Professional Documents
Culture Documents
ΤΜΗΜΑ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΗΣ
Εργαστήριο Φαρμακευτικής Τεχνολογίας
ΧΑΜΑΛΑΚΗ ΧΡΥΣΟΥΛΑ
ΦΑΡΜΑΚΟΠΟΙΟΣ
ΠΑΤΡΑ, Ιούνιος 2016
Χατζηαντωνίου Σοφία
Επίκουρη Καθηγήτρια, Τμήμα Φαρμακευτικής, Πανεπιστήμιο Πατρών
(ΕΠΙΒΛΕΠΟΥΣΑ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ)
Αυγουστάκης Κωνσταντίνος
Καθηγητής, Τμήμα Φαρμακευτικής, Πανεπιστήμιο Πατρών
Κλεπετσάνης Παύλος
Επίκουρος Καθηγητής, Τμήμα Φαρμακευτικής, Πανεπιστήμιο Πατρών
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1: ΔΕΡΜΑ
1.1 Δέρμα – Γενικά στοιχεία
1.2 Δέρμα – Δομή
1.2.1 Επιδερμίδα
1.2.1.1. Συστατικά στοιχεία της επιδερμίδας
1.2.2 Η Χοριο-επιδερμική ένωση
1.2.3 Χόριο ή κυρίως δέρμα
1.2.4 Υποδόριος ιστός (subcutaneous tissue)
1.3 Άλλα συστατικά στοιχεία του δέρματος
1.4 Αγγεία και νεύρα
1.4.1 Αγγεία του δέρματος
1.4.2 Νεύρα του δέρματος
1.5 Κεράτινα όργανα του δέρματος
1.6 Αδένες του δέρματος
1.7 Λειτουργίες του δέρματος
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΔΙΑΣΠΟΡΑΣ
2.1 Κολλοειδείς διασπορές- Γενικά χαρακτηριστικά
2.1.1 Ηλεκτρικές ιδιότητες των κολλοειδών σωματιδίων
2.2 Γαλακτώματα- Γενικά
2.2.1 Βασικές αρχές δημιουργίας γαλακτωμάτων
2.2.1.1 Μέθοδος παρασκευής
2.2.3 Μορφοποίηση των γαλακτωμάτων
2.2.3.1 Ελαιώδης φάση
2.2.3.2 Αναλογία φάσεων
2.2.3.3 Συνοχή
2.2.3.4 Αντιμικροβιακό μέσο
2.2.3.5 Αφρισμός
2.3 Συστατικά γαλακτωμάτων
2.3.1 Λιπαρά
2.3.1.1 Συστατικά λιπαρών – Τριγλυκερίδια
I
2.3.2 Γαλακτωματοποιητές
2.3.2.1 Κατηγορίες γαλακτωματοποιητών
2.3.2.2 Οι πρωτεΐνες ως γαλακτωματοποιητές
2.3.2.3 Γαλακτωματοποιητές μικρού μοριακού βάρους
2.3.2.4 Λεκιθίνη
2.4 Φυσικοχημικός χαρακτηρισμός γαλακτωμάτων
2.4.1 Έλεγχος τύπου γαλακτώματος
2.4.2 Προσδιορισμοί σταθερότητας γαλακτωμάτων
2.5 Σταθερότητα γαλακτωμάτων
2.5.1 Θερμοδυναμική σταθερότητα
2.5.2 Κινητική σταθερότητα
2.5.3 Μηχανισμοί αποσταθεροποίησης γαλακτωμάτων
2.5.3.1 Ωρίμανση κατά Ostwald (Ostwald Ripening)
2.5.3.2 Κρεμοποίηση/ Αποκορύφωση (Creaming)
2.5.3.3 Κροκίδωση (Flocculation)
2.5.3.4 Συνένωση (Coalescence)
2.5.3.5 Αναστροφή Φάσεων (Phase Inversion)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3: ΝΑΝΟ-ΓΑΛΑΚΤΩΜΑΤΑ
3.1 Νανοτεχνολογία
3.2 Μικρο- και νανογαλακτώματα
3.3 Νανογαλακτώματα
3.3.1 Φυσικές Ιδιότητες Νανογαλακτωμάτων
3.3.2 Τεχνικές σχηματισμού νανογαλακτωμάτων
3.3.2.1 Υπέρηχοι
3.3.2.2 Μικρορευστοποίηση (Microfluidization)
3.3.3 Χρήση νανογαλακτωμάτων στα Καλλυντικά
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4: ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟΥ
ΓΑΛΑΚΤΩΜΑΤΩΝ
4.1 Οπτική Μικροσκοπία (Optical Microscopy)
4.2 Σκέδαση του φωτός (Light Scattering)
4.2.1. Μέτρηση του μεγέθους σωματιδίων με σκέδαση του φωτός
4.2.2 Στατική σκέδαση φωτός (Static Light Scattering, SLS)
4.2.3 Δυναμική σκέδαση φωτός (Dynamic Light Scattering, DLS)
II
4.2.4 Ηλεκτροφορητική σκέδαση φωτός (Electrophoretic Light Scattering, ELS)
4.3 Φασματοσκοπία μοριακής απορρόφησης υπεριώδους ορατού (UV-Vis)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5: ΥΠΕΡΙΩΔΗΣ ΑΚΤΙΝΟΒΟΛΙΑ ΚΑΙ UV-ΦΙΛΤΡΑ
5.1 Ηλιακή ακτινοβολία
5.2 Υπεριώδης ακτινοβολία
5.3 Επίδραση της υπεριώδους ακτινοβολίας στο δέρμα
5.3.1 Ευεργετικές επιδράσεις υπεριώδους ακτινοβολίας
5.3.2 Επιβλαβείς συνέπειες υπεριώδους ακτινοβολίας
5.4 Προστασία του δέρματος από την υπεριώδη ακτινοβολία
5.4.1 Φυσικοί μηχανισμοί άμυνας του δέρματος έναντι της υπεριώδους ακτινοβολίας
5.4.2 Τεχνητή φωτοπροστασία- Αντιηλιακά σκευάσματα
5.4.3 Αντιηλιακά φίλτρα υπεριώδους ακτινοβολίας
5.4.3.1 Οργανικά φίλτρα υπεριώδους ακτινοβολίας
5.4.3.1.1 Μηχανισμός δράσης φίλτρων
5.4.3.1.2 Φωτοσταθερότητα φίλτρων
5.4.3.1.3 Συνδυασμός φίλτρων υπεριώδους ακτινοβολίας
5.4.3.2 Avobenzone
5.4.3.2.1 Μελέτη του φίλτρου Avobenzone
5.4.3.2.1.1 Φωτοσταθερότητα Avobenzone και συνδυασμοί φίλτρων
5.4.3.3 Octinoxate
5.4.3.4 Octyl Triazone
5.4.4 Εγκλωβισμός αντιηλιακών φίλτρων σε νανογαλακτώματα
ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟ ΜΕΡΟΣ
1.Υλικά
2. Οργανολογία
3. Παρασκευή συμβατικών γαλακτωμάτων και νανογαλακτωμάτων χωρίς UV-
φίλτρα (μάρτυρες)
3.1 Παρασκευή συμβατικών γαλακτωμάτων χωρίς UV-φίλτρα
3.2 Παρασκευή νανογαλακτωμάτων χωρίς UV-φίλτρα
4. Παρασκευή συμβατικού γαλακτώματος και νανογαλακτώμτος με UV-φίλτρα
4.1 Παρασκευή συμβατικού γαλακτώματος με UV-φίλτρα
4.2 Παρασκευή νανογαλακτώματος με UV-φίλτρα
III
5. Χαρακτηρισμός γαλακτωμάτων
5.1 Έλεγχος γαλακτωματοποίησης - Παρατήρηση στο οπτικό μικροσκόπιο
5.2 Φυσικοχημικός χαρακτηρισμός γαλακτωμάτων
5.2.1 Προσδιορισμός μεγέθους σωματιδίων συμβατικών γαλακτωμάτων
5.2.2 Προσδιορισμός μεγέθους σωματιδίων νανογαλακτωμάτων
5.2.3 Προσδιορισμός ζ- δυναμικού νανογαλακτωμάτων
5.2.4 Ποσοτικός προσδιορισμός του φίλτρου Avobenzone
5.2.4.1 Κατασκευή πρότυπης καμπύλης αναφοράς για ποσοτικό προσδιορισμό
Avobenzone
5.3 Μελέτη σταθερότητας γαλακτωμάτων
5.4 Μελέτη επίδρασης του φορέα στη χημική σταθερότητα του φίλτρου Avobenzone
5.4.1 Ακτινοβόληση συμβατικού και νανογαλακτώματος με UV-φίλτρα
5.5 Προσδιορισμός βάθους διέλευσης Avobenzone με αυτοκόλλητες ταινίες
5.5.1 Τεχνική αποκόλλησης ταινίας (tape stripping)
5.5.2 Πρωτόκολλο εφαρμογής του Tape Stripping
5.5.3 Ποσοτικός προσδιορισμός Avobenzone στις αυτοκόλλητες ταινίες
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ
6.1 Φυσικοχημικός χαρακτηρισμός σωματιδίων διασπορών των μαρτύρων
6.1.1 Οπτικό μικροσκόπιο
6.1.2 Κατανομή μεγέθους σωματιδίων της διεσπαρμένης φάσης των συμβατικών
γαλακτωμάτων
6.1.3 Έλεγχος του μεγέθους και του ζ-δυναμικού των διεσπαρμένων σωματιδίων των
νανογαλακτωμάτων
6.2 Μελέτη σταθερότητας
6.2.1 Φυγοκέντρηση
6.2.2 Επιταχυνόμενη γήρανση
6.2.2.1 Φυσικοχημικός χαρακτηρισμός
6.2.3 Φύλαξη σε διαφορετικές συνθήκες αποθήκευσης
6.2.3.1 Κατανομή μεγέθους σωματιδίων της διεσπαρμένης φάσης των συμβατικών
και των νανογαλακτωμάτων
6.3 Επιλογή σταθερότερης αναλογίας για τον εγκλωβισμό των φίλτρων UV
ακτινοβολίας
IV
7.1 Φυσικοχημικός χαρακτηρισμός σωματιδίων διασπορών των γαλακτωμάτων με
UV-φίλτρα
7.1.1 Οπτικό μικροσκόπιο
7.1.2 Κατανομή μεγέθους σωματιδίων της διεσπαρμένης φάσης του συμβατικού
γαλακτώματος
7.1.3 Έλεγχος του μεγέθους και του ζ-δυναμικού των διεσπαρμένων σωματιδίων των
νανογαλακτωμάτων
7.2 Ποσοτικός προσδιορισμός του φίλτρου Avobenzone
7.3 Μελέτη σταθερότητας
7.3.1 Φυγοκέντρηση
7.3.2 Επιταχυνόμενη γήρανση
7.3.2.1 Φυσικοχημικός χαρακτηρισμός
7.3.2.2 Ποσοτικός προσδιορισμός Avobenzone
7.3.3 Φύλαξη σε διαφορετικές συνθήκες αποθήκευσης
7.3.3.1 Κατανομή μεγέθους σωματιδίων της διεσπαρμένης φάσης των συμβατικών
και των νανογαλακτωμάτων
7.3.3.2 Μελέτη χημικής σταθερότητας του φίλτρου Avobenzone στα γαλακτώματα
7.3.4 Αξιολόγηση της φυσικοχημικής σταθερότητας του συμβατικού και του
νανογαλακτώματος που περιέχουν το φίλτρο Avobenzone μετά από ακτινοβόληση
7.3.4.1 Οπτική παρατήρηση των δειγμάτων
7.3.4.2 Κατανομή μεγέθους σωματιδίων της διεσπαρμένης φάσης του
νανογαλακτώματος
7.3.4.3 Ποσοτικός προσδιορισμός του φίλτρου Avobenzone
7.4 Αξιολόγηση του βάθους διέλευσης του φίλτρου Avobenzone in-vivo με
αυτοκόλλητες ταινίες
7.4.1 Ποσοτικός προσδιορισμός του φίλτρου Avobenzone στις διαφορετικές στιβάδες
του δέρματος στα προκαθορισμένα χρονικά διαστήματα
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
V
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΙΝΑΚΩΝ
VI
Πίνακας 19. Μελέτη σταθερότητας του μεγέθους των σωματιδίων της διεσπαρμένης
φάσης του νανογαλακτώματος σε διαφορετικές συνθήκες φύλαξης
Πίνακας 20. Μελέτη χημικής σταθερότητας του ενσωματωμένου φίλτρου
Avobenzone στο συμβατικό και στο νανογαλάκτωμα σε διαφορετικές συνθήκες
φύλαξης
Πίνακας 21. Μελέτη σταθερότητας του μεγέθους των σωματιδίων της διεσπαρμένης
φάσης του νανογαλακτώματος μετά από ακτινοβόληση
Πίνακας 22. Μελέτη χημικής σταθερότητας του ενσωματωμένου φίλτρου
Avobenzone στο συμβατικό και στο νανογαλάκτωμα μετά από ακτινοβόληση
Πίνακας 23. Ποσοτικός προσδιορισμός Avobenzone
Πίνακας 24. Ποσοστό βάθους κεράτινης στιβάδας που φθάνει το φίλτρο Avobenzone
του συμβατικού και του νανογαλακτώματος
Πίνακας 25. Αξιολόγηση διείσδυσης του φίλτρου Avobenzone στα στρώματα της
κεράτινης στιβάδας σε βάθος χρόνου 2 ωρών
VII
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑΤΩΝ
VIII
Διάγραμμα 16. Μελέτη σταθερότητας του ζ-δυναμικού του νανογαλακτώματος
αναλογίας 2/1 (φύλαξη στους Τ= 25 οC)
Διάγραμμα 17. Μελέτη σταθερότητας της διασποράς του μεγέθους των σωματιδίων
του νανογαλακτώματος αναλογίας 2/1 (φύλαξη στους Τ= 4 οC)
Διάγραμμα 18. Μελέτη σταθερότητας του ζ-δυναμικού του νανογαλακτώματος
αναλογίας 2/1 (φύλαξη στους Τ= 4 οC)
Διάγραμμα 19. Μελέτη σταθερότητας της διασποράς του μεγέθους των σωματιδίων
του νανογαλακτώματος αναλογίας 2/1 (φύλαξη στους Τ= 45 οC)
Διάγραμμα 20. Μελέτη σταθερότητας του ζ-δυναμικού του νανογαλακτώματος
αναλογίας 2/1 (φύλαξη στους Τ= 45 οC)
Διάγραμμα 21. Μελέτη σταθερότητας της διασποράς του μεγέθους των σωματιδίων
του νανογαλακτώματος αναλογίας 1/2 (φύλαξη στους Τ= 25 οC)
Διάγραμμα 22. Μελέτη σταθερότητας του ζ-δυναμικού του νανογαλακτώματος
αναλογίας 1/2 (φύλαξη στους Τ= 25 οC)
Διάγραμμα 23. Μελέτη σταθερότητας της διασποράς του μεγέθους των σωματιδίων
του νανογαλακτώματος αναλογίας 1/2 (φύλαξη στους Τ= 4 οC)
Διάγραμμα 24. Μελέτη σταθερότητας του ζ-δυναμικού του νανογαλακτώματος
αναλογίας 1/2 (φύλαξη στους Τ= 4 οC)
Διάγραμμα 25. Μελέτη σταθερότητας της διασποράς του μεγέθους των σωματιδίων
του νανογαλακτώματος αναλογίας 1/2 (φύλαξη στους Τ= 45 οC)
Διάγραμμα 26. Μελέτη σταθερότητας του ζ-δυναμικού του νανογαλακτώματος
αναλογίας 1/2 (φύλαξη στους Τ= 45 οC)
Διάγραμμα 27. Μελέτη σταθερότητας της διασποράς του μεγέθους των σωματιδίων
του συμβατικού γαλακτώματος (κατά τη δοκιμασία της επιταχυνόμενης γήρανσης)
Διάγραμμα 28. Μελέτη σταθερότητας της διασποράς του μεγέθους των σωματιδίων
του νανογαλακτώματος (κατά τη δοκιμασία της επιταχυνόμενης γήρανσης)
Διάγραμμα 29. Μελέτη σταθερότητας του ζ-δυναμικού του νανογαλακτώματος
(κατά τη δοκιμασία της επιταχυνόμενης γήρανσης)
Διάγραμμα 30. Μελέτη χημικής σταθερότητας του φίλτρου Avobenzone (κατά τη
δοκιμασία της επιταχυνόμενης γήρανσης) σε συμβατικό και νανογαλάκτωμα
Διάγραμμα 31. Μελέτη σταθερότητας της διασποράς του μεγέθους των σωματιδίων
του συμβατικού γαλακτώματος (φύλαξη στους Τ= 25 οC)
Διάγραμμα 32. Μελέτη σταθερότητας της διασποράς του μεγέθους των σωματιδίων
του συμβατικού γαλακτώματος (φύλαξη στους Τ= 4 οC)
IX
Διάγραμμα 33. Μελέτη σταθερότητας της διασποράς του μεγέθους των σωματιδίων
του συμβατικού γαλακτώματος (φύλαξη στους Τ= 45 οC)
Διάγραμμα 34. Μελέτη σταθερότητας της διασποράς του μεγέθους των σωματιδίων
του νανογαλακτώματος (φύλαξη στους Τ= 25 οC)
Διάγραμμα 35. Μελέτη σταθερότητας του ζ-δυναμικού του νανογαλακτώματος
(φύλαξη στους Τ= 25 οC)
Διάγραμμα 36. Μελέτη σταθερότητας της διασποράς του μεγέθους των σωματιδίων
του νανογαλακτώματος (φύλαξη στους Τ= 4 οC)
Διάγραμμα 37. Μελέτη σταθερότητας του ζ-δυναμικού του νανογαλακτώματος
(φύλαξη στους Τ= 4 οC)
Διάγραμμα 38. Μελέτη σταθερότητας της διασποράς του μεγέθους των σωματιδίων
του νανογαλακτώματος (φύλαξη στους Τ= 45 οC)
Διάγραμμα 39. Μελέτη σταθερότητας του ζ-δυναμικού του νανογαλακτώματος
(φύλαξη στους Τ= 45 οC)
Διάγραμμα 40. Μελέτη χημικής σταθερότητας του φίλτρου Avobenzone (φύλαξη σε
Τ=25 οC) σε συμβατικό και νανογαλάκτωμα
Διάγραμμα 41. Μελέτη χημικής σταθερότητας του φίλτρου Avobenzone (φύλαξη σε
Τ= 4 οC) σε συμβατικό και νανογαλάκτωμα
Διάγραμμα 42. Μελέτη χημικής σταθερότητας του φίλτρου Avobenzone (φύλαξη σε
Τ= 45 οC) σε συμβατικό και νανογαλάκτωμα
Διάγραμμα 43. Μελέτη σταθερότητας της διασποράς του μεγέθους των σωματιδίων
του νανογαλακτώματος (κατά τη δοκιμασία της ακτινοβόλησης)
Διάγραμμα 44. Μελέτη σταθερότητας του ζ-δυναμικού του νανογαλακτώματος
(κατά τη δοκιμασία της ακτινοβόλησης)
Διάγραμμα 45. Μελέτη χημικής σταθερότητας του φίλτρου Avobenzone (κατά τη
δοκιμασία της ακτινοβόλησης) σε συμβατικό και νανογαλάκτωμα
Διάγραμμα 46. Ποσοτικός προσδιορισμός Avobenzone που ενσωματώνεται στα
διάφορα στρώματα της κεράτινης στοιβάδας (1η ταινία, 2η και 3η ταινία, 4η και 5η
ταινία) εθελοντών 0.5, 1 και 2h μετά την εφαρμογή συμβατικού γαλακτώματος
Διάγραμμα 47. Ποσοτικός προσδιορισμός Avobenzone που ενσωματώνεται στα
διάφορα στρώματα της κεράτινης στοιβάδας (1η ταινία, 2η και 3η ταινία, 4η και 5η
ταινία) εθελοντών 0.5, 1 και 2h μετά την εφαρμογή νανογαλακτώματος
X
Διάγραμμα 48. Ποσότητα του φίλτρου Avobenzone που ενσωματώνεται στην
κεράτινη στοιβάδα εθελοντών 0.5, 1 και 2h μετά την εφαρμογή συμβατικού και
νανογαλακτώματος
Διάγραμμα 49. % ποσοστό βάθους διέλευσης Avobenzone στην κεράτινη στιβάδα σε
συμβατικό και νανογαλάκτωμα
Διάγραμμα 50. Κινητική μελέτη της κατανομής του φίλτρου Avobenzone της
κεράτινης στιβάδας (συμβατικό γαλάκτωμα)
Διάγραμμα 51. Κινητική μελέτη της κατανομής του φίλτρου Avobenzone της
κεράτινης στιβάδας (νανογαλάκτωμα)
XI
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΕΙΚΟΝΩΝ
XII
Εικόνα 23. Το ηλιακό φάσμα
Εικόνα 24. Κατάταξη δερματικών τύπων κατά Fitzpatrick
Εικόνα 25. Λεπτομερής κατάλογος ευρέως χρησιμοποιούμενων οργανικών UV-
φίλτρων στην Ευρώπη και στις Η.Π.Α.
Εικόνα 26. Χημική δομή (α) και φάσμα απορρόφησης (β) του φίλτρου Avobenzone
(Ανίχνευση στα 358 nm)
Εικόνα 27. Καμπύλες απορρόφησης: φωτοσταθερός συνδυασμός 10% Octocrylene +
2% Avobenzone σε o/w αντιηλιακό σκεύασμα α) και φωτοασταθής συνδυασμός 7.5%
Octinoxate + 2% Avobenzone σε o/w αντιηλιακό σκεύασμα β) πριν και μετά την
ακτινοβόληση
Εικόνα 28. Χημική δομή (α) και φάσμα απορρόφησης (β) του φίλτρου Octinoxate
(Ανίχνευση στα 304 nm)
Εικόνα 29. Χημική δομή (α) και φάσμα απορρόφησης (β) του φίλτρου Octyl
Triazone (Ανίχνευση στα 314 nm)
Εικόνα 30. Οπτικό μικροσκόπιο Leica, DMLB
Εικόνα 31. Συσκευή Mastersizer S (Malvern, UK)
Εικόνα 32. Συσκευή Zetasizer Nano-ZS (Malvern, UK)
Εικόνα 33. Φάσμα απορρόφησης προτύπου διαλύματος Avobenzone συγκέντρωσης
0,01 mg/ml
Εικόνα 34. Φάσμα απορρόφησης του UV-φίλτρου Octyltriazone (εγκλωβισμένο σε
συμβατικό γαλάκτωμα σε αναλογία 0,5%)
Εικόνα 35. Φάσμα απορρόφησης του UV-φίλτρου Octyl Methoxy Cinnamate
(εγκλωβισμένο σε συμβατικό γαλάκτωμα σε αναλογία 1,5%)
Εικόνα 36. Πρωτόκολλο ελέγχου σταθερότητας γαλακτωμάτων. Έλεγχος επίδρασης
διαφορετικών συνθηκών αποθήκευσης στη σταθερότητα τους.
Εικόνα 37. Βήματα τεχνικής tape-stripping
Εικόνα 38. Απεικόνιση των σωματιδίων της διεσπαρμένης φάσης των συμβατικών
γαλακτωμάτων χωρίς UV-φίλτρα των 2/1 α) και 1/2 β) αναλογιών
Εικόνα 39. Φωτογραφία των γαλακτωμάτων των δύο αναλογιών χωρίς UV-φίλτρα
αμέσως μετά τη φυγοκέντρηση: α) συμβατικά γαλακτώματα με διαχωρισμό φάσεων,
β) νανογαλακτώματα σταθερά
Εικόνα 40. Φωτογραφία των γαλακτωμάτων χωρίς UV-φίλτρα αμέσως μετά τη
δοκιμασία της επιταχυνόμενης γήρανσης
Εικόνα 41. Φωτογραφία συμβατικών γαλακτωμάτων σε Τ= 25 οC
XIII
Εικόνα 42. Φωτογραφία συμβατικών γαλακτωμάτων σε Τ= 4 οC
Εικόνα 43. Φωτογραφία συμβατικών γαλακτωμάτων σε Τ= 45 οC
Εικόνα 44. Φωτογραφία νανογαλακτωμάτων σε Τ= 25 οC
Εικόνα 45. Φωτογραφία νανογαλακτωμάτων σε Τ= 4 οC
Εικόνα 46. Φωτογραφία νανογαλακτωμάτων σε Τ= 45 οC
Εικόνα 47. Απεικόνιση των σωματιδίων της διεσπαρμένης φάσης του συμβατικού
γαλακτώματος με UV-φίλτρα
Εικόνα 48. Φωτογραφία των γαλακτωμάτων με τα τρία UV-φίλτρα αμέσως μετά τη
φυγοκέντρηση με σημείωση στην περιοχή του γαλακτώματος που είναι εμφανής η
τάση διαχωρισμού.
Εικόνα 49. Φωτογραφία των γαλακτωμάτων με UV-φίλτρα αμέσως μετά τη δοκιμασία της
επιταχυνόμενης γήρανσης: τα γαλακτώματα παρέμειναν σταθερά
Εικόνα 50. Φωτογραφία συμβατικού γαλακτώματος σε Τ= 25 οC με διαχωρισμό
φάσεων στις 15 ημέρες φύλαξης
Εικόνα 51. Φωτογραφία συμβατικού γαλακτώματος σε Τ= 4 οC με διαχωρισμό
φάσεων και σχηματισμό ιζήματος στις 60 ημέρες φύλαξης
Εικόνα 52. Φωτογραφία συμβατικού γαλακτώματος σε Τ= 45 οC με διαχωρισμό
φάσεων στις 15 ημέρες φύλαξης
Εικόνα 53: Φωτογραφία νανογαλακτώματος σε Τ= 25 οC
Εικόνα 54. Φωτογραφία νανογαλακτώματος σε Τ= 4 οC
Εικόνα 55. Φωτογραφία νανογαλακτώματος σε Τ= 45 οC
Εικόνα 56. Φωτογραφία του α) συμβατικού και β) νανογαλακτώματος μετά την
ακτινοβόληση
XIV
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1: ΔΕΡΜΑ
1.1 Δέρμα – Γενικά στοιχεία
Το δέρμα καλύπτει όλη την εξωτερική επιφάνεια του σώματος και αποτελεί το
μεγαλύτερο όργανο στον ανθρώπινο οργανισμό. Λειτουργεί σαν ελαστική ασπίδα
παρέχοντας προστασία από εξωτερικούς, δυνητικά παθογόνους παράγοντες, οι οποίοι
μπορούν να προκαλέσουν βλάβη στον οργανισμό. Ουσιαστικά αποτελεί ένα ελαστικό
περίβλημα του σώματος, το οποίο διατηρεί την ικανότητα να αυτοαναγεννάται, ενώ
παράλληλα έχει ποικίλες λειτουργίες και δρα ως διαμεσολαβητής ανάμεσα στο
εξωτερικό, πολλές φορές εχθρικό περιβάλλον και το ευαίσθητο εσωτερικό του
σώματος.
Το βάρος του δέρματος υπολογίζεται περίπου στο 16% του ανθρώπινου βάρους και
το πάχος του κυμαίνεται μεταξύ 0,5 mm στο βλέφαρο του ματιού και 3 – 6 mm στην
παλάμη ή στο πέλμα. Το δέρμα περιέχει πλήθος νευρικών απολήξεων και υποδοχέων,
πράγμα που το καθιστά αισθητήριο όργανο της αφής, του πόνου, της θερμότητας και
της ηδονής. Τέλος, είναι κοινώς αποδεκτό ότι η εμφάνιση του δέρματος καθορίζει
σημαντικά την κοινωνική μας συμπεριφορά και επικοινωνία.
Το δέρμα αποτελείται από δύο στιβάδες, την εξωτερική που καλείται επιδερμίδα και
την εσωτερική που ονομάζεται χόριο. Τα εξαρτήματα της επιδερμίδας είναι η
τριχοσμηγματογόνος συσκευή, οι αποκρινείς και ιδρωτοποιοί αδένες καθώς και οι
όνυχες. Η τριχοσμηγματογόνος συσκευή σχηματίζεται από τρίχες, τον ανελκτήρα μυ
1
και τον σμηγματογόνο αδένα. Κάτω από το χόριο υπάρχει χαλαρός συνδετικός ιστός,
το υπόδερμα ή υποδόριος ιστός, το οποίο περιέχει άφθονο λίπος (Εικ. 1 και 2).
Το δέρμα είναι ένα δυναμικό όργανο που υφίσταται συνεχείς αλλαγές σε ολόκληρη
τη ζωή, καθώς εξωτερικά στρώματα αποπίπτουν και αντικαθίστανται από κύτταρα
εσωτερικών στιβάδων. Το δέρμα ποικίλλει επίσης σε πάχος αναλόγως την ανατομική
θέση, το φύλο και την ηλικία του ατόμου. Επιπλέον, είναι πιο παχύ στις παλάμες και
τα πέλματα των ποδιών (~ 1,5 mm σε πάχος), ενώ το λεπτότερο δέρμα βρίσκεται στα
βλέφαρα και στην περιωτική περιοχή (~ 0,05 χιλιοστά πάχος). Το δέρμα των ανδρών
είναι χαρακτηριστικά παχύτερο από το δέρμα των γυναικών σε όλες τις ανατομικές
περιοχές. Τα παιδιά έχουν σχετικά λεπτό δέρμα, που πυκνώνει σταδιακά μέχρι την
τέταρτη ή πέμπτη δεκαετία της ζωής όταν αρχίζει να γίνεται πιο λεπτό. Αυτή η
αραίωση οφείλεται κατά κύριο λόγο σε αλλαγές στο χόριο, με απώλεια της
ελαστικότητας ινών, των επιθηλιακών εξαρτημάτων και στρώματος.[3]
2
Εικόνα 2. Κάθετη τομή ανθρώπινου δέρματος[4]
1.2.1 Επιδερμίδα
3
κύτταρα που τη συνιστούν στιβάζονται ακόμα πιο πυκνά σε αυτή τη
φάση.[7]
iii. Κοκκιώδης στιβάδα (Stratum granulosum): αποτελείται από κοκκία
κερατοϋαλίνης, τα οποία αποτελούν την πρόδρομη ουσία της κερατίνης.
Επίσης, περιέχει λιπίδια τα οποία αποβάλλονται στο μεσοκυττάριο
διάστημα και συμβάλλουν στην κυτταρική συνοχή.[6]
Αποτελείται από δύο έως 4 στρώματα κυττάρων και έχει πάχος συνήθως
3μm. Στη στιβάδα αυτή ξεκινά η κερατινοποίηση των κερατινοκυττάρων,
κατά την οποία λύονται τα οργανίδιά τους, συμπεριλαμβανομένου του
πυρήνα και των μιτοχονδρίων. Τα κύτταρα πληρώνονται με ολοένα
αυξανόμενη ποσότητα ινών κερατίνης και η υγρασία μειώνεται. Τέλος,
κατά τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας το σχήμα τους και γίνονται
πεπλατυσμένα.[7]
4
Εικόνα 3. Στιβάδες του δέρματος[8]
5
αποπλεπατυσμένου πεταλίου λέγεται κερατινοποίηση, που αποτελεί το
σχηματισμό της κεράτινης στιβάδας, SC (περίπου 0,01 mm).
Μείζονος σημασίας διαδικασία αποτελεί αυτή της απομάκρυνσης κυττάρων από την
επιφάνεια της κεράτινης στιβάδας. Η διαδικασία αυτή καλείται απολέπιση και
ουσιαστικά περιλαμβάνει την απομάκρυνση νεκρών κυττάρων τα οποία εντοπίζονται
στις εξώτατες στιβάδες του δέρματος.[11] Μέσω της απολέπισης εξισορροπούνται τα
συνεχώς πολλαπλασιαζόμενα κερατινοκύτταρα, τα οποία σχηματίζουν το βασικό
στρώμα. Παράλληλα, με τη διαδικασίας αυτή επιτυγχάνεται η εξάλειψη μολυσμένων
κυττάρων καθώς και κυττάρων που έχουν υποστεί βλάβη από ρύπους και
μικροοργανισμούς του περιβάλλοντος.
6
στα λεμφοκύτταρα. Με τον τρόπο αυτό, παρακινούν το ανοσοποιητικό
σύστημα να απαντήσει, μειώνοντας ή αποτρέποντας τη φλεγμονώδη
αντίδραση.
iv. Τα κύτταρα του Merkel περιλαμβάνουν ελεύθερες νευρικές απολήξεις και
χρησιμεύουν ως υποδοχείς μηχανικών ερεθισμάτων, εξυπηρετώντας την
αισθητική λειτουργία του δέρματος. Βρίσκονται σε αφθονία σε περιοχές
μεγάλης ευαισθησίας.[6]
7
Η χοριο-επιδερμική ένωση λειτουργεί ως ημιδιαπερατό φίλτρο ρυθμίζοντας τη δίοδο
ουσιών από τα έξω και προς τα μέσα και αντίστροφα και παράλληλα εξασφαλίζει
μηχανική υποστήριξη της επιδερμίδας.[6]
Το χόριο είναι ο συνδετικός ιστός που υποστηρίζει και τρέφει την επιδερμίδα και
παράλληλα τη συνδέει με το υποδόριο λίπος. Το χόριο περιλαμβάνει αυτόχθονα και
ετερόχθονα κύτταρα. Πλειοψηφία των αυτόχθονων κυττάρων αποτελούν οι
ινοβλάστες, οι οποίοι είναι υπεύθυνοι για σύνθεση τριών ειδών ινών. Οι βασικότερες
ίνες είναι οι κολλαγόνοι ίνες οι οποίες απαντώνται σε πολλούς υποτύπους και
εξασφαλίζουν τη δομική υποστήριξη του δέρματος. Είναι παχύτερες και τραχύτερες
στα βαθύτερα στρώματα του χορίου (δικτυωτό στρώμα) και λεπτότερες στα πιο
επιφανειακά στρώματα (θηλώδες στρώμα). Άλλα είδη συντιθέμενων από τους
ινοβλάστες ινών είναι οι ελαστικές ίνες, οι οποίες εξασφαλίζουν την ελαστικότητα
του δέρματος και τέλος οι δικτυωτές ίνες. Στα ετερόχθονα κύτταρα του χορίου
περιλαμβάνονται τα μαστοκύτταρα, τα μακροφάγα και τα λεμφοκύτταρα.[6]
Ο υποδόριος ιστός είναι γνωστός και ως υπόδερμα (που σημαίνει «κάτω από το
δέρμα»). Ο υποδόριος ιστός είναι το χαμηλότερο στρώμα του δερματικού
8
συστήματος στα σπονδυλωτά.[15] Βρίσκεται ακριβώς κάτω από το χόριο, με το οποίο
συνδέεται με τη χοριο-υποδόρια συμβολή. Οι τύποι των κυττάρων που απαντώνται
στο υπόδερμα είναι οι ινοβλάστες, τα μακροφάγα και κυρίως τα λιπώδη κύτταρα,
ρόλος των οποίων είναι η αποθήκευση του σωματικού λίπους και αντιπροσωπεύουν
το 15% με 30% της συνολικής μάζας του σώματος. Ουσιαστικά, είναι μια ελαστική
στιβάδα με μεγάλη ποσότητα λιπωδών κυττάρων τα οποία είναι υπεύθυνα για την
απορρόφηση των κραδασμών, παρέχοντας προστασία στα αγγεία του δέρματος και
τις νευρικές απολήξεις. Κατά μέσο όρο έχει πάχος 4mm - 9mm, το οποίο διαφέρει
από άνθρωπο σε άνθρωπο και εξαρτάται από την κατανομή λίπους στο σώμα.[7]
Το υποδόριο λίπος είναι το στρώμα του υποδόριου ιστού που είναι ευρύτερα
κατανεμημένο.[16] Αποτελείται από λιποκύτταρα, τα οποία βρίσκονται
ομαδοποιημένα σε λόβια και διαχωρίζονται μέσω συνδετικού ιστού.[17] Ο αριθμός
των λιποκυττάρων ποικίλλει μεταξύ των διαφόρων περιοχών του σώματος, ενώ το
μέγεθός τους ποικίλλει ανάλογα με τη διατροφική κατάσταση του οργανισμού.[18]
Κύτταρα
9
κυρίως φωτός καθώς και στην όψη του δέρματος διαδραματίζουν η μελανίνη και η
αιμοσφαιρίνη.
Ο κύριος ρόλος της μελανίνης είναι η προστασία του εσωτερικού του δέρματος μέσω
απορρόφησης και σκεδασμού της υπεριώδους ακτινοβολίας. Όταν τα μελανοκύτταρα
εκτίθενται στο ηλιακό φως, αρχίζουν να παράγουν μελανίνη. Σε αυτή τη βιολογική
αντίδραση οφείλεται το μαύρισμα του δέρματος, που εξαρτάται άμεσα από την
ποσότητα των μελανοσωμάτων του εκάστοτε οργανισμού. Στο ανοιχτόχρωμα δέρμα
των Καυκάσιων, το κλάσμα του όγκου των μελανοσωμάτων είναι μόνο μεταξύ 1 και
3 %. Στο δέρμα των Καυκάσιων πληθυσμών της Μεσογείου, το ποσοστό αυξάνεται
σε 11-16%. Ενώ στο σκουρόχρωμα δέρμα των αφρικανών φτάνει στο 43%.
Η μελανίνη συντίθεται μέσω της τυροσίνης, η οποία αποτελεί πρώτη ύλη για το
σχηματισμό της. Τα ώριμα κοκκία μελανίνης αποθηκεύονται στα επιθηλιακά κύτταρα
της επιδερμίδας. Στις επιφανειακότερες στιβάδες επιθηλιακών κυττάρων η μελανίνη
μεταβολίζεται και τελικά απομακρύνεται από το δέρμα. Ωστόσο, μερικές φορές, λόγω
μεταβολικών δυσλειτουργιών που προκαλούνται από το υπεριώδες φως και τη
γήρανση, η μελανίνη παραμένει στην επιδερμίδα ή διεισδύει μέσα στο χόριο
σχηματίζοντας χρωστικές αποθέσεις, τις φακίδες.[19]
10
Όταν η αιμοσφαιρίνη έχει δεσμευμένο οξυγόνο, ονομάζεται
οξυαιμοσφαιρίνη (HbO2). Στην αποξυγονωμένη μορφή της, όταν δεν έχει
δεσμευμένο οξυγόνο ονομάζεται δεοξυαιμοσφαιρίνη (ΗΒ).
11
αποτελείται από το σώμα του νευρικού κυττάρου και από τις αποφυάδες του με τα
περιβλήματά τους. Οι νευρώνες συνδέονται μεταξύ τους με τις συνάψεις, στις οποίες
γίνεται η μεταβίβαση του ερεθίσματος από τον ένα νευρώνα στον άλλο και
καταλήγουν στις νευρικές απολήξεις.[22]
Τα νεύρα διακρίνονται σε αισθητικά, κινητικά και αγγειοκινητικά. Τα αισθητικά και
κινητικά προέρχονται από τα εγκεφαλονωτιαία νεύρα, ενώ τα υπόλοιπα από τα νεύρα
του συμπαθητικού νευρικού συστήματος. Στις ελεύθερες νευρικές απολήξεις
οφείλεται η αίσθηση του πόνου και βρίσκονται στη θηλώδη στιβάδα.
Σε όλη την επιφάνεια του δέρματος τα σωμάτια του ψύχους εκτιμώνται σε 148.000
και της θερμότητας σε 16.000. Αν εφαρμοστεί υψηλή θερμοκρασία σε μεγάλη
επιφάνεια του δέρματος, ερεθίζονται συγχρόνως σωμάτια ψύχους και θερμότητας και
παράγουν το αίσθημα της ζέστης. Τα σωμάτια Vater Pacini βρίσκονται στην
επιδερμίδα και θεωρούνται όργανα για την αίσθηση της ισχυρής πίεσης πάνω στο
δέρμα. Τέλος, στο υπόδερμα βρίσκονται τα σωμάτια του Golgi Mazzoni, που
σχετίζονται με την ηδονή.[20]
12
Οι τρίχες και τα νύχια αποτελούν τα κεράτινα όργανα του δέρματος. Συγκεκριμένα,
οι τρίχες είναι κεράτινα νημάτια, τα οποία εκφύονται από τους θύλακες των τριχών
και αποτελούνται από το στέλεχος και τη ρίζα. Κάθε τρίχα περιβάλλεται εν μέρει από
τον επιθηλιακό και τον ινώδη θύλακα. Το κάτω τμήμα παρουσιάζει μια πάχυνση και
από αυτό γίνεται η αύξηση της τρίχας.
13
ιδιάζουσα και χαρακτηριστική οσμή, η οποία είναι επαφίεται στο φύλο, τη
φυλή, ακόμα και στο ίδιο το άτομο.[24]
14
Παραγωγή μελανίνης ή χρωστικής: Η μελανίνη βρίσκεται στις βαθύτερες
στιβάδες της επιδερμίδας και είναι υπεύθυνη για το χρώμα του δέρματος αλλά
και για την προστασία του από την υπεριώδη ακτινοβολία.
Αισθητήρια: Στο δέρμα βρίσκονται οι τελικές νευρικές απολήξεις των
εγκεφαλονωτιαίων νεύρων και των αγγειοκινητικών και εκκριτικών νευρώνων
του συμπαθητικού συστήματος. Για το λόγο αυτό, αποτελεί το αισθητήριο
όργανο της αφής, του πόνου, της πίεσης, του θερμού και του ψυχρού.
Παραγωγή βιταμίνης D3: μια θετική επίδραση της έκθεσης σε ακτινοβολία
UVB είναι η παραγωγή της βιταμίνης D3, η οποία, μαζί με το ασβέστιο,
ενισχύει την υγεία των οστών και των μυών. Το ποσοστό έκθεσης στη UVB
ακτινοβολία για την παραγωγή της απαιτούμενης ποσότητας βιταμίνης D3
ποικίλει ανάλογα με τις διαιτητικές ανάγκες του ατόμου, το χρωματικό τόνο
του δέρματός του όπως επίσης και τον τόπο κατοικίας του.[25]
15
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΔΙΑΣΠΟΡΑΣ
2.1 Κολλοειδείς διασπορές- Γενικά χαρακτηριστικά
Τα διαλύματα των κολλοειδών είναι ετερογενή συστήματα που αποτελούνται από δύο
φάσεις. Η μία φάση είναι το μέσο διασποράς και η άλλη η διεσπαρμένη ουσία, οι
οποίες αντιστοιχίζονται με τους όρους διαλύτης και διαλυμένη ουσία που
χρησιμοποιούνται στα κοινά διαλύματα. Το μέσο διασποράς αποτελεί τη συνεχή
φάση, ενώ η διεσπαρμένη ουσία την ασυνεχή φάση, η οποία είναι ομοιόμορφα
κατανεμημένη.[26]
Κύριο χαρακτηριστικό των κολλοειδών διαλυμάτων αποτελεί το γεγονός ότι το
μέγεθος των σωματιδίων της διεσπαρμένης φάσης είναι μεγαλύτερο από το μέγεθος
των μορίων, χωρίς όμως να διακρίνονται με γυμνό μάτι ή με οπτικό μικροσκόπιο. Πιο
συγκεκριμένα, το μέγεθος των κολλοειδών σωματιδίων κυμαίνεται από 1nm έως
1μm. Τα όρια αυτά δεν είναι αυστηρά καθώς σε ορισμένες περιπτώσεις συναντώνται
σωματίδια μεγαλύτερου μεγέθους (γαλακτώματα, μερικά αιωρήματα). Αξίζει να
σημειωθεί ότι δεν είναι αναγκαίο και οι τρεις διαστάσεις των σωματιδίων να
βρίσκονται κάτω από το όριο του 1 μm, καθώς η κολλοειδής συμπεριφορά
σημειώνεται και σε συστήματα ινών, στα οποία μόνο οι δύο διαστάσεις βρίσκονται
στην περιοχή των κολλοειδών.[27]
Ένα σημαντικό στοιχείο, βάσει του οποίου χαρακτηρίζονται και ταξινομούνται τα
κολλοειδή διαλύματα, είναι η σχέση τους ως προς το μέσο διασποράς. Σε περίπτωση
που τα σωματίδια της διεσπαρμένης ουσίας προσροφούν μόρια από το μέσο
διασποράς χαρακτηρίζονται ως λυόφιλα κολλοειδή. Αντίθετα, όταν δεν προσροφούν
μόρια του μέσου διασποράς λέγονται λυόφοβα κολλοειδή. Αν το μέσο διασποράς
είναι το νερό, τα κολλοειδή διακρίνονται σε υδρόφιλα και υδρόφοβα, αντίστοιχα.
Λαμβάνοντας υπόψη τις μικρές διαστάσεις των σωματιδίων των κολλοειδών, ο λόγος
της επιφάνειας προς τον όγκο τους είναι μεγάλος, με αποτέλεσμα τα μόρια που
βρίσκονται στη διαφασική επιφάνεια να εμφανίζουν διαφορετικές ιδιότητες από τις
αντίστοιχες των μορίων της κύριας φάσης του αιωρήματος. Έτσι, κατά την περιγραφή
ενός κολλοειδούς συστήματος, σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν τα μόρια που
βρίσκονται στη διαχωριστική επιφάνεια (μεταξύ των δύο φάσεων). Συμπερασματικά,
η χημεία των κολλοειδών συνδέεται με τη χημεία των επιφανειοδραστικών
ουσιών.[26]
16
Ενδεικτικά παραδείγματα κολλοειδών συστημάτων αποτελούν το γάλα (αιώρημα
σταγονιδίων λίπους σε υδατική φάση), τα χρώματα, οι βαφές, τα πηκτώματα
(αιωρήματα μακρομορίων σε υγρά), τα εκνεφώματα και ο καπνός (αιωρήματα
σταγονιδίων υγρών ή στερεών σωματιδίων σε αέρια φάση).
Τα διαλύματα μακρομορίων μπορούν να συμπεριληφθούν στα κολλοειδή συστήματα,
με την προϋπόθεση ότι το μέγεθος ενός μακρομορίου έχει διαστάσεις μεταξύ 1nm και
1μm.Τα διαλύματα των μακρομορίων σχηματίζονται αυθόρμητα και χαρακτηρίζονται
ως θερμοδυναμικά σταθερά. Μάλιστα, παρουσιάζουν ανάλογη συμπεριφορά με τα
κολλοειδή συστήματα, με τη συνηθέστερα μετρούμενη ιδιότητά τους να είναι η
ωσμωτική πίεση.[26]
17
ελεύθερη επιφάνειά τους, να καθορίζονται σε μεγάλο βαθμό από τα μόρια που
βρίσκονται στην επιφάνεια των σωματιδίων των κολλοειδών.[27]
u=υ/Ε (2.1)
όπου υ αντιστοιχεί στην ταχύτητα με την οποία κινούνται τα σωματίδια και Ε στην
ένταση του εφαρμοζόμενου εξωτερικού ηλεκτρικού πεδίου. Το φορτίο των
κολλοειδών σωματιδίων μπορεί να είναι είτε θετικό είτε αρνητικό και προσδιορίζεται
από τη διεύθυνση προς την οποία μετακινούνται τα σωματίδια. Οι ηλεκτροφορητικές
ευκινησίες των κολλοειδών σωματιδίων σε υδατικά διαλύματα είναι της των 10-4 cm2
V-1 s-1.
Αν και μικρά ποσά ηλεκτρολυτών σε κολλοειδή διαλύματα σταθεροποιούν τα
τελευταία, εντούτοις μεγαλύτερα ποσά από αυτά συμβάλλουν στην καταβύθισή τους.
Το φαινόμενο αυτό είναι γνωστό ως κροκίδωση ή καταβύθιση. Είναι πειραματικά
αποδεδειγμένο ότι τα ιόντα που συμβάλλουν στη συσσωμάτωση και κατά συνέπεια
στην καταβύθιση ενός κολλοειδούς συστήματος, έχουν αντίθετο φορτίο από εκείνο
των κολλοειδών σωματιδίων και η ταχύτητα καταβύθισης αυξάνεται με την αύξηση
του σθένους των ιόντων αυτών.
Σε κάθε διεπιφάνεια στερεού- υγρού, όπως η επιφάνεια κάθε στερεού κολλοειδούς
σωματιδίου που βρίσκεται σε επαφή με το υγρό μέσο διασποράς, σχηματίζεται μια
18
ηλεκτρική διπλοστιβάδα από θετικά και αρνητικά φορτία. Σύμφωνα με το μοντέλο
της ηλεκτρικής διπλοστιβάδας του Stern, στην επιφάνεια του στερεού υπάρχει
στρώμα διπόλων νερού και μη αφυδατωμένων ιόντων. Ο γεωμετρικός τόπος των
κέντρων αυτών των ιόντων αποτελεί το εσωτερικό επίπεδο Helmholtz. Κοντά στην
επιφάνεια του στερεού σχηματίζεται μια στιβάδα ιόντων αντίθετου φορτίου από της
επιφάνειας του στερεού. Τα ιόντα αυτά εντοπίζονται στο λεγόμενο εξωτερικό επίπεδο
Helmholtz (outer Helmholtz plane, OHP). Αμέσως μετά υπάρχει η κινητή στιβάδα
διάχυσης, η οποία εκτείνεται μέχρι την κύρια μάζα του διαλύματος. Το ολικό φορτίο
της στιβάδας διάχυσης είναι ίσο και αντίθετο με αυτό του σταθερού στρώματος.
Λόγω των ηλεκτρικών φορτίων υπάρχει μια διαφορά δυναμικού μεταξύ της
διαχωριστικής γραμμής του σταθερού στρώματος, της κινητής στιβάδας διάχυσης και
της κύριας μάζας του διαλύματος. Το δυναμικό αυτό λέγεται ηλεκτροκινητικό
δυναμικό ή δυναμικό ζήτα, ζ.
Όπως προαναφέρθηκε, η κατεύθυνση προς την οποία μετακινούνται τα κολλοειδή
σωματίδια καθορίζει το φορτίο τους. Στα κολλοειδή σωματίδια το σταθερό τμήμα της
διπλοστιβάδας αντιστοιχεί στα ιόντα που προσροφώνται από τα σωματίδια, ενώ η
κινητή στιβάδα διάχυσης αντιπροσωπεύεται από τα αντίθετα φορτισμένα ιόντα του
διαλύματος. Η αμοιβαία άπωση των ηλεκτρικών διπλοστιβάδων, που περιβάλλουν
όλα τα κολλοειδή σωματίδια, είναι υπεύθυνη για τη σταθερότητά τους, εφόσον τα
εμποδίζει να πλησιάσουν μεταξύ τους και να συσσωματωθούν. ΄
Όταν στα κολλοειδή σωματίδια προσροφάται ένα ιόν αντίθετα φορτισμένο από τα
σωματίδια, το ζ- δυναμικό ελαττώνεται. Απόρροια του γεγονότος αυτού αποτελεί η
μείωση της αμοιβαίας άπωσης των σωματιδίων και η πιθανή καταβύθισή τους. Το ζ-
δυναμικό συνδέεται με την ηλεκτροφορητική ευκινησία, u, των σωματιδίων σύμφωνα
με τις σχέσεις:
όπου η είναι το ιξώδες, ε η διηλεκτρική σταθερά του μέσου διασποράς, r η ακτίνα των
σωματιδίων και κ-1 το αντίστροφο μήκος Debye- Hückel.[27]
19
Τα γαλακτώματα είναι κολλοειδή συστήματα διασποράς, τα οποία προκύπτουν
ύστερα από την ανάμιξη δύο μη αναμίξιμων υγρών από τα οποία το ένα βρίσκεται
διεσπαρμένο υπό τη μορφή μικρότατων σταγονιδίων σφαιρικού σχήματος (ασυνεχής
φάση) σε ένα άλλο υγρό (συνεχής φάση). Οι δύο μη αναμίξιμες φάσεις είναι συνήθως
το έλαιο και το νερό. Έτσι, αν έλαιο και νερό αναμιχθούν και αναταραχθούν ισχυρά,
το ένα υγρό διασπείρεται στη μάζα του άλλου, με αποτέλεσμα το σχηματισμό
γαλακτώματος. Ένα τέτοιο γαλάκτωμα δεν είναι σταθερό, καθώς τα σταγονίδια της
διεσπαρμένης (ασυνεχούς) φάσης τείνουν να συσσωματωθούν. Αυτό έχει ως
συνέπεια το διαχωρισμό των δύο φάσεων και την καταστροφή του
[28],[29],[30]
γαλακτώματος.
Ανάλογα με το ρόλο του ελαίου και του νερού, τα γαλακτώματα μπορούν να
ταξινομηθούν σε διάφορες κατηγορίες. Ένα σύστημα που περιλαμβάνει σταγονίδια
ελαίου διεσπαρμένα σε υδατική φάση ονομάζεται γαλάκτωμα ελαίου σε νερό (o/w),
ενώ ένα σύστημα που περιλαμβάνει σταγονίδια νερού διεσπαρμένα σε ελαιώδη φάση
ονομάζεται γαλάκτωμα νερού σε έλαιο (w/o). Τα γαλακτώματα o/w και w/o είναι
συμβατικού τύπου, ενώ είναι επίσης δυνατή η παρασκευή διαφόρων τύπων
πολλαπλών γαλακτωμάτων, όπως είναι τα γαλακτώματα ελαίου σε νερό και σε έλαιο
(o/w/o) ή νερού σε έλαιο και σε νερό (o/w/o). Το γάλα και η μαγιονέζα αποτελούν
παραδείγματα τροφίμων που ανήκουν στην πρώτη κατηγορία (o/w), ενώ οι
μαργαρίνες και το βούτυρο είναι τρόφιμα που ανήκουν στη δεύτερη κατηγορία
(w/o).[28],[29],[30]
Τα πολλαπλά γαλακτώματα, τύπου w/o/w, μπορούν να σχηματιστούν από σταγονίδια
νερού διεσπαρμένα σε μεγαλύτερα σταγονίδια ελαίου. Τα τελευταία διασπείρονται με
τη σειρά τους σε υδατική φάση. Τα πολλαπλά γαλακτώματα έχουν ευρεία χρήση στη
βιομηχανία τροφίμων και η εικόνα τους εξαρτάται από τη διάμετρο των σφαιριδίων
των φάσεων που τα αποτελούν.
Η εικόνα που εμφανίζει ένα γαλάκτωμα εξαρτάται από τη διάμετρο των σταγονιδίων
των φάσεων που το αποτελούν. Συγκεκριμένα, αν η διάμετρός τους είναι μεταξύ 0.15
μm και 100 μm, τότε το γαλάκτωμα έχει θολή- γαλακτώδη εμφάνιση. Αντίθετα αν η
διάμετρος των σταγονιδίων είναι μεταξύ 0.0015-0.15 μm, τα μικρογαλακτώματα είναι
διαφανή αλλά και θερμοδυναμικά σταθερότερα μιας και ο ρυθμός καθίζησης και κατ’
επέκταση η σταθερότητά τους εξαρτάται από τη διάμετρο των σωματιδίων.
20
Στην πραγματικότητα, το εύρος των σωματιδίων που περιέχονται στα γαλακτώματα
είναι ιδιαίτερα μεγάλο. Συνήθως ξεκινούν από 0.1 μm και φτάνουν έως και 3000-
4000 μm.
Για να περιγραφεί η συγκέντρωση των σφαιριδίων (σταγονιδίων) σε ένα γαλάκτωμα
χρησιμοποιούνται καμπύλες κατανομής ανάλογα με την κατ’ όγκο περιεκτικότητά
τους και το μέγεθός τους. Η διαδικασία μείωσης του μεγέθους των σταγονιδίων σε
ένα γαλάκτωμα είναι γνωστή ως ομογενοποίηση. Η μέθοδος αυτή είναι ευρέως
χρησιμοποιούμενη στη βιομηχανία τροφίμων και εφαρμόζεται σε διατάξεις που
λέγονται ομογενοποιητές, στους οποίους τα γαλακτώματα υποβάλλονται σε έντονη
μηχανική ανάδευση με ταυτόχρονη εφαρμογή πίεσης.[31]
21
σωματίδια, προκαλώντας έτσι αύξηση του εμβαδού της διεπιφάνειας ανάμεσα στα
δυο μη αναμίξιμα υγρά, εξασφαλίζεται ύστερα από έντονη ανάδευση του συστήματος
με τη χρησιμοποίηση κατάλληλων συσκευών, όπως είναι οι ομογενοποιητές με πίεση
ή υπερήχους κ.α. Για να μειωθεί η απαιτούμενη ποσότητα ενέργειας προστίθενται
κατάλληλες ουσίες στο σύστημα, οι γαλακτωματοποιητές, οι οποίοι προκαλούν
μείωση της διεπιφανειακής τάσης.[32]
22
που καθιστά τη μορφοποίηση μια διαδικασία αρκετά περίπλοκη, αν ληφθεί υπ’ όψιν
και ο έλεγχος για ασυμβατότητες και για τοξικότητα.[35]
2.2.3.3 Συνοχή
23
2.2.3.4 Αντιμικροβιακό μέσο
Κατά την επιλογή ενός κατάλληλου αντιμικροβιακού μέσο θα πρέπει να λαμβάνονται
υπ’ όψιν τα ακόλουθα:
1. χαμηλή τοξικότητα
2. χημική συμβατότητα
3. επίδραση στην οσμή και το χρώμα
4. αποτελεσματικότητα σε όσο γίνεται χαμηλότερη συγκέντρωση
2.2.3.5 Αφρισμός
2.3.1 Λιπαρά
24
οικονομικής εκμετάλλευσης. Τα λίπη και τα έλαια είναι οργανικές ουσίες που
περιλαμβάνουν κυρίως εστέρες γλυκερίνης με λιπαρά οξέα αλλά και μη γλυκερικά
συστατικά σε μικρές ποσότητες.
Σε θερμοκρασία περιβάλλοντος τα λίπη εμφανίζονται σε στερεή κατάσταση ενώ τα
έλαια σε υγρή. Η χημική σύσταση είναι εκείνη που προσδιορίζει τα χαρακτηριστικά
κάθε λίπους ή ελαίου, τα οποία με τη σειρά τους καθορίζουν την καταλληλότητά του
ως προς τη χρήση του σε διάφορες διαδικασίες βιομηχανικής επεξεργασίας.[38]
Τα λίπη και τα έλαια είναι αδιάλυτες στο νερό ουσίες ζωικής ή φυτικής προέλευσης,
που αποτελούνται κυρίως από εστέρες της τριυδροξυλικής αλκοόλης, γλυκερίνης με
τα λιπαρά οξέα. Οι εστέρες είναι γνωστοί ως τριγλυκερίδια.[39]
Δεν υπάρχει σαφής διαχωρισμός μεταξύ των όρων λίπος και έλαιο. Παρ’ όλα αυτά, ο
όρος λίπος χρησιμοποιείται για τα τριγλυκερίδια τα οποία είναι στερεά ή ημιστερεά
σε θερμοκρασία δωματίου, ενώ ο όρος έλαιο χρησιμοποιείται για τα τριγλυκερίδια
που βρίσκονται σε υγρή μορφή κάτω από τις ίδιες συνθήκες. Η ευαισθησία της
ορολογίας αυτής γίνεται φανερή από το γεγονός ότι μια λιπαρή ύλη που συναντάται
σε μορφή λίπους σε μια θερμή κλιματική περιοχή, είναι δυνατό να εμφανίζεται ως
έλαιο σε περιβάλλον με τροπικές θερμοκρασίες. Εκτός από τους όρους λίπη και έλαια
υπάρχει και ο όρος λιπίδια. Ο όρος αυτός περιλαμβάνει μια ευρύτερη ομάδα λιπαρών
ουσιών που συναντώνται στη φύση. Εδώ ανήκουν εκτός από τα τριγλυκερίδια, τα
μονο- και δι- γλυκερίδια, τα φωσφατίδια, οι κερεβροζίτες, οι στερόλες, οι τερπενικές
ενώσεις, οι λιπαρές αλκοόλες, τα λιπαρά οξέα, οι λιποδιαλυτές βιταμίνες και
ορισμένες άλλες ενώσεις.[40]
25
Στα μικτά τριγλυκερίδια ο τρόπος σύνδεσης των λιπαρών οξέων στις θέσεις 1,2,3 ή α,
β, α' της γλυκερίνης οδηγεί στο σχηματισμό ισομερών θέσης.
Έλαια και λίπη από διάφορες πηγές εμφανίζουν σημαντικές διαφορές σε ότι αφορά τη
σχετική θέση των κορεσμένων και ακόρεστων λιπαρών οξέων στα μόρια των
τριγλυκεριδίων τους.
Στα φυτικά λιπαρά σώματα, τα κορεσμένα λιπαρά οξέα παρουσιάζουν μία προτίμηση
προς την 1 (α) θέση σε σχέση με τη 2 (β) θέση, ενώ στα ζωικά λιπαρά σώματα μπορεί
να συμβεί το αντίθετο.
Σε σχέση με την ονομασία των γλυκεριδίων ισχύουν ορισμένοι γενικοί κανόνες,
όπως:
Το όνομα των λιπαρών οξέων με μικρότερο μήκος αλυσίδας προηγείται του
ονόματος των λιπαρών οξέων με μεγαλύτερο μήκος αλυσίδας, π.χ.
παλμιτοδιστεατίνη.
Αν κορεσμένα και ακόρεστα λιπαρά οξέα έχουν το ίδιο μήκος αλυσίδας, τότε
προηγείται το κορεσμένο λιπαρό οξύ, π.χ. παλμιτοστεατοελαΐνη.
Αν τα ακόρεστα λιπαρά οξέα έχουν το ίδιο μήκος αλυσίδας, αλλά διαφέρουν
στο βαθμό ακορεστότητας, προηγείται το ποιο κορεσμένο οξύ.
26
σταθερή μορφή β. Οι διάφορες κρυσταλλικές μορφές έχουν διαφορετικά σημεία
τήξης, με υψηλότερο αυτό της β μορφής και χαμηλότερο της α.[41]
2.3.2 Γαλακτωματοποιητές
27
Ένας γαλακτωματοποιητής ανάλογα με τα πολικά και τα μη πολικά τμήματα του
μορίου του μπορεί να είναι υδροφιλικού ή λιποφιλικού χαρακτήρα και ως
αποτέλεσμα να είναι περισσότερο διαλυτός στο νερό ή στο έλαιο αντίστοιχα.
Σύμφωνα με τον κανόνα του Bancroft: η φάση στην οποία ο γαλακτωματοποιητής
είναι πιο διαλυτός είναι η εξωτερική, δηλαδή η φύση του γαλακτωματοποιητή
καθορίζει τον τύπο του γαλακτώματος που θα προκύψει. Υδρόφιλοι
γαλακτωματοποιητές σχηματίζουν συνήθως γαλακτώματα τύπου έλαιο-σε-νερό ενώ
υδρόφοβοι τύπου νερό-σε-έλαιο.
Όλοι οι γαλακτωματοποιητές ανήκουν στις επιφανειοδραστικές (surface-active) ή
τασιενεργές ουσίες, προσροφώνται δηλαδή στην επιφάνεια ενός υγρού και μειώνουν
την επιφανειακή τάση. Ωστόσο δεν ισχύει το αντίστροφο καθώς δεν είναι όλες οι
επιφανειοδραστικές ουσίες αποτελεσματικοί γαλακτωματοποιητές. Ο ρόλος ενός
γαλακτωματοποιητή δε συνίσταται μόνο στην προσρόφησή του στη διεπιφάνεια και
τη μείωση της διεπιφανειακής τάσης, αλλά επιβάλλει και τη δημιουργία ενός
σταθερού, συνεκτικού και ιξωδοελαστικού υμενίου που θα περιβάλλει τα
λιποσφαιρίδια αποτρέποντας τη συνένωσή τους όταν αυτά συγκρούονται. Ανάλογα
με τη φύση του τροφίμου ένας γαλακτωματοποιητής μπορεί να εμφανίζει επιπλέον
λειτουργίες, όπως τροποποίηση της κρυστάλλωσης του λίπους, αλληλεπιδράσεις με
άλλες οργανικές ουσίες και συστατικά του τροφίμου, έλεγχο της μεταφοράς
οξυγόνου/υγρασίας κ.α.
Τα λιποσφαίρια μέσα σε ένα γαλάκτωμα βρίσκονται σε διαρκή κίνηση, κάτω από την
επίδραση της βαρύτητας, της θερμικής ενέργειας ή της μηχανικής δύναμης, με
αποτέλεσμα να έρχονται συνεχώς σε επαφή με τα γειτονικά τους. Η σταθερότητα και
η διάρκεια ζωής (shelf life) του γαλακτώματος καθορίζεται από την ανθεκτικότητα
του υμενίου του γαλακτωματοποιητή. Τα μεγάλα μακρομόρια, όπως οι πρωτεΐνες,
σχηματίζουν ανθεκτικότερα υμένια και αλληλεπιδρούν με άλλες ομάδες στο ίδιο
μόριο ή σε άλλα. Αντίθετα, οι μικρού μοριακού βάρους γαλακτωματοποιητές
συνήθως δε σχηματίζουν σταθερά διεπιφανειακά υμένια και η χρηστική του αξία
περιορίζεται στη μείωση της διεπιφανειακής τάσης.
Συνοψίζοντας, ένας αποτελεσματικός γαλακτωματοποιητής θα πρέπει να πληρεί τις
εξής προϋποθέσεις:
i. Να προσροφάται στη διεπιφάνεια νερού/ελαίου και να προκαλεί ταχεία
μείωση της διεπιφανειακής τάσης, ώστε να διευκολύνεται ο σχηματισμός του
γαλακτώματος.
28
ii. Να σχηματίζει ένα προστατευτικό υμένιο γύρω από τα λιποσφαίρια και να
αποτρέπει ή να καθυστερεί την εμφάνιση φαινομένων κροκίδωσης και
συνένωσης.
29
8-18 Γαλακτωματοποιητής σε γαλάκτωμα τύπου o/w
13-15 Απορρυπαντικά
10-18 Διαλυτοποιητές (solubilisers)
30
Εμπειρικά έχει αναφερθεί πως η μέγιστη σταθερότητα γαλακτώματος επιτυγχάνεται
για γαλακτώματα o/w με τη χρήση γαλακτωματοποιητών με τιμή HLB περίπου 10-
12, και για w/o γαλακτώματα περίπου 3-5.[46]
31
επιφάνειας’’ (surface denaturation) και ο χρόνος ολοκλήρωσής τους διαφέρει
ανάλογα με την ευελιξία και το πακετάρισμα των προσροφημένων μορίων.
Παρουσία μιας διεπιφάνειας ελαίου- νερού, η πολυπεπτιδική αλυσίδα ξεδιπλώνεται
και τα υδρόφοβα τμήματά της διεισδύουν στη λιπαρή φάση, ενώ τα υδρόφιλα
παραμένουν στην υδατική. Παράλληλα, τα προσροφημένα στη διεπιφάνεια μόρια
πρωτεΐνης αλληλεπιδρούν μεταξύ τους με δεσμούς υδρογόνου, δεσμούς Van der
Waals και υδρόφοβες αλληλεπιδράσεις, σχηματίζοντας ένα ιξωδοελαστικό υμένιο
που ενισχύει τις απωστικές αλληλεπιδράσεις ανάμεσα στα λιποσφαίρια.
Οι πρωτεΐνες υπερέχουν έναντι των γαλακτωματοποιητών μικρού μοριακού βάρους
σε ό,τι αφορά στην ανθεκτικότητα και την ιξωδοελαστικότητα της σχηματιζόμενης
μεμβράνης.[47]
32
Εστέρες μονο- και δι- γλυκεριδίων
Πολυγλυκερολικοί εστέρες των λιπαρών οξέων
Στεατικοί εστέρες του γαλακτικού οξέος
Σορβικοί εστέρες του μονοστεατικού οξέος
Προπυλενογλυκολικοί εστέρες των λιπαρών οξέων
Εστέρες σακχαρόζης με λιπαρά οξέα[48]
2.3.2.4 Λεκιθίνη
Ο όρος «λεκιθίνη» χρησιμοποιείται για την περιγραφή τόσο της φωσφατιδυλοχολίνης
όσο και μιγμάτων φωσφολιπιδίων. Κύρια πηγή της λεκιθίνης είναι η σόγια. Το
ακατέργαστο σογιέλαιο περιέχει από 1 μέχρι και 30% φωσφολιπίδια. Άλλες όχι τόσο
σημαντικές πηγές λεκιθίνης είναι το καλαμπόκι, ο βαμβακόσπορος, η ελαιοκάμβη και
τα αυγά.
Η λεκιθίνη απομονώνεται από το έλαιο της ελαιοκάμβης μέσω υδατικής εξαγωγής:
κατά την ενυδάτωση των φωσφολιπιδίων λαμβάνει χώρα φυγοκέντρηση με
αποτέλεσμα να διαχωρίζονται οι δύο φάσεις μεταξύ τους. Το ακατέργαστο προϊόν,
ύστερα από απομάκρυνση του νερού, περιέχει περίπου 35% τριγλυκερίδια κι ένα
μικρότερο ποσοστό μη φωσφολιπιδικών υλικών. Το τελικό προϊόν εξάγεται κατόπιν
κατεργασίας με ακετόνη. Έτσι, λαμβάνεται καθαρή λεκιθίνη χωρίς έλαιο.
Τα εμπορικά σκευάσματα λεκιθίνης συχνά υφίστανται επεξεργασία ή χημική
τροποποίηση με σκοπό την παραγωγή ενός προϊόντος με διαφορετικά λειτουργικά
χαρακτηριστικά. Η περαιτέρω χημική τροποποίηση της λεκιθίνης έχει στόχο την
παραγωγή ενός τελικού προϊόντος με βελτιωμένες γαλακτωματοποιητικές ιδιότητες
σε σχέση με τη μη τροποποιημένη λεκιθίνη.
Για την αξιολόγηση της λεκιθίνης κύριο κριτήριο αποτελεί το ποσοστό του μη
διαλυτού στην ακετόνη υλικού. Η λεκιθίνη επίσης αξιολογείται με βάση το ποσοστό
των μορίων νερού που εμπεριέχονται στη δομή της.[46]
33
Εικόνα 5. Τα κύρια φωσφολιπίδια που περιέχονται στην εμπορική λεκιθίνη, όπου τα
R1 και R2 είναι λιπαρά οξέα.[46]
34
Τα γαλακτώματα πρέπει να διατηρούνται σταθερά καθ’ όλη την προβλεπόμενη
διάρκεια ζωής τους (shelf-life). Γενικά, τα γαλακτώματα θεωρούνται σταθερά όταν
δεν εμφανίζουν σημάδια διαχωρισμού φάσης (σχηματισμό κρέμας ή συγχώνευση
σταγόνων) μετά από αποθήκευση σε διάφορες συνθήκες ή εφόσον υποβληθούν σε
διάφορες δοκιμασίες. Ο περιέκτης είναι πιθανό να επηρεάζει τη σταθερότητα του
γαλακτώματος. Για το λόγο αυτό ο τελικός έλεγχος της σταθερότητας πρέπει να
διεξάγεται με το γαλάκτωμα συσκευασμένο στον εμπορικό περιέκτη.[34]
Η σταθερότητα των γαλακτωμάτων μπορεί να εκτιμηθεί με τις ακόλουθες μεθόδους:
1. Παραμονή για 60-90 μέρες στους 45-50 οC
2. Παραμονή για 5-6 μήνες στους 37 οC
3. Παραμονή για 12-18 μήνες σε θερμοκρασία δωματίου
4. Παραμονή για 1 μήνα στους 4 οC
5. Δύο έως τρεις αλλεπάλληλες θερμοκρασιακές εναλλαγές μεταξύ -20 και 25 οC
6. Έξι έως οκτώ αλλεπάλληλες ψύξεις-θερμάνσεις από το ψυγείο στους 45 οC με
διήμερη παραμονή σε κάθε θερμοκρασία
7. Φυγοκέντρηση στους 2000-3000 κ.α.λ. σε θερμοκρασία δωματίου και
8. Ανατάραξη για 24-48 h σε 60 κ.α.λ. σε θερμοκρασία δωματίου και στους 45
ο [50]
C
35
Συνήθως εκτελούνται 6-8 κύκλοι. Με τη δοκιμασία αυτή θεωρείται ότι μπορεί με
αξιοπιστία να προβλεφθεί η σταθερότητα που μπορεί να έχει το γαλάκτωμα μετά από
2-3 χρόνια φύλαξης σε θερμοκρασία περιβάλλοντος.[51]
Η αρχική δοκιμασία σταθερότητας (Preliminary Stability Test) περιλαμβάνει την
εξέταση του γαλακτώματος σε θερμοκρασία περιβάλλοντος (25 ± 2οC), σε χαμηλή (5
± 1οC) και υψηλή θερμοκρασία (50 ± 2οC), εφόσον αυτό είναι αποθηκευμένο στις
θερμοκρασίες αυτές για 1 μήνα μετά την παρασκευή του, καθώς και την
επιταχυνόμενη γήρανση (Αccelerated Stability Test). Σε αυτές τις δοκιμασίες
εξετάζονται οι οργανοληπτικές και οι φυσικοχημικές ιδιότητες του γαλακτώματος και
χρησιμοποιούνται φυγοκεντρικές, μικροσκοπικές και αναλυτικές μέθοδοι.
Ο οργανοληπτικός έλεγχος περιλαμβάνει την εξέταση του χρώματος, της υφής, της
οσμής και του τύπου του γαλακτώματος, καθώς και την ικανότητά του να απλώνεται
κατά την εφαρμογή (spreadability), την ενσωμάτωσή του στο δέρμα και την απόδοση
μετά την εφαρμογή (efficiency).
Η μικροσκοπική εξέταση περιλαμβάνει την παρατήρηση σε μικροσκόπιο του
μεγέθους και της κατανομής των σταγονιδίων της ελαιώδους και της υδατικής φάσης.
Όσο καλύτερα διεσπαρμένη είναι η μία φάση στην άλλη, τόσο μικρότερο και πιο
ομοιογενές είναι το μέγεθος των διεσπαρμένων σταγονιδίων.
Κατά τη φυσικοχημική εξέταση λαμβάνει χώρα μία σειρά μετρήσεων όπως είναι η
μέτρηση του pH, της πυκνότητας, των ρεολογικών ιδιοτήτων (ιξώδες) καθώς επίσης
και φυγοκεντρική εξέταση του γαλακτώματος.
Τέλος, συχνά απαιτείται ανάλυση και προσδιορισμός των δραστικών και ειδικών
παραγόντων ενός γαλακτώματος (π.χ συντηρητικού, αντιηλιακού φίλτρου κ.ά.)[49]
36
Κατά την εξέταση της σταθερότητας ενός γαλακτώματος είναι σημαντικό να
αναφερθεί η διάκριση μεταξύ της θερμοδυναμικής σταθερότητας και της κινητικής
σταθερότητας. Η θερμοδυναμική σταθερότητα γενικά παρέχει πληροφορίες για το αν
μία διεργασία είναι δυνατόν να λάβει χώρα. Αντίθετα, η κινητική περιγράφει το
ρυθμό με τον οποίο η διεργασία αυτή συμβαίνει, δηλαδή το ρυθμό με τον οποίο θα
προχωρήσει ο διαχωρισμός αλλά και την εξάρτηση της σταθερότητας με το χρόνο.[52]
ΔGformation = γ ΔΑ (2.6)
37
Κατά κύριο λόγο ο σχηματισμός ενός γαλακτώματος είναι μια θερμοδυναμικά
ασταθής κατάσταση λόγω της αύξησης της διεπιφάνειας επαφής μετά τη
γαλακτωματοποίηση.
Αξίζει να σημειωθεί ότι σε ορισμένες περιπτώσεις που η επιφανειακή τάση είναι
σχετικά μικρή, ο όρος της εντροπίας διαμόρφωσης των σταγονιδίων είναι ασύγκριτα
μεγαλύτερος από τον όρο της ελεύθερης ενέργειας διεπαφής. Αυτό έχει ως
αποτέλεσμα το σχηματισμό γαλακτωμάτων θερμοδυναμικά σταθερών
(μικρογαλακτώματα).[53]
38
σταγονίδια, παρότι τα μικρά σταγονίδια λόγω μεγαλύτερης διεπιφάνειας επαφής
εμφανίζουν υψηλή θερμοδυναμική αστάθεια.[42]
39
Ostwald (Ostwald ripening) (Εικ. 8). Από τα παραπάνω, η συνένωση θεωρείται μη
αποδεκτή σε οποιοδήποτε βαθμό σε ένα γαλάκτωμα- τρόφιμο, ενώ η αποκορύφωση
και η συσσωμάτωση είναι έως ενός βαθμού ανεκτά καθότι αποτελούν φαινόμενα
αναστρέψιμα και δεν οδηγούν σε ανεπιθύμητες μεταβολές στην εμφάνιση ή στην υφή
ενός προϊόντος.
40
συνεχή φάση. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την ανομοιoγενή κατανομή τους στο
γαλάκτωμα (Εικ. 9). Ωστόσο, το φαινόμενο αυτό είναι αντιστρεπτό καθώς το
γαλάκτωμα επανέρχεται στην αρχική του κατάσταση και τα σταγονίδια
ανακατανέμονται ομοιόμορφα μέσω απλής ανακίνησης.
Στα γαλακτώματα τύπου o/w, στα αρχικά στάδια της αποκορύφωσης εμφανίζεται μία
κάθετη διαβάθμιση στη συγκέντρωση των λιποσφαιρίων, ενώ σταδιακά διακρίνονται
δύο ξεχωριστές στιβάδες. Η ανώτερη στιβάδα είναι εμπλουτισμένη σε σταγονίδια
ελαίου (cream layer) και η κατώτερη έχει υδατική σύσταση (serum layer). Γενικά, η
ταχύτητα αποκορύφωσης είναι υψηλότερη για τα μεγαλύτερα σε μέγεθος
λιποσφαίρια σε σχέση με τα μικρότερα.
Αν ένα λιποσφαίριο θεωρηθεί ως ένα μεμονωμένο σφαιρικό σωματίδιο, τότε η
ταχύτητα της ανοδικής τους κίνησης μέσα σε ένα ιδανικό νευτώνειο υγρό, θα
υπακούει στο νόμο του Stokes, σύμφωνα με τον οποίο:
U = 2 g r2 (ρ2-ρ1)/9 n1 (2.7)
όπου r η ακτίνα του λιποσφαιρίου, ρ2 και ρ1 η πυκνότητα της ασυνεχούς και συνεχούς
φάσης αντίστοιχα, g η επιτάχυνση λόγω βαρύτητας και n1 ο συντελεστής ιξώδους της
συνεχούς φάσης.
Πρακτικά, ο νόμος του Stokes μπορεί να προβλέψει το ρυθμό αποκορύφωσης μόνο
σε συνθήκες άπειρης αραίωσης και απουσία φαινομένου κροκίδωσης. Με αύξηση του
κλάσματος όγκου της λιπαρής φάσης (φ), η ταχύτητα αποκορύφωσης είναι μικρότερη
από αυτή που υπολογίζεται από το νόμο του Stokes. Αυτό συμβαίνει κυρίως επειδή
σε ένα γαλάκτωμα που περιέχεται σε συγκεκριμένο όγκο η λιπαρή φάση, κάθε
ανοδική κίνηση ενός λιποσφαιρίου συνοδεύεται από καθοδική κίνηση αντίστοιχου
όγκου υδατικής φάσης, γεγονός που εμποδίζει την κίνηση των λιποσφαιρίων.
Από την εξίσωση αυτή προκύπτει, ότι η αποκορύφωση σε ένα γαλάκτωμα μπορεί να
καθυστερήσει είτε μέσω μείωσης της διαφοράς των πυκνοτήτων μεταξύ συνεχούς και
ασυνεχούς φάσης, είτε μειώνοντας το μέγεθος των λιποσφαιρίων, ή με αύξηση του
ιξώδους της συνεχούς φάσης.
Πέρα από την πολυδιασπορά μεγέθους των λιποσφαιρίων, σημαντικό ρόλο στην
ταχύτητα αποκορύφωσης σε ένα ασταθές γαλάκτωμα παίζει και ο βαθμός
συσσωμάτωσης. Ένα γαλάκτωμα που έχει υποστεί συσσωμάτωση, είναι ευπαθές στην
αποκορύφωση, αφού τα συσσωματώματα σταγονιδίων κινούνται ταχύτερα από τα
μεμονωμένα και μικρότερου μεγέθους σταγονίδια, συμπαρασύροντας τα τελευταία
41
κατά την ανοδική τους πορεία. Ταυτόχρονα όμως, η αποκορύφωση ευνοεί την
εκδήλωση φαινομένων συσσωμάτωσης (κροκίδωση ή συνένωση) λόγω της κοντινής
απόστασης των λιποσφαιρίων στη λιπαρή στιβάδα.[54]
42
λιποσφαίρια διατηρούνται σε απόσταση λόγω της παρουσίας ηλεκτρικού φορτίου
στην επιφάνειά τους (ή πιο συχνά στο στρώμα του προσροφημένου
γαλακτωματοποιητή), πράγμα που επιτυγχάνεται σε συνθήκες χαμηλής ιονικής
ισχύος και σε τιμές pH μακριά από το ισοηλεκτρικό σημείο της πρωτεΐνης-
γαλακτωματοποιητή. Η πολυμερική σταθεροποίηση απαιτεί την ύπαρξη ενός
πολυμερικού (steric) στρώματος στην επιφάνεια του λιποσφαιρίου, σε συγκέντρωση
ικανή να καλύπτει τη διεπιφάνεια ελαίου-νερού επαρκώς και μόνιμα.
Σε ένα σταθερό γαλάκτωμα, η κροκίδωση μπορεί να αποφευχθεί είτε με
ηλεκτροστατική είτε με πολυμερική σταθεροποίηση. Στην πρώτη περίπτωση τα
λιποσφαιρίδια διατηρούνται σε απόσταση λόγω της παρουσίας ηλεκτρικού φορτίου
στην επιφάνειά τους ή στο στρώμα του προσροφημένου γαλακτωματοποιητή. Αυτό
επιτυγχάνεται σε συνθήκες χαμηλής ιονικής ισχύος και σε τιμές pH μακριά από το
ισοηλεκτρικό σημείο της πρωτεΐνης-γαλακτωματοποιητή. Η πολυμερική
σταθεροποίηση απαιτεί την ύπαρξη ενός πολυμερικού (steric) στρώματος στην
επιφάνεια του λιποσφαιρίου, σε συγκέντρωση ικανή να καλύπτει τη διεπιφάνεια
ελαίου-νερού επαρκώς και μόνιμα. Στα γαλακτώματα που είναι σταθεροποιημένα με
πρωτεΐνη, η συμβολή του ενός ή του άλλου μηχανισμού εξαρτάται αφενός από τη
δομή της πρωτεΐνης και αφετέρου από το pH του διαλύματος.[54]
43
είναι επιθυμητή διαδικασία στην παραγωγή τροφίμων όπως το βούτυρο και η
μαργαρίνη, αλλά είναι ανεπιθύμητη σε άλλα προϊόντα όταν επηρεάζει τη
σταθερότητα, την υφή και την εμφάνισή τους.
Η αναστροφή φάσεων προκαλείται συνήθως από κάποια μεταβολή στη σύνθεση του
γαλακτώματος ή στις συνθήκες του συστήματος διασποράς, όπως για παράδειγμα στο
κλάσμα όγκου της διεσπαρμένης φάσης, τον τύπο και τη συγκέντρωση του
γαλακτωματοποιητή, τη θερμοκρασία ή μετά από μηχανική ανάδευση.[54]
44
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3: ΝΑΝΟ-ΓΑΛΑΚΤΩΜΑΤΑ
3.1 Νανοτεχνολογία
Ο όρος Νανοτεχνολογία περιλαμβάνει το σύνολο των μεθόδων χειρισμού, ελέγχου
και βέλτιστης εφαρμογής των ευρημάτων των νανοεπιστημών στη σύγχρονη ζωή.
Συγκεκριμένα, στις μεθόδους αυτές περιλαμβάνονται διάφορες τεχνικές για το
σχεδιασμό, το χαρακτηρισμό, τη βιομηχανική παραγωγή και εφαρμογή υλικών, το
μέγεθος των οποίων βρίσκεται στην κλίμακα των νανόμετρων. Ουσιαστικά, η
Νανοτεχνολογία είναι το μέσο που μας βοηθά να εκμεταλλευτούμε τις ιδιαίτερες
δυνατότητες που έχουν οι αλληλεπιδράσεις των υλικών στην κλίμακα των
νανόμετρων, με σκοπό την ανάπτυξη εφευρέσεων με προηγμένες επιδόσεις και τη
βελτίωση των χαρακτηριστικών φαρμακευτικών καλλυντικών σκευασμάτων.
Η νανοτεχνολογία σήμερα, βρίσκει εφαρμογή σε διάφορους τομείς της επιστήμης,
όπως της ιατρικής, των τροφίμων, της παραγωγής και αποθήκευσης ενέργειας, της
χημικής βιομηχανίας, της τεχνολογίας, της κοσμητολογίας κ.ά. Μερικά παραδείγματα
των εφαρμογών αυτών είναι η προσθήκη νανοϋλικών στα τρόφιμα ως χρωστικές
ουσίες, σε φάρμακα, σε καλλυντικά, σε υλικά για την αύξηση της αντοχής και της
αποτελεσματικότητάς τους κ.ά.
Όλα τα παραπάνω βέβαια, είναι δυνατά, χάρη στην εξέλιξη και πρόοδο συσκευών και
εργαλείων που επιτρέπουν τη σύνθεση, το χειρισμό και την κατασκευή δομών σε
επίπεδο ατόμων, μορίων και γενικά σε υποδιαιρέσεις νάνο-κλίμακας.[57]
45
αυθόρμητη γαλακτωματοποίηση ή μηχανική ανάδευση υψηλής ισχύος. Τα
νανογαλακτώματα εμφανίζονται ως υδατικά υγρά, λοσιόν ή διαφανείς γέλες.[59]
3.3 Νανογαλακτώματα
Τα νανογαλακτώματα είναι συστήματα διασποράς με τα σταγονίδια της
διεσπαρμένης φάσης να ανήκουν στην τάξη της νανοκλίμακας. Ο σχηματισμών τους
επιτυγχάνεται με διάρρηξη η οποία προκαλείται με υψηλή διάτμηση. Σε γενικές
γραμμές, η συντριπτική πλειοψηφία των σταγονιδίων έχουν ακτίνες κάτω των 100
nm. Αν και το μέγεθος των νανογαλακτωμάτων τοποθετείται στη νανο-κλίμακα, θα
ήταν αδύνατο να παρασκευαστεί νανογαλάκτωμα με μέγεθος μικρότερο από το
μέγεθος ενός επιφανειοδραστικού μικκυλίου, δηλαδή λίγα νανόμετρα.
Πριν αρκετά χρόνια η επιστημονική κοινότητα είχε υιοθετήσει τον όρο «μινι-
γαλακτώματα» για τα γαλακτώματα που περιέχουν σταγονίδια στην υπομικρομετρική
κλίμακα. Σε αντίθεση με τα νανογαλακτώματα τα περισσότερα μινι-γαλακτώματα
αποτελούνται από σταγονίδια στην κλίμακα μεγέθους από 100 nm έως 1 μm. Έτσι τα
νανογαλακτώματα αντιστοιχούν στο κατώτερο όριο των μινι-γαλακτωμάτων.
Παρόλο που μερικά συστήματα μινι-γαλακτωμάτων έχουν επεκταθεί στην περιοχή
μεγέθους των νανογαλακτωμάτων, υπάρχουν λίγες πληροφορίες για τις φυσικές τους
ιδιότητες, γεγονός που οφείλεται στη δυσκολία σύγκρισης των νανογαλακτωμάτων
με τα μικρογαλακτώματα.
Τα νανογαλακτώματα μπορούν να χαρακτηριστούν προσδιορίζοντας τα μοριακά
συστατικά και την περιεκτικότητα των συστατικών αυτών, καθώς και το μέγεθος των
σταγονιδίων μετά το σχηματισμό με διάτμηση του γαλακτώματος.[55]
46
σημαντική μεταβολή του δείκτη διάθλασης μεταξύ των διεσπαρμένων σταγονιδίων
και της συνεχούς φάσης. Αντίθετα, το μέγεθος των σταγονιδίων των
νανογαλακτωμάτων δεν επιτρέπει την πολλαπλή σκέδαση, αφού είναι αρκετά
μικρότερα από τα μήκη κύματος τους ορατού φωτός.[55]
3.3.2.1 Υπέρηχοι
47
Η χρήση των υπερήχων είναι πολύ αποτελεσματική για τη μείωση του μεγέθους των
σταγονιδίων, όμως είναι κατάλληλη μόνο για μικρές ποσότητες δειγμάτων. Η
αποτελεσματικότητα της διεργασίας εξαρτάται πολύ από το χρόνο κατεργασίας και
το πλάτος ταλάντωσης. Με αυτόν τον εξοπλισμό, η ενέργεια των υπερήχων διασπά
μεγάλα σταγονίδια σε μικρότερα. Η χρήση των υπερήχων έχει την ίδια συμπεριφορά
με τη μικρορευστοποίηση σε μεγάλες θερμοκρασίες.
Σημαντική επίδραση στο μέγεθος των σταγονιδίων έχει ο χρόνος που παραμένει το
γαλάκτωμα στους υπερήχους. Όσο αυξάνεται ο χρόνος παραμονής, αυξάνεται και η
ποσότητα της ενέργειας, γεγονός το οποίο οδηγεί σε μεγαλύτερη διάσπαση των
σταγονιδίων και μείωση του μεγέθους τους. Αύξηση του χρόνου πάνω από το
βέλτιστο όριο δεν έχει καμία επίδραση στο μέγεθος των σταγονιδίων, αλλά αποτελεί
σπατάλη ενέργειας. Επομένως, αύξηση της ενέργειας δεν σημαίνει απαραίτητα
αύξηση της διάσπασης των σταγονιδίων και μείωση του μεγέθους τους. Η ενέργεια
που εισάγεται πρέπει να διατηρείται στο επίπεδο όπου το μέγεθος των σταγονιδίων
είναι κατά δυνατόν μικρότερο. Συνήθως με τη χρήση των υπερήχων δεν υπάρχει
υπερ-επεξεργασία. Αυτό συμβαίνει επειδή ο χρόνος παραμονής του γαλακτώματος
στην περιοχή της γαλακτωματοποίησης, ο οποίος ισούται με το χρόνο που παραμένει
στους υπερήχους, είναι μεγάλος στον εξοπλισμό αυτό, ενώ ο χρόνος παραμονής στο
θάλαμο κατά τη μικρορευστοποίηση είναι ένα δέκατο του δευτερολέπτου.
Παρόλο που η χρήση των υπερήχων είναι εύκολη, δεν προκαλεί τη βέλτιστη
κατανομή του μεγέθους των νανο-σταγονιδίων. Επίσης, εξαιτίας της εισαγωγής
ενέργειας σε μεγάλες ποσότητες, υπάρχει κίνδυνος να προκληθούν βλάβες στα
συστατικά. Η κατανομή του μεγέθους των νανο-σταγονιδίων εξαρτάται από το
μικρογαλάκτωμα που έχει τοποθετηθεί στη συσκευή των υπερήχων. Αν το
μικρογαλάκτωμα έχει μεγάλο μέγεθος σταγονιδίων και ευρεία κατανομή, το
παραγόμενο νανογαλάκτωμα θα αποτελείται από σταγονίδια μεγάλης διαμέτρου.
Στην Εικόνα 11 φαίνεται η συσχέτιση του χρόνου παραμονής με το μέγεθος των
σταγονιδίων.[60]
48
Εικόνα 10. Σχηματική διάταξη τυπικής συσκευής υπερήχων με μετατροπέα[54]
Εικόνα 11. Επίδραση του χρόνου παραμονής στους υπερήχους στο μέγεθος των
σταγονιδίων[61]
49
τρόπο λειτουργίας, αναπτύσσοντας υγρό υψηλής πίεσης που μπορεί να φτάνει έως
και 30000 psi. Το προαναμεμειγμένο γαλάκτωμα μικροκλίμακας οδηγείται μέσω
διαύλων στην περιοχή των υψηλών πιέσεων όπου αναπτύσσονται υψηλοί ρυθμοί
διάτμησης, με ογκομετρική ροή της τάξης 3 mL/sec. Το βασικό πλεονέκτημα της
μεθόδου αυτής είναι οι πολύ υψηλές τιμές ρυθμού διάτμησης.[55]
50
Μερικά πλεονεκτήματα που παρέχουν τα νανογαλακτώματα έναντι των συμβατικών
φορέων είναι τα εξής:
51
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4: ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟΥ
ΓΑΛΑΚΤΩΜΑΤΩΝ
4.1 Οπτική Μικροσκοπία (Optical Microscopy)
52
Εικόνα 12. Διάγραμμα των φακών και της πορείας των φωτεινών ακτίνων στο οπτικό
μικροσκόπιο φωτεινού πεδίου[63]
Όταν μια δέσμη φωτός προσπέσει σε ένα υλικό, τα ηλεκτρόνια του υλικού
αλληλεπιδρούν με το φως, διεγείρονται και επανεκπέμπουν την απορροφούμενη
ενέργεια προς όλες τις κατευθύνσεις με το ίδιο μήκος κύματος της προσπίπτουσας
ακτινοβολίας. Η σκέδαση του φωτός αποτελεί το διασκορπισμό των φωτεινών
ακτίνων που λαμβάνει χώρα όταν αυτές προσπέσουν σε μικροσκοπικά σωματίδια, με
αποτέλεσμα τη διάχυσή τους στο χώρο.
Η τεχνική της σκέδασης του φωτός χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό του
μεγέθους σωματιδίων σε κολλοειδή συστήματα, εναιωρήματα, κτλ και διακρίνεται
στη:
Στατική σκέδαση φωτός (static light scattering)
Δυναμική σκέδαση φωτός (dynamic light scattering)[64]
Η τεχνική της σκέδασης του φωτός είναι μια μέθοδος που εμφανίζει πολλά
πλεονεκτήματα καθώς είναι γρήγορη, μη καταστρεπτική για το δείγμα, δεν απαιτεί
βαθμονόμηση και μπορεί να εφαρμοστεί σε συστήματα αποτελούμενα από μεγάλο
αριθμό σωματιδίων. Παρ’ όλα αυτά, εμφανίζει δύο μειονεκτήματα: το δείγμα δεν
πρέπει να είναι πολύ πυκνό ώστε να αποφευχθεί πολλαπλή σκέδαση και το σύστημα
πρέπει να είναι πολύ υψηλής καθαρότητας καθώς αν υπάρξουν σωματίδια σκόνης θα
αποτελέσουν κι αυτά κέντρα σκέδασης.[65]
53
4.2.1. Μέτρηση του μεγέθους σωματιδίων με σκέδαση του φωτός
Όπως αναφέρθηκε, υπάρχει ισχυρή εξάρτηση του μεγέθους των σωματιδίων και της
γωνίας σκέδασης του προσπίπτοντος φωτός. Έτσι, με δεδομένη τη γωνία σκέδασης
και με γνωστούς τους δείκτες διάθλασης του μέσου διασποράς και των διεσπαρμένων
σωματιδίων, είναι δυνατός ο υπολογισμός του μεγέθους των σωματιδίων της
διεσπαρμένης φάσης.
Σύμφωνα με τα παραπάνω, σε συστήματα πολυδιασποράς, μετρήσεις της σκέδασης
του φωτός σε διαφορετικές γωνίες δίνουν πληροφορίες για την κατανομή μεγεθών
των σωματιδίων που απαρτίζουν ένα κολλοειδές σύστημα. Έτσι, μία συσκευή (Εικ.
13) σχεδιασμένη να καταγράφει το μοτίβο σκέδασης του φωτός από μία κολλοειδή
διασπορά, περιλαμβάνει μία πηγή φωτός, ένα θάλαμο δείγματος και έναν καταγραφέα
της έντασης της σκέδασης σε διάφορες γωνίες
Όπως προαναφέρθηκε, η σκέδαση του φωτός λαμβάνει χώρα όταν πολωμένα μόρια
ενός δείγματος βρεθούν στο ταλαντούμενο ηλεκτρικό πεδίο μιας ακτίνας φωτός.
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία διπόλων στα μόρια, τα οποία με τη σειρά
τους ταλαντώνονται με αποτέλεσμα τη διάχυση του φωτός προς όλες τις διευθύνσεις.
Το φαινόμενο της σκέδασης έχει αξιοποιηθεί από πολλά πεδία της επιστήμης για τον
καθορισμό του μεγέθους των σωματιδίων, του μοριακού τους βάρους, του σχήματός
τους, των θερμοδυναμικών τους ιδιοτήτων κ.α.
Στη στατική σκέδαση φωτός ο μέσος όρος της σκεδαζόμενης έντασης μελετάται
συναρτήσει της γωνίας σκέδασης. Αυτό καθιστά δυνατό τον υπολογισμό της μέσης
μοριακής μάζας κατά βάρος Mw του μορίου, του τετραγώνου της γυροσκοπικής
ακτίνας Rg και του δεύτερου συντελεστή virial A2. Γι’ αυτό το λόγο η σκέδαση του
54
φωτός είναι μία από τις αποδοτικότερες μεθόδους για τον προσδιορισμό του μεγέθους
σωματιδίων μιας διασποράς.
Όπως αναφέρθηκε, το ταλαντούμενο ηλεκτρικό πεδίο του φωτός δημιουργεί δίπολα
οδηγώντας στη διάχυση του φωτός προς όλες τις διευθύνσεις. Η σκεδαζόμενη
ακτινοβολία έχει το ίδιο μήκος κύματος με την προσπίπτουσα γι’ αυτό και όταν
ελάχιστη ποσότητα φωτός προσπέσει σε αρκετά σκεδάζον μέσο, μπορεί να
παρατηρηθεί ως «αχνή» ακτίνα φωτός (Tyndall effect). Ο Tyndall ασχολήθηκε
ενεργά με το φαινόμενο το 1871 και παρατήρησε ότι τα αποτελέσματα είναι
εντονότερα χρησιμοποιώντας μπλε φως αντί για κόκκινο.
Μετά από λίγα χρόνια ο Rayleigh ξεκίνησε να μελετά τη σκέδαση του φωτός.
Λαμβάνοντας υπόψην την τυχαία κατανομή των μορίων στο χώρο και
χρησιμοποιώντας τη θεωρία Maxwell της ηλεκτροδυναμικής, βρήκε αυτό που σήμερα
ονομάζεται λόγος του Rayleigh της σκεδαζόμενης έντασης. Η ένταση της
προσπίπτουσας ακτινοβολίας δίνεται από τη σχέση:
με Κ = [(4π2n02)/(λ04ΝΑ)] (dn/dc)2
55
ΝΑ: σταθερά Avogardro
n,n0: δείκτης διάθλασης του διαλύματος και του διαλύτη αντίστοιχα
c: συγκέντρωση της διαλυμένης ουσίας
(dn/dc): διαφορικός δείκτης διάθλασης
Μ: μοριακό βάρος της διαλυμένης ουσίας
Η παραπάνω εξίσωση ισχύει μόνο για μόρια μικρού μεγέθους που είναι τυχαία
κατανεμημένα στο χώρο και γι’ αυτό συμπεριφέρονται ως σημειακά δίπολα. Για τα
πολυμερή των οποίων οι διαστάσεις είναι συγκρινόμενες με το μέγεθος του μήκους
κύματοςτου φωτός παρατηρείται συμβολή του σκεδαζόμενου φωτός.
Τελικά, λαμβάνοντας υπόψην και το μέγεθος των μορίων παίρνουμε τη σχέση του
Zimm.
Kc/R(θ) = 1/Μw (1 + 1/3 q2 <Rg2>z) + 2A2c + … (3.3)
Για τη μέτρηση της έντασης της σκεδαζόμενης ακτινοβολίας συναρτήσει της γωνίας
σκέδασης χρησιμοποιούνται ειδικές πειραματικές διατάξεις. Λόγω της υψηλής τους
56
έντασης, των μικρών διαστάσεων της ακτίνας τους και της σταθερότητάς τους, τα
lasers χρησιμοποιούνται ευρέως τα τελευταία χρόνια στις διατάξεις σκέδασης του
φωτός. Αυτό καθιστά δυνατή τη μέτρηση δειγμάτων σε χαμηλές συγκεντρώσεις αλλά
και τον καθορισμό μικρών μοριακών μαζών.
Μια από τις δημοφιλέστερες τεχνικές που χρησιμοποιούνται σήμερα για τη μέτρηση
του μεγέθους νανοσωματιδίων κολλοειδών διασπορών είναι η Δυναμική Σκέδαση
Φωτός, (Dynamic Light Scattering, DLS), καθώς προσφέρει τη δυνατότητα μέτρησης
57
του μεγέθους σωματιδίων, σε διασπορά, ταχύτατα και απαιτώντας ελάχιστη
προετοιμασία δείγματος.[69]
H δυναμική σκέδαση είναι επίσης γνωστή και ως φασματοσκοπία συσχέτισης
φωτονίων (photon correlation spectroscopy, PCS).[65]
Η αρχή λειτουργίας της συγκεκριμένης μεθόδου στηρίζεται στο ότι, τα σωματίδια
(μακρομόρια, νανοσωματίδια) βρίσκονται σε διαρκή τυχαία κίνηση μέσα στο μέσο
διασποράς. Η συνεχής αυτή κίνηση είναι απόρροια της θερμικής ενέργειας που
μεταβιβάζεται σε αυτά μέσω των συγκρούσεών τους με μόρια του διαλύτη (κίνηση
Brown). Αυτό έχει ως αποτέλεσμα η ένταση της σκεδαζόμενης ακτινοβολίας από το
διάλυμα να συνδέεται ποσοτικά με την κίνηση των μορίων.
Η σκέδαση της μονοχρωματικής ακτινοβολίας από ένα διάλυμα οφείλεται κυρίως σε
διακυμάνσεις της συγκέντρωσης, οι οποίες συνδέονται με την κίνηση Brown. Κατ’
επέκταση, η ένταση της σκεδαζόμενης ακτινοβολίας μεταβάλλεται συναρτήσει του
χρόνου. Παράλληλα, ο συντελεστής διάχυσης D περιγράφει τη δυσκολία που
αντιμετωπίζει ένα σώμα να κινηθεί μέσα σε ένα διάλυμα. Είναι αντιστρόφως
ανάλογος του μεγέθους του σωματιδίου και χρησιμοποιώντας την εξίσωση Stokes-
Einstein είναι δυνατός ο υπολογισμός της υδροδυναμικής ακτίνας του σωματιδίου σε
αραιά μέσα διασποράς (διαλύματα). Επιπρόσθετα, για τον υπολογισμό της
υδροδυναμικής ακτίνας από τη συνάρτηση αυτοσυσχέτισης, πρέπει να προηγηθεί
κατάλληλη μαθηματική ανάλυση. Παρακάτω αναγράφεται η εξίσωση Stokes-
Einstein:
k: σταθερά Boltzman
T: απόλυτη θερμοκρασία
n: ιξώδες διαλύματος
Rh: υδροδυναμική ακτίνα[70]
Πιο αναλυτικά:
Το δείγμα ακτινοβολείται με μονοχρωματική δέσμη φωτός με τη χρήσης ενός laser. Η
ακτινοβολία σκεδάζεται από τα νανοσωματίδια του μέσου διασποράς στο δείγμα. Ο
ανιχνευτής μετρά την ένταση του σκεδαζόμενου φωτός υπό μία συγκεκριμένη γωνία
συναρτήσει του χρόνου (σε msec).[26],[71]
Αυτό αποτελεί τη συνάρτηση αυτοσυσχέτισης (autocorrelation function):
58
C(t) = [A * exp (- 2Γ * t)] + B (3.5)
Η τιμή του q υπολογίζεται από την εξίσωση 3.7, η οποία ισχύει μόνο για σφαιρικά
σωματίδια:
Q = ( 2π * n / λ0) * 2 sin (θ/2) (3.7)
59
αυτό το μοτίβο. Η συχνότητα αυτή είναι ανάλογη της θερμικής κίνησης Brown των
σωματιδίων, η οποία με τη σειρά της εξαρτάται από το μέγεθος των σωματιδίων (όσο
μικρότερα είναι τα σωματίδια, τόσο γρηγορότερη είναι η κίνηση Brown) και από το
ιξώδες του διαλύτη. Για τη μέτρηση της κινητικότητας των σωματιδίων μέσα σε ένα
διάλυμα κρίνεται απαραίτητο οι μετρήσεις να διεξάγονται κάτω από μια γνωστή και
σταθερή θερμοκρασία, καθώς το ιξώδες ενός υγρού συσχετίζεται άμεσα με τη
θερμοκρασία του.
Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, η ανάλυση της χρονικής εξάρτησης της διακύμανσης/
συσχέτισης του μοτίβου ταλάντωσης- τρεμοπαίγματος δύναται να αποδώσει το
συντελεστή διάχυσης των σωματιδίων. Χρησιμοποιώντας την εξίσωση Stokes-
Einstein και γνωρίζοντας το ιξώδες του μέσου και το συντελεστή διάχυσης, μπορεί να
υπολογιστεί η υδροδυναμική διάμετρος, η οποία στην ουσία είναι η διάμετρος μιας
ιδεατής σφαίρας που έχει τον ίδιο συντελεστή διάχυσης με το σωματίδιο.[69]
Ένα τυπικό αναλυτικό σύστημα δυναμικής σκέδασης του φωτός αποτελείται από έξι
κύρια τμήματα (Εικ. 17):
μία πηγή φωτεινής δέσμης laser, τα φωτόνια της οποίας περνούν μέσα από
κυψελίδα που περιέχει το εκάστοτε δείγμα,
μία διάταξη ανιχνευτή σκεδαζόμενης ακτινοβολίας,
μία πλατφόρμα ψηφιακής επεξεργασίας του σήματος από την ανιχνευτική
διάταξη όπου τελικά αναλύεται και καταγράφεται η πληροφορία της έντασης
της σκεδαζόμενης ακτινοβολίας και το μοτίβο ταλάντωσης,
60
έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή σε διασύνδεση με την πλατφόρμα ψηφιακής
επεξεργασίας, όπου με το κατάλληλο λογισμικό και κώδικες μοντελοποίησης
αναλύονται τα δεδομένα και εξάγονται πληροφορίες για το μέγεθος των
σωματιδίων.
61
αναγκάζεται να κινηθεί μέσω ενός τριχοειδούς σωλήνα ή ενός πορώδους υλικού, με
αποτέλεσμα να επέρχεται μια διαφορά στα ηλεκτρικά δυναμικά που ονομάζεται
δυναμικό ρεύματος (streaming potential). Η εξαναγκασμένη κίνηση φορτισμένων
σωματιδίων εντός ενός υγρού λόγω της βαρύτητας επιφέρει μια διαφορά στο
ηλεκτρικό δυναμικό, η οποία καλείται δυναμικό καθίζησης (sedimentation potential).
Η ταχύτητα των φορτισμένων σωματιδίων κατά τη διάρκεια της ηλεκτροφόρησης
είναι ανάλογη της έντασης του εφαρμοζόμενου ηλεκτρικού πεδίου.[73]
Όταν σωματίδια διασπείρονται σε ένα υδατικό σύστημα συχνά εμφανίζουν
επιφανειακό φορτίο, το οποίο οφείλεται στον ιονισμό των επιφανειακών χημικών
ομάδων τους ή στην προσρόφηση φορτισμένων μορίων ή ιόντων. Η ανάπτυξη
τέτοιων φορτίων έχει ως αποτέλεσμα τη μεταβολή της συγκέντρωσης των ιόντων του
διαλύματος κοντά στην επιφάνεια των σωματιδίων δημιουργώντας ένα στρώμα γύρω
από αυτά, με διαφορετική κατανομή ιόντων από εκείνη του κυρίου όγκου του
διαλύματος, το οποίο αποτελείται από δύο μέρη (Εικ. 18). Το εσωτερικό μέρος
λέγεται στρώμα Stern (Stern layer) και αποτελείται από ιόντα ισχυρά συνδεδεμένα με
τα σωματίδια, λόγω των αντίθετων φορτίων τους, ενώ το εξωτερικό μέρος
δημιουργείται από διάχυση ασθενέστερα συνδεδεμένων ιόντων του μίγματος. Στο
διάχυτο στρώμα υπάρχει ένα νοητό όριο μέσα στο οποίο ιόντα και μόρια διαλύτη
αλληλεπιδρούν ισχυρά με τη φορτισμένη επιφάνεια του σωματιδίου σχηματίζοντας
μια σταθερή οντότητα με αυτό. Το όριο αυτό ονομάζεται επίπεδο ολίσθησης. Όταν
ένα σωματίδιο κινείται, τα ιόντα που βρίσκονται μέσα σε αυτό το όριο κινούνται μαζί
του. Το ηλεκτρικό δυναμικό το οποίο υπάρχει στο εξωτερικό μέρος αυτού του ορίου
(επίπεδο ολίσθησης) λέγεται δυναμικό ζ (ζ potential) και αποτελεί ένδειξη του
επιφανειακού φορτίου του σωματιδίου. Έτσι απαντάται με τον όρο «φαινόμενο
επιφανειακό φορτίο».
62
Εικόνα 18. Σχηματική απεικόνιση της διασποράς των ιόντων του διαλύματος γύρω
από ένα φορτισμένο σωματίδιο
63
πεδίο.[73] Εναλλάσσοντας το φορτίο μεταξύ των ηλεκτροδίων, τα σωματίδια
κινούνται παλινδρομικά με ταχύτητα ανάλογη του επιφανειακού τους φορτίου, της
εφαρμοζόμενης τάσης, της διηλεκτρικής σταθεράς του μέσου και του ιξώδους. Με
βάση αυτά, υπολογίζεται η τιμή του ζ δυναμικού των σωματιδίων σύμφωνα με την
εξίσωση Henry:
UE = 2εζf(Ka) / 3η (3.8)
64
δύο διαφορετικές ακτινοβολίες που φθάνουν στον ανιχνευτή (προσπίπτουσα και
σκεδαζόμενη) είναι εύκολο και προσδιοριστεί η μετατόπιση Doppler, η οποία
χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό της ταχύτητας των σωματιδίων (Εικ. 21).
65
Η φασματοφωτομετρία απορρόφησης αποτελεί μια από τις χρησιμότερες τεχνικές
που βρίσκουν εφαρμογή στη χημική ανάλυση. Πολλές χημικές ουσίες απορροφούν
ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία, κυρίως στην υπεριώδη περιοχή του φάσματος και με
τη χρήση του κατάλληλου οργάνου και τεχνικής είναι εφικτός ο ποσοτικός τους
προσδιορισμός σε ένα μίγμα.
Το τμήμα του μορίου το οποίο είναι υπεύθυνο για την απορρόφηση της
ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας, λέγεται χρωμοφόρο. Η εμφάνιση χαρακτηριστικών
ταινιών απορρόφησης των διαφόρων χρωμοφόρων ομάδων σε ένα φάσμα
απορρόφησης είναι ενδεικτική για την ύπαρξη των ομάδων αυτών στο μόριο. Η
φασματοφωτομετρία ορατού-υπεριώδους (200-800 nm) είναι ευρέως
χρησιμοποιούμενη για τον ποσοτικό προσδιορισμό ουσιών.[79]
Η συγκεκριμένη τεχνική στηρίζεται στην απορρόφηση ηλεκτρομαγνητικής
ακτινοβολίας (100-800 nm) από τα μόρια μιας διαλυμένης ουσίας, τα οποία και
υφίστανται ηλεκτρονιακές μεταπτώσεις. Ειδικότερα, τα ηλεκτρόνια που βρίσκονται
στα μοριακά δεσμικά ή μη δεσμικά τροχιακά χαμηλής ενέργειας (σ, π και η τροχιακά,
αντίστοιχα) μεταπίπτουν στα αντιδεσμικά τροχιακά υψηλότερης ενεργειακής
στάθμης. Στην πράξη οι μετρήσεις περιορίζονται στην περιοχή 800-400 nm (ορατό)
και 400-190 nm (εγγύς υπεριώδες), αφού στην περιοχή 190-100 nm (άπω υπεριώδες)
απορροφούν τόσο ο αέρας όσο και το υλικό κατασκευής των κυψελίδων (χαλαζίας).
Η συγκέντρωση ενός στοιχείου σε διάλυμα μπορεί να προσδιοριστεί με μέτρηση της
απορροφητικότητάς του σε συγκεκριμένο μήκος κύματος και εφαρμογή του νόμου
Lambert-Beer.
Στην εργαστηριακή πράξη μετράται η απορρόφηση πρότυπων διαλυμάτων γνωστής
συγκέντρωσης και ακολούθως συσχετίζεται η συγκέντρωση με την απορρόφηση με
μαθηματική επεξεργασία. Τελικά, σχεδιάζεται η καμπύλη αναφοράς (working curve).
Έτσι, μετρώντας την απορρόφηση ενός αγνώστου διαλύματος μπορεί να
προσδιοριστεί η αντίστοιχη συγκέντρωσή του από την καμπύλη αναφοράς. Ο
περιορισμός της χρήσης της φασματομετρίας υπεριώδους-ορατού φωτός κυρίως στον
ποσοτικό προσδιορισμό οφείλεται στο γεγονός ότι τα φάσματα δίνουν πληροφορίες
για ορισμένες μόνο ομάδες ατόμων μέσα στο μόριο και δε χαρακτηρίζουν το μόριο
ως σύνολο.[80]
Πιο συγκεκριμένα, όταν μονοχρωματική ακτινοβολία διέρχεται από ένα διάλυμα το
οποίο περιέχει μια ουσία που την απορροφά, η ισχύς της ακτινοβολίας ελαττώνεται
προοδευτικά κατά μήκος της διαδρομής της μέσα στο διάλυμα. Η μείωση της ισχύος
66
εξαρτάται από τη συγκέντρωση της ουσίας και από την απόσταση που διήνυσε η
δέσμη μέσα στο διάλυμα. Τα παραπάνω εκφράζονται από το νόμο των Lambert-Beer,
που αναφέρεται ως νόμος του Beer και διατυπώνεται ως εξής:
Α = log (P0 / P) = -logT = abcg/lt = εbcmol/lt (3.9)
67
Οι πηγές ακτινοβολίας αποτελούνται από υλικά που διεγείρονται σε υψηλές
ενεργειακές καταστάσεις. Τα υλικά αυτά κατά την αποδιέγερση τους
εκπέμπουν φωτόνια χαρακτηριστικής ενέργειας. Ως πηγές υπεριώδους
ακτινοβολίας χρησιμοποιούνται οι λυχνίες υδρογόνου και δευτερίου (180-350
nm) ή η λυχνία ξένου (200-1000 nm), ενώ ως πηγές ορατής ακτινοβολίας
χρησιμοποιούνται η λυχνία νήματος βολφραμίου (350-2500 nm) ή το τόξο
άνθρακα.
Οι μονοχρωμάτορες (ή τα φίλτρα) χρησιμοποιούνται για το διαχωρισμό της
συνεχούς (πολυχρωματικής) ακτινοβολίας της πηγής σε στενές ζώνες ή σε
μονοχρωματική ακτινοβολία.
Οι κυψελίδες στις οποίες τοποθετείται το δείγμα ή ο διαλύτης πρέπει να
κατασκευάζονται από υλικό, το οποίο επιτρέπει τη διέλευση της ακτινοβολίας
στην περιοχή εργασίας. Όταν η εργασία λαμβάνει χώρα στην υπεριώδη περιοχή
(κάτω από 350 nm) απαιτούνται κυψελίδες από χαλαζία ή τηγμένη πυρίτια. Και
τα δύο υλικά είναι διαπερατά από ορατή και υπέρυθρη ακτινοβολία μέχρι τα 3
μm.[81]
68
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5: ΥΠΕΡΙΩΔΗΣ ΑΚΤΙΝΟΒΟΛΙΑ ΚΑΙ UV-ΦΙΛΤΡΑ
5.1 Ηλιακή ακτινοβολία
Ο ήλιος εκπέμπει ενέργεια με τη μορφή ακτινοβολίας, αποτελώντας έναν αληθινό
σταθμό παραγωγής ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας, που εκτείνεται σε ένα ευρύ
φάσμα (Εικ. 23), από την κοσμική μέχρι τα ραδιο-ηλεκτρικά κύματα.
Το ηλιακό φως φιλτράρεται καθώς περνά μέσα από την ατμόσφαιρα, ενώ συγχρόνως
εμποδίζεται η διέλευση των επικίνδυνων μηκών κύματος (κοσμική ακτινοβολία,
ακτίνες γ, ακτίνες χ και UVC ακτινοβολία). Η εναπομείνασα ακτινοβολία διεισδύει
στο δέρμα προκαλώντας διάφορες βιολογικές και μεταβολικές συνέπειες. Μόνο το 10
% της συνολικής ηλιακής ενέργειας που φτάνει στην επιδερμίδα είναι UV
ακτινοβολία. Παρ’ όλα αυτά τα βραχέα αυτά μήκη κύματος είναι ιδιαίτερα δραστικά
από βιολογικής άποψης.
Η ηλιακή ακτινοβολία περιλαμβάνει πολλούς τύπους, αλλά η ακτινοβολία που φτάνει
στην επιφάνεια της Γης και αφορά το δέρμα, συνίσταται από ηλεκτρομαγνητική
ενέργεια μήκους κύματος από 290 έως 3000 nm. Το εύρος αυτό διακρίνεται σε τρία
μέρη:
1. Ορατή ακτινοβολία ή φως: Εκτείνεται σε εύρος από 400 έως 700 nm. Είναι
ορατή με γυμνό οφθαλμό.
2. Υπεριώδης ακτινοβολία (UltraViolet = UV): Εκτείνεται σε εύρος από 100 έως
400 nm και βρίσκεται κάτω από το ιώδες χρώμα.
3. Υπέρυθρη ακτινοβολία (IR): Εκτείνεται σε εύρος από 700 έως 106 nm.
Βρίσκεται πάνω από το ερυθρό χρώμα και διαιρείται σε τρεις τύπους:
a) Υπέρυθρη-A: 700 έως 1.400 nm
b) Υπέρυθρη-B: 1.400 έως 3.000 nm
c) Υπέρυθρη-C: 3.000 nm έως 1mm[20],[82]
69
Εικόνα 23. Το ηλιακό φάσμα[83]
Η υπεριώδης ηλιακή ακτινοβολία (UV Radiation) ανήκει στο φάσμα της ηλιακής
ακτινοβολίας που φτάνει στην επιφάνεια της γης σε μικρή ένταση. Παρ’ όλα αυτά,
ύστερα από παρατεταμένη έκθεση στον ήλιο, η υπεριώδης ακτινοβολία δύναται να
προκαλέσει σημαντικά δυσμενείς επιπτώσεις στην ανθρώπινη υγεία. Η συνηθέστερη
συνέπεια είναι το έγκαυμα, που προσδίδει μια κόκκινη χροιά στο δέρμα. Όμως, η
αλόγιστη και μακροχρόνια έκθεση μπορεί να προκαλέσει σοβαρές βλάβες, όπως
γήρανση του δέρματος, καταρράκτη, εξασθένιση του ανοσοποιητικού συστήματος
κ.ά. Ο χρόνος έκθεση που μπορεί να προκαλέσει αυτά τα αποτελέσματα διαφέρει από
άτομο σε άτομο και εξαρτάται από διάφορους παράγοντες, οι σημαντικότεροι των
οποίων είναι:
Ο τύπος του δέρματος
Το όζον
Τα σύννεφα
Το υψόμετρο
Οι ανακλάσεις
Το νερό
Οι κλίσεις των ηλιακών ακτίνων[84]
Η υπεριώδης ακτινοβολία περιλαμβάνει τα εξής είδη:
Υπεριώδης ακτινοβολία Γ ή (UVC): Εκτείνεται σε εύρος από 100 έως 280 nm. O
όρος υπεριώδης προκύπτει από το γεγονός ότι η ακτινοβολία αυτή βρίσκεται σε
συχνότητα υψηλότερη από το ιώδες φως με αποτέλεσμα να μην είναι ορατή στον
ανθρώπινο οφθαλμό. Πολύ μικρό ποσοστό φτάνει στην επιφάνεια της γης καθώς
απορροφάται καθώς διαπερνά την ατμόσφαιρα. Χαρακτηρίζεται από μικροβιοκτόνες
ιδιότητες και βρίσκει εφαρμογή στη χρήση μικροβιοκτόνων λαμπτήρων.
70
Υπεριώδης ακτινοβολία Β ή (UVB): Εκτείνεται σε εύρος από 280 έως 315 nm.
Αποκαλείται «επιβλαβής ακτινοβολία» λόγω των δυσμενών αποτελεσμάτων που
μπορεί να προκαλέσει στους ζώντες οργανισμούς. Απορροφάται σε μεγάλο ποσοστό
από την ατμόσφαιρα και σε συνδυασμό με τη UVC είναι υπεύθυνες για τη
φωτοχημική αντίδραση που προκαλεί την παραγωγή του στρώματος του όζοντος.
Ενοχοποιείται για το ‘κάψιμο’ του δέρματος ύστερα από πολύωρη έκθεση στον ήλιο.
Συμβάλλει επίσης στην επιτάχυνση της γήρανσης του δέρματος και την εμφάνιση
καρκίνου.
Υπεριώδης ακτινοβολία Α ή (UVA): Εκτείνεται σε εύρος από 315 έως 400 nm.
Απορροφάται σε μικρό ποσοστό από το στρώμα του όζοντος, ενώ θεωρείται λιγότερο
καταστρεπτική και επικίνδυνη για το DNA ακτινοβολία. Είναι κατά κύριο λόγο
υπεύθυνη για το μαύρισμα εισχωρώντας στα βαθύτερα στρώματα του επιδερμικού
ιστού. Συμβάλλει στη σταδιακή γήρανση του δέρματος και αυξάνει τον κίνδυνο
πρόκλησης καρκίνου. Τέλος, εμπλέκεται στη διαδικασία έκκρισης της βιταμίνης από
τον ανθρώπινο οργανισμό επηρεάζοντάς την αρνητικά.[85]
Οι UVA και UVB ακτινοβολίες είναι χρήσιμες στην Ιατρική και βρίσκουν εφαρμογή
στη θεραπεία δερματοπαθειών όπως η ψωρίαση, η λεύκη, ο ομαλός λειχήνας κ.ά.[86]
Ο ήλιος αποτελεί τη βασική αιτία ύπαρξης ζωής και προσφέρει ανεκτίμητα οφέλη.
Όμως, η υπερβολική έκθεση στην υπεριώδη ακτινοβολία ενοχοποιείται για
ανεπανόρθωτες βλάβες στην ανθρώπινη υγεία. Το γεγονός αυτό καθιστά απαραίτητη
71
τη διαμόρφωση συνειδήσεων ώστε να υιοθετηθεί μια σωστή στάση απέναντι στην
ηλιακή έκθεση λαμβάνοντας υπ’ όψιν τους κινδύνους που εγκυμονεί. Πρόκειται για
ένα μείζονος σημασίας θέμα που απαιτεί ώριμη και με σύνεση αντιμετώπιση καθώς
και επαναπροσδιορισμό των αντιλήψεων απέναντι στην αλόγιστη έκθεση ώστε να
αποφευχθούν δυσμενείς για την υγεία συνέπειες.
Είναι κοινώς αποδεκτό ότι η υπεριώδης ακτινοβολία επιταχύνει τη διαδικασία
γήρανσης του δέρματος (φωτογήρανση). Όταν το δέρμα εκτίθεται υπερβολικά στον
ήλιο, για μεγάλα χρονικά διαστήματα και χωρίς την απαραίτητη προστασία,
προκαλούνται βιοχημικές αλλαγές στα συστατικά του, που συμβάλλουν στην πρόωρη
γήρανσή του. Επιπλέον, σχηματίζονται πολλαπλές μικρές εστίες συσσώρευσης
κολλαγόνου (μικρο-ουλές) μέσα στο χόριο, οι οποίες αθροίζονται με τα χρόνια
διαταράσσοντας τη δομή των συστατικών στοιχείων του δέρματος. Τέλος, η χρόνια
έκθεση στην υπεριώδη ακτινοβολία ενοχοποιείται για καρκινογένεση και κακοήθη
μελανώματα.[87]
Πιο συγκεκριμένα, η υπεριώδης ακτινοβολία είναι ο κύριος περιβαλλοντικός
παράγοντας που επηρεάζει τη λειτουργία και την επιβίωση πολλών τύπων κυττάρων.
Μάλιστα, θεωρείται ο κύριος αιτιολογικός παράγοντας που επάγει τη δημιουργία
όγκων του δέρματος, όπως καρκίνωμα βασικών κυττάρων (BCC), πλακώδες
καρκίνωμα (SCC) και κακόηθες μελάνωμα.[88]
Γενικά τα όργανα που υφίστανται μεγαλύτερη έκθεση στις υπεριώδεις ακτίνες είναι
το δέρμα και τα μάτια. Η παρατεταμένη έκθεση μπορεί να καταλήξει σε χρόνια
προβλήματα υγείας. Παρακάτω παρατίθενται ορισμένες από τις επιπτώσεις της
ηλιακής ακτινοβολίας:
72
μακροχρόνια και συγχρόνως υπερβολική υπερέκθεση μπορεί να καταστείλει
σημαντικά την αμυντική ικανότητα του οργανισμού.
Δερματοπάθειες: παθήσεις του δέρματος που σχετίζονται με την υπεριώδη
ακτινοβολία είναι η Ροδόχρους Νόσος, ο Απλούς Έρπις, η Ανεμοβλογιά, η
Ψωρίαση, ο Ερυθηματώδης Λύκος κ.ά. Επίσης μπορεί να προκληθούν
αλλεργικές αντιδράσεις όπως ηλιακή κνίδωση ή αντιδράσεις λόγω
αλληλεπίδρασης της UV ακτινοβολίας με καλλυντικά, αρώματα, φυτά,
αντιηλιακές κρέμες αλλά και φάρμακα όπως αντισυλληπτικά,
αντικαταθλιπτικά, αντιφλεγμονώδη, αντιυπερτασικά κ.ά., ο συνδυασμός των
οποίων μπορεί να οδηγήσει στην εμφάνιση φωτοαλλεργικού εξανθήματος.
Φωτογήρανση: Η φωτογήρανση είναι ένα αθροιστικό φαινόμενο, στο οποίο
σημαντικό ρόλο διαδραματίζει η UVA ακτινοβολία. Η ικανότητα του
δέρματος να αποκαθιστά της προκαλούμενες από την ακτινοβολία βλάβες,
μειώνεται κατά τη διάρκεια της ζωής του ατόμου. Συγκεκριμένα, η
ακτινοβολία καταστέλλει τη σύνθεση κολλαγόνου αδρανοποιώντας τα γονίδια
που είναι υπεύθυνα για την παραγωγής τους και ταυτόχρονα ενεργοποιεί
ενζυμικές ακολουθίες που δρουν καταστρεπτικά απέναντι στο κολλαγόνο.
Ουσιαστικά, προκαλείται ένα τραύμα στο δέρμα, η επούλωση του οποίου δε
είναι τέλεια με αποτέλεσμα να σχηματίζεται μια μικροουλή. Οι
επαναλαμβανόμενες προκλήσεις τέτοιων ουλών κατά τη διάρκεια της ζωής
οδηγούν στη σταδιακή φθορά και καταστροφή του δέρματος με αποτέλεσμα
να γίνεται θαμπό, χαλαρό και λεπτότερο.
Στα επιβραδυνόμενα αποτελέσματα της UVB, κυρίως, ακτινοβολίας στο δέρμα
ανήκουν οι φακίδες, οι δυσχρωμίες, οι βαθιές ρυτίδες, το ηλιακό ερύθημα (ποικίλλει
από ήπιο κοκκίνισμα έως το σχηματισμό φυσαλίδων και η βαρύτητά του σχετίζεται
με την ένταση και τη διάρκεια έκθεσης στον ήλιο καθώς και με το φωτότυπο του
δέρματος). Η επιβραδυνόμενα προκαλούμενη μελάγχρωση προκαλείται κυρίως από
τη UVB ακτινοβολία, ενώ παράλληλα η UVA διεγείρει την παραγωγή μελανίνης
απαιτώντας 1000 φορές περισσότερη ενέργεια.
Στα χρόνια και εξαιρετικά επικίνδυνα αποτελέσματα ανήκουν παθήσεις όπως διάχυτη
ερυθρότητα, ευρυαγγείες, σταγονοειδής υπομελάνωση, πρόκληση σπίλων και
δερματικών καρκίνων.
Όπως προαναφέρθηκε, στα είδη των δερματικών καρκίνων ανήκουν το
βασικοκυτταρικό καρκίνωμα (επιθιλίωμα), που αποτελεί τη συχνότερα εμφανιζόμενη
73
μορφή και εμφανίζεται σε υπέρ-εκτεθειμένες στον ήλιο περιοχές όπως είναι το
πρόσωπο, οι πλάτη και οι ώμοι, το πλακώδες καρκίνωμα και το μελάνωμα, που
αποτελεί τον πιο επικίνδυνο τύπο.[89]
Μελάνωμα: Ο καρκίνος του δέρματος αντιπροσωπεύει σχεδόν το ήμισυ του συνόλου
των καρκίνων στις ΗΠΑ. Το 2007 διαγνώστηκαν πάνω από 1 εκατομμύριο νέα
κρούσματα και πάνω από 10.000 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους από καρκίνο του
δέρματος.[90]
Είναι κοινώς αποδεκτό ότι η έκθεση σε υπεριώδη ακτινοβολία συνδέεται με
σημαντικά μακροπρόθεσμα, επιβλαβή αποτελέσματα με σοβαρότερο τον καρκίνο του
δέρματος. Μία ευρέως γνωστή βραχυπρόθεσμη συνέπεια της έκθεσης στην υπεριώδη
ακτινοβολία είναι η μελάγχρωση (μαύρισμα), που τείνει να θεωρείται ως
φωτοπροστατευτική, καθ’ ότι το μελαχρινό δέρμα χαρακτηρίζεται από χαμηλότερο
κίνδυνο φωτο-καρκινογένεσης σε σχέση με το ανοιχτόχρωμο.[91]
Συγκεκριμένα, τα επαγόμενα από τη UV ακτινοβολία είδη καρκίνου του δέρματος,
συμπεριλαμβανομένου του πλακώδους καρκινώματος, του βασικοκυτταρικού και του
μελανώματος, εμφανίζονται συχνότερα σε άτομα με ανοιχτόχρωμο δέρμα από ότι σε
άτομα με σκουρόχρωμο. Η μελανίνη παίζει σημαντικό ρόλο δρώντας ως
προστατευτική ασπίδα του δέρματος έναντι της υπεριώδους ακτινοβολίας. Μάλιστα,
τα επίπεδα της μελανίνης έχουν αντιστρόφως ανάλογη συσχέτιση με την ποσότητα
και την έκταση της προκαλούμενης από τις υπεριώδεις ακτίνες βλάβης του DNA στο
ανθρώπινο δέρμα διαφορετικών φυλών ή εθνοτήτων.[92]
Η πιο επικίνδυνη και καταστροφική μορφή καρκίνου του δέρματος αποτελεί το
μελάνωμα. Το μελάνωμα παρουσιάζει μια σταθερή αύξηση στη συχνότητα εμφάνισής
του, ενώ συγχρόνως χαρακτηρίζεται από αντοχή στη χημειοθεραπεία και υψηλό
δυναμικό μετάστασης. Για όλους αυτούς τους λόγους είναι σαφής η δυσκολία
αποτελεσματικής αντιμετώπισης αυτής της μορφής καρκίνου, γεγονός που ενισχύει
τη σημασία και κρίνει επιτακτική την ανάγκη για σωστή και έγκαιρη πρόληψη. Όπως
προαναφέρθηκε, κύρια αιτία πρόκλησης είναι η υπεριώδης ακτινοβολία και
παράγοντες όπως το χρώμα του δέρματος σε συνδυασμό με το περιεχόμενό του σε
μελανίνη είναι καθοριστικοί. Ωστόσο, η πρόβλεψη για πρόκληση μελανώματος δε
μπορεί να βασίζεται αποκλειστικά στο φωτότυπο δέρματος (Εικ. 24) καθώς δεν είναι
ακριβής και αποτυγχάνει να εντοπίσει άτομα υψηλού κινδύνου με σκούρο χρώμα
δέρματος. Για το λόγο αυτό, κρίνεται απαραίτητο να εξεταστούν και να
προσδιοριστούν και άλλοι σημαντικοί παράγοντες πρόκλησης, που σχετίζονται
74
κυρίως με την ικανότητα του οργανισμού να επιδιορθώνει τις βλάβες του DNA,
πράγμα που ρυθμίζεται από κατάλληλα γονίδια.[93]
75
με συνέπεια να εξασθενεί η υπεριώδης ακτινοβολία και να εξασφαλίζεται
προστασία στα βαθύτερα επιδερμικά κύτταρα.
2. Ηλιακό ερύθημα: Όταν το δέρμα ακτινοβολείται, προκαλείται ερύθημα
εξαιτίας της συγκέντρωσης των ερυθρών αιμοσφαιρίων. Αυτό έχει ως
αποτέλεσμα τη μείωση της αρχικής έντασης της UVB ακτινοβολίας που
συνεπάγεται προστασίας του δέρματος μέχρι αυτό να προλάβει να αναπτύξει
τους άλλους μηχανισμούς του.
3. Ιδρώτας και σμήγμα: Ο ιδρώτας περιέχει το ουροκανικό οξύ που όταν
συνδυαστεί με ηλιακή έκθεση, η συγκέντρωσή του δεκαπλασιάζεται με
αποτέλεσμα την αύξηση της προστατευτικής του δράσης. Ασθενή
προστατευτική δράση παρέχει και το σμήγμα.
4. Ενεργοποίηση ενζύμων: Η υπεριώδης ακτινοβολία προκαλεί την παραγωγή
ελεύθερων ριζών οξυγόνου. Το δέρμα προστατεύεται από αυτές μέσω
πυροδότησης ενζυμικών συστημάτων που απενεργοποιούν τις ελεύθερες
ρίζες.
5. Αυτοεπανόρθωση: Το δέρμα διαθέτει μηχανισμούς αυτοεπανόρθωσης μέσω
της εκτομής και της απομάκρυνσης, αποκαθιστώντας τις βλάβες στη δομή του
DNA από την υπεριώδη ακτινοβολία και προλαμβάνοντας μεταλλάξεις και
καρκινογένεση. Αξίζει να σημειωθεί ότι αφού το δέρμα προλάβει να
αναπτύξει τους αμυντικούς του μηχανισμούς, εξασφαλίζεται εξαιρετικά
μεγάλη προστασία έναντι της υπεριώδους ακτινοβολίας.[94]
6. Μελανογένεση: Η παραγωγή μελανίνης επιτυγχάνεται μέσω βιολογικών
αντιδράσεων, στις οποίες η υπεριώδης ακτινοβολία παίζει καταλυτικό ρόλο.
Είναι κοινώς αποδεκτό ότι η μελανογένεση του δέρματος είναι ο πιο
σημαντικός παράγοντας φωτοπροστασίας, καθώς η μελανίνη, εκτός από την
ικανότητά να απορροφά ένα ευρύ φάσμα της UV ακτινοβολίας, έχει
αντιοξειδωτικές ιδιότητες δρώντας αποτελεσματικά κατά των ελεύθερων
ριζών. Εκτός αυτού, πολλές επιδημιολογικές μελέτες έχουν δείξει χαμηλότερη
συχνότητα εμφάνισης καρκίνου του δέρματος σε σκουρόχρωμα άτομα σε
σύγκριση με άτομα ανοιχτόχρωμου δέρματος.[88]
76
Η τεχνητή φωτοπροστασία του δέρματος στηρίζεται στην εφαρμογή αντιηλιακών
προϊόντων, τα οποία εμποδίζουν τη διείσδυση της ηλιακής ακτινοβολίας στις
στιβάδες του δέρματος, με σκοπό την πρόληψη της πρόκλησης ηλιακών ερυθημάτων
(εγκαυμάτων), τη μείωση και επιβράδυνση της φωτογενούς γήρανσης και τη
μακροπρόθεσμη εξασφάλιση προστασίας έναντι της καρκινογένεσης. Μάλιστα, τα
ανοιχτόχρωμα δέρματα είναι πιο ευαίσθητα στις υπεριώδεις ακτίνες με αποτέλεσμα
να απαιτούν μεγαλύτερου βαθμού προστασία.
Το αντιηλιακό είναι μια ουσία, που εφαρμόζεται στο δέρμα κι έχει την ικανότητα είτε
να απορροφά, είτε να αντανακλά τις επιβλαβείς ακτίνες του ήλιου. Τα απορροφητικά
αντιηλιακά περιέχουν χημικούς παράγοντες στη σύνθεσή τους (εστέρες, PABA,
βενζοφαινόνες και σαλικυλικά), ενώ τα αντανακλαστικά φυσικούς, όπως οξείδιο του
τιτανίου και οξείδιο του ψευδαργύρου, τα οποία λόγω της αδιαφανούς και πυκνής
τους υφής, συνήθως δεν είναι αισθητικά αποδεκτά.
Σήμερα, μια πληθώρα αντιηλιακών προϊόντων είναι διαθέσιμη στην αγορά και σε
κάθε σκεύασμα που κυκλοφορεί, αναγράφεται ο βαθμός της παρεχόμενης
προστασίας. Παρ’ όλο που πλήθος μελετών έχει αποκαλύψει τη μείζονος σημασίας
συνεισφορά της χρήσης τους στην προστασία του δέρματος και την πρόληψη πολλών
σοβαρών επιπτώσεων της υπεριώδους ακτινοβολίας, κανένα αντιηλιακό δεν
εξασφαλίζει πλήρη προστασία αφού κανένα φίλτρο δεν είναι τέλειο.
Τα αντιηλιακά είναι τα πλέον διαδεδομένα καλλυντικά της καλοκαιρινής περιόδου
και η παρασκευή τους οφείλει να εναρμονίζεται με την αντίστοιχη νομοθεσία που
έχει θεσπιστεί για τα καλλυντικά προϊόντα.
Ο καταναλωτής πριν προβεί σε οποιαδήποτε αγορά, θα πρέπει να λαμβάνει υπ’ όψιν
του το γεγονός ότι η αποτελεσματικότητα του αντιηλιακού είναι συνιστώσα πολλών
παραγόντων. Εξαρτάται από το φωτότυπο του κάθε ατόμου, τη σύνθεση και τον
τρόπο παρασκευής του τελικού προϊόντος, το πάχος του αντιηλιακού και τη χρονική
στιγμή που εφαρμόζεται στο δέρμα, τη συχνότητα εφαρμογής του και κυρίως τον
αναγραφόμενο δείκτη προστασίας.[95]
Ο σημαντικότερος παράγοντας που πρέπει να λαμβάνεται υπ’ όψιν κατά την επιλογή
ενός αντιηλιακού, είναι ο δείκτης αντιηλιακής προστασίας S.P.F (Sun Protection
Factor). Ο δείκτης SPF ορίζεται ως ο λόγος του ποσού της υπεριώδους ενέργειας που
απαιτείται για την πρόκληση ενός ελάχιστου ερυθήματος (MED = Minimal Erythema
Dose) σε προστατευμένο με αντιηλιακό δέρμα, προς την ποσότητα της ενέργειας που
77
απαιτείται για την πρόκληση του ίδιου ερυθήματος σε μη προστατευμένο δέρμα. Ο
δείκτης SPF μπορεί να προσδιοριστεί με in-vivo ή in-vitro μεθόδους.[96]
Η μελανίνη απορροφά την υπεριώδη ακτινοβολία και διαχέει την ενέργεια ως αβλαβή
θερμότητα. Τόσο η απόκριση της μελανίνης στις υπεριώδεις ακτίνες όσο και η
μελανογένεση εξαρτώνται από το χρώμα του δέρματος και άλλους γενετικούς
παράγοντες. Η ένταση της υπεριώδους ακτινοβολίας και η διάρκεια έκθεσης είναι οι
κύριοι παράμετροι που εμπλέκονται στην πρόκληση ηλιακών εγκαυμάτων,
ανεξάρτητα από τον τόνο του δέρματος και την ικανότητά του να παράγει μελανίνη.
Η κύρια ταξινόμηση της υπεριώδους ακτινοβολίας φαίνεται στον Πίνακα 2.
78
στρώμα του όζοντος. Προκαλεί άμεσες βλάβες στο
DNA.
Φυσικά φίλτρα: Είναι ανόργανες ενώσεις που αντανακλούν και διασπείρουν την
ηλιακή ακτινοβολία. Περιλαμβάνουν το Διοξείδιο του Τιτανίου (TiO2) και το Οξείδιο
του Ψευδαργύρου (ZnO). Τα φυσικά φίλτρα είναι πλήρους φάσματος καθώς
προσφέρουν προστασία έναντι της UVA, της UVB, του ορατού φωτός και της
υπέρυθρης ακτινοβολίας. Έχουν μορφή πάστας και όταν εφαρμοστούν στο δέρμα,
αφήνουν ένα αντιαισθητικό, παχύρρευστο λευκό στρώμα. Συνεπώς, για να ενισχυθεί
η καλλυντική τους αποδοχή, συχνά υποβάλλονται σε μικρομοριακή επεξεργασία
(micronization), η οποία οδηγεί στην παραγωγή σωματιδίων μεγέθους < 20 nm.
Ωστόσο, η διαμόρφωση αυτή αμβλύνει την προστασία έναντι της UVA ακτινοβολίας
79
και του ορατού φωτός. Τα φυσικά φίλτρα δεν απορροφώνται διαδερμικά και είναι
λιγότερο πιθανό να προκαλέσουν αλλεργικές αντιδράσεις σε σχέση με τα χημικά,
γεγονός που καθιστά την εφαρμογή τους ασφαλέστερη και πιο φιλική προς το δέρμα.
Χημικά φίλτρα: Είναι οργανικές ενώσεις που έχουν την ικανότητα να απορροφούν
την υπεριώδη ακτινοβολία, εμποδίζοντας την εισχώρησή της στα βαθύτερα στρώματα
του δέρματος, αναστέλλοντας έτσι τις καταστροφές των κυτταρικών δομών που
προκαλεί. Εμφανίζουν εξαιρετική αποτελεσματικότητα κυρίως κατά των UVB
ακτίνων (90% απορρόφηση) και πιο ασταθή κατά των UVA. Οι καλλυντικές τους
ιδιότητες είναι ιδιαίτερα αποδεκτές, καθώς εξασφαλίζουν εύκολο, γρήγορο και
ευχάριστο άπλωμα με ενυδατική δράση στο δέρμα.
Τα χημικά φίλτρα χωρίζονται σε στενού φάσματος (παράγωγα κινναμωμικού οξέος,
σαλικυλικού οξέος, καμφοράς και παρααμινοβενζοϊκού οξέος και των παραγώγων
του) και σε ευρέως φάσματος (UV-A, UV-B), που είναι τα ευρύτερα
χρησιμοποιούμενα και περιλαμβάνουν την κατηγορία των βενζοφαινονών.
Η πλειοψηφία των προϊόντων ηλιακής προστασίας συνδυάζουν χημικά και φυσικά
φίλτρα, επιτυγχάνοντας συνεργική δράση κατά όλων των ακτινοβολιών και
παράλληλα καθιστούν τα φυσικά πιο ανεκτά στο δέρμα.[95]
Τα οργανικά UV-φίλτρα είναι συνήθως αρωματικές ενώσεις συζευγμένες με
καρβονυλικές ομάδες. Ο FDA έχει εγκρίνει επτά ενώσεις UV-A φίλτρων και εννέα
ενώσεις UV-B φίλτρων σε αντιηλιακά παρασκευάσματα στις Η.Π.Α. (Πίν. 3) , ενώ η
Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει εγκρίνει τη χρήση δέκα επιπλέον φίλτρων στις Ευρωπαϊκές
χώρες.
Πίνακας 3. Κύρια Φίλτρα UV- ακτινοβολίας εγκεκριμένα στις Η.Π.Α.[100]
p-Aminobenzoic acid (PABA)
Avobenzone
Cinoxate
Dioxybenzone
Ensulizole
Homosalate
Menthyl Anthranilate
Octocrylene
Octyl dimethyl PABA
Octyl methoxycinnamate
80
Octyl salicylate
Oxybenzone
Sulisobenzone
Titanium dioxide
Trolamine salicylate
Zinc oxide
81
Οι σημαντικότερες προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ένα UV-φίλτρο ως
αποτελεσματικό είναι οι εξής: Πρέπει να δείχνει καλή απορρόφηση στη σχετική
περιοχή του υπεριώδους (240-400 nm), να ενσωματώνεται εύκολα σε οποιοδήποτε
είδος σύνθεσης και συνεπώς να είναι διαλυτό σε διαφορετικά μαλακτικά ώστε να
μορφοποιείται εύκολα και τέλος να είναι φωτοσταθερό. Ασταθή UV-φίλτρα χάνουν
την αποτελεσματικότητά τους προκαλώντας ανησυχία για την ασφάλεια που
παρέχουν έναντι της υπεριώδους ακτινοβολίας.[101]
Η συγκέντρωση των αντιηλιακών φίλτρων ρυθμίζεται αυστηρά και καθένα πρέπει να
συμμορφώνεται στη μέγιστη επιτρεπόμενη συγκέντρωση του τελικού προϊόντος. Η
αποτελεσματικότητα του τελικού προϊόντος χαρακτηρίζεται από τον παράγοντα
αντιηλιακής προστασίας (Sun Protective Factor, SPF).[96]
Όπως προαναφέρθηκε, τα UV-φίλτρα προστίθενται σε καλλυντικά σκευάσματα με
σκοπό να τους προσδώσουν αντιηλιακή δράση. Ωστόσο, αν τα καλλυντικά περιέχουν
υπερβολικά υψηλές συγκεντρώσεις των αντιηλιακών φίλτρων, μπορεί να αυξηθεί ο
κίνδυνος ανάπτυξης δερματικών αλλεργιών στο φως και γενετικών ανωμαλιών
ύστερα από παρατεταμένη επαφή τους με το δέρμα.
Κατά συνέπεια, τα είδη και οι ποσότητες των αντιηλιακών παραγόντων, που
ενσωματώνονται σε καλλυντικά σκευάσματα, υπόκεινται σε αυστηρούς κανονισμούς
και ρυθμίσεις. Τα επιτρεπόμενα δραστικά συστατικά των αντιηλιακών προϊόντων
μπορεί να διαφέρουν σε μεγάλο βαθμό μεταξύ των χωρών. Για παράδειγμα, το π-
αμινοβενζοϊκό οξύ επιτρέπεται στις Η.Π.Α. και την Κίνα, αλλά απαγορεύεται στην
Ε.Ε. και την Ιαπωνία. Αντίστοιχα, η 3- (4-μεθυλοβενζυλιδενο) καμφορά επιτρέπεται
στην Ε.Ε. και την Κίνα, αλλά είναι απαγορευμένη στις Η.Π.Α. και την Ιαπωνία.
Ωστόσο, υπάρχουν ορισμένες ενώσεις με αντιηλιακή δράση κατά της UV
ακτινοβολίας, που δεν αναφέρονται στους καταλόγους των επιτρεπόμενων φίλτρων
(π.χ. το φαινυλο-σαλικυλικό). Παρ’ όλα αυτά, εξακολουθούν να ενσωματώνονται σε
αντιηλιακά προϊόντα, γεγονός που μπορεί να προκαλέσει επιβλαβείς συνέπειες στην
υγεία.[102]
Τα επιτρεπόμενα στα καλλυντικά UV-φίλτρα που κυκλοφορούν στην Ευρωπαϊκή
Ένωση αναφέρονται στο Παράρτημα VI του Κανονισμού 1223/2009 (Πίν. 4).
Πίνακας 4. Παράρτημα VI του Κανονισμού 1223/2009 Κατάλογος Επιτρεπόμενων στα καλλυντικά προϊόντα UV-φίλτρων[103]
82
Total: 27
Maximum
Ref. Name of Common
Chemical name / INN / CAS EC Product Type, concentration in
Ingredients
XAN Number Number body parts ready for use
Glossary
preparation
anilinium methyl
sulphate
83
9 alpha-(2-Oxoborn-3- BENZYLIDENE 56039-58-8 - 6%(as acid)
ylidene)toluene-4- CAMPHOR
sulphonic acid and its SULFONIC ACID
salts
84
/ Iscotrizinol
85
Bemotrizinol YL TRIAZINE
86
5.4.3.1.2 Φωτοσταθερότητα φίλτρων
87
υψηλής δραστικότητας, αποσυνθέτουν το υπεροξείδιο του υδρογόνου, απορροφούν
τις υπεριώδεις ακτίνες κ.ά. Ωστόσο, το γεγονός ότι ένας σταθεροποιητής δρα με έναν
από τους παραπάνω μηχανισμούς δε τον καθιστά απαραίτητα αποτελεσματικό.
Καθοριστικό ρόλο στην αποτελεσματικότητα του σταθεροποιητή παίζουν οι
φυσικοχημικές του ιδιότητες, η συμβατότητα και η κινητικότητά του, η αντίστασή
του σε χημική αποσύνθεση είτε κατά τη διάρκεια άσκησης της φωτοπροστατευτικής
του δράσης είτε λόγω παράπλευρων αντιδράσεων που λαμβάνουν χώρα κατά την
αποικοδόμηση του φίλτρου. Διαδικασίες που μπορεί να καταστρέψουν ένα
σταθεροποιητή αποτελούν η άμεση φωτόλυση ή φωτο-οξείδωσή του όπως επίσης και
η προσβολή του από δραστικές μορφές οξυγόνου (ROS), που προκύπτουν κατά τη
διάρκεια της φωτο-οξείδωσης.[105]
88
θεωρώντας ότι είναι προστατευμένοι, υπερβάλλουν με πολύωρη παραμονή τους στον
ήλιο με αποτέλεσμα αθροιστική έκθεση στη UV-A ακτινοβολία.[106]
Προκειμένου να παραχθεί ένα αντιηλιακό προϊόν με ικανοποιητικό δείκτη
προστασίας, είναι αναγκαίο να συνδυαστούν παράγοντες με ευρύ φάσμα προστασίας
έναντι της υπεριώδους ακτινοβολίας. Ένα ιδανικό αντιηλιακό θα πρέπει να παρέχει
προστατευτική δράση σε όλο το φάσμα της UVA και της UVB ακτινοβολίας. Η
αποτελεσματικότητα των αντιηλιακών προϊόντων εξαρτάται από την απορρόφηση
της UV ακτινοβολίας, τη συγκέντρωση, τη μορφοποίησή τους όπως επίσης και την
ικανότητά τους να διατηρούνται σταθερά ύστερα από επαφή με νερό, όπως με το
κολύμπι ή την εφίδρωση.[99]
Έτσι, για να εξασφαλιστεί προστασία έναντι τόσο της UVB όσο και της UVA
ακτινοβολίας, η πλειοψηφία των νέων εμπορικών αντιηλιακών σκευασμάτων
περιλαμβάνει συνδυασμό UV φίλτρων.
Ωστόσο, έχει αποδειχθεί ότι δεν είναι όλα τα UV φίλτρα επαρκώς φωτοσταθερά.
Ύστερα από έκθεση στην υπεριώδη ακτινοβολία υπάρχει κίνδυνος να αλλάξει η
φασματική τους απόδοση ή να δράσουν ως οξειδωτικοί παράγοντες δημιουργώντας
ελεύθερες ρίζες και δραστικές μορφές οξυγόνου. Αυτό είναι δυνατόν να συμβεί όταν
ένα φίλτρο μόνο του ή σε συνδυασμό με άλλα συστατικά, έρθει σε επαφή με το
δέρμα. Υπάρχει σημαντική βιβλιογραφία σχετικά με μελέτες σταθερότητας τόσο των
επιμέρους φίλτρων UV ακτινοβολίας μεμονωμένα όσο και του τελικού αντιηλιακού
προϊόντος που περιέχει συνδυασμό των φίλτρων.[107],[108],[109],[110],[111], [112],[113],[114]
Ένα αντηλιακό παρέχει επαρκή προστασία μόνο στην περίπτωση που τα UV-φίλτρα
παραμένουν σταθερά καθ’ όλη τη διάρκεια της έκθεσης στο ηλιακό φως ή αν οι
μεταβολίτες τους έχουν συγκρίσιμη προστατευτική δράση. Δυστυχώς, τα
περισσότερα αντιηλιακά προϊόντα που κυκλοφορούν στην αγορά δεν έχουν ένδειξη
φωτοσταθερότητας, καθιστώντας δύσκολη τη μεταξύ τους σύγκριση.
Όταν οι άνθρωποι βρίσκονται σε εξωτερικούς χώρους, εκτίθενται στην πλήρη ηλιακή
ακτινοβολία, η οποία είναι ένα μίγμα UVA, UVB, ορατής και υπεριώδους
ακτινοβολίας. Κατά συνέπεια, οι επιπτώσεις της στο ανθρώπινο δέρμα είναι
αποτέλεσμα όχι μόνο της δράσης του κάθε μήκους κύματος ξεχωριστά, αλλά και της
συνεργιστικής ή ανταγωνιστικής αλληλεπίδρασης μεταξύ των διαφορετικών αυτών
μηκών κύματος. Οι καταναλωτές επιθυμούν να προστατεύονται από τις βιολογικές
επιπτώσεις που προκαλεί όλο το φάσμα της ηλιακής ακτινοβολίας. Για το σκοπό
αυτό, κατά τον έλεγχο της παρεχόμενης προστασίας ενός αντηλιακού προϊόντος,
89
διενεργούνται μελέτες και ακολουθούνται πρωτόκολλα ακτινοβόλησης των
αντιηλιακών σκευασμάτων, προκειμένου να αξιολογηθεί η φωτοσταθερότητά τους
και η διατήρηση της αναγραφόμενης τιμής SPF.[106]
Η επιθυμητή αποτελεσματικότητα και τα χαρακτηριστικά του τελικού σκευάσματος
συμβάλλουν καθοριστικά στην επιλογή των UV-φίλτρων που θα χρησιμοποιηθούν
όπως επίσης και των φορέων των δραστικών συστατικών. Ένας συνδυασμός φίλτρων
με κακή φωτοσταθερότητα απαιτεί την προσθήκη περίσσειας συγκεντρώσεων των
φίλτρων, ώστε να αντισταθμιστεί η απώλεια απορρόφησης που θα προκύψει ύστερα
από έκθεση στη UV ακτινοβολία.[104]
90
Δεν ερεθίζει το δέρμα
Εμφανίζει μεγάλη αστάθεια και διάσπαση στο φως
Τείνει να είναι ασταθές παρουσία του φίλτρου Octinoxate
Μπορεί να σταθεροποιηθεί σε συνδυασμό με φίλτρα όπως το Octocrylene,
4-MBC, Tinosorb, Mexoryl SX ή φωτο-σταθεροποιητές
Είναι εγκεκριμένο από τον FDA
Εικόνα 26. Χημική δομή (α) και φάσμα απορρόφησης (β) του φίλτρου Avobenzone
(Ανίχνευση στα 358 nm)[98]
91
αλληλεπιδρούν με συστατικά του δέρματος προκαλώντας αντιδράσεις
υπερευαισθησίας και φωτοτοξικότητας ή ακόμη και να αλληλεπιδρούν με άλλα UV-
φίλτρα ή συστατικά που περιέχονται στα αντιηλιακά σκευάσματα οδηγώντας στο
σχηματισμό ενώσεων με άγνωστη τοξικότητα.[118]
Το φίλτρο Avobenzone είναι ένα από τα αποτελεσματικότερα UVA-φίλτρα που
περιέχονται σε αντιηλιακά προϊόντα. Ωστόσο, ορισμένες κλινικές αναφορές
επισημαίνουν τον κίνδυνο πρόκλησης φωτοαλλεργικών αντιδράσεων με τη χρήση του
συγκεκριμένου φίλτρου και τη δυνητική φωτοτοξικότητά του, εξαιτίας των
προϊόντων που σχηματίζονται ύστερα από έκθεση στις υπεριώδεις ακτίνες.[119],[120]
Παρ’ όλα αυτά, το φίλτρο είναι “γενικά αναγνωρισμένο ως ασφαλές και
αποτελεσματικό”[121], καθώς χρησιμοποιείται σε συγκεντρώσεις που είναι κάτω από
το όριο που απαιτείται για την πρόκληση φωτοαλλεργικών αντιδράσεων.
Είναι ευρέως γνωστό ότι το φίλτρο Avobenzone χαρακτηρίζεται από υψηλή αστάθεια
στο φως και η έκθεσή του στην υπεριώδη ακτινοβολία συχνά οδηγεί σε
αποικοδόμηση/διάσπαση του φίλτρου. Τα προϊόντα φωτοαποικοδόμησής του έχουν
συσχετισθεί με πολλές αλλεργικές και κυτταροτοξικές αντιδράσεις. Η φωτοχημική
του συμπεριφορά έχει μελετηθεί εκτεταμένα.
Έχουν διερευνηθεί αρκετές στρατηγικές με σκοπό τη βελτίωση της σταθερότητας του
φίλτρου Avobenzone. Έτσι για την επίτευξη φωτοσταθερότητας, το φίλτρο συχνά
συνδυάζεται με μια ποικιλία φωτοσταθεροποιητών συμπεριλαμβανομένων και άλλων
φίλτρων, εξασφαλίζοντας έτσι μέγιστη αποδοτικότητα και ασφάλεια. Για παράδειγμα,
ο συνδυασμός Avobenzone-Octocrylene (Εικ. 27α) επιτυγχάνει αύξηση της
φωτοσταθερότητας του φίλτρου Avobenzone, πιο αποτελεσματικά σε σχέση με το
συνδυασμό του με μεθυλοβενζυλιδενο καμφορά (4-Methylbenzylidene Camphor).
Ωστόσο, το Octocrylene είναι ακριβό και παράλληλα δύσκολο να ενσωματωθεί σε
αντιηλιακά. Υπάρχουν πολλές διαθέσιμες ενώσεις που μπορούν να συμβάλλουν στη
βελτίωση της σταθεροποίησης του φίλτρου.
Παρ’ όλα αυτά, οι βελτιώσεις που διενεργούνται κατά τη μορφοποίηση μπορεί να
μειώνουν τη φωτοαποικοδόμηση, αλλά δεν την εξαλείφουν ολοκληρωτικά.[104],[118]
Στις περισσότερες χώρες τόσο το UVA-φίλτρο Avobenzone όσο και το UVB
Octylmethoxycinnamate (OMC) κυριαρχούν στην κατάταξη των δημοφιλέστερων
φίλτρων της αγοράς λόγω του χαμηλού τους κόστους και της καλή συμβατότητας με
καλλυντικές συνθέσεις.[101]
92
Για το λόγο αυτό, χρησιμοποιούνται ευρέως σε μια ποικιλία καταναλωτικών
προϊόντων. Απορροφώντας τη UV ακτινοβολία, συμβάλλουν στην εξασφάλιση της
ακεραιότητας άλλων συστατικών που περιέχονται στα προϊόντα, αποτρέποντας τη
φωτοαποικοδόμησή τους, με αποτέλεσμα να επιτυγχάνεται η σταθεροποίηση
πολύπλοκων συνθέσεων.
Οι δύο αυτοί αντιηλιακοί παράγοντες εξασφαλίζουν προστασία από τις επιβλαβείς
ακτίνες σε όλο το εύρος της UVA και UVB ακτινοβολίας, γεγονός που καθιστά
ιδιαίτερα ενδιαφέροντα το συνδυασμό τους στο ίδιο σκεύασμα. Με άλλα λόγια, ο
συνδυασμός αυτός στοχεύει στην ενίσχυση της αντιηλιακής προστασίας μέσω της
διεύρυνσης του φάσματος της UV ακτινοβολίας που αυτά απορροφούν, με σκοπό την
εξασφάλιση πλήρους και αποτελεσματικής φωτο-προστασίας έναντι των επιβλαβών
συνεπειών της στην υγεία.[122]
Μάλιστα, ο πιο αξιοσημείωτος συνδυασμός UV-φίλτρων θεωρείται αυτός των
Avobenzone και Octinoxate. Το UV-B φίλτρο Octinoxate σε συνδυασμό με το UV-A
φίλτρο Avobenzone παρέχουν μια ευρέως φάσματος κάλυψη έναντι της υπεριώδους
ακτινοβολίας. Αποτελούν ένα ιδιαίτερα ελκυστικό και δημοφιλή συνδυασμό με
υψηλή προστατευτική δράση και αποδεδειγμένη πρόληψη κατά του καρκίνου του
δέρματος και της φωτογήρανσης.[104]
Ωστόσο, ο συνδυασμός αυτός των αντιηλιακών φίλτρων είναι ευρέως γνωστός για τη
φωτοαστάθειά του (Εικ. 27β). Μάλιστα, η φωτοχημική αδρανοποίηση που προκαλεί
αποτελεί περιοριστικό παράγοντα για τη μορφοποίησή τους σε φωτοσταθερά ευρέος
φάσματος αντηλιακά προϊόντα. Η πλέον ευρύτερα χρησιμοποιούμενη στρατηγική για
τη μείωση της αστάθειας του συνδυασμού Avobenzone-Octinoxate ύστερα από
έκθεση στην ηλιακή ακτινοβολία βασίζεται στην προσθήκη φωτο-σταθεροποιητικών
παραγόντων. Οι σταθεροποιητές είναι ουσίες που δρουν ως καταστολείς και
συμβάλλουν στη φωτοσταθεροποίηση των UV-φίλτρων. Χρήσιμοι και ιδιαίτερα
δημοφιλείς φωτοσταθεροποιητές είναι οι εξής: methylbenzyliden camphor, 2,6-
diethylhexyl naphthalate, diethylhexyl syringylidene malonate, bis-
ethylhexyloxyphenol methoxyphenyltriazine, Trimethoxy Dimethyl Pentanedion
καθώς και το φίλτρο octocrylene. Ωστόσο, η επίδρασή τους μειώνεται με το
συνδυασμό αυτό των φίλτρων. Ως εκ τούτου, κρίνεται επιτακτική η ανάγκη για
μορφοποίηση νέων συστημάτων που να παρουσιάζουν βελτιωμένη φωτοσταθερότητα
του συνδυασμού των UV-φίλτρων.[104],[123]
93
Εικόνα 27. Καμπύλες απορρόφησης: φωτοσταθερός συνδυασμός 10% Octocrylene +
2% Avobenzone σε o/w αντιηλιακό σκεύασμα α) και φωτοασταθής συνδυασμός 7.5%
Octinoxate + 2% Avobenzone σε o/w αντιηλιακό σκεύασμα β) πριν και μετά την
ακτινοβόληση[104]
94
Δεν υπάρχουν μελέτες που να αποδεικνύουν ότι ενοχοποιείται για πρόκληση ή
αύξηση του κινδύνου ανάπτυξης καρκίνου ή άλλων ασθενειών, εφόσον
χρησιμοποιείται στις αυστηρά καθορισμένες συγκεντρώσεις. Στην πραγματικότητα,
το μέγιστο επιτρεπόμενο όριο χρήσης στα αντιηλιακά είναι υψηλότερο στις χώρες της
Ευρωπαϊκής Ένωσης από το αντίστοιχο στις Ηνωμένες Πολιτείες (Πίν. 5).[126],[127]
Πρόκειται για το πιο διαδεδομένο και ευρύτερα χρησιμοποιούμενο φίλτρο UV
ακτινοβολίας στις ΗΠΑ. Χρησιμοποιείται στο 90% των προϊόντων εξασφαλίζοντας
αποτελεσματική προστασία έναντι της UVB ακτινοβολίας.
Είναι ελαιοδιαλυτό φίλτρο και διασπείρεται εύκολα στην ελαιώδη φάση των
καλλυντικών σκευασμάτων. Είναι συμβατό με τα περισσότερα συστατικά των
καλλυντικών και εμφανίζει εξαιρετικές ιδιότητες στη διάλυση στερεών, δυσδιάλυτων
UV- φίλτρων, που χρησιμοποιούνται σε συνδυασμό για τη διεύρυνση του φάσματος
αντιηλιακής προστασίας.[128]
Το φίλτρο Octinoxate εμφανίζεις τις εξής ιδιότητες:
Εικόνα 28. Χημική δομή (α) και φάσμα απορρόφησης (β) του φίλτρου Octinoxate
(Ανίχνευση στα 304 nm)[98]
95
Αποτελεί ένα εξαιρετικά αποτελεσματικό φίλτρο έναντι της UVB ακτινοβολίας με
μοναδικό μειονέκτημα την περιορισμένη διαλυτότητά του στο νερό. Ωστόσο, είναι
δυνατή η ενσωμάτωσή του σε νανογαλακτώματα σε σημαντικές ποσότητες.[101]
Πρόκειται για ένα έλαιο-διαλυτό UVB-φίλτρο που χρησιμοποιείται σε καλλυντικά
σκευάσματα σε συγκέντρωση έως και 5%. Εξαιτίας της δυσδιαλυτότητάς του στο
νερό και της υψηλής συγγένειας που εμφανίζει με την κεράτινη στιβάδα, είναι
ιδιαίτερα κατάλληλο για μορφοποίηση σε παρασκευάσματα ανθεκτικά στο νερό.
Επιδεικνύει εξαιρετική φωτοσταθερότητα και χαρακτηρίζεται από εξαιρετικά υψηλό
συντελεστή απορρόφησης της UV ακτινοβολίας[100], ιδιότητες που το καθιστούν
πολύτιμο συστατικό για την παρασκευή αντιηλιακών προϊόντων υψηλής τιμής SPF.
Παράλληλα, είναι ιδιαίτερα χρήσιμο σε συνδυασμό με άλλα UV-φίλτρα που
αποικοδομούνται εύκολα στο φως, καθώς η υψηλή σταθερότητά του συμβάλλει στη
σταθεροποίησή τους.
Εικόνα 29. Χημική δομή (α) και φάσμα απορρόφησης (β) του φίλτρου Octyl
Triazone (Ανίχνευση στα 314 nm)[96],[129]
96
5.4.4 Εγκλωβισμός αντιηλιακών φίλτρων σε νανογαλακτώματα
Για την προστασία του δέρματος από τις βλαβερές επιδράσεις της UV ακτινοβολίας,
έχει αναπτυχθεί μια μεγάλη ποικιλία αντιηλιακών προϊόντων τοπικής εφαρμογής. Τα
δραστικά συστατικά των σκευασμάτων αυτών είναι συνήθως οργανικά UV φίλτρα.
Γενικά, η πλειοψηφία των οργανικών UV-φίλτρων χαρακτηρίζονται από υψηλή
συγγένεια για την κεράτινη στιβάδα (SC), λόγω λιποφιλικότητας, κι έχουν σχεδιαστεί
με σκοπό να παραμένουν στις εξώτατες στιβάδες του δέρματος, εξασφαλίζοντας έτσι
αποτελεσματική προστασία από τις βλαβερές ηλιακές ακτίνες και μείωση των
τοξικολογικών κινδύνων που απορρέουν από τη διαδερμική απορρόφησή τους στη
συστηματική κυκλοφορία.
97
ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
Η παρούσα εργασία είχε ως σκοπό τη μελέτη της επίδρασης της ενσωμάτωσης του
φίλτρου Avobenzone σε νανοφορείς στη χημική του σταθερότητα, καθώς και την
αξιολόγηση της ενδοδερμικής διείσδυσής του.
98
ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟ ΜΕΡΟΣ
1. Υλικά
ΦΙΛΤΡΑ UV ΑΚΤΙΝΙΒΟΛΙΑΣ
Avobenzone (Parsol® 1789, DSM Nutritional Products, LLC)
Octyl-triazone (Uvinul® T 150, BASF Care Creations)
Octyl-methoxy-cinnamate (Neo Heliopan® AV, Symrise)
ΣΥΣΤΑΤΙΚΑ
Softisan ® 110 (Hydrogenated Coco-Glycerides, Sasol Germany GmbH)
Crodamol™ GTCC/ Miglyol® 812 C (Caprylic/Capric Triglyceride, Croda)
Emulmetik™ 900 (Lecithin, Lucas Meyer Cosmetics)
Kolliphor® HS 15 (Solutol HS® 15, Basf Care Creations)
Ethyl Acetate (Sigma-Aldrich)
Ενέσιμο Ύδωρ (Fresenius Kabi, Hellas) / Κεκαθαρμένο Ύδωρ (Farmalabor,
Chemco by syndesmos)
ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΑ ΣΚΕΥΗ
Ποτήρια ζέσεως (25, 50, 100, 250 ml)
Ογκομετρικοί κύλινδροι (50, 100 ml)
Πλαστικές σιφώνια μιας χρήσης
Γυάλινες σιφώνια Pasteur μιας χρήσης
Αυτόματες σιφώνια (200 P, 1000 P)
Πλαστικοί περιέκτες (eppendorf, falcon)
Υάλινα φιαλίδια αποθήκευσης (4, 12, 25, 40 ml)
Λαβίδες
Μεταλλικές σπάτουλες
Κυψελίδες
Μαγνήτες
Ταινία Parafilm
Γάντια Latex
Ετικέτες
Υάλινες σύριγγες
Μικροσυσκευές διήθησης σύριγγας
Αυτοκόλλητες ταινίες (D-SQUAME ® skin sampling discs, CuDerm
Corporation Dallas Texas, USA
Κυλινδρική συσκευή άσκησης πίεσης
2. Οργανολογία
Ηλεκτρονικός ζυγός ακριβείας (KERN PFB, max=200g / d=0,001g)
99
Θερμικός- μαγνητικός αναδευτήρας (ARE, Velp Scientifica, USA)
Φυγόκεντρος (Z32HK, Germany)
Απλό θερμόμετρο
Ψυγείο
Κλίβανος
Οπτικό μικροσκόπιο (Leica, DMLB)
Ακίδα υπερήχων/Probe Sonicator (Sonics, Vibra CellTM, USA)
Λουτρό Υπερήχων (Bath Sonicator), Tuttnauer
Μηχανικός Αναδευτήρας (vortex), Labinco 456
Φασματοφωτόμετρο Υπεριώδους – Ορατού (Shimadzu UV-1800)
Συσκευή Μέτρησης Μεγέθους σταγονιδίων (nm) και ζ–δυναμικού (Nano z-
sizer, Malvern Instruments, UK)
Συσκευή Μέτρησης Μεγέθους σταγονιδίων (μm) (Mastersizer S, Malvern,
UK)
Υδατόλουτρο (W410, Laznia Wodna, Poland)
100
βρίσκονται στην ίδια θερμοκρασία, διαφορετικά υπάρχει κίνδυνος πρόωρης πήξης
των λιπιδίων. Η ανάδευση συνεχίστηκε μέχρι το γαλάκτωμα να φτάσει σε
θερμοκρασία δωματίου. Το γαλάκτωμα παρέμεινε σε θερμοκρασία περιβάλλοντος για
24h με σκοπό να εξισορροπήσει προτού πραγματοποιηθούν οι δοκιμασίες
σταθερότητας.[130]
Πίνακας 6. Δοκιμαστικές αναλογίες (Ι) και (ΙΙ) των τριγλυκεριδίων για τη σύνθεση
του γαλακτώματος
ΥΛΙΚΑ Συνταγή Ι Συνταγή ΙΙ
ΑΝΑΛΟΓΙΑ ΑΝΑΛΟΓΙΑ
ΣΥΣΤΑΤΙΚΩΝ (w/v) ΣΥΣΤΑΤΙΚΩΝ (w/v)
Softisan ® 110 1 2
Miglyol® 812 C 2 1
Emulmetik™ 900 3 3
Kolliphor® HS 15 1,44 1,44
101
συμβατικό καθώς και το αντίστοιχο νανογαλάκτωμα τύπου o/w, τα οποία περιείχαν
τα τρία φίλτρα UV ακτινοβολίας στη λιπαρή φάση. Επιπλέον, παρασκευάστηκαν τρία
συμβατικά o/w γαλακτώματα, καθένα από τα οποία περιείχε ένα από φίλτρα
υπεριώδους ακτινοβολίας στην ελαιώδη φάση, με σκοπό τη λήψη φάσματος
απορρόφησης.
Πίνακας 7. Δοκιμαστικές αναλογίες (Ι) και (ΙΙ) των φίλτρων για τη σύνθεση του
γαλακτώματος
ΥΛΙΚΑ Συνταγή Ι Συνταγή ΙΙ
ΑΝΑΛΟΓΙΑ ΑΝΑΛΟΓΙΑ
ΣΥΣΤΑΤΙΚΩΝ (w/v) ΣΥΣΤΑΤΙΚΩΝ (w/v)
Softisan ® 110 1 1
Miglyol® 812 C 2 2
Emulmetik™ 900 3 3
Kolliphor® HS 15 1,44 1,44
Avobenzone 5 1,5
Octyl-methoxy-cinnamate 5 1,5
Octyl-triazone 1,5 0,5
102
Emulmetik™ 900 3 3 3
Kolliphor® HS 15 1,44 1,44 1,44
Avobenzone 1,5 - -
Octyl-methoxy-cinnamate - 1,5 -
Octyl-triazone - - 0,5
5. Χαρακτηρισμός γαλακτωμάτων
103
Για τη μέτρηση του μεγέθους των σωματιδίων της διεσπαρμένης φάσης των
συμβατικών γαλακτωμάτων με UV-φίλτρα και των μαρτύρων χρησιμοποιήθηκε
συσκευή σκέδασης φωτός (Mastersizer S, Malvern, UK) (Εικ. 31) για χρονικό
διάστημα 90 ημερών.
Τα σωματίδια της διεσπαρμένης φάσης χαρακτηρίστηκαν κάτω από συνθήκες
υψηλής αραίωσης και υπολογίστηκαν η μέση διάμετρος σφαίρας ισοδύναμου όγκου
D[4,3], ο δείκτης πολυδιασποράς (Span) και η ομοιομορφία (Uniformity). 1 ml από
κάθε δείγμα αραιώθηκε με ενέσιμο ύδωρ (water for injection) μέχρι η θολερότητα να
πάρει τιμή 12%-30%.
Το μέγεθος, η κατανομή του μεγέθους των σωματιδίων της διεσπαρμένης φάσης και
η πολυδιασπορά μετρήθηκαν με τη μέθοδο του δυναμικού σκεδασμού φωτός
(Dynamic Light Scattering, DLS), χρησιμοποιώντας τη συσκευή Zetasizer Nano-ZS
(Malvern, UK) (Εικ. 32) για χρονικό διάστημα 90 ημερών.
Ο δείκτης πολυδιασποράς (PI) χρησιμοποιήθηκε ως μέτρο της ομοιογένειας των
διασπορών. Ο δείκτης αυτός λαμβάνει τιμές μεταξύ 0 (για ένα μέγεθος) μέχρι 1
104
(πολυδιασπορά). Γενικά, οι διασπορές που έχουν PI χαμηλότερο από 0,200 ή 0,250,
θεωρούνται ότι έχουν στενή διασπορά μεγέθους και είναι καλά δείγματα.
Εξοπλισμός :
1. Όργανο Zetasizer Νano-ZS (Malvern, UK)
2. Ειδικές κυψελίδες τοποθέτησης δείγματος
3. Ενέσιμο Ύδωρ
4. Software οργάνου.
Διαδικασία:
1. Αραίωση δειγμάτων νανογαλακτωμάτων με ενέσιμο ύδωρ (100 μl δείγματος +
600 μl Water For Injection).
2. Τοποθέτηση του διαλύματος σε ειδική κυψελίδα με τη βοήθεια αυτόματου
σιφωνίου.
3. Ως δείκτης διάθλασης (Refractive Index, RI) λήφθηκε αυτός του νερού (1,33).
4. Οι μετρήσεις πραγματοποιήθηκαν στους 25 οC, ενώ για κάθε δείγμα έγιναν 3
μετρήσεις (15 επαναλήψεις / μέτρηση) και λήφθηκε η μέση τιμή αυτών.
Προσδιορίστηκαν οι τιμές του μέσου μεγέθους σωματιδίων (Mean size), και
του δείκτη πολυδιασποράς (PDI).
105
5.2.3 Προσδιορισμός ζ- δυναμικού νανογαλακτωμάτων
Για τον ποσοτικό προσδιορισμό του φίλτρου Avobenzone τόσο στα συμβατικά όσο
και στα νανογαλακτώματα με UV-φίλτρα ακολουθήθηκε το παρακάτω πρωτόκολλο:
106
προσδιορισμό του φίλτρου Avobenzone. Το εύρος μηκών κύματος ήταν από
200 – 400 nm.
Το φίλτρο Avobenzone απορροφά στα 356- 360 nm (Εικ. 33), το Octyl
triazone στα 314,5 nm (Εικ. 34) και το Octyl Methoxy Cinnamate στα 308-
310 nm (Εικ. 34), γεγονός που καθιστά δυνατή την παρακολούθηση της
κορυφής της Avobenzone, όταν αυτή βρίσκεται σε μίγμα με τα άλλα δύο UV-
φίλτρα.[96], [98]
107
Εικόνα 34. Φάσμα απορρόφησης του UV-φίλτρου Octyltriazone (εγκλωβισμένο σε
συμβατικό γαλάκτωμα σε αναλογία 0,5%)
108
1,2
0,8
Απορρόφηση
0,6
0,4
y = 105,56x - 0,0128
0,2
R² = 0,9998
0
0 0,002 0,004 0,006 0,008 0,01 0,012
[Avobenzone] (mg/ml)
Ο ποσοτικός προσδιορισμός του φίλτρου Avobenzone τόσο στα συμβατικά όσο και
στα νανογαλακτώματα σε όλες τις συνθήκες φύλαξής τους έγινε με φασματοσκοπία
Υπεριώδους – Ορατού (Shimadzu UV-1800), αφού ακολουθήθηκε η παραπάνω
διαδικασία.
Όπως προαναφέρθηκε, η τελική συγκέντρωση και κατ’ επέκταση η ποσότητα του
φίλτρου προσδιορίστηκε με τη βοήθεια πρότυπης καμπύλης.
109
Δείγματα τόσο από τα συμβατικά όσο και από το νανογαλακτώματα υποβλήθηκαν
στη δοκιμασία της επιταχυνόμενης γήρανσης, η οποία περιελάμβανε τρεις κύκλους
εναλλαγής μεταξύ θέρμανσης στους 45 οC και ψύξης στους 25 οC.
Οι παράμετροι που μετρήθηκαν για την αξιολόγηση της σταθερότητας των δειγμάτων
ήταν το μέγεθος, η κατανομή του μεγέθους, ο δείκτης πολυδιασποράς και το ζ-
δυναμικό των διασπορών σε προκαθορισμένα χρονικά διαστήματα: 1, 8, 15, 22, 30
ημέρες για τους μάρτυρες και 1, 8, 15, 22, 30, 60 και 90 ημέρες για τα γαλακτώματα
με UV-φίλτρα.
Στα γαλακτώματα με UV-φίλτρα, εκτός από τη μελέτη των φυσικοχημικών
χαρακτηριστικών, στα παραπάνω προκαθορισμένα χρονικά διαστήματα λάμβανε
χώρα μια διαδικασία ποσοτικού προσδιορισμού του φίλτρου Avobenzone,
προκειμένου να ελεγχθεί αν παραμένει σταθερή με το πέρασμα του χρόνου στις
διαφορετικές αυτές συνθήκες φύλαξης.
5.4 Μελέτη επίδρασης του φορέα στη χημική σταθερότητα του φίλτρου
Avobenzone
110
Στόχος αυτής της μελέτης ήταν ο προσδιορισμός της σταθερότητας του φίλτρου
Avobenzone ύστερα από έκθεση των γαλακτωμάτων σε ηλιακή ακτινοβολία
(ακτινοβόληση), ώστε να ελεγχθεί η συμβολή του φορέα (συμβατικό ή
νανογαλάκτωμα) στην προστασία από τη φωτοαποικοδόμηση του φίλτρου
Avobenzone.
Πολλά αντιηλιακά σκευάσματα περιέχουν ως συστατικό το συγκεκριμένο φίλτρο,
γεγονός που καθιστά σημαντική τη μελέτη της σταθερότητάς του, ώστε να
διαπιστωθεί αν διατηρείται η φωτοπροστασία που παρέχουν τα αντιηλιακά
σκευάσματα έναντι της UV ακτινοβολίας, αφού πρώτα υποβληθούν σε ηλιακή
έκθεση.
Τα δύο γαλακτώματα (συμβατικό και νανογαλάκτωμα) τοποθετήθηκαν σε γυάλινους
περιέκτες και υποβλήθηκαν σε ακτινοβόληση για διάστημα 4 ημερών. Για την
αξιολόγηση της συμβολής του φορέα, συγκρίθηκαν πριν και μετά την έκθεση στο
ηλιακό φως.[106]
Πρωτόκολλο ακτινοβόλησης
Ο προσδιορισμός του βάθους διέλευσης καθώς και η κινητική της αποδέσμευσης του
φίλτρου Avobenzone έγινε σε υγιή εθελοντή. Κατά την επιλογή του εθελοντή
τηρήθηκαν οι εξής όροι αποκλεισμού. Ο εθελοντής δεν πρέπει να:
παρουσιάζει (ή βρίσκεται σε θεραπεία για) καμία τοπική ή συστηματική
παθολογική κατάσταση, που μπορεί να επηρεάσει την έρευνα ή να θέσει σε
κίνδυνο την υγεία του.
βρίσκεται σε περίοδο εγκυμοσύνης ή θηλασμού.
111
εμφανίζει σημάδια, ουλές ή έντονη τριχοφυΐα στα χέρια στις περιοχές που
τοποθετήθηκαν τα δείγματα
έχει ιστορικό υπερευαισθησίας ή παρουσιάζει αλλεργία σε οποιοδήποτε
συστατικό του υπό έλεγχο προϊόντος.
έχει συμμετάσχει σε άλλη μελέτη 30 ημέρες πριν την παρούσα μελέτη.
Η συγκεκριμένη τεχνική αποτελεί μια απλή και αποτελεσματική μέθοδο που βρίσκει
εφαρμογή στην αξιολόγηση βάθους διέλευσης καλλυντικών και δερματολογικών
σκευασμάτων. Μετά την τοπική τους εφαρμογή, τα σκευάσματα διεισδύουν στα
βαθύτερα στρώματα της κερατίνης στοιβάδας και της επιδερμίδας. Στη συνέχεια, τα
στρώματα των κυττάρων της κεράτινης στιβάδας απομακρύνονται διαδοχικά από την
ίδια περιοχή του δέρματος με τη χρήση αυτοκόλλητων ταινιών. Οι ταινίες αυτές
απομακρύνουν μια ποσότητα κερατινοκυττάρων, εξωκυττάριων λιπιδίων καθώς και
το αντίστοιχο ποσό του σκευάσματος που διείσδυσε στην κεράτινη στιβάδα. Τα υλικά
που συγκρατεί η αυτοκόλλητη ταινία μπορούν να προσδιοριστούν με κλασσικές
αναλυτικές μεθόδους.[135]
Το βάθος της κεράτινης στιβάδας που απομακρύνεται με τις αυτοκόλλητες ταινίες
προσδιορίζεται από τη μάζα των κυττάρων του δέρματος που βρίσκονται πάνω στην
καλά καθορισμένη επιφάνεια κάθε ταινίας. Το πάχος υπολογίζεται λαμβάνοντας
υπόψη την πυκνότητα ρ της κεράτινης στιβάδας, που είναι ίση με 1 g/cm3, με βάση
την εξίσωση Anderson και Cassidy, 1973:
x=m/A*ρ (3.10)
όπου x είναι το πάχος της κεράτινης στιβάδας, m η μάζα της, A η επιφάνεια
εφαρμογής και ρ η πυκνότητα της κεράτινης στιβάδας.[136]
112
5,29 cm2 σε κάθε βραχίονα του εθελοντή. Στον ένα βραχίονα εφαρμόστηκε το
συμβατικό γαλάκτωμα και στον άλλο το νανογαλάκτωμα.
Η ποσότητα του γαλακτώματος που εφαρμόστηκε ήταν ίση με 2 mg/cm2
δέρματος, δηλαδή 10,86 mg σε καθεμιά από τις εν λόγω περιοχές. Η
ποσότητα αυτή λήφθηκε με τη βοήθεια αυτόματου σιφωνίου και εφαρμόστηκε
σε κάθε ένα από τα σημεία της προκαθορισμένης περιοχής.
Με κυκλικές, προσεκτικές κινήσεις δακτύλου προστατευμένου με γάντι
απλώθηκε όλη η ποσότητα του γαλακτώματος, μέχρι το γαλάκτωμα να
ενσωματωθεί πλήρως στην επιδερμίδα.
Στη συνέχεια, το γαλάκτωμα αφέθηκε στην επιφάνεια του δέρματος του
εθελοντή για διάστημα 2 ωρών, ενώ παράλληλα έγινε δειγματοληψία σε
διαστήματα t1= 30’, t2= 1 h, t3=2 h.
Τα δείγματα λήφθηκαν αφού πρώτα οι περιοχές καθαρίστηκαν απαλά με
στεγνό χαρτί. Στη συνέχεια, τοποθετήθηκαν οι αυτοκόλλητες ταινίες στις
οποίες ασκήθηκε ομοιόμορφη πίεση με τη βοήθεια κυλινδρικής συσκευής 10
φορές πάνω από το δέρμα για διάστημα περίπου 15 sec. Τέλος, οι ταινίες
απομακρύνθηκαν με αργή κίνηση. Σε κάθε σημείο εφαρμόστηκαν διαδοχικά 5
ταινίες (Εικ. 37).
Κάθε ταινία ζυγίστηκε πριν και μετά την εφαρμογή στο δέρμα του εθελοντή,
με σκοπό τον υπολογισμό της διαφοράς μάζας της και κατ’ επέκταση τον
προσδιορισμό της μάζας της κεράτινης στιβάδας που απομακρύνθηκε από την
περιοχή του δέρματος. Γνωρίζοντας τη μάζα υπολογίστηκε το πάχος της
κεράτινης στιβάδας με βάση την εξίσωση (3.10).
Εικόνα 37. Βήματα τεχνικής tape-stripping: Σημάδεμα των περιοχών εφαρμογής των
γαλακτωμάτων (1), εφαρμογή του γαλακτώματος στις σημειωμένες περιοχές του
δέρματος (2), ομοιογενής κατανομή και πλήρης ενσωμάτωση του γαλακτώματος (3),
113
τοποθέτηση αυτοκόλλητης ταινίας (4), ομοιόμορφη πίεση της ταινίας με έναν
κύλινδρο 10 φορές, αφού προηγήθηκε τοποθέτηση ενός φύλλου χαρτιού πάνω από
την ταινία προς αποφυγή αποκόλλησής της (5), αφαίρεση της ταινίας (6)
114
1,2
1
0,8
Απορρόφηση
0,6
0,4 y = 117,47x + 0,013
0,2 R² = 0,9995
0
0 0,002 0,004 0,006 0,008 0,01 0,012
[Avobenzone] (mg/ml)
115
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ
6.1 Φυσικοχημικός χαρακτηρισμός σωματιδίων διασπορών των μαρτύρων
Εικόνα 38. Απεικόνιση των σωματιδίων της διεσπαρμένης φάσης των συμβατικών
γαλακτωμάτων χωρίς UV-φίλτρα των 2/1 α) και 1/2 β) αναλογιών
116
49,16 μm και η ομοιογένεια (Uniformity) στα 0,5414 και της αναλογίας 1/2 στα 20,18
μm και 0,4105 αντίστοιχα (Πίν. 11).
6.1.3 Έλεγχος του μεγέθους και του ζ-δυναμικού των διεσπαρμένων σωματιδίων
των νανογαλακτωμάτων
6.2.1 Φυγοκέντρηση
117
Εικόνα 39. Φωτογραφία των γαλακτωμάτων των δύο αναλογιών χωρίς UV-φίλτρα
αμέσως μετά τη φυγοκέντρηση: α) συμβατικά γαλακτώματα με διαχωρισμό φάσεων,
β) νανογαλακτώματα σταθερά
Πίνακας 12. Μελέτη σταθερότητας του μεγέθους των σωματιδίων της διεσπαρμένης φάσης
των νανογαλακτωμάτων μετά από επιταχυνόμενη γήρανση
Νανογαλάκτωμα αναλογίας 2/1
t(days) Mean Size (nm) Polydispersity Index (PI) ζ-potential (mV) Width (mV)
118
t(days) Mean Size (nm) Polydispersity Index (PI) ζ-potential (mV) Width (mV)
70 2
1,8
60
1,6
50 1,4
D[4,3] (μm)
Uniformity
40 1,2
1
30 0,8
20 0,6
0,4
10
0,2
0 0
1 t (days) 7
119
120 0,5
0,45
100 0,4
Mean size (nm)
80 0,35
0,3
60 0,25
PI
0,2
40
0,15
20 0,1
0,05
0 0
1 t (days) 7
0 50
1 7 45
-10
40
-20 35
ζ -potential (mV)
-30 30
Width (mV)
25
-40 20
-50 15
10
-60
5
-70 0
t (days)
120
70 2
1,8
60
1,6
D[4,3] (μm)
50 1,4
Uniformity
40 1,2
1
30 0,8
20 0,6
0,4
10
0,2
0 0
1 t (days) 7
120 0,5
0,45
100 0,4
Mean size (nm)
80 0,35
0,3
60 0,25
PI
0,2
40 0,15
20 0,1
0,05
0 0
1 7
t (days)
121
0 50
1 7 45
-10
40
-20 35
ζ -potential (mV)
-30 30
Width (mV)
25
-40 20
-50 15
10
-60
5
-70 0
t (days)
Πίνακας 13. Μελέτη σταθερότητας του μεγέθους των σωματιδίων της διεσπαρμένης φάσης των
συμβατικών γαλακτωμάτων σε διαφορετικές συνθήκες φύλαξης
Συμβατικό γαλάκτωμα αναλογίας 2/1
ο
25 C 4 οC 45 οC
t(days) D[4,3] (μm) Uniformity D[4,3] (μm) Uniformity D[4,3] (μm) Uniformity
1 49,16 0,5414 49,16 0,5414 49,16 0,5414
8 44,51 0,4702 14,12 0,4471 52,13 0,5177
122
15 - - 41,34 0,7376 13,17 0,3669
22 - - 13,07 0,3668 2,61 0,2722
30 - - 10,13 0,3379 13,22 1,949
Συμβατικό γαλάκτωμα αναλογίας 1/2
25 οC 4 οC 45 οC
t(days) D[4,3] (μm) Uniformity D[4,3] (μm) Uniformity D[4,3] (μm) Uniformity
1 20,18 0,4105 20,18 0,4105 20,18 0,4105
8 23,13 0,3583 19,14 0,3881 41,24 1,064
15 24 0,3401 19,31 0,3506 19,71 0,3352
22 - - 19,69 0,3442 6,31 1,597
30 - - 20,07 0,348
70 1
0,9
60
0,8
50 0,7
D[4,3] (μm)
Uniformity
40 0,6
0,5
30 0,4
20 0,3
0,2
10
0,1
0 0
1 8 15 22 30
t (days)
123
70 1
0,9
60
0,8
50 0,7
D[4,3] (μm)
Uniformity
40 0,6
0,5
30 0,4
20 0,3
0,2
10
0,1
0 0
1 8 15 22 30
t (days)
Διάγραμμα 10. Μελέτη σταθερότητας της διασποράς του μεγέθους των σωματιδίων
του συμβατικού γαλακτώματος αναλογίας 2/1 (φύλαξη στους Τ= 4 οC)
70 2
1,8
60
1,6
50 1,4
D[4,3] (μm)
Uniformity
40 1,2
1
30 0,8
20 0,6
0,4
10
0,2
0 0
1 8 15 22 30
t (days)
Διάγραμμα 11. Μελέτη σταθερότητας της διασποράς του μεγέθους των σωματιδίων
του συμβατικού γαλακτώματος αναλογίας 2/1 (φύλαξη στους Τ= 45 οC)
124
70 1
0,9
60
0,8
50 0,7
Uniformity
0,6
D[4,3] (μm)
40
0,5
30 0,4
20 0,3
0,2
10
0,1
0 0
1 8 15 22 30
t (days)
Διάγραμμα 12. Μελέτη σταθερότητας της διασποράς του μεγέθους των σωματιδίων
του συμβατικού γαλακτώματος αναλογίας 1/2 (φύλαξη στους Τ= 25 οC)
70 1
0,9
60
0,8
50 0,7
Uniformity
D[4,3] (μm)
40 0,6
0,5
30 0,4
20 0,3
0,2
10
0,1
0 0
1 8 15 22 30
t (days)
Διάγραμμα 13. Μελέτη σταθερότητας της διασποράς του μεγέθους των σωματιδίων
του συμβατικού γαλακτώματος αναλογίας 1/2 (φύλαξη στους Τ= 4 οC)
125
70 2
1,8
60
1,6
50 1,4
D[4,3] (μm)
Uniformity
40 1,2
1
30 0,8
20 0,6
0,4
10
0,2
0 0
1 8 15
t (days) 22 30
Διάγραμμα 14. Μελέτη σταθερότητας της διασποράς του μεγέθους των σωματιδίων
του συμβατικού γαλακτώματος αναλογίας 1/2 (φύλαξη στους Τ= 45 οC)
Στους 25 οC:
Στους 4 οC:
Στους 45 οC:
126
γαλακτώματα και των δύο αναλογιών εμφάνισαν ελαιώδη κορυφή και διαχωρισμό
φάσεων στις 30 ημέρες φύλαξης (Εικ. 43).
127
Εικόνα 43. Φωτογραφία συμβατικών γαλακτωμάτων σε Τ= 45 οC: α) το γαλάκτωμα
της αναλογίας 2/1 εμφάνισε ελαιώδη κορυφή στις 30 ημέρες φύλαξης, β) το
γαλάκτωμα της αναλογίας 1/2 διαχωρίστηκε επίσης στις 30 ημέρες
Πίνακας 14. Μελέτη σταθερότητας του μεγέθους των σωματιδίων της διεσπαρμένης φάσης
των νανογαλακτωμάτων σε διαφορετικές συνθήκες φύλαξης
Νανογαλάκτωμα αναλογίας 2/1
25 oC
t(days) Mean Size (nm) Polydispersity Index (PI) ζ-potential (mV) Width (mV)
128
30 101,3 ± 0,3606 0,258 ± 0,013 -50,2 ± 0,265
9,19
o
45 C
t(days) Mean Size (nm) Polydispersity Index (PI) ζ-potential (mV) Width (mV)
129
30 - - - -
120 0,25
100
0,2
Mean size (nm)
80
0,15
60
PI
0,1
40
0,05
20
0 0
1 8 t (days) 15 22 30
Διάγραμμα 15. Μελέτη σταθερότητας της διασποράς του μεγέθους των σωματιδίων
του νανογαλακτώματος αναλογίας 2/1 (φύλαξη στους Τ= 25 οC)
0 50
1 8 15 22 30 45
-10
40
-20
ζ -potential (mV)
35
-30 30
Width (mV)
-40 25
-50 20
15
-60
10
-70 5
-80 0
t (days)
130
120
0,25
100
0,2
Mean size (nm)
80
0,15
60
PI
0,1
40
20 0,05
0 0
1 8 t (days) 15 22 30
Διάγραμμα 17. Μελέτη σταθερότητας της διασποράς του μεγέθους των σωματιδίων
του νανογαλακτώματος αναλογίας 2/1 (φύλαξη στους Τ= 4 οC)
0 50
1 8 15 22 30 45
-10
40
-20
35
ζ -potential (mV)
Width (mV)
-30 30
-40 25
-50 20
15
-60
10
-70 5
-80 0
t (days)
131
120 0,5
0,45
100 0,4
Mean size (nm)
80 0,35
0,3
60 0,25
PI
0,2
40 0,15
20 0,1
0,05
0 0
1 8 t (days) 15 22 30
Διάγραμμα 19. Μελέτη σταθερότητας της διασποράς του μεγέθους των σωματιδίων
του νανογαλακτώματος αναλογίας 2/1 (φύλαξη στους Τ= 45 οC)
0 50
1 8 15 22 30 45
-10
40
-20
35
ζ -potential (mV)
-30 30
Width (mV)
-40 25
-50 20
15
-60
10
-70 5
-80 0
t (days)
132
140
0,25
120
100 0,2
Mean size (nm)
80 0,15
60
PI
0,1
40
0,05
20
0 0
1 8 15 22 30
t (days)
Διάγραμμα 21. Μελέτη σταθερότητας της διασποράς του μεγέθους των σωματιδίων
του νανογαλακτώματος αναλογίας 1/2 (φύλαξη στους Τ= 25 οC)
0 50
1 8 15 22 30 45
-10
40
-20 35
ζ -potential (mV)
-30 30
Width (mV)
25
-40 20
-50 15
10
-60
5
-70 0
t (days)
133
140
0,25
120
100 0,2
Mean size (nm)
80 0,15
PI
60
0,1
40
0,05
20
0 0
1 8 t (days)15 22 30
Διάγραμμα 23. Μελέτη σταθερότητας της διασποράς του μεγέθους των σωματιδίων
του νανογαλακτώματος αναλογίας 1/2 (φύλαξη στους Τ= 4 οC)
0 50
1 8 15 22 30 45
-10
40
-20 35
ζ -potential (mV)
-30 30
Width (mV)
25
-40 20
-50 15
10
-60
5
-70 0
t (days)
134
140 0,5
0,45
120
0,4
100 0,35
Mean size (nm)
80 0,3
0,25
PI
60 0,2
40 0,15
0,1
20
0,05
0 0
1 8 15 22 30
t (days)
Διάγραμμα 25. Μελέτη σταθερότητας της διασποράς του μεγέθους των σωματιδίων
του νανογαλακτώματος αναλογίας 1/2 (φύλαξη στους Τ= 45 οC)
0 50
1 8 15 22 30 45
-10
40
ζ -potential (mV)
-20 35
30
Width (mV)
-30
25
-40 20
-50 15
10
-60
5
-70 0
t (days)
Στους 25 οC:
135
σωματιδίων της διεσπαρμένης φάσης των νανογαλακτωμάτων κυμάνθηκε γύρω στα
100 nm (Πίν. 14).
Στους 4 οC:
Στους 45 οC:
136
Εικόνα 45. Φωτογραφία νανογαλακτωμάτων σε Τ= 4 οC: α) το γαλάκτωμα της
αναλογίας 2/1 παρέμεινε σταθερό στις 30 ημέρες φύλαξης, β) το γαλάκτωμα της
αναλογίας 1/2 παρέμεινε επίσης σταθερό στις 30 ημέρες
Λαμβάνοντας υπ’ όψιν τα αποτελέσματα της σταθερότητας των μαρτύρων των δύο
αναλογιών καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι σταθερότερη είναι η 1/2 αναλογία.
Συγκεκριμένα, τα νανογαλακτώματα και των δύο αναλογιών εμφάνισαν συγκρίσιμη
σταθερότητα κατά τη δοκιμασία της επιταχυνόμενης γήρανσης και της φύλαξης σε
διαφορετικές συνθήκες θερμοκρασίας για διάστημα 30 ημερών. Έτσι, για την επιλογή
της σταθερότερης αναλογίας λήφθηκαν υπ’ όψιν τα αποτελέσματα της σταθερότητας
των συμβατικών γαλακτωμάτων. Το συμβατικό γαλάκτωμα της αναλογίας 1/2
137
απέδειξε υψηλότερη σταθερότητα σε όλες τις συνθήκες φύλαξης, ενώ το γαλάκτωμα
της αναλογίας 2/1 εμφάνισε μεγαλύτερη διακύμανση στην κατανομή του μεγέθους
των σωματιδίων της διεσπαρμένης φάσης (Πίν. 13). Κατά συνέπεια, η αναλογία 1/2
επιλέχθηκε για τον εγκλωβισμό των UV-φίλτρων.
Εικόνα 47. Απεικόνιση των σωματιδίων της διεσπαρμένης φάσης του συμβατικού
γαλακτώματος με UV-φίλτρα
138
7.1.3 Έλεγχος του μεγέθους και του ζ-δυναμικού των διεσπαρμένων σωματιδίων
των νανογαλακτωμάτων
Στo συμβατικό γαλάκτωμα η συγκέντρωση του φίλτρου Avobenzone (μετά από μία
ημέρα παρασκευής) κυμάνθηκε στα 0,784 mg/ml, ενώ στο νανογαλάκτωμα
κυμάνθηκε στα 1,172 mg/ml (Πίν. 17).
7.3.1 Φυγοκέντρηση
139
Εικόνα 48. Φωτογραφία των γαλακτωμάτων με τα τρία UV-φίλτρα αμέσως μετά τη
φυγοκέντρηση με σημείωση στην περιοχή του γαλακτώματος που είναι εμφανής η
τάση διαχωρισμού.
Πίνακας 16. Μελέτη σταθερότητας του μεγέθους των σωματιδίων της διεσπαρμένης φάσης
του νανογαλακτώματος μετά από επιταχυνόμενη γήρανση
t(days) Mean Size (nm) Polydispersity Index (PI) ζ-potential (mV) Width (mV)
140
Εικόνα 49. Φωτογραφία των γαλακτωμάτων με UV-φίλτρα αμέσως μετά τη δοκιμασία της
επιταχυνόμενης γήρανσης: τα γαλακτώματα παρέμειναν σταθερά
60 0,68
0,66
50
0,64
40 0,62
Uniformity
D[4,3] (μm)
0,6
30
0,58
20 0,56
0,54
10
0,52
0 0,5
1 t (days) 7
Διάγραμμα 27. Μελέτη σταθερότητας της διασποράς του μεγέθους των σωματιδίων
του συμβατικού γαλακτώματος (κατά τη δοκιμασία της επιταχυνόμενης γήρανσης)
141
180 0,25
160
140 0,2
Mean size (nm)
120
0,15
100
PI
80
0,1
60
40 0,05
20
0 0
1 t (days) 7
Διάγραμμα 28. Μελέτη σταθερότητας της διασποράς του μεγέθους των σωματιδίων
του νανογαλακτώματος (κατά τη δοκιμασία της επιταχυνόμενης γήρανσης)
0 50
1 7 45
-10
40
-20 35
ζ -potential (mV)
Width (mV)
30
-30
25
-40
20
-50 15
10
-60
5
-70 0
t (days)
142
Η συγκέντρωση του φίλτρου Avobenzone παρέμεινε σταθερή μετά τη δοκιμασία της
επιταχυνόμενης γήρανσης και στα δύο γαλακτώματα (Πίν. 17, Διάγραμμα 30).
1,4
1,2
1,0
0,8
0,6
0,4
0,2
0,0
1 2 3 4 5 6 7
t (days)
143
Τα αποτελέσματα των συμβατικών γαλακτωμάτων παρουσιάζονται στον Πίνακα 18
και στα Διαγράμματα 31 έως 33.
Πίνακας 18. Μελέτη σταθερότητας του μεγέθους των σωματιδίων της διεσπαρμένης φάσης του
συμβατικού γαλακτώματος σε διαφορετικές συνθήκες φύλαξης
25 οC 4 οC 45 οC
t(days) D[4,3] (μm) Uniformity D[4,3] (μm) Uniformity D[4,3] (μm) Uniformity
1 50,69 0,6672 50,69 0,6672 50,69 0,6672
8 53,52 0,6316 47,15 0,6949 51,43 0,6392
15 48,92 0,7221 48,16 0,6658 43,13 0,7003
22 - - 43,86 0,6744 - -
30 - - 57,75 0,8974 - -
60 - - 42,01 0,6864 - -
90 - - - - - -
70 1
0,9
60
0,8
50 0,7
Uniformity
D[4,3] (μm)
40 0,6
0,5
30 0,4
20 0,3
0,2
10
0,1
0 0
1 8 15 22 30 60 90
t (days)
Διάγραμμα 31. Μελέτη σταθερότητας της διασποράς του μεγέθους των σωματιδίων
του συμβατικού γαλακτώματος (φύλαξη στους Τ= 25 οC)
144
70 1
0,9
60
0,8
50 0,7
0,6
40
Uniformity
0,5
D[4,3] (μm)
30
0,4
20 0,3
0,2
10
0,1
0 0
1 8 15 22 30 60 90
t (days)
Διάγραμμα 32. Μελέτη σταθερότητας της διασποράς του μεγέθους των σωματιδίων
του συμβατικού γαλακτώματος (φύλαξη στους Τ= 4 οC)
70 1
0,9
60
0,8
50 0,7
D[4,3] (μm)
Uniformity
40 0,6
0,5
30 0,4
20 0,3
0,2
10
0,1
0 0
1 8 15 22 30 60 90
t (days)
Διάγραμμα 33. Μελέτη σταθερότητας της διασποράς του μεγέθους των σωματιδίων
του συμβατικού γαλακτώματος (φύλαξη στους Τ= 45 οC)
145
Στους 25 οC:
Στους 4 οC:
Στους 45 οC:
Η φύλαξη στους 45 οC είναι μια επίπονη δοκιμασία για τα γαλακτώματα και αποτελεί
ένδειξη της μακροπρόθεσμης σταθερότητά τους. Το συμβατικό γαλάκτωμα εμφάνισε
ελαιώδη κορυφή και διαχωρισμό φάσεων κατά τη 15η ημέρα φύλαξης (Εικ. 52). Το
μέγεθος των σωματιδίων της διεσπαρμένης φάσης κυμάνθηκε γύρω στα 50 μm (Πίν.
18).
146
Εικόνα 51. Φωτογραφία συμβατικού γαλακτώματος σε Τ= 4 οC με διαχωρισμό
φάσεων και σχηματισμό ιζήματος στις 60 ημέρες φύλαξης
Πίνακας 19. Μελέτη σταθερότητας του μεγέθους των σωματιδίων της διεσπαρμένης φάσης
του νανογαλακτώματος σε διαφορετικές συνθήκες φύλαξης
25 oC
t(days) Mean Size (nm) Polydispersity Index (PI) ζ-potential (mV) Width (mV)
147
15 159,7 ± 3,134 0,179 ± 0,007 (-70,4) ± 1,240 9,85
22 152,1 ± 1,970 0,221 ± 0,008 (-44,2) ± 1,980 9,07
30 143,1 ± 0,9292 0,19 ± 0,003 (-63,8) ± 1,250 11,87
60 137,2 ± 0,8145 0,182 ± 0,007 (-61,7) ± 2,600 14,47
90 182,9 ± 0,9292 0,230 ± 0,005 (-32,2) ± 1,650 31,47
4 oC
t(days) Mean Size (nm) Polydispersity Index (PI) ζ-potential (mV) Width (mV)
200 0,25
180
160 0,2
Mean size (nm)
140
120 0,15
100
PI
80 0,1
60
40 0,05
20
0 0
1 8 15 22 30 60 90
t (days)
Διάγραμμα 34. Μελέτη σταθερότητας της διασποράς του μεγέθους των σωματιδίων
του νανογαλακτώματος (φύλαξη στους Τ= 25 οC)
148
0 50
1 8 15 22 30 60 90 45
-10
40
ζ -potential (mV)
-20
35
-30
Width (mV)
30
-40 25
-50 20
15
-60
10
-70 5
-80 0
t (days)
200 0,25
180
160 0,2
140
Mean size (nm)
120 0,15
PI
100
80 0,1
60
40 0,05
20
0 0
1 8 15 22 30 60 90
t (days)
Διάγραμμα 36. Μελέτη σταθερότητας της διασποράς του μεγέθους των σωματιδίων
του νανογαλακτώματος (φύλαξη στους Τ= 4 οC)
149
0 50
1 8 15 22 30 60 90 45
-10
-20 40
ζ -potential (mV)
35
-30
Width (mV)
30
-40
25
-50
20
-60
15
-70 10
-80 5
-90 0
t (days)
200 0,25
180
160 0,2
Mean size (nm)
140
120 0,15
PI
100
80 0,1
60
40 0,05
20
0 0
1 8 15 t (days) 22 30 60 90
Διάγραμμα 38. Μελέτη σταθερότητας της διασποράς του μεγέθους των σωματιδίων
του νανογαλακτώματος (φύλαξη στους Τ= 45 οC)
150
0 50
1 8 15 22 30 60 90 45
-10
40
-20
35
Width (mV)
ζ -potential (mV)
-30 30
-40 25
-50 20
15
-60
10
-70 5
-80 0
t (days)
Στους 25 οC:
Στους 4 οC:
151
Στους 45 οC:
152
Εικόνα 54. Φωτογραφία νανογαλακτώματος σε Τ= 4 οC: το γαλάκτωμα παρέμεινε
σταθερό στις 90 ημέρες φύλαξης
153
Εικόνα 55. Φωτογραφία νανογαλακτώματος σε Τ= 45 οC: το γαλάκτωμα παρέμεινε
σταθερό για διάστημα 60 ημερών, ενώ εμφάνισε ελαιώδη κορυφή στις 90 ημέρες
φύλαξης
154
7.3.3.2 Μελέτη χημικής σταθερότητας του φίλτρου Avobenzone στα
γαλακτώματα
Πίνακας 20. Μελέτη χημικής σταθερότητας του ενσωματωμένου φίλτρου Avobenzone στο
συμβατικό και στο νανογαλάκτωμα σε διαφορετικές συνθήκες φύλαξης
Συμβατικά γαλακτώματα
ο
25 C 4 οC 45 οC
t (days) Avobenzone (mg/ml) Avobenzone (mg/ml) Avobenzone (mg/ml)
1 0,784 0,784 0,784
8 1,23 1,493 0,995
15 0,876 1,49 1,94
22 - 1,49 -
30 - 1,531 -
60 - 1,415 -
90 - 0,381 -
Νανογαλακτώματα
25 οC 4 οC 45 οC
t (days) Avobenzone (mg/ml) Avobenzone (mg/ml) Avobenzone (mg/ml)
1 1,172 1,172 1,172
8 1,145 1,159 1,293
15 1,405 0,927 1,316
22 0,842 1,063 1,254
30 1,043 1,063 1,166
60 0,988 0,705 1,265
90 1,401 1,063 1,309
Νανογαλάκτωμα Συμβατικό
2,0
Avobenzone (mg/ml)
1,5
1,0
0,5
0,0
0 15 30 45 60 75 90
t (days)
155
2,0 Νανογαλάκτωμα Συμβατικό
1,8
1,6
Avobenzone (mg/ml)
1,4
1,2
1,0
0,8
0,6
0,4
0,2
0,0
0 15 30 45 60 75 90
t (days)
1,5
1,0
0,5
0,0
0 15 30 45 60 75 90
t (days)
Στους 25 οC:
Η συγκέντρωση του φίλτρου Avobenzone ήταν περίπου ίση με 1 mg/ml τόσο στο
συμβατικό όσο και στο νανογαλάκτωμα, αποδεικνύοντας ότι το φίλτρο ήταν σταθερό
κατά το διάστημα που παρέμειναν φυσικοχημικώς σταθερά (15 ημέρες το συμβατικό,
90 ημέρες το νανογαλάκτωμα) (Πίν. 20), (Διάγραμμα 40).
156
Στους 4 οC:
Στους 45 οC:
157
Εικόνα 56. Φωτογραφία του α) συμβατικού και β) νανογαλακτώματος μετά την
ακτινοβόληση
Πίνακας 21. Μελέτη σταθερότητας του μεγέθους των σωματιδίων της διεσπαρμένης φάσης
του νανογαλακτώματος πριν και μετά την ακτινοβόληση
t(days) Mean Size (nm) Polydispersity Index (PI) ζ-potential (mV) Width (mV)
158
200 0,25
180
160 0,2
Mean size (nm)
140
120 0,15
PI
100
80 0,1
60
40 0,05
20
0 0
1 4
t (days)
Διάγραμμα 43. Μελέτη σταθερότητας της διασποράς του μεγέθους των σωματιδίων
του νανογαλακτώματος (κατά τη δοκιμασία της ακτινοβόλησης)
0 50
1 4 45
-10
40
-20
ζ -potential (mV)
35
Width (mV)
-30 30
-40 25
-50 20
15
-60
10
-70 5
-80 0
t (days)
159
Πίνακας 22. Μελέτη χημικής σταθερότητας του ενσωματωμένου φίλτρου
Avobenzone στο συμβατικό και στο νανογαλάκτωμα πριν και μετά από
ακτινοβόληση
2,0
Νανογαλάκτωμα Συμβατικό
1,8
1,6
1,4
Avobenzone mg/ml)
1,2
1,0
0,8
0,6
0,4
0,2
0,0
1 2 3 4
t (days)
160
Τα αποτελέσματα αυτής της μελέτης φαίνονται στον Πίνακες 23 έως 25 καθώς και
στα Διαγράμματα 46 έως 51.
14,0
12,0
ποσότητα Avobenzone (μg)
10,0
8,0
Ταινία 1
6,0
Ταινία 2+3
4,0 Ταινία 4+5
2,0
0,0
0,5 1 2
Χρόνος (h)
161
14,0
10,0
8,0
Ταινία 1
6,0
Ταινία 2+3
4,0 Ταινία 4+5
2,0
0,0
0,5 1 2
Χρόνος (h)
Συμβατικό Νάνο
25
20
Avobenzone (μg)
15
10
0
0,5 1 1,5 2
t (h)
162
μεγαλύτερη ποσότητα να εντοπίζεται στο ανώτερο στρώμα της κεράτινης
στοιβάδας. Η συνολική ποσότητα του φίλτρου κυμάνθηκε στα ίδια επίπεδα
καθ’ όλη τη διάρκεια της μελέτης σε ποσότητα περίπου ίση με 20 μg, ενώ
μόλις 3,8 μg έφτασαν τελικά στις βαθύτερες στιβάδες. Συνεπώς, η ποσότητα
του φίλτρου παραμένει σταθερή με το πέρασμα του χρόνου και σε κάθε
χρονική στιγμή προσδιορίζεται μεγαλύτερη συγκριτικά με την αντίστοιχη του
νανογαλακτώματος. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η διείσδυση του φίλτρου
Avobenzone στα βαθύτερα στρώματα της κεράτινης στιβάδας είναι μικρότερη
σε σχέση με την αντίστοιχη στο νανογαλάκτωμα, με αποτέλεσμα να μένει
στην επιφάνεια όπου ανιχνεύεται σε μεγαλύτερη ποσότητα (Πίν. 23),
(Διαγράμματα 46 και 48).
Πίνακας 24. Ποσοστό βάθους κεράτινης στιβάδας που φθάνει το φίλτρο Avobenzone του
συμβατικού και του νανογαλακτώματος
Συμβατικό γαλάκτωμα
t (hours) Μάζα SC (μg) SC Thickness (μm) SC Thickness [%]
163
t (hours)
0,5 1 2
Sratum Corneum thickness [%]
0
20
40
60
80
100
Συμβατικό Νανογαλάκτωμα
Σε t= 0,5 h
Σε t= 1 h
Σε t= 2 h
Πίνακας 25. Αξιολόγηση διείσδυσης του φίλτρου Avobenzone στα στρώματα της κεράτινης στιβάδας
σε βάθος χρόνου 2 ωρών
Συμβατικό γαλάκτωμα
164
t (hours) Avobenzone (μg) Avobenzone [%] SC Thickness (μm) SC Thickness [%]
9,12 60,51
0,5 1,32 11,7
5,95 39,49
13,28 60,32
1 1,51 12,4
8,73 39,68
8,66 45,44
2 6,59 34,58 1,13 20
3,81 19,98
Νανογαλάκτωμα
t (hours) Avobenzone (μg) Avobenzone [%] SC Thickness (μm) SC Thickness [%]
7,95 41,37
0,5 6,89 35,88 2,27 20
4,37 22,75
6,13 42,93
1 5,13 35,96 2,08 20
3,01 21,10
2,99 30,63
2 3,81 39,04 2,08 20
2,96 30,33
120,00
20,00
100,00 0,00 0,00
% of AVO penetrated in SC
19,98
15,00
Penetration depth
60,00 34,58
10,00
40,00
60,51 60,32 5,00
20,00 45,44 4+5str
2+3str
0,00 0,00
0,5 1 2 1str
time (h) % of SC
Διάγραμμα 50. Κινητική μελέτη της κατανομής του φίλτρου Avobenzone της
κεράτινης στιβάδας (συμβατικό γαλάκτωμα)
165
120,00
20,00
% of AVO penetrated in SC 100,00
22,75 21,10
30,33 15,00
Penetration depth
80,00
(% of SC)
60,00 35,88 35,96
10,00
39,04
40,00
5,00 4+5str
20,00 41,37 42,93
30,63 2+3str
1str
0,00 0,00
0,5 1 2 % of SC
time (h)
Διάγραμμα 51. Κινητική μελέτη της κατανομής του φίλτρου Avobenzone της
κεράτινης στιβάδας (νανογαλάκτωμα)
166
υποδηλώνει διείσδυση του φίλτρου σε επίπεδα βαθύτερα του 20% της
κερατίνης στοιβάδας.
167
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Τα γαλακτώματα της αναλογίας 1/2 εμφανίζουν μεγαλύτερη σταθερότητα σε
σχέση με αυτά της αναλογίας 2/1. Εξαιτίας αυτού, η 1/2 αναλογία επιλέχθηκε
για τον εγκλωβισμό των UV-φίλτρων.
Το νανογαλάκτωμα με τα τρία φίλτρα UV ακτινοβολίας είναι πιο σταθερό από
το αντίστοιχο συμβατικό.
Καλύτερη σταθερότητα επιτυγχάνεται κατά τη φύλαξη στους 4 οC.
Ο εγκλωβισμός του φίλτρου Avobenzone σε νανογαλακτώματα συμβάλλει
στη χημική σταθερότητα του φίλτρου μειώνοντας τη φωτοαποικοδόμησή του.
Τέλος ο φορέας παίζει καθοριστικό ρόλο στην κινητική του φίλτρου στη
διείσδυσή του στην κερατίνη στοιβάδα. Στο συμβατικό γαλάκτωμα, το φίλτρο
παραμένει στα ανώτερα στρώματα απαιτώντας περισσότερο χρόνο (2 h) για
να εισέλθει βαθύτερα (σε μικρό ποσοστό). Η ποσότητά του διατηρείται
σταθερή καθ’ όλη τη διάρκεια των 2 ωρών. Αντίθετα, όταν φορέας είναι το
νανογαλάκτωμα, διεισδύει ταχύτατα σε βαθύτερα στρώματα διατηρώντας μια
ομοιόμορφη κατανομή της ποσότητάς τους σε όλα τα βάθη της κεράτινης
στιβάδας. Όμως, η ποσότητά του μειώνεται προοδευτικά με το χρόνο, τελικά
στο 50% της αρχικής του, γεγονός που πιθανώς δηλώνει διείσδυση του
φίλτρου βαθύτερα στην κεράτινη στοιβάδα.
168
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
[1] Barry B.W., (1983). Dermatological formulations- Percutaneous Absorption,
Marcel Dekker Inc. New York, New York
[2] Van den Bergh, B.A., (1999). Elastic liquid state vesicles as a tool for topical drug
delivery, University of Leiden: Leiden. P. 156 – 162.
[3] L. Carlos Junqueira, Jose Carneiro. Robert O. Kelley. Βασική Ιστολογία (6η
έκδοση)
[4] WebMD Image collection: Human Anatomy
[5] Christophers E., C. Schubert, and M. Goos, (1989). The epidermis, in
Pharmacology of the skin I, M.W. Greaves and S. Schuster, Editors., Springer –
Verlag: Berlin.
[6] Κατσάμπας Δ. Ανδρέας. Ανατομία και φυσιολογία του δέρματος. [Μαθήματα
Δερματολογίας – Αφροδισιολογίας, Ιασπίς Ιδεώδες Ασκληπειακό πάρκο Ιατρικής
Σχολής], Κλινική Αφροδίσιων και Δερματικών Νόσων, Πανεπιστήμιο Αθηνών,
Νοσοκομείο "Α. Συγγρός" (Ιατρικές Εκδόσεις Π.Χ. Πασχαλίδης, Τελευταία
αναθεώρηση : 15/1/2007)
[7] Takanori Igarashi, Ko Nishino, Shree K. Nayar, (2005). The Appearance of
Human Skin. Technical Report: CUCS-024-05; Department of Computer Science,
Columbia University, New York, NY 10027, USA.
[8] Ρηγόπουλος Δημήτρης. Ανατομία και Φυσιολογία δέρματος. Ινστιτούτο Δια βίου
Εκπαίδευσης και Επαγγελματικής Ανάπτυξης Φαρμακοποιών, Αθήνα
[9] McGrath, J.A., Eady R.A., Pope F.M, (2004). Rook's Textbook of
Dermatology (7th ed.). Blackwell Publishing. pp. 3.1–3.6.
[10] Ovaere P, Lippens S, Vandenabeele P, Declercq W. (2009). The emerging roles
of serine protease cascades in the epidermis. Trends in Biochemical Sciences 34 (9):
p 453–463.
[11] Dr Dianna Howard, Skin Exfoliation. New Skin – Via Exfoliation. Reuters.
Retrieved 2 December 2014.
[12] Young Barbara, Heath John W. (2000). Wheater's Functional
Histology (Churchill Livingstone 4th ed.), New York.
[13] http://www.imperial.edu
169
[14] S.D. Cotton and E. Claridge. Do all human skin colours lie on a defined surface
within lms space? Technical Report CSR-96-1, School of Computer Science, The
Univeristy of Birmingham, 1996
[15] Mosby’s Medical, Nursing & Allied Health Dictionary (4th ed.). St. Louis:
Mosby. 1994. pp. 998, 774, 1497.
[16] The Integument. Terminologia Anatomica. Thieme Verlag (1998)
[17] The Hypodermis. An Organ Revealed. L'Oréal. Retrieved 4 June 2013.
[18] Subcutaneous Tissue. Medical Subject Headings (MeSH). National Library of
Medicine. (Retrieved 5 June 2013).
[19] Norimichi Tsumura, Miki Kawabuchi, Hideaki Haneishi, Yoichi Miyake, (2001).
Mapping Pigmentation in Human Skin from a Multi-Channel Visible Spectrum Image
by Inverse Optical Scattering Technique. The Journal of Imaging Science And
Technology. p. 444-450.
[20] Μπεληγιάννη Γεωργία, (1999). Στοιχεία Βιολογίας και Δερματολογίας για τον
κλάδο της Κομμωτικής Τέχνης. Εκδόσεις: Πατάκη, Αθήνα σελ. 50 – 52, 57, 58 - 61.
[21] Χατζημπούγιας Ι., (2000). Στοιχεία Ανατομικής του ανθρώπου, Εκδόσεις GM
DESIGN, Θεσσαλονίκη
[22] Κατρίτσης Επαμεινώνδας, Κελέκης Δημήτριος (1985). Ανατομία Φυσιολογία.
Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Αθηνών (β έκδοση)
[23] Αγγεία και Νεύρα του δέρματος. [Σημειώσεις Δερματολογίας], τμήμα Ειδικών
Εφαρμογών Αισθητικής, Ι.Ε.Κ. Επανωμής
[24] Κατρίτσης Επαμεινώνδας, Κούβελας Ηλίας, Κελέκης Δημήτριος (1997).
Ανατομία Φυσιολογία. Ίδρυμα Ευγενίδου, Αθήνα
[25] Κουσκούκης, Κ. (1987). Δερματολογία και Αφροδισιολογία. Αθήνα: Πασχαλίδη.
Ηλίου, Α. (2001). Σημειώσεις Δερματολογίας Ι. Θεσσαλονίκη: [χ.ε.].
[26] Hiemenz, P.C., Rajagopalan, R. (1997). Principles of Colloid and Surface
Chemistry, 3rd ed., Marcel Dekker, New York, NY
[27] Γ. Σ. Καραϊσκάκης, (2002). Φυσικοχημεία, Εκδόσεις Σ.Π. Τραυλός, Πάτρα.
[28] Garti N. (1997). Double emulsions- scope, limitations and new achievements.
Colloids and surfaces A: Physicochemical and Engineering Aspects, p. 123-124, 233-
246.
[29] Garti N. and Bisperink C. (1998). Double emulsions: progress and applications.
Current Opinion in Colloid & Interface Science, 3, 657-667
170
[30] Benichou A., Aserin A. and Garti N. (2004). Double emulsions stabilized with
hybrids of natural polymers for entrapment and slow release of active matters.
Advances in Colloid and Interface Science, 108-109, 29-41.
[31] Dickinson, E. (1992). Introduction to Food Colloids, Oxford University Press,
Oxford, UK.
[32] D.H Melik & H. S. Fogler, (1988). Fundamentals of colloidal stability in
quiescent media, in: Becher, P. (ed.) Encyclopedia of Emulsion Technology, Vol.3,
Marcel Dekker, New York, 1.
[33] Sanjeewani N A, S. M. (2013). Formulation and Characterization of Virgin
Coconut Oil (VCO) Based Emulsion. International Journal of Scientific and Research
Publications , p. 1-3, 6.
[34] Αυγουστάκης, Κ., Χατζηαντωνίου Σ. (2016). Σημειώσεις χημείας και τεχνολογίας
καλλυντικών. [Πανεπιστημιακές Σημειώσεις]. Πανεπιστήμιο Πάτρας, Τμήμα
Φαρμακευτικής.
[35] Αγιαννίδης Κωνσταντίνος, (2001). Μορφοποίηση και μελέτη κολλοειδών
διασπορών (μικρογαλακτώματα – γέλες – γαλακτώματα) για καλλυντική χρήση.
Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, Θεσσαλονίκη.
[36] Bridgwater, A.V., Roberts, J.M.C., (1976). Wax Emulsions: Formation and
Manufacture, in Theory and Practice of Emulsion Technology. Academic Press,
London, New York, San Francisco, p.247
[37] Richard D. O΄Brien, (2003). Fats and Oils: formulating and processing for
applications, 2nd Edition, CRC Press LLC, 2000 N.W. Corporate Blvd., Boca Raton,
Florida 33431.
[38] Owen R. Fennema, (1996). Food Chemistry, Marcel Dekker, Inc., New York
[39] Κυριτσάκης, Α. (1992). Λίπη : Λίπη και Έλαια, Εκδόσεις ΟΕΔΒ, Αθήνα 1997
[40] Μπόσκος, Δ. (1997). Λίπη Έλαια και άλλα Λιπίδια: Χημεία Τροφίμων, Εκδόσεις
Γαρταγάνη, Θεσσαλονίκη σελ.125-129, 136-143, 144-146.
[41] Casimir C. Akoh, David B. Min, (2002). Food Lipids: Chemistry, Nutrition and
Biotechnology. 2nd Edition, Marcel Dekker, Inc., New York, Basel
[42] Friberg, S.E., Larsson, K. (1997). Food Emulsions. 3rd ed., Marcel Dekker, New
York, NY.
[43] Mollet, H., Grubenmann, A., (2007). Emulsions-Properties and Production,
Formulation Technology: Emulsions, Suspensions, Solid Forms. Germany, Willey-
VCH, p. 445
171
[44] Griffin, William C., (1949). Classification of Surface-Active Agents by ‘HLB’.
Atlas Powder company, Wilmington, Del., J. Soc. Cosm. Chem., pp.311-327
[45] Shinoda, K., Friberg, S. (1986). Emulsions and Solubilization, Wiley, New York
[46] Stig E. Friberg, Kare Larsson, Johan Sjoblom, (2004). Food Emulsions, 4th
Edition, Marcel Dekker, Inc. 270 Madison Avenue, New York, NY 10016
[47] Lam R. S.H, Nickerson M. T., (2013), Food proteins: a review on their
emulsifying properties using a structure-function approach, Food Chemistry, 141:2,
p. 975-984
[48] Hoefler A. C., (2004). Hydrocolloids, United States, American Association of
Cereal Chemists, p. 111
[49] Λιακοπούλου Αγγελική, (2016). Ανάπτυξη και μελέτη φυσικοχημικών
χαρακτηριστικών νανογαλακτωμάτων φυτικών ελαίων. Μεταπτυχιακή Διπλωματική
Εργασία, Πανεπιστήμιο Πάτρας, Τμήμα Φαρμακευτικής
[50] Idson, B., (1988). Pharmaceutical Emulsions in Pharmaceutical Dosage forms:
Disperse Systems, Volume 1, Dekker, New York - Basel, p.240.
[51] Μουλοπούλου-Καρακίτσου, Κ., Ρηγόπουλος, Δ. & Στρατηγός, Ι. (2001),
Καλλυντικά συστατικά και εφαρμογές. Αθήνα: Βήτα.
[52] Walstra, P. (1996). Emulsion stability, in Encyclopedia of Emulsion Technology,
Vol. 4, Becher, P., Ed., Marcel Dekker, New York, NY, Chap. 1.
[53] Hunter, R.J. (1989). Foundations of Colloid Science, Vol. 2, Oxford University
Press, Oxford, UK
[54] McClements D. J., (2005). Food emulsions, Principles, Practice and Techniques,
2nd edition, United States, CRC Press, 609p
[55] Παπαβδής Θεοφάνης, (2014). Μικρογαλακτώματα, Παρασκευή και Μελέτη
Φυσικών Ιδιοτήτων, Διπλωματική Εργασία, Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, Αθήνα
[56] Robins, M.M., Hibberd, D.J. (1998). Emulsion flocculation and creaming, in
Modern Aspects of EmulsionScience, Binks, B.P., Ed., The Royal Society of
Chemistry, Cambridge, UK, Chap. 4.
[57] Μόσιος Κ. Σπυρίδων, (2012). Τοξικολογικές Επιπτώσεις Χρυσού και Αργύρου:
Βιβλιογραφική Ανασκόπηση, Μεταπτυχιακή διπλωματική Διατριβή, Πανεπιστήμιο
Αιγαίου, Τμήμα Περιβάλλοντος
[58] Ντυμένου Βασιλική, (2012). Διαδερμική χορήγηση φαρμάκων: Σύγκριση
διαφόρων τύπων ελαστικών λιποσωμάτων και μελέτη μηχανισμού αύξησης
διαπερατότητας υδατοδιαλυτών φαρμάκων με τη χρήση τους, Άυξηση διαπερατότητας
172
αντιϋπερτασικών φαρμάκων με συστήματα ενισχυτών διαπέρασης. Διδακτορική
διατριβή, Πανεπιστήμιο Πατρών, τμήμα Φαρμακευτικής
[59] Korting Hans Christian, Korting-Schafer Monika, (2010). Carriers in the topical
Treatment of Skin disease, Handbook of Experimental Pharmacology 197. p. 453-458
[60] Maali A, Mosavian M. T. H., (2013): Preparation and Application of
Nanoemulsions in the Last Decate (2000-2010), Journal of Dispersion Science and
Technology, 34:1, 92-105
[61] Jafari S. M., He Y. Bhesh Bhandari B., (2006). Nano-Emulsion Production by
Sonication and Microfluidization–A Comparison, International Journal of Food
Properties, 9:3,475-485
[62] Sinan Özgün, (2013). Nanoemulsions in Cosmetics, Project report, Anadolu
University, Faculty of Engineering
[63] Φασσέας, Κ., (2010). Οπτικά (Φωτονικά) μικροσκόπια και γενικές αρχές.
Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθήνας.
[64] Ζαχαρής Κ. (2010). Σημειώσεις Ενόργανης Ανάλυσης Τροφίμων, Θεσσαλονίκη.
[65] Γκοτζαμάνης, Γ., (2007). Ανάπτυξη νέων «ευφυών» κατά συστάδες
συμπολυμερών τύπου ομοπολυμερές-στατιστικό συμπολυμερές, Διδακτορική διατριβή,
Πανεπιστήμιο Πάτρας.
[66] Σκουφά Μυρτώ, (2013). Μελέτη της Σύνθεσης Μικροσωματιδίων από HBSS
Σαλεπιού. Πτυχιακή εργασία, Αλεξάνδρειο Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα
Θεσσαλονίκης (ΑΤΕΙ).
[67] Λιναρδάτος, Γ., (2008). Σύνθεση, χαρακτηρισμός και ιδιότητες ετεροκλαδικών
αστεροειδών κατά-συστάδες τριπολυμερών. Μεταπτυχιακή εργασία, Πανεπιστήμιο
Πάτρας.
[68] Καφούρης Δημήτρης, (2008). Σύνθεση, χαρακτηρισμός και εφαρμογές προτύπων
πολυμερικών πλεγμάτων διασταυρωμένων στο κέλυφος και αστεροειδών πολυμερών
μεγάλου πυρήνα. Διδακτορική διατριβή, Πανεπιστήμιο Κύπρου.
[69] Malvern Instruments Ltd, “DLS technical note”
[70] Μεριστούδη Αναστασία, (2009). Ανάπτυξη Υβριδικών Φωτονικών Υλικών για
Εφαρμογές σε Οπτικούς Αισθητήρες, Πανεπιστήμιο Πατρών.
[71] Schmitz, K.C., (1990). An Introduction to Dynamic Light Scattering by
Macromolecules, Academic Press, Boston
[72] Berne B.J, Pecora R., (2000). Dynamic Light Scattering. Courier Dover
Publications
173
[73] R.J. Hunter, (1981). Zeta Potential in Colloids Science, Academic Press, New
York
[74] Malvern Instruments Ltd, Zetasizer Nano Series, ‘‘Zeta Potential Theory’’,
Chapter 16
[75] Agilent Technologies Inc, ‘‘ Zeta Potential Theory’’
[76] Νόχος Αργύριος, (2008). Διερεύνηση της Μετανάστευσης και της Αποδέσμευσης
Αντιμικροβιακών Ουσιών από Πολυμερικές Ίνες Πολυλειτουργικών Υφασμάτων.
Διπλωματική Διατριβή. Σχολή Επιστημών Υγείας, Τμήμα Φαρμακευτικής.
Πανεπιστήμιο Πατρών
[77] Αρχοντούλα Χατζηλαζάρου. Κολλοειδή συστήματα, ενότητα 13 Φυσικοχημεία
(Θ), ΤΕΙ ΑΘΗΝΑΣ
[78] Simplifying the Measurement of Zeta Potential Using M3-PALS, Technical Note
[79] D.A. Skoog, F.J. Holler, T.A. Nieman, (2002). Αρχές Ενόργανης Ανάλυσης,
Εκδόσεις Κωσταράκη
[80] Μ. ‘Οξενκιουν-Πετροπούλου, Α. Παππά, (2009). ΦΥΣΙΚΕΣ ΜΕΘΟΔΟΙ
ΑΝΑΛΥΣΗΣ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΑΣΚΗΣΕΙΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΜΠ, 3η Έκδοση, Αθήνα.
[81] D.A. Skoog, F.J. Holler, T.A. Nieman, (1997). Principles of Instrumental
Analysis, Saunders College Publishing, New York, 5th Edition
[82] Κανιτάκης Ι. Κωνσταντίνος, (1975). Δερματολογία / Αφροδισιολογία. Σακούλας
[83] http://www.sunall.org/content/e3/index_ell.html
[84] Σαράντη Ευαγγελία, (2010). Σύγκριση μετρήσεων ηλιακής ακτινοβολίας UV-A
ακτινομέτρου με φασματικές μετρήσεις UV φασματοφωτόμετρου. Διπλωματική
Εργασία, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, τμήμα Φυσικής.
[85] Zerefos C. S. and Bais A. F., (1997). Solar ultraviolet radiation, modelling,
measurements and effects. NATO ASI Series I, Global Environmental change vol 52,
336 pp. Springer-Verlag, Journal of Atmospheric and Solar-Terrestrial
Physics 60(3):401, January 1998
[86] Εμμανουήλ Γ. Δασκαλάκης MD. Καρκίνος δέρματος-προκαρκινοματώδεις
καταστάσεις του δέρματος.
[87] Dr Frederick Berard. Δέρμα και Ήλιος, Πάπυρος Larousse.
[88] Michaela Brenner and Vincent J. Hearing, (2008). The Protective Role of
Melanin Against UV Damage in Human Skin. Photochem Photobiol, 84(3), p. 539–
549.
174
[89] Ιακωβάκης Δημήτριος Β., (2008). Μη ιονίζουσα ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία
και οι βιολογικές της επιδράσεις, βιβλιογραφική έρευνα. Διπλωματική Εργασία, Σχολή
Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Μηχανικών Υπολογιστών, Εθνικό Μετσόβιο
Πολυτεχνείο, Αθήνα.
[90] Dave Thomas, Thermo Fisher Scientific, San Jose, CA USA. Determination of
UV Absorbers from Sunscreens by UHPLC with Photodiode Array Detection. Part of
Thermo Fischer Scientific.
[91] Agar N, Young AR, (2005). Melanogenesis: a photoprotective response to DNA
damage?. Mutation Research/Fundamental and Molecular Mechanisms of
Mutagenesis. 571, 121-32
[92] Yamaguchi Y, Beer JZ, Hearing VJ, (2008). Melanin mediated apoptosis of
epidermal cells damaged by ultraviolet radiation: factors influencing the incidence of
skin cancer. Arch Dermatol Res, 300 Suppl 1:S43-50. Review. PubMed
PMID:17985102.
[93] Kadekaro AL, Wakamatsu K, Ito S, Abdel-Malek ZA, (2006). Cutaneous
photoprotection and melanoma susceptibility: reaching beyond melanin content to the
frontiers of DNA repair. Front Biosci, 11, 2157-73, USA.
[94] Στύλου Σταυρούλα, (2010). Οι επιδράσεις του ηλιακού φωτός στο δέρμα.
Πτυχιακή εργασία, τμήμα Αισθητικής και Κοσμετολογίας, Αλεξάνδρειο Τεχνολογικό
Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Θεσσαλονίκης.
[95] Στραβέλα Αγλαΐα, (2014). Αντιηλιακά-ηλιακή ακτινοβολία. Πτυχιακή εργασία,
τμήμα Αισθητικής-Κοσμητολογίας, ΤΕΙ Θεσσαλονίκης.
[96] C. Couteau, M. Pommier, E. Paparis, L. J. M. Coiffard, (2007). Study of the
efficacy of 18 sun filters authorized in European Union tested in vitro. Pharmazie 62:
p. 449–452.
[97] Khunkitti W, Satthanakul P, Waranuch N, Pitaksuteepong T, Kitikhun P, (2014).
Method for screening sunscreen cream formulations by determination of in vitro SPF
and PA values using UV transmission spectroscopy and texture profile analysis. J
Cosmetic Science. 65(3): p.147-59.
[98] Siji Joseph, Michael Woodman. (2010). Agilent 1290 Infinity LC with Agilent
Poroshell columns for simultaneous determination of eight organic UV filters in
under two minutes. Agilent Technologies, Inc.
[99] M. S. Berkman, Y. Yazan, (2012). Solid lipid nanoparticles: A possible vehicle
for zinc oxide and octocrylene. Article in Pharmazie 67: p. 202–208.
175
[100] Marc. S. Reisch C&EN northeast news bureau, Chemical and Engineering
news, April 11 2005, Volume 83 Number 15, pp 18-22
[101] Carmelo Puglia, Elisabetta Damiani, Alessia Offerta, Luisa Rizza, Giorgia
Giusy Tirendi, Maria Stella Tarico, Sergio Curreri, Francesco Bonina, Rosario
Emanuele Perrotta, (2014). Evaluation of nanostructured lipid carriers (NLC) and
nanoemulsions as carriers for UV-filters: Characterization, in vitro penetration and
photostability studies. European Journal of Pharmaceutical Sciences 51, p: 211–217.
[102] Huang Xiongfeng, Liu Lvye, Xu Qun, Jeffrey Rohrer. Determination of
Sunscreen Agents in Sunscreen Cream. Part of Thermo Fischer Scientific.
[103] Regulation (EC) No 1223/2009 of the European Parliament and of the council
of 30 November 2009 on cosmetic products, Annex VI, List of UV filters allowed in
cosmetic products
[104] J. Frank Nash & Paul R. Tanner, (2014). Relevance of UV filter/sunscreen
product photostability to human safety. Photodermatol Photoimmunol Photomed; 30:
88–95.
[105] D. J. Carlsson, D. W. Grattan, T. Suprunchuk, D. M. Wiles, (1978). The
photodegration of polypropylene. IV. UV stabilizer decomposition. Journal of Applied
Polymer Science, Vol 22, 2217-2228
[106] J. Hojerova, A. Medovcνikova, M. Mikula, (2011). Photoprotective efficacy
and photostability of fifteen sunscreen products having the same label SPF subjected
to natural sunlight. International Journal of Pharmaceutics
[107] Stokes, R., Diffey, B.L., (1999). In vitro assessment of sunscreen photostability:
the effect of radiation source, sunscreen application thickness and substrate. Int. J.
Cosmet. Sci. 21, 241–251.
[108] Herzog, B., Sommer, K., (2000). Investigations on photostability of UV-
absorbers for cosmetic sunscreens. In: XXIth IFSCC Int. Congr., Proceedings 2000,
Berlin, pp.1–7.
[109] Cambon, M., Issachar, N., Castelli, D., Robert, C., (2001). An in vivo method to
assess the photostability of UV filters in a sunscreen. Int. J. Cosmet. Sci. 52, 1–11.
[110] Maier, H., Schauberger, G., Brunnhofer, K., Honigsmann, H., (2001). Change
of ultraviolet absorbance of sunscreens by exposure to solar simulated radiation. J.
Invest. Dermatol. 117, 256–262.
[111] Maier, H., Schauberger, G., Martincigh, B.S., Brunnhofer, K., Honigsmann, H.,
(2005). Ultraviolet protective performance of photoprotective lipsticks: change of
176
spectral transmittance because of ultraviolet exposure. Photodermatol.
Photoimmunol. Photomed. 21, 84–92.
[112] Marrot, L., Belaidi, J.P., Lejeune, F., Meunier, J.R., Asselineau, D., Bernerd, F.,
(2004). Photostability of sunscreen products influences the efficiency of protection
with regard to UV-induced genotoxic or photoageing-related endpoints. Br. J.
Dermatol. 151, 1234–1244.
[113] Serpone, N., Salinaro, A., Emeline, V., Horikoshi, S., Hidaka, H., Zhao, J.C.,
(2002). An in vitro systematic spectroscopic examination of the photostabilities of a
random set of commercial sunscreen lotions and their chemical UVB/UVA active
agents. Photochem. Photobiol. Sci. 1, 970–981.
[114] Gaspar, L.R. Maia, Campos, P.M.B.G., (2006). Evaluation of the photostability
of different UV filter combinations in a sunscreen. Int. J. Pharm. 307, 123–128.
[115] Amber K, Bloom R, Staropoli P, Dhiman S, Hu S, (2014). Assessing the
Current Market of Sunscreen: A Cross-Sectional Study of Sunscreen Availability in
Three Metropolitan Counties in the United States. Journal of Skin Cancer,
2014:285357.
[116] Jansen R, Osterwalder U, Wang S, Burnett M, Lim H, (2013). Photoprotection:
part II. Sunscreen: development, efficacy, and controversies. Journal of the American
Academic Dermatology. 2013;69(6):867.e1-14.
[117] Βαλαβανίδης Θ. – Ευσταθίου Κ., (2007). Η χημική ένωση του μήνα
[118] S. Afonso, K. Horita, J.P. Sousa e Silva, I.F. Almeida, M.H. Amaral, P.A.
Lobγo, P.C. Costa, Margarida S. Miranda, Joaquim C.G. Esteves da Silva, J.M. Sousa
Lobo, (2014). Photodegradation of Avobenzone: Stabilization effect of antioxidants.
Journal of Photochemistry and Photobiology B: Biology 140, p. 36–40.
[119] Schauder S., Ippen H., (1986). Photoallergic and allergic contact dermatitis
from dibenzoylmethanes. Photodermatol;3: 140–147.
[120] Motley RJ, Reynolds AJ, (1989). Photocontact dermatitis due to isopropyl and
butylmethoxy dibenzoylmethanes (Eusolex 8020 and Parsol 1789). Contact
Dermatitis; 21: 109–110.
[121] Food and Drug Administration. Marketing status of products containing
Avobenzone; enforcement policy. Fed Regist 1997; 62: 23350–23356. Ref Type:
Generic.
177
[122] Ibrahim Hanno, Cecilia Anselmi, Kawthar Bouchemal, (2012). Polyamide
Nanocapsules and Nano-emulsions Containing Parsol® MCX and Parsol® 1789: In
Vitro Release, Ex Vivo Skin Penetration and Photo-Stability Studies. Pharmaceutical
Research 29: p.559–573
[123] Santo Scalia and Matteo Mezzena, (2010). Photostabilization Effect of
Quercetin on the UV Filter Combination, Butyl Methoxydibenzoylmethane-Octyl
Methoxycinnamate. Photochemistry and Photobiology, 86: 273-278
[124] Montenegro L, Puglisi G, (2013). Evaluation of sunscreen safety by in vitro
skin permeation studies: effects of vehicle composition. Pharmazie.68(1): p. 34-40.
[125] Hayden C, Cross S, Anderson C, Saunders N, Roberts M, (2005). Sunscreen
penetration of human skin and related keratinocyte toxicity after topical application.
Skin Pharmacol Physiol. 18(4):170-4.
[126] European Commission Directorate General for Health and Consumers.
Cosmetic Ingredient Glossary; Substance: 2-Ethylhexyl 4-methoxycinnamate /
Octinoxate. [Internet]. 2009 [cited 2015 July].
[127] U.S. Food and Drug Administration. CFR - Code of Federal Regulations Title
21--FOOD AND DRUGS. [Internet]. 2014 [cited 2015 July].
[128] Brown J, (2000). Health concerns place sunscreen ingredients under scrutiny.
Chem. Week, October 18, 2000, p. 24.
[129] Anna W. Sobanska, Jaroslaw Pyzowski, (2012). Quantification of Sunscreen
Ethylhexyl Triazone in Topical Skin-Care Products by Normal-Phase
TLC/Densitometry. Scientific World Journal. 2012: 807516.
[130] Florentino, A. C. (2014). Development of Babassu Oil Based Nanoemulsions.
Latin American Journal of Pharmacy, p.338,339,342.
[131] Deli G., Hatziantoniou S., Nikas Y., Demetzos G., (2009). Solid lipid
nanoparticles and nanoemulsions containing ceramides: Preparation and
physicochemical characterization. J Liposome Res.,19(3): 180-188.
[132] http://binoculas.net/microscope-sales-and-service/
[133] http://www.technology.stfc.ac.uk/EIP/sectd.htm
[134] http://isic.epfl.ch/page-123343-en.html
[135] J. Lademann, U. Jacobi, C. Surber, H.-J. Weigmann, J.W. Fluhr, (2009). The
tape stripping procedure – evaluation of some critical parameters. European Journal
of Pharmaceutics and Biopharmaceutics 72, p. 317–323.
178
[136] L. Roussel, E. Gilbert, D. Salmon, C. Serre, B. Gabard, M. Haftek, H.I.
Maibach, F. Pirot (2015). Measurement, analysis and prediction of topical UV filter
bioavailability. International Journal of Pharmaceutics 478, 804–810.
179
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
180
Στη συνέχεια, μελετήθηκε η σταθερότητα του φίλτρου Avobenzone τόσο στο
συμβατικό όσο και στο νανογαλάκτωμα ύστερα από ακτινοβόληση των αντίστοιχων
δειγμάτων. Η ενδοδερμική διείσδυση του αντιηλιακού φίλτρου Avobenzone
αξιολογήθηκε με την τεχνική αποκόλλησης αυτοκόλλητης ταινίας (tape-stripping)
προσδιορίζοντας το φίλτρο Avobenzone σε προκαθορισμένα χρονικά διαστήματα
μετά από εφαρμογή των δειγμάτων σε υγιής εθελοντές.
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι το νανογαλάκτωμα είναι πιο σταθερό από το αντίστοιχο
συμβατικό, με καλύτερη σταθερότητα να επιτυγχάνεται στους 4 οC.
Ο εγκλωβισμός σε νανογαλάκτωμα οδηγεί σε αυξημένη φυσική σταθερότητα ενώ
παράλληλα προστατεύει το φίλτρο Avobenzone από φωτοαποικοδόμηση, αλλά
αυξάνει την ποσότητα και το βάθος διείσδυσης του φίλτρου στην κερατίνη στοιβάδα.
181
ABSTRACT
INTRODUCTION
Awareness and concern about the adverse effects of ultraviolet radiation has increased
significantly in recent years. As a result, consumers are seeking more efficient
protection from the sunscreen products. Avobenzone (4-tert-butyl-4´-
methoxydibenzoylmethane, INCI Name: Butyl methoxydibenzoyl methane, AVO) is
one of the few available UVA filter and is widely used in sun protection formulations.
The major drawback to its use is its well known photoinstability, especially when
used in combination with the UVB filter octylmethoxycinnamate,
(Ethylhexylmethoxy cinnamate, OCT). Oddly this combination along with the UVB
filter Octyltriazone (INCI name: Ethylhexyl triazone OTZ) is used in the majority of
sunscreens mainly because it provides protection over a wide range of UV radiation.
The stability of avobenzone is usually improved by adding stabilizers such as
octocrylene.
Nanoemulsions (NE) find increasing applications as vehicles for the transport of
bioactive ingredients in specific layers of the skin. In comparison to conventional
emulsions (CE) their dispersed phase consisted of small droplets, provides resistance
towards physical destabilization.
The aim of this work was to enhance chemical stability of AVO by incorporation in
nanoemulsions and to investigate the impact of the carrier on the skin penetration
kinetics.
MATERIALS AND METHODS
CE and NE incorporating AVO, OCL and OTZ were prepared. The lipid phase
consisted of miglyol 812 (Crodamol GTCC (S); Croda, Leek, UK, INCI:
caprylic/capric triglyceride), Softisan® 154 (Condea, Witten, Germany, INCI:
hydrogenated palm oil), and Solutol® HS 15 (BASF; Ludwigshafen, Germany, INCI:
PEG-15-hydroxystearate). Their physicochemical characteristics were determined and
their colloidal stability over time was assessed by monitoring particle size changes
using Dynamic Light Scattering or Static Light Scattering, as appropriate, after i.
centrifugation, ii. accelerated aging (three cycles of heating and cooling: 45oC -
25oC) and iii. storing them in various conditions (25o, 4o and 45oC) (2). The stability
of AVO in CE and in the NE after irradiation of the samples was evaluated by
assessing their physicochemical characteristics and AVO content (3). The penetration
182
depth and kinetics of AVO in stratum corneum (SC) was evaluated in vivo, using tape
stripping technique (D-SQUAME ® skin sampling discs, CuDerm Corporation Dallas
Texas, USA) over 2 h of applying 2mg / cm2 of CE or NE on the skin of forearm of
healthy volunteers. 5 tape stripping per site of application was used which
corresponds to 20% of total SC (4). The quantification of AVO was performed using
UV-spectroscopy.
RESULTS AND DISCUSSION
The concentration of AVO incorporated in both CE and NE as measured after
preparation was 1mg/ml. The size of the dispersed phase droplets of CE was 50.69μm
and the Uniformity 0.67. NE droplets were 163.3nm ± 1.3nm (PI 0.2). The zeta
potential (-51.3mV ± 0.3mV, width 7.8) was indicative of good long term stability.
Both formulations CE and NE passed successfully the centrifugation and accelerated
aging tests. NE was stable at all storing conditions, without significant alterations on
its droplets size and zeta potential distribution and AVO content. On the contrary CE
demonstrated phase separation after 15 days of storage at 25oC and 45oC, while it
retained its stability up to 60 days of storage at 4oC.
After irradiation NE retained its stability as proven by measuring its particle size and
zeta potential distribution while CE displayed phase separation and sedimentation.
The reduction of AVO content in NE and CE was 0% and 46% respectively.
The total amount of AVO incorporated in SC after 2 h post application of CE or NE
on the skin of forearm of healthy volunteers was 1 μg/cm2 for both formulations. CE
retained stable AVO concentration up to 2 h post application. At NE application sites
AVO was reduced by 25% of the initial concentration at 1h and 49% at 2 h post
application.
60% of AVO in CE and only 40% in NE remained on the surface of SC (1st tape) 0.5
h post application. The remained amount of AVO in CE was detected in 2+3 tapes
which corresponds to 10% of total SC. AVO was not detected on tapes 4+5 (20% of
total SC) before 2 h of application. The remained amount of AVO in NE 0.5 h post
application was partitioned between 10% and 20% of SC at 35% and 20%
respectively. These results in combination to the fact that after 2 h of application the
total amount of AVO in NE is reduced is indicative of its penetration to deeper layers
of SC.
183
CONCLUSIONS
The results revealed that the NE incorporating AVO is more stable than the
corresponding CE. Better stability of physical characteristics and AVO protection is
achieved at storage at 4°C. In contrast to CE, NE maintained its physical stability and
protected AVO from photo-degradation after irradiation. Finally, the incorporation of
AVO in NE enhances its penetration to deeper layers of SC.
184