You are on page 1of 7

3η ΕΡΓΑΣΙΑ ΕΠΟ 22

ΘΕΜΑ:

Με την κριτική του Καθαρού Λόγου ο Καντ υπόσχεται να τερματίσει τη διαμάχη μεταξύ
εμπειρισμού και ορθολογισμού μέσα από μια καινοτόμο γνωσιοθεωρητική σύλληψη, η
οποία δέχτηκε τα πυρά της πολεμικής των εκπροσώπων του γερμανικού ιδεαλισμού,
κυρίως του Χέγκελ.

1.Αναπτύξτε τη διάκριση μεταξύ φαινομένων και πραγμάτων καθ’ εαυτά (νοούμενων) και
δείξτε τη σημασία της στο έργο της κριτικής του Λόγου, σύμφωνα με τον Καντ.

2.Εξετάστε τους όρους υπό τους οποίους ο Χέγκελ ασκεί κριτική στην καντιανή
φιλοσοφία στην κατεύθυνση της υπέρβασης των οντολογικών και γνωσιοθεωρητικών
δυϊσμών.

ΜΑΡΤΙΟΣ 2018
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Εισαγωγή...............................................................................................................................2

1. Η ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΚΑΝΤ ΣΕ ΟΡΘΟΛΟΓΙΣΜΟ ΚΑΙ ΕΜΠΕΙΡΙΣΜΟ ΚΑΙ Η ‘ΚΟΠΕΡΝΙΚΕΙΑ


ΣΤΡΟΦΗ’................................................................................................................................3

2. ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΚΑΘ ‘ΕΑΥΤΑ....................................................................5

…….

Βιβλιογραφία........................................................................................................................5

1
Εισαγωγή

Η Κριτική του Καθαρού Λόγου είναι ένα έργο θεωρητικής φιλοσοφίας


(γνωσιολογίας) με το οποίο ο Καντ απορρίπτει την παλιά μεταφυσική και
προτείνει μια νέα γνωσιοθεωρητική προσσέγιση θεωρώντας λανθασμένα και τα
δύο κυρίαρχα φιλοσοφικά ρεύματα της εποχής του, τον ορθολογισμό και τον
εμπειρισμό τα οποία και υποβάλλει στην κριτική του.
Καθαρό Λόγο ο Καντ θεωρεί το ‘λόγο’ χωρίς εμπειρία και την έννοια της
‘Κριτικής’ την χρησιμοποιεί για χαράξει τα όρια του ‘Καθαρού Λόγου’.
Το βασικό ερώτημα που καλείται να απαντήσει είναι το σχετικό με τη
δυνατότητα της γνώσης και των συνθηκών κάτω από τις οποίες είναι δυνατή. Το
πρόβλημα του καθαρού λόγου που καλείται να αντιμετωπίσει είναι το αν είναι
δυνατόν να υπάρχουν αλλά και με ποιόν τρόπο συνθετικές a priori (ότι είναι
γνωστό πριν την εμπειρία) προτάσεις (κρίσεις) (Guyer, 2013:95-96).

Η κριτική του Χέγκελ που θα παρουσιαστεί αφορά την κριτική στο βασικό
δυισμό του Καντ διάνοιας/εποπτείας και την αδυναμία ολοκλήρωσης της γνώσης
λόγω της μη επαρκούς ενοποίησης τους, την ετερογένεια μεταξύ του ενός και των
πολλών, του γενικού και του ειδικού, της μορφής και του περιεχομένου, της
ανθρώπινης γνώσης και της απόλυτης αλήθειας και τελικά στην αδυναμία ολικής
σύνθεσής τους όπως επίσης και την κριτική στην ύπαρξη των ‘σκοτεινών’
πραγμάτων καθαυτών. Στο πλαίσιο της κριτικής αυτής θα παρουσιαστούν επίσης
οι έννοιες της ‘αποξένωσης’ και της ‘ταυτότητας’ στον Χέγκελ.

2
1. Η ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΚΑΝΤ ΣΕ ΟΡΘΟΛΟΓΙΣΜΟ ΚΑΙ
ΕΜΠΕΙΡΙΣΜΟ ΚΑΙ Η ‘ΚΟΠΕΡΝΙΚΕΙΑ ΣΤΡΟΦΗ’

O Kant ασκεί κριτική στους ορθολογιστές που υποστηρίζουν ότι η γνώση


βασίζεται αποκλειστικά στο ‘λόγο’ χωρίς να χρειάζεται η εμπειρία, με μόνο τη
χρήση των έμφυτων ανθρωπίνων νοητικών ικανοτήτων. Τους κατηγορεί ότι ο
δογματισμός τους, αδιαφορώντας για τον εμπειρικό έλεγχο δεν μπορεί να
οδηγήσει με σιγουριά στην αλήθεια.
Επίσης θεωρεί ότι οι εμπειριστές , υποστηρίζοντας ότι η γνώση μας βασίζεται
αποκλειστικά στις αισθητηριακές μας εμπειρίες και προκύπτει ως γενίκευση
αυτών, καταλήγουν στον σκεπτικισμό. H εμπειρία με τον τυχαίο χαρακτήρα της
δεν μπορεί να μας οδηγήσει σε αναγκαίες και καθολικές προτάσεις, οπότε δεν
μπορεί να μας οδηγήσει σε βέβαιη γνώση αλλά μόνο στο σκεπτικισμό και στην
αμφιβολία όλων των πιθανών προτάσεων (Μολύβας, 2000:67,68, Guyer,
2013:100).
Ο Καντ για να υπερβεί το δίλημμα σκεπτικισμου-δογματισμού θα προτείνει ότι η
γνώση παράγεται ως σύνθεση της διάνοιας και της εποπτείας (αισθητηριακή
εμπειρία).
Η θεωρητική τομή του Καντ ξεκίνησε με την ‘Κοπερνίκεια στροφή’. Θεωρεί ότι τα
αντικείμενα της γνώσης δεν υπάρχουν ανεξάρτητα από το υποκείμενό της. Η
έννοια του αντικειμένου για τον Καντ, προϋποθέτει την αναφορά σε ένα
υποκείμενο, το οποίο ‘εμπεριέχεται’ μέσα στο αντικείμενο, ‘επεμβαίνει’ πάνω σε
αυτό. Ο Καντ την παρουσιάζει «…ως αλλαγή του τρόπου του σκέπτεσθαι, ότι
δηλαδή από τα πράγματα νοούμε a priori μονάχα εκείνο που εμείς οι ίδιοι
θέτουμε μέσα σε αυτά»(Καντ, 1976:46).
Όπως αναλύει ο Guyer «ο Καντ θα υποστηρίξει από αρχής μέχρι τέλους στην
Κριτική του Καθαρού Λόγου ότι τα αντικείμενα δεν πρέπει μόνο να συμφωνούν με
τους όρους δυνατότητας της γνώσης μας περί αυτών, προκειμένου να είναι
εφικτή η γνώση αυτή, αλλά και ότι όντως μπορούμε να επιβάλλουμε στα

3
αντικείμενα τη συμφωνία με τους όρους της δυνατότητας της γνώσης»( Guyer,
2013:105).
Το αντικείμενο είναι ένα πράγμα το οποίο μπορεί να γίνει γνωστό, αλλιώς είναι
απλώς ΄πράγμα’.
Σύμφωνα με τον Καντ η ανθρώπινη γνώση πηγάζει από τη συνεργασία δύο
διαφορετικών γνωστικών ικανοτήτων, χωριστών και διαφορετικού τρόπου
λειτουργίας κάθε μία, της εποπτείας και της διάνοιας (ένας βασικός δυισμός του
Καντ για τον οποίο θα δεχτεί την κριτική του Χέγκελ όπως θα δούμε σε επόμενο
κεφάλαιο). Η εποπτεία είναι η παθητική, συμβαίνει δηλαδή από μόνη της
(‘διαθέτει δεκτικότητα’) κατώτερη ικανότητα πρόσληψης των αντικειμένων
μέσω των αισθήσεων. Η διάνοια είναι η ενεργητική, ανώτερη ικανότητα που
παράγει τις a priori (ανεξάρτητα από κάθε εμπειρία) έννοιες, είναι η
μορφολογική οργάνωση των εποπτικών δεδομένων (παραστάσεων) με τη χρήση
καθολικών ‘κανόνων’ απαραίτητη για να οδηγηθούμε σε γνώση. Η σχέση
ανάμεσα στην εποπτεία και στη διάνοια (ένοιες) είναι σχέση ανάμεσα στο ένα
και στα πολλά. Όπως εξηγεί ο Καντ «Εννοήματα [έννοιες] χωρίς περιεχόμενο
είναι κενά, εποπτείες χωρίς έννοιες είναι τυφλές. […].Ο νους δεν έχει τη
δυνατότητα να εποπτεύσει κάτι και οι αισθήσεις δεν έχουν τη δυνατότητα να
νοήσουν κάτι. Μόνο από την ένωσή τους μπορεί να εκπηγάση γνώση»(Καντ,
1979:17).
O Καντ θεωρεί απαραίτητες τις a priori συνθετικές προτάσεις (καθολικές και
αναγκαίες) για τη θεμελίωση της θεωρητικής φιλοσοφίας. Οι συνθετικές
προτάσεις διευρύνουν τη γνώση αντίθετα με τις αναλυτικές που το μόνο που
προσφέρουν είναι η διασαφήνιση ήδη γνωστών πραγμάτων. Όλες οι εμπειρικές
προτάσεις (προτάσεις όμως εξ ορισμού a posteriori και όχι a priori) είναι
συνθετικές.
Ο Καντ καλύπτει την ανάγκη εύρεσης a priori μορφών εποπτείας δείχνοντας την
ύπαρξη δύο καθαρών μορφών, του χώρου και του χρόνου που είναι οι συνθήκες
που θέτουν οι άνθρωποι κατά την εποπτεία των αντικειμένων. Επίσης
αναλύοντας τις λειτουργίες της διάνοιας προσδιορίζει δώδεκα κατηγορίες ως
καθαρές, γενικές έννοιες της διάνοιας, ως τα ‘εργαλεία’, οι τρόποι, οι νόμοι με
καθολική ισχύ, οι μορφές με τις οποίες ‘συλλαμβάνουμε ‘ τον κόσμο, τα
4
πράγματα απαραίτητες για την επεξεργασία των δεδομένων των αισθήσεων, την
ερμηνεία των πραγμάτων και τελικά την παραγωγή γνώσης. Οι κατηγορίες αυτές
προκύπτουν από τις τέσσερις λογικές λειτουργείες των κρίσεων (ποσότητα,
ποιότητα, σχέση και τρόπος) με σημαντικότερες την κατηγορία της αιτιότητας και
της ουσίας. Οι κατηγορίες δεν απορρέουν από την εμπειρία αλλά όπως
εξηγήσαμε δίνουν μορφή, είναι απαραίτητες για την ταξινόμηση του υλικού της
εμπειρίας μας (Βαλλιάνος, 2008:39-41).

2. ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΚΑΘ ‘ΕΑΥΤΑ

Οι όψεις των πραγμάτων που μπορούμε να προσεγγίσουμε, δηλαδή να γίνουν


φανερά σε εμάς, να γίνουν δηλαδή αντικείμενα των αισθήσεών μας και άρα να
μπορούν να ‘ταξινομηθούν’ με βάση τις κατηγορίες ο Καντ τα ονόμασε
‘φαινόμενα’. Εισάγοντας τη διάκριση σε ‘φαινόμενα’ και ‘πράγματα καθ’ εαυτά’
ο Καντ προσδιορίζει τη δυνατότητα της γνώσης των φαινομένων στον χώρο και
στον χρόνο καθώς και το όριό της. Τα ‘πράγματα καθ’ εαυτά’, άρα οι όψεις των
αντικειμένων πέρα από την εμπειρία μας «…αν και δεν μπορούμε να τα
γνωρίσουμε [το ‘γιγνώσκειν προϋποθέτει έννοια και εποπτεία όπως σχολιάζει
στην υποσημείωση ο Α.Γιανναράς] ως πράγματα καθ’ εαυτά, ωστόσο πρέπει
τουλάχιστον να μπορούμε να τα νοούμε» (Καντ, 1976:46) γι’ αυτό και ο Καντ τα
ονομάζει και νοούμενα. Διακρίνοντας ο Καντ σε ‘φαινόμενα’ και ‘πράγματα καθ’
εαυτά’ κατέστησε εφικτή «την επιθυμητή δυνατότητα μιας a priori γνώσεως των
αντικειμένων, που προσδιορίζει κάτι ως προς αυτά προτού μας δοθούν τα ίδια»
(Καντ, 1976:45) της συνθετικής a priori γνώσης μόνο για τη φαινόμενη όψη και
όχι για την πραγματική φύση των αντικειμένων ( Guyer, 2013:107). Πρέπει τέλος
να επισημάνουμε το σύμφωνα με τον Καντ το ότι δεν μπορούμε να γνωρίζουμε
τα πράγματα καθ’ εαυτά δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν (Βαλλιάνος, 2008:47).

5
ΔΥΣΤΥΧΩΣ ΛΟΓΩ ΕΚΤΑΚΤΩΝ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΩΝ ΤΗΝ ΕΡΓΑΣΙΑ ΑΥΤΗ ΔΕΝ ΕΙΧΑ ΤΟΝ
ΧΡΟΝΟ ΝΑ ΤΗΝ ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΩ ΚΑΙ ΔΕΝ ΕΙΧΑ ΣΚΟΠΟ ΝΑ ΤΗΝ ΣΤΕΙΛΩ (ΓΙΑ
ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΣΤΕΙΛΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ). ΤΕΛΙΚΑ ΑΠΟΦΑΣΙΣΑ,
ΑΥΤΗΝ ΤΗ ΦΟΡΑ, ΝΑ ΣΤΕΙΛΩ ΕΣΤΩ, ΤΟ ΗΜΙΤΕΛΕΣ ΤΜΗΜΑ ΠΟΥ ΕΙΧΑ ΑΡΧΙΣΕΙ ΝΑ
ΓΡΑΦΩ…..

Βιβλιογραφία

Alessio, F. (2012), Ιστορία της Νεότερης Φιλοσοφίας, μετφρ. Θυμιοπούλου Θ., Αθήνα:
Τραυλός, σελ. 698-706 .

Βαλλιάνος, Π. (2008), Φιλοσοφία στην Ευρώπη. Νεότερα και σύγχρονα φιλοσοφικά


ρεύματα , τ. Γ, Πάτρα: ΕΑΠ, σελ. 36-50, 74-75, 90-92, 123-125, 130-132.

Guyer,P. (2013), Kant, μετφρ. Γ. Μαραγκός., Αθήνα: Gutemberg, σελ. 78-79 και 95-107.

Kant, I. (1976), Κριτική του Καθαρού Λόγου: Πρόλογος στη δεύτερη έκδοση, τόμος Α’,
τεύχος Ι, μτφρ. Γιανναράς Α., Αθήνα: Παπαζήσης, σελ. 43-53.

Kant, I. (1979), Κριτική του Καθαρού Λόγου: Υπερβατική Λογική-Υπερβατική Αναλυτική,,


τόμος Β’, μτφρ. Γιανναράς Α., Αθήνα: Παπαζήσης, σελ. 15-17, 306-309.

Μολύβας, Γ. (2000), Η Εποχή του Διαφωτισμού (17ος-18ος αιώνας), τ. Β’, Πάτρα: ΕΑΠ, σελ.
67-70.

You might also like