You are on page 1of 13

1

Περιεχόμενα

2
Εισαγωγή ....................................................................................................... 3

Μέρος πρώτο:
Η καντιανή γνωσιοθεωρία
Διαμάχη ρασιοναλιστών και εμπειριστών.......................................................... 3

Η «Κοπερνίκεια στροφή» στην Κριτική του Καθαρού Λόγου............................. 4

Φαινόμενα και Νοούμενα................................................................................... 6

Μέρος δεύτερο:
Εγελιανή κριτική στην καντιανή θεώρηση....................................................... 8

Επίλογος........................................................................................................ 11

Βιβλιογραφία και διαδικτυακές πηγές ........................................................... 12

Εισαγωγή

3
Στην παρούσα εργασία θα διερευνήσουμε την εξέλιξη της φιλοσοφικής σκέψης
από τον υπερβατολογικό (μεταφυσικό) ιδεαλισμό του Καντ στον γερμανικό απόλυτο
ιδεαλισμό του Χέγκελ. Στο πρώτο μέρος θα δούμε συνοπτικά την αέναη διαμάχη
εμπειρισμού και ορθολογισμού, για να δείξουμε με ποιον τρόπο επιχείρησε ο Καντ να
γεφυρώσει αυτά τα δύο ρεύματα στο φιλοσοφικό σύστημα που ανέπτυξε. Μέσα από
το έργο του Η Κριτική του Καθαρού Λόγου (1781), όπου εξετάζει την εγγενή δομή και
τις δυνατότητες του ανθρώπινου νου, θα δείξουμε πως ο Καντ εξετάζει κριτικά τη
Μεταφυσική της εποχής του και την οριοθετεί ώστε να αναδειχθεί σε επιστήμη. Θα
εστιάσουμε στη διάκριση μεταξύ φαινομένων και πραγμάτων καθ’ εαυτά, ελέγχοντας
την σημασία της και εξετάζοντας τις προεκτάσεις της. Θα σταθούμε σε συγκεκριμένα
καινοτόμα σημεία της καντιανής μεθοδολογίας και σκέψης, όπως είναι η εποπτεία, τα
είδη των κριτικών προτάσεων και τα δυϊστικά ζεύγη, που απορρέουν από την
παραπάνω διάκριση. Στο δεύτερο μέρος θα αναφερθούμε στα σημεία της καντιανής
σύλληψης στα οποία ο τελευταίος φιλόσοφος του γερμανικού ιδεαλισμού Φρήντριχ
Χέγκελ άσκησε κριτική, παρουσιάζοντας παράλληλα την εναλλακτική του θεώρηση
για την υπέρβαση των καντιανών οντολογικών και γνωσιοθεωρητικών δυϊσμών. Θα
κλείσουμε με κάποια γενικά συμπεράσματα και προβληματισμούς.

Η καντιανή γνωσιοθεωρία
Διαμάχη ρασιοναλιστών και εμπειριστών
Μετά την απόδειξη της ύπαρξης δια της αμφιβολίας του Καρτέσιου 1, o βασικός
φιλοσοφικός προβληματισμός στα τέλη του 18ου αιώνα, μεταφέρθηκε στο ερώτημα
αν ο άνθρωπος μπορεί να αποκτήσει αντικειμενική γνώση του κόσμου, σε ποιο
βαθμό και αν είναι ο Λόγος ή οι αισθήσεις η πηγή της γνώσης. Στο καίριο αυτό
ερώτημα οι ορθολογιστές απαντούσαν ότι ο άνθρωπος, διαθέτοντας γνώση εξ
ορισμού (a priori) μέσω της έμφυτης διάνοιας του Λόγου, είναι σε θέση να αποκτήσει
αντικειμενική γνώση, ασχέτως οπτικής γωνίας της παρατήρησης και δίχως τη
συνδρομή των αισθήσεων, όμως ο πραγματικός κόσμος δεν είναι αυτό που
αντιλαμβανόμαστε. Οι εμπειριστές από τη άλλη αντέτασσαν ότι ο κόσμος της
εμπειρίας μας είναι μεν ο μόνος πραγματικός όπως τον αντιλαμβανόμαστε και οι
αισθήσεις μας είναι η μόνη πηγή της γνώσης, αλλά η εμπειρικά αντικειμενική γνώση
του κόσμου είναι αδύνατη.2

1 Μολύβας, Γ., Η Εποχή του Διαφωτισμού (17ος-18ος αιώνας), τ. Β΄, ΕΑΠ, Πάτρα 2000, σελ. 34-35.
“Cogito ergo sum”.
2 Μολύβας, ό.π., σελ. 67.

4
Ο ρασιοναλιστής Immanuel Kant (1724 – 1804), ένας ήσυχος καθηγητής της
Λογικής και Μεταφυσικής στο πανεπιστήμιο της Καινιξβέργης της Βαλτικής,
θεωρούσε δογματικά πως η γνώση είναι εφικτή. Όταν ο ακραίος εμπειρισμός του
David Hume κατέληξε στην σκεπτικιστική αμφισβήτηση της ύπαρξης του εαυτού μας
και της αρχής της αιτιότητας, που αποτελεί τη βάση της γνώσης, ο Καντ ένιωσε να
κλονίζεται και αντέδρασε παράγοντας νέα επιχειρηματολογία απέναντι, τόσο στις
θέσεις του Σκώτου φιλοσόφου, όσο και σε εκείνες του δογματικού ορθολογισμού των
Wolff και Leibniz.3
Η «Κοπερνίκεια στροφή» στην Κριτική του Καθαρού Λόγου
Ο Καντ, στην προσπάθεια του να γεφυρώσει τα δύο ρεύματα με τρόπο
επιστημονικά δόκιμο, βάσισε τη συλλογιστική του στους νόμους του Νεύτωνα για τον
φυσικό κόσμο.4 Γνώριζε ότι αν η γνώση παραβιάζει τις λογικές αρχές δεν είναι
πραγματική, ωστόσο, δε μπορεί να στηριχθεί η γνώση μόνο σε αυτές, καθώς
αναλαμβάνουν αξιολογητικό μόνο ρόλο και δεν παράγουν καθαυτές γνώση. Η
πραγματική γνώση δεν είναι ταυτολογία ούτε απλή ανάλυση, συμβαίνει δε μόνο όταν
ο νους συμφωνεί με την αισθητηριακή εμπειρία. Η παραδοχή αυτή αυτομάτως θέτει
τρία ερωτήματα που αφορούν τη νοητική λειτουργία, τη βασική συνιστώσα και την
ουσία της γνώσης.
Ας δούμε το πρώτο: Τι συμβαίνει όταν ο νους γνωρίζει πραγματικά; Ο νους,
απαντάει ο Καντ, φύσει ενεργητικός, σκέφτεται αυθόρμητα και με έννοιες
(αυθορμησία), ενώ η αισθητικότητα5, φύσει παθητική, διαισθάνεται (ενορά) βάσει των
ερεθισμάτων που δέχεται. Ο νους, η διάνοια μας δεν έχει ενορατική ικανότητα, όπως
η αισθητική μας αντίληψη δε διαθέτει σκέψη. 6 Άρα, αισθητικότητα και νόηση είναι δύο
απόλυτα διακριτές λειτουργίες του νου, στον οποίο η πρώτη παρέχει τα αναγκαία
(πρωτογενή, χαοτικά και τυχαία) εμπειρικά δεδομένα και η δεύτερη τους εξηγητικούς
λογικούς τύπους που είναι απαραίτητοι για την οργάνωση και ταξινόμησή των
δεδομένων της εμπειρίας σε καταληπτές από τη διάνοια έννοιες. 7

3 Βαλλιάνος, Π., Φιλοσοφία στην Ευρώπη. Νεότερα και Σύγχρονα Φιλοσοφικά Ρεύματα (19ος-20ος
αιώνας), τ. Γ΄, ΕΑΠ, Πάτρα 2008, σελ. 34, 36.
Πελεγρίνης, Θ., Ιμάνουελ Καντ, χ.χ., Ανακτήθηκε 10/03/2018, από http://www.pelegrinis.gr/%CE
%B9%CE%BC%CE%AC%CE%BD%CE%BF%CF%85%CE%B5%CE%BB-%CE%BA%CE
%B1%CE%BD%CF%84/.
4 Μολύβας, ό.π., σελ. 68.
5 Βαλλιάνος, ό.π., σελ 36. Αισθητικότητα: Η αντίληψη του κόσμου και των πραγμάτων μέσω των
πέντε αισθήσεων και των αισθητηριακών μας οργάνων.
6 Alessio, F., Ιστορία της Νεότερης Φιλοσοφίας, μτφρ.Θυμιοπούλου, Θ., Τραυλός, Αθήνα 2012, σελ.
699-700.
7 Βαλλιάνος, ό.π., σελ 36.

5
Το δεύτερο ερώτημα αναζητά εκείνο που συνιστά τη συμφωνία νου και
εμπειρίας (και άρα την πραγματική γνώση σύμφωνα με τον Αριστοτέλη) και εδώ ο
Καντ βλέπει δύο αλληλοαναιρούμενες εναλλακτικές προκειμένου να επιτευχθεί η
συμφωνία αυτή: Είτε είναι τα εμπειρικά δεδομένα εκείνα που προκαλούν τις νοητικές
έννοιες,8 είτε είναι οι (a-priori) έννοιες που καθιστούν δυνατή τη εμπειρία μας. Η
πρώτη εναλλακτική αναιρείται ήδη λογικά από το γεγονός ότι κάτι αποσπασματικό και
τυχαίο, μη καθολικό, μη αναγκαίο όπως η εμπειρία, όση αναμφισβήτητη αντικειμενική
αξία κι αν έχει, δε δύναται να παράγει έγκυρα καθολικές και αναγκαίες νοητικές
έννοιες, παρά μονάχα γενικεύσεις. Άρα, η συμφωνία που απαιτείται για την
πραγματική γνώση καθίσταται δυνατή μόνο από τις έννοιες. Παρ’ όλο που μια τέτοια
πρόταση φάνταζε ρηξικέλευθη για την εποχή της, η παραδοχή της κατάφερνε να
«σώσει τα φαινόμενα», καθώς έννοιες, νους και αισθητηριακά δεδομένα διατηρούσαν
ατόφιο τον αρχικό τους χαρακτήρα. 9 Η αληθινή γνώση είναι η συμφωνία νου και
αντικειμένου και προκύπτει από την αμοιβαία και ταυτόχρονη συνέργεια νου και
εμπειρίας. Είναι η συμφωνία αλλά και η στενή σύνδεση μεταξύ των τυχαίων και
ατάκτων αισθητηριακών δεδομένων και των καθολικών και αναγκαίων a priori
εννοιών που τα νοηματοδοτούν, δημιουργώντας αληθείς νοητικές παραστάσεις. 10
Αυτή η a priori σύνθεση αποτελεί την αληθινή γνώση11 και την ολοκληρωμένη
απάντηση στο πρώτο ερώτημα.
Ακολουθώντας αυτή τη νέα συλλογιστική, μπορεί πλέον να απαντηθεί το και
τρίτο ερώτημα περί του «Τι είναι» το αντικείμενο κατά τη γνώση. Είναι η αίσθηση και
ο νους αλληλένδετα, νοηματοδοτημένα από την σύνδεση τους, συνυφασμένα σε μία
a priori σύνθεση12, έξω από την οποία δεν μπορούν να υπάρξουν ή να σημαίνουν
κάτι. Με την Κοπερνίκεια στροφή13 του Καντ, το αποσπασματικό και τυχαίο
«αντικειμενικό» παύει να είναι η ταυτολογική αντανάκλαση σε έναν παθητικό νου. 14
Παίρνει διαρκώς μορφή από τον ενεργό νου και συγκροτείται βάσει έμφυτων

8 Αlesio, ό.π., σελ. 700-701. Σύμφωνα με τον εμπειριστή Locke, αλλά και μια πιο καθολική
παραδοσιακή θεώρηση, αντικειμενική γνώση είναι η κατοπτρική αναπαραγωγή του αντικειμένου
στο νου, δηλαδή η προσαρμογή του νου στο αντικείμενο.
9 Στο ίδιο, σελ. 703. Οι έννοιες διατηρούνταν καθολικές και αναγκαίες, ο νους διατηρούσε την ενεργή
αυθορμησία του και τα αισθητηριακά δεδομένα την χαοτική τους αποσπασματικότητα
10 Βαλλιάνος, ό.π., σελ 36-37.
11 Κant, Ι., Κριτική του Καθαρού Λόγου, τόμ. Β΄, Υπερβατική Λογική ─ Υπερβατική Αναλυτική, μτφρ.
Α. Γιανναράς, Παπαζήσης, Αθήνα 1970, σελ. 17.
12 Μολύβας, ό.π., σελ. 69-70. Οι a priori συνθετικές προτάσεις είναι πάντα αληθείς, βρίσκονται στη
βάση όλων των θεωρητικών επιστημών, εν αντιθέσει με τις a priori αναλυτικές που είναι
ταυτολογίες και δεν έχουν γνωστική αξία καθώς δεν προσφέρουν επιπλέον πληροφορίες για τον
κόσμο.
13 Βαλλιάνος, ό.π., σελ. 36
14 Αlesio, ό.π., σελ. 705-706.

6
καθολικών και αναγκαίων θεμελιωδών νοητικών εννοιών, που λειτουργούν εποπτικά
και συνιστούν την αντιληπτική μας νοητική εποπτεία. Η εποπτεία δεν πηγάζει από τις
αισθήσεις, προϋπάρχει στο νου, αλλά χωρίς αυτές απομένει «τυφλή», 15 όπως κενές
απομένουν οι έννοιες που στερούνται περιεχομένου αν δεν αναφέρονται σε αισθητά
αντικείμενα.16 Χάρη στην εποπτεία οι εμπειρίες μας γίνονται καταληπτές και
συμπαγείς. Τις εποπτικές αυτές a priori έννοιες που επινοεί ο νους ονομάζει ο Καντ
κατηγορίες.17
Αυτή η αλλαγή οπτικής απέναντι στα πράγματα και η νέα θεμελίωση της
γνώσης που ονόμασε ο Καντ υπερβατολογικό ιδεαλισμό, εκδόθηκε ως πραγματεία,
μετά από σχεδόν δεκαετή προετοιμασία, το 1781 στη Ρήγα της Λετονίας, με τίτλο
Κριτική του Καθαρού Λόγου. Το έργο αποτελεί την κριτική ανάλυση της αληθινής
γνώσης με στόχο να διερευνηθούν η αρχή της, το γνωστικό περιβάλλον και τα όρια
της, ξεχωρίζοντας την από την απατηλή, φαινομενική ψευδογνώση.18

Φαινόμενα και Νοούμενα


Ο υπερβατολογικός ιδεαλισμός του Καντ παραπέμπει σε κάποιο είδος
εμπειρικού ρεαλισμού, αφού πρωτίστως προβληματίζεται όχι με την προέλευση αλλά
με το περιεχόμενο της εμπειρίας. Εξετάζει τι μπορεί και τι όχι να αποτελέσει την
εμπειρική πραγματικότητα και διαπραγματεύεται τη γνωστική μας ικανότητα, την
οποία – αντίθετα με τους προηγούμενους του - την θεωρεί πρωταρχική προκειμένου
να κατανοήσουμε το φυσικό κόσμο γύρω μας.19 Η σημαντική καινοτομία που εισάγει ο
Καντ στην Κριτική και διατρέχει ολόκληρο το στοχασμό του είναι η -προβληματική μα
αναγκαία όπως την χαρακτηρίζει- διάκριση ανάμεσα στα εμπειρικά αντικείμενα, τα
φαινόμενα και σε έννοιες που στερούνται εμπειρικής τεκμηρίωσης στον αντικειμενικό
κόσμο, τις οποίες αποκαλεί νοούμενα ή πράγματα καθ΄ εαυτά. Τα νοούμενα, παρ όλο
που στερούνται αισθητηριακής τεκμηρίωσης, δε συνιστούν αντίφαση (αφού κανείς δε
μας λέει ότι η αισθητικότητα είναι ο μοναδικός τρόπος εποπτείας). Αποτελούν όμως
τα όρια της ανθρώπινης εμπειρίας, όρια που θέτει στην αισθητικότητα ο ίδιος ο νους,
που αντίστοιχα αυτοπεριορίζεται.20

15 Βαλλιάνος, ό.π., σελ.37


16 Κant, ό.π., σελ. 16.
17 Μολύβας, ό.π., σελ. 69. Τέτοιες έννοιες είναι του χρόνου, του χώρου, του ποσού (ενότητα,
πολλαπλότητα, ολότητα), του ποιού (πραγματικότητα, άρνηση περιορισμός), της αναφοράς (ουσία,
αιτιότητα, αλληλεπίδραση), του τρόπου (δυνατότητα, ύπαρξη, αναγκαιότητα)
18 Αlesio, ό.π., σελ. 706-707. Η κεντρική ιδέα και η αρχιτεκτονική της πραγματείας παραμένουν
σταθερές και στην δεύτερη της έκδοση, 6 χρόνια μετά.
19 Μολύβας, ό.π., σελ. 68.
20 Κant, ό.π., σελ. 306-309.

7
Οποιαδήποτε πρόταση δεν αφορά φαινόμενα στερείται νοήματος λέει ο Καντ,
αφού τα πράγματα καθ’ εαυτά δεν πρόκειται να τα γνωρίσουμε ποτέ. Παρ’ όλα αυτά
επισημαίνει πως η αδυναμία μας να τα γνωρίζουμε δε μας στερεί τη δυνατότητα να τα
σκεφτόμαστε (εφόσον είναι ελεύθερα λογικών αντιφάσεων). 21 Τα νοούμενα ή
υπερβατολογικά αντικείμενα του Καντ αντιμετωπίσθηκαν διττά στη φιλοσοφία, άλλοτε
ρεαλιστικά και άλλοτε ιδεαλιστικά, αλλά πάντα με την αδιαμφισβήτητη επιμονή πως
είναι υπαρκτά. Όσο αυστηρά και να τεθεί η οριοθέτηση της εμπειρίας, ταυτόχρονα δε
μπορεί παρά να συνδηλώνει λογικά τη δυνατότητα ύπαρξης του μη εμπειρικού
(υπερβατικού) κόσμου από την άλλη πλευρά. Ο Καντ οριοθέτησε ασφαλώς το
γνωστικό στοχασμό θέτοντας φραγμό σε «ψευδοθαύματα», δεισιδαιμονίες και
διανοητικές φαντασίες κάθε είδους. 22 Από την άλλη, το «χώρο» που άφησε ο Καντ,
κάνοντας λόγο για τη δυνατότητα να σκεπτόμαστε τα νοούμενα, θα τον εκμεταλλευτεί
ο Jacobi το 1787 υποστηρίζοντας ότι μπορούμε να κατανοήσουμε τα υπεραισθητά
αντικείμενα, αλλά με το συναίσθημα, την εποπτεία ή την πίστη, που δεν αποτελεί
ικανότητα της λογικής διάνοιας.23
Στην ηθική φιλοσοφία, η καντιανή διάκριση φαινομένων και πραγμάτων καθ’
εαυτών επεκτείνεται στην επίσης σημαντική διάκριση μεταξύ της (εξωγενούς)
εμπειρικής βούλησης και της (εσωτερικής) καθαρής βούλησης.24

Εγελιανή κριτική στην καντιανή θεώρηση

21 Μολύβας, ό.π., σελ. 68.


22 Βαλλιάνος, ό.π., σελ. 91.
23 Delbos, V., Από τον Καντ στους επιγόνους του. Καντιανή φιλοσοφία και γερμανικός ιδεαλισμός,
μτφρ. Ντάφος Β., Αμολγός, Αθήνα 2017, σελ. 35-37.
24 Μολύβας, ό.π., σελ. 70.

8
Η γνωσιοθεωρία του Καντ - άθελά του - δρομολόγησε το γερμανικό ιδεαλισμό,
που ολοκληρώθηκε σε πρώτη φάση με τον G. W. F. Hegel (1770 - 1831). Πρόκειται
για έναν ιδιότυπο ιδεαλισμό που έδινε υπόσταση όχι μόνο στις ιδέες αλλά και στην
ύλη. Οι Γερμανοί ιδεαλιστές αρχικά αντέδρασαν στον καντιανισμό θεωρώντας ότι
εγκαθιστά τον αγγλοσαξονικό εμπειρισμό, ματαιώνοντας την ορθολογική γνώση για
το κόσμο, τον άνθρωπο και το Θεό Οι δε ρασιοναλιστές θεωρούσαν ότι επικυρώνει το
θεολογικό αγνωστικισμό και το γνωσιολογικό σκεπτικισμό. 25 Παρ’ όλο που στον Καντ
ήταν προφανές ότι η ανθρώπινη νόηση και ο εξωτερικός κόσμος συνδέονται μέσω
της φυσικής επιστήμης, οι επόμενοι του επικέντρωσαν το στοχασμό τους
περισσότερο προς ηθικές, πολιτικές και κοινωνικές κατευθύνσεις. Οι ιδεαλιστές που
θα ακολουθήσουν θα προσπαθήσουν να εισχωρήσουν στα πράγματα καθ’ εαυτά,
εφόσον αυτά γίνουν αντικείμενα νοητικής γνώσης, ειδάλλως η φιλοσοφία θα έχει
τελειώσει.26
Ο απαγορευμένος από τον Καντ κόσμος των πραγμάτων καθ’ εαυτών ερεθίζει
και απογοητεύει ταυτόχρονα τη μετέπειτα φιλοσοφική σκέψη, που θα περίμενε να
βρει μέσα του απαντήσεις στα πλέον φλέγοντα και επείγοντα ερωτήματα της
ρασιοναλιστικής αυτοσυνείδησης, από τα οποία όμως ο Καντ παραιτείται, θεωρώντας
τα αναπάντητα στο διηνεκές. Κύριος άξονας της εγελιανής κριτικής στάθηκε η κάθετη
καντιανή αποτροπή του φιλοσοφικού στοχασμού από την εξέταση του
απροσπέλαστου, αθέατου κόσμου των νοουμένων, καθώς και η αποδόμηση των
δυισμών που προκύπτουν από τη διάκριση των φαινομένων από τα πράγματα καθ’
εαυτά. Γίνεται σαφές ότι ο καντιανός συνδυασμός διάνοιας-εποπτείας δεν επαρκεί. Ο
δυισμός συνεχίζει να υφίσταται αν τα νοούμενα πρόκειται να παραμείνουν απρόσιτα.
Βάσει μίας τέτοιας διάκρισης, η ανάγκη της Διάνοιας να φτάσει στη Απειρία μένει
αναπάντητη, άρα μία τέτοια φιλοσοφία είναι ατελής.27
Ο Χέγκελ αντιδρά στον αντιφατικό και αναστοχαστικό καντιανό φορμαλισμό με
δημιουργική κριτική διάθεση, ενώ παράλληλα δομεί διαλεκτικά τον δικό του
διευρυμένο ιδεαλιστικό στοχασμό, βάσει της αποδόμησης των καντιανών αντιθέσεων
και διπόλων.28 Μεθοδολογικά, ο Χέγκελ αντιπροτείνει τη λογική του συλλογισμού

25 Βαλλιάνος, Π., «Εισαγωγή», στο G.W.F. Hegel, Πίστη και γνώση, μτφρ. Π. Βαλλιάνος, Σαββάλας,
Αθήνα 2010, σελ. 59.
26 Βαλλιάνος, ό.π., σελ. 91.
27 Βαλλιάνος, «Εισαγωγή», ό.π., σελ. 67.
28 Λαβράνου, Α., Γνώση, πίστη και πολιτική. Κριτική της υποκειμενικότητας και θεμελίωση της
πολιτικής στον Χέγκελ της περιόδου της Ιένας, Ι.Σ.Κ., Αθήνα 2017, σελ. 39-40.

9
έναντι της λογικής των κρίσεων29 του Καντ, λογικής που αναπόδραστα διαχωρίζει
υποκείμενο από κατηγορούμενο και επιμέρους από γενικό αποξενώνοντας τα,
προεξοφλώντας τη διαφορά τους και όχι την ταύτιση. Στις αιώνιες (a priori) σταθερές
αλήθειες του ο Καντ παραβλέπει την ιδέα του Λόγου (ιδέα που ο ίδιος έχει θέσει
σπερματικά) και δεν αποσαφηνίζει υπερβατολογικά τις κατηγορίες και τις απριορικές
εποπτικές έννοιες.30 Ο Χέγκελ επισημαίνει την αδυναμία του Καντ να συλλάβει άρτια
την ιδέα του Λόγου. Παρατηρεί ότι ο Καντ τη θεωρεί συγκεχυμένη και ατελέσφορη, και
τελικά δεν την αναπτύσσει.31 Αντίθετα, θεμελιώνει δύο επιπλέον ζεύγη δυϊσμών για
την ανθρώπινη εμπειρία, έναν επιστημονικό (ανθρώπινη γνώση - απόλυτη αλήθεια)
και έναν οντολογικό (πεπερασμένος άνθρωπος – άπειρο Είναι). Τα φαινόμενα βέβαια
τακτοποιούνται από τη διασκεπτική Διάνοια του γνωστικού υποκειμένου, που
χειρίζεται με μηχανιστικό και μαθηματικό τρόπο τα αποσπασματικά κομμάτια της
εμπειρίας, αρκεί αυτά να έχουν ουσιότητα και να σχετίζονται αιτιακά. Αλλά η νόηση
συλλέγει μια «φαύλη και αδύνατη απειρία» εμπειρικών δεδομένων, χωρίς εσωτερική
συνοχή, προς ένα «νοητό» πέρας, που όλο πλησιάζει αλλά ποτέ δεν φτάνει στη
απόλυτη αλήθεια της Απειρίας, εκεί όπου θα ηρεμούσε όπως αποζητά. 32
Ο Χέγκελ, σύμφωνα με την ιδεοκρατική αρχή, αντιπροτείνει στον αναστοχασμό
την απόλυτη νόηση, την περατότητα της Διάνοιας που έχει συνείδηση του εαυτού της,
ταυτόσημη του Είναι μιας παγκόσμιας κοινωνικής συνείδησης, ενός οικουμενικού
Πνεύματος που περιλαμβάνει αισθητή και υπεραισθητή γνώση σε ένα οργανικό όλον.
Η γνώση μετεξελίσσεται διαρκώς ως γίγνεσθαι, ως προϊόν της ανθρώπινης ιστορίας
και όχι σαν κάτι έξω από αυτήν. Η αλήθεια και η γνώση προκύπτουν από την
ιστορική εξέλιξη, ενώ διαμορφώνονται και αλλάζουν από εποχή σε εποχή μέσω της
διαλεκτικής λογικής μεθοδολογίας (θέση, αντίθεση, σύνθεση).33 Η διαλεκτική επιλύει
τις αντιθέσεις, τους δυϊσμούς και τις οντολογικές αντινομίες του καντιανού στοχασμού,
παρέχοντας πρόσβαση για τη γνώση του κόσμου και την πλήρη αλήθεια, την οποία
θα μάθουμε στο τέλος της ιστορίας. Οι καντιανοί δυϊσμοί που θεωρούσε
ανυπέρβλητους η πεπερασμένη διάνοια, επιλύονται αρμονικά εντός της οργανικής

29 Εννοούται οι (εμπειρικές) a priori συνθετικές κρίσεις που προκύπτουν από τις κατηγορίες της
διάνοιας και τις a priori μορφές εποπτείας (που αναπτύχθηκαν εδώ στο πρώτο μέρος)
30 Λαβράνου, ό.π., σελ. 42-43.
31 Λαβράνου, ό.π., σελ. 40.
32 Βαλλιάνος, «Εισαγωγή», σελ. 65-67. Γι’ αυτό το λόγο ο Χέγκελ χαρακτηρίζει τον αναστοχασμό
«φιλοσοφία της περατότητας», φιλοσοφία που αρνείται τον εαυτό της και αυτοακρωτηριάζεται.
33 Πατέλης, Δ., Χέγκελ, στο: (συλλ.) Φιλοσοφικό Κοινωνιολογικό Λεξικό, τ. 1-5, Εκδ. Καπόπουλος,
Αθήνα 1994., ανακτήθηκε 11/03/2018, από http://www.ilhs.tuc.gr/gr/limata.htm#_%CE%A7%CE
%AD%CE%B3%CE%BA%CE%B5%CE%BB_(Hegel)_%CE%93%CE%BA%CE%AD%CE%BF
%CF%81%CE%B3%CE%BA

10
Ολότητας του πνεύματος και η γραμμική καντιανή θεώρηση μετασχηματίζεται σε
ολιστική. Ο νους που αντικρίζει το Απόλυτο καθώς στέκεται απέναντι στο Άπειρο,
ταυτιζόμενος μαζί του, «είναι ο ίδιος ένας απόλυτος και άπειρος νους». Ελεύθερος
διανοητικών περιορισμών, μεταλλάσσεται σε Λόγο, δηλαδή στη γνωστική δύναμη
που μπορεί να διαπεράσει τον αισθητό κόσμο των φαινομένων και να εισέλθει στην
πεμπτουσία του κόσμου των πραγμάτων καθ’ εαυτών και των νοουμένων.34
Για τον Χέγκελ ο καντιανός διαχωρισμός αισθητικότητας και λόγου δεν
υφίσταται. Αντίθετα, ο άνθρωπος υπάρχει ως ολότητα και συνδιαμορφώνει την γνώση
ως μέλος της κινούμενης ιστορίας. Η γνώση εξορύσσεται μέσα από την κοινότητα και
την πορεία της ιστορίας, δεν αποτελεί προϊόν του ενός νου, επιστημονικού ή
φιλοσοφικού, όπως θεωρεί ο Καντ, αλλά του πολιτισμού και της ιστορικής του
εξέλιξης συνολικά.
Ωστόσο, ο Καντ δεν δέχθηκε μόνο αρνητική κριτική: Η γνωστικά αυτόνομη
συνείδηση, το έλλογο Εγώ, το υποκείμενο που αυτενεργεί έναντι της αντικειμενικής
αναγκαιότητας και αγωνίζεται να ανακαλύψει την αλήθεια με το λογικό εξοπλισμό του
νου και τις εμπειρίες του, αναγνωρίστηκαν και αποτελούν ως σήμερα στιβαρή
φιλοσοφική παρακαταθήκη για τους επόμενους στοχαστές. 35

34 Βαλλιάνος, «Εισαγωγή», ό.π., σελ. 67-68.


35 Βαλλιάνος, ό.π., σελ. 90.
Βαλλιάνος, «Εισαγωγή», ό.π., σελ. 64.

11
Επίλογος

Ο Καντ στην Κριτική του Καθαρού Λόγου θεμελίωσε την απαραίτητη συμφωνία
νου και εμπειρίας, νόησης και αισθητικής πρόσληψης, καταδείχνοντας την a priori
σύνθεση και τη συνέργεια νόησης, αισθητικότητας και εποπτείας σε συνιστώσες της
αληθινής γνώσης. Προκαλώντας στη φιλοσοφική σκέψη μια ανατροπή οπτικής
ισοδύναμη με την αλλαγή που είχε προκαλέσει νωρίτερα ο Κοπέρνικος, πρότεινε την
προσαρμογή του αισθητού κόσμου στο νου αντί της προσαρμογής του νου στον
κόσμο. Ωστόσο, η αυστηρή του διάκριση μεταξύ φαινομένων και πραγμάτων καθ’
εαυτών, με τα δεύτερα να παραμένουν απρόσιτα, παρήγαγε μια σειρά αντιτιθέμενων
δυϊσμών που περιόριζαν την ανθρώπινη γνώση αποκλειστικά στον κόσμο της
εμπειρίας, ενώ άφηναν χώρο για την αυθαίρετη πίστη και αναπάντητα κρίσιμα
ερωτήματα. Ο Χέγκελ, αναπτύσσοντας μία ακόμα πιο ευρεία οπτική, επέκτεινε την
καντιανή γνωσιοθεωρία και οντολογία. Για το ξεπέρασμα των περιοριστικών
καντιανών αντιθέσεων αντιπρότεινε τη διαλεκτική και την ολιστική συλλογιστική,
υποστηρίζοντας πως η αληθινή γνώση δε βρίσκεται στην εννοιοδοτημένη μα
πεπερασμένη αισθητικότητα, αλλά στην ταύτιση Λόγου, κόσμου και συνείδησης σε
ένα ενιαίο όλον που δομεί το παγκόσμιο Πνεύμα, σε δυναμική συνάρτηση με το
κοινωνικό γίγνεσθαι εντός της ιστορικής εξέλιξης._
-----------------------------
(σώμα κειμένου 2.380 λέξεις)

12
Βιβιλογραφία

 Βαλλιάνος, Π., Φιλοσοφία στην Ευρώπη. Νεότερα και Σύγχρονα Φιλοσοφικά


Ρεύματα (19ος-20ος αιώνας), τ. Γ΄, ΕΑΠ, Πάτρα 2008.
 Βαλλιάνος, Π., «Εισαγωγή», στο G.W.F. Hegel, Πίστη και γνώση, μτφρ. Π.
Βαλλιάνος, Σαββάλας, Αθήνα 2010.
 Delbos, V., Από τον Καντ στους επιγόνους του. Καντιανή φιλοσοφία και
γερμανικός ιδεαλισμός, μτφρ. Ντάφος Β., Αμολγός, Αθήνα 2017.
 Κant, Ι., Κριτική του Καθαρού Λόγου, τόμ. Β΄, Υπερβατική Λογική ─
Υπερβατική Αναλυτική, μτφρ. Α. Γιανναράς, Παπαζήσης, Αθήνα 1970.
 Κρουστάλλης, Β., Οδηγός Φιλοσοφικών Θεμάτων, ΕΑΠ, Κερκυρα, 2006.
 Λαβράνου, Α., Γνώση, πίστη και πολιτική. Κριτική της υποκειμενικότητας και
θεμελίωση της πολιτικής στον Χέγκελ της περιόδου της Ιένας, Ι.Σ.Κ., Αθήνα
2017.
 Μολύβας, Γ., Η Εποχή του Διαφωτισμού (17ος-18ος αιώνας), τ. Β΄, ΕΑΠ,
Πάτρα 2000.

Διαδικτυακές πηγές:

 Πελεγρίνης, Θ., Ιμάνουελ Καντ, χ.χ., ανακτήθηκε 10/03/2018, από


http://www.pelegrinis.gr/%CE%B9%CE%BC%CE%AC%CE%BD%CE%BF
%CF%85%CE%B5%CE%BB-%CE%BA%CE%B1%CE%BD%CF%84/.
 Πατέλης, Δ., Χέγκελ, στο: (συλλογικό) Φιλοσοφικό Κοινωνιολογικό Λεξικό, τ. 1-
5, Εκδ. Καπόπουλος, Αθήνα 1994., ανακτήθηκε 11/03/2018, από
http://www.ilhs.tuc.gr/gr/limata.htm#_%CE%A7%CE%AD%CE%B3%CE%BA
%CE%B5%CE%BB_(Hegel)_%CE%93%CE%BA%CE%AD%CE%BF%CF
%81%CE%B3%CE%BA

13

You might also like