Professional Documents
Culture Documents
2015
Συντάκτης:
Πολυμέρης Βόγλης*
Την ίδια εποχή η σιωπηλή ένταξη των ανδρών και των αξιωματικών των Ταγμάτων
Ασφαλείας στον κρατικό μηχανισμό ή η δραστηριοποίησή τους σε ποικίλες
παρακρατικές οργανώσεις επέτρεψε τη σιωπηλή αποκατάστασή τους.
Δεν ήταν βέβαια εύκολο οι συνεργάτες των Γερμανών να μετατραπούν σε «ήρωες» μιας
εθνικής ιστοριογραφίας και γι’ αυτό τους επιφυλάχθηκε η θέση των «θυμάτων» του
ΕΛΑΣ.
Με αφορμή τις αιματηρές συγκρούσεις στο τέλος της Κατοχής μεταξύ δυνάμεων του
ΕΛΑΣ και ένοπλων συνεργατών στην Πελοπόννησο, τη Μακεδονία και αλλού, οι
απώλειες των τελευταίων μετατράπηκαν σε «αθώα θύματα» και «αγρίως σφαγιασθέντες»
από τους κομμουνιστές.
Ωστόσο η ένταξή τους στην επίσημη μνήμη ως «θυμάτων» συντελέστηκε κυρίως στη
διάρκεια της δικτατορίας των συνταγματαρχών, όταν ανεγέρθηκαν μια σειρά μνημείων
με πιο χαρακτηριστικό ίσως το «Μνημείον Αγωνιστών Εθνικής Αντιστάσεως» των
«σφαγιασθέντων υπό των Σλαυοκομμουνιστών» στο Κιλκίς το 1968 – σε ανάμνηση της
μάχης του Κιλκίς του Νοεμβρίου 1944.
Μετά την πτώση της χούντας, όταν οι συνθήκες πλέον επέτρεπαν τη μελέτη της περιόδου
της Κατοχής, το θέμα της ένοπλης συνεργασίας έμεινε αδιερεύνητο. Σε αυτό συνέτεινε
το γενικότερο κλίμα της εποχής.
Η αναγνώριση της συμμετοχής του ΕΑΜ στην Αντίσταση το 1982 και η νέα επίσημη
αφήγηση που υπογράμμιζε τον «παλλαϊκό» και πατριωτικό χαρακτήρα της Αντίστασης
είχε αποτέλεσμα οι πιο σκοτεινές και λιγότερο ηρωικές πλευρές της Κατοχής να
αποσιωπηθούν.
Ωστόσο μετά το 2000 το ζήτημα της ένοπλης συνεργασίας βρέθηκε στο επίκεντρο της
δημόσιας συζήτησης και της επιστημονικής διαμάχης, οι οποίες κορυφώθηκαν με μια
σειρά άρθρων που δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα «Τα Νέα» το 2004.
Την ίδια περίπου εποχή άρχισαν να δημοσιεύονται άρθρα και να εκδίδονται μελέτες που
ασχολούνταν συστηματικά με το φαινόμενο της ένοπλης συνεργασίας και έφερναν στο
φως στοιχεία σχετικά με τη δράση, τη σύνθεση ή τα κίνητρα όσων συμμετείχαν στα
ένοπλα σώματα που συλλήβδην ονομάζουμε Τάγματα Ασφαλείας.
Η σιωπή που μέχρι τότε περιέβαλε την ένοπλη συνεργασία έχει πλέον «σπάσει» - και
αυτό είναι κάτι αναμφίβολα θετικό.
Η επιχειρηματολογία όμως που συνόδευσε αρκετές από αυτές τις μελέτες ήταν αρκετά
προβληματική και σε μεγάλο βαθμό αναπαρήγαγε επιχειρήματα παλαιότερων εποχών.
Το βασικό επιχείρημα αρκετών μελετητών ήταν ότι η επιθετική επέκταση του ΕΛΑΣ
εξανάγκασε όσους διαφωνούσαν μαζί του να αναζητήσουν την προστασία από τους
Γερμανούς και να εξοπλιστούν από αυτούς για να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν την
αριστερή βία και τρομοκρατία.
Αυτό που θα πρέπει να επισημανθεί είναι ότι αυτό ήταν και το επιχείρημα των ίδιων των
συνεργατών των Γερμανών στις δίκες που έγιναν μεταπολεμικά, ότι δηλαδή ήταν αγνοί
πατριώτες και εθνικόφρονες οι οποίοι αγωνίστηκαν για να σώσουν την Ελλάδα από τους
«εαμοβούλγαρους».
Η πραγματικότητα βέβαια ήταν πολύ πιο σύνθετη και τα κίνητρα της ένοπλης
συνεργασίας ποικίλα. Κάποιοι κατατάχθηκαν στα Τάγματα Ασφαλείας για να έχουν
υλικά-οικονομικά οφέλη, άλλοι έβρισκαν τα ιδεώδη της ναζιστικής Γερμανίας
ελκυστικά, μειονότητες ή περιθωριοποιημένες εθνοπολιτισμικές ομάδες χειραγωγήθηκαν
επιδέξια από τις κατοχικές δυνάμεις ώστε να συνεργαστούν, ενώ πολλοί επέλεξαν να
εξοπλιστούν από τους Γερμανούς εξαιτίας του φανατικού αντικομμουνισμού τους.
Σε κάθε περίπτωση και ανεξαρτήτως των κινήτρων τους αυτό που ένα μέρος της
βιβλιογραφίας αποσιωπά είναι οι συνέπειες της δράσης των Ταγμάτων Ασφαλείας.
Από την άλλη πλευρά, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η δράση των Ταγμάτων Ασφαλείας
αντικειμενικά εξυπηρετούσε τα σχέδια των δυνάμεων κατοχής.
Και κάτι τελευταίο: η οικειοποίηση της δράσης και της μνήμης των Ταγμάτων
Ασφαλείας από τη Χρυσή Αυγή δημιουργεί γενεαλογίες και συγγένειες, οι οποίες θα
έπρεπε τουλάχιστον να προβληματίσουν τους μελετητές που προσπάθησαν να τα
αποκαταστήσουν παρουσιάζοντας τους συνεργάτες των Γερμανών απλά ως «θύματα»
των κομμουνιστών.