Professional Documents
Culture Documents
Β’ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ
Σου μίλησε;
Έγραψε το γράμμα.
Η μαμά πλένει.
Ο Κώστας πίνει.
Τη χαιρέτησα.
Του το έστειλα.
Μαθαίνει την κόρη της χορό.
Προσπαθεί να το ξεπεράσει.
Το παιδί χαμογελάει.
Τα ποτήρια λάμπουν.
Το μωρό πεινάει.
Τι πρόκειται να συμβεί;
5) Επιπρόσθετες επισημάνσεις:
Το νερό βράζει.
Οι αντωνυμίες
Οι προσωπικές αντωνυμίες
Ονομ.εγώ
Γεν.εμένα / μου
Αιτ.εμένα
Κλητ. - -
μου
σου
- εσύ
εσένα
εσένα
εσύ -
σου
σε
-
Πληθυντικός
Ονομ.
Γεν.
Αιτ.
Κλητ εμείς
εμάς
εμάς
--
μας
μας
- εσείς
εσάς
εσάς
εσείς -
σας
σας
-
Ονομ.
Γεν.
Αιτ.
Κλητ αυτοί (τοι)
αυτών (τους)
αυτούς (τους)
- αυτές (τες)
αυτών (τους)
αυτές (τις ή τες)
- αυτά (τα)
αυτών (τους)
αυτά (τα)
-
* Το τελικό –ν διατηρείται πάντα στην αιτιατική αρσενικού τού δυνατού και
αδύνατου τύπου
** Το τελικό –ν διατηρείται στην αιτιατική θηλυκού τού δυνατού και
αδύνατου τύπου όταν η επόμενη λέξη αρχίζει από φωνήεν ή άηχο κλειστό
σύμφωνο (κ, π, τ, ξ, ψ)
7) Σημαντικές επισημάνσεις:
i. Διάκριση των αδύνατων τύπων της προσωπικής αντωνυμίας από τους
τύπους του οριστικού άρθρου το(ν), του, της, τη(ν), το. Το οριστικό άρθρο
δηλώνει οριστική αναφορά και μπαίνει πριν από κάποιο όνομα (συνοδεύει
δηλαδή ουσιαστικά), π.χ. «τον πατέρα», ενώ οι αδύνατοι τύποι της
προσωπικής αντωνυμίας αντικαθιστούν ή υποκαθιστούν κάποιο όνομα και
συνοδεύουν ρήματα (τον χτύπησε / χτύπησέ τον) ή μπαίνουν μετά από
ονόματα ως γενική προσδιοριστική (πατέρας του) ή επιρρήματα (πίσω της).
ii. Διάκριση της προσωπικής αντωνυμίας γ΄ προσώπου (αυτός – αυτή –
αυτό) από τη δεικτική αντωνυμία (αυτός – αυτή – αυτό).
Τη δεικτική αντωνυμία (αυτός, -ή, -ό) τη χρησιμοποιούμε όταν θέλουμε
να δείξουμε κάτι (τον μετέχοντα ή κάποια ιδιότητά του, ποσοτικού ή
ποιοτικού περιεχομένου), που βρίσκεται μάλιστα σχετικά κοντά μας (Αυτός
είναι ο φίλος μου), ενώ την προσωπική όταν αναφερόμαστε απλώς στον
μετέχοντα, χωρίς πρόθεση να τον δείξουμε (Αυτή τότε απάντησε).
Η προσωπική αντωνυμία αντικαθιστά μόνο ουσιαστικά, δε μπαίνει σε
θέση επιθέτων, ενώ η δεικτική αντωνυμία χρησιμοποιείται κυρίως ως
επίθετο και μπαίνει πριν από το άρθρο και το ουσιαστικό (Αυτή η γυναίκα
είναι επικίνδυνη).
Η δεικτική αντωνυμία χρησιμοποιείται για πρόσωπα ή πράγματα τα οποία
έχουν προαναφερθεί (Θυμάσαι που σου έλεγα για μια ξανθιά; Ε, αυτή ήταν
στο τηλέφωνο.)
iii. Η προσωπική αντωνυμία γ΄ προσώπου στην αιτιατική ενικού του
αρσενικού -και στο δυνατό και στον αδύνατο τύπο- διατηρεί πάντα το
τελικό –ν (αυτόν / τον). Κάτι που δεν ισχύει για τον αντίστοιχο τύπο της
δεικτικής αντωνυμίας [αυτό(ν)], ούτε για την αιτιατική ενικού αρσενικού
γένους του οριστικού άρθρου [το(ν)], όπου διατηρούν το τελικό –ν στις
γνωστές περιπτώσεις [όταν η επόμενη λέξη αρχίζει από φωνήεν ή άηχο
κλειστό σύμφωνο (κ, π, τ, ξ, ψ)]. Στο θηλυκό όμως και η προσωπική
αντωνυμία διατηρεί το τελικό –ν όταν ισχύει η προηγούμενη συνθήκη –
κανόνας [αυτή(ν) / τη(ν)] .
ΚΤΗΤΙΚΕΣ ΑΝΤΩΝΥΜΙΕΣ
Χρησιμοποιούνται όταν:
• θέλουμε να δώσουμε έμφαση στον κτήτορα (Αυτό το τετράδιο είναι δικό
μου.),
• θέλουμε να αποσαφηνίσουμε σε ποιον ανήκει κάτι (Λάθος, αυτό είναι το
δικό της κινητό και όχι το άλλο.),
• θέλουμε να υποκαταστήσουμε ένα όνομα, το οποίο έχει αναφερθεί και
εννοείται (Η συνάντηση θα γίνει είτε στο σπίτι του Γιάννη είτε στο δικό
μου.),
• σε παγιωμένες εκφράσεις μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως ονοματικό σύνολο
που δηλώνει «συγγένεια» (Θα μιλήσω στους δικούς μου), «οπαδούς»
(Μπήκαν τότε στο γήπεδο οι δικοί μας), «κάποιον στενό φίλο» (Δικέ μου τι
κάνεις;) κ.λπ.
Συντακτική χρήση. Μπορούν να:
• λειτουργήσουν ως επιθετικοί προσδιορισμοί, όταν προσδιορίζουν κάποιο
ουσιαστικό (Οι δικοί μου φίλοι έφυγαν χθες.),
• έχουν τις συντακτικές λειτουργίες ενός ονόματος, όταν εμφανίζονται
μέσα στο λόγο ως αυτοδύναμα ονοματικά σύνολα, π.χ. να είναι υποκείμενο
(Οι δικοί μου δε θα επιστρέψουν σπίτι το βράδυ.), αντικείμενο (Τελικά
έκανα το δικό μου) κ.λπ.,
• να συνδυάζονται με προθέσεις όταν λειτουργούν ως ονοματικά σύνολα
δημιουργώντας εμπρόθετους προσδιορισμούς (Ήρθα με τους δικούς μου .).
ΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΑΝΤΩΝΥΜΙΕΣ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΕΣ ΑΝΤΩΝΥΜΙΕΣ
ΑΟΡΙΣΤΕΣ ΑΝΤΩΝΥΜΙΕΣ
Κανένας (κανείς) – καμιά (καμία) – κανένα (μόνο στον ενικό αριθμό) και
το άκλιτο τίποτε / τίποτα χρησιμοποιούνται α) για να δηλώσουν κάτι το
αόριστο και έχουν τη σημασία του «κάποιος, -α, -ο» και «κάτι» αντίστοιχα,
π.χ. «Αν ρωτήσει κανείς (δηλαδή κάποιος) πες του πως θα έρθω
αργότερα» / «Πες τίποτα (δηλαδή κάτι) και εσύ!» ή β) για να δηλώσουν
άρνηση (ούτε ένας / ούτε κάτι), όταν συνδυάζονται με αρνητικό μόριο,
π.χ. «Δεν βρέθηκε κανείς (δηλαδή ούτε ένας) να τον σταματήσει!» / «Δεν
ξέρεις τίποτα (δηλαδή ούτε κάτι);».
Καθένας – καθεμιά (καθεμία) – καθένα και το άκλιτο κάθε / καθετί
χρησιμοποιούνται για γενικευμένη αόριστη δήλωση και λειτουργούν ως
επίθετα (Ο καθένας μπορεί να προσφέρει στην κοινωνία / Κάθε άνθρωπος
έχει τα προτερήματα και τα ελαττώματά του).
Κάμποσος – κάμποση – κάμποσο και μερικοί – μερικές - μερικά
χρησιμοποιούνται για να δηλώσουν αόριστα ποσό (Ήρθαν κάμποσοι φίλοι.
Μερικοί από αυτοί κάθισαν ως τα μεσάνυχτα.).
(ο, η, το) τάδε / (ο, η, το) δείνα χρησιμοποιούνται όταν δε θέλουμε να
ονομάσουμε κάποιον ή κάτι (Ήρθε τότε ο δείνα και μου λέει θα βρεθούμε
στο τάδε μέρος).
Άλλος – άλλη – άλλο: χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει κάποιον ή
κάτι, χωρίς να τον αναφέρει (Επισκεφτήκαμε την Ακρόπολη και τα άλλα
υπέροχα μνημεία της Αθήνας).
Τα επίθετα όλος – όλη – όλο και ολόκληρος – ολόκληρη – ολόκληρο
λειτουργούν και ως αόριστες αντωνυμίες όταν α) δηλώνουν κάτι που έχει
αναφερθεί (Έχεις πάει στα νησιά των Κυκλάδων; Όλα είναι πανέμορφα) ή
β) έχουν τη σημασία του «ο καθένας» και «το καθετί» (Όλοι το ξέρουν /
Άλλαξαν όλα).
Για την αόριστη δήλωση χρησιμοποιούνται και οι αναφορικές αντωνυμίες
όποιος, -α, -ο / ό,τι / όσος, -η, -ο και τα σύνθετά τους με β΄ συνθετικό το
–δήποτε (βλ. αναφορικές αντωνυμίες).
• Οι αόριστες αντωνυμίες έχουν μέσα στο λόγο τη συντακτική λειτουργία
των ουσιαστικών – ονομάτων, οπότε μπορεί να είναι υποκείμενα (Κάποιος
ήρθε), αντικείμενα (Δε θέλω κανέναν), κατηγορούμενα (Και αυτό ήταν
κάτι!), εμπρόθετοι προσδιορισμοί (Το έμαθα από κάποιους) ή των
επιθέτων, οπότε μπορεί να είναι επιθετικοί ή κατηγορηματικοί
προσδιορισμοί (Κάποιος συμμαθητής μου με χτύπησε / Όλος ο κόσμος ήταν
ανάστατος).
ΟΡΙΣΤΙΚΕΣ ΑΝΤΩΝΥΜΙΕΣ
ΑΥΤΟΠΑΘΕΙΣ ΑΝΤΩΝΥΜΙΕΣ
ΕΡΩΤΗΜΑΤΙΚΕΣ ΑΝΤΩΝΥΜΙΕΣ
Κ.λπ.
- Οι ομοιόπτωτοι προσδιορισμοί χρησιμοποιούνται:
ΕΠΙΘΕΤΤΙΚΟΣ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ
1) Σύνθεση έχουμε όταν μια λέξη σχηματίζεται από την ένωση των
θεμάτων δύο ή περισσότερων λέξεων (π.χ. αγγουροντομάτα). Η πρώτη
λέξη ονομάζεται πρώτο συνθετικό (αγγούρι) και η δεύτερη δεύτερο
συνθετικό (ντομάτα).
Η λέξη κατά (που προέρχεται από την πρόθεση «κατά» της Αρχαίας
Ελληνικής) + επίθετο: κατά + κόκκινος = κατακόκκινος.
ΚΑΤΑΛΗΞΕΙΣ ΠΑΡΑΘΕΤΙΚΩΝ
2) ο + -ότερος (ο
πλουσιότερος) ή ο πιο
πλούσιος (σχετικό
υπερθετικό)
-ύς -ύτερος 1) -ύτατος (ταχύτατος)
(ταχύς) (ταχύτερος) ή ή πολύ / πάρα πολύ
ταχύς (απόλυτο
πιο ταχύς υπερθετικό)
2) ο + -ύτερος (ο
ταχύτερος) ή ο πιο
ταχύς (σχετικό
υπερθετικό)
-ής -έστερος 1) -έστατος
(επιμελής) (επιμελέστερος) ή (επιμελέστατος) ή πολύ
πιο επιμελής / πάρα πολύ επιμελής
(απόλυτο υπερθετικό)
2) ο + -έστερος (ο
επιμελέστερος) ή ο πιο
επιμελής
(σχετικό υπερθετικό)
(Μονολεκτικοί τύποι)
Θετικός Συγκριτικός Υπερθετικός
βαθμός βαθμός βαθμός
απλός,-η,-ο απλούστερος,-η,-ο απλούστατος,-η,-ο
καλός,-η,-ο καλύτερος,-η,-ο κάλλιστος,-η,-ο ή
άριστος,-η,-ο
κακός,-η,-ο χειρότερος,-η,-ο κάκιστος,-η,-ο ή
χείριστος,-η,-ο
κοντός,-η,-ο κοντότερος,-η,-ο κοντότατος,-η,-ο
κοντύτερος,-η,-ο κοντύτατος,-η,-ο
λίγος,-η,-ο λιγότερος,-η,-ο ελάχιστος,-η,-ο
μεγάλος,-η,-ο μεγαλύτερος,-η,-ο μέγιστος,-η,-ο
μικρός,-η,-ο μικρότερος,-η,-ο ελάχιστος,-η,-ο
πολύς , πολλή , περισσότερος,-η,-ο δεν έχει
πολύ
ταχύς,-εία,-ύ ταχύτερος,-η,-ο ταχύτατος,-η,-ο
αλλά και
τάχιστος,-η,-ο
i. Αν προέρχονται από επίθετα σε -ος, -η/-α, -ο (ωραίος, -α, -ο) και σε -ύς,
-ιά, -ύ (βαθύς, -ιά, -ύ), τότε στο θέμα των βαθμών των επιθέτων
προσθέτουμε την κατάληξη –α ή –ιά (ωραία – ωραιότερα ή πιο ωραία –
ωραιότατα ή πολύ ωραία / βαθιά – βαθύτερα ή πιο βαθιά – βαθύτατα ή
πολύ βαθιά / καλά – καλύτερα ή πιο καλά – άριστα ή πολύ καλά). Εξαίρεση
αποτελούν τα επιρρήματα που προέρχονται από τα επίθετα πολύς και λίγος
(πολύ – περισσότερο ή πιότερο – πάρα πολύ / λίγο- λιγότερο – πολύ λίγο
ή ελάχιστα).
ii. Αν προέρχονται από επίθετα σε -ής, -ής, -ές (επιεικής, -ής, -ές), τότε ο
θετικός βαθμός σχηματίζεται με την προσθήκη στο θέμα του θετικού
βαθμού του επιθέτου της κατάληξης –ώς και ο συγκριτικός και υπερθετικός
με την προσθήκη στο θέμα των αντίστοιχων βαθμών του επιθέτου τής
κατάληξης –ά (επιεικώς – επιεικέστερα ή πιο επιεικώς – επιεικέστατα ή
πολύ επιεικώς).
ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ
4) Το υποκείμενο παραλείπεται:
α) Στο α΄ και στο β΄ πρόσωπο της προσωπικής αντωνυμίας (εγώ-εμείς /
εσύ-εσείς), όταν δε θέλουμε να δώσουμε έμφαση σ’ αυτό, π.χ. «Είμαι
μαθητής» (εννοείται: εγώ) / «Είσαι μαθητής» (εννοείται: εσύ).
Ειδικότερα, έχουμε:
Ø τον αόριστο που φανερώνει πως κάτι έγινε στο παρελθόν σε κάποια
χρονική στιγμή – συνοπτικά (συνοπτικό γεγονός), οπότε η έμφαση δίνεται
στο γεγονός και όχι στη διάρκειά του, (π.χ. Χτες το απόγευμα διάβασα τα
μαθήματά μου), και
θα διαβάζω
διάβασα ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ
θα διαβάσω
δ) Σημαντικές παρατηρήσεις:
Π.χ.: 1ο: «Χτες όλη μέρα διάβαζα το μάθημα της ιστορίας»: παρατατικός
(ατελές ποιόν ενέργειας) που δηλώνει ότι ο μαθητής όλη την ημέρα
ήταν απασχολημένος με το διάβασμα αυτού του μαθήματος (το γεγονός
παρουσιάζεται ως κάτι που επαναλαμβάνεται όλη τη μέρα).
2ο: «Χτες όλη μέρα διάβασα το μάθημα της ιστορίας»: αόριστος (τέλειο
ποιόν ενέργειας) που δηλώνει ότι ο μαθητής όλη την ημέρα δεν
κατάφερε να κάνει τίποτα άλλο εκτός από το να διαβάσει το μάθημα της
ιστορίας (το γεγονός παρουσιάζεται ως σύνολο, συνοπτικά).
4) Από τους χρόνους του ρήματος άλλοι σχηματίζονται με μία μόνο λέξη
και λέγονται μονολεκτικοί (ενεστώτας, παρατατικός, αόριστος) και άλλοι
με δύο ή τρεις και λέγονται περιφραστικοί (παρακείμενος, υπερσυντέλικος,
εξακολουθητικός, συνοπτικός και συντελεσμένος μέλλοντας).
1) Σε κάθε κλιτή λέξη το τμήμα που είναι στην αρχή της και δεν αλλάζει
μορφή λέγεται θέμα και το τελευταίο τμήμα της που αλλάζει μορφή
λέγεται κατάληξη. Π.χ. στη λέξη «μαθητής» το θέμα είναι «μαθητ-» και η
κατάληξη «-ής».
α) τα ρήματα της δεύτερης συζυγίας (όσα ρήματα στο πρώτο πρόσωπο της
οριστικής ενεστώτα τονίζονται στη λήγουσα, π.χ. τραγουδώ, ζητώ κ.λπ.),
π.χ. ενεστώτας: τραγουδώ, παρατατικός: τραγουδούσα, αόριστος:
τραγούδησα,
¨ Τα ρήματα που έχουν και τις δύο φωνές δηλώνουν την ενεργητική
διάθεση με την ενεργητική φωνή (Ο παππούς δένει το γάιδαρο).
¨ Τα ρήματα που έχουν και τις δύο φωνές δηλώνουν την παθητική διάθεση
με την παθητική φωνή (Ο γάιδαρος δέθηκε από τον παππού).
«Το παράθυρο έκλεισε από τον αέρα» → ενεργητική φωνή, αλλά παθητική
διάθεση.
5) Ρήματα μέσης διάθεσης: είναι τα ρήματα που φανερώνουν ότι το
υποκείμενο είναι συγχρόνως δράστης και δέκτης μιας ενέργειας, δηλαδή
ενεργεί και η ενέργεια γυρίζει σ’ αυτό (Η καθηγήτριά μας ντύνεται ωραία
κάθε μέρα). Τα ρήματα με μέση διάθεση χωρίζονται σε: