Professional Documents
Culture Documents
ΕΓΧΕΙΡΙ∆ΙΟ
ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗΣ
ΟΣΚ
Ιούνιος 2009
ΤΕΧΝΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΛΟΓΙΣΜΙΚΟΥ
Copyright © 2008-2009
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
1. Εισαγωγή 7
4. ∆ράσεις σχεδιασμού 11
4.1 Περιπτώσεις φόρτισης 11
5.2 Πλάκες 21
1. Εισαγωγή
Το ΟΣΚ (Υπολογισμός Κτιρίων Οπλισμένου Σκυροδέματος) είναι το υποπρόγραμμα του προγράμματος
ΡΑΦ αντικείμενο του οποίου είναι, οι έλεγχοι αντοχής δομικών στοιχείων οπλισμένου σκυροδέματος,
όπως αυτοί προδιαγράφονται από τον ΕΚΟΣ/2000 και τον ΕΑΚ/2000. Η εκτέλεση του ΟΣΚ από τον
χρήστη μπορεί να είναι καθολική, δηλαδή να γίνει με μία εντολή για όλα τα δομικά στοιχεία της
κατασκευής), ή επιλεκτική δηλαδή να γίνει ειδικά για τον επανέλεγχο ενός συγκεκριμένου στοιχείου.
Η γενική φιλοσοφία του ΟΣΚ είναι ενταγμένη στην κεντρική φιλοσοφία του ΡΑΦ, και συνίσταται στον
έλεγχο αντοχής των οπλισμένων από το χρήστη δομικών στοιχείων, και όχι στον υπολογισμό του
απαιτούμενου οπλισμού τους από το πρόγραμμα («διαστασιολόγηση»). Πιο συγκεκριμένα, η κλασσική
φιλοσοφία της διαστασιολόγησης συνίσταται στην προεπιλογή των διαστάσεων των διατομών
σκυροδέματος από τον χρήστη και στον εν συνεχεία υπολογισμό του απαιτούμενου οπλισμού (τόσο
όσον αφορά στο συνολικό εμβαδόν του, όσο και στην διάταξη του) τους από το πρόγραμμα. Αντίθετα η
φιλοσοφία του ΟΣΚ είναι προσανατολισμένη στο να μεταβιβάζει στον χρήστη/μελετητή την πρωτοβουλία
των κινήσεων για τον προσδιορισμό της διάταξης όπλισης ενός δομικού στοιχείου (και του συνολικού
εμβαδού του οπλισμού αυτού), και επικεντρώνει τους υπολογισμούς στο να ελέγξει αν η επιλεγμένη
διάταξη είναι επαρκής με βάση τις διατάξεις των κανονισμών. Έτσι ως τελικό εξαγώμενο κάθε ενός από
τους ελέγχους αντοχής, είναι ο Λόγος Εξάντλησης της αντοχής της οπλισμένης διατομής. Ως λόγος
εξάντλησης ορίζεται ο λόγος της δράσης που καταπονεί τη οπλισμένη διατομή, προς την αντίστοιχη
αντοχή της.
Οι δυνατότητες γραφικών απεικονίσεων του ΡΑΦ δίνουν τη δυνατότητα να είναι διαθέσιμη και μία
εποπτική εικόνα των τιμών των λόγων εξάντλησης σε όλο το κτίριο. Έτσι τα αποτελέσματα του ΟΣΚ
μπορούν να αξιολογηθούν πολύ γρήγορα, και μάλιστα να αξιολογηθούν ξεχωριστά για κάθε μία από τις
κατηγορίες ελέγχων των κανονισμών (π.χ. έλεγχοι αντοχής σε κάμψη, διάτμηση, στρέψη κ.τ.λ.).
Εφόσον από τη διαδικασία ενός ελέγχου αντοχής (π.χ. του ελέγχου σε κάμψη) προκύψουν λόγοι
εξάντλησης μεγαλύτεροι της μονάδας, κάτι που σημαίνει ανεπάρκεια της οπλισμένης διατομής για τον
συγκεκριμένο έλεγχο, τότε ο μελετητής μπορεί να τροποποιήσει την διάταξη όπλισης και να εκτελέσει
ξανά τον έλεγχο με τα μεγέθη έντασης (δράσεις) από την ήδη περατούμενη ανάλυση, χωρίς να την
επαναλάβει. Κάτι τέτοιο είναι επιτρεπτό αφού εντός των πλαισίων των παραδοχών των ισχύοντων
κανονισμών, τα αποτελέσματα μίας ανάλυσης δεν μεταβάλλονται αν αλλάξει η διάταξη και το εμβαδόν
του οπλισμού των δομικών στοιχείων, αλλά μόνον αν αλλάξουν οι διαστάσεις τους. Στηριγμένο στην
παραδοχή αυτή, το ΡΑΦ είναι οργανωμένο με τέτοιο τρόπο έτσι ώστε ο μελετητής να μπορεί να εκτελεί
τους ελέγχους μίας διατομής (στην ουσία να εκτελεί το ΟΣΚ) όσες φορές επιθυμεί και για όσες
διαφορετικές διατάξεις όπλισης της συγκεκριμένης επιλεχθείσας διατομής είναι απαραίτητο έως ότου
επιτύχει την επιθυμήτη για αυτόν τιμή του λόγου εξάντλησης. Για να υπάρχει η δυνατότητα της ευέλικτης
επιλογής διαφορετικών διατάξεων όπλισης για μία διατομή, το ΡΑΦ έχει ενσωματωμένη και κατάλληλα
οργανωμένη μία βιβλιοθήκη διατομών δομικών στοιχείων οπλισμένου σκυροδέματος στις οποίες
αντιστοιχούν διάφορες διατάξεις όπλισης. Οι διατομές αυτές έχουν προενσωματωμένη μία σειρά από
διαφορετικές διατάξεις όπλισης. Επειδή όμως το πρόγραμμα στηρίζεται στην πρωτοβουλία του
μελετητή, τόσο οι διατομές της βιβλιοθήκης όσο και οι διατάξεις όπλισης τους μπορούν να
εμπλουτιστούν από αυτόν. Έτσι π.χ. για μία υπάρχουσα διατομή, υπάρχει η δυνατότητα προσθήκης και
όσων άλλων διατάξεων όπλισης είναι επιθυμητό πέραν των προενσωματωμένων. Επιπλέον, υπάρχει η
δυνατότητα προσθήκης και νέων διατομών με διαστάσεις διαφορετικές από αυτές που έχουν οι
υπάρχουσες στη βιβλιοθήκη. Έτσι επιτυγχάνεται ο προοδευτικός εμπλουτισμός της βιβλιοθήκης
διατομών με όσες διατομές χρησιμοποιεί ο χρήστης στις μελέτες του.
Μονάδες μέτρησης
Οι μονάδες μέτρησης που χρησιμοποιούνται στηρίζονται στο ∆ιεθνές Σύστημα Μονάδων (S.I.):
∆υνάμεις kN
Ροπές kNm
Μετατοπίσεις m
Στροφές rad
Μήκη δομικών στοιχείων m
Γωνίες αξόνων στοιχειών μοίρες
o
Θερμοκρασία C
Μάζες t
Κατανεμημένα φορτία ραβδωτών στοιχείων kN/m
Κατανεμημένα φορτία επιφανειακών στοιχείων kN/m2
Τάσεις και Αντοχές kN/m2
Ειδικά ή φαινόμενα βάρη kN/m3
∆είκτης εδάφους kN/m3
(1α) Πλάκες
Στοιχεία υπό (1β) ∆οκοί ανωδομής
(1) προέρχουσα
μονοαξονική κάμψη (1γ) Πεδιλοδοκοί
(1δ) Συνδετήριες δοκοί
4. ∆ράσεις σχεδιασμού
Οι δράσεις σχεδιασμού είναι οι δράσεις (μεγέθη έντασης) με τι οποίες εκτελούνται οι έλεγχοι αντοχής
των δομικών στοιχείων. Το ΟΣΚ χρησιμοποιεί τους κύριους συνδυασμούς δράσεων που επιβάλλουν ο
ΕΑΚ/2000 και ο ΕΑΚΟ/2000 (και υπολογίζονται από το κύριο πρόγραμμα ΡΑΦ) για τα συνήθη κτιριακά
έργα, όπως θα παρουσιαστεί στις παραγράφους που ακολουθούν.
(α) Της σχέσης (3.7) Υπολογισμός πιθανής ακραίας τιμής ενός μεγέθους έντασης Α (Αξονική δύναμη
N ή ροπές M2, M3 περί τους τοπικούς άξονες 2, 3 του στοιχείου) για κάθε μία
από τις συνιστώσες της σεισμικής δράσης (Ιδιομορφική επαλληλία).
(β) Της σχέσης (3.10) Υπολογισμός της ακραίας τιμής του μεγέθους έντασης Α (exA) για ταυτόχρονη
δράση δύο (ή τριών αν ληφθεί υπόψη και η κατακόρυφη σεισμική συνιστώσα)
συνιστωσών της σεισμικής δράσης (χωρική επαλληλία).
(γ) Των Σχέσεων (3.11α) και (3.11β) Υπολογισμός της πιθανής ταυτόχρονης τιμής μεγέθους έντασης
Β, όταν λάβει την πιθανή ακραία τιμή ένα μέγεθος Α, δηλαδή
του simultB,A.
∆εδομένου, ότι είναι τρία τα μεγέθη (Αξονική δύναμη N και ροπές M2, M3 περί τους τοπικούς άξονες 2, 3
του στοιχείου) με τα οποία γίνεται ο έλεγχος κάμψης των κατακορύφων στοιχείων (Υποστυλώματα,
Τοιχώματα) και ο έλεγχος ισορροπίας των πεδίλων (σε ανατροπή, και υπέρβαση της φέρουσας
ικανότητας του εδάφους), προκύπτουν έξι τριάδες μεγεθών σχεδιασμού σε μία θέση ελέγχου (διατομή)
και για κάθε μία από τις τέσσερεις θέσεις μάζας, για θετικό και αρνητικό πρόσημο της σεισμική δράσης
(+Ε και –Ε). Αυτές οι τριάδες δράσεων επαλληλίζονται με τις δράσεις που προκύπτουν από τον
συνδυασμό G+ψ2Q και με τον τρόπο αυτό προκύπτουν τα παρακάτω μεγέθη σχεδιασμού του
συνδυασμού τυχηματικών δράσεων με σεισμό έναντι ΟΚΑ G+ψ2Q±E:
Πινακας 4.1 Μεγέθη σχεδιασμού για τον έλεγχο κάμψης κατακορύφων στοιχείων & πεδίλων στα πλαίσια της ∆ΦΜ
ΣΦ Θέση μάζας N M2 M3
Οι δείκτες G,Q δείχνουν την προέλευση των μεγεθών έντασης (μόνιμα ή κινητά φορτία)
Οι δείκτες Ν, Μ2, Μ3 δείχνουν σε ποιού μεγέθους την ακραία τιμή αντιστοιχεί η ταυτόχρονη τιμή (simult)
του μεγέθους Ν, Μ2, Μ3. Π.χ. simultM2,M3 είναι η πιθανή ταυτόχρονη τιμή της ροπής Μ2 όταν η ροπή Μ3
λαμβάνει την πιθανή ακραία της τιμή.
Σεισμικά μεγέθη από την Απλοποιημένη Φασματική Μέθοδο (ΑΦΜ)
Όταν ο αντισεισμικός υπολογισμός γίνεται στα πλαίσια της ΑΦΜ τότε σύμφωνα με την παράγραφο 3.3.3
του ΕΑΚ/2000 το ΡΑΦ εκτελεί τέσσερεις στατικές επιλύσεις με τοποθέτηση των οριζοντίων σεισμικών
φορτίων έκκεντρα εφαρμοσμένων ως προς το κέντρο μάζας του κάθε διαφράγματος, και κατά την
διέθυνση των κυρίων αξόνων (Σχήμα 3.1, ΕΑΚ/2000). Η διαδικασία των τεσσάρων αυτών επιλύσεων
εκτελείται σύμφωνα με τον ΕΑΚ/2000 και όπως περιγράφεται στην παράγραφο 9.3.3. του εγχειριδίου
του ΡΑΦ. Και στην παρούσα περίπτωση προκύπτουν για κάθε μία από τις τέσσερεις στατικές επιλύσεις
έξι τριάδες μεγεθών έντασης για κάθε διατομή. Αυτές οι τριάδες δράσεων επαλληλίζονται και πάλι με τις
δράσεις που προκύπτουν από τον συνδυασμό G+ψ2Q και με τον τρόπο αυτό προκύπτουν τα παρακάτω
μεγέθη σχεδιασμού του συνδυασμού τυχηματικών δράσεων με σεισμό έναντι ΟΚΑ G+ψ2Q±E.
Πινακας 4.2 Μεγέθη σχεδιασμού για τον έλεγχο κάμψης κατακορύφων στοιχείων & πεδίλων στα πλαίσια της ΑΦΜ
Συνδυασμός
ΣΦ N M2 M3
επιλύσεων
1 Ν,G+ψ2N,Q+exN M2,G+ψ2M2,Q+simultM2,N M3,G+ψ2M3,Q+simultM3,N
2 "+(Σ1-3)" Ν,G+ψ2N,Q+simultN,M2 M2,G+ψ2M2,Q+exM2 M3,G+ψ2M3,Q+simultM3,M2
3 Ν,G+ψ2N,Q+simultN,M3 M2,G+ψ2M2,Q+simultM2,M3 M3,G+ψ2M3,Q+exM3
4 Ν,G+ψ2N,Q-exN M2,G+ψ2M2,Q-simultM2,N M3,G+ψ2M3,Q-simultM3,N
5 "-(Σ1-3)" Ν,G+ψ2N,Q-simultN,M2 M2,G+ψ2M2,Q-exM2 M3,G+ψ2M3,Q-simultM3,M2
6 Ν,G+ψ2N,Q-simultN,M3 M2,G+ψ2M2,Q-simultM2,M3 M3,G+ψ2M3,Q-exM3
7 Ν,G+ψ2N,Q+exN M2,G+ψ2M2,Q+simultM2,N M3,G+ψ2M3,Q+simultM3,N
8 "+(Σ1-4)" Ν,G+ψ2N,Q+simultN,M2 M2,G+ψ2M2,Q+exM2 M3,G+ψ2M3,Q+simultM3,M2
9 Ν,G+ψ2N,Q+simultN,M3 M2,G+ψ2M2,Q+simultM2,M3 M3,G+ψ2M3,Q+exM3
10 Ν,G+ψ2N,Q-exN M2,G+ψ2M2,Q-simultM2,N M3,G+ψ2M3,Q-simultM3,N
11 "-(Σ1-4)" Ν,G+ψ2N,Q-simultN,M2 M2,G+ψ2M2,Q-exM2 M3,G+ψ2M3,Q-simultM3,M2
12 Ν,G+ψ2N,Q-simultN,M3 M2,G+ψ2M2,Q-simultM2,M3 M3,G+ψ2M3,Q-exM3
13 Ν,G+ψ2N,Q+exN M2,G+ψ2M2,Q+simultM2,N M3,G+ψ2M3,Q+simultM3,N
14 "+(Σ2-3)" Ν,G+ψ2N,Q+simultN,M2 M2,G+ψ2M2,Q+exM2 M3,G+ψ2M3,Q+simultM3,M2
15 Ν,G+ψ2N,Q+simultN,M3 M2,G+ψ2M2,Q+simultM2,M3 M3,G+ψ2M3,Q+exM3
16 Ν,G+ψ2N,Q-exN M2,G+ψ2M2,Q-simultM2,N M3,G+ψ2M3,Q-simultM3,N
17 "-(Σ2-3)" Ν,G+ψ2N,Q-simultN,M2 M2,G+ψ2M2,Q-exM2 M3,G+ψ2M3,Q-simultM3,M2
18 Ν,G+ψ2N,Q-simultN,M3 M2,G+ψ2M2,Q-simultM2,M3 M3,G+ψ2M3,Q-exM3
19 Ν,G+ψ2N,Q+exN M2,G+ψ2M2,Q+simultM2,N M3,G+ψ2M3,Q+simultM3,N
20 "+(Σ2-4)" Ν,G+ψ2N,Q+simultN,M2 M2,G+ψ2M2,Q+exM2 M3,G+ψ2M3,Q+simultM3,M2
21 Ν,G+ψ2N,Q+simultN,M3 M2,G+ψ2M2,Q+simultM2,M3 M3,G+ψ2M3,Q+exM3
22 Ν,G+ψ2N,Q-exN M2,G+ψ2M2,Q-simultM2,N M3,G+ψ2M3,Q-simultM3,N
23 "-(Σ2-4)" Ν,G+ψ2N,Q-simultN,M2 M2,G+ψ2M2,Q-exM2 M3,G+ψ2M3,Q-simultM3,M2
24 Ν,G+ψ2N,Q-simultN,M3 M2,G+ψ2M2,Q-simultM2,M3 M3,G+ψ2M3,Q-exM3
Πινακας 4.3 Μεγέθη σχεδιασμού για τον έλεγχο διάτμησης στοιχείων στα πλαίσια της ∆ΦΜ
ΣΦ Θέση μάζας V2 V3
Πινακας 4.4 Μεγέθη σχεδιασμού για τον έλεγχο διάτμησης στοιχείων στα πλαίσια της ΑΦΜ
ΣΦ Θέση μάζας V2 V3
ΙΚΑΝΟΤΙΚΟΣ ΣΧΕ∆ΙΑΣΜΟΣ
Οι έλεγχοι του ικανοτικού σχεδιασμού επιβάλλουν τις εξής απαιτήσεις στους ελέγχους δομικών
στοιχείων:
Έλεγχοι Α.Σ.Μ.Ο.: ∆ημιουργούν την απαίτηση για έλεγχο των υποστυλωμάτων υπό διαξονική κάμψη
με ορθή δύναμη όχι με τα μεγέθη που προκύπτουν από την ανάλυση, αλλά με κατάλληλη
αντικατάσταση τους από μεγέθη ικανοτικού σχεδιασμού, όπως θα παρουσιαστεί αναλυτικά στις
παραγράφους 5.4.2.1. και 5.4.2.2. του παρόντος εγχειριδίου.
Έλεγχοι Α.Ψ.Μ.Α.: ∆ημιουργούν την απαίτηση για έλεγχο δοκών, υποστυλωμάτων και τοιχωμάτων
σε διάτμηση όχι με τις τέμνουσες δυνάμεις οι οποίες προκύπτουν από την ανάλυση, αλλά με τις
τέμνουσες ικανοτικού σχεδιασμού ο υπολογισμός των οποίων γίνεται σύμφωνα με το Παράρτημα Β
του ΕΑΚ/2000 (βλ. επίσης τις παραγράφους 5.3.2.1., 5.4.2.2. και 5.4.3.2.του παρόντος εγχειριδίου).
Οι έλεγχοι και των δύο αυτων κατηγοριών του σχήματος 1 ∆ΕΝ απαιτούνται, όταν εκπληρώνονται οι
προϋποθέσεις της παραγράφου 4.1.4[5] οι οποίες παρουσιάζονται παρακάτω:
Όπου qΕΑΚ είναι η τιμή του συντελεστή συμπεριφοράς όπως λαμβάνεται από τον Πίνακα 2.6 του
ΕΑΚ/2000 για την κατηγορία του υπό μελέτη κτιρίου.
Ακόμα όμως και στην περίπτωση κατά την οποία απαιτείται ικανοτικός σχεδιασμός για ένα κτίριο,
υπάρχουν και τμήματα του για τα οποία επιτρέπεται η απαλλαγή από την υποχρέωση μίας ή και των
δυο κατηγοριών ελέγχων του ικανοτικού σχεδιασμού (Σχ. 4.1). Οι εξαιρέσεις αυτές δίνονται παρακάτω:
ΑΠΑΛΛΑΓΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΛΕΓΧΟ Α.Σ.Μ.Ο.
Σύμφωνα με την παράγραφο 4.1.4.2 του ΕΑΚ/2000 υπάρχουν περιπτώσεις κτιρίων τα οποία ακόμα και
αν ο συντελεστής συμπεριφοράς που χρησιμοποιείται για τη μελέτη της έχει τέτοια τιμή η οποία
επιβάλλει την εφαρμογή των διατάξεων ικανοτικού σχεδιασμού, εξαιρούνται από τον έλεγχο Α.Σ.Μ.Ο.
Στα πλαίσια του καθορισμού των περιπτώσεων στις οποίες απαιτείται ή όχι έλεγχος Α.Σ.Μ.Ο., τα κτίρια
κατατασσονται στην παράγραφο 4.1.4.2 του ΕΑΚ/2000 σε δύο κατηγορίες:
Κτίρια με κατάλληλα διαμορφωμένο μικτό σύστημα.
Κτίρια με οποιοδήποτε στατικό σύστημα.
Κτίρια με κατάλληλα διαμορφωμένο μικτό σύστημα
Σύμφωνα με τον ΕΑΚ/2000 κτίρια με κατάλληλα διαμορφωμένο μικτό σύστημα, είναι κτίρια που:
έχουν επαρκή αριθμό τοιχωμάτων έτσι ώστε η τέμνουσα βάσης να παραλαμβάνεται τουλάχιστον
κατά 60% από αυτά (Παράγραφος 4.1.4.2β[2]).
Η διάταξη των τοιχωμάτων που έχουν έχει ως αποτέλεσμα να πληρείται μία από της τρείς
προϋποθέσεις που δίνονται στην παράγραφο 4.1.4.2β[3].
Για τα κτίρια αυτής της κατηγορίας δεν απαιτείται έλεγχος Α.Σ.Μ.Ο. σε κάθε διεύθυνση στην οποία
υπάρχουν επαρκής αριθμός τοιχωμάτων με κατάλληλη διάταξη.
Το ΟΣΚ όντας υποπρόγραμμα του ΡΑΦ το οποίο εκτελεί τους ελέγχους επάρκειας και ορθής
διάταξης τοιχωμάτων (βλ. παραγράφους 10.5 και 10.6 του εγχειριδίου θεωρητικής τεκμηρίωσης
του ΡΑΦ), λαμβάνει από αυτό – λειτουργώντας μαζί του διαδραστικά – την πληροφορία για το αν
είναι επιτρεπτό να απαλλαγούν τα υποστυλώματα ενός κτιρίου από τους ελέχγους Α.Σ.Μ.Ο., και
μάλιστα και σε ποιά από τις διευθύνσεις των τοπικών αξόνων της διατομής τους.
Ανώτατος Ανώτατος
όροφος όροφος
Στάθμη εδάφους
Σχήμα 4.2 Τμήματα κτιρίων με όχι κατάλληλα διαμορφωμένο μικτό σύστημα στα οποία απαιτείται ή όχι έλεγχος
Α.Σ.Μ.Ο.
Το ΟΣΚ λαμβάνει από το ΡΑΦ την πληροφορία για το αν το υποστύλωμα που ελέγχεται ανήκει
σε κάποια από τις περιοχές ενός κτιρίου με μη κατάλληλα διαμορφωμένο μικτό σύστημα στις
οποίες απαιτείται έλεγχος Α.Σ.Μ.Ο. Έτσι προσαρμόζει κατάλληλα τα μεγέθη σχεδιασμού με τα
οποία εκτελεί των έλεγχο των συγκεκριμένων υποστυλωμάτων έναντι διαξονικής κάμψης με
ορθή δύναμη.
2. ΥΠΟΣΤΥΛΩΜΑΤΑ
2α. Ανωδομής ΝΑΙ
3. ΤΟΙΧΩΜΑΤΑ
3α. Ανωδομής ΝΑΙ
* Πρόκειται για τμήματα συμπαγών πλακών χωρίς δοκούς, που συμμετέχουν σε συστήματα ισοδυνάμων
πλαισίων πλακών-στύλων (βλ. και Παράγραφο 9.17. ΕΚΟΣ/2000).
** ∆ευτερεύουσες είναι οι δοκοί που δεν εδράζονται απ’ ευθείας σε κατακόρυφα φέροντα στοιχεία στο ένα ή
και στα δύο άκρα τους.
*** Κατά την κρίση του μελετητή, και σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το ποσοστό της
περιμέτρου του υπογείου που καλύπτεται από τοιχώματα.
Προφανώς, σε κτίρια για τα οποία δεν απαιτούνται γενικώς αυξημένα επίπεδα πλαστιμότητας, δεν
τίθενται θέματα ελέγχου αποφυγής ψαθυρών μορφών αστοχίας για όλα τα επιμέρους δομικά στοιχεία.
Ειδικά για τα τοιχώματα, θα πρέπει να γίνει η διευκρίνιση ότι πέραν του ελέγχου Α.Ψ.Μ.Α., στην
Παράγραφο Β.1.4[4] του παραρτήματος Β του ΕΑΚ/2000 γίνεται και αναφορά στην απαίτηση ελέγχου
περιορισμού της μετελαστικής απόκρισης τους στην επιδιωκόμενη περιοχή πλαστικής άρθρωσης η
οποία προσδιορίζεται στην θέση της πλήρους (ή μερικής) πάκτωσης τους. Ο έλεγχος αυτός δεν μπορεί
να καταταγεί ούτε στους ελέγχους Α.Ψ.Μ.Α ούτε στους ελέγχους Α.Σ.Μ.Ο. Ωστόσο είναι ένας έλεγχος ο
οποίος θα πρέπει να γίνεται εφόσον το τοίχωμα ανήκει σε κτίριο για το οποίο υπάρχει γενικά απαίτηση
ικανοτικού σχεδιασμού (με το κριτήριο της τιμής του συντελεστή συμπεριφοράς q).
Ανάλογη παρατήρηση ισχύει και για τα πέδιλα, για τα οποία ο ΕΑΚ/2000 στην παράγραφο 5.2.2 δίνει
οδηγίες για τον ικανοτικό τους σχεδιασμό με στόχο την αποφυγή ψαθυρής μορφής αστοχίας τους. Και
για τα πέδιλα απαιτείται ικανοτικός σχεδιασμός όταν ανήκουν σε κτίρια για τα οποία απαιτείται γενικά
ικανοτικός σχεδιασμός των μελών τους.
Το ΟΣΚ έχει ενσωματωμένο τον Πίνακα 4.5, και επομένως κάθε ελεγχόμενο δομικό στοιχείο
ταυτοποιείται αν είναι στοιχείο με αυξημενές ή όχι απαιτήσεις πλαστιμότητας προκειμένου να
διαμορφωθεί κατάλληλα η διαδικασία ελέγχου του.
Κλείνοντας την παράγραφο με την αναφορά στις περιπτώσεις στις οποίες απαιτούνται ή όχι
ικανοτικοί έλεγχοι, θα πρέπει να τονιστεί ότι το ΡΑΦ/ΟΣΚ δίνει τη δυνατότητα στο χρήστη να
επιλέξει αυτός αν τελικά θα γίνουν γενικώς ικανοτικοί έλεγχοι σε ένα κτίριο. Ωστόσο με
κατάλληλο μήνυμα στην οθόνη υπενθυμίζει στο μελετητή, πότε επιτρέπεται η απαλλαγή από τους
ικανοτικούς ελέγχους κατά τον ΕΑΚ/2000 (με βάση τη σχέση 4.1 του παρόντος εγχειριδίου).
5.2 Πλάκες
Ο υπολογισμός της έντασης των πλακών λόγω της φόρτισής τους από κατακόρυφα φορτία γίνεται με
εφαρμογή της μεθόδου Pieper-Martens. Καλύπτονται οι εξής τύποι πλακών:
Ολόσωμες/Συμπαγείς πλάκες
∆οκιδωτές πλάκες
∆οκιδωτές πλάκες με σώματα πλήρωσης (sandwich)
Πλάκες-πρόβολοι
Οι συμπαγείς πλάκες στα πλαίσια της μεθόδου θεωρούνται ως έχουσες αντίσταση σε συστροφή, ενώ οι
δοκιδωτές πλάκες θεωρούνται ως μη έχουσες αντίσταση σε συστροφή. Χρησιμοποιούνται οι αντίστοιχοι
πίνακες της βιβλιογραφίας (βλ. [7]). Όλες τις πλάκες θεωρείται ότι φορτίζονται με ομοιόμορφο φορτίο
που εκτείνεται σε όλη την επιφάνεια τους. Το φορτίο που δέχονται οι πλάκες αναλύεται σε:
(α) Φορτίο από το ίδιο βάρος
(β) Φορτίο επικάλυψης
(γ) Μόνιμο-ωφέλιμο φορτίο
(δ) Κινητό φορτίο.
Ειδικά για τις πλάκες-προβόλους υπάρχει επιπλέον η δυνατότητα θεώρησης και γραμμικώς
κατανεμημένου ομοιόμορφου φορτίου κατά μήκος του ελεύθερου άκρου τους.
Όσον αφορά τους ελέγχους αντοχής, εκτελούνται έλεγχοι κάμψης και οι έλεγχοι λυγηρότητας κατά τον
ΕΚΟΣ/2000 (Παράγρ. 16.2) για τα κατακόρυφα μόνιμα και κινητά φορτία του συνδυασμού 1.35G+1.50Q.
Εξάγονται οι λόγοι εξάντλησης των ροπών κάμψης στα ανοίγματα και στις στηρίξεις των πλακών.
(1) Εκτελείται σε κάθε περίπτωση. Τα αποτελέσματα εκτυπώνονται μόνον όταν εκπληρώνεται το κριτήριο της
παραγράφου 5.3.3. του παρόντος εγχειριδίου.
εφαρμοστούν σε σημεία των ορόφων που προδιαγράφονται από τον ΕΑΚ/2000 (βλ. σχήμα 9.18 του
εγχειριδίου θεωρητικής τεκμηρίωσης του ΡΑΦ).
Η διαδικασία ελέγχου των δοκών σε κάμψη είναι η εξής:
(α) Λαμβάνονται από την επίλυση όλα τα μεγέθη ροπών που υπεισέρχονται στους παραπάνω
συνδυασμούς.
(β) Υλοποιούνται οι συνδυασμοί αυτοί, και σε κάθε ένα από τα τρία σημεία ελέγχου (αρχή, μέσον,
πέρας) της δοκού εντοπίζονται η μέγιστη θετική και η μέγιστη αρνητική ροπή κάμψης. ∆ηλαδή η
μέγιστη ροπή που εφελκύει την άνω ίνα και η μέγιστη ροπή που εφελκύει την κάτω ίνα της δοκού.
Έτσι σχηματίζεται η περιβάλλουσα ροπών σχεδιασμού.
(γ) Με βάση τον χώρο αντοχής της οπλισμένης διατομής που αυτόματα υπολογίζει το ΡΑΦ,
προσδιορίζονται οι ροπές αντοχής στα τρία σημεία ελέγχου και για τις δύο φορές των ροπών
σχεδιασμού.
Σημειώνεται ότι για τον υπολογισμό των ροπών αντοχής των δοκών, το ΟΣΚ λαμβάνει
υπόψη τις ράβδους που βρίσκονται εντός του συνεργαζόμενου πλάτους των πλακοδοκών
ανωδομής, όπως και την διατομή σκυροδέματος με το συνεργαζόμενο πλάτος.
(δ) Έχοντας από τα βήματα (β) και (γ) τις ροπές σχεδιασμού (δράσεις) και τις ροπές αντοχής αντίστοιχα,
υπολογίζονται από το ΟΣΚ οι αντίστοιχοι λόγοι εξάντλησης CR (Capacity Ratios):
MSd
MSd MRd CR (5.1)
MRd
Σημειώνεται τέλος, ότι οι έλεγχοι αντοχής των δοκών μπορούν να γίνουν για περισσότερες της
μίας διατάξεις όπλισης (εφόσον έχουν ορίστει) χωρίς να απαιτηθεί επανεπίλυση του κτιρίου.
Όπου:
1.20 MR,b1 MR,b2 q VE,b
∆VCD,b (5.2β)
Lb 1.20
Στην σχέση (5.2α) (που αντιστοιχεί στην σχέση Β.2α του ΕΑΚ/2000), η τέμνουσα V0,b είναι η
τέμνουσα της δοκού υπό τα μη σεισμικά φορτία του συνδυασμού G+ψ2QE, δηλαδή απο τον
συνδυασμό G+ψ2Q.
Στην σχέση (5.2β) (που αντιστοιχεί στην σχέση Β.2β του ΕΑΚ/2000), MR,b1 και ΜR,b2 είναι οι ροπές
αντοχής των άκρων της δοκού όπως ενεργοποιούνται από την σεισμική δράση. Οι ροπές αυτές
υπολογίζονται αυτόματα από το ΡΑΦ με βάση τον χώρο αντοχής των οπλισμένων διατομών
στις οποίες δεν λαμβάνεται υπόψη ο οπλισμός των πλακών εντός του συνεργαζόμενου
πλάτους.
VE,b είναι η σεισμική τέμνουσα της δοκού, και πιο συγκεκριμένα η πιθανή ακραία τιμή της.
Lb είναι το μήκος του ευκάμπτου τμήματος της δοκού, δηλαδή το μήκος μεταξύ των δύο
εσωτερικών/ιδεατών κόμβων 2, 3 του στοιχείου του ΡΑΦ (βλ. Σχήμα 5.1, εγχειριδίου του ΡΑΦ).
Οι τέμνουσες V0,b προκύπτουν από την θεώρηση ότι οι δοκοί έχουν αναπτύξει και στα δύο τους άκρα
πλαστικές αρθρώσεις. Επομένως, για τον υπολογισμό τους θα πρέπει να θεωρηθεί ότι οι δοκοί είναι
αμφιαρθρωτές και φορτίζονται από το κατακόρυφο φορτίο που αντιστοιχεί στον συνδυασμό G+ψ2Q.
Αν και στην γενική περίπτωση τα φορτία του συγκεκριμένου συνδυασμού είναι τραπεζοειδή,
για τον υπολογισμό της συγκεκριμένης τέμνουσας από το ΟΣΚ (και μόνον για αυτόν) γίνεται
ομοιομορφοποίηση τους.
Με βάση τα παραπάνω προκύπτει το ακόλουθο σχήμα υπολογισμών που υλοποιείται από το ΟΣΚ:
1 2 a a
VCD, b1 V0,b1 ∆VCD,b1
a q1 Lb
1.2 MR,b1 MR,b2 q VE,b
1 2
VCD, b1 min ,
2 Lb 1.20
b b
1 2 VCD, b1 V0,b1 ∆VCD,b1
Lb
q1=q (G + 0.3Q) b q1 Lb
1.2 MR,b1 MR,b2 q VE,b
VCD, b1 min ,
2 Lb 1.20
1 2
a a
b2 V0,b2 ∆VCD,b2
V0,b2 =V0,b1 VCD,
V 0,b1 =(1/2) q1 L b
M R,b1 M'R,b2 a q1 Lb
1.2 MR,b1 MR,b2 q VE,b
VCD, b2 min ,
2 Lb 1.20
1 2
b b
VCD, b2 V0,b2 ∆VCD,b2
(a) (a)
∆V CD,b1 ∆V CD,b2
b q1 Lb
1.2 MR,b1 MR,b2 q VE,b
VCD, b2 min ,
M'R,b1 M R,b2 2 Lb 1.20
1 2
b a
Vmin,b1 VCD, b1 Vmin,b2 VCD,b2
a b
(b)
∆VCD,b1
(b)
∆VCD,b2 Vmax,b1 VCD, b1 Vmax,b2 VCD,b2
Όπως φαίνεται και στο παραπάνω σχήμα, σε κάθε ένα από τα δυο άκρα της δοκού υπολογίζονται δυο
τέμνουσες. Θα πρέπει όμως να υπολογιστούν και οι τέμνουσες που προκύπτουν από τον σεισμικό
συνδυασμό G+ψ2QE από την ανάλυση. Έτσι, η διαδικασία εξαγωγής των τεμνουσών σχεδιασμού για
μία συγκεκριμένη διατομή (έστω για τη διατομή 1 του σχήματος) δοκού Μ.Α.Α.Π. θα είναι η εξής:
1. Υπολογισμός των τεμνουσών που προκύπτουν από την ανάλυση μόνο για κατακόρυφα φορτία,
δηλαδή για τον συνδυασμό 1.35G+1.50Q.
2. Υπολογισμός των τεμνουσών που προκύπτουν από την καθαρά σεισμική ανάλυση: E VE,b
(πρόκειται για την πιθανή ακραία τιμή της τέμνουσας με θετικό ή αρνητικό πρόσημο λόγω σεισμού)
3. Υπολογισμός των τεμνουσών του σεισμικού συνδυασμού G+ψ2QE
4. Υπολογισμός των τεμνουσών ικανοτικού σχεδιασμού με βάση τις σχέσεις του σχήματος 5.1 και
έλεγχος υπέρβασης ή όχι των ορίων που καθορίζονται από την σχέση (5.2β).
(Α) Έλεγχος για τον μη σεισμικό συνδυασμό δράσεων (βασικός συνδυασμός 1.35G+1.50Q).
(Α1) Έλεγχος περιορισμού λοξής θλίψης σκυροδέματος κορμού με βάση τη σχέση:
VSd
VSd VRd2 CR (5.3)
VRd2
Η ανισότητα αυτή ελέγχεται στην παρειά άμεσης και έμμεσης στήριξης. ∆ηλαδή ο έλεγχος γίνεται με
τις τέμνουσες που αναπτύσσονται στους εσωτερικούς/ιδεατούς κόμβους του πεπερασμένου
στοιχείου του ΡΑΦ, 2 και 3 (βλ. Σχ. 5.1 εγχειριδίου θεωρητικής τεκμηρίωσης του ΡΑΦ), οι θέσεις
των οποίων καθορίζονται με σημείο αναφοράς τον κόμβο 2. ∆ηλαδη για τον κόμβο 2 ισχύει: x=x2=0,
ενώ για τον κόμβο 3 ισχύει: x=x3=L (όπου L είναι το μήκος του εύκαμπτου τμήματος του στοιχείου).
Η τέμνουσα VRd2 υπολογίζεται από τη σχέση:
1
VRd2 v fcd b w z (5.4)
2
Όπου:
fck
v 0.70 0.50 fck MPa (5.5)
200
fck= η χαρακτηριστική θλιπτική αντοχή του σκυροδέματος (π.χ. για σκυρόδεμα C16fck=16).
fcd=η θλιπτική αντοχή σχεδιασμού του σκυροδέματος [π.χ. για σκυρόδεμα C16fcd=(16/1.5)*103].
bw= το πλάτος του κορμού της διατομής της δοκού.
z=ο μοχλοβραχιόνας των εσωτερικών δυνάμεων της διατομής.
Λαμβάνεται συνήθως ίσος με 0.9•d, όπου το d είναι στατικό ύψος της διατομής.
Για τον υπολογισμό του στατικού ύψους d των δοκών, το ΟΣΚ κάνει εφαρμογή της σχέσης του
παρακάτω σχήματος:
hf cπ
π d π = h-c π -Φw -ΦπL /2
ΦL
dκ
h dπ d κ = h-c κ -Φw -ΦκL /2
Φw κ
h/2 ΦL d=min(dκ ,dπ)
cκ
(Α2) Έλεγχος οπλισμού έναντι τεμνουσών εντός του κρίσιμου μήκους της δοκού, με βάση τη σχέση:
VSd
VSd VRd3 Vwd Vcd CR (5.6)
VRd3
Όπου Vwd είναι η τέμνουσα που παραλαμβάνεται από τον οπλισμό διάτμησης, και Vcd είναι η τέμνουσα
που περιλαμβάνεται από το θλιβόμενο πέλμα.
Ο έλεγχος αυτός γίνεται σε απόσταση ίση με το στατικό ύψος d από την παρειά μιας άμεσης
στήριξης (δηλαδή σε απόσταση d από τους εσωτερικούς/ιδεατούς κόμβους 2,3).
Ο υπολογισμός των συνιστωσών Vwd και Vcd της τέμνουσας αντοχής VRd3 (σχέση (5.6)) γίνεται σύμφωνα
με την παράγραφο (11.2.3.2.α) ως εξής:
A
Vwd sw 0.90 d fywd 1 cotα sinα (5.7β)
s
Στις παραπάνω σχέσεις:
τRd είναι η τιμή σχεδιασμού της διατμητικής αντοχής του σκυροδέματος που δίνεται από τον πίνακα 11.1
του ΕΚΟΣ/2000 (Ο πίνακας αυτός δίνει τις τιμές του τRd σε Mpa. Ωστόσο για την εισαγωγή του στην
σχέση (5.7α) θα πρέπει να πολλαπλασιαστεί με την τιμή 1000).
k=1.60 – d 1.00 (Όπου το d είναι το στατικό ύψος της διατομής και εισάγεται σε μέτρα).
Α sl
ρλ 0.02
b w d
Αsl η διατομή του εφελκυόμενου οπλισμού (δηλαδή του οπλισμού της άνω παρειάς αφού ο έλεγχος
γίνεται κοντά στην στήριξη) που επεκτείνεται πέραν της διατομής ελέγχου κατά d+λb,net.
σcp=NSd/Ac (Αc=η επιφάνεια της διατομής της δοκού χωρίς το συνεργαζόμενο πλάτος).
NSd είναι η ορθή δύναμη σχεδιασμού (θετική όταν είναι θλιπτική)=0 για τις δοκούς.
fywd = η αντοχή σχεδιασμού του χάλυβα των συνδετηρων.
bw= το πλάτος του κορμού της διατομής της δοκού.
Αsw είναι η διατομή του οπλισμού διάτμησης (δηλαδή η διάμετρος των συνδετήρων).
s= η απόσταση μεταξύ των ράβδων διάτμησης (για το ΟΣΚ: των συνδετήρων).
α= γωνία κλίσης του οπλισμού διάτμησης που είναι ίση με 90 μοίρες όταν ο οπλισμός διάτμησης
συνίσταται από συνδετήρες.
Ως τελικό εξαγώμενο των υπολογισμών το ΟΣΚ υπολογίζει τους λόγους εξάντλησης της
οπλισμένης διατομής έναντι διάτμησης όπως δίνονται στις σχέσεις (5.3) και (5.6).
(Α3) Έλεγχος οπλισμού έναντι τεμνουσών εκτός του κρίσιμου μήκους της δοκού
Ο έλεγχος εκτελείται με τις τέμνουσες σχεδιασμού του στοιχείου σε αποστάσεις (2h) από τις παρειές
στήριξης, δηλαδή σε απόστασεις (2h) από τους εσωτερικούς/ιδεατούς κόμβους του στοιχείου 2 και 3. Οι
σχέσεις που χρησιμοποιούνται είναι αυτές που χρησιμοποιούνται και για τον έλεγχο του οπλισμού εντός
του κρισίμου μήκους της δοκού, δηλαδή η (5.6), η (5.7α) και η (5.7β). Τα δεδομένα με τα οποία
εφαρμόζονται αντιστοιχούν στα δεδομένα της δοκού σε αποστάσεις (2h) από τις παριές στήριξης. Όπως
και στις περιπτώσεις των δύο προηγούμενων ελέγχων υπολογίζονται οι αντίστοιχοι λόγοι εξάντλησης.
Με βάση την τιμή του ζ από τις σχέσεις (5.9α, β) ο όρος Vwd υπολογίζεται σύμφωνα με τον
παρακάτω πίνακα.
Πίνακας 5.2 Απαιτήσεις οπλισμού διάτμησης στις κρίσιμες περιοχές δοκών Μ.Α.Α.Π. με βάση το λόγο ζ
A
ζ≥ – 0.50 Vwd sw 0.90 d fywd
s
A
VSd 4.50 2 ζ τRd bw d VSd,a Vwd sw 0.90 d fywd
s
Θα πρέπει να τοποθετηθεί δισδιαγώνιος
ζ≤ – 0.50 VSd 9.00 2 ζ τRd bw d VSd,b (χιαστί) οπλισμός για την παραλαβή όλης της
τέμνουσας ικανοτικού σχεδιασμού.
Όπως φαίνεται στον παραπάνω πίνακα, όταν ζ<-0.5 τότε για να καθοριστεί ο τύπος του οπλισμού που θα
τοποθετηθεί, θα πρέπει να γίνει έλεγχος της τιμής της τέμνουσας σχεδιασμού VSd στην παρειά του στηρίγματος
της δοκού. Η τέμνουσα αυτή είναι σύμφωνα με τα σχόλια της παραγράφου 11.2.3.2β, «η μέγιστη θετική τιμή
της απολύτως μέγιστης δρώσας τέμνουσας στην υπό εξέταση διατομή». Οι δρώσες τέμνουσες ∆ΕΝ είναι αυτές
που προκύπτουν από τον ικανοτικό σχεδιασμό, αλλά είναι οι τέμνουσες που προκύπτουν από το σεισμικό
συνδυασμό δράσεων G+ψ2QE.
Σημείωση:
Επειδή σε πλαίσια του ΟΣΚ δεν πραγματοποιείται υπολογισμός απαιτούμενων οπλισμών, αλλά έλεγχος
ήδη τοποθετούμενων, το ίδιο συμβαίνει και στην περίπτωση του δισδιαγώνιου οπλισμού ο οποίος μπορεί
να προκύψει με βάση τις προϋποθέσεις του πίνακα 5.2. Για τον λόγο αυτό, ο χρήστης καλείται να εισάγει
σε κάθε ακραία διατομή δοκού που οπλίζει, και δισδιαγώνιο οπλισμό για την περίπτωση που αυτός
χρειαστεί. Έτσι δηλώνεται ο αριθμός ράβδων και η διάμετρο τους (π.χ. 4Φ16 ανά διεύθυνση). To ΟΣΚ
υπολογίζει αυτόματα τη γωνία α των χιαστί ράβδων όπως φαίνεται στο ακόλουθο σχήμα, και εν συνεχεία
την τέμνουσα που μπορεί να παραλάβει ο τοποθετούμενος δισδιαγώνιος οπλισμός από την σχέση (5.10).
cπ
hd
α cκ
L arctan(α) = (0.9d)/L
diag
Vwd
2 A diag
sw fyd sinα 10 (5.10)
Πίνακας 5.3 Εξαγόμενοι λόγοι εξάντλησης του ελέγχου διάτμησης δοκών Μ.Α.Α.Π. στο κρίσιμο μήκος τους
Vwd CR
A
ζ≥–0.50 Vwd Vwd
συν δ.
sw 0.90 d fy wd
s VSd Vcd
CR συνδ. συνδ
Vwd
VSd VSd, a Vwd Vwd
συν δ.
VSd
CR tot
VSd VSd,b Vwd V
diag
0.2 A diag
f sinα VRd3 Vcd Vwd CR VSd Vcd
wd sw yd diag diag
Vwd
ζ≤–0.50
VSd Vcd
CRdiag diag
2 Vwd
VSd, a VSd VSd, b Vwd Vwd
συνδ.
Vwd
diag
VSd Vcd
CRσυν δ. συν δ.
2 Vwd
Όλα όσα έχουν καταγραφεί στην παράγραφο 5.3.2. για τον έλεγχο των δοκών – ως στοιχείων
υπό προέχουσα μονοαξονική κάμψη – σε διάτμηση μπορούν να συνοψιστούν στον πίνακα που
ακολουθεί:
Πίνακας 5.4 Σύνοψη ελέγχων σε διάτμηση δοκών υπό προέχουσα μονοαξονική κάμψη
X=0 X=L
ΣΕΙΣΜΙΚΟΣ ΣΥΝ∆ΥΑΣΜΟΣ ΒΑΣΙΚΟΣ
hd 1 2 3 4 ∆ΡΑΣΕΩΝ ΣΥΝ∆ΥΑΣΜΟΣ
X=L-2h ∆ΡΑΣΕΩΝ
X=d X=2h X=L-d Μ.Α.Α.Π. Χ.Α.Α.Π.
Υπολογισμός 1 1
ΕΛΕΓΧΟΣ VRd2 v fcd b w z VRd2 v fcd b w z
αντοχής VRd2 2 2
ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΥ
ΘΛΙΨΗΣ VCD (Σχ. 5.1)
ΣΚΥΡΟ∆ΕΜΑΤΟΣ και V(G+ψ2Q±Ε)
∆ράση V(1.35G+1.50Q)
V(G+ψ2Q±Ε) (Πίνακες 4.3/4.4)
(Πίνακες 4.3/4.4)
αντοχής
A
VRd3=Vcd+Vwd Vwd Πίνακας 5.3 Vwd sw 0.90 d fywd
s
Υπολογισμός Vcd
αντοχής
A
VRd3=Vcd+Vwd Vwd Vwd sw 0.90 d fywd
s
v fcd b w 0.9 d
VRd2 (Σχέση 11.7 του ΕΚΟΣ) (5.12β)
cotθ tanθ
Τsd είναι η στρεπτική ροπή σχεδιασμού στη διατομή ελέγχου (kNm)
Vsd είναι η τέμνουσα δύναμη σχεδιασμού στη διατομή ελέγχου (kNm)
t = max{(A/u), 2c} το ισοδύναμο πάχος τοιχωμάτων της ισοδύναμης κοίλης λεπτότοιχης διατομής.
u = η περίμετρος της διατομής (m) Για διατομές Τ και L όπως οι διατομές των πεδιλοδοκών και
των πλακοδοκών λαμβάνεται ίση με την περίμετρο του κορμού. ∆ηλαδή για διατομή b/h, ισχύει
u=2•(h+b).
Α = η ολική επιφάνεια που περικλείεται από την εξωτερική περίμετρο (m2) Για διατομές Τ και L
όπως οι διατομές των πεδιλοδοκών και των πλακοδοκών λαμβάνεται ίση με το εμβαδόν του
κορμού. ∆ηλαδή για διατομή b/h, ισχύει Α=h•b.
c = η επικάλυψη των διαμήκων ράβδων (m) Το ΟΣΚ εντοπίζει την ελάχιστη από τις τιμές των
επικαλύψεων στις τέσσερεις παρειές της διατομής και την προσαυξάνει κατά την τιμή της
διαμέτρου των περιμετρικών συνδετήρων. ∆ηλ. c = min{cΑΝΩ, cΚΑΤΩ, c∆ΕΞΙΑ, cΑΡΙΣΤ}+ΦΣΥΝ∆.
v = 0.70•[0.70–(fck/200)]≥0.35 (fck σε MPa). Όταν οι συνδετήρες βρίσκονται στην εξώτερη περίμετρο της
ισοδύναμης διατομής Το ΟΣΚ χρησιμοποιεί την σχέση αυτή.
v = 0.70–fck/≥0.5 (fck σε MPa). Όταν οι συνδετήρες βρίσκονται και στις δύο παρειές του κάθε τοιχώματος
της ισοδύναμης διατομής.
Αk = η επιφάνεια που περικλείεται από την πολυγωνική γραμμή που διέρχεται από το μέσον των
τοιχωμάτων της ισοδύναμης λεπτότοιχης διατομής (m2) Το ΟΣΚ για τις διατομές Τ και L
όπως οι διατομές των πεδιλοδοκών και των πλακοδοκών κάνει εφαρμογή της σχέσης:
Αk=(h–t)•(b–t), (βλ. [9], σελ. 114), όπου h το ύψος της διατομής και b το πλάτος της.
θ = η γωνία των λοξών θλιπτήρων σκυροδέματος με τον διαμήκη άξονα του στοιχείου, η οποία εκλέγεται
έτσι ώστε 0.40≤cotθ≤2.50. Το ΟΣΚ κάνει την παραδοχή ότι θ=45ο cotθ=1.
Όπου:
A
TRd2 2 A k fywd sw cotθ (5.14)
s
Αsw είναι το εμβαδόν διατομής των ράβδων που χρησιμοποιούνται ως συνδετήρες στρέψεως (εμβαδόν
του ενός σκέλους), (m).
s είναι η απόσταση των συνδετήρων (m).
Όσον αφορά στον λόγο (Αsw/s) της σχέσης (5.14), το ΟΣΚ τον υπολογίζει λαμβάνοντας υπόψη το
ότι οι συνολικά τοποθετούμενοι συνδετήρες θα πρέπει να καλύπτουν ταυτόχρονα και τις
απαιτήσεις σε διάτμηση και τις απαιτήσεις σε στρέψη. Αυτή η απαίτηση προκύπτει από την
παράγραφο 12.2.3.2 του ΕΚΟΣ/2000 σύμφωνα με την οποία οι υπολογισμοί των συνδετήρων
μπορούν να γίνουν με την ίδια γωνία θ ξεχωριστά για στρέψη και για τέμνουσα και οι αντίστοιχες
διατομές συνδετήρων προστίθενται. Αυτό στα πλαίσια την φιλοσοφίας του ΟΣΚ, σύμφωνα με την
οποία δεν γίνεται διαστασιολόγηση αλλά έλεγχος επάρκειας του τοποθετούμενου οπλισμού,
σημαίνει ότι η επαλληλία των λόγων εξάντλησης των συνδετήρων για τις απαιτήσεις σε στρέψη
και σε διάτμηση θα πρέπει να οδηγεί σε τελικό συνολικό λόγο εξάντλησης των συνδετήρων
μικρότερο της μονάδας. Έτσι ο υπολογισμός της τέμνουσας αντοχής TRd2 της σχέσης (5.14) από
το ΟΣΚ γίνεται χρησιμοποιώντας λόγο (Αsw/s) ο οποίος δεν προκύπτει από τον συνολικά
τοποθετούμενο οπλισμό διάτμησης, αλλά υπολογίζεται ως ακολούθως:
Ξεκινώντας από τον έλεγχο σε διάτμηση, υπολογίζεται από τη σχέση (5.7β) η τέμνουσα Vwd που
μπορούν να παραλάβουν οι συνδετήρες που έχουν τοποθετηθεί. Επίσης υπολογίζεται και η
τέμνουσα αντοχής VRd3=Vwd+Vcd από τις σχέσεις (5.7α) και (5.7β). Έτσι είναι δυνατός ο
υπολογισμός του «ποσοστού» των τοποθετούμενων συνδετήρων το οποίο καλύπτει την
απαίτηση της διατομής σε τέμνουσα. Μπορεί να αποδειχθεί ότι το «ποσοστό» των συνδετήρων,
εκφρασμένο ως λόγος (Αsw/s), που μένει διαθέσιμο για την κάλυψη της απαίτησης στην στρέψη
προκύπτει από την ακόλουθη σχέση:
A sw V A V
1 sd sw Rd3 (5.15)
s στρ. VRd3 s Συν. Vwd
(γ) Έλεγχος διαμήκους οπλισμού έναντι στρέψης: Και έλεγχος αυτός γίνεται στην παρειά της στήριξης
του στοιχείου:
Όπου:
A
TRd2 2 A k fyLd sL tanθ (5.17)
u
ΑsL είναι το άθροισμα των διατομών των διαμήκων ράβδων για την ανάληψη της στρέψης.
θ είναι η γωνία που ελήφθει για τον υπολογισμό της επάρκειας των συνδετήρων Για το ΟΣΚ η γωνία
αυτή είναι ίση με 45ο.
Ως τελικό εξαγώμενο των υπολογισμών και των ελέγχων σε στρέψη, το ΟΣΚ εξάγει τους λόγους
εξάντλησης της διατομής σκυροδέματος, των εγκάρσιων και των διαμήκων οπλισμών στρέψης.
1
Θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι με βάση τον ΕΑΚ/2000 (Παρ. 5.2.2) σε κτίρια Μ.Α.Α.Π. θα πρέπει τα στοιχεία
θεμελίωσης να ελέγχονται για τον συνδυασμό G+ψ2Q±αCDE (όπου αCD είναι ο συντελεστής ικανοτικής μεγέθυνσης
που υπολογίζεται σύμφωνα με την συγκεκριμένη παράγραφο). Στην περίπτωση των πεδιλοδοκών υπάρχει η εξής
ιδιομορφία: Οι πεδιλοδοκοί είναι γενικά στοιχεία Χ.Α.Α.Π. κατά τη λειτουργία τους στην διαμήκη διεύθυνση ως
δοκοί (Πίνακας 4.5). Όμως στην εγκάρσια διεύθυνση λειτουργούν ως στοιχεία θεμελίωσης και γι’ αυτό στον
υπολογισμό των τάσεων από τις οποίες προκύπτουν τα σχετικά μεγέθη σχεδιασμού, λαμβάνεται σύμφωνα με το
εδάφιο 5.2.2[4] του ΕΑΚ/2000 αCD=1.35 όταν ανήκουν σε κτίρια Μ.Α.Α.Π.. ∆ιαφορετικά λαμβάνεται αCD=1.00.
ΤΟΜΗ Α-Α
eα eδ
1.00m
Α
MRd (Υπολογίζεται αυτόματα από το ΥΚΟΣ
hf d
με βάση τα δεδομένα όπλισης)
Α
Q
M 1.05 2 kN kNm M
M σ αναπτ. L
m2 m m CR M M
2
2 Rd
σαναπτ.
kN kN Q
Q 0.95 σ αναπτ. L 2 m CR Q
m m VRd1
Οι συντελεστές με τους οποίους πολλαπλασιάζονται η ροπή και η τέμνουσα στο σχήμα 5.4, εισάγονται
για να εναρμονίσουν τις τιμές αυτές που προκύπτουν από τη θεώρηση της ομοιόμορφης κατανομής των
τάσεων του εδάφους, με τις τιμές που θα προέκυπταν από τη θεώρηση γραμμικής κατανομής (βλ. [8]).
Σημειώνεται τέλος ότι οι έλεγχοι γίνονται στην διατομή όπου το ΡΑΦ εντοπίζει την μέγιστη
αναπτυσσόμενη τάση εντός του μήκους της κάθε πεδιλοδοκού.
5.3.4.2 ‘Ελεγχος τάσεων στη διιεπιφάνεια εδάφους-πεδιλοδοκού
Πρόκεται για ελέγχο μη υπέρβασης της επιτρεπόμενης τάσης του εδάφους (σαναπτ.<σεπιτρ.) αφενός για τον
βραχυχρόνιο συνδυασμό δράσεων έναντι οριακής κατάστασης λειτουργικότητας G+Q (βλ. Παράγρ. 4.2),
και αφετέρου για τον σεισμικό συνδυασμό δράσεων1. Όπως στην περίπτωση των ελέγχων που
παρουσιάστηκαν στην προηγούμενη παράγραφο έτσι και στην περίπτωση του ελέγχου των τάσεων ο
έλεγχος γίνεται για κάθε πεδιλοδοκό στην διατομή όπου εντοπίζεται η μέγιστη αναπτυσσόμενη τάση. Για
τις τιμές των επιτρεπομένων τάσεων εδάφους (σεπιτρ.) για το μη σεισμικό και το σεισμικό συνδυασμό
δράσεων, το ΡΑΦ δίνει τη δυνατότητα στο χρήστη να εισάγει τις τιμές που έχει αυτός στη διάθεση του.
μεγέθη αυτά μαζί με την τριάδα των μεγεθών του βασικού συνδυασμού δράσεων αποτελούν τις τριάδες
μεγεθών σχεδιασμού διατομών Ο/Σ υπό διαξονική κάμψη με ορθή δύναμη.
Μία ακόμα διαφορά μεταξύ των δοκών και των υποστυλωμάτων, τοιχωμάτων είναι και η διαδικασία
ικανοτικού σχεδιασμού. Οι δοκοί ελέγχονται ικανοτικά μόνον σε διάτμηση, δηλ. για την αποφυγή
ψαθυρών μορφών αστοχίας (Α.Ψ.Μ.Α., Πίνακας 4.5). Αντίθετα τα υποστυλώματα και τα τοιχώματα δεν
ελέγχονται μόνον έναντι ψαθυρών μορφών αστοχίας λόγω τέμνουσας, αλλά ελέγχονται επίσης ικανοτικά
και σε κάμψη. Ειδικά τα υποστυλώματα, ελέγχονται καμπτικά με στόχο την αποφυγή σχηματισμού
μηχανισμού ορόφου (Α.Σ.Μ.Ο., Πίνακας 4.5), ενώ τα τοιχώματα ελέγχονται σε κάμψη με ροπές
ικανοτικού σχεδιασμού και με στόχο των περιορισμό της θέσης σχηματισμού πλαστικής άρθρωσης
μόνον στη βάση τους και όχι σε κάποιο άλλο σημείο καθ’ ύψος (ΕΑΚ/2000, Παράρτημα Β - Σ.Β.1.4[1](i)).
Επιπρόσθετα, για λόγους επαρκούς πλαστιμότητας σε κτίρια Μ.Α.Α.Π. εκτελούνται έλεγχοι επάρκειας
της διατομής σκυροδέματος των υποστυλωμάτων (ΕΚΟΣ/2000, Παράγραφος 18.4.2). Αντίστοιχος
έλεγχος δεν απαιτείται για τις δοκούς, ενώ για τα τοιχώματα ο σχετικός έλεγχος περιορίζεται στο έλεγχο
υπέρβασης του ελάχιστου μήκους των ακραίων ενισχυμένων ζωνών (ΕΚΟΣ/2000, Σχ. 18.21).
Όσον αφορά στον έλεγχο σε διάτμηση, είναι σε γενικές γραμμές ίδιος με τον έλεγχο των δοκών ειδικά
στην περίπτωση των τοιχωμάτων τα οποία είναι στοιχεία που σε κάποιες περιπτώσεις λειτουργούν και
ως στοιχεία κυρίως καμπτόμενα. Επιπλέον ο έλεγχος σε διάτμηση των τοιχωμάτων εκτελείται από το
ΟΣΚ μόνον για τις τέμνουσες οι οποίες έχουν διεύθυνση παράλληλη με την κύρια (ισχυρή) διεύθυνση
τους. ∆ηλαδή ο έλεγχος γίνεται σε μία διεύθυνση όπως και στις δοκούς. Αντίθετα ο έλεγχος σε διάτμηση
των υποστυλωμάτων γίνεται σε δύο διευθύνσεις και είναι διαφορετικός από την περίπτωση των δοκών,
αφού τα υπόστυλώματα είναι στοιχεία υπό κάμψη με θλιπτική δύναμη (ΕΚΟΣ/2000, Παράγραφος
11.2.3.2β). Επίσης θα πρέπει να σημειωθεί ότι διαφορετική είναι και η διαδικασία υπολογισμού των
τεμνουσών ικανοτικού σχεδιασμού τόσο μεταξύ των υποστυλωμάτων και των τοιχωμάτων, όσο και
μεταξύ των στοιχείων αυτών και των δοκών.
Ένα ακόμα σημαντικό σημείο διαφοροποίησης των ελέγχων μεταξύ των δοκών και των
υποστυλωμάτων, τοιχωμάτων είναι η αναγκαιότητα να ελεγχθεί ο βαθμός περίσφιγξης των τελευταίων
στις θέσεις που αναμένεται ο σχηματισμός πλαστικών αρθρώσεων δηλαδή στις κρίσιμες περιοχές τους
(βλ. ΕΑΚ/2000, Παράγραφος 4.1.4 και ΕΚΟΣ/2000, Παράγραφοι 18.4.4.2 και 18.5.3β). Ο έλεγχος
περίσφιξης των υποστυλωμάτων αφορά στο σύνολο της διατομής τους, ενώ ο αντίστοιχος έλεγχος των
δοκών αφορά τις ακραίες τους περιοχές.
Τέλος το ενδεχομένως υψηλό θλιπτικό φορτίο των υποστυλωμάτων και των τοιχωμάτων, επιβάλλει και
ελέγχους έναντι λυγισμού (φαινόμενα β’ τάξης) οι οποίοι όμως περιορίζονται στην περίπτωση του
βασικού συνδυασμού δράσεων (δηλ. του μη σεισμικού συνδυασμού δράσεων).
ΣΕΙΣΜΙΚΟΣ ΣΥΝ∆ΥΑΣΜΟΣ
ΜΗ ΣΕΙΣΜΙΚΟΣ
ΣΥΝ∆ΥΑΣΜΟΣ ΜΕ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΧΩΡΙΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ
ΠΛΑΣΤΙΜΟΤΗΤΑΣ ΠΛΑΣΤΙΜΟΤΗΤΑΣ
ΕΛΕΓΧΟΣ ΚΑΜΨΗΣ
ΕΛΕΓΧΟΣ ∆ΙΑΤΜΗΣΗΣ
ΕΠΑΡΚΕΙΑ ∆ΙΑΤΟΜΗΣ Χ Χ
ΛΥΓΗΡΟΤΗΤΑ
(φαινόμενα β' τάξης)
Χ Χ
ΕΛΕΓΧΟΣ ΚΟΝΤΟΥ
ΥΠΟΣΤΥΛΩΜΑΤΟΣ
Χ Χ
ΕΛΕΓΧΟΣ ΠΕΡΙΣΦΙΞΗΣ Χ Χ
Όπως παρατηρούμε από τον παραπάνω πίνακα, οι απαιτήσεις των κανονισμών δημιουργούν
την ανάγκη για τον σχηματισμό τριών ομάδων ελέγχων οι οποίες αφορούν τον βασικό
συνδυασμό δράσεων, τον σεισμικό συνδυασμό δράσων Μ.Α.Α.Π., και τον σεισμικό συνδυασμό
δράσεων Χ.Α.Α.Π.. Το ΟΣΚ ακολουθεί την συγκεκριμένη ομαδοποίηση των ελέγχων.
αCD γRd Rd
M
Σχέση 4.6 , ΕΑΚ/2000 (5.18β)
MEb
Όπου:
ΣΜRd είναι το άθροισμα των τελικών ροπών αντοχής των δοκών του κόμβου του πλαισίου στον οποίο
συντρέχει το υπό έλεγχο υποστύλωμα με τη φορά που ενεργοποιούνται από τη σεισμική δράση που
προκαλεί τη ροπή MEc.
ΣΜEb είναι το άθροισμα των ροπών κάμψης των ίδιων δοκών όπως προκύπτουν από την ανάλυση για
την ίδια σεισμική δράση που προκαλεί τη ροπή MEc.
γRd =1.40 είναι ο συντελεστής για την μετατροπή της υπολογιστικής αντοχής των δοκών στην πιθανή
μέγιστη τιμή της.
Ο συντελεστής αCD της σχέσης (5.18β) ονομάζεται συντελεστής ικανοτικής μεγέθυνσης. Τα μεγέθη δε τα
οποία συμμετέχουν στον υπολογισμό του, παρουσιάζονται εποπτικά με βάση το παρακάτω σχήμα:
Μ∆4-
E Οι ροπές των δοκών MEb λόγω σεισμού εισέρχονται
Μ∆4+
E
Μ∆4- στον υπολογισμό του αCD με τις πιθανές ακραίες
Rd ∆4+
ΜRd τιμές τους (είτε αυτές προέρχονται από ανάλυση με
∆4 ∆ΦΜ είτε προέρχονται από ανάλυση με ΑΦΜ) για
ΜE∆1+ ∆1+
ΜRd Μ∆2-
Rd Μ∆2- τις οποίες ισχύει:
E
∆1 ∆2
N ME∆ ΜΕ∆
Μ3
Οι ροπές αντοχής των δοκών MRd υπολογίζονται
Μ∆1- ∆1-
E Μ Rd Μ∆2+
Rd
Μ∆2+
E για δύο φορές της ροπής/δράσης από το ΟΣΚ.
∆3 ∆ηλαδή υπολογίζεται η ροπή αντοχής λόγω
Μ2 z κάμψης που εφελκύει την άνω ίνα της δοκού (ΜRT),
Μ∆3+
Rd ∆3-
x
ΜRd και η αντίστοιχη ροπή αντοχής λόγω κάμψης που
Μ∆3+
E εφελκύει την κάτω ίνα της δοκού (ΜRB).
Μ∆3-
E
Σχήμα 5.5 Επεξήγηση των μεγεθών έντασης και αντοχής δοκών για τον υπολογισμό του συντελεστή αCD
Σύμφωνα με το εδάφιο 4.1.4.1[4] του ΕΑΚ/2000 υπολογίζονται γενικά δύο τιμές για τον συντελεστή αCD
που αντιστοιχούν στις αντοχές των δοκών όπως αυτές ενεργοποιούνται από τις δύο αντιθετες φορές της
σεισμικής δράσης.
Επιπλέον, όταν ένα υποστύλωμα ανήκει σε πλαίσια σε δύο διευθύνσεις της διατομής του, τότε σύμφωνα
με το εδάφιο 4.1.4.1[6] του ΕΑΚ/2000 θα πρέπει να υπολογιστούν εναλλάξ για τις δύο αυτές διευθύνσεις
τα μεγέθη ροπών ικανοτικού σχεδιασμού. ∆ηλαδή θα πρέπει να υπολογιστούν συντελεστές ικανοτικής
μεγέθυνσης σε δύο διεθύνσεις.
Από τις δύο αυτές παρατηρήσεις του κανονισμού, προκύπτει το συμπέρασμα ότι σε κάθε κόμβο στον
οποίο συντρέχει ένα υποστύλωμα και δοκοί από δύο ή περισσότερα πλαίσια, θα πρέπει να
υπολογίζονται γενικά τέσσερεις τιμές του συντελεστή ικανοτικής μεγέθυνσης, και κατ’ επέκταση
τέσσερεις τιμές για τις ροπές ικανοτικού σχεδιασμού.
Για την εκπλήρωση των δύο αυτών βασικών παρατηρήσεων, το ΟΣΚ κάνει μία σειρά παραδοχών με τις
οποίες αφενώς επιτυγχάνεται η κωδικοποίηση των απαιτούμενων υπολογισμών στην γενική τους
μορφή, και αφετέρου εκπληρώνεται η φιλοσοφία του κανονισμού. Θα πρέπει αρχικά να τονιστεί ότι το
βασικό πρόβλημα υλοποίησης των απαιτήσεων του ΕΑΚ/2000 έγκεται στο γεγονός ότι στην γενική
περίπτωση στα άκρα ενός υποστυλώματος μπορεί να συντρέχουν πλαίσια οι διευθύνσεις των οποίων
δεν συμπίπτουν με τις διευθύνσεις των τοπικών αξόνων του υποστυλώματος. ∆εδομένου όμως τα
μεγέθη ροπών σχεδιασμού σε κάμψη των υποστυλωμάτων αναφέρονται στους τοπικούς άξονες τους,
ανακύπτει το θέμα προσαρμογής στους άξονες αυτούς των ροπών ικανοτικού σχεδιασμού οι οποίες
αναφέρονται στις διευθύνσεις των δοκών των πλαισίων. Έτσι ακολουθείται το εξής σκεπτικό:
Έστω ένας κόμβος υποστυλώματος με (n) δοκούς οι οποίες συνδέονται με το υποστύλωμα υπό γωνίες
θi (βλ. Σχήμα 5.6). Οι τιμές των γωνιών αυτών είναι τυχαίες και επομένως δεν συμπίπτουν οι
διευθύνσεις όλων των δοκών με τις διευθύνσεις των τοπικών αξόνων 2 και 3 του υποστυλώματος:
Παραδοχή 1
2
∆1-
φ1 φ4
ΜRd
∆4+
∆ν+
ΜRd φν ΜRd
∆4
∆ν 3 ∆4-
ΜRd
∆ν-
ΜRd
Σχήμα 5.6 Ορισμός θετικών γωνιών δοκών ως προς το τοπικό σύστημα αναφοράς του υποστυλώματος για τον
υπολογισμό των συντελεστων ικανοτικής μεγέθυνσης.
Επειδή όπως τονίστηκε και πιο πάνω, θα πρέπει να υπολογιστούν τέσσερεις συντελεστές ικανοτικής
μεγέθυνσης σε κάθε άκρο ενός υποστυλώματος, συνολικά υπολογίζονται 8 συντελεστές για κάθε
υποστύλωμα. Οι συντελεστές αυτοί για ένα άκρο υποστυλώματος, ορίζονται από το ΟΣΚ ως εξής:
Θετικός συντελεστής αcd(+2): Αντιστοιχεί σε κάμψη του υποστυλώματος η οποία λαμβάνει χώρα
εντός του τοπικού επιπέδου 1-3 και προκύπτει από την στροφή του κόμβου για την οποία οι
αναπτυσσόμενες ροπές των συντρεχουσών δοκών απαιτούν την αναπτυξη θετικής ροπής Μ2 – με
βάση την σύμβαση προσήμων – στο άκρο του υποστυλώματος προκειμένου να εκπληρώνεται η
συνθήκη ισορροπίας του κόμβου.
Αρνητικός συντελεστής αcd(-2): Αντιστοιχεί σε κάμψη του υποστυλώματος η οποία λαμβάνει χώρα
εντός του τοπικού επιπέδου 1-3 και προκύπτει από την στροφή του κόμβου για την οποία οι
αναπτυσσόμενες ροπές των συντρεχουσών δοκών απαιτούν την αναπτυξη αρνητικής ροπής Μ2 –
με βάση την σύμβαση προσήμων – στο άκρο του υποστυλώματος προκειμένου να εκπληρώνεται η
συνθήκη ισορροπίας του κόμβου.
Θετικός συντελεστής αcd(+3): Αντιστοιχεί σε κάμψη του υποστυλώματος η οποία λαμβάνει χώρα
εντός του τοπικού επιπέδου 1-2 και προκύπτει από την στροφή του κόμβου για την οποία οι
αναπτυσσόμενες ροπές των συντρεχουσών δοκών απαιτούν την αναπτυξη θετικής ροπής Μ3 – με
βάση την σύμβαση προσήμων – στο άκρο του υποστυλώματος προκειμένου να εκπληρώνεται η
συνθήκη ισορροπίας του κόμβου.
Αρνητικός συντελεστής αcd(-3): Αντιστοιχεί σε κάμψη του υποστυλώματος η οποία λαμβάνει χώρα
εντός του τοπικού επιπέδου 1-2 και προκύπτει από την στροφή του κόμβου για την οποία οι
αναπτυσσόμενες ροπές των συντρεχουσών δοκών απαιτούν την αναπτυξη αρνητικής ροπής Μ3 –
με βάση την σύμβαση προσήμων – στο άκρο του υποστυλώματος προκειμένου να εκπληρώνεται η
συνθήκη ισορροπίας του κόμβου.
Για τον υπολογισμό αυτών των τεσσάρων συντελεστών θα πρέπει να γίνει διαχωρισμός των δοκών οι
οποίες συμβάλλουν στον υπολογισμό καθενός από αυτούς για την εφαρμογή της σχέσης (5.18β).
Επειδή όμως σύμφωνα με τον ΕΑΚ/2000 ο υπολογισμός των αcd θα πρέπει να γίνει για δύο φορές της
σεισμικής δράσης, αυτό σημαίνει ότι σε κάθε κόμβο θα πρέπει να θεωρηθουν δύο περιπτώσεις:
1. Η πρώτη περίπτωση αφορά την φορά της σεισμικής δράσης η οποία προκαλεί θετική – σύμφωνα
με τον κανόνα προσήμων – ροπή κάμψης στο άκρο του υποστυλώματος. Η θεώρηση αυτή γίνεται
ξεχωριστά για τα δύο τοπικά επίπεδα κάμψης. Από την θεώρηση αυτή, προκύπτουν οι θετικοί
συντελεστές αcd(+2) και αcd(+3) για τους οποίους έγινε αναφορά πιο πάνω.
2. Η δεύτερη περίπτωση αφορά την φορά της σεισμικής δράσης η οποία προκαλεί αρνητική –
σύμφωνα με τον κανόνα προσήμων – ροπή κάμψης στο άκρο του υποστυλώματος. Η θεώρηση
αυτή γίνεται ξεχωριστά για τα δύο τοπικά επίπεδα κάμψης. Από την θεώρηση αυτή, προκύπτουν
οι αρνητικοί συντελεστές αcd(-2) και αcd(-3) για τους οποίους έγινε αναφορά πιο πάνω.
Όπως είναι γνωστό σε κάθε δοκό αντιστοιχούν δύο ροπές αντοχής: Η μία αντιστοιχεί σε ροπή/δράση η
οποία προκαλεί εφελκυσμό της άνω ίνας και συμβολίζεται στο ΟΣΚ ως MRT, και η δεύτερη αντιστοιχεί σε
ροπή/δράση η οποία προκαλεί εφελκυσμό της κάτω ίνας και συμβολίζεται στο ΟΣΚ ως MRB.
Έτσι εδώ τίθενται δύο θέματα:
Α) Ποιες από τις δοκούς θα πρέπει να «συμμετέχουν» στον υπολογισμό των αcd(+2) και αcd(-2), και
ποιες στον υπολογισμό των αcd(+3) και αcd(-3) σύμφωνα με την σχέση (5.18β), και
Β) Με ποιά από τις δύο ροπές αντοχής τους (την MRT ή την MRB) «συμμετέχουν» οι δοκοί στον
υπολογισμό των θετικών αcd και με ποια στον υπολογισμό των αρνητικών.
Επομένως οι δοκοί που συντρέχουν στο άκρο ενός υποστυλώματος θα πρέπει να κατηγοριοποιηθούν
με βάση τα δύο παραπάνω κριτήρια.
Για να γίνει η κατηγοριοποίηση αυτή γίνονται στα πλαίσια του ΟΣΚ οι ακόλουθες δύο παραδοχές:
Παραδοχή 2
Μια δοκός θεωρείται ότι «συμμετέχει» στον υπολογισμό των συντελεστών αcd(+3) ή αcd(-3)
όταν η γωνία (μετρούμενη σύμφωνα με την παραδοχή 1) που σχηματίζει ο διαμήκης
άξονας της ως προς τον τοπικό άξονα +2 του υποστυλώματος πληροί μια εκ των
παρακάτω συνθηκών:
0<θi<45o, 135o<θi<180o, 180o<θi<225o, και 315o<θi<360o
Αντίστοιχα στον υπολογισμό των αcd(+2) ή αcd(-2) «συμμετέχουν» οι δοκοί, οι γωνίες θi
των οποίων πληρούν τις παρακάτω συνθήκες:
45ο<θi<90o, 90o<θi<135o, 225o<θi<270o, και 270o<θi<315o
Παραδοχή 3
Μία δοκός θεωρείται ότι «συμμετέχει» στον υπολογισμό των θετικών συντελεστών αcd(+2)
[ή αcd(+3)] με την ροπή αντοχής της που αντιστοιχεί σε ροπή/δράση η οποία προκαλεί
εφελκυσμό της άνω ίνας (δηλαδή με την ροπή MRT) αν πράγματι εφελκύεται η άνω ίνα της
όταν ο υπό εξέταση κόμβος υποστυλώματος-δοκών στραφεί υπό γωνία για την οποία
Μ3+ Μ3+
ΠΕ∆ΙΟ 8 ΠΕ∆ΙΟ 8
ΠΕ∆ΙΟ 5 ΠΕ∆ΙΟ 5
Μ2+ 2 360 Μ2+ 2 360
180 180
θ i+ 0 θi+ 0
135 45 135 45
ΠΕ∆ΙΟ 3 ΠΕ∆ΙΟ 2 ΠΕ∆ΙΟ 3 ΠΕ∆ΙΟ 2
90 90
Σχήμα 5.7 Τα 8 πεδία στα οποία χωρίζεται το τοπικό επίπεδο 2-3 των υποστυλωμάτων
Όπως παρατηρούμε στο παραπάνω σχήμα, το τοπικό επίπεδο 2-3 ενός υποστυλώματος χωρίζεται σε
οκτώ πεδία το εύρος των οποίων είναι 45ο. Για τα πεδία αυτά ισχύουν τα εξής:
- ΠΕ∆ΙΑ 1 ΚΑΙ 8: Όσες δοκοί έχουν γωνίες θi οι οποίες εντάσσονται στα πεδία αυτά, συμμετέχουν:
α) Στον υπολογισμό του αcd(+3) με τις ροπές MRT στην κεφαλή και MRB στον πόδα
β) Στον υπολογισμό του αcd(-3) με τις ροπές MRB στην κεφαλή και MRT στον πόδα
- ΠΕ∆ΙΑ 4 ΚΑΙ 5: Όσες δοκοί έχουν γωνίες θi οι οποίες εντάσσονται στα πεδία αυτά, συμμετέχουν:
α) Στον υπολογισμό του αcd(+3) με τις ροπές MRB στην κεφαλή και MRT στον πόδα
β) Στον υπολογισμό του αcd(-3) με τις ροπές MRT στην κεφαλή και MRB στον πόδα
ΠΕ∆ΙΟ 1 ΠΕ∆ΙΟ 1
α cd (-3) α cd (+3)
ΠΕ∆ΙΟ 8 ΠΕ∆ΙΟ 8
MRT
MRB MRB
MRT
ΚΕΦΑΛΗ ΠΕ∆ΙΟ 4
Μ3- Μ3+
ΠΕ∆ΙΟ 5
Μ3+
ΠΕ∆ΙΟ 4 2
2 ΠΕ∆ΙΟ 5
3 3
1 1
Κεφαλή Υποστυλώματος
MRTi cosθ i M RBi cosθ i
α cd 3 γ Rd
K1 8 K4 5
M cosθ i M cosθ i
Ei
K1 8 Ei K4 5
(5.19α)
MRBi cosθ i M RTi cosθ i
α cd 3 γ Rd
K1 8 K4 5
MEi cosθ i M Ei cosθ i
K1 8 K4 5
Πόδας
MRBi cosθ i M RTi cosθ i
α cd 3 γ Rd
K1 8 K4 5
M cosθ i M cosθ i
Ei
K1 8 Ei K4 5
(5.19β)
MRTi cosθ i MRBi cosθ i
α cd 3 γ Rd
K1 8 K4 5
M cosθ i M cosθ i
Ei
K1 8 Ei K4 5
- ΠΕ∆ΙΑ 6 ΚΑΙ 7: Όσες δοκοί έχουν γωνίες θi οι οποίες εντάσσονται στα πεδία αυτά, συμμετέχουν:
α) Στον υπολογισμό του αcd(+2) με τις ροπές MRΒ στην κεφαλή και MRΤ στον πόδα
β) Στον υπολογισμό του αcd(-2) με τις ροπές MRT στην κεφαλή και MRB στον πόδα
- ΠΕ∆ΙΑ 2 ΚΑΙ 3: Όσες δοκοί έχουν γωνίες θi οι οποίες εντάσσονται στα πεδία αυτά, συμμετέχουν:
α) Στον υπολογισμό του αcd(+2) με τις ροπές MRT στην κεφαλή και MRΒ στον πόδα
β) Στον υπολογισμό του αcd(-2) με τις ροπές MRB στην κεφαλή και MRT στον πόδα
ΠΕ∆ΙΟ 6 ΠΕ∆ΙΟ 6
α cd (+2) α cd (-2)
ΠΕ∆ΙΟ 7 ΠΕ∆ΙΟ 7
MRT
MRB MRB
MRT
ΚΕΦΑΛΗ ΠΕ∆ΙΟ 3
Μ2+ Μ2-
ΠΕ∆ΙΟ 2
Μ2-
ΠΕ∆ΙΟ 3
3 3
ΠΕ∆ΙΟ 2
2 2
1 1
Κεφαλή Υποστυλώματος
MRBi sinθ i M RTi sinθ i
α cd 2 γ Rd
K6 7 K2 3
M sinθ i M sinθ i
Ei
K6 7 Ei K2 3
(5.20α)
MRTi sinθ i M RBi sinθ i
α cd 2 γ Rd
K6 7 K2 3
M sinθ i M sinθ i
Ei
K6 7
Ei
K2 3
Πόδας
MRTi sinθ i M RBi sinθ i
α cd 2 γ Rd
K6 7 K2 3
M sinθ i M sinθ i
Ei
K6 7 Ei K2 3
(5.20β)
MRBi sinθ i MRTi sinθ i
α cd 2 γ Rd
K6 7 K2 3
M sinθ i M sinθ i
Ei
K6 7 Ei K2 3
Το ΟΣΚ επίσης εφαρμόζει τη διάταξη του εδαφίου 4.1.4.1[5] σύμφωνα με την οποία σε κόμβους στους
οποίους η ροπή του υπερκείμενου κατακόρυφου στοιχείου είναι μεγαλύτερη από το άθροισμα των
ροπών που ασκούνται στο ζύγωμα, τότε η ροπή ικανοτικού σχεδιασμού θα λαμβάνεται από τη σχέση:
Επίσης εφαρμόζει και τη διάταξη του εδαφίου 4.1.4.2[2] σύμφωνα με την οποία οι θέσεις πάκτωσης
κατακορύφων στοιχείων σε στοιχεία θεμελίωσης εξαιρούνται του υπολογισμού της ροπής ικανοτικού
σχεδιασμού από την σχέση (5.18α). Για τις θέσεις αυτές εφαρμόζεται η σχέση:
Θα πρέπει επίσης να τονιστεί ότι το ΟΣΚ λαμβάνοντας τις απαραίτητες παραμέτρους από το ΡΑΦ για
την κανονικότητα ή όχι του κτιρίου, εκτελεί τον έλεγχο Α.Σ.Μ.Ο. στα κτίρια τα οποία θα πρέπει να γίνει
και δεν τον εκτελεί σε όσα εξαιρούνται (ΕΑΚ/2000, Παράγραφος 4.1.4.2). Λεπτομέρειες δίνονται και στην
παράγραφο 4.4. του παρόντος εγχειριδίου.
Μετά από τον υπολογισμό των συντελεστών ικανοτικής μεγέθυνσης αCD και των αντίστοιχων ροπών
ικανοτικού σχεδιασμού με την διαδικασία του ΟΣΚ που περιγράφηκε παραπάνω, ακολουθεί ο
σχηματισμός των τριάδων ικανοτικού σχεδιασμού για τις ελεγχόμενες διατομές των υποστυλωμάτων
που ελέγχονται για διαξονική κάμψη με ορθή δύναμη. Η διαδικασία με την οποία σχηματίζονται οι
τριάδες του ικανοτικού σχεδιασμού στηρίζεται στη σχέση (5.18α) και στο εδάφιο 4.1.4.1[6] του
ΕΑΚ/2000. Σύμφωνα με τη σχέση (5.18α) – όπως άλλωστε τονίστηκε και πιο πάνω – οι συντελεστές
ικανοτικού σχεδιασμού αCD θα πρέπει να πολλαπλασιαστούν με τις σεισμικές ροπές των άκρων των
υποστυλωμάτων για τα οποία υπολογίστηκαν, ενώ σύμφωνα με το εδάφιο 4.1.4.1[6] από τις τιμές των
μεγεθών που συνθέτουν τις τριάδες μεγεθών έντασης διαξονικής κάμψης με ορθή δύναμη (Ν, Μ2, Μ3),
αντικαθίσταται κάθε φορά η μία από τις δύο ροπές ενώ η άλλη παραμένει ως έχει. Υπενθυμίζεται εδώ ότι
οι τριάδες μεγεθών έντασης που αντιστοιχούν στο σεισμικό συνδυασμό δράσεων προκύπτουν από την
ανάλυση του φορέα για τον συνδυασμό: G+ψ2Q≤E και παρουσιάζονται αναλυτικά στους πίνακες 4.1 και
4.2.
Παρακάτω παρουσιάζεται η γενική πορεία προσδιορισμού των τριάδων ικανοτικού σχεδιασμού (στην
οποία τα μεγέθη λόγω σεισμού έχουν τον εκθέτη (Ε) και προκύπτουν είτε από την εφαρμογή της ∆ΦΜ,
είτε από την εφαρμογή της ΑΦΜ):
1. Οι έξι τριάδες των πιθανών ακραίων και ταυτόχρονων τιμών των μεγεθών για τον έλεγχο τον
υποστυλωμάτων σε διαξονική κάμψη με ορθή δύναμη (για μία θέση μάζας όταν η ανάλυση γίνεται με
την ∆ΦΜ, ή για έναν από τους τέσσερεις συνδυασμούς όταν η ανάλυση γίνεται με την ΑΦΜ)
γράφονται ως εξής:
2. Οι 6 τριάδες της (5.23), εφόσον επαλληλιστούν αλγεβρικά με τα αντίστοιχα μεγέθη που προκύπτουν
από το τμήμα του συνδυασμού G+ψ2Q≤E που αντιστοιχεί στα κατακόρυφα φορτία (δηλ. του
τμήματος G+ψ2Q), δίνουν τις τελικές 6 τριάδες ελέγχου (σχεδιασμού, με τον εκθέτη d=design) που
δίνονται παρακάτω:
Σ C.D.
4
α CD 3 exM3
E
NG ψ NQ NE NG ψ NQ NE
2 ,M3 2 ,M3
Παρατήρηση:
Παρατηρούμε ότι από τους 6 συνδυασμούς των τριάδων που αντιστοιχούν στον σεισμικό συνδυασμό G+ψ2Q≤E
(σχέσεις (5.24)), προκύπτουν 4 συνδυασμοί ικανοτικού ελέγχου. Ο λόγος είναι ότι δεν απαιτείται αντικατάσταση των
τριάδων στις οποίες εντάσσεται η πιθανή ακραία τιμή της αξονικής δύναμης.
M MR,c2
VCD,c 1.40 R,c1 q VE,c (5.26)
Lc
όπου ΜR,c1 και MR,c2 είναι οι υπολογιστικές αντοχές σε κάμψη με αξονική δύναμη στα άκρα του
υποστυλώματος, όπως ενεργοποιούνται από την σεισμική δράση.
VE,c είναι η πιθανή ακραία τιμή της σεισμικής τέμνουσας του υποστυλώματος, και Lc το μήκος του
ευκάμπτου τμήματος του.
Η σχέση (5.26) θα πρέπει να εφαρμοστεί για το διατμητικό έλεγχο κατά τις διευθύνσεις των δύο τοπικών
αξόνων 2 και 3 της διατομής του υποστυλώματος.
Η διαδικασία με την οποία το ΟΣΚ υπολογίζει τις τέμνουσες ικανοτικού σχεδιασμού για κάθε μία από τις
διευθύνσεις των τοπικών αξόνων της διατομής του υποστυλώματος είναι η εξής:
1. Υπολογίζονται με τη βοήθεια του χώρου αντοχής που σχηματίζει το ΡΑΦ, οι ροπές αντοχής της
διατομής σε μονοαξονική κάμψη με αξονική δύναμη ως προς τον ελεγχόμενο τοπικό άξονα της
διατομής. Οι συγκεκριμένες αυτές ροπές αντοχής υπολογίζονται για τις 6 αξονικές δυνάμεις των
τριάδων των συνδυασμών σχεδιασμού που δίνονται στην σχέση (5.24). Ο υπολογισμός αυτός
γίνεται και για την κεφαλή και για τον πόδα του υποστυλώματος. Έτσι από το βήμα αυτό
προκύπτουν έξι τιμές για την μονοαξονική ροπή αντοχής στην κεφαλή του υποστυλώματος και άλλες
έξι για τον πόδα του.
2. Από τις έξι τιμές της αντοχής για κάθε άκρο, υπολογίζονται οι μέγιστες κατ’ απόλυτη τιμή οι οποίες
και αποτελούν τις ροπές ΜR,c1 και MR,c2 που υπεισέρχονται στον υπολογισμό της τέμνουσας
ικανοτικού σχεδιασμού της σχέσης (5.26).
3. Ελέγχεται τέλος η υπέρβαση ή όχι του ορίου q•VE,c της συγκεκριμένης σχέσης.
Πίνακας 5.6 Έλεγχος σε διάτμηση υποστυλωμάτων σε κάθε μία από τις δύο διευθύνσεις των τοπικών του αξόνων
X=0 X=L
ΣΕΙΣΜΙΚΟΣ ΣΥΝ∆ΥΑΣΜΟΣ ΒΑΣΙΚΟΣ
hd 1 2 3 4 ∆ΡΑΣΕΩΝ ΣΥΝ∆ΥΑΣΜΟΣ
X=L-2h ∆ΡΑΣΕΩΝ
X=d X=2h X=L-d Μ.Α.Α.Π. Χ.Α.Α.Π.
Υπολογισμός 1 σ cp,eff
ΕΛΕΓΧΟΣ VRd2,red 1.67 v fcd b w z 1.00 VRd2
αντοχής VRd2 2 fcd
ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΥ
ΘΛΙΨΗΣ VCD (Σχέση 5.26)
ΣΚΥΡΟ∆ΕΜΑΤΟΣ και V(G+ψ2Q±Ε)
∆ράση V(1.35G+1.50Q)
V(G+ψ2Q±Ε) (Πίνακες 4.3/4.4)
(Πίνακες 4.3/4.4)
αντοχής
A
VRd3=Vcd+Vwd Vwd Πίνακας 5.3 Vwd sw 0.90 d fywd
s
Υπολογισμός Vcd
αντοχής
A
VRd3=Vcd+Vwd Vwd Vwd sw 0.90 d fywd
s
Παρατηρήσεις:
Α) Ο υπολογισμός των συνιστωσών Vwd και Vcd γίνεται σύμφωνα με την παράγραφο (11.2.3.2.α) με τις
ίδιες σχέσεις οι οποίες χρησιμοποιούνται και για την περίπτωση των δοκών:
Vcd VRd1 τRd k 1.20 40 ρ λ 0.15 σ cp b w d (5.7α)
A
Vwd sw 0.90 d fywd 1 cotα sinα (5.7β)
s
Στις παραπάνω σχέσεις:
τRd είναι η τιμή σχεδιασμού της διατμητικής αντοχής του σκυροδέματος που δίνεται από τον πίνακα 11.1
του ΕΚΟΣ/2000 (Ο πίνακας δίνει το τRd σε Mpa. Για την εισαγωγή του στην (5.7α) πολ/ζεται με 103).
k=1.60 – d 1.00 (Όπου το d είναι το στατικό ύψος της διατομής και εισάγεται σε μέτρα).
ρ λ Α sl b w d 0.02
Αsl η διατομή του εφελκυόμενου οπλισμού που επεκτείνεται πέραν της διατομής ελέγχου κατά d+λb,net.
σcp=NSd/Ac (Αc=η επιφάνεια της διατομής του υποστυλώματος).
NSd είναι η ορθή δύναμη σχεδιασμού (θετική όταν είναι θλιπτική)
fywd = η αντοχή σχεδιασμού του χάλυβα των συνδετηρων.
bw = το πλάτος του κορμού της διατομής του υποστυλώματος.
Αsw είναι η διατομή του οπλισμού διάτμησης (δηλαδή η διάμετρος των συνδετήρων).
s= η απόσταση μεταξύ των ράβδων διάτμησης (για το ΟΣΚ: των συνδετήρων).
α= γωνία κλίσης του οπλισμού διάτμησης που είναι ίση με 90 μοίρες όταν ο οπλισμός διάτμησης
συνίσταται από συνδετήρες.
Για τις παραπάνω παραμέτρους το ΟΣΚ κάνει τις εξής παραδοχές:
(i) Πλάτος bw, Στατικό ύψος d: Για τον προσδιορισμό των παραμέτρων αυτών στα υποστυλώματα το
ΟΣΚ υιοθετεί την έννοια της «λωρίδας διάτμησης». Οι λωρίδες διάτμησης ορίζονται για τους ελέγχους
της διατομής σε διάτμηση είτε κατά την διεύθυνση του τοπικού άξονα 2 (με την τέμνουσα V2), είτε
κατά τη διεύθυνση του τοπικού άξονα 3 (με την τέμνουσα V3). Πρόκειται στην ουσία για τον
καθορισμό τμημάτων της διατομής τα οποία είναι σε σχήμα ορθογώνια παραλληλόγραμμα τα οποία
θεωρείται ότι παραλαμβάνουν με τον οπλισμό τους τις τέμνουσες V2 και V3. Οι λωρίδες διάτμησης
μπορεί να είναι ανάλογα με τον τύπο της διατομής μερικώς ή πλήρως αλληλοκαλυπτόμενες, και
έχουν τη διεύθυνση των τοπικών αξόνων 2 και 3. Για τις μορφές των διατομών που είναι
ενσωματωμένες στην βιβλιοθήκη διατομών του ΡΑΦ, οι λωρίδες διάτμησης καθώς και οι
αντιστοιχούσες σε αυτές τιμές των παραμέτρων bw, d, Αsl, AC δίνονται στο σχήμα που ακολουθεί:
n' n' Α
l l' l l' A =A l l'
sl sl(k-k'-m-m')
A sl =A sl(n-k'-l'-n')
V3 KB =κέντρο
KB =κέντρο
m 2 m' dm m' βάρους V2 2 βάρους
h
3 3 2 οπλισμού b w =h 3 KB οπλισμού
Α Α A sl(k-k'-m-m')
A sl(n-k'-l'-n')
KB A c =bh
k k' k k' k k' A c =bh
n n Α
b b w =b
d
b A c =b0 h d
k p k l' m' p Α n'' b/2 p
k
h0 V3 h0 b w =h0
KB n'
2 2 n
n l' m' o d n m'' o Α V2 2
o
h 3
l'' A sl =A sl(l-l''-m''-m) A sl =A sl(k-n-n'-n'')
Α 3 Α 3
KB =κέντρο KB =κέντρο
KB βάρους βάρους
l m l m
b0 b w =b0 οπλισμού οπλισμού
A c =b h 0 A sl(k-n-n'-n'')
A sl(l-l''-m''-m)
Σχήμα 5.8-2 Ορισμός λωρίδων διάτμησης για διατομές τύπου Τ και κυκλικές διατομές
Τα αντίστοιχα μεγέθη για διατομές τύπου σταυρού, που επίσης είναι ενταγμένες στην βιβλιοθήκη
διατομών του ΡΑΦ, προκύπτουν με την ίδια διαδικασία που παρουσιάζεται στο παραπάνω σχήμα
για τις διατομές τύπου Τ.
(ii) Εφελκυόμενος οπλισμός Asl που λαμβάνει για τους υπολογισμούς το ΟΣΚ, σημειώνεται για κάθε
έναν από τους τύπους διατομής στο παραπάνω σχήμα.
(iii) Η αξονική δύναμη σχεδιασμού NSd (θετική κατά την εισαγωγή στην (5.7α) όταν είναι θλιπτική, ενώ
από τους υπολογισμούς εξάγεται ως αρνητική) προκύπτει από τον σεισμικό συνδυασμό G+ψ2Q±E.
Από τους έξι συνδυασμούς της σχέσης (5.24) επιλέγεται η μικρότερη κατ’ απόλυτη τιμή θλιπτική
δύναμη, ή η μέγιστη εφελκυστική δύναμη (εισάγεται ως αρνητική στην (5.7α)) που αναπτύσσεται
στην κεφαλή του υποστυλώματος. Με αυτήν γίνεται ο υπολογισμός της σcp και κατ’ επέκταση και της
Vcd σε όλες τις θέσεις ελέγχου. Ο λόγος για τον οποίον επιλέγεται η συγκεκριμένη τιμή της αξονικής
δύναμης NSd είναι να εισαχθεί στον υπολογισμό του Vcd η τιμή εκείνη της αξονικής δύναμης η οποία
την ελαχιστοποιεί. ∆ηλαδή στόχος είναι να γίνουν οι έλεγχοι με την μικρότερη πιθανή τιμή της
συγκεκριμένης αντοχής.
(iv) Αc η επιφάνεια της διατομής του υποστυλώματος αντιστοιχεί, όπως φαίνεται και στο σχήμα 5.8,
στην επιφάνεια της κάθε λωρίδας διάτμησης.
(v) Asw είναι η επιφάνεια των ράβδων των συνδετήρων όπως προκύπτει από το γινόμενο του εμβαδού
μίας ράβδου συνδετήρα επί τον αριθμό των σκελών συνδετήρα που τέμνει η τομή Α-Α της λωρίδας
διάτμησης που σημειώνεται στα παρακάτω σχήματα.
(B) Ο έλεγχος περιορισμού λοξής θλίψης σκυροδέματος κορμού, γίνεται για τα υποστυλώματα με χρήση
– λόγω της ύπαρξης αξονικών φορτίων – της τέμνουσας VRd2,red και όχι με την τέμνουσα VRd2 η οποία
χρησιμοποιείται για τον έλεγχο των δοκών. Η σχέση από την οποία υπολογίζεται η VRd2,red είναι:
1 σ cp,eff
VRd2,red 1.67 v fcd b w z 1.00 VRd2 (5.27)
2 fcd
Όπου:
1 A s2
σ cp, eff N Sd f yk (5.28)
Ac γs
Όπου:
fck= η χαρακτηριστική θλιπτική αντοχή του σκυροδέματος (π.χ. για σκυρόδεμα C16fck=16)
fcd=η θλιπτική αντοχή σχεδιασμού του σκυροδέματος [π.χ. για σκυρόδεμα C16fcd=(16/1.5)•103]
bw= το πλάτος του κορμού της διατομής του στοιχείου σκυροδέματος.
z=ο μοχλοβραχιόνας των εσωτερικών δυνάμεων της διατομής. Λαμβάνεται συνήθως ίσος με 0.9•d,
όπου το d είναι στατικό ύψος της διατομής.
ΝSd= η αξονική δύναμη σχεδιασμού του υποστυλώματος.
fyk=η χαρακτηριστική τιμή του ορίου διαρροής του θλιβόμενου οπλισμού (π.χ. για χάλυβα S400
fyk=400*103)
γs= ο επιμέρους συντελεστής ασφαλείας του χάλυβα (γs=1.15)
As2= το εμβαδό του οπλισμού του στοιχείου στην θλιβόμενη ζώνη της διατομής σε m2 (πρόκειται για
τον οπλισμό που βρίσκεται στη θλιβόμενη παρειά του υποστυλώματος).
Ac= το εμβαδό της διατομής σκυροδέματος σε m2
Όσον αφορά στις παραδοχές που κάνει το ΟΣΚ για τον υπολογισμό των παραπάνω παραμέτρων,
ισχύουν τα εξής:
(i) Πλάτος bw, Στατικό ύψος d, Εμβαδόν διατομής σκυροδέματος Αc: ισχύουν οι παραδοχές που
παρουσιάστηκαν πιο πάνω για τον υπολογισμό της τέμνουσας VRd1.
(ii) Η αξονική δύναμη σχεδιασμού NSd προκύπτει από τον σεισμικό συνδυασμό G+ψ2Q±E. Από τους έξι
συνδυασμούς της σχέσης (5.24) επιλέγεται η μέγιστη κατ’ απόλυτη τιμή της θλιπτικής δύναμης στον
πόδα του υποστυλώματος, και με την τιμή αυτή γίνεται ο υπολογισμός της σcp,eff και κατ’ επέκταση
και της VRd2,red σε όλες τις θέσεις ελέγχου. Η επιλογή αυτή γίνεται γιατί όπως φαίνεται από την μελέτη
των σχέσεων (5.27) και (5.28) με την χρήση της μέγιστης κατ’ απόλυτης τιμής της θλιπτικής δύναμης
προκύπτει η ελάχιστη πιθανή τιμή της αντοχής VRd2,red.
(iii) Ο θλιβόμενος οπλισμός Αs2 υπολογίζεται με βάση τις ίδιες παραδοχές με τις οποίες υπολογίζεται και
ο εφελκυόμενος οπλισμός Asl. Οι παραδοχές αυτές παρουσιάστηκαν παραπάνω.
1. Το προς εξέταση στοιχείο ανήκει σε πλαίσιο σχεδόν ομοιόμορφο καθ’ ύψος και κατά μήκος. Το
«σχεδόν ομοιόμορφο» έχει την έννοια, ότι δεν είναι αυστηρή η απαίτηση της ομοιομορφίας. Είναι
πάντως γεγονός ότι η μέθοδος είναι τόσο ακριβέστερη όσο πιο ομοιόμορφο είναι το πλαίσιο στο
οποίο ανήκει το προς εξέταση στοιχείο.
2. Οι αξονικές δυνάμεις των δοκών του πλαισίου είναι αμελητέες.
3. Οι γωνίες στροφής των δοκών στα δυο άκρα τους, είναι ίσες και ίσης φοράς στην περίπτωση
μεταθετών πλαισίων (δηλαδή οι δοκοί παραμορφώνονται με διπλή καμπυλότητα), ενώ είναι ίσες και
αντίθετες στην περίπτωση των αμετάθετων πλαισίων (δηλαδή οι δοκοί παραμορφώνονται με απλή
καμπυλότητα)
4. Η συμπεριφορά όλων των στοιχείων του πλαισίου είναι γραμμικά ελαστική.
5. Τα υποστυλώματα του πλαισίου φορτίζονται από αξονικές θλιπτικές δυνάμεις και έχουν ίσες τις
χαρακτηριστικές παραμέτρους (k•L), (όπου k N EI ).
6. Όλα τα υποστυλώματα του πλαισίου αστοχούν από λυγισμό, ταυτόχρονα.
Η φιλοσοφία της μεθόδου, έγκειται στην «απόσπαση» του προς εξέταση στοιχείου από το πλαίσιο μαζί
με τα «περιβάλλοντα» του οριζόντια και κατακόρυφα στοιχεία, με στόχο τον προσδιορισμό των
συνοριακών συνθηκών στα άκρα του. Με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνεται ο σχηματισμός ενός
απλοποιημένου μοντέλου με το οποίο είναι δυνατή η εφαρμογή κλασσικών διαδικασιών υπολογισμού
του φορτίου λυγισμού (Σχήμα 5.9). Θα πρέπει βέβαια να τονιστεί ότι το αποσπώμενο τμήμα του
πλαισίου είναι διαφορετικό για την περίπτωση υποστυλωμάτων ανωδομής και διαφορετικό για την
περίπτωση των υποστυλωμάτων που βρίσκονται στο επίπεδο της θεμελίωσης του πλαισίου, όπως
φαίνεται στο σχήμα 5.9. ∆εδομένου του γεγονότος ότι ακρογωνιαίος λίθος της μεθόδου είναι η
παραδοχή για την παραμορφωμένη μορφή του αποσπασθέντος τμήματος του πλαισίου, γίνεται
διάκριση μεταξύ των αμετάθετων και των μεταθετών πλαισίων (βλέπε σχήμα 5.10). Επομένως
λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι η μεταθετότητα ή η μη μεταθετότητα του πλαισίου επηρεάζει τις
«ιδιομορφές λυγισμού» των κατακορύφων στοιχείων.
Αρχικό πλαίσιο
Μοντέλο
υπολογισμού
c3 c3 A
b1 b2 b1 b2
c2
c2 B
c2
∆ ∆
N N
C C
θC θC
c3 c3
θA θA θA θA
b1 b2 Α b2
Α b1
θA θA θA θA
c2 c2
θB θB θB θB
b3 B b3 B
b4 b4
θB θB θB θB
c1 c1
θD θD
D D
N ∆ N
∆ ∆ N N
C C
θC θC
c3 c3
θA θA θA θA
b1 b2 Α b2
Α b1
θA θA θA θA
c2 c2
θB θB
B B
N N
(α) (β)
Σχήμα 5.10 Παραδοχή για την ιδιομορφή λυγισμού του «αποσπώμενου» τμήματος στην περίπτωση μεταθετού (α)
και αμετάθετου πλαισίου (β)
Τελικό εξαγώμενο της μεθόδου είναι ο συντελεστής β (βλ. Σχήμα Σ14.1 και Σχήμα 14.2 του ΕΚΟΣ/2000)
ο οποίος πολλαπλασιαζόμενος με το εύκαμπτο μήκος του στοιχείου οδηγεί στον τελικό υπολογισμό του
ισοδύναμου μήκους λύγισμού μέσω της σχέσης:
L cr L 0 β L c (5.29)
π π
2 tan
2 β
2
K A KB π K A KB β
4 β
2
1
π
π
1 0 (5.30)
tan
β β
Όπου στην παραπάνω σχέση:
EI EI
L L
KA A c
0.4 KB B c
0.4 (5.31α,β)
EI EI
A a uf L B a uf L
b b
Όπου οι δείκτες c, b δηλώνουν ότι τα μεγέθη στα οποία προστίθενται αναφέρονται σε υποστυλώματα
και δοκούς αντίστοιχα. Επίσης auf είναι ο συντελεστής ο οποίος λαμβάνει υπόψη τις συνθήκες
πακτώσεως της δοκού στο απέναντι άκρο της. Οι συντελεστές ΚΑ και ΚΒ συντίθενται από τα στοιχεία
που συντρέχουν στους κόμβους Α και Β (συμπεριλαμβανομένου φυσικά και του προς εξέταση
υποστυλώματος c2, βλ. Σχήμα 5.10), και προκύπτουν από τις εξισώσεις ισορροπίας των ροπών των
κόμβων αυτών.
Για την περίπτωση των μεταθετών πλαισίων ισχύει η παρακάτω εξίσωση:
2
π π
K A K B 36
β β 0 (5.32)
6 K A K B π
tan
β
Οι εξισώσεις (5.30) και (5.32) συντίθενται και έπειτα λύνονται από το ΟΣΚ με αριθμητική μέθοδο.
Θα πρέπει τέλος να γίνει και η εξής επισήμανση: Όπως ήδη τονίστηκε ο έλεγχος των υποστυλωμάτων
έναντι των φαινομένων β’ τάξης, θα πρέπει να γίνει στα δύο τοπικά επίπεδα της διατομής τους. Αυτό
σημαίνει ότι θα πρέπει να σχηματιστούν και να λυθούν οι εξισώσεις (5.30) και (5.32) δύο φορές: μία
φορά για κάμψη του υποστυλώματος μέσα στο τοπικό επίπεδο 1-2, και μία φορά για κάμψη του
υποστυλώματος μέσα στο τοπικό επίπεδο 1-3. Η διαδικασία αυτή εισάγει το πρόβλημα του
υπολογισμού των συντελεστών ΚΑ και ΚΒ για τα δύο επίπεδα κάμψης. Ωστόσο στην γενική περίπτωση,
τα πλαίσια στα οποία «συμμετέχει» ένα υποστύλωμα έχουν διευθύνσεις που δεν ταυτίζονται με τις
διευθύνσεις των δύο τοπικών επιπέδων της διατομής του. Επομένως θα πρέπει να γίνουν κάποιες
παραδοχές έτσι ώστε να μπορεί να γίνει εφαρμογή των σχέσεων (5.31α,β) στην γενική περίπτωση, και
όχι για μόνο για τις ιδεατές περιπτώσεις υποστυλωμάτων στα οποία συντρέχουν δοκοί σε δύο κάθετες
μεταξύ τους δευθύνσεις και μάλιστα οι διευθύνσεις αυτές συμπίπτουν με τους τοπικούς άξονες της
διατομής. Πρόκειται για ένα πρόβλημα ανάλογο με αυτό που παρουσιάστηκε για την περίπτωση
υπολογισμού των ικανοτικών ροπών κάμψης (βλ. παράγραφο 5.4.2.1.1. του παρόντος κειμένου).
Για την αντιμετώπιση του προβλήματος αυτού, το ΟΣΚ κάνει αναγκαστικά συγκεκριμένες παραδοχές
προκειμένου να εφαρμόσει την παραπάνω περιγραφόμενη διαδικασία στην γενική περίπτωση, κατά την
οποία ο λυγισμός των κατακορύφων στοιχείων δεν λαμβάνει χώρα εντός ενός από τα δυο κύρια
επίπεδα των στοιχείων. Επομένως γίνεται η βασική παραδοχή ότι υπάρχει αποσύζευξη της λειτουργίας
ενός υποστυλώματος στα δύο τοπικά επίπεδα κάμψης. Έτσι είναι δυνατή η εφαρμογή των σχέσεων
(5.31α,β) τροποποιημένων όμως κατάλληλα, έτσι ώστε να λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι οι
συντρέχουσες στην κεφαλή και στον πόδα του υπό εξέταση υποστυλώματος δοκοί δεν έχουν τις
διευθύνσεις των τοπικών αξόνων της διατομής του.
∆2
MY,3 EI
L
∆1 K A,3 A c
0.4
EI
θ1 A a uf L cos 2θi
b
θ2
2
θ4
∆3 θ3
3
∆4 EI
φ3 θ4 L
K B,3 B c
0.4
φ∆4= φ3 cosθ4 EI
B a uf L cos 2θi
b
M∆4 θ4 M∆4 cosθ4
∆1 EI
L
θ1 K A,2 A c
0.4
EI
MY,2 θ2 A auf L sin2θi
b
φ2 2
θ4
∆3 θ3
φ2
3 EI
∆4 θ4 L
φ∆4= φ2 sinθ4 K B,2 B c
0.4
EI
M∆4 θ4
B a uf L sin 2θi
b
M∆4 sinθ4
Σχήμα 5.11 ∆ιαδικασία υπολογισμού των συντελεστών KA, KB στην γενική περίπτωση ενός κόμβου χωρικού πλαισίου.
i I A (5.33)
Όπου Ι η ροπή αδράνειας της διατομής του υποστυλώματος η οποία εισάγεται στην παραπάνω
σχέση με την τιμή της που αντιστοιχεί στο επίπεδο κάμψης για το οποίο γίνεται ο έλεγχος
φαινομένων β’ τάξης. Α είναι η επιφάνεια της διατομής.
Υπολογισμός της λυγηρότητας του υποσστυλώματος:
λ L cr i (5.34)
Σύμφωνα με τον ΕΚΟΣ/2000 τέσσερεις είναι οι περιπτώσεις που μπορούν να προκύψουν από τον
έλεγχο της λυγηρότητας λ:
1. λ<max(25,15/vd) ∆εν απαιτείται έλεγχος λαμβάνοντας υπόψη τα φαινόμενα β’ τάξης.
2. max(25,15/vd)<λ<140 Απαιτείται έλεγχος με την βοήθεια της μεθόδου του προτύπου
υποστυλώματος που περιγράφεται στην παράγραφο 14.4.7.1 του κανονισμού.
3. λ>140 Απαιτείται έλεγχος με ακριβέστερες μεθόδους.
4. ∆εν επιτρέπονται τιμές λυγηρότητας μεγαλύτερες του 200.
Στις παραπάνω σχέσεις vd είναι η ανηγμένη αξονική δύναμη του βασικού συνδυασμού δράσεων
1.35G+1.50Q:
Επομένως:
ΟΤΑΝ λ<max(25,15/vd): Ο ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΩΝ ∆ΙΑΤΟΜΩΝ ΤΩΝ ΥΠΟΣΤΥΛΩΜΑΤΩΝ ΓΙΑ ΤΟΝ
ΣΥΝ∆ΥΑΣΜΟ 1.35G+1.50Q ΓΙΝΕΤΑΙ ΜΕ ΤΙΣ ΤΙΜΕΣ Nsd, Msd,2 και Msd,3 ΠΟΥ ΠΡΟΚΥΠΤΟΥΝ ΑΠΟ
ΤΗΝ ΑΝΑΛΥΣΗ ΜΕ ΤΗ ΘΕΩΡΙΑ Α’ ΤΑΞΗΣ.
ΟΤΑΝ max(25,15/vd)<λ<140 ΤΟΤΕ ΣΤΟΝ ΕΛΕΓΧΟ ΤΩΝ ∆ΙΑΤΟΜΩΝ ΤΩΝ ΥΠΟΣΤΥΛΩΜΑΤΩΝ,
ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΣΥΝΥΠΟΛΟΓΙΣΤΕΙ ΚΑΙ Η ΕΠΙΡΡΟΗ ΤΩΝ ΦΑΙΝΟΜΕΝΩΝ Β’ ΤΑΞΗΣ ΜΕΣΩ ΤΗΣ
ΕΠΑΥΞΗΣΗΣ ΤΩΝ ΚΑΜΠΤΙΚΩΝ ΡΟΠΩΝ ΣΧΕ∆ΙΑΣΜΟΥ ΛΟΓΩ ΤΩΝ ΠΡΟΣΘΕΤΩΝ ΡΟΠΩΝ ΠΟΥ
ΑΝΑΠΤΥΣΣΟΝΤΑΙ ΕΞΑΙΤΙΑΣ ΤΩΝ ΕΚΚΕΝΤΡΟΤΗΤΩΝ Β’ ΤΑΞΗΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΡΟΣΘΕΤΩΝ
ΕΚΚΕΝΤΡΟΤΗΤΩΝ ΕΞΑΙΤΙΑΣ ΤΩΝ ΑΤΕΛΕΙΩΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ.
Ο υπολογισμός της συνολικής εκκεντρότητας etot, γίνεται ως εξής:
1. Προσδιορισμός εκκεντροτήτων α’ τάξης e0. Για τις εκκεντρότητες αυτές ισχύει ως γνωστόν
Msd,2/Nsd (και αντίστοιχα Msd,3/Nsd). Επιπλέον οδηγίες δίνονται στην παράγραφο 14.4.4.
2. Προσδιορισμός των εκκεντροτήτων eα και e2.
(α) Πρόσθετη εκκεντρότητα ea από την παράγραφο 14.4.3 σύμφωνα με τη σχέση:
1 L cr
ea (5.36)
100 L 2
c
(β) Εκκεντρότητα e2 με μεθοδολογία που εξαρτάται από την τιμή της λυγηρότητας λ . Για την
δεδομένη περίπτωση όπου ισχύει λ<140, μπορεί να γίνει υπολογισμός με την βοήθεια της
μεθόδου του προτύπου υποστυλώματος, που περιγράφεται αναλυτικά στην παράγραφο
14.4.7.1 του Κανονισμού. Πρόκειται για μία μέθοδο η οποία στηρίζεται σε πολλές παραδοχές οι
οποίες κατά κανόνα δεν εκπληρώνονται στα συνήθη κτίρια. Ωστόσο εφόσον δεν είναι διαθέσιμες
πιο ακριβείς μέθοδοι θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί με πολύ όμως σκεπτικισμό.
Έτσι η συνολική τελική εκκεντρότητα etot με την οποία θα πρέπει να υπολογιστούν τα μεγέθη
σχεδιασμού μίας διατομής για την περίπτωση που επιβάλλεται να ληφθούν υπόψη τα φαινόμενα
β’ τάξης κατά τον έλεγχο για τον βασικό συνδυασμό δράσεων, είναι:
e tot e0 ea e 2 (5.37)
3. Προσδιορισμός των μεγεθών σχεδιασμού που λαμβάνουν υπόψη τα φαινόμενα β’ τάξης:
Σύμφωνα με το παρακάτω σχήμα:
y
e xtot = e x0 + e xa + e x2
e ytot = e y0 + e ya + e y2
Όταν λ>140 τότε θα πρέπει και πάλι να ληφθούν υπόψη τα φαινόμενα β’ τάξης, όμως για τον
υπολογισμό της εκκεντρότητας e2 δεν μπορεί να γίνει χρήση της μεθοδολογίας του προτύπου
υποστυλώματος. Απαιτείται σύμφωνα με τον Κανονισμό η εφαρμογή ακριβέστερων μεθόδων για τις
οποίες δεν κάνει κάποια ιδιαίτερη αναφορά.
Κλείνοντας το κεφάλαιο της περιγραφής των ελέγχων των φαινομένων β’ τάξης όπως το
αντιμετωπίζει το ΟΣΚ, θα πρέπει να σημειωθεί ότι:
Φιλοσοφία και πρόταση του ΟΣΚ – παρά το γεγονός ότι εφαρμόζει την
διαδικασία που περιγράφηκε πιο πάνω – είναι η αποφυγή προσφυγής σε
τέτοιες αμφιβόλου αξιοπιστίας προσεγγιστικές μεθόδους. Για το σκοπό αυτό,
προτείνεται η προσπάθεια εκπλήρωσης του κριτηρίου λ<max(25,15/vd) έτσι
ώστε να μην είναι αναγκαία η θεώρηση των επιρροών β’ τάξης. Κάτι τέτοιο
είναι εύκολα εφικτό σε κατασκευές Ο/Σ.
5.4.2.4 Έλεγχος επάρκειας της επιφάνειας σκυροδέματος (ΕΚΟΣ/2000, §18.4.2)
Σύμφωνα με την παράγραφο 18.4.2 του ΕΚΟΣ/2000, για να εξασφαλιστεί επαρκής πλαστιμότητα σε
υποστυλώματα Μ.Α.Α.Π. πρέπει η διατομή τους να έχει τέτοιο εμβαδόν, έτσι ώστε να πληρούται η
συνθήκη:
NSd v
vd 0.65 CR d (5.38)
A c fcd 0.65
για τους συνδυασμούς δράσεων με σεισμό (δηλαδή για όλες τις συνιστώσες του σεισμικού συνδυασμού
G+ψ2Q±E που δίνονται στην σχέση 5.24). Αν δεν ικανοποιείται η παραπάνω σχέση, απαιτείται
προφανώς αύξηση των διαστάσεων της διατομής.
Το ΟΣΚ εφαρμόζει την παραπάνω σχέση για υποστυλώματα Μ.Α.Α.Π., εισάγοντας ως αξονική
δύναμη NSd την μέγιστη κατ’ απόλυτη τιμή θλιπτική δύναμη από τις αξονικές δυνάμεις της
κεφαλής και του πόδα του υποστυλώματος που προκύπτουν από τη σχέση 5.24. Ο έλεγχος
εκτελείται από το πρόγραμμα, για τις αξονικές δυνάμεις που προκύπτουν και από τις τέσσερεις
αναλύσεις της ∆ΦΜ, ή τους τέσσερεις συνδυασμούς στατικών φορτίσεων της ΑΦΜ.
α αn α s (5.39)
(i) Ο συντελεστής αn εξαρτάται από την διάταξη του εγκάρσιου οπλισμού (δηλ. των συνδετήρων)
στην διατομή. Υπολογίζεται από την παρακάτω σχέση:
n
b i2
α n 1 (5.40)
i 1 6 A 0
Στην σχέση αυτή:
n είναι ο αριθμός «κορυφών» συνδετήρων ή «κόμβων» με εγκάρσιους συνδέσμους που συγκρατούν
διαμήκεις ράβδους.
bi είναι η απόσταση μεταξύ διαδοχικών «κορυφών» ή «κόμβων».
Αο το εμβαδόν της διατομής του περισφιγμένου σκυροδέματος.
(ii) Ο συντελεστής αs εξαρτάται από την απόσταση δύο διαδοχικών στρώσεων εγκάρσιου οπλισμού
περίσφιγξης και υπολογίζεται από τις παρακάτω σχέσεις:
2
s
α s 1 Για τετραγωνικές διατομές (5.41α)
2 b0
s s
α s 1 1 Για ορθογωνικές διατομές (5.41β)
2 b o 2 do
Όπου s’ είναι η καθαρή απόσταση μεταξύ δύο διαδοχικών στρώσεων συνδετήρων, και b0/d0 είναι οι
διαστάσεις του πυρήνα της διατομής (A0=b02 ή Α0=b0•d0).
Στην περίπτωση των υποστυλωμάτων με διατομή Γ, Τ, ή σταυροειδή, το ΟΣΚ υιοθετεί την ακόλουθη
διαδικασία: Γίνεται εφαρμογή της σχέσης (5.41α) με τιμή για το πλάτος b0 υπολογισμένη ως εξής:
1. Υπολογίζεται το εμβαδόν της επιφάνειας του περισφιγμένου σκυροδέματος Α0.
2. Θεωρώντας ότι στους υπολογισμούς μπορεί να ληφθεί υπόψη μία ιδεατή διατομή με κατά
προσέγγιση ομοιόμορφη περίσφιξη, θεωρείται μία ιδεατή ισοδύναμη τετραγωνική διατομή η
οποία έχει εμβαδόν επιφάνειας περισφιγμένου σκυροδέματος Α0 ίσο με αυτό της πραγματικής
διατομής. Άρα το b0 μπορεί μέσα στα πλαίσια της παραδοχής αυτής να υπολογιστει από την
παρακάτω σχέση:
bo A0 (5.42)
Όσον αφορά στις κυκλικές διατομές ισχύει η σχετική σχέση που δίνει ο ΕΚΟΣ/2000. Έτσι
συγκεντρωτικά οι χρησιμοποιούμενες σχέσεις για τον υπολογισμό του αs είναι:
(Β) Υπολογίζεται το ογκομετρικό ποσοστό του υπάρχοντος (τοποθετημένου) οπλισμού περίσφιξης από
τη σχέση:
A
α ω wd, απαιτ. 0.85 v d 0.35 c 0.15 0.035 (5.44)
A 0
με την προϋπόθεση ότι το ωwd, απαιτ. που θα προκύψει από την παραπάνω σχέση, δεν θα πρέπει να
είναι μικρότερο του 0.10, δηλ. ωwd, απαιτ0.10.
vd= το ανηγμένο αξονικό φορτίο όπως υπολογίζεται από τη σχέση (5.38) όπου ως αξονικό φορτίο
NSd λαμβάνεται στην συγκεκριμένη περίπτωση μέγιστη κατ’ απόλυτη τιμή θλιπτική δύναμη από τις
αξονικές δυνάμεις της κεφαλής και του πόδα του υποστυλώματος που προκύπτουν από τη σχέση
5.24.
Αc το εμβαδόν ολόκληρης της διατομής σκυροδέματος του υποστυλώματος.
Για να γίνει πιο σαφής η διαδικασία εκτέλεσης των υπολογισμών του ελέγχου περίσφιγξης από το ΟΣΚ
παρατείθεται το παρακάτω παράδειγμα που αφορά ένα υποστύλωμα ορθογωνικής διατομής. Η
ιδιαιτερότητα του παραδείγματος έγκειται κυρίως στο γεγονός ότι το υποστύλωμα είναι σκοπίμως
περισφιγμένο με ελλιπή οπλισμό περίσφιξης, όπως θα αναλυθεί παρακάτω.
∆Ε∆ΟΜΕΝΑ
Σκυρόδεμα C16/20: fck=16MPa
ΑΝΑΛΥΣΗ ∆Ε∆ΟΜΕΝΩΝ
Η διάταξη του εγκάρσιου οπλισμού του παραπάνω σχήματος δεν είναι σωστή, διότι θα έπρεπε να
συγκρατούνται είτε με εγκάρσιους συνδέσμους, είτε με γωνίες συνδετήρων και οι διαμήκεις ράβδοι που
βρίσκονται στα μέσα των πλευρών. Έτσι η σωστή διάταξη θα έπρεπε να είναι η εξής:
Ωστόσο, οι περαιτέρω υπολογισμοί θα γίνουν με την αρχική-λάθος διάταξη για να φανεί η σκοπιμότητα
της συγκράτησης με συνδετήρες όλων των περιμετρικών ράβδων της συγκεκριμένης διατομής.
ΕΛΕΓΧΟΣ
1. Υπολογισμός του μηχανικού ογκομετρικού ποσοστού του ολισμού περίσφιξης
Ο υπολογισμός του ωwd γίνεται μέσω της παρακάτω σχέσης:
f yd f yd f yd
ω wd, τοπ. ρ x ρ y 2 min ρ x ,ρ y ρ τοπ
fcd fcd fcd
Για τον υπολογισμό αυτό θα πρέπει να είναι γνωστά τα ποσοστά των συνδετήρων ρx και ρy στις
διευθύνσεις των δυο τοπικών αξόνων της διατομής του υποστυλώματος.
Φ w =0.01 β
c=0.03
α α d
Φ w =0.01
c=0.03
β
b
ρ τοπ 2 min ρ x ,ρ y 2 min 4.62 10 3 ,3.57 10 3 2 3.57 10 3 7.14 10 3
f yd 347.826
ω wd,τοπ ρ τοπ 7.14 10 3 0.2328
fcd 10.66667
Nsd 795.356
vd 0.3728
A c fcd 0.2 10.6667 10 3
Ο συντελεστής α είναι ο συντελεστής αποδοτικότητας της περίσφιξης και υπολογίζεται από τη σχέση
(5.39). Το αn υπολογίζεται από την σχέση (5.40) και για τη διατομή που μελετάται, προσδιορίζεται με τη
βοήθεια του παρακάτω σχήματος:
b3
i=4 i=3
b4 b2
i=1 b1 i=2
Θα πρέπει στο σημείο αυτό να διευκρινιστεί ότι οι αποστάσεις bi είναι οι αποστάσεις των διαμήκων
ράβδων που αντιστηρίζονται είτε από γωνίες συνδετήρων είτε από εγκάρσιους συνδέσμους (άγκιστρα).
Επομένως στο παραδειγμά της διατομής που μελετάται τα bi ορίζονται όπως φαίνεται στο παραπάνω
σχήμα, ΚΑΙ ∆ΕΝ είναι οι αποστάσεις μεταξύ των ράβδων. Αυτό θα ίσχυε αν είχαμε μία από τις
παρακάτω διατάξεις:
1 4 2
α n 1
b i 1
1
2 0.34 2 0.44 0.311
2 2
6 A0 i 1 6 0.1496
Για τον υπολογισμό του αs ισχύει η σχέση (5.41β):
s s 0.1 0.1
α s 1 1 1 1 0.756016
2 bo 2 do 2 0.44 2 0.34
0.2
0.23512 ωwd,απαιτ. 0.85 0.3728 0.35 0.15 0.035 0.23512 ωwd,απαιτ. 0.1608
0.1496
ωwd,απαιτ. 0.6839 0.1
Το τοποθετούμενο ογκομετρικό ποσοστό συνδετήρων περίσφιγξης είναι ωwd,τοπ =0.2328. Προφανώς
έχουμε ανεπάρκεια.
M Sd
αs (5.45)
VSd h
Στην παραπάνω σχέση, η τέμνουσα και η ροπή θα πρέπει να προέρχονται από τον δυσμενέστερο
συνδυασμό δράσεων G+ψ2•QE. Ο έλεγχος γίνεται στην διατομή του άκρου όπου εμφανίζεται η μέγιστη
τιμή της ροπής MSd. Επίσης, όπου h είναι η διάσταση της διατομής που είναι παράλληλη προς την
διεύθυνση της τέμνουσας. Η σχέση (5.45) ελέγχεται για την καμπτική λειτουργία του υποστυλώματος
μέσα στα τοπικά επίπεδα 1-2 και 1-3 της διατομής του.
Αν αs<2.5 τότε το υποστύλωμα χαρακτηρίζεται ως «κοντό».
Αν αs>2.5 τότε το υποστύλωμα χαρακτηρίζεται ως κανονικό.
Ο έλεγχος αυτός αφορά μόνον υποστυλώματα τα οποία είναι στοιχεία Μ.Α.Α.Π.
Σε υποστυλώματα τα οποία ο έλεγχος με την σχέση (5.45) υπέδειξε ότι είναι κοντά σε κάποιο από τα
δύο (ή και τα δύο) τοπικά επίπεδα κάμψης, εκτελούνται επιπλέον έλεγχοι προκειμένου να διερευνηθεί η
ανάγκη για την λήψη ειδικών μέτρων όπλισης.
Σύμφωνα με την παράγραφο 18.4.9.1 του ΕΚΟΣ/2000, ∆ΕΝ απαιτείται η λήψη ειδικών μέτρων για τα
υποστυλώματα τα οποία σύμφωνα με την σχέση (5.45) χαρακτηρίζονται ως κοντά εάν πληρούται μία εκ
των δύο παρακάτω προϋποθέσεων:
(α) Εφόσον το υποστύλωμα έχει ελεγχθεί με ικανοτικούς ελέγχους κόμβων στα δύο άκρα του σύμφωνα
με την παράγραφο 4.1.4.1 του ΕΑΚ/2000 (πρόκειται για τον έλεγχο αποφυγής σχηματισμού
μηχανισμού ορόφου ο οποίος εκτελείται από το ΟΣΚ με διαδικασία που περιγράφεται στην
παράγραφο 5.4.2.1.1.).
(β) Όταν και για τα δύο άκρα του υποστυλώματος, ισχύει η παρακάτω σχέση:
q
MV MEd MRd (5.46)
1.5
Στην παραπάνω σχέση:
ΜV=MG+ψ2Q=το «κομμάτι» της ροπής σχεδιασμού που αντιστοιχεί στα κατακόρυφα φορτία.
ΜEd= το «κομμάτι» της ροπής σχεδιασμού που αντιστοιχεί στα σεισμικά φορτία.
Επομένως η ροπή σχεδιασμού είναι: MSd=MV+MEd
MRd= η ροπή αντοχής σχεδιασμού της ελεγχόμενης διατομής - με βάση φυσικά τον τελικό διαμήκη
οπλισμό της – για αξονική δύναμη ΝSd που αντιστοιχεί στο σεισμικό συνδυασμό από τον οποίο
προκύπτουν και οι ροπές MV και ΜEd.
Σύμφωνα με τα σχόλια της παραγράφου 18.4.9.1 η προϋπόθεση (α) δεν μπορεί να τηρηθεί πάντα
αξιόπιστα καθώς η πιθανή ύπαρξη ισχυρών διαζωμάτων αυξάνει πολύ την αντοχή των δοκών. Για τον
λόγο αυτό πιο αξιόπιστη θεωρείται η εκπλήρωση της συνθήκης (β). Επιπλέον, από τη μελέτη της
σχέσης (5.46) προκύπτει ότι όταν για την ανάλυση χρησιμοποιηθεί τιμή για τον συντελεστή
συμπεριφοράς q<1.5, τότε δεν υφίσταται ανάγκη για την λήψη ειδικών μέτρων για τα υποστυλώματα τα
οποία με βάση τη σχέση (5.45) χαρακτηρίζονται ως κοντά.
Εφόσον για κάποιο κοντό υποστύλωμα δεν πληρούται καμμία από τις δύο παραπάνω προϋποθέσεις,
τότε σύμφωνα με την παράγραφο 18.4.9.2 απαιτείται η λήψη των παρακάτω ειδικών μέτρων. Θα πρέπει
όμως πρώτα να γίνει αναφορά στην διάκριση που γίνεται από τον κανονισμό μεταξύ των «φύσει» και
«θέσει» κοντών υποστυλωμάτων. Τα πρώτα είναι αυτά τα οποία είναι εκ της κατασκευής τους κοντά,
ενώ τα δεύτερα μετατρέπονται σε κοντά από την κατασκευή τοίχων το ύψος των οποίων δεν φτάνει ως
την κάτω παρειά της υπερκείμενης δοκού (βλ. σχήμα 5.12).
«ΦΥΣΕΙ» ΚΟΝΤΑ ΥΠΟΣΤΥΛΩΜΑΤΑ
1. Όλο το μήκος ενός κοντού υποστυλώματος είναι κρίσιμο. Αυτό σημαίνει ότι οι απαιτήσεις περίσφιξης
είναι ίδιες σε όλο το μήκος. Επομένως οι συνδετήρες πρέπει να είναι συνεχώς πυκνοί.
2. Η μέγιστη ανεκτή τιμή για την ανηγμένη αξονική δύναμη vd είναι ίση με 0.40 (έναντι της τιμής 0.65 για
τα κοινά υποστυλώματα) για τον σεισμικό συνδυασμό δράσεων (βλ. παράγραφο 5.4.2.4.).
3. Για τον υπολογισμό των διατμητικών αντοχών VRd2 και VRd3 είναι δυνατή η χρήση των εξισώσεων
που ισχύουν και για τα κανονικά υποστυλώματα. Θα πρέπει όμως οι αντίστοιχες εξισώσεις να
πολλαπλασιάζονται με τον μειωτικό συντελεστή γRd=0.80 ενώ οι μερικοί συντελεστές ασφαλείας θα
μπορούσαν να παραμείνουν ίσοι με τις συνηθισμένες τιμές τους.
4. Αν η τιμή του αs που υπολογίζεται από την σχέση (5.45) είναι μικρότερη του 1.50, τότε θα πρέπει
πέραν του διαμήκους και του εγκάρσιου οπλισμού, να τοποθετείται και δισδιαγώνιος οπλισμός. Για
πρακτικούς λόγους ο δισδιαγώνιος οπλισμός θα πρέπει να έχει εμβαδόν Asd περίπου ίσο με το 30%
του συνολικού διαμήκους οπλισμού. Ο οπλισμός αυτός θα πρέπει να συνυπολογισθεί στον διαμήκη
οπλισμό κατά το τμήμα της προβολής του στη διεύθυνση του διαμήκους οπλισμού. ∆ηλαδή το
μέγεθος που προκύπτει από τον πολλαπλασιασμό της επιφάνειας του διαγώνιου οπλισμού με το
ημίτονο της γωνίας του συγκεκριμένου οπλισμού με το οριζόντιο επίπεδο θα μπορεί να θεωρηθεί ότι
συμβάλλει στον διαμήκη οπλισμό του υποστυλώματος ∆ηλαδή:
A sd sinφ Α s
5. Επίσης, εφόσον τοποθετηθεί δισδιαγώνιος οπλισμός είναι δυνατή η μείωση της τέμνουσας που
καλούνται να παραλάβουν οι συνδετήρες, κατά την συμβολή του δισδιαγώνιου οπλισμού η οποία
εκτιμάται με βάση την παρακάτω σχέση:
Vd γ Rd fsd A sd cosφ (5.47)
Όπου γRd=0.80
fsd=η αντοχή σχεδιασμού του χάλυβα από τον οποίο αποτελείται ο δισδιαγώνιος οπλισμός
Asd= η συνολική επιφάνεια του δισδιαγώνιου οπλισμού
φ= η γωνία του δισδιαγώνιου οπλισμού ως προς το οριζόντιο επίπεδο
1. Για την ανάλυση αυτών των υποστυλωμάτων θα πρέπει να τοποθετούνται απολύτως στερεοί
βραχίονες με ύψος ίσο με το ύψος στο οποίο φτάνει ο τοίχος ο οποίος καθιστά το υποστύλωμα
κοντό. Όπως έχει ήδη παρουσιαστεί και στο εγχειρίδιο θεωρητικής τεκμηρίωσης του ΡΑΦ
(παράγραφος 5.3), υπάρχει η δυνατότητα τοποθέτησης αξονικών στερεών βραχιόνων με
διαφορετικά μήκη λειτουργίας στις διευθύνσεις των τοπικών αξόνων της διατομής των
υποστυλωμάτων. Με την αξιοποίηση αυτής της δυνατότητας μπορεί να εισαχθεί στην διεύθυνση στην
οποία υπάρχει τοιχοποιία μέχρι το ύψος στο οποίο αυτή φτάνει, ένας στερεός βραχίονας ο οποίος
μπορεί να λειτουργεί μόνον στην συγκεκριμένη διεύθυνση. Έτσι π.χ. για το υποστύλωμα το οποίο
παρουσιάζεται στο παρακάτω σχήμα, εφόσον υπάρχει μόνον τοιχοποιία παράλληλη με τον τοπικό
άξονα 3 της διατομής του, το ΡΑΦ δίνει τη δυνατότητα στο χρήστη να δηλώσει το ύψος της
τοιχοποιίας αυτής και έτσι τοποθετείται αυτόματα στο προσομοίωμα στερεός βραχίονας ίσου ύψους
ο οποίος ενεργοποιείται μόνον όταν το υποστύλωμα κάμπτεται εντός του τοπικού επιπέδου 1-3.
e 12_1-3 h∆
2
3
L 1-3
1
H
3
e 12_1-3 HT
e 12_1-3 = H T 4
e 12_1-2 = 0
Σχήμα 5.12 Αυτόματη τοποθέτηση αξονικών στερεών βραχιόνων σε υποστυλώματα, για την προσομοίωση της
λειτουργίας «θέσει» κοντού υποστυλώματος.
Αυτή η δυνατότητα του ΡΑΦ υλοποιεί πλήρως τα γραφόμενα στο εδάφιο 18.4.9.2.7α του ΕΚΟΣ/2000
2. Ισχύουν όλες οι ειδικές διατάξεις 1 έως 5 που εκτέθηκαν προηγουμένως για τα «φύσει» κοντά
υποστυλώματα, θεωρώντας ως μήκος κοντού υποστυλώματος L=H-HT. Τα μήκη Η, ΗΤ ορίζονται με
τη βοήθεια του παραπάνω σχήματος 5.12.
3. Ο διαμήκης και ο εγκάρσιος οπλισμός που προκύπτουν από την θεώρηση του κοντού
υποστυλώματος μήκους L=H-HT, θα πρέπει να διατηρούνται σταθεροί σε όλο το πραγματικό του
μήκος Η, το οποίο ταυτίζεται με το μήκος ευκάμπτου τμήματος χωρίς την ύπαρξη της τοιχοποιίας.
Μία πολύ σημαντική παρατήρηση του ΕΚΟΣ/2000 η οποία αφορά κτίρια που έχουν είτε «φύσει» είτε
«θέσει» κοντά υποστυλώματα είναι η ακόλουθη που δίνεται στο εδάφιο 18.4.9.2(8):
q max1.5,αs 1 q (5.48)
Όπου αs ο λόγος διάτμησης των κοντών υποστυλωμάτων.
q=ο δείκτης συμπεριφοράς του δομήματος όταν ∆ΕΝ έχει κοντά υποστυλώματα, και ο οποίος
λαμβάνεται από τον πίνακα 2.6 του ΕΑΚ/2000.
Το ΟΣΚ εφαρμόζει τις παραπάνω διατάξεις του ΕΚΟΣ/2000 ως εξής:
Υπολογίζει τον λόγο αs για όλα τα υποστυλώματα του κτιρίου ξεχωριστά για κάθε ένα από τα
δύο τοπικά επίπεδα της διατομής του με τη διαδικασία του παρακάτω σχήματος:
M ΑΝΩ M 2ΑΝΩ
3 ΑΝΩ
V3
ΑΝΩ
2 3
V2
3 2
1 1
2 3
1 1
b h
4 4
M ΚΑΤΩ
3 M ΚΑΤΩ
2
ΚΑΤΩ
V2 ΚΑΤΩ
V3
2 3
3 2
α s2 E
max M3,ΑΝΩ ΚΑΤΩ
G ψ2Q E , M3,G ψ2Q E α s3 E
max M2,ΑΝΩ ΚΑΤΩ
G ψ2Q E , M 2,G ψ2Q E
b V2,ΑΝΩ
G ψ2Q E V2,G ψ2Q E
ΚΑΤΩ
G ψ2Q E V3,G ψ2Q E
h V3,ΑΝΩ ΚΑΤΩ
α s2 E
max M3,ΑΝΩ ΚΑΤΩ
G ψ2Q E , M3,G ψ2Q E α s3 E
max M2,ΑΝΩ ΚΑΤΩ
G ψ2Q E , M2,G ψ2Q E
b V ΑΝΩ
2,G ψ2Q E V ΚΑΤΩ
2,G ψ2Q E h V3,ΑΝΩ
G ψ2Q E V3,G ψ2Q E
ΚΑΤΩ
α s2 max α s2 E , α s2 E α s3 max α s3 E , α s3 E
Σχήμα 5.13 Ο υπολογισμός του λόγου αs των υποστυλωμάτων από το ΟΣΚ
Μετά τον υπολογισμό του αs στα δύο τοπικά επίπεδα κάμψης, και σε συνδυασμό με την
πληροφορία που εισάγει ο χρήστης για το αν το υποστύλωμα είναι σε κάποιο (ή και στις δύο)
q 3
MV MEd MRd 2
1.5 3 2
τότε το πρόγραμμα θεωρεί ότι πρέπει να ληφθούν ειδικά μέτρα σύμφωνα με την παράγραφο
18.4.9.2 του ΕΚΟΣ/2000.
Εφόσον από τον παραπάνω έλεγχο προκύψει η απαίτηση για λήψη ειδικών μέτρων, το ΟΣΚ
κάνει όλες τις τροποποιήσεις στους σχετικούς ελέγχους όπου αυτές απαιτούνται.
Ειδικά για το θέμα της μείωσης του συντελεστή συμπεριφοράς q λόγω της ύπαρξης κοντών
υποστυλωμάτων σε κάποιο κτίριο, θα πρέπει να σημειωθεί ότι κατά τον έλεγχο από το ΟΣΚ ενός
υποστυλώματος το οποίο τελικά προκύπτει κοντό, υπολογίζεται από τη σχέση (5.48) η
απαιτούμενη τιμή του q όπως προκύπτει από τον έλεγχο του υποστυλώματος αυτού, ως εξής:
∆εν θα πρέπει όμως να λησμονείται το γεγονός ότι τόσο τα ειδικά μέτρα για τα κοντά υποστυλώματα,
όσο και η απαίτηση για την μείωση του συντελεστή συμπεριφοράς q (από τη σχέση (5.48)) είναι
απαραίτητα μόνον όταν δεν εκπληρώνεται η σχέση (5.46). Η εκπλήρωση της συγκεκριμένης σχέσης
απαλλάσει από όλες τις απαιτήσεις λήψης ειδικών μέτρων που παρουσιάστηκαν παραπάνω. Η
εκπλήρωση όμως της σχέσης (5.46) απαιτεί απλώς την προσθήκη κάποιου επιπλέον ποσοστού
διαμήκους οπλισμού. Η προσθήκη επιπλέον διαμήκους οπλισμού είναι σαφώς πιο επιθυμητή και
εύκολα υλοποιήσιμη από την πιθανή απαίτηση για προσθήκη δισδιαγώνιου οπλισμού. Για το λόγο
αυτό, πρόταση του προγράμματος είναι η επιδίωξη για εκπλήρωση της (5.46) με ενδεχόμενη αύξηση
του διαμήκους οπλισμού όταν προκύψει ότι αυτή δεν εκπληρώνεται. ∆ηλαδή προτείνεται ως κριτήριο
για την εκπλήρωση του ελέγχου κοντού υποστυλώματος, η ένδειξη ότι δεν απαιτούνται ειδικά μέτρα
για κάθε ελεγχόμενο υποστύλωμα «φύσει» ή «θέσει» κοντό.
ΣΕΙΣΜΙΚΟΣ ΣΥΝ∆ΥΑΣΜΟΣ
ΜΗ ΣΕΙΣΜΙΚΟΣ
ΣΥΝ∆ΥΑΣΜΟΣ ΜΕ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΧΩΡΙΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ
ΠΛΑΣΤΙΜΟΤΗΤΑΣ ΠΛΑΣΤΙΜΟΤΗΤΑΣ
ΕΛΕΓΧΟΣ ΚΑΜΨΗΣ
ΕΛΕΓΧΟΣ ∆ΙΑΤΜΗΣΗΣ
ΛΥΓΗΡΟΤΗΤΑ (φαινόμενα β' τάξης) Χ Χ
Όπως στην περίπτωση των υποστυλωμάτων και των δοκών, οι απαιτήσεις των κανονισμών
δημιουργούν την ανάγκη για τον σχηματισμό τριών ομάδων ελέγχων οι οποίες αφορούν τον
βασικό συνδυασμό δράσεων, τον σεισμικό συνδυασμό δράσων Μ.Α.Α.Π., και τον σεισμικό
συνδυασμό δράσεων Χ.Α.Α.Π.. Το ΟΣΚ ακολουθεί την συγκεκριμένη ομαδοποίηση των ελέγχων.
διαδικασία υπολογισμού όπως θα παρουσιαστεί παρακάτω στην παρούσα παράγραφο ειδικά για τις
ροπές.
Σύμφωνα με το εδάφιο Β.1.4[1] του ΕΑΚ/2000 η τελική απαίτηση όσων δομικών στοιχείων
χαρακτηρίζονται ως τοιχώματα και σχεδιάζονται ικανοτικά, είναι να αναπτύξουν κατά την μετελαστική
τους απόκριση μόνον μία πλαστική άρθρωση στη βάση τους. Η συγκεκριμένη αυτή δυνατότητα είναι
εφικτή μόνον σε περιπτώσεις κατά τις οποίες το δομικό στοιχείο το οποίο χαρακτηρίζεται ως τοίχωμα
έχει διάγραμμα ροπών το οποίο προσεγγίζει το διάγραμμα ροπών καμπτικού προβόλου με πλήρη ή
μερική πάκτωση στη βάση του. Το ΟΣΚ ακολουθώντας τις οδηγίες του εδαφίου (iv) των σχολίων της
παραγράφου Β.1.4[1] του παραρτήματος Β του ΕΑΚ/2000 έχει ενσωματωμένες στη βιβλιοθήκη του
διατομές τοιχωμάτων οι διαμήκεις διαστάσεις των οποίων δεν είναι μικρότερες από 1.5m. Προτείνεται
δε, για την πλήρη ικανοποίηση των απαιτήσεων του κανονισμού, να μην τοποθετούνται δομικά στοιχεία
χαρακτηρισμένα ως τοιχώματα με μήκος πλευράς μικρότερης των 2m σε κτίρια με περισσότερους των
τεσσάρων ορόφους. Πάντως σε κάθε περίπτωση επαφίεται στην κρίση του μελετητή να αποφασίσει την
επιλογή του απαραίτητου μήκους της διατομής που θα πρέπει να έχουν τα στοιχεία τα οποία εισάγει σε
μία κάτοψη ως τοιχώματα, αρκεί να ικανοποιούνται οι ελάχιστες απαιτήσεις που παρουσιάστηκαν πιο
πάνω.
Έτσι, για να εξασφαλιστεί ότι η μετελαστική συμπεριφορά ενός τοιχώματος θα χαρακτηρίζεται από τον
σχηματισμό μίας και μόνο πλαστικής άρθρωσης στη βάση του1 (όπου αναπτύσσεται και η μέγιστη
τιμή της καμπτικής ροπής), ο ΕΑΚ/2000 συστήνει την διενέργεια του ελέγχου σε κάμψη κάθε διατομής
με βάση τις ροπές ικανοτικού σχεδιασμού που υπολογίζονται από την παρακάτω σχέση (σχέση Β.6α):
M CD, w α CD M E, w (5.49)
γ MR,w0
α CD Rd q (5.50)
ME,w0
γRd ο συντελεστής υπεραντοχής που έχει την τιμή 1.30.
MR,w0 η υπολογιστική αντοχή σε κάμψη με ορθή δύναμη της κρίσιμης διατομής στο σημείο της
πάκτωσης του τοιχώματος. Η αντοχή αυτή υπολογίζεται με βάση τις διαστάσεις της διατομής και
τον οπλισμό της ο οποίος υπολογίζεται από την δυσμενέστερη από τις συνιστώσες του σεισμικού
συνδυασμού G+0.3Q±E (βλ. σχέση 5.24).
ΜΕ,w0 είναι η ροπή λόγω της σεισμικής δράσης (Ε) στο σημείο της πάκτωσης του τοιχώματος.
Οι ικανοτικές ροπές σχεδιασμού πρέπει να πληρούν την παρακάτω διπλή ανισότητα (Σχέση Β.6.β):
1
Το σημείο αυτό ή ορθότερα η κρίσιμη περιοχή ορίζεται από τον ΕΚΟΣ/2000 στην παράγραφο (18.5.2). Η κρίσιμη
περιοχή του τοιχώματος ξεκινά από την θέση πάκτωσης του (που μπορεί να είναι η στάθμη θεμελίωσης, ή το
σημείο σύνδεσης με πρακτικά απαραμόρφωτο υπόγειο). Το εύρος της περιοχής αυτής είναι ίσο με την μέγιστη από
τις τιμές του μήκους του τοιχώματος Lw και του ενός έκτου του συνολικού ύψους τους. Πάντως σε κάθε περίπτωση
το κρίσιμο ύψος θα πρέπει να είναι ίσο με το ύψος του ισογείου.
Η παραπάνω σχέση δηλώνει ότι τίθενται συγκεκριμένα όρια στις τιμές των ροπών ικανοτικού
σχεδιασμού. Έτσι με βάση τις σχέσεις (5.49), (5.50) και (5.51) σχηματίζεται η περιβάλλουσα των ροπών
με τις οποίες σύμφωνα με τον ΕΑΚ/2000 θα πρέπει να γίνει ο καμπτικός ικανοτικός έλεγχος των
τοιχωμάτων. Στο σημείο αυτό όμως θα πρέπει να υπενθυμιστεί ότι τα τοιχώματα ελέγχονται σε διαξονική
κάμψη με ορθή δύναμη. Οι ροπές ικανοτικού σχεδιασμού που υπολογίζονται με βάση τις παραπάνω
σχέσεις, είναι ροπές με διάνυσμα εντός επιπέδου το οποίο είναι κάθετο στην μεγάλη διάσταση της
διατομής του τοιχώματος. Με άλλα λόγια, όταν απαιτείται ικανοτικός έλεγχος των τοιχωμάτων οι ροπές
ικανοτικού σχεδιασμού αντικαθιστούν στον έλεγχο τις ροπές που προκύπτουν από την ανάλυση και
έχουν διάνυσμα κάθετο στην ισχυρή διάσταση τους. Τα παραπάνω γίνονται σαφή στο σχήμα που
ακολουθεί. Θα πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι σύμφωνα με το εδάφιο 4.1.4.2α[3] του ΕΑΚ/2000 δεν
απαιτείται ικανοτικός έλεγχος των τοιχωμάτων στην ασθενή τους διεύθυνση εφόσον στην διεύθυνση
αυτή η πλαισιακή λειτουργία του κτιρίου εξασφαλίζεται από άλλα κατακόρυφα στοιχεία.
Lw
bw N 3
Μ3,G+ψ2Q+E
Μ2,G+ψ2Q+E Μ2,CD
2
Σχήμα 5.14 Ορισμός ισχυρής διεύθυνσης τοιχωμάτων στο ΟΣΚ
Τονίζεται επίσης ότι ως ισχυρή διεύθυνση των τοιχωμάτων το ΟΣΚ θεωρεί πάντα τη διεύθυνση
του τοπικού άξονα 3.
Το ΟΣΚ υπολογίζει τα μεγέθη ικανοτικού σχεδιασμού κάμψης σύμφωνα με την διαδικασία που
παρουσιάζεται στο παρακάτω σχήμα:
N Τριάδες ικανοτικού
Μεγέθη
Σεισμού σχεδιασμου στην
(d) E διατομή j
N,(-E) - N,Μ2
(d)
(d)
M3,(-E) - ME3,M2 N,(-E)
(d)
(d)
M2,(-E) - exM 2
Ε
M3,(-E)
j (d) E ≤M CD,w = α cd ( ≤ exMΕ2 ) -MCD,w
N,(+E) + N,Μ2
(d)
M3,(+E) +ME3,M2 M R,w0 /3 < ≤M CD,w < M R,w0 (d)
N,(+E)
2 (d)
M2,(+E) + exM 2
Ε
(d)
M3,(+E)
Μεγέθη +MCD,w
Σεισμικού
Συνδυασμού (βλ. Σχέση 5.24)
1
hcr M E,w0
(p)
M R,w0 M R,w0 α (p)
cd
α cd =γRd α cd = max {α (p)
cd ,α cd }
(m)
0 M E,w0 M E,w0 α (m)
cd
(m) Lw
M R,w0
M E,w0 = ≤ exM
E bw N Μ3
2 3
(p)
Μ2
G Q E
M R,w0 = M R,w0 ( Np =N + ψ2 N + N, M2 ) 2
(m)
(βλ. σχέση 5.24)
G Q E
M R,w0 = M R,w0 ( Nm =N + ψ2 N - N, M2 )
Σχήμα 5.15 Υπολογισμός των μεγεθών ικανοτικού σχεδιασμού σε κάμψη τοιχωμάτων από το ΟΣΚ
Απο το παραπάνω σχήμα εξάγεται το συμπερασμα ότι ο έλεγχος σε διαξονική κάμψη με ορθή
δύναμη μίας διατομής τοιχώματος κατά τον ικανοτικό σχεδιασμό, πραγματοποιείται από το ΟΣΚ
με δύο τριάδες μεγεθών έντασης. Οι τριάδες αυτές προκύπτουν από τις τριάδες του σεισμικού
συνδυασμού G+ψ2Q±E (πιο συγκεκριμένα από τις τριάδες Σ2d και Σ5d του σχήματος 5.24 που
αντιστοιχούν στην πιθανή ακραία τιμή της ροπής Μ2 λόγω σεισμού δηλ. της ±exM2) στις οποίες η
ροπή Μ2,G+ψ2Q±E της διατομής, αντικαθίσταται από την αντίστοιχη ροπή ικανοτικού σχεδιασμού.
Έτσι ο ικανοτικός έλεγχος σε κάμψη εκτελείται με ικανοτικές ροπές Μ2,CD οι οποίες έχουν και τις
δύο φορές του τοπικού άξονα 2 της διατομής.
Έτσι ανακεφαλαιώνοντας την παρουσίαση του ελέγχου σε κάμψη για τα τοιχώματα Μ.Α.Α.Π. από
το ΟΣΚ, θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο έλεγχος αυτός γίνεται τόσο για τα μεγέθη του σεισμικού
συνδυασμού δράσεων που προκύπτουν από την ανάλυση (δηλ. για τα μεγέθη σχεδιασμού που
έχουν τη μορφή των μεγεθών σχεδιασμού της σχέσης 5.24), όσο και για τις δύο τριάδες του
ικανοτικού συνδυασμού δράσεων που παρουσιάζονται στο σχήμα 5.15. Ως τελικά εξαγόμενα
όλων αυτών των ελέγχων τυπώνονται κατά την βασική φιλοσοφία του ΟΣΚ οι σχετικοί λόγοι
εξάντλησης.
Lw
α' α'
bw V3 3
2
Σχήμα 5.16 Βασικές παραδοχές ελέγχου τοιχωμάτων σε διάτμηση από το ΟΣΚ
Κατά τα άλλα, ο έλεγχος των τοιχωμάτων σε διάτμηση για την τέμνουσα V3, και λαμβάνοντας υπόψη την
λωρίδα διάτμησης του παραπάνω σχήματος εκτελείται από το ΟΣΚ σε γενικές γραμμές όπως και για τα
υποστυλώματα. Υπάρχουν όμως και διαφορές οι οποίες έγκεινται κατά πρώτο λόγο στον διαφορετικό
τρόπο με τον οποίο ορίζονται τα κρίσιμα μήκη ενός τοιχώματος, κατά δεύτερο λόγο στον τρόπο
υπολογισμού των τεμνουσών ικανοτικού σχεδιασμού, και τέλος στον τρόπο υπολογισμού της τέμνουσας
που μπορεί να παραλάβει ο οπλισμός διάτμησης τους.
Όσον αφορά τον ορισμό του κρίσιμου μήκους ενός τοιχώματος θα πρέπει να σημειωθεί, ότι σε ένα
τοίχωμα ορίζεται μόνον μία κρίσιμη περιοχή στη βάση του (βλ. παράγραφο 18.5.2 του ΕΚΟΣ/2000, και
σχήμα 5.15 του παρόντος εγχειριδίου), και όχι κρίσιμες ζώνες στην κεφαλή και στον πόδα του σε κάθε
όροφο όπως γίνεται για τα υποστυλώματα. Το κρίσιμο αυτό μήκος ορίζεται μόνον σε τοιχώματα
Μ.Α.Α.Π. και υπολογίζεται από την παρακάτω σχέση (βλ. παράγραφο 18.5.2 του ΕΚΟΣ/2000):
Όπου:
Lw το μήκος του τοιχώματος,
Ηw το συνολικό ύψος του τοιχώματος από την βάση του έως την κορυφή του.
Κατά κανόνα πάντως, ο οπλισμός του κρίσιμου μήκους εκτείνεται σε όλο το ύψος ενός ορόφου, ακόμα
και αν από την εφαρμογή της σχέσης (5.52) προκύψει ότι κρίσιμο μήκος του τοιχώματος περατούται σε
κάποιο σημείο του συγκεκριμένου ορόφου. Επομένως καθόλο το ύψος του κάθε ορόφου ένα
τοίχωμα θα θεωρείται είτε ότι βρίσκεται εντός της κρίσιμης ζώνης είτε όχι. Έτσι όταν γίνεται
έλεγχος έναντι διάτμησης ενός τοιχώματος σε κάποιο συγκεκριμένο όροφο, δεν τίθεται θέμα ελέγχου
οπλισμού διάτμησης σε κρίσιμα ή μη κρίσιμα μήκη. Και αυτό διότι όλο το μήκος ενός τοιχώματος σε
κάθε όροφο είναι είτε κρίσιμο είτε μη κρίσιμο.
Όσον αφορά τις υπόλοιπες διαφορές του ελέγχου διάτμησης των τοιχωμάτων, αυτές θα παρουσιαστούν
στις παραγράφους που ακολουθούν.
Όπου:
Ο συντελεστής αcd (συντελεστής ικανοτικής μεγέθυνσης) δίνεται από την σχέση (Β.4β) και είναι αυτός
που χρησιμοποιήθηκε και κατά τον υπολογισμό των ροπών σχεδιασμού (βλ. σχέση (5.50)). Ο τρόπος
υπολογισμού του, δίνεται αναλυτικά στο σχήμα 5.15.
VE,w0 είναι η μέγιστη τέμνουσα λόγω της σεισμικής δράσης στη βάση του τοιχώματος.
Στους υπόλοιπους ορόφους, η τέμνουσα σχεδιασμού λαμβάνεται ίση με την μέγιστη τέμνουσα λόγω
σεισμού πολλαπλασιασμένη με τον συντελεστή αcd που δίνεται παραπάνω, και πληροί την ανισότητα:
M Sd
αs (5.55)
VSd L w
Στην παραπάνω σχέση, MSd είναι η ροπή κάμψης στην ελεγχόμενη διατομή του τοιχώματος, λόγω του
σεισμικού συνδυασμού δράσεων G+ψ2Q±E. ∆ηλαδή MSd= M,G+ψ2Q ±exME.
Όπου VSd είναι η τέμνουσα δύναμη στην ελεγχόμενη διατομή του τοιχώματος, η οποία όταν το τοίχωμα
είναι στοιχείο Μ.Α.Α.Π. λαμβάνεται ίση με την τέμνουσα ικανοτικού σχεδιασμού VCD (που υπολογίζεται
από τη σχέση (5.54)), ενώ όταν είναι στοιχείο Χ.Α.Α.Π. λαμβάνεται από το σεισμικό συνδυασμό
δράσεων G+ψ2Q±E. ∆ηλαδή VSd= V,G+ψ2Q ±exVE.
Το ΟΣΚ εκτελεί τη διαδικασία υπολογισμού της τέμνουσας Vwd και για τις δύο τιμές του λόγου
διάτμησης αs όπως προκύπτουν από τα μεγέθη των συνδυασμών G+ψ2Q+E, και G+ψ2Q-E.
∆ηλαδή το ΟΣΚ εκτελεί τον υπολογισμό του Vwd για τον σεισμικό συνδυασμό δράσεων με τιμές
του λόγου διάτμησης που δίνονται στον πίνακα που ακολουθεί:
αs(G+ψ2Q+E) αs(G+ψ2Q-E)
MG ψ 2Q E MG ψ 2Q E
αs αs
Τοιχώματα Χ.Α.Α.Π.
V G ψ 2Q E Lw V G ψ 2 Q E Lw
MG ψ 2Q E M G ψ 2 Q E
Τοιχώματα Μ.Α.Α.Π. αs αs
VCD L w VCD L w
Από τις τέμνουσες αντοχής Vwd που προκύπτουν από τις δύο τιμές του λόγου διάτμησης (όταν
αs<1.3) εκλέγεται η μικρότερη για λόγους ασφαλείας.
Στο πίνακα 5.8 παρουσιάζονται οι σχέσεις υπολογισμού της τέμνουσας Vwd για τον έλεγχο των
τοιχωμάτων κατά τον σεισμικό συνδυασμό δράσεων, όταν η τιμή της ανηγμένης αξονικής τους δύναμης
είναι νd>-0.10:
Πίνακας 5.8 Υπολογισμός τέμνουσας Vwd για τοιχώματα με νd>-0.10 για το σεισμικό συνδυασμό δράσεων
Vwd
A
αs>2.00 Vwd sw 0.90 d f y wd
s
Οριζόντιος οπλισμός
Vwd_h VSd Vcd ρ h f y d,h b w d e
κορμού
1.30<αs<2.00
Κατακόρυφος
οπλισμός κορμού
Vwd_v VSd Vcd minN Sd ρ v f y d,v b w d e
αs<1.30
Vwd ρ h f y d,h α s 0.30 ρ v f y d,v 1.30 α s b w z
2 A sw_h
ρh (5.56α)
b w sh
2 A sw_v
ρv (5.56β)
bw sv
sh, sv είναι οι αποστάσεις μεταξύ δύο διαδοχικών οριζοντίων και κατακορύφων ράβδων της
σχάρας (σε cm).
Αsw_h, Asw_v είναι το εμβαδόν οριζόντιας και κατακόρυφης ράβδου της σχάρας αντίστοιχα (σε cm2).
bw το πλάτος της διατομής του τοιχώματος (σε cm), βλ. σχήμα 5.16.
z είναι ο μοχλοβραχίονας των εσωτερικών δυνάμεων του τοιχώματος. Λαμβάνεται κατά τον κανονισμό,
αλλά και από το ΟΣΚ, ίσος με z=0.8•Lw.
de είναι το ενεργό στατικό ύψος το οποίο λαμβάνεται κατά τον κανονισμό και από το ΟΣΚ, επίσης ίσο με
de=0.8•Lw.
fyd,h, fyd,v είναι οι τιμές σχεδιασμού του ορίου διαρροής των οριζοντίων και των κατακορύφων ράβδων,
minNSd είναι η αξονική δύναμη του σεισμικού συνδυασμού δράσεων G+ψ2Q±E. Η τιμή αυτή εισάγεται
ως θετική όταν είναι θλιπτική και λαμβάνεται ίση με: minNSd = Ν,G+ψ2Q ±exΝE.
Θα πρέπει επίσης να διευκρινιστεί ότι όταν αs>2.00, όπως φαίνεται και στον πίνακα 5.8, για τον
υπολογισμό της τέμνουσας Vwd γίνεται χρήση της σχέσης που χρησιμοποιείται για τα γραμμικά στοιχεία.
Ωστόσο για την εφαρμογή της στην περίπτωση των τοιχωμάτων, ο λόγος (Asw/s) υπολογίζεται με βάση
τα δεδομένα των οριζόντιων ράβδων του κορμού. ∆ηλαδή για τα τοιχώματα ισχύει: (Asw/s)= (2•Asw_h/sh).
Πίνακας 5.9 Έλεγχος σε διάτμηση τοιχωμάτων για τέμνουσα παράλληλη με την διεύθυνση του τοιχώματος
Υπολογισμός 1 σ cp,ef f
ΕΛΕΓΧΟΣ VRd2,red 1.67 v fcd b w 0.9 d 1.00 VRd2
αντοχής VRd2 2 fcd
ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΥ
ΘΛΙΨΗΣ VCD (Σχέση 5.53)
ΣΚΥΡΟ∆ΕΜΑΤΟΣ και V3(G+ψ2Q±Ε)
∆ράση V3(1.35G+1.50Q)
V3(G+ψ2Q±Ε) (Πίνακες 4.3/4.4)
(Πίνακες 4.3/4.4)
vd>-0.1→Vcd=0.25•VRd1
Υπολογισμός Vcd Vcd VRd1 τRd k 1.20 40 ρλ bw d
Κρίσιμα μήκη
αντοχής vd<-0.1→Vcd=0.7•VRd1
VRd3=Vcd+Vwd
A
Vwd Πίνακας 5.8 Vwd sw 0.90 d fywd
s
Υπολογισμός Vcd
αντοχής
A
VRd3=Vcd+Vwd Vwd Πίνακας 5.8 Vwd sw 0.90 d fywd
s
Οι παραδοχές βάσει των οποίων υπολογίζονται οι τιμές των παραμέτρων οι οποίες υπεισέρχονται στον
υπολογισμό των τεμνουσών αντοχής VRd1 και VRd2,red, είναι οι ίδιες με αυτές που παρουσιάστηκαν
αναλυτικά στην παράγραφο 5.4.2.2.2. για τον έλεγχο διάτμησης των υποστυλωμάτων. Οι μόνες
διαφοροποιήσεις που υφίστανται, εντοπίζονται στον υπολογισμό των παραμέτρων d και Αsl. Όσον
αφορά το d, η σχέση υπολογισμού του για τα τοιχώματα παρουσιάστηκε πιο πάνω (d=Lw – (α’/2)). Ο
εφελκυόμενος οπλισμός Asl λαβάνεται ίσος με τον οπλισμό που τοποθετείται στην μία εκ των δύο
ακραίων ενισχυμένων ζωνών (δηλ. εντός του μήκους α’, βλ. σχήμα 5.16).
L H ορόφου
Τοιχώματα Χ.Α.Α.Π.: b w max q w , , 0.20 (5.57α)
60 20
L H ορόφου
Τοιχώματα Μ.Α.Α.Π.: b w max q w , , 0.25 (5.57β)
60 20
τότε χωρίς κάποιον άλλον έλεγχο, μπορεί να θεωρηθεί ότι ο έλεγχος πλευρικής ευστάθειας
ικανοποιείται. Στις παραπάνω σχέσεις το q είναι ο συντελεστής συμπεριφοράς που ορίζεται από τον
ΕΑΚ/2000. Επίσης διευκρινίζεται ότι ως ύψος ορόφου Ηορόφου λαμβάνεται το πραγματικό ύψος του
ορόφου μειωμένο κατά μήκος του αξονικού στερεού βραχίονα που ενδεχομένως έχει τοποθετηθεί (και
είναι ίσο με το ύψος της διατομής της δοκού).
5.4.3.4 Έλεγχος περίσφιγξης των άκρων (ΕΚΟΣ/2000, &18.5.3β και &18.4.4.2)
Σύμφωνα με την παράγραφο 18.5.3β του ΕΚΟΣ/2000, οι ακραίες περιοχές κρίσιμων περιοχών
τοιχωμάτων Μ.Α.Α.Π. πρέπει να διαμορφώνονται και να οπλίζονται κατάλληλα σαν περισφιγμένα
υποστυλώματα σε μήκος α’>max{1.5•bw, 0.15•Lw} όπως φαίνεται στο σχήμα που ακολουθεί:
α' «h «v α'
¥1.5b και
α'
4«8/m 2
4«8/m 2 b w =b'w ¥0.15L w
sv ¥10mm
«v
b/10
α' «h «v α'
b ¥8mm
«h
b'w b/10
sv s h 20cm
4«8/m 2 4«8/m 2
sv 20cm
Lw
Σχήμα 5.17 Ορισμός ακραίων κρίσιμων περιοχών τοιχωμάτων που χρήζουν περίσφιγξης
παρόντος εγχειριδίου). Η ενεργός αξονική δύναμη που λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό,
είναι σύμφωνα με τον ΕΚΟΣ/2000 ίση με:
Η αξονική δύναμη ΝSd και η ροπή MSd=Μ2,Sd προέρχονται από τον σεισμικό συνδυασμό δράσεων
G+ψ2Q±E (βλ. σχέση 5.24). Το Ζ είναι η απόσταση μεταξύ των κέντρων των δύο περισφιγμένων
άκρων του τοιχώματος. ∆ηλαδή με βάση το σχήμα 5.17, ισχύει:
Z L w α 2 α 2 L w α (5.59)
Ο έλεγχος γίνεται και για τα δύο ακραία ιδεατά υποστυλώματα. Όσον αφορά στο ποιές από τις
έξι αξονικές δυνάμεις ΝSd και τις έξι ροπές MSd=Μ2,Sd των συνδυασμών της σχέσης (5.24) θα
χρησιμοποιηθούν έτσι ώστε να προκύψει από αυτές η Νeff (από την σχέση (5.58)) με την οποία θα
γίνει ο έλεγχος περίσφιγξης για κάθε ένα από τα δύο ακραία ιδεατά υποστυλώματα, θα πρέπει να
τονιστούν τα εξής:
∆ιαχωρίζονται οι ροπές Μ2,Sd με βάση τα πρόσημα τους, σε ροπές που προκαλούν θλίψη στο
αριστερό και στο δεξιό ιδεατό ακραίο υποστύλωμα αντίστοιχα.
Μαζί με τις αντιστοιχούσες σε αυτές αξονικές δυνάμεις ΝSd εισάγονται στην σχέση (5.58) και
υπολογίζονται για κάθε ακραίο ιδεατό υποστύλωμα οι σχετικές Νeff. Από αυτές επιλέγεται η
μέγιστη θλιπτική Νeff για κάθε ιδεατό υποστύλωμα (δηλ. η maxNeff,left και η maxNeff,right), και με
τις δυνάμεις αυτές γίνεται ο έλεγχος της περίσφιγξης.
Στα σύνθετα τοιχώματα του χώρου, πέραν των ακραίων περιοχών που θα πρέπει να διαμορφώνονται
ως υποστυλώματα, ανάλογη διαμόρφωση απαιτείται και για τα σημεία σύνδεσης μεταξύ των σκελών
σύμφωνα με την παράγραφο 18.5.4. του ΕΚΟΣ/2000 (βλ. σχήμα 5.18). Προκειμένου να ανταποκριθεί
το ΟΣΚ στην συγκεκριμένη απαίτηση του κανονισμού, εκτελεί τον έλεγχο περίσφιγξης των
ακραίων περιοχών των σύνθετων τοιχωμάτων τόσο στα ελεύθερα άκρα όσο και στα σημεία
σύνδεσης μεταξύ των σκελών. Ο έλεγχος γίνεται ξεχωριστά για τις ακραίες ζώνες του κάθε
σκέλους, με διαδικασία παρόμοια με αυτές που περιγράφονται στις παραγράφους 5.4.2.5. και
5.4.3.4. του παρόντος εγχειριδίου.
b1eff =2b1 b1eff =2b1 b1eff =2b1 2b1 2b1 2b1 b1eff =2b1
b1 b1 2b2 b1
2b2
2b2
Σχήμα 5.18 Περιοχές συνθέτων τοιχωμάτων που απαιτούν κατασκευαστική διαμόρφωση υποστυλώματος
Έλεγχος σε κάμψη
Ο έλεγχος των σύνθετων τοιχωμάτων σε διαξονική κάμψη με ορθή δύναμη, είναι ορθότερο να εκτελείται
με τα μεγέθη της σύνθετης διατομής τους η οποία λειτουργεί ενιαία. Το ΟΣΚ σε συνεργασία με το ΡΑΦ
αντιμετωπίζει τον έλεγχο αντοχής σε κάμψη των σύνθετων τοιχωμάτων ανάλογα με την μορφή της
διατομής τους. Πιο συγκεκριμένα:
Για τις διατομές τύπου Π, διπλού Π, Τ και Γ το ΟΣΚ έχει ενσωματωμένη διαδικασία υπολογισμού των
μεγεθών της σύνθετης διατομής τους με βάση τα μεγέθη των επιμέρους σκελών. Έτσι εκτελεί τον
έλεγχο σε διαξονική κάμψη με βάση τον χώρο αντοχής της ενιαίας διατομής με τον οπλισμό της, και
με βάση το διάνυσμα δράσης που προκύπτει από την σύνθεση των επιμέρους διανυσμάτων δράσης
των σκελών. Επιπλέον και ο υπολογισμός του συντέλεστη ικανοτικής μεγέθυνσης για την κάμψη (βλ.
σχέση 5.50) γίνεται με τα μεγέθη έντασης και αντοχής της ενιαίας/σύνθετης διατομής.
Για τα σύνθετα τοιχώματα τυχούσας διατομής, το ΟΣΚ ακολουθώντας την διαδικασία προσομοίωσης
τους από το ΡΑΦ η οποία συνίσταται στην σύνθεση της διατομής από τα επιμέρους σκέλη τα οποία
συνδέονται μεταξύ τους με στερεούς βραχίονες στις στάθμες των ορόφων (βλ. σχήμα 5.19) , εκτελεί
τον έλεγχο του κάθε σκέλους σε κάμψη ξεχωριστά.
H2
H3 -t
Υλοποίηση της σύνθετης διατομής από τις επιμέρους
ορθογωνικές και σύνδεση τους στις στάθμες των
ορόφων με το πλασματικό στοιχείο του ΡΑΦ.
Σχήμα 5.19 Μόρφωση διατομής σύνθετου τοιχώματος από επίπεδα τοιχώματα ορθογωνικής διατομής με το ΡΑΦ
∆ιαδικασία ελέγχου αντοχής σε κάμψη διατομής μονοκυψελικού πυρήνα από το ΟΣΚ (βλ. [5])
Όπως είναι γνωστό, οι πυρήνες Ο/Σ ως κατακόρυφα στοιχεία δυσκαμψίας κτιριακών φορέων που
υπόκεινται σε συνδυασμό κατακόρυφων στατικών και οριζοντίων σεισμικών φορτίων, καταπονούνται
γενικώς σε διαξονική κάμψη με ορθή δύναμη. Προς τούτο θα πρέπει - σύμφωνα με τις διατάξεις των
παραγράφων 3.4.4 και 3.5.3 του ΕΑΚ/2000 - να γίνονται για κάθε κρίσιμη διατομή τους έλεγχοι αντοχής
με βάση όλες εκείνες τις τριάδες μεγεθών (Ν, Μ2, Μ3), όπου Ν=αξονική δύναμη και Μ2,Μ3 = ροπές
κάμψης κατά τους τοπικούς άξονες της διατομής, οι οποίες προκύπτουν θεωρώντας διαδοχικά την
πιθανή ακραία (μέγιστη-θετική και ελάχιστη-αρνητική) τιμή του ενός από τα τρία μεγέθη και τις πιθανές
ταυτόχρονες τιμές των άλλων δύο (βλ. πίνακες 4.1 και 4.2). Οι τριάδες αυτές θα πρέπει να αναφέρονται
στο κέντρο βάρους της σύνθετης διατομής. Επομένως θα πρέπει – με βάση το προσομοίωμα που
χρησιμοποιεί το ΡΑΦ για την προσομοίωση των μονοκυψελικών πυρήνων, και το οποίο παρουσιάζεται
στο παρακάτω σχήμα – να εκτελείται η σύνθεση των μεγεθών έντασης των τριών ισοδυνάμων στύλων
του προσομοιώματος, έτσι ώστε να προκύψουν τα τελικά μεγέθη σχεδιασμού που αφορούν την
σύνθετη/ενιαία διατομή.
b1 [b1-(t1+t2)/2]/2 [b1-(t1+t2)/2]/2
Ι.Σ.2
t3
fl
KB 2 [d1-(t3/2)]/2 KB
2
d1 Ι.Σ.1 Ι.Σ.3
3
3 [d1-(t3/2)]/2 Στερεοί
t1 t2
βραχίονες
Σχήμα 5.20 Πλαισιακό προσομοίωμα μονοκυψελικού πυρήνα, το οποίο δημιουργείται από το ΡΑΦ
Rk
S d R d γ f Sk (5.60)
γm
Η παραπάνω σχέση στηρίζεται στους μερικούς συντελεστές ασφαλείας για τις δράσεις (γf) και για τις
αντοχές (γm). Όσον αφορά τους μερικούς συντελεστές ασφαλείας για τις δράσεις, ισχύουν οι τιμές του
παρακάτω πίνακα:
Φορτίσεις
ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ Μόνιμες (γg) Μεταβλητές (γq)
∆υσμενείς Ευμενείς ∆υσμενείς
Α 1.00 (1.35) 1.00 (1.00) 1.50
Β 1.35 1.00 1.50
Γ 1.00 1.00 1.00
Για τον υπολογισμό της τιμής της αντοχής σχεδιασμού του εδάφους θεμελίωσης, διακρίνονται δυο
περιπτώσεις. Η πρώτη αφορά την περίπτωση κατά την οποία είναι διαθέσιμα στον μελετητή τα
μηχανικά χαρακτηριστικά του εδάφους και επομένως είναι δυνατός ο προσδιορισμός της φέρουσας
ικανότητας με την βοήθεια καταλλήλων σχέσεων που είναι διαθέσιμες στην βιβλιογραφία. Στην
περίπτωση αυτή ο EC7 [4] προτείνει τιμή για τον συντελεστή ασφάλειας ίση με 1.4 (δεν υπάρχει
ανάλογη προτεινόμενη τιμή από τον ΕΚΟΣ/2000). Εναλλακτικά υπάρχει και η δυνατότητα να γίνει
χρήση μερικών συντελεστών ασφαλείας για τα μηχανικά χαρακτηριστικά του εδάφους (και η εκδοχή
αυτή αναπτύσσεται στον EC7). Στην περίπτωση κατά την οποία δεν είναι διαθέσιμα στοιχεία για τις
μηχανικές ιδιότητες του εδάφους, τότε θα πρέπει να γίνει εκτίμηση της τάσης σχεδιασμού από
σχετικούς πίνακες ή από την εμπειρία που προκύπτει από γειτονικά έργα. Το ΟΣΚ υιοθετεί την
διαδικασία εισαγωγής από τον χρήστη της κατάλληλης τιμής της επιτρεπόμενης τάσης του
εδάφους, με βάση τα στοιχεία που αυτός έχει για το έδαφος θεμελίωσης. Ωστόσο έχει
ενσωματωμένους πίνακες με τις τιμές των επιτρεπομένων τάσεων εδάφους σύμφωνα με
διάφορους κανονισμούς που ισχύουν σε διάφορες χώρες (τονίζεται ότι ανάλογοι πίνακες δεν
διατίθενται στους Ελληνικούς κανονισμούς).
Όλα τα παραπάνω ισχύουν για την περίπτωση των ελέγχων για συνδυασμούς δράσεων που δεν
περιέχουν σεισμό. Όταν οι έλεγχοι αφορούν σεισμικούς συνδυασμούς δράσεων τότε όσον αφορά στις
δράσεις, ο ΕΑΚ/2000 προτείνει την εφαρμογή της παρακάτω σχέσης για τον υπολογισμό των δράσεων
σχεδιασμού όταν τα πέδιλα ανήκουν σε κτίρια Μ.Α.Α.Π.:
S Fd S v α CD S E (5.61)
Μ Mv
α CD 1.20 R q (5.62)
ME ME
Όπου:
ΜΕ είναι η ροπή λόγω σεισμικής δράσης για την οποία έγινε αναφορά στα πλαίσια της σχέσης (5.61),
Μv είναι η ροπή που αντιστοιχεί στο συνδυασμό δράσεων G+ψ2•Q.
ΜR είναι η υπολογιστική ροπή αντοχής
Οι ροπές αυτές είναι οι ροπές που αναπτύσσονται στο εδραζόμενο επί του υπό έλεγχο πεδίλου στοιχείο
(υποστύλωμα ή τοίχωμα), και πιο συγκεκριμένα στο σημείο όπου είναι πιθανό ή ενδεχόμενο να
σχηματιστεί πλαστική άρθρωση. Το σημείο αυτό είναι το σημείο σύνδεσης του πεδίλου με το
εδραζόμενο επί αυτού στοιχείο. Σύμφωνα με το εδάφιο 5.2.2[2] του ΕΑΚ/2000 ο υπολογισμός του αCD
θα πρέπει να γίνει ξεχωριστά για τις δυο κατευθύνσεις της σεισμικής δράσης. Επίσης, σύμφωνα με το
εδάφιο 5.2.2[4] του ΕΑΚ/2000 όταν ένα στοιχείο θεμελίωσης φέρει περισσότερα του ενός κατακόρυφα
στοιχεία, τότε επιτρέπεται να χρησιμοποιείται για τον συντελεστή αCD τιμή ίση με 1.35.
2 10Φ20
π
Μ2
2
2 1 ΜRd1(-)
L 2 =1.70m 0.50m σ 1
3 π Μ3 ΜRd1(+)
Μ1 σ
0.60m Μ2 2 ΜRd2(-) Μ
Rd2(+)
3
L 1 =1.80m
Πίνακας 5.10 ∆εδομένα υπολογισμού μεγεθών σχεδιασμού για ικανοτικό σχεδιασμό πεδίλου.
Στον παραπάνω πίνακα δίνονται τα μεγέθη έντασης που αποτελούν τα αρχικά δεδομένα με τα οποία θα
γίνει η διαδικασία υπολογισμού των μεγεθών ικανοτικού σχεδιασμού του πεδίλου.
Πίνακας 5.11 Μετατροπή των μεγεθών έντασης του υποστυλώματος από το τοπικό του σύστημα στο τοπικό
σύστημα του πεδίλου.
Τα μεγέθη του παραπάνω πίνακα προκύπτουν από την κάτωθι μητρωϊκή σχέση μετασχηματισμού:
S col CLCS
T
P V2 V3 T M2 M3 S col FLCS V1 V2 VZ M1 M2 MZ
T
άξονες 1 και 2 του πεδίλου. Όσον αφορά στις αξονικές δυνάμεις του υποστυλώματος για τις οποίες θα
υπολογιστούν οι ροπές αντοχής, το ΟΣΚ κάνει την παραδοχή ότι οι δυνάμεις αυτές πρέπει να είναι οι
εξής:
Με βάση τις παραπάνω αξονικές δυνάμεις υπολογίζονται οι ροπές αντοχής της διατομής του
υποστυλώματος σε μονοαξονική κάμψη (για την επεξήγηση των συμβόλων βλ. σχήμα 5.21):
(Οι ροπές αντοχής υπολογίζονται από τον ενσωματωμένο αλγόριθμο προσδιορισμού του χώρου αντοχής διατομών
οπλισμένου σκυροδέματος).
Με διαθέσιμα τα δεδομένα από τους πίνακες 5.10, 5.11 και 5.12 μπορεί να υπολογιστεί ο συντελεστής
ικανοτικής μεγέθυνσης αCD του πεδίλου από την σχέση (5.62). Στο παρακάτω πίνακα δίνονται
συγκεντρωτικά τα αποτελέσματα του υπολογισμού αυτού:
Παρατηρήσεις:
1. Υπολογίζονται οι τιμές του συντελεστή ικανοτικής μεγέθυνσης ξεχωριστά για την σεισμική διέγερση
κατά Χ και κατά Υ, σύμφωνα με το εδάφιο 5.2.2[2] του ΕΑΚ/2000.
2. Για κάθε μία από τις δύο διευθύνσεις της σεισμικής διέγερσης (EX και ΕY) υπολογίζονται τιμές του αCD
οι οποίες αντιστοιχούν σε ροπές κάμψης του φερόμενου υποστυλώματος κατά τις διευθύνσεις των
τοπικών αξόνων 1 και 2 του πεδίλου.
3. Οι συντελεστές ικανοτικής μεγέθυνσης υπολογίζονται για τις δυνάμεις P1 και P2 της σχέσης (5.64).
4. Με βάση τα παραπάνω, ο υπολογισμός του συντελεστή αCD που αντιστοιχεί σε σεισμική διέγερση
κατά Υ (δηλ. ΕΥ) και για ροπή κάμψης του υποστυλώματος κατά την διεύθυνση του τοπικού άξονα 1
του πεδίλου εκτελείται:
(α) Θεωρώντας ότι η φορά του διανύσματος της ροπής κάμψης λόγω σεισμού (δηλ. της exM1,EX) έχει
τη θετική φορά του τοπικού άξονα 1 του πεδίλου (έτσι η αντιστοιχούσα σε αυτή ροπή αντοχής του
υποστυλώματος είναι η ΜRD1(+)) και ότι το υποστύλωμα καταπονείται από αξονική δύναμη P1 ή P2
αντίστοιχα. Έτσι προκύπτουν οι δύο κάτωθι τιμές του αCD:
390.08 24.09
α CD MRD1 P1,EY 1.20 2.089 q 3.5 α CD MRD1 P1,EY 2.089
212.51 212.51
396.28 24.09
α CD MRD1 P2,EY 1.20 2.124 q 3.5 α CD MRD1 P2,EY 2.124
212.51 212.51
Από τις δύο αυτές τιμές επιλέγεται η μεγαλύτερη 2.124.
(β) Θεωρώντας ότι η φορά του διανύσματος της ροπής κάμψης λόγω σεισμού (δηλ. της exM1,EX) έχει
την αρνητική φορά του τοπικού άξονα 1 του πεδίλου (έτσι η αντιστοιχούσα σε αυτή ροπή αντοχής
του υποστυλώματος είναι η ΜRD1(-)) και ότι το υποστύλωμα καταπονείται από αξονική δύναμη P1 ή
P2 αντίστοιχα. Έτσι προκύπτουν οι δύο κάτωθι τιμές του αCD:
390.08 24.09
α CD MRD1 P1,EY 1.20 2.316 q 3.5 α CD MRD1 P1,EY 2.316
212.51 212.51
396.28 24.09
α CD MRD1 P2,EY 1.20 2.351 q 3.5 α CD MRD1 P2,EY 2.351
212.51 212.51
Από τις δύο αυτές τιμές επιλέγεται η μεγαλύτερη 2.351.
Έτσι η τελική τιμή του συντελεστή ικανοτικής μεγέθυνσης αCD του πεδίλου λόγω σεισμικής
διέγερσης κατά τον καθολικό άξονα Υ, για ροπές κατά την διεύθυνση του τοπικού άξονα 1 είναι:
Έχοντας υπολογίσει τους συντελεστές ικανοτικής μεγέθυνσης, ακολουθεί το τελευταίο στάδιο της
διαδικασίας υπολογισμού των μεγεθών σχεδιασμού του πεδίλου που αφορά την χωρική επαλληλία των
μεγεθών έντασης λόγω σεισμού κατά τις διευθύνσεις των αξόνων Χ και Υ, και τέλος την εφαρμογή της
σχέσης (5.61).
Στον παρακάτω πίνακα, παρουσιάζονται τα μεγέθη έντασης του πεδίλου (δηλ. οι αντιδράσεις των τρίων
ελατηρίων που τοποθετούνται από το πρόγραμμα στο κέντρο βάρους της επιφάνειας έδρασης του)
λόγω της ταυτόχρονης δράσης σεισμού κατά τις διευθύνσεις των καθολικών άξονων Χ και Υ (δηλ. λόγω
ΕΧ και ΕΥ ταυτόχρονα).
Πίνακας 5.14 Αντιδράσεις ελαστικής έδρασης του πεδίλου λόγω ταυτόχρονης δράσης σεισμού σε δύο κάθετες
μεταξύ τους διευθύνσεις Χ και Υ στα πλασία του ικανοτικού σχεδιασμού.
Τα μεγέθη του παραπάνω πίνακα προκύπτουν από την εφαρμογή των σχέσεων χωρικής επαλληλίας
της παραγράφου 3.4.4 του ΕΑΚ/2000. Εξαίρεση αποτελούν τα μεγέθη των ακραίων τιμών των ροπών
exM1 και exM2. Τα συγκεκριμένα μεγέθη προκύπτουν από τα μεγέθη του πίνακα 5.10 αφού
πολλαπλασιαστούν με τις αντίστοιχες τιμές του συντελεστή ικανοτικής μεγέθυνσης αCD του πίνακα 5.13.
Ο υπολογισμός γίνεται ως εξής:
Τέλος με εφαρμογή της σχέσης (5.61) – και με δεδομένα από τους πίνακες 5.10 και 5.14 – προκύπτουν
τα τελικά μεγέθη σχεδιασμού του πεδίλου τα οποία δίνονται στον ακόλουθο πίνακα:
P M1 M2
(1) P,v+exP= 491,33 M1,v+Μ1,P= 12,05 M2,v+Μ2,P= 2,03
(2) P,v+P,M1= 490,02 M1,v+exM1= 32,38 M2,v+Μ2,M1= -0,50
(3) P,v+P,M2= 474,48 M1,v+Μ1,M2= 5,16 M2,v+exM2= 24,97
(4) P,v-exP= 397,94 M1,v-Μ1,P= -13,22 M2,v-Μ2,P= -14,38
(5) P,v-P,M1= 399,25 M1,v-exM1= -33,54 M2,v-Μ2,M1= -11,85
(6) P,v-P,M2= 414,79 M1,v-Μ1,M2= -6,33 M2,v-exM2= -37,32
Η παραπάνω διαδικασία εκτελείται σε περίπτωση κατά την οποία το πέδιλο ανήκει σε κτίριο Μ.Α.Α.Π.
(για τις προϋποθέσεις βλ. παράγραφο 4.4.). Στην περίπτωση που το πέδιλο ανήκει σε κτίριο Χ.Α.Α.Π.
τότε ισχύει η σχέση (5.61) εφόσον όμως τεθεί αCD=1.00. Επομένως σχηματίζεται και στην περίπτωση
αυτή, πίνακας μεγεθών σχεδιασμού ανάλογος του πίνακα 5.15.
L1 L2
e1 e2 (5.66α)
3 3
Όταν συνυπάρχουν εκκεντρότητες σε δυο διευθύνσεις ο ΕΑΚ/2000 στο εδάφιο 5.2.3.2α[4] θέτει όριο για
την ελάχιστη ενεργό επιφάνεια έδρασης (δηλαδή της επιφάνειας που δεν θεωρείται αδρανής) το 1/9 της
συνολικής επιφάνειας έδρασης. Συμβατή με τη παραπάνω διάταξη είναι και η διάταξη του ENV92-3
σύμφωνα με την οποία όταν υπάρχει διπλή εκκεντρότητα τότε θα πρέπει να ελέγχεται η ανίσωση:
2 2
e e 1
e12 1 2 (5.66β)
L1 L 2 9
L1 L2
e1 e2 (5.67α)
4 4
2 2
e e 1
e 12 1 2 (5.67β)
L
1 2 L 16
M2 M1
e1 e2 (5.68)
P P
Το ΡΑΦ/ΟΣΚ δίνει τη δυνατότητα στο χρήστη να ορίσει αν το έδαφος θεμελίωσης είναι ευπαθές ή
όχι και έτσι προσαρμόζει ανάλογα τα όρια των παραπάνω ανισώσεων ελέγχου. Έτσι ελέγχονται
οι ανισότητες (5.66α), (5.66β) όταν το έδαφος θεμελίωσης είναι κανονικό, ή οι ανισότητες (5.67α),
(5.67β) όταν το έδαφος θεμελίωσης είναι ευπαθές.
Έτσι για το πέδιλο του παραδείγματος (σχήμα 5.21) θεωρώντας ότι το έδαφος θεμελιώσης είναι
ευπαθές, ο έλεγχος σε ανατροπή από το ΟΣΚ, με βάση τα παραπάνω, δίνει τα αποτελέσματα που
δίνονται στον παρακάτω πίνακα:
Για το πέδιλο του παραδείγματος (σχήμα 5.21) ο έλεγχος της φέρουσας ικανότητας του εδάφους από το
ΟΣΚ με βάση τη σχέση (5.69), δίνει τα αποτελέσματα που δίνονται στον παρακάτω πίνακα:
P M1 M2 σαναπτ. σεπιτρ. CR
Όσον αφορά στις επιτρεπόμενες τάσεις του σεισμικού συνδυασμού, στον παραπάνω πίνακα θεωρήθηκε
ότι είναι κατά 50% μεγαλύτερες από τις αντίστοιχες τάσεις λόγω στατικών φορτίων: 1.5•250=375kN/m2.
Σε περίπτωση κατά την οποία για κάποιον από τους ελεγχόμενους σεισμικούς συνδυασμούς
δράσεων προκύψει ανύψωση του πεδίλου (αρνητική–εφελκυστική τάση), τότε αυτό αναγράφεται
στα αποτελέσματα ελέγχου του συγκεκριμένου συνδυασμού και δεν εκτελούνται οι υπόλοιποι
έλεγχοι για αυτόν. Όμως όλοι οι έλεγχοι για τους υπόλοιπους συνδυασμούς εκτελούνται
κανονικά.
Έλεγχος σε κάμψη
Ο έλεγχος ξεκινά με τον υπολογισμό των προβόλων επί των οποίων θα υπολογιστούν οι καμπτικές
ροπές που επιπονούν το πέδιλο. Στην γενική περίπτωση του πεδίλου με την διπλή εκκεντρότητα,
ορίζονται τέσσερις πρόβολοι. ∆υο κατά την διεύθυνση του τοπικού άξονα 1 του πεδίλου και δυο κατά
την διεύθυνση του τοπικού άξονα 2. Οι πρόβολοι που ορίζονται σε κάθε μια από τις δυο διευθύνσεις δεν
έχουν το ίδιο μήκος.
H
S1(+)
H cov ho
S1(-)
2
L y2
L 01 S2(+)
L 02
L 02
By2
0.15
F 1
L2
L2
D b2, A s2
L d2
L y1
S2(-)
Bx2
L1
d2
L y1 = 0.5 ( L 2 - L 02 ) + By2
L y2 = L 2 - (L y1 + L 02 )
0.15
d1 H
D b1, A s1 ho
H cov
L1
L x1 L 01 L x2 L x1 = 0.5 ( L 1 - L 01 ) + Bx2
L x2 = L 1 - (L x1 + L 01 )
L d1
Σχήμα 5.22 Γεωμετρικά δεδομένα για τον έλεγχο κάμψης ενός πεδίλου
Επομένως ο έλεγχος ανά διεύθυνση θα πρέπει να γίνει με το πρόβολο που έχει το μεγαλύτερο μήκος,
δεδομένου ότι αυτός δίνει και τις μεγαλύτερες ροπές (βλέπε σχήμα 5.22). Έτσι για τον έλεγχο των
καμπτικών ροπών Μ2 (δηλαδή για τον έλεγχο της επάρκειας των ράβδων οπλισμού που είναι
παράλληλες με τον άξονα 1) του πεδίλου χρησιμοποιείται ο πρόβολος Ld1 το μήκος του οποίου είναι:
Επόμενο βήμα αποτελεί ο υπολογισμός του φορτίου των προβόλων με το οποίο θα υπολογιστούν οι
καμπτικές ροπές σχεδιασμού. Όπως και στην περίπτωση του ελέγχου θραύσης του εδάφους, γίνεται η
παραδοχή του μειωμένου ενεργού πλάτους της επιφάνειας θεμελίωσης. Έτσι αφενός λαμβάνονται
υπόψη οι εκκεντρότητες των φορτίων του πεδίλου, και αφετέρου δίνεται η δυνατότητα θεώρησης
ομοιόμορφων τάσεων στην διιεπιφάνεια εδάφους – πεδίλου. Ο υπολογισμός γίνεται με την βοήθεια του
παρακάτω σχήματος:
2 2
2e 2
C C
V2fd
1 1
L2
F F
L'2
M1fd
L d2
q2
L1 L1
q1 2e 1 L'1
L d1
M 2fd V1fd
1.05 1.05
M2fd σ αναπτ L 2 2 e2 L2d1 M1fd σ αναπτ L 1 2 e1 L2d2
2 2
Σχήμα 5.23 Υπολογισμός των καμπτικών ροπών για τον έλεγχο του σώματος του πεδίλου σε κάμψη.
Ο συντελεστής 1.05 με τον οποίο υπολογίζονται οι ροπές του παραπάνω σχήματος, απαιτείται
προκειμένου να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι ο υπολογισμός γίνεται με την θεώρηση ομοιόμορφων
τάσεων, και όχι τάσεων με γραμμικό νόμο μεταβολής (βλ. π.χ. [8], [11]). Υπενθυμίζεται ότι οι τάσεις
σαναπτ υπολογίζονται από τη σχέση 5.69. Οι ροπές του σχήματος 5.23 θα πρέπει να συγκριθούν με τις
ροπές αντοχής των κρισίμων διατομών του πεδίλου οι οποίες εισάγονται ως δεδομένα στο ΟΣΚ από το
ΡΑΦ, με βάση τα γεωμετρικά στοιχεία και τον οπλισμό του πεδίλου (βλέπε σχήμα 5.22).
Το τελικό εξαγόμενο του ελέγχου είναι οι λόγοι εξάντλησης της αντοχής των κρίσιμων διατομών ελέγχου
του πεδίλου για τους 7 συνδυασμούς φόρτισης. Οι λόγοι εξάντλησης ορίζονται γενικώς ως εξής:
ΓΕΩΜΕΤΡΙΑ
(1) 1.35G+1.50Q 663,90 -1,05 -9,49 220,88 115,54 0,269 110,68 0,273
(2) 491,33 12,05 2,03 166,10 87,89 0,205 80,98 0,200
(3) 490,02 32,38 -0,50 173,83 92,30 0,215 80,48 0,198
(4) 474,48 5,16 24,97 166,83 83,49 0,194 82,68 0,204
G+ψ2Q±αCDΕ
(5) 397,94 -13,22 -14,38 141,00 71,94 0,167 68,02 0,168
(6) 399,25 -33,54 -11,85 149,72 76,96 0,179 67,74 0,167
(7) 414,79 -6,33 -37,32 153,36 73,37 0,171 75,61 0,186
Έλεγχος σε διάτμηση
Ο έλεγχος σε διάτμηση γίνεται με διαδικασία ανάλογη αυτής των στοιχείων χωρίς οπλισμό διάμτησης
όπως περιγράφεται από την παράγραφο 11.1 του ΕΚΟΣ/2000. Τα πέδιλα είναι στοιχεία τα οποία
κατά κανόνα προτιμάται να διαστασιολογούνται κατά τέτοιο τρόπο έτσι ώστε η τέμνουσα
σχεδιασμού να παραλαμβάνεται από το σκυρόδεμα. Έτσι το ΟΣΚ εκτελεί τον έλεγχο με το
κριτήριο αυτό. Επομένως αν προκύψει κάποιο πέδιλο ανεπαρκές σε τέμνουσα τότε συστήνεται
η αύξηση του ύψους Η (βλ. σχήμα 5.22) και όχι η τοποθέτηση οπλισμού διάτμησης. Μια άλλη
σημαντική παραδοχή του ΟΣΚ είναι ότι εκτελεί τον έλεγχο σε διάτμηση στη διατομή του πεδίλου στην
οποία εκτελείται και ο έλεγχος σε κάμψη όπως περιγράφεται στα σχήματα 5.22 και 5.23. Σύμφωνα με
την παράγραφο 11.1.1 του ΕΚΟΣ/2000 ο έλεγχος σε διάτμηση επιτρέπεται να γίνεται σε απόσταση d
από την παρειά άμεσης στήριξης (στην περίπτωση του πεδίλου από τον «λαιμό» του). Ωστόσο το ΟΣΚ
για λόγους απλοποίησης των υπολογισμών πραγματοποιεί τον έλεγχο στην παρειά της στήριξης. Η
επιλογή αυτή στην περίπτωση επιπέδων πεδίλων (δηλ. πεδίλων σταθερού ύψους με Η=hο) είναι σαφώς
προς την πλευρά της ασφάλειας καθώς η τέμνουσα σχεδιασμού είναι μεγαλύτερη στην παρειά στήριξης.
Στην περίπτωση των κωνικών πεδίλων με μεταβλητό ύψος, ο έλεγχος στην παρειά γίνεται με
μεγαλύτερο στατικό ύψος απ’ ότι στην περίπτωση που γίνεται σε απόσταση d από αυτήν. Επομένως
στην περίπτωση αυτή υπολογίζεται μεγαλύτερη τέμνουσα αντοχής VRd1. Όμως το γεγονός αυτό, που
ενδεχομένως θα καθιστούσε την επιλογή αυτή μη ασφαλή, αντισταθμίζεται από το ότι, όπως τονιστηκε
και πιο πάνω, στην παρεία της στήριξης η τέμνουσα είναι μεγαλύτερη από την τέμνουσα σε απόσταση d
από αυτήν.
Ο υπολογισμός της τέμνουσας αντοχής VRd1 γίνεται με βάση τη γενική σχέση:
Η εφαρμογή της σχέσης αυτής στην περίπτωση των πεδίλων γίνεται σε δύο διευθύνσεις για τους δύο
προβόλους του σχήματος 5.23, και είναι προσαρμοσμένη στην παραδοχή του μειωμένου ενεργού
πλάτους.Έτσι το πλάτος bw εξαρτάται από τις εκκεντρότητες e1 και e2. Αυτό σημαίνει ότι ο υπολογισμός
των αντοχών VRd1 εξαρτάται από τον εξεταζόμενο συνδυασμό φόρτισης:
Όσον αφορά στις υπόλοιπες παραμέτρους που υπεισέρχονται στις (5.73) ισχύουν τα εξής:
D
d1 H Hcov b1 (5.74α)
2
D
d 2 H Hcov D b1 b2 (5.74β)
2
A s1
ρ λ1 (5.75α)
d1 L 2
A s2
ρ λ2 (5.75β)
d2 L1
k 1 1.60 d1 1.00 k 2 1.60 d 2 1.00 (5.76)
Το τRd λαμβάνεται από τον Πίνακα 11.1 του ΕΚΟΣ/2000
Όσον αφορά στις τέμνουσες σχεδιασμού (δράσεις), αυτές με βάση το σχήμα 5.23 είναι:
Όσον αφορά τον έλεγχο αντοχής σε διάτμηση του πεδίλου του παραδείγματος, τα δεδομένα και τα
αποτελέσματα του ελέγχου παρουσιάζονται στους ακόλουθους πίνακες:
ΓΕΩΜΕΤΡΙΑ
(1) 1.35G+1.50Q 0,0143 0,0016 220,88 267,04 406,79 0,656 278,77 418,45 0,666
(2) 0,0041 0,025 166,10 195,38 395,79 0,494 212,05 423,25 0,501
(3) 0,0010 0,066 173,83 204,48 375,87 0,544 222,68 424,72 0,524
(4) 0,0526 0,011 166,83 196,24 402,34 0,488 201,44 400,34 0,503
G+ψ2Q±αCDΕ
(5) 0,0361 0,033 141,00 165,85 391,63 0,423 173,56 408,13 0,425
(6) 0,0297 0,084 149,72 176,12 367,27 0,480 185,69 411,19 0,452
(7) 0,0900 0,015 153,36 180,40 400,24 0,451 177,02 382,70 0,463
Έλεγχος σε διάτρηση
Ο έλεγχος σε διάτρηση δεν απαιτείται εφόσον εκπληρώνεται η συνθήκη s1<H ή s2<H (βλ. σχήμα 5.22).
Τα μήκη s1 και s2 εισάγονται στο ΟΣΚ από το ΡΑΦ, και ορίζονται ως εξής:
s1 max L x1 , L x2
s 2 max L y1 , L y2
Υπολογισμός της κρίσιμης επιφάνειας Acrit η οποία περικλείεται από την κρίσιμη περίμετρο. Ο
υπολογισμός αυτός επηρεάζεται από τις ίδιες παραμέτρους που επηρεάζουν την τιμή της κρίσιμης
περιμέτρου.
Οι ορισμοί των δυο παραπάνω μεγεθών επεξήγουνται με τη βοήθεια του παρακάτω σχήματος:
L 02
By2
F 1
L2
Bx2
Β'
∆ Γ
L1
Σχήμα 5.24 Ορισμός της κρίσιμης περιμέτρου και της κρίσιμης επιφάνειας για τον έλεγχο του πεδίλου σε διάτρηση
Η συνολική επιφάνεια που περικλείεται από την πράσινη και την κόκκινη διακεκομμένη γραμμή είναι η
επιφάνεια η οποία θα ήταν κρίσιμη αν η διατομή του υποστυλώματος ήταν μακριά από τα ελεύθερα
άκρα του πεδίλου. Ωστόσο επειδή δεν συμβαίνει στην συγκεκριμένη περίπτωση κάτι τέτοιο, η κρίσιμη
περίμετρος είναι μόνον η πράσινη γραμμή (Α’–Β’), ενώ η κρίσιμη επιφάνεια είναι η επιφάνεια που
περικλείεται από την κλειστή γραμμή (Α’–Β–Β’–Α’). Τονίζεται ότι η περίμετρος που αντιστοιχεί στην
πράσινη γραμμή ελέγχεται αν είναι μικρότερη από την κλειστή γραμμή που θα όριζε την κρίσιμη
περίμετρο αν το υποστύλωμα ήταν μακριά από την ελεύθερη περίμετρο του πεδίλου. Η απαίτηση αυτή
περιγράφεται στην παράγραφο 13.2.1 του ΕΚΟΣ/2000 (Σχήμα Σ13-4).
Ειδική περίπτωση αποτελεί η περίπτωση των πεδίλων τοιχωμάτων για τα οποία η κρίσιμη περίμετρος
περιορίζεται μόνον στα άκρα της διατομής όπως φαίνεται στο σχήμα Σ13.4 του ΕΚΟΣ/2000. Το ΟΣΚ
εφαρμόζει πλήρως τη συγκεκριμένη σύσταση του κανονισμού.
Ο υπολογισμός των παραμέτρων Αcrit και ucrit με όλες τις απαιτήσεις του ΕΚΟΣ/2000 που
παρουσιάστηκαν πιο πάνω, εκτελείται από το ΡΑΦ. Έτσι οι τιμές αυτές εισάγονται ως δεδομένα
στο ΟΣΚ για τους περαιτέρω υπολογισμούς:
1. Υπολογισμός της δρώσας τέμνουσας σχεδιασμού vsd η οποία δίνεται σε kN/m της κρίσιμης
περιμέτρου από την παρακάτω σχέση:
V
v sd β sd,red (5.79)
u crit
Παρατηρήσεις
Ο συντελεστής β εξαρτάται από την θέση του υποστυλώματος, και οι τρεις τιμές που μπορεί να
λάβει εξαρτώνται από την θέση του υποστυλώματος εντός της κάτοψης και δίνονται στην
παράγραφο 13.3 του ΕΚΟΣ/2000. Ο συντελεστής β εισάγεται στο ΟΣΚ από το ΡΑΦ και εκφράζει
το «βαθμό» της έκκεντρης επιβολής των φορτίων στο πέδιλο. Αφορά όμως ΜΟΝΟΝ τις μη
σεισμικές εκκεντρότητες φόρτισης.
Το Vsd,red είναι η τέμνουσα δύναμη που δρα κατά μήκος της βάσης του κώνου διάτρησης. Η
δύναμη αυτή είναι η αξονική δύναμη που καταπονεί το πέδιλο. Ωστόσο υπάρχει η δυνατότητα να
μειωθεί στην παρακάτω τιμή:
P
Vsd,red P A crit (5.80)
L1 L 2
Το P είναι η τιμή σχεδιασμού του κατακόρυφου φορτίου που καταπονεί το πέδιλο. Είναι δηλαδή η
τιμή της αντίδρασης του κατακορύφου (κατά την διεύθυνση του καθολικού άξονα Ζ) μεταφορικού
ελατηρίου του πεδίλου που αντιστοιχεί στους συνδυασμούς φόρτισης για τους οποίους εκτελείται
ο έλεγχος διάτρησης.
2. Υπολογισμός της τέμνουσας την οποία μπορεί να παραλάβει το πέδιλο χωρίς να χρειαστεί την
συνδρομή οπλισμού διάτρησης. Η τέμνουσα αυτή είναι η vRd1 και υπολογίζεται με την βοήθεια της
σχέσης (13.8) του ΕΚΟΣ2000:
dcr_1 dcr_2
d (5.82)
2
Τα dcr_1 και dcr_2 ορίζονται με τη βοήθεια του παρακάτω σχήματος:
H cov ho
Α Α' 2 Β
L y2
L 01
D b2, A s2
C
L 02
L 02
0.05
By2
F 1
b2
L2
L2
Bx2
d cr_2
d st
L y1
Β'
∆ Γ
L1
b1
d2
L 01
d st
d1 dcr_1 0.05
H
D b1, A s1 ho
H cov
d1 +d 2
L1 d st =
2
L x1 L 01 L x2
Σχήμα 5.25 Βοηθητικά δεδομένα για τον υπολογισμό της τέμνουσας αντοχής σε διάτρηση VRd1
(Στο παραπάνω σχήμα ορίζεται και το μέσο στατικό ύψος dst το οποίο προκύπτει από τα στατικά ύψη d1 και d2 –
που υπολογίζονται από τις σχέσεις (5.74α), (5.74β) – χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό της κρίσιμης
περιμέτρου).
Τα dcr_1 και dcr_2 δίνονται από τις παρακάτω σχέσεις:
H ho Db1
dcr_1 d st 0.05 H Hcov
(5.83α)
max L x1,L x2
2
H ho D b2
dcr_2 d st 0.05 H Hcov D b1
max L y1,L y2
(5.83β)
2
ρ l min
ρ l1 ρ l2 , 0.015 (5.84)
Όπου τα ρl1 και ρl2 είναι τα ποσοστά των ράβδων οπλισμού στις δυο διευθύνσεις 1 και 2, κατά
μήκος της κρίσιμης περιμέτρου. Όπου:
Α
ρ l1 s1
(5.85α)
d cr_1 L2
Α
ρ l2 s2
(5.85β)
d cr_2 L1
Η παραπάνω σχέση χρησιμοποιείται με βάση την παραδοχή ότι οι ράβδοι οπλισμού του πεδίλου
είναι ομοιόμορφα τοποθετημένοι σε όλη την έκταση του πεδίλου κατά διευθύνσεις και τον δύο
τοπικών αξόνων 1 και 2.
Μετά τον υπολογισμό της δράσης σχεδιασμού vsd από την (5.79) και της αντοχής VRd1 από την (5.81)
υπολογίζεται και ο αντίστοιχος λόγος εξάντλησης:
v sd
CR vRd1,stat (5.86)
v Rd1
Με την (5.86) ολοκληρώνεται ο έλεγχος έναντι διάτρησης για τον συνδυασμό των στατικών
κατακορύφων φορτίων (δηλ. το συνδυασμό 1.35G+1.50Q). Για τους σεισμικούς συνδυασμούς
δράσεων θα πρέπει να ληφθεί υπόψη η παρακάτω παρατήρηση:
Ο έλεγχος σε διάτρηση όπως περιγράφεται από τον ΕΚΟΣ/2000 στο Κεφάλαιο 13 αφορά την
περίπτωση έκκεντρης φόρτίσης, ωστόσο όπως διευκρινίζεται στην αρχή του συγκεκριμένου
κεφαλαίου, δεν καλύπτονται οι περιπτώσεις επαναλαμβανόμενης φόρτισης μεγάλου εύρους όπως
είναι ο σεισμός. ∆εδομένου ότι το ΟΣΚ εκτελεί την ως άνω περιγραφόμενη διαδικασία και για τους
σεισμικούς συνδυασμούς δράσεων, η μόνη διαφοροποίηση που γίνεται αφορά τον υπολογισμό της
παραμέτρου β που υπεισέρχεται στη σχέση (5.79), από μία σχέση που λαμβάνει υπόψη
εκκεντρότητες από σεισμική φόρτιση. Η σχέση που χρησιμοποιείται προέρχεται από παλαιότερη
έκδοση του ΕΚΟΣ (βλ. [11]):
V e e2
v sd,seism sd,red 1 1.5 1 (5.87)
u crit b1 b 2
Στην παραπάνω σχέση b1, b2 είναι οι διαστάσεις της κρίσιμης περιμέτρου ucrit κατά τις διευθύνσεις 1
και 2 αντίστοιχα, οι οποίες είναι παράλληλες προς τις πλευρές της φορτιζόμενης επιφάνειας (βλ.
σχήμα 5.25). Για τον υπολογισμό τους το ΟΣΚ μέσα στα πλαίσια των ούτως ή άλλως πολλών
απλοποιητικών παραδοχών που αναγκαστικά γίνονται, κάνει εφαρμογή των παρακάτω σχέσεων:
b1 A crit L1 L 2 L1 A crit L 2 (5.88α)
b 2 A crit L1 L 2 L 2 A crit L1 (5.88β)
Μετά την εφαρμογή της σχέσης (5.87) υπολογίζονται και οι λόγοι εξάντλησης που αφορούν τους
σεισμικούς συνδυασμούς δράσεων και είναι ανάλογοι του λόγου εξάντλησης της σχέσης (5.86).
Εφόσον είτε η στατική δρώσα τέμνουσα σχεδιασμού, είτε η αντίστοιχη σεισμική τέμνουσα
σχεδιασμού υπερβαίνει την τιμή της τέμνουσας αντοχής της σχέσης (5.81), θα πρέπει να
τοποθετηθεί και να ελεγχθεί η επάρκεια οπλισμού διάτρησης.
3. Εφόσον απαιτείται οπλισμός έναντι διάτρησης, το επόμενο βήμα της διαδικασίας συνίσταται στον
υπολογισμό της μέγιστης τέμνουσας που μπορεί να παραλάβει το πέδιλο με τον οπλισμό αυτό. Η
τέμνουσα αυτή ονομάζεται vRd2 και οδηγεί στο συμπέρασμα αν είναι ή όχι επαρκείς οι διαστάσεις
του ελεγχόμενου πεδίλου. Με άλλα λόγια ο συγκεκριμένος έλεγχος έχει την έννοια ενός ελέγχου
επάρκειας του όγκου του σκυροδέματος από το οποίο συνίσταται το πέδιλο. Για την τέμνουσα vRd2 ο
ΕΚΟΣ/2000, συστήνει την ακόλουθη τιμή (σχέση 13.9 του ΕΚΟΣ/2000):
Μετά την εκτέλεση του συγκεκριμένου ελέγχου εξάγονται από το ΟΣΚ και οι αντίστοιχοι λόγοι
εξάντλησης:
v sd
CR vRd2 (5.90)
v Rd2
Εφόσον οι λόγοι εξάντλησης της vRd2 είναι μικρότεροι της μονάδας για όλους τους ελεγχόμενους
συνδυασμούς δράσεων, αλλά υπάρχουν λόγοι εξάντλησης της vRd1 μεγαλύτεροι της μονάδας, τότε
αρκεί η διατομή του πεδίλου αλλά απαιτείται οπλισμός διάτρησης ο λόγος εξάντλησης του οποίου θα
υπολογιστεί με τον επόμενο έλεγχο. Αν όμως υπάρχει λόγος εξάντλησης της vRd2 μεγαλύτερος της
μονάδας έστω για έναν από τους ελεγχόμενους συνδυασμούς δράσεων, τότε θα πρέπει να αλλάξουν
οι διαστάσεις του πεδίλου.
4. Υπολογίζεται η τέμνουσα vRd3 η οποία είναι η τέμνουσα λόγω διάτρησης που μπορεί να παραλάβει
το σκυρόδεμα χωρίς την συνεισφορά του σχετικού οπλισμού (πρόκειται για την τέμνουσα vRd1)
επαυξημένη με την τέμνουσα που μπορεί να παραλάβει ο οπλισμός διάτρησης vwd. ∆ηλαδή:
Η τέμνουσα της παραπάνω σχέσης συγκρίνεται με την δρώσα τέμνουσα vsd και έτσι προκύπτει η
επάρκεια ή όχι του ήδη τοποθετούμενου οπλισμού διάτρησης. Έτσι:
α. Αν vsd < vRd3 τότε ο τοποθετούμενος οπλισμός διάτρησης είναι επαρκής. Επομένως:
v sd
CR vRd3 1 (5.92α)
v Rd3
β. Αν vsd > vRd3 τότε ο τοποθετούμενος οπλισμός διάτρησης δεν είναι επαρκής. Επομένως:
v sd
CR vRd3 1 (5.92α)
v Rd3
Ο οπλισμός έναντι διάτρησης μπορεί να συνίσταται είτε:
α. από συνδετήρες, είτε
β. από λοξές ράβδους.
Σε κάθε περίπτωση, η τέμνουσα που μπορεί να παραλάβει ο οπλισμός αυτός δίνεται από την σχέση:
f yd sinα
v wd A sw (5.93)
u crit
Στην παραπάνω σχέση, το ΣAsw είναι η συνολική επιφάνεια του οπλισμού διάτρησης, α είναι η γωνία
που σχηματίζουν οι ράβδοι του οπλισμού διάτρησης (για συνδετήρες α=90 μοίρες, για λοξές ράβδους
μπορεί να έχει οποιαδήποτε τιμή που αποτελεί δεδομένο για τους υπολογισμούς), fyd είναι η αντοχή
σχεδιασμού του χάλυβα του οπλισμού διάτμησης, και ucrit είναι η κρίσιμη περίμετρος. Τα δεδομένα για
την συνολική επιφάνεια του οπλισμού διάτρησης και η αντίστοιχη γωνία εισάγονται αυτόματα από το
ΡΑΦ.
Θα πρέπει να τονιστεί ότι η συμβολή του οπλισμού στην παραλαβή της δρώσας τέμνουσας διάτρησης,
θα πρέπει να μειωθεί. Το ΟΣΚ θεωρεί ότι η συγκεκριμένη μείωση θα πρέπει να είναι κατά 50% (βλ.
[9]).
Tα δεδομένα και τα αποτελέσματα του ελέγχου σε διάτρηση για το πέδιλο του παραδείγματος είναι:
ΓΕΩΜΕΤΡΙΑ
(1) 1.35G+1.50Q 0,0143 0,0016 220,88 1,50 17,69 125,30 200,49 0,141 0,088
(2) 0,0041 0,025 166,10 1,02 8,94 125,30 200,49 0,071 0,045
(3) 0,0010 0,066 173,83 1,06 9,21 125,30 200,49 0,074 0,046
(4) 0,0526 0,011 166,83 1,06 8,89 125,30 200,49 0,071 0,044
G+ψ2Q±αCDΕ
(5) 0,0361 0,033 141,00 1,06 7,49 125,30 200,49 0,060 0,037
(6) 0,0297 0,084 149,72 1,10 7,79 125,30 200,49 0,062 0,039
(7) 0,0900 0,015 153,36 1,09 8,04 125,30 200,49 0,064 0,040
Όπως είναι προφανές από την μελέτη των λόγων εξάντλησης CRVrd1 του πίνακα 5.23, δεν απαιτείται
τοποθέτηση οπλισμού διάτρησης.
συγκεκριμένα, όπως παρουσιάζεται και στην παράγραφο 8.6.4. του εγχειριδίου τεκμηρίωσης του
ΡΑΦ (Σχ. 8.35) – βλ. επίσης [6] – το υπολογιστικό αυτό προσομοίωμα περιλαμβάνει μεταξύ των
άλλων και δύο διαγώνιες ράβδους, σκοπός των οποίων είναι η προσομοίωση της δυστμησίας του
τοιχώματος για τέμνουσες παράλληλες με τον τοπικό άξονα 1 του στοιχείου. Έτσι ο υπολογισμός
των ζητουμένων τεμνουσών γίνεται από τις αξονικές δυνάμεις των συγκεκριμένων ράβδων. Η
διαδικασία του υπολογισμού γίνεται με βάση το ακόλουθο σχήμα:
tw
hw
VH
H= h w +h
∆R ∆L
2
1
3
α h α=arctan ( H/L w )
Lw
S dL,v S dL,v
SdR,v SdR,v
SdL,E SdL,E
S dR,E S dR,E
∆R ∆L ∆R ∆L
α α
S dR,E
SdL,E S dR,E S dL,E
SdL,v S dR,v S dL,v SdR,v
α α
α α
[ SdR,v + S dR,E ] cosα = S dR,v-E [ SdL,v + S dL,E ] cosα = S dL,v+E
S dL,v-E = [ S dL,v + S dL,E ] cosα S dR,v+E= [ SdR,v + S dR,E ] cosα
VH,v-E VH,v+E
Σχήμα 5.26 Υπολογισμός των οριζοντίων τεμνουσών δυνάμεων που καταπονούν τα τοιχώματα υπογείου.
Παρατηρήσεις:
Ο δείκτης v αντιστοιχεί στο συνδυασμό G+ψ2Q.
Ο ορισμός του συνδυασμού G+ψ2Q+E, και του συνδυασμού G+ψ2Q-E γίνεται με βάση το πρόσημο
της αξονικής δύναμης της ράβδου ∆L. ∆ηλαδή, ο σεισμός χαρακτηρίζεται ως «θετικός» και άρα (+Ε)
όταν η SdL,E εισάγεται στον υπολογισμό της VH με το θετικό της πρόσημο, δηλ. ως εφελκυστική.
Οι σχέσεις υπολογισμού της VH που δίνονται στο παραπάνω σχήμα είναι σε διανυσμάτική μορφή. Η
μορφή με την οποία γίνονται οι υπολογισμοί είναι:
VH,v E S dR,v S dR,E
cosα S dL,v S dL,E cosα (5.94α)
∆Ε∆ΟΜΕΝΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ
Ο υπολογισμός της αντοχής του τοιχώματος όσον αφορά στην παραλαβή των οριζοντίων
τεμνουσών γίνεται με βάση τις σχέσεις (5.6), (5.7α) και (5.7β). Στην ουσία οι σχέσεις αυτές
εφαρμόζονται για μία οριζόντια διατομή του τοιχώματος η οποία είναι ορθογωνική με διαστάσεις
(Lw/tw). Τα δεδομένα που χρησιμοποιούνται για την εφαρμογή των σχέσεων αυτών δίνονται στο
σχήμα που ακολουθεί:
Lw
tw A sl =100 ( A sl,Φ / sv ) L w
v
cm 2 cm m
d= (2/3) L w
Φv /s v s v Φhor /s hor
L w /2
Σχήμα 5.27 ∆εδομένα για τον υπολογισμό της αντοχής του τοιχώματος σε οριζόντια τέμνουσα
Για το τοίχωμα του παραδείγματος η αντοχή VRd3 υπολογιζόμενη με βάση τις σχέσεις (5.6), (5.7α)
και (5.7β) και με τα παρακάτω δεδομένα, δίνει τα ακόλουθα αποτελέσματα:
Πίνακας 5.25 Αριθμητικό παράδειγμα υπολογισμού αντοχής σε οριζόντια τέμνουσα τοιχώματος υπογείου
Πρόκειται για τον έλεγχο αντοχής του τοιχώματος υπό την επίδραση των ωθήσεων των γαιών οι
οποίες το καταπονούν κάθετα στο επίπεδό του. Το προσομοίωμα που χρησιμοποιείται από το
ΡΑΦ/ΟΣΚ για τον υπολογισμό των καμπτικών ροπών που αναπτύσσονται λόγω της δράσης των
γαιών δίνεται σχήμα 5.28 (βλ. και παράγραφο 8.6.4. εγχειριδίου θεωρητικής τεκμηρίωσης του ΡΑΦ).
Ο υπολογισμός των οριζοντίων ωθήσεων των γαιών γίνεται ξεχωριστά για τον στατικό συνδυασμό
δράσεων 1.35G+1.50Q, και ξεχωριστά για τον σεισμικό συνδυασμό G+ψ2Q+E. Όπως φαίνεται και
στο σχήμα 5.28, για τον υπολογισμό των οριζοντίων ωθήσεων που δρούν επί του τοιχώματος, το
ΟΣΚ μπορεί να λάβει υπόψη και την επιρροή εξωτερικού συνεχούς ομοιόμορφα κατανεμημένου
φορτίου στην ελεύθερη επιφάνεια του εδάφους qext το οποίο θεωρείται ως κινητό φορτίο. Έτσι ο
υπολογισμός των τραπεζοειδούς μορφής οριζοντίων φορτίων του τοιχώματος λόγω της ώθησης των
γαιών γίνεται με βάση τις ακόλουθες σχέσεις:
cos2 φ α
Kh 2
sinφ δ sinφ β (5.96)
cos α 1
2
cosα δ cosα β
Σχήμα 5.28 Βασικές αρχές υπολογισμού της έντασης λόγω των ωθήσεων των γαιών επί των τοιχωμάτων
υπογείου.
Ο έλεγχος επάρκειας του τοιχώματος με τον οπλισμό του έναντι των ροπών κάμψης λόγω των
ωθήσεων των γαιών παραγματοποιείται σε πέντε σημεία καθ’ ύψος. Για τον λόγο αυτό
υπολογίζονται οι ροπές – δράσεις καθώς και οι αντίστοιχες αντοχές στα σημεία αυτά.
-
-
28.53 91.19 36.39 M Rd+= 59.39 179.51
M t = 91.19 M t = 179.51
ΤΟΜH Α-Α
M Rd+ (οι ροπές αντοχής υπολογίζονται λαμβάνοντας υπόψη
t w =0.25m μόνον τον εκάστοτε εφελκυόμενο οπλισμό και αγνοώντας
Φ10/10 1.00m M Rd- τον αντίστοιχο θλιβόμενο.)
Σχήμα 5.29 Έλεγχος τοιχώματος υπογείου λόγω των ωθήσεων των γαιών
Όπως παρατηρείται στο παραπάνω σχήμα, στην περιοχή σύνδεσης του κορμού και του πέλματος,
προκύπτει η ανάγκη τοποθέτησης επιπλέον ράβδων οπλισμού (πέραν των υπαρχόντων
κατακορύφων ράβδων της σχάρας) λόγω της μεγάλης ροπής που αναπτύσσεται από τις
κατακόρυφες τάσεις του εδάφους. Για τον λόγο αυτό το ΡΑΦ/ΟΣΚ δίνει τη δυνατότητα στο χρήστη
να προσθέσει μέσω του γραφικού περιβάλλοντος του προγράμματος, τον επιπλέον αυτόν οπλισμό ο
οποίος συνυπολογίζεται κατά τον υπολογισμό της ροπής αντοχής σε μονοαξονική κάμψη του
τοιχώματος στην συγκεκριμένη περιοχή. Ο οπλισμός αυτός τοποθετείται ελεύθερα από το χρήστη σε
όποια περιοχή κρίνει ότι απαιτείται.
5.5.3.2 Έλεγχος μη εδραζόμενων τοιχωμάτων υπογείου
Οι έλεγχοι που εκτελεί το ΟΣΚ για τα τοιχώματα υπογείου που δεν είναι εδραζόμενα είναι οι ακόλουθοι
και εκτελούνται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο όπως εκτελούνται και για τα εδραζόμενα τοιχώματα:
(α) Έλεγχος του τοιχώματος για λειτουργία δίσκου.
(β) Έλεγχος του τοιχώματος για λειτουργία πλάκας.
Όπως είναι κατανοητό, απουσιάζουν οι έλεγχοι οι οποίοι είναι συνυφασμένοι με την λειτουργία ενός
ελαστικώς εδραζόμενου στοιχείου.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
[1] ΕΚΟΣ/2000 Ελληνικός Κανονισμός Οπλισμένου Σκυροδέματος (2001), ΟΑΣΠ-ΣΠΜΕ, Αθήνα.
[2] ΕAΚ/2000, Ελληνικός Αντισεισμικός Κανονισμός (2000), ΟΑΣΠ, Αθήνα.
[3] Eurocode 2: «Design of Concrete Structures», Part 1, General Rules and Rules for Buildings,
European Committee for Standardization, Brussels, Belgium, 1992.
[4] Eurocode 7: «Geotechnical design». Part 1: General rules, European Communities for
Standardization, Brussels, Belgium, 1992.
[5] Μορφιδης Κ., Μπάμπουκας Ε.Ν., Αβραμίδης Ι.Ε., "Προσομοίωση και έλεγχος αντοχής σε κάμψη
πυρήνων με το πρόγραμμα στατικής κτιριακών κατασκευών ΡΑΦ του ΤΟΛ ", 3ο ΠΣΑΜΗΤΣ, 5-7
Νοεμβρίου 2008, Αθήνα.
[6] Μορφιδης Κ., Μπάμπουκας Ε.Ν., Αβραμίδης Ι.Ε., "Αντιμετώπιση προβλημάτων προσομοίωσης
θεμελιώσεων σε ενδόσιμο έδαφος με το πρόγραμμα στατικής κτιριακών κατασκευών ΡΑΦ του
ΤΟΛ", 3ο ΠΣΑΜΗΤΣ, 5-7 Νοεμβρίου 2008, Αθήνα.
[7] Γεωργόπουλος Θ.Α., «Ωπλισμένο Σκυρόδεμα, σύμφωνα με τους κανονισμούς EC2, ΕΚΩΣ,
DIN1045», Τόμος Β΄, Έκδοση Β’, Πάτρα, 2004.
[8] Πενέλης Γ., Στυλιανίδης Κ., Κάππος Α., Ιγνατάκης Χ. (1995), «Κατασκευές από Οπλισμένο
Σκυρόδεμα», Πανεπιστημιακές σημειώσεις, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Υπηρεσία
∆ημοσιεύσεων.
[9] Avak / Goris, «Παραδείγματα για την εφαρμογή του Ευρωκώδικα 2 στην πράξη: Αριθμητικά
παραδείγματα για κατασκευές από οπλισμένο σκυρόδεμα», Εκδόσεις Γκιούρδα, Αθήνα, 1998.
[10] Αναστασιάδης Κ. (1991), «Αντισεισμικές Κατασκευές», A’ Έκδοση, Εκδόσεις Ζήτη, Θεσσαλονίκη.
[11] Αναγνωστόπουλος Χ. (2001), “Αντισεισμικός Σχεδιασμός Θεμελιώσεων, Αντιστηρίξεων και
Γεωκατασκευών”, Πανεπιστημιακές Σημειώσεις ΑΣΤΕ 5, Τμήμα Πολιτικών Μηχανικών ΑΠΘ.
[12] Wilhelm Stiegler, «Τοίχοι Αντιστηρίξεως», Εκδόσεις Γκιούρδα, Αθήνα, 1976.
[13] Werner H. (1974), “Schiefe Biegung polygonal umrandeter Stahlbeton-Querschnitte”, Beton und
Stahlbetonbau, 4, pp. 92-97.
[14] Lian Duan and Wai-Fah Chen (1988), “Effective Length for columns in Braced Frames”, Journal of
Structural Engineering, Vol. 114, No. 10.
[15] Lian Duan and Wai-Fah Chen (1989), “Effective Length for columns in Unbraced Frames”, Journal
of Structural Engineering, Vol. 115, No. 1.
[16] Chopra K.A., “Dynamics of Structures, Theory and Applications to Earthquake Engineering”,
Second Edition, Prentice Hall (2001), New Jersey USA.
1. Η διατομή παραμένει επίπεδη και κάθετη στον παραμορφωμένο άξονα του στοιχείου.
2. Ο οπλισμός υφίσταται τις ίδιες μεταβολές παραμορφώσεων με το περιβάλλον σκυρόδεμα
(πλήρης συνάφεια).
3. Η εφελκυστική αντοχή του σκυροδέματος αμελείται.
4. Η μέγιστη θλιπτική παραμόρφωση του σκυροδέματος λαμβάνεται ίση με:
3.5 ‰ σε κάμψη (καθαρή ή με αξονική δύναμη, ορθή ή λοξή)
2.0 ‰ σε κεντρική θλίψη
5. Η μέγιστη εφελκυστική παραμόρφωση του οπλισμού λαμβάνεται ίση με 20.0 ‰. Η τιμή αυτή
ωστόσο είναι δυνατό να ρυθμιστεί από το χρήστη και να δοθεί ως ιδιότητα του υλικού των
ράβδων
Ως παραμορφώσεις ορίζονται οι ανηγμένες μηκύνσεις και οι ανηγμένες βραχύνσεις. Ειδικά για τους
προεντεταμένους τένοντες, η παραμόρφωσή τους υπολογίζεται λαμβάνοντας υπόψη την αρχική
επιμήκυνσή τους, (αυτή που αντιστοιχεί στην αντιπροσωπευτική τιμή της δύναμης προέντασης). Η
επιτρεπόμενη πρόσθετη επιμήκυνση πέραν της αρχικής, περιορίζεται σε 10.0‰.
είτε σε καθαρή θλίψη (γραμμή κάθετη προς τον άξονα του στοιχείου διερχόμενη από το Γ).
Η μέθοδος επίλυσης που χρησιμοποιεί το ΟΣΚ επιβάλει τον περιορισμό ότι η ποιότητα χάλυβα όλων
των ράβδων οπλισμού, μιας διατομής είναι όμοια. Προϋποθέτει επίσης τον σαφή ορισμό των περιοχών
1,2,3,4,4α,5, όπως φαίνονται στο διάγραμμα του σχήματος Α.1. Οι περιοχές αυτές οριοθετούνται από τις
χαρακτηριστικές παραμορφώσεις των υλικών (σκυροδέματος και χάλυβα).
Με βάση την συγκεκριμένη μέθοδο, ο υπολογισμός της παραμόρφωσης της διατομής (δηλαδή η εύρεση
του επιπέδου κάμψης), γίνεται εντοπίζοντας κατ’ αρχήν σε ποια από τις παραπάνω περιοχές βρίσκεται
το επίπεδο κάμψης και στη συνέχεια με διαδοχικές προσεγγίσεις και διχοτόμηση προσδιορίζεται με η
ακριβής θέση του επιπέδου κάμψης, εντός της περιοχής αυτής.
Όπως φαίνεται και στο σχήμα Α.1, η περιοχή 3 είναι εκείνη στην οποία εξαντλείται η αντοχή της πλέον
θλιβόμενης ίνας σκυροδέματος (δηλαδή η πλέον θλιβόμενη ίνα σκυροδέματος υπόκειται σε οριακή
παραμόρφωση –3.5 ‰). Στην ίδια περιοχή η παραμόρφωση της πλέον εφελκυόμενης ράβδου, μπορεί
να κυμαίνεται από την οριακή παραμόρφωση (= 20 ‰ για χάλυβα S500s) μέχρι την παραμόρφωση
διαρροής του χάλυβα. (ey = fyd/E = 434.783/2.1e+8 = 2.0704 ‰).
Έτσι αν στην ίδια διατομή υπήρχαν ράβδοι με διαφορετικές ποιότητες χάλυβα, δεν θα ήταν δυνατό να
οριστούν με σαφήνεια οι παραπάνω περιοχές του διαγράμματος, αφού για κάθε διαφορετικό χάλυβα θα
είχαμε και διαφορετική οριακή παραμόρφωση και διαφορετική παραμόρφωση διαρροής (η περιοχή 3
του διαγράμματος δεν ορίζεται σαφώς). Τότε όμως δεν μπορεί να γίνει ο εντοπισμός του επιπέδου
κάμψης που αντιστοιχεί στην εξωτερική φόρτιση, και ο υπολογισμός αποτυγχάνει. Σύμφωνα με τα
παραπάνω δεν επιτρέπεται από το ΡΑΦ η χρησιμοποίηση διαφορετικής ποιότητας χάλυβα στην ίδια
διατομή. Για λόγους ασφάλειας η δέσμευση αυτή επιβάλλεται από το πρόγραμμα.
Παραβολικό – Ορθογωνικό διάγραμμα τάσεων-παραμορφώσεων σκυροδέματος
Για τον υπολογισμό της αντοχής μίας διατομής οπλισμένου σκυροδέαμτος σε κάμψη χρησιμοποιείται
από το ΟΣΚ για το σκυρόδεμα, το ιδεατό διάγραμμα τάσεων-παραμορφώσεων του παρακάτω
σχήματος, το οποίο συστήνει ο ΕΚΟΣ/2000 στην παράγραφο 10.4.3.1.
Ο συντελεστής 0.85, λαμβάνει υπόψη τη μείωση της θλιπτικής αντοχής που οφείλεται στην μακροχρόνια
και επαναλαμβανόμενη δράση των φορτίων και δεν έχει το ρόλο συντελεστή ασφάλειας.
Ορθογωνικό διάγραμμα τάσεων-παραμορφώσεων σκυροδέματος
Εάν η διατομή δεν βρίσκεται ολόκληρη υπό θλίψη, μπορεί να χρησιμοποιηθεί μία απλοποιημένη
ορθογωνική κατανομή των θλιπτικών τάσεων.
Η κατανομή αυτή ορίζεται ως εξής (x είναι το ύψος της θλιβόμενης ζώνης της διατομής):
1) Σε ένα μήκος 0.20·x από την ουδέτερη γραμμή η τάση είναι μηδέν.
2) Στο υπόλοιπο ύψος 0.80·x η τάση είναι σταθερή και έχει τιμή:
0.85·fcd για θλιβόμενες ζώνες σταθερού πλάτους ή ζώνες των οποίων το πλάτος αυξάνει προς τις
ίνες που θλίβονται περισσότερο.
0.80·fcd για θλιβόμενες ζώνες των οποίων το πλάτος μειώνεται προς τις ίνες που θλίβονται
περισσότερο.
Η περίπτωση αφορά διάγραμμα παραμορφώσεων το οποίο διέρχεται από το Α ή το Β του παραπάνω
σχήματος. Αν το διάγραμμα διέρχεται από το Γ, μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί το ορθογωνικό
διάγραμμα, με την προϋπόθεση ότι η μέγιστη θλιπτική παραμόρφωση της πλέον θλιβόμενης ίνας, δεν
διαφέρει πολύ από –3.5 ‰.
Ο συντελεστής 0.80·fcd αφορά π.χ. ζώνες κυκλικές ή τριγωνικές με την κορυφή προς την ακραία
θλιβόμενη ίνα ή τραπεζοειδείς (περίπτωση ορθογωνικών διατομών υπό λοξή κάμψη).
Η διατομή φορτίζεται με τις ροπές Μ1 και Μ2 κατά τους κύριους άξονες 1,2 και την αξονική δύναμη Ν. Οι
προβολές των Μ1 και Μ2 επί των αξόνων Χ, Υ είναι :
M x M1.cos M 2 .sin
M y M1.sin M 2 .cos
Στα εξωτερικά φορτία Μx, Μy και Ν ανθίστανται οι εσωτερικές δυνάμεις (αντοχές) της διατομής Mx, My και
Ν. Οι αντοχές Mx, My και Ν, μπορούν να ερμηνευθούν σαν εσωτερικές δυνάμεις της διατομής οι οποίες
προέρχονται από την παραμόρφωση της διατομής, δηλαδή την βράχυνση ή την μήκυνση της διατομής
λόγω επιβολής των εξωτερικών φορτίων.
Οι μηκύνσεις ή οι βραχύνσεις της διατομής βρίσκονται σε ένα κεκλιμένο επίπεδο, που θα το ονομάζουμε
«επίπεδο κάμψης». Η τομή του επιπέδου κάμψης με το απαραμόρφωτο αρχικό επίπεδο της διατομής,
είναι η «Ουδέτερη Γραμμή» ή «Ουδέτερος Άξονας» (Ο.Α.) της διατομής με τον συγκεκριμένο οπλισμό
και την συγκεκριμένη φόρτιση. Συνεπώς το Επίπεδο Κάμψης και ο Ουδέτερος Άξονας, εξαρτώνται από
την ποιότητα σκυροδέματος και χάλυβα, την γεωμετρία της διατομής, τον οπλισμό και την φόρτιση της.
Σχήμα Α.6 Ορισμός της ουδέτερης γραμμής σε τυχούσα διατομή υπό διαξονική κάμψη με ορθή δύναμη
Για μια δεδομένη θέση του επιπέδου κάμψης οι λόγοι των αντίστοιχων «εσωτερικών» και «εξωτερικών»
δυνάμεων είναι ίσοι μεταξύ τους.
Mx My N
k (Α.2)
Mx My N
Η απόσταση των σημείων του επιπέδου κάμψης από την απαραμόρφωτη διατομή, περιορίζεται οπό τις
μέγιστες επιτρεπόμενες μηκύνσεις και βραχύνσεις τόσο των ράβδων οπλισμού όσο και των ακραίων
ινών σκυροδέματος της διατομής. Εάν ο λόγος k είναι k<1 η διατομή είναι υπερδιαστασιολογημένη, εάν
k>1 είναι υποδιαστασιολογημένη και εάν k=1, είναι ακριβώς διαστασιολογημένη.
N Mx My
n mx my (Α.3α)
N1 M 1x M 1y
και
N Mx My
n mx my (Α.3β)
N1 M 1x M 1y
με Ac την επιφάνεια σκυροδέματος και fcd την αντοχή σχεδιασμού του σκυροδέματος:
N1 Ac f cd (Α.4α)
2 I x f cd
M 1x (Α.4β)
dy
2 I y f cd
M 1y (Α.4γ)
dx
Τις εξωτερικές και εσωτερικές δυνάμεις τις εκφράζουμε σαν διανύσματα ως εξής:
m x m x
s m y
s m y και (Α.5)
n n
Η απεικόνιση των παραπάνω διανυσμάτων s και s μπορεί να γίνει σε έναν τρισδιάστατο χώρο mx, my, n
σύμφωνα με τo σχήμα Α.7.
Στον τρισδιάστατο χώρο το διάνυσμα των εσωτερικών δυνάμεων αντοχής s κινείται στην επιφάνεια ενός
προκαθορισμένου κελύφους. Το κέλυφος αυτό εξαρτάται οπό την γεωμετρία της διατομής και από τον
οπλισμό της.
Σχήμα Α.7 Απεικόνιση των διανυσμάτων s και s στον τρισδιάστατο χώρο mx, my, n.
∆ηλαδή σε συγκεκριμένη διατομή με την αλλαγή του επιπέδου κάμψης, δηλαδή με την αλλαγή φορτίων
(και διατήρηση των επιτρεπομένων παραμορφώσεων του χάλυβα και του σκυροδέματος), η κορυφή του
διανύσματος αντοχών s αλλάζει θέση, αλλά εξακολουθεί να κινείται επί μιας κελυφοειδούς επιφανείας Φ.
Όλα τα επιβαλλόμενα εξωτερικά φορτία του διανύσματος s που ευρίσκονται εντός του κελύφους Φ
μπορούν να αναληφθούν από την συγκεκριμένη διατομή.
Σχήμα Α.8 Ο τρισδιάστατος χώρος αντοχής μίας διατομής οπλισμένου σκυροδέματος, και οι τομές του.
Σε περίπτωση διάτρησης του κελύφους του χώρου αντοχής Φ από ένα διάνυσμα εξωτερικών φορτίων s
τότε έχουμε ανεπάρκεια της διατομής για την συγκεκριμένη φόρτιση.
N dA (Α.6α)
Ac
M x y dA (Α.6β)
Ac
M y x dA (Α.6γ)
Ac
Από τις παραπάνω σχέσεις, προκύπτει ότι θα πρέπει να υπολογιστεί ένα επιφανειακό ολοκλήρωμα. Αντί
για την επιφανειακή ολοκλήρωση που είναι πολύ δύσκολή για τυχαίες διατομές, χρησιμοποιείται ένας
αλγόριθμος που επιτρέπει το μετασχηματισμό του επιφανειακού ολοκληρώματος σε επικαμπύλιο. Με
τον τρόπο αυτό μια διατομή τυχαίας γεωμετρίας μπορεί να ολοκληρωθεί αριθμητικά ακριβώς, κατά
μήκος του περιγράμματός της.
M Sdx M Sdy N
CR Sd (Α.7)
M Rdx M Rdy N Rd
Συνεπώς εκφράζει το ποσοστό εξάντλησης της διατομής με τις δεδομένες δράσεις σχεδιασμού.
Ο έλεγχος γίνεται με πολλαπλούς υπολογισμούς (ολοκληρώσεις) για δεδομένη θέση του επιπέδου
κάμψης όπως αναφέρθηκε παραπάνω. Έτσι ο υπολογισμός ξεκινά με εντοπισμό του επιπέδου κάμψης
για τα δεδομένα εξωτερικά φορτία/δράσεις και κατόπιν υπολογίζονται τα εσωτερικά εντατικά μεγέθη γι’
αυτή τη θέση. Στη συνέχεια και εφ’ όσον δεν υπάρχει σύγκλιση, τα φορτία μεταβάλλονται μέχρις ότου
επιτευχθεί η σύγκλιση με κριτήριο την ισότητα των παραπάνω λόγων, δηλαδή:
N Sd M Sdx M Sdy
(Α.8)
N Rd M Rdx M Rdy
ΟΠΛΙΣΜΕΝΟ ΣΚΥΡΟ∆ΕΜΑ
ΕΓΧΕΙΡΙ∆ΙΟ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗΣ
Copyright © 2008-2009