Professional Documents
Culture Documents
Αθανάσιος Σακελλαριάδης
Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων
Σημειώσεις 1ης θεματικής ενότητας (Μάθημα 1 – Μάθημα 3)
Φιλοσοφία της Επιστήμης είναι ο κλάδος της φιλοσοφίας που έχει ως σκοπό την
κριτική ανάλυση της επιστήμης και το στοχασμό πάνω σ’ αυτή. Είναι ο κλάδος που
επιχειρεί να κατανοήσει τους σκοπούς και τις μεθόδους της επιστήμης παράλληλα με
τις αρχές, τις πρακτικές και τα επιτεύγματά της.
Είναι η οργανωμένη έκφραση μιας διαρκώς αυξανόμενης διάθεσης και συμπεριφοράς
μεταξύ των φιλοσόφων και των επιστημόνων να διασαφηνίσουν, να ενοποιήσουν
προγράμματα, μεθόδους και αποτελέσματα της φιλοσοφίας και της επιστήμης.
Αποτελεί την εξέταση θεμελιωδών εννοιών και προϋποθέσεων υπό το φως των
θετικών αποτελεσμάτων της επιστήμης, των αμφιβολιών, και την ενδελεχή κριτική
και ανάλυση της γλώσσας και της λογικής.
ΓΝΩΣΙΟΛΟΓΙΑ
Είναι ο κλάδος της φιλοσοφίας που ασχολείται με την ανθρώπινη γνώση:
Η εξέταση των ποικίλων ερωτημάτων : Α) Τι γνωρίζουμε; Β) Μπορούμε να
γνωρίσουμε την αλήθεια; Γ ) Πώς συγκροτούμε τη γνώση;
Η Γνωσιολογία στη νεωτερική αντίληψη είναι ότι φανταζόμαστε ένα υποκείμενο
(επιστήμονα – ερευνητή) αντιμέτωπο με τον κόσμο (εσωτερικό – εξωτερικό).
Κατόπιν το υποκείμενο για να κατανοήσει προβάλλει παραστάσεις και προσπαθεί να
δικαιολογήσει τις πεποιθήσεις του καταφεύγοντας στην εμπειρία ή στον λόγο.
ΓΝΩΣΙΟΘΕΩΡΙΑ
Θεωρία για τα ζητήματα γνώσης. Αντιμετωπίζει επιμέρους προβλήματα της γνώσης:
(ρόλος της εποπτείας των αισθητηριακών αντιλήψεων).
ΕΠΙΣΤΗΜΟΛΟΓΙΑ
Αποτελεί τμήμα της γνωσιολογίας και συγκροτείται γύρω από φιλοσοφικά
ερωτήματα που εγείρονται στο εσωτερικό της επιστήμης.
Η έννοια της αλήθειας διασφαλίζει την επικοινωνία μεταξύ θεωρίας και κόσμου.
Η αλήθεια: Α) είναι μια ιδιότητα των πεποιθήσεων μας αναφορικά με την ορθή
αναπαράσταση του κόσμου – Η έννοια της αλήθειας ως αντιστοίχισης με τον κόσμο.
Η αλήθεια μιας πρότασης ή πεποίθησης είναι συνάρτηση του νοήματος της και της
σχέσης της με τον κόσμο. Υπερβαίνει τα διαθέσιμα τεκμήρια και δεν ορίζεται με
βάση επιστημικές έννοιες και κατηγορίες. Β) Η αλήθεια ισοδυναμεί με μια έννοια
γνωσιακής ορθότητας, ότι η πεποίθηση ορθώς κατέχεται και δικαιολογείται από το
υποκείμενο που την κατέχει. (Επαληθευσιοκρατία)
ΡΕΑΛΙΣΜΟΣ
Η φιλοσοφική αντίληψη κατά την οποία οι οπαδοί του υποστηρίζουν ότι οι φυσικές
οντότητες (αντικείμενα) υπάρχουν ανεξάρτητα από το νου μας.
Υπάρχει ένας ανεξάρτητος και εν πολλοίς μη παρατηρήσιμος κόσμος τον οποίο η
επιστήμη προσπαθεί να περιγράψει και να διερευνήσει (Μετριοπαθής εκδοχή).
Ο κόσμος είναι ανεξάρτητος από την ανθρώπινη γνωστική δραστηριότητα αλλά η
επιστήμη μπορεί να φθάσει σε μια κατά το δυνατόν αξιόπιστη αναπαράστασή του
(Τολμηρή εκδοχή).
Η θέση περί της ανεξαρτησίας του κόσμου από τον νου είναι μια λογική ή
εννοιολογική θέση. Βεβαιώνει ότι αυτό που γνωρίζουμε είναι ανεξάρτητο – δεν
συγκροτείται λογικά ή εννοιολογικά – από τις σχετικές πεποιθήσεις, έννοιες και
γνωσιακές ικανότητές μας.
Άμεσος Ρεαλισμός: Όταν αντιλαμβανόμαστε άμεσα τα αντικείμενα του εξωτερικού
κόσμου.
Έμμεσος Ρεαλισμός: Όταν υπάρχει μια μορφή διαμεσολάβησης ανάμεσα στα
αντικείμενα και το υποκείμενο (δηλαδή ένα νοητικό αντικείμενο, παράσταση, ιδέα)
που βοηθά στην κατανόηση του αντικειμένου.
AΝΤΙ-ΡΕΑΛΙΣΜΟΣ
Η αλήθεια δεν υπερβαίνει τα εμπειρικά τεκμήρια. Δεν υπάρχει χάσμα ανάμεσα σε
μια κρίση στην οποία έχουμε φθάσει με ορθό τρόπο και στο να είναι αυτή αληθής. Η
βεβαιότητα ενός γεγονότος αποκτάται με τις συνθήκες βεβαιωσιμότητας (assertibility
conditions) και δεν θεωρείται ότι οι αισθητηριακές εμπειρίες είναι οι μόνοι
παράγοντες δια των οποίων μπορεί η βεβαιότητα να επιτευχθεί.
ΦΥΣΙΟΚΡΑΤΙΑ ή ΝΑΤΟΥΡΑΛΙΣΜΟΣ
Η φιλοσοφική αντίληψη κατά την οποία όλες οι οντότητες στων οποίων την ύπαρξη
δεσμευόμαστε συνδέονται κατάλληλα με φυσικές οντότητες. Ως γνωσιολογική θέση
υποστηρίζει ότι η γνώση είναι μια φυσική διαδικασία που πρέπει να αναλυθεί και να
μελετηθεί με βάση τις ευρύτερες ψυχολογικές και αιτιακές διαδικασίες που την
παράγουν. O νατουραλιστής δεν δέχεται κατ’ ανάγκην την αναγωγή όλων των
φυσικών φαινομένων σε φαινόμενα της φυσικής αλλά διατυπώνει την αντίληψη ότι
οτιδήποτε υπάρχει στον κόσμο υπάρχει στο χωροχρόνο και σχετίζεται με τις φυσικές
οντότητες – με την ευρεία έννοια του όρου natural.
ΔΟΜΙΣΜΟΣ: Θεωρείται μια ομάδα απόψεων που δίνουν προτεραιότητα στη δομή
έναντι του περιεχομένου. Όπου η δομή θεωρείται ως ένα σύστημα σχέσεων ή
εξισώσεων και το περιεχόμενο ως οι οντότητες που πραγματώνουν τη δομή.
ΔYIΣΜΟΣ (δύο είδη αρχών/ουσιών): res cogitans – res extensa. Καρτεσιανή εκδοχή.
ΕΠΙΦΑΙΝΟΜΕΝΑΛΙΣΜΟΣ
Είναι η θέση ότι παρόλο που κάθε νοητικό συμβάν προκαλείται αιτιακά από κάποιο
φυσικό συμβάν, τα νοητικά συμβάντα είναι μόνο επιφαινόμενα, δηλαδή είναι
συμβάντα που δεν έχουν τη δύναμη να προκαλέσουν κάποιο άλλο συμβάν. Είναι
αιτιακά αδρανή.
ΑΙΤΙΟΤΗΤΑ
Τα αντικείμενα, τα φαινόμενα και τα γεγονότα εμφανίζουν το χαρακτηριστικό της
μεταβολής. Τόσο οι μεταβολές στα γεγονότα όσο και η εμφάνιση ορισμένων που δεν
παρατηρήθηκαν προηγουμένως, προκύπτουν από άλλα γεγονότα.
Στην αιτιότητα όταν το A προκαλεί το Β ισχύουν οι περιπτώσεις:
• Υπάρχει ένας νόμος που συνδέει το Α με το Β.(Νομολογική παράμετρος)
• Αν το Α δεν είχε συμβεί τότε ούτε το Β θα είχε συμβεί.(Αντιγεγονοτική συνθ.)
• Η πιθανοκρατική εξάρτηση όπου η αιτία αυξάνει την πιθανότητα του
αποτελέσματος να συμβεί.
• Ένας μηχανισμός που συνδέει το Α με το Β.
• Κάτι μεταφέρεται από το Α στο Β. (Σ. Ψύλλος, Επιστήμη και Αλήθεια).
ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΟΤΗΤΑ
Κατά τον Καντ η αντικειμενικότητα συνδέεται με τον λόγο (a priori λογικές αρχές).
Η γνώση είναι αντικειμενική για εμάς γιατί το αντικειμενικό δεν είναι ανεξάρτητο
από τον λόγο. Είναι μια απόπειρα να συμφιλιωθούν οι οντολογικές αξιώσεις του
ρεαλισμού και οι γνωσιολογικές αξιώσεις του ιδεαλισμού.
Κατά τον Frege η αλήθεια είναι αντικειμενική. Αντικειμενικό είναι αυτό το οποίο
μπορούν να συλλάβουν περισσότερο από δύο έλλογα όντα, δηλαδή μια
διυποκειμενική κατάσταση. Ως αντικειμενικότητα θεωρείται η ανεξαρτησία από τις
εντυπώσεις, την εποπτεία και τη φαντασία, καθώς και από την κατασκευή νοητικών
εικόνων που προέρχονται από αναμνήσεις. Όχι όμως από ανεξαρτησία από τον λόγο.
H λογική κατανοείται (σύμφωνα με τον Αριστοτέλη και Φρέγκε) ως ένας τρόπος
καθορισμού των αναγκαίων συνεπειών μιας δήλωσης κι, επομένως ως ένας τρόπος
καθορισμού του αντικειμενικού της περιεχομένου.
ΚΡΙΣΕΙΣ
Οι κρίσεις δεν έχουν να κάνουν με σκέτες λέξεις αλλά είναι ο τρόπος (περιεχόμενα)
με τον οποίο συλλαμβάνουμε τα πράγματα, πώς τα θεωρούμε και πώς τα βλέπουμε.
Τούτη η νοητική διεργασία φέρνει σε επαφή έννοιες και βεβαιώνει ή αρνείται τις
σχέσεις των εννοιών με ή για τα πράγματα. Οι κρίσεις είναι συνδυασμοί εννοιών, οι
έννοιες πηγάζουν από τις κρίσεις και σε αυτές πρέπει να αναζητηθεί η διαδικασία
σχηματισμού των εννοιών. Η λογική ασχολείται με προτάσεις ή ισχυρισμούς που
αξιώνουν να είναι αληθείς – προτάσεις που εκφράζουν κρίσεις που αποτελούνται από
έννοιες οργανωμένες στην κρίση κατά συγκεκριμένο τρόπο (υποκείμενο –
κατηγόρημα).
ΛΟΓΙΚΗ
Η λογική από μόνη της δεν μπορεί να μας βοηθήσει να βρούμε την αλήθεια.
Χρειαζόμαστε επιστημονική έρευνα αλλά η Λογική από μόνη της διασφαλίζει δομικά
την ανθρώπινη σκέψη, μας υποδεικνύει πώς να συλλογιζόμαστε σωστά και να
κρίνουμε επιχειρήματα και πεποιθήσεις.
Η έννοια της πρότασης
Η λέξη sentence αναφέρεται στην πρόταση ως συντακτική οντότητα, η λέξη
statement ως πρόταση που έχει σημασία και η λέξη proposition αναφέρεται στο
νόημα ή στο συντακτικό περιεχόμενο της πρότασης.
Μια πρόταση έχει νόημα αν είναι αληθής ή ψευδής.
ΠΑΡΑΓΩΓΗ – ΕΠΑΓΩΓΗ
ΠΑΡΑΓΩΓΗ
ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΙΣΜΟΣ:
Η Νίκκι είναι ένα χάσκυ.
Σε όλα τα χάσκυ αρέσει να παίζουν στο χιόνι.
Άρα: Στη Νίκκι αρέσει να παίζει με το χιόνι.
(Η πληροφορία που δίνεται από τις προκείμενες παρέχει ισχυρή στήριξη στο
συμπέρασμα, παρ’ όλο που δεν το εγγυάται λογικά). Η ισχύς των επαγωγικών
συναγωγών μπορεί να αυξηθεί και να μειωθεί καθώς προστίθενται
προκείμενες.
Αναλυτικότερα:
• Το εξηγητέο πρέπει να είναι λογική συνέπεια του εξηγούντος.
• Στο εξηγούν πρέπει να περιέχεται τουλάχιστον ένας γενικός νόμος που θα
είναι απαραίτητος για τη συναγωγή του εξηγητέου.
• Το εξηγούν πρέπει να έχει εμπειρικό περιεχόμενο.
• Οι προτάσεις που συνιστούν το εξηγούν πρέπει να είναι αληθείς.
Φυσικός Νόμος είναι μια κανονικότητα που έχει ισχύ για όλο το σύμπαν.
(Κανένα σήμα δεν ταξιδεύει ταχύτερα από το φως.)
Αντιγεγονοτική (counterfactual) είναι μια πρόταση που η υπόθεσή της είναι ψευδής.
Ένα αντικείμενο είναι η αιτία ενός άλλου αντικειμένου, στην περίπτωση που εάν το
πρώτο αντικείμενο δεν υπήρχε, το δεύτερο δεν θα είχε υπάρξει ποτέ. Όταν λέμε ότι
ένα συμβάν γ προκάλεσε αιτιακά ένα συμβάν ε ισοδυναμεί με το ότι εάν το γ δεν είχε
συμβεί, τότε δεν θα είχε συμβεί το ε. (Δηλαδή όταν λέμε ότι ένα ατύχημα
προκλήθηκε από ένα απότομο φρενάρισμα στο ολισθηρό βρεγμένο οδόστρωμα
θεωρούμε ότι εάν ο οδηγός δεν είχε φρενάρει απότομα στον βρεγμένο δρόμο, δεν θα
είχε συμβεί το ατύχημα).
ΑΣΥΜΜΕΤΡΙΑ
Δεν υπάρχει αντικειμενικός τρόπος σύγκρισης δύο διαδοχικών και αντιτιθέμενων
θεωριών.
ΕΠΙΚΥΡΩΣΗ (confirmation)
Οι φιλόσοφοι που εργάζονται στα πλαίσια κάποιου προγράμματος ξεκινούν από ένα
σύνολο νοητικών εργαλείων και τεχνικών και τα χρησιμοποιούν ως μέσα για να
αναλύσουν τη φύση της επιστημονικής γνώσης.
Η επιστημονική έρευνα δεν διεξάγεται μόνο με τη συλλογή δεδομένων αλλά απαιτεί
κάποιο σύνολο παραδοχών σχετικά με το πώς συμπεριφέρεται η φύση. Πριν ο
φιλόσοφος αρχίσει την εξέταση της επιστημονικής γνώσης, χρησιμοποιεί παραδοχές
που αφορούν τη φύση της γνώσης και τους τρόπους με τους οποίους αυτή μπορεί να
αναλυθεί καλύτερα.
Πλάτων: Η ψυχή και ιδιαίτερα η νόηση είναι αιώνια και άφθαρτη και ικανή να
γνωρίσει τον κόσμο των Ιδεών – οι οποίες παριστάνουν την ουσία τον πραγμάτων, τη
μόνη πραγματικότητα. Είναι αιώνιες και αμετάβλητες. Το σώμα είναι φθαρτό και
χρησιμεύει ως όχημα της ψυχής. Μέσω του σώματος κατανοούμε μόνο τον ορατό
κόσμο των αισθήσεων που δεν είναι παρά το θολό είδωλο (απείκασμα) του αιώνιου
κόσμου των ιδεών.
Η γνώση είναι αληθής πίστη μετά λόγου (αποκτημένη με αξιόπιστο τρόπο), η οποία
επιτρέπει στον γνωρίζοντα να γνωρίζει ότι γνωρίζει.
Σχόλιο: H διάκριση ανάμεσα στο αληθές και το ψευδές δεν έχει χαραχτεί εκ των
προτέρων, αντιθέτως πρέπει να την χαράξει η επιστήμη με τη δραστηριότητά της όχι
πηγαίνοντας κατευθείαν στον τελικό προορισμό αλλά επανεξετάζοντας και
επαναπροσδιορίζοντας τα παλαιότερα αποτελέσματά της στο μέτρο που προχωρά.
O Πλάτων (Πολιτεία VI) διακρίνει τέσσερις βαθμίδες βεβαιότητας της γνώσης:
«νόησις, διάνοια, πίστις, εικασία». Η «παιδεία» ως περιαγωγή όλης της ψυχής
αποβλέπει στη μεταστροφή του ανθρώπου από το χώρο των αισθητών στην
κατεύθυνση του νοητού, προς την ιδέα του αγαθού.
O Πλάτων αντιμετωπίζει τη γνώση: 1) ως δυνάμει ενοποιημένο σύστημα και η
επιστήμη είναι η οργάνωση των δεδομένων σε μια συνεκτική εξήγηση του κόσμου.
2)Ως διαλεκτική: (συστηματική πρακτική των επιχειρημάτων) για την παραγωγή
γνώσης. 3) Ως οντολογία: δηλαδή αναζήτηση των βασικών ουσιών από τις οποίες
συνίσταται ο κόσμος. Οι τελικές οντότητες που συνιστούν τον κόσμο απαρτίζουν τη
θεωρία των Ιδεών. 4) Η επιστημονική γνώση αποτελεί αναζήτηση των αιτίων ή των
εξηγήσεων των πραγμάτων. Οι έννοιες της επιστήμης είναι συνυφασμένες με αυτήν
της εξήγησης.
Λόγος περί της Μεθόδου: Νους και ύλη είναι δύο μείζονες, αμοιβαία αποκλειστικές
και αμοιβαία εξαντλητικές κατηγορίες του σύμπαντος. Το ανθρώπινο ον είναι
σκεπτόμενη υπόσταση. Η ουσία του νου δεν είναι η νόηση αλλά η συνείδηση, η
επίγνωση των δικών μας σκέψεων και των αντικειμένων τους. Η ύλη είναι έκταση εν
κινήσει και η έκταση έχει τις γεωμετρικές ιδιότητες του σχήματος, του μεγέθους και
της διαιρετότητας. Το «υπάρχω» δεν μπορεί παρά να ισχύει όταν το σκέφτομαι, όμως
πρέπει να το σκέφτομαι ώστε να αμφιβάλλω γι’ αυτό. Άπαξ και το δω είναι
αναμφίβολο. Το εγώ συνάγεται άμεσα – ενορατικά. Είμαι σκεπτόμενο πράγμα που
αμφιβάλλει, κατανοεί, συλλαμβάνει, βεβαιώνει, διαψεύδει, βούλεται, αρνείται,
φαντάζεται και αισθάνεται. Η διάνοια παρέχει τις ιδέες που συνιστούν το
περιεχόμενο βάσει του οποίου εκφέρει κρίση η βούληση. Η βούληση είναι το κατ΄
εικόνα και το καθ΄ομοίωση του Θεού. Η αίσθηση και η φαντασία δεν νοούνται χωρίς
το σώμα και η φαντασία νοείται ως επισκόπηση εικόνων στον εγκέφαλο. Ο
Καρτέσιος διακρίνει ανάμεσα σε διαστάσεις, σχήματα και κινήσεις (γνήσιες
ποιότητες της ύλης) από τη μια και χρώματα, οσμές και γεύσεις (απλώς αισθήσεις
που ενυπάρχουν στον άνθρωπο).
David Hume (1711 – 1776)
To πρώτο του βιβλίο Treatise of Human Nature αναφέρεται σε δύο διαφορετικά είδη
που ονομάζονται ΕΝΤΥΠΩΣΕΙΣ και ΙΔΕΕΣ. Εντυπώσεις είναι τα αντικείμενα των
οποίων έχουμε άμεσα συναίσθηση όταν αντιλαμβανόμαστε ή ενδοσκοπούμε. Ιδέες
είναι τα αντικείμενα που συναισθανόμαστε σε όλες τις άλλες νοητικές
δραστηριότητες που δεν είναι αντίληψη ή ενδοσκόπηση όπως σκέψη, μνήμη,
φαντασία. Απλές ιδέες είναι αντίγραφα των εντυπώσεων που παραμένουν στο νου.
Σύνθετες ιδέες είναι ιδέες που δημιουργεί η φαντασία συνδυάζοντας απλές ιδέες.
• Κάθε γνώση διατυπώνεται με προτάσεις και η βασική μονάδα νοήματος είναι
ο όρος και ένας όρος έχει νόημα μόνο αν υπάρχει κάποια ιδέα στην οποία
αντιστοιχεί. Για να γνωρίσουμε τον όρο πρέπει να έχουμε την εμπειρία που
διαμόρφωσε τις αναγκαίες εντυπώσεις για τη δημιουργία της αντίστοιχης
στον όρο ιδέας. Τα όρια μιας γλώσσας με νόημα περιορίζονται από τα όρια
της δυνατής εμπειρίας.
• Κάθε πρόταση επί γεγονότων είναι ισοδύναμη με ένα σύνολο ισχυρισμών
σχετικά για το ποια είδη εντυπώσεων εμφανίζονται σε συνδυασμό με κάποια
άλλα. Ο μοναδικός κόσμος που είναι δυνατόν να γνωρίσουμε είναι ο κόσμος
των εντυπώσεων. Κάθε εντύπωση είναι οντολογικά διακριτή από
οποιαδήποτε άλλη.
• Κάθε καθολική πρόταση συνεπάγεται προβλέψεις για μελλοντικές εμπειρίες.
Αν όμως, δεν υπάρχει αναγκαία σύνδεση ανάμεσα στις εντυπώσεις που έχουν
εμφανιστεί μαζί κατά το παρελθόν, τότε τίποτα δεν μας εγγυάται ότι αυτές οι
εντυπώσεις θα εξακολουθούν να εμφανίζονται μαζί και στο μέλλον. Με την
υπόθεση της common sense ότι η επιβίωσή μας βασίζεται στην υπόθεση ότι
οι μελλοντικές εμπειρίες μας θα έχουν την ίδια μορφή με αυτή που είχαν στο
παρελθόν. Ο Η. δίνει ψυχολογική εξήγηση όμως η προσέγγιση αυτή δεν είναι
επαρκής για τους σκοπούς του φιλοσόφου της επιστήμης, αφού αυτός
ενδιαφέρεται να βρει την ορθολογική θεμελίωση της αποδοχής ενός
καθολικού επιστημονικού νόμου.
• Οι απλές ιδέες (παραστάσεις) είναι αντίγραφα των εντυπώσεων. Η
εγκυρότητα των παραστάσεων μας ελέγχεται μέσα από τη διερεύνηση των
πρωταρχικών δεδομένων στην άμεση αντίληψη(εντυπώσεις) που αποσκοπεί
στο να διαπιστώσει αν οι παραστάσεις αυτές αντλούν πράγματι το
περιεχόμενό τους από τα εν λόγω δεδομένα. Η σχέση της παράστασης προς
την εντύπωση δεν έχει μόνο ψυχολογικό χαρακτήρα αλλά και λογικό.
Η διερεύνηση της εγκυρότητας του υλικού της γνώσης έχει ως απώτερο στόχο της τη
διασάφηση των εννοιών (ιδεών) μας. Η εγκυρότητα των παραστάσεων συνίσταται
στην αναγωγή των άμεσων δεδομένων που είναι η εντύπωση. Η αναγωγή στην
εντύπωση κάνει σαφή την παράσταση ενώ ο γνωσιοθεωρητικός έλεγχος της ιδέας
αποσαφηνίζει τη σκέψη μας. Αναφορικά με την κριτική της γνώσης, οι εντυπώσεις
όχι μόνο είναι από τη φύση τους σαφείς αλλά επί πλέον ρίχνουν φως στις αντίστοιχες
σκοτεινές παραστάσεις.
Ο χώρος και ο χρόνος δεν αποτελούν ξεχωριστές αισθητηριακές αντιλήψεις, αλλά
συνίστανται στη διάταξη των αντιλήψεών μας. Οι παραστάσεις (ιδέες) του χώρου και
του χρόνου δεν ξεχωριστές παραστάσεις αλλά παραστάσεις του τρόπου με τον οποίο
υπάρχουν τα αντικείμενα. Τις έννοιες του χώρου και του χρόνου δεν μπορούμε να τις
κατανοήσουμε γιατί λείπει η δυνατότητα σχηματισμού μιας σαφούς παράστασης και
κατά συνέπεια και η δυνατότητα αναγωγής στην πρωταρχική εντύπωση.
Η γνώση κατά τον Ηume είναι ή a priori ή εμπειρική. Η πρώτη αναφέρεται στις
σχέσεις των ιδεών και τέτοια είναι η μαθηματική γνώση, ενώ η εμπειρική αναφέρεται
σε γεγονότα. Θεμέλιο της εμπειρικής γνώσης είναι η αισθητηριακή αντίληψη και η
μνήμη. Η σχέση αιτίου – αποτελέσματος δεν είναι σχέση λογικής συνεπαγωγής αφού
ο νους μπορεί να συλλάβει ένα αίτιο συνδεδεμένο με άλλα αποτελέσματα, χωρίς αυτό
να συνιστά αντίφαση.
Ο Ηume είδε σωστά ότι ο κάθε αιτιακός συμπερασμός αποτελεί υπέρβαση της
εμπειρίας γιατί προϋποθέτουμε εν προκειμένω ότι το μέλλον θα είναι όμοιο με το
παρελθόν , υπόθεση που δεν περιέχεται στην εμπειρία.
Αιτία είναι ένα αντικείμενο προηγούμενο ενός άλλου, γειτονικό με αυτό και τόσο
συνδεδεμένο με αυτό στη φαντασία, ώστε η ιδέα του ενός ωθεί τον νου να σχηματίσει
την ιδέα του άλλου, και η εντύπωση του ενός να σχηματίσει μια περισσότερο
ζωντανή ιδέα του άλλου.
Τέσσερα στοιχεία της αιτιότητας:
1. Ούτε η λογική ούτε η εμπειρία επιτρέπει να υποστηρίξουμε ότι το μέλλον θα
μοιάζει με το παρελθόν.
2. Η αιτία και το αποτέλεσμα πρέπει να είναι διακριτές υπάρξεις, που η καθεμιά
να μπορεί να συλληφθεί χωρίς την άλλη.
3. Η αιτιακή σχέση αναλύεται με όρους γειτνίασης, προτεραιότητας και
σταθερής σύνδεσης.
4. Το ότι κάθε έναρξη ύπαρξης έχει μια αιτία δεν αποτελεί αναγκαία αλήθεια.
Ο νους αντλεί όλα τα περιεχόμενα του από την εμπειρία, θα πρέπει κάθε παρά να
επιδέχεται αναγωγή σε μια εξωτερική ή εσωτερική εντύπωση. Στη συνείδησή μας
υπάρχει η παράσταση της αιτιότητας, η παράσταση δηλαδή ότι κάθε αποτέλεσμα
συνδέεται κατά τρόπο αναγκαίο με την αιτία του. Από πού όμως πηγάζει η
παράσταση και σε τι συνίσταται η αντικειμενική της εγκυρότητα;
Στην αισθητηριακή αντίληψη δε μας δίδεται κανένας δεσμός ανάμεσα στην αιτία και
το αποτέλεσμα που να προκαλεί τη σταθερή διαδοχή τους. Ίσως να προέρχεται μόνο
από τον ψυχικό μηχανισμό των παραστάσεων που βασίζεται στη συνήθεια. Η σοφία
της φύσης έρχεται να μας θεραπεύσει από την ασθένεια της σκεπτικής αμφιβολίας
απέναντι στο νου και τις αισθήσεις.
Βαθμίδες γνώσης.
1. Ενορατική γνώση: είναι η πιο βέβαιη και σαφής γνώση που μπορούμε εν γένει
να έχουμε. Είναι η βάση κάθε άλλης γνώσης και κατεξοχήν της αποδεικτικής
γνώσης.
2. Η αποδεικτική γνώση: Γνώση έμμεση της συμφωνίας ή ασυμφωνίας δύο
ιδεών.
3. Η γνώση της ύπαρξης εξωτερικών αντικειμένων στηρίζεται κατά τον Λοκ
στην αντίληψη ότι οι ιδέες των πραγμάτων που έχουμε στη συνείδησή μας
προέρχονται από εξωτερικά αντικείμενα.
Οι ιδέες ως αντικείμενα της νόησης υπάρχουν αποκλειστικά στη σφαίρα της
συνείδησης. Η ύπαρξη και η πραγματικότητα δεν μπορεί να είναι ιδέες, γιατί είναι
κάτι που υπερβαίνει τη συνείδηση. Την υλοποίηση των ιδεών, έτσι ώστε να μπορούμε
να μιλούμε για υπαρκτά πράγματα μέσα στη σφαίρα της συνείδησης αναλαμβάνει να
επιτελέσει η έννοια της ουσίας.
O κόσμος της εμπειρίας είναι εξ ολοκλήρου νοητικός, πρόκειται για έναν κόσμο
ιδεών. Οι απλές ιδέες που έχουμε μέσα μας δημιουργούνται από μηχανικές
διεργασίες των σωματιδίων του εξωτερικού κόσμου. Αυτά επιδρούν μηχανικά στο
σώμα μας το οποίο επίσης είναι ένα μηχανικό σύστημα και αυτό προκαλεί νοητικά
γεγονότα μέσα μας και βλέπουμε σώματα, μυρίζουμε οσμές, ακούμε ήχους,
ζεσταινόμαστε.
Τα εξωτερικά στοιχεία έχουν τις ιδιότητες: της κίνησης, της στερεότητας, του
σχήματος και του αριθμού, αυτές είναι πρωτογενείς ποιότητες.
Το πρόβλημα που τίθεται στον Λοκ και μένει άλυτο: Αν το μόνο που βιώνουμε είναι
οι ιδέες μας, όχι τα ίδια τα πράγματα, τότε πώς μπορούμε να έχουμε οποιαδήποτε
γνώση των πραγμάτων.
Η θεωρία της γλώσσας
Οι λέξεις έχουν νόημα επειδή συμβολίζουν ιδέες και οι γενικές λέξεις όπως είναι τα
είδη, αντιστοιχούν σε αφηρημένες γενικές ιδέες. Η ικανότητα του ανθρώπου να
σχηματίζει αφηρημένες γενικές ιδέες είναι αυτό που τον διαφοροποιεί από τα άλαλα
ζώα.
ΚΑΝΤ (1724-1804)
Σύμφωνα με τον Καντ η Λογική οφείλει να είναι τυπική (formal, μορφική) και οι
μορφές της ανθρώπινης σκέψης δεν είναι εμπειρικές. Η καθαρή λογική δεν διέπεται
από εμπειρικές αρχές – είναι μια a priori επιστήμη.
Αναλυτικές κρίσεις : Μια αναλυτική κρίση είναι αληθής επειδή το κατηγόρημά της
περιέχεται στην έννοια του υποκειμένου και χρησιμοποιεί έναν ανάδρομο
συλλογισμό από το συμπέρασμα στην προϋπόθεση του.
A priori: Ό,τι γίνεται γνωστό ή ό,τι σχηματίζεται ανεξάρτητα από οιανδήποτε
επιμέρους εμπειρία, μη εμπειρικό.
A posteriori: Ό,τι γίνεται γνωστό ή ό,τι σχηματίζεται βάσει της εμπειρίας, εμπειρικό.
Λόγος: Η νοητική δύναμη συναγωγής και άνευ όρων γενίκευσης, που παράγει ιδέες
και ιδεώδη.
Συνθετικές a priori κρίσεις: Είναι εκείνες όπου ένα υποκείμενο συντίθεται a priori
με ένα ανεξάρτητα δοσμένο κατηγόρημα. Οι κρίσεις αποτελούν τη σύνθεση
εποπτείας και κατηγοριών.
Εποπτεία: Άμεση και ενική αναπαράσταση ενός αντικειμένου. Μπορεί να είναι είτε
εμπειρική, είτε καθαρή, a priori.
Κατηγορίες: Οι δώδεκα καθαρές και πιο βασικές έννοιες της διάνοιας, μέσω των
οποίων οι κρίσεις είναι δυνατόν να εφαρμόζονται σε αντικείμενα και σύμφωνα με τις
οποίες δομούνται οι εμπειρικές έννοιες.
Κατάληψη (Apperception): Eνότητα της συνείδησης, ενότητα της αυτοσυνείδησης.
ΝΕΟΚΑΝΤΙΑΝΙΣΜΟΣ
Οι νεοκαντιανοί ήταν πρόθυμοι να δεχτούν ότι μια επιτυχής επιστημονική θεωρία
πρέπει να διατυπωθεί σε μια μηχανιστική και υλιστική βάση. Ωστόσο απέρριπταν
τον ισχυρισμό των φυσιοκρατών ότι η υλιστική οντολογία αληθεύει καθότι η
ανθρώπινη γνωσιακή δραστηριότητα δεν μπορεί να αναχθεί σε υλικές διαδικασίες.
Η υλιστική θέση αδυνατεί να παράσχει μια πλήρη εξήγηση της ανθρώπινης νόησης.
Σύμφωνα με τον Μαχ (Mach) οι επιστημονικές θεωρίες δεν είναι ποτέ εξηγητικές,
αποτελούν απλώς οικονομικά εργαλεία για να συνοψίσουν και να οργανώσουν την
εμπειρία. Οι λογικοί νόμοι είναι και αυτοί φυσικοί νόμοι, καθότι και εμείς
αποτελούμε μέρος της φύσης.
Οι λογικοί θετικιστές κατηγόρησαν τον Μach για υποβάθμιση του ρόλου των
μαθηματικών και της λογικής στην οικοδόμηση της επιστήμης.
RUSSELL
Ξεκινά από τη βεβαιότητα των αισθητηριακών δεδομένων του υποκειμένου τα οποία
αποτελούν θεμέλιο για την εξέταση του αντικειμενικού κόσμου που διέπεται από
τους νόμους της φυσικής.
Χρησιμοποιεί τη λογική ανάλυση ως σημαντική επιστημονική μέθοδο και το
φιλοσοφικό πρόβλημα εντοπίζεται στη σύνδεση των αισθητηριακών δεδομένων του
υποκειμένου (ψυχολογία) με τη γνώση του εξωτερικού κόσμου(φυσική). Γεφυρώνει
τα αισθητηριακά δεδομένα με τον κόσμο της φυσικής χρησιμοποιώντας τη λογική.
Με τη λογική κατασκευάζει μια παράσταση – ένα μοντέλο του πραγματικού κόσμου.
Σημειώσεις 2ης θεματικής ενότητας (Μάθημα 4 – Μάθημα 6)
ΛΟΓΙΚΟΣ ΘΕΤΙΚΙΣΜΟΣ
Οι γενικοί νόμοι μιας επιστημονικής θεωρίας αποτελούν τα αξιώματά της, μια ομάδα
θεωρητικών προτάσεων. Οι γενικοί νόμοι έχουν γνωσιακή σημασία μέσω της
επαλήθευσης. Η εμπειρία ελέγχει την αλήθεια μιας επιστημονικής θεωρίας.
Αντίθετα, οι βασικές έννοιες και τα θεμέλια των ειδικών επιστημών αφορούν χώρο,
χρόνο, αιτιότητα, ντετερμινισμό, είναι ζήτημα της λογικής να τα αναλύσει, η λογική
ανάλυση των εννοιών, των προτάσεων, αποδείξεων, υποθέσεων, θεωριών της
επιστήμης είναι έργο της γνωσιοθεωρίας, δηλαδή της φιλοσοφίας. Δηλαδή
προτάσεις όπως: «έπεται η πρόταση S2 από την S1 μόνο με τη λογική ή βάσει ενός
φυσικού νόμου; Συμβιβάζονται δύο θεωρίες ή όχι, εμπεριέχει η μία την άλλη, ή την
ξεπερνά. Ή ακόμη είναι η πρόταση για την σταθερότητα της ταχύτητας του φωτός
στην θεωρία της σχετικότητας ένας ορισμός ή πρόταση που αναφέρεται σε γεγονότα.
H φιλοσοφία είναι λογική της επιστήμης και η λογική της επιστήμης είναι σύνταξη
της επιστημονικής γλώσσας.
Η λειτουργία της Λογικής στον Λογικό Θετικισμό
Αναδομείται το περιεχόμενο της παραδοσιακής λογικής, οι προτάσεις των
μαθηματικών δεν εντάσσονται στο σχήμα κρίσεως υποκείμενο – συνδετικό –
κατηγόρημα γιατί εκφράζουν σχέσεις οι οποίες μπορούν να συμβολισθούν με
τυπικούς όρους. Η επιστημονική ορθολογικότητα προσεγγίζει την ακρίβεια της
τυπικής λογικής και εξαρτάται από τη διαδικασία της λογικής παραγωγής. Καθότι
τα θεωρήματα των μαθηματικών δεν βασίζονται στην εμπειρία αλλά ισχύουν εντελώς
ανεξάρτητα, το ίδιο και η λογική δεν μπορεί να εξαχθεί από την εμπειρία. Ισχύει a
priori, δεν περιέχει γνώσεις, δεν δίνει τους βασικούς νόμους του είναι αλλά θέτει τις
βάσεις της διάταξης των σκέψεων. Οι λογικές σχέσεις στη σκέψη δεν είναι
πραγματικές αλλά συνόψεις στη σκέψη – είναι καθαρά τυπικές (δηλαδή
διαπιστώνονται ανεξάρτητα από τη συγκεκριμένη κατάσταση πραγμάτων). Οι
προτάσεις της λογικής και των μαθηματικών δεν εκλαμβάνονται ως γνώσεις της
πραγματικότητας αλλά ως τρόποι μετασχηματισμού συμβόλων στο πλαίσιο
διατάξεων του συμβολισμού. Η λογική και τα μαθηματικά αποτελούνται μόνο από
συμβατικούς καθορισμούς που αφορούν τη χρήση σημείων, δεν κατονομάζουν
αντικείμενα αλλά διατυπώνουν συμβολικά τους καθορισμούς τους. Τα μαθηματικά
ασχολούνται μόνο με τον τρόπο του : πώς να μιλούμε για τα αντικείμενα – άρα μόνο
με τη γλώσσα. Η ανεξάρτητη ισχύς της λογικής εξηγείται από το γεγονός ότι δεν
περιέχει τους βασικούς νόμους του κόσμου αλλά της σκέψης πάνω στον κόσμο.
Κατά τον Κάρναπ μπορεί η λογική και τα μαθηματικά να μην ασχολούνται με τα
γεγονότα της πραγματικότητας – κάτι όμως σημαίνουν. Τα σημεία τους έχουν
σημασία – κάτι κατονομάζουν: Το 3 κατονομάζει περιληπτικά το 1+1+1=3
Κριτική :
Ο καθορισμός του νοήματος μέσω της επαλήθευσης υπέστη γρήγορα διαρκή κριτική.
Από ορισμένους αναδεικνύεται η στενότητα της έννοιάς της και ο περιορισμός της
μόνο σε προτάσεις που αναφέρονται σε εμπειρικά γεγονότα. Ο στενός ορισμός
δηλώνει ότι θα ήταν κενές νοήματος και προτάσεις που δύσκολα θα τους
αρνούμασταν νόημα. Το νόημα δεν είναι απόλυτα καθορισμένο αλλά πάντοτε
σχετικά με ένα σημαντικό και συντακτικό σύστημα. Γιατί δεν υπάρχει μόνο μια
μοναδική γλώσσα αλλά μια ποικιλότητα δυνατών γλωσσών ανάλογα με τους
εκάστοτε διαφορετικούς σημαντικούς και συντακτικούς κανόνες. Όλα αυτά, όμως,
στο πλαίσιο του εμπειρισμού, οπότε κάθε δήλωση μεταφυσική είναι ψευδοπρόταση
και κενή περιεχομένου, αν δεν έχει εμπειρικά χαρακτηριστικά.
Ο ΕΜΠΕΙΡΙΣΜΌΣ
Η σημασία μιας λέξης αποδίδεται με τη βοήθεια λέξεων(σημείων), η σημασία των
οποίων είναι προκαθορισμένη. Για να αποφύγουμε όμως να είναι η σημασία υπόθεση
απλών λέξεων πρέπει να συνδέσουμε τις λέξεις με κάτι άλλο από τις ίδιες – δηλαδή
την αντιστοιχία σημαινομένου – σημείου με την άμεση επίδειξη του
σημαινομένου,(πράγμα, συμβάν, κατάσταση) με ΔΕΙΚΤΙΚΟ ΟΡΙΣΜΟ. Όμως
μπορούμε να δείξουμε μόνο οτιδήποτε είναι άμεσα μπροστά μας. Αν δεν είναι
αισθητό πρέπει να είναι βιωματικά δοσμένο (υποκειμενικό περιεχόμενο). Υπάρχει
όμως και η σημασία η διυποκειμενική που κατονομάζει τη δομή του βιωματικά
δεδομένου. Οι ονομασίες βασίζονται στην επίδειξη του σημαινομένου και όλες οι
νοητικές σημασίες ανασυγκροτούνται βάσει βιωματικών δεδομένων.
Σύμφωνα με τον Κάρναπ η συγκρότηση μιας έννοιας σημαίνει τη διατύπωση ενός
γενικού κανόνα όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο όλες οι προτάσεις που περιέχουν
αυτή την έννοια, μπορούν να αντικατασταθούν από προτάσεις με άλλες έννοιες. Ό,τι
βιώνουμε είναι ολότητες : αντιλήψεις, σκέψεις, συναισθήματα, επιδιώξεις, διαθέσεις
συνυφασμένες ως ενιαίο όλο. Πρωτογενής είναι η βιωματική ροή, δηλαδή μέλη
αλληλοδιαπλεκόμενων σχέσεων χωρίς ιδιότητες που αλλάζουν συνέχεια. Η ανάλυση
ζητά το μέρος σε κάτι σύνθετο – τη διάλυσή του σε στοιχεία. Δηλαδή την εύρεση
των ποιοτικών τους στοιχείων με αφετηρία τη συγκρότηση τους σε έννοιες. Τα
οπτικά ή ακουστικά αισθήματα δεν είναι συστατικά της βιωματικής ροής, παρά
ξεχωρίζονται από αυτή με τη βοήθεια της συσχέτισης και της σύγκρισης.
Η εννοιολογική δόμηση δεν αρχίζει όπως σε άλλες περιπτώσεις τόσο στην ψυχολογία
όσο και στη γνωσιολογία από το ειδικότερο: τα αισθήματα και από εκεί στο πιο
γενικό δηλαδή στις ποιότητες ως τάξεις αισθημάτων αλλά από τις γενικές τάξεις στις
ειδικότερες Το σπουδαιότερο πράγμα που είναι συγχρόνως απτό και ορατό είναι το
ΣΩΜΑ μου. Το σώμα αποκτά συνεκτική επιφάνεια μόνο μετά την απόδοση απτών
ποιοτήτων δίπλα στην απόδοση ορατών ποιοτήτων (σημείων χρώματος). Μόνο βάσει
της εννοιολογικής συγκρότησης του σώματος μπορούν να συγκροτηθούν πλήρως
εξειδικεύσεις των περιοχών αίσθησης και βάσει αυτών, τα πράγματα του αισθητού
κόσμου. Ως μέρη του σώματος μπορούν να χαρακτηρισθούν με συγκροτητική έννοια
τα αισθητικά όργανα και έτσι οι υπόλοιπες αισθήσεις (ακοή, οσμή, γεύση).
ΕΠΑΛΗΘΕΥΣΙΟΚΡΑΤΙΑ – ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
Απλές, Σύνθετες: Συναρτήσεις αλήθειας.
Οι απλές αναφέρονται σε βιώματα. Οι σύνθετες προτάσεις είναι συναρτήσεις
αλήθειας των στοιχειωδών(απλών) προτάσεων.
Οι ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟΥ περιγράφουν τα πιο απλά γεγονότα που μπορούν
να γίνουν γνωστά, ώστε να μην περιέχουν προτάσεις που προέρχονται από
επεξεργασία. Κατονομάζουν τα άμεσα περιεχόμενα των βιωμάτων- κυρίως
πρωτόκολλα αντιλήψεων. Είναι προτάσεις που δεν χρειάζονται επαλήθευση,
χρησιμεύουν ως βάση για τις υπόλοιπες προτάσεις της επιστήμης. Οι Carnap και
Neurath δεν συμμερίσθηκαν αυτή την άποψη και θεώρησαν ότι δεν έχουν το
προβάδισμα σε σχέση με άλλες προτάσεις: Δεν υπάρχουν απόλυτες προτάσεις για τη
δόμηση της επιστήμης.
Η επαλήθευση συντελείται μέσω της συμφωνίας μιας προβλεπόμενης εμπράγματης
κατάστασης με μια παρατηρούμενη.
Για τον Schlick, ένας φυσικός νόμος παριστάνει μόνο ένα σχήμα προτάσεων, μια
«συνάρτηση προτάσεων» και κάτι τέτοιο δεν σημαίνει κάτι το πραγματικό. Περιέχει
μόνο ένα μεθοδολογικό κανόνα. Χρησιμεύει για να σχηματίζουμε για να
σχηματίζουμε ορισμένες προτάσεις με την εισαγωγή συγκεκριμένων δεδομένων.
Μόνον αυτές μπορούν να επαληθευτούν.
ΔΙΑΨΕΥΣΙΜΟΤΗΤΑ
Μια θεωρία θα μπορούσε να είναι επαληθεύσιμη στο βαθμό που κανένα στοιχείο της
πραγματικότητας δεν θα μπορούσε να την αναιρέσει. Τούτο κατά τον Popper είναι
μεταφυσικό καθότι η πραγματικότητα δεν μας είναι ποτέ γνωστή στο σύνολό της. Γι’
αυτό εισάγει την αντίληψη περί διαψευσιμότητας των επιστημονικών θεωριών.
Ο Popper αναφέρει ότι η επιστημονική γνώση δεν βασίζεται σε προτάσεις
πρωτοκόλλου για βιώματα, δεν μπορεί να αναχθεί σ’ αυτές, ούτε αυτές αποτελούν το
αυθεντικό νόημά της. Κάθε επιστημονική πρόταση ξεπερνά κατά πολύ ό,τι
γνωρίζουμε ασφαλώς βάσει άμεσων βιωμάτων. Γιατί οι καθολικές έννοιες που
χρησιμοποιεί η επιστήμη, δεν μπορούν να ορισθούν βάσει ατομικών εννοιών και
καθορίζονται μόνο με τη χρήση της γλώσσας. Όλες οι επιστημονικές προτάσεις είναι
συλλήβδην υποθέσεις. Οι προτάσεις αντίληψης δεν καταλαμβάνουν προνομιακή
θέση. Ο Popper χρησιμοποιεί τις «προτάσεις βάσης» που είναι διαφορετικές από τις
προτάσεις πρωτοκόλλου: Η ισχύς των προτάσεων ελέγχεται διυποκειμενικά με
παρατήρηση: Το συμβάν πρέπει να είναι παρατηρήσιμο. Η παρατηρησιμότητα είναι
διαφορετική από τη παρατήρηση, δεν είναι ψυχολογική έννοια αλλά γνωσιολογική.
Οι προτάσεις βάσης δεν εκφράζουν τίποτε το πραγματικά βιωμένο. Είναι νοητές
διαπιστώσεις γεγονότων που εξάγονται από μια υπόθεση. Αυτό υποδηλώνει και
ελεγξιμότητα. Ενώ οι προτάσεις ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟΥ ως προτάσεις αντίληψης δεν
ελέγχονται εύκολα. Ένα μέρος ελέγχου για τις προτάσεις βάσης αποτελούν και τα
βιώματα. Οι επαληθευτικές προτάσεις πρέπει να είναι προτάσεις παρατήρησης ή να
ανάγονται σ’ αυτές και θεωρούνται έγκυρες όσο δεν υπάρχει λόγος αμφισβήτησή
τους. Τέτοιος λόγος υπάρχει όταν έρχονται αντιμέτωπες με αναγνωρισμένες
προτάσεις. Η ισχύς των εμπειρικών προτάσεων δεν βασίζεται στην επαγωγή αλλά
στην εκ των υστέρων επαλήθευση των πειραματικά διατυπωμένων υποθέσεων, με
λογικούς όρους. Κατά τον Πόπερ υπάρχει ασυμμετρία μεταξύ της δυνατότητας
επαλήθευσης και διάψευσης: δεν υπάρχει πλήρης δυνατότητα επαλήθευσης αλλά
υπάρχει πλήρης δυνατότητα διάψευσης και έτσι για το ζήτημα της ισχύος μιας
πρότασης, αποφαινόμαστε εν μέρει – υπό προϋποθέσεις. Μπορούμε να ξεφύγουμε
από την αντίφαση μεταξύ καθολικής και ενικής πρότασης εισάγοντας βοηθητικές
υποθέσεις. Μπορούμε να επιβεβαιώσουμε ή να αναιρέσουμε μόνο ένα ολόκληρο
σύστημα από προτάσεις, όμως μια νέα υπόθεση μόνο εάν το υπόλοιπο μέρος του
συστήματος θεωρείται σίγουρο και σταθερό.
Κριτική:
1.Το νόημα μιας πρότασης υπάρχει ανεξάρτητα από τη δυνατότητα επαλήθευσής της,
αρκεί οι εκφράσεις σ’ αυτή να είναι γνωστές και η σύνταξη ορθή. Μόνο οι
μεμονωμένες προτάσεις που έπονται από μια καθολική πρόταση πρέπει να είναι
επαληθεύσιμες, όχι όμως το σύνολό τους. Ο Κάρναπ αναφέρεται σε διαδοχικά
επίπεδα γλώσσας από την απλούστερη ως την πολυπλοκότερη όπου σχηματίζονται
προτάσεις προοδευτικής (διαβαθμισμένης) γενικότητας. Η αξία της σκέψης του
Κάρναπ συνίσταται στο ότι βλέπουμε πώς προσδιορίζεται η δόμηση μιας γλώσσας με
αυθαίρετους καθορισμούς. Η επιστήμη χρησιμοποιεί ευρύτατα φυσικούς νόμους
(προτάσεις απεριόριστης γενικότητας) και τις χρησιμοποιεί σε συσχετισμό με
στοιχειώδεις προτάσεις, δηλαδή ως γνήσιες προτάσεις στις συνεπαγωγές ή διαζεύξεις
και όχι ως συντακτικούς κανόνες.
2. Η επαλήθευση απεριόριστων καθολικών προτάσεων μπορεί να γίνει μόνο με τον
έλεγχο ενικών προτάσεων, που έπονται από αυτές με τη βοήθεια άλλων προτάσεων,
όσον αφορά τη συμφωνία τους με ήδη αναγνωρισμένες προτάσεις και τελικά με
βιωματικές προτάσεις. Αν ο έλεγχος αποβεί θετικός (δεν υπάρξει αντίφαση) τότε η
καθολική πρόταση έχει επαληθευτεί.
ΠΙΘΑΝΟΤΗΤΑ
Οι εμπειρικές προτάσεις χαρακτηρίζονται ως πιθανές που σημαίνει ότι η πιθανότητα
των προτάσεων δηλώνει τη σχετική συχνότητα της αλήθειας μιας πρότασης στις
επιμέρους περιπτώσεις ελέγχου της για το αν είναι ψευδής. Η πιθανότητα αναφέρεται
στην πρόταση στην οποία βάσει άλλων προτάσεων προκαθορίζεται ότι το γεγονός
συμβαίνει. Αυτός ο προσδιορισμός της πιθανότητας εκτιμά όσο πρέπει το γεγονός,
ότι η πιθανότητα χρησιμοποιείται εκεί όπου οι όροι ενός γεγονότος είναι γνωστοί ή
λαμβάνονται υπ’ όψη μόνο εν μέρει και όχι λεπτομερώς, ώστε να μην αρκούν για μια
πλήρη, εξατομικευμένη πρόταση. Για την επιτυχία μιας εκτίμησης πιθανότητας δεν
αρκεί μια καλή συμφωνία με τις προτάσεις βάσης, παρά απαιτείται άριστη συμφωνία
στο πλαίσιο της εφικτής ακρίβειας των μετρήσεων. Με αυτό τον τρόπο οι υποθέσεις
πιθανότητας μπορούν να χρησιμοποιηθούν όπως και οι άλλες υποθέσεις.
ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ
Για τον κύκλο της Βιέννης η φιλοσοφία πρέπει να είναι επιστημονικότερη – εξετάζει
τη λογική σύνταξη της επιστημονικής γλώσσας. Υπάρχουν δύο τομείς: 1) τα
αντικείμενα, οι σχέσεις και οι ιδιότητες τους και 2) οι παραστάσεις τους με τις
οποίες ασχολείται η γλώσσα και η λογική. Με τα αντικείμενα ασχολούνται οι ειδικές
επιστήμες. Αντικείμενο της φιλοσοφίας είναι οι έννοιες, οι προτάσεις και οι θεωρίες
της επιστήμης. Είναι η λογική ανάλυση των ειδικών επιστημών. Ο Κάρναπ θεώρησε
ότι η λογική δεν είναι μόνο υπόθεση της σύνταξης αλλά της σημασιολογίας –
γνωσιολογική εξέταση των επιστημών.
Η ουσία του κινήματος ήταν η επιστημονικότητα της φιλοσοφίας, η διαμόρφωση της
μεθόδου και η αναμόρφωση της λογικής.
Το κύριο πρόβλημα της παλαιότερης φιλοσοφίας για την αντίληψη του ενιαίου
κόσμου τώρα αντιμετωπίζεται ως πρόβλημα ενός ενιαίου συστήματος της
επιστημονικής γνώσης. Γνώση βάσει της λογικής ανάλυσης της γλώσσας, βασισμένη
στον καταδεικτικό ορισμό και στην απεικονιστικότητα.
Οριοθέτηση εμπειρικών ζητημάτων, αποσαφήνιση εννοιών, θεωρία νοήματος και
επαναπροσδιορισμός φιλοσοφικών προτάσεων ή ψευδοπροτάσεων με επιστημονικό
τρόπο.
• Εξήγηση της ουσίας της λογικής – σχέση λογικής με γλώσσα.
• Εξάλειψη της ασάφειας με την αναζήτηση καθαρότητας, σαφήνειας και
συνέπειας στη φιλοσοφία.
• Άρνηση της υποκειμενικότητας, του προσωπικού βιώματος που
χαρακτηρίζονται ως ψυχολογιστικές προσεγγίσεις.(ψυχολογισμός)
• Η αληθής γνώση ορίζεται ως γενίκευση πεποιθήσεων μέσω επαγωγικής
διαδικασίας.
Ο Quine θεωρεί ότι η διάκριση μεταξύ αναλυτικών και συνθετικών προτάσεων είναι
αβάσιμη. Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε σε τι συνίσταται ο αναλυτικός χαρακτήρας
της πρότασης. Για τον καθορισμό της αναλυτικότητας χρειαζόμαστε τη συνωνυμία
της σημασίας και αυτή έχει πάλι την αναλυτικότητα ως κριτήριο. Αντίθετα ο Κάρναπ
αναφέρει ότι μπορούμε να προσδιορίσουμε καθαρά την αναλυτικότητα. Είναι
απαραίτητη η διάκριση μεταξύ προτάσεων που από καθαρά λογική άποψη είναι
αληθείς βάσει ορισμών ή κανόνων κατονομασίας/ καταδεικτικού ορισμού, από αυτές
που είναι αληθείς βάσει γεγονότων.
Η επόμενη κριτική αναφέρεται στην επαληθευσιμότητα του νοήματος, ότι αποτελεί
λάθος το γεγονός της αποκλειστικής αναγωγής στα αισθητηριακά δεδομένα. Μόνο
που εκεί και ο Carnap και ο Reichenbach ήταν μετριοπαθείς. Πλήρης
επαληθευσιμότητα γι’ αυτούς δεν υπάρχει, γιατί όλες οι περιπτώσεις δεν μπορούν να
ελεγχθούν, μπορούν μόνο να γίνουν πιθανές όταν δοκιμάζονται (επιβεβαιώνονται από
μεμονωμένες παρατηρήσεις). Επίσης εισήγαγαν το επαγωγικό συμπέρασμα το οποίο
συνίσταται στο να γίνει μια αληθής πρόβλεψη ή να διατυπωθεί μια γενική πρόταση
βάσει ενός αριθμού παρατηρήσεων. Δηλαδή αν σε μια ακολουθία παρατηρημένων
περιπτώσεων μια ορισμένη τάξη παρουσιάζεται με μια μέση συχνότητα, τότε
μπορούμε να υποθέσουμε ότι και οι επόμενες νέες περιπτώσεις θα παρουσιασθούν με
την ίδια συχνότητα σε συνδυασμό και με την πιθανότητα. Η επαγωγή δεν είναι ούτε
αναλυτική ούτε συνθετική αλλά ένας λειτουργικός κανόνας – μια υποθετική
προστακτική.
ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΕΣ ΑΛΛΑΓΕΣ
• Αλλαγή τρόπων που αλληλεπιδρούμε στο φυσικό περιβάλλον μας.
• Αλλαγή τρόπων σκέψης
• Παράγοντες που καθορίζουν την επιστημονική αλλαγή (κοινωνικοί, ιστορικοί,
πολιτισμικοί, θεσμικοί)
• Συνέχεια ή ασυνέχεια στην επιστημονική γνώση; Σχέση παράδοσης –
καινοτομίας.
• Οι θεωρίες γίνονται αποδεκτές λόγω υπερχρονικής αντικειμενικότητας ή
συνιστούν χρηστικές ανθρώπινες κατασκευές
• Οι συγκροτησιακές προϋποθέσεις των πλαισίων ζωής των ανθρώπων
διαμορφώνουν και τις γνωσιακές προσεγγίσεις σε θεμελιώδη ζητήματα.
• Ο γνωσιακός μας εξοπλισμός συνιστά μια εξελισσόμενη κατασκευή που
μετασχηματίζεται.
• Η δυνατότητα του ανθρώπου να σχηματίζει νοητικές παραστάσεις σε σχέση
με τη φύση.
• Η επιστημονική αλλαγή είναι η πορεία της σταδιακής ενσωμάτωσης
προγενέστερων επιτυχημένων θεωριών στις μελλοντικές.
Η «ΝΕΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ»
Μια νέα θεωρία αποτελεί σύνθεση απόψεων, δεδομένων, υποθέσεων από έναν
ευρύτερο χώρο, ο οποίος απαρτίζεται όχι μόνον από τον φιλοσοφικό και τον
επιστημονικό προβληματισμό αλλά από το σύνολο γνώσεων, της πρακτικής και της
θεωρίας, που συνθέτουν ένα δίκτυο της περιόδου και του τόπου όπου εμφανίζεται η
νέα θεωρία.
Μια νέα θεωρία περιλαμβάνει α) τις νέες διατυπώσεις που καθορίζονται κοινωνικά
και ιστορικά εφ’ όσον εστιάζονται στα ιδιαίτερα προβλήματα που αφορούν τη γνώση
αντικειμένων ή φαινομένων, β) περιλαμβάνει στοιχεία άλλων θεωρητικών δομών τα
οποία ενσωματώνονται ανέπαφα στο πλαίσιο της διαδικασίας που προτείνει το νέο
σχήμα για την επίλυση του προβλήματος.
Ένας από τους στόχους της επιστήμης είναι να προβλέπει την πορεία των φαινομένων
και αν υπάρχουν περιορισμοί της γνώσης υπάρχουν και αντίστοιχα περιορισμοί στην
αξιοπιστία της πρόβλεψης.
Ένας θεωρητικός όρος αποκτά το νόημά τους από ολόκληρο το σώμα των
επιστημονικών πεποιθήσεων στο οποίο βρίσκεται ενσωματωμένος. Αν αλλάξουν οι
πεποιθήσεις σχετικά με μια συλλογή προτάσεων τότε αλλάζει και το νόημα των όρων
που περιέχονται στις προτάσεις.
Κατά τον Wilfrid Sellars στον «μύθο του δεδομένου», η εμπειρία δεν περιορίζεται
στην επικράτεια της αιτίας ως εξωγλωσσικό και μη εννοιακό αίτιο, δηλαδή ως απλή
πηγή των γνώσεών μας. Η εμπειρία είναι πάντοτε εμποτισμένη γλωσσικά/ γλωσσικά
προσδιορισμένη ως «καλώς νοούμενη», δηλαδή πάντοτε εννοιολογημένη. Ο Sellars
διακρίνει την προεπιστημονική από την επιστημονική εικόνα και δέχεται τη συνέχειά
τους υπό μορφή εξελικτικής διαδικασίας.
THOMAS KUHN
Επανάσταση – Κρίση
• Ορισμένες φορές η κανονική επιστήμη καταφέρνει να χειραγωγήσει το
πρόβλημα που προκαλεί την κρίση και να το αφομοιώσει.
• Σε άλλες περιπτώσεις το πρόβλημα αναγνωρίζεται αλλά τίθεται στο περιθώριο
για να επιλυθεί μελλοντικά.
• Μια περίοδος κρίσης λήγει με την ανάδυση ενός νέου υποψηφίου
παραδείγματος.
Η επιστημονική επανάσταση ανατρέπει τους θεσμούς του παλαιότερου
Παραδείγματος (αξιώματα, νόμους, οντολογικές παραδοχές, προβλήματα, μεθόδους,
κριτήρια, σκοπούς) και τους αντικαθιστά με νέους που απαρτίζουν ένα νέο
παράδειγμα.
Η πορεία της επιστήμης είναι ασυνεχής και όχι σωρευτική.
O Kuhn θεωρεί ότι η αλήθεια ή το ψεύδος έχουν νόημα μόνον εντός ενός
Παραδείγματος. Η απόρριψη ενός Παραδείγματος σημαίνει αυτόματα την αποδοχή
ενός νέου.
Πρόοδος: Δεν έχει νόημα να ομιλούμε περί επιστημονικής προόδου όταν
αντιλαμβανόμαστε την επιστήμη μόνο ως μηχανισμό που επιδιορθώνει τις δικές του
ατελείς υποθέσεις και κατασκευές.
Η επιστημονική εξέλιξη είναι μια υπόθεση εσωτερική της επιστημονικής κοινότητας.
Ο Κουν επιτυγχάνει να δείξει τα όρια της προόδου. Η πρόοδος δεν είναι τελεολογική,
ούτε εξω-Παραδειγματική και συνδέεται πάντα με την πρακτική μιας επιστημονικής
κοινότητας.
Ασυμμετρία Αντίληψης: Εκείνο που αλλάζει δεν είναι η ερμηνεία των επιστημόνων
για τα φαινόμενα αλλά η αντιληπτική ικανότητα των επιστημόνων.
Εμπειρισμός: Θεμέλιο της ανθρώπινης γνώσης είναι οι εντυπώσεις οι οποίες
προσλαμβάνονται από τον εξωτερικό κόσμο και αποτυπώνονται στον ανθρώπινο νου.
Η παρατηρησιακή γλώσσα συνιστά την εννοιολογική συγκρότηση. Για τον Κουν η
εμπειρία και τα δεδομένα των αισθήσεων είναι προϊόντα νόησης.
PAUL FEYERABEND
Υποστηρίζει ότι η γνώση δεν είναι μια σειρά θεωριών που έχουν εσωτερική συνέπεια
και που συγκλίνουν προς μια ιδανική άποψη. Δεν είναι μια σταδιακή προσέγγιση της
αλήθειας. Είναι, μάλλον, ένας αυξανόμενος ωκεανός ασυμβίβαστων, ασύμμετρων
εναλλακτικών επιλογών, όπου κάθε ξεχωριστή θεωρία, κάθε παραμύθι, κάθε μύθος
που αποτελεί μέρος αυτής της συλλογής, ωθεί τα άλλα μέρη σε ακριβέστερες
διατυπώσεις με αποτέλεσμα όλα τα μέλη να συμβάλουν, μέσω αυτής της διαδικασίας
του συναγωνισμού στην ανάπτυξη της συνείδησής μας.
Μια ιστορική επιστημολογία είναι παράθεση της γνώσης που προέρχεται άμεσα από
την κίνηση της ίδιας της ζωής χωρίς να διαχωρίζει με αφηρημένους όρους τα
γεγονότα, τις αξίες, τα φαινόμενα και τις ερμηνείες τους που είναι παρόντες στο
επίπεδο της εκδήλωσής τους. Είναι μια ζώσα ιστορία που ενδιαφέρεται για την
παραγωγή αληθειών που αναδεικνύει και κατανοεί την αναγκαιότητα για παλινωδίες,
σφάλματα και ασυνέχειες και τίποτα οριστικό στην επιτέλεσή της. Είναι μια δράση
για ζωή. Ο «επιστημονικός ορθολογισμός» δεν μπορεί να θεωρηθεί ως οριακή
συνθήκη για την επιστημονική δραστηριότητα. Υπάρχουν πολύμορφα κριτήρια που
καθορίζουν και διαμορφώνουν την επιστημονική πρακτική.
Η επιστημολογία πρέπει να αντιληφθεί ότι δεν υπάρχουν καθαρές επιστήμες οι
οποίες λειτουργούν έξω από τις αναγκαιότητες της κοινωνικής πρακτικής και της
ιστορίας παραγωγής τους.
Ο Feyerabend αμφισβητεί τη φιλοσοφία της επιστήμης. Η επιτυχία του
επιστημονικού εγχειρήματος διασφαλίζεται με την πειθώ, τη ρητορική, την
προπαγάνδα ή την πρακτική. Προσανατολισμός στην δημιουργικότητα. Σκεπτικισμός
για τη μεθοδολογία.
Οι θεωρίες της επιβεβαίωσης δεν βοηθούν τον επιστήμονα γιατί στηρίζονται σε
ψευδείς παραδοχές όπως:
• Η αντίληψη ότι η επιστημονική πρόοδος επιτυγχάνεται μέσα από
περιορισμούς που επιβάλλει ένα παράδειγμα.
• Ότι υπάρχει μια παρατηρησιακή γλώσσα ανεξάρτητη από τη θεωρία, ως προς
την οποία να αξιολογούνται οι θεωρίες.
• Ότι είναι δυνατόν για μια θεωρία να συμφωνεί με όλα τα γνωστά γεγονότα
στην περιοχή της. Στην πράξη όμως υπάρχει πάντα κάποια μαρτυρία που
μετρά ενάντια στη θεωρία.
• Η αντίληψη ότι η επιστήμη είναι μια δραστηριότητα επίλυσης προβλημάτων
που διέπεται από ρητούς κανόνες και γνώμονες.
LAKATOS
Η βασική μονάδα ανάλυσης της επιστήμης δεν είναι η μεμονωμένη θεωρία αλλά μια
σειρά θεωριών. Δηλαδή τα ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΑ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ.
Τα ερευνητικά προγράμματα δεν αποτελούν μονοσήμαντους κατευθυντήριους
κανόνες της πορείας του πνεύματος. Περιλαμβάνουν αξιολογικά κριτήρια αποδοχής
– απόρριψης διαμορφωμένα στη βάση μιας ορισμένης θεωρίας ορθολογικότητας.
Δηλαδή οριοθέτηση της επιστήμης από τη μη επιστήμη. Το ερευνητικό πρόγραμμα
λειτουργεί ως δυναμική μονάδα στην ιστορία περιλαμβάνοντας θεωρίες διαδοχικές με
τέτοιο τρόπο ώστε κάθε θεωρία σε μια ιστορική στιγμή να περιέχει τις προγενέστερες
ως υποσύνολα. Για παράδειγμα οι τρεις νόμοι της κίνησης του Νεύτωνα και ο νόμος
της βαρύτητας είναι ο σκληρός πυρήνας του Νευτώνειου Ερευνητικού Προγράμματος
και έμειναν αμετάβλητοι παρά τις πολυάριθμες αλλαγές που υπέστη το πρόγραμμα
αυτό στην πολύχρονη κυριαρχία του.
O Lakatos υιοθετεί την αντίληψη περί διάψευσης μιας επιστημονικής θεωρίας του
Πόππερ, προχωρώντας όμως στην παρατήρηση ότι κάθε θεωρία που διαψεύδεται δεν
απορρίπτεται αναγκαστικά αλλά τείνει να προσαρμοσθεί στα νέα δεδομένα με
τροποποιήσεις στο εννοιολογικό της σύστημα.
Η καθιέρωση ενός ερευνητικού προγράμματος οφείλεται στην απόφαση των
επιστημόνων να υιοθετήσουν το σκληρό του πυρήνα.
Το πλαίσιο αξιολόγησης των προγραμμάτων είναι συγκριτικό.
LΑUDAN
Υπάρχουν δύο κατηγορίες επιστημονικών προβλημάτων τα εμπειρικά και τα
εννοιολογικά. Τα εννοιολογικά αναφέρονται στη διατύπωση και στη συσχέτιση των
επιστημονικών θεωριών.
Κάθε θεωρία στην ιστορία της επιστήμης είναι ψευδής από κάποια άποψη. Αφού
όλες οι θεωρίες είναι ψευδείς πρέπει να συμπεράνουμε ότι οι μέθοδοι της επιστήμης
δεν παράγουν αληθείς θεωρίες κατά συνέπεια οι σημερινές επιστημονικές θεωρίες
που αποκτήθηκαν με τις ίδιες μεθόδους είναι επίσης ψευδείς.
Ανταγωνιστικές επιστημονικές θεωρίες φαίνεται να μην μπορούν να εξετασθούν ως
προς μια κοινή βάση παρατηρήσεων, αφού το νόημα των παρατηρήσεων εξαρτάται
από το ποια θεωρία κανείς αποδέχεται.
Αν ο κόσμος της εμπειρίας εξαρτάται από κάποιο εννοιολογικό σχήμα δικό μας και
της κοινότητας, τότε υπάρχουν λογικά γεγονότα για το ποιά ερωτήματα θα
απαντηθούν στο συγκεκριμένο ή στο μεταβληθέν εννοιολογικό σχήμα. Υπάρχουν
τυπικά μοντέλα έρευνας όπου για ορισμένα ζητήματα η επιτυχημένη ανακάλυψη
απαιτεί επιστημονικές επαναστάσεις.
Ακόμη,
Ο πυρήνας της φιλοσοφικής αντίληψης για τη φιλοσοφία της επιστήμης θα μπορούσε
να συνοψιστεί στη θέση ότι η φύση είναι ποιοτικά απειρόμορφη. Τούτο σημαίνει ότι
κάθε σύνολο από ποιότητες και ιδιότητες της ύλης όπως και νόμοι υπάρχουν σε
περιορισμένα πλαίσια συνθήκες και βαθμούς προσέγγισης. Ο χαρακτήρας των
εμπειρικών δεδομένων και οι εννοιολογικές αναλύσεις δείχνουν ότι πέρα από την
ισχύ μιας θεωρίας υπάρχει ευάριθμη ποικιλία από επιπρόσθετες ιδιότητες, ποιότητες,
οντότητες, συστήματα και πεδία όπου ισχύουν νέα είδη φυσικών νόμων. Απόλυτη
αλήθεια δεν υπάρχει καθώς και a priori περιορισμοί στο χαρακτήρα, σημασία και τα
πλαίσια του πολύμορφου και ανεξάντλητου συνόλου των μορφών ύπαρξης της ύλης.
Δεν μπορεί να υπάρξει σε καθαρή μορφή στη φύση οποιαδήποτε αιτιοκρατική
νομοτέλεια. Αναγκαιότητα και Τυχαιότητα συνιστούν μια αντίπλευρη ολότητα
(σύνολο που περικλείει αντίθετες και αντιφατικές όψεις), δηλαδή διαφορετικές όψεις
φυσικής διαδικασίας. Το γίγνεσθαι δεν περιορίζεται μόνο στις φυσικές διεργασίες
αλλά αντανακλάται και στην επιστημονική διαδικασία – στην έρευνα και στην
ερμηνεία των φυσικών και νοητικών φαινομένων.
Σημειώσεις 4ης θεματικής ενότητας (Μάθημα 9 – Μάθημα 10)
Επιγένεση
Το νοητικό επιγίγνεται του φυσικού: Άτομα που έχουν ίδιες όλες τους τις φυσικές
ιδιότητες δεν είναι δυνατόν να διαφέρουν ως προς τις νοητικές ιδιότητες. Δεν
υπάρχει νοητική διαφορά όταν δεν υπάρχει κάποια φυσική διαφορά.
Μια μορφή επιγένεσης νου – σώματος είναι και η θέση ότι κάθε είδος νοητικού
συμβάντος ή νοητικής κατάστασης έχει ένα νευρωνικό υπόστρωμα ή ένα νευρωνικό
σύστοιχο.
Σχηματικά θα λέγαμε ότι την περίπτωση του πόνου, η νευρωνική κατάσταση
αποτελεί βάση επιγένεσης του πόνου και από το αίσθημα του πόνου δημιουργείται
μορφασμός.
Αντι-καρτεσιανή αρχή
Δεν είναι δυνατόν να υπάρχουν αμιγείς νοητικές οντότητες – τίποτε δεν μπορεί να
έχει μια νοητική ιδιότητα δίχως να έχει κάποια φυσική ιδιότητα. Επομένως
προτεραιότητα στις φυσικές ιδιότητες.
Η βασική οντολογική εικόνα που προϋποτίθεται στις σύγχρονες συζητήσεις για το
πρόβλημα νου – σώματος είναι κάθετα αντίθετα στην καρτεσιανή. Παρουσιάζει τον
κόσμο ως μια πολυεπίπεδα ιεραρχημένη διαστρωμάτωση που αποτελείται από
επίπεδα ή βαθμίδες οντοτήτων και από τις χαρακτηριστικές ιδιότητες του κάθε
επιπέδου. Συνήθως υποτίθεται πως υπάρχει ένα βασικό επίπεδο, τα στοιχειώδη
μικροσωματίδια: άτομα, μόρια, κύτταρα και οργανισμούς που συνθέτουν κάθε υλικό
στοιχείο.
LEIBNIZ
Η προκαθορισμένη αρμονία ανάμεσα στο νου και το σώμα. Ο Θεός έχει θέση το νου
μας και τα σώματά μας σε μια αρμονική σχέση από την αρχή.
Ο χ έχει μια σχέση Υ προς την ΑΝ, όπου η ΑΝ είναι μια νοητική αναπαράσταση
εντός του χ και η νοητική αναπαράσταση σημαίνει ότι Π δηλαδή την πρόταση που
εκφέρει το νόημα.
Συνδεσιαρχία
Αποτελεί εξομοίωση των νοητικών δικτύων με τα νευρωνικά δίκτυα και βασίζεται
στην εφαρμογή της συμβολικής γνωστικής αρχιτεκτονικής και συμβάλλει στην
εξήγηση της διαμέσου της εγκεφαλικής λειτουργίας.
Σημειώσεις 5ης θεματικής ενότητας (Μάθημα 11 – Μάθημα 12)
ΝΟΗΜΑ
Ο «νοηματικός ολισμός» είναι η αντίληψη ότι το νόημα ενός όρου δεν απομονώνεται
από την ολότητα των εννοιολογικών συνδέσεων. Και οποιαδήποτε αναφορά ενός
όρου είναι καθορίζει εξίσου το νόημά του με οποιαδήποτε άλλη, εντός της
νοηματικής σύνδεσης (πλαισίου).
Η εννοιολογική μεταβολή συγκροτείται από: έννοια, μέθοδο, σκοπό.
Νοητικό Περιεχόμενο
Το περιεχόμενο αναπαριστά μια κατάσταση πραγμάτων: (Αύριο θα είναι μια καλή
ημέρα). Κάποιες φυσικές/βιολογικές καταστάσεις έχουν αναπαραστασιακό
περιεχόμενο – είναι καταστάσεις για πράγματα εντός και εκτός του οργανισμού και
τα αναπαριστούν σαν να είναι κάπως. Έτσι λέμε ότι οι καταστάσεις αυτές έχουν
νόημα. Πώς όμως μια τέτοια κατάσταση η οποία είναι πιθανόν μια σύνθετη
νευρωνική κατάσταση αποκτά νόημα;
Σύμφωνα με την επαληθευσιοκρατική θεωρία του νοήματος, το νόημα ή περιεχόμενο
μια πεποίθησης /γλωσσικής πρότασης συνίσταται στις καταστάσεις αλήθειας της,
δηλαδή στις καταστάσεις που πρέπει να ισχύουν ώστε η πεποίθηση να είναι αληθής.
Σύμφωνα με την αντίπαλη θεωρία, το νόημα μιας γλωσσικής έκφρασης
προσδιορίζεται από τη χρήση της μέσα σε μια γλωσσική κοινότητα.
ΠΡΟΘΕΣΗ (ΙΝΤΕΝΤΙΟΝ)
i)Αποτελεί χαρακτηριστικό της πράξης: κάποιος πράττει με πρόθεση και ii) αποτελεί
χαρακτηριστικό στο νου: ενός δηλαδή που έχει την πρόθεση να πράξει κάτι.
Εξήγηση διαμέσου του μοντέλου επιθυμίας - πεποίθησης και της πρόθεσης να
πράξουμε κάτι μελλοντικά. Προβληματική επίσης είναι η σχέση της πεποίθησης με
την πρόθεση καθώς και με την έννοια της συνείδησης.
AΝΤΙΛΗΨΗ (PERCEPTION)
Αντίληψη θεωρείται ο τρόπος με τον οποίο ερχόμαστε σε επαφή με τον κόσμο
διαμέσου των αισθήσεων μας.
Η αντίληψη μας παρέχει καθαρά γεγονότα αλλά και οι πεποιθήσεις και οι θεωρίες
που ήδη κατέχουμε παίζουν έναν θεμελιακό ρόλο στον καθορισμό του τι
προσλαμβάνουμε με τις αισθήσεις μας, δηλαδή του τι αντιλαμβανόμαστε.
Για να αντλήσω πληροφορία από την αντίληψη είναι αναγκαίο να είμαι σε θέση να
αναγνωρίζω τα αντικείμενα που συναντώ, και για να τα αναγνωρίζω είναι αναγκαίο
να διαθέτω ήδη έναν συναφή όγκο πληροφοριών. Αν οι γνώσεις και οι πεποιθήσεις
μας παίζουν έναν κεντρικό ρόλο στον καθορισμό του τι αντιλαμβανόμαστε, τότε και
οι επιστημονικές θεωρίες που υποστηρίζει ένας επιστήμονας πρέπει να παίζουν τον
αντίστοιχο ρόλο στον καθορισμό του τι αυτός παρατηρεί στην πορεία της έρευνας
του.
Όταν βλέπω ένα αντικείμενο ως κάτι, έχω μια περίπτωση σημαίνουσας αντίληψης : η
ταυτότητα του αντικειμένου αναγνωρίζεται και, με αυτόν τον τρόπο, η αντίληψη είναι
εμποτισμένη με θεωρία ή, ίσως ακριβέστερα στην παρούσα περίπτωση εμποτισμένη
με έννοια. Η υπόθεση φαίνεται να είναι ότι αν μπορούμε να πετύχουμε να
αφαιρέσουμε την ταυτότητα της εικόνας, πραγματοποιούμε ένα πέρασμα από
εμποτισμένη με θεωρία αντίληψη σε αντίληψη μη εμποτισμένη με θεωρία δηλαδή
από το βλέπω ως στο βλέπω.
Τα αντικείμενα της όρασης, της ακοής, της αφής, της γεύσης και της όσφρησης
αποκτούν νόημα για μας μόνον όταν μπορούμε να συνδέσουμε αυτό που μας δίδεται
άμεσα μέσα στην εμπειρία. Ως εμπειρία θεωρείται η αντιληπτική σχέση υποκειμένου
– αντικειμένου.
QUALIA
Αισθανόμενες ποιότητες μέσω των οποίων εξατομικεύονται ως αισθήματα
συγκεκριμένου τύπου. Μη περαιτέρω αναλύσιμα αισθήματα τα οποία είναι
αλάνθαστα και δεν υφίσταται σ’ αυτά δυνατότητα πρόσβασης από τη θέση του
πρώτου προσώπου, όπως και διόρθωσης καθότι είναι αλάνθαστα.
ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ
• Μήπως η συνείδηση αποτελεί μια μεγάλη πλάνη. Τι σημαίνουν τα
ερωτήματα, όπως: «Έχω συνείδηση του τάδε γεγονότος» ή «Τι είναι αυτό
που συνειδητοποιώ τώρα; Τη στιγμή της διατύπωσης του ερωτήματος
προετοιμάζονται απαντήσεις του τύπου «ροή συνείδησης» (stream of
consciousness) ή «εσωτερικός εαυτός” που επιθεωρεί τον νου και ελέγχει
τη μνήμη.
• Μήπως δε χρειάζεται να εξηγήσουμε τη μυστηριώδη διαφορά μεταξύ
συνειδητής και ασύνειδης εγκεφαλικής δραστηριότητας, γιατί μπορεί και
να μην υφίσταται; Μήπως υπάρχει μόνο ένα παροδικό γεγονός το οποίο
δημιουργεί την πλάνη;
• Μήπως η συνείδηση είναι μια προσαρμογή; Για ορισμένους η συνείδηση
δεν είναι προσαρμογή γιατί δεν διαχωρίζεται από τη νοημοσύνη, την
αντίληψη, τη σκέψη ή την αυτογνωσία.
• Ποιος είναι ο ρόλος της γλώσσας στη συγκρότηση του νοήματός της;
ΑΝΤΟΝΙΟ DAMASIO: Descartes’ error: Emotion, Reason and the Human Brain
O δυισμός κυριάρχησε και δυνάστευσε τη δυτική σκέψη, ο διαχωρισμός σώματος και
νου δεν υφίσταται. Η φύση δημιούργησε τη συσκευή του λογικού όχι πάνω από τη
συσκευή του λογικού όχι πάνω από τη συσκευή της βιολογικής ρύθμισης αλλά επίσης
από αυτή και μαζί με αυτήν. Τα ανθρώπινα αισθήματα είναι μη διδάξιμα
προγράμματα αυτόνομης δράσης και γνωστικές στρατηγικές που στοχεύουν στη
διαχείριση της ζωής μας. Το ερέθισμα που θα πυροδοτήσει ένα αίσθημα μπορεί να
είναι κάτι στο οποίο εξελικτικά το ανθρώπινο είδος έμαθε να αντιδρά. Τα
προγράμματα αισθημάτων επιτελούνται στο σώμα και η πυροδότησή τους επιφέρει
αλλαγές στην ομοιόσταση του οργανισμού. Τα προγράμματα ρυθμίζονται από τη
μάθηση και διαφοροποιούνται από τη συγκυρία. Τα αισθήματα και τα συναισθήματα
δεν ταυτίζονται χρονικά αλλά έχουν χρονική συνέχεια. Πρώτα εμφανίζονται τα
αισθήματα και μετά από χιλιοστά δευτερολέπτου τα συναισθήματα. Τα
συναισθήματα είναι σύνθετες αντιλήψεις μιας συγκεκριμένης κατάστασης του
σώματος (πραγματικής ή φανταστικής), μιας κατάστασης διαφοροποιημένων
γνωστικών πηγών και είναι εφήμερα συνδεδεμένες με το αντικείμενο που τις
προκάλεσε. Είναι σκέψεις που εμπεριέχουν μνήμη (Effective thoughts) σκέψεις που
επιφέρουν αποτελέσματα τόσο στον εγκέφαλο όσο και στο σώμα.
ΠΟΝΟΣ
Ο πόνος ταυτίζεται με την ενεργοποίηση ινών – C. Eίναι η έννοια μιας εσωτερικής
κατάστασης που κατά κανόνα προκαλείται αιτιακά από βλάβη ιστών και κατά κανόνα
προκαλεί αιτιακά συμπεριφορά όπως βογκητά και μορφασμούς. Παράδειγμα: μια
καρφίτσα τρυπά το χέρι μας και ο οξύς πόνος που αισθανόμαστε προκαλεί αιτιακά το
απότομο τράβηγμα του χεριού μας. Στην περίπτωση αυτή ένα νοητικό συμβάν
προκαλεί αιτιακά ένα φυσικό συμβάν. Ο οξύς πόνος έχει ως νευρωνικό αντίστοιχο
μια περίπτωση διέγερσης ινών – C.
Σύμφωνα με τον λειτουργισμό, το να βρίσκεται ένα υποκείμενο σε κατάσταση πόνου
(εκδήλωση ιδιότητας του πόνου) ισοδυναμεί με το να βρίσκεται σε μια κατάσταση η
οποία συνδέεται με τις κατάλληλες εισροές (βλάβη ιστών, τραύμα) και με τις
κατάλληλες εκροές (συμπεριφορά πόνου). Η νοητική ιδιότητα είναι η ιδιότητα του
να έχει κάτι μια ιδιότητα με αιτιακή ειδίκευση.
ΜΝΗΜΗ
Διάκριση Συμβάντων (events) και Γεγονότων (facts): Ένα γεγονός είναι οτιδήποτε
εκφράζεται από μια αληθή πρόταση και μπορεί να μην έχει χωροχρονικό
προδιορισμό: Το γεγονός ότι το γάλα είναι άσπρο. Τα συμβάντα έχουν πάντα χωρο-
χρονικό προσδιορισμό και εκφράζονται μέσω οριστικών περιγραφών: Η βύθιση του
Τιτανικού. Ο μεγάλος σεισμός της Θεσσαλονίκης το 1978.
ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΒΟΥΛΗΣΗ (FREE WILL)
Free Will (1982), G. Watson ed., Oxford: Oxford U.P.
Υφίσταται ελεύθερη βούληση; Είναι δυνατόν οι άνθρωποι να είναι κάτοχοι της και
κατά πόσον είναι υπεύθυνοι για τη συμπεριφορά τους;
Mια αυστηρή φιλοσοφική παράδοση υποστηρίζει ότι καμιά επιλογή δεν είναι
ελεύθερη, εκτός αν είναι αναίτια - αν δηλαδή η «θέληση» ασκείται ανεξάρτητα από
κάθε αιτιακή επιρροή, σε ένα αιτιώδες κενό και με κάποιο ανεξήγητο τρόπο
πραγματοποιεί μια επιλογή. Οι επιλογές γίνονται από εγκεφάλους αλλά παρότι οι
εγκέφαλοι παίρνουν αποφάσεις δεν υπάρχει διακεκριμένη εγκεφαλική δομή ή δίκτυο
νευρώνων το οποίο χαρακτηρίζεται ως «θέληση», ούτε επίσης μια δομή νευρώνων η
οποία να λειτουργεί ως αιτιώδες κενό.
Οι αντίπαλοι του ντετερμινισμού διατείνονται ότι:
• Εάν ο ντετερμινισμός αληθεύει τότε κάθε ανθρώπινη πράξη είναι αιτιωδώς
εξαναγκασμένη από γεγονότα και καταστάσεις που προϋπάρχουν της ύπαρξης
του δρώντος.
• Εάν η πράξη είναι εξαναγκασμένη, κανείς δεν μπορεί να πράξει διαφορετικά.
• Και κάποιος έχει ελεύθερη βούληση όταν θα μπορούσε τουλάχιστον μερικές
φορές να πράξει διαφορετικά.
• Συνεπώς, εάν ο ντετερμινισμός αληθεύει, κανείς δεν έχει ελεύθερη βούληση.
Ο Strawson θεωρεί ότι οι έννοιες της ελευθερίας και της υπευθυνότητας
θεμελιώνονται σε ένα πολύπλοκο δίκτυο συμπεριφορών και αισθημάτων που
συγκροτούν ένα ουσιαστικό μέρος της ηθικής μας συμπεριφοράς (αγάπη, μίσος,
τιμωρία, συγχώρεση, μετάνοια). Τα κριτήρια της ορθολογικότητας είναι
ενσωματωμένα στη μορφή ζωής μας.
Μια εναλλακτική στάση στο ζήτημα της ελεύθερης θέλησης με την εισαγωγή της
έννοιας του αυτοελέγχου προωθεί η P.Churchland. Mε δεδομένες τις
νευροφυσιολογικές λειτουργίες του εγκεφάλου ο αυτοέλεγχος ρυθμίζεται από
μονοπάτια στον προμετωπιαίο φλοιό τα οποία διαμορφώνονται από δομές που
ρυθμίζουν τις συγκινήσεις και τις ορμές και εκεί ωριμάζει με την ανάπτυξη του
οργανισμού. Το άτομο μαθαίνει να καταστέλλει τις ορμές της αυτοματαίωσης Ο
αυτοέλεγχος μας επιτρέπει να κατανοούμε δύσκολες καταστάσεις στις οποίες η
ελεύθερη βούληση δεν μας βοηθά. Oι πιο ριψοκίνδυνες αλλά πιο επωφελείς
διερευνητικές αποφάσεις εξαρτώνται από τον προμετωπιαίο φλοιό, ενώ οι πιο
ασφαλείς αλλά λιγότερο επωφελείς από τις μεσοκοιλιακές προμετωπιαίες περιοχές
Ο εγκέφαλος κατασκευάζει μια σειρά από νευροεργαλεία κατανόησης του κόσμου:
το μέλλον, το παρελθόν, τον «εαυτό». Η ομορφιά, η πολυπλοκότητα και η
εξελιγμένη μορφή της νευροβιολογικής μηχανής είναι αυτή που συγκροτεί τον εαυτό.
Ο ΕΓΚΕΦΑΛΟΣ
ΝΕΥΡΟΕΠΙΣΤΗΜΕΣ – ΕΓΚΕΦΑΛΟΣ
Η λειτουργία του ανθρώπινου ΝΟΥ είναι το αποτέλεσμα της συνεργασίας και της
σύνδεσης μεταξύ της εξέλιξης και της ανάπτυξης του εγκεφάλου με τα νευρωνικά
δίκτυα και το σύστημα των γνωστικών λειτουργιών. Οι ανώτερες νοητικές
λειτουργίες, όπως η γλώσσα και η σκέψη, προέρχονται από νευρωνικά δίκτυα τα
οποία εξελίσσονται σταδιακά από τη γέννησή μας.
Σύμφωνα με τη γενετική, όλα είναι προκαθορισμένα από μια χρονική στιγμή που
προηγείται της γέννησης και δεν είναι δυνατό να τροποποιηθούν. Παράλληλα
σύμφωνα με την ίδια θεωρία, ο επιστήμονας μπορεί να προβλέψει την πορεία της
οργανικής και ψυχικής εξέλιξης του ατόμου, από τη στιγμή της σύλληψης. Αυτό
ακριβώς το σημείο, για πολλούς θεωρείται και η μεγαλύτερη απειλή στη γενετική.
ΣΥΝΑΨΕΙΣ: Για τις νοητικές διεργασίες αναφερόμαστε στον τρόπο με τους οποίους
οι νευρώνες δημιουργούν νευρωνικές οδούς, οι οποίες είναι υπεύθυνες για τη
μεταφορά των ηλεκτρικών σημάτων, καθώς επίσης και ο τρόπος επικοινωνίας μεταξύ
των νευρώνων που επιτυγχάνεται μέσα από τις συνάψεις και τη συναπτική διαβίβαση.
Τόσο οι συνάψεις όσο και οι συναπτικές συνδέσεις, διαθέτουν μια μορφή
εξειδίκευσης η οποία αποκτήθηκε κατά τη διάρκεια της ανθρώπινης εξέλιξης. Αυτή
η εξειδίκευση της συναπτικής σύνδεσης αποτελεί τη βάση των νοητικών διαδικασιών,
των κινητικών ενεργειών και του συναισθήματος συν τους κληρονομικούς,
οργανικούς και περιβαλλοντικούς παράγοντες.
ΝΕΥΡΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
Η λειτουργία του νευρικού συστήματος είναι απολύτως συνεπής με το γεγονός ότι
αυτό επιτελεί μέρος μιας αυτόνομης μονάδας, κάθε λειτουργική κατάσταση της
οποίας οδηγεί σε διαφορετική λειτουργική κατάσταση μέσα στην ίδια μονάδα.
Τούτη η λειτουργική «κλειστότητα» αποκαλείται ΑΥΤΟΠΟΙΗΤΙΚΟΣ
ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ με χαρακτηριστικά, τα οποία:
1. Διακρίνονται από αυτονομία, δηλαδή υποτάσσουν τις περιβαλλοντικές
μεταβολές – διαταραχές στην ιδιαίτερη τους οργάνωση.
2. Διαθέτουν ατομικότητα , δηλαδή διατηρούν χάρη στην ίδια τους τη
δραστηριότητα, την ταυτότητά τους, η οποία είναι ανεξάρτητη από τις
αλληλεπιδράσεις τους με οποιονδήποτε παρατηρητή.
3. Αποτελούν ανεξάρτητες μονάδες.
4. Δεν διαθέτουν σκοπό, λειτουργία, τελεονομία. Τούτες οι έννοιες ανήκουν στο
πλαίσιο παρατήρησης της λειτουργίας (παρατηρητής).
5. Δεν έχουν είσοδο – έξοδο. Οι έννοιες είσοδος, έξοδος, πληροφορία ανήκουν
στο δικό μας περιγραφικό πεδίο ως παρατηρητών.
ΚΑΝΟΝΕΣ
ΕΝΝΟΙΕΣ – ΜΕΤΑΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ
Η παρούσα στιγμή, έτσι όπως εμφανίζεται στη φυσική γραμμή του χρόνου έχει
μηδενική διάρκεια. Εντοπίζεται σε ένα σημείο. Ένα σημείο που συμβολίζει την
ενεστώσα σύνδεσή μας στη γραμμή του χρόνου. Η αντίληψή μας, όμως, δεν είναι
ποτέ κατά τον ίδιο τρόπο εντοπισμένη. Διότι, η συνείδησή μας διευρύνει την
παρούσα στιγμή, αμβλύνει τη διαύγειά της, την διαστέλλει σε διάρκεια. Όταν
χάνεται το παρόν αφήνει πάντα ένα ίχνος στη συνείδηση, όσο προεικάζει ταυτόχρονα
και την προέκτασή του: δημιουργείται δηλαδή, εντός του παρόντος ένα είδος
συνεχόμενης συμμαχίας με το άμεσο παρελθόν και το επικείμενο μέλλον. Γι' αυτό η
συνείδησή μας του παρόντος ενοποιεί ή συγκεντρώνει διαδοχικές στιγμές που δεν
συνυπάρχουν στον φυσικό χρόνο. Επειδή στη φυσική δύο διαδοχικές στιγμές δεν
συνυπάρχουν. Μπορούμε να πούμε πώς η ροή του χρόνου εξαρτάται η ίδια από τη
συνείδηση; Ή τάχα υπάρχει αυτόνομη ως προς το συνειδητό υποκείμενο;
Οι έννοιες του χώρου και του χρόνου είναι επιστημονικές αφαιρέσεις. Νοητικές
κατασκευές που εκφράζουν σε ένα βαθμό προσέγγισης τις σχέσεις που λειτουργούν
στην υλική/φυσική πραγματικότητα.
Σύμφωνα με τη φυσικαλιστική (εμπειριστική) αντίληψη χώρος και χρόνος αποτελούν
μορφές της ύλης που καθορίζονται από το υλικό τους περιεχόμενο, τόσο η
καμπυλότητα του χώρου όσο και η ροή του χρόνου είναι συναρτήσεις των δυναμικών
του πεδίου της βαρύτητας, δηλαδή του υλικού περιεχομένου της θεωρούμενης
περιοχής του σύμπαντος.
Η ιστορικότητα των κατηγοριών του χώρου και του χρόνου είναι ασυμβίβαστες με
μια συμβατική (φορμαλιστική) αντίληψη του θετικισμού καθώς και με τον
προεμπειρικό χαρακτήρα που τους απέδωσε ο Καντ. Οι έννοιες του χώρου και του
χρόνου είναι αφαιρέσεις που αντανακλούν πραγματικές χωροχρονικές σχέσεις. Μ’
αυτή την έννοια δεν αποτελούν αιώνιους τύπους της εποπτείας (a priori) ή απλές
συμβάσεις αλλά μας επιβάλλονται μέσα από τις σχέσεις μας με τη φυσική
πραγματικότητα.
Οι ρασιοναλιστές θεωρούν ότι η ανθρώπινη νόηση είναι το πρωτείο και αποτελεί ένα
ισχυρό εργαλείο του μαθηματικού συλλογισμού που οδηγεί σε ουσιαστικά a priori
συμπεράσματα σχετικά με τον φυσικό κόσμο. Οι μαθηματικές αλήθειες είναι
ανεξάρτητες από την εμπειρία.
Οι εμπειριστές θεωρούσαν ότι οι μαθηματικές ιδέες προέρχονται από την εμπειρία,
ακολουθώντας ίσως τον Αριστοτέλη. Η ιδέα μας για τον αριθμό 6, για παράδειγμα,
προέρχεται από την εμπειρία μας με ομάδες 6 αντικειμένων. Η ιδέα του «τριγώνου»
προέρχεται από την παρατήρηση τριγωνικών αντικειμένων. Για τους εμπειριστές δεν
υπάρχει ουσιώδης «καθαρή έκταση» υποκείμενη των αντικειμένων που
αντιλαμβανόμαστε. Υπάρχουν μόνο τα αντικείμενα που αντιλαμβανόμαστε. Αυτό
που βλέπεις, είναι και αυτό που παίρνεις.
Το πρόβλημα του Καντ ήταν να δείξει πώς τα μαθηματικά είναι a priori γνώσιμα και
παρ’ όλα αυτά εφαρμόζονται καθολικά σε όλη την εμπειρία με απόλυτη βεβαιότητα.
Είναι συνθετικά a priori. Δηλαδή προσπαθεί να εξομαλύνει την αναγκαιότητα των
μαθηματικών και την a priori φύση της μαθηματικής αλήθειας, και από την άλλη να
εξηγήσει ή να εξομαλύνει τη θέση των μαθηματικών στις εμπειρικές επιστήμες και
ιδιαίτερα την εφαρμοσιμότητα των μαθηματικών στον φυσικό κόσμο. Τα
μαθηματικά εξαρτώνται από το νου.
Κατά τον Frege οι σημασίες των εκφράσεων είναι αντικειμενικές, νοητικά
ανεξάρτητες και αυθύπαρκτες οντότητες.
Ο Carnap και οι λογικοί θετικιστές υποστήριζαν ότι οι αλήθειες των μαθηματικών δεν
καθορίζονται από την εμπειρία. Οι μαθηματικές αλήθειες είναι a priori και ισχύουν
ασχέτως της εμπειρίας που θα μπορούσαμε να έχουμε. Οι εμπειριστές, εντούτοις,
υποστήριξαν ότι κάθε πραγματικό θα πρέπει να αποφασιστεί από την εμπειρία. Έτσι
οι λογικοί θετικιστές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι μαθηματικές αλήθειες δεν
έχουν κανένα πραγματιστικό περιεχόμενο. O Αyer έγραψε ότι οι μαθηματικές
αλήθειες είναι αναγκαίες αλλά δε λένε τίποτε για τον τρόπο του «είναι» του κόσμου.
Για τον Brouwer (ιντουισιονιστής) όπως και για τον Καντ, οι περισσότερες
μαθηματικές αλήθειες δεν είναι ικανές για «αναλυτική απόδειξη». Δεν μπορούν να
γνωσθούν από μια απλή ανάλυση των εννοιών και δεν είναι αληθινές λόγω της
σημασίας. Οπότε το μέγιστο μέρος των μαθηματικών είναι συνθετικό. Ωστόσο η
μαθηματική αλήθεια είναι a priori, ανεξάρτητη από κάθε επιμέρους παρατήρηση είτε
από άλλη εμπειρία που μπορεί να έχουμε. Ο Brouwer υποστήριζε ότι τα μαθηματικά
εξαρτώνται από το νου και αφορούν ένα συγκεκριμένο ζήτημα της ανθρώπινης
σκέψης. Όπως και ο Καντ προσπάθησε να διαμορφώσει μια σύνθεση μεταξύ του
ρεαλισμού και του εμπειρισμού. Για τον Β. τα μαθηματικά αφορούν τους τρόπους με
τους οποίους οι άνθρωποι προσεγγίζουν τον κόσμο. Το να σκέφτεσαι πλήρως
σημαίνει να σκέφτεσαι με μαθηματικούς όρους.
Ο Goedel συγκρίνει τα αξιώματα της λογικής και των μαθηματικών με τους νόμους
της φύσης και τη λογική απόδειξη με την αισθητηριακή αντίληψη, έτσι ώστε τα
αξιώματα δεν χρειάζεται απαραίτητα να είναι προφανή καθαυτά αλλά η αιτιολόγησή
τους βρίσκεται ακριβώς όπως στη φυσική στο γεγονός ότι κάνουν εφικτή τη
συναγωγή ακριβώς αυτών των αισθητηριακών αντιλήψεων. Ο Goedel δεν βλέπει
γιατί θα έπρεπε να εμπιστευόμαστε λιγότερο τη μαθηματική διαίσθηση (είδος
αντίληψης) η οποία μας παρακινεί να κατασκευάζουμε φυσικές θεωρίες και να
αναμένουμε ότι οι μελλοντικές αισθητηριακές αντιλήψεις θα συμφωνούν μ’ αυτές.
Για τον Καντ τα μαθηματικά εξαρτώνται από το νου. Για τον G. όμως τα δεδομένα
υποκείμενα μαθηματικά μπορεί να αναπαριστούν μια πλευρά της αντικειμενικής
πραγματικότητας. Οι μαθηματικές μας διαισθήσεις είναι φευγαλέες θεάσεις ενός
αντικειμενικού μαθηματικού κόσμου. Η λογική και τα μαθηματικά όπως ακριβώς και
η φυσική είναι βασισμένα αξιώματα που έχουν πραγματικό περιεχόμενο και αυτό το
περιεχόμενο δεν μπορεί να δικαιολογηθεί. Τα μαθηματικά αφορούν έναν ιδανικό
κόσμο αντικειμένων τα οποία υπάρχουν ανεξάρτητα από εμάς. Ο μαθηματικός
κόσμος είναι άχρονος και αιώνιος. Ο ρεαλισμός του G. Επικυρώνει τη μακροχρόνια
άποψη ότι η μαθηματική αλήθεια είναι αναγκαία αλήθεια και δεν πάσχει από τις
ενδεχομενικότητες των δηλώσεων που αφορούν φυσικά αντικείμενα.
Κατά τον M. Dummett το νόημα μιας μαθηματικής δήλωσης καθορίζει τη χρήση και
καθορίζεται πλήρως από αυτή. Το νόημα μιας τέτοιας δήλωσης δεν μπορεί να είναι, ή
δεν μπορεί να περιέχει σαν συστατικό οτιδήποτε το οποίο δεν είναι έκδηλο στη χρήση
του. Ο D. εισηγείται ότι κάθε θεώρηση σχετικά με το ποια λογική είναι σωστή πρέπει
τελικά να προκαλεί ερωτήσεις σημασίας. Έτσι υιοθετεί την άποψη ότι οι κανόνες για
την εξαγωγή συμπερασμάτων από ένα σύνολο προκείμενων προτάσεων απορρέουν
από τη σημασία κάποιων όρων στις προκείμενες την αποκαλούμενη «λογική
ορολογία». Η σύλληψη της σημασίας μιας μαθηματικής δήλωσης πρέπει να
αποτελείται από μια ικανότητα να χρησιμοποιούμε αυτή τη δήλωση με ένα
συγκεκριμένο τρόπο.
Ο Quine επιτίθεται στο δόγμα ότι υπάρχει κάποιος θεμελιακός διαχωρισμός ανάμεσα
στις αναλυτικές αλήθειες που βασίζονται σε σημασίες ανεξάρτητες του γεγονότος και
τις συνθετικές που βασίζονται στο γεγονός. Επίσης απορρίπτει τον αναγωγισμό: την
αντίληψη ότι κάθε σημαντική δήλωση είναι ισοδύναμη με κάποια λογική κατασκευή
βασισμένη σε όρους οι οποίοι αναφέρονται στην άμεση εμπειρία. Η ιδέα πίσω από
αυτό το δόγμα είναι ότι κάθε ατομική δήλωση με σημασία θα έπρεπε να είναι ένας
λογικός συνδυασμός δηλώσεων που είναι άμεσα επαληθεύσιμες μέσω της εμπειρίας.
Το τελικό κριτήριο για να αποδεχόμαστε οτιδήποτε – μαθηματικά, φυσική,
ψυχολογία, συνηθισμένα αντικείμενα, μύθους – είναι ότι θα πρέπει να παίζει έναν
ουσιώδη ρόλο στον ιστό της πεποίθησης. Φτάνουμε στον οντολογικό ρεαλισμό
επιμένοντας να λαμβάνονται τα μαθηματικά στη φαινομενική τους αξία ακριβώς
όπως θεωρούμε τη φυσική στη φαινομενική της αξία. Οι αριθμοί, τα σημεία και τα
σύνολα υπάρχουν. Και τα αντικείμενα υπάρχουν ανεξάρτητα από τον μαθηματικό.
ΓΝΩΣΙΟΕΠΙΣΤΗΜΗ
Οι πρόοδοι εντοπίζονται:
Στα θεωρητικά θεμέλια της γνώσης και της αναπαράστασης.
Στον πειραματισμό των φυσικών συστημάτων
Στις τεχνολογίες των υπολογιστών και της νευροεπιστήμης.
μ’ αυτές τις προόδους επιταχύνουν μια νέα επιστημονική επανάσταση για την έρευνα
της φύσης της γνωστικής μας δυνατότητας. Γενικά υπάρχουν τρεις μεγάλες
προσεγγίσεις για να κατανοήσουμε τη λειτουργία του νου εντός του εγκεφάλου.
1. Η αναλυτική επιτελεί τη λογική ανάλυση των λειτουργικών
περιορισμών της γνώσης, επιτελεί επίσης τις τυπικές ιδιότητες των
απεικονιστικών συστημάτων της γνώσης όπως της μαθηματικής
ανάλυσης για το χωροχρόνο που απαιτούνται και για τα φυσικά και
τεχνητά συστήματα.
2. Η πειραματική η οποία σχεδιάζει πειράματα για να αντιληφθεί
ακριβέστερα της θεωρίες μεταξύ της φυσικής και τεχνητής
νοημοσύνης. Στη φυσική τα πειράματα είναι ψυχολογικά και
νευροφυσιολογικά.
3. Η συνθετική αποβλέπει στην κατασκευή μηχανών που είναι ικανές να
εκθέσουν διαφορετικές όψεις της νοητικής συμπεριφοράς.
Η μάθηση είναι απόκτηση γνώσεων, επιδεξιότητας, κλπ. Η Α.Ι έχει ανακαλύψει πως
η γνώση η ίδια είναι εξαιρετικά σύνθετη και δύσκολο να υλοποιηθεί – τόσο πολύ, που
ακόμα και η γενική δομή ενός συστήματος με κοινό νου δεν είναι ακόμη ξεκάθαρη.
Συνεπώς, απέχει πολύ από το να είναι εμφανές το τι πρέπει να αποκτήσει ένα
σύστημα που μαθαίνει, επομένως το σχέδιο της απόκτησης γνώσεων δεν μπορεί
πρακτικά να προχωρήσει.
Η Α.Ι πρέπει να ξεκινήσει προσπαθώντας να καταλάβει τη γνώση και την
επιδεξιότητα και οτιδήποτε άλλο αποκτάται και έπειτα σε αυτή τη βάση να
αντιμετωπίσει τη μάθηση. Απόκτηση, προσαρμογή και ικανότητα μάθησης είναι
βέβαια ουσιαστική για την πλήρη νοημοσύνη και η A.I δεν μπορεί να πετύχει χωρίς
αυτή.
ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ
Η Βιολογία θεωρείται από ορισμένους ότι βρίσκεται στην πρώτη γραμμή της
επιστημονικής προόδου. Με τη βοήθεια των υπολογιστών, οι νέες ανακαλύψεις στη
Βιολογία επηρεάζουν σήμερα τις προσπάθειες των ανθρώπων σε διάφορους τομείς,
όπως, για παράδειγμα, στη Ρομποτική και την Ιατρική.
H έννοια του γονιδίου είναι η έννοια ενός εσωτερικού παράγοντα του οργανισμού ο
οποίος είναι αιτιακά υπεύθυνος για τη μετάδοση κληρονομικών χαρακτηριστικών.
Το μόριο του DNA ικανοποιεί αυτό τον αιτιακό ρόλο – είναι ο αιτιακός παράγοντας
μετάδοσης των κληρονομικών χαρακτηριστικών των οργανισμών. Η ταύτιση
γονιδίου και μορίου DNA έπεται απλώς ως συμπέρασμα.
Φυσιοκρατική παράδοση.
Το πρόβλημα εντοπίζεται αν είναι δυνατόν να υπάρξει τέτοιου είδους επιστήμη
ατόμων με ελεύθερη βούληση. Επισφαλής η ακρίβεια πρόβλεψης και μέτρησης. Αν
όμως οι άνθρωποι ήταν εντελώς απρόβλεπτοι, η κοινωνική ζωή θα κατέρρεε
ολοκληρωτικά.
Ο Μίλλ θεωρεί ότι και στην επιστήμη οι ακριβείς προβλέψεις δεν είναι πάντοτε
δυνατές. Πιστεύει, όμως, ότι αν χρησιμοποιήσουμε τις μεθόδους των φυσικών
επιστημών για να ανακαλύψουμε τις αιτίες της ανθρώπινης συμπεριφοράς παρόλο
που δεν μπορούμε να έχουμε μια ακριβή πρόβλεψή της. Η άποψη του για την
ανθρώπινη συμπεριφορά μπορεί να ονομαστεί φυσιοκρατική, γιατί θεωρεί τις
ανθρώπινες σκέψεις και τα συναισθήματα, καθώς και τις πράξεις που αυτά
προκαλούν ως αιτίες, ως μέρος του φυσικού κόσμου.
Ο Χέμπελ θεωρεί ότι αυτό που κάνει την επιστήμη επιστήμη, είναι οι στόχοι της και
όχι τα αποτελέσματά της. Αν ο στόχος της είναι να θεμελιώνει λίγο πολύ γενικές
σχέσεις μεταξύ των διαφόρων ιδιοτήτων της φύσης, όταν ο έλεγχος της αλήθειας μιας
σχέσης έγκειται τελικά στα ίδια τα δεδομένα, και τα δεδομένα δεν είναι εντελώς
κατασκευασμένα – όταν δηλαδή η φύση ενδέχεται ακόμη να πει «όχι» παρά την
όποια παραποίησή της – τότε όντως είναι επιστήμη.
Οι σύγχρονοι επικριτές της άποψης σύμφωνα με την οποία οι μελέτες της ανθρώπινης
συμπεριφοράς είναι ή μπορούν να είναι επιστημονικές, διαιρούνται σε τρεις
κατηγορίες:
1. Ερμηνειοκράτες: ισχυρίζονται ότι οι ερμηνείες της ανθρώπινης συμπεριφοράς
έχουν εντελώς διαφορετική δομή από τις ερμηνείες της συμπεριφοράς των
φυσικών αντικειμένων, καθότι η ανθρώπινη συμπεριφορά συνίσταται σε
πράξεις που εκτελούνται για κάποιους λόγους και όχι σε συμβάντα που
προκαλούνται από διάφορες αιτίες.
2. Νομολογικοί σκεπτικιστές: δεν αρνούνται ότι η ανθρώπινη συμπεριφορά
υπόκειται σε φυσικούς νόμους, αλλά αμφιβάλλουν ότι θα είναι ποτέ δυνατό
να βρεθούν νόμοι της ανθρώπινης συμπεριφοράς που η ισχύς τους και το
πεδίο εφαρμογής τους να συγκρίνεται με εκείνο των νόμων της φυσικής
επιστήμης.
3. Η κριτική θεωρία: είναι ανεπίτρεπτο να προσπαθούμε έστω και να
εξηγήσουμε την ανθρώπινη συμπεριφορά με όρους αιτίας και αποτελέσματος,
γιατί κάτι τέτοιο υπονομεύει την αξία της ανθρώπινης αυτονομίας (ελεύθερης
βούλησης). Επιπλέον, θεωρούν ότι κάθε προσπάθεια για να συγκροτηθεί μια
κοινωνική επιστήμη κατά το πρότυπο των φυσικών επιστημών προωθεί μια
αήθη χειραγώγηση των ανθρώπων και αποθαρρύνει κάθε προσπάθεια
βελτίωσης των συνθηκών της κοινωνικής ζωής.
Μια μέση στάση προσπαθεί να κρατήσει ο Παπινώ, όπου θεωρεί ότι οι περιγραφές
των πεποιθήσεων και επιθυμιών αποτελούν μέρος της εξήγησης μιας πράξης. Η
δήλωση των πεποιθήσεων και των επιθυμιών του δρώντος ανήκει στο σύνολο των
αρχικών συνθηκών. Μια περιγραφή της πράξης μπορεί να συναχθεί βάσει των
τελευταίων σε συνδυασμό με το νόμο μεγιστοποίησης της αναμενόμενης
επιθυμητότητας. Επομένως οι ρυθμιστικοί κανόνες δεν είναι οι αιτίες της
συμπεριφοράς αλλά επηρεάζουν τη διαμόρφωση των πεποιθήσεων και των
επιθυμιών, οι οποίες είναι οι αιτίες της συμπεριφοράς.
Ο Davidson υποστηρίζει όχι μόνο πως οι λόγοι είναι οι αιτίες των πράξεων αλλά ότι
υπάρχουν και αιτιακοί νόμοι που συνδέουν τους λόγους και τις πράξεις.
Οι λαοί που αναζητούν ταυτότητα και ανακαλύπτουν εκ νέου την εθνικότητά τους
χρειάζονται εχθρούς και η δυνητικά πιο επικίνδυνη εχθρότητα αναπτύσσεται κατά
μήκος της «συνοριακής γραμμής», μεταξύ των μεγαλύτερων πολιτισμών του κόσμου.
Η κουλτούρα και οι πολιτιστικές ταυτότητες διαμορφώνουν τα πρότυπα της συνοχής,
της διάσπασης και της σύγκρουσης στο μεταψυχροπολεμικό κόσμο.
Πρώτη φορά στην ιστορία η παγκόσμια πολιτική είναι ταυτόχρονα
πολυπολική και πολυπολιτισμική. Ο εκσυγχρονισμός διαφέρει από τη
δυτικοποίηση και δεν συνεπάγεται έναν παγκόσμιο πολιτισμό ούτε επιφέρει
την δυτικοποίηση των μη δυτικών κοινωνιών.
Η ισορροπία δυνάμεων μεταξύ των πολιτισμών μεταβάλλεται και η επιρροή
της δύσης εξασθενίζει. Οι ασιατικοί πολιτισμοί επεκτείνουν τη δύναμή τους
και το Ισλάμ εκρήγνυται δημογραφικά με αποσταθεροποιητικές συνέπειες.
Ανατέλλει μια παγκόσμια τάξη πραγμάτων που βασίζεται στους πολιτισμούς.
Οι κοινωνίες που έχουν πολιτιστική συγγένεια συνεργάζονται μεταξύ τους.
Οι οικουμενικές βλέψεις της Δύσης τη φέρνουν αντιμέτωπη με άλλους
πολιτισμούς, κυρίως με το Ισλάμ και την Κίνα.
Η επιβίωση της Δύσης εξαρτάται αφενός από το κατά πόσο οι Αμερικανοί
επιβεβαιώνουν εκ νέου τη δυτική τους ταυτότητα, αφετέρου από τους ίδιους
τους δυτικούς και από το αν θα δεχτούν ότι ο πολιτισμός τους είναι μοναδικός
αλλά όχι παγκόσμιος. Η αποφυγή ενός παγκόσμιου πολέμου των πολιτισμών
εξαρτάται από το αν οι ηγέτες του κόσμου θα αποδεχτούν τον
πολυπολιτισμικό χαρακτήρα της παγκόσμιας πολιτικής και θα συνεργαστούν
για να τον διατηρήσουν.
Το συμπέρασμά του: εκτός από τον κανόνα της αποχής και τον κανόνα της από
κοινού μεσολάβησης, ένας τρίτος κανόνας για την εξασφάλιση της ειρήνης σε έναν
πολυπολιτισμικό κόσμο είναι ο κανόνας των κοινών στοιχείων: οι λαοί σε όλους τους
πολιτισμούς θα έπρεπε να αναζητήσουν και να δοκιμάσουν να επεκτείνουν τις αξίες,
τους θεσμούς και τις πρακτικές που είναι κοινές και στους λαούς των άλλων
πολιτισμών.
Η εποχή μας χαρακτηρίζεται από την ιδεολογία των μεγάλων και επιταχυνόμενων
αλλαγών, όμως παράλληλα διαχέεται το πνεύμα της γενικής εγκατάλειψης, της
αποστράτευσης και της πεποίθησης ότι οι αλλαγές επέρχονται από μόνες τους από
την αυθόρμητη χρήση των πραγμάτων. Με την επίκληση της ελευθερίας των
αγορών, τη φιλελευθεροποίηση και απορρύθμιση, οι κοινωνικά ισχυροί μεταθέτουν
το κόστος της δικής τους σταθεροποίησης στους κοινωνικά ανίσχυρους.
Η υπαρκτή αγορά είναι πάντα ανολοκλήρωτη, στο μέτρο που ο ισχυρότερος
επιβάλλεται πάντα στον αδύνατο μέσω της αγοράς. Αυτό δεν σημαίνει ότι η αγορά
δεν υπάρχει αλλά απλώς ότι είναι πάντα υποχείρια πιέσεων και χειραγωγήσεων, όχι
λιγότερο απ΄ όσο η πολιτική εξουσία.
Τα κράτη με συστηματικές παρεμβάσεις πλαισίου μπορούν να περιορίσουν την
ασυδοσία και την αυθαιρεσία του κεφαλαίου και να επιτύχουν την ένταξη στη διεθνή
οικονομία με διασφάλιση των κοινωνικών κεκτημένων και όχι με την κατάλυσή τους.
Η λαίλαπα της παγκοσμιοποίησης εγείρει τρεις σειρές ενστάσεων: α) ως προς την
ακριβή έκταση και το βάθος του φαινομένου στην εποχή μας β) ως προς τον εγγενώς
αντινομικό χαρακτήρα της και γ) ως προς τις συνέπειες από την υποθετική
ολοκλήρωση της.
Έννοιες όπως: κοινωνία, λαός, έθνος, κράτος, θεσμοί, και κρατικοί ιδεολογικοί
μηχανισμοί δεν είναι μονόπλευρα δημιουργήματα του κεφαλαίου, ούτε απλά
εργαλεία της κυριαρχίας του, ούτε απατηλά ιδεολογικά προπετάσματα. Συνιστούν
πεδία κοινωνικών ανταγωνισμών και διαπλάθουν το πεδίο και τον τρόπο με τον οποίο
η κυριαρχούσα τάξη επιβεβαιώνεται ως κυριαρχούσα.
Σύντομη αναφορά στις αλλαγές που έχουν συντελεστεί κατά την τελευταία δεκαετία.
Διαπίστωση παροξυσμού ιδεολογικής βίας και ανάδυση του φιλελευθερισμού μέσω
των σκοπέλων απολυταρχίας και μπολσεβικισμού. Νίκη του οικονομικού και
πολιτικού φιλελευθερισμού. Θρίαμβος της Δύσης, λόγω έκπτωσης του
κομμουνισμού. Εξάπλωση της δυτικής καταναλωτικής κουλτούρας, συνεπώς
βρισκόμαστε στο τέλος της ιστορίας. (Μάρξ: ιστορία με αρχή, μέση και τέλος) και
Hegel : συνείδηση καθ’ εαυτή, ως το δι’ εαυτόν, καθ’ εαυτή και δι’εαυτήν. Το
έσχατο σημείο της ιδεολογικής εξέλιξης της ανθρωπότητας προς την οικουμενική
επικράτηση του δυτικού φιλελεύθερου δημοκρατικού πολιτεύματος ως οριστική
μορφή ανθρώπινης διακυβέρνησης (δηλ. πρέπει να διασφαλίζει ελευθερία,
δημοκρατία, νομοθεσία βάσει συναίνεσης των πολιτών).
Ο Μαρξ ανατρέπει την συνείδηση (ιδεολογία) του Χέγκελ αντί της οποίας προτείνει
τον υλικό τρόπο παραγωγής ως βάση της υπερδομής. Ο φιλελευθερισμός δέχεται τη
σφοδρή κριτική του Μαρξ για την αντίφαση κεφαλαίου – εργασίας, αλλά σήμερα
βάσει αξιόλογων μελετητών το καθεστώς ισότητας στη σύγχρονη Αμερική
ανταποκρίνεται στις αρχές της αταξικής κοινωνίας του Μαρξ. (Χάσμα υπάρχει αλλά
λείπουν οι γενεσιουργές αιτίες όπως νομική υποδομή και κοινωνική διάρθρωση). Τα
προβλήματα των μειονοτήτων οφείλονται στην χρόνια δουλεία και τον ρατσισμό.
Οι ιδεολογικοί ανταγωνιστές : φασισμός, κομμουνισμός, θρησκείες, εθνικισμός είναι
ελάχιστης εμβέλειας. Μεγαλύτερη εμβέλεια ίσως έχουν τα προβλήματα του τρίτου
κόσμου.
Το τέλος της ιστορίας θα σφραγιστεί από οικονομικούς υπολογισμούς, την
τεχνολογία που θα καταργήσουν τον αγώνα για τις ιδέες.
Πρόταση προοδευτικών
Άμεση συμμετοχή ενάντια στην ανία του πολιτικού κατεστημένου και απαίτηση για
δημοκρατική συμμετοχή. Ο πολίτης συμβάλλει με το λόγο του στην κατάργηση της
επιλογής του από συστήματα. Το βιβλίο του Φ. είναι σκόπιμο γιατί αποτελεί το
σύγχρονο εξαγώγιμο προϊόν της Αμερικής (τον καταναλωτισμό) λόγω της
ανεπάρκειας του στρατιωτικού υλικού. Απογοητεύει τους Κοζέβ και Χέγκελ οι οποίοι
βλέπουν το τέλος της ιστορίας μόνο μετά από απόλυτη επικράτηση της λογικής.
Το βιβλίο μας πιστοποιεί ότι ερμηνεύουμε τον κόσμο εγελιανά, δηλαδή ότι η εξέλιξη
εμπεριέχει το πεπρωμένο που έχει εσωτερική λογική και ανακαλύπτεται μόνο από
τους διανοούμενους. Δεν πιστεύω ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι η ενσάρκωση των
προσδοκιών μας. Ο μόνος τρόπος κατανόησης και κριτικής των πολιτικών μας
συστημάτων είναι η προσφυγή στους αρχ. Ελλ. Φιλοσόφους και συγκεκριμένα στον
Αριστοτέλη ο οποίος αναφέρει ότι όλες οι μορφές καθεστώτων είναι εγγενώς
μεταβατικές.
Φουκουγιάμα : Η μεγάλη διάλυση( αναστάτωση)
Η κοινωνική αναστάτωση που επικρατεί όχι μόνο θα λάβει τέλος αλλά θα
αντικατασταθεί σύντομα και με φυσικό τρόπο από μια νέα ηθική τάξη. Ο Φ.
στρέφεται στην ανθρώπινη φύση, η οποία χάρη στα γονίδια και στη μακροχρόνια
εμπειρία της είναι προγραμματισμένη να κάνει αυτό που χρειάζεται για την επιβίωση
και την ολοκλήρωσή της.
Εάν η τάξη στην κοινωνία διαταραχτεί, τείνει να επανέρθει. Γιατί μια κοινωνία η
οποία έχει αποφασίσει τη συνεχή αλλαγή κανόνων στο όνομα της αύξησης της
ατομικής ελευθερίας θα βρεθεί όλο και πιο ανοργάνωτη, απομονωμένη και ανίκανη
να ολοκληρώσει τους κοινούς στόχους.
2. Οικοδόμηση Κρατών
Η κεντρική θέση της πρώτης εργασίας του Φουκουγιάμα είναι ότι η ανθρωπότητα
έχει φτάσει στο τελικό σημείο της ιδεολογικής της εξέλιξης με το θρίαμβο της
δυτικής φιλελεύθερης δημοκρατίας. «Η ακαταμάχητη νίκη του οικονομικού και
πολιτικού φιλελευθερισμού σημαίνει το τελικό σημείο της ιδεολογικής εξέλιξης του
ανθρώπινου γένους ως της τελικής μορφής ανθρώπινης διακυβέρνησης».
Ο Χέγκελ όμως ποτέ δεν χρησιμοποιεί την έννοια τέλος. Η κατάληξη της χεγελιανής
σύνθεσης είναι πρώτιστα φιλοσοφική και παραλλήλως αποτελεί το πεδίο
πραγμάτωσης ενός στόχου, την επίτευξη ενός σκοπού ο οποίος αποτελεί τον τελικό
στόχο της δημιουργίας γενικά, αλλά δεν αποτελεί το τέλος, δεν είναι το τέρμα της
περιπέτειας της δημιουργίας.
Είναι εμφανής η επιδεξιότητα του Φ. στο να ανταποκριθεί στο συγκεκριμένο
φιλοσοφικό αίτημα. Καταφεύγει εκ νέου στη σύνθεση ήδη εκφρασμένων
φιλοσοφικών αντιλήψεων, ώστε να εξυπηρετήσει τους σκοπούς του. Συνδέει τη θέση
του με μια γενική θεωρία παγκόσμιας ιστορίας. Η ανθρώπινη εξέλιξη παρουσιάζει
μια σταθερή κατεύθυνση ωθούμενη από δύο μηχανισμούς : της επιθυμίας και της
αναγνώρισης. Ο πρώτος αποθεώνει την κατανάλωση με συνέπεια το καπιταλιστικό
σύστημα και ο δεύτερος είναι η μάχη για την αναγνώριση που οδηγεί στην ελευθερία.
Το τέλος της ιστορίας δεν είναι η άφιξη ενός τέλειου συστήματος αλλά η εξάλειψη
οποιασδήποτε καλύτερης εναλλακτικής λύσης απέναντι σε αυτό.
Τώρα σ’ αυτό το βιβλίο αναφέρεται στην ενδυνάμωση και όχι τη διάλυση των
θεσμών του κράτους. Διακρίνει ισχυρά και αδύναμα κράτη. Η οικοδόμηση κρατών
συνίσταται στη δημιουργία νέων κυβερνητικών θεσμών και την ισχυροποίηση όσων
ήδη υπάρχουν. Καλύτερη λειτουργία δημόσιων θεσμών. Η έλλειψη κρατικής
ικανότητας στις φτωχές χώρες έχει καταλήξει να βασανίζει τον ανεπτυγμένο κόσμο
πολύ πιο άμεσα απ΄ ό,τι στο παρελθόν.
Το βιβλίο έχει τρία μέρη
Το πρώτο αναπτύσσει ένα αναλυτικό πλαίσιο για τη κατανόηση των
πολλαπλών διαστάσεων της κρατικότητας, δηλαδή των λειτουργιών, των
ικανοτήτων και της βάσης νομιμότητας των κυβερνήσεων. Αυτό το πλαίσιο
θα εξηγήσει γιατί, στις περισσότερες αναπτυσσόμενες χώρες, τα κράτη δεν
είναι πολύ ισχυρά, αλλά αντίθετα, πολύ αδύναμα.
Το δεύτερο ερευνά τα αίτια της εξασθένησης του κράτους και ιδιαίτερα το
γιατί δεν μπορεί να υπάρξει επιστήμη δημόσιας διοίκησης παρά τις πρόσφατες
προσπάθειες των οικονομολόγων να τις δημιουργήσουν. Αυτή η έλλειψη
περιορίζει δραστικά την ικανότητα των ξένων να βοηθήσουν τις διάφορες
χώρες να ισχυροποιήσουν τη κρατική τους ικανότητα.
Το τρίτο εξετάζει τις διεθνείς διαστάσεις της εξασθένισης του κράτους. Το
πώς αυτή επιφέρει αστάθεια, το πώς έχει διαβρώσει την αρχή της κυριαρχίας
στο διεθνές σύστημα και το πώς ερωτήματα που αφορούν τη δημοκρατική
νομιμότητα σε διεθνές επίπεδο έχουν καταλήξει να κυριαρχούν στις διαφορές
ανάμεσα στις ΗΠΑ, την Ευρώπη και τις υπόλοιπες αναπτυγμένες χώρες στο
διεθνές σύστημα.