You are on page 1of 90

Φιλοσοφία της Επιστήμης

Αθανάσιος Σακελλαριάδης

Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων
Σημειώσεις 1ης θεματικής ενότητας (Μάθημα 1 – Μάθημα 3)

Φιλοσοφία της Επιστήμης είναι ο κλάδος της φιλοσοφίας που έχει ως σκοπό την
κριτική ανάλυση της επιστήμης και το στοχασμό πάνω σ’ αυτή. Είναι ο κλάδος που
επιχειρεί να κατανοήσει τους σκοπούς και τις μεθόδους της επιστήμης παράλληλα με
τις αρχές, τις πρακτικές και τα επιτεύγματά της.
Είναι η οργανωμένη έκφραση μιας διαρκώς αυξανόμενης διάθεσης και συμπεριφοράς
μεταξύ των φιλοσόφων και των επιστημόνων να διασαφηνίσουν, να ενοποιήσουν
προγράμματα, μεθόδους και αποτελέσματα της φιλοσοφίας και της επιστήμης.
Αποτελεί την εξέταση θεμελιωδών εννοιών και προϋποθέσεων υπό το φως των
θετικών αποτελεσμάτων της επιστήμης, των αμφιβολιών, και την ενδελεχή κριτική
και ανάλυση της γλώσσας και της λογικής.

Έργο της Φιλοσοφίας της Επιστήμης:


Ποιά είναι η φύση της επιστήμης και πώς λειτουργεί. Η επιστήμη επιχειρεί να
εξηγήσει το γιατί συμβαίνουν τα γεγονότα. Δεν είναι όμως έργο της να βρει μια
απάντηση στο ερώτημα για το τι πρέπει να έχει μια εξήγηση ώστε να είναι
επιστημονικά αποδεκτή.

Ζητήματα που απασχολούν τον Φιλόσοφο της Επιστήμης:


Στόχοι, Παρατηρήσεις, Επιστημονικές Αποδείξεις, Επιστημονικοί Νόμοι,
Επιστημονική Γνώση, Ιστορικό και Πολιτισμικό πλαίσιο, Γλώσσα.
Ερωτήματα για τη γενική περιγραφή της επιστημονικής μεθόδου. Ο τρόπος που
διαφέρουν οι επιστήμες μεταξύ τους και αν υπάρχει δυνατότητα να αναχθεί η μια
στην άλλη. Πώς συγκροτείται η επιστημονική γνώση. Η διαφορά τέχνης και
επιστήμης. Γλώσσα για θεωρητικές και εμπειρικές οντότητες.
Συγκεκριμένα:
Η αποστολή του φιλοσόφου είναι να αποτιμήσει την ουσία της επιστήμης και το ρόλο
της στη διανοητική ανάπτυξη του ανθρώπου. Επίσης να αποτιμήσει την οντολογία
του επιστημονικού αντικειμένου. Την αναζήτηση και ανάλυση της σχέσης μεταξύ
θεματικού αντικειμένου μιας ειδικής επιστήμης και του θεματικού αντικειμένου της
επιστήμης γενικότερα. Την προσπάθεια γνώσης του αντικειμένου της επιστήμης. Τη
δυνατότητα διδασκαλίας της επιστήμης και τον τρόπο κατανόησης της
(σημασιολογία).
Η Θεμελίωση της εκάστοτε επιστήμης σημαίνει τη διερεύνηση της πρακτικής και
θεωρητικής μεθοδολογίας με βάση την οποία συγκροτείται το επιστημονικό
αντικείμενο και είναι λειτουργικό.

Συστατικά στοιχεία μιας επιστήμης


Η επιστήμη αποτελεί ένα σύστημα έγκυρης γνώσης σύμφωνα με εμπειρικούς και
ορθολογικούς κανόνες.
Κάθε επιστήμη συνίσταται από το αντικείμενό της που υπάγεται στη γνωστική
δικαιοδοσία της, από το εννοιολογικό της σύστημα (σύστημα των εννοιών που
συγκροτεί τη θεωρία της), από τις διαδικασίες πειραματισμού που της προσιδιάζουν,
από τον έλεγχο θεωριών, μεθόδων και πρακτικών καθώς και την κριτική αποτίμησή
τους με σκοπό την επικύρωση ή θεμελίωσή της.

Στοιχεία Επιστημονικής Θεωρίας


Μια θεωρία αποτελεί ένα μοντέλο για κάποιο φυσικό φαινόμενο μαζί με ένα σύνολο
κανόνων που συσχετίζουν τις θεωρητικές ποσότητες αυτού του μοντέλου με τα
δεδομένα των παρατηρήσεων. Κάθε θεωρία είναι «ατομική υπόθεση» και για να
είναι καλή (επαρκής) πρέπει να ικανοποιεί δύο απαιτήσεις: να περιγράφει με ακρίβεια
ένα μεγάλο σύνολο παρατηρήσεων, χρησιμοποιώντας ένα μοντέλο που να περιέχει
λίγα αυθαίρετα στοιχεία και ακόμη να προτείνει συγκεκριμένες προβλέψεις για τα
αποτελέσματα μελλοντικών παρατηρήσεων.

ΟΡΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΟΘΕΣΙΑ

ΓΝΩΣΙΟΛΟΓΙΑ
Είναι ο κλάδος της φιλοσοφίας που ασχολείται με την ανθρώπινη γνώση:
Η εξέταση των ποικίλων ερωτημάτων : Α) Τι γνωρίζουμε; Β) Μπορούμε να
γνωρίσουμε την αλήθεια; Γ ) Πώς συγκροτούμε τη γνώση;
Η Γνωσιολογία στη νεωτερική αντίληψη είναι ότι φανταζόμαστε ένα υποκείμενο
(επιστήμονα – ερευνητή) αντιμέτωπο με τον κόσμο (εσωτερικό – εξωτερικό).
Κατόπιν το υποκείμενο για να κατανοήσει προβάλλει παραστάσεις και προσπαθεί να
δικαιολογήσει τις πεποιθήσεις του καταφεύγοντας στην εμπειρία ή στον λόγο.

ΓΝΩΣΙΟΘΕΩΡΙΑ
Θεωρία για τα ζητήματα γνώσης. Αντιμετωπίζει επιμέρους προβλήματα της γνώσης:
(ρόλος της εποπτείας των αισθητηριακών αντιλήψεων).
ΕΠΙΣΤΗΜΟΛΟΓΙΑ
Αποτελεί τμήμα της γνωσιολογίας και συγκροτείται γύρω από φιλοσοφικά
ερωτήματα που εγείρονται στο εσωτερικό της επιστήμης.

Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ ΚΑΙ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΤΗΝ ΑΦΟΡΟΥΝ

Η έννοια της αλήθειας διασφαλίζει την επικοινωνία μεταξύ θεωρίας και κόσμου.
Η αλήθεια: Α) είναι μια ιδιότητα των πεποιθήσεων μας αναφορικά με την ορθή
αναπαράσταση του κόσμου – Η έννοια της αλήθειας ως αντιστοίχισης με τον κόσμο.
Η αλήθεια μιας πρότασης ή πεποίθησης είναι συνάρτηση του νοήματος της και της
σχέσης της με τον κόσμο. Υπερβαίνει τα διαθέσιμα τεκμήρια και δεν ορίζεται με
βάση επιστημικές έννοιες και κατηγορίες. Β) Η αλήθεια ισοδυναμεί με μια έννοια
γνωσιακής ορθότητας, ότι η πεποίθηση ορθώς κατέχεται και δικαιολογείται από το
υποκείμενο που την κατέχει. (Επαληθευσιοκρατία)

Δεν έχει εξασφαλιστεί κάποιο πρόκριμα ή αρχιμήδειο σημείο σχετικά με την


ανεύρεση της αλήθειας. Αίτημα η μη απόκλιση του τι μια ιδανική επιστήμη
αποφαίνεται για τον κόσμο και στο τι συμβαίνει ή υπάρχει στον κόσμο.
Η αλήθεια είναι το σύνολο των πεποιθήσεων στις οποίες θα καταλήγαμε εάν ποτέ θα
φθάναμε στο ιδανικό όριο της επιστημονικής έρευνας (Peirce).
Οι οντότητες που η επιστήμη μελετά και ανακαλύπτει αλήθειες θεωρούνται ως
ανεξάρτητες από εμάς όχι υπό μια αιτιακή έννοια. Η μεθοδολογία της επιστήμης
είναι αιτιακά εξαρτημένη από τον κόσμο. Η ανεξαρτησία είναι λογική, δηλαδή οι
οντότητες δεν αποτελούν το λογικό επακόλουθο των δικών μας εννοιολογήσεων και
θεωρήσεων.

ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΓΝΩΣΗ

Η δυνατότητα της γνώσης


Η πηγή της
Το αντικείμενο – η ουσία της.

ΕΡΕΥΝΑ: είναι μια υλική διαδικασία που πραγματοποιείται σε συγκεκριμένο χώρο


και χρόνο.

ΓΝΩΣΗ (γενικός ορισμός) : είναι ένα σώμα πρακτικών και δεξιοτήτων


(πρακτική/επιτελεστική γνώση) είτε ένα σώμα πεποιθήσεων που εκφράζονται μέσω
δηλωτικών προτάσεων (statements) (συστηματική / θεωρητική) γνώση.
ΓΝΩΣΗ (σύμφωνα με τα νευροβιολογικά δεδομένα): Είναι μια δράση του
οργανισμού που πραγματοποιείται μέσω των αισθητηριοεκτελεστικών συσχετισμών
μέσα στα πεδία της δομικής σύζευξης στα οποία βρίσκεται ο οργανισμός.

Έρευνα και γνώση συνδέονται μέσω παραστάσεων που τα υποκείμενα προβάλλουν


δημόσια.

OΡΘΟΣ ΛΟΓΟΣ – ΟΡΘΟΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑ


Ο ορθός λόγος αποτελεί καθολική δέσμευση δεδομένου ότι θεμελιώνεται στην
ανθρώπινη φύση αλλά είναι και αυτόνομος καθότι απαλλαγμένος από παραδοσιακές
δογματικές δεσμεύσεις, εκλαμβάνεται ως η μόνη αξιόπιστη πηγή για την παροχή των
ασφαλών και έγκυρων εκείνων αρχών, οι οποίες συγκροτούν την επιστήμη και η
εφαρμογή των οποίων θα οδηγήσει στην απόκτηση αληθειών και στη συνθετική
ερμηνεία του κόσμου. Με βάση αυτές τις αρχές η επιστήμη απογητεύει / απομαγεύει
τη φύση και την ίδια στιγμή απελευθερώνει το έλλογο υποκείμενο.
Η ορθολογικότητα στην επιστήμη προϋποθέτει τη χρήση αντικειμενικών κριτηρίων
για τον έλεγχο και τη σύγκριση θεωριών με στόχο την επιλογή των «ορθότερων» απ’
αυτές ώστε να εξασφαλίζεται μια πρόοδος, δηλαδή μια προσέγγιση της
πραγματικότητας ή συμβατότητας μ’ αυτήν.
Μια κριτική στην ορθολογικότητα επιμένει και τονίζει θετικά όχι τυπικές αρχές αλλά
αναδεικνύει πρακτικές αξίες που προκύπτουν από την ίδια την κίνηση της ζωής
μετασχηματίζοντας την χωρίς να ακολουθούνται προγραμματικές η καθορισμένες
κατευθύνσεις που να είχαν οριστεί εκ των προτέρων.

ΡΕΑΛΙΣΜΟΣ
Η φιλοσοφική αντίληψη κατά την οποία οι οπαδοί του υποστηρίζουν ότι οι φυσικές
οντότητες (αντικείμενα) υπάρχουν ανεξάρτητα από το νου μας.
Υπάρχει ένας ανεξάρτητος και εν πολλοίς μη παρατηρήσιμος κόσμος τον οποίο η
επιστήμη προσπαθεί να περιγράψει και να διερευνήσει (Μετριοπαθής εκδοχή).
Ο κόσμος είναι ανεξάρτητος από την ανθρώπινη γνωστική δραστηριότητα αλλά η
επιστήμη μπορεί να φθάσει σε μια κατά το δυνατόν αξιόπιστη αναπαράστασή του
(Τολμηρή εκδοχή).

Η θέση περί της ανεξαρτησίας του κόσμου από τον νου είναι μια λογική ή
εννοιολογική θέση. Βεβαιώνει ότι αυτό που γνωρίζουμε είναι ανεξάρτητο – δεν
συγκροτείται λογικά ή εννοιολογικά – από τις σχετικές πεποιθήσεις, έννοιες και
γνωσιακές ικανότητές μας.
Άμεσος Ρεαλισμός: Όταν αντιλαμβανόμαστε άμεσα τα αντικείμενα του εξωτερικού
κόσμου.
Έμμεσος Ρεαλισμός: Όταν υπάρχει μια μορφή διαμεσολάβησης ανάμεσα στα
αντικείμενα και το υποκείμενο (δηλαδή ένα νοητικό αντικείμενο, παράσταση, ιδέα)
που βοηθά στην κατανόηση του αντικειμένου.
AΝΤΙ-ΡΕΑΛΙΣΜΟΣ
Η αλήθεια δεν υπερβαίνει τα εμπειρικά τεκμήρια. Δεν υπάρχει χάσμα ανάμεσα σε
μια κρίση στην οποία έχουμε φθάσει με ορθό τρόπο και στο να είναι αυτή αληθής. Η
βεβαιότητα ενός γεγονότος αποκτάται με τις συνθήκες βεβαιωσιμότητας (assertibility
conditions) και δεν θεωρείται ότι οι αισθητηριακές εμπειρίες είναι οι μόνοι
παράγοντες δια των οποίων μπορεί η βεβαιότητα να επιτευχθεί.

ΦΥΣΙΟΚΡΑΤΙΑ ή ΝΑΤΟΥΡΑΛΙΣΜΟΣ
Η φιλοσοφική αντίληψη κατά την οποία όλες οι οντότητες στων οποίων την ύπαρξη
δεσμευόμαστε συνδέονται κατάλληλα με φυσικές οντότητες. Ως γνωσιολογική θέση
υποστηρίζει ότι η γνώση είναι μια φυσική διαδικασία που πρέπει να αναλυθεί και να
μελετηθεί με βάση τις ευρύτερες ψυχολογικές και αιτιακές διαδικασίες που την
παράγουν. O νατουραλιστής δεν δέχεται κατ’ ανάγκην την αναγωγή όλων των
φυσικών φαινομένων σε φαινόμενα της φυσικής αλλά διατυπώνει την αντίληψη ότι
οτιδήποτε υπάρχει στον κόσμο υπάρχει στο χωροχρόνο και σχετίζεται με τις φυσικές
οντότητες – με την ευρεία έννοια του όρου natural.

ΦΥΣΙΚΑΛΙΣΜΟΣ: Η αντίληψη (απαίτηση, αξίωση) ότι όλες οι ειδικές ιδιότητες


{ψυχολογικές, χημικές, βιολογικές}, ταυτίζονται ως τύποι με φυσικές ιδιότητες. Για
παράδειγμα η ιδιότητα να είναι κάτι υδρογόνο μπορεί να ταυτιστεί να έχει άτομα με
ένα πρωτόνιο και ένα ηλεκτρόνιο. Η αναγωγή όλων των φυσικών φαινομένων σε
φαινόμενα της φυσικής.
O κόσμος που αποδέχεται ο φυσικαλισμός αποτελείται από φυσικά γεγονότα, από
σωματίδια και πεδία σε κίνηση μέσα στο χώρο. Τούτα τα γεγονότα περιγράφονται με
όρους: μάζα, ενέργεια, θέση.
Αναφορικά με τη σχέση νοητικών και φυσικών συμβάντων διακρίνουμε τον
Φυσικαλισμό Δείγματος (token physicalism) και τον Φυσικαλισμό Τύπου (type
physicalism): Για τον ΦΔ είναι δυνατό οι νοητικές ιδιότητες να διακρίνονται από τις
φυσικές ιδιότητες με τρόπο ώστε οι πρώτες να μην είναι αναγώγιμες στις δεύτερες,
απλώς κάποια συμβάντα έχουν νοητικές ιδιότητες καθώς και φυσικές ιδιότητες. Για
τον ΦΤ ισχύει η ταύτιση νοητικού και φυσικού συμβάντος.

Η πλέον ευρέως σήμερα αποδεκτή μορφή φυσικαλισμού συνδυάζει έναν οντολογικό


φυσικαλισμό με έναν δυϊσμό ιδιοτήτων: όλα τα συγκεκριμένα καθέκαστα/επιμέρους
στοιχεία αυτού του κόσμου είναι φυσικά, ωστόσο είναι δυνατό κάποιες πολύπλοκες
δομές και διατάξεις των φυσικών σωματιδίων να έχουν ιδιότητες οι οποίες δεν είναι
δυνατό να αναχθούν σε φυσικές ιδιότητες «κατώτερου επιπέδου». Η επικρατέστερη
εκδοχή του φυσικαλισμού είναι ο αντιαναγωγιστικός φυσικαλισμός όπου οι νοητικές
ιδιότητες καθώς και άλλες ιδιότητες «ανώτερου επιπέδου» συγκροτούν έναν
αυτόνομο χώρο που δεν ανάγεται στον φυσικό χώρο. Παράδειγμα: όταν συναθροίσεις
υλικών σωματιδίων αποκτούν έναν κατάλληλο βαθμό δομικής πολυπλοκότητας
(σχεσιακότητα), τότε εμφανίζονται γνήσια νέες ιδιότητες χαρακτηριστικές αυτών των
δομημένων συστημάτων.
ΘΕΤΙΚΙΣΜΟΣ (positivism)
Κατά το θετικιστικό σχήμα, υπάρχει μια γλώσσα παρατήρησης στην οποία
διατυπώνονται δεδομένα και δηλώνονται τα αποτελέσματα των πειραματισμών. Το
μόνο που ξέρουμε είναι τα αντικείμενα της παρατήρησης (οι αναφορές
παρατήρησης). Η Γλώσσα εισάγεται προκειμένου να συστηματοποιήσει τις
παρατηρήσεις και να διευκολύνει την πρόβλεψη και τον έλεγχο. Οι θεωρίες είναι
εργαλεία για την έκφραση και συστηματοποίηση των παρατηρήσεων.

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΣΜΟΣ (functionalism). Ένα νοητικό είδος είναι ένα αιτιακά –


λειτουργιστικό είδος, αφού η σχετική λειτουργία του είναι ένας συγκεκριμένος
αιτιακός ρόλος : Ένας οργανισμός έχει τη δυνατότητα να πονάει ακριβώς όταν είναι
εφοδιασμένος με έναν μηχανισμό ο οποίος ανεξάρτητα από τη φυσική του
διαμόρφωση ανιχνεύει βλάβη στους ιστούς του. Οι νοητικές καταστάσεις είναι
πραγματικές εσωτερικές καταστάσεις ενός οργανισμού που έχουν αιτιακές δυνάμεις.
O λειτουργισμός θεωρήθηκε μη αναγωγιστικός υλισμός ως προς το ότι: κάθε νοητική
κατάσταση προσδιορίζεται μέσω του αιτιακού της ρόλου σε ένα δίκτυο νοητικών
καταστάσεων. Μ’ αυτό τον τρόπο μπορεί να υφίσταται αιτιότητα αλλά όχι μία προς
μια αντιστοιχία νοητικών καταστάσεων σε τύπους φυσικών καταστάσεων.
Σε αντίθεση με τον λειτουργιστή ο Συμπεριφοριστής αποφεύγει τις εσωτερικές
καταστάσεις ταυτίζοντας τις νοητικές καταστάσεις με τη συμπεριφορά: Το να πονάμε
σημαίνει να βογκάμε και να στενάζουμε και όχι να είμαστε σε κάποια εσωτερική
κατάσταση. H γνωσιακή ψυχολογία προϋποθέτει μια επιστημονική λειτουργική
άποψη των γνωστικών καταστάσεων, ο στόχος της είναι να παρέχει εξηγήσεις των
προθεσιακών δεξιοτήτων, δηλαδή δεξιότητες του να βρισκόμαστε σε προθετικές
καταστάσεις (τάση να πιστεύουμε) και να συμμετέχουμε σε προθεσιακές
δραστηριότητες (συμπεραίνειν).

ΝΤΕΤΕΡΜΙΝΙΣΜΟΣ: Η θεωρία που ισχυρίζεται πως οτιδήποτε συμβαίνει μέσα στο


σύμπαν, καθορίζεται επακριβώς από πρότερες / ηγούμενες συνθήκες.

ΔΟΜΙΣΜΟΣ: Θεωρείται μια ομάδα απόψεων που δίνουν προτεραιότητα στη δομή
έναντι του περιεχομένου. Όπου η δομή θεωρείται ως ένα σύστημα σχέσεων ή
εξισώσεων και το περιεχόμενο ως οι οντότητες που πραγματώνουν τη δομή.

ΔYIΣΜΟΣ (δύο είδη αρχών/ουσιών): res cogitans – res extensa. Καρτεσιανή εκδοχή.

i) Ιντερναλισμός: Η καρτεσιανή αντίληψη κατά την οποία το υποκείμενο οφείλει να


γνωρίζει ότι γνωρίζει. Το υποκείμενο βρίσκεται σε κατάσταση γνώσης μόνον αν έχει
ικανούς λόγους να πιστεύει ότι οι πεποιθήσεις του είναι δικαιολογημένες.
ii) Εξτερναλισμός: Η φυσιοκρατική αντίληψη κατά την οποία ένα υποκείμενο μπορεί
να γνωρίζει χωρίς να έχει πρόσβαση στους λόγους ή τις διαδικασίες που
δικαιολογούν τις σχετικές πεποιθήσεις του.
ΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΣ (για τη Γνώση): Μπορούμε να έχουμε γνώση; Εξαντλούνται τα
επιχειρήματα; Είναι η γνώση ανέφικτη;

ΑΝΩΜΑΛΟΣ ΜΟΝΙΣΜΟΣ (D. Davidson)


1. Αρχή της αιτιακής αλληλεπίδρασης: Μερικά νοητικά συμβάντα
αλληλεπιδρούν αιτιακά με φυσικά συμβάντα.
2. Αρχή του νομολογικού χαρακτήρα της αιτιότητας: Όπου υπάρχει αιτιότητα
υπάρχουν νόμοι που συνδέονται αιτιακά με συμβάντα που διέπονται από
αυστηρούς νόμους.
3. Αρχή της ανωμαλίας του νοητικού: Δεν υπάρχουν αυστηροί νόμοι λόγω των
οποίων τα νοητικά συμβάντα μπορούν να προβλεφθούν και να εξηγηθούν.

ΝΟΜΙΝΑΛΙΣΜΟΣ - WILLIAM OF OCCAM (1285-1348)


«Το ξυράφι του Όκαμ»: Δεν πρέπει να υποθέσουμε την ύπαρξη κάποιας οντότητας
εάν αυτό δεν είναι λογικά αναγκαίο, είναι καλύτερα να μη πολλαπλασιάζουμε τις
υποθετικές οντότητες πέραν του όσον είναι εξηγητικά αναγκαίο.
. Ο νομιναλισμός του συνίσταται στη θέση ότι στη φύση υπάρχουν μόνο καθέκαστα
(συγκεκριμένα) όντα και ότι τα κατηγορήματα που τους αποδίδονται δεν έχουν
οντολογική υπόσταση (δηλαδή δεν αναφέρονται σε καθόλου όντα) αλλά αποτελούν
κατ’ ουσία, ονόματα για την ταξινόμηση των καθέκαστον σε κατηγορίες

ΕΠΙΦΑΙΝΟΜΕΝΑΛΙΣΜΟΣ
Είναι η θέση ότι παρόλο που κάθε νοητικό συμβάν προκαλείται αιτιακά από κάποιο
φυσικό συμβάν, τα νοητικά συμβάντα είναι μόνο επιφαινόμενα, δηλαδή είναι
συμβάντα που δεν έχουν τη δύναμη να προκαλέσουν κάποιο άλλο συμβάν. Είναι
αιτιακά αδρανή.

ΛΟΓΙΚΟΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΙΣΜΟΣ (HEMPEL)


1. Κάθε ψυχολογική δήλωση με νόημα, δηλαδή που περιγράφει ένα νοητικό
φαινόμενο, είναι δυνατό να μεταφραστεί σε δήλωση που αφορά αποκλειστικά
και μόνο συμπεριφορικά και φυσικά φαινόμενα.
2. Κάθε ψυχολογική έκφραση που έχει νόημα είναι δυνατό να οριστεί
αποκλειστικά και μόνο με όρους συμπεριφορικών και φυσικών εκφράσεων,
δηλαδή εκφράσεων που αναφέρονται σε συμπεριφορικά και φυσικά
φαινόμενα.
ΕΞΗΓΗΣΗ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΣΗ
Η Δικαιολόγηση ξεκινά από σχετικώς βέβαια αποτελέσματα για να καταλήξει σε
σχετικώς εικοτολογικές / αληθοφανείς θεωρίες. Η Εξήγηση ξεκινά από τις
υποθετικές θεωρίες στα σχετικώς πιο ασφαλή συμπεράσματα.

ΑΙΤΙΟΤΗΤΑ
Τα αντικείμενα, τα φαινόμενα και τα γεγονότα εμφανίζουν το χαρακτηριστικό της
μεταβολής. Τόσο οι μεταβολές στα γεγονότα όσο και η εμφάνιση ορισμένων που δεν
παρατηρήθηκαν προηγουμένως, προκύπτουν από άλλα γεγονότα.
Στην αιτιότητα όταν το A προκαλεί το Β ισχύουν οι περιπτώσεις:
• Υπάρχει ένας νόμος που συνδέει το Α με το Β.(Νομολογική παράμετρος)
• Αν το Α δεν είχε συμβεί τότε ούτε το Β θα είχε συμβεί.(Αντιγεγονοτική συνθ.)
• Η πιθανοκρατική εξάρτηση όπου η αιτία αυξάνει την πιθανότητα του
αποτελέσματος να συμβεί.
• Ένας μηχανισμός που συνδέει το Α με το Β.
• Κάτι μεταφέρεται από το Α στο Β. (Σ. Ψύλλος, Επιστήμη και Αλήθεια).

ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΟΤΗΤΑ
Κατά τον Καντ η αντικειμενικότητα συνδέεται με τον λόγο (a priori λογικές αρχές).
Η γνώση είναι αντικειμενική για εμάς γιατί το αντικειμενικό δεν είναι ανεξάρτητο
από τον λόγο. Είναι μια απόπειρα να συμφιλιωθούν οι οντολογικές αξιώσεις του
ρεαλισμού και οι γνωσιολογικές αξιώσεις του ιδεαλισμού.
Κατά τον Frege η αλήθεια είναι αντικειμενική. Αντικειμενικό είναι αυτό το οποίο
μπορούν να συλλάβουν περισσότερο από δύο έλλογα όντα, δηλαδή μια
διυποκειμενική κατάσταση. Ως αντικειμενικότητα θεωρείται η ανεξαρτησία από τις
εντυπώσεις, την εποπτεία και τη φαντασία, καθώς και από την κατασκευή νοητικών
εικόνων που προέρχονται από αναμνήσεις. Όχι όμως από ανεξαρτησία από τον λόγο.
H λογική κατανοείται (σύμφωνα με τον Αριστοτέλη και Φρέγκε) ως ένας τρόπος
καθορισμού των αναγκαίων συνεπειών μιας δήλωσης κι, επομένως ως ένας τρόπος
καθορισμού του αντικειμενικού της περιεχομένου.

ΚΡΙΣΕΙΣ
Οι κρίσεις δεν έχουν να κάνουν με σκέτες λέξεις αλλά είναι ο τρόπος (περιεχόμενα)
με τον οποίο συλλαμβάνουμε τα πράγματα, πώς τα θεωρούμε και πώς τα βλέπουμε.
Τούτη η νοητική διεργασία φέρνει σε επαφή έννοιες και βεβαιώνει ή αρνείται τις
σχέσεις των εννοιών με ή για τα πράγματα. Οι κρίσεις είναι συνδυασμοί εννοιών, οι
έννοιες πηγάζουν από τις κρίσεις και σε αυτές πρέπει να αναζητηθεί η διαδικασία
σχηματισμού των εννοιών. Η λογική ασχολείται με προτάσεις ή ισχυρισμούς που
αξιώνουν να είναι αληθείς – προτάσεις που εκφράζουν κρίσεις που αποτελούνται από
έννοιες οργανωμένες στην κρίση κατά συγκεκριμένο τρόπο (υποκείμενο –
κατηγόρημα).

ΑΝΑΓΩΓΙΣΜΟΣ : Η αντίληψη ότι κάθε σημαντική δήλωση είναι ισοδύναμη με


κάποια λογική κατασκευή βασισμένη σε όρους οι οποίοι αναφέρονται στην άμεση
εμπειρία. Η ιδέα πίσω από αυτό το δόγμα είναι ότι κάθε ατομική δήλωση με σημασία
θα έπρεπε να είναι ένας λογικός συνδυασμός δηλώσεων που είναι άμεσα
επαληθεύσιμες μέσω της εμπειρίας.

ΛΟΓΙΚΗ

Η λογική ασχολείται με τη μελέτη των επιχειρημάτων (ή συλλογισμών, ή


συναγωγών) δηλαδή των λογικών διαδικασιών με τις οποίες οδηγούμαστε από ένα
σύνολο προκειμένων ή υποθέσεων σε ένα συμπέρασμα. Η λογική ερευνά την
εγκυρότητα των επιχειρημάτων, την αναγνώρισή τους καθώς και τις μεθόδους για τη
δημιουργία τους.
Ένα επιχείρημα είναι παραγωγικό όταν με αυτό επιχειρείται να αποδειχθεί ότι το
συμπέρασμα έπεται αναγκαία από τις προκείμενες. Και μη παραγωγικό όταν δεν
έπεται αναγκαία.
Ένας λογικά έγκυρος συλλογισμός (ένα λογικά έγκυρο επιχείρημα) δεν εγγυάται την
αλήθεια του συμπεράσματος στο οποίο οδηγεί. Η εγγύηση που παρέχει είναι
υποθετικής φύσεως: αν οι προκείμενες είναι αληθείς τότε το συμπέρασμα ενός
εγκύρου επιχειρήματος θα είναι επίσης αληθές. Αυτό που προκύπτει από όλα αυτά
είναι ότι η εγκυρότητα των επιχειρημάτων είναι μια λογική ιδιότητα των
συλλογισμών μας ανεξάρτητη από το περιεχόμενο των προτάσεων που συνιστούν το
επιχείρημα και των σχέσεών τους με τον κόσμο μας.

Ερωτήματα της φιλοσοφικής λογικής:


Μπορεί να υπάρχει γνώση ανεξάρτητα από την εμπειρία;
Υπάρχουν προτάσεις που είναι αναγκαία αληθείς, δηλαδή αληθείς ανεξάρτητα από το
πώς είναι δομημένος ο κόσμος;
Υπάρχουν προτάσεις που είναι αληθείς δυνάμει μόνο του νοήματός τους;
Τι είναι αλήθεια;
Πώς μπορούμε να αναφερθούμε σε αντικείμενα τα οποία δεν γνωρίζουμε ως άμεση
εμπειρία;
Σε τι συνίσταται το νόημα μιας πρότασης;
Μπορούμε να χαρακτηρίσουμε επαρκώς πότε δύο προτάσεις ή εκφράσεις είναι
συνώνυμες;

Η λογική από μόνη της δεν μπορεί να μας βοηθήσει να βρούμε την αλήθεια.
Χρειαζόμαστε επιστημονική έρευνα αλλά η Λογική από μόνη της διασφαλίζει δομικά
την ανθρώπινη σκέψη, μας υποδεικνύει πώς να συλλογιζόμαστε σωστά και να
κρίνουμε επιχειρήματα και πεποιθήσεις.
Η έννοια της πρότασης
Η λέξη sentence αναφέρεται στην πρόταση ως συντακτική οντότητα, η λέξη
statement ως πρόταση που έχει σημασία και η λέξη proposition αναφέρεται στο
νόημα ή στο συντακτικό περιεχόμενο της πρότασης.
Μια πρόταση έχει νόημα αν είναι αληθής ή ψευδής.

ΠΑΡΑΓΩΓΗ – ΕΠΑΓΩΓΗ

Επαγωγικο-απαγωγική πορεία: Παρατηρήσεις - γενικές αρχές – παραγωγή


προτάσεων για την εξήγηση των παρατηρήσεων για τα φαινόμενα.
Η ισχύς ενός επιχειρήματος καθορίζεται μόνο από τις σχέσεις ανάμεσα στις
υποθέσεις και το συμπέρασμα.
Ένα παραγωγικό επιχείρημα δεν μπορεί να περιέχει περισσότερη πληροφορία από
αυτήν που δίνουν οι προκείμενες.
Επιχείρημα – Συμπέρασμα – Προκείμενες

Οι προκείμενες συμβάλλουν στη συγκρότηση του συμπεράσματος.

ΠΑΡΑΓΩΓΗ

1. Σ’ ένα έγκυρο επιχείρημα όλο το περιεχόμενο του συμπεράσματος είναι


παρόν, τουλάχιστον υπόρρητα, εντός των προκειμένων.
2. Αν οι προκείμενες είναι αληθείς, τότε και το συμπέρασμα πρέπει να είναι
αληθές. Η έγκυρη παραγωγή διατηρεί αναγκαστικά την αλήθεια κατά τη
μετάβαση από τις προκείμενες στο συμπέρασμα.
3. Αν οι νέες προκείμενες προστεθούν σε ένα έγκυρο παραγωγικό επιχείρημα
και καμιά από τις αρχικές προκείμενες δεν έχει μετατραπεί ή αφαιρεθεί, το
επιχείρημα παραμένει έγκυρο. Η παραγωγή είναι αδιάβρωτη.
4. Ένα επιχείρημα είναι ολοκληρωτικά είτε έγκυρο είτε μη έγκυρο.

ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΙΣΜΟΣ:
Η Νίκκι είναι ένα χάσκυ.
Σε όλα τα χάσκυ αρέσει να παίζουν στο χιόνι.
Άρα: Στη Νίκκι αρέσει να παίζει με το χιόνι.

Η παραγωγική εγκυρότητα αποκλείει τη δυνατότητα αληθών προκειμένων και


ψευδούς συμπεράσματος.
EΠΑΓΩΓΗ
1. Η επαγωγή είναι ενισχυτική. Το συμπέρασμα ενός επαγωγικού επιχειρήματος
έχει περιεχόμενο που υπερβαίνει το περιεχόμενο των προκείμενων.
2. Ένα ορθό επαγωγικό επιχείρημα είναι δυνατό να έχει αληθείς προκείμενες και
ψευδές συμπέρασμα. Η επαγωγή δεν διατηρεί κατ’ αναγκαίο τρόπο την
αλήθεια κατά τη μετάβαση από τις προκείμενες στο συμπέρασμα.
3. Νέες προκείμενες είναι δυνατό να υπονομεύσουν πλήρως ένα ισχυρό
επαγωγικό επιχείρημα. Η επαγωγή δεν είναι αδιάβρωτη.
4. Τα επαγωγικά επιχειρήματα χαρακτηρίζονται από βαθμούς ισχύος. Σε
ορισμένες επαγωγές, οι προκείμενες στηρίζουν τα συμπεράσματα
περισσότερο ισχυρά απ’ ό,τι σε άλλες.

Παράδειγμα επαγωγικού συλλογισμού:


Σχεδόν όλοι όσοι μένουν στη Νέα Φιλαδέλφεια είναι οπαδοί της ΑΕΚ
Έχω ένα φίλο που μένει στη Νέα Φιλαδέλφεια
Άρα: Είναι οπαδός της ΑΕΚ.

(Η πληροφορία που δίνεται από τις προκείμενες παρέχει ισχυρή στήριξη στο
συμπέρασμα, παρ’ όλο που δεν το εγγυάται λογικά). Η ισχύς των επαγωγικών
συναγωγών μπορεί να αυξηθεί και να μειωθεί καθώς προστίθενται
προκείμενες.

ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΟ – ΝΟΜΟΛΟΓΙΚΟ ΜΟΝΤΕΛΟ (Χέμπελ- Οπενχάιμ).

Η μεθοδολογία της επιστήμης και οι συνθέσεις μεταξύ εμπειρίας και θεωρίας


απαρτίζονται από τρία στάδια: ι) Από την εμπειρική βάση (δεδομένα των
αισθήσεων) συνάγεται επαγωγικά μια καθολική πρόταση ή υπόθεση. ιι) Η λογικο-
μαθηματική επεξεργασία της υπόθεσης οδηγεί στην παραγωγική συναγωγή
εμπειρικών προβλέψεων οι οποίες υποβάλλονται σε πειραματικό έλεγχο. ιιι) Η
διεύρυνση της εμπειρικής βάσης με νέα φαινόμενα απαιτεί νέες καθολικές υποθέσεις.

Αναλυτικότερα:
• Το εξηγητέο πρέπει να είναι λογική συνέπεια του εξηγούντος.
• Στο εξηγούν πρέπει να περιέχεται τουλάχιστον ένας γενικός νόμος που θα
είναι απαραίτητος για τη συναγωγή του εξηγητέου.
• Το εξηγούν πρέπει να έχει εμπειρικό περιεχόμενο.
• Οι προτάσεις που συνιστούν το εξηγούν πρέπει να είναι αληθείς.

1. Η εξήγηση πρέπει να είναι ένα επιχείρημα που παρουσιάζει ορθή


παραγωγική ή επαγωγική μορφή.
2. Το εξηγούν πρέπει να περιέχει τουλάχιστον ένα γενικό νόμο.
3. Το εξηγούν πρέπει να έχει εμπειρικό περιεχόμενο.
4. Οι προτάσεις που συγκροτούν το εξηγούν πρέπει να είναι αληθείς.
5. Η εξήγηση πρέπει να ικανοποιεί την απαίτηση για τη μέγιστη
εξειδίκευση.

Φυσικός Νόμος είναι μια κανονικότητα που έχει ισχύ για όλο το σύμπαν.
(Κανένα σήμα δεν ταξιδεύει ταχύτερα από το φως.)

Αντιγεγονοτική (counterfactual) είναι μια πρόταση που η υπόθεσή της είναι ψευδής.
Ένα αντικείμενο είναι η αιτία ενός άλλου αντικειμένου, στην περίπτωση που εάν το
πρώτο αντικείμενο δεν υπήρχε, το δεύτερο δεν θα είχε υπάρξει ποτέ. Όταν λέμε ότι
ένα συμβάν γ προκάλεσε αιτιακά ένα συμβάν ε ισοδυναμεί με το ότι εάν το γ δεν είχε
συμβεί, τότε δεν θα είχε συμβεί το ε. (Δηλαδή όταν λέμε ότι ένα ατύχημα
προκλήθηκε από ένα απότομο φρενάρισμα στο ολισθηρό βρεγμένο οδόστρωμα
θεωρούμε ότι εάν ο οδηγός δεν είχε φρενάρει απότομα στον βρεγμένο δρόμο, δεν θα
είχε συμβεί το ατύχημα).

Νομοειδείς (lawlike) είναι οι γενικεύσεις που έχουν όλα τα χαρακτηριστικά να είναι


νόμοι, εκτός από το να είναι αληθείς. Eίναι από λογική άποψη ανάλογοι των νόμων
της φυσικής αλλά αφορούν μόνο σχέσεις ανάμεσα σε εμπειρίες, χωρίς αναφορά σε
φυσικά συμβάντα.

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ: Αξιόπιστες (veridical, reliable) Oρθός τρόπος των


χαρακτηριστικών που παρατηρούμε – μέγεθος, σχήμα, χρώμα, υφή.
Παραπλανητικές (illusory): οφθαλμαπάτες, εμπειρίες στην κατάσταση του ύπνου.
Οι οντότητες διακρίνονται σε : ι) όσες μπορούν να παρατηρηθούν άμεσα, ιι) όσες
έμμεσα με τη χρήση οργάνων, ιιι) όσες ούτε άμεσα ούτε έμμεσα αλλά η φύση τους
συνάγεται από ένα είδος θεωρητικής διαδικασίας.

Παρατηρησιακοί και Θεωρησιακοί όροι

Το κύριο πρόβλημα κάθε εμπειρισμού είναι ο τρόπος σύνδεσης προτάσεων και


άμεσων εμπειρικών δεδομένων. Για τους εμπειριστές το επιστημονικό λεξιλόγιο
διαιρείται σε Παρατηρησιακούς και Θεωρητικούς όρους. Στους πρώτους ανήκουν
όροι όπως: κόκκινο, βάρος, μεγαλύτερο, δεξιά από και στους δεύτερους : άτομο,
ηλεκτρόνιο, γένος, πεδίο. Παρατηρησιακοί ονομάζονται οι όροι που αναφέρονται σε
αντικείμενα, σχέσεις ή ιδιότητες που παρατηρούνται άμεσα και εύκολα από όλους.
Θεωρητικοί είναι οι όροι που δεν προσφέρονται άμεσα για παρατήρηση.
Χρησιμοποιούνται για να περιγράψουν το πεδίο των αντικειμένων, φαινομένων,
γεγονότων και σχέσεων που είναι θεμιτό να διερευνά η θεωρία και για να
περιορίσουν το οντολογικό πεδίο της θεωρίας προσδίδοντας οντολογική υπόσταση
στις διάφορες οντότητες στις οποίες αναφέρεται η θεωρία.
H ουδετερότητα του παρατηρησιακού λεξιλογίου - οι δύο θεωρίες ασχολούνται με τα
ίδια φαινόμενα, επομένως χρησιμοποιούν τις ίδιες παρατηρήσεις είναι η λογική
προϋπόθεση για κάθε κρίση πάνω στη σχετική εγκυρότητα των δύο θεωριών.
Στην επιστήμη, οι παρατηρήσεις δεν είναι κάποια τυχαία δεδομένα τα οποία οι
ερευνητές συμβαίνει να έχουν καταγράψει. Οι παρατηρήσεις επιλέγονται με
γνώμονα θεωρητικές δεσμεύσεις, που σημαίνει ότι άλλα δεδομένα ενδέχεται να
απορριφθούν ως μη σχετικά. Επιπλέον, οι παρατηρήσεις συχνά δεν μπορούν καν να
γίνουν χωρίς κάποιο θεωρητικό προσανατολισμό που να μας υποδεικνύει το πώς και
το που να κοιτάξουμε. Οι παρατηρήσεις είναι θεωρητικά φορτισμένες (theory laden)
[Hanson].
Το πρόβλημα που τίθεται είναι: Αν δεχτούμε ότι οι λεγόμενοι παρατηρησιακοί όροι
εξαρτώνται στην πραγματικότητα από τη θεωρία που τους χρησιμοποιεί και
επομένως δεν υπάρχει τμήμα της επιστημονικής γλώσσας που να είναι κοινό στις
διαφορετικές θεωρίες, η σημείο προς σημείο σύγκριση των θεωριών φαίνεται
αδύνατη. Η θέση της ασυμμετρίας είναι αποτέλεσμα της ομοιογένειας της
επιστημονικής γλώσσας δηλαδή της εξάλειψης της διάκρισης παρατήρησης –
θεωρίας.
Με την παρατήρηση και το πείραμα μπορούμε να πετύχουμε περιγραφές επιμέρους
γεγονότων. Για τον Κάρναπ οι ενικές προτάσεις που περιγράφουν παρατηρήσεις
στέκονται σε μια σχέση επικύρωσης απέναντι στους γενικούς ισχυρισμούς. Η
πρόταση «Αυτό το δείγμα πάγου έλιωσε στους μηδέν βαθμούς Κελσίου»
επικυρώνεται με τον ισχυρισμό ότι «ο πάγος τήκεται στους μηδέν βαθμούς Κελσίου».
Ένας θεωρητικός όρος γενικά εισάγεται για να περιγράψει το αίτιο κάποιας όψης
ενός σώματος από πειραματικά και παρατηρησιακά φαινόμενα.
Οι θεωρητικοί όροι στερούνται νοήματος μέχρι να δοθούν κάποιες συνθήκες ή
κάποιοι κανόνες που καθορίζουν ποια παρατηρήσιμη περίσταση θα μετρούσε ως
επιμέρους παράδειγμα των όρων. Ο Κάρναπ ονόμασε αυτούς τους κανόνες:
αιτήματα νοήματος. Η δικαιολόγηση των αιτημάτων νοήματος συνίσταται στο ότι
αυτές αποτελούν απλώς συνομολογήσεις, συμβάσεις για το πώς θα χρησιμοποιούμε
θεωρητικούς όρους.
Τα αιτήματα νοήματος μπορεί να αλλάζουν με το χρόνο, αλλά αυτές οι αλλαγές είναι
στην ουσία μεταβολές του νοήματος των επιστημονικών όρων, όχι μεταβολές του
περιεχομένου των επιστημονικών ισχυρισμών.

ΑΣΥΜΜΕΤΡΙΑ
Δεν υπάρχει αντικειμενικός τρόπος σύγκρισης δύο διαδοχικών και αντιτιθέμενων
θεωριών.

ΚΡΙΤΙΚΗ ΣΤΗΝ ΑΣΥΜΜΕΤΡΙΑ


Η αντίδραση των επιστημολόγων στην ασυμμετρία εντοπίζεται: Αν η κάθε
επιστημονική θεωρία εκφράζεται στη δική της γλώσσα και καθορίζει τη δική της
εμπειρία τότε α) εξασθενεί η έννοια της άρνησης στην επιστήμη και καμιά θεωρία
δεν μπορεί να αντιφάσκει προς κάποια άλλη, β) δεν υπάρχει περίπτωση δύο
διαφορετικές θεωρίες να αποτελούν εναλλακτικές λύσεις και γ) με αυτόν τον τρόπο
απορρίπτεται ο εμπειρικός χαρακτήρας των επιστημονικών θεωριών καθώς η
εμπειρία καθορίζεται από την ίδια τη θεωρία.
Σχόλιο: Κριτική στα ανωτέρω ασκείται από James, Toulmin, Kuhn, Hanson,
Feyerabend.

ΠΛΑΙΣΙΟ ΑΝΑΚΑΛΥΨΗΣ ΚΑΙ ΠΛΑΙΣΙΟ ΘΕΜΕΛΙΩΣΗΣ


Βασική αντίληψη του Λογικού Θετικισμού κατά την οποία μια ανακάλυψη μπορεί να
οφείλεται σε διάφορες αιτίες: τύχη, ταλέντο του ερευνητή, κοινωνικό πλαίσιο. Αυτά
δεν ενδιαφέρουν τη φιλοσοφία γιατί δεν υπάρχουν ορθολογικά κριτήρια που να
οδηγούν και να καθορίζουν τη νομοτέλεια της ανακάλυψης. Το έργο της φιλοσοφίας
περιορίζεται στη δικαιολόγηση, την αξιολόγηση της ανακάλυψης στο πλαίσιο της
συνολικής επιστήμης.

ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΘΕΩΡΙΕΣ


Κάθε πρόβλημα είναι η κατάληξη μιας διαδικασίας που ορίζεται από: Εμφάνιση και
εντοπισμό ασυνήθιστων ενδείξεων ― Περιγραφή και χαρακτηρισμός ενός
φαινομένου ως νέου ― Διατύπωση προβλήματος.

Οι δοκιμασίες των πειραμάτων είναι:


• O έλεγχος της συνέχειας ή ασυνέχειας μιας θεωρίας σε σχέση με άλλες
θεωρίες .
• Η μελέτη του χαρακτήρα των ερωτημάτων που η θεωρία επιτρέπει να της
απευθυνθούν.
• Ο αριθμός και το είδος των μετασχηματισμών που αφήνει αναλλοίωτες τις
εξισώσεις μιας θεωρίας.

ΕΠΙΚΥΡΩΣΗ (confirmation)
Οι φιλόσοφοι που εργάζονται στα πλαίσια κάποιου προγράμματος ξεκινούν από ένα
σύνολο νοητικών εργαλείων και τεχνικών και τα χρησιμοποιούν ως μέσα για να
αναλύσουν τη φύση της επιστημονικής γνώσης.
Η επιστημονική έρευνα δεν διεξάγεται μόνο με τη συλλογή δεδομένων αλλά απαιτεί
κάποιο σύνολο παραδοχών σχετικά με το πώς συμπεριφέρεται η φύση. Πριν ο
φιλόσοφος αρχίσει την εξέταση της επιστημονικής γνώσης, χρησιμοποιεί παραδοχές
που αφορούν τη φύση της γνώσης και τους τρόπους με τους οποίους αυτή μπορεί να
αναλυθεί καλύτερα.

ΣΥΝΟΠΤΙΚΕΣ ΑΝΤΙΛΗΨΕΙΣ ΚΟΡΥΦΑΙΩΝ ΦΙΛΟΣΟΦΩΝ ΓΙΑ ΤΗ ΓΝΩΣΗ


ΤΗΝ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΟΝΤΟΛΟΓΙΑ

Πλάτων: Η ψυχή και ιδιαίτερα η νόηση είναι αιώνια και άφθαρτη και ικανή να
γνωρίσει τον κόσμο των Ιδεών – οι οποίες παριστάνουν την ουσία τον πραγμάτων, τη
μόνη πραγματικότητα. Είναι αιώνιες και αμετάβλητες. Το σώμα είναι φθαρτό και
χρησιμεύει ως όχημα της ψυχής. Μέσω του σώματος κατανοούμε μόνο τον ορατό
κόσμο των αισθήσεων που δεν είναι παρά το θολό είδωλο (απείκασμα) του αιώνιου
κόσμου των ιδεών.
Η γνώση είναι αληθής πίστη μετά λόγου (αποκτημένη με αξιόπιστο τρόπο), η οποία
επιτρέπει στον γνωρίζοντα να γνωρίζει ότι γνωρίζει.
Σχόλιο: H διάκριση ανάμεσα στο αληθές και το ψευδές δεν έχει χαραχτεί εκ των
προτέρων, αντιθέτως πρέπει να την χαράξει η επιστήμη με τη δραστηριότητά της όχι
πηγαίνοντας κατευθείαν στον τελικό προορισμό αλλά επανεξετάζοντας και
επαναπροσδιορίζοντας τα παλαιότερα αποτελέσματά της στο μέτρο που προχωρά.
O Πλάτων (Πολιτεία VI) διακρίνει τέσσερις βαθμίδες βεβαιότητας της γνώσης:
«νόησις, διάνοια, πίστις, εικασία». Η «παιδεία» ως περιαγωγή όλης της ψυχής
αποβλέπει στη μεταστροφή του ανθρώπου από το χώρο των αισθητών στην
κατεύθυνση του νοητού, προς την ιδέα του αγαθού.
O Πλάτων αντιμετωπίζει τη γνώση: 1) ως δυνάμει ενοποιημένο σύστημα και η
επιστήμη είναι η οργάνωση των δεδομένων σε μια συνεκτική εξήγηση του κόσμου.
2)Ως διαλεκτική: (συστηματική πρακτική των επιχειρημάτων) για την παραγωγή
γνώσης. 3) Ως οντολογία: δηλαδή αναζήτηση των βασικών ουσιών από τις οποίες
συνίσταται ο κόσμος. Οι τελικές οντότητες που συνιστούν τον κόσμο απαρτίζουν τη
θεωρία των Ιδεών. 4) Η επιστημονική γνώση αποτελεί αναζήτηση των αιτίων ή των
εξηγήσεων των πραγμάτων. Οι έννοιες της επιστήμης είναι συνυφασμένες με αυτήν
της εξήγησης.

Αριστοτέλης: Προσπαθεί να γεφυρώσει το χάσμα μεταξύ σώματος και ψυχής.


Θεωρεί το σώμα ως μια ύλη που έχει την ικανότητα να κινείται από μόνη της – την
ικανότητα την παρέχει η ψυχή. Η ψυχή δεν μπορεί να υπάρχει χωρίς το σώμα και το
σώμα είναι όργανο της ψυχής. Στο έργο του Περί Ψυχής παρουσιάζει μια θεωρία
περί νοητικής λειτουργίας με εξελικτικό τρόπο. Ο άνθρωπος έχει νοητική ψυχή που
του παρέχει γνώσεις λογικές και ορθολογικές.
Μέλημα του Αριστοτέλη είναι η εξιχνίαση των προϋποθέσεων της γνώσης. Όπως και
ο Πλάτων θεωρεί ότι η γνώση είναι η σύλληψη του γενικού (Περί Ψυχής 417 β 23),
όμως τις γενικές έννοιες τις βρίσκουμε μέσα στα πράγματα και η γνώση τους γίνεται
από την ψυχή ή τη νόηση με τη σύλληψη των μορφών των πραγμάτων. Το νοείν και
το αισθάνεσθαι είναι οι δύο τρόποι της γνώσης του ανθρώπου. Οι δυνάμεις κρίσης
είναι: αίσθησις, δόξα, επιστήμη και νους. Ο συνδυασμός αίσθησης και ενεργητικής
κρίσης είναι η φαντασία. Ο νους είναι «είδος ειδών» και στηρίζεται στα δεδομένα των
αισθήσεων και τις εικόνες της φαντασίας. Η αλήθεια και το σφάλμα οφείλονται σε
ορθή ή μη συμπλοκή νοημάτων. Η κρίση έγκειται στην κατανόηση της μορφής των
πραγμάτων. Από την αίσθηση δημιουργείται η μνήμη, από τη συσσώρευση μνήμης η
εμπειρία και από αυτήν προκύπτει η επιστήμη και η τέχνη.
Περιεχόμενο της επιστήμης είναι η αλήθεια η οποία είναι προσιτή στο βαθμό που το
επιτρέπει το αντικείμενο και η ιδιαιτερότητα του κάθε επιστημονικού κλάδου. Η
επιστήμη στηρίζεται σε αποδείξεις και αξιώματα και οι μέθοδοί της είναι η παραγωγή
και η επαγωγή. Η επαγωγή μας επιτρέπει να φθάσουμε στις αρχές των όντων.
Η γνώση είναι είτε πρακτική είτε παραγωγική είτε θεωρητική. Είναι επίσης αιτιώδης
και στοχεύει στη γενικότητα για την κατανόηση των επιμέρους συμβάντων. Η γνώση
ανήκει σ’ αυτό που δεν μπορεί να υπάρχει κατά διαφορετικό τρόπο (αναγκαιότητα).
H πορεία της γνώσης είναι η ακόλουθη: η προτεραιότητα δίνεται στα αισθητηριακά
όργανα (αισθητηριακή αντίληψη). Γνωρίζουμε μέσω των αισθήσεων και το
κρατούμε στη ψυχή μας. Από την αίσθηση παράγεται μνήμη και από τη μνήμη όταν
αναπαράγεται πολλές φορές για το ίδιο πράγμα παράγεται η ΕΜΠΕΙΡΙΑ. Η γνώση
τελικά αναπτύσσεται μέσα από τη γενίκευση της αίσθησης.

Descartes (1596 – 1650): Νους – Σώμα (MIND-BODY PROBLEM)


Ο Ντεκάρτ θεωρείται ο πατέρας του ως άνω δυϊσμού. Θεωρεί ότι το φυσικό (res
extensa) εκτείνεται στο σύμπαν. Οι νόες (νους: res cogitans) αποτελούν υποστάσεις
μη εκτατές και κατά συνέπεια είναι διακριτές από τις φυσικές υποστάσεις. Η ουσία
τους είναι η σκέψη. Αν και θεωρεί ότι υπάρχει υπόρρητη σχέση μεταξύ νου και
εγκεφάλου, δηλώνει ότι οι νόες δεν είναι εγκέφαλοι γιατί δεν είναι εκτατοί και
συνδέονται αιτιακά. Πχ το αίσθημα του πόνου κινητοποιεί τις καταστάσεις του
εγκεφάλου και αυτές με τη σειρά τους τις σωματικές κινήσεις. Ο φυσικός κόσμος
επηρεάζει τους νόες δια της επιρροής του επί του εγκεφάλου.
Ο δυισμός του Ντεκάρτ συγκροτείται από το νοητικό προς το φυσικό (π.χ. σκόπιμη
πράξη) και από το φυσικό προς το νοητικό (αντίληψη του φυσικού κόσμου δια των
αισθήσεων). Υπάρχει αιτιακή αλληλεπίδραση ανάμεσα στο νου και το σώμα η οποία
συμβαίνει στον κωνοειδή αδένα. Για τον Descartes ο καθένας από εμάς είναι μια
ένωση ή μια ανάμιξη ενός νου και ενός σώματος τα οποία βρίσκονται σε άμεση
αιτιακή αλληλεπίδραση μεταξύ τους.

Λόγος περί της Μεθόδου: Νους και ύλη είναι δύο μείζονες, αμοιβαία αποκλειστικές
και αμοιβαία εξαντλητικές κατηγορίες του σύμπαντος. Το ανθρώπινο ον είναι
σκεπτόμενη υπόσταση. Η ουσία του νου δεν είναι η νόηση αλλά η συνείδηση, η
επίγνωση των δικών μας σκέψεων και των αντικειμένων τους. Η ύλη είναι έκταση εν
κινήσει και η έκταση έχει τις γεωμετρικές ιδιότητες του σχήματος, του μεγέθους και
της διαιρετότητας. Το «υπάρχω» δεν μπορεί παρά να ισχύει όταν το σκέφτομαι, όμως
πρέπει να το σκέφτομαι ώστε να αμφιβάλλω γι’ αυτό. Άπαξ και το δω είναι
αναμφίβολο. Το εγώ συνάγεται άμεσα – ενορατικά. Είμαι σκεπτόμενο πράγμα που
αμφιβάλλει, κατανοεί, συλλαμβάνει, βεβαιώνει, διαψεύδει, βούλεται, αρνείται,
φαντάζεται και αισθάνεται. Η διάνοια παρέχει τις ιδέες που συνιστούν το
περιεχόμενο βάσει του οποίου εκφέρει κρίση η βούληση. Η βούληση είναι το κατ΄
εικόνα και το καθ΄ομοίωση του Θεού. Η αίσθηση και η φαντασία δεν νοούνται χωρίς
το σώμα και η φαντασία νοείται ως επισκόπηση εικόνων στον εγκέφαλο. Ο
Καρτέσιος διακρίνει ανάμεσα σε διαστάσεις, σχήματα και κινήσεις (γνήσιες
ποιότητες της ύλης) από τη μια και χρώματα, οσμές και γεύσεις (απλώς αισθήσεις
που ενυπάρχουν στον άνθρωπο).
David Hume (1711 – 1776)

To πρώτο του βιβλίο Treatise of Human Nature αναφέρεται σε δύο διαφορετικά είδη
που ονομάζονται ΕΝΤΥΠΩΣΕΙΣ και ΙΔΕΕΣ. Εντυπώσεις είναι τα αντικείμενα των
οποίων έχουμε άμεσα συναίσθηση όταν αντιλαμβανόμαστε ή ενδοσκοπούμε. Ιδέες
είναι τα αντικείμενα που συναισθανόμαστε σε όλες τις άλλες νοητικές
δραστηριότητες που δεν είναι αντίληψη ή ενδοσκόπηση όπως σκέψη, μνήμη,
φαντασία. Απλές ιδέες είναι αντίγραφα των εντυπώσεων που παραμένουν στο νου.
Σύνθετες ιδέες είναι ιδέες που δημιουργεί η φαντασία συνδυάζοντας απλές ιδέες.
• Κάθε γνώση διατυπώνεται με προτάσεις και η βασική μονάδα νοήματος είναι
ο όρος και ένας όρος έχει νόημα μόνο αν υπάρχει κάποια ιδέα στην οποία
αντιστοιχεί. Για να γνωρίσουμε τον όρο πρέπει να έχουμε την εμπειρία που
διαμόρφωσε τις αναγκαίες εντυπώσεις για τη δημιουργία της αντίστοιχης
στον όρο ιδέας. Τα όρια μιας γλώσσας με νόημα περιορίζονται από τα όρια
της δυνατής εμπειρίας.
• Κάθε πρόταση επί γεγονότων είναι ισοδύναμη με ένα σύνολο ισχυρισμών
σχετικά για το ποια είδη εντυπώσεων εμφανίζονται σε συνδυασμό με κάποια
άλλα. Ο μοναδικός κόσμος που είναι δυνατόν να γνωρίσουμε είναι ο κόσμος
των εντυπώσεων. Κάθε εντύπωση είναι οντολογικά διακριτή από
οποιαδήποτε άλλη.
• Κάθε καθολική πρόταση συνεπάγεται προβλέψεις για μελλοντικές εμπειρίες.
Αν όμως, δεν υπάρχει αναγκαία σύνδεση ανάμεσα στις εντυπώσεις που έχουν
εμφανιστεί μαζί κατά το παρελθόν, τότε τίποτα δεν μας εγγυάται ότι αυτές οι
εντυπώσεις θα εξακολουθούν να εμφανίζονται μαζί και στο μέλλον. Με την
υπόθεση της common sense ότι η επιβίωσή μας βασίζεται στην υπόθεση ότι
οι μελλοντικές εμπειρίες μας θα έχουν την ίδια μορφή με αυτή που είχαν στο
παρελθόν. Ο Η. δίνει ψυχολογική εξήγηση όμως η προσέγγιση αυτή δεν είναι
επαρκής για τους σκοπούς του φιλοσόφου της επιστήμης, αφού αυτός
ενδιαφέρεται να βρει την ορθολογική θεμελίωση της αποδοχής ενός
καθολικού επιστημονικού νόμου.
• Οι απλές ιδέες (παραστάσεις) είναι αντίγραφα των εντυπώσεων. Η
εγκυρότητα των παραστάσεων μας ελέγχεται μέσα από τη διερεύνηση των
πρωταρχικών δεδομένων στην άμεση αντίληψη(εντυπώσεις) που αποσκοπεί
στο να διαπιστώσει αν οι παραστάσεις αυτές αντλούν πράγματι το
περιεχόμενό τους από τα εν λόγω δεδομένα. Η σχέση της παράστασης προς
την εντύπωση δεν έχει μόνο ψυχολογικό χαρακτήρα αλλά και λογικό.

Οι παραστάσεις δένονται μεταξύ τους σύμφωνα με ορισμένους νόμους, τους νόμους


του συνειρμού των παραστάσεων.
1. Ένας πίνακας ζωγραφικής φέρνει το πρωτότυπο στο νου μας.
2. Η σκέψη ενός διαμερίσματος μέσα σε ένα κτίριο φέρνει στο νου μας τη
σκέψη άλλων διαμερισμάτων
3. Κάθε φορά που σκεπτόμαστε ένα αίτιο, φέρνουμε στο νου μας το
αποτέλεσμα και αντίθετα.

Η διερεύνηση της εγκυρότητας του υλικού της γνώσης έχει ως απώτερο στόχο της τη
διασάφηση των εννοιών (ιδεών) μας. Η εγκυρότητα των παραστάσεων συνίσταται
στην αναγωγή των άμεσων δεδομένων που είναι η εντύπωση. Η αναγωγή στην
εντύπωση κάνει σαφή την παράσταση ενώ ο γνωσιοθεωρητικός έλεγχος της ιδέας
αποσαφηνίζει τη σκέψη μας. Αναφορικά με την κριτική της γνώσης, οι εντυπώσεις
όχι μόνο είναι από τη φύση τους σαφείς αλλά επί πλέον ρίχνουν φως στις αντίστοιχες
σκοτεινές παραστάσεις.
Ο χώρος και ο χρόνος δεν αποτελούν ξεχωριστές αισθητηριακές αντιλήψεις, αλλά
συνίστανται στη διάταξη των αντιλήψεών μας. Οι παραστάσεις (ιδέες) του χώρου και
του χρόνου δεν ξεχωριστές παραστάσεις αλλά παραστάσεις του τρόπου με τον οποίο
υπάρχουν τα αντικείμενα. Τις έννοιες του χώρου και του χρόνου δεν μπορούμε να τις
κατανοήσουμε γιατί λείπει η δυνατότητα σχηματισμού μιας σαφούς παράστασης και
κατά συνέπεια και η δυνατότητα αναγωγής στην πρωταρχική εντύπωση.

Η γνώση κατά τον Ηume είναι ή a priori ή εμπειρική. Η πρώτη αναφέρεται στις
σχέσεις των ιδεών και τέτοια είναι η μαθηματική γνώση, ενώ η εμπειρική αναφέρεται
σε γεγονότα. Θεμέλιο της εμπειρικής γνώσης είναι η αισθητηριακή αντίληψη και η
μνήμη. Η σχέση αιτίου – αποτελέσματος δεν είναι σχέση λογικής συνεπαγωγής αφού
ο νους μπορεί να συλλάβει ένα αίτιο συνδεδεμένο με άλλα αποτελέσματα, χωρίς αυτό
να συνιστά αντίφαση.
Ο Ηume είδε σωστά ότι ο κάθε αιτιακός συμπερασμός αποτελεί υπέρβαση της
εμπειρίας γιατί προϋποθέτουμε εν προκειμένω ότι το μέλλον θα είναι όμοιο με το
παρελθόν , υπόθεση που δεν περιέχεται στην εμπειρία.
Αιτία είναι ένα αντικείμενο προηγούμενο ενός άλλου, γειτονικό με αυτό και τόσο
συνδεδεμένο με αυτό στη φαντασία, ώστε η ιδέα του ενός ωθεί τον νου να σχηματίσει
την ιδέα του άλλου, και η εντύπωση του ενός να σχηματίσει μια περισσότερο
ζωντανή ιδέα του άλλου.
Τέσσερα στοιχεία της αιτιότητας:
1. Ούτε η λογική ούτε η εμπειρία επιτρέπει να υποστηρίξουμε ότι το μέλλον θα
μοιάζει με το παρελθόν.
2. Η αιτία και το αποτέλεσμα πρέπει να είναι διακριτές υπάρξεις, που η καθεμιά
να μπορεί να συλληφθεί χωρίς την άλλη.
3. Η αιτιακή σχέση αναλύεται με όρους γειτνίασης, προτεραιότητας και
σταθερής σύνδεσης.
4. Το ότι κάθε έναρξη ύπαρξης έχει μια αιτία δεν αποτελεί αναγκαία αλήθεια.

Η έννοια της Αιτιότητας:


Όταν ένα γεγονός προκαλεί κάποιο άλλο, τρεις παράγοντες συμβαίνουν:
Αιτία, αποτέλεσμα, αιτιακή σύνδεση.
Δεν διαθέτουμε καμιά λογική βάση που να εδραιώνει οποιαδήποτε
εμπιστοσύνη σχετικά με την οποιαδήποτε επιστημονική πρόβλεψη. Η βάση
για τις συναγωγές συμπερασμάτων είναι η συνήθεια.
H ιδέα της αναγκαίας σύνδεσης μεταξύ της αιτίας και του αιτιατού είναι η
παρατήρηση μέσα στον εαυτό μας της δύναμης της συνήθειας που μας κάνει
να αναμένουμε ένα οικείο αποτέλεσμα από μια οικεία αιτία.

Ο νους αντλεί όλα τα περιεχόμενα του από την εμπειρία, θα πρέπει κάθε παρά να
επιδέχεται αναγωγή σε μια εξωτερική ή εσωτερική εντύπωση. Στη συνείδησή μας
υπάρχει η παράσταση της αιτιότητας, η παράσταση δηλαδή ότι κάθε αποτέλεσμα
συνδέεται κατά τρόπο αναγκαίο με την αιτία του. Από πού όμως πηγάζει η
παράσταση και σε τι συνίσταται η αντικειμενική της εγκυρότητα;
Στην αισθητηριακή αντίληψη δε μας δίδεται κανένας δεσμός ανάμεσα στην αιτία και
το αποτέλεσμα που να προκαλεί τη σταθερή διαδοχή τους. Ίσως να προέρχεται μόνο
από τον ψυχικό μηχανισμό των παραστάσεων που βασίζεται στη συνήθεια. Η σοφία
της φύσης έρχεται να μας θεραπεύσει από την ασθένεια της σκεπτικής αμφιβολίας
απέναντι στο νου και τις αισθήσεις.

JOHN LOCKE (1632-1704)


Στο δοκίμιο για την ανθρώπινη νόηση ο Λοκ ερευνά τη φύση και τα όρια της
ανθρώπινης νόησης, καθώς και την κριτική θεώρηση των μεταφυσικών εννοιών. Δεν
υπάρχουν έτοιμες ούτε θεωρητικές ούτε πρακτικές αρχές αλλά νοητικές ικανότητες
που καθιστούν δυνατό το σχηματισμό ιδεών και αρχών. Η ψυχή είναι κατά τη
γέννησή της ένα άγραφο χαρτί πάνω στο οποίο η εμπειρία θα αφήσει τα ίχνη της.
Όλες οι ιδέες μας προέρχονται από την εμπειρία, εσωτερική – εξωτερική. Εξωτερική
είναι αυτή που έχουμε μέσα από τα αισθητήρια όργανά μας και εσωτερική είναι η
εμπειρία της εσωτερικής αίσθησης και ονομάζεται αυτοπαρατηρησία. Οι ιδέες της
γνώσης και της βούλησης, της αμφιβολίας και της πίστης ανήκουν στην εσωτερική
εμπειρία.
Oι «ιδέες» του είναι παρεμφερείς με τις σκέψεις του Descartes. Η ιδέα είναι
οτιδήποτε είναι αυτό με το οποίο μπορεί να απασχολείται ο νους κατά το σκέπτεσθαι.
Οι ιδέες αποτελούν αντίγραφα των αντικειμένων και αναπαριστούν αντικείμενα ως
προς τις πρωτεύουσες ιδιότητές τους. Οι ποιότητες/ιδιότητες των σωμάτων
χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες:
1. Οι πρωτεύουσες, οι οποίες είναι ιδιότητες, όπως η στερεότητα, η έκταση, η
μορφή, η κίνηση, η στάση, ο όγκος, ο αριθμός, η υφή, το μέγεθος.
2. Οι άμεσες δευτερεύουσες οι οποίες είναι άμεσα αντιληπτές (χρώματα, ήχοι,
γεύσεις).
3. Οι έμμεσες δευτερεύουσες ποιότητες, οι οποίες είναι δυνάμεις που
μεταβάλλουν άλλα σώματα, όπως η δύναμη του ήλιου να αποχρωματίζει το
κερί ή της φωτιάς να τήκει τον μόλυβδο.
Όλες οι ποιότητες είναι άμεσα αντιληπτές, αφού το άμεσο αντικείμενο της
αντίληψης είναι πάντα μια ιδέα. Οι ιδέες των πρωτευουσών ποιοτήτων των σωμάτων
είναι ομοιώματα αυτών και τα πρότυπά τους ενυπάρχουν όντως στα ίδια τα σώματα
αλλά οι ιδέες που παράγονται μέσα μας από τις δευτερεύουσες ποιότητες, δεν έχουν
καμιά απολύτως ομοιότητα μ’ αυτές. Οι πρωτεύουσες ποιότητες είναι αδιαχώριστες
από τα υποκείμενά τους. Η κίνηση είναι πρωτεύουσα ποιότητα, ωστόσο ένα σώμα
μπορεί να είναι ακίνητο. Μόνο αν θεωρήσουμε την κίνηση και τη στάση ως ένα
ζεύγος πιθανών τιμών σ’ ένα ενιαίο άξονα «κινητικότητας», μπορούμε να πούμε ότι η
κίνηση είναι ποιότητα αδιαχώριστη από το σώμα. Οι πρωτεύουσες ποιότητες του
αντικειμένου είναι ο φορέας παραγωγής των ιδεών μέσα μας. Οι δευτερεύουσες
ποιότητες είναι οι δυνάμεις για την παραγωγή των αισθήσεων.
Ταυτίζοντας την ιδέα με το αντικείμενο της αντίληψης, καταλήγει ότι οι ιδέες μας
που δεν υπήρξαν αντικείμενο της αντίληψης δεν υπήρξαν ποτέ μέσα στο νου μας.
Γιατί αντίληψη σημαίνει, αντίληψη ιδεών μέσα από τη συνείδησή μας. Ο τόπος των
ιδεών είναι η συνείδηση.
Υπόσταση
Η έννοια της υπόστασης προκύπτει από την παρατήρησή μας πως συγκεκριμένες
ιδέες συμβαδίζουν. Η υπόσταση καθεαυτή είναι καταρχήν μη γνώσιμη αλλά η
πραγματική ουσία ενός πράγματος είναι κάτι που μπορεί να το ανακαλύψει η
επιστημονική έρευνα. Η υπόθεση τίθεται αξιωματικά λόγω της ανάγκης του
υποκειμένου να υποθέσει ότι υπάρχει.
Διάκριση νοείν και γνώσης.
Το νοείν συνίσταται στην αντίληψη των ιδεών μέσα στο πνεύμα μας. Ως περιεχόμενα
της συνείδησης οι ιδέες είναι αναγκαία πραγματικές είτε αντιστοιχούν σ’ αυτές έξω
από τη σφαίρα της συνείδησης.
Η γνώση συνίσταται στην αντίληψη της συμφωνίας ή ασυμφωνίας μεταξύ των ιδεών
μας. Η εμπειρία θεμελιώνεται στην ανθρώπινη γνώση.
Ο νους είναι ενεργητικός: α) Συνδέει τα απλά στοιχεία της εμπειρίας (απλές ιδέες)
κατά ποικίλους τρόπους και σχηματίζει από αυτά σύνθετες ιδέες και β) αποτελεί ο
ίδιος πηγή ιδεών που ανήκουν στο χώρο της εμπειρίας.
Ο Καντ μέμφεται τον Λoκ θεωρώντας ότι επιχείρησε χωρίς αποτέλεσμα να παραγάγει
τις καθαρές έννοιες του από την εμπειρία και με τον τρόπο αυτό τις αισθητικοποίησε.

Βαθμίδες γνώσης.
1. Ενορατική γνώση: είναι η πιο βέβαιη και σαφής γνώση που μπορούμε εν γένει
να έχουμε. Είναι η βάση κάθε άλλης γνώσης και κατεξοχήν της αποδεικτικής
γνώσης.
2. Η αποδεικτική γνώση: Γνώση έμμεση της συμφωνίας ή ασυμφωνίας δύο
ιδεών.
3. Η γνώση της ύπαρξης εξωτερικών αντικειμένων στηρίζεται κατά τον Λοκ
στην αντίληψη ότι οι ιδέες των πραγμάτων που έχουμε στη συνείδησή μας
προέρχονται από εξωτερικά αντικείμενα.
Οι ιδέες ως αντικείμενα της νόησης υπάρχουν αποκλειστικά στη σφαίρα της
συνείδησης. Η ύπαρξη και η πραγματικότητα δεν μπορεί να είναι ιδέες, γιατί είναι
κάτι που υπερβαίνει τη συνείδηση. Την υλοποίηση των ιδεών, έτσι ώστε να μπορούμε
να μιλούμε για υπαρκτά πράγματα μέσα στη σφαίρα της συνείδησης αναλαμβάνει να
επιτελέσει η έννοια της ουσίας.
O κόσμος της εμπειρίας είναι εξ ολοκλήρου νοητικός, πρόκειται για έναν κόσμο
ιδεών. Οι απλές ιδέες που έχουμε μέσα μας δημιουργούνται από μηχανικές
διεργασίες των σωματιδίων του εξωτερικού κόσμου. Αυτά επιδρούν μηχανικά στο
σώμα μας το οποίο επίσης είναι ένα μηχανικό σύστημα και αυτό προκαλεί νοητικά
γεγονότα μέσα μας και βλέπουμε σώματα, μυρίζουμε οσμές, ακούμε ήχους,
ζεσταινόμαστε.
Τα εξωτερικά στοιχεία έχουν τις ιδιότητες: της κίνησης, της στερεότητας, του
σχήματος και του αριθμού, αυτές είναι πρωτογενείς ποιότητες.
Το πρόβλημα που τίθεται στον Λοκ και μένει άλυτο: Αν το μόνο που βιώνουμε είναι
οι ιδέες μας, όχι τα ίδια τα πράγματα, τότε πώς μπορούμε να έχουμε οποιαδήποτε
γνώση των πραγμάτων.
Η θεωρία της γλώσσας
Οι λέξεις έχουν νόημα επειδή συμβολίζουν ιδέες και οι γενικές λέξεις όπως είναι τα
είδη, αντιστοιχούν σε αφηρημένες γενικές ιδέες. Η ικανότητα του ανθρώπου να
σχηματίζει αφηρημένες γενικές ιδέες είναι αυτό που τον διαφοροποιεί από τα άλαλα
ζώα.

Η έννοια της Προσωπικής ταυτότητας


Αν το ανθρώπινο σώμα, σε διαφορετικές περιόδους, επιδεικνύει διαφορετικές
γνωστικές ικανότητες και διαφορετικούς τρόπους συμπεριφοράς είναι φυσικό να
μιλάμε για διχασμένη ή διπλή προσωπικότητα. Μπορεί στην πραγματικότητα το ίδιο
σώμα να είναι δύο διαφορετικά άτομα σε δυο διαφορετικές στιγμές; Μπορούν να
υπάρξουν ταυτόχρονα δύο πρόσωπα στο ίδιο σώμα;
Ο Λοκ διακρίνει την έννοια «άνθρωπος» από την έννοια «πρόσωπο». Το πρόσωπο
είναι ον ικανό σκέψης, λογικής και αυτοσυνείδησης και η προσωπική ταυτότητα είναι
ταυτότητα αυτοσυνείδησης. Όπου υπάρχει η ίδια αυτοσυνείδηση εκεί υπάρχει και η
συνείδηση του εαυτού. Όμως παραμένει ένα ερώτημα για τους σχολιαστές του: Τι
σημαίνει να εκταθεί η παρούσα συνείδηση προς τα πίσω(παρελθόν); Τι κάνει αυτήν
τη συνείδηση να είναι η ατομική συνείδηση που είναι;
Σύμφωνα με τον Λοκ η παρούσα συνείδηση μου ως προσώπου εκτείνεται προς τα
πίσω μέχρι εκεί που θυμάμαι. Δεν είμαι το ίδιο πρόσωπο αλλά ο ίδιος άνθρωπος που
έκανε τις πράξεις τις οποίες έχω ξεχάσει, και η τιμωρία (καταλογισμός) πρέπει να
κατευθύνεται σε πρόσωπα μόνο, όχι σε ανθρώπους.
Κατά τον Λοκ είμαι ταυτόχρονα άνθρωπος, πνεύμα και πρόσωπο, δηλαδή ανθρώπινο
ζώο, άυλη υπόσταση και κέντρο αυτοσυνείδησης. Οι τρεις οντότητες είναι μεταξύ
τους διακρίσιμες και μπορούν θεωρητικά να συνδυαστούν ποικιλοτρόπως.
BERKELEY (1685 – 1753)
Εφόσον έχουμε άμεση πρόσβαση στις ιδέες και όχι σ’ αυτό που τις προκαλεί θα
μπορούσαμε να πούμε ότι οι ιδέες μας προκαλούνται από κάτι άλλο και όχι από
φυσικά αντικείμενα. Οι ιδέες μας εκπορεύονται κατευθείαν από το Θεό, χωρίς τη
μεσολάβηση των φυσικών αντικειμένων.
Ο κόσμος αποτελείται από φαινόμενα δηλαδή από ιδέες που έχει ο καθένας ή είναι
δυνατό να έχει. (Φαινομεναλισμός)
Ο Berkeley προσπαθεί να αποδείξει την ύπαρξη του Θεού από το γεγονός και μόνο
της ύπαρξης του αισθητού κόσμου. Ο κόσμος συνίσταται μόνο από τις ιδέες και
καμιά ιδέα δεν μπορεί να υπάρξει διαφορετικά, ει μη μόνον σε ένα νου. Όμως τα
αισθητά πράγματα υπάρχουν έξω από το νου μου, γιατί είναι τελείως ανεξάρτητα από
αυτόν. Πρέπει επομένως να υπάρχουν σε κάποιον άλλο νου, όσο εγώ δεν τα
αντιλαμβάνομαι. Και καθώς το ίδιο ισχύει σχετικά με κάθε άλλο πεπερασμένο
δημιουργημένο πνεύμα, έπεται αναγκαστικά ότι υπάρχει ένας πανταχού παρών
αιώνιος Νους, ο οποίος γνωρίζει και κατανοεί τα πάντα – υπάρχει ένας άπειρος Νους
ο οποίος γνωρίζει και κατανοεί τα πάντα.
Τα πραγματικά όντα είναι εκείνα ακριβώς τα όντα που βλέπω και αισθάνομαι και
αντιλαμβάνομαι με τις αισθήσεις μου. Μια υλική υπόσταση είναι ένας σωρός
αισθητών εντυπώσεων ή ιδεών αντιληπτών με τις διάφορες αισθήσεις, συνενωμένων
σε ένα ενιαίο πράγμα από τον νου λόγω της σταθερής σύζευξης της μιας με την άλλη.
Το σύστημα του Berkeley αρνείται την πραγματικότητα της ύλης και κάθε
εξωνοητικής ύπαρξης, ως προς το ότι δεν δέχεται καμιά άλλη οντότητα ει μη μόνο
την εκούσια επενέργεια πεπερασμένων ή άπειρων πνευμάτων. Επίσης παραδέχεται
θα παραδεχτεί ότι οι ποιότητες ανήκουν γνήσια στα αντικείμενα και ότι τα
αντικείμενα των αισθήσεων μπορούν γνήσια να γνωσθούν ως υπάρχοντα.

ΠΟΡΕΙΑ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΑΓΓΛΟΥΣ ΕΜΠΕΙΡΙΣΤΕΣ: Οι


ιδέες αποτυπώνονται στον εγκέφαλο και δεν είναι τίποτε άλλο από νοητικές
αναπαραστάσεις των αντικειμένων. Σύμφωνα με τον νόμου του συνειρμού –
association (Ηume), o νους παράγει ιδέες που αναπαριστούν τα αντικείμενα της
αντίληψης. Οι ιδέες λειτουργούν με βάση το νόμο της σύνδεσης (conjunction),
σύμφωνα με τον οποίο η ταυτόχρονη παρουσίαση δύο ερεθισμάτων μας οδηγεί να
σκεφτόμαστε το ένα από αυτά κάθε φορά που παρουσιάζεται το άλλο και το νόμο της
ισχύος ενός ερεθίσματος. Η ισχύς του ερεθίσματος είναι σχετική με τη συχνότητα
της παρουσίασής του.

ΚΑΝΤ (1724-1804)

Ο λόγος αναζητεί πίσω από την πολλαπλότητα των εμπειρικών δεδομένων τη


συνάφειά τους προσφεύγοντας σε γενικές αρχές. Ο λόγος επειδή θέλει να βάλει ένα
τέλος στα συνεχή έσχατα ερωτήματα προσφεύγει σε θεμελιώδεις αρχές που
υπερβαίνουν κάθε δυνατή χρήση της εμπειρίας. Η προσφυγή σε αρχές επέκεινα της
εμπειρίας οδηγεί το λόγο σε αντιφάσεις : από τη μια μεριά ο λόγος αποδεικνύει ότι ο
κόσμος έχει αρχή στο χρόνο, ότι υπάρχει θεός, ότι η βούληση είναι ελεύθερη και ότι
η ψυχή είναι αθάνατη, ενώ από την άλλη αποδεικνύει τις αντίθετες θέσεις με
αποτέλεσμα η Μεταφυσική να είναι πεδίο ατέρμονων διαμαχών. Ο ανθρώπινος λόγος
οδηγείται από μια εσωτερική ανάγκη να θέτει μεταφυσικά ερωτήματα. Μέτρο γνώσης
είναι ο νους (κριτική) γύρω από το οποίο στρέφονται τα αντικείμενα. Και η γνώση
μας δεν ρυθμίζεται προς τα αντικείμενα αλλά τα αντικείμενα προς τη γνώση μας
(Κοπερνίκεια στροφή). Τα αντικείμενα της γνώσης μας δεν είναι πράγματα καθαυτά
αλλά φαινόμενα.
Προτείνει δύο είδη γνώσης: Καθαρή (a priori) και εμπειρική (a posteriori). Στην
πρώτη συμπεριλαμβάνονται οι καθαρές εποπτείες του χώρου και του χρόνου, οι
καθαρές έννοιες του νου και οι καθαρές κρίσεις. Η διάκριση μεταξύ του a priori και a
posteriori κατέχει κεντρική θέση στο εγχείρημα του Καντ. Η a priori γνώση είναι
ανεξάρτητη από την εμπειρία. Όλη μας η γνώση αρχίζει από την εμπειρία, αλλά αυτό
δεν σημαίνει ότι απορρέει από την εμπειρία (υπερβατολογικός ιδεαλισμός). Η a
priori γνώση μπορεί να είναι καθαρή ή μη καθαρή. Το ότι γνωρίζουμε πως κάθε
μεταβολή έχει μια αιτία είναι γνώση a priori, όμως δεν είναι καθαρή a priori γνώση,
διότι ενέχει μία έννοια που προέρχεται από την εμπειρία, τη «μεταβολή». Εκτός από
την a priori γνώση υπάρχει και η εμπειρική γνώση – η a posteriori γνώση. Τα
χαρακτηριστικά γνωρίσματα της a priori γνώσης είναι η αναγκαιότητα και η
καθολικότητα : «Κάθε μεταβολή έχει μια αιτία».
Οι κρίσεις διακρίνονται σε αναλυτικές και συνθετικές, διάκριση που δεν αφορά τη
λογική μορφή αλλά το περιεχόμενό τους. Οι αναλυτικές κρίσεις είναι αληθείς δυνάμει
της λογικής αρχής της αντίφασης. Επειδή το κατηγόρημα της αναλυτικής κρίσης
νοείται μέσα στην έννοια του υποκειμένου, δεν είναι δυνατό να αρνηθούμε το
κατηγόρημα χωρίς να πέσουμε σε αντίφαση. Όλες οι αναλυτικές κρίσεις είναι κρίσεις
a priori και αν ακόμη οι έννοιες τους είναι εμπειρικές, όπως για παράδειγμα «ο
χρυσός είναι μέταλλο κίτρινου χρώματος» γιατί δεν χρειάζεται να προσφύγουμε στη
μαρτυρία της εμπειρίας, απλώς αναλύουμε την έννοια του χρυσού στην οποία
περιέχεται ήδη ότι το σώμα αυτό είναι κίτρινο και μέταλλο. Η αναλυτική πρόταση
είναι η πρόταση που η δικαιολόγηση της εξαρτάται μόνο από γενικούς νόμους και
ορισμούς.
Συνθετικές είναι οι κρίσεις, αν το κατηγόρημα δεν εμπεριέχεται ήδη στην έννοια του
υποκειμένου. Η κρίση «όλα τα σώματα έχουν βάρος» είναι συνθετική, διότι η έννοια
του βάρους δεν εμπεριέχεται στην έννοια του υποκειμένου, αλλά προστίθεται μέσω
της εμπειρίας.
Υπάρχουν και οι συνθετικές a priori προτάσεις οι οποίες δεν περιορίζονται μόνο στο
χώρο της μεταφυσικής αλλά και στα μαθηματικά και τη γεωμετρία. Παράδειγμα για
τον Καντ η κρίση 7+5=12 δεν είναι αναλυτική γιατί η έννοια του αθροίσματος του
επτά και του πέντε δεν εμπεριέχει την έννοια του αριθμού 12. Στον αριθμό 12 δεν
εμπεριέχονται κατ’ ανάγκην οι αριθμοί 5 και 7 ως συστατικά στοιχεία του. Για να
ορίσουμε τον αριθμό αυτό χρειάζεται να βγούμε έξω από αυτές τις έννοιες με τη
βοήθεια της εποπτείας και να προσθέσουμε διαδοχικά τις δεδομένες μονάδες στην
εποπτεία του αριθμού πέντε την έννοια του αριθμού επτά.
Ο Καντ χωρίς αρνείται την εμπειρία ισχυρίζεται ότι η a priori γνώση και οι a priori
αλήθειες, είναι γνώση που αποκομίζουμε ανεξάρτητα από την εμπειρία. Το
πρόβλημα βρίσκεται στον προσδιορισμό της έννοιας της εμπειρίας των αντικειμένων
ως εμπειρίας που μπορούμε να έχουμε και πώς καθορίζουμε την ανεξαρτησία από τα
αντικείμενα των οποίων έχουμε την εμπειρία. Οι εποπτείες του νου είναι οι
μορφές/τύποι των αισθητηριακών παραστάσεων που μπορούμε να σχηματίσουμε με
βάση τα αντικείμενα. Με βάση τις a priori εποπτείες του χώρου και του χρόνου
ορίζουμε τα αντικείμενα της εμπειρίας μας. Ο νους μπορεί να γνωρίσει χωρίς να
καταφεύγει στην εμπειρία. O Καντ εισάγει τη διάκριση αναλυτικών και συνθετικών
προτάσεων/εννοιών.
Οι συνθετικές a priori προτάσεις αποτελούνται από έννοιες που διέπουν την
ανθρώπινη εμπειρία αλλά συνάμα προσθέτουν και νέα στοιχεία σ’ αυτήν.
Η έρευνα που αφορά το πώς είναι δυνατές οι συνθετικές κρίσεις a priori ονομάζεται
υπερβατολογική.
Υπερβατικό: σημαίνει κάτι που υπερβαίνει κάθε είδους εμπειρία, ενώ
Υπερβατολογικό : σημαίνει κάτι που προηγείται a priori της εμπειρίας, προορίζεται
ωστόσο στο να καταστήσει δυνατή την εμπειρική γνώση – αποτελεί αναγκαίο όρο για
την ύπαρξη της ανθρώπινης γνώσης. Αντικείμενο του δεν είναι η φύση των
πραγμάτων αλλά η νόηση που εκφέρει κρίσεις για τη φύση των πραγμάτων.
Η γνώση απορρέει από δύο πηγές του πνεύματος: την αισθητικότητα και το νου. Η
αισθητικότητα είναι η ικανότητα να προσλαμβάνουμε τις παραστάσεις, ο νους είναι η
ικανότητα που μας επιτρέπει να αποκτούμε γνώση ενός αντικειμένου μέσω των
παραστάσεων.
Ο χώρος είναι η μορφή της εξωτερικής αίσθησης με την οποία αναπαριστούμε στον
εαυτό μας αντικείμενα που αναφερόμαστε και ο χρόνος είναι η μορφή της
εσωτερικής αίσθησης δια της οποίας ο νους εποπτεύει τις δικές του εσωτερικές
καταστάσεις στο χρόνο.
Πορεία εννοιολόγησης:
• Υπάρχει διάταξη των εποπτειών στον χρόνο.
• Υπάρχει η συνένωση των εποπτειών σε μια μοναδική συνείδηση.
• Υπάρχει η ικανότητα του κατόχου αυτής της συνείδησης να υπαγάγει τις
εποπτείες σε έννοιες.

Αξιώματα της Εποπτείας:


Όλες οι εποπτείες είναι εκτατά μεγέθη: ό,τι βιώνουμε στην εμπειρία εκτείνεται στον
χώρο και το χρόνο. Όλα τα φαινόμενα εποπτεύονται ως συναθροίσεις, ως
συμπλέγματα προηγουμένως δοθέντων μερών.

Υπερβατολογικός Ιδεαλισμός του Καντ


Τα φύσει άγνωστα «πράγματα καθ’ εαυτά» και ο νους μας παράγουν από κοινού τον
κόσμο της εμπειρίας. (Αναγκαιότητα – Λογική) Ποιοί όροι είναι απαραίτητα
αναγκαίοι για να υπάρχει μια οποιαδήποτε εμπειρία πραγμάτων στο χώρο και τον
χρόνο.
Ο Καντ δεν ισχυρίστηκε ότι η νόηση αποκαλύπτει a priori ποιοι από τους δυνατούς
νόμους αιτιότητας είναι αληθείς – αυτό είναι έργο της επιστήμης. Η νόηση εγγυάται
μόνον ότι εάν τα πράγματα γίνονται αντικείμενο της εμπειρίας, τότε αυτά και οι
ιδιότητές τους υπόκεινται απαραίτητα σε μια αιτιακή κανονικότητα.
Κοπερνίκεια στροφή: Αντί η γνώση μας να προσαρμόζεται στα πράγματα, τα
πράγματα προσαρμόζονται προς τη γνώση μας.
Στην Κριτική του Καθαρού Λόγου διατυπώνει τα ερωτήματα:
1. Τι δύναμαι να γνωρίζω;
2. Τι οφείλω να πράττω;
3. Τι μπορώ (επιτρέπεται) να ελπίζω;

Σύμφωνα με τον Καντ η Λογική οφείλει να είναι τυπική (formal, μορφική) και οι
μορφές της ανθρώπινης σκέψης δεν είναι εμπειρικές. Η καθαρή λογική δεν διέπεται
από εμπειρικές αρχές – είναι μια a priori επιστήμη.
Αναλυτικές κρίσεις : Μια αναλυτική κρίση είναι αληθής επειδή το κατηγόρημά της
περιέχεται στην έννοια του υποκειμένου και χρησιμοποιεί έναν ανάδρομο
συλλογισμό από το συμπέρασμα στην προϋπόθεση του.
A priori: Ό,τι γίνεται γνωστό ή ό,τι σχηματίζεται ανεξάρτητα από οιανδήποτε
επιμέρους εμπειρία, μη εμπειρικό.
A posteriori: Ό,τι γίνεται γνωστό ή ό,τι σχηματίζεται βάσει της εμπειρίας, εμπειρικό.
Λόγος: Η νοητική δύναμη συναγωγής και άνευ όρων γενίκευσης, που παράγει ιδέες
και ιδεώδη.
Συνθετικές a priori κρίσεις: Είναι εκείνες όπου ένα υποκείμενο συντίθεται a priori
με ένα ανεξάρτητα δοσμένο κατηγόρημα. Οι κρίσεις αποτελούν τη σύνθεση
εποπτείας και κατηγοριών.
Εποπτεία: Άμεση και ενική αναπαράσταση ενός αντικειμένου. Μπορεί να είναι είτε
εμπειρική, είτε καθαρή, a priori.
Κατηγορίες: Οι δώδεκα καθαρές και πιο βασικές έννοιες της διάνοιας, μέσω των
οποίων οι κρίσεις είναι δυνατόν να εφαρμόζονται σε αντικείμενα και σύμφωνα με τις
οποίες δομούνται οι εμπειρικές έννοιες.
Κατάληψη (Apperception): Eνότητα της συνείδησης, ενότητα της αυτοσυνείδησης.

Οι αναγκαίες συνθήκες δυνατότητας για τη γνώση (γνωσιμότητα) απορρέουν από την


αισθητικότητα, δηλαδή την ικανότητα του υποκειμένου να προσλαμβάνει
παραστάσεις από τον κόσμο και να έχει την κατ’ αίσθηση εμπειρία (ικανότητα να
παράγει εποπτείες) και από τη διάνοια, δηλαδή την ικανότητα που του επιτρέπει να
διαμορφώνει και να χρησιμοποιεί έννοιες.
Η αισθητικότητα είναι προικισμένη με δύο a priori καθαρές μορφές εποπτείας, του
χώρου και του χρόνου, ενώ η διάνοια είναι προικισμένη με a priori κατηγορίες.

Αποδείξεις για την ύπαρξη του Θεού.


1. Οντολογική: Η έννοια του Θεού εμπεριέχεται στην ύπαρξή του, είναι
αναλυτική. Ο Θεός είναι το τελειότατο ον και σημαίνει ότι έχει όλες τις
ιδιότητες στον ύψιστο βαθμό και συνεπώς το κατηγόρημα της ύπαρξης.
2. Κοσμολογική απόδειξη: Εμπειρική συναγωγή ότι υπάρχει ένα απολύτως
αναγκαίο ον ως αιτία του κόσμου.(Αιτιακή σχέση).
3. Η φυσικο- θεολογική : Η εμπειρία της εκπληκτικής αρμονίας, τάξης και
σκοπιμότητας που διέπει το σύμπαν και από αυτό συνάγεται η ύπαρξη ενός
δημιουργού.

ΝΕΟΚΑΝΤΙΑΝΙΣΜΟΣ
Οι νεοκαντιανοί ήταν πρόθυμοι να δεχτούν ότι μια επιτυχής επιστημονική θεωρία
πρέπει να διατυπωθεί σε μια μηχανιστική και υλιστική βάση. Ωστόσο απέρριπταν
τον ισχυρισμό των φυσιοκρατών ότι η υλιστική οντολογία αληθεύει καθότι η
ανθρώπινη γνωσιακή δραστηριότητα δεν μπορεί να αναχθεί σε υλικές διαδικασίες.
Η υλιστική θέση αδυνατεί να παράσχει μια πλήρη εξήγηση της ανθρώπινης νόησης.
Σύμφωνα με τον Μαχ (Mach) οι επιστημονικές θεωρίες δεν είναι ποτέ εξηγητικές,
αποτελούν απλώς οικονομικά εργαλεία για να συνοψίσουν και να οργανώσουν την
εμπειρία. Οι λογικοί νόμοι είναι και αυτοί φυσικοί νόμοι, καθότι και εμείς
αποτελούμε μέρος της φύσης.
Οι λογικοί θετικιστές κατηγόρησαν τον Μach για υποβάθμιση του ρόλου των
μαθηματικών και της λογικής στην οικοδόμηση της επιστήμης.

HUSSERL (Φαινομενολογία) : Η νεότερη επιστήμη θεωρείται ως η κυρίαρχη εικόνα


του κόσμου παραβλέπει κατά τη συγκρότησή της τον κόσμο που βιώνουμε στην
καθημερινότητά μας. Ο βιωμένος κόσμος (βιόκοσμος) και η σημασία του για τον
προσανατολισμό μας έχουν εγκαταλειφθεί και παρανοηθεί. Σημαντικός ο ρόλος της
υποκειμενικής εμπειρίας/βιώματος.

RUSSELL
Ξεκινά από τη βεβαιότητα των αισθητηριακών δεδομένων του υποκειμένου τα οποία
αποτελούν θεμέλιο για την εξέταση του αντικειμενικού κόσμου που διέπεται από
τους νόμους της φυσικής.
Χρησιμοποιεί τη λογική ανάλυση ως σημαντική επιστημονική μέθοδο και το
φιλοσοφικό πρόβλημα εντοπίζεται στη σύνδεση των αισθητηριακών δεδομένων του
υποκειμένου (ψυχολογία) με τη γνώση του εξωτερικού κόσμου(φυσική). Γεφυρώνει
τα αισθητηριακά δεδομένα με τον κόσμο της φυσικής χρησιμοποιώντας τη λογική.
Με τη λογική κατασκευάζει μια παράσταση – ένα μοντέλο του πραγματικού κόσμου.
Σημειώσεις 2ης θεματικής ενότητας (Μάθημα 4 – Μάθημα 6)

ΛΟΓΙΚΟΣ ΘΕΤΙΚΙΣΜΟΣ

Ο Λογικός Θετικισμός είναι ένα φιλοσοφικοεπιστημονικό ρεύμα που αναπτύχθηκε


κυρίως τη δεκαετία του 1920 στην Αυστρία. Εκπρόσωποί του οι: Schlick, Waismann,
Carnap, Neurath, Feigl, Hahn, Κraft, Popper και εν μέρει ο Wittgenstein.
Στόχος του είναι η λογική ανάλυση και η εμπειρική θεμελίωση της έγκυρης γνώσης:
ανάλυση της λογικής της επιστήμης και η οριοθέτηση της επιστήμης από τη
μεταφυσική. Προοπτική του η «ενοποιημένη επιστήμη».

Η λειτουργία της Επιστήμης


1. Η επιστήμη είναι ένα σύνολο αρθρωμένων θεωριών.
2. Η επιστημονική θεωρία είναι ένα σύστημα προτάσεων με αξιώματα και θεωρήματα
οι οποίες προκύπτουν με λογική παραγωγή από αυτά. Μια επιστημονική θεωρία
δομείται αξιωματικά στη βάση της Μαθηματικής Λογικής.
3. Οι όροι της θεωρίας ανήκουν σε τρεις διακριτές ομάδες:
Το λογικό, το παρατηρησιακό και το θεωρητικό λεξιλόγιο.
Παρατηρησιακοί είναι οι όροι που αναφέρονται σε αντικείμενα, ιδιότητες ή σχέσεις
που παρατηρούνται. Θεωρησιακοί είναι αυτοί που δεν προσφέρονται άμεσα για
παρατήρηση.

Οι γενικοί νόμοι μιας επιστημονικής θεωρίας αποτελούν τα αξιώματά της, μια ομάδα
θεωρητικών προτάσεων. Οι γενικοί νόμοι έχουν γνωσιακή σημασία μέσω της
επαλήθευσης. Η εμπειρία ελέγχει την αλήθεια μιας επιστημονικής θεωρίας.
Αντίθετα, οι βασικές έννοιες και τα θεμέλια των ειδικών επιστημών αφορούν χώρο,
χρόνο, αιτιότητα, ντετερμινισμό, είναι ζήτημα της λογικής να τα αναλύσει, η λογική
ανάλυση των εννοιών, των προτάσεων, αποδείξεων, υποθέσεων, θεωριών της
επιστήμης είναι έργο της γνωσιοθεωρίας, δηλαδή της φιλοσοφίας. Δηλαδή
προτάσεις όπως: «έπεται η πρόταση S2 από την S1 μόνο με τη λογική ή βάσει ενός
φυσικού νόμου; Συμβιβάζονται δύο θεωρίες ή όχι, εμπεριέχει η μία την άλλη, ή την
ξεπερνά. Ή ακόμη είναι η πρόταση για την σταθερότητα της ταχύτητας του φωτός
στην θεωρία της σχετικότητας ένας ορισμός ή πρόταση που αναφέρεται σε γεγονότα.
H φιλοσοφία είναι λογική της επιστήμης και η λογική της επιστήμης είναι σύνταξη
της επιστημονικής γλώσσας.
Η λειτουργία της Λογικής στον Λογικό Θετικισμό
Αναδομείται το περιεχόμενο της παραδοσιακής λογικής, οι προτάσεις των
μαθηματικών δεν εντάσσονται στο σχήμα κρίσεως υποκείμενο – συνδετικό –
κατηγόρημα γιατί εκφράζουν σχέσεις οι οποίες μπορούν να συμβολισθούν με
τυπικούς όρους. Η επιστημονική ορθολογικότητα προσεγγίζει την ακρίβεια της
τυπικής λογικής και εξαρτάται από τη διαδικασία της λογικής παραγωγής. Καθότι
τα θεωρήματα των μαθηματικών δεν βασίζονται στην εμπειρία αλλά ισχύουν εντελώς
ανεξάρτητα, το ίδιο και η λογική δεν μπορεί να εξαχθεί από την εμπειρία. Ισχύει a
priori, δεν περιέχει γνώσεις, δεν δίνει τους βασικούς νόμους του είναι αλλά θέτει τις
βάσεις της διάταξης των σκέψεων. Οι λογικές σχέσεις στη σκέψη δεν είναι
πραγματικές αλλά συνόψεις στη σκέψη – είναι καθαρά τυπικές (δηλαδή
διαπιστώνονται ανεξάρτητα από τη συγκεκριμένη κατάσταση πραγμάτων). Οι
προτάσεις της λογικής και των μαθηματικών δεν εκλαμβάνονται ως γνώσεις της
πραγματικότητας αλλά ως τρόποι μετασχηματισμού συμβόλων στο πλαίσιο
διατάξεων του συμβολισμού. Η λογική και τα μαθηματικά αποτελούνται μόνο από
συμβατικούς καθορισμούς που αφορούν τη χρήση σημείων, δεν κατονομάζουν
αντικείμενα αλλά διατυπώνουν συμβολικά τους καθορισμούς τους. Τα μαθηματικά
ασχολούνται μόνο με τον τρόπο του : πώς να μιλούμε για τα αντικείμενα – άρα μόνο
με τη γλώσσα. Η ανεξάρτητη ισχύς της λογικής εξηγείται από το γεγονός ότι δεν
περιέχει τους βασικούς νόμους του κόσμου αλλά της σκέψης πάνω στον κόσμο.
Κατά τον Κάρναπ μπορεί η λογική και τα μαθηματικά να μην ασχολούνται με τα
γεγονότα της πραγματικότητας – κάτι όμως σημαίνουν. Τα σημεία τους έχουν
σημασία – κάτι κατονομάζουν: Το 3 κατονομάζει περιληπτικά το 1+1+1=3

Η λειτουργία της γλώσσας. – Το Νόημα.


Η γνώση παριστάνεται με γλωσσικές διατυπώσεις. Η λογική ανάλυση της
επιστημονικής γνώσης επιτελείται με τη γλωσσική διατύπωση, εξετάζει πώς
παριστάνονται τα γεγονότα στη γλώσσα με έννοιες και προτάσεις. Η ανάλυση της
γλώσσας αποτελεί το καθαυτό πεδίο της λογικής των επιστημών. Η λογική ανάλυση
μιας έκφρασης συνίσταται στην κατάταξή της σε ένα ορισμένο γλωσσικό σύστημα
που πρέπει να καθοριστεί με την κατονομασία των ουσιωδών του προσδιορισμών. Η
γλώσσα δεν εξετάζεται ψυχολογικά ή κοινωνιολογικά αλλά μόνο με όρους μιας
συμβολικής παράστασης. Τα σημεία έχουν μια σημασία, δεν είναι ήχοι αλλά
δείχνουν έξω από τον εαυτό τους, αναφέρονται σε περιεχόμενα εννοιών και
προτάσεων και τα αντιπροσωπεύουν. Στη δομή της γλώσσας δείχνεται η δομή των
σκέψεων. Η λειτουργία της γλώσσας είναι ότι παριστάνει κάτι (σημασιολογία) και
πώς το παριστάνει (σύνταξη). Η τυπική της λειτουργία διαφέρει από τη
σημασιολογική, αναφέρεται στις τυπικές δομικές ιδιότητες της γλώσσας, στις οποίες
βασίζεται η παραστατική της λειτουργία.
Η σημασία μιας λέξης καθορίζεται με έναν ορισμό, δηλαδή με μια περιγραφή που
αποτελείται από άλλες λέξεις με ήδη δοσμένη σημασία. Η χρήση μιας πρότασης
είναι μια εμπράγματη κατάσταση και υπό ορισμένες συνθήκες είναι αληθής ή όχι. Η
σημασία μιας πρότασης εξαρτάται από τη μέθοδο επαλήθευσής της. Και μόνο
δηλώσεις για γεγονότα της εμπειρίας μπορούν να επαληθευθούν – δηλαδή να έχουν
νόημα. Οι προτάσεις έχουν την δυνατότητα να επαληθεύονται και η δυνατότητα
επαλήθευσης διακρίνεται ανάμεσα σε εμπειρική και λογική επαληθευσιμότητα. Η
λογική επαληθευσιμότητα ισχύει όταν η δομή της πρότασης δεν αντιτίθεται στους
λογικούς κανόνες ή δεν αντίκειται στους κανόνες χρησιμοποίησης των λέξεών της.
Το νόημα εξαρτάται από τους ορισμούς των λέξεων με τους μορφολογικούς κανόνες
για τον σχηματισμό των προτάσεων. Η εμπειρικά δυνατή επαληθευσιμότητα ισχύει
όταν οι όροι της δεν είναι αντίθετοι με τους νόμους της φύσης.
Η έννοια του νοήματος αποσαφηνίζεται μέσω μιας πλήρους ανάλυσης της γλώσσας
σε σχέση με τη σημαντική της λειτουργία. Ένα σημαντικό σύστημα ή
αναπαραστατικό σύστημα αποτελείται από σημεία ως στοιχεία του και από τους
συνδυασμούς τους. Τα σημεία ορίζουν ή μορφοποιούν τα σύμβολα. Με ένα
περιορισμένο αριθμό σημείων μπορούμε να παραστήσουμε έναν απεριόριστο αριθμό
εμπράγματων καταστάσεων συνδυάζοντας τα σημεία κατά εκάστοτε καινούργιο
τρόπο. Οι κανόνες περιέχονται στη γραμματική μιας γλώσσας.
Τα σημεία χωρίζονται σύμφωνα με τη σημασία τους σε δύο ομάδες: σε περιγραφικά
σημεία που δηλώνουν πράγματα, ιδιότητες, σχέσεις και σε λογικά που ονομάζονται
σταθερές και χρησιμεύουν στη σύνδεση των περιγραφικών σημείων ή μεταβλητές
που δηλώνουν κενές θέσεις που μπορούν να τις καταλάβουν ονόματα ή
κατηγορήματα ή προτάσεις.
Το νόημα ενός συνδυασμού σημείων, μιας πρότασης, προσδιορίζεται εντελώς με
βάση τον καθορισμό της σημασίας τόσο των περιγραφικών όσο και των λογικών
σημείων καθώς και της σύνδεσής τους σε προτάσεις μέσω των μορφολογικών
κανόνων. Αυτό προκύπτει από την επαληθευσιμότητα της πρότασης.
Βάσει του λογικού εμπειρισμού οι προτάσεις της μεταφυσικής που υπερβαίνουν την
εμπειρία παραμένουν χωρίς νόημα και δεν επιδέχονται επαλήθευση.
Η δομή μιας γλώσσας είναι που καθορίζει την εκφορά των νοημάτων.
Τα πάντα στη γλώσσα είναι δομές, δηλαδή κατονομασία, περιγραφή, τυπική
διαδικασία οργάνωσης(σύνταξης) λέξεων και προτάσεων. Το ζήτημα είναι η σύνδεση
προσωπικού βιώματος και δομών, για την εκφορά γνωσιακών ισχυρισμών. Οι
διυποκειμενικές ανακοινώσεις αποτελούν απλώς ένα δομικό σύστημα. Αυτό αποκτά
σημασία και χρησιμότητα, όταν μπορεί να το συσχετίσει με τα δικά του βιώματα.
Και οι κανόνες αφορούν τη δόμηση ενός συστήματος σημείων.
Τυπική γλώσσα – προσδιορισμοί μετασχηματισμού: Με τους συλλογιστικούς
κανόνες ορίζεται η έννοια της άμεσης συναγωγής, όπου μια πρόταση μπορεί να
συναχθεί άμεσα αν προκύπτει από μια άλλη αντικατάσταση. Η συναγωγή συνίσταται
σε μια πεπερασμένη σειρά προτάσεων, έτσι ώστε κάθε φράση να είναι ή μία
προϋπόθεση ή ένας ορισμός ή να συνάγεται άμεσα από μια προηγούμενη πρόταση.

Κριτική :
Ο καθορισμός του νοήματος μέσω της επαλήθευσης υπέστη γρήγορα διαρκή κριτική.
Από ορισμένους αναδεικνύεται η στενότητα της έννοιάς της και ο περιορισμός της
μόνο σε προτάσεις που αναφέρονται σε εμπειρικά γεγονότα. Ο στενός ορισμός
δηλώνει ότι θα ήταν κενές νοήματος και προτάσεις που δύσκολα θα τους
αρνούμασταν νόημα. Το νόημα δεν είναι απόλυτα καθορισμένο αλλά πάντοτε
σχετικά με ένα σημαντικό και συντακτικό σύστημα. Γιατί δεν υπάρχει μόνο μια
μοναδική γλώσσα αλλά μια ποικιλότητα δυνατών γλωσσών ανάλογα με τους
εκάστοτε διαφορετικούς σημαντικούς και συντακτικούς κανόνες. Όλα αυτά, όμως,
στο πλαίσιο του εμπειρισμού, οπότε κάθε δήλωση μεταφυσική είναι ψευδοπρόταση
και κενή περιεχομένου, αν δεν έχει εμπειρικά χαρακτηριστικά.

Η γλώσσα με ένα περιορισμένο αριθμό σημείων μπορεί να παραστήσει έναν


απεριόριστο αριθμό εμπράγματων καταστάσεων συνδυάζοντας τα σημεία σύμφωνα
με τον εκάστοτε καινούργιο τρόπο. Σ΄ αυτή τη γλώσσα τα σημεία διακρίνονται σε
περιγραφικά (ονόματα πραγμάτων, ονομασίες ιδιοτήτων, σχέσεων, κατηγορήματα)
και τα λογικά (Σταθερές: όχι, και, ή, αν-τότε, είναι, όλα, Μεταβλητές: κενές θέσεις
που μπορούν να καταλάβουν ονόματα ή κατηγορήματα ή προτάσεις). Το νόημα ενός
συνδυασμού σημείων μιας πρότασης, προσδιορίζεται με βάση τον καθορισμό της
σημασίας των περιγραφικών και λογικών σημείων μέσω μορφολογικών κανόνων.
Η ΚΑΤΟΝΟΜΑΣΙΑ ή ΚΑΤΑΔΗΛΩΣΗ είναι ένα είδος αντιστοιχίας μεταξύ δύο
πραγμάτων, το ένα αντικαθιστά το άλλο, ή αντιστοιχίας μεταξύ δύο φαινομένων
(ηχητικά σημεία – αντικείμενα). Αυτή η συνάρτηση επιχειρείται με την επίδειξη του
βιωματικά δοσμένου. Παρόλο που ο Κύκλος κρατά τη διάκριση ανάμεσα στο
ανάμεσα στο μη ανακοινώσιμο υποκειμενικό στοιχείο (ποιότητα) και το κοινό
διυποκειμενικό, η επιρροή του Wittgenstein είναι εμφανής ώστε η διάκριση να χάσει
το αρχικό της νόημα: Μπορούμε και να σκεφτούμε μια άλλη πιθανότητα που είναι
λογικά δυνατή γιατί μπορούμε να την περιγράψουμε: θα μπορούσα να αισθανθώ πόνο
και όταν συμβαίνει κάτι στο σώμα ενός άλλου. (Λογικά δυνατό αλλά όχι και
εμπειρικά).

ΟΙ ΘΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΑΡΝΑΠ ΓΙΑ ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ:


Οι προτάσεις ακόμη διακρίνονται σε εκτασιακές (η μία αντικαθίσταται από μια άλλη
συναφούς περιεχομένου) και εντασιακές (προτάσεις που δεν μπορούν να
αντικατασταθούν και αναφέρονται σε καταστάσεις: στοχασμού, έκφρασης ή πίστης).
Μπορούμε να επιλέξουμε ελεύθερα και τους καθορισμούς των κανόνων μορφής και
μετασχηματισμού αν διατυπώσουμε ένα σύστημα σημείων χωρίς προκαθορισμένη
σημασία – δηλαδή να βρούμε μια ταιριαστή σημασία. Πρέπει να τηρούμε στη λογική
της γλώσσας μια αρχή ΑΝΟΧΗΣ.
Παρουσιάζει τη λογική ως ένα μερικό πεδίο της σύνταξης και θεωρεί ότι η σύνταξη
από μόνη της δεν αρκεί για τη συγκρότηση της λογικής. Η διάκριση των λογικών
σημείων από τα περιγραφικά είναι δυνατή μόνο βάσει της σημασίας τους. Αληθής
βάσει σημαντικών κανόνων: οι σχέσεις του τυποποιημένου συστήματος του λογισμού
προς το σχετικό σημαντικό σύστημα.
Κατά τον Κάρναπ το έργο της φιλοσοφίας ορίζεται ως «σημειωτική» και δεν
συγχέεται με τη «σημαντική» ανάλυση της επιστημονικής γλώσσας. Η «σημειωτική»
συνοψίζεται σε 1) Χρήση της γλώσσας,(πραγματική άποψη) 2) σημασία των
γλωσσικών σημείων – (σημαντική) 3) συσχετισμός και οργάνωση σημείων
(συντακτική άποψη). Οι προτάσεις διατυπώνονται πρώτα ως σημαντικές και κατόπιν
τυποποιούνται ως συντακτικές.
Τρία επιστημολογικά πεδία για το νόημα απασχολούν τον Κάρναπ: ι)το
επαληθευσιοκρατικό, ιι) η λογική σύνταξη και ιιι) το γλωσσικό πλαίσιο. Το
επαληθευσιοκρατικό αναφέρεται στη νοηματικότητα μιας πρότασης μόνο αν είναι
δυνατόν αυτή να εξηγήσει ποιες προτάσεις την επαληθεύουν ή όχι, σύνδεση της
πρότασης με τη δυνατή εμπειρία. Ο Κάρναπ βαθμιαία εγκαταλείπει το πρώτο πεδίο
και διερευνά τη λογική σύνταξη. Σύμφωνα με αυτήν, μια πρόταση για να έχει νόημα
πρέπει να ικανοποιεί δύο κριτήρια: να απαρτίζεται από νοηματικές λέξεις και αυτές
πρέπει να συνδέονται μεταξύ τους για τη συγκρότηση της πρότασης, σύμφωνα με
τους κανόνες της λογικής σύνταξης. Οι μεταφυσικές προτάσεις καταργούν αυτές τις
προϋποθέσεις. Η λογική σύνταξη λειτουργεί πάνω στο μοντέλο της γραμματικής
σύνταξης μόνο που εδώ δεν ερευνούμε μόνο τη διάταξη των λέξεων στην πρόταση
αλλά τη νοηματικότητα των λέξεων και αυτό το ορίζουν οι κανόνες της λογικής
σύνταξης. Δηλαδή ότι αποδίδουμε στις λέξεις τις λογικές κατηγορίες με τους
συνακόλουθους κανόνες τους. Αναφερόμαστε σε αντιστοιχία έννοιας και
πραγματικότητας και όχι σε προτάσεις όπου η έννοια έχει μια μεταφορική
λειτουργία. Το γλωσσικό πλαίσιο παρέχει τους όρους ύπαρξης των εννοιών (ονόματα
για τις οντότητες, εκφράσεις και σχέσεις για τα κατηγορήματα και κανόνες για τη
σύνδεση των όρων για να έχει νοηματικότητα η πρόταση).
Καθοριστικό σημείο για το νόημα αποτελούν τα σταθερά(ορθολογικά) κριτήρια για
την ύπαρξή του. Οι μεταφυσικές προτάσεις δεν είναι νοηματικές και αποτελούν
ψευδοπροτάσεις γιατί στερούνται ορθολογικής βάσης.
Ο Κάρναπ αναφέρθηκε στη δημιουργία γενικής σύνταξης για τις διάφορες
επικρατούσες γλώσσες. Η γενική σύνταξη με τελεστές (operators) θα ήταν ένα
σύστημα ορισμών συντακτικών εννοιών που θα εφαρμόζονταν σε κάθε γλώσσα.
Παράδειγμα: οι έννοιες του μετασχηματισμού: συναγώγιμος, αποδείξιμος,
αναλυτικός, αντιφατικός είναι έννοιες οριστικές μόνο σε απλά συστήματα. Οι έννοιες
όμως συνέπεια ή περιεχόμενο είναι μη οριστικές. Για μια μη οριστική έννοια δεν
υπάρχει γενική μέθοδος κρίσης. Για άλλους εμπειριστές εκτός από τον Κάρναπ το
νοηματικό περιεχόμενο μιας έννοιας δίνεται διαμέσου της μεθόδου των συνθηκών
αλήθειας της.
O Κάρναπ θεωρεί τους κανόνες μετασχηματισμού κάτω από μια εντελώς γενική
άποψη. Συνήθως στις συμβολικές διατυπώνονται μόνο κανόνες μετασχηματισμού με
λογική – μαθηματική θεμελίωση.
Mεταφρασιμότητα: Κάθε πρόταση που σχηματίζεται μόνο από λογικά σημεία
(εκφράσεις) να είναι προσδιορισμένη ως προς την εγκυρότητά της. Ακόμα ορίζονται
με καθαρά τυπικό τρόπο η διάκριση μεταξύ μεταβλητών και σταθερών, καθώς και τα
διάφορα είδη τελεστών και οι συνδέσεις προτάσεων (σύζευξη, διάζευξη,
συνεπαγωγή). Ακόμη και η μετάφραση μιας γλώσσας σε μια άλλη μπορεί να
θεωρηθεί καθαρά τυπικά, χωρίς να ληφθεί υπόψη το νόημα. Μια τέτοια μετάφραση
είναι σύμφωνη με το νόημα, αν οι εκφράσεις έχουν το ίδιο λογικό περιεχόμενο και
στις δύο γλώσσες.
Μια γλώσσα καθορίζεται από το είδος των σημείων της, από τις μορφές δόμησης των
προτάσεων και από τους κανόνες μετασχηματισμού για τις προτάσεις. Αυτά
βασίζονται σε καθορισμούς και οι καθορισμοί μπορούν να επιλεγούν ελεύθερα.
Μπορούμε να εισαγάγουμε σημεία με δοσμένη σημασία και να δεχθούμε ή να
αποκλείσουμε μορφές προτάσεων, όπως μας φαίνεται σκόπιμο. Ο καθορισμός των
κανόνων μορφής και μετασχηματισμού πρέπει να γίνει έτσι, ώστε απ’ αυτόν να
προκύπτουν σωστά αποτελέσματα σύμφωνα με τη σημασία των βασικών σημείων.
Ως προς τούτο η σύνταξη δεν είναι ελεύθερα επιλέξιμη, αλλά συγκαθορίζεται από τη
σημασία των σημείων. Μπορούμε όμως να επιλέξουμε ελεύθερα ακόμα και αυτούς
τους καθορισμούς, αν διατυπώσουμε αρχικά ένα σύστημα σημείων χωρίς
προκαθορισμένη σημασία, ένα καθαρό λογισμό και τότε να βρούμε μια συμβατή
σημασία. Μπορούμε να σχηματίσουμε γλώσσες με διαφορετικές λογικές μορφές και
με διαφορετική λογική έκταση, καθώς δείχνουν οι δύο γλώσσες που κατασκεύασε ο
Κάρναπ.

Ο Κάρναπ παραδέχεται το αδύνατο της τελεσίδικης επαλήθευσης των επιστημονικών


προτάσεων. Έτσι προτείνει την αντικατάσταση της ιδέας της επαλήθευσης με αυτή
της «βαθμιαίως διευρυνόμενης επικύρωσης». Έτσι τα δύο από τα βασικότερα
προβλήματα της εμπειριστικής φιλοσοφίας της επιστήμης γίνονται αφενός η ανάλυση
της σχέσης επικύρωσης που οφείλει να ισχύει ανάμεσα σε έναν επιστημονικό νόμο
και τις παρατηρησιακές προτάσεις που τον επικυρώνουν και αφετέρου η ανάλυση του
τρόπου με τον οποίο νοηματοδοτούνται οι επιστημονικοί όροι.

Ο ΕΜΠΕΙΡΙΣΜΌΣ
Η σημασία μιας λέξης αποδίδεται με τη βοήθεια λέξεων(σημείων), η σημασία των
οποίων είναι προκαθορισμένη. Για να αποφύγουμε όμως να είναι η σημασία υπόθεση
απλών λέξεων πρέπει να συνδέσουμε τις λέξεις με κάτι άλλο από τις ίδιες – δηλαδή
την αντιστοιχία σημαινομένου – σημείου με την άμεση επίδειξη του
σημαινομένου,(πράγμα, συμβάν, κατάσταση) με ΔΕΙΚΤΙΚΟ ΟΡΙΣΜΟ. Όμως
μπορούμε να δείξουμε μόνο οτιδήποτε είναι άμεσα μπροστά μας. Αν δεν είναι
αισθητό πρέπει να είναι βιωματικά δοσμένο (υποκειμενικό περιεχόμενο). Υπάρχει
όμως και η σημασία η διυποκειμενική που κατονομάζει τη δομή του βιωματικά
δεδομένου. Οι ονομασίες βασίζονται στην επίδειξη του σημαινομένου και όλες οι
νοητικές σημασίες ανασυγκροτούνται βάσει βιωματικών δεδομένων.
Σύμφωνα με τον Κάρναπ η συγκρότηση μιας έννοιας σημαίνει τη διατύπωση ενός
γενικού κανόνα όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο όλες οι προτάσεις που περιέχουν
αυτή την έννοια, μπορούν να αντικατασταθούν από προτάσεις με άλλες έννοιες. Ό,τι
βιώνουμε είναι ολότητες : αντιλήψεις, σκέψεις, συναισθήματα, επιδιώξεις, διαθέσεις
συνυφασμένες ως ενιαίο όλο. Πρωτογενής είναι η βιωματική ροή, δηλαδή μέλη
αλληλοδιαπλεκόμενων σχέσεων χωρίς ιδιότητες που αλλάζουν συνέχεια. Η ανάλυση
ζητά το μέρος σε κάτι σύνθετο – τη διάλυσή του σε στοιχεία. Δηλαδή την εύρεση
των ποιοτικών τους στοιχείων με αφετηρία τη συγκρότηση τους σε έννοιες. Τα
οπτικά ή ακουστικά αισθήματα δεν είναι συστατικά της βιωματικής ροής, παρά
ξεχωρίζονται από αυτή με τη βοήθεια της συσχέτισης και της σύγκρισης.
Η εννοιολογική δόμηση δεν αρχίζει όπως σε άλλες περιπτώσεις τόσο στην ψυχολογία
όσο και στη γνωσιολογία από το ειδικότερο: τα αισθήματα και από εκεί στο πιο
γενικό δηλαδή στις ποιότητες ως τάξεις αισθημάτων αλλά από τις γενικές τάξεις στις
ειδικότερες Το σπουδαιότερο πράγμα που είναι συγχρόνως απτό και ορατό είναι το
ΣΩΜΑ μου. Το σώμα αποκτά συνεκτική επιφάνεια μόνο μετά την απόδοση απτών
ποιοτήτων δίπλα στην απόδοση ορατών ποιοτήτων (σημείων χρώματος). Μόνο βάσει
της εννοιολογικής συγκρότησης του σώματος μπορούν να συγκροτηθούν πλήρως
εξειδικεύσεις των περιοχών αίσθησης και βάσει αυτών, τα πράγματα του αισθητού
κόσμου. Ως μέρη του σώματος μπορούν να χαρακτηρισθούν με συγκροτητική έννοια
τα αισθητικά όργανα και έτσι οι υπόλοιπες αισθήσεις (ακοή, οσμή, γεύση).

Πνευματικά (πολιτισμικά) αντικείμενα – Μεταφυσική.


Τα πνευματικά αντικείμενα είναι αντικείμενα μιας ανώτερης λογικής βαθμίδας και
αποτελούν καινούργια σφαίρα αντικειμένων: ΠΡΩΤΑΡΧΙΚA ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΑ
ΕΙΝΑΙ ΕΚΕΙΝΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΠΡΟΫΠΟΘΕΤΟΥΝ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΤΟΥΣ
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΑ. Οι αξίες δεν συγκροτούνται βάσει πνευματικών
αντικειμένων αλλά από ιδιαίτερα ψυχικά βιώματα αξίας, όπως τα φυσικά πράγματα
από βιώματα αντιληπτικά.
Η μεταφυσική πραγματικότητα, μια ύπαρξη ανεξάρτητη από τη συνείδηση, δεν είναι
δυνατόν να συγκροτηθεί. Τα γνωρίσματα του εμπειρικά πραγματικού σε αντίθεση με
το μη πραγματικό (όνειρο, ποίηση) συνίστανται στο ότι κάθε πραγματικό αντικείμενο
κατέχει μια θέση στη διάταξη του χρόνου, ότι είναι διυποκειμενικό ή τουλάχιστον
δίνει άμεσα αφορμή για τη συγκρότηση ενός διυποκειμενικού και ότι ανήκει σε ένα
περιεκτικό νομοτελειακό σύστημα. Έτσι τα φυσικά πράγματα είναι πραγματικά,
«όταν συγκροτούνται ως τάξεις φυσικών σημείων στον φυσικό χωροχρονικό κόσμο».
Τα ψυχικά αντικείμενα είναι πάλι πραγματικά, όταν εντάσσονται στο ψυχικό
σύστημα ενός υποκειμένου στο πλαίσιο της πραγματικότητας, χωρίς να
προϋποτίθεται κάτι το υπερβατικό.

ΕΠΑΛΗΘΕΥΣΙΟΚΡΑΤΙΑ – ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
Απλές, Σύνθετες: Συναρτήσεις αλήθειας.
Οι απλές αναφέρονται σε βιώματα. Οι σύνθετες προτάσεις είναι συναρτήσεις
αλήθειας των στοιχειωδών(απλών) προτάσεων.
Οι ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟΥ περιγράφουν τα πιο απλά γεγονότα που μπορούν
να γίνουν γνωστά, ώστε να μην περιέχουν προτάσεις που προέρχονται από
επεξεργασία. Κατονομάζουν τα άμεσα περιεχόμενα των βιωμάτων- κυρίως
πρωτόκολλα αντιλήψεων. Είναι προτάσεις που δεν χρειάζονται επαλήθευση,
χρησιμεύουν ως βάση για τις υπόλοιπες προτάσεις της επιστήμης. Οι Carnap και
Neurath δεν συμμερίσθηκαν αυτή την άποψη και θεώρησαν ότι δεν έχουν το
προβάδισμα σε σχέση με άλλες προτάσεις: Δεν υπάρχουν απόλυτες προτάσεις για τη
δόμηση της επιστήμης.
Η επαλήθευση συντελείται μέσω της συμφωνίας μιας προβλεπόμενης εμπράγματης
κατάστασης με μια παρατηρούμενη.
Για τον Schlick, ένας φυσικός νόμος παριστάνει μόνο ένα σχήμα προτάσεων, μια
«συνάρτηση προτάσεων» και κάτι τέτοιο δεν σημαίνει κάτι το πραγματικό. Περιέχει
μόνο ένα μεθοδολογικό κανόνα. Χρησιμεύει για να σχηματίζουμε για να
σχηματίζουμε ορισμένες προτάσεις με την εισαγωγή συγκεκριμένων δεδομένων.
Μόνον αυτές μπορούν να επαληθευτούν.

ΔΙΑΨΕΥΣΙΜΟΤΗΤΑ
Μια θεωρία θα μπορούσε να είναι επαληθεύσιμη στο βαθμό που κανένα στοιχείο της
πραγματικότητας δεν θα μπορούσε να την αναιρέσει. Τούτο κατά τον Popper είναι
μεταφυσικό καθότι η πραγματικότητα δεν μας είναι ποτέ γνωστή στο σύνολό της. Γι’
αυτό εισάγει την αντίληψη περί διαψευσιμότητας των επιστημονικών θεωριών.
Ο Popper αναφέρει ότι η επιστημονική γνώση δεν βασίζεται σε προτάσεις
πρωτοκόλλου για βιώματα, δεν μπορεί να αναχθεί σ’ αυτές, ούτε αυτές αποτελούν το
αυθεντικό νόημά της. Κάθε επιστημονική πρόταση ξεπερνά κατά πολύ ό,τι
γνωρίζουμε ασφαλώς βάσει άμεσων βιωμάτων. Γιατί οι καθολικές έννοιες που
χρησιμοποιεί η επιστήμη, δεν μπορούν να ορισθούν βάσει ατομικών εννοιών και
καθορίζονται μόνο με τη χρήση της γλώσσας. Όλες οι επιστημονικές προτάσεις είναι
συλλήβδην υποθέσεις. Οι προτάσεις αντίληψης δεν καταλαμβάνουν προνομιακή
θέση. Ο Popper χρησιμοποιεί τις «προτάσεις βάσης» που είναι διαφορετικές από τις
προτάσεις πρωτοκόλλου: Η ισχύς των προτάσεων ελέγχεται διυποκειμενικά με
παρατήρηση: Το συμβάν πρέπει να είναι παρατηρήσιμο. Η παρατηρησιμότητα είναι
διαφορετική από τη παρατήρηση, δεν είναι ψυχολογική έννοια αλλά γνωσιολογική.
Οι προτάσεις βάσης δεν εκφράζουν τίποτε το πραγματικά βιωμένο. Είναι νοητές
διαπιστώσεις γεγονότων που εξάγονται από μια υπόθεση. Αυτό υποδηλώνει και
ελεγξιμότητα. Ενώ οι προτάσεις ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟΥ ως προτάσεις αντίληψης δεν
ελέγχονται εύκολα. Ένα μέρος ελέγχου για τις προτάσεις βάσης αποτελούν και τα
βιώματα. Οι επαληθευτικές προτάσεις πρέπει να είναι προτάσεις παρατήρησης ή να
ανάγονται σ’ αυτές και θεωρούνται έγκυρες όσο δεν υπάρχει λόγος αμφισβήτησή
τους. Τέτοιος λόγος υπάρχει όταν έρχονται αντιμέτωπες με αναγνωρισμένες
προτάσεις. Η ισχύς των εμπειρικών προτάσεων δεν βασίζεται στην επαγωγή αλλά
στην εκ των υστέρων επαλήθευση των πειραματικά διατυπωμένων υποθέσεων, με
λογικούς όρους. Κατά τον Πόπερ υπάρχει ασυμμετρία μεταξύ της δυνατότητας
επαλήθευσης και διάψευσης: δεν υπάρχει πλήρης δυνατότητα επαλήθευσης αλλά
υπάρχει πλήρης δυνατότητα διάψευσης και έτσι για το ζήτημα της ισχύος μιας
πρότασης, αποφαινόμαστε εν μέρει – υπό προϋποθέσεις. Μπορούμε να ξεφύγουμε
από την αντίφαση μεταξύ καθολικής και ενικής πρότασης εισάγοντας βοηθητικές
υποθέσεις. Μπορούμε να επιβεβαιώσουμε ή να αναιρέσουμε μόνο ένα ολόκληρο
σύστημα από προτάσεις, όμως μια νέα υπόθεση μόνο εάν το υπόλοιπο μέρος του
συστήματος θεωρείται σίγουρο και σταθερό.

Κάθε εμπειρική γνώση συνίσταται στον σχηματισμό υποθέσεων που ξεπερνούν το


βιωματικό δεδομένο. Η υπόθεση κερδίζει την ισχύ της από τη συνεχή επιβεβαίωση
της εκ των υστέρων επαλήθευσης. Και η επαλήθευση εξαρτάται από τη συμφωνία
των διυποκειμενικά αναγνωρισμένων βιωματικών προτάσεων.

Ο Κριτικός Ορθολογισμός – Mεταφυσικός Ρεαλισμός του Πόπερ


Ο ορθολογισμός είναι η προσπάθεια εύρεσης θετικού και ασφαλούς θεμελίου της
γνώσης και της πράξης. Ο κριτικός ορθολογισμός του Πόπερ εκφράζει το αίτημα ότι
όλες οι σκέψεις, οι προτάσεις και οι υποθέσεις οφείλουν να υποβληθούν στη
δοκιμασία της πλάνης και όσο περισσότερο αντέξουν, τόσο το καλύτερο για την
αλήθεια. Ο κριτικός ορθολογισμός δεν ελέγχει μόνον τις επιστημονικές θεωρίες αλλά
και τον φιλοσοφικό λόγο – ιδιαιτέρως στον κλασικό ορθολογισμό που του αποδίδει
στοιχεία δογματισμού. Η πλάνη μπορεί να διορθωθεί υπό τον όρο ότι θα
αποδεχτούμε με ανοιχτό πνεύμα την πολυφωνία και θα ακούσουμε με σεβασμό την
άποψη του άλλου, κυρίως όταν αυτός διαφωνεί με τη δική μας. Ο Popper εισηγείται
επίσης και τον μεταφυσικό ρεαλισμό που αποτελεί μια μη διαψεύσιμη πεποίθηση για
τη δομή του κόσμου, της εξωτερικής πραγματικότητας.

Κριτική:
1.Το νόημα μιας πρότασης υπάρχει ανεξάρτητα από τη δυνατότητα επαλήθευσής της,
αρκεί οι εκφράσεις σ’ αυτή να είναι γνωστές και η σύνταξη ορθή. Μόνο οι
μεμονωμένες προτάσεις που έπονται από μια καθολική πρόταση πρέπει να είναι
επαληθεύσιμες, όχι όμως το σύνολό τους. Ο Κάρναπ αναφέρεται σε διαδοχικά
επίπεδα γλώσσας από την απλούστερη ως την πολυπλοκότερη όπου σχηματίζονται
προτάσεις προοδευτικής (διαβαθμισμένης) γενικότητας. Η αξία της σκέψης του
Κάρναπ συνίσταται στο ότι βλέπουμε πώς προσδιορίζεται η δόμηση μιας γλώσσας με
αυθαίρετους καθορισμούς. Η επιστήμη χρησιμοποιεί ευρύτατα φυσικούς νόμους
(προτάσεις απεριόριστης γενικότητας) και τις χρησιμοποιεί σε συσχετισμό με
στοιχειώδεις προτάσεις, δηλαδή ως γνήσιες προτάσεις στις συνεπαγωγές ή διαζεύξεις
και όχι ως συντακτικούς κανόνες.
2. Η επαλήθευση απεριόριστων καθολικών προτάσεων μπορεί να γίνει μόνο με τον
έλεγχο ενικών προτάσεων, που έπονται από αυτές με τη βοήθεια άλλων προτάσεων,
όσον αφορά τη συμφωνία τους με ήδη αναγνωρισμένες προτάσεις και τελικά με
βιωματικές προτάσεις. Αν ο έλεγχος αποβεί θετικός (δεν υπάρξει αντίφαση) τότε η
καθολική πρόταση έχει επαληθευτεί.

H έννοια της διάψευσης- Falsification


Κατά τον Popper επιστημονικές είναι μόνο οι θεωρίες που μας παρέχουν εκ προοιμίου τη
μέθοδο δια της οποίας θα μπορούσαμε να τις υποβάλλουμε σε εμπειρικούς ελέγχους και να
τις διαψεύσουμε.
Στο βιβλίο του «Η λογική της επιστημονικής ανακάλυψης» αναφέρει ότι δεν υπάρχει
καμιά διαδικασία επαγωγής βάσει της οποίας να επικυρώνονται οι επιστημονικές
θεωρίες και κατά συνέπεια δεν υπάρχει χώρος στη φιλοσοφία της επιστήμης για μια
θεωρία επικύρωσης όπως αυτή γίνεται αντιληπτή από τους λογικούς εμπειριστές. Για
τον Πόπερ το κεντρικό πρόβλημα στη φιλοσοφία της επιστήμης είναι αυτό που
ονομάζει πρόβλημα «οριοθέτησης» demarcation, δηλαδή το πρόβλημα της εύρεσης
κάποιου κριτηρίου με βάση το οποίο να μπορούμε να διακρίνουμε τις επιστημονικές
θεωρίες από τη μεταφυσική και την ψευδοεπιστήμη. Το κριτήριο οριοθέτησης δεν
συνιστά θεωρία νοήματος και η μεταφυσική δεν στερείται νοήματος. Για το έργο των
θετικιστών ο Πόπερ αναφέρει ότι το κριτήριο της οριοθέτησης είναι η
επαληθευσιοκρατία (verificationism): κατά την οποία το διακριτικό χαρακτηριστικό
των επιστημονικών προτάσεων είναι ότι αυτές μπορούν να επικυρωθούν από την
εμπειρία και διακρίνεται σε δύο σκέλη: Το πρώτο ότι η πλήρης επαλήθευση των
επιστημονικών ισχυρισμών είναι δυνατή και η δεύτερη ότι η εμπειρία μπορεί να
επικυρώσει επιστημονικές προτάσεις με την έννοια ότι θα δείχνει ότι αυτές είναι
πιθανές. Ο Πόπερ αρνείται αυτή την προσέγγιση, αναφορικά με την πρώτη ότι
θεωρεί ότι οι επαγωγικές συναγωγές δεν είναι λογικές συναγωγές με την έννοια των
ταυτολογικών μετασχηματισμών που συναντούμε στην παραγωγική λογική. Γιατί το
χαρακτηριστικό αυτών των μετασχηματισμών είναι ότι το συμπέρασμα ενός
επιχειρήματος δεν μπορεί να έχει ευρύτερο περιεχόμενο από τις προκείμενές του
οπότε καμιά προσπάθεια να αποδειχθεί μια καθολική πρόταση με βάση προκείμενες
που περιέχουν ένα πεπερασμένο σύνολο ενικών προτάσεων δεν μπορεί να αποτελέσει
λογικά έγκυρο επιχείρημα. Από το δεύτερο σκέλος, αν ερμηνεύσουμε τα επαγωγικά
επιχειρήματα χρησιμοποιώντας κάποια συνθετική αρχή επαγωγής, τότε η ίδια αυτή
αρχή θα πρέπει να δικαιολογηθεί και αν δεν δεχτούμε κάποια μορφή a priori
δικαιολόγησης της επαγωγής θα πρέπει να επιχειρήσουμε να δικαιολογήσουμε αυτή
την αρχή της επαγωγής με επαγωγικό τρόπο, ώστε το επιχείρημα είτε να γίνεται
κυκλικό είτε να οδηγεί σε μια άπειρη αναδρομή αρχών επαγωγής.
Ο Πόπερ προτείνει το δικό του νέο κριτήριο οριοθέτησης κατά το οποίο: μια πρόταση
είναι επιστημονική μόνο αν μπορεί να διαψευσθεί από την εμπειρία «Γενικά
θεωρούμε μια διϋποκειμενικά ελέγξιμη διάψευση ως οριστική (υπό την προϋπόθεση
ότι έχει ελεγχθεί καλά). Με τον τρόπο αυτό γίνεται αισθητή η ασυμμετρία ανάμεσα
στην επαλήθευση και τη διάψευση των θεωριών. Μια ενισχυτική εκτίμηση που
γίνεται μεταγενέστερα – δηλαδή μια εκτίμηση η οποία γίνεται αφού έχουν προστεθεί
νέες βασικές προτάσεις σε αυτές που ήδη έχουν γίνει αποδεκτές – μπορεί να
αντικαταστήσει έναν θετικό βαθμό ενίσχυσης με έναν αρνητικό αλλά όχι
αντίστροφα».
Η πρόοδος της επιστήμης για τον Πόπερ δεν είναι αποτέλεσμα των προσπαθειών των
επιστημόνων οι οποίοι κάνουν τολμηρές εικασίες που προχωρούν πέρα από τα
διαθέσιμα δεδομένα. Αφού έχει διατυπώσει τις εικασίες του, και ενόσω ελέγχει τις
θεωρίες του, ο επιστήμονας ενδιαφέρεται να τις καταρρίψει.
Μια θεωρία ενισχύεται κάθε φορά που ελέγχεται, κάθε φορά που το αποτέλεσμα μιας
παρατήρησης που θα μπορούσε να καταρρίψει τη θεωρία αποτυγχάνει να το κάνει.
Το κατά πόσο ένας συγκεκριμένος έλεγχος τείνει να αυξήσει τον βαθμό ενίσχυσης
εξαρτάται από την αυστηρότητα του ελέγχου. Όταν η θεωρία ελεγχθεί αυστηρά, όπου
ένα ευνοϊκό για τη θεωρία αποτέλεσμα είναι πολύ απίθανο, τότε αυτός ο έλεγχος
αυξάνει το βαθμό ενίσχυσης περισσότερο από όσο το κάνει ένας εύκολος έλεγχος.
Συμφωνεί με τους λογικούς εμπειριστές όταν ισχυρίζεται ότι η αντικειμενικότητα της
επιστήμης προέρχεται από τη θεμελίωσή σε εμπειρική βάση. Η εμπειρική βάση
αποτελείται από τις βασικές προτάσεις οι οποίες μας πληροφορούν ότι ένα
συγκεκριμένο πράγμα ή γεγονός βρίσκεται σε μια συγκεκριμένη περιοχή του
χωροχρόνου. Αυτές οι προτάσεις χρησιμεύουν ως προκείμενες και γίνονται
αποδεκτές ως αποτέλεσμα παρατήρησης. Όμως είναι λογικά αδύνατο για την
εμπειρία να αποδείξει ή να αναιρέσει την οποιαδήποτε πρόταση. «Στην
πραγματικότητα δεν μπορεί να προκύψει η οριστική αναίρεση μιας θεωρίας. Γιατί
είναι πάντοτε δυνατό να πούμε ότι τα πειραματικά αποτελέσματα δεν είναι αξιόπιστα
ή ότι οι ασυμφωνίες που υποστηρίζεται ότι υπάρχουν μεταξύ πειραματικών
αποτελεσμάτων και θεωρίας είναι μόνον φαινομενικές και θα εξαφανιστούν με την
πρόοδο της κατανόησής μας. Αν επιμένεις για αυστηρή απόδειξη στις φυσικές
επιστήμες ποτέ δεν θα ωφεληθείς από την εμπειρία και ποτέ δεν θα μάθεις από αυτήν
το πόσο σφάλλεις.» Η εμπειρία παρέχει τη βάση για όλες τις επιστημονικές θεωρίες
και οι βασικές προτάσεις προσφέρουν την εμπειρική βάση για τη διαδικασία ελέγχου.
Η εμπειρία είναι μόνο ένα κίνητρο και δεν μπορεί να αποδείξει τις βασικές
προτάσεις.

Η άποψη για την επιστήμη ως σύνολο εικασιών και καταρρίψεων εφαρμόζεται σε


όλα τα στρώματα της επιστήμης, από το χαμηλότερο επίπεδο που απλώς αναφέρει
πειραματικά αποτελέσματα ως την πιο σύνθετη θεωρία. Όλες οι επιστημονικές
προτάσεις αποτελούν διαψεύσιμες υποθέσεις. «Κάθε έλεγχος μιας θεωρίας, είτε
οδηγεί στην ενίσχυσή της είτε στη διάψευση, πρέπει να σταματήσει στη μία ή στην
άλλη βασική πρόταση την οποία αποφασίζουμε να δεχθούμε. Αν δεν καταλήξουμε σε
κάποια απόφαση και δεν δεχθούμε τη μία ή την άλλη βασική πρόταση, τότε ο έλεγχος
δεν θα έχει οδηγήσει πουθενά. Όμως από λογική σκοπιά, η κατάσταση δεν είναι ποτέ
τέτοια ώστε να μας αναγκάζει να σταματήσουμε σε αυτή τη συγκεκριμένη βασική
πρόταση και όχι στην άλλη ή αλλιώς να εγκαταλείψουμε εντελώς τον έλεγχο. Γιατί
κάθε βασική πρόταση μπορεί πάλι με τη σειρά της να υποβληθεί σε ελέγχους, με τη
χρησιμοποίηση ως ελεγκτή οποιασδήποτε από τις βασικές προτάσεις που μπορούν να
συναχθούν από την αρχική με τη βοήθεια κάποιας θεωρίας, είτε της θεωρίας που
βρίσκεται υπό έλεγχο είτε κάποιας άλλης. Από λογική άποψη, ο έλεγχος μιας θεωρίας
εξαρτάται από τις βασικές προτάσεις των οποίων η αποδοχή ή η απόρριψη εξαρτάται,
με τη σειρά της, από τις δικές μας αποφάσεις. Μια αποδεκτή βασική πρόταση
συνιστά σύμβαση».
Για τον Πόπερ οι προκείμενες των επιχειρημάτων που διαψεύδουν θεωρίες δεν
αποτελούν βασικές προτάσεις αλλά διαψεύδουσες υποθέσεις οι οποίες έχουν
ενισχυθεί ως αποτέλεσμα ελέγχων που έγιναν μέσω βασικών προτάσεων. Προκύπτει
έτσι ότι καμιά πραγματική διάψευση δεν μπορεί να συμβεί προτού ενισχυθεί μια
διαψεύδουσα υπόθεση, οπότε τελικά, παρά τη λογική ασυμμετρία μεταξύ
επαλήθευσης και διάψευσης, κάθε περίπτωση διάψευσης απαιτεί μια προγενέστερη
ενίσχυση και σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί μια διάψευση να είναι ισχυρότερη ή πιο
οριστική από μια ενίσχυση.
Κατά τον Κάρναπ η επιστήμη ενδιαφέρεται τόσο γι αυτό που παρατηρείται όσο και γι
αυτό που δεν παρατηρείται, ακόμη και γι’ αυτό που δεν μπορεί να παρατηρηθεί.
Περιγράφουμε ό,τι παρατηρούμε γλωσσικά και διατυπώνουμε τις επιστημονικές μας
θεωρίες και υποθέσεις γλωσσικά. Ο τρόπος με τον οποίο τα γεγονότα καταλήγουν σε
γενικεύσεις που εκφράζονται με καθαρά παρατηρησιακούς όρους είναι αρκετά
σαφής. Αν η γενίκευση ότι ο πάγος τήκεται στους μηδέν βαθμούς, τότε παρατηρήσεις
πάγου που τήκεται στους μηδέν βαθμούς μετρούν υπέρ της γενίκευσης. Αιτήματα
νοήματος κατά τον Κάρναπ είναι οι κανόνες σύμφωνα με τους οποίους όταν οι
θεωρητικοί όροι στερούνται νοήματος δίδονται κάποιοι κανόνες (συνθήκες) που
καθορίζουν ποια παρατηρήσιμη περίσταση θα μετρούσε ως επιμέρους παράδειγμα
των όρων. Ο ρόλος τους συνίσταται στο ότι αποδίδουν νόημα στους θεωρητικούς
όρους.
Τα αιτήματα του νοήματος διαφοροποιούνται με το χρόνο και κάθε ισχυρισμός όπως
αναφέρει ο Quine μπορεί να θεωρηθεί αληθής ό,τι και αν συμβεί. Σύμφωνα με τον
φιλόσοφο δεν ξεκινούμε ποτέ να γνωρίσουμε χωρίς να έχουμε βιολογικό και
κοινωνικό εξοπλισμό. Έχουμε εξελιχθεί ώστε να επιλέγουμε συμπεριφορές και να
οργανώνουμε τις αισθήσεις σύμφωνα με ορισμένο τρόπο. Η κοινωνία είναι η πηγή
ενός μεγάλου αριθμού πεποιθήσεων σχετικά με τον κόσμο, τους άλλους ανθρώπους
και τις κοινωνικές σχέσεις.
O Κουάιν αναφέρει σχετικά με το νόημα ότι κάθε αποδεκτός επιστημονικός
ισχυρισμός μπορεί να χρησιμοποιηθεί ανά πάσα στιγμή για να δικαιολογήσει
οποιονδήποτε άλλον αποδεκτό επιστημονικό ισχυρισμό. Βεβαίως τα αιτήματα
νοήματος είναι εκείνα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως κριτήρια για την
εγκυρότητα του νοήματος.
Ένας θεωρητικός όρος αποκτά το νόημά του από ολόκληρο το σώμα των
επιστημονικών πεποιθήσεων, αν αλλάξουν οι πεποιθήσεις αλλάζει και το νόημα.

ΠΙΘΑΝΟΤΗΤΑ
Οι εμπειρικές προτάσεις χαρακτηρίζονται ως πιθανές που σημαίνει ότι η πιθανότητα
των προτάσεων δηλώνει τη σχετική συχνότητα της αλήθειας μιας πρότασης στις
επιμέρους περιπτώσεις ελέγχου της για το αν είναι ψευδής. Η πιθανότητα αναφέρεται
στην πρόταση στην οποία βάσει άλλων προτάσεων προκαθορίζεται ότι το γεγονός
συμβαίνει. Αυτός ο προσδιορισμός της πιθανότητας εκτιμά όσο πρέπει το γεγονός,
ότι η πιθανότητα χρησιμοποιείται εκεί όπου οι όροι ενός γεγονότος είναι γνωστοί ή
λαμβάνονται υπ’ όψη μόνο εν μέρει και όχι λεπτομερώς, ώστε να μην αρκούν για μια
πλήρη, εξατομικευμένη πρόταση. Για την επιτυχία μιας εκτίμησης πιθανότητας δεν
αρκεί μια καλή συμφωνία με τις προτάσεις βάσης, παρά απαιτείται άριστη συμφωνία
στο πλαίσιο της εφικτής ακρίβειας των μετρήσεων. Με αυτό τον τρόπο οι υποθέσεις
πιθανότητας μπορούν να χρησιμοποιηθούν όπως και οι άλλες υποθέσεις.

Η Ενοποιημένη (ενιαία) Επιστήμη


Είναι καθήκον της φιλοσοφίας να συγκροτήσει την ενότητα της γνώσης. Οι
ετερογενείς επιστήμες δανείζονται η μια το λεξιλόγιο της άλλης. Για ένα ψυχικό
συμβάν όπως η αισθητήρια αντίληψη για την εξήγησή του ξεπερνούμε το ψυχολογικό
σύστημα εννοιών και το συνδέουμε με τη φυσιολογία. Η ενιαία γλώσσα της
επιστήμης πρέπει να είναι: 1) διυποκειμενική (κοινό σύστημα σημείων και κανόνων
– τυπική) και από σημαντική σημαίνει ότι πρέπει να κατονομάζονται τα ίδια
πράγματα για όλους. 2) Πρέπει να είναι καθολική: κάθε πρόταση μιας γλώσσας να
μπορεί να μεταφράζεται σ’ αυτήν - σύστημα εννοιών που διατυπώνεται κάθε
εμπράγματη κατάσταση. Ως τέτοια είναι κατά τους Neurath και Carnap είναι η
αντίληψη του φυσικαλισμού: Όλες οι πραγματικές επιστημονικές προτάσεις δεν
μπορούν να περιέχουν τίποτε άλλο από το σωματικό, γιατί μόνο προτάσεις γι’ αυτό
είναι καταληπτές διυποκειμενικά και ελέγξιμες.

ΕΠΙΚΥΡΩΣΗ (confirmation) ΚΑΙ ΑΝΑΙΡΕΣΗ (disconfirmation)


Οι φιλόσοφοι που εργάζονται στα πλαίσια κάποιου προγράμματος ξεκινούν από ένα
σύνολο νοητικών εργαλείων και τεχνικών και χρησιμοποιούν τα εργαλεία και τις
τεχνικές ως μέσα για να αναλύσουν τη φύση της επιστημονικής γνώσης.
Η επιστημονική έρευνα δεν διεξάγεται μόνο με τη συλλογή δεδομένων αλλά απαιτεί
κάποιο σύνολο παραδοχών σχετικά με το πώς συμπεριφέρεται η φύση. Πριν ο
φιλόσοφος αρχίσει την εξέταση της επιστημονικής γνώσης, χρησιμοποιεί παραδοχές
που αφορούν τη φύση της γνώσης και τους τρόπους με τους οποίους αυτή μπορεί να
αναλυθεί καλύτερα. Ο Ράιχενμπαχ (Reichenbach) αναφορικά με την έννοια της
επικύρωσης προτείνει το περίγραμμα κριτηρίου για τη συνωνυμία: Το Α είναι
συνώνυμο με το Β μόνο αν το Α και το Β δέχονται την ίδια επικύρωση για κάθε
τεκμήριο.

Σκεπτικισμός για την επιστήμη


Η επιστήμη είναι ένα πολύπλοκο και δαπανηρό κοινωνικό σύστημα και οι αποφάσεις
της πολλές φορές εξαρτώνται από πολιτικά κριτήρια, δηλαδή επιρροή από κέντρα
εξουσίας που προωθούν και τις αντίστοιχες επιστημονικές θεωρήσεις.
Οι θεωρίες της νοηματικής μεταβλητότητας και του νοηματικού ολισμού καταλήγουν
στην άποψη κατά την οποία η επιτυχία της επιστήμης αποτελεί μυστήριο. Το νόημα
αλλάζει σύμφωνα με τις πεποιθήσεις και η θεωρία της νοηματικής μεταβλητότητας
εφαρμόζεται τόσο για αναφορές παρατηρήσεων όσο και για άλλους επιστημονικούς
ισχυρισμούς. Ανταγωνιστικές θεωρίες φαίνεται να μη μπορούν να εξετασθούν ως
προς μια κοινή βάση παρατηρήσεων, αφού το νόημα των παρατηρήσεων εξαρτάται
από το ποια θεωρία κανείς αποδέχεται.

Κριτική στον φυσικαλισμό


Οι προτάσεις για την ξένη ψυχική ζωή αν θεωρηθούν ως κάτι μη φυσικό – μη
ελέγξιμο άμεσα είναι ψευδοπροτάσεις- χωρίς έννοια. Όμως υπάρχουν πολλά ψυχικά
φαινόμενα (σκέψεις, παραστάσεις) για τα οποία τα σωματικά εκφραστικά
συμπτώματα είναι ελάχιστα, αναξιόπιστα ή ανεπαρκή. Οι λογικοί εμπειριστές
αντικαθιστούν αυτή την κατάσταση με περιγραφή της σωματικής κατάστασης. Αυτό
όμως είναι μονοσήμαντη στάση. Ακόμη και η σύζευξη φυσικών προτάσεων
(σωματικές καταστάσεις) δεν μπορούν να αποδώσουν πλήρως τα ψυχικά συμβάντα.
Η φυσική γλώσσα ή η γλώσσα των πραγμάτων δεν μπορεί να χρησιμεύσει ως
καθολική γλώσσα. Η γλώσσα των βιωμάτων και των πραγμάτων – το ψυχικό και το
φυσικό – σύστημα εννοιών βαδίζουν παράλληλα και η επιστήμη δεν μπορεί να
στερηθεί κανένα από τα δύο.

ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ
Για τον κύκλο της Βιέννης η φιλοσοφία πρέπει να είναι επιστημονικότερη – εξετάζει
τη λογική σύνταξη της επιστημονικής γλώσσας. Υπάρχουν δύο τομείς: 1) τα
αντικείμενα, οι σχέσεις και οι ιδιότητες τους και 2) οι παραστάσεις τους με τις
οποίες ασχολείται η γλώσσα και η λογική. Με τα αντικείμενα ασχολούνται οι ειδικές
επιστήμες. Αντικείμενο της φιλοσοφίας είναι οι έννοιες, οι προτάσεις και οι θεωρίες
της επιστήμης. Είναι η λογική ανάλυση των ειδικών επιστημών. Ο Κάρναπ θεώρησε
ότι η λογική δεν είναι μόνο υπόθεση της σύνταξης αλλά της σημασιολογίας –
γνωσιολογική εξέταση των επιστημών.
Η ουσία του κινήματος ήταν η επιστημονικότητα της φιλοσοφίας, η διαμόρφωση της
μεθόδου και η αναμόρφωση της λογικής.

ΣΥΝΟΨΗ ΤΩΝ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΩΝ - ΕΠΙΣΤΗΜONIKΩΝ ΑΝΤΙΛΗΨΕΩΝ ΤΟΥ


ΛΟΓΙΚΟΥ ΘΕΤΙΚΙΣΜΟΥ

Η φιλοσοφία πρέπει να χρησιμοποιήσει τη σύγχρονη Λογική για να ανασυγκροτήσει


όλες τις έννοιες της επιστημονικής μεθοδολογίας – την έννοια της επιστημονικής
θεωρίας, της δοκιμής, της επικύρωσης, της εξήγησης, της πρόβλεψης. Η φιλοσοφία
πρέπει να μιλάει για τη γλώσσα (γλωσσική στροφή), για τα σύμβολα, για τις
μαθηματικές σχέσεις και το νόημά τους.
Οι λογικοί εμπειριστές επινοούν τον τρόπο με τον οποίο μια ποικιλία μαθηματικών
θεωριών μπορεί να αναπαρασταθεί από τυπικές γλώσσες και η έννοια της απόδειξης
μπορεί να προσδιοριστεί σε μια τέτοια γλώσσα ως μαθηματική ιδιότητα κάποιων
συνόλων από ακολουθίες συμβόλων.
O εμπειρικός έλεγχος των επιστημονικών θεωριών γίνεται με την παραγωγή
(deduction) εμπειρικών συνεπειών από τις θεωρίες. Η συμφωνία ή διαφωνία των
συνεπειών αυτών με την πραγματικότητα καθορίζουν την επικύρωση (confirmation)
ή τη διάψευση (falsification) της θεωρίας.
Η «θεωρία μοντέλων» αφορά την αναπαράσταση του τρόπου με τον οποίο η γλώσσα
περιγράφει τον πραγματικό κόσμο ή κάθε δυνατό κόσμο. Κάθε μοντέλο αποτελείται
από ένα σύνολο και από συγκεκριμένα υποσύνολα. Η βασική ιδέα είναι ότι μια
ιδιότητα αντιστοιχεί στο σύνολο των πραγμάτων που έχουν αυτή την ιδιότητα σε
κάθε δυνατό κόσμο. Σε κάθε δυνατό κόσμο, το «καφέ» αντιστοιχεί στο σύνολο των
καφέ πραγμάτων που βρίσκονται μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο.
Ο Κάρναπ θεώρησε ότι μπορούσε να κατασκευάσει κλάσεις που ήταν αναγώγιμες σε
μια απλή σχέση μεταξύ των όρων που υποδηλώνουν εμπειρίες και διαπίστωσε ότι
ορισμένες από αυτές τις κλάσεις παρουσιάζονται ως εύλογες ανασυγκροτήσεις
αισθητηριακών τροπικοτήτων όπως το χρώμα και ο ήχος.
Η γλώσσα ως λογισμός είναι ένα σύστημα συμβάσεων ή κανόνων που εφαρμόζονται
πάνω σε σύμβολα. Το τυπικό ή αξιωματικό σύστημα προσδιορίζεται με τη βοήθεια
συντακτικών κανόνων (κανόνων σχηματισμού και μετασχηματισμού), οι οποίοι
συμπληρώνονται από σημασιολογικούς κανόνες μέσω των οποίων καθορίζονται οι
σχέσεις αναφοράς στις γλωσσικές εκφράσεις.
Σημειώσεις 3ης θεματικής ενότητας (Μάθημα 7 – Μάθημα 8)

ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΤΟΥ ΛΟΓΙΚΟΥ ΘΕΤΙΚΙΣΜΟΥ

Το κύριο πρόβλημα της παλαιότερης φιλοσοφίας για την αντίληψη του ενιαίου
κόσμου τώρα αντιμετωπίζεται ως πρόβλημα ενός ενιαίου συστήματος της
επιστημονικής γνώσης. Γνώση βάσει της λογικής ανάλυσης της γλώσσας, βασισμένη
στον καταδεικτικό ορισμό και στην απεικονιστικότητα.
Οριοθέτηση εμπειρικών ζητημάτων, αποσαφήνιση εννοιών, θεωρία νοήματος και
επαναπροσδιορισμός φιλοσοφικών προτάσεων ή ψευδοπροτάσεων με επιστημονικό
τρόπο.
• Εξήγηση της ουσίας της λογικής – σχέση λογικής με γλώσσα.
• Εξάλειψη της ασάφειας με την αναζήτηση καθαρότητας, σαφήνειας και
συνέπειας στη φιλοσοφία.
• Άρνηση της υποκειμενικότητας, του προσωπικού βιώματος που
χαρακτηρίζονται ως ψυχολογιστικές προσεγγίσεις.(ψυχολογισμός)
• Η αληθής γνώση ορίζεται ως γενίκευση πεποιθήσεων μέσω επαγωγικής
διαδικασίας.

Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΚΑΙ Η ΚΡΙΤΙΚΉ

Ο Quine θεωρεί ότι η διάκριση μεταξύ αναλυτικών και συνθετικών προτάσεων είναι
αβάσιμη. Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε σε τι συνίσταται ο αναλυτικός χαρακτήρας
της πρότασης. Για τον καθορισμό της αναλυτικότητας χρειαζόμαστε τη συνωνυμία
της σημασίας και αυτή έχει πάλι την αναλυτικότητα ως κριτήριο. Αντίθετα ο Κάρναπ
αναφέρει ότι μπορούμε να προσδιορίσουμε καθαρά την αναλυτικότητα. Είναι
απαραίτητη η διάκριση μεταξύ προτάσεων που από καθαρά λογική άποψη είναι
αληθείς βάσει ορισμών ή κανόνων κατονομασίας/ καταδεικτικού ορισμού, από αυτές
που είναι αληθείς βάσει γεγονότων.
Η επόμενη κριτική αναφέρεται στην επαληθευσιμότητα του νοήματος, ότι αποτελεί
λάθος το γεγονός της αποκλειστικής αναγωγής στα αισθητηριακά δεδομένα. Μόνο
που εκεί και ο Carnap και ο Reichenbach ήταν μετριοπαθείς. Πλήρης
επαληθευσιμότητα γι’ αυτούς δεν υπάρχει, γιατί όλες οι περιπτώσεις δεν μπορούν να
ελεγχθούν, μπορούν μόνο να γίνουν πιθανές όταν δοκιμάζονται (επιβεβαιώνονται από
μεμονωμένες παρατηρήσεις). Επίσης εισήγαγαν το επαγωγικό συμπέρασμα το οποίο
συνίσταται στο να γίνει μια αληθής πρόβλεψη ή να διατυπωθεί μια γενική πρόταση
βάσει ενός αριθμού παρατηρήσεων. Δηλαδή αν σε μια ακολουθία παρατηρημένων
περιπτώσεων μια ορισμένη τάξη παρουσιάζεται με μια μέση συχνότητα, τότε
μπορούμε να υποθέσουμε ότι και οι επόμενες νέες περιπτώσεις θα παρουσιασθούν με
την ίδια συχνότητα σε συνδυασμό και με την πιθανότητα. Η επαγωγή δεν είναι ούτε
αναλυτική ούτε συνθετική αλλά ένας λειτουργικός κανόνας – μια υποθετική
προστακτική.

Όμως και στην περίπτωση των ψυχονοητικών συμβάντων αναφορικά με τη


μεταφρασιμότητά τους σε φυσικά συμβάντα πολλοί λογικοί εμπειριστές αναφέρουν
ότι οι έννοιες του ψυχονοητικού (mental) δεν μπορεί να ορισθούν καταλλήλως με
έννοιες του φυσικού (physical). Οι ψυχονοητικές έννοιες έχουν ένα δικό τους
περιεχόμενο που συγκροτείται θεωρητικά με αιτήματα και κανόνες αντιστοιχίας. Οι
παρατηρήσεις της σωματικής συμπεριφοράς δίνουν μόνο επιβεβαιωτικές προτάσεις.
Οι παρατηρήσεις προσωπικών μας ψυχικών συμβάντων, οι αυτοπαρατηρήσεις, πρέπει
να αναγνωρισθούν ως παρατηρήσεις το ίδιο όπως και οι παρατηρήσεις ψυχονοητικών
φαινομένων. Έτσι εγκαταλείπεται ο αρχικός φυσικαλισμός: η γλώσσα της φυσικής
ως καθολική γλώσσα της επιστήμης.
Ο Κάρναπ αντιπροσώπευε έναν ουδέτερο μονισμό ότι το ψυχικό και το φυσικό είναι
λογικές κατασκευές από ένα «δεδομένο» που δεν είναι ούτε υποκειμενικό ούτε
αντικειμενικό, ούτε ψυχικό ούτε το φυσικό και σ’ αυτό πρέπει να αναχθεί η «γλώσσα
των πραγμάτων».

Παρέκκλιση Reichenbach (γνώση):


«Η ιδέα ότι η γνώση είναι ένα προσεγγιστικό σύστημα το οποίο δεν θα γίνει ποτέ
«αληθές» έχει αναγνωριστεί από όλους σχεδόν τους συγγραφείς της ομάδας των
εμπειριστών αλλά οι λογικές συνέπειες αυτής της ιδέας ποτέ δεν κατανοήθηκαν
πλήρως. Ο προσεγγιστικός χαρακτήρας της επιστήμης θεωρείται αναγκαίο κακό,
αναπόφευκτο για όλη την πρακτική γνώση, χωρίς όμως να συμπεριλαμβάνεται
ανάμεσα στα βασικά χαρακτηριστικά της γνώσης. Το πιθανοκρατικό στοιχείο στην
επιστήμη θεωρήθηκε ως ένα προσωρινό χαρακτηριστικό το οποίο εμφανίζεται στην
επιστημονική έρευνα όσο αυτή βρίσκεται στον δρόμο προς την ανακάλυψη αλλά το
οποίο εξαφανίζεται όταν πρόκειται για γνώση ως οριστικό σύστημα». Oι φυσικές
θεωρίες δίνουν μια περιγραφή της παρατηρησιακής γνώσης του καιρού τους και δεν
μπορούν να θεωρηθούν ότι είναι αιώνιες αλήθειες.
Οι Hempel και Oppenheim υποστηρίζουν ότι οι προτάσεις που συγκροτούν το
εξηγούν πρέπει να είναι αληθείς. Στη συνέχεια τονίζουν ότι δεν αρκεί να είναι το
εξηγούν επικυρωμένο σε υψηλό βαθμό. Γιατί σύμφωνα με τις αρχές του εμπειρισμού
οποιαδήποτε καλά επικυρωμένη πρόταση μπορεί να ανατραπεί, πράγμα που θα μας
έφερνε σε μια κατάσταση όπου πρέπει να υποστηρίξουμε ότι μια εξήγηση η οποία
ήταν σε κάποια στιγμή επαρκής μπορεί να μην εξακολουθήσει να είναι. Σε τέτοιες
περιπτώσεις είναι προτιμότερο, υποστηρίζουν, να απορρίψουμε την προγενέστερη
εξήγηση σαν να μην υπήρξε αυτή ποτέ γνήσια εξήγηση. Έτσι οι συγγραφείς αυτοί
κάνουν μια διάκριση ανάμεσα σε προτάσεις που είναι αληθείς και προτάσεις που
είναι σε υψηλό βαθμό επικυρωμένες. Η επιστήμη μπορεί να φθάσει σε ένα υψηλό
βαθμό επικύρωσης χωρίς να ανατραπούν οι προκείμενες.
Εξετάζοντας τις γνωσιολογικές απαιτήσεις μιας ικανοποιητικής εξήγησης ο Nagel
υποστηρίζει ότι η απαίτηση να είναι οι προκείμενες μιας ικανοποιητικής εξήγησης
αληθείς φαίνεται αναπόφευκτη: «Στην πραγματικότητα δεν γνωρίζουμε αν οι
προκείμενες με απεριόριστα καθολική ισχύ που χρησιμοποιούνται στις εξηγήσεις των
εμπειρικών επιστημών είναι όντως αληθείς, και, αν υιοθετούσαμε αυτό το αίτημα,
τότε οι περισσότερες από τις ευρέως αποδεκτές εξηγήσεις στην τρέχουσα επιστήμη
θα έπρεπε να απορριφθούν ως μη ικανοποιητικές. Αυτό είναι ένα reductio ad
absurdum του αιτήματος». Επομένως ο Νagel υποστηρίζει ότι η τρέχουσα επιστήμη
περιλαμβάνει έναν αριθμό από αποδεκτές επιστημονικές εξηγήσεις. Αλλά έχει ήδη
υποστηρίξει ότι μια αποδεκτή επιστημονική εξήγηση πρέπει να βασίζεται σε αληθείς
προκείμενες. Το πιο σημαντικό σημείο είναι ότι υποστηρίζει σαφώς ότι η επιστήμη
έχει εδραιώσει έναν αριθμό αληθών προτάσεων: «Για τον λογικό εμπειρισμό η
επιστήμη πράγματι επιτυγχάνει να εξασφαλίσει την οριστική αλήθεια των γνωσιακών
ισχυρισμών της».
Η ιστορία της επιστήμης αποτελείται από τη σταθερή συσσώρευση αληθών
προτάσεων. Η έρευνα αυξάνει το απόθεμα των αληθών προτάσεων, άλλες είναι
γενικότερες από άλλες ήδη εδραιωμένες και η ενότητα της επιστήμης συνεχώς
αναπτύσσεται. Η επιστήμη όντως θεμελιώνει αληθείς προτάσεις ως μία από τις
κατευθυντήριες προϋποθέσεις της λογικής εμπειριστικής φιλοσοφίας της επιστήμης.

ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΕΣ ΑΛΛΑΓΕΣ
• Αλλαγή τρόπων που αλληλεπιδρούμε στο φυσικό περιβάλλον μας.
• Αλλαγή τρόπων σκέψης
• Παράγοντες που καθορίζουν την επιστημονική αλλαγή (κοινωνικοί, ιστορικοί,
πολιτισμικοί, θεσμικοί)
• Συνέχεια ή ασυνέχεια στην επιστημονική γνώση; Σχέση παράδοσης –
καινοτομίας.
• Οι θεωρίες γίνονται αποδεκτές λόγω υπερχρονικής αντικειμενικότητας ή
συνιστούν χρηστικές ανθρώπινες κατασκευές
• Οι συγκροτησιακές προϋποθέσεις των πλαισίων ζωής των ανθρώπων
διαμορφώνουν και τις γνωσιακές προσεγγίσεις σε θεμελιώδη ζητήματα.
• Ο γνωσιακός μας εξοπλισμός συνιστά μια εξελισσόμενη κατασκευή που
μετασχηματίζεται.
• Η δυνατότητα του ανθρώπου να σχηματίζει νοητικές παραστάσεις σε σχέση
με τη φύση.
• Η επιστημονική αλλαγή είναι η πορεία της σταδιακής ενσωμάτωσης
προγενέστερων επιτυχημένων θεωριών στις μελλοντικές.
Η «ΝΕΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ»

Αντιδρά στην προηγούμενη της «αποδεκτή επιστήμη» ως εξής:


1. Απορρίπτει τη διχοτομία μεταξύ θεωρητικών και παρατηρησιακών
προτάσεων. Οι παρατηρησιακές προτάσεις είναι φορτισμένες από τη θεωρία.
2. Απορρίπτει την άποψη που εκλαμβάνει ως σωρευτική τη μετάβαση από τη μια
θεωρία στην άλλη.
3. Η αξιολόγηση των θεωριών δεν γίνεται μόνο δια της επικύρωσης,
επαλήθευσης, διάψευσης αλλά είναι ένα πολυσύνθετο ζήτημα που
συγκροτείται από πολλούς παράγοντες.
4. Η διάκριση μεταξύ πλαισίου ανακάλυψης και πλαισίου δικαιολόγησης είναι
παραπλανητική. Κατά τη Νέα Φιλοσοφία της Επιστήμης πρέπει να
κατανοήσουμε το γίγνεσθαι της επιστήμης.
5. Αμφισβήτηση του θεμελιωτισμού και της υπεραπλουστευτικής εικόνας που
θέλει την επιστήμη να διαθέτει κάποιο μυστηριώδες αλάθητο. Δεν υπάρχουν
γενικοί γνώμονες που να υλοποιούνται κατά απαράλλακτο τρόπο.

Μια νέα θεωρία αποτελεί σύνθεση απόψεων, δεδομένων, υποθέσεων από έναν
ευρύτερο χώρο, ο οποίος απαρτίζεται όχι μόνον από τον φιλοσοφικό και τον
επιστημονικό προβληματισμό αλλά από το σύνολο γνώσεων, της πρακτικής και της
θεωρίας, που συνθέτουν ένα δίκτυο της περιόδου και του τόπου όπου εμφανίζεται η
νέα θεωρία.
Μια νέα θεωρία περιλαμβάνει α) τις νέες διατυπώσεις που καθορίζονται κοινωνικά
και ιστορικά εφ’ όσον εστιάζονται στα ιδιαίτερα προβλήματα που αφορούν τη γνώση
αντικειμένων ή φαινομένων, β) περιλαμβάνει στοιχεία άλλων θεωρητικών δομών τα
οποία ενσωματώνονται ανέπαφα στο πλαίσιο της διαδικασίας που προτείνει το νέο
σχήμα για την επίλυση του προβλήματος.

Ο Τούλμιν (Toulmin) αντιλαμβανόμενος τα προβλήματα της επαληθευσιμότητας


προτείνει ότι οι επιστημονικές θεωρίες στην πραγματικότητα δεν αποτελούν
ισχυρισμούς περί του κόσμου αλλά «ΕΙΣΙΤΗΡΙΑ ΣΥΝΑΓΩΓΩΝ» που μας οδηγούν
στο να προβλέπουμε νέες παρατηρήσεις από παλιές. Ένα είδος εργαλειοκρατίας.
Τα φιλοσοφικά παράδοξα, αντί να είναι ένα παιχνίδι με τις λέξεις, αποτελούν
συμπτώματα, σημάδια, δείκτες που παραπέμπουν πέρα από τα ίδια σε βαθύτερες
νοητικές καταστάσεις.

Νοηματικός Ολισμός (Quine)

Ένας από τους στόχους της επιστήμης είναι να προβλέπει την πορεία των φαινομένων
και αν υπάρχουν περιορισμοί της γνώσης υπάρχουν και αντίστοιχα περιορισμοί στην
αξιοπιστία της πρόβλεψης.
Ένας θεωρητικός όρος αποκτά το νόημά τους από ολόκληρο το σώμα των
επιστημονικών πεποιθήσεων στο οποίο βρίσκεται ενσωματωμένος. Αν αλλάξουν οι
πεποιθήσεις σχετικά με μια συλλογή προτάσεων τότε αλλάζει και το νόημα των όρων
που περιέχονται στις προτάσεις.

Θέση Duhem – Quine


Δεν υπάρχουν αρχές βάσει των οποίων μπορεί να εντοπισθεί το σημείο αναφοράς των
τεκμηρίων.

O D. Davidson (1917-2003) μαθητής του Quine αποδέχεται πλήρως τα «δύο δόγματα


του εμπειρισμού» και προχωρά σε μια γνωσιολογική γέφυρα με την ονομασία «αρχή
της χάριτος» (charity principle). Σύμφωνα μ’ αυτήν την αρχή, η οποία απορρέει από
τις ανάγκες επιβίωσης του ανθρώπινου είδους, οι πεποιθήσεις μας είναι στο
μεγαλύτερο μέρος τους αληθείς, δηλαδή αποδίδουν το πώς είναι πραγματικά ο
κόσμος. Και το σύστημα των πεποιθήσεων μας είναι συνεκτικό και μας επιτρέπει και
μας υπαγορεύει τρόπους να διορθώνουμε τις λανθασμένες πεποιθήσεις που δεν
ταιριάζουν στη συνοχή των πεποιθήσεων. Τούτη η διόρθωση είναι μόνιμα ανοικτή
σε νέες διορθώσεις.

Κατά τον Wilfrid Sellars στον «μύθο του δεδομένου», η εμπειρία δεν περιορίζεται
στην επικράτεια της αιτίας ως εξωγλωσσικό και μη εννοιακό αίτιο, δηλαδή ως απλή
πηγή των γνώσεών μας. Η εμπειρία είναι πάντοτε εμποτισμένη γλωσσικά/ γλωσσικά
προσδιορισμένη ως «καλώς νοούμενη», δηλαδή πάντοτε εννοιολογημένη. Ο Sellars
διακρίνει την προεπιστημονική από την επιστημονική εικόνα και δέχεται τη συνέχειά
τους υπό μορφή εξελικτικής διαδικασίας.

THOMAS KUHN

Επαναστατική επιστήμη – Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΟΣ:


Η ανωμαλίες και οι κρίσεις στους κόλπους της κανονικής επιστήμης τερματίζονται
όχι με επισταμένη μελέτη και ερμηνεία αλλά με ένα σχετικά ξαφνικό και
ασυγκράτητο γεγονός σαν την ολοσχερή μεταβολή μορφής ζωής. Η επιστήμη
εισέρχεται σε ένα επαναστατικό στάδιο με την εμφάνιση ενός βιώσιμου
ανταγωνιστικού ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΟΣ. Η σύγκριση των παραδειγμάτων (παλαιού και
νέου Παραδείγματος) θα μπορούσε να γίνει μόνον αν υπήρχε διαθέσιμη μια γλώσσα
ανεξάρτητη από το παράδειγμα, στην οποία να αναφέρουμε τα αποτελέσματα της
παρατήρησης. Ο Κουν θεωρεί ότι δεν υπάρχει τέτοια γλώσσα.
Ένα παράδειγμα δεν απορρίπτεται στη βάση μιας σύγκρισης των συνεπειών του με
την εμπειρική μαρτυρία. Η απόρριψη του παραδείγματος είναι μια τριμερής σχέση, η
οποία περιλαμβάνει ένα εδραιωμένο παράδειγμα, ένα αντίπαλο παράδειγμα και τα
παρατηρησιακά αποδεικτικά στοιχεία.

Δομή των επιστημονικών επαναστάσεων


Η νέα επιστήμη ζητά την κατανόηση του επιστημονικού γίγνεσθαι.
Κατά τον Κουν οι θεωρίες δεν μεταβάλλονται λόγω της συσσώρευσης εμπειρικών
τεκμηρίων εναντίον τους, ούτε λόγω της επαλήθευσης ή διάψευσής τους.
Μεταβάλλονται λόγω του ότι αποδεικνύονται λιγότερο καλές σε σύγκριση με τις
θεωρίες που τις μεταβάλλουν. Η κρίση στο εσωτερικό μιας επιστημονικής κοινότητας
μεταβάλλει τη θεωρία της επιστημονικής γνώσης.
Η έννοια του Παραδείγματος:
• Είναι ένα σύνολο πεποιθήσεων, αξιών, ερμηνειών, τεχνικών. Η επιστημονική
κοινότητα συγκροτείται από δεσμούς εκπαίδευσης, αποδοχής θεωριών,
στόχων, αξιών, κοινωνικού και επαγγελματικού καθεστώτος. Είναι μορφή
ζωής.
• Ρητοί κανόνες και τα κριτήρια που καθοδηγούν τη διαδικασία επίλυσης
γρίφων στα πλαίσια της κανονικής επιστήμης.

H Λειτουργία των Παραδειγμάτων


• Αναφέρονται σε συγκεκριμένες συμπαγείς επιστημονικές παραδόσεις.
Δείχνουν το υπόβαθρο βάσει του οποίου οι παραδόσεις διαμορφώνονται,
εξελίσσονται και νοηματοδοτούνται.
• Επέχουν θέση συγκεκριμένων υποδειγμάτων κατά το αυστηρό πρότυπο των
οποίων οι επιστήμονες ερευνούν συστηματικά για να επεκτείνουν και να
εξειδικεύσουν το πεδίο εφαρμογής των επιστημονικών αντικειμένων και
παραδόσεων που η έρευνα τους συγκροτεί.

Ανωμαλία είναι η εκτροπή από τις αναμενόμενες προβλέψεις. Οι επιστήμονες


εκπαιδεύονται στο πλαίσιο ενός σύνθετου παραδείγματος ώστε να είναι
προετοιμασμένοι να εντοπίσουν ένα προβληματικό σημείο ή να διατυπώσουν νέα
ερωτήματα. Ανωμαλία είναι η απόσταση που χωρίζει την εξηγητική μας επάρκεια
από τις εύλογες προσδοκίες που γεννά το Παράδειγμα, το οποίο καθοδηγεί τις
έρευνές μας.

Επανάσταση – Κρίση
• Ορισμένες φορές η κανονική επιστήμη καταφέρνει να χειραγωγήσει το
πρόβλημα που προκαλεί την κρίση και να το αφομοιώσει.
• Σε άλλες περιπτώσεις το πρόβλημα αναγνωρίζεται αλλά τίθεται στο περιθώριο
για να επιλυθεί μελλοντικά.
• Μια περίοδος κρίσης λήγει με την ανάδυση ενός νέου υποψηφίου
παραδείγματος.
Η επιστημονική επανάσταση ανατρέπει τους θεσμούς του παλαιότερου
Παραδείγματος (αξιώματα, νόμους, οντολογικές παραδοχές, προβλήματα, μεθόδους,
κριτήρια, σκοπούς) και τους αντικαθιστά με νέους που απαρτίζουν ένα νέο
παράδειγμα.
Η πορεία της επιστήμης είναι ασυνεχής και όχι σωρευτική.

Η ασυμμετρία είναι η αδιαφιλονίκητη διαφορά των ανταγωνιστικών Παραδειγμάτων.


• Ασυμμετρία εννοιών: Δύο διαδοχικά παραδείγματα χρησιμοποιούν δύο
διαφορετικές γλώσσες. Ακόμη και όταν τα ονόματα διατηρούνται οι έννοιες
έχουν ριζικά μεταβληθεί.
• Ασυμμετρία κριτηρίων: Αξίες, πρότυπα, μέθοδοι, ριζική μεταβολή κανόνων
κατά τρόπο ασύμμετρο μετά από μια επαναστατική αλλαγή στις επιστήμες
• Ασυμμετρία αντίληψης: Η έλλειψη ενός κοινού, σταθερού σώματος
παρατηρησιακών δεδομένων ερμηνείας των παραδειγμάτων και η
συνακόλουθη δημιουργία θεωρίας.

Οι επαναστατικές θεωρίες ενέχουν διαφορετικές θεμελιακές προϋποθέσεις και


έννοιες, όπως και έναν διαφορετικό τρόπο αντιμετώπισης της πραγματικότητας σε
σχέση με τις θεωρίες που αντικαθιστούν. Μια διαλεκτική αλλαγή από μια θεωρία σε
κάποια άλλη συνιστά μια αναδιοργάνωση των νημάτων του θεωρητικού ιστού και
περιλαμβάνει απομάκρυνση κάποιων νημάτων και προσθήκη κάποιων άλλων. Αυτή η
αναδιοργάνωση εξηγεί τις αλλαγές του νοήματος των επιστημονικών εννοιών και των
παρατηρήσεων που συναρτώνται με μια επιστημονική επανάσταση αφού τόσο οι
έννοιες όσο και τα δεδομένα μιας θεωρίας αποκτούν το νόημά τους από τη θέση που
κατέχουν στον θεωρητικό ιστό. Συγχρόνως, μια θεωρητική αλλαγή συντελείται μέσα
σε μια κατάσταση όπου συναρθρώνονται συγκεκριμένα προβλήματα και όπου τα
νήματα τα οποία η νέα θεωρία διατηρεί παρέχουν τη συνέχεια στην ανάπτυξη και τη
βάση για τη σύγκριση των δύο θεωριών ακόμη κι αν τα νήματα αυτά αποκτούν
διαφορετικό νόημα στη νέα θεωρητική δομή.

O Kuhn θεωρεί ότι η αλήθεια ή το ψεύδος έχουν νόημα μόνον εντός ενός
Παραδείγματος. Η απόρριψη ενός Παραδείγματος σημαίνει αυτόματα την αποδοχή
ενός νέου.
Πρόοδος: Δεν έχει νόημα να ομιλούμε περί επιστημονικής προόδου όταν
αντιλαμβανόμαστε την επιστήμη μόνο ως μηχανισμό που επιδιορθώνει τις δικές του
ατελείς υποθέσεις και κατασκευές.
Η επιστημονική εξέλιξη είναι μια υπόθεση εσωτερική της επιστημονικής κοινότητας.
Ο Κουν επιτυγχάνει να δείξει τα όρια της προόδου. Η πρόοδος δεν είναι τελεολογική,
ούτε εξω-Παραδειγματική και συνδέεται πάντα με την πρακτική μιας επιστημονικής
κοινότητας.

Παρά τις κατηγορίες περί ανορθολογισμού, σχετικισμού, κοινωνιολογισμού η


υπόθεση του Κουν παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον.
Νόημα:
Το σύνολο των ιδιοτήτων που χαρακτηρίζουν ουσιωδώς την έννοια: Το σύνολο
δίδεται εμπειρικά με παρατηρησιακούς όρους ή λογικά. Ο Κουν όταν αναφέρεται σε
νοηματική ή εννοιολογική ασυμμετρία δεν δέχεται την ύπαρξη κοινού νοήματος
μεταξύ των γλωσσών δύο διαφορετικών παραδειγμάτων.
Τα επιστημονικά παραδείγματα διαφέρουν μεταξύ τους ριζικά όχι μόνον ως προς τις
έννοιες, τις πεποιθήσεις, τις μεθόδους αλλά και ως προς τα κριτήρια που θα
αξιολογήσουν αυτές τις διαφορετικές οπτικές. Έτσι όμως καταργείται η έννοια της
ορθολογικότητας.

Ασυμμετρία Αντίληψης: Εκείνο που αλλάζει δεν είναι η ερμηνεία των επιστημόνων
για τα φαινόμενα αλλά η αντιληπτική ικανότητα των επιστημόνων.
Εμπειρισμός: Θεμέλιο της ανθρώπινης γνώσης είναι οι εντυπώσεις οι οποίες
προσλαμβάνονται από τον εξωτερικό κόσμο και αποτυπώνονται στον ανθρώπινο νου.
Η παρατηρησιακή γλώσσα συνιστά την εννοιολογική συγκρότηση. Για τον Κουν η
εμπειρία και τα δεδομένα των αισθήσεων είναι προϊόντα νόησης.

Με τη βοήθεια των ιστορικών παραδειγμάτων εμφανίζονται περιστασιακά ριζικές


ρήξεις στην επιστημονική παράδοση όταν οι επιστήμονες ακολουθούν διαφορετικές
γραμμές έρευνας χρησιμοποιώντας διαφορετικά πρότυπα επιχειρημάτων και
συνάγοντας διαφορετικά συμπεράσματα από τις παρατηρήσεις. Οι επιστήμονες που
χωρίζονται από μια τέτοια ρήξη κυριολεκτικά δεν καταλαβαίνουν ο ένας τον άλλον
και οι επιστημονικές τους γλώσσες είναι ασύμμετρες. Κατά τη διάρκεια μιας
επιστημονικής επανάστασης η επιτυχία καθορίζεται από την πολιτική και τη
ρητορική και όχι από τα τεκμήρια. Η επιστήμη δεν συσσωρεύει αλήθειες με την
πάροδο του χρόνου και όταν συμβαίνει μια επιστημονική ρήξη όλα τα αποτελέσματα
που συγκεντρώθηκαν από την προηγούμενη παράδοση απορρίπτονται από την νέα
παράδοση το ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ.
Το νέο παράδειγμα αντικαθιστά τελείως το παλιό, πρόκειται για τη θεωρία περί της
συμμετρίας μεταξύ του παλιού και του νέου παραδείγματος σύμφωνα με την οποία η
ανάδυση του ενός ισοδυναμεί ιστορικά με την κατάργηση του άλλου.

To παράδειγμα σημαίνει: ι) ολόκληρο τον αστερισμό πεποιθήσεων, αξιών, τεχνικών


που μοιράζονται τα μέλη μιας δεδομένης κοινότητας. (Εκπαίδευση, στόχοι, αξίες,
κοινωνικό και επαγγελματικό καθεστώς) και ιι) η κανονική επιστήμη αποζητά να
ενεργοποιήσει το δυναμικό ενός παραδείγματος επαυξάνοντας το βαθμό αντιστοιχίας
μεταξύ των «γεγονότων» που αυτό προσδιορίζει και της εμβέλειας των προβλέψεών
του. Η επιστήμη προχωρά όχι με την επέκταση της εφαρμογής θεωριών και νόμων
σε νέες πειραματικές και θεωρητικές συνθήκες ώστε να επαληθεύονται αλλά
προχωρά αξιοποιώντας τις δυνατότητες επίλυσης γρίφων των παραδειγμάτων. Μια
επιστημονική θεωρία είναι καλύτερη από τις προκάτοχές της μόνο με την έννοια ότι
συνιστά καλύτερο εργαλείο διατύπωσης και επίλυσης γρίφων και όχι καλύτερη
αναπαράσταση του πώς είναι ο κόσμος στην πραγματικότητα.

Κριτική της «ιστορικιστικής» οπτικής του Κουν.


Τα παραδείγματα αλλάζουν, εξελίσσονται και συχνά διαπραγματεύονται τις
εσωτερικές συγκρούσεις τους μέσω αυτοκριτικής και προσαρμογής. Εάν μια
παράδοση έλθει σε ασυμφωνία με τον εαυτό της είναι σε θέση να ανασυγκροτηθεί
κριτικά μέσω συνεχούς μετασχηματισμού.

PAUL FEYERABEND

Υποστηρίζει ότι η γνώση δεν είναι μια σειρά θεωριών που έχουν εσωτερική συνέπεια
και που συγκλίνουν προς μια ιδανική άποψη. Δεν είναι μια σταδιακή προσέγγιση της
αλήθειας. Είναι, μάλλον, ένας αυξανόμενος ωκεανός ασυμβίβαστων, ασύμμετρων
εναλλακτικών επιλογών, όπου κάθε ξεχωριστή θεωρία, κάθε παραμύθι, κάθε μύθος
που αποτελεί μέρος αυτής της συλλογής, ωθεί τα άλλα μέρη σε ακριβέστερες
διατυπώσεις με αποτέλεσμα όλα τα μέλη να συμβάλουν, μέσω αυτής της διαδικασίας
του συναγωνισμού στην ανάπτυξη της συνείδησής μας.
Μια ιστορική επιστημολογία είναι παράθεση της γνώσης που προέρχεται άμεσα από
την κίνηση της ίδιας της ζωής χωρίς να διαχωρίζει με αφηρημένους όρους τα
γεγονότα, τις αξίες, τα φαινόμενα και τις ερμηνείες τους που είναι παρόντες στο
επίπεδο της εκδήλωσής τους. Είναι μια ζώσα ιστορία που ενδιαφέρεται για την
παραγωγή αληθειών που αναδεικνύει και κατανοεί την αναγκαιότητα για παλινωδίες,
σφάλματα και ασυνέχειες και τίποτα οριστικό στην επιτέλεσή της. Είναι μια δράση
για ζωή. Ο «επιστημονικός ορθολογισμός» δεν μπορεί να θεωρηθεί ως οριακή
συνθήκη για την επιστημονική δραστηριότητα. Υπάρχουν πολύμορφα κριτήρια που
καθορίζουν και διαμορφώνουν την επιστημονική πρακτική.
Η επιστημολογία πρέπει να αντιληφθεί ότι δεν υπάρχουν καθαρές επιστήμες οι
οποίες λειτουργούν έξω από τις αναγκαιότητες της κοινωνικής πρακτικής και της
ιστορίας παραγωγής τους.
Ο Feyerabend αμφισβητεί τη φιλοσοφία της επιστήμης. Η επιτυχία του
επιστημονικού εγχειρήματος διασφαλίζεται με την πειθώ, τη ρητορική, την
προπαγάνδα ή την πρακτική. Προσανατολισμός στην δημιουργικότητα. Σκεπτικισμός
για τη μεθοδολογία.
Οι θεωρίες της επιβεβαίωσης δεν βοηθούν τον επιστήμονα γιατί στηρίζονται σε
ψευδείς παραδοχές όπως:
• Η αντίληψη ότι η επιστημονική πρόοδος επιτυγχάνεται μέσα από
περιορισμούς που επιβάλλει ένα παράδειγμα.
• Ότι υπάρχει μια παρατηρησιακή γλώσσα ανεξάρτητη από τη θεωρία, ως προς
την οποία να αξιολογούνται οι θεωρίες.
• Ότι είναι δυνατόν για μια θεωρία να συμφωνεί με όλα τα γνωστά γεγονότα
στην περιοχή της. Στην πράξη όμως υπάρχει πάντα κάποια μαρτυρία που
μετρά ενάντια στη θεωρία.
• Η αντίληψη ότι η επιστήμη είναι μια δραστηριότητα επίλυσης προβλημάτων
που διέπεται από ρητούς κανόνες και γνώμονες.

Oι θεωρητικοί όσο και οι παρατηρησιακοί όροι υφίστανται νοηματική μεταβολή στο


πλαίσιο μιας αλλαγής θεωριών.

Το θεμελιακό ερώτημα του Feyerabend συνίσταται στο αν το τέλος του


ορθολογισμού σημαίνει και απουσία γενικών κανόνων εξέλιξης και αξιολόγησης της
επιστήμης. Μήπως η πολλαπλότητα και η πολυμορφία των κριτηρίων οδηγούν σε
μια ανέλεγκτη εξέλιξη που δεν επιδέχεται μια ορθή κριτική αξιολόγηση. Η απάντηση
του στηρίζεται στην ανατροπή της συγκεκριμένης λογικής καθότι η επιστημονική
πρακτική όπως και κάθε άλλη κοινωνική δραστηριότητα δεν δέχεται επιβολή των
κριτηρίων αλλά παράγει η ίδια τα κριτήρια συγκρότησης και επιλογής των
δραστηριοτήτων της.

LAKATOS

Μια αλλαγή στην επιστήμη είναι επιστημονική μόνο αν είναι θεωρητικά


προοδευτική. Για να διατηρήσουμε τη δυνατότητα της προόδου αξίζει να
διακινδυνεύσουμε αυθαίρετες μεθοδολογικές παραδοχές.
Η ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΊΝΑΙ ΕΝΑ ΣΥΝΟΛΟ ΚΡΙΤΗΡΙΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ
ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΩΝ ΘΕΩΡΙΩΝ.
Ο Λάκατος προσπαθεί να συνδυάσει τη λογική της επιστημονικής έρευνας με την
ιστορία της επιστήμης και τον συμβατισμό με τον επιστημολογικό αλλά και με τον
μεθοδολογικό ρεαλισμό.

Η βασική μονάδα ανάλυσης της επιστήμης δεν είναι η μεμονωμένη θεωρία αλλά μια
σειρά θεωριών. Δηλαδή τα ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΑ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ.
Τα ερευνητικά προγράμματα δεν αποτελούν μονοσήμαντους κατευθυντήριους
κανόνες της πορείας του πνεύματος. Περιλαμβάνουν αξιολογικά κριτήρια αποδοχής
– απόρριψης διαμορφωμένα στη βάση μιας ορισμένης θεωρίας ορθολογικότητας.
Δηλαδή οριοθέτηση της επιστήμης από τη μη επιστήμη. Το ερευνητικό πρόγραμμα
λειτουργεί ως δυναμική μονάδα στην ιστορία περιλαμβάνοντας θεωρίες διαδοχικές με
τέτοιο τρόπο ώστε κάθε θεωρία σε μια ιστορική στιγμή να περιέχει τις προγενέστερες
ως υποσύνολα. Για παράδειγμα οι τρεις νόμοι της κίνησης του Νεύτωνα και ο νόμος
της βαρύτητας είναι ο σκληρός πυρήνας του Νευτώνειου Ερευνητικού Προγράμματος
και έμειναν αμετάβλητοι παρά τις πολυάριθμες αλλαγές που υπέστη το πρόγραμμα
αυτό στην πολύχρονη κυριαρχία του.
O Lakatos υιοθετεί την αντίληψη περί διάψευσης μιας επιστημονικής θεωρίας του
Πόππερ, προχωρώντας όμως στην παρατήρηση ότι κάθε θεωρία που διαψεύδεται δεν
απορρίπτεται αναγκαστικά αλλά τείνει να προσαρμοσθεί στα νέα δεδομένα με
τροποποιήσεις στο εννοιολογικό της σύστημα.
Η καθιέρωση ενός ερευνητικού προγράμματος οφείλεται στην απόφαση των
επιστημόνων να υιοθετήσουν το σκληρό του πυρήνα.
Το πλαίσιο αξιολόγησης των προγραμμάτων είναι συγκριτικό.

H διάκριση εσωτερικής και εξωτερικής ιστορίας ταυτίζεται με το περιεχόμενο


ορθολογικός και ανορθολογικός. Ο λόγος είναι ότι το σύνολο των ανθρώπινων
κρίσεων δεν είναι απόλυτα ορθολογικό επομένως καμιά ορθολογική ανασυγκρότηση
δε μπορεί να ταυτιστεί ποτέ με την πραγματική ιστορία.

LΑUDAN
Υπάρχουν δύο κατηγορίες επιστημονικών προβλημάτων τα εμπειρικά και τα
εννοιολογικά. Τα εννοιολογικά αναφέρονται στη διατύπωση και στη συσχέτιση των
επιστημονικών θεωριών.
Κάθε θεωρία στην ιστορία της επιστήμης είναι ψευδής από κάποια άποψη. Αφού
όλες οι θεωρίες είναι ψευδείς πρέπει να συμπεράνουμε ότι οι μέθοδοι της επιστήμης
δεν παράγουν αληθείς θεωρίες κατά συνέπεια οι σημερινές επιστημονικές θεωρίες
που αποκτήθηκαν με τις ίδιες μεθόδους είναι επίσης ψευδείς.
Ανταγωνιστικές επιστημονικές θεωρίες φαίνεται να μην μπορούν να εξετασθούν ως
προς μια κοινή βάση παρατηρήσεων, αφού το νόημα των παρατηρήσεων εξαρτάται
από το ποια θεωρία κανείς αποδέχεται.

Φιλοσοφικές θέσεις του Διαλεκτικού Εμπειρισμού για την επιστήμη.

1. Υπάρχει εξωτερικός αντικειμενικός και αυθύπαρκτος κόσμος, ανεξάρτητα


από τις αισθητηριακές μας αντιλήψεις γι’ αυτόν – ανεξάρτητα από τις
υποκειμενικές μας σκέψεις και δράσεις.
2. Ο κόσμος μπορεί να περιέχει οντότητες και διαδικασίες ριζικά διαφορετικές
απ’ ό,τι δείχνουν οι αντιλήψεις. (Σχετικότητα χώρου και χρόνου στη
σύγχρονη Φυσική).
3. Ο κόσμος γνωρίζεται με σχετικό και ποτέ απόλυτο τρόπο. Δεν εμπεριέχει
«νοούμενα» και «καθαυτά» πράγματα ή a priori.
4. Η επιστήμη είναι διαδικασία γνώσης της δομής του εξωτερικού κόσμου, τόσο
στο γενικό του περίγραμμα όσο και στις πολυπλοκότητες και λεπτομέρειες
στη λειτουργία του. Επιδιώκει να υπερβεί την άμεση εμπειρία εξηγώντας την.
5. Οι θεωρητικές κατασκευές επιδιώκεται ν’ αντιστοιχούν με τα στοιχεία του
αισθητού κόσμου.

Ο κόσμος ως σύνολο είναι όσα γνωρίζουμε, αντικειμενικά υπαρκτός με δομή


απεριόριστης πολυπλοκότητας που μπορεί όμως να περιγραφεί και να αναλυθεί. Η
δομή του πρέπει να γίνει κατανοητή μέσα από μια σειρά διαδοχικές πιο θεμελιώδεις
γενικές και επακριβείς έννοιες που περιέχουν αδιάκοπα μια όλο και πιο βελτιωμένη
και ολοκληρωμένη άποψή του. Σε κάθε επιστημονική διερεύνηση υπάρχουν
περισσότερα στοιχεία έξω από τη γνώση μας, απ’ όσα μπορούν να γίνουν γνωστά.

ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΣ ΡΕΑΛΙΣΜΟΣ (KRIPKE – PUTNAM)


Έμφαση στην αναφορά και όχι στην ιστορική εξέλιξη των εννοιών βάσει θεωρίας και
πεποιθήσεων των επιστημόνων που επιζητεί η Νέα Φιλοσοφία της Επιστήμης. Η
αναφορά ενός όρου και το κριτήριο για το αν κάτι είναι αυτό που δηλώνει ο όρος,
καθορίζεται από την εσωτερική δομή του αντικειμένου ή υλικού, από τη σύσταση ή
την ουσία του. Από τη στιγμή που η επιστήμη μας φανερώσει την εσωτερική δομή
ενός φυσικού είδους, έχουμε ένα κριτήριο για την ανίχνευση του φυσικού είδους,
ανεξάρτητα από τις πεποιθήσεις των ομιλητών και τις καθορισμένες περιγραφές που
βασίζονται στη σύνθεση ιδιοτήτων. Κομβικό σημείο για τους ρεαλιστές ο εξω-
θεωρητικός ρόλος των εννοιών της αλήθειας και της αναφοράς.
Kαθώς μια επιστημονική θεωρία διαδέχεται μια άλλη, η πλειονότητα των όρων
διατηρείται παρά τις αλλαγές που επιφέρει η νέα θεωρία. Η βασική τάση της
επιστήμης είναι η αποκατάσταση των δεσμών συνέχειας ανάμεσα στις διαδοχικές
θεωρίες.
Το ρεαλιστικό πλαίσιο ως δυνατότητα και αναγκαία συνθήκη νοηματοδότησης των
επιστημονικών εννοιών.

1. Οι όροι σε μια ώριμη επιστήμη έχουν κατά κανόνα αντικείμενο αναφοράς.


2. Οι νόμοι μιας θεωρίας που ανήκει σε μια ώριμη επιστήμη είναι κατά
προσέγγιση αληθείς.

Μια τελική πρόταση

Το πρόβλημα του ρεαλισμού στην επιστήμη συνεχίζεται και επικεντρώνεται σε


ζητήματα όπως: ι) αν είναι κανείς ρεαλιστής με ποιες μεταφυσικές δεσμεύσεις
επιφορτίζεται, ιι) επιβάλλει ο ρεαλισμός τη δέσμευση σε κάποια έννοια αλήθειας; ιιι)
είναι ασύμβατος ο εμπειρισμός με το ρεαλισμό και πώς αίρεται η ένταση μεταξύ
ανεξαρτησίας και γνωσιμότητας του κόσμου;

Αν ο κόσμος της εμπειρίας εξαρτάται από κάποιο εννοιολογικό σχήμα δικό μας και
της κοινότητας, τότε υπάρχουν λογικά γεγονότα για το ποιά ερωτήματα θα
απαντηθούν στο συγκεκριμένο ή στο μεταβληθέν εννοιολογικό σχήμα. Υπάρχουν
τυπικά μοντέλα έρευνας όπου για ορισμένα ζητήματα η επιτυχημένη ανακάλυψη
απαιτεί επιστημονικές επαναστάσεις.

Ακόμη,
Ο πυρήνας της φιλοσοφικής αντίληψης για τη φιλοσοφία της επιστήμης θα μπορούσε
να συνοψιστεί στη θέση ότι η φύση είναι ποιοτικά απειρόμορφη. Τούτο σημαίνει ότι
κάθε σύνολο από ποιότητες και ιδιότητες της ύλης όπως και νόμοι υπάρχουν σε
περιορισμένα πλαίσια συνθήκες και βαθμούς προσέγγισης. Ο χαρακτήρας των
εμπειρικών δεδομένων και οι εννοιολογικές αναλύσεις δείχνουν ότι πέρα από την
ισχύ μιας θεωρίας υπάρχει ευάριθμη ποικιλία από επιπρόσθετες ιδιότητες, ποιότητες,
οντότητες, συστήματα και πεδία όπου ισχύουν νέα είδη φυσικών νόμων. Απόλυτη
αλήθεια δεν υπάρχει καθώς και a priori περιορισμοί στο χαρακτήρα, σημασία και τα
πλαίσια του πολύμορφου και ανεξάντλητου συνόλου των μορφών ύπαρξης της ύλης.
Δεν μπορεί να υπάρξει σε καθαρή μορφή στη φύση οποιαδήποτε αιτιοκρατική
νομοτέλεια. Αναγκαιότητα και Τυχαιότητα συνιστούν μια αντίπλευρη ολότητα
(σύνολο που περικλείει αντίθετες και αντιφατικές όψεις), δηλαδή διαφορετικές όψεις
φυσικής διαδικασίας. Το γίγνεσθαι δεν περιορίζεται μόνο στις φυσικές διεργασίες
αλλά αντανακλάται και στην επιστημονική διαδικασία – στην έρευνα και στην
ερμηνεία των φυσικών και νοητικών φαινομένων.
Σημειώσεις 4ης θεματικής ενότητας (Μάθημα 9 – Μάθημα 10)

ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΝΟΥ

Ο κλάδος της φιλοσοφίας που περιλαμβάνει τη φιλοσοφία της ψυχολογίας, την


φιλοσοφική ψυχολογία και το πεδίο της μεταφυσικής που συνδέεται με τη φύση των
νοητικών φαινομένων και του τρόπου που συναρτώνται με την αιτιακή δομή της
πραγματικότητας, ονομάζεται φιλοσοφία του νου. Η φιλοσοφία της ψυχολογίας
εξετάζει τη φύση των ψυχολογικών φαινομένων και τον τρόπο με τον οποίο η
ψυχολογία συνδέεται με τις κοινωνικές και φυσικές επιστήμες.

Νους, Νοητικότητα, Συνείδηση.


Νοητικά συμβάντα: Αισθήματα, συναισθήματα, αντίληψη, κρίση, αμφιβολία, και
σκέψη με τη στενή έννοια.
Η κατοχή νου αποτελεί ικανότητα, χαρακτηριστικό που έχουν οι άνθρωποι και
ορισμένα ανώτερα ζώα, ενώ δεν την έχουν πράγματα όπως τα μολύβια και οι πέτρες.
«Έχω νου»: είδος οντότητας για συγκεκριμένα χαρακτηριστικά είδη συμπεριφοράς
(αισθήματα, αντίληψη, μνήμη, μάθηση, συλλογισμός, συνείδηση, πράξη).

Η Ψυχή στους αρχαίους, ταυτίζεται με το νου. Στον Αριστοτέλη όμως, οι νοητικές


δραστηριότητες αποτελούν ιδιότητες της ψυχής.
ΝΟΥΣ – ΣΩΜΑ

Επιγένεση
Το νοητικό επιγίγνεται του φυσικού: Άτομα που έχουν ίδιες όλες τους τις φυσικές
ιδιότητες δεν είναι δυνατόν να διαφέρουν ως προς τις νοητικές ιδιότητες. Δεν
υπάρχει νοητική διαφορά όταν δεν υπάρχει κάποια φυσική διαφορά.
Μια μορφή επιγένεσης νου – σώματος είναι και η θέση ότι κάθε είδος νοητικού
συμβάντος ή νοητικής κατάστασης έχει ένα νευρωνικό υπόστρωμα ή ένα νευρωνικό
σύστοιχο.
Σχηματικά θα λέγαμε ότι την περίπτωση του πόνου, η νευρωνική κατάσταση
αποτελεί βάση επιγένεσης του πόνου και από το αίσθημα του πόνου δημιουργείται
μορφασμός.

Αντι-καρτεσιανή αρχή
Δεν είναι δυνατόν να υπάρχουν αμιγείς νοητικές οντότητες – τίποτε δεν μπορεί να
έχει μια νοητική ιδιότητα δίχως να έχει κάποια φυσική ιδιότητα. Επομένως
προτεραιότητα στις φυσικές ιδιότητες.
Η βασική οντολογική εικόνα που προϋποτίθεται στις σύγχρονες συζητήσεις για το
πρόβλημα νου – σώματος είναι κάθετα αντίθετα στην καρτεσιανή. Παρουσιάζει τον
κόσμο ως μια πολυεπίπεδα ιεραρχημένη διαστρωμάτωση που αποτελείται από
επίπεδα ή βαθμίδες οντοτήτων και από τις χαρακτηριστικές ιδιότητες του κάθε
επιπέδου. Συνήθως υποτίθεται πως υπάρχει ένα βασικό επίπεδο, τα στοιχειώδη
μικροσωματίδια: άτομα, μόρια, κύτταρα και οργανισμούς που συνθέτουν κάθε υλικό
στοιχείο.

Εξάρτηση νου – σώματος


Οι νοητικές ιδιότητες εξαρτώνται και καθορίζονται από τις φυσικές ιδιότητες.

Descartes: Νους – Σώμα (MIND-BODY PROBLEM)


Ο Ντεκάρτ θεωρείται ο πατέρας του ως άνω δυϊσμού. Θεωρεί ότι το φυσικό
εκτείνεται στο σύμπαν. Οι νόες αποτελούν υποστάσεις μη εκτατές και κατά συνέπεια
είναι διακριτές από τις φυσικές υποστάσεις. Η ουσία τους είναι η σκέψη. Αν και
θεωρεί ότι υπάρχει υπόρρητη σχέση μεταξύ νου και εγκεφάλου, δηλώνει ότι οι νόες
δεν είναι εγκέφαλοι γιατί δεν είναι εκτατοί και συνδέονται αιτιακά. Πχ το αίσθημα
του πόνου κινητοποιεί τις καταστάσεις του εγκεφάλου και αυτές με τη σειρά τους τις
σωματικές κινήσεις. Ο φυσικός κόσμος επηρεάζει τους νόες δια της επιρροής του επί
του εγκεφάλου.
Ο δυισμός του Ντεκάρτ συγκροτείται από το νοητικό προς το φυσικό (π.χ. σκόπιμη
πράξη) και από το φυσικό προς το νοητικό (αντίληψη του φυσικού κόσμου δια των
αισθήσεων). Υπάρχει αιτιακή αλληλεπίδραση ανάμεσα στο νου και το σώμα η οποία
συμβαίνει στον κωνοειδή αδένα. Για τον Descartes ο καθένας από εμάς είναι μια
ένωση ή μια ανάμιξη ενός νου και ενός σώματος τα οποία βρίσκονται σε άμεση
αιτιακή αλληλεπίδραση μεταξύ τους.

 Το πρόβλημα που παραμένει είναι πώς οι μη εκτατές υποστάσεις επιδρούν


αιτιακά σε εκτατές.
 Υπάρχουν άυλα και αμιγώς πνευματικά αντικείμενα που να εξηγούν τη
νοητικότητα και τη λογική μας;
 Πώς είναι δυνατό μια άυλη υπόσταση, που δεν έχει καθόλου υλικά
χαρακτηριστικά και υφίσταται έξω από το χώρο του φυσικού, να μπορεί να
επιδρά αιτιακά σε κινήσεις υλικών σωμάτων τα οποία εμπίπτουν αυστηρά
στους φυσικούς νόμους και να δέχεται επίδραση από αυτά;
 Αδυναμία καρτεσιανού δυϊσμού να εξηγήσει τη νοητική αιτιότητα, τον τρόπο
με τον οποίο η νόηση δύναται να επιφέρει αιτιακή αλλαγή στον κόσμο.

LEIBNIZ
Η προκαθορισμένη αρμονία ανάμεσα στο νου και το σώμα. Ο Θεός έχει θέση το νου
μας και τα σώματά μας σε μια αρμονική σχέση από την αρχή.

SPINOZA (θεωρία της διπλής όψης).


Ο νους και το σώμα είναι απλώς δύο σύστοιχες όψεις μιας μοναδικής υποκείμενης
υπόστασης η οποία καθαυτή δεν είναι ούτε νοητική ούτε υλική. Είναι δύο
διακρίσιμες όψεις της ίδιας υποκείμενης πραγματικότητας.

Οι αντιλήψεις του HUME αναφορικά με τη φιλοσοφία του νου.


Οι ιδέες μοιάζουν με τα φυσικά σωματίδια στο ότι οι αλληλεπιδράσεις τους μπορούν
να ερμηνευθούν με βάση φυσικές δυνάμεις που διέπονται από φυσικούς νόμους. Έτσι
η εξήγηση δεν στηρίζεται στην υπόθεση ότι κάποια διάνοια βρίσκεται πίσω απ’ όλα.
Τι είναι αυτό που κάνει τις ιδέες του «ιδέες» και τι κάνει την αλληλεπίδρασή τους
σκέψη;
Οι αντιλήψεις μας είναι φευγαλέες και εξαρτώνται από εμάς, ενώ τα αντικείμενα
υποτίθεται πως είναι διαρκή και εξωτερικά. Η νόησή μας λειτουργεί μόνο με τις ίδιες
αντιλήψεις, δηλαδή ουδέποτε έχουμε κάποια άμεση εμπειρία των αντικειμένων
ανεξάρτητη από τις αντιλήψεις. Η ύπαρξη των αντιλήψεων ουδέποτε θα συνεπαγόταν
λογικά την ύπαρξη οποιουδήποτε άλλου πράγματος. Επομένως, αυτά τα εξωτερικά
αντικείμενα μπορεί να μην είναι τίποτε άλλο παρά πλάσματα της φαντασίας μας.
ΜΟΝΙΣΜΟΣ
Ιδεαλισμός: Η κατηγορία του μονισμού όπου κάθε τι είναι νοητικό (Berkeley). O
νους προξενεί την ύλη. Noητικό/Ψυχονοητικό (mental) και φυσικό (physical)
αποτελούν νοητική ενότητα.

Ουδέτερος μονισμός (neutral monism): Η πραγματικότητα δεν συγκροτείται ούτε από


νοητικές ούτε από φυσικές οντότητες αλλά από ουδέτερες. Ηume και Russell, o
δεύτερος θεωρούσε ότι νόες και φυσικά αντικείμενα είναι λογικές κατασκευές των
sensibilia.

Υλισμός: Κάθε τι είναι φυσικό ή υλικό. Το πρόβλημα που αντιμετωπίζει είναι η


συγκρότηση των θεμελιακών οντοτήτων. Η κατοχή «νου» δεν αποτελεί ένα
προνομιακό είδος οντότητας αλλά κατοχή δεξιοτήτων και διαθέσεων. Οι νοητικές
καταστάσεις δεν αποτελούν εσωτερικές καταστάσεις που προκαλούν αιτιακά
αποτελέσματα.
Από την άλλη πλευρά ο «υλισμός των καταστάσεων του εγκεφάλου» θεωρεί ότι όλες
οι νοητικές καταστάσεις είναι ενδεχομένως ταυτόσημες με τις καταστάσεις του
εγκεφάλου ή του κεντρικού νευρικού συστήματος όπου παράγεται ο συγκεκριμένος
τύπος της συμπεριφοράς. Άλλοι θεώρησαν ότι ο νους είναι ο εγκέφαλος, κατά
συνέπεια κάθε αλλαγή στο νου δηλώνει αλλαγή του εγκεφάλου.

Ο «ανώμαλος μονισμός» του Davidson.


Tύπος του μη αναγωγικού υλισμού, θεωρεί ότι κάθε συμβάν είναι φυσικό, αλλά τα
προθεσιακά νοητικά κατηγορήματα και οι έννοιες δεν ανάγονται αντίστοιχα σε
φυσικά κατηγορήματα ή έννοιες. Αυτά τα μη αναγώγιμα κατηγορήματα ή έννοιες
δομούνται από συγκροτησιακές αρχές της ορθολογικότητας. Και αυτή η διαφορά
αποκλείει την αναγωγή τους σε φυσικές οντότητες.
Η θέση του είναι ότι οι νόμοι (ή αυστηροί νόμοι) είναι δυνατοί μόνο για τη βασική
φυσική. Δεν υπάρχει όμως κάποιος λόγος που θα μας εμπόδιζε να θεωρήσουμε ότι
κάθε νοητικό συμβάν είναι αιτιακά συνδεδεμένο με κάποιο φυσικό συμβάν γιατί όλα
τα συμβάντα είναι φυσικά.
Σύμφωνα με τον ανώμαλο μονισμό, όταν λέμε ότι ένα νοητικό συμβάν αποτελεί αιτία
ενός συμβάντος λέμε ότι το νοητικό έχει μια φυσική ιδιότητα ώστε τούτη η φυσική
ιδιότητα συνδέεται μέσω ενός κατάλληλου νόμου με κάποια φυσική ιδιότητα.
Εφόσον δεν υπάρχει νόμος που να συνδέει νοητικές με φυσικές ιδιότητες όλες οι
αιτιακές λειτουργίες θα πρέπει να υφίστανται δυνάμει κάποιων αμιγώς φυσικών
νόμων. Αυτό σημαίνει ότι η δυνατότητα των επιμέρους συμβάντων να μετέχουν σε
αιτιακές σχέσεις οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στο ότι αυτά κατέχουν φυσικές
ιδιότητες.
SAUL KRIPKE (Θεωρία περί Δυνατών Κόσμων – Δίδυμη Γη)
Ένας δυνατός κόσμος είναι διαφορετικός από τον δικό μας, τον πραγματωμένο
κόσμο. Είναι ένα εναλλακτικό σύμπαν, όπου τα πράγματα πορεύονται διαφορετικά
απ’ o,τι εδώ. Και επειδή οι κόσμοι διαφέρουν μεταξύ τους ως προς τα συστατικά
τους γεγονότα, η αλήθεια δεδομένης πρότασης, εξαρτάται από τον εκάστοτε υπό
θεώρηση κόσμο.

ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΙΑΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΝΟΥ


Ο Fodor (φυσιοκράτης) ξεκινά από τη θέση ότι η ταξινόμηση των νοητικών
φαινομένων, όπως αυτή διατυπώνεται μέσα από την ψυχολογία του κοινού νου (folk
psychology), είναι κατά βάση ορθή και γι’ αυτό θα πρέπει να αποτελέσει το θεμέλιο
για μια επιστημονική ψυχολογία. Για να εξηγήσουμε και να προβλέψουμε την
ανθρώπινη συμπεριφορά ανατρέχουμε στις πεποιθήσεις, τις επιθυμίες, τους φόβους
των δρώντων υποκειμένων. Αυτές οι νοητικές καταστάσεις διαθέτουν
σημασιολογικές αλλά και αιτιακές ιδιότητες. Το αίτημα για φυσιοκρατικές εξηγήσεις
αποτελεί έκφραση της στάσης ότι ο κόσμος δεν περιέχει μη φυσικές οντότητες . Στην
ΑΘΝ το νοητικό εκλαμβάνεται ως το διακριτό επίπεδο περιγραφής του φυσικού.

Fodor: Γλώσσα της σκέψης.


Η εσωτερική αναπαράσταση (ΑΝ) νοείται ως γλωσσική αναπαράσταση, μια πρόταση
γραμμένη όχι στη φυσική γλώσσα αλλά στη γλώσσα της σκέψης. Όπως η γραφή
προϋποθέτει πάντα κάποιο υλικό μέσο, έτσι ακριβώς και οι νοητικές αναπαραστάσεις
έχουν υλικό φορέα. Είναι φυσικά φαινόμενα με σημασιολογικές και αιτιακές
ιδιότητες. Η γλώσσα της σκέψης είναι σύστημα νοητικής αναπαράστασης με
συνδυαστική σύνταξη και σημασιολογία διαμέσου υπολογιστικών διαδικασιών. Η
γνώση αποτελεί έναν κανονιστικό συμβολικό χειρισμό. Τα νοητικά σύμβολα έχουν
νόημα αλλά συμμετέχουν στις υπολογιστικές διαδικασίες λόγω των συντακτικών και
τυπικών τους χαρακτηριστικών. Ο νους είναι μια μηχανή με σύνταξη και η εξήγηση
των προθεσιακών δεξιοτήτων παρέχεται από μια υπολογιστική θεωρία των νοητικών
προτάσεων σε συνάρτηση με μια ψυχοσημασιολογική θεωρία, τη θεωρία του
νοήματος των νοητικών προτάσεων. Η ψυχοσημασιολογική θεωρία είναι απαραίτητη
γιατί οι προθεσιακές καταστάσεις έχουν περιεχόμενο.

Ο χ έχει μια σχέση Υ προς την ΑΝ, όπου η ΑΝ είναι μια νοητική αναπαράσταση
εντός του χ και η νοητική αναπαράσταση σημαίνει ότι Π δηλαδή την πρόταση που
εκφέρει το νόημα.

Συνδεσιαρχία
Αποτελεί εξομοίωση των νοητικών δικτύων με τα νευρωνικά δίκτυα και βασίζεται
στην εφαρμογή της συμβολικής γνωστικής αρχιτεκτονικής και συμβάλλει στην
εξήγηση της διαμέσου της εγκεφαλικής λειτουργίας.
Σημειώσεις 5ης θεματικής ενότητας (Μάθημα 11 – Μάθημα 12)

ΝΟΗΜΑ

Η συμβατική, κοινή ή σταθερή έννοια μιας έκφρασης, δομής ή πρότασης σε μια


γλώσσα, ή ενός μη γλωσσικού σημείου ή συμβόλου. Το κυριολεκτικό νόημα είναι η
πλήρης απόδοση του ορισμού ενός λεξικού δομημένου με συντακτική αρτιότητα.
Το νόημα εκφράζει τις προθέσεις επικοινωνίας μας διαμέσου των εκφορών μας.
Οι παλαιότερες θεωρίες για το νόημα 17ος – 19ος αιώνας αναφέρουν ότι το νόημα
συλλαμβάνεται από τις ιδέες ή τις νοητικές εικόνες που εκφράζονται διαμέσου των
λέξεων. Κατά τον Ντεκάρτ το νόημα αποτελεί χαρακτηριστικό του νου ο οποίος
συγκροτεί την αναπαράσταση των ιδεών. Κατά τον Λοκ το νόημα μεσολαβεί στις
ιδέες και τα αντικείμενα.
Η σύγχρονη αναλυτική φιλοσοφία αναφέρεται περισσότερο σε προτασιακές εκφορές
ή εκφωνήματα (propositional utterances) ή προτασιακά περιεχόμενα (contents) όπως,
σκέψεις, πεποιθήσεις, προθέσεις παρά σε ιδέες και εικόνες.
Επίσης αναφέρουν ότι το νόημα συγκροτείται από υπόρρητες συμβάσεις
(tacit/implicit conventions) οι οποίες συνδέονται με τις πεποιθήσεις (beliefs) των
ομιλητών (φορέων) του νοήματος, χωρίς τη δημόσια γλωσσική πρακτική ή αποτελεί
συνδυασμό και των δύο στοιχείων.
Το γλωσσικό νόημα συγκροτείται: α) από την επικοινωνία (ανακοίνωση) των
προθέσεων και των πρακτικών και β) από τη διαδικασία της σκέψης και της
κατανόησης.
Η υπόθεση του Tractatus και η σχέση με Frege και Russell.
Ο Kripke απορρίπτει τους ισχυρισμούς των Frege και Russell για τα συνηθισμένα
κύρια ονόματα, ισχυριζόμενος η αναφορά σ’ αυτά καθορίζεται όχι από περιγραφικές
συνθήκες αλλά τυπικά από μια αιτιακή σχέση που συνδέει το όνομα και την
αναφορά. Δηλαδή το όνομα που εκφράζεται στην πρόταση αληθεύει στον δυνατό
κόσμο. Δηλαδή το περιεχόμενό του ικανοποιεί την συνάρτηση αλήθειας που το
βεβαιώνει. Για ορισμένα κατηγορήματα επίσης ο Κripke αναφέρει ότι δεν
δηλώνονται με περιγραφές αλλά ως φυσικά είδη τα οποία ανακαλύπτονται από την
επιστήμη, πχ ο χρυσός.

Ο Λογικός Θετικισμός χρησιμοποιεί τον όρο «συνθήκες βεβαιωσιμότητας»


(verifiability conditions), προκειμένου να ορίσει ότι το νόημα μιας πρότασης
συνίσταται στις περιπτώσεις ή τις συνθήκες υπό τις οποίες βεβαιώνεται η πρόταση.
Ο Fodor αναφέρει ότι όταν μιλάμε για νόημα αναφερόμαστε σε μια γλώσσα σκέψης,
ένα σύστημα εσωτερικών καταστάσεων δομημένο όπως η γλώσσα το οποίο
ενδεχομένως να συνδέεται με τη φυσική γλώσσα κάποιου.

Ο «νοηματικός ολισμός» είναι η αντίληψη ότι το νόημα ενός όρου δεν απομονώνεται
από την ολότητα των εννοιολογικών συνδέσεων. Και οποιαδήποτε αναφορά ενός
όρου είναι καθορίζει εξίσου το νόημά του με οποιαδήποτε άλλη, εντός της
νοηματικής σύνδεσης (πλαισίου).
Η εννοιολογική μεταβολή συγκροτείται από: έννοια, μέθοδο, σκοπό.

Νοητικό Περιεχόμενο
Το περιεχόμενο αναπαριστά μια κατάσταση πραγμάτων: (Αύριο θα είναι μια καλή
ημέρα). Κάποιες φυσικές/βιολογικές καταστάσεις έχουν αναπαραστασιακό
περιεχόμενο – είναι καταστάσεις για πράγματα εντός και εκτός του οργανισμού και
τα αναπαριστούν σαν να είναι κάπως. Έτσι λέμε ότι οι καταστάσεις αυτές έχουν
νόημα. Πώς όμως μια τέτοια κατάσταση η οποία είναι πιθανόν μια σύνθετη
νευρωνική κατάσταση αποκτά νόημα;
Σύμφωνα με την επαληθευσιοκρατική θεωρία του νοήματος, το νόημα ή περιεχόμενο
μια πεποίθησης /γλωσσικής πρότασης συνίσταται στις καταστάσεις αλήθειας της,
δηλαδή στις καταστάσεις που πρέπει να ισχύουν ώστε η πεποίθηση να είναι αληθής.
Σύμφωνα με την αντίπαλη θεωρία, το νόημα μιας γλωσσικής έκφρασης
προσδιορίζεται από τη χρήση της μέσα σε μια γλωσσική κοινότητα.

ΠΡΟΘΕΣΗ (ΙΝΤΕΝΤΙΟΝ)

i)Αποτελεί χαρακτηριστικό της πράξης: κάποιος πράττει με πρόθεση και ii) αποτελεί
χαρακτηριστικό στο νου: ενός δηλαδή που έχει την πρόθεση να πράξει κάτι.
Εξήγηση διαμέσου του μοντέλου επιθυμίας - πεποίθησης και της πρόθεσης να
πράξουμε κάτι μελλοντικά. Προβληματική επίσης είναι η σχέση της πεποίθησης με
την πρόθεση καθώς και με την έννοια της συνείδησης.

ΑΠΟΒΛΕΠΤΙΚΟΤΗΤΑ Ή ΠΡΟΘΕΤΙΚΟΤΗΤΑ (INTENTIONALITY)


Δηλώνει την αναφορικότητα των νοητικών καταστάσεων, την ιδιότητά τους να έχουν
κάποιο αντικείμενο. Νοητικές καταστάσεις όπως η πεποίθηση, η ελπίδα, ο φόβος
έχουν ένα ή περισσότερα αντικείμενα στα οποία αναφέρονται και αυτά λέγονται
αποβλεπτικά αντικείμενα. Τα νοητικά φαινόμενα περιέχουν ένα αντικείμενο, πχ όταν
φοβόμαστε – ο φόβος κλπ. Kάθε νοητικό φαινόμενο εμπεριέχει κάτι ως αντικείμενο.
Περιεχόμενο είναι ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζεται το αντικείμενο. Το
περιεχόμενο νοείται ως πρόταση (proposition) που αναφέρεται σε μια κατάσταση
πραγμάτων η οποία είναι αληθής είτε ψευδής. Οι αποβλεπτικές καταστάσεις που
έχουν προτασιακό περιεχόμενο ονομάζονται προτασιακές στάσεις. Η δυνατότητα
των νοητικών μας καταστάσεων να αναπαριστούν πράγματα εξωτερικά αυτών –
δηλαδή να έχουν αναπαραστασιακό περιεχόμενο – είναι πολύ σημαντικό γι’ αυτές.
Τούτο το χαρακτηριστικό του νοητικού, το ότι δηλαδή οι νοητικές καταστάσεις έχουν
αντικείμενο ή περιεχόμενο ή έχουν κατεύθυνση προς ένα αντικείμενο ή περιεχόμενο
το οποίο ίσως να μην υπάρχει, ονομάζεται «αποβλεπτικότητα».

ΛΟΓΙΚΟΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΙΣΜΟΣ (HEMPEL)


1. Κάθε ψυχολογική δήλωση με νόημα, δηλαδή που περιγράφει ένα νοητικό
φαινόμενο, είναι δυνατό να μεταφραστεί σε δήλωση που αφορά αποκλειστικά
και μόνο συμπεριφορικά και φυσικά φαινόμενα.
2. Κάθε ψυχολογική έκφραση που έχει νόημα είναι δυνατό να οριστεί
αποκλειστικά και μόνο με όρους συμπεριφορικών και φυσικών εκφράσεων,
δηλαδή εκφράσεων που αναφέρονται σε συμπεριφορικά και φυσικά
φαινόμενα.

AΝΤΙΛΗΨΗ (PERCEPTION)
Αντίληψη θεωρείται ο τρόπος με τον οποίο ερχόμαστε σε επαφή με τον κόσμο
διαμέσου των αισθήσεων μας.
Η αντίληψη μας παρέχει καθαρά γεγονότα αλλά και οι πεποιθήσεις και οι θεωρίες
που ήδη κατέχουμε παίζουν έναν θεμελιακό ρόλο στον καθορισμό του τι
προσλαμβάνουμε με τις αισθήσεις μας, δηλαδή του τι αντιλαμβανόμαστε.
Για να αντλήσω πληροφορία από την αντίληψη είναι αναγκαίο να είμαι σε θέση να
αναγνωρίζω τα αντικείμενα που συναντώ, και για να τα αναγνωρίζω είναι αναγκαίο
να διαθέτω ήδη έναν συναφή όγκο πληροφοριών. Αν οι γνώσεις και οι πεποιθήσεις
μας παίζουν έναν κεντρικό ρόλο στον καθορισμό του τι αντιλαμβανόμαστε, τότε και
οι επιστημονικές θεωρίες που υποστηρίζει ένας επιστήμονας πρέπει να παίζουν τον
αντίστοιχο ρόλο στον καθορισμό του τι αυτός παρατηρεί στην πορεία της έρευνας
του.
Όταν βλέπω ένα αντικείμενο ως κάτι, έχω μια περίπτωση σημαίνουσας αντίληψης : η
ταυτότητα του αντικειμένου αναγνωρίζεται και, με αυτόν τον τρόπο, η αντίληψη είναι
εμποτισμένη με θεωρία ή, ίσως ακριβέστερα στην παρούσα περίπτωση εμποτισμένη
με έννοια. Η υπόθεση φαίνεται να είναι ότι αν μπορούμε να πετύχουμε να
αφαιρέσουμε την ταυτότητα της εικόνας, πραγματοποιούμε ένα πέρασμα από
εμποτισμένη με θεωρία αντίληψη σε αντίληψη μη εμποτισμένη με θεωρία δηλαδή
από το βλέπω ως στο βλέπω.
Τα αντικείμενα της όρασης, της ακοής, της αφής, της γεύσης και της όσφρησης
αποκτούν νόημα για μας μόνον όταν μπορούμε να συνδέσουμε αυτό που μας δίδεται
άμεσα μέσα στην εμπειρία. Ως εμπειρία θεωρείται η αντιληπτική σχέση υποκειμένου
– αντικειμένου.

ΑΙΣΘΗΤΗΡΙΑΚΑ ΔΕΔΟΜΈΝΑ (SENSE DATA)


Το δεδομένο ή αυτό που παρουσιάζεται στις αισθήσεις. Κατά τον G. E. Moore: Το
άμεσο αντικείμενο της εμπειρίας. Αυτό που μεσολαβεί ανάμεσα στο αντικείμενο (ως
προϊόντος γνώσης) και το υποκείμενο (ως φορέα γνώσης). Ίσως, το μέσον που
καθιστά γνωστό το αντικείμενο. (Υπάρχει ευρύ πεδίο σκεπτικισμού στην ανωτέρω
αντίληψη). Αποτελούν μη φυσικά αντικείμενα των οποίων έχουμε επίγνωση. Είναι
ιδιωτικά – ανήκουν σε ένα άτομο και έχουν αισθητές ιδιότητες όπως το χρώμα και
αναφέρονται σε εξωτερικά αντικείμενα χωρίς εγγενή αποβλεπτικότητα.

QUALIA
Αισθανόμενες ποιότητες μέσω των οποίων εξατομικεύονται ως αισθήματα
συγκεκριμένου τύπου. Μη περαιτέρω αναλύσιμα αισθήματα τα οποία είναι
αλάνθαστα και δεν υφίσταται σ’ αυτά δυνατότητα πρόσβασης από τη θέση του
πρώτου προσώπου, όπως και διόρθωσης καθότι είναι αλάνθαστα.

Πορεία γνώσης νοήματος μέσω αντίληψης


Όταν διαβάζω ένα κείμενο βλέπω. Όμως το αντικείμενο της προσοχής μου και η
πληροφορία που αποκτώ από το διάβασμα είναι το νόημα του κειμένου. Αυτό το
νόημα εξαρτάται από ένα αριθμό παραγόντων. Κατ’ αρχήν υπάρχει το ίδιο το
κείμενο: διαβάζω μόνον εφόσον βλέπω πρακτικά το κείμενο και εφόσον το νόημα
που βρίσκω εκεί έχει όντως κάποια θεμελίωση σ’ αυτό. Αλλά το να είμαι σε θέση να
δω το κείμενο δεν είναι επαρκής συνθήκη για την ανάγνωση. Πρέπει επίσης να είμαι
σε θέση να διαβάζω τη γλώσσα στην οποία είναι γραμμένο και, επιπλέον, πρέπει
συχνά να έχω κάποιες γνώσεις για το θέμα που αυτό πραγματεύεται.
Ο επιστήμονας δεν καταγράφει οτιδήποτε παρατηρεί αλλά μόνον εκείνα τα πράγματα
τα οποία οι θεωρίες που αποδέχεται υποδεικνύουν ως σημαντικά.
Είναι το διαθέσιμο σώμα θεωρίας εκείνο που παρέχει τα κριτήρια για τον καθορισμό
του ποια από τα παρατηρούμενα δεδομένα έχουν να παίξουν κάποιο ρόλο στη γνώση.

Προβλήματα αναφορικά με την αντίληψη.


1. Η διατύπωση του Πόπερ σχετικά με το ζήτημα του ψυχολογισμού. Ο
εμπειρισμός απαιτεί να ελέγχονται οι θεωρίες μέσω της παραγωγής από αυτές
εκείνων των συνεπειών που μπορούν να συγκριθούν με τα αποτελέσματα της
παρατήρησης. Έχοντας από τη μια πλευρά ένα επεξεργασμένο σώμα θεωρίας
και από την άλλη τη σχετική παρατήρηση πρέπει να είμαστε σε θέση να
χρησιμοποιήσουμε την παρατήρηση είτε για να παραγάγουμε τον ψευδή
χαρακτήρα της θεωρίας είτε για να επαγάγουμε κάποιο βαθμό επικύρωσής
της. Όμως, μια επεξεργασμένη θεωρία είναι ένα σύνολο από προτάσεις, ενώ
μια παρατήρηση είναι ένα ψυχολογικό συμβάν. Μπορούμε να παράγουμε ή να
επάγουμε προτάσεις από άλλες προτάσεις, αλλά δεν μπορούμε ούτε να
παράγουμε ούτε να επάγουμε προτάσεις από ψυχολογικά συμβάντα ούτε
ψυχολογικά συμβάντα από προτάσεις. Πως όμως παίζουν ρόλο οι
παρατηρήσεις στις επιστημονικές προτάσεις; Για να αποφύγει τον
ψυχολογισμό ο Πόπερ ισχυρίζεται ότι η εμπειρία μπορεί μεν να παρακινήσει
μια απόφαση για την αποδοχή ή την απόρριψη μιας ενικής πρότασης αλλά δεν
μπορεί ποτέ ν’ αποδείξει αν μια τέτοια περίπτωση είναι ορθή ή εσφαλμένη και
κατά συνέπεια ότι όλες αυτές οι προτάσεις γίνονται αποδεκτές ή
απορρίπτονται κατά σύμβαση. Αλλά αφότου αναγνωρίσουμε ότι τόσο τα
αντικείμενα με τα οποία ασχολούμαστε όσο και με τα αντικείμενα που
ασχολούμαστε όταν κατανοούμε μια θεωρία είναι νοήματα του ίδιου λογικού
είδους, το υποτιθέμενο χάσμα μεταξύ θεωρίας και παρατήρησης εξαφανίζεται
και το πρόβλημα του ψυχολογισμού διαλύεται.
2. Στην περίπτωση δύο διαφορετικών παρατηρητών, ο ίδιος θεωρητικός μπορεί
να υποστηρίξει ότι οι παρατηρητές βλέπουν ποιοτικά ταυτόσημα δεδομένα,
ενώ διαφέρουν και πάλι οι προκύπτοντες συνειρμοί ή ερμηνείες. Το
υποκείμενο βλέπει το σχήμα να εναλλάσσεται ενώ κρατά στα χέρια του το
ίδιο κομμάτι χαρτιού στο οποίο απεικονίζεται. Υπάρχει η ατυχής τάση μεταξύ
πολλών θεωρητικών της αντίληψης να εστιάζουν την προσοχή τους σε ένα
μόνο αντικείμενο κάθε φορά και να ξεχνούν ότι αυτό το αντικείμενο είναι
πάντοτε μέρος μιας πολύ πιο σύνθετης αντιληπτικής κατάστασης. Και ενόσω
έχω συναίσθηση της εναλλαγής της εικόνας από πάπια σε λαγό, έχω επίσης
συναίσθηση ότι η σελίδα, το βιβλίο, το γραφείο και το δωμάτιο δεν έχουν
αλλάξει. Είναι η συνολική κατάσταση, και όχι ένα μοναδικό στοιχείο που
μπορεί να επιλεγεί μέσα από αυτή την κατάσταση εάν κατευθύνουμε
κατάλληλα την προσοχή μας, αυτό που δικαιολογεί την επίγνωση της
ταυτοσημίας, και είναι η αναγνώριση παραλλαγών σε αυτό που έχει ήδη
προσδιορισθεί ως μοναδικό αντικείμενο αυτό που οδηγεί σε καταστάσεις
ταυτοσημίας/διαφοράς.
3. Για τον εμπειριστή είναι η προσφυγή σε απαλλαγμένα από θεωρία
παρατηρούμενα δεδομένα των αισθήσεων αυτό που εξασφαλίζει την
αντικειμενικότητα της επιστήμης. Αν η επιστημονική παρατήρηση είναι
εμποτισμένη με θεωρία η αντικειμενικότητα καταστρέφεται γιατί είναι
αδύνατο να ελεγχθεί η αξιοπιστία των επιστημονικών θεωριών με προσφυγή
στην παρατήρηση. Ο αντίλογος στα παραπάνω είναι ότι τα αντικείμενα της
αντίληψης είναι αποτελέσματα της συμβολής και των θεωριών μας και της
επίδρασης του εξωτερικού κόσμου πάνω στα αισθητήρια όργανά μας.
Διαμορφώνουμε όσα αντιλαμβανόμαστε μέσα από ένα ήδη δομημένο, αλλά
ακόμα εύπλαστο υλικό. Το αντιληπτικό υλικό ό,τι και αν είναι, περιορίζει το
σύνολο των δυνατών κατασκευών.

Ο κόσμος του επιστήμονα είναι το σύστημα των νοημάτων το οποίο ο επιστήμονας


αντιλαμβάνεται και υπό τους όρους του οποίου διεξάγει την έρευνά του. Αποτελείται
από πληροφορίες που αυτός προσλαμβάνει από τον εξωτερικό κόσμο και από τις
θεωρίες από τις οποίες ο ίδιος δεσμεύεται. Προσανατολισμός του είναι η δημιουργία
θεωριών και η διαδικασία έρευνας που κατευθύνεται από μια θεωρία. Η εμπειρική
έρευνα που διεξάγει ο επιστήμονας δεν είναι μόνο η θεωρία που καθορίζει αυτό που
πραγματικά θα συμβεί αλλά η θεωρία από κοινού με τον ανεξάρτητο της θεωρίας
κόσμο.
ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ

O όρος εμφανίζει ιδιαίτερη πολυσημία. Εμείς παραθέτουμε ορισμούς της σύμφωνα


με τα φιλοσοφικά ρεύματα και κομβικούς στοχαστές:
Κατά τον Ned Block υπάρχουν δύο είδη συνείδησης: Η φαινομενολογική που
καλύπτεται από τη φράση του Thomas Nagel: «Πώς είναι να είναι κάτι;». Δηλαδή
πρόκειται για καταστάσεις με φαινόμενες ιδιότητες. Και η συνείδηση πρόσβασης
όπου το υποκείμενο έχει επίγνωση κάποιου πράγματος ή καθίσταται γνώστης
κάποιου πράγματος. Δηλαδή το περιεχόμενο της συνειδητής κατάστασης μπορεί να
εκφραστεί στις γλωσσικές δηλώσεις του υποκειμένου.

H συνείδηση είναι ένα σύστημα συμπεριφορών, μια νευροφυσιολογική λειτουργία - η


λογική της καθημερινής χρήσης των εννοιών. Σύμφωνα με τους φυσιοκράτες ο όρος
συνείδηση νοείται ως μια συντομογραφία της οποίας το περιεχόμενο είναι η όποια
πειραματική έρευνα διενεργείται στις περιοχές της νευροφυσιολογίας και του
συμπεριφορισμού.
Η συνείδηση είναι μια νευρωνική λειτουργία η οποία χαρακτηρίζεται από χρόνο και
εντοπισμό. Εδράζεται στο δικτυωτό σχηματισμό του εγκεφάλου και αποτελεί
γνωστική διαδικασία και διέπεται από εγρήγορση. Η ανθρώπινη φύση διαχωρίστηκε
από τα υπόλοιπα ανθρωποειδή, από τη χρονική στιγμή που έμαθε να χρησιμοποιεί
σωστά την αποθηκευμένη και συσσωρευμένη νευρωνική εμπειρία, την οποία
χαρακτήρισε συνείδηση. Στη συνείδηση εμπεριέχονται οι διαδικασίες μέσω των
οποίων το άτομο αντιλαμβάνεται και διαφοροποιεί τα αισθητηριακά ερεθίσματα και
αντιδρά με τον κατάλληλο τρόπο σε αυτά. Στη συνείδηση εμπεριέχονται οι
λειτουργίες με τις οποίες το άτομο ολοκληρώνει πληροφορίες από διάφορες πηγές
προκειμένου να ρυθμίσει τη συμπεριφορά του. Είναι να έχει κανείς επίγνωση των
πραγμάτων μέσα στον κόσμο, να έχει νοητικές εικόνες επί του παρόντος.
Χαρακτηριστικά:
Α) Η ικανότητα μετάβασης από το παρόν στο μέλλον, η ικανότητα πρόβλεψης του
μέλλοντος μέσα από τη χρήση της εμπειρίας του παρελθόντος, μέσα από τη σύλληψη
αφηρημένων εννοιών είναι βασική ιδιότητα της νόησης τους γένους του ανθρώπου.
Μέσα σ’ αυτή τη διαδικασία περιλαμβάνεται η δόμηση του εγώ αλλά και ο
πολιτισμός και η επίγνωση του θανάτου.
Β) Η παραπάνω ιδιότητα είναι ιδιότητα είναι η προϋπόθεση για την ανάπτυξη της
συνείδησης ανώτερης τάξης (αναγνώρισης του εαυτού στο παρελθόν, το παρόν και το
μέλλον) και αναδύεται – εκφράζεται στον φυσικό κόσμο από τη στιγμή που ο
εγκέφαλος αποκτά ένα ορισμένο μέγεθος και εμφανίζονται εγκεφαλικές δομές όπως η
έλικα Broca.
Ο ρόλος της συνείδησης συνίσταται στον κατάλληλο συντονισμό και την
ολοκλήρωση των ποικίλων αισθημάτων και αντιλήψεων του οργανισμού καθώς και
στην επιλογή ορισμένων από αυτά αποδίδοντάς τους ιδιαίτερη προσοχή προκειμένου
ο οργανισμός να ανταπεξέλθει τις διαρκώς μεταβαλλόμενες πιέσεις από το
περιβάλλον.
Δεν υπάρχει ένας γενικώς αποδεκτός ορισμός της συνείδησης. Συνείδηση μπορεί να
σημαίνει υποκειμενική ή φαινομενική εμπειρία. Αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο
φαίνονται τα πράγματα σε μένα κατ’ αντιδιαστολή προς τον τρόπο με τον οποίο είναι
αντικειμενικά.
Το πρόβλημα βρίσκεται στο πώς δημιουργούνται υποκειμενικές εμπειρίες από
αντικειμενικούς εγκεφάλους.
Μήπως η συνείδηση αποτελεί ένα επιπρόσθετο στοιχείο που εμείς ως ενσύνειδα όντα
το έχουμε ή είναι κάτι εγγενές και αναπτύσσεται όπως οι εξελιγμένες ικανότητες της
αντίληψης, της σκέψης και της βίωσης συναισθημάτων;

Daniel Dennett (1991), Consciousness Explained : To πρόβλημα του καρτεσιανού


«θεάτρου»: Η πλάνη να θεωρούμε ότι ο νους μας λειτουργεί ως εσωτερικός
παρατηρητής των νοητικών παραστάσεων που δημιουργούνται από εμπειρίες, καθώς
και η ανάκληση με τη μνήμη των εικόνων σαν να προβάλλονται σε μια νοητή οθόνη.
Κοντολογίς ο νους μας να λειτουργεί ως ένα είδος ιδιωτικού θεάτρου. O Dennett
εστιάζει τον προβληματισμό του για τη συνείδηση και στα Qualia, τα οποία
θεωρούνται ως άρρητες υποκειμενικές ποιότητες της εμπειρίας όπως πχ. η
ερυθρότητα του κόκκινου χρώματος.
Καταλήγει ότι η συνείδηση είναι ένα σύνολο «διαφωτιστικών μεταφορών».

William James(1842- 1910) Principles of Psychology : «Ροή της Συνείδησης», είναι η


συνειδητή ζωή μας η οποία όντως μοιάζει με την αδιάκοπη ροή ενός ρεύματος από
ήχους, ερεθίσματα, συναισθήματα που όλα συμβαίνουν το ένα μετά το άλλο στον
εαυτό μας.
Οι αντιλήψεις του Searle για τη συνείδηση
Η συνείδηση είναι κατεξοχήν βιολογικό φαινόμενο. Κάτι σαν φυσιολογική
λειτουργία του σώματός μας. Έχει όμως και χαρακτηριστικά που δεν έχουν ορισμένα
βιολογικά φαινόμενα, όπως την «υποκειμενικότητα». Δηλαδή ιδιωτικά γεγονότα που
ανήκουν ατομικά σε κάθε άνθρωπο. Δεν ταυτίζεται με την προσοχή και την
αυτογνωσία. Δηλαδή υπάρχει έμμεση αγωνία ή νευρικότητα που δεν έχει άμεση
σύνδεση με τη γνώση. Υπάρχουν επίσης πολλά στοιχεία που λειτουργούν
περιφερειακά στη συνείδηση και δεν εστιάζουν αποκλειστικά στο ένα γεγονός που
συμβαίνει.
Αναφορικά με την παραδοσιακή διάκριση σώματος και νου ο Searle επισημαίνει ότι
οι συνειδητές καταστάσεις προκαλούνται από χαμηλότερου βαθμού νευροβιολογικές
διαδικασίες στον εγκέφαλο και αποτελούν υψηλότερου βαθμού χαρακτηριστικό του
εγκεφάλου. Δηλαδή τα ερεθίσματα του εξωτερικού κόσμου μετατρέπονται από το
νευρικό σύστημα σε πολλαπλές βαθμίδες νευρωνικών ώσεων. Δηλαδή οι κύριοι
μετατροπείς των χαμηλότερων λειτουργιών σε υψηλότερες είναι οι νευρώνες και οι
συνάψεις. Οι εγκεφαλικές λειτουργίες προκαλούν συνειδητές λειτουργίες. Και αυτές
οι συνειδητές λειτουργίες δεν αποτελούν μια ιδιαίτερη εξωϋποκειμενική οντότητα
αλλά μια υψηλότερη (ποιοτικότερη) λειτουργία του εγκεφάλου.
Το χαρακτηριστικότερο λάθος, κατά τον Searle, στην έρευνα της συνείδησης είναι η
άγνοια της ουσιαστικής υποκειμενικότητας της συνείδησης και η αντιμετώπιση της
ως αντικείμενο τρίτου προσώπου. Δηλαδή η ανάλυση με μπηχεβιοριστικούς ή
υπολογιστικούς όρους είναι εσφαλμένη, καθότι δεν υπάρχει καμιά λογική και
αναγκαία σύνδεση μεταξύ εσωτερικών, νοητικών αναπαραστάσεων και εξωτερικής
δημόσιας συμπεριφοράς.

ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ
• Μήπως η συνείδηση αποτελεί μια μεγάλη πλάνη. Τι σημαίνουν τα
ερωτήματα, όπως: «Έχω συνείδηση του τάδε γεγονότος» ή «Τι είναι αυτό
που συνειδητοποιώ τώρα; Τη στιγμή της διατύπωσης του ερωτήματος
προετοιμάζονται απαντήσεις του τύπου «ροή συνείδησης» (stream of
consciousness) ή «εσωτερικός εαυτός” που επιθεωρεί τον νου και ελέγχει
τη μνήμη.
• Μήπως δε χρειάζεται να εξηγήσουμε τη μυστηριώδη διαφορά μεταξύ
συνειδητής και ασύνειδης εγκεφαλικής δραστηριότητας, γιατί μπορεί και
να μην υφίσταται; Μήπως υπάρχει μόνο ένα παροδικό γεγονός το οποίο
δημιουργεί την πλάνη;
• Μήπως η συνείδηση είναι μια προσαρμογή; Για ορισμένους η συνείδηση
δεν είναι προσαρμογή γιατί δεν διαχωρίζεται από τη νοημοσύνη, την
αντίληψη, τη σκέψη ή την αυτογνωσία.
• Ποιος είναι ο ρόλος της γλώσσας στη συγκρότηση του νοήματός της;

ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ (PERSONAL IDENTITY)

Ο συστηματικός προβληματισμός για την Προσωπική Ταυτότητα αρχίζει με τον


Locke, oι αντιλήψεις του οποίου ξεκινούν από τη μνήμη (ανάμνηση), δηλαδή το
στοιχείο που καθιστά το υποτιθέμενο πρόσωπο Α ευρισκόμενο σε χρονική περίοδο χ1
να έχει συνείδηση της εμπειρίας σε βαθμό ώστε το πρόσωπο Β το οποίο βρίσκεται σε
διαφορετική χρονική περίοδο χ2 να είναι το ίδιο και το αυτό με το Α. Αυτό σημαίνει
ότι οι εμπειρίες που περιέχονται στο Α πρέπει να περιέχονται και στο Β και
ανακαλούνται από τη μνήμη. Μόνο η συνείδηση που έχει τη δυνατότητα έκτασης
στο χρόνο αλλά και ανάκλησης των προσωπικών γεγονότων που συνέβησαν σε
διαφορετικές χρονικές περιόδους συγκροτεί την έννοια της προσωπικής ταυτότητας.
Κατά τον ίδιο τρόπο διαφορετικές υποστάσεις έχοντας την ίδια συνείδηση
αναφέρονται στο ίδιο πρόσωπο. Ο εαυτός του ανθρώπου είναι ο ίδιος, εφόσον
συμβαίνει να συγκροτείται από την ίδια συνείδηση κατά την εκτέλεση μια
παρελθοντικής, παρούσας ή μελλοντικής πράξης.
Ενδεχόμενη κριτική στις ανωτέρω απόψεις θα μπορούσε να εντοπιστεί: α) στο
γεγονός ότι η συνείδηση κάποιου κατόχου είναι κυκλική δηλαδή εξαντλείται και
αναλύεται στο ίδιο αντικείμενο, β) στο πρόβλημα αν αποτελεί ένα και το αυτό
πρόσωπο όταν δεν υφίσταται μνήμη για παρελθοντικές πράξεις, γ) αν η συνείδηση
«για κάτι» αποτελείται από τη γνώση ορισμένων εμπειριών οι οποίες διακόπτονται
χρονικά, είναι δυνατόν να συγκροτούν επιχείρημα για την ύπαρξη προσωπικής
ταυτότητας και δ) αν αντικατασταθούν νοηματικά οι ψυχολογικές καταστάσεις
(νοητικά συμβάντα) όπως η συνείδηση με τη μνήμη ή την ενδοσκόπηση, θα
λειτουργούσε θετικά για την αποφυγή της παραπάνω κυκλικότητας.
Ο Hume περιγράφει την προσωπική ταυτότητα ως αντίληψη, όπου αντίληψη
θεωρείται το νοητικό συμβάν που προκαλεί αιτιακή σχέση ή ομοιότητα σε κάποιο
άλλο. Οι αντιλήψεις αφ’ εαυτών δεν είναι ταυτόσημες γιατί δεν υπάρχει οντότητα
που να ανήκει και στις δύο αντιλήψεις και βάσει αυτής να επιτυγχάνεται η ταυτότητα.
Η ταυτότητα ορίζεται ως μια αδιαφοροποίητη και αδιάκοπη εντύπωση η οποία
αποτελεί τη μέση οδό μεταξύ της ενότητας και της μονάδας.
Ο W. James θεωρεί ότι η έννοια της προσωπικής ταυτότητας δεν συγκροτείται από
μια υπερβατική υπόσταση ενός εαυτού, αλλά ενός εαυτού ο οποίος συγκροτεί τη
συνείδηση ως «ροής σκέψεων» οι οποίες προκύπτουν από εγκεφαλικές διευθετήσεις,
καθορίζοντας την εμπειρία της προσωπικής ταυτότητας. Η συνείδηση του εαυτού
(self) αποτελεί την ενοποιητική εμπειρία όλων των στοιχείων που συγκροτούν την
έννοια της προσωπικής ταυτότητας. Η έννοια της συνείδησης του εαυτού αποτελεί
τον ορισμό της προσωπικής ταυτότητας.

Οι σύγχρονες αντιλήψεις για την προσωπική ταυτότητα


Dennett, Gazzaniga, Parfit, Perry, Shoemaker, Grice, Quinton, Damasio,
Nagel, Chalmers

Oι σύγχρονες αντιλήψεις δεν απομακρύνονται ιδιαίτερα από την προβληματοθεσία


των παλαιοτέρων, μόνο που διευρύνουν τη συγκρότηση της προσωπικής ταυτότητας
με την εισαγωγή νέων ερωτημάτων που αγγίζουν πλέον όχι μόνον τη συμβατική
προβληματική για τα γεγονότα που συγκροτούν την έννοια αλλά προσεγγίζουν και τις
νέες τεχνολογίες οι οποίες συμβάλλουν καθοριστικά στην οριοθέτηση του
εννοιολογικού πεδίου. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, διαστάσεις του προβληματισμού όπως:
η αμοιβαία αλλαγή και η μεταμόσχευση των μορφολογικών χαρακτηριστικών του
ανθρώπινου σώματος, καθώς και μερών του εγκεφάλου, είναι δυνατόν να
συγκροτήσουν τα επιχειρήματα για την ύπαρξη της προσωπικής ταυτότητας.
Ερωτάται ακόμη κατά πόσον είναι δυνατόν τα υλικά δεδομένα του ανθρώπινου
σώματος σε συνάφεια με άλλα αφηρημένα χαρακτηριστικά τα οποία αφορούν
λειτουργικά χαρακτηριστικά, δηλαδή τις γνωστικές ενέργειες, είναι ικανά να
στοιχειοθετήσουν ζητήματα ταυτότητας; Ακόμη, με ποιο τρόπο σχετίζονται η έννοια
της επιβίωσης με την ταυτότητα και ποιος είναι ο ρόλος της εμπειρικής μαρτυρίας;
Μήπως το γεγονός της εξελικτικής ιστορίας του ανθρώπινου γένους μας προσφέρει
επαρκέστερη ερμηνεία για τα ανωτέρω ζητήματα;
Μεταγνώση
Η εξαγωγή συμπερασμάτων σχετικά με τις γνώσεις, τις προθέσεις κλπ των άλλων
ανθρώπων με βάση το τι κάνουν είναι ένα παράδειγμα μεταγνώσης, και η κατανόηση
των συνεπαγόμενων της επικοινωνίας είναι μια ειδική περίπτωση αυτού του
πράγματος. Μπορούμε όμως να συμπεράνουμε τι έχουν οι άλλοι στο μυαλό τους από
άλλες ενέργειες τους, από το τι ακριβώς μας λένε παρατηρώντας την κατάστασή τους.
Δεν σκεφτόμαστε μόνο για τις σκέψεις των άλλων ανθρώπων. Στοχαζόμαστε επίσης
και τις δικές μας. Πραγματικά, πολλοί φιλόσοφοι θεώρησαν τον στοχασμό ως την
ουσία της συνείδησης, ή τουλάχιστον ως κυρίαρχο χαρακτηριστικό της ανθρώπινης
συνείδησης.

ΕΝΣΩΜΑΤΟΣ ΝΟΥΣ (EMBODIED MIND)-


ΑΙΣΘΗΜΑΤΑ – ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ

Το ΑΙΣΘΗΜΑ συνιστά το προϊόν λειτουργίας των αισθητηρίων οργάνων μας, ενώ το


ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑ αφορά σε εκείνο το ιδιαίτερο βίωμα που προκαλείται σε κάθε
άνθρωπο ανάλογα με τη φυσική κατάσταση που του δημιουργεί η αντίληψη ενός
ερεθίσματος. Έτσι όλοι μπορεί να έχουν ένα κοινό αίσθημα του κόκκινου αναφορικά
με τη φυσιολογία της όρασής τους αλλά ο καθένας ατομικά θα έχει το ιδιαίτερο
βίωμα που του προκαλεί η θέα του κόκκινου χρώματος.

ΑΝΤΟΝΙΟ DAMASIO: Descartes’ error: Emotion, Reason and the Human Brain
O δυισμός κυριάρχησε και δυνάστευσε τη δυτική σκέψη, ο διαχωρισμός σώματος και
νου δεν υφίσταται. Η φύση δημιούργησε τη συσκευή του λογικού όχι πάνω από τη
συσκευή του λογικού όχι πάνω από τη συσκευή της βιολογικής ρύθμισης αλλά επίσης
από αυτή και μαζί με αυτήν. Τα ανθρώπινα αισθήματα είναι μη διδάξιμα
προγράμματα αυτόνομης δράσης και γνωστικές στρατηγικές που στοχεύουν στη
διαχείριση της ζωής μας. Το ερέθισμα που θα πυροδοτήσει ένα αίσθημα μπορεί να
είναι κάτι στο οποίο εξελικτικά το ανθρώπινο είδος έμαθε να αντιδρά. Τα
προγράμματα αισθημάτων επιτελούνται στο σώμα και η πυροδότησή τους επιφέρει
αλλαγές στην ομοιόσταση του οργανισμού. Τα προγράμματα ρυθμίζονται από τη
μάθηση και διαφοροποιούνται από τη συγκυρία. Τα αισθήματα και τα συναισθήματα
δεν ταυτίζονται χρονικά αλλά έχουν χρονική συνέχεια. Πρώτα εμφανίζονται τα
αισθήματα και μετά από χιλιοστά δευτερολέπτου τα συναισθήματα. Τα
συναισθήματα είναι σύνθετες αντιλήψεις μιας συγκεκριμένης κατάστασης του
σώματος (πραγματικής ή φανταστικής), μιας κατάστασης διαφοροποιημένων
γνωστικών πηγών και είναι εφήμερα συνδεδεμένες με το αντικείμενο που τις
προκάλεσε. Είναι σκέψεις που εμπεριέχουν μνήμη (Effective thoughts) σκέψεις που
επιφέρουν αποτελέσματα τόσο στον εγκέφαλο όσο και στο σώμα.
ΠΟΝΟΣ
Ο πόνος ταυτίζεται με την ενεργοποίηση ινών – C. Eίναι η έννοια μιας εσωτερικής
κατάστασης που κατά κανόνα προκαλείται αιτιακά από βλάβη ιστών και κατά κανόνα
προκαλεί αιτιακά συμπεριφορά όπως βογκητά και μορφασμούς. Παράδειγμα: μια
καρφίτσα τρυπά το χέρι μας και ο οξύς πόνος που αισθανόμαστε προκαλεί αιτιακά το
απότομο τράβηγμα του χεριού μας. Στην περίπτωση αυτή ένα νοητικό συμβάν
προκαλεί αιτιακά ένα φυσικό συμβάν. Ο οξύς πόνος έχει ως νευρωνικό αντίστοιχο
μια περίπτωση διέγερσης ινών – C.
Σύμφωνα με τον λειτουργισμό, το να βρίσκεται ένα υποκείμενο σε κατάσταση πόνου
(εκδήλωση ιδιότητας του πόνου) ισοδυναμεί με το να βρίσκεται σε μια κατάσταση η
οποία συνδέεται με τις κατάλληλες εισροές (βλάβη ιστών, τραύμα) και με τις
κατάλληλες εκροές (συμπεριφορά πόνου). Η νοητική ιδιότητα είναι η ιδιότητα του
να έχει κάτι μια ιδιότητα με αιτιακή ειδίκευση.

ΜΝΗΜΗ

Με τον όρο «φυλογενετική μνήμη» οι επιστήμονες περιγράφουν αναμνήσεις οι


οποίες προκύπτουν όχι από ατομικές εμπειρίες αλλά από τις εμπειρίες του είδους στο
οποίο ανήκει ένας οργανισμός και οι οποίες αποκτήθηκαν σε βάθος εκατομμυρίων
ετών. Η φυλογενετική μνήμη εγκαθιδρύεται από τη δράση της φυσικής επιλογής
στους μοριακούς και κυτταρικούς μηχανισμούς της ανάπτυξης του εγκεφάλου.
Με τον όρο «working memory» περιγράφουμε τη βραχυπρόθεσμη ανάκληση,
διατήρηση και χειρισμό πληροφοριών που χρειαζόμαστε καθώς προσπαθούμε να
σκεφτούμε και να κατανοήσουμε κάτι. Είναι πληροφορίες που ήταν αποθηκευμένες
στη μνήμη μας, δηλαδή βρισκόταν σε μια παθητική κατάσταση, αλλά τώρα είναι εν
ενεργεία για τις διαδικασίες της σκέψης. Από τις αλληλεπιδράσεις του
περιβάλλοντος του σώματός και του εγκεφάλου μας προκύπτουν οι νευρωνικές
διαδικασίες που γεννούν τη «συνείδηση». Ο εγκέφαλός μας μέσω των αισθήσεων
έρχεται αντιμέτωπος με έναν χαοτικό και συνεχώς μεταβαλλόμενο κόσμο ο οποίος
δεν φέρει καμιά σήμανση. Έτσι ο εγκέφαλος, ο οποίος καλείται να βγάλει νόημα από
αυτό το χάος, κατηγοριοποιεί τα δεδομένα του και προβαίνει σε εκ νέου
κατηγοριοποιήσεις σύμφωνα με τις προσλαμβάνουσες του.

Διάκριση Συμβάντων (events) και Γεγονότων (facts): Ένα γεγονός είναι οτιδήποτε
εκφράζεται από μια αληθή πρόταση και μπορεί να μην έχει χωροχρονικό
προδιορισμό: Το γεγονός ότι το γάλα είναι άσπρο. Τα συμβάντα έχουν πάντα χωρο-
χρονικό προσδιορισμό και εκφράζονται μέσω οριστικών περιγραφών: Η βύθιση του
Τιτανικού. Ο μεγάλος σεισμός της Θεσσαλονίκης το 1978.
ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΒΟΥΛΗΣΗ (FREE WILL)
Free Will (1982), G. Watson ed., Oxford: Oxford U.P.

Υφίσταται ελεύθερη βούληση; Είναι δυνατόν οι άνθρωποι να είναι κάτοχοι της και
κατά πόσον είναι υπεύθυνοι για τη συμπεριφορά τους;
Mια αυστηρή φιλοσοφική παράδοση υποστηρίζει ότι καμιά επιλογή δεν είναι
ελεύθερη, εκτός αν είναι αναίτια - αν δηλαδή η «θέληση» ασκείται ανεξάρτητα από
κάθε αιτιακή επιρροή, σε ένα αιτιώδες κενό και με κάποιο ανεξήγητο τρόπο
πραγματοποιεί μια επιλογή. Οι επιλογές γίνονται από εγκεφάλους αλλά παρότι οι
εγκέφαλοι παίρνουν αποφάσεις δεν υπάρχει διακεκριμένη εγκεφαλική δομή ή δίκτυο
νευρώνων το οποίο χαρακτηρίζεται ως «θέληση», ούτε επίσης μια δομή νευρώνων η
οποία να λειτουργεί ως αιτιώδες κενό.
Οι αντίπαλοι του ντετερμινισμού διατείνονται ότι:
• Εάν ο ντετερμινισμός αληθεύει τότε κάθε ανθρώπινη πράξη είναι αιτιωδώς
εξαναγκασμένη από γεγονότα και καταστάσεις που προϋπάρχουν της ύπαρξης
του δρώντος.
• Εάν η πράξη είναι εξαναγκασμένη, κανείς δεν μπορεί να πράξει διαφορετικά.
• Και κάποιος έχει ελεύθερη βούληση όταν θα μπορούσε τουλάχιστον μερικές
φορές να πράξει διαφορετικά.
• Συνεπώς, εάν ο ντετερμινισμός αληθεύει, κανείς δεν έχει ελεύθερη βούληση.
Ο Strawson θεωρεί ότι οι έννοιες της ελευθερίας και της υπευθυνότητας
θεμελιώνονται σε ένα πολύπλοκο δίκτυο συμπεριφορών και αισθημάτων που
συγκροτούν ένα ουσιαστικό μέρος της ηθικής μας συμπεριφοράς (αγάπη, μίσος,
τιμωρία, συγχώρεση, μετάνοια). Τα κριτήρια της ορθολογικότητας είναι
ενσωματωμένα στη μορφή ζωής μας.

Μια εναλλακτική στάση στο ζήτημα της ελεύθερης θέλησης με την εισαγωγή της
έννοιας του αυτοελέγχου προωθεί η P.Churchland. Mε δεδομένες τις
νευροφυσιολογικές λειτουργίες του εγκεφάλου ο αυτοέλεγχος ρυθμίζεται από
μονοπάτια στον προμετωπιαίο φλοιό τα οποία διαμορφώνονται από δομές που
ρυθμίζουν τις συγκινήσεις και τις ορμές και εκεί ωριμάζει με την ανάπτυξη του
οργανισμού. Το άτομο μαθαίνει να καταστέλλει τις ορμές της αυτοματαίωσης Ο
αυτοέλεγχος μας επιτρέπει να κατανοούμε δύσκολες καταστάσεις στις οποίες η
ελεύθερη βούληση δεν μας βοηθά. Oι πιο ριψοκίνδυνες αλλά πιο επωφελείς
διερευνητικές αποφάσεις εξαρτώνται από τον προμετωπιαίο φλοιό, ενώ οι πιο
ασφαλείς αλλά λιγότερο επωφελείς από τις μεσοκοιλιακές προμετωπιαίες περιοχές
Ο εγκέφαλος κατασκευάζει μια σειρά από νευροεργαλεία κατανόησης του κόσμου:
το μέλλον, το παρελθόν, τον «εαυτό». Η ομορφιά, η πολυπλοκότητα και η
εξελιγμένη μορφή της νευροβιολογικής μηχανής είναι αυτή που συγκροτεί τον εαυτό.
Ο ΕΓΚΕΦΑΛΟΣ

Ο εγκέφαλος αρχικά μοιάζει με υπολογιστή που είναι αργός, μικρός, με θολές


προοπτικές και ευτελής που έχει ως αρχικούς στόχους την επιβίωση και το σεξ. Στη
συνέχεια, οι πιο απλοί στόχοι εξελίσσονται σε ιδέες που έχουμε για την ομορφιά, την
αγάπη και τον τρόμο, ιδέες που αρχίζουν να έχουν μια ανεξάρτητη ύπαρξη.
Ένα σύστημα αξιών στο κεφάλι μας ελέγχει αυτές τις ιδέες, ώστε να παίρνουμε
σωστές αποφάσεις αλλά και να αντιλαμβανόμεθα τι συμβαίνει λειτουργούμε
λανθασμένα. Η λήψη αποφάσεων δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένας απλός
υπολογισμός – ο εγκέφαλος είναι μια αποτελεσματική υπολογιστική μηχανή. Όμως,
σε αντίθεση με τους υπολογιστές ο εγκέφαλος θέτει στόχους, όπως η επιβίωση και η
αναπαραγωγή, κατανοώντας ότι κάθε λανθασμένη απόφαση σχετικά με αυτά μπορεί
να έχει μεγάλο κόστος για την επιβίωση του είδους.
Ο εγκέφαλος απομνημονεύει εμπειρίες που προήλθαν από τις επιλογές που κάναμε.
Όμως στους ανθρώπινους υπολογισμούς επιβάλλεται η έννοια της αξίας που απαιτεί
υπολογισμούς με δεδομένα που είναι είτε ψυχολογικά είτε πολιτιστικά.
Η φύση εφοδίασε τον εγκέφαλό μας με την επιπρόσθετη ικανότητα να
αντιλαμβάνεται τη σημασία ενός υπολογισμού. Επιπλέον, αποθηκεύοντας αυτές τις
εκτιμήσεις ως ένα υποπροϊόν των υπολογισμών, ο νους μας προσαρμόζεται και
γίνεται ακόμη περισσότερο αποτελεσματικός. Για παράδειγμα, επανειλημμένη
έκθεση σ’ ένα τυπικά επικίνδυνο σενάριο, κάνει το νου μας να προλαμβάνει τα
αποτελέσματα. Στην ουσία είναι μια βιολογική μηχανή που αποδίδει μια ετικέτα
αξίας σε κάθε δεδομένο που επεξεργάζεται. Και η «ψυχή» της ανθρώπινης μηχανής
μπορεί να είναι το άθροισμα όλων αυτών των ετικετών. Ο εγκέφαλος απομνημονεύει
εμπειρίες που προήλθαν από τις επιλογές που κάναμε. Όμως, στους ανθρώπινους
υπολογισμούς επιβάλλεται η έννοια της αξίας που απαιτεί υπολογισμούς με δεδομένα
που είναι είτε ψυχολογικά είτε πολιτιστικά. Η φύση εφοδίασε τον εγκέφαλό μας με
την επιπρόσθετη ικανότητα να αντιλαμβάνεται τη σημασία ενός υπολογισμού.
Επιπλέον, αποθηκεύοντας αυτές τις εκτιμήσεις ως ένα υποπροϊόν των υπολογισμών,
ο νους μας προσαρμόζεται και γίνεται ακόμη περισσότερο αποτελεσματικός. Για
παράδειγμα, η επανειλημμένη έκθεση σ’ ένα τυπικά επικίνδυνο σενάριο, κάνει το νου
μας να προλαμβάνει τα αποτελέσματα. Στην ουσία είναι μια βιολογική μηχανή που
αποδίδει μια ΕΤΙΚΕΤΑ ΑΞΙΑΣ σε κάθε δεδομένο που επεξεργάζεται. Και η «ψυχή»
της ανθρώπινης μηχανής μπορεί να είναι το άθροισμα όλων αυτών των ετικετών.
Oρισμένοι επιστήμονες θεωρούν ότι αφενός μεν ο εγκέφαλος διαθέτει a priori γνώση,
με την έννοια της γνωσιακής προδιάθεσης, της οποίας η υλική βάση είναι τα
εγκεφαλικά νευρικά κυκλώματα, με τα δισεκατομμύρια των συνάψεων, αφετέρου δε
ότι η γνωστική προδιάθεση γίνεται γνώση ως αποτέλεσμα εμπειριών οι οποίες
καταγράφονται με τις ποιοτικές και τις ποσοτικές αλλαγές που συντελούνται στις
συνάψεις. Ο ανθρώπινος εγκέφαλος είναι μοναδικός στη λειτουργία του –
«μοναδικότητα του ατόμου». Ο τρόπος που αντιλαμβανόμαστε, απομνημονεύουμε,
αντιδρούμε, επικοινωνούμε και ανακαλούμε μνημονικό υλικό – τελικά η απάντηση
σε κάποιο ερέθισμα, αποτελεί μοναδικό χαρακτηριστικό για τον καθένα και είναι το
συνολικό αποτέλεσμα συνεργασίας και επικοινωνίας μεταξύ διαφορετικών
εγκεφαλικών περιοχών.

ΝΕΥΡΟΕΠΙΣΤΗΜΕΣ – ΕΓΚΕΦΑΛΟΣ

Νευροεπιστήμες ονομάζονται τα επιστημονικά πεδία μελέτης της δημιουργίας και της


αλληλεπίδρασης του νευρικού συστήματος με τα άλλα συστήματα του οργανισμού
καθώς και ο τρόπος με τον οποίο η λειτουργία του επηρεάζει τη συμπεριφορά του
ατόμου.

Το νευρικό σύστημα διαιρείται στο Κεντρικό Νευρικό Σύστημα (εγκέφαλος –


νωτιαίος μυελός) και στο Περιφερικό (σωματικό και αυτόνομο νευρικό σύστημα για
τη λειτουργία σωματικών οργάνων και μυών).

Ο τρόπος δράσης και αλληλεπίδρασης των νευρώνων καθορίζει το σύστημα


γνωσιακών διαδικασιών του ατόμου.

Το νευροφυσιολογικό υπόστρωμα του ανθρώπου επηρεάζει τον τρόπο που


αντιμετωπίζουμε το κοινωνικό σύστημα.

Ένα από τα βασικά ερωτήματα των νευροεπιστημών είναι, να κατανοήσει τη σχέση


αλληλεπίδρασης μεταξύ της ανατομικής λειτουργίας μιας εγκεφαλικής περιοχής και
της νοητικής διαδικασίας ή συμπεριφοράς. Αντικείμενο έρευνας είναι οι εσωτερικές
ενέργειες νευρωνικών δικτύων.

Η λειτουργία του ανθρώπινου ΝΟΥ είναι το αποτέλεσμα της συνεργασίας και της
σύνδεσης μεταξύ της εξέλιξης και της ανάπτυξης του εγκεφάλου με τα νευρωνικά
δίκτυα και το σύστημα των γνωστικών λειτουργιών. Οι ανώτερες νοητικές
λειτουργίες, όπως η γλώσσα και η σκέψη, προέρχονται από νευρωνικά δίκτυα τα
οποία εξελίσσονται σταδιακά από τη γέννησή μας.

Τα δύο ημισφαίρια διακρίνονται σε αριστερό (λογικο-αναλυτικό) και μορφο-


συνθετικό για το δεξιό. Προτασιακό και Παραθετικό.

Σύμφωνα με τη γενετική, όλα είναι προκαθορισμένα από μια χρονική στιγμή που
προηγείται της γέννησης και δεν είναι δυνατό να τροποποιηθούν. Παράλληλα
σύμφωνα με την ίδια θεωρία, ο επιστήμονας μπορεί να προβλέψει την πορεία της
οργανικής και ψυχικής εξέλιξης του ατόμου, από τη στιγμή της σύλληψης. Αυτό
ακριβώς το σημείο, για πολλούς θεωρείται και η μεγαλύτερη απειλή στη γενετική.

ΣΥΝΑΨΕΙΣ: Για τις νοητικές διεργασίες αναφερόμαστε στον τρόπο με τους οποίους
οι νευρώνες δημιουργούν νευρωνικές οδούς, οι οποίες είναι υπεύθυνες για τη
μεταφορά των ηλεκτρικών σημάτων, καθώς επίσης και ο τρόπος επικοινωνίας μεταξύ
των νευρώνων που επιτυγχάνεται μέσα από τις συνάψεις και τη συναπτική διαβίβαση.
Τόσο οι συνάψεις όσο και οι συναπτικές συνδέσεις, διαθέτουν μια μορφή
εξειδίκευσης η οποία αποκτήθηκε κατά τη διάρκεια της ανθρώπινης εξέλιξης. Αυτή
η εξειδίκευση της συναπτικής σύνδεσης αποτελεί τη βάση των νοητικών διαδικασιών,
των κινητικών ενεργειών και του συναισθήματος συν τους κληρονομικούς,
οργανικούς και περιβαλλοντικούς παράγοντες.

ΝΕΥΡΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
Η λειτουργία του νευρικού συστήματος είναι απολύτως συνεπής με το γεγονός ότι
αυτό επιτελεί μέρος μιας αυτόνομης μονάδας, κάθε λειτουργική κατάσταση της
οποίας οδηγεί σε διαφορετική λειτουργική κατάσταση μέσα στην ίδια μονάδα.
Τούτη η λειτουργική «κλειστότητα» αποκαλείται ΑΥΤΟΠΟΙΗΤΙΚΟΣ
ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ με χαρακτηριστικά, τα οποία:
1. Διακρίνονται από αυτονομία, δηλαδή υποτάσσουν τις περιβαλλοντικές
μεταβολές – διαταραχές στην ιδιαίτερη τους οργάνωση.
2. Διαθέτουν ατομικότητα , δηλαδή διατηρούν χάρη στην ίδια τους τη
δραστηριότητα, την ταυτότητά τους, η οποία είναι ανεξάρτητη από τις
αλληλεπιδράσεις τους με οποιονδήποτε παρατηρητή.
3. Αποτελούν ανεξάρτητες μονάδες.
4. Δεν διαθέτουν σκοπό, λειτουργία, τελεονομία. Τούτες οι έννοιες ανήκουν στο
πλαίσιο παρατήρησης της λειτουργίας (παρατηρητής).
5. Δεν έχουν είσοδο – έξοδο. Οι έννοιες είσοδος, έξοδος, πληροφορία ανήκουν
στο δικό μας περιγραφικό πεδίο ως παρατηρητών.

Τα ανωτέρω είναι σε αντίθεση με τα κυρίαρχα ερμηνευτικά συστήματα περί


αντικειμενικότητας ή εσωτερικότητας του παρατηρητή.
Σημειώσεις 6ης θεματικής ενότητας (Μάθημα 13)

ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΡΡΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΚΑΘΙΕΡΩΜΕΝΕΣ


ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΈΣ ΑΝΤΙΛΗΨΕΙΣ ΠΕΡΙ ΚΑΝΟΝΩΝ ΚΑΙ ΕΝΝΟΙΩΝ

ΚΑΝΟΝΕΣ

Οι κανόνες δεν παρουσιάζονται ως τυπικές αρχές που εφαρμόζονται έξωθεν σε


περιεχόμενα που έχουν διαμορφωθεί ανεξάρτητα από αυτούς αλλά ορίζονται από
διαδικασίες που η ύλη ή το αντικείμενό τους συγκροτείται σταδιακά και
μορφοποιείται με τρόπο που αψηφά τις παραδοσιακές αναπαραστάσεις για την
αιτιότητα και το μοντέλο ενός μηχανικού ντετερμινισμού.
Ο κανόνας δεν συνιστά ένα ήδη χαραγμένο όριο. Δεν αποτελεί το όριο δύο
ετερογενών γεγονότων που καλούμαστε να επιλέξουμε. Ενδεχομένως να αποτελεί
μια σχέση συγκρότησης και ανταλλαγής που αναθέτει στις δυνάμεις της φύσης και
της ζωής το καθήκον να επεξεργαστούν τους κανόνες και να πετύχουν την
αναγνώρισή τους. Η ζωή εντός της κοινωνίας σύμφωνα με κανόνες, ενδεχομένως να
μην σημαίνει τη ρήξη και την υπέρβαση σχημάτων εξουσίας βάσει των κανόνων του
ορθού λόγου αλλά να σημαίνει ότι ελέγχονται και ρυθμίζονται οι ίδιοι σχηματισμοί
δυνάμεων που καθορίζουν με αφετηρία το ελεύθερο και αναγκαίο παιχνίδι των
συναισθημάτων, το σύνολο των διαπροσωπικών σχέσεων. Οι κανόνες παράγονται
από την κίνηση της ζωής. Εκφράζουν τη δυνατότητα της πολυμορφίας της ζωής.

ΕΝΝΟΙΕΣ – ΜΕΤΑΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ

Η ευπλασία των λέξεων, η αυθόρμητη ικανότητα που έχουν να κινούνται για να


δεχθούν τη νέα έννοια οφείλεται στην εικόνα. Συνεπώς σε έναν στοχασμό για τη
λειτουργία της φαντασίας. Επομένως η χρήση μεταφορικών σχημάτων δεν σημαίνει
ότι ενδίδει κανείς στην ψευδαίσθηση ή ότι επαναπαύεται επιστρέφοντας στα μυθικά
σχήματα. Η εικόνα κρύβει δυναμική που ωθεί εκ νέου την κίνηση του στοχασμού. Η
εικόνα γίνεται σύστοιχο ή προϋπόθεση ενός στοχασμού. Συχνά οι επιστημονικές
ανακαλύψεις οφείλονται σε μια αναπάντεχη προσέγγιση ή σε μια παράξενη πτήση.
Το τυχαίο προσλαμβάνει όλη την πραγματικότητα που του αναλογεί, δεν συμβαίνει
κατά τύχη – αυθαίρετα αλλά λειτουργεί ως συνάντηση, ως μια ενδιαφέρουσα
ποιητική διαδικασία. Με τούτη τη λογική η έννοια δεν συνάγεται αλλά παράγεται.
Έχουμε πλέον μια γενεαλογία δημιουργίας.

Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ

Ο, τι λαμβάνει χώρα αντικειμενικώς θα μπορούσε να περιγραφεί από την επιστήμη:


από τη μια, η χρονική διαδοχή γεγονότων από τη φυσική, από την άλλη, η ιδιαίτερη
εμπειρία του χρόνου που έχει ο άνθρωπος συμπεριλαμβανομένων των διαφορετικών
συλλήψεων του παρόντος, μέλλοντος, παρελθόντος μπορεί να περιγραφεί και να
εξηγηθεί με την ψυχολογία.

Η παρούσα στιγμή, έτσι όπως εμφανίζεται στη φυσική γραμμή του χρόνου έχει
μηδενική διάρκεια. Εντοπίζεται σε ένα σημείο. Ένα σημείο που συμβολίζει την
ενεστώσα σύνδεσή μας στη γραμμή του χρόνου. Η αντίληψή μας, όμως, δεν είναι
ποτέ κατά τον ίδιο τρόπο εντοπισμένη. Διότι, η συνείδησή μας διευρύνει την
παρούσα στιγμή, αμβλύνει τη διαύγειά της, την διαστέλλει σε διάρκεια. Όταν
χάνεται το παρόν αφήνει πάντα ένα ίχνος στη συνείδηση, όσο προεικάζει ταυτόχρονα
και την προέκτασή του: δημιουργείται δηλαδή, εντός του παρόντος ένα είδος
συνεχόμενης συμμαχίας με το άμεσο παρελθόν και το επικείμενο μέλλον. Γι' αυτό η
συνείδησή μας του παρόντος ενοποιεί ή συγκεντρώνει διαδοχικές στιγμές που δεν
συνυπάρχουν στον φυσικό χρόνο. Επειδή στη φυσική δύο διαδοχικές στιγμές δεν
συνυπάρχουν. Μπορούμε να πούμε πώς η ροή του χρόνου εξαρτάται η ίδια από τη
συνείδηση; Ή τάχα υπάρχει αυτόνομη ως προς το συνειδητό υποκείμενο;

Παρόν: Έχει ενδογενή χαρακτήρα ή συγκροτείται από τη δική μας παρουσία; Ο


χρόνος περνά επειδή η παρούσα στιγμή δεν είναι ποτέ η ίδια. Δηλαδή το παρόν
συνάπτει την παρουσία και την απουσία, την ιδιαιτερότητα και τη συνέχεια, την
ανάδυση και την απόσβεση, την κινητικότητα και την ακινησία, τη μεταβολή και τη
διατήρηση.

Οι έννοιες του χώρου και του χρόνου είναι επιστημονικές αφαιρέσεις. Νοητικές
κατασκευές που εκφράζουν σε ένα βαθμό προσέγγισης τις σχέσεις που λειτουργούν
στην υλική/φυσική πραγματικότητα.
Σύμφωνα με τη φυσικαλιστική (εμπειριστική) αντίληψη χώρος και χρόνος αποτελούν
μορφές της ύλης που καθορίζονται από το υλικό τους περιεχόμενο, τόσο η
καμπυλότητα του χώρου όσο και η ροή του χρόνου είναι συναρτήσεις των δυναμικών
του πεδίου της βαρύτητας, δηλαδή του υλικού περιεχομένου της θεωρούμενης
περιοχής του σύμπαντος.
Η ιστορικότητα των κατηγοριών του χώρου και του χρόνου είναι ασυμβίβαστες με
μια συμβατική (φορμαλιστική) αντίληψη του θετικισμού καθώς και με τον
προεμπειρικό χαρακτήρα που τους απέδωσε ο Καντ. Οι έννοιες του χώρου και του
χρόνου είναι αφαιρέσεις που αντανακλούν πραγματικές χωροχρονικές σχέσεις. Μ’
αυτή την έννοια δεν αποτελούν αιώνιους τύπους της εποπτείας (a priori) ή απλές
συμβάσεις αλλά μας επιβάλλονται μέσα από τις σχέσεις μας με τη φυσική
πραγματικότητα.

ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΩΝ

Τα μαθηματικά από την εποχή των Προσωκρατικών αναφέρονται στο τι είναι οι


αριθμοί και που βρίσκονται. Γιατί ο φυσικός κόσμος είναι μετρήσιμος; Πώς
γνωρίζεται η αλήθεια των μαθηματικών προτάσεων; Καθορίζει η φιλοσοφία τα είδη
των μαθηματικών;
Για τον Πλάτωνα τα μαθηματικά ή τουλάχιστον η Γεωμετρία, παρέχει ένα κατ’
ευθείαν παράδειγμα του κενού μεταξύ του ατελούς υλικού κόσμου γύρω μας και του
καθαρού, ιδεώδους και τέλειου κόσμου των ιδεών. Κατά τον Πλάτωνα τα
θεωρήματα της γεωμετρίας είναι αντικειμενικά αληθή ή ψευδή ανεξαρτήτως του νου,
της γλώσσας και λοιπών χαρακτηριστικών των μαθηματικών.
Ο Αριστοτέλης συμφωνεί με τον Πλάτωνα ότι ο αριθμός είναι πάντα ένας αριθμός για
κάτι, αλλά για τον Αριστοτέλη οι αριθμοί είναι αριθμοί συλλογών από συνηθισμένα
αντικείμενα. Οι αριθμοί του Αριστοτέλη είναι οι αριθμοί της φύσης (physical
numbers) του Πλάτωνα. Για τη γεωμετρία δεν βλάπτει να εισάγουμε τους αριθμούς
ως χρήσιμα φαντασιακά αντικείμενα και βάσει αυτού αντιλαμβανόμαστε την
ευρετική (heuristics) των μαθηματικών. Η εφαρμοσιμότητα των μαθηματικών στον
φυσικό κόσμο είναι άμεση. Ο μαθηματικός μελετά πραγματικές ιδιότητες των
πραγματικών φυσικών αντικειμένων.

Οι ρασιοναλιστές θεωρούν ότι η ανθρώπινη νόηση είναι το πρωτείο και αποτελεί ένα
ισχυρό εργαλείο του μαθηματικού συλλογισμού που οδηγεί σε ουσιαστικά a priori
συμπεράσματα σχετικά με τον φυσικό κόσμο. Οι μαθηματικές αλήθειες είναι
ανεξάρτητες από την εμπειρία.
Οι εμπειριστές θεωρούσαν ότι οι μαθηματικές ιδέες προέρχονται από την εμπειρία,
ακολουθώντας ίσως τον Αριστοτέλη. Η ιδέα μας για τον αριθμό 6, για παράδειγμα,
προέρχεται από την εμπειρία μας με ομάδες 6 αντικειμένων. Η ιδέα του «τριγώνου»
προέρχεται από την παρατήρηση τριγωνικών αντικειμένων. Για τους εμπειριστές δεν
υπάρχει ουσιώδης «καθαρή έκταση» υποκείμενη των αντικειμένων που
αντιλαμβανόμαστε. Υπάρχουν μόνο τα αντικείμενα που αντιλαμβανόμαστε. Αυτό
που βλέπεις, είναι και αυτό που παίρνεις.

Το πρόβλημα του Καντ ήταν να δείξει πώς τα μαθηματικά είναι a priori γνώσιμα και
παρ’ όλα αυτά εφαρμόζονται καθολικά σε όλη την εμπειρία με απόλυτη βεβαιότητα.
Είναι συνθετικά a priori. Δηλαδή προσπαθεί να εξομαλύνει την αναγκαιότητα των
μαθηματικών και την a priori φύση της μαθηματικής αλήθειας, και από την άλλη να
εξηγήσει ή να εξομαλύνει τη θέση των μαθηματικών στις εμπειρικές επιστήμες και
ιδιαίτερα την εφαρμοσιμότητα των μαθηματικών στον φυσικό κόσμο. Τα
μαθηματικά εξαρτώνται από το νου.
Κατά τον Frege οι σημασίες των εκφράσεων είναι αντικειμενικές, νοητικά
ανεξάρτητες και αυθύπαρκτες οντότητες.

Ο Carnap και οι λογικοί θετικιστές υποστήριζαν ότι οι αλήθειες των μαθηματικών δεν
καθορίζονται από την εμπειρία. Οι μαθηματικές αλήθειες είναι a priori και ισχύουν
ασχέτως της εμπειρίας που θα μπορούσαμε να έχουμε. Οι εμπειριστές, εντούτοις,
υποστήριξαν ότι κάθε πραγματικό θα πρέπει να αποφασιστεί από την εμπειρία. Έτσι
οι λογικοί θετικιστές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι μαθηματικές αλήθειες δεν
έχουν κανένα πραγματιστικό περιεχόμενο. O Αyer έγραψε ότι οι μαθηματικές
αλήθειες είναι αναγκαίες αλλά δε λένε τίποτε για τον τρόπο του «είναι» του κόσμου.

Οι νεολογικιστές θεωρούν ότι 1) Ένας σημαντικός πυρήνας μαθηματικών αληθειών


είναι a priori γνώσιμες, με την παραγωγή τους από τους κανόνες που μπορεί να είναι
οτιδήποτε, πλην όμως είναι αναλυτικοί ή φορείς σημασίας και 2) αυτά τα μαθηματικά
αφορούν έναν ιδεώδη κόσμο αντικειμένων που υπάρχουν αντικειμενικά ή ανεξάρτητα
από το νου υπό κάποιαν έννοια.

Για τον Brouwer (ιντουισιονιστής) όπως και για τον Καντ, οι περισσότερες
μαθηματικές αλήθειες δεν είναι ικανές για «αναλυτική απόδειξη». Δεν μπορούν να
γνωσθούν από μια απλή ανάλυση των εννοιών και δεν είναι αληθινές λόγω της
σημασίας. Οπότε το μέγιστο μέρος των μαθηματικών είναι συνθετικό. Ωστόσο η
μαθηματική αλήθεια είναι a priori, ανεξάρτητη από κάθε επιμέρους παρατήρηση είτε
από άλλη εμπειρία που μπορεί να έχουμε. Ο Brouwer υποστήριζε ότι τα μαθηματικά
εξαρτώνται από το νου και αφορούν ένα συγκεκριμένο ζήτημα της ανθρώπινης
σκέψης. Όπως και ο Καντ προσπάθησε να διαμορφώσει μια σύνθεση μεταξύ του
ρεαλισμού και του εμπειρισμού. Για τον Β. τα μαθηματικά αφορούν τους τρόπους με
τους οποίους οι άνθρωποι προσεγγίζουν τον κόσμο. Το να σκέφτεσαι πλήρως
σημαίνει να σκέφτεσαι με μαθηματικούς όρους.

Ο Goedel συγκρίνει τα αξιώματα της λογικής και των μαθηματικών με τους νόμους
της φύσης και τη λογική απόδειξη με την αισθητηριακή αντίληψη, έτσι ώστε τα
αξιώματα δεν χρειάζεται απαραίτητα να είναι προφανή καθαυτά αλλά η αιτιολόγησή
τους βρίσκεται ακριβώς όπως στη φυσική στο γεγονός ότι κάνουν εφικτή τη
συναγωγή ακριβώς αυτών των αισθητηριακών αντιλήψεων. Ο Goedel δεν βλέπει
γιατί θα έπρεπε να εμπιστευόμαστε λιγότερο τη μαθηματική διαίσθηση (είδος
αντίληψης) η οποία μας παρακινεί να κατασκευάζουμε φυσικές θεωρίες και να
αναμένουμε ότι οι μελλοντικές αισθητηριακές αντιλήψεις θα συμφωνούν μ’ αυτές.
Για τον Καντ τα μαθηματικά εξαρτώνται από το νου. Για τον G. όμως τα δεδομένα
υποκείμενα μαθηματικά μπορεί να αναπαριστούν μια πλευρά της αντικειμενικής
πραγματικότητας. Οι μαθηματικές μας διαισθήσεις είναι φευγαλέες θεάσεις ενός
αντικειμενικού μαθηματικού κόσμου. Η λογική και τα μαθηματικά όπως ακριβώς και
η φυσική είναι βασισμένα αξιώματα που έχουν πραγματικό περιεχόμενο και αυτό το
περιεχόμενο δεν μπορεί να δικαιολογηθεί. Τα μαθηματικά αφορούν έναν ιδανικό
κόσμο αντικειμένων τα οποία υπάρχουν ανεξάρτητα από εμάς. Ο μαθηματικός
κόσμος είναι άχρονος και αιώνιος. Ο ρεαλισμός του G. Επικυρώνει τη μακροχρόνια
άποψη ότι η μαθηματική αλήθεια είναι αναγκαία αλήθεια και δεν πάσχει από τις
ενδεχομενικότητες των δηλώσεων που αφορούν φυσικά αντικείμενα.

Κατά τον M. Dummett το νόημα μιας μαθηματικής δήλωσης καθορίζει τη χρήση και
καθορίζεται πλήρως από αυτή. Το νόημα μιας τέτοιας δήλωσης δεν μπορεί να είναι, ή
δεν μπορεί να περιέχει σαν συστατικό οτιδήποτε το οποίο δεν είναι έκδηλο στη χρήση
του. Ο D. εισηγείται ότι κάθε θεώρηση σχετικά με το ποια λογική είναι σωστή πρέπει
τελικά να προκαλεί ερωτήσεις σημασίας. Έτσι υιοθετεί την άποψη ότι οι κανόνες για
την εξαγωγή συμπερασμάτων από ένα σύνολο προκείμενων προτάσεων απορρέουν
από τη σημασία κάποιων όρων στις προκείμενες την αποκαλούμενη «λογική
ορολογία». Η σύλληψη της σημασίας μιας μαθηματικής δήλωσης πρέπει να
αποτελείται από μια ικανότητα να χρησιμοποιούμε αυτή τη δήλωση με ένα
συγκεκριμένο τρόπο.

Ο φορμαλισμός είναι η θέση ότι η σωστή μαθηματική εξάσκηση μπορεί να


κωδικοποιηθεί σε τυπικά παραγωγικά συστήματα.

Ο Quine επιτίθεται στο δόγμα ότι υπάρχει κάποιος θεμελιακός διαχωρισμός ανάμεσα
στις αναλυτικές αλήθειες που βασίζονται σε σημασίες ανεξάρτητες του γεγονότος και
τις συνθετικές που βασίζονται στο γεγονός. Επίσης απορρίπτει τον αναγωγισμό: την
αντίληψη ότι κάθε σημαντική δήλωση είναι ισοδύναμη με κάποια λογική κατασκευή
βασισμένη σε όρους οι οποίοι αναφέρονται στην άμεση εμπειρία. Η ιδέα πίσω από
αυτό το δόγμα είναι ότι κάθε ατομική δήλωση με σημασία θα έπρεπε να είναι ένας
λογικός συνδυασμός δηλώσεων που είναι άμεσα επαληθεύσιμες μέσω της εμπειρίας.
Το τελικό κριτήριο για να αποδεχόμαστε οτιδήποτε – μαθηματικά, φυσική,
ψυχολογία, συνηθισμένα αντικείμενα, μύθους – είναι ότι θα πρέπει να παίζει έναν
ουσιώδη ρόλο στον ιστό της πεποίθησης. Φτάνουμε στον οντολογικό ρεαλισμό
επιμένοντας να λαμβάνονται τα μαθηματικά στη φαινομενική τους αξία ακριβώς
όπως θεωρούμε τη φυσική στη φαινομενική της αξία. Οι αριθμοί, τα σημεία και τα
σύνολα υπάρχουν. Και τα αντικείμενα υπάρχουν ανεξάρτητα από τον μαθηματικό.

ΓΝΩΣΙΟΕΠΙΣΤΗΜΗ

Η γνωσιακή επιστήμη ή γνωσιοεπιστήμη ασχολείται με την εξέταση του τρόπου με


τον οποίο τα έμβια όντα γνωρίζουν, πώς αναπαριστούν την αποκτημένη γνώση και
πώς χειρίζονται αυτές τις γνωστικές αναπαραστάσεις.
Η μελέτη της γνωσιακής επιστήμης είναι θεμελιωδώς διεπιστημονική. Για να
κατανοήσουν τις λειτουργίες του νου, οι επιστήμονες είναι ανάγκη να εφαρμόσουν
ευρέως τα εργαλεία, τη μεθοδολογία και τα ευρήματα της μιας επιστήμης στην
προβληματική της άλλης. Οι γνωσιακοί ψυχολόγοι για παράδειγμα πρέπει να είναι
εξοικειωμένοι με την επιστήμη των ηλεκτρονικών υπολογιστών και την τεχνητή
νοημοσύνη για να σχεδιάσουν εκλεπτυσμένα μοντέλα τα οποία μιμηθούν τις νοητικές
διαδικασίες.
Οι ερευνητές της τεχνητής νοημοσύνης είναι ανάγκη να κατανοήσουν τις εξελίξεις
στην ψυχολογία, τη γλωσσολογία και τη νευροεπιστήμη για να εδραιώσουν τις
θεωρίες τους σε ψυχολογικά ή νευροφυσιολογικά ευλογοφανή θεμέλια. Οι εξελίξεις
(πρόοδοι) σ’ αυτά τα εφαρμοσμένα πεδία , όπως λ.χ. η ρομποτική είναι δυνατόν να
προέρχονται από την έρευνα πάνω στην ανθρώπινη πράξη και αντίληψη από
ερευνητές ψυχολόγους και γλωσσολόγους. Η λειτουργία της μηχανικής μάθησης
επωφελείται από αυτό που γνωρίζουμε για την ανθρώπινη μάθηση και ανάπτυξη
καθώς και από τη μελέτη της μάθησης και της γνώσης των έμβιων όντων. Οι θεωρίες
για την επίλυση των προβλημάτων και του δημιουργικού στοχασμού γίνονται
γνωστές από τις εργασίες των φιλοσόφων της επιστήμης οι οποίοι διερευνούν την
πορεία της εννοιολογικής αλλαγής στην επιστήμη. Οι θεωρίες του ανθρώπινου
συλλογισμού χρησιμοποιούνται από τους φιλοσόφους και γλωσσολόγους
αναπαριστώντας την τυπική δομή των εννοιών της φυσικής γλώσσας. Οι
επιστήμονες των υπολογιστών και οι μηχανικοί οι οποίοι επινοούν και αναπτύσσουν
γλώσσες και δομές μιας διευρυμένης δραστηριότητας και διανεμημένα συνδεσιακά
γνωσιακά μοντέλα εξαρτώνται από τις αναλύσεις των μαθηματικών για τις
δυνατότητες της μνήμης καθώς και τις αυξανόμενες ιδιότητες γι’ αυτά τα νέα
μοντέλα. Την τελευταία δεκαετία, οι πρόοδοι στην υπολογιστική, συμπεριφορική,
ψυχολογική, βιολογική, και νευροφυσιολογική επιστήμη αρχίζουν να γεφυρώνουν το
ιστορικό χάσμα που υπήρχε μεταξύ αυτών που εξερευνούσαν τη φυσιολογία του νου
και αυτών που κατασκεύαζαν συμβολικά υπολογιστικά μοντέλα του νου.

Η άφιξη της υψηλής τεχνολογίας στους υπολογιστές συντελεί βάσιμα στην


διεπιστημονική συνεργασία. Η προσομοίωση βιολογικών και νευροφυσιολογικών
λειτουργιών στους υπολογιστές βοηθά να κατανοήσουμε όψεις των διανοητικών
λειτουργιών, όπως η σκέψη, η αντίληψη, η συνεργασία, η μάθηση και η κατανόηση.
Ο φυσικαλισμός της γνωσιακής επιστήμης ήταν αναμενόμενο να οδηγήσει κάποια
στιγμή στην ένταξη και αυτών των επιστημών στο πεδίο της. Έχει ενδιαφέρον
ωστόσο να παρατηρήσουμε ότι ο μενταλισμός και ο λειτουργισμός του κυρίαρχου
υποδείγματός της δεν ενθαρρύνει μια ουσιαστική σύνθεση των πορισμάτων της
νευροεπιστήμης με τις θεωρίες περί νόησης.
Γνωσιακή επίσης, γιατί η γλώσσα είναι μέρος της ευρύτερης νόησης και ότι η δομή
της αντανακλά ευρύτερες γνωσιακές δομές και διεργασίες. Η γνωσιοεπιστήμη είναι
μια εκτενής απόπειρα να εφαρμοστούν οι μέθοδοι μαθηματικής θεωρίας των
αποδείξεων στην κατασκευή μοντέλων της σκέψης. Το κυρίαρχο υπόδειγμα της
γνωσιακής επιστήμης διαχωρίζει απόλυτα τη νόηση από την πράξη. Αποδίδει
επιπλέον προτεραιότητα στη μελέτη της νόησης ακριβώς επειδή θεωρεί τις νοητικές
καταστάσεις, αιτιακές της συμπεριφοράς.

Οι πρόοδοι εντοπίζονται:
 Στα θεωρητικά θεμέλια της γνώσης και της αναπαράστασης.
 Στον πειραματισμό των φυσικών συστημάτων
 Στις τεχνολογίες των υπολογιστών και της νευροεπιστήμης.
μ’ αυτές τις προόδους επιταχύνουν μια νέα επιστημονική επανάσταση για την έρευνα
της φύσης της γνωστικής μας δυνατότητας. Γενικά υπάρχουν τρεις μεγάλες
προσεγγίσεις για να κατανοήσουμε τη λειτουργία του νου εντός του εγκεφάλου.
1. Η αναλυτική επιτελεί τη λογική ανάλυση των λειτουργικών
περιορισμών της γνώσης, επιτελεί επίσης τις τυπικές ιδιότητες των
απεικονιστικών συστημάτων της γνώσης όπως της μαθηματικής
ανάλυσης για το χωροχρόνο που απαιτούνται και για τα φυσικά και
τεχνητά συστήματα.
2. Η πειραματική η οποία σχεδιάζει πειράματα για να αντιληφθεί
ακριβέστερα της θεωρίες μεταξύ της φυσικής και τεχνητής
νοημοσύνης. Στη φυσική τα πειράματα είναι ψυχολογικά και
νευροφυσιολογικά.
3. Η συνθετική αποβλέπει στην κατασκευή μηχανών που είναι ικανές να
εκθέσουν διαφορετικές όψεις της νοητικής συμπεριφοράς.

Τεχνητή Νοημοσύνη – Α.Ι (Artificial Intelligence)

Η μάθηση είναι απόκτηση γνώσεων, επιδεξιότητας, κλπ. Η Α.Ι έχει ανακαλύψει πως
η γνώση η ίδια είναι εξαιρετικά σύνθετη και δύσκολο να υλοποιηθεί – τόσο πολύ, που
ακόμα και η γενική δομή ενός συστήματος με κοινό νου δεν είναι ακόμη ξεκάθαρη.
Συνεπώς, απέχει πολύ από το να είναι εμφανές το τι πρέπει να αποκτήσει ένα
σύστημα που μαθαίνει, επομένως το σχέδιο της απόκτησης γνώσεων δεν μπορεί
πρακτικά να προχωρήσει.
Η Α.Ι πρέπει να ξεκινήσει προσπαθώντας να καταλάβει τη γνώση και την
επιδεξιότητα και οτιδήποτε άλλο αποκτάται και έπειτα σε αυτή τη βάση να
αντιμετωπίσει τη μάθηση. Απόκτηση, προσαρμογή και ικανότητα μάθησης είναι
βέβαια ουσιαστική για την πλήρη νοημοσύνη και η A.I δεν μπορεί να πετύχει χωρίς
αυτή.
ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ

Η Βιολογία θεωρείται από ορισμένους ότι βρίσκεται στην πρώτη γραμμή της
επιστημονικής προόδου. Με τη βοήθεια των υπολογιστών, οι νέες ανακαλύψεις στη
Βιολογία επηρεάζουν σήμερα τις προσπάθειες των ανθρώπων σε διάφορους τομείς,
όπως, για παράδειγμα, στη Ρομποτική και την Ιατρική.

Αναφορικά με το γεγονός της εμφάνισης του ζωικού κόσμου διατυπώνονται κομβικά


ερωτήματα:
1. Τι είδους οργάνωση έχουν τα έμβια συστήματα και σε τι διαφοροποιούνται
από τα υπόλοιπα φυσικά και τεχνικά.
2. Είναι η ζωή καθαρό συμβάν; Γεγονός μοναδικό, απρόβλεπτο και
ανεπανάληπτο.
3. Διέπεται από την παράδοξη διαλεκτική της τύχης και της αναγκαιότητας ή
είναι προϊόν μιας πολύπλοκης αυτοοργάνωσης;

H έννοια του γονιδίου είναι η έννοια ενός εσωτερικού παράγοντα του οργανισμού ο
οποίος είναι αιτιακά υπεύθυνος για τη μετάδοση κληρονομικών χαρακτηριστικών.
Το μόριο του DNA ικανοποιεί αυτό τον αιτιακό ρόλο – είναι ο αιτιακός παράγοντας
μετάδοσης των κληρονομικών χαρακτηριστικών των οργανισμών. Η ταύτιση
γονιδίου και μορίου DNA έπεται απλώς ως συμπέρασμα.

Ενδεχομένως σε σύντομο χρονικό διάστημα θα επέλθουν ιδιαίτερα σημαντικές


αλλαγές οι οποίες θα πηγάσουν από τη Βιολογία, η οποία θεωρείται πλέον ως η
επιστήμη που ασχολείται με τα ανθρώπινα συστήματα και τις μηχανές που
λειτουργούν σαν να ήταν ζωντανοί οργανισμοί. Σ’ ένα μελλοντικό κόσμο θα
υπάρξουν υπολογιστές που θα διαθέτουν συγκινήσεις, πλοία που θα κολυμπούν σαν
ψάρια, τεχνητή ζωή, όργανα που θα μιμούνται τη ροή της ενέργειας στη φύση.
Οι επιστήμονες έχουν ήδη δημιουργήσει μορφές εικονικής ζωής που εξελίσσονται
από μόνες τους σε αρσενικά και θηλυκά και παρουσιάζουν χαρακτηριστικά
ανάπτυξης. Η τεχνητή νοημοσύνη, η οποία ξεκίνησε ως υποπροϊόν της ψυχολογίας
της συμπεριφοράς, εστιάζει σήμερα στη δημιουργία ρομπότ που διαθέτουν αρχές,
όπως αυτές που εμφανίζονται στον έλεγχο απλών οργανισμών.
H ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Δεδομένου ότι μια επιστημονική μελέτη έχει πρωτίστως να κάνει με σχέσεις


αιτιότητας, ένα ερώτημα, άμεσα σχετικό με το κύριο θέμα μας είναι το πώς μπορεί να
κατανοηθεί η αιτιότητα στον κοινωνικό κόσμο (δηλαδή τις δραστηριότητες των
ανθρώπων, τις κοινωνικές τους σχέσεις και τις δομές των κοινωνιών τους).
Θα θεωρήσουμε τα ανθρώπινα όντα ως στοιχειώδεις αιτιακές δυνάμεις (ατομικισμός)
ή προϊόντα ιστορικών και κοινωνικών δυνάμεων(ολισμός).
Αναλύοντας επιστημονικά το κοινωνικό φαινόμενο καλούμαστε να το εξετάσουμε
βάσει επιστημονικών κριτηρίων που είναι οι νόμοι, η επαληθευσιμότητα, η πρόβλεψη
και η διαψευσιμότητα.

Ερώτημα της ύπαρξης μιας επιστήμης της ανθρώπινης συμπεριφοράς κατά το


πρότυπο των φυσικών επιστημών. Τα ανθρώπινα όντα λειτουργούν ως στοιχειώδεις
αιτιακές δυνάμεις, ικανές να διαμορφώσουν κοινωνικά έθιμα και πρακτικές ή οι
άνθρωποι είναι προϊόντα ιστορικών και κοινωνικών δυνάμεων με σκοπό την
ικανοποίηση των ατομικών και κοινωνικών αναγκών τους;

Φυσιοκρατική παράδοση.
Το πρόβλημα εντοπίζεται αν είναι δυνατόν να υπάρξει τέτοιου είδους επιστήμη
ατόμων με ελεύθερη βούληση. Επισφαλής η ακρίβεια πρόβλεψης και μέτρησης. Αν
όμως οι άνθρωποι ήταν εντελώς απρόβλεπτοι, η κοινωνική ζωή θα κατέρρεε
ολοκληρωτικά.
Ο Μίλλ θεωρεί ότι και στην επιστήμη οι ακριβείς προβλέψεις δεν είναι πάντοτε
δυνατές. Πιστεύει, όμως, ότι αν χρησιμοποιήσουμε τις μεθόδους των φυσικών
επιστημών για να ανακαλύψουμε τις αιτίες της ανθρώπινης συμπεριφοράς παρόλο
που δεν μπορούμε να έχουμε μια ακριβή πρόβλεψή της. Η άποψη του για την
ανθρώπινη συμπεριφορά μπορεί να ονομαστεί φυσιοκρατική, γιατί θεωρεί τις
ανθρώπινες σκέψεις και τα συναισθήματα, καθώς και τις πράξεις που αυτά
προκαλούν ως αιτίες, ως μέρος του φυσικού κόσμου.
Ο Χέμπελ θεωρεί ότι αυτό που κάνει την επιστήμη επιστήμη, είναι οι στόχοι της και
όχι τα αποτελέσματά της. Αν ο στόχος της είναι να θεμελιώνει λίγο πολύ γενικές
σχέσεις μεταξύ των διαφόρων ιδιοτήτων της φύσης, όταν ο έλεγχος της αλήθειας μιας
σχέσης έγκειται τελικά στα ίδια τα δεδομένα, και τα δεδομένα δεν είναι εντελώς
κατασκευασμένα – όταν δηλαδή η φύση ενδέχεται ακόμη να πει «όχι» παρά την
όποια παραποίησή της – τότε όντως είναι επιστήμη.

Οι σύγχρονοι επικριτές της άποψης σύμφωνα με την οποία οι μελέτες της ανθρώπινης
συμπεριφοράς είναι ή μπορούν να είναι επιστημονικές, διαιρούνται σε τρεις
κατηγορίες:
1. Ερμηνειοκράτες: ισχυρίζονται ότι οι ερμηνείες της ανθρώπινης συμπεριφοράς
έχουν εντελώς διαφορετική δομή από τις ερμηνείες της συμπεριφοράς των
φυσικών αντικειμένων, καθότι η ανθρώπινη συμπεριφορά συνίσταται σε
πράξεις που εκτελούνται για κάποιους λόγους και όχι σε συμβάντα που
προκαλούνται από διάφορες αιτίες.
2. Νομολογικοί σκεπτικιστές: δεν αρνούνται ότι η ανθρώπινη συμπεριφορά
υπόκειται σε φυσικούς νόμους, αλλά αμφιβάλλουν ότι θα είναι ποτέ δυνατό
να βρεθούν νόμοι της ανθρώπινης συμπεριφοράς που η ισχύς τους και το
πεδίο εφαρμογής τους να συγκρίνεται με εκείνο των νόμων της φυσικής
επιστήμης.
3. Η κριτική θεωρία: είναι ανεπίτρεπτο να προσπαθούμε έστω και να
εξηγήσουμε την ανθρώπινη συμπεριφορά με όρους αιτίας και αποτελέσματος,
γιατί κάτι τέτοιο υπονομεύει την αξία της ανθρώπινης αυτονομίας (ελεύθερης
βούλησης). Επιπλέον, θεωρούν ότι κάθε προσπάθεια για να συγκροτηθεί μια
κοινωνική επιστήμη κατά το πρότυπο των φυσικών επιστημών προωθεί μια
αήθη χειραγώγηση των ανθρώπων και αποθαρρύνει κάθε προσπάθεια
βελτίωσης των συνθηκών της κοινωνικής ζωής.

Μια μέση στάση προσπαθεί να κρατήσει ο Παπινώ, όπου θεωρεί ότι οι περιγραφές
των πεποιθήσεων και επιθυμιών αποτελούν μέρος της εξήγησης μιας πράξης. Η
δήλωση των πεποιθήσεων και των επιθυμιών του δρώντος ανήκει στο σύνολο των
αρχικών συνθηκών. Μια περιγραφή της πράξης μπορεί να συναχθεί βάσει των
τελευταίων σε συνδυασμό με το νόμο μεγιστοποίησης της αναμενόμενης
επιθυμητότητας. Επομένως οι ρυθμιστικοί κανόνες δεν είναι οι αιτίες της
συμπεριφοράς αλλά επηρεάζουν τη διαμόρφωση των πεποιθήσεων και των
επιθυμιών, οι οποίες είναι οι αιτίες της συμπεριφοράς.

Ο Davidson υποστηρίζει όχι μόνο πως οι λόγοι είναι οι αιτίες των πράξεων αλλά ότι
υπάρχουν και αιτιακοί νόμοι που συνδέουν τους λόγους και τις πράξεις.

Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ HUNTINGTON ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΩΝ

Οι λαοί που αναζητούν ταυτότητα και ανακαλύπτουν εκ νέου την εθνικότητά τους
χρειάζονται εχθρούς και η δυνητικά πιο επικίνδυνη εχθρότητα αναπτύσσεται κατά
μήκος της «συνοριακής γραμμής», μεταξύ των μεγαλύτερων πολιτισμών του κόσμου.
Η κουλτούρα και οι πολιτιστικές ταυτότητες διαμορφώνουν τα πρότυπα της συνοχής,
της διάσπασης και της σύγκρουσης στο μεταψυχροπολεμικό κόσμο.
 Πρώτη φορά στην ιστορία η παγκόσμια πολιτική είναι ταυτόχρονα
πολυπολική και πολυπολιτισμική. Ο εκσυγχρονισμός διαφέρει από τη
δυτικοποίηση και δεν συνεπάγεται έναν παγκόσμιο πολιτισμό ούτε επιφέρει
την δυτικοποίηση των μη δυτικών κοινωνιών.
 Η ισορροπία δυνάμεων μεταξύ των πολιτισμών μεταβάλλεται και η επιρροή
της δύσης εξασθενίζει. Οι ασιατικοί πολιτισμοί επεκτείνουν τη δύναμή τους
και το Ισλάμ εκρήγνυται δημογραφικά με αποσταθεροποιητικές συνέπειες.
 Ανατέλλει μια παγκόσμια τάξη πραγμάτων που βασίζεται στους πολιτισμούς.
Οι κοινωνίες που έχουν πολιτιστική συγγένεια συνεργάζονται μεταξύ τους.
 Οι οικουμενικές βλέψεις της Δύσης τη φέρνουν αντιμέτωπη με άλλους
πολιτισμούς, κυρίως με το Ισλάμ και την Κίνα.
 Η επιβίωση της Δύσης εξαρτάται αφενός από το κατά πόσο οι Αμερικανοί
επιβεβαιώνουν εκ νέου τη δυτική τους ταυτότητα, αφετέρου από τους ίδιους
τους δυτικούς και από το αν θα δεχτούν ότι ο πολιτισμός τους είναι μοναδικός
αλλά όχι παγκόσμιος. Η αποφυγή ενός παγκόσμιου πολέμου των πολιτισμών
εξαρτάται από το αν οι ηγέτες του κόσμου θα αποδεχτούν τον
πολυπολιτισμικό χαρακτήρα της παγκόσμιας πολιτικής και θα συνεργαστούν
για να τον διατηρήσουν.

Ο ανταγωνισμός των μεγάλων δυνάμεων και των ιδεολογιών τους αντικαταστάθηκε


από τη σύγκρουση των πολιτισμών.

Το συμπέρασμά του: εκτός από τον κανόνα της αποχής και τον κανόνα της από
κοινού μεσολάβησης, ένας τρίτος κανόνας για την εξασφάλιση της ειρήνης σε έναν
πολυπολιτισμικό κόσμο είναι ο κανόνας των κοινών στοιχείων: οι λαοί σε όλους τους
πολιτισμούς θα έπρεπε να αναζητήσουν και να δοκιμάσουν να επεκτείνουν τις αξίες,
τους θεσμούς και τις πρακτικές που είναι κοινές και στους λαούς των άλλων
πολιτισμών.

Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗΣ

Η εποχή μας χαρακτηρίζεται από την ιδεολογία των μεγάλων και επιταχυνόμενων
αλλαγών, όμως παράλληλα διαχέεται το πνεύμα της γενικής εγκατάλειψης, της
αποστράτευσης και της πεποίθησης ότι οι αλλαγές επέρχονται από μόνες τους από
την αυθόρμητη χρήση των πραγμάτων. Με την επίκληση της ελευθερίας των
αγορών, τη φιλελευθεροποίηση και απορρύθμιση, οι κοινωνικά ισχυροί μεταθέτουν
το κόστος της δικής τους σταθεροποίησης στους κοινωνικά ανίσχυρους.
Η υπαρκτή αγορά είναι πάντα ανολοκλήρωτη, στο μέτρο που ο ισχυρότερος
επιβάλλεται πάντα στον αδύνατο μέσω της αγοράς. Αυτό δεν σημαίνει ότι η αγορά
δεν υπάρχει αλλά απλώς ότι είναι πάντα υποχείρια πιέσεων και χειραγωγήσεων, όχι
λιγότερο απ΄ όσο η πολιτική εξουσία.
Τα κράτη με συστηματικές παρεμβάσεις πλαισίου μπορούν να περιορίσουν την
ασυδοσία και την αυθαιρεσία του κεφαλαίου και να επιτύχουν την ένταξη στη διεθνή
οικονομία με διασφάλιση των κοινωνικών κεκτημένων και όχι με την κατάλυσή τους.
Η λαίλαπα της παγκοσμιοποίησης εγείρει τρεις σειρές ενστάσεων: α) ως προς την
ακριβή έκταση και το βάθος του φαινομένου στην εποχή μας β) ως προς τον εγγενώς
αντινομικό χαρακτήρα της και γ) ως προς τις συνέπειες από την υποθετική
ολοκλήρωση της.
Έννοιες όπως: κοινωνία, λαός, έθνος, κράτος, θεσμοί, και κρατικοί ιδεολογικοί
μηχανισμοί δεν είναι μονόπλευρα δημιουργήματα του κεφαλαίου, ούτε απλά
εργαλεία της κυριαρχίας του, ούτε απατηλά ιδεολογικά προπετάσματα. Συνιστούν
πεδία κοινωνικών ανταγωνισμών και διαπλάθουν το πεδίο και τον τρόπο με τον οποίο
η κυριαρχούσα τάξη επιβεβαιώνεται ως κυριαρχούσα.

ΝΕΩΤΕΡΙΚΉ ΑΝΤΙΛΗΨΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ


Το ερώτημα για τη γένεση της νεωτερικότητας.
Προϋποθέσεις βάσει των οποίων αναδύεται η συνείδηση του εγώ και της ατομικής
ταυτότητας.
Με ποιους όρους γίνεται η μετάβαση από το παρελθόν στο παρόν.

Η ΣΎΓΚΡΟΥΣΗ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΩΝ - ΤΟ ΤΈΛΟΣ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΊΑΣ ΚΑΙ Η


ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗ
Ο αντιδραστικός διανοητής Φουκουγιάμα : Μετά το τέλος της ιστορίας.

Σύντομη αναφορά στις αλλαγές που έχουν συντελεστεί κατά την τελευταία δεκαετία.
Διαπίστωση παροξυσμού ιδεολογικής βίας και ανάδυση του φιλελευθερισμού μέσω
των σκοπέλων απολυταρχίας και μπολσεβικισμού. Νίκη του οικονομικού και
πολιτικού φιλελευθερισμού. Θρίαμβος της Δύσης, λόγω έκπτωσης του
κομμουνισμού. Εξάπλωση της δυτικής καταναλωτικής κουλτούρας, συνεπώς
βρισκόμαστε στο τέλος της ιστορίας. (Μάρξ: ιστορία με αρχή, μέση και τέλος) και
Hegel : συνείδηση καθ’ εαυτή, ως το δι’ εαυτόν, καθ’ εαυτή και δι’εαυτήν. Το
έσχατο σημείο της ιδεολογικής εξέλιξης της ανθρωπότητας προς την οικουμενική
επικράτηση του δυτικού φιλελεύθερου δημοκρατικού πολιτεύματος ως οριστική
μορφή ανθρώπινης διακυβέρνησης (δηλ. πρέπει να διασφαλίζει ελευθερία,
δημοκρατία, νομοθεσία βάσει συναίνεσης των πολιτών).
Ο Μαρξ ανατρέπει την συνείδηση (ιδεολογία) του Χέγκελ αντί της οποίας προτείνει
τον υλικό τρόπο παραγωγής ως βάση της υπερδομής. Ο φιλελευθερισμός δέχεται τη
σφοδρή κριτική του Μαρξ για την αντίφαση κεφαλαίου – εργασίας, αλλά σήμερα
βάσει αξιόλογων μελετητών το καθεστώς ισότητας στη σύγχρονη Αμερική
ανταποκρίνεται στις αρχές της αταξικής κοινωνίας του Μαρξ. (Χάσμα υπάρχει αλλά
λείπουν οι γενεσιουργές αιτίες όπως νομική υποδομή και κοινωνική διάρθρωση). Τα
προβλήματα των μειονοτήτων οφείλονται στην χρόνια δουλεία και τον ρατσισμό.
Οι ιδεολογικοί ανταγωνιστές : φασισμός, κομμουνισμός, θρησκείες, εθνικισμός είναι
ελάχιστης εμβέλειας. Μεγαλύτερη εμβέλεια ίσως έχουν τα προβλήματα του τρίτου
κόσμου.
Το τέλος της ιστορίας θα σφραγιστεί από οικονομικούς υπολογισμούς, την
τεχνολογία που θα καταργήσουν τον αγώνα για τις ιδέες.

Κριτική των σοσιαλιστών


Ο Φουκουγιάμα επιχειρεί μια πρόχειρη καταγραφή των γεγονότων ορμώμενος από
φιλελεύθερη στάση, καταργώντας την πολιτική ζωή. Κρίνει επιφανειακά την πτώση
των σοσιαλιστικών καθεστώτων των οποίων βέβαια τη γραφειοκρατική δομή την
είχαν επισημάνει επιφανείς διανοούμενοι. Επιβάλλεται ανασυγκρότηση των
σοσιαλιστικών αρχών.
Η επισήμανση των αδυναμιών του σοσιαλιστικού συστήματος δηλώνουν την
απόρριψη του κρατισμού, των συγκεντρωτικών, προσωποπαγών και μη
δημοκρατικών καθεστώτων και βαδίζουν στην ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατική
παράδοση.
Το δεύτερο λάθος του είναι ότι ταυτίζει την πολιτική δημοκρατία με τον οικονομικό
φιλελευθερισμό. Υπάρχουν περιπτώσεις όπου ο καπιταλισμός άνθησε στον
απολυταρχισμό.
Η συμβολή του έγκειται στο γεγονός ότι διακρίνει αμοιβαία προσωρινή σύγκλιση των
συστημάτων του υπαρκτού σοσιαλισμού και καπιταλιστικών χωρών για την
ανάπτυξη θεσμών δημοκρατίας, διαφάνειας και συμμετοχής του πολίτη. Αυτό
προσιδιάζει στις αρχές των σοσιαλδημοκρατικών κινημάτων της Ευρώπης. Απαίτηση
για περισσότερη δημοκρατία μέσω των διαφόρων κινημάτων (περιβάλλον και
μειονότητες). Νέα αντιμετώπιση ενάντια στην ασυδοσία της αγοράς και της
εξατομίκευσης βασισμένη στη σχέση ανθρώπου – πολιτικής, ανθρώπου – κοινωνίας,
ανθρώπου – φύσης.

Πρόταση προοδευτικών
Άμεση συμμετοχή ενάντια στην ανία του πολιτικού κατεστημένου και απαίτηση για
δημοκρατική συμμετοχή. Ο πολίτης συμβάλλει με το λόγο του στην κατάργηση της
επιλογής του από συστήματα. Το βιβλίο του Φ. είναι σκόπιμο γιατί αποτελεί το
σύγχρονο εξαγώγιμο προϊόν της Αμερικής (τον καταναλωτισμό) λόγω της
ανεπάρκειας του στρατιωτικού υλικού. Απογοητεύει τους Κοζέβ και Χέγκελ οι οποίοι
βλέπουν το τέλος της ιστορίας μόνο μετά από απόλυτη επικράτηση της λογικής.

Ίρβινγκ Κρίστολ. Εκδότης του National Interest

Το βιβλίο μας πιστοποιεί ότι ερμηνεύουμε τον κόσμο εγελιανά, δηλαδή ότι η εξέλιξη
εμπεριέχει το πεπρωμένο που έχει εσωτερική λογική και ανακαλύπτεται μόνο από
τους διανοούμενους. Δεν πιστεύω ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι η ενσάρκωση των
προσδοκιών μας. Ο μόνος τρόπος κατανόησης και κριτικής των πολιτικών μας
συστημάτων είναι η προσφυγή στους αρχ. Ελλ. Φιλοσόφους και συγκεκριμένα στον
Αριστοτέλη ο οποίος αναφέρει ότι όλες οι μορφές καθεστώτων είναι εγγενώς
μεταβατικές.
Φουκουγιάμα : Η μεγάλη διάλυση( αναστάτωση)
Η κοινωνική αναστάτωση που επικρατεί όχι μόνο θα λάβει τέλος αλλά θα
αντικατασταθεί σύντομα και με φυσικό τρόπο από μια νέα ηθική τάξη. Ο Φ.
στρέφεται στην ανθρώπινη φύση, η οποία χάρη στα γονίδια και στη μακροχρόνια
εμπειρία της είναι προγραμματισμένη να κάνει αυτό που χρειάζεται για την επιβίωση
και την ολοκλήρωσή της.
Εάν η τάξη στην κοινωνία διαταραχτεί, τείνει να επανέρθει. Γιατί μια κοινωνία η
οποία έχει αποφασίσει τη συνεχή αλλαγή κανόνων στο όνομα της αύξησης της
ατομικής ελευθερίας θα βρεθεί όλο και πιο ανοργάνωτη, απομονωμένη και ανίκανη
να ολοκληρώσει τους κοινούς στόχους.

2. Οικοδόμηση Κρατών
Η κεντρική θέση της πρώτης εργασίας του Φουκουγιάμα είναι ότι η ανθρωπότητα
έχει φτάσει στο τελικό σημείο της ιδεολογικής της εξέλιξης με το θρίαμβο της
δυτικής φιλελεύθερης δημοκρατίας. «Η ακαταμάχητη νίκη του οικονομικού και
πολιτικού φιλελευθερισμού σημαίνει το τελικό σημείο της ιδεολογικής εξέλιξης του
ανθρώπινου γένους ως της τελικής μορφής ανθρώπινης διακυβέρνησης».
Ο Χέγκελ όμως ποτέ δεν χρησιμοποιεί την έννοια τέλος. Η κατάληξη της χεγελιανής
σύνθεσης είναι πρώτιστα φιλοσοφική και παραλλήλως αποτελεί το πεδίο
πραγμάτωσης ενός στόχου, την επίτευξη ενός σκοπού ο οποίος αποτελεί τον τελικό
στόχο της δημιουργίας γενικά, αλλά δεν αποτελεί το τέλος, δεν είναι το τέρμα της
περιπέτειας της δημιουργίας.
Είναι εμφανής η επιδεξιότητα του Φ. στο να ανταποκριθεί στο συγκεκριμένο
φιλοσοφικό αίτημα. Καταφεύγει εκ νέου στη σύνθεση ήδη εκφρασμένων
φιλοσοφικών αντιλήψεων, ώστε να εξυπηρετήσει τους σκοπούς του. Συνδέει τη θέση
του με μια γενική θεωρία παγκόσμιας ιστορίας. Η ανθρώπινη εξέλιξη παρουσιάζει
μια σταθερή κατεύθυνση ωθούμενη από δύο μηχανισμούς : της επιθυμίας και της
αναγνώρισης. Ο πρώτος αποθεώνει την κατανάλωση με συνέπεια το καπιταλιστικό
σύστημα και ο δεύτερος είναι η μάχη για την αναγνώριση που οδηγεί στην ελευθερία.
Το τέλος της ιστορίας δεν είναι η άφιξη ενός τέλειου συστήματος αλλά η εξάλειψη
οποιασδήποτε καλύτερης εναλλακτικής λύσης απέναντι σε αυτό.
Τώρα σ’ αυτό το βιβλίο αναφέρεται στην ενδυνάμωση και όχι τη διάλυση των
θεσμών του κράτους. Διακρίνει ισχυρά και αδύναμα κράτη. Η οικοδόμηση κρατών
συνίσταται στη δημιουργία νέων κυβερνητικών θεσμών και την ισχυροποίηση όσων
ήδη υπάρχουν. Καλύτερη λειτουργία δημόσιων θεσμών. Η έλλειψη κρατικής
ικανότητας στις φτωχές χώρες έχει καταλήξει να βασανίζει τον ανεπτυγμένο κόσμο
πολύ πιο άμεσα απ΄ ό,τι στο παρελθόν.
Το βιβλίο έχει τρία μέρη
 Το πρώτο αναπτύσσει ένα αναλυτικό πλαίσιο για τη κατανόηση των
πολλαπλών διαστάσεων της κρατικότητας, δηλαδή των λειτουργιών, των
ικανοτήτων και της βάσης νομιμότητας των κυβερνήσεων. Αυτό το πλαίσιο
θα εξηγήσει γιατί, στις περισσότερες αναπτυσσόμενες χώρες, τα κράτη δεν
είναι πολύ ισχυρά, αλλά αντίθετα, πολύ αδύναμα.
 Το δεύτερο ερευνά τα αίτια της εξασθένησης του κράτους και ιδιαίτερα το
γιατί δεν μπορεί να υπάρξει επιστήμη δημόσιας διοίκησης παρά τις πρόσφατες
προσπάθειες των οικονομολόγων να τις δημιουργήσουν. Αυτή η έλλειψη
περιορίζει δραστικά την ικανότητα των ξένων να βοηθήσουν τις διάφορες
χώρες να ισχυροποιήσουν τη κρατική τους ικανότητα.
 Το τρίτο εξετάζει τις διεθνείς διαστάσεις της εξασθένισης του κράτους. Το
πώς αυτή επιφέρει αστάθεια, το πώς έχει διαβρώσει την αρχή της κυριαρχίας
στο διεθνές σύστημα και το πώς ερωτήματα που αφορούν τη δημοκρατική
νομιμότητα σε διεθνές επίπεδο έχουν καταλήξει να κυριαρχούν στις διαφορές
ανάμεσα στις ΗΠΑ, την Ευρώπη και τις υπόλοιπες αναπτυγμένες χώρες στο
διεθνές σύστημα.

You might also like