You are on page 1of 54

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ

ΤΜΗΜΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ


ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΙΙ
(Υπεύθυνος µαθήµατος: Θανάσης Γκιούρας)

JOHN STUART MILL

Παρατηρήσεις για την


αντιπροσωπευτική διακυβέρνηση
(επιλογή κεφαλαίων)

Ρέθυµνο 2002

Τα ανά χείρας κείµενα αποτελούν καρπό συλλογικής εργασίας του Τµήµατος


Πολιτικής Επιστήµης του Πανεπιστηµίου Κρήτης. Οι µεταφράσεις έχουν γίνει από
φοιτητές και φοιτήτριες και η επιµέλεια από διδάσκοντες του Τµήµατος. Τα
κείµενα αποσκοπούν αποκλειστικά στην εξυπηρέτηση διδακτικών αναγκών.
Απαγορεύεται η αναπαραγωγή τους για οποιονδήποτε άλλο σκοπό.
JOHN STUART MILL

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΤΙΚΗ


∆ΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ
(1861)

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Εκείνοι που µου έκαναν την τιµή να διαβάσουν τα προηγούµενα γραπτά µου δεν θα
αποκτήσουν, πιθανώς, καµία έντονη εντύπωση καινοτοµίας από τον παρόντα τόµο· διότι
οι αρχές [του] είναι εκείνες, στην κατεύθυνση των οποίων εργάζοµαι για το µεγαλύτερο
µέρος της ζωής µου, οι δε περισσότερες πρακτικές προτάσεις έχουν ήδη διατυπωθεί από
άλλους ή και από εµένα. Η καινοτοµία, εντούτοις, έγκειται στο ότι συγκεντρώνονται εδώ
και παρατίθενται στον αλληλοσυσχετισµό τους· όπως επίσης, πιστεύω, και σε αυτό που
διατυπώνεται προς υποστήριξή τους. Εν πάση περιπτώσει, αρκετές από τις απόψεις, εάν
δεν είναι νέες, πρόκειται προς το παρόν να συναντήσουν τόσο λίγη γενική κατάφαση, ως
εάν να ήταν.
Παρόλ’αυτά, µου φαίνεται, από διάφορες ενδείξεις, και ιδιαίτερα από τις πρόσφατες
αγορεύσεις περί της Μεταρρύθµισης του Κοινοβουλίου, ότι τόσο οι Συντηρητικοί όσο
και οι Φιλελεύθεροι (εάν µπορώ να συνεχίσω να τους αποκαλώ όπως ακόµη αποκαλούν
τους εαυτούς τους), έχουν απωλέσει την εµπιστοσύνη τους στις πολιτικές αρχές που
κατ’όνοµα υπερασπίζουν, ενώ καµία πλευρά δεν φαίνεται να έχει προοδεύσει προς την
κατεύθυνση εφοδιασµού της µε κάποια καλύτερη. Εντούτοις, µια τέτοια καλύτερη
θεωρία πρέπει να είναι δυνατή· όχι ένας απλός συµβιβασµός, µοιράζοντας τη διαφορά
µεταξύ τους, αλλά κάτι ευρύτερο και από τους δύο, το οποίο, χάριν της ανώτερης
περιεκτικότητάς του, θα µπορούσε να γίνει αποδεκτό είτε από ένα Φιλελεύθερο ή από
ένα Συντηρητικό, χωρίς ο ίδιος χρειαστεί να αποκηρύξει κάτι που όντως νοιώθει
πολύτιµο στη δική του αρχή. Όταν τόσοι πολλοί συναισθάνονται αµυδρά την έλλειψη
µιας τέτοιας θεωρίας, και τόσο λίγοι κολακεύουν τους εαυτούς τους ότι την έχουν
αποκτήσει, ο καθένας µπορεί, χωρίς απρέπεια, να προσφέρει εκείνο που οι σκέψεις του,
όπως και οι καλύτερες σκέψεις των άλλων που ο ίδιος γνωρίζει, δύνανται να
συνεισφέρουν στο σχηµατισµό της.

[…]

Κεφάλαιο 3
Περί του ότι η ιδεώδης µορφή διακυβέρνησης είναι η αντιπροσωπευτική*

Παλαιόθεν γνωστό (ίσως καθ’όλη τη διάρκεια της βρετανικής ελευθερίας) είναι το ρητό
ότι, εάν µπορούσε να εξασφαλισθεί ένας καλός δεσπότης, η δεσποτική µοναρχία θα ήταν
ο καλύτερος τύπος διακυβέρνησης. Θεωρώ αυτό το γνωµικό ως την πιο ριζικά και
ολέθρια εσφαλµένη αντίληψη του τί είναι καλή διακυβέρνηση· η οποία, µέχρι να

*
Τίτλος πρωτοτύπου: Considerations on Representative Government. Μετάφραση: Νίκος Γιαννιού,
Παναγιώτης Κεφαλάς. Επιµέλεια µετάφρασης: Θανάσης Γκιούρας.
JOHN STUART MILL – ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΤΙΚΗ ∆ΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ 3

απελευθερωθούµε από αυτήν, θα αποδυναµώνει µοιραία όλες µας τις απόψεις περί
διακυβέρνησης.
Η υπόθεση [του προαναφερθέντος γνωµικού] είναι ότι απόλυτη δύναµη στα χέρια
ενός εξαιρετικού ατόµου, θα εξασφάλιζε ενάρετη και έξυπνη εκτέλεση όλων των
κυβερνητικών καθηκόντων. Καλοί νόµοι θα καθιερώνονταν και θα επιβάλλονταν, κακοί
νόµοι θα αναθεωρούνταν· οι καλύτεροι άντρες θα τοποθετούνταν σε όλες τις θέσεις
εµπιστοσύνης· η δικαιοσύνη θα απονέµονταν µε εξίσου καλό τρόπο, τα δηµόσια βάρη θα
ήταν ελαφριά και θα επιβάλλονταν µε φρόνηση, κάθε διοικητικός κλάδος θα
διευθύνονταν τόσο καθαρά και έξυπνα όσο θα επέτρεπαν οι συνθήκες της χώρας και ο
βαθµός της πνευµατικής και ηθικής της καλλιέργειας. Είµαι πρόθυµος, για χάρη της
υπόθεσης, να παραδεχθώ όλα αυτά· αλλά, πρέπει να επισηµάνω πόσο µεγάλη είναι η
παραχώρηση· πόσο περισσότερα πράγµατα απαιτούνται για να δηµιουργηθεί έστω και
µια προσέγγιση σε αυτά τα αποτελέσµατα από ό,τι διατυπώνεται µε την απλή έκφραση:
ένας καλός δεσπότης. Η πραγµατοποίησή τους κατ’ουσίαν θα υποδήλωνε, όχι απλώς
έναν καλό µονάρχη, αλλά έναν παντογνώστη. Θα πρέπει διαρκώς να είναι ενηµερωµένος
σωστά, µε αρκετές λεπτοµέρειες, για τη διεκπεραίωση και την εργασία κάθε διοικητικού
κλάδου σε κάθε περιοχή της χώρας, και θα πρέπει να είναι ικανός, στις εικοσιτέσσερις
ώρες της ηµέρας που παρέχονται όλες και όλες τόσο σε έναν βασιλιά όσο και στον
ταπεινότερο εργάτη, να στρέφει επαρκές µέρος της προσοχής και επίβλεψής του σε όλα
τα µέρη αυτού του τεράστιου πεδίου· ή θα πρέπει, τουλάχιστον, να είναι ικανός να
διακρίνει και να επιλέγει από το πλήθος των υπηκόων του, όχι µόνον ένα µεγάλο σύνολο
τίµιων και ικανών ανδρών, κατάλληλων να διεκπεραιώνουν κάθε κλάδο δηµόσιας
διοίκησης υπό επίβλεψη και έλεγχο, αλλά επίσης και τον µικρό αριθµό ανδρών µε
εξαιρετικές αρετές και ταλέντα που µπορεί να τους εµπιστευθεί όχι µόνον χωρίς
επίβλεψη αλλά που θα πρέπει να την ασκούν οι ίδιοι επί άλλων. Τόσο εξαιρετικές είναι
οι ιδιότητες και οι δυνάµεις που απαιτούνται για την εκτέλεση αυτού του καθήκοντος µε
οποιονδήποτε ανεκτό τρόπο, ώστε ο καλός δεσπότης που υποθέτουµε, µόλις και µετά
βίας µπορούµε να φανταστούµε ότι θα συµφωνεί να το αναλάβει, και πάλι µόνον ως
καταφύγιο από ανυπόφορα δεινά και ως µεταβατική προετοιµασία για κάτι περαιτέρω.
Αλλά το επιχείρηµα ισχύει ακόµη και χωρίς αυτό το τεράστιο θέµα. Ας υποθέσουµε πως
η δυσκολία εξαφανίστηκε. Τί θα έχουµε τότε; Έναν άντρα µε υπεράνθρωπη πνευµατική
ικανότητα να διαχειρίζεται τις συνολικές υποθέσεις ανθρώπων πνευµατικά παθητικών. Η
παθητικότητά τους υποδηλώνεται µε καθαυτή την ιδέα της απόλυτης δύναµης. Το έθνος
συνολικά, και κάθε άτοµο που το αποτελεί, βρίσκεται χωρίς την πιθανότητα έκφρασης
περί του δικού του πεπρωµένου. [Τα άτοµα] δεν εξασκούν καµία βούληση όσον αφορά
τα συλλογικά τους συµφέροντα. Όλα αποφασίζονται για αυτά από κάποια βούληση που
δεν είναι δική τους, ενώ η ανυπακοή τους προς αυτήν αποτελεί ποινικό έγκληµα.
Τί είδος άνθρωπων µπορεί να δηµιουργηθεί υπό τέτοιο κανονισµό; Τί εξέλιξη µπορεί
να επιτύχει είτε η σκέψη τους είτε οι ενεργές τους ικανότητες υπό το ίδιο; Σε θέµατα
καθαρής θεωρίας, ίσως τους επιτραπεί να αναπτύξουν σκέψεις, εφόσον αυτές είτε δεν θα
αγγίζουν την πολιτική ή δεν θα έχουν έστω την ελάχιστη σχέση µε την πρακτική της. Σε
πρακτικές υποθέσεις, το περισσότερο που θα µπορούσε να τους επιτραπεί, θα ήταν να
διατυπώνουν προτάσεις· αλλά ακόµη και υπό την κυριαρχία του µετριοπαθέστερου
δεσπότη, κανείς άλλος παρά µόνον άτοµα ήδη αποδεκτής ή φηµολογούµενης
ανωτερότητας δεν θα µπορούσε να ελπίζει ότι οι προτάσεις του θα γίνονταν γνωστές, και
πολύ λιγότερο θα λαµβάνονταν υπόψη από εκείνους που είχαν τη διαχείριση των
υποθέσεων. Ένα άτοµο πρέπει να έχει πολύ ασυνήθιστη προδιάθεση για πνευµατική
εξάσκηση καθαυτή και διεαυτή, για να υποβάλλει τον εαυτό του στον κόπο της σκέψης
όταν δεν πρόκειται να έχει καµία εξωτερική επίδραση, ή να αποκτά προσόντα για
JOHN STUART MILL – ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΤΙΚΗ ∆ΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ 4

λειτουργίες που δεν έχει καµία πιθανότητα να του επιτραπεί η εξάσκησή τους. Η µόνη
επαρκής υποκίνηση προς πνευµατική δραστηριότητα, σε ελάχιστα µόνον µυαλά µιας
γενεάς, είναι η προοπτική κάποιας πρακτικής χρήσης των αποτελεσµάτων της. Από αυτό
δεν συνεπάγεται ότι το έθνος θα είναι απολύτως ένδεο πνευµατικής δύναµης. Η κοινή
δραστηριότητα του βίου, που πρέπει απαραίτητα να διενεργηθεί από κάθε άτοµο ή
οικογένεια για τον εαυτό της, θα προωθήσει κάποιο ποσοστό εξυπνάδας και πρακτικής
ικανότητας, εντός ενός στενού πλαισίου ιδεών. Μπορεί να υπάρχει µια επίλεκτη οµάδα
ειδηµόνων, που θεραπεύουν τις επιστήµες αποσκοπώντας στις εµπράγµατες χρήσεις τους
ή για την ευχαρίστηση της ενασχόλησης. Θα υπάρχει γραφειοκρατία και άτοµα που θα
εκπαιδεύονται για την γραφειοκρατία, τα οποία θα διδάσκονται τουλάχιστον κάποιες
εµπειρικές αρχές της διακυβέρνησης και της δηµόσιας διοίκησης. Ενδεχοµένως θα
υπάρχει, και έχει συχνά υπάρξει, συστηµατική οργάνωση της καλύτερης πνευµατικής
δύναµης της χώρας προς µια ιδιαίτερη κατεύθυνση (συνήθως στρατιωτική), µε σκοπό να
προάγει το µεγαλείο του δεσπότη. Αλλά το κοινό παραµένει εν πολλοίς χωρίς
πληροφόρηση και χωρίς ενδιαφέρον για όλα τα σηµαντικότερα θέµατα της πρακτικής
[πολιτικής]· ή, αν έχει εν γένει γνώση για αυτά, δεν είναι παρά ερασιτεχνική γνώση, σαν
αυτήν που έχουν περί των µηχανικών τεχνών άνθρωποι που ποτέ δεν έχουν µεταχειριστεί
εργαλείο.
∆εν είναι, άλλωστε, µόνον στη νοηµοσύνη τους που υποφέρουν. Οι ηθικές τους
ικανότητες είναι εξίσου µειωµένες. Οπουδήποτε η σφαίρα δράσης των ανθρώπων είναι
τεχνητά περιορισµένη, τα συναισθήµατά τους είναι περιορισµένα και συρρικνωµένα
στην ίδια αναλογία. Η τροφή του συναισθήµατος είναι η δράση: ακόµη και η
οικογενειακή στοργή θρέφεται από εθελοντικές καλές υπηρεσίες. Αφήστε ένα άτοµο να
µην έχει να κάνει τίποτα για την χώρα του και δεν θα ενδιαφερθεί για αυτήν. Έχει
ειπωθεί από παλιά, πως στο δεσποτισµό δεν υπάρχει παρά το πολύ ένας πατριώτης, ο
ίδιος ο δεσπότης· και το ρητό στηρίζεται σε ορθή εκτίµηση των επιδράσεων της
απόλυτης υποταγής, ακόµη και υπό έναν καλό και σοφό άρχοντα. Αποµένει η θρησκεία:
εδώ, τουλάχιστον, µπορεί να υποτεθεί, υπάρχει ένας φορέας στον οποίο µπορεί να
βασιστεί κανείς για να ανορθώσει τα µάτια και τα µυαλά των ανθρώπων πάνω από τη
σκόνη που πατούν. Αλλά η θρησκεία, ακόµα και αν υποτεθεί πως ξεφεύγει από τη
διαφθορά για σκοπούς του δεσποτισµού, παύει υπό αυτές τις συνθήκες να είναι µια
κοινωνική σχέση, και περιορίζεται σε µια προσωπική σχέση ανάµεσα σε ένα άτοµο και
το ∆ηµιουργό του, στην οποία το επιζητούµενο δεν είναι παρά η ατοµική του σωτηρία. Η
θρησκεία µε αυτήν την µορφή συνάδει επαρκώς µε τον πιο ιδιοτελή και στενό εγωισµό,
και ταυτίζει τον πιστό τόσο λίγο συναισθηµατικά µε τα υπόλοιπα µέλη του είδους του
όπως και ο ίδιος ο σενσουαλισµός.
Καλός δεσποτισµός σηµαίνει µια κυβέρνηση στην οποία, όσο εξαρτάται από το
δεσπότη, δεν υπάρχει θετική καταπίεση από αξιωµατούχους του κράτους, αλλά όπου όλα
τα συλλογικά συµφέροντα του λαού διεκπεραιώνονται για αυτούς, όλη η σκέψη που έχει
σχέση µε τα συλλογικά συµφέροντα γίνεται για αυτούς, και όπου τα µυαλά τους
διαµορφώνονται από, και συναινούν µε, αυτήν την παραίτηση από τις δικές τους
ενέργειες. Το να επαφίονται τα πράγµατα στην κυβέρνηση, ως να επαφίονται στη Θεία
Πρόνοια, είναι συνώνυµο µε το να µην µεριµνούν καθόλου για αυτά και να αποδέχονται
τα αποτελέσµατα τους, όταν είναι δυσάρεστα, σαν καταστροφές της φύσης. Με την
εξαίρεση, συνεπώς, ολίγων φιλοµαθών ανδρών που έχουν πνευµατικό ενδιαφέρον στη
θεωρία για δική της χάρη, η διάνοια και τα συναισθήµατα του λαού παραδίδονται στα
υλικά ενδιαφέροντα και, όταν αυτά πληρούνται, στην ψυχαγωγία και διακόσµηση του
ιδιωτικού βίου. Αλλά το να λέµε αυτό είναι σαν να λέµε πως, εάν η συνολική µαρτυρία
της ιστορίας έχει κάποια αξία, έχει φθάσει η εποχή της εθνικής παρακµής: εάν, δηλαδή,
JOHN STUART MILL – ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΤΙΚΗ ∆ΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ 5

το έθνος είχε ποτέ επιτύχει ένα επίπεδο από το οποίο να παρακµάσει. Αν δεν έχει ποτέ
υπερβεί την κατάσταση των Ανατολιτών, θα συνεχίζει να λιµνάζει σε αυτήν την
κατάστάση. Εάν όµως, όπως στην Ελλάδα ή την Ρώµη, είχε πραγµατοποιήσει ο,τιδήποτε
υψηλότερο, µέσω της ενέργειας, του πατριωτισµού και της διεύρυνσης του πνεύµατος,
τα οποία ως εθνικά χαρακτηριστικά είναι αποκλειστικώς καρποί της ελευθερίας,
επανακάµπτει σε µερικές γενεές στην κατάσταση των Ανατολιτών. Αυτή δε η
κατάσταση δεν σηµαίνει βλακώδη ηρεµία, µε ασφάλεια ενάντια στην αλλαγή προς το
χειρότερο· συχνά σηµαίνει υποσκελισµό, κατάκτηση και περιορισµό σε εσωτερική
δουλεία, είτε από έναν ισχυρότερο δεσπότη είτε από τους κοντινότερους βαρβάρους που
παράλληλα µε την πρωτόγονη τραχύτητά τους διατηρούν τις δυνάµεις της ελευθερίας.
Αυτές δεν είναι απλώς οι φυσικές τάσεις, αλλά οι εγγενείς αναγκαιότητες της
δεσποτικής διακυβέρνησης· από τις οποίες δεν υπάρχει διέξοδος, εκτός αν ο δεσποτισµός
συµφωνεί να µην είναι δεσποτισµός· εφόσον δηλαδή ο υποτιθέµενος καλός δεσπότης
απέχει από την άσκηση της εξουσίας του και, κρατώντας την µεν σε εφεδρεία, επιτρέπει
στη γενική διαχείριση της κυβέρνησης να λειτουργεί ως εάν οι άνθρωποι πράγµατι να
αυτοκυβερνώνταν. Όσο απίθανο και αν είναι, µπορούµε να φανταστούµε έναν δεσπότη
να τηρεί πολλούς από τους κανόνες και τους περιορισµούς της συνταγµατικής
διακυβέρνησης. Μπορεί να επιτρέψει τόση ελευθερία τύπου και συζήτησης η οποία θα
επέτρεπε το σχηµατισµό και την έκφραση κοινής γνώµης σε εθνικά ζητήµατα. Μπορεί
να ανεχθεί τη διαχείριση των τοπικών συµφερόντων, χωρίς την παρέµβαση της εξουσίας,
από τον ίδιο το λαό. Θα µπορούσε µέχρι και να περιβάλλει τον εαυτό του µε ένα
συµβούλιο ή µε συµβούλια κυβέρνησης, εκλεγµένα ελεύθερα από όλο το έθνος ή από
κάποια µερίδα του έθνους· διατηρώντας στα χέρια του την εξουσία της φορολογίας, και
την ανώτατη νοµοθετική όπως και εκτελεστική εξουσία. Αν ενεργούσε έτσι, και στο
βαθµό αυτό αποποιούνταν τη θέση του δεσπότη, θα καταργούσε ένα σηµαντικό µέρος
των κακών που χαρακτηρίζουν το δεσποτισµό. Η πολιτική δραστηριότητα και η
δυνατότητα για δηµόσια ζητήµατα δεν θα εµποδίζονταν πλέον από το να αναπτυχθούν
στο σώµα του έθνους· και θα σχηµατίζονταν µια κοινή γνώµη όχι ως απλή ηχώ της
κυβέρνησης. Αλλά τέτοια βελτίωση θα ήταν η αρχή νέων δυσκολιών. Αυτή η κοινή
γνώµη, ανεξάρτητη από την εντολή του µονάρχη, πρέπει να είναι είτε µαζί του είτε
εναντίον του· αν δεν είναι το ένα θα είναι το άλλο. Όλες οι κυβερνήσεις δυσαρεστούν
αναγκαστικά πολλά πρόσωπα, και από αυτά, έχοντας τώρα κανονικά όργανα [έκφρασης]
και όντας ικανά να εκφράσουν τα συναισθήµατά τους, θα ακούγονται συχνά γνώµες
ενάντια στα µέτρα της κυβέρνησης. Τί πρέπει να κάνει ο µονάρχης όταν αυτές οι
δυσάρεστες γνώµες τύχουν να είναι η πλειοψηφία; Θα πρέπει να αλλάξει την πορεία του;
Θα πρέπει να υποχωρήσει απέναντι στο έθνος; Αν το κάνει αυτό, δεν είναι πλέον
δεσπότης, αλλά συνταγµατικός βασιλιάς· [θα είναι] ένα όργανο ή ο πρώτος υπουργός του
λαού, µε την µόνη διαφορά ότι είναι αµετακίνητος. Αν δεν το κάνει, θα πρέπει είτε να
καταστείλει την αντιπολίτευση µε τη δεσποτική του εξουσία, είτε θα προκύψει µόνιµος
ανταγωνισµός µεταξύ του λαού και ενός ανθρώπου, ο οποίος δεν µπορεί παρά να έχει
µία µόνον πιθανή κατάληξη. Ούτε καν µια θρησκευτική αρχή παθητικής υπακοής και
«θείου δικαιώµατος» δεν θα απέτρεπε επί µακρόν τις φυσικές συνέπειες µιας τέτοιας
κατάστασης. Ο µονάρχης θα έπρεπε να υποκύψει και να προσαρµοστεί στις συνθήκες
της συνταγµατικής βασιλείας, ή να παραχωρήσει τη θέση του σε κάποιον που θα το
έκανε. Ο δεσποτισµός, όντας τέτοιος κυρίως κατ’όνοµα, θα κατείχε λίγα από τα
πλεονεκτήµατα που υποτίθεται πως ανήκουν στην απόλυτη µοναρχία· ενώ θα
πραγµατοποιούσε σε πολύ ατελή βαθµό εκείνα µιας ελεύθερης διακυβέρνησης· αφού,
όσο µεγάλο και αν είναι το ποσοστό ελευθερίας που απολαµβάνουν πρακτικά οι πολίτες,
δεν θα µπορούσαν ποτέ να ξεχάσουν ότι το έχουν κατόπιν αδείας και µε παραχώρηση η
JOHN STUART MILL – ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΤΙΚΗ ∆ΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ 6

οποία, υπό το υπάρχον σύνταγµα, θα µπορούσε ανά πάσα στιγµή να ανακληθεί· [δεν θα
µπορούσαν να ξεχάσουν] πως ήταν νοµικά δούλοι, έστω και ενός σώφρονα ή
συγκαταβατικού άρχοντα.
∆εν αξίζει µεγάλο θαυµασµό [το γεγονός] ότι ανυπόµονοι ή απογοητευµένοι
µεταρρυθµιστές, βαρυγκοµώντας λόγω των κωλυµάτων που αντιτίθενται στις πλέον
σωτήριες δηµόσιες βελτιώσεις από την άγνοια, την αδιαφορία, τον ανυπότακτο
χαρακτήρα, το διεστραµµένο πείσµα ενός λαού και τις διεφθαρµένες διαπλοκές
εγωιστικών ατοµικών συµφερόντων εξοπλισµένων µε τα δυνατά όπλα που παρέχουν οι
ελεύθεροι θεσµοί, κατά καιρούς εύχονται την έλευση ενός ισχυρού χεριού για να
συντρίψει όλα αυτά τα εµπόδια, και να υποχρεώσει έναν απείθαρχο λαό να κυβερνηθεί
καλύτερα. Αλλά (θέτοντας παράµερα το γεγονός, ότι για έναν δεσπότη ο οποίος από
καιρού εις καιρόν αναθεωρεί µια κατάχρηση, υπάρχουν ενενήντα εννέα που δεν κάνουν
τίποτε άλλο παρά να τις δηµιουργούν), εκείνοι που προσβλέπουν σε οποιαδήποτε τέτοια
κατεύθυνση για την πραγµατοποίηση των ελπίδων τους, παραλείπουν από την ιδέα της
καλής διακυβέρνησης το κύριο στοιχείο της, τη βελτίωση του ίδιου του λαού. Ένα από
τα πλεονεκτήµατα της ελευθερίας είναι ότι υπό το καθεστώς της ο εξουσιαστής δεν
µπορεί να παραβλέψει τις απόψεις του λαού, και να τροποποιήσει τις υποθέσεις που τον
αφορούν χωρίς να τροποποιήσει τους ίδιους τους ανθρώπους. Αν ήταν δυνατόν για το
λαό να κυβερνάται καλά παρά τη στάση του, η καλή του διακυβέρνηση δεν θα
διαρκούσε περισσότερο από όσο συνήθως διαρκεί η ελευθερία ενός λαού που έχει
ελευθερωθεί από ξένα όπλα χωρίς τη δική του συνεργασία. Είναι αλήθεια, ένας δεσπότης
µπορεί να εκπαιδεύσει τους ανθρώπους· και το να κάνει όντως κάτι τέτοιο θα ήταν η
καλύτερη απολογία για το δεσποτισµό του. Αλλά οποιαδήποτε εκπαίδευση αποσκοπεί να
καταστήσει τους ανθρώπους κάτι διαφορετικό από µηχανές, µακροπρόθεσµα τους κάνει
να απαιτούν την κατοχή ελέγχου των δικών τους πράξεων. Οι ηγέτες της Γαλλικής
φιλοσοφίας το 18ο αιώνα είχαν εκπαιδευθεί από τους Ιησουΐτες. Φαίνεται, όµως, πως
ακόµη και η ιησουΐτικη εκπαίδευση, είχε επαρκή πραγµατική επίδραση για να
προκαλέσει την όρεξη για ελευθερία. Ο,τιδήποτε τονώνει τις δυνάµεις, σε όσο µικρό
βαθµό, δηµιουργεί αυξηµένη επιθυµία για την πιο ανεµπόδιστη εξάσκησή τους· και µια
λαϊκή εκπαίδευση είναι αποτυχία, αν εκπαιδεύει τους ανθρώπους για οποιαδήποτε άλλη
κατάσταση από εκείνη που θα τους παρακινήσει να την επιθυµήσουν και, πιθανότατα, να
την απαιτήσουν.
Απέχω πολύ από το να καταδικάζω, σε περιπτώσεις ακραίας κρίσης, την ανάληψη της
απόλυτης εξουσίας µε την µορφή προσωρινής δικτατορίας. Τα ελεύθερα έθνη, ήδη από
παλιά, έχουν παραχωρήσει τέτοια εξουσία µε δική τους επιλογή, ως απαραίτητο
φάρµακο για ασθένειες του πολιτικού σώµατος από τις οποίες δεν θα µπορούσαν να
απαλλαχθούν µε λιγότερο βίαια µέσα. Αλλά η αποδοχή του, ακόµη και για διάστηµα
αυστηρώς περιορισµένο, µπορεί µόνον να δικαιολογηθεί αν, όπως ο Σόλων ή ο
Πιττακός, ο δικτάτορας χρησιµοποιεί όλη την εξουσία που αποκτά στο να µετακινεί τα
εµπόδια που αποκλείουν το έθνος από την απόλαυση της ελευθερίας. Ένας καλός
δεσποτισµός είναι ένα απολύτως σφαλερό ιδεώδες, που πρακτικά (εκτός ως µέσο προς
κάποιο προσωρινό σκοπό) γίνεται η πιο παράλογη και επικίνδυνη χίµαιρα. Ακόµη
χειρότερα, ένας καλός δεσποτισµός σε µια χώρα καθόλα προηγµένη στον πολιτισµό,
είναι πιο επιβλαβής από έναν κακό· διότι έχει πολύ πιο χαλαρωτική και αποχαυνωτική
επίδραση στις σκέψεις, στα συναισθήµατα και στις ενέργειες του λαού. Ο δεσποτισµός
του Αυγούστου προετοίµασε τους Ρωµαίους για τον Τιβέριο. Εάν η συνολική υφή του
χαρακτήρα τους δεν είχε πρώτα εξασθενηθεί από σχεδόν δύο γενεές εκείνης της ήπιας
δουλείας, θα είχαν πιθανόν αρκετό θάρρος για να επαναστατήσουν ενάντια στην πιο
αποκρουστική.
JOHN STUART MILL – ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΤΙΚΗ ∆ΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ 7

∆εν υπάρχει δυσκολία να αποδειχθεί ότι η ιδανικά καλύτερη µορφή διακυβέρνησης


είναι εκείνη όπου η κυριαρχία, ή σε τελική ανάλυση η υπέρτατη ελεγκτική εξουσία,
επενδύεται σε ολόκληρο το σύνολο της κοινότητας· όπου ο κάθε πολίτης όχι µόνον έχει
µια ψήφο στην άσκηση αυτής της υπέρτατης κυριαρχίας, αλλά, τουλάχιστον
περιστασιακά, καλείται να λάβει πραγµατικό µέρος στην κυβέρνηση µε την προσωπική
διεκπεραίωση κάποιας δηµόσιας λειτουργίας, τοπικής ή γενικής.
Για να ελεγχθεί αυτή η υπόθεση, πρέπει να εξεταστεί σχετικά µε τους δύο κλάδους
στους οποίους, όπως τονίστηκε στο προηγούµενο κεφάλαιο, διαιρείται ευνόητα η έρευνα
περί της ορθότητας µιας κυβέρνησης, δηλαδή πόσο προωθεί την καλή διαχείριση των
υποθέσεων της κοινωνίας µε τη βοήθεια των υπαρχουσών ιδιοτήτων των διαφόρων
µελών της, ηθικών, πνευµατικών και ενεργών, και ποια είναι η επίδραση της στη
βελτίωση ή την επιδείνωση αυτών των ιδιοτήτων.
∆εν είναι καν αναγκαίο να επισηµανθεί, ότι η ιδανικά καλύτερη µορφή
διακυβέρνησης δεν είναι αυτή που είναι εφαρµόσιµη ή κατάλληλη σε όλα τα στάδια του
πολιτισµού, αλλά αυτή η οποία στις συνθήκες που είναι εφαρµόσιµη ή κατάλληλη,
πραγµατοποιείται µε το µεγαλύτερο ποσοστό ευεργητικών συνεπειών, άµεσων [αλλά]
και µελλοντικών. Μια πλήρως λαϊκή διακυβέρνηση είναι το µόνο πολίτευµα που µπορεί
να έχει αξίωση για αυτόν το χαρακτήρα. Προεξέχει και στα δύο µέρη στα οποία
διαιρείται η υπεροχή ενός πολιτικού συντάγµατος. Είναι εξίσου ευνοϊκή στην παρούσα
καλή διακυβέρνηση όσο και στην προώθηση µιας καλύτερης και ανώτερης µορφής
εθνικού χαρακτήρα, από οποιοδήποτε άλλο πολίτευµα.
Η ανωτερότητά της σχετικά µε την παρούσα ευηµερία βασίζεται σε δύο αρχές, οι
οποίες χαίρουν τόσης γενικής αλήθειας και εφαρµοσιµότητας όπως οποιεσδήποτε
γενικές υποθέσεις που µπορούν να καθοριστούν όσον αφορά τις ανθρώπινες υποθέσεις.
Η πρώτη είναι, ότι τα δικαιώµατα και τα συµφέροντα κάθε ή οποιουδήποτε προσώπου
είναι τότε µόνον ασφαλή από το να αγνοηθούν, όταν το αντίστοιχο πρόσωπο είναι το
ίδιο ικανό και από συνήθεια προδιατεθειµένο να τα υπερασπιστεί. Η δεύτερη είναι, ότι η
γενική ευηµερία επιτυγχάνει µεγαλύτερο ύψος και είναι ευρύτερα διαδεδοµένη, σε
αναλογία προς το ποσοστό και την πολυσχιδία των προσωπικών δυνάµεων που
εντάσσονται στην προώθησή της.
Θέτοντας αυτές τις δύο προτάσεις σε ένα πιο ιδιαίτερο σχήµα για την παρούσα τους
εφαρµογή [θα µπορούσαµε να πούµε]: τα ανθρώπινα όντα τότε µόνον είναι ασφαλή από
το κακό που προέρχεται από άλλους, στο βαθµό που έχουν τη δύναµη να ασκήσουν, και
όντως ασκούν, αυτοπροστασία· επιτυγχάνουν δε υψηλό βαθµό επιτυχίας στον αγώνα
τους µε τη φύση µόνον στο βαθµό που είναι αυτοτελή, βασιζόµενα στο τί µπορούν να
κάνουν τα ίδια, είτε χωριστά είτε συλλογικά, παρά στο τί κάνουν άλλοι για αυτά.
Η πρώτη πρόταση – ότι καθένας είναι ο µοναδικός σίγουρος φύλακας των
δικαιωµάτων και συµφερόντων του – είναι µία από εκείνες τις στοιχειώδεις αρχές
φρόνησης, στη βάση της οποίας ενεργεί υπόρρητα κάθε άτοµο ικανό να διεξάγει τις
υποθέσεις του, όποτε η κατάσταση αφορά το συµφέρον του. Βεβαίως, πολλοί θρέφουν
µεγάλη αντιπάθεια προς αυτήν την πρόταση ως πολιτικό δόγµα και αρέσκονται να την
επικρίνουν ως δόγµα γενικής ιδιοτέλειας. Στην οποία [επίκριση] µπορούµε να
απαντήσουµε ότι, όταν σταµατήσει να είναι αλήθεια πως το ανθρώπινο είδος, κατά
κανόνα, προτιµά τον εαυτό του από τους άλλους, και αυτούς που είναι εγγύτερά του από
εκείνους που είναι πιο µακριά, από εκείνη τη στιγµή ο κοµµουνισµός δεν είναι απλώς
εφαρµόσιµος αλλά η µοναδική άξια προς υπεράσπιση µορφή κοινωνίας· και η οποία,
όταν φτάσει η ώρα, θα πραγµατοποιηθεί σίγουρα. Από πλευράς µου, καθώς δεν πιστεύω
στη γενική ιδιοτέλεια, δεν έχω καµία δυσκολία να παραδεχθώ ότι ο κοµµουνισµός,
ακόµη και τώρα, θα ήταν εφαρµόσιµος µεταξύ της ελίτ του ανθρώπινου γένους, και ίσως
JOHN STUART MILL – ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΤΙΚΗ ∆ΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ 8

αποκτήσει αυτήν την ιδιότητα και µεταξύ των υπολοίπων. Αλλά, καθώς αυτή η γνώµη
είναι κάθε άλλο παρά δηµοφιλής στους υπερασπιστές των υπαρχόντων θεσµών που
βρίσκουν σφάλµα στο δόγµα της γενικής υπεροχής του ιδίου συµφέροντος, τείνω να
σκεφθώ ότι πραγµατικά πιστεύουν πως οι περισσότεροι άνθρωποι θέτουν τον εαυτό τους
πάνω από τους άλλους. ∆εν είναι, ωστόσο, αναγκαίο να συµφωνήσω καν µε τέτοιες
προτάσεις για να υποστηρίξω την αξίωση όλων να συµµετέχουν στην κυρίαρχη εξουσία.
∆εν χρειάζεται να υποθέσουµε πως όταν η εξουσία ανήκει σε µια αποκλειστική τάξη,
αυτή η τάξη θα θυσιάσει συνειδητά και εµπρόθετα τις άλλες τάξεις στον εαυτό της:
αρκεί το ότι, µε την απουσία των φυσικών του υπερασπιστών, το συµφέρον των
αποκλεισµένων είναι πάντα σε κίνδυνο να παραβλεφθεί· και όταν ληφθεί υπόψη
αντιµετωπίζεται µε πολύ διαφορετικά µάτια από εκείνα των ατόµων που αφορά άµεσα.
Σε αυτήν τη χώρα, για παράδειγµα, αυτό που ονοµάζεται εργατικές τάξεις µπορεί να
θεωρηθεί αποκλεισµένο από κάθε άµεση συµµετοχή στην κυβέρνηση. ∆εν πιστεύω ότι
οι τάξεις που όντως συµµετέχουν σε αυτήν έχουν γενικά οποιαδήποτε πρόθεση να
θυσιάσουν τις εργατικές τάξεις στον εαυτό τους. Κάποτε είχαν αυτήν την πρόθεση·
απόδειξη είναι οι επίµονες προσπάθειες που γίνονταν επί µακρόν για να διατηρήσουν µε
νόµο χαµηλά τους µισθούς. Αλλά σήµερα η συνηθισµένη τους προδιάθεση είναι το
ακριβώς αντίθετο: πρόθυµα κάνουν σηµαντικές θυσίες, ειδικά όσον αφορά το χρηµατικό
τους συµφέρον, προς όφελος των εργατικών τάξεων, και σφάλλουν µάλλον από
υπερβολικά γενναιόδωρη και αδιαφοροποίητη ευεργεσία· ούτε πιστεύω πως
οποιοιδήποτε εξουσιαστές στην ιστορία κινήθηκαν από ειλικρινέστερη επιθυµία να
ασκήσουν το καθήκον τους απέναντι στην φτωχότερη µερίδα των συµπατριωτών τους.
Αλλά και πάλι, κοιτά ποτέ το Κοινοβούλιο, ή σχεδόν οποιοδήποτε µέλος του, έστω και
για µια στιγµή ένα ζήτηµα µε τα µάτια ενός εργάτη; Όταν προκύπτει ένα θέµα στο οποίο
οι εργάτες ως τέτοιοι έχουν κάποιο συµφέρον, αντιµετωπίζεται από κάποια διαφορετική
πλευρά εκτός από αυτήν των εργοδοτών; ∆εν λέω πως η άποψη των εργατών στα
ζητήµατα αυτά είναι γενικά εγγύτερα στην αλήθεια από την άλλη: αλλά µερικές φορές
είναι σχεδόν τόσο κοντά· και εν πάση περιπτώσει πρέπει να εισακούεται µε σεβασµό,
αντί να αντιµετωπίζεται, όπως συµβαίνει, όχι µόνον µε αποστροφή αλλά και να
αγνοείται. Στο θέµα των απεργιών, για παράδειγµα, είναι αµφίβολο αν υπάρχει
τουλάχιστον ένα µεταξύ των ηγετικών µελών οποιουδήποτε των δύο οίκων του
Κοινοβουλίου, που δεν είναι σταθερά πεπεισµένο πως η λογική του θέµατος είναι
αναµφισβήτητα στην πλευρά των εργοδοτών, και ότι η γνώµη των εργατών επ’αυτού
είναι απλώς παράλογη. Αυτοί που έχουν µελετήσει το ζήτηµα, γνωρίζουν καλά πόσο
αυτό απέχει από το να ισχύει· και µε πόσο διαφορετικό και απείρως λιγότερο επιπόλαιο
τρόπο θα έπρεπε να συζητείται το θέµα, εάν οι τάξεις που απεργούν ήταν ικανές να
κάνουν τον εαυτό τους να ακουστεί στο Κοινοβούλιο.
Πρόκειται για µια µόνιµη κατάσταση στις ανθρώπινες υποθέσεις ότι καµία πρόθεση
προστασίας συµφερόντων των άλλων, όσο ειλικρινής και αν είναι, δεν µπορεί να
καταστήσει τη δική τους αδράνεια ασφαλή ή ωφέλιµη. Ακόµη δε σαφέστερη αλήθεια
είναι ότι µόνον µε τα δικά τους χέρια µπορούν να επιτευχθούν θετικές και διαρκείς
βελτιώσεις στις συνθήκες ζωής τους. Μέσω της κοινής επίδρασης αυτών των δύο αρχών
έχουν απαλλαγεί όλες οι ελεύθερες κοινότητες από την κοινωνική αδικία και το
έγκληµα, όπως επίσης έχουν επιτύχει λαµπρότερη ευηµερία από οποιεσδήποτε άλλες ή
από ό,τι οι ίδιες είχαν αφού έχασαν την ελευθερία τους. Ας αντιπαραθέσουµε τα
ελεύθερα κράτη του κόσµου, κατά τις περιόδους της ελευθερίας τους, µε τους
σύγχρονους υπηκόους του µοναρχικού και ολιγαρχικού δεσποτισµού: τις ελληνικές
πόλεις µε τις περσικές σατραπείες· τις ιταλικές δηµοκρατικές πολιτείες και τις ελεύθερες
πόλεις της Φλάνδρας και της Γερµανίας µε τις φεουδαρχικές µοναρχίες της Ευρώπης·
JOHN STUART MILL – ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΤΙΚΗ ∆ΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ 9

την Ελβετία, την Ολλανδία και την Αγγλία µε την Αυστρία ή την προεπαναστατική
Γαλλία. Η ανώτερη ευηµερία τους ήταν προφανής πέραν αµφισβήτησης, ενώ η
ανωτερότητα τους όσον αφορά την καλή διακυβέρνηση και τις κοινωνικές σχέσεις
αποδεικνύεται από την ευηµερία τους, και εκτός αυτού είναι φανερή σε κάθε σελίδα της
ιστορίας. Αν συγκρίνουµε όχι µία περίοδο µε την άλλη, αλλά τις διάφορες κυβερνήσεις
που συνυπήρξαν την ίδια περίοδο, κανένας βαθµός αναταραχής, τον οποίο ακόµα και η
υπερβολή καθαυτή µπορεί να προσποιείται ότι έχει υπάρξει στο δηµόσιο βίο των
ελευθέρων κρατών, δεν συγκρίνεται ούτε για µια στιγµή µε την περιφρονητική
καταπάτηση των ανθρωπίνων µαζών που επικρατούσε σε όλη τη διάρκεια των
µοναρχικών χωρών, ή µε την αηδιαστική ατοµική τυραννία που ήταν κάτι παραπάνω από
καθηµερινή πραγµατικότητα στα συστήµατα λεηλασίας που ονοµάζουν οικονοµικές
ρυθµίσεις και στην µυστικότητα των τροµακτικών τους δικαστηρίων.
Πρέπει να αναγνωρισθεί ότι τα οφέλη της ελευθερίας, όπως τα έχουν απολαύσει µέχρι
τώρα [οι κοινωνίες], επιτεύχθηκαν µε την προέκταση των προνοµίων τους σε µέρος
µόνον της κοινότητας, και ότι µία κυβέρνηση στην οποία επεκτείνονται αµερόληπτα σε
όλους αποτελεί ένα ποθούµενο που δεν έχει πραγµατοποιηθεί ακόµη. Αλλά, αν και κάθε
προσέγγιση προς αυτό [το ποθούµενο] έχει ανεξάρτητη αξία, και σε πολλές περιπτώσεις,
µε τη δεδοµένη κατάσταση γενικής πρόοδου, δεν θα µπορούσε να επιτευχθεί τίποτε άλλο
από µια προσέγγιση, η συµµετοχή όλων σε αυτά τα οφέλη αποτελεί την ιδανικώς τέλεια
έννοια της ελεύθερης διακυβέρνησης. Στο βαθµό που οποιοιδήποτε, ασχέτως ποιοι,
αποκλείονται από αυτήν, τα συµφέροντα των αποκλειόµενων παραµένουν χωρίς την
εγγύηση που δίνεται στους υπόλοιπους και οι ίδιοι έχουν λιγότερες προοπτικές και
ενθάρρυνση, από ό,τι θα µπορούσαν να έχουν σε διαφορετική περίπτωση, για την
άσκηση των ενεργειών τους, τόσο για το δικό τους καλό όσο και για της κοινότητας,
προς την οποία [άσκηση] αναλογεί πάντα η γενική ευηµερία.
Έτσι έχει η υπόθεση όσον αφορά την παρούσα ευεξία· την ορθή διαχείριση των
υποθέσεων της παρούσας γενεάς. Εάν, τώρα, µεταβούµε στο θέµα της επιρροής του
τύπου διακυβέρνησης στο χαρακτήρα, θα δούµε ότι η ανωτερότητα της λαϊκής
διακυβέρνησης ως προς οποιαδήποτε άλλη, είναι, αν µπορούµε να πούµε κάτι τέτοιο,
ακόµη πιο καθοριστική και αδιαφιλονίκητη. Αυτό το ερώτηµα εξαρτάται κατ’ουσίαν από
ένα ακόµη βασικότερο, δηλαδή, ποιος από τους δύο κοινούς τύπους χαρακτήρα είναι ο
πιο επιθυµητός για το γενικό καλό της ανθρωπότητας – ο ενεργητικός ή ο παθητικός·
αυτός που καταµάχεται τα δεινά ή αυτός που τα υποµένει· αυτός που υποκύπτει στις
περιστάσεις ή αυτός που προσπαθεί να κάνει τις περιστάσεις να υποκύψουν σε αυτόν;
Οι κοινοτυπίες των ηθικολόγων και οι γενικές συµπάθειες του ανθρωπίνου γένους
είναι υπέρ του παθητικού τύπου. Οι ενεργητικοί χαρακτήρες µπορεί να αποτελούν
αντικείµενο θαυµασµού, αλλά οι ενδοτικοί και υπάκουοι είναι αυτοί που προτιµούνται
προσωπικά από τους περισσότερους. Η παθητικότητα των γειτόνων µας αυξάνει την
αίσθηση της ασφάλειάς µας και ενισχύει τη σκοπιµότητά µας. Οι παθητικοί χαρακτήρες,
εάν δεν συµβαίνει να χρειαζόµαστε τις δραστηριότητες τους, φαίνονται σαν να
αποτελούν ένα εµπόδιο λιγότερο στο δρόµο µας. Ένας επαναπαυµένος άνθρωπος δεν
είναι επικίνδυνος αντίπαλος. Όµως, τίποτα δεν είναι περισσότερο βέβαιο από το ότι η
βελτίωση των ανθρωπίνων υποθέσεων είναι εξ ολοκλήρου έργο των δυσαρεστηµένων
χαρακτήρων· και ότι, επιπλέον, είναι κατά πολύ ευκολότερο για ένα ενεργητικό µυαλό
να αποκτήσει τις αρετές της υποµονής από ότι για ένα παθητικό να προσλάβει τις αρετές
της ενεργητικότητας.
Από τις τρεις εκδοχές της διανοητικής τελειότητας, την πνευµατική, την πρακτική και
την ηθική δεν θα µπορούσε ποτέ να υπάρξει αµφιβολία ως προς το ποια είχε το
πλεονέκτηµα σχετικά µε τις δύο πρώτες. Όλη η πνευµατική ανωτερότητα είναι το
JOHN STUART MILL – ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΤΙΚΗ ∆ΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ 10

αποτέλεσµα ενεργούς προσπάθειας. Η ανάληψη πρωτοβουλίας, η επιθυµία να συνεχίσει


κανείς να προχωρεί µπροστά, η προσπάθεια να επιτύχουµε καινούρια πράγµατα, τόσο
για δικό µας όφελος όσο και των άλλων, αποτελούν την πηγή τόσο του θεωρητικού,
αλλά πολύ περισσότερο του πρακτικού ταλέντου. Η διανοητική καλλιέργεια που είναι
συµβατή µε τον άλλο τύπο συνιστάται σε αυτήν την άτονη και αόριστη περιγραφή που
ανήκει σε ένα µυαλό, έτοιµο να σταµατήσει µπροστά στην διασκέδαση ή σε έναν απλό
στοχασµό. Η δοκιµασία της πραγµατικής και δυναµικής σκέψης, που επιβεβαιώνει
αλήθειες αντί να ονειρεύεται, είναι η επιτυχηµένη πρακτική εφαρµογή. Όπου αυτός ο
σκοπός δεν υπάρχει για να δώσει οριστικότητα, ακρίβεια και κατανοητή σηµασία στη
σκέψη, δεν παράγεται τίποτα καλύτερο από µυστικιστική µεταφυσική όπως αυτή των
Πυθαγορείων ή αυτή που υπάρχει στις Βέδες. Όσον αφορά την πρακτική βελτίωση η
περίπτωση είναι περισσότερο προφανής. Ο χαρακτήρας που βελτιώνει την ανθρώπινη
ζωή είναι αυτός που παλεύει µε τις φυσικές δυνάµεις και τις διάφορες τάσεις και όχι
αυτός που υποχωρεί µπροστά τους. Οι ιδιότητες που επιφέρουν ατοµικό όφελος
βρίσκονται όλες στην πλευρά του δραστήριου και ενεργητικού χαρακτήρα: και οι
συνήθειες, όπως και η συµπεριφορά, που προωθούν τα πλεονεκτήµατα κάθε ατόµου της
κοινότητας πρέπει να αποτελούν τουλάχιστον ένα µέρος εκείνων που σε τελική ανάλυση
συνεισφέρουν περισσότερο στην πρόοδο της κοινότητας ως συνόλου.
Στο θέµα, όµως, της ηθικής προτίµησης, φαίνεται, εκ πρώτης όψεως, να υπάρχει
χώρος για αµφισβήτηση. ∆εν αναφέροµαι στο θρησκευτικό αίσθηµα που γενικά υπήρξε
υπέρ του αδρανούς χαρακτήρα, ως ενός χαρακτήρα που εναρµονίζεται περισσότερο µε
την υποταγή που αρµόζει στη θεία θέληση. Ο Χριστιανισµός, όπως και οι άλλες
θρησκείες, έχουν καλλιεργήσει αυτό το συναίσθηµα· αλλά αποτελεί προνόµιο του
Χριστιανισµού, όσον αφορά αυτό και πολλές άλλες διαστρεβλώσεις, ότι είναι σε θέση να
τις απορρίψει. Άσχετα από θρησκευτικές θεωρήσεις, ένας παθητικός χαρακτήρας, που
υποχωρεί στα εµπόδια αντί να παλεύει να τα υπερπηδήσει, µπορεί στην πραγµατικότητα
να µην είναι πολύ χρήσιµος στους άλλους, όπως δεν είναι και στον εαυτό του, αλλά
τουλάχιστον µπορεί τουλάχιστον να θεωρείται ακίνδυνος. Η επανάπαυση υπολογίζεται
πάντα µεταξύ των ηθικών αρετών. Αλλά είναι απολύτως σφάλµα να υποθέσουµε ότι η
επανάπαυση είναι απαραίτητο ή φυσιολογικό επακόλουθο της παθητικότητας του
χαρακτήρα· και αν είναι ανώφελη, οι ηθικές συνέπειες είναι επιζήµιες. Εκεί όπου
υπάρχει επιθυµία για πλεονεκτήµατα που κάποιος δεν κατέχει, το µυαλό που δεν έχει την
δυνατότητα να τα κατέχει µέσω δικών του ενεργειών, έχει την τάση να προσβλέπει µε
µίσος και κακεντρέχεια αυτούς που τα κατέχουν. Το άτοµο που κινητοποιεί τον εαυτό
του µε φερέλπιδες προοπτικές για να βελτιώσει την κατάστασή του είναι αυτό που
αισθάνεται καλή προαίρεση προς εκείνους που είναι απασχοληµένοι µε τις ίδιες
επιδιώξεις ή που τις έχουν επιτύχει. Και εκεί όπου η πλειονότητα δραστηριοποιείται µε
αυτόν τον τρόπο, αυτοί που δεν επιτυγχάνουν το σκοπό αποκτούν την ιδιοσυγκρασία των
αισθηµάτων του από το γενικό ήθος της χώρας και αποδίδουν την αποτυχία τους στην
έλλειψη προσπάθειας ή ευκαιρίας ή στην κακή προσωπική τους τύχη. Αλλά εκείνοι οι
οποίοι, ενώ επιθυµούν αυτά που κατέχουν άλλοι, δεν δραστηριοποιούνται ενεργητικά
στην πάλη απόκτησής τους, διαµαρτύρονται διαρκώς ότι η τύχη δεν κάνει για αυτούς
αυτό που οι ίδιοι δεν επιχειρούν να κάνουν για τους εαυτούς τους, ή πληµµυρίζουν από
ζήλια και είναι κακοπροαίρετοι απέναντι σε αυτούς που κατέχουν ό,τι θα ήθελαν να
έχουν οι ίδιοι.
Στο βαθµό που η επιτυχία στη ζωή θεωρείται, ή πιστεύεται ότι είναι, αποτέλεσµα του
πεπρωµένου ή της συγκυρίας και όχι της προσπάθειας, στον ίδιο βαθµό αναπτύσσεται η
ζήλια ως στοιχείο του εθνικού χαρακτήρα. Οι πιο ζηλόφθονοι από όλους τους
ανθρώπους είναι οι Ανατολίτες. Στην ηθική και στους µύθους της Ανατολής, ο
JOHN STUART MILL – ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΤΙΚΗ ∆ΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ 11

ζηλόφθονος άνδρας προεξέχει αξιοσηµείωτα. Στην πραγµατική ζωή αποτελεί το φόβο


όλων εκείνων που έχουν κάτι επιθυµητό, είτε αυτό είναι παλάτι, είτε ένα όµορφο παιδί ή
ακόµη καλή υγεία και πνεύµα: η υποτιθέµενη επίδραση της απλής µατιάς του αποτελεί
την ευρέως διαδεδοµένη πρόληψη του ‘κακού µατιού’. Μετά από τους Ανατολίτες σε
ζήλια, καθώς και σε δραστηριότητα, είναι µερικοί από τους λαούς της νότιας Ευρώπης.
Οι Ισπανοί καταδίωκαν έτσι όλους τους µεγάλους τους άνδρες, πίκραιναν τη ζωή τους
και γενικά τα κατάφερναν να σταµατήσουν πρόωρα τις επιτυχίες τους1. Όσον αφορά
τους Γάλλους που είναι κατ’ουσίαν άνθρωποι του Νότου, η διπλή παιδεία του
δεσποτισµού και του καθολικισµού, παρά την παρορµητική τους ιδιοσυγκρασία, έχει
καταστήσει την υποταγή και την καρτερία τα κοινότερα χαρακτηριστικά του λαού και
την πιο αποδεκτή τους έννοια περί σοφίας και διάκρισης· και εάν η ζηλοφθονία µεταξύ
τους, ή προς οποιονδήποτε άλλο έχει ανωτερότητα, δεν είναι περισσότερο διαδεδοµένη
ανάµεσα τους, αυτό πρέπει να αποδίδεται στα πολλά πολύτιµα και αλληλοσυγκρουόµενα
στοιχεία του γαλλικού χαρακτήρα, και περισσότερο από όλα στην µεγάλη ατοµική
ενεργητικότητα, η οποία αν και λιγότερο επίµονη και πιο διαλείπουσα από ό,τι στους
αυτενεργούς και µαχητικούς Αγγλοσάξονες, έχει παρόλα αυτά εκδηλωθεί στους Γάλλους
σχεδόν προς κάθε κατεύθυνση που ευνοεί η λειτουργία των θεσµών τους.
Χωρίς αµφιβολία, σε όλες τις χώρες υπάρχουν πραγµατικά ικανοποιηµένοι άνθρωποι
οι οποίοι όχι µόνον δεν αναζητούν, αλλά ούτε καν επιθυµούν αυτό που δεν κατέχουν
ήδη, και αυτοί φυσιολογικά δεν θρέφουν κακά αισθήµατα προς άλλους που προφανώς
είναι πιο ωφεληµένοι. Αλλά, η µεγάλη µάζα αυτών που φαινοµενικά είναι
ικανοποιηµένοι είναι στην πραγµατικότητα δυσαρεστηµένοι, µια δυσαρέσκεια
συνδυασµένη µε οκνηρία και τρυφηλότητα, η οποία [µάζα] αντί να προσπαθεί να
ανυψωθεί µε νόµιµα µέσα, ευχαριστιέται να υποβιβάζει τους άλλους στο δικό της
επίπεδο. Και εάν δούµε εγγύτερα ακόµη και τις περιπτώσεις αθώας ικανοποίησης,
διαπιστώνουµε ότι κερδίζουν τον θαυµασµό µας όταν η αδιαφορία είναι µόνον για τη
βελτίωση εξωτερικών συνθηκών και υπάρχει αγώνας για συνεχή πρόοδο προς
πνευµατική αξία, ή τουλάχιστον κάποιος ανιδιοτελής ζήλος προς όφελος των άλλων. Ο
επαναπαυµένος άνδρας ή η επαναπαυµένη οικογένεια που δεν έχουν φιλοδοξίες να
κάνουν κανέναν άλλο πιο ευτυχισµένο, να προωθήσουν το καλό της χώρας τους ή της
γειτονιάς τους ή να βελτιώσουν τους εαυτούς τους σε ηθική τελειότητα, δεν προκαλούν
ούτε τον θαυµασµό ούτε την έγκριση µας. Ορθώς αποδίδουµε αυτό το είδος
ικανοποίησης σε ιδιότητες ανάρµοστες στον σωστό άνθρωπο και σε έλλειψη πνεύµατος.
Η ικανοποίηση που εγκρίνουµε είναι η ικανότητα του να µπορεί κανείς, διατηρώντας µια
πρόσχαρη διάθεση, να ζει χωρίς αυτά που δεν µπορεί να αποκτήσει, [είναι] η ορθή
εκτίµηση της συγκριτικής αξίας διαφόρων αντικειµένων επιθυµίας, και µια έκθυµη
αποκήρυξη των λιγότερο σηµαντικών πραγµάτων όταν είναι ασύµβατα µε τα
σηµαντικότερα. Αυτές, όµως, είναι εξαιρετικές ιδιότητες που συνάδουν τόσο πιο φυσικά
στο χαρακτήρα όσο αυτός ασχολείται ενεργητικά µε την προσπάθεια βελτίωσης του
δικού του ή κάποιου άλλου πεπρωµένου. Αυτός που διαρκώς µετρά την ενέργεια του
ενάντια στις δυσκολίες, µαθαίνει ποιες δυσκολίες είναι ανυπέρβλητες για αυτόν και
ποιες είναι εκείνες που, αν και θα µπορούσε να τις ξεπεράσει, δεν αξίζουν το τίµηµα της
προσπάθειας. Εκείνος του οποίου οι σκέψεις και δραστηριότητες είναι απολύτως

1
Περιορίζω τις εκφράσεις µου στο παρελθόν, διότι δεν θα ήθελα να πω τίποτε υποτιµητικό για έναν
µεγάλο, και τώρα επιτέλους ελεύθερο, λαό που εισέρχεται στο γενικό κίνηµα της ευρωπαϊκής προόδου µε
ζωντάνια η οποία προοιωνίζει τη γρήγορη επανάκτηση του διαστήµατος που έχασαν. Κανείς δεν µπορεί να
αµφιβάλλει για το τί είναι ικανή η ισπανική διάνοια και ενεργητικότητα· τα δε σφάλµατά τους ως λαού
είναι κυρίως εκείνα για τα οποία η ελευθερία και ο φιλόπονος ζήλος είναι το ιδιαίτερο φάρµακο.
JOHN STUART MILL – ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΤΙΚΗ ∆ΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ 12

απαραίτητες, και συνήθως απασχολούνται σε πρακτικές και ωφέλιµες πρωτοβουλίες,


είναι το άτοµο λιγότερο πιθανόν από όλους να αφήσει το µυαλό του να υποθάλπει
δυσαρέσκεια για πράγµατα που, είτε δεν αξίζει τον κόπο να επιτύχει ή που δεν θεωρεί
ότι αξίζουν για αυτόν. Έτσι, ο ενεργητικός και αυτενεργός χαρακτήρας δεν είναι µόνον
ουσιαστικά ο καλύτερος, αλλά και ο πιθανότερος να αποκτήσει αυτό που είναι
πραγµατικά εξαίρετο ή επιθυµητό στον αντίθετο τύπο.
Ο αγωνιζόµενος, ορµητικός χαρακτήρας στην Αγγλία και τις Ηνωµένες Πολιτείες
είναι ένα υποκείµενο στο οποίο µπορεί να απευθυνθεί κριτική µόνον λόγω των κατά
πολύ δευτερευόντων αντικειµένων επί των οποίων συνήθως αναλώνει την δύναµη του.
Καθαυτός, όµως, είναι το θεµέλιο των καλύτερων ελπίδων βελτίωσης του ανθρώπινου
γένους. Έχει επισηµανθεί µε διεισδυτικότητα, ότι όταν κάτι πάει στραβά η συνηθισµένη
παρόρµηση των Γάλλων είναι να πουν «Il faut de la patience»*, και των Άγγλων «Τι
ντροπή». Οι άνθρωποι που πιστεύουν ότι είναι ντροπή να πάει κάτι στραβά – που
ωθούνται στο συµπέρασµα ότι το κακό θα µπορούσε και θα έπρεπε να είχε
παρεµποδισθεί, είναι εκείνοι που, µακροπρόθεσµα, κάνουν τα περισσότερα για τη
βελτίωση του κόσµου. Εάν οι επιθυµίες είναι ποταπές, εάν ελάχιστα υπερβαίνουν την
ανάγκη της φυσικής άνεσης και της επίδειξης πλούτου, τα άµεσα αποτελέσµατα της
ενεργητικότητας δεν θα είναι πολύ περισσότερα από τη συνεχή επέκταση της
ανθρώπινης δύναµης επί υλικών αντικειµένων. Ακόµη, όµως, και αυτό δηµιουργεί
περιθώρια και προετοιµάζει τις µηχανικές εφαρµογές για τα ανώτερα διανοητικά και
κοινωνικά επιτεύγµατα· και εφόσον η ενεργητικότητα είναι δεδοµένη, µερικοί άνθρωποι
θα την εφαρµόσουν, και θα εφαρµόζεται όλο και περισσότερο, όχι µόνον για την
τελειοποίηση εξωτερικών καταστάσεων αλλά και της εσωτερικής ανθρώπινης φύσης. Η
απραξία και η απροθυµία, η έλλειψη επιθυµίας είναι τραγικότερο εµπόδιο για την
πρόοδο από ό,τι η κακώς κατευθυνόµενη ενεργητικότητα· µόνον άλλωστε µέσω αυτών
των ελλείψεων, όταν υπάρχουν στο ανθρώπινο πλήθος, καθίσταται δυνατή η όποια κακή
καθοδήγηση από τους λίγους ενεργητικούς. Αυτό είναι κυρίως που διατηρεί στην άγρια
ή ηµιάγρια κατάσταση την µεγάλη πλειοψηφία του ανθρώπινου γένους.
Βεβαίως, δεν υπάρχει καµία αµφιβολία ότι ο παθητικός τύπος χαρακτήρα προτιµάται
από την κυβέρνηση του ενός ή των λίγων, ενώ ο ενεργητικός αυτενεργός τύπος
προτιµάται από την κυβέρνηση των Πολλών. Οι ανεύθυνοι ηγέτες χρειάζονται τον
εφησυχασµό των κυβερνωµένων περισσότερο από ότι χρειάζονται κάποια
δραστηριότητα διαφορετική από εκείνη που µπορούν οι ίδιοι να επιβάλλουν. Η υποταγή
στις προδιαγραφές των ανθρώπων ως [εάν να είναι] αναγκαιότητες της φύσης είναι το
µάθηµα που εµφυσείται από όλες τις κυβερνήσεις σε εκείνους που δεν έχουν καµία
συµµετοχή στις ίδιες. Η βούληση των ανωτέρων και ο νόµος που εκφράζεται ως
βούληση των ανωτέρων, πρέπει να είναι αντικείµενο παθητικής υποταγής. Αλλά, οι
άνθρωποι µε βούληση ή πνεύµα ή µε ένα ελατήριο εσωτερικής δραστηριότητας στις
υπόλοιπες ενασχολήσεις τους, δεν είναι απλά εργαλεία ή υλικά κατεργασίας στα χέρια
των αρχόντων τους: οποιαδήποτε, άλλωστε, εκδήλωση αυτών των ιδιοτήτων, αντί να
ενθαρρύνεται από τους δεσπότες, πρέπει να αποσπά τη συγγνώµη τους. Ακόµη και όταν
ανεύθυνοι ηγέτες δεν έχουν συνειδητοποιήσει αρκετά τον κίνδυνο από τις διανοητικές
δραστηριότητες των υπηκόων τους, για να έχουν την επιθυµία να τις καταπιέσουν, η ίδια
η θέση τους είναι καταπιεστική από µόνη της. Η πρωτοβουλία καταστέλλεται
αποτελεσµατικότερα από τη βεβαιότητα αδυναµίας της παρά από οποιαδήποτε έκδηλη
αποθάρρυνση. Υπάρχει φυσική ασυµβατότητα µεταξύ της υποταγής στη βούληση άλλων

*
Πρέπει να κάνουµε υποµονή (σ.τ.µ.).
JOHN STUART MILL – ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΤΙΚΗ ∆ΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ 13

και των αρετών της αυτενέργειας και αυτοδιακυβέρνησης. Αυτό είναι περισσότερο ή
λιγότερο πλήρες ανάλογα εάν ο δεσµός εντείνεται ή χαλαρώνει. Οι ηγεµόνες διαφέρουν
πολύ ως προς το εύρος ελέγχου της ελεύθερης δραστηριότητας των υπηκόων τους, ή την
αντικατάστασή της µε το να ρυθµίζουν τις δραστηριότητές τους για αυτούς. Αλλά είναι
µόνον διαφορά βαθµού και όχι αρχής· ακόµη και οι καλύτεροι δεσπότες αλυσοδένουν
συχνά την ελευθερία των υπηκόων τους σε µεγάλο βαθµό. Ένας κακός δεσπότης, όταν οι
δικές του προσωπικές επιθυµίες έχουν ικανοποιηθεί, µπορεί µερικές φορές να είναι
πρόθυµος να αφήσει το λαό ήσυχο· αλλά ένας καλός δεσπότης επιµένει να κάνει καλό
στο λαό, επιβάλλοντας του να διεκπεραιώνουν τις υποθέσεις του µε καλύτερο τρόπο από
αυτόν που γνωρίζει ο ίδιος. Οι κανονισµοί που περιόρισαν σε προκαθορισµένες
διαδικασίες όλους τους κύριους κλάδους των γαλλικών βιοτεχνιών ήταν έργο του
µεγάλου Colbert.
Πολύ διαφορετική είναι η κατάσταση των ανθρωπίνων ιδιοτήτων, όταν το άτοµο
αισθάνεται ότι δεν έχει άλλο εξωτερικό περιορισµό εκτός από τις αναγκαιότητες της
φύσης ή τις εντολές της κοινωνίας, στην επιβολή των οποίων έχει και αυτό το µερίδιό
του, και µε τις οποίες έχει τη δυνατότητα, εάν τις θεωρεί άδικες, να διαφωνήσει και να
δραστηριοποιηθεί για να τις µεταβάλει. ∆εν υπάρχει αµφιβολία, ότι σε µια κυβέρνηση
που είναι [µόνον] εν µέρει λαϊκή, αυτή η ελευθερία µπορεί να ασκείται ακόµα και από
αυτούς που δεν συµµετέχουν στα πλήρη προνόµια της ιδιότητας του πολίτη. Αλλά,
αποτελεί µεγάλο επιπρόσθετο κίνητρο στην αίσθηση αυτενέργειας και αυτοτέλειας, όταν
κάποιος αρχίζει από το µηδέν και δεν χρειάζεται να αισθάνεται ότι η επιτυχία του
εξαρτάται από την εντύπωση που µπορεί να προκαλέσει στα συναισθήµατα και στις
διαθέσεις ενός σώµατος του οποίου δεν αποτελεί µέλος. Είναι µεγάλη αποθάρρυνση για
ένα άτοµο, και ακόµα µεγαλύτερη για µια τάξη, να µένει εκτός συντάγµατος· να
υποβιβάζεται στο επίπεδο παράκλησης έξω από την πόρτα προς τους ρυθµιστές της
µοίρας της, και να µην γίνεται αποδεκτή προς διαβούλευση. Το ανώτατο ενισχυτικό
αποτέλεσµα της ελευθερίας στο χαρακτήρα επιτυγχάνεται όταν το αντίστοιχο άτοµο είτε
είναι είτε προσδοκεί να γίνει πολίτης, µε προνόµια ισοδύναµα µε κάθε άλλον.
Αυτό που είναι ακόµη σπουδαιότερο από αυτό το αίσθηµα είναι η πρακτική πειθαρχία
που αποκτά ο χαρακτήρας από την κατά καιρούς απαίτηση προς τους πολίτες να
ασκήσουν, για κάποιο διάστηµα και µε τη σειρά τους, µια κοινωνική λειτουργία. ∆εν
λαµβάνεται σοβαρά υπόψη πόσο µικρό περιθώριο υπάρχει στη συνηθισµένη ζωή των
περισσοτέρων ανθρώπων προς απόδοση οποιουδήποτε µεγαλείου, είτε στις αντιλήψεις
είτε στα συναισθήµατα τους. Το έργο τους αποτελεί ρουτίνα· δεν είναι εργασία αγάπης
αλλά ατοµικού συµφέροντος, στη στοιχειωδέστερη µορφή της ικανοποίησης
καθηµερινών αναγκών· ούτε το αντικείµενο επεξεργασίας, ούτε η διεκπεραίωσή της,
εισάγει το µυαλό σε σκέψεις και αισθήµατα που εκτείνονται πέρα από τα άτοµα· ακόµα
και όταν υπάρχει πρόσβαση σε διδακτικά βιβλία, δεν υπάρχει κίνητρο ανάγνωσής τους·
και στις περισσότερες περιπτώσεις το άτοµο δεν έχει πρόσβαση σε άλλα άτοµα µε
καλλιέργεια ανώτερη της δικής του. Όταν, όµως, του ανατεθεί να κάνει κάτι για το
δηµόσιο, οι ελλείψεις αυτές αντισταθµίζονται κατά κάποιο τρόπο. Εάν οι περιστάσεις
επιτρέψουν να είναι αξιοσηµείωτο το µέγεθος αυτού του ανατιθέµενου δηµόσιου
καθήκοντος, αυτό τον καθιστά µορφωµένο άνθρωπο. Παρ’όλα τα µειονεκτήµατα του
κοινωνικού συστήµατος και των ηθικών ιδεών της αρχαιότητας, η πρακτική του
δικαστηρίου και της εκκλησίας [του δήµου] εξύψωνε το διανοητικό επίπεδο του µέσου
Αθηναίου πολίτη πολύ περισσότερο από ό,τιδήποτε άλλο που υπάρχει σαν παράδειγµα
έως τώρα σε άλλη οµάδα ανθρώπων, αρχαίων ή σύγχρονων. Οι αποδείξεις για αυτό είναι
προφανείς σε κάθε σελίδα του µεγάλου ιστορικού της Ελλάδας· αλλά δεν χρειάζεται καν
να κοιτάξουµε πέρα από την υψηλή ποιότητα των δηµηγοριών, που οι µεγάλοι ρήτορες
JOHN STUART MILL – ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΤΙΚΗ ∆ΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ 14

θεωρούσαν κατάλληλες να απευθύνουν στους πολίτες για να είναι αποτελεσµατικές όσον


αφορά τη διάνοια και τη βούλησή τους. Ένα πλεονέκτηµα παρόµοιο, αν και πολύ
χαµηλότερου βαθµού, επιτυγχάνεται όταν οι Άγγλοι της κατώτερης µέσης τάξης
τοποθετούνται σε σώµατα ενόρκων ή εξυπηρετούν ενοριακά γραφεία· δραστηριότητες οι
οποίες, παρ’όλο που δεν συµβαίνουν σε πολλούς, ούτε είναι σε συνεχή βάση, ούτε τους
εισάγουν σε µεγαλύτερη ποικιλία ανώτερων συλλογισµών ώστε να δύνανται να
συγκριθούν µε τη δηµόσια εκπαίδευση που αποκτούσε ο κάθε Αθηναίος πολίτης από
τους δηµοκρατικούς θεσµούς, εντούτοις πρέπει να τους καθιστούν διαφορετικές
υπάρξεις, όσον αφορά το εύρος ιδεών και την ανάπτυξη ιδιοτήτων, σε σύγκριση µε
αυτούς που δεν έχουν κάνει τίποτε άλλο στη ζωή τους από το να σκαλίζουν χαρτιά ή να
πωλούν αγαθά πίσω από ένα πάγκο.
Ακόµη πιο ωφέλιµο είναι το ηθικό µέρος των οδηγιών που παρέχονται µε τη
συµµετοχή του απλού πολίτη, ακόµα και αν αυτό συµβαίνει σπάνια, σε δηµόσιες
λειτουργίες. Όταν είναι απασχοληµένος σε αυτές, καλείται να συνυπολογίσει
συµφέροντα που δεν είναι δικά του· σε περίπτωση αντικρουόµενων διεκδικήσεων να
καθοδηγηθεί από κανόνα διαφορετικό από τις ιδιωτικές του µεροληψίες· να εφαρµόσει,
σε κάθε περίπτωση, αρχές και κανόνες που έχουν ως βάση ύπαρξης το κοινό καλό: και
συνήθως βρίσκει να συνεργάζονται µαζί του στο ίδιο έργο µυαλά που είναι περισσότερο
εξοικειωµένα από το δικό του µε αυτές τις ιδέες και λειτουργίες, των οποίων η µελέτη θα
αποφέρει αιτιολογήσεις στην κατανόηση του και κίνητρα στα αισθήµατά του για το
γενικό συµφέρον. Καταλήγει να αισθάνεται και ο ίδιος µέλος του κοινού, και ο,τιδήποτε
είναι για το όφελος του δεύτερου είναι και για δικό του όφελος. Όπου δεν υπάρχει αυτή
η σχολή του δηµοσίου πνεύµατος, σπάνια καλλιεργείται κάποια αίσθηση στους απλούς
ανθρώπους, που δεν βρίσκονται σε επιφανή κοινωνική θέση, ότι οφείλουν καθήκοντα
στην κοινωνία εκτός από το να υπακούν τους νόµους και να υποτάσσονται στην
κυβέρνηση. ∆εν υπάρχει φιλάλληλο αίσθηµα ταύτισης µε το δηµόσιο. Κάθε σκέψη ή
αίσθηµα, είτε συµφέροντος είτε καθήκοντος, απορροφάται στο άτοµο και στην
οικογένεια. Ο άνθρωπος δεν σκέπτεται ποτέ το συλλογικό συµφέρον, ή για αντικείµενα
που µπορεί να διεκδικήσει από κοινού µε άλλους, παρά µόνον ανταγωνιστικά προς
αυτούς, και σε µερικές περιπτώσεις εις βάρος τους. Ένας γείτονας, καθώς δεν είναι
σύµµαχος ή συνεργάτης, εφόσον δεν έχει ποτέ εµπλακεί σε κοινή προσπάθεια για
συλλογικό όφελος, είναι ως εκ τούτου ανταγωνιστής. Με αυτόν τον τρόπο, ακόµα και η
ιδιωτική ηθική πάσχει, ενώ η δηµόσια κατ’ουσίαν εξαφανίζεται. Εάν αυτή ήταν η
παγκόσµια, και µόνη δυνατή, κατάσταση πραγµάτων, οι ανώτατες φιλοδοξίες του
νοµοθέτη ή του ηθικολόγου θα µπορούσαν µόνον να αφορούν την προσπάθεια να
καταστήσουν το µεγαλύτερο µέρος της κοινότητας ένα κοπάδι προβάτων που αθώα
τσιµπολογούν το γρασίδι το ένα δίπλα στο άλλο.
Από αυτές τις συνοπτικές θεωρήσεις είναι προφανές, ότι η µόνη διακυβέρνηση που
µπορεί να ικανοποιήσει πλήρως όλες τις ανάγκες της κοινωνικής κατάστασης είναι
εκείνη στην οποία συµµετέχουν όλοι οι πολίτες· όπου οποιαδήποτε συµµετοχή, ακόµη
και στην µικρότερη δηµόσια λειτουργία, είναι χρήσιµη· όπου η συµµετοχή θα πρέπει να
είναι παντού τόσο µεγάλη, όσο επιτρέπει ο γενικός βαθµός βελτίωσης της κοινότητας·
και όπου τίποτα δεν θα είναι τελικά περισσότερο επιθυµητό από το να συµµετάσχουν
όλοι στην κυρίαρχη εξουσία του κράτους. Αλλά, εφόσον σε µια κοινότητα που
υπερβαίνει το µέγεθος µιας µικρής πόλης δεν είναι δυνατή η συµµετοχή όλων [σε όλες
τις υποθέσεις] παρά µόνον σε πολύ µικρά τµήµατα της δηµόσιας δραστηριότητας,
συνεπάγεται ότι ο ιδανικός τύπος µιας τέλειας διακυβέρνησης πρέπει να είναι ο
αντιπροσωπευτικός.
JOHN STUART MILL – ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΤΙΚΗ ∆ΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ 15

Κεφάλαιο 4
Υπό ποίες κοινωνικές συνθήκες δεν επιδέχεται εφαρµογή η αντιπροσωπευτική
διακυβέρνηση*

Στην αντιπροσωπευτική διακυβέρνηση γνωρίσαµε τον ιδανικό τύπο του τελειότερου


πολιτεύµατος στο οποίο, συνεπώς, κάθε µέρος της ανθρωπότητας προσαρµόζεται
καλύτερα ανάλογα µε το βαθµό της γενικής του βελτίωσης. Στο βαθµό που [τα
ανθρώπινα σύνολα] κατατάσσονται όλο και πιο χαµηλά στη βαθµίδα ανάπτυξης, αυτή η
µορφή διακυβέρνησης θα είναι, γενικά µιλώντας, λιγότερο κατάλληλη για αυτά· αν και
αυτό δεν αποτελεί οικουµενική αλήθεια: διότι η προσαρµογή ενός λαού στην
αντιπροσωπευτική διακυβέρνηση δεν εξαρτάται τόσο από τη θέση που κατέχει στη
γενική κλίµακα της ανθρωπότητας όσο από το βαθµό στον οποίο πληροί συγκεκριµένες
ειδικές προϋποθέσεις· προϋποθέσεις, όµως, τόσο στενά συνδεδεµένες µε το βαθµό της
γενικής προόδου του, ώστε κάθε απόκλιση µεταξύ των δύο αποτελεί µάλλον την
εξαίρεση παρά τον κανόνα. Ας εξετάσουµε σε ποιο σηµείο της φθίνουσας κλίµακας η
αντιπροσωπευτική διακυβέρνηση παύει εντελώς να είναι αποδεκτή, είτε λόγω της
ακαταλληλότητάς της είτε λόγω της ανώτερης λυσιτέλειας κάποιου άλλου πολιτεύµατος.
Καταρχάς, λοιπόν, η αντιπροσωπευτική, όπως κάθε άλλη διακυβέρνηση, θα πρέπει να
είναι ακατάλληλη σε κάθε περίπτωση όπου δεν µπορεί να διατηρηθεί µονίµως – δηλ.
εκεί όπου δεν πληροί τις τρεις θεµελιώδεις προϋποθέσεις που απαριθµήσαµε στο πρώτο
κεφάλαιο. Αυτές είναι – 1. Ότι ο λαός θα πρέπει να είναι πρόθυµος να την αποδεχτεί. 2.
Ότι θα πρέπει να επιθυµεί και να είναι ικανός να κάνει ότι είναι απαραίτητο για τη
διατήρησή της. 3. Ότι θα πρέπει να επιθυµεί και να είναι ικανός να εκπληρώνει τα
καθήκοντα και να εκτελεί τις λειτουργίες που η αντιπροσωπευτική διακυβέρνηση
αναθέτει στα µέλη του.
Η προθυµία του λαού να αποδεχτεί την αντιπροσωπευτική διακυβέρνηση καθίσταται
πρακτικό ζήτηµα µόνον όταν ένας διαφωτισµένος κυβερνήτης, ή ένα ξένο έθνος ή έθνη
που έχουν αποκτήσει εξουσία επί της χώρας, είναι διατεθειµένοι να του προσφέρουν την
εν λόγω εύνοια. Το ερώτηµα είναι σχεδόν άνευ νοήµατος για µεµονωµένους
µεταρρυθµιστές, καθώς, εάν δεν υπάρχει καµία άλλη αντίρρηση για το εγχείρηµα τους
από το ότι η κοινή γνώµη δεν είναι ακόµα µε το µέρος τους, έχουν την έτοιµη και
κατάλληλη απάντηση, ότι ακριβώς ο στόχος τους ήταν να την στρέψουν στη δική τους
πλευρά. Όταν η [κοινή] γνώµη είναι πράγµατι αντίθετη, η εναντίωσή στρέφεται συνήθως
στο γεγονός της αλλαγής, παρά στην αντιπροσωπευτική διακυβέρνηση καθαυτήν. Η
αντίθετη περίπτωση δεν είναι όντως άνευ παραδείγµατος· ορισµένες φορές έχει υπάρξει
θρησκευτική αποστροφή σε κάθε περιορισµό της εξουσίας µιας συγκεκριµένης σειράς
εξουσιαστών· αλλά, γενικά, το δόγµα της παθητικής υποταγής σήµαινε µόνον υποταγή
στη βούληση των εξουσιών που υπήρχαν, είτε ήταν µοναρχικές είτε λαϊκές. Σε κάθε
περίπτωση που είναι εν γένει πιθανό να πραγµατοποιηθεί η απόπειρα εισαγωγής της
αντιπροσωπευτικής διακυβέρνησης, τα εµπόδια που αναµένονται είναι περισσότερο η
αδιαφορία προς αυτήν και η ανικανότητα κατανόησης των διαδικασιών και των
απαιτήσεων της, παρά η ενεργός αντιπολίτευση. Τα εµπόδια, όµως, αυτά είναι τόσο
θανάσιµα, και η άρση τους µπορεί να αποδειχθεί τόσο δύσκολη όσο και η πραγµατική
αποστροφή· διότι, στις περισσότερες περιπτώσεις, είναι ευκολότερο να αλλάξουµε την
κατεύθυνση ενός ενεργού αισθήµατος παρά να δηµιουργήσουµε ένα νέο σε ένα
καθεστώς µέχρι πρότινος παθητικό. Όταν ένας λαός δεν θρέφει επαρκή αξία και

*
Μετάφραση: Χρυσάνθη Καρίκη, Μάρθα Μωυσίδου.
JOHN STUART MILL – ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΤΙΚΗ ∆ΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ 16

δέσµευση προς ένα αντιπροσωπευτικό σύνταγµα, τότε δεν έχει σχεδόν καµία πιθανότητα
διατήρησης του. Σε κάθε χώρα, η εκτελεστική εξουσία είναι ο κυβερνητικός κλάδος που
ασκεί την άµεση εξουσία και βρίσκεται σε άµεση επαφή µε το κοινό· οι ελπίδες και οι
φόβοι των ατόµων στρέφονται καταρχήν σε αυτήν, και µέσω αυτής κυρίως
εκπροσωπούνται στη δηµοσιότητα τόσο τα πλεονεκτήµατα όσο και το δέος και το κύρος
που εµπνέει η κυβέρνηση. Εάν λοιπόν οι αρχές που έχουν καθήκον να ελέγχουν την
εκτελεστική εξουσία δεν υποστηρίζονται από αποτελεσµατική κοινή γνώµη και
[αντίστοιχο] συναίσθηµα στη χώρα, η εκτελεστική εξουσία έχει πάντα τα µέσα για να τις
θέσει κατά µέρος ή να τις καταστήσει υποτελείς, και είναι σίγουρο ότι στο εγχείρηµα
αυτό θα βρει αρκετή υποστήριξη. Οι αντιπροσωπευτικοί θεσµοί εξαρτώνται για τη
διατήρησή τους αναγκαστικά από την ετοιµότητα του λαού να αγωνιστεί για αυτούς σε
περίπτωση απειλής τους. Αν οι θεσµοί δεν αξιολογούνται επαρκώς για αυτό, τότε σπάνια
αποκτούν κάποια βάση, και αν αποκτήσουν, είναι σχεδόν σίγουρο ότι θα ανατραπούν
µόλις ο αρχηγός της κυβέρνησης ή ο αρχηγός κάποιου κόµµατος που µπορεί να
επιστρατεύσει δυνάµεις για ένα coup de main, θα θελήσει να δοκιµάσει µια µικρή
διακινδύνευση για την απόκτηση απόλυτης δύναµης.
Αυτές οι παρατηρήσεις σχετίζονται µε τις δύο πρώτες αιτίες αποτυχίας µιας
αντιπροσωπευτικής διακυβέρνησης. Η τρίτη είναι όταν ο λαός δεν έχει είτε τη βούληση
είτε την ικανότητα να πραγµατοποιεί το έργο που του ανήκει σε ένα αντιπροσωπευτικό
σύνταγµα. Όταν κανένας, ή µόνον µια µικρή µερίδα, αισθάνεται το βαθµό ενδιαφέροντος
για τα γενικά ζητήµατα του κράτους που είναι απαραίτητος για τη διαµόρφωση της
κοινής γνώµης, οι εκλέκτορες σπάνια θα κάνουν χρήση του δικαιώµατος ψήφου παρά
µόνον µε σκοπό εξυπηρέτησης το ιδιωτικού τους συµφέροντος, ή του στενού τοπικού
τους συµφέροντος, ή κάποιου µε τον οποίο σχετίζονται σε βάση υποστήριξης ή
εξάρτησης. Η µικρή µερίδα που, σε αυτή την κατάσταση δηµοσίου αισθήµατος, κερδίζει
την εντολή του αντιπροσωπευτικού σώµατος, τη χρησιµοποιεί ως επί το πλείστον
αποκλειστικά ως µέσον αναζήτησης της δικής της τύχης. Αν η εκτελεστική εξουσία είναι
αδύναµη, η χώρα ταλαιπωρείται από απλούς αγώνες για αξιώµατα· εάν είναι δυνατή,
γίνεται η ίδια δεσποτική, µε το ευτελές τίµηµα του εφησυχασµού των αντιπροσώπων, ή
εκείνων που είναι ικανοί να δηµιουργούν προβλήµατα, µέσω παραχώρησης µεριδίου από
τη λεία· και ο µοναδικός καρπός που παράγεται από την εθνική αντιπροσώπευση είναι
ότι, παράλληλα µε αυτούς που πραγµατικά κυβερνούν, υπάρχει µια συνέλευση που
θρέφεται εις βάρος του κοινού, ώστε δεν υπάρχει πιθανότητα άρσης µιας κατάχρησης για
την οποία ενδιαφέρεται ένα τµήµα της συνέλευσης. Εάν, όµως, το κακό σταµατά εδώ, το
τίµηµα µπορεί να αξίζει να πληρωθεί για τη δηµοσιότητα και τη συζήτηση που
αποτελούν, εάν όχι πάγιο, σίγουρα φυσικό συµπλήρωµα κάθε αντιπροσώπευσης, έστω
και αν αυτή ισχύει µόνον κατ’όνοµα. Στο σύγχρονο Βασίλειο της Ελλάδας, για
παράδειγµα2, δύσκολα µπορεί να αµφισβητηθεί ότι οι θεσιθήρες που κυρίως αποτελούν
την αντιπροσωπευτική συνέλευση, αν και συνεισφέρουν λίγο ή και καθόλου µε άµεσο
τρόπο στην καλή διακυβέρνηση, και ούτε καν µετριάζουν επαρκώς την αυθαίρετη
δύναµη της εκτελεστικής εξουσίας, εντούτοις διατηρούν την ιδέα των λαϊκών
δικαιωµάτων, και συντελούν σηµαντικά στην πραγµατική ελευθερία του Τύπου που
υπάρχει σε αυτή τη χώρα. Αυτό το όφελος, πάντως, εξαρτάται αποκλειστικά από τη
συνύπαρξη του λαϊκού σώµατος µε ένα κληρονοµικό βασιλιά. Εάν αυτές οι εγωιστικές

2
Οι παρατήρησεις αυτές γράφτηκαν πριν τη σωτήρια επανάσταση του 1862, η οποία, καθώς
προκλήθηκε από λαϊκή δυσαρέσκεια για το σύστηµα διακυβέρνησης µέσω διαφθοράς και για τη
γενική ανηθικότητα των πολιτικών ανδρών, διάνοιξε σε αυτόν τον γοργά αναπτυσσόµενο λαό
µια νέα και ελπιδοφόρα πιθανότητα πραγµατικής συνταγµατικής διακυβέρνησης.
JOHN STUART MILL – ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΤΙΚΗ ∆ΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ 17

και δόλιες µερίδες αγωνίζονταν για την ηγετική θέση καθαυτή αντί να αγωνίζονται για
την εύνοια του κυρίαρχου ηγέτη, θα διατηρούσαν σίγουρα τη χώρα σε κατάσταση
χρόνιας επανάστασης και εµφύλιου πολέµου, όπως στη Λατινική Αµερική. Αυτό που θα
ασκούνταν εναλλάξ από την διαδοχή πολιτικών τυχοδιωκτών θα ήταν ένας δεσποτισµός,
ούτε καν νόµιµος αλλά µε παράνοµη βία, ενώ το όνοµα και οι µορφές της
αντιπροσώπευσης δεν θα είχαν κανένα αποτέλεσµα παρά να εµποδίζουν το δεσποτισµό
να αποκτήσει εκείνη τη σταθερότητα και ασφάλεια, µέσω των οποίων µπορούν µόνον να
µετριαστούν τα κακά του δεσποτισµού ή να πραγµατοποιηθούν τα ελάχιστα
πλεονεκτήµατά του.
Τα προαναφερθέντα είναι οι περιπτώσεις όπου η αντιπροσωπευτική διακυβέρνηση
δεν µπορεί να υπάρχει µε διάρκεια. Υπάρχουν και άλλες όπου πιθανώς µπορεί να
υπάρχει, αλλά στις οποίες κάποιος άλλος τύπος διακυβέρνησης θα ήταν προτιµότερος.
Είναι καταρχήν οι περιπτώσεις όπου ο λαός, προκειµένου να βελτιωθεί πολιτισµικά,
πρέπει να µάθει κάποιο µάθηµα και να αποκτήσει κάποια συνήθεια, στην απόκτηση της
οποίας η αντιπροσωπευτική διακυβέρνηση ενδεχοµένως θα είναι εµπόδιο.
Η προφανέστερη αυτών των περιπτώσεων είναι αυτή που έχει ήδη αναφερθεί, στην
οποία ο λαός έχει ακόµη να µάθει το πρώτο µάθηµα του πολιτισµού, αυτό της υπακοής.
Μια φυλή ανθρώπων που έχει εκπαιδευθεί στην δυναµικότητα και στο θάρρος µέσω
αγώνων µε τη φύση και µε τους γείτονες τους, αλλά που δεν έχει ακόµα εγκατασταθεί
υπό µόνιµη υπακοή σε κάποιο κοινό ανώτερο, θα έχει λίγες πιθανότητες να αποκτήσει
αυτή τη συνήθεια υπό τη συλλογική διακυβέρνηση ενός δικού τους [αντιπροσωπευτικού]
σώµατος. Μια αντιπροσωπευτική συνέλευση προερχόµενη από αυτούς τους ίδιους, θα
εξέφραζε απλώς τη δική τους ταραχώδη ανυπακοή. Θα αρνούνταν την εξουσία της σε
όλες τις διαδικασίες µε τις οποίες θα επέβαλλε κάποιον προοδευτικό περιορισµό στην
πρωτόγονη ανεξαρτησία τους. Ο τρόπος µε τον οποίο τέτοιες φυλές συνήθως
καταλήγουν να υποταχθούν στις πρωταρχικές συνθήκες της πολιτισµένης κοινωνίας,
είναι µέσω των απαιτήσεων του πολέµου και της δεσποτικής εξουσίας που είναι
απαραίτητη για τη στρατιωτική ηγεσία. Ένας στρατιωτικός ηγέτης είναι ο µοναδικός
ανώτερος στον οποίο θα υποταχθούν, εκτός περιστασιακά σε κάποιο προφήτη που
υποτίθεται ότι έχει άνωθεν [θεία] έµπνευση, ή σε κάποιο γητευτή που θεωρείται ότι
κατέχει θαυµατουργή δύναµη. Αυτοί [οι τελευταίοι] µπορούν ενδεχοµένως να ασκήσουν
πρόσκαιρη επιρροή αλλά, καθώς είναι µόνον προσωπική, σπανίως διενεργεί κάποια
µεταβολή στις γενικές συνήθειες των ανθρώπων, εκτός αν ο προφήτης, όπως ο Μωάµεθ,
είναι επίσης και στρατιωτικός αρχηγός, και προχωρά ως ένοπλος απόστολος µιας νέας
θρησκείας· ή εκτός εάν οι στρατιωτικοί αρχηγοί συµµαχήσουν µε αυτή την επίδραση, και
την µετατρέψουν σε στήριγµα για τη δική τους διακυβέρνηση.
Ένας λαός δεν είναι λιγότερο ακατάλληλος για την αντιπροσωπευτική διακυβέρνηση
λόγω µειονεκτηµάτων αντίθετων προς τα τελευταία· λόγω, δηλαδή, ακραίας
παθητικότητας και πρόθυµης υποταγής στην τυραννία. Εάν ένας λαός, που είναι τόσο
αδύναµος λόγω χαρακτήρα και συγκυριών, µπορούσε να υιοθετήσει
αντιπροσωπευτικούς θεσµούς, θα επέλεγε αναπόφευκτα τους τυράννους του ως
αντιπροσώπους, και ο ζυγός τους θα ήταν βαρύτερος ακριβώς µέσω της επινόησης που
εκ πρώτης όψεως προσδοκούνταν να τον ελαφρύνει. Αντιθέτως, πολλοί λαοί έχουν
σταδιακά εξέλθει από αυτή την κατάσταση µέσω βοήθειας µιας κεντρικής εξουσίας, η
θέση της οποίας την κατέστησε ανταγωνιστή και κατέληξε να την κάνει κύριο των
τοπικών δεσποτών, και η οποία πάνω από όλα είναι µοναδική. Η γαλλική ιστορία, από
τον Hugh Capet στον Richelieu και τον Λουδοβίκο Ι∆’, είναι ένα διαρκές παράδειγµα
τέτοιου είδους εξελίξεων. Ακόµη και όταν ο βασιλιάς δεν ήταν καν τόσο ισχυρός όσο
αρκετοί από τους µεγάλους φεουδάρχες του, το µεγάλο πλεονέκτηµα που κέρδιζε από το
JOHN STUART MILL – ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΤΙΚΗ ∆ΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ 18

ότι ήταν µοναδικός έχει αναγνωριστεί από τους Γάλλους ιστορικούς. Προς αυτόν
στρέφονταν τα µάτια όλων των κατά τόπους καταπιεσµένων· αυτός ήταν ο στόχος της
ελπίδας και της εµπιστοσύνης σε όλο το βασίλειο· ενώ κάθε τοπικός άρχοντας ήταν
ισχυρός µόνον σε ένα λίγο ή πολύ περιορισµένο χώρο. Στα χέρια του αναζητούνταν
άσυλο και προστασία από κάθε µέρος της χώρας, αρχικά ενάντια σε ένα και κατόπιν σε
άλλον από τους άµεσους καταπιεστές. Η πορεία του προς την κυριαρχία ήταν αργή·
αλλά προέκυψε από διαδοχική εκµετάλλευση ευκαιριών που προσφέρονταν µόνον σε
αυτόν. Ήταν, ως εκ τούτου, βέβαιη· και, κατ’αναλογία προς την πραγµατοποίησή της,
µειώθηκε στο καταπιεσµένο τµήµα του πληθυσµού η συνήθεια υποταγής στην
καταπίεση. Το συµφέρον του βασιλιά έγκειτο στην ενθάρρυνση όλων των επιµέρους
προσπαθειών από πλευράς των δουλοπαροίκων να απελευθερωθούν από τους άρχοντές
τους, και να τεθούν σε άµεση σχέση υποταγής προς τον ίδιο. Υπό την προστασία του
συγκροτήθηκαν πολυάριθµες κοινότητες που δεν γνώριζαν κανένα ανώτερό τους παρά
µόνον το βασιλιά. Η υπακοή σε ένα απόµακρο µονάρχη είναι η ελευθερία καθαυτή αν
συγκριθεί µε την κυριαρχία του δεσπότη του γειτονικού κάστρου: ο δε µονάρχης ήταν
συχνά αναγκασµένος, από απαιτήσεις της θέσης του, να ασκεί την εξουσία του ως
σύµµαχος παρά ως άρχοντας των τάξεων, τις οποίες είχε βοηθήσει να πραγµατοποιήσουν
την απελευθέρωσή τους. Με αυτό τον τρόπο µια κεντρική εξουσία, δεσποτική στη
θεωρία αν και γενικώς πολύ περιορισµένη στην πράξη, συντέλεσε κυρίως στην πορεία
του λαού µέσα από ένα απαραίτητο στάδιο βελτίωσης, πράγµα που η αντιπροσωπευτική
διακυβέρνηση, αν είχε όντως εφαρµοστεί, θα τους είχε πιθανότατα αποτρέψει να το
επιτύχουν. Τίποτε λιγότερο από δεσποτική κυριαρχία, ή από µια γενική σφαγή, δεν θα
µπορούσε να επιτύχει την απελευθέρωση των δουλοπάροικων στη ρωσική
αυτοκρατορία.
Οι ίδιες ιστορικές περίοδοι αναδεικνύουν επιβλητικά έναν ακόµη τρόπο µε τον οποίο
η απόλυτη µοναρχία υπερνικά εµπόδια στην πρόοδο του πολιτισµού, τα οποία η
αντιπροσωπευτική διακυβέρνηση θα είχε σαφή τάση να επιδεινώσει. Ένα από τα
σηµαντικότερα κωλύµατα στη βελτίωση, µέχρι ένα µάλλον αναπτυγµένο στάδιο, είναι
ένα βαθιά ριζωµένο πνεύµα τοπικότητας. Τµήµατα του ανθρώπινου γένους, κατά πολλές
άλλες απόψεις ικανά και προετοιµασµένα για την ελευθερία, µπορεί να είναι ανίκανα να
συγχωνευθούν ακόµη και στο µικρότερο έθνος. [Ο λόγος για αυτό είναι ότι] όχι µόνον
φθόνοι και αντιπάθειες γεννούν αµοιβαίες απωθήσεις µεταξύ τους και αποκλείουν κάθε
δυνατότητα εθελούσιας ένωσης, αλλά µπορεί να µην έχουν ακόµη αποκτήσει κάποιο από
τα αισθήµατα ή τις συνήθειες που θα έκαναν την ένωση πραγµατική, εάν υποτεθεί πως
έχει κατ’όνοµα ολοκληρωθεί. Μπορεί, όπως οι πολίτες µιας αρχαίας κοινότητας ή ενός
ασιατικού χωριού, να έχουν σηµαντική πρακτική εµπειρία στην άσκηση των ικανοτήτων
τους σε θέµατα του χωριού ή της πόλης, και να έχουν ακόµη πραγµατοποιήσει µια
επαρκώς αποτελεσµατική λαϊκή διακυβέρνηση στον περιορισµένο αυτό βαθµό, αλλά
εντούτοις µπορεί να έχουν λιγοστές µόνον συµπάθειες µε ό,τιδήποτε πέρα από αυτό,
καθώς και καµία συνήθεια ή ικανότητα διαχείρισης για θέµατα κοινά σε πολλές τέτοιες
κοινότητες.
∆εν γνωρίζω εάν στην ιστορία υπάρχει ένα παράδειγµα, στο οποίο ένα σύνολο από
αυτά τα πολιτικά άτοµα ή σωµατίδια συγχωνεύτηκαν σε ένα σώµα και έµαθαν να
αισθάνονται ως ένας λαός, εάν δεν είχαν προηγουµένως υποταχθεί σε µια κεντρική
εξουσία κοινή σε όλους3. Μόνον µέσω της συνήθειας αποδοχής αυτής της εξουσίας,

3
Η Ιταλία, που είναι η µοναδική εξαίρεση που µπορεί να αναφερθεί, αποτελεί ακριβώς
εξαίρεση µόνον ως προς το τελικό στάδιο του µετασχηµατισµού της. Η κατά πολύ δυσκολότερη
προηγούµενη πρόοδος από την αποµονωµένη θέση των πόλεων της Φλωρεντίας, της Πίζας ή του
JOHN STUART MILL – ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΤΙΚΗ ∆ΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ 19

εγκόλπωσης των σχεδίων της και υποβοήθησης των σκοπών της, µπορεί ένας λαός, όπως
αυτός που υποθέτουµε, να συλλάβει την αντίληψη µεγάλων συµφερόντων, κοινών σε µια
µεγάλη γεωγραφική έκταση. Αντιθέτως, τέτοια συµφέροντα είναι αναγκαστικά η
κυρίαρχη µέριµνα στη σκέψη του κεντρικού ηγέτη· και µέσα από τις λιγότερο ή
περισσότερο στενές σχέσεις που υιοθετεί σταδιακά µε τις τοπικές κοινωνίες, καθίστανται
γνωστά στην κοινή γνώµη. Η ευνοϊκότερη συγκυρία περιστάσεων υπό την οποία θα
µπορούσε να γίνει αυτό το βήµα προς την ανάπτυξη, θα ήταν εκείνη στην οποία θα
συγκροτούνταν αντιπροσωπευτικοί θεσµοί χωρίς αντιπροσωπευτική κυβέρνηση· ένα
αντιπροσωπευτικό σώµα, ή [και] σώµατα, προερχόµενο από τις τοπικές κοινωνίες,
καθιστόµενο βοηθός και όργανο της κεντρικής εξουσίας, αλλά σπανίως αποπειρώµενο
να την ανατρέψει ή να την ελέγξει. Έτσι, µε τη συµµετοχή του λαού στη συµβουλευτική
διαδικασία, και χωρίς ο ίδιος να συµµετέχει στην ανώτατη εξουσία, η πολιτική
εκπαίδευση που παρέχεται από την κεντρική εξουσία µεταφέρεται στα επιµέρους σηµεία,
στους κατά τόπους αρχηγούς και στον πληθυσµό γενικότερα, πολύ πιο αποτελεσµατικά
απ’ό,τι µε οποιονδήποτε άλλο τρόπο· ενώ, ταυτόχρονα, διατηρείται µια παράδοση περί
διακυβέρνησης µε κοινή συναίνεση, ή τουλάχιστον η καθιέρωση της παράδοσης δεν
δίνεται στην κυβέρνηση χωρίς αυτή τη συναίνεση, καθώς η εθιµική καθιέρωση της
κυβέρνησης έχει θέσει συχνότατα άσχηµο τέλος σε µια καλή αρχή, και είναι µια από τις
συχνότερες αιτίες του θλιβερού πεπρωµένου το οποίο στις περισσότερες χώρες
σταµάτησε την ανάπτυξη σε τόσο πρώιµο στάδιο, διότι η εργασία µιας περιόδου
διατελέστηκε µε τέτοιο τρόπο ώστε να ανασχέσει τη χρήσιµη εργασία των ακόλουθων
γενεών. Εν τω µεταξύ, µπορεί να διατυπωθεί ως πολιτική αλήθεια η πρόταση, ότι ένα
πλήθος ασήµαντων πολιτικών µονάδων µπορεί καλύτερα να συνενωθεί σε ένα λαό από
µια ανεύθυνη µοναρχία παρά από µια αντιπροσωπευτική διακυβέρνηση, να αποκτήσει
κοινά αισθήµατα ενότητας και δύναµη ικανή για να προστατευτεί ενάντια σε κατάκτηση
ή ξένη εισβολή, µε δικές του [πολιτικές] υποθέσεις επαρκώς ποικίλες και αξιόλογες για
να απασχολείται επάξια και για να αναπτύσσει σε αντίστοιχες αναλογίες την κοινωνική
και πολιτική διάνοια του πληθυσµού.
Για τους διάφορους αυτούς λόγους, η βασιλική διακυβέρνηση, ελεύθερη από τον
έλεγχο (αν και ίσως ενισχυµένη από την υποστήριξη) των αντιπροσωπευτικών θεσµών,
είναι η καταλληλότερη µορφή πολιτεύµατος για τα πρωταρχικά στάδια οποιασδήποτε
κοινωνίας, χωρίς να εξαιρούνται οι πόλεις–κράτη όπως εκείνες της αρχαίας Ελλάδας:
όπου, αντιστοίχως, η διακυβέρνηση των βασιλέων, διατελώντας υπό πραγµατικό αλλά
όχι προσχηµατικό ή συνταγµατικό έλεγχο από την κοινή γνώµη, προηγήθηκε ιστορικά
των ελεύθερων θεσµών µε µια άγνωστη και πιθανόν µακρά περίοδο, δίνοντας τελικά τη
θέση της, µετά από σηµαντικό χρονικό διάστηµα, στις ολιγαρχίες λίγων οικογενειών.
Θα µπορούσαµε να επισηµάνουµε εκατοντάδες άλλες αδυναµίες ή µειονεκτήµατα σε
ένα λαό τα οποία pro tanto [προς στιγµή] τον καθιστούν ακατάλληλο για την ορθότερη
δυνατή χρήση της αντιπροσωπευτικής διακυβέρνησης· ωστόσο, αναφορικά προς αυτά
δεν είναι εξίσου προφανές ότι η κυβέρνηση του Ενός ή των Ολίγων θα είχε την τάση να
θεραπεύσει ή να ανακουφίσει το κακό. Ισχυρές προκαταλήψεις κάθε είδους· επίµονη
προσκόλληση σε παλαιές συνήθειες· σαφή µειονεκτήµατα του εθνικού χαρακτήρα, ή
απλή αµάθεια και έλλειψη πνευµατικής καλλιέργειας – αν κυριαρχούν σε ένα λαό, θα
βρουν κατά κανόνα πιστή αντανάκλαση στις αντιπροσωπευτικές τους συνελεύσεις: και
εάν συµβεί έτσι ώστε η εκτελεστική διοίκηση, η άµεση διαχείριση των δηµόσιων
υποθέσεων, να βρίσκεται στα χέρια προσώπων που είναι συγκριτικά ελεύθερα από αυτά

Μιλάνου προς την περιφερειακή ενότητα της Τοσκανίας ή της Λοµβαρδίας, διενεργήθηκε µε τον
συνήθη τρόπο.
JOHN STUART MILL – ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΤΙΚΗ ∆ΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ 20

τα ελαττώµατα, [είναι πιθανόν ότι] συχνότερα θα κάνουν περισσότερο καλό όταν δεν
παρακωλύονται από την αναγκαιότητα να συνεπιφέρουν την αυτόβουλη συγκατάθεση
τέτοιων σωµάτων. Αλλά τόσο σε αυτές τις περιπτώσεις όπως και σε άλλες που έχουµε
εξετάσει, η απλή θέση των ηγετών δεν τους εφοδιάζει µε συµφέροντα και τάσεις που
λειτουργούν προς όφελος µια εποικοδοµητικής κατεύθυνσης. Τόσο ο Ένας και οι
σύµβουλοι του όσο και οι Ολίγοι δεν εξαιρούνται συνήθως από τη γενική αδυναµία του
λαού ή από το αντίστοιχο πολιτισµικό επίπεδο· εξαίρεση αποτελεί εδώ η περίπτωση να
είναι ξένοι και να ανήκουν σ’ ένα ανώτερο λαό ή σ’ ένα περισσότερο αναπτυγµένο
κοινωνικό επίπεδο. Τότε, όντως, οι ηγέτες θα είναι πιθανόν, σχεδόν πλήρως, πολιτισµικά
ανώτεροι από αυτούς που διοικούν· και η υποταγή σε µια ξένη κυβέρνηση τέτοιου
είδους, παρ’όλα τα αναπόφευκτα κακά της, αποτελεί συχνά το µεγαλύτερο πλεονέκτηµα
για ένα λαό, καθώς τον οδηγεί µε γοργό ρυθµό µέσα από τα διάφορα επίπεδα της
προόδου, αποµακρύνοντας εµπόδια της ανάπτυξης, τα οποία θα µπορούσαν να έχουν
διαρκέσει επ’αόριστον εάν ο πληθυσµός είχε αφεθεί αβοήθητος στις εγγενείς του
προδιαθέσεις και πιθανότητες. Σε µια χώρα που δεν βρίσκεται υπό την κυριαρχία ξένων,
η µοναδική ελπίδα ικανή να προωθήσει παρόµοια πλεονεκτήµατα είναι η σπάνια
συγκυρία ενός µονάρχη εξαιρετικής ευφυΐας. Στην ιστορία έχουν υπάρξει λίγοι από
αυτούς, οι οποίοι, ευτυχώς για την ανθρωπότητα, βασίλεψαν για διάστηµα αρκετό ώστε
να καταστήσουν µόνιµες µερικές από τις βελτιώσεις τους, µε το να τις κληροδοτήσουν
στη διαφύλαξη µιας γενιάς που µεγάλωσε υπό την επίδραση τους. Ο Καρλοµάγνος
µπορεί να θεωρηθεί ως ένα παράδειγµα· ο Μέγας Πέτρος είναι ένα άλλο. Ωστόσο, τέτοια
παραδείγµατα είναι τόσο σπάνια, ώστε µπορούν να ταξινοµηθούν µόνον µαζί µε τις
ευχάριστες συγκυρίες που τόσο έχουν κρίνει σε µια κρίσιµη στιγµή εάν ένα ηγετικό
τµήµα της ανθρωπότητας θα κάνει µια ξαφνική αρχή ή θα υπαναχωρήσει στη
βαρβαρότητα: ευκαιρίες όπως η ύπαρξη του Θεµιστοκλή στην περίοδο της περσικής
εισβολής ή του πρώτου ή του τρίτου Γουλιέλµου της Οράγγης.
Θα ήταν παράλογο να συγκροτηθούν θεσµοί απλώς µε σκοπό την εκµετάλλευση
τέτοιων πιθανοτήτων· ιδιαίτερα καθώς άνδρες τέτοιου διαµετρήµατος, όταν βρίσκονται
σε κάποια εξέχουσα θέση, δεν χρειάζονται δεσποτική δύναµη που θα τους επιτρέψει να
ασκήσουν µεγάλη επιρροή, όπως αποδεικνύεται από τους τρεις τελευταίους
προαναφερθέντες. Η υπόθεση που απαιτεί ως επί το πλείστον σπουδή σε σχέση προς
τους θεσµούς, είναι η όχι ιδιαίτερα ασυνήθιστη υπόθεση, στην οποία µια µικρή αλλά
ηγετική µερίδα του πληθυσµού, είτε λόγω διαφορετικών φυλετικών καταβολών, είτε
λόγω περισσότερο καλλιεργηµένων πολιτισµικών καταβολών, είτε λόγω άλλων
ιδιόµορφων περιστάσεων, είναι σαφώς ανώτερη σε πολιτισµό και σε γενικό χαρακτήρα
ως προς τον υπόλοιπο πληθυσµό. Υπό αυτές τις συνθήκες, η διακυβέρνηση από
αντιπροσώπους της µάζας [του πληθυσµού] ενδεχοµένως να αποστερήσει τον πληθυσµό
από αρκετά οφέλη που θα αποκόµιζε από το ανώτερο πολιτισµικό επίπεδο των
ανώτερων στρωµάτων· ενώ η διακυβέρνηση από αντιπροσώπους αυτών των στρωµάτων
πιθανόν να καθηλώσει την υποβάθµιση του πλήθους, και να το αφήσει δίχως ελπίδα
αξιοπρεπούς συµπεριφοράς, εκτός και αν αυτό απαλλαχθεί από ένα από τα αξιότερα
στοιχεία της µελλοντικής εξέλιξης. Η καλύτερη προοπτική βελτίωσης για ένα λαό
συγκροτηµένο κατ’αυτό τον τρόπο, έγκειται στην ύπαρξη µιας συνταγµατικώς
απεριόριστης, ή τουλάχιστον πρακτικώς δεσπόζουσας εξουσίας, [που θα εναποτεθεί] σε
έναν κύριο ηγέτη από τη κυρίαρχη τάξη. Λόγω της θέσης του, µόνον αυτός θα έχει
συµφέρον να ανυψώσει και να βελτιώσει τη µάζα [του πληθυσµού] την οποία δεν
φθονεί, ως αντίβαρο προς τους συνεργάτες του, από τον κύκλο των οποίων προέρχεται ο
ίδιος. Και εάν ευοίωνες περιστάσεις θέσουν πλάι του, όχι ως ελεγκτές αλλά ως
υφιστάµενους, ένα σώµα αντιπροσωπευτικό της ανώτερης κάστας, το οποίο µε τις
JOHN STUART MILL – ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΤΙΚΗ ∆ΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ 21

αντιρρήσεις και τις ερωτήσεις του, αλλά και µε τις συχνές αναταράξεις του πνεύµατος,
συντηρεί τις συνήθειες της συλλογικής αντίστασης, δυνάµενο σε διάρκεια χρόνου και
βαθµιαία να αναπτυχθεί σε πραγµατική εθνική αντιπροσώπευση (πράγµα που
κατ’ουσίαν είναι η ιστορία του αγγλικού Κοινοβουλίου), τότε το έθνος έχει τις
καλύτερες προοπτικές βελτίωσης, οι οποίες µπορούν σαφώς να προκύψουν σε µια
κοινωνία που υφίσταται τέτοιες συγκυρίες και τέτοια οργάνωση.
Μεταξύ των τάσεων οι οποίες, χωρίς να καθιστούν ένα λαό απόλυτα ανίκανο για
αντιπροσωπευτική διακυβέρνηση, εντούτοις τον καθιστούν ανίκανο προς πλήρη
απόλαυση των πλεονεκτηµάτων της, υπάρχει µία που απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή.
Υπάρχουν δυο καταστάσεις προδιαθέσεων, κατ’ουσίαν πολύ διαφορετικές αλλά έχοντας
κάτι κοινό, µέσω του οποίου πολύ συχνά συµπίπτουν στην κατεύθυνση που δίνουν στις
προσπάθειες ατόµων και εθνών: η µία είναι η επιθυµία άσκησης εξουσίας επί άλλων· η
άλλη είναι η δυσφορία να ανεχθούν την άσκηση εξουσίας επί των ιδίων.
Η διαφορά µεταξύ διαφορετικών τµηµάτων της ανθρωπότητας ως προς τη σχετική
ισχύ των δύο αυτών προδιαθέσεων είναι ένα από τα σηµαντικότερα στοιχεία στην
ιστορία τους. Υπάρχουν έθνη στα οποία το πάθος για να κυβερνήσουν άλλους είναι τόσο
ισχυρότερο από την επιθυµία προσωπικής ανεξαρτησίας, ώστε προκειµένου να έχουν
ένα στοιχειώδες ίχνος εξουσίας είναι έτοιµα να θυσιάσουν όλη την τελευταία. Καθένα
από τα µέλη τους είναι πρόθυµο, όπως ο στρατιώτης σ’ένα ιδιωτικό στρατό, να
εναποθέσει το προσωπικό του δικαίωµα ελεύθερης δράσης στα χέρια του στρατηγού του,
υπό την προϋπόθεση ότι ο στρατός του είναι θριαµβευτής και νικηφόρος και ότι θα
µπορεί να κολακεύει τον εαυτό του πως είναι ένας από τους κατακτητές, έστω και αν η
αντίληψη ότι έχει µερίδιο στην κυριαρχία επί των κατακτηµένων είναι µια αυταπάτη.
Μια κυβέρνηση αυστηρά περιορισµένη στις εξουσίες και στις ιδιότητές της, για την
οποία υπάρχει η απαίτηση να απέχει από κάθε είδους παρέµβαση και αφήνει τα
πράγµατα να εξελίσσονται χωρίς να αναλαµβάνει το ρόλο του φύλακα ή του διευθυντή,
δεν θα απολαύσει την αποδοχή τέτοιου λαού. Στη δική τους άποψη οι κάτοχοι της
εξουσίας πρέπει να έχουν οιονεί περισσότερη δύναµη, υπό την προϋπόθεση ότι η ίδια η
εξουσία είναι ανοικτή σε γενικό ανταγωνισµό. Ένα µέσο άτοµο αυτού του λαού προτιµά
την πιθανότητα, όσο µακρινή ή µικρή και αν είναι, να ασκήσει κάποιο µερίδιο εξουσίας
επί των συµπολιτών του, περισσότερο από τη βεβαιότητα, για τον ίδιο και για άλλους,
ότι δεν θα ασκηθεί επί των ιδίων καµία υπερβολική εξουσία. Αυτά είναι τα στοιχεία ενός
λαού θεσιθήρων· στον οποίο η πορεία της πολιτικής προσδιορίζεται κυρίως από τη
θεσιθηρία· όπου υπάρχει µέριµνα µόνον για την ισότητα, αλλά όχι για την ελευθερία·
όπου η διαµάχη των πολιτικών κοµµάτων δεν είναι τίποτα άλλο από µάχες να
αποφασίσουν εάν η εξουσία παρέµβασης σε όλους του τοµείς θα ανήκει σε µια τάξη ή σε
άλλη, πιθανόν σε µια οµάδα δηµοσίων ανδρών ή σε άλλη· όπου η ιδέα που καλλιεργείται
περί δηµοκρατίας, είναι απλώς εκείνη του ‘ανοίγµατος’ των αξιωµάτων στον
ανταγωνισµό όλων και όχι λίγων· όπου όσο πιο λαϊκοί είναι οι θεσµοί, τόσο πιο
αναρίθµητες είναι οι θέσεις που δηµιουργούνται και τόσο πιο τερατώδης είναι η υπερ-
κυβέρνηση που ασκείται από όλους επί του καθένα και από την εκτελεστική εξουσία επί
όλων. Θα ήταν τόσο άδικο όπως και µικρόψυχο να παρουσιάσουµε κάτι τέτοιο, ή κάτι
παρόµοιο, ως γελοιογραφία του γαλλικού λαού· εντούτοις, ο βαθµός κατά τον οποίο
συµµετέχει σε αυτόν το χαρακτηρολογικό τύπο ανάγκασε την αντιπροσωπευτική
διακυβέρνηση µιας περιορισµένης τάξης να καταρρεύσει λόγω υπερβολικής διαφθοράς,
και η απόπειρα άσκησης αντιπροσωπευτικής διακυβέρνησης από το συνολικό ανδρικό
πληθυσµό κατέληξε στο να δώσουν σε έναν άνδρα την εξουσία να φυλακίζει
οσουσδήποτε από τους υπόλοιπους, χωρίς δίκη, στη Lambessa ή στην Cayenne, υπό την
JOHN STUART MILL – ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΤΙΚΗ ∆ΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ 22

προϋπόθεση ότι τους επιτρέπει να θεωρούν εαυτούς µη αποκλεισµένους από την


πιθανότητα απόλαυσης της εύνοιάς του.
Η χαρακτηριστική ιδιότητα του χαρακτήρα, η οποία πέρα από κάθε άλλη, καθιστά το
λαό αυτής της χώρας [της Αγγλίας] κατάλληλο για την αντιπροσωπευτική
διακυβέρνηση, είναι ότι έχει σχεδόν εν συνόλω το αντίθετο χαρακτηριστικό [από τους
Γάλλους]. Επιβλέπει µε µεγάλο ζήλο κάθε απόπειρα άσκησης εξουσίας επί του ιδίου, η
οποία δεν είναι καθιερωµένη µέσω µακράς συνήθειας και αντιστοιχούσας στην
προσωπική του άποψη περί δικαίου· άλλα γενικά έχει ελάχιστη µέριµνα για την άσκηση
εξουσίας σε άλλους. Χωρίς να έχει την παραµικρή συµπάθεια για το πάθος να
κυβερνήσει, και ενώ γνωρίζει πολύ καλά τα κίνητρα ατοµικού συµφέροντος που ωθούν
στην αναζήτηση του αντίστοιχου [κυβερνητικού] αξιώµατος, προτιµά ότι η κυβερνητική
εξουσία πρέπει να διενεργείται από αυτούς που την αποκτούν χωρίς να το επιδιώκουν,
ως συνέπεια της κοινωνικής τους θέσης. Αν οι ξένοι το κατανοούσαν αυτό, θα
αποτελούσε βάση εξήγησης για ορισµένες προφανείς αντιθέσεις στα πολιτικά
συναισθήµατα των Άγγλων· για την άµεση ετοιµότητά τους να επιτρέψουν στον εαυτό
τους να κυβερνώνται από τις ανώτερες τάξεις, συνδυασµένη µε τόσο λίγη υποτέλεια σε
αυτές, ώστε κανένας λαός δεν είναι τόσο πρόθυµος να αντισταθεί στην εξουσία όταν
αυτή υπερβαίνει συγκεκριµένα προκαθορισµένα όρια, ή τόσο αποφασισµένος να
υπενθυµίζει διαρκώς στους ηγεµόνες του ότι κυβερνάται µόνον µε τρόπο που ο ίδιος
θεωρεί καλύτερο. Η θεσιθηρία, συνεπώς, είναι µία µορφή φιλοδοξίας για την οποία οι
Άγγλοι, σε εθνικό επίπεδο, είναι σχεδόν ξένοι. Εάν εξαιρέσουµε τις λίγες οικογένειες ή
τους συσχετισµούς για τους οποίους η δηµόσια απασχόληση είναι άµεσα προδεδοµένη,
οι απόψεις των Άγγλων για πρόοδο στη ζωή λαµβάνουν µια τελείως διαφορετική
κατεύθυνση – εκείνη της επιτυχίας στην επιχείρηση ή σε ένα επάγγελµα. Έχουν την
µεγαλύτερη απέχθεια για κάθε γυµνή διαµάχη για αξιώµατα από πολιτικά κόµµατα ή
από άτοµα: και λίγα είναι τα πράγµατα για τα οποία νοιώθουν µεγαλύτερη αποστροφή
απ’ότι ο πολλαπλασιασµός δηµοσίων θέσεων: κάτι το οποίο, αντιθέτως, είναι πάντα
δηµοφιλές στα γραφειοκρατικώς διοικούµενα έθνη της ηπειρωτικής Ευρώπης, τα οποία
θα προτιµούσαν να πληρώνουν µεγαλύτερους φόρους παρά να µειώσουν έστω και
ελάχιστα τις ατοµικές ευκαιρίες για µια θέση για τους ίδιους ή τους συγγενείς τους, και
µεταξύ των οποίων η κραυγή για περικοπές δεν σηµαίνει ποτέ κατάργηση θέσεων, αλλά
µείωση των µισθών εκείνων των θέσεων που είναι τόσο µεγάλες για το συνηθισµένο
πολίτη ώστε δεν έχει πιθανότητα να διοριστεί ποτέ σε αυτές.

Κεφάλαιο 5
Περί των ορθών λειτουργιών των αντιπροσωπευτικών σωµάτων *

Όταν πραγµατευόµαστε την αντιπροσωπευτική διακυβέρνηση, είναι προπάντων


απαραίτητο να έχουµε υπόψη τη διάκριση ανάµεσα στην ιδέα ή την ουσία της, και στις
ιδιαίτερες µορφές στις οποίες υποστασιοποιήθηκε η ιδέα [αυτή] µέσω συγκυριακών
ιστορικών εξελίξεων ή µέσω αντιλήψεων που ήταν επίκαιρες σε κάποια συγκεκριµένη
περίοδο.
Το νόηµα της αντιπροσωπευτικής διακυβέρνησης είναι ότι όλος ο λαός, ή κάποια
πολυάριθµη µερίδα του, ασκεί την τελική ελεγκτική εξουσία – η οποία σε κάθε
σύνταγµα πρέπει να ανήκει κάπου – µέσω εκπροσώπων που εκλέγονται περιοδικά από
τον ίδιο. Αυτήν την τελική εξουσία [ο λαός] πρέπει να την κατέχει σε όλη την πληρότητά

*
Μετάφραση: Νατάσα Λουκά, Σοφία Μπουραντά. Επιµέλεια µετάφρασης: Θανάσης Γκιούρας.
JOHN STUART MILL – ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΤΙΚΗ ∆ΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ 23

της. Πρέπει, όποτε θελήσει, να είναι κύριος όλων των λειτουργιών της κυβέρνησης. ∆εν
είναι απαραίτητο ο ίδιος ο συνταγµατικός νόµος να του παραχωρεί αυτήν την κυριότητα.
Το Βρετανικό Σύνταγµα δεν το κάνει. Αλλά, αυτό που παραχωρεί καταλήγει πρακτικά
σε τούτο. Η εξουσία τελικού ελέγχου είναι ουσιαστικά µία και µοναδική, τόσο σε ένα
µικτό και εξισορροπηµένο πολίτευµα όσο και στην αµιγή µοναρχία ή δηµοκρατία. Αυτό
είναι το ποσοστό αλήθειας στη γνώµη των αρχαίων, που αναζωογονήθηκε από µεγάλες
αυθεντίες στις µέρες µας, ότι ένα εξισορροπηµένο σύνταγµα είναι αδύνατο. Υπάρχει
σχεδόν πάντα µια ισορροπία, αλλά η ζυγαριά ποτέ δεν κλίνει εξίσου και στις δύο
πλευρές. Το ποια πλευρά υπερισχύει δεν είναι πάντοτε φανερό, όσον αφορά την
επιφάνεια των πολιτικών θεσµών. Στο Βρετανικό Σύνταγµα, κάθε ένα από τα τρία
συντεταγµένα µέλη της κυριαρχίας είναι επενδυµένο µε εξουσίες οι οποίες, αν ασκηθούν
πλήρως, θα επέτρεπαν στο αντίστοιχο µέλος να σταµατήσει όλη τη λειτουργία της
κυβέρνησης. Κατ’όνοµα, συνεπώς, το κάθε µέλος διαθέτει ισοδύναµη εξουσία προς
ανατροπή και παρακώλυση των σχεδίων των άλλων: και, εάν µε την άσκηση αυτής της
εξουσίας, οποιοδήποτε από τα τρία µέλη µπορούσε να ελπίζει στη βελτίωση της θέσης
του, η συνήθης πορεία των ανθρώπινων υποθέσεων µάς απαγορεύει να αµφιβάλλουµε
ότι η εξουσία αυτή όντως θα ασκούνταν. ∆εν υπάρχει αµφιβολία ότι οι πλήρεις εξουσίες
του καθενός θα χρησιµοποιούνταν αµυντικά, αν [το αντίστοιχο µέλος] θεωρούσε ότι
δέχεται επίθεση από το ένα ή τα δύο άλλα. Τί εµποδίζει τότε τις ίδιες εξουσίες να
ασκούνται επιθετικά; Οι άγραφες αρχές του Συντάγµατος – µε άλλα λόγια, το θετικό
πολιτικό ήθος της χώρας: και αυτό το θετικό πολιτικό ήθος είναι εκείνο, στο οποίο
πρέπει να προσβλέπουµε, εάν θέλουµε να γνωρίζουµε σε ποιον ανήκει η πραγµατική
ανώτατη εξουσία του Συντάγµατος.
Στη βάση συνταγµατικού νόµου το Στέµµα µπορεί να αρνηθεί την έγκρισή του σε
οποιαδήποτε κοινοβουλευτική πράξη, και µπορεί να διορίσει σε αξίωµα και να
διατηρήσει στη θέση αυτήν οποιονδήποτε υπουργό, σε αντίθεση προς τις διαµαρτυρίες
του Κοινοβουλίου. Αλλά, η συνταγµατική ηθική της χώρας αχρηστεύει αυτές τις
εξουσίες, εµποδίζοντάς τες από το να χρησιµοποιηθούν έστω και µία φορά· απαιτώντας
δε, ότι η κεφαλή της διοίκησης πρέπει ουσιαστικά να ορίζεται πάντα από τη Βουλή των
Κοινοτήτων, καθιστά αυτό το σώµα τον πραγµατικό κυρίαρχο του κράτους. Αυτοί οι
άγραφοι κανόνες, που περιορίζουν τη χρήση νόµιµων δυνάµεων, είναι εντούτοις µόνον
τότε αποτελεσµατικοί, και διατηρούνται σε ισχύ, όταν εναρµονίζονται µε την
πραγµατική κατανοµή της αληθινής πολιτικής δύναµης. Σε κάθε σύνταγµα υπάρχει µια
δύναµη ισχυρότερη όλων – µία δύναµη που θα κατακτούσε τη νίκη, αν αναστέλλονταν οι
συµβιβασµοί, µέσω των οποίων λειτουργεί συνήθως το Σύνταγµα, και προέκυπτε ένας
αγώνας δύναµης. Οι συνταγµατικές αρχές ακολουθούνται και είναι πρακτικά
λειτουργικές, εφόσον δίνουν την κυριαρχία, στο πλαίσιο του Συντάγµατος, σε εκείνη από
τις εξουσίες που έχει την υπεροχή της πραγµατικής δύναµης εκτός των θεσµικών θυρών.
Αυτή, στην Αγγλία, είναι η λαϊκή εξουσία. Εάν λοιπόν, οι νόµιµες διατάξεις του
Βρετανικού Συντάγµατος, µαζί µε τις άγραφες πολιτικές αρχές µέσω των οποίων
ρυθµίζεται κατ’ουσίαν η επικοινωνία των διαφόρων πολιτικών αρχών, δεν αποδώσουν
στο λαϊκό στοιχείο, στο πλαίσιο του Συντάγµατος, εκείνη την ουσιώδη υπεροχή επί κάθε
άλλου τµήµατος της κυβέρνησης, η οποία ανταποκρίνεται στην πραγµατική του εξουσία
στη χώρα, το Σύνταγµα δεν θα κατέχει τη σταθερότητα που το χαρακτηρίζει· [έτσι] είτε
οι νόµοι είτε οι άγραφες αρχές, θα πρέπει σύντοµα να µεταβληθούν. Η βρετανική
κυβέρνηση είναι έτσι µία αντιπροσωπευτική διακυβέρνηση µε την ορθή έννοια του
όρου: και οι δυνάµεις που αναθέτει σε χέρια που δεν είναι άµεσα υπόλογα στο λαό,
µπορούν µόνον να θεωρηθούν ως προληπτικά µέτρα, τα οποία η κυβερνώσα δύναµη
είναι πρόθυµη να εφαρµόσει ενάντια στα δικά της λάθη. Τέτοια προληπτικά µέτρα
JOHN STUART MILL – ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΤΙΚΗ ∆ΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ 24

υπήρξαν σε όλες τις εύρυθµες δηµοκρατίες. Το σύνταγµα της αρχαίας Αθήνας είχε
πολλές τέτοιες διατάξεις, όπως και αυτό των Ηνωµένων Πολιτειών.
Ενώ, όµως, στο αντιπροσωπευτικό πολίτευµα είναι ουσιώδες ότι η πρακτική υπεροχή
στο κράτος πρέπει να παραµείνει στους αντιπροσώπους του λαού, αποτελεί ένα ανοικτό
ερώτηµα ποιες πραγµατικές λειτουργίες, ποιο συγκεκριµένο µέρος του κυβερνητικού
µηχανισµού θα πρέπει να ασκείται άµεσα και προσωπικά από το αντιπροσωπευτικό
σώµα. Από αυτήν την άποψη υπάρχουν πολυσχιδείς δυνατότητες, συµβατές µε την ουσία
της αντιπροσωπευτικής διακυβέρνησης, υπό τον όρο ότι οι λειτουργίες είναι τέτοιες,
ώστε να εξασφαλίζουν στο αντιπροσωπευτικό σώµα τον έλεγχο των πάντων ως τελική
προσφυγή.
Υπάρχει ριζική διαφορά ανάµεσα στον έλεγχο των δραστηριοτήτων της κυβέρνησης
και στην πραγµατική τους εξάσκηση. Το ίδιο πρόσωπο ή σώµα µπορεί να είναι ικανό να
ελέγχει τα πάντα, αλλά δεν είναι ικανό να διενεργεί τα πάντα· και σε πολλές
περιπτώσεις, ο έλεγχος του επί όλων των πραγµάτων θα είναι πιο αποτελεσµατικός όσο
λιγότερο προσπαθεί να διεκπεραιώσει άλλες δραστηριότητες. Ο διοικητής ενός στρατού
δεν θα µπορούσε να διευθύνει αποτελεσµατικά τις κινήσεις του, αν ο ίδιος πολεµούσε
στους ζυγούς ή αν ηγείτο µιας επίθεσης. Το ίδιο συµβαίνει µε τις οµάδες των ανθρώπων.
Μερικά πράγµατα δεν µπορούν να γίνουν παρά µόνον από συλλογικά σώµατα· άλλα
πράγµατα δεν µπορούν να γίνουν σωστά από αυτά. Μια ερώτηση είναι, συνεπώς, τί
πρέπει να ελέγχει µια λαϊκή συνέλευση, και µια άλλη ερώτηση, το τί πρέπει να διενεργεί.
Θα πρέπει, όπως έχουµε ήδη δει, να ελέγχει όλες τις λειτουργίες της κυβέρνησης. Αλλά,
για να αποφασιστεί µέσω ποιας διόδου θα µπορεί να ασκηθεί αυτός ο γενικός έλεγχος µε
την µεγαλύτερη λυσιτέλεια, καθώς και ποιο µέρος των δραστηριοτήτων της κυβέρνησης
θα πρέπει να κρατήσει για τον εαυτό της η αντιπροσωπευτική συνέλευση, είναι
απαραίτητο να ληφθεί υπόψη τί είδους δραστηριότητες µπορεί να διεκπεραιώσει ορθώς
ένα πολυάριθµο σώµα. Μόνον εκείνη τη δραστηριότητα που µπορεί να επιτελεί σωστά
πρέπει να αναλάβει και προσωπικά. Όσον αφορά τα υπόλοιπα, η προσήκουσα
αρµοδιότητα είναι να µην τα αναλάβει, αλλά να λάβει σωστά µέτρα ώστε να
διεκπεραιωθούν ορθώς από άλλους.
Για παράδειγµα, το καθήκον που πάνω από όλα θεωρείται ότι προσιδιάζει σε µια
αντιπροσωπευτική συνέλευση, παρά σε οποιοδήποτε άλλο φορέα, είναι η ψήφιση των
φόρων. Εντούτοις, σε καµιά χώρα δεν αναλαµβάνει το αντιπροσωπευτικό σώµα ή οι
εκπρόσωποί του, να προετοιµάσουν τους [φορολογικούς] συντελεστές. Αν και τα
φορολογικά έσοδα µπορούν να ψηφιστούν µόνον από τη Βουλή των Κοινοτήτων, αν και
η έγκριση της Βουλής απαιτείται επίσης για την κατανοµή των εσόδων στα διάφορα είδη
των δηµοσίων δαπανών, αποτελεί αρχή και κοινή πράξη του Συντάγµατος, ότι τα
χρήµατα µπορούν να εγκριθούν µόνον µε την εισήγηση του Στέµµατος. ΄Εχει γίνει
σαφές, χωρίς αµφιβολία, ότι η µετριοπάθεια όσον αφορά το ποσό [των εσόδων], την
µέριµνα και την κρίση κατά τις λεπτοµέρειες της εφαρµογής, µπορεί µόνον να
αναµένεται όταν η εκτελεστική εξουσία, µέσω της οποίας πρόκειται να διέλθει [το
ποσό], καθίσταται υπεύθυνη για τα προγράµµατα και τους υπολογισµούς, στους οποίους
βασίζονται οι εκταµιεύσεις. Αντιστοίχως, το Κοινοβούλιο δεν αναµένεται, ούτε καν
επιτρέπεται, είτε να επιβάλλει φορολογία είτε να δηµιουργήσει δαπάνη. Το µόνο που
ζητείται από αυτό είναι η συναίνεσή του, και η µοναδική εξουσία που έχει είναι η
απόρριψη [των προτάσεων].
Οι αρχές που εµπλέκονται και αναγνωρίζονται σε αυτό το συνταγµατικό δόγµα, αν
ακολουθηθούν µέχρι τέλους, αποτελούν έναν οδηγό για τον περιορισµό και τον ορισµό
των γενικών λειτουργιών των αντιπροσωπευτικών συνελεύσεων. Εν πρώτοις, σε όλες τις
χώρες όπου το αντιπροσωπευτικό σύστηµα είναι κατανοητό από πρακτικής άποψης,
JOHN STUART MILL – ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΤΙΚΗ ∆ΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ 25

είναι αποδεκτό, ότι πολυπληθή αντιπροσωπευτικά σώµατα δεν πρέπει να διοικούν. Η


αρχή αυτή βασίζεται όχι µόνον στις ουσιαστικότερες αρχές της καλής διακυβέρνησης,
αλλά και σε εκείνες της επιτυχούς διεκπεραίωσης οποιασδήποτε υπόθεσης. Κανένα
συλλογικό σώµα, εκτός αν είναι οργανωµένο και τελεί υπό διαταγή, δεν είναι κατάλληλο
για δράση µε την ορθή έννοια. Ακόµη και µια εκλεκτή επιτροπή, αποτελούµενη από λίγα
µέλη, και αυτά ειδήµονες των δραστηριοτήτων που πρέπει να γίνουν, είναι πάντοτε
κατώτερο όργανο σε σύγκριση µε κάποιο άτοµο που θα µπορούσε να βρεθεί ανάµεσά
τους, και θα βελτιωνόταν η απόδοσή τους αν αυτό το πρόσωπο γινόταν αρχηγός και όλοι
οι άλλοι υποβιβάζονταν σε υφιστάµενους. Αυτό που µπορεί να γίνει καλύτερα από ένα
συλλογικό σώµα παρά από κάποιο άτοµο, είναι η διαβούλευση. Όταν είναι απαραίτητο
ή σηµαντικό να εξασφαλιστεί ακρόαση και εξέταση πολλών αντικρουόµενων απόψεων,
ένα διαβουλευτικό σώµα είναι απαραίτητο. Αυτά τα σώµατα, συνεπώς, είναι συχνά
χρήσιµα, ακόµη και για διοικητικές υποθέσεις, αλλά γενικά ως σύµβουλοι· [ενώ] τέτοιες
υποθέσεις, κατά κανόνα, διεκπεραιώνονται καλύτερα υπό την ευθύνη ενός ατόµου.
Ακόµη και µία µετοχική εταιρεία έχει πάντα στην πράξη, αν όχι στη θεωρία, έναν
διευθυντή· η καλή ή κακή διεύθυνση βασίζεται ουσιαστικά στα προσόντα ενός
συγκεκριµένου ατόµου, και οι υπόλοιποι διευθυντές, εάν έχουν εν γένει κάποια
χρησιµότητα, είναι χρήσιµοι µέσω των εισηγήσεων τους προς αυτόν ή από την εξουσία
εποπτείας επί του ιδίου, και του περιορισµού ή µετακίνησής του σε περίπτωση κακής
διοίκησης. Το ότι είναι φαινοµενικά ισοδύναµοι µε αυτόν στη διεύθυνση δεν αποτελεί
πλεονέκτηµα, αλλά ένα σηµαντικό αντιστάθµισµα ενάντια σε ό,τι καλό είναι ικανοί να
κάνουν: το δεδοµένο αυτό εξασθενεί πολύ στο µυαλό του διευθυντή και σε εκείνο των
άλλων ανθρώπων, το αίσθηµα εκείνης της ατοµικής ευθύνης για την οποία πρέπει να
στέκει προσωπικά και αδιαίρετα.
Αλλά, µια λαϊκή συνέλευση είναι ακόµη λιγότερο κατάλληλη να διοικεί ή να
υπαγορεύει λεπτοµερώς σε αυτούς που έχουν την ευθύνη της διοίκησης. Ακόµη και όταν
έχει ειλικρινή πρόθεση, η παρέµβαση είναι σχεδόν πάντα επιβλαβής. Κάθε κλάδος της
δηµόσιας διοίκησης είναι µια εξειδικευµένη επιχείρηση, που έχει τις δικές της ιδιαίτερες
αρχές και τους παραδοσιακούς κανόνες, πολλοί από τους οποίους δεν είναι
αποτελεσµατικά γνωστοί, παρά µόνον στα άτοµα που για κάποιο διάστηµα συνέβαλλαν
στη διεκπεραίωση της επιχείρησης, και κανένα από αυτά δεν πρόκειται, πιθανόν, να
εκτιµηθεί επαρκώς από πρόσωπα που δεν έχουν πρακτική επαφή µε το τµήµα. ∆εν εννοώ
ότι η διεξαγωγή των δηµοσίων υποθέσεων έχει απόκρυφα µυστήρια, κατανοητά µόνον
από τους µυηµένους. Οι αρχές τους είναι ευνόητες σε οποιοδήποτε άτοµο µε ορθή
αίσθηση, το οποίο έχει στο µυαλό του µια αληθινή εικόνα των περιστάσεων και
συνθηκών που πρέπει να αντιµετωπιστούν: αλλά για να το έχει αυτό πρέπει να γνωρίζει
εκείνες τις περιστάσεις και τις συνθήκες· και η γνώση δεν έρχεται µε τη διαίσθηση.
Υπάρχουν πολλοί κανόνες µεγίστης σπουδαιότητας σε κάθε κλάδο των δηµοσίων
επιχειρήσεων (όπως υπάρχουν σε κάθε ιδιωτική ενασχόληση), για τις οποίες ένα άτοµο,
αρχάριο στην κατάσταση, δεν γνωρίζει ούτε την αιτία ούτε καν υποψιάζεται την ύπαρξή
τους, διότι είναι σχεδιασµένοι προς αντιµετώπιση κινδύνων ή προς εξοµάλυνση
αναστατώσεων που το ίδιο ποτέ δεν διανοήθηκε. Γνώρισα δηµόσιους άνδρες,
υπουργούς, που είχαν πολύ περισσότερες από τις κοινές φυσικές ιδιότητες, οι οποίοι
κατά την πρώτη τους σύσταση σε ένα τµήµα επιχειρήσεων νέο σε αυτούς, προκάλεσαν
τη θυµηδία των υφισταµένων τους, µε τον αέρα που ανακοίνωσαν ως µια µέχρι τότε
περιφρονηµένη αλήθεια που οι ίδιοι έφεραν στο φως, κάτι που πιθανόν να ήταν η πρώτη
σκέψη καθενός που εξέτασε το θέµα, και την οποία εγκατέλειψε όταν προχώρησε σε µια
δεύτερη. Είναι αλήθεια ότι ένας µεγάλος πολιτικός είναι αυτός που ξέρει πότε να
υπερβαίνει τις παραδόσεις και πότε να εµµένει σε αυτές. Αλλά είναι µεγάλο λάθος να
JOHN STUART MILL – ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΤΙΚΗ ∆ΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ 26

υποθέτει, ότι θα το κάνει αυτό καλύτερα αγνοώντας τις παραδόσεις. Όποιος δεν γνωρίζει
διεξοδικά τους τρόπους δράσης που έχει επιβεβαίωσει η κοινή εµπειρία, δεν είναι ικανός
να κρίνει ποιες περιστάσεις απαιτούν απόκλιση από εκείνους τους συνήθεις τρόπους
δράσης. Τα συµφέροντα που βασίζονται στις δραστηριότητες που διεκπεραιώνονται από
κάποιο δηµόσιο κλάδο, οι συνέπειες που είναι πιθανό να προκύψουν από οποιονδήποτε
ιδιαίτερο τρόπο διενέργειάς τους, απαιτούν για το συλλογισµό και την εκτίµησή τους ένα
είδος γνώσης και ειδικά εξασκηµένης κρίσης, που βρίσκεται σχεδόν τόσο σπάνια σε
εκείνους που δεν εκπαιδεύθηκαν για αυτό, όσο και η ικανότητα µεταρρύθµισης του
νόµου σε εκείνους που δεν τον έχουν σπουδάσει επαγγελµατικά.
Όλες αυτές οι δυσκολίες είναι σίγουρο ότι θα αγνοηθούν από την αντιπροσωπευτική
συνέλευση που προσπαθεί να αποφασίσει επί ειδικών πράξεων της διοίκησης. Στην
καλύτερη περίπτωση είναι η απειρία που διατυπώνει κρίση επί της πείρας, η άγνοια επί
της γνώσης: η άγνοια, η οποία χωρίς ποτέ να υποψιάζεται την ύπαρξη όσων δεν ξέρει,
είναι εξίσου απρόσεκτη και αυτάρεσκη, παίρνοντας αψήφιστα, εάν όχι αγανακτώντας
για, όλες τις απαιτήσεις σχηµατισµού µιας κρίσης πιο αξιοπρόσεκτης από τη δική της.
΄Ετσι είναι όταν δεν εµπλέκονται κίνητρα συµφέροντος: αλλά όταν εµπλέκονται, το
αποτέλεσµα είναι ένα ρουσφέτι πιο ανερυθρίαστο και θρασύ από τη χειρότερη διαφθορά
που µπορεί να προκύψει σε δηµόσιο αξίωµα υπό καθεστώς δηµοσιότητας. ∆εν είναι
απαραίτητο η συµφεροντολογική προκατάληψη να εκτείνεται στην πλειοψηφία της
συνέλευσης. Σε οποιαδήποτε συγκεκριµένη περίπτωση είναι αρκετό, όταν από τους δέκα
επηρεάζει τους δύο ή τους τρεις. Εκείνοι οι δύο ή τρεις θα έχουν µεγαλύτερο συµφέρον
να παραπλανήσουν το σώµα, παρά οποιαδήποτε άλλα από τα µέλη του είναι πιθανόν να
έχουν συµφέρον προς ορθή λειτουργία του. Η πλειοψηφία της συνέλευσης πιθανόν να
κρατήσει τα χέρια της καθαρά, αλλά δεν µπορεί να κρατήσει το µυαλό της άγρυπνο, ή
την κρίση της διορατική, σε υποθέσεις που δεν γνωρίζει τίποτα σχετικό· και µια νωθρή
πλειοψηφία, σαν ένα νωθρό άτοµο, καθοδηγείται από εκείνον που καταβάλλει την
µεγαλύτερη προσπάθεια. Τα κακά µέτρα ή οι κακοί διορισµοί ενός υπουργού µπορούν
να ελεγχθούν από το Κοινοβούλιο· το δε συµφέρον των υπουργών προς υπεράσπιση
[των αποφάσεών τους], όπως και των ανταγωνιστών αντιπάλων τους προς επίθεση,
εξασφαλίζει µια επαρκώς ισότιµη συζήτηση: αλλά quis custodiet custodes? ποιος θα
ελέγξει το Κοινοβούλιο; Ένας υπουργός, ο επικεφαλής ενός αξιώµατος, αισθάνεται το
βάρος κάποιας ευθύνης. Μια συνέλευση, σε τέτοιες περιπτώσεις, δεν αισθάνεται
απολύτως καµία ευθύνη: πότε έχασε την έδρα του κάποιο µέλος του Κοινοβουλίου, για
την ψήφο που έδωσε για κάποια λεπτοµέρεια της διοίκησης; Για έναν υπουργό ή για τον
επικεφαλής ενός αξιώµατος, είναι σηµαντικότερο τί κρίση θα σχηµατιστεί για τις
δραστηριότητές τους σε κάποιο διάστηµα από τώρα, παρά για το τί λέγεται προς το
παρόν: αλλά µια συνέλευση, αν την συνοδεύει το σύνθηµα της στιγµής, ασχέτως αν αυτό
έχει γεννηθεί απερίσκεπτα ή αν υποκινείται τεχνηέντως, θεωρεί τον εαυτό της, και την
θεωρούν όλοι, τελείως αθώα, όσο καταστροφικές και αν είναι οι συνέπειες. Επιπλέον,
µια συνέλευση ποτέ δεν βιώνει προσωπικά τις αναστατώσεις λόγω των κακών µέτρων,
µέχρις ότου αποκτήσουν διαστάσεις εθνικών δεινών. Οι υπουργοί και οι διευθυντές
βλέπουν τα δεινά να προσεγγίζουν, και είναι υποχρεωµένοι να υφίστανται όλη την
ενόχληση και τη φασαρία προσπαθώντας να τα αποτρέψουν.
Το ορθώς εννοούµενο καθήκον µιας αντιπροσωπευτικής συνέλευσης, όσον αφορά
διοικητικές υποθέσεις, δεν είναι να τις αποφασίσει µε την δική της ψήφο, αλλά να
φροντίσει ότι τα πρόσωπα που θα λάβουν τις αποφάσεις θα είναι τα κατάλληλα. Ακόµη
και αυτό δεν µπορεί να το κάνει επωφελώς διορίζοντας τα άτοµα. ∆εν υπάρχει καµία
πράξη που να απαιτεί επιτακτικότερα να διενεργηθεί υπό την έντονη αίσθηση ατοµικής
υπευθυνότητας, από το διορισµό προς ανάληψη έργου. Η εµπειρία κάθε προσώπου
JOHN STUART MILL – ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΤΙΚΗ ∆ΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ 27

εξοικειωµένου µε τις δηµόσιες υποθέσεις, επιβεβαιώνει τον ισχυρισµό ότι δεν υπάρχει
σχεδόν καµία πράξη, ως προς την οποία η συνείδηση του µέσου ανθρώπου είναι
λιγότερο ευαίσθητη· σχεδόν σε καµιά άλλη υπόθεση δεν δίνεται λιγότερη προσοχή στα
προσόντα, εν µέρει διότι οι άνθρωποι δεν γνωρίζουν και εν µέρει διότι δεν ενδιαφέρονται
για τη διαφορά προσόντων µεταξύ ενός ή άλλου προσώπου. Όταν ένας υπουργός
πραγµατοποιεί αυτό που θεωρείται τίµιος διορισµός, δηλαδή όταν πραγµατικά δεν
υπακούει σε θεσιθηρικές σκοπιµότητες ως προς τις προσωπικές του διασυνδέσεις ή
εκείνες του κόµµατος του, ένα ανίδεο άτοµο θα υποθέσει ότι θα προσπαθήσει να δώσει
τη θέση στο άτοµο µε τα καλύτερα προσόντα. ∆εν ισχύει κάτι τέτοιο. ΄Ενας συνήθης
υπουργός θεωρεί τον εαυτό του απαύγασµα αρετής, εάν δώσει τη θέση σε ένα πρόσωπο
επάξιο, ή το οποίο έχει µια αξίωση προς το δηµόσιο για οποιοδήποτε λόγο, αν και η
αξίωση ή η αξία πιθανόν να είναι τελείως διαφορετικής υφής από αυτήν που απαιτείται.
Η έκφραση Ιl fallait un calculateur, ce fut un danceur qui l’ obtint*, δεν είναι περισσότερο
γελοιογραφική από ότι στις ηµέρες του Figaro· ο δε υπουργός αναµφίβολα θεωρεί τον
εαυτό του όχι µόνον άψογο αλλά και αξιέπαινο, εάν ο άνθρωπος που πήρε τη θέση
χορεύει καλά. Πέραν τούτου, τα προσόντα που καθιστούν ιδιαίτερα άτοµα κατάλληλα
για ιδιαίτερα καθήκοντα, µπορούν να αναγνωριστούν µόνον από εκείνους που γνωρίζουν
τα άτοµα, ή που έχουν ως ενασχόληση να εξετάζουν και να κρίνουν τα άτοµα από αυτό
που έχουν κάνει, ή από την µαρτυρία αυτών που είναι σε θέση να κρίνουν. Όταν αυτές οι
ευσυνείδητες υποχρεώσεις χαίρουν τόσο λίγης προσοχής από σπουδαίους δηµόσιους
αξιωµατούχους, που µπορούν να καταστούν υπεύθυνοι για τους διορισµούς τους, τί
πρέπει να ισχύει µε τις συνελεύσεις που δεν µπορούν; Ακόµη και τώρα, οι χειρότεροι
διορισµοί είναι εκείνοι που γίνονται χάριν υποστήριξης ή προς αφοπλισµό της
αντιπολίτευσης στο σώµα των αντιπροσώπων: τί θα µπορούσαµε να προσδοκούµε εάν οι
διορισµοί γίνονταν από το ίδιο σώµα; Τα πολυάριθµα σώµατα ποτέ δεν λαµβάνουν
υπόψη τα ειδικά προσόντα. Εκτός [µόνον] αν ένας άνθρωπος είναι κατάλληλος για την
κρεµάλα, θεωρείται ότι είναι σχετικά τόσο κατάλληλος όσο και άλλοι άνθρωποι για
σχεδόν ο,τιδήποτε, στο οποίο µπορεί να θέσει υποψηφιότητα. Όταν οι διορισµοί που
γίνονται από ένα δηµόσιο σώµα δεν έχουν καθοριστεί, όπως γίνεται σχεδόν πάντα, από
κοµµατική σχέση ή από προσωπικό ρουσφέτι, ένας άνθρωπος διορίζεται είτε διότι έχει
κάποια φήµη γενικών ικανοτήτων, συχνά χωρίς να την αξίζει, είτε συχνά για κανένα
καλύτερο λόγο από το ότι είναι προσωπικά δηµοφιλής.
Ποτέ δεν έχει θεωρηθεί επιθυµητό ότι το Κοινοβούλιο θα πρέπει καν να προτείνει
ακόµη και τα µέλη του Υπουργικού Συµβουλίου. Είναι αρκετό ότι αποφασίζει
πραγµατικά για το ποιος θα είναι ο πρωθυπουργός, ή ποια θα είναι τα δύο ή τρία άτοµα
από τα οποία θα εκλεγεί ο πρωθυπουργός. Με την πράξη αυτήν απλώς αναγνωρίζει το
γεγονός, ότι ένα συγκεκριµένο άτοµο είναι ο υποψήφιος του κόµµατος του οποίου η
γενική πολιτική απαιτεί την υποστήριξή του. Στην πραγµατικότητα, το µόνο πράγµα για
το οποίο αποφασίζει το Κοινοβούλιο είναι ποια από τα δύο ή το πολύ τρία κόµµατα ή
συλλογικά σώµατα, θα επανδρώσουν την εκτελεστική εξουσία: η γνώµη του κόµµατος
αποφασίζει ποιο από τα µέλη του είναι το καταλληλότερο να τοποθετηθεί επικεφαλής.
Σύµφωνα µε την ισχύουσα πρακτική του Βρετανικού Συντάγµατος, αυτά τα πράγµατα
φαίνονται να είναι σε όσο το δυνατόν καλύτερη βάση. Το Κοινοβούλιο δεν υποδεικνύει
κανένα υπουργό, αλλά το Στέµµα διορίζει τον επικεφαλή της διοίκησης, σε συµφωνία
προς τις γενικές προτιµήσεις και τάσεις που εκδηλώνει το Κοινοβούλιο, και διορίζει τους
άλλους υπουργούς κατόπιν υπόδειξης του αρχηγού [της κυβέρνησης]· ενώ κάθε

*
Αν χρειαζόµασταν έναν λογιστή, τη θέση του θα την έπαιρνε ένας χορευτής (σ.τ.µ.).
JOHN STUART MILL – ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΤΙΚΗ ∆ΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ 28

υπουργός έχει την αδιαίρετη ηθική ευθύνη διορισµού κατάλληλων προσώπων στα άλλα
διοικητικά αξιώµατα που δεν είναι µόνιµα. Σε µία δηµοκρατική πολιτεία θα ήταν
αναγκαία κάποια άλλη διευθέτηση: αλλά όσο [και αυτή] προσεγγίζει εγγύτερα την
πρακτική που επί µακρόν υπήρχε στην Αγγλία, το πιθανότερο είναι ότι θα λειτουργεί
καλά. Είτε, όπως στο αµερικανικό πολίτευµα, ο επικεφαλής της εκτελεστικής εξουσίας
πρέπει να εκλέγεται από κάποιο φορέα τελείως ανεξάρτητο από το σώµα των
αντιπροσώπων· ή το σώµα [των αντιπροσώπων] πρέπει να αρκεσθεί στον καθορισµό του
πρωθυπουργού και να τον καταστήσει υπεύθυνο για την επιλογή των συνεργατών και
υφισταµένων του. Για όλους αυτούς τους συλλογισµούς, τουλάχιστον θεωρητικά,
προσδοκώ απολύτως µια γενική συναίνεση: αν και, πρακτικά, υπάρχει έντονη τάση στα
αντιπροσωπευτικά σώµατα να παρεµβαίνουν όλο και περισσότερο στις λεπτοµέρειες της
διοίκησης, στη βάση του γενικού νόµου ότι οποιοσδήποτε έχει την ισχυρότερη δύναµη,
δελεάζεται όλο και περισσότερο να κάνει υπερβολική χρήση της· και αυτός είναι ένας
από τους πρακτικούς κινδύνους, στους οποίους θα εκτεθεί η µελλοντική εξέλιξη των
αντιπροσωπευτικών κυβερνήσεων.
Είναι, όµως, εξίσου αληθινό, αν και έχει αρχίσει να αναγνωρίζεται µόνον προσφάτως
και σταδιακά, ότι µια πολυπληθής συνέλευση είναι εξίσου ακατάλληλη για το άµεσο
έργο της νοµοθεσίας, όπως και για εκείνο της διοίκησης. ∆εν υπάρχει σχεδόν κανένα
είδος πνευµατικής εργασίας που χρειάζεται τόσο πολύ να γίνει όχι µόνον από έµπειρα
και εξασκηµένα µυαλά, αλλά από µυαλά εκπαιδευµένα προς το σκοπό αυτόν µέσω
µακράς και εξειδικευµένης µελέτης, όπως η επιχείρηση της νοµοθεσίας. Αυτός είναι
επαρκής λόγος, έστω και αν δεν υπήρχε άλλος, γιατί δεν µπορεί να γίνει ποτέ σωστά
εκτός από µια ολιγοµελή επιτροπή. Ένας άλλος λόγος, όχι λιγότερο πειστικός, είναι ότι
κάθε ρήτρα νόµου απαιτεί να πλαισιωθεί µε την πιο ακριβή και προνοητική αντίληψη
του συνέπειάς της σε όλες τις άλλες ρήτρες· και ο νόµος, όταν γίνεται, θα πρέπει να είναι
ικανός να προσαρµόζεται σε ένα περιεκτικό σύνολο µε τους προηγούµενους ισχύοντες
νόµους. Είναι αδύνατον να εκπληρωθούν κατ’οιονδήποτε βαθµό αυτές οι συνθήκες, όταν
οι νόµοι ψηφίζονται φράση προς φράση σε µια ετερόκλητη συνέλευση. Η ανοµοιογένεια
αυτού του τρόπου νοµοθεσίας θα ήταν πασιφανής σε όλα τα µυαλά, αν οι νόµοι µας δεν
ήταν ήδη, ως προς την µορφή και την κατασκευή, ένα τέτοιο χάος, ώστε να φαίνεται πως
η σύγχυση και η αντιλογία είναι ανίκανες να διογκωθούν περαιτέρω από οποιαδήποτε
προσθήκη στο σύνολο.
Ακόµη και σήµερα η απόλυτη ακαταλληλότητα του νοµοθετικού µας µηχανισµού για
τον αντίστοιχο σκοπό της, γίνεται αισθητή κάθε χρόνο και περισσότερο. Ακόµη και το
χρονικό διάστηµα που αναγκαστικά απαιτείται για την ψήφιση των νοµοσχεδίων
καθιστά το Κοινοβούλιο όλο και πιο ανίκανο να ψηφίσει κάποια νοµοσχέδια, εκτός από
µεµονωµένα και περιορισµένα σηµεία. Εάν ετοιµαστεί ένα νοµοσχέδιο που προσπαθεί
έστω να αντιµετωπίσει το σύνολο οποιουδήποτε ζητήµατος (και είναι αδύνατο να
νοµοθετήσεις ορθά σε οποιοδήποτε ζήτηµα χωρίς να γνωρίζεις το σύνολό του), σέρνεται
από συνεδρίαση σε συνεδρίαση λόγω καθαρής αδυναµίας να βρεθεί χρόνος προς
διεκπεραίωσή του. ∆εν έχει καµία σηµασία, ακόµη και αν το νοµοσχέδιο έχει συνταχθεί
εµπρόθετα από την αρχή που θεωρείται η καταλληλότερη, επιπλέον µε όλους τους
απαραίτητους µηχανισµούς και τα µέσα· ή αν το έχει συντάξει µια εξεταστική επιτροπή,
που έχει επιλεχθεί λόγω της ειδηµοσύνης της επί του θέµατος και έχει αφιερώσει
χρόνια για την µελέτη και καταχώρηση του συγκεκριµένου µέτρου· δεν µπορεί να
ψηφισθεί, διότι τα µέλη του Κοινοβουλίου δεν θα εγκαταλείψουν το πολύτιµο προνόµιό
τους να το επιδιορθώσουν ερασιτεχνικά µε τα αδέξια χέρια τους. Προσφάτως
συνηθίζεται, όταν η αρχή του νοµοσχεδίου έχει επικυρωθεί µε τη δεύτερη ανάγνωσή του,
να παραπέµπεται σε µια Εξεταστική Επιτροπή προς εξέταση των λεπτοµερειών του: δεν
JOHN STUART MILL – ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΤΙΚΗ ∆ΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ 29

έχει όµως διαπιστωθεί, ότι αυτή η πρακτική προκαλεί την απώλεια πολύ λιγότερου
χρόνου, όταν αργότερα κατατίθεται προς ψήφιση στην ολοµέλεια της Βουλής των
Κοινοτήτων: οι γνώµες και οι ατοµικές παραδοξολογίες που έχουν απορριφθεί από τη
γνώση επιµένουν πάντα να έχουν µια δεύτερη ευκαιρία µπροστά στο δικαστήριο της
άγνοιας. Πράγµατι, αυτή η πρακτική έχει υιοθετηθεί κυρίως από τη Βουλή των Λόρδων,
τα µέλη της οποίας είναι λιγότερο απασχοληµένα και δεν τους αρέσει τόσο να
παρεµβαίνουν, είναι δε λιγότερο ζηλόφθονα ως προς τη σηµασία της ατοµικής τους
φωνής, από εκείνα της εκλεγόµενης Βουλής. Και όταν ένα νοµοσχέδιο που περιέχει
πολλές ρήτρες καταφέρει να συζητηθεί λεπτοµερώς, τί µπορεί να περιγράψει την
κατάστασή του όταν εξέρχεται από το Κοινοβούλιο! Έχουν παραλειφθεί ρήτρες που
είναι ουσιαστικές για τη λειτουργία του υπολοίπου· έχουν εισαχθεί άλλες, αταίριαστες,
ρήτρες για να συµβιβάσουν κάποιο ατοµικό συµφέρον ή για να ικανοποιήσουν κάποιο
ιδιότροπο µέλος που απειλεί να καθυστερήσει το νοµοσχέδιο· έχουν περάσει ατελώνιστα
άρθρα µε την υποκίνηση κάποιου δοκησίσοφου, που έχει επιπόλαια γνώση για το θέµα,
οδηγώντας έτσι σε συνέπειες τις οποίες ο βουλευτής που εισηγήθηκε το νοµοσχέδιο, ή
αυτοί που το υποστήριξαν, δεν προέβλεψαν εκείνη τη στιγµή, και τα οποία χρειάζονται
τροποποίηση στην επόµενη συνεδρία για τη διόρθωση των κακοτεχνηµάτων τους.
Ένα από τα κακά του παρόντος τρόπου διαχείρισης αυτών των πραγµάτων, είναι ότι η
ερµηνεία και η υπεράσπιση ενός νοµοσχεδίου και των διαφόρων διατάξεών του σχεδόν
ποτέ δεν γίνονται από το άτοµο που έχει γεννήσει το νοµοσχέδιο, και το οποίο πιθανώς
να µην είναι µέλος της Βουλής. Η υπεράσπισή τους γίνεται από κάποιον υπουργό ή
κάποιο µέλος του Κοινοβουλίου που δεν τα διατύπωσε, που στηρίζεται στην αποστήθιση
για όλα του τα επιχειρήµατά, εκτός από εκείνα που είναι εντελώς αυτονόητα, και που δεν
γνωρίζει την πλήρη ισχύ της υπόθεσής του, ούτε τους καλύτερους λόγους µε τους
οποίους θα την στηρίξει, και είναι έτσι εντελώς ανίκανος να αντιµετωπίσει απρόβλεπτες
ενστάσεις. Το κακό αυτό, όσον αφορά τα νοµοσχέδια της κυβέρνησης, επιδέχεται
διόρθωση, και έχει διορθωθεί σε κάποια αντιπροσωπευτικά συντάγµατα, επιτρέποντας
στην κυβέρνηση να αντιπροσωπεύεται και στις δύο Βουλές από άτοµα της εµπιστοσύνης
της, τα οποία έχουν δικαίωµα να µιλήσουν αλλά όχι και να ψηφίσουν.
Εάν η, ακόµη αξιοσηµείωτη, πλειοψηφία της Βουλής των Κοινοτήτων που ποτέ δεν
επιθυµεί να άρει µια τροποποίηση ή να οµιλήσει, δεν παραχωρούσε πλέον την όλη
ρύθµιση της υπόθεσης σε αυτούς που προκαλούν τροποποιήσεις και οµιλούν· εάν
αναλογίζονταν ότι για τη νοµοθεσία υπάρχουν καλύτερες ιδιότητες από την ευγλωττία
και την ικανότητα εκλογής από µια εκλογική περιφέρεια, και µπορούν να ευρεθούν αν
αναζητηθούν· γρήγορα θα αναγνωριζόταν ότι στη νοµοθεσία, όπως επίσης και στη
διοίκηση, το µόνο καθήκον για το οποίο µια συνέλευση αντιπροσώπων είναι ικανή, δεν
είναι να διεκπεραιώνει την εργασία αλλά να προκαλεί τη διεκπεραίωσή της· να
αποφασίζει, δηλαδή, σε ποιόν ή σε τί είδους ανθρώπων θα ανατεθεί, και να παραχωρεί ή
να αρνείται την εθνική επικύρωση όταν [η εργασία] έχει διεκπεραιωθεί. Κάθε
κυβέρνηση που αρµόζει σε υψηλό επίπεδο πολιτισµού θα είχε ως ένα από τα θεµελιώδη
της στοιχεία ένα µικρό σώµα, που δεν θα ξεπερνούσε σε αριθµό τα µέλη ενός
Υπουργικού Συµβουλίου, και το οποίο θα ενεργούσε ως Νοµοθετική Επιτροπή, έχοντας
διοριστεί στο αξίωµα της νοµοπαρασκευής. Εάν οι νόµοι αυτής της χώρας
αναθεωρούνταν και λάµβαναν συγκροτηµένη µορφή, όπως σίγουρα συντόµως θα
λάβουν, η Επιτροπή Κωδικοποίησης που επιτυγχάνει κάτι τέτοιο πρέπει να παραµείνει
ως µόνιµος θεσµός, για να εποπτεύει την εργασία, να την προστατεύει από τη φθορά και
να διενεργεί περαιτέρω βελτιώσεις, όποτε είναι απαραίτητες. Κανείς δεν θα επιθυµούσε
ότι αυτό το σώµα θα έπρεπε να έχει οποιαδήποτε εξουσία θέσπισης νόµων: η Επιτροπή
θα ενσάρκωνε µόνον το στοιχείο της διάνοιας στη συγκρότησή τους· το Κοινοβούλιο θα
JOHN STUART MILL – ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΤΙΚΗ ∆ΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ 30

αντιπροσώπευε εκείνο της βούλησης. Κανένα µέτρο δεν θα γινόταν νόµος, εάν δεν
εγκρίνονταν ρητά από το Κοινοβούλιο: και το Κοινοβούλιο ή οποιαδήποτε από τις δύο
Βουλές, θα είχε την εξουσία, όχι µόνον να απορρίψει ένα νοµοσχέδιο, αλλά να το στείλει
πίσω στην Επιτροπή για επανεξέταση ή βελτίωση. Οποιαδήποτε από τις δύο Βουλές θα
µπορούσε επίσης να ασκήσει τη δυνατότητά της να παραπέµψει οποιοδήποτε θέµα στην
Επιτροπή, µε οδηγίες προς παρασκευή νόµου. Η Επιτροπή, βεβαίως, δεν θα είχε καµιά
εξουσία να αρνηθεί τη λειτουργικότητά της προς οποιαδήποτε νοµοθεσία επιθυµούσε η
χώρα. Οδηγίες που θα είχαν συµφωνηθεί από τις δύο Βουλές για τη σύνταξη ενός
νοµοσχεδίου προς κάποιο συγκεκριµένο σκοπό, θα είχαν χαρακτήρα εντολής για τα µέλη
της Επιτροπής, εκτός εάν αυτά προτιµούσαν να εγκαταλείψουν τη θέση τους. Αφού,
όµως, διατυπωνόταν [το νοµοσχέδιο], το Κοινοβούλιο δεν θα έπρεπε να έχει τη
δικαιοδοσία να αλλάξει το µέτρο, αλλά απλώς να το εγκρίνει ή να το απορρίψει· ή αν
απορριφθεί κάποιο µέρος του τότε θα µπορούσε να το παραπέµψει στην Επιτροπή για
επανεξέταση. Τα µέλη της Επιτροπής θα πρέπει να διορίζονται από το Στέµµα, αλλά θα
πρέπει να διατηρούν τη θέση τους για ορισµένο χρονικό διάστηµα, ας πουµε πέντε
χρόνια, εκτός αν τους αφαιρεθεί το αξίωµα κατόπιν αίτησης των δύο Βουλών,
θεµελιωµένης είτε σε προσωπικό παράπτωµα (όπως στην περίπτωση των δικαστών), είτε
σε άρνηση σύνταξης νοµοσχεδίου σύµφωνα µε τις απαιτήσεις της Βουλής. Με τη λήξη
του χρονικού διαστήµατος της πενταετίας, ένα µέλος θα πρέπει να πάψει να διατηρεί τη
θέση του εκτός εάν επαναδιοριστεί, ούτως ώστε να υπάρχει ένας πρόσφορος τρόπος
απαλλαγής από αυτούς που δεν είχαν σταθεί αντάξιοι των καθηκόντων τους, και
ταυτόχρονα να δίνεται η ευκαιρία να εισέρχεται καινούργιο και νέο αίµα στο σώµα.
Η αναγκαιότητα κάποιας αντίστοιχης διάταξης είχε γίνει αισθητή ακόµη και στην
αθηναϊκή δηµοκρατία, όπου στην περίοδο της παντοδυναµίας της η Εκκλησία του δήµου
µπορούσε µεν να εγκρίνει ψηφίσµατα (κυρίως αποφάσεις σε µεµονωµένα θέµατα
πολιτικής), αλλά οι λεγόµενοι νόµοι µπορούσαν µόνον να γίνουν ή να τροποποιηθούν
από ένα διαφορετικό και ολιγοµελέστερο σώµα, το οποίο ανανεώνονταν ετησίως,
ονοµαζόµενο Νοµοθέτες, και του οποίου καθήκον ήταν επίσης η αναθεώρηση των
νόµων στο σύνολό τους και η τήρηση της αµοιβαίας τους συµβατότητας. Στο αγγλικό
Σύνταγµα υπάρχει µεγάλη δυσκολία στην εισαγωγή οποιασδήποτε ρύθµισης που είναι
καινούργια, τόσο στη µορφή όσο και στην ουσία, αλλά συγκριτικά µικρή δυσφορία
γίνεται αισθητή όσον αφορά την επίτευξη καινούργιων στόχων µέσω αναπροσαρµογής
των δεδοµένων µορφών και παραδόσεων.
Μου φαίνεται, ότι τα µέσα προς εµπλουτισµό του Συντάγµατος µε αυτήν την µεγάλη
βελτίωση µπορούν να σχεδιαστούν µέσω του µηχανισµού της Βουλής των Λόρδων. Μια
Νοµοπαρασκευαστική Επιτροπή δεν θα ήταν καθαυτή µεγαλύτερη καινοτοµία για το
Σύνταγµα από ό,τι η Επιτροπή για τη διαχείριση των Νόµων περί Απόρων ή η Επιτροπή
Περιφράξεων. Λαµβανοµένης υπόψη της µεγάλης σηµασίας και αξιοπρέπειας της
εντολής ανάθεσης, εάν γινόταν κανόνας ότι κάθε άτοµο διορισµένο ως µέλος της
Νοµοθετικής Επιτροπής, εκτός και αν αποµακρυνόταν από το αξίωµα κατόπιν αίτησης
του Κοινοβουλίου, θα έπρεπε να είναι ισόβιος αξιωµατούχος, είναι πιθανό ότι η ίδια
καλή αντίληψη και καλαισθησία που επαφίουν τις δικαστικές λειτουργίες των ισόβιων
µελών στην αποκλειστική φροντίδα των νοµικών αρχόντων, θα άφηνε την υπόθεση της
νοµοθεσίας, (εκτός από ζητήµατα που περιλαµβάνουν πολιτικές αρχές και συµφέροντα)
στους επαγγελµατίες νοµοθέτες· [είναι επίσης πιθανό] ότι τα νοµοσχέδια που
προέρχονται από την Άνω Βουλή θα συντάσσονται πάντα από αυτούς· ότι η Κυβέρνηση
θα τους ανέθετε τη διατύπωση όλων των νοµοσχεδίων της· και ότι µεµονωµένα µέλη της
Βουλής των Κοινοτήτων σταδιακά θα το έβρισκαν πρόσφορο και πιθανόν ευκολότερο,
να επιτύχουν την έγκριση των µέτρων τους από τις δύο Βουλές, εάν αντί να καταθέτουν
JOHN STUART MILL – ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΤΙΚΗ ∆ΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ 31

ένα νοµοσχέδιο απευθείας στη Βουλή, λάµβαναν άδεια να το εισαγάγουν και να το


παραπέµψουν στη Νοµοθετική Επιτροπή. ∆ιότι, φυσικά, θα ήταν δυνατό για τη Βουλή
να παραπέµψει στην εξέταση εκείνου του σώµατος όχι απλώς ένα θέµα, αλλά
οποιαδήποτε συγκεκριµένη πρόταση, ή ένα σχέδιο νόµου, όταν οποιοδήποτε µέλος της
θεωρούσε τον εαυτό του ικανό να προετοιµάσει ένα τέτοιο µε τρόπο ώστε να εγκριθεί·
και η Βουλή, αναµφισβήτητα, θα παρέπεµπε κάθε τέτοιο προσχέδιο στην Επιτροπή,
έστω και µόνον ως υλικό [προς σκέψη], καθώς και λόγω του οφέλους των προτάσεων
που θα µπορούσε να περιλαµβάνει: όπως, παροµοίως, θα παρέπεµπαν κάθε τροποποίηση
ή ένσταση που θα µπορούσε να κατατεθεί γραπτώς από οποιοδήποτε µέλος της Βούλης,
αφού το µέτρο είχε φύγει από τα χέρια των µελών της Επιτροπής. Η µετατροπή των
νοµοσχεδίων από µια Επιτροπή ολοµέλειας της Βουλής θα σταµατούσε, όχι από µια
τυπική απαγόρευση, αλλά από αχρηστία· [διότι] το δικαίωµα δεν θα είχε καταργηθεί,
αλλά θα καταχωρούνταν στο ίδιο οπλοστάσιο µε το βασιλικό βέτο, το δικαίωµα
κατακράτησης προµηθειών και άλλων αρχαίων οργάνων της πολιτικής διαµάχης, που
κανένας δεν επιθυµεί να τα δει σε χρήση, αλλά και κανένας δεν θέλει να τα αποχωριστεί,
σε περίπτωση που όντως χρειαστούν σε µια έκτακτη κατάσταση. Με τέτοιες
διευθετήσεις, η νοµοθεσία θα αποκτούσε την προσήκουσα θέση της, ως ενός έργου
δεξιοτεχνικής εργασίας και εξειδικευµένης µελέτης και πείρας· ενώ η πιο σηµαντική
ελευθερία του έθνους, αυτή του να κυβερνάται µόνον από νόµους που εγκρίνονται από
τους εκλεγµένους του αντιπροσώπους, θα διατηρούνταν ακέραιη και θα γινόταν
πολυτιµότερη µε την αποµάκρυνσή της από τα σηµαντικά, αλλά διόλου αναπόφευκτα,
µειονεκτήµατα που την συνοδεύουν τώρα µε την µορφή της αµαθούς και επιπόλαιας
νοµοθεσίας.
Αντί της λειτουργίας διακυβέρνησης, για την οποία είναι ριζικά ακατάλληλη, η ορθή
αρµοδιότητα µιας αντιπροσωπευτικής συνέλευσης είναι να παρακολουθεί και να ελέγχει
την κυβέρνηση: να στρέφει τα φώτα της δηµοσιότητας στις ενέργειές της: να
εξαναγκάζει πλήρη παράθεση και δικαιολόγηση οποιωνδήποτε τέτοιων ενεργειών που
κάποιος θεωρεί αµφισβητήσιµες· να τις επικρίνει αν ευρεθούν καταφρονητέες, και, αν οι
άνδρες που αποτελούν την κυβέρνηση καταχρώνται την εντολή τους, ή την
εκπληρώνουν µε τρόπο που συγκρούεται µε τη διαβουλευτική κρίση του έθνους, να τους
αποµακρύνει από το αξίωµα και να διορίζει τους διαδόχους τους ρητά ή τυπικά. Αυτό
είναι σίγουρα αρκετή δύναµη και επαρκής ασφάλεια για την ελευθερία του έθνους.
Επιπλέον, το Κοινοβούλιο έχει µια αρµοδιότητα που δεν είναι κατώτερη σε σηµασία και
από αυτήν [της νοµοθεσίας]· να είναι ταυτόχρονα η Επιτοπή Παραπόνων και η
Συνέλευση Απόψεων [του έθνους]· µια αρένα όπου όχι µόνον η γενική άποψη του
έθνους, αλλά και εκείνη κάθε µέρους του, και, αν είναι δυνατόν, κάθε διακεκριµένου
ατόµου που το έθνος περιέχει, µπορούν να αναπτυχθούν υπό πλήρη διαφάνεια και να
προκαλέσουν συζήτηση. [Μια αρένα] όπου κάθε άνθρωπος στη χώρα µπορεί να είναι
σίγουρος ότι θα βρει κάποιον που εκφράζει τις απόψεις του, ακριβώς όπως ο ίδιος ή και
καλύτερα – όχι µόνον απέναντι σε φίλους και συναγωνιστές, αλλά και ενώπιον
αντιπάλων, για να δοκιµαστούν σε εχθρική αντιπαράθεση. [Μια αρένα] όπου εκείνοι των
οποίων η άποψη απορρίπτεται, αισθάνονται ικανοποιηµένοι ότι ακούστηκε και ότι δεν
παραµερίζονται από µια απλή πράξη βούλησης, αλλά από αυτό που θεωρείται ανώτεροι
λόγοι, και συστήνονται ως τέτοιοι στους αντιπροσώπους της πλειοψηφίας του έθνους.
[Μια αρένα] όπου κάθε κόµµα ή κάθε γνώµη στη χώρα µπορεί να επιθεωρήσει τη
δύναµή της, και να θεραπευθεί από κάθε αυταπάτη όσον αφορά τον αριθµό των
υποστηρικτών της· όπου η άποψη που επικρατεί στο έθνος εκδηλώνεται ως η
επικρατούσα και παρατάσσει τις στρατιές της µπροστά στην κυβέρνηση, η οποία έτσι
δύναται και αναγκάζεται να υποχωρήσει µπροστά της µε την απλή εκδήλωσή της, χωρίς
JOHN STUART MILL – ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΤΙΚΗ ∆ΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ 32

την πραγµατική χρήση της δύναµής της· όπου οι πολιτικοί µπορούν να διαβεβαιωθούν,
µε τρόπο πολύ πιο σίγουρο από οποιονδήποτε άλλο, ποια στοιχεία άποψης και δύναµης
αναπτύσσονται και ποια εξασθενούν, και καθίστανται ικανοί να διαµορφώσουν τα µέτρα
τους σε αναφορά, όχι µόνον προς τις σηµερινές ανάγκες, αλλά και ως προς τάσεις που
βρίσκονται σε εξέλιξη.
Οι αντιπροσωπευτικές συνελεύσεις συχνά σαρκάζονται από τους αντιπάλους τους ότι
είναι χώροι απλής συζήτησης και φλυαρίας. Σπάνια έχει υπάρξει πιο σφαλερή κοροϊδία.
∆εν γνωρίζω πώς µπορεί µια αντιπροσωπευτική συνέλευση να αξιοποιήσει χρησιµότερα
τον εαυτό της παρά µε συζήτηση, όταν το θέµα της συζήτησης είναι το µεγάλο δηµόσιο
συµφέρον της χώρας, και του οποίου κάθε πρόταση αντιπροσωπεύει την άποψη είτε
κάποιας σηµαντικής οµάδας ανθρώπων του έθνους ή ενός ατόµου στο οποίο κάποιο
τέτοιο σώµα έχει εναποθέσει την εµπιστοσύνη του. Ένας χώρος όπου κάθε συµφέρον,
όπως και η παραµικρή απόχρωση µιας άποψης στη χώρα, µπορεί να αναφερθεί, έστω και
περιπαθώς, ενώπιον της κυβέρνησης και όλων των άλλων φορέων συµφερόντων και
απόψεων, όπου µπορεί να τους αναγκάσει να ακούσουν, και είτε να συναινέσουν ή να
δηλώσουν ξεκάθαρα γιατί δεν συµφωνούν, αποτελεί αφ’εαυτού, έστω και αν δεν
ανταποκρινόταν σε κανένα άλλο στόχο, έναν από τους σηµαντικότερους πολιτικούς
θεσµούς που µπορούν να υπάρχουν οπουδήποτε, και ένα από τα πρώτιστα
πλεονεκτήµατα της ελεύθερης διακυβέρνησης. Τέτοια «συζήτηση» ποτέ δεν θα
θεωρούνταν µε υποτιµητικό τρόπο, αν δεν της επιτρεπόταν να σταµατήσει την «πράξη»·
πράγµα το οποίο ποτέ δεν θα έκανε, αν οι συνελεύσεις είχαν επίγνωση και αναγνώριζαν
ότι η οµιλία και η συζήτηση είναι η κατάλληλη δραστηριότητά τους, ενώ η πράξη, ως
αποτέλεσµα συζήτησης, είναι το έργο όχι ενός ετερόκλητου σώµατος, αλλά ατόµων
ειδικά εκπαιδευµένων για αυτήν· ότι η ορθή αποτστολή µιας συνέλευσης είναι να ελέγχει
ότι εκείνα τα άτοµα έχουν επιλεχθεί µε τίµιο και έξυπνο τρόπο, και να µην παρεµβαίνει
περαιτέρω σε αυτά, εκτός από απεριόριστη ελευθερία προτάσεων και κριτικής και µε το
να παραχωρεί ή να αρνείται την τελική έγκριση της εθνικής συναίνεσης. Η έλλειψη
αυτής της γνωστικής επιφύλαξης είναι η αιτία ότι οι λαϊκές συνελεύσεις επιχειρούν να
κάνουν αυτό δεν µπορούν να κάνουν καλά – να κυβερνούν και να νοµοθετούν – και να
µην συγκροτούν άλλο µηχανισµό για πολλές από αυτές τις υποθέσεις παρά τον δικό
τους, όταν, φυσικά, κάθε ώρα που αναλώνεται σε συζήτηση είναι ώρα που αφαιρείται
από πραγµατική δραστηριότητα.
Αλλά, το δεδοµένο που καθιστά τέτοια σώµατα ανίκανα να είναι Νοµοθετικό
Συµβούλιο, τα καθιστά τόσο πιο ικανά για τις άλλες τους αρµοδιότητες – ότι δηλαδή δεν
αποτελούν µια επιλογή των σπουδαιότερων πολιτικών εγκεφάλων της χώρας, από την
άποψη των οποίων λίγα θα µπορούσαν να ειπωθούν για την άποψη του έθνους, αλλά,
όταν συγκροτούνται µε τον ορθό τρόπο, αποτελούν ένα ωραίο δείγµα κάθε βαθµίδας
διάνοιας µεταξύ των ανθρώπων, η οποία έχει εν γένει το δικαίωµα να ακουστεί στις
δηµόσιες υποθέσεις. Ο ρόλος τους είναι να υποδεικνύουν ελλείψεις, να είναι ένα όργανο
λαϊκών απαιτήσεων και ένας χώρος αντιπαρατιθέµενης συζήτησης επί όλων των
απόψεων που σχετίζονται µε δηµόσια θέµατα, µεγάλα και µικρά· παράλληλα, να
ελέγχουν µε κριτική και, ενδεχοµένως, να αποσύρουν την υποστήριξή τους, από εκείνους
τους υψηλά ιστάµενους αξιωµατούχους που πραγµατικά διεκπεραιώνουν τις δηµόσιες
υποθέσεις, ή που διορίζουν εκείνους που τις διεκπεραιώνουν. Τίποτε άλλο εκτός από
τους περιορισµούς στη λειτουργία των αντιπροσωπευτικών σωµάτων, εντός αυτών των
λογικών ορίων, δεν θα επιτρέψει την απόλαυση των πλεονεκτηµάτων του λαϊκού
ελέγχου, σε συνδυασµό µε εξίσου σηµαντικές απαιτήσεις (που καθίστανται περισσότερο
σηµαντικές, όσο οι ανθρώπινες υποθέσεις αυξάνονται σε κλίµακα και πολυπλοκότητα)
επιδέξιας νοµοθεσίας και διοίκησης. ∆εν υπάρχουν µέσα συνδυασµού αυτών των
JOHN STUART MILL – ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΤΙΚΗ ∆ΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ 33

πλεονεκτηµάτων, εκτός από το διαχωρισµό των λειτουργιών που εγγυώνται την ορθή
λειτουργία του ενός κλάδου από εκείνες που ουσιαστικά απαιτεί ο άλλος· την
αποσύνδεση του αξιώµατος ελέγχου και κριτικής από την πραγµατική διεκπεραίωση των
υποθέσεων, και την µεταβίβαση του πρώτου στους αντιπροσώπους των Πολλών,
εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα για το τελευταίο, υπό αυστηρή ευθύνη προς το έθνος, την
απαιτούµενη γνώση και την πρακτική διάνοια των ειδικά εκπαιδευµένων και έµπειρων
Λίγων.
Η προηγούµενη συζήτηση περί των λειτουργιών που πρέπει να µεταβιβαστούν στην
κυρίαρχη αντιπροσωπευτική συνέλευση του έθνους, θα έπρεπε να ακολουθείται από µια
έρευνα των λειτουργιών που αρµόζουν σε µικρότερα αντιπροσωπευτικά σώµατα, τα
οποία πρέπει να υπάρχουν για σκοπούς που αφορούν µόνον τοπικές υποθέσεις. Μια
τέτοια έρευνα αποτελεί ουσιώδες µέρος της παρούσας πραγµατείας· πολλοί λόγοι, όµως,
απαιτούν την αναβολή της, έως ότου σχολιάσουµε την ορθότερη σύνθεση του µεγάλου
αντιπροσωπευτικού σώµατος, που είναι προορισµένο να ελέγχει ως κυρίαρχος την
ψήφιση των νόµων και τη διοίκηση των γενικών υποθέσεων του έθνους.

[…]

Κεφάλαιο 7
Περί αληθούς και ψευδούς δηµοκρατίας· καθολική αντιπροσώπευση και
αντιπροσώπευση µόνον της πλειοψηφίας*

Είδαµε ότι οι κίνδυνοι που είναι εγγενείς σε µια αντιπροσωπευτική δηµοκρατία είναι δύο
ειδών: [αφ’ενός] κίνδυνος χαµηλού διανοητικού επιπέδου του αντιπροσωπευτικού
σώµατος και της λαϊκής γνώµης που το ελέγχει· και [αφ’ετέρου] κίνδυνος ταξικής
νοµοθεσίας από την αριθµητική πλειοψηφία που αποτελείται από µέλη της ίδιας τάξης.
Ακολούθως πρέπει να εξετάσουµε µέχρι ποιο βαθµό είναι δυνατόν να οργανωθεί η
δηµοκρατία ώστε, χωρίς [η οργάνωση] να παρεµβαίνει υλικώς στα χαρακτηριστικά
πλεονεκτήµατα της δηµοκρατικής διακυβέρνησης, να εξαλείφει, ή τουλάχιστον να
µειώνει στον µεγαλύτερο δυνατό βαθµό που µπορεί να επιτύχει η ανθρώπινη
εφευρετικότητα, τους δύο αυτούς µεγάλους κινδύνους.
Ο συνηθέστερος τρόπος επίτευξης παρόµοιου στόχου είναι ο περιορισµός του
δηµοκρατικού χαρακτήρα της αντιπροσώπευσης µέσω µίας περισσότερο ή λιγότερο
περιορισµένης ψηφοφορίας. Υπάρχει, όµως, µια προηγούµενη θεώρηση η οποία, εάν
ληφθεί υπόψη µε τον αρµόζοντα τρόπο, τροποποιεί σηµαντικά τις συνθήκες που
υποτίθεται ότι καθιστούν αναγκαίο έναν τέτοιο περιορισµό. Σε ένα έθνος όπου µία και
µόνον τάξη αποτελεί την αριθµητική πλειοψηφία, µία πλήρως ισότιµη δηµοκρατία δεν
µπορεί να αποφύγει κάποιους συγκεκριµένους κινδύνους· αυτοί, όµως, οι κίνδυνοι
επιδεινώνονται από το γεγονός ότι οι υφιστάµενες σήµερα δηµοκρατίες δεν
διασφαλίζουν ισονοµία, αλλά προωθούν συστηµατικά την ανισότητα προς όφελος της
κυρίαρχης τάξης. Υπό το όνοµα της δηµοκρατίας συγχέονται συνήθως δύο πολύ
διαφορετικές ιδέες. Σύµφωνα µε τον ορισµό της, η καθαρή ιδέα της δηµοκρατίας είναι η
κυβέρνηση όλου του λαού από όλο το λαό, µε ίση αντιπροσώπευση. Όπως [όµως]
γίνεται συνήθως αντιληπτή, και όπως ασκείται µέχρι τώρα, δηµοκρατία είναι η
κυβέρνηση όλου του λαού από µία απλή πλειοψηφία, η οποία αντιπροσωπεύεται
κατ’αποκλειστικότητα. Η πρώτη ιδέα είναι συνώνυµη µε την ισότητα όλων των πολιτών·

*
Μετάφραση: Σταµάτης Βαρδαρός, Γεώργιος ∆αφέρµος, ∆ηµήτρης Μακρής. Επιµέλεια µετάφρασης:
Θανάσης Γκιούρας.
JOHN STUART MILL – ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΤΙΚΗ ∆ΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ 34

η δεύτερη, που περιέργως συγχέεται µε την πρώτη, είναι µία κυβέρνηση προνοµίων,
προς όφελος της αριθµητικής πλειοψηφίας, η φωνή της οποίας ακούγεται κατ’ουσίαν
αποκλειστικά στο κράτος. Αυτή είναι η αναπόφευκτη συνέπεια του τρόπου µε τον οποίο
διεξάγονται σήµερα οι εκλογές, µε πλήρη αφαίρεση του δικαιώµατος ψήφου από τις
µειοψηφίες.
Η σύγχυση των ιδεών εδώ είναι µεγάλη, αλλά ξεκαθαρίζεται τόσο εύκολα ώστε θα
υπέθετε κανείς, ότι η παραµικρή ένδειξη θα αρκούσε για να θέσει το ζήτηµα στην
πραγµατική του διάσταση για έναν άνθρωπο µέσης νοηµοσύνης. Θα ήταν έτσι, αν δεν
υπήρχε η δύναµη της συνήθειας· εξαιτίας της οποίας, ακόµη και η απλούστερη ιδέα, εάν
είναι άγνωστη, έχει εξίσου µεγάλη δυσκολία να γίνει κατανοητή όσο και µια πολύ πιο
σύνθετη. Το ότι η µειοψηφία πρέπει να υποχωρεί στην πλειοψηφία, ο µικρότερος
αριθµός στον µεγαλύτερο, είναι µια συνηθισµένη ιδέα· έτσι, οι άνθρωποι δοκούν ότι δεν
υπάρχει αναγκαιότητα να χρησιµοποιήσουν το µυαλό τους περαιτέρω, και δεν
αντιλαµβάνονται ότι υπάρχει κάτι ενδιάµεσο µεταξύ του να επιτρέπεις στον µικρότερο
αριθµό να είναι εξίσου ισχυρός µε τον µεγαλύτερο και του να διαγράφεις εντελώς την
µειοψηφία. Σε ένα αντιπροσωπευτικό σώµα που πραγµατικά διαβουλεύεται, η µειοψηφία
πρέπει, φυσικά, να υποχωρεί· και σε µια ισότιµη δηµοκρατία (εφόσον οι απόψεις των
ψηφοφόρων, όταν επιµένουν σε αυτές, προσδιορίζουν τις απόψεις του
αντιπροσωπευτικού σώµατος) η πλειοψηφία του λαού, µέσω των αντιπροσώπων της, θα
υπερέχει σε ψήφους και θα υπερισχύει επί της µειοψηφίας και των αντιπροσώπων της.
Συνεπάγεται όµως αυτό, ότι η µειοψηφία δεν θα πρέπει να έχει διόλου αντιπροσώπους;
Επειδή η πλειοψηφία πρέπει να υπερισχύει της µειοψηφίας, είναι απαραίτητο να έχει η
πλειοψηφία όλες τις ψήφους και η µειοψηφία καµία; Είναι απαραίτητο να µην
εισακούγεται καν η µειοψηφία; Τίποτε άλλο εκτός από τη συνήθεια και το συνειρµικό
χαρακτήρα δεν µπορούν να συµφιλιώσουν οποιοδήποτε λογικό ον µε την ανώφελη
[αυτή] αδικία. Σε µια πραγµατικά ίση δηµοκρατία, κάθε ή οποιοσδήποτε τοµέας θα
αντιπροσωπεύονταν όχι δυσαναλογικά αλλά αναλογικά. Μία πλειοψηφία ψηφοφόρων θα
είχε πάντα την πλειοψηφία των αντιπροσώπων· αλλά και µία µειοψηφία ψηφοφόρων θα
είχε πάντα την µειοψηφία των αντιπροσώπων. Κάθε µεµονωµένος πολίτης θα
εκπροσωπείται µε την ίδια πληρότητα όσο η πλειοψηφία. Εάν δεν ισχύει αυτό, δεν
υπάρχει ίση διακυβέρνηση, αλλά κυβέρνηση ανισότητας και προνοµίων: ένα µέρος του
λαού θα κυβερνά επί του υπολοίπου: υπάρχει ένα µέρος από το οποίο κατακρατείται το
ορθό και ίσο µερίδιο επιρροής στην αντιπροσώπευση· σε αντίθεση προς κάθε δίκαιη
διακυβέρνηση αλλά, κυρίως, σε αντίθεση προς την αρχή της δηµοκρατίας, η οποία
ευαγγελίζεται την ισότητα ως τον ακρογωνιαίο λίθο της.
Η αδικία και η παραβίαση της αρχής [της δηµοκρατίας] δεν είναι λιγότερο κατάφωρη,
επειδή αυτοί που υποφέρουν από αυτές είναι µία µειοψηφία· διότι εκεί όπου κάθε
µεµονωµένο άτοµο δεν εκτιµάται όσο και κάθε άλλο άτοµο στην κοινότητα, δεν υπάρχει
ισότιµη ψηφοφορία. Αλλά δεν είναι µόνον η µειοψηφία που υποφέρει. Η δηµοκρατία
που συγκροτείται κατ’ αυτόν τον τρόπο δεν επιτυγχάνει καν το φαινοµενικό σκοπό της,
να αποδώσει δηλαδή σε κάθε περίπτωση όλες τις εξουσίες της διακυβέρνησης στην
αριθµητική πλειοψηφία. Επιτυγχάνει κάτι πολύ διαφορετικό: τις αποδίδει σε µια
πλειοψηφία της πλειοψηφίας· η οποία µπορεί να είναι, και συνήθως όντως είναι, µια
µειοψηφία του συνόλου. Όλες οι αρχές δοκιµάζονται αποτελεσµατικότερα σε ακραίες
συνθήκες. Ας υποθέσουµε ότι σε µία χώρα που κυβερνάται µέσω ισότιµης και καθολικής
ψηφοφορίας, υπάρχει µία επίµαχη εκλογή σε κάθε εκλογική περιφέρεια, και σε κάθε
εκλογική διαδικασία λαµβάνει µέρος µια µικρή πλειοψηφία. Το κοινοβούλιο που
προκύπτει κατ’αυτόν τον τρόπο µόλις που αντιπροσωπεύει κάτι περισσότερο από µία
απλή πλειοψηφία του λαού. Αυτό το κοινοβούλιο προβαίνει σε νοµοθεσία και υιοθετεί
JOHN STUART MILL – ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΤΙΚΗ ∆ΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ 35

σηµαντικά µέτρα µέσω απλής πλειοψηφίας των µελών του. Τί εγγύηση υπάρχει ότι αυτά
τα µέτρα συνάδουν µε τις επιθυµίες της πλειοψηφίας του λαού; Σχεδόν οι µισοί
ψηφοφόροι, που έχουν υπερψηφιστεί στις κοινοβουλευτικές ψηφοφορίες, δεν έχουν
καµία επιρροή στη λήψη των αποφάσεων· και το σύνολό τους µπορεί να είναι, και
πιθανότατα η πλειοψηφία τους όντως είναι, εχθρική προς τα µέτρα που έχουν ψηφιστεί,
εφόσον ψήφισαν ενάντια σε αυτούς που τα έχουν ψηφίσει. Από τους υπόλοιπους
ψηφοφόρους, σχεδόν οι µισοί έχουν εκλέξει αντιπροσώπους οι οποίοι, κατ’υπόθεση,
έχουν ψηφίσει εναντίον των µέτρων αυτών. Είναι δυνατό λοιπόν, και διόλου απίθανο, ότι
η άποψη που υπερίσχυσε ήταν σύµφωνη µόνον µε µία µειοψηφία του έθνους, αν και
[αυτή] αποτελεί την πλειοψηφία αυτού του τµήµατος [του έθνους] που µέσω των θεσµών
της χώρας έχει ανέλθει στο επίπεδο της άρχουσας τάξης. Εάν δηµοκρατία σηµαίνει την
συγκεκριµένη κυριαρχία της πλειοψηφίας, το µόνο µέσον που την διασφαλίζει είναι όταν
επιτρέπεται σε κάθε µεµονωµένο άτοµο να εκφράζεται ισότιµα εντός του συνόλου.
Οποιαδήποτε µειοψηφία, που αποκλείεται είτε σκόπιµα, είτε εξαιτίας της λειτουργίας
του µηχανισµού, δίνει την εξουσία όχι στην πλειοψηφία, αλλά σε µια µειοψηφία σε
κάποιο άλλο σηµείο της πολιτικής κλίµακας.
Η µόνη απάντηση που µπορεί, πιθανότατα, να δοθεί σε αυτόν το συλλογισµό είναι
ότι, όπως σε διαφορετικές τοποθεσίες επικρατούν διαφορετικές απόψεις, έτσι και η
άποψη που µειοψηφεί σε κάποιο τόπο πλειοψηφεί σε άλλον, και συνολικά κάθε άποψη
που ισχύει στις εκλογικές περιφέρειες αποκτά το ορθό µερίδιο αντιπροσώπευσής της.
Και αυτό είναι σχεδόν αληθινό στην παρούσα κατάσταση του εκλογικού σώµατος· εάν
δεν ίσχυε, τότε η διάσταση µεταξύ της Βουλής [των Κοινοτήτων] και του κοινού
αισθήµατος της χώρας σύντοµα θα καθίστατο προφανής. Αλλά δεν θα ίσχυε, αν
διευρυνόταν κατά πολύ το υφιστάµενο εκλογικό σώµα· ακόµη λιγότερο [θα ίσχυε] αν το
εκλογικό σώµα ταυτίζονταν µε τον συνολικό πληθυσµό· διότι σε αυτήν την περίπτωση η
πλειοψηφία σε κάθε περιοχή θα αποτελούνταν από χειρώνακτες εργάτες· και όταν
εκκρεµούσε κάποιο ζήτηµα επί του οποίου αυτές οι τάξεις θα διαφωνούσαν µε την
υπόλοιπη κοινωνία, καµία άλλη τάξη δεν θα κατόρθωνε να αντιπροσωπευθεί
οπουδήποτε. Ακόµη και σήµερα, δεν είναι άραγε πολύ δυσάρεστο ότι σε κάθε
κοινοβουλευτική περίοδο ένα µεγάλο τµήµα των ψηφοφόρων, που διακατέχεται από την
προθυµία και τον πόθο της αντιπροσώπευσης, δεν έχει κανένα µέλος στη Βουλή για την
οποία ψήφισε; Είναι δίκαιο ότι κάθε εκλέκτορας του Μέρυλεµπόν υποχρεώνεται να
εκπροσωπείται από δύο υποψήφιους του συµβουλίου των ενοριτών, και κάθε
ψηφοφόρος του Φίνσµπουρι ή του Λάµπεθ (όπως γενικά πιστεύεται) από αυτούς των
ταβερνιάρηδων; Οι εκλογικές περιφέρειες, στις οποίες ανήκουν οι περισσότεροι
άνθρωποι µε ανώτερη παιδεία και δηµόσιο αίσθηµα, [δηλαδή] εκείνες των µεγάλων
πόλεων, αντιπροσωπεύονται σήµερα, ως επί το πλείστον, είτε σε κατώτερο βαθµό είτε µε
στρεβλό τρόπο. Οι ψηφοφόροι που βρίσκονται στην αντίπαλη πλευρά της κοµµατικής
πολιτικής που κυριαρχεί στην περιοχή δεν αντιπροσωπεύονται. Από αυτούς που είναι
στην ίδια πλευρά, ένα µεγάλο µέρος εκπροσωπείται στρεβλά· [και αυτό] εφόσον έχει
υποχρεωθεί να αποδεχθεί τον άνδρα που είχε τον µεγαλύτερο αριθµό οπαδών στο κόµµα
τους, µολονότι οι απόψεις του µπορεί να διαφέρουν από τις δικές τους σε κάθε άλλο
ζήτηµα. Από µία άποψη, η κατάσταση των πραγµάτων είναι χειρότερη ακόµη και από το
εάν δεν επιτρεπόταν καθόλου στη µειοψηφία να ψηφίσει· διότι τότε, τουλάχιστον, η
πλειοψηφία θα µπορούσε να έχει ένα µέλος που θα εκπροσωπούσε την καλύτερή της
άποψη: ενώ τώρα, η αναγκαιότητα συνοχής του κόµµατος, από φόβο εισχώρησης των
αντιπάλων του, ωθεί τους πάντες να ψηφίσουν είτε το πρώτο άτοµο που παρουσιάζεται
φορώντας τα χρώµατά τους, είτε κάποιον που προωθείται από τους τοπικούς άρχοντες·
και αυτοί, αν τους κολακέψουµε – κάτι που σπάνια τους αξίζει – υποθέτοντας ότι η
JOHN STUART MILL – ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΤΙΚΗ ∆ΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ 36

επιλογή τους δεν είναι προκατειληµµένη από τα προσωπικά τους συµφέροντα, είναι
αναγκασµένοι, για να είναι σίγουροι ότι θα συγκεντρώσουν όλη τους τη δύναµη, να
προωθήσουν έναν υποψήφιο για τον οποίο δεν θα υπάρχει έντονη αντίρρηση από κανένα
µέλος του κόµµατος – δηλαδή, έναν άνδρα χωρίς ιδιαιτερότητες ή άλλες απόψεις πέρα
από το κοµµατικό δόγµα.
Αντιπροσωπευτικότατο παράδειγµα είναι οι Ηνωµένες Πολιτείες· όπου στις
προεδρικές εκλογές το ισχυρότερο κόµµα δεν τολµά ποτέ να προωθήσει κάποιον από
τους ισχυρότερους άνδρες του, διότι κάθε ένας από αυτούς απλώς και µόνον από το
γεγονός ότι έχει εκτεθεί επί µακρόν σε δηµόσια κριτική, έχει καταστεί ευάλωτος σε µια
κάποια µερίδα του κόµµατος, και, ως εκ τούτου, δεν µπορεί να αποτελέσει ‘καλό χαρτί’
που θα συγκεντρώσει όλες τις κοµµατικές ψήφους, όπως δύναται ένα άτοµο παντελώς
άγνωστο στο κοινό, µέχρι τη στιγµή που θα προταθεί ως υποψήφιος. Έτσι, ο άνδρας που
έχει επιλεγεί ακόµη και από το ισχυρότερο κόµµα, εκπροσωπεί ίσως τις πραγµατικές
επιθυµίες µόνον µιας µικρής µερίδας, µε την οποία αυτό το κόµµα υπερέχει του άλλου.
Κάθε τοµέας του κόµµατος, του οποίου η υποστήριξη είναι απαραίτητη, µπορεί να
ασκήσει το δικαίωµα του βέτο για τον υποψήφιο. Κάθε τοµέας που αντιστέκεται µε
περισσότερο πείσµα, µπορεί να εξαναγκάσει τους άλλους να αποδεχτούν τον δικό του
υποψήφιο· αυτή δε η έντονη επιµονή συναντάται δυστυχώς περισσότερο σε αυτούς που
επιµένουν για το δικό τους και όχι για το δηµόσιο συµφέρον. Είναι, εποµένως, πολύ
πιθανό, η επιλογή της πλειοψηφίας να καθορίζεται από εκείνο το τµήµα του κόµµατος
που είναι το πιο διστακτικό, το πιο στενόµυαλο και πιο προκατειληµµένο ή [από εκείνο]
που προσκολλάται πιο επίµονα στο αποκλειστικό ταξικό συµφέρον· στην οποία
περίπτωση τα εκλογικά δικαιώµατα της µειοψηφίας, ενώ είναι άχρηστα για το σκοπό για
τον οποίο δίνονται οι ψήφοι, εξυπηρετούν µόνον στο να εξαναγκάζουν την πλειοψηφία
να αποδέχεται τον υποψήφιο του ασθενέστερου ή του χειρότερου τµήµατός της.
∆εν είναι απορίας άξιο ότι, ενώ πολλοί αναγνωρίζουν αυτά τα κακά, τα θεωρούν ως
αναγκαίο τίµηµα που πρέπει να καταβληθεί για µια ελεύθερη διακυβέρνηση: αυτή ήταν
η άποψη όλων των φίλων της ελευθερίας µέχρι πρόσφατα. Αλλά, η συνήθεια να τα
θεωρούν ανεπανόρθωτα έχει καταστεί τόσο καθιερωµένη, ώστε πολλά άτοµα φαίνεται
να έχουν χάσει την ικανότητά να τα αντιµετωπίζουν ως πράγµατα που ευχαρίστως θα
θεράπευαν αν µπορούσαν. Από την απογοήτευση για µια θεραπεία υπάρχει πολύ συχνά
µόνον ένα βήµα µέχρι την άρνηση της ασθένειας· και από αυτό ακολουθεί η
δυσαρέσκεια απέναντι στην πρόταση µιας θεραπείας, ως εάν ο θεραπευτής να θέλει να
δηµιουργήσει βλάβη αντί να προσφέρει ανακούφιση. Οι άνθρωποι είναι τόσο
εξοικειωµένοι προς τα δεινά, ώστε αισθάνονται ότι είναι παράλογο, εάν όχι λάθος, να
παραπονούνται για αυτά. Εντούτοις, [είτε τα δεινά είναι] αναπόφευκτα ή όχι, θα πρέπει
κάποιος να είναι παράφορος εραστής της ελευθερίας εάν δεν βαραίνουν στο µυαλό του·
εάν δεν θα χαιρόταν για την ανακάλυψη ότι θα µπορούσαν να αρθούν. Έτσι, τίποτε δεν
είναι βεβαιότερο, από το ότι ο πραγµατικός αποκλεισµός της µειοψηφίας δεν είναι
αναγκαία ή φυσική συνέπεια της ελευθερίας· ότι, όχι µόνον απέχει από το να έχει
οποιαδήποτε σχέση µε τη δηµοκρατία, αλλά είναι διαµετρικά αντίθετο µε την θεµελιώδη
αρχή της, την αντιπροσώπευση κατ’αριθµητική αναλογία. Ουσιώδες στοιχείο της
δηµοκρατίας είναι ότι οι µειοψηφίες πρέπει να αντιπροσωπεύονται επαρκώς. Καµία
πραγµατική δηµοκρατία, παρά µόνον µια ψεύτικη αποµίµησή της, δεν µπορεί να είναι
δυνατή χωρίς αυτό το στοιχείο.
Εκείνοι που έχουν αντιληφθεί και κατανοήσει, σε κάποιο βαθµό, την ισχύ αυτών των
παρατηρήσεων έχουν προτείνει διάφορους τρόπους, µε τους οποίους µπορεί το κακό, σε
µεγαλύτερο ή µικρότερο βαθµό, να µετριαστεί. Ο λόρδος John Russell, σε ένα από τα
µεταρρυθµιστικά του νοµοσχέδια, πρότεινε µια τροποποίηση, σύµφωνα µε την οποία
JOHN STUART MILL – ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΤΙΚΗ ∆ΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ 37

συγκεκριµένες εκλογικές περιφέρειες έπρεπε να εκλέγουν τρεις βουλευτές, και κάθε


ψηφοφόρος σε αυτές θα επιτρεπόταν να ψηφίζει µόνον για δύο υποψήφιους· ο δε κύριος
Disraeli, στις πρόσφατες συζητήσεις, επανέφερε στο προσκήνιο αυτό το γεγονός
κατηγορώντας τον για αυτές τις απόψεις· όντας προφανώς της άποψης, ότι σε έναν
συντηρητικό πολιτικό αρµόζει να ασχολείται µόνον µε τα µέσα και να αποκηρύσσει
περιφρονητικά όλα τα συναισθήµατα συµπάθειας για οποιονδήποτε έχει εξαπατηθεί,
έστω και για µία φορά, στο να στοχάζεται περί των σκοπών.4 Άλλοι έχουν προτείνει ότι
πρέπει να επιτρέπεται στον κάθε ψηφοφόρο να ψηφίζει µόνον για έναν υποψήφιο. Σε
κάθε ένα από αυτά τα σχέδια, µία µειοψηφία ίση προς ή µεγαλύτερη από το ένα τρίτο
της τοπικής εκλογικής περιφέρειας, θα µπορούσε, αν δεν επιδίωκε τίποτε άλλο, να
εκλέξει ένα από τα τρία µέλη. Το ίδιο αποτέλεσµα θα µπορούσε να επιτευχθεί µε έναν
ακόµη καλύτερο τρόπο, όπως προτείνεται σε ένα αξιόλογο φυλλάδιο από τον κύριο
James Garth Marshall, αν ο ψηφοφόρος διατηρούσε τις τρεις ψήφους του, αλλά ήταν
ελεύθερος να τις δώσει όλες στον ίδιο υποψήφιο. Αυτές οι προτάσεις, µολονότι είναι
απείρως καλύτερες από το τίποτα, δεν είναι παρά υποκατάστατα και επιτυγχάνουν το
σκοπό τους µε ατελέστατο τρόπο· [και αυτό] διότι όλες οι τοπικές µειοψηφίες [που είναι]
µικρότερες του ενός τρίτου, καθώς και όλες οι µειοψηφίες, όσο πολυάριθµες και αν
είναι, που έχουν προκύψει από πολλές εκλογικές περιφέρειες δεν θα αντιπροσωπεύονται.
Εντούτοις, είναι λυπηρό, ότι κανένα από τα παραπάνω σχέδια δεν έχει τεθεί σε
εφαρµογή, καθώς κάποια από αυτά θα αναδείκνυαν την ορθή αρχή, και θα άνοιγαν το
δρόµο για την πληρέστερη εφαρµογή της. Αλλά, η αληθινή ισότητα της
αντιπροσώπευσης δεν επιτυγχάνεται, εκτός εάν κάθε οµάδα ψηφοφόρων που ανέρχεται
στον µέσο όρο µιας εκλογικής περιφέρειας, σε οποιοδήποτε µέρος της χώρας και αν
κατοικούν, έχουν το δικαίωµα να αλληλοσυµπληρώνονται µε σκοπό την εκλογή ενός
αντιπροσώπου. Αυτός ο βαθµός τελειότητας στην αντιπροσώπευση θεωρούνταν
ανεφάρµοστος, έως ότου ένας άνδρας δεινών ικανοτήτων, τόσο προς γενική εποπτεία
όσο και στη διαχείριση πρακτικών λεπτοµερειών – ο κύριος Thomas Hare – απέδειξε ότι
είναι δυνατός, εκπονώντας ένα σχέδιο για την επίτευξή του, διατυπωµένο στην πρόταση
ενός νοµοσχεδίου: ένα σχέδιο που έχει τη σχεδόν ασύγκριτη αξία, ότι υλοποιεί µία
µεγάλη αρχή της διακυβέρνησης µε τρόπο που προσεγγίζει την ιδεώδη τελειότητα όσον
αφορά το συγκεκριµένο αντικείµενο, ενώ ταυτόχρονα επιτυγχάνει, περιστασιακά,
πολλούς άλλους σκοπούς διόλου ήσσονος σηµασίας.
Σύµφωνα µε αυτό το σχέδιο, η µονάδα της αντιπροσώπευσης, το ποσοστό των
ψηφοφόρων που θα έχουν το δικαίωµα να εκλέγουν ένα µέλος του Κοινοβουλίου, θα
διαπιστώνεται σύµφωνα µε τη συνηθισµένη διαδικασία καθορισµού ποσοστών,

4
Αυτό το ατόπηµα του κου. Disraeli (από το οποίο ο σερ John Pakington, προς έπαινό του,
αποστασιοποιήθηκε λίγο αργότερα) είναι ένα σαφές παράδειγµα, µεταξύ πολλών, για το πόσο λίγο οι
συντηρητικοί ηγέτες κατανοούν τις συντηρητικές αρχές. Χωρίς να υποθέτουµε από τα πολιτικά κόµµατα
την απαίτηση να κατέχουν τέτοιο ποσοστό αρετής και οξυδέρκειας, ώστε να κατανοούν και να γνωρίζουν
πότε να εφαρµόζουν τις αρχές των αντιπάλων τους, µπορούµε, εντούτοις, να πούµε ότι θα αποτελούσε
µεγάλη πρόοδο εάν κάθε κόµµα κατανοούσε και δρούσε µε βάση τις δικές του αρχές. Θα ήταν καλά για
την Αγγλία, εάν οι Συντηρητικοί ψήφιζαν µε συνέπεια για καθετί συντηρητικό, και οι Φιλελεύθεροι για
καθετί φιλελεύθερο. Εν τοιαύτη περιπτώσει δεν θα χρειαζόταν να αναµένουµε επί µακρόν πράγµατα τα
οποία, όπως τα παρόντα και πολλά άλλα σηµαντικά µέτρα, είναι σαφώς τόσο το ένα όσο και το άλλο. Οι
Συντηρητικοί, καθώς, δεδοµένου του νόµου της ύπαρξής τους, είναι το ηλιθιωδέστερο κόµµα, φέρουν τις
κατά πολύ µεγαλύτερες αµαρτίες για αυτήν την κατάσταση: αποτελεί δε µελαγχολική αλήθεια ότι, εάν
προτείνονταν κάποιο µέτρο σε οποιοδήποτε ζήτηµα, το οποίο [µέτρο] θα ήταν αληθινά, σε µεγάλο βαθµό
και επίσης ως προς τις συνέπειες συντηρητικό, ακόµη και εάν οι Φιλελεύθεροι θα ήταν πρόθυµοι να το
υπερψηφίσουν, η µεγάλη πλειοψηφία του Συντηρητικού κόµµατος θα επενέβαινε µε τυφλή βιασύνη και θα
το εµπόδιζε να εφαρµοστεί.
JOHN STUART MILL – ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΤΙΚΗ ∆ΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ 38

διαιρώντας τον αριθµό των ψηφοφόρων µε τον αριθµό των κοινοβουλευτικών εδρών: θα
κέρδιζε κάθε υποψήφιος που θα συγκέντρωνε αυτό το ποσοστό, ανεξαρτήτως από πόσες
τοπικές περιφέρειες θα αποτελούνταν αυτό. Οι ψήφοι θα δίνονται τοπικά, όπως γίνεται
σήµερα· αλλά κάθε ψηφοφόρος θα είναι ελεύθερος να ψηφίζει για οποιονδήποτε
υποψήφιο, σε όποιο µέρος της χώρας αυτός θέτει υποψηφιότητα. Οι ψηφοφόροι,
συνεπώς, που δεν επιθυµούν να αντιπροσωπεύονται από κανέναν από τους τοπικούς
υποψήφιους, µπορούν µε την ψήφο τους να βοηθήσουν στην εκλογή εκείνου του
ατόµου, που προτιµούν περισσότερο ανάµεσα σε αυτούς που σε όλη τη χώρα έχουν
εκφράσει την προθυµία τους να εκλεγούν. Μέχρι εδώ, [το σχέδιο] δίνει υπόσταση στα
εκλογικά δικαιώµατα της κατά τα άλλα ουσιαστικά αποκλεισµένης µειοψηφίας. Αλλά,
είναι σηµαντικό ότι όχι µόνον αυτοί που αρνούνται να ψηφίσουν οποιονδήποτε από τους
τοπικούς υποψήφιους, αλλά επίσης και αυτοί που ψηφίζουν έναν από αυτούς αλλά
ηττώνται, θα έχουν τη δυνατότητα να αποκτήσουν αλλού την αντιπροσώπευση που δεν
κατόρθωσαν να αποκτήσουν στη δική τους περιφέρεια. Προβλέπεται λοιπόν, ότι ένας
ψηφοφόρος µπορεί να παραδώσει ένα ψηφοδέλτιο που µπορεί να περιέχει και άλλα
ονόµατα πέραν εκείνου που είναι πρώτο στην προτίµησή του. Η ψήφος του θα
υπολογίζονταν µόνον για έναν υποψήφιο· αλλά αν ο στόχος της πρώτης του επιλογής
αποτύγχανε να εκλεγεί, µη έχοντας αποκτήσει το ποσοστό, η δεύτερη επιλογή του ίσως
θα µπορούσε να είναι πιο τυχερή. Θα µπορεί να επεκτείνει τον κατάλογό του σε
µεγαλύτερο αριθµό [ονοµάτων], κατά τη σειρά προτίµησής του, έτσι ώστε αν τα
ονόµατα που βρίσκονται στην κορυφή του καταλόγου είτε δεν µπορούν να επιτύχουν το
ποσοστό, είτε είναι σε θέση να το επιτύχουν χωρίς την ψήφο του, η ψήφος θα µπορεί
ακόµη να χρησιµοποιηθεί για την εκλογή κάποιου άλλου. Προς επίτευξη του πλήρους
αριθµού των µελών που απαιτούνται προς πλήρωση της Βουλής, όπως επίσης και για να
αποτρέψουµε την απορρόφηση όλων των ψήφων από πολύ δηµοφιλείς υποψήφιους,
είναι απαραίτητο, ανεξάρτητα από πόσους ψήφους θα λάβει ένας υποψήφιος, να µην
υπολογίζεται ούτε µία περισσότερη ψήφος υπέρ τους από εκείνες που απαιτεί το
ποσοστό εκλογής τους: οι ψήφοι των υπολοίπων ψηφοφόρων, που έχουν ψηφίσει για
αυτόν, θα υπολογίζονται για τα επόµενα πρόσωπα στους αντίστοιχους καταλόγους που
τις χρειάζονται, και που θα µπορούν µε τη βοήθειά τους να επιτύχουν το ποσοστό. Για να
προσδιορίσουµε ποιες από τις ψήφους ενός υποψήφιου θα πρέπει να χρησιµοποιούνται
για την εκλογή του, και ποιες θα αποδεσµεύονται για άλλους, έχουν προταθεί πολλές
µέθοδοι, τις οποίες δεν θα αναπτύξουµε εδώ. Ο υποψήφιος θα διατηρούσε φυσικά τις
ψήφους όλων εκείνων που διαφορετικά δεν θα αντιπροσωπεύονταν· και για τους
υπόλοιπους, το τράβηγµα κλήρων, ελλείψει καλύτερης µεθόδου, θα ήταν µια
αναµφισβήτητη σκοπιµότητα. Τα ψηφοδέλτια θα µεταφέρονται σε µία κεντρική
υπηρεσία όπου οι ψήφοι θα καταµετρούνται, ο αριθµός της πρώτης, δεύτερης, τρίτης
ψήφου καθώς και των άλλων ψήφων θα καταχωρείται σε κάθε υποψήφιο, και το
ποσοστό θα αποδίδεται σε κάθε υποψήφιο που θα µπορεί να το επιτυγχάνει, µέχρι να
συµπληρωθεί ο αριθµός των µελών της Βουλής: οι πρώτες ψήφοι προηγούνται των
δεύτερων, οι δεύτερες των τρίτων κ.ο.κ. Τα ψηφοδέλτια και όλα τα στοιχεία του
υπολογισµού, θα τοποθετούνται σε δηµόσιες αποθήκες, προσβάσιµες σε όλους όσους
ενδιαφέρονται· και αν οποιοσδήποτε που είχε επιτύχει το ποσοστό δεν είχε εκλεγεί, όπως
θα έπρεπε, θα ήταν εύκολο να το αποδείξει.
Αυτές είναι οι κύριες τροποποιήσεις του σχεδίου. Για λεπτοµερέστερη γνώση του
απλούστατου µηχανισµού του, παραπέµπω στο κείµενο του κυρίου Hare Πραγµατεία για
JOHN STUART MILL – ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΤΙΚΗ ∆ΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ 39

την Εκλογή των Αντιπροσώπων (ένας µικρός τόµος που εκδόθηκε το 1859)5 και σε ένα
φυλλάδιο του κυρίου Henry Fawcett (νυν καθηγητή Πολιτικής Οικονοµίας στο
Πανεπιστήµιο του Καίµπριτζ) που δηµοσιεύτηκε το 1860 και φέρει τον τίτλο Το
µεταρρυθµιστικό νοµοσχέδιο του κ. Hare, απλοποιηµένο και αποσαφηνισµένο. Το
τελευταίο είναι µια σαφέστατη και συνοπτική παράθεση του σχεδίου, µειωµένο στα
απλούστερα στοιχεία του, παραλείποντας κάποιες από τις αρχικές τροποποιήσεις του κ.
Hare, οι οποίες, παρ’ότι ήταν καθαυτές ευεργετικές, υποτίθεται ότι θα µείωναν
περισσότερο την απλότητα του σχεδίου παρά θα αύξαναν την πρακτική του
χρησιµότητα. Όσο περισσότερο µελετούνται αυτά τα έργα, τόσο µεγαλύτερη, τολµώ να
προβλέψω, θα είναι η εντύπωση της απόλυτης εφικτότητας του σχεδίου και των
ανυπέρβλητων πλεονεκτηµάτων του. Αυτά τα πλεονεκτήµατα είναι τέτοιας υφής και
τόσο πολλά, ώστε κατά την πεποίθησή µου, τοποθετούν το σχέδιο του κυρίου Hare
µεταξύ των µεγαλύτερων βελτιώσεων που έχουν γίνει µέχρι σήµερα στη θεωρία και
πρακτική της διακυβέρνησης.
Εν πρώτοις, διασφαλίζει αριθµητικώς αναλογική αντιπροσώπευση κάθε τµήµατος του
εκλογικού σώµατος: δεν υπάρχουν µόνον δύο µεγάλα κόµµατα, µε ίσως µερικές ευρείες
τοπικές µειοψηφίες σε συγκεκριµένες περιοχές, αλλά κάθε µειοψηφία σε ολόκληρο το
έθνος, που αποτελείται από έναν επαρκώς µεγάλο αριθµό, έχει δικαίωµα, επί των αρχών
της ισότιµης δικαιοσύνης, να έχει έναν αντιπρόσωπο. Κατά δεύτερον, κανένας
ψηφοφόρος δεν θα αντιπροσωπεύεται κατ’όνοµα από κάποιον που δεν έχει επιλέξει,
όπως γίνεται σήµερα. Κάθε µέλος της Βουλής θα είναι αντιπρόσωπος µιας οµόφωνης
εκλογικής περιφέρειας. Θα αντιπροσωπεύει χίλιους, ή δύο χιλιάδες ή πέντε χιλιάδες ή
δέκα χιλιάδες ψηφοφόρους, ανάλογα µε το απαιτούµενο ποσοστό, ο καθένας από τους
οποίους δεν θα τον έχει απλώς ψηφίσει, αλλά θα τον έχει επιλέξει από ολόκληρη τη
χώρα· όχι απλώς από τη συλλογή δύο ή τριών σάπιων πορτοκαλιών, που ίσως αποτελούν
την µόνη επιλογή που του προσφέρεται στην τοπική αγορά. Υπό αυτήν τη σχέση, ο
δεσµός µεταξύ του ψηφοφόρου και του αντιπροσώπου θα είναι τέτοιας ισχύος και αξίας,
παρόµοια της οποίας δεν έχουµε ακόµη βιώσει. Καθένας από τους ψηφοφόρους θα
ταυτίζεται προσωπικά µε τον αντιπρόσωπό του, και ο αντιπρόσωπος µε τις εκλογικές του
περιφέρειες. Κάθε ψηφοφόρος που τον ψήφισε θα το έχει κάνει, είτε επειδή ανάµεσα σε
όλους τους υποψήφιους για το Κοινοβούλιο που είναι δηµοφιλείς σε έναν συγκεκριµένο
αριθµό ψηφοφόρων, θα είναι εκείνος που εκφράζει καλύτερα τις απόψεις του
ψηφοφόρου, είτε επειδή είναι ένας από εκείνους των οποίων οι ικανότητες και ο
χαρακτήρας εκτιµώνται περισσότερο από τον ψηφοφόρο, και τον οποίο εµπιστεύεται µε
µεγαλύτερη προθυµία για να µεριµνήσει για αυτόν. Το µέλος [του Κοινοβουλίου] θα
αντιπροσωπεύει άτοµα, όχι απλώς τα τούβλα και το αµµοκονίαµα της πόλης – [θα
αντιπροσωπεύει] τους ψηφοφόρους τους ίδιους και όχι µόνον µερικούς ενορίτες ή
αξιωµατούχους της ενορίας. Ωστόσο, ο,τιδήποτε αξίζει να διατηρηθεί στην
αντιπροσώπευση των περιοχών θα διατηρηθεί. Αν και το εθνικό Κοινοβούλιο θα έπρεπε
να ασχολείται όσο το δυνατόν λιγότερο µε καθαρά τοπικά θέµατα, ωστόσο, στο βαθµό
που πρέπει να ασχολείται µε αυτά, πρέπει να υπάρχουν µέλη ιδιαίτερα επιφορτισµένα µε
την µέριµνα των συµφερόντων κάθε σηµαντικής περιοχής: και αυτά τα µέλη θα
συνεχίσουν να υπάρχουν. Σε κάθε περιοχή που θα µπορεί να επιτυγχάνει το ποσοστό από
µόνη της, η πλειοψηφία θα προτιµά γενικά να αντιπροσωπεύεται από έναν από τους
τοπικούς υποψήφιους· από ένα άτοµο που γνωρίζει τα τοπικά δρώµενα και διαµένει στην
περιοχή, αν υπάρχει ένα τέτοιο µεταξύ των υποψηφίων, το οποίο θα είναι κατά τα άλλα

5
Σε µια δεύτερη έκδοση, που κυκλοφόρησε πρόσφατα, ο κ. Hare πρόσθεσε σηµαντικές βελτιώσεις σε
ορισµένες λεπτοµέρειες της τροποποίησης.
JOHN STUART MILL – ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΤΙΚΗ ∆ΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ 40

επάξιο να τους αντιπροσωπεύσει. Κυρίως οι µειοψηφίες που δεν θα είναι σε θέση να


εκλέξουν τον τοπικό υποψήφιο, θα είναι εκείνες που θα προσανατολίζονται αλλού για
έναν υποψήφιο, που θα ήταν πιθανό να πάρει και άλλες ψήφους µαζί µε τις δικές τους.
Από όλους τους τρόπους σύµφωνα µε τους οποίους µπορεί να αποτελείται µια εθνική
αντιπροσώπευση, το προαναφερθέν σχέδιο παρέχει την καλύτερη εξασφάλιση για τις
διανοητικές ικανότητες που απαιτούνται στους αντιπροσώπους. Προς το παρόν, κατά
γενική οµολογία, καθίσταται ολοένα και πιο δύσκολο για κάποιον που διαθέτει µόνον
ταλέντο και [ακεραιότητα] χαρακτήρα να αποκτήσει πρόσβαση στη Βουλή των
Κοινοτήτων. Τα µόνα άτοµα που µπορούν να εκλεγούν, είναι αυτά που διαθέτουν τοπική
επιρροή ή αναδεικνύονται δαπανώντας µεγάλα ποσά, ή εκείνα που κατόπιν πρόσκλησης
τριών ή τεσσάρων εµπόρων ή δικηγόρων, στέλνονται από ένα των δύο µεγάλων
κοµµάτων στο Λονδίνο, ως άνδρες µε των οποίων τις ψήφους µπορεί να υπολογίζει το
κόµµα υπό οποιεσδήποτε συνθήκες. Στο σύστηµα του κ. Hare, αυτοί που δεν επιθυµούν
να ψηφίσουν τους τοπικούς υποψήφιους ή που δεν επιτυγχάνουν την εκλογή του τοπικού
υποψήφιου της προτίµησής τους, θα έχουν το δικαίωµα να συµπληρώσουν τα
ψηφοδέλτιά τους από µια επιλογή όλων των ατόµων εθνικής εµβέλειας, στον κατάλογο
των υποψηφίων προς των οποίων τις γενικές πολιτικές αρχές διάκεινται ευνοϊκότερα.
Κάθε άτοµο, συνεπώς, που έχει διακριθεί µε οποιοδήποτε έντιµο τρόπο, αν και στερείται
τοπικής επιρροής και δεν έχει ορκιστεί πίστη σε κανένα κόµµα, θα έχει ισότιµη ευκαιρία
να επιτύχει το [απαιτούµενο] ποσοστό· και µε αυτήν την ενθάρρυνση µπορεί να
προσδοκάται η υποψηφιότητα τέτοιων ατόµων, σε αριθµούς που µέχρι σήµερα δεν
είχαµε καν ονειρευτεί. Εκατοντάδες ικανοί άνδρες µε ανεξάρτητη σκέψη, οι οποίοι δεν
θα είχαν καµία πιθανότητα να εκλεγούν από την πλειοψηφία οποιασδήποτε εκλογικής
περιφέρειας, έχοντας γίνει γνωστοί από τα γραπτά τους ή από τις εξέχουσες
δραστηριότητές τους σε κάποιο πεδίο δηµόσιας ωφέλειας, έχουν την αποδοχή µερικών
ατόµων σχεδόν σε κάθε περιφέρεια του βασιλείου· και εάν κάθε ψήφος που θα δίνονταν
για αυτούς σε κάθε τόπο υπολογίζονταν για την εκλογή τους, ίσως µπορούσαν να
συµπληρώσουν τον αριθµό του [απαιτούµενου] ποσοστού. Με κανέναν άλλον τρόπο,
που να φαίνεται άξιος πρότασης, δεν θα µπορούσε το Κοινοβούλιο να είναι τόσο βέβαιο
ότι περιέχει την ελίτ της χώρας.
Και δεν είναι µόνον µέσω της ψήφου των µειοψηφιών που αυτό το σύστηµα εκλογής
θα ανυψώσει το διανοητικό επίπεδο της Βουλής των Κοινοτήτων. Οι πλειοψηφίες θα
αναγκάζονται να αναζητήσουν µέλη πολύ µεγαλύτερου διαµετρήµατος. Όταν τα άτοµα
που αποτελούν την πλειοψηφία δεν θα περιορίζονται στην επιλογή του Hobson*,
[δηλαδή] είτε να ψηφίσουν το πρόσωπο που προκρίνεται από τους τοπικούς ηγέτες, είτε
να µην ψηφίσουν διόλου· [αλλά] όταν ο υποψήφιος που θα προωθείται από την ηγεσία
θα πρέπει να αντιµετωπίσει, όχι µόνον τον ανταγωνισµό του υποψήφιου της µειοψηφίας,
αλλά όλων των ανθρώπων υψηλής εκτίµησης στη χώρα που θα ήταν πρόθυµοι να την
υπηρετήσουν [στο Κοινοβούλιο]· τότε πλέον θα είναι αδύνατο να σερβίρουµε στους
ψηφοφόρους τον πρώτο τυχόντα που εµφανίζεται µε τα συνθήµατα του κόµµατος στο
στόµα, και µε τρεις ή τέσσερις χιλιάδες λίρες στην τσέπη του. Η πλειοψηφία θα επιµένει
για έναν υποψήφιο άξιο της επιλογής της, αλλιώς θα µεταφέρει τις ψήφους της κάπου
αλλού και η µειοψηφία θα υπερισχύσει. Η χειραγώγηση της πλειοψηφίας από το
αναξιότερο τµήµα της θα έχει παύσει: επικεφαλείς [των υποψηφιοτήτων] θα τίθενται οι
άριστοι και ικανότεροι από τις τοπικές διασηµότητες· εάν είναι δυνατό, τέτοιοι άνθρωποι
που να είναι γνωστοί µε κάποιο θετικό τρόπο και πέρα από την περιοχή τους, ώστε η

*
Η έκφραση «επιλογή του Hobson» σηµαίνει: καµία επιλογή. Η στάση αυτή κατάγεται από έναν
αµαξά του Καίµπριτζ ονόµατι Thomas Hobson, που έζησε στην καµπή του 16ου-17ου αιώνα. (σ.τ.ε.)
JOHN STUART MILL – ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΤΙΚΗ ∆ΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ 41

τοπική τους δύναµη να µπορεί να ενισχυθεί από διάσπαρτες ψήφους που προέρχονται
από κάπου αλλού. Οι εκλογικές περιφέρειες θα ανταγωνίζονται για τους καλύτερους
υποψήφιους και θα συναγωνίζεται η µία την άλλη στο να επιλέξουν µεταξύ των ανδρών
που έχουν τοπική φήµη και διασυνδέσεις, εκείνους που θα ήταν οι πλέον επιφανείς σε
κάθε άλλη άποψη.
Η φυσική τάση της αντιπροσωπευτικής διακυβέρνησης, όπως και του σύγχρονου
πολιτισµού, είναι προς συλλογική µετριότητα: και αυτή η τάση αυξάνεται µε όλους τους
περιορισµούς και τις παραχωρήσεις του δικαιώµατος ψήφου, το αποτέλεσµα των οποίων
είναι η εναπόθεση της κεντρικής εξουσίας στα χέρια εκείνων των τάξεων που βρίσκονται
όλο και πιο χαµηλά από το υψηλότερο επίπεδο µόρφωσης στην κοινότητα. Αλλά,
µολονότι οι ανώτερες διάνοιες και χαρακτήρες κατ’ανάγκη θα υπερσκελισθούν, αποτελεί
µεγάλη διαφορά εάν και κατά πόσο θα εισακούονται. Στην ψευδή δηµοκρατία, η οποία
αντί να παρέχει αντιπροσώπευση σε όλους την παρέχει µόνον σε τοπικές πλειοψηφίες, η
φωνή της µορφωµένης µειοψηφίας µπορεί να µην έχει διόλου όργανα στο
αντιπροσωπευτικό σώµα. Είναι ένα γεγονός κοινά παραδεκτό ότι στην αµερικανική
δηµοκρατία, η οποία είναι δοµηµένη επί αυτού του σφαλερού µοντέλου, τα υψηλώς
καλλιεργηµένα µέλη της κοινωνίας, εκτός από εκείνα που είναι πρόθυµα να θυσιάσουν
τις προσωπικές τους απόψεις και τους τρόπους κρίσης τους και να γίνουν τα
χειραγωγηµένα φερέφωνα των υποδεέστερων από αυτούς σε γνώση, σπάνια θέτουν
υποψηφιότητα για το Κογκρέσο ή για τα Πολιτειακά Νοµοθετικά Σώµατα, καθώς έχουν
τόσο λίγες πιθανότητες να εκλεγούν.
Εάν ένα σχέδιο όπως του κ. Hare είχε προταθεί µέσω ευνοϊκής συγκυρίας στους
διαφωτισµένους και πατριωτικούς ιδρυτές της Αµερικανικής Πολιτείας, οι
οµοσπονδιακές και οι πολιτειακές Συνελεύσεις θα απαρτίζονταν από πολλούς αυτών των
επιφανών ανδρών, και η δηµοκρατία δεν θα είχε υποστεί την µεγαλύτερη των µοµφών
και ένα από τα χειρότερά δεινά της. Εναντίον αυτού του κακού το σύστηµα της
προσωπικής αντιπροσώπευσης που προτείνεται από τον κ. Hare είναι σχεδόν
εξειδικευµένο. Η µειοψηφία των πεπαιδευµένων ατόµων, που είναι διασκορπισµένη στις
κατά τόπους εκλογικές περιφέρειες, θα ενωθεί για να εκλέξει έναν αριθµό από τους
ικανότερους άνδρες που διαθέτει η χώρα, ανάλογο προς τον δικό τους αριθµό. [Η
µειοψηφία αυτή] θα έχει το ισχυρότερο κίνητρο προς εκλογή τέτοιων ανδρών, καθώς µε
κανέναν άλλο τρόπο δεν θα µπορούσαν µε την µικρή αριθµητική τους δύναµη να έχουν
λόγο για κάτι σηµαντικό. Οι δε αντιπρόσωποι της πλειοψηφίας, εκτός του ότι θα
βελτιώνονταν ποιοτικά µέσω της λειτουργίας του συστήµατος, δεν θα έχουν πλέον όλο
το πεδίο για τους εαυτούς τους. Θα υπερέχουν, βέβαια, αριθµητικά από τους άλλους,
όπως η µία τάξη των ψηφοφόρων της χώρας θα υπερέχει από την άλλη: θα µπορούν
πάντοτε να τους καταψηφίσουν, αλλά θα πρέπει να ρητορεύουν και να ψηφίζουν µε την
παρουσία τους, και να υποβάλλονται στην κριτική τους. Για κάθε διαφορά που θα
προκύπτει, θα πρέπει να αντιµετωπίσουν τα επιχειρήµατα των ολίγων µορφωµένων µε
αιτιολογήσεις, τουλάχιστον φαινοµενικά, εξίσου πειστικές· και καθώς δεν θα µπορούν
απλώς να υποθέτουν ότι έχουν δίκιο, όπως αυτοί που απευθύνονται σε άτοµα ήδη
οµόφωνα µεταξύ τους, θα πείθονταν ενίοτε ότι έχουν άδικο. Καθώς θα ήταν γενικά
καλοπροαίρετοι (διότι αυτό µπορεί λογικά να προσδοκάται από µία ορθώς εκλεγµένη
εθνική αντιπροσώπευση), οι αντιλήψεις τους θα διαµορφώνονταν ανεπαίσθητα από την
επιρροή των άλλων ατόµων, µε τα οποία θα έρχονταν σε επαφή ή ακόµη και σε
σύγκρουση. Οι δε υπέρµαχοι µη δηµοφιλών δογµάτων δεν θα εξέφραζαν τις αντιρρήσεις
τους απλώς σε βιβλία ή περιοδικά, που διαβάζονται µόνον από την δική τους παράταξη·
οι αντιτιθέµενες παρατάξεις θα βρίσκονταν ενώπιος ενωπίω και χέρι µε χέρι, και θα
υπήρχε αµερόληπτη σύγκριση της πνευµατικής τους ισχύος υπό την παρουσία της
JOHN STUART MILL – ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΤΙΚΗ ∆ΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ 42

χώρας. Τότε, θα γίνει φανερό κατά πόσον η γνώµη που υπερέχει µε τις καταµετρηµένες
ψήφους, θα υπερείχε επίσης εάν αυτές οι ψήφοι σταθµίζονταν [ως προς το περιεχόµενό
τους] όσο µετριούνταν [απλώς ποσοτικά].
Το πλήθος έχει συχνά ένα αληθινό ένστικτο για να διακρίνει έναν ικανό άνδρα, όταν
αυτός έχει τα µέσα επίδειξης της ικανότητάς του µπροστά του σε ένα αµερόληπτο πεδίο.
Αν ένας τέτοιος άνδρας αποτύχει να αποκτήσει τουλάχιστον κάποιο µερίδιο από αυτό
που δεόντως του αναλογεί, θα οφείλεται είτε σε θεσµούς είτε σε έθιµα που τον κρατούν
µακριά από το προσκήνιο. Στις αρχαίες δηµοκρατίες δεν υπήρχαν µέσα αποκλεισµού
ενός ικανού άνδρα· το βήµα ήταν ανοικτό για αυτόν· δεν χρειαζόταν τη συναίνεση
κανενός για να γίνει δηµόσιος σύµβουλος. Αυτό, όµως, δεν συµβαίνει σε µια
αντιπροσωπευτική διακυβέρνηση· ακόµη δε και οι καλύτεροι οπαδοί µιας
αντιπροσωπευτικής δηµοκρατίας δύσκολα δεν θα νοιώσουν δυσπιστία, ότι άντρες όπως
ο Θεµιστοκλής και ο ∆ηµοσθένης, των οποίων οι συµβουλές θα µπορούσαν να σώσουν
το έθνος, ίσως να µην µπορούσαν ποτέ στη ζωή τους να αποκτήσουν µία θέση [στο
Κοινοβούλιο]. Αλλά, αν η συµµετοχή στην αντιπροσωπευτική Συνέλευση εξασφαλιστεί
έστω και για λίγα από τα επιφανέστερα µυαλά της χώρας, ακόµη και εάν το υπόλοιπο
σώµα αποτελείται µόνον από µέτρια µυαλά, η επιρροή αυτών των ηγετικών πνευµάτων
αρκεί για να κάνει αισθητή την παρουσία τους στις γενικές διαβουλεύσεις, ακόµη και αν
είναι γνωστό ότι σε πολλά θέµατα αντιτίθενται στη διάθεση της κοινής γνώµης και του
δηµόσιου αισθήµατος. ∆εν είµαι σε θέση να φανταστώ κανέναν τρόπο µε τον οποίο η
παρουσία τέτοιων προσωπικοτήτων µπορεί να εξασφαλιστεί σίγουρα, διαφορετικό από
τον τρόπο που πρότεινε ο κ. Hare.
Αυτό το τµήµα της Συνέλευσης θα αποτελούσε επίσης το κατάλληλο όργανο µιας
µεγάλης κοινωνικής λειτουργίας, για την οποία δεν υπάρχει ουδεµία διάταξη σε καµία
υφιστάµενη δηµοκρατία, αλλά η οποία σε καµία κυβέρνηση δεν µπορεί να παραµείνει
ανεκπλήρωτη χωρίς να καταδικάζει αυτήν την κυβέρνηση σε πλήρη εκφυλισµό και
παρακµή. Αυτή µπορεί να χαρακτηριστεί ως λειτουργία του Ανταγωνισµού. Σε κάθε
κυβέρνηση υπάρχει κάποια εξουσία ισχυρότερη από όλες τις υπόλοιπες· και η
ισχυρότερη εξουσία τείνει διαρκώς να καταστεί µοναδική εξουσία. Εν µέρει εµπρόθετα
και εν µέρει ασυνείδητα παλεύει διαρκώς να καθυποτάξει ο,τιδήποτε άλλο· και δεν είναι
ικανοποιηµένη, όσο υπάρχει ακόµη κάτι που της αντίκειται διαρκώς, [όσο υπάρχει]
κάποια επιρροή που δεν συµφωνεί µε το πνεύµα της. Εντούτοις, αν επιτύχει να
καταστείλει όλες τις αντίπαλες επιρροές και να διαµορφώσει τα πάντα σύµφωνα µε το
δικό της µοντέλο, η βελτίωση σε αυτήν τη χώρα βρίσκεται στο τέλος και η παρακµή
αρχίζει. Η ανθρώπινη πρόοδος είναι προϊόν πολλών παραγόντων, και καµία εξουσία που
συγκροτήθηκε ποτέ από ανθρώπους, δεν τους περιλαµβάνει όλους: ακόµη και η
ευεργετικότερη εξουσία περιέχει µερικές µόνον από τις προϋποθέσεις του αγαθού, και οι
υπόλοιπες, εφόσον πρέπει να συνεχιστεί η πρόοδος, πρέπει να απορρέουν από κάποια
άλλη πηγή. Καµία κοινωνία δεν συνέχισε επί µακρόν να προοδεύει, παρά µόνον εφόσον
διαρκούσε µια σύγκρουση µεταξύ της ισχυρότερης εξουσίας στην κοινωνία και κάποιας
αντίπαλης εξουσίας· µεταξύ των θρησκευτικών και κοσµικών εξουσιών· µεταξύ των
στρατιωτικών ή γαιοδεσποτικών και των εργαζόµενων τάξεων· µεταξύ βασιλιά και λαού·
µεταξύ των ορθοδόξων και των θρησκευτικών µεταρρυθµιστών. Όταν η νίκη
οποιασδήποτε πλευράς ήταν πλήρης, ώστε να θέσει τέλος στο σπαραγµό, και καµία άλλη
σύγκρουση δεν πήρε τη θέση του, πρώτα έρχονταν η στασιµότητα και ακολουθούσε η
παρακµή. Η επικράτηση της αριθµητικής πλειοψηφίας είναι λιγότερο άδικη, και εν
συνόλω λιγότερο φαύλη από πολλές άλλες, αλλά συνοδεύεται από τους ίδιους ακριβώς
κινδύνους, µε ακόµη δε µεγαλύτερη βεβαιότητα· διότι όταν η κυβέρνηση βρίσκεται στα
χέρια Ενός ή Ολίγων, οι Πολλοί υπάρχουν πάντα ως αντίπαλη δύναµη, η οποία µπορεί
JOHN STUART MILL – ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΤΙΚΗ ∆ΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ 43

να µην είναι αρκετά ισχυρή ώστε να ελέγχει την άλλη, αλλά της οποίας η άποψη και το
συναίσθηµα είναι µια ηθική, ή ακόµη και κοινωνική, υποστήριξη σε όλους όσους, είτε
από πεποίθηση, είτε εξαιτίας σύγκρουσης συµφερόντων, αντιτίθενται σε οποιεσδήποτε
τάσεις της κυβερνώσας αρχής. Αλλά, όταν είναι ανώτερη η ∆ηµοκρατία, δεν υπάρχει
ούτε Ένας ούτε Λίγοι αρκετά ισχυροί για αποκλίνουσες απόψεις και προσβεβληµένα ή
απειληµένα συµφέροντα, για να βασιστούν σε αυτά. Η µεγάλη δυσκολία της
δηµοκρατικής διακυβέρνησης µέχρι σήµερα, φάνηκε να είναι το πώς θα γεννήσει σε µια
δηµοκρατική κοινωνία τις συνθήκες εκείνες, που έχουν δώσει µέχρι σήµερα σε όλες τις
κοινωνίες προβάδισµα έναντι των άλλων – µία κοινωνική υποστήριξη, ένα point d’appui*
για ατοµική αντίσταση στις τάσεις της κυρίαρχης εξουσίας· µία προστασία, ένα σηµείο
συσπείρωσης, για απόψεις και συµφέροντα που η επικρατούσα κοινή γνώµη
αντιµετωπίζει δυσµενώς. Λόγω έλλειψης ενός τέτοιου point d’appui, οι παλαιότερες
κοινωνίες και όλες οι σύγχρονες, µε λίγες εξαιρέσεις, είτε περιέπεσαν σε διάλυση, είτε
έµειναν στάσιµες (το οποίο σηµαίνει βραδεία επιδείνωση), µέσω της αποκλειστικής
κυριαρχίας ενός µόνον µέρους των συνθηκών κοινωνικής και πνευµατικής ευηµερίας.
Σήµερα, όµως, αυτή η µεγάλη έλλειψη συµπληρώνεται από το αντιστοίχως
ρυθµισµένο σύστηµα της Ατοµικής Αντιπροσώπευσης, µε τον τελειότερο τρόπο που
επιτρέπουν οι συνθήκες της σύγχρονης κοινωνίας. Το µοναδικό πεδίο στο οποίο
µπορούµε να κοιτάξουµε για ένα συµπλήρωµα ή για µια πλήρη διόρθωση των ενστίκτων
µιας δηµοκρατικής πλειοψηφίας, είναι µία καλλιεργηµένη µειοψηφία: αλλά, σύµφωνα µε
τον συνηθισµένο τρόπο συγκρότησης µιας δηµοκρατίας, αυτή η µειοψηφία δεν έχει
κανένα όργανο: το σύστηµα του κου Hare παρέχει ένα τέτοιο όργανο. Οι αντιπρόσωποι
που θα εκλέγονταν στο Κοινοβούλιο από το άθροισµα των µειοψηφιών, θα ανύψωναν
αυτό το όργανο στην µεγαλύτερη τελειότητά του. Μια διακριτή οργάνωση των
καλλιεργηµένων τάξεων, ακόµη και αν είναι εφαρµόσιµη, θα ήταν κακοπροαίρετη και
θα µπορούσε να αποφύγει το να είναι επιθετική µε το να µην έχει καθόλου επιρροή.
Αλλά, εάν η ελίτ αυτών των τάξεων αποτελεί µέρος του Κοινοβουλίου, µε τον ίδιο τίτλο
όπως κάθε άλλο από τα µέλη του – αντιπροσωπεύοντας τον ίδιο αριθµό πολιτών, το ίδιο
αριθµητικό τµήµα της εθνικής βούλησης – η παρουσία τους δεν θα προσέβαλλε κανέναν,
ενώ θα ήταν σε πλεονεκτική θέση τόσο για να κάνουν τις απόψεις και τις συµβουλές
τους να εισακούονται για όλα τα σηµαντικά θέµατα, όσο και για να λαµβάνουν ενεργό
µέρος στις δηµόσιες υποθέσεις. Οι ικανότητές τους θα τους απέδιδαν περισσότερο από
το αριθµητικό τους µερίδιο στην πραγµατική διοίκηση της κυβέρνησης· όπως οι
Αθηναίοι δεν εµπιστεύονταν υπεύθυνες δηµόσιες λειτουργίες στον Κλέωνα ή τον
Υπέρβολο (η αποστολή του Κλέωνα στην Πύλο και την Αµφίπολη ήταν καθαρή
εξαίρεση), αλλά ήταν ο Νικίας, ο Θηραµένης και ο Αλκιβιάδης που βρίσκονταν σε
διαρκή απασχόληση, τόσο στην πατρίδα όσο και στο εξωτερικό, αν και ήταν γνωστό ότι
έκλιναν περισσότερο προς την ολιγαρχία παρά προς τη δηµοκρατία. Στην πραγµατική
ψηφοφορία η µορφωµένη µειοψηφία θα υπολογιζόταν µόνον ως προς τα µέλη της, αλλά
ως ηθική δύναµη θα µετρούσε για πολύ περισσότερο, λόγω της γνώσης της και της
επιρροής που αυτή θα της έδινε επί των υπολοίπων. Σπάνια θα µπορούσε να επινοηθεί
από την ανθρώπινη ευφυία µια διαρρύθµιση προσαρµοσµένη µε καλύτερο τρόπο για να
διατηρεί τη λαϊκή γνώµη εντός λογικού και δίκαιου πλαισίου, και να την προφυλάσσει
από τις διάφορες καταστροφικές επιρροές που πλήττουν την αδύνατη πλευρά της
δηµοκρατίας. Ένας δηµοκρατικός λαός θα προµηθευόταν µε αυτόν τον τρόπο αυτό που
µε κάθε άλλο τρόπο θα του έλειπε σίγουρα – [δηλαδή µε] ηγέτες µεγαλύτερου βαθµού

*
«Σηµείο στήριξης» (σ.τ.µ.)
JOHN STUART MILL – ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΤΙΚΗ ∆ΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ 44

διάνοιας και χαρακτήρα από ότι ο ίδιος. Η σύγχρονη δηµοκρατία θα είχε τότε τον
Περικλή της [καθώς] και τη συνηθισµένη οµάδα ανώτερων και ηγετικών µυαλών.
Με όλους αυτούς τους λόγους, του θεµελιωδέστερου χαρακτήρα, στη θετική πλευρά
του ζητήµατος, τί υπάρχει στην αρνητική πλευρά; Τίποτε που να αντέχει στην εξέταση,
όταν ο λαός µπορέσει µια φορά να πεισθεί να εξετάσει πραγµατικά κάτι καινούργιο.
Εκείνοι βεβαίως, εάν υπάρχουν κάποιοι τέτοιοι, που υπό την προσποίηση της ισότιµης
δικαιοσύνης, σκοπεύουν µόνον να αντικαταστήσουν την ταξική επικράτηση των
πλουσίων µε εκείνη των φτωχών, θα είναι, φυσικά, αρνητικοί για ένα σχέδιο που
τοποθετεί και τους δύο στο ίδιο επίπεδο. ∆εν πιστεύω, όµως, ότι υπάρχει τέτοια ευχή
σήµερα στις εργατικές τάξεις αυτής της χώρας, αν και δεν θα προδιέγραφα το
αποτέλεσµα που µπορεί αργότερα να προκαλέσουν η καιροσκοπία και τα δηµαγωγικά
τεχνάσµατα εξάπτοντάς τες. Στις Ηνωµένες Πολιτείες, όπου η αριθµητική πλειοψηφία
βρίσκεται επί µακρόν σε πλήρη κατοχή του συλλογικού δεσποτισµού, είναι πιθανό ότι θα
αρνηθούν να την αποχωριστούν, όσο και ένας µεµονωµένος δεσπότης ή µία
αριστοκρατία. Αλλά, πιστεύω ότι η αγγλική δηµοκρατία θα ήταν ικανοποιηµένη µε την
προστασία ενάντια στην ταξική νοµοθεσία των άλλων, χωρίς να απαιτεί την εξουσία για
να την ασκήσει η ίδια.
Ανάµεσα στους φαινοµενικούς αντιρρησίες του σχεδίου του κου Hare, κάποιοι
ισχυρίζονται ότι το σχέδιο είναι ατελές· αλλά, όπως µπορεί να διαπιστωθεί, πρόκειται για
ανθρώπους, που µόλις έχουν ακούσει για αυτό ή το έχουν εξετάσει πολύ επιφανειακά και
γρήγορα. Άλλοι είναι ανίκανοι να συµφιλιωθούν µε την απώλεια αυτού που
χαρακτηρίζουν ως τοπικό χαρακτήρα της αντιπροσώπευσης. Ένα έθνος δεν φαίνεται για
αυτούς να αποτελείται από άτοµα, αλλά από τεχνητές µονάδες, [τους φαίνεται ότι είναι
ένα] δηµιούργηµα της γεωγραφίας και της στατιστικής. Το Κοινοβούλιο πρέπει να
αντιπροσωπεύει πόλεις και κοµητείες, όχι ανθρώπινα όντα. Αλλά κανένας δεν επιζητεί
να εκµηδενίσει πόλεις και κοµητείες. Οι πόλεις και οι κοµητείες µπορεί να θεωρηθεί ότι
αντιπροσωπεύονται, όταν αντιπροσωπεύονται τα άτοµα που κατοικούν σε αυτές. Τα
τοπικά αισθήµατα δεν µπορούν να υπάρξουν χωρίς κάποιον να τα αισθάνεται· ούτε
τοπικά συµφέροντα χωρίς κάποιον που να τα φέρει. Εάν τα άτοµα, για των οποίων τα
αισθήµατα και τα συµφέροντα γίνεται λόγος, έχουν το ορθό τους µερίδιο
αντιπροσώπευσης, αυτά τα αισθήµατα και συµφέροντα αντιπροσωπεύονται από κοινού
µε όλα τα άλλα αισθήµατα και συµφέροντα αυτών των ατόµων. Αλλά, δεν µπορώ να
καταλάβω γιατί τα αισθήµατα και τα συµφέροντα που διοργανώνουν την ανθρωπότητα
σύµφωνα µε περιοχές, θα πρέπει να είναι τα µοναδικά που αξίζουν αντιπροσώπευσης· ή
γιατί κάποια άτοµα, που έχουν άλλα αισθήµατα και συµφέροντα και τα εκτιµούν
περισσότερο από ό,τι εκτιµούν τα γεωγραφικά, θα πρέπει να περιορίζονται σε αυτά [τα
τελευταία] ως την µοναδική αρχή της πολιτικής τους κατάταξης. Η άποψη ότι το
Γιόρκσαϊρ και το Μίντλσεξ έχουν δικαιώµατα ξεχωριστά από των κατοίκων τους ή ότι
το Λίβερπουλ και το Έξετερ είναι τα κατάλληλα αντικείµενα της νοµοθετικής µέριµνας,
σε αντιδιαστολή προς τον πληθυσµό αυτών των περιοχών, είναι ένα περίεργο είδος
αυταπάτης που παράγεται µε λέξεις.
Γενικά, ωστόσο, οι αµφισβητίες υποβαθµίζουν το θέµα, υποστηρίζοντας ότι ο λαός
της Αγγλίας δεν θα συναινέσει ποτέ σε ένα τέτοιο σύστηµα. ∆εν θα αναλάµβανα ποτέ να
πω τί είναι πιθανό να σκεφθεί ο λαός της Αγγλίας για αυτούς που διατυπώνουν τέτοια
σύντοµη πρόταση για την ικανότητά του να κατανοεί και να κρίνει, θεωρώντας το
περιττό να εξετάσουν πότε ένα πράγµα είναι σωστό ή λάθος πριν ισχυριστούν ότι είναι
σίγουροι πως θα το απορρίψουν. Από πλευράς µου, δεν νοµίζω ότι ο αγγλικός λαός
αξίζει να στιγµατίζεται, άνευ δίκης, ως ανυπέρβλητα προκατειληµµένος εναντίον
οποιουδήποτε πράγµατος που µπορεί να αποδειχτεί αγαθό, είτε για τον ίδιο, είτε για
JOHN STUART MILL – ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΤΙΚΗ ∆ΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ 45

άλλους. Επίσης, µου φαίνεται ότι όταν οι προκαταλήψεις επιµένουν πεισµατωδώς, το


σφάλµα ανήκει πρωτίστως σε αυτούς που διατείνονται ότι είναι ανυπέρβλητες, ως
δικαιολογία για τους ίδιους που δεν συµµετείχαν ποτέ σε προσπάθεια άρσης τους.
Οποιαδήποτε προκατάληψη θα είναι ανυπέρβλητη, εάν αυτοί που δεν την
ενστερνίζονται, υποκύπτουν σε αυτήν, την κολακεύουν και την αποδέχονται ως φυσικό
νόµο. Πιστεύω, ωστόσο, ότι σε αυτήν την περίπτωση δεν υπάρχει γενικά, µεταξύ αυτών
που δεν έχουν ακούσει ακόµη για την πρόταση, καµία άλλη εχθρότητα παρά η φυσική
και υγιής δυσπιστία που προσιδιάζει σε όλους τους νεωτερισµούς, οι οποίοι δεν έχουν
µελετηθεί διεξοδικά για να καταστήσουν γενικώς εµφανή όλα τα υπέρ και τα κατά του
ζητήµατος. Το µόνο σοβαρό εµπόδιο είναι η ανοικειότητα: αυτό πράγµατι είναι κάτι
αξιοπρόσεκτο, διότι η φαντασία συµφιλιώνεται πολύ πιο εύκολα µε µια µεγάλη αλλαγή
επί της ουσίας, παρά µε µια µικρή σε ονόµατα και τύπους. Αλλά, η ανοικειότητα είναι
ένα µειονέκτηµα το οποίο, όταν υπάρχει πραγµατική αξία σε µία ιδέα, απαιτεί απλώς
χρόνο για να αρθεί. Στην δε σηµερινή εποχή της συζήτησης, και του γενικά
αφυπνισµένου ενδιαφέροντος για πρόοδο, ό,τι προτύτερα ήταν έργο αιώνων, συχνά
απαιτεί µόνον µερικά χρόνια.
Από την πρώτη έκδοση αυτής της Πραγµατείας, έχουν ασκηθεί αρκετές αντίθετες
κριτικές στο σχέδιο του κυρίου Hare, οι οποίες υποδηλώνουν τουλάχιστον προσεκτική
εξέτασή του, και εξυπνότερη θεώρηση από ό,τι είχε προηγουµένως δοθεί στις αξιώσεις
του. Αυτή είναι η φυσική πρόοδος της συζήτησης µεγάλων βελτιώσεων. Συναντούν
αρχικά τυφλή προκατάληψη και επιχειρήµατα στα οποία µόνον τυφλή προκατάληψη θα
µπορούσε να αποδώσει οποιαδήποτε αξία. Καθώς η προκατάληψη εξασθενεί, τα
επιχειρήµατα που προβάλλει ενισχύονται για κάποιο διάστηµα· διότι, καθώς το σχέδιο
γίνεται καλύτερα κατανοητό, οι αναπόφευκτες ατέλειές του και οι περιστάσεις που του
αντίκεινται, γεννούν µεµιάς όλα τα οφέλη που εγγενώς διαθέτει και τα οποία έρχονται
στο φως µαζί µε τις αρετές του. Αλλά, από όλες τις αντιρρήσεις που έχουν υποπέσει
στην αντίληψή µου και προσοµοιάζουν κάπως σε λογικά επιχειρήµατα, δεν υπάρχει ούτε
µία που να µην έχει προβλεφθεί, εξετασθεί και ερευνηθεί διεξοδικά από τους
υποστηρικτές του σχεδίου και να έχει βρεθεί είτε αβάσιµη είτε εύκολα διορθώσιµη.
Οι φαινοµενικά σοβαρότερες αντιρρήσεις µπορούν να απαντηθούν µε την µεγαλύτερη
συντοµία· η υποτιθέµενη αδυναµία προφύλαξης των λειτουργιών της Κεντρικής
Υπηρεσίας από απάτη ή από την υποψία απάτης. Ασφαλιστικές δικλείδες θα ήταν η
δηµοσιότητα και η πλήρης ελευθερία επιθεώρησης των ψηφοδελτίων µετά τις εκλογές·
αλλά, υποστηρίζεται, αυτές οι δικλείδες θα είναι ανώφελες· επειδή, για να ελέγξει τις
εκλογές, ένας ψηφοφόρος θα πρέπει να επαναλάβει όλο το έργο που έχει γίνει από το
υπαλληλικό προσωπικό. Αυτό θα ήταν πολύ ισχυρή αντίρρηση, εάν υπήρχε κάποια
ανάγκη ότι οι εκλογές θα έπρεπε να επαληθεύονται από κάθε µεµονωµένο ψηφοφόρο.
Αυτό που θα µπορούσε να προσδοκά ένας απλός ψηφοφόρος, στο θέµα της
επαλήθευσης, θα ήταν ο έλεγχος χρήσης του δικού του ψηφοδελτίου· για αυτόν άλλωστε
το σκοπό κάθε ψηφοδέλτιο, µετά από εύλογο χρονικό διάστηµα, θα επέστρεφε στον τόπο
από τον οποίο προήλθε. Αλλά, αυτό που δεν θα µπορούσε να κάνει ο ίδιος [ο
ψηφοφόρος], θα γινόταν για λογαριασµό του από τους ανεπιτυχείς υποψήφιους και τους
πράκτορές τους. Εκείνοι µεταξύ των ηττηµένων που θα θεωρούσαν ότι έπρεπε να είχαν
εκλεγεί, θα µπορούσαν, µεµονωµένοι ή οµαδικά, να προσλάβουν ένα πρακτορείο για να
επαληθεύσει την εκλογική διαδικασία· και εάν ανακάλυπταν πραγµατικό λάθος, τα
έγγραφα θα µεταβιβάζονταν σε µία Επιτροπή της Βουλής των Κοινοτήτων, η οποία θα
εξέταζε και θα επαλήθευε όλες τις εκλογικές διαδικασίες του έθνους, µε το ένα δέκατο
της δαπάνης χρόνου και χρηµάτων που απαιτούνται για την εξέταση µιας απλής εκλογής
από την Εφορευτική Επιτροπή του παρόντος συστήµατος.
JOHN STUART MILL – ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΤΙΚΗ ∆ΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ 46

Εάν αποδεχθούµε ότι το σχέδιο είναι εφαρµόσιµο, έχουν υποτεθεί δύο τρόποι µε τους
οποίους µπορούν να ακυρωθούν τα οφέλη του και να γεννηθούν επιζήµιες συνέπειες στη
θέση τους. Κατά πρώτον, λέγεται ότι κάποιες οµάδες ή συνδυασµοί θα αποκτήσουν
εξουσία ως µη όφειλαν: όπως φατριαστικές οργανώσεις, σύνδεσµοι για συγκεκριµένα
θέµατα όπως η Λίγκα για την Ποτοαπαγόρευση [Maine Law League], η Εταιρεία
Μυστικής Ψηφοφορίας ή Χειραφέτησης [Ballot or Liberation Society], σώµατα
οργανωµένα λόγω ταξικών συµφερόντων ή λόγω θρησκευτικού προσηλυτισµού. Κατά
δεύτερον, υπάρχουν αντιρρήσεις, ότι το σύστηµα θα είναι πρόσφορο για την
εξυπηρέτηση κοµµατικών σκοπών. Ένα κεντρικό όργανο κάθε πολιτικού κόµµατος θα
στέλνει έναν κατάλογο µε 658 υποψήφιούς του σε όλη τη χώρα, για να ψηφισθούν από
το σύνολο των οπαδών σε κάθε εκλογική περιφέρεια. Οι ψήφοι τους θα υπερέχουν
αριθµητικά κατά πολύ από αυτούς που θα µπορούσε ποτέ να λάβει οποιοσδήποτε
ανεξάρτητος υποψήφιος. Υποστηρίζεται ότι το σύστηµα των ‘προσηµειωµένων’
ψηφοδελτίων θα λειτουργεί, όπως γίνεται στην Αµερική, αποκλειστικά προς όφελος των
µεγάλων οργανωµένων κοµµάτων, των οποίων τα ψηφοδέλτια θα γίνονται άνευ
αµφισβήτησης αποδεκτά, και θα καταλήγουν εν συνόλω στην κάλπη· και σχεδόν ποτέ
δεν θα καταψηφίζονται, παρά µόνον περιστασιακά, από τις φατριαστικές οµάδες ή τους
συνδέσµους που ενώνονται υπό µια κοινή ιδέα, για τους οποίους έχει ήδη γίνει λόγος.
Η απάντηση σε αυτό φαίνεται πειστική. Κανείς δεν ισχυρίζεται ότι µε το σχέδιο του
κύριου Hare ή µε οποιοδήποτε άλλο η οργάνωση θα πάψει να αποτελεί πλεονέκτηµα. Τα
διάσπαρτα στοιχεία βρίσκονται πάντα σε µειονεκτική θέση αν συγκριθούν µε
οργανωµένα σώµατα. Καθώς το σχέδιο του κυρίου Hare δεν µπορεί να µεταβάλει τη
φύση των πραγµάτων, είναι αναµενόµενο ότι όλα τα κόµµατα ή οι οµάδες, µεγάλες ή
µικρές, που έχουν οργάνωση, θα την εκµεταλλευθούν στον ανώτερο βαθµό για να
ενισχύσουν την επιρροή τους. Αλλά, υπό το υπάρχον σύστηµα αυτές οι επιρροές είναι το
παν. Τα διάσπαρτα στοιχεία δεν είναι απολύτως τίποτα. Οι ψηφοφόροι που δεν είναι
προσκολληµένοι σε κάποια µεγάλη πολιτική ή σε κάποια µικρή φατριαστική οµάδα, δεν
έχουν κανένα µέσον αξιοποίησης των ψήφων τους. Το σχέδιο του κυρίου Hare τους δίνει
τα µέσα. Μπορεί να είναι λιγότερο ή περισσότερο επιδέξιοι στη χρήση τους. Μπορεί να
αποκτήσουν το µερίδιο της επιρροής τους ή και πολύ λιγότερο από αυτό που τους
αναλογεί. Αλλά ό,τιδήποτε πάρουν, θα είναι καθαρό κέρδος. Και όταν υποτίθεται ότι
κάθε ευτελές συµφέρον ή µία συνένωση για έναν ευτελή σκοπό θα αποκτήσει οργάνωση,
γιατί να υποθέσουµε ότι το µεγάλο συµφέρον της εθνικής διανόησης και ταυτότητας θα
είναι το µόνο που θα παραµείνει ανοργάνωτο; Εάν υπήρχαν ψηφοδέλτια για αποχή από
αλκοολούχα ποτά και ψηφοδέλτια για εθελοντικά σχολεία*, καθώς και για παρόµοια
πράγµατα, δεν θα αρκούσε ένα πρόσωπο µε προδιάθεση για τα κοινά σε µία εκλογική
περιφέρεια, για να προτείνει ένα ψηφοδέλτιο «προσωπικής αρετής» και να το διανείµει
σε µια ολόκληρη γειτονιά; Και δεν θα µπορούσαν µερικά τέτοια άτοµα να συναντηθούν
στο Λονδίνο, και να επιλέξουν από τον κατάλογο των υποψηφίων τα πιο εξέχοντα
ονόµατα, παραµερίζοντας τις τεχνικές διαιρέσεις των απόψεων, και να τα δηµοσιεύσουν
µε ασήµαντο κόστος σε όλες τις εκλογικές περιφέρειες; Πρέπει να έχουµε υπόψη µας,
ότι η επιρροή των δύο µεγάλων κοµµάτων, µε το υφιστάµενο εκλογικό σύστηµα, είναι
απεριόριστη: στο σχέδιο του κυρίου Hare θα ήταν [µεν] µεγάλη, αλλά θα υπόκειτο σε
περιορισµούς. Ούτε αυτά τα κόµµατα, ούτε καµία από τις µικρότερες οµάδες, θα µπορεί
να εκλέξει περισσότερα µέλη από όσα αναλογούν στο σχετικό αριθµό των οπαδών τους.

*
Ο Mill αναφέρεται εδώ στα λεγόµενα Ragged Schools, την οργάνωση εθελοντικών σχολείων, που
ξεκίνησε γύρω στο 1818 από τον John Pounds, προς µόρφωση των ορφανών και εγκατειληµµένων παιδιών
(σ.τ.ε.).
JOHN STUART MILL – ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΤΙΚΗ ∆ΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ 47

Το σύστηµα ψηφοδελτίων στην Αµερική λειτουργεί σε συνθήκες αντίθετες προς τις


προαναφερθείσες. Στην Αµερική οι ψηφοφόροι ψηφίζουν για το κοµµατικό ψηφοδέλτιο,
επειδή οι εκλογές κερδίζονται µε απλή πλειοψηφία, οπότε µια ψήφος για κάποιον που
είναι σίγουρο ότι δεν θα αποκτήσει την πλειοψηφία καθίσταται άχρηστη. Αλλά, στο
σύστηµα του κυρίου Hare µία ψήφος που δίνεται σε ένα άτοµο αναγνωρισµένης αξίας,
έχει σχεδόν τις ίδιες πιθανότητες να επιτύχει το σκοπό της όσο και µία ψήφος που
δίνεται σε έναν κοµµατικό υποψήφιο. Θα µπορούσε να προσδοκάται, συνεπώς, ότι κάθε
φιλελεύθερος ή συντηρητικός, που θα ήταν κάτι περισσότερο από φιλελεύθερος και
συντηρητικός – που εκτός από τις προτιµήσεις του κόµµατός του θα είχε και τις δικές
του – θα διέγραφε τα ονόµατα των πιο άσηµων και ασήµαντων κοµµατικών υποψηφίων,
και θα ενέγραφε στη θέση τους κάποιους από τους άνδρες που αποτελούν τιµή για το
έθνος. Και η πιθανότητα αυτού του γεγονότος, θα λειτουργούσε ως ισχυρή ώθηση για
αυτούς που καταρτίζουν τους κοµµατικούς καταλόγους να µην περιορίζονται σε στενά
κοµµατικούς υποψήφιους, αλλά να περιλαµβάνουν µαζί µε αυτούς στα αντίστοιχα
ψηφοδέλτια εξέχουσες προσωπικότητες του έθνους, οι οποίες βρίσκονται σε µεγαλύτερη
σύµπνοια µε την δική τους παράταξη παρά µε την αντίθετη.
Η αληθινή δυσκολία – διότι δεν µπορούµε να υποκρινόµαστε ότι δεν υπάρχει
δυσκολία – είναι ότι οι ανεξάρτητοι ψηφοφόροι, αυτοί που επιθυµούν να ψηφίσουν
αδέσµευτα πρόσωπα ενάρετου χαρακτήρα, θα είχαν την τάση να σηµειώσουν µερικά
τέτοια πρόσωπα, και να συµπληρώσουν το υπόλοιπο των καταλόγων τους µε απλούς
κοµµατικούς υποψήφιους, βοηθώντας µε αυτόν τον τρόπο τη διόγκωση του αριθµού τους
απέναντι σε εκείνους από τους οποίους θα προτιµούσαν να εκπροσωπηθούν. Για αυτό θα
υπήρχε µια εύκολη θεραπεία, εάν ήταν απαραίτητο να καταφύγουµε σε αυτήν, δηλαδή
να θέσουµε ένα όριο στον αριθµό των δευτερευόντων ή τυχαίων ψήφων. ∆εν είναι
πιθανό ότι ένας ψηφοφόρος θα έχει ανεξάρτητη προτίµηση, βασισµένη σε γνώση, για
658 ή έστω για εκατό υποψήφιους. ∆εν θα υπήρχε αντίρρηση στο να περιοριστεί στους
είκοσι, στους πενήντα ή σε οποιονδήποτε θα µπορούσε να ήταν ο αριθµός της επιλογής
εκείνων για τους οποίους υπήρχε κάποια πιθανότητα να υλοποιηθεί η επιλογή του –
[δηλαδή] ότι θα ψήφιζε ως ξεχωριστό άτοµο, και όχι ως απλό µέλος κόµµατος. Αλλά,
ακόµη και χωρίς αυτόν τον περιορισµό, το κακό θα µπορούσε να θεραπευτεί µόλις το
σύστηµα γινόταν πλήρως κατανοητό. Η αντεπίδραση [στο µειονέκτηµα] θα γινόταν
µεγάλο θέµα από όλους τους συνδυασµούς και τις οµαδώσεις, των οποίων η επιρροή
είναι στόχος τόσης αποδοκιµασίας. Από αυτές, που η καθεµιά είναι µια µικρή
µειοψηφία, θα γεννιόταν το σύνθηµα, «Ψηφίστε µόνον τους εκλεκτούς σας υποψήφιους·
ή τουλάχιστον βάλτε τα ονόµατά τους πρώτα, ώστε να τους δώσετε την ευκαιρία που
εγγυάται η αριθµητική σας υπεροχή, για να επιτύχουν το ποσοστό µέσω των πρώτων
ψήφων ή χωρίς την κατάταξή τους χαµηλά στην κλίµακα». Και εκείνοι οι ψηφοφόροι,
που δεν ανήκαν σε καµία οµάδωση, θα ωφελούνταν από αυτό το µάθηµα.
Οι µικρότερες οµάδες θα είχαν ακριβώς το ποσοστό εξουσίας που πρέπει να έχουν. Η
επιρροή που µπορούσαν να ασκήσουν θα ήταν ακριβώς αυτή που θα δικαιούνταν στη
βάση του αριθµού των ψηφοφόρων τους· ούτε ένα µόριο περισσότερο· ενώ, για να
διασφαλίσουν ακόµη και αυτό, θα έχουν ένα κίνητρο για να προβάλλουν ως
αντιπροσώπους των ειδικών στόχων τους, υποψήφιους των οποίων η ευρύτερη αποδοχή
θα τους επέτρεπε να κερδίσουν τις ψήφους ψηφοφόρων που δεν ανήκουν στη φατρία ή
στο συνδυασµό. Είναι ενδιαφέρον να παρατηρήσουµε πως το δηµοφιλές επιχείρηµα
υπεράσπισης των υπαρχόντων συστηµάτων αλλάζει κατεύθυνση ανάλογα µε το είδος της
επίθεσης που αυτά υφίστανται. Πριν από όχι πολλά χρόνια, το αγαπηµένο επιχείρηµα
υποστήριξης του τότε υπάρχοντος συστήµατος αντιπροσώπευσης, ήταν ότι υπό αυτό
αντιπροσωπεύονται όλα τα «συµφέροντα» ή οι «τάξεις». Και βέβαια, όλα τα
JOHN STUART MILL – ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΤΙΚΗ ∆ΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ 48

συµφέροντα ή οι τάξεις κάποιας σηµασίας πρέπει να αντιπροσωπεύονται, δηλαδή πρέπει


να έχουν εκπροσώπους ή υποστηρικτές στο Κοινοβούλιο. Αλλά από εδώ
υποστηρίζονταν ότι έπρεπε να προωθηθεί ένα σύστηµα, το οποίο να δίνει στα επιµέρους
συµφέροντα όχι απλώς συνήγορους, αλλά την ίδια την εξουσία κρίσης. Προσέξτε τώρα
την αλλαγή. Το σύστηµα του κυρίου Hare, καθιστά αδύνατο για τα επιµέρους
συµφέροντα να αποκτήσουν τον έλεγχο του θεσµού, αλλά τους εξασφαλίζει συνήγορους,
και, επειδή κάνει έστω και αυτό, συναντά αντιρρήσεις. Επειδή συνδυάζει τα θετικά
σηµεία της ταξικής αντιπροσώπευσης και τα θετικά σηµεία της αριθµητικής
αντιπροσώπευσης, υφίσταται επίθεση και από τις δυο πλευρές ταυτόχρονα.
Αντιρρήσεις όπως αυτές δεν αποτελούν ωστόσο την πραγµατική δυσκολία αποδοχής
του συστήµατος· [η δυσκολία αυτή] είναι η υπερβολική αντίληψη που καλλιεργείται για
την πολυπλοκότητά του και η συνακόλουθη αµφιβολία αν είναι ικανό να υλοποιηθεί. Η
µόνη ολοκληρωµένη απάντηση σε αυτήν την αντίρρηση θα ήταν η πραγµατική
δοκιµασία. Όταν τα πλεονεκτήµατα του σχεδίου θα έχουν γίνει ευρύτερα γνωστά, και θα
έχει κερδίσει ευρύτερη υποστήριξη µεταξύ των αµερόληπτων στοχαστών, θα πρέπει να
γίνει µια προσπάθεια πειραµατικής εισαγωγής του σε κάποιο περιορισµένο πεδίο, όπως
οι δηµοτικές εκλογές κάποιας µεγάλης πόλης. Μία ευκαιρία χάθηκε όταν ελήφθη
απόφαση να διαιρεθεί το Γουέστ Ράιντινγκ του Γιόρκσαϊρ, µε σκοπό να δώσει τέσσερα
µέλη· αντί να δοκιµασθεί η νέα αρχή, αφήνοντας την εκλογική περιφέρεια αδιαίρετη και
επιτρέποντας σε έναν υποψήφιο να εκλεγεί κερδίζοντας είτε σε πρώτες είτε σε
δευτερεύουσες ψήφους το ένα τέταρτο του συνολικού αριθµού ψήφων. Τέτοια
πειράµατα θα αποτελούσαν µία πολύ ατελή δοκιµή της αξίας του σχεδίου: αλλά θα ήταν
ένα παράδειγµα του τρόπου λειτουργίας του· θα καθιστούσαν το λαό ικανό να πεισθεί
ότι ένα τέτοιο σύστηµα δεν είναι ανεφάρµοστο· θα τον εξοικείωναν µε τον µηχανισµό
του, και θα έθεταν στη διάθεσή του κάποιο υλικό προς κρίση ως προς το εάν οι
δυσκολίες που θεωρούνται τόσο σηµαντικές είναι αληθινές ή φανταστικές. Την ηµέρα
που µία τέτοια επιµέρους δοκιµή θα επικυρωθεί από το Κοινοβούλιο, θα εγκαινιασθεί,
πιστεύω, µια νέα εποχή κοινοβουλευτικής µεταρρύθµισης· προορισµένη να δώσει στην
αντιπροσωπευτική διακυβέρνηση ένα σχήµα προσαρµοσµένο στην ώριµη και
θριαµβευτική περίοδό της, όταν θα έχει υπερβεί το µαχητικό στάδιο στο οποίο µέχρι
τώρα την έχει δει ο κόσµος.6
Μολονότι η ∆ανία παραµένει η µοναδική χώρα στην οποία η ατοµική
αντιπροσώπευση έχει καταστεί θεσµός, η πρόοδος της ιδέας µεταξύ των σκεπτόµενων
ανθρώπων είναι ραγδαία. Σχεδόν σε όλες τις χώρες, όπου το δικαίωµα καθολικής ψήφου
θεωρείται σήµερα αναγκαιότητα, το σχέδιο διαδίδεται γοργά: µε τους φίλους της
δηµοκρατίας, ως λογική συνέπεια της αρχής τους· µε αυτούς που µάλλον αποδέχονται
παρά προτιµούν τη δηµοκρατική διακυβέρνηση, ως απαραίτητη διόρθωση των ατελειών

6
Στο διάστηµα µεταξύ της τελευταίας και των προηγούµενων εκδόσεων αυτής της πραγµατείας, έγινε
γνωστό, ότι το πείραµα που προτείνεται εδώ εφαρµόστηκε σε βαθµό µεγαλύτερο από οποιονδήποτε δήµο
ή κοινότητα, και βρίσκεται σε στάδιο δοκιµασίας επί αρκετά έτη. Στο δανικό Σύνταγµα (όχι σε εκείνο της
∆ανίας καθαυτής, αλλά στο Σύνταγµα που διατυπώθηκε για το συνολικό δανικό βασίλειο) η ίση
αντιπροσώπευση των µειοψηφιών αποτέλεσε αντικείµενο µέριµνας από ένα σχέδιο τόσο όµοιο µε εκείνο
του κου Hare, ώστε να αποτελεί ακόµη ένα παράδειγµα για το πώς οι ιδέες που επιλύουν δυσκολίες που
προκύπτουν από τη γενική κατάσταση της ανθρώπινης νόησης ή της κοινωνίας, παρουσιάζονται
ταυτόχρονα σε πολλά ανώτερα µυαλά χωρίς επικοινωνία µεταξύ τους. Το χαρακτηριστικό αυτό του
δανικού εκλογικού νόµου παρατέθηκε πλήρως και µε σαφήνεια στο βρετανικό κοινό µε ένα αξιόλογο
κείµενο του κου. Robert Lytton, αποτελώντας µία από τις πολύτιµες αναφορές των Προξενικών
Γραµµατέων, που εκτυπώθηκε κατόπιν εντολής της Βουλής των Κοινοτήτων το 1864. Το σχέδιο του κου.
Hare, που µπορεί πλέον να αποκαλείται και σχέδιο του M. Andrae, έχει έτσι προωθηθεί από τη θέση ενός
απλού προγράµµατος σε εκείνη ενός εφαρµοσµένου πολιτικού δεδοµένου.
JOHN STUART MILL – ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΤΙΚΗ ∆ΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ 49

της. Οι πολιτικοί στοχαστές της Ελβετίας άνοιξαν το δρόµο. Οι Γάλλοι στοχαστές


ακολούθησαν. Χωρίς να επεκταθούµε σε περαιτέρω παραδείγµατα, ας τονιστεί ότι
τελείως προσφάτως δύο από τους σηµαντικότερους και εγκυρότερους συγγραφείς στη
Γαλλία, ο ένας από την πλευρά των µετριοπαθών φιλελεύθερων και ο άλλος από την
ριζοσπαστική δηµοκρατική σχολή, έδωσαν τη δηµόσια υποστήριξή τους στο σχέδιο.
Μεταξύ των Γερµανών υποστηρικτών του αριθµεί έναν από τους διαπρεπέστερους
πολιτικούς στοχαστές της Γερµανίας, ο οποίος είναι επίσης διακεκριµένο µέλος της
φιλελεύθερης κυβέρνησης του µεγάλου δουκάτου της Βάδης. Αυτό το θέµα, µεταξύ
άλλων, συνέβαλε στη σηµαντική αφύπνιση της σκέψης στην αµερικανική δηµοκρατία, η
οποία είναι ήδη ένας από τους καρπούς της µεγάλης κυµαινόµενης µάχης για την
ανθρώπινη ελευθερία. Στις δύο κυριότερες αποικίες µας στην Αυστραλία, το σχέδιο του
κου Hare έχει τεθεί υπό την εξέταση των αντίστοιχων νοµοθετικών σωµάτων, και
µολονότι δεν έχει ακόµη υιοθετηθεί, έχει ήδη την υποστήριξη µιας ισχυρής παράταξης·
ενώ η σαφής και ολοκληρωµένη κατανόηση των αρχών του, η οποία κατέστη σαφής από
την πλειοψηφία των οµιλητών, τόσο της συντηρητικής όσο και της ριζοσπαστικής
πλευράς της γενικής πολιτικής, δείχνει πόσο αβάσιµη είναι η αντίληψη περί
πολυπλοκότητάς του, ώστε δήθεν να µην µπορεί ούτε να γίνει γενικά κατανοητό ούτε να
καταστεί ενεργό. ∆εν απαιτείται τίποτε για να καταστήσει το σχέδιο και τα
πλεονεκτήµατά του κατανοητά σε όλους, εκτός από το ότι θα πρέπει να έλθει ο χρόνος
όπου θα το θεωρήσουν επάξιο να κάνουν τον κόπο για να ασχοληθούν πραγµατικά µαζί
του.

[…]

Κεφάλαιο 16
Περί της εθνότητας, ως συνδεόµενης µε την αντιπροσωπευτική διακυβέρνηση*

Ένα τµήµα της ανθρωπότητας µπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί µια εθνότητα, εάν οι
άνθρωποι [που το αποτελούν] συνδέονται µε κοινά αισθήµατα συµπάθειας, τα οποία δεν
υπάρχουν µεταξύ αυτών και οποιωνδήποτε άλλων ανθρώπων. Τα αισθήµατα αυτά τους
ωθούν να συνεργάζονται µεταξύ τους µε περισσότερη προθυµία από ό,τι µε άλλους
ανθρώπους, να επιθυµούν να είναι υπό την ίδια κυβέρνηση, όπως και αυτή η κυβέρνηση
να ασκείται αποκλειστικά από αυτούς ή από ένα µέρος τους. Αυτή η αίσθηση της
εθνότητας, µπορεί να έχει διαδοθεί από διάφορες αιτίες. Μερικές φορές είναι το
αποτέλεσµα ταυτότητας της κοινής φυλής και καταγωγής. Η κοινότητα της γλώσσας και
της θρησκείας συνεισφέρουν κατά πολύ στο αντίστοιχο αίσθηµα. Τα γεωγραφικά όρια
είναι [επίσης] µια από τις αιτίες. Αλλά η ισχυρότερη αιτία είναι η ταυτότητα του
πολιτικού παρελθόντος· το [κοινό] κτήµα µιας εθνικής ιστορίας και συνεπώς η κοινότητα
των αναµνήσεων· η συλλογική περηφάνια και ταπείνωση, η ικανοποίηση και η
µεταµέλεια, που συνδέονται µε τις ίδιες περιστάσεις του παρελθόντος. Κανένα, όµως,
από τα παραπάνω δεν είναι απαραίτητα ή αναγκαστικά επαρκή αφ’εαυτών. Η Ελβετία
έχει ισχυρό αίσθηµα εθνότητας, παρ’όλο που αποτελείται από καντόνια µε διαφορετικές
φυλές, µε διαφορετική γλώσσα και διαφορετικές θρησκείες. Η [δε] Σικελία, σε όλη τη
διάρκεια της ιστορίας, ένοιωθε τελείως διαφορετική όσον αφορά την εθνότητα από το
βασίλειο της Νάπολης, παρ’όλη την ταυτότητα της θρησκείας, τη σχεδόν όµοια γλώσσα

*
Μετάφραση: Κώστας Αντωνιάδης. Επιµέλεια µετάφρασης: Θανάσης Γκιούρας.
JOHN STUART MILL – ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΤΙΚΗ ∆ΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ 50

και παρ’όλο τον σηµαντικό όγκο κοινών ιστορικών προηγούµενων. Οι φλαµανδικές και
βαλλονικές επαρχίες του Βελγίου, παρ’όλη τη διαφορά φυλής και γλώσσας, έχουν πολύ
µεγαλύτερο το αίσθηµα της κοινής εθνότητάς τους από ό,τι οι πρώτοι έχουν µε την
Ολλανδία ή οι τελευταίοι µε τη Γαλλία. Εντούτοις, γενικά το εθνικό αίσθηµα
αποδυναµώνεται κατ’αναλογία όταν αποτυγχάνει κάποια από τις αιτίες που
συνεισφέρουν σε αυτό. Η ταυτότητα της γλώσσας, της λογοτεχνίας, και, σε κάποιο
βαθµό, της φυλής και των αναµνήσεων, έχουν διατηρήσει σε αξιόλογο βαθµό το
αίσθηµα της εθνότητας µεταξύ διαφόρων µερών που φέρουν το γερµανικό όνοµα, αν και
δεν υπήρξαν ποτέ πραγµατικά ενωµένα υπό την ίδια κυβέρνηση· αλλά το αίσθηµα αυτό
δεν έφτασε ποτέ σε τέτοιο βαθµό ώστε να ωθήσει τα ξεχωριστά κρατίδια να επιθυµούν
να απεµπολήσουν την αυτονοµία τους. Μεταξύ των Ιταλών, µια ταυτότητα κοινής
γλώσσας και λογοτεχνίας, που απέχει πολύ από το να είναι ολοκληρωµένη, σε
συνδυασµό µε µια γεωγραφική θέση που τους αποκόπτει µε σαφή οριογραµµή από άλλες
χώρες, και, ίσως πάνω από όλα, ένα κοινό όνοµα που κάνει όλους όσους συµµετέχουν σε
αυτό να υπερηφανεύονται για τα παρελθόντα επιτεύγµατα στις τέχνες, στα όπλα, στην
πολιτική, στη θρησκευτική πρωτοκαθεδρία, στην επιστήµη και στη λογοτεχνία, αποτελεί
τη βάση για ένα εθνικό αίσθηµα στον πληθυσµό, το οποίο, αν και ακόµη ατελές, υπήρξε
ικανό να προκαλέσει τα µεγάλα γεγονότα που διαδραµατίζονται στο παρόν, παρ’όλη την
µεγάλη ανάµειξη των φυλών, και το γεγονός ότι δεν υπήρξαν ποτέ, είτε στην αρχαία είτε
στη σύγχρονη ιστορία, υπό την ίδια κυβέρνηση, εκτός από την περίοδο όπου αυτή η
κυβέρνηση αναπτύσσονταν ή επεκτεινόταν στο µεγαλύτερο µέρος του τότε γνωστού
κόσµου.
Όπου υπάρχει η αίσθηση της εθνότητας σε οποιοδήποτε βαθµό, τότε υπάρχει µια
prima facie περίπτωση προς ένωση όλων των µελών της εθνότητας υπό την ίδια
κυβέρνηση, και υπό µία κυβέρνηση µόνον για αυτά. Αυτό σηµαίνει πολύ απλά ότι το
ζήτηµα της διακυβέρνησης πρέπει να αποφασίζεται από τους κυβερνώµενους. ∆εν
γνωρίζουµε τί άλλο θα µπορούσε να επιλέξει ελεύθερα ένα οποιοδήποτε µέρος του
ανθρώπινου γένους, από το να αποφασίσει µε ποιο από τα διάφορα συλλογικά σώµατα
των ανθρώπων θα ήθελε να συνδεθεί.
Αλλά όταν ένας λαός είναι ώριµος για ελεύθερους θεσµούς ισχύει µια ακόµη πιο
ουσιώδης παρατήρηση. Είναι σχεδόν αδύνατον να υπάρξουν ελεύθεροι θεσµοί σε µια
χώρα που αποτελείται από διαφορετικές εθνότητες. Επίσης, µεταξύ ενός λαού που δεν
έχει κοινό αίσθηµα [fellow-feeling], ιδιαίτερα εάν [τα µέλη του] διαβάζουν και µιλούν
διαφορετικές γλώσσες, η ενωµένη κοινή γνώµη, απαραίτητη για τη λειτουργία της
αντιπροσωπευτικής κυβέρνησης, είναι αδύνατον να υπάρξει. Οι επιρροές που
διαµορφώνουν γνώµες και καθορίζουν πολιτικά δρώµενα, είναι διαφορετικές σε
διαφορετικά τµήµατα της χώρας. Μια τελείως διαφορετική οµάδα ηγετών έχει την
εµπιστοσύνη ενός µέρους της χώρας και [µια διαφορετική] ενός άλλου. ∆εν φτάνουν στα
µέρη αυτά τα ίδια βιβλία, οι ίδιες εφηµερίδες, φυλλάδια και οµιλίες. Ένα τµήµα [της
χώρας] δεν γνωρίζει τί γνώµες, ή τί ερεθίσµατα, κυκλοφορούν στο άλλο. Τα ίδια
περιστατικά, οι ίδιες πράξεις, το ίδιο σύστηµα διακυβέρνησης, τα επηρεάζουν µε
διαφορετικό τρόπο· και καθένα φοβάται µεγαλύτερη πλήξη από τις άλλες εθνότητες,
παρά από τον κοινό κριτή, το κράτος. Η αµοιβαίες τους αντιπάθειες είναι γενικά πολύ
ισχυρότερες από τη ζηλοτυπία τους προς την κυβέρνηση. Εάν ένα τµήµα νοιώσει
προσβεβληµένο από την πολιτική ενός κοινού ηγέτη, αυτό αρκεί για να ωθήσει ένα άλλο
να υποστηρίξει αυτήν την πολιτική. Ακόµη και αν όλα πληχθούν, κανένα δεν νοιώθει ότι
µπορεί να στηριχθεί στο άλλο µε πίστη για ενωµένη αντίσταση· κανενός η δύναµη δεν
είναι αρκετή για να αντισταθεί από µόνο του, και το καθένα µπορεί λογικά να σκεφθεί
ότι είναι περισσότερο προς όφελός του να κερδίσει την εύνοια της κυβέρνησης ενάντια
JOHN STUART MILL – ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΤΙΚΗ ∆ΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ 51

στα υπόλοιπα. Πάνω από όλα, στην περίπτωση αυτήν λείπει η µέγιστη και µοναδική
αποτελεσµατική ασφάλεια του ύστατου καταφυγίου ενάντια στο δεσποτισµό της
κυβέρνησης: η συµπάθεια του στρατού µε το λαό. Οι στρατιωτικοί είναι εκείνο το µέρος
µιας κοινότητας στο οποίο, από τη φύση του πράγµατος, η διάκριση µεταξύ των
συµπατριωτών τους και των ξένων είναι βαθύτατη και ισχυρότατη. Για τον υπόλοιπο
λαό, οι ξένοι είναι απλώς αλλοδαποί· για τον στρατιώτη είναι άνθρωποι ενάντια στους
οποίους µπορεί, εντός εβδοµάδας, να κληθεί να πολεµήσει επί ζωής ή θανάτου. Για
αυτόν η διαφορά είναι µεταξύ φίλου και εχθρού – µπορούµε σχεδόν να πούµε µεταξύ
συµπατριωτών και άλλου είδους ζώων: διότι όσον αφορά τον εχθρό, ο µοναδικός νόµος
είναι εκείνος της βίας, και ο µοναδικός µετριασµός ο ίδιος όπως και στην περίπτωση των
ζώων – εκείνος του απλού ανθρωπισµού. Στρατιώτες οι οποίοι αισθάνονται το ήµισυ ή
τα τρία τέταρτα των υπηκόων της ίδιας κυβέρνησης ως ξένους, δεν θα διστάσουν
περισσότερο να τους θερίσουν, και δεν θα θελήσουν περισσότερο να ρωτήσουν το λόγο,
από το εάν έκαναν το ίδιο ενάντια σε κηρυγµένους εχθρούς. Ένας στρατός που
αποτελείται από διαφορετικές εθνότητες, δεν έχει άλλο πατριωτισµό παρά µόνον την
αφοσίωση στη σηµαία. Στρατοί τέτοιου είδους υπήρξαν οι εκτελεστές της ελευθερίας σε
όλη τη διάρκεια της σύγχρονης ιστορίας. Ο µόνος δεσµός που τους συνέχει είναι οι
αξιωµατικοί τους και η κυβέρνηση που υπηρετούν· και η µοναδική ιδέα τους περί
δηµοσίου καθήκοντος, αν έχουν καµία, είναι η υπακοή σε διαταγές. Μια κυβέρνηση που
υποστηρίζεται έτσι, διατηρώντας τα ουγγρικά της συντάγµατα στην Ιταλία και τα
ιταλικά στην Ουγγαρία, µπορεί να συνεχίσει να κυριαρχεί και στα δύο µέρη µε τη
σιδηρά ράβδο των ξένων κατακτητών.
Εάν υποστηριχθεί, ότι µια τόσο ευρεία διαφορά µεταξύ αυτού που οφείλεται σε έναν
συµπατριώτη και αυτού που οφείλεται απλώς σε ένα ανθρώπινο ον αρµόζει περισσότερο
σε αγρίους και όχι σε πολιτισµένα όντα, και ότι θα έπρεπε, µε την µεγαλύτερη ένταση,
να αποτελέσει στόχο αµφισβήτησης, κανείς δεν υποστηρίζει αυτήν τη γνώµη εντονότερα
από εµένα. Αυτός, όµως, ο στόχος – ένας από τους αξιολογότερους προς τους οποίους
µπορεί να κατευθυνθεί η ανθρώπινη δραστηριότητα – δεν µπορεί να προωθηθεί ποτέ,
στο παρόν επίπεδο πολιτισµού, διατηρώντας υπό την ίδια κυβέρνηση εθνότητες µε
ο,τιδήποτε προσοµοιάζει σε ισοδύναµη ισχύ. Σε µια βάρβαρη κατάσταση της κοινωνίας
η περίπτωση είναι µερικές φορές διαφορετική. Η κυβέρνηση ίσως τότε θα ενδιαφερθεί
να αµβλύνει τις αντιπάθειες µεταξύ των φυλών, ώστε να διατηρηθεί η ειρήνη και να
κυβερνηθεί ευκολότερα η χώρα. Αλλά, όταν υπάρχουν είτε ελεύθεροι θεσµοί ή επιθυµία
για αυτούς σε οποιονδήποτε από τους λαούς που συνδέονται τεχνητά µεταξύ τους, το
συµφέρον της κυβέρνησης έγκειται στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση. Έχει τότε
συµφέρον να διατηρεί και να δηλητηριάζει τις αντιπάθειές τους ώστε να τους εµποδίσει
να συµµαχήσουν, και µπορεί να προσπαθήσει να χρησιµοποιήσει µερικούς από αυτούς
προς υποδούλωση των άλλων. Η αυστριακή αυλή έχει καταστήσει για µια ολόκληρη
γενεά αυτήν την τακτική το κύριο µέσον διακυβέρνησής της· είναι δε πολύ καλά γνωστή
στον κόσµο η τραγική της επιτυχία την περίοδο της βιενέζικης εξέγερσης και του
ουγγρικού αγώνα. Ευτυχώς, υπάρχουν σήµερα σηµεία ότι η πρόοδος έχει προχωρήσει
αρκετά, ώστε αυτή η τακτική δεν είναι πλέον επιτυχής.
Για τους παραπάνω λόγους, αποτελεί γενικά αναγκαία συνθήκη της ύπαρξης
ελεύθερων θεσµών, ότι τα όρια των κυβερνήσεων θα πρέπει να συµπίπτουν µε αυτά των
εθνοτήτων. Υπάρχουν, όµως, αρκετές παρατηρήσεις που τείνουν στην πράξη να
αντιβαίνουν προς αυτήν τη γενική αρχή. Εν πρώτοις, η εφαρµογή της συχνά
δυσχεραίνεται λόγω γεωγραφικών εµποδίων. Υπάρχουν µέρη, ακόµη και στην Ευρώπη,
όπου διαφορετικές εθνότητες είναι τόσο πολύ ανάµεικτες σε τοπικό επίπεδο, ώστε δεν
τους είναι εφικτό να βρίσκονται υπό διαφορετικές κυβερνήσεις. Ο πληθυσµός της
JOHN STUART MILL – ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΤΙΚΗ ∆ΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ 52

Ουγγαρίας αποτελείται από Μαγυάρους, Σλοβάκους, Κροάτες, Σέρβους, Ρουµάνους και


σε κάποιες περιοχές από Γερµανούς, οι οποίοι είναι τόσο πολύ αναµειγµένοι ώστε ο
τοπικός τους διαχωρισµός είναι αδύνατος· και δεν δεν έχουν άλλη προοπτική παρά να
κάνουν την ανάγκη φιλότιµο, και να συµφιλιωθούν µε την ιδέα ότι θα ζήσουν µαζί υπό
τα ίδια δικαιώµατα και νόµους. Η κοινή τους υποτέλεια, που χρονολογείται µόλις από το
1849 µε την καταστροφή της ουγγρικής ανεξαρτησίας, φαίνεται να ωριµάζει και να τους
προδιαθέτει για ισότιµη ένωση. Η γερµανική αποικία της ανατολικής Πρωσίας είναι
αποµονωµένη από τη Γερµανία λόγω ενός τµήµατος της παλαιάς Πολωνίας, και εφόσον
είναι πολύ αδύναµη για να διατηρήσει ξεχωριστή ανεξαρτησία, τότε είναι αναγκαίο, αν
θα πρέπει να διατηρηθεί η γεωγραφική ενότητα, να βρίσκεται είτε υπό µη-γερµανική
κυβέρνηση ή η παρεµβαλόµενη πολωνική περιοχή θα πρέπει να είναι υπό γερµανική.
Μια άλλη αξιοσηµείωτη περιοχή όπου το κυρίαρχο στοιχείο στον πληθυσµό είναι
γερµανικό, οι επαρχίες της Κούρλαντ, η Εσθονία και η Λιβονία, είναι καταδικασµένο
λόγω της τοποθεσίας του να σχηµατίζει µέρος ενός σλαβικού κράτους. Στην ίδια την
ανατολική Γερµανία υπάρχει µεγάλος σλαβικός πληθυσµός: η Βοηµία είναι κυρίως
σλαβική, η δε Σιλεσία και άλλες περιοχές εν µέρει. Η πιο ενωµένη χώρα στην Ευρώπη, η
Γαλλία, απέχει πολύ από το να είναι οµοιογενής: ανεξαρτήτως από τα αποσπάσµατα
ξένων εθνοτήτων στα απώτερα άκρα της, αποτελείται, όσο αποδεικνύουν η γλώσσα και
η ιστορία, από δύο τµήµατα, [εκ των οποίων] το ένα έχει σχεδόν αποκλειστικά γάλλο-
ρωµανικό πληθυσµό, ενώ στο άλλο, σηµαντικό µέρος του πληθυσµού αποτελείται από
φράγκικες, βουργουνδικές και τευτονικές φυλές.
Όταν γίνει η ορθή παραχώρηση για γεωγραφικές αναγκαιότητες, εµφανίζεται µια
άλλη παρατήρηση, περισσότερο ηθικής και κοινωνικής χροιάς. Η εµπειρία αποδεικνύει
ότι είναι πιθανόν για µια εθνότητα να συγχωνευθεί και να απορροφηθεί από µια άλλη:
εάν δε αποτελούσε αρχικά µια κατώτερη ή πιο καθυστερηµένη µερίδα του ανθρώπινου
γένους, η αφοµοίωση αυτή είναι προς µεγάλο όφελός της. Κανείς δεν µπορεί να
υποθέσει ότι δεν είναι πλεονεκτικότερο για έναν Βρετονό, ή έναν Βάσκο της γαλλικής
Ναβάρας, να εισέλθει στο ρεύµα ιδεών και αισθηµάτων ενός υψηλά πολιτισµένου και
καλλιεργηµένου λαού – να είναι µέλος της γαλλικής εθνότητας, να απολαµβάνει ισότιµα
όλα τα προνόµια της ιδιότητας του Γάλλου πολίτη, να συµµετέχει στα πλεονεκτήµατα
της γαλλικής προστασίας και στην αξιοπρέπεια και το κύρος της γαλλικής δύναµης –
από το να παραµένει κατηφής στα βράχια του, στα ηµι-βαρβαρικά λείψανα του
παρελθόντος, να περιστρέφεται στην µικρή του πνευµατική τροχιά, χωρίς να συµµετέχει
και να ενδιαφέρεται για τη γενική κίνηση του κόσµου. Η ίδια παρατήρηση ισχύει και για
τον Ουαλό ή τον Σκώτο Χάιλάντερ ως µέλη του βρετανικού έθνους.
Ό,τιδήποτε προωθεί πραγµατικά την ανάµειξη των εθνοτήτων και το µείγµα των
ιδιοτήτων και ιδιοµορφιών τους σε µια κοινή ένωση, αποτελεί όφελος για το ανθρώπινο
γένος. Αυτό [θα γίνει] όχι µε εξαφάνιση των [εθνικών] τύπων, από τους οποίους, στις
αντίστοιχες περιπτώσεις θα παραµείνουν επαρκή δείγµατα, αλλά αµβλύνοντας τις
ακραίες µορφές τους και συµπληρώνοντας τα µεταξύ τους διάκενα. Ο ενωµένος λαός,
όπως µια γενιά εκτρεφόµενων ζώων από διασταυρώσεις (αλλά σε ακόµη µεγαλύτερο
βαθµό, καθώς οι επιρροές στη δραστηριότητά τους είναι τόσο ηθικές όσο και
φυσιολογικές), κληρονοµεί τις ιδιαίτερες κλίσεις και τα έξοχα προσόντα των
προγενητόρων του, ενώ µέσω της ανάµειξης προστατεύεται από το να ολισθήσει στην
υπερβολή των παθών που γειτονεύουν µε αυτές τις κλίσεις. Αλλά για να καταστεί
δυνατή αυτή η ανάµειξη, θα πρέπει να υπάρχουν ειδικές συνθήκες. Ο συνδυασµός των
περιστάσεων που ισχύουν, και που επηρεάζουν το αποτέλεσµα, ποικίλει.
Οι εθνότητες που συνενώνονται υπό την ίδια κυβέρνηση µπορεί να είναι σχεδόν ίσες
σε αριθµό και δύναµη ή να είναι πολύ άνισες. Εάν είναι άνισες, η ολιγοπληθέστερη των
JOHN STUART MILL – ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΤΙΚΗ ∆ΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ 53

δύο µπορεί να είναι είτε ανώτερη στον πολιτισµό, είτε κατώτερη. Εάν υποθέσουµε ότι
είναι ανώτερη, τότε µπορεί µέσω της ανωτερότητάς της, να καταφέρει να αποκτήσει
κυριαρχική επιρροή επί της άλλης, ή µπορεί να καταβληθεί από γυµνή δύναµη και να
τεθεί σε υποτέλεια. Αυτή η τελευταία περίπτωση αποτελεί καθαρή ζηµία για το
ανθρώπινο γένος, ενάντια στην οποία η πολιτισµένη ανθρωπότητα θα πρέπει οµόφωνα
να αντιταχθεί µε τα όπλα. Η απορρόφηση της Ελλάδας από την Μακεδονία ήταν από τις
µεγαλύτερες κακοτυχίες που συνέβησαν ποτέ στον κόσµο: η παρόµοια απορρόφηση
οποιασδήποτε από τις κύριες ευρωπαϊκές χώρες από τη Ρωσία θα αποτελούσε παρόµοια
κακοτυχία. Εάν η µικρότερη εθνότητα, που έχει υποτεθεί πιο προηγµένη, µπορέσει να
καταβάλλει την µεγαλύτερη, όπως οι Μακεδόνες, ενισχυµένοι από τους Έλληνες,
κατέβαλλαν την Ασία, και όπως οι Άγγλοι την Ινδία, υπάρχει συχνά κέρδος για τον
πολιτισµό: αλλά οι κατακτητές και οι κατακτηµένοι δεν µπορούν σε αυτήν την
περίπτωση να συνυπάρξουν υπό τους ίδιους ελεύθερους θεσµούς. Η αφοµοίωση των
κατακτητών από τον λιγότερο ανεπτυγµένο λαό θα ήταν κάτι κακό: αυτός [ο λαός] θα
έπρεπε να κυβερνάται ως υπήκοος, και η κατάσταση [αυτή] των πραγµάτων αποτελεί
είτε πλεονέκτηµα ή ατυχία, αναλόγως εάν ο υποταγµένος λαός έχει επιτύχει ή όχι το
στάδιο όπου αποτελεί προσβολή να µην είναι κανείς υπό ελεύθερη διακυβέρνηση, και
αναλόγως εάν οι κατακτητές χρησιµοποιούν ή όχι την ανωτερότητά τους µε τρόπο που
σχεδιάζεται να καταστήσει τους κατακτηµένους ικανούς για ένα ανώτερο στάδιο
προόδου. Αυτό το θέµα να αποτελέσει στόχο ιδιαίτερης πραγµάτευσης σε ακόλουθο
κεφάλαιο.
Όταν η εθνότητα που υπερισχύει είναι ταυτόχρονα η πολυπληθέστερη και η πιο
προηγµένη· και ιδιαίτερα όταν η υποταγµένη εθνότητα είναι µικρή και δεν έχει ελπίδα να
επανακτήσει την ανεξαρτησία της· τότε, εάν κυβερνάται µε κάποια ανεκτή δικαιοσύνη,
και εάν τα µέλη της ισχυρότερης εθνότητας δεν γίνονται απεχθή λόγω των
αποκλειστικών τους προνοµίων, η µικρότερη εθνότητα συµφιλιώνεται σταδιακά µε τη
θέση της και συγχωνεύεται µε την µεγαλύτερη. Ούτε ο Βρετονός, ούτε ακόµη ο
Αλσατός, έχει σήµερα την παραµικρή επιθυµία να αποχωριστεί από τη Γαλλία. Εάν οι
Ιρλανδοί δεν έχουν ακόµη καταλήξει στην ίδια αντίληψη ως προς την Αγγλία, αυτό
οφείλεται εν µέρει στο ότι αποτελούν έναν ευµεγέθη πληθυσµό, ικανό να συγκροτήσει
από µόνος του µια αξιόλογη εθνότητα· κυρίως, όµως, επειδή µέχρι προσφάτως,
κυβερνώνταν µε τόσο στυγερό τρόπο, ώστε τα καλύτερά τους αισθήµατα συνδέθηκαν µε
τα χειρότερά τους για να εκφράσουν πικρή αγανάκτηση ενάντια στη σαξονική ηγεµονία.
Αυτή η ντροπή για την Αγγλία, και [ταυτόχρονα] συµφορά για τη συνολική
αυτοκρατορία, µπορεί ορθώς να υποστηριχθεί ότι έχει σταµατήσει για σχεδόν µια γενεά.
Κανένας Ιρλανδός τώρα δεν είναι λιγότερο ελεύθερος από έναν Αγγλοσάξονα, ούτε έχει
µικρότερο µερίδιο σε οποιοδήποτε πλεονέκτηµα είτε ως προς τη χώρα του ή ως προς την
ατοµική του πορεία, από ότι εάν είχε προέλθει από οποιοδήποτε άλλο τµήµα της
βρετανικής κυριαρχίας. Το µοναδικό εναποµείναν πρόβληµα της Ιρλανδίας, εκείνο της
κρατικής εκκλησίας, είναι τέτοιο ώστε το συµµερίζεται το µισό ή σχεδόν το µισό του
πληθυσµού του µεγαλύτερου νησιού. ∆εν υπάρχει πλέον τίποτε, εκτός από την
ανάµνηση του παρελθόντος και τη διαφορά του κυρίαρχου θρησκεύµατος, για να κρατά
χωριστές δύο φυλές, οι οποίες είναι ίσως οι δύο καταλληλότερες φυλές στον κόσµο να
συµπληρώνει η µία την άλλη. Η συνειδητοποίηση ότι εν τέλει τους συµπεριφέρονται όχι
µόνον µε ισότιµη δκαιοσύνη αλλά και µε ισότιµη µέριµνα προοδεύει τόσο γοργά στο
ιρλανδικό έθνος, ώστε να προκαλεί τη βαθµιαία εξαφάνιση όλων των αισθηµάτων που
θα µπορούσαν να τους καταστήσουν αναίσθητους στα πλεονεκτήµατα που αναπόφευκτα
αποκτά ένας ολιγοπληθέστερος και φτωχότερος λαός από το να είναι συµπατριώτες,
παρά ξένοι, προς εκείνους που δεν είναι µόνον οι κοντινότεροί τους γείτονες, αλλά και
JOHN STUART MILL – ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΤΙΚΗ ∆ΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ 54

το πλουσιότερο, και ένα από τα πιο ελεύθερα, όπως και ένα από τα πιο καλλιεργηµένα
και ισχυρά έθνη του κόσµου.
Οι περιπτώσεις όπου υπάρχουν τα µεγαλύτερα πρακτικά κωλύµατα στην ανάµειξη
των εθνοτήτων, είναι όταν οι συνδεόµενες εθνότητες είναι σχεδόν ίσες σε πληθυσµό και
στα άλλα στοιχεία δύναµης. Στις περιπτώσεις αυτές, κάθε εθνότητα, εµπιστευόµενη τη
δύναµή της, και αισθανόµενη ικανή να σταθεί σε ίσο αγώνα µε οποιαδήποτε από τις
άλλες, είναι απρόθυµη να συγχωνευθεί µαζί της: κάθεµια καλλιεργεί µε κοµµατικό
πείσµα τις συγκεκριµένες ιδιοµορφίες της· ξεχασµένα έθιµα, ακόµη και εξαφανιζόµενες
γλώσσες, αναβιώνονται για να βαθύνουν το διαχωρισµό· κάθεµια θεωρεί ότι τυραννιέται
εάν ασκείται οποιαδήποτε εξουσία εντός της από φορείς µιας αντίπαλης φυλής· και
ο,τιδήποτε παραχωρείται σε µια από τις ανταγωνιζόµενες εθνότητες θεωρείται ότι
αφαιρείται από τις όλες τις υπόλοιπες. Όταν τα έθνη, που είναι έτσι διαχωρισµένα,
βρίσκονται υπό δεσποτική διακυβέρνηση που είναι ξένη προς όλα, ή, ενώ έχει προέλθει
από µία εθνότητα, δεν αποδίδει προνόµια σε κανένα έθνος και επιλέγει τους φορείς της
αδιάφορα από όλες, αισθανόµενη µεγαλύτερο συµφέρον στη δική της εξουσία παρά στη
συµπάθεια κάποιας εθνότητας· τότε, στο διάστηµα µερικών γενεών, η ταυτότητα της
κατάστασης συχνά παράγει αρµονία αισθηµάτων, και οι διαφορετικές φυλές καταλήγουν
να έχουν αµοιβαία συµπατριωτικά αισθήµατα· ιδιαίτερα εάν είναι διασκορπισµένες στην
ίδια τοποθεσία. Αλλά εάν η περίοδος προσδοκίας της ελεύθερης διακυβέρνησης έλθει
πριν από αυτήν τη συγχώνευση, θα έχει χαθεί η ευκαιρία επίτευξής της. Από εκείνη τη
στιγµή, εάν οι ασυµφιλίωτες εθνότητες είναι γεωγραφικά χωρισµένες, και ιδιαίτερα όταν
η τοποθεσία τους είναι τέτοια ώστε δεν προσφέρει φυσική ευκολία στο να βρίσκονται
υπό την ίδια κυβέρνηση (όπως στην περίπτωση µιας ιταλικής επαρχίας υπό γαλλικό ή
γερµανικό ζυγό), τότε δεν υπάρχει απλώς προφανής δυνατότητα, αλλά, αν υπάρχει
µέριµνα είτε για ελευθερία είτε για οµόνοια, [υπάρχει] η αναγκαιότητα ολοκληρωτικής
ρήξης της σχέσης. Υπάρχουν περιπτώσεις, όπου οι επαρχίες, µετά το διαχωρισµό
µπορούν να παραµείνουν ενωµένες µε έναν οµοσπονδιακό δεσµό: αλλά, γενικά
συµβαίνει ότι εάν είναι πρόθυµες να αποποιηθούν την πλήρη ανεξαρτησία, και να γίνουν
µέλη µιας οµοσπονδίας, η κάθεµιά τους έχει διαφορετικούς γείτονες µε τους οποίους θα
προτιµούσε να ενωθεί, καθώς θα έχουν περισσότερες κοινές συµπάθειες, εάν όχι
µεγαλύτερη κοινότητα συµφέροντος.

You might also like