα
πάνω διαπίστωση. Από τις παραπάνω παρατηρήσεις φαίνεται ότι η δια-
σπορά των παλαιότερων σταυρεπίστεγων ναών, καταγράφει σε μεγάλο
βαθμό φυγόκεντρες τάσεις όταν επιλέγονταν εγκαταστάσεις η μετεγκα
ταστάσεις εντόπιων και μη κοινοτήτων ή μικρών, συνήθως, μοναστικών
κοινοβίων και αισθητοποιεί πιθανόν, με την συμβολική γλώσσα της αρχι
τεκτονικής τυπολογίας, την συνειδητή διαφοροποίηση6 απέναντι σε ένα
ζαντινή τέχνη, επιμ. Νοβέλλο Α., σ. 29) ότι δεν υπάρχει ούτε ένα δείγμα. Ένα από τα ελάχι
στα παραδείγματα βλ. Βελισσαρίου Π., «ο δίκλιτος σταυρεπίστεγος ναός στον Σέκουλα Η
λείας», ΙΘ' Συμπόσιο ΧΑΕ. Περιλήψεις Ανακοινώσεων, Αθήνα 1999, σ. 17, που χρονολο
γείται από τον ερευνητή στους ύστερους παλαιολόγειους χρόνους.
1. Ο Πριμάτος των Πατρών είναι ανώτερος απ’ όλους τους Φράγκους ομολόγους του,
στην Ελλάδα. Για τις επικρατούσες συνθήκες βλ. Ζαχαρόπουλος Ν., Η Εκκλησία, σ. 99.
2. Βλ. Mango C., Byzantine Architecture, χρονολογικός πίνακας. Κατά το πρώτο μισό του
13ου αιώνα, κτίσθηκαν το αβαείο στην Ίσοβα, η Αγ. Σοφία στην Ανδραβίδα, το αβαείο στο
Ζάρακα. Κατά το 1220-23 κτίσθηκε το κάστρο στο Χλεμούτσι. Bouras Ch., «The Impact of
Frankish Architecture on Thirteenth Century Byzantine Architecture», The Crusades from the
Perspective of Byzantium and the Muslim World, (επιμ. Laiou A. E. - Mottahedeh R. P.), Washington,
D. C. 2001, σ. 247-262.
3. Βλ. Küpper H., Bautypus, πίν. 3a, 3b, 13. Μια σχετική, ερμηνευτική ίσως, αναφορά
συναντούμε στο Χρονικό του Γαλαξειδιού, σύμφωνα με την οποία οι κάτοικοι του τόπου
κατέφυγαν στην ορεινή περιοχή κοντά στη μονή του Σωτήρος, της οποίας σώζεται το καθο
λικό σε τύπο σταυρεπίστεγο: Βλ. Ευθύμιος Ιερομ., Το Χρονικό του Γαλαξειδιού, (επιμ.
Αναγνωστάκη Η.) Αθήνα 1985, σ. 24.
4. Βλ. Μπούρας X., «Φραγκοβυζαντινά μνημεία στην Ελλάδα», Βυζαντινή Τέχνη, σ. 173.
5. Βλ. Küpper Η., Bautypus, πίν. 13,14,15.
6. Πρβλ. Καλοπίση-Βέρτη Σ., «Τάσεις της μνημειακής ζωγραφικής περί το 1300 στον
167
καθεστώς που επέβαλλε ακούσιες προσαρμογές. Η ίδια ανάγκη αντιθετι
κής διαφοροποίησης φαίνεται ότι υφίσταται και επί της βασιλείας του
Μιχαήλ Η' Παλαιολόγου.
Μπορούμε, δηλαδή, να υποθέσουμε ότι υπάρχει ένας αρχιτεκτονικός
συμβολισμός αντίστοιχος με εκείνον που έχει επισημανθεί στη ζωγραφική
της εποχής: π.χ., έχει αποδοθεί συμβολικό περιεχόμενο σε τοιχογραφική
παράσταση (τοποθετείται στο διάστημα 1215/6-1224/5), της παλαιάς Μη
τρόπολης της Βέρροιας, με πιθανολογούμενη αλλά ευλογοφανή αναφορά
στο πρόσωπο του Θεοδώρου Αγγέλου, Δεσπότη της Ηπείρου, ως ενσαρ-
κωτή των ελπίδων για απελευθέρωση του τόπου και αποκατάσταση της
Εκκλησίας1. Εκφραστική, εξ άλλου, της αντίθεσης στην θρησκευτική πολι
τική του Μιχαήλ Η', έχει θεωρηθεί η θεματολογία*2 της
1 τοιχογραφίας στο
νάρθηκα του καθολικού της Μονής της Βλαχέρνας3, έξω από την Άρτα.
Σαφέστερες, όμως, όλων των συμβολικών, εικαστικών εκφράσεων αυτής
της στάσης, είναι οι γραπτές μαρτυρίες που συναντούμε σε κείμενα της ε
ποχής όπως π.χ. του Ιωάννη Απόκαυκου μητροπολίτη Ναυπάκτου και του
Μιχαήλ Χωνιάτη, επισκόπου Αθηνών. Είναι επίσης πολύ χαρακτηριστικό,
αναφορικά προς τον εν λόγω συμβολισμό, ότι οι τόποι όπου έγιναν εξε
γέρσεις ταυτίζονται σε μεγάλο βαθμό με τους τόπους όπου επιχωριάζουν
οι σταυρεπίστεγοι4. Μια ακόμη μαρτυρία που φαίνεται να συσχετίζει τους
τόπους όπου επιχωριάζουν οι σταυρεπίστεγοι, με εγκαταβιώσεις ή πά
ντως παρουσία μοναχών, προέρχεται από τον βίο του Αγίου Σάββα, μο
ναχού της Μ. Βατοπαιδίου, που έζησε τον 14ο αιώνα. Κατά την επιστροφή
του από τους Αγίους Τόπους, αναφέρεται ότι επισκέφθηκε διαδοχικά την
Ελλαδικό και νησιωτικό χώρο», Ο Μανουήλ Πανσέληνος και η εποχή τον, Αθήνα 1999, σ.
88. Επίσης, Χατζηδάκης Μ., Νάξος: Ψηφιδωτά, Τοιχογραφίες. Βυζαντινή Τέχνη στην
Ελλάδα, Αθήνα 1989, σ. 16.
1. Βλ. Παπαζώτος Αθ., Οδοιπορικό στη Βυζαντινή και Μεταβυζαντινή Βέρροια,
Αθήνα 2003, σ. 68, 69.
2. Acheimastou-Potamianou Μ., «The Basilissa Anna Palaiologina of Arta and the Monastery of
Vlacherna», Women and Byzantine Monasticism, Proceedings of the Athens Symposium 1988, εκδ. J.
Perreault, Αθήνα 1991, o. 43-49. Πρβλ. η Ίδια, «El ζωγραφική της Άρτας στο 13ο αιώνα και η
μονή της Βλαχέρνας», Πρακτικά Διεθνούς Συμποσίου για το Δεσποτάτο της Ηπείρου,
Αρτα 1990 (1992), σ. 179-186. Είναι χαρακτηριστικό ότι φορέας της εναντίωσης, είναι και
εδώ το πρόσωπο μιας μοναχής, της Ειρήνης-Ευλογίας, αδελφής του Μιχαήλ Η'.
3. Πρόκειται για τον σημαίνοντα ναό του Δεσποτάτου, τόπο ταφής κατά τον 13ο αιώνα,
των ηγεμόνων της Ηπείρου.
4. Πρβλ. Παπαρηγόπουλος Κ., Ιστορία, (εκδ. 8η), τόμ. Ε', σ. 17, 39, 83.
168
Κρήτη, την Εύβοια, την Πελοπόννησο, την Αθήνα1, όπου οι πυρήνες των
οικήσεων υπήρχαν ασφαλώς από τον προηγούμενο αιώνα.
Έχοντας λοιπόν υπόψιν το ρόλο του μοναχισμού στην ίδρυση, κυρίως,
καθολικών μονών κατά τον τύπο των σταυρεπιστέγων, και την προκύ-
πτουσα από σαφείς μαρτυρίες, παρουσία Αγιορειτών μοναχών στο Δε
σποτάτο της Ηπείρου και σε άλλες περιοχές του Ελλαδικού χώρου, κατά
τον 13ο αιώνα, μήπως πρέπει να αποδόσουμε την διάδοση του τύπου και
στην άσκηση επιρροής εκ μέρους των Αθωνιτών, στον εκτός Αγίου Όρους
μοναχισμό και στους ορθόδοξους πληθυσμούς; Εάν συνδυάσουμε τις πα
ρατηρήσεις αυτές με το γεγονός που πιστοποιείται από πλήθος πηγαίων
μαρτυριών, ότι ο κυριώτερος εκκλησιαστικός φορέας οριοθέτησης του δό
γματος και της παράδοσης έναντι της ετεροδοξίας, ήταν, καθόλη τη
διάρκεια της Φραγκοκρατίας και μέχρι την ανάρρηση του Ανδρονίκου Β'
Παλαιολόγου, ο μοναχισμός και μάλιστα ο Αθωνικός, τότε η άποψη ότι ο
τύπος των σταυρεπιστέγων ενδέχεται να αποτελούσε, ιδιαίτερα στα τε
λευταία χρόνια της βασιλείας του Μιχαήλ Η"12 και ένα «επικαιρικό» αρχι
τεκτονικό σύμβολο της ομολογιακής διαφοροποίησης προς την ετεροδο-
ξία, κερδίζει επί πλέον ερείσματα.
Ωστόσο, το γεγονός ότι ο σεισμός του 1231, δεν ήταν τοπικός αλλά «οι
κουμενικός», πράγμα που σημαίνει ότι έπληξε πιθανώτατα (και) ολόκλη
ρο τον ελλαδικό χώρο3, καθιστά πιο εύλογο το ενδεχόμενο να αντιμετωπί-
σθηκαν με παραπλήσιο τρόπο κτίσματα που βρίσκονταν σε απέχουσες πε
ριοχές, οι οποίες όμως επικοινωνούσαν μεταξύ τους. Ήδη μνημονεύσαμε
ότι η εγκάρσια καμάρα στο καθολικό της μονής Κάτω Παναγιάς, προστέ
θηκε, κατά την άποψή μας4, κατά την περίοδο αυτή.
1. Βλ. Φιλόθεος Κόκκινος, Βίος Αγ. Σάββα του Βατοπεόινού, (μετάφρ. Μ. Οσίου
Γρηγορίου), Θεσσαλονίκη 1984, σ. 157.
2. Βλ. σχετικά το ιστορικό περίγραμμα για την τρίτη οικοδομική φάση του ναού.
3. Μια ενδιαφέρουσα πληροφορία που καταγράφεται σε πολύ μεταγενέστερο κείμενο
αλλά είναι πολύ πιθανό ότι βασίζεται σε παλαιά πηγή και ότι απηχεί πραγματικό γεγονός,
προέρχεται από το Χρονικό του Γαλαξειδιού. Η πληροφορία αυτή συνδέει το κτίσιμο ναού
σε τύπο σταυρεπίστεγο, συγκεκριμένα το καθολικό της μονής του Σωτήρος στο Γαλαξείδι,
με σεισμό «μεγαλώτατο» που, όπως ήδη αναφέραμε, μπορεί κάλλιστα λόγω χρονολογικών
συσχετισμών να ταυτίζεται με το σεισμό του 1231. Αναφέρει ότι το προϋπάρχον καθολικό
καταστράφηκε από το σεισμό και ο Μιχαήλ Β' το ανοικοδόμησε. Σύμφωνα λοιπόν με την
πληροφορία αυτή η πρώτη επισκευή του Πρωτάτου και η ανοικοδόμηση του εν λόγω σταυ
ρεπίστεγου ναού ως οφειλόμενα στον ίδιο καταστρεπτικό σεισμό, συμπίπτουν χρονικά.
4. Βλ. Φούντάς Π., «Κάτω Παναγιά στην Αρτα. Παρατηρήσεις στην οικοδομική
ιστορία του ναού», ΚΕ Συμπόσιο ΧΑΕ (2005), σ. 132, 133. Βλ. και προηγούμενη σημείωση.
169
Β. ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΕΣ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΕΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ
170
«οικουμενικό» σεισμό του 12311.
Στην υφιστάμενη διάρθρωση του ναού θα επισημάνουμε ως αξιοπρό
σεκτο το εξής: Υπάρχουν δύο τρόποι συνδυασμού εγκάρσιας και διαμή-
κους καμάρας αναφορικά με τη σχετική στάθμη τους, δηλαδή την υψομε
τρική διαφορά των αξόνων τους. Συναντούμε: α. Εγκάρσια καμάρα σε
στάθμη υψηλότερη από την κατά μήκος (καθ’ αυτό σταυρεπίστεγος), β.
Εγκάρσια καμάρα σε στάθμη χαμηλότερη από την κατά μήκος: στο δυτικό
τμήμα του κυρίως ναού (που ουσιαστικά καταλαμβάνει το χώρο του νάρ
θηκα). Επίσης, υπάρχει τρουλλοκαμάρα: το μεσαίο τμήμα της κύριας ε
γκάρσιας καμάρας, υπερυψώνεται εν είδει «τετραγωνικού» τρούλλου. Οι
σχέσεις αυτές των καμαρών είναι ορατές στο εσωτερικό, αλλά υποδηλώ
νονται και στο εξωτερικό του ναού, με την διάταξη των επί μέρους δι-
κλινών στεγών12.
2. Η τάση να υπάρχει στην ανωδομή εγκάρσιος άξονας και να εξαίρε-
ται ο κεντρικός πυρήνας του κτίσματος, η πρόθεση δηλαδή, να (υποδη
λώνεται το σχήμα του σταυρού, είναι τόσο κυρίαρχη κατά τον 13ο αιώνα,
ώστε βλέπουμε να «επιβάλλεται» ο σταυρικός συμβολισμός εκ των υστέ
ρων3 και με τρόπο ανόργανο, σε μια άλλη εκκλησία που ούτε καν υπαινιγ
μός εγκαρσίου άξονα δεν διαφαινόταν είτε στην ανωδομή είτε στην κά
τοψη.
Πρόκειται για το καθολικό της Μονής των Βλαχερνών που σύμφωνα
με τον Π. Βοκοτόπουλο, κτίσθηκε κατά τον 12ο αιώνα στη θέση μιας τρί-
κλιτης, ξυλόστεγης βασιλικής του 10ου αιώνα, ακολουθώντας τον τύπο
της (τρίκλιτης) θολωτής βασιλικής. Το ενδιαφέρον, από την άποψη που
αντικρίζουμε το μνημείο, επικεντρώνεται στο γεγονός ότι κατά το δεύτε
ρο μάλλον, τέταρτο του 13ου αιώνα4, πραγματοποιείται μια αξιοπρόσεκτη
μετασκευή. Διαμορφώνεται στην ανωδομή ένας εγκάρσιος άξονας5, οριζό
μενος από την διάταξη τριών νεόκτιστων τρούλλων: δομείται ένας σε κά
θε κλιτός και στο μεσαίο ο υψηλότερος. Ότι υπήρχε σαφής πρόθεση να
δημιουργηθεί στην ανωδομή εγκάρσιος άξονας, καταδηλώνεται και από
την ταυτόχρονη διαμόρφωση πλευρικών αετωμάτων. Είναι επίσης, α
ξιοπρόσεκτο ότι παρουσιάζεται κλιμακωτή προς το κέντρο διάταξη, αν
συγκρίνουμε τις στάθμες πλευρικού αετώματος, πλευρικού τρούλλου και
171
κεντρικού τρούλλου1. Επιπλέον παρατηρούμε ότι οι στέγες των πλευρι
κών τρούλλων που ορίζουν τον εγκάρσιο άξονα, βρίσκονται σε ψηλότερη
στάθμη από τη δικλινή στέγη του μεσαίου (κατά μήκος) κλιτούς της βα
σιλικής, υψομετρική σχέση που συναντούμε στους σταυρεπίστεγους12. Το
παράδειγμα της Βλαχέρνας έχει ιδιαίτερη αποδεικτική αξία για το ζήτη
μα της μετασκευής του Πρωτάτου που μας απασχολεί: Δείχνει με ενάρ-
γεια, καθώς νομίζουμε, την προβληματικότητα μιας αναπαράστασης που
έχει προταθεί3. Γιατί κατά την ίδια χρονική «στιγμή» - δεύτερο τέταρτο
του 13ου αι., - και σε δύο τόπους που αποδεδειγμένα είχαν επικοινωνία,
εμφανίζονται δύο εντελώς αποκλίνοντες τρόποι μετασκευής: στην πρώτη
περίπτωση, μια τρίκλιτη βασιλική αποκτά στην ανωδομή της εγκάρσιο ά
ξονα - και σταυρικό συμβολισμό- που δεν είχε εξ αρχής. Στην δεύτερη
(Πρωτάτο), σε μια εξαρχής σταυρόσχημη βασιλική, καταργείται απολύ
τως ο εγκάρσιος άξονας (που υπήρχε μέχρι τη στιγμή της μετασκευής) και
μετατρέπεται σε «απλή βασιλική» και μάλιστα με ενιαία (σχεδόν) δικλινή
στέγη! Το δίδαγμα του καθολικού της μονής των Βλαχερνών γίνεται εμ-
φατικώτερο όταν λάβουμε υπόψιν το πόσο ασύμβατη με την τυπολογία
και την οργανικότητα της προϋπάρχουσας δομής του ναού, ήταν η εκ των
υστέρων δημιουργία του εγκάρσιου άξονα στην ανωδομή του.
3. Ένα άλλο, πολύ ενδιαφέρον, από την άποψη της προκείμενης έρευ
νας, παράδειγμα είναι το καθολικό της μονής του Αγίου Δημητρίου4 στην
κοιλάδα του Αχέροντα, κοντά στο χωριό Κυψέλη (Τουρκοπάλουκο) της
Πρέβεζας. Εδώ, η έξαρση του κεντρικού πυρήνα της όλης σύνθεσης, με
την υπερύψωση της εγκάρσιας καμάρας, τονίζεται περισσότερο χάρη
στην ύπαρξη χαμηλότερων, πλευρικών «στοών» στα νότια και βόρεια5 του
κεντρικού, σταυρεπίστεγου “πυρήνα”. Μια πρώτη παρατήρηση αφορά στη
σχέση ύψους των πλευρικών, εγκάρσια διατεταγμένων, δικλινών στεγών
προς την δικλινή στέγη κατά τον διαμήκη άξονα του κυρίως ναού: Η
κορυφαία στάθμη των πρώτων, ταυτίζεται σχεδόν με την χαμηλότερη (του
οριζοντίου γείσου) της δεύτερης. Την ίδια σχέση στεγών αναγνωρίζουμε
και στην πρώτη μετασκευή του Πρωτάτου.
Μια δεύτερη παρατήρηση αφορά στην κεραμική επιγραφή που υπάρ
χει στο νότιο τύμπανο της κεντρικής εγκάρσιας καμάρας. Αν τη θεωρή
σουμε από αισθητική άποψη, σαν διακοσμητική ταινία, βλέπουμε ότι δια
κόπτεται στο μέσο της από πλίνθινο τόξο. Τη διάταξη αυτή μπορούμε να
172
παραλληλίσουμε με την διακοπτόμενη από κυκλικό φεγγίτη, πλίνθινη
ταινία στην αντίστοιχη μετωπική διαμόρφωση της βόρειας όφης του
Πρωτάτου.
Για την ίδρυση του ναού αυτού έχουν προταθεί διάφορες χρονολογίες:
1242, στις τελευταίες δεκαετίες του 13ου ή στα τέλη του αιώνα αυτού1.
Σχετικά με την αρχιτεκτονική του, ο μελετητής της εκκλησιαστικής
αρχιτεκτονικής της δυτικής Ελλάδος, Π. Βοκοτόπουλος παρατηρεί ότι εί
ναι: «λίαν συγγενής» με τον ναό της Κάτω Παναγιάς, και ως προς τη
διάρθρωση των στεγών, ότι: «ο σταυρεπίστεγος αυτός ναός εντυπωσιάζει
εξ αιτίας της μεγάλης ποικιλίας της μορφής των στεγών εξωτερικώς. Μο-
νοκλινείς, δικλινείς, τετρακλινείς ή τρουλλωταί στέγαι τέμνουν την όλην
στέγασιν εις διάφορα ύφη και δίδουν εις το μνημείον την εντύπωσιν της
κινήσεως»12.
4. Μια άλλη εκκλησία μικρού μεγέθους αλλά ενδιαφέρουσα για τον
τύπο και την ακριβή χρονολόγησή της, είναι η Παναγία του Μπρυώνη.
Βρίσκεται κοντά στό χωριό Νεοχωράκι ανατολικά της Άρτας και ήταν
καθολικό σταυροπηγιακής Μονής, αφιερωμένης στην Κοίμηση της Θεο
τόκου.
Οι παλιές απόφεις όπως εκείνη του Α. Ορλάνδου3 ότι ήταν «ξυλόστε-
γος τρίκλιτος βασιλική...» που μετασκευάσθηκε σε «βασιλική μετά τρούλ-
λου» ή ότι ήταν σταυροειδής εγγεγραμμένος του τύπου των δικίονίων4, έ
χουν αναθεωρηθεί και έχει διατυπωθεί η άποφη ότι κτίσθηκε ως σταυρε
πίστεγος5 ναός. Η χρονολόγηση του στα 1238 και πάντως μέσα στην τέ
ταρτη δεκαετία του 13ου αιώνα, θεωρείται βέβαια6. Ο Γ. Βελένης σχετίζει
και την κτίση του ναού αυτού με τον Μιχαήλ Β' Δούκα7.
5. Ωστόσο, η τάση δημιουργίας εγκάρσιας κεραίας ανισόσταθμης προς
την διαμήκη, έχει επικρατήσει σε τέτοιο βαθμό ώστε να εκδηλώνεται πα
ραπληρωματικά και σε ναούς που ακολουθούν τον τύπο του τετρακιόνιου
1. Βλ. Μπούρας X., Βυζαντινή Αρχιτεκτονική, σ. 182. Βοκοτόπουλος Π., ΑΔ, 21 (1966),
Χρον. σ. 295. Ο Ίδιος, «Η Αρχιτεκτονική της δυτικής Ελλάδος», Η Βυζαντινή τέχνη στην
Ελλάδα, χ.τ.χ., σ. 88. Βελένης Γ., Ερμηνεία, σ. 274, σημ. 3, 294-295. Χατζηνικολάου Α.,
«Βυζαντινά και μεσαιωνικά μνημεία Ηπείρου», ΑΔ Β2 (1966), σ. 295.
2. Βοκοτόπουλος Π., ΑΔ 21 (1966), Χρον., σ. 295.
3. Ορλάνδος Α., «Η Παναγία του Μπρυώνη», ΑΒΜΕ, 2 (1936), σ. 51-56.
4. Βοκοτόπουλος Π., «Παρατηρήσεις επί της Παναγίας του Μπρυώνη», ΑΔ, 28 (1973),
Α: Μελέται, σ. 159-168 και ΑΔ, 29 (1973-1974), Β2, Χρονικά, σ. 614-615.
5. Ο Ίδιος, «Η αρχιτεκτονική της δυτικής Ελλάδος», Η Βυζαντινή τέχνη στην Ελλάδα,
χ.τ.χ., σ. 87,88.
6. Ο Ίδιος, σ. 85· και Βελένης Γ., Ερμηνεία, σ. 187.
7. Βελένης Γ., Ερμηνεία, σ. 119, 120.
173
τρουλλαίου, όπως π.χ. ο Άγιος Γεώργιος της Ομορφοκκλησιάς1 (άλλοτε
Γκάλλιστας) στην περιοχή της Καστοριάς. Εδώ, στα δυτικά του κυρίως
ναού σε χώρο που κατ’ ουσίαν δεν διαχωρίζεται αλλά συνέχεται εμφανί
ζονται καμάρες κατά την εγκάρσια κατεύθυνση, εκατέρωθεν της αντί
στοιχης διαμήκους και σε χαμηλότερη στάθμη απ’ αυτήν. Η εμφάνιση ενός
ακόμη εγκάρσιου άξονα και μάλιστα με μεγαλύτερο τονισμό των πλευρι
κών μετώπων (με αετώματα) στον νάρθηκα, είναι επίσης χαρακτηριστική.
6. Ανάλογη παρατήρηση μπορεί να γίνει και για το ναό των Εισοδίων
της Θεοτόκου, της Παλαιοκατούνας (Ακαρνανία), που υπάγεται επίσης
στην αρχιτεκτονική του Δεσποτάτου της Ηπείρου. Πρόκειται για τρίκλιτη
βασιλική του 13ου αιώνα12, της οποίας το μεσαίο κλιτός στεγαζόταν αρχι
κά -κατά τον Α. Ορλάνδο- με κτιστή καμάρα. Στην νότια πλευρά πρό
βαλλε (αρχικά) αετωματώδες μέτωπο3 (με δίλοβο παράθυρο) ως τύμπανο
καμάρας που διήκε κατά την εγκάρσια διεύθυνση και αλληλοτεμνόταν με
την διαμήκη που ήταν υπερυψωμένη. Σημειώνουμε ότι τα καταέτια γείσα
συνδέονταν άμεσα με τα οριζόντια.
7. Ακόμη και σε σταυροειδείς ναούς ο τρούλλος έχει αντικατασταθεί
από υπερυψωμένη καμάρα όπως π.χ. στο καθολικό της μονής της Πανα
γίας Παραμυθίας4, γνωστής ως Μεγάλης Εκκλησιάς ή Μεγαλεκκλησιάς,
(αφιερωμένης στην Κοίμηση της Θεοτόκου).
Στην παραπάνω διερεύνηση θα πρέπει να προσθέσουμε και τις λεγά
μενες «σταυρεπίστεγες εκκλησίες με τρούλο» που επιχωριάζουν στη Λα
κωνική Μάνη5.
1. Βλ. Μπούρας X., Βυζαντινή αρχιτεκτονική, ο. 183, εικ. 215. Stikas Ε., «Une église des
Paléologues aux environs de Castoria», BZ, 51 (1958), σ. 100-112.
2. Ορλάνδος A., «Ο εν Ακαρνανία βυζαντινός ναός τής Παλαιοκατούνας», ΑΒΜΕ, Θ,
(1961), σ. 21-42.
3. Στον Ίδιο, εικ. 5, 6.
4. Βλ. Μπούρας X., Βυζαντινή αρχιτεκτονική, σ. 168.
5. Βλ. Νοβέλλο Αλπ., «Τυπολογίες», Βυζαντινή Τέχνη στην Ελλάδα, σ. 29. Μπούρας X.,
12ος αιώνας, σ. 177, 178. Πληρέστερη ανάλυση βλ. Μπούρας X., «Στηρίξεις συνεπτυγμένων
τρούλλων σε μονόκλιτους ναούς», Ευφρόσυνον: Αφιέρωμα στον Μ. Χατζηδάκη, τόμ. Β',
Αθήνα 1992, σ. 407-416.
6. Περιλαμβάνονται και περιοχές που γειτνιάζουν καί δέχονται επιδράσεις.
174
Παλαιοκατούνας, ακόμη και σε σταυροειδή εγγεγραμμένο ναό (σε θέση
δυτικά του σταυρικού πυρήνα), στον Άγ. Γεώργιο Ομορφοκκλησιάς (Κα
στοριά).
β. Όταν ο εγκάρσιος άξονας αντιστοιχεί στον πυρήνα του κτίσματος,
τότε εξαίρεται (ανυψώνεται στην υψηλότερη στάθμη της ανωδομής) όχι
μόνο στους σταυρεπίστεγους1, κατά τον κανόνα, (Κάτω Παναγιά,
Παναγία του Μπρυώνη, Αγ. Δημήτριος στο Τουρκοπάλουκο) αλλά και
στην περίπτωση τρίκλιτης βασιλικής, στην Βλαχέρνα της Άρτας.
γ. Σε μερικά από τα πιο χαρακτηριστικά και παλαιότερα παραδείγμα
τα, στα οποία ο εγκάρσιος άξονας αντιστοιχεί σε κεντρική θέση του κτί
σματος, παρουσιάζεται και επί πλέον έξαρση στο μεσαίο τμήμα του άξονα
αυτού. Η έξαρση στη θέση αυτή αντιστοιχεί στον κατακόρυφο άξονα του
πυρήνα του κτίσματος και είτε έχει τη μορφή τρουλλοκαμάρας (Κάτω Πα
ναγιά, ίσως και Παναγία του Μπρυώνη), είτε την μορφή τρούλλου (Πανα
γία Βλαχέρνα). Στην τάση αυτή δεν μπορούμε παρά να αναγνωρίσουμε
την απήχηση της κυρίαρχης, μέχρι τότε, διάρθρωσης των σταυροειδών και
οκταγωνικών ναών, όπου τονίζεται το σταυρικό σχήμα και εξαίρεται ο
κατακόρυφος άξονας του πυρήνα.
Λαμβάνοντας, λοιπόν, υπόψιν τα παραπάνω συμπεράσματα και το δε
δομένο (όπως αποδείξαμε) της επικοινωνίας του Αγίου Όρους με το Δε
σποτάτο κατά το δεύτερο τέταρτο του 13ου αιώνα, είναι εύλογο να
αναζητήσουμε στην πρώτη μετασκευή της ανωδομής του Πρωτάτου, που
εμπίπτει πιθανότατα στην τέταρτη δεκαετία του αιώνα, μια διάρθρωση
όχι άσχετη και ασύμβατη προς τις τυπολογικές τάσεις που είδαμε να
επικρατούν στο Δεσποτάτο, αλλά, με λιγώτερες αξιώσεις και σε άλλους
Ελλαδικούς τόπους.
Κατ’ αρχήν, τα παραπάνω συμπεράσματα από την εκκλησιαστική αρ
χιτεκτονική της δυτικής Ελλάδας (που εκπροσωπεί τις γενικώτερες τά
σεις του 13ου αιώνα στον ελλαδικό χώρο), επιβεβαιώνουν την άλλωστε
εξακριβωμένη, από τα ίδια τα δομικά δεδομένα της εκκλησίας
του Πρωτάτου, διατήρηση εγκάρσιου άξονα με πλευρικά αετώ
ματα12. Ωστόσο, επειδή η βεβαιωμένη αυτή εγκάρσια κεραία, ενώ αντι
στοιχεί στον πυρήνα του ναού3, βρίσκεται σε χαμηλότερη στάθμη από την
κατά μήκος κεραία, καθίσταται αναμφίβολο το συμπέρασμα ότι η τελική
μορφή της μετασκευής δεν ολοκληρωνόταν με την διάρθρωση αυτή.
Εξετάζοντας αυτό το τυπολογικό-μορφολογικό ζήτημα από σημειο-
λογική άποψη, δηλαδή ως συμβολισμό, οδηγούμαστε στην ίδια εκτίμηση:
Η αναγκαστική ταπείνωση, κατά τις εργασίες της πρώτης μετασκευής του
175
ναού, της αρχικής εγκάρσιας κεραίας που ήταν μέχρι τη στιγμή της κα
ταστροφής «ισότιμη», ως ισοϋψής, με την κατά μήκος, πρέπει να θεωρή
θηκε ως υποβιβασμός και μείωση του αρχικού αρχιτεκτονικού συμβολι
σμού: Ο αρχικός σταυρός είχε υποστεί «θλάση». Επιβαλλόταν λοιπόν, έ
νας πρόσθετος αρχιτεκτονικός χειρισμός που θα αναπλήρωνε την απωλε-
σμένη ισοτιμία των δύο κεραιών του σταυρού.
Επιπλέον πρέπει να λάβουμε υπόψιν τις κατασκευαστικές προϋποθέ
σεις της μετασκευής, καθώς και την ανάγκη επαρκούς φυσικού φωτισμού,
δηλαδή, την ανάπτυξη επιφανειών πρόσφορων για διάνοιξη παραθύρων.
Όσον αφορά τις παραμέτρους αυτές:
α) Επειδή η αλληλοτομία (αλληλοδιείσδυση) ξυλόπηκτων καμαρών
είναι, από τεχνική άποψη, κατά πολύ δυσχερέστερη κατασκευή απ’ ότι η
ανεξαρτητοποίησή τους, επιδιώκεται η δεύτερη είτε με την παρεμβολή,
στη θέση επαφής τους, κατακόρυφου, επίσης ξυλόπηκτου επιπέδου, είτε
με την στάθμιση της υψομετρικής διαφοράς τους κατά τρόπο ώστε το κλει
δί της χαμηλότερης να αντιστοιχεί περίπου στην γένεση της υψηλότερης.
β) Έπρεπε, τουλάχιστον, να αναπληρώνεται η απώλεια φωτισμού που
συνεπαγόταν η κατάργηση του δεύτερου, υψηλότερου διλόβου παραθύ
ρου και των εκατέρωθεν αυτού μονολόβων, μετά την κατάπτωση ή
καθαίρεση της ανωδομής του νότιου και βόρειου μετώπου της εκκλησίας.
176
αθωνικούς ναούς, πρόκειται για ερμηνείες που λαμβάνουν κυρίως υπόψιν
τη σημερινή τους στέγαση η οποία, όμως, σύμφωνα με σοβαρές ενδείξεις,
προέρχεται από μεταγενέστερη μετασκευή. Στο Πρωτάτο, επειδή τυπικός
φωταγωγός (κατά μήκος), δεν προκύπτει από τα δομικά δεδομένα αυτής
της οικοδομικής φάσης, πρέπει να αναζητηθεί μια διαμόρφωση που κατά
κάποιο τρόπο, να τον υποκαθιστά.
Μνημονεύσαμε την παραπάνω, σχετική με τις τρίκλιτες ξυλόστεγες
βασιλικές, παρατήρηση, και για τον πρόσθετο λόγο ότι σε όλες τις μέχρι
στιγμής, αναπαραστάσεις, η ανωδομή του ναού του Πρωτάτου αντιμετω
πίζεται σαν να πρόκειται για τυπική περίπτωση απλής, τρίκλιτης βασιλι
κής. Η αναγωγή όμως του τρόπου μετασκευής κατ’ αυτήν την περίοδο, σε
αμιγή πρότυπα δρομικών, τρίκλιτων βασιλικών, προσκρούει και σε μια α
κόμη, σημαντική διαπίστωση: «κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας πα-
ρατηρείται όχι εξάπλωσις του τύπου κατά δυτικήν επίδρασιν, ως υπεστη-
ρίχθη... αλλά τουναντίον σημαντική μείωσις του αριθμού των βασιλικών»1
και «... Εις την περιοχήν του Δεσποτάτου της Ηπείρου μία μόνον12 βασιλι
κή χρονολογείται εις τον 13ο αιώνα... Al πλείσται των τρικλίτων βασιλι
κών των βορείων επαρχιών ανάγονται εις την μέσην βυζαντινήν περίο
δον»3. Αλλά η μη προτίμηση του τύπου της βασιλικής είναι εύλογο να ερ-
μηνευθεί και ως μη προτίμηση δρομικών διαμορφώσεων σε ανωδομές και
στέγες. Τα παραδείγματα της μετασκευής των στεγών δύο δρομικών κτι-
σμάτων -τρίκλιτων βασιλικών- κατ’ αυτή την περίοδο, της Βλαχέρνας της
Άρτας και όπως πιστεύουμε και της Κάτω Παναγιάς είναι απολύτως εν
δεικτικά. Εάν, όμως, σε τρίκλιτες, καθαρά δρομικές βασιλικές, διαμορφώ
νεται, κατόπιν μετασκευής, εγκάρσιος άξονας και μάλιστα υπερυψωμέ
νος, φαίνεται απίθανο να συμβαίνει στο Πρωτάτο το αντίθετο: να καταρ-
γείται δηλαδή στην ανωδομή ο προϋπάρχων εγκάρσιος άξονας ή να χαμη
λώνει η στάθμη του χωρίς κάποια αντιρρόπηση αυτής της ταπείνωσης.
177
την εντύπωση ότι και ο εσωτερικός χώρος είναι ενιαίος και αδιάρθρωτος.
Εξ άλλου στο Πρωτάτο, ναό μεγάλων διαστάσεων, μια ενιαία αμφικλινής
στέγη ή με ελάχιστη υψομετρική διαφορά των πλευρικών κεκλιμένων επι
πέδων1, εμφανίζεται, από αισθητική άποψη, να υπολείπεται κατά πολύ, ό
ταν συγκριθεί με την συνήθως πλούσια και δυναμική διάπλαση της ανω-
δομής και την έντονη κλιμάκωση των στεγών σύγχρονων ναών (του 13ου
αιώνα). Είναι πιθανό ότι αυτή η πρόταση αναπαράστασης έχει επηρεα-
σθεί και από την διατυπωθείσα άποψη ότι ο ναός ήταν αρχικά τρίκλιτη
(δρομική) βασιλική.
Οι ζημίες στο κτίσμα ήταν πολύ σοβαρές και το αίτιο τους ανεξέλεγ
κτο (σεισμός-καθίζηση), επίσης η ανάγκη για γρήγορη επισκευή ήταν
επιτακτική και οι ιστορικές συνθήκες της εποχής αντίξοες. Δεν πρέπει
όμως να δεχθούμε ότι, για όλα αυτά, οι Αθωνίτες πατέρες παραιτήθηκαν
και από κάθε αξίωση για καλαίσθητη και «εκκλησιοπρεπή» εμφάνιση του
μητροπολιτικού τους ναού. Δεν είναι εύλογο να θεωρήσουμε ότι η μεγά
λη, βυζαντινή αρχιτεκτονική παράδοση του τόπου αγνοήθηκε και παρα
μερίσθηκε κατά την ανακαινιστική επιλογή τους.
Η αποδεδειγμένη παρουσία αετωμάτων στις πλευρές (Β και Ν) του
ναού, δηλαδή έκκεντρων κορυφώσεων της στέγης, επιτείνει στην εξωτερι
κή διάπλαση των όγκων, το αισθητικό πρόβλημα, εάν δεν δεχθούμε ως
συμπλήρωση της μετασκευής, την έξαρση στο κέντρο της στέγης, δηλαδή
τον τονισμό και του κεντρικού κατακόρυφου άξονα της νέας «σύνθεσης».
Σύμφωνα λοιπόν με όλες τις ενδείξεις, μια λύση συνάδουσα με τις επικρα
τούσες τυπολογικές τάσεις που διαπιστώσαμε στο Δεσποτάτο της Ηπεί
ρου, φαίνεται ως η πιο πιθανή. Δηλαδή, μια υπερύψωση της στέγης στο
μέσο της διαμήκους καμάρας, σε αντιστοιχία με το κεντρικό τετράγωνο
της κάτοψης. Δεδομένου όμως ότι οι υπάρχουσες εκατέρωθεν εγκάρσιες
καμάρες (ξυλόπηκτες), βρίσκονται σε χαμηλότερη στάθμη από εκείνη της
διαμήκους, το ενδεχόμενο του ξύλινου «τρούλλου», με τύμπανο κυλινδρι
κής ή «κυβικής» μορφής, πρέπει να αποκλεισθεί. Πιθανότερη φαίνεται η
λύση της ξυλόπηκτης τρουλοκαμάρας. Στην περίπτωση αυτή φαίνεται ότι
υπεραναπληρώνεται, από συμβολική άποψη12, η απώλεια του αρχικού
σταυροειδούς σχήματος στην ανωδομή και εξασφαλίζεται στην διάπλαση
των όγκων η έξαρση του κεντρικού πυρήνα, πράγμα που συναντήσαμε σε
όλα τα αξιόλογα παραδείγματα εκκλησιών του 13ου αιώνα. Η λύση αυτή
1. Όπως έχει επανειλημμένα αναπαρασταθεί. Βλ. Mylonas P., «Les étapes» σ. 143-160, εικ.
11 και ο Ίδιος, «The successive stages of construction of the Athos Protaton», Ο Μανουήλ
Πανσέληνος και η εποχή τον, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών. Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών,
Αθήνα 1999, σ. 22 (Protaton C): «... with blind nave...», εικ. 15.
2. Για την εμμονή στην εφαρμογή της συμβολικής σταυρικής διάταξης βλ. Προκοπίου
Γ., «Μορφή και Σύμβολο στην Αρχιτεκτονική του Βυζαντίου», Η Βυζαντινή τέχνη στην
Ελλάδα, σ. 39.
178
επιτρέπει και την αναπλήρωση του φωτισμού που απωλέσθηκε από την
αναγκαστική κατάργηση των ανώτερων διλόβων παραθύρων. Από τεχνι
κή άποψη, η κατασκευή της είναι ευχερέστερη από εκείνη του ξυλότρουλ-
λου. Η δυνατότητα πραγματοποίησης τέτοιων ξυλόπηκτων διαμορφώ
σεων κατά την βυζαντινή περίοδο είναι αναφισβήτητη. Θεωρούμε ότι η ε
πίλυση συναφών κατασκευαστικών προβλημάτων σε παραδείγματα ξυλό-
στεγων ναών από την περίοδο της Τουρκοκρατίας: όπως π.χ. η κατασκευή
ξυλόπηκτου τρούλου πάνω σε διαμήκη, αξονική, ξυλόπηκτη καμάρα, είναι
απότοκος αντίστοιχων βυζαντινών διαμορφώσεων. Οι τελευταίες απομι
μούνταν κτιστά θολωτά «πρότυπα» σαν το παράδειγμα των «φυτευτών»
τρούλλων στις κτιστές καμάρες της Βλαχέρνας στην Αρτα.
179
διαπραγμάτευση της πρώτης οικοδομικής φάσης έγινε αναφορά στο ζήτη
μα αυτό. Εδώ θα εξετάσουμε αναλυτικότερα τα σχετικά με το πλίνθινο
κόσμημα του βόρειου τοίχου που διατηρείται με λίγες αλλοιώσεις. Το
νότιο είναι νεώτερη ανακατασκευή, αφού δεν εμφανίζεται στις παλαιότε-
ρες φωτογραφίες της νότιας όψης του ναού.
1. Ως προς τη στάθμη του, διαπιστώνουμε ότι δεν βρίσκεται στον
οριζόντιο άξονα της αντίστοιχης ζώνης του αρχικού μετώπου στην οποία
εγγράφεται, αλλά χαμηλότερα. Το άνω όριο αυτής της ζώνης (τριπλή
πλίνθινη ταινία όπως και το κάτω), είναι γραφικά, δηλαδή γεωμετρικά,
αναπαραστάσιμο. Η θέση του πλίνθινου κοσμήματος είναι τέτοια που θα
λέγαμε ότι επιστέφει το δίλοβο παράθυρο.
2. Αν προερχόταν από την αρχική φάση, του 10ου αιώνα, θα έπρεπε,
ως διακοσμητική ταινία, να επεκτείνεται προς τα αριστερά και δεξιά,
μέχρι τις κατακόρυφες ακμές του αρχικού υπερυψωμένου μετώπου. Το
ενδεχόμενο αυτό αποδυναμώνεται από την μεγάλη δυσχέρεια να εξηγη
θεί η πλήρης απώλεια των υποτιθέμενων εκατέρωθεν τμημάτων της ταινί
ας και η σχεδόν ακέραια διατήρησή της μόνο στον άξονα του μετώπου,
δηλαδή σε θέση που, βάσει των σχετικών δομικών δεδομένων και των δια
πιστωμένων ζημιών, πρέπει να θεωρηθεί ως η πιο ευπαθής στο αρχικό βό
ρειο μέτωπο. Πράγματι, οι αποκλίσεις, παραμορφώσεις και αλλοιώσεις
του τοίχου αυτού, που προκλήθηκαν πρώτιστα από την διαφορική καθίζη
ση και τον ερπυσμό του εδάφους, δείχνουν ως πιο ευαίσθητη την αξονική
περιοχή. (Το ίδιο ισχύει, ως προς την ευπάθεια, και για το νότιο μέτωπο).
3. Η παρουσία μεμονωμένων πλίνθινων ταινιών (εν είδει κοσμή
ματος), μαρτυρείται από την όψιμη (κυρίως), μεσοβυζαντινή περίοδο.
Πλίνθινες, συνήθως οδοντωτές ταινίες, σε συσχετισμό με τόξα ή ανώφλια
θυρών και παραθύρων, εμφανίζονται κατά τον 12ο αιώνα1. Π.χ., στην
Αγία Βαρβάρα Ερήμου (Λακωνία), χρονολογημένη στο τρίτο τέταρτο του
12ου αι.,12 υπάρχει πάνω από το αξονικό αψίδωμα, όπου εγγράφεται το
δίλοβο παράθυρο της κόγχης του ι. Βήματος, μια αβακωτή ταινία3. Στην
ίδια θέση, στο καθολικό της Αγίας Μονής, στην Άρεια του Ναυπλίου, που
χρονολογείται ακριβώς στα 11494, υπάρχει πλίνθινη ταινία5. Στο καθολικό
1. Προαναγγέλονται ήδη από τον 11ο αιώνα με παραδείγματα σαν αυτό του Ταξιάρχη
της Χαρούδας (Λακωνία) που η χρονολόγησή του από τον A. Megaw (11ος αι.) έχει τύχει
γενικής αποδοχής. Πρόκειται για μια μικρή οδοντωτή ταινία πάνω από το οριζόντιο
ανώφλι του αξονικού παραθύρου, στην μεσαία αψίδα του ι. Βήματος, Βλ. Μπούρας X.,
Βυζαντινή αρχιτεκτονική, εικ. 172.
2. Βλ. Μπούρας X., 12ος αιώνας, σ. 135.
3. Βλ. Βελένης Γ., Ερμηνεία, πίν. 63β.
4. Μπούρας X., ό.π., σ. 81.
5. Στο ίδιο, εικ. 68, 71, 423.
180
της μονής της Καισαριανής, που χρονολογείται στον 12ο αι.,1 πάνω από το
δίλοβο παράθυρο που διανοίγεται στο τύμπανο της νότιας κεραίας του
σταυρού, υπάρχει πλίνθινη οδοντωτή ταινία12.
Στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος στην Άμφισσα, του 12ου αιώνα3, πα
ρατηρούμε, εκτός από την χρήση οδοντωτών ταινιών για την ορθογώνια
πλαισίωση ανοιγμάτων και μεγάλων λιθοπλίνθων, και χρήση όμοιας ται
νίας, ως μεμονωμένου κοσμήματος, πάνω από το τόξο της βόρειας θύρας
του νάρθηκα4. Στον Άγιο Παντελεήμονα Nerezi (1164), στην ίδια θέση
(βόρεια θύρα του νάρθηκα), αλλά σε συσχετισμό με ξύλινο ανώφλι (στα
τμήματα της έδρασής του), υπάρχει πλίνθινος βαθμιδωτός διάκοσμος5.
Σε ωρισμένες από τις παραπάνω περιπτώσεις η οδοντωτή ταινία
φαίνεται να υποκαθιστά στενούς λιθοπλίνθους της τοιχοδομίας.
Κατά τον 12ο αιώνα συναντούμε και παραδείγματα στα οποία οι γενέ
σεις τοξωτών υπερθύρων τονίζονται με περιωρισμένου μήκους οριζόντιες
ταινίες. Είναι αξιοπρόσεκτο ότι και στις δύο περιπτώσεις, οι θέσεις όπου
εμφανίζονται οι ταινίες, αντιστοιχούν συνήθως, σε στάθμες διέλευσης
εφελκυσηκών ζωνών. Ένα δείγμα αυτής της διακοσμητικής αντίληψης
αποτελεί η Κοίμηση της Θεοτόκου στο Χώνικα της Αργολίδας. Εδώ οι
ταινίες μορφώνονται με κεραμικά κουφίζοντα θέματα6. Συναφής είναι και
η περίπτωση κατά την οποία οι ταινίες τοποθετούνται παρά την βάση
αψιδωμάτων, όπως π.χ., στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος στα Ταρσινά της
Κορινθίας7. Μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα περίπτωση συναντούμε στην
δυτική όψη της Όμορφης Εκκλησιάς (Άγιοι Θεόδωροι), στην Αίγινα. Εδώ
η άνω «ταινία» διαμορφώνεται στο ύφος του κλειδιού του κτιστού τόξου8.
Κατά την υστεροβυζαντινή περίοδο παρατηρείται χρήση μεμονωμέ
νων ταινιών με διακοσμητικό χαρακτήρα και συχνά έντονη γραφική
ακανονιστία στο σχηματισμό τους, σε τρεις περιπτώσεις.
α. Συνδυάζονται, περισσότερο ή λιγότερο άμεσα, με ξύλινα ή λίθινα
ανώφλια. Παραδείγματα: Στο Γεράκι, σε αξονικό παράθυρο οικίας, τα
τμήματα έδρασης της ξύλινης δοκού καλύπτονται με πλίνθινες ταινίες9.
181
Επίσης, πλίνθινες ταινίες συναντούμε στη νότια πύλη του κάστρου1 και
στον σταυρεπίστεγο ναό των Αγίων Θεοδώρων, πάνω από το λίθινο
υπέρθυρο της νότιας θύρας12. Επίσης, στην Άρτα, πάνω από το υπέρθυρο
της δυτικής θύρας του ναού της Παρηγορήτισσας3.
β. Επιστέφουν αψιδώματα θυρών, παραθύρων ή και κογχών, τα οποία
βρίσκονται κατά κανόνα στον άξονα όψεων.
Π.χ., στον σταυρεπίστεγο ναό του Αγίου Αθανασίου στο Λεοντάρι Αρ
καδίας, πλίνθινη ταινία εφάπτεται στο μεσαίο υπερυψωμένο αψίδωμα της
δυτικής αξονικής θύρας4, αλλά και στο αντίστοιχο αψίδωμα του δίλοβου
παραθύρου5 που ανοίγεται στο βόρειο μέτωπο της εγκάρσιας καμάρας
του ναού. Στον επίσης σταυρεπίστεγο ναό των Ταξιαρχών (στο Λεοντά
ρι), εμφανίζεται πάνω από το αξονικό αψίδωμα στο νότιο μέτωπο της
εγκάρσιας καμάρας6. (Σχ. 40β). Στον Άγιο Νικόλαο Καλάμου Αττικής,
σταυρεπίστεγο ναό που χρονολογείται «μέσα στα όρια του 13ου αιώνα»7,
η ταινία πάνω από το πλίνθινο τόξο της δυτικής θύρας, σχηματίζεται από
σειρά (κεραμεικών) δισέψιλον. Πλίνθινο κόσμημα σε σχήμα Π επιστέφει
το αψίδωμα της δυτικής θύρας των Αγίων Αναργύρων, στο Νομίτση
Λακωνίας. Θα μνημονεύσουμε και την περίπτωση του Αγίου Ιωάννη στα
Χρύσαφα Λακωνίας, μικρού σταυροειδούς, τετράστυλου ναού8, όπου, ό
μως, το πλίνθινο κόσμημα στη δυτική όψη φαίνεται να αποτελεί περισσό
τερο διαρθρωτικό στοιχείο του αετωματώδους, υπερυψωμένου μετώπου
και λιγότερο επίστεψη του αψιδώματος της υποκείμενης θύρας η οποία
έχει διανοιχθεί έκκεντρα.
Πλίνθινη ταινία πάνω από το σύνθετο παράθυρο που ανοίγεται κατά
τον άξονα της μεσαίας αψίδας του ιερού Βήματος, εμφανίζεται σε δύο
τουλάχιστον περιπτώσεις: Στην Παρηγορήτισσα της Αρτας9 (α' φάση),
όπου ο διάκοσμος συνίσταται σε παράθεση ρόμβων και στον Άγιο Παντε-
λεήμονα της Θεσσαλονίκης, όπου υπάρχει οδοντωτή ταινία.
1. Στον Ίδιο, σ. 61, πίν. 34 β, γ., Καρποδίνη-Δημητριάδη Ε., Έβερτ Λ., Μηναΐδη Ντ.,
Φακίδη Μ., Κάστρα της Πελοπόννησου, Αθήνα 1990, εικ. 92, 93.
2. Βλ. Μουτσόπουλος, Ν., Δημητροκάλης Γ., Γεράκι. Οι εκκλησίες του Οικισμού,
Θεσσαλονίκη 1981, εικ. 110, 118.
3. Βλ. Mango C., Byzantine Architecture, εικ. 282.
4. Σαραντάκης Π., Πετρούλια Ν., Αρκαδία. Τα μοναστήρια και οι εκκλησίες της.
χ.τ.χ., εικ. σελ. 143. Βελένης Γ., Ερμηνεία, σ. 53, πίν. 80β.
5. Βελένης Γ., ό.π., πίν. 93.
6. Βλ. Küpper Η.Μ., Bautypus, πίν. 5γ.
7. Γκίνη-Τσοφοπούλου Ε., «Άγιος Νικόλαος στο νεκροταφείο Καλάμου», ΔΧΑΕ, ΙΑ'
(1982-1983), σ. 227-246, εικ. 2, 7.
8. Βλ. Δρανδάκης Ν., «Αγ. Ιωάννης Χρυσάφης», ΑΔ, 20 (1965), Β' 1, σ. 183, πίν. 162.
9. Βλ. Ousterhout R., Master Builders, εικ. 74. Μπούρας X., Βυζαντινή Αρχιτεκτονική, εικ.
182
Πλίνθινη ταινία στον ανατολικό τοίχο, πάνω από το κλειδί της αψί
δας του ιερού Βήματος, συναντάται στην Αγία Παρασκευή Πλάτσας (Λα
κωνία), με διακοσμητικό θέμα όμοιο με αυτό του Πρωτάτου (Παρένθ. πίν.
Ζ')· στον Άγιο Δημήτριο Βελεσσών1 (όπου το διακοσμητικό θέμα παρου
σιάζει μεγάλη ομοιότητα με το αντίστοιχο στο βόρειο μέτωπο του Αγίου
Αθανασίου Λεονταρίου)· καθώς και στον Άγιο Νικόλαο Πριλάπου12, όπου
παρουσιάζεται το θέμα «ζίκ-ζάκ».
Αξιομνημόνευτες είναι και οι περιπτώσεις εμφάνισης μεμονωμένου
πλίνθινου διακόσμου σε αψίδωμα οικίας3 στο Μυστρά, καθώς και σε α
ψίδα που δεν βρίσκεται στον άξονα της όψεως: στον σταυρεπίστεγο ναό
του Αγίου Χαραλάμπους4, στον Άγριλο Μεσηνίας.
Η εμφάνιση μεμονωμένων, πλίνθινων ταινιών πάνω από αψιδώματα
θυρών, παραθύρων και κογχών, δεν αποκλείεται, τουλάχιστον σε ωρισμέ-
νες περιπτώσεις, να σχετίζεται με την αφανή τοποθέτηση (στο πάχος του
τοίχου) ξύλινων δοκαριών που έχουν συνεκτικό ή εφελκυστικό ρόλο. Το
ενδεχόμενο αυτό φαίνεται πολύ πιθανότερο στις περιπτώσεις που η στάθ
μη των κοσμημάτων αυτών ταυτίζεται με τη στάθμη εφελκυστικής ζώνης
αναγκαίας για την δομική συνοχή ολοκλήρου του κτίσματος ή μόνο της
τοιχοδομής που υπέρκειται των αψιδωμάτων. Στο Πρωτάτο, η συμμετρία,
ως προς τον κατακόρυφο άξονα του βόρειου μετώπου, των δύο, εκατέρω
θεν του κυκλικού φεγγίτη ρωγμών, που αντιστοιχούν περίπου στα πέρατα
του πλίνθινου κοσμήματος και είναι ευδιάκριτες στην εσωτερική, τοιχο
γραφημένη επιφάνεια, ίσως προδίδει ύπαρξη τέτοιων ξύλινων δοκαριών,
ισομήκων περίπου με το κόσμημα και ενσωματωμένων στο πάχος του τοί
χου5.
γ. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και μια τρίτη περίπτωση: Οι με
μονωμένες πλίνθινες ταινίες διατάσσονται συμμετρικά, εκατέρωθεν αψι-
δώματος που διαμορφώνεται στον άξονα μετώπου. Θα αναφέρουμε τέσ
σερα χαρακτηριστικά παραδείγματα που αφορούν στην διάρθρωση του
τυμπάνου της εγκάρσιας καμάρας τεσσάρων σταυρεπίστε-
183
γ ω V ναών. Στην νότια όψη του Αγίου Αθανασίου στο Λεοντάρι1 Αρκα
δίας, όπου το κόσμημα αποτελείται από παράθεση ρόμβων (Σχ. 40α). Στο
νότιο τύμπανο του Αγίου Σπυρίδωνος12, στον Άγριλο Μεσηνίας, όπου
παρατίθενται κατακόρυφα «ζικ-ζακ». Στη νότια όψη του καθολικού της
μονής Αγίου Δημητρίου Κυψέλης (Τουρκοπάλουκο)3, συναντούμε, εκατέ
ρωθεν αψιδώματος, τα δύο τμήματα μιας πλίνθινης επιγραφής. Πολύ εν
διαφέρον, εν προκειμένω, είναι το παράδειγμα στη νότια όψη του σταυ
ρεπίστεγου ναού της Αγίας Παρασκευής στην Πλάτσα Λακωνίας. Εδώ,
δύο πλίνθινες (μεμονωμένες) ταινίες με το διακοσμητικό θέμα των παρα
τιθέμενων ρόμβων, διατάσσονται συμμετρικά, εκατέρωθεν αξονικού, μο-
νόλοβου παραθύρου (Παρένθ. πίν. Ζ').
Αν παραλληλίσουμε τις τρεις παραπάνω περιπτώσεις με τη διάταξη
του κοσμήματος στο Πρωτάτο, διαπιστώνουμε πρόδηλες αντιστοιχίες. Ε
άν η σύγκριση γίνει με σημείο αναφοράς το υποκείμενο δίλοβο παράθυρο,
τότε αρμόζει περισσότερο να ενταχθεί στην περίπτωση (β). Εάν αποτε-
λέσει σημείο αναφοράς ο κυκλικός φεγγίτης, τότε εντάσσεται στην περί
πτωση (γ). Επειδή, όμως, και οι δύο περιπτώσεις (β) και (γ) εμφανίζονται
συγχρόνως κατά την υστεροβυζαντινή περίοδο4, μπορούμε βάσιμα νά
θεωρήσουμε ότι το κόσμημα του Πρωτάτου ανταποκρίνεται ταυτόχρονα
και στις δύο εκδοχές, και ως εκ τούτου χρονολογείται ανεπιφύλακτα στην
ίδια περίοδο.
Από τα παραδείγματα της περίπτωσης (γ) που αναφέραμέ, όλα σε
σταυρεπίστεγους ναούς, το πιο συναφές με εκείνο του Πρωτάτου, είναι
της Αγίας Παρασκευής στην Πλάτσα Λακωνίας. Πρέπει, επίσης, να υπο-
γραμμισθεί η παρουσία αυτών των παραδειγμάτων σε σταυρεπίστεγους,
κατά κανόνα, ναούς.
Μια παράλληλη προσέγγιση του συζητούμενου προβλήματος: της συμ
βατότητας του πλίνθινου κοσμήματος (του Πρωτάτου) ως προς το χαρα
κτήρα της πρώτης υστεροβυζαντινής μετασκευής του ναού, σχετίζεται με
τη θεώρηση κοσμήματος και φεγγίτη ως ενιαίου, τυπικού διακοσμητικού
σχήματος. Η θεώρηση από την άποψη αυτή, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον,
γιατί το «σχήμα» αυτό συναντάται, με την ίδια συνθετική αντίληψη, ως
διάκοσμος εφελκυστικής ζώνης, κατά την υστεροβυζαντινή εποχή. Πρό
κειται για το πλίνθινο κόσμημα σε τοιχοδομές πύργων, στο Επταπύργιο
184
της Θεσσαλονίκης1.
Για την απόδοση του εν λόγω κοσμήματος του Πρωτάτου σε μετασκευ-
αστικές τροποποιήσεις και όχι στην αρχική φάση συνηγορούν και τοιχο-
δομικές ενδείξεις: Είναι πιθανώτατο ότι η ζώνη του αρχικού μετώπου
πάνω από το δίλοβο παράθυρο αναδομήθηκε, εκτός από μικρό τμήμα πα
ρά την δυτική ακμή. Οι σχετικές ενδείξεις έχουν ήδη αναπτυχθεί στο κε
φάλαιο για την πρώτη οικοδομική φάση. Επίσης ο κυκλικός φεγγίτης πρέ
πει να είναι σύγχρονος του πλίνθινου κοσμήματος.
185
Γ. Η ΠΡΩΤΗ ΜΕΤΑΣΚΕΥΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΟΥ ΠΡΩΤΑΤΟΥ
I. Γραπτές μαρτυρίες
Από τις σχετικές μαρτυρίες, άλλες έχουν ήδη αναφερθεί και άλλες θα
καταχωρισθοΰν σε αντίστοιχες θεματικές συνάφειες. Επιγραμματικά:
α. Σε ενθύμηση κώδικα της Μ. Φιλοθέου που έχει γραφεί τον 13ο
αιώνα σε μονή του Αγίου Όρους, μνημονεύεται μεγάλος σεισμός που
έγινε στις 11 Μαρτίου του 12311. (Παρένθ. πίν. Δ').
β. Οι κτιτορικές αναφορές για το ναό, του 13ου αιώνα, συνδυάζονται
με μνείες μεγάλου, οικουμενικού σεισμού.
γ. Η γραπτή παράδοση (συναξάρι) που αναφέρεται στην Αθωνική
πλευρά της εκκλησιαστικής πολιτικής του Μιχαήλ Η', μνημονεύει και στις
δύο εκδοχές της (πεζή και έμμετρη), ισχυρό σεισμό στο Αγιον Όρος.
δ. Ερευνητές της ιστορίας του Αθωνικού μοναχισμού, σημειώνουν
καταστροφή του καθολικού της Μ. Ξηροποτάμου κατά τον 13ο αιώνα,
εξαιτίας σεισμού, όπως πιθανολογούν.
1. Έχουμε αποδείξει στην οικεία θέση, ότι ο σεισμός αυτός έγινε στο Άγιον Όρος.
2. Η διερεύνηση που ακολουθεί στηρίζεται: α. Ως προς τις ισχύουσες βασικές αρχές,
στα κλασσικά συγγράμματα των γεωλόγων-σεισμολόγων Α. Ρουσόπουλου (καθηγητή Ε.Μ.
Π.) και Α. Γαλανόπουλου (καθηγητή Πανεπ. Αθηνών), β. Ως προς τα ζητήματα εδαφομηχα-
νικής και στατικής των εδαφών, στα διεθνώς γνωστά βιβλία των καθηγητών W. Stiegler
και R. Rübener. γ. Ως προς την σεισμογένεια που εκδηλώνεται στην χερσόνησο του Αγίου
Όρους και στην περιοχή των Καρυών, χρησιμοποιούνται τα πορίσματα ερευνών παλαιότε-
ρων και νεώτερων ειδικών επιστημόνων (βλ. βιβλιογραφικές παραπομπές), δ. Ως προς την
διαστρωμάτωση του υπεδάφους πάνω στο οποίο θεμελιώνεται ο ναός του Πρωτάτου και
τον συναφή προβληματισμό, έχουν ληφθεί υπ’ όψιν οι ειδικές γεωλογικές και γεωτεχνικές
μελέτες που έχουν συνταχθεί στο πλαίσιο της πολυμερούς τεκμηρίωσης των παραμέτρων
που αφορούν στο μνημείο, σύμφωνα με τον προγραμματισμό της «Επιστημονικής Επιτρο
πής Πρωτάτου». Τα παραπάνω δεδομένα και πορίσματα εξετάσθηκαν και συσχετίσθηκαν
με παρατηρήσεις επί τόπου. Η σημασία των επί τόπου παρατηρήσεων έχει ιδιαίτερη βα
ρύτητα για την συναγωγή συμπερασμάτων, όπως τονίζεται στην ειδική βιβλιογραφία: βλ.
π.χ. Stiegler W., Το Έδαφος στις θεμελιώσεις, (μετάφρ. Γ. Χατζηθεοδώρου), Αθήνα 1977, σ.
144,145.
186
Θεμελιώσεις. 4. Γεωλογικές και σεισμολογικές συνθήκες στην Αθωνική
χερσόνησο και ειδικότερα στην περιοχή των Καρυών.
187
στρεβλώσεις στις ανωδομές που υπέρκεινται των αψιδωμάτων τα οποία
διαμορφώθηκαν σε τοίχους με εγκάρσια διεύθυνση (ΒΝ). (Πίν. 22, 24, 25,
σχ. 20).
6. Μία δομική παραμόρφωση που παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον
για την αιτιολόγηση της προέλευσής της, είναι η παρατηρούμενη στα μέ
τωπα δύο αψίδων του ιερού Βήματος: Στην μεσαία, μεγάλη και στη νότια,
διαπιστώνουμε1 ότι τα πιο ευπαθή, από στατική άποψη, σημεία του τόξου
μετώπου, δηλαδή το κλειδί και οι πλησιέστεροι σ’ αυτό «θολίτες»12,
εμφανίζουν μια σαφή μετατόπιση (κατά την οριζόντια έννοια) προς
τα δυτικά (Σχ. 13). Στη μεγάλη κόγχη, η μετατόπιση των «θολιτών» εμ
φανίζεται προοδευτικά αυξανόμενη κατά το μέτρο που μειώνεται η από
στασή τους από την κορυφή της αψίδας.
II. 1.1.2. Ol mo δραστικές τεχνικές επεμβάσεις στο κτίσμα εξαιτίας
καταστροφών και η χρονολόγησή τους.
Οι πιο σοβαρές από τις παραμορφώσεις που αναφέρθηκαν, προηγήθη-
καν ενός έσχατου χρονικού ορίου: της τοιχογράφησης του ναού. Αυτό
προκύπτει από το γεγονός ότι η διαγραφή των ζωνών και διαχώρων της
γραπτής διακόσμησης, λαμβάνει υπόψιν και προσαρμόζεται σε κεκλιμέ
νους τοίχους.
Οι κυριώτερες αλλαγές και οι δραστικώτερες τεχνικές επεμβάσεις
στην ανωδομή του κτίσματος, καθ’ όλη τη βυζαντινή περίοδο της ιστορίας
του, έχουν, επίσης, έσχατο χρονικό όριο (terminus ante) την τοιχογράφηση.
Είναι λοιπόν επιτρεπτό, σύμφωνα με μια προκαταρκτική θεώρηση, να
χρονολογηθούν (οι τελευταίες) στο διάστημα: από την ανέγερση του ναού
(10ος αι.) μέχρι τα τέλη περίπου του 13ου αιώνα (1290). Ωστόσο, είναι δυ
νατή μια πιο περιορισμένη χρονολογική οριοθέτηση. Η κυριώτερη αλλαγή
που συντελείται στο κτίριο, είναι η ταπείνωση των εγκάρσιων κεραιών
της αρχικής σταυροειδούς διάρθρωσης. Στο μέτωπο κάθε μιας από τις κε
ραίες αυτές, καταργείται οριστικά ολόκληρη η ανωδομή, δηλαδή το αέτω
μα και η ανώτατη τοιχοδομική ζώνη με τα τρία παράθυρα. Η χαμηλότερη
στάθμη από την οποία αρχίζει η επισκευή, εγγίζει -εάν δεν περιλαμβάνει-
τα τόξα των σωζόμενων διλόβων. Πάνω από τα τόξα αυτά «τοποθετήθη
κε» κατά την επισκευή - μετασκευή το πλίνθινο κόσμημα στη βόρεια πλευ
ρά και διαμορφώθηκε, πιθανώτατα ταυτόχρονα, ο κυκλικός φεγγίτης. Εί
ναι σημαντικό ότι μπορούμε να χρονολογήσουμε το κόσμημα αυτό, με βά
ση ανάλογα παραδείγματα που συναντούμε σε υστεροβυζαντινούς ναούς,
συνεκτιμώντας και το δεδομένο ότι η διαμόρφωσή του προηγήθηκε της
188
τοιχογράφησης. Έτσι προκύπτει ανεπιφύλακτα χρονολόγησή του στον
13ο αιώνα1. Είναι προφανές ότι το δεδομένο αυτό «δεσμεύει» χρονολογι
κά ολόκληρη την μετασκευαστική επέμβαση που περιγράφαμε. Και επειδή
η τελευταία επιβλήθηκε αναγκαστικά από μεγάλες ζημιές στην ανωδομή,
συμπεραίνουμε κατά λογική συνέπεια ότι αυτές οι ζημιές πρέπει να συ-
σχετισθούν με τις εξίσου μεγάλες καταπονήσεις των τοιχοδομών λόγω
διαφορικών καθιζήσεων των θεμελίων12. Σύμφωνα, λοιπόν, με την προσέγ
γιση του προβλήματος από την κατεύθυνση αυτή, οι καθιζήσεις πρέπει να
χρονολογηθούν στον 13ο αιώνα. Θα δούμε στη συνέχεια ότι συντρέχουν
και πολλοί άλλοι λόγοι.
1. Βλ. κεφ. «2η οικοδομική φάση: Το πλίνθινο κόσμημα στη βόρεια όφη του Πρωτάτου».
2. Βλ. Πενέλης Γ., Στυλιανίδης Κ., Ιγνατάκης X., Βλάβες από σεισμό - Επισκευές - Ενι
σχύσεις - Διαχείριση σεισμικού κινδύνου, Θεσσαλονίκη 1999, σ. 48: «Η εμφάνιση βλαβών
στις τοιχοποιίες της ανωδομής λόγω διαφορικών καθιζήσεων της θεμελίωσης, είναι αρκε
τά συνηθισμένη».
3. Στο συνέδριο που διοργάνωσε η «Αγιορειτική Εστία» στην Θεσσαλονίκη, τον Ο
κτώβριο του 2006, με θέμα «Αγιον Όρος: Το μεγαλείο του Πρωτάτου...», ο I. Ταβλάκης στην
σχετική ανακοίνωσή του ανέφερε ότι σε ορισμένη εποχή, το νερό είχε αναβλύσει σε βάθος
μόλις 0,30 μ. κάτω από το δάπεδο. Η τομή έφθασε σε βάθος 2,5 μ.
4. Διδασκάλου Γ., Πρωτάτο Αγίου Όρους: Εδαφοτεχνική Έρευνα, Θεσσαλονίκη 1986
(δακτυλογραφημένο τεύχος), σ. 17, 22, 23, 26, 27. Νάσκος Ν., «Σύντομη περίληψη γεωτε
χνικής έρευνας και μελέτης», 11η Συνεδρίαση της Επιτροπής Πρωτάτου, (Συνοπτική
παρουσίαση των θεμάτων της ημερήσιας διατάξεως), Αθήνα, 8 Φεβρ. 1999: Θέμα 4, σ. 2, 3.
5. Βλ. Διδασκάλου Γ., ό.π., σ. 22.
6. Βλ. Διδασκάλου Γ., ό.π., σ. 24.
189
εδάφους, μεταβλητής σύστασης, οι οποίες επικάθηνται σε υποκείμενο
«βραχώδες σχιστολιθικό υπόβαθρο»1. Αρχίζοντας από πάνω προς τα κά
τω συναντώνται: α. επιχωματώσεις, β. «τελείως αποσαθρωμένος σχιστό
λιθος με εμφάνιση γαιώδη...»12, γ. «εναλλαγές βραχώδους ή γαιώδους μορ
φής σχιστόλιθου», δ. «βραχώδης, υγιής, κερματισμένος, σκληρός σχιστόλι
θος». Σε ενδιάμεσα των στρώσεων αυτών βάθη διατρήθηκαν «βραχώδεις
ενστρώσεις»3.
Διαπίστωση διαστρωμάτωσης προσχώσεων και ιζημάτων στις ανώτε
ρες στάθμες και κορημάτων, δηλαδή προϊόντων κατάτμησης πετρωμάτων,
στις κατώτερες, που κατολίσθησαν και επικάλυψαν το «αρχικό» έδαφος,
περιλαμβάνει και το πόρισμα της γεωτεχνικής έρευνας του εδαφομηχα-
νικού Ν. Νάσκου4.
Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι και η άποψη του γεωλόγου Μ. Τρανού
που επιβεβαιώνει την ύπαρξη στρωμάτων κορημάτων τα οποία επικάθη-
νται σε «κρυσταλλοσχιστώδες» υπόβαθρο, και αποδίδει τον σχηματισμό
τους στη σεισμική δράση του ρήγματος Καρυών - Μ. Κουτλουμουσίου5.
Είναι αξιοπρόσεκτο ότι, σύμφωνα με την σχηματοποιημένη τομή του ε
δάφους6 που παραθέτει ο Γ. Διδασκάλου, το αμέσως κάτω από τις επιχω
ματώσεις και την κτιστή θεμελίωση του κτιρίου, στρώμα γαιώδους (απο-
σαθρωμένου) σχιστόλιθου, είναι έντονα ανισοπαχές και παρουσιάζει το
μεγαλύτερο πάχος του, στα ανατολικά του ιερού Βήματος (γεώτρηση ΙΊ3),
δηλαδή προς τα κατάντι της εδαφικής κατωφέρειας όπου έχει ανιδρυθεί ο
ναός.
Θα εξετάσουμε στην οικεία θέση τη σημασία που έχει η παραπάνω
διαστρωμάτωση του υπεδάφους για την ευστάθεια του κτίσματος, κάτω
από κανονικές συνθήκες αλλά και υπό την επίδραση σεισμού.
190
IL 1.2. 3. Ερπυσμός
Την πιθανολογία ότι υπάρχει ολίσθηση του εδάφους, που διατυπώνει
το 1986 ο Γ. Διδασκάλου1, επιβεβαίωσαν η γεωτεχνική έρευνα του Ν.
Νάσκου12 και η γεωλογική του Μ. Τρανού3. Ο τελευταίος προτείνει και τον
μηχανισμό που πιθανόν την προκαλεί4.
Είναι σημαντική η διαπίστωση ότι «η εδαφική μάζα (και το μνημείο)
μετατοπίζονται ως “στερεό σώμα”»5, και γι’ αυτό δεν υπάρχουν αρνητικές
επιπτώσεις στην συνοχή και ευστάθεια του κτίσματος. Όσον αφορά στην
κατεύθυνση της χρόνιας «ερπυστικής ολίσθησης», ο Ν. Νάσκος διετύπωσε
την άποψη6 ότι η μετακίνηση «ανιχνεύεται» προς Α. ΝΑ, περίπου 106°
από την διεύθυνση του Βορρά, δηλαδή προς τα κατάντι της εδαφικής
κατωφέρειας.
II. 1. 3. Θεμελιώσεις
Λόγω της ύπαρξης υπογείων υδάτων και της σχετικής χαλαρότητας
των ανώτερων διαστρώσεων του εδάφους7 πάνω στο οποίο θεμελιώθηκε ο
ναός, είναι πιθανώτατο ότι εφαρμόσθηκε, χάριν ασφαλέστερης έδρασης
των κτιστών θεμελίων, κάποιο σύστημα ξύλινης υπόβασης: πασσαλόπη-
ξης8 ή ανάλογης τεχνικής.
Από τους αναφερόμενους κύριους λόγους που επιβάλλουν τέτοιου
είδους υποθεμελίωση, οι δύο αφορούν σε κινδύνους εκδήλωσης διαφορι
κών καθιζήσεων9. Όπως ήδη έχουμε επισημάνει, η τεχνική της πασσαλό-
πηξης ανάγεται στην αρχαιότητα, ήταν γνωστή στους βυζαντινούς και
191
εφαρμόζεται (και με ξύλινους πασσάλους)1 μέχρι σήμερα. Πάντως, οι κτι
στές θεμελιώσεις δεν είναι ορατές στο σύνολό τους και πολύ περισσότερο
δεν είναι γνωστό το ενδεχόμενο σύστημα ξύλινης υπόβασης12.(Σχ. 26).
192
Ιβήρων (1905), αλλά και στην γειτονική κωμόπολη της Ιερισσοΰ (1932)»1. Ο
ισχυρός σεισμός της Ιερισσοΰ (Ms 7,0) «συνδέεται με το ρήγμα Α-Δ»12 και
είναι ιδιαίτερα αξιοσημείωτο ότι προκάλεσε καθιζήσεις3 μέχρι και 1,10 μ.
(υψομετρική διαφορά). Επίσης, πρέπει να σημειωθεί και η σεισμική ευπά
θεια που έχει παρατηρηθεί στις γειτονικές προς τις Καρυές Μονές Κουτ-
λουμουσίου και Ξηροποτάμου.
Ο γενικός χάρτης των μεγίστων εντάσεων που έχουν παρατηρηθεί
κατά τα τελευταία 400 έτη στην περιοχή, κατατάσσει την Αθωνική χερσό
νησο στην κατηγορία IX (της κλίμακας Mercalli), ενώ την περιοχή της Μ.
Ιβήρων, στην κατηγορία X (της ίδιας κλίμακας)4. Ανάλογες είναι οι
εκτιμήσεις και άλλων ερευνητών σύμφωνα με τους οποίους η περιοχή της
χερσονήσου κατατάσσεται σε κλίμακα υψηλής σεισμικότητας, με μέγιστο
μέγεθος σεισμών Ms 7,2-7,65.
Επιπρόσθετα επισημαίνεται ότι: τα ρήγματα «Α-Δ διεύθυνσης και τα
επίσης ενεργά ρήγματα ΒΑ-ΝΔ και ΒΒΔ-ΝΝΑ γενικής διεύθυνσης,
επηρεάζουν τη στατική ισορροπία των κτισμάτων της I. Μ. Ιβήρων, των
Καρυών και του Πρωτάτου, προκαλώντας σ’ αυτά σημαντικές ζημίες»6.
1. Ο ίδιος, σ. 9, 47.
2. Καμπέρης Ευάγγ., ό.π., σ. 34.
3. Βλ. Ρουσόπουλος Α., Αντισεισμικαί κατασκευαί, Αθήναι 1999, σ. 40: ο τεκτονικός
συγκλονισμός προκάλεσε «συμπύκνωσιν και κατακάθισιν των χωμάτων της περιοχής».
4. Βλ. Παπαζάχος Β., Δρακόπουλος Γ., 1989.
5. Βλ. Καμπέρης Ευάγγ., ό.π., σ. 47.
6. Στο ίδιο, σ. 51.
7. Βλ. Stiegler W., Το έδαφος στις θεμελιώσεις, σ. 96: Αναφέρονταυ συμπίεση του εδά
φους από στατικά (ηρεμούντα) φορτία, πλευρική διαφυγή (χωμάτινων μαζών) στην περί
μετρο των θεμελίων, εκπλύσεις (από διαρρέοντα ΰδατα), αλλαγές στις συνθήκες των υπο
γείων υδάτων, συρρικνώσεις κ.ά. Για τις ιδιότητες της συμπιεστότητας και διατμητικής
αντοχής βλ. σ. 50 κ. εξ.
8. Βλ. στο ίδιο, σ. 98, 99,144,145,146.1. Ανωμαλίες στο υπέδαφος (αργιλλικά ενθέματα,
ρεύματα νερού κ.λπ.). 2. Στρώματα με διάφορα πάχη ή συμπιεστότητα μέσα στην κάτοψη
του κτιρίου. 3. Ανομοιόμορφα φορτία. 4. Ανομοιόμορφα συστήματα θεμελίωσης (επίπεδες
θεμελιώσεις δίπλα σε πασσάλους), ή ανομοιόμορφα βάθη θεμελίωσης στην ίδια κατα
σκευή. 5. Η αμοιβαία επίδραση γειτονικών θεμελίων. 6. Το γεγονός ότι το μέγεθος των
193
11.2.2. Οι σεισμικές επιδράσεις
Η σεισμική δράση προκαλεί ή επιδεινώνει τέτοια φαινόμενα. Οι βλά
βες που οφείλονται σε σεισμική καταπόνηση των κτισμάτων είναι α. Βλά
βες ώσεως1. β. Βλάβες καθίζησης*2 και
1 γ. Βλάβες από ολίσθηση3. Εν προκει-
μένω, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον ο μηχανισμός που προκαλεί κα
θιζήσεις4.
11.2.3. Επικίνδυνα εδάφη έναντι σεισμού5 6και διαστρωμάτωση τον
υπεδάφους στο Πρωτάτο.
Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα η επισήμανση ότι στα σεισμικώς επικίν
δυνα χαλαρά6 εδάφη περιλαμβάνονται όχι μόνον τα αμμώδη και γαιώδη,
αλλά και τα συνιστάμενα από κορήματα7. Το ενδιαφέρον οφείλεται στο
γεγονός ότι τα βαθύτερα στρώματα στο υπέδαφος του ναού του Πρωτά
του αποτελούνται, όπως είδαμε, από κορήματα. Τα εδάφη αυτά θεωρού
νται από σεισμική άποψη, εξαιρετικά επισφαλή, γιατί καθιζάνουν και
προκαλούν καθιζήσεις8 και στα κτίσματα που εδράζονται επάνω τους.
καθιζήσεων εξαρτάται και από το σχήμα και από το μέγεθος των θεμελίων, ακόμη και όταν
η τάση του εδάφους σο είναι η ίδια.
1. Βλ. Γαλανόπουλος Α., «Σεισμική επικινδυνότης των κυριωτέρων οικισμών της
Ελλάδος», προσάρτημα στο βιβλίο: Ρουσόπουλος Α., Αντισεισμικαί Κατασκευαί, Αθήνα
1999, σ. 409.
2. Στο ίδιο σ. 409
3. Στο ίδιο σ. 409.
4. Στο ίδιο, σ. 409. Οι καθιζήσεις εξαιτίας σεισμών: «γεννώνται καί αυξάνουν συνε
πείς άνομοιοειδών κατακορύφων ρικνώσεων τοϋ εδάφους θεμελιώσεως. Τάς μεταβολάς
ταύτας επιφέρουν αί σεισμικοί δονήσεις έπί μή βραχωδών υποβάθρων ή διά ίσχυροτέρας
συμπιέσεως, ή διά πλευρικής ύποχωρήσεως αυτών. Είς τάς περιπτώσεις αύτάς ή τυχόν
άπόκλισις τοϋ κτιρίου έκ τής θέσεως τής κατακορύφου είναι έξαιρετικώς έπικίνδυνος. Ή
βλάβη ένταϋθα άρχίζει πάντοτε από τό θεμέλιον, ήτοι έκ τών κάτω. Τοϋτο παρατηρεΐται
ιδιαιτέρως δταν ή σεισμική ένέργεια δέν έπαρκεϊ νά προκαλέση βλάβας ώσεως». Επίσης
είναι γνωστό ότι (σ. 42): «ή κατά τήν κατακόρυφον συνιστώσα τής έπιταχύνσεως (τής
παλμικής κινήσεως) άποτελεϊ κλάσμα τής οριζόντιας τοιαύτης καί άπό τής άπόψεως τών
τεχνικών έργων επιφέρει μίαν ελάττωσιν ή αΰξησιν τοϋ κατακορύφου φορτίου αυτών...».
5. Βλ. Γαλανόπουλος Α., ό.π., σ. 110 κ.εξ.
6. Στο ίδιο, σ. 411, 412, 413.
7. Στο ίδιο, σ. 412.
8. Στο ίδιο, σ. 412. «Είς τά εδάφη αυτά υπάγονται τά χαλαρά έδάφη έκ μεγάλων τεμαχι-
δίων, τά όποια στερούνται συνήθως άξιολόγων γεωδών έγκλεισμάτων. Τά έδάφη αυτά
παρουσιάζουν συνήθως ηύξημένην έπικινδυνότητα. Ή έπικινδυνότης τών έδαφών αυτών
αυξάνει μετά τοϋ μεγέθους καί τού αριθμού τών γωνιών τών θρυμμάτων. Είς τά έδάφη
αυτά, τά όποια προέρχονται κυρίως άπό τήν άποσάθρωσιν τών στερεών βραχωδών πετρω
μάτων, τά τεμαχίδια συγκρατοΰνται μεταξύ των είς άσταθή ισορροπίαν. Είς περίπτωσιν
σεισμικής δονήσεως τά τεμαχίδια αυτά μετακινούνται πρός εϋρεσιν καλυτέρας θέσεως
ισορροπίας. Ούτως, ή έπιφάνεια τού έδάφους καθιζάνει, καί μάλιστα τοσοΰτον περισσότε
ρον, δσον περισσότερον γωνιώδη καί μεγαλύτερα είναι τά θρύμματα τών πετρωμάτων τοϋ
194
Επίσης υπογραμμίζεται ότι η διαπότιση των χαλαρών εδαφών ασκεί
δυσμενέστατες επιδράσεις σε περίπτωση δράσης σεισμού, γιατί αυξάνει
την σεισμική αγωγιμότητα. Είναι δυνατόν νά επιφέρει «αύξηση της επιτά
χυνσης των σεισμών και επομένως και της έντασης αυτών»1. Επιπρό
σθετα, έχουν γίνει αξιόλογες παρατηρήσεις πάνω στη σχέση: έντασης των
σεισμών και «πάχους των χαλαρών εδαφών»*2. 1Ιδιαίτερης προσοχής άξια
είναι και η επισήμανση ειδικής εδαφολογικής περίπτωσης που φαίνεται
ότι προσομοιάζει με τις ιδιαίτερες συνθήκες του υπεδάφους πάνω στο
οποίο θεμελιώνεται το Πρωτάτο: «αι σεισμικοί εντάσεις είναι εξαιρετι-
κώς μεγάλαι, εκεί όπου ψαθηραί μάζαι επαναπαύονται εις λεπτόν
στρώμα επί στερεού βραχώδους υποβάθρου»3.
Η διέλευση των σεισμικών κυμάτων μέσα από έντονα ανομοιογενείς
εδαφικές στρώσεις, όπως π.χ. «από βραχώδη πετρώματα σε ψαθηρά ιζή
ματα, σε προϊόντα αποσάθρωσης ή σε προσχώσεις», έχει ιδιαίτερα δυσμε
νείς επιπτώσεις4. Επίσης, θεωρούνται εξαιρετικά δυσμενή, έναντι σεισμι
κών δράσεων, τα «υγρά εδάφη»5.
εδάφους, δηλ. μεγαλύτεροι οί όγκοι των διακένων αυτών. Ή καθίζησις αυτή, ώς είναι
φυσικόν, συνοδεύεται με μεταβολήν άναλόγου δυναμικής ένεργείας εις κινητικήν. Εντεύ
θεν επέρχεται αντίστοιχος τοπική αύξησις τής σεισμικής έντάσεως». Βλ. καί σελ. 415.
1. Στο ίδιο, σ. 411,412, 415.
2. Στο ίδιο, σ. 411: «Πειραματικοί έρευναι έδειξαν ότι τα πλάτη των αιωρήσεων αυξά
νουν ελαττουμένου του πάχους της σειομένης μάζης».
3. Στο ίδιο, σ. 412.
4. Στο ίδιο, σ. 409: Στις περιπτώσεις αυτές: «τα πλάτη των εδαφικών μετακινήσεων,
και κατ’ ακολουθίαν και αι επιταχύνσεις, αυξάνουν, λόγω του μικροτέρου μέτρου ελα-
στικότητος των εδαφών αυτών. Επίσης αυξάνουν και λόγω συντονισμού. Πλην τούτου, εις
ελαχίστας αποστάσεις η ελαστικότης των εδαφών αυτών παρουσιάζει συχνά τόσον μεγά
λος διαφοράς, ώστε γειτονικά σημεία τούτων να αιωρούνται με εντελώς διάφορα πλάτη
και περιόδους. Αι ανομοιότητες αύται των αιωρήσεων εν τω υποβάθρω των κτιρίων ενερ
γούν εις τας περιπτώσεις αυτάς επί τούτων σημαντικώς σφοδρότερον ή αυτή αύτη η με-
γέθυνσις της σεισμικής επιταχύνσεως». Είναι αξιοσημείωτο ότι: εάν σε μια βραχώδη πε
ριοχή η διανομή της έντασης ενός σεισμού είναι περίπου σταθερή, σε περιοχές προσχώσε
ων ο σεισμικός κυματισμός μεταβάλλεται σε ελαστικό κυμάτισμά μέσα στη μάζα των
χωμάτων, με διαφορετικές από θέση σε θέση εκδηλώσεις, ανάλογα με τον συντονισμό ή τον
μηδενισμό των ελαστικών αυτών κυμάτων. Βλ. στο ίδιο, σελ. 41.
5. Στο ίδιο, σ. 413.
195
ΙΠ. 1. Καθίζηση κατά την ανέγερση
III. 1. 2. Παρατηρήσεις.
1. Σύμφωνα με την ανακοίνωση (και τις σχετικές επεξηγήσεις κατά την συζήτηση)
του εδαφομηχανικού Ν. Νάσκου, στο προαναφερθέν συνέδριο που διοργάνωσε η Αγιορει-
τική Εστία.
2. Κατά τα στοιχεία της ανωτέρω ανακοίνωσης (βλ. προηγούμενη σημείωση). Ήδη
αναφέραμε ότι στην καταγραφή του Γ. Διδασκάλου, το μέσο πάχος αυτού του στρώματος
προκύπτει σαφώς μεγαλύτερο.
3. Πρέπει να υπομνησθεί ότι δεν είναι γνωστή στην επιστημονική κοινότητα η δράση
του μεγάλου σεισμού του 1231, στο Αγιον Όρος. Στα σχετικά ειδικά δημοσιεύματα ανα-
φέρεται σεισμός κατά το 1231, μόνον σε άλλες περιοχές και κατά συνέπεια, ήταν απόλυτα
εύλογο να αγνοηθεί η παράμετρος αυτή σε σχέση με την οικοδομική ιστορία του ναού. Η
συγκεκριμένη προσέγγιση των πηγών υιοθετείται αυτούσια και σε νεώτατη, εμπεριστατω
μένη και διεξοδικώτατη πραγματεία: βλ. Guidoboni Em. - Comastri Alb., Catalogue of earth
quakes and tsunamis in the Mediterranean area from the 11th to the 15th century, Istituto Nazionale di
Geofisica e Vulcanologia, Roma 2005, σ. 261-264. Συναφώς, είναι ενδεικτικό ότι κατά την ανω
τέρω ανακοίνωση και σχετική συζήτηση στο συνέδριο της Αγιορειτικής Εστίας, υπογραμ-
μίσθηκε με έμφαση από τον Ν. Νάσκο, η έλλειψη κάθε μαρτυρίας σχετικής με εκδήλωση
σεισμικής δράσης.
4. Η διαφοροποίηση της κλίσης των ανατολικών, μικρότερου μήκους τμημάτων, έναντι
εκείνης των επιμηκέστερων δυτικών, εξηγείται μάλλον, από την διαφοροποίηση των
ροπών αδρανείας των αντίστοιχων τοιχοδομών.
196
άξονα του κτιρίου1, δεν εμφανίζουν βύθιση στη θέση αυτή, αλλά, όπως
σημειώσαμε, μια ενιαία σχεδόν, κλίση, επίσης προς τα δυτικά (Σχ. 4, 5).
Στην συνέχεια θα δούμε ότι σύμφωνα με σοβαρές ενδείξεις, οι
καθιζήσεις αυτές, ούτε και σε διαφορά πάχους του ανώτερου συμπιεστού
στρώματος είναι δυνατόν να αποδοθούν.
197
πρέπει να θεωρηθεί ότι υφίσταται μία ευθύγραμμα φθίνουσα
μεταβολή της συμπιεστότητας του εδάφους προς τα κατάντι1, 2
υπόθεση που δεν βρίσκει έρεισμα στην, βάσει γεωτρήσεων, καταγραφή
της σύστασης και του πάχους των ανώτερων στρώσεων του υπεδάφους.
III. 1.2.4. Σχετικά με την μαρτυρία ότι ο ναός είχε «κάλλος ομον και
μέγεθος»:
Εξετάζοντας τις διάφορες συνέπειες που θα είχε στη δομή του κτιρίου
η έντονη καθίζηση υπό κλίση, περίπου στην φάση της αποπεράτωσης,
κατά την συζητούμενη θεωρία, θα επισημάνουμε μερικά κρίσιμα σημεία.
Επειδή, ως γνωστό, κατά την ανέγερση, όλοι οι τοίχοι κτίζονταν συγ
χρονισμένα και ανυψώνονταν προοδευτικά σε ενιαίες περίπου (καθ’ όλη
1. Κατ’ ακρίβεια, γραμμική με ασυνέχεια στον εγκάρσιο άξονα (της κάτοψης), όπου
«συμπεραίνεται» παράδοξη έλλειψη συμπιεστότητας.
2. Π.χ. απόπειρα «επανόδου» στην κατακόρυφο, διαπιστώνεται στους ανώτερους
ορόφους του Πύργου της Πίζας.
198
την κάτοψη) στάθμες1, είναι επόμενο ότι και ο δυτικός τοίχος του κυρίως
ναού θα είχε ανυψωθεί μέχρι το ύψος του αρχικού φωταγωγού. Η απόκλι
ση από την κατακόρυφο που θα είχε παρουσιάσει στην ανώτερη στάθμη
του, σύμφωνα με την κλίση που εμφανίζει το σωζόμενο μέχρι σήμερα κα
τώτερο τμήμα του, θα ήταν της τάξης των 0,80 μ. (Σχ. 8, 9, 10, 11, 12). Επει
δή η εγκάρσια διεύθυνση του τοίχου αυτού είναι ασύγκριτα δυσμενέστερη
από την διαμήκη, αναφορικά με τις στατικές επιπτώσεις της συγκεκριμέ
νης καταπόνησης, διαπιστώνουμε ότι θα είχαν προκύψει για το οικοδό
μημα όχι απλά και μόνο αντιαισθητικές όψεις, αλλά και μια εξαιρετικά
επικίνδυνη κατάσταση12.
Αν λάβουμε επιπλέον υπόψιν ότι αυτές οι έντονες κλίσεις των τοίχων
συνοδεύονταν αναπόφευκτα και από μικρές ή μεγάλες ρηγματώσεις και
στρεβλώσεις σε διάφορες θέσεις, σχηματίζουμε μια εικόνα για το κτίσμα, η
οποία όσο και αν καταβλήθηκε προσπάθεια να «εξωραϊσθεί», είναι
βέβαιο ότι δεν θα ανταποκρινόταν στην εύφημη μνεία του αρχιτεκτο
νικού έργου που καταγράφεται στον Βίο του οσίου Αθανασίου, ένα κεί
μενο του 11ου αιώνα: ο ναός ήταν εντυπωσιακός όχι μόνο για το «μέγε
θος» αλλά και για το «κάλλος»3 του...
1. Αυτό επιβαλλόταν και από την πρόνοια για την τοποθέτηση των ξυλοδέσμων.
2. Είναι πολύ πιθανή και η κατάπτωση τμημάτων της ανωδομής.
3. Βλ. Βίος οσίου Αθανασίου, Α', (έκδ. Noret), § 104, 1. Για την αξιοπιστία του Βίου
βλ. Lemerle Ρ., La vie ancienne de S. Athanase, σ. 100.
4. Κατά διατύπωση του εδαφομηχανικού Ν. Νάσκου στην ανακοίνωσή του σχετικά με
το θέμα, στο προαναφερθέν συνέδριο της Αγωρειτικής Εστίας.
5. Οι τοιχοδομές αυτές είχαν υποστεί τις εντονώτερες καθιζήσεις.
6. Αν συνεχίζονταν οι διαφορικές καθιζήσεις θα προκαλούσαν οπωσδήποτε ρωγμές
εμφανείς στις τοιχογραφημένες επιφάνειες.
199
Αν, όμως, η κύρια αιτία των καθιζήσεων ήταν η «υπερφόρτιση» κατά
την φάση της ανέγερσης, και η διαφορετική συμπιεστότητα του εδάφους,
τότε προκύπτει ότι και η παγίωση της στατικής κατάστασης θα επήλθε, σε
μεγάλο βαθμό, μετά την αποπεράτωση της οικοδομής. Αλλά, με τις παρα
δοχές αυτές, πώς εξηγούνται οι δραστικές επεμβάσεις κατά τον 13ο αιώνα
που προϋποθέτουν καταπτώσεις και καθαιρέσεις ανωδομών και περιλαμ
βάνουν ευρύτατες επισκευές και μετασκευές; Ποιά αιτία τις προκάλεσε
τότε;
1. Η υφιστάμενη σήμερα ανωδομή πάνω από τη στάθμη του τόξου της μεσαίας αψίδας,
δεν ακολουθεί σε κάτοψη την καμπύλη παραμόρφωση του μετώπου, αλλά μια ευθΰγραμμία
που παρουσιάζει υποχώρηση σε σχέση με το κατακόρυφο πρόσωπο του κλειδιού. Παρόμοια
υποχώρηση του τοίχου πάνω από το τόξο μετώπου, επισημάναμε και στην αψίδα του
Διακονικού (Σχ. 8, 9).
200
III. 1.2.7. Η παγίωση της στατικής κατάστασης ως ένδειξη προηγη-
θείσας σεισμικής δράσης.
Το γεγονός ότι οι καθιζήσεις εμφανίζονται πρακτικά περατωμένες,
ήδη από την εποχή της τοιχογράφησης του ναού, συνιστά αυτό καθ’ αυτό
μια από τις ενδείξεις ότι το αίτιο που προκάλεσε τις καταστροφές ήταν
ισχυρός σεισμός.
III. 2. Καθίζηση από ραγδαία βροχόπτωση και άνοδο της στάθμης των
υπογείων υδάτων.
Επειδή η στάθμη των υπογείων υδάτων κυμαίνεται, αλλά πάντοτε βρί
σκεται πάνω από την στάθμη έδρασης των κτιστών θεμελίων -κατά την
χειμερινή περίοδο ανέρχεται σε στάθμες που πλησιάζουν το δάπεδο- δεν
είναι εύλογο να αναμένονται κατά πολύ δυσμενέστερες από τις υφιστά
μενες συνθήκες για την θεμελίωση, εξ αιτίας μιας έντονης βροχόπτωσης.
Εξ άλλου, η κατηφορική κλίση της πλαγιάς δεν επιτρέπει την επί πολύ
διατήρηση υψηλής στάθμης πάνω από το έδαφος για τα κατερχόμενα
όμβρια.
1. Διότι συντρέχουν λόγοι που επιβάλλουν την εφαρμογή κάποιου συστήματος θεμε-
λίωσης σε βάθος: Βλ. Rübener R. - Stiegler W., ό.π., ο. 91, 92. Βλ. και κεφ. «Περιγραφή του
μνημείου: Κατασκευαστικά ζητήματα».
2. Βλ. Rübener R. - Stiegler W., ό.π., ο. 96, 97. Προφανώς το μήκος καθορίζεται από διά
φορους παράγοντες όπως: είδος ξυλείας, μέση διατομή, έμπηξη υπό κλίση ή μη,
διαστρωμάτωση του εδάφους κ.ά.
3. Βλ. Rübener R. -Stiegler W., ό.π., ο. 96, 97.
201
Πέραν των παρατηρήσεων αυτών, μια ενδεχόμενη δυσμενής δράση
καταρρακτωδών βροχοπτώσεων, θα προκαλούσε βύθιση του κτίσματος
μάλλον προς τα κατάντι και όχι προς τα ανάντι του πεδίου θεμελίωσης.
IV. Συμπέρασμα.
Από την παραπάνω τεχνική ανάλυση προκύπτει ότι, για πολλούς και
σοβαρούς λόγους, η περισσότερο εύλογη ερμηνεία του φαινομένου της
διαφορικής καθίζησης, είναι να αποδοθεί στην επενέργεια ισχυρού
σεισμού. Η συνδρομή τεσσάρων συναφών γραπτών μαρτυριών που μιλούν
για σεισμό, αίρει κάθε επιφύλαξη και καθιστά την δράση του σεισμού,
αναμφίβολο γεγονός.
Για την «αποκατάσταση» της μορφής που πήρε το κτίσμα κατά την με-
τασκευή, θα βασισθούμε στα λιγοστά, αλλ’ όχι ευκαταφρόνητα ίχνη που
διασώθηκαν στη δομή του και θα συνεκτιμήσουμε τις τυπολογικές, μορφο-
λογικές, κατασκευαστικές και λειτουργικές προϋποθέσεις που πρέπει να
συντρέχουν κατά την περίοδο αυτή, σχετικά με την όλη διάρθρωσή του.
Αναφορικά με την κατάσταση του ερειπίου μετά το σεισμό, διαφαίνε-
ται ότι από το αρχικό, σταυροειδές, ξυλόστεγο κτίσμα κατέρρευσαν ή ή-
σαν ετοιμόρροπα και κατεδαφίσθηκαν ή κρίθηκαν καθαιρετέα, μέχρι τις
στάθμες που επέβαλλε η ανάγκη εξασφάλισης ευστάθειας στις τοιχοδομές
αλλά και η μορφή της μετασκευής, τα εξής τμήματα της ανωδομής:
α. το μέτωπο της βόρειας κεραίας του σταυρού μέχρι μια κυμαινόμενη
στάθμη που το χαμηλότερο ύφος της αντιστοιχούσε στα τόξα του διλόβου
παραθύρου.
β. Η αντίστοιχη ανωδομή του μετώπου της νότιας κεραίας του
σταυρού: Εδώ η αναδόμηση των τόξων του διλόβου είναι πιθανότερη.
γ. Απροσδιόριστου ύφους τμήμα της ανωδομής, στον δυτικό τοίχο του
κυρίως ναού και τμήματα των αντίστοιχων ανωδομών του νάρθηκα. Ο
υφιστάμενος δυτικός τοίχος, επιχρισμένος πάνω από την παράσταση της
Κοιμήσεως της Θεοτόκου, παρουσιάζει διαφορετική (ηπιότερη) κλίση
πάνω από την στάθμη τοιχογράφησης.
δ.Το ανατολικό αέτωμα μέχρι την βάση του, δηλαδή την άνω στάθμη
της διατηρούμενης τοιχογράφησης. Αυτό είναι αναμφισβήτητο λόγω του
είδους των παραμορφώσεων που παρατηρούνται στην αφίδα του I. Βή
ματος και άλλων κατά χώραν στοιχείων που εκτίθενται στη συνέχεια.
Η γεωλογική διέγερση είχε ως συνέπειες για την αφίδα του ιερού Βή
ματος: α. την έντονη κλίση προς τα βόρεια της βόρειας «παραστάδας» (ή
ποδαρικού) και β. την μετατόπιση προς τα δυτικά του κλειδιού της, δηλ.
202
την έντονη καμπύλωση1 (εν κατόψει) του τοξωτού μετώπου της. Και οι
δύο αυτές παραμορφώσεις φανερώνουν επικίνδυνη αποδυνάμωση της συ
νοχής του εν λόγω δομικού φορέως, γιατί στο πιο ευαίσθητο σημείο, το
κλειδί του τεταρτοσφαιρικού θόλου, εμφανίζονται τάσεις αποδιάρθρω-
σης.
Είναι προφανές ότι κάθε φόρτιση του τόξου με επιπρόσθετα βάρη
υπερκείμενης τοιχοδομής (αετώματος), θα θεωρήθηκε ότι επιδεινώνει την
στατική κατάσταση, για δύο λόγους: α. γιατί τα μεσαία (και μεγαλύτερα)
φορτία φέρονται επισφαλώς «επί προβόλου»12 και β. γιατί σε περίπτωση
πρόκλησης οριζοντίων ωθήσεων εξ αιτίας σεισμού, επαυξάνονται (ανάλο
γα με το βάρος της υπερκείμενης τοιχοδομής) οι αποδιαρθρωτικές τάσεις
στην περιοχή του κλειδιού. Από τις παρατηρήσεις αυτές προκύπτει ότι το
αρχικό αέτωμα - που οπωσδήποτε δεν θα έμεινε αλώβητο, χωρίς, τουλάχι
στον, ρηγματώσεις- εάν δεν κατέπεσε, κρίθηκε, κατά τη φάση της πρώτης
μετασκευής, καθαιρετέο. Πράγματι, το συμπέρασμα αυτό επικυρώνεται -
εκτός από την αποδεδειγμένη ανάγκη ανακούφισης του τόξου της αψί
δας- και από δύο ακόμη ενδείξεις «κατά χώραν».
1. Πάνω από την τυπικής μορφής, ερυθρή ταινία3 που ορίζει το άνω πέ
ρας της σωζόμενης παλαιολόγειας (;) τοιχογράφησης, στο μέτωπο της α
ψίδας (του ι. Βήματος), ο τοίχος δεν συνεχίζεται στο ίδιο «επίπεδο», αλλά
βρίσκεται σε υποχώρηση, μεγαλύτερη στο μέσο και μικρότερη στα ά
κρα (Σχ. 8, 9). Παρόμοια υποχώρηση παρουσιάζει και ο τοίχος πάνω από
το αψίδωμα της κόγχης του Διακονικού.
2. Στην ίδια στάθμη εξωτερικά, παρουσιάζεται διαφοροποίηση της δό
μησης4. (Πίν. 9α). Αυτά τα δύο στοιχεία δείχνουν αναντίρρητα ότι δεν
έχουν διατηρηθεί ούτε καν οι κατώτερες τοιχοδομικές στρώσεις του
αρχικού αετώματος5. Επίσης, υπό τον όρο ότι δεν πρόκειται για μεταγε
1. Φαίνεται σαφώς και από το σχήμα της ερριμμένης σκιάς σε φωτογραφίες της
ανατολικής όψης τους ναού. Βλ. ΥΠ.ΠΟ. Διεύθυνση Συντήρησης Αρχαιοτήτων. Μελέτη
Κατάστασης Διατήρησης και Παθολογίας Τοιχογραφιών I. Ν. Πρωτάτου Αγίου Όρους.
Προτάσεις αποκατάστασης, Αθήνα 1997, πίν. 37.
2. Λόγω της «εν κατόψει» καμπύλωσης του μετώπου.
3. Βλ. Μελέτη Κατάστασης Διατήρησης, πίν. 64, 65.
4. Βλ. Παπαχατζηδάκης Π., «Φωτογραφικό Αρχείο», Φωτογραφικό Αρχείο Μουσείου
Μπενάκη, Αθήνα, Αρ. εισ. 12317, στοιχ. αρνητ. Ρ. 19.148.
5. Επίσης είναι ενδιαφέροντα εν προκειμένω, τα στοιχεία που παρέχουν παλιές φωτο
γραφίες, όπου εικονίζεται ο προγενέστερος της επέμβασης του Α. Ορλάνδου φωταγωγός. Ο
υπερυψωμένος πάνω από τις πλάγιες στέγες ορθογώνιος όγκος του είναι στενότερος (κατά
το εξωτερικό περίγραμμά του) από την (φέρουσα) υποκείμενη, ορθογώνια τοιχοδομή. Δηλα
δή, παραβάλλοντας εξωτερικές όψεις όπως: τις φωτογρ. του αρχείου Φ. Ζαχαρίου (βλ. «Με
λέτη Κατάστασης Διατήρησης», πίν. 37 και 38), ή του αρχείου Π. Παπαχατξηδάκη (βλ. Φω
τογραφικό Αρχείο Μουσείου Μπενάκη, αριθμ. εισαγ. 12313, στοιχ. αρνητ. Ρ. 19.144) διαπι
στώνουμε ότι: Οι δύο ανατολικές κατακόρυφες ακμές του υπερυψωμένου φωταγωγού (βό
203
νέστερη επισκευή και επιζωγράφηση, είναι αξιοπρόσεκτη η «απότομη»
διακοπή της τοιχογράφησης πάνω στο όριο της ερυθρόχρωμης ταινίας
πλαισίωσης, αν συνδυασθεί με τη μη συνέχεια του υπερκείμενου τοίχου
στο ίδιο επίπεδο. Πράγματι, εάν η τοιχογράφηση από την αρχή συνεχιζό
ταν προς τα άνω, στο ίδο επίπεδο, θα ήταν πρακτικά αδύνατο να καθαι-
ρεθεί ο υπερκείμενος της ταινίας τοίχος, διατηρώντας τη στάθμη της
αδιατάρακτη. Αυτό θα ήταν δυνατό μόνον εάν η υπερύψωση πάνω
από την ερυθρόχρωμη, οριοθετική ταινία, γινόταν με ελαφρά υλικά ή
ξυλόπηκτη. Εξ άλλου, οι παραμορφώσεις στον φορέα της αψίδας για τις
οποίες έγινε λόγος, είναι εύλογο να θεωρήσουμε ότι δεν επέτρεπαν ούτε
σκέψη για αναδόμηση του αετώματος. Συνοψίζοντας τα παραπάνω,
καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι, όπως καθαιρέθηκαν αναμφίβολα τα
υπερυψωμένα αετωματώδη μέτωπα της βόρειας1 και νότιας κεραίας του
σταυρού, έτσι καθαιρέθηκαν και τα ισοϋψή (με αυτά) αετώματα της
ανατολικής και δυτικής2. Όλα τα αετώματα αναδομήθηκαν πιθανώτατα
με ειδικά ελαφρά υλικά. Τα πλευρικά (Β και Ν) διαμορφώθηκαν σε
χαμηλότερη στάθμη λόγω της ταπείνωσης των αρχικών μετώπων.
ρεια και νότια γωνία) εισέχουν έναντι των αντιστοίχων ακμών του υποκείμενου (φέρο-
ντος) τοίχου, και κατά τις δύο διευθύνσεις. Πιο συγκεκριμένα: η ΝΑ ακμή του φωταγωγού
υποχωρεί και ως προς την ανατολική και ως προς τη νότια, εξωτερική παρειά των αντί
στοιχων υποκειμένων τοίχων. Περί το μέσο του μήκους του ανατολικού τοίχου του φωτα
γωγού, δεν φαίνεται να υπάρχει ανάλογη υποχώρηση. Είναι λοιπόν καταφανές ότι οι υπο
χωρήσεις κατά την διεύθυνση Α-Δ που αρχίζουν από τις γωνίες και μηδενίζονται προς το
μέσο, απέβλεπαν α. στο να μειώσουν το πάχος του τοίχου της υπερύψωσης και β. στο να
ευθειάσουν «εν κατόψει» τον τοίχο αυτό, που θα προέκυπτε καμπυλωμένος, εάν παρακολου
θούσε τις παρειές του υποκειμένου.
1. Το βόρειο ίσως κατέρευσε λόγω και της έντονης κλίσης του τοίχου.
2. Και αυτό, είναι πιθανότερο ότι κατέρρευσε.
204
τή τη φάση, διατηρούν και τονίζουν τον κατακόρυφο άξονα που προϋπήρ-
χε, και κυρίως προϋποθέτουν «αετωματική» διαμόρφωση της αντί
στοιχης στέγης. Εάν υπήρχε πρόθεση να μη δηλώνεται πλέον εξωτερι
κά το εγκάρσιο κλιτός, δηλαδή να τρέχει το γείσο του βορείου τοίχου σε
μια συνεχή, οριζόντια στάθμη, τότε η κατασκευή πλίνθινου κοσμήματος
και κυκλικού φεγγίτη, θα ήταν επιλογή άστοχη και αδικαιολόγητη αφού
θα αντιστρατευόταν στην υποτιθέμενη πρόθεση να προσδοθεί δρομικότη-
τα στο κτίσμα. Τα γνωστά παραδείγματα κυκλικών (ή τετράφυλλων) φεγ
γιτών που ανάγονται στην υστεροβυζαντινή περίοδο1, σχετίζονται όχι α
πλώς με τονισμό του κάθετου άξονα της όψης στην οποία εγγράφονται,
αλλά επί πλέον και με αετωματική διαμόρφωση της αντίστοιχης στέγης,
καθώς και ύπαρξη εσωτερικής (ομόλογης) καμάρας. Θυμίζουμε πρόχειρα
την Αγία Σοφία Τραπεζούντας12, που χρονολογείται3 μεταξύ των ετών
1238 και 1263.
205
ξυλοδεσιάς, αμέσως κάτω από τις ποδιές των παραθύρων της ανώτατης
σειράς. Ήταν, προφανώς, ενδεδειγμένο από στατική άποψη να επιλεγεί
ως νέα ανώτατη (καταληκτήρια) στάθμη των πλευρικών τοίχων μια
στάθμη διέλευσης εφελκυστικής ζώνης1.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο και μετά τις απαραίτητες εργασίες αποκατά
στασης ή ενίσχυσης της συνέχειας των ξυλοδέσμων, θα είχε εξασφαλισθεί
η συνοχή της νέας ανώτερης στάθμης των πλευρικών τοιχοδομών, με το
κυρίως σώμα του κτίσματος. Ως προς τη στέγαση των «γωνιαίων διαμερι
σμάτων», τα δομικά στοιχεία δείχνουν ότι, κατά την εν λόγω οικοδομική
φάση, υπερυψώθηκαν οι εξωτερικοί τοίχοι τους και συνδέθηκαν οι στέγες
τους με τις στέγες της εγκάρσιας κεραίας, κατά τρόπο ανάλογο με αυτόν
που εμφανίζεται και σήμερα, μετά την επέμβαση του Α. Ορλάνδου. Κρί
σιμη και ως προς την αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος, είναι η «μαρ
τυρία» που παρέχεται με τη διάσωση του προαναφερθέντος δομικού λει
ψάνου του παραθύρου και της αντίστοιχης τοιχοδομής στον ανατολικό
τοίχο της βόρειας κεραίας του σταυρού. Συγκεκριμένα: το γεγονός ότι το
παράθυρο αυτό τοιχίσθηκε στο επίπεδο του υποχωρημένου πλαισίου του,
και από τις δύο όψεις του (εξ ου και η αναγνώριση της ύπαρξής του), μαρ
τυρεί ανύψωση της στάθμης της αρχικής κεκλιμένης στέγης του διαμε
ρίσματος της Πρόθεσης. (Πίν. 23α, 34α). Περιπτώσεις κατά τις οποίες το
καταέτιο γείσο «θλάται» και συνεχίζεται οριζοντίως προς τη μια ή και τις
δύο κατευθύνσεις, είναι ασυνήθιστες στη βυζαντινή ναοδομία αλλά
πάντως μαρτυρούμενες12. Προέρχονται είτε από την αρχική κατασκευή,
είτε από μετασκευή. Θα αναφέρουμε μερικά παραδείγματα: Παναξιώτισ-
σα της Γαβρολίμνης3, Άγιοι Θεόδωροι Αθηνών4, ναός της Παλαιοκατού-
νας5, Κάτω Παναγιά6, ναός στο Staro Nagoricino7.
Οι βάσεις των αετωμάτων του διαμήκους «κλιτούς», βρίσκονταν στη
στάθμη αμέσως πάνω από τα κλειδιά των παραθύρων της ανώτατης
σειράς, που διατηρούνται ακέραια μέχρι σήμερα στις κατά μήκος πλευρές
του (Σχ. 8, 9). Πρόκειται για την ανώτατη στάθμη μέχρι την οποία διατη
ρείται η αυθεντική τοιχοδομή του αρχικού κτίσματος και πιθανώτατα (η
στάθμη αυτή) ταυτίζεται ή είναι κατά τι χαμηλότερη από την ανώτατη
καταληκτήρια στάθμη της αρχικής ανωδομής. Η στάθμη αυτή γίνεται
206
αποδεκτή (ως η ανώτατη) για την οικοδομική φάση που συζητάμε, επειδή
είναι και η χαμηλότερη δυνατή, από στατική άποψη.
Συγκρίνοντας τις δύο, τεκμηριωμένες με δομικά κριτήρια, στάθμες
των στεγών του εγκαρσίου και του κατά μήκος κλιτούς, διαπιστώνουμε
υψομετρική διαφορά που καθορίζεται πρακτικά από το ύψος του τυπικού
παραθύρου της ανώτατης σειράς. Το γεγονός ότι η κορυφοτεγίδα (κορ-
φιάτης) της στέγης της εγκάρσιας κεραίας βρίσκεται αμέσως κάτω από τη
στάθμη του γείσου της κατά μήκος, αποτελεί μια πρόσθετη ένδειξη ότι οι
στάθμες αυτές επιλέχθηκαν σκόπιμα.
Ο τρόπος αλληλοτομίας των ανωδομών του εγκαρσίου κλιτούς και
του κατά μήκος, είναι καθοριστικός και του τρόπου διαμόρφωσης των ο
ροφών. Το πρόβλημα του τρόπου συμβολής των ξύλινων στεγών του χαμη
λότερου εγκάρσιου κλιτούς με το ψηλότερο, κατά μήκος, είχε ήδη αντιμε-
τωπισθεί στις βασιλικές από την παλαιοχριστιανική εποχή. Σύμφωνα με
την πιο συνήθη λύση, ένα μεγάλο κτιστό τόξο δημιουργεί με την
τοιχοδομή που υποβαστάζει, το αψιδωτό εσωτερικό μέτωπο πίσω από το
οποίο καταλήγει η δίρριχτη στέγη του εγκάρσιου κλιτούς1. Ο τρόπος
αυτός συνδυάζει δομική ασφάλεια και αισθητικό αποτέλεσμα.
1. Βλ. π.χ., Αγ. Δημήτριο Θεσσαλονίκης: Σωτηρίου Γ. και Σωτηρίου Μ., Η βασιλική
τον Αγιον Δημητρίον Θεσσαλονίκης, εν Αθήναις 1952, εικ. 29, 43.
207
σφάλιση ευστάθειας, είναι λογικό να δεχθούμε ότι αποφασίσθηκε και η
καθαίρεση των εν λόγω, υποτιθέμενων τόξων και λόγω ετοιμορροπίας
τους αλλά και γιατί, εξ αιτίας της αχρήστευσης των ελκυστήρων τους, α
σκούσαν επιβαρυντικές ωθήσεις στα «βάθρα» τους, δηλαδή τους ήδη κε
κλιμένους τοιχοπεσσούς. Απόφαση αποκατάστασης των τόξων, θα σή-
μαινε, κατά προτεραιότητα, επανατοποθέτηση των ξύλινων ελκυστήρων,
την οποία όμως απέτρεπε και απέκλειε η αβεβαιότητα που υπήρχε τότε,
σχετικά με την παγίωση της (ασταθούς και διαταραγμένης) κατάστασης
του υπεδάφους, της θεμελίωσης και των τοιχοδομών. Δηλαδή, η φύση του
προβλήματος (σεισμός, καθίζηση, αστάθεια του υπεδάφους), δεν παρείχε
καμμιά εγγύηση ότι οι αποκλίσεις αυτές θα ήταν οι τελικές και ότι δεν υ
πήρχε ενδεχόμενο παραπέρα επιδείνωσης της κατάστασης. Εάν τα υποτι
θέμενα αρχικά τόξα δεν είχαν ελκυστήρες, το παραπάνω σκεπτικό, σχετι
κά με τις δυνατότητες αποκατάστασης των τόξων, δεν παύει να ισχύει.
2. Εάν δεχθούμε ότι δεν υπήρχαν τόξα κτιστά από την αρχική οικοδό
μηση, τότε η κατασκευή τους κατά την επέμβαση μετά το σεισμό θα κρινό-
ταν ανεπιφύλακτα, για τους λόγους που προεκτέθηκαν, ως αδικαιολό
γητη.
3. Στην περίπτωση που προυπήρχαν μεγάλα τόξα στη βόρεια και νότια
πλευρά του κεντρικού πυρήνα του αρχικού ναού, τότε λόγω της σταυ
ροειδούς διάρθρωσης του κτίσματος και του ισότιμου (ισοδύναμου) χα
ρακτήρα των κεραιών του σταυρού, θα έπρεπε να υπάρχουν κτιστά τόξα
και στην ανατολική και δυτική πλευρά. Απ’ αυτά, αν κρίνουμε από τις
παραμορφώσεις των αντιστοίχων τοίχων, δεν φαίνεται να κινδύνευε να
καταρρεύσει το ανατολικό. Όταν όμως προκύπτει ότι κινδύνευαν να
καταρρεύσουν ή κρίθηκαν καθαιρετέα τα τρία από τα τέσσερα υποτιθέμε
να τόξα, τότε ακυρωνόταν κάθε λόγος να διατηρηθεί μόνο το ένα.
Για όλους τους παραπάνω λόγους, τα δύο υπάρχοντα τόξα που
συνοδεύονται μάλιστα με ξύλινους ελκυστήρες, δεν πρέπει να αποδοθούν
ούτε στην αρχική φάση, ούτε και στην αμέσως μετά το σεισμό μετασκευή.
Η αναγκαιότητα εσπευσμένης απόδοσης του ναού στη λατρεία, λόγω
και του «μητροπολιτικού» του ρόλου, δεν άφηνε χρονικά περιθώρια για
μεγάλη αναβολή του έργου της αποκατάστασης. Το να χτισθούν όμως
κατ’ αυτήν τη «στιγμή» τα μεγάλα τόξα, θα σήμαινε, όπως είδαμε, α) επι
βολή σημαντικών κατακόρυφων φορτίσεων στην βυθιζόμενη κατά τρόπο
απρόβλεπτο, δομή των τοιχοπεσσών και β) άσκηση οριζόντιων ωθήσεων
(των οριζόντιων συνιστωσών του βάρους των αψίδων) στα υψηλότερα
σημεία των έντονα κεκλιμένων δυτικών «βάθρων». Μια τέτοια επιλογή
κρίνεται παρακινδυνευμένη καθώς αντιστρατεύεται σε πρόδηλες αρχές
ευστάθειας διαταραγμένων δομών. Αξίζει να τονισθεί ότι η τοποθέτηση
των ξύλινων ελκυστήρων, που πρέπει να θεωρηθεί σύγχρονη με τη δόμηση
των τόξων, έχει αποφασιστική σημασία για την ερμηνεία της αλληλουχίας
208
των φάσεων. Προϋποθέτει ότι έχουν διασφαλισθεί διαζευκτικά, δύο στα
τικής φύσεως εγγυήσεις: Ή, ότι δεν θά υπάρξει στο μέλλον οιαδήποτε υ
πολογίσιμη, επί πλέον απόκλιση των δυτικών (και των ανατολικών)
τοιχοπεσσών ή, ότι, εάν υπάρξει τέτοια απόκλιση, οι ελκυστήρες θα αντα-
ποκριθοΰν με τόση επάρκεια (αντοχή των πακτώσεων και των ξύλινων
δοκών σε εφελκισμό) ώστε να παραμείνει αλώβητη η κατασκευή. Δηλαδή,
προϋποτίθεται η παραδοχή ότι οι ελκυστήρες θα συγκρατήσουν στη θέση
τους τά δυτικά κυρίως, βάθρα των αφίδων, ακόμη και όταν υποχωρήσει
κατά τι, το έδαφος στο οποίο εδράζονται. Προκειμένου για την πρώτη
«βεβαιότητα», που κατ’ ουσίαν αφορά στην πρόγνωση σεισμών και
καθιζήσεων, είναι γνωστό ότι μόνο η παρέλευση ικανού χρονικού διαστή
ματος μπορεί να την εμπνεύσει. Αναφορικά προς τη δεύτερη, είναι προ
φανές ότι σε μιά ήδη διαταραγμένη δομή και με άδηλη την εξέλιξη της κα
θίζησης, όταν έπρεπε να συγκρατηθούν από τον ελκυστήρα σημαντικές
μάζες τοιχοδομών (δεδομένης και της επιβάρυνσης από την φόρτιση του
κτιστού τόξου), δεν ήταν δυνατό να υπάρξει εγγύηση για αποτελεσματική
εφελκυστική λειτουργία.
Συμπεραίνοντας λοιπόν σχετικά με τα κτιστά μεγάλα τόξα και τους
αντίστοιχους ελκυστήρες, θεωρούμε πιθανώτατο ότι κατασκευάσθηκαν
αργότερα, όταν είχε πλέον παγιωθεί η προκληθείσα από το σεισμό δομική
κατάσταση του κτίσματος και εξέλιπαν οι φόβοι για συνέχιση της καθί
ζησης. Δεν μπορούμε όμως να δεχθούμε ότι ως τότε ο ναός παρέμεινε ανε-
πισκεύαστος και αλειτούργητος.
209
γές. Ταυτόχρονα έπρεπε να είναι λύσεις τεχνικά συμβατές με την δομική
κατάσταση του κτίσματος.
Γίνεται ήδη φανερό ότι κάτω από τις ιδιάζουσες συνθήκες που διαμορ
φώνουν όλοι οι προαναφερθέντες παράγοντες, δεν πρέπει να αναμένου
με σαν αποτέλεσμα της μετασκευής, μια εντελώς συμβατική περίπτωση
της σύγχρονης βυζαντινής ναοδομίας. Πριν διερευνήσουμε τις πιθανές
εναλλακτικές λύσεις, πρέπει να δούμε τα βασικά, πάγια στοιχεία της
διάρθρωσης των ξύλινων στεγών αυτής της οικοδομικής φάσης. Στη στά
θμη έδρασης της στέγης του κατά μήκος κλιτούς, πρέπει να υπήρχε ένα
ξύλινο ισχυρό ζευκτό1, που γεφύρωνε το χάσμα στη θέση του μεγάλου
κτιστού τόξου. Η χαμηλότερη στέγη της εγκάρσιας κεραίας ήταν ξύλινη,
πιθανώτατα τετρακλινής, όπως και η αντίστοιχη σημερινή.
α. Η συμβολή των δύο στεγών, εάν υποτεθεί ότι ήσαν ανεπένδυτες
εσωτερικά, εμφανίζεται ανόργανη, περίπλοκη και πάντως με μορφή μη
«οικεία» σύμφωνα με τις παραδεδομένες, «καθαρές», μορφολογικές λύ
σεις σε αντίστοιχα προβλήματα συνένωσης στεγών. Αλλά και η τυχόν
επένδυση των στεγών αυτών με επίπεδες ξύλινες οροφές δεν είναι δυνατό
να θεωρηθεί ότι «λύνει» το αισθητικό και μορφολογικό πρόβλημα. Πα
ράλληλα, το υπαρκτό τότε ενδεχόμενο να συνεχισθεί και να επιδεινωθεί η
απόκλιση των τοίχων, με συνέπεια την μεταβολή και των γεωμετρικών
στοιχείων της στέγης, αποδεικνύει αδόκιμη μια ξύλινη διάρθρωση που δεν
θα είχε ειδικά «μελετηθεί» ώστε να προσαρμόζεται με «ευλυγισία» στις
παρουσιαζόμενες παραμορφώσεις. Διαπιστώνουμε λοιπόν ότι μια τέτοια
λύση (με επίπεδες ξύλινες οροφές) παρουσιάζει σαφή μορφολογικά, αι
σθητικά, δομικά και κατασκευαστικά μειονεκτήματα.
β. Οι παραπάνω τεχνικές και μορφολογικές προϋποθέσεις συνιστούν
άμεσες υπαγορεύσεις για ένα πιο ευπροσάρμοστο σχεδίασμά: Θα μπο
ρούσε να είναι ένας τρόπος στέγασης ανάλογος ή και ίδιος με το γνωστό
κατά το μεσαίωνα σύστημα της απλής ή και διπλής ά ν τ ω σ η ς12. Το σύ
στημα αυτό παρουσιάζει τα εξής πρόσθετα πλεονεκτήματα: α) επιτρέπει
την εγγραφή ξυλόπηκτης καμάρας και β) καταργεί τους ξύλινους ελκυ-
στήρες που, όπως είδαμε, η λειτουργία τους θα ήταν προβληματική.
Μια κατασκευαστική λύση προς την κατεύθυνση του συστήματος της
άντωσης, εξασφάλιζε μεγαλύτερη ευλυγισία και προσαρμοστικότητα στις
παραμορφώσεις του δομικού φορέα που ήταν πιθανό να προκληθούν από
μια παρατεινόμενη καθίζηση. Παράλληλα, επειδή στο σύστημα της διπλής
άντωσης η πλευρική στερέωση της στέγης γίνεται σε δύο στάθμες στους
210
αντίστοιχους φέροντες τοίχους, η διάταξη αυτή μπορούσε να αξιοποιηθεί
και ως συνδετικό δικτύωμα που θα αποκαθιστούσε σε κάποιο βαθμό την
συνεκτικότητα της διαταραγμένης ανωδομής, στο μέτρο που συνιστούσε
ελαστική ζεύξη των φερόντων τοίχων.
Από μορφολογική και αισθητική άποψη η κατασκευή αυτή είχε, όπως
ήδη σημειώσαμε, το προσόν να αποτελεί τον καταλληλότερο φορέα για
την «ανάρτηση» «χωνευτής», ξυλόπηκτης καμάρας. Η ψευδοκαμάρα αυτή
απέκρυπτε την εσωτερική, μάλλον περίπλοκη διάρθρωση της ιδιότυπης
τετρακλινούς ξύλινης στέγης1. Εξ άλλου, βρισκόμαστε σε μια εποχή (13ος
αιώνας) που επικρατεί κυριαρχικά η μορφολογία των θολοδομικών λύσε
ων. Πιστεύουμε συναφώς, ότι η παρουσία του κυκλικού φεγγίτη συνιστά
μια πρόσθετη ένδειξη για την κατασκευή ψευδοκαμάρας. Στην υστεροβυ
ζαντινή ναοδομία, όταν εμφανίζεται κυκλικός (ή με τη μορφή τετράφυλ
λου ρόδακα) φεγγίτης, αποτελεί συνήθως κεντρικό διαρθρωτικό στοιχείο
σε τύμπανο ημικυλινδρικής καμάρας12. Είναι πιθανό ότι η πρωταρχική ε
πιλογή του κυκλικού φεγγίτη, σε ωρισμένες τουλάχιστον περιπτώσεις, έ
γινε με την πρόθεση να αισθητοποιεί στην όψη, την προβολή του οριζό
ντιου άξονα της εσωτερικής ημικυλινδρικής καμάρας (κατά προσέγγιση ή
κατ’ ακρίβεια).
211
Η τοίχιση των αψιδωμάτων
212
Προθέσεως (Πίν. 25β, 36). Μετά από την αφαίρεση των νεώτερων επι
χρισμάτων και στις δύο πλευρές της εν λόγω τοίχισης, σε ικανό ύφος από
το δάπεδο, διαπιστώνουμε σχετικά με τη δόμηση, και σε αντίθεση με ό,τι
παρατηρήσαμε στις νότιες τοιχίσεις, τα εξής: α. Δεν έχει χρησιμοποιηθεί
ασβεστοκονίαμα, αλλά απλό αργιλοκονίαμα (λάσπη)· β. Είναι η μόνη τοί
χιση στην οποία διαπιστώνουμε ότι έχουν τοποθετηθεί ξυλοδεσιές (σε χα
μηλή στάθμη), γ. Η τοίχιση έχει γίνει επιμελώς και οι παρειές της είναι
συνεπίπεδες με τα «πρόσωπα» των κεκλιμένων παραστάδων του (αρχι
κού) αψιδώματος. Ξεκινώντας από την τελευταία παρατήρηση και συγ-
κρίνοντας με την κατάσταση των άλλων αφιδωμάτων, όπου οι τοιχίσεις
(λόγω διαφορικής καθίζησης των θεμελιώσεων) έχουν μετατοπισθεί, με
συνέπεια να είναι οι επιφάνειές τους σαφώς ασύμπτωτες προς εκείνες
των αφιδωμάτων, συμπεραίνουμε ότι πρόκειται για νεώτερη τοίχιση. Εξ
άλλου και εδώ, η διάταξη (και οριοθέτηση με γραπτές ταινίες) των τοιχο
γραφιών που πλαισιώνουν την τοίχιση, και στις δύο πλευρές της, αποκλεί
ει το ενδεχόμενο να προϋπήρχε αυτή της παλαιολόγειας διακόσμησης.
Ο κύριος λόγος για τον οποίο έγιναν οι τοιχίσεις δεν ήταν η επιδίωξη
διαμόρφωσης χορών. Αν ήταν αυτός ο σκοπός δεν θα αφήνονταν θυραία
ανοίγματα. Αλλωστε η τοίχιση των τοξωτών ανοιγμάτων της Πρόθεσης
και του Διακονικού δεν ήταν απαραίτητη για το σκοπό αυτό. Ούτε και η
διευκόλυνση της οργάνωσης του εικονογραφικού προγράμματος, φαίνε
ται να ήταν ο κύριος στόχος: Το γεγονός ότι σε τέσσερις τουλάχιστον πε
ριπτώσεις, κατά την οργάνωση των διαχώρων της τοιχογράφησης, τονίζε
ται με ερυθρόχρωμη πλαισίωση το αρχικό αφίδωμα και προσαρμόζονται
οι μορφές σε στενά διάχωρα, μαρτυρεί ότι δεν επιδιώχθηκε συστηματικά
να προκύφουν ευρύτερες ζωγραφικές επιφάνειες. Είναι φανερό ότι σε
κάποιο βαθμό αξιοποιήθηκαν οι τοιχίσεις και προς τις κατευθύνσεις αυ
τές, αλλά η βασική αιτία που τις επέβαλε φαίνεται πως ήταν δομική: η α
νάγκη υποστήριξης των τόξων στα οποία εκδηλώθηκε ρωγμή ή και ρηγμά-
τωση στη θέση του κλειδιού τους. Πράγματι, επειδή και τα τέσσερα (εν
λόγω) αφιδώματα, συνδέουν εγκαρσίως τοιχοδομές με διαμήκη κατεύθυν
ση, οι οποίες, μετά την διαφορική καθίζηση του κτιρίου παρουσιάζουν
διαφορετικές κλίσεις (και βυθίσεις), ήταν φυσικό να υποστούν (αυτά)
έντονες στρεβλώσεις, παραμορφώσεις και ρηγματώσεις. Άλλωστε, αν θεω
ρήσουμε σαν επί μέρους δομικούς φορείς τα εν λόγω αφιδώματα, διαπι
στώνουμε ότι οι «παραστάδες» που φέρουν τα τόξα είναι πολύ λεπτές
συγκριτικά με το ύφος τους. Έτσι, ήταν αδύνατο να ανασχεθούν οι έντο
νες τάσεις παραμόρφωσης, λόγω των αποκλίσεων των συμφυών με αυτές
213
τοίχων. Συνεπώς, η επιλογή, κατά την διαμόρφωση των θυραίων ανοιγμά
των στις τοιχίσεις, της διάταξης οριζόντιων ξύλινων ανωφλιών και όχι
της δόμησης τόξων1, μπορεί να ερμηνευθεί, από δομική άποψη, ως επιδίω
ξη υποστηρικτικού και ανακουφιστικού ρόλου των τοιχίσεων, χωρίς να α
σκούνται οι επικίνδυνες, εν προκειμένω, οριζόντιες ωθήσεις των ενδεχό
μενων τόξων. Τέλος, η εμφάνιση ρηγματώσεων μέχρι σήμερα στα κλειδιά
και των τεσσάρων τόξων των αψιδωμάτων που τοιχίσθηκαν, αποδεικνύει
τη χρόνια ευπάθεια των εν λόγω αψιδωμάτων καθώς και το απόλυτα εν-
δεδειγμένο των περιγραφόμενων τοιχίσεων. Είναι προφανές ότι ο πιο κρί
σιμος χρόνος, για την πρώτη εφαρμογή του μέτρου των τοιχίσεων, ήταν α
μέσως μετά την εκδήλωση της διαφορικής καθίζησης. Δηλαδή μετά τον
σεισμό.
Συνοψίζοντας τις παραπάνω παρατηρήσεις, επισημαίνουμε ότι, ενώ η
χρονολόγηση των σωζόμενων τοιχίσεων των νότιων αψιδωμάτων, στον
13ο αιώνα, (συγκεκριμένα: στο διάστημα μετά το 1231 και μέχρι την ανα
καίνιση που προηγήθηκε της τοιχογράφησης -γύρω στα 1290- κατά την
οποία πιθανώς επισκευάσθηκαν), είναι ασφαλής, οι εκτιμήσεις μας για
την δομική αντιμετώπιση των βόρειων αψιδωμάτων, κατά τον ίδιο αιώνα,
στερούνται βεβαιότητας.
Ελλείψει διερευνητικών τομών και εξετάσεων των τοιχογραφικών
υποστρωμάτων και «στρώσεων» στα επίμαχα σημεία, δηλαδή στα εσωρ-
ράχια των βόρειων αψιδωμάτων, είναι δυνατόν να υποθέσουμε τρία ενδε
χόμενα: α. Να μην έγιναν τοιχίσεις εδώ, μετά τον σεισμό του 1231. β. Να
έγιναν με τρόπους όμοιους ή διαφορετικούς από τους υφισταμένους, αλλά
να καθαιρέθηκαν κατά την ανακαίνιση του κτιρίου πριν από την τοι-
χογράφηση (δηλαδή, πενήντα περίπου χρόνια μετά τον σεισμό). Στην πε
ρίπτωση αυτή μπορούμε να πιθανολογήσουμε ότι καταργήθηκαν λόγω
αποκατάστασης των αντίστοιχων ξύλινων εφελκυστικών ζωνών και επι
σκευής των τόξων, όταν κρίθηκε, ίσως, παγιωμένη η στατική κατάσταση
του μνημείου, γ. Να έγιναν τοιχίσεις με μικρότερο πάχος, δηλαδή με αμ
φίπλευρη υποχώρηση των «προσώπων» τους έναντι των κύριων επιφανει
ών (όψεων) των υπαρχόντων αψιδωμάτων. (Π.χ., στο αψίδωμα της Πρό
θεσης, ενδέχεται να αντιστοιχούσε το πάχος της τοίχισης, περισσότερο,
στο πλάτος του επιστυλίου του μαρμάρινου τέμπλου).
Η πρόταση ενός τέτοιου ενδεχομένου κρίνεται επιτρεπτή κατόπιν επι
1. Τα τόξα ταιριάζουν περισσότερο στη βυζαντινή ναοδομία και ιδιαίτερα στις θέσεις
αυτές.
214
σήμανσης ανάλογου «δείγματος»: Στην δυτική πλευρά του αφιδώματος
που υπάρχει στο ΝΔ γωνιαίο διαμέρισμα, διαπιστώνουμε υποχώρηση εξ
αρχής, του τοιχογραφημένου επιπέδου της τοίχισης, στο ανώτερο ύφος
της, ώστε να εμφανίζεται τελικά ένα ρηχό «τυφλό αφίδωμα», με τόξο που
τονίζεται από γραπτή ταινία ερυθρού χρώματος (Πίν. 35 α, β). Είναι, επί
σης, αξιοπρόσεκτο ότι η διάταξη των παραπληρωματικών ζωγραφικών
θεμάτων (μετάλλια με αγίους) αριστερά και δεξιά του τόξου, είναι εντε
λώς όμοια με αυτήν που εμφανίζεται στις αντίστοιχες θέσεις, αμφίπλευ
ρα, και στα δύο βόρεια αφιδώματα. Κατά το ενδεχόμενο αυτό προϋπο
τίθεται καταστροφή για διάφορους λόγους αυτών των λεπτοτέρων τοι
χίσεων.
Από τα παραπάνω ενδεχόμενα, το πρώτο (α) δεν φαίνεται πιθανό για
τρεις λόγους:
α. Η κύρια αιτία τοίχισης των αφιδωμάτων, η ανάγκη υποστήριξης, δη
λαδή, των τόξων μετά τις ζημίες που επέφερε η καθίζηση, υφίσταται και
στην εν λόγφ περίπτωση και μάλιστα κατά μείζονα λόγο, όπως δείχνουν
οι έντονες ρηγματώσεις στα κλειδιά των δύο βόρειων αφιδωμάτων. Μάλι
στα, ο τοίχος όπου έχει διαμορφωθεί το δυτικό (από τα δύο βόρεια) αφί-
δωμα, παρουσιάζει εντονώτατη στρέβλωση και χρόνια ρηγμάτωση, οφει-
λόμενη στο γεγονός ότι συνδέει εγκαρσίως δύο τοιχοδομές (τον ΒΔ
τοιχοπεσσό και τον βόρειο τοίχο) που παρουσιάζουν εμφανώς διαφορικές
καθιζήσεις και αποκλίσεις από την κατακόρυφο (Πίν. 25β, 36).
β. Αισθητικοί λόγοι, τήρησης συμμετρικής διάταξης ως προς τον κατα
κόρυφο άξονα του ναού, στο επίπεδο του τέμπλου, υποδεικνύουν ότι «έ
πρεπε» και στην πρόσοφη της Πρόθεσης να υπάρχει πλήρωση του «κε
νού», ανάλογη με αυτήν που βλέπουμε στην πρόσοφη του Διακονικού: δη
λαδή, τοίχιση και τοιχογράφηση. Η εφαρμογή απόλυτης συμμετρίας στην
διάρθρωση των πλευρικών τμημάτων του μαρμάρινου βυζαντινού τέμ
πλου (που αντιστοιχούν στα παραβήματα), υπογραμμίζει αυτή την αισθη
τική αξίωση για συμμετρία και στις επιφάνειες πάνω από τα επιστύλια
(Πίν. 17, 20).
γ. Μπορούμε να θεωρήσουμε ότι οι υπάρχουσες σήμερα, στα βόρεια
αψιδώματα μεταγενέστερες τοιχίσεις, αντικατέστησαν προϋπάρχουσες,
οι οποίες με τον καιρό ρηγματώθηκαν και αχρηστεύθηκαν. Η καταστροφή
της πιθανής αρχικής τοίχισης στο αφίδωμα της Πρόθεσης μπορεί να α
ποδοθεί σε τοπική διαφορική καθίζηση και παραμόρφωση του φορέα, που
οφείλονται στην διαφορετική θεμελίωση της τοίχισης και επιδείνωση των
αποκλίσεων των τοιχοδομών. Οι παράγοντες αυτοί μαρτυρούνται από τη
215
ρηγμάτωση στην περιοχή του κλειδιού του αψιδώματος και την έντονη
κλίση του μαρμάρινου επιστυλίου του τέμπλου της Πρόθεσης1. Εξ άλλου
και οι παλαιολόγειες τοιχογραφίες που έχουν διασωθεί στις τοιχίσεις των
νοτίων αψιδωμάτων έχουν υποστεί έντονες ρηγματώσεις. Ανάλογα αίτια
μπορούμε να επικαλεσθούμε και για την καταστροφή και αντικατάσταση
της υποτιθέμενης παλαιότερης τοίχισης στο δυτικό (από τα δύο βόρεια)
αψίδωμα.
1. Σαφή διαφορική καθίζηση παρατηρούμε και στο ανατολικό αψίδωμα του νοτιοδυτι
κού γωνιαίου διαμερίσματος, όπου η τοίχιση έχει διαφορετική (πιο επιφανειακή), καθώς
φαίνεται, θεμελίωση. Βλ. Millet G., ..., Inscriptions, σ. 2 (αρ. 3).
216
αρχιτεκτονικής συνέπειας και ενιαίας μορφολογίας. Οι προς τα άνω απο
λήξεις των τοιχογραφημένων επιφανειών στους κατά μήκος τοίχους του
διαμήκους κλιτούς, παρουσιάζουν καμπύλωση που θεωρήθηκε από τους
συντηρητές1 δηλωτική των γενέσεων καμάρας (Σχ. 45). Η καμάρα αυτή πι
στεύουμε ότι υπήρξε και ότι ήταν ξυλόπηκτη. Υπάρχουν, εν τούτοις, συγ
κεκριμένοι λόγοι για τους οποίους η ξυλόπηκτη αυτή καμάρα ανάγεται
στην αμέσως προ της τοιχογράφησης οικοδομική φάση και όχι στην
συζητούμενη12. Οι λόγοι αυτοί θα εξετασθούν αναλυτικά στην οικεία θέση.
Εδώ θα αναφέρουμε με συντομία ότι: α. Οι καμπυλώσεις αυτές (γενέσεις
καμάρας) διαμορφώθηκαν μετά τη δόμηση των μεγάλων, κτιστών τόξων,
αφού υπέρκεινται αυτών. Αλλά είδαμε ότι η κατασκευή των αψίδων
αυτών απέχει χρονικά από τον σεισμό και την καθίζηση, β. Οι καμ
πυλώσεις αυτές αντιστοιχούν σε καμάρα τέτοιου ύφους που προϋποθέτει
κάποια υπερύφωση της αμφικλινούς στέγης, στην οποία «εγγράφεται»,
έναντι της στάθμης της αντίστοιχης αρχικής. Επειδή όμως, η αλλαγή
επιβλήθηκε από τις συνθήκες καταστροφής ύστερα από σεισμό, είναι εύ
λογο να θεωρήσουμε ότι η κατά μήκος ξυλόπηκτη καμάρα κατά την φάση
αυτή, προσαρμόσθηκε κάτω από αμφικλινή (κατά μήκος) στέγη που προ-
έκυφε από ανακατασκευή της αρχικής, στην ίδια (προϋπάρχουσα) στά
θμη και όχι σε υψηλότερη. Αν υπήρξε κάποια υπερύφωση αυτή θα πρέπει
να ήταν μικρής, αμελητέας τάξης, γ. Πρέπει να συνεκτιμηθεί και ένα εν
δεχόμενο, σημαντικό από τυπολογική άποψη (θα αναλυθεί διεξοδικά
στην οικεία θέση), το εξής:
Η διατήρηση της προϋπάρχουσας (αρχικής) στάθμης κατά την ανακα
τασκευή της διαμήκους, αμφικλινούς στέγης, επέτρεπε να δημιουργηθεί
ευκολότερα τοπική έξαρση (της στέγης) στη διασταύρωση του κατά μήκος
και του εγκάρσιου κλιτούς. Η τάση αυτή, υπερτονισμού του εγκάρσιου
άξονα και έξαρσης του πυρήνα του ναού, συναντιέται κατά την ίδια επο
χή, σε σημαντικούς ναούς του δεσποτάτου της Ηπείρου3 και αλλού. Στο
ναό του Πρωτάτου, ένα τέτοιο ενδεχόμενο βρίσκεται σε άμεση αντα
πόκριση και προς την υφιστάμενη σοβαρή πιθανότητα4 να υπήρχε τοπική
υπερύφωση της στέγης του κεντρικού πυρήνα και στο αρχικό κτίσμα.
Επίσης το ενδεχόμενο αυτό ενισχύεται και από την ανάγκη αντιμετώπι
1. Βλ. Ξυγγόπουλος Α., «Ο ναός της Επισκοπής Σκοπέλου», ΑΕ, 1956, σ. 192.
2. Βλ. Οικοδομική φάση Γ'.
3. Βλ. σχετική ανάλυση στο οικείο υποκεφάλαιο.
4. Η πιθανότητα αυτή έχει αυξηθεί, ύστερα από την τεκμηρίωση της εφαρμογής
ξυλοπήκτων ειδικών κατασκευών σε ολόκληρη τη βυζαντινή περίοδο.
217
σης του προκύπτοντος προβλήματος φυσικού φωτισμού του ναού.
1. Βλ. γεωμετρικά στοιχεία στο σχέδιο αναπαράστασης της δεύτερης οικοδομικής φά
σης: τομή κατά πλάτος: σχ. 44.
218
Το πρόβλημα του φυσικού φωτισμού
219
κατά τύπους, παρατηρούμε ότι ύστερα από τις παλαιοχριστιανικές βασι
λικές, την πιο έντονη ποσότητα φωτός παρουσιάζουν οι σταυροειδείς με
τρούλλο της σχολής της Θεσσαλονίκης και της Κωνσταντινουπόλεως,
ύστερα οι τρίκογχες εκκλησίες και τέλος οι οκταγωνικές βυζαντινές εκ
κλησίες»1. Και το Πρωτάτο, βέβαια, δεν μετασκευάσθηκε σύμφωνα με την
αναφερόμενη αρχιτεκτονική «σχολή της Θεσσαλονίκης ή της Κων
σταντινούπολης»1 2, αλλά αυτό δεν συνιστούσε λόγο ώστε να μην έχει
επάρκεια φυσικού φωτισμού. Θα αναφέρουμε και μια μεταγενέστερη έν
δειξη. Στα μέσα του 18ου αι. ο Β. Μπάρσκι επισκέπτεται τον ναό και ανα
φέρει ότι «...έχει μικρά και πυκνά παράθυρα- στο εσωτερικό δίνει καλή
εντύπωση αλλά εξωτερικά όχι...»3. Οι παρατηρήσεις του αυτές δεν δεί
χνουν να βρέθηκε σε υποφωτισμένο ή σκοτεινό χώρο. Μήπως έβλεπε ήδη
τις σειρές παραθύρων κάποιου ύστερου φωταγωγού; Πατί δεν φαίνεται
εύλογη η σκέψη ότι μόνο περί το 18004 ανεκάλυψαν ότι χρειάζεται πρό
σθετος φωτισμός και κατασκεύασαν φωταγωγό, ότι δηλαδή, δεν έβλεπαν
το πρόβλημα κατά τον 18ο και το 16ο αιώνα ή την εποχή που μας α
πασχολεί.
Θεωρούμε λοιπόν πιθανώτατο ότι θα αναζητήθηκε λύση του προβλή
ματος προς τη μόνη προσφερόμενη αλλά και πιο ενδεδειγμένη από αρ
χιτεκτονική άποψη κατεύθυνση: την κατάλληλη διαμόρφωση της συμβο
λής των δύο ανισόσταθμων στεγών.
220
Κατασκευαστικές προϋποθέσεις της ξύλινης κεντρικής καμάρας. (Σχ. 41-43).
1. Βέβαια, η μορφή του τρούλλου είχε καθ’ αυτήν μια ιδιαίτερη συμβολική αξία, χάριν
της οποίας ήταν δυνατό να υποχωρήσουν τα κριτήρια «τυπολογικής» και συνθετικής
συνέπειας. Τέτοιου είδους υπέρβαση διαπιστώνουμε π.χ. στην Βλαχέρνα της Άρτας και σε
περιπτώσεις μονόχωρων με συνεπτυγμένο τρούλλο.
2. Βλ. Μπούρας X., «Στηρίξεις συνεπτυγμένων τρούλλων σε μονόκλιτους ναούς», Ευ-
φρόσννον: αφιέρωμα στον Μ. Χατζηόάκη, τόμ. Β', Αθήνα 1992, σ. 407-416.
3. Στο ίδιο, σ. 407, 408.
4. Εκπλήσσει η εμμονή τους στην επιδίωξη να εισαχθεί ο κατακόρυφος άξονας και να
εξαρθεί με τρούλλο η ανωδομή.
5. Είναι μάλιστα αξιοσημείωτο ότι υπάρχουν και σήμερα παραδείγματα συνεπτυγμέ
νων ξύλινων τρούλλων σε ξυλόστεγες βασιλικές της όψιμης μεταβυζαντινής περιόδου.
221
παρόμοια επινοητικότητα θα εκδηλωνόταν και κατά την αντιμετώπιση
αντίστοιχων προβλημάτων «στήριξης», στις ξύλινες «μεταγραφές».
Προβαίνουμε, λοιπόν, σε μιαν αναπαράσταση της μορφής που πήρε ο
ναός μετά τον σεισμό του 1231, (Σχ. 41-44), σχεδιασμένη με συμβατικά επί
μέρους στοιχεία, αλλά όχι αυθαίρετη και αβάσιμη. Το δυνατό, από κατα
σκευαστική άποψη, μιας τέτοιας διαμόρφωσης, βασίζεται σε έμμεσα, αλλά
αναμφισβήτητα πλέον, τεκμήρια: α. Η αντίστοιχη κατασκευαστική παρά
δοση όπως ξεδιπλώνεται με παραδείγματα εξαιρετικών αρχιτεκτονικών
αξιώσεων, ως προς την κλίμακα μεγέθους και την τεχνική αρτιότητα, σε
μνημεία Δύσης και Ανατολής1, β. Η αξιολογώτατη ποιότητα των ξυλόπη-
κτων θολωτών διαμορφώσεων που συναντούμε σε ωρισμένες περιπτώσεις,
σε οψιμότερα κτίσματα του ελλαδικού χώρου. Η επισήμανση δυτικών ή α
νατολικών επιδράσεων -κυρίως στην διακοσμητική τους- δεν υποβάλλει
πλέον, καμμιά σοβαρή επιφύλαξη για την απώτερη βυζαντινή καταγωγή
των περισσότερων κατασκευαστικών τρόπων, γ. Η ύπαρξη μεγάλης τεχνι
κής εμπειρίας στις ξυλοκατασκευές κατά την βυζαντινή περίοδο, συμ-
περαίνεται έμμεσα και από την συγγενική, καίριων προδιαγραφών τεχνο
λογία της μαρτυρούμενης από πηγές βυζαντινής ναυπηγικής.
Όσον αφορά στην κατασκευή της συγκεκριμένης κεντρικής υπερυψω
μένης καμάρας, η βασική επιδίωξη των τεχνιτών ήταν να συναρθρώνο
νται με συνοχή τα επί μέρους ξύλινα στοιχεία, ώστε να συναποτελούν
έναν ενιαίο, απαραμόρφωτο, ειδικής μορφής «ξυλότρουλλο»12.
222
Η πρώτη μετασκενή τον Πρωτάτου και ο τύπος των σταυρεπίστεγων ναών
Είδαμε ότι τόσο τα δομικά δεδομένα του ναού, όσο και τα ιστορικο-
συγκριτικά στοιχεία, καταδεικνύουν ότι η διάρθρωση της ανωδομής κατά
την πρώτη μετασκευή του κτίσματος, εμπίπτει στο πλαίσιο, που διαγρά
φουν μέσα στην ίδια περίοδο, οι τυπολογικές τάσεις1 της ναοδομίας στο
Δεσποτάτο της Ηπείρου, και ιδιαίτερα ο τύπος των σταυρεπιστέγων. Η
επικοινωνία Αγίου Όρους και Δεσποτάτου, εξάλλου, έχει αποδειχθεί από
αυθεντικές μαρτυρίες της εποχής. Η κύρια διαφοροποίηση αφορά στα
υλικά και στον τρόπο κατασκευής. Στο Πρωτάτο, η απ’ αρχής ξυλόστεγη
κάλυψή του, υπαγόρευσε διαμόρφωση ξυλόπηκτων καμαρών. Στο Δεσπο
τάτο, συναντούμε βέβαια κτιστούς θόλους.
Αναφορικά με το ζήτημα της συγχρονικότητας της πρώτης μετασκευής
του Πρωτάτου και της εν λόγω αρχιτεκτονικής του Δεσποτάτου, είναι α
ξιοπρόσεκτο ότι στην εκκλησιαστική αρχιτεκτονική της δυτικής Ελλάδος,
του 13ου αιώνα, επισημάνθηκε ένα σημείο καμπής, πέρα απ’ το οποίο
η τυπολογία παύει να σχετίζεται στενά με την Ελλαδική σχολή. Η αλλαγή
αυτή σημειώνεται, σύμφωνα με τον Π. Βοκοτόπουλο που μελέτησε ιδιαίτε
ρα τη ναοδομία αυτής της περιοχής, στους «ναούς της περιόδου από το
1230 μέχρι τα τέλη του 13ου αιώνα»*2. 1Οι παλαιότεροι σταυρεπίστεγοι ναοί
του Δεσποτάτου χρονολογούνται στην τέταρτη δεκαετία του αιώνα και
περιβαλλόταν (ως ημικυκλικό) από το αψιδωτό ζευκτό της στέγης. Δηλαδή, κάθε μέτωπο
της κεντρικής καμάρας διαμορφωνόταν με δύο ισχυρά αψιδωτά «ζευκτά» στη βάση και
στη στέψη του. Είναι, επίσης, σημαντικό από στατική άποψη, ότι τα αψιδωτά ζευκτά κατά
την εγκάρσια κατεύθυνση, λειτουργούσαν ως αντηρίδες για τα ξυλόπηκτα τύμπανα και
τους ξύλινους αψιδωτούς φορείς τους, λόγω αμοιβαίας «συνάρθρωσης». Μπορούμε ακόμη
να υποθέσουμε ότι η συνοχή και το απαραμόρφωτο αυτής της ξύλινης «τρουλλοκαμάρας»,
ενισχύονταν επιπρόσθετα και με ξύλινες δοκούς, καθώς και σιδηρά στοιχεία (βλέπουμε α
νάλογα και σε υπάρχουσες σήμερα ψευδοκαμάρες), τα οποία τοποθετούνταν κατά διαγώνι
ες και κάθετες διευθύνσεις, σε συμμετρική διάταξη (εμφανή στο εσωτερικό) ώστε να
διασφαλίζουν την κατασκευή έναντι ελκυσμών και απώσεων. Ωστόσο, διαφαίνεται ότι τα
πιο σημαντικά τεχνικά «μυστικά» παρόμοιων κατασκευών, έχουν χαθεί οριστικά μαζί με
τον πλήρη αφανισμό του υλικού που τα έδινε υπόσταση: του ξύλου.
1. Βλ. υποκεφάλαιο με τίτλο: «Η διάρθρωση ανωδομών και στεγών σε ναούς του
Δεσποτάτου της Ηπείρου κατά τον 13ο αιώνα και το αντίστοιχο πρόβλημα της πρώτης
μετασκευής του Πρωτάτου».
2. Βλ. Βοκοτόπουλος Π., «Η αρχιτεκτονική της δυτικής Ελλάδος», Η Βυζαντινή τέχνη
στην Ελλάδα, σ. 85. Ο συγγραφέας παρατηρεί ότι τα μνημεία των πρώτων δεκαετιών του
Που αι., όπως συγκεκριμένα ο Άγιος Νικόλαος Ροδιάς, διατηρούν στενή σχέση με την Ελ
λαδική σχολή.
223
πέρα1. Στην δεύτερη εικοσιπενταετία του αιώνα, τοποθετείται και ιδιότυ
πη μετασκευή της ανωδομής στην εκκλησία της Βλαχέρνας12.
Τα αίτια αυτής της καμπής, πρέπει να αναζητηθοΰν στη συνδρομή γε
γονότων που συνιστούν ιστορικές τομές κατά τα έτη 12303-12314. Στρατιω-
τικοπολιτικές αναμετρήσεις και ανακατατάξεις με ευρείες και βαρειές ε
πιπτώσεις και επιπρόσθετα, σε άμεση ακολουθία, το απροσδόκητο πλήγ
μα του «οικουμενικού» σεισμού κατά το έτος 12315. Είναι πλέον πιθανότα
το ότι τότε υφίστανται σοβαρές ζημιές ή ερειπώνονται εκκλησίες στο Δε
σποτάτο6 και ναοί στο Άγιον Όρος, μεταξύ των οποίων, και κυρίως, το
Πρωτάτο, αλλά και σε άλλους τόπους λόγω της ευρύτατης εμβέλειας δρά
σης του σεισμού αυτού.
Με τις νέες τάσεις στην ναοδομία του 13ου αιώνα, εκφράζονται σταθε
ρά η βούληση των ιθυνόντων της Εκκλησίας και ιδιαίτερα του μοναχι
σμού, αλλά και οι ομόλογες συναφείς συνθετικές πρωτοβουλίες των «ε-
ντολοδόχων» αρχιμαστόρων, να τονισθούν βασικά χριστιανικά σύμβολα,
ακόμη και σε κτίσματα των οποίων ο αφετηριακός τύπος ήταν δρομικός,
δηλαδή χωρίς παρόμοιους συμβολισμούς. Έτσι, είναι ολοφάνερη η
πρόθεση να προσδοθεί, έστω και μόνο στην διάρθρωση της ανωδομής, εγ
κάρσιος άξονας (σχηματισμός σταυρού)7, ή ακόμη, και κατακόρυφος άξο
νας8, με θολοδομική έξαρση στο κέντρο του κτίσματος (συμβολισμός του
1. Π.χ. Παναγία του Μπρυώνη: 1238. (Πρβλ. Βελένης Γ., Ερμηνεία, σ. 187. Επίσης,
Κάτω Παναγιά και Σωτήρας Γαλαξειδίου, επί Μιχαήλ B: terminus post quem: 1231.
2. Βοκοτόπουλος Π., ό.π., σ. 88.
3. 1230: Συντριβή του στρατεύματος και αιχμαλωσία του βασιλιά του δυτικού κράτους
(Δεσποτάτου της Ηπείρου), Θεοδώρου, σε κρίσιμη μάχη με τεράστιες επιπτώσεις. Μια απ’
αυτές ήταν η οριστική ματαίωση του οράματος για παλινόρθωση της βυζαντινής
αυτοκρατορίας υπό το σκήπτρο των βασιλέων της Ηπείρου. Βλ. Ι.Ε.Ε., τόμ. Θ', σ. 85, 101.
4. 1231: Ανάληψη της διακυβέρνησης του κράτους από τον Μιχαήλ Β' Δούκα, που κα
λείται κάτω από εξαιρετικά αντίξοες περιστάσεις να αποκαταστήσει την ασφάλεια και να
ανορθώσει το ταπεινωμένο γόητρο του κράτους και το ηθικό των υπηκόων του. Φαίνεται
πως στη δυσχερή αυτή περίοδο αναλήφθηκε ιδιαίτερος ρόλος από την Εκκλησία και το
μοναχισμό.
5. Βλ. υποκεφάλαιο «Ο σεισμός του 1231».
6. Βλ. Φούντάς Π., «Κάτω Παναγιά στην Αρτα: Παρατηρήσεις στην οικοδομική
ιστορία του ναού», 25ο Συμπόσιο Βυζαντινής και. Μεταβυζαντινής Αρχαιολ. και Τέχνης
(ΧΑΕ). Περιλήψεις εισηγήσεων και ανακοινώσεων, Αθήνα 2005, σ. 132, 133.
7. Πρόκειται για τον τύπο των σταυρεπιστέγων.
8. Βλ. καθολικά μοναστηριών έξω από την Άρτα και συγχρόνους μονόκλιτους με
συνεπτυγμένο τρούλλο: Μπούρας X., «Στηρίξεις συνεπτυγμένων τρούλλων σε μονόκλιτους
ναούς», Ενφρόσννον: αφιέρωμα στον Μ. Χατζηόάκη, τόμ. Β', Αθήνα 1992, σ. 407-416.
224
ουρανού). Το γεγονός ότι αυτό εμφανίζεται σε τρίκλιτα αλλά και σε μονό
κλιτα κτίσματα είναι ενδεικτικό της κυριαρχίας αυτών των επιλογών.
Η επισήμανση της εκδήλωσης των τάσεων αυτών κατά την συγκε
κριμένη περίοδο και κυρίως η προσεκτική εξέταση της εφαρμογής τους σε
ορισμένα πρώϊμα παραδείγματα1, αρχίζουν να στοιχειοθετούν την υπόθε
ση ότι ανάμεσα στις βασικές αιτίες ή αφορμές για την υλοποίησή τους,
μπορεί να συναριθμηθεί ο μεγάλος «οικουμενικός» σεισμός του 1231Â Ο
απροσδιόριστος, προς το παρόν, βαθμός επιρροής αυτού του παράγοντα,
ενδέχεται να αποδειχθεί (μετά την μελέτη και άλλων μνημείων), ότι
υπήρξε σημαντικός.
Σύμφωνα με τους όρους αυτής της υπόθεσης, η στάθμιση της επιλογής,
αν, δηλαδή, θα γινόταν διατήρηση (αποκατάσταση), απλούστευση, ή
αναβάθμιση του υφισταμένου μέχρι τότε τυπολογικού και μορφολογικού
χαρακτήρα του ναού, εξαρτιόταν από διαφόρους λόγους: οικονομικούς,
οικοδομικούς (τεχνικούς, στατικούς), αρχιτεκτονικούς (μορφολογικούς,
αισθητικούς). Επίσης, τάσεις αυτοσχεδιασμού διαπιστώνονται σε αρκετές
περιπτώσεις13. 2
Θα επαναλάβουμε με άκρα συντομία χαρακτηριστικά παραδείγματα:
Τάση για αναβάθμιση των αρχιτεκτονικών αξιώσεων του προϋφιστάμε-
νου μοναστηριακού ναού, διαπιστώνουμε σε δύο τουλάχιστον περιπτώ
σεις, όπου διαφαίνεται και βούληση προς αυτήν την κατεύθυνση, αλλά
συντρέχει και ο παράγοντας της οικονομικής ευχέρειας: στο Δεσποτάτο
της Ηπείρου. Εδώ, θα μπορούσαμε να μιλήσουμε ακόμη και για πρόθεση
υπεραναπλήρωσης της πιθανώτατα απωλεσμένης, ύστερα από την δράση
μεγάλου σεισμού, αρχιτεκτονικής και οικοδομικής ακεραιότητας των κτι-
σμάτων. Πρόκειται για τις αρχικά τρίκλιτες βασιλικές, καθολικά των μο
νών Βλαχέρνας και Κάτω Παναγιάς. Βλέπουμε εδώ ότι με επεμβάσεις
κυρίως στήν ανωδομή, εισάγονται και στα δύο κτίσματα τόσο ο εγκάρσι
ος, όσο και ο κατακόρυφος άξονας.
Θα προσθέσουμε ótl αξίζει, κατά τη γνώμη μας, η εξέταση του ενδεχο
μένου να έχει προκύψει ο σταυρεπίστεγος τύπος από αναβαθμιστική με-
τασκευή προϋπάρχοντος μονόκλιτου κτίσματος και στο καθολικό της μο
1. Όπως π.χ. το καθολικό της μονής Κάτω Παναγιάς. Βλ. Φούντάς Π., ό.π., σελ. 132, 133.
2. Σε σημαντικά μνημεία της Άρτας, όπως είδαμε, οι κυριώτερες αλλαγές εντοπίζονται
στις ανωδομές των κτισμάτων, κατά τεκμήριο ευπαθέστερες έναντι σεισμού.
3. Πρβλ. Μπούρας X., Στηρίξεις συνεπτυγμένων τρούλλων, σ. 407, 408.
225
νής του Σωτήρος στο Γαλαξείδι1. Το σχετικό χρονικό διασώζει και την
πληροφορία για καταλυτική δράση μεγάλου σεισμού12.
Η ίδια τάση διαμόρφωσης εγκάρσιου και κατακόρυφου άξονα εμφανί
ζεται, διαζευκτικά ή συνδυαστικά, και σε μονόκλιτους ναούς: στους σταυ
ρεπίστεγους και στους μονόκλιτους με συνεπτυγμένο τρούλλο.
Τα παραδείγματα της Άρτας και του Γαλαξειδιού (και του Πρωτάτου)
προσανατολίζουν την περιέργεια για μια διερεύνηση των αρχαιότερων
σχετικών περιπτώσεων ώστε να εξακριβωθεί σε τί ποσοστό πρόκειται για
μετασκευές ή εκ βάθρων ανεγέρσεις.
Πάντως, φαίνεται ότι η διατήρηση του υφιστάμενου τύπου, με εργασί
ες επισκευής και αποκατάστασης, ήταν η πιο εύλογη «ανακαινιστική» αν
τιμετώπιση για τις περισσότερες των περιπτώσεων, δεδομένου ότι επρό-
κειτο για μια δυσχερή περίοδο, με δυσμενείς οικονομικές συνθήκες. Στο ί
διο πλαίσιο, πρέπει να ενταχθεί μάλλον και ο προβληματισμός για την
προέλευση της τρουλλοκαμάρας σε σταυροειδείς εγγεγραμμένους ναούς.
Μήπως, δηλαδή, η συνηθέστατη κατάπτωση τρούλλων από την επίδραση
σεισμών, ήταν η αιτία της πρώτης εμφάνισής τους. Στην περίπτωση αυτή,
η επιλογή της συγκεκριμένης μορφής, είναι ενδεχόμενο να κρίθηκε με την
στάθμιση παραγόντων: οικονομίας, κατασκευαστικής απλούστευσης3,
σπουδής να λειτουργήσει το ταχύτερο δυνατό ο ναός, ή να διασωθεί ο
υπάρχων τοιχογραφικός διάκοσμος.
Η διασπορά των νέων «ιδεών», πριν ίσως αποκρυσταλλωθούν σε
τύπους, διευκολύνθηκε από δύο «φορείς» που είχαν ιδιαίτερους λόγους
να παρουσιάζουν μεγάλη κινητικότητα κατά την περίοδο αυτή.
1. Πρβλ. Βοκοτόπουλος Π., «Παρατηρήσεις στον ναό του Σωτήρος κοντά στο Γα
λαξείδι», ΔΧΑΕ, περ. Δ', τόμ. ΙΖ' (1993-1994), σ. 199-210. Η συνύπαρξη στο μνημείο όχι ενι
αίου χαρακτήρα τεχνικών και μορφολογικών αντιλήψεων, μας υποβάλλει υπόνοιες για διά
κριση οικοδομικών φάσεων (Φούντάς Π., Κάτω Παναγιά στην Άρτα, σ. 133).
2. Η κοινή, ανεπιφύλακτη αποδοχή, όπως δείχνει η βιβλιογραφία, της μαρτυρίας πού
περιέχει το (μεταγενέστερο) Χρονικό, για τον κτιτορικό ρόλο του δεσπότη Μιχαήλ Β', καθι
στά τουλάχιστον αξιοπρόσεκτη, αν όχι εξ ίσου αξιόπιστη, και την συνδυαζόμενη μνεία με
γάλου σεισμού, ιδιαίτερα σήμερα που φαίνεται ότι ενισχύεται η μαρτυρία αυτή και από
άλλες σοβαρές ενδείξεις. Το γεγονός, εξάλλου, ότι δύο γνωστοί σεισμοί, το 1862 και το 1993,
προξένησαν στο μνημείο σοβαρότατες ζημιές (βλ. Βοκοτόπουλος Π., ό.π., σ. 199, σημ. 7),
αποτελεί πρόσθετη ένδειξη για την μεγάλη ευπάθεια της δομής του ναΐσκου έναντι σει
σμικής δράσης. Ως προς την αξιοπιστία πληροφοριών του Χρονικού, η χρήση αυθεντικών
εγγράφων που επικαλείται ο Ευθύμιος στην αρχή του κειμένου, φαίνεται να θεωρείται
πιθανή και από τον επιμελητή της έκδοσής του Η. Αναγνωστάκη: βλ. σ. 10.
3. Πρβλ. Ορλάνδος Α., «Οι σταυρεπίστεγοι ναοί της Ελλάδος», ΑΒΜΕ, Α', σ. 52.
226
α) Τα περιοδεύοντα συνεργεία οικοδόμων που έπρεπε να ανχαποκρι-
θούν στις επισκευαστικές και ανοικοδομητικές ανάγκες1 κτισμάτων, σε
μια ευρεία γεωγραφική έκταση, όπου έδρασαν οι σεισμοί του 1231. Σοβαρή
ένδειξη αυτής της κινητικότητας αποτελεί ο εντοπισμός της προέλευσης
ενός συγκεκριμένου «δείγματος γραφής» που ανιχνεύουμε στο ναό του
Πρωτάτου: Πρόκειται για το πλίνθινο κόσμημα στην βόρεια όψη. Με τα
συγκεκριμένα χαρακτηριστικά του: σχήμα, κλίμακα μεγέθους, μοναδικό
τητα διακοσμητικής παρέμβασης στο κτίσμα, και θέση αναφορικά με τις
συνθετικές αρχές της νέας όψης, συναντιέται κυρίως στην Πελοπόννησο12.
Μια πρόσθετη ένδειξη μπορεί να συστήσει η αναγνώριση αξιοπιστίας και
σε δύο άλλες μαρτυρίες που κομίζει το Χρονικό του Γαλαξειδιού. Εκτός,
δηλαδή, από την μαρτυρία για τον κτιτορικό ρόλο του δεσπότη Μιχαήλ Β',
που δεν έχει αμφισβητηθεί. Αυτές είναι, η μνεία ισχυρού σεισμού που
γκρέμισε εκκλησίες, όπως ήδη σημειώσαμε, καθώς και η αναφορά σε αρ
μόδιο «περίφημο τζινιέρη»3, «πολυταξιδεμένο»4, που προσέφερε τις υπη
ρεσίες5 του και σε φραγκοκρατούμενες περιοχές.
Το ζήτημα των περιοδευόντων οικοδομικών συνεργείων είναι εύλογο
να εξετασθεί σε αντιστοιχία με τις «μετακλήσεις» ή μετακινήσεις καλλιτε
χνικών (ζωγραφικών) εργαστηρίων, όπως π.χ. εκείνου με επικεφαλής τον
Μιχαήλ Αστραπά τον Θεσσαλονικέα.
β. Μικρές «περιοδεύουσες» ομάδες μοναχών. Οι μετακινήσεις τους, ε
κτός από τους λόγους που αναφέραμε ήδη, υπαγορεύονταν επίσης και
από την ανάγκη διενέργειας ζητειών6, τις διαμοναστηριακές επικοινωνί
ες, τις αμφίδρομες επικοινωνίες με τα μετόχια, την συμμετοχή για λόγους
βιοπορισμού σε οικοδομικά ή καλλιτεχνικά συνεργεία κ.ά.
1. Για μετακινήσεις οικοδομικών συνεργείων κατά την Βυζαντινή περίοδο μέσα και
έξω από την Βυζαντινή επικράτεια, βλ. Μποΰρας X., «Αρχιμάστορες, τεχνίτες και οικο
δομικές δραστηριότητες», Οικονομική Ιστορία του Βυζαντίου, (επιμ. Λαΐου Αγγ.), τόμ. Β',
Αθήνα 2006, σ. 257-259.
2. Βλ. σχετική συγκριτική ανάλυση.
3. Βλ. Ευθύμιος Ιερομόναχος, Το Χρονικό του Γαλαξειδιού, επιμ. Η. Αναγνωστάκης,
Αθήνα 1985, σ. 27, 28.
4. Πρβλ. Βοκοτόπουλος Π., «Παρατηρήσεις...» (ό.π.), σ. 203.
5. Κατά την άποψή μας, η θέση του άξονα της εγκάρσιας καμάρας και ο τρόπος διαμόρ
φωσης της, στο καθολικό της Κάτω Παναγιάς, αποδεικνύει αξιόλογες γνώσεις «εδαφομη-
χανικής» και «στατικής», σχετιζόμενες με την καίρια αντιμετώπιση χρονιών, όπως φαίνε
ται, προβλημάτων στη θεμελίωση.
6. Σε περιόδους που υπήρχαν αντίξοες συνθήκες και περιστάσεις, παρατηρούμε ότι
ήσαν συχνές οι περιοδείες για ζητείες, δηλαδή εράνους (π.χ., κατά την Τουρκοκρατία).
227
Όσον αφορά το σοβαρό ζήτημα της μη εμφάνισης των νέων τάσεων
στην Μακεδονία, θα πρέπει πρώτιστα να απαντηθεί το ερώτημα: γιατί
υφίσταται εδώ ναοδομικό κενό, κατά τον 13ο αιώνα; Η πολιτική και εκ
κλησιαστική κατάσταση στην περιοχή κατά τον αιώνα αυτό, δεν επέτρεψε
τήν ίδρυση ούτε ενός ναού στη Θεσσαλονίκη και τη Βέρροια1. Επίσης
στον Άθωνα, κανένας από τους σωζόμενους αξιόλογους ναούς δεν ανά
γεται στην περίοδο αυτή.
228
ΤΡΙΤΗ ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΗ ΦΑΣΗ
I. Η ΓΡΑΠΤΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
Στην περίοδο πριν από την τοιχογράφηση του ναού, αναφέρεται αγιο
λογική παράδοση που αφορά στις απηχήσεις της εκκλησιαστικής πολιτι
κής του αυτοκράτορα Μιχαήλ Η' Παλαιολόγου (1259-1282) στο Άγιον Ό
ρος. Υπάρχει (/ αυτήν και συγκεκριμένη μνεία του ναού. Το εν λόγω συ
ναξάρι έχουν εκδώσει ο Α. Δημητρακόπουλος (1867)1, ο Μ. Γεδεών (1885)2,
ο Σπ. Λάμπρος (1912)3 και άλλοι4.
Για το θέμα του συναξαριού έχουν διατυπώσει απόψεις οι Μ. Γεδεών 5
(1885), Σπ. Λάμπρος6 (1902), Γ. Σμυρνάκης7 (1903), St. Binon8 (1942), P.
Lemerle9 (1946, 1982), I. Αναστασίου10 (1963), Ιω. Μαμαλάκης11 (1971), Μ.
Zivojinovic12 (1978), Δωρόθεος Μοναχός13 (1985), Π. Χρήστου14 (1987) κ.ά. Οι
απόψεις τους κυμαίνονται από την ανεπιφύλακτη αποδοχή ως την πλήρη
απόρριψη. Ωρισμένοι δέχονται ότι η παράδοση αυτή απηχεί μέρος της
αλήθειας. Στο κείμενο επισημαίνονται αντικειμενικά ανακολουθίες και
ιστορικές ανακρίβειες, αλλά και γνωστά από πηγαίες μαρτυρίες της πε
229
ριόδου συμβάντα, γεγονός που καθιστά τη διάσταση των απόψεων ευεξή
γητη.
Κατά την αμφισβήτηση της αξιοπιστίας του κειμένου, προβάλλονται
κυρίως οι εξής λόγοι:
α) Η αβεβαιότητα για την παλαιότητα της γραπτής παράδοσης1 (του
συναξαριού). Ο Κ. Βλάχος π.χ., αναφέρει ότι «όέν σώζεται εν άρχαωτέρω
κώόικι τοϋ ΙΣΤ αίώνος»12.
β) Προφανείς και μη, ιστορικές ανακρίβειες, όπως π.χ., το άτοπο της
προσωπικής συμμετοχής του ίδιου του αυτοκράτορα στα διαδραματιζόμε
να3 στον Άθω- η χρονική τοποθέτηση του διωγμού αμέσως μετά την
σύνοδο της Λυών κ.ά.
γ) Το γεγονός ότι ο Μιχαήλ Η' Παλαιολόγος υπέγραψε αρκετά επίση
μα έγγραφα υπέρ αγιορειτικών μονών4, δεν συμβιβάζεται με την αποδιδό
μενη σ’ αυτόν από το συναξάρι, καταδρομή εναντίον του Αθωνικού μονα
χισμού.
δ) Τα αναφερόμενα περιστατικά είναι δυνατόν να θεωρηθούν ως από
ηχος προγενέστερων5 η μεταγενέστερων συμβάντων, με πρωταγωνιστές
πειρατές και επιδρομείς που προέρχονταν από την Δύση, όπως π.χ., οι
Καταλανοί6.
Από την άλλη πλευρά, οι αποδεχόμενοι ως αξιόπιστο, με ιστορική
βάση το συναξάρι, υποστηρίζουν ότι:
α. Αναφορικά προς την παλαιότητα της παράδοσης, έχει επισημανθεί
η ύπαρξη συναξαρίων με το συγκεκριμένο θέμα, από τον 14ο αιώνα7. Στον
ίδιο αιώνα ανάγει την συγγραφή του συναξαριού ο Ph. Meyer8.
β. Ως προς την αναφερόμενη παρουσία και «αυτουργία» του ίδιου του
βασιλιά Μιχαήλ Η', δέχονται ότι πρόκειται για συνήθη συναξαριακό
τρόπο σχηματοποιημένης ιστόρησης, κατά τον οποίο παρίσταται συχνά η
«υπαίτια» κεφαλή της εξουσίας9. Παράλληλα επικαλούνται την, για
230
λόγους αφηγηματικής «οικονομίας» και απλοποίησης, σύμπτυξη και προ
σαρμογή της χρονικής ακολουθίας των γεγονότων1.
γ. Η αιτία της έκδοσης χρυσόβουλλων ή σιγιλλίων υπέρ των Μονών,
δεν είναι η ίδια σε όλες τις περιπτώσεις και το κίνητρο δεν είναι πάντα
ευκρινές. Εξαρτάται από την εποχή, τις περιστάσεις, τις σκοπιμότητες.
Επισημαίνονται λόγοι διπλωματικοί-πολιτικοί1 2, λόγοι προσεταιρισμού
των μοναχών3, λόγοι επιβεβλημένης ανταπόκρισης του βασιλιά σε «καθι-
κέτευσίν» μοναχών4 , λόγοι μεσολάβησης αρχόντων με επιρροή5 κ.ά.6
δ. Θεωρούν ότι τα προγενέστερα ή μεταγενέστερα γεγονότα (π.χ. επι
δρομές Καταλανών) είναι διακριτά7 και ότι οι ιστορικές πηγές μνημονεύ
ουν αντίστοιχης βαρύτητας συμβάντα και επί της βασιλείας του Μιχαήλ
Η'8.
Θα αναφέρουμε και μερικές αντιπροσωπευτικές απόψεις, πάνω σ’
αυτό το θέμα, μελετητών της αρχιτεκτονικής και της τέχνης του μνημείου.
Ο Α. Ξυγγόπουλος9 δέχεται ότι «γύρω στις τελευταίες δεκαετίες του 13ου
αιώνα», ο ναός του Πρωτάτου έπαθε σοβαρές βλάβες από σεισμό ή από
πυρκαγιά, αλλά θεωρεί ατεκμηρίωτη την, κατά παράδοση, απόδοση της
καταστροφής σε εμπρησμό. Η χρονολόγηση της τοιχογράφησης μέσα στην
πρώτη εικοσαετία του 14ου αιώνα, που προτείνει, δεν βοηθά στην επίλυση
1. Επισημαίνεται ότι πρόθεση και στόχος του συναξαριστή δεν είναι η συγγραφή
ιστορικού έργου.
2. Βλ. Μαμαλάκης Ιω., ό.π., σ. 97, 98.
3. Σμυρνάκης Γ., ό.π., σ. 75. Βλ. Actes de Lavra II, αρ. εγγρ. 71 (1259), στίχ. 86-108. Επι-
σημαίνεται παράλληλα, ότι τέτοιου είδους ερμηνείες συμπεριφοράς, θα πρέπει να συνεκτι-
μούν και παρατηρήσεις όπως του Γ. Παχυμέρη (Ε, 20): «ό βασιλεύς ώς δήθεν φιλανθρω-
πενόμενος διεκώλνεν, καιρόν εις εκδίκησιν θείς, ώς έδειξεν ύστερον», ή του Κ. Γιαννα-
κόπουλου (Ο Αυτοκράτωρ Μιχαήλ VIII Παλαιό λόγος και η Δύσις 1258-1282, Αθήνα 1969,
σ. 204): «Αυτοκράτωρ όστις είχε φθάσει εις τον θρόνον κυρίως διά δημαγωγίας και
μέσω εντέχνου χειρισμού τον ελληνικού στρατού... και ιδιαιτέρως τον κλήρου».
4. Actes d'Iviron III, αρ. εγγρ. 58 (1259). Actes de Docheiariou, αρ. εγγρ. 8 (1267 ή 1282).
5. Actes de Chilandar (έκδ. 1911), αρ. 7 (1271), εισαγωγή.
6. Στα περισσότερα χρυσόβουλλα του αυτοκράτορα προς τις Αθωνικές μονές, επικυ
ρώνεται το ιδιοκτησιακό «καθεστώς» κτημάτων κ.λπ., το οποίο είχε διασαλευθεί ή αμφι
σβητηθεί λόγω των δυσμενών συνθηκών που επικράτησαν κατά την περίοδο πριν από την
βασιλεία του.
7. Πρβλ. Δωρόθεος Μον., ό.π., σ. 53. Καλομοιράκης Δ., «Ο πατριάρχης Αθανάσιος Α' και
η διδασκαλία του προς τους κατοίκους της Μικρός Ασίας κατά το 1303», Δελτίον Κέντρου
Μικρασιατικών Σπουδών, τόμ. 8 (1990-1991), σ. 26, υποσ. 4.
8. Παχυμέρης Γ., Ε. 18, 24, ΣΤ. 24. Για τα στοιχεία που παρέχουν βίοι Αγίων της εν
λόγω περιόδου βλ. παρακάτω.
9. Ξυγγόπουλος Α., Μανουήλ Πανσέληνος, Αθήναι 1956, σ. 10-12· ο ίδιος, «Μανουήλ
Πανσέληνος», Νέα Εστία, 1963, σ. 210.
231
του προβλήματος, γιατί η ισχύς μιας τέτοιας άποψης αμφισβητείται βάσι
μα με νεώτερες μελέτες1.
Ο Π. Μυλωνάς12 τοποθετεί την «αποκατάσταση» του μνημείου προς τα
τέλη της βασιλείας του Ανδρόνικου Β' Παλαιολόγου (1282-1328), καθώς
την συσχετίζει με την αποχώρηση, κατά το έτος 1309, των Καταλανών,
στους οποίους αποδίδει τις καταστροφές. Καί σ’ αυτήν την περίπτωση, η
τόσο όψιμη χρονολόγηση βρίσκεται έξω από τα αποδεκτά όρια που θέ
τουν νεώτερες τεκμηριωμένες εκτιμήσεις σχετικά με την χρονική οριοθέ-
τηση των τοιχογραφιών (γύρω στα 1290).
Στα τελευταία χρόνια ασχολήθηκε διεξοδικά με τις τοιχογραφίες του
ναού και τα συναφή προβλήματα, ο Δ. Καλομοιράκης, ο οποίος αξιοποίη-
σε πορίσματα της εν τω μεταξύ έρευνας και προσκόμισε νέα ενδιαφέ
ροντα στοιχεία. Για τον εν λόγω ερευνητή, μολονότι αναγνωρίζει ότι το
συναξάρι παρουσιάζει «ασάφειες και αντιφάσεις», υπάρχει αναμφισβήτη
τος πυρήνας αλήθειας. Επίσης, ο αναφερόμενος εμπρησμός, επί βασιλείας
Μιχαήλ Η' Παλαιολόγου, θωρείται ανεπιφύλακτα ως γεγονός3.
Στην αντιπαράθεση των απόψεων πάνω στο ιστορικό, με θρησκευτι-
κές-εκκλησιαστικές συνιστώσες, ζήτημα, ο μη ειδικός που επιθυμεί να πά
ρει θέση αντικειμενικά, είναι υποχρεωμένος να αποκλείσει ό,τι μπορεί να
θεωρηθεί εικασία και αστήρικτη δοξασία και να σταθμίσει κυρίως την βα
ρύτητα που έχουν οι συναφείς και πλησιέστερες χρονικά, ιστορικές μαρ
τυρίες οι οποίες προέρχονται από επίσημα έγγραφα ή έχουν θεμελιωθεί
στην έγκυρη ιστοριογραφία.
1. Όσον αφορά στην ένταξη του συγκεκριμένου θέματος στο σύγχρονο
ιστορικό πλαίσιο, οι νεώτεροι ιστορικοί βασιζόμενοι στις πηγές4, δέχονται
ότι αντίστοιχης βαρύτητας γεγονότα συνέβησαν αναμφίβολα επί της
βασιλείας του Μιχαήλ Η', κατά την άσκηση της εκκλησιαστικής πολιτικής
του5. Συναφή στοιχεία παρέχουν τα αγιολόγια και άλλα κείμενα της
περιόδου6.
1. Βλ. Χατζηδάκις Μ., «Βυζαντινή Τέχνη στό Αγ. Όρος», Θησαυροί τον Αγίου Όρους,
Θεσσαλονίκη 1997, σ. 23.
2. Μυλωνάς Π., «Παρατηρήσεις στο ναό του Πρωτάτου», Νέα Εστία, τόμ. 89, 1971, σ.
247. Ο ίδιος, «Les étapes successives de construction du Protaton au Mont Athos», C.A., 28 (1979), σ.
143-160.
3. Βλ. Καλομοιράκης Δ., «Ο Πατριάρχης Αθανάσιος Α' και η διδασκαλία του....», (ό.π.),
σ. 26, υποσ. 4, σ. 31-32· ο ίδιος, «Πρωτάτο: η Έρευνα, το Μνημείο και οι Πάτρωνές του»,
Κληρονομιά, τόμ. 22 (1990), σ. 86, 87, υποσ. 54, 96, 97.
4. Π.χ., Παχυμέρης Γ., Ε. 18,19, 20, 24.
5. Παπαρηγόπουλος Κ., Ιστορία Ελληνικόν Έθνους, 6η έκδ., τόμ. Ε', σ. 105. Ostrogorsky
G., Ιστορία, τόμ. Γ', σ. 147. Λάμπρος Σπ., Ιστορία της Ελλάδος..., Αθήνα 1902, τεύχ. 98-99, σ.
387-390. Γιαννακόπουλος Κ., «Μιχαήλ Η' ο Παλαωλόγος», ΙΕΕ, τόμ. Θ', σ. 128, 130.
232
2. Αναφορικά με σχετιζόμενες μνείες σε επίσημα αγιορειτικά έγγραφα,
δεν μπορεί κανείς να αντιπαρέλθει δύο σημαντικές μαρτυρίες:
Α. Σε χρυσόβουλο του Ανδρονίκου Β' Παλαιολόγου, γυιού και διαδό
χου του Μιχαήλ Η', προς τη Μονή Ζωγράφου, του έτους 12891, γίνεται ε
κτενής*2 3λόγος
1 «περί των Χριστού μαρτύρων», «οντω... άνόρισαμένων κα
τά σατάν». Στο κείμενο δηλώνεται με έμφαση ότι ο ίδιος, ως βασιλεύς, ο
φείλει να αποδώσει προς τους μάρτυρες αυτούς, όχι απλώς τιμές, αλλά
και αμοιβές, όπως ακριβώς συνηθίζεται να επιβραβεύουν οι άρχοντες
τους στρατιώτες που έχουν νικήσει σε μάχη4. Αυτός ο ασυνήθιστος σε χρυ-
σόβουλα τρόπος αναφοράς δεν δείχνει να υπαινίσσεται παλαιούς μάρτυ
ρες ή τον προστάτη της μονής Άγιο Γεώργιο μόνο5, γιατί αυτό θα ήταν πα
ράδοξο6.
233
Σύμφωνα με το συναξάρι μαρτύρησαν στη Μονή Ζωγράφου είκοσι έξι
μοναχοί κατά το έτος 12801.
Β. Για την κατανόηση της δεύτερης σχετικής μαρτυρίας, είναι απαραί
τητο να παρατεθεί η σχετική με το Πρωτάτο παράγραφος του συναξαριού
που έχει ως εξής:
«Εξελθών δε έκεΐθεν κατέλαβε την των Καρνών κελλιωτικήν Λαύραν,
ένθα καί τό τοϋ 5Όρους πρωτειον ιδρυται- ό δε πρωτεύων καί οί σύν αύτω
άντέστησαν αύτω γενναίως, τοϊς προλαβοϋσιν ομοίως ελέγχοντες αυτόν
ό δέ εις οργήν κινηθείς εκέλευσε πάντας αυτούς μαχαίρας έργον γενέ-
σθαν καί ούτως έτελειώθησαν οί άγιοι όμολογηταί. Την δέ εκκλησίαν πυρ-
πολήσας καί τά των μοναχών σκηνώματα ληισάμενος...»12.
Τα προαναφερθέντα τοποθετούνται από τον συναξαριστή στο έτος
12803. Σε κάποια χειρόγραφα αναφέρονται αποκλίνουσες χρονολογίες4.
Στο έτος 1275 χρονολογείται και το ελεγκτικό Γράμμα των Αγιορειτών
που απέστειλαν στον αυτοκράτορα Μιχαήλ Η' Παλαιολόγο5.
Το όνομα του Πρώτου δεν αναφέρεται στο συναξάρι. Σύμφωνα με έ
ντονα διατηρούμενη παράδοση6 στο Άγιον Όρος, ονομαζόταν Κοσμάς.
Στον κατάλογο των αξιωματούχων7 του Πρωτάτου, όπου ανατρέξαμε, εμ
φανίζεται Πρώτος με το όνομα Κοσμάς κατά τα έτη 1263 / 64 και 1267. Κα
τά τον P. Uspenskij8, ο Κοσμάς αυτής της περιόδου σχετίζεται με τα γεγο
νότα που αποδίδονται στην διεκκλησιαστική πολιτική του Μιχαήλ Η' Πα-
λαιολόγου9. Από το 1267 μέχρι το 1280, μεσολαβούν δεκατρία (13) χρόνια
1. Ο Γ. Σμυρνάκης αναφέρει (σ. 559) ότι υπάρχει παρεκκλήσιο μέσα στη μονή, προς
τιμήν τους. Βλ. και Δωρόθεος Μον., ό.π., σ. 52. Στο καθολικό της Μονής υπάρχει τοιχογρα
φία με την σχετική σκηνή (1817). Η μνήμη τους τιμάται στις 22 Σεπτεμβρίου: βλ. Νικόδη
μος Αγιορείτης, Συναξαριστής..., τόμ. Α', Θεσσαλονίκη 1981, σ. 187.
2. Βλ. Λάμπρος Σπ., ό.π., σ. 159 στίχ. 31, σ. 160 στίχ. 4.
3. Ο ίδιος, σ. 160 στ. 17. Ο Ιω. Μαμαλάκης (ό.π., σ. 100) πιθανολογεί: 1280-1281. Η Μ.
Zivojinovic (ό.π., σ. 154) αναφέρει: φθινόπωρο 1280. Ο Π. Χρήστου (ό.π., σ. 138) προτείνει το
έτος 1274. Ο Κ. Γιαννακόπουλος (ό.π., σ. 130), παρουσιάζει τα σχετικά με την
εκκλησιαστική πολιτική του Μιχαήλ VIII γεγονότα, με προοδευτικά κλιμακούμενη ένταση
που κορυφώνεται γύρω στα 1280.
4. Βλ. π.χ., υπ’ αριθμόν 604 κώδικα Μ. Ιβήρων, σ. 469.
5. Βλ. Γεδεών Μ., ό.π., σ. 139. Βλάχος Κ., ό.π., σ. 54, σημ. 2. Actes du Prôtaton, σ. 169.
6. Στοιχεία συνδεόμενα άμεσα με αυτήν την παράδοση είναι: α. ο τάφος του στο
νάρθηκα του ναού. Πρβλ. Ιερά Κοινότητα Αγίου Όρους Άθω (επιμ.), Ο Άγιος Ιερομάρτυς
Κοσμάς, Πρώτος τον Αγιον Όρους: Τα κατά την εύρεσιν και ανακομιδήν τον ιερού
Αυτού λειψάνου, Αγ. Όρος 1982, εικ. σ. 7-10. β. Η συμπερίληψή του στους τιμώμενους Α
θωνίτες αγίους και η καθιέρωση εόρτιας ημέρας (βλ. Όσιος Νικόδημος Αγιορείτης, Συνα
ξαριστής, τόμ. Β', σ. 248: Δεκ. 5).
7. Παπαχρυσάνθου Δ., Ο Αθωνικός μοναχισμός, σ. 357, 358.
8. Uspenskij P., lstorija III, σ. 634-637. Ν.Ε. 9 (1912), σ. 159.
9. Πρβλ. Darrouzès J., «Liste des prôtes de l’Athos», Le Millénaire, τόμ. 1, σ. 420-421.
234
και είναι πράγματι πολύ πιθανό ότι ο Κοσμάς επανέρχεται1 στο αξίωμα
αυτό και μετά το έτος 1267. Μια πολύ σοβαρή ένδειξη, αν όχι απόδειξη,
ότι ο μνημονευόμενος στα επίσημα έγγραφα, Πρώτος Κοσμάς αυτής της
περιόδου, είναι ο Πρώτος του συναξαριού, συνιστά η προσαγόρευση του
σε έγγραφο που εντοπίσαμε, του 131712, με την συχνά συναντώμενη σε
αγιολογικά κείμενα3 έκφραση: «ό μακάριος εκείνος». Είναι μία από τις
τυπικές εκφράσεις προκειμένου για αναγνωρισμένους Αγίους.
Αποδελτιώνοντας το σύνολο σχεδόν4, των επισημασμένων μαρτυριών
για κάθε Πρώτο της βυζαντινής περιόδου, σε πηγές μεταγενέστερες του ί
διου5, διαπιστώσαμε ότι πέραν της χρήσης των συνηθισμένων τιμητικών
επιθέτων6 7(που χρησιμοποιούνται και για ζώντες), και του κατ’ εξοχήν
δηλωτικού θανάτου: «μακαρίτης», συναντώνται σε ελάχιστες περιπτώ
σεις τρεις γραμματικοί τύποι του επιθέτου «μακάριος»:
α. «ό μακαρία τη λήξει γεγονώς (ή άπελθών)1», β. «μακαριότατος»8
και γ. «μακάριος». Ο τελευταίος τύπος συναντάται μόνο δύο φορές, μια
235
στον ενικό1 και μια στον πληθυντικό*2. 1Αν λάβουμε, ωστόσο, υπόψιν ότι
στην δεύτερη περίπτωση πρόκειται σαφώς για χρήση του τιμητικού επι
θέτου με τρόπο εντελώς συμβατικό3, προκύπτει ότι η περίπτωση απόδοσής
του, προσωπικά, στον Πρώτο Κοσμά, είναι μοναδική μέσα στο πλήθος των
σχετικών αναφορών που έχουμε εξετάσει. Ο τρόπος εκφοράς4 5του επιθέ
του σε σχέση με τα συμφραζόμενα, είναι ο τυπικός συναξαριακός προκει-
μένου για αναγνωρισμένους στην συνείδηση της εκκλησιαστικής κοινότη
τας και τιμωμένους ως αγίους. Και οπωσδήποτε, δεν έχει την έννοια μα
καρίτης1.
Η ασυνήθης σε έγγραφα, προαναφερθείσα έκφραση δείχνει ότι ήδη
κατά το 1317, τριάντα επτά (37) χρόνια μετά τα περιγραφόμενα συμβά
ντα, ο Πρώτος Κοσμάς εθεωρείτο από τους Αθωνίτες ως άγιος.
Σύμφωνα με τον Δ. Καλομοιράκη6, «κατά την πυρπόληση του ναού ...
έξω ακριβώς από τον (δυτικό) τοίχο... εσφάγησαν ο τότε Πρώτος, Πλακε-
ώτης Κοσμάς και άλλοι εξέχοντες Αγιορείτες, επειδή είχαν αντιδράσει
στην πολιτική του Μιχαήλ Η' Παλαιολόγου». Για το λόγο αυτό, πιστεύει
ότι η ένταξη κατά τρόπο ανόργανο (εκτός εικονογραφικού προγράμμα
τος), της σκηνής των Τριών Παίδων μέσα στην κάμινο του πυρός, (οι ο
ποίοι θεωρούνται ως σύμβολο και πρότυπο ομολογιακής αυτοθυσίας),
στον δυτικό τοίχο7 του ΒΔ γωνιαίου διαμερίσματος, αποτελεί αναφορά
σβήτητο ότι πρόκειται για τιμητικό τίτλο. Τον ίδιο χαρακτήρα έχει ο υπερθετικός αυτός
και στην δεύτερη περίπτωση (β. 2). Για την αρχική (παλαιοχριστιανική) και τις μετέπειτα
χρήσεις του επιθέτου βλ. ΘΗΕ, τόμ. 8ος, στ. 497-498 και Sophocles Ε. A., Greek Lexicon of the
Roman and Byzantine Periods.
1. Κοσμάς (40): Actes de Kastamonitou, αρ. 3 (1317), στίχ. 13: «ό μακάριος εκείνος καί
όσίώτατος πρώτος κϋρ Κοσμάς».
2. Θεοδόσιος (60): Actes de Kutlumus, αρ. 29 (1369/70), στίχ. 11: «τών μακαρίων καί
άοιδίμων δεσποτών καί πατέρων μου, τοϋ τε ρηθέντος πρώτον [Θεοδοσίου] καί τοϋ
πανιερωτάτου μητροπολίτου...».
3. Ο ηγούμενος της Μονής Κουτλουμουσίου Χαρίτων στις διαθήκες του, (ιδιαίτερα
στην πρώτη και τρίτη), δηλαδή σε κείμενα με κυρίαρχο τον προσωπικό χαρακτήρα στην
σύνταξη τους, θέλοντας να τιμήσει και να εκθειάσει τον Πρώτο και τον επίσκοπο Ιερισ-
σού, οι οποίοι του εμπιστεύθηκαν την ηγουμενία της μονής [βλ. σχετ. Actes de Kutlumus, αρ.
30 (1370) στίχ. 16-20], ολισθαίνει σε «ρητορική» υπερβολή, δανειζόμενος στερεότυπη έκ
φραση που χρησιμοποιείται κατά την μνημόνευση «επ’ έκκλησίαις», κτιτόρων κ.ά. Ενδει
κτικό αυτής της διάθεσης είναι ότι στην τρίτη διαθήκη του ονομάζει τα ίδια αυτά
πρόσωπα «άγιους καί θεοφόρους πατέρας»(\)\ βλ. αρ. 36 (1378), στίχ. 17, 18.
4. Έχει ιδιαίτερη σημασία η διατύπωση και η συνάφεια του κειμένου. Βλ. Lampe G., Λ
Patristic Greek Lexicon, σ. 822: Β, 3α, β, c.
5. Η έρευνα στις αθωνικές και άλλες πηγές δεν επιβεβαιώνει την σχετική παρατήρη
ση της Δ. Παπαχρυσάνθου (ό.π., σ. 355, σημ. 41), όσον αφορά την κύρια έννοια του επιθέτου.
6. Καλομοιράκης Δ., «Πρωτάτο...», σ. 96, 97.
7. Στην θέση αυτή (έξω από το ναό) υπάρχει τιμητική κανδήλα που διατηρείται σχεδόν
άσβεστη.
236
στο μαρτύριο των Καρεωτών πατέρων1 και στον εμπρησμό του ναού. Την
άποψη αυτή ενισχύει το γεγονός ότι η μνήμη των εν λόγω οσιομαρτύρων
τιμάται δώδεκα ημέρες πριν από την εορτή των Τριών Παίδων: 5η και 17η
Δεκεμβρίου, αντίστοιχα*2. Είναι επίσης ενδεικτικό της ομολογιακής
ετοιμότητας των Αγιορειτών, περί το επίμαχο έτος 1280, το γεγονός της
σπουδής που επιδεικνύουν τότε, για θεολογική κατοχύρωση του δόγμα
τος, με «εκδόσεις» σχετικών κειμένων 3.
Χωρίς αμφισβήτηση αντιμετωπίζουν την εν λόγω παράδοση και άλλοι
ερευνητές όπως π.χ., από τους παλαιότερους, ο C. Chapman4, και από τους
νεώτερους ο Γ. Μαρτζέλος5.
Στον επίλογο του συναξαριού, στις τελευταίες γραμμές, όπου μνημο
νεύονται οι ανακαινίσεις των κτισμάτων και οι αποκαταστάσεις των ζη
μιών που προκλήθηκαν στις Μονές του Αγ. Όρους, γίνεται αναφορά και
στο «Πρωτάτο». Ωστόσο, με τον όρο αυτό δεν εννοείται εδώ ο ναός6. 7Για
να γίνει αντιληπτή η έννοια του «Πρωτάτου» στην έκφραση «τά εν τφ
Πρωτάτφ των Καρεών άφανισθέντα»1, είναι πολύ βοηθητική η αντιπαρα
βολή με συναφή φράση από άλλη «έκδοση» του συναξαριού: «πυρί παρέ-
δωκαν τό Πρωτάτον άπαν συν τη εκκλησία»8. Είναι σαφές ότι οι έννοιες
Πρωτάτον και εκκλησία δεν ταυτίζονται. Με τις λέξεις «Πρωτάτον άπαν»
πρέπει να εννοήσουμε, όπως ορθά παρατηρεί ο Δωρόθεος, «τα οικήματα
του Πρώτου και των λοιπών»9.
Πράγματι γνωρίζουμε αθωνικά έγγραφα στα οποία προσδιορίζεται η
θέση κάποιου κτίσματος «εντός τοϋ Πρωτάτου», όπως π.χ. «τό κελ
ί. Επικαλείται, προς τούτο και το περιεχόμενο του πρώτου τροπαρίου της ζ' ωδής των
Χριστουγέννων, το οποίο αναφέρεται στους Τρεις Παίδες. Πρβλ. επόμενη σημείωση.
2. Βλ. Όσιος Νικόδημος Αγιορείτης, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών τον ενιαυτού,
(a έκδ. 1819), Θεσσαλονίκη 1981, τόμ. Β', σ. 248, 338.
3. Το έτος 1280 αντιγράφεται η «Δογματική Πανοπλία», της οποίας μια δεύτερη «έκ
δοση» χρονολογείται επίσης στον 13ο αιώνα: Καδάς Σ., Σημειώματα Χειρογράφων Ι.Μ.Μ.
Βατοπαιδίου, Αγ. Όρος 2000, αρ. σημ. 163, 164.
4. Chapman C., Michel Paléologue restaurateur de i Empire Byzantin, Paris 1926, σ. 121.
5. Μαρτζέλος Γ., «Οι Αγιοι της Μονής Βατοπαιδίου», Ι.Μ.Μ. Βατοπαιδίου: Παράδο-
ση-Ιστορία-Τέχνη, τόμ. Α', Αγ. Όρος 1996, σ. 100, 101, εικ. 73.
6. Πρβλ. υποκεφάλαιο για την ονομασία «Πρωτάτον».
7. Λάμπρος Σπ., Πάτρια, σ. 161 στίχ. 12-13.
8. Koder Τ, ό.π., σ. 83 στίχ. 34, 35. Δωρόθεος Μον., Το Άγιον Όρος, σ. 52.
9. Δωρόθεος Μον., ό.π., τόμ. Β', σημ. 23.
237
λίν τοϋ Παησίον, τό ενι εντός τοϋ Πρωτάτου...»1. Είναι μάλιστα χαρακτη
ριστικό ότι ο εν λόγω μοναχός Παΐσιος κατέχει και πρωτατινό αξίωμα*2.
Αν δεν ερμηνευθεί με την έννοια αυτή το «Πρωτάτον», αλλά με την
έννοια ναός, τότε η διατύπωση «τά έν τω Πρωτάτω άφανίσθέντα» απο
βαίνει παράδοξα περιοριστική της έκτασης των ζημιών από την πυρκα
γιά, μόνο μέσα στο ναό, ενώ στο κείμενο αναφέρεται πυρπόληση της εκ
κλησίας. Η έννοια αυτή του Πρωτάτου, ως αρχή του Πρώτου και συνεκδο-
χικά ως τόπος άσκησης της «εξουσίας» του, δηλώνεται με τον όρο «πρω
τείου» και στην αρχή της σχετικής παραγράφου του συναξαριού: «κατέ
λαβε την των Καρύων κελλιωτικήν Λαύραν, ένθα καί τό τοϋ νΟρους πρω
τείου ϊόρυται- ό όέ πρωτεύων καί οι σύν αύτω άντέστησαν..»3. Εξάλλου, ε
πειδή γίνεται στο κείμενο ειδική αναφορά σε λαφυραγώγηση των οικημά
των του Πρώτου και των μοναχών: «τα των μοναχών σκηνώματα ληισάμε-
νος», για τον λόγο αυτό η σημασία της φράσης «τά εν τω Πρωτάτω των
Καρεών άφανίσθέντα», πρέπει να θεωρηθεί συναφής και παράλληλη
με την έννοια της έκφρασης του ίδιου συναξαριού, που αφορά στη Μονή
Βατοπαιδίου: «πάντα σκυλεύσαντες καί άφανίσαντες ήρήμωσαν»4.
Η έννοια αυτή του «Πρωτάτου» προκύπτει αναμφισβήτητα από επίση
μα έγγραφα και άλλα κείμενα της βυζαντινής και μεταβυζαντινής περιό
δου5. Η ύπαρξη περιτειχίσματος που περιέβαλλε τον οικιστικό πυρήνα
των Καρυών μαρτυρείται από βυζαντινές πηγές αλλά και από ανασκαφι-
κά ευρήματα. Ο περιτειχισμένος αυτός πυρήνας που η έκτασή του δεν έ
χει προσδιορισθεί ακόμη επακριβώς, πρέπει να θεωρηθεί ως το «Πρωτά
το» με την έννοια που εκθέσαμε. Έτσι γίνεται κατανοητή και η έκφραση:
«Είτα άπήλθον εις τό Πρωτάτον καί έπόρθησαν αύτό...», στό κείμενο που
εξέδωκε ο J. Koder. Για το θέμα αυτό έχει γίνει εκτενής αναφορά στην αρ
χή αυτής της μελέτης.
«Τά έν τω Πρωτάτω των Καρεών» (έκδ. Σπ. Λάμπρου) ή κατά την ταυ
τόσημη, στην ίδια θέση, έκφραση άλλης εκδοχής του συναξαριού (J. Koder):
«ή τοϋ Πρωτάτου λαύρα», καί «πέριξ άπαντα», αναφέρεται ότι μετά από
τις καταστροφές που υπέστησαν, ανακαινίσθηκαν. Οι εκδοχές της εν
λόγω παράδοσης δεν συμφωνούν και αποδίδουν την ανακαίνιση των
1 .Actes de Dionysiou, αρ. 34 (έτος 1481), στίχ. 3. Πρβλ. στο ίδιο σημείωση του 16ου αι. (σ.
170): «... διά τό κελή δπου είναι μεώ εις τό Πρωτάτον...». Πρβλ. και έγγρ. αρ. 42 (του έτους
1503), στίχ. 2-3: «...άνέφερον... περί τοϋ εντός κελλίου τοϋ ευρισκομένου εις τό
πρωτάτον...» κ.ά.
2. Ό.π., στίχ. 23: «f Παΐσιος μοναχός καί δίκαιος τοϋ πρωτάτου».
3. Λάμπρος Σπ., Τα Πάτρια, σ. 159, στίχ. 31-33.
4. Στο ίδιο, σ. 159, στίχ. 17,18.
5. Βλ. α. Archives de ΤAthos και β. Αθωνικά Σύμμεικτα, (Αρχεία Μονών), σποράδην
(βάσει των ευρετηρίων).
238
Καρυών σε διάφορους «χορηγούς»1. Πρόκειται για μιαν ακόμη ανακρί
βεια -κοντά στις άλλες διαπιστωμένες του συναξαριού-, πράγμα που επι
βάλλει εύλογα αμφισβήτηση της αξιοπιστίας των σχετικών αναφορών12.
Για τους φορείς της ανακαίνισης της εκκλησίας υπάρχουν, όπως θα δούμε
στη συνέχεια, σαφή τεκμήρια. Όπως έχει επισημανθεί3, αναμφισβήτητη
σημειολογική αναφορά στους φορείς της αποκατάστασης του κτιρίου, αλ
λά και της έμπνευσης και υλοποίησης του μνημειώδους έργου της τοιχο-
γράφησης, αποτελεί, κατ’ αρχήν, η απεικόνιση του αυτοκράτορα Κων
σταντίνου του Μεγάλου (Πίν. 33β). Η παράσταση αυτή είναι άμεσα ορατή
από τον εισερχόμενο στο ναό δια μέσου της κύριας, δυτικής πύλης. Βρί
σκεται στην ανατολική, κάθετη παρειά του εσωρραχίου του αψιδώματος
που συνδέει την δυτική κεραία του σταυρού με το βορειοδυτικό γωνιαίο
διαμέρισμα (Πίν. 36γ). Ως θέμα, παρουσιάζεται εκτός εικονογραφικού
προγράμματος αλλά και κάθε συνάφειας με τις γειτονεύουσες παραστά
σεις4. Είναι, επίσης, άσχετο με τον γνωστό εικονογραφικό τύπο όπου πα-
ρίστανται ο Κωνσταντίνος με την μητέρα του Ελένη, εκατέρωθεν Σταυ
ρού.
Η αυτοκρατορική αμφίεση και η διακεκριμένη θέση του, θυμίζουν τις
απεικονίσεις μέσα σε ναούς, των αυτοκρατόρων της Κωνσταντινούπολης
και των βασιλέων άλλων ορθόδοξων λαών5. Πρόκειται, λοιπόν, για την
εύσημη παρουσία στην εκκλησία του Πρωτάτου, του πολιστή του Βυζαντί
ου, της Νέας Ρώμης, πρώτου αυτοκράτορα των Βυζαντινών, των Ρωμαί
ων6 όπως ονομάζονταν, και υπέρμαχου της Χριστιανικής θρησκείας. Πρό
κειται όμως, όπως έχει εξακριβωθεί7, και για έμμεση αναφορά στο πρό
σωπο του τότε αυτοκράτορα Ανδρονίκου Β' Παλαιολόγου, που επέδειξε
«τόν κατ’ έπίγνωσίν ζήλον καί σπονδήν καί άναόοχήν...»8 για την
αποκατάσταση της ορθόδοξης εκκλησιαστικής και πνευματικής παρά
δοσης, ύστερα από μακρά και δεινή διακύβευση. Η συσχέτιση αυτή θα κρι-
1. Αντιπαράβαλε Koder J. (εκδ.), «Patres Athonenses a latinophilis occisi sub Michaele VIII»,
JOB 18,1969, σ. 84 και Λάμπρος Σπ., Τα Πάτρια, σ. 161.
2. Εκτός εάν δεχθεί κανείς ότι τα διάφορα κελλιά της «Λαύρας των Καρυών», τα εντός
και «πέριξ» του οχυρού περιβόλου (πρβλ. Koder J., ό.π., σ. 83, στίχ. 32-35), ανακαινίσθηκαν με
συνδρομές από ποικίλους «χορηγούς».
3. Βλ. Καλομοιράκης Δ., «Ερμηνευτικές Παρατηρήσεις...», ό.π., σ. 214, 215, υποσ. 157, σ.
217. Ο ίδιος, «Πρωτάτο: η Έρευνα, το Μνημείο και οι Πάτρωνές του», Κληρονομιά, τόμ. 22
(1990), σ. 96, 98, 99,103.
4. Βλ. Καλομοιράκης Δ., «Πρωτάτο...», ό.π., σ. 98.
5. Στο ίδιο, σ. 98.
6. Ρωμαίοι, εξού και Ρωμηοί.
7. Καλομοιράκης Δ., «Ερμηνευτικές Παρατηρήσεις», σ. 215, 217. Στον ίδιο,
«Πρωτάτο...», σ. 98, 99,103.
8. Στον ίδιο, «Ερμηνευτικές Παρατηρήσεις», υποσ. 157.
239
νόταν ως αυθαίρετη, αν δεν βασιζόταν στο γεγονός ότι ο άγιος Αθανά
σιος, πρώην Αγιορείτης μοναχός και τώρα πατριάρχης Κωνσταντινουπό
λεως, χαρακτήριζε τον νέο αυτοκράτορα Ανδρόνικο Β', «πάρι,σον»1, δη
λαδή ισάξιο, με τον Μ. Κωνσταντίνο. Είναι εύλογο ότι και οι Αγιορείτες
μοναχοί συνευδοκούσαν12 και συναποδέχονταν με ικανοποίηση την κατα
ξίωση του βασιλιά που έδειξε μεγάλη προθυμία για την αποκατάστασή
των θεσμίων και την οριοθέτηση των πιστευμάτων της Εκκλησίας. Είχε
μάλιστα αναγνωρίσει την εκκλησιαστική ομολογία των μοναχών, ως την
πιο αυθεντική έκφραση του χαρακτήρα της Ορθοδοξίας.
Η παραπάνω σημειολογική ερμηνεία της διακεκριμένης παρουσίας
του Μ. Κωνσταντίνου στο Πρωτάτο, ενισχύεται και από το γεγονός ότι
είχε αποδοθεί η τιμητική αυτή προσηγορία (του «νέου Μ. Κωνσταντί
νου») και στον προηγούμενο αυτοκράτορα, Μιχαήλ Η' Παλαιολόγο3, επει
δή ανακατέλαβε την βυζαντινή πρωτεύουσα. Είχε μάλιστα αναρτηθεί
στην Αγία Σοφία πέτασμα με την απεικόνιση του (βασιλιά αυτού) ως νέου
Μ. Κωνσταντίνου. Κατόπιν, όμως, όσων διαδραματίσθηκαν εξαιτίας της
πολιτικής του, ο Αθανάσιος ως πατριάρχης, μερίμνησε για την «υπο
στολή» αυτού του «λαβάρου» και την ανάρτηση της εικόνας του ίδιου του
Μ. Κωνσταντίνου4. Από την άποφη αυτής της ιστορικής μαρτυρίας, η
παράσταση του Μ. Κωνσταντίνου στο ναό του Πρωτάτου, αποτελούσε και
μιαν έμμεση μνεία της αρνητικής στάσης των Αγιορειτών, απέναντι στην
εκκλησιαστική πολιτική του Μιχαήλ Η'. Είναι αυτονόητο εξ’ άλλου, ότι ο
πρώην Αγιορείτης μοναχός και τώρα πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως
Αθανάσιος, μπορούσε να υπομνήσει και να μεσολαβήσει άμεσα και απο
τελεσματικά προς τον φιλομόναχο5 και κατόπιν μοναχό, Ανδρόνικο Β'
Παλαιολόγο, για την βασιλική χορηγία του υπέρ της «αναστήλωσης» της
εκκλησίας του Πρωτάτου, καθώς και των «εικόνων» της, δηλαδή της
τοιχογράφησης. Μάλιστα, η πρώτη πατριαρχεία του (1289-1293) συμπίπτει
χρονικά με την χρονολόγηση της τοιχογράφησης του ναού: περί το 1290.
Δεύτερη σημειολογική αναφορά στο γένος των εμπνευστών και δημι
ουργών6 της μνημειακής ζωγραφικής του ναού, αποτελεί κατά την εύστο
χη παρατήρηση του Δ. Καλομοιράκη, η απεικόνιση του μόνου προπάτορος
που «είναι εκτός της καθ’ αυτό γενεαλογίας του Χριστού, ενώ την ίδια
240
στιγμή παραλείπονται (από την τοιχογράφηση) εννέα»1. Πρόκειται για
τον Ιάφεθ-Ιαπετό12, τον γενάρχη των Ελλήνων. Στο σημείο αυτό πρέπει
επίσης να υπενθυμίσουμε ότι, κατά ισχυρή παράδοση, η τοιχογράφηση
του ναού αποδίδεται στο ζωγράφο Μανουήλ Πανσέληνο από την
Θεσσαλονίκη. Η απόδοση σε καλλιτεχνικό εργαστήρι της συμβασιλεύ-
ουσας ενίσχύεται από την στενή σχέση της ζωγραφικής του Πρωτάτου με
αυτήν που διακοσμεί το παρεκκλήσι του Αγίου Ευθυμίου, στον ναό του
Αγίου Δημητρίου, η οποία χρονολογείται, βάσει επιγραφής, στα 1303.
Π. 1. Τα μεγάλα τόξα στη βόρεια και νότια πλευρά τον μεσαίου κλιτούς1
Εξετάζοντας την οικοδομική φάση Β', είδαμε ότι κατά τον μεγάλο σει
σμό του 1231, προκλήθηκε στο ναό έντονη διαφορική καθίζηση, ρηγματώ-
σεις και καταπτώσεις τμημάτων της ανωδομής. Είδαμε, επίσης, ότι κατά
την επισκευή - μετασκευή του ναού που ακολούθησε, δεν ήταν καθόλου
ενδεδειγμένο, από την άποψη της στατικής κατάστασης του ερειπίου, να
κτισθούν τότε τα υπάρχοντα μεγάλα τόξα (Σχ. 8, 9). Οι κύριοι λόγοι για
τους οποίους αποκλείεται αυτή η δόμηση, ήταν η έντονη κλίση, προς τα
δυτικά, των αντίστοιχων, δυτικών τοιχοπεσσών, στους οποίους θα επε
νεργούσαν οι οριζόντιες συνιστώσες των ωθήσεων των τόξων αυτών, κα
θώς και η επιφόρτιση με πρόσθετα βάρη μιας καθιζάνουσας δομής, της ο
ποίας η «οριστική» σταθεροποίηση ήταν άδηλη πριν παρέλθει ένα εύλογο
χρονικό διάστημα. Δηλαδή, ήταν άγνωστο τότε, εάν η διαφορικά εκδη-
λούμενη βύθιση και κλίση των δυτικών βάθρων (των τόξων), θα συνεχι
ζόταν ή θα έπαυε. Συνεκτιμώντας (α) το γεγονός ότι επρόκειτο ακριβώς
για μεταβαλλόμενη κατά θέσεις και όχι για ενιαία καθίζηση, εξ αιτίας
ενός μεγάλου σεισμού, με απρόβλεπτη εξέλιξη και (β) το δεδομένο της
μεγάλης χαλαρότητας του εδάφους σε ολόκληρη την περιοχή των
Καρυών, τα περιθώρια διακινδύνευσης τέτοιου είδους δομικών επεμβάσε
ων, ήταν σχεδόν ανύπαρκτα. Είδαμε επίσης τους λόγους -απόλυτα συ
ναφείς με τους προαναφερθέντες- για τους οποίους δεν ενδεικνυόταν,
αυτή τη «στιγμή» η τοποθέτηση των ξύλινων ελκυστήρων, μήκους 6, 90 μ.
περίπου, στην στάθμη των γενέσεων αυτών των τόξων. Et επικάλυψη των
αντύγων των τόξων και ειδικότερα των σημείων πάκτωσης των ξύλινων
ελκυστήρων, με το ζωγραφικό στρώμα της γενικής τοιχογράφησης του
ναού, ορίζει προφανώς ένα terminus ante για την κατασκευή τους: τη
χρονολογία της τοιχογράφησης.
Το γεγονός ότι τα δύο αυτά μεγάλα τόξα δεν παρουσιάζουν σοβαρές
ρωγμές12 και παραμόρφωση μετά την τοιχογράφησή τους, αποτελεί μια
πρόσθετη ένδειξη ότι κατασκευάσθηκαν σε εποχή που είχε πλέον παγιω-
θεί η στατική κατάσταση του μνημείου: δηλαδή, σε εύλογη χρονική από
σταση από το έτος 1231 κατά το οποίο έγινε ο «οικουμενικός» σεισμός3.
1. Βλ. και κεφ. «2η οικοδομική φάση: Οι πιθανές στάθμες των στεγών...».
2. Οι λεπτές ρωγμές στα κλειδιά τους δεν πρέπει να θεωρηθούν σοβαρή ζημιά, δεδομέ
νου ότι πρόκειται για ένα κτίσμα με τόσο μακρά οικοδομική ιστορία και τόσο δυσμενείς
εδαφολογικές και δομικές συνθήκες διατήρησης.
3. Πράγματι, κατά το χρονικό διάστημα μέχρι περίπου την τοιχογράφηση (50-60
χρόνια), οι εγκάρσιες κεραίες είχαν στεγασθεί, όπως είδαμε, με ξυλόπηκτες, πιθανώτατα
242
IL 2. Το ενδεχόμενο δόμησης φωταγωγού στο μεσαίο, κατά μήκος κλίτος
Ένα ερώτημα που πρέπει να τεθεί σ’ αυτό το σημείο είναι: μήπως, με
τά την δόμηση των μεγάλων τόξων, κτίσθηκε ενδεχομένως και υπερυψω
μένος φωταγωγός που καθαιρέθηκε σε μεταγενέστερη εποχή;
Εάν είχε διαμορφωθεί τότε, κτιστός φωταγωγός, θα ήταν πολύ πιθα
νόν να διατηρηθούν, τουλάχιστον τμήματα ή λείψανα των τοίχων του,
γιατί οι φέροντες τοίχοι του μεσαίου κλιτούς (βόρειος και νότιος) μέχρι
και την ανωδομή τους, δεν παρουσίασαν μετά την μετασκευή αυτή, σοβα
ρές ζημιές -όπως μπορούμε με ασφάλεια να συμπεράνουμε από τα υπάρ
χοντα ίχνη στη ζωγραφική επιφάνεια- ώστε να δικαιολογείται μεταγενέ
στερη, ολοκληρωτική καθαίρεση τυχόν κτιστής υπερύψωσης. Τόσο η δια
κοπή της παλαιολόγειας τοιχογράφησης σε ορισμένη ενιαία στάθμη1, όσο
και οι διενεργηθείσες δειγματοληπτικά, διερευνητικές τομές, πάνω από
τη στάθμη αυτή, αλλά και η εκτίμηση των στατικών δεδομένων σχετικά με
την στερεότητα του εδάφους και τη δυνατότητα πρόσθετης φόρτισης με
μεγάλα ίδια βάρη, δείχνουν ότι δεν επιχειρήθηκε τότε κτιστή υπερύψωση.
Οι εγγυήσεις για παγίωση της στατικής κατάστασης τις οποίες παρείχε το
χρονικό διάστημα που μεσολαβεί από τον σεισμό του 1231, δεν ήταν βέ
βαια απεριόριστες.
243
θούν και τα σημεία εκείνα όπου καταστράφηκε το ζωγραφικό στρώμα και
το υπόστρωμα1.
Κατ’ αναλογία με την αποδεδειγμένη τοποθέτηση των ελκυστήρων
των μεγάλων τόξων, όχι μετά το σεισμό και την καθίζηση (1231), αλλά κα
τά την φάση των εργασιών πριν από την τοιχογράφηση, μπορούμε να
αποδώσουμε και τα λοιπά, ορατά, ξύλινα στοιχεία στις επισκευαστικές
εργασίες αυτής της φάσης.
Είναι πράγματι εύλογο να δεχθούμε ότι, εν όψει της εξαιρετικών προ
θέσεων και αξιώσεων τοιχογράφησης, προηγήθηκε μια εκτενής σειρά δο
μικών επισκευών η οποία θα περιλάμβανε οπωσδήποτε και την «εξυγίαν
ση» των ξύλινων δομικών στοιχείων. Κυρίως όμως η εξασφάλιση της συνο
χής του δομικού φορέα επέβαλε την πλήρη αποκατάσταση των εφελ-
κυστικών ζωνών. Η τοποθέτηση των δύο μεγάλων, ξύλινων ελκυστήρων
κατά την οικοδομική αυτή φάση, προϋποθέτει εργασίες σε βάθος, στους
αντίστοιχους τοιχοπεσσούς, ώστε να υπάρξουν ασφαλείς συνδέσεις με το
προϋπάρχον ή, ενδεχομένως, πρόσθετο σύστημα ξυλοδέσμων.
Σε σημεία που έγινε αποτοίχιση ή αποκόλληση τμημάτων τοιχογραφι
ών, παρατηρήθηκε ότι, όπου είχαν τοποθετηθεί ξύλινες δοκοί για τη συνο
χή της δομής, αυτές έφεραν «χτυπήματα» ώστε να «αγριέψουν» οι παρει
ές, χάριν καλύτερης πρόσφυσης του υποστρώματος της ζωγραφικής. Αυτό
σημαίνει ότι, πολύ περισσότερο, οι τεχνίτες δεν θα ανέχθηκαν τη διατήρη
ση ανθρακοποιημένων σε κάποιο βάθος από την επιφάνειά τους, ξύλων12.
244
IL 3. 2. Παρατηρήσεις στα μαρμάρινα αρχιτεκτονικά μέλη και γλυπτά.
εξυγίανση, αποκλειόταν όχι μόνον από την παραμικρή υπόνοια για μείωση των αντοχών,
αλλά, προκειμένου για ναό, και για λόγους «ιδεολογίας», δηλαδή εφαρμογής «καθαρών»
τεχνικών λύσεων ή συμβολικούς: ανα-καίνιση = ανακάθαρση, εγ-καινισμός.
Οι τάσεις προς την κατεύθυνση αυτή, επισημαίνονται και σε νεώτερες (και στην σύγ
χρονη εποχή) κατά τις οποίες υποτίθεται ότι η βούληση για διατήρηση περισσότερων αυθε
ντικών στοιχείων, κατά την επέμβαση σε ένα μνημείο, είναι δεδομένη. Έτσι, παρά τις δια
φορές των αντικειμενικών συνθηκών και των εκάστοτε «αναστηλωτικών» αντιλήψεων,
μπορεί να θεωρηθεί ως ενδεικτικό ότι στην βασιλική του Αγίου Δημητρίου της Θεσσαλο
νίκης (πυρκαγιά 1917), δεν εντοπίζεται σήμερα ούτε μια περίπτωση διατήρησης ορατού
ξύλινου στοιχείου που να έχει προσβληθεί από τη φωτιά. Ειδικότερα, προκειμένου για τους
ξύλινους ελκυστήρες των τοξοστοιχιών του μεσαίου κλιτούς, όπως προκύπτει από την σχε
τική δημοσίευση (βλ. Σωτηρίου Γ. και Μ., Η βασιλική τον Αγίου Δημητρίου Θεσσαλονί
κης. Λεύκωμα, Αθήναι 1952), διαπιστώνουμε ότι παρουσιάζουν την ίδια εικόνα πριν από
την πυρκαγιά (βλ. πίν. 1β, 2α) και μετά την αναστήλωση (σημερινή κατάσταση), ενώ είχαν
καεί όλοι (βλ. πίν. 19β, 25β).
Όσον αφορά στις ενσωματωμένες στους τοίχους του Πρωτάτου ξυλοδεσιές, δεν
μπορούμε να γνωρίζουμε την κατάστασή τους. Είναι όμως εύλογο ότι η παρεμβολή
τοιχοδομικών στρώσεων προστατεύει πολλές απ’ αυτές, από τέτοιου είδους κινδύνους
καταστροφής.
1. Βλ. Παζαράς Θ., Τα βυζαντινά γλυπτά του καθολικού της Μονής Βατοπεδίον,
Θεσσαλονίκη 2001, εικ. 12, 13, 14,15.
245
τη διακόσμηση- αλλά, το κυριώτερο, έχουν διαμόρφωση που μπορούμε
ανεπιφύλακτα να θεωρήσουμε ως μεταγενέστερη αλλοίωση της αρχικής
πλαστικής μορφής τους. Το γεγονός ότι η εσωτερική μορφή του βόρειου
διαφέρει καταφανώς από την αντίστοιχη του νότιου, μολονότι οι εξωτερι
κές μορφές ταυτίζονται, απαιτεί επίσης μια εξήγηση. Η εσωτερική μορφή
στο νότιο (Σχ. 22α), έχοντας σχεδόν επίπεδη την επιφάνεια του μετώπου,
τείνει περισσότερο προς το κόλουρο πυραμιδοειδές, ενώ στο βόρειο, έ
χουν εξαφανισθεί οι κοίλες μεταβάσεις από τον έντονα κυρτής διατομής
κάλαθο προς τον άβακα (Σχ. 22β). Ο τελευταίος παρουσιάζεται στην όψη
ανισοπαχής και με κυρτές, φθαρμένες τις κάθετες πλευρές του. Η υφή και
των δύο κιονοκράνων δεν είναι λεία -όπως στις εξωτερικές όψεις- και
εμφανίζεται σαν εξομαλυσμένη με χρήση κονιάματος. Παράλληλα, οι
αντίστοιχοι κιονίσκοι προβάλλουν στο εσωτερικό με εντελώς διαφορετική
μορφή (Πίν. 11, 12, σχ. 22). Πρόκειται για πρόσθετα μαρμάρινα τεμάχια,
μορφής πεσσίσκου, που συνάπτονται στον κυρίως πεσσοκιονίσκο με ορα
τούς σιδερένιους συνδέσμους. Η λάξευσή τους είναι αδρή και οι αποτε-
τμημένες ακμές όχι απόλυτα ευθύγραμμες. Διαπιστώνουμε δηλαδή, υπερ
βολική απλούστευση και μια έκδηλη έλλειψη αισθητικών προθέσεων1, σε
ολοφάνερη αντίθεση με την ποιότητα των εξωτερικών όψεών τους. Συμ
περασματικά, καταλήγουμε στην άποψη ότι η διαφοροποίηση εσωτερικής
και εξωτερικής όψης είναι τέτοιου είδους, ώστε πρέπει να αποδοθεί μόνο
σε αλλοιώσεις και αλλαγές που προκλήθηκαν αθροιστικά πριν από και
κατά την επισκευή που πραγματοποιήθηκε ύστερα από σοβαρές ζημίες
στο κτίσμα. Η κύρια επισκευή προηγείται της τοιχογράφησης. Αρα η κα
ταστροφή θα πρέπει να οφείλεται ή στον μεγάλο σεισμό του 1231 ή σε άλ
λη αιτία που μεσολάβησε μεταξύ της χρονολογίας αυτής και της τοιχο-
γράφησης. Το γεγονός ότι και στα δύο δίλοβα, τα κιονόκρανα και οι κιο
νίσκοι παρουσιάζουν σοβαρές αλλοιώσεις μόνο στις εσωτερικές τους ό
ψεις, αλλά και το είδος των αλλοιώσεων - διαφοροποιήσεων αυτών στη
μορφή, την υφή και την κατεργασία, δείχνουν λιγώτερο υπεύθυνο το σει
σμό. Στην περίπτωση κατά την οποία τα πρόσθετα τεμάχια των κιονίσκων
ανήκαν στην αρχική φάση των παραθύρων, πράγμα απίθανο12, κι αν ακό
1. Αν στο βόρειο δίλοβο η κατάσταση αυτή μπορεί να αποδοθεί εξ ολοκλήρου (;) στην
μαρτυρημένη επισκευή που τεκμηριώνουν σωζόμενες φωτογραφίες (εσωτερικές και
εξωτερικές) του βόρειου τοίχου, στο νότιο τοίχο η σωζόμενη ζωγραφική του Πανσελήνου
αποτελεί για την επέμβαση αυτή ένα terminus ante.
2. Η περίπτωση αυτή πρέπει να αποκλεισθεί για τους εξής λόγους: α. Οι καλλιτεχνικές
αξιώσεις που εκδηλώνονται με την ποιότητα του μαρμάρινου τέμπλου και της απόλυτα
συμβατής με αυτό, εξωτερικής διάπλασης των κιονοκράνων, δεν φαίνεται καθόλου εύλογο
να υποβιβάζονται σε τέτοιο βαθμό στην εσωτερική εμφάνιση κιονίσκων και κιονοκράνων.
β. Γνωρίζουμε περισσότερο από την υστεροβυζαντινή και όχι από την μεσοβυζαντινή
περίοδο, την χρησιμοποίηση ετερόκλιτων (μη συνανηκόντων), μη ακεραίων μορφικά και
246
μη δεν διέσωζαν κάποια ίχνη διακόσμησης, πάντως θα διατηρούσαν δια
φορετική πλαστική μορφή και κάποια ποιότητα στην κατεργασία. Εξάλ
λου, η απόδοση τους στην επισκευή μετά τον σεισμό θα προϋπέθετε κατα-
κόρυφη διάτμηση και των δύο μονολιθικών (αρχικά) κιονίσκων εξ αιτίας
του σεισμού, ενδεχόμενο που πρέπει να αποκλεισθεί για πρόδηλους
λόγους όπως η διατήρηση της μονολιθικότητας των κιονοκράνων1. Άρα,
αυξάνονται σοβαρά οι πιθανότητες να έχει συμβεί μεταγενέστερη του
σεισμού καταστροφή καί μάλιστα να πρόκειται για πυρκαγιά*2. 1
247
Για τη χρονολόγηση του μεσαίου και κύριου τμήματός του, αυτό δεν είναι
δυνατόν να αμφισβητηθεί, αλλά για τα πλευρικά τμήματα (που αντι
στοιχούν στα παραβήματα), καθώς και για τα γύψινα προσκυνητάρια
μπορούμε να έχουμε επιφυλάξεις.
Στα πλευρικά τμήματα η γλυπτική διακόσμηση περιορίζεται μόνο στα
επιστύλια (Πίν. 41). Έχει ήδη παρατηρηθεί σαν χαρακτηριστικό των
αναγλύφων του τέμπλου «ότι τους λείπει η τεχνοτροπική ενότητα»1,
χωρίς, ωστόσο, να οδηγήσει η διαπίστωση αυτή στην αμφισβήτηση του ενι
αίου της κατασκευής τους και, κατά συνέπεια, σε διαφορετική χρονολόγη
ση. Θα προσθέσουμε και τις εξής διαφοροποιήσεις: Στο μεσαίο τμήμα, η
κύρια, διακοσμημένη ζώνη στο μέτωπο του λοξότμητου επιστυλίου, πα
ρεμβάλλεται ανάμεσα σε στενές ταινίες (πάνω και κάτω), που συμβάλ
λουν καθοριστικά στη διαμόρφωση της όψης και της κατατομής του. Στα
πλευρικά τμήματα, η επιφάνεια του κεκλιμένου μετώπου καταλαμβάνεται
καθ’ όλο το πλάτος της από μία (κύρια) ζώνη διακόσμησης, χωρίς να οριο-
θετείται από παρόμοιες ταινίες*2. 1Η διαφοροποίηση αυτή είναι ουσιαστική,
γιατί σχετίζεται με τον χαρακτήρα της οργάνωσης της διακόσμησης των
επιστυλίων. Πρόκειται για διαφοροποίηση (στά πλευρικά τμήματα) που
μαρτυρεί άλλου είδους μορφολογική προσέγγιση, απλουστευτική3, και δεν
πρέπει ν’ αποδοθεί σε «γραφική ακανονιστία», έναντι της «κανονικότη
τας» του μεσαίου επιστυλίου. Επίσης, η κλίση του μετώπου και το πλάτος
της κάθετης ταινίας του, είναι διαφοροποιημένα στα τρία επιστύλια. Το
θέμα της διακόσμησης στο επιστύλιο της Πρόθεσης: συνεχόμενοι κύκλοι
που περιβάλλουν ρόδακες και ανθέμια, προσφέρεται, ως σχεδιασμός και
γλυπτική κατεργασία, για άμεση σύγκριση με τους συμπλεκόμενους
κύκλους των θωρακίων του μεσαίου τμήματος. Η διαφορά είναι πρόδηλη:
χαλαρό και ελλειπτικό σχέδιο στην πρώτη περίπτωση, πειθαρχημένος,
γεωμετρικά ακριβής, «κλασσικίζων» σχεδιασμός στην δεύτερη4. Κατά την
σύγκριση, διαπιστώνουμε διαφορά και στον τρόπο σύνδεσης των κύκλων
(ή ορθογωνίων) μεταξύ τους: Κανόνας στα θωράκια και στους πεσσίσκους
της ωραίας πύλης, είναι η σύνδεση με κόμβους, στοιχείο που λείπει από
Πρωτάτου των Καρυών», ΕΕΒΣ 23 (1953), σ. 83-91. Παζαράς Θ., «Βυζαντινά γλυπτά»,
Θησαυροί τον Αγίου Όρους, Κατάλογος Έκθεσης στην Θεσσαλονίκη, 1997, σ. 269.
1. Παζαράς Θ., ό.π., ο. 269.
2. Αυτός ο τρόπος διακόσμησης του επιστυλίου είναι πολύ συνήθης κατά τον 11ο
αιώνα, όπως προκύπτει από τα τέμπλα της Μάνης: Δρανδάκης Ν., Βυζαντινά γλυπτά της
Μάνης, Αθήνα 2002.
3. Στο τέμπλο της Μ. Βατοπαιδίου η κατατομή του επιστυλίου είναι η ίδια (και όταν
διαφοροποιείται το θέμα της διακόσμησης). Βλ. Παζαράς Θ., «Το μαρμάρινο τέμπλο του
καθολικού της Μονής Βατοπεδίου», ΔΧΑΕ, περ. Δ', τόμ. ΙΗ' (1995), εικ. 3, 4, 5, 6, 7,17.
4. Η διαφορά αυτή δεν γίνεται άμεσα αντιληπτή κατά την παραβολή φωτογραφιών,
λόγω της σμίκρυνσης η οποία ελαχιστοποιεί τις αποκλίσεις και διαφορές.
248
την διακόσμηση του επιστυλίου της πρόθεσης1. Το θέμα του επιστυλίου
αυτού παρουσιάζει ομοιότητα με τη διακόσμηση των επιθημάτων κιονο-
κράνων και κοσμητών στο καθολικό της Μονής Βατοπαιδίου12, καθώς και
επιθημάτων κιονοκράνων στο καθολικό της Μονής Ξενοφώντος3. Η δια
φορά όμως, είναι πάλι σαφής: Στην πρώτη περίπτωση (Μ. Βατοπαιδίου),
εναλλάσσονται μεγαλύτεροι κύκλοι, που περικλείουν ρόδακα σταυρό,
στρόβιλο κ.λ.π., και μικρότεροι (κύκλοι), σαν μεγεθυσμένοι κόμβοι με κυ
κλικό πυρήνα. Στην δεύτερη περίπτωση (Μ. Ξενοφώντος), όλοι οι κύκλοι
περικλείουν ανάγλυφο ρόδακα, πυροστρόβιλο ή σταυρό και είναι διαφο
ρετικής, επίσης, διαμέτρου. Στην περίπτωση που παρατίθενται τρεις îool
κύκλοι, φαίνεται ότι αυτό γίνεται για αποφυγή μείωσης (υποτίμησης) του
συμβόλου του σταυρού, ο οποίος, αν οι κύκλοι δεν ήταν ίσοι, θα παρεμ
βαλλόταν ανάμεσα σε μεγαλύτερα σχήματα. Παρόμοιο θέμα, με ίσους κύ
κλους εμφανίζεται σε κιονίσκους που βρέθηκαν στην Μονή Δοχειαρίου4.
Αλλά και η ποιότητα της γλυπτικής κατεργασίας των επιστυλίων
(όπως ήδη σημειώσαμε) είναι διαφορετική. Τα πλευρικά τμήματα παρου
σιάζουν τεχνοτροπικά στοιχεία που τα διαφοροποιούν από το μεσαίο.
Επίσης και η έλλειψη σταυρού στον άξονα του επιστυλίου του διακονι
κού5 και η άτονη παρουσία του (λόγω «σχεδιαστικής» αφομοίωσης6 με τα
παρακείμενα θέματα) στην αντίστοιχη θέση του επιστυλίου της Πρόθε
σης, συνιστούν πρόσθετες ενδείξεις ότι τα τρία τμήματα δεν είναι της ί
διας εποχής. Η αδρή κατεργασία των κιονίσκων με τα ακόσμητα και ανε-
πιμέλητα7 κιονόκρανα -εκτός από εκείνα της ωραίας πύλης- θέτουν ανά
λογο προβληματισμό8. Τεκτονικά, ακόσμητα, σε αντίθεση με εκείνα της
ωραίας πύλης είναι και τα κιονόκρανα που εφάπτονται στους διαχειρι
στικούς τοιχοπεσσούς, στο μεσαίο τμήμα του τέμπλου της Πόρτας Πανα
1. Στα χρονολογημένα στον 11ο αιώνα τέμπλα της Μάνης (βλ. Ν. Δρανδάκης, ό.π.,) δεν
υπάρχει ούτε μία περίπτωση στην διακόσμηση επιστυλίων ή πεσσίσκων, όπου οι
παρατιθέμενοι κύκλοι να συνδέονται με τον τρόπο που παρουσιάζεται στην πρόθεση του
Πρωτάτου. Πάντοτε συνδέονται με κόμβο. Σπάνια είναι η περίπτωση και στον 12ο αιώνα.
2. Βλ. Παζαράς Θ., Τα Βυζαντινά Γλυπτά του καθολικού της Μονής Βατοπεδίου,
Θεσσαλονίκη 2001, εικ. 13, 15, 79, 81.
3. Βλ. Παπαχρυσάνθου Δ., Ιερά Μονή Ξενοφώντος (Ιστορική Έρευνα των Αθωνικών
Πηγών: 10ος-15ος αι.), Άγιον Όρος 1997, εικ. σελ. 154.
4. Βλ. Παζαράς Θ., «Τα βυζαντινά γλυπτά», Παρουσία Ιεράς Μονής Δοχειαρίου,
Άγιον Όρος 2001, σ. 339, εικ. 3, 4.
5. Στό τέμπλο της Μ. Βατοπαιδίου υπάρχουν σταυροί στους άξονες των τριών μερών.
6. Επίσης είναι διαφορετικός από τον αξονικό σταυρό στο μεσαίο τμήμα του τέμπλου.
7. Η επιφάνεια δεν έχει ομαλοποιηθεί και φέρει χτυπήματα ακανόνιστα από το
λιθοξοϊκό εργαλείο.
8. Επίσης, ο άξονας του επιστυλίου (διαμήκης) στο Διακονικό, παρουσιάζει μεγάλη
απόκλιση σε σχέση με τον άξονα που ορίζουν τα δύο υποβαστάζοντα κιονόκρανα. Η
κακοτεχνία αυτή υφίσταται ήδη πριν από την τοιχογράφηση.
249
γιάς που χτίσθηκε το 1283.
Υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι τα γύψινα προσκυνητάρια έχουν
υποστεί επισκευές και αλλαγές ώστε να είναι αμφίβολο κατά πόσο η
σημερινή μορφή τους ανάγεται στην αρχική φάση του τέμπλου (Πίν. 40):
α) Κιονίσκοι: Οι ενδιάμεσοι ηράκλειοι κόμβοι στους διδύμους κιο
νίσκους του βόρειου προσκυνηταρίου, είναι άνισου πάχους, άτεχνοι και
συνεχίζονται και κατά την κάθετη κατεύθυνση (σύνθετοι κόμβοι), ενώ
στο νότιο εμφανίζονται μόνο στην κύρια όψη των κιονίσκων.
β) Τόξα: Οι βάσεις (γενέσεις) των τόξων εδράζονται ανόργανα, έκ
κεντρα στα κιονόκρανα των κιονίσκων, ιδίως στο βόρειο προσκυνητάριο.
Τα τόξα των προσκυνηταρίων εγγράφονται κατά κανόνα σε ανάγλυφη
πλαισίωση σχήματος Π. Εδώ, δεν συμβαίνει αυτό. Επίσης παρατηρούνται
διαφοροποιήσεις στα διακοσμητικά θέματα.
Η τεχνοτροπία της γλυπτικής των πλευρικών τμημάτων του τέμπλου
καθώς και των γύψινων προσκυνηταρίων, νομίζουμε ότι απέχει από το
«κλασσικίζον» ύφος του μεσαίου τμήματος και υπαγορεύει διαφορετική
χρονολόγησή τους. Η θεματολογία διακόσμησης των πλευρικών επιστυ
λίων απαντάται κατά τη μέση αλλά και την ύστερη βυζαντινή περίοδο,
και η τεχνική τους όχι μόνο δεν θα εμπόδιζε αλλά και θα ενθάρρυνε την
τοποθέτησή τους πέραν του 10ου αιώνα μέχρι και στον 13ο.
Το αναντίρρητο γεγονός του καταστρεπτικού σεισμού κατά το έτος
1231, ή ο, κατά γραπτή παράδοση, εμπρησμός περί το έτος 1280, είναι πι
θανόν ότι απετέλεσαν τις ζημιογόνες αιτίες -επενεργώντας διαζευκτικά ή
αθροιστικά -ώστε να χρειασθεί να «ανακαινισθούν» τα πλευρικά τμήμα
τα. Μάλιστα, θα μπορούσε να συσχετίσει κανείς τις αλλοιώσεις των κιονί
σκων και κιονοκράνων των δύο διλόβων παραθύρων, οι οποίες εμφανίζο
νται μόνον στις εσωτερικές όψεις τους, με τις διαφοροποιήσεις των πλευ
ρικών, μόνον, τμημάτων του μαρμάρινου τέμπλου. Ο συσχετισμός αυτός
βαρύνει περισσότερο υπέρ του ενδεχόμενου της πυρκαγιάς. Γιατί, τα εν
λόγω μαρμάρινα μέλη και κατασκευές αντιστοιχούν στους λεγάμενους
«χορούς» (βόρεια και νότια κεραία του σταυρού), όπου υπήρχε περισσό
τερη εύφλεκτη ύλη από όση, στο κεντρικό τετράγωνο του ναού: κάτω, τα
ξύλινα στασίδια των προεστώτων και εκπροσώπων Μονών και των ψαλ
τών, τα αναλόγια και τα ερμάρια των βιβλίων επάνω, οι αντίστοιχες ξύ
λινες στέγες, όπως διαπιστώσαμε διερευνώντας την μορφή της πρώτης με-
τασκευής, μετά το έτος 1231, ήσαν σε αρκετά χαμηλότερη στάθμη από
εκείνη του μεσαίου κλιτούς. Έτσι μπορούμε να εικάσουμε ότι στους
«χορούς» αναπτύχθηκαν υψηλότερες θερμοκρασίες1.
250
Η διαφοροποίηση της χρώσης του μαρμάρου σε τόνους της ώχρας,
ιδιαίτερα στο κάτω μέρος των δίδυμων θωρακίων του τέμπλου, δεν πρέπει
να αποδοθεί στη φύση του υλικού, και, καθώς παραμένει ανεξίτηλη, είναι
ενδεχόμενο να οφείλεται σε πύρωση από φωτιά.
Π. 4. Λοιπές ενδείξεις
1. Βλ. Ταβλάκης Ιω., Η Γέννηση του Χρίστον στην Τέχνη του Αγίου Όρους,
Θεσσαλονίκη 2000, εικ. 52.
251
και όχι απλή υποστήριξη με ξύλινη αντηρίδα που θα ασκούσε μόνο θλιπτι-
κή δύναμη πάνω στον τοίχο. (Η ξύλινη αντηρίδα θα ήταν δυνατό να
εδράζεται απλώς, στην ποδιά του παραθύρου).
ε) Η θέση της δοκού, αναφορικά με τη λειτουργικότητα της κάτοψης,
είναι τέτοια που αποκλείει μια σειρά από ενδεχόμενες άλλες ανάγκες,
όπως π.χ. η ανάρτηση κάποιου αντικειμένου (κανδήλας κλπ.).
252
β) Ο A. Ξυγγόπουλος αναφέρει ότι, κατά τις εργασίες που έγιναν στο
Πρωτάτο από την τότε Διεύθυνση Αναστηλώσεων του Υπουργείου Παι
δείας, επισημάνθηκαν από τους συντηρητές οι γενέσεις καμάρας1. Η ανα
φορά αυτή είναι σημαντική, ανεξάρτητα απ’ το γεγονός ότι ο Α. Ξυγγό
πουλος δεχόταν την υπόθεση του R. Dawkins για στέγαση με κτιστή κατά
μήκος καμάρα, αποδιδόμενη στην πρώτη οικοδομική φάση του ναού. Ο
τελευταίος παραλλήλιζε12 το ναό του Πρωτάτου με την Επισκοπή της Σκύ
ρου, θεωρώντας και τα δύο μνημεία ως απ’ αρχής τρίκλιτες (καμαρο-
σκεπείς) βασιλικές3. Την αλήθεια για τον τύπο της Επισκοπής Σκύρου
(σταυροειδής εγγεγραμμένος), αποκατέστησε ο X. Μπούρας4.
γ) Η καμπύλωση υπάρχει και σε σημεία όπου η ζωγραφική επιφάνεια
δεν παρουσιάζει φθορές ή αλλοίωση· πράγμα που φανερώνει ότι και το
υπόστρωμα έχει παραμείνει υγιές.
δ) Το ασβεστοκονίαμα του υποστρώματος περιέχει, χάριν μεγαλύτε
ρης συνεκτικότητας της μάζας του μετά την πήξη, και άχυρο5. Έχει λοι
πόν διαπιστωθεί ότι ακόμη και σε σημεία της τοιχογράφησης που έχουν
περισσότερο προσβληθεί από την υγρασία, τα άχυρα δεν έχουν αποσυντε
θεί. Η προς πολυάριθμες, τυχαίες κατευθύνσεις (μη ισότροπη)6 διασπορά
των αχύρων μέσα στη μάζα του κονιάματος και η απόλυτη συνοχή τους με
αυτήν δεν θα επέτρεπαν καμπύλωση του υποστρώματος και μάλιστα ο
μοιόμορφη, σε τόσο μήκος. Γιατί το άχυρο δεν είναι εκτατό και έχει, σε μι-
κροκλίμακα, το ρόλο των σιδηρών ράβδων του οπλισμένου σκυροδέματος.
Αλλά και αν υποτεθεί ότι, σ’ αυτήν την ανώτατη στάθμη, έχουν απο
συντεθεί7 για άγνωστους λόγους ή δεν έχουν καν αναμιχθεί άχυρα στο
κονίαμα, πάλι δεν δικαιολογείται η ομοιόμορφη καμπύλωση. Στις περι
πτώσεις αυτές θα εκδηλωνόταν θραύση η θρυμματισμός, λόγω κατάλυσης
των συνεκτικών τάσεων και, πάντως, όχι διατηρούμενη για επτά συνα
πτούς αιώνες καμπύλωση.
1. Ξυγγόπουλος Ανδρ., «Ο ναός της Επισκοπής Σκοπέλου», ΑΕ, 1956, σ. 192: «... η
εικασία του Dawkins απεδείχθη ακριβής, διότι ανευρέθη η γένεσις της καμάρας της
καλυπτούσης το μεσαίον κλιτός...».
2. Dawkins R. Μ., «Α Visit to Skyros: 2. The Church of the Episkopi», BSA 11 (1904-1905), σ. 74-
78.
3. Ο ίδιος, εικ. 2, σ. 77.
4. Μπούρας X. «Η αρχιτεκτονική του ναού της Επισκοπής Σκύρου», ΔΧΑΕ 1960-61, σ.
57-76, εικ. 5, 6.
5. Βλ. Υπ. Πο., Μελέτη κατάστασης διατήρησης, σ. 23, πίν. 11, 12. 17, 18, 19, 20, 21. Βλ.
και Διονύσιος ο εκ Φουρνά, ό.π., σ. 37, §55: «Πως να κατασκευάσης ασβέστη με άχυρον»,
και σ. 38, § 57.
6. Με την έννοια που έχει η λέξη στη Φυσική.
7. Στην περίπτωση αυτή θά είχε διαβρωθεί και η ζωγραφική επιφάνεια, πράγμα που
δεν συμβαίνει.
253
Είναι διαπιστωμένο, με έλεγχο επί τόπου, ότι υπάρχει αποκόλληση1 ή
χαλαρή πρόσφυση του υποστρώματος σε αρκετά σημεία των άνω περάτων
της τοιχογράφησης, στους μάκρους τοίχους. Αλλά τέτοια αποκόλληση
(διαπιστώνεται σε πλείστα σημεία και σε διάφορες στάθμες της τοιχογρά-
φησης), δεν δικαιολογεί την ύπαρξη κοίλων, κυλινδρικών επιφανειών και
μάλιστα αυτής της ακτίνας καμπυλότητας. Πράγματι, στον ανατολικό
τοίχο, στο μέτωπο της αψίδας του Ιερού Βήματος, όπου διατηρείται σε αρ
κετό μήκος και η οριζόντια ερυθρόχρωμη ταινία που οριοθετεί προς τα ά
νω τα σωζόμενα διάχωρα, είναι χαρακτηριστικό ότι, μολονότι σε κάποια
σημεία επισημάνθηκε12 αποκόλληση από το «υποστήριγμα», δεν παρατη-
ρείται πουθενά η καμπύλωση που παρατηρούμε στους κατά μήκος τοί
χους.
ε) Σε βασιλικές με τοιχογράφηση της παλαιολόγειας περιόδου, στις
οποίες τα ανώτατα τμήματα της ζωγραφικής έχουν επίσης, εκτεθεί σε
δυσμενείς για τη διατήρηση τους, συνθήκες (διαρροές όμβριων κλπ.), δεν
παρουσιάζεται παρόμοια καμπύλωση: π.χ. στο Χριστό Βέροιας ή στον
Άγιο Ευθύμιο και στον Αγιο Νικόλαο τον Ορφανό της Θεσσαλονίκης3.
στ) Σε νεώτερες εκκλησίες που καλύπτονται με ξυλόπηκτους θόλους,
παρατηρούνται παρόμοιες καμπυλώσεις της άνω απόληξης των επι
χρισμάτων, στην περίπτωση που έχει καταστραφεί ή καθαιρεθεί η ξυλό-
πηκτη καμάρα. Είναι πολύ χαρακτηριστικό το παράδειγμα της βόρειας
στοάς στον Άγιο Νικόλαο Πορταριάς Πηλίου, εκκλησίας στην οποία όλες
οι οροφές είναι ξυλόπηκτες, θολωτές. Εδώ διατηρείται σαφώς η καμπύ
λωση του επιχρίσματος του τοίχου, στη στάθμη γένεσης της ξυλόπηκτης
καμάρας που έχει καταργηθεί.
ζ) Σε σημεία όπου η τοιχογράφηση (υπόστρωμα) έχει καταστραφεί σε
στάθμη χαμηλότερη από την ανώτατη σωζόμενη (και καμπυλωμένη), δεν
παρουσιάζεται καμπύλωση, μολονότι εδώ πρόκειται για αναμφισβήτητη
διάβρωση.
1. Ένα από τα τμήματα στα οποία δεν υπάρχει αποκόλληση, είναι αυτό που αντιστοιχεί
στην προπάτορα Σάλα και στους τέσσερις επόμενους προς τα δυτικά (Νότιος τοίχος).
2. Βλ. Υπ. Πο., Μελέτη Κατάστασης Διατήρησης, πίνακες καταγραφής κατάστασης
στην κόγχη του Ιερού Βήματος.
3. Οι επισημάνσεις έγιναν με επιτόπια παρατήρηση. Ανάλογες επισημάνσεις μπορούν
να γίνουν και σε σταυροειδείς εγγεγραμμένους ναούς όπως π.χ., στο καθολικό της Μονής
Βλατάδων.
254
νίες της τοιχογραφικής διακόσμησης και την συμβολή τους στην διάρ
θρωση και οριοθέτηση των επιφανειών και, κατ’ επέκταση, στην ανάδειξη
του εσωτερικού χώρου του ναού. Στο μεσαίο κλιτός του Πρωτάτου, μια
γραπτή, πλατειά ταινία με επαναλαμβανόμενα φυτόμορφα κοσμήματα,
περιτρέχει τους τοίχους στη στάθμη πάνω ακριβώς από την πρώτη ζώνη
με τους ολόσωμους αγίους. Μια ισοπλατής, αλλά με διαφορετικό δια-
κοσμητικό θέμα ταινία, «περιγράφει» και τα μεγάλα τόξα (Πίν. 27, 28). Ο
ρόλος της οριζόντιας ταινίας είναι να διαρθρώσει καθ’ ύφος τις τεράστιες
επιφάνειες, με τη διαίρεσή τους σε δύο μεγάλες τοιχογραφικές ενότητες,
αλλά και να αποτελέσει μια ενοποιητική του χώρου ζώνη, σαν γραπτός
κοσμήτης. Εκτιμώντας τη σημασία αυτής της συγκεκριμένης διακοσμητι-
κής αντίληφης, θα περίμενε κανείς στην περίπτωση που το μεσαίο κλιτός
καλυπτόταν με εμφανή στο εσωτερικό δικλινή στέγη ή επίπεδη οροφή, να
προβλεφθεί διακοσμητική ταινία ανάλογου, αν όχι μεγαλύτερου πλάτους,
ως καταληκτήρια επίστεφη της ζωγραφικής επιφάνειας1.
Μια πλατειά ταινία ως επίστεφη της τοιχογράφησης και ως μεθόριος
μεταξύ τοίχων και επίπεδης οροφής, αποτελεί αρχαιότατο διακοσμητικό
στοιχείο σε κτίσματα με αισθητικές αξιώσεις. Πρόκειται για ένα «κανό
να» διακοσμητικής ο οποίος από την κλασική και ρωμαϊκή αρχαιότητα
πέρασε στην αισθητική του Βυζαντίου.
Από την βυζαντινή περίοδο σώζονται αρκετά παραδείγματα οριοθετι-
κών ταινιών στον ελλαδικό χώρο, αλλά οι πιο αξιόλογες περιπτώσεις, με
μνημειακές αξιώσεις, έχουν διασωθεί, για ιστορικούς λόγους, σε ρωμανι
κές εκκλησίες της Δύσης και ιδιαίτερα της Ιταλίας. Στις περιπτώσεις αυ
τές η διακόσμηση ακολουθεί πιστά τους καλλιτεχνικούς τρόπους του Βυ
ζαντίου. Μάλιστα, οι ψηφιδωτές διακοσμήσεις της περιόδου αυτής θεω
ρούνται ότι είναι, κατά κανόνα, έργα «τεχνιτών Βυζαντινών της Ανατο
λής ή μαθητών των»12. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι ταινίες αυτές, ως βασι
κό διαρθρωτικό στοιχείο της διακόσμησης, εφαρμόζονται συστηματικά,
ανεξάρτητα από την τεχνοτροπία και τις καλλιτεχνικές επιδράσεις που
διακρίνουμε στη διαμόρφωση των οροφών.
Αρχίζοντας από τα ρωμανικά παραδείγματα, πλατειές ταινίες στις
ανώτατες στάθμες των κατά μήκος τοίχων, σε ξυλόστεγες βασιλικές με
ορατή την διάρθρωση των ζευκτών ή με επίπεδες, ξύλινες οροφές, συνα-
1. Όσοι μελέτησαν την τοιχογράφηση του Πρωτάτου (και ο Π. Μυλωνάς) θεωρούν ότι
το άνω όριο της σωζόμενης ανώτατης ζώνης με την σειρά των Προπατόρων ορίζει και την
στάθμη μιας επίπεδης οροφής που υπήρχε κατά την παλαιολόγεια περίοδο του μνημείου ή
τουλάχιστον την στάθμη έδρασης των ζευκτών.
2. Βλ. Πάλλας Δ., «Ψηφιδωτά. Μεσοβυζαντινά. Β': Δΰσις», ΘΗΕ, τόμ. 12, στ. 1199.
255
ντώνται π.χ.: στην Θεοτόκο του Torcello1, βασιλική με ψηφιδωτή διακόσμη-
ση του τέλους του 11ου αιώνα. Η πλατεία ταινία που διατρέχει τη βάση
του τριγωνικού αετώματος, κατεστραμμένη σήμερα, συνεχιζόταν και
στους κατά μήκος τοίχους. Στο Ανακτορικό Παρεκκλήσιο (Cappella Pa
latina) του Παλέρμου, με ψηφιδωτή διακόσμηση της περιόδου 1154-1166*2,
στο μεσαίο και στα πλάγια κλιτή υπάρχουν περισσότερες της μιας ται
νίες3, από τις οποίες η μία, τουλάχιστον, είναι πλατειά. Στην επιβλητική
εκκλησία του Μονρεάλε, καθολικό μονής (Santa Maria in Monte Regali),
κοντά στο Παλέρμο, που ιδρύθηκε από τον Γουλιέλμο Β' (1166-1189): Πρό
κειται για τρίκλιτη, ξυλόστεγη βασιλική με εγκάρσιο κλιτός, κατάκοσμη
με λαμπρή ψηφιδωτή ιστόρηση, ενταγμένη στο πλαίσιο της μεσοβυ-
ζαντινής κλασικιστικής παράδοσης4.
Στην ρωμανική τρίκλιτη βασιλική (μεσαίο κλιτός) του Αγίου Piero του
Grado στην Πίζα5.
Στη μονόχωρη βασιλική του Αγίου Πέτρου στο Ferentillo. Εδώ η
πλατειά ταινία διακοσμείται με σειρά τοξυλίων που φέρονται από κιλ
λίβαντες6.
Στο παρεκκλήσιο της Αγίας Αικατερίνης, στο Castelappiano στην
περιοχή της Βενετίας7.
Στην τρίκλιτη βασιλική της Pomposa8.
Στην τρίκλιτη βασιλική με εγκάρσιο κλιτός του Αγίου Αναστασίου,
στο κάστρο του Αγίου Ηλία (Sant’ Elia) στην περιοχή της Ρώμης9 κ.ά.
Στην Βυζαντινή επικράτεια, συναντώνται αρκετά παραδείγματα: π.χ.,
στις λαξευτές εκκλησίες της Καππαδοκίας, στις περιπτώσεις που υπάρ
χουν επίπεδες οροφές και σώζεται η ζωγραφική διακόσμηση, παρατηρού
με κατά κανόνα τέτοιες ταινίες10. Στον ελλαδικό χώρο, κατά την παλαιο
ί Βλ. Evans Η., Wixom W. (επ.), The Glory of Byzantium, Κατάλογος έκθεσης στο
Metropolitan Museum of Art, New York 1997, εικ. σελ. 437.
2. Πάλλας Δ., ό.π., στ. 1201.
3. Costantino G., «Paierme», Sicile Romane, σειρά La nuit des temps, 65, σ. 55κ. εξ., διάγραμμα:
σ. 65, εικ. 7, 8.
4. Στο ίδιο, «Monreale. La Cathédrale», σ. 165 κ. εξ., διάγραμμα: σ. 176, 177, εικ. 71, 72.
Cavallo G., Falkenhausen V..., I Bizantini in Italia, Μιλάνο 1982, εικ. 371, 374, 375, 380.
5. Moretti I. - Stopani R., «Pise. San Piero a Grado», Toscane Romane, σειρά La nuit des temps, 57,
σ. 113-118, εικ. 17.
6. Tamanti G., «Ferentillo. San Pietro in Valle», Ombrie Romane, σειρά La nuit des temps, 53, σ.
127-155, εικ. 39-55 και εικ. σελ. 129.
7. Suitner-Nicolini G., «Castelappiano-Hocheppan. Chapelle Sainte-Catherine», Vénétie Romane,
σειρά La nuit des temps, 76, σ. 307-311, εικ. 104 και εικ. σελ. 319.
8. Βλ. Emilie Romane, σειρά La nuit des temps, 62, εικ. 144, σχ. σελ. 382.
9. Βλ. Rome et Latium Romans, σειρά La nuit des temps, 78, εικ. 88, (κάτοψη: σ. 258).
10. Βλ. π.χ. Budde L., Göreme. Höhlenkirchen in Kappadokien, Düsseldorf, εικ. σποράδην.
Restle M., Die Byzantinische Wandmalerei in Kleinasien, χ.τ.χ.έ., τόμ. II, III, σποράδην.
256
λόγεια περίοδο, πολύ χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Χριστού Βε-
ροίας1. Εδώ, η πλατειά ταινία, διακοσμημένη με σειρά τοξυλίων, δεν σώζε
ται μόνο στη βάση του δυτικού και ανατολικού αετώματος, αλλά, ευτυ
χώς, και (σε ελάχιστο τμήμα) στο νότιο τοίχο. Επίσης, στον Μεγάλο Θεο
λόγο της ίδιας πόλης, με τοιχογραφίες των αρχών του 13ου, των αρχών
του Μου και των αρχών του 17ου αιώνα, σώζεται πλατειά ταινία στους
πλευρικούς τοίχους του ιερού Βήματος12. Στην παλιά Μητρόπολη της
Έδεσσας, στην ανώτατη στάθμη των κατά μήκος τοίχων του φωταγωγού
(μεσαίο κλίτος), υπάρχουν ταινίες από το ζωγραφικό στρώμα του 17ου αι.
Πιθανότατα όμως θα υπήρχαν και στο κατεστραμμένο του Μου αι3. Στον
Άγιο Ευθύμιο, παρεκκλήσι του Αγ. Δημητρίου Θεσσαλονίκης, η παλαιο-
λόγεια τοιχογράφηση (1303)4 έχει συσχετισθεί από παλιά με αυτήν του
Πρωτάτου. Στο βόρειο τοίχο υπάρχει αφενός πλατειά ταινία επάνω από
τη ζώνη με τους ολόσωμους στρατιωτικούς αγίους, όπως στο Πρωτάτο, α
φετέρου δε, ομοιόχρωμη διακοσμητική επίστεψη της όλης ζωγραφικής επι
φάνειας, σε κλιμακωτή διάταξη λόγω της κεκλιμένης στέγης του κλιτούς.
Κατ’ αναλογία, στο μεσαίο κλίτος, πιθανότατα θα υπήρχε καταληκτήρια
ταινία στους κατά μήκος τοίχους, στην στάθμη και το πλάτος που ορίζουν
η ιδεατή γραμμή βάσης του ανατολικού τριγωνικού αετώματος και η υ-
πάρχουσα, λίγο χαμηλότερα, παράλληλη λεπτή ερυθρόχρωμη ταινία. Σε
ανάλογο συμπέρασμα οδηγούμαστε και για τη γραπτή διακόσμηση στους
Ταξιάρχες Θεσσαλονίκης όπου σώζονται τοιχογραφίες5 μόνο στο ανατο
λικό και δυτικό αέτωμα, ή στον Άγιο Νικόλαο τον Ορφανό6. Πρέπει και
στα δύο αυτά μνημεία, να υπήρχαν ταινίες ισοπλατείς και ισόσταθμες με
τις κάθετες αποτμήσεις των γωνιών των τριγωνικών αετωμάτων. Σε ένα
παλαιοχριστιανικό ναό της ιδίας πόλης, στο νότιο κλίτος της Αχειροποιή
του, στον τοίχο επάνω από τη νότια κιονοστοιχία, σώζεται τοιχογράφηση
1. Γούναρης Γ., Χριστός Βέροιας, (έκδ. ΙΜΧΑ), Θεσσαλονίκη 1991, σχ. 4, εικ. 4, 5.
Παπαζώτος Θ., Η Βέροια και οι ναοί της (11ος-18ος αι.), Αθήνα 1994, πίν. 9.
2. Μπούρας X., Βυζαντινή και Μεταβυζαντινή Αρχιτεκτονική, εικ. 245. Παπαζώτος
Θ., Βυζαντινές Εικόνες της Βερροίας, χ.τ.χ.έ. (εκδ. Ακρίτας), σ. 24.
3. Βλ. Τσιγαρίδας Ευθ., ό.π., υποσ. 27: ζωγραφικές φάσεις.
4. Καμποΰρη-Βαμβούκου Μ., Παπαζώτος Θ., Η Παλαιολόγεια ζωγραφική στη Θεσσα
λονίκη, Θεσσαλονίκη, χ.χ.έ., σ. 12,13 και Gouma-Peterson Th., «The Frescoes of the Parekklesion of
St. Euthymios in Thessaloniki: Patrons, Workshops and Style», The Twilight of Byzantium, επιμ. Curcic
Sl.-Mouriki D., o. 111-159, εικ. 3.
5. Η Θεσσαλονίκη και τα μνημεία της, (έκδ. 9ης Ε.Β.Α), Θεσσαλονίκη 1985, σ. 120:
χρονολ. στο β' μισό του Μου αι. Ξυγγόπουλος Α., Τέσσερις μικροί ναοί της Θεσσαλονίκης
εκ των χρόνων των Παλαιολόγων, Θεσσαλονίκη 1952, σ. 13.
6. Βλ. Rodley L., Byzantine Art and Architecture, (έκδ. Cambridge), χ.χ.έ., σ. 308. Η ανώτερη
σειρά διαχώρων δεν οριοθετείται από την οροφή όπως δείχνει το σχέδιο. Πιθανότατα έμενε
χώρος για καταληκτήρια ταινία.
257
που χρονολογείται στο 2ο τέταρτο του 13ου αι1. Και εδώ η περάτωση των
τοιχογραφιών προς τα άνω οριοθετείται από πλατεία ταινία με κυκλικά
θέματα. Πάνω απ’ αυτήν πακτώνονται οι δοκοί του πατώματος του υπε
ρώου. Στο παράδειγμα αυτό μπορούμε να εκτιμήσουμε την ευστοχία με
την οποία η τοιχογραφική διακόσμηση συμβάλλει στον τονισμό της αρχι
τεκτονικής διάρθρωσης12. Επίσης υπάρχουν αρκετά παραδείγματα από
την μεταβυζαντινή περίοδο3.
Ύστερα από την εξέταση ενδεικτικών παραδειγμάτων, επανερχόμα
στε στο πρόβλημα του Πρωτάτου. Ο «κλασικιστικός» και μνημειακός4 χα
ρακτήρας της τοιχογραφικής διακόσμησης, δεν περιοριζόταν μόνο στον
τρόπο απόδοσης των εικονογραφικών θεμάτων, επεκτεινόταν και στην
αντίληψη που διέπει τη διάταξη των σκηνών, την κλίμακα, τη ρυθμική ορ
γάνωση ολόκληρης της ζωγραφικής επιφάνειας. Η διαίρεση της τοιχογρά-
φησης, καθ’ ύψος, σε δύο μεγάλες ενότητες, μέσω της πλατειάς ταινίας
για την οποία έγινε λόγος, φανερώνει ακριβώς αυτή τη αντίληψη. Είναι
λοιπόν εύλογο να δεχθούμε ότι αυτό που συναντάμε σε κτίσματα ήσσονος
σημασίας, κατά μείζονα λόγο θα έπρεπε να υπάρχει στη μνημειακή δια-
κόσμηση του Πρωτάτου.
Δεδομένου, δηλαδή, ότι δεν υπήρχε κτιστός φωταγωγός, υπερυψωμέ
νος πάνω από τα όρια της σωζόμενης τοιχογράφησης στους κατά μήκος
τοίχους του μεσαίου κλιτούς, είμαστε υποχρεωμένοι να δεχθούμε ότι η
στάθμη αυτή αποτελούσε και το όριο της οροφής. Αν δεχθούμε λοιπόν ότι
υπήρχε ορατή στο εσωτερικό, ξύλινη, δικλινής στέγη ή επίπεδη (ξύλινη)
οροφή, τότε πρέπει, εύλογα, να παραδεχθούμε ότι στη στάθμη αυτή, θα
υπήρχε μια γραπτή, πλατειά, οριοθετική και επιστέφουσα τους μακρούς
τοίχους, ταινία. Θα πρόβαλλε κανείς την άποψη ότι πιθανόν υπήρχε τέ
τοια ταινία, αλλά επειδή βρισκόταν σε στάθμη αμέσως ψηλότερη, (πάνω
από τα φωτοστέφανο των Προπατόρων), καταστράφηκε. Το ενδεχόμενο,
όμως, αυτό αποκλείεται, γιατί υπάρχει, όπως αποδείξαμε, στην ανώτατη
στάθμη της σωζόμενης τοιχογράφησης, καμπύλωση της ζωγραφικής επι
φάνειας η οποία αρχίζει να διαγράφεται χαμηλότερα από τα κυμαινό
μενα όρια καταστροφής. Κατά συνέπεια η καμπύλωση θα έπρεπε να απο
τελεί την μεθόριο μετάβασης από τους κατά μήκος τοίχους στην ξύλινη
258
στέγη ή οροφή και, ως εκ τούτου, η πλατεία οριοθετική ταινία θα έπρεπε
να βρίσκεται ακριβώς σ’ αυτήν την στάθμη, της καμπυλωμένης παρειάς.
Αλλά αυτό δεν συμβαίνει, αφού στην εν λόγω στάθμη αντιστοιχούν οι κε
φαλές των εικονιζομένων Προπατόρων. Άρα, δεν υπήρξε πλατειά, οριοθε
τική, γραπτή ταινία που κρίνεται, καθώς είδαμε, απαραίτητη σε περίπτω
ση ορατής ξύλινης στέγης ή επίπεδης οροφής. Στον ανατολικό τοίχο, όπου
δεν υφίσταται καμπύλωση, εάν τα σωζόμενα λείψανα τοιχογραφιών
ανάγονται στην εποχή του Πανσελήνου ή διατηρούν, τουλάχιστον, την
αρχική οριοθέτηση των διαχώρων, είναι χαρακτηριστικό ότι σώζεται
σαφώς, μόνο μια στενή ερυθρόχρωμη ταινία1, όμοια με αυτές που πλαισιώ
νουν τα διάχωρα. Αν φαντασθούμε την ταινία αυτή προεκτεινόμενη
στους διαμήκεις τοίχους (Β και Ν), διέρχεται πάνω από τα φωτοστέφανα
των Προπατόρων, σε μια στάθμη που η τοιχογραφική διακόσμηση έχει
καταστραφεί12. Συνοψίζοντας τα σχετικά με τον προβληματισμό που γεν
νούν αυτές οι ενδείξεις «κατά χώραν», συμπεραίνουμε ότι: ο τρόπος κατά
τον οποίον περατώνεται προς τα άνω η τοιχογράφηση: α) χωρίς πλατειά
ταινία, β) με καμπύλωση της ζωγραφικής επιφάνειας και γ) με την
παράταξη των Προπατόρων στην «ανώτατη» στάθμη3, μαρτυρεί
ότι υπήρχε συνέχιση της ζωγραφικής προς τα άνω. Επειδή όμως δεν
σώθηκαν έστω και υπολείμματα τοίχων φωταγωγού, προκύπτει ως
πιθανώτατη η λύση της ξυλόπηκτης καμάρας.
259
III. 3. Τεκμήρια τον εικονογραφικού προγράμματος
260
προγράμματος, αντιπροσωπεύουν το έργο του πρώτου προσώπου της Α
γίας Τριάδος, του Θεού Πατέρα, από την Γένεση του Κόσμου έως την εν
σάρκωση του δεύτερου προσώπου, του Υιού»1. Όμως η άποψη αυτή, την
οποία πρεσβεύουν και άλλοι μελετητές12, υπαινίσσεται πάλι το πρόβλημα
της απουσίας του δευτέρου προσώπου της Αγίας Τριάδας, του Υιού ως
Παντοκράτορος. Γιατί, το πρόσωπο του Υιού, σε αντίθεση με το πρόσωπο
του Πατρός, δεν αντιπροσωπεύεται στην εικονογραφία μόνο από το έργο
του αλλά, αφού ο «Θεός εφανερώθη έν σαρκί...»3, είναι δυνατόν και πρέ-
πον να εικονίζεται και ως εφορών Παντοκράτωρ. Υπάρχουν αποδείξεις
ότι η υψηλή ζώνη με τους Προπάτορες δεν πρέπει να θεωρηθεί ότι ολο
κληρώνει και κατακλείει ως «κορωνίδα», το εικονογραφικό πρόγραμμα
στο Πρωτάτο (Πίν. 18, σχ. 46). Σε άλλες γνωστές περιπτώσεις, οι ζώνες με
τους Προπάτορες δεν τοποθετούνται σε θέσεις με τέτοια αξιολογική
προτεραιότητα. Όσον αφορά στην οργανικότητα της ένταξης των λίγων,
εικονιζομένων (στα εσωρράχια των τόξων) προφητών, μέσα στο όλο
εικονογραφικό πρόγραμμα του Πρωτάτου, ο Δ. Καλομοιράκης παρατηρεί:
«... κατά την επιλογή των μελών της ομάδος (των Προφητών), δεν
επιδιώχθηκε να γίνει η γνωστή εικονογραφική αναφορά στους Προφήτες·
κατεβλήθη προσπάθεια να προβληθούν οι πρώτοι ιερείς του Ιουδαϊκού
λαού»4. (Σχ. 47, 48). Αλλά σύμφωνα με την επισήμανση αυτή, και εάν δε
χθούμε προς στιγμή ότι πρόκειται για την γνωστή ομάδα των Προφητών,
επειδή είναι δεδομένη στην εικονογραφική ιεράρχηση η προτεραιότητα
(ανωτερότητα) αυτών έναντι των Προπατόρων, διαπιστώνουμε ότι ανα-
τρέπεται και σε άλλο σημείο η αξιολογική τάξη του καθιερωμένου εικονο-
γραφικού προγράμματος. Τα πράγματα αποκαθίστανται μόνον εάν δε
χθούμε ότι η τοιχογράφηση συνεχιζόταν προς τα άνω5. Στη συνέχεια θα
δείξουμε ότι στο Πρωτάτο, ενώ εικονίζεται πλήθος Προπατόρων, απου
σιάζει η καθιερωμένη χορεία των Προφητών. Θα τεκμηριώσουμε ότι οι
Προφήτες, οι Άγγελοι και ο Παντοκράτορας εικονίζονταν στην ξυλό-
πηκτη θολωτή οροφή του ναού.
261
ΗΙ.3.2. Οι χορείες των Προφητών και Προπατόρων στο «τυπικό» εικο-
νογραφικό πρόγραμμα της παλαιολόγειας περιόδου και το σχετικό ζήτημα
στην τοιχογράφηση του Πρωτάτου.
262
γωνα, στη βάση έδρασης του τρούλλου, ενώ οκτώ ολόσωμες μορφές
Προπατόρων εικονίζονται στα εσωρράχια των τεσσάρων τόξων
που φέρουν τον τροΰλλο. Στο τύμπανο του τρούλλου, πάντως, εικο-
νίζονταν1 οι Προφήτες.
Κατόπιν αυτών, εάν δεχθούμε ότι οι «Προφήτες» που εικονίζονται
στα εσωρράχια των δύο μεγάλων τόξων του Πρωτάτου, συνιστούν την χο
ρεία των Προφητών του τυπικού εικονογραφικού προγράμματος, τότε
εγείρονται μερικά εύλογα ερωτήματα:
α. Γιατί βρίσκονται σε θέσεις χαμηλότερες από εκείνες των Προπα
τόρων; Κατά τον Δ. Καλομοιράκη «η απεικόνιση της σειράς των Προπα
τόρων στην υψηλότερη ζώνη που περιτρέχει το κεντρικό κλιτός του ναού,
δεν έχει προηγούμενο ούτε και επόμενο στην ιστόρηση κεντρικού κλιτούς
των ορθοδόξων ναών...»12. (Πίν. 18, σχ. 46, 47).
β. Γιατί αριθμητικά είναι, ασύγκριτα λιγότεροι από τους Προπάτορες;
Μόνον πέντε (5) έναντι πενήντα τριών (53)3 Προπατόρων;
γ. Γιατί η θεωρούμενη ως ομάδα των Προφητών δεν είναι αμιγής, αλ
λά περιλαμβάνονται σ’ αυτήν και οι Δίκαιοι, μη Προφήτες, Μελχισεδέκ
και Νώε; Ο δεύτερος, μάλιστα, εικονίζεται και για δεύτερη φορά, διότι
συγκαταριθμείται και στην μεγάλη ομάδα των Προπατόρων4 (ανάμεσα
στους Λάμεχ και Σημ). Εξ άλλου, κατά την Ερμηνεία ο Σαμουήλ δεν συμ-
περιλαμβάνεται στην πολυπληθή ομάδα των Προφητών των οποίων ο κα
τάλογος είναι εικονογραφικά προσδιορισμένος5. Πως εξηγείται, εν τέλει,
η παρουσία στην «ομάδα» τεσσάρων ή έστω τριών μη προφητών όταν
απουσιάζουν κορυφαίοι προφήτες όπως οι Ησαΐας και Ιεζεκιήλ;
Αναζητώντας απάντηση στα ερωτήματα αυτά, βρίσκουμε μια πρώτη
νύξη για το ρόλο και τη θέση των περισσότερων από τα εν λόγω οκτώ
πρόσωπα της Π. Διαθήκης, στην Ερμηνεία του Διονυσίου του εκ Φουρνά.
Είναι γνωστό ότι το κείμενο της Ερμηνείας βασίζεται σε παλαιότερες πη
γές6 7και μάλιστα υπάρχει σ’ αυτό η παραίνεση προς τον αναγνώστη
ζωγράφο να μελετήσει το πρωτότυπο έργο του Πανσελήνου, με επισκέ
ψεις «εις τάς vrf αύτοϋ είκονισθείσας εκκλησίας»1. Χωρίς να απολυτο
ποιούμε την σημασία των στοιχείων της σχετικής περιγραφής, βρίσκουμε
την εξής αξιοπρόσεκτη πληροφορία: Έξη από τις οκτώ μορφές που εικονί-
ζονται στα εν λόγω τόξα του Πρωτάτου: οι Μωυσής, Μελχισεδέκ, Σαμου
1. Ο τρούλλος κατέπεσε και αντικαταστάθηκε. Βλ. προηγ. σημ., σ. 34-39 και σχ. σ. 37.
2. Καλομοιράκης Δ., ό.π., σ. 210.
3. Βλ. Καλομοιράκης Δ., ό.π., πίν. σ. 204-206 (εικονογραφικά πρόγραμμα Πρωτάτου).
4. Βλ. στο ίδιο.
5. Βλ. Διονύσιος εκ Φουρνά, Ερμηνεία, σ. 77, 78, 79. Πρβλ. Κόντογλου Φ., Έκφρασις της
Ορθοδόξου Εικονογραφίας, τόμ. Α', Αθήνα 1960, σ. 111.
6. Βλ. Στον ίδιο, Πρόλογος Α. Παπαδοπούλου-Κεραμέως, σ. κε', κστ', κζ', κη'.
7. Βλ. στον ίδιο, σ. κη'· πρβλ. σ. κστ', βλ. και σ. 3.
263
ήλ, Ααρών, Δανιήλ και Νώε προβλέπεται να απεικονίζονται «κατωτέ
ρω...εις τοϋ πρώτον (καί όεντέρον) σταυροθολίου τάς καμάρας»1, προφα
νώς σε στάθμες χαμηλότερες από τον τρούλλο και «έξωθεν τοϋ Βήματος».
Οι τρόποι απεικόνισης αυτών των μορφών, σύμφωνα με την περιγραφή
της Ερμηνείας12, είναι όμοιοι με αυτούς που εικονίζονται τα ίδια πρόσωπα
στο Πρωτάτο. Παράλληλα, είναι γνωστό από τοιχογραφημένες κατά την
παλαιολόγεια περίοδο εκκλησίες, όπως π.χ. το καθολικό της Μ. Βατοπαι-
δίου3 και ο Άγιος Γεώργιος στο Staro Nagoricino4, ότι εικονιζόμενα γεγονό
τα από τη ζωή του Χριστού, συνοδεύονται από τις παραστάσεις των προ-
φήτων που τα προείδαν5. Ήδη όμως, θα προβάλλει εύλογα κανείς την
αντίρρηση ότι η αρχιτεκτονική μορφή του Πρωτάτου που δέχθηκε την
συγκεκριμένη τοιχογράφηση, όπως έχει διασωθεί, δεν παρουσιάζει άμεση
αντιστοιχία με τον αρχιτεκτονικό τύπο στον οποίο είχε προσαρμοσθεί το
τυπικό εικονογραφικό πρόγραμμα της παλαιολόγειας περιόδου. Είναι
λοιπόν αναγκαίο να δείξουμε με τεκμήρια ότι και στο Πρωτάτο καταβλή
θηκε προσπάθεια προσαρμογής του εικονογραφικού προγράμματος στις
δεδομένες συνθήκες της αρχιτεκτονικής χωρίς, όμως, να παραβιασθεί η
καθιερωμένη ιεραρχική τάξη.
Θα αποδείξουμε ότι για ειδικούς λόγους που θα αναφερθούν αναλυτι
κά στη συνέχεια, και στο Πρωτάτο, η επιλογή και η διάταξη των οκτώ μορ
φών από την Παλαιά Διαθήκη, δεν έχει καμμιά σχέση με την παρουσία
της τυπικής χορείας των Προφητών, αλλά υπηρετεί τη γνωστή εικονογρα-
φική σύμβαση κατά την οποία εικονίζονται παράλληλα και σε γειτονία, η
προτύπωση (προεικόνιση) και το προτυπούμενο γεγονός ή πρόσωπο6. Πιο
συγκεκριμένα, για να κατανοηθεί η επιλογή, η θέση, και τελικά η σημασία
της παρουσίας των οκτώ μορφών, πρέπει να αποσυσχετίσουμε τις τέσσε
ρις μορφές που εικονίζονται στις υψηλότερες θέσεις των εσωρραχίων (ε
κατέρωθεν των κλειδιών), από εκείνες (τέσσερις επίσης) που εικονίζονται
1. Βλ. Ερμηνεία: «Περί του πως ιστορίζονται εκκλησίαι. Περί τρουλαίας εκκλησίας»,
σ. 217' πρβλ. και σ. 269.
2. Βλ. Ερμηνεία, σ. 217.
3. Βλ. π.χ. απεικονίσεις των Προφητών Ζαχαρία και Μαλαχία, σε στάθμες κάτω από
τις γενέσεις των θόλων: Τσιγαρίδας Ευθ., «Τα ψηφιδωτά και οι βυζαντινές τοιχογραφίες»,
Ι.Μ.Μ. Βατοπαιόίου, τόμ. Α', εικ. σελ. 236. Πρβλ. σ. 237, 262.
4. Π.χ, οι Προφήτες Δανιήλ και Ζαχαρίας: Βλ. Millet G.-Frolow A, La Peinture en Yougo
slavie III, πίν. 79 και 114.1.
5. Πρβλ. Ερμηνεία, σ. 216.
6. Πρόκειται εν τέλει για την εικονογραφική έκφραση της θεολογικής σχέσης Παλαιάς
και Καινής Διαθήκης, η οποία, εξ ίσου χαρακτηριστικά, αποδίδεται στα κείμενα που επι
λέγονται και διαβάζονται κατά τις ακολουθίες των εορτών: προηγούνται τα αναγνώσματα
από τους Προφήτες και έπονται τα αντίστοιχα της Καινής Διαθήκης.
264
στις χαμηλότερες, πάνω από τις γενέσεις των τόξων. Πρέπει δηλαδή να
διακρίνουμε δύο οριζόντια επίπεδα.
Οι τέσσερις μορφές που αντιστοιχούν στο κάτω επίπεδο, εικονίζονται
σε άμεση γειτονία με τις ζωγραφικές παραστάσεις γεγονότων από τη ζωή
του Χριστού, τα οποία έχουν προαναγγείλει λόγω ή έργω. Οι τέσσερις
μορφές του επάνω επιπέδου προτυπώνουν πρώτιστα το αρχιερατικό και
κατά δεύτερο λόγο το δεσποτικό (βασιλικό) αξίωμα του Χριστού, του
οποίου την απεικόνιση προϋποθέτουν.
265
πανα των κεραιών, στα διάστυλα των επάνω παραθύρων»1 του καθολι
κού της Μ. Σταυρονικήτα12. Εδώ, δεν υπάρχει, προφανώς, καμμιά εικονο-
γραφική σχέση με την τυπική ομάδα των Προφητών.
Ήδη, το γεγονός ότι και οι τέσσερις μορφές του επάνω επιπέδου θεω
ρούνται Προπάτορες εκτός γενεαλογίας, συνιστά ισχυρή ένδειξη ότι δεν
υπήρξε πρόθεση εν προκειμένω, να εκπροσωπηθεί στις θέσεις αυτές η
γνωστή χορεία των Προφητών. Αλλά, πειθόμαστε περισσότερο γι’ αυτό,
όταν εξετάσουμε τον ιδιαίτερο συμβολικό ρόλο της κάθε μιας απ’ αυτές
τις (τέσσερις) μορφές. Από την ανάλυση αυτή θα φανεί με ευκρίνεια ότι,
όπως ήδη αναφέραμε, προεικονίζουν και προαναγγέλλουν το αρχιερα
τικό αξίωμα του Χριστού, ο οποίος ως υπερέχων ασύγκριτα έναντι όλων
των προτυπώσεών του, κατά τη διδασκαλία της Κ. Διαθήκης3, δεν είναι
δυνατόν να υποκατασταθεί από την παρουσία των εν λόγω, τεσσάρων
μορφών.
α. Ο Αρχιερέας Ααρών.
Εικονίζεται στό εσωράχιο, ανατολικά του κλειδιού του βορείου τόξου,
με αρχιερατική αμφίεση και μίτρα στην κεφαλή, κρατώντας την χρυσή
στάμνο και την ανθισμένη ράβδο4. (Πίν. 20α, 22β). Ο Ααρών καθαγιά-
σθηκε και χρίσθηκε ως πρώτος ιερέας, από τον Μωυσή. Παρά τις επιφυλά
ξεις που ενδεχομένως διατηρεί κανείς για ένα μεταγενέστερο κείμενο
όπως η Ερμηνεία του Διονυσίου, είναι αξιοπρόσεκτα, καθώς επισημαί
νουν την π α ρ α δ ε δ ο μ έ ν η βαθύτερη σχέση προεικόνισης και
απεικόνισης της ενυπόστατης π α ρ ο υ ο ί α ς , όσα αναφέρονται
εκεί επί του συγκεκριμένου θέματος: Ο Ααρών εικονίζεται σε αντιστοιχία
με τον Χριστό ως Μεγάλης Βουλής Αγγελο5, σε χαμηλότερη στάθμη του
ίδιου θολοσκεπούς χώρου, εκτός του Ιερού Βήματος. Η ρήση στο ειλητάριο
που κρατά ο Μεγάλης Βουλής Άγγελος (Χριστός): « Εγώ εκ τοϋ Θεοϋ
έξήλθον καί ήκω· ονδε' γάρ άττ’ έμαυτοϋ ελήλνθα, άλλ’ εκείνος με
άπέστειλε»6, έχει απόλυτη αντιστοιχία με τη σχετική μνεία περί Ααρών
στην Κ. Διαθήκη, αναφορικά προς την αρχιερωσύνη του Χριστού: «... καί
ονχ έαντφ τις λαμβάνει την τιμήν (τής άρχιερωσύνης) αλλά καλούμενος
1. Χατζηδάκης Μ., Οι τοιχογραφίες τής I. Μ. Σταυρονικήτα, σ. 53, σχ. II, IV, VI.
2. Χατζηδάκης Μ., ό.π., α. 78. Θυμίζουμε και την διαπίστωση ότι «η Κρητική ζωγρα
φική του 16ου αιώνα αποτελεί στο σύνολό της, και στην εικονογραφία αλλά και σε βασικά
χαρακτηριστικά της τεχνοτροπίας, συνέχεια της ζωγραφικής των Παλαιολόγων».
3. Συγκεκριμένη αναφορά στα παλαιοδιαθηκικά πρόσωπα: Ααρών, Μωυσή και Μελχι-
σεδέκ, ως προεικονίσεις-προτυπώσεις του προσώπου του Χριστού, αναπτύσσεται στην
Προς Εβραίους Επιστολή: Β:17, Γ: 2, 3, Δ: 14,15, Ε: 4, Ζ: 11,14, Η: 5.
4. Βλ. Millet G., Protaton, πίν. 8:3.
5. Βλ. Ερμηνεία, σ. 217.
6. Στο ίδιο, σ. 217.
266
υπό τοϋ Θεοϋ καθάπερ καί Άαρών οϋτω καί ο Χριστός ονχ, έαντόν εδό-
ξασε γενηθήναι αρχιερέα, άλλ’ ό λαλήσας (Πατήρ) πρός αυτόν: υιός μου
εί σύ, εγώ σήμερον γεγέννηκά σε»1. Κατόπιν μάλιστα, τονίζεται ότι ήταν
ανάγκη να εμφανισθεί άλλος ιερέας με ιερωσύνη ανώτερη από την λευϊ-
τική, την «κατά τάξιν ’Ααρών»*2, δηλαδή ο Χριστός, του οποίου η ιερωσύνη
ήταν «κατά τάξιν Μελχισεόέκ»3. Επιπλέον, η παρουσία του αρχιερέα Αα-
ρών στην συγκεκριμένη θέση (στο ανατολικό τμήμα του βορείου τόξου)
και η αντίστοιχη, σε συμμετρική ως προς τον διαμήκη άξονα του ναού, θέ
ση του Μωυσέως (στο ανατολικό τμήμα του νότιου τόξου), σε θέσεις,
δηλαδή, που προβάλλονται εκατέρωθεν, του κυρίως Ιερού Βήματος,
συναποτελούν προτύπωση της θείας Ιερουργίας4. Η προτύπωση γίνεται
σαφέστερη στη γνωστή παράσταση με τίτλο -κατά την Ερμηνεία του
Διονυσίου- «Ο Μωυσής καί Άαρών λειτουργοϋντες εις τήν Σκηνήν τοϋ
Μαρτυρίου»5. Η παράσταση αυτή εικονίζεται στο Πρωτάτο, στον χώρο
της Πρόθεσης6: Οι δύο μορφές παρίστανται εκατέρωθεν της Κιβωτού της
Διαθήκης, σε στάση κατ’ ενώπιον, με ιερατική αμφίεση.
Ι.Βλ. Ε6ρ. Ε, 4. Η συνέχεια του χωρίου: «... καθώς καί έν έτέρω λέγει· σύ ίερεύς εις
τόν αιώνα κατά τήν τάξιν Μελχισεόέκ», αιτιολογεί τήν συναρίθμηση και του Μελχισεδέκ,
όπως θα δούμε, στην ίδια ομάδα των τεσσάρων μορφών του επάνω επιπέδου.
2. Βλ. Ε6ρ. Ζ', 11.
3. Πρβλ. Ιω. Χρυσόστομος: PG, 48, 843-942.
4. Βλ. Καλομοιράκης Δ., Παρατηρήσεις, ο. 213.
5. Βλ. Ερμηνεία, ο. 57. Πρβλ. Έξοό. ΚΘ', 1-37.
6. Βλ. Millet G., Protettori, πίν. 32: 3.
7. Βλ. Millet G., Protaton, πίν. 8:4.
8. Έξοδ. ΚΘ', 1-37, Λ', Μ'. Λευιτ. Η'. Έξοδ. ΚΣΤ', 1-37. Πρβλ. Ερμηνεία, ο. 57.
9. Βλ. Δεύτερον. ΙΗ, 15.
10. Ε6ρ. Γ, 2. Πρβλ. Ε6ρ. ΙΑ', 23κ. εξ. Ιω. Α', 17, 46, Ε', 45-47, ΣΤ', 30 κ.εξ. Λονκ. ΚΔ', 27.
267
τιμήν έχει τοϋ οϊκου ό κατασκενάσας αυτόν»1. Από θεολογική και συμ
βολική λοιπόν άποψη, ούτε και η εικόνα του Μωυσέως (και, κατ’ ακο
λουθίαν, των άλλων προσώπων της Π. Διαθήκης), μπορεί να αναπληρώ
σει στο ναό την εικόνα του Χριστού. Πρόκειται, πάλι, για απλή προτύπω-
ση, όπως «υπόδειγμα καί σκιά» της λατρείας «των επουρανίων», ήταν και
η Σκηνή του Μαρτυρίου που κατεσκεύασε ο Μωυσής12. Πρέπει, πάντως, να
υπογραμμισθεί ότι ο Μωυσής εικονίζεται στην θέση αυτή, όχι ως προφή
της, αλλά ως επιτελέσας έργο αρχιερέως3.
1. Ε6ρ., Γ. 3.
2. Ε6ρ., Η'. 5.
3. Ο Μωυσής καθαγίασε, έχρισε και κατάρτισε ως πρώτο ιερέα του Ισραήλ τον Ααρών,
κατεσκεύασε και καθαγίασε την Σκηνή του Μαρτυρίου, υπήρξε θύτης ιερών σφαγίων κλπ.
4. Βλ. Millet G., Protaton, πίν. 8:2.
5. Βλ. Γεν. ΙΔ, 18.
6. Στο ίδιο.
7. Ψαλμ. ΡΘ, 4.
8. Ε6ρ. Ε', 10. Βλ. και Ε6ρ. ΣΤ, 20· Ζ, 3, 11.
9. Ε6ρ. Z', 1, 2. Γεν. ΙΔ, 18.
10. Βλ. Millet G., Protaton, πίν. 8:5.
268
εικονίζεται όχι ως προφήτης,1 αλλά ως ιερέας και μάλιστα με σύμβολα
υπομνηστικά δύο συγκεκριμένων ιερατικών πράξεων: της ιερουργίας και
της παροχής βασιλικού χρίσματος. Οι πράξεις αυτές εικονίζονται στις
σκηνές τις οποίες η Ερμηνεία τιτλοφορεί: «'Ο Σαμουήλ λειτουργών εν τφ
ναω τοϋ Κυρίου»12 3και «'Ο Δαδίό χριόμενος βασιλεύς υπό τοϋ Σαμουήλ»2.
Είναι άξιο ιδιαίτερης προσοχής, γιατί φωτίζει ακόμη περισσότερο τον
εικονογραφικό ρόλο του Σαμουήλ στο Πρωτάτο, αυτό που περιγράφει
σχετικά η Ερμηνεία: Η μορφή του Σαμουήλ με τα ίδια ακριβώς διακριτικά
και συμβολικά στοιχεία, παριστάνεται πρώτη σε εικονογραφική αντι
στοιχία4 προς τον Χριστό ως Εμμανουήλ. Ο Εμμανουήλ κρατεί ειλητάριο
που αναγράφει: «Πνεύμα Κυρίου επ’ εμέ ού έ'νεκεν έχρισε με»5. Τόσο η
αντιστοίχιση αυτή του Σαμουήλ προς τον Εμμανουήλ, όσο και η προανα-
φερθείσα του Ααρών προς τον Μεγάλης Βουλής Άγγελο, που καταγράφει
η Ερμηνεία6, δείχνουν καθαρά ότι οι μορφές αυτές στο Πρωτάτο, δεν
είναι δυνατόν να σταθούν αυτόνομα και μάλιστα να αναπληρώσουν την
εικόνα του Χριστού. Προϋποθέτουν και αυτές, οπωσδήποτε, την ίδια την
παρουσία του Χριστού δεσπόζουσα, στο εικονογραφικό πρόγραμμα. Ίσως
να είχαν παρασταθεί και οι μορφές του Εμμανουήλ και του Μεγάλης
Βουλής Αγγέλου στις οροφές των «χορών», οι οποίες γειτνιάζουν άμεσα7.
269
με τα εξής γεγονότα: α. την Γέννηση ως ενανθρώπιση του Θεού και την
(αναγνώριση αυτού του γεγονότος κατά την) Υπαπαντή- β. την Βάπτιση
(Θεοφάνεια)- γ. τα Πάθη, και δ. την Ανάληψη. Τά πρόσωπα αυτά έχουν
επιλεγεί είτε γιατί έχουν προφητεύσει, είτε γιατί προεικονίζουν με
περιστατικά από τη ζωή τους, τα παραπάνω γεγονότα. Ενώ όμως έχει
αναγνωρισθεί, κατά την μελέτη του εικονογραφικού προγράμματος του
ναού, αυτός ο ρόλος για τους Προφήτες Δανιήλ και Ιερεμία, έχει, παρα-
δόξως, αγνοηθεί προκειμένου για το Δίκαιο Νώε και τον Προφήτη Ηλία.
Προφήτες με το ρόλο αυτό, ως προάγγελοι δηλαδή, των ιστορούμενων
σε άμεση γειτονία γεγονότων, εικονίζονται όχι σπάνια σε εκκλησίες τοι
χογραφημένες κατά την περίοδο των Παλαιολόγων. Στο Άγ. Όρος, το κα
θολικό της Μ. Βατοπαιδίου είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα, στο βαθμό,
βέβαια, που οι επιζωγραφήσεις δεν έχουν διαφοροποιήσει τα επικαλυπτό
μενα παλαιολόγεια θέματα (1312)1.
Ότι οι μορφές αυτές έχουν ιδιαίτερο εικονογραφικό ρόλο, ανεξάρτητο
απ’ εκείνο των τεσσάρων μορφών του ψηλότερου επιπέδου, φανερώνεται
και από την έλλειψη άμεσης σημασιολογικής συγγένειας των
προσώπων που γειτονεύουν ανά δύο: Δανιήλ-Μωυσής, Νώε-Μελχι-
σεδέκ, Ιερεμίας-Σαμουήλ, Ηλίας-Ααρών. Ο ρόλος της τετραμελούς αυτής
ομάδας δεν είναι η εκπροσώπηση της γνωστής χορείας των προφητών του
τυπικού εικονογραφικού προγράμματος, γιατί συναριθμείται σ’ αυτήν και
ο μη προφήτης, Δίκαιος Νώε. Αλλά ας εξετάσουμε την κάθε μορφή και το
ρόλο της ξεχωριστά. (Σχ. 48).
1. Βλ. Τσιγαρίδας Ευθ., «Τα ψηφιδωτά και οι βυζαντινές τοιχογραφίες», Ιερά Μεγίστη
Μονή Βατοπαιδίου, τόμ. Α', Αγ. Όρος 1996, εικ. 194.
2. Βλ. Millet G., Protettori, πίν. 9: 4.
3. Βλ.Δαν. B, 44.
4. Βλ. Ερμηνεία, σ. 78. Πρβλ. Κόντογλου Φ., ό.π., τόμ. Α', σ. 114.
5. Πράξ. Β, 30. Πρβλ. και Δεντερ. ΙΗ', 15- II Βασιλ., Ζ, 12. Ψαλμ. ΡΛΑ', 11.
270
νότιο τοίχο του μεσαίου κλιτούς1. Η συσχέτιση και με την Υπαπαντή
ενισχύεται από την αναλογία του νοήματος των χωρίων που αναγρά
φονται στο ειλητάριο του Δανιήλ και cf εκείνο που κρατά η προφήτιδα
Άννα στην παράσταση της Υπαπαντής (του Πρωτάτου): «Τούτο τό βρέ
φος ουρανόν καί γην έστερέωσεν»12.
271
Η άποψη ότι ο κατακλυσμός ήταν «απόλουσις», «κάθαρσις», «καθάρ-
σιον», δεν είναι σπάνια στην γραμματεία των Πατέρων της Εκκλησίας.
Π.χ. κατά τον Ωριγένη: «Τότε (εν τώ κατακλνσμώ)... άπελούσατο την
φθοράν (ή γή)»1. Ο ίδιος σε άλλο κείμενο αναφέρεται σε «...κακίαν επί
πλεΐον χεομένην καί καθαιρομένην κατακλνσμώ...»12. Επίσης σύμφωνα με
τη διατύπωση του Βασιλείου Σελεύκειας, υπήρχε «... τότε φθορά τής γης
καί λοιμός έμψυχος (άμαρτία), κατακλυσμού πρός κάθαρσιν, μόνον
δεόμενος...»3.
Αλλά και Έλληνες φιλόσοφοι είχαν, κατά τη μαρτυρία εκκλησιαστι
κού συγγραφέα, την ίδια αντίληψη: «...ή δ’ εν τώ κατακλνσμώ διαφθορά
των άνθρώπων καθάρσιον εστί τής γής, ώς καί 'Ελλήνων οι φιλοσοφή-
σαντες είρήκασιν».
Η εικονογραφική υπόμνηση του κατακλυσμού (ως εμβαπτισμού της
γης μέσα στα ύδατα) και της διάσωσης της κιβωτού, εξηγείται και από τον
χαρακτήρα των αγιογραφικών αναγνωσμάτων της εορτής των Θεοφα-
νείων. Όλα τα αναγνώσματα τόσο από την Π. Διαθήκη (προφητείες και
ψαλμοί), όσο και από την Κ. Διαθήκη (Αποστολικά και Ευαγγελικά),
έχουν επιλεγεί με κριτήριο να υπάρχει σ’ αυτά κάποια ρητή μνεία «ύδά-
των». Ειδικότερα στον 28ο ψαλμό που διαβάζεται κατά την ακολουθία
των Μεγάλων Ωρών της εορτής, περιέχεται και το χωρίο:
«Κύριος τόν κατακλυσμόν κατοικιει καί καθιειται Κύριος βασιλεύς εις
τόν αιώνα»4. Με απόλυτη συνέπεια προς τα αναγνώσματα της ακολου
θίας των Θεοφανείων και όλες οι προφητείες που αναγράφονται στα
ειλητάρια των Προφητών που συνοδεύουν την σκηνή της Βάπτισης, κατά
την τοιχογράφηση των ναών, έχουν σχέση με το υδάτινο στοιχείο και την
καθαρτική του ιδιότητα5.
Απ’ όλα αυτά γίνεται φανερό ότι η επιλογή του Νώε, του μόνου
Δικαίου ανάμεσα στους Προφήτες που εικονίζεται στη στάθμη του «κάτω
επιπέδου», πρέπει να ερμηνευθεί ως αναφορά στην σκηνή της Βάπτισης
που παριστάνεται σε άμεση γειτονία.
272
γραφική του Πρωτάτου. Όπως στον Πρωτάτο, έτσι κι εδώ, ο Νώε εικονί-
ζεται1 στην ανατολική παρειά του νοτιοδυτικού πεσσού, αμέσως πάνω α
πό το σημείο πάκτωσης του ξύλινου ελκυστήρα. Και εδώ η σκηνή της Βά-
πτισης βρίσκεται σε πρόδηλη γειτονία: στο δυτικό τμήμα της νότιας (ε
γκάρσιας) καμάρας. Η θέση της (παράστασης) εξακριβώνεται με συνδυα
σμό σχετικών αναφορών*2. 1Την ίδια θέση έχει η Βάπτιση και σε άλλα πα-
λαιολόγεια εικονογραφικά σύνολα, όπως π.χ. στους Αγίους Αποστόλους
Θεσσαλονίκης3.
7. Todic Br., Protaton et la peinture Serbe, σ. 31. Παπαμαστοράκης T., ό.π., ο. 296.
1. Βλ. Millet G.-Frolow A., La peinture en Yougoslavie III, πίν. 73:2, 114:4. Todic Br., Serbian
Medieval Painting, εικ. 27.
2. Πρβλ. περιγραφή του εικονογραφικού προγράμματος: Todic Br., ό.π., σ. 322 και
φωτογραφία του τυμπάνου της νότιας κεραίας του σταυρού: Millet G., Frolow A., ό.π., πίν.
(Staro Nagoricino) 82.1. Βλ. και Kono Keiko, «The Personification of the Jordan and the Sea»,
Αφιέρωμα στη μνήμη τον Σ. Κίσσα, Θεσσαλονίκη 2001, σ. 195, εικ. 33.
3. Βλ. Ξυγγόπουλος Α., Η ψηφιδωτή όιακόσμησις του ναού των Αγίων Αποστόλων
Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1953, σ. 16, πίν. 15.
4. Βλ. Millet G., Protaton, πίν. 8:5.
5. Βλ. Ερμηνεία, σ. 81.
6. Βλ. Ιερεμ., ΙΑ', 19.
7. Βλ. Μελέτη Συντήρησης, πίν. με τίτλο: Βόρειος χορός.
8. Βλ. Millet G., Protaton, πίν. 9:3.
9. Πρβλ. Γρηγόριος Θεολόγος, Λόγος 27ος (Θεολογικός πρώτος), PG, 36, 11-26.
273
χωρίο της Π. Διαθήκης: «...ιδού άρμα πυράς... καί άνελήφθη ’Ηλων εν
συσσεισμφ ώς εις τόν ουρανόν»1. Εκτενής αναφορά στον προφήτη Ηλία
γίνεται και στο λόγο του Ιωάννου του Χρυσοστόμου «Εις την
Άνάληφιν»12. 3Ως4 προς τη σχέση με την Πεντηκοστή, για να τονισθεί η
αλληγορική αναφορά στην κάθοδο του Αγίου Πνεύματος, έγινε σκόπιμη,
καθώς νομίζουμε, αλλαγή μιας λέξης στην τυπική φράση του ειληταρίου.
Είναι γνωστό ότι η διατύπωση του κειμένου της Π. Διαθήκης: «Zfj Κύριος
ό Θεός... εί εσται τά ετη ταϋτα δρόσος καί ύετός οτι εί μή διά στόματος
λόγου μου»2, δεν αποδίδεται στις απεικονίσεις του προφήτη ακέραια
αλλά κατά κανόνα απλουστευμένη: «Ζεϊ Κύριος καί ζεϊ ή ψυχή μον ούκ
εσται ύετός επί τής γης εί μή διά στόματός μου»*. Στην φραστική εκδοχή
του Πρωτάτου, φαίνεται ότι η αντικατάσταση του «εσται» από το
«καταβήσεται»5, έγινε για να υπενθυμίσει σαφέστερα το ρήμα αυτό,
ανάλογες εκφράσεις άλλων προφητειών στις οποίες ο «καταβαίνων
ύετός» προτυπώνει, κατά την συμβολική και αλληγορική ερμηνεία της
Εκκλησίας, την έλευση του Λόγου του Θεού (ενανθρώπηση) και, κυρίως,
την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος. Τέτοιες προφητείες είναι π.χ. εκείνη
του Δαβίδ: «Καταβήσεται ώς ύετός επί πόκον...»6 7και του Ησαΐα: «'Ως γάρ
αν καταβή ό ύετός... καί ού μή άποστραφή εως αν μεθύση τήν γην καί
εκτέκη...»1. Υπάρχουν και άλλες που προτυπώνουν πιο έκδηλα την
Πεντηκοστή όπως π.χ., αυτή του προφήτη Ιωήλ: «’Εκχέω άπό τού
πνεύματός μου επί πάσαν σάρκα»8 ή του Ζαχαρία: «καί εκχεώ επί τόν
οίκον Δαυίδ καί επί τούς κατοικούντας 'Ιερουσαλήμ πνεύμα χάριτος...»9.
Εκτός από την Π. Διαθήκη, ανάλογες εκφράσεις συναντούμε και σε
Πατέρες της Εκκλησίας. Λ.χ., από τον Κλήμεντα τον Αλεξανδρέα αναφέ-
ρεται: «δρόσος 'Αγίου Πνεύματος»10 11και «ό τόν Κύριον καθ’ έκαστον και
ρόν επομβρίσας Λόγον»11. Σε πολύ πιο συναφή μνεία ο Ωριγένης, μιλώ
ντας αλληγορικά για τον «ύετόν τής φνχής»12, μνημονεύει συγκεκριμένα
τον υετό που προκάλεσε ο λόγος του Προφήτη Ηλία.
274
Εξ άλλου, σε ύμνο της εορτής της Αναλήψεως, συναντάμε την ίδια πα
ρομοίωση: «πυρίπνοον όέξασθε Πνεύματος δρόσον»1.
Απ’ όλα αυτά γίνεται πασίδηλο ότι η παρουσία του Προφήτη στην θέ
ση αυτή, επιλέχθηκε ως προτύπωση της Ανάληψης που εικονίζεται σε ά
μεση γειτονία, ενώ η παραλλαγμένη φράση στο ειλητάριο που κρατά, υ
παινίσσεται την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος κατά την Πεντηκοστή, της
οποίας η παράσταση βρίσκεται αμέσως μετά από εκείνην την Αναλήψε-
ως12. Αξίζει να υπογραμμισθεί η καιριότητα και η πυκνότητα των συμ
βολισμών και των υποδηλώσεων που παρατηρούνται στην κατάρτιση του
εικονογραφικού προγράμματος.
275
νός γιατί να μην εφαρμόζεται όταν το προτυπούμενο είναι το ίδιο το
πρόσωπο του Χριστού και όχι κάποιο γεγονός από τη ζωή του; Έχει δια
τυπωθεί, όπως είδαμε, η άποψη ότι οι εν λόγω οκτώ μορφές μαζί με την με
γάλη ομάδα των Προπατόρων αναπληρώνουν την έλλειψη του Παντο
κράτορα1. Η πρόταση αυτή περί συλλογικής αναπλήρωσης της εικόνας
του Χριστού, εισάγει κατ’ ανάγκην σ’ ένα προβληματισμό θεολογικής τά
ξης. Προκειμένου για κάθε ένα απ’ τα εικονιζόμενα τέσσερα, πρόσωπα
του πρώτου (άνω) επιπέδου, θεωρείται βέβαιο ότι προαγγέλει ή προεικο
νίζει το πρόσωπο του Χριστού. Δεν είναι όμως δυνατό να θεωρηθεί ότι
αναπληρώνει την εικόνα του Χριστού. Το αδύνατο αυτής της αναπλήρω
σης συμπεραίνεται βάσιμα από τη διδασκαλία της Κ. Διαθήκης, όπου το
νίζεται η ασύγκριτη υπεροχή του «αξιώματος» του Χριστού έναντι εκεί
νων π.χ. του Μωυσή ή του Ααρών. Είδαμε ότι σχετικά με τον πρώτο ανα-
φέρεται: «...πλείονος γάρ δόξης, οντος (ό 5Ιησούς) παρά Μωνσήν ήξίωταί,
καθ’ όσον πλείονα τιμήν έχει τοϋ οίκον ό κατασκευάσας αυτόν»12 και ως
προς τον δεύτερο: «EX μεν ονν τελείωσή διά τής Λενϊτικής ίερωσννης ήν...
τις έτι χρεία... έτερον άνίστασθαι ιερέα (τόν Χριστόν) καί ον κατά τάξιν
’Ααρών λέγεσθαι;»3. Κατ’ αναλογία, και η ιδέα της συλλογικής αναπλήρω-
σης της εικόνας του Χριστού από ένα οσοδήποτε μεγάλο άθροισμα
εικόνων κορυφαίων, έστω, προσώπων της Π. Διαθήκης, είναι βέβαιο ότι
δεν βρίσκει δικαίωση στη διδασκαλία της ορθόδοξης εκκλησίας.
Από σημειολογική άποψη, η έλλειψη εικονογραφικής «αυτονομίας»
του Ααρών και του Σαμουήλ, έχει δειχθεί επαρκώς από διασαφήσεις της
Ερμηνείας, που επισημάναμε ήδη, όπου αναφέρεται η αντιστοιχία του
Ααρών προς τον Μεγάλης Βουλής Άγγελο (Χριστό) και του Σαμουήλ
προς τον Εμμανουήλ4. Αλλά και ο αγενεαλόγητος Μελχισεδέκ, Δίκαιος,
με ιερατικό και βασιλικό αξίωμα, δεν μπορεί να αναπληρώσει εικονογρα-
φικά το Χριστό: Έτσι π.χ., στη Μονή της Χώρας, στο Παρεκκλήσι της
Ανάστασης, ο Μελχισεδέκ ως προτύπωση και ο προτυπούμενος Χριστός
εικονίζονται5 «ταυτόχρονα» στη βάση του τρούλλου, ανάμεσα στα σφαι
ρικά τρίγωνα, σε θέσεις αντιδιαμετρικές.
Ήδη: α) βάσει του ισχύοντος γενικά, αλλά, καθώς αποδείχθηκε και
στην τοιχογράφηση του Πρωτάτου, εικονογραφικού σχήματος: προτύπω-
ση-προτυπούμενο γεγονός ή πρόσωπο, β) λαμβάνοντας επί πλέον υπόψιν
1. Βλ. Καλομοιράκης Δ., Παρατηρήσεις, σ. 214. Επίσης βλ. σ. 216: «... η ομάδα των Προ
πατόρων και ως προς το περιεχόμενο και ως προς την θέση της... ιεραρχικά αντικατέστησε
τον Παντοκράτορα».
2. Εδρ. Υ, 3.
3 .Ε6ρ. Ζ', 11.
4. Βλ. Ερμηνεία, σ. 216, 217.
5. Βλ. Underwood Ρ., The Kariye Djarni, τόμ. Ill, New York 1966 εικ. [240] (ο Χριστός, στα
ανατολικά), εικ. [239] (ο Μελχισεδέκ, στα δυτικά), εικ. σελ. 337, 338.
276
ότι οι τέσσερις Ευαγγελιστές εικονίζονται σε θέσεις που αντιστοιχούν
στις τέσσερις εδράσεις των δύο μεγάλων τόξων και γ) θεωρώντας σαν
ενότητα το εικονογραφικό πρόγραμμα του ναού, πρέπει ανεπιφύλακτα
να δεχθούμε ότι η εικόνα του Χριστού δέσποζε στην οροφή, σε θέση πε
ριωπής, αντίστοιχη προς το κεντρικό τετράγωνο της κάτοψης.
Ακόμη και εάν υποτεθεί ότι στη θέση των δύο σταυρών που εικονίζο-
νται στα κλειδιά των μεγάλων τόξων, υπήρχαν στην αρχή μετάλλια με
προτομή του Χριστού1, π.χ. ως Εμμανουήλ12, ή Μεγάλης Βουλής Αγγέλου ή
ως Παλαιού των Ημερών, τα οποία κατόπιν καταστράφηκαν, ακόμη και
στην περίπτωση αυτή δεν θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως παραστάσεις
ικανές, από εικονογραφική άποψη, να αναπληρώσουν τον Παντοκράτο
ρα. Γιατί πέραν των άλλων αντενδείξεων (πολύ μικρό μέγεθος κ.λπ.) θα
υπήρχε αθέτηση των προτεραιοτήτων της εικονογραφικής ιεράρχησης:
δηλαδή θα βρίσκονταν οι Προπάτορες σε θέση ιεραρχικά υψηλότερη από
τις θεωρούμενες ως κορυφαίες απεικονίσεις του Χριστού (μέσα στα εν λό
γω μετάλλια).
277
ρική» στολή: δύο βασιλείς1 ο Σολομών και ο Δαυίδ καθώς και ο ηγήτορας
του ιουδαϊκού λαού, Ιησούς του Ναυή. Παρεμβάλλεται προς τα νότια με
αρχαιοπρεπή ενδυμασία, σαν σύνδεσμος των δύο ομάδων, ο Δίκαιος Νώε
και ακολουθεί η ομάδα τεσσάρων, με αρχιερατική αμφίεση μορφών, η
οποία (τετράδα) ταυτίζεται με αυτήν του Πρωτάτου: Ο Μελχισεδέκ
κρατώντας δίσκο με τρεις άρτους, ο Σαμουήλ με το κέρας του ελαίου, ο
Μωυσής με τη στάμνο και ο Ααρών με την ανθισμένη ράβδο12. Θυμίζουμε
ότι τα τέσσερα αυτά πρόσωπα έχουν και την ιδιότητα να ανήκουν στους
«έξω από την γενεαλογία» Προπάτορες3. Έτσι στο Lesnovo, από τα οκτώ
πρόσωπα, τα τρία είναι Προπάτορες κατά γενεαλογία και τα υπόλοιπα
πέντε, Προπάτορες εκτός γενεαλογίας4.
Είναι φανερό ότι και οι δύο ομάδες προεικονίζουν τον Χριστό: η πρώ
τη ως Βασιλέα (Δεσπότη) η δεύτερη ως Αρχιερέα. Ο αναμφισβήτητος χα
ρακτήρας κάθε ομάδας και το γεγονός ότι η μία συμπληρώνει την άλλη ως
προς το συμβολισμό τους, εγείρουν το ήδη διατυπωμένο ερώτημα εάν οι
οκτώ αυτές μορφές ως σύνολο μπορούν όχι μόνο να προτυπώσουν αλλά
και να αναπληρώσουν την εικόνα του προτυπούμενου Χριστού. Η απά
ντηση δίνεται άμεσα: στην υπερκείμενη ζώνη του τρούλλου παρίστανται
οκτώ άγγελοι σε στάση προσκύνησης που απευθύνεται στον εικονιζόμενο
στην κορυφή του τεταρτοσφαιρίου Χριστό ως Παντοκράτορα.
Δηλαδή, οι οκτώ αυτές μορφές, μολονότι προτυπώνουν πληρέστερα,
τόσο το βασιλικό όσο και το αρχιερατικό «αξίωμα» του Χριστού, όχι μόνο
δεν αρκούν για να αναπληρώσουν συλλογικά την εικόνα του Παντοκρά
τορα, αλλά διαχωρίζονται, ως υπολειπόμενες απ’ αυτήν, και από μια ζώ
νη με παράταξη σεβιζόντων αγγέλων. Παράλληλα, με το παράδειγμα του
Lesnovo επιβεβαιώνεται απόλυτα ότι η ομάδα των τεσσάρων ιερατικά
αμφιεσμένων μορφών που εμφανίζεται στο Πρωτάτο έχει ένα ιδιαίτερο
συμβολικό ρόλο, ανεξάρτητο και άσχετο από εκείνον της γνωστής χο
ρείας των Προφητών.
Ένα άλλο εικονογραφικό παράδειγμα, στο Άγιον Όρος, παρουσιάζει
ιδιαίτερο ενδιαφέρον, αν και νεώτερο, διότι φαίνεται πως απηχεί την ίδια
αντίληψη που αναλύθηκε παραπάνω. Πρόκειται για την αρχιτεκτονική
διαμόρφωση και τοιχογράφηση της οροφής του νάρθηκα του νότιου πα
ρεκκλησίου στο καθολικό της Μονής Βατοπαιδίου (Σχ. 53). Η αρχιτεκτο
νική «αναλογία» προς το Πρωτάτο έγκειται στο γεγονός ότι δύο παράλ
1. Διάκριση της βασιλικής ιδιότητας και σχετική ομαδοποίηση παρατηρείται και στις
απεικονίσεις των Προπατόρων στην Studenica, στο Staro Nagoricino και στην Gracanica. Βλ.
Παπαμαστοράκης Τ., Ο διάκοσμος τον τρούλλου, σ. 249, 250.
2. Βλ. Παπαμαστοράκης Τ., Ο διάκοσμος τον τρούλλου, σ. 250, 251.
3. Βλ. Ερμηνεία, σ. 75, 76.
4. Βλ. στο ίδιο.
278
ληλα (Β και Ν) τόξα γεφυρώνουν τις ανωδομές του ανατολικού και του
δυτικού τοίχου, διαιρώντας την οροφή του νάρθηκα σε τρία τμήματα1. Η
εικονογραφική αναλογία αναφέρεται στην διακόσμηση των εσωρραχίων
των τόξων αυτών:
Στο προς Βορρά τόξο, εικονίζονται12 αντικρυστές, δύο ολόσωμες μορ
φές, ο Σαμουήλ και ο Ααρών. Οι ίδιες μορφές απαντούν και στο βόρειο
τόξο του Πρωτάτου εκατέρωθεν του κλειδιού. Στο προς Νότο τόξο, εικονί-
ζονται αντίστοιχα ο Μελχισεδέκ και ο Νώε. Οι ίδιες μορφές εικονίζονται
στο νότιο τόξο του Πρωτάτου (διαδοχικά στην δυτική πλευρά του εσωρ-
ραχίου). Ωστόσο το εξαιρετικό ενδιαφέρον του παραδείγματος συνίστα-
ται στο εικονογραφικό θέμα που υπάρχει στην ελλειψοειδή ασπίδα που
φέρεται από τα δύο τόξα και καλύπτει το κέντρο του χώρου: Πρόκειται
για τον Παντοκράτορα. Η ζωγραφική είναι βέβαια νεώτερη (1802) και δεν
γνωρίζουμε αν πρόκειται για επιζωγράφηση -όπως στο καθολικό- ή εκ
νέου τοιχογράφηση. Το γεγονός, όμως, ότι βρισκόμαστε σ’ ένα καθολικό
του οποίου η τοιχογράφηση αποτελεί εξέχον μνημείο της Παλαιολόγειας
ζωγραφικής και μάλιστα σχετιζόμενο, όπως διαπιστώθηκε, με το Πρωτά
το, καθώς και η ομοιότητα των τυπολογικών χαρακτηριστικών των μορ
φών, που αναφέραμε, επιτρέπουν να υποθέσουμε βάσιμα ότι η συγκεκρι
μένη εικονογραφική επιλογή στο παρεκκλήσι του καθολικού της Μ. Βατο-
παιδίου, προδίδει επηρεασμό από την παλαιολόγεια, αντίστοιχη εικονο-
γραφική διάταξη του Πρωτάτου3.
Επίσης στον εξωνάρθηκα του καθολικού της Μονής Φιλοθέου, στα
εσωρράχια των δύο τόξων (με διεύθυνση Α-Δ) που φέρουν την μεσαία (α
ξονική) ασπίδα εικονίζονται οι τέσσερις «προπάτορες εκτός γενεαλογί
ας» που εικονίζονται και στα μεγάλα τόξα του Πρωτάτου: στο βόρειο τό
ξο οι Μωυσής (Δ) και Ααρών (Α) και στο νότιο οι Σαμουήλ (Δ) και Μελ-
χισεδέκ (Α). Στο κέντρο της ασπίδας εικονίζεται ένθρονος ο Χριστός ως ο
Παλαιός των Ημερών. (Σχ. 54).
Σ’ αυτές τις δύο αθωνικές περιπτώσεις, δεν χρειάζεται ν’ αποδείξουμε
ότι προέρχονται άμεσα ή έμμεσα από εικονογραφική επίδραση της παλαι-
ολόγειας τοιχογράφησης του Πρωτάτου. Αρκεί μόνον να επισημάνουμε
και να υπογραμμίσουμε την μαρτυρία που κομίζουν για τον πραγματικό
ρόλο των «Προπατόρων εκτός Γενεαλογίας»: ότι, δηλαδή, προτυπώνουν
279
και δεν αναπληρώνουν, απεναντίας μάλιστα, προϋποθέτουν την παρου
σία της εικόνας του Χριστού. Εξ’ άλλου, η εμμονή του Αγ. Όρους στην τή
ρηση των εκκλησιαστικών τυπικών που σχετίζονται με την θεία Λατρεία
και στο θεολογικό αντίκρυσμα της εικονογραφικής έκφρασης, αποτελεί
εγγύηση για τη συνέχεια της παράδοσης των βασικών αρχών του εικονο-
γραφικού προγράμματος. Είναι πρόδηλο ότι η επί μέρους αρχιτεκτονική
και εικονογραφική αναλογία στις δύο ανωτέρω περιπτώσεις, καθώς και η
εικονογράφηση στον τρούλλο του νάρθηκα της εκκλησίας των Αρχαγ
γέλων στο Lesnovo υπαγορεύουν με ασφάλεια την ύπαρξη του Παντοκρά
τορα και στο Πρωτάτο.
Κατακλείοντας την παραπάνω ανάπτυξη που αφορά στη διερεύνηση
του εικονογραφικού προγράμματος, ειδικότερα ως προς την υποτιθέμενη
«χορεία» των Προφητών στο Πρωτάτο, επισημαίνουμε ότι από την υπάρ-
χουσα τοιχογράφηση στον ναό, δεν λείπει μόνο ο Παντοκράτορας και οι
Αγγελικές Δυνάμεις αλλά και η γνωστή μεγάλης σημασίας, για την πλη
ρότητα του προγράμματος «χορεία» των Προφητών. Μια ιδέα για το πως
περίπου ζωγραφίζονταν οι διαμήκεις (μεσαίες) καμάρες σ’ αυτές τις περι
πτώσεις, μας δίνει ο Διονύσιος ο εκ Φουρνά καταγράφοντας πιθανώτατα
τον απόηχο βυζαντινής παράδοσης:
«Άν είναι κυλιστή ή εκκλησία, όποϋ θέλεις νά ιστόρησης, ήγονν βαγε
νοκαμάρα, άνω εις την μέσην τής καμάρας ποίησον τόν Παντοκράτορα
μέσα εις κύκλον, καί άνατολικά άνωθεν τοϋ τέμπλου την Παναγίαν, δυσι-
κά όέ τόν Πρόδρομον. 5Από δέ την Παναγίαν έως τόν Χριστόν καί άπό
τόν Χριστόν έως τόν Πρόδρομον ποίησον ουρανόν καί εν αύτω πλήθος
άγγέλων, καί άπό τό ένα καί άλλο μέρος τοϋ ουρανού ποίησον Προπάτο
ρας καί Προφήτας μέσα εις πόλους· καί κάτωθεν αυτών ποίησον την πρώ-
την τάξιν των δεσποτικών εορτών καί τά °Αγια Πάθη καί τά μετά την Ά-
νάστασιν θαύματα, καί εις την καμάραν τοϋ βήματος τήν Πλατυτέραν...»1
1. Βλ. Ερμηνεία, σ. 224, § 12. Βλ. και στην παρούσα μελέτη κεφ.: «Τεκμηρίωση της
κατασκευαστικής παράδοσης των ξυλόπηκτων θόλων», V. Νεώτερη περίοδος. Πρβλ. μνημο-
νευθείσα τοιχογράφηση μεσαίας καμάρας του Αγίου Στεφάνου στην Καστοριά.
280
ΙΙΙ.3.4. Η συσχέτιση του εικονογραφικού προγράμματος με την θεματο
λογία του Μεγάλου Κανόνος
1. Βλ. Καλομοιράκης Δ., Ερμηνευτικές παρατηρήσεις, σ. 214 σημ. 141, σ. 216 σημ. 165.
Ο ίδιος, Πρωτάτο: Η Έρευνα, σ. 90 σημ. 70, 81, 83.
2. Βλ. Mylonas P., Les étapes, Protaton C., εικ. 11.
3. Βλ. PG 97, 1361, 1364: Συναξάριο του Αγίου Ανδρέου Κρήτης και μνεία του Μ. Κανό
νος: «πάσαν την 77. καί Ν. ιστορίαν Διαθήκης ερανισάμενος καί άθροίσας, τό παρόν ήρ-
μόσατο μέλος... προτρέπεται γοϋν διά τούτου πάσαν ψυχήν, δσα μέν άγαθά τής ιστορίας
ζηλοϋν καί μιμειαθαι πρός δύναμιν, δσα δέ τών φαύλων άποφεύγειν καί άεί πρός Θεόν
άνατρέχειν διά μετάνοιας, δακρύων καί εξομολογήσεως καί τής άλλης εύαρεστήσεως».
Πρβλ. Μ. Κανών, ωδή θ', 2. Βλ. ΘΗΕ, τόμ. Β', στ. 689. Επίσης βλ. Κούτσας Σ. (αρχιμ.), Αδα
μιαίος θρήνος: ο Μέγας Κανών Ανδρέου του Κρήτης, Αθήνα 1988 (κείμενο, μετάφραση,
σχόλια).
281
A. Εκκλησιολογική θεώρηση
1. Π.χ. κατά τις εορτές των αγίων, τιμώνται τα μαρτύρια και οι ασκητικοί αγώνες
τους αλλά πανηγυρίζονται και τα επινίκια.
2. Μάξιμος Ομολογητής, «Μυσταγωγία»: PG 91, 657-718. Συμεών Θεσσαλονίκης, PG 155,
176 κ. εξ., 253 κ. εξ., 305 κ. εξ. 697-750. Καλλίνικος Κ, Ο Χριστιανικός ναός και τα
τελούμενα εν αντώ, Αλεξάνδρεια 1921, εισαγωγή, βιβλ. Β', Γ', Δ', Ε', Ζ'. Αρχιμ. Βασίλειος
(Ιβηρίτης), Εισοδικόν, Άγιον Όρος 1974, κεφ. Α', Γ', Δ'.
3. Βλ. Στάθης Γρ., Τα χειρόγραφα Βυζαντινής Μουσικής. Άγιον Όρος, τόμ. Α',
Αθήναι 1975, σ. κδ'-λ'. Η μεγάλη ποικιλία περιεχομένου και οι εναλλαγές του μέλους στους
εκκλησιαστικούς ύμνους, σε εναρμόνιση πάντοτε με το ύφος της κάθε εορτής, προϋποθέ
τουν παράλληλη εκφραστική και στην εικονογράφηση του ναού.
4. ΓΤρβλ. αλληγορική ερμηνεία του Άσματος Ασμάτων από εκκλησιαστικούς συγγρα
φείς: Γιαννακόπουλος I., Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους Ο,' (Δ' έκδ.) Θεσσαλονίκη 1986,
τόμ. ΚΕ', σ. 247 (εισαγωγή), σ. 253-292.
5. Βλ. και υποκεφάλαιο που αναφέρεται στο ενδεχόμενο επίδρασης του ησυχαστικού
«κινήματος».
282
και παρέκκλιση των βασικών αξόνων που την διαρθρώνουν. Δεν δικαιο
λογείται ούτε σε μοναστικό περιβάλλον, ακόμη και αν ως κίνητρο θα μπο
ρούσε να προβληθεί μια «ασκητικότερη» και πιο «νηπτική» βίωση του εκ
κλησιαστικού χωροχρόνου.
Β. Θεματολογική θεώρηση
α. Ol Προπάτορες
283
στους δΰο «καταλόγους», όπως π.χ., ο Ιώβ1, ο Δίκαιος Ιωσήφ12, ο Ιησούς
του Ναυή3.
284
Ως γνωστό, στον κατάλογο των κατά γενεαλογία Προπατόρων,
περιλαμβάνονται και μη δίκαιοι, αδικοπραγήσαντες μάλιστα, οι οποίοι,
ωστόσο, απεικονίζονται στους ναούς, για το λόγο ότι ανήκουν στους
«υπουργήσαντες» στο έργο της ενανθρώπησης του Υιού του Θεού.
Το γεγονός ότι, κατά παράδοση, απαγορεύεται γενικά να εικονίζο-
νται αυτοτελώς στο ναό, άδικοι και βέβηλοι που αναφέρονται στην Π. και
Κ. Διαθήκη, καθιστά το περιεχόμενο του Μεγάλου Κανόνα απρόσφορο
για εικονογραφική χρησιμοποίηση, γιατί ακριβώς, μεγάλος αριθμός προ
σώπων που απαντούν εκεί, ανήκουν στην κατηγορία των παραδειγμάτων
προς αποφυγή.
1. Είναι γνωστό ότι εικονίζεται στο μεσαίο κλιτός ο επίσης διαπρεπής Κοσμάς ο
Ποιητής.
2. Χατζηδάκης Μ., «Βυζαντινή Τέχνη στο Άγιον Όρος», Θησαυροί του Αγίου Όρους,
Θεσσαλονίκη 1997, σ. 23-24. Ζίας Ν., «Μανουήλ Πανσέληνος: Οκτώ τοιχογραφίες», Σύναξη
12 (1984), σ. 33-40.
285
σμοί, είναι δύσκολο να θεωρηθεί ότι συνάδουν με μια εικαστική αισθητική
που υποτίθεται ότι προβάλλει σε απόλυτη προτεραιότητα το αυστηρά α
σκητικό ήθος και το έντονα νηπτικό κλίμα που οπωσδήποτε διαπνέουν τις
ωδές του Μ. Κανόνος.
286
III. 3.5. Άλλες ερμηνευτικές προσεγγίσεις
Ήδη, με την ανάλυση που προηγήθηκε και την διάκριση των οκτώ
μορφών της Π. Διαθήκης που εικονίζονται στα εσωρράχια των μεγάλων
τόξων, σε δυο τετραμελείς ομάδες, αντιστοιχούσες σε δύο οριζόντια επί
πεδα, αποσαφηνίσθηκε ότι ο ρόλος τους δεν είναι η εκπροσώπηση της
γνωστής, τυπικής ομάδας των Προφητών. Η αμεσότατη αντιστοιχία των
τεσσάρων μορφών του κάτω επιπέδου με παρακείμενες, στην ίδια στάθμη,
σκηνές από τον Χριστολογικό κύκλο και η τεκμηριωμένη σχέση προτύ-
πωσης-προτυπούμενου ή προαγγελίας-πραγμάτωσης που υφίσταται ανά-
μεσά τους, υποδεικνύει ως πολύ πιθανό ότι και η τετραμελής ομάδα του
ανώτερου επιπέδου είχε ανάλογο ρόλο. Το γεγονός ότι και οι τέσσερις
αυτές μορφές εμφανίζονται με ιερατική αμφίεση, καθιστά ακόμη πιο
πιθανό ότι λειτουργούσαν εικονογραφικά ως προτυπώσεις του Χριστού.
Ωστόσο, κρίνουμε αναγκαίο να σχολιάσουμε και την ερμηνευτική προ
σέγγιση του εικονογραφικού προγράμματος που αποδίδει την «ιεραρχικά
υπερτιμημένη» παρουσία των Προπατόρων, καθώς και την συγκεκριμένη
εικονογράφηση των εσωρραχίων των μεγάλων τόξων, σε προσαρμογή της
αντίστοιχης θεματολογίας στο τιμώμενο, με την ιδιαίτερη αφιέρωση του
ναού, πρόσωπο της Θεοτόκου.
Η άποψη ότι «η παρουσία των προπατόρων μπορεί άμεσα να συσχε-
τισθεί με την αφιέρωση του ναού στη Θεοτόκο...», (Djuric 1991) φαίνεται
ότι επηρέασε και προσανατόλισε την έρευνα1 προς την κατεύθυνση να
δοθεί ανάλογη ερμηνεία και στο ρόλο των οκτώ μορφών της Π. Διαθήκης
για τις οποίες έγινε ήδη λόγος.
Α. Ως προς την ευθεία σύνδεση των Προπατόρων με την Θεοτόκο12, τί
θεται το ερώτημα: Αν υποτεθεί ότι η ζώνη των Προπατόρων είναι η ανώ
τατη (καταληκτική), δηλαδή ιεραρχικά υπέρτερη όλων, δικαιολογείται
χάριν της ειδικής αφιέρωσης του ναού, η αθέτηση σε τόσο σοβαρό βαθμό
της παραδεδομένης μεταεικονομαχικής διάρθρωσης και ιεράρχησης του
εικονογραφικού προγράμματος, και η υπέρβαση των χριστοκεντρικών
προτεραιοτήτων;
Β. Ως προς την άποψη ότι η ομάδα των οκτώ μορφών της Π. Διαθήκης
που εικονίζονται στα εσωρράχια των δύο μεγάλων τόξων, αποτελεί «μια
1. Βλ. Τσιγαρίδας Ευθ., «Μανουήλ Πανσέληνος, ο κορυφαίος ζωγράφος της εποχής των
Παλαιολόγων», Μανουήλ Πανσέληνος (Εκ του ιερού ναού του Πρωτάτου), Θεσσαλονίκη
2003, σ. 29, 30.
2. Πάντως στα Ευαγγελικά κείμενα η παράθεση των ονομάτων των προπατόρων
σχετίζεται ευθέως με τον Ιησού Χριστό: Ματθ. A', 1: «Βίβλος γενέσεως Ίησοϋ Χριστού..»
και Λουκ. Τ', 23: «Καί αυτός ήν ό ’Ιησούς... ών, ώς ένομίζετο, υιός ’Ιωσήφ, τού Ήλί, τού
Ματθάν...».
287
ενιαία στη σύλληψη σύνθεση» που αποσκοπεί στην σύνδεση των προπα
τόρων (Π. Διαθήκη) με την Παναγία καί το Χριστό (Κ. Διαθήκη), ενθρό-
νους, στα προσκυνητάρια των ανατολικών πεσσών (Πίν. 17, 20), επισημαί
νουμε τα εξής:
α. Κατά την προτεινόμενη αντιστοίχιση των τεσσάρων μορφών του βό
ρειου τόξου στο πρόσωπο της Θεοτόκου (βόρειο προσκυνητάριο), δεν α
ποτελεί μοναδική εξαίρεση, όπως σημειώνεται, η μορφή του προφήτη Ιε
ρεμία (η οποία, όντως, σχετίζεται με την παρακείμενη σκηνή του Ελκόμε-
νου). Ασύμβατες εικονογραφικά με το πρόσωπο της Παναγίας, είναι και
οι μορφές του προφήτη Ηλία, ο οποίος μάλιστα γειτονεύει αμεσότερα με
το εν λόγω προσκυνητάρι (Πίν. 20α), καθώς και η μορφή του προφήτη
Σαμουήλ του οποίου το κέρας δεν συγκαταλέγεται ανάμεσα στα ποικίλα
σύμβολα που αποδίδονται ποιητικά από τους υμνογράφους, στην Πανα
γία (Σχ. 47). Μόνον τα διακριτικά της ταυτότητας του Ααρών σύμβολα:
στάμνος και ανθισμένη ράβδος, σχετίζονται άμεσα με την Θεοτόκο,
σύμφωνα και με την παράδοση της εικονογραφικής απόδοσης του
«Άνωθεν οι Προφήταί»1.
β. Εξ άλλου, εάν θεωρηθεί ότι υπήρχε πρόθεση άμεσης αντιστοίχισης
των μορφών του βόρειου τόξου στο πρόσωπο της Παναγίας, διαπιστώ
νουμε ότι εκτός από τις μορφές των Προφητών Ηλία, Σαμουήλ και Ιερε
μία, παρουσιάζεται ως ασύμβατη εικονογραφικά και η παρεμβαλλόμενη
νεοδιαθηκική μορφή του αποστόλου Πέτρου. (Πίν. 20α).
γ. Επίσης η ερμηνευτική αυτή προσέγγιση δεν αιτιολογεί την
σαφέστατη ομοείδεια των τεσσάρων μορφών που εικονίζονται ανά δύο,
στις υψηλότερες στάθμες των αντύγων, εκατέρωθεν των κλειδιών των
τόξων. Το γεγονός ότι ανάμεσα στους τέσσερις ιερατικά ενδεδυμένους
και με μίτρα, ιερατεύσαντες της Π. Διαθήκης, περιλαμβάνεται και ο μη
προφήτης, δίκαιος Μελχισεδέκ, «κατά την τάξιν» του οποίου
παρουσιάζεται ως αρχιερέας στην Κ. Διαθήκη ο Χριστός, αποτελεί βασική
ένδειξη ότι και οι τέσσερις εν λόγω μορφές αναφέρονται ευθέως στο
πρόσωπο του Χριστού. Για τον εικονογραφικά ρόλο των τεσσάρων
μορφών του κάτω επιπέδου έχει γίνει εκτενής λόγος προηγουμένως.
Β. Εάν υποτεθεί ότι οι οκτώ μορφές, θεωρούμενες ανά τέσσερις στο
βόρειο και στο νότιο τόξο (Σχ. 47), αντιστοιχούν «μονοσήμαντα» στις ει
κόνες της Θεοτόκου και του Χριστού των προσκυνηταρίων, τότε το υφι
στάμενο εικονογραφικό πρόγραμμα, στην κεντρική, κυρίαρχη διάρθρωσή
του (Σχ. 48), επιδέχεται την ερμηνεία -λόγω της αρχιτεκτονικής ισοτιμίας
των δύο μεγάλων και παράλληλων αψίδων- ότι αποδίδει ίση τιμή, (χωρίς
1. Βλ. Διονύσιος εκ Φουρνά, Ερμηνεία, σ. 146: αναφέρεται μόνον ο Ααρών. Επίσης στο
κεφ. «Έτεραι προφητείαι εις τας Θεομητορι,κάς εορτάς», αναφέρονται μόνον οι Ιεζεκιήλ,
Δαβίδ, Σολομών και Ησαΐας.
288
οιανδήποτε ιεραρχική διαφοροποίηση) στα πρόσωπα της Θεοτόκου και
του Χριστού. Το δογματικό αντίκρισμα μιας τέτοιας θεώρησης την
καθιστά, ίσως, παρακινδυνευμένη. Γιατί, η παράδοση της χριστοκεντρι-
κής ιεράρχησης του μεταεικονομαχικού εικονογραφικού προγράμματος,
παραμένει και κατά την περίοδο αυτή, ισχυρή. Είναι εύλογο ότι η προς
άξονα συμμετρική («ισοστάσια») τοποθέτηση στο τέμπλο, των εικόνων
του Χριστού και της Παναγίας, που προέκυψε μεταγενέστερα, για λόγους
προσκύνησης και άλλους, δεν πρέπει να γενικευθεί και να θεωρηθεί ως
κατευθυντήρια αρχή για την κεντρική διάρθρωση του εικονογραφικού
προγράμματος.
289
IV. Η «ΘΕΩΡΙΑ» ΠΕΡΙ ΥΠΟΦΩΤΙΣΜΕΝΟΥ ΝΑΟΥ ΑΠΟ ΕΠΙΔΡΑ
ΣΗ ΤΟΥ ΗΣΥΧΑΣΤΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ.
Κατά τις μέχρι στιγμής αναπαραστάσεις της μορφής του ναού μετά
την μετασκευή που έγινε πριν από την τοιχογράφηση, προτείνεται μια
ενιαία δικλινής στέγη ή μια παραλλαγή με υποτυπώδη κλιμάκωση δύο
επιπέδων σε κάθε κλίση1.
Την συσκότιση που επιβάλλεται στον τοιχογραφημένο εσωτερικό χώ
ρο, με την απόρριψη κάθε είδους φωταγωγού, αιτιολογούν ως συνειδητή
επιλογή υπό την επίδραση αντιλήψεων αποδιδόμενων στο Ησυχαστικό κί
νημα. Έχει παρατηρηθεί12 πάντως, ότι ο κανόνας κατά την διαμόρφωση
της ανωδομής και της στέγης στις τρίκλιτες ξυλόστεγες βασιλικές της
χερσονήσου του Αίμου, είναι η δημιουργία φωταγωγού.
Σχετικά με το ζήτημα του ενδεχόμενου υποφωτισμού του ναού, λόγω
εσωστρέφειας και μυστικοπάθειας, που θεωρούνται «γνωρίσματα» του η
συχαστικού κλίματος3, κατ’ αναλογία με την επίδραση που διαβλέπουν4
π.χ. στις φωτιστικές συνθήκες μιας πολύ μικρής και τοπικά περιορισμένης
ομάδας ναών του 14ου αιώνα, η διερεύνηση των αρχιτεκτονικών και θεω
ρητικών δεδομένων που παρέχουν μνημεία και πηγές, οδηγεί στις εξής
διαπιστώσεις.
α. Το ησυχαστικό κίνημα, μολονότι επέδρασε, καθώς πιστεύεται, στην
εικαστική διαπραγμάτευση ζωγραφικών θεμάτων και στην διαμόρφωση
εικονογραφικών προγραμμάτων5, δεν φαίνεται να επηρέασε τις φωτιστι
κές συνθήκες των ναών στο μοναστικό κέντρο του Αγίου Όρους, αν και
στον Αθωνα πρωτίστως εκδηλώθηκε. Δεν υπάρχει ούτε ένα καθολικό που
να μαρτυρεί τέτοια επίδραση.
β. Τα παραδείγματα που αναφέρονται εκτός Αγίου Όρους, ως ενδει
1. Βλ. Mylonas P., Les étapes, Protaton C: σ. 152-155, εικ. 11. Μια πρώτη απόπειρα ανα
σκευής αυτής της πρότασης αναπαράστασης, βλ. Φούντάς Π., «Η δεύτερη οικοδομική φάση
της εκκλησίας του Πρωτάτου», ΚΑ' Συμπόσιον ΧΑΕ (2001), σ. 98-99.
2. Βοκοτόπουλος Π., Η Εκκλησιαστική Αρχιτεκτονική, σ. 97, 98, 103.
3. Ως προς την τοιχογράφηση της εκκλησίας, έχει διατυπωθεί η άποψη ότι τα ησυχα
στικά κείμενα του πατριάρχη Αθανασίου και του μητροπολίτου Θεολήπτου έχουν επηρεά
σει με συγκεκριμένο τρόπο την εικονογραφία: βλ. Καλομοιράκης Δ., Τοιχογραφίες τον
Πρωτάτου, σ. 26-32. Ο ίδιος, Πρωτάτο, σ. 215.
4. Korac V., «La lumière dans l’architecture byzantine tardive, en tant qu’ expression des conse-
ptions Hésychastes», L’art de Thessalonique et des pays Balkaniques et les courants spirituels au XlVe
siècle, Belgrade 1987, σ. 125-131.
5. Βλ. Παπαμαστοράκης T., ό.π., σ. 284-297. Οι κύριες επιδράσεις εστιάζονται στον τρό
πο απόδοσης της δόξας στις παραστάσεις της Μεταμόρφωσης και του Παντοκράτορος
στον τρούλλο: βλ. σ. 288-292. Για τις διατυπωμένες γνώμες αναφορικά με τις σχέσεις ησυ
χασμού και καλλιτεχνικής έκφρασης, πρβλ. Tachiaos A., Hesychasm, σ. 118-120.
290
κτικά σχετικών επιδράσεων, συνιστούν πιθανώτατα, μια ιδιαίτερη, τοπική
εκδοχή κατά την οποία, πάντως, δεν καταργείται ο φωτισμός από ψηλά,
από τον τρούλλο, και ο προφανής συμβολισμός αυτής της «άνωθεν φω
ταύγειας». Αλλά μήπως αυτό το θέμα: ο φυσικός φωτισμός από ψηλά δεν
συνιστά και την ουσία του προβληματισμού σχετικά με τη διαμόρφωση
των στεγών, κατά τις μετασκευές στο ναό του Πρωτάτου;
γ. Ειδικότερα, προκύπτει ότι η εφαρμογή των νηπτικών μεθόδων και
της «εσωστρέφειας», αναφέρεται στην «κατ’ ιδίαν» άσκηση των μοναχών
(στο κελλί τους) και όχι στην κοινή λατρεία μέσα στο ναό. Η θεία λατρεία,
και κατά την περίοδο αυτή, ασκείται με τους ίδιους όρους και κάτω από
τις ίδιες συνθήκες, διότι οι ησυχαστικές αντιλήψεις δεν φαίνεται να επέ
φεραν αλλαγές σε κρίσιμες παραμέτρους που αφορούν στην λειτουργική
βίωση του χώρου της εκκλησίας: Συμβολισμός του ναού, λειτουργικός ρό
λος της τοιχογράφησης, θέαση και συμμετοχή στο τελετουργικό τυπικό,
ανάγκη ανταπόκρισης των συνθηκών μέσα στο ναό σε ένα εκκλησίασμα
όχι πάντα ομοιογενές από φυσική και πνευματική άποψη.
Λ. Πραγματολογικές αποδείξεις.
1. Βλ. σχέδια: Nenadovic S., «L’arhitecture des églises du monastère Chilandar». Chilandarski
Zbornik, 3 (1974), σέρβικά με περίληψη στα γαλλικά, σ. 85-208, σχ. 6, 11. Επίσης Αλπάγκο-
Νοβέλλο Α., ό.π., εικ. σελ. 64.
2. Πρβλ. «Αγιορειτικός Τόμος», Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, τόμ. Δ', σ. 188-193
και PG, 150, 1236a. Για τη χρονολόγηση του στα 1339-1340 βλ. Meyendorff J., Introduction à Γ
étude de Grégoire Palamas, Παρίσι 1959, σ. 74, σημ. 30.
3. Σύνοδος Ιουνίου 1341. Βλ. Χρήστου Π., (εκδ), Γρηγορίον τον Παλαμά Συγγράμματα,
τόμ. Β', Θεσσαλονίκη 1966, σ. 9-14.
4. Αλλά ακόμη και στο ναό που περιγράφει ο V. Korac {ό.π., σ. 127-130, εικ. 1, 2), θα
291
Α.3. Ol παλαιολόγειες εκκλησίες της Θεσσαλονίκης, στην πλειονότη
τά τους καθολικά μοναστηριών, ενώ υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι οι
μοναστικές αδελφότητές τους ζούσαν μέσα στο ασκητικό κλίμα της πνευ
ματικής επιρροής του Αγίου Όρους και, κατά συνέπεια, των ησυχαστικών
αντιλήψεων, δεν είναι υποφωτισμένες1. Τέτοιες ενδείξεις είναι: η ύπαρξη
χορών στο ναό του Προφήτη Ηλία, ο εντοπισμός ωρισμένων από τις
αρχαιότερες απεικονίσεις*2 του
1 αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, κορυφαίου
εκφραστή του ησυχαστικού ιδεώδους, στο καθολικό της Μ. Βλατάδων και
στον Άγιο Δημήτριο. Την κυριώτερη όμως μαρτυρία συνιστά η παρατήρη
ση ότι «οι ζωγράφοι που είχαν ως κέντρο τη Θεσσαλονίκη, εργάζονταν
στον Άθω... και οι περισσότεροι από αυτούς πρέπει να ήσαν μυημένοι στις
ησυχαστικές ιδέες τις οποίες εκφράζουν με εξαιρετικά διακριτικό τρό
πο»3. Σε έργα των εργαστηρίων αυτών, έχουν επισημανθεί συγκεκριμένα
εικονογραφικά στοιχεία, όπως στο Πρωτάτο, στη Μονή Βατοπεδίου, στον
Άγιο Ευθύμιο και στον Άγιο Νικόλαο τον Ορφανό, όπου «διαφαίνεται
επίδραση των ησυχαστικών αντιλήψεων»4. Έτσι βάσιμα εικάζεται ότι οι
καλλιτέχνες αυτοί είχαν «κοινές αντιλήψεις και συγγένευαν πνευματι
κά»5. Το ερώτημα που αναφύεται είναι: γιατί οι ησυχαστικές αντι
λήψεις επηρέασαν στην Θ εσσαλον ίκη, μόνο την εικονογράφ ηση
των ναών και άφησαν ανέπαφη την αρχιτεκτονική;
Β. Θεωρητικές ενδείξεις
μπορούσαμε να μιλήσουμε για κλιμάκωση του φωτισμού από κάτω (υποφωτισμός) προς τα
άνω (υπερφωτισμός).
1. Βλ. Τριανταφυλλίδης Γ. Δ., ό. π., σ. 91.
2. Βλ. Παπαμαστοράκης Τ., ό. π., σ. 287.
3. Στο ίδιο, σ. 297.
4. Στο ίδιο, σ. 297.
5. Στο ίδιο, σ. 297.
6. Βλ. Νικηφόρος «Μονάζων», «Περί Νήψεως...», Φιλοκαλία, τόμ. Δ', σ. 19 στίχ. 18-25,
20-26 και P.G., 150, 1116C.
7. Βλ. Φιλοκαλία, ό.π., σ. 127 στίχ. 13, 14 και σ. 129 στίχ. 30-31.
8. Τατάκης Β., «Νικηφόρος μοναχός, Ησυχαστής», Κληρονομιά 1 (1969), σ. 325.
292
Την εποχή αυτή, απλώς, παρίσταται ανάγκη σθεναρής θεωρητικής κα
τοχύρωσης των νηπτικών θέσεων, ύστερα από εξωγενή, εντονώτατη κρι
τική και αμφισβήτηση της γνησιότητάς τους, αλλά και πιθανή μεσολάβηση
μίας περιόδου ύφεσης1 σχετικά με την εφαρμογή της μεθόδου στον Άθω.
Έτσι συγκροτείται ως «διδασκαλία» και προσδιορίζεται ως ασκητικό βίω
μα με χρήση συγκεκριμένων (πιθανώτατα όχι νέων12) μεθόδων. Οι τελευ
ταίες, όμως, οι οποίες αποτέλεσαν, όπως φαίνεται, την αφορμή για τη
συζήτηση σχετικά με τον φυσικό φωτισμό των ναών, αφορούν, καθώς ήδη
σημειώσαμε, στην «κατ’ ιδίαν» άσκηση των μοναχών στο κελλί τους και
όχι στην κοινή λατρεία στους ναούς.
Θα δούμε συγκεκριμένα και με κάθε δυνατή συντομία πως αντιμετω
πίζεται η αίσθηση της όρασης απ’ τους κύριους εκπροσώπους του Ησυχα
σμού. Από τα κείμενα τους, προκύπτει ότι δεν επεδίωκαν γενικά και α
διακρίτως (ανεξαρτήτως τόπου και χρόνου) τον περιορισμό της δεκτικό
τητας των αισθήσεων, αλλά μόνο τον έλεγχο στην άκαιρη και καταχρη
στική ενεργοποίηση των αισθητηρίων3. Είναι αυταπόδεικτο ότι, απ’ αυτά
που ενδεικνυόταν να αντιληφθούν οι αισθήσεις, δεν αποκλείονταν οι
ψαλμωδίες και οι αγιογραφίες. Ο περιορισμός της λειτουργίας των αισθή
σεων και ιδιαίτερα της όρασης, ήταν επιβεβλημένος κατά την διάρκεια
της νηπτικής περισυλλογής και της νοεράς προσευχής που ασκούσε ο μο
ναχός όταν αποσυρόταν στο κελλί του. Κατά την εφαρμοζόμενη μέθοδο4,
η όραση δεν έπρεπε να «περιπλανιέται».
Η σύσταση: να ασκείται η νηπτική διαδικασία «εν άφεγγεϊ οίκίσκω» ή
«εν ήσνχω καί σκοτεινά) δωματίω»5, είναι σαφές ότι δεν πρέπει να συγχέε-
ται με τις αρμόζουσες συνθήκες μέσα στο ναό. Ότι η εφαρμογή των νηπτι
κών μεθόδων και η εσωστρέφεια αναφέρονται μόνο στην «κατ’ ιδίαν» ά
σκηση του μοναχού (στο κελλί) και όχι στην κοινή λατρεία κατά τη διάρ
293
κεια των ακολουθιών1 στο ναό, διαπιστώνεται σε όλα τα σχετικά κείμενα12.
294
λαιολόγων1. Ακόμη και το προσαγόμενο παράδειγμα12 ναού υποφωτισμέ-
νου έχει, πάντως, τον «ουρανό» (τρούλλο με Παντοκράτορα) επαρκώς
φωτισμένο.
β. Δεν μεταβάλλεται ο λειτουργικός ρόλος της τοιχογράφησης (λα
τρευτικός, διδακτικός, αισθητικός κλπ.). Στην περίπτωση του Πρωτάτου
φαίνεται αδιανόητο το ενδεχόμενο να τοιχογραφείται ένας ναός με νω
πογραφίες εξαίσιας αισθητικής και ταυτόχρονα να επιβάλλονται μονί-
μως, φωτιστικές συνθήκες αναιρετικές κάθε δυνατότητας θέασης τους.
Θα επρόκειτο για λανθάνουσα υποτροπή προς την εικονομαχική αντίλη
ψη, εναντίον της οποίας πρωτοστάτησαν οι μοναχοί.
γ. Δεν μεταβάλλεται το τελετουργικό τυπικό των ακολουθιών στο ναό
και το εμπεριεχόμενο σ’ αυτές πλήθος συμβολικών πράξεων και υποδη
λώσεων3, που πρέπει να είναι ευκρινώς ορατές, τουλάχιστον, προκειμέ-
νου για όσες ακολουθίες τελούνται στο χρονικό διάστημα από την αυγή
ως τη δύση του ήλιου.
δ. Στους μεγάλους μοναστηριακούς ναούς, έπρεπε να υπάρχουν συν
θήκες ανταποκρινόμενες στην ποικίλη φυσική και πνευματική κατάσταση
των εκκλησιαζομένων. Γιατί, στις ακολουθίες μετέχουν όχι μόνο οι έμπει
ροι4 στην ησυχαστική πρακτική, μοναχοί, αλλά και αρχάριοι καθώς και
«λαϊκοί» προσκυνητές· επίσης νέοι κατά την ηλικία αλλά και υπέργηροι5.
Η ανάγκη να είναι ευκρινώς ορατά και αντιληπτά από όλους τα τελού
μενα αλλά και ο λειτουργικός «λόγος» των τοιχογραφιών («βιβλία των
αγραμμάτων»), είναι προφανής, δεδομένης μάλιστα της μακράς διάρκει
ας των ακολουθιών.
Γ. Το επίμαχο παράδειγμα
295
Παντοκράτορα στον τρούλλο και τον άμεσο και έντονο φωτισμό της πα
ράστασης από το ημερήσιο φως. Σύμφωνα με την ερμηνεία αυτή, η οποία,
πάντως, δεν μπορεί να θεωρηθεί αποκλειστικά ησυχαστική και πρω
τοφανέρωτη, η απεικόνιση του Παντοκράτορος και των αγγελικών τά
ξεων1, γίνεται ακόμη πιο επιβεβλημένη στο Πρωτάτο, αν θέλουμε να ακο
λουθεί η εικονογραφία του ναού, τον ησυχαστικό χριστοκεντρικό χαρα
κτήρα. Προκύπτει, επίσης, ως εξίσου απαραίτητος και ο άμεσος φυσικός
φωτισμός από ψηλά, δηλαδή η ύπαρξη παραθύρων σε ψηλή στάθμη του
κτίσματος. Σχετικά με την υποτιθέμενη επίδραση του ησυχασμού, πρέπει
να ληφθεί υπόψιν ότι η εν λόγω μετασκευή του Πρωτάτου προηγείται κα
τά πολύ της εποχής κατά την οποία μπορεί να χρονολογηθεί η πλήρης
ανάδειξη και επιβολή του ησυχαστικού πνεύματος, και σ’ αυτόν ακόμη
τον Άθωνα, (Αγιορειτικός Τόμος: 1339-1340). Τα μνημεία που αναφέρει ο
V. Korac τοποθετούνται στο χρονικό διάστημα: 4η-6η δεκαετία του 14ου
αιώνα12. Έτσι, προκειμένου για το Πρωτάτο, οι υποστηρικτές αυτής της
θεωρίας αναγκάζονται να υποθέσουν την έντονη επιρροή των «προδρό
μων» του ησυχαστικού κινήματος3. Από την παραπάνω ανάλυση προκύ
πτει ότι η διατυπωθείσα θεωρία περί υποφωτισμένου ναού λόγω
επίδρασης του ησυχασμού, δεν επαληθεύεται ούτε από τις θεωρητικές
θέσεις του «κινήματος» αυτού, αλλά ούτε και από την παλαιολόγεια
ναοδομία του Αγίου Όρους και άλλων τόπων, όπως η Θεσσαλονίκη, που
κατά τεκμήριο δέχθηκαν ησυχαστικές επιρροές.
296
V. Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΞΥΛΙΝΗΣ ΣΤΕΓΗΣ ΗΜΙΚΥΛΙΝΔΡΙΚΗΣ ΕΞΩ
ΤΕΡΙΚΗΣ ΜΟΡΦΗΣ
297
Επίσης, τα αρχιτεκτονήματα που εικονίζονται σε ζωγραφικές παρα
στάσεις της μέσης και ύστερης βυζαντινής περιόδου, εμφανίζονται με δι-
κλινείς αλλά και με ημικυλινδρικές στέγες1, μορφές που πιθανώτατα απη-
χοΰν μια αρχιτεκτονική πραγματικότητα. Ίσως και ωρισμένοι όροι12 που
χρησιμοποιούνται από βυζαντινούς συγγραφείς για να χαρακτηρίσουν
τρόπους στέγασης, να αναφέρονται σε τέτοιες μορφές.
Σε μερικούς ναούς της Κωνσταντινούπολης, διανοίγονται τοξωτά πα
ράθυρα σε κτιστούς θόλους, τα οποία προβάλλουν εξωτερικά στις κυρτές
«υπώρειες» των καμπύλων στεγάσεων, σαν φεγγίτες. Από γεωμετρική ά
ποψη, πρόκειται για αλληλοτομίες καμπύλων και επίπεδων (παραστάδων
των παραθύρων) επιφανειών. Τέτοια παράθυρα βλέπουμε π.χ., στο λεγό
μενο Kilise τζαμί3 και στον Άγιο Ανδρέα Κρίσης4. Ενίοτε εμφανίζονται και
σε μνημεία του ελλαδικού χώρου5.
Επεκτείνοντας την αρχική σκέψη της κατ’ αναλογία μεταφοράς σε
ξύλινη κατασκευή, θεωρούμε πολύ πιθανό ότι τέτοια παράθυρα διανοί-
γονταν και σε ξυλόπηκτες καμάρες. Άλλωστε η κατασκευαστική δυσχέ
ρεια κατά την διαμόρφωσή τους, δεν φαίνεται να ήταν μεγαλύτερη στην
περίπτωση της ξυλοκατασκευής, δεδομένης της μεγάλης εμπειρίας των
ειδικών ξυλουργών.
Συνυπολογίζοντας και τις άλλες παραμέτρους που αναλύθηκαν διε
ξοδικά, θεωρούμε ότι μια τέτοια ξυλόπηκτη καμάρα, ήταν ένας πιθανώ-
τατος τρόπος στέγασης του αξονικού, διαμήκους κλιτούς στο Πρωτάτο
κατά την τρίτη (βυζαντινή) φάση του (Σχ. 55-57).
1. Βλ. π.χ., Θησαυροί του Αγίου Όρους, (εκδ. Αθηνών), τόμ. Α', Μ. Διονυσίου: εικ. 113,
223, 238 (11ου αι.)· Πρωτάτου: εικ. 2, 3 (12ου αι.)· Μ. Κουτλουμουσίου: εικ. 303 (13ου αι.).
Βοκοτόπουλος Π. Βυζαντινές Εικόνες, στη σειρά Ελληνική Τέχνη, (εκδ. Αθηνών), εικ. 38,
39 (12ου αι.). Αχειμάστου-Ποταμιάνου Μ., Βυζαντινές Τοιχογραφίες, στη σειρά Ελληνική
Τέχνη, (εκδ. Αθηνών), εικ. 80 (13ου αι.), εικ. 141 (14ου αι.).Οι Θησαυροί της Ορθοδοξίας.
2000 χρόνια, Αθήνα 2000, τόμ. Β', εικ. 198 (12ου αι.).
2. PG, 157, 592Β. Ψευδο-Κωδινός: «στρογγυλόστεγος».
3. Παλιοΰρας Α., Τα Βυζαντινά Μνημεία και το Οικουμενικό Πατριαρχείο, χ.τ.χ.έ.,
εικ. 64.
4. Ebersolt J., Thiers A., Les Eglises de Constantinople, (επανέκδ.) London 1979, εικ. 34, 35, πίν.
XX: 2.
5. Βλ. π.χ., Άγιο Γεώργιο στο Μυστρά: Μποΰρας X., Βυζαντινή Αρχιτεκτονική, εικ. 275.
298
VI. ΣΥΝΟΨΗ ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗΣ ΤΗΣ ΤΡΙΤΗΣ ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΗΣ ΦΑΣΗΣ
299
(και) λόγω ηθελημένης «συσκότισης» από επίδραση ησυχαστικών αντιλή
ψεων. Η πραγματολογική και θεωρητική διερεύνηση του ζητήματος (βλ.
σχετικό κεφάλαιο), απέδειξε ότι σε καμμιά περίπτωση ναού με ανωδομή
και στέγη αναμφισβήτητα της παλαιολόγειας εποχής, δεν καταργήθηκε ο
φυσικός φωτισμός «εκ των άνω». Οι συνθήκες υποφωτισμού και ενδοστρέ-
φειας που πρότεινε ο ησυχασμός, αναφέρονταν στην «κατ’ ιδίαν» άσκηση
του μοναχού.
ε. Από τυπολογική και αισθητική θεώρηση της διαγραφόμενης μορφής,
με βάση την συνεκτίμηση των παραπάνω παραγόντων, διαπιστώνεται ότι
η τάση προς απλοποίηση της προϋπάρχουσας διάρθρωσης (για μετασκευή
της δεύτερης οικοδομικής φάσης), οδήγησε σε μια διαμόρφωση της
ανωδομής και της στέγης, πολύ πλησιέστερη στην τυπική μορφή τρίκλιτης
βασιλικής. Ο μνημειακός, κλασσικίζων χαρακτήρας της τοιχογράφησης
του ναού, εναρμονίζεται άριστα με το ύφος του χώρου και ενισχύει την
άποψη αυτή, δηλ. την τυπολογική αναγωγή σε ένα παλαιότατο και με
αναγνωρισμένη διαχρονικά μνημειακότητα, ναοδομικό τύπο, αυτόν της
τρίκλιτης βασιλικής.
στ. Διεξοδική τεκμηρίωση της κατασκευαστικής παράδοσης ξυλόπη-
κτων θόλων (και) κατά την βυζαντινή περίοδο.
ζ. Η ύπαρξη τοιχογραφημένων ξυλόπηκτων τυμπάνων, του έτους 1312,
στα τόξα του «πεντάβηλου» που οριοθετεί τον εξωνάρθηκα στο καθολικό
της Μ. Βατοπαιδίου (Εικ. 2).
Από την συνεκτίμηση όλων των παραπάνω παραμέτρων, προκύπτει
ότι η πιο πιθανή διαμόρφωση της ανωδομής κατά την εν λόγω δεύτερη
μετασκευή (τρίτη οικοδομική φάση), ήταν η εξής:
Επιλέχθηκε να δοθεί στο κτίσμα εξωτερικά η μορφή τρίκλιτης βασιλι
κής με υπερυψωμένο μεσαίο κλιτός. Ως προς την διάρθρωση και μορφή
του φωταγωγού είναι πιθανές τρεις εκδοχές:
1. Ήταν μια εξ ολοκλήρου ξύλινη κατασκευή με δικλινή στέγη που
εκάλυπτε διαμήκη, ξυλόπηκτο, ημικυλινδρικό θόλο (καμάρα). Στις
πλευρές αυτής της καμάρας διανοίγονταν, με αλληλοτομία (κυλινδρικών
αλλά και επιπέδων επιφανειών) μέχρι τις εξωτερικές, κατακόρυφες, ίσως
μολυβδεπένδυτες1 παρειές του φωταγωγού, τοξωτά παράθυρα σε ρυθμική
παράταξη (Σχ. 59).
2. Πιθανότερη από την προηγούμενη, είναι η εξής διαμόρφωση: Η ξυ-
λόπηκτη καμάρα που σκέπαζε το μεσαίο κλιτός ταυτιζόταν με την στέγη
και εμφανιζόταν και εξωτερικά με ημικυλινδρική μορφή. Στις πλευρές αυ
τής της καμάρας διανοίγονταν, επίσης, τοξωτά παράθυρα τα οποία πρό-
300
βαλλαν εξωτερικά με κατακόρυφες αψιδωτές προσόψεις και ιδιαίτερες
καμπύλες επιστεγάσεις. (Τέτοιας μορφής ξύλινη στέγαση είχε, σύμφωνα
με σχετική, υπό δημοσίευση εργασία μας, γνωστό βυζαντινό μνημείο του
Ελλαδικού χώρου).
3. Ένας συνδυασμός των δύο παραπάνω λύσεων ήταν να υπάρχει -α
ντί της αμφικλινούς στέγης- μια κυλινδρικής μορφής επιστέγαση που θα
άφηνε ενδιάμεσα κενό χώρο. Η λύση αυτή μαρτυρείται από τον 15ο αιώ
να. (Βλ. Παράρτημα: Τεκμηρίωση της κατασκευαστικής παράδοσης των
ξυλόπηκτων θόλων, Εικ. 7α). Συγκρινόμενη με την πρώτη, εμφανίζεται
πιο ενιαία, οργανική και απλή: Η κατάργηση των γείσων απλοποιεί την
εργασία της επένδυσης και αυξάνει την στεγανότητα. Επίσης, παρουσιά
ζει μεγαλύτερη αντοχή και συνοχή έναντι των ανεμοπιέσεων.
Σχετικά με το πρόβλημα της διαμόρφωσης των πλευρικών στεγών
(προς Β και Ν του φωταγωγού), το πιο σημαντικό στοιχείο που διασώζε
ται, είναι τα κεκλιμένα όρια της τοιχογράφησης στις ανωδομές τοίχων ε
γκάρσιας κατεύθυνσης, στους λεγάμενους χορούς. Από τα όρια αυτά προ
κύπτει ασφαλώς, ότι υπήρχε κεκλιμένο επίπεδο (ξύλινης στέγης) σε κάθε
πλευρά, είτε ενιαίο, καθ’ όλο το μήκος, είτε διακοπτόμενο από δικλινή
έξαρση πλευρικού αετώματος, (όπως στην υπάρχουσα διαμόρφωση της
αναστήλωσης του Α. Ορλάνδου). Δεν γνωρίζουμε, δηλαδή, με ασφάλεια,
αν, κατά την φάση αυτή, διατηρήθηκαν τα αετώματα που οπωσδήποτε
υπήρχαν κατά την δεύτερη οικοδομική φάση. Υπάρχουν, ωστόσο, μερικές
ενδείξεις που δείχνουν ότι μάλλον είχαν καταργηθεί:
α. Το γεγονός ότι το μνημείο μας παραδόθηκε χωρίς πλευρικά
αετώματα.
β. Στην περίπτωση διατήρησής τους, η ορατή εσωτερικά, πολυεδρική
διάρθρωση της αντίστοιχης ξύλινης στέγης, (με συμβολή τεσσάρων
κεκλιμένων επιπέδων, όπως αυτή της «αναστήλωσης Ορλάνδου»), είναι
προφανές ότι θα χαρακτηριζόταν από έλλειψη μορφικής απλότητας,
ανοίκειας μάλλον προς τις γνωστές διαμορφώσεις στεγών στήν βυζαντινή
αρχιτεκτονική. Η άμεση γειτνίαση στο εσωτερικό, με την καμπύλη μορφή
του επιβλητικού αψιδώματος, θα καθιστούσε την αντίθεση εντονώτερη.
γ. Σε περίπτωση εικονογράφησης μιας τέτοιας «πτυχωτής» οροφής, θα
παρουσιαζόταν ιδιαίτερη δυσχέρεια προσαρμογής των θεμάτων.
δ. Τα πλευρικά αετώματα δεν εναρμονίζονται με την ημικυλινδρική,
και εξωτερικά, μορφή της στέγασης του μεσαίου κλιτούς, που ήταν πολύ
πιθανή. (Σχ. 55-57).
301
ΤΕΤΑΡΤΗ ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΗ ΦΑΣΗ
Για την περίοδο από την τοιχογράφηση του ναού (γύρω στα 1290), μέ
χρι τις αρχές του 16ου αιώνα, δεν έχει επισημανθεί κάποια γραπτή μαρτυ
ρία που να αναφέρεται σε επισκευαστικές ή οικοδομικές εργασίες. Κατά
την περίοδο αυτή, μνημονεύονται στο Άγιον Όρος τέσσερις σεισμοί: το
1366 (1 Ιουνίου)1, το 139612, το 13973 και το 1456 (19 Νοεμβρίου)4.
Στον 16ο αιώνα καταγράφονται5 τέσσερις σεισμοί: το 1512, το 1564 (12
Αυγ.)6, το 1572 (12 Απρ.)7 και το 1585 (18 Ιουνίου)8. Στις Καρυές, ειδικότε
ρα, προκαλούνται μεγάλες καταστροφές και από τις καταρρακτώδεις
βροχοπτώσεις, για τις οποίες, όμως, δεν διαθέτουμε στοιχεία από τον 16ο
αιώνα.
Στην δυτική πρόσοψη του ναού υπήρχε επιγραφή του 1507/8, την ο
ποία αποτύπωσε ο Αντωνίνος9 και η οποία είχε το εξής περιεχόμενο: ο
«...οσποόάρος Ιωάννης Μπογόάν... κατεσκενασε τα πάντα το 1507/8»10.
Ποιό ήταν άραγε το έργο του οποίου την δαπάνη κατέβαλε ο άρχοντας
της Μολδοβλαχίας (1504-1517);
Το σημείωμα με αριθμό 5 (χφ. Πρωτάτου 36), σύμφωνα με τη διατύπω
303
ση του Κρ. Χρυσοχοΐδη1, «μας κάνει γνωστές ποιες ακριβώς οικοδομικές
εργασίες χρηματοδότησε ο ηγεμόνας: να κτισθεί ανώγειο στο νάρθηκα
του Πρωτάτου». Επειδή, όμως, εκτός από τον δυτικό νάρθηκα, και ο
βόρειος διέθετε άλλοτε όροφο, είναι απαραίτητο να εξακριβώσουμε για
ποιόν νάρθηκα πρόκειται. Παρατηρούμε, λοιπόν, ότι:
α. Η εν λόγω επιγραφή που μνημόνευε τον δωρεοδότη, βρισκόταν στην
δυτική πλευρά του ναού.
β. Η νοτιοδυτική (κατακόρυφη) ακμή του υφιστάμενου δυτικού
νάρθηκα, δεν είναι κατά την διαμόρφωσή της συνεχής και ενιαία, λόγω
αλλαγής του τρόπου δόμησης, από την στάθμη που οριοθετεί το ανώγειο12.
Επομένως, δηλώνεται διαφορετική οικοδομική φάση.
γ. Η διατήρηση μέχρι σήμερα της πλίνθινης εφελκυστικής ζώνης (με
τρεις στρώσεις πλίνθων), από την πρώτη οικοδομική φάση του ναού, στο
βόρειο τοίχο του (δυτικού) νάρθηκα3, φανερώνει ότι δεν υπήρξε ολοκλη
ρωτική ανακατασκευή του τελευταίου, αλλά διατηρήθηκαν τμήματα τοί
χων του ισογείου (Σχ. 4).
δ. Το έργο της μερικής4 μάλλον, τοιχογράφησης του δυτικού νάρθηκα
χρονολογείται, σύμφωνα με την επιγραφή5 πάνω από το οριζόντιο υπέρ
θυρο της «βασιλικής» θύρας (προς την πλευρά του νάρθηκα), στο έτος
1511/12, δηλαδή εμπίπτει στο χρονικό διάστημα της ηγεμονίας του Ιωάννη
Μπογδάν (1504-1517), και, ως εκ τούτου, είναι δυνατόν να αποδοθεί στην
αρχική ή σε πρόσθετη δωρεά του6.
1. Χρυσοχοΐδης Κρ., «Παραδόσεις και πραγματικότητες στο Άγιον Όρος, στα τέλη του
ΙΕ' και στις αρχές του ΙΣΤ αιώνα», Ο Άθως στους 14ο-16ο αιώνες (Αθωνικά Σύμμεικτα
4), Αθήνα 1997, σ. 126-127.
2. Βλ. κεφάλαιο: Περιγραφή του ναού, νάρθηκας.
3. Βλ. στο ίδιο.
4. Αν ήταν πλήρης η τοιχογράφηση του νάρθηκα, όπως φαίνεται να δέχονται μερικοί
μελετητές, θα έπρεπε να είχε τοιχογραφηθεί τότε, και το παρεκκλήσιο του Τίμιου Προδρό
μου στον όροφο, το οποίο, όμως, τοιχογραφήθηκε αργότερα, σύμφωνα με την υπάρχουσα επι
γραφή, κατά το 1525/26. Επίσης, σύμφωνα με τις περισσότερες πιθανότητες, θα διατηρούν
ταν τοιχογραφίες και σε άλλες επιφάνειες, πέραν του ημυκυκλικού τυμπάνου της «βασιλι
κής» θύρας, διότι οι πλησιέστερες στη στέγη και, ως εκ τούτου, πιο ευάλωτες σε πιθανές
διαρροές όμβριων, τοιχογραφίες του παρεκκλησίου, διατηρούνται σε αρκετά καλή κατάστα
ση.
5. Millet G.,..., Inscriptions, σ. 1, 2, αρ. 2.
6. Πρβλ. Μαρινέσκου Φλ., Ρουμανικά έγγραφα τον Αγίου Όρους. Αρχείο Πρωτάτου,
(Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών), Αθήνα 2001, σ. 3.
304
Για τους παραπάνω, τέσσερις λόγους, πρέπει να δεχθούμε ότι το ανώ-
γειο, που έκτισε ο ηγεμόνας Ιω. Μπογδάν, ήταν αυτό του δυτικού νάρθη
κα. Το προαναφερθέν σημείωμα του ιερομονάχου Σεραφείμ: με αρ. 5 (χφ.
Πρωτάτου 36), που πρέπει να χρονολογηθεί1 σε αυτό το χρονικό διάστη
μα, πέραν της πληροφορίας ότι ο ηγεμόνας κτίζει το ανώγειο στο νάρ
θηκα12, δίνει στοιχεία για αγορά υλικών απαραίτητων για την εκτέλεση
ξυλουργικών εργασιών. Προκειμένου για τον δυτικό νάρθηκα, ξυλεία
ήταν απαραίτητη για την κατασκευή του πατώματος και της στέγης των
«κατηχουμένων»3. Αν κρίνουμε από το περιεχόμενο αυτού του σημειώμα
τος, καθώς και από μνεία έργων του Σεραφείμ στο Βίο του οσίου Θεοφί
λου του Αθωνίτου, για την οποία θα γίνει λόγος στη συνέχεια, προκύπτει
ότι ο εν λόγω ιερομόναχος που χρημάτισε και πρώτος, ανέλαβε συγκεκρι
μένες ευθύνες και επιμελήθηκε4, από μέρους της Πρωτατινής Αρχής, την
εκτέλεση οικοδομικών και άλλων εργασιών στο ναό.
Στο σημείο αυτό θα επισημάνουμε στοιχεία που παρέχει το ίδιο το
μνημείο, συνδυάζοντας δομικές, αρχιτεκτονικές και επιγραφικές παρατη
ρήσεις. Ο τοίχος που χωρίζει το μεσαίο «κλιτός» του κυρίως ναού από το
νάρθηκα, δεν είναι κατακόρυφος, ούτε ενιαία κεκλιμένος. (Σχ. 8, 9).
Μέχρι την στάθμη οριοθέτησης της σωζόμενης παλαιολόγειας τοιχογρά-
φησης, όπου η μνημειώδης παράσταση της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, είναι
κεκλιμένος προς τα δυτικά. Από τη στάθμη αυτή και πάνω, γίνεται
σχεδόν κατακόρυφος. Επειδή η μετάβαση στην «κατακορυφότητα» είναι
απότομη, συμπεραίνουμε ότι πρόκειται για αναδόμηση του τοίχου, από
την στάθμη που αναφέραμε, και πάνω. Το γεγονός ότι οι τοίχοι που
χωρίζουν τα δυτικά γωνιαία διαμερίσματα από τα αντίστοιχα τμήματα
του νάρθηκα, έχουν σχεδόν ενιαία κλίση προς τα δυτικά5, καθιστά
απόλυτα βέβαιο ότι πρόκειται για αναδόμηση του μεσαίου μόνον τμή
ματος του δυτικού τοίχου. Στο αναδομημένο αυτό τμήμα δεν εντοπίσαμε
κανένα ίχνος τοιχογράφησης της παλαιολόγειας ή κατοπινών περιόδων
και επειδή, ούτε η δομή του είναι ορατή, λόγω της αμφίπλευρης επικάλυ
ψής του με επιχρίσματα, δεν είναι δυνατή προς το παρόν η χρονολόγηση
της αναδόμησης, χωρίς τοπικές, έστω, αφαιρέσεις επιχρισμάτων και
305
εξακρίβωση των κάθετων δυτικών ορίων της παλαιολόγειας τοιχογράφη-
σης που καλύπτει τους κατά μήκος τοίχους του μεσαίου κλιτούς.
Η παράσταση της Κοιμήσεως, παρουσιάζεται για δεύτερη φορά, στον
ίδιο τοίχο, προς το μέρος του νάρθηκα. Εικονίζεται στο ημικυκλικό τύ
μπανο που διαμορφώνεται πάνω από την «βασιλική» θύρα (Πίν. 37α).
Πάνω ακριβώς από το υπέρθυρο της θύρας αυτής, υπάρχει η εξής
επιγραφή: «+ Τοϋτον τόν οίκον στερέωσον Κύριε μέχρι τή(ς) συντέλειας
τοϋ αίώνος, πρεσβείαις τής τεκούσης σε καί πάντων των άγιων, άμήν.
έτους ζκ ίνόικτιώνος ιε (1512)»1. Η επιλογή αυτής της συγκεκριμένης
ευχής, υπέρ της διατήρησης απαρασάλευτου και στέρεου του κτίσματος,
εάν συσχετισθεί με την πληροφορία που αναφέρει ότι το ίδιο έτος (1512)12
ή το 15113, έγινε σεισμός, υπαγορεύει την διατύπωση της υπόθεσης ότι
προηγήθηκαν επείγουσες επισκευαστικές εργασίες που επισφραγίσθηκαν
με την παράσταση της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Πρόκειται για την
εικόνα της εόρτιας μνήμης της Θεοτόκου στην οποία είναι αφιερωμένος ο
ναός και της οποίας τη μεσιτεία για στερέωση του οίκου της, επικαλείται
το ευχετικό περιεχόμενο της επιγραφής. Αλλά, και αν ακόμη η επιγραφή
δεν σχετίζεται με τον συγκεκριμένο σεισμό του 1511 ή 1512, η επιλογή
αυτής της φράσης δεν φαίνεται να αποβλέπει τόσο σε μια συμβατική
επανάληψη της ευχής κατά την καθιέρωση4 εκκλησίας. Δείχνει
περισσότερο, να απηχεί ένα αίσθημα βιωμένης ανασφάλειας, ύστερα από
πρόσφατη ή προγενέστερες ζημιές από σεισμό ή και κατακλυσμική
βροχόπτωση (καθιζήσεις) που δεν είναι σπάνιες στις Καρυές.
Η αργολιθοδομή με την οποία είναι κτισμένος ο δυτικός νάρθηκας, με
αλλεπάλληλα αρμολογήματα, ορατή μόνο εξωτερικά, δεν επιτρέπει αυτή
καθ’ αυτήν, βάσιμες χρονολογικές εκτιμήσεις. Μεα ασφαλέστερη χρονολο
γική οριοθέτηση προκύπτει από τις τρεις στενές θυρίδες με οριζόντια λί
θινα υπέρθυρα, μορφής «πολεμήστρας». Υπάρχουν δύο στον δυτικό τοίχο
του ισογείου και μια στον μεσημβρινό τοίχο του ορόφου, και κατασκευά
σθηκαν με terminus ante το έτος 1525/26. (Πίν. 9β). Πράγματι, κάτω από την
ποδιά της τρίτης που αντιστοιχεί στο χώρο του παρεκκλησίου του Τίμιου
Προδρόμου, στα «κατηχούμενα», υπάρχει επιγραφή που αναφέρει:
«ΓΑνηστορίσθη επεί Γαβριήλ τοϋ πρώτου, καί Γερασίμου καί Μερκούριού
306
των μοναχών, τοϋ ζλό έτους, ίνδικτιώνος ιό (1525/1526) >Λ (Πίν 37ε). Τέ
τοιες θυρίδες, δεν υπάρχουν, εξ όσων γνωρίζω, στους υπέργειους χώρους
της εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής της υστεροβυζαντινής περιόδου.
Πρέπει εδώ να συσχετισθούν με τις εργασίες της συζητούμενης περιόδου.
Από τις παλαιότερες που έχουν επισημανθεί σε μη αμυντικού χαρακτήρα
κτίσματα, στην περιοχή των Καρυών, είναι αυτές στο ισόγειο του αρχικού
πυρήνα του κελλίου των Αγ. Θεοδώρων12, ο οποίος μπορεί να χρονολο
γηθεί αν όχι μέσα στον 16ο αι., γύρω στο 16003. Η αιτία της παρουσίας
αυτών των θυρίδων στο νάρθηκα του Πρωτάτου, είναι δυνατόν να
συσχετισθεί με την εμφάνιση πολλών κτισμάτων με αμυντικό χαρακτήρα
στη Χερσόνησο του Άθω, κατά τον 16ο αιώνα4. Επίσης μπορεί να
θεωρηθεί ως ένδειξη ότι αυτή την εποχή, πριν από το 1525/6, έχει ήδη
διαρραγεί ή καταλυθεί το οχυρό περιτείχισμα που ασφάλιζε αμυντικά τον
πυρήνα των Καρυών. Παρατηρούμε συναφώς ότι το παρεκκλήσιο του
Τίμιου Προδρόμου στο νότιο τμήμα του ορόφου, δεν διαθέτει, ενώ θα
χρειαζόταν, ένα μεγάλο παράθυρο στην μεσημβρινή πλευρά του.
Τα τρία μεγάλα παράθυρα στον δυτικό τοίχο του ορόφου, έχουν παρα-
στάδες διαμορφωμένες με τρεις-τέσσερις λαξευτούς λίθους και οριζόντια
λίθινα υπέρθυρα (Πίν. 9β). Το μέγεθος, η μορφή, ο τρόπος διάταξής τους
στην δυτική πρόσοψη και κυρίως ο τρόπος κατασκευής τους, μαρτυρούν
ότι δεν συγχρονίζονται με τις στενές θυρίδες και ότι είναι μεταγενέστερα.
Πιθανόν, αντικατέστησαν προυπάρχοντα, μικρότερα ανοίγματα. Επίσης
χρειάζεται ερμηνεία ο δομικός και αρχιτεκτονικός ρόλος των δύο παρα-
στάδων που εμφανίζονται αμφίπλευρα (μέσα και έξω) στον δυτικό τοίχο
του νάρθηκα (Σχ. 1). Ο ρόλος τους είναι αμφίβολος, γιατί αφενός εξέχουν
πολύ λίγο προς τα έξω, ώστε να θεωρηθούν ως «αντηρίδες», και αφετέρου
εξέχουν αμφίπλευρα, ώστε να θεωρηθεί ότι προβλέφθηκαν για να διαρ
θρώσουν (στα αρχικά ύψη τους) την δυτική όψη. Ίσως πρόκειται για είδος
νευρώσεων που απέβλεπαν να ενισχύσουν τοπικά την ευστάθεια του
δυτικού τοίχου.
Από τον ανέκδοτο Βίο του οσίου Θεοφίλου του Αθωνίτου, όπως δια
307
σώζεται στο χειρόγραφο της Μονής Αγίου Παντελεήμονος1, με αρ. 478
(κατά Σπ. Λάμπρο 5985), μεταγράφουμε όσα προσγράφονται στήν επιστα
σία του Σεραφείμ, (φ. 120): «...καί αυτός (ενν. ο Σεραφείμ) άνοικοδομήσας
εις τό Πρωτάτο τούς αρθηκας εκ βάθρων / καί τό καμπαναρεϊο. καί
ίστορήσας έκτος καί / εντός, καί τά πάντα εις τό Πρωτάτο ώραΐσας /, καί
άνοικοδομήσας αγαν(;) καλώς, καί εν ειρήνη / παραιτήσας τό Πρωτάτο,
άπήλθεν εις τό κελίον αντοϋ, δοξάζων τόν Θεό. έκτοτε πηγαινάμενος / εις
τόν Θεόφιλον συχνάκις καί έλειτούργει...»12. (Παρένθ. πίν. θ').
Περισσότερο γνωστή είναι μια γλωσσικά εξομαλισμένη μορφή του
Βίου, που απαντά με διάφορες παραλλαγές στην διατύπωση, όπου γίνε
ται λόγος για ένα νάρθηκα3. Ο Βίος του οσίου Θεοφίλου θεωρείται4 έργο
του πρώτου Σεραφείμ και μάλιστα το ανωτέρω χειρόγραφο αναγνωρί
ζεται5 ως αυτόγραφο του συγγραφέα, συντεταγμένο μετά τον θάνατο του
οσίου (8 Ιουλίου 1548). Στην παραπάνω περικοπή, μας δίνεται η δυνατό
τητα να παρατηρήσουμε κατ’ αρχήν ότι η διατύπωση ιδιαίτερα του στί
χου: «...τά πάντα εις τό Πρωτάτο ώραΐσας καί άνοικοδομήσας...», φαί
νεται να αμιλλάται το ύφος της επιγραφής του 1507/8, που μνημόνευε την
χορηγία του ηγεμόνα: «τά πάντα κατεσκενασε»6.
Από το σημείωμα7 με αρ. 5 (χφ. Πρωτάτου 36) του Σεραφείμ, που
προαναφέραμε, όπου η μεν χρηματοδότηση της κατασκευής του ανωγείου
στο νάρθηκα αποδίδεται στον ηγεμόνα, η καταγραφή των υλικών όμως,
και η συνεπαγόμενη φροντίδα και επιμέλεια για την εκτέλεση του έργου,
308
φαίνεται να βαρύνει τον Σεραφείμ, προκύπτει η εμπλοκή του δευτέρου
στη διαχείριση των έργων του Πρωτάτου, ήδη από το έτος 1507/8 που μνη
μονεύει η επιγραφή. Σε ποιό βαθμό, όμως, «πάντα» τα έργα του ηγεμόνα
ως δωρεοδότη, ταυτίζονται με «πάντα» τα έργα του Σεραφείμ ως δια
χειριστή και επιμελητή; Είναι προφανές ότι σε περίπτωση ταύτισης, τότε
και χρονολογικά θα πρέπει να εμπίπτουν τα μνημονευόμενα έργα μέσα
στην διάρκεια της ηγεμονίας του εν λόγω δωροεδότη (1504-1517)1. Κατ’
αρχήν, πρέπει να διερευνηθεί, κατά το δυνατόν, η χρονική σειρά των ανα-
φερόμενων επεμβάσεων, με βάση τις πιθανές δομικές και λειτουργικές
προτεραιότητες. Το έργο στα δυτικά του ναού κρίνεται ότι προηγήθηκε
ως προς τα άλλα, γιατί προϋπήρχε νάρθηκας που χρειαζόταν επισκευή
και «αποκατάσταση». Ήδη, όμως, ο νάρθηκας αυτός, όπως είχε
διαμορφωθεί κατά το 1507/1508 και πάντως πριν από το 1525/1526, με
χαρακτήρα εσωστρεφή, αν όχι αμυντικό (με στενές φωτιστικές θυρίδες),
και σαφώς υποφωτισμένος, δεν προσφερόταν πλέον για να λειτουργεί ως
τυπικός νάρθηκας. (Αυτό συμβαίνει, άλλωστε, και σήμερα).
Έτσι, η δημιουργία άλλου νάρθηκα, στη βόρεια πλευρά του ναού, φαί
νεται να προδιαγραφόταν από τα πράγματα αν όχι από κάποιο οικοδομι
κό προγραμματισμό. Από τον βόρειο νάρθηκα γινόταν (και γίνεται) η
πρόσβαση στην δυτική πλευρά του κυρίως ναού. Ο νάρθηκας αυτός είχε
πιθανώτατα, αμεσώτερη γειτνίαση με το τότε «διοικητικό» κτίριο του
Πρωτάτου.
Η ιστόρηση προϋπέθετε βέβαια την ολοκλήρωση των οικοδομικών
εργασιών.
Το όνομα του Σεραφείμ έχει συνδεθεί με ανακαίνιση, η οποία βάσει
επισφαλών εκτιμήσεων είχε χρονολογηθεί στο έτος 1534. Συγκεκριμένα, ο
P. Uspenskij12 στηρίχθηκε σε μια πληροφορία από ένα σύγγραμμα του Μ.
Ricaut3 που δημοσιεύθηκε το 1698, και η οποία, κατά τον Γ. Σμυρνάκη,
έλεγε: «Αύτη η Εκκλησία... επεσκενάσθη προ 164 ετών ως δείκννσιν
επιγραφή επί τίνος των τοίχων, γενομένη επί Πανσέληνου»4. Έτσι, ο Ρ.
Uspenskij χρονολόγησε την επιγραφή (και την ανακαίνιση) στο έτος 1534
(1698-164=1534). Η χρονολογία αυτή συνδέθηκε με την πληροφορία από
τον Βίο του οσίου Θεοφίλου, που προαναφέραμε, για τον «κτιτορικό»
1. Βλ. εκτιμήσεις επί του ζητήματος αυτού: Χρυσοχοΐδης Κρ., ό.π., σ. 126, 127.
2. Uspenskij Ρ., Istorija Afona, TKDA, Kiev 1871, III, 2, σ. 407 και Pervoe putesestvie u Afonskie
monastyri i skity... u 1846 godu. Cast] II. Kiev 1877, σ. 273-274.
3. Ricaut M., Histoire de V Estât présent de Γ Eglise Grecque, Amsterdam 1698, σ. 256.
4. Σμυρνάκης Γ., ό.π., σ. 694.
309
ρόλο του πρώτου Σεραφείμ1 στο Πρωτάτο. Έχει όμως εξακριβωθεί12 ότι ο
Ricaut περιηγήθηκε τον Άθωνα αρκετά χρόνια πριν από την έκδοση του
έργου του: ανάμεσα στο 1670 και 1677, οπότε η «πραγματική» χρονολόγη
ση της επιγραφής με βάση το έτος της αυτοψίας του περιηγητή, εμπίπτει
στο χρονικό διάστημα 1506-1513. Αλλά τότε, είναι πιθανότατο ότι πρό
κειται για μια από τις δύο γνωστές επιγραφές: του 1507/15083 και του
1511/15124. Δηλαδή, ο Ricaut δεν διέσωσε κάποια άγνωστη χρονολογία
επισκευών στο ναό.
Υπάρχουν δυο χρονολογικές ενδείξεις που δείχνουν ότι μέρος από τα
αναφερόμενα στον Βίο του οσίου Θεοφίλου έργα του Σεραφείμ, πρέπει να
εκτελέσθηκε χρονικά, πέραν της διάρκειας της ηγεμονίας του Ιω.
Μπογδάν.
α. Η τοιχογράφηση του παρεκκλησίου του Τίμιου Προδρόμου στα
1525/26 (κατά την επιγραφή), μαρτυρεί ότι υπήρχαν «εκκρεμότητες» στον
ναό αρκετά χρόνια μετά την εκτέλεση των έργων που υπονοούνται στην
επιγραφή του 1507/1508, και πέραν του χρονικού ορίου της ηγεμονίας του
ανωτέρω «χορηγού» (1504-1517). Αυτή η αγιογράφηση (του 1525/26)
φαίνεται να υποδηλώνει ότι η πιθανολογούμενη, με βάση την επιγραφή
του 1511/1512 στο υπέρθυρο της «βασιλικής» πύλης, τοιχογράφηση του
νάρθηκα5 δεν ήταν πλήρης (αφού παραλειπόταν το παρεκκλήσιο), και
ίσως δεν εκάλυπτε ούτε ολόκληρο τον ισόγειο χώρο6. Έτσι, η κλιμάκωση
των χρονολογιών των έργων, οι οποίες μας παραδίδονται από επιγραφές:
1507/8, 1511/12 και 1525/26, δεν αποκλείεται να συνεχίζεται αμάρτυρη και
παραπέρα, με χρονικό όριο την παραίτηση του Σεραφείμ από το αξίωμα
του Πρώτου, το 1538 ή το επόμενο έτος, όπως θα δούμε στη συνέχεια.
β. Μετά την εκπλήρωση του οικοδομικού «προγράμματος», φαίνεται
εύλογη η τελευταία φράση: «...παραηήσας τό Πρωτάτο, άπήλθεν εις τό
1. Στο ίδιο, ο. 693, 694. Την άποψη αυτή ακολουθούν και άλλοι, όπως π.χ. οι Μαμαλάκης
Ιω., ό.π., σ. 250 και Μαρινέσκου Φλ., Ρουμανικά έγγραφα του Αγίου Όρους. Αρχείο
Πρωτάτου, Αθήνα 2001, σ. 4.
2. Βλ. Protâton, σ. 146, σημ. 348.
3. Βλ. Millet G.,.., Inscriptions, σ. 1, αρ. 1.
4. Στο ίδιο, σ. 1, 2, αρ. 2.
5. Βλ. π.χ., Mylonas P., Les étapes, σ. 156.
6. Βλ. προηγηθείσα αναφορά στο περιεχόμενο και στη χρονολόγηση της επιγραφής του
1511/1512.
310
κελλίον αντοϋ, όοξάζων τόν Θεό...»1. Αν κρίνουμε και από την συνέχεια
του κειμένου, πρέπει να αποσύρθηκε οριστικά, ή τουλάχιστον να
περιόρισε σημαντικά τη συμμετοχή του στις υποθέσεις της πρωτατινής
αρχής. Άρα, είναι πιθανότερο ότι πρόκειται για την τελευταία του θητεία
στην αρχή του Πρώτου, αν, βέβαια, υπήρξε και προηγούμενη ή
προηγούμενες που δεν μνημονεύονται. Ο Σεραφείμ εμφανίζεται ως
πρώτος τον Ιανουάριο του 153812 και μερικές φορές, στα αμέσως κατοπινά
χρόνια3, ως πρώην πρώτος. Αν η παραπάνω ερμηνεία των γραφομένων
στο Βίο του οσίου Θεοφίλου, ευσταθεί, εάν, δηλαδή, πράγματι παραιτή
θηκε όταν (και επειδή) είχαν ολοκληρωθεί αισίως όλα τα έργα, και εάν
δεν υπονοείται παραίτηση από προηγηθείσα, αμάρτυρη («προς το πα
ρόν») θητεία του στην αρχή του πρώτου, τότε συμπεραίνουμε ότι τα έργα
συνεχίσθηκαν και ολοκληρώθηκαν κατά την μνημονευόμενη (στον κατά
λογο των πρώτων) θητεία του, με terminus ante το 1538/1539. Αυτό το χρο
νολογικό όριο για την εκτέλεση των έργων δέχεται και η Δ. Παπαχρυσάν-
θου4. Και επειδή η φροντίδα και επιμέλεια του Σεραφείμ άρχισε - όπως
αναφέρει με βάση το σωζόμενο αυτόγραφο σημείωμά του, ο Κρ. Χρυσοχοΐ-
δης5, ήδη από το έτος 1507/1508, πρέπει να δεχθούμε ότι υπήρξαν παύσεις
ή και βραδύς ρυθμός στην εκτέλεση των εργασιών. Ακόμη, πρέπει να υπο
θέσουμε ότι επιμελήθηκε κάποια έργα χωρίς να κατέχει το αξίωμα του
πρώτου6. Επίσης, είναι πιθανό ότι η μνημονευόμενη θητεία του άρχισε ε-
νωρίτερα από το 1538, δεδομένου ότι κατά την μεταβυζαντινή περίοδο
εμφανίζονται πρώτοι με συνεχή θητεία μέχρι και τρία χρόνια7. Εξάλλου
για τα έτη 1535, 1536, 1537 δεν είναι γνωστό8 ποιος ή ποιοι ήσαν πρώτοι.
Όπως ήδη σημειώσαμε, δεν αποκλείεται να υπήρξε και παλαιότερη
311
θητεία του1. Ol δαπάνες για τη συνέχιση και ολοκλήρωση των οικοδομι
κών και άλλων εργασιών, είναι πολύ πιθανόν ότι «καλύφθηκαν» με
«ζητείες» ή συνδρομές και δωρεές επωνύμων και ανωνύμων ευεργετών.
Επί των ζητημάτων αυτών είναι πιθανόν ότι θα έρθουν στο φως και
νέα στοιχεία που θα επιτρέψουν ασφαλέστερες και σαφέστερες οριοθετή
σεις, και ως προς τις χρονολογήσεις και ως προς τον προσδιορισμό των ί
διων των έργων. Τα αρχεία και οι γραπτές πηγές γενικότερα, της
μεταβυζαντινής περιόδου, δεν έχουν μελετηθεί κατά το μέγιστο ποσοστό
τους. Δεν έχουν επίσης διερευνηθεί οι εξωτερικές τοιχογραφίες του βό
ρειου τοίχου που βρίσκονται πίσω από το ζωγραφικό στρώμα των ορατών,
του 18ου αιώνα. (Πίν. 47β).
Η βόρεια θύρα είναι βέβαιο ότι «λειτουργούσε» κατά την περίοδο αυ
τή (Πίν. 47γ), αλλά δεν γνωρίζουμε αν διανοίχθηκε τότε ή σε προγε
νέστερη εποχή. Το μαρμάρινο θύρωμά της έχει συσχετισθεί με παρα
δείγματα που χρονολογούνται12 στον 11ο αιώνα. (Πίν. 38).
Η τοίχιση του αψιδώματος, πάνω από την θύρα της προθέσεως, δέχε
ται τοιχογράφηση κατά το έτος 1686, με θέμα την σκηνή του Ευαγγελι
σμού. Την σχετική, εκτενή επιγραφή παραθέτει ο G. Millet3. (Πίν. 23γ).
Στο νότιο τοίχο του νοτιοδυτικού γωνιαίου διαμερίσματος, το αρχικό
ανατολικό άνοιγμα διευρύνθηκε, μάλλον, πριν από την τοιχογράφηση και
επισκευάσθηκε κατά την περίοδο αυτή. (Σχ. 13). Στο άνω μέρος της δυτι
κής παραστάδας αυτού του ανοίγματος, υπάρχει επιγραφή που μνημο
νεύει την ανακαίνιση των θυρών και των παραθύρων του ναού, με χρο
νολογία 17264. (Πίν. 35γ).
Για το ξυλόγλυπτο τέμπλο του Πρωτάτου έχουμε αποδείξει σε σχετική
ανακοίνωση5, ότι δεν αποτελεί ενιαίο έργο ξυλογλυπτικής, εκτελεσμένο
δηλαδή, σε μια μοναδική κατασκευαστική φάση, όπως πιστευόταν, και
χρονολογημένο, στο σύνολό του, στα 1611. (Πίν. 42, 43).
1. Κενά στον κατάλογο των πρώτων, κατά την περίοδο δράσης του Σεραφείμ,
επισημαίνονται στα έτη: 1511,1520-1521,1523-1524,1529-1532. Βλ. ό.π., σ. 386-390.
2. Βλ. Παζαράς Θ., «Βυζαντινά γλυπτά», Θησαυροί τον Αγιον Όρους, Θεσσαλονίκη
1997, σ. 265.
3. Millet G.,.., Inscriptions, σ. 2, αρ. 3.
4. Στο ίδιο, σ. 3, αρ. 6.
5. Φούντάς Π., «Το ξυλόγλυπτο τέμπλο του Πρωτάτου και η χρονολόγησή του», IH'
Συμπόσιο ΧΑΕ, Περιλήψεις Εισηγήσεων και Ανακοινώσεων, Αθήνα 1998, σ. 67, 68. Στο
θέμα αυτό θα επανέλθουμε με αναλυτική εξέταση των στοιχείων.
312
Όσον αφορά στον τρόπο στέγασης του κυρίως ναού κατά την
εξεταζομένη περίοδο, δεν έχουμε αποδείξεις, αλλά πιστεύουμε ότι
εξακολούθησε να υπάρχει ένας φωταγωγός στο μεσαίο «κλιτός», με πα
ράθυρα που επέτρεπαν να φωτίζεται επαρκώς ο εσωτερικός χώρος. Ο
φωταγωγός που βλέπουμε στις παλαιότερες σωζόμενες φωτογραφίες, δεν
πρέπει να θεωρηθεί ότι διαμορφώνεται για πρώτη φορά μετά από αιώνες.
Απλώς επαναλαμβάνει με νέα υλικά και απλουστευτική, κατασκευαστική
αντίληψη, μια οικοδομική μορφή που προϋπήρχε με διαφορετική διάρθρω
ση. Στα μέσα του 18ου αι. ο V. Barskij επισκέπτεται τον ναό και γράφει
στις σημειώσεις του: «....έχει μικρά και (αλλά) πυκνά παράθυρα■ εσωτερι
κά όίνει καλή εντύπωση αλλά εξωτερικά όχι...»1. (Μετάφραση από την
ρωσική). Οι παρατηρήσεις του αυτές δεν δείχνουν να βρέθηκε σε υποφω-
τισμένο ή σκοτεινό εσωτερικό χώρο. Είναι πιθανώτατο ότι έβλεπε τις δύο
σειρές παραθύρων κάποιου φωταγωγού. Γιατί δεν φαίνεται εύλογο να
δεχθούμε ότι μόνο περί το 180212 υπήρξε ευαισθητοποίηση ότι χρειάζεται
πρόσθετος φωτισμός και άρα φωταγωγός. Εξ άλλου, οι κατά μήκος τοίχοι
του μεσαίου «κλιτούς» εμφανίζονται αλώβητοι μέχρι την ανωδομή τους,
από την εποχή της παλαιολόγειας τοιχογράφησης και πέρα3. (Σχ. 60).
1. Barskij V., Vtoroe posescenie Svjatoj Afonskoj Gory, S. Peterburg 1887, σ. 171.
2. Βλ. Σμυρνάκης Γ., ό.π., σ. 698.
3. Βλ. προϋποθέσεις αναπαράστασης της τρίτης οικοδομικής φάσης του ναού.
313
ΠΕΜΠΤΗ (Η «ΚΑΤΑ ΣΜΥΡΝΑΚΗ»)
ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΗ ΦΑΣΗ
315
αυτό δεν εννοεί απλώς την δικλινή στέγη1, μήπως τον χρησιμοποιεί με την
αρχαία του έννοια12: θόλος, καμάρα; Μήπως τον βρήκε σε παλαιότερη
σχετική «περιγραφή»;3
Από μορφολογική άποφη, το βασικό στοιχείο του εν λόγω φωταγωγού,
τα μη τοξωτά παράθυρα φανερώνουν αποξένωση από την ναοδομική πα
ράδοση. Τα οριζόντια υπέρθυρά τους ήσαν οπωσδήποτε ξύλινα και όρι
ζαν, σχεδόν, την στάθμη της οριζόντιας ξύλινης οροφής. Οι προθέσεις εί
ναι ευδιάκριτες: Εξασφάλιση, κατά το δυνατόν, περισσότερου φυσικού
φωτισμού από τα πλευρικά παράθυρα ενός, όσο γινόταν χαμηλότερου
φωταγωγού. Τα στοιχεία αυτά είναι δυνατόν να ερμηνευθούν και ως έν
δειξη ύστατης απλοποίησης (κατασκευαστικής και μορφολογικής) ενός
προγενέστερου φωταγωγού. Θυμίζουμε και πάλι ότι ο V. Barskij4 δεν μιλά
ει για υποφωτισμένο εσωτερικό χώρο του ναού: αναφέρει ότι είδε μικρά
και πυκνά παράθυρα.... Επίσης, επειδή αναφέρει (ο ίδιος) ξύλινη στέγη με
επικάλυψη από σχιστόπλακες, πολύ φθαρμένη, ήδη περί τα μέσα του 18ου
αιώνα, είναι πιθανώτατο ότι αυτή η στέγη (και όχι άλλη) «ανεκαινίσθη
ολόκληρος και επερατώθη» το 1802. Δεν πρέπει, λοιπόν, να αποκλείσου με
το ενδεχόμενο διατήρησης, μέχρι την ανακαίνιση του 1802, ενός, άλλης,
άγνωστης μορφής φωταγωγού στο Πρωτάτο5. Για τον ερευνητή που απο
κλείει το ενδεχόμενο αυτό, είναι πιο ευεξήγητες εκφράσεις έκπληξης ό
πως αυτή που σημειώσαμε: «Η άγνοια περί αυτήν την αλλαγή είναι
συγκλονιστική». (Παρένθ. πίν Γ α).
Γι’ αυτήν την συμβατικά διακεκριμμένη οικοδομική φάση, μπορούμε
να προσθέσουμε και τις εξής παρατηρήσεις:
Η επικάλυψη της στέγης με σχιστόπλακα διατηρήθηκε τουλάχιστον ως
το 19036. Το 1889 έγινε «ανακαίνισις δαπέδου», δηλαδή επίστρωση μαρμα
ροπλακών7. Υπάρχει επίσης πληροφορία για ανακαίνιση το 19088, χωρίς
μνεία συγκεκριμένων εργασιών.
316
ΕΚΤΗ ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΗ ΦΑΣΗ
317
Αφαίρεση του ξύλινου (μεταβυζαντινού) τέμπλου και αποκατά
σταση του μαρμάρινου βυζαντινού. (Πίν. 17, 19).
Κατά το έτος 1965 πραγματοποιήθηκε ύστερα από πρόταση του
καθηγητή Π. Μυλωνά, στεγανοποίηση της ανατολικής τοιχοποιίας του
ναού. Συγκεκριμένα έγιναν οι εξής εργασίες:
1965: α) «Καθαρισμός των αρμών σε βάθος περίπου 15 εκ.»
β) Πλήρωση των αρμών με ειδικά «μονωτικά υλικά ελαστικής ιδιο
συστασίας».
γ) Επικάλυψη όλης της επιφάνειας της λιθοδομής με μονωτικό
υλικό.
Για τις παρακάτω εργασίες που δεν είναι ακριβώς γνωστή η
χρονολογία πραγματοποίησής τους, είναι πιθανή η ένταξή τους σε ομάδες
εργασιών των χρονολογημένων επεμβάσεων.
Κατασκευή περιμετρικού διαδρόμου πλάτους περίπου 2 μ., από
σκυρόδεμα και διαμόρφωση προσβάσεων στο ναό. Περιμετρική λι
θοδομή οριοθέτησης και αντιστήριξης των γαιών του πέριξ υπερυ
ψωμένου εδάφους. «Καμαροειδή» στέγαστρα από ωπλισμένο σκυ
ρόδεμα, «έν προβόλω», στη δυτική, νότια και βόρεια θύρα του
νάρθηκα.
Καθαίρεση των παλαιών σαθρών επιχρισμάτων στη ζώνη αμέσως
κάτω από τις διατηρημένες τοιχογραφίες και επανεπίχριση σε
συνδυασμό με τη στερέωση του περιθωρίου των τοιχογραφιών
(στεφανώματα).
Επίσης, σημειώνουμε:
1985: Επισκευή κεραμοσκεπής.
Τοποθέτηση θυρίδων εξαερισμού σε παράθυρα του φωταγωγού.
1988: Υδραυλικές - στεγανωτικές εργασίες στο χώρο της πρόθεσης του
ναού.
318
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΗΣ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ
ΤΩΝ ΞΥΛΟΠΗΚΤΩΝ ΘΟΛΩΝ1
I. Ρωμαϊκή περίοδος
1. Πρώτη παρουσίαση του θέματος βλ. Φούντάς Π., «Ξυλόπηκτες θολωτές οροφές σε
ναούς της βυζαντινής περιόδου. Ενδείξεις για το Πρωτάτο», ΚΑ Συμπόσιο ΧΑΕ, (2004), σ.
98, 99.
2. Vitruvius, De Architectura (Περί Αρχιτεκτονικής), μετάφρ. Π. Λέφας, Αθήνα χ.χ.έ.,
βιβλ. 7, κεφ. 2, § 2.
3. Στο ίδιο, βιβλ. 5, κεφ. 10, §3.
319
κα, σε χώρους ποικίλων χρήσεων και μεγεθών: από απλά δωμάτια1 κατοι
κιών, μέχρι μεγάλες αίθουσες δημοσίων κτιρίων. Σχεδιαστική απόδοση
της περιγραφόμενης κατασκευής ψευδοκαμάρας έχει επιχειρήσει ο Α.
Choisy*2. (Εικ. 1). Ο ημικυλινδρικός σκελετός σχηματιζόταν με «...ευθείς
στρωτήρες από ξύλο ει δυνατόν κυπαρισσιού...» που ήταν άσηπτο και μα
κρόβιο, και η ανάρτησή του γινόταν από τη στέγη, μέσω ξύλινων συνδέ
σμων από «πύξο, άρκευθο, ελιά, αγριοδρύ, κυπαρίσσι ή κάποιο άλλο πα
ρόμοιο ξύλο...»3. Τα καλάμια (ελληνικής προέλευσης, όπως αναφέρει)
προσδένονταν στο σκελετό με σχοινιά από ισπανικό σπάρτο4. Στην επά
νω επιφάνεια της «καλαμωτής» του θόλου, επιστρωνόταν ασβεστοκονία
μα μικρής περιεκτικότητας σε άμμο. Ο Βιτρούβιος πιστεύει ότι αυτή η
στρώση χρησίμευε για να συγκρατεί τις σταγόνες της βροχής που τυχόν
θα διαπερνούσαν τη στέγη5.
Στη συνέχεια γράφει6 για τις τρεις επάλληλες επιστρώσεις κονιαμά
των (επιχρισμάτων), καθώς και για την διαμόρφωση έξεργων διακοσμητι-
κών στοιχείων: «γείσων» ή κοσμητών κ.λ.π. Οι επόμενες παράγραφοι7 εί
ναι σημαντικές γιατί αναφέρονται στην τοιχογράφηση με την τεχνική του
φρέσκο: «... τα χρώματα που εφαρμόζονται με επιμέλεια όταν το επίχρι
σμα είναι ακόμη νωπό, δεν αποβάλλονται και διατηρούνται για πάντα»8.
Επίσης, ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι η παράγραφος όπου παρουσιά
1 . Βλ. Adam Jean-Piere, La Construction Romaine. Matériaux et Techniques, Paris VI, χ.χ.έ., εικ.
473: Σε Πομπηϊανά δωμάτια σώζονται, σε τοξωτή διάταξη, οι δοκοθήκες του ξύλινου σκε
λετού της καμάρας που τα εκάλυπτε. Πρβλ. και εικ. 472. Τα δωμάτια αυτά λέγονταν κα
μάρια.
2. Vitruvius, βιβλ. 7, σχόλ.: εικ. σελ. 131.
3. Στον Tòlo, βιβλ. 7, κεφ. 3, §1.
4. Ο κυριότερος λόγος που δένονταν και δεν καρφώνονταν, ήταν για να μη σχίζονται
από τα καρφιά. Αλλος λόγος ήταν η αποφυγή οξείδωσης των ηλώσεων από την άσβεστο
του κονιάματος.
5. Σύμφωνα με μαρτυρία ειδικού τεχνίτη της προηγούμενης γενιάς, στο γνωστό «μπα
γδαντί», χρησιμοποιούσαν καλάμια πριν εισαχθεί η χρήση τυποποιημένων πήχεων (τσίτες).
Μάλιστα θυμάται ότι, για την διάστρωση του ασβεστοκονιάματος στην επάνω επιφάνεια
των καλαμιών, ανέβαζαν στον ενδιάμεσο χώρο της στέγης, ένα παιδί (προφανώς, για την α
ποφυγή θραύσης καλαμιών από το μεγαλύτερο βάρος ανδρός, αλλά και χάριν ευκινησίας
λόγω στενότητας χώρου). Το ασβεστοκονίαμα αυτό ήταν παχύ και διαπερνούσε τους
«αρμούς» (αραλίκια), ώστε να συνδέεται και να συγκρατεί με την πρόσφυση, την κατόπιν
εφαρμοζόμενη πρώτη στρώση του επιχρίσματος στην κύρια (κάτω) επιφάνεια της οροφής.
Πρέπει, λοιπόν, να ήταν η επιδίωξη καλύτερης πρόσφυσης του επιχρίσματος, η αιτία της
διάστρωσης ασβεστοκονιάματος πάνω από τα καλάμια· γιατί ο λόγος που επικαλείται ο
Βιτρούβιος δεν είναι και τόσο πειστικός.
6. Vitruvius, ό.π., βιβλ. 5, κεφ. 3, §3-6.
7. Στον Ίδιο, § 7, 8.
8. Στον Ίδιο, βιβλ. 7, κεφ. 3, §7.
320
ζεται μια πρόσθετη τεχνική, βελτιωτική της ποιότητας και αντοχής των
καλαμωτών κατασκευών. Εγγύηση για την αποφυγή ρηγματώσεων στα
επιχρίσματα, παρέχει η τοποθέτηση δύο επάλληλων στρώσεων από
καλάμια, ανάμεσα στις οποίες παρεμβάλλεται κονίαμα. Η κατεύθυνση
των καλαμιών της δεύτερης στρώσης είναι κάθετη σ’ εκείνη της πρώτης.
Τα καλάμια της δεύτερης στρώσης δεν δένονται, αλλά καρφώνονται με
πλατυκέφαλα καρφιά1, «το διπλό πλέγμα από κάθετα μεταξύ τους
καλάμια, δεν θα επιτρέψει να δημιουργηθούν σκασίματα ή ρωγμές». Ο
Πλίνιος αναφέρει και ξύλινα δικτυωτά12 που επιχρίονταν. Σχετικά με το
ζήτημα της κάλυψης των ρωμαϊκών βασιλικών από τις οποίες κατάγονται
οι αντίστοιχες χριστιανικές, είναι γνωστό ότι ήσαν κατά κανόνα ξυλό-
στεγες, με ή χωρίς επίπεδες οροφές3. Είναι πιθανότατο ότι υπήρχαν και
περιπτώσεις εφαρμογής ξηλόπηκτων θολωτών οροφών. Παρότι στην περι
γραφή της κάλυψης μιας βασιλικής, υπάρχουν σημεία ασαφή, προβάλλει
σοβαρό το ενδεχόμενο αυτό, και ο προβληματισμός που τίθεται, σχετικά
με το εν λόγω θέμα και τον μνημονευόμενο όρο μέλαθρον, είναι πολύ εν
διαφέρων4. Οι ξυλόπηκτοι θόλοι «πλουτίζονταν» και με απλές ή περίτε
321
χνες φατνωματικές εσοχές επενδεδυμένες επίσης, μέ κονιάματα1. Η μεγα
λοπρεπής τελική διαμόρφωση της οροφής έδωσε, καθώς φαίνεται, στον
όρο μέλαθρον, κατά συνεκδοχή, έννοια ευρύτερη, σχετιζόμενη με αρχι
τεκτονικές διαρθρώσεις υψηλών αξιώσεων.
ξυλόπηκτων καμαρών. Κατά μίαν άποψη ο τύπος κμέλεθρον (βλ. Λεξικό Liddell-Scott),
σχετίζεται γλωσσολογικά με την λ. καμάρα (βλ. και Hofmann J. Β., Ετυμολογικόν Λεξικόν
της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης).
1. Vitruvius, ό.π., υποσ. 5. 26. Είναι γνωστό ότι στις ελληνιστικές οικίες της Πριήνης
υπήρχαν οροφές στις οποίες τα φατνώματα ήσαν επενδεδυμένα με χρωματιστό κονίαμα.
Βλ. Wiegand Th., Schrader Η., Priene, Berlin 1904, σ. 312. Επίσης ο Πλίνιος μνημονεύει
ζωγραφική πάνω σε φατνωματικές οροφές (Plinius, N. Η. XXXV, 124).
2. Βλ. Georgii Codini, Excerpta de antiquitatibus Constantinopolitanis, εκδ. Imm. Bekkeri, Borirne
1843, σ. 88, 89. Επίσης, Preger Th. (εκδ.), Scriptores originum Constantinopolitarum, I-II, Leipzig
1989, 234,2-274,11-286,18.
3. Στον Ίδιο, σ. 124 (στίχ. 1).
322
λου Κωνσταντίνον καί 'Ελένης...»1. Για τον ίδιο ναό των Αγίων Αποστό
λων, ο Μιχαήλ Γλυκός (12ος αι.)12, στο έργο του «Βίβλος χρονική» αναφέ
ρει: «'Η όέ των 'Αγίων 5Αποστόλων εκκλησία δρομική, ξυλότ ρονλλος,
εκτίσθη τό πρότερον παρά τοϋ μεγάλου Κωνσταντίνου, έμεγαλύνθη όέ
καί ώς έχει νϋν κατεσκευάσθη, παρά Θεοδώρας, γυναικός 3Ιουστινια
νού.,..»3.
Για το σχήμα του ξυλότρουλλου στο ναό των Αγίων Αποστόλων,
έχουμε τη γνώμη, με βάση την περιγραφή του Ευσεβίου, ότι μάλλον ήταν
ημισφαιρικής μορφής4. Εξ άλλου, το αρχικό και το κύριο σχήμα του
1. Στον Ίδιο, ο. 147, στίχ. 2, 3. Πρβλ. και σ. 17, στίχ. 3, σ. 73, στίχ. 9.
2. Βλ. Τσολάκης Ε., Βυζαντινοί Ιστορικοί και Χρονογράφοι 11ον και 12ου at.,
Θεσσαλονίκη 1978, σ. 115.
3. P.G., 158, 504Α.
4. Ποια μορφή είχε ο ξυλότρουλλος των Αγίων Αποστόλων; Μήπως επρόκειτο για
τετραγωνική υπερύψωση με τετρακλινή στέγη; Απ’ την περιγραφή του Ευσεβίου
προκύπτει, καθώς νομίζουμε, ότι πιθανότατα είχε κυλινδρικό ή πολυγωνικό τύμπανο και
μάλλον ημισφαιρική κάλυφη. Τα στοιχεία που προδίδουν μια τέτοια διαμόρφωση,
περιέχονται στο εξής χωρίο: «... όιαλαδών όέ λεπτοις φατνώμασι τήν στέγην, χρυσφ τήν
πάσαν εκάλνπτεν άνω χαλκός μεν άντί κεράμου, φυλακήν τφ έργψ πρός ύετών
άσφάλειαν παρείχε· καί τούτον όέ πολύς περιέλαμπε χρυσός, ώς μαρμαρυγάς τοϊς
πόρρωθεν άφορώσι ταϊς ήλιου αύγαϊς άντανακλωμέναις έκπέμπειν. Δικτυωτά όέ πέριξ
έ κύκλον τό όωμάτιον άνάγλυφα, χαλκφ καί χρυσφ κατειργασμένα» (Ευσέβιος, «Βίος
Κωνσταντίνου», βιβλ. IV, κεφ. 58: «Περί οικοδομής τού έπικαλουμένου τών ’Αποστόλων εν
Κωνσταντινουπόλει Μαρτυρίου», P.G., 20, 1209).
Τα σχετικά με το όωμάτιον συμφραζόμενα δείχνουν ότι μάλλον επρόκειτο για ένα
στενό, κυκλοτερές δώμα (η λέξη έχει και την ένοια «ταράτσα», από την αρχαία εποχή:
πρβλ. Ματθ., ι', 27 και κδ', 17), που περιέτρεχε (εκύκλον) την βάση του τρούλλου,
περιφραγμένο με περίτεχνο δικτυωτό κιγκλίδωμα. Πιθανόν, χρησίμευε για την επισκευή
και καθαρισμό των παραθύρων και την πρόσβαση (μέσω φορητής σκάλας) σε διάφορα
σημεία της χάλκινης επικάλυψης προς επισκευή, στίλβωση ή επιχρύσωση. (Μια ιδέα για
τη μορφή τέτοιων κυκλοτερών «εξωστών», δίνει το μαυσωλείο του Θεοδώριχου, ενώ
ανάλογα στοιχεία συναντώνται στο εσωτερικό τρούλλων, όπως π.χ. στην Αγία Σοφία της
Κωνσταντινούπολης).
Για το ότι ο τρούλλος δεν είχε επίπεδες επιφάνειες εξωτερικά (δεν ήταν δηλ. πυραμι
δοειδής), συνηγορεί και η φράση «πολύς περιέλαμπε χρυσός»· εάν ήταν πυραμιδοειδής,
δεν θα φαίνονταν πάντοτε, από μακρυά, οι λάμψεις οι εκπεμπόμενες απ’ τις αντανακλάσεις
του ηλιακού φωτός. Η επικάλυψη με χαλκό, υλικό ελαφρότερο από τα κεραμίδια, ταιριάζει
περισσότερο σε ξυλόπηκτη κατασκευή. Όσον αφορά στην εσωτερική μορφή του τρούλλου,
τα λεπτά φατνώματα που αναφέρει ο Ευσέβιος, εγγράφονται με αισθητικώτερη γεωμε
τρική διάταξη, σε ημισφαιρική επιφάνεια (όπως π.χ. στο Πάνθεον της Ρώμης) και όχι σε
κωνική. Ήδη, η ημισφαιρική μορφή ως συμβολίζουσα τον ουράνιο θόλο, ήταν επιθυμητή
και σε εποχές πριν από τον Χριστιανισμό (βλ. Krautheimer R., ό.π., σ. 42 και 282-283). Απο τα
παραπάνω συνάγεται ότι το δεύτερο συνθετικό του όρου «ξυλότρουλλος» δεν χρησιμο
ποιείται κατά συνεκδοχή, αλλά μάλλον κυριολεκτικά. Ο R. Krautheimer σχολιάζει τις
διάφορες απόψεις σχετικά με το Κωνσταντίνειο Αποστολείο (σ. 567, υποσ. 4) και
323
«τρούλλου», αν βασισθούμε στο λατινικό έτυμο του όρου, είναι το ημι-
σφαιρικό*1.
Β. Αν περάσουμε από τις γραπτές πηγές στα ίδια τα κτίσματα, δεν έ
χουν διασωθεί βέβαια -και είναι απολύτως εύλογο- ξυλόπηκτοι θόλοι της
περιόδου αυτής· για αρκετά μνημεία όμως, τα αρχιτεκτονικά και κατα
σκευαστικά δεδομένα που παρέχει η υφισταμένη δομή τους (κατάσταση
διατήρησής τους), υπαγορεύουν παρόμοια ενδεχόμενα. Για ορισμένα,
μάλιστα, οι μελετητές πιστεύουν χωρίς επιφύλαξη ότι στεγάζονταν με
ξυλόπηκτους θόλους. Πιο συγκεκριμένα:
α. Για ορθογωνικά, δρομικά εκκλησιαστικά οικοδομήματα ή τμήματά
τους, υποστηρίζεται ή πιθανολογείται η στέγαση με ξυλόπηκτους θόλους
(καμάρες). Τα παραδείγματα ανήκουν στην παλαιοχριστιανική περίοδο.
β. Για αρκετά κτίσματα με κυκλοτερή ή πολυγωνικό πυρήνα, πιθανο
λογείται ότι ο κεντρικός χώρος τους στεγαζόταν με ξύλινο θόλο. Τέτοια
μνημεία επισημαίνονται από το 4ο μέχρι και τον 7ο τουλάχιστον, αιώνα.
α. Δρομικά κτίσματα
Μια πρώιμη μαρτυρία για εκκλησία, πριν από το 319 (επί βασιλείας
Μεγάλου Κωνσταντίνου), είναι πολύ σημαντική, γιατί λόγω της μεταδοτι
κότητας της περιόδου, αποτελεί, τόσο ένα πρόσθετο τεκμήριο για την κα
τασκευή ξυλοπήκτων καμαρών σε δημόσια κτίρια κατά την ρωμαϊκή επο
χή, όσο και μια απόδειξη για την υιοθέτηση της τεχνικής, από νωρίς, στα
324
χριστιανικά λατρευτικά κτίσματα1. Στον καθεδρικό ναό της Ακυληίας12
(στο μυχό της Αδριατικής), «... το ανατολικό διαμέρισμα της νότιας αίθου
σας καλυπτόταν με μια εγκάρσια, φατνωματική, ημικυλινδρική κα
μάρα κατασκευασμένη από καλ ά μι»3. Προφανώς η αναφερόμενη τε
χνική είναι ίδια ή παραπλήσια με αυτή που περιγράφει ο Βιτρούβιος. Εί
ναι δε εξίσου ενδιαφέρον ότι τα φατνώματα ήσαν ζωγραφισμένα4. Ανα
φορικά με το μέχρι στιγμής άλυτο πρόβλημα του τρόπου στέγασης του
μεσαίου κλιτούς της βασιλικής του Meriamlik5 (471-491), όπου τα πλάγια
κλιτή στεγάζονταν με κτιστές καμάρες, και σε συσχετισμό με ξυλόστεγα
κτίσματα όπως το Alahan Manastir, προβάλλει ελκυστική η άποψη του R.
Krautheimer: «Είναι ενδεχόμενο ότι αυτού του είδους τα κτίρια μετέφεραν
απλώς σε ξύλινη κατασκευή κάποιο πρότυπο εξ ολοκλήρου θολοσκεπές,
με ημικυλινδρική καμάρα πάνω από το πρώτο διαμέρισμα του μεσαίου
κλιτούς και με τρούλλο πάνω από το δεύτερο»6. Η άποψη αυτή αποκτά
ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το θέμα που μας απασχολεί, αν ερμηνευθεί ως
πιστή μεταφορά, δηλαδή ως ξύλινη κατασκευή με μορφή κτιστών θόλων.
Η ερμηνεία αυτή είναι η πλέον πιθανή.
Για το κυκλικό τμήμα του ναού της Ανάστασης στην Ιερουσαλήμ, έχει
γραφεί ότι στεγαζόταν με «θόλο ξύλινης ενδεχομένως κατασκευής», από
την αρχική φάση του 4ου αιώνα7, μέχρι, τουλάχιστον, και τον 7ο8. Για τη
325
μεσοβυζαντινή φάση του χτίσματος, θα γίνει στη συνέχεια ιδιαίτερος
λόγος.
Σε μια πολύ σημαντική εκκλησία της Αντιόχειας, το Χρυσό Οκτάγω
νο, που βρισκόταν δίπλα στα αυτοκρατορικά ανάκτορα, (θεμελιώθηκε
από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο το 327 και αποπερατώθηκε το 341 από το
γυιό του Κωνσταντίνο), «η κεντρική, οκταγωνική αίθουσα στεγαζόταν
είτε με πυραμιδοειδή στέγη είτε, ήδη από την αρχή, με ξύλινο θόλο»1. «Με
ξύλινη στέγη, πιθανόν κωνική...»*2 στεγαζόταν
1 ίσως και ο κεντρικός χώρος
του κυκλοτερούς ναού «Imbomon», που χτίσθηκε στο Όρος των Ελαιών
(στους Αγίους Τόπους), το 370.
Η αρχική εκκλησία του Αγίου Γερεώνος, ήταν ένα κτίσμα του 4ου
αιώνα, με ελλειψοειδή κάτοψη, που η στέγη του «πρέπει να ήταν είτε μια
ανοιχτή ξύλινη κατασκευή, είτε μια ελαφριά καλαμωτή καμάρα»3. Η
τεχνική με καλάμια παραπέμπει πάλι στην περιγραφή του Βιτρουβίου.
Παραπλήσιες υποθέσεις καταγράφει ο R. Krautheimer, και για δύο περί-
κεντρα μνημεία του 5ου αιώνα στη Ρώμη: Το βαπτιστήριο στο Λατερανό
και τον Άγιο Στέφανο (Rotondo)4. Είναι και εδώ ενδιαφέρον, γιατί θυμίζει
πάλι την τεχνική που αναφέρει ο Βιτρούβιος, ότι κατά την αναδιαμόρ-
φωση του πρώτου κτιρίου από τον Σίξτο τον Γ' (432-440), ένας από τους
ενδεχόμενους τρόπους στέγασης του κεντρικού χώρου, ήταν «ένας ελα
φρός καλαμωτός θόλος»5. Σε ένα άλλο κτίσμα του 5ου αιώνα, στην εκ
κλησία της Θεοτόκου στο όρος Γαριζίν, η οκταγωνική κεντρική αίθουσα
«φαίνεται ότι καλυπτόταν με ξύλινο θόλο ή με πυραμιδοειδή, επίσης ξύλι
νη στέγη»6. Ενώ, για το Μαρτύριο του Αγίου Φιλίππου (αρχές 5ου αι.;)
στην Ιεράπολη, εκφράζεται η βεβαιότητα ότι ο οκταγωνικός πυρήνας,
πλάτους 20,70 μ., στεγαζόταν «προφανώς με ξύλινο τρούλλο»7. Αλλά και
για την προβληματική στέγαση του κεντρικού οκταγωνικού χώρου στον
σταυρικό ναό του Qal’ at Siman στη Συρία, επίσης του 5ου αιώνα, εκτός
8. Ο Ίδιος, σ. 568-569, σημ. 11. Η άποψη στηρίζεται, εκτός από τις περιγραφές των
πρώτων προσκυνητών, και σε απεικονίσεις, όπως π.χ. στα φιαλίδια της Monza του 6ου και
7ου αιώνα, και στο κιβωτίδιο από τα Άγια των Αγίων.
1. Krautheimer R., ό.π., σ. 98.
2. Στον Ίδιο, σ. 96.
3. Στον Ίδιο, σ. 112: «... the roof of the structure, either an oppen timber construction or a light
cane vault...».
4. Στον Ιδιο, σ. 115, 116, εικ. 48 και 49. Κτίσθηκε στο διάστημα 468-483. Βλ. και
Krautheimer R., Corbett Sp., Franke W., Corpus Basilicarum Christianarum Romae, τόμ. IV, Vaticano
1970. Σχετικά με τη χρήση κάποιου ελαφρού υλικού για την θολωτή κάλυψη του κεντρικού
κυκλοτερούς χώρου βλ. Deichmann F.W. , Miscellanea Giulio Belvederi, Ρώμη 1955, σ. 437 κ.εξ.
5. Στον Ιδιο, σ. 115.
6. Krautheimer R. ό.π., σ. 196.
7. Ο ίδιος, σ. 202.
326
από την πρόταση για πυραμιδοειδή κάλυψη, έχει υποστηριχθεί και η
στέγαση με ξύλινο θόλο1.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον εν προκειμένω, παρουσιάζει η άποψη του Ρ.
Sanpaolesi για τον τρόπο στέγασης του ναού των Αγίων Σέργιου και Βά
κχου στην Κωνσταντινούπολη, κτίσματος του 6ου αιώνα. Πιστεύει ότι το
επάνω μέρος του τρούλλου, εν αντιθέσει προς το κάτω που είναι πλινθό
κτιστο, είχε ενδεχομένως κατασκευασθεί με κάποιο ελαφρό υλικό, ένα
είδος μπαγδαντί: ασβεστοκονίαμα με αναμεμιγμένα άχυρα, προσκολ-
λημένο πάνω σε ξύλινο πλέγμα12.
Επίσης ο R. Krautheimer αναφερόμενος στην εκκλησία του Mayafarquin
στη βόρεια Μεσοποταμία, χτισμένη μετά το 5913, πιθανολογεί ότι «... το
κεντρικό κλιτός καλυπτόταν με ξύλινο θόλο...»4. Ο τύπος των τετρα-
κόγχων της πρωτοβυζαντινής περιόδου που επιβιώνει μέχρι τον 7ο αιώνα,
σ’ ένα παράδειγμα στην Αρμενία, παρουσιάζει επίσης το πρόβλημα του
είδους της στέγασης του κεντρικού χώρου: «φαίνεται ότι κατά κανόνα
επρόκειτο για ξύλινη κατασκευή, άλλοτε πυραμιδοειδή στέγη και άλλοτε
ξυλόπηκτο θόλο»5.
1. Krencker D., J.D.A.I., XLIX, 1934, σ. 62 κ.εξ. και Forschungen und Fortschritte, XV, 1939, σ.
32.
2. Sanpaolesi Ρ., Rivista dell’ Istituto Nazionale d’Archeologia e Storia dell’Arte, N.S. X (1961), σ.
116 κ.εξ.
3. Krautheimer R., ó.n., a. 361.
4. Στον Ίδιο, σ. 605, υποσ. 10.
5. Krautheimer R., ό.π., σ. 284.
327
ΙΠ. Οι μετέπειτα περίοδοι μέχρι την πρώιμη μεταβυζαντινή
Α. Δυτική Ευρώπη.
328
ημισφαιρικούς θόλους1. (Εικ. 5, 6). Η κυρτή (εξωτερική), ξύλινη επιφάνεια,
επικαλυπτόταν με μεταλλικά φύλλα, ίσως από χαλκό ή μόλυβδο. Η
προέλευση των κατασκευών αυτών έχει αποδοθεί από ερευνητές που
μελέτησαν το συγκεκριμένο θέμα, στην ισλαμική αρχιτεκτονική12, σε μνη
μεία όπως ο Θόλος του Βράχου στην Ιερουσαλήμ. Ειδικότερη αναφορά
στην κατασκευή ξυλόπηκτων ημισφαιρικών θόλων βρίσκουμε σε μελέτη
του K.A.C. Creswell3. Το θέμα όμως της προέλευσης, χρειάζεται επανεξέ
ταση, δεδομένου ότι καταστράφηκαν χωρίς να ανακαινισθούν, ύστερα
από την τουρκική κατάκτηση, παρόμοιες κατασκευές στό Βυζάντιο.
Πάντως, το παράδειγμα του Αγίου Μάρκου είναι ιδιαίτερα αξιοπρόσεκτο,
ως ενδεικτικό των τεχνικών δυνατοτήτων στην ξυλουργική των στεγών
και συγκεκριμένα στην διαμόρφωση σφαιροειδών επιφανειών από ξύλο,
κατά τον 13ο αιώνα4. Στην ίδια πόλη, στη Santa Maria dei Miracoli5 (1480), η
θολωτή εξωτερικά, ξύλινη στέγη6, διαμορφωμένη με το σύστημα της άντω-
σης, φέρει ανηρτημένη, θολωτή, επίσης ξύλινη οροφή (Εικ. 7α). Παρεμ
φερείς διαρθρώσεις διασώζουν κατασκευαστικούς τρόπους που έχουν την
καταγωγή τους στις ρωμανικές βασιλικές και πιθανόν, σε ανάλογες
κατασκευές των ρωμαϊκών χρόνων7.
Ξύλινο τρούλο έχει και ο ναός του Αγίου Γεωργίου8 των Ελλήνων,
επίσης στη Βενετία, που χρονολογείται όμως σε οψιμότερη εποχή (16ος
αι.). Ο Ιταλός αρχιτέκτων της Αναγέννησης A. Palladio (1518-1580), στο
βιβλίο του για την αρχιτεκτονική9, αλλά και στο υλοποιημένο έργο του,
προτείνει και κατασκευές ξυλόπηκτων καμαρών, μικρής10 ή μεγάλης11
1. Demus Ο., The Mosaics of San Marco in Venice. I: The Eleventh and Twelfth Centuries. Vol.
One: Text, σ. 407, εικ. 19. Ο ίδιος, The Church of San Marco in Venice. History-Architecture-
Sculpture, Washington 1960, εικ. 115.
2. Για τη διαμόρφωση αυτών των κελυφών, την σχέση τους με ισλαμικά παραδείγματα
και τη χρονολόγηση τους βλ. Fiocco G., Bollettino Centro Internazionale... Andrea Palladio, Vili
(1968), σ. 222 κ.εξ., που παραπέμπει και στον Monneret de Villard U., Architettura e Arti
Decorative, I (1921), σ. 315 κ.εξ. Βλ. επίσης, ο ίδιος, Introduzione allo studio dell' archeologia
islamica, Βενετία 1966, σ. 201 κ.εξ.
3. Creswell K.A.C., The Muslim Architecture of Egypt, Οξφόρδη 1952, II, σ. 237 και σημ. 7.
4. Παρόμοια ξύλινη τρουλλοειδή διαμόρφωση συναντούμε και στον ρωμανικό ναό του
St. Quirinus στο Neuss της Γερμανίας (Εικ. 136). Η ίδια κατασκευαστική αντίληψη
συναντάται και σε θολωτά μνημεία της Ρωσίας (Εικ. 14, 36).
5. A History of Technology, τόμ. 3, σ. 248, 249, εικ. 1616.
6. Βλ. Feiffer C., Il progetto di conservazione, Milano 1997, σ. 520-528, εικ. 52, 53, 54, 55.
7. A History of Technology, τόμ. 3, σ. 249.
8. Μπρούσκαρη Ε., Η Εκκλησία του Αγίου Γεωργίου των Ελλήνων στη Βενετία,
Αθήνα 1995, εικ. 10, 44, 99.
9. Palladio A., I quatro libri dell’architectura, 1570, επανέκδοση: Milano 1968.
10. Βλ. Adam J-P., ό.π., εικ. 497.
329
κλίμακας. Στο σχέδιο του, π.χ., για το πρόπυλο στο Πάνθεο, φαίνεται, σε
τομή, η εγγραφή ξυλόπηκτης καμάρας σε ξύλινο ζευκτό1.
Στη Γαλλία, τα πολύ ενδιαφέροντα σχέδια του Philibert de l’Orme, για
ξύλινες θολωτές στέγες, στο σχετικό εγχειρίδιο*2 του
1 (1561), παρουσιά
ζονται και προβάλλονται ως καινοτομία (Εικ. 12α). Αν υπάρχει όμως
καινοτομία, αυτή αναφέρεται όχι στην διαμόρφωση ξύλινων θόλων που
ήσαν γνωστοί ήδη, κατά τον μεσαίωνα, αλλά ίσως στην χρησιμοποίηση
τεμαχίων ξύλων, τα οποία συναρμολογούμενα με χρήση τόρμων κι
εντορμιών, σχημάτιζαν τις τοξωτές νευρώσεις που αποτελούσαν τους
φορείς της στέγης3. Είναι πιθανόν ότι πρόκειται για διασκευές ανάλογων
μεσαιωνικών κατασκευών4. Στη Γαλλία υπάρχει μια αξιολογώτατη σειρά
ρωμανικών κτισμάτων που στεγάζονται με παλαιές ή ανανεωμένες
ξυλόπηκτες, ημικυλινδρικές ή ελαφρά «οξυκόρυφες» καμάρες. Για τα
παλαιότερα παραδείγματα, όπου εμφανίζεται και πρόσφορη σε συσχετι
σμούς ξυλογλυπτική, θα απαιτηθεί ιδιαίτερη παρουσίαση, έξω από το
πλαίσιο αυτής της μελέτης.
Στην Ισπανία απαντώνται ξύλινες οροφές ποικίλων μορφών5 (Εικ. 11),
ενώ στην Πορτογαλία υπάρχει αξιόλογη παράδοση ξύλινων, ημικυ-
λινδρικών, φατνωματικών οροφών6. (Εικ. 10α, β). Επίσης, προκειμένου
για την αντίστοιχη κατασκευαστική παράδοση στην Αγγλία, αξίζει μνεία
περίτεχνων, πολυτελών, ξύλινων στεγών7 (Εικ. 13α), αλλά και της
«ταπεινής» τεχνικής που στην Ελλάδα ονομάζουμε «μπαγδαντί»8.
11. Barbieri Fr., The Basilica of Andrea Palladio (Corpus Palladianum), τόμ. II, (The Pennsylvania
State University Press), χ.χ.έ., πίν. X, εικ. 12,14, σχ. ι (τομή κατά πλάτος).
1. Βλ. Adam J-P., ό.π., εικ. 497.
2. De l'Orme Philibert, Traites d’Architecture, (Leonce lager), Paris, χ.χ.έ.
3. Nuere Matauco Enr., La Carpinteria de Armar Espanola, Madrid 2003 (3η έκδ.), σ. 169.
4. H άποψη αυτή ενισχύεται από το γεγονός ότι τοξωτά ξύλα με την ίδια ακτίνα κα
μπυλότητας, ήταν ανέκαθεν δύσκολο να εξευρεθούν ή να διαμορφωθούν. Εξ άλλου ο De
l’Orme (1510;-1570), είχε μελετήσει τα ερείπια της Ρώμης και οι «επινοήσεις» του προϋπέ
θεταν μια παλιότερη κατασκευαστική εμπειρία, που πρέπει να υπήρχε στη Γαλλία. Όσον
αφορά στην ενδεχόμενη επίδραση της Αναγέννησης, αυτή άρχισε να «εισάγεται» στη Γαλ
λία από την Ιταλία κατά τα πρώτα χρόνια του 16ου αι. Βλ. A History of Technology, τόμ. Ill, σ.
252, 253. Η εφαρμογή της τεχνικής του De l’Orme και στην Ισπανία, όπου υπήρχε αξιόλογη
κατασκευαστική παράδοση στις ξύλινες και μάλιστα περίτεχνες στέγες, ενισχύει
περισσότερο την άποψη αυτή. (Πρβλ. Εικ. 12β).
5. Nuere Matauco Enr., ό.π., σποραδικά.
6. Στον ίδιο, σ. 16, εικ. 14, σ. 22, εικ. 4.
7. Βλ. π.χ., διαμόρφωση καμπυλόμορφων ξύλινων ζευκτών των ετών 1394-1402: Fumeau-
Jordan R., Ιστορία της Αρχιτεκτονικής, (ελλην. μετάφρ.), Αθήνα 1981, σ. 210, 211, εικ. 184.
8. A History of Technology, τόμ. Ill, σ. 264, εικ. 171.
330
Β. Ρωσία
Γ. Ισλάμ
1. Κόρατς Β. - Σούπουτ Μ., Βυζάντιο: Ιστορία και Αρχιτεκτονική, χ.τ.χ.έ., σ. 101, 104,
106.
2. Χρονικά του Νόβγκοροντ, Πετρούπολη 1879. Το αρχαιότερο Χρονικό του N., (1),
καταγράφει γεγονότα μέχρι το 1330.
3. Βλ. Mango C., ό.π., εικ. 364.
4. Δημητροκάλλης Γ., Αρμενική Ναοδομία, Αθήνα 1996, σ. 45, υποσ. 53.
5. Creswell K.A.C. ,The Muslim Architecture of Egypt, Οξφόρδη 1952, II, a. 22>1 και σημ. 7.
6. Βλ. Μπούρας X., Ιστορία της Αρχιτεκτονικής, τόμ. Β', Αθήνα 1994, σ. 175, εικ. σ. 176.
Papadopoulo Alex., Islam and Muslim art, 1979, εικ. 611 (τομή).
7. Nuere Matauco Enr., La Carpinteria de Armar Espanola, (3η έκδ.), Madrid 2003, σ. 148, εικ.
29, 30, σ. 149, εικ. 31. Μπούρας X., Ιστορία, τόμ. Β', σ. 446.
8. Στο ίδιο, σ. 200, εικ. 12, σ. 220, εικ. 2. Μπούρας X., ό.π., σ. 444.
331
που αποδίδεται στον Βαγιαζήτ Α' (1347-1402), όπου ανάμεσα στην ξύλινη,
θολωτή (ημισφαιρική) οροφή και στην στέγη παρεμβάλλεται χώρος επι-
σκέψιμος.
332
Ξύλινο τρούλλο με οπαίο στην κορυφή, βλέπει στον κυκλικό ναό της Ανα-
στάσεως, κατά τις αρχές του 12ου αιώνα (1106-1107 ή 1113-1115) ο Ρώσος
προσκυνητής Δανιήλ1. Ανάλογη είναι η παρατήρηση, πολύ αργότερα, του
προσκυνητού Δανιήλ, ιατρού, (1680), για την «ξύλινη και ασκέπαστη
άνωθεν, και απ’ έξω μετά μόλυβδον τρούλα»12.
Αν και ξεφεύγει από τα όρια της μελέτης αυτής το μεγάλο πρόβλημα
των μορφών3 που είχαν οι κατά καιρούς ξύλινες στέγες του ναού, επειδή
το ζήτημα της μορφής των ξυλόπηκτων θόλων παρουσιάζει, στην προκει
μένη περίπτωση, ειδικό ενδιαφέρον, δεν θα παραλείψουμε κάποιες νύξεις.
Υποψιαζόμαστε πως ένα σοβαρό μέρος των αντιφάσεων και προ
βλημάτων που παρατηρούνται σε προτεινόμενες επί τη βάσει γραπτών
μαρτυριών και παλαιών σχεδίων4, αναπαραστάσεις, οφείλεται, αφενός
στην ταύτιση οροφής και στέγης, πράγμα που, όπως είδαμε, δεν ισχύει
πάντοτε, και αφετέρου στην απόδοση, συνήθως, κωνικής μορφής σε κάθε
μαρτυρούμενη σε γραπτή πηγή, ξύλινη οροφή ή στέγη. Το τελευταίο είναι
δυνατό να συμβαίνει προκειμένου για (εξωτερική) στέγη αλλά είναι
μάλλον αμφίβολο ότι ισχύει προκειμένου για την οροφή. Έτσι στην
περιγραφόμενη στέγη του 9ου αιώνα είναι εύλογο να θεωρήσουμε ότι ο
εσωτερικός, ξύλινος θόλος (testudo) ήταν πιθανότατα ημισφαιρικός5.
1. Βλ. γαλλική μετάφραση του ρωσικού πρωτοτύπου: Khitrowo B., Mme de, Itinéraires
Russes en Orient, (ανατύπωση της έκδοσης 1889) Osnabrück 1966, σ. 12-14. Ευτύχιος
Αλεξανδρείας. «Χρονογραφία», P.G. 111, 1131Α.
2. Δανιήλ (ιατρού), Προσκυνητάριον, σύν Θεφ άγίψ, τής άγιας πόλεως 'Ιερουσαλήμ.
Από το υπ’ αρ. 153 χειρόγραφο της Βιβλιοθήκης I. Μονής Γρηγορίου Αγίου Όρους.
3. Βλ. Καλοκύρης Κ., Το αρχιτεκτονικό συγκρότημα του ναού της Αναστάστεως
Ιεροσολύμων, Θεσσαλονίκη χ.χ.έ., βλ. παλαιό σχέδια και αναπαραστάσεις, σποραδικά.
4. Τα συζητούμενα στοιχεία αυξάνουν τον αριθμό των ενδεχομένων που πρέπει να
ληφθούν υπόψιν κατά την ερμηνεία μιας απεικόνισης ή μιας περιγραφής του ναού.
5. Πρβλ. Ιεροσολύμων Τιμόθεος, «Η Βυζαντινή Ιερουσαλήμ ιστορικώς», ΕΕΒΣ, ΙΑ'
(1935), σ. 58: «Ο πατριάρχης Θωμάς ανεκαίνισε τον τρούλλον της Αναστάσεως και ο G.
Jeffery, έφορος των αρχαιοτήτων εν Κύπρω, θεωρεί ότι ήτο ως οι τρούλλοι των βυζαντινών
εκκλησιών της Κύπρου». Βλ. The Journal of the Royal Institute of British Architects, 1910, Aug. 27,
716. Συνδυασμός ημισφαιρικής οροφής και κολουροκωνικής στέγης, φαίνεται να
αποδίδεται συμβατικά σε προσκυνητάριο του 1787: Χρυσάνθου του εκ Προύσης, Προσ
κυνητάριον της αγίας πόλεως Ιερουσαλήμ και πάσης Παλαιστίνης, Βιέννη 1787, β' έκδ.
Βιέννη 1807, και έκδ. της Εξαρχίας του Παν. Τάφου: Αθήνα 1994, σ. 41.
333
IH. 3. Βυζαντινές βασιλικές μέ πιθανές ξυλόπηκτες θολωτές οροφές
1. Ορλάνδος Α., «Η Μητρόπολις των Σερρών», ΑΒΜΕ, τόμ. Ε' (1939-40), (σσ. 153-166)· σ.
157,158.
2. Στίκας Ε., Περί των εργασιών αναστηλώσεως, εικ. 137α.
3. Λάμπρος Σπ., «Επιστολαί Θεοδώρου Πεδιασίμου», Νέος Ελληνομνήμων, 15 (1921), σ.
174. Βλ. σχολιασμό του κειμένου: Ορλάνδος Α., «Η Μητρόπολη των Σερρών κατά την
334
τυχαία πριν από το ρήμα καλύπτεται, ενδέχεται να αποδίδει μια μορφή
μολυβδεπένδυτης ξυλόπηκτης καμάρας, ημικυλινδρικής και στην εξωτερι
κή της διαμόρφωση. Δηλαδή, επρόκειτο πιθανόν, για ένα ξυλόπηκτο, ημι-
κυλινδρικό φωταγωγό με κτιστά μόνον τα δύο μέτωπά του (ανατολικό και
δυτικό). Δυστυχώς οι φωτογραφίες1 μετά την πυρκαγιά, που δημοσιεύει ο
Ευστ. Στίκας, δεν είναι αρκετά ευκρινείς στα επίμαχα σημεία, ώστε να
επιτρέπουν κάποιες ασφαλείς σχετικές παρατηρήσεις.
Πάντως, η ιδιάζουσα υποχώρηση των κατακόρυφων ακμών, κάτω από
το πέρας του εξέχοντος γείσου, στα δύο υπερυψωμένα μέτωπα του φω
ταγωγού2, που διατηρήθηκαν αλώβητα μετά την πυρκαγιά, συνιστά μια
θετική, έναντι του ενδεχομένου αυτού, ένδειξη, όχι, όμως, καθοριστική3.
Σ’ αυτήν την τρίκλιτη βασιλική του 12ου αι.,4 είναι αξιοσημείωτο ότι
μόνο το μεσαίο κλιτός εμφανίζεται σήμερα ξυλόστεγο. Το κυρίως ιερό Βή
μα και τα παραβήματα στεγάζονται με κτιστούς ημικυλινδρικούς θόλους.
Ο τριμερής νάρθηκας στεγάζεται με σταυροθόλια στα ακραία τμήματά
του και με ασπίδα στο μεσαίο. Κατά τον X. Μπούρα, τα πλάγια κλιτή
στεγάσθηκαν με τεταρτοκυλινδρικούς θόλους μετά τον 14ο αιώνα5. Ο G.
Millet6 βασιζόμενος σε φωτογραφίες και παρατηρήσεις του Μ. Laurent,
αναφέρει ότι και το μεσαίο κλιτός «είναι θολοσκεπές». Ο Α. Ορλάνδος
σημειώνει7 ότι η πληροφορία αυτή είναι ανακριβής, αλλά πρέπει μάλλον
να υποθέσουμε ότι η σχετική παρατήρηση αναφερόταν σε υπάρχοντα
τότε (πριν από το 1916), ξυλόπηκτο και όχι κτιστό θόλο. Άλλωστε και ο
τρόπος απόδοσης της στέγης στο σχέδιο της τομής που παραθέτει ο Α.
Ορλάνδος, αρμόζει περισσότερο σε μια τέτοια εκδοχή8.
Ωστόσο, κι αν αγνοήσουμε την πληροφορία του G. Millet, είναι εύλογο
να δεχθούμε, ότι μια τέτοια αντιμετώπιση της οροφής του κυρίως ναού, θα
335
εξασφάλιζε μορφολογική ενοποίηση και στην αρχική αλλά και στις
κατοπινές οικοδομικές φάσεις του ναού. Υποθέτουμε ότι ο εκκλησια-
ζόμενος, διαβαίνοντας από ένα θολοσκεπή νάρθηκα και αντικρίζοντας
στο βάθος ένα καμαροσκεπές ιερό Βήμα, θα προτιμούσε, μάλλον, να
αισθάνεται ότι «σκέπεται» από θόλους και στον κυρίως ναό. Η παρουσία
των κτιστών τεταρτοκυλινδρικών θόλων στα πλάγια κλίτη, δείχνει
ακριβώς την διαχρονική απαίτηση για ενιαίο, από αισθητική άποψη,
τρόπο διαμόρφωσης των οροφών. Οπότε, το να ισχυρισθούμε ότι μετά την
προσθήκη αυτή, παρέμενε με ορατά ξύλινα ζευκτά ή με επίπεδη ξύλινη
οροφή, μόνο η στέγαση του μεσαίου κλιτούς, μοιάζει με παραδοξολογία.
1. Bogdanovic D., Djuric V. J., Medakovic D., Chilandar, Belgrade 1978, σ. 78, εικ. 57. Nenadovic
S., «L’Architecture des Eglises du Monastère Chilandar», Chilandarski Zbornik 3, Beograd 1974, σ.
182-185, 206, εικ. 88-91.
2. Βλ. Chilandar (1997), σ. 88, 92, εικ. 67, 68. Todic Β., Serbian Medieval Painting: The age o
king Milutin, Belgrade 1999, o. 357, 358, εικ. 188' όπου και σχετική βιβλιογραφία.
3. Chilandar (1974), σ. 78.
336
ô. H βασιλική της Παλαιοκατούνας.
337
Στο σχέδιο του 1828 φαίνεται καθαρά η διάρθρωση των ξύλινων ο
ροφών του κυρίως ναού: τα πλάγια κλιτή καλύπτονται με μονοκλινείς
στέγες. Το μεσαίο κλίτος καλύπτεται από ημικυλινδρικό ξυλόπηκτο θόλο
(καμάρα) που οι γενέσεις του υποβαστάζονται από επίσης ξύλινους προ
βόλους, παρατεταγμένους κατά μήκος, πάνω από τις δύο κιονοστοιχίες. Η
ημικυλινδρική επιφάνεια διαιρείται σε τετραγωνικά διάχωρα ή αβαθή
φατνώματα, που περιέχουν αστεροειδές κόσμημα1.
Παρόμοια ξυλόπηκτη ημικυλινδρική καμάρα με γενέσεις εδραζόμενες
επί καμπύλων, τεταρτοκυλινδρικών «προβόλων» που διήκουν κατά μήκος
του μεσαίου κλιτούς, αλλά και με την ίδια διακόσμηση (διάχωρα με αστέρι
στο κέντρο τους), διασώζεται σε ρωμανική τρίκλιτη βασιλική του Που αι.,
στην Βερόνα12. (Εικ. 8α).
338
νος στο κείμενο αυτό, συμπεραίνει: «Αν ο Didron δεν ηπατήθη, η όλη εκ
κλησία έσωζεν ακόμη εν έχει 1839 σταυρωτούς βόλους»1. Επειδή, όμως, ο
Didron πιθανόν δεν απατήθηκε, διότι και οι σχετικές αναφορές του Cou-
chaud και Unger, που παρατίθενται12 στο άρθρο του Strzygowski, φαίνεται
πως συνάδουν με την περιγραφή αυτή, αλλά και για το λόγο ότι ο κυρίως
ναός, σύμφωνα με τους ερευνητές, έχει τις τυπικές προδιαγραφές ξυλό-
στεγου κτίσματος, προκύπτει εύλογα το ενδεχόμενο να ήσαν τα σταυρο
θόλια που αναφέρει ο Didron, ξυλόπηκτα και να καταστράφηκαν κατά τον
μεγάλο σεισμό του 18533, όταν κατέρρευσε και ο δυτικός τοίχος του ναού.
Από την άποψη αυτή, τα ξύλινα φουρούσια που σώζονται ως βάσεις έδρα-
σης των άκρων των ελκυστήρων της νεώτερης στέγης, διακοσμημένα με
κυμάτια και ζωγραφιστά φράγκικα οικόσημα, σύμφωνα με την περιγραφή
του Ν. Μουτσόπουλου4, ίσως να είναι υπολείμματα αυτής της ξυλόπηκτης
οροφής.
339
Ο Ιω. Κομνηνός αναφερόμενος στην τότε τράπεζα της Μονής Βατο-
παιδίου -επρόκειτο για σταυροειδές χτίσμα προγενέστερο και στη θέση
του σημερινού- γράφει ότι το «περιβόητου τραπεζαρείον» ήταν «στανρο-
θολικόν ως καί τό της Λαύρας...»1. Η χρήση του όρου βόλος σε άλλα ση
μεία του κειμένου του, δείχνει ότι γνώριζε με ακρίβεια τη σημασία του. Ω
στόσο, ο χαρακτηρισμός αυτός δεν ανταποκρίνεται στα πράγματα προ-
κειμένου για την τράπεζα της Λαύρας κατ’ αυτήν την εποχή12. Μπορούμε
λοιπόν να υποθέσουμε: είτε ότι ο χαρακτηρισμός αφορούσε πρωτίστως
στην ξύλινη οροφή της τράπεζας της Μονής Βατοπαιδίου, με την οποία
εξομοίωνε, λόγω του ομοίου σταυροειδούς σχήματος των δύο χτισμάτων,
και την οροφή της τράπεζας της Λαύρας, είτε ότι δεν ήταν ο ίδιος αυτό-
πτης, αλλά αρύσθηκε πληροφορίες από παλαιότερα προσκυνητάρια, εν
δεχόμενο που θεωρούμε και πιθανότερο. Προκειμένου για την τράπεζα
της Λαύρας έχουμε τη γνώμη ότι κατά την βυζαντινή περίοδο, στεγαζό
ταν κατά πάσα πιθανότητα με ξυλόπηκτους θόλους.
Στο κτιριακό συγκρότημα του παλαιού σκευοφυλακίου της ίδιας Μο
νής, στα βορειοδυτικά του παρεκκλησίου του Αγίου Αθανασίου, του επι-
λεγομένου «τής κουράς», σώζεται σε δωμάτιο, από την περίοδο της
πρώιμης τουρκοκρατίας3, επίπεδη ξυλόπηκτη οροφή που διατηρεί πάνω
στο επίχρισμα ανάγλυφο και γραπτό διάκοσμο.
Υπάρχει όμως και αρχαιότερο δείγμα της τεχνικής αυτής, στο καθολι
κό της Μονής Βατοπαιδίου. Διαπιστώσαμε το Μάϊο του 2003, ότι οι έξοχα
διατηρούμενες τοιχογραφίες (νωπογραφίες) του έτους 13124, στα τύμπανα
των τόξων του «πεντάβηλου» που οριοθετεί τον εξωνάρθηκα, έχουν ζω-
γραφισθεί πάνω σε ξυλόπηκτα διαφράγματα5. (Εικ. 2). Πρόκειται για την
τεχνική που είναι γνωστή με το όνομα «μπαγδαντί». Η προς επίχριση
εσχάρα σχηματίζεται με πήχες διατομής 2x1 εκ. περίπου- η πρώτη στρώση
1. Κομνηνός Ιω., Προσκυνητάρων του Αγίου Όρους του Άθωνος, (ά έκδ. 1701), η'
έκδ.: Άγιον Όρος 1984, σ. 49.
2. Είναι βέβαιο, ύστερα από πρόσφατες έρευνες στην στέγη της τράπεζας της Μ.
Λαύρας, ότι οι σωζόμενες σήμερα, αμφικλινείς ξύλινες στέγες των δύο κεραιών του
σταυρού, ανάγονται στην οικοδομική φάση που προηγήθηκε από την υπάρχουσα
τοιχογράφηση του 16ου αιώνα, και ήσαν αρχικά ανεπένδυτες εσωτερικά, δηλαδή ορατές.
3. Θεοχαρίδης Πλ., «Οι πτέρυγες κατοικίας στα Αγιορειτικά Μοναστήρια (1500-1900)»,
Αγιον Όρος. (Ελληνική Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική), Αθήνα 1991, σ. 26, εικ. 23.
4. Τσιγαρίδας Ευθ., «Τα ψηφιδωτά και οι βυζαντινές τοιχογραφίες», I. Μ. Μ.
Βατοπαιδίου: Παράδοση-Ιστορία-Τέχνη, τόμ. Α', Άγ. Όρος 1996, σ. 259-279, εικ. 229, 230.
5. Η διερευνητική τομή έγινε στο τύμπανο με τις μορφές των Αγίων Ερμολάου και
Παντελεήμονος. Παραστάσεις σε δύο τύμπανα βλ. Τσιγαρίδας Ευθ., ό.π., εικ. 229, 230.
Υπολείμματα και ίχνη στα κονιάματα, ανάλογου ξύλινου διαφράγματος, εντοπίσαμε και
στο τόξο της «βασιλικής πύλης», στο ναό της Αγίας Αικατερίνης, στην Θεσσαλονίκη.
340
είναι από ασβεστοκονίαμα που περιέχει άχυρα και ακολουθεί το
υπόστρωμα της ζωγραφικής.
Ξυλόπηκτες θολωτές οροφές συναντούμε και σε πολλά παρεκκλήσια
μοναστηριών και κελλιών της μεταβυζαντινής περιόδου. Θα αναφέρουμε
μόνο το δημοσιευμένο (με κάτοψη και τομή), κατάγραφο ναύδριο των
Αγίων Αποστόλων, (κάτω από το ναύδριο των Γενεθλίων της Θεοτόκου),
στη Μονή Χιλανδαρίου, που χτίσθηκε στα χρόνια 1784-17881 ή 1792-180412.
IV. Ονοματολογία
1. Subotic G. (επιμ.), Hilandar Monastery, Belgrade 1998, σ. 172-174, εικ. σελ. 173, 174
(κάτοψη, τομή).
2. Korac V., Kovacevic Μ., Le Monastère de Chilandar. Ιερά Μονή Χιλανδαρίου (δίγλωσση
έκδοση), Βελιγράδι 2004, σ. 155, 156, εικ. σελ. 90.
3. Βλ. υποκεφάλαιο για την παλαιοχριστιανική και πρωτοβυζαντινή περίοδο.
4. Βλ. υποκεφάλαιο για την ρωμαϊκή περίοδο.
5. Σύμφωνα με μαρτυρία παλιού οικοδόμου, γινόταν χρήση του σε ταβανώματα
επαρχιακών κτισμάτων μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα.
6. Βλ. Λεξικό Ε. Stephanus, T.L.G., λ. κάλαμος: «Καλάμου εΐχον τάς όροφάς (αί
οίκίαι)».
7. Κατά το Λεξικό του Stephanus T.L.G.: «....ή όροφον, τόν κάλαμον ώ έστέγαζον τούς
οίκους, δς εχει τινά δασύτητα. ’Όροφος γάρ κάλαμος· άπό δέ τοϋ καλάμου καί τό
έρέφειν, τό στεγάζειν είρηταί». Κατά το Λεξικό του Ησυχίου: κάλαμος=όροφος.
8. Βλ. Λεξ. Ε. Stephanus, T.L.G.: «καλαμίδας... τούς θηλυκούς καλάμους τούς πρός
σύνδεσμον τών πλίθινων καταστρωμάτων τής οίκοδομίας». Ορλάνδος Α., Τραυλός Ιω.,
Λεξικό τών αρχαίων τεχνικών όρων, λ. καλαμίς.
9. Πρβλ. Λεξικό των Liddell-Scott, λ. κάλαμος (σημ. II, 3)= πλέγμα εκ καλάμου.
341
τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται η πρόσφυση και η συνεκτικότητα (σύνδε
σμος) των επιστρώσεων του κονιάματος («πλινθίνων1 καταστρωμάτων»).
Συναφής είναι και ο όρος καλαμωτή2 που απαντά κατά την ύστερη αρ
χαιότητα13, 2το μεσαίωνα4 και την νεώτερη εποχή.
Το καλομόω-ώ έχει και την ειδικότερη, νεώτερη σημασία «καλαμώνω
τη σκεπή»5. Υπενθυμίζουμε ότι η χρήση καλαμιών για διαμόρφωση
οροφών (ταβανιών), μαρτυρείται μέχρι την νεώτερη εποχή, σε απλές
οικοδομές της υπαίθρου.
Ο σχετικός όρος που προκύπτει από παροίωση, το καλοθόω-ώ (και
καλάθωσις), σημαίνει, κατά το λεξικό LBG, σανιδώνω. Ο ίδιος όρος είναι
κατά το έγκυρο Λεξικό του Δ. Δημητράκου, μεσαιωνικός6 7και8 σημαίνει:
«καλύπτω δια τεμαχίων λεπτών σανίδων το ένδον της στέγης· ταβανώ
νω»1. Κατά το ίδιο Λεξικό, καλάθωσιείναι: «η φάτνωσις, η κατασκευή
οροφής δια ποικιλμάτων κεκοσμημένης». Βυζαντινούς θεωρεί τους όρους
καλαθόω και καλαθίσκος και το λεξικό των Α. Ορλάνδου και Ιω.
Τραυλού, το οποίο τους συσχετίζει με διαμόρφωση φατνωματικής οροφής.
Είναι εύλογο ότι για να ισχύουν ταυτόχρονα οι παραπάνω ορισμοί και να
είναι φανερή η παρομοίωση που δημιούργησε τους όρους, πρέπει να
δεχθούμε ότι πρόκειται για διαμόρφωση οροφών με χρήση πήχεων
(«τεμαχίων λεπτών σανίδων»), που δεν εφάπτονται κατά μήκος, δηλαδή,
1. Η λέξη πλίνθινος έχει εδώ την έννοια: «από πηλό (λάσπη)». Βλ. λ. στο Λεξικό των
Liddell-Scott. Έτσι: «πλίνθινα καταστρώματα» σημαίνει: επιστρώσεις κονιαμάτων.
2. Βλ. Λεξ. Ε. Stephanus, T.L.G.
3. Βλ. Λεξ. Ησυχίου: Καλαμωταί=ε'ώος εσχάρας (από καλάμια).
4. Βλ. Λεξικό Δ. Δημητράκου: «περιβολή πράγματος εκ πλέγματος καλάμων» (κατά
Ευστάθιο).
5. Βλ. Λεξικό Δ. Δημητράκου, λ. καλαμόω-ώ (σημ. 3) και καλαμώνω. Κατά την μεσαι
ωνική περίοδο σημαίνει: κατασκευάζω (διά)φραγμα ή πέτασμα ή εσχάρα με παράθεση
καλαμιών. Πρβλ. P.G., 92. 1009Α.
6. Το λεξικό των Liddell-Scott δεν έχει τη λέξη.
7. Είναι αξιοπρόσεκτο ότι το εν λόγω λεξικό παραπέμπει ευθέως σε χωρίο του Ιω.
Μαλάλα: Βλ. Thum I. (εκδ.), Ιω. Μαλάλας, Χρονογραφία, (C.F.H.B.), Βερολίνο-Νέα Υόρκη
2000, σ. 261 στίχ. 57: «...καί κοσμήσας τάς τέσσαρας βασιλικός κίοσι μεγάλοις
Σαλωνιτικοϊς, καλαθώσας δε τάς νποροφώσεις...».Το λεξικό Ε. Stephanus, T.L.G., ερμηνεύει
το ρήμα καλαθόω του χωρίου αυτού: laqueo, laqueari omo (=διακοσμώ με φατνώματα).
Κατά λατινική μετάφραση του κειμένου: «tecta laqueata» (φατνωματική οροφή).
8. Πρβλ. Συνεχιστής Θεοφάνους, Βιβλ. 3, αρ. 44: «Προσέτι όέ μήν καί τόν Ιουστινια
νού εκείνος ταις χρυσοειδέσι φήφοις εκόσμησε καί την καλάθωσιν, έκ των Βασιλίσκον
τού τυράννου παλατίων μεταγωγών, τφ Λανσιακφ περιέθηκεν». Το λεξικό Ε. Stephanus,
T.L.G, ερμηνεύει τη λ.: laquear, lacunar. Κατά την Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια:
«καλάθωμα: παρά βνζαντινοΐς ή φάτνωσις». Η ερμηνεία που δίνουν ωρισμένα λεξικά
(π.χ., Sophocles), καλάθωσις=τοποθέτηση κιονοκράνων, κατά τη γνώμη μας δεν ευσταθεί. Τα
λεξικά ερμηνεύουν κατά κανόνα: κάλαθος=φάτνωμα. Πρβλ. ερμηνεία στο χωρίο P.G., 132,
953.
342
αφήνουν αρμούς, προκειμένου να επιχρισθούν. Στην περίπτωση αυτή,
όταν διαμορφώνονται καμπύλες επιφάνειες, π.χ., ημικυλινδρικές,
ημισφαιρικές κλπ., δίνουν την εντύπωση καλάθου1, πριν καλυφθούν με
κονίαμα. Ανάλογη εικασία υπαγορεύουν και οι όροι καλαθίσκος,
κάλαθος, που ερμηνεύονται στα λεξικά ως φατνώματα ορόφων12. Είναι
βέβαιο ότι, λόγω της μεγάλης ανάπτυξης και εκλέπτυνσης της τεχνικής
αυτής, όπως επιτρέπει να εννοήσουμε για την εποχή του ο Βιτρούβιος,
άλλα και οι παλαιοχριστιανικές και πρωτοβυζαντινές μαρτυρίες, θα
επιβίωσαν πολλές, σχετικές εφαρμογές και στο Βυζάντιο. Στις
διασωζόμενες σε βυζαντινά κείμενα μνείες φατνωματικών οροφών,
φαίνεται πιο πιθανό να πρόκειται για ξυλοκατασκευές επιχρισμένες ή μη
και ζωγραφισμένες, παρά γιά κτιστές ή λαξευτές σε μάρμαρο
διαμορφώσεις. Το χρονολογούμενο στα χρόνια του Μ. Κωνσταντίνου
παράδειγμα του ναού της Ακυληΐας3, του οποίου τμήμα στεγαζόταν με
φατνωματική, ημικυλινδρική καμάρα, κατασκευασμένη από ξύλο και κα
λάμια, αποτελεί μια στέρεη βάση για να στηριχθούν και οι ερμηνείες των
συναφών μεσαιωνικών τεχνικών όρων, όπως η καλάθωσίς.
1. Λεξικό Ε. Stephanus, T.L.G.: κάλαθος: «"Ον δηλαδή άπαρτίζουσι κάλα θέοντα, ηγουν
ξύλα καί λύγοι περιηγμένοι εις κύκλον».
2. Με δεδομένο ότι στην μορφολογία της αρχαιότητας και των κατοπινών περιόδων τα
φατνώματα (από τη λέξη φάτνη, πρβλ. λατινικό όρο lacunaria), παρουσίαζαν στο γενικό
σχήμα τους πλάτος που στένευε «βαθμηδόν» προς τα άνω, μπορούμε να παρομοιάσουμε
ανάλογα μορφώματα από ξύλινες πήχες ή καλάμια (που επρόκειτο να επιχρισθούν), με
ανεστραμμένα κάνιστρα. Δηλαδή, ρηχά καλάθια, σχήματος πολυγωνικού, τετραγωνικού,
κυκλικού. Αυτά επαναλαμβάνονταν ή συνδυάζονταν μεταξύ τους σε διάφορες διακοσμη-
τικές συνθέσεις των οροφών, κατ’ αναλογία με τα μαρμάρινα «πρότυπα» της ελληνιστικής
και ρωμαϊκής περιόδου. Έχουμε τη γνώμη ότι η αρχική σημασία του όρου καλαθίσκος
(κάλαθος) διευρύνθηκε στη συνέχεια και περιέλαβε όλων των ειδών τα ξύλινα φατνώματα
οροφών: σανιδωτά και ξυλόγλυπτα, χρωματισμένα απλώς ή ζωγραφιστά.
Στην περίπτωση των γλυπτών ζωγραφιστών, υπάγονται τα περίτεχνα φατνώματα
στην ξύλινη οροφή της Capelia Palatina στο Palermo της Σικελίας, τα οποία πηγές ονομάζουν
«καλαθίσκονς». Η κυρίως οροφή διακοσμείται με διπλή σειρά αστεροειδών (οκτάκτινων),
αβαθών φατνωμάτων (με κοίλο ρόδακα στο βάθος). Το κεντρικό αυτό «διάχωρο» πλαισιώ
νεται από πλατειά ζώνη με σταλακτίτες. Πρόκειται για πολύ σημαντικό δείγμα οροφής
αραβικής τέχνης. Βλ. Giordano St. (εκδ.), The Palatine Chapel in the Norman Palace, Palermo χ.χ.ε.,
πίν. σελ. 33.
Ως προς το γλωσσικό φαινόμενο της διεύρυνσης της σημασίας ενός όρου, θυμίζουμε
γιά παράδειγμα, αναφορικά με τον όρο καλάθωση, τους σημερινούς όρους: αγκύρωση,
αναστήλωση και τους αρχαίους δρύφ(ρ)ακτον (κιγκλίδωμα από κάθε είδους υλικό) και
κιβώριον.
3. Krautheimer R., Παλαιοχριστιανική και Βυζαντινή Αρχιτεκτονική, (μετάφρ. Φ.
Μαλλούχου-Τούφανο), Αθήνα 1991, σ. 55.
343
Στην νεώτερη περίοδο η τεχνική των ξύλινων επιχρισμένων οροφών
ονομαζόταν μπαγδαντί1. Σχετικά με τον τρόπο διαμόρφωσης ζευκτών,
χωρίς οριζόντιο ελκυστήρα, απ’ τα οποία αναρτάται ξυλόπηκτη καμάρα,
είναι γνωστές από παλαιότερα και νεώτερα εγχειρίδια οικοδομικής, τυπι
κές διαρθρώσεις που «λειτουργούν» με το σύστημα της άντωσης12. Η χα
ρακτηριστική μορφή ανοιχτού ψαλιδιού που, κατά κανόνα, παρουσιά
ζουν, θέτει και το πρόβλημα της ετυμολόγησης της λαϊκής ονομασίας των
ομώνυμων κεκλιμένων δοκών (αμει,δόντων), σε κάθε είδους στέγη. Το
όνομα αυτό ίσως σχετίζεται και με την αρχαία έννοια του όρους ψαλίς
(=αψίδα).
V. Νεώτερη περίοδος
Κατά τον 18ο, 19ο, αλλά και στις αρχές3 του 20ου αιώνα, ήταν μάλλον
συνήθης η κατασκευή ξυλόπηκτων καμαρών (με μπαγδαντί), σε ξυλό-
στεγες βασιλικές4. Σε ωρισμένα από τα διατηρούμενα παραδείγματα5,
είναι τόσο επιτυχής η απομίμηση κτιστών θόλων (καμαρών, σταυροθο
λίων κλπ.), καθώς και των διαρθρωτικών στοιχείων τους (κοσμητών,
σφενδονίων, κιλλιβάντων κλπ.), ώστε εύλογα να προϋποτίθεται ισχυρή,
προγενέστερη, κατασκευαστική παράδοση.
Η ύπαρξη μπαρόκ ή νεοκλασικών στοιχείων αφορά αποκλειστικά στην
διακόσμηση. Οι κύριοι κατασκευαστικοί τρόποι προϋπήρχαν. Ιδιαίτερο
ενδιαφέρον παρουσιάζει η ζωγραφική διακόσμηση της καμάρας του
μεσαίου κλιτούς, δηλαδή: η θεματολογία, ο τρόπος διάταξης των θεμάτων,
καθώς και η συσχέτιση των παραστάσεων με τα παράθυρα που διανοίγο-
νται στις κατά μήκος πλευρές. Το γεγονός ότι στα νεώτερα παραδείγμα
τα, η τεχνοτροπία και η τεχνική της ζωγραφικής είναι συχνά επηρεασμέ
1. Σχετικά με την χρήση του τουρκικής προέλευσης όρου μπαγδαντί: bagdadi= της Βαγδά
της (βλ. Ετυμολογικό λεξικό του Ν. Ανδριώτη), παρατηρούμε ότι υπάρχει πλήθος περι
πτώσεων κατά τις οποίες, πολλά, αυτονοήτως γνωστά από παλιές εποχές πράγματα της οι
κοδομικής, απέκτησαν κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας τουρκικά ονόματα: π.χ. ντου
βάρι, ταβάνι, σοβάς, οντάς, τσατμάς, κουμπές, σαχνισί, τζάμι, τσερτσεβές κ.ά. (Βλ. Ανδριώ-
της Ν., ό.π.).
2. Βλ. π.χ. Φουρναράκος Γρ. Ε., Οικοδομική, τόμ. Β'. Αθήναι 1975, σ. 152, σχ. 381 και
Τζάρτζανος Z. Α., Οικοδομική, τόμ. Β', Αθήναι 1975, (έκδ. Ευγενιδείου Ιδρύμ.), σ. 135, σχ. 5.
5ι και σ. 153, σχ. 6. 2. ιβ.
3. Πριν από τη διάδοση της εφαρμογής του οπλισμένου σκυροδέματος.
4. Πρβλ. Μπούρας X. «Ο αρχιτεκτονικός τύπος της βασιλικής κατά την Τουρκοκρατία
και ο Πατριάρχης Καλλίνικος», Εκκλησίες στην Ελλάδα μετά την Άλωση, τόμ. Α', Αθήνα
1979, σ. 166.
5. Υπάρχουν σε όλο σχεδόν τον Ελλαδικό χώρο. Στα αξιολογότερα που έχουμε υπόψιν
συγκαταλέγονται αυτά της Λέσβου και του Πηλίου.
344
να από τη Δυτική Τέχνη, δεν μειώνει, το ενδιαφέρον αυτό. Το εικονογρα-
φικό πρόγραμμα εμφανίζεται στα κύρια σημεία του (οπωσδήποτε με
παραλλαγές και νέες διατυπώσεις), να πειθαρχεί στην παραδεδομένη θε
ματική: Ο Παντοκράτορας δορυφορούμενος από Αγγέλους σε κορυφαία,
κεντρική θέση. Προφήτες και Απόστολοι παρατάσσονται στα πλάγια1.
345
SUMMARY
PROTATON CHURCH:
HISTORY AND ARCHITECTURAL METAMORPHOSIS
Founded in 10th century at Karyes, Mount Athos, Protaton Church is the cathedral
church of Athonite monks, the monument which symbolizes the unity, identity and
history of the Athonite state.
At various times throughout its history the construction was the object of successive
repairs and renovations because of serious damage suffered, and as a result its
superstructure and roof have undergone excessive alterations. Consequently, it is
presently difficult, in absence of a detailed study, to refer to its initial form and its
subsequent articulations in its intermediate construction phases. Although the
monument is justly famous chiefly for its exceptional wall-paintings, the
reconstruction of its building history demonstrates its importance in the history of
Byzantine architecture.
Studying the monument under different points of view not only reinforced and
confirmed the validity of this new interpretation of the architectural typology of the
original construction, but in our view also proved that the two subsequent
construction phases were also of particular importance. Exploring possible
subsequent articulations of the superstructure and roof of the church, and re-dating
them, helped recast the construction history of the monument on the basis of
previously unknown elements and of a new reading of known ones. As to the forms
of the conversions, we were led to a revision of the main choices of published
proposed reconstructions. Tracing the relationship with typological trends which
emerge in the corresponding period made these new interpretations and proposals a
contribution to the study of broader issues of church architecture in the 13th century.
In 1997 we elaborated a draft reconstruction plan of the initial church, which was
published, together with notes and clarifications, in the review Makedonika (voi. 31,
1997-1998) under the title “The Protaton Church of Saint Athanasios: Reconstruction
of the South Elevation”. Furthermore, we presented a plan and its documentation in
the XIX CAS Symposium (1999), entitled “The Protaton Church of Saint Athanasios:
Unknown Individual Elements in the Articulation of its Lateral Elevations”. The
present study deals with the scientifically unsound acceptance of Pavlos Mylonas’
theory, whether stated explicitly or implied, and new evidence is brought forward to
refute it. Furthermore, on the basis of diverse evidence and comparable material, a
proposal is constituted as to the original general articulation of the nave which is
more complete than that of the draft reconstruction plan.
347
in the XVII CAS Symposium (1997), entitled: “Drawing and Constructional Tracing in
the Floor Plan of Protaton Church”.
Thorough exploration of the issue changed our initial appraisal and led to the
conclusion that the ornament dates from the time of the conversions carried out in
the 13th century, as it belongs to the ornamental manner usual at the time. This new
interpretation which is as we have said crucial for a more reliable tracing of forms
and outlines of the 13th century articulations was presented in the XXII CAS
Symposium (2002) under the title “Re-reading a Palimpsest Wall Masonry: The
Question of the Brickwork Ornamentation of Protaton Church”. It should be noted
that the way the ornament is presented refers exclusively to facades with a gabled
apex. These observations, in conjunction with structural, morhological and other
evidence, were bound to specify new compositional and typological versions for the
form the church took during this period. A hitherto unidentified construction phase
is documented; it results from the major earthquake of 1231.
This new interpretation of evidence and the revision of the construction history of
the monument in late Byzantine times would suffer in terms of methodology from
structuralist one-sidedness were it not supported by convincing evidence from
historical sources. A multisided documentation of the 1231 earthquake which
correlates diverse direct and indirect attestations is one such evidence.
An exceptionally important aspect of the questions arising from the hitherto known
(published) proposed reconstructions of the monument in the Paleologan period is
related to the iconographie cycle of its wall-paintings, of their articulation on the
surfaces of the existing superstructure and of their supposed completeness.
It appears that researchers who dealt with the Protaton wall-paintings linked and
adapted their interpretation of this iconographie cycle to the architectural form of
the proposed conversion during the Paleologan era. Pavlos Mylonas’ proposal on the
shape of the superstructure and roof makes it impossible for the wall-paintings to
have extended above the upper end of the existing construction. As this view has
not been hitherto challenged, it is considered as constituting a definitive and
unsurpassable architectural fact, and views pertaining to the icongraphic cycle had to
conform with it. It is thus clear that the entire interpretation scheme suggested
attempts to tally what is unquestionably an architectural oddity with a corresponding
iconographical one. The coercive nature of such a solution is manifest in the theory
of the collective iconographical substitution of the Pantokrator, whose theological
prerequisites and corresponding iconographie references prove to be questionable.
Detailed examination of the question of the articulation of the existing
iconographical cycle in comparison to the iconographies of the same period in
churches which preserve similar entities on surfaces of architectural shells that have
remained intact to this day, accentuates issues of “lack of sequence” and “failings”
which research so far has overlooked or only partially outlined.
348
The exploration of these issues in the present study demonstrates that not only the
Pantokrator and the Angels are absent from the existing iconography of the Protaton
Church; also absent is the group of Prophets which is formally established in a
hierarchically upper tier as a sizable congregation corresponding to that of the
Forefathers.
One such concept was that the converted superstructure and roof of the church was
an exception to the attested rule that three-aisled tmber-roofed basilicas in the
Balkan Peninsula had a skylight.
Another concept relates to lighting conditions. It was uncritically accepted that wall-
paintings of exceptional merit, the work of Panselenos, were condemned in such a
superstructure to remain in half-light, almost invisible.
This issue was thoroughly explored both in the direction of a potential hesychast
influence (the introspective nature of hesychasm could be related to the particular
lighting conditions) and in the direction of identifuing and interpreting potential
similar cases of under-lighted churches. The findings of the theoretical and factual
exploration do not verify such an interpretation.
It is plausible that the form of a forced conversion cannot easily be the expression of
a clear typological solution, as it is subject to constraints imposed by particular
structural and construction conditions. This however does not suffice to justify the
obvious great incompatibility of existing proposed reconstructions, both in terms of
attested forms of superstructure in three-aisled timber-roofed basilicas and in terms
of contemporary 13th century trends.
The only parameter that goes against these concurring factors is the constructional
one, namely the lack of conventional structural possibilities for the creation of such
an articulation. Thus the study was directed to an unknown and hitherto unexplored
field of Byzantine architecture, the construction of timber-roofed domes. We
essentially tried to prove the uninterrupted continuity in the construction of timber-
roofed domes starting from the early Byzantine period when their use is beyond
doubt. We also dispute the view that the skylight appears for the first time in the
post Byzantine era in the renovation of 1802.
349
ΠΑΡΟΡΑΜΑΤΑ - ΠΡΟΣΘΗΚΕΣ
Σελ. Αντί Διάβαζε
130, στίχ. 19 συμβατότητα συμβατότητα, όπως θα α
ποδείξουμε,
175, στίχ. 34 αναμφίβολο αναμφίβολο, όπως θα δείξει
η διερεύνηση,
175, υποσ. 2 προηγηθείσα στη συνέχεια (σ. 204 και ε
ξής).
176, στίχ. 10 , θα πιστοποιηθεί ότι:
176, στίχ. 31 Ήδη διαπιστώνουμε Θα διαπιστώσουμε
178, στίχ. 18 αποδεδειγμένη αποδεδειγμένη, με την τεκ
μηρίωση που ακολουθεί,
181, στίχ. 18 αποτελεί συνιστά
200, στίχ. 19 αναφέραμε, θα δούμε,
306, στίχ. 23 βροχόπτωση (καθιζήσεις) βροχόπτωση,
322, στίχ. 19 Ιωάννη Γεωργίου
333, υποσ. 1 Ευτύχιος... 1131Α. Να διαγράφει αυτό το τμήμα
της παραπομπής
348, στίχ. 2 Floor Ground
οιανδήποτε ιεραρχική διαφοροποίηση) στα πρόσωπα της Θεοτόκου και
του Χριστού. Το δογματικό αντίκρισμα μιας τέτοιας θεώρησης την
καθιστά, ίσως, παρακινδυνευμένη. Γιατί, η παράδοση της χριστοκεντρι-
κής ιεράρχησης του μεταεικονομαχικού εικονογραφικού προγράμματος,
παραμένει και κατά την περίοδο αυτή, ισχυρή. Είναι εύλογο ότι η προς
άξονα συμμετρική («ισοστάσια») τοποθέτηση στο τέμπλο, των εικόνων
του Χριστού και της Παναγίας, που προέκυψε μεταγενέστερα, για λόγους
προσκύνησης και άλλους, δεν πρέπει να γενικευθεί και να θεωρηθεί ως
κατευθυντήρια αρχή για την κεντρική διάρθρωση του εικονογραφικού
προγράμματος.
289
IV. Η «ΘΕΩΡΙΑ» ΠΕΡΙ ΥΠΟΦΩΤΙΣΜΕΝΟΥ ΝΑΟΥ ΑΠΟ ΕΠΙΔΡΑ
ΣΗ ΤΟΥ ΗΣΥΧΑΣΤΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ.
Κατά τις μέχρι στιγμής αναπαραστάσεις της μορφής του ναού μετά
την μετασκευή που έγινε πριν από την τοιχογράφηση, προτείνεται μια
ενιαία δικλινής στέγη ή μια παραλλαγή με υποτυπώδη κλιμάκωση δύο
επιπέδων σε κάθε κλίση1.
Την συσκότιση που επιβάλλεται στον τοιχογραφημένο εσωτερικό χώ
ρο, με την απόρριψη κάθε είδους φωταγωγού, αιτιολογούν ως συνειδητή
επιλογή υπό την επίδραση αντιλήψεων αποδιδόμενων στο Ησυχαστικό κί
νημα. Έχει παρατηρηθεί12 πάντως, ότι ο κανόνας κατά την διαμόρφωση
της ανωδομής και της στέγης στις τρίκλιτες ξυλόστεγες βασιλικές της
χερσονήσου του Αίμου, είναι η δημιουργία φωταγωγού.
Σχετικά με το ζήτημα του ενδεχόμενου υποφωτισμού του ναού, λόγω
εσωστρέφειας και μυστικοπάθειας, που θεωρούνται «γνωρίσματα» του η
συχαστικού κλίματος3, κατ’ αναλογία με την επίδραση που διαβλέπουν4
π.χ. στις φωτιστικές συνθήκες μιας πολύ μικρής και τοπικά περιορισμένης
ομάδας ναών του 14ου αιώνα, η διερεύνηση των αρχιτεκτονικών και θεω
ρητικών δεδομένων που παρέχουν μνημεία και πηγές, οδηγεί στις εξής
διαπιστώσεις.
α. Το ησυχαστικό κίνημα, μολονότι επέδρασε, καθώς πιστεύεται, στην
εικαστική διαπραγμάτευση ζωγραφικών θεμάτων και στην διαμόρφωση
εικονογραφικών προγραμμάτων5, δεν φαίνεται να επηρέασε τις φωτιστι
κές συνθήκες των ναών στο μοναστικό κέντρο του Αγίου Όρους, αν και
στον Αθωνα πρωτίστως εκδηλώθηκε. Δεν υπάρχει ούτε ένα καθολικό που
να μαρτυρεί τέτοια επίδραση.
β. Τα παραδείγματα που αναφέρονται εκτός Αγίου Όρους, ως ενδει
1. Βλ. Mylonas P., Les étapes, Protaton C: σ. 152-155, εικ. 11. Μια πρώτη απόπειρα ανα
σκευής αυτής της πρότασης αναπαράστασης, βλ. Φούντάς Π., «Η δεύτερη οικοδομική φάση
της εκκλησίας του Πρωτάτου», ΚΑ' Συμπόσιον ΧΑΕ (2001), σ. 98-99.
2. Βοκοτόπουλος Π., Η Εκκλησιαστική Αρχιτεκτονική, σ. 97, 98, 103.
3. Ως προς την τοιχογράφηση της εκκλησίας, έχει διατυπωθεί η άποψη ότι τα ησυχα
στικά κείμενα του πατριάρχη Αθανασίου και του μητροπολίτου Θεολήπτου έχουν επηρεά
σει με συγκεκριμένο τρόπο την εικονογραφία: βλ. Καλομοιράκης Δ., Τοιχογραφίες τον
Πρωτάτου, σ. 26-32. Ο ίδιος, Πρωτάτο, σ. 215.
4. Korac V., «La lumière dans l’architecture byzantine tardive, en tant qu’ expression des conse-
ptions Hésychastes», L’art de Thessalonique et des pays Balkaniques et les courants spirituels au XlVe
siècle, Belgrade 1987, a. 125-131.
5. Βλ. Παπαμαστοράκης T., ό.π., σ. 284-297. Οι κύριες επιδράσεις εστιάζονται στον τρό
πο απόδοσης της δόξας στις παραστάσεις της Μεταμόρφωσης και του Παντοκράτορος
στον τρούλλο: βλ. σ. 288-292. Για τις διατυπωμένες γνώμες αναφορικά με τις σχέσεις ησυ
χασμού και καλλιτεχνικής έκφρασης, πρβλ. Tachiaos A., Hesychasm, σ. 118-120.
290
κτικά σχετικών επιδράσεων, συνιστούν πιθανώτατα, μια ιδιαίτερη, τοπική
εκδοχή κατά την οποία, πάντως, δεν καταργείται ο φωτισμός από ψηλά,
από τον τρούλλο, και ο προφανής συμβολισμός αυτής της «άνωθεν φω
ταύγειας». Αλλά μήπως αυτό το θέμα: ο φυσικός φωτισμός από ψηλά δεν
συνιστά και την ουσία του προβληματισμού σχετικά με τη διαμόρφωση
των στεγών, κατά τις μετασκευές στο ναό του Πρωτάτου;
γ. Ειδικότερα, προκύπτει ότι η εφαρμογή των νηπτικών μεθόδων και
της «εσωστρέφειας», αναφέρεται στην «κατ’ ιδίαν» άσκηση των μοναχών
(στο κελλί τους) και όχι στην κοινή λατρεία μέσα στο ναό. Η θεία λατρεία,
και κατά την περίοδο αυτή, ασκείται με τους ίδιους όρους και κάτω από
τις ίδιες συνθήκες, διότι οι ησυχαστικές αντιλήψεις δεν φαίνεται να επέ
φεραν αλλαγές σε κρίσιμες παραμέτρους που αφορούν στην λειτουργική
βίωση του χώρου της εκκλησίας: Συμβολισμός του ναού, λειτουργικός ρό
λος της τοιχογράφησης, θέαση και συμμετοχή στο τελετουργικό τυπικό,
ανάγκη ανταπόκρισης των συνθηκών μέσα στο ναό σε ένα εκκλησίασμα
όχι πάντα ομοιογενές από φυσική και πνευματική άποψη.
Α. Πραγματολογικές αποδείξεις.
1. Βλ. σχέδια: Nenadovic S., «L’arhitecture des églises du monastère Chilandar». Chilandarski
Zbornik, 3 (1974), σέρβικά με περίληψη στα γαλλικά, σ. 85-208, σχ. 6, 11. Επίσης Αλπάγκο-
Νοβέλλο Α., ό.π., εικ. σελ. 64.
2. Πρβλ. «Αγιορειτικός Τόμος», Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, τόμ. Δ', σ. 188-193
και PG, 150, 1236a. Για τη χρονολόγηση του στα 1339-1340 βλ. Meyendorff J., Introduction à /’
étude de Grégoire Palamas, Παρίσι 1959, σ. 74, σημ. 30.
3. Σύνοδος Ιουνίου 1341. Βλ. Χρήστου Π., (εκδ), Γρηγορίον του Παλαμά Συγγράμματα,
τόμ. Β', Θεσσαλονίκη 1966, σ. 9-14.
4. Αλλά ακόμη και στο ναό που περιγράφει ο V. Korac (ό.π., σ. 127-130, εικ. 1, 2), θα
291
A.3. Οι παλαιολόγειες εκκλησίες της Θεσσαλονίκης, στην πλειονότη
τά τους καθολικά μοναστηριών, ενώ υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι οι
μοναστικές αδελφότητές τους ζούσαν μέσα στο ασκητικό κλίμα της πνευ
ματικής επιρροής του Αγίου Όρους και, κατά συνέπεια, των ησυχαστικών
αντιλήψεων, δεν είναι υποφωτισμένες1. Τέτοιες ενδείξεις είναι: η ύπαρξη
χορών στο ναό του Προφήτη Ηλία, ο εντοπισμός ωρισμένων από τις
αρχαιότερες απεικονίσεις*2 του
1 αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, κορυφαίου
εκφραστή του ησυχαστικού ιδεώδους, στο καθολικό της Μ. Βλατάδων και
στον Άγιο Δημήτριο. Την κυριώτερη όμως μαρτυρία συνιστά η παρατήρη
ση ότι «οι ζωγράφοι που είχαν ως κέντρο τη Θεσσαλονίκη, εργάζονταν
στον Άθω... και οι περισσότεροι από αυτούς πρέπει να ήσαν μυημένοι στις
ησυχαστικές ιδέες τις οποίες εκφράζουν με εξαιρετικά διακριτικό τρό
πο»3. Σε έργα των εργαστηρίων αυτών, έχουν επισημανθεί συγκεκριμένα
εικονογραφικά στοιχεία, όπως στο Πρωτάτο, στη Μονή Βατοπεδίου, στον
Άγιο Ευθύμιο και στον Άγιο Νικόλαο τον Ορφανό, όπου «διαφαίνεται
επίδραση των ησυχαστικών αντιλήψεων»4. Έτσι βάσιμα εικάζεται ότι οι
καλλιτέχνες αυτοί είχαν «κοινές αντιλήψεις και συγγένευαν πνευματι
κά»5. Το ερώτημα που αναφύεται είναι: γιατί οι ησυχαστικές αντι
λήψεις επηρέασαν στην Θ εσσαλον ίκη, μόνο την εικονογράφηση
των ναών και άφησαν ανέπαφη την αρχιτεκτον ική;
Β. Θεωρητικές ενδείξεις
μπορούσαμε να μιλήσουμε για κλιμάκωση του φωτισμού από κάτω (υποφωτισμός) προς τα
άνω (υπερφωτισμός).
1. Βλ. Τριανταφυλλίδης Γ. Δ., ό. π., σ. 91.
2. Βλ. Παπαμαστοράκης Τ., ό. π., σ. 287.
3. Στο ίδιο, σ. 297.
4. Στο ίδιο, σ. 297.
5. Στο ίδιο, σ. 297.
6. Βλ. Νικηφόρος «Μονάζων», «Περί Νήψεως...», Φιλοκαλία, τόμ. Δ', σ. 19 στίχ. 18-25,
20-26 και P.G., 150, 1116C.
7. Βλ. Φιλοκαλία, ό.π., σ. 127 στίχ. 13, 14 και σ. 129 στίχ. 30-31.
8. Τατάκης Β., «Νικηφόρος μοναχός, Ησυχαστής», Κληρονομιά 1 (1969), σ. 325.
292
Την εποχή αυτή, απλώς, παρίσταται ανάγκη σθεναρής θεωρητικής κα
τοχύρωσης των νηπτικών θέσεων, ύστερα από εξωγενή, εντονώτατη κρι
τική και αμφισβήτηση της γνησιότητάς τους, αλλά και πιθανή μεσολάβηση
μιας περιόδου ύφεσης1 σχετικά με την εφαρμογή της μεθόδου στον Άθω.
Έτσι συγκροτείται ως «διδασκαλία» και προσδιορίζεται ως ασκητικό βίω
μα με χρήση συγκεκριμένων (πιθανώτατα όχι νέων12) μεθόδων. Οι τελευ
ταίες, όμως, οι οποίες αποτέλεσαν, όπως φαίνεται, την αφορμή για τη
συζήτηση σχετικά με τον φυσικό φωτισμό των ναών, αφορούν, καθώς ήδη
σημειώσαμε, στην «κατ’ ιδίαν» άσκηση των μοναχών στο κελλί τους και
όχι στην κοινή λατρεία στους ναούς.
Θα δούμε συγκεκριμένα και με κάθε δυνατή συντομία πως αντιμετω
πίζεται η αίσθηση της όρασης απ’ τους κύριους εκπροσώπους του Ησυχα
σμού. Από τα κείμενα τους, προκύπτει ότι δεν επεδίωκαν γενικά και α
διακρίτως (ανεξαρτήτως τόπου και χρόνου) τον περιορισμό της δεκτικό
τητας των αισθήσεων, αλλά μόνο τον έλεγχο στην άκαιρη και καταχρη
στική ενεργοποίηση των αισθητηρίων3. Είναι αυταπόδεικτο ότι, απ’ αυτά
που ενδεικνυόταν να αντιληφθούν οι αισθήσεις, δεν αποκλείονταν οι
■ψαλμωδίες και οι αγιογραφίες. Ο περιορισμός της λειτουργίας των αισθή
σεων και ιδιαίτερα της όρασης, ήταν επιβεβλημένος κατά την διάρκεια
της νηπτικής περισυλλογής και της νοεράς προσευχής που ασκούσε ο μο
ναχός όταν αποσυρόταν στο κελλί του. Κατά την εφαρμοζόμενη μέθοδο4,
η όραση δεν έπρεπε να «περιπλανιέται».
Η σύσταση: να ασκείται η νηπτική διαδικασία «εν άφεγγεΐ οίκίσκω» ή
«έν ήσνχω καί σκοτεινω δωματίω»5, είναι σαφές ότι δεν πρέπει να συγχέε-
ται με τις αρμόζουσες συνθήκες μέσα στο ναό. Ότι η εφαρμογή των νηπτι
κών μεθόδων και η εσωστρέφεια αναφέρονται μόνο στην «κατ’ ιδίαν» ά
σκηση του μοναχού (στο κελλί) και όχι στην κοινή λατρεία κατά τη διάρ
293
κεια των ακολουθιών1 στο ναό, διαπιστώνεται σε όλα τα σχετικά κείμενα12.
294
λαιολόγων1. Ακόμη και το προσαγόμενο παράδειγμα12 ναού υποφωτισμέ-
νου έχει, πάντως, τον «ουρανό» (τρούλλο με Παντοκράτορα) επαρκώς
φωτισμένο.
β. Δεν μεταβάλλεται ο λειτουργικός ρόλος της τοιχογράφησης (λα
τρευτικός, διδακτικός, αισθητικός κλπ.). Στην περίπτωση του Πρωτάτου
φαίνεται αδιανόητο το ενδεχόμενο να τοιχογραφείται ένας ναός με νω
πογραφίες εξαίσιας αισθητικής και ταυτόχρονα να επιβάλλονται μονί-
μως, φωτιστικές συνθήκες αναιρετικές κάθε δυνατότητας θέασης τους.
Θα επρόκειτο για λανθάνουσα υποτροπή προς την εικονομαχική αντίλη
ψη, εναντίον της οποίας πρωτοστάτησαν οι μοναχοί.
γ. Δεν μεταβάλλεται το τελετουργικό τυπικό των ακολουθιών στο ναό
και το εμπεριεχόμενο σ’ αυτές πλήθος συμβολικών πράξεων και υποδη
λώσεων3, που πρέπει να είναι ευκρινώς ορατές, τουλάχιστον, προκειμέ-
νου για όσες ακολουθίες τελούνται στο χρονικό διάστημα από την αυγή
ως τη δύση του ήλιου.
δ. Στους μεγάλους μοναστηριακούς ναούς, έπρεπε να υπάρχουν συν
θήκες ανταποκρινόμενες στην ποικίλη φυσική και πνευματική κατάσταση
των εκκλησιαζομένων. Γιατί, στις ακολουθίες μετέχουν όχι μόνο οι έμπει
ροι4 στην ησυχαστική πρακτική, μοναχοί, αλλά και αρχάριοι καθώς και
«λαϊκοί» προσκυνητές· επίσης νέοι κατά την ηλικία αλλά και υπέργηροι5.
Η ανάγκη να είναι ευκρινώς ορατά και αντιληπτά από όλους τα τελού
μενα αλλά και ο λειτουργικός «λόγος» των τοιχογραφιών («βιβλία των
αγραμμάτων»), είναι προφανής, δεδομένης μάλιστα της μακράς διάρκει
ας των ακολουθιών.
Γ. Το επίμαχο παράδειγμα
295
Παντοκράτορα στον τρούλλο και τον άμεσο και έντονο φωτισμό της πα
ράστασης από το ημερήσιο φως. Σύμφωνα με την ερμηνεία αυτή, η οποία,
πάντως, δεν μπορεί να θεωρηθεί αποκλειστικά ησυχαστική και πρω
τοφανέρωτη, η απεικόνιση του Παντοκράτορος και των αγγελικών τά
ξεων1, γίνεται ακόμη πιο επιβεβλημένη στο Πρωτάτο, αν θέλουμε να ακο
λουθεί η εικονογραφία του ναού, τον ησυχαστικό χριστοκεντρικό χαρα
κτήρα. Προκύπτει, επίσης, ως εξίσου απαραίτητος και ο άμεσος φυσικός
φωτισμός από ψηλά, δηλαδή η ύπαρξη παραθύρων σε ψηλή στάθμη του
κτίσματος. Σχετικά με την υποτιθέμενη επίδραση του ησυχασμού, πρέπει
να ληφθεί υπόψιν ότι η εν λόγω μετασκευή του Πρωτάτου προηγείται κα
τά πολύ της εποχής κατά την οποία μπορεί να χρονολογηθεί η πλήρης
ανάδειξη και επιβολή του ησυχαστικού πνεύματος, και σ’ αυτόν ακόμη
τον Άθωνα, (Αγιορειτικός Τόμος: 1339-1340). Τα μνημεία που αναφέρει ο
V. Korac τοποθετούνται στο χρονικό διάστημα: 4η-6η δεκαετία του Μου
αιώνα12. Έτσι, προκειμένου για το Πρωτάτο, οι υποστηρικτές αυτής της
θεωρίας αναγκάζονται να υποθέσουν την έντονη επιρροή των «προδρό
μων» του ησυχαστικού κινήματος3. Από την παραπάνω ανάλυση προκύ
πτει ότι η διατυπωθείσα θεωρία περί υποφωτισμένου ναού λόγω
επίδρασης του ησυχασμού, δεν επαληθεύεται ούτε από τις θεωρητικές
θέσεις του «κινήματος» αυτού, αλλά ούτε και από την παλαιολόγεια
ναοδομία του Αγίου Όρους και άλλων τόπων, όπως η Θεσσαλονίκη, που
κατά τεκμήριο δέχθηκαν ησυχαστικές επιρροές.
296
V. Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΞΥΛΙΝΗΣ ΣΤΕΓΗΣ ΗΜΙΚΥΛΙΝΔΡΙΚΗΣ ΕΞΩ
ΤΕΡΙΚΗΣ ΜΟΡΦΗΣ
297
Επίσης, τα αρχιτεκτονήματα που εικονίζονται σε ζωγραφικές παρα
στάσεις της μέσης και ύστερης βυζαντινής περιόδου, εμφανίζονται με δι-
κλινείς αλλά και με ημικυλινδρικές στέγες1, μορφές που πιθανώτατα απη-
χοΰν μια αρχιτεκτονική πραγματικότητα. Ίσως και ωρισμένοι όροι12 που
χρησιμοποιούνται από βυζαντινούς συγγραφείς για να χαρακτηρίσουν
τρόπους στέγασης, να αναφέρονται σε τέτοιες μορφές.
Σε μερικούς ναούς της Κωνσταντινούπολης, διανοίγονται τοξωτά πα
ράθυρα σε κτιστούς θόλους, τα οποία προβάλλουν εξωτερικά στις κυρτές
«υπώρειες» των καμπύλων στεγάσεων, σαν φεγγίτες. Από γεωμετρική ά
ποψη, πρόκειται για αλληλοτομίες καμπύλων και επίπεδων (παραστάδων
των παραθύρων) επιφανειών. Τέτοια παράθυρα βλέπουμε π.χ., στο λεγό
μενο Kilise τζαμί3 και στον Άγιο Ανδρέα Κρίσης4. Ενίοτε εμφανίζονται και
σε μνημεία του ελλαδικού χώρου5.
Επεκτείνοντας την αρχική σκέψη της κατ’ αναλογία μεταφοράς σε
ξύλινη κατασκευή, θεωρούμε πολύ πιθανό ότι τέτοια παράθυρα διανοί-
γονταν και σε ξυλόπηκτες καμάρες. Άλλωστε η κατασκευαστική δυσχέ
ρεια κατά την διαμόρφωσή τους, δεν φαίνεται να ήταν μεγαλύτερη στην
περίπτωση της ξυλοκατασκευής, δεδομένης της μεγάλης εμπειρίας των
ειδικών ξυλουργών.
Συνυπολογίζοντας και τις άλλες παραμέτρους που αναλύθηκαν διε
ξοδικά, θεωρούμε ότι μια τέτοια ξυλόπηκτη καμάρα, ήταν ένας πιθανώ-
τατος τρόπος στέγασης του αξονικού, διαμήκους κλιτούς στο Πρωτάτο
κατά την τρίτη (βυζαντινή) φάση του (Σχ. 55-57).
1. Βλ. π.χ., Θησαυροί του Αγιον Όρους, (εκδ. Αθηνών), τόμ. Α', Μ. Διονυσίου: εικ. 113,
223, 238 (11ου αι.)· Πρωτάτου: εικ. 2, 3 (Που αι.)· Μ. Κουτλουμουσίου: εικ. 303 (Που αι.).
Βοκοτόπουλος Π. Βυζαντινές Εικόνες, στη σειρά Ελληνική Τέχνη, (εκδ. Αθηνών), εικ. 38,
39 (Που αι.). Αχειμάστου-Ποταμιάνου Μ., Βυζαντινές Τοιχογραφίες, στη σειρά Ελληνική
Τέχνη, (εκδ. Αθηνών), εικ. 80 (Που αι.), εικ. 141 (14ου αι.).Ot Θησαυροί της Ορθοδοξίας.
2000 χρόνια, Αθήνα 2000, τόμ. Β', εικ. 198 (Που αι.).
2. PG, 157, 592Β. Ψευδο-Κωδινός: «στρογγνλόστεγος».
3. Παλιούρας Α., Τα Βυζαντινά Μνημεία και το Οικουμενικό Πατριαρχείο, χ.τ.χ.έ.,
εικ. 64.
4. Ebersolt J., Thiers A., Les Eglises de Constantinople, (επανέκδ.) London 1979, εικ. 34, 35, πίν.
XX: 2.
5. Βλ. π.χ., Άγιο Γεώργιο στο Μυστρά: Μπούρας X., Βυζαντινή Αρχιτεκτονική, εικ. 275.
298
VI. ΣΥΝΟΨΗ ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗΣ ΤΗΣ ΤΡΙΤΗΣ ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΗΣ ΦΑΣΗΣ
299
(και) λόγω ηθελημένης «συσκότισης» από επίδραση ησυχαστικών αντιλή
ψεων. Η πραγματολογική και θεωρητική διερεΰνηση του ζητήματος (βλ.
σχετικό κεφάλαιο), απέδειξε ότι σε καμμιά περίπτωση ναού με ανωδομή
και στέγη αναμφισβήτητα της παλαιολόγειας εποχής, δεν καταργήθηκε ο
φυσικός φωτισμός «εκ των άνω». Οι συνθήκες υποφωτισμού και ενδοστρέ-
φειας που πρότεινε ο ησυχασμός, αναφέρονταν στην «κατ’ ιδίαν» άσκηση
του μοναχού.
ε. Από τυπολογική και αισθητική θεώρηση της διαγραφόμενης μορφής,
με βάση την συνεκτίμηση των παραπάνω παραγόντων, διαπιστώνεται ότι
η τάση προς απλοποίηση της προϋπάρχουσας διάρθρωσης (για μετασκευή
της δεύτερης οικοδομικής φάσης), οδήγησε σε μια διαμόρφωση της
ανωδομής και της στέγης, πολύ πλησιέστερη στην τυπική μορφή τρίκλιτης
βασιλικής. Ο μνημειακός, κλασσικίζων χαρακτήρας της τοιχογράφησης
του ναού, εναρμονίζεται άριστα με το ύφος του χώρου και ενισχύει την
άποψη αυτή, δηλ. την τυπολογική αναγωγή σε ένα παλαιότατο και με
αναγνωρισμένη διαχρονικά μνημειακότητα, ναοδομικό τύπο, αυτόν της
τρίκλιτης βασιλικής.
στ. Διεξοδική τεκμηρίωση της κατασκευαστικής παράδοσης ξυλόπη-
κτων θόλων (και) κατά την βυζαντινή περίοδο.
ζ. Η ύπαρξη τοιχογραφημένων ξυλόπηκτων τυμπάνων, του έτους 1312,
στα τόξα του «πεντάβηλου» που οριοθετεί τον εξωνάρθηκα στο καθολικό
της Μ. Βατοπαιδίου (Εικ. 2).
Από την συνεκτίμηση όλων των παραπάνω παραμέτρων, προκύπτει
ότι η πιο πιθανή διαμόρφωση της ανωδομής κατά την εν λόγω δεύτερη
μετασκευή (τρίτη οικοδομική φάση), ήταν η εξής:
Επιλέχθηκε να δοθεί στο κτίσμα εξωτερικά η μορφή τρίκλιτης βασιλι
κής με υπερυψωμένο μεσαίο κλιτός. Ως προς την διάρθρωση και μορφή
του φωταγωγού είναι πιθανές τρεις εκδοχές:
1. Ήταν μια εξ ολοκλήρου ξύλινη κατασκευή με δικλινή στέγη που
εκάλυπτε διαμήκη, ξυλόπηκτο, ημικυλινδρικό θόλο (καμάρα). Στις
πλευρές αυτής της καμάρας διανοίγονταν, με αλληλοτομία (κυλινδρικών
αλλά και επιπέδων επιφανειών) μέχρι τις εξωτερικές, κατακόρυφες, ίσως
μολυβδεπένδυτες1 παρειές του φωταγωγού, τοξωτά παράθυρα σε ρυθμική
παράταξη (Σχ. 59).
2. Πιθανότερη από την προηγούμενη, είναι η εξής διαμόρφωση: Η ξυ-
λόπηκτη καμάρα που σκέπαζε το μεσαίο κλιτός ταυτιζόταν με την στέγη
και εμφανιζόταν και εξωτερικά με ημικυλινδρική μορφή. Στις πλευρές αυ
τής της καμάρας διανοίγονταν, επίσης, τοξωτά παράθυρα τα οποία πρό-
300
βαλλαν εξωτερικά με κατακόρυφες αψιδωτές προσόψεις και ιδιαίτερες
καμπύλες επιστεγάσεις. (Τέτοιας μορφής ξύλινη στέγαση είχε, σύμφωνα
με σχετική, υπό δημοσίευση εργασία μας, γνωστό βυζαντινό μνημείο του
Ελλαδικού χώρου).
3. Ένας συνδυασμός των δύο παραπάνω λύσεων ήταν να υπάρχει -α
ντί της αμφικλινούς στέγης- μια κυλινδρικής μορφής επιστέγαση που θα
άφηνε ενδιάμεσα κενό χώρο. Η λύση αυτή μαρτυρείται από τον 15ο αιώ
να. (Βλ. Παράρτημα: Τεκμηρίωση της κατασκευαστικής παράδοσης των
ξυλόπηκτων θόλων, Εικ. 7α). Συγκρινόμενη με την πρώτη, εμφανίζεται
πιο ενιαία, οργανική και απλή: Η κατάργηση των γείσων απλοποιεί την
εργασία της επένδυσης και αυξάνει την στεγανότητα. Επίσης, παρουσιά
ζει μεγαλύτερη αντοχή και συνοχή έναντι των ανεμοπιέσεων.
Σχετικά με το πρόβλημα της διαμόρφωσης των πλευρικών στεγών
(προς Β και Ν του φωταγωγού), το πιο σημαντικό στοιχείο που διασώζε
ται, είναι τα κεκλιμένα όρια της τοιχογράφησης στις ανωδομές τοίχων ε
γκάρσιας κατεύθυνσης, στους λεγάμενους χορούς. Από τα όρια αυτά προ
κύπτει ασφαλώς, ότι υπήρχε κεκλιμένο επίπεδο (ξύλινης στέγης) σε κάθε
πλευρά, είτε ενιαίο, καθ’ όλο το μήκος, είτε διακοπτόμενο από δικλινή
έξαρση πλευρικού αετώματος, (όπως στην υπάρχουσα διαμόρφωση της
αναστήλωσης του Α. Ορλάνδου). Δεν γνωρίζουμε, δηλαδή, με ασφάλεια,
αν, κατά την φάση αυτή, διατηρήθηκαν τα αετώματα που οπωσδήποτε
υπήρχαν κατά την δεύτερη οικοδομική φάση. Υπάρχουν, ωστόσο, μερικές
ενδείξεις που δείχνουν ότι μάλλον είχαν καταργηθεί:
α. Το γεγονός ότι το μνημείο μας παραδόθηκε χωρίς πλευρικά
αετώματα.
β. Στην περίπτωση διατήρησής τους, η ορατή εσωτερικά, πολυεδρική
διάρθρωση της αντίστοιχης ξύλινης στέγης, (με συμβολή τεσσάρων
κεκλιμένων επιπέδων, όπως αυτή της «αναστήλωσης Ορλάνδου»), είναι
προφανές ότι θα χαρακτηριζόταν από έλλειψη μορφικής απλότητας,
ανοίκειας μάλλον προς τις γνωστές διαμορφώσεις στεγών στήν βυζαντινή
αρχιτεκτονική. Η άμεση γειτνίαση στο εσωτερικό, με την καμπύλη μορφή
του επιβλητικού αψιδώματος, θα καθιστούσε την αντίθεση εντονώτερη.
γ. Σε περίπτωση εικονογράφησης μιας τέτοιας «πτυχωτής» οροφής, θα
παρουσιαζόταν ιδιαίτερη δυσχέρεια προσαρμογής των θεμάτων.
δ. Τα πλευρικά αετώματα δεν εναρμονίζονται με την ημικυλινδρική,
και εξωτερικά, μορφή της στέγασης του μεσαίου κλιτούς, που ήταν πολύ
πιθανή. (Σχ. 55-57).
301
ΤΕΤΑΡΤΗ ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΗ ΦΑΣΗ
Για την περίοδο από την τοιχογράφηση του ναού (γύρω στα 1290), μέ
χρι τις αρχές του 16ου αιώνα, δεν έχει επισημανθεί κάποια γραπτή μαρτυ
ρία που να αναφέρεται σε επισκευαστικές ή οικοδομικές εργασίες. Κατά
την περίοδο αυτή, μνημονεύονται στο Άγιον Όρος τέσσερις σεισμοί: το
1366 (1 Ιουνίου)1, το 13 9612, το 13973 και το 1456 (19 Νοεμβρίου)4.
Στον 16ο αιώνα καταγράφονται5 τέσσερις σεισμοί: το 1512, το 1564 (12
Αυγ.)6, το 1572 (12 Απρ.)7 και το 1585 (18 Ιουνίου)8. Στις Καρυές, ειδικότε
ρα, προκαλούνται μεγάλες καταστροφές και από τις καταρρακτώδεις
βροχοπτώσεις, για τις οποίες, όμως, δεν διαθέτουμε στοιχεία από τον 16ο
αιώνα.
Στην δυτική πρόσοψη του ναού υπήρχε επιγραφή του 1507/8, την ο
ποία αποτύπωσε ο Αντωνίνος9 και η οποία είχε το εξής περιεχόμενο: ο
«...οσποόάρος Ιωάννης Μπογόάν... κατεσκεύασε τα πάντα το 1507/8»10.
Ποιό ήταν άραγε το έργο του οποίου την δαπάνη κατέβαλε ο άρχοντας
της Μολδοβλαχίας (1504-1517);
Το σημείωμα με αριθμό 5 (χφ. Πρωτάτου 36), σύμφωνα με τη διατύπω
303
ση του Κρ. Χρυσοχοΐδη1, «μας κάνει γνωστές ποιές ακριβώς οικοδομικές
εργασίες χρηματοδότησε ο ηγεμόνας: να κτισθεί ανώγειο στο νάρθηκα
του Πρωτάτου». Επειδή, όμως, εκτός από τον δυτικό νάρθηκα, και ο
βόρειος διέθετε άλλοτε όροφο, είναι απαραίτητο να εξακριβώσουμε για
ποιόν νάρθηκα πρόκειται. Παρατηρούμε, λοιπόν, ότι:
α. Η εν λόγω επιγραφή που μνημόνευε τον δωρεοδότη, βρισκόταν στην
δυτική πλευρά του ναού.
β. Η νοτιοδυτική (κατακόρυφη) ακμή του υφιστάμενου δυτικού
νάρθηκα, δεν είναι κατά την διαμόρφωσή της συνεχής και ενιαία, λόγω
αλλαγής του τρόπου δόμησης, από την στάθμη που οριοθετεί το ανώγειο12.
Επομένως, δηλώνεται διαφορετική οικοδομική φάση.
γ. Η διατήρηση μέχρι σήμερα της πλίνθινης εφελκυστικής ζώνης (με
τρεις στρώσεις πλίνθων), από την πρώτη οικοδομική φάση του ναού, στο
βόρειο τοίχο του (δυτικού) νάρθηκα3, φανερώνει ότι δεν υπήρξε ολοκλη
ρωτική ανακατασκευή του τελευταίου, αλλά διατηρήθηκαν τμήματα τοί
χων του ισογείου (Σχ. 4).
δ. Το έργο της μερικής4 μάλλον, τοιχογράφησης του δυτικού νάρθηκα
χρονολογείται, σύμφωνα με την επιγραφή5 πάνω από το οριζόντιο υπέρ
θυρο της «βασιλικής» θύρας (προς την πλευρά του νάρθηκα), στο έτος
1511/12, δηλαδή εμπίπτει στο χρονικό διάστημα της ηγεμονίας του Ιωάννη
Μπογδάν (1504-1517), και, ως εκ τούτου, είναι δυνατόν να αποδοθεί στην
αρχική ή σε πρόσθετη δωρεά του6.
1. Χρυσοχοΐδης Κρ., «Παραδόσεις και πραγματικότητες στο Άγιον Όρος, στα τέλη του
ΙΕ' και στις αρχές του ΙΣΤ' αιώνα», Ο Άθως στους 14ο-16ο αιώνες (Αθωνικά Σύμμεικτα
4), Αθήνα 1997, σ. 126-127.
2. Βλ. κεφάλαιο: Περιγραφή τον ναού, νάρθηκας.
3. Βλ. στο ίδιο.
4. Αν ήταν πλήρης η τοιχογράφηση του νάρθηκα, όπως φαίνεται να δέχονται μερικοί
μελετητές, θα έπρεπε να είχε τοιχογραφηθεί τότε, και το παρεκκλήσιο του Τίμιου Προδρό
μου στον όροφο, το οποίο, όμως, τοιχογραφήθηκε αργότερα, σύμφωνα με την υπάρχουσα επι
γραφή, κατά το 1525/26. Επίσης, σύμφωνα με τις περισσότερες πιθανότητες, θα διατηρούν
ταν τοιχογραφίες και σε άλλες επιφάνειες, πέραν του ημυκυκλικού τυμπάνου της «βασιλι
κής» θύρας, διότι οι πλησιέστερες στη στέγη και, ως εκ τούτου, πιο ευάλωτες σε πιθανές
διαρροές όμβριων, τοιχογραφίες του παρεκκλησίου, διατηρούνται σε αρκετά καλή κατάστα
ση.
5. Millet G.,..., Inscriptions, σ. 1,2, αρ. 2.
6. Πρβλ. Μαρινέσκου Φλ., Ρουμανικά έγγραφα του Αγίου Όρους. Αρχείο Πρωτάτου,
(Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών), Αθήνα 2001, σ. 3.
304
Για τους παραπάνω, τέσσερις λόγους, πρέπει να δεχθούμε ότι το ανώ-
γείο, που έκτισε ο ηγεμόνας Ιω. Μπογδάν, ήταν αυτό του δυτικού νάρθη
κα. Το προαναφερθέν σημείωμα του ιερομονάχου Σεραφείμ: με αρ. 5 (χφ.
Πρωτάτου 36), που πρέπει να χρονολογηθεί1 σε αυτό το χρονικό διάστη
μα, πέραν της πληροφορίας ότι ο ηγεμόνας κτίζει το ανώγειο στο νάρ
θηκα12, δίνει στοιχεία για αγορά υλικών απαραίτητων για την εκτέλεση
ξυλουργικών εργασιών. Προκειμένου για τον δυτικό νάρθηκα, ξυλεία
ήταν απαραίτητη για την κατασκευή του πατώματος και της στέγης των
«κατηχουμένων»3. Αν κρίνουμε από το περιεχόμενο αυτού του σημειώμα
τος, καθώς και από μνεία έργων του Σεραφείμ στο Βίο του οσίου Θεοφί
λου του Αθωνίτου, για την οποία θα γίνει λόγος στη συνέχεια, προκύπτει
ότι ο εν λόγω ιερομόναχος που χρημάτισε και πρώτος, ανέλαβε συγκεκρι
μένες ευθύνες και επιμελήθηκε4, από μέρους της Πρωτατινής Αρχής, την
εκτέλεση οικοδομικών και άλλων εργασιών στο ναό.
Στο σημείο αυτό θα επισημάνουμε στοιχεία που παρέχει το ίδιο το
μνημείο, συνδυάζοντας δομικές, αρχιτεκτονικές και επιγραφικές παρατη
ρήσεις. Ο τοίχος που χωρίζει το μεσαίο «κλιτός» του κυρίως ναού από το
νάρθηκα, δεν είναι κατακόρυφος, ούτε ενιαία κεκλιμένος. (Σχ. 8, 9).
Μέχρι την στάθμη οριοθέτησης της σωζόμενης παλαιολόγειας τοιχογρά-
φησης, όπου η μνημειώδης παράσταση της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, είναι
κεκλιμένος προς τα δυτικά. Από τη στάθμη αυτή και πάνω, γίνεται
σχεδόν κατακόρυφος. Επειδή η μετάβαση στην «κατακορυφότητα» είναι
απότομη, συμπεραίνουμε ότι πρόκειται για αναδόμηση του τοίχου, από
την στάθμη που αναφέραμε, και πάνω. Το γεγονός ότι οι τοίχοι που
χωρίζουν τα δυτικά γωνιαία διαμερίσματα από τα αντίστοιχα τμήματα
του νάρθηκα, έχουν σχεδόν ενιαία κλίση προς τα δυτικά5, καθιστά
απόλυτα βέβαιο ότι πρόκειται για αναδόμηση του μεσαίου μόνον τμή
ματος του δυτικού τοίχου. Στο αναδομημένο αυτό τμήμα δεν εντοπίσαμε
κανένα ίχνος τοιχογράφησης της παλαιολόγειας ή κατοπινών περιόδων
και επειδή, ούτε η δομή του είναι ορατή, λόγω της αμφίπλευρης επικάλυ
ψής του με επιχρίσματα, δεν είναι δυνατή προς το παρόν η χρονολόγηση
της αναδόμησης, χωρίς τοπικές, έστω, αφαιρέσεις επιχρισμάτων και
305
εξακρίβωση των κάθετων δυτικών ορίων της παλαιολόγειας τοιχογράφη-
σης που καλύπτει τους κατά μήκος τοίχους του μεσαίου κλιτούς.
Η παράσταση της Κοιμήσεως, παρουσιάζεται για δεύτερη φορά, στον
ίδιο τοίχο, προς το μέρος του νάρθηκα. Εικονίζεται στο ημικυκλικό τύ
μπανο που διαμορφώνεται πάνω από την «βασιλική» θύρα (Πίν. 37α).
Πάνω ακριβώς από το υπέρθυρο της θύρας αυτής, υπάρχει η εξής
επιγραφή: «+ Τούτον τόν οίκον στερέωσον Κύριε μέχρι τή(ς) συντέλειας
τού αίώνος, πρεσβείαις τής τεκονσης σε καί πάντων των άγιων, άμήν.
έτους ζκ ίνόικτιώνος ιε (1512)»1. Η επιλογή αυτής της συγκεκριμένης
ευχής, υπέρ της διατήρησης απαρασάλευτου και στέρεου του κτίσματος,
εάν συσχετισθεί με την πληροφορία που αναφέρει ότι το ίδιο έτος (1512)1 2
ή το 15113, έγινε σεισμός, υπαγορεύει την διατύπωση της υπόθεσης ότι
προηγήθηκαν επείγουσες επισκευαστικές εργασίες που επισφραγίσθηκαν
με την παράσταση της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Πρόκειται για την
εικόνα της εόρτιας μνήμης της Θεοτόκου στην οποία είναι αφιερωμένος ο
ναός και της οποίας τη μεσιτεία για στερέωση του οίκου της, επικαλείται
το ευχετικό περιεχόμενο της επιγραφής. Αλλά, και αν ακόμη η επιγραφή
δεν σχετίζεται με τον συγκεκριμένο σεισμό του 1511 ή 1512, η επιλογή
αυτής της φράσης δεν φαίνεται να αποβλέπει τόσο σε μια συμβατική
επανάληψη της ευχής κατά την καθιέρωση4 εκκλησίας. Δείχνει
περισσότερο, να απηχεί ένα αίσθημα βιωμένης ανασφάλειας, ύστερα από
πρόσφατη ή προγενέστερες ζημιές από σεισμό ή και κατακλυσμική
βροχόπτωση (καθιζήσεις) που δεν είναι σπάνιες στις Καρυές.
Η αργολιθοδομή με την οποία είναι κτισμένος ο δυτικός νάρθηκας, με
αλλεπάλληλα αρμολογήματα, ορατή μόνο εξωτερικά, δεν επιτρέπει αυτή
καθ’ αυτήν, βάσιμες χρονολογικές εκτιμήσεις. Μια ασφαλέστερη χρονολο
γική οριοθέτηση προκύπτει από τις τρεις στενές θυρίδες με οριζόντια λί
θινα υπέρθυρα, μορφής «πολεμήστρας». Υπάρχουν δύο στον δυτικό τοίχο
του ισογείου και μια στον μεσημβρινό τοίχο του ορόφου, και κατασκευά
σθηκαν με terminus ante το έτος 1525/26. (Πίν. 9β). Πράγματι, κάτω από την
ποδιά της τρίτης που αντιστοιχεί στο χώρο του παρεκκλησίου του Τίμιου
Προδρόμου, στα «κατηχούμενα», υπάρχει επιγραφή που αναφέρει:
«+’Ανηστορίσθη έπεί Γαβριήλ τού πρώτου, καί Γερασίμου καί Μερκούριού
306
των μοναχών, τοϋ ζλδ έτους, ίνδίκτιώνος u5 (1525/1526) »\ (Πίν 37ε). Τέ
τοιες θυρίδες, δεν υπάρχουν, εξ όσων γνωρίζω, στους υπέργειους χώρους
της εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής της υστεροβυζαντινής περιόδου.
Πρέπει εδώ να συσχετισθσύν με τις εργασίες της συζητσύμενης περιόδου.
Από τις παλαιότερες που έχουν επισημανθεί σε μη αμυντικού χαρακτήρα
κτίσματα, στην περιοχή των Καρυών, είναι αυτές στο ισόγειο του αρχικού
πυρήνα του κελλίου των Αγ. Θεοδώρων12, ο οποίος μπορεί να χρονολο
γηθεί αν όχι μέσα στον 16ο αι., γύρω στο 16003. Η αιτία της παρουσίας
αυτών των θυρίδων στο νάρθηκα του Πρωτάτου, είναι δυνατόν να
συσχετισθεί με την εμφάνιση πολλών κτισμάτων με αμυντικό χαρακτήρα
στη Χερσόνησο του Άθω, κατά τον 16ο αιώνα4. Επίσης μπορεί να
θεωρηθεί ως ένδειξη ότι αυτή την εποχή, πριν από το 1525/6, έχει ήδη
διαρραγεί ή καταλυθεί το οχυρό περιτείχισμα που ασφάλιζε αμυντικά τον
πυρήνα των Καρυών. Παρατηρούμε συναφώς ότι το παρεκκλήσιο του
Τίμιου Προδρόμου στο νότιο τμήμα του ορόφου, δεν διαθέτει, ενώ θα
χρειαζόταν, ένα μεγάλο παράθυρο στην μεσημβρινή πλευρά του.
Τα τρία μεγάλα παράθυρα στον δυτικό τοίχο του ορόφου, έχουν παρα-
στάδες διαμορφωμένες με τρεις-τέσσερις λαξευτούς λίθους και οριζόντια
λίθινα υπέρθυρα (Πίν. 9β). Το μέγεθος, η μορφή, ο τρόπος διάταξής τους
στην δυτική πρόσοψη και κυρίως ο τρόπος κατασκευής τους, μαρτυρούν
ότι δεν συγχρονίζονται με τις στενές θυρίδες και ότι είναι μεταγενέστερα.
Πιθανόν, αντικατέστησαν προυπάρχοντα, μικρότερα ανοίγματα. Επίσης
χρειάζεται ερμηνεία ο δομικός και αρχιτεκτονικός ρόλος των δύο παρα-
στάδων που εμφανίζονται αμφίπλευρα (μέσα και έξω) στον δυτικό τοίχο
του νάρθηκα (Σχ. 1). Ο ρόλος τους είναι αμφίβολος, γιατί αφενός εξέχουν
πολύ λίγο προς τα έξω, ώστε να θεωρηθούν ως «αντηρίδες», και αφετέρου
εξέχουν αμφίπλευρα, ώστε να θεωρηθεί ότι προβλέφθηκαν για να διαρ
θρώσουν (στα αρχικά ύψη τους) την δυτική όψη. Ίσως πρόκειται για είδος
νευρώσεων που απέβλεπαν να ενισχύσουν τοπικά την ευστάθεια του
δυτικού τοίχου.
Από τον ανέκδοτο Βίο του οσίου Θεοφίλου του Αθωνίτου, όπως δια
307
σώζεται στο χειρόγραφο της Μονής Αγίου Παντελεήμονος1, με αρ. 478
(κατά Σπ. Λάμπρο 5985), μεταγράφουμε όσα προσγράφονται στήν έπιστα-
σία του Σεραφείμ, (φ. 120): «...καί αυτός (ενν. ο Σεραφείμ) άνοικοόομήσας
είς τό Πρωτάτο τούς άρθηκας εκ βάθρων / καί τό καμπαναρεϊο. καί
ίστορήσας έκτος καί / εντός, καί τά πάντα είς τό Πρωτάτο ώραΐσας /, καί
άνοίκοόομήσας αγαν(;) καλώς, καί εν ειρήνη / παραιτήσας τό Πρωτάτο,
άπήλθεν είς τό κελίον αύτοϋ, όοξάξων τόν Θεό. έκτοτε πηγαινάμενος / είς
τόν Θεόφιλον σνχνάκις καί έλειτούργει...»12. (Παρένθ. πίν. θ').
Περισσότερο γνωστή είναι μια γλωσσικά εξομαλισμένη μορφή του
Βίου, που απαντά με διάφορες παραλλαγές στην διατύπωση, όπου γίνε
ται λόγος για ένα νάρθηκα3. Ο Βίος του οσίου Θεοφίλου θεωρείται4 έργο
του πρώτου Σεραφείμ και μάλιστα το ανωτέρω χειρόγραφο αναγνωρί
ζεται5 ως αυτόγραφο του συγγραφέα, συντεταγμένο μετά τον θάνατο του
οσίου (8 Ιουλίου 1548). Στην παραπάνω περικοπή, μας δίνεται η δυνατό
τητα να παρατηρήσουμε κατ’ αρχήν ότι η διατύπωση ιδιαίτερα του στί
χου: «...τά πάντα είς τό Πρωτάτο ώραΐσας καί άνοίκοόομήσας...», φαί
νεται να αμιλλάται το ύφος της επιγραφής του 1507/8, που μνημόνευε την
χορηγία του ηγεμόνα: «τά πάντα κατεσκενασε»6.
Από το σημείωμα7 με αρ. 5 (χφ. Πρωτάτου 36) του Σεραφείμ, που
προαναφέραμε, όπου η μεν χρηματοδότηση της κατασκευής του ανωγείου
στο νάρθηκα αποδίδεται στον ηγεμόνα, η καταγραφή των υλικών όμως,
και η συνεπαγόμενη φροντίδα και επιμέλεια για την εκτέλεση του έργου,
308
φαίνεται να βαρύνει τον Σεραφείμ, προκύπτει η εμπλοκή του δευτέρου
στη διαχείριση των έργων του Πρωτάτου, ήδη από το έτος 1507/8 που μνη
μονεύει η επιγραφή. Σε ποιό βαθμό, όμως, «πάντα» τα έργα του ηγεμόνα
ως δωρεοδότη, ταυτίζονται με «πάντα» τα έργα του Σεραφείμ ως δια
χειριστή και επιμελητή; Είναι προφανές ότι σε περίπτωση ταύτισης, τότε
και χρονολογικά θα πρέπει να εμπίπτουν τα μνημονευόμενα έργα μέσα
στην διάρκεια της ηγεμονίας του εν λόγω δωροεδότη (1504-1517)1. Κατ’
αρχήν, πρέπει να διερευνηθεί, κατά το δυνατόν, η χρονική σειρά των ανα-
φερόμενων επεμβάσεων, με βάση τις πιθανές δομικές και λειτουργικές
προτεραιότητες. Το έργο στα δυτικά του ναού κρίνεται ότι προηγήθηκε
ως προς τα άλλα, γιατί προϋπήρχε νάρθηκας που χρειαζόταν επισκευή
και «αποκατάσταση». Ήδη, όμως, ο νάρθηκας αυτός, όπως είχε
διαμορφωθεί κατά το 1507/1508 και πάντως πριν από το 1525/1526, με
χαρακτήρα εσωστρεφή, αν όχι αμυντικό (με στενές φωτιστικές θυρίδες),
και σαφώς υποφωτισμένος, δεν προσφερόταν πλέον για να λειτουργεί ως
τυπικός νάρθηκας. (Αυτό συμβαίνει, άλλωστε, και σήμερα).
Έτσι, η δημιουργία άλλου νάρθηκα, στη βόρεια πλευρά του ναού, φαί
νεται να προδιαγραφόταν από τα πράγματα αν όχι από κάποιο οικοδομι
κό προγραμματισμό. Από τον βόρειο νάρθηκα γινόταν (και γίνεται) η
πρόσβαση στην δυτική πλευρά του κυρίως ναού. Ο νάρθηκας αυτός είχε
πιθανώτατα, αμεσώτερη γειτνίαση με το τότε «διοικητικό» κτίριο του
Πρωτάτου.
Η ιστόρηση προϋπέθετε βέβαια την ολοκλήρωση των οικοδομικών
εργασιών.
Το όνομα του Σεραφείμ έχει συνδεθεί με ανακαίνιση, η οποία βάσει
επισφαλών εκτιμήσεων είχε χρονολογηθεί στο έτος 1534. Συγκεκριμένα, ο
P. Uspenskij12 στηρίχθηκε σε μια πληροφορία από ένα σύγγραμμα του Μ.
Ricaut3 που δημοσιεύθηκε το 1698, και η οποία, κατά τον Γ. Σμυρνάκη,
έλεγε: «Λύτη η Εκκλησία... επεσκενάσθη προ 164 ετών ως όείκνυσιν
επιγραφή επί τίνος των τοίχων, γενομένη επί Πανσέληνου»4. Έτσι, ο Ρ.
Uspenskij χρονολόγησε την επιγραφή (και την ανακαίνιση) στο έτος 1534
(1698-164=1534). Η χρονολογία αυτή συνδέθηκε με την πληροφορία από
τον Βίο του οσίου Θεοφίλου, που προαναφέραμε, για τον «κτιτορικό»
1. Βλ. εκτιμήσεις επί του ζητήματος αυτού: Χρυσοχοΐδης Κρ., ό.π., σ. 126, 127.
2. Uspenskij Ρ., Istorija Afona, TKDA, Kiev 1871, III, 2, σ. 407 και Pervoe putesestvie u Afonskie
monastyri i skity... u 1846 godu. Castj 11. Kiev 1877, σ. 273-274.
3. Ricaut M., Histoire de l’ Estât présent de V Église Grecque, Amsterdam 1698, σ. 256.
4. Σμυρνάκης Γ., ό.π., σ. 694.
309
ρόλο του πρώτου Σεραφείμ1 στο Πρωτάτο. Έχει όμως εξακριβωθεί12 ότι ο
Ricaut περιηγήθηκε τον Άθωνα αρκετά χρόνια πριν από την έκδοση του
έργου του: ανάμεσα στο 1670 και 1677, οπότε η «πραγματική» χρονολόγη
ση της επιγραφής με βάση το έτος της αυτοψίας του περιηγητή, εμπίπτει
στο χρονικό διάστημα 1506-1513. Αλλά τότε, είναι πιθανότατο ότι πρό
κειται για μια από τις δύο γνωστές επιγραφές: του 1507/15083 και του
1511/15124. Δηλαδή, ο Ricaut δεν διέσωσε κάποια άγνωστη χρονολογία
επισκευών στο ναό.
Υπάρχουν δυο χρονολογικές ενδείξεις που δείχνουν ότι μέρος από τα
αναφερόμενα στον Βίο του οσίου Θεοφίλου έργα του Σεραφείμ, πρέπει να
εκτελέσθηκε χρονικά, πέραν της διάρκειας της ηγεμονίας του Ιω.
Μπογδάν.
α. Η τοιχογράφηση του παρεκκλησίου του Τίμιου Προδρόμου στα
1525/26 (κατά την επιγραφή), μαρτυρεί ότι υπήρχαν «εκκρεμότητες» στον
ναό αρκετά χρόνια μετά την εκτέλεση των έργων που υπονοούνται στην
επιγραφή του 1507/1508, και πέραν του χρονικού ορίου της ηγεμονίας του
ανωτέρω «χορηγού» (1504-1517). Αυτή η αγιογράφηση (του 1525/26)
φαίνεται να υποδηλώνει ότι η πιθανολογούμενη, με βάση την επιγραφή
του 1511/1512 στο υπέρθυρο της «βασιλικής» πύλης, τοιχογράφηση του
νάρθηκα5 δεν ήταν πλήρης (αφού παραλειπόταν το παρεκκλήσιο), και
ίσως δεν εκάλυπτε ούτε ολόκληρο τον ισόγειο χώρο6. Έτσι, η κλιμάκωση
των χρονολογιών των έργων, οι οποίες μας παραδίδονται από επιγραφές:
1507/8, 1511/12 και 1525/26, δεν αποκλείεται να συνεχίζεται αμάρτυρη και
παραπέρα, με χρονικό όριο την παραίτηση του Σεραφείμ από το αξίωμα
του Πρώτου, το 1538 ή το επόμενο έτος, όπως θα δούμε στη συνέχεια.
β. Μετά την εκπλήρωση του οικοδομικού «προγράμματος», φαίνεται
εύλογη η τελευταία φράση: «...παραιτήσας τό Πρωτάτο, άπήλθεν εις τό
1. Στο ίδιο, ο. 693, 694. Την άποψη αυτή ακολουθούν και άλλοι, όπως π.χ. οι Μαμαλάκης
Ιω., ό.π., σ. 250 και Μαρινέσκου Φλ., Ρουμανικά έγγραφα τον Αγίου Όρους. Αρχείο
Πρωτάτου, Αθήνα 2001, σ. 4.
2. Βλ. Protâton, σ. 146, σημ. 348.
3. Βλ. Millet G.,.., Inscriptions, σ. 1, αρ. 1.
4. Στο ίδιο, σ. 1, 2, αρ. 2.
5. Βλ. π.χ., Mylonas P., Les étapes, σ. 156.
6. Βλ. προηγηθείσα αναφορά στο περιεχόμενο και στη χρονολόγηση της επιγραφής του
1511/1512.
310
κελλίον αντοϋ, όοξάζων τόν Θεό...»1. Αν κρίνουμε και από την συνέχεια
του κειμένου, πρέπει να αποσύρθηκε οριστικά, ή τουλάχιστον να
περιόρισε σημαντικά τη συμμετοχή του στις υποθέσεις της πρωτατινής
αρχής. Άρα, είναι πιθανότερο ότι πρόκειται για την τελευταία του θητεία
στην αρχή του Πρώτου, αν, βέβαια, υπήρξε και προηγούμενη ή
προηγούμενες που δεν μνημονεύονται. Ο Σεραφείμ εμφανίζεται ως
πρώτος τον Ιανουάριο του 153812 και μερικές φορές, στα αμέσως κατοπινά
χρόνια3, ως πρώην πρώτος. Αν η παραπάνω ερμηνεία των γραφομένων
στο Βίο του οσίου Θεοφίλου, ευσταθεί, εάν, δηλαδή, πράγματι παραιτή
θηκε όταν (και επειδή) είχαν ολοκληρωθεί αισίως όλα τα έργα, και εάν
δεν υπονοείται παραίτηση από προηγηθείσα, αμάρτυρη («προς το πα
ρόν») θητεία του στην αρχή του πρώτου, τότε συμπεραίνουμε ότι τα έργα
συνεχίσθηκαν και ολοκληρώθηκαν κατά την μνημονευόμενη (στον κατά
λογο των πρώτων) θητεία του, με terminus ante το 1538/1539. Αυτό το χρο
νολογικό όριο για την εκτέλεση των έργων δέχεται και η Δ. Παπαχρυσάν-
θου4. Και επειδή η φροντίδα και επιμέλεια του Σεραφείμ άρχισε - όπως
αναφέρει με βάση το σωζόμενο αυτόγραφο σημείωμά του, ο Κρ. Χρυσοχοΐ-
δης5, ήδη από το έτος 1507/1508, πρέπει να δεχθούμε ότι υπήρξαν παύσεις
ή και βραδύς ρυθμός στην εκτέλεση των εργασιών. Ακόμη, πρέπει να υπο
θέσουμε ότι επιμελήθηκε κάποια έργα χωρίς να κατέχει το αξίωμα του
πρώτου6. Επίσης, είναι πιθανό ότι η μνημονευόμενη θητεία του άρχισε ε-
νωρίτερα από το 1538, δεδομένου ότι κατά την μεταβυζαντινή περίοδο
εμφανίζονται πρώτοι με συνεχή θητεία μέχρι και τρία χρόνια7. Εξάλλου
για τα έτη 1535, 1536, 1537 δεν είναι γνωστό8 ποιος ή ποιοι ήσαν πρώτοι.
Όπως ήδη σημειώσαμε, δεν αποκλείεται να υπήρξε και παλαιότερη
311
θητεία του1. Οι δαπάνες για τη συνέχιση και ολοκλήρωση των οικοδομι
κών και άλλων εργασιών, είναι πολύ πιθανόν ότι «καλύφθηκαν» με
«ζητείες» ή συνδρομές και δωρεές επωνύμων και ανωνύμων ευεργετών.
Επί των ζητημάτων αυτών είναι πιθανόν ότι θα έρθουν στο φως και
νέα στοιχεία που θα επιτρέψουν ασφαλέστερες και σαφέστερες οριοθετή
σεις, και ως προς τις χρονολογήσεις και ως προς τον προσδιορισμό των ί
διων των έργων. Τα αρχεία και οι γραπτές πηγές γενικότερα, της
μεταβυζαντινής περιόδου, δεν έχουν μελετηθεί κατά το μέγιστο ποσοστό
τους. Δεν έχουν επίσης διερευνηθεί οι εξωτερικές τοιχογραφίες του βό
ρειου τοίχου που βρίσκονται πίσω από το ζωγραφικό στρώμα των ορατών,
του 18ου αιώνα. (Πίν. 47β).
Η βόρεια θύρα είναι βέβαιο ότι «λειτουργούσε» κατά την περίοδο αυ
τή (Πίν. 47γ), αλλά δεν γνωρίζουμε αν διανοίχθηκε τότε ή σε προγε
νέστερη εποχή. Το μαρμάρινο θύρωμά της έχει συσχετισθεί με παρα
δείγματα που χρονολογούνται12 στον 11ο αιώνα. (Πίν. 38).
Η τοίχιση του αψιδώματος, πάνω από την θύρα της προθέσεως, δέχε
ται τοιχογράφηση κατά το έτος 1686, με θέμα την σκηνή του Ευαγγελι
σμού. Την σχετική, εκτενή επιγραφή παραθέτει ο G. Millet3. (Πίν. 23γ).
Στο νότιο τοίχο του νοτιοδυτικού γωνιαίου διαμερίσματος, το αρχικό
ανατολικό άνοιγμα διευρύνθηκε, μάλλον, πριν από την τοιχογράφηση και
επισκευάσθηκε κατά την περίοδο αυτή. (Σχ. 13). Στο άνω μέρος της δυτι
κής παραστάδας αυτού του ανοίγματος, υπάρχει επιγραφή που μνημο
νεύει την ανακαίνιση των θυρών και των παραθύρων του ναού, με χρο
νολογία 17264. (Πίν. 35γ).
Για το ξυλόγλυπτο τέμπλο του Πρωτάτου έχουμε αποδείξει σε σχετική
ανακοίνωση5, ότι δεν αποτελεί ενιαίο έργο ξυλογλυπτικής, εκτελεσμένο
δηλαδή, σε μια μοναδική κατασκευαστική φάση, όπως πιστευόταν, και
χρονολογημένο, στο σύνολό του, στα 1611. (Πίν. 42, 43).
1. Κενά στον κατάλογο των πρώτων, κατά την περίοδο δράσης του Σεραφείμ,
επισημαίνονται στα έτη: 1511,1520-1521,1523-1524,1529-1532. Βλ. ό.π., σ. 386-390.
2. Βλ. Παζαράς Θ., «Βυζαντινά γλυπτά», Θησαυροί τον Αγίου Όρους, Θεσσαλονίκη
1997, σ. 265.
3. Millet G.,.., Inscriptions, σ. 2, αρ. 3.
4. Στο ίδιο, σ. 3, αρ. 6.
5. Φούντάς Π., «Το ξυλόγλυπτο τέμπλο του Πρωτάτου και η χρονολόγησή του», IH'
Συμπόσιο ΧΑΕ, Περιλήψεις Εισηγήσεων και Ανακοινώσεων, Αθήνα 1998, σ. 67, 68. Στο
θέμα αυτό θα επανέλθουμε με αναλυτική εξέταση των στοιχείων.
312
Όσον αφορά στον τρόπο στέγασης του κυρίως ναού κατά την
εξεταζομένη περίοδο, δεν έχουμε αποδείξεις, αλλά πιστεύουμε ότι
εξακολούθησε να υπάρχει ένας φωταγωγός στο μεσαίο «κλιτός», με πα
ράθυρα που επέτρεπαν να φωτίζεται επαρκώς ο εσωτερικός χώρος. Ο
φωταγωγός που βλέπουμε στις παλαιότερες σωζόμενες φωτογραφίες, δεν
πρέπει να θεωρηθεί ότι διαμορφώνεται για πρώτη φορά μετά από αιώνες.
Απλώς επαναλαμβάνει με νέα υλικά και απλουστευτική, κατασκευαστική
αντίληψη, μια οικοδομική μορφή που προϋπήρχε με διαφορετική διάρθρω
ση. Στα μέσα του 18ου αι. ο V. Barskij επισκέπτεται τον ναό και γράφει
στις σημειώσεις του: «....έχει μικρά και (αλλά) πυκνά παράθυρα· εσωτερι
κά όίνει καλή εντύπωση αλλά εξωτερικά όχι...»1. (Μετάφραση από την
ρωσική). Οι παρατηρήσεις του αυτές δεν δείχνουν να βρέθηκε σε υποφω-
τισμένο ή σκοτεινό εσωτερικό χώρο. Είναι πιθανώτατο ότι έβλεπε τις δύο
σειρές παραθύρων κάποιου φωταγωγού. Γιατί δεν φαίνεται εύλογο να
δεχθούμε ότι μόνο περί το 180212 υπήρξε ευαισθητοποίηση ότι χρειάζεται
πρόσθετος φωτισμός και άρα φωταγωγός. Εξ άλλου, οι κατά μήκος τοίχοι
του μεσαίου «κλιτούς» εμφανίζονται αλώβητοι μέχρι την ανωδομή τους,
από την εποχή της παλαιολόγειας τοιχογράφησης και πέρα3. (Σχ. 60).
1. Barskij V., Vtoroe posescenie Svjatoj Afonskoj Gory, S. Peterburg 1887, σ. 171.
2. Βλ. Σμυρνάκης Γ., ό.π., σ. 698.
3. Βλ. προϋποθέσεις αναπαράστασης της τρίτης οικοδομικής φάσης του ναού.
313
ΠΕΜΠΤΗ (Η «ΚΑΤΑ ΣΜΥΡΝΑΚΗ»)
ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΗ ΦΑΣΗ
315
αυτό δεν εννοεί απλώς την δίκλινη στέγη1, μήπως τον χρησιμοποιεί με την
αρχαία του έννοια12: θόλος, καμάρα; Μήπως τον βρήκε σε παλαιότερη
σχετική «περιγραφή»;3
Από μορφολογική άποψη, το βασικό στοιχείο του εν λόγω φωταγωγού,
τα μη τοξωτά παράθυρα φανερώνουν αποξένωση από την ναοδομική πα
ράδοση. Τα οριζόντια υπέρθυρά τους ήσαν οπωσδήποτε ξύλινα και όρι
ζαν, σχεδόν, την στάθμη της οριζόντιας ξύλινης οροφής. Οι προθέσεις εί
ναι ευδιάκριτες: Εξασφάλιση, κατά το δυνατόν, περισσότερου φυσικού
φωτισμού από τα πλευρικά παράθυρα ενός, όσο γινόταν χαμηλότερου
φωταγωγού. Τα στοιχεία αυτά είναι δυνατόν να ερμηνευθούν και ως έν
δειξη ύστατης απλοποίησης (κατασκευαστικής και μορφολογικής) ενός
προγενέστερου φωταγωγού. Θυμίζουμε και πάλι ότι ο V. Barskij4 δεν μιλά
ει για υποφωτισμένο εσωτερικό χώρο του ναού: αναφέρει ότι είδε μικρά
και πυκνά παράθυρα.... Επίσης, επειδή αναφέρει (ο ίδιος) ξύλινη στέγη με
επικάλυψη από σχιστόπλακες, πολύ φθαρμένη, ήδη περί τα μέσα του 18ου
αιώνα, είναι πιθανώτατο ότι αυτή η στέγη (και όχι άλλη) «ανεκαινίσθη
ολόκληρος καί επερατώθη» το 1802. Δεν πρέπει, λοιπόν, να αποκλείσου με
το ενδεχόμενο διατήρησης, μέχρι την ανακαίνιση του 1802, ενός, άλλης,
άγνωστης μορφής φωταγωγού στο Πρωτάτο5. Για τον ερευνητή που απο
κλείει το ενδεχόμενο αυτό, είναι πιο ευεξήγητες εκφράσεις έκπληξης ό
πως αυτή που σημειώσαμε: «Η άγνοια περί αυτήν την αλλαγή είναι
συγκλονιστική». (Παρένθ. πίν I' α).
Γι’ αυτήν την συμβατικά διακεκριμμένη οικοδομική φάση, μπορούμε
να προσθέσουμε και τις εξής παρατηρήσεις:
Η επικάλυψη της στέγης με σχιστόπλακα διατηρήθηκε τουλάχιστον ως
το 19036. Το 1889 έγινε «ανακαίνισις δαπέδου», δηλαδή επίστρωση μαρμα
ροπλακών7. Υπάρχει επίσης πληροφορία για ανακαίνιση το 19088, χωρίς
μνεία συγκεκριμένων εργασιών.
316
ΕΚΤΗ ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΗ ΦΑΣΗ
317
Αφαίρεση του ξύλινου (μεταβυζαντινού) τέμπλου και αποκατά
σταση του μαρμάρινου βυζαντινού. (Πίν. 17, 19).
Κατά το έτος 1965 πραγματοποιήθηκε ύστερα από πρόταση του
καθηγητή Π. Μυλωνά, στεγανοποίηση της ανατολικής τοιχοποιίας του
ναού. Συγκεκριμένα έγιναν οι εξής εργασίες:
1965: α) «Καθαρισμός των αρμών σε βάθος περίπου 15 εκ.»
β) Πλήρωση των αρμών με ειδικά «μονωτικά υλικά ελαστικής ιδιο
συστασίας».
γ) Επικάλυψη όλης της επιφάνειας της λιθοδομής με μονωτικό
υλικό.
Για τις παρακάτω εργασίες που δεν είναι ακριβώς γνωστή η
χρονολογία πραγματοποίησής τους, είναι πιθανή η ένταξή τους σε ομάδες
εργασιών των χρονολογημένων επεμβάσεων.
Κατασκευή περιμετρικού διαδρόμου πλάτους περίπου 2 μ., από
σκυρόδεμα και διαμόρφωση προσβάσεων στο ναό. Περιμετρική λι
θοδομή οριοθέτησης και αντιστήριξης των γαιών του πέριξ υπερυ
ψωμένου εδάφους. «Καμαροειδή» στέγαστρα από ωπλισμένο σκυ
ρόδεμα, «εν προβόλω», στη δυτική, νότια και βόρεια θύρα του
νάρθηκα.
Καθαίρεση των παλαιών σαθρών επιχρισμάτων στη ζώνη αμέσως
κάτω από τις διατηρημένες τοιχογραφίες και επανεπίχριση σε
συνδυασμό με τη στερέωση του περιθωρίου των τοιχογραφιών
(στεφανώματα).
Επίσης, σημειώνουμε:
1985: Επισκευή κεραμοσκεπής.
Τοποθέτηση θυρίδων εξαερισμού σε παράθυρα του φωταγωγού.
1988: Υδραυλικές - στεγανωτικές εργασίες στο χώρο της πρόθεσης του
ναού.
318
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΗΣ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ
ΤΩΝ ΞΥΑΟΠΗΚΤΩΝ ΘΟΑΩΝ1
I. Ρωμαϊκή περίοδος
1. Πρώτη παρουσίαση του θέματος βλ. Φούντάς Π., «Ξυλόπηκτες θολωτές οροφές σε
ναούς της βυζαντινής περιόδου. Ενδείξεις για το Πρωτάτο», ΚΔ' Συμπόσιο ΧΑΕ, (2004), σ.
98, 99.
2. Vitruvius, De Architectura (Περί Αρχιτεκτονικής), μετάφρ. Π. Λέφας, Αθήνα χ.χ.έ.,
βιβλ. 7, κεφ. 2, § 2.
3. Στο ίδιο, βιβλ. 5, κεφ. 10, §3.
319
κα, σε χώρους ποικίλων χρήσεων καί μεγεθών: από απλά δωμάτια1 κατοι
κιών, μέχρι μεγάλες αίθουσες δημοσίων κτιρίων. Σχεδιαστική απόδοση
της περιγραφόμενης κατασκευής ψευδοκαμάρας έχει επιχειρήσει ο Α.
Choisy*2. (Εικ. 1). Ο ημικυλινδρικός σκελετός σχηματιζόταν με «...ευθείς
στρωτήρες από ξύλο ει δυνατόν κυπαρισσιού...» που ήταν άσηπτο και μα
κρόβιο, και η ανάρτησή του γινόταν από τη στέγη, μέσω ξύλινων συνδέ
σμων από «πύξο, άρκευθο, ελιά, αγριοδρύ, κυπαρίσσι ή κάποιο άλλο πα
ρόμοιο ξύλο...»3. Τα καλάμια (ελληνικής προέλευσης, όπως αναφέρει)
προσδένονταν στο σκελετό με σχοινιά από ισπανικό σπάρτο4. Στην επά
νω επιφάνεια της «καλαμωτής» του θόλου, επιστρωνόταν ασβεστοκονία
μα μικρής περιεκτικότητας σε άμμο. Ο Βιτρούβιος πιστεύει ότι αυτή η
στρώση χρησίμευε για να συγκρατεί τις σταγόνες της βροχής που τυχόν
θα διαπερνούσαν τη στέγη5.
Στη συνέχεια γράφει6 για τις τρεις επάλληλες επιστρώσεις κονιαμά
των (επιχρισμάτων), καθώς και για την διαμόρφωση έξεργων διακοσμητι-
κών στοιχείων: «γείσων» ή κοσμητών κ.λ.π. Οι επόμενες παράγραφοι7 εί
ναι σημαντικές γιατί αναφέρονται στην τοιχογράφηση με την τεχνική του
φρέσκο: «... τα χρώματα που εφαρμόζονται με επιμέλεια όταν το επίχρι
σμα είναι ακόμη νωπό, δεν αποβάλλονται και διατηρούνται για πάντα»8.
Επίσης, ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι η παράγραφος όπου παρουσιά
1 . Βλ. Adam Jean-Piere, La Construction Romaine. Matériaux et Techniques, Paris VI, χ.χ.έ., εικ.
473: Σε Πομπηϊανά δωμάτια σώζονται, σε τοξωτή διάταξη, οι δοκοθήκες του ξύλινου σκε
λετού της καμάρας που τα εκάλυπτε. Πρβλ. και εικ. 472. Τα δωμάτια αυτά λέγονταν κα
μάρια.
2. Vitruvius, βιβλ. 7, σχόλ.: εικ. σελ. 131.
3. Στον Ίδιο, βιβλ. 7, κεφ. 3, §1.
4. Ο κυριότερος λόγος που δένονταν και δεν καρφώνονταν, ήταν για να μη σχίζονται
από τα καρφιά. Αλλος λόγος ήταν η αποφυγή οξείδωσης των ηλώσεων από την άσβεστο
του κονιάματος.
5. Σύμφωνα με μαρτυρία ειδικού τεχνίτη της προηγούμενης γενιάς, στο γνωστό «μπα
γδαντί», χρησιμοποιούσαν καλάμια πριν εισαχθεί η χρήση τυποποιημένων πήχεων (τσίτες).
Μάλιστα θυμάται ότι, για την διάστρωση του ασβεστοκονιάματος στην επάνω επιφάνεια
των καλαμιών, ανέβαζαν στον ενδιάμεσο χώρο της στέγης, ένα παιδί (προφανώς, για την α
ποφυγή θραύσης καλαμιών από το μεγαλύτερο βάρος ανδρός, αλλά και χάριν ευκινησίας
λόγω στενότητας χώρου). Το ασβεστοκονίαμα αυτό ήταν παχύ και διαπερνούσε τους
«αρμούς» (αραλίκια), ώστε να συνδέεται και να συγκρατεί με την πρόσφυση, την κατόπιν
εφαρμοζόμενη πρώτη στρώση του επιχρίσματος στην κύρια (κάτω) επιφάνεια της οροφής.
Πρέπει, λοιπόν, να ήταν η επιδίωξη καλύτερης πρόσφυσης του επιχρίσματος, η αιτία της
διάστρωσης ασβεστοκονιάματος πάνω από τα καλάμια· γιατί ο λόγος που επικαλείται ο
Βιτρούβιος δεν είναι και τόσο πειστικός.
6. Vitruvius, ό.π., βιβλ. 5, κεφ. 3, §3-6.
7. Στον Ίδιο, § 7, 8.
8. Στον Ίδιο, βιβλ. 7, κεφ. 3, §7.
320
ζεται μία πρόσθετη τεχνική, βελτιωτική της ποιότητας και αντοχής των
καλαμωτών κατασκευών. Εγγύηση για την αποφυγή ρηγματώσεων στα
επιχρίσματα, παρέχει η τοποθέτηση δύο επάλληλων στρώσεων από
καλάμια, ανάμεσα στις οποίες παρεμβάλλεται κονίαμα. Η κατεύθυνση
των καλαμιών της δεύτερης στρώσης είναι κάθετη σ’ εκείνη της πρώτης.
Τα καλάμια της δεύτερης στρώσης δεν δένονται, αλλά καρφώνονται με
πλατυκέφαλα καρφιά1, «το διπλό πλέγμα από κάθετα μεταξύ τους
καλάμια, δεν θα επιτρέψει να δημιουργηθούν σκασίματα ή ρωγμές». Ο
Πλίνιος αναφέρει και ξύλινα δικτυωτά12 που επιχρίονταν. Σχετικά με το
ζήτημα της κάλυψης των ρωμαϊκών βασιλικών από τις οποίες κατάγονται
οι αντίστοιχες χριστιανικές, είναι γνωστό ότι ήσαν κατά κανόνα ξυλό-
στεγες, με ή χωρίς επίπεδες οροφές3. Είναι πιθανότατο ότι υπήρχαν και
περιπτώσεις εφαρμογής ξηλόπηκτων θολωτών οροφών. Παρότι στην περι
γραφή της κάλυψης μιας βασιλικής, υπάρχουν σημεία ασαφή, προβάλλει
σοβαρό το ενδεχόμενο αυτό, και ο προβληματισμός που τίθεται, σχετικά
με το εν λόγω θέμα και τον μνημονευόμενο όρο μέλαθρον, είναι πολύ εν
διαφέρων4. Οι ξυλόπηκτοι θόλοι «πλουτίζονταν» και με απλές ή περίτε
321
χνες φατνωμα-ακές εσοχές επενδεδυμένες επίσης, μέ κονιάματα1. Η μεγα
λοπρεπής τελική διαμόρφωση της οροφής έδωσε, καθώς φαίνεται, στον
όρο μέλαθρον, κατά συνεκδοχή, έννοια ευρύτερη, σχετιζόμενη με αρχι
τεκτονικές διαρθρώσεις υψηλών αξιώσεων.
ξυλόπηκτων καμαρών. Κατά μίαν άποψη ο τύπος κμέλεθρον (βλ. Λεξικό Liddell-Scott),
σχετίζεται γλωσσολογικά με την λ. καμάρα (βλ. και Hofmann J. Β., Ετυμολογικόν Λεξικόν
της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης).
1. Vitruvius, ό.π., υποσ. 5. 26. Είναι γνωστό ότι στις ελληνιστικές οικίες της Πριήνης
υπήρχαν οροφές στις οποίες τα φατνώματα ήσαν επενδεδυμένα με χρωματιστό κονίαμα.
Βλ. Wiegand Th., Schrader Η., Priene, Berlin 1904, σ. 312. Επίσης ο Πλίνιος μνημονεύει
ζωγραφική πάνω σε φατνωματικές οροφές (Plinius, N. Η. XXXV, 124).
2. Βλ. Georgii Codini, Excerpta de antiquitatibus Constantinopolitanis, εκδ. Imm. Bekkeri, Bonnae
1843, σ. 88, 89. Επίσης, Preger Th. (εκδ.), Scriptores originimi Constantinopolitarum, I-II, Leipzig
1989, 234, 2-274,11-286,18.
3. Στον Ίδιο, σ. 124 (στίχ. 1).
322
λου Κωνσταντίνου καί "Ελένης...»1. Για τον ίδιο ναό των Αγίων Αποστό
λων, ο Μιχαήλ Γλυκάς (12ος αι.)12, στο έργο του «Βίβλος χρονική» αναφέ
ρει: «'Η όέ των "Αγίων "Αποστόλων εκκλησία δρομική, ξυλότρουλλος,
εκτίσθη τό πρότερον παρά τοϋ μεγάλου Κωνσταντίνου, έμεγαλύνθη όέ
καί ώς έχει νϋν κατεσκευάσθη, παρά Θεοδώρας, γυναικός "Ιουστινια
νού...»3.
Για το σχήμα του ξυλότρουλλου στο ναό των Αγίων Αποστόλων,
έχουμε τη γνώμη, με βάση την περιγραφή του Ευσεβίου, ότι μάλλον ήταν
ημισφαιρικής μορφής4. Εξ άλλου, το αρχικό και το κύριο σχήμα του
1. Στον Ίδιο, ο. 147, στίχ. 2, 3. Πρβλ. και σ. 17, στίχ. 3, ο. 73, στίχ. 9.
2. Βλ. Τσολάκης Ε., Βυζαντινοί Ιστορικοί και Χρονογράφοι 11ου και 12ον αι.,
Θεσσαλονίκη 1978, σ. 115.
3. P.G., 158, 504Α.
4. Ποια μορφή είχε ο ξυλότρουλλος των Αγίων Αποστόλων; Μήπως επρόκειτο για
τετραγωνική υπερύψωση με τετρακλινή στέγη; Απ’ την περιγραφή του Ευσεβίου
προκύπτει, καθώς νομίζουμε, ότι πιθανότατα είχε κυλινδρικό ή πολυγωνικό τύμπανο και
μάλλον ημισφαιρική κάλυψη. Τα στοιχεία που προδίδουν μια τέτοια διαμόρφωση,
περιέχονται στο εξής χωρίο: «... διαλαδών όέ λεπτοϊς φατνώμασι την στέγην, χρυσφ την
πάσαν έκάλυπτεν άνω χαλκός μέν αντί κεράμου, φυλακήν τφ έργω πρός νετών
άσφάλειαν παρείχε■ καί τοϋτον όέ πολύς περιέλαμπε χρυσός, ώς μαρμαρνγάς τοϊς
πόρρωθεν άφορώσι ταϊς ήλιου ανγαϊς άντανακλωμέναις έκπέμπειν. Δ ικτυωτά όέ πέριξ
è κ ύ κ λ ο υ τό όωμάτιον ανάγλυφα, χαλκφ καί χρυσφ κατειργασμένα» (Ευσέβιος, «Βίος
Κωνσταντίνου», βιβλ. IV, κεφ. 58: «Περί οικοδομής τοΰ έπικαλουμένου των ’Αποστόλων έν
Κωνσταντινουπόλει Μαρτυρίου», P.G., 20, 1209).
Τα σχετικά με το όωμάτιον συμφραζόμενα δείχνουν ότι μάλλον επρόκειτο για ένα
στενό, κυκλοτερές δώμα (η λέξη έχει και την ένοια «ταράτσα», από την αρχαία εποχή:
πρβλ. Ματθ., ι', 27 και κδ', 17), που περιέτρεχε (εκύκλου) την βάση του τρούλλου,
περιφραγμένο με περίτεχνο δικτυωτό κιγκλίδωμα. Πιθανόν, χρησίμευε για την επισκευή
και καθαρισμό των παραθύρων και την πρόσβαση (μέσω φορητής σκάλας) σε διάφορα
σημεία της χάλκινης επικάλυψης προς επισκευή, στίλβωση ή επιχρύσωση. (Μια ιδέα για
τη μορφή τέτοιων κυκλοτερών «εξωστών», δίνει το μαυσωλείο του Θεοδώριχου, ενώ
ανάλογα στοιχεία συναντώνται στο εσωτερικό τρούλλων, όπως π.χ. στην Αγία Σοφία της
Κωνσταντινούπολης).
Για το ότι ο τρούλλος δεν είχε επίπεδες επιφάνειες εξωτερικά (δεν ήταν δηλ. πυραμι
δοειδής), συνηγορεί και η φράση «πολύς περιέλαμπε χρυσός»· εάν ήταν πυραμιδοειδής,
δεν θα φαίνονταν πάντοτε, από μακρυά, οι λάμψεις οι εκπεμπόμενες απ’ τις αντανακλάσεις
του ηλιακού φωτός. Η επικάλυψη με χαλκό, υλικό ελαφρότερο από τα κεραμίδια, ταιριάζει
περισσότερο σε ξυλόπηκτη κατασκευή. Όσον αφορά στην εσωτερική μορφή του τρούλλου,
τα λεπτά φατνώματα που αναφέρει ο Ευσέβιος, εγγράφονται με αισθητικώτερη γεωμε
τρική διάταξη, σε ημισφαιρική επιφάνεια (όπως π.χ. στο Πάνθεον της Ρώμης) και όχι σε
κωνική. Ήδη, η ημισφαιρική μορφή ως συμβολίζουσα τον ουράνιο θόλο, ήταν επιθυμητή
και σε εποχές πριν από τον Χριστιανισμό (βλ. Krautheimer R., ό.π., σ. 42 και 282-283). Απο τα
παραπάνω συνάγεται ότι το δεύτερο συνθετικό του όρου «ξυλότρουλλος» δεν χρησιμο
ποιείται κατά συνεκδοχή, αλλά μάλλον κυριολεκτικά. Ο R. Krautheimer σχολιάζει τις
διάφορες απόψεις σχετικά με το Κωνσταντίνειο Αποστολείο (σ. 567, υποσ. 4) και
323
«τρούλλου», αν βασισθούμε στο λατινικό έτυμο του όρου, είναι το ημι-
σφαιρικό*1.
Β. Αν περάσουμε από τις γραπτές πηγές στα ίδια τα κτίσματα, δεν έ
χουν διασωθεί βέβαια -και είναι απολύτως εύλογο- ξυλόπηκτοι θόλοι της
περιόδου αυτής· για αρκετά μνημεία όμως, τα αρχιτεκτονικά και κατα
σκευαστικά δεδομένα που παρέχει η υφισταμένη δομή τους (κατάσταση
διατήρησής τους), υπαγορεύουν παρόμοια ενδεχόμενα. Για ορισμένα,
μάλιστα, οι μελετητές πιστεύουν χωρίς επιφύλαξη ότι στεγάζονταν με
ξυλόπηκτους θόλους. Πιο συγκεκριμένα:
α. Για ορθογωνικά, δρομικά εκκλησιαστικά οικοδομήματα ή τμήματά
τους, υποστηρίζεται ή πιθανολογείται η στέγαση με ξυλόπηκτους θόλους
(καμάρες). Τα παραδείγματα ανήκουν στην παλαιοχριστιανική περίοδο.
β. Για αρκετά κτίσματα με κυκλοτερή ή πολυγωνικό πυρήνα, πιθανο
λογείται ότι ο κεντρικός χώρος τους στεγαζόταν με ξύλινο θόλο. Τέτοια
μνημεία επισημαίνονται από το 4ο μέχρι και τον 7ο τουλάχιστον, αιώνα.
α. Δρομικά κτίσματα
Μια πρώιμη μαρτυρία για εκκλησία, πριν από το 319 (επί βασιλείας
Μεγάλου Κωνσταντίνου), είναι πολύ σημαντική, γιατί λόγω της μεταβατι-
κότητας της περιόδου, αποτελεί, τόσο ένα πρόσθετο τεκμήριο για την κα
τασκευή ξυλοπήκτων καμαρών σε δημόσια κτίρια κατά την ρωμαϊκή επο
χή, όσο και μια απόδειξη για την υιοθέτηση της τεχνικής, από νωρίς, στα
324
χριστιανικά λατρευτικά κτίσματα1. Στον καθεδρικό ναό της Ακυληίας12
(στο μυχό της Αδριατικής), «... το ανατολικό διαμέρισμα της νότιας αίθου
σας καλυπτόταν με μια εγκάρσια, φατνωματική, ημικυλινδρική κα
μάρα κατασκευασμένη από κ α λ ά μ ι »3. Προφανώς η αναφερόμενη τε
χνική είναι ίδια ή παραπλήσια με αυτή που περιγράφει ο Βιτρούβιος. Εί
ναι δε εξίσου ενδιαφέρον ότι τα φατνώματα ήσαν ζωγραφισμένα4. Ανα
φορικά με το μέχρι στιγμής άλυτο πρόβλημα του τρόπου στέγασης του
μεσαίου κλιτούς της βασιλικής του Meriamlik5 (471-491), όπου τα πλάγια
κλιτή στεγάζονταν με κτιστές καμάρες, και σε συσχετισμό με ξυλόστεγα
κτίσματα όπως το Alahan Manastir, προβάλλει ελκυστική η άποψη του R.
Krautheimer: «Είναι ενδεχόμενο ότι αυτού του είδους τα κτίρια μετέφεραν
απλώς σε ξύλινη κατασκευή κάποιο πρότυπο εξ ολοκλήρου θολοσκεπές,
με ημικυλινδρική καμάρα πάνω από το πρώτο διαμέρισμα του μεσαίου
κλιτούς και με τρούλλο πάνω από το δεύτερο»6. Η άποψη αυτή αποκτά
ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το θέμα που μας απασχολεί, αν ερμηνευθεί ως
πιστή μεταφορά, δηλαδή ως ξύλινη κατασκευή με μορφή κτιστών θόλων.
Η ερμηνεία αυτή είναι η πλέον πιθανή.
Για το κυκλικό τμήμα του ναού της Ανάστασης στην Ιερουσαλήμ, έχει
γραφεί ότι στεγαζόταν με «θόλο ξύλινης ενδεχομένως κατασκευής», από
την αρχική φάση του 4ου αιώνα7, μέχρι, τουλάχιστον, και τον 7ο8. Για τη
325
μεσοβυζαντινή φάση του κτίσματος, θα γίνει στη συνέχεια ιδιαίτερος
λόγος.
Σε μια πολύ σημαντική εκκλησία της Αντιόχειας, το Χρυσό Οκτάγω
νο, που βρισκόταν δίπλα στα αυτοκρατορίκά ανάκτορα, (θεμελιώθηκε
από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο το 327 και αποπερατώθηκε το 341 από το
γυιό του Κωνσταντίνο), «η κεντρική, οκταγωνική αίθουσα στεγαζόταν
είτε με πυραμιδοειδή στέγη είτε, ήδη από την αρχή, με ξύλινο θόλο»1. «Με
ξύλινη στέγη, πιθανόν κωνική...»*2 στεγαζόταν
1 ίσως και ο κεντρικός χώρος
του κυκλοτερούς ναού «Imbomon», που χτίσθηκε στο Όρος των Ελαιών
(στους Αγίους Τόπους), το 370.
Η αρχική εκκλησία του Αγίου Γερεώνος, ήταν ένα κτίσμα του 4ου
αιώνα, με ελλειψοειδή κάτοψη, που η στέγη του «πρέπει να ήταν είτε μια
ανοιχτή ξύλινη κατασκευή, είτε μια ελαφριά καλαμωτή καμάρα»3. Η
τεχνική με καλάμια παραπέμπει πάλι στην περιγραφή του Βιτρουβίου.
Παραπλήσιες υποθέσεις καταγράφει ο R. Krautheimer, και για δύο περί-
κεντρα μνημεία του 5ου αιώνα στη Ρώμη: Το βαπτιστήριο στο Λατερανό
και τον Άγιο Στέφανο (Rotondo)4. Είναι και εδώ ενδιαφέρον, γιατί θυμίζει
πάλι την τεχνική που αναφέρει ο Βιτρούβιος, ότι κατά την αναδιαμόρ-
φωση του πρώτου κτιρίου από τον Σίξτο τον Τ' (432-440), ένας από τους
ενδεχόμενους τρόπους στέγασης του κεντρικού χώρου, ήταν «ένας ελα
φρός καλαμωτός θόλος»5. Σε ένα άλλο κτίσμα του 5ου αιώνα, στην εκ
κλησία της Θεοτόκου στο όρος Γαριζίν, η οκταγωνική κεντρική αίθουσα
«φαίνεται ότι καλυπτόταν με ξύλινο θόλο ή με πυραμιδοειδή, επίσης ξύλι
νη στέγη»6. Ενώ, για το Μαρτυρώ του Αγίου Φιλίππου (αρχές 5ου αι.;)
στην Ιεράπολη, εκφράζεται η βεβαιότητα ότι ο οκταγωνικός πυρήνας,
πλάτους 20,70 μ., στεγαζόταν «προφανώς με ξύλινο τρούλλο»7. Αλλά και
για την προβληματική στέγαση του κεντρικού οκταγωνικού χώρου στον
σταυρικό ναό του Qal’ at Siman στη Συρία, επίσης του 5ου αιώνα, εκτός
8. Ο Ίδιος, σ. 568-569, σημ. 11. Η άποψη στηρίζεται, εκτός από τις περιγραφές των
πρώτων προσκυνητών, και σε απεικονίσεις, όπως π.χ. στα φιαλίδια της Monza του 6ου και
7ου αιώνα, και στο κιβωτίδιο από τα Αγια των Αγίων.
1. Krautheimer R., ό.π., σ. 98.
2. Στον Ίδιο, σ. 96.
3. Στον Ίδιο, σ. 112: «... the roof of the structure, either an oppen timber construction or a light
cane vault...».
4. Στον Ιδιο, σ. 115, 116, εικ. 48 και 49. Κτίσθηκε στο διάστημα 468-483. Βλ. και
Krautheimer R., Corbett Sp., Franke W., Corpus Basilicarum Christianarum Romae, τόμ. IV, Vaticano
1970. Σχετικά με τη χρήση κάποιου ελαφρού υλικού για την θολωτή κάλυψη του κεντρικού
κυκλοτερούς χώρου βλ. Deichmann F.W. , Miscellanea Giulio Belvederi, Ρώμη 1955, σ. 437 κ.εξ.
5. Στον Ιδιο, σ. 115.
6. Krautheimer R. ό.π., σ. 196.
7. Ο ίδιος, σ. 202.
326
από την πρόταση για πυραμιδοειδή κάλυψη, έχει υποστηριχθεί και η
στέγαση με ξύλινο θόλο1.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον εν προκειμένω, παρουσιάζει η άποψη του Ρ.
Sanpaolesi για τον τρόπο στέγασης του ναού των Αγίων Σέργιου και Βά
κχου στην Κωνσταντινούπολη, κτίσματος του 6ου αιώνα. Πιστεύει ότι το
επάνω μέρος του τρούλλου, εν αντιθέσει προς το κάτω που είναι πλινθό
κτιστο, είχε ενδεχομένως κατασκευασθεί με κάποιο ελαφρό υλικό, ένα
είδος μπαγδαντί: ασβεστοκονίαμα με αναμεμιγμένα άχυρα, προσκολ-
λημένο πάνω σε ξύλινο πλέγμα12.
Επίσης ο R. Krautheimer αναφερόμενος στην εκκλησία του Mayafarquin
στη βόρεια Μεσοποταμία, χτισμένη μετά το 5913, πιθανολογεί ότι «... το
κεντρικό κλιτός καλυπτόταν με ξύλινο θόλο...»4. Ο τύπος των τετρα-
κόγχων της πρωτοβυζαντινής περιόδου που επιβιώνει μέχρι τον 7ο αιώνα,
σ’ ένα παράδειγμα στην Αρμενία, παρουσιάζει επίσης το πρόβλημα του
είδους της στέγασης του κεντρικού χώρου: «φαίνεται ότι κατά κανόνα
επρόκειτο για ξύλινη κατασκευή, άλλοτε πυραμιδοειδή στέγη και άλλοτε
ξυλόπηκτο θόλο»5.
1. Krencker D., J.D.A.I., XLIX, 1934, σ. 62 κ.εξ. και Forschungen und Fortschritte, XV, 1939, σ.
32.
2. Sanpaolesi Ρ., Rivista dell’ Istituto Nazionale d’Archeologia e Storia dell’Arte, N.S. X (1961), σ.
116 κ.εξ.
3. Krautheimer R., ό.π., σ. 361.
4. Στον Ίδιο, σ. 605, υποσ. 10.
5. Krautheimer R., ό.π., σ. 284.
327
ΠΙ. Οι μετέπειτα περίοδοι μέχρι την πρώιμη μεταβυζαντινή
Α. Δυτική Ευρώπη.
328
ημισφαιρικούς θόλους1. (Εικ. 5, 6). Η κυρτή (εξωτερική), ξύλινη επιφάνεια,
επικαλυπτόταν με μεταλλικά φύλλα, ίσως από χαλκό ή μόλυβδο. Η
προέλευση των κατασκευών αυτών έχει αποδοθεί από ερευνητές που
μελέτησαν το συγκεκριμένο θέμα, στην ισλαμική αρχιτεκτονική12, σε μνη
μεία όπως ο Θόλος του Βράχου στην Ιερουσαλήμ. Ειδικότερη αναφορά
στην κατασκευή ξυλόπηκτων ημισφαιρικών θόλων βρίσκουμε σε μελέτη
του K.A.C. Creswell3. Το θέμα όμως της προέλευσης, χρειάζεται επανεξέ
ταση, δεδομένου ότι καταστράφηκαν χωρίς να ανακαινισθούν, ύστερα
από την τουρκική κατάκτηση, παρόμοιες κατασκευές στό Βυζάντιο.
Πάντως, το παράδειγμα του Αγίου Μάρκου είναι ιδιαίτερα αξιοπρόσεκτο,
ως ενδεικτικό των τεχνικών δυνατοτήτων στην ξυλουργική των στεγών
και συγκεκριμένα στην διαμόρφωση σφαιροειδών επιφανειών από ξύλο,
κατά τον 13ο αιώνα4. Στην ίδια πόλη, στη Santa Maria dei Miracoli5 (1480), η
θολωτή εξωτερικά, ξύλινη στέγη6, διαμορφωμένη με το σύστημα της άντω-
σης, φέρει ανηρτημένη, θολωτή, επίσης ξύλινη οροφή (Εικ. 7α). Παρεμ
φερείς διαρθρώσεις διασώζουν κατασκευαστικούς τρόπους που έχουν την
καταγωγή τους στις ρωμανικές βασιλικές και πιθανόν, σε ανάλογες
κατασκευές των ρωμαϊκών χρόνων7.
Ξύλινο τρούλο έχει και ο ναός του Αγίου Γεωργίου8 των Ελλήνων,
επίσης στη Βενετία, που χρονολογείται όμως σε οψιμότερη εποχή (16ος
αι.). Ο Ιταλός αρχιτέκτων της Αναγέννησης A. Palladio (1518-1580), στο
βιβλίο του για την αρχιτεκτονική9, αλλά και στο υλοποιημένο έργο του,
προτείνει και κατασκευές ξυλόπηκτων καμαρών, μικρής10 ή μεγάλης11
1. Demus Ο., The Mosaics of San Marco in Venice. I: The Eleventh and Twelfth Centuries. Vol.
One: Text, σ. 407, εικ. 19. Ο ίδιος, The Church of San Marco in Venice. History-Architecture-
Sculpture, Washington I960, εικ. 115.
2. Για τη διαμόρφωση αυτών των κελυφών, την σχέση τους με ισλαμικά παραδείγματα
και τη χρονολόγηση τους βλ. Fiocco G., Bollettino Centro Internazionale... Andrea Palladio, Vili
(1968), σ. 222 κ.εξ., που παραπέμπει και στον Monneret de Villard U., Architettura e Arti
Decorative, I (1921), σ. 315 κ.εξ. Βλ. επίσης, ο ίδιος, Introduzione allo studio dell’ archeologia
islamica, Βενετία 1966, σ. 201 κ.εξ.
3. Creswell K.A.C., The Muslim Architecture of Egypt, Οξφόρδη 1952, II, σ. 237 και σημ. 7.
4. Παρόμοια ξύλινη τρουλλοειδή διαμόρφωση συναντούμε και στον ρωμανικό ναό του
St. Quirinus στο Neuss της Γερμανίας (Εικ. 13β). Η ίδια κατασκευαστική αντίληψη
συναντάται και σε θολωτά μνημεία της Ρωσίας (Εικ. 14, 3β).
5. A History of Technology, τόμ. 3, σ. 248, 249, εικ. 1616.
6. Βλ. Feiffer C., Il progetto di conservazione, Milano 1997, a. 520-528, εικ. 52, 53, 54, 55.
7. A History of Technology, τόμ. 3, σ. 249.
8. Μπρούσκαρη Ε., Η Εκκλησία του Αγίου Γεωργίου των Ελλήνων στη Βενετία,
Αθήνα 1995, εικ. 10, 44, 99.
9. Palladio A., I quatro libri dell’architectura, 1570, επανέκδοση: Milano 1968.
10. Βλ. Adam J-P., ό.π., εικ. 497.
329
κλίμακας. Στο σχέδιο του, π.χ., για το πρόπυλο στο Πάνθεο, φαίνεται, σε
τομή, η εγγραφή ξυλόπηκτης καμάρας σε ξύλινο ζευκτό1.
Στη Γαλλία, τα πολύ ενδιαφέροντα σχέδια του Philibert de l’Orme, για
ξύλινες θολωτές στέγες, στο σχετικό εγχειρίδιο*2 του
1 (1561), παρουσιά
ζονται και προβάλλονται ως καινοτομία (Εικ. 12α). Αν υπάρχει όμως
καινοτομία, αυτή αναφέρεται όχι στην διαμόρφωση ξύλινων θόλων που
ήσαν γνωστοί ήδη, κατά τον μεσαίωνα, αλλά ίσως στην χρησιμοποίηση
τεμαχίων ξύλων, τα οποία συναρμολογούμενα με χρήση τόρμων κι
εντορμιών, σχημάτιζαν τις τοξωτές νευρώσεις που αποτελούσαν τους
φορείς της στέγης3. Είναι πιθανόν ότι πρόκειται για διασκευές ανάλογων
μεσαιωνικών κατασκευών4. Στη Γαλλία υπάρχει μια αξιολογώτατη σειρά
ρωμανικών κτισμάτων που στεγάζονται με παλαιές ή ανανεωμένες
ξυλόπηκτες, ημικυλινδρικές ή ελαφρά «οξυκόρυφες» καμάρες. Για τα
παλαιότερα παραδείγματα, όπου εμφανίζεται και πρόσφορη σε συσχετι
σμούς ξυλογλυπτική, θα απαιτηθεί ιδιαίτερη παρουσίαση, έξω από το
πλαίσιο αυτής της μελέτης.
Στην Ισπανία απαντώνται ξύλινες οροφές ποικίλων μορφών5 (Εικ. 11),
ενώ στην Πορτογαλία υπάρχει αξιόλογη παράδοση ξύλινων, ημικυ-
λινδρικών, φατνωματικών οροφών6. (Εικ. 10α, β). Επίσης, προκειμένου
για την αντίστοιχη κατασκευαστική παράδοση στην Αγγλία, αξίζει μνεία
περίτεχνων, πολυτελών, ξύλινων στεγών7 (Εικ. 13α), αλλά και της
«ταπεινής» τεχνικής που στην Ελλάδα ονομάζουμε «μπαγδαντί»8.
11. Barbieri Fr., The Basilica of Andrea Palladio (Corpus Palladianum), τόμ. II, (The Pennsylvania
State University Press), χ.χ.έ., πίν. X, εικ. 12,14, σχ. ι (τομή κατά πλάτος).
1. Βλ. Adam J-P., ό.π., εικ. 497.
2. De l'Orme Philibert, Trades d’Architecture, (Leonce lager), Paris, χ.χ.έ.
3. Nuere Matauco Enr., La Carpinteria de Armar Espanola, Madrid 2003 (3η έκδ.), ο. 169.
4. Η άποψη αυτή ενισχύεται από το γεγονός ότι τοξωτά ξύλα με την ίδια ακτίνα κα
μπυλότητας, ήταν ανέκαθεν δύσκολο να εξευρεθούν ή να διαμορφωθούν. Εξ άλλου ο De
l’Orme (1510;-1570), είχε μελετήσει τα ερείπια της Ρώμης και οι «επινοήσεις» του προϋπέ
θεταν μια παλιότερη κατασκευαστική εμπειρία, που πρέπει να υπήρχε στη Γαλλία. Όσον
αφορά στην ενδεχόμενη επίδραση της Αναγέννησης, αυτή άρχισε να «εισάγεται» στη Γαλ
λία από την Ιταλία κατά τα πρώτα χρόνια του 16ου αι. Βλ. A History of Technology, τόμ. Ill, σ.
252, 253. Η εφαρμογή της τεχνικής του De l’Orme και στην Ισπανία, όπου υπήρχε αξιόλογη
κατασκευαστική παράδοση στις ξύλινες και μάλιστα περίτεχνες στέγες, ενισχύει
περισσότερο την άποψη αυτή. (Πρβλ. Εικ. 12β).
5. Nuere Matauco Enr., ό.π., σποραδικά.
6. Στον ίδιο, σ. 16, εικ. 14, σ. 22, εικ. 4.
7. Βλ. π.χ., διαμόρφωση καμπυλόμορφων ξύλινων ζευκτών των ετών 1394-1402: Fumeau-
Jordan R., Ιστορία της Αρχιτεκτονικής, (ελλην. μετάφρ.), Αθήνα 1981, σ. 210, 211, εικ. 184.
8. A History of Technology, τόμ. Ill, σ. 264, εικ. 171.
330
Β. Ρωσία
Γ. Ισλάμ
1. Κόρατς Β. - Σούπουτ Μ., Βυζάντιο: Ιστορία και Αρχιτεκτονική, χ.τ.χ.έ., σ. 101, 104,
106.
2. Χρονικά του Νόβγκοροντ, Πετρούπολη 1879. Το αρχαιότερο Χρονικό του N., (1),
καταγράφει γεγονότα μέχρι το 1330.
3. Βλ. Mango C., ό.π., εικ. 364.
4. Δημητροκάλλης Γ., Αρμενική Ναοδομία, Αθήνα 1996, σ. 45, υποσ. 53.
5. Creswell K.A.C. ,The Muslim Architecture of Egypt, Οξφόρδη 1952, II, σ. 237 και σημ. 7.
6. Βλ. Μπούρας X., Ιστορία της Αρχιτεκτονικής, τόμ. Β', Αθήνα 1994, σ. 175, εικ. σ. 176.
Papadopoulo Alex., Islam and Muslim art, 1979, εικ. 611 (τομή).
7. Nuere Matauco Enr., La Carpinteria de Armar Espanola, (3η έκδ.), Madrid 2003, σ. 148, εικ.
29, 30, σ. 149, εικ. 31. Μπούρας X., Ιστορία, τόμ. Β', σ. 446.
8. Στο ίδιο, σ. 200, εικ. 12, σ. 220, εικ. 2. Μπούρας X., ό.π., σ. 444.
331
που αποδίδεται στον Βαγιαζήτ Α' (1347-1402), όπου ανάμεσα στην ξύλινη,
θολωτή (ημισφαιρική) οροφή και στην στέγη παρεμβάλλεται χώρος επι-
σκέψιμος.
332
Ξύλινο τρούλλο με οπαίο στην κορυφή, βλέπει στον κυκλικό ναό της Ανα-
στάσεως, κατά τις αρχές του 12ου αιώνα (1106-1107 ή 1113-1115) ο Ρώσος
προσκυνητής Δανιήλ1. Ανάλογη είναι η παρατήρηση, πολύ αργότερα, του
προσκυνητού Δανιήλ, ιατρού, (1680), για την «ξύλινη και ασκέπαστη
άνωθεν, και απ’ έξω μετά μολύβόου τρούλα»12.
Αν και ξεφεύγει από τα όρια της μελέτης αυτής το μεγάλο πρόβλημα
των μορφών3 που είχαν οι κατά καιρούς ξύλινες στέγες του ναού, επειδή
το ζήτημα της μορφής των ξυλόπηκτων θόλων παρουσιάζει, στην προκει
μένη περίπτωση, ειδικό ενδιαφέρον, δεν θα παραλείπουμε κάποιες νύξεις.
Υποψιαζόμαστε πως ένα σοβαρό μέρος των αντιφάσεων και προ
βλημάτων που παρατηρούνται σε προτεινόμενες επί τη βάσει γραπτών
μαρτυριών και παλαιών σχεδίων4, αναπαραστάσεις, οφείλεται, αφενός
στην ταύτιση οροφής και στέγης, πράγμα που, όπως είδαμε, δεν ισχύει
πάντοτε, και αφετέρου στην απόδοση, συνήθως, κωνικής μορφής σε κάθε
μαρτυρούμενη σε γραπτή πηγή, ξύλινη οροφή ή στέγη. Το τελευταίο είναι
δυνατό να συμβαίνει προκειμένου για (εξωτερική) στέγη αλλά είναι
μάλλον αμφίβολο ότι ισχύει προκειμένου για την οροφή. Έτσι στην
περιγραφόμενη στέγη του 9ου αιώνα είναι εύλογο να θεωρήσουμε ότι ο
εσωτερικός, ξύλινος θόλος (testudo) ήταν πιθανότατα ημισφαιρικός5.
1. Βλ. γαλλική μετάφραση του ρωσικού πρωτοτύπου: Khitrowo B., Mme de, Itinéraires
Russes en Orient, (ανατύπωση της έκδοσης 1889) Osnabrück 1966, σ. 12-14. Ευτύχιος
Αλεξανδρείας. «Χρονογραφία», P.G. 111,1131Α.
2. Δανιήλ (ιατρού), Προσκυνητάριον, σύν Θεφ άγίω, τής άγιας πόλεως 'Ιερουσαλήμ.
Από το υπ’ αρ. 153 χειρόγραφο της Βιβλιοθήκης I. Μονής Γρηγορίου Αγίου Όρους.
3. Βλ. Καλοκύρης Κ., Το αρχιτεκτονικό συγκρότημα τον ναού της Αναστάστεως
Ιεροσολύμων, Θεσσαλονίκη χ.χ.έ., βλ. παλαιό σχέδια και αναπαραστάσεις, σποραδικά.
4. Τα συζητούμενα στοιχεία αυξάνουν τον αριθμό των ενδεχομένων που πρέπει να
ληφθούν υπόψιν κατά την ερμηνεία μιας απεικόνισης ή μιας περιγραφής του ναού.
5. Πρβλ. Ιεροσολύμων Τιμόθεος, «Η Βυζαντινή Ιερουσαλήμ ιστορικώς», ΕΕΒΣ, ΙΑ'
(1935), σ. 58: «Ο πατριάρχης Θωμάς ανεκαίνισε τον τρούλλον της Αναστάσεως και ο G.
Jeffery, έφορος των αρχαιοτήτων εν Κύπρω, θεωρεί ότι ήτο ως οι τρούλλοι των βυζαντινών
εκκλησιών της Κύπρου». Βλ. The Journal of the Royal Institute of British Architects, 1910, Aug. 27,
716. Συνδυασμός ημισφαιρικής οροφής και κολουροκωνικής στέγης, φαίνεται να
αποδίδεται συμβατικά σε προσκυνητάριο του 1787: Χρυσάνθου του εκ Προύσης, Προσ-
κννητάριον της αγίας πόλεως Ιερουσαλήμ και πάσης Παλαιστίνης, Βιέννη 1787, β' έκδ.
Βιέννη 1807, και έκδ. της Εξαρχίας του Παν. Τάφου: Αθήνα 1994, σ. 41.
333
III. 3. Βυζαντινές βασιλικές μέ πιθανές ξυλόπηκτες θολωτές οροφές
1. Ορλάνδος Α., «Η Μητρόπολις των Σερρών», ΑΒΜΕ, τόμ. Ε' (1939-40), (σσ. 153-166)· σ.
157,158.
2. Στίκας Ε., Περί των εργασιών αναστηλώσεως, εικ. 137α.
3. Λάμπρος Σπ., «Επιστολαί Θεοδώρου Πεδιασίμου», Νέος Ελληνομνήμων, 15 (1921), σ.
174. Βλ. σχολιασμό του κειμένου: Ορλάνδος Α., «Η Μητρόπολη των Σερρών κατά την
334
τυχαία πριν από το ρήμα καλύπτεται, ενδέχεται να αποδίδει μια μορφή
μολυβδεπένδυτης ξυλόπηκτης καμάρας, ημικυλινδρικής και στην εξωτερι
κή της διαμόρφωση. Δηλαδή, επρόκειτο πιθανόν, για ένα ξυλόπηκτο, ημι-
κυλινδρικό φωταγωγό με κτιστά μόνον τα δύο μέτωπά του (ανατολικό και
δυτικό). Δυστυχώς οι φωτογραφίες1 μετά την πυρκαγιά, που δημοσιεύει ο
Ευστ. Στίκας, δεν είναι αρκετά ευκρινείς στα επίμαχα σημεία, ώστε να
επιτρέπουν κάποιες ασφαλείς σχετικές παρατηρήσεις.
Πάντως, η ιδιάζουσα υποχώρηση των κατακόρυφων ακμών, κάτω από
το πέρας του εξέχοντος γείσου, στα δύο υπερυψωμένα μέτωπα του φω
ταγωγού2, που διατηρήθηκαν αλώβητα μετά την πυρκαγιά, συνιστά μια
θετική, έναντι του ενδεχομένου αυτού, ένδειξη, όχι, όμως, καθοριστική3.
Σ’ αυτήν την τρίκλιτη βασιλική του 12ου αι.,4 είναι αξιοσημείωτο ότι
μόνο το μεσαίο κλιτός εμφανίζεται σήμερα ξυλόστεγο. Το κυρίως ιερό Βή
μα και τα παραβήματα στεγάζονται με κτιστούς ημικυλινδρικούς θόλους.
Ο τριμερής νάρθηκας στεγάζεται με σταυροθόλια στα ακραία τμήματά
του και με ασπίδα στο μεσαίο. Κατά τον X. Μπούρα, τα πλάγια κλιτή
στεγάσθηκαν με τεταρτοκυλινδρικούς θόλους μετά τον 14ο αιώνα5. Ο G.
Millet6 βασιζόμενος σε φωτογραφίες και παρατηρήσεις του Μ. Laurent,
αναφέρει ότι και το μεσαίο κλιτός «είναι θολοσκεπές». Ο Α. Ορλάνδος
σημειώνει7 ότι η πληροφορία αυτή είναι ανακριβής, αλλά πρέπει μάλλον
να υποθέσουμε ότι η σχετική παρατήρηση αναφερόταν σε υπάρχοντα
τότε (πριν από το 1916), ξυλόπηκτο και όχι κτιστό θόλο. Αλλωστε και ο
τρόπος απόδοσης της στέγης στο σχέδιο της τομής που παραθέτει ο Α.
Ορλάνδος, αρμόζει περισσότερο σε μια τέτοια εκδοχή8.
Ωστόσο, κι αν αγνοήσουμε την πληροφορία του G. Millet, είναι εύλογο
να δεχθούμε, ότι μια τέτοια αντιμετώπιση της οροφής του κυρίως ναού, θα
335
εξασφάλιζε μορφολογική ενοποίηση καl στην αρχική αλλά και στις
κατοπινές οικοδομικές φάσεις του ναού. Υποθέτουμε ότι ο εκκλησια-
ζόμενος, διαβαίνοντας από ένα θολοσκεπή νάρθηκα και αντικρίζοντας
στο βάθος ένα καμαροσκεπές ιερό Βήμα, θα προτιμούσε, μάλλον, να
αισθάνεται ότι «σκέπεται» από θόλους και στον κυρίως ναό. Η παρουσία
των κτιστών τεταρτοκυλινδρικών θόλων στα πλάγια κλιτή, δείχνει
ακριβώς την διαχρονική απαίτηση για ενιαίο, από αισθητική άποψη,
τρόπο διαμόρφωσης των οροφών. Οπότε, το να ισχυρισθούμε ότι μετά την
προσθήκη αυτή, παρέμενε με ορατά ξύλινα ζευκτά ή με επίπεδη ξύλινη
οροφή, μόνο η στέγαση του μεσαίου κλιτούς, μοιάζει με παραδοξολογία.
1. Bogdanovic D., Djuric V. J., Medakovic D., Chilandar, Belgrade 1978, σ. 78, εικ. 57. Nenadovic
S., «L’Architecture des Eglises du Monastère Chilandar», Chilandarski Zbornik 3, Beograd 1974, σ.
182-185,206, εικ. 88-91.
2. Βλ. Chilandar (1997), σ. 88, 92, εικ. 67, 68. Todiò Β., Serbian Medieval Painting: The age o
king Milutin, Belgrade 1999, σ. 357, 358, εικ. 188' όπου και σχετική βιβλιογραφία.
3. Chilandar (1974), σ. 78.
336
ô. H βασιλική της Παλαιοκατούνας.
337
Στο σχέδιο του 1828 φαίνεται καθαρά η διάρθρωση των ξύλινων ο
ροφών του κυρίως ναού: τα πλάγια κλίτη καλύπτονται με μονοκλινείς
στέγες. Το μεσαίο κλιτός καλύπτεται από ημικυλινδρικό ξυλόπηκτο θόλο
(καμάρα) που οι γενέσεις του υποβαστάζονται από επίσης ξύλινους προ
βόλους, παρατεταγ μένους κατά μήκος, πάνω από τις δύο κιονοστοιχίες. Η
ημικυλινδρική επιφάνεια διαιρείται σε τετραγωνικά διάχωρα ή αβαθή
φατνώματα, που περιέχουν αστεροειδές κόσμημα1.
Παρόμοια ξυλόπηκτη ημικνλινδρική καμάρα με γενέσεις εδραζόμενες
επί καμπύλων, τεταρτοκυλινδρικών «προβόλων» που διήκουν κατά μήκος
του μεσαίου κλιτούς, αλλά και με την ίδια διακόσμηση (διάχωρα με αστέρι
στο κέντρο τους), διασώζεται σε ρωμανική τρίκλιτη βασιλική του 12ου αι.,
στην Βερόνα12. (Εικ. 8α).
338
νος στο κείμενο αυτό, συμπεραίνει: «Αν ο Didron όεν ηπατήθη, η όλη εκ
κλησία έσωζεν ακόμη εν έτει 1839 σταυρωτούς βόλους»'. Επειδή, όμως, ο
Didron πιθανόν δεν απατήθηκε, διότι και οι σχετικές αναφορές του Cou-
chaud και Unger, που παρατίθενται12 στο άρθρο του Strzygowski, φαίνεται
πως συνάδουν με την περιγραφή αυτή, αλλά και για το λόγο ότι ο κυρίως
ναός, σύμφωνα με τους ερευνητές, έχει τις τυπικές προδιαγραφές ξυλό-
στεγου κτίσματος, προκύπτει εύλογα το ενδεχόμενο να ήσαν τα σταυρο
θόλια που αναφέρει ο Didron, ξυλόπηκτα και να καταστράφηκαν κατά τον
μεγάλο σεισμό του 18533, όταν κατέρρευσε και ο δυτικός τοίχος του ναού.
Από την άποψη αυτή, τα ξύλινα φουρούσια που σώζονται ως βάσεις έδρα-
σης των άκρων των ελκυστήρων της νεώτερης στέγης, διακοσμημένα με
κυμάτια και ζωγραφιστά φράγκικα οικόσημα, σύμφωνα με την περιγραφή
του Ν. Μουτσόπουλου4, ίσως να είναι υπολείμματα αυτής της ξυλόπηκτης
οροφής.
339
Ο Ιω. Κομνηνός αναφερόμενος στην τότε τράπεζα της Μονής Βατο-
παιδίου -επρόκειτο για σταυροειδές κτίσμα προγενέστερο και στη θέση
του σημερινού- γράφει ότι το «.περιβόητου τραπεζαρείον» ήταν «στανρο-
θολικόν ως και τό της Λαύρας...»\ Η χρήση του όρου βόλος σε άλλα ση
μεία του κειμένου του, δείχνει ότι γνώριζε με ακρίβεια τη σημασία του. Ω
στόσο, ο χαρακτηρισμός αυτός δεν ανταποκρίνεται στα πράγματα προ-
κειμένου για την τράπεζα της Λαύρας κατ’ αυτήν την εποχή12. Μπορούμε
λοιπόν να υποθέσουμε: είτε ότι ο χαρακτηρισμός αφορούσε πρωτίστως
στην ξύλινη οροφή της τράπεζας της Μονής Βατοπαιδίου, με την οποία
εξομοίωνε, λόγω του ομοίου σταυροειδούς σχήματος των δύο κτισμάτων,
και την οροφή της τράπεζας της Λαύρας, είτε ότι δεν ήταν ο ίδιος αυτό-
πτης, αλλά αρύσθηκε πληροφορίες από παλαιότερα προσκυνητάρια, εν
δεχόμενο που θεωρούμε και πιθανότερο. Προκειμένου για την τράπεζα
της Λαύρας έχουμε τη γνώμη ότι κατά την βυζαντινή περίοδο, στεγαζό
ταν κατά πάσα πιθανότητα με ξυλόπηκτους θόλους.
Στο κτιριακό συγκρότημα του παλαιού σκευοφυλακίου της ίδιας Μο
νής, στα βορειοδυτικά του παρεκκλησίου του Αγίου Αθανασίου, του επι-
λεγομένου «τής κουράς», σώζεται σε δωμάτιο, από την περίοδο της
πρώιμης τουρκοκρατίας3, επίπεδη ξυλόπηκτη οροφή που διατηρεί πάνω
στο επίχρισμα ανάγλυφο και γραπτό διάκοσμο.
Υπάρχει όμως και αρχαιότερο δείγμα της τεχνικής αυτής, στο καθολι
κό της Μονής Βατοπαιδίου. Διαπιστώσαμε το Μάϊο του 2003, ότι οι έξοχα
διατηρούμενες τοιχογραφίες (νωπογραφίες) του έτους 13124, στα τύμπανα
των τόξων του «πεντάβηλου» που οριοθετεί τον εξωνάρθηκα, έχουν ζω-
γραφισθεί πάνω σε ξυλόπηκτα διαφράγματα5. (Εικ. 2). Πρόκειται για την
τεχνική που είναι γνωστή με το όνομα «μπαγδαντί». Η προς επίχριση
εσχάρα σχηματίζεται με πήχες διατομής 2x1 εκ. περίπου- η πρώτη στρώση
1. Κομνηνός Ιω., Προσκυνητάριον του Αγίου Όρους του Άθωνος, (α έκδ. 1701), η'
έκδ.: Αγιον Όρος 1984, ο. 49.
2. Είναι βέβαιο, ύστερα από πρόσφατες έρευνες στην στέγη της τράπεζας της Μ.
Λαύρας, ότι οι σωζόμενες σήμερα, αμφικλινείς ξύλινες στέγες των δύο κεραιών του
σταυρού, ανάγονται στην οικοδομική φάση που προηγήθηκε από την υπάρχουσα
τοιχογράφηση του 16ου αιώνα, και ήσαν αρχικά ανεπένδυτες εσωτερικά, δηλαδή ορατές.
3. Θεοχαρίδης Πλ., «Οι πτέρυγες κατοικίας στα Αγιορειτικά Μοναστήρια (1500-1900)»,
Αγιον Όρος. (Ελληνική Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική), Αθήνα 1991, σ. 26, εικ. 23.
4. Τσιγαρίδας Ευθ., «Τα ψηφιδωτά και οι βυζαντινές τοιχογραφίες», I. Μ. Μ.
Βατοπαιδίου: Παράδοση-Ιστορία-Τέχνη, τόμ. Α', Αγ. Όρος 1996, σ. 259-279, εικ. 229, 230.
5. Η διερευνητική τομή έγινε στο τύμπανο με τις μορφές των Αγίων Ερμολάου και
Παντελεήμονος. Παραστάσεις σε δύο τύμπανα βλ. Τσιγαρίδας Ευθ., ό.π., εικ. 229, 230.
Υπολείμματα και ίχνη στα κονιάματα, ανάλογου ξύλινου διαφράγματος, εντοπίσαμε και
στο τόξο της «βασιλικής πύλης», στο ναό της Αγίας Αικατερίνης, στην Θεσσαλονίκη.
340
είναι από ασβεστοκονίαμα που περιέχει άχυρα και ακολουθεί το
υπόστρωμα της ζωγραφικής.
Ξυλόπηκτες θολωτές οροφές συναντούμε και σε πολλά παρεκκλήσια
μοναστηριών και κελλιών της μεταβυζαντινής περιόδου. Θα αναφέρουμε
μόνο το δημοσιευμένο (με κάτοψη και τομή), κατάγραφο ναΰδριο των
Αγίων Αποστόλων, (κάτω από το ναΰδριο των Γενεθλίων της Θεοτόκου),
στη Μονή Χιλανδαρίου, που χτίσθηκε στα χρόνια 1784-17881 ή 1792-180412.
IV. Ονοματολογία
1. Subotic G. (επιμ.), Hilandar Monastery, Belgrade 1998, σ. 172-174, εικ. σελ. 173, 174
(κάτοψη, τομή).
2. Korac V., Kovacevic Μ., Le Monastère de Chilandar. Ιερά Μονή Χιλανδαρίου (δίγλωσση
έκδοση), Βελιγράδι 2004, σ. 155, 156, εικ. σελ. 90.
3. Βλ. υποκεφάλαιο για την παλαιοχριστιανική και πρωτοβυζαντινή περίοδο.
4. Βλ. υποκεφάλαιο για την ρωμαϊκή περίοδο.
5. Σύμφωνα με μαρτυρία παλιού οικοδόμου, γινόταν χρήση του σε ταβανώματα
επαρχιακών κτισμάτων μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα.
6. Βλ. Λεξικό Ε. Stephanus, T.L.G., λ. κάλαμος: «Καλάμου εΐχον τάς όροφάς (ai
οίκίαι)».
1. Κατά το Λεξικό του Stephanus T.L.G.: «....ή όροφον, τόν κάλαμον ώ έστέγαζον τούς
οίκους, δς εχει τινά δασύτητα. *Όροφος γάρ κάλαμος· άπό δέ τοϋ καλάμου καί τό
έρέφειν, τό στεγάζειν εϊρηται». Κατά το Λεξικό του Ησυχίου: κάλαμος=όροφος.
8. Βλ. Λεξ. Ε. Stephanus, T.L.G.: «καλαμίδας... τούς θηλυκούς καλάμους τούς πρός
σύνδεσμον των πλινθίνων καταστρωμάτων τής οίκοδομίας». Ορλάνδος Α., Τραυλός Ιω.,
Λεξικό των αρχαίων τεχνικών όρων, λ. καλαμίς.
9. Πρβλ. Λεξικό των Liddell-Scott, λ. κάλαμος (σημ. II, 3)= πλέγμα εκ καλάμου.
341
τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται η πρόσφυση και η συνεκτικότητα (σύνδε
σμος) των επιστρώσεων του κονιάματος («πλινθίνων1 καταστρωμάτων»).
Συναφής είναι και ο όρος καλαμωτή12 που απαντά κατά την ύστερη αρ
χαιότητα3, το μεσαίωνα4 και τήν νεώτερη εποχή.
Το καλομόω-ώ έχει και την ειδικότερη, νεώτερη σημασία «καλαμώνω
τη σκεπή»5. Υπενθυμίζουμε ότι η χρήση καλαμιών για διαμόρφωση
οροφών (ταβανιών), μαρτυρείται μέχρι την νεώτερη εποχή, σε απλές
οικοδομές της υπαίθρου.
Ο σχετικός όρος που προκύπτει από παροίωση, το καλοθόω-ώ (και
καλάθωσις), σημαίνει, κατά το λεξικό LBG, σανιδώνω. Ο ίδιος όρος είναι
κατά το έγκυρο Λεξικό του Δ. Δημητράκου, μεσαιωνικός6 7και σημαίνει:
«καλύπτω òca τεμαχίων λεπτών σανίδων το ένδον της στέγης· ταβανώ
νω»1. Κατά το ίδιο Λεξικό, καλάθωσις8 είναι: «η φάτνωσις, η κατασκευή
οροφής δία ποικιλμάτων κεκοσμημένης». Βυζαντινούς θεωρεί τους όρους
καλαθόω και καλαθίσκος και το λεξικό των Α. Ορλάνδου και Ιω.
Τραυλού, το οποίο τους συσχετίζει με διαμόρφωση φατνωματικής οροφής.
Είναι εύλογο ότι για να ισχύουν ταυτόχρονα οι παραπάνω ορισμοί και να
είναι φανερή η παρομοίωση που δημιούργησε τους όρους, πρέπει να
δεχθούμε ότι πρόκειται για διαμόρφωση οροφών με χρήση πήχεων
(«τεμαχίων λεπτών σανίδων»), που δεν εφάπτονται κατά μήκος, δηλαδή,
1. Η λέξη πλίνθινος έχει εδώ την έννοια: «από πηλό (λάσπη)». Βλ. λ. στο Λεξικό των
Liddell-Scott. Έτσι: «πλίνθινα καταστρώματα» σημαίνει: επιστρώσεις κονιαμάτων.
2. Βλ. Λεξ. Ε. Stephanus, T.L.G.
3. Βλ. Λεξ. Ησυχίου: Καλαμωταί=ε'ώος εσχάρας (από καλάμια).
4. Βλ. Λεξικό Δ. Δημητράκου: «περιβολή πράγματος εκ πλέγματος καλάμων» (κατά
Ευστάθιο).
5. Βλ. Λεξικό Δ. Δημητράκου, λ. καλαμόω-ώ (σημ. 3) και καλαμώνω. Κατά την μεσαι
ωνική περίοδο σημαίνει: κατασκευάζω (διά)φραγμα ή πέτασμα ή εσχάρα με παράθεση
καλαμιών. Πρβλ. P.G., 92. 1009Α.
6. Το λεξικό των Liddell-Scott δεν έχει τη λέξη.
7. Είναι αξιοπρόσεκτο ότι το εν λόγω λεξικό παραπέμπει ευθέως σε χωρίο του Ιω.
Μαλάλα: Βλ. Thum I. (εκδ.), Ιω. Μαλάλας, Χρονογραφία, (C.F.H.B.), Βερολίνο-Νέα Υόρκη
2000, σ. 261 στίχ. 57: «...καί κοσμήσας τάς τέσσαρας βασιλικός κίοσι μεγάλοις
Σαλωνιτικοϊς, καλαθώσας όέ τάς ύποροφώσεις...».Το λεξικό Ε. Stephanus, T.L.G., ερμηνεύει
το ρήμα καλαθόω του χωρίου αυτού: laqueo, laqueari omo (-διακοσμώ με φατνώματα).
Κατά λατινική μετάφραση του κειμένου: «tecta laqueata» (φατνωματική οροφή).
8. Πρβλ. Συνεχιστής Θεοφάνους, Βιβλ. 3, αρ. 44: «Προσέτι όέ μην καί τόν Ιουστινια
νού εκείνος ταϊς χρυσοειδέσι φήφοις εκόσμησε καί τήν καλάθωσιν, εκ των Βασιλίσκον
τοϋ τυράννου παλατίων μεταγωγών, τφ Λαυσιακω περιέθηκεν». Το λεξικό Ε. Stephanus,
T.L.G, ερμηνεύει τη λ.: laquear, lacunar. Κατά την Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια:
«καλάθωμα: παρά βνζαντινοϊς ή φάτνωσις». Η ερμηνεία που δίνουν ωρισμένα λεξικά
(π.χ., Sophocles), καλάάωσίς=τοποθέτηση κιονοκράνων, κατά τη γνώμη μας δεν ευσταθεί. Τα
λεξικά ερμηνεύουν κατά κανόνα: κάλαθος-φάτνωμα. Πρβλ. ερμηνεία στο χωρίο P.G., 132,
953.
342
αφήνουν αρμούς, προκειμένου να επιχρισθούν. Στην περίπτωση αυτή,
όταν διαμορφώνονται καμπύλες επιφάνειες, π.χ., ημικυλινδρικές,
ημισφαιρικές κλπ., δίνουν την εντύπωση καλάθου', πριν καλυφθούν με
κονίαμα. Ανάλογη εικασία υπαγορεύουν και οι όροι καλαθίσκος,
κάλαθος, που ερμηνεύονται στα λεξικά ως φατνώματα ορόφων12. Είναι
βέβαιο ότι, λόγω της μεγάλης ανάπτυξης και εκλέπτυνσης της τεχνικής
αυτής, όπως επιτρέπει να εννοήσουμε για την εποχή του ο Βιτρούβιος,
άλλα και οι παλαιοχριστιανικές και πρωτοβυζαντινές μαρτυρίες, θα
επιβίωσαν πολλές, σχετικές εφαρμογές και στο Βυζάντιο. Στις
διασωζόμενες σε βυζαντινά κείμενα μνείες φατνωματικών οροφών,
φαίνεται πιο πιθανό να πρόκειται για ξυλοκατασκευές επιχρισμένες ή μη
και ζωγραφισμένες, παρά γιά κτιστές ή λαξευτές σε μάρμαρο
διαμορφώσεις. Το χρονολογούμενο στα χρόνια του Μ. Κωνσταντίνου
παράδειγμα του ναού της Ακυληΐας3, του οποίου τμήμα στεγαζόταν με
φατνωματική, ημικυλινδρική καμάρα, κατασκευασμένη από ξύλο και κα
λάμια, αποτελεί μια στέρεη βάση για να στηριχθούν και οι ερμηνείες των
συναφών μεσαιωνικών τεχνικών όρων, όπως η καλάθωσις.
1. Λεξικό Ε. Stephanus, T.L.G.: κάλαθος: «"Ον δηλαδή άπαρτίζουσι κάλα θέοντα, ήγουν
ξύλα καί λύγοι περιηγμένοι είς κύκλον».
2. Με δεδομένο ότι στην μορφολογία της αρχαιότητας και των κατοπινών περιόδων τα
φατνώματα (από τη λέξη φάτνη, πρβλ. λατινικό όρο lacunaria), παρουσίαζαν στο γενικό
σχήμα τους πλάτος που στένευε «βαθμηδόν» προς τα άνω, μπορούμε να παρομοιάσουμε
ανάλογα μορφώματα από ξύλινες πήχες ή καλάμια (που επρόκειτο να επιχρισθούν), με
ανεστραμμένα κάνιστρα. Δηλαδή, ρηχά καλάθια, σχήματος πολυγωνικού, τετραγωνικού,
κυκλικού. Αυτά επαναλαμβάνονταν ή συνδυάζονταν μεταξύ τους σε διάφορες διακοσμη-
τικές συνθέσεις των οροφών, κατ’ αναλογία με τα μαρμάρινα «πρότυπα» της ελληνιστικής
και ρωμαϊκής περιόδου. Έχουμε τη γνώμη ότι η αρχική σημασία του όρου καλαθίσκος
(κάλαθος) διευρύνθηκε στη συνέχεια και περιέλαβε όλων των ειδών τα ξύλινα φατνώματα
οροφών: σανιδωτά και ξυλόγλυπτα, χρωματισμένα απλώς ή ζωγραφιστά.
Στην περίπτωση των γλυπτών ζωγραφιστών, υπάγονται τα περίτεχνα φατνώματα
στην ξύλινη οροφή της Capelia Palatina στο Palermo της Σικελίας, τα οποία πηγές ονομάζουν
«καλαθίσκονς». Η κυρίως οροφή διακοσμείται με διπλή σειρά αστεροειδών (οκτάκτινων),
αβαθών φατνωμάτων (με κοίλο ρόδακα στο βάθος). Το κεντρικό αυτό «διάχωρο» πλαισιώ
νεται από πλατειά ζώνη με σταλακτίτες. Πρόκειται για πολύ σημαντικό δείγμα οροφής
αραβικής τέχνης. Βλ. Giordano St. (εκδ.), The Palatine Chapel in the Norman Palace, Palermo χ.χ.ε.,
πίν. σελ. 33.
Ως προς το γλωσσικό φαινόμενο της διεύρυνσης της σημασίας ενός όρου, θυμίζουμε
γιά παράδειγμα, αναφορικά με τον όρο καλάθωση, τους σημερινούς όρους: αγκύρωση,
αναστήλωση και τους αρχαίους όρύφ(ρ)ακτον (κιγκλίδωμα από κάθε είδους υλικό) και
κιβώριον.
3. Krautheimer R., Παλαιοχριστιανική και Βυζαντινή Αρχιτεκτονική, (μετάφρ. Φ.
Μαλλούχου-Τούφανο), Αθήνα 1991, σ. 55.
343
Στην νεώτερη περίοδο η τεχνική των ξύλινων επιχρισμένων οροφών
ονομαζόταν μπαγδαντί1. Σχετικά με τον τρόπο διαμόρφωσης ζευκτών,
χωρίς οριζόντιο ελκυστήρα, απ’ τα οποία αναρτάται ξυλόπηκτη καμάρα,
είναι γνωστές από παλαιότερα και νεώτερα εγχειρίδια οικοδομικής, τυπι
κές διαρθρώσεις που «λειτουργούν» με το σύστημα της άντωσης12. Η χα
ρακτηριστική μορφή ανοιχτού ψαλιδιού που, κατά κανόνα, παρουσιά
ζουν, θέτει και το πρόβλημα της ετυμολόγησης της λαϊκής ονομασίας των
ομώνυμων κεκλιμένων δοκών (αμείβόντων), σε κάθε είδους στέγη. Το
όνομα αυτό ίσως σχετίζεται και με την αρχαία έννοια του όρους ψαλίς
(=α ψίδα).
V. Νεώτερη περίοδος
Κατά τον 18ο, 19ο, αλλά και στις αρχές3 του 20ου αιώνα, ήταν μάλλον
συνήθης η κατασκευή ξυλόπηκτων καμαρών (με μπαγδαντί), σε ξυλό-
στεγες βασιλικές4. Σε ωρισμένα από τα διατηρούμενα παραδείγματα5,
είναι τόσο επιτυχής η απομίμηση κτιστών θόλων (καμαρών, σταυροθο
λίων κλπ.), καθώς και των διαρθρωτικών στοιχείων τους (κοσμητών,
σφενδονίων, κιλλιβάντων κλπ.), ώστε εύλογα να προϋποτίθεται ισχυρή,
προγενέστερη, κατασκευαστική παράδοση.
Η ύπαρξη μπαρόκ ή νεοκλασικών στοιχείων αφορά αποκλειστικά στην
διακόσμηση. Οι κύριοι κατασκευαστικοί τρόποι προϋπήρχαν. Ιδιαίτερο
ενδιαφέρον παρουσιάζει η ζωγραφική διακόσμηση της καμάρας του
μεσαίου κλιτούς, δηλαδή: η θεματολογία, ο τρόπος διάταξης των θεμάτων,
καθώς και η συσχέτιση των παραστάσεων με τα παράθυρα που διανοίγο-
νται στις κατά μήκος πλευρές. Το γεγονός ότι στα νεώτερα παραδείγμα
τα, η τεχνοτροπία και η τεχνική της ζωγραφικής είναι συχνά επηρεασμέ
1. Σχετικά με την χρήση του τουρκικής προέλευσης όρου μπαγδαντί: bagdadi= της Βαγδά
της (βλ. Ετυμολογικό λεξικό του Ν. Ανδριώτη), παρατηρούμε ότι υπάρχει πλήθος περι
πτώσεων κατά τις οποίες, πολλά, αυτονοήτως γνωστά από παλιές εποχές πράγματα της οι
κοδομικής, απέκτησαν κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας τουρκικά ονόματα: π.χ. ντου
βάρι, ταβάνι, σοβάς, οντάς, τσατμάς, κουμπές, σαχνισί, τζάμι, τσερτσεβές κ.ά. (Βλ. Ανδριώ-
της Ν., ό.π.).
2. Βλ. π.χ. Φουρναράκος Γρ. Ε., Οικοδομική, τόμ. Β'. Αθήναι 1975, σ. 152, σχ. 381 και
Τζάρτζανος Z. Α., Οικοδομική, τόμ. Β', Αθήναι 1975, (έκδ. Ευγενιδείου Ιδρύμ.), σ. 135, σχ. 5.
5ι και σ. 153, σχ. 6. 2. ιβ.
3. Πριν από τη διάδοση της εφαρμογής του οπλισμένου σκυροδέματος.
4. Πρβλ. Μπούρας X. «Ο αρχιτεκτονικός τύπος της βασιλικής κατά την Τουρκοκρατία
και ο Πατριάρχης Καλλίνικος», Εκκλησίες στην Ελλάδα μετά την Άλωση, τόμ. Α', Αθήνα
1979, σ. 166.
5. Υπάρχουν σε όλο σχεδόν τον Ελλαδικό χώρο. Στα αξιολογότερα που έχουμε υπόψιν
συγκαταλέγονται αυτά της Λέσβου και του Πηλίου.
344
να από τη Δυτική Τέχνη, δεν μειώνει, το ενδιαφέρον αυτό. Το εικονογρα-
φικό πρόγραμμα εμφανίζεται στα κύρια σημεία του (οπωσδήποτε με
παραλλαγές και νέες διατυπώσεις), να πειθαρχεί στην παραδεδομένη θε
ματική: Ο Παντοκράτορας δορυφοροΰμενος από Αγγέλους σε κορυφαία,
κεντρική θέση. Προφήτες και Απόστολοι παρατάσσονται στα πλάγια1.
345
SUMMARY
PROTATON CHURCH:
HISTORY AND ARCHITECTURAL METAMORPHOSIS
Founded in 10th century at Karyes, Mount Athos, Protaton Church is the cathedral
church of Athonite monks, the monument which symbolizes the unity, identity and
history of the Athonite state.
At various times throughout its history the construction was the object of successive
repairs and renovations because of serious damage suffered, and as a result its
superstructure and roof have undergone excessive alterations. Consequently, it is
presently difficult, in absence of a detailed study, to refer to its initial form and its
subsequent articulations in its intermediate construction phases. Although the
monument is justly famous chiefly for its exceptional wall-paintings, the
reconstruction of its building history demonstrates its importance in the history of
Byzantine architecture.
Studying the monument under different points of view not only reinforced and
confirmed the validity of this new interpretation of the architectural typology of the
original construction, but in our view also proved that the two subsequent
construction phases were also of particular importance. Exploring possible
subsequent articulations of the superstructure and roof of the church, and re-dating
them, helped recast the construction history of the monument on the basis of
previously unknown elements and of a new reading of known ones. As to the forms
of the conversions, we were led to a revision of the main choices of published
proposed reconstructions. Tracing the relationship with typological trends which
emerge in the corresponding period made these new interpretations and proposals a
contribution to the study of broader issues of church architecture in the 13th century.
In 1997 we elaborated a draft reconstruction plan of the initial church, which was
published, together with notes and clarifications, in the review Makedonika (voi. 31,
1997-1998) under the title “The Protaton Church of Saint Athanasios: Reconstruction
of the South Elevation”. Furthermore, we presented a plan and its documentation in
the XIX CAS Symposium (1999), entitled “The Protaton Church of Saint Athanasios:
Unknown Individual Elements in the Articulation of its Lateral Elevations”. The
present study deals with the scientifically unsound acceptance of Pavlos Mylonas’
theory, whether stated explicitly or implied, and new evidence is brought forward to
refute it. Furthermore, on the basis of diverse evidence and comparable material, a
proposal is constituted as to the original general articulation of the nave which is
more complete than that of the draft reconstruction plan.
347
in the XVII CAS Symposium (1997), entitled: “Drawing and Constructional Tracing in
the Floor Plan of Protaton Church".
Thorough exploration of the issue changed our initial appraisal and led to the
conclusion that the ornament dates from the time of the conversions carried out in
the 13th century, as it belongs to the ornamental manner usual at the time. This new
interpretation which is as we have said crucial for a more reliable tracing of forms
and outlines of the 13th century articulations was presented in the XXII CAS
Symposium (2002) under the title “Re-reading a Palimpsest Wall Masonry: The
Question of the Brickwork Ornamentation of Protaton Church”. It should be noted
that the way the ornament is presented refers exclusively to facades with a gabled
apex. These observations, in conjunction with structural, morhological and other
evidence, were bound to specify new compositional and typological versions for the
form the church took during this period. A hitherto unidentified construction phase
is documented; it results from the major earthquake of 1231.
This new interpretation of evidence and the revision of the construction history of
the monument in late Byzantine times would suffer in terms of methodology from
structuralist one-sidedness were it not supported by convincing evidence from
historical sources. A multisided documentation of the 1231 earthquake which
correlates diverse direct and indirect attestations is one such evidence.
An exceptionally important aspect of the questions arising from the hitherto known
(published) proposed reconstructions of the monument in the Paleologan period is
related to the iconographie cycle of its wall-paintings, of their articulation on the
surfaces of the existing superstructure and of their supposed completeness.
It appears that researchers who dealt with the Protaton wall-paintings linked and
adapted their interpretation of this iconographie cycle to the architectural form of
the proposed conversion during the Paleologan era. Pavlos Mylonas’ proposal on the
shape of the superstructure and roof makes it impossible for the wall-paintings to
have extended above the upper end of the existing construction. As this view has
not been hitherto challenged, it is considered as constituting a definitive and
unsurpassable architectural fact, and views pertaining to the icongraphic cycle had to
conform with it. It is thus clear that the entire interpretation scheme suggested
attempts to tally what is unquestionably an architectural oddity with a corresponding
iconographical one. The coercive nature of such a solution is manifest in the theory
of the collective iconographical substitution of the Pantokrator, whose theological
prerequisites and corresponding iconographie references prove to be questionable.
Detailed examination of the question of the articulation of the existing
iconographical cycle in comparison to the iconographies of the same period in
churches which preserve similar entities on surfaces of architectural shells that have
remained intact to this day, accentuates issues of “lack of sequence" and “failings”
which research so far has overlooked or only partially outlined.
348
The exploration of these issues in the present study demonstrates that not only the
Pantokrator and the Angels are absent from the existing iconography of the Protaton
Church; also absent is the group of Prophets which is formally established in a
hierarchically upper tier as a sizable congregation corresponding to that of the
Forefathers.
One such concept was that the converted superstructure and roof of the church was
an exception to the attested rule that three-aisled tmber-roofed basilicas in the
Balkan Peninsula had a skylight.
Another concept relates to lighting conditions. It was uncritically accepted that wall-
paintings of exceptional merit, the work of Panselenos, were condemned in such a
superstructure to remain in half-light, almost invisible.
This issue was thoroughly explored both in the direction of a potential hesychast
influence (the introspective nature of hesychasm could be related to the particular
lighting conditions) and in the direction of identifuing and interpreting potential
similar cases of under-lighted churches. The findings of the theoretical and factual
exploration do not verify such an interpretation.
It is plausible that the form of a forced conversion cannot easily be the expression of
a clear typological solution, as it is subject to constraints imposed by particular
structural and construction conditions. This however does not suffice to justify the
obvious great incompatibility of existing proposed reconstructions, both in terms of
attested forms of superstructure in three-aisled timber-roofed basilicas and in terms
of contemporary 13th century trends.
The only parameter that goes against these concurring factors is the constructional
one, namely the lack of conventional structural possibilities for the creation of such
an articulation. Thus the study was directed to an unknown and hitherto unexplored
field of Byzantine architecture, the construction of timber-roofed domes. We
essentially tried to prove the uninterrupted continuity in the construction of timber-
roofed domes starting from the early Byzantine period when their use is beyond
doubt. We also dispute the view that the skylight appears for the first time in the
post Byzantine era in the renovation of 1802.
349
ΠΑΡΟΡΑΜΑΤΑ - ΠΡΟΣΘΗΚΕΣ
Μ D - as τ sa
ΕΘΝΙΚΟ ΜΕΤΣΟΒΙΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ
ΣΧΟΛΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ
ΤΟΜΕΑΣ I - ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ
.Ατελής γ. φούντας
χΐτέκτων-Αρχαιολόγος
ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΜΠΟΥΡΑΣ ΟΜΟΤ. ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ Ε.Μ.Π.
ΜΕΛΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΖΙΑΣ ΟΜΟΤ. ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΠΑΝΕΠ. ΑΘΗΝΩΝ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΡΟΚΟΠΙΟΥ ΑΝΑΠΛ. ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ Ε.Μ.Π.
ΤΟΜΟΣ Β'
ΠΙΝΑΚΕΣ
ΑΘΗΝΑ 2008
Η έγκριση διδακτορικής διατριβής
από την Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών
του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου
δεν υποδηλώνει την αποδοχή
των γνωμών του συγγραφέα
(Ν. 5343/1932 αρ. 202)
Ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΠΡΩΤΑΤΟΥ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΕΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ
1. ΠΙΝΑΚΕΣ 2. ΣΧΕΔΙΑ
/
1 . Π I N A Κ Ε Σ
ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ
α. Ναός του Πρωτάτου. Άποψη από ΝΑ. (F. Dölger, Mönchsland Athos,
München 1942, εικ. 59).
Ναός του Πρωτάτου. Άποψη από ΝΑ, πριν από την αναστηλωτική
επέμβαση του Α. Ορλάνδου. (Φωτογρ. Α.Φ.Ζ.).
ΠΙΝΑΚΑΣ 4
Ναός του Πρωτάτου. Άποψη από ΒΔ, πριν από την αναστηλωτική
επέμβαση του Α. Ορλάνδου. (Φωτογρ. Α.Φ.Ζ.).
β
β. Ναός του Πρωτάτου. Η καθαίρεση του βόρειου προσκτίσματος.
(Φωτογρ. Α.Φ.Ζ.).
ΠΙΝΑΚΑΣ 6
α. Ναός του Πρωτάτου. Άποψη από βορρά, πριν από την ολοκλήρωση
της κατασκευής της βόρειας στοάς. 1955. (Φωτογρ. Α.Α.Υ.).
β. Ν αός του Πρωτάτου. Άποψη από B Α, πριν από την ολοκλήρωση της κα
τασκευής της βόρειας στοάς. 1955. (Φωτογρ. δημοσιευμένη από Ε. Στίκα).
ΠΙΝΑΚΑΣ 7
■
β. Ναός του Πρωτάτου. Νότια όψη. Δεκαετία 1990. (Φωτογρ. Α.
ΚΕΔΑΚ).
ΠΙΝΑΚΑΣ 8
Ί2
Μ'**·*
******
i»****
ΠΙΝΑΚΑΣ 11
? * ή»
CCL
·” m
Ο
Ui Οι-ω
Ό :±
QO
^ο §B
Ui
Ό
g
Ο
Öρ
7>Β
ΠΙΝΑΚΑΣ 13
Z £
ö £
d <*o
'° 'S
)Πρωτάτου. Το κατώτερο, αξονικό άνοιγμα στο νότιο τοίχο. Ο ανατολικός σταθμός. 1996.
ΠΙΝΑΚΑΣ 17
Ναός του Πρωτάτου. Μερικές απόψεις του εσωτερικού χώρου. (Φωτογρ. Π.Π. 1960, Φ.Α.Μ.Μ.).
α. Προς ΒΑ γωνιαίο διαμέρισμα (πρόθεση), β. Προς ΝΑ γωνιαίο διαμέρισμα (διακονικό).
ΠΙΝΑΚΑΣ 21
Ναός του Πρωτάτου. Άποψη του εσωτερικού χώρου. (Φωτογρ. Π.Π., 1960. Φ.Α.Μ.Μ.).
ΠΙΝΑΚΑΣ 22
β. Ναός του Πρωτάτου. Ο ανατολικός τοίχος της βόρειας κεραίας του σταυρού.
ΠΙΝΑΚΑΣ 23
Ναός του Πρωτάτου. Ο ανατολικός τοίχος της νότιας κεραίας του σταυρού
ΠΙΝΑΚΑΣ 25
Ναός του Πρωτάτου. Οι δυτικοί τοίχοι των εγκάρσιων κεραιών του σταυρού. (Φωτογρ. Π.Π., 1960. Φ.Α.Μ.Μ.).
ΠΙΝΑΚΑΣ 26
Ναός του Πρωτάτου. Οι κατά μήκος τοίχοι της δυτικής κεραίας του σταυρού. (Φωτογρ. Π.Π., 1960. Φ.Α.Μ.Μ.).
ΠΙΝΑΚΑΣ 28
Ναός του Πρωτάτου. Η τοιχογράφηση των δυτικών τοιχοπεσσών. (Φωτογρ. Π.Π., 1960. Φ.Α.Μ.Μ.). α. Βόρειος, β. Νότιος.
ΠΙΝΑΚΑΣ 29
ß
Ναός του Πρωτάτου. Ο τοίχος πάνω από την «βασιλική πύλη».(Φωτογρ. Α.Φ.Ζ.)
α. Πριν από την αποτοίχιση της τοιχογραφίας (του Αναπεσόντος).
β. Μετά την αποτοίχιση.
ΠΙΝΑΚΑΣ 32
X
W
ΑΠΟΤΥΠΩΣΗ ΚΕΔΑΚ
ΑΠΟΤΥΠΩΣΗ Κ Ε Δ Α Κ
ΑΠΟΤΥΠΩΣΗ K EA A JC
t-H
τ-Η
f-H
-P"
o
H
p
OH
'ÖH
3
Q!
c
P
O
H
Ln
Ό
Ö
Z
(N
τ-Η
X
H
ΑΠΟΤΥΠΩΣΗ ΚΕΔΑΚ
ΑΠΟΤΥΠΩΣΗ Κ Ε Δ Α Κ
ω
r-H
ω
ο
Η
Ρ
ο
-aΗ
Η
3
Οι
Ρ
Ρ
ο
Ρ
Ό LTi
ΰ
ζ
ι/Π
τ-Η
?<
Η
(N
ω
CN
ω
=1
ο
H
p
O
-ÖP
p3
QJ
G
P
Op
un
Ό
Ö
Z,
X
H
ΑΠΟΤΥΠΩΣΗ Κ Ε Δ Α Κ
(N
X
(N
X
'£■
=L
O
H
P
O
H
-Ö
H3
X Q/
p
O
H
ΌLn
Ö
Z
w
Σχ. 18. Ναός του Πρωτάτου. Τομή Θ-Θ.
Σχ. 19. Ναός του Πρωτάτου. Κάτοψη με γραφικές σημάνσεις της
ερμηνευτικής θεωρίας του Π. Μυλωνά. (1975).
Σχ. 20. α, β. Ναός του Πρωτάτου. Εγκάρσια, αξονική τομή, α: βλ. προς
Α. β. Βλ. προς Δ. (Π. Μυλωνάς, 1975).
Σχ. 21. Ναός του Πρωτάτου. Σκαριφήματα ανοιγμάτων του νότιου τοί
χου. (Π. Φούντάς).
Σχ. 22. Ναός του Πρωτάτου. Σκαριφήματα κιονόκρανων και κιονί
σκων των διλόβων παραθύρων. Εσωτερικές πλευρές.
ί
is
!.
j Π
.
1|-ηΐ
·
.....................................................rt
C
<
<
.
-,
m
Σχ. 23. Ναός του Πρωτάτου. Το μαρμάρινο τέμπλο. Οριζόντια τομή και κύρια όψη. (Σχέδιο Α. Ορλάνδου).
Σχ. 24. Ναός του Πρωτάτου. Επιστύλιο τέμπλου Προθέσεως. Γραφική αποκα-
τάσταση του αρχαίου κιονίσκου (spolium).
Σχ. 25. Ναός του Πρωτάτου. Το ξυλόγλυπτο τέμπλο του παρεκκλησίου
του Τίμιου Προδρόμου. (Σχέδ. Π. Ανδρούδη).
*
B
'---- - - μ nVw.h'
(IWUTo i' «i)«n\iK
. As XiìwS'Τοίϊ-iUtt-
<ψ'«''Ί“1-
ju. T*
|uj|*f.S<V*‘-, «]iw«iT*i «Γ*“!
έπίφενίΐί'. S^rijtv
6^ù|<y |l<·
«XXwS—' **■ «flf«'
|ί<'ν«,Μ"61 trrjTi J|ììl “ <iùM} iwh
μ H'f4ì 'l'wVtjl
*ΑΒΙ· jrt <h)iwS« xy«·
xtr*
Κ\·Ί;Ϊ0 HÌ.f'o
Σχ. 26. Ναός του Πρωτάτου. Τομές διερευνητικές της θεμελίωσης, μέσα και
έξω από το νοτιοδυτικό γωνιαίο διαμέρισμα. Διενέργεια, σχεδίαση 10η
ΕΒΑ.
ΠΑΡΕΝΘΕΤΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ A'
γ. Χρήση σχοινιού για την οροθεσία της κάτοψης του μοναστηριακού ναού του Cluny.
Μικρογραφία χειρογράφου (Βίος του αγίου Hugues) του 12ου αιώνα. (Paris, Εθνική
Βιβλιοθ., ms. lat. 17716, φ. 43).
δ. Ιδιόχειρος καθορισμός του μήκους μετρικής μονάδας (σε κάλαμο ή ξύλινη ράβδο).
Μικρογραφία χειρογράφου (Psychomachia του Prudentius) του έτους 1289. (Paris,
Εθνική Βιβλιοθ., ms. lat. 15158).
N>è>L
ΦΟΥΝΤΑΣ
Γ.
ΠΑΝΤ.
BÔ(ljmPwË39.'çîa*ir*.’jf( π -'’.f'-’T'·?·'
Μ
Μmm 1 ΙΑ
m li
Ναός της Παναγίας και του Αγίου Δονάτου στο Μουράνο (Βενετία)
π. π ΦΟΥΝΤΑ! 2 0 0 5
Σχ. 35. Ναός του Πρωτάτου. Πρώτη οικοδομική φάση. Αναπαράσταση της νότιας όψης.
ΠΑΡΕΝΘΕΤΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ Δ.
ά . ..bi
Σχ. 36α. Ναός του Πρωτάτου. Μεσαίο τμήμα της βόρειας όψης: Το πλίνθινο
κόσμημα σε σχέση με τον οριζόντιο άξονα της αντίστοιχης, αρχικής ζώνης
του μετώπου.
π.φ.
Σχ. 36β. Ναός του Πρωτάτου. Αξονικό τμήμα του βόρειου τοίχου. Η
συμμετρικότητα των ρωγμών, το πλίνθινο κόσμημα και ο κυκλικός
φεγγίτης.
Σχ. 37. Ναός του Πρωτάτου. Αξονική τομή νότιου τοίχου.
Σχ. 38. Ναός του Πρωτάτου. Αξονική τομή βόρειου τοίχου.
Σχ. 40α. Ναός Αγίου Αθανασίου Λεονταρίου. Η πλίνθινη διακόσμηση στο
νότιο μέτωπο της εγκάρσιας καμάρας.
Σχ. 41. Ναός του Πρωτάτου. 2η οικοδομική φάση. Τομή κατά μήκος.
Σχ. 42. Ναός του Πρωτάτου. 2η οικοδομική φάση. Τομή εγκάρσια.
Η διάρθρωση με αντώσεις, των φερόντων ξυλόπηκτη καμάρα, ζευκτών, έχει σχεδιασθεί συμβατικά.
ΠΑΝΤ. ΦΟΥΝΤΑΣ
Α Ν Α Π Α ΡΑ ΣΤΑ ΣΗ :
ΚΥΚΛΟΣ ΠΑΘΩΝ
THE PASSION CYCLE
ΚΥΚΛΟΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ
VIRGIN CYCLE SCENES
ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ
COMMUNION OF THE APOSTLES
ΟΛΟΣΩΜΟΙ ΑΓΙΟΙ
FULL LENGTH SAINTS
ΠΡΟΠΑΤΟΡΕΣ
ANCESTORS OF CHRIST
ΠΡΟΦΗΤΕΣ
PROPHETS
ΑΠΟΣΤΟΛΟΙ
APOSTLES
ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΕΣ
ENANCELISTS
Σχ. 46.
Ναός του Πρωτάτου: Διάκριση ομάδων και ενοτήτων στο εικονογραφικό πρόγραμμα.
(Σχέδιο Γ. Φουστέρης).
ΠΑΡΕΝΘΕΤΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ Η.
2. δίκαιος Νώε
C
—> Γ Βάπτιση —» Θεοφάνεια
3. Προφήτης Ιερεμίας —> Δ Ελκόμενος -> Πάθη
E Ανάληψη —> Ανάληψη
C
Ζ Πεντηκοστή —> Κάθοδος Αγ. Πνεύματος
Γ. ΕΠΙΠΕΔΟ:
5. Προπάτορες (53 μορφές)
Σχ. 49.
Ναός του Πρωτάτου.
Ερμηνεία εικονογραφικού προγράμματος (Π. Φούντάς).
Εσωρράχια μεγάλων τόξων. Μορφές πρώτου (κάτω) επιπέδου.
Εποπτική συσχέτιση:
Ο Δίκαιος Νώε (Κατακλυσμός) (2) —> Η βάπτιση του Χριστού (Γ).
(Αποτύπωση ζωγραφικών παραστάσεων: Λ. Κάσσης.
Αρχιτεκτονική αποτύπωση: Π. Μυλωνάς).
Σχ. 50.
Ναός Πρωτάτου.
Ερμηνεία εικονογραφικού προγράμματος (Π. Φούντάς).
Εσωρράχια μεγάλων τόξων. Μορφές πρώτου (κάτω) επιπέδου:
Σχ. 57. Ναός του Πρωτάτου. 3η οικοδομική φάση. Όψη νότια. (Εκδοχή α').
Τ Ρ ΙΤ Η Ο ΙΚ Ο Δ Ο Μ ΙΚ Η Φ Δ Σ Η
Σχ. 58. Ναός του Πρωτάτου. 3η οικοδομική φάση. Τομή κατά μήκος
(Εκδοχή β').
Τ Ρ ΙΤ Η Ο ΙΚ Ο Δ Ο Μ ΙΚ Η Φ Α Σ Η
ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ
Φωτογρ. L.N.D.T.: πηγή: σειρά La nuit des temps. Zodiaque.
Φωτογρ., σχεδ. N.E.: πηγή: Nuere Enrique, La carpinteria de armar
Espanola, Μαδρίτη 2003.
2
ΕΙΚ. 3β. Ξύλινος κρεμμυδόσχημος θόλος στο ναό της Αγ. Σκέπης της Μ.
Αγίου Παντελεήμονος.
4
6o FT
20 Μ
ΕΙΚ. 4. Ο ναός της Αναστάσεως στην Ιερουσαλήμ κατά τον 9ο-10ο αιώνα είχε
θολωτή οροφή ξυλόπηκτη και επιχρισμένη, κάτω από επίσης ξύλινη στέγη.
5
ΕΙΚ. 6. β. Άγιος Μάρκος στη Βενετία. Άποψη των τρούλλων από ψηλά.
7
ΕΙΚ. 8.α.
Ξύλινη θολωτή οροφή στο ρωμανικό ναό του Αγίου Ζήνωνα, στη Verona. 12ος αι.
(Φωτογρ. L.N.D.T., 76).
ΕΙΚ. 9.β.
ΕΙΚ. ΙΟ.β.
Ξύλινη, θολωτή, «φατνωματική» οροφή στο ναό του San Pedro, Vila
Real, στην Πορτογαλία. (Φωτογρ. Ν.Ε.)
11
ΕΙΚ. 11. Ξύλινη θολωτή οροφή με πλευρικούς φεγγίτες στην εκκλησία των
Ερημητηρίων του Orense (περιοχή με προρωμανική και ρωμανική
ναοδομική παράδοση), στην Ισπανία. (Φωτογρ. Ν.Ε.)
12
ΕΙΚ. 12.α. Ξύλινοι τοξωτοί φορείς ημικυλινδρικής οροφής. Σχέδια του Γάλλου
Rhilibert de l’Orme.
ΕΙΚ. 12.β. Ξύλινη θολωτή οροφή σε νεώτερο ναό, με τεχνική παραπλήσια της σχεδιασμένης
από τον Fh. de Γ Orme. (Nuere Enrique, La Carpinteria de armar Espanola,
Μαδρίτη 2003, σ. 170,171).
13
ΕΙΚ. 13.β. Ο ρωμανικός ναός του St. Quirinus, Neuss (Γερμανία). Τομή.
14
NUTTG-ENS
ß
EIK. 15. α, β. Ιερουσαλήμ. Ο «Θόλος του Βράχου». (Αποπερατώθηκε το 691). Τομή
και αξονομετρική τομή.
16
ΕΙΚ. 16.α. Ξύλινη, ημισφαιρική οροφή στην αίθουσα των πρεσβευτών στο
αραβικό ανάκτορο Alcazar της Σεβίλλης. Ανάγεται στον 14ο αιώνα.
ΕΙΚ. 16.β. Ξύλινος,ημισφαιρικός θολίσκος στο ανάκτορο της Alhampra στη Γρανάδα.Ανάγεται
στον 14° αιώνα. (Φωτογρ. Ν.Ε.)
ΕΙΚ. 17. Ρωμανική Γαλλία: Tonnerre, αίθουσα νοσηλείας (νοσοκομείο) με
ενσωματωμένο παρεκκλήσι, τέλη 13ου αι. α. Αποψη εσωτερικού. (Φωτογρ.
L.N.D.T., 14). β. Η διάρθρωση της ξύλινης οροφής και στέγης. (Μουσείο των
Μνημείων της Γαλλίας, Paris, σχέδιο J. Μ. Rabec).
ΕΙΚ. 18. Ρωμανική Γαλλία: α. Clermont, αβαείο, 12ος αι. β. Poncé-sur-le-Loir,
χρίκλιτη βασιλική (12ος αι. και γύρω στα 1200). γ. Asnières-sur-Vègre, μονόκλιτη
βασιλική του 11ου-12ου αι. δ. Arville (Βέλγιο), εκκλησία του «τάγματος του
ναού», 13ος αι. (Φωτογρ. L.N.D.T., 64, 14).
19
ΕΙΚ. 19. Ρωμανική Γαλλία: α, β. Brinay, ναός του 11ου αι. ή πρωιμότερος- α.
Το ιερό Βήμα. β. Λεπτομέρεια τοιχογρ. του 12ου αι. γ, δ. Huriei, βασιλική, γύρω
στα τέλη του 11ου αι. γ. Αποψη του εσωτερικού, δ. Κάτοψη. (Φωτογρ., σχέδ.
L.N.D.T., 32, 45).
20
ΕΙΚ. 20. Νεώτερη περίοδος. Ελλάδα: Κισσός Πηλίον, ναός Αγ. Μαρίνας.
21
ΕΙΚ. 22. Νεώτερη περίοδος. Λέσβος: α. Αγία Τριάδα Πλαγιάς (1886). β. Παμμ. Ταξιάρχες
Μανταμάδου (1879). (Φωτογρ. Μ. Τσιτιμάκη).
23
ΕΙΚ. 23. Νεώτερη περίοδος. Λέσβος: α. Άγιος Νικόλαος (μητρόπολη) Πλωμαρίου (1847). β.
Κοίμηση Θεοτόκου Συκούντας (1870). (Φωτογρ. Μ. Τσιτιμάκη).
24
ΕΙΚ. 24. Νεώτερη περίοδος. Λέσβος: α. Άγιος Γεώργιος Κεραμίου (1899). β. Παμμ.
Ταξιάρχες Παππάδου (1838). (Φωτογρ. Μ. Τσιτιμάκη).
25
ΕΙΚ. 25. Νεώτερη περίοδος. Πήλιο. Αγία Παρασκευή Τσαγκαράδας (1904). Ψευδοκαμάρα με
πλευρικά παράθυρα.