You are on page 1of 223

ΤΟ ΙΕΡΟΝ ΨΑΛΤΗΡΙΟΝ

(Μετάφραση-Σύντομη Ἀνάλυση)

Τόμος Α´
Ψαλμ. 1-50

Ὑπό
Ἐπισκόπου Ἱερεμίου
Μητροπολίτου Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΓΟΡΤΥΝΟΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΟΠΟΛΕΩΣ


ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2019
Ἀφιερώνεται
στούς ᾄδοντας καί ψάλλοντας
μέ πόθο καί εὐλάβεια
τόν Κύριο τῶν Δυνάμεων
ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Τό βιβλίο αὐτό περιέχει τήν μετάφραση καί τήν ἑρμηνεία τῶν πενῆντα
πρώτων Ψαλμῶν τοῦ Ψαλτηρίου, πού εἶναι τό συχνότερο ἀνάγνωσμα στίς
Ἐκκλησιαστικές μας Ἀκολουθίες. Τό βιβλίο μας εἶναι μέ ἁπλότητα γραμ-
μένο, γιατί ἀπευθύνεται πρός τόν λαό, ἀλλά στηρίζεται σέ ἑρμηνευτικές
ἐργασίες, καί ἀποτελεῖ διά τοῦτο ἕνα σύντομο πρακτικό ὑπόμνημα τῶν πα-
ρατιθεμένων Ψαλμῶν. Συνιστοῦμε στούς ἀδελφούς χριστιανούς νά διαβά-
ζουν καθημερινά τό Ψαλτήριο στό κείμενο του, ὅπως διαβάζεται στήν
Ἐκκλησία μας, ἕνα Ψαλμό τοὐλάχιστον κάθε μέρα, καί θά τό δοῦν μόνοι
τους ὅτι θά νοιώθουν γλυκασμό ἀπό τήν ἀνάγνωσή του.
Τό παρόν βιβλίον ἔχει γραφεῖ ὡς ἕνα πνευματικό ἀνάγνωσμα τοῦ ἔτους,
ὡς Ἡμερολόγιο τρόπον τινά αὐτοῦ, ὅπως τό συνηθίζουμε νά κάνουμε κατ᾽
ἔτος. Μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ θά ἀκολουθήσουν καί ἄλλοι δύο τόμοι, πα-
ρόμοιοι πρός τόν παρόντα, καί θά ὁλοκληρωθεῖ ἔτσι μία πρακτική ἑρμη-
νευτική μελέτη σέ ὅλους τούς Ψαλμούς.
Τό βιβλίο ἀφιερώνεται στούς ἀγαπητούς Ἱεροψάλτες μας, μέ τούς ὁποί-
ους συλλειτουργοῦμε τόν Κύριο κατά διαλογικό καί δραματικό τρόπο, γιατί
πραγματικά ἡ λατρεία μας στόν Θεό εἶναι ἕνα πολύπαικτο δράμα. Τούς
εὐχόμεθα νά ζήσουν πολλά ἔτη ψάλλοντες τόν Κύριο, κατά τό ψαλμικό
ρητό, «ἄσω τῷ Κυρίῳ ἐν τῇ ζωῇ μου, ψαλῶ τῷ Θεῷ μου ἕως ὑπάρχω»
(Ψαλμ. 103,33). Καί τούς εὐχόμεθα κυρίως νά ψάλλουν μέ φόβο Θεοῦ καί
εὐλάβεια, ὥστε νά εἶναι ἀρεστή ἡ ψαλμωδία τους στόν Θεό, ὅπως τό λέγει
στήν συνέχεια ὁ ἴδιος Ψαλμός, «ἡδυνθείη αὐτῷ (= νά ἀρέσει στόν Θεό) ἡ
διαλογή μου (= ἡ ψαλμωδία μου)» (στίχ. 34).

† Ὁ Μητροπολίτης Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως Ἱερεμίας

5
«Αἰνεῖτε αὐτόν ἐν ψαλτηρίῳ καί κιθάρᾳ» (Ψαλμ. 150)
ΨΑΛΜΟΣ Α´ 1

ΤΟ ΚΙΝΗΜΑ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ

1,1 Μακάριος ἀνήρ, 1,1 Μακάριος εἶναι ὁ ἄνθρωπος,


ὃς οὐκ ἐπορεύθη ἐν ὁ ὁποῖος δέν πορεύθηκε
βουλῇ ἀσεβῶν καὶ ἐν σύμφωνα μέ τά φρονήματα τῶν ἀσεβῶν
ὁδῷ ἁμαρτωλῶν οὐκ καί δέν στάθηκε ἐκεῖ,
ἔστη καὶ ἐπὶ καθέδρᾳ ὅπου συνάζονται οἱ ἁμαρτωλοί
λοιμῶν οὐκ ἐκάθισεν. καί δέν κάθισε σέ τόπο διεφθαρμένων.

2 Ἀλλ᾿ ἤ ἐν τῷ νόμῳ 2 Ἀλλά, ἀντίθετα,


Κυρίου τὸ θέλημα αὐ- ἡ ἐπιθυμία του εἶναι (μόνο)
τοῦ, καὶ ἐν τῷ νόμῳ στόν Νόμο τοῦ Κυρίου
αὐτοῦ μελετήσει ἡμέ- καί τόν Νόμο Αὐτοῦ
ρας καὶ νυκτός. ψελλίζει μέρα καί νύχτα.
3 Καὶ ἔσται ὡς τὸ ξύλον 3 Καί αὐτός θά εἶναι σάν τό δένδρο,
τὸ πεφυτευμένον παρὰ πού εἶναι φυτευμένο στά τρεχούμενα νερά,
τὰς διεξόδους τῶν τό ὁποῖο δίνει τόν καρπό του
ὑδάτων, ὃ τὸν καρπὸν στόν κατάλληλο καιρό
αὐτοῦ δώσει ἐν καιρῷ καί τά φυλλώματά του δέν πέφτουν
αὐτοῦ, καὶ τὸ φύλλον καί ὅλα ὅσα κάνει θά ἐπιτυγχάνουν.
αὐτοῦ οὐκ ἀποῤῥυήσε-
ται· καὶ πάντα, ὅσα ἂν
ποιῇ, κατευοδωθήσε-
ται.
4 Οὐχ οὕτως οἱ ἀσε- 4 Δέν θά συμβαίνει ὅμως ἔτσι
βεῖς, οὐχ οὕτως, ἀλλ᾿ ἢ μέ τούς ἁμαρτωλούς,
ὡσεὶ χνοῦς, ὃν ἐκρίπτει δέν θά συμβαίνει ἔτσι!
ὁ ἄνεμος ἀπὸ προσώ- Ἀλλά θά μοιάζουν σάν τό χνοῦδι,
που τῆς γῆς. πού ἐξαφανίζει ὁ ἄνεμος
ἀπό τό πρόσωπο τῆς γῆς.
5 Διὰ τοῦτο οὐκ ἀνα- 5 Γι᾽ αὐτό δέν θά ἀθωωθοῦν
στήσονται ἀσεβεῖς ἐν (ἀπό τόν Κύριο) οἱ ἀσεβεῖς
κρίσει, οὐδὲ ἁμαρτω- στήν γενόμενη (καθημερινή) κρίση,
λοὶ ἐν βουλῇ δικαίων· οὔτε οἱ ἁμαρτωλοί θά ἀριθμοῦνται
στήν κοινότητα τῶν δικαίων·
9
Ψαλμός 1

6 ὅτι γινώσκει Κύριος 6 γιατί φροντίζει ὁ Κύριος γιά τούς διαίους,


ὁδὸν δικαίων, καὶ ὁδὸς ἐνῶ οἱ ἀσεβεῖς θά καταστραφοῦν.
ἀσεβῶν ἀπολεῖται.

1. Ὁ ψαλμός αὐτός γράφτηκε στά χρόνια μετά τήν βαβυλώνια αἰχμα-


λωσία, μετά δηλαδή τό 586 π.Χ. Τότε πολλοί Ἰουδαῖοι, ἐπηρεαζόμενοι ἀπό
τό ἑλληνικό πνεῦμα, ἄρχιζαν νά φιλελευθεριάζουν καί νά θέλουν νά ἀνα-
μείξουν τόν Μωσαϊκό Νόμο καί τήν προφητική διδασκαλία μέ τήν ἑλλη-
νική φιλοσοφία. Αὐτοί οἱ μοντέρνοι Ἰουδαῖοι, ὅπως φαίνεται ἀπό τόν
ψαλμό μας, συγκροτοῦσαν ἰδιαίτερες ὁμάδες καί ἔκαναν διαλέξεις γιά τό
κίνημά τους σέ ἰδιαίτερους χώρους. Ἐναντίον αὐτῶν τῶν Ἰουδαίων γρά-
φεται ὁ 1ος ψαλμός καί τούς ἀποκαλεῖ μέ τρεῖς βαρειές ἐκφράσεις. Τούς
λέγει «ἀσεβεῖς», «ἁμαρτωλούς» καί, ἀκόμη περισσότερο, τούς ἀποκαλεῖ
«λοιμούς», δηλαδή διεφθαρμένους (στίχ. 1). Καί βεβαίως ἦταν μεγάλη ἡ
ἁμαρτία τῶν Ἰουδαίων αὐτῶν, γιατί ἤθελαν νά ἀλλοιώσουν τήν πίστη τῶν
πατέρων τους, τήν παράδοσή τους, καί νά τήν ἀναμείξουν μέ τήν διδασκα-
λία τῆς νέας ἐποχῆς τῶν ἑλληνιστικῶν χρόνων.
2. Ὁ Ψαλμωδός μας λοιπόν ἀρχίζοντας τόν ψαλμό του λέγει ὅτι εὐσεβής
εἶναι ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος «οὐκ ἐπορεύθη ἐν βουλῇ ἀσεβῶν» (στίχ. 1). Ὅτι δέν
σκέπτεται, δηλαδή, ὅπως σκέπτονται οἱ μοντέρνοι Ἰουδαῖοι. Καί, ἀκόμη
περισσότερο, εὐσεβής εἶναι ἐκεῖνος πού δέν θέλει νά πάει στήν ὁδό πού
εἶναι ἡ αἴθουσα, ὅπου συγκεντρώνονται οἱ ἀσεβεῖς μοντέρνοι Ἰουδαῖοι, καί
νά καθήσει καί αὐτός ἐκεῖ γιά νά ἀκούσει τήν διδασκαλία τους: «Καί ἐν
ὁδῷ ἁμαρτωλῶν οὐκ ἔστη καί ἐπί καθέδρᾳ λοιμῶν οὐκ ἐκάθισεν» (στίχ. 1).
Εὐσεβής κατά τόν ψαλμό μας εἶναι αὐτός πού δέν συμπορεύεται μέ τό
πνεῦμα τῆς νέας ἐποχῆς, ἀλλά κρατάει ἀκέραιη τήν ἱερή παράδοση, χωρίς
νά θέλει νά τήν ἀναμείξει μέ φιλοσοφικά διδάγματα. Αὐτός ὁ εὐσεβής
ἄνθρωπος εἶναι «μακάριος», λέγει ὁ Ψαλμωδός μας (στίχ. 1).
3. Στήν συνέχεια ὁ ἱερός ψαλμωδός μας λέγει πιό συγκεκριμένα ποιά
στάση πρέπει νά κρατοῦν οἱ εὐσεβεῖς στό θέμα πού δημιούργησαν οἱ ἀσε-
βεῖς μοντέρνοι. Αὐτοί, ὅπως εἴπαμε, ἤθελαν νά ἀναμείξουν τήν ἑλληνική
φιλοσοφία μέ τόν παραδοθέντα διά τοῦ Μωυσῆ Νόμο τοῦ Θεοῦ. Ὁ ψαλμός
μας λέγει καθαρά: Ὁ εὐσεβής Ἰουδαῖος θά εἶναι προσηλωμένος στόν Νόμο
καί μόνο στό Νόμο. Σ᾽ αὐτόν θά εἶναι ἡ καρδιά του καί αὐτόν θά ψελλίζει
στήν ἡμερονύκτια προσευχή του: «Ἀλλ᾽ ἤ ἐν τῷ Νόμῳ Κυρίου τό θέλημα
αὐτοῦ καί ἐν τῷ Νόμῳ αὐτοῦ μελετήσει ἡμέρας καί νυκτός» (στίχ. 2). Πέρα
ἀπό τόν Νόμο τοῦ Θεοῦ ἡ φιλοσοφία καί κάθε ἀνθρώπινο κατασκεύασμα.
Δέν εἶναι ἀτελής οὔτε ἐλλιπής ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, γιά νά ἔχει ἀνάγκη νά
τόν συμπληρώσουμε μέ ἀνθρώπινη σοφία.

10
Ψαλμός 1

4. Καί τώρα ὁ ποιητής τοῦ ψαλμοῦ παρουσιάζει μέ εἰκόνες τήν εὐτυχία


τῶν εὐσεβῶν καί τήν δυστυχία τῶν ἀσεβῶν. Οἱ εὐσεβεῖς, αὐτοί, δηλαδή,
πού δέχονται ἀνόθευτο τό θεῖο Νόμο καί προσκολλῶνται σ᾽ αὐτόν, παρι-
στάνονται ἐδῶ στόν ψαλμό μας σάν ἕνα δένδρο ἀειθαλές, πού ποτίζεται
μέ ἄφθονα νερά καί φέρει τόν καρπό του καί μάλιστα «ἐν καιρῷ αὐτοῦ»
(στίχ. 3), στόν κατάλληλο δηλαδή καιρό (στίχ. 3). Πάντοτε, λοιπόν, θά
εἶναι εὐτυχισμένος ὁ εὐσεβής, γιατί θά ἔχει τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Δέν θά
εἶναι ὅμως ἔτσι οἱ ἀσεβεῖς, δέν θά εἶναι ἔτσι! «Οὐχ οὕτως οἱ ἀσεβεῖς, οὐχ
οὕτως», λέει ὁ Ψαλμωδός. Οἱ ἀσεβεῖς θά μοιάζουν σάν τό ἄχυρο πού τό
ἁρπάζει ὁ ἄνεμος καί τό πετάει μακριά (στίχ. 4). Καί τελικά λέγει ὁ ψαλμός
μας περί τῶν ἀσεβῶν ὅτι «οὐκ ἀναστήσονται ἐν κρίσει» (στίχ. 5).
5. Ὁ λόγος αὐτός τοῦ ψαλμοῦ ἔχει παρεξηγηθεῖ, καί τόν ἡρμήνευσαν
ὅτι δέν πρόκειται νά ἀναστηθοῦν οἱ ἁμαρτωλοί κατά τήν τελική κρίση.
Αὐτήν τήν παρερμηνεία τήν ἔκαναν οἱ Χιλιαστές, οἱ Ψευδομάρτυρες τοῦ
Ἰεχωβᾶ. Ἀλλά δέν λέγει αὐτό ἐδῶ ὁ Ψαλμωδός μας. Τό σωστό νόημα τῆς
φράσης «οὐκ ἀναστήσονται ἀσεβεῖς ἐν κρίσει», εἶναι τό ἑξῆς: Στά ἰουδαϊκά
δικαστήρια ὁ κατηγορούμενος καθόταν στό ἑδώλιο. Ἄν ἀθωωνόταν, ἐση-
κώνετο μέ καύχηση ὄρθιος, γιά νά φανεῖ ὅτι δικαιώθηκε. Ἄν ὅμως ὁ κατη-
γορούμενος κατεδικάζετο, τότε ἔπεφτε κατά γῆς, δεῖγμα τῆς καταδίκης του.
Ὁ στίχος μας λοιπόν θέλει νά πεῖ: Στήν καθημερινή κρίση πού κάνει ὁ
Θεός, οἱ ἀσεβεῖς «οὐκ ἀναστήσονται», δέν θά σηκωθοῦν ὄρθιοι, δηλαδή
δέν θά ἀθωωθοῦν, ἀλλά θά καταδικασθοῦν. Εἶναι καταδικασμένοι ἀπό τόν
Θεό. Καί σάν τοιοῦτοι δέν θά ἀνήκουν στήν «βουλή τῶν δικαίων» (στίχ.
5). Δέν θά εἶναι δηλαδή τότε μέλη τῆς ἱερῆς κοινότητας, μέλη τῆς Ἐκκλη-
σίας. Καί μέ λίγα λόγια συνοψίζει τέλος ὁ Ψαλμωδός ὅλα ὅσα εἶπε περί
τῆς τύχης τῶν εὐσεβῶν καί ἀσεβῶν: «Γινώσκει Κύριος ὁδόν δικαίων καί
ὁδός ἀσεβῶν ἀπολεῖται» (στίχ. 6). Τούς εὐσεβεῖς ὁ Θεός τούς «γινώσκει»,
δηλαδή τούς φροντίζει καί τούς προστατεύει. Οἱ ἀσεβεῖς ὅμως θά κατα-
στραφοῦν.
6. Τό κίνημα τῶν «ἀσεβῶν» τοῦ ψαλμοῦ μας, τούς ὁποίους ὁ Ψαλμωδός
ἀποκαλεῖ «λοιμούς» (στίχ. 1), δηλαδή διεφθαρμένους, τό ἐκφράζει ἀκριβῶς
ἡ αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Γιατί ὅπως οἱ ἀσεβεῖς Ἰουδαῖοι ἤθελαν νά
νοθεύσουν τόν Νόμο τοῦ Θεοῦ καί νά τόν ἀναμείξουν μέ τήν ἑλληνική φι-
λοσοφία, ἔτσι καί οἱ ἀσεβεῖς Οἰκουμενιστές, θέλουν νά νοθεύσουν τήν
πίστη μας ζευγνύοντάς την μέ τίς πλάνες καί τίς αἱρέσεις, ὅπως μέ τήν
αἵρεση τοῦ παπισμοῦ καί τοῦ προτεσταντισμοῦ. Τό δίδαγμα ὅμως καί μή-
νυμα τοῦ θεοπνεύστου 1ου ψαλμοῦ, πού ἑρμηνεύσαμε, εἶναι νά μένουμε
πιστοί στήν παράδοσή μας καί νά μή μετέχουμε στίς συνάξεις αὐτῶν πού
θέλουν νά μᾶς ἀλλοιώσουν τήν πίστη μας.

11
Ψαλμός 2

ΨΑΛΜΟΣ B´ 2

TO ΚΙΝΗΜΑ ΤΟΥ ΑΘΕΪΣΜΟΥ

2,1 Ἱνατί ἐφρύαξαν 2,1 Γιά ποιό λόγο φρύαξαν τά ἔθνη


ἔθνη, καὶ λαοὶ ἐμελέτη- καί λαοί σχεδίασαν ἀνόητα;
σαν κενά;
2 Παρέστησαν οἱ βασι- 2 Οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς
λεῖς τῆς γῆς, καὶ οἱ ἔγιναν ἀρχηγοί τοῦ κινήματος
ἄρχοντες συνήχθησαν καί οἱ ἄρχοντες συναντήθηκαν,
ἐπὶ τὸ αὐτὸ κατὰ τοῦ γιά νά στραφοῦν κατά τοῦ Κυρίου
Κυρίου καὶ κατὰ τοῦ καί κατά τοῦ Χριστοῦ Του.
χριστοῦ αὐτοῦ.
(Διάψαλμα).
3 Διαῤῥήξωμεν τοὺς 3 (Εἶπαν:) «Ἄς ἀποκόψωμεν
δεσμοὺς αὐτῶν καὶ τούς δεσμούς μας μέ αὐτούς
ἀποῤῥίψωμεν ἀφ᾿ καί ἄς ἀπορρίψουμε
ἡμῶν τὸν ζυγὸν αὐτῶν. ἀπό πάνω μας τόν ζυγό τους».
4 Ὁ κατοικῶν ἐν οὐρα- 4 (Ἀλλά) ὁ κατοικῶν στούς οὐρανούς
νοῖς ἐκγελάσεται αὐ- θά τούς περιγελάσει
τούς, καὶ ὁ Κύριος καί ὁ Κύριος θά τούς χλευάσει.
ἐκμυκτηριεῖ αὐτούς.
5 Τότε λαλήσει πρὸς 5 Τότε θά λαλήσει (ὁ Θεός) πρός αὐτούς
αὐτοὺς ἐν ὀργῇ αὐτοῦ μέ τήν ὀργή Του
καὶ ἐν τῷ θυμῷ αὐτοῦ καί μέ τόν θυμό Του θά τούς ταράξει.
ταράξει αὐτούς. (Ὁμιλεῖ ὁ Μεσσίας:)
6 ᾿Εγὼ δὲ κατεστάθην 6 «Ἐγώ δέ καταστάθηκα
βασιλεὺς ὑπ᾿ αὐτοῦ ἐπὶ βασιλεύς ἀπ᾽ Αὐτόν (τόν Θεό)
Σιὼν ὄρος τὸ ἅγιον στήν Σιών, τό ὄρος τό ἅγιό Του,
αὐτοῦ
7 διαγγέλλων τὸ πρόσ- 7 γιά νά ἐξαγγείλω τόν Νόμο τοῦ Κυρίου.
ταγμα Κυρίου. Κύριος Ὁ Κύριος μοῦ εἶπε: “Εἶσαι ὁ Υἱός μου,
εἶπε πρός με· υἱός μου ἐγώ σήμερα σέ ἐγέννησα.
εἶ σύ, ἐγὼ σήμερον
γεγέννηκά σε.
8 Αἴτησαι παρ᾿ ἐμοῦ, 8 Ζήτησε ἀπό μένα καί θά σοῦ σώσω
καὶ δώσω σοι ἔθνη τὴν τά ἔθνη ὡς κληρονομία σου
κληρονομίαν σου καὶ καί τήν κυριαρχία σου
τὴν κατάσχεσίν σου τὰ μέχρι τά πέρατα τῆς γῆς.

12
Ψαλμός 2

πέρατα τῆς γῆς.


9 Ποιμανεῖς αὐτοὺς ἐν 9 Θά τούς κτυπήσεις μέ σιδηρά ράβδο,
ῥάβδῳ σιδηρᾷ, ὡς θά τούς συντρίψεις ὡς δοχεῖα κεραμοποιοῦ”».
σκεύη κεραμέως συν-
τρίψεις αὐτούς. (Ὁμιλεῖ ὁ ποιητής)
10 Καὶ νῦν, βασιλεῖς, 10 Λοιπόν, τώρα, βασιλεῖς, συνετιστεῖτε,
σύνετε, παιδεύθητε, ἀποκτῆστε παιδεία ὅλοι οἱ κρίνοντες τήν γῆ.
πάντες οἱ κρίνοντες τὴν
γῆν.
11 Δουλεύσατε τῷ Κυ- 11 Δουλέψτε τόν Κύριο μέ φόβο
ρίῳ ἐν φόβῳ καὶ ἀγαλ- καί χαρεῖτε αὐτόν μέ τρόμο. *
λιᾶσθε αὐτῷ ἐν τρόμῳ.
12 Δράξασθε παιδείας, 12 Κρατῆστε τήν παιδεία,
μήποτε ὀργισθῇ Κύ- μήπως ὀργισθεῖ ὁ Κύριος
ριος καὶ ἀπολεῖσθε ἐξ καί στερηθεῖτε τά ἀγαθά τῶν δικαίων,
ὁδοῦ δικαίας.
13 Ὅταν ἐκκαυθῇ ἐν 13 ὅταν σέ λίγο ἀνάψει ὁ θυμός Του.
τάχει ὁ θυμὸς αὐτοῦ, Μακάριοι ὅμως θά εἶναι ὅλοι
μακάριοι πάντες οἱ πε- ὅσοι ἐλπίζουν σ᾽ Αὐτόν.
ποιθότες ἐπ᾿ αὐτῷ.

* Πῶς εἶναι δυνατόν νά ἀγαλλιᾶται κάποιος μέ τρόμο; «Ἀδύνατον μοί φαίνεται ὁ ποιητής νά
μή ὡμίλει ἐν τέλει τοῦ ψαλμοῦ περί ὑποταγῆς τῶν βασιλέων εἰς τόν Μεσσίαν, τόν Υἱόν. Διό καί
ἴσως δυνάμεθα, ἀντί τοῦ «καί ἀγαλλιᾶσθε αὐτῷ ἐν τρόμῳ. Δράξασθε παιδείας», νά ἀναγνώσωμεν·
«ὑμνήσατε (ἀγαλλιᾶσθε) τόν υἱόν καί ἀσπάσασθε αὐτόν». Ὁ ἀσπασμός ἦτο ἔκφρασις ὑποταγῆς καί
ὀφειλομένου σέβας πρός ἀνώτερον (Α´ Βασ. 10,1)» (Βέλλας, Ἐκλεκτοί Ψαλμοί).

1. Στόν ψαλμό μας αὐτόν παριστάνονται ἔθνη καί λαοί νά διοργανώνουν


ἕνα ἐπαναστατικό κίνημα ἐναντίον τοῦ Θεοῦ Πατέρα καί τοῦ Υἱοῦ του
Ἰησοῦ Χριστοῦ!... «Κατά τοῦ Κυρίου καί κατά τοῦ Χριστοῦ Αὐτοῦ», λέγει ὁ
ψαλμός (στίχ. 2). Βέβαια ἀπό τήν ἀρχή ὁ ψαλμωδός βλέπει ὅτι τό κίνημα
αὐτό θά καταλήξει στό «τίποτα», γι᾽ αὐτό καί ἀπορώντας λέγει: «Ἱνατί
ἐφρύαξαν ἔθνη καί λαοί ἐμελέτησαν κενά;» (στίχ. 1). Ὁ ψαλμός μας λέει
γιά ποιό λόγο τά ἔθνη καί οἱ λαοί αὐτοί τά βάζουν μέ τόν Θεό Πατέρα καί
μέ τόν Χριστό Του. Τό κάνουν αὐτό γιατί δέν θέλουν τήν ὑποταγή τους σ᾽
Αὐτόν. Θέλουν νά διαρρήξουν κάθε δεσμό μέ τόν Θεό. Θέλουν νά εἶναι
ἄθεοι καί ἄπιστοι. Γι᾽ αὐτό καί λένε καί διακηρύττουν: «Διαρρήξωμεν τούς
δεσμούς αὐτῶν καί ἀπορρίψωμεν ἀφ᾽ ἡμῶν τόν ζυγόν αὐτῶν» (στίχ. 3). Σάν
νά ἔλεγαν: Φύγε, Θεέ, ἀπό πάνω μας!... Ὁ Θεός ὅμως ἀπό ψηλά βλέπει τό
13
Ψαλμός 2

κίνημα αὐτό τῶν ἀνοήτων ἀνθρώπων, πού τά βάζουν ἐναντίον Του, καί τό
ἀντιπαρέρχεται μέ ἕνα «μειδίαμα», ὅπως λέγει ὁ ψαλμός μας: «Ὁ κατοικῶν
ἐν οὐρανοῖς ἐκγελάσεται αὐτούς» (στίχ. 4). Ὅμως, ἄν αὐτοί οἱ ἀνόητοι, οἱ
ἄθεοι καί οἱ ἄπιστοι, συνεχίσουν τό ἐπαναστατικό τους κίνημα κατά τοῦ
Θεοῦ, τότε ὁ Θεός δέν θά περιοριστεῖ στό ἁπλό μειδίαμα, ἀλλά, ὅπως λέγει
ὁ ψαλμός μας, τότε «λαλήσει πρός αὐτούς ἐν ὀργῇ Αὐτοῦ καί ἐν τῷ θυμῷ
Αὐτοῦ ταράξει αὐτούς» (στίχ. 5)!
2. Τώρα ἐμφανίζεται στόν ψαλμό μας νά ὁμιλεῖ ὁ Ἴδιος ὁ Μεσσίας, ὁ
Ἰησοῦς Χριστός, πού γνωρίζουμε στήν Καινή Διαθήκη. Ὁμιλεῖ καί λέγει
γιά τόν Ἑαυτό Του ὅτι χρίστηκε ἀπό Αὐτόν τόν Θεόν καί καταστάθηκε ἀπό
Αὐτόν βασιλεύς στήν Σιών. Λέγει: «Ἐγώ δέ κατεστάθην βασιλεύς ὑπ᾽ Αὐτοῦ,
ἐπί Σιών ὄρος τό ἅγιον Αὐτοῦ» (στίχ. 6). Καί ἀκόμη λέγει ὁ Μεσσίας γιά
τόν σκοπό τῆς ἐγκαταστάσεώς Του ὡς βασιλέως τῆς Σιών. Καί ὁ σκοπός
εἶναι νά ἐξαγγείλει τό πρόσταγμα τοῦ Θεοῦ. «Διαγγέλλων τό πρόσταγμα
Κυρίου» (στίχ. 7). Ποιό εἶναι αὐτό τό «πρόσταγμα τοῦ Κυρίου», πού ἔρχεται
ὁ Μεσσίας νά ἐξαγγείλει; Εἶναι ὁ Νόμος τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά ἐπειδή ὑπῆρχε
στήν Παλαιά Διαθήκη ὁ Νόμος τοῦ Θεοῦ, πού δόθηκε διά τοῦ Μωυσέως,
ἄρα τώρα ὁ Μεσσίας θά ἐξαγγείλει νέο Νόμο, τό ἅγιο Εὐαγγέλιό Του.
Ἀκόμη ὁ ψαλμός μας ἐδῶ μᾶς λέει γιά τήν σχέση, τήν στενή σχέση, πού
ἔχει ὁ Μεσσίας, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, μέ τόν Θεό. Εἶναι Υἱός Του, πού γεν-
νήθηκε ἀπό τήν οὐσία Του. Γι᾽ αὐτό καί ἐδῶ στόν ψαλμό μας μέ πανηγυ-
ρικό τόνο ὁ Μεσσίας λέγει: «Κύριος εἶπε πρός με· Υἱός Μου εἶ Σύ, Ἐγώ
σήμερον γεγέννηκά Σε» (στίχ. 7). Ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι Υἱός τοῦ Θεοῦ
καί γεννήθηκε ἀπό τόν Θεό Πατέρα πρό πάντων τῶν αἰώνων, ὅπως τό λέ-
γουμε στό «Πιστεύω» μας. Αὐτήν τήν προαιώνια γέννηση τοῦ Ἰησοῦ Χρι-
στοῦ δηλώνουν οἱ λόγοι τοῦ Θεοῦ πρός Αὐτόν, πού εἴπαμε παραπάνω:
«Υἱός Μου εἶ Σύ, Ἐγώ σήμερον γεγέννηκά Σε». Καί ἀφοῦ ὁ Μεσσίας ἔλαβε
ὡς ἄνθρωπος τέτοια ἐξουσία καί τέτοια δύναμη ἀπό τόν Θεό, ἄρα τό βα-
σίλειό Του, δηλαδή ἡ Ἐκκλησία Του, εἶναι παγκόσμια. Εἶναι «καθολική»,
δηλαδή εἶναι σέ ὅλο τόν κόσμο, ὅπως τό λέμε καί στό «Πιστεύω» μας.
Αὐτήν τήν παγκοσμιότητα τοῦ Μεσσία ἐκφράζει ὁ ψαλμός μας ἐδῶ πα-
ρουσιάζοντας τόν Θεό Πατέρα νά λέγει πρός Αὐτόν: «Δώσω Σοι ἔθνη τήν
κληρονομίαν Σου καί τήν κατάσχεσίν Σου τά πέρατα τῆς γῆς» (στίχ. 8). Εἶναι
αὐτό πού εἶπε ὁ ἀναστάς Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός στούς μαθητές Του:
«Ἐδόθη Μοι πᾶσα ἐξουσία ἐν οὐρανῷ καί ἐπί γῆς» (Ματθ. 28,18). Βέβαια,
τήν ἐξουσία αὐτή τοῦ Μεσσία δέν θά τήν ἀναγνωρίζουν ὅλοι καί δέν θά
ὑποτάσσονται ὅλοι σ᾽ Αὐτόν. Θά ὑπάρχουν καί οἱ ὑβριστές καί οἱ ἐπανα-
στατοῦντες ἐναντίον Του, ὅπως τό εἴδαμε καί στόν 2ο ψαλμό πού ἑρμη-
νεύουμε. Γιατί εἴπαμε ἀπό τήν ἀρχή ὅτι ὁ ψαλμωδός βλέπει ἔθνη καί λαούς

14
Ψαλμός 3

νά στρέφονται κατά τοῦ Θεοῦ καί κατά τοῦ Μεσσία (στίχ. 1-2). Ἀλλά, ἄς
καθήσουν φρόνιμα καί ἄς μήν ἐνεργοῦν ἀσύνετα τά ἔθνη καί οἱ λαοί καί
μεμονωμένα ἄτομα πού στρέφονται κατά τοῦ Μεσσία, κατά τοῦ Ἰησοῦ
Χριστοῦ. Γιατί ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Μεσσίας τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, πα-
ριστάνεται ἐδῶ νά κρατεῖ στά χέρια Του «ράβδο σιδηρά», γιά νά συντρίψει
«ὡς σκεύη κεραμέως» ὅσους ἐναντιοῦνται σ᾽ Αὐτόν (στίχ. 9). Ἄς φοβηθοῦν
λοιπόν οἱ ἐναντιούμενοι κατά τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας Του,
γιατί ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι Θεός. Μακροθυμεῖ μέν στήν ἀρχή, «ἐκγελά-
σεται αὐτούς», ὅπως λέγει ὁ ψαλμός μας (στίχ. 4), γιά νά δώσει καιρό με-
τανοίας στούς ἀπίστους καί ἀθέους, ἀλλά, ὅταν αὐτοί συνεχίζουν τήν
ἀθεϊστική τους πολεμική, τότε ὁ Ἰησοῦς Χριστός «λαλήσει πρός αὐτούς ἐν
ὀργῇ Αὐτοῦ καί ἐν τῷ θυμῷ Αὐτοῦ ταράξει αὐτούς» (στίχ. 5). Τότε ὁ Ἰησοῦς
Χριστός μέ τήν σιδηρά ράβδο Του «ὡς σκεύη κεραμέως συντρίψει αὐτούς»
(στίχ. 9). Καί ἄς φοβηθοῦμε ὅλοι ὅσοι συνεχίζουμε νά ἁμαρτάνουμε, ἐναν-
τιούμενοι ἔτσι κατά τοῦ Θεοῦ, τό «σιδερένιο μπαστούνι τοῦ Θεοῦ», πού
ἔλεγε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός.
3. Τέλος ὁ ποιητής τοῦ ψαλμοῦ στρέφεται πρός αὐτούς πού διοργάνω-
σαν τό ἐπαναστατικό κίνημα κατά τοῦ Θεοῦ καί κατά τοῦ Υἱοῦ Του, τοῦ
Μεσσία, καί τούς λέγει νά ἔχουν σύνεση («σύνετε», στίχ. 10), νά ἀποκτή-
σουν τήν παιδεία τοῦ Θεοῦ («παιδεύθητε», στίχ. 10· «δράξασθε παιδείας»,
στίχ. 12) καί νά ὑποταγοῦν στόν Θεό μέ πλήρη ὑποταγή σ᾽ Αὐτόν («δου-
λεύσατε τῷ Κυρίῳ ἐν φόβῳ», στίχ. 11), «μή ποτε ὀργισθῇ Κύριος... ὅταν
ἐκκαυθῇ ἐν τάχει ὁ θυμός Αὐτοῦ», στίχ. 13. Ἀλλοίμονο σέ ὅσους τά βάζουν
μέ τόν Θεό καί χαρά καί εὐτυχία σέ ἐκείνους πού ὑποτάσσονται σ᾽ Αὐτόν.
«Μακάριοι πάντες οἱ πεποιθότες ἐπ᾽ Αὐτῷ», ὅπως λέγει στό τέλος του ὁ
ψαλμός μας (στίχ. 13).

ΨΑΛΜΟΣ Γ´ 3
Ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ, ὁπότε ἀπεδίδρασκεν ἀπὸ προσώπου
Ἀβεσσαλὼμ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ

ΝΑ ΜΗΝ ΤΑΡΑΣΣΟΜΑΣΤΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΛΕΜΙΚΗ


ΤΩΝ ΕΧΘΡΩΝ ΜΑΣ - ΚΑΤΑΦΥΓΙΟ ΜΑΣ Ο ΘΕΟΣ

3,2 Κύριε, τί ἐπλη- 3,2 Κύριε, γιατί πληθύνθηκαν


θύνθησαν οἱ θλίβοντές αὐτοί πού μέ θλίβουν;
με; Πολλοὶ ἐπανίσταν- Πολλοί ἐπαναστατοῦν ἐναντίον μου.
ται ἐπ᾿ ἐμέ·

15
Ψαλμός 3

3 πολλοὶ λέγουσι τῇ 3 Πολλοί λέγουν γιά μένα (εἰρωνικά):


ψυχῇ μου· οὐκ ἔστι σω- «Δέν πρόκειται νά τόν σώσει ὁ Θεός του».
τηρία αὐτῷ ἐν τῷ Θεῷ
αὐτοῦ. (Διάψαλμα).
4 Σὺ δέ, Κύριε, ἀντι- 4 Σύ ὅμως, Κύριε, εἶσαι ὑπερασπιστής μου,
λήπτωρ μου εἶ, δόξα εἶσαι δόξα μου καί θά μέ δικαιώσεις.
μου καὶ ὑψῶν τὴν κε-
φαλήν μου.
5 Φωνῇ μου πρὸς Κύ- 5 Ὕψωσα (παλαιότερα) στόν Κύριο
ριον ἐκέκραξα, καὶ ἐπή- τήν φωνή μου
κουσέ μου ἐξ ὄρους ἁ- καί μέ ἄκουσε ἀπό τό ἅγιο ῎Ορος Του.
γίου αὐτοῦ. (Διάψαλ-
μα).
6 Ἐγὼ ἐκοιμήθην καὶ 6 (Καί τώρα πρόσφατα) ἐγώ κοιμήθηκα
ὕπνωσα· ἐξηγέρθην, καί ἠρέμησα·
ὅτι Κύριος ἀντιλήψε- σηκώθηκα (βεβαιωμένος)
ταί μου. ὅτι ὁ Κύριος μέ ἔσωσε.
7 Οὐ φοβηθήσομαι ἀπὸ 7 Δέν θά φοβηθῶ (λοιπόν καί τώρα)
μυριάδων λαοῦ τῶν ἀπό μυριάδες λαοῦ,
κύκλῳ συνεπιτιθεμέ- πού μέ περικυκλώνουν
νων μοι. (γιά νά μοῦ ἐπιτεθοῦν).
8 Ἀνάστα, Κύριε, σῶ- 8 Σήκω, Κύριε, σῶσε με Θεέ μου,
σόν με, ὁ Θεός μου, ὅτι κτύπησε ὅλους ὅσους
σὺ ἐπάταξας πάντας μέ ἐχθρεύονται χωρίς λόγο,
τοὺς ἐχθραίνοντάς μοι σύντριψε τά πρόσωπα τῶν ἁμαρτωλῶν.
ματαίως, ὀδόντας ἁ-
μαρτωλῶν συνέτρι-
ψας.
9 Τοῦ Κυρίου ἡ σω- 9 Ἀπό τόν Κύριο ἔρχεται ἡ σωτηρία.
τηρία, καὶ ἐπὶ τὸν λαόν Καί ἡ εὐλογία σου (ὦ Θεέ)
σου ἡ εὐλογία σου. ἄς ἔλθει στόν λαό σου.

1. Ὁ 3ος ψαλμός μᾶς μιλάει γιά ἕναν ἄνθρωπο πιστό στόν Θεό, ὁ ὁποῖος
θρηνεῖ καί στενάζει, γιατί βλέπει πολλούς οἱ ὁποῖοι τόν θλίβουν καί ἐπα-
ναστατοῦν ἐναντίον του. Στόν πόνο του δέ αὐτόν καταφεύγει στόν Θεό καί
τοῦ λέγει: «Κύριε, τί ἐπληθύνθησαν οἱ θλίβοντές με; Πολλοί ἐπανίστανται
ἐπ᾽ ἐμέ» (στίχ. 1). Οἱ ἐχθροί ὅμως τοῦ ψαλμωδοῦ μας ἐδῶ τόν θλίβουν
ἀκόμη περισσότερο, γιατί τοῦ εἰρωνεύονται τήν πίστη του στόν Θεό. Λέ-
γουν γι᾽ αὐτόν: «Οὐκ ἔστι σωτηρία αὐτῷ ἐν τῷ Θεῷ αὐτοῦ» (στίχ. 3). Σάν
16
Ψαλμός 3

νά τοῦ ἔλεγαν: Τί κουράζεσαι; Σταμάτα νά προσεύχεσαι, δέν σέ ἀκούει ὁ


Θεός.
2. Ὁ ποιητής τοῦ ψαλμοῦ μας ὅμως πιστεύει δυνατά στόν Θεό, γι᾽ αὐτό
καί δέν κλονίζεται ἀπό ὅσα εἰρωνικά τοῦ λέγουν. Πιστεύει ὅτι ὁ Θεός θά τόν
βοηθήσει καί θά τόν δοξάσει. Γι᾽ αὐτό καί τόν ἀκοῦμε νά λέγει: «Σύ δέ, Κύριε,
ἀντιλήπτωρ μου εἶ, δόξα μου καί ὑψῶν τήν κεφαλήν μου» (στίχ. 4). Γιά τήν
πολεμική τῶν ἐχθρῶν του μέχρι τώρα ὁ ποιητής μας ἦταν ταπεινωμένος καί
εἶχε σκυμμένο τό κεφάλι του. Ἀλλά ἡ πίστη του τόν δυναμώνει καί ἔχει βέ-
βαιη τήν ἐλπίδα ὅτι ὁ Θεός θά τόν δικαιώσει καί θά τόν κάνει νά περπατάει
μέ ὑψωμένο τό κεφάλι. Αὐτό σημαίνει τό «δόξα μου καί ὑψῶν τήν κεφαλήν
μου», πού εἶπε.
3. Ἡ πίστη ὅμως αὐτή τοῦ ποιητοῦ μας ὅτι θά τόν βοηθήσει ὁ Θεός, δέν
εἶναι ἕνα πρόχειρο ἐνθουσιαστικό συναίσθημα, ἀλλά στηρίζεται σέ γεγο-
νότα. Θυμᾶται ὅτι στόν παρελθόν καί ἄλλοτε τόν κατηγοροῦσαν καί τόν
ἔθλιβαν ἄνθρωποι, ἀλλά τότε κατέφυγε μέ πίστη στόν ἅγιο Ναό τοῦ Θεοῦ,
πού βρίσκεται στό ὄρος Σιών, καί ὁ Θεός τόν βοήθησε. Καί μέ αὐτήν τήν
ὡραία ἀνάμνηση ὁ ποιητής μας λέγει: «Φωνῇ μου πρός Κύριον ἐκέκραξα
καί ἐπήκουσέ μου ἐξ ὄρους ἁγίου αὐτοῦ» (στίχ. 5). Ὅπως λοιπόν παλαιά
ἄκουσε ὁ Θεός τήν προσευχή του καί τόν ἔσωσε, ἔτσι θά τόν σώσει καί
τώρα. Δέν θά τόν ἐγκαταλείψει.
Ἀλλά ὁ ποιητής τοῦ ψαλμοῦ μας δέν ἔχει μόνο στό παρελθόν παλαιό
παράδειγμα, στό ὁποῖο εἶδε τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Ἔχει καί πρόσφατο πα-
ράδειγμα. Τήν προηγούμενη ἀκριβῶς νύχτα, πού, ὅπως φαίνεται, ἦταν ἐπι-
κίνδυνη γι᾽ αὐτόν, ὁ ποιητής ἐμπιστεύθηκε στόν Θεό τήν ζωή του καί ἔπεσε
σέ ἤρεμο καί βαθύ ὕπνο, χωρίς νά τοῦ συμβεῖ κανένα κακό. Καί σ᾽ αὐτό,
στό ὅτι δηλαδή δέν τοῦ συνέβηκε κακό τήν προηγούμενη κρίσιμη νύχτα,
ἀλλά τήν πέρασε ἀτάραχα μέ ἥσυχο ὕπνο, εἶδε ὁ ποιητής καθαρά τήν «ἀντί-
ληψη», τήν προστασία δηλαδή τοῦ Θεοῦ. Γι᾽ αὐτό καί λέγει: «Ἐγώ ἐκοιμή-
θην καί ὕπνωσα, ἐξηγέρθην ὅτι Κύριος ἀντιλήψεταί μου» (στίχ. 6).
Ἔτσι, λοιπόν, μέ ἀποδείξεις ἀπό τό παρελθόν, ἀλλά καί ἀπό αὐτήν τήν
παρελθοῦσα νύχτα, ὁ ποιητής μας ἔχει βαθειά τήν πεποίθηση ὅτι καί τώρα
ὁ Θεός θά τόν βοηθήσει στήν δύσκολη κατάσταση πού βρίσκεται. Γι᾽ αὐτό
καί μέ βεβαιότητα λέγει καί γιά τούς ἐχθρούς πού τώρα τόν ἀπειλοῦν: «Οὐ
φοβηθήσομαι ἀπό μυριάδων λαοῦ τῶν κύκλῳ συνεπιτιθεμένων μοι» (στίχ.
7). Μέ ζωηρό τόνο καί ἐλπιδοφόρο καί αἰσιόδοξο ὕφος λέγει ὁ ποιητής μας
τά λόγια αὐτά.
4. Στό τέλος τοῦ ψαλμοῦ ὁ ποιητής μας ἀποτείνεται στόν Θεό καί Τοῦ
λέγει νά «σηκωθεῖ», γιά νά «πατάξει» τούς ἐχθρούς του. «Ἀνάστα, Κύριε –
τοῦ λέγει –, σῶσόν με ὁ Θεός μου, ὅτι Σύ ἐπάταξας (= γιά νά πατάξεις) πάν-

17
Ψαλμός 4

τας τούς ἐχθραίνοντάς μοι ματαίως» (στίχ. 8). Αὐτό τό «ματαίως», πού λέγει
τελευταῖα ὁ ποιητής, σημαίνει «χωρίς λόγο». Τόν εἰρωνεύονταν, δηλαδή,
οἱ ἐχθροί του χωρίς αἰτία. Τό ἄλλο ὅμως κείμενο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης,
τό Ἑβραϊκό, τό «ματαίως» τό λέγει «σιαγόνες». Οἱ ἐχθροί δηλαδή τοῦ ποι-
ητοῦ τοῦ χτυποῦσαν τίς σιαγόνες του. Τόν χαστούκιζαν! Αὐτή ἡ ἀνάγνωση
τοῦ Ἑβραϊκοῦ κειμένου πρέπει νά εἶναι καλύτερη, γιατί παρακάτω ὁ ποι-
ητής μας λέγει γιά τόν Θεό ὅτι «ὀδόντας ἁμαρτωλῶν συνέτριψας» (στίχ.
8β). Οἱ ἐχθροί, δηλαδή, τοῦ ποιητοῦ τόν χαστούκιζαν, ἀλλά ὁ Θεός θά τούς
«σπάσει τά δόντια»!
Τέλος, ὅλο τόν ψαλμό ὁ ποιητής τόν κλείνει μέ ἕνα στίχο, πού σχετίζεται
γενικά μέ ὅλο τό περιεχόμενό του. Λέγει: «Τοῦ Κυρίου ἡ σωτηρία καί ἐπί τόν
λαόν σου ἡ εὐλογία σου» (στίχ. 9). Στούς πιστούς Του, δηλαδή, καί στόν λαό
Του ὁ Θεός δίνει τήν σωτηρία Του καί τήν εὐλογία Του καί τούς σώζει ἀπό
τούς ἐχθρούς τους.

ΨΑΛΜΟΣ Δ´ 4

Εἰς τὸ τέλος, ἐν ψαλμοῖς· ᾠδὴ τῷ Δαυΐδ.

ΛΥΣΗ ΓΙΑ ΤΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ

4,2 Ἐν τῷ ἐπικα- 4,2 Ὁσάκις σέ ἐπικαλέστηκα, ὦ Θεέ,


λεῖσθαί με εἰσήκουσάς πού ὑπερασπίζεσαι τό δίκαιο,
μου, ὁ Θεὸς τῆς δι- μέ ἄκουσες.
καιοσύνης μου· ἐν Στίς θλίψεις μου μοῦ ἔδινες ἀνακούφιση.
θλίψει ἐπλάτυνάς με. Σπλαγχνίσου με (λοιπόν καί τώρα)
Οἰκτείρησόν με καὶ καί ἄκουσε τήν προσευχή μου.
εἰσάκουσον τῆς προ-
σευχῆς μου.
3 Υἱοὶ ἀνθρώπων, ἕως 3 Υἱοί τῶν ἀνθρώπων
πότε βαρυκάρδιοι; μέχρι πότε θά εἶστε δύσκολοι
Ἱνατί ἀγαπᾶτε μα- στό νά κατανοεῖτε;
ταιότητα καὶ ζητεῖτε Γιατί θέλετε (νά διαδίδετε ἐναντίον μου)
ψεῦδος; (Διάψαλμα). ἀσύστατα πράγματα
καί νά λαλεῖτε ψέματα;
4 Καὶ γνῶτε ὅτι ἐθαυ- 4 Γνωρῖστε ὅτι ὁ Κύριος ἔδειξε χάρη
μάστωσε Κύριος τὸν κατά θαυμαστό τρόπο
ὅσιον αὐτοῦ· Κύριος στόν δοῦλο του (ἐμένα).

18
Ψαλμός 4

εἰσακούσεταί μου ἐν Ὁ Κύριος μέ εἰσακούει,


τῷ κεκραγέναι με πρὸς ὅταν κράζω σ᾽ Αὐτόν.
αὐτόν.
5 Ὀργίζεσθε, καὶ μὴ 5 Ὅταν θυμώνετε (ἐναντίον μου),
ἁμαρτάνετε· ἃ λέγετε μήν ἐκδηλώνετε περισσότερο
ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν, (μέ λέξεις καί πράξεις) τόν θυμό σας·
ἐπὶ ταῖς κοίταις ὑμῶν ὅσα (θυμώδη) λέγετε,
κατανύγητε. (Διάψαλ- ἄς μένουν στήν καρδιά σας
μα). (μήν τά ἐκδηλώνετε περισσότερο)·
καί σιωπᾶτε τά ὅσα συλλογίζεστε
στούς κοιτῶνες σας (ἐναντίον μου).
6 Θύσατε θυσίαν δι- 6 Προσφέρετε θυσία μέ καθαρή καρδιά
καιοσύνης καὶ ἐλπί- καί ἔχετε τήν ἐλπίδα σας στόν Κύριο.
σατε ἐπὶ Κύριον.
7 Πολλοὶ λέγουσι· τίς 7 Πολλοί λέγουν: «Ποιός θά μᾶς φέρει
δείξει ἡμῖν τὰ ἀγαθά; τά ἀναγκαῖα (γιά τήν ζωή);».
᾿Εσημειώθη ἐφ᾿ ἡμᾶς Ἔλαμψε πάνω μας τό φῶς Σου, Κύριε.
τὸ φῶς τοῦ προσώπου
σου, Κύριε.
8 Ἔδωκας εὐφροσύνην 8 Ἔδωσες πλούσια χαρά στήν καρδιά μου
εἰς τὴν καρδίαν μου· (περισσότερη ἀπό αὐτήν πού λέγουν
ἀπὸ καρποῦ σίτου, ὅτι ἔχουν οἱ ἀντίθετοι ἐπειδή)·
οἴνου καὶ ἐλαίου αὐτῶν (αὐτοί) εἶναι χορτασμένοι
ἐπληθύνθησαν. ἀπό σῖτο, οἶνο καί ἔλαιο.
9 Ἐν εἰρήνῃ ἐπὶ τὸ 9 Εἰρηνικά (λοιπόν) θά πέσω
αὐτὸ κοιμηθήσομαι γιά νά κοιμηθῶ καί θά ὑπνώσω,
καὶ ὑπνώσω, ὅτι σύ, γιατί Ἐσύ, Κύριε,
Κύριε, κατὰ μόνας ἐπ᾿ ἀσφαλισμένο ἀπό τούς ἐχθρούς μου,
ἐλπίδι κατῴκισάς με. μέ ἔκανες νά ζῶ μέ ἐλπίδα.

1. Ὁ παρών ψαλμός μᾶς δίδει ἕνα σπουδαῖο νόημα. Ὁ ποιητής του, ὁ


ὁποῖος εἶναι ἕνας πολύ πνευματικός ἄνθρωπος, εἶχε κάποια διαφωνία καί διέ-
νεξη μέ μερικούς, τούς ὁποίους ὀνομάζει «υἱούς ἀνθρώπων» (στίχ. 3). Ἡ
διαφωνία του μέ αὐτούς σέ κάποιο σοβαρό θέμα, γιά τό ὁποῖο θά μιλήσουμε
παρακάτω, ἔκανε αὐτούς τούς ἀνθρώπους νά γίνονται σκληροί στόν ποιητή
μας, νά γίνονται «βαρυκάρδιοι», ὅπως τούς λέγει ὁ ψαλμός μας (στίχ. 3). Μι-
λοῦσαν δηλαδή μέ σκληρότητα πρός τόν ποιητή καί ἔλεγαν εἰς βάρος του
«μάταια», δηλαδή, ἀσύστατα πράγματα (στίχ. 3). Ἔλεγαν ψευδεῖς κατηγο-
ρίες ἐναντίον του. Γι᾽ αὐτό καί ὁ ποιητής μας τούς λέγει: «Υἱοί ἀνθρώπων,
19
Ψαλμός 4

ἕως πότε βαρυκάρδιοι; Ἱνατί ἀγαπᾶτε ματαιότητα καί ζητεῖτε ψεῦδος;» (στίχ.
3). Οἱ κατηγορίες αὐτές τῶν κακῶν ἀνθρώπων ἐναντίον τοῦ ποιητοῦ μας τόν
ἔθλιβαν πολύ. Ἀλλά, σάν πνευματικός ἄνθρωπος αὐτός, κατέφευγε στόν Θεό,
γιά νά λάβει ἐνίσχυση καί προστασία. Μάλιστα ὁ ψαλμωδός θυμᾶται ὅτι καί
σέ προηγούμενα χρόνια δοκίμαζε θλίψεις, ἀλλά κατέφευγε στόν Θεό καί
πάντοτε ἔβρισκε ἀνακούφιση. Γι᾽ αὐτό καί λέγει ἐδῶ στόν ψαλμό μας: «Ἐν
τῷ ἐπικαλεῖσθέ με», ὁσάκις, δηλαδή, ἔκανα τήν προσευχή μου, «εἰσήκουσάς
μου ὁ Θεός τῆς δικαιοσύνης» (στίχ. 2). Ἔτσι ὁ ποιητής μας ἔχει καί τώρα τήν
πεποίθηση ὅτι ὁ Θεός θά τόν βοηθήσει καί θά τοῦ πάρει τήν θλίψη πού δο-
κιμάζει. «Οἰκτείρησόν με», λέγει στόν Θεό, «καί εἰσάκουσον τῆς προσευχῆς
μου» (στίχ. 2). Καί καλεῖ τούς συκοφάντες του νά μάθουν ὅτι ὁ Θεός πάντοτε
τόν σώζει καί πάντοτε τόν προστατεύει. Πάντοτε ἀκούει τίς προσευχές του.
«Γνῶτε – τούς λέγει – ὅτι ἐθαυμάστωσε Κύριος τόν ὅσιον αὐτοῦ. Κύριος εἰσα-
κούσεταί μου ἐν τῷ κεκραγέναι με πρός αὐτόν» (στίχ. 4).
2. Ὁ ποιητής μας ἐπιτρέπει στούς κατηγόρους του νά ὀργίζονται ἐναν-
τίον του. Ἀλλά, ἄς συγκρατοῦνται καί ἄς μή προχωροῦν σέ ἔργα ὀργῆς
ἐναντίον του. «Ὀργίζεσθε καί μή ἁμαρτάνετε», τούς λέγει (στίχ. 4). Πάλι ὁ
ποιητής μας ἐπιτρέπει στούς ἀντιπάλους του νά θυμώνουν μέσα τους καί
μέσα στούς κοιτῶνες τους ἐναντίον του (στίχ. 5), ἀλλά νά σιωποῦν καί νά
μή λέγουν στούς ἄλλους τά ὅσα σκέπτονται. Αὐτό σημαίνει τό «λέγετε ἐν
ταῖς καρδίαις ὑμῶν καί ἐπί ταῖς κοίταις ὑμῶν κατανύγητε» (στίχ. 5).
3. Ἀλλά δέν εἴπαμε ἀκόμη τό θέμα, τό ὁποῖο δημιούργησε τήν στροφή
πολλῶν ἀνθρώπων ἐναντίον τοῦ ποιητοῦ μας, τόν ὁποῖον εἰρωνεύονταν
καί συκοφαντοῦσαν. Τό θέμα εἶναι μιά οἰκονομική κρίση πού συνέβηκε
ἐκεῖνο τόν καιρό στό Ἰσραήλ καί ὁ ποιητής μας ἔδινε ἄλλη λύση, διαφο-
ρετική ἀπό αὐτήν πού ἔδιναν οἱ πολλοί. Γι᾽ αὐτό καί αὐτοί στρέφονταν
ἐναντίον του. Οἱ ἄνθρωποι ἀπό τήν συμβᾶσα κρίση στεροῦνταν τά ὑλικά
ἀγαθά τους καί πολλοί, ὅπως λέγει ὁ ψαλμός μας, ἔλεγαν: «Τίς δείξει ὑμῖν
τά ἀγαθά;» (στίχ. 7). Ὁ ψαλμωδός μας, σάν πνευματικός ἄνθρωπος, ὡς
αἰτία τῆς οἰκονομικῆς κρίσης ἔβλεπε τό ὅτι οἱ ἄνθρωποι εἶχαν ἀποστατή-
σει ἀπό τόν Θεό καί ὅτι παραμελοῦσαν τίς θυσίες τους σ᾽ Αὐτόν. Γι᾽ αὐτό
καί ὡς λύση τοῦ προβλήματος, ἔλεγε τήν ἐπιστροφή στόν Θεό, τήν ἐλπίδα
σ᾽ Αὐτόν καί τήν προσφορά σωστῆς θυσίας στόν Θεό. «Θύσατε θυσίαν δι-
καιοσύνης – ἔλεγε – καί ἐλπίσατε ἐπί Κύριον» (στίχ. 6). Αὐτή ἡ ἐλπίδα
στόν Θεό πιστεύει ὁ ποιητής μας ὅτι θά τονώσει τόν ἐσωτερικά πεσμένο
ἀπό τήν κρίση ἄνθρωπο, θά διώξει τήν μεμψιμοιρία καί θά φέρει τήν χαρά.
Θέλει δηλαδή ὁ ποιητής μας, κατά πρῶτον, νά ἀνορθώσει, μέ τό ἀκούμ-
πημα στόν Θεό, τόν πεσμένο ἐσωτερικά ἄνθρωπο καί ἔπειτα θά βρεθοῦν
τρόποι γιά τήν ἐξοικονόμηση τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν.

20
Ψαλμός 4

4. Ἀκόμη ὁ ποιητής τοῦ ψαλμοῦ λέγει καί ἕνα ἄλλο, πολύ σπουδαῖο, ὡς
λύση καί αὐτό γιά τό θέμα τῆς οἰκονομικῆς κρίσης. Αὐτό τό ἄλλο πού λέγει
εἶναι ὅτι τά ὑλικά ἀγαθά, ὅσα πολλά καί νά εἶναι αὐτά, δέν δίνουν τήν πραγ-
ματική εὐτυχία στόν ἄνθρωπο. Ὁ ἄνθρωπος νοιώθει χαρούμενος καί εὐτυ-
χισμένος ὅταν ἔχει καλή κοινωνία καί σχέση μέ τόν Θεό καί ὄχι ὅταν ἔχει
ἀφθονία ὑλικῶν ἀγαθῶν. Τό «φῶς τοῦ προσώπου τοῦ Κυρίου» αὐτό γλυ-
καίνει τήν πονεμένη καρδιά τοῦ ἀνθρώπου. Ἔτσι λέγει ὁ ποιητής μας:
«Ἐσημειώθη ἐφ᾽ ἡμᾶς τό φῶς τοῦ προσώπου σου, Κύριε. Ἔδωκας εὐφρο-
σύνην εἰς τήν καρδίαν μου» (στίχ. 7). Εἶναι αὐτό πού λέγει ἄλλος ψαλμω-
δός, «κρεῖσσον τό ἔλεός σου ὑπέρ ζωάς» (62,4)! Τό «ἔλεος» τοῦ Θεοῦ, τό
νά γεύεται δηλαδή κανείς τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, αὐτό εἶναι ἀνώτερο ἀπό
κάθε ἄλλο ἀγαθό, ἀνώτερο ἀπό κάθε ζωή. Ἔτσι καί ὁ ποιητής τοῦ ψαλμοῦ
μας λέγει ὅτι καί νά λυθεῖ ἀκόμη τό οἰκονομικό πρόβλημα ἀποκτώντας ὅλοι
ὅλα τά ἐπίγεια ἀγαθά, δέν θά φέρει αὐτό εὐτυχία στούς ἀνθρώπους. Ἡ
εὐτυχία τοῦ ἀνθρώπου, πού εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ἔρχεται μέ τήν σωστή
καί στενή κοινωνία του μέ τόν Θεό.
Αὐτήν τήν θέση τοῦ ποιητοῦ μας, ὡς λύση στό οἰκονομικό θέμα, οἱ πολ-
λοί, οἱ «βαρυκάρδιοι» «υἱοί τῶν ἀνθρώπων», τήν εἰρωνεύονταν. Καί ἐπε-
τίθεντο λοιπόν ἐναντίον τοῦ ποιητοῦ μας λαλοῦντες ματαιότητα καί ψεύδη
κατ᾽ αὐτοῦ, γιά τά ὁποῖα μίλησε παραπάνω αὐτός (στίχ. 3). Αὐτοί δέ, ὑλικοί
ὄντες, ἤθελαν μόνο νά εἶναι χορτασμένοι ἀπό τά ὑλικά ἀγαθά, ἀπό σιτάρι,
ἀπό κρασί καί ἀπό λάδι: «Ἀπό καρποῦ, σίτου, οἴνου καί ἐλαίου αὐτῶν ἐπλη-
θύνθησαν» (στίχ. 8)!
5. Μέ τήν ἐλπίδα στόν Θεό ὁ ὑπέροχος ποιητής μας πηγαίνει τώρα νά
κοιμηθεῖ ἥσυχος καί ἀτάραχος ἀπό τίς διαβολές τῶν ἀντιπάλων του. «Ἐν
εἰρήνῃ ἐπί τό αὐτό κοιμηθήσομαι καί ὑπνώσω», λέγει (στίχ. 9). Καί τέλος
τονίζει ὅτι μόνο ὁ Θεός μπορεῖ νά τόν κάνει νά «κατοικεῖ», δηλαδή νά διά-
γει, μέ «ἐλπίδα», μέ ἀσφάλεια, ὅπως λέγει τό Ἑβραϊκό κείμενο. «Σύ, Κύριε,
κατά μόνας ἐπ᾽ ἐλπίδι κατῴκισάς με» (στίχ. 9)!

21
Ψαλμός 5

ΨΑΛΜΟΣ Ε´ 5

Εἰς τὸ τέλος, ὑπὲρ τῆς κληρονομούσης· ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ.

Ο ΘΕΟΣ ΘΑ ΔΙΚΑΙΩΣΕΙ ΤΟΝ ΔΙΚΑΙΟ


ΚΑΙ ΘΑ ΤΙΜΩΡΗΣΕΙ ΤΟΥΣ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΣ ΤΟΥ

5,2 Τὰ ρήματά μου 5,2 Ἄκουσε, Κύριε, τά λόγια μου,


ἐνώτισαι, Κύριε, σύνες πρόσεχε τόν στεναγμό μου,
τῆς κραυγῆς μου·
3 πρόσχες τῇ φωνῇ τῆς 3 ἄκουσε τήν παρακλητική μου κραυγή,
δεήσεώς μου, ὁ βασι- βασιλιᾶ μου καί Θεέ μου,
λεύς μου καὶ ὁ Θεός ὅταν προσεύχομαι σέ Σένα, Κύριε.
μου. Ὅτι πρὸς σὲ προ-
σεύξομαι, Κύριε·
4 τὸ πρωΐ εἰσακούσῃ 4 Τό πρωί θά εἰσακούσεις τήν προσευχή μου,
τῆς φωνῆς μου, τὸ τό πρωί θά Σοῦ παρασταθῶ (γιά θυσία)
πρωΐ παραστήσομαί καί θά ἐπιβλέψεις σέ μένα.
σοι καὶ ἐπόψει με,
5 ὅτι οὐχὶ Θεὸς θέλων 5 Δέν εἶσαι Σύ Θεός πού θέλεις τήν ἀνομία
ἀνομίαν σὺ εἶ· οὐ πα- οὔτε θέλεις νά Σέ ἱερατεύουν οἱ κακοί
ροικήσει σοι πονη-
ρευόμενος,
6 οὐδὲ διαμενοῦσι πα- 6 οὔτε νά μένουν κοντά Σου
ράνομοι κατέναντι τῶν οἱ παράνομοι (ἱερεῖς).
ὀφθαλμῶν σου. Ἐμίση- Ἐναντιώνεσαι σέ ὅλους ὅσους
σας πάντας τοὺς ἐργα- πράττουν τήν ἀνομία·
ζομένους τὴν ἀνομίαν·
7 ἀπολεῖς πάντας τοὺς 7 θά ἐξολοθρεύσεις ὅλους ὅσους
λαλοῦντας τὸ ψεῦδος. λαλοῦν συκοφαντίες,
Ἄνδρα αἱμάτων καὶ δό- ἄνδρα ἐγκληματία καί δόλιο
λιον βδελύσσεται Κύ- τόν ἀποστρέφεται ὁ Κύριος.
ριος.
8 Ἐγὼ δὲ ἐν τῷ πλήθει 8 Ἀλλά ἐγώ, κατά τήν ἄπειρη
τοῦ ἐλέους σου εἰσε- εὐσπλαγχνία Σου,
λεύσομαι εἰς τὸν οἶκόν θά εἰσέλθω στόν οἶκό Σου
σου, προσκυνήσω πρὸς καί θά προσκυνήσω εὐλαβικά
ναὸν ἅγιόν σου ἐν στόν ἅγιο Ναό Σου.
φόβῳ σου.
22
Ψαλμός 5

9 Κύριε, ὁδήγησόν με 9 Κύριε, ὁδήγησέ με κατά τήν δικαιοσύνη Σου


ἐν τῇ δικαιοσύνῃ σου σώζοντάς με ἀπό τούς ἐχθρούς μου.
ἕνεκα τῶν ἐχθρῶν μου, Κατεύθυνε σέ Σένα τήν ὁδό μου.
κατεύθυνον ἐνώπιόν
σου τὴν ὁδόν μου.
10 Ὅτι οὐκ ἔστιν ἐν τῷ 10 Δέν ὑπάρχει ἀλήθεια στό στόμα τους,
στόματι αὐτῶν ἀλή- ἡ καρδιά τους εἶναι διεφθαρμένη·
θεια, ἡ καρδία αὐτῶν ὁ λάρυγγάς τους εἶναι ἀνοιγμένος τάφος,
ματαία· τάφος ἀνεῳγ- οἱ γλῶσσες τους λέγουν δολιότητες.
μένος ὁ λάρυγξ αὐτῶν,
ταῖς γλώσσαις αὐτῶν
ἐδολιοῦσαν.
11 Κρῖνον αὐτούς, ὁ 11 Κρῖνε τους, ὦ Θεέ·
Θεός. Ἀποπεσάτωσαν ἄς ἀποτύχουν τά δόλια σχέδιά τους·
ἀπὸ τῶν διαβουλιῶν ἀφοῦ εἶναι τόσο ἀσεβεῖς,
αὐτῶν· κατὰ τὸ πλῆθος διῶξε τους (ἀπό τό θυσιαστήριο),
τῶν ἀσεβειῶν αὐτῶν γιατί πολύ Σέ πίκραναν Κύριε.
ἔξωσον αὐτούς, ὅτι πα-
ρεπίκρανάν σε, Κύριε.
12 Καὶ εὐφρανθείησαν 12 Ἀντίθετα, ἄς εὐφρανθοῦν
πάντες οἱ ἐλπίζοντες ὅλοι ὅσοι ἐλπίζουν σέ Σένα·
ἐπὶ σέ· εἰς αἰῶνα ἀγαλ- ἄς ἀγάλλονται (αὐτοί) παντοτεινά,
λιάσονται, καὶ κατα- καί Ἐσύ νά κατασκηνώσεις
σκηνώσεις ἐν αὐτοῖς, ἀνάμεσα σ᾽ αὐτούς
καὶ καυχήσονται ἐν σοὶ καί ὅσοι Σέ ἀγαποῦν
πάντες οἱ ἀγαπῶντες θά καυχῶνται γιά Σένα.
τὸ ὄνομά σου.
13 Ὅτι σὺ εὐλογήσεις 13 Γιατί Ἐσύ εὐλογεῖς τόν δίκαιο·
δίκαιον· Κύριε, ὡς Κύριε, μᾶς προστάτευσες
ὅπλῳ εὐδοκίας ἐστε- μέ τήν ἀσπίδα τῆς εὔνοιάς Σου.
φάνωσας ἡμᾶς.

1. Ὁ παρών ψαλμός εἶναι θρηνώδης. Ὁ ψαλμωδός θρηνεῖ στήν προσ-


ευχή του πρός τόν Θεό γιά τήν πολεμική πού τοῦ ἐξασκοῦν κακοί ἄνθρω-
ποι. Καί λέγει στόν Θεό: «Σύνες τῆς κραυγῆς μου» (στίχ. 2), «πρόσεχε τόν
στεναγμό μου», ὅπως τό λέει τό Ἑβραϊκό κείμενο. Ποιοί εἶναι αὐτοί οἱ
κακοί ἄνθρωποι πού στρέφονταν ἐναντίον τοῦ ποιητοῦ τοῦ ψαλμοῦ μας
δέν γνωρίζουμε, οὔτε πάλι φαίνεται ἀπό τόν ψαλμό τί ἀκριβῶς τοῦ ἔλεγαν.

23
Ψαλμός 5

Πάντως ὁ ψαλμωδός ἐπιτίθεται μέ βαρειές ἐκφράσεις ἐναντίον τους καί


μάλιστα στρέφεται ἰδιαίτερα ἐναντίον κάποιου, τόν ὁποῖο ὀνομάζει «ἄνδρα
αἱμάτων καί δόλιον» (στίχ. 7).
2. Οἱ ἐχθροί τοῦ ποιητοῦ μας, κακοί ὄντες, ἔλεγαν πολλά συκοφαντικά
ἐναντίον του. Ἔλεγαν λόγια πού τοῦ ἔκαναν ζημιά, γιατί ὁ λάρυγγάς τους
ἦταν ἕτοιμος σάν τάφος νά τόν καταφάγει καί νά τόν θάψει. Ὅλο καί ἔλε-
γαν καί μηχανεύονταν δόλια πράγματα ἐναντίον του (στίχ. 10). «Ταῖς γλώσ-
σαις αὐτῶν ἐδολιοῦσαν» (στίχ. 10).
3. Στόν πόνο του ὁ ποιητής μας γιά τήν ἐναντίον του πολεμική καί γιά
νά σωθεῖ ἀπό τά ὅσα λέγουν καί μηχανεύονται κατ᾽ αὐτοῦ οἱ ἐχθροί του
καταφεύγει στόν Ναό γιά νά προσφέρει θυσία στόν Θεό. Εἶναι δέ πολύ πι-
στός ὁ ποιητής μας, γι᾽ αὐτό καί εἰσέρχεται μέ πολλή εὐλάβεια καί φόβο
στόν Ναό. Εἰσερχόμενος λέγει στόν Θεό: «Ἐγώ δέ ἐν τῷ πλήθει τοῦ ἐλέους
σου εἰσελεύσομαι εἰς τόν οἶκον σου προσκυνήσω πρός ναόν ἅγιόν σου ἐν
φόβῳ σου» (στίχ. 8). Τήν ὥρα πού ὁ ψαλμωδός προσφέρει τήν θυσία του
εἶναι πρωί: «Τό πρωί παραστήσομαί σοι καί ἐπόψομαι», λέγει (στίχ. 4).
Ὅσοι πρόσφεραν τότε θυσία παρατηροῦσαν εἴτε τόν ἱερέα εἴτε τό θύμα,
εἴτε κοίταζαν γύρω-γύρω, μήπως δοῦν κανένα εὐνοϊκό σημεῖο ἀπό τόν Θεό,
πού θά ἀνήγγελε κάποια βοήθεια. Γι᾽ αὐτό καί ὁ ποιητής μας λέγει «ἐπό-
ψομαι». Να δῶ, δηλαδή, κάποιο σημεῖο.
4. Ὁ ποιητής, πού συνθέτει τόν παρόντα ψαλμό καί προσφέρει πρωινή
θυσία στόν Θεό γιά βοήθειά του, πιστεύει ὅτι ὁ Θεός θά τόν βοηθήσει. Θά
τόν βοηθήσει γιατί ὁ Θεός δέν ἔχει καμμιά σχέση μέ τούς ἁμαρτωλούς,
ὅπως εἶναι οἱ ἐχθροί του. Οὔτε δέχεται ὁ Θεός νά Τόν ὑπηρετοῦν οἱ πονη-
ρευόμενοι καί δέν δέχεται πάλι ὁ Θεός νά εἶναι πλησίον Του οἱ παράνομοι.
«Οὐχί Θεός θέλων ἀνομίαν σύ εἶ, οὐδέ παροικήσει σοι πονηρευόμενος, οὐδέ
διαμενοῦσι παράνομοι κατέναντι τῶν ὀφθαλμῶν σου» (στίχ. 6), λέγει. Ὄχι
μόνον ὁ Θεός δέν ἔχει καμμιά σχέση μέ τούς ἁμαρτωλούς, ἀλλά ἀντίθετα
τούς ἀποστρέφεται καί τούς καταστρέφει (στίχ. 6). Ἑπομένως θά κατα-
στρέψει «τούς λαλοῦντας τό ψεῦδος» (στίχ. 7), αὐτούς πού ἔλεγαν τά συ-
κοφαντικά ἐναντίον τοῦ ποιητοῦ. Καί ἐκεῖνον τόν «ἄνδρα τῶν αἱμάτων καί
δόλιον», πού ἤθελε νά κάνει μεγαλύτερο κακό στόν ψαλμωδό μας, τόν
«βδελύσσεται ὁ Κύριος» (στίχ. 7).
5. Στήν προσευχή του ὁ ποιητής, ὅταν προσφέρει τήν θυσία στόν Θεό,
εὔχεται τήν καταδίκη τῶν ἐχθρῶν του ἀπό τόν Θεό καί τήν ἀποτυχία τῶν
κακῶν τους σχεδίων (στίχ. 11). «Ἀποπεσάτωσαν», λέγει (στίχ. 11). Νά ἀπο-
τύχουν, δηλαδή, τά σχέδιά τους. Ἀκόμη περισσότερο παρακαλεῖ νά διώξει
ὁ Θεός μερικούς ἀπό τούς ἐχθρούς του, «ἔξωσον» αὐτούς, λέγει στήν προσ-
ευχή του (στίχ. 11). Νά τούς διώξει ἀπό ποῦ; Ἀπό τό ἅγιο Θυσιαστήριο

24
Ψαλμός 6

μᾶλλον. Ἄρα ἦταν καί ἱερεῖς πολέμιοι τοῦ εὐσεβοῦς ποιητοῦ μας. Τώρα
ἑρμηνεύουμε καλύτερα αὐτό πού εἶπε προηγουμένως ὁ ποιητής μας ὅτι δέν
δέχεται ὁ Θεός νά Τόν ὑπηρετοῦν οἱ πονηρευόμενοι («οὐδέ παροικήσει σοι
πονηρευόμενος», στίχ. 5), οὔτε πάλι δέχεται ὁ Θεός νά εἶναι πλησίον Του
οἱ παράνομοι («οὐδέ διαμενοῦσι παράνομοι κατέναντι τῶν ὀφθαλμῶν σου»,
στίχ. 6). Οἱ ἱερεῖς εἶναι αὐτοί πού ὑπηρετοῦν τόν Θεό καί εἶναι πλησίον
Του, ὡς ἐγγίζοντες τά ἅγια. Καί σκανδαλισμένος λοιπόν καί πληγωμένος ὁ
ποιητής μας ἀπό τήν κακή συμπεριφορά καί τῶν ἱερέων ἀκόμη ἐναντίον
του λέγει περί αὐτῶν στήν προσευχή του: «Ἔξωσον αὐτούς»!... Διῶξε τους,
ὦ Θεέ, ἀπό τό ἅγιο θυσιαστήριό Σου!...
6. Ἐνῶ ὅμως οἱ ἀσεβεῖς συκοφάντες καί πολέμιοι τοῦ ποιητοῦ μας θά
καταστραφοῦν γιά τήν ἁμαρτωλότητά τους (στίχ. 11), ἀντίθετα, οἱ δίκαιοι,
ὅσοι ἐλπίζουν στόν Θεό, ὅπως ἐλπίζει ὁ ψαλμωδός μας, θά αἰσθανθοῦν
χαρά καί αἰώνια ἀγαλλίαση, γιατί ὁ Θεός θά «κατασκηνώσει ἐν αὐτοῖς»
(στίχ. 12). Ὁ Θεός τόν δίκαιο ἄνθρωπο θά τόν στεφανώσει μέ τήν Χάρη
Του, πού θά τοῦ εἶναι σάν ὅπλο ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν του. «Σύ εὐλογήσεις
δίκαιον, Κύριε, ὡς ὅπλον εὐδοκίας (δηλαδή τῆς Χάρης Σου, τῆς εὐαρέ-
σκειάς Σου) ἐστεφάνωσας αὐτούς» (στίχ. 13).

ΨΑΛΜΟΣ ΣΤ´ 6

Εἰς τὸ τέλος, ἐν ὕμνοις, ὑπὲρ τῆς ὀγδόης· ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ.

ΤΟ ΧΕΙΡΟΤΕΡΟ ΣΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ ΕΙΝΑΙ


Η ΨΥΧΙΚΗ ΤΟΥ ΚΑΤΑΠΤΩΣΗ.
ΦΑΡΜΑΚΟ ΤΟΥ Η ΕΛΠΙΔΑ ΣΤΟΝ ΘΕΟ

6,2 Κύριε, μὴ τῷ 6,2 Κύριε, μή μέ κρίνεις μέ θυμό


θυμῷ σου ἐλέγξῃς με, οὔτε νά μέ παιδεύσεις μέ τήν ὀργή Σου.
μηδὲ τῇ ὀργῇ σου παι-
δεύσῃς με.
3 Ἐλέησόν με, Κύριε, 3 Σπλαγχνίσου με, Κύριε,
ὅτι ἀσθενής εἰμι· ἴασαί γιατί εἶμαι ἀσθενής·
με, Κύριε, ὅτι ἐταρά- θεράπευσέ με, Κύριε,
χθη τὰ ὀστᾶ μου, γιατί ταράχθηκαν τά κόκκαλά μου
4 καὶ ἡ ψυχή μου ἐτα- 4 καί ἡ ψυχή μου κατέπεσε πολύ·
ράχθη σφόδρα· καὶ σύ, Καί Σύ, Κύριε, μέχρι πότε
Κύριε, ἕως πότε; (θά μέ ἀφήνεις ἀβοήθητο);

25
Ψαλμός 6

5 Ἐπίστρεψον, Κύριε, 5 Ξαναδός μου τά ἐλέη Σου


ρῦσαι τὴν ψυχήν μου, καί σῶσε τήν ψυχή μου,
σῶσόν με ἕνεκεν τοῦ σῶσε με, γιατί εἶσαι σπλαγχνικός.
ἐλέους σου.
6 Ὅτι οὐκ ἔστιν ἐν τῷ 6 Στήν χώρα τοῦ θανάτου
θανάτῳ ὁ μνημονεύων δέν ὑπάρχει κανείς νά Σέ μνημονεύει·
σου· ἐν δὲ τῷ ῞ᾼδῃ τίς στόν ἅδη ποιός θά Σέ δοξολογήσει;
ἐξομολογήσεταί σοι;
7 Ἐκοπίασα ἐν τῷ στε- 7 Κουράστηκα ἀναστενάζοντας,
ναγμῷ μου, λούσω καθ᾿ κάθε νύχτα λούζω τό κρεββάτι μου
ἑκάστην νύκτα τὴν (κλαίγοντας)
κλίνην μου, ἐν δάκρυσί μέ τά δάκρυά μου βρέχω τήν στρωμνή μου.
μου τὴν στρωμνήν μου
βρέξω.
8 Ἐταράχθη ἀπὸ θυμοῦ 8 Ταράχθηκαν τά μάτια μου ἀπό ὀργή,
ὁ ὀφθαλμός μου, ἐπα- κατέρρευσα ἀπό τήν στάση τῶν ἐχθρῶν μου.
λαιώθην ἐν πᾶσι τοῖς
ἐχθροῖς μου.
9 Ἀπόστητε ἀπ᾿ ἐμοῦ 9 Φύγετε ἀπό μπροστά μου
πάντες οἱ ἐργαζόμενοι ὅλοι οἱ ἐργάτες τῆς ἀνομίας,
τὴν ἀνομίαν, ὅτι εἰσή- θά ἀκούσει ὁ Κύριος
κουσε Κύριος τῆς φω- τήν φωνή τοῦ κλαυθμοῦ μου·
νῆς τοῦ κλαυθμοῦ μου·
10 ἤκουσε Κύριος τῆς 10 θά ἀκούσει ὁ Κύριος τήν δέησή μου,
δεήσεώς μου, Κύριος ὁ Κύριος θά δεχθεῖ τήν προσευχή μου.
τὴν προσευχήν μου
προσεδέξατο.
11 Αἰσχυνθείησαν καὶ 11 Ἄς καταισχυνθοῦν
ταραχθείησαν σφόδρα καί ἄς πέσουν σέ μεγάλη ταραχή
πάντες οἱ ἐχθροί μου, ὅλοι οἱ ἐχθροί μου,
ἀποστραφείησαν καὶ ἄς φύγουν ἡττημένοι
κα τ α ι σ χ υ ν θ ε ί η σ α ν καί ἄς καταντροπιαστοῦν γρήγορα.
σφόδρα διὰ τάχους.

1. Στόν ψαλμό μας αὐτόν ἔχουμε ἕνα πιστό στόν Θεό ἄνθρωπο πού
κλαίει καί ὀδυνᾶται δυνατά. Μάλιστα λέγει ὅτι κοπίασε ἀναστενάζοντας
καί κάθε νύχτα λούζει τό κρεββάτι του μέ τά δάκρυά του (στίχ. 7). Ὅπως
φαίνεται, ὁ ποιητής τοῦ ψαλμοῦ ὑποφέρει ἀπό βαρειά ἀρρώστια, ἡ ὁποία
τόν κτύπησε μέχρι τά κόκκαλά του, γι᾽ αὐτό καί λέγει: «Ἐλέησόν με, Κύριε,
26
Ψαλμός 6

ὅτι ἀσθενής εἰμι· ἴασαί με, ὅτι ἐταράχθη τά ὀστᾶ μου» (στίχ. 3). Δηλαδή,
γνωρίζει ὅτι ἄν γίνει καλά, αὐτό θά εἶναι ἀπό τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, γι᾽
αὐτό καί Τοῦ λέει «ἐλέησόν με». Ὁ ποιητής μας γνωρίζει τήν παλαιά ἀντί-
ληψη ὅτι οἱ ἀσθένειες προέρχονται ἀπό τίς ἁμαρτίες (βλ. Ψαλμ. 37), ἀλλά
παρακαλεῖ τόν Θεό νά τοῦ φανεῖ εὐσπλαγχνικός καί ἐλεήμονας καί νά τοῦ
συντάμει τόν χρόνο τῆς τιμωρίας. Γι᾽ αὐτό καί λέγει στήν προσευχή του
πρός Αὐτόν νά μήν τόν παιδεύσει μέ θυμό καί ὀργή («Κύριε, μή τῷ θυμῷ
σου ἐλέγξῃς με, μηδέ τῇ ὀργῇ σου παιδεύσῃς με», στίχ. 2), ἀλλά νά τόν παι-
δεύσει «πατρικά» καί ὄχι «δικαστικά», ὅπως ἑρμηνεύει ὁ Θεοδώρητος.
2. Τό μεγαλύτερο ὅμως κακό γιά τόν ποιητή μας εἶναι ὅτι δέν ἔχει κα-
ταβληθεῖ μόνο τό σῶμα του, ἀλλά ἔχει καταπέσει καί τό ἠθικό του. Ἡ ψυχή
του εἶναι σέ μεγάλη ταραχή, σέ μεγάλο φόβο, ὅπως λέγει τό Ἑβραϊκό κεί-
μενο. «Ἡ ψυχή μου ἐταράχθη σφόδρα», λέγει ὁ ψαλμωδός μας (στίχ. 4).
Αὐτό εἶναι τό πιό ἐπικίνδυνο, γιατί ὅταν καταπέσει τό κουράγιο τοῦ ἀνθρώ-
που, τότε αὐτός δέν ἔχει τήν δύναμη νά ἀντισταθεῖ στόν πόνο καί τίς δυ-
σκολίες του καί ἀπελπίζεται. Ἔτσι καί τόν ποιητή μας τόν βλέπουμε νά
καταπέφτει καί νά ἀποκάμνει καί στρεφόμενος στόν Θεό νά Τοῦ λέγει:
«Μέχρι πότε, Θεέ;». «Καί σύ, Κύριε, ἕως πότε;» (στίχ. 4), λέγει. Ὁ λόγος
ὅμως αὐτός τοῦ βασανισμένου ποιητῆ μας κρύβει βαθειά στήν ψυχή του
κάποια ἐλπίδα, ὅτι ὁ Θεός θά τόν βοηθήσει.
Τήν ἀπελπιστική κατάσταση στήν ψυχή τοῦ ψαλμωδοῦ μας τήν δημι-
ούργησαν περισσότερο οἱ χαιρέκακοι ἐχθροί του, οἱ ὁποῖοι ἤθελαν τόν θά-
νατό του. Αὐτοί, ὅπως φαίνεται καί ἀπό ἄλλους ψαλμούς, θά ἐνέπαιζαν τόν
ποιητή, ὅτι ἄδικα προσεύχεται, γιατί δέν πρόκειται νά τόν βοηθήσει ὁ Θεός·
ἤ θά ἔλεγαν ὅτι δίκαια τόν τιμωρεῖ ὁ Θεός γιά τά ἁμαρτήματά του. Πάντως
ὁ ποιητής μας λέγει ὅτι κατέρρευσε ἀπό τήν στάση αὐτή τῶν ἐχθρῶν του
ἀπέναντί του. «Ἐπαλαιώθην (= κατέρρευσα) – λέγει – ἐν πᾶσι τοῖς ἐχθροῖς
μου» (στίχ. 8).
3. Ἀλλά νά! Ὁ ἀπελπισμένος ποιητής μας, πού ἔλεγε «ἡ ψυχή μου ἐτα-
ράχθη σφόδρα» (στίχ. 4) καί «ἐπαλαιώθην» καί τόσα ἄλλα, αὐτός τώρα,
στό τέλος τοῦ ψαλμοῦ, μᾶς παρουσιάζεται ἰσχυρά δυναμωμένος καί ἀνορ-
θωμένος ψυχικά ἀπό τό πέσιμό του. Ἔτσι, λέγει τώρα θαρρετά στούς
ἐμπαῖχτες ἐχθρούς του νά φύγουν ἀπό μπροστά του, γιατί ὁ Θεός θά ἀκού-
σει τό κλάμα του καί θά τόν θεραπεύσει. «Ἀπόστητε ἀπ᾽ ἐμοῦ – λέγει – πάν-
τες οἱ ἐργαζόμενοι τήν ἀνομίαν, ὅτι εἰσήκουσε Κύριος τῆς φωνῆς τοῦ
κλαυθμοῦ μου» (στίχ. 9· βλ. καί στίχ. 10). Καί ἀποτέλεσμα αὐτοῦ εἶναι ὅτι
οἱ ἐχθροί, πού περίμεναν τόν θάνατο τοῦ ποιητοῦ, θά διαψευσθοῦν, θά κα-
ταισχυνθοῦν καί θά πέσουν σέ ταραχή. «Αἰσχυνθείησαν καί ταραχθείησαν
σφόδρα πάντες οἱ ἐχθροί μου», λέγει (στίχ. 10· βλ. καί στίχ. 11).

27
Ψαλμός 7

4. Πῶς ὁ ποιητής μας ἀπέκτησε αὐτήν τήν ἀναλαμπή ἀπό τό σκοτάδι


τῆς ἀπελπισίας του; Πῶς ἀπέκτησε αὐτό τό κουράγιο, ἐνῶ εἶχε πολύ κατα-
πέσει; Ἄν λάβουμε ὑπ᾽ ὄψιν καί ἄλλους ψαλμωδούς, πού ἦταν σέ παρόμοια
μέ τόν ποιητή μας κατάσταση, θά λέγαμε ὅτι ὁ ἀσθενής ψαλμωδός μας κα-
τέφυγε στόν Ναό γιά νά προσφέρει θυσία στόν Θεό γιά τήν ὑγεία του. Ἐκεῖ
δέ ὁ ἱερεύς, βλέποντας εὐμενῆ σημάδια ἀπό τήν προσφορά τῆς θυσίας, τοῦ
εἶπε παρήγορα καί ἐνθαρρυντικά λόγια. Ἔτσι ὁ ποιητής μας ἀναστήθηκε
ψυχικά καί ἀπόκτησε δυνατή τήν ἐλπίδα καί τήν πίστη ὅτι ὁ Θεός θά τόν
θεραπεύσει καί θά τοῦ χαρίσει τήν ποθητή ὑγεία του.
Ὁ ψαλμός μας διδάσκει τούς δεινοπαθοῦντας ἀρρώστους, ἀλλά καί κάθε
ἄνθρωπο εὑρισκόμενο σέ δύσκολη κατάσταση τῆς ζωῆς του, ὅτι τό καλύ-
τερο φάρμακο στά δεινά τοῦ βίου εἶναι ἡ ἐλπίδα στόν Θεό. Αὐτή κρατᾶ
ὄρθιο τόν βασανιζόμενο ἄνθρωπο, τόν δυναμώνει ψυχικά καί δέν τόν ἀφή-
νει νά καταπέσει καί νά συντριβεῖ.

ΨΑΛΜΟΣ Z´ 7

Ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ, ὃν ᾖσε τῷ Κυρίῳ


ὑπὲρ τῶν λόγων Χουσὶ υἱοῦ ᾿Ιεμενεί.

O ΣΥΚΟΦΑΝΤΗΘΕΙΣ ΚΑΤΑΦΕΥΓΕΙ ΣΤΟΝ ΘΕΟ


ΓΙΑ ΔΙΚΑΙΩΣΗ

7,2 Κύριε ὁ Θεός 7,2 Κύριε, Θεέ μου, σέ Σένα ἐλπίζω,


μου, ἐπὶ σοὶ ἤλπισα· σῶσε με ἀπό ὅλους τούς διῶκτες μου
σῶσόν με ἐκ πάντων καί φύλαξέ με,
τῶν διωκόντων με καὶ
ῥῦσαί με,
3 μήποτε ἁρπάσῃ ὡς 3 μήποτε (ὁ ἐχθρός μου)
λέων τὴν ψυχήν μου, ἁρπάξει σάν λιοντάρι τήν ζωή μου,
μὴ ὄντος λυτρουμένου χωρίς νά ὑπάρχει κάποιος,
μηδὲ σῴζοντος. πού νά μέ γλυτώσει καί νά μέ σώσει.
4 Κύριε ὁ Θεός μου, εἰ 4 Κύριε, Θεέ μου, ἄν τό ἔκανα αὐτό
ἐποίησα τοῦτο, εἰ ἔστιν (γιά τό ὁποῖο τόν κατηγοροῦν),
ἀδικία ἐν χερσί μου, ἄν τά χέρια μου ἔπραξαν ἀδικία,
5 εἰ ἀνταπέδωκα τοῖς 5 ἄν ἀνταπέδωσα κακό
ἀνταποδιδοῦσί μοι σ᾽ αὐτούς πού μέ ἔβλαψαν,
κακά, ἀποπέσοιμι ἄρα τότε, σύντριψέ με

28
Ψαλμός 7

ἀπὸ τῶν ἐχθρῶν μου μπροστά στούς ἐχθρούς μου.


κενός·
6 καταδιώξαι ἄρα ὁ 6 Τότε, ἄς μέ καταδιώξει ὁ ἐχθρός
ἐχθρὸς τὴν ψυχήν μου καί ἄς μέ συλλάβει
καὶ καταλάβοι καὶ κα- καί ἄς μέ ποδοπατήσει
ταπατήσαι εἰς γῆν τὴν καί ἄς θάψει
ζωήν μου καὶ τὴν τό καλό μου ὄνομα στό χῶμα.
δόξαν μου εἰς χοῦν κα-
τασκηνώσαι. (Διά-
ψαλμα).
7 Ἀνάστηθι, Κύριε, ἐν 7 Σήκω, Κύριε, μέ ὀργή,
ὀργῇ σου, ὑψώθητι ἐν θριάμβευσε στά πέρατα
τοῖς πέρασι τῶν ἐχθρῶν ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν σου.
σου. Ἐξεγέρθητι, Κύριε Ἐξεγέρσου, Κύριε Θεέ μου
ὁ Θεός μου, ἐν προσ- (γιά νά κάνεις δίκη κατά τῶν ἐχθρῶν μου),
τάγματι, ᾧ ἐνετείλω, πρόσταξε καί δῶσε ἐντολή
8 καὶ συναγωγὴ λαῶν 8 καί θά σέ κυκλώσει πλῆθος ἀγγέλων.*
κυκλώσει σε, καὶ ὑπὲρ Καί μετά ἀπό αὐτή (τήν δίκη)
ταύτης εἰς ὕψος ἐπί- ἐπίστρεψε στόν οὐρανό.
στρεψον.
9 Κύριος κρινεῖ λαούς. 9 Ὁ Κύριος θά κρίνει τούς λαούς·
Κρῖνόν με, Κύριε, κατὰ κρῖνε καί ἐμένα, Κύριε,
τὴν δικαιοσύνην μου ἀναδεικνύοντας τό δίκαιό μου
καὶ κατὰ τὴν ἀκακίαν καί τήν ἀθωότητά μου.
μου ἐπ᾿ ἐμοί.
10 Συντελεσθήτω δὴ 10 Ἄς σταματήσει πιά
πονηρία ἁμαρτωλῶν ἡ κακία τῶν ἁμαρτωλῶν·
καὶ κατευθυνεῖς δί- Ἐσύ δικαιώνεις τόν δίκαιο,
καιον, ἐτάζων καρδίας γιατί Ἐσύ, Θεέ, διερευνᾶς τίς σκέψεις
καὶ νεφροὺς ὁ Θεός. καί τίς ἐπιθυμίες τῶν ἀνθρώπων.
11 Δικαία ἡ βοήθειά 11 Δίκαια εἶναι ἡ βοήθειά μου ἀπό τόν Θεό,
μου παρὰ τοῦ Θεοῦ τοῦ γιατί σώζει ὅσους ἔχουν ἀθώα καρδιά.
σῴζοντος τοὺς εὐθεῖς
τῇ καρδίᾳ.
12 Ὁ Θεὸς κριτὴς 12 Ὁ Θεός εἶναι δίκαιος κριτής
δίκαιος καὶ ἰσχυρὸς καὶ καί ἰσχυρός καί μακρόθυμος
μακρόθυμος καὶ μὴ καί δέν ἐκδηλώνει καθημερινά τήν ὀργή του.

* Ἀντί «λαῶν», πού ἔχει τό κείμενο (κατά διόρθωση τοῦ Βέλλα), γιατί καί οἱ ἄγγελοι θά παρί-
στανται στήν δίκη βεβαιώνοντες τήν ἀθωότητα τοῦ ποιητοῦ μας.
29
Ψαλμός 7

ὀργὴν ἐπάγων καθ᾿


ἑκάστην ἡμέραν.
13 Ἐὰν μὴ ἐπιστρα- 13 Ἄν (ὅμως) δέν μετανοήσετε,
φῆτε, τὴν ρομφαίαν θά ἀκονίσει τήν ρομφαία Του,
αὐτοῦ στιλβώσει, τὸ θά τεντώσει τήν χορδή τοῦ τόξου Του
τόξον αὐτοῦ ἐνέτεινε καί θά τό ἑτοιμάσει·
καὶ ἡτοίμασεν αὐτό·
14 καὶ ἐν αὐτῷ ἡτοί- 14 καί μαζί μέ αὐτό ἔχει ἑτοιμάσει
μασε σκεύη θανάτου, θανατηφόρα ὅπλα.
τὰ βέλη αὐτοῦ τοῖς Τά βέλη Του τά ἔχει ἐπεξεργασθεῖ
καιομένοις ἐξειργά- γι᾽ αὐτούς πού πρόκειται νά καοῦν.
σατο.
15 Ἰδοὺ ὠδίνησεν ἀ- 15 Δεῖτε! Ὁ ἄδικος ἔχει ὠδίνη τοκετοῦ·
δικίαν, συνέλαβε πόνον συνέλαβε πόνο καί ἔτεκε ἀνομία.
καὶ ἔτεκεν ἀνομίαν.
16 Λάκκον ὤρυξε καὶ 16 Ἄνοιξε λάκκο καί τόν ἄνοιξε βαθειά,
ἀνέσκαψεν αὐτόν, καὶ ἀλλά θά πέσει ὁ ἴδιος στό ἄνοιγμα πού ἔκανε.
ἐμπεσεῖται εἰς βόθρον,
ὃν εἰργάσατο·
17 ἐπιστρέψει ὁ πόνος 17 Ὁ πόνος πού ἑτοίμασε (γιά τούς ἄλλους)
αὐτοῦ εἰς κεφαλὴν θά ἐπιστρέψει στό κεφάλι του.
αὐτοῦ, καὶ ἐπὶ κορυφὴν Στό κεφάλι του
αὐτοῦ ἡ ἀδικία αὐτοῦ θά πέσει ἡ ἀδικία του.
καταβήσεται.
18 Ἐξομολογήσομαι 18 Ἐγώ ὅμως θά δοξολογήσω τόν Κύριο,
τῷ Κυρίῳ κατὰ τὴν δι- γιατί εἶναι δίκαιος
καιοσύνην αὐτοῦ καὶ καί θά ὑμνῶ τό Ὄνομα
ψαλῶ τῷ ὀνόματι Κυ- τοῦ Κυρίου τοῦ Ὑψίστου.
ρίου τοῦ ῾Υψίστου.

1. Εἶναι γνωστόν ὅτι ἡ Παλαιά Διαθήκη ἐγράφη πρωτοτύπως στήν


Ἑβραϊκή γλώσσα. Καί αὐτός πού τήν ἑρμηνεύει πρέπει νά ἔχει ὑπ᾽ ὄψιν
του καί τά δυό κείμενα, καί τό Ἑβραϊκό καί τήν Μετάφραση τῶν Ἑβδομή-
κοντα, πού χρησιμοποιοῦμε στήν θεία λατρεία μας. Αὐτό θά κάνουμε καί
ἐμεῖς ἐδῶ, γιά νά καταλάβουμε τό νόημα τοῦ ψαλμοῦ μας.
2. Στόν 7ο ψαλμό ἔχουμε ἕνα πιστό ἄνθρωπο, πού καταδιώκεται ἀπό
κάποιους (ἤ ἀπό κάποιον) καί καταφεύγει στόν Θεό ζητῶντας τήν βοήθειά
Του. Στόν Θεό λέει «σῶσόν με», «ρῦσαί με» (στίχ. 2). Καί τά δύο αὐτά ρή-
ματα εἶναι δυνατά καί ἐκφράζουν τήν μεγάλη ἀνάγκη στήν ὁποία βρίσκε-
30
Ψαλμός 7

ται ὁ διωκόμενος ἄνθρωπος. Τήν δυσκολία αὐτή τήν ἐκφράζει ὁ ψαλμωδός


καί μέ τό ὅτι παριστάνει μέ λιοντάρι τόν ἐχθρό πού τόν καταδιώκει· «μή
ποτε ἁρπάσῃ ὡς λέων τήν ψυχήν μου», λέγει (στίχ. 3).
Τί συμβαίνει λοιπόν; Γιατί καταδιώκεται ὁ ποιητής τοῦ ψαλμοῦ; Τόν
ψαλμωδό μας τόν συκοφάντησαν κάποιοι – ἤ κάποιος – ὅτι ἔχει «ἀδικία
στά χέρια του», δηλαδή, ὅτι ἔκλεψε, ὅπως μᾶς τό λέγει καθαρά τό Ἑβραϊκό
κείμενο (στίχ. 4). Ἡ συκοφαντία αὐτή φαίνεται ὅτι ἔλαβε μεγάλη ἔκταση,
γι᾽ αὐτό καί ὁ συκοφαντηθείς ποιητής μας κατέφυγε στόν Ναό. Ἐκεῖ ἐνώ-
πιον τοῦ ἱεροῦ θυσιαστηρίου ἤθελε νά βεβαιώσει τήν ἀθωότητά του καί
νά ἐξακριβωθεῖ ἡ ἀθωότητά του αὐτή ἀπό τόν ἱερέα μέ εἰδική τελετή, ὅπως
ἐξακριβωνόταν καί ἡ περίπτωση μοιχείας (βλ. Ἀριθμ. 5,11 ἑξ.). Μάλιστα
μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι ἡ συκοφαντία γιά τόν ποιητή μας ὅτι «ἔκλεψε»
μπορεῖ μεταφορικά νά σημαίνει καί τήν μοιχεία, ὅτι ἔκλεψε, δηλαδή, τήν
γυναίκα τοῦ ἄλλου· γι᾽ αὐτό καί ἡ τόση ταραχή τοῦ ποιητοῦ μας γιά μιά
τέτοια συκοφαντία.
3. Ὁ ποιητής τοῦ ψαλμοῦ μας εὑρισκόμενος στόν Ναό ἐνώπιον τοῦ θυ-
σιαστηρίου ὁμολογεῖ στόν ἱερέα τήν ἀθωότητά του καί λέγει: «Κύριε ὁ
Θεός μου, εἰ ἐποίησα τοῦτο, εἰ ἔστιν ἀδικία ἐν χερσί μου», δηλαδή· «Θεέ
μου, ἄν ἔπραξα αὐτό γιά τό ὁποῖο μέ κατηγοροῦν καί ἔχω στά χέρια μου
ξένο πράγμα», τότε, «ἀποπέσοιμι ἄρα ἀπό τῶν ἐχθρῶν μου κενός» (στίχ.
5). Τότε «Θεέ μου, σύντριψέ με μπροστά στούς ἐχθρούς μου». Τότε, ἄν
ἔπραξα αὐτό πού μέ συκοφαντεῖ ὁ ἐχθρός μου, «καταδιώξαι ἄρα ὁ ἐχθρός
τήν ψυχήν μου καί καταλάβοι καί καταπατήσει εἰς γῆν τήν ζωήν μου καί τήν
δόξαν μου εἰς χοῦν κατασκηνώσει» (στίχ. 6). Σάν νά θέλει νά πεῖ, ἄς μέ δια-
πομπεύσει ὁ ἐχθρός μου καί ἄς μέ ποδοπατήσει, ἄν ἀποδειχθεῖ ὅτι ἐγώ ἔχω
κάνει αὐτό γιά τό ὁποῖο μέ κατηγορεῖ. Ὁ ποιητής, δηλαδή, καταρᾶται τόν
ἑαυτό του σέ περίπτωση πού διέπραξε κλοπή ἤ μοιχεία, ἄν ἀφορᾶ τήν μοι-
χεία ἡ κατηγορία.
4. Ὁ ποιητής ὅμως εἶναι πεπεισμένος γιά τήν ἀθωότητά του ἤ φαίνεται
ὅτι βεβαιώθηκε ἡ ἀθωότητά του ἀπό τόν ἱερέα, κατά τήν τελετή, γι᾽ αὐτό
καί ζητάει τώρα στήν συνέχεια τήν κρίση ἀπό τόν Θεό κατά τῶν ἐχθρῶν
του. «Ἀνάστηθι, Κύριε ἐν τῇ ὀργῇ σου – τοῦ λέγει–, ὑψώθητι ἐν τοῖς πέρασι
τῶν ἐχθρῶν μου» (στίχ. 7). Μέχρι τώρα, κατά παραχώρηση Θεοῦ, οἱ
ἐχθροί δροῦσαν ἐναντίον τοῦ ποιητοῦ μας καί ὁ Θεός φαινόταν ὅτι ἀδρα-
νοῦσε. Τώρα ὅμως μέ τήν βεβαίωση τῆς ἀθωότητάς του ὁ ποιητής καλεῖ
τόν Θεό νά ἀναστεῖ μέ ὀργή καί νά κινηθεῖ ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν του.
Ὁ Θεός παριστάνεται ὅτι ἐκδικάζει ἀπό ψηλά, ἀπό τούς οὐρανούς. Γι᾽
αὐτό λοιπόν καί ὁ ποιητής μας λέγει στόν Θεό ὅτι «ὑπέρ ταύτης», γιά τήν
δίκη, δηλαδή, πού ζήτησε νά κάνει κατά τῶν ἐχθρῶν του, «εἰς ὕψος ἐπί-

31
Ψαλμός 7

στρεψον» (στίχ. 8). Ἡ δίκη αὐτή, πού θά κάνει ὁ Θεός ὑπέρ τοῦ ποιητοῦ
μας, θά εἶναι ἐπίσημη. Γιατί δέν θά εἶναι μόνος Του ὁ Θεός, ἀλλά θά Τόν
κυκλώνουν καί οἱ ἄγγελοι, πού θά ἀκροῶνται καί αὐτοί καί θά βεβαιώνουν
καί αὐτοί γιά τήν ἀθωότητα τοῦ ψαλμωδοῦ μας. Αὐτό θέλει νά πεῖ αὐτό
πού λέγει παρακάτω ὁ ψαλμός μας «καί εἰς συναγωγήν ἀγγέλων κυκλώσει
σε» (στίχ. 8· ἀντί «λαῶν» ἄς διαβάσουμε «ἀγγέλων», βλ. Ψαλμ. 81,1. 46,9.
Δαν. 7,11).
Ὁ ψαλμωδός εὔχεται ὅτι σ᾽ αὐτήν τήν δίκη, πού θά κάνει ὁ Θεός ἐκεῖ
στά ὕψη ὑπέρ αὐτοῦ, νά λάβει τέλος ἡ ἐναντίον του πονηρία καί κακία τῶν
ἁμαρτωλῶν ἐχθρῶν του. «Συντελεσθήτω δή – λέγει – ἡ πονηρία ἁμαρ-
τωλῶν» (στίχ. 10).
5. Τέλος ὁ ποιητής μας στρέφεται πρός αὐτούς τούς ἐχθρούς του, πού
τόσο τόν κατασυκοφάντησαν καί τόν κατηγόρησαν, καί τούς προτρέπει νά
μετανοήσουν. «Ἐπιστραφεῖτε», τούς λέγει (στίχ. 13). Ἄν ὅμως αὐτοί δέν με-
τανοήσουν γιά τήν πράξη τους, τότε θά ἀντιμετωπίσουν τήν ὀργή τοῦ Θεοῦ.
Καί τόν Θεό του ὁ ποιητής μας τόν παριστάνει ἐδῶ μέ ἰσχυρό πολεμιστή
ἔχοντα ρομφαία, τόξο καί θανατηφόρα βέλη. «Ἐάν μή ἐπιστραφεῖτε – λέγει
στούς ἐχθρούς του – τήν ρομφαίαν αὐτοῦ στιλβώσει, τό τόξον αὐτοῦ ἐνέτεινε
καί ἡτοίμασεν αὐτό καί ἐν αὐτῷ ἡτοίμασε σκεύη θανάτου» (στίχ. 13)!
6. Στό τέλος τοῦ ψαλμοῦ του βρισκόμενος ὁ ποιητής δίνει μία ὡραία
παραστατική εἰκόνα τοῦ κυρίως ἐχθροῦ του, ὁ ὁποῖος παρακίνησε καί
ἄλλους σέ ἐχθρότητα ἐναντίον του. Κατά τήν εἰκόνα αὐτή ὁ ἐχθρός τοῦ
ποιητοῦ εἶχε μία αἰσχρή γέννα: Κοιλοπόνησε ἀδικία, συνέλαβε πόνο καί
γέννησε ἁμαρτία: «Ἰδού ὠδίνησεν ἀδικίαν, συνέλαβε πόνον καί ἔτεκεν ἀνο-
μίαν» (στίχ. 15)! Καί ἀκόμη ὁ ἐχθρός του μέ τίς συκοφαντίες του ἄνοιξε
ἕνα λάκκο, στόν ὁποῖο ἔπεσε ὁ ἴδιος μέσα: «Λάκκον ὤρυξε καί ἀνέσκαψεν
αὐτόν καί ἐμπεσεῖται εἰς βόθρον, ὅν εἰργάσατο» (στίχ. 16). – Τέλος ὁ ποιητής
μας ὡς ἄνθρωπος τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, πού δέν εἶχε ἀκούσει τόν λόγο
τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ νά συγχωροῦμε καί τούς ἐχθρούς μας, εὔχεται τό κακό
πού τοῦ ἔκανε ὁ ἐχθρός του νά πέσει στό κεφάλι του. Λέγει ἐπί λέξει: «Ἐπι-
στρέψει ὁ πόνος αὐτοῦ εἰς κεφαλήν αὐτοῦ καί ἐπί τήν κορυφήν αὐτοῦ ἡ ἀδι-
κία αὐτοῦ καταβήσεται» (στίχ. 17).
Ἐπειδή ὅμως ὁ ψαλμός εἰπώθηκε στόν Ναό, ἐνώπιον τοῦ ἱεροῦ θυσια-
στηρίου καί παρουσίᾳ ἱερέως, γι᾽ αὐτό καί τελειώνει μέ λειτουργικό καί
λατρευτικό στίχο: «Ἐξομολογήσομαι τῷ Κυρίῳ κατά τήν δικαιοσύνην αὐτοῦ
καί ψαλῷ τῷ ὀνόματι Κυρίου τοῦ Ὑψίστου» (στίχ. 18).

32
Ψαλμός 8

ΨΑΛΜΟΣ Η´ 8

Εἰς τὸ τέλος, ὑπὲρ τῶν ληνῶν· ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ.

ΤΟ ΜΕΓΑΛΕΙΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΣΤΗΝ ΦΥΣΗ


ΚΑΙ Η ΑΞΙΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

8,2 Κύριε ὁ Κύριος 8,2 Κύριε, Κύριέ μας,


ἡμῶν, ὡς θαυμαστὸν πόσο θαυμαστό εἶναι τό ὄνομά σου
τὸ ὄνομά σου ἐν πάσῃ σ᾽ ὅλη τήν γῆ!
τῇ γῇ· ὅτι ἐπήρθη ἡ με- Ὑψώθηκε ἡ μεγαλοπρέπειά Σου
γαλοπρέπειά σου ὑ- πάνω ἀπό τούς οὐρανούς.
περάνω τῶν οὐρανῶν.
3 Ἐκ στόματος νηπίων 3 Κάνεις τό στόμα τῶν νηπίων
καὶ θηλαζόντων κα- καί τῶν βρεφῶν
τηρτίσω αἶνον ἕνεκα νά βγάλουν ὕμνο γιά Σένα,
τῶν ἐχθρῶν σου τοῦ λόγῳ τῶν ἐχθρῶν Σου,
καταλῦσαι ἐχθρὸν καὶ γιά νά βουβάνεις
ἐκδικητήν. κάθε ἐχθρό καί ἄπιστο.
4 Ὅτι ὄψομαι τοὺς 4 Βλέπω τούς οὐρανούς,
οὐρανούς, ἔργα τῶν τά ἔργα τῶν χειρῶν Σου,
δακτύλων σου, σελή- τήν σελήνη καί τά ἀστέρια,
νην καὶ ἀστέρας, ἃ σὺ πού Ἐσύ ἐστερέωσες.
ἐθεμελίωσας·
5 τί ἐστιν ἄνθρωπος, 5 Τί εἶναι (μπροστά σ᾽ αὐτά) ὁ ἄνθρωπος,
ὅτι μιμνῄσκῃ αὐτοῦ; ὥστε νά τόν νοιάζεσαι,
Ἢ υἱὸς ἀνθρώπου, ὅτι ἤ οἱ υἱοί τῶν ἀνθρώπων,
ἐπισκέπτῃ αὐτόν; ὥστε νά τούς φροντίζεις;
6 Ἠλάττωσας αὐτὸν 6 (Καί ὅμως!) Τόν ἔκανες λίγο παρακάτω
βραχύ τι παρ᾿ ἀγγέ- ἀπό τούς ἀγγέλους,
λους, δόξῃ καὶ τιμῇ τόν στεφάνωσες μέ δόξα καί μέ τιμή.
ἐστεφάνωσας αὐτόν,
7 καὶ κατέστησας αὐ- 7 Καί τόν ἔκανες κυρίαρχο
τὸν ἐπὶ τὰ ἔργα τῶν στά ἔργα τῶν χειρῶν Σου·
χειρῶν σου· πάντα ὑπέ- ὅλα τά ὑπέταξες κάτω ἀπό τήν ἐξουσία του,
ταξας ὑποκάτω τῶν
ποδῶν αὐτοῦ,
8 πρόβατα, καὶ βόας 8 τά πρόβατα, τά βόδια ὅλα,
ἁπάσας, ἔτι δὲ καὶ τὰ ἀκόμα καί τά ἄγρια θηρία τοῦ ἀγροῦ,

33
Ψαλμός 8

κτήνη τοῦ πεδίου,


9 τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρα- 9 τά πετεινά τοῦ οὐρανοῦ
νοῦ καὶ τοὺς ἰχθύας τῆς καί τά ψάρια τῆς θάλασσας,
θαλάσσης, τὰ διαπο- πού πορεύονται μέσα ἀπό τούς δρόμους
ρευόμενα τρίβους θα- τῶν θαλασσῶν.
λασσῶν.
10 Κύριε ὁ Κύριος ἡ- 10 Κύριε, Κύριέ μας,
μῶν, ὡς θαυμαστὸν τὸ πόσο θαυμαστό πού εἶναι τό Ὄνομά Σου,
ὄνομά σου ἐν πάσῃ τῇ σ᾽ ὅλη τήν γῆ.
γῇ!

1. Ὁ ποιητής τοῦ ψαλμοῦ αὐτοῦ ρίπτει ἕνα βλέμμα στόν οὐρανό καί τήν
γῆ καί ἀπό τήν ὀμορφιά καί τήν ἁρμονία τῶν δημιουργημάτων ξεσπᾶ σέ
ὕμνο στόν Θεό καί λέγει: «Κύριε, Κύριέ μας, πόσο θαυμαστό εἶναι τό
ὄνομά Σου σέ ὅλη τήν γῆ. Ἡ μεγαλοπρέπειά Σου εἶναι πάρα πάνω ἀπό τούς
οὐρανούς» (στίχ. 2)! Πραγματικά ἡ ὡραιότητα καί ἡ τάξη στό σύμπαν μᾶς
κάνει νά ξεσπᾶμε σέ δοξολογία πρός τόν Δημιουργό Θεό μας καί νά λέμε
μαζί μέ τόν ἄλλο ψαλμωδό: «Ὡς ἐμεγαλύνθη τά ἔργα Σου, Κύριε, πάντα ἐν
σοφίᾳ ἐποίησας» (Ψαλμ. 103,24)!
2. Ἀλλά εἶναι μερικοί, θολωμένοι στήν ψυχή, πού δέν βλέπουν αὐτό τό
μεγαλεῖο τοῦ Θεοῦ στήν δημιουργία Του καί ὄχι μόνο δέν τό βλέπουν, ἀλλά
ἀντίθετα, στρέφονται ἐχθρικά πρός τόν Θεό. Εἶναι οἱ ἀπιστοῦντες στόν
Θεό, πού ὁ ποιητής μας ἐδῶ τούς λέγει «ἐχθρούς» καί «ἐκδικητάς». Αὐτούς
ὅμως ὁ Θεός γνωρίζει νά τούς ταπεινώνει μέ τά μικρά θηλάζοντα νήπια,
τά ὁποῖα, ἀντίθετα πρός αὐτούς, ὅταν δοῦν τόν ἔναστρο οὐρανό μέ σκιρ-
τήματα καί φωνές καί ἀναπηδήματα ἐκφράζουν τόν θαυμασμό τους στό
μεγαλεῖο τοῦ Θεοῦ. Λέγει λοιπόν ὁ ψαλμωδός: «Ἐκ στόματος νηπίων καί
θηλαζόντων κατηρτίσω αἶνον, ἕνεκα τῶν ἐχθρῶν σου τοῦ καταλῦσαι ἐχθρόν
καί ἐκδικητήν» (στίχ. 3). Καί ἄν αὐτά τά θηλάζοντα νήπια ἐκδηλώνονται
μέ τόν τρόπο τους δοξολογικά στόν Θεό, πόσο θά ἔπρεπε νά τό κάνουν
αὐτό οἱ μεγάλοι στήν ἡλικία ἄνθρωποι, πού ἔχουν νοῦν.
3. Πρέπει νά εἶναι νύχτα πού ὁ ψαλμωδός ἔκανε τόν ψαλμό του, γιατί
ἀπό τό βλέμμα του στόν οὐρανό λέει μόνο γιά σελήνη καί ἀστέρια καί ὄχι
γιά ἥλιο (βλ. στίχ. 4). Μετά δέ ἀπό τόν οὐρανό ὁ ποιητής μας στρέφεται
πρός τήν γῆ καί βλέπει τόν μικρό ἄνθρωπο καί σκέπτεται καί λέγει στόν
Θεό: Τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος, μπροστά σέ ὅλο αὐτό τό μεγαλεῖο τοῦ οὐρανοῦ,
ὥστε νά τόν θυμᾶσαι καί νά φροντίζεις γι᾽ αὐτόν; «Τί ἐστιν ἄνθρωπος, ὅτι
μιμνήσκῃ αὐτοῦ, ἤ υἱός ἀνθρώπου, ὅτι ἐπισκέπτῃ αὐτόν;» (στίχ. 5)! Ὁ πανε-
πιστημιακός Διδάσκαλος Βασίλειος Βέλλας σχολιάζει ὡραιότατα τόν στίχο
34
Ψαλμός 9

αὐτό τοῦ ψαλμωδοῦ μας λέγων: «Ἐκεῖ ἐπάνω εἰς τόν οὐρανόν ὁ ποιητής θά
ἔβλεπε τήν μεγαλοπρέπειαν τῶν οὐρανίων σωμάτων καί ἐδῶ κάτω παρά τοῖς
ἀνθρώποις τήν ἀθλιότητα. Ἐκεῖ ἐπάνω θά ἔβλεπε τήν οὐρανίαν ἡσυχίαν καί
τάξιν νά βασιλεύῃ, ἐδῶ δέ κάτω τήν ἀκαταστασίαν καί τήν ἀναστάτωσιν τῶν
ἀνθρώπων. Ἐκεῖ ἐπάνω θά ἔβλεπε τό αἰώνιον καί ἀμετάβλητον τῶν οὐρανίων
σωμάτων, ἐδῶ δέ κάτω τήν μεταβλητότητα τοῦ ἀνθρώπου. Ἐκεῖ ἐπάνω θά
ἔβλεπε ὁ ποιητής μας τό ἄπειρον τῶν ἀστέρων πλῆθος καί ἐδῶ κάτω τόν πε-
περασμένον ἄνθρωπον. Ἀπέναντι τῶν οὐρανίων τούτων σωμάτων ὁ ἄνθρω-
πος φαίνεται ὡς μηδέν. Καί ὅμως περί αὐτοῦ φροντίζει καί μεριμνᾷ ὅλως
ἰδιαιτέρως ὁ Θεός» (Ἐκλεκτοί Ψαλμοί, Ἔκδοσις 3η, σ. 91)!
4. Γιά τόν ἄνθρωπο ὁ ποιητής μας λέγει στήν συνέχεια ὅτι ὁ Θεός τόν
κατέστησε ἀνώτερο ἀπό ὅλα τά δημιουργήματα, «λίγο κατώτερο ἀπό τούς
ἀγγέλους», τόν ἐδόξασε καί τόν ἔκανε κυρίαρχο ὅλης τῆς κτίσεως. Λέγει:
«Ἠλάττωσας αὐτόν βραχύ τι παρ᾽ ἀγγέλους, δόξῃ καί τιμῇ ἐστεφάνωσας
αὐτόν καί κατέστησας αὐτόν ἐπί τά ἔργα τῶν χειρῶν σου, πάντα ὑπέταξας
ὑπό τούς πόδας αὐτοῦ» (στίχ. 6.7). Πραγματικά ὁ ἄνθρωπος, ὅπως λέει πα-
ρακάτω ὁ ψαλμωδός μας, ἐξουσιάζει ὄχι μόνο τά κατοικίδια ζῶα, ἀλλά καί
αὐτά ἀκόμη τά ἄγρια ζῶα τοῦ ἀγροῦ, τά πετεινά πού πετοῦν στόν ἀέρα καί
τούς ἰχθεῖς τῶν θαλασσῶν καί τά μεγάλα θαλάσσια κήτη, «τά διαπορευό-
μενα τρίβους θαλασσῶν» (στίχ. 9).
Ποῦ βρίσκει ὁ ποιητής μας τήν ἀνωτερότητα αὐτή τοῦ μικροῦ ἀνθρώπου,
ὡς κυριάρχου ὅλης τῆς κτίσεως; Τήν βρίσκει στό ὅτι ὁ ἄνθρωπος, ἄν καί μι-
κρός καί ἐλάχιστος καί μηδαμινός συγκρινόμενος μέ τό σύμπαν, ὅμως εἶναι
εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, φέρει μέσα του θεῖο στοιχεῖο. Στό βιβλίο τῆς Γένεσης δια-
βάζουμε ὅτι ὁ Θεός ἐποίησε τόν ἄνθρωπο κατά τήν εἰκόνα Του καί κατά τήν
ὁμοίωσίν Του (Γεν. 1,27). Αὐτό κάνει τόν ἄνθρωπο ἀνώτερο ὅλης τῆς κτί-
σεως: Τό ὅτι δημιουργήθηκε κατ᾽ εἰκόνα καί καθ᾽ ὁμοίωσιν Θεοῦ.

ΨΑΛΜΟΣ Θ´ 9

Εἰς τὸ τέλος, ὑπὲρ τῶν κρυφίων τοῦ υἱοῦ· ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ.

ΕΥΧΑΡΙΣΤΗΡΙΟΣ ΨΑΛΜΟΣ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΝΙΚΗ ΚΑΤΑ ΕΧΘΡΟΥ

9,2 Ἐξομολογήσομαί 9,2 Θά Σέ δοξολογήσω, Κύριε,


σοι, Κύριε, ἐν ὅλῃ μέ ὅλη μου τήν καρδιά,
καρδίᾳ μου, διηγήσο- θά διηγηθῶ ὅλα τά θαυμάσιά Σου·

35
Ψαλμός 9

μαι πάντα τὰ θαυμάσιά


σου·
3 εὐφρανθήσομαι καὶ 3 θά χαίρομαι καί θά ἀγάλλομαι σέ Σένα,
ἀγαλλιάσομαι ἐν σοί, θά ψάλλω τό Ὄνομά Σου Ὕψιστε.
ψαλῶ τῷ ὀνόματί σου,
῞Υψιστε.
4 Ἐν τῷ ἀποστραφῆναι 4 (Θά Σέ ὑμνῶ γιατί)
τὸν ἐχθρόν μου εἰς τὰ ὁ ἐχθρός μου ἐξαφανίστηκε·
ὀπίσω, ἀσθενήσουσι (οἱ ἐχθροί) θά ἀποδυναμωθοῦν
καὶ ἀπολοῦνται ἀπὸ καί θά χαθοῦν ἀπό μπροστά Σου.
προσώπου σου,
5 ὅτι ἐποίησας τὴν κρί- 5 Γιατί μέ ἔκρινες καί μέ δικαίωσες,
σιν μου καὶ τὴν δίκην κάθισες στόν θρόνο
μου, ἐκάθισας ἐπὶ θρό- καί ἀπέδωσες δικαιοσύνη.
νου ὁ κρίνων δικαιο-
σύνην.
6 Ἐπετίμησας ἔθνεσι, 6 Κατεδίκασες ἔθνη
καὶ ἀπώλετο ὁ ἀσεβής· καί χάθηκε ὁ ἀσεβής·
τὸ ὄνομα αὐτοῦ ἐξήλει- τό ὄνομά του τό ἔσβησες γιά πάντα,
ψας εἰς τὸν αἰῶνα καὶ στόν αἰώνα τοῦ αἰῶνος.
εἰς τὸν αἰῶνα τοῦ
αἰῶνος.
7 Τοῦ ἐχθροῦ ἐξέλιπον 7 Καταστράφηκαν τελείως
αἱ ῥομφαῖαι εἰς τέλος, τά ὅπλα τοῦ ἐχθροῦ,
καὶ πόλεις καθεῖλες· γκρέμισες τίς πόλεις (του)·
ἀπώλετο τὸ μνημόσυ- ἡ μνήμη του χάθηκε μέ κρότο.
νον αὐτοῦ μετ᾿ ἤχου,
8 καὶ ὁ Κύριος εἰς τὸν 8 Ὁ Κύριος ὅμως μένει στόν αἰώνα,
αἰῶνα μένει. Ἡτοίμα- ἑτοίμασε τόν θρόνο Του γιά νά κρίνει·
σεν ἐν κρίσει τὸν θρό-
νον αὐτοῦ,
9 καὶ αὐτὸς κρινεῖ τὴν 9 καί Αὐτός θά κρίνει τήν οἰκουμένη
οἰκουμένην ἐν δικαιο- μέ δικαιοσύνη,
σύνῃ, κρινεῖ λαοὺς ἐν θά κρίνει τούς λαούς
εὐθύτητι. μέ εὐθύτητα.
10 Καὶ ἐγένετο Κύριος 10 Καί ἔγινε ὁ Κύριος καταφυγή στόν πτωχό,
καταφυγὴ τῷ πένητι, βοηθός στίς θλίψεις πού συμβαίνουν.
βοηθὸς ἐν εὐκαιρίαις
ἐν θλίψεσι·

36
Ψαλμός 9

11 καὶ ἐλπισάτωσαν 11 Ἄς ἐλπίσουν σέ Σένα


ἐπὶ σοὶ οἱ γινώσκοντες ὅσοι γνωρίζουν τήν δύναμή Σου,
τὸ ὄνομά σου, ὅτι οὐκ γιατί δέν ἐγκατέλιπες ἐκείνους,
ἐγκατέλιπες τοὺς ἐκζη- πού Σέ ἀναζητοῦν, Κύριε.
τοῦντάς σε, Κύριε.
12 Ψάλατε τῷ Κυρίῳ, 12 Ψάλατε τόν Κύριο,
τῷ κατοικοῦντι ἐν πού κατοικεῖ στήν Σιών,
Σιών, ἀναγγείλατε ἐν διακηρύξατε στά ἔθνη
τοῖς ἔθνεσι τὰ ἐπιτη- τά κατορθώματά Του,
δεύματα αὐτοῦ,
13 ὅτι ἐκζητῶν τὰ 13 Γιατί δέν ξέχασε νά ἐκδικηθεῖ
αἵματα αὐτῶν ἐμνήσθη, τά αἵματα αὐτῶν (τοῦ λαοῦ Του),
οὐκ ἐπελάθετο τῆς δέν λησμόνησε τήν κραυγή τῶν πενήτων.
κραυγῆς τῶν πενήτων.
14 Ἐλέησόν με, Κύριε, 14 Ἐλέησόν με, Κύριε,
ἴδε τὴν ταπείνωσίν μου δές τά ὅσα ἔπαθα ἀπό τούς ἐχθρούς μου,
ἐκ τῶν ἐχθρῶν μου, ὁ Ἐσύ πού μέ βγάζεις
ὑψῶν με ἐκ τῶν πυλῶν ἀπό τίς πύλες τοῦ θανάτου,
τοῦ θανάτου,
15 ὅπως ἂν ἐξαγγείλω 15 γιά νά διαλαλήσω ὅλους τούς ὕμνους Σου
πάσας τὰς αἰνέσεις σου στίς πύλες τῆς θυγατέρας Σου Σιών.
ἐν ταῖς πύλαις τῆς θυ- Θά ἀγάλλομαι,
γατρὸς Σιών. Ἀγαλλι- γιατί μοῦ χάρισες τήν σωτηρία μου.
άσομαι ἐπὶ τῷ σωτηρίῳ
σου.
16 Ἐνεπάγησαν ἔθνη ἐν 16 Τά (ἐχθρικά) ἔθνη
διαφθορᾷ, ᾗ ἐποίησαν, βούλιαξαν στόν βαθύ λάκκο
ἐν παγίδι ταύτῃ, ᾗ πού ἔκαναν (γιά τόν Ἰσραήλ),
ἔκρυψαν, συνελήφθη ὁ στήν παγίδα αὐτή πού ἔστησαν (γι᾽ αὐτόν)
ποὺς αὐτῶν. πιάστηκε τό πόδι τους.
17 Γινώσκεται Κύριος 17 Φανερώνεται ὁ Κύριος ὅτι εἶναι δίκαιος,
κρίματα ποιῶν, ἐν τοῖς συλλαμβάνεται ὁ ἁμαρτωλός
ἔργοις τῶν χειρῶν αὐ- στά ἴδια του τά ἔργα.
τοῦ συνελήφθη ὁ ἁ-
μαρτωλός. (Ὠδὴ δια-
ψάλματος).
18 Ἀποστραφήτωσαν 18 Ἄς καταλήξουν οἱ ἁμαρτωλοί στόν ἅδη,
οἱ ἁμαρτωλοὶ εἰς τὸν ὅλα τά ἔθνη πού λησμονοῦν τόν Θεό.
ᾅδην, πάντα τὰ ἔθνη τὰ

37
Ψαλμός 9

ἐπιλανθανόμενα τοῦ
Θεοῦ,
19 ὅτι οὐκ εἰς τέλος 19 Ἀλλά ὁ πτωχός δέν θά λησμονηθεῖ τελικά,
ἐπιλησθήσεται ὁ ἡ ὑπομονή τῶν πενήτων
πτωχός, ἡ ὑπομονὴ τῶν δέν θά χαθεῖ γιά πάντα.
πενήτων οὐκ ἀπολεῖται
εἰς τέλος.
20 Ἀνάστηθι, Κύριε, 20 Ἀνάστα, Κύριε,
μὴ κραταιούσθω ἄν- ἄς μήν ὑπερηφανεύεται ὁ ἄνθρωπος,
θρωπος, κριθήτωσαν ἄς κριθοῦν τά ἔθνη ἐνώπιόν Σου.
ἔθνη ἐνώπιόν σου.
21 Κατάστησον, Κύ- 21 Ἐγκατάστησε, Κύριε, νομοθέτη σ᾽ αὐτά,
ριε, νομοθέτην ἐπ᾿ αὐ- ἄς γνωρίσουν τά ἔθνη, ὅτι εἶναι (ἀδύναμοι)
τούς, γνώτωσαν ἔθνη ἄνθρωποι.
ὅτι ἄνθρωποί εἰσιν.
(Διάψαλμα).

(Μασ. 10,1-18).
9,22 ῾Ινατί, Κύριε, ἀ- 9,22 Γιατί, Κύριε, στέκεσαι μακρυά,
φέστηκας μακρόθεν, ἀδιαφορεῖς ὅταν μᾶς συμβαίνουν θλίψεις;
ὑπερορᾷς ἐν εὐκαιρίαις
ἐν θλίψεσιν;
23 Ἐν τῷ ὑπερηφανεύ- 23 Ὅταν κομπάζει ὁ ἀσεβής,
εσθαι τὸν ἀσεβῆ ἐμ- κατακαίεται ὁ πτωχός,
πυρίζεται ὁ πτωχός, (ἀλλά) συλλαμβάνονται (οἱ ἀσεβεῖς)
συλλαμβάνονται ἐν δια- στά διαβούλια πού μηχανεύονται.
βουλίοις, οἷς διαλογί-
ζονται.
24 Ὅτι ἐπαινεῖται ὁ 24 Παινεύεται ὁ ἁμαρτωλός
ἁμαρτωλὸς ἐν ταῖς ἐπι- ἀπολαμβάνοντας τίς ἐπιθυμίες τῆς ψυχῆς του,
θυμίαις τῆς ψυχῆς καί αὐτός πού πράττει ἀδικίες
αὐτοῦ, καὶ ὁ ἀδικῶν νομίζει ὅτι εἶναι εὐλογημένος.
ἐνευλογεῖται·
25 παρώξυνε τὸν Κύ- 25 Ὁ ἁμαρτωλός παροργίζει τόν Κύριο
ριον ὁ ἁμαρτωλός· κα- (καί λέγει γι᾽ Αὐτόν:)
τὰ τὸ πλῆθος τῆς ὀργῆς «Ὅσο καί ἄν εἶναι ὀργισμένος (ἐναντίον μου),
αὐτοῦ οὐκ ἐκζητήσει· δέν μπορεῖ νά (μέ) τιμωρήσει».
οὐκ ἔστιν ὁ Θεὸς ἐνώ- Δέν ἔχει Θεό!
πιον αὐτοῦ.

38
Ψαλμός 9

26 Βεβηλοῦνται αἱ ὁδοὶ 26 Πάντοτε οἱ πράξεις του εἶναι μολυσμένες,


αὐτοῦ ἐν παντὶ καιρῷ, ἀποκρούει τίς ἐντολές Σου ἀπό μπροστά του,
ἀνταναιρεῖται τὰ κρί- ὅλους του τούς ἐχθρούς τούς κατακυριεύει.
ματά σου ἀπὸ προσώ-
που αὐτοῦ, πάντων τῶν
ἐχθρῶν αὐτοῦ κατακυ-
ριεύσει·
27 εἶπε γὰρ ἐν καρδίᾳ 27 Εἶπε μέσα του:
αὐτοῦ· οὐ μὴ σαλευθῶ, «Δέν πρόκειται νά σαλευθῶ,
ἀπὸ γενεᾶς εἰς γενεὰν ποτέ δέν θά μοῦ συμβεῖ κακό».
ἄνευ κακοῦ.
28 Οὗ ἀρᾶς τὸ στόμα 28 Τό στόμα του εἶναι γεμᾶτο ἀπό κατάρες,
αὐτοῦ γέμει καὶ πι- ἀπό πικρία καί δόλο,
κρίας καὶ δόλου, ὑπὸ κόπος καί πόνος
τὴν γλῶσσαν αὐτοῦ κό- εἶναι κάτω ἀπό τήν γλώσσα του.
πος καὶ πόνος.
29 Ἐγκάθηται ἐνέδρᾳ 29 Στήνει ἐνέδρα μέ τόν πλούσιο,
μετὰ πλουσίων, ἐν ἀπο- σέ κρυφούς τόπους φονεύει τόν ἀθῶο,·
κρύφοις τοῦ ἀποκτεῖ- τά μάτια του εἶναι προσηλωμένα στόν πτωχό
ναι ἀθῷον· οἱ ὀφθαλ- (γιά νά τόν φονεύσει).
μοὶ αὐτοῦ εἰς τὸν πέ-
νητα ἀποβλέπουσιν·
30 ἐνεδρεύει ἐν ἀπο- 30 Στήνει ἐνέδρα σέ κρυφό τόπο,
κρύφῳ ὡς λέων ἐν τῇ σάν τό λιοντάρι στήν μάνδρα του,
μάνδρᾳ αὐτοῦ, ἐνεδρεύ- στήνει ἐνέδρα γιά νά ἁρπάσει τόν πτωχό,
ει τοῦ ἁρπάσαι πτωχόν, νά ἁρπάσει τόν πτωχό,
ἁρπάσαι πτωχὸν ἐν τῷ γιά νά τόν σύρει (στήν φωλιά του).
ἑλκύσαι αὐτόν·
31 ἐν τῇ παγίδι αὐτοῦ 31 Θά τόν ταπεινώσει στήν παγίδα του,
ταπεινώσει αὐτόν, ἀλλά θά λυγίσει καί θά πέσει,
κύψει καὶ πεσεῖται ἐν ὅταν καταδυναστεύσει τούς πένητες.
τῷ αὐτὸν κατακυ-
ριεῦσαι τῶν πενήτων.
32 Εἶπε γὰρ ἐν καρδίᾳ 32 (Θά πέσει) ἐπειδή σκέφθηκε μέσα του:
αὐτοῦ· ἐπιλέλησται ὁ «Ξέχασε ὁ Θεός,
Θεός, ἀπέστρεψε τὸ ἔστρεψε τό πρόσωπό Του,
πρόσωπον αὐτοῦ τοῦ γιά νά μήν βλέπει πιά.
μὴ βλέπειν εἰς τέλος.
33 Ἀνάστηθι, Κύριε ὁ 33 Σήκω, Κύριε Θεέ μου,

39
Ψαλμός 9

Θεός μου, ὑψωθήτω ἡ ὕψωσε τό Χέρι Σου,


χείρ σου, μὴ ἐπιλάθῃ μή ξεχνᾶς τούς πένητες.
τῶν πενήτων.
34 Ἕνεκεν τίνος πα- 34 Γιατί ἐξόργησε ὁ ἀσεβής τόν Θεό;
ρώργισεν ὁ ἀσεβὴς τὸν Γιατί εἶπε μέσα του:
Θεόν; Εἶπε γὰρ ἐν καρ- «Δέν μπορεῖ νά (μέ) τιμωρήσει».
δίᾳ αὐτοῦ· οὐκ ἐκζη-
τήσει.
35 Βλέπεις, ὅτι σὺ 35 Ἀλλά Ἐσύ βλέπεις,
πόνον καὶ θυμὸν κατα- Ἐσύ κατανοεῖς τήν ὀδύνη
νοεῖς τοῦ παραδοῦναι καί τόν πόνο (τῶν πτωχῶν)
αὐτοὺς εἰς χεῖράς σου· καί κάνεις νά πέσουν στά χέρια Σου·
σοὶ ἐγκαταλέλειπται ὁ Σέ Σένα παραδίδεται ὁ πτωχός,
πτωχός, ὀρφανῷ σὺ Ἐσύ εἶσαι βοηθός στό ὀρφανό.
ᾖσθα βοηθός.
36 Σύντριψον τὸν βρα- 36 Σύντριψε τήν δύναμη τοῦ ἁμαρτωλοῦ
χίονα τοῦ ἁμαρτωλοῦ καί τοῦ πονηροῦ,
καὶ πονηροῦ, ζητηθή- ἡ ἁμαρτία του νά χαθεῖ
σεται ἡ ἁμαρτία αὐτοῦ, καί αὐτός νά μήν εὑρεθεῖ
καὶ οὐ μὴ εὑρεθῇ.
37 Βασιλεύσει Κύριος 37 καί ἄς βασιλεύει ὁ Κύριος εἰς τόν αἰῶνα
εἰς τὸν αἰῶνα καὶ εἰς καί εἰς τόν αἰώνα τοῦ αἰῶνος.
τὸν αἰῶνα τοῦ αἰῶνος, Ἀλλά ἐσεῖς τά (εἰδωλολατρικά) ἔθνη
ἀπολεῖσθε ἔθνη ἐκ τῆς ἐξαφανισθεῖτε ἀπό τήν γῆ Του.
γῆς αὐτοῦ.
38 Τὴν ἐπιθυμίαν τῶν 38 Ὁ Κύριος ἄκουσε
πενήτων εἰσήκουσε τήν ἐπιθυμία τῶν πενήτων,
Κύριος, τὴν ἑτοιμασίαν τό οὖς Σου πρόσεξε
τῆς καρδίας αὐτῶν τόν πόθο τῆς καρδιᾶς τους.
προσέσχε τὸ οὖς σου
39 κρῖναι ὀρφανῷ καὶ 39 Γιά νά ἀποδώσεις δικαιοσύνη στό ὀρφανό
ταπεινῷ, ἵνα μὴ προσ- καί τόν κατατρεγμένο,
θῇ ἔτι μεγαλαυχεῖν ἄν- ὥστε νά μήν ὑπερηφανεύεται πιά
θρωπος ἐπὶ τῆς γῆς. ὁ ἄνθρωπος πάνω στήν γῆ.

1. Ὁ 9ος ψαλμός, ὅπως τόν ἔχουμε σήμερα στήν Παλαιά Διαθήκη, τήν
ὁποία χρησιμοποιοῦμε στήν λατρεία μας – τήν Μετάφραση τῶν Ἑβδομή-
κοντα (Ο´), ὅπως τήν λέμε – , εἶναι πολύ μεγάλος. Αὐτό συμβαίνει γιατί
οἱ Ἑβδομήκοντα τόν μικρό πρῶτα 9ο ψαλμό τόν ἕνωσαν μέ τόν 10ο καί

40
Ψαλμός 9

τόν παρουσίασαν ὡς ἕνα ψαλμό. Ἔτσι ἀπό ἐδῶ καί πέρα τά δύο κείμενα
τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τό Ἑβραϊκό καί τῶν Ἑβδομήκοντα (Ο´), διαφέ-
ρουν στήν ἀρίθμηση τῶν ψαλμῶν κατά ἕνα ἀριθμό. Ὅμως τό σωστό εἶναι
ὅπως τό ἔχει ἡ μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα (Ο´), γιατί καί οἱ δύο ψαλμοί
9ος καί 10ος ἔχουν τήν ἴδια ἐπιγραφή καί οἱ στίχοι τους εἶναι κατά τήν
σειρά τοῦ Ἑβραϊκοῦ Ἀλφαβήτου, συνέχεια ὁ ἕνας μέ τόν ἄλλο.
2. Ὁ ποιητής τοῦ ψαλμοῦ μας, πού κατά τήν ἐπιγραφή εἶναι ὁ Δαυίδ,
φαίνεται ὅτι ἐπιστρέφει νικητής ἀπό πόλεμο ἐναντίον ἐχθροῦ, ἐχθροῦ ἰσχυ-
ροῦ (στίχ. 7), ὁ ὁποῖος ἐταλαιπώρησε τό ἔθνος του (στίχ. 10.13.14). Καί
ὅπως οἱ βασιλεῖς τοῦ Ἰσραήλ πρίν πορευθοῦν στήν μάχη προσεύχονταν
στόν Ναό, προσφέροντες θυσία γιά νά ἔχουν νικηφόρο ἀγώνα, ἔτσι καί
τώρα ὁ Δαυίδ, μετά τήν νικηφόρο ἔκβαση τῆς μάχης του, ἔρχεται στόν Ναό
γιά νά εὐχαριστήσει τόν Θεό γιά τήν νίκη. Εἶναι ἀσφαλῶς χαρούμενος, γι᾽
αὐτό καί πάλλοντας ἀπό χαρά λέγει ἀπό τήν ἀρχή: «Ἐξομολογήσομαί σοι,
Κύριε, ἐν ὅλῃ καρδίᾳ μου, εὐφρανθήσομαι καί ἀγαλλιάσομαι ἐν σοί» (στίχ.
2.3). Καί λέγει στήν συνέχεια τήν αἰτία τῆς χαρᾶς του: «Ἐν τῷ ἀπο-
στραφῆναι τόν ἐχθρόν μου εἰς τά ὀπίσω, ἀσθενήσουσι καί ἀπολοῦνται ἀπό
προσώπου σου» (στίχ. 4). Ἡ αἰτία τῆς χαρᾶς τοῦ ψαλμωδοῦ μας εἶναι ὅτι
ὁ ἐχθρός ἐξαφανίστηκε, δέν ὑπάρχει πιά κίνδυνος ἀπ᾽ αὐτόν. Ὁ ἐχθρός
ἦταν ἰσχυρός, εἶχε «ρομφαίας» καί «πόλεις», εἶχε «μνημόσυνον», εἶχε, δη-
λαδή, ὄνομα δυνατό, ἀλλά τελικά συντρίφθηκε·κατέπεσε μέ κρότο, «μετ᾽
ἤχου», ὅπως λέγει ὁ ψαλμός μας (στίχ. 7)· νικήθηκε «εἰς τέλος» (στίχ. 7),
δηλαδή παντελῶς.
3. Τήν ἧττα τοῦ ἐχθροῦ ὁ ποιητής μας ἀποδίδει στόν Θεό, «ἀπό προσώ-
που σου» Θεέ, λέγει (στίχ. 4). Ἐάν, ὅπως λέγει ἄλλος ψαλμός, «οἱ ὀφθαλμοί
Κυρίου ἐπί δικαίους καί τά ὦτα αὐτοῦ εἰς δέησιν αὐτῶν» (33,16), ὅμως,
ὅπως λέγει ἐδῶ ὁ ψαλμός μας, «πρόσωπον Κυρίου ἐπί ποιοῦντας κακά τοῦ
ἐξολοθρεῦσαι ἐκ γῆς τό μνημόσυνον αὐτῶν» (33,17)!
Ἡ νίκη κατά τοῦ ἐχθροῦ δέν ἦταν μιά τυχαία ἔκβαση τῶν πραγμάτων, μιά
τυφλή φορά τῶν πραγμάτων, ἀλλά ἦταν μιά ἄμεση ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ, τοῦ
δικαίου Κριτοῦ, ὁ Ὁποῖος «κρινεῖ τήν οἰκουμένην ἐν δικαιοσύνῃ, κρινεῖ λαούς
ἐν εὐθύτητι» (στίχ. 9). Σάν δίκαιος Κριτής λοιπόν ὁ Θεός εἶδε τίς καταπατή-
σεις τοῦ δικαίου, πού ἔκανε ὁ ἐχθρός, καί ἐπενέβηκε ἐναντίον αὐτοῦ καί ὑπέρ
τοῦ Ἰσραήλ. Ἔτσι ὁ βασιλεύς ποιητής μας τήν νίκη του κατά τοῦ ἐχθροῦ τήν
ἀποδίδει στόν Θεό καί Τόν εὐχαριστεῖ γι᾽ αὐτό μέ δοξολογία στόν Ναό.
Ἀφοῦ δέ ὁ Θεός εἶναι δίκαιος Κριτής καί δικαιώνει τούς δικαίους, γι᾽
αὐτό, λέγει παρακάτω ὁ ψαλμός μας, γίνεται «καταφυγή τῷ πένητι, βοηθός
ἐν εὐκαιρίαις, ἐν θλίψεσιν» (στίχ. 10). Ὅλοι οἱ ἀδικούμενοι καί οἱ θλιβό-
μενοι καταφεύγουν σ᾽ Αὐτόν καί ὁ Κύριος δέν τούς ἐγκαταλείπει. Ἀλλά,

41
Ψαλμός 9

γιά νά δώσει ὁ Θεός τήν βοήθειά Του στόν ἄνθρωπο, αὐτό προϋποθέτει ὁ
ἄνθρωπος νά τήν ζητήσει· γι᾽ Αὐτό καί λέγει ὁ ψαλμός μας στόν Θεό ὅτι
«οὐκ ἐγκατέλιπες τούς ἐκζητοῦντάς Σε, Κύριε» (στίχ. 11).
4. Καί τώρα ὁ ψαλμός μας γίνεται παραινετικός. «Ἀπό τῆς προσευχῆς
εἰς παραίνεσιν τρέπει τόν λόγον ὁ προφήτης», λέγει ὁ Χρυσόστομος. Ὁ ψαλ-
μωδός τώρα ἀπευθύνεται σέ ὅλους τούς Ἰσραηλῖτες καί τούς λέγει: «Ψά-
λατε τῷ Κυρίῳ τῷ κατοικοῦντι ἐν Σιών, ἀναγγείλατε ἐν τοῖς ἔθνεσι τά
ἐπιτηδεύματα αὐτοῦ» (στίχ. 12). Ὅπως αὐτός ὁ ποιητής ψάλλει τώρα καί
δοξολογεῖ τόν Θεό, θέλει καί ἄλλοι μαζί του νά δοξολογήσουν τόν Θεό,
«τόν κατοικοῦντα ἐν Σιών», λέγει. Γιατί στήν Σιών; Τήν Σιών ἐξέλεξε ὁ
Θεός εἰς κατοικίαν Ἑαυτῷ καί ἀπό ἐκεῖ ἀποστέλλει τήν βοήθειά Του, ἀλλά
καί διότι, ὅπως λέγει ὁ προφήτης Ἡσαΐας, «ἐκ Σιών ἐξελεύσεται νόμος καί
λόγος Κυρίου ἐξ Ἱερουσαλήμ» (2,3).
Ἀλλά γιατί οἱ Ἰσραηλῖτες νά δοξολογήσουν τόν Θεό; Γιατί ὁ Θεός ἀφοῦ
ἐτιμώρησε μέ ἧττα τούς ἐχθρούς τους, γεγονός πού τώρα ἑορτάζουν, ἀπέ-
δειξε ὅτι εἶναι ὁ ἀνώτατος «γκωέλ» τους, εἶναι δηλαδή ὁ πλησιέστερος
συγγενής τους. Παλαιότερα, τό αἷμα ἑνός φονευθέντος τό ἐκδικεῖτo ὁ στε-
νότερος συγγενής (Γεν. 4,10. 9,5. Δευτ. 19,6. Ἀριθμ. 35,12. Ἀποκ. 6,10).
Καί ὁ Θεός λέγεται ἐδῶ ἀπό τόν ποιητή τοῦ ψαλμοῦ ὅτι εἶναι ὁ ἐκδικητής
καί ἐκζητητής κάθε αἵματος πού χύθηκε ἀδίκως: «Ὁ ἐκζητῶν τά αἵματα
αὐτῶν ἐμνήσθη, οὐκ ἐπελάθετο τῆς κραυγῆς τῶν πενήτων» (στίχ. 13). Ὁ
Θεός λοιπόν ἀπεδείχθη ὁ πιό στενός συγγενής τοῦ Ἰσραήλ, γιατί ἐκδική-
θηκε τά αἵματα τοῦ λαοῦ Του, πού χύθηκαν ἀπό τούς ἐχθρούς του σέ πο-
λέμους ἐναντίον του. Μέ πολλή ὅμως θλίψη, ἀλλά καί πολλή εὐγνωμοσύνη
στόν Θεό, θυμᾶται ὁ ποιητής ὅλα τά κακά πού ἔπαθε ἀπό τόν ἐχθρό του,
τά ὁποῖα ὀνομάζει μέ τήν λέξη «ταπείνωση» (στίχ. 14), καί ἀπό τά ὁποῖα
κακά τόν ἔσωσε ὁ Θεός (στίχ. 14). – Παρατηροῦμε στόν ψαλμό μας ὅτι
ἀλλοῦ ὁμιλεῖ γιά ἕνα ἔχθρό, τόν ὁποῖο ἀποκαλεῖ καί «ἀσεβή» (στίχ. 4. 6.
7), καί ἀλλοῦ ὁμιλεῖ γιά πολλούς ἐχθρούς, γιά ἔθνη (στίχ. 6. 14. 16. 20).
Αὐτό πιθανόν λέγεται περί τῶν συμμάχων ἐχθρῶν τοῦ ἑνός, τοῦ κυρίου
ἐχθροῦ. Ἤ, ἀπό τήν τωρινή νίκη του κατά τοῦ ἑνός ἐχθροῦ του ὁ ποιητής
Δαβίδ θυμᾶται καί παρόμοιες προηγούμενες νίκες κατά ἄλλων ἐχθρῶν τοῦ
κράτους του καί ὁμιλεῖ λοιπόν γενικῶς περί ἐχθρῶν.
5. Γιά τούς ἐχθρούς τοῦ ἔθνους του, λέγει στό τέλος τοῦ Α´ ἐδῶ μέρους
τοῦ ψαλμοῦ του ὁ βασιλεύς Δαυίδ ὅτι ἔσκαψαν βαθύ λάκκο μέ λάσπη
(«διαφθορά») γιά νά θάψουν βέβαια ἐκεῖ τόν Ἰσραήλ, ἀλλά βούλιαξαν
αὐτοί ἐκεῖ («ἐνεπάγησαν ἔθνη ἐν διαφθορᾷ ᾗ ἐποίησαν», στίχ. 16α). Καί οἱ
ἐχθροί πάλι τοῦ Ἰσραήλ ἔστησαν παγίδα ἐναντίον του, ἀλλά σ᾽ αὐτήν τήν
παγίδα πιάστηκαν αὐτοί οἱ ἴδιοι («ἐν παγίδι ταύτῃ ᾗ ἔκρυψαν συνελήφθη ὁ

42
Ψαλμός 9

πούς αὐτῶν», στίχ. 16β). Γιά τά ἔθνη δέ, πού προξένησαν τόσα κακά στό
δικό του ἔθνος, πού εἶναι ἔθνη ἁμαρτωλά, ζῶντα μακρυά ἀπό τόν Θεό («τά
ἐπιλανθανόμενα τοῦ Θεοῦ»), ὁ ψαλμωδός εὔχεται νά ἐπιστρέψουν στόν ἅδη
(«ἀποστραφήτωσαν εἰς τόν ᾅδην», στίχ. 18), σάν νά λέγει ὅτι γεννήθηκαν
ἀπό τόν ἅδη καί ἄς ἐπιστρέψουν λοιπόν στόν τόπο τῆς καταγωγῆς τους!
Ὅπως ὁ Ἀδάμ, πού πλάστηκε ἀπό τήν γῆ καταδικάστηκε γιά τήν ἁμαρτία
του νά ἐπιστρέψει στήν γῆ (Γεν. 3,19), ἔτσι καί τά ἀσεβῆ ἔθνη, τά γεννή-
ματα τοῦ ἅδου («Σεώλ»), ἄς ἔχουν τόν ἅδη ὡς τελική τους θέση. Κλείνει
ὅμως τό πρῶτο αὐτό μέρος τοῦ ψαλμοῦ του ὁ φωτισμένος ποιητής μας μέ
τήν εὐχή νά δώσει ὁ Θεός καί σ᾽ αὐτά τά ἔθνη νομοθέτην, γιά νά ἀποκτή-
σουν καί αὐτά θεογνωσία: «Κατάστησον, Κύριε, νομοθέτην ἐπ᾽ αὐτούς, γνώ-
τωσαν ἔθνη ὅτι ἄνθρωποί εἰσιν» (στίχ. 21).
6. Ἐρχόμαστε τώρα στό Β´ μέρος τοῦ ψαλμοῦ μας, πού στό Ἑβραϊκό
κείμενο ἀριθμεῖται ὡς 10ος ψαλμός. Τό Α´ μέρος τοῦ 9ου ψαλμοῦ ἦταν
μιά εὐχαριστία στόν Θεό τοῦ βασιλιᾶ Δαυίδ γιά μία νικηφόρο νίκη κατά
ἑνός ἐχθροῦ. Στό Β´ ὅμως μέρος του ὁ ψαλμός ἀλλάζει ἀτμόσφαιρα, γιατί
ὁμιλεῖ γιά κάποιον κακό ἄνθρωπο ἤ καί γιά πολλούς κακούς ἀνθρώπους.
Καί στρέφεται λοιπόν ὁ Δαυίδ στό ὑπόλοιπο ἐδῶ μέρος τοῦ ψαλμοῦ ἐναν-
τίον αὐτῶν τῶν κακοποιῶν, παρακαλῶντας τόν Θεό νά τούς τιμωρήσει ἤ
νά τόν τιμωρήσει, ἄν πρόκειται γιά ἕνα μόνο ἄνθρωπο.
7. Ἡ ἑρμηνεία πού δίδεται εἶναι ὅτι ὁ Δαυίδ μετά τήν εὐχαριστία του πρός
τόν Θεό γιά τόν νικηφόρο ἀγώνα του κατά τοῦ ἐχθροῦ στράφηκε πρός τό
δικό του κράτος, τό ὁποῖος ἔβλεπε ὅτι καταρρέει, γιατί ὑπῆρχαν σ᾽ αὐτό
κακοί πολῖτες. Καί μάλιστα ἕνας ἀπ᾽ αὐτούς, τόν ὁποῖο παριστάνει μέ πολύ
μελανές ἐκφράσεις καί εἰκόνες, εἶναι περισσότερο ἐπικίνδυνος ἀπό τούς
ἄλλους. Πιθανόν αὐτός νά ἦταν καταπιεστής τῶν πολιτῶν καί νά εἶχε καί
ὁμάδα ἀνθρώπων πού τόν ὑποστήριζαν καί συνέπρατταν μαζί του.
Τό τμῆμα λοιπόν αὐτό τοῦ ψαλμοῦ μας δίνει μία περιγραφή τῶν ἀσεβῶν
καί κακοποιῶν ἀνθρώπων. Δίνει γενικά ὅλα τά χαρακτηριστικά τους. Κατά
πρῶτον οἱ ἀσεβεῖς κομπάζουν καί ὑπερηφανεύονται: «Ἐν τῷ ὑπερηφανεύε-
σθαι τόν ἀσεβῆ», λέγει ὁ ψαλμωδός μας (στίχ. 23). Τά ὑπερήφανα δέ λόγια
τῶν ἀσεβῶν γιά τόν ἑαυτό τους, εἶναι προσβλητικά κατά τῶν ἄλλων, τῶν
ἁπλῶν καί τῶν πτωχῶν ἀνθρώπων, καί τούς πληγώνουν. Τούς «καῖνε». Γι᾽
αὐτό καί λέει ὁ ποιητής μας «ἐν τῷ ὑπερηφανεύεσθαι τόν ἀσεβῆ ἐμπυρίζεται
ὁ πτωχός» (στίχ. 23).
Ὄχι ὅμως μόνον κατά τῶν πτωχῶν καί ταπεινῶν ἀνθρώπων ἐκφρά-
ζονται οἱ ἀσεβεῖς, ἀλλά στρέφονται καί ἐναντίον τοῦ Θεοῦ. Δέν ἔχουν
αὐτοί Θεό μέσα τους. Καθαρά τό λέγει αὐτό ἐδῶ ὁ ψαλμός μας: «Οὐκ
ἔστιν ὁ Θεός ἐνώπιον αὐτοῦ» (στίχ. 25), τοῦ ἀσεβοῦς, δηλαδή. Πραγμα-

43
Ψαλμός 9

τικά ὁ ἀσεβής ἄνθρωπος καταρρίπτει ἀπό τήν καρδιά του τόν Θεό καί
θεοποιεῖ τόν ἑαυτό του, τόν ὁποῖο παραδέχεται πάντα ὡς σταθερό καί ὡς
παντοδύναμο. Ἔτσι καί ὁ ἀσεβής τοῦ ψαλμοῦ μας «εἶπεν ἐν τῇ καρδίᾳ
αὐτοῦ, οὐ μή σαλευθῶ ἀπό γενεᾶς εἰς γενεάν ἄνευ κακοῦ» (στίχ. 27). Θε-
ωροῦσε ἀσάλευτο καί αἰώνιο τόν ἑαυτό του. Ἀπάτη καί θράσος!... Καί
ὄχι μόνον αὐτό, ἀλλά ὁ ἀσεβής παριστάνει τόν Θεό ὡς ἀδύναμο γιά νά
τόν τιμωρήσει, ἔστω καί ἄν εἶναι ὀργισμένος ἐναντίον του. «Κατά τό
πλῆθος τῆς ὀργῆς αὐτοῦ οὐκ ἐκζητήσει» ὁ Θεός αὐτόν, λέγει (στίχ. 25).
Καί τήν μακροθυμία τοῦ Θεοῦ, γιά τήν ὁποία δέν τόν ἔχει τιμωρήσει
ἀκόμη, ὁ ἀσεβής αὐτός τήν περιπαίζει καί λέγει εἰρωνικά ὅτι λησμονάει
ὁ Θεός. «Εἶπε γάρ ἐν καρδίᾳ αὐτοῦ· ἐπιλέλησται ὁ Θεός» (στίχ. 32). Ὅμως,
ὅπως τό καταλαβαίνουμε, ἡ ἀναίδεια καί ἡ βλασφημία αὐτή τοῦ ἀσεβοῦς
παροργίζει τόν Θεό, «παρώξυνε τόν Κύριον ὁ ἁμαρτωλός», ὅπως λέγει
ἐδῶ ὁ ψαλμός μας (στίχ. 25). «Ἕνεκεν τίνος παρώξυνεν ὁ ἀσεβής τόν
Θεόν;», ἐρωτᾶ πάλιν ὁ ψαλμωδός. Καί ἀπαντᾶ πάλι: Ἐπειδή ὁ ἀσεβής
«εἶπε ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ· οὐκ ἐκζητήσει» (στίχ. 34), ὅτι δέν μπορεῖ, δη-
λαδή, ὁ Θεός νά τόν εὕρει καί νά τόν τιμωρήσει.
Φρικτά ἀκόμη εἶναι τά λόγια τοῦ ἀσεβοῦς καί ἀναιδοῦς ἀνθρώπου τοῦ
ψαλμοῦ μας. Τά λόγια του εἶναι δόλια, στάζουν πικρία, λέγουν κατάρες:
«Ἀρᾶς τό στόμα αὐτοῦ γέμει καί πικρίας καί δόλου, ὑπό τήν γλῶσσαν αὐτοῦ
κόπος καί πόνος» (στίχ. 28). Ἀκόμη δέ φρικτότερες εἶναι οἱ πράξεις του,
γιατί συμπράττει μέ ἄλλους πλούσιους καί ἰσχυρούς γιά νά καταφάγουν
τόν πτωχό καί τόν ἀδύνατο (στίχ. 29). Πραγματικά νά τόν καταφάγουν (!),
ὅπως τό λιοντάρι ἐπιτίθεται ὕπουλα καί κατατρώγει τά μικρά ζῶα. Ἔτσι
κάνει καί ὁ ἀσεβής, λέγει ὁ ποιητής μας: «Ἐνεδρεύει ἐν ἀποκρύφῳ ὡς λέων
ἐν τῇ μάνδρᾳ αὐτοῦ, ἐνεδρεύει τοῦ ἁρπάσαι πτωχόν, ἁρπάσαι πτωχόν ἐν τῷ
ἑλκύσαι αὐτόν» (στίχ. 30), στήν φωλιά του νά τόν ἑλκύσει, γιά νά τόν κα-
ταφάγει!...
8. Ἀπό τήν παραπάνω περιγραφή τοῦ ἀσεβοῦς φαίνεται ὅτι αὐτός εἶναι
λίαν ἐπικίνδυνος γιά τό ἔθνος, γιατί παριστάνεται ὅτι ἔχει καί δύναμη νά
διοργανώνει παράταξη μέ ἄλλους κακοποιούς (στίχ. 29) καί νά προσβάλλει
ὁμαδικά καί ὀργανωμένα τιμίους ἀνθρώπους στήν κοινωνία (βλ. 29-30).
Πρόκειται, δηλαδή, περί κοινωνικοῦ κακοῦ, γιά τό ὁποῖο ὁ συνθέτης τοῦ
ψαλμοῦ μας, ὁ βασιλεύς Δαυίδ, δέν μπορεῖ νά εἶναι ἀδιάφορος. Καί δέν
εἶναι ἀδιάφορος, ὅπως φαίνεται ἀπό τήν ταραχή του στό τμῆμα αὐτό τοῦ
ψαλμοῦ μας (στίχ. 22-39), παρά τήν χαρά του γιά τήν νίκη του κατά τοῦ
ἐχθροῦ πού κατήγαγε, ὅπως εἴδαμε στό Α´ τμῆμα τοῦ ψαλμοῦ (στίχ. 1-21).
Κατ᾽ ἀρχήν ὁ ψαλμωδός μας ἐδῶ εὔχεται ἀπό μόνος του νά ὑποστεῖ
αὐτός, ὁ ἀσεβής δηλαδή κακοποιός, τά κακά πού σκοπεύει νά κάνει στούς

44
Ψαλμός 10

ἀνθρώπους τοῦ συνόλου, νά πιαστεῖ αὐτός ὁ ἴδιος στίς παγίδες πού στήνει
γιά νά συλλάβει τούς πτωχούς καί ἀδυνάτους: «Ἐν τῇ παγίδι αὐτοῦ ταπει-
νώσει (ὁ Θεός) αὐτόν, κύψει καί πεσεῖται ἐν τῷ αὐτόν κατακυριεῦσαι τῶν
πενήτων» (στίχ. 31) εὔχεται ὁ ποιητής μας.
Ἔπειτα ὅμως, ἀκόμη περισσότερο, ὁ ποιητής μας ἐδῶ προσεύχεται στόν
Θεό καί Τόν παρακαλεῖ, χάριν τῶν πτωχῶν καί τῶν πενήτων, πού καταφεύ-
γουν σ᾽ Αὐτόν γιά βοήθεια (στίχ. 35), νά συντρίψει τήν δύναμη τοῦ κακο-
ποιοῦ ἀνθρώπου, γιά τόν ὁποῖο μίλησε (στίχ. 36). «Σύντριψον – λέγει στόν
Θεό – τόν βραχίονα τοῦ ἁμαρτωλοῦ καί πονηροῦ» (στίχ. 36). Μιά περισσό-
τερη καθυστέρηση τοῦ Θεοῦ θά φανεῖ ὅτι Αὐτός λησμόνησε τούς πτωχούς
καί τούς πένητες, τούς ὁποίους καταδυναστεύει καί ταλαιπωρεῖ ὁ ἀσεβής καί
κακοποιός τῆς κοινωνίας. Γι᾽ αὐτό καί λέγει ὁ ποιητής μας στόν Θεό: «Ἀνά-
στηθι, Κύριε ὁ Θεός – σάν νά «κοιμᾶται» δηλαδή ὁ Θεός, λόγῳ τῆς μακρο-
θυμίας Του – ὑψωθήτω ἡ χείρ σου, μή ἐπιλάθῃ τῶν πενήτων» (στίχ. 33).
Ἔτσι θά φανεῖ ὅτι ὁ Θεός «τήν ἐπιθυμίαν τῶν πενήτων εἰσήκουσε, τήν
ἑτοιμασίαν τῆς καρδίας αὐτῶν προσέσχε τό οὗς Του» (στίχ. 38) καί ὅτι δέν
βασιλεύουν πιά οἱ κακοί, ἀλλά «βασιλεύσει Κύριος εἰς τόν αἰῶνα καί εἰς
τόν αἰῶνα τοῦ αἰῶνος» (στίχ. 37). Ἀκόμη, μέ τήν συντριβή τοῦ ἀσεβοῦς
τοῦ ψαλμοῦ μας, «οὐ μή προσθῇ ἔτι μεγαλαυχεῖν ἄνθρωπος ἐπί τῆς γῆς»
(στίχ. 39). Θά μάθουν δηλαδή ὅλοι οἱ ἀσεβεῖς νά μή σηκώνουν κεφάλι
ἐπαιρόμενοι κατά τοῦ Θεοῦ καί κατά τῶν εὐσεβῶν ἀνθρώπων τοῦ Θεοῦ.

33
ΨΑΛΜΟΣ I´ 10

Εἰς τὸ τέλος· ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ.

Ο ΑΠΤΟΗΤΟΣ

10,1 Ἐπὶ τῷ Κυρίῳ 10,1 Στόν Κύριο ἔχω τήν ἐμπιστοσύνη μου·
πέποιθα· πῶς ἐρεῖτε τῇ πῶς λέγετε στήν ψυχή μου,
ψυχῇ μου· μετανα- «Πέταξε σάν τό σπουργίτι στά βουνά,
στεύου ἐπὶ τὰ ὄρη ὡς
στρουθίον;
2 ὅτι ἰδοὺ οἱ ἁμαρτω- 2 γιατί, νά, οἱ ἁμαρτωλοί (διῶκτες σου)

45
Ψαλμός 10

λοὶ ἐνέτειναν τόξον, τέντωσαν τό τόξο,


ἡτοίμασαν βέλη εἰς ἑτοίμασαν τά βέλη τους στήν φαρέτρα,
φαρέτραν τοῦ κατατο- γιά νά τοξεύσουν στήν ἀσέληνη νύχτα
ξεῦσαι ἐν σκοτομήνῃ αὐτούς πού ἔχουν εὐθύτητα στήν καρδιά·
τοὺς εὐθεῖς τῇ καρδίᾳ.
3 Ὅτι ἃ σὺ κατηρτίσω, 3 πράγματα πού ἔκανες ἐσύ,
αὐτοὶ καθεῖλον· ὁ δὲ αὐτοί τά γκρέμισαν.
δίκαιος τί ἐποίησε; Καί (σύ) ὁ δίκαιος,
τί μπορεῖ νά κάνεις;».
4 Κύριος ἐν ναῷ ἁγίῳ 4 Ὁ Κύριος κατοικεῖ στόν ἅγιο ναό Του,
αὐτοῦ· Κύριος ἐν οὐρα- ὁ Κύριος ἔχει τόν θρόνο Του στόν οὐρανό.
νῷ ὁ θρόνος αὐτοῦ. οἱ Οἱ ὀφθαλμοί Του εἶναι προσηλωμένοι
ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ εἰς τὸν στόν καταδιωκόμενο,
πένητα ἀποβλέπουσι, τά βλέφαρά Του ἐξετάζουν
τὰ βλέφαρα αὐτοῦ ἐξε- τούς υἱούς τῶν ἀνθρώπων.
τάζει τοὺς υἱοὺς τῶν
ἀνθρώπων.
5 Κύριος ἐξετάζει τὸν 5 Ὁ Κύριος ξέρει νά διακρίνει
δίκαιον καὶ τὸν ἀσεβῆ, τόν δίκαιο ἀπό τόν ἀσεβῆ·
ὁ δὲ ἀγαπῶν τὴν ὅποιος λοιπόν ἀγαπᾶ τήν ἀδικία,
ἀδικίαν μισεῖ τὴν ἑαυ- μισεῖ τήν ψυχή του.
τοῦ ψυχήν.
6 Ἐπιβρέξει ἐπὶ ἁμαρ- 6 Θά ρίψει ἄνθρακες* στούς ἁμαρτωλούς,
τωλοὺς παγίδας, πῦρ φωτιά καί θειάφι καί ὑφαιστειώδη ἄνεμο,
καὶ θεῖον καὶ πνεῦμα αὐτό τούς ἀξίζει ὡς μερίδα τους!
καταιγίδος ἡ μερὶς τοῦ
ποτηρίου αὐτῶν.
7 Ὅτι δίκαιος Κύριος, 7 Γιατί δίκαιος εἶναι ὁ Κύριος
καὶ δικαιοσύνας ἠγά- καί ἀγαπᾶ τήν δικαιοσύνη,
πησεν, εὐθύτητας εἶδε εὐαρεστεῖται στίς τίμιες πράξεις.
τὸ πρόσωπον αὐτοῦ.

*Λανθασμένη ἡ ἀνάγνωση «παγίδας» τῶν Ο´.

1. Ὁ ποιητής τοῦ ψαλμοῦ αὐτοῦ καταδιώκεται ἀπό ἐχθρούς, ἀλλά ἔχει


δυνατή πίστη καί πεποίθηση στό Θεό καί ἀπό τήν ἀρχή λέγει: «Ἐπί τῷ Κυρίῳ
πέποιθα» (στίχ. 1)! Οἱ φίλοι ὅμως τοῦ ποιητοῦ μας τόν συμβουλεύουν, γιά
νά ἀποφύγει τήν καταδίωξη τῶν ἐχθρῶν του, νά φύγει, νά πάει νά κρυφτεῖ
στά βουνά, σάν πουλάκι («μεταναστεύου εἰς τά ὄρη ὡς στρουθίον», στίχ. 1).
46
Ψαλμός 10

Γιατί οἱ ἐχθροί του, τοῦ λέγουν, εἶναι δυνατότεροι ἀπ᾽ αὐτόν. Εἶναι ὁπλισμέ-
νοι ἐναντίον του («ἐνέτειναν τόξον, ἡτοίμασαν βέλη εἰς φαρέτραν», στίχ. 2).
Ἤδη τοῦ τά γκρέμισαν ὅλα, ὅλα ὅσα ἔκανε, καί τώρα τί ἄλλο μπορεῖ νά
κάνει αὐτός, ἀπό τό νά φύγει («ὅτι ἅ σύ κατηρτίσω αὐτοί καθεῖλον, ὁ δέ δί-
καιος τί ἐποίησεν;», στίχ. 3);
2. Σ᾽ αὐτά τά μικρόψυχα λόγια τῶν φίλων του ὁ ποιητής ἀπαντᾶ ὅτι ἔχει
πίστη στόν Θεό, ὁ Ὁποῖος δέν εἶναι μόνο ψηλά καί μακρυά, πάνω στόν
οὐρανό («Κύριος ἐν τῷ οὐρανῷ ὁ θρόνος αὐτοῦ», στίχ. 4), ἀλλά εἶναι καί
πολύ κοντά μας: Κατοικεῖ στόν ἅγιο Ναό του· «Κύριος ἐν τῷ ναῷ τῷ ἁγίῳ
αὐτοῦ» (στίχ. 4)! Ἑπομένως θά καταφύγει στόν Ναό, θά προσευχηθεῖ καί θά
τόν βοηθήσει ὁ Θεός. Πιστεύει δέ ἀπόλυτα ὁ ποιητής μας στήν βοήθεια τοῦ
Θεοῦ, γιατί ὁ Θεός ἐπιβλέπει μέ εὐμένεια στόν «πένητα», στόν καταδιωκό-
μενο δηλαδή, καί στόν ταπεινό ἄνθρωπο («οἱ ὀφθαλμοί αὐτοῦ εἰς τόν πένητα
ἀποβλέπουσι», στίχ. 4). Καί τέτοιος εἶναι ὁ ποιητής μας. Ὁ Θεός εἶναι ἀπό-
λυτα δίκαιος καί θά ἀποδώσει δικαιοσύνη μεταξύ τοῦ εὐσεβοῦς ποιητοῦ μας
καί τῶν ἀσεβῶν καταδιωκτῶν του («Κύριος ἐξετάζει τόν δίκαιον καί τόν
ἀσεβῆ», στίχ. 5· «ὅτι δίκαιος Κύριος καί δικαιοσύνας ἠγάπησεν, εὐθύτητα εἶδε
τό πρόσωπον αὐτοῦ», στίχ. 7). Ὁπωσδήποτε θά τιμωρηθοῦν οἱ ἁμαρτωλοί.
Ὁ Θεός θά ἐκσπάσει κρίση ἐναντίον τους. Καί ἡ κρίση αὐτή, γιά νά φανεῖ
ὅτι θά εἶναι δυνατή, παριστάνεται ὅτι θά συνοδεύεται ἀπό φοβερά σημεῖα.
Θά εἶναι σάν νά ἐκρήγνυται ἡφαίστειο: «Ἐπιβρέξει ἐπί ἁμαρτωλούς ἄνθρακας
(ἀντί “παγίδας”, πού ἔχει λανθασμένως τό κείμενο), πῦρ καί θεῖον καί πνεῦμα
καταιγίδος» (στίχ. 6). «Πνεῦμα καταιγίδος», πού λέγει ἐδῶ τό χωρίο μας, εἶναι
ὁ ἄνεμος πού ἔρχεται μετά τήν ἔκρηξη τοῦ ἡφαιστείου, ὁ ὁποῖος ὅλα τά μα-
ραίνει καί τά καταστρέφει.
3. Τό μήνυμα καί τό δίδαγμα τοῦ ψαλμοῦ εἶναι, ὅταν μᾶς συμβαίνει μία
κρίση, μιά συκοφαντία καί καταδίωξη ἐχθρῶν, ἤ κάποιο ἄλλο κακό, νά μήν
τά «χάνουμε», ὅπως λέμε· νά μήν λιποψυχοῦμε, ἀλλά, μέ σταθερή πίστη, νά
καταφεύγουμε στόν Θεό μας καί νά ζητοῦμε ἀπ᾽ Αὐτόν τήν βοήθειά Του καί
τήν δικαιωσή μας.

47
Ψαλμός 11

ΨΑΛΜΟΣ IA´ 11

Εἰς τὸ τέλος, ὑπὲρ τῆς ὀγδόης· ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ.

Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΨΕΥΔΟΥΣ

11,2 Σῶσόν με, 11,2 Σῶσε με, Κύριε,


Κύριε, ὅτι ἐκλέλοιπεν γιατί χάθηκε ὁ ὅσιος*,
ὅσιος, ὅτι ὠλιγώθησαν λιγόστεψαν οἱ ἀλήθειες
αἱ ἀλήθειαι ἀπὸ τῶν ἀπό τούς υἱούς τῶν ἀνθρώπων
υἱῶν τῶν ἀνθρώπων. (τούς ἄρχοντες).
3 Μάταια ἐλάλησεν 3 Ὁ καθένας λέγει ψέματα στόν πλησίον του,
ἕκαστος πρὸς τὸν πλη- σκέπτεται δόλια στήν καρδιά του
σίον αὐτοῦ, χείλη δό- καί διαλέγεται κακίες σ᾽ αὐτήν.
λια ἐν καρδίᾳ, καὶ ἐν
καρδίᾳ ἐλάλησε κακά.
4 Ἐξολοθρεύσαι Κύ- 4 Ἄς ἐξολοθρεύσει ὁ Κύριος
ριος πάντα τὰ χείλη τὰ ὅλα τά δόλια χείλη
δόλια καὶ γλῶσσαν με- καί γλώσσα ὑπερήφανη.
γαλοῤῥήμονα.
5 τοὺς εἰπόντας· τὴν 5 Αὐτούς πού λέγουν:
γλῶσσαν ἡμῶν μεγα- «Μέ τήν γλώσσα μας θά γίνουμε μεγάλοι,
λυνοῦμεν, τὰ χείλη τά χείλη εἶναι δικά μας·
ἡμῶν παρ᾿ ἡμῖν ἐστι· ποιός μᾶς κυριεύει (γιά νά μᾶς ἐμποδίσει);».
τίς ἡμῶν Κύριός ἐστιν;
6 Ἀπὸ τῆς ταλαιπωρίας 6 «Λόγω τῆς ταλαιπωρίας τῶν πτωχῶν
τῶν πτωχῶν καὶ ἀπὸ καί τοῦ στεναγμοῦ τῶν πενήτων,
τοῦ στεναγμοῦ τῶν τώρα θά ἐγερθῶ», λέγει ὁ Κύριος.
πενήτων, νῦν ἀναστή- «θά τούς βάλω σέ ἀσφαλῆ τόπο,
σομαι, λέγει Κύριος· θά δείξω σ᾽ αὐτούς τήν δύναμή μου».
θήσομαι ἐν σωτηρίῳ,
παῤῥησιάσομαι ἐν
αὐτῷ.
7 Τὰ λόγια Κυρίου λό- 7 Τά λόγια τοῦ Κυρίου εἶναι λόγια καθαρά,
για ἁγνά, ἀργύριον πε- ἀσήμι δοκιμασμένο στήν φωτιά,
πυρωμένον, δοκίμιον σ᾽ ἕνα καμίνι τῆς γῆς,

* «Χάθηκε ἡ ἀγάπη», διαβάζουν κατά διόρθωση τό Ἑβρ.

48
Ψαλμός 11

τῇ γῇ κεκαθαρισμένον καθαρισμένο ἑπτά φορές.


ἑπταπλασίως.
8 Σύ, Κύριε, φυλάξαις 8 Σύ, Κύριε, θά μᾶς φρουρεῖς
ἡμᾶς καὶ διατηρήσαις καί θά μᾶς σώζεις
ἡμᾶς ἀπὸ τῆς γενεᾶς ἀπό αὐτή τήν γενεά καί γιά πάντα.
ταύτης καὶ εἰς τὸν
αἰῶνα.
9 Κύκλῳ οἱ ἀσεβεῖς πε- 9 Οἱ ἀσεβεῖς μᾶς περιζώνουν,
ριπατοῦσι· κατὰ τὸ ὕ- ἀλλά Ἐσύ κατά τήν μεγαλοσύνη σου
ψος σου ἐπολυώρησας ἐξύψωσες τούς υἱούς τῶν ἀνθρώπων.
τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώ-
πων.

1. Στόν παρόντα ψαλμό δέν φαίνεται ἀπό τήν ἀρχή τό θέμα του, γιατί
δέν καταλαβαίνουμε ποιός εἶναι αὐτός πού μιλάει καί γιατί. Ὅμως, ἀπό
τόν στίχ. 6, ὅπου μιλάει ὁ Θεός καί λέγει γιά τήν ταλαιπωρία τῶν πτωχῶν
καί τῶν ἀδυνάτων («ἀπό τῆς ταλαιπωρίας τῶν πτωχῶν καί ἀπό τοῦ στεναγ-
μοῦ τῶν πενήτων»), καταλαβαίνουμε ὅτι στήν ἀρχή τοῦ ψαλμοῦ μας ὁμιλεῖ
κάποιος ἀντιπρόσωπος τῶν πτωχῶν ἀνθρώπων. Ὁμιλεῖ καί λέγει ἐναντίον
τῶν ἀρχόντων τῆς ἐποχῆς του, οἱ ὁποῖοι, ὅπως συμβαίνει συνήθως, κατα-
πίεζαν τούς πτωχούς πολίτες καί τούς ἐκμεταλλεύονταν μέ τίς ἀδικίες πού
ἔκαναν ἐναντίον τους. Καί οἱ πτωχοί καί καταπιεζόμενοι αὐτοί ταλαίπωροι
ἄνθρωποι, κατέφυγαν στόν Θεό καί, διά κάποιου ἀντιπροσώπου τους, τοῦ
εἶπαν, «σῶσόν με, Κύριε» (στίχ. 2). Πιστεύουν ὅτι ὁ Θεός μόνο μπορεῖ νά
τούς δικαιώσει καί Αὐτός μόνο μπορεῖ νά ἀποκαταστήσει τήν ἠθική τάξη
καί τήν κοινωνική δικαιοσύνη.
2. Ὁμιλοῦντες γιά τούς ἄρχοντές τους οἱ πτωχοί, τούς ὁποίους ὀνομά-
ζουν τιμητικά «υἱούς τῶν ἀνθρώπων» (στίχ. 2), λέγουν γι᾽ αὐτούς πρῶτον,
ὅτι «ἐκλέλοιπεν ὅσιος» καί δεύτερον, λέγουν ὅτι «ὠλιγώθησαν αἱ ἀλήθειαι»
ἀπ᾽ αὐτούς (στίχ. 2). Συνήθως οἱ ἑρμηνευτές μέ μικρή διόρθωση στό
Ἑβραϊκό κείμενο τό «ἐκλέλοιπεν ὅσιος» τό κάνουν νά λέγει «ἐκλέλοιπε ἡ
ἀγάπη». Ἔτσι οἱ ἄρχοντες, ὅπως παραπονοῦνται ἐδῶ οἱ πτωχοί γι᾽ αὐτούς,
δέν ἔχουν ἀγάπη οὔτε ἀλήθεια. Μέ τήν λέξη «ἀλήθεια» θά νοήσουμε τήν
εἰλικρίνεια, τήν ἐμπιστοσύνη, τήν κοινωνική ἀλληλεγύη. Καί συνεχίζοντας
ὁ ποιητής μας τόν λόγο περί τῶν ἀρχόντων λέγει ὅτι «μάταια ἐλάλησεν ἕκα-
στος πρός τόν πλησίον αὐτοῦ» (στίχ. 3). Ὁ καθένας ἀπ᾽ αὐτούς, δηλαδή,
λέει «μάταια», ἀνυπόστατα, ψευδῆ πράγματα. Καί ὅταν οἱ ἄρχοντες εἶναι
ψεῦτες, τότε στήν κοινωνία δέν ἐπικρατεῖ ἡ εἰλικρίνεια καί ἡ ἀλληλεγγύη.
Τότε «οἱ πάντες τούς πάντας ἀπατοῦν καί οἱ πάντες τούς πάντας ὑποπτεύον-
49
Ψαλμός 11

ται. Τοιαύτη κοινωνία δέν δύναται ἐπί μακρόν νά σταθῇ» (Βέλλας)! Πο-
νηροί δέ ὄντες οἱ ἄρχοντες παρουσιάζουν τό ψέμα τους ἐξωτερικά μέ καλό
τρόπο, ὥστε νά μήν γίνουν ἀντιληπτοί. Αὐτό θέλει νά πεῖ παρακάτω ὁ στί-
χος μας λέγοντας «χείλη δόλια ἐν καρδίᾳ καί ἐν καρδίᾳ ἐλάλησαν» (στίχ.
3β). Μάλιστα στό Ἑβραϊκό κείμενο τό ἡμιστίχιο αὐτό ἀποδίδεται πιό
ἐκφραστικά, γιατί λέγει: «Ὁμιλοῦν (οἱ ἄρχοντες) μέ ὡραῖα χείλη, ἀλλά μέ
διπλῆ καρδιά». Καί ὁ Χρυσόστομος σχολιάζει σύντομα: «Πολλή διπλότης
αὐτῶν ἐν καρδίᾳ» (MPG 55,145). Διπρόσωποι καί δόλιοι ἄνθρωποι!
3. Αὐτοί οἱ ἄρχηστοι ἄρχοντες, ἀφοῦ μέ ἀπάτη καί δόλια μέσα καί μέ
ἐκμετάλλευση ἀπέκτησαν δύναμη καί πλοῦτο, ἔγιναν ὑπερήφανοι καί ἀλα-
ζόνες. Μέθυσαν! Καί στήν μέθη τῆς ἀλαζονείας τους στρέφονται καί ἐναν-
τίον τοῦ Θεοῦ. Γι᾽ αὐτό καί ὁ ποιητής μας θέλει τήν ἐξολόθρευσή τους καί
λέγει: «Ἐξολοθρεύσει Κύριος πάντα τά χείλη τά δόλια καί γλῶσσαν μεγα-
λορρήμονα» (στίχ. 4).
Αὐτήν δέ τήν κατά τοῦ Θεοῦ ἀλαζονεία τῶν ἀρχόντων θέλοντας νά στη-
λιτεύσει ὁ ποιητής μας μᾶς ἀναφέρει τά ἴδια τους τά λόγια· ἔλεγαν: «Μέ
τήν γλῶσσα μας ἐγίναμε (ἤ θά γίνουμε) μεγάλοι καί δυνατοί («μεγαλυ-
νοῦμεν»)· τά χείλη μας εἶναι δικά μας, γιά νά λέγουμε ὅ,τι θέλουμε. Ποιός
μπορεῖ νά γίνει κύριος, ἀνώτερος ἀπό μᾶς;» (στίχ. 5). Κανένας, οὔτε αὐτός
ὁ Θεός!... Καί ὁ Χρυσόστομος λέγει ὡραῖα: «Μαινομένων καί παραφρόνων
τά ρήματα» (MPG 55,146)!
4. Τελειώνει ἐδῶ ὁ ποιητής μας τόν λόγο του κατά τῶν ἐκμεταλλευτῶν
καί ἀδίκων ἀρχόντων καί περιμένουμε τώρα μέ ἀγωνία νά ἀκούσουμε τήν
ἀπάντηση τοῦ Θεοῦ στήν προσευχή τῶν πενήτων. Ἡ ἀπάντηση, πού δίνεται
ἀπό κάποιο ἱερέα ἤ προφήτη, ὡς ἀντιπρόσωπο τοῦ Θεοῦ, εἶναι παρήγορη:
Ὁ Θεός δέν εἶναι ἀδιάφορος στήν ταλαιπωρία τῶν πτωχῶν καί τόν στε-
ναγμό τῶν πενήτων καί τώρα θά ἐνεργήσει ὑπέρ αὐτῶν (στίχ. 6).
Ὁ Θεός ὑπόσχεται ὅτι θά φέρει τήν σωτηρία («θήσομαι ἐν σωτηρίᾳ»)
«στούς στενάζοντας» (στίχ. 6· ἔτσι πρέπει νά ἀναγνώσουμε στό Ἑβραϊκό
κείμενο τήν ἀντίστοιχο φράση τοῦ «παρρησιάσομαι ἐν αὐτῷ» = ὁμιλῶ μέ
παρρησία, μέ θάρρος καί ἐμπιστοσύνη). Ἡ ἀπάντηση αὐτή τοῦ Θεοῦ εἶναι
παρήγορη σέ ὅλους ὅσους κατά καιρούς στενάζουν κάτω ἀπό τήν ὠμή βία
καί ἀδικία τῶν ἀρχόντων.
5. Γεμάτοι χαρά καί παρηγορία οἱ πτωχοί καί ἀδικούμενοι πολίτες ἐγκω-
μιάζουν μέ χαρά τά παρήγορα λόγια τοῦ Θεοῦ καί τά χαρακτηρίζουν ἁγνά,
καθαρά, ὅπως ὁ ἄργυρος, πού περνάει ἀπό τήν φωτιά καί εἶναι ἑπτά φορές
καθαρισμένος (στίχ. 7). Τίποτε τό ψεύτικο καί τό δόλιο δέν ἔχουν τά λόγια
τοῦ Θεοῦ, ἀντίθετα μέ τό ψέμα καί τήν δολιότητα τῶν ἀρχόντων, γιά τούς
ὁποίους μίλησε ὁ ψαλμός μας. Στερεωμένοι τώρα στήν πίστη τους στά

50
Ψαλμός 12

λόγια τοῦ Θεοῦ οἱ πτωχοί καί οἱ πένητες λέγουν μέ βεβαιότητα ὅτι ὁ Θεός
θά τούς φυλάξει καί θά τούς διατηρήσει σώους καί ἀβλαβεῖς ἀπό τήν γενεά
τήν πονηρή, στήν ὁποία ζοῦν (στίχ. 8), ἔστω καί ἄν πολλοί ἀσεβεῖς τούς
περικυκλώνουν, ἔστω καί ἄν ἐπικρατεῖ μεγάλη διαφθορά μεταξύ τῶν
ἀνθρώπων (στίχ. 9).

ΨΑΛΜΟΣ IΒ´ 12

Εἰς τὸ τέλος· ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ.

Η ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ


ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΦΥΓΗ ΤΟΥ ΣΤΟΝ ΘΕΟ

12,2 Ἕως πότε, Κύ- 12,2 Μέχρι πότε, Κύριε,


ριε, ἐπιλήσῃ μου εἰς θά μέ λησμονεῖς ἐντελῶς;
τέλος; ἕως πότε ἀπο- Μέχρι πότε θά ἀποστρέφεις
στρέψεις τὸ πρόσωπόν τό πρόσωπό Σου ἀπό ἐμένα;
σου ἀπ᾿ ἐμοῦ;
3 Ἕως τίνος θήσομαι 3 Μέχρι πότε θά σχεδιάζω μέσα μου,
βουλὰς ἐν ψυχῇ μου, θά ἔχω στήν καρδιά μου ὀδῦνες
ὀδύνας ἐν καρδίᾳ μου μέρα καί νύχτα;
ἡμέρας καὶ νυκτός; Μέχρι πότε ὁ ἐχθρός μου
Ἕως πότε ὑψωθήσεται θά μέ ἔχει καταβάλει;
ὁ ἐχθρός μου ἐπ᾿ ἐμέ;
4 Ἐπίβλεψον, εἰσάκου- 4 Ἐπίβλεψε καί ἄκουσέ με, Κύριε Θεέ μου·
σόν μου, Κύριε ὁ Θεός ζωογόνησέ με, γιατί θά πεθάνω·
μου· φώτισον τοὺς ὀ-
φθαλμούς μου, μήποτε
ὑπνώσω εἰς θάνατον,
5 μήποτε εἴπῃ ὁ ἐχθρός 5 (ζωογόνησέ με) γιά νά μήν πεῖ ὁ ἐχθρός μου:
μου· ἴσχυσα πρὸς αὐ- «Τόν κατανίκησα»!
τόν· οἱ θλίβοντές με Ἄν σαλευθῶ, αὐτοί πού μέ θλίβουν
ἀγαλλιάσονται, ἐὰν σα- θά ἀγαλλιάσουν.
λευθῶ.
6 Ἐγὼ δὲ ἐπὶ τῷ ἐλέει 6 Ἀλλά ἐγώ ἤλπισα στό ἔλεός Σου,
σου ἤλπισα, ἀγαλλιά- θά ἀγαλλιάσει ἡ καρδιά μου
σεται ἡ καρδία μου ἐπὶ γιά τό ὅτι μέ ἔσωσες.
τῷ σωτηρίῳ σου· ᾄσω Θά ὑμνῶ τόν Κύριο πού μέ εὐεργέτησε,

51
Ψαλμός 12

τῷ Κυρίῳ τῷ εὐερ- θά ψέλνω τό Ὄνομα


γετήσαντί με καὶ ψαλῶ τοῦ Κυρίου τοῦ Ὑψίστου.
τῷ ὀνόματι Κυρίου τοῦ
῾Υψίστου.

1. Ὁ ποιητής τοῦ ψαλμοῦ αὐτοῦ ἀρχίζει μέ μία ἀπογοητευτική κραυγή:


«Ἕως πότε, Κύριε;» (στίχ. 2). Ὁ ποιητής μας παραπονεῖται στόν Θεό ὅτι
τόν λησμόνησε ἐντελῶς («ἐπιλήσῃ μου εἰς τέλος;») καί ὅτι συνεχῶς ἀπο-
στρέφει τό πρόσωπό Του ἀπ᾽ αὐτόν (στίχ. 2β). Στήν συνέχεια ὁ ψαλμωδός
μας φαίνεται ὅτι βασανίζεται «ἡμέρας καί νυκτός» (στίχ. 3), χωρίς ὅμως
νά μᾶς λέει τόν λόγο τῶν βασάνων του, τῶν «ὀδυνῶν» του. Μᾶς μιλάει
ὅμως παρακάτω γιά «ἐχθρό» του, ὁ ὁποῖος φαίνεται ὅτι τόν ἔχει καταβά-
λει, γι᾽ αὐτό καί παραπονεῖται λέγοντας: «Ἕως πότε ὑψωθήσεται ὁ ἐχθρός
μου ἐπ᾽ ἐμέ;» (στίχ. 3β). Ἄν λάβουμε ὑπ᾽ ὅψιν τήν ἐπιγραφή τοῦ ψαλμοῦ,
ὅτι αὐτός γράφτηκε ἀπό τόν Δαβίδ, τότε θά ποῦμε ὅτι ὁ ἐχθρός ἐδῶ εἶναι
ὁ Σαούλ, ὁ ὁποῖος, ὅπως ξέρουμε (βλ. Α´ Βασ. 27,1 ἑξ.), ἐδίωκε πραγμα-
τικά τόν Δαβίδ καί τόν ἀνάγκαζε νά καταφεύγει πότε στόν Ἀγχούς, τόν
βασιλέα τῆς Γέθ, πότε στό σπήλαιο Ὀδαλλάμ, πότε στήν Μασσηφάτ τῆς
Μωάβ καί πότε στήν ἔρημο Μασαρέμ, στό ὄρος Ζίφ.
2. Στά κυνηγητά ἀπό τόν ἐχθρό του ὁ ποιητής μας καταφεύγει στόν Θεό
καί ἀφοῦ τοῦ λέγει τόν πόνο του μέ τό «ἕως πότε, Κύριε;», τόν παρακαλεῖ
τώρα νά ἐπιβλέψει τό πρόσωπόν Του πρός αὐτόν καί νά τοῦ φωτίσει τά μάτια
του. «Ἐπίβλεψον, εἰσάκουσόν μου, Κύριε ὁ Θεός μου· φώτισον τούς ὀφθαλ-
μούς μου, μήποτε ὑπνώσω εἰς θάνατον» (στίχ. 4), λέγει. Παρακαλεῖ, δηλαδή,
τόν Θεό ἀντί νά τοῦ ἀποστρέψει τό πρόσωπό Του, ὅπως παραπονέθηκε πρίν
ἀπό λίγο, τώρα νά στρέψει τό πρόσωπό Του εὐνοϊκά σ᾽ αὐτόν καί νά τόν
εὐσπλαχνισθεῖ. Αὐτό θά τόν ζωογονήσει ψυχικά καί σωματικά καί θά τόν
ἀνορθώσει. Αὐτό σημαίνει τό «φώτισον τούς ὀφθαλμούς μου», πού εἶπε πρίν
ἀπό λίγο στόν Θεό. Γιατί, ὅσοι εἶναι καταπεσμένοι ψυχικά καί σωματικά νοι-
ώθουν ὅτι ἔχουν σκοτισμένους τούς ὀφθαλμούς τους. Ἄν ὅμως ὁ Θεός, λέγει
στήν συνέχεια ὁ ποιητής μας, δέν τόν ὑπερασπιστεῖ καί δέν τόν βοηθήσει,
τότε ὁ ἐχθρός του θά γίνει πιό θρασύς καί πιό ἐπιθετικός ἐναντίον του καί θά
λέγει: «Ἴσχυσα πρός αὐτόν» (στίχ. 5)! Τόν κατενίκησα! Τότε καί ὅλοι οἱ σύμ-
μαχοι καί φίλοι τοῦ ἐχθροῦ τοῦ ποιητοῦ μας, πού τόν κατέθλιβαν καί αὐτοί,
θά χαροῦν χαρά μεγάλη, γιατί θά τόν βλέπουν ἐντελῶς ἡττημένον («οἱ θλί-
βοντές με ἀγαλλιάσονται, ἐάν σαλευθῶ», στίχ. 5).
3. Ὁ ψαλμός τελειώνει μέ τήν γλυκειά ἐλπίδα, πού ἔχει ὁ ποιητής μας
στό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ὅτι θά τόν βοηθήσει καί θά τόν σώσει: «Ἐγώ δέ ἐπί
τῶ ἐλέει Σου ἤλπισα», λέγει (στίχ. 6). Καί αὐτό βεβαίως τοῦ δίνει μεγάλη
52
Ψαλμός 13

χαρά, τοῦ δίνει ἀγαλλίαμα. Γι᾽ αὐτό καί ἀμέσως παρακάτω λέγει: «Ἀγαλ-
λιάσεται ἡ καρδία μου ἐν τῷ σωτηρίῳ σου» (στίχ.6). Εὐγνώμων δέ ὁ ποιητής
μας γιά τήν σωτηρία πού θά τοῦ δώσει ὁ Θεός ὑπόσχεται ὅτι θά Τόν ὑμνεῖ
καί θά Τόν δοξάζει. «῎Ασω τῷ Κυρίῳ τῶ εὐεργετήσαντί με καί ψαλῶ τῷ ὀνό-
ματι Κυρίου τοῦ Ὑψίστου» (στίχ. 6), λέγει.

ΨΑΛΜΟΣ IΓ´ 13

Εἰς τὸ τέλος· ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ.

Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΩΝ ΑΘΕΩΝ

13,1 Εἶπεν ἄφρων ἐν 13,1 Εἶπε ὁ ἄφρονας στήν καρδιά του:


καρδίᾳ αὐτοῦ· οὐκ ἔστι «Δέν ὑπάρχει Θεός».
Θεός. διεφθάρησαν καὶ Ἔγιναν διεφθαρμένοι καί βδελυκτοί
ἐβδελύχθησαν ἐν ἐπι- γιά τά ἔργα τους.
τηδεύμασιν, οὐκ ἔστι Δέν ὑπάρχει κανείς πού νά κάνει τό καλό,
ποιῶν χρηστότητα, οὐκ κανείς, οὔτε ἕνας.
ἔστιν ἕως ἑνός.
2 Κύριος ἐκ τοῦ οὐρα- 2 Ὁ Κύριος ἔσκυψε ἀπό τόν οὐρανό
νοῦ διέκυψεν ἐπὶ τοὺς στούς υἱούς τῶν ἀνθρώπων,
υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων γιά νά δεῖ ἄν ὑπάρχει κανείς συνετός,
τοῦ ἰδεῖν εἰ ἔστι συνιὼν ἄνθρωπος πού νά ζητάει τόν Θεό.
ἢ ἐκζητῶν τὸν Θεόν.
3 Πάντες ἐξέκλιναν, 3 Ὅλοι παρεξέκλιναν,
ἅμα ἠχρειώθησαν, οὐκ ὅλοι τους ἐξαχρειώθηκαν,
ἔστι ποιῶν χρηστό- δέν ὑπάρχει κανείς πού νά κάνει τό καλό,
τητα, οὐκ ἔστιν ἕως κανείς, οὔτε ἕνας.
ἑνός. Τάφος ἀνεῳγμέ- Ὁ λάρυγγάς τους εἶναι τάφος ἀνοιχτός,
νος ὁ λάρυγξ αὐτῶν, μέ τίς γλῶσσες τους διαπράττουν δολιότητες·
ταῖς γλώσσαις αὑτῶν δηλητήριο φιδιῶν
ἐδολιοῦσαν· ἰὸς ἀσπί- εἶναι κάτω ἀπό τά χείλη τους,
δων ὑπὸ τὰ χείλη αὐτῶν πού τό στόμα τους εἶναι γεμάτο
αὐτῶν, ὧν τὸ στόμα μέ κατάρες καί πικρόλογα.
ἀρᾶς καὶ πικρίας γέμει, Γρήγορα εἶναι τά πόδια τους
ὀξεῖς οἱ πόδες αὐτῶν στό νά χύσουν αἷμα,
ἐκχέαι αἷμα, σύντριμ- βάσανα καί ταλαιπωρίες ἔχουν οἱ δρόμοι τους
μα καὶ ταλαιπωρία ἐν καί τήν ζωή τῆς εἰρήνης δέν τήν γνώρισαν·

53
Ψαλμός 13

ταῖς ὁδοῖς αὐτῶν, καὶ δέν ἔχουν τόν φόβο τοῦ Θεοῦ ἐνώπιόν τους.
ὁδὸν εἰρήνης οὐκ ἔγνω-
σαν· οὐκ ἔστι φόβος
Θεοῦ ἀπέναντι τῶν ὀ-
φθαλμῶν αὐτῶν.
4 Οὐχὶ γνώσονται πάν- 4 Δέν θά ἀποκτήσουν νόηση
τες οἱ ἐργαζόμενοι τὴν ὅσοι πράττουν ἀνομίες;
ἀνομίαν; Οἱ ἐσθίοντες Αὐτοί πού κατατρώγουν
τὸν λαόν μου βρώσει τόν λαό μου σάν ψωμί,
ἄρτου τὸν Κύριον οὐκ δέν ἐπικαλοῦνται τόν Θεό.
ἐπεκαλέσαντο.
5 Ἐκεῖ ἐδειλίασαν φό- 5 Δειλίασαν ἀπό φόβο
βῳ, οὗ οὐκ ἦν φόβος, ἐκεῖ πού δέν ὑπάρχει φόβος,
ὅτι ὁ Θεὸς ἐν γενεᾷ δι- γιατί ὁ Θεός εἶναι μέ τήν γενεά τῶν δικαίων.
καίᾳ.
6 Βουλὴν πτωχοῦ κατῃ- 6 Τήν ἐπιθυμία τοῦ πτωχοῦ
σχύνατε, ὁ δὲ Κύριος τήν καταφρονήσατε,
ἐλπὶς αὐτοῦ ἐστι. ἀλλ᾽ αὐτός ἔχει τήν ἐλπίδα του στόν Κύριο.
7 Τίς δώσει ἐκ Σιὼν τὸ 7 Ποιός θά δώσει ἀπό τήν Σιών
σωτήριον τοῦ ᾿Ισραήλ; τήν σωτηρία στό Ἰσραήλ;
Ἐν τῷ ἐπιστρέψαι Ὅταν ὁ Κύριος θά φέρει πίσω
Κύριον τὴν αἰχμαλω- τόν αἰχμάλωτο λαό Του,
σίαν τοῦ λαοῦ αὐτοῦ (τότε) θά ἀγαλλιάσει ὁ Ἰακώβ
ἀγαλλιάσεται ᾿Ιακὼβ καί θά εὐφρανθεῖ ὁ Ἰσραήλ.
καὶ εὐφρανθήσεται ᾿Ισ-
ραήλ.

1. Ὁ ψαλμός μας μιλάει γιά ἕναν ἄθεο ἄνθρωπο, πού στήν καρδιά του
πρῶτα, μυστικά, ἀλλά καί φανερά ἔπειτα, διακήρυξε ὅτι δέν ὑπάρχει Θεός.
«Εἶπεν ἄφρων ἐν καρδίᾳ αὐτοῦ· οὐκ ἔστι Θεός» (στίχ. 1)!... Τό σύνθημα τοῦ
ἀνθρώπου αὐτοῦ φαίνεται ὅτι ἐπηρέασε τήν κοινωνία, γιατί στήν συνέχεια
ὁ ποιητής μας παρουσιάζει μία κοινωνία στά «κακά της χάλια»!... Ἔτσι
εἶναι! Γιά ἕναν πού δέν ὑπάρχει Θεός ὅλα ἐπιτρέπονται! Καί οἱ ἀνηθικό-
τητες καί οἱ φόνοι καί οἱ ἀπάτες, ὅλα ἐπιτρέπονται στήν ἄθεη κοινωνία.
Γι᾽ αὐτό καί παρακάτω λέγει ὁ Ψαλμωδός μας περί τῶν πολιτῶν τῆς ἀθέου
κοινωνίας: «Διεφθάρησαν καί ἐβδελύχθησαν ἐν ἐπιτηδεύμασιν· οὐκ ἔστι
ποιῶν χρηστότητα, οὐκ ἔστιν ἕως ἑνός» (στίχ. 1) Καί στήν συνέχεια λέγει ὁ
Ψαλμωδός μας πιό χτυπητές ἐκφράσεις χαρακτηρίζοντας τούς ἀνθρώπους
μιᾶς ἄθεης κοινωνίας. Λέγει δηλαδή γι᾽ αὐτούς ὅτι «ὅλοι τους παρεξέκλι-

54
Ψαλμός 13

ναν», ὅλοι τους «ἐξαχρειώθηκαν» («ἅμα ἠχρειώθησαν»)· ὁ λάρυγγάς τους,


γιά τά λόγια πού ἐκστομίζουν, εἶναι σάν «ἀνοικτός τάφος», πού βρωμάει
(«τάφος ἀνεῳγμένος ὁ λάρυγξ αὐτῶν»), τά χείλη τους στάζουν «δηλητήριο
φαρμακερῶν ἀσπίδων» καί τά πόδια τους τρέχουν «ἐκχέαι αἷμα», νά δια-
πράξουν δηλαδή φόνους (στίχ. 3). Τό «οὐκ ἔστι Θεός» (στίχ. 1) φέρει τό
«πάντες ἐξέκλιναν, ἅμα ἠχρειώθησαν, οὐκ ἔστι ποιῶν χρηστότητα, οὐκ ἔστιν
ἕως ἑνός» καί τά ὑπόλοιπα θλιβερά καί ἀποτροπιαστικά, πού εἴπαμε πα-
ραπάνω (στίχ. 3).
2. Τήν διαπίστωση τῆς ἁμαρτωλῆς ζωῆς τῶν ἀθέων κάνει ὁ Ἴδιος ὁ Θεός.
Ὅπως παλαιά, στόν καιρό τοῦ κατακλυσμοῦ καί στίς ἡμέρες τῆς πυργοποιΐας
καί τῶν Σοδόμων καί Γομόρρων (βλ. Γεν. 6,5-12. 11,5. 18,21), ὁ Ἴδιος ὁ
Θεός διεπίστωσε τήν κακία καί τήν διαφθορά τῶν ἀνθρώπων καί ἐπέφερε
τήν καταστροφή τους, ἔτσι καί τώρα, ὁ Ἴδιος ὁ Θεός «ἔσκυψε ἀπό τόν
οὐρανό», λέγει παραστατικά ὁ ψαλμός μας, γιά νά δεῖ σ᾽ αὐτή τήν κοινωνία
«εἴ ἐστι συνιῶν ἤ ἐκζητῶν τόν Θεόν» (στίχ. 2). Ἀλλά ὁ Θεός, ἐκτός ἀπό τά
ἁμαρτήματα τῶν ἀνθρώπων τῆς ἀθέου κοινωνίας, γιά τά ὁποῖα μιλήσαμε πα-
ραπάνω, διαπιστώνει καί ἄλλο σοβαρό ἁμάρτημά τους: Οἱ ἄνθρωποι εἶναι
«δημοβόροι», ὅπως λέγει κάπου ὁ Ὅμηρος. Κατατρώγουν τόν λαό μέ τόση
ἀναισθησία μέ ὅση τρῶνε τό ψωμί τους!: «Οἱ ἐσθίοντες τόν λαόν μου – λέγει
ὁ Θεός – ἐν βρώσει ἄρτου» (στίχ. 4). Εἶναι τό ἴδιο μέ αὐτό πού λέγει ὁ Θεός
ἀλλοῦ πρός τούς ἄρχοντες: «Φέρεστε στό λαό μου σάν νά ἦταν ζῶα, πού
πᾶνε γιά σφαγή. Τούς γδέρνετε καί παίρνετε τό δέρμα τους καί ξεκολλᾶτε
τίς σάρκες τους ἀπό τά κόκκαλά τους. Τρέφεστε μέ τίς σάρκες τοῦ λαοῦ μου,
τούς κάνετε κομμάτια σάν νά ἦταν κρέας γιά τήν χύτρα. Μέ αὐτόν τόν τρόπο
κακομεταχειρίζεστε τόν λαό μου» (Μιχ. 3,2-3)!...
Ἡ κοινωνία λοιπόν τῶν ἀνθρώπων, πού διαμορφώθηκε μέ τό σύνθημα
«οὐκ ἔστι Θεός» παρουσιάζει μεγάλη ἀθλιότητα ὅλων τῶν ἀνθρώπων· ἀλλά
οἱ ἄρχοντές τους, μαζί μέ τά ἄλλα, εἶναι καί καταπιεστές τῶν πτωχῶν καί
τῶν ἀδυνάτων. Καταπατοῦν κάθε ἐπιθυμία τους. «Βουλήν πτωχοῦ κατῃσχύ-
νατε», λέγει ὁ Θεός σ᾽ αὐτούς. Ὁ πτωχός ὅμως καί ὁ ἀνίσχυρος, τόν ὁποῖον
ἀδικοῦν αὐτοί οἱ ἄθεοι ἐξουσιαστές ἔχει ἐλπίδα του τόν Θεό. «Κύριος ἐλπίς
αὐτοῦ ἐστι», λέγει ὁ Ψαλμός μας γιά τόν πτωχό (στίχ. 6). Ὁ Κύριος εἶναι
«ἐν γενεᾷ δικαίων» (στίχ. 5) τήν ὁποίαν ὅμως καταφρονοῦν οἱ ἄθεοι.
3. Δέν μπορεῖ νά ζήσει ὁ ἄνθρωπος χωρίς τόν Θεό, γιατί εἶναι πλασμένος
γι᾽ Αὐτόν. Καί ἐπειδή οἱ ἄθεοι ἀπέβαλαν τόν πραγματικό Θεό ἀπό τήν ψυχή
τους καί τήν ζωή τους, κατ᾽ ἀνάγκην θά ἔχουν γιά θεό καί θεούς ἄλλα δικά
τους κατασκευάσματα, δεισιδαιμονίες καί ἀνύπαρκτα φαντάσματα. Αὐτά
ὅμως δέν θά τούς δίνουν χαρά καί ἀνάπαυση στήν ζωή, ἀλλά θά τούς φέρουν
φόβο καί ταραχή. Γι᾽ αὐτό καί λέγει παρακάτω ὁ ψαλμός μας περί ἀθέων ὅτι

55
Ψαλμός 14

«ἐκεῖ ἐδειλίασαν φόβον, οὗ οὐκ ἦν φόβος» (στίχ. 5)! Ὅλη ἡ ταλαιπωρία καί
ἡ ἀθλιότητα τῶν ἀθέων ἑρμηνεύεται, ὅπως λέγει ὁ ψαλμωδός μας, ἀπό τό
ὅτι αὐτοί ἀποκόπηκαν ἀπό τόν Θεό καί δέν προσεύχονται σ᾽ Αὐτόν: «Τόν
Κύριον οὐκ ἐπεκαλέσαντο» (στίχ 4β)· δέν ἔχουν τό γλυκό καί προστατευτικό
αἴσθημα τοῦ φόβου τοῦ Θεοῦ: «Οὐκ ἔστι φόβος Θεοῦ ἀπέναντι τῶν
ὀφθαλμῶν αὐτῶν» (στίχ. 3β).
4. Ὁ ψαλμωδός μας στρέφει τέλος τά βλέμματά του στόν εὐλογημένο
λαό τοῦ Θεοῦ, στά τέκνα τῆς Σιών, σ᾽ αὐτούς πού πάσχουν ἀπό τήν κακία
καί τήν καταδυνάστευση τῶν κακῶν ἐξουσιαστῶν. Γι᾽ αὐτό καί τελειώνει
τόν ψαλμό του μέ προσευχή ὑπέρ αὐτῶν· ὑπέρ ἀπαλλαγῆς τους ἀπό τά
δεινά καί ἀπελευθέρωσής τους ἀπό τήν αἰχμαλωσία καί ἐπιστροφῆς τους
στήν γλυκειά πατρίδα τους.

ΨΑΛΜΟΣ IΔ´ 14

Ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ.

ΠΩΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΜΦΑΝΙΖΕΤΑΙ ΣΤΟΝ ΝΑΟ Ο ΠΙΣΤΟΣ

14,1 Κύριε, τίς πα- 14,1 Κύριε, ποιός μπορεῖ


ροικήσει ἐν τῷ σκη- νά μείνει γιά λίγο στό σκήνωμά Σου;
νώματί σου; Ἢ τίς ῎Η, ποιός μπορεῖ
κατασκηνώσει ἐν ὄρει νά κατασκηνώσει στό ἅγιο ὄρος Σου;
ἁγίῳ σου; (Ἡ ἀπάντηση τοῦ ἱερέα:)
2 Πορευόμενος ἄμωμος 2 «Αὐτός πού πορεύεται ἄμωμα
καὶ ἐργαζόμενος δι- καί εἶναι δίκαιος,
καιοσύνην, λαλῶν ἀλή- πού λαλεῖ ἀλήθεια στήν καρδιά του,
θειαν ἐν καρδίᾳ αὐτοῦ,
3 ὃς οὐκ ἐδόλωσεν ἐν 3 αὐτός πού δέν μίλησε δόλια,
γλώσσῃ αὐτοῦ, οὐδὲ οὔτε ἔκανε κακό στόν συνάνθρωπό του
ἐποίησε τῷ πλησίον καί δέν διέδωσε κατηγορίες
αὐτοῦ κακὸν καὶ ὀνει- γιά τούς πλησίον του.
δισμὸν οὐκ ἔλαβεν ἐπὶ
τοῖς ἔγγιστα αὐτοῦ.
4 Ἐξουδένωται ἐνώπιον 4 Αὐτός πού καταφρονεῖ τόν πονηρευόμενο,
αὐτοῦ πονηρευόμενος, ἀλλά δοξάζει αὐτούς
τοὺς δὲ φοβουμένους πού φοβοῦνται τόν Κύριο.
τὸν Κύριον δοξάζει· ὁ Αὐτός πού ὁρκίζεται στόν συνάνθρωπό του

56
Ψαλμός 14

ὀμνύων τῷ πλησίον καί δέν ἐπιορκεῖ·


αὐτοῦ καὶ οὐκ ἀθετῶν·
5 τὸ ἀργύριον αὐτοῦ 5 αὐτός πού δέν δανείζει μέ τόκο
οὐκ ἔδωκεν ἐπὶ τόκῳ καί δέν δωροδοκεῖται
καὶ δῶρα ἐπ᾿ ἀθῴοις γιά νά καταδικαστοῦν οἱ ἀθῶοι.
οὐκ ἔλαβεν. Ὁ ποιῶν Ὅποιος πράττει αὐτά
ταῦτα, οὐ σαλευθήσε- δέν πρόκειται ποτέ νά κλονιστεῖ».
ται εἰς τὸν αἰῶνα.

1. Ὑπῆρχε παλαιά συνήθεια ὁ ἱερεύς, στεκόμενος μπροστά στίς πύλες


τοῦ ἱεροῦ Ναοῦ, νά ἐρωτᾶ τούς ἐρχομένους πιστούς, ἄν εἶναι καλά προ-
ετοιμασμένοι, γιά τήν προσευχή καί τήν θυσία πού θά προσφέρουν στόν
Ναό (βλ. Α´ Βασ. 21,1. Ἀγγ. 2,11. Ζαχ. 7,1). Στόν Ψαλμό μας ὅμως ἐδῶ,
ἀντίθετα πρός τήν πρώτη παλαιά συνήθεια, ὁ πιστός ἐρωτᾶ τόν ἱερέα καί
ὄχι ὁ ἱερέας τόν πιστό, πῶς πρέπει νά εἶναι, γιά νά παρασταθεῖ ἐνώπιον τοῦ
Κυρίου στόν Ναό κατά τήν θεία λατρεία (στίχ. 1). Ἀπό τήν Παλαιά Δια-
θήκη ἀκόμη ὁ ἱερός Ναός ἐθεωρεῖτο ὡς τόπος παρουσίας τοῦ Θεοῦ καί ὄχι
ἁπλᾶ ὡς τόπος συγκεντρώσεως τῶν πιστῶν. Καί ἀφοῦ λοιπόν ὁ Ναός εἶναι
τόπος παρουσίας τοῦ Θεοῦ, ὁ πιστός, πού ἐπισκέπτεται τόν Ναό, θεωρεῖται
ἐκεῖ φιλοξενούμενος ἀπό τόν Θεό. Γι᾽ αὐτό καί ὁ ψαλμός μας ἐδῶ λέγει,
«Κύριε τίς “παροικήσει” ἐν τῷ σκηνώματί σου» (στίχ. 1)
2. Μᾶς κάνει ἐντύπωση ἡ ἀπάντηση τοῦ ἱερέα στόν ἐρωτῶντα πιστόν.
Πρέπει νά ἦταν πολύ καλός ὁ ἱερεύς αὐτός καί πολύ μορφωμένος θεολο-
γικά. Πρέπει νά εἶχε διαβάσει πολύ τήν διδασκαλία τῶν προφητῶν. Γιατί
στήν ἀπάντησή του πρός τόν πιστό Ἰουδαῖο πού τόν ἐρωτᾶ, τί πρέπει νά
ἔχει γιά νά παρουσιασθεῖ στόν Ναό καί νά παρασταθεῖ στόν Θεό, αὐτός (ὁ
ἱερεύς) δέν τοῦ λέγει νά προσκομίσει ὑλικές προσφορές, ἀλλά τοῦ λέγει νά
εἶναι κοσμημένος μέ ἀρετές. Καί κατά πρῶτον, τοῦ λέγει γενικά, ὅτι πρέπει
νά εἶναι «ἄμωμος» (στίχ. 2), νά εἶναι δηλαδή τέλειος ἠθικά. Καί ἔπειτα
τοῦ λέγει εἰδικά τίς ἀρετές πού πρέπει νά ἔχει. Πρέπει νά εἶναι δίκαιος καί
νά «λαλεῖ ἀλήθεια στήν καρδία του» (στίχ. 2), νά ἔχει δηλαδή εἰλικρινῆ
σκέψη καί θέληση. Τοῦ λέγει μετά, νά μήν ἔχει «δόλια» γλώσσα (στίχ. 3),
νά μήν διαβάλλει, δηλαδή, τούς ἄλλους ἀνθρώπους, οὔτε νά τούς ὀνειδίζει
(στίχ. 3). Ἀκόμη περισσότερο, αὐτός πού θέλει νά γίνει δεκτή ἡ προσφορά
του ἀπό τόν Θεό στόν Ναό, πρέπει νά συναναστρέφεται μέ τούς εὐσεβεῖς
καί νά τούς τιμᾶ (βλ. καί Ψαλμ. 1) καί, ἀντίθετα, πρέπει νά καταφρονεῖ
αὐτούς πού πράττουν τό κακό (στίχ. 4). Ἀκόμη, ὁ πιστός πού ἐμφανίζεται
στόν Ναό γιά νά λατρεύσει τόν Θεό, πρέπει νά μήν εἶναι ἐπίορκος· δηλαδή,
νά μήν παραβαίνει τόν ὅρκο του (στίχ. 4). Τέλος ὁ εὐσεβής, πού θέλει νά
57
Ψαλμός 15

λατρεύσει σωστά τόν Θεό στόν Ναό, πρέπει νά μήν δανείζει μέ τόκο (βλ.
ἐξ, 22,25. Λευιτ. 25,37. Ἰεζ. 18,8) καί κατά τήν ἀπονομή τοῦ δικαίου νά
μήν δωροδοκεῖται, πράγμα πού ἀποβαίνει ἐναντίον τῶν ἀθώων (στίχ. 5·
«δῶρα ἐπ᾽ ἀθώους οὐκ ἔλαβεν»).
3. Ἀσφαλῶς, ὅποιος ἔχει αὐτές τίς ἀρετές πού εἶπε παραπάνω ὁ Ψαλ-
μωδός μας, δηλαδή: ῞Οποιος ἔχει δικαιοσύνη καί φιλαλήθεια (στίχ. 2)·
ὅποιος δέν κατηγορεῖ καί δέν ὀνειδίζει κανένα (στίχ. 3) καί εἶναι φίλος τῶν
φίλων τοῦ Θεοῦ(!), φίλος τῶν εὐσεβῶν δηλαδή ἀνθρώπων, καί ἀπέχει ἀπό
τούς ἀσεβεῖς (στίχ. 4)· καί τέλος, ὅποιος δέν εἶναι ἐπίορκος καί δέν δανείζει
μέ τόκο, οὔτε δωροδοκεῖται γιά νά ἀδικήσει τόν δίκαιο (στίχ. 5), αὐτός θά
ἔχει μεγάλη εὐλογία ἀπό τόν Θεό, λέγει ὁ ἱερεύς στόν ἐρωτῶντα αὐτόν ἀπό
τήν ἀρχή εὐσεβῆ Ἰουδαῖο. Αὐτό θέλει νά πεῖ τό τέλος τοῦ ψαλμοῦ μας, «ὁ
ποιῶν ταῦτα οὐ σαλευθήσεται εἰς τόν αἰῶνα» (στίχ. 5).
4. Τό δίδαγμα τοῦ ψαλμοῦ μας, πού εἶναι ἕνα ὑψηλό κήρυγμα καί τῆς
Καινῆς Διαθήκης, εἶναι ὅτι ὁ ἄνθρωπος πλησιάζει καί εὐαρεστεῖ τόν Θεό
ὄχι μέ ἐξωτερικούς τύπους τῆς λατρείας, ἀλλά μέ τήν ἀρετή του, μέ τήν
τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Ἀληθινή λατρεία στόν Θεό εἶναι αὐτή πού
προσφέρεται ἀπό χέρια ὄχι γεμάτα μέ ὑλικές προσφορές, ἀλλά ἀπό χέρια
καθαρά ἀπό ἀδικίες καί δολιότητες. Αὐτό εἶναι τό κήρυγμα τῶν προφητῶν
τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τό κήρυγμα τό ὁποῖο μεταδίδει δυνατά καί ἠχηρά
ὁ μικρός μας 14ος ψαλμός τοῦ Ψαλτηρίου.

ΨΑΛΜΟΣ IΕ´ 15

Στηλογραφία τῷ Δαυΐδ.

ΠΙΣΤΟΙ ΣΤΟΝ ΑΛΗΘΙΝΟ ΚΑΙ ΚΑΛΟ ΘΕΟ ΜΑΣ!

15,1 Φύλαξόν με, 15,1 Φύλαξέ με, Κύριε, γιατί σέ Σένα ἤλπισα.
Κύριε, ὅτι ἐπὶ σοὶ ἤλ-
πισα.
2 Εἶπα τῷ Κυρίῳ· Κύ- 2 Εἶπα στόν Κύριο, «Ἐσύ εἶσαι ὁ Κύριός μου,
ριός μου εἶ σύ, ὅτι τῶν δέν ἔχεις ἀνάγκη ἀπό τά ἀγαθά μου».
ἀγαθῶν μου οὐ χρείαν
ἔχεις.
3 Τοῖς ἁγίοις τοῖς ἐν τῇ 3 Στούς ἁγίους τῆς γῆς Του
γῇ αὐτοῦ ἐθαυμάστω- ἔκανε θαυμαστά πράγματα ὁ Κύριος,

58
Ψαλμός 15

σεν ὁ Κύριος, πάντα τὰ ὅλη ἡ εὐαρέσκειά Του εἶναι σ᾽ αὐτούς.


θελήματα αὐτοῦ ἐν
αὐτοῖς.
4 Ἐπληθύνθησαν αἱ 4 Πλήθυναν οἱ ἀσθένειές τους,
ἀσθένειαι αὐτῶν, μετὰ ἀλλά γρήγορα πέρασαν.
ταῦτα ἐτάχυναν· οὐ μὴ Δέν θά μετέχω
συναγάγω τὰς συνα- στίς συγκεντρώσεις τῶν ἀλλοθρήσκων
γωγὰς αὐτῶν ἐξ αἱ- γιά αἱματερές προσφορές
μάτων, οὐδ᾿ οὐ μὴ οὔτε μέ τά χείλη μου
μνησθῶ τῶν ὀνομάτων θά προφέρω τά ὀνόματά τους
αὐτῶν διὰ χειλέων μου. (τῶν ψεύτικων θεῶν).
5 Κύριος μερὶς τῆς κλη- 5 Ὁ Κύριος εἶναι
ρονομίας μου καὶ τοῦ ἡ μερίδα τῆς κληρονομίας μου
ποτηρίου μου· σὺ εἶ ὁ καί τοῦ (οἴνου τοῦ) ποτηρίου μου·
ἀποκαθιστῶν τὴν κλη- Σύ εἶσαι πού μοῦ ξαναδίνεις
ρονομίαν μου ἐμοί. τήν κληρονομία μου.
6 Σχοινία ἐπέπεσέ μοι 6 Ἀπό τήν καταμέτρηση
ἐν τοῖς κρατίστοις· καὶ μοῦ ἔπεσε ὅ,τι τό καλύτερο·
γὰρ ἡ κληρονομία μου καί ἡ θρησκεία μου, ναί, εἶναι ὑπέροχη!
κρατίστη μοί ἐστιν.
7 Εὐλογήσω τὸν Κύ- 7 Θά δοξάζω τόν Κύριο,
ριον τὸν συνετίσαντά πού μοῦ ἔδωσε σύνεση·
με· ἔτι δὲ καὶ ἕως ἀκόμη δέ καί μέχρι τήν νύχτα
νυκτὸς ἐπαίδευσάν με τά σωθικά μου μοῦ δίνουν μαθήματα
οἱ νεφροί μου. (μοῦ μιλᾶνε γιά τόν Κύριο).
8 Προωρώμην τὸν Κύ- 8 Ἔχω τόν Κύριο πάντοτε ἐνώπιόν μου,
ριον ἐνώπιόν μου δια- γιατί εἶναι στά δεξιά μου, γιά νά μήν σαλευθῶ.
παντός, ὅτι ἐκ δεξιῶν
μού ἐστιν, ἵνα μὴ σα-
λευθῶ.
9 Διὰ τοῦτο ηὐφράνθη 9 Γι᾽ αὐτό ἡ καρδιά μου εὐφράνθηκε
ἡ καρδία μου, καὶ ἠγαλ- καί ἡ γλώσσα μου ἀγαλλίασε,
λιάσατο ἡ γλῶσσά μου, ἀκόμη δέ καί ἡ σάρκα μου θά ταφεῖ μέ ἐλπίδα.
ἔτι δὲ καὶ ἡ σάρξ μου
κατασκηνώσει ἐπ᾿ ἐλ-
πίδι,
10 ὅτι οὐκ ἐγκατα- 10 Γιατί δέν θά ἐγκαταλείψεις
λείψεις τὴν ψυχήν μου τήν ψυχή μου στόν ἅδη,
εἰς ᾅδην, οὐδὲ δώσεις οὔτε θά ἀφήσεις τόν πιστό Σου,

59
Ψαλμός 15

τὸν ὅσιόν σου ἰδεῖν δια- νά γνωρίσει τήν φθορά.


φθοράν.
11 Ἐγνώρισάς μοι ὁ- 11 Μέ ἔκανες νά γνωρίσω τόν δρόμο τῆς ζωῆς
δοὺς ζωῆς· πληρώσεις (δηλαδή, μοῦ ἀπεκάλυψες τό θέλημά Σου),
με εὐφροσύνης μετὰ θά μέ γεμίσεις χαρά στήν παρουσία Σου,
τοῦ προσώπου σου, οἱ ἀπό τήν δεξιά Σου χυνόμενες χαρές
τερπνότητες ἐν τῇ δεξιᾷ εἶναι παντοτεινές.
σου εἰς τέλος.

1. Ὁ ψαλμός αὐτός ἐπιγράφεται «στηλογραφία τῷ Δαβίδ». Εἶναι ἕνα


ὡραῖο κείμενο, σάν ἕνας στῆλος, σάν ἕνας ἀνδριάντας, πού παρουσιάζει
καί κηρύττει τήν ἀκλόνητη πίστη τοῦ Δαβίδ στόν ἀληθινό Θεό. Καί ἀκόμη
ὁ ψαλμός αὐτός παρουσιάζει τά ὡραῖα βιώματα καί σκιρτήματα τοῦ Δαβίδ
ἀπό τήν πίστη αὐτή στόν Θεό.
Ὅπως διαβάζουμε στήν Παλαιά Διαθήκη (βλ. Α´ Βασ. 26,12) ὁ Δαβίδ
διωκόμενος ἐπλανᾶτο στήν ξένη χώρα καί ζητοῦσε φιλοξενία μεταξύ τῶν
ἀλλοθρήσκων. Ὅπως δέ τό καταλαβαίνουμε, πολλές φορές ὁ Δαβίδ θά
ἐνοχλεῖτο ἀπό τούς ἀλλοπίστους γιά νά ἀρνηθεῖ τόν δικό του Θεό, τόν
Γιαχβέ, καί νά λατρεύσει τούς δικούς τους θεούς καί νά προσφέρει θυσία
σ᾽ αὐτούς. Αὐτή πρέπει νά εἶναι ἡ κατάσταση στήν ὁποία μᾶς μεταφέρει
ἐδῶ ὁ ψαλμός μας.
Ὁ Δαβίδ ἀρχίζει λέγοντας τρεῖς φορές τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ. Ὅπως φαίνε-
ται στό πρωτότυπο Ἑβραϊκό κείμενο, ὀνομάζει τόν Θεό μέ διάφορες ὀνο-
μασίες:Ἔλ, Γιαχβέ καί Ἀδωναΐ. Δέν λέει τήν γενική ὀνομασία «Θεέ», πού
τήν λένε καί οἱ ἄλλοι λαοί, γιά τούς δικούς τους ψεύτικους θεούς, ἀλλά λέει
τά ὀνόματα τοῦ δικοῦ του ἀληθινοῦ Θεοῦ. Αὐτό σημαίνει ὅτι δέν ξεχνάει
τόν Θεό του. Ἀπό τήν ἀρχή ὁ Δαβίδ, σ᾽ αὐτούς τούς ἀλλοθρήσκους, πού
τόν προτρέπουν νά ἀλλάξει τήν πίστη του, τούς λέγει ὅτι ὁ Γιαχβέ, ὁ Θεός
του, Αὐτός εἶναι ἡ ἐλπίδα του (στίχ. 1) καί Αὐτός εἶναι ὁ Κύριός του: «Εἶπα
τῷ Κυρίῳ μου: Κύριός μου εἶ σύ» (στίχ. 2).
2. Στήν συνέχεια ὁ Δαβίδ παρουσιάζει τόν Θεό του, γιά νά δείξει τήν
ἀνωτερότητά Του ἀπό τούς ψεύτικους θεούς, καί δέν εἶναι λοιπόν δυνατόν
νά Τόν ἀρνηθεῖ. Γιά τό Θεό του λοιπόν ὁ Δαβίδ λέγει «τῶν ἀγαθῶν μου οὐ
χρείαν ἔχεις» (στίχ. 2). Δέν ἔχει ἀνάγκη ὁ Θεός τοῦ Δαβίδ γιά ὑλικές τροφές
καί ποτά, ὅπως οἱ θεοί τῶν ἄλλων λαῶν, στούς ὁποίους οἱ λάτρεις τους πή-
γαιναν μέλι καί γάλα καί κρέατα γιά νά φάγουν καί νά πιοῦν. Ὁ Θεός τοῦ
Δαβίδ ὁ ἀληθινός, εἶναι πνεῦμα, καί λοιπόν, «ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ δεῖ
προσκυνεῖν» Αὐτόν (Ἰωάν. 4,24).

60
Ψαλμός 15

3. Ὅτι ὁ Θεός τοῦ Δαβίδ εἶναι ἀληθινός φαίνεται καί ἀπό τό ὅτι εἶναι
σωστοί καί ἀληθινοί ὅσοι Τόν λατρεύουν. Εἶναι ἅγιοι! Ἡ πίστη τοῦ Δαβίδ
βγάζει θαυμαστούς ἁγίους. «Τοῖς ἁγίοις τοῖς ἐν τῇ γῇ αὐτοῦ ἐθαυμάστωσεν
ὁ Κύριος» (στίχ. 3), λέγει ὁ Ψαλμός. Βέβαια καί οἱ ἅγιοι ἔχουν δυσκολίες
στήν ζωή τους καί αὐτοί ἔχουν ταλαιπωρίες καί ἀσθένειες· καί μάλιστα
λέγει ὁ ψαλμωδός μας ὅτι «ἐπληθύνθησαν αἱ ἀσθένειαι αὐτῶν». Ὅμως μέ
τήν ἁγιότητά τους τά ξεπερνᾶνε ὅλα γρήγορα. Γι᾽ αὐτό παρακάτω λέγει ὁ
ψαλμωδός «μετά ταῦτα ἐτάχυναν»· οἱ ἀρρώστιες «ἐτάχυναν» (στίχ. 4). Ξε-
περάστηκαν γρήγορα μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, γιατί «τοῖς ἁγίοις τῆς ἐν τῇ
γῇ αὐτοῦ ἐθαυμάστωσεν ὁ Κύριος» (στίχ. 3).
4. Ἀφοῦ λοιπόν ὁ Δαβίδ εἶναι πιστός στόν Θεό του, λέγει τώρα μέ στα-
θερότητα ὅτι ποτέ δέν θά πάει στίς συγκεντρώσεις τῶν ἀλλοθρήσκων καί
ποτέ δέν θά προσφέρει αἱματηρές θυσίες σ᾽ αὐτές: «Οὐ μή συναγάγω τάς
συναγωγάς αὐτῶν ἐξ αἱμάτων». Καί ἀκόμη περισσότερο, ποτέ δέν θά μο-
λύνει τά χείλη του λέγοντας τά ὀνόματα τῶν ψεύτικων θεῶν (στίχ. 4), ὅπως
τά ὀνόματα Καμώς, Μολώχ, Βάαλ καί Ἀστάρτη.
5. Παρακάτω στόν ψαλμό μας, ἀγαπητοί, ὁ Δαβίδ παριστάνεται ὡς πολύ
δεμένος μέ τόν Θεό, σάν ἱερέας Του. Καί ὅπως οἱ Λευῖτες τῆς Παλαιᾶς Δια-
θήκης ἔλαβαν ὡς κληρονομιά τους τόν Ἴδιο τόν Θεό καί ὄχι μερίδα γῆς
(βλ. Ἀριθμ. 18,20. Δευτ. 10,9), ἔτσι λέγει καί ὁ Δαβίδ γιά τόν ἑαυτό του.
Λέγει ὅτι «Κύριος μερίς τῆς κληρονομίας μου καί τοῦ ποτηρίου μου» (στίχ.
5). Αὐτή ἡ κληρονομία τοῦ μετρήθηκε («σχοινία ἐπέπεσέ με ἐν τοῖς κρατί-
στοις», στίχ. 6), κληρονομία, τήν ὁποία ἀμέσως παρακάτω τήν ὀνομάζει
«κράτιστη» (στίχ. 6). Ὑπέροχη, δηλαδή! Ἀσύγκριτη! Ναί, δέν ὑπάρχει τί-
ποτε ἀνώτερο καί τίποτε καλύτερο ἀπό τό νά εἶναι κάποιος πιστός καί ἀφιε-
ρωμένος στόν Θεό. Καί αὐτή ἡ κληρονομία, τό νά εἶσαι δηλαδή τοῦ Θεοῦ,
ἔχει καί «ποτήριον». Ἔτσι εἶπε παραπάνω ὁ Δαβίδ: «Κύριος μερίς τῆς κλη-
ρονομίας μου καί τοῦ ποτηρίου μου» (στίχ. 5). Ποιό εἶναι αὐτό τό «ποτή-
ριον»; Νομίζουμε ὅτι ἐδῶ ὁ ψαλμός μιλάει προφητικά γιά τήν θεία
Κοινωνία. Ναί, αὐτό εἶναι! Ὤ, αὐτό τό θεῖο Ποτήρι. «Τό Ποτήριόν Σου, ὦ
Θεέ, μεθύσκον μέ ὡσεί κράτιστον»!
6. Μετά ἀπό αὐτά ὁ Δαβίδ δίνει ἱερή ὑπόσχεση ὅτι τόν Θεό του, τόν
Γιαχβέ, δέν θά τόν ἀρνηθεῖ ποτέ. Ὑπόσχεται ὅτι «εὐλογήσω τόν Κύριον τόν
συνετίσαντά με» (στίχ. 7)! Θά δοξάζει, δηλαδή, πάντα τόν Θεό του, πού
τόν φώτισε νά Τόν γνωρίσει καί νά Τόν ἀγαπήσει καί νά πάρει αὐτή τήν
ἀπόφαση, τό νά εἶναι γιά πάντα πιστός σ᾽ Αὐτόν.
Πολύ τόν ἀγαπάει τόν Θεό του ὁ Δαβίδ. Ἀφοῦ λέγει ὅτι ὄχι μόνο τήν
ἡμέρα, ἀλλά καί τήν νύχτα ἀκόμη, ὅλο του τό «εἶναι» καί ὅλα του τά σω-
θικά σκέπτονται Αὐτόν: «Ἔτι δέ καί ἕως νυκτός ἐπαίδευσάν με οἱ νεφροί

61
Ψαλμός 16

μου» (στίχ. 7)! Τόν Θεό Του, λέγει παρακάτω ὁ Δαβίδ, τόν ἔχει σύντροφο,
διαρκῶς ἱστάμενο στό πλευρό του, στά δεξιά του. Καί ἔτσι νοιώθει σιγου-
ριά: «Προωρώμην τόν Κύριον ἐνώπιόν μου διαπαντός, ὅτι ἐκ δεξιῶν μού
ἐστιν, ἵνα μή σαλευθῶ» (στίχ. 8)!
7. Στό τέλος ὁ ψαλμός μᾶς παρουσιάζει τόν Δαβίδ νά χαίρεται καί νά
εὐφραίνεται καί νά σείεται ὁλόκληρος ἀπό χαρά (στίχ. 9) Ἡ χαρά του βέ-
βαια εἶναι γιά τόν Θεό του, ἕναν τόσο δυνατό καί ὑπέροχο Θεό, πού ἔχει.
Στήν χαρά του αὐτή συμμετέχει καί τό σῶμα του: «Ἔτι δέ καί ἡ σάρξ μου
κατασκηνώσει ἐπ᾽ ἐλπίδι» (στίχ. 9). «Ἐπ᾽ ἐλπίδι», λέγει, γιατί εἶναι βέβαιος
ὅτι ὁ Θεός του θά τοῦ εἶναι πιστός καί δέν θά τόν ἐγκαταλείψει ποτέ, οὔτε
στόν θάνατό του. Τό λέγει καθαρά παρακάτω: «Οὐκ ἐγκαταλείψεις τήν
ψυχήν μου εἰς ᾅδην, οὐδέ δώσεις τόν ὅσιόν σου ἰδεῖν διαφθορᾶν» (στίχ.
10). Τελικά λέγει ὁ ποιητής μας ὅτι ἡ ζωή μέ τόν Θεό ἔχει χαρές, ἔχει με-
γάλες χαρές, ἔχει «εὐφροσύνες» καί «τερπνότητες» (στίχ. 11). Ἄς χαιρό-
μαστε τίς χαρές τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ μας καί ἄς εἴμεθα πιστοί σ᾽ Αὐτόν
γιά πάντα.

ΨΑΛΜΟΣ IΣΤ´ 16

Προσευχὴ τοῦ Δαυΐδ.

«ΕΝ ΣΚΕΠΗ ΤΩΝ ΠΤΕΡΥΓΩΝ ΣΟΥ ΣΚΕΠΑΣΕΙΣ ΜΕ»


16,1 Εἰσάκουσον, 16,1 Ἄκουσε με, ὦ Κύριε,
Κύριε, τῆς δικαιοσύνης πού μοῦ ἀποδίδεις τό δίκαιο,
μου, πρόσχες τῇ δεήσει πρόσεξε τήν δέησή μου,
μου, ἐνώτισαι τὴν βᾶλε μέσα στά ὦτα σου τήν προσευχή μου,
προσευχήν μου οὐκ ἐν πού βγαίνει ἀπό ἄδολα χείλη.
χείλεσι δολίοις.
2 Ἐκ προσώπου σου τὸ 2 Ἀπό Σένα ἄς βγῆ ἡ δικαίωσή μου,
κρῖμά μου ἐξέλθοι, οἱ κάνε, ὥστε τά μάτια μου
ὀφθαλμοί μου ἰδέτω- νά δοῦν τήν δικαιοσύνη.
σαν εὐθύτητας.
3 Ἐδοκίμασας τὴν καρ- 3 Δοκίμασες τήν καρδιά μου,
δίαν μου, ἐπεσκέψω νυ- μέ ἐπισκέφθηκες τήν νύχτα
κτός· ἐπύρωσάς με, καὶ (καί εἶδες τόν ἀγώνα μου μέ τό κακό),
οὐχ εὑρέθη ἐν ἐμοὶ ἀ- μέ πύρωσες καί δέν βρέθηκε μέσα μου ἀδικία.
δικία.
4 Ὅπως ἂν μὴ λαλήσῃ 4 Γιά νά μήν μιλήσει τό στόμα μου
62
Ψαλμός 16

τὸ στόμα μου τὰ ἔργα τά (πονηρά) ἔργα τῶν ἀνθρώπων,


τῶν ἀνθρώπων, διὰ ἐγώ ὤδευσα τήν σκληρή ὁδό
τοὺς λόγους τῶν χει- (τοῦ καθήκοντος),
λέων σου ἐγὼ ἐφύλαξα ἐπειδή αὐτό ἦταν τό θέλημά Σου.
ὁδοὺς σκληράς.
5 Κατάρτισαι τὰ δια- 5 Στήριξε τά βήματά μου στόν δρόμο Σου,
βήματά μου ἐν ταῖς γιά νά μήν λυγίσω.
τρίβοις σου, ἵνα μὴ σα-
λευθῶσι τὰ διαβήματά
μου.
6 Ἐγὼ ἐκέκραξα, ὅτι 6 Κράζω, ὦ Θεέ, (σέ Σένα)
ἐπήκουσάς μου, ὁ Θεός· γιατί (παλαιά) Σέ ἐπικαλέστηκα
κλῖνον τὸ οὖς σου ἐμοὶ καί μέ ἄκουσες·
καὶ εἰσάκουσον τῶν κλῖνε (καί τώρα) τό οὖς Σου σέ μένα
ῥημάτων μου. καί ἄκουσε τά λόγια μου.
7 Θαυμάστωσον τὰ 7 Ἄς δοθοῦν πλούσια τά ἐλέη Σου (σέ μένα),
ἐλέη σου, ὁ σῴζων τοὺς Σύ πού, ὅσους ἐλπίζουν σέ Σένα, τούς σώζεις
ἐλπίζοντας ἐπὶ σὲ ἐκ ἀπό αὐτούς πού ἐναντιώνονται
τῶν ἀνθεστηκότων τῇ στήν δύναμή Σου.
δεξιᾷ σου.
8 Φύλαξόν με ὡς κόρην 8 Φύλαξέ με σάν τήν κόρη τοῦ ματιοῦ,
ὀφθαλμοῦ· ἐν σκέπῃ σκέπασέ με κάτω ἀπό τήν σκέπη
τῶν πτερύγων σου σκε- τῶν πτερύγων σου,
πάσεις με
9 ἀπὸ προσώπου ἀ- 9 ἀπό ἀσεβεῖς πού μέ ταλαιπωροῦν·
σεβῶν τῶν ταλαιπω- οἱ ἐχθροί μου μέ ἔχουν περικυκλώσει·
ρησάντων με. Οἱ ἐχθροί
μου τὴν ψυχήν μου πε-
ριέσχον·
10 τὸ στέαρ αὐτῶν 10 ἔκλεισαν τελείως τά σπλάχνα τους,
συνέκλεισαν, τὸ στόμα τό στόμα τους ἐλάλησε ὑπερήφανα λόγια.
αὐτῶν ἐλάλησεν ὑπερη-
φανίαν.
11 Ἐκβαλόντες με νυνὶ 11 Καί τώρα μέ ἔβγαλαν ἔξω
περιεκύκλωσάν με, καί μέ περικύκλωσαν,
τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτῶν καί ἡ προσπάθειά τους εἶναι
ἔθεντο ἐκκλῖναι ἐν τῇ νά μέ ξαπλώσουν (νεκρό) στή γῆ.
γῇ.
12 Ὑπέλαβόν με ὡσεὶ 12 Μέ βλέπουν ὅπως βλέπει τό λιοντάρι,

63
Ψαλμός 16

λέων ἕτοιμος εἰς θήραν πού εἶναι ἕτοιμο γιά τό θήραμά του
καὶ ὡσεὶ σκύμνος (νά τό φάγει)
οἰκῶν ἐν ἀποκρύφοις. καί σάν ἕνα νεαρό λιοντάρι,
πού ἐνεδρεύει σέ κρυφούς τόπους.
13 Ἀνάστηθι, Κύριε, 13 Σήκω, Κύριε, πρόφθασέ τους
πρόφθασον αὐτοὺς καὶ καί ἀνάτρεψέ τους.
ὑποσκέλισον αὐτούς, Σῶσε τήν ψυχή μου ἀπό τόν ἀσεβῆ·
ρῦσαι τὴν ψυχήν μου (σῶσε ἐμέ) τήν ρομφαία Σου
ἀπὸ ἀσεβοῦς, ρομφαίαν (τόν ἀγωνιστή Σου)
σου ἀπὸ ἐχθρῶν τῆς ἀπό ὅσους ἐχθρεύονται τήν ἐξουσία Σου.
χειρός σου.
14 Κύριε, ἀπὸ ὀλίγων 14 Κύριε, διαχώρησε τήν ζωή τῶν ἀσεβῶν
ἀπὸ γῆς διαμέρισον ἀπό τούς ὀλίγους τῆς γῆς (τούς εὐσεβεῖς).
αὐτοὺς ἐν τῇ ζωῇ αὐ- (Ἔχουν ἀμύθητους θησαυρούς)
τῶν, καὶ τῶν κεκρυμ- Καί ἀπό αὐτά πού ἔκρυψες
μένων σου ἐπλήσθη ἡ (στήν γῆ καί στίς θάλασσες)
γαστὴρ αὐτῶν, ἐχορ- γέμισε ἡ κοιλιά τους.
τάσθησαν υἱῶν*, καὶ Πλήθυναν ἀπό παιδιά,
ἀφῆκαν τὰ κατάλοιπα (ἔφαγαν αὐτά) καί ἀφῆκαν κατάλοιπα
τοῖς νηπίοις αὐτῶν. καί γιά τά ἐγγόνια τους.
15 Ἐγὼ δὲ ἐν δικαιο- 15 Ἀλλά ἐγώ, ἔχοντας ἀρετή,
σύνῃ ὀφθήσομαι τῷ θά ἐμφανισθῶ ἐνώπιόν Σου,
προσώπῳ σου, χορτα- θά γλυκαίνομαι βλέποντας τήν δόξα Σου.
σθήσομαι ἐν τῷ ὀφθῆ-
ναί μοι τὴν δόξαν σου.

* ῎Αλλη γραφή· ὑείων.

1. Ὁ ποιητής τοῦ ψαλμοῦ μας αὐτοῦ καταδιώκεται ἀπό ἐχθρούς, οἱ


ὁποῖοι πραγματικά θέλουν νά τόν καταφάγουν (στίχ. 12) καί νά τόν κατα-
πατήσουν (στίχ. 11). Καί καταφεύγει στόν Θεό, ζητῶντας ἀπ᾽ Αὐτόν τό δί-
καιό του, γιατί εἶναι Θεός δικαιοσύνης (στίχ. 1α. 2). Δηλώνει δέ στόν Θεό
ὅτι τοῦ ὁμιλεῖ μέ εἰλικρίνεια καί καθαρότητα («οὐκ ἐν χείλεσι δολίοις»,
στίχ. 1β). Τό ὅτι πραγματικά ὁ ποιητής μας εἶναι δίκαιος καί δέν βαρύνεται
μέ τίς κατηγορίες, πού τοῦ ἀποδίδουν οἱ ἐχθροί του, τό γνωρίζει καί ὁ Ἴδιος
ὁ Θεός, πού εἶναι καρδιογνώστης καί γνωρίζει λοιπόν καλά τήν ψυχή τοῦ
ποιητοῦ (στίχ. 3-4). Γνωρίζει ὁ Θεός τό πόσο ὁ ψαλμωδός μας τόν ἀγαπᾶ,
γιατί δέν θέλει νά πορεύεται κατά τά ἔργα τῶν ἀνθρώπων, ἀλλά κατά τόν
64
Ψαλμός 16

λόγο Του. Καί γιά τόν λόγο τοῦ Θεοῦ ὁ ποιητής μας λέγει ὅτι «ἐφύλαξε
ὁδούς σκληράς» (στίχ. 4)! Δηλώνει δέ ὁ ψαλμωδός μας ὅτι καί στό μέλλον
ἔτσι θέλει νά πορεύεται, γι᾽ αὐτό καί παρακαλεῖ τόν Θεό λέγοντας, «κα-
τάρτισαι τά διαβήματά μου ἐν ταῖς τρίβοις σου, ὅπως μή σαλευθῶσι τά δια-
βήματά μου» (στίχ. 5)!
2. Ἔτσι, συκοφαντούμενος καί διωκόμενος ἄδικα ὁ ποιητής τοῦ ψαλμοῦ
μας καταφεύγει στόν Θεό καί τοῦ ζητάει νά τόν προφυλάξει ἀπό τό ἐχθρικό
του περιβάλλον. Τό κάνει δέ αὐτό, γιατί ὁ ποιητής ἐνθυμεῖται ὅτι καί ἄλλοτε
βρέθηκε σέ παρόμοια κατάσταση καί ἐπικαλέστηκε τόν Θεό καί Αὐτός τόν
βοήθησε («ἐγώ ἐκέκραξα, ὅτι ἐπήκουσάς μου, ὁ Θεός», στίχ. 6). Ἔτσι καί
τώρα καταφεύγει στόν Θεό, πού σώζει «τούς ἐλπίζοντας ἐπ᾽ Αὐτόν» (στίχ.
7), καί τόν παρακαλεῖ νά τοῦ δείξει πλούσια τά ἐλέη Του («θαυμάστωσαν
τά ἐλέη σου», στίχ. 7), ἐπειδή καταδιώκεται ἀπό ἀνθρώπους πού εἶναι καί
δικοί Του ἐχθροί, δηλαδή ἐχθροί τοῦ Θεοῦ, γιατί πᾶνε κόντρα πρός τό θέ-
λημά Του («ἐκ τῶν ἀνθεστηκότων τῇ δεξιᾷ σου», στίχ. 7). Εἶναι δέ πολύ
ὡραία ἡ προσευχή τοῦ ποιητοῦ μας στόν Θεό, γιατί Τόν παρακαλεῖ νά τόν
φυλάξει «ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ» καί νά τόν προστατεύσει ὑπό τήν «σκέπη
τῶν πτερύγων Του». «Φύλαξόν με ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ· ἐν σκέπῃ τῶν πτερύ-
γων σου σκεπάσεις με» (στίχ. 8)!
3. Στήν συνέχεια ὁ ποιητής περιγράφει μέ λίγα λόγια τό ποιόν τῶν
ἐχθρῶν του καί τό κακό πού θέλουν νά τοῦ κάνουν αὐτοί. Λέει, λοιπόν, γι᾽
αὐτούς ὅτι εἶναι ἀσεβεῖς καί τόν καταθλίβουν («ἀπό προσώπου ἀσεβῶν
τῶν ταλαιπωρησάντων με», στίχ. 9)· ὅτι εἶναι ἄσπλαγχνοι, γιατί ἔκλεισαν
τελείως τά σπλάγχνα τους καί ἐκφράζονται ὑπερφίαλα ἐναντίον του (στίχ.
10). Τόν περικυκλώνουν (στίχ. 9β. 11α), γιά νά τόν συλλάβουν καί νά τόν
ξαπλώσουν νεκρό κατά γῆς («ἐκκλῖναι ἐν τῇ γῇ», στίχ.11β). Οἱ ἐχθροί του
φέρονται πρός αὐτόν σάν λιοντάρια πού παραμονεύουν γιά τό θῦμα τους
(στίχ. 12). Θέλουν νά τόν καταφάγουν!
4. Τέλος, ὁ ποιητής ζητεῖ ἀπό τόν Θεό τήν τιμωρία τοῦ ἐχθροῦ του.
Τολμᾶ νά πεῖ στόν Θεό νά παύσει τήν ἀνοχή Του στούς κακούς καί νά ἐγερ-
θεῖ ἀπό τήν ἀπραξία Του καί νά τούς τιμωρήσει. Αὐτό σημαίνει αὐτό πού
λέει παρακάτω: «Ἀνάστηθι, Κύριε, πρόφθασον αὐτούς καί ὑποσκέλισον
αὐτούς» (στίχ. 13). Τόν παρακαλεῖ νά ἀνατρέψει τά ἐναντίον του σχέδιά
τους· τά ἐναντίον αὐτοῦ, πού εἶναι «ρομφαία» Του, ὑπερασπιστής καί ἀγω-
νιστής Του (στίχ. 13).
Στό τέλος-τέλος τοῦ ψαλμοῦ ὁ ποιητής, σκεπτόμενος ὅτι αὐτός ὁ δίκαιος
ὑποφέρει, ἐνῶ οἱ ἀσεβεῖς πού τόν καταδιώκουν ὑπερισχύουν, θίγει τό σπου-
δαῖο θέμα τῆς θεοδικίας. «Θεοδικία» καλεῖται, τό πῶς φαίνεται ἡ δικαιο-
σύνη τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ οἱ κακοί εὐτυχοῦν καί οἱ καλοί δυστυχοῦν; Γιά τούς

65
Ψαλμός 17

κακούς – πού εἶναι οἱ ἐχθροί του – , λέγει ὁ ποιητής μας ὅτι ἔχουν ἄφθονα
τά ὑλικά τους ἀγαθά. Λέγει ὅτι «ἐπλήσθη ἡ γαστήρ αὐτῶν» καί ἔχουν πολλά
ἀγαθά πού φτάνουν καί γιά τά ἐγγόνια τους (στίχ. 14). Ἐνῶ οἱ δίκαιοι –
καί σ᾽ αὐτούς ἐννοεῖται ἀνήκει ὁ ποιητής μας – στεροῦνται ἀπό τά ἀγαθά
αὐτά. Ποιά λοιπόν εἶναι ἡ χαρά τοῦ δικαίου; Ἡ χαρά τοῦ δικαίου, πού φαί-
νεται σάν ἀμοιβή ἀπό τόν Θεό γιά τήν θεοσέβειά του, εἶναι τό ὅτι ἡ ψυχή
του γλυκαίνεται ἀπό τήν παρουσία τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ σ᾽ αὐτήν. Εἶναι
τό ὅτι, γιά τήν ἀρετή του, βλέπει τήν δόξα τοῦ Θεοῦ, γιά τήν ὁποία εἶναι
πλασμένος ὁ ἄνθρωπος. «Ἐγώ δέ – λέγει ὁ Ψαλμωδός – ἐν δικαιοσύνῃ
ὀφθήσομαι τῷ προσώπῳ σου, χορτασθήσομαι ἐν τῷ ὀφθῆναι μοι τήν δόξαν
σου» (στίχ. 15). Αὐτό πραγματικά εἶναι ἡ μεγαλύτερη χαρά καί εὐτυχία,
εὐτυχία καί χαρά αἰώνια, πρός τήν ὁποία δέν μπορεῖ νά συγκριθοῦν τά
ὑλικά πλούτη καί ὅλα τά ἐπίγεια ἀγαθά.

ΨΑΛΜΟΣ IΖ´ 17

Εἰς τὸ τέλος· τῷ παιδὶ Κυρίου τῷ Δαυΐδ,


ἃ ἐλάλησεν τῷ Κυρίῳ τοὺς λόγους τῆς ᾠδῆς ταύτης ἐν ἡμέρᾳ,
ᾗ ἐῤῥύσατο αὐτὸν ὁ Κύριος ἐκ χειρὸς πάντων τῶν ἐχθρῶν αὐτοῦ
καὶ ἐκ χειρὸς Σαούλ, 2 καὶ εἶπεν·

Η ΕΠΕΜΒΑΣΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΥΠΕΡ ΤΟΥ ΔΑΒΙΔ


ΚΑΙ Η ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑ ΤΟΥ ΔΑΒΙΔ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΘΕΟ

17,2 Ἀγαπήσω σε, 17,2 Θά Σέ ἀγαπήσω, Κύριε, δύναμή μου.


Κύριε, ἡ ἰσχύς μου.
3 Κύριος στερέωμά 3 Ὁ Κύριος εἶναι τό στήριγμά μου,
μου καὶ καταφυγή μου ἡ καταφυγή μου καί ὁ ρύστης μου.
καὶ ρύστης μου. ῾Ο Ὁ Θεός εἶναι βοηθός μου,
Θεός μου βοηθός μου, σ᾽ Αὐτόν θά ἐλπίζω.
ἐλπιῶ ἐπ᾿ αὐτόν, ὑπε- Εἶναι ὁ ὑπερασπιστής μου
ρασπιστής μου καὶ καί ἡ δύναμή μου γιά νά σώζομαι
κέρας σωτηρίας μου εἶναι ὁ προστάτης μου.
καὶ ἀντιλήπτωρ μου.
4 Αἰνῶν ἐπικαλέσομαι 4 Θά ἐπικαλεσθῶ τόν Κύριο μέ ὕμνους
τὸν Κύριον καὶ ἐκ τῶν καί θά σωθῶ ἀπό τούς ἐχθρούς μου.
ἐχθρῶν μου σωθήσο-
μαι.

66
Ψαλμός 17

5 Περιέσχον με ὠδῖνες 5 Μέ περιεκύκλωσαν θανατηφόροι πόνοι


θανάτου, καὶ χείμαρροι καί μέ τάραξαν οἱ ἀνομίες σάν χείμαρροι.
ἀνομίας ἐξετάραξάν με.
6 Ὠδῖνες ᾅδου περι- 6 Μέ περιεκύκλωσαν ἀγωνίες τοῦ ἅδου,
εκύκλωσάν με, προ- μέ πρόφθασαν οἱ παγίδες τοῦ θανάτου.
έφθασάν με παγίδες
θανάτου.
7 Καὶ ἐν τῷ θλίβεσθαί 7 Καί στόν καιρό τῆς θλίψης μου
με ἐπεκαλεσάμην τὸν ἐπικαλέστηκα τόν Κύριο
Κύριον καὶ πρὸς τὸν καί κραύγασα πρός τόν Θεό μου·
Θεόν μου ἐκέκραξα· καί ἄκουσε τήν φωνή μου
ἤκουσεν ἐκ ναοῦ ἁγίου ἀπό τόν ἅγιο Ναό Του·
αὐτοῦ φωνῆς μου, καὶ ἡ καί ἡ ἐνώπιόν Του κραυγή μου
κραυγή μου ἐνώπιον ἔφτασε στά ὦτα Του (= εἰσακούστηκε).
αὐτοῦ εἰσελεύσεται εἰς
τὰ ὦτα αὐτοῦ.
8 Καὶ ἐσαλεύθη καὶ 8 Τότε σαλεύτηκε καί τρόμαξε ἡ γῆ,
ἔντρομος ἐγενήθη ἡ γῆ, καί τά θεμέλια τῶν ὀρέων ταράχθηκαν
καὶ τὰ θεμέλια τῶν καί σαλεύθηκαν,
ὀρέων ἐταράχθησαν γιατί ὠργίστηκε ἐναντίον τους ὁ Θεός.
καὶ ἐσαλεύθησαν, ὅτι
ὠργίσθη αὐτοῖς ὁ Θεός.
9 Ἀνέβη καπνὸς ἐν ὀργῇ 9 Στήν ὀργή Του ἀνέβηκε καπνός
αὐτοῦ καὶ πῦρ ἀπὸ καί φωτιά ἀπό μπροστά Του θά ἐκραγεῖ.
προσώπου αὐτοῦ κατα- Κάρβουνα ἄναψαν ἀπ᾽ Αὐτόν.
φλεγήσεται, ἄνθρακες
ἀνήφθησαν ἀπ᾿ αὐτοῦ.
10 Καὶ ἔκλινεν οὐρα- 10 Χαμήλωσε ἀπό τούς οὐρανούς
νοὺς καὶ κατέβη, καὶ καί κατέβηκε
γνόφος ὑπὸ τοὺς πόδας καί σκοτάδι κάτω ἀπό τά πόδια Του.
αὐτοῦ.
11 Καὶ ἐπέβη ἐπὶ Χε- 11 Κάθησε πάνω στά Χερουβίμ καί πέταξε,
ρουβὶμ καὶ ἐπετάσθη, πέταξε πάνω στά πτερά τῶν ἀνέμων.
ἐπετάσθη ἐπὶ πτερύγων
ἀνέμων.
12 Καὶ ἔθετο σκότος 12 Ἔκανε τό σκοτάδι νά τόν κρύβει··
ἀποκρυφὴν αὐτοῦ· κύ- μαῦρο νερό στίς νεφέλες τοῦ οὐρανοῦ
κλῳ αὐτοῦ ἡ σκηνὴ σάν σκηνή τόν περιβάλλει.
αὐτοῦ, σκοτεινὸν ὕδωρ

67
Ψαλμός 17

ἐν νεφέλαις ἀέρων.
13 Ἀπὸ τῆς τηλαυ- 13 Λόγω τῆς λάμψεως μπροστά Του
γήσεως ἐνώπιον αὐτοῦ οἱ νεφέλες, τό χαλάζι
αἱ νεφέλαι διῆλθον, καί τά καυτά κάρβουνα
χάλαζα καὶ ἄνθρακες διαλύθηκαν.
πυρός.
14 Καὶ ἐβρόντησεν ἐξ 14 Καί ἐβρόντησε ἀπό τόν οὐρανό ὁ Κύριος
οὐρανοῦ Κύριος, καὶ ὁ καί ὁ ῞Υψιστος ἐφώναξε
῞Υψιστος ἔδωκε φωνὴν
αὐτοῦ·
15 ἐξαπέστειλε βέλη καὶ 15 Ἔρριψε βέλη καί τούς σκόρπισε
ἐσκόρπισεν αὐτοὺς καὶ (τούς ἐχθρούς του),
ἀστραπὰς ἐπλήθυνε καὶ καί πλήθυνε τίς ἀστραπές
συνετάραξεν αὐτούς. καί τούς συντάραξε.
16 Καὶ ὤφθησαν αἱ 16 Τότε φάνηκαν οἱ πηγές τῶν ὑδάτων
πηγαὶ τῶν ὑδάτων, καὶ καί ἀποκαλύφθηκαν τά θεμέλια τοῦ κόσμου
ἀνεκαλύφθη τὰ θεμέλια ἀπό τήν ἀπειλή Σου, Κύριε,
τῆς οἰκουμένης ἀπὸ ἀπό τήν πνοή τοῦ ὀργισμένου πνεύματός Σου.
ἐπιτιμήσεώς σου,
Κύριε, ἀπὸ ἐμπνεύσεως
πνεύματος ὀργῆς σου.
17 Ἐξαπέστειλεν ἐξ 17 Ἔστειλε ἀπό ψηλά καί μέ ἔλαβε,
ὕψους καὶ ἔλαβέ με, μέ ἔσυρε ἀπό τά πολλά νερά.
προσελάβετό με ἐξ ὑ-
δάτων πολλῶν.
18 Ρύσεταί με ἐξ ἐ- 18 Θά μέ σώσει
χθρῶν μου δυνατῶν, ἀπό τούς δυνατούς ἐχθρούς μου
καὶ ἐκ τῶν μισούντων καί ἀπό ὅσους μέ μισοῦν,
με, ὅτι ἐστερεώθησαν γιατί ἔγιναν δυνατώτεροί μου.
ὑπὲρ ἐμέ.
19 Προέφθασάν με ἐν 19 Μέ κατέλαβαν ἀπρόοπτα
ἡμέρᾳ κακώσεώς μου, τήν ἡμέρα τῆς δυστυχίας μου,
καὶ ἐγένετο Κύριος ἀλλά ὁ Κύριος ἔγινε τό στήριγμά μου
ἀντιστήριγμά μου
20 καὶ ἐξήγαγέ με εἰς 20 καί μέ ἔβγαλε σέ εὐρυχωρία·
πλατυσμόν, ρύσεταί με, μέ ἔσωσε, γιατί μέ ἔχει ἀγαπήσει.
ὅτι ἠθέλησέ με.
21 Καὶ ἀνταποδώσει 21 Μέ ἀντάμειψε ὁ Κύριος γιά τήν ἀρετή μου
μοι Κύριος κατὰ τὴν δι- καί μοῦ ἀνταπέδωσε

68
Ψαλμός 17

καιοσύνην μου καὶ τήν καθαρότητα τῶν χεριῶν μου.


κατὰ τὴν καθαριότητα
τῶν χειρῶν μου ἀντα-
ποδώσει μοι,
22 ὅτι ἐφύλαξα τὰς 22 Γιατί τήρησα τίς ἐντολές τοῦ Κυρίου
ὁδοὺς Κυρίου καὶ οὐκ καί δέν ἀσέβησα κατά τοῦ Θεοῦ μου,
ἠσέβησα ἀπὸ τοῦ Θεοῦ
μου,
23 ὅτι πάντα τὰ κρί- 23 γιατί ὅλες οἱ ἐντολές Του
ματα αὐτοῦ ἐνώπιόν εἶναι ἐνώπιόν μου
μου, καὶ τὰ δικαιώματα καί τά δικαιώματά Του
αὐτοῦ οὐκ ἀπέστησαν δέν ξεχάστηκαν ἀπό μένα.
ἀπ᾿ ἐμοῦ.
24 Καὶ ἔσομαι ἄμωμος 24 Ἤμουν πολύ καθαρός ἀπέναντί Του
μετ᾿ αὐτοῦ καὶ φυλάξο- καί φύλαξα τόν ἑαυτό μου ἀπό τήν ἁμαρτία.
μαι ἀπὸ τῆς ἀνομίας
μου.
25 Καὶ ἀνταποδώσει 25 Ἔτσι, μοῦ ἀνταπέδωσε ὁ Κύριος
μοι Κύριος κατὰ τὴν δι- σύμφωνα μέ τήν ἀρετή μου
καιοσύνην μου καὶ καί σύμφωνα μέ τήν καθαρότητα
κατὰ τὴν καθαριότητα τῶν ἔργων μου
τῶν χειρῶν μου ἐνώ- μπροστά στά μάτια Του.
πιον τῶν ὀφθαλμῶν
αὐτοῦ.
26 Μετὰ ὁσίου ὅσιος 26 Στούς καθαρούς θά εἶσαι (καί Σύ) καθαρός
ἔσῃ, καὶ μετὰ ἀνδρὸς καί μέ τόν ἀθῶο ἄνδρα θά εἶσαι ἀθῶος,
ἀθῴου ἀθῷος ἔσῃ,
27 καὶ μετὰ ἐκλεκτοῦ 27 καί μέ τόν ἐκλεκτό θά εἶσαι ἐκλεκτός,
ἐκλεκτὸς ἔσῃ καὶ μετὰ ἀλλά μέ τόν στρεβλό θά φέρεσαι λοξά.
στρεβλοῦ διαστρέψεις.
28 Ὅτι σὺ λαὸν τα- 28 Γιατί Σύ σώζεις τόν ταπεινό λαό
πεινὸν σώσεις καὶ ὀ- καί ταπεινώνεις τά μάτια τῶν ὑπερηφάνων.
φθαλμοὺς ὑπερηφάνων
ταπεινώσεις.
29 Ὅτι σὺ φωτιεῖς 29 Σύ, Κύριε Θεέ μου,
λύχνον μου, Κύριε ὁ φωτίζεις τόν λύχνο μου,
Θεός μου, φωτιεῖς τὸ φωτίζεις τό σκοτάδι μου.
σκότος μου.
30 Ὅτι ἐν σοὶ ῥυσθήσο- 30 Μέ τήν βοήθειά Σου

69
Ψαλμός 17

μαι ἀπὸ πειρατηρίου σώζομαι ἀπό τόν πειρασμό


καὶ ἐν τῷ Θεῷ μου καί μέ τήν βοήθειά μου
ὑπερβήσομαι τεῖχος. θά ὑπερπηδῶ τά ἐμπόδια.
31 Ὁ Θεός μου, ἄμωμος 31 Τοῦ Θεοῦ μου ἡ ὁδός εἶναι ἄμωμος,
ἡ ὁδὸς αὐτοῦ, τὰ λόγια τά λόγια τοῦ Κυρίου εἶναι
Κυρίου πεπυρωμένα, δοκιμασμένα ἀπό τήν φωτιά,
ὑπερασπιστής ἐστι εἶναι ὑπερασπιστής ὅλων
πάντων τῶν ἐλπιζόντων ὅσων ἐλπίζουν σ᾽ Αὐτόν.
ἐπ᾿ αὐτόν.
32 Ὅτι τίς Θεὸς πλὴν 32 Γιατί, ποιός εἶναι Θεός
τοῦ Κυρίου, καὶ τίς ἐκτός ἀπό τόν Κύριο (τόν Γιαχβέ);
Θεὸς πλὴν τοῦ Θεοῦ Καί ποιός εἶναι Θεός ἐκτός ἀπό τόν Θεό μας;
ἡμῶν;
33 Ὁ Θεὸς ὁ περι- 33 Ὁ Θεός εἶναι πού μέ περιζώνει μέ δύναμη
ζωννύων με δύναμιν καί καθιστᾶ ὁλοκάθαρη τήν ζωή μου·
καὶ ἔθετο ἄμωμον τὴν
ὁδόν μου·
34 καταρτιζόμενος τοὺς 34 κάνει τά πόδια μου σάν τῆς ἐλάφου
πόδας μου ὡσεὶ ἐλάφου καί μέ ἀνεβάζει στίς κορυφές·
καὶ ἐπὶ τὰ ὑψηλὰ ἱστῶν
με·
35 διδάσκων χεῖράς 35 Μαθαίνει τά χέρια μου νά πολεμοῦν
μου εἰς πόλεμον καὶ (=μέ ἔκανε ἥρωα).
ἔθου τόξον χαλκοῦν Ἐσύ ἔκανες τούς βραχίονές μου χάλινο τόξο
τοὺς βραχίονάς μου·
36 καὶ ἔδωκάς μοι ὑπε- 36 καί μοῦ ἔδωσες σωτήρια ἀσπίδα
ρασπισμὸν σωτηρίας, καί τό δεξί Σου Χέρι μέ ὑποστήριξε·
καὶ ἡ δεξιά σου ἀν- ἡ παιδεία Σου μέ ἀνόρθωσε παντελῶς
τελάβετό μου, καὶ ἡ καί ἡ παιδεία Σου αὐτή θά μέ διδάξει.
παιδεία σου ἀνώρθωσέ
με εἰς τέλος, καὶ ἡ παι-
δεία σου αὐτή με δι-
δάξει.
37 Ἐπλάτυνας τὰ δια- 37 Μοῦ εὐρύνεις τό πέρασμά μου
βήματά μου ὑποκάτω κάτω ἀπό τά πόδια μου
μου, καὶ οὐκ ἠσθένησαν καί δέν κλονίστηκαν οἱ ἀστράγαλοί μου.
τὰ ἴχνη μου.
38 Καταδιώξω τοὺς 38 Θά καταδιώξω τούς ἐχθρούς μου
ἐχθρούς μου καὶ κα- καί θά τούς συλλάβω

70
Ψαλμός 17

ταλήψομαι αὐτοὺς καὶ καί δέν θά γυρίσω πίσω


οὐκ ἀποστραφήσομαι, μέχρις ὅτου ἀξαφανιστοῦν·
ἕως ἂν ἐκλίπωσιν·
39 ἐκθλίψω αὐτούς, καὶ 39 Θά τούς πληγώσω
οὐ μὴ δύνωνται στῆναι, καί αὐτοί δέν θά μποροῦν νά σταθοῦν,
πεσοῦνται ὑπὸ τοὺς θά πέσουν κάτω ἀπό τά πόδια μου.
πόδας μου.
40 Καὶ περιέζωσάς με 40 Μέ περιέζωσες μέ δύναμη γιά πόλεμο,
δύναμιν εἰς πόλεμον, ἔμπλεξες ὅλους ὅσους μοῦ ἐπιτίθενται
συνεπόδισας πάντας κάτω ἀπό τά πόδια μου.
τοὺς ἐπανισταμένους
ἐπ᾿ ἐμὲ ὑποκάτω μου.
41 Καὶ τοὺς ἐχθρούς 41 Ἔτρεψες σέ φυγή τούς ἐχθρούς μου
μου ἔδωκάς μοι νῶτον καί ἐξολόθρευσες αὐτούς πού μέ μισοῦν.
καὶ τοὺς μισοῦντάς με
ἐξωλόθρευσας.
42 Ἐκέκραξαν, καὶ οὐκ 42 Αὐτοί ἔκραξαν,
ἦν ὁ σῴζων, πρὸς Κύ- ἀλλά δέν ὑπῆρχε κανείς νά τούς σώσει·
ριον, καὶ οὐκ εἰσήκου- (ἀκόμη ἔκραξαν) στόν Κύριο,
σεν αὐτῶν. ἀλλά δέν τούς ἄκουσε.
43 Καὶ λεπτυνῶ αὐτοὺς 43 Θά τούς λυώσω,
ὡσεὶ χνοῦν κατὰ θά γίνουν σάν τήν σκόνη
πρόσωπον ἀνέμου, ὡς πού τήν παίρνει ὁ ἄνεμος,
πηλὸν πλατειῶν λεανῶ θά τούς λειάνω σάν τήν λάσπη
αὐτούς. πού εἶναι στίς πλατεῖες.
44 Ρύσῃ με ἐξ ἀντι- 44 Μέ ἔσωσες με ἀπό τήν ἀντιλογία τοῦ λαοῦ
λογίας λαοῦ, κατα- (ἀπό ἐμφυλίους πολέμους),
στήσεις με εἰς κεφαλὴν μέ κατέστησες ἐπί κεφαλῆς ξένων ἐθνῶν·
ἐθνῶν. Λαός, ὃν οὐκ λαός πού πρῶτα δέν γνώριζα,
ἔγνων, ἐδούλευσέ μοι, ἔγινε ὑπήκοός μου.
45 εἰς ἀκοὴν ὠτίου 45 Ὅταν ἄκουσε τήν φήμη μου,
ὑπήκουσέ μου· υἱοὶ ἔγινε ὑπήκουός μου·
ἀλλότριοι ἐψεύσαντό ξένοι λαοί μοῦ ὑποκρίθηκαν (ὑπακοή)
μοι,
46 υἱοὶ ἀλλότριοι ἐπα- 46 ἀλλοεθνεῖς λαοί ἀχρηστεύθηκαν
λαιώθησαν καὶ ἐχώλα- καί σάν χωλοί σκόνταψαν
ναν ἀπὸ τῶν τρίβων στούς δρόμους τους.
αὐτῶν.
47 Ζῇ Κύριος, καὶ εὐλο- 47 Ζεῖ ὁ Κύριος

71
Ψαλμός 17

γητὸς ὁ Θεός μου καὶ καί ἄς εἶναι εὐλογητός ὁ Θεός μου


ὑψωθήτω ὁ Θεὸς τῆς καί ἄς ὑμνεῖται ὁ Θεός τῆς σωτηρίας μου.
σωτηρίας μου,
48 ὁ Θεὸς ὁ διδοὺς 48 Θεέ μου, πού ἐκδικεῖσαι γιά μένα,
ἐκδικήσεις ἐμοί, καὶ καί ὑποτάσεις λαούς σ᾽ ἐμένα,
ὑποτάξας λαοὺς ὑπ᾿
ἐμέ,
49 ὁ ῥύστης μου ἐξ 49 Ἐσύ πού μέ ἔσωσες ἀπό ὀργίλους ἐχθρούς,
ἐχθρῶν μου ὀργίλων, κάνε με νικητή σ᾽ αὐτούς
ἀπὸ τῶν ἐπανιστα- πού στρέφονται ἐναντίον μου,
μένων ἐπ᾿ ἐμὲ ὑψώσεις ρῦσαι με ἀπό ἄδικο ἄνθρωπο.
με, ἀπὸ ἀνδρὸς ἀδίκου
ρῦσαί με.
50 Διὰ τοῦτο ἐξομο- 50 Γι᾽ αὐτό θά σέ κηρύξω στά ἔθνη, Κύριε,
λογήσομαί σοι ἐν ἔ- καί θά ὑμνῶ τό Ὄνομά Σου.
θνεσι, Κύριε, καὶ τῷ
ὀνόματί σου ψαλῶ,
51 μεγαλύνων τὰς σω- 51 Αὐτός πού μεγάλυνε
τηρίας τοῦ βασιλέως τήν σωτηρία τοῦ βασιλέως Του
αὐτοῦ, καὶ ποιῶν ἔλεος καί ἔδειξε ἀγάπη στόν χριστό Του,
τῷ χριστῷ αὐτοῦ, τῷ στόν Δαβίδ καί στούς ἀπογόνους του
Δαυΐδ καὶ τῷ σπέρματι γιά πάντα.
αὐτοῦ ἕως αἰῶνος.

1. Στόν ἐδῶ ψαλμό μιλάει ὁ Δαβίδ καί εὐχαριστεῖ τόν Θεό (στίχ. 2-4),
γιατί μέ τήν θαυμαστή παντοδυναμία Του τόν ἔσωσε ἀπό πολλούς κινδύ-
νους (στίχ. 5-20). Ἀλλά καί αὐτός ὑπῆρξε πιστός στόν Θεό του (στίχ. 21-
31) καί γιά τήν πιστότητά του αὐτή ὁ Θεός τοῦ χάρισε πολλές στρατιωτικές
ἐπιτυχίες καί εὐλογίες πού προέκυψαν ἀπό τίς ἐπιτυχίες του αὐτές (στίχ.
32-46). Τέλος, ὁ Δαβίδ στόν ἐπίλογο τοῦ ὡραίου του αὐτοῦ ψαλμοῦ ἀνα-
κεφαλαιώνει τά εὐχαριστήριά του στόν Θεό. Αὐτός ὅλος ὁ ψαλμός μέ λίγα
λόγια.
2. Γιά τίς μεγάλες εὐεργεσίες πού ἔλαβε στήν ζωή του ὁ Δαβίδ ἀπό
τόν Θεό ὑπόσχεται ὅτι θά τόν ἀγαπᾶ. «Ἀγαπήσω σε, Κύριε», λέγει (στίχ.
2). Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ σέ μᾶς πρέπει νά πληρώνεται μέ τήν δική μας
ἀγάπη σ᾽ Αὐτόν. Ἀλλά πρέπει νά εἶναι μεγάλη ἡ ἀγάπη μας αὐτή πρός
τόν Θεό. Γι᾽ αὐτό καί ἐδῶ ὁ προφητάναξ Δαβίδ, λέγοντας ὅτι θά ἀγαπάει
τόν Θεό («ἀγαπήσω σε Κύριε»), χρησιμοποιεῖ στήν ἑβραϊκή γλώσσα, στήν
ὁποία γράφει τόν ψαλμό, ἕνα πολύ τρυφερό και δυνατό ρῆμα, τό
72
Ψαλμός 17

«ἐρχομκά», τό ὁποῖο κατά λέξη σημαίνει κολλάω στά μητρικά στήθη καί
θερμαίνομαι σ’ αὐτά! Τέτοια δυνατή ἀγάπη καί προσκόλληση πρέπει νά
ἔχουμε στόν Θεό. Σάν τό νήπιο στήν ἀγκαλιά τῆς μάνας του!
Τόν Θεό ὁ Δαβίδ, ἐκφράζοντας τήν ἀγάπη του καί τήν εὐγνωμοσύνη του
σ᾽ Αὐτόν, τόν καλεῖ μέ ἑπτά προσδιορισμούς, γιά νά δηλωθεῖ τό πλῆρες
καί τό τέλειο τοῦ Θεοῦ· γιατί ὁ ἀριθμός 7 θεωρεῖται πλήρης στήν Παλαιά
Διαθήκη. Ὀνομάζει λοιπόν ὁ Δαβίδ τόν Θεό «ἰσχύν» του, δηλαδή, δύναμή
του. «Ἀγαπήσω σε, Κύριε ἡ ἰσχύς μου», λέγει. Τόν ὀνομάζει ἔπειτα «στερέ-
ωμά» του, «καταφυγή» του, «ρύστη» του, «ὑπερασπιστή» του καί «κέρας
σωτηρίας» καί «ἀντιλήπτορά» του (στίχ. 2.3). Ὅλοι αὐτοί οἱ ἑπτά προσδιο-
ρισμοί εἶναι ὅλοι παρμένοι ἀπό τό στρατιωτικό στάδιο, γιατί ο Δαβίδ ἦταν
βασιλεύς καί πολλές φορές εἶχε δεῖ τήν προστασία τοῦ Θεοῦ νά τόν σώζει
ἀπό τούς κινδύνους στούς πολέμους. Ἀλλά εἶναι ὡραῖο αὐτό πού λέγει στό
τέλος τοῦ αἴνου του ὁ Δαβίδ: «Αἰνῶν – λέγει – ἐπικαλέσομαι τόν Κύριον
καί ἐκ τῶν ἐχθρῶν μου σωθήσομαι» (στίχ. 4). Δηλαδή: Ἐνῶ δοξάζει τόν
Θεό («αἰνῶν») γιά τίς περασμένες εὐεργεσίες Του, ὅμως λέγει καί «ἐπικα-
λέσομαι τόν Κύριον». Τόν παρακαλεῖ γιά νά ἔχει καί στό μέλλον τήν βοή-
θειά Του. Γιατί ξέρει ὅτι καί πάλι θά βρεθεῖ σέ κινδύνους ἀπό τούς ἐχθρούς
του καί πάλι, λοιπόν, θά ἔχει ἀνάγκη ἀπό τήν προστασία τοῦ Θεοῦ. «Καί
ἐκ τῶν ἐχθρῶν μου – λέγει – σωθήσομαι» καί τότε. Δηλαδή, καί ὅταν εὐχα-
ριστοῦμε μέ χαρά τόν Θεό γιά κάποια βοήθεια πού μᾶς ἔδωσε, πρέπει ἡ
εὐχαριστία μας αὐτή νά ἔχει καί παράκληση, γιά νά μᾶς βοηθήσει πάλι σέ
ἕνα ἄλλο κίνδυνο πού θά μᾶς ἔλθει. Γιατί ζοῦμε ἐν μέσῳ κινδύνων. Ἡ ἰδέα
αὐτή τοῦ ψαλμοῦ μας ἐδῶ εἶναι αὐτό πού λέγει ἁπλᾶ καί λαϊκά ὁ λαός μας:
«Δόξα Σοι ὁ Θεός καί βόηθα Παναγιά»!
3. Στήν συνέχεια ὁ ψαλμωδός μας γράφει γιά τούς κινδύνους πού βρέ-
θηκε καί ἀπό τούς ὁποίους τόν ἔσωσε ὁ Θεός. Οἱ κίνδυνοι αὐτοί παριστά-
νονται σάν πόνος γυναίκας, πού γεννάει, καί σάν χείμαρροι πού ἀφήνιασαν
καί ἀπειλοῦν κατακλυσμό. «Χείμαρροι ἀνομίας», λέει (στιχ. 5-6)! Μάλιστα
τό Ἑβραϊκό κείμενο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης λέει γιά τούς κινδύνους τοῦ
Δαβίδ ὅτι ἦταν «χείμαρροι τοῦ Βελίαρ», σατανικοί κίνδυνοι, δηλαδή.
Στούς κινδύνους του αὐτούς ὁ Δαβίδ, ὅταν τοῦ συνέβαιναν, «ἔκραζε»
καί «ἐπεκαλεῖτο» τόν Θεό (στιχ. 7α). Καί βεβαίως ἡ προσευχή εἶναι τό πιό
σωστικό μέσο στην θλίψη μας καί τούς πειρασμούς μας καί σ’ ὅλες τίς δυ-
σκολίες μας. Καί ὁ Δαβίδ λέγει ἐδῶ στόν Ψαλμό μας ὅτι ἡ κραυγή του, ἡ
προσευχή του, ἔφτασε στά ὦτα τοῦ Κυρίου καί σώθηκε (στίχ. 7β).
4. Μέ πολύ παραστατικότητα καί μεγαλοπρέπεια παριστάνει ὁ ψαλμω-
δός μας τόν ἐρχομό τοῦ Θεοῦ στούς κινδύνους του γιά νά τόν σώσει. Τά
λέει μάλιστα μέ τέτοια παραστατικότητα πού μᾶς προκαλοῦν τήν ἀπορία.

73
Ψαλμός 17

Σᾶς τά λέω ὅπως τά λέει ἐδῶ ὁ ψαλμός μας: Ἐρχόμενος ὀ Κύριος γιά βοή-
θεια στόν Δαβίδ – λέει ο ψαλμός μας – «σαλεύτηκε ἡ γῆ καί τρόμαξε. Καί
αὐτά τά θεμέλια τῶν ὀρέων ταράχθηκαν καί σαλεύθηκαν. Στήν ὀργή Του ὁ
Θεός ἔκανε καπνό νά ἀνέβει ψηλά. Κατέβηκε ἀπό τά οὐράνια... ἔβαλε τό
σκοτάδι νά τόν κρύβει. Ἀπό τό φῶς τῆς ἀστραπῆς μπροστά Του διαλύθηκαν
τά σύννεφα. Ἔστειλε τά βέλη του καί σκόρπισε τούς ἐχθρούς Του. Φάνηκαν
οἱ πυθμένες τῶν θαλασσῶν καί ξεσκεπάστηκαν τά θεμέλια τῆς οἰκουμένης»
(στιχ. 8-16)!
Οἱ ἐκφράσεις αὐτές καί ἄλλες ἀκόμη πού παρέλειψα, εἶναι πραγματικά
τολμηρές καί δημιουργοῦν τήν ἀπορία: Τί; Γιά τήν βοήθεια τοῦ Δαβίδ
κατά τῶν ἐχθρῶν του, μπορεῖ νά ἔγιναν τέτοιες συνταρακτικές θεοφάνειες;
Ἡ ἀλήθεια εἶναι, ὅτι ὅλες οἱ παραπάνω ἐκφράσεις πού λέει ὁ Ψαλμός μας
λέγονται γιά τήν σκηνή στό ὄρος Σινᾶ, ὅταν ὁ Θεός ἔδινε τόν Νόμο Του
στόν Μωϋσῆ. Οἱ ἐκφράσεις αὐτές λέγονται γιά τήν θαυματουργική διά-
βαση τῶν Ἰσραηλιτῶν ἀπό τήν Ἐρυθρά θάλασσα καί τόν πνιγμό τῶν
ἁρμάτων τοῦ Φαραώ σ’ αὐτήν. Ἀλλά οἱ μεγαλοπρεπεῖς αὐτές σκηνές καί
ἐκφράσεις, πού γράφηκαν γιά τήν σωτηρία τοῦ Ἰσραήλ, ἔγιναν παροιμιώ-
δεις στήν Παλαιά Διαθήκη καί λέγονται καί ἀπό εὐσεβεῖς ἀνθρώπους, πού
σέ σοβαρούς κινδύνους ἔβλεπαν φανερά τήν ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ γιά τήν
σωτηρία τους. Καί ὁ Δαβίδ ἐδῶ λοιπόν, βασιλεύς αὐτός, παριστάνει τόν
ἑαυτό του σάν τό ἔθνος του Ἰσραήλ, καί ἀναφέρει φραστικά καί στόν
ἑαυτό του τίς θαυματουργικές ἐπεμβάσεις τοῦ Θεοῦ, πού ἔκανε γιά τήν
σωτηρία τοῦ λαοῦ Του. Εἶναι καί ὁ Δαβίδ ἕνας ἐκ τοῦ λαοῦ αὐτοῦ καί μά-
λιστα βασιλεύς του. Ἀκόμη στόν ψαλμό μας ἐδῶ παριστάνει ὁ Δαβίδ τόν
ἑαυτό του μέ τόν Μωϋσῆ, πού σώθηκε ἀπό τά νερά, ὅπως ξέρουμε ἀπό
τήν ἱστορία του. Ἔτσι καί ὁ Δαβίδ ἀναφερόμενος στόν ἑαυτό του λέγει
γιά τόν Θεό «ἔλαβέ με καί προσελάβετό με ἐξ ὑδάτων πολλῶν» (στίχ.17).
Καί ὁ Δαβίδ λοιπόν ὑδατόσωστος!
Οἱ μεγαλοπρεπεῖς ἄρα θεοφάνειες πού λέγονται στόν ψαλμό μας ὡς
βοήθεια τοῦ Θεοῦ πρός τόν Δαβίδ στήν πραγματικότητα δέν συνέβησαν·
λέγονται μόνο ποιητικά μέ νοήματα καί ἐκφράσεις ἀπό τίς γενόμενες πράγ-
ματι θεοφάνειες κατά τήν γένεση καί σωτηρία τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ ἔθνους.
Ὡραῖα τό λέγει αὐτό ὁ Θεοδώρητος ὁ ἀκολουθῶν στά ἑρμηνευτικά τόν
ἱερό Χρυσόστομο: «Ταῦτα ἅπαντα (δηλαδή αὐτές οἱ θεοφάνειες πού λέγον-
ται στούς στιχ. 8-17 ὅτι ἔγιναν ὑπέρ τοῦ Δαβίδ) τέθεικεν (ἀπό τόν ψαλ-
μωδό), οὐχ ὡς πάντως οὕτω γεγενημένα, ἀλλ’ ὡς οὕτω τῇ πίστει
νενοημένα»!
5. Στήν συνέχεια ὁ ψαλμωδός Δαβίδ μᾶς ἐξηγεῖ γιατί ἡ τόση μεγάλη
εὔνοια τοῦ Θεοῦ σ’ αὐτόν. Ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖον ὁ Θεός βοήθησε τόν

74
Ψαλμός 17

Δαβίδ τόσο θαυμαστά εἶναι ὅτι αὐτός ὑπῆρξε πιστός τηρητής τῶν ἐντολῶν
τοῦ Θεοῦ (στίχ. 21-22). Ἦταν καθαρός ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ καί πρόσεχε νά
μήν πράξει τήν ἁμαρτία (στίχ. 24). Ἔτσι ὁ Θεός, ἀνταμείβοντας τήν ἀρετήν
τοῦ Δαβίδ καί τήν καθαρότητά του (στίχ. 25), τόν προστάτευε πάντοτε καί
τόν ἔσωζε. Διότι ὁ Θεός, λέει στήν συνέχεια ὁ Δαβίδ, φέρεται στούς ἀνθρώ-
πους, ἀνάλογα μέ τήν σχέση τους πρός Αὐτόν: Στούς ἐνάρετους φέρεται
ἀνάλογα μέ τήν ἀρετή τους, στούς ἔντιμους ἀνάλογα μέ τήν ἐντιμότητά
τους, ἀλλά καί στούς στρεβλούς φέρεται ἀνάλογα μέ τήν κακία τους (στίχ.
26). Ἡ διαγωγή τοῦ Θεοῦ σέ μᾶς ἐξαρτᾶται ἀπό τήν δική μας διαγωγή πρός
Αὐτόν. Γενικά ὁ Θεός σώζει τούς ταπεινούς καί ταπεινώνει τούς ὑπερηφά-
νους (στίχ. 28).
Ἔτσι, λοιπόν, ὁ Δαβίδ ἑρμηνεύει τά ἐλέη τοῦ Θεοῦ σ᾽ αὐτόν, ἀπό τό ὅτι
αὐτός ἦταν πιστός στόν Νόμο Του καί κράτησε καθαρή τήν ψυχή του ἀπό
τήν ἁμαρτία. Δέν πρόσεξε ὅμως στήν ζωή του ἀργότερα, στήν μεγάλη του
ἡλικία, καί ἔπεσε, ὅπως γνωρίζουμε, σέ δύο μεγάλα ἁμαρτήματα. Καί σέ
φόνο καί σέ μοιχεία!...
6.Ἔχοντας ὅμως ὁ Δαβίδ πεποίθηση στήν τωρινή του καθαρότητα
ἐκφράζεται καί γιά τό μέλλον του μέ βεβαιότητα, ὅτι θά τόν προστατεύει
ὁ Θεός. Γι’ αὐτό καί λέγει ἐδῶ στόν ψαλμό μας καί γιά τά ὑπόλοιπα χρόνια
τῆς ζωῆς του: «Σύ φωτιεῖς λύχνον μου, Κύριε ὁ Θεός μου, φωτιεῖς τό σκότος
μου» (στίχ. 29). Εἶναι ὡραία ἡ εἰκόνα πού κρύβεται στά λόγια αὐτά τοῦ
Δαβίδ: Ὁ λύχνος γιά νά ἔχει φῶς πρέπει νά ἔχει λάδι. Ὁ Θεός εἶναι Αὐτός
πού ρίχνει «λάδι» στήν ὕπαρξή μας, πού μᾶς δίνει τήν δύναμη νά ζοῦμε
καί νά φεύγουν τά σκοτάδια τῆς συμφορᾶς καί τοῦ θανάτου. Μέ τήν δύ-
ναμη πού δίδει ἡ βοήθεια τοῦ Θεοῦ ὁ Δαβίδ πιστεύει ὅτι θά ἀπαλλάσσεται
πάντοτε ἀπό κάθε πειρασμό καί ἀπό κάθε τάγμα ἐχθρικό. Μέ τήν βοήθεια
τοῦ Θεοῦ θά ὑπερπηδᾶ κάθε τεῖχος, πού τοῦ κλείνει τήν διάβασή του. Γι’
αὐτό καί λέγει στόν Θεό: «Ἐν Σοί ρυσθήσομαι ἀπό πειρατηρίου καί ἐν τῷ
Θεῷ μου ὑπερβήσομαι τεῖχος» (στίχ. 30).
Ὅταν ὁ Δαβίδ ἦταν καθαρός καί ἁγνός στήν ψυχή εἶχε πάντοτε τήν προ-
στασία τοῦ Θεοῦ καί ἐκφραζόταν ἔτσι θαρρετά καί γιά τό μέλλον τῆς ζωῆς
του. Ὅταν ὅμως ἀργότερα ἁμάρτησε, ἔχασε τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ καί ἔπαθε
συμφορές. Ἀλλά μέ τήν μετάνοιά του (βλ. Ψαλμ. 50) ἀπέκτησε πάλι τήν
Χάρη τοῦ Θεοῦ καί εἶχε καί πάλι τήν προστασία Του. Γενικά ὁ Θεός εἶναι
«ὑπερασπιστής πάντων τῶν ἐλπιζόντων ἐπ᾽ αὐτόν» (στίχ. 31).
7. Στά παραπάνω ἀκούσαμε τόν Δαβίδ νά εὐχαριστεῖ τόν Θεό, γιατί τόν
ἔσωσε ἀπό πολλούς κινδύνους (στίχ. 2-20). Λέγει ὅμως ὅτι ὁ λόγος γιά τόν
ὁποῖον ὁ Θεός ἔδειξε τόση μεγάλη εὔνοια καί προστασία σ᾽ αὐτόν εἶναι
ὅτι καί αὐτός ἦταν πιστός τηρητής τῶν ἐντολῶν του (στίχ. 21-31). Ἔτσι

75
Ψαλμός 17

εἶναι: Δέν ἀφήνει ὁ Θεός τά παιδιά Του, πού Τόν ἀγαποῦν καί ἀγωνίζονται
νά ἐφαρμόσουν τίς ἐντολές Του, ἀλλά πάντοτε τά προστατεύει καί τά δο-
ξάζει. Παρακάτω ὁ ψαλμός λέγει γιά τίς στρατιωτικές ἐπιτυχίες, πού εἶχε
ὁ βασιλεύς Δαβίδ καί τίς εὐλογίες πού προέκυψαν καί σ᾽ αὐτόν καί τό κρά-
τος του ἀπό τίς ἐπιτυχίες του αὐτές. Στό τμῆμα αὐτό ὁ ποιητής μας γίνεται
λυρικώτατος. Ξεσπᾶ σέ ἐνθουσιασμό καί διακηρύσσει τήν παντοδυναμία
τοῦ Θεοῦ λέγοντας ὅτι κανένας δέν εἶναι σάν κι᾽ Αὐτόν, τόσο δυνατός καί
τόσο ἔνδοξος (στίχ. 32). Εἶναι «Βράχος» ὁ Θεός, ὅπως λέει τό Ἑβραϊκό
κείμενο. «Βράχος», στόν ὁποῖον ἔχουμε ἐμπιστοσύνη νά ἀκουμπήσουμε
καί νά στηριχθοῦμε. Μᾶς σώζει ὁ Θεός σάν τά ἐλάφια, λέει ὁ ψαλμός μας.
Ὅπως αὐτά, χάρις στά πόδια τους, ἀνέρχονται στά ὑψηλά καί σώζονται,
ἔτσι καί ὁ Κύριος Γιαχβέ στίς ὧρες τοῦ κινδύνου ἀναγάγει τά παιδιά Του,
γοργά σάν τά ἐλάφια, στά ὕψη καί τά διαφυλάττει καί τά σώζει (στίχ. 34).
Τόν δοῦλον Του Δαβίδ ὁ Θεός τόν ἔκανε ἥρωα γοργόφτερον (στίχ. 35 ἑξ.),
σάν τόν δικό μας Νικηταρᾶ, πού ᾽χαν τά πόδια του φτερά! Ἀλλά μοῦ ἀρέσει
πολύ καί τό ἄλλο πού λέει ὁ Δαβίδ: Ὅτι ὁ Θεός τοῦ ἔδωσε «παιδεία», ἡ
ὁποία τόν «ἐδίδαξε» καί τόν «ἀνώρθωσε» (στίχ. 36). Νά ἀγαπᾶμε καί νά
ποθοῦμε τήν «παιδεία» τοῦ Θεοῦ. «Δράξασθε παιδείας», λέει πάλι ὁ Δαβίδ
στόν 2ο Ψαλμό (στίχ. 12). Ἀλλά τό Ἑβραϊκό κείμενο ἔχει διαφορετικά τόν
στίχο ἐδῶ. Μᾶς παρουσιάζει τόν Δαβίδ, ὁμιλῶντας στόν Θεό, νά χρησιμο-
ποιεῖ τήν λέξη «ἀνβαθκᾶ» πού σημαίνει «συγκατάβαση», «χαμήλωμα».
Καί λέει λοιπόν κατά τό κείμενο αὐτό ὁ Δαβίδ στόν στίχ. 36: «Τό χαμήλωμά
Σου – ὦ Θεέ – γιά μένα αὐτό μέ ἀνύψωσε»! Ἡ φράση αὐτή τοῦ ψαλμοῦ
μας εἶναι πολύ σπουδαία καί ὡς νά μοῦ φαίνεται ὅτι μέ αὐτή ὁ Δαβίδ ὁμιλεῖ
γιά τό μυστήριο τῆς συγκατάβασης τοῦ Θεοῦ γιά τήν σωτηρία μας. Πότε
«χαμήλωσε» καί πότε ταπεινώθηκε ὁ Θεός; «Χαμήλωσε», ὅταν ὁ Υἱός τοῦ
Θεοῦ ἔκλινεν οὐρανούς καί πέρασε τά ἐννέα τάγματα τῶν Ἀγγέλων καί
ἦρθε ἐδῶ κάτω στήν γῆ καί σαρκώθηκε. Ἀλλά «χαμήλωσε», δηλαδή τα-
πεινώθηκε ἀκόμη περισσότερο, ὅταν σταυρώθηκε καί ὅταν ἐτέθη στόν
τάφο καί κατέβηκε κάτω στόν Ἀδη. Καί ὅλη αὐτή ἡ «ἀνβαθκᾶ», αὐτό τό
«χαμήλωμα» τοῦ Θεοῦ ἔγινε γιά τήν δική μας ἀνύψωση ἀπό τό βάθος τῆς
ἁμαρτίας. «Τό χαμήλωμά σου, Θεέ μου, μέ ἀνύψωσε», λέγει ὁ Δαβίδ. «Χρι-
στός ἐπί γῆς ὑψώθητε», ὅπως τό ψάλλουμε ἐμεῖς στήν Ἐκκλησία μας.
8.Ἔτσι ὁ Δαβίδ μέ τέτοια «παιδεία» (στίχ. 36) καί προστασία Θεοῦ προ-
χωράει ἄνετα στήν ζωή του, γιατί ὁ Θεός τοῦ παραμερίζει τά ἐμπόδια, πού
τοῦ δημιουργοῦν στενοχώρια, καί τοῦ εὐρύνει τόν δρόμο του. «Ἐπλάτυνας
τά διαβήματά μου ὑποκάτω μου», λέει στήν συνέχεια πρός τόν Θεό (στίχ.
37). Καί ἔγινε λοιπόν ὁ Δαβίδ, μέ τήν ἰσχυρή προστασία τοῦ παντοδύναμου
Θεοῦ θριαμβευτής, ἔγινε κραταιός νικητής τῶν ἀντιπάλων του. Τούς κα-

76
Ψαλμός 17

ταδίωξε, τούς κατέλαβε, τούς ἐξέθλιψε, τούς ἐκμηδένισε ἐντελῶς·(στίχ.


43) καί δέν μποροῦσαν στό ἑξῆς αὐτοί νά ἀντιπαραταχθοῦν ἐναντίον του
(στίχ. 38-41). Καί ὅλα αὐτά, γιατί ὁ Θεός τόν «περιέζωσε μέ δύναμιν εἰς
πόλεμον» (στίχ. 40). Μέ αὐτή λοιπόν τήν θεία δύναμη ὁ Δαβίδ ὑπέταξε
τούς ἐξωτερικούς ἐχθρούς τοῦ κράτους του: «Λαός ὅν οὐκ ἔγνων ἐδούλευσέ
με» (στίχ. 45), λέγει. Τήν ἀλήθεια τοῦ λόγου αὐτοῦ τοῦ Δαυίδ τήν διαβά-
ζουμε στά ἱστορικά βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης (βλ. Β´ Βασ. 8,6). Καί
τό ὄνομα μόνο τοῦ Δαβίδ ἦταν φοβερό σ᾽αὐτούς: «Εἰς ἀκοήν ὠτίου ὑπή-
κουσέ μου» (στίχ. 45)! Δηλαδή: Οἱ ξένοι ἐχθροί βασιλεῖς μόλις ἄκουαν τό
ὄνομα τοῦ Δαβίδ, ἀμέσως χωρίς νά τόν δοῦν, ἔτρεχαν γιά νά γίνουν ὑπή-
κουοι σ᾽ αὐτόν, ἔστω καί ἄν δέν τό ἤθελαν. Ἔτσι ἑρμηνεύεται αὐτό πού
λέγει παρακάτω ὁ ποιητής μας βασιλεύς: «Υἱοί ἀλλότριοι ἐψεύσαντό μοι»
(στίχ. 46). Ἔστω δηλαδή καί ἄν δέν ἦταν εἰλικρινής ἡ ὑποταγή τους αὐτή,
αὐτοί ὑποτάσσονταν. Ἀλλά ἀφοῦ ἡ ὑποταγή τῶν ξένων εἰδωλολατρῶν βα-
σιλέων στόν βασιλέα Δαβίδ δέν ἦταν εἰλικρινής («ἐψεύσαντό μοι»), οὔτε
καί ὁ Θεός τούς ἄκουγε ὅταν τόν ἐπικαλοῦντο: «Ἐκέκραξαν καί οὐκ ἦν ὁ
σώζων πρός Κύριον καί οὐκ εἰσήκουσεν αὐτῶν» (στίχ. 42).
Ἀλλά ὁ Θεός ἔδωσε τήν δύναμη στόν Δαβίδ νά κατευνάσει καί νά νική-
σει καί τούς ἐσωτερικούς ἐχθρούς τοῦ κράτους του. Τόν ἔσωσε ὁ Θεός καί
ἀπό τίς ἐμφύλιες διαμάχες τοῦ Ἰουδαϊκοῦ ἔθνους, ὅταν οἱ συγγενεῖς τοῦ
Σαούλ ἐδίχαζαν τόν λαό καί ἐμπόδιζαν τήν ἕνωσή του σέ ἕνα σκῆπτρο.
Αὐτό ἐννοεῖ ὁ Δαβίδ στόν ψαλμό του ἐδῶ λέγοντας «ρῦσαί με (= ἔγινες ρύ-
στης μου) ἐξ ἀντιλογίας λαοῦ, καταστήσεις με (= μέ κατέστησες) εἰς κεφαλήν
ἐθνῶν» (στίχ. 44). Ἔγινε δηλαδή ὁ Δαβίδ ὁ πρῶτος μονάρχης μεταξύ τῶν
περιοίκων βασιλέων.
9. Τέλος ὁ Δαβίδ, ὅπως στήν ἀνακήρυξη ἑνός βασιλέως ὁ λαός ἐφώναζε
«ζήτω ὁ βασιλεύς» (βλ. Α´ Βασ. 10,24. Γ´ Βασ.1,39), ἔτσι καί αὐτός, ἀφοῦ
διηγήθηκε καί ἔψαλε τίς ἔνδοξες πράξεις τοῦ Θεοῦ του ὑπέρ αὐτοῦ, φω-
νάζει τώρα μέ ἄκρατο ἐνθουσιασμό, «Ζῇ Κύριος καί εὐλογητός ὁ Θεός μου»
(στίχ. 47)! «Βράχε μου», λέει τό Ἑβραϊκό κείμενο! Καί σάν εὐχαριστήριο
ἀνταπόδομα στόν εὐεργέτη του Θεό θέλει τώρα ὁ Δαβίδ νά γίνει ἱεροκή-
ρυκας καί νά ὁμιλεῖ γι᾽ Αὐτόν στά ἔθνη. «Ἐξομολογήσομαί σοι ἐν ἔθνεσι,
Κύριε, καί τῷ ὀνόματί σου ψαλῶ», λέγει (στίχ. 50). Ἀλλά πότε ὁ Δαβίδ, ὁ
υἱός τοῦ Ἰεσσαί, πότε αὐτός ἔγινε κήρυκας τοῦ Κυρίου στά ἔθνη; Λέγοντας
ὁ Δαβίδ ὅτι θά κηρύξει στά ἔθνη τόν Θεό προφητεύει μᾶλλον καί θεολογεῖ
(βλ. Ρωμ. 15,9) καί δέν ἱστορεῖ. Στά χρόνια τῆς αἰχμαλωσίας ὁ προφήτης
Ἰεζεκιήλ (κεφ. 37) διαβλέπει στό πέρασμα τῶν ἐτῶν νά ἔρχεται ἕνας ἄλλος
Δαβίδ. Βλέπει ἕνα Ποιμένα γιά ὅλους τούς διασκορπισμένους, βλέπει ἕναν
αἰώνιο Ἄρχοντα, στόν Ὁποῖον θά ἀναζήσει μύριες φορές λαμπρότερη ἡ

77
Ψαλμός 18

παλαιά ἐκείνη δόξα τοῦ Δαβίδ. Καί ὁ νέος αὐτός Δαβίδ, πού εἶναι ὁ εὐλο-
γημένος μας Κύριος, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, θά ἀποστείλει τούς ἀποστόλους
Του στά ἔθνη διά νά κηρύξουν τόν ἀληθινό Θεό γιά τήν σωτηρία ὅλου τοῦ
κόσμου.

ΨΑΛΜΟΣ IΗ´ 18

Εἰς τὸ τέλος· ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ.

«ΟΙ ΟΥΡΑΝΟΙ ΔΙΗΓΟΥΝΤΑΙ ΔΟΞΑΝ ΘΕΟΥ»


καί ΥΜΝΟΣ ΣΤΟΝ ΝΟΜΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

18,2 Οἱ οὐρανοὶ διη- 18,2 Οἱ οὐρανοί διηγοῦνται


γοῦνται δόξαν Θεοῦ, τήν δόξα τοῦ Θεοῦ
ποίησιν δὲ χειρῶν αὐ- καί τό στερέωμα ἀναγγέλλει
τοῦ ἀναγγέλλει τὸ στε- τήν δημιουργία τῶν χειρῶν Tου.
ρέωμα.
3 Ἡμέρα τῇ ἡμέρᾳ 3 (Τό κήρυγμα αὐτό τῶν οὐρανῶν)
ἐρεύγεται ῥῆμα, καὶ ἡ μία ἡμέρα τό λέει στήν ἄλλη ἡμέρα
νὺξ νυκτὶ ἀναγγέλλει καί ἡ μία νύχτα ἀναγγέλλει γνώση
γνῶσιν. στήν ἄλλη νύχτα
(περί τοῦ δημιουργοῦ καί προνοητοῦ Θεοῦ).
4 Οὐκ εἰσὶ λαλιαὶ οὐδὲ 4 Δέν ὑπάρχουν λαλιές οὔτε λόγοι,
λόγοι, ὧν οὐχὶ ἀκούον- πού νά μήν ἀκούγοναι οἱ φωνές τους.
ται αἱ φωναὶ αὐτῶν·
5 εἰς πᾶσαν τὴν γῆν 5 (Ἀντίθετα) σ᾽ ὅλη τήν γῆ βγῆκε ἡ φωνή τους
ἐξῆλθεν ὁ φθόγγος αὐ- καί στά πέρατα τῆς οἰκουμένης τά λόγια τους.
τῶν καὶ εἰς τὰ πέρατα
τῆς οἰκουμένης τὰ ῥή-
ματα αὐτῶν.
6 Ἐν τῷ ἡλίῳ ἔθετο τὸ 6 Στόν ἥλιο ἔστησε (ὁ Θεός) τήν σκηνή Του·*
σκήνωμα αὐτοῦ· καὶ καί αὐτός (ὁ ἥλιος εἶναι μεγαλοπρεπής)
αὐτὸς ὡς νυμφίος ἐκπο- σάν τόν νυμφίο, πού βγαίνει
ρευόμενος ἐκ παστοῦ ἀπό τόν νυφικό του θάλαμο·
αὐτοῦ, ἀγαλλιάσεται χαίρεται σάν τόν ἥρωα,
ὡς γίγας δραμεῖν ὁδὸν πού τρέχει τόν δρόμο του.
αὐτοῦ.

* Ἤ, κατά τό Ἑβρ., «ὁ ἥλιος ἔχει τό σκήνωμά του σ᾽ αὐτούς», δηλαδή στούς οὐρανούς.
78
Ψαλμός 18

7 Ἀπ᾿ ἄκρου τοῦ οὐρα- 7 Ἀπό τό ἕνα ἄκρο τοῦ οὐρανοῦ


νοῦ ἡ ἔξοδος αὐτοῦ, καὶ εἶναι ὁ δρόμος του
τὸ κατάντημα αὐτοῦ καί τελειώνει μέχρι τό ἄλλο ἄκρο
ἕως ἄκρου τοῦ οὐρα- τοῦ οὐρανοῦ.
νοῦ, καὶ οὐκ ἔστιν ὃς Καί κανείς δέν μπορεῖ νά κρυβεῖ
ἀποκρυβήσεται τῆς ἀπό τήν θέρμη του.
θέρμης αὐτοῦ.

18,8 Ὁ νόμος τοῦ 18,8 Ὁ Νόμος τοῦ Κυρίου εἶναι ἄμωμος,


Κυρίου ἄμωμος, ἐπι- καί δυναμώνει ψυχές·
στρέφων ψυχάς· ἡ μαρ- ἡ μαρτυρία τοῦ Κυρίου
τυρία Κυρίου πιστή, (= ὁ Νόμος τοῦ Κυρίου) εἶναι πιστή,
σοφίζουσα νήπια. σοφίζει τούς πλανεμένους·
9 Τὰ δικαιώματα Κυ- 9 οἱ ἐντολές τοῦ Κυρίου εἶναι δίκαιες,
ρίου εὐθέα, εὐφραίνον- εὐφραίνουν τήν καρδιά·
τα καρδίαν· ἡ ἐντολὴ ἡ ἐντολή τοῦ Κυρίου εἶναι λαμπερή,
Κυρίου τηλαυγής, φω- φωτίζει τά μάτια (τῆς ψυχῆς)··
τίζουσα ὀφθαλμούς·
10 ὁ φόβος Κυρίου 10 ὁ φόβος τοῦ Κυρίου εἶναι ἁγνός,
ἁγνός, διαμένων εἰς παραμένει στόν αἰώνα τοῦ αἰῶνος·
αἰῶνα αἰῶνος· τὰ κρί- οἱ κρίσεις τοῦ Κυρίου εἶναι ἀληθινές,
ματα Κυρίου ἀληθινά, ἀποδεικνύονται δίκαιες στήν ζωή·
δεδικαιωμένα ἐπὶ τὸ
αὐτό,
11 ἐπιθυμητὰ ὑπὲρ χρυ- 11 εἶναι ἐπιθυμητές παραπάνω ἀπό χρυσό
σίον καὶ λίθον τίμιον καί ἀπό ἄφθονο πολύτιμο λίθο
πολὺν καὶ γλυκύτερα καί εἶναι γλυκύτερες
ὑπὲρ μέλι καὶ κηρίον. παραπάνω ἀπό μέλι καί κερήθρα.
12 Καὶ γὰρ ὁ δοῦλός 12 Γι᾽ αὐτό ὁ δοῦλος Σου τίς φυλάσσει,
σου φυλάσσει αὐτά· ἐν σ᾽ αὐτόν δέ πού τίς φυλάσσει,
τῷ φυλάσσειν αὐτὰ ὑπάρχει πολλή ἀμοιβή.
ἀνταπόδοσις πολλή.
13 Παραπτώματα τίς 13 (Ὅμως) ποιός μπορεῖ νά γνωρίζει
συνήσει; Ἐκ τῶν κρυ- τά (ἀκούσια) παραπτώματα;
φίων μου καθάρισόν Ἀπό τά κρύφιά μου (Κύριε) καθάρισέ με.
με.
14 καὶ ἀπὸ ἀλλοτρίων 14 Καί ἀπό τίς ξένες
φεῖσαι τοῦ δούλου σου· (πρός τήν φύση μου) ἐπιθυμίες**

** Τό Ἑβρ. ὁμιλεῖ γιά ὑπερφίαλες ἁμαρτίες.


79
Ψαλμός 18

ἐὰν μή μου κατακυ- σῶσε τόν δοῦλο Σου.


ριεύσωσι, τότε ἄμωμος Ἄν δέν μέ κυριεύσουν,
ἔσομαι καὶ καθαρισθή- τότε θά εἶμαι ἄμωμος
σομαι ἀπὸ ἁμαρτίας καί θά μείνω καθαρός ἀπό μεγάλη ἁμαρτία.
μεγάλης.
15 Kαὶ ἔσονται εἰς 15 (Τότε) τά λόγια τοῦ στόματός μου
εὐδοκίαν τὰ λόγια τοῦ καί οἱ σκέψεις τῆς καρδιᾶς μου
στόματός μου καὶ ἡ θά εἶναι εὐάρεστες σέ Σένα, Κύριε, γιά πάντα,
μελέτη τῆς καρδίας μου βοηθέ μου καί λυτρωτά μου.
ἐνώπιόν σου διὰ παν-
τός, Κύριε, βοηθέ μου
καὶ λυτρωτά μου.

1. Ὁ ψαλμός αὐτός δέν εἶναι ἑνιαῖος, δέν εἶναι ἕνας, ἀλλά εἶναι δύο ψαλ-
μοί, μέ διαφορετικό θέμα ὁ καθένας, καί ἀργότερα ἑνώθηκαν σέ ἕνα. Δυ-
στυχῶς ὅμως κατά τήν ἕνωση τῶν δύο ψαλμῶν ἐξέπεσαν μερικοί στίχοι
καί μερικές λέξεις ἀπό τόν πρῶτο ψαλμό καί γι᾽ αὐτό φαίνεται ἐλλιπής.
Στό Α´ μέρος τοῦ ἑνιαίου τώρα ψαλμοῦ ὁ ποιητής βλέπει τήν γύρω φύση,
τήν ἀπολαμβάνει καί τήν θαυμάζει, καί τήν θεωρεῖ σάν ἕνα δυνατό κήρυκα,
πού κηρύττει τήν μεγαλοπρέπεια καί τήν δόξα τοῦ Θεοῦ. Τό ἴδιο αὐτό εἴδαμε
καί στόν 8ο ψαλμό καί θά τό δοῦμε ἀκόμη καί σέ ἄλλους ψαλμούς (τόν 103
καί 146). Ἔτσι εἶναι! Ἡ γύρω μας φύση, πού γιά τήν ὀμορφιά της τήν λέμε
«κόσμο», εἶναι ἕνα θαυμαστό βιβλίο, βιβλίο μέ ἀκαταμέτρητες σελίδες, πού
μιλᾶνε γιά τό μεγαλεῖο τοῦ Δημιουργοῦ Θεοῦ. Ὁ ποιητής τοῦ ψαλμοῦ μας
ἀτενίζοντας πρός τά ἐπάνω βλέπει τούς οὐρανούς καί λέγει ὅτι αὐτοί οἱ ἄφω-
νοι οὐρανοί «διηγοῦνται τήν δόξαν τοῦ Θεοῦ» καί τό «στερέωμα» τοῦ οὐρα-
νοῦ πάλιν «ἀναγγέλλει» τήν «ποίησιν τῶν χειρῶν» τοῦ Θεοῦ. Ὅτι, δηλαδή,
οἱ οὐρανοί καί ὅλα εἶναι δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ.
2. Τό «κήρυγμα» αὐτό τῶν οὐρανῶν, ὅτι δημιουργήθηκαν ἀπό τόν Θεό
εἶναι ἀσταμάτητο, εἶναι παντοτεινό, καί θά διαρκεῖ ὅσο ὑπάρχουν οὐρανοί.
Ἡ μία μέρα τό λέει στήν στήν ἄλλη μέρα καί ἡ μία νύχτα τό λέει στήν ἄλλη
νύχτα: «Ἡ μέρα τῇ ἡμέρᾳ, ἐρεύγεται ρῆμα καί νύξ νυκτί ἀναγγέλει γνῶσιν»
(στίχ. 3).
Οἱ «λόγοι» αὐτοί καί οἱ ἡμερονύκτιες αὐτές «λαλιές» τῶν οὐρανῶν δέν
ἀκούγονται μέν (στίχ.4), ἀλλά ὁ ἀντίλαλός τους γεμίζει ὅλη τήν γῆ καί τά
λόγα τους φθάνουν μέχρι τά πέρατα τῆς οἰκουμένης. «Εἰς πᾶσαν τήν γῆν
ἐξῆλθεν ὁ φθόγγος αὐτῶν καί εἰς τά πέρατα τῆς οἰκουμένης τά ρήματα
αὐτῶν» (στίχ. 5). Πραγματικά! Οἱ οὐρανοί, μέ τήν μεγαλοπρέπειά τους, μέ
τήν ἁρμονία τους καί τήν οὐράνια γαλήνη καί τάξη τους, κάνουν τό ἠχη-
80
Ψαλμός 18

ρότερο κήρυγμα στούς ἀνθρώπους γιά τήν δόξα, τήν παντοδυναμία καί τήν
πανσοφία τοῦ Θεοῦ .
3. Μετά ἀπό τήν γενική αὐτή θεώρηση τῶν οὐρανῶν ὁ ποιητής μας,
ἔρχεται τώρα γιά νά μιλήσει γιά κάθε ἕνα ἀπό τά οὐράνια σώματα. Καί
ἀρχίζει ἀπό τόν μεγαλοπρεπέστατο ἥλιο. «Ἐν τῷ ἡλίῳ ἔθετο τό σκήνωμα
αὐτοῦ», λέγει (στίχ. 5). Δυστυχῶς ὅμως ὁ λόγος αὐτός τοῦ ποιητοῦ μας
εἶναι ἀκατανόητος, γιατί λείπει τό ὑποκείμενο. Ποιός ἔχει τό «σκήνωμά
του», δηλαδή τήν σκηνή του, τήν κατοικία του, στόν ἥλιο; Ὁ Θεός; Ἀλλά
πουθενά στήν Παλαιά Διαθήκη δέν φαίνεται ὅτι ὁ Θεός κατοικεῖ στόν ἥλιο.
Εἶναι δύσκολο τό χωρίο στήν ἑρμηνεία του. Καί ὁ Ζιγαβηνός λέγει ὅτι εἶναι
«ἀσύντακτον» (Μ. 128,253). Ἐδῶ ζητᾶμε τήν βοήθεια τοῦ Ἑβραϊκοῦ κει-
μένου πού λέγει ὅτι «ὁ ἥλιος ἔχει τό σκήνωμά του σ᾽ αὐτούς», δηλαδή στούς
οὐρανούς. Εἶναι ἡ λαϊκή ἀντίληψη πού πίστευαν τότε, ὅτι ὁ ἥλιος ἀνατέλ-
λοντας βγαίνει ἀπό τήν σκηνή του καί δύοντας ξαναμπαίνει σ᾽ αὐτήν, γιά
νά ἀναπαυθεῖ. Τό στοιχεῖο αὐτό εἶναι λαϊκή ἀντίληψη, ἀλλά πρέπει νά μᾶς
κάνει ἐντύπωση ὅτι ὁ ποιητής μας ἄφοβα τήν χρησιμοποιεῖ, γιατί καί αὐτή
ἐξυπηρετεῖ τόν σκοπό του, τήν δόξα καί μεγαλοπρέπεια τοῦ Θεοῦ, πού
θέλει νά ὑμνήσει. Ἀξίζει νά παρατηρήσουμε ὅτι ἐνῶ οἱ Ἕλληνες ὁμιλοῦν
γιά ἀνάκτορο τοῦ ἡλίου, ὁ Ἰσραηλίτης πού ἔζησε σέ σκηνές στήν ἔρημο,
ὁμιλεῖ γιά «σκήνωμα», γιά σκηνή τοῦ ἡλίου.
Στόν καταγάλανο οὐρανό τῆς Ἀνατολῆς ὁ ἥλιος ἀνατέλλοντας παρου-
σιάζεται μέ λαμπρή μεγαλοπρέπεια. Θαυμάζοντας τήν μεγαλοπρέπεια αὐτή
τοῦ ἡλίου ὁ ποιητής μας παριστάνει ἐδῶ τόν ἥλιο ὡς νυμφίο πού ἐξέρχεται
από τήν νυμφική παστάδα στολισμένος καί ἀπαστράπτοντας μέ τήν λαμ-
πρότητα τῶν ἱματίων του. Λέγει λοιπόν ὁ ποιητής μας: «Καί αὐτός (δηλαδή
ὁ ἥλιος) ὡς νυμφίος ἐκπορευόμενος ἐκ παστοῦ αὐτοῦ» (στίχ. 6α).
4. Μετά τήν λαμπρότητα τοῦ ἡλίου ὁ ποιητής μας θαυμάζει τό ὅτι, ὁ
ἥλιος πάλι, ἀκολουθεῖ πιστά τήν τροχιά του καί μάλιστα τήν τρέχει γρήγορα
(«δραμεῖν»), σάν γίγαντας, σάν ἥρωας: «Ἀγαλλιάσεται ὡς γίγας δραμεῖν τήν
ὁδόν αὐτοῦ» (στίχ. 6β). Ὅπως ὁ γίγαντας, ὁ ἥρωας, χαρούμενος καί μέ τα-
χύτητα τρέχει στόν ἀγώνα, ἔτσι καί ὁ ἥλιος ζωηρός πάντοτε («ἀγαλλιάσε-
ται»), χωρίς νά κουράζεται, τρέχει τόν δρόμο του.
Ἀνατέλλοντας ὁ ἥλιος, κυριαρχεῖ στήν γῆ ἀπ᾽ ἄκρου εἰς ἄκρον, δίνοντας
σ᾽ αὐτήν τό φῶς καί τήν θερμότητα. Γι᾽ αὐτό καί λέγει στό τέλος ὁ ποιητής
μας γιά τόν μεγαλοπρεπῆ ἥλιο: «Ἀπ᾽ ἄκρου τοῦ οὐρανοῦ ἡ ἔξοδος αὐτοῦ
καί τό κατάντημα αὐτοῦ ἕως ἄκρον τοῦ οὐρανοῦ καί οὐκ ἔστιν ὅς ἀποκρυ-
βήσεται τῆς θέρμης αὐτοῦ» (στίχ. 7). Ὁ ποιητής μας, ζῶντας στήν Παλαι-
στίνη μέ τό ξηρό καί θερμό της κλῖμα, μιλάει ἰδιαίτερα γιά τήν θερμότητα,
τήν καύση τοῦ ἡλίου.

81
Ψαλμός 18

Τελείωσε ἐδῶ τό Α´ μέρος τοῦ ψαλμοῦ τόν λόγο του γιά τόν ἥλιο. Γιά
ἄλλα οὐράνια σώματα δέν λέγει. Θά πρέπει ὅμως νά ὑποθέσουμε ὅτι
ὑπῆρχαν στίχοι πού ἔκαναν λόγο καί γιά ἄλλα οὐράνια σώματα, ἀλλά κατά
τήν συνένωση τοῦ τμήματος αὐτοῦ – πού ἦταν, ὅπως εἴπαμε, ἰδιαίτερος
ψαλμός – μέ τόν ἄλλο ψαλμό (τό B´ μέρος τοῦ τωρινοῦ ἑνιαίου ψαλμοῦ)
ἐξέπεσαν οἱ στίχοι αὐτοί.
5 Τό Β´μέρος τοῦ ψαλμοῦ (στίχ. 8-15) ἔχει ἄλλο θέμα. Τό θέμα του
εἶναι ὁ Νόμος τοῦ Κυρίου. Καί συμβαίνει αὐτό γιατί πρόκειται περί ἄλλου
ψαλμοῦ ἀρχικά, ὅπως εἴπαμε. Μικρός εἶναι ὁ ψαλμός αὐτός, ἀλλά ἔχει ἕνα
ὡραῖο ὕμνο στόν Νόμο τοῦ Θεοῦ. Τόν Νόμο τοῦ Θεοῦ ὁ ποιητής μας τόν
χαρακτηρίζει «ἄμωμο» (στίχ. 8). Δηλαδή, δέν μπορεῖ κανείς νά τόν κατη-
γορήσει σέ τίποτα, γιατί εἶναι τέλειος. Καί σάν τέλειος πού εἶναι δέν μπο-
ροῦμε οὔτε νά τοῦ προσθέσουμε οὔτε νά τοῦ ἀφαιρέσουμε κάτι. Παρακάτω
ὁ ποιητής μας λέγει ὅτι ὁ Νόμος τοῦ Κυρίου «ἐπιστρέφει ψυχάς» (στίχ. 8).
Αὐτή ἡ ἔκφραση μπορεῖ νά σημαίνει δύο πράγματα: Ἤ, ὅτι μιά ψυχή πού
εἶναι στήν ἁμαρτία τήν «ἐπιστρέφει», τήν βγάζει δηλαδή ἀπό τήν ἁμαρτία
καί τήν φέρνει κοντά στόν Θεό, ἤ, μπορεῖ νά σημαίνει ὅτι ὁ Νόμος τοῦ
Θεοῦ τήν «στρέφει» τήν ψυχή, δηλαδή τήν ζωογονεῖ, τήν τονώνει, τῆς δίνει
τήν δύναμη νά ζήσει μιά πνευματική ζωή. Στόν στίχο μας ἐδῶ ὅτι ὁ Νόμος
τοῦ Θεοῦ «ἐπιστρέφει ψυχάς» σημαίνει τό δεύτερο πού εἴπαμε, ὅτι ζωογονεῖ
τίς ψυχές. Γιατί τό πρῶτο νόημα ὅτι ἐπιστρέφει τήν ψυχή ἀπό τό κακό στό
καλό, τό λέει ἀμέσως παρακάτω ὁ ποιητής μέ τήν φράση «ἡ μαρτυρία Κυ-
ρίου πιστή σοφίζουσα νήπια» (στίχ. 8). Ὡς «νήπια» θά νοήσουμε τούς ἀνοή-
τους, αὐτούς πού δέν πορεύονται καλά. Ἀλλά ἄς προσέξουμε ὅτι τόν Νόμο
τοῦ Θεοῦ τώρα στήν ἔκφραση αὐτή ὁ ποιητής μας τόν λέει «μαρτυρία».
Τόν λέγει ἔτσι, γιατί ὁ Νόμος τοῦ Θεοῦ «μαρτυρεῖ», μᾶς λέγει ποιό εἶναι
τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, πού πρέπει νά ἀκολουθήσουμε. Καί αὐτή ἡ μαρτυρία
λέγει ὁ ποιητής μας ὅτι εἶναι «πιστή» (στίχ. 8), γιατί οἱ ἀμοιβές πού λέγει
ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ γιά τούς τηρητές του καί οἱ ποινές γιά τούς παραβάτες
του ὁπωσδήποτε θά πραγματοποιηθοῦν.
6. Τά ὅσα λέγει ὁ Νόμος τοῦ Θεοῦ, λέγει στήν συνέχεια ὁ ψαλμωδός
μας, εἶναι «εὐθέα» (στίχ. 9). Δηλαδή χαράσσουν μία εὐθεία, μιά σωστή πο-
ρεία γιά τήν ζωή τοῦ ἀνθρώπου. Καί αὐτή ἡ πορεία πού δείχνει ὁ Νόμος
τοῦ Θεοῦ γιά τόν ἄνθρωπο «εὐφραίνει τήν καρδιά», μᾶς λέγει στήν συνέ-
χεια ὁ ψαλμωδός (στίχ. 9). Ἄρα ὁ Νόμος τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι καταθλιπτικός,
γιατί δέν εἶναι βασανιστικός. Τό ἴδιο πάλι, μέ γλυκειές καί χαρωπές ἐκφρά-
σεις, μᾶς λέγει ὁ ποιητής μας παρακάτω ὅτι οἱ ἐντολές τοῦ Κυρίου εἶναι
«τηλαυγεῖς», δηλαδή φωτεινές, καί γι᾽ αὐτό «φωτίζουν ὀφθαλμούς» (στίχ.
9). Φωτίζουν τά μάτια τῆς ψυχῆς μας, γιά νά ξέρουμε ποιό εἶναι τό σωστό

82
Ψαλμός 18

πού πρέπει νά πράξουμε. Ἀλλά παραδόξως ὁ ποιητής μας παρακάτω χα-


ρακτηρίζει τόν Νόμο τοῦ Κυρίου ὡς «φόβον Κυρίου ἁγνόν» (στίχ. 10). Οἱ
ἑρμηνευτές ἐδῶ συμφωνοῦν ὅλοι στό ὅτι τήν ἔκφραση «φόβον Κυρίου»
πρέπει νά τήν διαβάσουμε «νόμον Κυρίου». Καί ὁ Νόμος τοῦ Κυρίου εἶναι
πραγματικά «ἁγνός», δηλαδή καθαρός. Εἶναι ἅγιος, ὅπως ἅγιος εἶναι ὁ
Θεός. Τά διατάγματα τοῦ Νόμου τοῦ Θεοῦ πραγματικά εἶναι ἅγια, γιατί
ἐνσαρκώνουν τήν ἀλήθεια καί τήν δικαιοσύνη. Γι᾽ αὐτό καί λέγει ὁ ποιητής
μας στήν συνέχεια «τά κρίματα Κυρίου ἀληθινά, δεδικαιωμένα ἐπί τό αὐτό»
(στίχ. 10). Ἀφοῦ, λοιπόν, ἔτσι εἶναι ὁ Νόμος τοῦ Θεοῦ, ὅπως τόν εἶπε πα-
ραπάνω ὁ ποιητής μας, πρέπει νά τόν ἐπιθυμήσουμε, περισσότερο ἀπό ὅ,τι
ἐπιθυμοῦμε τό χρυσάφι, καί πρέπει νά τόν ἀγαπήσουμε γιά νά τόν ἀπολαύ-
σουμε, περισσότερο ἀπό τό γλυκό μέλι (στίχ. 11).
7. Ὁ ποιητής ἐξομολογεῖται καί λέει γιά τόν ἑαυτό του ὅτι ἀγωνίζεται,
ὅτι προσπαθεῖ νά τηρήσει τόν Νόμο τοῦ Θεοῦ, γιατί ξέρει ὅτι ἀπό τήν τή-
ρηση αὐτή θά ἔχει πολύ ἀνταπόδοση (στίχ. 12). Ἀλλ᾽ ὁ ποιητής μας, παρά
τό ὅτι προσπαθεῖ νά τηρήσει τόν Νόμο τοῦ Θεοῦ, φοβᾶται, μήπως, χωρίς
νά τό θέλει, διέπραξε κάποιο παράπτωμα· μήπως παρέβηκε κάποια διάταξη
τοῦ Νόμου. Γι᾽ αὐτό καί λέγει: «Παραπτώματα τίς συνήσει;» (στίχ. 13).
Ποιός δηλαδή εἶναι δυνατόν νά γνωρίζει τά ἀκουσίως διαπραχθέντα πα-
ραπτώματα; Ἔτσι, λέγει στόν Θεό κατά τήν προσευχή του: «Ἐκ τῶν κρυ-
φίων μου καθάρισόν με» (στίχ. 13).
Ἀλλ᾽ ὁ ποιητής μας ἀναδεικνύεται ἀκόμη περισσότερο ὡς ἕνας δυνατός
θεολόγος, γιατί ξέρει ὅτι ἡ ἁμαρτία πού διαπράττει ὁ ἄνθρωπος προέρχεται
ἀπό τήν κακή ροπή πού ἔχει μέσα του. Αὐτή τήν κλίση καί τήν ροπή πρός
τήν ἁμαρτία, δέν τήν εἴχαμε ἀπό τήν ἀρχή, ὅταν δημιουργηθήκαμε, γι᾽ αὐτό
καί ὁ ποιητής τήν χαρακτηρίζει ὡς ξένη, ὡς «ἀλλοτρίαν». Αὐτή φέρει τά
«κρύφια», περί τῶν ὁποίων μίλησε προηγουμένως ὁ ποιητής μας. Αὐτή ἡ
ροπή πρός τήν ἁμαρτία μᾶς ἦλθε ἀπό τήν πτώση τῶν πρωτοπλάστων. Καί ὁ
ποιητής μας ξέρει ὅτι, ἄν καταστείλουμε αὐτά τά «ἀλλότρια», τά ξένα δη-
λαδή στοιχεῖα, πού ἔχουμε μέσα μας καί μᾶς σπρώχνουν στό κακό, τότε θά
εἴμαστε τέλειοι. Ξέρει ὅμως ὅτι δέν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος μόνος του νά τό πε-
τύχει αὐτό, γι᾽ αὐτό καί στό τέλος τοῦ ψαλμοῦ του παρακαλεῖ τόν Θεό νά
τόν προφυλάσσει ἀπό αὐτήν τήν ἔνοχη ροπή πρός τό κακό, γιά νά μήν τόν
κυριεύσει. Καί λέγει: «Ἀπό τῶν ἀλλοτρίων φεῖσαι τοῦ δούλου σου, ἐάν μή μοῦ
κατακυριεύσωσιν» (στίχ. 14). Καί τότε βέβαια, ἀφοῦ ἡ διάθεση τῆς καρδιᾶς
του δέν θά κλίνει πρός τό κακό, ὁμολογεῖ ὁ ἴδιος ὅτι θά εἶναι καθαρός: «Τότε
ἄμωμος ἔσομαι καί καθαρισθήσομαι ἀπό ἁμαρτίας μεγάλης» (στίχ. 14).
8. Τέλος, ὁ ποιητής μας εὔχεται ὁ ὕμνος πού συνέθεσε γιά τόν Νόμο τοῦ
Θεοῦ νά φανεῖ εὐάρεστος σ᾽ Αὐτόν. «Καί ἔσονται εἰς εὐδοκίαν τά λόγια τοῦ

83
Ψαλμός 19

στόματός μου καί ἡ μελέτη τῆς καρδίας μου ἐνώπιόν σου διά παντός» (στίχ.
15), λέγει. Ἐνθυμούμεθα ἐδῶ τόν ἄλλο σπουδαῖο ποιητή τοῦ προοιμιακοῦ
ψαλμοῦ (Ψαλμ. 103), ὁ ὁποῖος, ὅταν τελείωσε τόν ὕμνο του πρός τόν παν-
τοδύναμο καί πάνσοφο Θεό, εὔχεται τελικά νά δεχθεῖ ὁ Θεός τόν ὕμνο του
αὐτόν. Καί λέγει: «Ἠδυνθείη αὐτῷ (= ἄς γίνει εὐχάριστο στόν Θεό) ἡ δια-
λογή μου (= τό ποίημά μου)»!

ΨΑΛΜΟΣ IΘ´ 19

Εἰς τὸ τέλος· ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ.

ΠΟΡΕΙΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΓΙΑ ΠΟΛΕΜΟ

19,2 Ἐπακούσαι σου 19,2 Εἴθε νά σέ εἰσακούσει ὁ Κύριος


Κύριος ἐν ἡμέρᾳ θλί- (ὦ βασιλεῦ)
ψεως, ὑπερασπίσαι σου στήν ἡμέρα αὐτή τοῦ πολέμου
τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ καί νά σέ ὑπερασπιστεῖ
᾿Ιακώβ. τό Ὄνομα τοῦ Θεοῦ Ἰακώβ.
3 Ἐξαποστείλαι σοι 3 Εἴθε ὁ Κύριος νά σοῦ ἐξαποστείλει βοήθεια
βοήθειαν ἐξ ἁγίου καὶ ἀπό τόν ἅγιο Ναό Του
ἐκ Σιὼν ἀντιλάβοιτό καί νά σοῦ συμπαρασταθεῖ ἀπό τήν Σιών.
σου.
4 Μνησθείη πάσης θυ- 4 Εἴθε νά θυμηθεῖ ὅλες τίς προσφορές σου
σίας σου καὶ τὸ ὁλο- καί τό ὁλοκαύτωμα τῆς θυσίας σου
καύτωμά σου πιανάτω. νά γίνει δεκτό.
(διάψαλμα). Διάψαλμα
5 Δῴη σοι Κύριος κατὰ 5 Εἴθε νά δώσει ὁ Κύριος κατά τήν καρδιά σου
τὴν καρδίαν σου καὶ καί νά ἐκπληρώσει κάθε ἐπιθυμία σου.
πᾶσαν τὴν βουλήν σου
πληρώσαι.
6 Ἀγαλλιασόμεθα ἐν τῷ 6 Θά ἔχουμε μεγάλη χαρά μέ τήν νίκη σου
σωτηρίῳ σου καὶ ἐν καί θά θριαμβεύσουμε
ὀνόματι Κυρίου Θεοῦ μέ τό Ὄνομα τοῦ Κυρίου τοῦ Θεοῦ μας.
ἡμῶν μεγαλυνθησόμε- Εἴθε ὁ Κύριος νά ἐκπληρώσει
θα. Πληρώσαι Κύριος ὅλα τά αἰτήματά σου.
πάντα τὰ αἰτήματά
σου.

84
Ψαλμός 19

7 Νῦν ἔγνων ὅτι ἔσωσε 7 Τώρα διέγνωσα ὅτι ἔσωσε


Κύριος τὸν χριστὸν αὐ- ὁ Κύριος τόν βασιλέα του·
τοῦ· ἐπακούσεται αὐ- θά τόν ἐπακούσει ἀπό τόν οὐράνιο Ναό Του·
τοῦ ἐξ οὐρανοῦ ἁγίου ἡ σωτηρία τῆς Δεξιᾶς Του Χειρός
αὐτοῦ· ἐν δυναστείαις ἡ εἶναι δυνατή.
σωτηρία τῆς δεξιᾶς
αὐτοῦ.
8 Οὗτοι ἐν ἅρμασι καὶ 8 Μερικοί ἔχουν δόξα τους τά ἅρματα
οὗτοι ἐν ἵπποις, ἡμεῖς καί μερικοί τούς ἵππους·
δὲ ἐν ὀνόματι Κυρίου ἀλλά ἐμεῖς θά δοξαστοῦμε
Θεοῦ ἡμῶν μεγαλυν- στό Ὄνομα τοῦ Κυρίου τοῦ Θεοῦ μας.
θησόμεθα.
9 Αὐτοὶ συνεποδίσθη- 9 Αὐτοί πεδικλώθηκαν καί ἔπεσαν,
σαν καὶ ἔπεσαν, ἡμεῖς ἐμεῖς ὅμως σηκωθήκαμε
δὲ ἀνέστημεν καὶ ἀνωρ- καί σταθήκαμε ὄρθιοι.
θώθημεν.
10 Κύριε, σῶσον τὸν 10 Κύριε, σῶσον τόν βασιλέα καί ἄκουσέ μας,
βασιλέα, καὶ ἐπάκουσον τήν ἡμέρα πού θά σέ ἐπικαλούμαστε.
ἡμῶν, ἐν ᾗ ἂν ἡμέρᾳ
ἐπικαλεσώμεθά σε.

1. Τό μήνυμα τοῦ ψαλμοῦ αὐτοῦ τό ζήσαμε ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες σ᾽ ὅλη


τήν ἔνδοξη ἑλληνική ἱστορία μας καί ἰδιαίτερα τό ζήσαμε κατά τήν ἡρωική
ἐπανάσταση τοῦ ᾽21 κατά τῶν Τούρκων καί στόν Ἑλληνοϊταλικό πόλεμο. –
Ὁ ψαλμός ὁμιλεῖ γιά ἕνα βασιλέα τοῦ Ἰσραήλ, πού δέν λέει τό ὄνομά του.
Ὁ βασιλεύς ἑτοιμάζεται γιά πόλεμο ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν, οἱ ὁποῖοι ἐπιτέ-
θηκαν κατά τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ κράτους. Ἀλλά προτοῦ νά ξεκινήσει γιά τόν
πόλεμο ὁ βασιλεύς, μέ τήν συνοδία βεβαίως τῶν στρατιωτικῶν του, πη-
γαίνει στό Ναό, γιά νά προσφέρει θυσία στόν Θεό Γιαχβέ, γιά νά τοῦ εἶναι
εὐνοϊκός στήν μάχη κατά τῶν ἐχθρῶν του. Ἐκεῖ εἶναι συγκεντρωμένη καί
ἡ Ἰσραηλιτική κοινότητα, γιά νά προσευχηθεῖ καί αὐτή καί γιά νά δώσει
εὐχές στόν βασιλέα πορευόμενο στόν πόλεμο. Ἔτσι λοιπόν εὔχεται ἡ
Ἰσραηλιτική κοινότητα πρός τόν βασιλέα καί τοῦ λέει, στήν «ἡμέρα θλί-
ψεως», πού βρίσκονται, στόν καιρό δηλαδή τοῦ πολέμου πού ἀντιμετωπί-
ζουν τώρα, ὁ Θεός νά εἰσακούσει τήν προσευχή του καί νά τόν
ὑπερασπίσει, ἐξαποστέλλοντας τήν βοήθειά Του ἀπό τόν Ναό: «Ἐπακούσαι
σου Κύριος ἐν ἡμέρᾳ θλίψεως, ὑπερασπίσαι σου τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ Ἰακώβ»
(στίχ. 2-3). Τοῦ εὔχεται νά γίνει δεκτή ἡ θυσία του ἀπό τόν Θεό (στίχ. 4)
καί νά τοῦ δώσει ὁ Θεός αὐτό πού ζητάει ἡ καρδιά του (στίχ. 5). Τότε, ὅταν
85
Ψαλμός 19

μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ ὁ βασιλεύς θά ἐπιστρέψει ἀπό τόν πόλεμο νικη-
τής, θά ξανάρθουν πάλι ὅλοι στόν Ναό, γιά νά δοξάσουν τόν Θεό γιά τήν
σωτήρια νίκη καί νά ὑμνήσουν τό παντοδύναμο ὄνομά Του: «Ἀγαλλιασό-
μεθα ἐν τῷ σωτηρίῳ σου καί ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Θεοῦ ἡμῶν μεγαλυνθησό-
μεθα» (στίχ. 6).
2. Ἐνῶ ἡ Ἰσραηλιτική κοινότητα προσευχόταν καί εὐχόταν στόν βασι-
λέα, ὁ Θεός νά τόν βοηθήσει, γιά νά ἀναδειχθεῖ νικητής κατά τῶν ἐχθρῶν
του στόν πόλεμο, ἐκείνη τήν ὥρα ὁ ἱερεύς, πού πρόσφερε τήν θυσία τοῦ
βασιλέως, προσπαθοῦσε ἀπό μερικά σημεῖα νά διαγνώσει ποιά θά εἶναι ἡ
ἀπόφαση τοῦ Θεοῦ στήν παρούσα περίσταση. Ἄν δηλαδή ὁ Θεός θά δεχθεῖ
τήν θυσία τοῦ βασιλέως καί θά εἰσακούσει τήν προσευχή τῆς κοινότητας.
Πραγματικά, ἀπό κάποια εὐνοϊκά σημεῖα ὁ ἱερεύς διέγνωσε ὅτι ὁ Θεός δέ-
χτηκε τήν θυσία τοῦ βασιλέως καί θά τοῦ εἶναι ὑπερασπιστής στόν πόλεμο
κατά τῶν ἐχθρῶν του. Γι᾽ αὐτό καί λέγει τώρα: «Νῦν ἔγνων ὅτι ἔσωσε Κύ-
ριος τόν χριστόν αὐτοῦ» (στίχ. 7). «Χριστόν» ὀνομάζει τόν βασιλέα ἐπειδή
καί ὁ βασιλεύς ἐχρίετο, ὅπως ὁ ἱερεύς. Ἡ βοήθεια τοῦ Θεοῦ ὑπέρ τοῦ βα-
σιλέως, λέγει ὁ ἱερεύς, θά ἐκδηλωθεῖ μέ θαυμαστά ἔργα τῆς δυνάμεως τοῦ
Θεοῦ («ἐν δυναστείαις ἡ σωτηρία τῆς δεξιᾶς αὐτοῦ», στίχ. 7).
3. Στήν συνέχεια ὁ ἱερεύς κάνει ἕνα σύντομο καί ὑπέροχο κήρυγμα:
Ἐξηγεῖ τό γιατί ἡ νίκη θά εἶναι ὑπέρ τοῦ βασιλέως τοῦ Ἰσραήλ καί ὄχι ὑπέρ
τῶν ἐχθρῶν του. Οἱ ἐχθροί μας, λέγει ὁ ἱερεύς, εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἔχουν
ἅρματα καί ἵππους. Ἀλλά ἐμεῖς, ἄν καί εἴμαστε ἀδύνατοι σέ ὑλικές δυνά-
μεις, ὅμως ἔχουμε μαζί μας τόν παντοδύναμο Θεό καί γι᾽ αὐτό θά νική-
σουμε. Λέγει ἀκριβῶς ὁ ἱερεύς: «Οὗτοι ἐν ἅρμασι καί οὗτοι ἐν ἵπποις, ἡμεῖς
δέ ἐν ὀνόματι Κυρίου Θεοῦ ἡμῶν μεγαλυνθησόμεθα» (στίχ. 8). Ἔτσι εἶναι!
Δέν νικάει ἡ ἄψυχη ὕλη, ἀλλά νικάει τό πνεῦμα, πού πιστεύει σέ ὑψηλά
καί ὡραῖα ἰδανικά καί αὐτό τό πνεῦμα κινεῖ τήν ὕλη γιά τήν ἐπιτυχία τῶν
ἰδανικῶν αὐτῶν. Στόν ἀγώνα τῆς ζωῆς δέν νικοῦν αὐτοί πού ἔχουν ὑλικές
δυνάμεις καί χρήματα πολλά, ἀλλά νικοῦν ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἔχουν σύμμαχο
τόν Θεό. Καί στόν ἀγώνα μας τοῦ ᾽21 καί στόν ἑλληνοϊταλικό πόλεμο ἀδύ-
νατοι ὑλικά ἤμασταν. Μέ λιανοτούφεκα πολεμούσαμε. Καί ὅμως νικήσαμε
ἐμεῖς καί ὄχι τά τάνκς τῶν ἐχθρῶν μας. Πῶς τό πετύχαμε; Τό πετύχαμε γιατί
εἴχαμε μαζί μας τήν Μαυροφόρα, πού περπατοῦσε στίς χιονισμένες κορυ-
φογραμμές καί ἅπλωνε τά χέρια Της καί τά βόλια τῶν ἐχθρῶν ἄλλαζαν
στροφή! Αὐτή τήν Μαυροφόρα ἐμεῖς, τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, τήν ἀνακη-
ρύξαμε Ὑπέρμαχο Στρατηγό τοῦ ἔθνους μας.
Βέβαιος λοιπόν ὁ ἱερεύς τοῦ ψαλμωδοῦ μας γιά τήν νίκη τοῦ βασιλέως
καί τήν κατατρόπωση τῶν ἐχθρῶν του λέγει τελικά: «Αὐτοί (οἱ ἰσχυροί
ἐχθροί) συνεποδίσθησαν καί ἔπεσαν, ἡμεῖς δέ (οἱ ἀδύνατοι σέ ὑλικές δυνά-

86
Ψαλμός 20

μεις, ἀλλά πιστοί στόν Θεό) ἀνέστημεν καί ἀνωρθώθημεν» (στίχ. 9). Γιά
ἄλλη μιά φορά ἡ Ἰσραηλιτική κοινότητα εὔχεται τελικά γιά τήν νίκη τοῦ
βασιλέως καί λέγει: «Κύριε, σῶσον τόν βασιλέα καί ἐπάκουσον ἡμῶν ἐν ᾗ
ἄν ἡμέρᾳ ἐπικαλεσώμεθά σε» (στίχ. 10).

ΨΑΛΜΟΣ Κ´ 20

Εἰς τὸ τέλος· ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ.

ΥΜΝΟΣ ΣΤΟΝ ΒΑΣΙΛΕΑ

20,2 Κύριε, ἐν τῇ δυ- 20,2 Κύριε, μέ τήν δύναμή Σου


νάμει σου εὐφρανθήσε- θά χαρεῖ ὁ βασιλεύς
ται ὁ βασιλεὺς καὶ ἐπὶ καί γιά τήν νίκη πού τοῦ ἔδωσες
τῷ σωτηρίῳ σου ἀγαλ- θά ἀγαλλιάσει πολύ.
λιάσεται σφόδρα.
3 Τὴν ἐπιθυμίαν τῆς 3 Τοῦ ἔδωσες τήν ἐπιθυμία τῆς καρδιᾶς του
καρδίας αὐτοῦ ἔδωκας καί δέν τοῦ στέρησες αὐτό
αὐτῷ καὶ τὴν θέλησιν πού Σέ παρεκάλεσαν τά χείλη του.
τῶν χειλέων αὐτοῦ οὐκ
ἐστέρησας αὐτόν. (Διά- Διάψαλμα
ψαλμα).
4 Ὅτι προέφθασας αὐ- 4 Τόν γέμισες μέ εὐλογίες τῆς ἀγάπης Σου:
τὸν ἐν εὐλογίαις χρη- Ἔβαλες στό κεφάλι του στέμμα
στότητος, ἔθηκας ἐπὶ μέ πολύτιμα πετράδια·
τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ
στέφανον ἐκ λίθου τι-
μίου.
5 Ζωὴν ᾐτήσατό σε, καὶ 5 Σέ παρακάλεσε νά τοῦ δώσεις ζωή
ἔδωκας αὐτῷ, μακρό- καί τοῦ ἔδωσες πολλά χρόνια, ἀτέλειωτα.
τητα ἡμερῶν εἰς αἰῶνα
αἰῶνος.
6 Μεγάλη ἡ δόξα αὐτοῦ 6 Μεγάλη εἶναι ἡ δόξα του
ἐν τῷ σωτηρίῳ σου, μέ τήν νίκη πού τοῦ χάρισες,
δόξαν καὶ μεγαλοπρέ- μέ δόξα καί μεγαλοπρέπεια
πειαν ἐπιθήσεις ἐπ᾿ θά τόν στολίσεις.
αὐτόν·
7 ὅτι δώσεις αὐτῷ 7 Γιατί θά τοῦ δώσεις παντοτεινή εὐλογία,

87
Ψαλμός 20

εὐλογίαν εἰς αἰῶνα αἰῶ- θά τόν γεμίσεις


νος, εὐφρανεῖς αὐτὸν ἐν μέ τήν χαρά τῆς παρουσίας Σου.
χαρᾷ μετὰ τοῦ προσώ-
που σου.
8 Ὅτι ὁ βασιλεὺς ἐλ- 8 (Αὐτό θά συμβεῖ)
πίζει ἐπὶ Κύριον καὶ ἐν γιατί ὁ βασιλεύς ἐλπίζει στόν Κύριο,
τῷ ἐλέει τοῦ ῾Υψίστου καί μέ τήν ἀγάπη (τοῦ Θεοῦ) τοῦ Ὑψίστου
οὐ μὴ σαλευθῇ. δέν θά σαλευθεῖ.
9 Εὑρεθείη ἡ χείρ σου 9 Εἴθε τό χέρι σου (ὦ βασιλεῦ)
πᾶσι τοῖς ἐχθροῖς σου, ἡ νά ὑποτάξει ὅλους τούς ἐχθρούς σου,
δεξιά σου εὕροι πάντας τό δεξί σου χέρι νά πέσει
τοὺς μισοῦντάς σε. σέ ὅλους ὅσους σέ μισοῦν.
10 Θήσεις αὐτοὺς εἰς 10 Νά τούς βάλεις σέ ἕνα πύρινο καμίνι
κλίβανον πυρὸς εἰς (= νά τούς κατακαύσεις),
καιρὸν τοῦ προσώπου στόν καιρό τῆς ὀργῆς σου.
σου· Κύριος ἐν ὀργῇ Ὁ Κύριος μέ τήν ὀργή Του θά τούς συνταράξει
αὐτοῦ συνταράξει αὐ- καί θά τούς καταφάγει ἡ φωτιά.
τούς, καὶ καταφάγεται
αὐτοὺς πῦρ.
11 Τὸν καρπὸν αὐτῶν 11 Θά ἐξαφανίσεις ἀπό τήν γῆ τά παιδιά τους
ἀπὸ τῆς γῆς ἀπολεῖς καὶ καί τούς ἀπογόνους τους ἀπό τούς ἀνθρώπους,
τὸ σπέρμα αὐτῶν ἀπὸ
υἱῶν ἀνθρώπων,
12 ὅτι ἔκλιναν εἰς σὲ 12 γιατί σκέφθηκαν ἐναντίον σου
κακά, διελογίσαντο τήν καταστροφή.
βουλάς, αἷς οὐ μὴ Σχεδίασαν σχέδια,
δύνωνται στῆναι. πού ὅμως δέν μποροῦν
νά τά πραγματοποιήσουν.
13 Ὅτι θήσεις αὐτοὺς 13 Θά τούς κάνεις νά ὀπισθοχωρήσουν,
νῶτον· ἐν τοῖς περι- θά τούς ἐπιτεθεῖς μέ ὅσους σοῦ ἀπέμειναν. *
λοίποις σου ἑτοιμάσεις
τὸ πρόσωπον αὐτῶν.
14 Ὑψώθητι, Κύριε, ἐν 14 Δοξάσου, Κύριε, στήν δύναμή Σου
τῇ δυνάμει σου· ᾄσομεν (καί ἐμεῖς) θά ὑμνήσουμε καί θά ψάλλουμε
καὶ ψαλοῦμεν τὰς δυνα- τά θαυμαστά Σου ἔργα.
στείας σου.

*Κατά τό Ἑβρ. κείμενο ὁ στίχ. ἔχει: «Θά τρέψεις αὐτούς (τούς ἐχθρούς σου) σέ φυγή, μέ τά βέλη
σου θά πληγώσεις τό πρόσωπό τους» (στίχ. 13).

88
Ψαλμός 20

1. Στόν προηγούμενο 19ο Ψαλμό εἴδαμε τήν ἰσραηλιτική κοινότητα νά


εὔχεται στόν βασιλέα τήν νίκη κατά τῶν ἐχθρῶν του. Στόν παρόντα 20ο
Ψαλμό ἕνας ἄγνωστος ποιητής ἐγκωμιάζει ἕνα βασιλέα, ἴσως τόν Δαυΐδ,
γιά τήν εὐτυχισμένη καί ἔνδοξη βασιλεία του, ἀλλά λέγει ὅτι ὅλα αὐτά πού
ἀπολαμβάνει ὀφείλονται στήν «δύναμη» καί στό «σωτήριο» τοῦ Θεοῦ
(στίχ. 2). Στήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Ἔχουμε λοιπόν ἐδῶ ἕνα ἐγκώμιο πρός
τόν βασιλέα ἤ γιατί αὐτός ἦρθε νικητής ἀπό τόν πόλεμο ἤ γιά κάποια ἑορ-
ταστική ἐκδήλωσή του, ὅπως γιά τήν ἀνάρρησή του στόν θρόνο του ἤ καί
γιά τά γενέθλιά του ἀκόμη.
2. Μιλώντας γιά τήν εὔνοια τοῦ Θεοῦ πρός τόν βασιλέα ὁ ποιητής μας
λέγει ὅτι ὁ Θεός ἐκπλήρωσε τήν «ἐπιθυμίαν τῆς ψυχῆς» του καί δέν τοῦ
στέρησε τήν «θέλησιν τῶν χειλέων» του (στίχ. 3). Καί τήν ἐσωτερική, δη-
λαδή, ἐπιθυμία τοῦ βασιλέως, ἀλλά καί ὅσα διατύπωσε μέ τά χείλη του
στήν προσευχή του, τά ἐκπλήρωσε ὁ Θεός. Ὁ βασιλεύς εἶναι εὐτυχισμένος
κατά πάντα. «Ἐν εὐλογίαις χρηστότητος προέφθασας αὐτόν», λέγει ὁ ποι-
ητής περί αὐτοῦ (στίχ. 4). Καί λέγει μερικές ἀπό τίς εὐλογίες του: Πρῶτα
ἀπ᾽ ὅλα ἦταν τό βασιλικό στέμμα, τό ὁποῖο λάμπει καί ἀπαστράπτει ἀπό
τούς πολύτιμους λίθους (στίχ. 4). Δεύτερο ἀγαθό πού χάρισε ὁ Θεός στόν
βασιλέα, τόν ὁποῖον ἐγκωμιάζει ὁ ποιητής μας, εἶναι ἡ μακρότητα τῶν ἐτῶν
του (στίχ. 5). Ἄρα πρέπει νά ἦταν μεγάλος στήν ἡλικία. Μέ τήν βοήθεια
τοῦ Θεοῦ («ἐν τῷ σωτηρίῳ σου»), λοιπόν, ὁ βασιλεύς ἀπέκτησε μεγάλη
δόξα καί μεγαλοπρέπεια (στίχ. 6). Εὐλογημένο καί εὐτυχισμένο κατέστησε
ὁ Θεός τόν βασιλέα διά παντός (στίχ. 7).
Ἀλλά γιατί ἡ τόση εὔνοια καί βοήθεια τοῦ Θεοῦ πρός τόν βασιλέα; Γιατί
ὁ βασιλεύς, λέει στήν συνέχεια ὁ ποιητής μας, ἔχει σταθερή πίστη καί
ἐλπίδα στόν Κύριο, στόν Γιαχβέ Θεό (στίχ. 8). Ἔτσι μέ τήν παροχή τῆς
βοηθείας Του ὁ Θεός καί τήν παροχή τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν ἀμείβει τήν πίστη
καί τήν εὐσέβεια τῶν ἀνθρώπων.
3. Στό δεύτερο μέρος τοῦ Ψαλμοῦ ὁ ποιητής μας ἀπευθύνεται σέ β´ πρό-
σωπο στόν ἴδιο τόν βασιλέα καί τοῦ εὔχεται τήν νίκη κατά τῶν ἐχθρῶν του
(στίχ. 9). Πρόκειται περί τῶν ἐξωτερικῶν ἐχθρῶν τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ.
Τοῦ εὔχεται νά τούς κατακαύσει, ὅπως καίει ὁ κλίβανος τοῦ πυρός. Τοῦ
εὔχεται ὁ Κύριος νά τούς συνταράξει καί φωτιά νά τούς καταφάγει (στίχ.
10). Καί ἀκόμη περισσότερο ὁ ποιητής μας εὔχεται ἡ καταστροφή τῶν
ἐχθρῶν τοῦ βασιλέων νά ἀποβεῖ ριζική, ἀφοῦ εὔχεται τήν ἐξαφάνιση τῶν
παιδιῶν τους καί ὅλων τῶν ἀπογόνων τους (στίχ. 11). Ἀλλά αἰτιολογεῖ ὁ
ποιητής στήν συνέχεια γιατί εὔχεται τήν τέλεια ἐκρίζωση τῶν ἐχθρῶν τοῦ
βασιλέως. Γιατί αὐτοί ὅλοι τους σχεδίασαν κακά («ἔκλιναν εἰς σέ κακά»)
καί σκέφθηκαν πανοῦργα πράγματα («διελογίσαντο βουλήν») ἐναντίον του

89
Ψαλμός 21

(στίχ. 12). Ἀλλά βεβαιώνει ὁ ποιητής μας ὅτι ὅλα αὐτά τά κατά τοῦ βασι-
λέως κακά διαβούλια δέν πρόκειται νά ἐκπληρωθοῦν: «Διελογίσαντο βου-
λάς, αἷς οὐ μή δύνωνται στῆναι» (στίχ. 12). Καί δέν θά ἐκπληρωθοῦν τά
κατά τοῦ βασιλέως πονηρά σχέδια τῶν ἐχθρῶν του, γιατί ὁ βασιλεύς ἔχει
ὑπερασπιστή τόν Θεό (βλ. στίχ. 8) καί ὁ Θεός θά τόν ἀναδείξει δυνατό καί
ἐπιδέξιο πολεμιστή. Ἔτσι παριστάνει τόν βασιλέα ὁ ποιητής μας τώρα στό
τέλος κατά τό Ἑβραϊκό κείμενο: «Θά τρέψεις αὐτούς (τούς ἐχθρούς σου)
σέ φυγή, μέ τά βέλη σου θά πληγώσεις τό πρόσωπό τους» (στίχ. 13). Ἡ
σκηνή εἶναι πολεμική (βλ. Ψαλμ. 44,6. 109,5 ἑξ.).
Τέλος ὁ ποιητής μας καλεῖ τόν Θεό νά ἀναδειχθεῖ μέγας καί ἔνδοξος
(στίχ. 14), ἐπιδεικνύοντας τήν βοήθειά Του βέβαιη πρός τόν βασιλέα. Καί
τότε βλέποντας ὅλοι τίς νίκες τοῦ βασιλέως κατά τῶν ἐχθρῶν τοῦ Ἰσραηλι-
τικοῦ λαοῦ θά ὑμνήσουν τήν δόξα τοῦ Θεοῦ: «ᾌσομεν καί ψαλοῦμεν τάς δυ-
ναστείας σου» (στίχ. 14)!

ΨΑΛΜΟΣ ΚΑ´ 21

Εἰς τὸ τέλος, ὑπὲρ τῆς ἀντιλήψεως τῆς ἑωθινῆς·


ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ.

Ο ΠΑΣΧΩΝ ΜΕΣΣΙΑΣ

21,2 Ὁ Θεός, ὁ Θεός 21,2 Θεέ μου, Θεέ μου, ἄκουσέ με·
μου, πρόσχες μοι· ἵνα τί γιατί μέ ἐγκατέλειψες;
ἐγκατέλιπές με; Μα- ἀργεῖ νά ἔλθει ἡ σωτηρία μου
κρὰν ἀπὸ τῆς σωτηρίας κράζοντας ἀπό τόν λάκκο μου.*
μου οἱ λόγοι τῶν παρα-
πτωμάτων μου.
3 Ὁ Θεός μου, κεκρά- 3 Θεέ μου, κράζω σέ Σένα τήν ἡμέρα,
ξομαι ἡμέρας, καὶ οὐκ ἀλλά δέν μέ ἀκούεις·
εἰσακούσῃ, καὶ νυκτός, καί (κράζω καί) τήν νύχτα
καὶ οὐκ εἰς ἄνοιαν ἐμοί. καί αὐτό (πού κάνω)
δέν εἶναι ἀνόητο γιά μένα.
(Ὅμως δέν εἶσαι μακρυά μου, γιατί)
4 Σὺ δὲ ἐν ἁγίῳ κατοι- 4 Κατοικεῖς στόν ἅγιο Ναό Σου,

* Κατά τό Ἑβρ. τό β´ ἡμιστίχ. ἔχει: «Γιατί εἶσαι μακρυά ἀπό τήν σωτηρία μου καί ἀπό τά λόγια
τῶν βρυχημάτων μου;».
90
Ψαλμός 21

κεῖς, ὁ ἔπαινος τοῦ ᾿Ισ- Ἐσύ ὁ ὕμνος τοῦ Ἰσραήλ.


ραήλ.
5 Ἐπὶ σοὶ ἤλπισαν οἱ 5 Σέ Σένα ἔλπισαν οἱ πατέρες μας,
πατέρες ἡμῶν, ἤλπισαν, ἔλπισαν καί τούς ἔσωσες·
καὶ ἐῤῥύσω αὐτούς·
6 πρὸς σὲ ἐκέκραξαν 6 σέ Σένα ἐκέκραξαν καί σώθηκαν,
καὶ ἐσώθησαν, ἐπὶ σοὶ σέ Σένα ἔλπισαν καί δέν καταισχύνθηκαν.
ἤλπισαν καὶ οὐ κατῃ-
σχύνθησαν.
7 Ἐγὼ δέ εἰμι σκώληξ 7 Ἐγώ ὅμως εἶμαι σκώληκας
καὶ οὐκ ἄνθρωπος, καί ὄχι ἄνθρωπος,
ὄνειδος ἀνθρώπων καὶ ὄνειδος τῶν ἀνθρώπων
ἐξουθένημα λαοῦ. καί καταφρόνημα τοῦ λαοῦ.
8 Πάντες οἱ θεωροῦντές 8 Ὅλοι ὅσοι μέ εἶδαν μέ χλεύασαν,
με ἐξεμυκτήρισάν με, μοῦ ἔλεγαν λόγια,
ἐλάλησαν ἐν χείλεσιν, κίνησαν τό κεφάλι (τους)
ἐκίνησαν κεφαλήν·
9 ἤλπισεν ἐπὶ Κύριον, 9 (καί εἶπαν:)«Ἔλπισε στόν Κύριο,
ῥυσάσθω αὐτόν· σω- ἄς τόν σώσει·
σάτω αὐτόν, ὅτι θέλει ἄς τόν σώσει, ἀφοῦ τόν θέλει».
αὐτόν.
10 Ὅτι σὺ εἶ ὁ ἐκσπά- 10 Ἐσύ εἶσαι πού μέ ἔβγαλες
σας με ἐκ γαστρός, ἡ ἀπό τήν κοιλιά (τῆς μάνας μου),
ἐλπίς μου ἀπὸ μαστῶν (Ἐσύ εἶσαι) ἡ ἐλπίδα μου
τῆς μητρός μου· ἀπό τότε πού θήλαζα·
11 ἐπὶ σὲ ἐπεῤῥίφην ἐκ 11 σέ Σένα ἀφιερώθηκα
μήτρας, ἐκ κοιλίας μη- ἀφότου ἤμουν στήν μήτρα,
τρός μου Θεός μου εἶ ἀπό τήν κοιλιά τῆς μάνας μου
σύ· Ἐσύ εἶσαι ὁ Θεός μου.
12 μὴ ἀποστῇς ἀπ᾿ ἐ- 12 Μή φύγεις μακρυά μου,
μοῦ, ὅτι θλῖψις ἐγγύς, γιατί ἡ θλίψη (μοῦ) εἶναι κοντά
ὅτι οὐκ ἔστιν ὁ βοηθῶν. καί δέν ἔχω κανένα νά (μέ) βοηθήσει.
13 Περιεκύκλωσάν με 13 Μέ περιεκύκλωσε ἀγέλη μόσχων,
μόσχοι πολλοί, ταῦροι θρεμμένοι ταῦροι εἶναι γύρω μου·
πίονες περιέσχον με·
14 ἤνοιξαν ἐπ᾿ ἐμὲ τὸ 14 ἄνοιξαν ἐναντίον μου τό στόμα τους,
στόμα αὐτῶν ὡς λέων σάν λέοντας πού ἁρπάζει καί βρυχιέται.
ἁρπάζων καὶ ὠρυόμε-
νος.

91
Ψαλμός 21

15 Ὡσεὶ ὕδωρ ἐξεχύ- 15 Ξεχύθηκα σάν νερό


θην, καὶ διεσκορπίσθη καί διασκορπίστηκαν ὅλα τά ὀστᾶ μου,
πάντα τὰ ὀστᾶ μου, σάν τό κερί ἔγινε ἡ καρδιά μου,
ἐγενήθη ἡ καρδία μου πού λιώνει μέσα στό στομάχι μου.
ὡσεὶ κηρὸς τηκόμενος
ἐν μέσῳ τῆς κοιλίας
μου·
16 ἐξηράνθη ὡσεὶ ὄ- 16 Ἡ δύναμή μου ξηράθηκε
στρακον ἡ ἰσχύς μου, σάν στεγνό κεραμίδι·
καὶ ἡ γλῶσσά μου κε- ἡ γλώσσα μου κόλλησε στόν λάρυγγά μου
κόλληται τῷ λάρυγγί καί μέ ἔρριψες στό χῶμα τοῦ θανάτου.
μου, καὶ εἰς χοῦν θα-
νάτου κατήγαγές με.
17 Ὅτι ἐκύκλωσάν με 17 Γιατί μέ περιεκύκλωσαν σκύλοι πολλοί,
κύνες πολλοί, συνα- συναγωγή πονηρῶν ἀνθρώπων
γωγὴ πονηρευομένων εἶναι γύρω μου,
περιέσχον με, ὤρυξαν τρύπησαν τά χέρια μου καί τά πόδια μου.
χεῖράς μου καὶ πόδας.
18 Ἐξηρίθμησαν πάντα 18 Μέτρησαν ὅλα τά κόκκαλά μου,
τὰ ὀστᾶ μου, αὐτοὶ δὲ αὐτοί δέ μέ ἔβλεπαν καί χαίρονταν.
κατενόησαν καὶ ἐπεῖδόν
με.
19 Διεμερίσαντο τὰ 19 Μοιράστηκαν τά ροῦχα μου μεταξύ τους
ἱμάτιά μου ἑαυτοῖς καὶ καί γιά τόν ἱματισμό μου ἔβαλαν κλῆρο.
ἐπὶ τὸν ἱματισμόν μου
ἔβαλον κλῆρον.
20 Σὺ δέ, Κύριε, μὴ 20 Ἐσύ ὅμως, Κύριε,
μακρύνῃς τὴν βοήθειάν μήν ἀργεῖς νά ἔλθεις γιά βοήθειά μου,
μου ἀπ᾿ ἐμοῦ, εἰς τὴν σπεῦσε νά μέ προστατεύσεις.
ἀντίληψίν μου πρόσχες.
21 Ρῦσαι ἀπὸ ῥομφαίας 21 Σῶσε τήν ζωή μου ἀπό τό σπαθί
τὴν ψυχήν μου, καὶ ἐκ καί ἀπό τήν δύναμη τοῦ κύνα
χειρὸς κυνὸς τὴν μονο- τήν μονάκριβή μου (ζωή)·
γενῆ μου·
22 σῶσόν με ἐκ στόμα- 22 σῶσε ἐμένα τόν ταπεινό
τος λέοντος καὶ ἀπὸ ἀπό τό στόμα τοῦ λέοντα
κεράτων μονοκερώτων καί ἀπό τά κέρατα τῶν βουβάλων.
τὴν ταπείνωσίν μου.
23 Διηγήσομαι τὸ ὄ- 23 Θά διηγηθῶ τό ὄνομά Σου

92
Ψαλμός 21

νομά σου τοῖς ἀδελφοῖς στούς ἀδελφούς μου (τούς Ἰσραηλῖτες),


μου, ἐν μέσῳ ἐκκλησίας θά Σέ ὑμνήσω μέσα στήν συνάθροιση.
ὑμνήσω σε.
24 Οἱ φοβούμενοι τὸν 24 Οἱ φοβούμενοι τόν Κύριο αἰνέσατε Αὐτόν,
Κύριον, αἰνέσατε αὐ- ὅλο τό σπέρμα τοῦ Ἰακώβ δοξάσατε Αὐτόν,
τόν, ἅπαν τὸ σπέρμα φοβηθεῖτε Αὐτόν ὅλο τό σπέρμα τοῦ Ἰσραήλ.
᾿Ιακώβ, δοξάσατε αὐ-
τόν, φοβηθήτωσαν αὐ-
τὸν ἅπαν τὸ σπέρμα
᾿Ισραήλ,
25 ὅτι οὐκ ἐξουδένωσεν 25 Δέν περιφρόνησε οὔτε ἀποστράφηκε
οὐδὲ προσώχθισε τῇ δε- τήν δέηση τοῦ πτωχοῦ,
ήσει τοῦ πτωχοῦ, οὐδὲ οὔτε ἀπόστρεψε τό πρόσωπό Του ἀπό ἐμένα
ἀπέστρεψε τὸ πρόσω- καί ὅταν ἔκραζα πρός Αὐτόν μέ εἰσήκουε.
πον αὐτοῦ ἀπ᾿ ἐμοῦ καὶ
ἐν τῷ κεκραγέναι με
πρὸς αὐτὸν εἰσήκουσέ
μου.
26 Παρὰ σοῦ ὁ ἔπαινός 26 Ἐσύ μοῦ δίνεις τήν ἱκανότητα νά Σέ ὑμνῶ
μου ἐν ἐκκλησίᾳ με- μέσα σέ μεγάλη συνάθροιση·
γάλῃ, τὰς εὐχάς μου θά ἐκπληρώσω τίς ὑποσχέσεις (μου)
ἀποδώσω ἐνώπιον τῶν ἐνώπιον ἐκείνων πού Τόν σέβονται.
φοβουμένων αὐτόν.
27 Φάγονται πένητες 27 Θά φάγουν οἱ πτωχοί καί θά χορτάσουν
καὶ ἐμπλησθήσονται, καί θά αἰνέσουν τόν Κύριο
καὶ αἰνέσουσι Κύριον οἱ αὐτοί πού Τόν ἐκζητοῦν·
ἐκζητοῦντες αὐτόν· ζή- θά ζήσουν οἱ καρδιές τους παντοτεινά.
σονται αἱ καρδίαι αὐ-
τῶν εἰς αἰῶνα αἰῶνος.
28 Μνησθήσονται καὶ 28 Θά θυμηθοῦν
ἐπιστραφήσονται πρὸς καί θά ἐπιστραφοῦν στόν Κύριο
Κύριον πάντα τὰ πέ- ὅλα τά πέρατα τῆς γῆς
ρατα τῆς γῆς καὶ προ- καί θά προσκυνήσουν ἐνώπιόν Του
σκυνήσουσιν ἐνώπιον ὅλες οἱ φυλές τῶν ἐθνῶν.
αὐτοῦ πᾶσαι αἱ πατριαὶ
τῶν ἐθνῶν,
29 ὅτι τοῦ Κυρίου ἡ βα- 29 Γιατί στόν Κύριο ἀνήκει ἡ βασιλεία
σιλεία, καὶ αὐτὸς δε- καί Αὐτός δεσπόζει στά ἔθνη.
σπόζει τῶν ἐθνῶν.

93
Ψαλμός 21

30 Ἔφαγον καὶ προ- 30 Ἔφαγαν καί προσκύνησαν


σεκύνησαν πάντες οἱ ὅλοι οἱ μεγιστᾶνες τῆς γῆς,
πίονες τῆς γῆς, ἐνώπιον ἐνώπιόν Του θά προσπέσουν
αὐτοῦ προπεσοῦνται ὅλοι οἱ πένητες.
πάντες οἱ καταβαίνον- Καί ἐγώ (λέγει ὁ Μεσσίας)
τες εἰς γῆν. Καὶ ἡ ψυχή θά ζῶ γι᾽ Αὐτόν (τό Θεό)
μου αὐτῷ ζῇ,
31 καὶ τὸ σπέρμα μου 31 καί οἱ (πνευματικοί μου) ἀπόγονοι
δουλεύσει αὐτῷ· ἀναγ- θά Τόν λατρεύσουν·
γελήσεται τῷ Κυρίῳ ἡ ἐρχόμενη γενεά θά ἀναγγελθεῖ
γενεὰ ἡ ἐρχομένη, ὅτι ἀνήκει στόν Κύριο.
32 καὶ ἀναγγελοῦσι τὴν 32 Θά διαλαλήσουν τήν δικαιοσύνη Του
δικαιοσύνην αὐτοῦ λαῷ στόν λαό πού θά γεννηθεῖ,
τῷ τεχθησομένῳ, ὃν ἐ- σ᾽ αὐτόν πού θά φέρει ὁ Κύριος.
ποίησεν ὁ Κύριος.

1. Ὁ Ψαλμός αὐτός εἶναι μία προφητεία τῶν παθῶν καί τῆς ἀναστάσεως
τοῦ Μεσσία. Δέν μποροῦμε νά τόν ἑρμηνεύσουμε ἱστορικά, ὅτι, δηλαδή,
ἀναφέρεται σέ ἄλλο πρόσωπο, στόν Δαβίδ γιά παράδειγμα, γιατί ὁ Ψαλμός
ὁμιλεῖ γιά τρυπήματα χειρῶν καί ποδῶν, γιά διασκορπισμούς ὀστῶν, γιά
διαμελισμό ἱματίων καί γιά δεινά παθήματα καί γιά δικαίωση τοῦ πάσχον-
τος, πού μόνο στήν ζωή τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ μπορεῖ νά ἐφαρμοστοῦν. Οὔτε
πάλι μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι τά ὅσα λέγονται γιά τόν πάσχοντα στόν Ψαλμὀ
μας λέγονται γενικά καί ἀόριστα γιά τόν ἐνάρετο ἄνθρωπο, πού τελειώνεται
διά τῶν παθημάτων, γιατί οἱ τόσες καί τόσες λεπτομέρειες τοῦ Ψαλμοῦ μας
ἀπαιτοῦν ὁρισμένο πρόσωπο στό ὁποῖο νά ἀναφέρονται. Ὁ ὑπέροχος Ψαλ-
μός μας, ὅπως τόν ἑρμήνευσε ἡ Ἐκκλησία μας, ἀναφέρεται ἀκριβῶς στο
πρόσωπο τοῦ Μεσσία, στόν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, γιατί μόνο σ᾽
Αὐτόν ἐκπληρώθηκαν τά ὅσα προφητεύονται στήν Παλαιά Διαθήκη γιά
τόν Μεσσία, ὅπως μᾶς τό πληροφοροῦν τά Ἅγια Εὐαγγέλια. Καί ἡ ἐπι-
γραφή τοῦ Ψαλμοῦ, «ὑπέρ τῆς ἀντιλήψεως τῆς ἑωθινῆς», ἀναφέρεται στόν
Ἰησοῦ Χριστό καί συγκεκριμένα στήν ἐπιφάνειά Του, στόν ἐρχομό Του,
πού ἔγινε ὡς ὄρθρος, πού φώτισε αὐτούς πού βρίσκονταν στά σκοτάδια.
2. Μετά τά παραπάνω προλογικά ἐρχόμεθα στήν σύντομη ἑρμηνεία τοῦ
Ψαλμοῦ. Ὁ Ψαλμωδός παρουσιάζει τόν Πάσχοντα νά ἀπευθύνεται στόν
Θεό ζητῶν βοήθεια, παραπονούμενος μάλιστα ὅτι τόν ἐγκατέλειψε: «Ὁ
Θεός, ὁ Θεός μου (= Θεέ μου, Θεέ μου) πρόσχες μοι· ἴνα τί ἐγκατέλιπές
με;» (στίχ. 2). Αὐτοί εἶναι οἱ λόγοι πού εἶπε ὁ Ἰησοῦς Χριστός στήν ἀρα-
μαϊκή γλώσσα ὀδυνώμενος στόν Σταυρό: «Ἠλί, ἠλί, λαμά σαβαχθανί;».

94
Ψαλμός 21

Ἀλλά ὁ ἀμέσως παρακάτω λόγος τοῦ πάσχοντος εἶναι δύσκολος στήν ἑρμη-
νεία του. Λέγει: «Μακράν ἀπό τῆς σωτηρίας μου οἱ λόγοι τῶν παραπτωμά-
των μου» (στίχ. 2). Ὁ Πάσχων Ἅγιος ἀπευθύνει «λόγους» στόν Θεό, τόν
Ὁποῖο καλεῖ «σωτηρία» του (βλ. Ψαλμ. 34,3)· τοῦ ἀπευθύνει κραυγές καί
ἐπικλήσεις, γιατί ὀδυνᾶται, ἀλλά φαίνεται ὅτι ὁ Θεός δέν τόν ἀκούει, δέν
σπεύδει πρός βοήθεια, ἀλλά εἶναι μακρυά Του, γι΄ αὐτό καί λέγει, «μακράν
ἀπό τῆς σωτηρίας μου οἱ λόγοι (μου)». Ἀλλά, ποιά εἶναι τά «παραπτώματα»
γιά τά ὁποῖα λέγει στήν συνέχεια, «οἱ λόγοι τῶν παραπτωμάτων μου»; (στίχ.
2). Εἶπαν ὅτι «παραπτώματα», εἶναι τά δικά μας ἁμαρτήματα, τά ὁποῖα ἐπι-
φορτίστηκε ὁ Ἰησοῦς Χριστός καί πάσχει ἀντί ἡμῶν. Αὐτό βέβαια εἶναι
ἀλήθεια, ἀλλά τά «παραπτώματα» τοῦ στίχου μας ἐδῶ δέν πρέπει νά ἔχουν
αὐτή τήν ἑρμηνεία. Γιατί ὁ Πάσχων Μεσσίας ὁμιλεῖ γιά δικά του παρα-
πτώματα. Λέγει τά «παραπτώματά ΜΟΥ». Ἀλλά ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι
ἀναμάρτητος. «Ἁμαρτίαν οὐκ ἐποίησεν, οὐδέ εὑρέθη δόλος ἐν τῷ στόματι
αὐτοῦ» (βλ. καί Ἰωάν. 8,46). Γι΄ αὐτό πρέπει νά θεωρήσουμε ὡς λανθα-
σμένη ἐδῶ τήν μετάφραση τῶν Ο΄ καί νά προτιμήσουμε τό πρωτότυπο
Ἑβραϊκό κείμενο πού λέγει: «Θεέ μου, Θεέ μου, γιατί μέ ἐγκατέλειψες; Γιατί
εἶσαι μακρυά άπό τήν σωτηρία μου καί ἀπό τά λόγια τῶν βρυχημάτων μου;».
Ἤ, «τά λόγια τῶν ὀδυρμῶν μου», ὅπως μετέφρασε ὁ Σύμμαχος. Ἤ, κρα-
τοῦντες τήν ἀνάγνωση τῶν Ο΄, μποροῦμε νά νοήσουμε τά «παραπτώματα»
ὡς «λάκκο» (ἀπό τήν λέξη «πτώση»), στόν ὁποῖο ἔπεσε ὁ Πάσχων καί
κράζει πρός τόν Θεό γιά βοήθεια, ἀλλά δέν βλέπει τήν βοήθειά Του. Τόν
«λάκκο» ὅμως θά πρέπει νά τόν νοήσουμε μέ τήν μεταφορική ἔννοια, ὡς
μία θλιβερή κατάσταση, στήν ὁποία περιέπεσε ὁ Πάσχων Ἅγιος.
3. Ὁ βασανιζόμενος ἐξακολουθεῖ τά παράπονά του πρός τόν Θεό, κρά-
ζοντας μέρα καί νύχτα προς Αὐτόν, χωρίς αὐτό νά θεωρεῖται «ἄνοια» (στίχ.
3), δηλαδή, ἀνόητο πράγμα. Γιατί, ἄν δέν καταφύγει κανείς πρός τόν Θεό
στόν πόνο του, ποῦ θα καταφύγει; Παρά ὅμως τό ὅτι ὁ Μεσσίας εἶπε προ-
ηγουμένως ὅτι ὁ Θεός εἶναι μακράν Του (στίχ. 2), ὅμως νοιώθει τώρα ὅτι
δέν εἶναι μακράν Του, γιατί εἶναι στόν Ναό, στόν ὁποῖο καταφεύγουν οἱ
Ἰσραηλίτες καί Τόν ὑμνοῦν: «Σύ δέ ἐν ἁγίῳ κατοικεῖς ὁ ἔπαινος τοῦ Ἰσραήλ»
(στίχ. 4).
Ἔχει, λοιπόν, τόν σώζοντα ὁ Πάσχων δίκαιος Μεσσίας. Ἀλλά ὑπάρχουν
καί ἀπό τήν ἱστορία παραδείγματα, πού ὁμιλοῦν γιά τήν προστασία τῶν δι-
καίων ἀπό τόν Θεό (στίχ. 5-6). Ὁ Θεός βλέπει τήν ἀθλιότητα τῶν ἀνθρώ-
πων καί κινεῖται σέ εὐσπλαγχνία ὑπέρ αὐτῶν. Ἀλλά τί περισσότερον
ἀξιολύπητον ἀπό τήν κατάσταση στήν ὁποία βρίσκεται τώρα ὁ Μεσσίας
πάσχων ἐπί τοῦ Σταυροῦ; Ὁ Ἴδιος παριστάνει τόν ἑαυτό Του ὡς «σκώ-
ληκα» καί λέγει: «Ἐγώ δέ εἰμί σκώληξ καί οὐκ ἄνθρωπος· ὄνειδος ἀνθρώ-

95
Ψαλμός 21

πων καί ἐξουθένημα λαοῦ» (στίχ. 7). Ὁ σκώληκας εἶναι δεῖγμα τῆς εὐτε-
λείας καί τῆς ἀδυναμίας (βλ. Ἱώβ 25,6). Ἕρπει κατά γῆς γυμνός καταπα-
τούμενος ἀπό τόν τυχόντα καί μή δυνάμενος νά ἀμυνθεῖ. Ἔτσι παριστάνει
καί ὁ Ἡσαΐας τόν Μεσσία ἐπί τοῦ Σταυροῦ· ἄοπλο καί ἀειδῆ: «Καί εἴδομεν
αὐτόν καί οὐκ εἶχεν εἶδος οὐδέ κάλλος· ἀλλά τό εἶδος αὐτοῦ ἄτιμον καί
ἐκλεῖπον παρά τούς υἱούς τῶν ἀνθρώπων» (53,2-3). Ἀλλά ὑπάρχει καί ἡ
ἑρμηνεία τοῦ Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, κατά τήν ὁποία ὁ Ἰησοῦς Χριστός
παρομοιάζεται μέ σκώληκα γιά τόν λόγο ὅτι ἐγεννήθη παρθενικά, ἄνευ
σπέρματος, ὅπως καί οἱ σκώληκες δέν γεννοῦνται ἀπό σπέρμα, ἀλλά ἀπό
τήν γῆ.
Περιγράφοντας τά μαρτύριά Του ὁ Μεσσίας λέγει γιά τήν περιφρόνηση
τῶν ἀνθρώπων ἐναντίον Του, ἡ ὁποία ἐκφραζόταν μέ λόγους καί κινήματα,
μέ ἐκμυκτηρισμούς καί κινήματα τῆς κεφαλῆς (στίχ. 8-9). Σ’ αὐτό δέ προσ-
τίθεται καί τό μεγαλύτερο μαρτύριο, ἡ ὕβρις κατά τῆς πίστεως τοῦ Μεσ-
σίου, ὅτι τόν ἐγκατέλειψε ὁ Θεός καί ὅτι, ἅν τόν ὑπερασπίζει, ἅς τόν σώσει.
Ἔλεγαν γι’ Αὐτόν: «Ἤλπισεν ἐπί Κύριον, ρυσάσθω αὐτόν, σωσάτω αὐτόν,
ὅτι θέλει αὐτόν» (στίχ. 9). Αὐτά ὅμως, τά ἴδια ἀκριβῶς, τά βλέπουμε νά
ἐφαρμόζονται στόν Μεσσία ἐπί τοῦ Σταυροῦ, ὅπως μᾶς πληροφοροῦν τά
ἱερά Εὐαγγέλια: «Οἱ δέ παραπορευόμενοι ἐβλασφήμουν αὐτόν κινοῦντες τάς
κεφαλάς αὐτῶν» (Ματθ. 27,39). «Καί εἱστήκει ὁ λαός θεωρῶν. Ἐξεμυκτή-
ριζον δέ καί οἱ ἄρχοντες σύν αὐτοῖς λέγοντες· ἄλλους ἔσωσε, σωσάτω ἑαυτόν,
εἰ οὗτός ἐστιν ὁ Χριστός, ὁ τοῦ Θεοῦ ἐκλεκτός» (Λουκ. 23,35).
4. Ἀλλά αὐτοί οἱ μυκτηρισμοί τῶν ἐχθρῶν κάνουν τόν Μεγαλομάρτυρα
Μεσσία, ἐπί τοῦ Σταυροῦ εὑρισκόμενο, νά ἀφήσει τό παράπονό Του καί
νά στραφεῖ σέ συγκινητικές δεήσεις πρός τόν Θεό. Ὅσο οἱ ἐχθροί Του τόν
ἐνέπαιζαν, ἐπειδή ἐλπίζει στόν Θεό καί κράζει σ᾽ Αὐτόν, τόσο καί ὁ Μάρ-
τυς Μεσσίας στρέφεται περισσότερο πρός τόν Θεό καί λέγει ἱκεσίες σ᾽
Αὐτόν (στιχ. 10 ἑξ.). Τό πρῶτο δέ πού λέγει ὁ Πάσχων γιά νά ἑλκύσει τήν
συμπάθεια τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ προέλευσή Του ἀπό τόν Θεό: «Σύ εἶ ὁ ἐκσπά-
σας με ἐκ γαστρός· ἡ ἐλπίς μου ἀπό μαστῶν τῆς μητρός μου. Ἐπί σέ ἐπερρί-
φην ἐκ μήτρας· ἀπό γαστρός μητρός μου Θεός μου εἶ σύ» (στίχ. 10-11). Σάν
νά θέλει νά πεῖ ὁ Πάσχων: Σύ, Θεέ μου, μοῦ ἔδωσες τήν γέννηση· Σύ θά
μέ διασώσεις καί ἀπό τόν θάνατο. Ἤ, ὅπως ἑρμηνεύει ὁ Εὐσέβιος τήν πε-
ρικοπή τῶν στίχων μας: «Ὡσπεροῦν ἡ σή τότε τοῦ Ὑψίστου δύναμις συλ-
λαμβανόμενον μέν ἐπεσκίασε, τικτόμενον δέ ἐξέσπασεν ἀπό γαστρός μητρός
μου (δηλαδή, τῆς Παναγίας), οὕτω πολλή μοι τυγχάνει παραμυθία, ὅτι καί
τοῦ θανάτου με πολύ μᾶλλον ἀνασπάσεις» (M. 22,773C).
Στό παραπάνω ἐπιχείρημα γιά νά ἑλκυσθεῖ ἡ συμπάθεια τοῦ Θεοῦ,
προσθέτει ὁ Πάσχων στήν συνέχεια καί δεύτερο ἐπιχείρημα: Τίς συμφορές

96
Ψαλμός 21

Του πού τόν βασανίζουν καί τίς ὁποῖες περιγράφει ἐκτενῶς. Τούς ἐχθρούς
Του παρομοιάζει γιά τήν ἀγριότητά τους μέ μόσχους καί ταύρους: «Περιε-
κύκλωσάν με μόσχοι πολλοί, ταῦροι πίονες περιέσχον με» (στίχ. 13). Ἡ ὠμή
κτηνωδία τῶν ἐχθρῶν Του τούς κάνει ὅμοιους μέ ταύρους. Ἡ δύναμή τους
ὅμοιους μέ λέοντες. Καί λέγει γι᾽ αὐτούς: «Ἤνοιξαν ἐπ᾽ ἐμέ τό στόμα αὐτῶν
ὡς λέων ἁρπάζων καί ὠρυόμενος» (στίχ. 14). Καί ἀποτέλεσμα τῆς θηριω-
δίας τους εἶναι νά κατασπαράξουν τό θῦμα τους, τό νά τό φέρουν σέ μα-
ραμένη καί διαλυμένη κατάσταση. Ὡς ἑξῆς ὁ Πάσχων περιγράφει τήν
κατάστασή Του: «Ὡσεί ὕδωρ ἐξεχύθην καί διεσκορπίσθη πάντα τά ὀστᾶ μου,
ἐγεννήθη ἡ καρδία μου ὡσεί κηρός τηκόμενος ἐν μέσῳ τῆς κοιλίας μου. Ἐξη-
ράνθη ὡς ὄστρακον ἡ ἰσχύς μου, καί ἡ γλῶσσα μου κεκόλληται τῷ λάρυγγί
μου καί εἰς χοῦν θανάτου κατήγαγές με» (στίχ. 15-16). Σάν νά λέγει ὁ ὀδυ-
νώμενος Μεσσίας: Οἱ δυνατοί ἐχθροί μου μέ παρέλυσαν καί μέ διέλυσαν,
μέ ἔφεραν σέ ὑγρᾶ κατάσταση, ἔγινα στεγνό κεραμίδι. Δέχεται ὅμως ὁ
Μεσσίας ὅτι αὐτά ἔγιναν μέ τήν ἀνοχή τοῦ Θεοῦ· γι΄ αὐτό ἀπευθυνόμενος
σ᾽ Αὐτόν λέγει: «Εἰς χοῦν θανάτου κατήγαγές με» (στίχ. 16). Ἐσύ ὁ Θεός
τά ἐπιτρέπεις καί χωρίς τό θέλημά Σου δέν γίνεται τίποτε. Εἶναι σχεδόν τό
ἴδιο πού εἶπε ὁ ἀπόστολος Πέτρος γιά τόν θάνατο τοῦ Ἰησοῦ τοῦ Ναζω-
ραίου, τόν Ὁποῖον «ἔπιασαν καί ἐσταύρωσαν καί θανάτωσαν οἱ Ἰουδαῖοι»,
ἀλλά αὐτό ἔγινε «σύμφωνα μέ τήν ὁρισμένη ἀπόφαση καί πρόγνωση τοῦ
Θεοῦ» (Πράξ. 2,23). Τούς ἐχθρούς Του πάλι ὁ Πάσχων Μεσσίας, γιά νά
δείξει τήν ἀναισχυντία τους, τούς παρομοιάζει μέ τούς ἀκαθάρτους κύνας
(στίχ. 17), ἀπ᾽ αὐτούς πού εἶναι γεμάτοι οἱ ἀπόμεροι δρόμοι τῆς Ἀνατολῆς
καί ἐπιτίθενται ἐναντίον τῶν διαβατῶν.
Οἱ ἐχθροί λοιπόν αὐτοί «ὤρυξαν χεῖρας καί πόδας» τοῦ Μεσσία (στίχ.
17). Ἡ ἔκφραση αὐτή ὑπαινίσσεται σταυρικό θάνατο, γιατί «ὤρυξαν» ση-
μαίνει «διετρύπησαν». Ὁ τρόπος αὐτός τοῦ θανάτου χρησιμοποιεῖτο ὄχι
μόνο ἀπό τούς Ρωμαίους, ἀλλά καί ἀπό τούς Πέρσες καί τούς Καρχηδονί-
ους καί Αἰγυπτίους. Αὐτός, πράγματι, ὅπως γνωρίζουμε, ἦταν ὁ τρόπος θα-
νάτου τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἀποτέλεσμα δέ τῶν μαστιγώσεων καί τῶν
βασανισμῶν καί τῆς σταυρώσεως τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ εἶναι αὐτό πού λέγει
στήν συνέχεια ὁ Πάσχων: «Ἐξηρίθμησαν πάντα τά ὀστᾶ μου» (στίχ. 18). Ἡ
προφητεία αὐτή ἐκπληρώθηκε κατά γράμμα στόν Ἰησοῦ Χριστό, γιατί, μέ
τούς δαρμούς στό δέρμα Του, αὐτό ἐγδάρη, ἀφηρέθη, καί λοιπόν ἐφάνησαν
τά κόκκαλα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καί μποροῦσαν νά μετρηθοῦν. Στήν θέα
δέ ὅλων τῶν βασανιστηρίων τοῦ Μεσσία οἱ ἐχθροί του εὐχαριστοῦντο καί
ἐχαίροντο. Αὐτό σημαίνει τό «αὐτοί δέ κατενόησαν καί ἐπεῖδον με», πού
λέγει στήν συνέχεια ὁ Ψαλμός μας (στίχ. 18). Καί ὅπως κάνουν οἱ ληστές,
νά ἀπογυμνώνουν τά θύματά τους καί ἔπειτα νά τά ἀποτελειώνουν, ἔτσι

97
Ψαλμός 21

καί οἱ ἐχθροί τοῦ Μεσσίου διεμέρισαν τά ἱμάτιά Του καί γιά τήν διανομή
αὐτή ἔβαλαν κλῆρο (στίχ. 19). «Ἱματισμόν» τοῦ Χριστοῦ θά νοήσουμε τόν
ἄρραφο χιτῶνα Του, τόν ἐκ τῶν ἄνωθεν ὑφαντόν (Ἰω. 19,23).
Καί ἀνακεφαλαιώνοντας τήν ἱκεσία Του πρός τόν Θεό ὁ Πάσχων Μεσ-
σίας λέγει: «Σύ δέ, Κύριε, μή μακρύνῃς τήν βοήθειάν μου, εἰς τήν ἀντίληψίν
μου πρόσχες» (στίχ. 20). Καί ἀκόμη εἰδικώτερα εὔχεται ὁ Πάσχων στόν
Θεό νά τόν σώσει ἀπό τήν «ρομφαία» (τοῦ ἐχθροῦ) καί ἀπό τόν «κύνα»
(στίχ. 21). Ὑπό τήν «ρομφαία» θά νοήσουμε ἐδῶ τούς στρατιῶτες τοῦ Πι-
λάτου καί ὑπό τόν «κύνα» τόν Ἰουδαϊκό λαό.
5. Ἀλλά αἴφνης ὁ Πάσχων Μεσσίας, ἀπό τήν ἄβυσσο τῆς ἐγκαταλείψεως
καί τῆς ὀδύνης Του ἀναθάλλει καί βλέπει τούς καρπούς τῆς ἀπολυτρωτικῆς
Του θυσίας. Βλέπει τόν Ἐαυτό Του μεταξύ τῶν ὁμοφύλων Του νά διηγεῖται
τά μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ. Γιατί οἱ Ἰσραηλῖτες, αὐτοί πρῶτα θά ἀκούσουν τό
Εὐαγγέλιο τῆς σωτηρίας. Λέγει, λοιπόν, ὁ ἀνιστάμενος Μεσσίας: «Διηγήσο-
μαι τό ὄνομά σου τοῖς ἀδελφοῖς μου, ἐν μέσῳ ἐκκλησίας ὑμνήσω σε» (στίχ.
23). Ὄχι ἐν κρυπτῷ καί παραβύστῳ, ἀλλά «ἐν μέσῳ ἐκκλησίας», σέ ὅλο τό
Ἑβραϊκό δωδεκάφυλο, θά διακηρυχθοῦν οἱ εὐλογίες τοῦ Σταυροῦ. Καί τί θά
λέγει πρός τούς ἀδελφούς καί ὁμοφύλους ὁ κηρύττων; Θά λέγει: «Οἱ φοβού-
μενοι τόν Κύριον αἰνέσατε αὐτόν, ἅπαν τό σπέρμα Ἰακώβ δοξάσατε αὐτόν...
Ὅτι οὐκ ἐξουδένωσε οὐδέ προσώχθισε τῇ δεήσει τοῦ πτωχοῦ» (στίχ. 24-25).
Καί στρέφοντας τό πρόσωπό Του ὁ Μεσσίας ἀπό τήν συναγωγή τῶν
ἀδελφῶν πρός τόν Θεό, πού εἶναι τό ἀντικείμενο τῶν δοξολογιῶν Του,
λέγει: «Παρά σοῦ ὁ ἔπαινός μου ἐν ἐκκλησίᾳ μεγάλῃ. Τάς εὐχάς μου ἀπο-
δώσω ἐνώπιον τῶν φοβουμένων αὐτόν» (στίχ. 26). Ὑπῆρχε συνήθεια στούς
Ἑβραίους, σέ καιρό κινδύνου νά κάνουν εὐχή ἤ τάξιμο πρός τόν Θεό καί
νά Τοῦ προσφέρουν «θυσία σωτηρίου» (Λευιτ. 7,11-17) σέ περίπτωση δια-
σώσεως. Ἀπό τά κρέατα δέ τῆς θυσίας αὐτῆς ἔτρωγε εὐχαριστιακά καί ὁ
προσφέρων τήν θυσία μαζί μέ τούς παρόντας σ’ αὐτήν. Αὐτή λοιπόν τήν
θυσία ὁ Ἐσταυρωμένος, λυτρωθείς ἀπό τούς ἐχθρούς Του, προσφέρει στόν
Θεό συνεσθίοντας μέ τούς πένητες, τούς δυστυχεῖς καί τούς ταπεινούς,
τούς προσαναπληροῦντας τά ὑστερήματα τῶν παθημάτων Του (Kολ. 1,24).
Τό Δεῖπνο δέ αὐτό τοῦ Μεσσίου, γιά τό ὁποῖο ὁμιλεῖ ὁ Ψαλμός μας, προ-
τυπώνει τό Μέγα Δεῖπνο, τό μέγα μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας μας, τήν Θεία
Εὐχαριστία, ὅπως φαίνεται καθαρά ἀπό τήν αἰώνια σωτηρία τήν ὁποία πα-
ρέχει. Γιατί λέγει: «Ζήσονται αἱ καρδίαι αὐτῶν (τῶν μετεχόντων στό
Δεῖπνο) εἰς αἰῶνα αἰῶνος» (στίχ. 27)! Ἡ «θυσία σωτηρίας» στό Λευιτικό
δέν παρεῖχε αἰωνιότητα. «Εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καί εἰς ζωήν αἰώνιον καί
ἀθάνατον» προσφέρεται μόνον ἡ Θεία Κοινωνία τοῦ Σώματος καί Αἵματος
τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.

98
Ψαλμός 22

6. Ὄχι ὅμως μόνο οἱ Ἰσραηλῖτες, ἀλλά καί οἱ εἰδωλολάτρες θά πιστέ-


ψουν στόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, γιατί τό κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου θά
ἀκουστεῖ καί σ’ αὐτούς: «Μνησθήσονται καί ἐπιστραφήσονται πρός Κύριον
πάντα τά πέρατα τῆς γῆς καί προσκυνήσουσιν ἐνώπιον αὐτοῦ πᾶσαι αἱ πα-
τριαί τῶν ἐθνῶν» (στίχ. 28). Ἐντύπωση ὅμως κάνει τό ρῆμα «μνησθήσον-
ται», τό ὁποῖο σημαίνει, «θά θυμηθοῦν». Ἄρα οἱ εἰδωλολάτρες ἐγνώριζαν
τήν πίστη στόν ἀληθινό Θεό, τήν ἐλησμόνησαν μέ τήν εἰδωλολατρία τους,
καί τώρα, μέ τό κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου, πάλι θά τήν θυμηθοῦν. Πραγ-
ματικά, ἀπό τήν ἀρχή ἡ ἀνθρωπότητα εἶχε τήν ἀληθινή πίστη στόν ἕνα Θεό.
Ἡ Γραφή λέγει περί τῶν εἰδώλων: «Οὔτε γάρ ἦν ἀπ’ ἀρχῆς, οὔτε εἰς τόν
αἰῶνα ἔσται» (Σ. Σολ. 14,13). Μέ τό κήρυγμα τῶν Ἀποστόλων σέ ὅλα τά
ἔθνη, ὅλοι θά γνωρίσουν ὅτι «τοῦ Κυρίου (τοῦ Γιαχβέ) ἡ βασιλεία καί αὐτός
δεσπόζει τῶν ἐθνῶν» (στίχ. 29). Καί ὅλοι: καί οἱ «πίονες τῆς γῆς», δηλαδή,
οἱ ἄρχοντες καί οἱ μεγιστᾶνες, ἀλλά καί οἱ «καταβαίνοντες τήν γῆν», δη-
λαδή, οἱ πένητες καί ταπεινωμένοι (στίχ. 30), ὅλοι θά προσκυνήσουν τόν
Ὕψιστο Θεό καί θά παρακαθήσουν ὅλοι στό Δεῖπνο τῆς Ἐκκλησίας Του
(«ἔφαγον καί προσεκύνησαν πάντες οἱ πίονες τῆς γῆς...», στίχ. 30).
7. Τέλος, ὁ θριαμβευτής Μεσσίας λέγει ὅτι θά ζεῖ διά παντός πρός δόξαν
τοῦ Θεοῦ («ἡ ψυχή μου αὐτῷ [δοτ.χαριστική, πρός δόξαν τοῦ Θεοῦ] ζῇ»,
στίχ. 30β) καί ὁμιλεῖ γιά «σπέρμα» του, γιά πνευματικούς, δηλαδή, ἀπογό-
νους, οἱ ὁποῖοι θά ὑπηρετοῦν τόν Θεό («δουλεύσει αὐτῷ»), γιά μιά νέα
γενεά («γενεά ἡ ἐρχομένη»), ἡ ὁποία θά ἀνήκει ἀπόλυτα στόν Θεό («ἀναγ-
γελήσεται αὐτῷ», στίχ. 31) καί θά κηρύττει τήν δόξα τοῦ Θεοῦ («ἀναγγε-
λοῦσι τήν δικαιοσύνην αὐτοῦ») καί στούς ἄλλους ἀνθρώπους, γιά νά
ἑνωθοῦν καί αὐτοί μέ τό «σπέρμα» τοῦ Μεσσίου, μέ τόν λαό πού ἀναβλά-
στησε ἀπό τό Πάθος καί τήν Ἀνάστασή Του, μέ τόν λαό τῆς Ἐκκλησίας
Του, τήν Ὁποία «ἐποίησεν ὁ Κύριος» (στίχ. 32).

ΨΑΛΜΟΣ ΚΒ´ 22

Ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ.

Ο ΘΕΟΣ ΠΟΙΜΕΝΑΣ

22,1 Κύριος ποιμαί- 22,1 Ὁ Κύριος εἶναι ποιμένας μου


νει με καὶ οὐδέν με ὑ- καί τίποτε δέν θά μοῦ λείψει.
στερήσει.
2 Eἰς τόπον χλόης, ἐκεῖ 2 Σέ χλοερό τόπο ἐκεῖ μέ κατεσκήνωσε

99
Ψαλμός 22

με κατεσκήνωσεν, ἐπὶ σέ νερά ἀναψύξεως μέ ἀνέθρεψε,


ὕδατος ἀναπαύσεως ἐ-
ξέθρεψέ με,
3 τὴν ψυχήν μου ἐπέ- 3 τήν ψυχή μου ἀναζωογόνησε.
στρεψεν. Ὡδήγησέ με Μέ ὁδήγησε σέ ὀρθούς δρόμους
ἐπὶ τρίβους δικαιοσύ- χάριν τοῦ Ὀνόματός Του.
νης ἕνεκεν τοῦ ὀνόμα-
τος αὐτοῦ.
4 Ἐὰν γὰρ καὶ πορευθῶ 4 Γιατί, καί ἄν περάσω
ἐν μέσῳ σκιᾶς θανάτου, ἀπό θανατηφόρους τόπους,
οὐ φοβηθήσομαι κακά, δέν θά φοβηθῶ ὅτι θά μοῦ συμβεῖ κακό,
ὅτι σὺ μετ᾿ ἐμοῦ εἶ· ἡ γιατί Ἐσύ εἶσαι μαζί μου.
ράβδος σου καὶ ἡ βα- Τό ραβδί σου καί ἡ βακτηρία Σου,
κτηρία σου, αὗταί με αὐτά μέ παρηγόρησαν
παρεκάλεσαν.
5 Ἡτοίμασας ἐνώπιόν 5 Ἑτοίμασες ἐμπρός μου τράπεζα,
μου τράπεζαν, ἐξεναν- ἐνώπιον αὐτῶν πού μέ θλίβουν·
τίας τῶν θλιβόντων με· μύρωσες μέ λάδι τήν κεφαλή μου,
ἐλίπανας ἐν ἐλαίῳ τὴν καί τό ποτήρι Σου μέ μεθάει,
κεφαλήν μου, καὶ τὸ γιατί εἶναι ὑπέροχο (τό κρασί του).
ποτήριόν σου μεθύσκον
με ὡσεὶ κράτιστον.
6 Καὶ τὸ ἔλεός σου κα- 6 Ἡ ἀγάπη Σου θά μέ καταδιώκει
ταδιώξει με πάσας τὰς ὅλες τίς ἡμέρες τῆς ζωῆς μου,
ἡμέρας τῆς ζωῆς μου, μέ τό νά κατοικῶ στόν οἶκο τοῦ Κυρίου
καὶ τὸ κατοικεῖν με ἐν γιά μακρύ καιρό.
οἴκῳ Κυρίου εἰς μα-
κρότητα ἡμερῶν.

1. Ἀπό τήν ἀρχή ὁ ψαλμωδός μας καθαρίζει τήν στενή του σχέση μέ
τόν Θεό, τόν Ὁποῖο παριστάνει ὡς ποιμένα του καί ἄρα ἀπολαμβάνει τήν
φροντίδα του. Τόν Θεό, λοιπόν, ὁ ποιητής μας δέν τόν παριστάνει ὡς
αὐστηρό, ἀλλά ὡς καλό καί ἀγαθό, ὡς ποιμένα του, ὁ ὁποῖος φροντίζει γιά
τό ποίμνιό του. Καί ἀφοῦ, λοιπόν, ὁ ποιητής μας αἰσθάνεται ὅτι ἔχει ποι-
μένα τόν Θεό λέγει μέ βεβαιότητα: «Οὐδέν μέ ὑστερήσει» (στίχ. 1).
Κύρια φροντίδα τοῦ καλοῦ ποιμένα εἶναι νά βρεῖ χλοερούς τόπους καί
νερά γιά τό ποίμνιό του. Ἔτσι, λοιπόν, καί ὁ Θεός, σάν καλός ποιμένας,
φρόντισε νά ἔχει ὁ ποιητής ἄφθονα ἀγαθά (στίχ. 2). Τό ἀποτέλεσμα ἀπό
τήν μεγάλη καί στοργική αὐτή φροντίδα τοῦ Θεοῦ ἦταν νά ζωογονηθεῖ ἡ

100
Ψαλμός 22

ψυχή τοῦ ποιητοῦ μας: «Τήν ψυχήν μου ἐπέστρεψε», λέγει (στίχ. 2). Σπου-
δαία φροντίδα πάλι τοῦ καλοῦ ποιμένα εἶναι νά ὁδηγεῖ τό ποίμνιό του σέ
σωστούς δρόμους («ἐπί τρίβους δικαιοσύνης», στίχ. 3), ὥστε νά μήν περι-
πλανῶνται καί νά διασκορπίζονται τά πρόβατα. Ἔτσι κάνει καί ὁ Θεός γιά
τόν ψαλμωδό μας, «ἕνεκεν τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ» (στίχ. 3). Τό ὄνομα τοῦ
Θεοῦ «Γιαχβέ» δέν ἔχει, λοιπόν, μόνο τήν ἔννοια τοῦ παντοδυνάμου καί
τοῦ παντοκράτορα, ἀλλά καί τήν ἔννοια τοῦ καλοῦ καί τοῦ σώζοντος τόν
λαό Του.
2. Ἀκόμη καί ἄν εἶναι ἀνάγκη νά περάσει ὁ ποιητής ἀπό σκοτεινά φα-
ράγγια, ὅπως λέγει τό Ἑβραϊκό κείμενο, ἀπό «σκιά θανάτου» ὅπως ἔχει τό
κείμενο τῶν Ο´, ἀκόμη καί τότε δέν θά φοβηθεῖ ὁ ποιητής μας ὅτι θά πάθει
κακό, γιατί ἔχει μαζί του τόν Θεό (στίχ. 4). Ἡ διέλευση ἀπό αὐτά τά φα-
ράγγια στήν Παλαιστίνη ἦταν ἐπικίνδυνη, γιατί σ᾽ αὐτά κατοικοῦσαν λη-
στές· ἀλλά ἀκόμη πίστευαν ὅτι αὐτοί οἱ τόποι ἦταν κατοικία τῶν δαιμόνων.
Ἀλλά καί πάλι ὁ ποιητής μας ἐπανέρχεται στήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ ὡς ποι-
μένα, ὁ Ὁποῖος κρατεῖ στά χέρια Του ράβδο καί βακτηρία, ἐκείνη τήν
ὀγκώδη καί χονδρή ράβδο, αὐτά τά δύο πού εἶναι ὅπλα γιά νά ἀποκρούει
ὁ ποιμένας τά ἐρχόμενα ἐναντίον τῆς ποίμνης του ἄγρια ζῶα.
3. Στήν συνέχεια τοῦ ψαλμοῦ ὁ ποιητής μας ἐκφράζει τήν οἰκειότητά
του καί τήν στενή του σχέση μέ τόν Θεό μέ μία νέα εἰκόνα, τήν εἰκόνα τοῦ
φιλοξενοῦντος καί φιλοξενουμένου (στίχ. 6). Ἡ εἰκόνα αὐτή τῆς φιλοξε-
νίας, γιά νά ἐκφράσει τήν φιλική σχέση μεταξύ δύο προσώπων, εἶναι
συχνή. Τό ὡραῖο καί ὑπέροχο ὅμως ἐδῶ στόν ψαλμό μας εἶναι ὅτι δέν φι-
λοξενεῖ ὁ ποιητής μας τόν Θεό, ἀλλά ὁ Θεός τόν ποιητή μας! Τόση οἰκειό-
τητα ἔχει ὁ ποιητής μας μέ τόν Θεό, ὥστε συντρώγει μαζί Του! Ὁ
φιλοξενῶν ἑτοιμάζει γιά τόν φιλοξενούμενό του πλούσια τράπεζα. Ἀλλά
ἐδῶ τήν τράπεζα αὐτή ὁ Θεός γιά τόν ποιητή μας τήν ἑτοιμάζει «ἐξ ἐναν-
τίας», δηλαδή ἐνώπιον τῶν θλιβόντων αὐτόν γιά καταισχύνη τους, γιατί
εἶναι ὑποχρεωμένοι νά βλέπουν πόσο μεγάλη τιμή ἀξιώνεται αὐτός πού
αὐτοί μάχονται. Προτοῦ νά κατακλιθοῦν στήν τράπεζα ἤ καί κατά τήν διάρ-
κεια τοῦ δείπνου, ὁ οἰκοδεσπότης ἄλειφε τήν κεφαλή τοῦ φιλοξενουμένου
του μέ μυρωμένο ἔλαιο, πράξη πού θεωρεῖτο ὅτι ἐκφράζει μεγάλη τιμή (βλ.
Ψαλμ. 44,8. 132,2. Ἀμ. 6,6. Ἐκκλ. 9,8. Λουκ. 7,46). Ἔτσι λέγει καί ὁ ποι-
ητής γιά τόν Θεό:«Ἐλίπανας ἐν ἐλαίῳ τήν κεφαλήν μου» (στίχ. 5). Καί πα-
ραλείποντας ἄλλες σκηνές τοῦ δείπνου ὁ ποιητής ἔρχεται στήν στιγμή κατά
τήν ὁποία θά λάβει στά χέρια του τό ποτήριο, γεμᾶτο βεβαίως ἀπό κρασί,
γιά νά πεῖ πολλές εὐχές γιά τήν μακροημέρευση καί εὐτυχία τοῦ οἰκοδε-
σπότου. Ἀναφερόμενος σ᾽ αὐτό τό ποτήριο ὁ ποιητής μας λέγει: «Καί τό
ποτήριόν σου μεθύσκον ὡς κράτιστον» (στίχ. 5). Μέ τήν σκηνή αὐτή τελει-

101
Ψαλμός 23

ώνει ἡ σκηνή τῆς φιλοξενίας. Στήν τελευταία στροφή τοῦ ὡραιοτάτου ψαλ-
μοῦ ὁ ποιητής μας, στρεφόμενος πρός τό μέλλον, λέγει ὅτι θά τόν κατα-
διώκει τό «ἔλεος», ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ: «Τό ἔλεός Σου καταδιώξει με πάσας
τάς ἡμέρας τῆς ζωῆς μου» (στίχ. 6). Καί ἡ ἀγάπη αὐτή τοῦ Θεοῦ θά φέρει
βεβαίως στόν ποιητή μας εὐτυχία. Συνεχῆ εὐτυχία πού τήν ἐκφράζει τό
ρῆμα «καταδιώξει» με. Ὡς εὐτυχία του δέ τέλος θεωρεῖ ὁ ποιητής μας τό
νά παραμένει στόν Ναό τοῦ Θεοῦ γιά μακρό χρόνο. Βλ. καί Ψαλμ. 26,4.
51,10. 60,5. Λουκ. 2,37. Τό Ἑβρ. ὅμως ἐδῶ λέγει: «Εἴθε νά ἐπιστρέψω στόν
οἶκο τοῦ Θεοῦ γιά μακρό χρόνο». Μέ αὐτήν τήν ἀνάγνωση νοοῦμε ὅτι ὁ
ποιητής μας εἶναι ἐξόριστος, εἴτε λαϊκός εἴτε ἀρχιερεύς, καί γι᾽ αὐτό, βρι-
σκόμενος μακρυά ἀπό τόν Ναό, τόν ἐπεθύμησε.

ΨΑΛΜΟΣ ΚΓ´ 23

Ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ· τῆς μιᾶς Σαββάτων.

ΕΥΑΡΕΣΤΗ ΣΤΟΝ ΘΕΟ ΛΑΤΡΕΙΑ

23,1 Τοῦ Κυρίου ἡ 23,1 Ἡ γῆ καί τό πλήρωμά της


γῆ καὶ τὸ πλήρωμα εἶναι τοῦ Κυρίου,
αὐτῆς, ἡ οἰκουμένη καὶ ἡ οἰκουμένη καί ὅλοι ὅσοι κατοικοῦν σ᾽ αὐτήν
πάντες οἱ κατοικοῦντες
ἐν αὐτῇ.
2 Aὐτὸς ἐπὶ θαλασσῶν 2 Αὐτός τήν θεμελίωσε πάνω στίς θάλασσες
ἐθεμελίωσεν αὐτὴν καὶ καί τήν στερέωσε πάνω στούς ποταμούς.
ἐπὶ ποταμῶν ἡτοίμασεν
αὐτήν. (Ἡ κοινότητα πρός τόν ἱερέα:)
3 Tίς ἀναβήσεται εἰς τὸ 3 Ποιός θά ἀνεβεῖ στό ὄρος τοῦ Κυρίου
ὄρος τοῦ Κυρίου καὶ τίς καί ποιός θά σταθεῖ στόν ἅγιο τόπο Του;
στήσεται ἐν τόπῳ ἁγίῳ
αὐτοῦ; (Ὁ ἱερεύς τήν κοινότητα:)
4 Ἀθῷος χερσὶ καὶ κα- 4 Ἐκεῖνος πού ἔχει καθαρά χέρια
θαρὸς τῇ καρδίᾳ, ὃς καί εἶναι ἁγνός στήν καρδιά·
οὐκ ἔλαβεν ἐπὶ ματαίῳ ἐκεῖνος πού δέν ἐπεθύμησε τό κακό
τὴν ψυχὴν αὐτοῦ καὶ καί δέν ὁρκίστηκε μέ δόλο
οὐκ ὤμοσεν ἐπὶ δόλῳ ἐναντίον τοῦ πλησίον του.
τῷ πλησίον αὐτοῦ.
5 Οὗτος λήψεται εὐ- 5 Αὐτός θά λάβει εὐλογία ἀπό τόν Κύριο

102
Ψαλμός 23

λογίαν παρὰ Κυρίου καί εὐσπλαγχνία ἀπό τόν Θεό τόν Σωτῆρα του.
καὶ ἐλεημοσύνην παρὰ
Θεοῦ σωτῆρος αὐτοῦ.
6 Αὕτη ἡ γενεὰ ζητούν- 6 Ἔτσι πρέπει νά εἶναι οἱ ἄνθρωποι
των τὸν Κύριον, ζη- πού ζητᾶνε τόν Κύριο,
τούντων τὸ πρόσωπον πού ζητᾶνε νά δοῦν τόν Θεό τοῦ Ἰακώβ
τοῦ Θεοῦ ᾿Ιακώβ. (διά-
ψαλμα). Διάψαλμα
(Ἡ κοινότητα)
7 Ἄρατε πύλας, οἱ 7 Πύλες, σηκῶστε τίς κεφαλές σας,
ἄρχοντες ὑμῶν, καὶ ἐ- καί ὑψωθεῖτε, ὦ αἰώνιες πύλες,
πάρθητε, πύλαι αἰώ- γιά νά εἰσέλθει ὁ Βασιλεύς τῆς δόξας.
νιοι, καὶ εἰσελεύσεται ὁ
βασιλεὺς τῆς δόξης. (Ὁ ἱερεύς στήν κοινότητα:)
8 Τίς ἐστιν οὗτος ὁ βα- 8 Ποιός εἶναι αὐτός ὁ Βασιλεύς τῆς δόξης;
σιλεὺς τῆς δόξης; Κύ- (Ἡ κοινότητα πρός τόν ἱερέα)
ριος κραταιὸς καὶ δυ- Ὁ Κύριος, ὁ κραταιός καί δυνατός,
νατός, Κύριος δυνατὸς ὁ Κύριος, ὁ νικητής στόν πόλεμο.
ἐν πολέμῳ.
9 Ἄρατε πύλας, οἱ ἄρ- 9 Ὦ πύλες, σηκῶστε τίς κεφαλές σας
χοντες ὑμῶν, καὶ ἐπάρ- καί ὑψωθεῖτε, ὦ αἰώνιες πύλες,
θητε, πύλαι αἰώνιοι, καὶ γιά νά εἰσέλθει ὁ Βασιλεύς τῆς δόξης.
εἰσελεύσεται ὁ βασι- (Ὁ ἱερεύς πρός τήν κοινότητα:)
λεὺς τῆς δόξης.
10 Τίς ἐστιν οὗτος ὁ βα- 10 Ποιός εἶναι αὐτός ὁ Βασιλεύς τῆς δόξης;
σιλεὺς τῆς δόξης; Κύ- (Ἡ κοινότητα πρός τόν ἱερέα:)
ριος τῶν δυνάμεων Ὁ Κύριος τῶν δυνάμεων,
αὐτός ἐστιν ὁ βασιλεὺς Αὐτός εἶναι ὁ Βασιλεύς τῆς δόξης!
τῆς δόξης.

1 Ἀπό τήν ἀρχή ὁ ποιητής τοῦ ψαλμοῦ αὐτοῦ ἐξυμνεῖ τήν παντοδυναμία
τοῦ Θεοῦ (στίχ. 1-2). Στά χέρια τοῦ Θεοῦ, λέγει, εἶναι ἡ γῆ καί ὅλο τό πλή-
ρωμά της, ὅ,τι, δηλαδή βρίσκεται σ᾽ αὐτήν. Τό θέμα αὐτό, πού τό βλέπουμε
καί σέ ἄλλους ψαλμούς (βλ. Ψαλμ. 73,16 ἑξ. 89,12 ἑξ. 94,4 ἑξ.) στηρίζεται
στήν πίστη ὅτι ὁ Θεός εἶναι ὁ δημιουργός τοῦ κόσμου. Ἀπό ὅλο τό δημι-
ουργικό ἔργο τοῦ Θεοῦ, αὐτό πού ἐντυπωσιάζει τόν ποιητή μας εἶναι τό
ὅτι ὁ Θεός θεμελίωσε τήν γῆ ἐπί τῶν θαλασσῶν καί τήν στερέωσε ἐπί τῶν
ποταμῶν. Βλ. Ψαλμ. 103,5. Ἰώβ 38,4 ἑξ. Κατά τήν Π.Δ. (βλ. Γεν. 7,11. Ἐξ.

103
Ψαλμός 23

20,4. Δευτ. 33,13) ἡ γῆ περιβάλλεται ἀπό παντοῦ μέ νερά. Πλέει, δηλαδή,


ἐπί τῶν ὑδάτων καί δέν σαλεύτεται.
Μετά τά παραπάνω εἰσαγωγικά, τά ὁποῖα ἀποτελοῦν ὕμνο τῆς παντοκρα-
τορίας τοῦ Θεοῦ, ἀρχίζει τό κύριο θέμα τοῦ ψαλμοῦ μας. Γιά τήν κατανόησή
του πρέπει νά λάβουμε ὑπόψιν τά ἑξῆς: Γίνεται μία λιτανεία κατά τήν ὁποία
ἡ Ἰσραηλιτική κοινότητα ἔχει στό μέσον της τήν Κιβωτό τῆς Διαθήκης ἤ κά-
ποιο ὁμοίωμα τοῦ θρόνου τοῦ Θεοῦ καί ἀνεβαίνει τόν λόφο τῆς Σιών γιά νά
εἰσέλθει στόν Ναό. Ὅταν ἡ πορεία τῆς λιτανείας ἔφθασε στίς πύλες τοῦ Ναοῦ
ἐρωτοῦν τόν ἱερέα (βλ. καί Ψαλμ. 14), «ποιός ἔχει τό δικαίωμα νά ἀνεβεῖ στό
ὄρος τοῦ Κυρίου καί νά σταθεῖ στόν ἅγιο τόπο τοῦ Θεοῦ;» (στίχ. 3). Αὐτά
τά λέγει ἡ Ἰσραηλιτική κοινότητα, ἡ ὁποία θέλει νά ἀκούσει ἀπό τό στόμα
τοῦ ἱερέα ποιές ὑποχρεώσεις πρέπει νά ἔχει ἐκπληρώσει γιά νά ἐξετάσει ἄν
εἶναι δεόντως προετοιμασμένη νά ἐμφανισθεῖ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
2. Στό ἐρώτημα, λοιπόν, αὐτό τῆς κοινότητας δίδεται ἡ ἀπάντηση ἀπό
τόν ἱερέα. Πρέπει νά μᾶς κάνει μεγάλη ἐντύπωση ἡ ἀπάντηση αὐτή, γιατί,
ἄν καί πρόκειται γιά λειτουργική τελετή, ὁ ἱερεύς δέν λέγει γιά καθάρσεις
καί πλύσεις τῶν χειρῶν καί ποδῶν κ.λπ., ἀλλά ὡς προϋπόθεση νά εἰσέλ-
θουν στόν Ναό καί νά εἰσακουσθοῦν τά αἰτήματά τους ἀπό τόν Θεό, ὁ
ἱερεύς λέγει ὄχι γιά τυπική, ἀλλά γιά ἠθική προετοιμασία. «Ἀθῷος χερσί
καί καθαρός τῇ καρδίᾳ, ὅς οὐκ ἔλαβε ἐπί ματαίῳ τήν ψυχήν αὐτοῦ καί οὐκ
ὤμοσεν ἐπί δόλῳ τήν ψυχήν αὐτοῦ (στίχ. 4). Οἱ λόγοι αὐτοί τοῦ ἱερέως
εἶναι ὑπέροχοι καί καθιστοῦν τόν ψαλμό μας ἕνα ὑψηλό κείμενο, τοῦ
ὁποίου ὁ συγγραφεύς του εἶναι ποτισμένος ἀπό τήν προφητική διδασκαλία.
Σύντομοι εἶναι οἱ λόγοι τοῦ ἱερέα καί διατυπώνονται κατά γενικό τρόπο.
Ἐκφράζουν γενικά ὅτι ὁ ἄνθρωπος πού προσέρχεται στόν Θεό πρέπει νά
ἔχει καθαρότητα καρδιᾶς. Ἡ φράση «οὐκ ἔλαβεν ἐπί ματαίῳ τήν ψυχήν
αὐτοῦ» σημαίνει καί αὐτή γενικά νά μήν ἐπιθυμοῦμε μάταια πράγματα, νά
μήν ἐπιθυμοῦμε τό κακό. Στά γενικά λεγόμενα ὡς εἰδικό λέγεται τό νά ἀπο-
φεύγουμε τόν ὅρκο ἐπί δόλῳ ἐναντίον τοῦ πλησίον. Γιατί οἱ ἄνθρωποι δί-
νουν ὅρκο καί αὔριο δολίως τόν παραβαίνουν εἰς βλάβην τοῦ πλησίον τους.
Μετά τήν ἀναφορά τῶν καθηκόντων πού πρέπει νά ἐκτελέσουν οἱ προσ-
ερχόμενοι στόν Ναό, ὁ ἱερεύς δηλώνει καί τήν ἀμοιβή ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι
θά τά ἐκτελέσουν. Καί αὐτή θά εἶναι ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ καί ἡ ἀγάπη Του
σ᾽ αὐτούς (στίχ. 5).
Καί τελικά, κλείνοντας τήν ἀπάντησή του ὁ ἱερέας πρός τήν Ἰσραηλιτική
κοινότητα λέγει ὅτι τοιοῦτοι, ὅπως τούς εἶπε προηγουμένως, πρέπει νά εἶναι
οἱ ἄνθρωποι πού ζητοῦν τόν Θεό (στίχ. 6).
3. Ἀλλά ἡ κοινότητα δέν εἶναι μόνη, γιατί ἔχει μαζι της καί τόν «Βασιλέα
τῆς δόξης» (στίχ. 7), τόν Ὁποῖο παρακάτω λέγει «Κύριον τῶν Δυνάμεων»

104
Ψαλμός 24

(στίχ. 10). Ἀσφαλῶς Αὐτός εἶναι ὁ Γιαχβέ Θεός. Ἡ κοινότητα ἔχει μαζί της
κάποιο θρόνο τοῦ Θεοῦ ἤ τήν Κιβωτό τῆς Διαθήκης, πού θεωρεῖται κατοι-
κία τοῦ Θεοῦ, καί πρέπει νά εἰσέλθουν μέ αὐτήν στόν Ναό. Ἐπειδή δέ θά
εἰσέλθει ὁ θρόνος τοῦ Θεοῦ στόν Ναό, ἡ κοινότητα θέλουσα νά ἐξάρει τό
μεγαλεῖο τοῦ Θεοῦ, θεωρεῖ ὡς χαμηλό τό ὕψος τῶν πυλῶν τοῦ Ναοῦ. Γι᾽
αὐτό καί λέγει οἱ πύλες νά σηκώσουν τίς κεφαλές τους (τούς «ἄρχοντάς»
τους, λέγουν οἱ Ο´), γιά νά εἶναι ἐπαρκής ὁ χῶρος γιά νά περάσει ὁ θρόνος
τοῦ Θεοῦ, πού παριστάνει αὐτόν τόν Θεό. Ἡ μετάφραση τῶν Ο´ δέν δίνει
σαφῶς τό παραπάνω νόημα, ὅπως αὐτό φαίνεται στό Ἑβραϊκό.
Ὁ ἱερεύς, ὁ ὁποῖος εἶναι ἀκόμη στήν πύλη τοῦ Ναοῦ ἐρωτᾶ τήν Ἰσραη-
λιτική κοινότητα νά μάθει, ποιός εἶναι αὐτός ὁ Βασιλεύς τῆς δόξης, γιατί
δέν τόν προσδιόρισε σαφῶς. Καί ἡ κοινότητα ἀπαντᾶ ὅτι εἶναι ὁ Κύριος,
επαναλαμβάνουσα μάλιστα τήν ἔκφραση (στίχ. 8), γιά νά μήν ἀφήσει καμ-
μία ἀμφιβολία ὅτι πρόκειται γιά τόν Γιαχβέ. Ἀπό τό ὅτι δέ ὁ Κύριος αὐτός
ἐξυμνεῖται ὡς «δυνατός ἐν πολέμῳ», φαίνεται ὅτι ἡ λιτανεία γινόταν σέ
ἑορτή κατά τήν ὁποία ὁ Γιαχβέ Θεός ἐξυμνεῖτο ὡς νικητής τῶν ἐχθρῶν τοῦ
Ἰσραήλ. Καί τοιαύτη ἑορτή ἦταν ἡ ἑορτή τοῦ νέου ἔτους.

ΨΑΛΜΟΣ ΚΔ´ 24

Ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ.

ΔΕΗΣΗ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΘΕΟ


ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΩΝ ΕΧΘΡΩΝ

24,1 Πρὸς σέ, Κύριε, 24,1 Σέ Σένα, Κύριε, Θεέ μου,


ἦρα τὴν ψυχήν μου, ὁ ὕψωσα τήν ψυχή μου·
Θεός μου.
2 Ἐπὶ σοὶ πέποιθα· μὴ 2 σέ Σένα ἐμπιστεύομαι.
καταισχυνθείην, μηδὲ Ἄς μήν καταισχυνθῶ,
καταγελασάτωσάν με οὔτε νά μέ ἐμπαίξουν οἱ ἐχθροί μου,
οἱ ἐχθροί μου.
3 Καὶ γὰρ πάντες οἱ 3 γιατί ὅλοι ὅσοι ἐλπίζουν σέ Σένα
ὑπομένοντές σε οὐ μὴ δέν θά καταισχυνθοῦν·
καταισχυνθῶσιν· αἰ- ἄς καταισχυνθοῦν ὅσοι παρανομοῦν εἰς μάτην.
σχυνθήτωσαν οἱ ἀνο-
μοῦντες διακενῆς.
4 Τὰς ὁδούς σου, Κύριε, 4 Γνώρισέ μου, Κύριε, τάς ὁδούς Σου

105
Ψαλμός 24

γνώρισόν μοι, καὶ τὰς καί δίδαξέ με τά μονοπάτια Σου.


τρίβους σου δίδαξόν με.
5 Ὁδήγησόν με ἐπὶ τὴν 5 Ὁδήγησέ με στήν ἀλήθειά Σου
ἀλήθειάν σου καὶ δί- καί δίδαξέ με,
δαξόν με, ὅτι σὺ εἶ ὁ γιατί Σύ εἶσαι ὁ Θεός ὁ Σωτήρας μου
Θεὸς ὁ σωτήρ μου, καὶ καί σέ Σένα ἐλπίζω ὅλη τήν ἡμέρα.
σὲ ὑπέμεινα ὅλην τὴν
ἡμέραν.
6 Μνήσθητι τῶν οἰ- 6 Μνήσθητι, Κύριε, τούς οἰκτιρμούς Σου
κτιρμῶν σου, Κύριε, καί τά ἐλέη Σου,
καὶ τὰ ἐλέη σου, ὅτι ἀπὸ γιατί αὐτά εἶναι πανάρχαια.
τοῦ αἰῶνός εἰσιν.
7 Ἁμαρτίας νεότητός 7 Ἁμαρτίες πού ἔκανα στήν νεότητά μου
μου καὶ ἀγνοίας μου μὴ καί ἀπό ἄγνοιά μου μή τίς θυμᾶσαι·
μνησθῇς· κατὰ τὸ ἔλεός Μνήσθητί μου, Σύ, κατά τό ἔλεός Σου,
σου μνήσθητί μου, σύ, κατά τήν χρηστότητά Σου, Κύριε.
ἕνεκεν χρηστότητός
σου, Κύριε.
8 Χρηστὸς καὶ εὐθὴς ὁ 8 Καλός καί δίκαιος εἶναι ὁ Κύριος·
Κύριος· διὰ τοῦτο νο- γι᾽ αὐτό θά διδάξει τήν ὁδό Του
μοθετήσει ἁμαρτάνον- στούς ἁμαρτάνοντας.
τας ἐν ὁδῷ.
9 Ὁδηγήσει πραεῖς ἐν 9 Θά καθοδηγήσει τούς πράους
κρίσει, διδάξει πραεῖς στήν δικαιοσύνη,
ὁδοὺς αὐτοῦ. θά διδάξει τούς πράους τάς ὁδούς Του.
10 Πᾶσαι αἱ ὁδοὶ Κυ- 10 Ὅλα τά ἔργα τοῦ Κυρίου
ρίου ἔλεος καὶ ἀλήθεια εἶναι ἀγάπη καί ἀλήθεια
τοῖς ἐκζητοῦσι τὴν γιά ἐκείνους πού ζητοῦν
διαθήκην αὐτοῦ καὶ τὰ τήν διαθήκη Του καί τίς ἐντολές Του.
μαρτύρια αὐτοῦ.
11 Ἕνεκεν τοῦ ὀνόμα- 11 Χάριν τοῦ ὀνόματός Σου, Κύριε,
τός σου, Κύριε, καὶ (πού εἶναι ἡ ἀγάπη)
ἱλάσῃ τῇ ἁμαρτίᾳ μου, συγχώρησε τήν ἁμαρτία μου,
πολλὴ γάρ ἐστι. γιατί εἶναι μεγάλη.
12 Τίς ἐστιν ἄνθρωπος 12 Ποιός εἶναι ὁ ἄνθρωπος,
ὁ φοβούμενος τὸν Κύ- πού φοβεῖται τόν Κύριο;
ριον; Νομοθετήσει αὐ- Αὐτόν θά τόν καθοδηγεῖ
τῷ ἐν ὁδῷ, ᾗ ᾑρετί- στήν ὁδό πού προτίμησε.
σατο.

106
Ψαλμός 24

13 Ἡ ψυχὴ αὐτοῦ ἐν 13 Ἡ ψυχή του θά ἀπολαμβάνει τά ἀγαθά


ἀγαθοῖς αὐλισθήσεται, καί οἱ ἀπόγονοί του θά κληρονομήσουν τήν γῆ
καὶ τὸ σπέρμα αὐτοῦ (τῶν πατέρων τους).
κληρονομήσει γῆν.
14 Κραταίωμα Κύριος 14 Ὁ Κύριος εἶναι ἡ δύναμη ἐκείνων
τῶν φοβουμένων αὐ- πού τόν φοβοῦνται
τόν, καὶ ἡ διαθήκη αὐ- καί ἡ Διαθήκη Του τούς τό λέει.
τοῦ δηλώσει αὐτοῖς.
15 Οἱ ὀφθαλμοί μου διὰ 15 Τά μάτια μου στρέφονται
παντὸς πρὸς τὸν Κύ- διαπαντός πρός τόν Κύριο,
ριον, ὅτι αὐτὸς ἐκσπά- γιατί Αὐτός θά ἀποσπάσει
σει ἐκ παγίδος τοὺς ἀπό τήν παγίδα τά πόδια μου.
πόδας μου.
16 Ἐπίβλεψον ἐπ᾿ ἐμὲ 16 Ἐπίβλεψε σέ μένα καί ἐλέησέ με,
καὶ ἐλέησόν με, ὅτι μο- γιατί ἐγώ εἶμαι μόνος καί πτωχός.
νογενὴς καὶ πτωχός εἰμι
ἐγώ.
17 Αἱ θλίψεις τῆς καρ- 17 Οἱ θλίψεις τῆς καρδιᾶς μου πληθύνθηκαν·
δίας μου ἐπληθύνθη- βγάλε με ἀπό τίς ἀνάγκες μου.
σαν· ἐκ τῶν ἀναγκῶν
μου ἐξάγαγέ με.
18 Ἴδε τὴν ταπείνωσίν 18 Ἴδε τήν ταπείνωσή μου καί τόν κόπο μου
μου καὶ τὸν κόπον μου καί συγχώρησε ὅλες τίς ἁμαρτίες μου.
καὶ ἄφες πάσας τὰς
ἁμαρτίας μου.
19 Ἴδε τοὺς ἐχθρούς 19 Ἴδε τούς ἐχθρούς μου ὅτι πληθύνθηκαν
μου, ὅτι ἐπληθύνθησαν καί μέ μίσησαν μέ ἄδικο μίσος.
καὶ μῖσος ἄδικον ἐμί-
σησάν με.
20 Φύλαξον τὴν ψυχήν 20 Φύλαξε τήν ψυχή μου καί σῶσε με·
μου καὶ ῥῦσαί με· μὴ μή καταισχυνθῶ πού ἔλπισα σέ Σένα.
καταισχυνθείην, ὅτι ἤλ-
πισα ἐπὶ σέ.
21 Ἄκακοι καὶ εὐθεῖς 21 Ἄνθρωποι ἄκακοι καί δίκαιοι
ἐκολλῶντό μοι, ὅτι ὑπέ- ζητοῦν νά προσκολληθοῦν σέ μένα,
μεινά σε, Κύριε. γιατί ἔλπισα σέ Σένα, Κύριε.
22 Λύτρωσαι, ὁ Θεός, 22 Λύτρωσαι, Θεέ, τόν Ἰσραήλ
τὸν ᾿Ισραὴλ ἐκ πασῶν ἀπό ὅλες τίς θλίψεις του.
τῶν θλίψεων αὐτοῦ.

107
Ψαλμός 24

1. Ὁ Ψαλμός αὐτός δέν φαίνεται νά ἔχει ὁρισμένο θέμα, ἀλλά χαρακτη-


ρίστηκε ὡς μία σύνθεση προσευχῶν, γιά θέματα τά ὁποῖα ἀντιμετωπίζει
καί σήμερα ὁ ἄνθρωπος. Ὅλοι ὅμως οἱ ἑρμηνευτές συνδέουν τόν Ψαλμό
ὡς ἑνιαῖο, γιατί ἔχει ἀκροστιχίδα τό ἑβραϊκό ἀλφάβητο, ἄν καί λείπουν τά
γράμματα Βαῦ (w) καί Κώφ (q) καί οἱ στίχ. 18 καί 19 ἀρχίζουν μέ τό ἴδιο
γράμμα, τό Ραίς (r) καί ὁ τελευταῖος στίχ. 22 ἐπαναλαμβάνει τό γράμμα
φέ (p).
2. Καί ὅμως, ἄν ἐγκύψουμε βαθύτερα στόν Ψαλμό, θά διαπιστώσουμε
ὅτι ὅλοι οἱ στίχ. συνδέονται, ἔστω καί χαλαρῶς, μέ κάποιο γενικώτερο
θέμα. Ὁ ποιητής μας, ὁ Δαβίδ ἤ κάποιος ἄλλος ἄγνωστος Ψαλμωδός, φαί-
νεται ἀπό τήν ἀρχή τοῦ Ψαλμοῦ (στίχ. 2) ὅτι ἀντιμετωπίζει ἐχθρούς καί
μάλιστα πολλούς (στίχ. 19), οἱ ὁποῖοι τόν ἐμπαίζουν («μηδέ καταγελασά-
τωσάν με οἱ ἐχθροί μου», στίχ. 2), γιά τήν πίστη του φαίνεται καί τήν προσ-
κόλλησή του στόν Θεό. Γνωστόν ὅτι αὐτό τό θέμα ἀπαντᾶ καί σέ ἄλλους
ψαλμούς (βλ. λόγου χάριν Ψαλμ. 3,3).
Στήν πολεμική του αὐτή ἀπό τούς πολλούς ἐχθρούς του ὁ ποιητής μας
καταφεύγει στόν Θεό (στίχ. 1), στόν Ὁποῖο πιστεύει ἀκράδαντα («ἐπί σοί πέ-
ποιθα», στίχ. 2) καί παρακαλεῖ τήν βοήθειά Του γιά νά «μή καταισχυνθεῖ»
καί νά μή «περιπαιχθεῖ» ἀπό τούς ἐχθρούς του (στίχ. 2). Ἔχει δέ ὁ Ψαλμωδός
μας τήν βεβαιότητα ὅτι θά τόν βοηθήσει ὁ Θεός, γιατί ξέρει ἀπό τά πράγματα,
καί ἀπό τήν δική του ἱστορία, ἀλλά καί ἀπό τήν ζωή ὅλων τῶν πιστῶν στόν
Θεό ἀνθρώπων, ὅτι «πάντες οἱ ὑπομένοντες τόν Κύριον οὐ μή καται-
σχυνθῶσιν» (στίχ. 3). Ἄνθρωπος δέ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης αὐτός δέν συγ-
κρατεῖ τή ἀποστροφή του πρός τούς ἁμαρτωλούς, ἀλλά εὔχεται γι᾽ αὐτούς,
στούς ὁποίους ἀνήκουν καί οἱ ἐχθροί του, νά «αἰσχυνθοῦν» (στίχ. 3), μέ τήν
ματαίωση ἐννοεῖται τῶν διαβολιῶν τους κατά τοῦ ποιητοῦ μας.
Κάποια σκευωρία φαίνεται θά διοργάνωσαν οἱ ἄνομοι ἐχθροί κατά τοῦ
ποιητοῦ μας καί αὐτός δέν ξέρει πῶς νά τούς ἀντιμετωπίσει, χωρίς ὅμως
νά ἁμαρτήσει καί ἐναντιωθεῖ πρός τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Γι᾽ αὐτό καί πα-
ρακαλεῖ στήν συνέχεια νά τοῦ γνωρίσει ὁ Θεός τό θέλημά Του («ὁδοί»,
«τρίβοι», στίχ. 4), νά τοῦ διδάξει τήν «ἀλήθειά» Του, γιατί σ᾽ Αὐτόν πάντα
(«ὅλην τήν ἡμέραν») προστρέχει μέ βεβαιότητα («σέ ὑπέμεινα», στίχ. 5).
Καί πιστεύει βέβαια ὅτι ὁ Θεός θά τόν διδάξει, θά τοῦ φανερώσει πῶς πρέ-
πει νά φερθεῖ, τί πρέπει νά πεῖ καί νά πράξει, ὅπως ἐζήτησε (στούς στίχ.
4.5), γιατί ὁ Θεός ἔχει ἐπιδείξει ἀπό παλαιά («ἀπό τοῦ αἰῶνος»), στήν ἱστο-
ρία τῶν προγόνων του τούς οἰκτιρμούς Του καί τήν προστασία Του σ᾽
αὐτούς (στίχ. 6).
3. Ἐκεῖνο ὅμως τό ὁποῖο λυπεῖ τόν ποιητή μας καί τόν κάνει νά φοβᾶται
μή χάσει τήν βοήθεια καί προστασία τοῦ Θεοῦ, τήν ὁποία τώρα τόσο θερμά

108
Ψαλμός 24

ἐπικαλεῖται, εἶναι τά ἁμαρτήματά του. Ὅλα τά ἁμαρτήματά του πού διέ-


πραξε ἀπό τήν νεότητά του («ἁμαρτίας νεότητός μου»). Γι᾽ αὐτό, στό ση-
μεῖο αὐτό, κάνει δέηση στόν Θεό ὑπέρ ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν του καί
πιστεύει ὅτι θά τήν λάβει, γιατί ὁμολογεῖ ὅτι ὁ Θεός ἔχει «ἐλέη» καί «χρη-
στότητα», δηλαδή ἀγαθότητα (στίχ. 7). Ἀφοῦ λοιπόν ὁ Θεός τοῦ Ψαλμωδοῦ
μας εἶναι «χρηστός καί εὐθύς (= δίκαιος)», γι᾽ αὐτό «νομοθετήσει ἁμαρτά-
νοντας ἐν ὁδῷ» (στίχ. 8). Θά συγχωρέσει, δηλαδή, τούς ἁμαρτωλούς, με-
ταξύ τῶν ὁποίων συγκατέλεξε καί τόν ἑαυτό του ὁ ποιητής, ὅπως εἴδαμε
προηγουμένως (στίχ. 7) καί θά τούς διδάξει («νομοθετήσει») νά κάνουν τά
πρέποντα, ὅπως ἐζήτησε προηγουμένως πάλι γιά τόν ἑαυτό του ὁ ποιητής
μας (στίχ. 5). Καί ἐπεκτείνει τήν ἔννοια αὐτή λέγοντας ὅτι ὁ Θεός ὁδηγεῖ
πάντοτε τούς ταπεινούς ἀνθρώπους (τοιοῦτος εἶναι καί ὁ ποιητής μας) νά
πολιτεύονται μέ σύνεση («ἐν κρίσει», στίχ. 9). Καί βέβαια μέ σύνεση θά
πολιτεύονται ὅσοι καθοδηγοῦνται ἀπό τόν Νόμο τοῦ Θεοῦ (βλ. «νομοθε-
τήσει», στίχ. 8), γιατί «πᾶσαι αἱ ὁδοί Κυρίου ἔλεος καί ἀλήθεια», ὅπως ἔτσι
τό βεβαιώνουν αὐτοί πού ἐρευνοῦν τήν διαθήκη τοῦ Κυρίου καί τά μαρτύ-
ριά Του καί συμμορφώνονται πρός αὐτά (στίχ. 10). Ἐπέμεινε πολύ ὁ Ψαλ-
μωδός μας στό νά μαθητευθεῖ στήν διδασκαλία τοῦ Θεοῦ, γιατί αὐτό τό
θεωρεῖ πολύ σημαντικό γιά νά ἔχει σωστό τρόπο ἀντιμετώπισης τῶν
ἐχθρῶν του. Ὁ στίχ. 4, «τάς ὁδούς σου, Κύριε, γνώρισόν μοι καί τάς τρίβους
σου δίδαξόν με», εἶναι βασικός στόν ὅλο Ψαλμό καί ἀποτελεῖ «κλεῖδα» κα-
τανόησής του.
4. Στήν συνέχεια ὁ Ψαλμωδός μας ἐπαναλαμβάνει τίς ἔννοιες πού εἶπε
παραπάνω, διαπλατύνοντας αὐτές καί ἱκετεύων πάλι τόν Θεό γιά τήν βοή-
θειά Του καί τήν προστασία Του. Ἔτσι ἱκετεύει πάλι γιά τήν ἄφεση τῶν
ἁμαρτιῶν του (στίχ. 11), βεβαιώνει πάλι ὅτι ὁ Κύριος θά καθοδηγεῖ καί θά
διδάσκει τούς φοβουμένους Αὐτόν (στίχ. 12) καί μάλιστα λέγει ὅτι αὐτοί,
οἱ φοβούμενοι τόν Κύριο, μεταξύ τῶν ὁποίων πιστεύει τόν ἑαυτό του ὁ
ποιητής μας, δέν θά χαθοῦν, ὅπως τό θέλουν οἱ ἐχθροί τους, ἀλλά θά ἀνα-
παύονται σέ ἀγαθά καί θά εὐτυχήσουν καί αὐτοί καί οἱ ἀπόγονοί τους (στίχ.
13). Δυναμωθείς δέ στήν πίστη του ὁ ποιητής μας ἀπό τήν προσευχή του
πρός τόν Θεό λέγει τέλος ἕνα ὑπέροχο στίχο, πού δίνει λύση στό δράμα
του: «Κραταίωμα Κύριος τῶν φοβουμένων αὐτόν καί ἡ διαθήκη αὐτοῦ δη-
λώσει αὐτοῖς» (στίχ. 14)! Πραγματικά, ἡ Διαθήκη τοῦ Κυρίου, τήν ὁποία
ἔκανε μέ τόν λαό Του, ἡ Παλαιά Διαθήκη τήν ὁποία ζοῦσε ὁ ποιητής μας,
ἀλλά, πολύ περισσότερο, καί ἡ Καινή Διαθήκη, πού ἔχουμε ἐμεῖς, βεβαι-
ώνουν τήν προστασία τοῦ Γιαχβέ Κυρίου στούς δικούς Του. Μέ αὐτή, λοι-
πόν, τήν στερεά πίστη στήν προστασία τοῦ Θεοῦ λέγει ὁ ποιητής ὅτι γιά
πάντα («διά παντός») θά στρέφει τήν ψυχή του πρός τόν Θεό, γιατί πιστεύει

109
Ψαλμός 25

ὅτι «Αὐτός ἐκσπάσει ἐκ παγίδος τούς πόδας του» (στίχ. 15). Ὅτι θά τόν
σώσει ἀπό τά δόλια σχέδια πού μηχανεύτηκαν ἐναντίον του οἱ ἐχθροί του.
5. Τελειώνοντας τόν ψαλμό του ὁ ποιητής μας ἱκετεύει πάλι τόν Θεό νά
ἐπιβλέψει πρός αὐτόν τόν εὑρισκόμενο σέ δύσκολη θέση («ὅτι μονογενής
καί πτωχός εἰμι ἐγώ», στίχ. 16), ἕνεκα τῆς καταδίωξης τῶν ἐχθρῶν του βέ-
βαια, πού ἔγιναν πολλοί καί τοῦ πλήθυναν τίς θλίψεις τῆς καρδιᾶς του
(στίχ. 17) μέ τό ἄδικο μίσος τους (στίχ. 19) Ἀλλά καί πάλι ὁ ποιητής μας
ἱκετεύει τόν Θεό του νά τοῦ συγχωρήσει τά ἁμαρτήματά του (στίχ. 18) καί
νά μήν τόν ἀφήσει νά καταισχυνθεῖ, γιατί ἤλπισε σ᾽ Αὐτόν (στίχ. 20).
Παρηγορία τοῦ θλιβομένου ψαλμωδοῦ μας εἶναι ὅτι οἱ «ἄκακοι» καί οἱ
«εὐθεῖς», οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, δηλαδή, εἶναι μαζί του καί τόν χαίρονται,
ἐπειδή εἶναι πιστός στόν Κύριο (στίχ. 21).
Ὁ Ψαλμωδός μας, πιστός πατριώτης, γενικεύει καί ἀνάγει τό προσωπικό
του θέμα στό ἔθνος του, τό Ἰσραήλ, καί παρακαλεῖ τόν Θεό νά τό λυτρώσει
ἀπό τίς θλίψεις πού τοῦ ἐπιφέρουν οἱ ἐχθροί του (στίχ. 22). Ἄν ὁ Ψαλμός
εἶναι ποίημα τοῦ Δαυίδ, ὁ στίχος δικαιολογεῖται ἀπολύτως καί ἔχει τήν
ἁρμόζουσα θέση του.

ΨΑΛΜΟΣ ΚΕ´ 25

Τοῦ Δαυΐδ.

ΟΧΙ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΣΤΟΥΣ ΣΥΛΛΟΓΟΥΣ


ΤΩΝ ΠΑΡΑΝΟΜΩΝ

25,1 Κρῖνόν με, Κύ- 25,1 Κρῖνε με, Κύριε,


ριε, ὅτι ἐγὼ ἐν ἀκακίᾳ γιατί ἐγώ πορεύθηκα ἄκακα
μου ἐπορεύθην καὶ ἐπὶ καί ἐλπίζοντας στόν Κύριο δέν θά ἀποτύχω.
τῷ Κυρίῳ ἐλπίζων, οὐ
μὴ ἀσθενήσω.
2 Δοκίμασόν με, Κύριε, 2 Δοκίμασέ με, Κύριε, καί ἐξέτασέ με,
καὶ πείρασόν με, πύρω- δοκίμασε στήν φωτιά τούς νεφρούς
σον τοὺς νεφρούς μου καί τήν καρδιά μου.
καὶ τὴν καρδίαν μου.
3 Ὅτι τὸ ἔλεός σου 3 Γιατί τό ἔλεός Σου εἶναι
κατέναντι τῶν ὀφθαλ- μπροστά στά μάτια μου
μῶν μού ἐστι, καὶ εὐη- καί εὐαρέστησα στήν ἀλήθειά Σου.
ρέστησα ἐν τῇ ἀληθείᾳ
110
Ψαλμός 25

σου.
4 Οὐκ ἐκάθισα μετὰ 4 Δέν πῆρα μέρος σέ συνέδριο
συνεδρίου ματαιότητος πού λέγουν μάταια πράγματα
καὶ μετὰ παρανομούν- καί δέν θά μπῶ σέ χῶρο
των οὐ μὴ εἰσέλθω· πού εἶναι παράνομοι.
5 ἐμίσησα ἐκκλησίαν 5 Μίσησα τίς συγκεντρώσεις τῶν πονηρῶν
πονηρευομένων καὶ με- καί δέν θά καθήσω (σέ χῶρο) μέ τούς ἀσεβεῖς.
τὰ ἀσεβῶν οὐ μὴ κα-
θίσω.
6 Νίψομαι ἐν ἀθῴοις 6 Θά πλύνω τά χέρια μου μέ τούς ἀθώους
τὰς χεῖράς μου καὶ κυ- καί θά κυκλώσω τό θυσιαστήριό Σου, Κύριε,
κλώσω τὸ θυσιαστή-
ριόν σου, Κύριε,
7 τοῦ ἀκοῦσαί με φω- 7 γιά νά ἀκούω τήν φωνή τῶν ὕμνων Σου
νῆς αἰνέσεώς σου καὶ καί νά διηγηθῶ ὅλα τά θαυμάσιά Σου.
διηγήσασθαι πάντα τὰ
θαυμάσιά σου.
8 Κύριε, ἠγάπησα εὐ- 8 Κύριε, ἀγάπησα
πρέπειαν οἴκου σου καὶ τήν εὐπρέπεια τοῦ οἴκου Σου
τόπον σκηνώματος δό- καί τόν τόπο πού σκηνώνει ἡ δόξα Σου
ξης σου. (τήν Σκηνή τοῦ Μαρτυρίου).
9 Μὴ συναπολέσῃς με- 9 Μή καταστρέψεις μαζί μέ τούς ἀσεβεῖς
τὰ ἀσεβῶν τὴν ψυχήν τήν ψυχή μου
μου καὶ μετὰ ἀνδρῶν καί μαζί μέ τούς φονιάδες τήν ζωή μου,
αἱμάτων τὴν ζωήν μου,
10 ὧν ἐν χερσὶν ἀνο- 10 πού οἱ ἀνομίες εἶναι στά χέρια τους
μίαι, ἡ δεξιὰ αὐτῶν ἐ- (δηλαδή, εἶναι ὁλοφάνερες)
πλήσθη δώρων. καί τό δεξί τους χέρι εἶναι γεμᾶτο ἀπό δῶρα.
11 Ἐγὼ δὲ ἐν ἀκακίᾳ 11 Ἀντίθετα ἐγώ ἔζησα μέ ἀκακία,
μου ἐπορεύθην· λύτρω- λύτρωσέ με καί ἐλέησέ με.
σαί με καὶ ἐλέησόν με.
12 Ὁ πούς μου ἔστη ἐν 12 Τό πόδι μου πατάει σταθερά
εὐθύτητι· ἐν ἐκκλησί- (δηλαδή, λυτρώθηκα),
αις εὐλογήσω σε, Κύ- στίς συνάξεις θά σέ δοξολογῶ, Κύριε.
ριε.

1. Ὁ Ψαλμός αὐτός κατά τήν ἐπιγραφή του εἶναι τοῦ Δαβίδ, δέν γνωρί-
ζουμε ὅμως γιά ποιό ἀκριβῶς περιστατικό τοῦ Δαβίδ γράφτηκε. Ὁ ποιητής
τοῦ Ψαλμοῦ προσεύχεται στόν Θεό καί Τόν παρακαλεῖ νά τοῦ φερθεῖ κατά

111
Ψαλμός 25

τήν ἀθωότητά του (στίχ. 2.3). Ζητώντας τά ἐλέη καί τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ
λέγει γιά τήν πιστότητά του πρός Αὐτόν καί τόν πόθο του νά Τόν λατρεύει
στόν ἅγιό Του οἶκο (στίχ. 6-8). Εἶναι ἕνας ἰδιωτικός ψαλμός, στόν ὁποῖο ὁ
ποιητής του, θέλοντας νά κερδίσει τήν συμπάθεια τοῦ Θεοῦ πρός βοήθειά
του, ὁμιλεῖ γιά τήν καθαρότητά του καί τήν ἀντίθεσή του μέ τούς παρανο-
νοῦντες καί τούς πονηρευομένους, τῶν ὁποίων μισεῖ καί ἀποφεύγει τίς συν-
άξεις τους (στίχ. 4.5).
2. Ὁ ἑρμηνευτής Θεοδώρητος ὑποθέτει ὅτι ὁ ψαλμός συνετέθηκε ἀπό
τόν Δαβίδ ὅταν αὐτός καταδιωκόμενος ἀπό τόν Σαούλ ἀναγκάστηκε νά κα-
ταφύγει στούς ἀλλοφύλους (Α´ Βασ. 21,10 ἑξ. 27,1 ἑξ.). Οἱ ἀλλόφυλοι δέ
αὐτοί ζοῦσαν μέ κάθε παρανομία καί ἀσέβεια καί αὐτοί εἶναι οἱ παράνομοι
γιά τούς ὁποίους ὁμιλεῖ ὁ ποιητής μας ὅτι ἀπέφευγε τούς συλλόγους τους
(στίχ. 4).
Ἀλλά ἀπό τήν ἀρχή ὁ ποιητής μας ὁμιλεῖ γιά τήν ἀκακία του πρός τόν
Σαούλ καί καλεῖ γι᾽ αὐτό μάρτυρα τόν Θεό λέγοντας, «κρῖνόν με, Κύριε,
ὅτι ἐγώ ἐν ἀκακίᾳ μου ἐπορεύθην» (στίχ. 1). Καί ἐπειδή, λοιπόν, αἰσθάνεται
καθαρή τήν συνείδησή του, γι᾽ αὐτό καί ἔχει τήν πεποίθηση ὅτι θά ἔχει τήν
πρόνοια τοῦ Θεοῦ καί λέγει μέ σταθερότητα, «οὐ μή ἀσθενήσω» (στίχ. 1).
Δηλαδή, «δέν θά καταπέσω», «δέν θά ἀποτύχω». Ἔχει μεγάλη πεποίθηση
ὁ Δαβίδ γιά τήν ἀθωότητά του ἔναντι τοῦ Σαούλ, γι᾽ αὐτό καί τολμᾶ νά
προσκαλέσει τόν Θεό νά τοῦ ἐρευνήσει τούς «νεφρούς» καί τήν «καρδιά»
του, τά ἐσώτατα, δηλαδή, τοῦ εἶναι του, γιά νά φανεῖ ἡ καθαρότητά του
(στίχ. 2). Δέν αἰσθάνεται καμμία πονηρία μέσα του ὁ ποιητής μας ἔναντι
τοῦ Θεοῦ, ἀλλά, ἀντίθετα, νοιώθει ὅτι «εὐηρέστησε ἐν τῇ ἀληθείᾳ Του»
(στίχ. 3). Ὅτι, δηλαδή, τηρεῖ καί ἐφαρμόζει τόν Νόμο τοῦ Θεοῦ. Καί ἔρχε-
ται στήν συνέχεια ὁ Δαβίδ νά ὁμιλήσει συγκεκριμένα σ᾽ αὐτό.
3. (α) Τόσο ἀγαπᾶ τόν Θεό ὁ Δαβίδ, ὥστε καί ὅταν ἀκόμη βρέθηκε με-
ταξύ ξένων, μεταξύ τῶν ἀλλοφύλων, καί εἶχε βεβαίως διάφορες ἀνάγκες,
ὅμως δέν συνῆψε φιλία μέ τούς ἀλλοθρήσκους καί παρανόμους αὐτούς καί
δέν ἔλαβε μέρος στά συνέδριά τους. Μέ καύχηση ἱερή λέγει ὁ ποιητής μας:
«Οὐκ ἐκάθισα μετά συνεδρίου ματαιότητος καί μετά παρανομούντων οὐ μή
εἰσέλθω» (στίχ. 4).
(β) Ἀποστρέφεται, λοιπόν, καί βδελύττεται σφόδρα ὁ Δαβίδ τά συνέδρια
τῶν παρανόμων, ἀλλά λέγει στήν συνέχεια ὅτι ποθεῖ νά δεῖ τό θυσιαστήριο
τοῦ Θεοῦ καί νά ἀκούσει τίς θεῖες ὑμνωδίες καί νά διηγηθεῖ ἔπειτα τά με-
γαλεῖα τοῦ Θεοῦ στούς ἀγνοοῦντας Αὐτόν. Λέγει ἐπί λέξει: «Νίψομαι ἐν
ἀθώοις τάς χεῖράς μου καί κυκλώσω τό θυσιαστήριόν σου, Κύριε, τοῦ
ἀκοῦσαί με φωνῆς αἰνέσεως καί διηγήσασθαι πάντα τά θαυμάσιά σου» (στίχ.
6.7). Ἀλλά τό «νίψομαι τάς χεῖράς μου», πού λέγει ὁ ποιητής μας, μᾶς ὑπεν-

112
Ψαλμός 25

θυμίζει τόν Πιλᾶτο, πού ζήτησε νά νίψει τά χέρια του, γιά νά φανεῖ ὅτι δέν
συμμετέχει στήν θανάτωση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι, λοιπόν, μέ τόν πα-
ραλληλισμό αὐτό πρός τήν πράξη τοῦ Πιλάτου θά λέγαμε ὅτι καί ὁ ποιητής
μας ζητάει νά νίψει τά χέρια του γιά νά βεβαιώσει ὅτι πραγματικά δέν συμ-
μετεῖχε στά συνέδρια τῶν ἁμαρτωλῶν.
(γ) Γρήγορα ὁ Δαβίδ θέλει νά ἐλευθερωθεῖ ἀπό τήν παραμονή του στήν
χώρα τῶν ἀλλοθρήσκων, γιατί ποθεῖ τόν οἶκον τοῦ Κυρίου. «Κύριε ἠγάπησα
εὐπρέπειαν οἴκου σου», λέγει «καί τόπον σκηνώματος δόξης σου» (στίχ. 8).
«Οἶκον» τοῦ Κυρίου ὀνομάζει ὁ ποιητής μας τήν Σκηνή τοῦ Μαρτυρίου,
γιατί δέν εἶχε κτιστεῖ ἀκόμη ὁ Ναός. Κατά τήν ὥρα τῆς προσευχῆς γέμιζε
τήν Σκηνή ἡ δόξα τοῦ Κυρίου σέ σχῆμα νεφέλης (βλ. Ἐξ. 16,10), θέαμα
πού ὑπαινίσσεται ὁ ψαλμωδός μας ἐδῶ λέγοντας «τόπον σκηνώματος δόξης
σου». Γιά νά ἀποφύγει λοιπόν ὁ Δαβίδ τίς κακές ἐπιδράσεις τῶν ἁμαρτωλῶν
στήν ξένη γῆ πού βρίσκεται, ἐπιζητεῖ τόν Ναό τοῦ Κυρίου, καί ὡς νά πα-
ρακαλεῖ μέ αὐτό τόν Θεό γρήγορα νά τόν φέρει προσκυνητή σ᾽ αὐτόν.
(δ) Ἀφοῦ, λοιπόν, ὁ ποιητής μας τόσο καλή καί θεάρεστη ζωή ἔζησε,
παρακαλεῖ, τέλος, τόν Θεό λέγοντας, «μή συναπολέσῃς μετά ἀσεβῶν τήν
ψυχήν μου καί μετά ἀνδρῶν αἱμάτων τήν ζωήν μου, ὧν ἐν χερσίν αἱ ἀνομίαι,
ἡ δεξιά αὐτῶν ἐπλήσθη δώρων». Παρακαλεῖ τόν Θεό νά μήν τόν καταστρέ-
ψει μαζί μέ τούς ἀσεβεῖς, μέ αὐτούς πού ζοῦσε στήν ξένη γῆ, ὅπου ἀναγ-
καστικά βρέθηκε. Καί ἀσφαλῶς δέν θά ἔχει ὁ εὐσεβής ποιητής μας τήν
κατάληξη τῶν ἀσεβῶν, γιατί αὐτός στήν ζωή του ἀγωνίστηκε νά εὐαρε-
στήσει τόν Θεό. Παρατηροῦμε ὅμως ὅτι στούς στίχ. 9-10 ὁ ποιητής Δαβίδ
χαρακτηρίζει τούς ἀσεβεῖς καί μέ ἄλλες μελανές ἐκφράσεις. Τούς λέγει
«ἄνδρας αἱμάτων» (στίχ. 9), γιατί διέπρατταν φόνους· «ἐν χερσίν αἱ ἀνομίαι
αὐτῶν» (στίχ. 10), γιατί τά χέρια τους διέπρατταν φόνους, ἀλλά καί ἡ δεξιά
τους «ἐπλήσθη δώρων» (στίχ. 10), γιατί ἐδωροδοκοῦντο καί κατέπνιγαν τό
δίκαιο τοῦ πτωχοῦ.
Στόν ἐπίλογό του ὁ ἀσεβής καί ἐνάρετος ποιητής μας (στίχ. 11-12) ἐπα-
ναλαμβάνει συνοπτικά τήν δέησή του μέ λίγες λέξεις. «Ὁ πούς μου ἔστη
ἐν εὐθύτητι», λέγει, «ἐν Ἐκκλησίαις εὐλογήσω σε, Κύριε». Παρακαλεῖ τόν
Θεό νά τόν ἐλεήσει καί νά τόν λυτρώσει μέ τό δικαίωμα ὅτι ὑπῆρξε καθα-
ρός! Αἰσθάνεται δέ, μετά τήν ὡραία προσευχή πού ἔκανε μέ τόν ψαλμό
του, ὅτι ἐξομαλύνθηκε ἡ δυσκολία του, καί, λοιπόν, αἰσθάνεται τόν πόδα
του πατῶντα πλέον σταθερά: «Ὁ πούς μου ἔστη ἐν εὐθύτητι»! Ἔτσι ὑπό-
σχεται στόν Θεό ὅτι θά τόν ὑμνεῖ καί θά τόν δοξάζει στίς συναθροίσεις τῶν
πιστῶν, ἀφοῦ ὁ Θεός τόν ἐχώρισε ἀπό τήν συναναστροφή μέ τούς κακούς.
4. Ὡς ἄνθρωπος ἄμωμος καί ἀναμάρτητος μᾶς παρουσιάζεται ὁ ποιητής
τοῦ ψαλμοῦ μας. Ἀλλά οὐδείς ἄνθρωπος ὑπῆρξε τοιοῦτος, παρά μόνον ὁ

113
Ψαλμός 26

Χριστός. Μποροῦμε, λοιπόν, νά ποῦμε ὅτι ὁ συνθέτης τοῦ ψαλμοῦ αὐτοῦ,


ὁ Δαβίδ ἤ κάποιος ἄλλος, προτυπώνει μέ τόν καθαρό του βίο τόν Ἰησοῦ
Χριστό. Ὁ ψαλμός μας λοιπόν ἑρμηνεύθηκε χριστολογικά. Ἑρμηνεύθηκε
ὅτι εἶναι μία ἱερατική μεσιτεία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ πρός τόν Πατέρα Του
στό οὐρανιο θυσιαστήριο (στίχ. 6· βλ. ἐπίσης Ἑβρ. 7,25) ἐκ μέρους τῆς
Ἐκκλησίας Του (στίχ. 12). Καί ἀφοῦ Αὐτός ὁ Ἱερεύς, ὁ Χριστός, εἶναι τέ-
λειος (Ἑβρ. 7,26), θά γίνουν καί τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας λελυτρωμένα καί
ἅγια (στίχ. 11), ἀφοῦ αὐτά Τόν λατρεύουν γύρω ἀπό τό θυσιαστήριό Του.

ΨΑΛΜΟΣ ΚΣΤ´ 26

Τοῦ Δαυΐδ· πρὸ τοῦ χρισθῆναι.

ΥΠΟΜΕΙΝΟΝ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟΝ!

26,1 Κύριος φωτι- 26,1 Ὁ Κύριος εἶναι φωτισμός μου


σμός μου καὶ σωτήρ καί σωτήρας μου,
μου· τίνα φοβηθήσο- ποιόν νά φοβηθῶ;
μαι; Κύριος ὑπερασπι- Ὁ Κύριος εἶναι ὑπερασπιστής τῆς ζωῆς μου,
στὴς τῆς ζωῆς μου· ἀπὸ ἀπό ποιόν νά δειλιάσω;
τίνος δειλιάσω;
2 Ἐν τῷ ἐγγίζειν ἐπ᾿ ἐμὲ 2 ᾽Ενῶ πλησίαζαν ἐναντίον μου κακοποιοί,
κακοῦντας τοῦ φαγεῖν γιά νά μέ κατασπαράξουν,
τὰς σάρκας μου, οἱ θλί- – αὐτοί πού μέ θλίβουν καί μέ ἐχθρεύονται –
βοντές με καὶ οἱ ἐχθροί αὐτοί ἔχασαν τήν δύναμή τους καί ἔπεσαν.
μου, αὐτοὶ ἠσθένησαν
καὶ ἔπεσαν.
3 Ἐὰν παρατάξηται ἐπ᾿ 3 (Καί τώρα) Ἄν παραταχθεῖ
ἐμὲ παρεμβολή, οὐ φο- ἐναντίον μου στρατός,
βηθήσεται ἡ καρδία δέν θά φοβηθεῖ ἡ καρδιά μου·
μου· ἐὰν ἐπαναστῇ ἐπ᾿ (καί) ἄν ἐγερθεῖ ἐναντίον μου πόλεμος
ἐμὲ πόλεμος, ἐν ταύτῃ καί τότε ἐγώ θά ἐλπίζω.
ἐγὼ ἐλπίζω.
4 Μίαν ᾐτησάμην παρὰ 4 Ἕνα ζήτησα ἀπό τόν Κύριο
Κυρίου, ταύτην ἐκζη- καί αὐτό θά ἐπιμένω ζητῶντας το:
τήσω· τοῦ κατοικεῖν με Τό νά κατοικῶ στόν οἶκο τοῦ Κυρίου
ἐν οἴκῳ Κυρίου πάσας ὅλες τίς ἡμέρες τῆς ζωῆς μου,
τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς τό νά γεύομαι τήν γλυκύτητα τοῦ Κυρίου

114
Ψαλμός 26

μου, τοῦ θεωρεῖν με τὴν καί νά συχνάζω στόν ἅγιο Ναό Του!
τερπνότητα Κυρίου καὶ
ἐπισκέπτεσθαι τὸν ναὸν
τὸν ἅγιον αὐτοῦ.
5 Ὅτι ἔκρυψέ με ἐν 5 Γιατί μέ ἔκρυψε στήν Σκηνή Του
σκηνῇ αὐτοῦ ἐν ἡμέρᾳ τήν ἡμέρα τῆς συμφορᾶς μου·
κακῶν μου, ἐσκέπασέ μέ σκέπασε στό ἐσώτερο μέρος
με ἐν ἀποκρύφῳ τῆς τῆς Σκηνῆς Του,
σκηνῆς αὑτοῦ, ἐν πέτρᾳ σέ βράχο μέ ἀνέβασε.
ὕψωσέ με.
6 Καὶ νῦν ἰδοὺ ὕψωσε 6 Καί τώρα, νά! Θριάμβευσα
κεφαλήν μου ἐπ᾿ ἐ- ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν μου·
χθρούς μου· ἐκύκλωσα κύκλωσα (τό θυσιαστήριο),
καὶ ἔθυσα ἐν τῇ σκηνῇ πρόσφερα θυσία στήν Σκηνή Του,
αὐτοῦ θυσίαν ἀλαλαγ- θυσία ἀλαλαγμοῦ·
μοῦ, ᾄσομαι καὶ ψαλῶ θά ὑμνήσω καί θά ψάλω τόν Κύριο.
τῷ Κυρίῳ.
7 Εἰσάκουσον, Κύριε, 7 Ἄκουσε, Κύριε, τήν κραυγή μου
τῆς φωνῆς μου, ἧς πού σοῦ ἔβγαλα,
ἐκέκραξα· ἐλέησόν με ἐλέησέ με καί εἰσάκουσέ με.
καὶ εἰσάκουσόν μου.
8 Σοὶ εἶπεν ἡ καρδία 8 Σέ Σένα μίλησε ἡ καρδιά μου,
μου· ἐξεζήτησέ σε τὸ Σέ ἀναζήτησε τό πρόσωπό μου·
πρόσωπόν μου· τὸ τό πρόσωπό Σου, Κύριε, θά ἀναζητήσω.
πρόσωπόν σου, Κύριε,
ζητήσω.
9 Μὴ ἀποστρέψῃς τὸ 9 Μή ἀποστρέψεις τό πρόσωπό Σου ἀπό μένα
πρόσωπόν σου ἀπ᾿ ἐμοῦ καί μήν ἀπομακρυνθεῖς
καὶ μὴ ἐκκλίνῃς ἐν ἀπό τόν δοῦλο Σου μέ ὀργή·
ὀργῇ ἀπὸ τοῦ δούλου γίνε βοηθός μου· μέ με παραπετάξεις
σου· βοηθός μου γενοῦ, καί μή μέ ἐγκαταλείπεις, Θεέ μου,
μὴ ἀποσκορακίσῃς με σωτήρα μου.
καὶ μὴ ἐγκαταλίπῃς με,
ὁ Θεός, ὁ σωτήρ μου.
10 Ὅτι ὁ πατήρ μου καὶ 10 Ὁ πατέρας μου καί ἡ μητέρα μου
ἡ μήτηρ μου ἐγκατέ- μέ ἐγκατέλειψαν,
λιπόν με, ὁ δὲ Κύριος ὁ δέ Κύριος μέ προσέλαβε.
προσελάβετό με.
11 Νομοθέτησόν με, 11 Καθοδήγησέ με, Κύριε, στήν ὁδό Σου

115
Ψαλμός 26

Κύριε, ἐν τῇ ὁδῷ σου καί ὁδήγησέ με στόν ἴσο δρόμο


καὶ ὁδήγησόν με ἐν λόγω τῶν ἐχθρῶν μου.
τρίβῳ εὐθείᾳ ἕνεκα τῶν
ἐχθρῶν μου.
12 Μὴ παραδῷς με εἰς 12 Μή μέ παραδώσεις σέ ἀνθρώπους
ψυχὰς θλιβόντων με, πού μέ θλίβουν,
ὅτι ἐπανέστησάν μοι γιατί ἄδικοι μάρτυρες
μάρτυρες ἄδικοι, καὶ ξεθηκώθηκαν ἐναντίον μου,
ἐψεύσατο ἡ ἀδικία ἑ- ἀλλά ἡ ἀδικία διαψεύσθηκε μόνη της.
αυτῇ.
13 Πιστεύω τοῦ ἰδεῖν 13 Πιστεύω ὅτι θά δῶ
τὰ ἀγαθὰ Κυρίου ἐν γῇ τήν δικαίωσή μου ἀπό τόν Κύριο
ζώντων. στήν χώρα τῆς ζωῆς (τήν αἰώνιο ζωή).
14 Ὑπόμεινον τὸν Κύ- 14 Ἀνάμεινε τόν Κύριο·
ριον· ἀνδρίζου, καὶ ἔχε θάρρος καί ἄς εἶναι ἰσχυρή ἡ καρδιά σου·
κραταιούσθω ἡ καρδία ἀνάμεινε τόν Κύριο.
σου, καὶ ὑπόμεινον τὸν
Κύριον.

1. Ὁ ψαλμός αὐτός χωρίζεται καθαρά σέ δύο μέρη. Τό Α´ μέρος τό ἀπο-


τελοῦν οἱ στίχ. 1-6 καί τό Β´ οἱ στίχ. 7-12. Ἐπιστέγασμα καί τῶν δύο αὐτῶν
μερῶν εἶναι οἱ στίχ. 13-14 στό τέλος τοῦ ψαλμοῦ. Στό Α´ μέρος ὁ ψαλμω-
δός μας εἶναι ἐνθουσιώδης, γιατί πιστεύει ἀκράδαντα στόν Θεό καί δέν φο-
βεῖται τίς ἐρχόμενες ἐναντίον του παρατάξεις τῶν ἐχθρῶν (στίχ. 2-3). Ὅμως
στό Β´ μέρος ὁ ποιητής μας κλαυθμηρίζει καί λέγει πρός τόν Θεό τό «ἐλέ-
ησόν με» (στίχ. 7). Πῶς ἑρμηνεύεται τό φαινόμενο αὐτό; Τό ἑρμηνεύει ἄρι-
στα ὁ ἑρμηνευτής Θεοδώρητος, ὁ ὁποῖος σέ ὅλα τά ἑρμηνευτικά του
παραθέτει τόν ἱερό Χρυσόστομο. Κατά πρῶτον πρέπει νά ποῦμε ὅτι ὁ ψαλ-
μός, ὅπως φαίνεται ἀπό τήν ἐπιγραφή του, ἀλλά καί ἀπό τό λεξιλόγιό του,
εἶναι τοῦ Δαβίδ. Καί μάλιστα ἡ ἐπιγραφή καθορίζει σέ ποιά περίσταση τοῦ
Δαβίδ πρέπει νά προσαρμόσουμε τόν ψαλμό. «Πρό τοῦ χρισθῆναι», λέγει
ἡ ἐπιγραφή. Τρεῖς φορές ἐχρίσθη ὁ Δαβίδ. Πρῶτον, ἐχρίσθη ἀπό τόν Σα-
μουήλ στήν Βηθλεέμ (Α´ Βασ. 16,13)· δεύτερον, ἐχρίσθη ἀπό τήν φυλή
τοῦ Ἰούδα στήν Χεβρών (Β´ Βασ. 2,4), καί, τρίτον, ἐχρίσθη ἀπό ὅλες τίς
φυλές μετά τήν τελευτή τοῦ Μεμφιβοσθέ (Β´ Βασ. 5,3). Τά ὅσα ὅμως λέγει
στόν ψαλμό του ἐδῶ ὁ Δαβίδ, ὅτι εἶναι καταδιωκόμενος, ὅτι βρίσκεται μα-
κράν τοῦ Ναοῦ, ὅτι εἶναι χωρισμένος ἀπό τόν πατέρα του καί τήν μητέρα
του, κ.ἄ., αὐτά προσαρμόζονται μέ τούς διωγμούς πού ὑπέστη πρίν ἀπό
τήν δεύτερή του χρίση. Θά πρέπει, λοιπόν, νά ὑποθέσουμε ὅτι ὁ ψαλμωδός
116
Ψαλμός 26

μας βρέθηκε σέ κίνδυνο, ὅπως τό λέγει τό Β´ μέρος τοῦ ψαλμοῦ (στίχ. 7-


12), ἀλλά, προσευχηθείς καί δυναμωθείς στήν πίστη, ἐκφράζεται μέ θερ-
μότητα καί δυναμισμό, ὅπως τό ἐκφράζει τό Α´ μέρος τοῦ ψαλμοῦ (στίχ.
1-6). Ἡ πραγματική του ὅμως κατάσταση, στήν ὁποία βρίσκεται τώρα ὁ
ποιητής μας, εἶναι αὐτή τήν ὁποία περιγράφει τό Β´ μέρος τοῦ ψαλμοῦ
(στίχ. 7-12).
2. Μετά τά γενικά αὐτά καί ἀναγκαῖα προλογικά ἐρχόμεθα στήν σύν-
τομη ἑρμηνεία τοῦ ψαλμοῦ. Ὁ ψαλμωδός φαίνεται δυνατός στήν πίστη του
πρός τόν Θεό, τόν Ὁποῖο παριστᾶ ὡς «φῶς» (στίχ. 1), μία εἰκόνα συνήθη
στήν Παλαιά καί τήν Καινή Διαθήκη. «Φῶς» ὁ Θεός, πού διαλύει τά σκότη
τῆς ἄγνοιας καί τῆς ἁμαρτίας καί τῆς ἀπόγνωσης (βλ. Μιχ. 7,8. Ψαλμ.
17,29. Ἠσ. 60,1 ἑξ. Ἰωάν. 8,12. 1,4. Α´ Ἰωάν. 1,5). Καί ἑπομένως ὁ ποιητής
μας λέγει μέ σταθερή πεποίθηση ὅτι ὁ Θεός του θά τοῦ εἶναι «σωτήρας»
καί «ὑπερασπιστής τῆς ζωῆς» του, ἤ «φρούριο» καί «ὀχύρωμα» τῆς ζωῆς
του, ὅπως λέγει τό Ἑβραϊκό (στίχ. 1).
Στήν συνέχεια ὁ ποιητής μας ὁμιλεῖ γιά θαῦμα πού τοῦ συνέβηκε καί τοῦ
στερέωσε τήν πίστη του. Τό θαῦμα εἶναι ὅτι κατά τήν στιγμή πού οἱ ἐχθροί
του, οἱ περί τόν Σαούλ, ἔρχονταν ἐναντίον του γιά νά τόν κακοποιήσουν («ἐν
τῷ ἐγγίζειν ἐπ᾽ ἐμέ κακοῦντας τοῦ φαγεῖν τάς σάρκας μου»), αὐτοί οἱ ἐχθροί
του, ὡσάν νά κτυπήθηκαν ἀπό ἀόρατο δύναμη, τσακίστηκαν καί κατέπεσαν
(«οἱ ἐχθροί μου αὐτοί ἠσθένησαν καί ἔπεσαν», στίχ. 2)! Καί δυναμωθείς λοι-
πόν ἀπό τό αἰφνίδιο αὐτό θαῦμα ὁ ψαλμωδός μας λέγει μέ σταθερή πεποί-
θηση: «Ἐάν παρατάξηται ἐπ᾽ ἐμέ παρεμβολή (= στρατός), οὐ φοβηθήσεται ἡ
καρδία μου» (στίχ. 3). Καί στράτευμα ὁλόκληρο ἐάν ἔλθει ἐναντίον του, δέν
τό φοβᾶται, λέγει τώρα ὁ Δαβίδ. Μία μόνο ἐπιθυμία ἔχει δυνατή στήν καρδιά
του, τήν ὁποία καί ἐκφράζει μέ στοργή καί περιπάθεια: Τό νά βρίσκεται σ᾽
ὅλη του τήν ζωή στόν οἶκο τοῦ Κυρίου καί νά ἀπολαμβάνει τήν «τερπνό-
τητα», δηλαδή, τά θέλγητρα τοῦ Κυρίου (στίχ. 4).
Γιατί ὁ Δαβίδ ἀναφέρεται στόν Ναό τοῦ Κυρίου, καί μάλιστα μέ τόση
στοργή; Εἶναι γνωστό ἀπό τήν ἱστορία (βλ. Α´ Βασ. 19,1 ἑξ.) ὅτι ὁ Σαούλ
ἔδωσε ἐντολή σέ ὅλους τούς ἰδικούς του νά ἀναζητήσουν καί νά θανατώ-
σουν τόν Δαβίδ. Ὁ Δαβίδ τότε ἀπέδρασε στήν Ἀρμαθαΐμ καί ἀπό ἐκεῖ εἰς
Ναυάθ καί ἀπό τήν Ναυάθ, μετά τήν συνάντησή του μέ τόν Ἰωνάθαν, ἀπέ-
δρασε στήν Νομβά, πρός τόν ἀρχιερέα Ἀβιμέλεχ, ὁ ὁποῖος τόν ἔκρυψε στήν
Σκηνή τοῦ Μαρτυρίου, στήν ὁποία διακονοῦσε. Μάλιστα δέ ὁ Ἀβιμέλεχ
ἔδωσε τότε στόν πειναλέο φυγάδα Δαβίδ νά φάγει καί τούς ἄρτους τῆς προ-
θέσεως καί, ἐπειδή ἦταν ἄοπλος, τόν ὅπλισε μέ τήν ἀφιερωμένη στήν
Σκηνή ρομφαία τοῦ Γολιάθ. Φεύγοντας διαρκῶς ἀπό τό πρόσωπο τοῦ
Σαούλ ὁ Δαβίδ κατήντησε στήν Μασσηφάθ τῆς Μωάβ, ὅπου καί ἀποχωρί-

117
Ψαλμός 26

στηκε ἀπό τούς γονεῖς του. Σ᾽ αὐτήν λοιπόν τήν θλιβερά ἱστορία τῆς κα-
ταδίωξής του ἀναφέρεται ὁ Δαβίδ λέγοντας ἐδῶ στόν ψαλμό μας γιά τήν
ἀναψυχή του, ὅταν ἐκρύβη ἀπό τόν Ἀβιμέλεχ στήν Σκηνή τοῦ Μαρτυρίου:
«Ὅτι ἔκρυψέ με ἐν σκηνῇ αὐτοῦ ἐν ἡμέρᾳ κακῶν μου ἐσκέπασέ με ἐν ἀπο-
κρύφῳ τῆς σκηνῆς αὐτοῦ» (στίχ. 5). Ἔνοιωσε τότε στόν Ναό τοῦ Κυρίου
καί ἀσφάλεια καί τερπνότητα. Πόσο πάλι θά τόν ἀνακούφιζε ἡ θέα τοῦ
προσφιλοῦς Ναοῦ τοῦ Κυρίου, τῆς Σκηνῆς τοῦ Μαρτυρίου! Γι᾽ αὐτό, ἐνθυ-
μούμενος τήν γλυκύτητα καί ἀσφάλεια πού ἔνοιωσε στήν Σκηνή τοῦ Μαρ-
τυρίου, εὔχεται καί πάλιν διακαῶς νά ξαναβρεθεῖ σ᾽ αὐτήν (στίχ. 4).
3. Ἀλλά τώρα ὁ Δαβίδ ζεῖ τήν καυτή πραγματικότητα, ὅτι καί πάλιν ἀντι-
μετωπίζει δυσκολία καί κίνδυνο, γι᾽ αὐτό καί καταφεύγει στόν Κύριο καί
Θεό του ζητώντας ἔλεος καί σωτηρία. «Ἐλέησόν με», λέγει «Κύριον ἐκζη-
τήσω· ἐξεζήτησέ σε τό πρόσωπόν μου». Καί ἀκόμη θερμότερα λέγει: «Μή
ἀποστρέψῃς τό πρόσωπόν σου ἀπ᾽ ἐμοῦ...». «Βοηθός μου γενοῦ, μή ἐγκατα-
λίπῃς με, ὁ Θεός, ὁ σωτήρ μου» (στίχ. 7-9). Ἀπό τίς ἐκφράσεις αὐτές φαί-
νεται μέν ὅτι ὁ Δαβίδ βρίσκεται σέ κίνδυνο, ἀλλά φαίνεται καί ἡ σταθερή
του πίστη καί ἀγάπη στόν Θεό. Ἄς παρατηρήσουμε τήν ἔκφρασή του «Ἐξε-
ζήτησέ σε, Κύριε, τό πρόσωπόν μου». Εἶναι δυνατή ἡ ἔκφραση «ἐκζητῶ τόν
Θεό»! Καί οὐδέποτε ὁ Δαβίδ ἔπαυσε νά ζητεῖ τόν Θεό. Τόν ἐζήτησε στό
παρελθόν, τόν ζητᾶ καί τώρα στό παρόν, ἀλλά θά τόν ζητᾶ καί στό μέλλον,
γιατί λέγει: «Κύριον ἐκζητήσω» (στίχ. 8).
Ὁ Δαβίδ νοιώθει μόνος του, καί ἀπό αὐτούς τούς γονεῖς του ἐγκατα-
λειμμένος (στίχ. 10). Εἶναι πολύ πιθανόν ὅτι ὁ προφήτης ἀναφέρεται στό
γεγονός πού εἴπαμε, τῆς ἀποχωρήσεώς του ἀπό τούς γονεῖς του στήν Μασ-
σηφάθ τῆς Μωάβ, τούς ὁποίους παρέδωσε στόν ἀλλόφυλο βασιλέα Μωάβ
(Α´ Βασ. 22,3-4). Ἀλλά ἐδῶ, ὅπως γράφεται ὁ στίχος τοῦ ψαλμοῦ, κρύπτε-
ται νομίζουμε κάποιο ἄλλο νόημα. Εἶναι βαρύς βέβαια ὁ ἀποχωρισμός ἀπό
τούς γονεῖς καί ἡ ἐγκατάλειψή τους, ἀλλά τό νά ἀποχωριστοῦμε ἀπό τόν
Θεό καί νά ἐγκαταλειφθοῦμε ἀπ᾽ Αὐτόν εἶναι κατά πολύ βαρύτερο. Ἀντί-
θετα, τόν ἀποχωρισμό μας καί τήν στέρηση τῶν γονέων μας τήν γλυκαίνει
ἡ προστασία τοῦ Θεοῦ. Γι᾽ αὐτό καί λέγει ἐδῶ ὁ Δαβίδ: «Ὁ πατήρ μου καί
ἡ μήτηρ μου ἐγκατέλιπόν με, ὁ δέ Κύριος προσελάβετό με» (στίχ. 10)! Τήν
στέρηση τῶν γονέων του τήν γλύκανε ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ.
Ὁ ποιητής μας παρακαλεῖ στήν συνέχεια νά τοῦ δείξει ὁ Θεός τήν ὁδό,
πού πρέπει νά πορευθεῖ. Νά εἶναι ὁδός «εὐθεία», δηλαδή, ἀκίνδυνος, καί
ὄχι ὁδός στήν ὁποία ἐνεδρεύουν οἱ ἐχθροί. Λέγει «Ὁδήγησόν με ἐν τρίβῳ
εὐθείᾳ ἕνεκα τῶν ἐχθρῶν μου» (στίχ. 11). Περί ἐχθρῶν ὁμιλώντας ὁ Δαβίδ
ἀναφέρει στήν συνέχεια δύο εἰδῶν ἐχθρούς, «θλίβοντας» αὐτόν. Εἶναι,
πρῶτον, ἐκεῖνοι πού ἐνεδρεύουν σέ ὕποπτο δρόμο μέ τό φονικό τους

118
Ψαλμός 27

ὄργανο· καί εἶναι ἔπειτα αὐτοί πού τόν διαβουλεύονται στόν Σαούλ μέ τήν
φαρμακερή τους γλώσσα (στίχ. 11-12). Σ᾽ αὐτούς τούς δεύτερους ἐχθρούς
ἀνήκει, μεταξύ ἄλλων, καί ὁ Δωήκ ὁ Σύρος, ὁ ὁποῖος ἐπρόδωσε κακοβού-
λως στόν Σαούλ τόν βασιλέα ὅτι ὁ ἀρχιερεύς Ἀβιμέλεχ ἐφιλοξένησε τόν
φυγάδα Δαβίδ (Β´ Βασ. 22,9). Αὐτό μᾶλλον σημαίνει ἡ φράση τοῦ ψαλμοῦ
μας «ἐπανέστησάν μοι μάρτυρες ἄδικοι» (στίχ. 12).
4. Τέλος, ὁ ποιητής μας, μετά τήν ταπεινή προσευχή τοῦ Β´ μέρους τοῦ
ψαλμοῦ παριστάνεται δυναμωμένος καί ἀνορθωμένος καί λέγει, «πιστεύω»
(στίχ. 13)! Πιστεύει ὅτι θά δεῖ «τά ἀγαθά Κυρίου ἐν γῇ ζώντων» (στίχ. 13).
Ὅτι, δηλαδή, θά δεῖ τήν δικαίωσή του. «Γῆ ζώντων», πού λέγει ὁ Δαβίδ
στόν στίχ. του αὐτόν, εἶναι βεβαίως, κατά πρῶτον, ἡ παρούσα ζωή. Ἀλλά
ὅπως λέγεται ἡ ἔκφραση αὐτή, ὡς «γῆ ζώντων», μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι ὁ
ποιητής μας Δαβίδ μέ αὐτήν δηλώνει τήν πίστη του σέ μιά ἄλλη ζωή, τήν
ἀτελεύτητο καί αἰώνια ζωή. Σ᾽ αὐτή τήν ζωή θά τακτοποιηθοῦν τά ἄτακτα
τῆς παρούσης ζωῆς καί θά νικηθεῖ ἡ ἀδικία. Στήν παρούσα ζωή παρατη-
ροῦνται διώξεις, ἀδικίες, ἐχθρότητες σάν κι αὐτές πού συνέβησαν στόν
Δαβίδ. Ἀλλά ὁ ψαλμωδός μας τελειώνει μέ τό «ὑπόμεινον τόν Κύριον».
Δηλαδή, νά μήν κλονιζώμεθα στήν πίστη μέ τά περίεργα τῆς παρούσης
ζωῆς, στά ὁποῖα βλέπουμε νά κυριαρχεῖ ἡ ἀδικία, ἀλλά νά περιμένουμε
τήν «γῆ ζώντων», τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ τήν ἐπουράνια, στήν ὁποία θά
δοῦμε τά «ἀγαθά τοῦ Κυρίου», τήν πλήρη δηλαδή ἐφαρμογή τῆς δικαιοσύ-
νης τοῦ Θεοῦ. «Ὑπόμεινον τόν Κύριον» (στίχ. 14)!

ΨΑΛΜΟΣ ΚΖ´ 27

Τοῦ Δαυΐδ.

ΧΩΡΙΣΜΟΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΔΙΠΡΟΣΩΠΟΥΣ

27,1 Πρὸς σέ, Κύριε, 27,1 Σέ Σένα, Κύριε, ἐκέκραξα,


ἐκέκραξα, ὁ Θεός μου, Θεέ μου, μή μείνεις σιωπηλός ἀπέναντί μου·
μὴ παρασιωπήσῃς ἀπ᾿ μήπως, ἄν μείνεις σιωπηλός ἀπέναντί μου,
ἐμοῦ, μήποτε παρα- θά μοιάσω μ᾽ αὐτούς
σιωπήσῃς ἀπ᾿ ἐμοῦ καὶ πού κατεβαίνουν στόν τάφο
ὁμοιωθήσομαι τοῖς κα- (δηλαδή, θά πεθάνω).
ταβαίνουσιν εἰς λάκκον.
2 Εἰσάκουσον τῆς φω- 2 Ἄκουσε τήν κραυγή τῆς προσευχῆς μου,
νῆς τῆς δεήσεώς μου ἐν ὅταν προσεύχομαι σέ Σένα,
119
Ψαλμός 27

τῷ δέεσθαί με πρὸς σέ, ὅταν ὑψώνω τά χέρια μου


ἐν τῷ αἴρειν με χεῖράς στρεφόμενος στόν ἅγιο Ναό Σου.
μου πρὸς ναὸν ἅγιόν
σου.
3 Μὴ συνελκύσῃς μετὰ 3 Μήν κατατάξεις μέ τούς ἁμαρτωλούς
ἁμαρτωλῶν τὴν ψυχήν τήν ψυχή μου
μου καὶ μετὰ ἐργα- καί μή μέ καταστρέψεις μ᾽ αὐτούς
ζομένων ἀδικίαν μὴ συ- πού πράττουν τήν ἀδικία,
ναπολέσῃς με τῶν λα- μ᾽ αὐτούς πού μιλᾶνε φιλικά
λούντων εἰρήνην μετὰ μέ τούς συνανθρώπους τους,
τῶν πλησίον αὐτῶν, ἀλλά μέσα τους διαβουλεύονται τό κακό.
κακὰ δὲ ἐν ταῖς καρ-
δίαις αὐτῶν.
4 Δὸς αὐτοῖς, Κύριε, 4 Δῶσε σ᾽ αὐτούς, Κύριε,
κατὰ τὰ ἔργα αὐτῶν σύμφωνα μέ τά ἔργα τους
καὶ κατὰ τὴν πονηρίαν καί σύμφωνα μέ τήν κακία τῶν ἔργων τους·
τῶν ἐπιτηδευμάτων αὐ- ἀπόδωσε σ᾽ αὐτούς
τῶν· κατὰ τὰ ἔργα τῶν κατά τά ἔργα τῶν χειρῶν τους,
χειρῶν αὐτῶν δὸς αὐ- ἀπόδωσε σ᾽ αὐτούς σύμφωνα μέ ὅ,τι ἔπραξαν.
τοῖς, ἀπόδος τὸ ἀντα-
πόδομα αὐτῶν αὐτοῖς.
5 Ὅτι οὐ συνῆκαν εἰς 5 Δέν ἐννόησαν τά ἔργα τῶν χειρῶν
τὰ ἔργα Κυρίου καὶ εἰς τοῦ Κυρίου
τὰ ἔργα τῶν χειρῶν καί τά ἔργα τῶν χειρῶν Του.
αὐτοῦ· καθελεῖς αὐτοὺς Νά τούς γκρεμίσεις
καὶ οὐ μὴ οἰκοδομήσεις καί νά μήν τούς ξανακτίσεις.
αὐτούς.
6 Εὐλογητὸς Κύριος, 6 Δοξασμένος ἄς εἶναι ὁ Κύριος,
ὅτι εἰσήκουσε τῆς φω- γιατί ἄκουσε τήν κραυγή τῆς προσευχῆς μου.
νῆς τῆς δεήσεώς μου.
7 Κύριος βοηθός μου 7 Ὁ Κύριος εἶναι βοηθός
καὶ ὑπερασπιστής μου· καί ὑπερασπιστής μου,
ἐπ᾿ αὐτῷ ἤλπισεν ἡ σ᾽ Αὐτόν ἤλπισε ἡ καρδιά μου
καρδία μου, καὶ ἐβοη- καί βοηθήθηκα καί ἀναζωογονήθηκε
θήθην, καὶ ἀνέθαλεν ἡ ἡ σάρκα μου·
σάρξ μου· καὶ ἐκ θε- γι᾽ αὐτό ὁλόκαρδα θά τόν ὑμνῶ.
λήματός μου ἐξομολο-
γήσομαι αὐτῷ.
8 Κύριος κραταίωμα 8 Ὁ Κύριος εἶναι δύναμη στόν λαό Του

120
Ψαλμός 27

τοῦ λαοῦ αὐτοῦ καὶ καί προστάτης τῆς σωτηρίας


ὑπερασπιστὴς τῶν σω- τοῦ βασιλέως Του.
τηρίων τοῦ χριστοῦ αὐ-
τοῦ ἐστι.
9 Σῶσον τὸν λαόν σου 9 (Κύριε) σῶσε τόν λαό Σου
καὶ εὐλόγησον τὴν κλη- καί εὐλόγησε τήν κληρονομία Σου.
ρονομίαν σου καὶ Ποίμανέ τους
ποίμανον αὐτοὺς καὶ καί ὕψωσέ τους γιά πάντα
ἔπαρον αὐτοὺς ἕως τοῦ (στούς ὤμους Σου,
αἰῶνος. σάν τόν βοσκό τό πρόβατο).

1. Στόν Ψαλμό αὐτό ὁ ποιητής του ὁ Δαβίδ ἀπευθύνεται πρός τόν Θεό
γιά κάποιο αἴτημά του, πού θά μᾶς τό πεῖ παρακάτω, καί Τόν παρακαλεῖ
νά τόν εἰσακούσει, νά μήν τόν παραμελήσει στήν ἀνάγκη πού βρίσκεται,
γιατί τότε ὁ ποιητής θά ὁμοιάσει μέ αὐτούς πού κατεβαίνουν στόν «λάκκο»
(στίχ. 1), δηλαδή θά πεθάνει· γιατί «λάκκος» εἶναι ὁ τάφος. Καί πάλιν στήν
συνέχεια, στόν ἑπόμενο στίχ. ὁ Δαβίδ, ἱκετεύει τόν Θεό νά εἰσακούσει τήν
δέησή του, ὅταν «αἴρει τάς χεῖράς του πρός τόν ἅγιο ναό Του» (στίχ. 2). Ἄς
παρατηρήσουμε ὅτι ἀπό παλαιά οἱ εὐσεβεῖς ἔκαναν τήν προσευχή τους
«αἵροντες τάς χεῖρας τους», μέ τεταμένα, δηλαδή, τά χέρια τους. Ὁ μυστι-
κός λόγος αὐτῆς τῆς στάσης προσευχῆς ἦταν ὅτι ἔκαναν τήν προσευχή τους
σχηματίζοντας τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ. Γι᾽ αὐτό καί ἀλλοῦ ὁ ψαλμωδός
λέγει, «ἔπαρσις τῶν χειρῶν μου θυσία ἑσπερινή» (Ψαλμ. 140,2). Βλ. καί Β´
Τιμ. 2,8. Μέ τήν ἔπαρση τῶν χειρῶν του ὁ ἄνθρωπος σχηματίζει τό σημεῖο
τοῦ σταυροῦ. Πρό Σταυροῦ ὁ Σταυρός! Ἀλλά καί τό ἄλλο πρέπει νά παρα-
τηρήσουμε: Ὅτι ὁ ποιητής μας λέγει ἐδῶ ὅτι κάνει τήν προσευχή του στόν
Θεό ἐστραμμένος «πρός ναόν ἅγιόν Του» (στίχ. 2). Γιατί στήν Σκηνή, στόν
Ναό, ἀποκαλυπτόταν τό «καδώς», ἡ «δόξα», δηλαδή, τοῦ Θεοῦ πού δήλωνε
τήν παρουσία Του.
2. Μετά ἀπό αὐτά τά γενικά καί προλογικά ἔρχεται ὁ ψαλμωδός Δαβίδ
πιό συγκεκριμμένα τώρα στό αἴτημά του. Ζητάει ἀπό τόν Θεό νά ἀποχωρι-
στεῖ ἀπό τούς ἁμαρτωλούς, γιά νά μήν ἔχει τό δικό τους κατάντημα. «Μή
συνελκύσῃς με – λέγει – μετά ἁμαρτωλῶν καί μετά ἐργαζομένων ἀδικίαν μή
συναπολέσῃς με» (στίχ. 3α). Ἄς προσέξουμε τό ρῆμα «μή συνελκύσῃς». Εἶναι
ἡ εἰκόνα τῶν διαφόρων κακούργων πού καταδικάστηκαν σέ θανατική ποινή
καί τούς ἔσυραν σάν τίς ἀγέλες στόν τόπο τῆς θανάτωσής τους. Καί δίνει
ἕνα ἰδιαίτερο χαρακτηριστικό ὁ Δαβίδ αὐτῶν ἀπό τούς ὁποίους θέλει νά ἀπο-
χωριστεῖ. Τό χαρακτηριστικό τους εἶναι ὅτι εἶναι διπρόσωποι. Φαίνονται ὡς
φίλοι καί εἰρηνικοί μαζί του, ἀλλά ἡ καρδιά τους μηχανεύεται δόλια ἐναντίον

121
Ψαλμός 27

του: «Τῶν λαλούντων μετά τῶν πλησίον αὐτῶν, κακά δέ ἐν ταῖς καρδίαις
αὐτῶν» (στίχ. 3β)! Μέ τοιούτους ὑποκριτές καί δόλιους ὁ Δαβίδ δέν θέλει
νά ἔχει συναναστροφή, γιατί φοβᾶται ὅτι θά θεωρεῖται καί αὐτός συνένοχος
μέ αὐτούς στά πονηρά τους ἔργα. Ἀντίθετα ὁ Δαβίδ εὔχεται στήν συνέχεια
οἱ ἄνθρωποι αὐτοί, οἱ ὁποῖοι, ὅπως φαίνεται τόν ἐχθρεύονται, νά τιμωρηθοῦν
ἀνάλογα μέ τά ἔργα τους. Λέγει λοιπόν γι᾽ αὐτούς: «Δός αὐτοῖς, Κύριε, κατά
τά ἔργα αὐτῶν, καί κατά τήν πονηρίαν τῶν ἐπιτηδευμάτων αὐτῶν» (στίχ. 4).
Μέ τά λόγια αὐτά ὁ ποιητής μας φαίνεται σάν νά καταρᾶται τούς ἐχθρούς
του. Ὅμως δέν καταρᾶται, ἀλλά στήν πραγματικότητα ἐπικαλεῖται τόν Θεό
νά βάλει τήν ἠθική τάξη στά πράγματα. Καί ὁ Ἰερεμίας λέγει κάπου ὅτι ὁ
Θεός ἐποπτεύει τίς πράξεις τῶν ἀνθρώπων, «τοῦ δοῦναι ἑκάστῳ κατά τήν
ὁδόν αὐτῶν» (39,19). Ἡ ἀλήθεια ὅμως εἶναι ὅτι δέν καταστρέφει ὁ Θεός τόν
ἁμαρτωλό, ἀλλά ὁ ἴδιος ὁ ἁμαρτωλός καταστρέφεται μέ τά ἔργα πού κάνει.
Οἱ ἁμαρτωλοί δέν μελετοῦν τά λαμπρά καί ἐξαίσια ἔργα τοῦ Θεοῦ πού φαί-
νονται στήν φύση καί τήν ἱστορία, ἀλλά καταγίνονται μέ τά δικά τους φθο-
ροποιά σκοτεινά ἔργα καί κτίζουν πύργο μέ αὐτά. Ἀλλά ὁ πύργος αὐτός ἔχει
σαθρά θεμέλια καί πέφτει μόνος του καί καταπλακώνει τούς κατασκευαστές
του. Γι᾽ αὐτό καί λέγει ὁ Δαβίδ στήν συνέχεια περί τῶν ἁμαρτωλῶν: «Οὐ
συνῆκαν εἰς τά ἔργα Κυρίου καί εἰς τά ἔργα τῶν χειρῶν αὐτοῦ, καθελεῖς αὐτούς
καί οὐ μή οἰκοδομήσεις αὐτούς» (στίχ. 5). Γενικά πρέπει νά ξέρουμε ὅτι δέν
τιμωρεῖ ὁ Θεός τόν ἄνθρωπο, ἀλλά ἡ ἴδια ἡ ἁμαρτία, μέ τήν ὁποία χαριεντί-
ζεται καί παίζει αὐτός, αὐτή ἡ ἁμαρτία, ὡς χειροβομβίδα, ἐκρήγνυται καί
τόν κατακαίει.
3. Τό ὑπόλοιπο μέρος τοῦ Ψαλμοῦ φαίνεται ὡς διαφορετικό, γιατί ὁ ψαλ-
μωδός μας εἶναι χαρούμενος σ᾽ αὐτό καί ἀναπέμπει ὕμνο καί δοξολογία
στόν Θεό. Τό πράγμα ἑρμηνεύεται ὡς ἑξῆς: ῾Ο ποιητής μας, ὁ Δαβίδ, ὅπως
τόν γνωρίζουμε ἀπό τήν ἐπιγραφή τοῦ Ψαλμοῦ, εἶναι ἄνθρωπος μεγάλης
πίστεως. Καί ὡς ἄνθρωπος δυνατῆς πίστεως εἶναι ἀπόλυτα βέβαιος ὅτι θά
τόν βοηθήσει ὁ Θεός καί θά τοῦ ἐκπληρώσει τό αἴτημά του. Ἔτσι, λοιπόν,
ἀναπέμπει ἀπό τώρα εὐχαριστία στόν Θεό γιά τήν ἐκπλήρωση τοῦ αἰτήμα-
τός του, τό νά τόν βοηθήσει δηλαδή ὁ Θεός καί νά τόν σώσει ἀπό τούς
ἐχθρούς του. Καί ὡς βέβαιος γι᾽ αὐτό, γιά τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, λέγει:
«Εὐλογητός Κύριος, ὅτι εἰσήκουσε τῆς δεήσεώς μου» (στίχ. 6). Καί ἡ πίστη
του αὐτή γιά τήν βεβαία βοήθεια τοῦ Κυρίου ἔφερε στόν ποιητή μας σκίρ-
τημα καρδιακό, τόν τόνωσε ψυχικά καί σωματικά. Γιατί λέγει: «Ἤλπισεν
ἡ καρδία μου καί ἐβοηθήθην καί ἀνέθαλεν ἡ σάρξ μου» (στίχ. 7)! Ἔτσι
εἶναι! Ὅταν ἡ καρδιά εἶναι βεβαρυμένη ἀπό ἀγωνία καί τρόμο, τότε καί τό
σῶμα μαραίνεται. Ὅταν ὅμως ἡ καρδιά ἀναζωογονεῖται ἀπό τήν δυνατή
ἐλπίδα τῆς βοήθειας καί προστασίας τοῦ Θεοῦ, τότε γίνεται αὐτό πού μᾶς

122
Ψαλμός 28

εἶπε τώρα ὁ ψαλμωδός μας, «ἤλπισεν ἡ καρδία μου καί ἐβοηθήθην καί ἀνέ-
θαλεν ἡ σάρξ μου»!
4. Ἀλλά ὁ Δαβίδ εἶναι καί βασιλεύς καί ἔχει λαό στόν ὁποῖο ἄρχει. Γι᾽
αὐτό καί στό τέλος τοῦ Ψαλμοῦ εὔχεται γιά τόν λαό του τόν Ἰσραήλ καί
ζητᾶ τήν βοήθεια καί τήν προστασία τοῦ Θεοῦ σ᾽ αὐτόν τόν λαό λέγοντας:
«Κύριος κραταίωμα τοῦ λαοῦ αὐτοῦ... Σῶσον τόν λαόν σου καί εὐλόγησον
τήν κληρονομίαν σου» (στίχ. 8.9α). Ἄς παρατηρήσουμε ὅτι στίς ἐκφράσεις
αὐτές ὁ Δαβίδ τόν λαό του τόν Ἰσραήλ δέν τόν λέγει δικό του λαό, ἀλλά
τοῦ Θεοῦ! Μέ αὐτό ὑποδηλώνει δύο πράγματα: Πρῶτον μέν, ὅτι ἡ ἐξουσία
πού ἔχει δέν εἶναι δική του, ἀλλά εἶναι δάνειο ἀπό τόν Θεό. Καί δεύτερον,
Τόν παρακαλεῖ νά βοηθήσει ὁπωσδήποτε τόν Ἰσραήλ, γιατί εἶναι σάν νά
λέγει ὁ Δαβίδ στόν Θεό: Ἄν βοηθήσεις, Θεέ μου, τόν Ἰσραήλ, θά φροντί-
σεις γιά δικό Σου λαό καί ὄχι γιά ξένο. Καί παρακαλώντας ὁ Δαβίδ τόν Θεό
γιά νά δοξάσει τόν Ἰσραήλ τελειώνει τόν ψαλμό του μέ μία ὡραία ποιμε-
νική εἰκόνα: Νά πάρει ὁ Θεός τόν Ἰσραήλ στά χέρια Του καί στούς ὤμους
Του, καθώς κάνει ὁ βοσκός, ὅταν ἀρρωστήσει ἤ ὅταν τραυματισθεῖ ἕνα
πρόβατό του ἤ ἀρνάκι του. Ἔτσι κατακλείοντας τόν ψαλμό λέγει: «Ποί-
μανον αὐτούς καί ἔπαρον αὐτούς» (στίχ. 9β)! Σάν ποιμήν παλαιά ὁ Δαβίδ
θά πραγματοποίησε στό ποίμνιό του τήν σκηνή αὐτή.

ΨΑΛΜΟΣ ΚΗ´ 28

Ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ· ἐξοδίου σκηνῆς.

ΥΜΝΟΣ ΣΤΗΝ ΔΟΞΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ


ΔΙΑ ΤΗΣ ΒΡΟΝΤΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΘΥΕΛΛΑΣ

28,1 Ἐνέγκατε τῷ 28,1 Προσφέρετε στόν Κύριο, υἱοί Θεοῦ,


Κυρίῳ, υἱοὶ Θεοῦ, ἐ- προσφέρετε στόν Κύριο γεννήματα κριῶν,
νέγκατε τῷ Κυρίῳ υἱ- προσφέρετε στόν Κύριο δόξα καί τιμή,
οὺς κριῶν, ἐνέγκατε τῷ
Κυρίῳ δόξαν καὶ τιμήν,
2 ἐνέγκατε τῷ Κυρίῳ 2 προσφέρετε στό Κύριο δόξα
δόξαν ὀνόματι αὐτοῦ, γιά τό Ὄνομά Του,
προσκυνήσατε τῷ Κυ- προσκυνῆστε τόν Κύριο στήν ἅγια αὐλή Του.
ρίῳ ἐν αὐλῇ ἁγίᾳ αὐ-
τοῦ.
3 Φωνὴ Κυρίου ἐπὶ τῶν 3 Ἡ φωνή Κυρίου ἀντηχεῖ πάνω στά νερά,

123
Ψαλμός 28

ὑδάτων, ὁ Θεὸς τῆς δό- ὁ Θεός τῆς δόξης ἐβρόντησε


ξης ἐβρόντησε, Κύριος ὁ Κύριος εἶναι πάνω στά πολλά ὕδατα.
ἐπὶ ὑδάτων πολλῶν.
4 Φωνὴ Κυρίου ἐν ἰ- 4 Ἡ φωνή Κυρίου στήν ἰσχύ της,
σχύϊ, φωνὴ Κυρίου ἐν ἡ φωνή Κυρίου στήν μεγαλοπρέπειά της.
μεγαλοπρεπείᾳ.
5 Φωνὴ Κυρίου συν- 5 Ἡ φωνή Κυρίου συντρίβει τίς κέδρους,
τρίβοντος κέδρους, καὶ θά συντίψει ὁ Κύριος
συντρίψει Κύριος τὰς τίς κέρδους τοῦ Λιβάνου.
κέδρους τοῦ Λιβάνου
6 καὶ λεπτυνεῖ αὐτὰς ὡς 6 Θά τίς λεπτύνει σάν τό (χρυσό) μοσχάρι
τὸν μόσχον τὸν Λίβα- καί σάν τόν Λίβανο.
νον, καὶ ὁ ἠγαπημένος Ἀλλά ὁ ἀγαπημένος Του λαός
ὡς υἱὸς μονοκερώτων. θά εἶναι σάν νεαρός ἀγριοβούβαλος.
7 Φωνὴ Κυρίου διακό- 7 Ἡ φωνή Κυρίου διαιρεῖ
πτοντος φλόγα πυρός, τήν φλόγα τοῦ πυρός,
8 φωνὴ Κυρίου συσ- 8 ἡ φωνή Κυρίου σείει τήν ἔρημο
σείοντος ἔρημον καὶ καί θά σείσει ὁ Κύριος τήν ἔρημο Κάδης.
συσσείσει Κύριος τὴν
ἔρημον Κάδης.
9 Φωνὴ Κυρίου καταρ- 9 Ἡ φωνή Κυρίου
τιζομένη ἐλάφους, καὶ κάνει τίς ἐλαφίνες νά ἐγγυμονοῦν*
ἀποκαλύψει δρυμούς· καί θά ἀπογυμνώσει τά δάση.
καὶ ἐν τῷ ναῷ αὐτοῦ Καί μέσα στόν Ναό Του
πᾶς τις λέγει δόξαν. ὅλοι ὁμιλοῦν γιά τήν δόξα (Του).
10 Κύριος τὸν κατα- 10 Ὁ Κύριος θά κατοικήσει στόν κατακλυσμό
κλυσμὸν κατοικιεῖ, καὶ καί θά καθήσει (ἐκεῖ)
καθιεῖται Κύριος βασι- ὡς Κύριος Βασιλεύς γιά πάντα.
λεὺς εἰς τὸν αἰῶνα.
11 Κύριος ἰσχὺν τῷ 11 Ὁ Κύριος θά δώσει δύναμη στόν λαό Του,
λαῷ αὐτοῦ δώσει, Κύ- ὁ Κύριος θά εὐλογήσει
ριος εὐλογήσει τὸν λαὸν τόν λαό Του γιά εἰρήνη.
αὐτοῦ ἐν εἰρήνῃ.

* «Κάνει τήν ἐλαφίνα νά γεννήσει ἐνωρίτερα», λέει ἐδῶ τό Ἑβρ.

1. Ὁ Ψαλμός αὐτός, τόν ὁποῖο θά ἑρμηνεύσουμε μέ ἁπλᾶ λόγια, ἀποδί-


δοντας τήν ἔννοιά του, εἶναι μεγαλοπρεπής, εἶναι μεγαλοπρεπέστατος!
Εἶναι ἕνα ἀπό τά πολλά δείγματα τῆς ὡραιότητας καί τοῦ μεγαλείου τῶν
124
Ψαλμός 28

ἱερῶν κειμένων. Ὁ Ψαλμός ἀποτελεῖ ἕναν ὕμνο πρός τήν δύναμη τοῦ Θεοῦ
διά μέσου τῶν φυσικῶν φαινομένων, ὅπως εἶναι ἡ θύελλα καί ἡ ἀστραπή
(στίχ. 3 ἑξ.). Δηλαδή, τά φυσικά φαινόμενα ὁ ποιητής μας τά βλέπει ὡς
ἔκφραση τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἔτσι πραγματικά εἶναι, καί ὄχι ὡς
ἁπλᾶ συμβαίνοντα φυσικά γεγονότα. Κατά τήν ἐπιγραφή ὁ ψαλμός εἶναι
ποίημα τοῦ Δαβίδ.
Ἐδῶ στόν ψαλμό μας κατά πρῶτον λόγο ἔχουμε τήν ὑποταγή ἑνός με-
γάλου ἀνθρώπου τῆς γῆς, τοῦ βασιλέως Δαβίδ, πρός τόν ὕψιστο Θεό καί
τήν πρόσκλησή του πρός τούς ἱερεῖς νά Τόν ὑμνήσουν. Νά τοῦ ἀποδώσουν
«δόξαν καί τιμήν» (στίχ. 1). Πρός τούς ἱερεῖς πράγματι ἀπευθύνεται ὁ ποι-
ητής καλώντας τους «υἱούς Θεοῦ» (στίχ. 1). Ἀλλά ἀσφαλῶς ἀπευθύνεται
πρός τούς ἱερεῖς ἐδῶ, τούς ἱερεῖς κατά πρῶτον τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὁ
Δαβίδ, γιατί ὁμιλεῖ γιά θυσίες μέ προσφορά ζώων, ἀμνῶν («υἱούς κριῶν»,
στίχ. 1). Προφητικά ὅμως ὁ Δαβίδ ἀπευθύνεται καί πρός τούς ἱερεῖς τῆς
Καινῆς Διαθήκης, γιά νά προσφέρουν ἀντί ὅλων ἐκείνων, πού ἀπό ὅλα τά
ἔθνη θά πιστέψουν στόν Σωτῆρα Ἰησοῦ Χριστό καί οἱ ὁποῖοι θά ἀποτελέ-
σουν τόν «Ἰσραήλ τοῦ Θεοῦ» (Γαλ. 6,16), νά προσφέρουν οἱ ἱερεῖς ἀντί
τῶν πιστῶν ὕμνον καί δόξα στήν μεγαλοπρέπεια τοῦ Θεοῦ. Καί νά προσ-
φέρουν, λέγουμε ἐμεῖς, καί τήν θυσία ἐκείνη, τήν «καθαρή», γιά τήν ὁποία
μίλησε προφητικά ὁ προφήτης Μαλαχίας, ὅτι θά προσφέρεται σ᾽ ὅλα τά
πλάτη τῆς γῆς, «ἀπό ἀνατολῶν ἡλίου ἕως δυσμῶν», καί ἀπό τά ἔθνη, γιατί
πίστευσαν καί αὐτά στό ὄνομα τοῦ Κυρίου (Μαλαχ. 1,11). Πρόκειται γιά
τήν Θεία Εὐχαριστία!
2. Ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο ὁ προφητάναξ Δαβίδ καλεῖ τούς ἱερεῖς νά ὑμνή-
σουν τόν Θεό εἶναι ἡ «δόξα» τοῦ Θεοῦ (στίχ. 1), τό «καδώς», ἡ ἁγιότητα,
δηλαδή, τοῦ Θεοῦ, ὄχι μόνο μέ τήν ἠθική της, ἀλλά κυρίως μέ τήν ὅλη θε-
ολογική της ἔννοια, ὅπως τήν ἐκθέτει ὁ προφήτης Ἡσαΐας (βλ. κ. 6). Μέ
αὐτή τήν ἔννοια τό «ἅγιος» τοῦ Θεοῦ ἑρμηνεύεται ὡς «μεγαλοπρεπής», ὡς
«παντοκράτωρ». Αὐτή δέ ἡ ἔννοια ἐκφράζεται κυρίως στό παλαιό ὄνομα
τοῦ Θεοῦ «Γιαχβέ». Γι᾽ αὐτό καί λέγει ὁ Ψαλμωδός μας ἐδῶ, «Ἐνέγκατε
τῷ Κυρίῳ δόξαν ὀνόματι αὐτοῦ» (στίχ. 2). Τό Ὄνομα τοῦ Θεοῦ «Γιαχβέ»
σημαίνει κυρίως «Ἐγώ εἰμί» καί δηλώνει τήν αἰωνιότητα, τήν ἀϊδιότητα
τοῦ Θεοῦ. Λέγεται δέ ἐδῶ τό Ὄνομα αὐτό ὄχι βεβαίως γιά ἐκφοβισμό, ἀλλά
γιά θαυμασμό καί γιά ὕμνο.
3. Τήν δόξα τοῦ Θεοῦ, γιά τήν ὁποία καλεῖ ὁ Δαβίδ τούς Ἰουδαίους
ἱερεῖς νά ὑμνήσουν τόν Θεό, τήν βλέπει ἔπειτα στά μεγαλεῖα τῆς φύσεως
καί μάλιστα στήν βροντή καί στήν ἀστραπή, στήν θύελλα καί στήν καται-
γίδα. Ὅπως ὑποδηλώνεται ἀπό τόν παρόντα ψαλμό, κάθε φορά πού θά ξέ-
σπαγε μία βροντή, ὁ Δαβίδ τήν ἑρμήνευε ὡς πρόσκληση στόν ἑαυτό του

125
Ψαλμός 28

καί στούς ἄλλους νά δώσουν δόξα στόν Θεό. Ἐδῶ στόν ψαλμό μας ὁ προ-
φητάναξ περιγράφει τήν δύναμη τοῦ Θεοῦ σέ μιά θύελλα. Θύελλα πρῶτον
πάνω στήν θάλασσα (στίχ. 3.4), ἔπειτα πάνω στόν Λίβανο (στίχ. 5.6) καί
τελευταῖα στήν ἔρημο (στίχ. 7-9). Ἀλλά καί στό τέλος τοῦ ψαλμοῦ πάλι ὁ
Δαβίδ βλέπει τήν δύναμη τοῦ Θεοῦ στήν προστασία καί τήν εὐλογία τοῦ
λαοῦ Του (στίχ. 11), δηλαδή στήν Ἐκκλησία Του.
Ἡ «φωνή τοῦ Κυρίου», δηλαδή, ἡ δύναμη τοῦ Κυρίου (στήν Γραφή λέ-
γεται αὐτό καί ὁ «βραχίων τοῦ Κυρίου»), παρουσιάζεται, λοιπόν, στόν
ψαλμό μας ὡς πολύ ἱσχυρή, ὡς νά συντρίβει τίς κέδρους, καί μάλιστα
ἐκεῖνες τίς μεγαλοπρεπεῖς καί ἰσχυρότατες κέδρους τοῦ Λιβάνου (στίχ. 5).
Μερικοί ἐννοοῦν ἐδῶ τόν βίαιο ἄνεμο πού σείει τίς κέδρους καί τίς ἐκτι-
νάσσει καί σχίζει τίς κορυφές τους. Καί ὁ σεισμός πάλι σείει τό ἔδαφος στό
ὁποῖο στερεώνονται τά δένδρα καί κάνει τά βουνά νά χορεύουν! Γι᾽ αὐτό
καί γίνεται στόν ψαλμό μας λόγος καί γιά τόν σεισμό (στίχ. 8). Μερικοί τό
ἐννοοῦν αὐτό μεταφορικά, ὅτι, δηλαδή, πρόκειται περί τῶν κατακτήσεων
τῶν γειτονικῶν λαῶν, τῶν κατοικούντων κοντά στήν ἔρημο Κάδης (στίχ.
8), πού ἐπολέμησαν τό Ἰσραήλ καί ὅμως ὁ Δαβίδ τούς ἀπώθησε καί τούς
κατέκτησε. Σ᾽ αὐτό φάνηκε ἡ πανίσχυρη δύναμη τοῦ Κυρίου. Φωτιές ἐξά-
πτονται στήν βροντή μέ ἀστραπές καί μέ τίς φωτιές αὐτές παριστάνεται
πάλι ἡ δύναμη τοῦ Κυρίου, ἡ ὁποία, λέγεται ἐδῶ στόν ψαλμό μας ὅτι διαι-
ρεῖ («διακόπτει») τίς φλόγες τοῦ πυρός: «Φωνή Κυρίου διακόπτοντος φλόγα
πυρός» (στίχ. 7)! Ὁ φόβος τῆς βροντῆς, λέγει στήν συνέχεια ὁ ψαλμός μας,
κάνει τήν ἐλαφίνα νά γεννήσει ἐνωρίτερα, ὅπως τό λέει τό Ἑβραϊκό κεί-
μενο, ἐνῶ οἱ Ο´ τό ἀπέδωσαν ὡς «καταρτιζομένη ἐλάφους»! «Καί ἀποκα-
λύψει δρυμούς», λέει ὁ στίχ. 9. Δηλαδή, ὅταν βροντᾶ καί ἀστράπτει, καί τά
ἄγρια ζῶα τοῦ δάσους φοβοῦνται καί τρέμουν καί ἐγκαταλείπουν τίς φω-
λιές τους καί τά δάση ὅπου κρύπτονταν καί ἔτσι αὐτά τά δάση «ἀποκαλύ-
πτονται», ξεγυμνώνονται.
4. Ἀλλά ἡ δύναμη τοῦ Κυρίου, δηλαδή, ἡ δόξα Του, ἡ ὁποία παριστά-
νεται στόν ψαλμό μας μέ τήν βροντή, ἐκδηλώνεται περισσότερο στούς
ἀνθρώπους (στίχ. 10) καί εἰδικώτερα στόν λαό Του (στίχ. 11), στούς ἁγί-
ους Του, στήν Ἐκκλησία Του θά ποῦμε ἐμεῖς οἱ χριστιανοί. Τήν δόξα τοῦ
Κυρίου τήν ὑμνοῦμε καί τήν ἀπολαμβάνουμε κυρίως στήν λατρεία τοῦ
Κυρίου: «Ἐν τῷ Ναῷ αὐτοῦ πᾶς τις λέγει δόξαν» (στίχ. 9)! Ἄρα εἰδικώτερα
ἡ δόξα τοῦ Κυρίου εἶναι τό θέμα τοῦ ψαλμοῦ μέ εἰκονική της παράσταση
τήν βροντή! Ὁ Κύριος παριστάνεται στόν Ψαλμό μας ὅτι «κάθεται πάνω
στόν κατακλυσμό». «Κύριος τόν κατακλυσμόν κατοικιεῖ» (στίχ. 10)! Ὡς
ὕδατα γενικά μποροῦμε νά νοήσουμε τούς λαούς, ὅλη τήν ἀνθρωπότητα,
τήν ὁποία κυβερνᾶ ὁ Θεός καί Αὐτός ρυθμίζει τήν ἱστορία της. Οἱ ἑκά-

126
Ψαλμός 28

στοτε δέ ταραχές τῶν ἀνθρώπων ἐκφράζονται ἐδῶ ὡς «κατακλυσμός»!


Αὐτός ὅμως ὁ κατακλυσμός δέν ἐπηρεάζει καθόλου τόν αἰώνιο Θεό καί
δέν διαταράσσει καθόλου τήν διακυβέρνησή Του. Αὐτό θέλει νά πεῖ τό
λεγόμενο στήν συνέχεια στόν ψαλμό μας, «καθιεῖται Κύριος βασιλεύς εἰς
τόν αἰῶνα» (στίχ. 10).
Ἀλλά εἴπαμε ὅτι ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ φαίνεται λαμπροτέρα στόν λαό Του,
πού συνάζεται στόν θεῖο Ναό γιά νά Τόν λατρεύσει: «Ἐν τῷ Ναῷ αὐτοῦ
πᾶς τις λέγει δόξαν» (στίχ. 9)! Ἐκεῖ ὁ καθένας ὑμνεῖ μέ τήν καρδιά του τήν
δόξα τοῦ Θεοῦ. Ὅλα-ὅλα δοξάζουν τόν Θεό, ὅλα ὁμιλοῦν γιά τήν δόξα
Του, ἀλλά τόν καλύτερο ὕμνο τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ τόν συνθέτει ὁ λαός Του,
οἱ ἅγιοι μέ τήν ἁγία τους ζωή! Καί γιά τόν εὐάρεστο στόν Θεό αὐτό ὕμνο
τους, Αὐτός τούς δίνει τήν θεία δύναμή Του («Κύριος ἰσχύν τῷ λαῷ αὐτοῦ
δώσει») καί τούς εὐλογεῖ («ὁ Κύριος εὐλογήσει τόν λαόν αὐτοῦ ἐν εἰρήνῃ»,
στίχ. 11).
5. Ὑποθέτουν ὅτι αὐτόν τόν ψαλμό τόν ἔγραψε ὁ Δαβίδ σέ καιρό μεγά-
λης θύελλας καί βροντῶν καί ἀστραπῶν, ὅπως ὁ ψαλμ. 8 ἐγράφη κατά τήν
νύχτα (βλ. τόν στίχ. του 8), καί ὁ ψαλμ. 18 σέ ἕνα ἡλιόλουστο πρωινό. Συν-
οψίζοντες τώρα γενικά τόν ψαλμό μας λέγουμε ὅτι τό θέμα του εἶναι ἡ δόξα
τοῦ Θεοῦ (βλ. στίχ. 1.2.9). Γιά νά πείσει δέ ὁ ψαλμωδός μας τούς
Ἰσραηλῖτες, ἀλλά καί πάντα ἄνθρωπο πού λατρεύει τόν Γιαχβέ, νά ὑμνήσει
τήν ἁγιότητα, δηλαδή τήν δόξα, τήν μεγαλοπρέπεια τοῦ Θεοῦ (τό
«καδώς»), τονίζει πρῶτον τήν δύναμή Του στίς βροντές καί τίς ἀστραπές
καί τίς θύελλες (στίχ. 3-9), τήν διακυβέρνησή Του ἐπί τοῦ κόσμου (στίχ.
10), δεύτερον, καί τήν εἰδική Του εὔνοια στόν λαό Του (στίχ. 11), τρίτον,
τήν Ἐκκλησία Του!
Τέλος, λαμβάνοντας ὑπ᾽ ὄψιν ὅτι στήν Παλαιά Διαθήκη ἡ θύελλα, οἱ
βροντές καί οἱ αστραπές συνδέονται και μέ την θεοφάνεια (βλ. τήν θεοφά-
νεια ἐπί τοῦ ὄρους Σινά, Ἐξ. 19,16 ἑξ.), δυνάμεθα νά ἑρμηνεύσουμε ἐδῶ
καί ἀναλόγως τόν Ψαλμό μας λέγοντες ὅτι πέραν τῶν ἑρμηνειῶν πού ἐδώ-
σαμε, δυνατόν νά πρόκειται σ᾽ αὐτόν περί θεοφανείας.

127
Ψαλμός 29

ΨΑΛΜΟΣ ΚΘ´ 29

Εἰς τὸ τέλος· ψαλμὸς ᾠδῆς τοῦ ἐγκαινισμοῦ τοῦ οἴκου· Δαυΐδ.

ΕΥΧΑΡΙΣΤΗΡΙΟΣ ΨΑΛΜΟΣ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΑΠΟ ΑΣΘΕΝΕΙΑ

29,2 Ὑψώσω σε, Κύ- 29,2 Θά Σέ δοξάσω, Κύριε,


ριε, ὅτι ὑπέλαβές με καὶ γιατί μέ ἔσωσες
οὐκ εὔφρανας τοὺς ἐ- καί δέν ἄφησες νά χαροῦν
χθρούς μου ἐπ᾿ ἐμέ. οἱ ἐχθροί μου ἐναντίον μου.
3 Κύριε ὁ Θεός μου, 3 Κύριε Θεέ μου σέ Σένα ἐκέκραξα
ἐκέκραξα πρὸς σέ, καὶ καί μέ θεράπευσες·
ἰάσω με·
4 Κύριε, ἀνήγαγες ἐξ 4 Κύριε, ἐπανέφερες ἀπό τόν ἅδη
ᾅδου τὴν ψυχήν μου, τήν ζωή μου,
ἔσωσάς με ἀπὸ τῶν κα- μέ ἔσωσες ἀπό τόν θάνατο.
ταβαινόντων εἰς λάκ-
κον.
5 Ψάλατε τῷ Κυρίῳ, οἱ 5 Ψάλατε τόν Κύριο οἱ ἅγιοί Του,
ὅσιοι αὐτοῦ, καὶ ἐξομο- καί ὑμνῆστε τήν δόξα τῆς ἁγιωσύνης Του·
λογεῖσθε τῇ μνήμῃ τῆς
ἁγιωσύνης αὐτοῦ·
6 ὅτι ὀργὴ ἐν τῷ θυμῷ 6 στόν θυμό Του ὀργίζεται,
αὐτοῦ, καὶ ζωὴ ἐν τῷ ἀλλά τό θέλημά Του εἶναι νά μᾶς ζωογονήσει·
θελήματι αὐτοῦ· τὸ ἑ- δάκρυα χύνονται τήν νύχτα,
σπέρας αὐλισθήσεται ἀλλά τό πρωί ἔρχεται ἀγαλλίαση.
κλαυθμὸς καὶ εἰς τὸ
πρωΐ ἀγαλλίασις.
7 Ἐγὼ δὲ εἶπα ἐν τῇ 7 Ἐγώ εἶπα ὅταν εὐημεροῦσα:
εὐθηνίᾳ μου· οὐ μὴ σα- «Δέν πρόκειται νά κλονιστῶ ποτέ».
λευθῶ εἰς τὸν αἰῶνα.
8 Κύριε, ἐν τῷ θελή- 8 Κύριε, (Ἐσύ) μέ τήν Χάρη Σου
ματί σου παρέσχου τῷ ἔδωσες δύναμη
κάλλει μου δύναμιν· στά ἀγαθά μου (γι᾽ αὐτό εὐημεροῦσα),
ἀπέστρεψας δὲ τὸ ἀλλά ἀπέστρεψες (ἀπό ἐμένα)
πρόσωπόν σου καὶ ἐγε- τό πρόσωπό Σου
νήθην τεταραγμένος. (ἐπειδή ὑπερηφανεύθηκα)

128
Ψαλμός 29

καί ταράχθηκα.
9 Πρὸς σέ, Κύριε, κε- 9 Σέ Σένα, Κύριε, θά κράξω,
κράξομαι, καὶ πρὸς τὸν καί σέ Σένα, τόν Θεό μου, θά δεηθῶ.
Θεόν μου δεηθήσομαι.
10 Τίς ὠφέλεια ἐν τῷ 10 Ποιά θά εἶναι ἡ ὠφέλειά (Σου Θεέ μου),
αἵματί μου ἐν τῷ κατα- ἄν χυθεῖ τό αἷμά μου,
βαίνειν με εἰς διαφθο- ἄν κατεβῶ στόν τάφο;
ράν; Μὴ ἐξομολογήσε- (Τότε) μήπως θά Σέ ὑμνήσει τό χῶμα (μου)
ταί σοι χοῦς ἢ ἀναγγε- ἤ μήπως (αὐτό) θά διακηρύξει
λεῖ τὴν ἀλήθειάν σου; τήν ἀλήθειά Σου;
11 Ἤκουσε Κύριος, καὶ 11 Ὁ Κύριος μέ ἄκουσε καί μέ ἐλέησε,
ἠλέησέ με, Κύριος ἐγε- ὁ Κύριος ἔγινε βοηθός μου.
νήθη βοηθός μου.
12 Ἔστρεψας τὸν κο- 12 Τόν θρῆνο μου τόν ἔστρεψες σέ χαρά,
πετόν μου εἰς χαρὰν ἔσχισες τό πένθιμο ροῦχο μου
ἐμοί, διέῤῥηξας τὸν καί μέ ἔντυσες μέ εὐφροσύνη,
σάκκον μου καὶ πε-
ριέζωσάς με εὐφρο-
σύνην,
13 ὅπως ἂν ψάλῃ σοι ἡ 13 γιά νά Σέ ὑμνήσει ἡ ψυχή μου
δόξα μου καὶ οὐ μὴ κα- καί νά μή πληγωθῶ μέ λύπη.
τανυγῶ. Κύριε ὁ Θεός Κύριε Θεέ μου,
μου, εἰς τὸν αἰῶνα ἐξο- στόν αἰῶνα θά Σέ δοξολογῶ.
μολογήσομαί σοι.

1. Στόν μικρό αὐτό ψαλμό διακρίνουμε δύο θέματα, στενά συνδεδεμένα


μεταξύ τους κατά τήν ἔννοιά τους. Στό πρῶτο, στίχ. 2-6, ὁ ποιητής μας
εὐχαριστεῖ τόν Θεό γιά τήν διάσωσή του ἀπό κάποια βαρειά του ἀσθένεια
καί στό δεύτερο μέρος, στίχ. 7-13, ἐκθέτει τήν ἱστορία τῆς ἀσθένειάς του
αὐτῆς.
Ἀρχίζοντας, λοιπόν, ὁ ποιητής τήν εὐχαριστία του πρός τόν Θεό λέγει
πρός Αὐτόν, «ὑψώσω σε, Κύριε, ὅτι ὑπέλαβές με» (στίχ. 2). «Ὑψώνει», δη-
λαδή, δοξάζει τόν Θεό, γιατί τόν «ὑπέβαλε», τόν ἔσωσε ἀπό κρημνό, ἀπό
κίνδυνο βέβαιο καί βαρύ. Δηλαδή, τόν ἔσωσε ἀπό θάνατο. Καί ὁ θάνατος
τοῦ ψαλμωδοῦ θά ἔδινε χαρά καί ἀγαλλίαση στούς ἐχθρούς του (στίχ. 2β).
Πιό καθαρά στήν συνέχεια ὁμιλεῖ ὁ ποιητής γιά τήν θεραπεία του («ἰάσω
με», στίχ. 3) λέγοντας στόν Θεό μέ εὐγνωμοσύνη, «ἀνήγαγες ἐξ Ἅδου τήν
ψυχήν μου, ἔσωσάς με ἀπό τῶν καταβαινόντων εἰς λάκκον» (στίχ. 4). Ἐδῶ
φαίνεται καθαρά ὅτι ἦταν πολύ βαρειά ἡ ἀσθένεια τοῦ ποιητοῦ μας, ὅτι
129
Ψαλμός 29

ἦταν θανατηφόρα, γιατί λέγει γιά «Ἅδη» καί γιά «λάκκο», δηλαδή, γιά
τάφο. Ἄν ὁ Θεός δέν τόν θεράπευε, ὁ ψαλμωδός μας, θά ἀπέθνησκε.
2. Εὐγνώμων ψυχή ὁ ψαλμωδός θέλει νά ὑμνήσει τόν Θεό, ἀλλά αἰσθά-
νεται ἀδύναμος, μόνος αὐτός, νά ἐκφράσει ἐπάξιον ὕμνον εὐχαριστίας πρός
Αὐτόν. Γι᾽ αὐτό καί γιά τήν περίπτωσή του, ζητώντας τρόπον τινά βοήθεια,
ἀποτείνεται στούς ψάλτες τοῦ Ἰσραήλ, γιά νά ἑνώσουν καί αὐτοί τήν ψαλ-
μωδία τους μαζί του, ὥστε νά εἶναι μεγαλοπρεπέστερη καί μελωδικότερη
ἡ εὐχαριστήρια ὑμνωδία του. Καί λέγει, λοιπόν, πρός αὐτούς: «Ψάλατε τῷ
Κυρίῳ οἱ ὅσιοι αὐτοῦ καί ἐξομολογεῖσθε τῇ μνήμῃ τῆς ἁγιωσύνης αὐτοῦ»
(στίχ. 5). Τήν «ἁγιωσύνη» τοῦ Κυρίου, δηλαδή, τήν δόξα Του, τήν ἐκφράζει
τό ἀκοινώνητο Ὄνομά Του «Γιαχβέ». Γι᾽ αὐτό τό Ὄνομά Του εἶπε ὁ Θεός
στόν Μωυσῆ: «Τοῦτό μού ἐστιν ὄνομα αἰώνιον καί μνημόσυνον γενεῶν γε-
νεαῖς» (Ἐξ. 3,15). Καί ἐδῶ ὁ ποιητής μας λέγει: «Τῇ μνήμῃ τῆς ἁγιωσύνης
αὐτοῦ» (στίχ. 5). Καί γιά ποιό θέμα αὐτός καί οἱ ψάλτες τοῦ Ἰσραήλ θά
ὑμνήσουν τόν Θεό; «Ὅτι ὀργή ἐν τῷ θυμῷ αὐτοῦ καί ζωή ἐν τῷ θελήματι
αὐτοῦ» (στίχ. 6α)! Διότι, δηλαδή, ὁ Θεός δέν ἔδειξε θυμό καί ὀργή ἀπέναντι
στόν ποιητή μας γιά τά ἁμαρτήματά του, ἀλλά ἔδειξε ἔλεος καί τόν ζωο-
γόνησε. Ἐδῶ ὁ ποιητής τοῦ ψαλμοῦ μας σάν νά ἐπισκοπεῖ τόν ἑαυτό του
καί βλέπει σ᾽ αὐτόν ἐνοχές, γιά τίς ὁποῖες ἄξιζε τόν «θυμό» τοῦ Κυρίου,
ἀλλά Τόν εὐχαριστεῖ, διότι ἔδειξε σ᾽ αὐτόν ἀγάπη καί τόν ἔσωσε ἀπό τήν
βαρειά του ἀσθένεια. Τό Ἑβραϊκό κείμενο πάντως ἐδῶ (στίχ. 6α) ἐξαίρει
ἰδιαίτερα τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί λέγει: «Μία καί μόνη στιγμή (ὁ Θεός)
βρίσκεται στόν θυμό Του, ζωή δέ σέ ὅλη τήν (γιά ᾽μᾶς) εὐδοκία Του»! Πα-
ρόμοια λέγει καί ὁ προφήτης Ἡσαΐας εἰς 54,7-8 τοῦ βιβλίου του, ὁ ὁποῖος
παρουσιάζει τόν Θεό νά λέγει: «Χρόνον μικρόν κατέλιπόν σε, καί μετά ἐλέ-
ους μεγάλου ἐλεήσω σε· ἐν θυμῷ μικρῷ ἀπέστρεψα τό πρόσωπόν μου ἀπό
σοῦ, καί ἐν ἐλέει αἰωνίῳ ἐλεήσω σε»! Τό ἔλεος καί ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, κατά
τόν ψαλμικό μας στίχ., φαίνεται στό ὅτι πολύ σύντομα σπουγγίζει τά δά-
κρυά μας: «Τό ἑσπέρας αὐλισθήσεται κλαυθμός καί εἰς τό πρωί ἀγαλλίασις»
(στίχ. 6β)!
3. Στήν συνέχεια ὁ ποιητής μας στρέφει τόν νοῦ του στό παρελθόν καί
ἐξιστορεῖ τά σχετικά μέ τήν ἀσθένειά του. Θέλοντας δέ νά βρεῖ τήν αἰτία
τῶν δεινῶν του λέγει ὅτι τό κακό τό ἔπαθε ἀπό τήν ὑπερηφάνειά του, ἀπό
μιά βεβαιότητα πού εἶχε γιά τήν ἀσφάλειά του, σάν καί αὐτή πού εἶχε ὁ
ἀποκτηνωθείς Ναβουχοδονόσορ (βλ. Δαν. 4,27), ἤ σάν αὐτή τοῦ ἄφρονα
πλουσίου τῆς παραβολῆς (βλ. Λουκ. 12,19). Λέγει, λοιπόν, ὁ ποιητής μας
σχετικά μέ τήν αἰτία τῆς ἀσθένειάς του: «Ἐγώ δέ εἶπα ἐν τῇ εὐθυνίᾳ μου (=
ὅταν εὐημεροῦσα)· “Οὐ μή σαλευθῷ εἰς τόν αἰῶνα”» (στίχ. 7)!... Ἦταν
καιρός, δηλαδή, πού ὁ ποιητής μας – ὁ Δαβίδ κατά τήν ἐπιγραφή τοῦ Ψαλ-

130
Ψαλμός 29

μοῦ – ζοῦσε σέ ἀπέραντη ὑλική εὐτυχία καί ἀμεριμνησία καί νόμιζε ὅτι ἡ
κατάστασή του αὐτή θά διαρκοῦσε γιά πάντα. Καί εἶπε τόν ὑπερήφανο
λόγο: «Οὐ μή σαλευθῷ εἰς τόν αἰῶνα» (στίχ. 7)!... Λησμόνησε ὅμως ὅτι,
ἄν ἀνθεῖ καί δοξάζεται, αὐτό ὀφείλεται στήν δύναμη καί τήν Χάρη, πού
τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός («Κύριε, ἐν τῷ θελήματί σου παρέσχου τῷ κάλλει μου δύ-
ναμιν», στίχ. 8). Ἀλλά, τί ἦταν αὐτό πού συνέβηκε τότε; Ὁ Θεός γιά τήν
ὑπερηφάνειά του καί τό αἴσθημα ἀσφαλείας, πού τοῦ χάριζε τό αἴσθημα
αὐτό, «ἀπέστρεψε τό πρόσωπό Του (ἀπό τόν ποιητή μας) καί (αὐτός, ὁ ποι-
ητής) ἐγένετο τεταραγμένος» (στίχ. 8)!... Ἔτσι «ταράχθηκε» ἡ ὑγεία τοῦ
ποιητοῦ μας. Ἀλλά ἐνόησε τήν ἁμαρτία του καί ἀπό τήν ὀδυνηρή του κλίνη
ἄρχισε νά κραυγάζει καί νά λέει ταπεινά ρήματα μετανοίας: «Πρός σέ,
Κύριε, κεκράξομαι καί πρός τόν Θεόν μου δεηθήσομαι. Τίς ὠφέλεια ἐν τῷ
αἵματί μου ἐν τῷ καταβαίνειν με εἰς διαφθοράν; Μή ἐξομολογήσεταί σοι
χοῦς, ἤ ἀναγγελεῖ τήν ἀλήθειάν σου;» (στίχ. 9-10). Εἶναι σάν νά λέγει στόν
Θεό ὁ ποιητής μας, ὅπως ὡραῖα ἐννοεῖ τούς λόγους του ὁ ἑρμηνευτής πρω-
τοπρεσβύτερος Καλλίνικος: «Τί θά καταλάβῃς, Θεέ, ἄν μέ σφάξῃς; Εἰς τί
θά σέ ὠφελήσῃ τό αἷμά μου; Τί καλόν θά ἴδῃς ἄν ἐγώ, ὁ ἰσόβιος ὑμνητής
σου, καταβῶ εἰς τήν φθοράν τοῦ τάφου καί μεταβληθῶ εἰς χῶμα; Δέν εἶναι
διά σέ ἀκόμη συμφερώτερον νά μέ διατηρήσεις ἐν τῇ ζωῇ, διά νά σέ
ἀνυμνῶ καί σέ εὐαγγελίζωμαι καί νά διαδίδω τήν θείαν σου ἀποκάλυψιν;»!
4. Τό ἀποτέλεσμα τῆς ταπεινῆς καί θερμῆς προσευχῆς τοῦ ποιητοῦ μας
ἦταν ὅτι ὁ Θεός τόν «ἐλέησε», τόν εὐσπλαγχνίσθηκε, δηλαδή, καί τόν ἔσωσε
ἀπό τήν σοβαρή κατάσταση, στήν ὁποία βρισκόταν ἡ ζωή του (στίχ. 11). Τήν
χαροποιό καί σωτήρια αὐτή ἀλλαγή του ἐκφράζει τώρα ὁ ποιητής μας λέ-
γοντας στόν Θεό ὅτι τόν «κοπετό» του, τόν θρῆνο του καί τήν ὀδύνη του,
δηλαδή, τόν μετέτρεψε σέ «χαρά» ἤ εἰς «χορόν» (ἑβρ. «μελαχώλ»), ὅπως
διαβάζουν ἄλλοι τό κείμενο (στίχ. 12α). Ἐνῶ, δηλαδή, πρῶτα κατέρρεε καί
δέν μποροῦσε νά στεριώσει τά πόδια του στό ἔδαφος, τώρα, πού ἀπέκτησε
πάλι τήν ὑγεία του, πατάει γερά καί ἀπό τήν μεγάλη του, τήν ὑπερβολική του
χαρά, κτυπᾶ τά πόδια του ρυθμικά στό ἔδαφος! Καί ἐκφράζει πάλι τήν
ἀλλαγή του αὐτή ὁ ψαλμωδός μας παριστώντας τόν Θεό ὅτι τόν ἔντυσε γιορ-
τινά («περιέζωσάς με εὐφροσύνην»), σχίζοντας ἔτσι τό πένθιμο ροῦχο του
(«διέρρηξας τόν σάκκον μου»), συμβολικό ἔνδυμα τῆς ἐπικίνδυνης καταστά-
σεως, στήν ὁποία βρισκόταν (στίχ. 12).
5. Εὐγνώμων, τέλος, ὁ ποιητής μας πρός τόν Θεό γιά τό θαῦμα τῆς θε-
ραπείας πού τοῦ χάρισε, ὑπόσχεται λέγοντας ὅτι πάντοτε θά Τόν ὑμνεῖ καί
θά Τόν δοξάζει: «Ὅπως ἄν ψάλῃ σοι – λέγει πρός τόν Θεό – ἡ δόξα μου καί
οὐ μή κατανυγῶ. Κύριε ὁ Θεός μου εἰς τόν αἰῶνα ἐξομολογήσομαι» (στίχ.
13). Ἀλλά ποιά εἶναι αὐτή ἡ «δόξα», μέ τήν ὁποία ὁ Δαβίδ – κατά τήν ἐπι-

131
Ψαλμός 30

γραφή τοῦ ψαλμοῦ – θά δοξάσει τόν Θεό; Εἶναι ἡ ψυχή του, ἡ «κατ᾽ εἰκόνα
τοῦ Θεοῦ» πλασθείσα, μέ σκοπό νά μετάσχει στήν «δόξα» τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι,
λοιπόν, ὁ ποιητής μας θά δοξάζει γιά πάντα τόν Θεό καί δέν θά «κατανυγεῖ»
πιά (στίχ. 13), δέν θά βυθιστεῖ, δηλαδή, ξανά στήν λύπη.

ΨΑΛΜΟΣ Λ´ 30

Εἰς τὸ τέλος· ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ· ἐκστάσεως.

ΠΑΛΑΙΕΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΟΥ

30,2 Ἐπὶ σοί, Κύριε, 30,2 Σέ Σένα, Κύριε, ἤλπισα,


ἤλπισα, μὴ καταισχυν- ἄς μή καταντροπιαστῶ ποτέ·
θείην εἰς τὸν αἰῶνα· ἐν σάν δίκαιος πού εἶσαι, σῶσε με
τῇ δικαιοσύνῃ σου καί ἐλευθέρωσέ με.
ῥῦσαί με καὶ ἐξελοῦ με.
3 Κλῖνον πρός με τὸ 3 Κλῖνε τό οὖς σου σέ μένα,
οὖς σου, τάχυνον τοῦ σπεῦσε νά μέ ἐλευθερώσεις·
ἐξελέσθαι με· γενοῦ μοι γίνε γιά μένα Θεός ὑπερασπιστής
εἰς Θεὸν ὑπερασπιστὴν καί καταφύγιο γιά νά μέ σώσεις.
καὶ εἰς οἶκον κατα-
φυγῆς τοῦ σῶσαί με.
4 Ὅτι κραταίωμά μου 4 Γιατί εἶσαι δύναμή μου καί καταφυγή μου
καὶ καταφυγή μου εἶ καί γιά τήν δόξα τοῦ Ὀνόματός Σου
σὺ καὶ ἕνεκεν τοῦ ὁδήγησέ με καί φρόντισέ με·
ὀνόματός σου ὁδηγή-
σεις με καὶ διαθρέψεις
με·
5 ἐξάξεις με ἐκ παγίδος 5 βγάλε με ἀπό αὐτή τήν παγίδα
ταύτης, ἧς ἔκρυψάν πού μοῦ ἔστησαν κρυφά,
μοι, ὅτι σὺ εἶ ὁ ὑπερα- γιατί Ἐσύ, Κύριε, εἶσαι ὁ ὑπερασπιστής μου.
σπιστής μου, Κύριε.
6 Εἰς χεῖράς σου πα- 6 Στά χέρια Σου παραθέτω τό πνεῦμα μου·
ραθήσομαι τὸ πνεῦμά μέ λύτρωσες, Κύριε, Θεέ τῆς ἀληθείας.
μου· ἐλυτρώσω με,
Κύριε ὁ Θεὸς τῆς ἀλη-
θείας.
7 Ἐμίσησας τοὺς δια- 7 Ἐμίσησες ἐκείνους πού κάνουν

132
Ψαλμός 30

φυλάσσοντας ματαιό- ἀνώφελες ματαιότητες,


τητας διακενῆς· ἐγὼ δὲ ἀλλά ἐγώ ἤλπισα στόν Κύριο.
ἐπὶ τῷ Κυρίῳ ἤλπισα.
8 Ἀγαλλιάσομαι καὶ 8 Θά ἀγάλλομαι καί θά εὐφραίνομαι
εὐφρανθήσομαι ἐπὶ τῷ στό ἔλεός Σου,
ἐλέει σου, ὅτι ἐπεῖδες γιατί Ἐσύ ἐπέβλεψες στήν ταπείνωσή μου,
τὴν ταπείνωσίν μου, ἔσωσες ἀπό τίς θλίψεις τήν ζωή μου·
ἔσωσας ἐκ τῶν ἀναγ-
κῶν τὴν ψυχήν μου
9 καὶ οὐ συνέκλεισάς 9 καί δέν μέ ἄφησες νά πιαστῶ
με εἰς χεῖρας ἐχθρῶν, στά χέρια τῶν ἐχθρῶν (μου),
ἔστησας ἐν εὐρυχώρῳ ἀλλά ἔστησες τά πόδια μου σέ εὐρύ τόπο
τοὺς πόδας μου. (= μέ στέριωσες, μέ ἀσφάλισες).
10 Ἐλέησόν με, Κύριε, 10 Ἐλέησέ με, Κύριε, γιατί θλίβομαι·
ὅτι θλίβομαι· ἐταρά- Τά μάτια μου ταράχθηκαν ἀπό θυμό
χθη ἐν θυμῷ ὁ ὀφθαλ- (καί) ἡ ψυχή μου καί ἡ κοιλιά μου.
μός μου, ἡ ψυχή μου
καὶ ἡ γαστήρ μου.
11 Ὅτι ἐξέλιπεν ἐν 11 Γιατί χάθηκε μέ ὀδύνη ἡ ζωή μου
ὀδύνῃ ἡ ζωή μου καὶ καί τά χρόνια μου μέ στεναγμούς·
τὰ ἔτη μου ἐν στεναγ- ἡ δύναμή μου ἐξασθένησε μέ φτώχεια
μοῖς· ἠσθένησεν ἐν καί τά ὀστᾶ μου ταράχθηκαν.
πτωχείᾳ ἡ ἰσχύς μου,
καὶ τὰ ὀστᾶ μου ἐτα-
ράχθησαν.
12 Παρὰ πάντας τοὺς 12 Σ᾽ ὅλους τούς ἐχθρούς μου ἔγινα περίγελως
ἐχθρούς μου ἐγενήθην καί πρό παντός στούς γείτονές μου
ὄνειδος καὶ τοῖς γείτοσί καί (ἔγινα ἕνας) φόβος στούς γνωστούς μου.
μου σφόδρα, καὶ φόβος Ὅσοι μέ βλέπουν ἔξω ἔφευγαν ἀπό μένα.
τοῖς γνωστοῖς μου· οἱ
θεωροῦντες με ἔξω
ἔφυγον ἀπ᾿ ἐμοῦ.
13 Ἐπελήσθην ὡσεὶ 13 Μέ ξέχασαν σάν νά ἤμουν ἕνας
νεκρὸς ἀπὸ καρδίας, μέ νεκρή καρδιά
ἐγενήθην ὡσεὶ σκεῦος (= σάν νά εἶχα πεθάνει),
ἀπολωλός. ἔγινα σάν ἕνα σκεῦος γιά πέταμα.
14 Ὅτι ἤκουσα ψόγον 14 Γιατί ἄκουσα κατηγορίες πολλῶν,
πολλῶν παροικούντων πού κατοικοῦσαν γύρω μου·
κυκλόθεν· ἐν τῷ ἐπισυ- ὅταν αὐτοί εἶχαν συγκεντρωθεῖ ἐναντίον μου,

133
Ψαλμός 30

ναχθῆναι αὐτοὺς ἅμα εἶχαν ἀποφασίσει νά μοῦ πάρουν τήν ζωή.


ἐπ᾿ ἐμὲ τοῦ λαβεῖν τὴν
ψυχήν μου ἐβουλεύ-
σαντο.
15 Ἐγὼ δὲ ἐπὶ σοὶ ἤλ- 15 Ἀλλά ἐγώ, Κύριε, ἤλπισα σέ Σένα.
πισα, Κύριε, εἶπα· σὺ εἶ εἶπα: «Ἐσύ εἶσαι ὁ Θεός μου».
ὁ Θεός μου.
16 Ἐν ταῖς χερσί σου οἱ 16 Στά χέρια Σου εἶναι
κλῆροί μου*· ρῦσαί με τά χρόνια (τῆς ζωῆς) μου·
ἐκ χειρὸς ἐχθρῶν μου σῶσε με ἀπό τά χέρια τῶν ἐχθρῶν μου
καὶ ἐκ τῶν κατα- καί ἀπό τούς καταδιώκοντάς με.
διωκόντων με.
17 Ἐπίφανον τὸ πρόσ- 17 Κάνε τό πρόσωπό Σου νά λάμψει
ωπόν σου ἐπὶ τὸν δοῦ- σέ μένα τόν δοῦλο Σου,
λόν σου, σῶσόν με ἐν σῶσε με κατά τό ἔλεός Σου.
τῷ ἐλέει σου.
18 Κύριε, μὴ καται- 18 Κύριε, μήν ἀφήσεις νά καταισχυνθῶ,
σχυνθείην, ὅτι ἐπεκα- γιατί Ἐσένα ἐπικαλέστηκα·
λεσάμην σε· αἰσχυν- ἄς αἰσχυνθοῦν οἱ ἀσεβεῖς
θείησαν οἱ ἀσεβεῖς καὶ καί ἄς κατεβοῦν στόν ἅδη.
καταχθείησαν εἰς ᾅδου.
19 Ἄλαλα γενηθήτω τὰ 19 Ἄς γίνουν ἄλαλα τά δόλια χείλη,
χείλη τὰ δόλια τὰ λα- πού λαλοῦν ἀνομία ἐναντίον τοῦ δικαίου
λοῦντα κατὰ τοῦ δι- μέ ὑπερηφάνεια καί περιφρόνηση.
καίου ἀνομίαν ἐν ὑ-
περηφανίᾳ καὶ ἐξου-
δενώσει.
20 Ὡς πολὺ τὸ πλῆθος 20 Πόση μεγάλη, Κύριε,
τῆς χρηστότητός σου, εἶναι ἡ ἀγαθότητά σου,
Κύριε, ἧς ἔκρυψας τοῖς πού κρύβεις γιά ἐκείνους πού σέ εὐλαβοῦνται,
φοβουμένοις σε, ἐξειρ- πού ἐκδηλώνεις σ᾽ αὐτούς
γάσω τοῖς ἐλπίζουσιν πού ἐλπίζουν σέ Σένα,
ἐπὶ σὲ ἐναντίον τῶν ἐνώπιον ὅλων τῶν ἀνθρώπων.
υἱῶν τῶν ἀνθρώπων.
21 Κατακρύψεις αὐ- 21 Θά τούς ἀσφαλίσεις
τοὺς ἐν ἀποκρύφῳ τοῦ στήν κρύπτη τῆς παρουσίας Σου
προσώπου σου ἀπὸ τα- ἀπό ἀνθρώπους πού θέλουν νά τούς ταράξουν.

* ῎Αλλη γραφή· οἱ καιροί μου.


134
Ψαλμός 30

ραχῆς ἀνθρώπων, σκε- Θά τούς σκεπάσεις στήν σκηνή (σου)


πάσεις αὐτοὺς ἐν σκη- ἀπό ὅσους τούς συκοφαντοῦν.
νῇ ἀπὸ ἀντιλογίας
γλωσσῶν.
22 Εὐλογητὸς Κύριος, 22 Δοξασμένος ἄς εἶναι ὁ Κύριος
ὅτι ἐθαυμάστωσε τὸ γιατί ἐμεγάλυνε τό ἔλεός Του (σέ μένα),
ἔλεος αὐτοῦ ἐν πόλει σάν σέ μιά πολιορκημένη πόλη.
περιοχῆς.
23 Ἐγὼ δὲ εἶπα ἐν τῇ 23 Ἐγώ ὅμως εἶπα στήν παραζάλη μου:
ἐκστάσει μου· ἀπέῤ- «Ἀπορρίφθηκα ἀπό τά μάτια Σου».
ῥιμμαι ἀπὸ προσώπου Ἀλλά γι᾽ αὐτό (γιά νά μήν ἀπογοητευθῶ),
τῶν ὀφθαλμῶν σου. ἄκουσες τήν φωνή τῆς δέησής μου,
Διὰ τοῦτο εἰσήκουσας ὅταν ἔκραξα σέ Σένα.
τῆς φωνῆς τῆς δεή-
σεώς μου ἐν τῷ κε-
κραγέναι με πρὸς σέ.
24 Ἀγαπήσατε τὸν Κύ- 24 Ἀγαπῆστε τόν Κύριο ὅλοι οἱ ἅγιοί Του,
ριον πάντες οἱ ὅσιοι γιατί στόν Κύριο ἀρέσει ἡ ἀλήθεια
αὐτοῦ, ὅτι ἀληθείας καί τιμωρεῖ ἐκείνους
ἐκζητεῖ Κύριος καὶ πού φέρονται μέ περισσή ὑπερηφάνεια.
ἀνταποδίδωσι τοῖς πε-
ρισσῶς ποιοῦσιν ὑπε-
ρηφανίαν.
25 Ἀνδρίζεσθε, καὶ 25 Δεῖξτε γενναιότητα
κραταιούσθω ἡ καρδία καί ἄς εἶναι δυνατή ἡ καρδιά ὅλων σας,
ὑμῶν, πάντες οἱ ἐλπί- ὅσων ἐλπίζετε στόν Κύριο.
ζοντες ἐπὶ Κύριον.

1. Ὁ 30ος ψαλμός εἶναι ἐκτεταμένος, ἀλλά χωρίζεται μόνος του σέ τρία


μέρη μέ διαφορετικό θέμα καί κατάσταση ἕκαστο μέρος. Τό Α´ μέρος (στίχ.
2-9) ἀναφέρεται στό παρελθόν. Τό Β´ μέρος (στίχ. 10-19) στό παρόν, καί
τό Γ´ μέρος (στίχ. 20-25) στό μέλλον. Γιά τήν καλύτερη μελέτη του καί
κατάληψή του, θά ἐξάσουμε κάθε μέρος χωριστά.
Α´ Μέρος (στίχ. 2-9): Ὁ ποιητής τοῦ ψαλμοῦ, πού εἶναι ὁ Δαβίδ, ὅπως
τό λέγει ἡ ἐπιγραφή, λέγει μέ πόνο καί ἀγωνία ὅτι βρίσκεται σέ ἐπικίνδυνη
κατάσταση, βρίσκεται σέ «παγίδα» καί παρακαλεῖ τόν Θεό νά ἐπέμβει θαυ-
ματουργικά καί νά τόν διασώσει ἀπό τά δόλια τεχνάσματα, γιατί εἶναι Θεός
πού τόν ἔχει ὑπερασπίσει πολλές φορές στό παρελθόν: «Ἐξάξεις με ἐκ πα-
γίδος ταύτης ἧς ἔκρυψάν μοι ὅτι σύ εἶ ὁ ὑπερασπιστής μου, Κύριε» (στίχ. 5).
135
Ψαλμός 30

Δέν γνωρίζουμε νά ποῦμε ἀκριβῶς ποιά εἶναι ἡ κατάσταση, στήν ὁποία ἀνα-
φέρεται ὁ ψαλμωδός μας. Εἶπαν ὅτι πρόκειται γιά τήν καταδίωξη τοῦ Δαβίδ
ἀπό τόν Σαούλ στήν ἔρημο Μαών (Α´ Βασ. 23,25 ἑξ.)· ἄλλοι ὅμως εἶπαν
γιά τίς τιμωρίες πού συνέβησαν στόν Δαβίδ γιά τά δυό του σοβαρά ἁμαρ-
τήματα, γιά τήν ἐγκατάλειψή του ἀπό τόν λαό καί τούς ἔμπιστους συμβού-
λους του, γιά τήν ἐπανάσταση τοῦ Ἀβεσσαλώμ ἐναντίον του· συγκεκριμένα
ὅμως γιά τήν «παγίδα» πού ἀναφέρει ὁ ποιητής, ἐννοεῖ μᾶλλον τίς κακό-
βουλες συμβουλές τοῦ Ἀχιτόφελ καί τά στρατηγικά του τεχνάσματα.
2. Ξεκινώντας, λοιπόν, ὁ Δαβίδ ἀπό τήν δεινή κατάσταση τοῦ παρόντος
καί θέλοντας νά ζητήσει τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, γιά νά σωθεῖ, ἀνατρέχει
στό παρελθόν ὅταν ἔνοιωθε τόν Θεό ὡς «ὑπερασπιστή» του (στίχ. 3.5) καί
«καταφυγή» του (στίχ. 4). Καί ζητᾶ καί ἱκετεύει ἔτσι νά τοῦ φανεῖ καί τώρα
ὁ Θεός στήν κατάσταση πού βρίσκεται. Ἀπό τό παρελθόν ὁ ποιητής διέ-
γνωσε ὅτι ὁ Θεός εἶναι «δίκαιος» («ἐν τῇ δικαιοσύνῃ σου», στίχ. 2) καί ἑπο-
μένως, ὡς δίκαιος δέν θά ἐπιτρέψει παράνομη ἀνατροπή τοῦ θρόνου του,
ὅπως τό θέλουν οἱ ἐχθροί του, θρόνου πού ἱδρύθη ἀπό Αὐτόν, τόν Θεό! Οἱ
πράξεις τῶν ἐχθρῶν του, οἱ ἄνομες πράξεις, εἶναι «ματαιότητες» καί μάλι-
στα «διακενῆς», πού δέν φέρουν, δηλαδή, κανένα καρπό, καμμία ὠφέλεια.
Καί ὁ ποιητής μας ἔμαθε ἀπό τό παρελθόν τῆς ζωῆς του ὅτι ὁ Θεός «ἐμί-
σησε τούς διαφυλάσσοντας ματαιότητας διακενῆς» (στίχ. 7). Καί ἑπομένως,
ἀφοῦ γνωρίζει καλῶς ὅτι ὁ Θεός μισεῖ καί βδελύσσεται τά πονηρά διαβού-
λια τῶν κακοποιῶν ἀνθρώπων, εἶναι βέβαιος ὅτι θά τά ματαιώσει, καί δέν
θά πραγματοποιηθοῦν τά σχέδια τῶν ἐχθρῶν ἐναντίον του. Γιατί αὐτός
ἐλπίζει στόν Κύριο (στίχ. 7). Πολύ πιθανόν ὅμως τό «ματαιότητας δια-
κενῆς» νά ἀναφέρεται στήν εἰδωλολατρία. Καί λέγει τώρα ὁ Δαβίδ ἐκεῖνο
τό ὡραῖο, τό ὁποῖο ἐπανέλαβε καί ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός πρός τόν
οὐράνιο Πατέρα Του ἐκπνέων ἐπί τοῦ Σταυροῦ: «Εἰς χεῖράς σου παραθή-
σομαι τό πνεῦμά μου» (στίχ. 6· βλ. Λουκ. 23,46)! Καί ἐπαναπαύεται μέ τόν
λόγο του αὐτόν ὁ ποιητής μας, βέβαιος ὅτι ὁ Θεός πού εἶναι «Θεός τῆς ἀλη-
θείας» καί τήν ὑπερασπίζεται, θά τόν «λυτρώσει» ἀπό τήν δεινή κατάσταση
πού τοῦ δημιούργησαν οἱ ἐχθροί του (στίχ. 6β).
Ἀπό τό παρελθόν του πάλι ὁ Δαβίδ θυμᾶται ὅτι καί ἄλλοτε βρέθηκε σέ
παρόμοια κατάσταση, ὅπως τήν παρούσα, πού οἱ ἐχθροί του ἤθελαν νά τόν
«ἐγκλείσουν», νά τόν αἰχμαλωτίσουν, ἀλλά ὁ Θεός δέν τούς ἐπέτρεψε·
ἀντίθετα ὁ Θεός «ἔστησε ἐν εὐρυχώρῳ τούς πόδας του» (στίχ. 9). Τόν ἔκανε,
δηλαδή, νά δρᾶ ἐλεύθερα καί νά ἐκμεταλλεύεται τίς περιστάσεις γιά ὄφελός
του. Ἔτσι ἐλπίζει καί πιστεύει ὁ ποιητής μας, προφητάναξ Δαβίδ, ὅτι θά
συμβεῖ καί τώρα.

136
Ψαλμός 30

3. Β´ καί Γ´ Μέρος (στίχ. 10-19. 20-25): Τό τμῆμα αὐτό τοῦ ψαλμοῦ


μας ἀναφέρεται στό παρόν καί τό μέλλον τοῦ ψαλμωδοῦ. Τί συγκεκριμένο
συμβαίνει σ᾽ αὐτόν; Ὁ ψαλμωδός μας λέγει ὅτι «θλίβεται», ὅτι «ἐταράχθη
ἐν θυμῷ ὁ ὀφθαλμός του», ἀκόμη καί ἠ ψυχή του ἤ καί ἡ «κοιλιά» του (στίχ.
10). Ἀπό τίς ἐκφράσεις αὐτές δέν νομίζουμε ὅτι πρόκειται περί διαφορετι-
κοῦ κινδύνου ἀπό τόν προηγούμενο, ἀλλά πρόκειται περί τοῦ ἰδίου. Τοῦ
δημιούργησε ὅμως ἡ παγίδα τοῦ ἐχθροῦ Ἀχιτόφελ καί τά καταχθόνια αὐτοῦ
σχέδια μεγάλη ταραχή, ὥστε αὐτή νά ἐκφράζεται καί σωματικά καί νά λέει
ὁ ψαλμωδός γιά πόνο κοιλιᾶς. Καί δέν πρόκειται λοιπόν περί ἀσθενείας.
Κρατοῦντες τήν ἑρμηνεία αὐτή πού ἐδώσαμε, ἑρμηνεύουμε ἔτσι καί τήν
ἑπόμενη φράση τοῦ ψαλμωδοῦ «τά ὀστᾶ μου ἐταράχθησαν» (στίχ. 11).
Ὁ ποιητής μας λοιπόν ὁμιλεῖ γιά ψυχική του κατάπτωση, τήν ὁποία πα-
ριστᾶ νά ἐπιφέρουν σ᾽ αὐτόν τρεῖς παράγοντες: α) Οἱ ἐχθροί του. Γι᾽ αὐτούς
λέγει: «Παρά πάντας τούς ἐχθρούς μου ἐγενήθην ὄνειδος» (στίχ. 12α). β)
Οἱ γείτονές του (στίχ. 12β). Καί γ) Οἱ ἀπό μακριά καί ἀπό κοντά βλέποντες
αὐτόν καί φεύγοντες ἀπ᾽ αὐτόν (στίχ. 12γ). Ἔ, πλέον ἀπό τίς ἐπιβουλές
τῶν ἐχθρῶν του ὁ ποιητής μας ἐδῶ κατέστη ἐπονείδιστος ὅλων καί αὐτό
τοῦ ἔφερε ψυχική κατάπτωση. Τόν ἔκαναν ἕνα σκεῦος γιά πέταμα, γι᾽ αὐτό
καί λέγει τέλος «ἐγενήθην ὡσεί σκεῦος ἀπολωλός» (στίχ. 13). Στήν συνέχεια
μάλιστα ὁ ποιητής μας λέγει ὅτι οἱ ἐχθροί του διοργάνωναν συνωμοσίες
ἐναντίον του μέ ψόγους τῶν «παροικούντων κυκλόθεν» (στίχ. 14 καί Ἰερ.
20,10), μέ τήν προαπόφαση «τοῦ λαβεῖν τήν ψυχήν του» (τοῦ Δαβίδ· στίχ.
14). Τόσο θανατηφόρα ἦταν τά σχέδια τοῦ Ἀχιτόφελ κατά τοῦ Δαβίδ.
Θά πρέπει ὅμως ἐδῶ νά θαυμάσουμε τήν δυνατή πίστη τοῦ Δαβίδ, ἡ
ὁποία τοῦ δημιουργεῖ τήν ἠρεμία καί τήν ἀταραξία, γιατί γνωρίζει ὅτι ἡ
ψυχή μας εἶναι στά χέρια τοῦ Θεοῦ, καί δέν πρόκειται λοιπόν νά τήν προσ-
βάλει κανείς. Γι᾽ αὐτό καί λέει ἀτάραχα «Συ εἶ ὁ Θεός μου· ἐν ταῖς χερσί
σου οἱ κλῆροι μου» (στίχ. 15). Προσεύχεται ὅμως λέγοντας νά τόν σώσει ὁ
Θεός ἀπό τούς ἐχθρούς του καί ἀπό τούς καταδιώκοντές τον (στίχ. 16), νά
ἐπιβλέψει τό πρόσωπό του εὐνοϊκό σ᾽ αὐτόν καί νά τόν σώσει (στίχ. 17)·
νά μήν καταντροπιαστεῖ αὐτός γιατί αὐτός εἶναι πιστός Του καί τόν ἐπικα-
λεῖται (στίχ. 18). Ἀντίθετα εὔχεται νά αἰσχυνθοῦν καί νά καταντροπιαστοῦν
οἱ ἄνθρωποι οἱ ὁποῖοι τόν ἐπιβουλεύονται μέ σκοπό νά τόν ἐξουδετερώ-
σουν (στίχ. 18-19). Ἐδῶ τελειώνει τό δεύτερο μέρος τοῦ ψαλμοῦ μας, τό
ὁποῖο ἀναφέρεται στό παρόν.
4. Καί ἐδῶ πού τελειώνει τό δεύτερο μέρος τοῦ ψαλμοῦ ἔχουμε καί
ἀλλαγή τοῦ ὕφους τοῦ ποιητοῦ μας. Ὁ ποιητής μας βλέπει μέ ἐλπίδα τό
μέλλον του, τό βλέπει εὐνοϊκότερο ὑπέρ αὐτοῦ καί λέει «Ὡς πολύ τό πλῆθος
τῆς χρηστότητός σου, Κύριε» (στίχ. 20). Καί γενικεύοντας τώρα τήν δική

137
Ψαλμός 31

του χαρά, τήν ἐκτείνει σέ ὅλους ὅσους ἐλπίζουν καί ἐπικαλοῦνται τόν
Κύριο (στίχ. 20), γιά τούς ὁποίους λέγει ὅτι θά τούς περιφρουρήσει ἀπό
τίς ἐπιβουλές τῶν ἀνθρώπων καί τά πονηρά τους σχέδια (στίχ. 21). Χαρού-
μενος ὁ ποιητής μας γιατί βλέπει ὅτι θαυμαστώνεται ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ
στούς ἰδικούς του (στίχ. 22), στρέφεται μέ πικρία κάπως κατά τοῦ ἑαυτοῦ
του, γιατί μερικές φορές βλέπει νά ἀπορρίπτεται ἀπό αὐτόν, «ἀπέρριμαι –
λέγει – ἀπό προσώπου τῶν ὀφθαλμῶν σου» (στίχ. 23).
Τελικά ὁ ψαλμωδός μας δίνει στόν ψαλμό του διδακτική μορφή καί
ἀπευθυνόμενος καί πρός πολλούς καί πρός ὅλους ὅσοι πιστεύουν καί ἀγα-
ποῦν τόν Κύριο, λέγει πρός αὐτούς: «Ἀγαπήσατε τόν Κύριον, πάντες οἱ ὅσιοι
αὐτοῦ ὅτι ἀληθείας ἐκζητεῖ Κύριος» (στίχ. 24). Γιατί ὁ Κύριος δέν παρασύ-
ρεται ἀπό τά πονηρά σχέδια τῶν κακῶν ἀνθρώπων ἐναντίον τῶν ἰδικῶν
Του. Κουράγιο λοιπόν καί θάρρος σ᾽ ὅλα τά τέκνα τοῦ Θεοῦ, γιατί ἔχουν
ἐλπίδα καί καταφύγιο τόν Θεό: «Ἀνδρίζεσθε καί κραταιούσθω ἡ καρδία
ὑμῶν, πάντες οἱ ἐλπίζοντες ἐπί Κύριον» (στίχ. 25).

ΨΑΛΜΟΣ ΛΑ´ 31

Τῷ Δαυίδ· συνέσεως

Η ΧΑΡΑ ΤΟΥ ΛΥΤΡΩΜΕΝΟΥ


ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΜΑΡΤΙΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

31,1 Μακάριοι ὧν 31,1 Μακάριοι αὐτοί,


ἀφέθησαν αἱ ἀνομίαι πού τούς ἀφέθηκαν οἱ ἀνομίες
καὶ ὧν ἐπεκαλύφθησαν καί σβήστηκαν οἱ ἁμαρτίες.
αἱ ἁμαρτίαι·
2 μακάριος ἀνήρ, ᾧ οὐ 2 Μακάριος ὁ ἄνθρωπος,
μὴ λογίσηται Κύριος πού δέν θά τοῦ λογαριάσει ὁ Κύριος ἁμαρτία
ἁμαρτίαν, οὐδέ ἐστιν καί δέν ὑπάρχει δόλος στά λόγια του.
ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ
δόλος.
3 Ὅτι ἐσίγησα, ἐπα- 3 Ὅταν σιωποῦσα (τήν ἁμαρτία μου,
λαιώθη τὰ ὀστᾶ μου καί δέν τήν ἐξομολογούμουν),
ἀπὸ τοῦ κράζειν με ἔνοιωθα νά λειώνουν τά κόκκαλά μου
ὅλην τὴν ἡμέραν· ἀναστενάζοντας ὅλη τήν ἡμέρα·
4 ὅτι ἡμέρας καὶ νυ- 4 γιατί ἡμέρα καί νύχτα
κτὸς ἐβαρύνθη ἐπ᾿ ἐμὲ μέ πίεζε βαρειά τό χέρι Σου

138
Ψαλμός 31

ἡ χείρ σου, ἐστράφην (δηλαδή, μέ καταπίεζε ἡ συνείδησή μου),


εἰς ταλαιπωρίαν ἐν τῷ ἔνοιωθα νά ταλαιπωροῦμαι
ἐμπαγῆναί μοι ἄκαν- σάν νά μέ τρυποῦσε ἀγκάθι.
θαν. (Διάψαλμα). Διάψαλμα
5 Τὴν ἁμαρτίαν μου 5 (Ἀλλά τώρα) Τήν ἁμαρτία μου
ἐγνώρισα καὶ τὴν ἀνο- τήν ὁμολόγησα
μίαν μου οὐκ ἐκάλυψα· καί τήν ἀνομία μου δέν τήν ἔκρυψα·
εἶπα· ἐξαγορεύσω κατ᾿ εἶπα: «Θά ὁμολογήσω τήν ἀνομία μου
ἐμοῦ τὴν ἀνομίαν μου στόν Κύριο»·
τῷ Κυρίῳ· καὶ σὺ καί Σύ συγχώρησες τήν ἀσέβεια
ἀφῆκας τὴν ἀσέβειαν τῆς καρδιᾶς μου.
τῆς καρδίας μου. (Διά- Διάψαλμα
ψαλμα).
6 Ὑπὲρ ταύτης προσ- 6 Γιά τήν ἁμαρτία του κάθε εὐσεβής
εύξεται πρὸς σὲ πᾶς θά προσεύχεται πρός Αὐτόν
ὅσιος ἐν καιρῷ εὐθέ- στόν πρέποντα καιρό·
τῳ· πλὴν ἐν κατακλυ- καί ἀσφαλῶς αὐτόν
σμῷ ὑδάτων πολλῶν δέν θά τόν ἀγγίξουν οἱ καταστροφές.
πρὸς αὐτὸν οὐκ ἐγγι-
οῦσι.
7 Σύ μου εἶ καταφυγὴ 7 Σέ Σένα καταφεύγω,
ἀπὸ θλίψεως τῆς πε- ὅταν μέ καταπιέζει μία θλίψη·
ριεχούσης με· τὸ ἀγαλ- (Ἐσύ, Θεέ μου) εἶσαι τό ἀγαλλίαμά μου.
λίαμά μου, λύτρωσαί Λύτρωσαί με ἀπό ὅσους μέ ἔχουν κυκλώσει.
με ἀπὸ τῶν κυκλωσάν- Διάψαλμα
των με. (Διάψαλμα).
8 Συνετιῶ σε καὶ συμ- 8 Θά σοῦ δώσω σύνεση
βιβῶ σε ἐν ὁδῷ ταύτῃ, καί θά σέ διδάξω τόν δρόμο,
ᾗ πορεύσῃ, ἐπιστηριῶ πού πρέπει νά πορευθεῖς.
ἐπὶ σὲ τοὺς ὀφθαλμούς Τά μάτια μου θά τά ἔχω ἐπίμονα ἐπάνω σου.
μου.
9 Μὴ γίνεσθε ὡς ἵππος 9 Μή γίνεσθε (ἀτίθασοι)
καὶ ἡμίονος, οἷς οὐκ σάν τό ἄλογο καί τό μουλάρι,
ἔστι σύνεσις, ἐν κημῷ πού δέν ἔχουν σύνεση·
καὶ χαλινῷ τὰς σια- μέ φίμωτρο καί χαλινάρι
γόνας αὐτῶν ἄγξαις σφίγγεις τίς σιαγόνες τους,
τῶν μὴ ἐγγιζόντων γιά νά μή σέ πλησιάσουν.
πρὸς σέ.
10 Πολλαὶ αἱ μάστιγες 10 Πολλές εἶναι οἱ συμφορές τοῦ ἁμαρτωλοῦ,

139
Ψαλμός 31

τοῦ ἁμαρτωλοῦ, τὸν δὲ ἐκεῖνον ὅμως πού ἐλπίζει στόν Κύριο


ἐλπίζοντα ἐπὶ Κύριον θά τόν κυκλώσει τό ἔλεός (Του).
ἔλεος κυκλώσει.
11 Εὐφράνθητε ἐπὶ Κύ- 11 Εὐφρανθεῖτε ἐν Κυρίῳ
ριον καὶ ἀγαλλιᾶσθε, καί ἀγαλλιᾶστε δίκαιοι
δίκαιοι, καὶ καυχᾶσθε, καί καυχᾶστε ὅλοι οἱ εἰλικρινεῖς στήν καρδιά.
πάντες οἱ εὐθεῖς τῇ
καρδίᾳ.

1. Ὁ ψαλμός αὐτός εἶναι ὑπέροχος. Ἀνήκει στούς ψαλμούς περί μετα-


νοίας. Δέν ἀναφέρεται ὅμως στό στάδιο τοῦ ἀνθρώπου ἐκείνου πού ἀγω-
νίζεται καί παλεύει πρός τήν ἁμαρτωλή του κλίση καί ροπή, ἀλλά ὁ ποιητής
μας τά ἔχει ξεπεράσει αὐτά, νιώθει τόν ἑαυτό του λυτρωμένο ἀπό τίς ἁμαρ-
τίες καί μέ ἔμφαση λέγει ἀπό τήν ἀρχή, «Μακάριοι ὧν ἀφέθησαν αἱ ἀνομίαι
καί ὧν ἐπεκαλύφθησαν αἱ ἁμαρτίαι» (στίχ. 1). Ἀλλά ἀπό ποῦ ὁ ποιητής μας
γνώρισε τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν του; Τήν γνώρισε ἀπό μιά μυστική χάρη
καί χαρά πού Τόν πληροφόρησε γι᾽ αὐτό. Ἤ, ἀπό τόν ἴδιο τόν ψαλμό μας
μποροῦμε νά ποῦμε τό ἑξῆς: Ὁ ψαλμωδός μας εἶχε πληγεῖ ἀπό κάποια
ἀσθένεια, ἡ ὁποία, κατά τήν ἀντίληψη τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, εἶχε ἐσωτε-
ρικά αἴτια, τήν διάπραξη κάποιας ἁμαρτίας. Ὁ ψαλμωδός μας, λοιπόν, μέ
ἀφορμή τήν ἀσθένειά του, ἔστρεψε τήν προσοχή του στήν ψυχική του κα-
τάσταση, εἶδε τήν ἁμαρτωλότητά του, πάλαισε γι᾽ αὐτήν, καί ἀπό τήν πά-
ροδο τῆς ἀσθένειάς του ἐννόησε τήν ἄφεση τῆς ἁμαρτίας του, τήν λύτρωσή
του ἀπ᾽ αὐτήν.
2. Στήν συνέχεια τοῦ ψαλμοῦ ὁ ποιητής στρέφει τό νοῦ του στό παρελθόν,
τότε, πού δέν εἶχε ζωτικό τό ἐνδιαφέρον νά μεριμνήσει γιά τήν ψυχή του καί
ἀντιπαρερχόταν ἀδιάφορα τήν ψυχική του κατάσταση («ὅτι ἐσίγησα» στίχ.
3). Ἐν τῷ μεταξύ ὅμως ὁ ποιητής μας δέν ἔνιωθε καθόλου καλά, οὔτε σω-
ματικά, οὔτε ψυχικά. Ἔνιωθε ἕνα ἀγκάθι μέσα του, ὅπως τό λέγει καθαρά:
«Ἐν τῷ ἐμπαγῆναί μοι ἄκανθαν» (στίχ. 4β). Μέρα καί νύχτα ἔνιωθε ἕνα χέρι
δυνατό, τοῦ Θεοῦ τό χέρι, νά Τοῦ καταπλακώνει τά σωθικά του καί νά νιώθει
ἀνυπόφορα. Ὁ ποιητής μας περιγράφει ὀδυνηρά τήν κατάστασή του λέγον-
τας «ἡμέρας καί νυκτός ἐβαρύνθη ἐπ᾽ ἐμέ ἡ χείρ σου». Ἀνυπόφορη κατά-
σταση! Καί λέγει ἀκόμη: «Ἐστράφην εἰς ταλαιπωρίαν» (στίχ. 4α). Βλέπουμε
ὅτι ὁ ποιητής μας ζεῖ ἕνα ψυχικό δράμα καί τό δράμα του συμβαίνει διότι
(ὅπως θέλουν νά διαβάζουν οἱ ἑρμηνευτές) «τήν ἁμαρτία του δέν ἐγνώρισε
ἀκόμη καί τήν ἀνομία του προσπαθοῦσε νά τήν καλύψει» (στίχ. 5α).
3. Ἀλλά μιά στιγμή, ὡραία στιγμή γιά τόν ποιητή μας, στιγμή πού τοῦ
ἦλθε βέβαια ἀπό τόν Θεό, ἔλαβε τήν σταθερή ἀπόφαση: Νά ἐρευνήσει τόν
140
Ψαλμός 31

ἐσωτερικό του πνευματικό κόσμο, νά βρεῖ τήν ἁμαρτία γιά τήν ὁποία ὑπο-
φέρει καί νά πάει νά τήν ἐξομολογηθεῖ. Γι᾽ αὐτό καί μέ ἔμφαση λέγει:
«Εἶπα· ἐξαγορεύσω κατ᾽ ἐμοῦ τήν ἀνομίαν μου τῷ Κυρίῳ» (στίχ. 5α). Καί
ὅταν ἔγινε αὐτό, ὁ ποιητής μας ἔνιωσε μέσα του δυνατή πληροφορία ἀπό
τόν Θεό ὅτι συγχωρέθηκαν οἱ ἁμαρτίες του, τό «ἀγκάθι» αὐτό, ὅπως μᾶς
τό εἶπε παραπάνω, πού τόν κατατρυποῦσε ψυχικά μέρα καί νύχτα, γι᾽ αὐτό
καί λέγει τώρα μέ βεβαιότητα: «Καί σύ ἀφῆκας τήν ἀσέβειαν τῆς καρδίας
μου» (στίχ. 5β).
4. Στήν συνέχεια ἀρχίζει τό τελευταῖο μέρος τοῦ ψαλμοῦ, πού εἶναι τό
διδακτικό του τμῆμα καί ὁ ποιητής μας λέγει: Κάθε ὅσιος, δηλαδή κάθε
εὐσεβής, πρέπει νά προσεύχεται μέ μετάνοια («προσεύξεται», στίχ. 6). Πρέ-
πει νά ἐξομολογεῖται τήν ἁμαρτία του («ὑπέρ ταύτης», στίχ. 6) καί νά τήν
ἐξομολογεῖται μάλιστα στόν κατάλληλο καιρό («ἐν καιρῷ εὐθέτῳ», στίχ.
6). Καί ἔτσι ζώντας ὁ ἄνθρωπος ἐν μετανοίᾳ δέν θά τοῦ ἔρθουν κατεπάνω
του καταστροφές καί δεινά («πλήν ἐν κατακλυσμῷ ὑδάτων πολλῶν πρός
αὐτόν οὐκ ἐγγυοῦσι», στίχ. 6).
Ἀκόμη ἐντονώτερα, ἀπευθυνόμενος φαίνεται ὁ ποιητής μας σέ στενό
του περιβάλλον, στό παιδί του ἴσως, καί συμβουλεύοντάς το νά ἀκολουθεῖ
τήν ὁδό τοῦ Θεοῦ, τήν ὁποία αὐτός ἀπό τήν πείρα του εἶδε ὅτι εἶναι ἡ συμ-
φέρουσα γιά τήν εὐτυχία τῆς ζωῆς, τοῦ λέγει: «Συνετιῶ σε καί συμβιβῶ σε
ἐν ὁδῷ ταύτῃ, ᾗ πορεύσῃ, ἐπιστηριῶ ἐπί σέ τούς ὀφθαλμούς μου» (στίχ. 8).
Μεγάλη φροντίδα πατρός πρός υἱό. Πραγματικά, ὅπως θέλουν οἱ ἑρμηνευ-
τές νά διαβάζουν τό Ἑβραϊκό κείμενο, ὁ ποιητής ὁμιλεῖ ἐδῶ στόν υἱό του.
Πρέπει ὅμως καί οἱ υἱοί νά εἶναι πειθαρχικοί καί ὑπάκοοι πρός τούς γο-
νεῖς τους, νά ὑπακούουν πρόθυμα στά λόγια τους. Νά μήν εἶναι σάν τά
ἄλογα ζῶα, πού θέλουν χαλινάρια γιά νά πορευτοῦν κατά τίς ἐντολές τοῦ
ἀφεντικοῦ τους. Γι᾽ αὐτό καί λέγει ὁ ποιητής στόν υἱό του, ἤ γενικότερα,
σέ αὐτούς πού ἀπευθύνεται: «Μή γίνεσθε ὡς ἵππος καί ἡμίονος, οἷς οὐκ
ἔσται σύνεσις» (στίχ. 9).
Κατακλείοντας τόν ψαλμό του ὁ ποιητής μας ἐκφράζει συνοπτικά τήν
διδακτική του συμβουλή λέγοντας: «Πολλαί αἱ μάστιγες τοῦ ἁμαρτωλοῦ,
τόν δέ ἐλπίζοντα ἐπί Κύριον ἔλεος κυκλώσει» (στίχ. 10)!

141
Ψαλμός 32

ΨΑΛΜΟΣ ΛΒ´ 32

Τῷ Δαυΐδ.

ΕΠΙΝΙΚΙΟΣ ΨΑΛΜΟΣ

32,1 Ἀγαλλιᾶσθε, δί- 32,1 Ἀγαλλιᾶστε οἱ δίκαιοι ἐν Κυρίῳ,


καιοι, ἐν Κυρίῳ· τοῖς (σέ σᾶς) στούς εὐθεῖς ταιριάζει
εὐθέσι πρέπει αἴνεσις. νά τόν ὑμνολογοῦν.
2 Ἐξομολογεῖσθε τῷ 2 Δοξολογῆστε τόν Κύριο μέ κιθάρα,
Κυρίῳ ἐν κιθάρᾳ, ἐν μέ δεκάχορδο ψαλτῆρι ὑμνήσατέ Τον.
ψαλτηρίῳ δεκαχόρδῳ
ψάλατε αὐτῷ.
3 ᾌσατε αὐτῷ ᾆσμα 3 Ἄσατε σ᾽ Αὐτόν νέο ἆσμα,
καινόν, καλῶς ψάλατε ὑμνῆστε Τον ὡραῖα μέ δυνατές κραυγές.
αὐτῷ ἐν ἀλαλαγμῷ.
4 Ὅτι εὐθὴς ὁ λόγος 4 Ὁ λόγος τοῦ Κυρίου εἶναι εὐθύς
τοῦ Κυρίου, καὶ πάντα καί ὅλα τά ἔργα του εἶναι πιστά
τὰ ἔργα αὐτοῦ ἐν πί- (= εἶναι σύμφωνα μέ ὅ,τι ὑποσχέθηκε)·
στει·
5 ἀγαπᾷ ἐλεημοσύνην 5 (Ὁ Κύριος) ἀγαπᾶ τήν εὐσπλαγχνία
καὶ κρίσιν, τοῦ ἐλέους καί τήν δικαιοσύνη,
Κυρίου πλήρης ἡ γῆ. ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Κυρίου εἶναι γεμάτη ἡ γῆ.
6 Τῷ λόγῳ τοῦ Κυρίου 6 Μέ τόν λόγο τοῦ Κυρίου
οἱ οὐρανοὶ ἐστερεώθη- στερεώθηκαν οἱ οὐρανοί
σαν καὶ τῷ πνεύματι καί μέ τήν πνοή τοῦ στόματός Του
τοῦ στόματος αὐτοῦ ὅλος ὁ κόσμος τους.
πᾶσα ἡ δύναμις αὐτῶν·
7 συνάγων ὡσεὶ ἀσκὸν 7 Συγκεντρώνει τά ὕδατα τῆς θάλασσας
ὕδατα θαλάσσης, τι- σάν σέ ἀσκό
θεὶς ἐν θησαυροῖς ἀ- καί τίς ἀβύσσους
βύσσους. τίς βάζει σέ ἀποθῆκες.
8 Φοβηθήτω τὸν Κύ- 8 Ἄς φοβηθεῖ τόν Κύριο ὅλη ἡ γῆ
ριον πᾶσα ἡ γῆ, ἀπ᾿ αὐ- καί ἄς τρέμουν μπροστά Του
τοῦ δὲ σαλευθήτωσαν ὅλοι οἱ κάτοικοι τῆς γῆς.
πάντες οἱ κατοικοῦντες
τὴν οἰκουμένην·
9 ὅτι αὐτὸς εἶπε καὶ 9 Γιατί Αὐτός εἶπε καί ἔγιναν,

142
Ψαλμός 32

ἐγενήθησαν, αὐτὸς ἐνε- αὐτός πρόσταξε καί δημιουργήθηκαν.


τείλατο καὶ ἐκτίσθη-
σαν.
10 Κύριος διασκεδάζει 10 Διασκορπίζει ὁ Κύριος
βουλὰς ἐθνῶν, ἀθετεῖ τίς ἀποφάσεις τῶν ἐθνῶν,
δὲ λογισμοὺς λαῶν καὶ ματαιώνει τά σχέδια τῶν λαῶν
ἀθετεῖ βουλὰς ἀρ- καί ἀπορρίπτει τίς ἀποφάσεις τῶν ἀρχόντων·
χόντων·
11 ἡ δὲ βουλὴ τοῦ Κυ- 11 τό θέλημα ὅμως τοῦ Κυρίου εἶναι αἰώνιο,
ρίου εἰς τὸν αἰῶνα οἱ σκέψεις τῆς καρδιᾶς Του
μένει, λογισμοὶ τῆς εἶναι γιά ὅλες τίς γενεές.
καρδίας αὐτοῦ εἰς γε-
νεὰν καὶ γενεάν.
12 Μακάριον τὸ ἔθνος, 12 Μακάριο τό ἔθνος,
οὗ ἐστι Κύριος ὁ Θεὸς πού Θεός Του εἶναι ὁ Κύριος (ὁ Γιαχβέ),
αὐτοῦ, λαός, ὃν ἐξελέ- ὁ λαός πού διάλεξε γιά κληρονομία Του.
ξατο εἰς κληρονομίαν
ἑαυτῷ.
13 Ἐξ οὐρανοῦ ἐπέβλε- 13 Ἀπό τόν οὐρανό ἐπέβλεψε ὁ Κύριος
ψεν ὁ Κύριος, εἶδε καί εἶδε ὅλους τούς ἀνθρώπους·
πάντας τοὺς υἱοὺς τῶν
ἀνθρώπων·
14 ἐξ ἑτοίμου κατοικη- 14 ἀπό ἐκεῖ ὅπου ἔχει ἑτοιμάσει νά κατοικεῖ
τηρίου αὐτοῦ ἐπέβλε- παρακολουθεῖ ὅλους τούς κατοίκους τῆς γῆς,
ψεν ἐπὶ πάντας τοὺς
κατοικοῦντας τὴν γῆν,
15 ὁ πλάσας κατὰ μό- 15 Αὐτός, πού μόνος Του
νας τὰς καρδίας αὐ- ἔκανε τίς καρδιές τους,
τῶν, ὁ συνιεὶς πάντα τὰ πού γνωρίζει ὅλα τά ἔργα τους.
ἔργα αὐτῶν.
16 Οὐ σῴζεται βασι- 16 Δέν θά νικήσει ὁ βασιλεύς
λεὺς διὰ πολλὴν δύ- γιά τά πολλά του ἅρματα,
ναμιν, καὶ γίγας οὐ οὔτε ὁ ἥρωας θά σωθεῖ
σωθήσεται ἐν πλήθει γιά τήν πολλή του δύναμη.
ἰσχύος αὐτοῦ.
17 Ψευδὴς ἵππος εἰς 17 Οἱ ἵπποι (του) εἶναι
σωτηρίαν, ἐν δὲ πλήθει ψεύτικη ἐλπίδα γιά σωτηρία
δυνάμεως αὐτοῦ οὐ καί δέν θά σωθεῖ γιά τήν πολλή του δύναμη.
σωθήσεται.

143
Ψαλμός 32

18 Ἰδοὺ οἱ ὀφθαλμοὶ 18 Ἰδού οἱ ὀφθαλμοί τοῦ Κυρίου


Κυρίου ἐπὶ τοὺς φο- εἶναι σέ ὅσους τόν φοβοῦνται,
βουμένους αὐτὸν τοὺς σέ ὅσους ἐλπίζουν στό ἔλεός Του,
ἐλπίζοντας ἐπὶ τὸ ἔλεος
αὐτοῦ,
19 ρύσασθαι ἐκ θανά- 19 νά σώσει ἀπό τόν θάνατο τήν ζωή τους
του τὰς ψυχὰς αὐτῶν καί νά τούς θρέψει στό καιρό τῆς πείνας.
καὶ διαθρέψαι αὐτοὺς
ἐν λιμῷ.
20 Ἡ ψυχὴ ἡμῶν ὑπο- 20 Ἡ ψυχή μας ἐλπίζει στόν Κύριο,
μενεῖ τῷ Κυρίῳ, ὅτι γιατί Αὐτός εἶναι ὁ βοηθός
βοηθὸς καὶ ὑπερα- καί ὁ ὑπερασπιστής μας
σπιστὴς ἡμῶν ἐστιν·
21 ὅτι ἐν αὐτῷ εὐφραν- 21 Σ᾽ Αὐτόν εὐφραίνεται ἡ καρδιά μας
θήσεται ἡ καρδία ἡ- καί στό ἅγιο Ὄνομά Του ἐλπίσαμε.
μῶν, καὶ ἐν τῷ ὀνόματι
τῷ ἁγίῳ αὐτοῦ ἠλπίσα-
μεν.
22 Γένοιτο, Κύριε, τὸ 22 Ἄς γίνει Κύριε τό ἔλεός Σου σέ ᾽μᾶς,
ἔλεός σου ἐφ᾿ ἡμᾶς, καθώς ἐλπίσαμε σέ Σένα.
καθάπερ ἠλπίσαμεν ἐπὶ
σέ.

1. Ὁ ψαλμός αὐτός εἶναι ἕνας ἐπινίκιος ὕμνος στόν Θεό μετά ἀπό κάποια
μάχη τοῦ Ἰσραήλ ἐναντίον κάποιου ἰσχυροῦ ἐχθροῦ (στίχ. 10). Στήν μάχη
αὐτή οἱ Ἰσραηλῖτες γνώρισαν τήν παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ τους καί ὁ ποιητής
λοιπόν τοῦ παρόντος ψαλμοῦ συγκαλεῖ τόν λαό γιά ἔνδοξη δοξολογία σ᾽
Αὐτόν. Ὁ ποιητής μέ μεγάλη χαρά καί ἀγαλλίαση προτρέπει τούς «δικαίους»
καί τούς «εὐθεῖς», δηλαδή τούς ἀνήκοντας στήν ἰσραηλιτική κοινότητα, νά
καυχῶνται γιά τόν Θεό τους (στίχ. 1), ἐνῶ τά ἄλλα ἔθνη καί οἱ λαοί δέν ἔχουν
νά ἐπιδείξουν τοιοῦτον Θεόν. Αὐτούς λοιπόν τούς καλεῖ ὁ ποιητής νά συ-
νέλθουν καί νά δοξολογήσουν τόν Θεό ἔχοντας μαζί τους καί τά μουσικά
ὄργανα (στίχ. 2), γιά νά ψάλουν ἐπινίκιο ὠδή στόν Κύριο γιά τήν νίκη πού
τούς ἐχάρισε ἐναντίον τοῦ ἐχθροῦ. Τήν ἐπινίκιο ὠδή πού θά ψάλουν οἱ
Ἰσραηλῖτες αὐτήν τήν φορά τήν θέλει νά εἶναι «ἆσμα καινόν», νά εἶναι δη-
λαδή καλύτερη ἀπό τίς ἄλλες καί νά τελειώνει μέ δυνατές κραυγές καί ἀλα-
λαγμούς: «Καλῶς ψάλατε ἐν ἀλαλαγμῷ» (στίχ. 3).
2. Στήν συνέχεια ὁ ψαλμωδός μας ἀρχίζει νά ἐκθέτει διαφόρους λόγους
γιά τούς ὁποίους οἱ Ἰσραηλῖτες πρέπει νά ὑμνήσουν τόν Θεό. Καί κατά
144
Ψαλμός 32

πρῶτον λέγει ὅτι «εὐθύς ὁ λόγος τοῦ Κυρίου, καί πάντα τά ἔργα αὐτοῦ ἐν
πίστει» (στίχ. 4). Δηλαδή, ὅ,τι λέγει ὁ Θεός τό ἐκπληρώνει καί ὅλα τά ἔργα
Του γίνονται μέ πιστότητα, γίνονται σύμφωνα μέ ὅσα ὑποσχέθηκε. Δηλαδή
ὁ Θεός τηρεῖ τόν λόγο Του καί δέν ἀπατᾶ. Αὐτό ὁ ποιητής μας τό ἔχει δια-
πιστώσει ἀσφαλῶς ἀπό πολλά γεγονότα τῆς ἰσραηλιτικῆς ἱστορίας, ἀλλά
τό διαπίστωσε τρανότατα καί ἀπό τό τελευταῖο γεγονός τῆς νίκης τῶν
Ἰσραηλιτῶν ἐναντίον τοῦ ἰσχυροῦ ἐχθροῦ πού εἰσέβαλε στήν χώρα του
(στίχ. 4). Ἀλλά αὐτή ἡ πιστότητα τοῦ Θεοῦ, ἡ ἐκπλήρωση δηλαδή τῶν
ἐπαγγελιῶν Του, ἀνταποκρίνεται πρός τήν «ἐλεημοσύνη» (= «δικαιοσύνη»,
κατά τό Ἑβρ.) τοῦ Θεοῦ, ἀπό τήν δικαίαν «κρίσιν» Του, ἀπό τήν ὁποία εἶναι
γεμάτη ἡ γῆ (στίχ. 5).
Τήν παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ, γιά τήν ὁποία θέλει νά μιλήσει τώρα ὁ
ποιητής μας, τήν βρίσκει, κατά πρῶτον, στήν δημιουργία τοῦ κόσμου καί
μάλιστα στόν τρόπο κατά τόν ὁποῖο ἔγινε αὐτή. Ὁ Θεός μόνο μέ τόν λόγο
Του, μόνο μέ ἕνα ἁπλό φύσημα τοῦ στόματός Του δημιούργησε τούς οὐρα-
νούς καί ὅλο τόν κόσμο τους (στίχ. 6). Δεύτερο στοιχεῖο, πού ἀποδεικνύει
τήν παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ, εἶναι κατά τόν ποιητή μας ὁ περιορισμός τῶν
ὑδάτων ἐντός ὁρίων, πέρα ἀπό τά ὁποῖα δέν μποροῦν νά ἐξέλθουν. Ὅπως
ὁ ἄνθρωπος γεμίζει ἕνα ἀσκό μέ νερό, μέ τόση εὐκολία ὁ Θεός συγκέν-
τρωσε καί περιόρισε σέ ἀσκό τά «ὕδατα τῆς θαλάσσης» (στίχ. 7). Πρό τοι-
ούτου λοιπόν μεγαλοπρεποῦς καί παντοδυνάμου Θεοῦ ὅλη ἡ γῆ πρέπει νά
αἰσθάνεται φόβο καί νά τρέμουν ἐνώπιόν Του ὅλοι οἱ κατοικοῦντες τήν
οἰκουμένη (στίχ. 8).
3. Τώρα πλέον, στόν στίχ. 10, καθορίζει ὁ ποιητής μας τήν ἀφορμή τοῦ
ψαλμοῦ του. Γιατί νά ψαλεῖ ἡ ἐπινίκια ὠδή στόν Θεό; Γιατί ὁ Κύριος, μᾶς
λέγει ὁ στίχ. 10, διεσκόρπισε τά σχέδια τῶν ἐχθρῶν καί ἐματαίωσε τούς
λογισμούς τῶν ξένων λαῶν καί ἀρχόντων. Φαίνεται λοιπόν ὅτι συμμαχία
ξένων λαῶν καί ἐθνῶν ἐπεχείρησε εἰσβολή κατά τῶν Ἰσραηλιτῶν, ἀλλά ὁ
Θεός ἐματαίωσε τό σχέδιό τους καί ἡ νίκη τῆς ἐπιθέσεως αὐτῆς ἦταν ὑπέρ
τῶν Ἰσραηλιτῶν. Σάν συμπέρασμα αὐτοῦ εἶναι νά μακαρίσει κανείς τόν
Ἰσραηλιτικό λαό, γιατί ἔχει τοιοῦτον παντοδύναμο Θεό: «Μακάριον τό
ἔθνος, οὗ ἐστι Κύριος ὁ Θεός αὐτοῦ, λαός, ὅν ἐξελέξατο εἰς κληρονομίαν
ἑαυτῷ» (στίχ. 12). Στήν συνέχεια ὁ ποιητής μας τονίζει τήν παγγνωσία τοῦ
Θεοῦ. Ὁ Θεός μπορεῖ νά ματαιώσει «τάς βουλάς» τῶν ἐθνῶν προτοῦ ἀκόμη
νά ἐκδηλωθοῦν, γιατί εἶναι παντογνώστης, γιατί αὐτός ἔπλασε τίς καρδιές
τῶν ἀνθρώπων (στίχ. 15) καί ἄρα γνωρίζει τί ἐπιδιώκουν. Ἀπό τόν τόπο
τῆς διαμονῆς του («ἐξ ἑτοίμου κατοικητηρίου αὐτοῦ»), ἀπό τόν ὑψηλό Του
θρόνο δηλαδή, παρακολουθεῖ ὅλους τούς κατοίκους τῆς γῆς (στίχ. 14), γιατί
Αὐτός εἶναι ὁ δημιουργός ὅλων καί γι᾽ αὐτό γνωρίζει καί τούς λογισμούς

145
Ψαλμός 33

καί τά ἔργα ὅλων (στίχ. 15). Σ᾽ Αὐτόν λοιπόν τόν Θεό τόν παντοδύναμο,
τόν παντογνώστη καί πάνσοφο, σ᾽ Αὐτόν πρέπει νά ἔχουμε ἀπόλυτη ἐμπι-
στοσύνη καί ὄχι σέ ἄνθρωπο βασιλέα ἤ ἄλλον ἥρωα καί ἰσχυρό τῆς γῆς
(στίχ. 16). Δέν μπορεῖ κανείς νά σωθεῖ μέ τήν πολλή του δύναμη, ὅπως
εἶναι τό ἱππικό και τά πολλά στρατεύματα (στίχ. 17). Ἄς ἐλπίζουμε στόν
Θεό καί τότε δέν ἔχουμε νά φοβηθοῦμε κανένα κακό, γιατί ὁ Κύριος φρον-
τίζει γιά τούς «φοβουμένους Αὐτόν» καί τούς σώζει ἀπό τόν θάνατο καί τόν
λιμό (στίχ. 18-19).
4. Σάν συμπέρασμα ὁλοκλήρου τοῦ ψαλμοῦ ὁμιλεῖ ἡ Ἰσραηλιτική κοι-
νότητα ὁμολογώντας ὅτι θά μένει πιστή στόν Κύριο, τόν Ὁποῖο ἀνακηρύσ-
σει «βοηθόν» καί «ὑπερασπιστήν» της (στίχ. 20). Ὁ ψαλμός ἀγαπήθηκε
πολύ ἀπό τόν Ἰσραηλιτικό λαό καί εἰσήχθη στήν Ἰουδαϊκή λατρεία. Γι᾽
αὐτό καί τελειώνει μέ ἀνάλογο στίχο: «Γένοιτο, Κύριε, τό ἔλεός Σου, ἐφ᾽
ἡμᾶς, καθάπερ ἠλπίσαμεν ἐπί σέ» (στίχ. 22).

ΨΑΛΜΟΣ ΛΓ´ 33

Τῷ Δαυΐδ, ὁπότε ἠλλοίωσε τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ἐναντίον


Ἀβιμέλεχ, καὶ ἀπέλυσεν αὐτόν, καὶ ἀπῆλθεν.

ΟΛΟΙ ΟΙ ΠΑΣΧΟΝΤΕΣ ΑΣ ΚΑΤΑΦΥΓΟΥΝ


ΣΤΟΝ ΘΕΟ ΓΙΑ ΒΟΗΘΕΙΑ
– ΠΩΣ ΝΑ ΦΕΡΟΜΑΣΤΕ ΓΙΑ ΝΑ ΕΙΜΑΣΤΕ
ΣΩΣΤΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ

33,2 Εὐλογήσω τὸν 33,2 Θά δοξολογῶ τόν Κύριο κάθε καιρό,


Κύριον ἐν παντὶ καιρῷ, ὁ ὕμνος Του θά εἶναι συνεχῶς στό στόμα μου.
διὰ παντὸς ἡ αἴνεσις
αὐτοῦ ἐν τῷ στόματί
μου.
3 Ἐν τῷ Κυρίῳ ἐπαι- 3 Ἡ ψυχή μου καυχιέται γιά τόν Κύριο,
νεθήσεται ἡ ψυχή μου· ἄς τό ἀκούσουν οἱ πράοι (= οἱ πάσχοντες)
ἀκουσάτωσαν πρᾳεῖς, καί ἄς εὐφρανθοῦν.
καὶ εὐφρανθήτωσαν.
4 Μεγαλύνατε τὸν Κύ- 4 Μεγαλύνατε τόν Κύριο μέ μένα
ριον σὺν ἐμοί, καὶ ὑψώ- καί ἄς δοξάσουμε τό Ὄνομά Του μαζί.
σωμεν τὸ ὄνομα αὐτοῦ
ἐπὶ τὸ αὐτό.

146
Ψαλμός 33

5 Ἐξεζήτησα τὸν Κύ- 5 Ἀναζήτησα τόν Κύριο καί μέ ἄκουσε


ριον, καὶ ἐπήκουσέ μου καί μέ ἐλευθέρωσε ἀπό ὅλες τίς θλίψεις μου.
καὶ ἐκ πασῶν τῶν θλί-
ψεών μου ἐῤῥύσατό με.
6 Προσέλθετε πρὸς 6 Ἐλάτε σ᾽ Αὐτόν καί θά φωτισθεῖτε
αὐτὸν καὶ φωτίσθητε, καί τά πρόσωπά σας δέν θά καταισχυνθοῦν.
καὶ τὰ πρόσωπα ὑμῶν
οὐ μὴ καταισχυνθῇ.
7 Οὗτος ὁ πτωχὸς ἐ- 7 Αὐτός ὁ πτωχός ἄνθρωπος ἐκέκραξε
κέκραξε καὶ ὁ Κύριος καί ὁ Κύριος τόν εἰσήκουσε
εἰσήκουσεν αὐτοῦ καὶ καί τόν ἔσωσε ἀπό ὅλες τίς θλίψεις του.
ἐκ πασῶν τῶν θλίψεων
αὐτοῦ ἔσωσεν αὐτόν.
8 Παρεμβαλεῖ ἄγγελος 8 Ὁ ἄγγελος τοῦ Κυρίου θά κατασκηνώσει
Κυρίου κύκλῳ τῶν φο- γύρω ἀπό αὐτούς πού Τόν φοβοῦνται
βουμένων αὐτὸν καὶ καί θά τούς λυτρώσει.
ῥύσεται αὐτούς.
9 Γεύσασθε καὶ ἴδετε 9 Δοκιμᾶστε καί δεῖτε
ὅτι χρηστὸς ὁ Κύριος· ὅτι ὁ Κύριος εἶναι χρηστός
μακάριος ἀνήρ, ὃς ἐλ- καί μακάριος ὁ ἄνθρωπος
πίζει ἐπ᾿ αὐτόν. πού ἐλπίζει σ᾽ Αὐτόν.
10 Φοβήθητε τὸν Κύ- 10 Φοβηθεῖτε τόν Κύριο ὅλοι οἱ δικοί Του,
ριον πάντες οἱ ἅγιοι γιατί δέν ὑπάρχει ἔλλειψη
αὐτοῦ, ὅτι οὐκ ἔστιν σ᾽ αὐτούς πού Τόν φοβοῦνται.
ὑστέρημα τοῖς φοβου-
μένοις αὐτόν.
11 Πλούσιοι ἐπτώχευ- 11 Πλούσιοι ἐπτώχευσαν καί ἐπείνασαν,
σαν καὶ ἐπείνασαν, οἱ ὅσοι ὅμως ἀναζητοῦν τόν Κύριο,
δὲ ἐκζητοῦντες τὸν δέν θά στερηθοῦν κανένα καλό.
Κύριον οὐκ ἐλαττω- Διάψαλμα
θήσονται παντὸς ἀγα-
θοῦ. (διάψαλμα).
12 Δεῦτε, τέκνα, ἀκού- 12 Ἐλᾶτε, τέκνα μου, καί ἀκοῦστε με,
σατέ μου· φόβον Κυ- θά σᾶς διδάξω τόν φόβο τοῦ Κυρίου.
ρίου διδάξω ὑμᾶς.
13 Τίς ἐστιν ἄνθρωπος 13 Ποιός εἶναι ὁ ἄνθρωπος
ὁ θέλων ζωήν, ἀγαπῶν πού ἀγαπάει τήν ζωή,
ἡμέρας ἰδεῖν ἀγαθάς; πού ἐπιθυμεῖ νά δεῖ καλές ἡμέρες;
14 Παῦσον τὴν γλῶσ- 14 Παῦσε τήν γλώσσα σου

147
Ψαλμός 33

σάν σου ἀπὸ κακοῦ καὶ ἀπό τό νά μιλάει ἄσχημα


χείλη σου τοῦ μὴ λα- καί τά χείλη σου ἄς μήν λαλοῦν δόλια.
λῆσαι δόλον.
15 Ἔκκλινον ἀπὸ κα- 15 Ἀπόκλινε ἀπό τό κακό καί κάνε τό καλό,
κοῦ καὶ ποίησον ἀγα- ἀναζήτησε τήν εἰρήνη καί ἐπιδίωξέ την.
θόν, ζήτησον εἰρήνην
καὶ δίωξον αὐτήν.
16 Ὀφθαλμοὶ Κυρίου 16 Τά μάτια τοῦ Κυρίου
ἐπὶ δικαίους, καὶ ὦτα εἶναι πάνω στούς δίκαιους
αὐτοῦ εἰς δέησιν αὐ- καί τά αὐτιά Του στήν δέησή τους.
τῶν.
17 Πρόσωπον δὲ Κυ- 17 Ἀλλά τό πρόσωπο τοῦ Κυρίου
ρίου ἐπὶ ποιοῦντας κα- εἶναι ἐναντίον αὐτῶν πού πράττουν κακά,
κὰ τοῦ ἐξολοθρεῦσαι γιά νά ἐξολοθρεύσει ἀπό τήν γῆ
ἐκ γῆς τὸ μνημόσυνον τό μνημόσυνό τους.
αὐτῶν.
18 Ἐκέκραξαν οἱ δί- 18 Ἐκέκραξαν οἱ δίκαιοι
καιοι, καὶ ὁ Κύριος καί ὁ Κύριος τούς ἄκουσε
εἰσήκουσεν αὐτῶν, καὶ καί τούς ἔσωσε ἀπό ὅλες τίς θλίψεις τους.
ἐκ πασῶν τῶν θλίψεων
αὐτῶν ἐῤῥύσατο αὐ-
τούς.
19 Ἐγγὺς Κύριος τοῖς 19 Ὁ Κύριος εἶναι κοντά
συντετριμμένοις τὴν σ᾽ αὐτούς πού ἔχουν συντετριμμένη καρδιά
καρδίαν καὶ τοὺς τα- καί θά σώσει τούς ταπεινούς στό πνεῦμα.
πεινοὺς τῷ πνεύματι
σώσει.
20 Πολλαὶ αἱ θλίψεις 20 Πολλές εἶναι οἱ θλίψεις τῶν δικαίων,
τῶν δικαίων, καὶ ἐκ ἀλλά ἀπ᾽ ὅλες αὐτές θά τούς σώσει ὁ Κύριος.
πασῶν αὐτῶν ῥύσεται
αὐτοὺς ὁ Κύριος·
21 φυλάσσει Κύριος 21 Ὁ Κύριος φυλάγει ὅλα τά κόκκαλά τους,
πάντα τὰ ὀστᾶ αὐτῶν, ἕνα ἀπό αὐτά δέν θά συντριβεῖ.
ἓν ἐξ αὐτῶν οὐ συντρι-
βήσεται.
22 Θάνατος ἁμαρτω- 22 Οἱ ἁμαρτωλοί θά ἔχουν κακό θάνατο
λῶν πονηρός, καὶ οἱ μι- καί ὅσοι μισοῦν τόν δίκαιο θά ἀποτύχουν.
σοῦντες τὸν δίκαιον
πλημμελήσουσι.

148
Ψαλμός 33

23 Λυτρώσεται Κύριος 23 Ὁ Κύριος θά λυτρώσει


ψυχὰς δούλων αὐτοῦ, τίς ψυχές τῶν δούλων Του
καὶ οὐ μὴ πλημμελή- καί ὅσοι ἐλπίζουν σ᾽ Αὐτόν δέν θά ἀποτύχουν.
σουσι πάντες οἱ ἐλπί-
ζοντες ἐπ᾿ αὐτόν.

1. Στόν ψαλμό αὐτό ὁ ἱερός ὑμνωδός, ὁ Δαβίδ, ὅπως λέγει ἡ Ἐπιγραφή,


ἀπό προσωπική του πείρα κάποιας δυσκολίας του, θέλει νά διδάξει καί τούς
ἄλλους νά ἔχουν σταθερή τήν πεποίθησή τους καί τήν ἐλπίδα τους στόν
Θεό, ὅταν βρίσκονται σέ δύσκολες περιστάσεις καί ἀνάγκες. Ὁ ποιητής
μας πράγματι, ὅπως φαίνεται ἀπό τόν στίχ. 5, βρέθηκε κάποτε σέ κάποια
δύσκολη κατάσταση, ἀλλά κατέφυγε στόν Κύριο, τόν παρεκάλεσε νά τόν
σώσει καί εἶδε ἄμεσα τήν βοήθειά Του. Χαρούμενος λοιπόν τώρα γιά τήν
σωτηρία του ἐκείνη ὁ ποιητής μας εἶναι γεμᾶτος εὐγνωμοσύνη πρός τόν
Θεό γιά τήν βοήθειά Του καί θέλει νά τόν ὑμνήσει καί μάλιστα θέλει νά
ἔχει πάντοτε τόν ὕμνο Του στό στόμα Του (στίχ. 1)!
2. Ἀκόμη περισσότερο ὁ ψαλμωδός μας στρέφει τώρα τά βλέμματά του
παρήγορα πρός τούς «πραεῖς» (στίχ. 3), τούς πάσχοντας, δηλαδή, ἀπό κά-
ποια δυσκολία, γιά νά τούς κάνει νά θαρρεύσουν. Γιατί, ὅπως ὁ Θεός βοή-
θησε αὐτόν, ἔτσι θά βοηθήσει καί αὐτούς στήν δύσκολη κατάσταση πού
βρίσκονται καί θά τούς σώσει ἀπό τήν ἀνάγκη τους. Καί λέγει σ᾽ αὐτούς:
Ἐλάτε σ᾽ Αὐτόν, στόν Θεό, καί τότε τά πρόσωπά σας, τά ὁποῖα τώρα εἶναι
κατηφῆ ἀπό τήν δυστυχία, θά φωτισθοῦν μέ τό νά φύγουν οἱ δυσκολίες
πού σᾶς ταλαιπωροῦν. Ἐλάτε πρός τόν Θεό καί δέν θά καταισχυνθῆτε
(στίχ. 6), τούς λέγει. Καί ὡς βεβαίωση γι᾽ αὐτό προβάλλει τόν ἑαυτό του,
πού ἦταν σέ δυστυχῆ κατάσταση καί ὅμως ὁ Κύριος τόν ἔσωσε (στίχ. 7).
Στούς ἐπικαλουμένους τόν Κύριο γιά βοήθεια ὁ ποιητής μας ὑπόσχεται τήν
προστασία τῶν ἀγγέλων Του (στίχ. 8). Καί ποιός δύναται νά βλάψει τόν
ἄνθρωπο, ὅταν τόν περιφρουροῦν οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ;
Ζητεῖ ὅμως ὁ ποιητής μας ἀπό τούς προσφεύγοντας στόν Θεό γιά βοή-
θεια νά ἔχουν φόβο πρός Αὐτόν: «Φοβήθητε τόν Κύριον οἱ ἅγιοι αὐτοῦ»
(στίχ. 11). «Ἅγιοι» εἶναι οἱ εὐσεβεῖς. Ὡς φόβο ὅμως ὁ ψαλμωδός μας δέν
ἐννοεῖ ἐκεῖνον τόν ἀποκρουστικό φόβο πού εἶχαν οἱ ἐθνικοί πρός τούς δαί-
μονες, πού δροῦσαν αὐθαίρετα, ἀλλά ἐκεῖνο τό γλυκό συναρπαστικό θάμ-
βος, πού γεννᾶται στήν ψυχή τοῦ εὐσεβοῦς ἀπό τήν γνώση καί γεύση τοῦ
καλοῦ Θεοῦ μας.
Τήν προστασία τοῦ Κυρίου πρός τούς πτωχούς, ἀλλά εὐσεβεῖς, καί τήν
ἀπόρριψη τῶν πλουσίων, ἀλλά μή ἐκζητούντων τόν Κύριο, θέλει ὁ ποιητής
μας νά βεβαιώσει καί ἀπό σύγχρονα τότε παραδείγματα, γι᾽ αὐτό καί λέγει
149
Ψαλμός 33

γενικά: «Πλούσιοι ἐπτώχευσαν καί ἐπείνασαν, οἱ δέ ἐκζητοῦντες τόν Κύριον


οὐκ ἐλαττωθήσονται παντῶς ἀγαθοῦ» (στίχ. 11)!
3. Τό ὑπόλοιπο μέρος τοῦ ψαλμοῦ ἔχει διαφορετικό ὕφος. Ἔχει χαρα-
κτηριστικά διδαχῆς. Τό ὕφος αὐτό τό ἔδειξε κάπως καί στό πρῶτο μέρος
προσκαλῶν τούς πάσχοντας «εὐσεβεῖς» καί «ἁγίους» γιά παρηγορία, ἀλλά
στό ἐδῶ, δεύτερο μέρος, ὀνομάζει «τέκνα», δηλαδή, «μαθητές» αὐτούς
στούς ὁποίους ὁμιλεῖ καί θέλει νά τούς διδάξει τόν «φόβο τοῦ Κυρίου»:
«Δεῦτε, τέκνα, ἀκούσατέ μου, φόβον Κυρίου διδάξω ὑμᾶς» (στίχ. 12). Ἡ
ἔκφραση «φόβος Κυρίου» εἶναι γενική καί σημαίνει γενικά τήν θεία διδαχή,
γιατί ὁ «φόβος τοῦ Κυρίου» ἀποτελοῦσε τό κύριο χαρακτηριστικό τῆς
Ἰσραηλιτικῆς θρησκείας. Τό εἰδικό θέμα τό ὁποῖο θέλει νά διδάξει ὁ ποι-
ητής μας καί τό ὁποῖο ἐκφράζει μέ ἐρωτηματικό τόνο (στίχ. 13) εἶναι τό
πῶς ὁ ἄνθρωπος θά ζήσει πολλά χρόνια καί μέ εὐτυχία. Θέμα ἀγαπητό στήν
Παλαιά Διαθήκη (βλ. Παρ. 4,10), ἀλλά καί σέ ὅλους τούς αἰῶνες τῆς
ἀνθρώπινης ζωῆς. Γι᾽ αὐτό τό σπουδαῖο θέμα, λοιπόν, λέγει ὁ ποιητής μας
μέ μορφή παραινέσεως: Κατά πρῶτον ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά προσέχει τήν
γλώσσα του. Τά χείλη του νά μήν ὁμιλοῦν δόλια, συκοφαντικά καί φθονερά
ἐναντίον τῶν ἄλλων λόγια (στίχ. 14). Ἀλλά πρέπει καί τά ἔργα τοῦ ἀνθρώ-
που νά εἶναι ἀγαθά. Ἔτσι, μή συκοφαντοῦντες τούς ἄλλους (στίχ. 14) καί
πράττοντες τό ἀγαθό (στίχ. 15), θά ἔχουμε εἰρήνη μέ ὅλους («ζήτησον εἰρή-
νην καί δίωξον αὐτήν», στίχ. 15). Αὐτοί εἶναι οἱ «δίκαιοι» ἄνθρωποι (στίχ.
16). Αὐτοί θά ἔχουν τήν προστασία τοῦ Θεοῦ, γιατί οἱ ὀφθαλμοί Του θά
εἶναι πάντοτε προσηλωμένοι σ᾽ αὐτούς καί τά ὦτα Του θά εἶναι πρόθυμα
νά ἀκούουν τήν δέησή τους (στίχ. 16). Ἀντίθετα ὁ Κύριος στρέφει ὀργι-
σμένος τό πρόσωπό Του πρός τούς ποιοῦντας τό κακό, ἕτοιμος νά ἐξαφα-
νίσει τό ὄνομά τους ἀπό τήν γῆ (στίχ. 17).
Στήν ἐποχή του ὁ ποιητής βλέπει πολλούς «δικαίους» (στίχ. 18) καί
«συντετριμμένους τήν καρδίαν» καί «ταπεινούς τῷ πνεύματι» (στίχ. 19),
δηλαδή, εὐσεβεῖς ἀνθρώπους (αὐτό σημαίνουν γενικά καί οἱ τρεῖς παρα-
πάνω ἐκφράσεις), τούς βλέπει νά πάσχουν καί νά διώκονται ὑπό τῶν
ἀσεβῶν. Παρηγορεῖ ὅμως ὁ ποιητής μας τούς δικαίους ὅτι ἡ τελική σωτη-
ρία θά εἶναι ὑπέρ αὐτῶν, διότι τελοῦν ὑπό τήν προστασία τοῦ Θεοῦ (στίχ.
20-23). «Πολλαί αἱ θλίψεις τῶν δικαίων καί ἐκ πασῶν αὐτῶν ρύσεται αὐτούς
ὁ Κύριος» (στίχ. 20)!

150
Ψαλμός 34

ΨΑΛΜΟΣ ΛΔ´ 34

Τῷ Δαυΐδ.

ΚΑΤΑΦΥΓΗ ΣΤΟΝ ΘΕΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΛΕΜΙΚΗ


ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΕΧΘΡΟΥΣ

34,1 Δίκασον, Κύ- 34,1 Κρῖνε, Κύριε, αὐτούς πού μέ ἀδικοῦν,


ριε, τοὺς ἀδικοῦντάς πολέμησε αὐτούς πού μέ πολεμοῦν.
με, πολέμησον τοὺς πο-
λεμοῦντάς με.
2 Ἐπιλαβοῦ ὅπλου καὶ 2 Πάρε ὅπλο καί ἀσπίδα
θυρεοῦ καὶ ἀνάστηθι καί σήκω νά μέ βοηθήσεις·
εἰς τὴν βοήθειάν μου,
3 ἔκχεον ῥομφαίαν καὶ 3 Σύρε τό ξίφος (σου) καί κλεῖσε (τόν δρόμο)
σύγκλεισον ἐξ ἐναντίας ἐνάντια σ᾽ αὐτούς πού μέ καταδιώκουν.
τῶν καταδιωκόντων Πές στήν ψυχή μου: «Εἶμαι σωτηρία σου».
με· εἶπον τῇ ψυχῇ μου·
Σωτηρία σού εἰμι ἐγώ.
4 Αἰσχυνθήτωσαν καὶ 4 Ἄς αἰσχυνθοῦν καί ἄς ἐντραποῦν
ἐντραπήτωσαν οἱ ζη- αὐτοί πού ζητοῦν τήν ζωή μου.
τοῦντες τὴν ψυχήν Κάνε αὐτούς πού σχεδιάζουν κακά
μου, ἀποστραφήτωσαν ἐναντίον μου
εἰς τὰ ὀπίσω καὶ καται- νά στραφοῦν πρός τά πίσω
σχυνθήτωσαν οἱ λο- καί νά καταισχυνθοῦν.
γιζόμενοί μοι κακά.
5 Γενηθήτωσαν ὡσεὶ 5 Ἄς γίνουν σάν σκόνη στόν ἄνεμο
χνοῦς κατὰ πρόσωπον καί ἄγγελος Κυρίου ἄς τούς βασανίζει·
ἀνέμου, καὶ ἄγγελος
Κυρίου ἐκθλίβων αὐ-
τούς·
6 γενηθήτω ἡ ὁδὸς αὐ- 6 ἄς γίνει ὁ δρόμος τους
τῶν σκότος καὶ ὀλί- σκοτεινός καί ὀλισθηρός
σθημα, καὶ ἄγγελος καί ἄγγελος Κυρίου ἄς τούς καταδιώκει·
Κυρίου καταδιώκων
αὐτούς·
7 ὅτι δωρεὰν ἔκρυψάν 7 γιατί, χωρίς αἰτία, μοῦ ἔστησαν κρυφά
μοι διαφθορὰν παγίδος παγίδα καταστροφῆς·

151
Ψαλμός 34

αὐτῶν, μάτην ὠνείδι- εἰς μάτην (ὅμως) μέ ὠνειδίζουν.


σαν τὴν ψυχήν μου.
8 Ἐλθέτω αὐτῷ παγίς, 8 Ἄς ἔλθει γι᾽ αὐτούς (τούς ἴδιους)* παγίδα,
ἣν οὐ γινώσκει, καὶ ἡ πού δέν γνωρίζουν
θήρα, ἣν ἔκρυψε, συλ- καί ἄς τούς συλλάβει τό δίκτυ
λαβέτω αὐτόν, καὶ ἐν πού ἔκρυψαν (γιά μένα)
τῇ παγίδι πεσεῖται ἐν καί ἄς πέσουν στήν ἴδια τήν παγίδα.
αὐτῇ.
9 Ἡ δὲ ψυχή μου ἀγαλ- 9 Τότε ἡ ψυχή μου θά ἀγάλλεται
λιάσεται ἐπὶ τῷ Κυ- γιά τόν Κύριο,
ρίῳ, τερφθήσεται ἐπὶ θά εὐφραίνεται γιά τήν σωτηρία
τῷ σωτηρίῳ αὐτοῦ. πού μοῦ πρόσφερε.
10 Πάντα τὰ ὀστᾶ μου 10 Ὅλα τά κόκκαλά μου θά ποῦν:
ἐροῦσι· Κύριε, τίς ὅ- «Κύριε, ποιός εἶναι ὅμοιός Σου;».
μοιός σοι; Ρυόμενος Σώζεις τόν φτωχό
πτωχὸν ἐκ χειρὸς στε- ἀπό τά χέρια τῶν δυνατοτέρων του
ρεωτέρων αὐτοῦ καὶ καί τόν φτωχό καί τόν πένητα
πτωχὸν καὶ πένητα ἀπὸ ἀπό αὐτούς πού τόν διαρπάζουν.
τῶν διαρπαζόντων
αὐτόν.
11 Ἀναστάντες μοι 11 Ἄδικοι μάρτυρες ἐγέρθηκαν ἐναντίον μου,
μάρτυρες ἄδικοι, ἃ οὐκ μέ ρωτοῦσαν γιά πράγματα πού δέν γνώριζα.
ἐγίνωσκον, ἐπηρώτων
με.
12 Ἀνταπεδίδοσάν μοι 12 Μοῦ ἀνταπέδωκαν πονηρά ἀντί καλῶν
πονηρὰ ἀντὶ ἀγαθῶν καί καταστροφή στήν ζωή μου.
καὶ ἀτεκνίαν τῇ ψυχῇ
μου.
13 Ἐγὼ δὲ ἐν τῷ αὐ- 13 Ἐγώ ὅμως, ὅταν αὐτοί μέ ἐνοχλοῦσαν,
τοὺς παρενοχλεῖν μοι φοροῦσα σάκκο (= πενθοῦσα)
ἐνεδυόμην σάκκον καὶ καί ταπείνωνα τήν ψυχή μου μέ νηστεία,
ἐταπείνουν ἐν νηστείᾳ ἀλλά ἡ προσευχή μου (γι᾽ αὐτούς)
τὴν ψυχήν μου, καὶ ἡ ἐπιστρέφει σέ μένα
προσευχή μου εἰς κόλ- (δηλαδή, δέν εἰσακούεται
πον μου ἀποστραφήσε- λόγω τῆς κακίας τουςκαί ἐπιστρέφει
ται. πρός ὠφέλεια δική μου).

* Τό κείμενο λέγει «αὐτῷ», ἀλλά εἶναι καλύτερα, πρός τό ὅλο νόημα τοῦ ψαλμοῦ, νά νοήσουμε
ὅτι ὁ ποιητής ὁμιλεῖ γενικά γιά ὅλους τούς ἐχθρούς του.
152
Ψαλμός 34

14 Ὡς πλησίον, ὡς 14 Σάν νά ἦταν φίλοι μου,


ἀδελφῷ ἡμετέρῳ οὕ- σάν νά ἦταν ἀδελφοί μου,
τως εὐηρέστουν· ὡς ἔτσι φρόντιζα νά τούς εὐχαριστήσω·
πενθῶν καὶ σκυθρω- σάν ἕναν πού πενθεῖ καί σκυθρωπάζει,
πάζων, οὕτως ἐταπει- ἔτσι ταπείνωνα τόν ἑαυτό μου.
νούμην.
15 Καὶ κατ᾿ ἐμοῦ εὐ- 15 Ἀλλά αὐτοί χαίρονταν
φράνθησαν καὶ συνή- καί συγκεντρώθηκαν ἐναντίον μου·
χθησαν, συνήχθησαν μάστιγες ἦταν συγκεντρωμένες ἐναντίον μου
ἐπ᾿ ἐμὲ μάστιγες, καὶ καί ἐγώ δέν γνώριζα·
οὐκ ἔγνων, διεσχίσθη- ἔγιναν κομμάτια καί ὅμως δέν μετενόησαν.
σαν καὶ οὐ κατενύγη-
σαν.
16 Ἐπείρασάν με, ἐξε- 16 Μέ πείραζαν, μέ περιγελοῦσαν
μυκτήρισάν με μυκτη- καί μέ χλεύαζαν,
ρισμῷ, ἔβρυξαν ἐπ᾽ ἐμὲ ἔτριζαν τά δόντια τους γιά μένα.
τοὺς ὀδόντας αὐτῶν.
17 Κύριε, πότε ἐπόψῃ; 17 Κύριε, πότε θά στρέψεις
Ἀποκατάστησον τὴν τό βλέμμα Σου (σέ μένα);
ψυχήν μου ἀπὸ τῆς κα- Ζωντάνεψε τήν ψυχή μου
κουργίας αὐτῶν, ἀπὸ ἀπό τήν κακουργία τους,
λεόντων τὴν μονογενῆ τήν μονάκριβη ζωή μου ἀπό τά λιοντάρια.
μου.
18 Ἐξομολογήσομαί σοι 18 Θά Σέ δοξολογήσω
ἐν ἐκκλησίᾳ πολλῇ, ἐν σέ μεγάλη συγκέντρωση,
λαῷ βαρεῖ αἰνέσω σε. θά Σέ ὑμνήσω σέ πολύ λαό.
19 Μὴ ἐπιχαρείησάν 19 Μήν ἀφήσεις νά χαροῦν ἐναντίον μου
μοι οἱ ἐχθραίνοντές μοι αὐτοί πού ἄδικα μέ ἐχθρεύονται,
ἀδίκως, οἱ μισοῦντες με αὐτοί πού μέ μισοῦν χωρίς αἰτία
δωρεὰν καὶ διανεύοντες καί παίζουν τά βλέφαρά τους
ὀφθαλμοῖς. (δηλαδή, ἀνοιγοκλείνουν πονηρά τά μάτια).
20 Ὅτι ἐμοὶ μὲν εἰρη- 20 Γιατί, αὐτοί μιλοῦσαν εἰρηνικά σέ μένα,
νικὰ ἐλάλουν καὶ ἐπ᾿ ἀλλά στήν ὀργή τους δολοπλοκοῦσαν ἀπάτες.
ὀργὴν δόλους διελογί-
ζοντο.
21 Καὶ ἐπλάτυναν ἐπ᾿ 21 Αὐτοί ἄνοιγαν γιά μένα τό στόμα τους
ἐμὲ τὸ στόμα αὐτῶν, καί ἔλεγαν: «Εὖγε, εὖγε,
εἶπαν· εὖγε, εὖγε, εἶδον τά εἶδαν τά μάτια μας»!
οἱ ὀφθαλμοὶ ἡμῶν.

153
Ψαλμός 34

22 Εἶδες, Κύριε, μὴ πα- 22 Εἶδες, Κύριε, μή μείνεις σιωπηλός·


ρασιωπήσῃς, Κύριε, Κύριε, μή φύγεις μακρυά μου.
μὴ ἀποστῇς ἀπ᾿ ἐμοῦ·
23 ἐξεγέρθητι, Κύριε, 23 Σήκω, Κύριε, καί δῶσε προσοχή
καὶ πρόσχες τῇ κρίσει στήν κρίση μου·
μου, ὁ Θεός μου καὶ ὁ Θεέ μου καί Κύριέ μου, στήν δίκη μου.
Κύριός μου, εἰς τὴν
δίκην μου.
24 Κρῖνόν με, Κύριε, 24 Κρίνε με, Κύριε, κατά τήν δικαιοσύνη Σου,
κατὰ τὴν δικαιοσύνην Κύριε, Θεέ μου, μή χαροῦν ἐναντίον μου.
σου, Κύριε ὁ Θεός μου,
καὶ μὴ ἐπιχαρείησάν
μοι.
25 Μὴ εἴποισαν ἐν καρ- 25 Μήν τούς ἀφήσεις
δίαις αὐτῶν· εὖγε, εὖγε νά ποῦν στήν καρδιά τους:
τῇ ψυχῇ ἡμῶν· μηδὲ «Εὖγε, εὖγε μας»!
εἴποιεν· Κατεπίομεν Οὔτε νά ποῦν: «Τόν κατάπιαμε»!
αὐτόν.
26 Αἰσχυνθείησαν καὶ 26 Ἄς αἰσχυνθοῦν καί ἄς ἐντραποῦν
ἐντραπείησαν ἅμα οἱ ὅλοι ὅσοι χαίρονται στίς δυστυχίες μου·
ἐπιχαίροντες τοῖς κα- ἄς ἐνδυθοῦν αἰσχύνη καί ἐντροπή
κοῖς μου, ἐνδυσάσθω- ὅσοι μεγαλορρημονοῦν ἐναντίον μου.
σαν αἰσχύνην καὶ
ἐντροπὴν οἱ μεγαλοῤ-
ῥημονοῦντες ἐπ᾿ ἐμέ.
27 Ἀγαλλιάσθωσαν καὶ 27 Ἄς χαροῦν καί ἄς εὐφρανθοῦν
εὐφρανθήτωσαν οἱ θέ- αὐτοί πού θέλουν τήν δικαιωσή μου
λοντες τὴν δικαιοσύνην καί ἄς λέγουν συνεχῶς,
μου καὶ εἰπάτωσαν δια- «Μεγαλυνθήτω ὁ Κύριος»!,
παντός· μεγαλυνθήτω ὁ αὐτοί πού θέλουν τήν εἰρήνη τοῦ δούλου Του.
Κύριος, οἱ θέλοντες τὴν
εἰρήνην τοῦ δούλου
αὐτοῦ.
28 Καὶ ἡ γλῶσσά μου 28 Καί ἡ γλώσσα μου θά συλλογίζεται
μελετήσει τὴν δικαιο- τήν δικαιοσύνη Σου,
σύνην σου, ὅλην τὴν ἡ- ὅλη τήν ἡμέρα τήν δόξα Σου.
μέραν τὸν ἔπαινόν σου.

154
Ψαλμός 34

1. Ὁ ψαλμωδός μας, ὁ Δαβίδ, κατά τήν ἐπιγραφή, εἶναι περικυκλωμένος


ἀπό πολλούς λυσσώδεις ἐχθρούς καί ἡ ζωή του βρίσκεται σέ μεγάλο κίνδυνο.
Ὁ ἴδιος δέν αισθάνεται ὅτι ἔχει πράξει κακό ἐναντίον τους, ἀλλά, ἀντίθετα,
γνωρίζει ὅτι τούς ἔχει εὐεργετήσει. Γι’ αὐτό καί ἔχει τό θάρρος νά ἀπευθυνθεῖ
πρός τόν Θεό καί νά ζητήσει ἀπ’ Αὐτόν τήν ἄμεση ἐπέμβασή Του γιά τήν
σωτηρία του. Τήν ἐπίθεση τῶν ἐχθρῶν του ἐναντίον του ὁ ψαλμωδός μας
την παριστάνει εἰκονικά ὡς νά τόν εἰσαγάγουν σέ δίκη, γιά νά τοῦ ἀπευθύ-
νουν τίς κατηγορίες τους («δίκασον, Κύριε, τούς ἀδικοῦντάς με», στίχ. 1α),
γι’ αὐτό καί παρακαλεῖ τόν Θεό νά σπεύσει νά ἔλθει συνήγορός του γιά νά
τόν δικαιώσει. Ἀλλά, σάν πολεμιστής ὁ Δαβίδ ἀλλάσει τήν εἰκόνα καί τήν
κάνει πολεμική. Τόν Γιαχβέ Θεό τόν παριστάνει ὡς πάνοπλο πολεμιστή καί
τόν παρακαλεῖ νά ἀναλάβει διά τοῦ ξίφους Του τήν ὑπόθεση καί νά τρέψει
σέ φυγή τούς ἐναντίους του. Ἀλλά, γιά νά μή διαφύγουν, ὁ ποιητής παρακα-
λεῖ τόν Θεό νά τούς κλείσει τόν δρόμο (στιχ.2-3), ὀρθώνοντας τό πελώριο
ἀνάστημά Του. Καί τώρα (στιχ. 4-8) ὁ ποιητής μας λέγει τί θέλει νά πάθουν
καί θά τό πάθουν οἱ ἐχθροί του μέ τήν ἐμφάνιση τοῦ πανισχύρου καί τρομε-
ροῦ Γιαχβέ ἐνώπιόν τους. Θά πάθουν πανικό! Θά χάσουν τόν δρόμο τους,
θά ἕρπουν διά ὀλισθηρῶν βράχων, ἐνῶ ὁ ἄγγελος τοῦ ὀλέθρου θά ἐπισείει
τό σπαθί πάνω ἀπό τά κεφάλια τους καί θά τούς κεντᾷ ὅπως παλιά τούς Αἰγυ-
πτίους καί τούς Ἀσσυρίους! Ἡ εἰκόνα εἶναι πραγματικά φοβερή, γιατί μαζί
μέ τίς καταστρεπτικές δυνάμεις συνδυάζονται καί οἱ ὑπερφυσικές ἀγγελικές
δυνάμεις. Ὁ ψαλμωδός μας ἔχει καθαρή τήν συνείδησή του ὅτι δέν ἔδωσε
ἀφορμή στούς ἐχθρευόμενους αὐτόν καί ὅμως αὐτοί ζητοῦν μέ πεῖσμα τόν
θάνατό του («δωρεάν ἔκρυψάν μοι διαφοράν παγίδος αὐτῶν», στίχ. 7). Θά
περίμενε κανείς νά ἀκούσει ὅτι τό μίσος τοῦ ψαλμωδοῦ κατά τῶν ἐχθρῶν
του θά ἱκανοποιοῦσε τό δικό του πάθος γιά τήν ἐξόντωσή τους. Ἀλλά ὁ ποι-
ητής μας στήν συνέχεια δέν λέγει αὐτό. Λέγει ὅτι ζητᾶ τήν τιμωρία τους ὄχι
γιατί τούς μισεῖ, ἀλλά γιά νά δικαιωθεῖ ὁ Θεός του. Καί γιά τόν λόγο αὐτό
θά δοκιμάσει χαρά: «Ἡ ψυχή μου (λέγει ὁ ψαλμωδός γιά τήν τιμωρία τῶν
ἐχθρῶν του) ἀγαλλιάσεται ἐπί τῷ Κυρίῳ, τερφθήσεται ἐπί τῷ σωτήριῳ αὐτοῦ»
(στιχ.9). θά χαρεῖ, γιατί φάνηκε ἀπό τά πράγματα ὅτι ὁ Θεός ὑπάρχει καί δέν
εἶναι ἀδιάφορος, ἀλλά ἐπεμβαίνει στήν ἱστορία καί ἐπιβάλλει τήν δικαιοσύνη
του. Θά φανεί ὅτι ὁ Θεός ὑπερασπίζει τούς Ἰδικούς Του, ὅτι σώζει τόν «πτω-
χόν ἐκ χειρός στερεωτέρων αὐτοῦ, καί πτωχόν καί πένητα ἀπό τῶν διαρπα-
ζόντων αὐτόν» (στίχ. 10).
2. Στήν συνέχεια μεταβαίνουμε στό β´ μέρος τοῦ ψαλμοῦ, ὅπου ὁ ψαλ-
μωδός ὁμιλεῖ μέ ζωηρότητα γιά τήν ἀχαριστία τῶν ἀντιπάλων του καί δί-
καια, λοιπόν, ζητάει τήν τιμωρία τους. Ὅπως ψευδομάρτυρες θά μιλήσουν
ψευδῶς κατά τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἔτσι καί κατά τοῦ Δαβίδ,

155
Ψαλμός 34

τοῦ ποιητοῦ τοῦ ψαλμοῦ μας, θά ἐμφανιστοῦν μάρτυρες ἄδικοι, καί θά τοῦ
κάνουν περίεργες ἐρωτήσεις γιά νά τόν περιγελάσουν (στιχ.11). Οἱ πολέ-
μιοί του τοῦ ἀνταπέδοσαν πονηρά ἀντί ἀγαθῶν, σ’ αὐτόν πού διέσωσε τήν
τιμή τῆς πατρίδος τους. Μάλιστα οἱ ἐχθροί τοῦ Δαβίδ ἐπέτυχαν καί νά τόν
χωρίσουν ἀπό τήν σύζυγό του Μελχώλ, ἀπό τόν ἐπιστήθιο φίλο του Ἰωνά-
θαν, ἀπό τούς γηραλέους γονεῖς του, καί ἔτσι τόν ἔκαναν σάν μία δυστυχι-
σμένη μητέρα, ἡ ὁποία χωρίς παιδιά φθίνει καί πεθαίνει («ἀτεκνίαν τῇ ψυχῇ
μου», στίχ. 12). Στήν αἰσχρή αὐτή συμπεριφορά τῶν ἐχθρῶν τοῦ ποιητοῦ
μας, αὐτός νήστευε καί προσευχόνταν ὑπέρ αὐτῶν (στίχ.13)!!! Δέν τούς
ὡφέλησε ὅμως εἰς τίποτε ἡ προσευχή τοῦ ψαλμωδοῦ μας Δαβίδ. Γιατί;
Λόγῳ τῆς πολλῆς τους κακίας καί πωρώσεως δέν ὑπῆρχε καλό ἔδαφος στήν
ψυχή τους νά ἔλθει σ᾽ αὐτήν ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά δέν παραμένει ποτέ
ἀνενέργητη ἡ προσευχή, ὅταν λέγεται ἀπό ἀγαθή καί ταπεινή καρδία, γι’
αὐτό ὁ ποιητής μας ἐδῶ λέγει: «Ἡ προσευχή μου εἰς κόλπον μου ἀποστρα-
φήσεται» (στίχ.14). Δηλαδή: «Τοῦ καλῶς προσευχομένου ἡ προσευχή εἰς
αὐτόν ἀνακάμπτει φέρουσα τά ἀγαθά, ὑπέρ ὧν γέγονε και εἰς κόλπον τοῦ
προσευχομένου ἀποστρέφεται» (Δίδυμος). Ἄς θυμηθοῦμε καί τόν λόγο τοῦ
Κυρίου μας: «Καί ἐὰν μὲν ᾖ ἡ οἰκία ἀξία, ἐλθέτω ἡ εἰρήνη ὑμῶν ἐπ᾿ αὐτήν·
ἐὰν δὲ μὴ ᾖ ἀξία, ἡ εἰρήνη ὑμῶν πρὸς ὑμᾶς ἐπιστραφήτω» (Ματθ. 10,13).
Κατά τά παρακάτω, αὐτοί οἱ ὁποῖοι εὐεργετήθησαν ἀπό τόν Δαβίδ μέ
τόσες πολλές καί μεγάλες εὐεργεσίες, ἔδειξαν σ’ αὐτόν ἀγνώμονα καί σκληρή
πολεμική. Γι’ αὐτό λέγει περί αὐτῶν: «Ἐπείρασάν με, ἐξεμυκτήρισάν με μυ-
κτηρισμῷ, ἔβρυξαν ἐπ’ ἐμέ τούς ὀδόντας αὐτῶν» (στίχ. 16), ὄχι μόνο, ἀλλά
καί εὐφραίνονταν γιά τά παθήματά του: «Καί κατ’ ἐμοῦ εὐφράνθησαν» (στιχ.
15· βλ. καί στίχ 21)! Γιά τήν συμβαίνουσα αὐτή ἀταξία, ὁ ψαλμωδός μας
ἀπευθύνεται πρός τόν Θεό καί τόν παρακαλεῖ νά ἐπιβάλει τήν τάξη καί αὐτός
θά τόν ὑμνήσει εὐγνωμόνως σέ πολυάριθμο λαό (στίχ. 17-18).
3. Ἀπό τό σημεῖο αὐτό ἀρχίζει τό τρίτο μέρος τοῦ Ψαλμοῦ (στίχ. 19-
28), ἁπαλότερο κάπως, στό ὁποῖο ὁ ποιητής παρακαλεῖ γιά τήν παύση τῆς
κακίας. Ὁμιλεῖ μέν πάλι ὁ ποιητής γιά τήν κακία τῶν ἐχθρῶν του (στίχ. 19-
21), ἀλλά παρακαλεῖ νά μήν πραγματοποιηθοῦν τά σχέδια τους (στίχ. 24-
26) καί νά μή χαροῦν οἱ ἐχθροί του γιά τήν καταστροφή του (στίχ. 26),
ἀλλά νά χαροῦν οἱ δίκαιοι πού θά βλέπουν νά ἀναδεικνύεται ἡ δικαιοσύνη
τοῦ Θεοῦ μέ τήν διάσωση τοῦ ποιητοῦ βεβαίως· αὐτός δέ ὁ ποιητής ὑπό-
σχεται ὅτι θά ὑμνεῖ ὅλη τήν ἡμέρα τήν δόξα τοῦ Θεοῦ (στίχ. 28).

156
Ψαλμός 35

ΨΑΛΜΟΣ ΛΕ´ 35

Εἰς τὸ τέλος· τῷ δούλῳ Κυρίου τῷ Δαυΐδ.

ΟΙ ΑΡΝΟΥΜΕΝΟΙ ΤΗΝ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

35,2 Φησὶν ὁ παρά- 35,2 Λέγει ὁ παράνομος μέσα του,


νομος τοῦ ἁμαρτάνειν ὅταν ἁμαρτάνει:
ἐν ἑαυτῷ, οὐκ ἔστι «Δέν ὑπάρχει φόβος Θεοῦ
φόβος Θεοῦ ἀπέναντι ἀπέναντι τῶν ὀφθαλμῶν του (μου)»*
τῶν ὀφθαλμῶν αὐτοῦ· (δηλαδή, «δέν φοβᾶμαι τόν Θεό»).
3 ὅτι ἐδόλωσεν ἐνώ- 3 Γιατί σκέφθηκε δόλια ἐνώπιον Αὐτοῦ
πιον αὐτοῦ τοῦ εὑρεῖν (τοῦ Θεοῦ),
τὴν ἀνομίαν αὐτοῦ καὶ ὅτι (τάχα) δέν μπορεῖ (ὁ Θεός)
μισῆσαι. νά δεῖ τήν ἀνομία του
καί νά τόν τιμωρήσει.
4 Τὰ ῥήματα τοῦ στό- 4 Οἱ λόγοι τοῦ στόματός του
ματος αὐτοῦ ἀνομία καὶ εἶναι ἀνομία καί ἀπάτη,
δόλος, οὐκ ἠβουλήθη δέν θέλει νά νοήσει πῶς νά πράξει τό καλό·
συνιέναι τοῦ ἀγαθῦναι·
5 ἀνομίαν διελογίσατο 5 διαλογίζεται τήν ἀνομία στό κρεββάτι του,
ἐπὶ τῆς κοίτης αὐτοῦ, παραστέκεται σέ κάθε ὁδό ὄχι καλή
παρέστη πάσῃ ὁδῷ οὐκ καί δέν ἀποστρέφεται τήν κακία.
ἀγαθῇ, κακίᾳ δὲ οὐ
προσώχθισε.
6 Κύριε, ἐν τῷ οὐρανῷ 6 Κύριε, μέχρι τόν οὐρανό
τὸ ἔλεός σου, καὶ ἡ ἀ- φτάνει ἡ ἀγάπη Σου,
λήθειά σου ἕως τῶν νε- μέχρι τίς νεφέλες ἡ ἀληθειά Σου·
φελῶν·
7 ἡ δικαιοσύνη σου ὡς 7 ἡ δικαιοσύνη Σου εἶναι
ὄρη Θεοῦ, τὰ κρίματά σάν τά πελώρια βουνά,
σου ὡσεὶ ἄβυσσος πολ- τά κρίματά Σου σάν τήν πολλή τήν ἄβυσσο·
λή· ἀνθρώπους καὶ Ἐσύ, Κύριε, σώζεις καί ἀνθρώπους καί κτήνη.
κτήνη σώσεις, Κύριε.

* Μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι ἐξέπεσαν ἀπό τό κείμενο οἱ λόγοι τοῦ παρανόμου, ἡ δέ πρόταση, «οὐκ
ἔστιν φόβος... τῶν ὀφθαλμῶν αὐτοῦ», ἀποτελεῖ ἁπλῶς κρίση τοῦ ποιητοῦ περί αὐτοῦ. Ἐντεῦθεν ἡ
ἀντωνυμία «αὐτοῦ», ἐνῶ, ἄν ἡ πρόταση εἶναι λόγος τοῦ ἁμαρτωλοῦ, ἡ ἀντωνυμία πρέπει νά εἶναι
«μου».
157
Ψαλμός 35

8 Ὡς ἐπλήθυνας τὸ ἔ- 8 Πόσο μεγάλο, Θεέ μου, εἶναι τό ἔλεός Σου,


λεός σου, ὁ Θεός· οἱ δὲ οἱ υἱοί τῶν ἀνθρώπων
υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων ἐν ἐλπίζουν στήν σκέπη τῶν πτερύγων σου.
σκέπῃ τῶν πτερύγων
σου ἐλπιοῦσι.
9 Μεθυσθήσονται ἀπὸ 9 Θά χορταίνουν ἀπό τόν πλοῦτο
πιότητος οἴκου σου, τοῦ οἴκου Σου
καὶ τὸν χειμάῤῥουν τῆς καί θά τούς ποτίζεις
τρυφῆς σου ποτιεῖς τόν χείμαρρο τῆς χαρᾶς Σου.
αὐτούς·
10 ὅτι παρὰ σοὶ πηγὴ 10 Γιατί σέ Σένα εἶναι ἡ πηγή τῆς ζωῆς,
ζωῆς, ἐν τῷ φωτί σου στό Φῶς Σου θά δοῦμε Φῶς!
ὀψόμεθα φῶς.
11 Παράτεινον τὸ ἔλεός 11Ἔκτεινε τό ἔλεός Σου
σου τοῖς γινώσκουσί σε σ᾽ αὐτούς πού Σέ γνωρίζουν
καὶ τὴν δικαιοσύνην καί τήν δικαιοσύνη Σου
σου τοῖς εὐθέσι τῇ στούς εὐθεῖς τήν καρδιά.
καρδίᾳ.
12 Μὴ ἐλθέτω μοι ποὺς 12 Μήν ἀφήσεις νά ἔλθει ἐναντίον μου
ὑπερηφανίας, καὶ χεὶρ πόδι ἀλαζόνα
ἁμαρτωλοῦ μὴ σαλεύ- καί χέρι ἁμαρτωλοῦ ἄς μή μέ σαλεύσει.
σαι με.
13 Ἐκεῖ ἔπεσον πάντες 13 Ὅσοι ἐργάζονται τήν ἀνομία,
οἱ ἐργαζόμενοι τὴν ἀ- θά πέσουν ἐκεῖ.
νομίαν, ἐξώσθησαν καὶ Πετάχθηκαν καί δέν μποροῦν πιά νά σταθοῦν.
οὐ μὴ δύνωνται στῆναι.

1. Ὁ ψαλμός αὐτός μᾶς παρουσιάζει ἀπό τήν ἀρχή τόν ἁμαρτωλό


ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος ἁμαρτάνει, γιατί ἀπέρριψε ἀπό πάνω του τήν
πίστη του στόν Θεό καί τήν εὐλάβειά του («φόβον») σ᾽ Αὐτόν (στίχ.
2). Καί τοῦ συνέβηκε αὐτό ἐπειδή πίστεψε γιά τόν Θεό ὅτι εἶναι
ἀδιάφορος γιά τίς ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων. Πίστευσε ὅτι δέν τίς βλέ-
πει, δέν τίς τιμωρεῖ (στίχ. 3), καί ἑπομένως – συμπεραίνει ὁ ἁμαρ-
τωλός – ἄς ἁμαρτήσει ἄφοβα.
Τά λόγια ὅμως αὐτά τοῦ ἁμαρτωλοῦ, λέγει ὁ ποιητής τοῦ ψαλμοῦ
μας, εἶναι «δόλια», εἶναι «ἁπατηλά», κατά τό Ἑβραϊκό, ἀλλά τοῦ
κάνουν τήν μεγάλη ζημιά καί νά μή σκέπτεται καί νά μήν πράττει
σωστά («οὐκ ἐβουλήθη συνιέναι τοῦ ἀγαθῦναι», στίχ. 4).

158
Ψαλμός 35

Στόν ψαλμό μας ἐδῶ, ὅπως φαίνεται ἀπό τόν στίχ. αὐτό, ἀλλά καί
ἀπό τούς ἑπομένους στίχ., πρόκειται γιά τό περίφημο θέμα τῆς θεο-
δικίας, τό ὁποῖο ἀπαντᾶ συχνά στήν Παλαιά Διαθήκη. Κατά τό πρό-
βλημα αὐτό οἱ ἄνθρωποι ἀμφισβητοῦν τήν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ,
γιατί ἔβλεπαν ὅτι ὁ ἁμαρτωλός δέν τιμωρεῖται γιά τίς ἁμαρτίες του,
ἀλλά, ἀντίθετα, σάν καί νά εὐλογεῖται, γιατί τόν ἔβλεπαν νά εἶναι
εὐτυχισμένος μέχρι τά τέλη τῆς ζωῆς του.
Κυριευμένος, λοιπόν, ὁ ἁμαρτωλός ἀπό αὐτές τίς κακές σκέψεις
περί τοῦ Θεοῦ ὅλο καί σκέπτεται τήν ἁμαρτία χωρίς φόβο Θεοῦ. Ὁ
ψαλμός μας παρουσιάζει τόν ἁμαρτωλό αὐτό ἀκόμη καί στήν κλίνη
του νά σκέπτεται τίς ἄνομες σκέψεις περί τοῦ Θεοῦ (στίχ. 5). Καί
ἀσφαλῶς, ἀφοῦ ἐπί τῆς κλίνης του σκέπτεται αὐτά, ὅταν ἐγερθεῖ, τά
πράττει στήν καθημερινή του ζωή, γιατί ἀγαπᾶ τήν ἁμαρτία καί δέν
τήν ἀποστρέφεται (στίχ. 5, «τῇ κακίᾳ οὐ προσώχθισεν»).
2. Στήν συνέχεια (στίχ. 6 ἑξ.) ὁ ψαλμωδός ἀποστρέφει τήν σκέψη
του ἀπό τόν κόσμο τῶν ἁμαρτωλῶν καί τίς σκέψεις τους καί στρέ-
φεται πρός τόν Θεό του, στήν δικαιοσύνη καί ἀγάπη τοῦ Ὁποίου πι-
στεύει ἀπόλυτα. Ἀντίθετα, λοιπόν, πρός τόν ἀμφισβητοῦντα τήν
ἀγάπη καί δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ ἁμαρτωλό, ὁ ποιητής μας λέγει ὅτι
ἡ ἀγάπη («τό ἔλεος») Του φθάνει μέχρι τόν οὐρανό («ἐν τῷ
οὐρανῷ») καί ἡ «ἀλήθειά» Του, δηλαδή, ἡ πιστότητά Του «ἕως νε-
φελῶν» (στίχ. 6). Ἡ «δικαιοσύνη» Του, μέ τήν ὁποία κυβερνᾶ τόν
κόσμο, εἶναι τόσο μεγάλη, ὅπως τά θεόρατα βουνά (τά «ὄρη τοῦ
Θεοῦ») καί τά «κρίματά» Του, δηλαδή, ἡ θεία διακυβέρνησή Του,
παραβάλλεται πρός τήν μεγάλη καί πολλή ἄβυσσο, ἡ ὁποία παντα-
χόθεν περιβάλλει τήν γῆ (Σ. Σειρ. 24,29). Ἡ παρομοίωση αὐτή,
πέραν ἀπό τήν ἔννοια ὅτι, ὅπως ἡ ἄβυσσος περιβάλλει τήν γῆ, ἔτσι
καί ἡ θεία διακυβέρνηση καλύπτει ὅλη τήν γῆ, ὅλη τήν ἱστορία, ἔχει
καί μιά ἄλλη βαθύτερη ἔννοια: Ὅπως ἡ ἄβυσσος εἶναι ἀμέτρητη καί
δέν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά τήν περιλάβει, ἔτσι καί τήν διακυβέρνηση
τοῦ Θεοῦ δέν μπορεῖ νά τήν νοήσει ὁ ἄνθρωπος. Ἡ ἑρμηνεία αὐτή
εἶναι τῶν ἁγίων Πατέρων (βλ. Μ. Ἀθανασίου Μ. 27,176). Κατ᾽
αὐτήν τήν ἑρμηνεία ὁ ποιητής μας ἀναφέρεται στό πρόβλημα τῆς
θεοδικίας, κατά τό ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά συμβιβάσει τήν
εὐτυχία τῶν ἀσεβῶν πρός τήν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ. Οἱ δυσπι-
στοῦντες δέν μπορεῖ νά νοήσουν τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί πρός τόν
ἁμαρτωλό ἀκόμη καί ποῦ ἀποβλέπει αὐτή. Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, λέγει
στήν συνέχεια ὁ ποιητής μας, βοηθάει ὅλους, ὄχι μόνο τούς ἀνθρώ-
πους, ἀλλά καί τά ζῶα! «Ἀνθρώπους καί κτήνη σώσεις, Κύριε» (στίχ.

159
Ψαλμός 36

7)! Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶναι πολύ μεγάλη. Καί ὅλοι καταφεύγουν
σέ ἕνα τοιοῦτον ἀγαπῶντα Θεό γιά νά βροῦν καταφύγιο ὑπό τήν
σκέπη τῶν πτερύγων Του (στίχ. 8). Καί ἀφοῦ ὁ Θεός ἔχει τόση
ἀγάπη ὅλοι τρέφονται ἀπ᾽ Αὐτόν μέ ὅλα τά ἀγαθά καί ὅλοι ποτίζον-
ται ἀπ᾽ Αὐτόν (στίχ. 9).
3. Ὁ ποιητής τοῦ ψαλμοῦ μας πιστεύει πολύ δυνατά στόν Θεό,
ζεῖ τόν Θεό. Γεύεται τόν Θεό καί ὅ,τι λέγει περί Αὐτοῦ εἶναι βιωμα-
τικό. Ἔτσι, λοιπόν, λέγει γιά τόν Θεό τώρα τόν ὑπέροχο αὐτό λόγο:
«Ὅτι παρά σοί πηγή ζωῆς, ἐν τῷ φωτί σου ὀψόμεθα φῶς» (στίχ. 10)!
Ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἡ «πηγή τῆς ζωῆς» σημαίνει ὅτι Αὐτός εἶναι καί ὁ
δημιουργός τῆς ζωῆς καί ὁ συντηρῶν τήν ζωή. Ἀλλά ὁ ποιητής μας
ἐννοεῖ τήν «ζωή» μέ τό βαθύτερο νόημά της, ὡς ἐπικοινωνία τοῦ
ἀνθρώπου μέ τόν Θεό. Καί αὐτό πραγματικά λέγεται καί εἶναι
«ζωή», ζωή μέ νόημα καί περιεχόμενο. Γι᾽ αὐτό καί λέγει στήν συνέ-
χεια ὁ ποιητής μας ὅτι μόνο στό φῶς τοῦ Θεοῦ («ἐν τῷ φωτί σου»),
μόνο, δηλαδή, στήν ἐπικοινωνία μας μέ τόν Θεό εἶναι δυνατόν νά
δοῦμε φῶς («ὀψόμεθα φῶς»), νά ζήσουμε τήν πραγματική ζωή καί
ὄχι τόν ζωώδη βίο, πού ζοῦν καί τά ζῶα.
Περί τό τέλος ὁ ποιητής φοβεῖται τήν κακοποιό δύναμη τῶν
κακῶν καί ὑπερηφάνων ἀνθρώπων, αὐτῶν, δηλαδή, περί τῶν ὁποίων
εἶπε ἀπό τήν ἀρχή ὅτι ἀπέρριπταν τόν Θεό, γιατί Τόν θεωροῦσαν
ἄδικο, καί εὔχεται στόν Θεό νά τόν διαφυλάξει ἀπ᾽ αὐτούς. Νά μή
τολμήσουν ποτέ νά τόν ἐγγίσουν («μή ἐλθέτω μοι ποῦς ὑπερηφα-
νείας») καί νά τόν καταρρίψουν («καί χείρ ἁμαρτωλοῦ μή σαλεύσαι
με», στίχ. 12). Ἀλλά καί ἄν οἱ ἀσεβεῖς αὐτοί τολμήσουν κάτι τέτοιο,
αὐτοί εἶναι πού θά ζημιωθοῦν καί θά πέσουν, χωρίς νά δύνανται νά
ἐγερθοῦν, γιατί αὐτοί εἶναι οἱ ἄνομοι (στίχ. 13).

ΨΑΛΜΟΣ ΛΣΤ´ 36

Τῷ Δαυὶδ.

ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΘΕΟΔΙΚΙΑΣ

36,1 Μὴ παραζήλου 36,1 Μήν ἐπιθυμεῖς τήν εὐτυχία


ἐν πονηρευομένοις μη- τῶν πονηρευομένων
δὲ ζήλου τοὺς ποιοῦν- οὔτε νά ζηλεύεις
τας τὴν ἀνομίαν· αὐτούς πού πράττουν τήν ἀνομία,

160
Ψαλμός 36

2 ὅτι ὡσεὶ χόρτος ταχὺ 2 γιατί σάν τό χορτάρι γρήγορα θά ξηραθοῦν


ἀποξηρανθήσονται καὶ (= θά χαθοῦν τά πλούτη τους)
ὡσεὶ λάχανα χλόης καί σάν τά χλωρά φυτά γρήγορα θά μαραθοῦν.
ταχὺ ἀποπεσοῦνται.
3 Ἔλπισον ἐπὶ Κύριον 3 Ἔλπιζε στόν Κύριο καί κάνε τό καλό,
καὶ ποίει χρηστότητα κατοίκησε στήν γῆ (πού σοῦ ἔδωσε ὁ Θεός),
καὶ κατασκήνου τὴν καί θά τρέφεσαι ἀπό τόν πλοῦτο της.
γῆν, καὶ ποιμανθήσῃ
ἐπὶ τῷ πλούτῳ αὐτῆς.
4 Κατατρύφησον τοῦ 4 Ζήτα τόν γλυκασμό τοῦ Κυρίου
Κυρίου, καὶ δώσει σοι καί θά σοῦ δώσει
τὰ αἰτήματα τῆς καρ- τά αἰτήματα τῆς καρδιᾶς σου.
δίας σου.
5 Ἀποκάλυψον πρὸς 5 Ρίψε στόν Κύριο τήν μέριμνά σου*
Κύριον τὴν ὁδόν σου καί ἔλπισε σ᾽ Αὐτόν
καὶ ἔλπισον ἐπ᾿ αὐτόν, καί Αὐτός θά κάνει (αὐτό πού ζητᾶς)·
καὶ αὐτὸς ποιήσει
6 καὶ ἐξοίσει ὡς φῶς 6 θά φανερώσει τήν ἀθωότητά σου σάν φῶς
τὴν δικαιοσύνην σου καί τό δίκαιό σου
καὶ τὸ κρῖμά σου ὡς με- σάν τόν ἥλιο τῆς μεσημβρίας.
σημβρίαν.
7 Ὑποτάγηθι τῷ Κυρίῳ 7 Ὑποτάξου στόν Κύριο καί ἱκέτευσέ Τον·
καὶ ἱκέτευσον αὐτόν· μήν ἀπορεῖς γι᾽ αὐτόν
μὴ παραζήλου ἐν τῷ πού εὐτυχεῖ στήν ζωή του,
κατευοδουμένῳ ἐν τῇ ἐνῶ πράττει τήν ἁμαρτία.
ὁδῷ αὐτοῦ ἐν ἀνθρώπῳ
ποιοῦντι παρανομίαν.
8 Παῦσαι ἀπὸ ὀργῆς 8 Παῦσε τήν ὀργή καί ἄφησε τόν θυμό,
καὶ ἐγκατάλιπε θυμόν, μήν σκανδαλίζεσαι
μὴ παραζήλου ὥστε (γιά τήν εὐτυχία τῶν ἀσεβῶν),
πονηρεύεσθαι· ὥστε νά ἁμαρτάνεις·
9 ὅτι οἱ πονηρευόμενοι 9 γιατί (ὅλοι) οἱ πράττοντες τό κακό,
ἐξολοθρευθήσονται, οἱ θά ἐξολοθρευθοῦν·
δὲ ὑπομένοντες τὸν ὅσοι δέ ἐλπίζουν στόν Κύριο,
Κύριον αὐτοὶ κληρο- αὐτοί θά κληρονομήσουν τήν γῆ
νομήσουσι γῆν. (τῆς Παλαιστίνης).
10 Καὶ ἔτι ὀλίγον καὶ 10 Λίγο ἀκόμα καί δέν θά ὑπάρχει

* Ἔτσι, ὅπως τό λέγει καλύτερα τό Ἑβρ.


161
Ψαλμός 36

οὐ μὴ ὑπάρξῃ ὁ ἁμαρ- ὁ ἁμαρτωλός,


τωλός, καὶ ζητήσεις θά ἀναζητᾶς τόν τόπο του
τὸν τόπον αὐτοῦ, καὶ καί δέν θά τόν βρίσκεις·
οὐ μὴ εὕρῃς·
11 οἱ δὲ πραεῖς κληρο- 11 οἱ εὐσεβεῖς ὅμως θά κληρονομήσουν τήν γῆ
νομήσουσι γῆν καὶ κα- καί θά ἐντρυφοῦν σέ ἀπέραντη εἰρήνη.
τατρυφήσουσιν ἐπὶ
πλήθει εἰρήνης.
12 παρατηρήσεται ὁ 12 Ὁ ἁμαρτωλός παρακολουθεῖ
ἁμαρτωλὸς τὸν δίκαιον ἐπίμονα τόν δίκαιο
καὶ βρύξει ἐπ᾿ αὐτὸν καί τρίζει ἐναντίον του τά δόντια·
τοὺς ὀδόντας αὐτοῦ·
13 ὁ δὲ Κύριος ἐκγελά- 13 ὁ Κύριος ὅμως θά τόν περιγελάσει,
σεται αὐτόν, ὅτι προ- γιατί προβλέπει ὅτι θά ἔλθει ἡ ἡμέρα του
βλέπει ὅτι ἥξει ἡ ἡμέρα (τῆς τιμωρίας του ἡ ἡμέρα).
αὐτοῦ.
14 Ρομφαίαν ἐσπάσαν- 14 Οἱ ἁμαρτωλοί ἔσυραν ρομφαία
το οἱ ἁμαρτωλοί, ἐνέ- τέντωσαν τό τόξο τους,
τειναν τόξον αὐτῶν τοῦ γιά νά καταρρίψουν τόν πτωχό καί πένητα,
καταβαλεῖν πτωχὸν καὶ γιά νά σφάξουν τούς εὐθεῖς στήν καρδιά.
πένητα, τοῦ σφάξαι
τοὺς εὐθεῖς τῇ καρδίᾳ·
15 ἡ ρομφαία αὐτῶν 15 Ἄς μπεῖ στήν δική τους καρδιά
εἰσέλθοι εἰς τὰς καρ- ἡ ρομφαία τους
δίας αὐτῶν καὶ τὰ τόξα καί ἄς συντριβοῦν τά τόξα τους.
αὐτῶν συντριβείη.
16 Κρεῖσσον ὀλίγον τῷ 16 Καλύτερα τά λίγα τοῦ δικαίου,
δικαίῳ ὑπὲρ πλοῦτον παρά τά πολλά πλούτη τῶν ἁμαρτωλῶν·
ἁμαρτωλῶν πολύν·
17 ὅτι βραχίονες ἁμαρ- 17 γιατί οἱ δυνάμεις τῶν ἁμαρτωλῶν
τωλῶν συντριβήσονται, θά συντριβοῦν,
ὑποστηρίζει δὲ δικαί- ἀλλά ὁ Κύριος ὑποστηρίζει τούς δικαίους.
ους ὁ Κύριος.
18 Γινώσκει Κύριος 18 Ὁ Κύριος γνωρίζει τήν ζωή τῶν ἁγίων
τὰς ὁδοὺς τῶν ἀμώ- καί ἡ κληρονομία τους θά εἶναι αἰώνια·
μων, καὶ ἡ κληρονομία
αὐτῶν εἰς τὸν αἰῶνα
ἔσται·
19 οὐ καταισχυνθήσον- 19 δέν θά καταισχυνθοῦν σέ δύσκολο καιρό

162
Ψαλμός 36

ται ἐν καιρῷ πονηρῷ καί στόν καιρό τῆς πείνας θά χορτάσουν.


καὶ ἐν ἡμέραις λιμοῦ
χορτασθήσονται.
20 Ὅτι οἱ ἁμαρτωλοὶ 20 Ἀλλά οἱ ἁμαρτωλοί θά καταστραφοῦν
ἀπολοῦνται, οἱ δὲ ἐ- καί οἱ ἐχθροί τοῦ Κυρίου,
χθροὶ τοῦ Κυρίου ἅμα ὅταν θά δοξασθοῦν καί θά ὑψωθοῦν,
τῷ δοξασθῆναι αὐτοὺς σάν τόν καπνό (ἔπειτα)
καὶ ὑψωθῆναι ἐκλεί- θά ἀφανιστοῦν μακρυά.
ποντες ὡσεὶ καπνὸς
ἐξέλιπον.
21 Δανείζεται ὁ ἁμαρ- 21 Ὁ ἁμαρτωλός δανείζεται
τωλὸς καὶ οὐκ ἀπο- καί δέν μπορεῖ νά ἐπιστρέψει
τίσει, ὁ δὲ δίκαιος (τά δανεισθέντα),
οἰκτείρει καὶ δίδωσιν· ἀλλά ὁ δίκαιος εἶναι εὐσπλαγχνικός καί δίνει.
22 ὅτι οἱ εὐλογοῦντες 22 Ὅσοι τόν εὐλογοῦν
αὐτὸν κληρονομήσουσι θά κληρονομήσουν τήν γῆ,
γῆν, οἱ δὲ καταρώμενοι ὅσοι ὅμως τόν καταρῶνται θά ἐξολοθρευθοῦν.
αὐτὸν ἐξολοθρευθή-
σονται.
23 Παρὰ Κυρίου τὰ 23 Τά διαβήματα τοῦ ἀνθρώπου
διαβήματα ἀνθρώπου κατευθύνονται ἀπό τόν Κύριο
κατευθύνεται, καὶ τὴν καί αὐτός (ὁ ἄνθρωπος) θά ἐπιθυμεῖ
ὁδὸν αὐτοῦ θελήσει τήν ὁδό Του (τοῦ Κυρίου).
σφόδρα·
24 ὅταν πέσῃ, οὐ κα- 24 Ὅταν πέσει, δέν θά συντριβεῖ,
ταῤῥαχθήσεται, ὅτι γιατί ὁ Κύριος τόν ὑποστηρίζει
Κύριος ἀντιστηρίζει μέ τό Χέρι Του.
χεῖρα αὐτοῦ.
25 Νεώτερος ἐγενόμην 25 Νέος ἤμουνα καί τώρα γήρασα
καὶ γὰρ ἐγήρασα καὶ καί δέν εἶδα (ποτέ) τόν δίκαιο
οὐκ εἶδον δίκαιον ἐγκα- νά ἐγκαταλείπεται,
ταλελειμμένον, οὐδὲ τὸ οὔτε τούς ἀπογόνους του νά ζητοῦν ψωμί·
σπέρμα αὐτοῦ ζητοῦν
ἄρτους·
26 ὅλην τὴν ἡμέραν 26 ὅλη τήν ἡμέρα ἐλεεῖ καί δανείζει ὁ δίκαιος
ἐλεεῖ καὶ δανείζει ὁ δί- καί θά εἶναι εὐλογημένοι οἱ ἀπόγονοί του.
καιος, καὶ τὸ σπέρμα
αὐτοῦ εἰς εὐλογίαν ἔ-
σται.

163
Ψαλμός 36

27 Ἔκκλινον ἀπὸ κα- 27 Ἀπόκλινε ἀπό τό κακό καί κάνε τό καλό


κοῦ καὶ ποίησον ἀ- καί θά ἔχεις γιά πάντα κατοικία·
γαθὸν καὶ κατασκήνου
εἰς αἰῶνα αἰῶνος·
28 ὅτι Κύριος ἀγαπᾷ 28 γιατί ὁ Κύριος ἀγαπᾶ τήν δίκαιη κρίση
κρίσιν καὶ οὐκ ἐγκατα- καί δέν θά ἐγκαταλείψει τούς ἁγίους Του·
λείψει τοὺς ὁσίους αὐ- θά φυλαχθοῦν γιά πάντα.
τοῦ, εἰς τὸν αἰῶνα Οἱ ἄνομοι ὅμως θά ἐκδιωχθοῦν
φυλαχθήσονται· ἄνομοι καί τό σπέρμα τῶν ἀσεβῶν θά ἐξολοθρευθεῖ.
δὲ ἐκδιωχθήσονται, καὶ
σπέρμα ἀσεβῶν ἐξολο-
θρευθήσεται.
29 Δίκαιοι δὲ κληρο- 29 Ἀλλά οἱ δίκαιοι θά κληρονομήσουν τήν γῆ
νομήσουσι γῆν καὶ κα- καί θά κατοικήσουν σ᾽ αὐτήν αἰνώνια.
τασκηνώσουσιν εἰς
αἰῶνα αἰῶνος ἐπ᾿ αὐ-
τῆς.
30 Στόμα δικαίου με- 30 Τό στόμα τοῦ δικαίου θά μελετήσει σοφία
λετήσει σοφίαν, καὶ ἡ καί ἡ γλώσσα του θά λαλήσει (ὀρθή) κρίση.
γλῶσσα αὐτοῦ λαλήσει
κρίσιν.
31 Ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ 31 Ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ του
αὐτοῦ ἐν καρδίᾳ αὐ- θά εἶναι στήν καρδιά του
τοῦ, καὶ οὐχ ὑποσκε- καί τά βήματά του δέν θά παραπατήσουν.
λισθήσεται τὰ διαβή-
ματα αὐτοῦ.
32 Κατανοεῖ ὁ ἁμαρ- 32 Ὁ ἁμαρτωλός παρακολουθεῖ
τωλὸς τὸν δίκαιον καὶ ἐπίμονα τόν δίκαιο
ζητεῖ τοῦ θανατῶσαι καί ἐπιδιώκει νά τόν θανατώσει.
αὐτόν,
33 ὁ δὲ Κύριος οὐ μὴ 33 Ἀλλά ὁ Κύριος
ἐγκαταλίπῃ αὐτὸν εἰς δέν θά ἐγκαταλείψει αὐτόν (τόν δίκαιο)
τὰς χεῖρας αὐτοῦ, οὐδὲ στά χέρια του (τοῦ ἁμαρτωλοῦ)
μὴ καταδικάσηται αὐ- οὔτε θά τόν καταδικάσει,
τόν, ὅταν κρίνηται ὅταν τόν κρίνει.
αὐτῷ.
34 Ὑπόμεινον τὸν Κύ- 34 Ὑπόμεινε τόν Κύριο
ριον καὶ φύλαξον τὴν καί φύλαξε τόν νόμο Του
ὁδὸν αὐτοῦ, καὶ ὑψώ- καί Αὐτός θά σέ δοξάσει

164
Ψαλμός 36

σει σε τοῦ κατακληρο- μέ τό νά κληρονομήσεις τήν γῆ,


νομῆσαι γῆν· ἐν τῷ ἐνῶ θά βλέπεις
ἐξολοθρεύεσθαι ἁμαρ- νά ἐξολοθρεύονται οἱ ἁμαρτωλοί.
τωλοὺς ὄψει.
35 Εἶδον τὸν ἀσεβῆ 35 Εἶδα τόν ἀσεβῆ νά ὑπερυψώνεται
ὑπερυψούμενον καὶ ἐ- καί νά ἐπαίρεται σάν τίς κέδρους τοῦ Λιβάνου·
παιρόμενον ὡς τὰς κέ-
δρους τοῦ Λιβάνου·
36 καὶ παρῆλθον, καὶ 36 ἀλλά καί πάλι πέρασα
ἰδοὺ οὐκ ἦν, καὶ ἐζή- καί εἶδα ὅτι δέν ὑπῆρχε·
τησα αὐτόν, καὶ οὐχ τόν ζήτησα καί δέν βρέθηκε
εὑρέθη ὁ τόπος αὐτοῦ. (οὔτε) ὁ τόπος του.
37 Φύλασσε ἀκακίαν 37 Νά εἶσαι ἄκακος καί εὐθύς,
καὶ ἴδε εὐθύτητα, ὅτι γιατί στόν εἰρηνικό ἄνθρωπο
ἐστὶν ἐγκατάλειμμα κληροδοτοῦνται ἀγαθά·
ἀνθρώπῳ εἰρηνικῷ·
38 οἱ δὲ παράνομοι ἐξο- 38 οἱ παράνομοι ὅμως θά καταστραφοῦν
λοθρευθήσονται ἐπὶ τὸ τελείως ὅλοι μαζί
αὐτό, τὰ ἐγκαταλείμ- (καί) ὅσα ἀγαθά ἄφησαν οἱ ἀσεβεῖς,
ματα τῶν ἀσεβῶν ἐξο- θά καταστραφοῦν (καί αὐτά) τελείως.
λοθρευθήσονται.
39 Σωτηρία δὲ τῶν δι- 39 Ἡ σωτηρία τῶν δικαίων
καίων παρὰ Κυρίου, εἶναι ἀπό τόν Κύριο
καὶ ὑπερασπιστὴς αὐ- καί Αὐτός εἶναι ὑπερασπιστής τους
τῶν ἐστιν ἐν καιρῷ στόν καιρό τῆς θλίψεως.
θλίψεως,
40 καὶ βοηθήσει αὐτοῖς 40 Καί θά τούς βοηθήσει ὁ Κύριος
Κύριος καὶ ῥύσεται καί θά τούς λυτρώσει
αὐτοὺς καὶ ἐξελεῖται καί θά τούς ἐλευθερώσει
αὐτοὺς ἐξ ἁμαρτωλῶν ἀπό τούς ἁμαρτωλούς
καὶ σώσει αὐτούς, ὅτι καί θά τούς σώσει,
ἤλπισαν ἐπ᾿ αὐτόν. γιατί ἤλπισαν σ᾽ Αὐτόν.

1. Καί ὁ ψαλμός αὐτός ἀσχολεῖται μέ τό περιλάλητο πρόβλημα τῆς θε-


οδικίας, μέ τό ὁποῖο ἀσχολοῦνται καί ἄλλοι ψαλμοί καί στό ὁποῖο ἀναφέ-
ρονται καί πολλά χωρία τῆς Π.Δ. Ἀλλά καί ὁλόκληρο τό βιβλίο τῆς Π.Δ.,
τό βιβλίο τοῦ Ἰώβ, ἀσχολεῖται μέ τό θέμα αὐτό.
«Θεοδικία», ὅπως εἶναι γνωστό, σημαίνει τό κατά πόσον ὁ Θεός εἶναι
δίκαιος, ἀφοῦ βλέπουμε τό φαινόμενο οἱ ἀσεβεῖς νά εὐτυχοῦν καί οἱ εὐσε-
165
Ψαλμός 36

βεῖς νά δυστυχοῦν. Λόγω τοῦ προβλήματος αὐτοῦ πολλοί ἤ μερικοί τῶν


εὐσεβῶν ἐκλονίζοντο στήν πίστη καί ἐμακάριζαν τούς ἁμαρτωλούς, ἐπειδή
αὐτοί εὐτυχοῦν. Ὁ ψαλμός μας δίδει μία μερική, ἀλλά οὐσιαστική λύση
στό θέμα τῆς θεοδικίας: Ὅτι, (α) ὁ δίκαιος πρέπει νά ὑπομένει τήν κρίση
πού ὑφίσταται καί θά δεῖ στήν συνέχεια λάμπουσα τήν δικαιοσύνη τοῦ
Θεοῦ, ἀλλά καί (β) ὁ εὐσεβής τήν οὐσιαστική του εὐτυχία πρέπει νά τήν
ζητᾶ στήν ἐπικοινωνία του μέ τόν Θεό.
2. Λέγει, λοιπόν, ὁ ψαλμωδός μας στρεφόμενος πρός τόν εὐσεβῆ, νά
μήν ἀπορεῖ γιά τήν εὐτυχία τῶν πονηρευομένων (στίχ. 1), γιατί αὐτή εἶναι
προσωρινή καί πρόχειρη. Εἶναι σάν τό χορτάρι πού ξηραίνεται γρήγορα
καί σάν τά βοτάνια πού μαραίνονται ἀμέσως (στίχ. 2). Ὁ εὐσεβής δέν πρέ-
πει νά χάνει ποτέ τήν ἐλπίδα του στόν Κύριο τόν Θεό του («ἔλπισον ἐπί
Κύριον») καί νά ἐξακολουθεῖ νά ποιεῖ ἀδιάκοπα τό θέλημα τοῦ Κυρίου
(«ποίει χρηστότητα») καί θά δεῖ ἀπό τά πράγματα ὅτι δέν θά τοῦ λείψει τί-
ποτε, ἀλλά θά κατοικεῖ ἀδιατάραχα στήν χώρα πού τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός καί
θά τρέφεται ἀπό τά ἀγαθά της (στίχ. 3). Τήν εὐτυχία του ὁ εὐσεβής πρέπει
νά ζητᾶ στήν συνεχῆ κοινωνία μέ τόν Κύριο τόν Θεό του καί ἡ ἐπικοινωνία
αὐτή εἶναι γλυκασμός, εἶναι «τρυφή». Γι᾽ αὐτό καί ὁ ψαλμωδός μᾶς λέγει:
«Κατατρύφησον τοῦ Κυρίου καί δώσει σοι τά αἰτήματα τῆς καρδίας σου»
(στίχ. 4)! Ὁ λόγος αὐτός τοῦ ψαλμωδοῦ μας εἶναι ὑπέροχος καί ταυτίζεται
καί μέ ἄλλους ψαλμωδούς, οἱ ὁποῖοι τήν στενή κοινωνία μέ τόν Θεό θεω-
ροῦν ὡς ὑψίστη εὐτυχία καί ἐπανάπαυση τοῦ ἀνθρώπου (βλ. λόγου χάριν
Ψαλμ. 4. 62).
3. Στήν βάση αὐτή ἱστάμενος ὁ ποιητής μας ἐπαυξάνει τόν λόγο του,
λέγοντας ἀναλυτικότερα τί πρέπει νά κάνει ὁ εὐσεβής γιά νά εὐαρεστήσει
τόν Θεό, γιά νά δεῖ, ὅπως τοῦ εἶπε, τήν δικαίωσή Του καί νά γεύεται τόν
γλυκασμό Του (τό «κατατρύφησον» τοῦ στίχ. 4).
Κατά πρῶτον λέγει ὅτι ὁ εὐσεβής πρέπει νά «ἀποκαλύψει στόν Κύριο
τήν ὁδό του καί νά ἐλπίζει σ᾽ Αὐτόν καί Αὐτός, ὡς Θεός, θά πράξει αὐτό
πού πρέπει» (στίχ. 5). «Νά ἀποκαλύψει», δηλαδή, νά φανερώσει. Ἀλλά κα-
λύτερη ἐδῶ εἶναι ἡ ἀνάγνωση τοῦ Ἑβραϊκοῦ κειμένου, τό ὁποῖο, λέγει νά
«ἐπιρρίψει» ὁ εὐσεβής τήν «ὁδόν» του, δηλαδή τήν μέριμνά του, τά προ-
βλήματά του, νά τά παραθέσει, νά τά πεῖ στόν Κύριο. Εἶναι αὐτό ἀκριβῶς
πού μᾶς λέγει καί ὁ ἀπόστολος Πέτρος, «πᾶσαν τήν μέριμναν ὐμῶν ἐπιρρί-
ψαντες ἐπ᾽ αὐτόν» (Α´ Πέτρ. 5,7). Καί ἄν ἐπιρρίπτουμε, ἄν ἀκουμπᾶμε τά
προβλήματά μας στόν Θεό, ἄν ἐλπίζουμε σ᾽ Αὐτόν («ἔλπισον ἐπ᾽ αὐτόν»),
«αὐτός ποιήσει», μᾶς λέγει ὁ ψαλμωδός (στίχ. 5). Δηλαδή, ὅπως ἑρμηνεύει
ὁ Ζιγαβηνός, ὁ Θεός θά μᾶς δώσει «ἅ ἐλπίζομεν, ἅ αἰτοῦμεν, ἅ συμφέρει
ἡμῖν»! Σ᾽ αὐτόν πού ἐλπίζει στόν Κύριο ὁ ποιητής μας βεβαιώνει ὅτι «ἐξοί-

166
Ψαλμός 36

σει ὡς φῶς τήν δικαιοσύνη του καί τό κρίμα του ὡς μεσημβρία» (στίχ 6).
Δηλαδή: Τό παραγνωριζόμενο μέχρι τώρα δίκαιό του θά λάμψει σάν φῶς,
σάν μέρα μεσημέρι! Στήν συνέχεια ὁ ποιητής μας, συμβουλεύων τόν
εὐσεβῆ, τοῦ λέγει, ὅ,τι βέβαια καί ἄν συμβεῖ, νά ὑποτάσσεται στόν Κύριο,
καί νά προσεύχεται: «Ὑποτάγηθι τῷ Κυρίῳ καί ἱκέτευσον αὐτόν» (στίχ. 7)!
Ἀντί τοῦ «ὑποτάγηθι» τό Ἑβρ. ἔχει «σιώπησε», «σίγησε». Ὁ ψαλμωδός
μας, δηλαδή, συνιστᾶ στόν δοκιμαζόμενο εὐσεβῆ νά μή γογγύζει («μή πα-
ραζήλου», στίχ. 7· βλ. καί στίχ. 1) γιά τό πρόβλημα πού δημιουργεῖ ἡ κρίση
τῆς θεοδικίας, ἀλλά νά σιωπᾶ καί νά προσεύχεται. Πολύ ὡραῖα αὐτά τά
δύο! Εἶναι μία πολύ ὡραία ἀντιμετώπιση τοῦ πόνου καί τῶν δυσκόλων
προβλημάτων μας. Ἀλλά, γιά νά εἰσακουσθεῖ ἡ προσευχή, πρέπει ἡ ψυχή
νά εἶναι βέβαια ἥρεμη. Γι᾽ αὐτό καί λέγει συμπληρωματικά ὁ ποιητής μας
στόν κλονιζόμενο εὐσεβῆ: «Παῦσε ἀπό ὀργῆς καί ἐγκατάλιπε θυμόν» (στίχ.
8)! Ὅλοι δέ, καί μάλιστα οἱ εὐσεβεῖς, πρέπει νά γνωρίζουν τήν γενική ἀρχή,
ὅτι, ὅπως καί ἄν συμβοῦν τά πράγματα, «οἱ πονηρευόμενοι ἐξολοθρευθή-
σονται, οἱ δέ ὑπομένοντες τόν Κύριον αὐτοί κληρονομήσουσι γῆν» (στίχ. 9)!
Γιατί, λοιπόν, νά κλονίζονται οἱ εὐσεβεῖς, ἀφοῦ ἡ ἴδια ἡ ἱστορία καί ἡ ἴδια
ἡ ζωή ἀποδεικνύει ὅτι ὁπωσδήποτε τιμωρεῖται ὁ ἁμαρτωλός, ὁ δέ δίκαιος
πάντοτε δικαιώνεται;
4. Τό ὑπόλοιπο μέρος τοῦ ψαλμοῦ εἶναι διαπλάτυνση τῶν ἰδίων θέσεων
καί ὅπως φαίνεται ὁ ποιητής μας ὁμιλεῖ σ᾽ αὐτό καί ἀπό τήν προσωπική
του πείρα. Λέγει, λοιπόν, στήν συνέχεια ὁ ποιητής μας ὅτι οἱ ἁμαρτωλοί
καί ἐχθροί τοῦ Θεοῦ μόλις φαίνεται ὅτι δοξάζονται καί ὑψώνονται, θά χα-
θοῦν καί θά ἐξαφανιστοῦν σάν τόν καπνό (στίχ. 20). Ἀκόμη καί ὁ τόπος
πού στάθηκαν θά ἐξαφανιστεῖ καί αὐτός (στίχ. 10). Καί πάλιν ὁ ποιητής
λέγει παραστατικά, ἀπό ὅσα ἐνθυμεῖται ἀπό τήν ζωή του, ὅτι πραγματικά
εἶδε κάποτε καί αὐτός ἀσεβῆ νά ὑψώνεται καί νά δοξάζεται σάν «τάς κέ-
δρους τοῦ Λιβάνου» (!). Ἀλλά λέγει στήν συνέχεια, «πάλι πέρασα καί δέν
ἦταν ἐκεῖ· τόν ἀναζήτησα καί δέν βρέθηκε οὔτε ὁ τόπος του» (στίχ. 36)!
Ἀντίθετα ἡ ζωή τοῦ δικαίου εἶναι ὑπό τήν προστασία τοῦ Κυρίου καί ἡ
εὐτυχία του θά εἶναι σταθερή καί μόνιμη, γιατί «γινώσκει Κύριος τάς ὁδούς
τῶν ἀμώμων καί ἡ κληρονομία αὐτῶν εἰς αἰῶνα ἔσται» (στίχ. 18). Τό «γι-
νώσκει Κύριος» τούς ἀμώμους σημαίνει ὅτι οἱ δίκαιοι εἶναι ὑπό τήν μέρι-
μνα καί τήν φροντίδα τοῦ Κυρίου.
Εἶναι ἀλήθεια καί φαίνεται αὐτό στήν ζωή ὅτι ὁ δίκαιος ἀντιμετωπίζει
κτυπήματα καί δυσκολίες πού τόν κάνουν νά ταράσσεται ἀκόμη καί νά
«πέφτει». Ἀλλά καί ὅταν πέσει, δέν πέφτει γιά νά συντριβεῖ, γιατί ἔχει
κοντά του, πάνω του, τήν κραταιά χεῖρα τοῦ Κυρίου, πού θά τόν σηκώσει
ἤ πού τόν «στηρίζει» γιά νά μήν πέσει κἄν. Λέγει, λοιπόν, ὁ ποιητής μας

167
Ψαλμός 37

γιά τόν δίκαιο: «Ὅταν πέσῃ, οὐ καταρραθήσεται, ὅτι Κύριος ἀντιστηρίζει


χεῖρα αὐτοῦ» (στίχ. 24)!
5. Εἶναι ἀλήθεια, ὅπως καί τό βλέπουμε, ὅτι οἱ ἀσεβεῖς μισοῦν τούς
εὐσεβεῖς, τά τέκνα τοῦ Θεοῦ, «τρίζουν» τά δόντια τους ἐναντίον τους, ὅπως
τό λέγει ἐδῶ παραστατικά ὁ ψαλμός μας. Ἀκόμη, ὅπως τό λέγει πάλι ὁ ψαλ-
μός μας, οἱ ἀσεβεῖς ἀνασύρουν καί μαχαίρι, «τοῦ σφάξαι τούς εὐθεῖς τῇ καρ-
δίᾳ» (στίχ. 12-14)!... Ἀλλά δέν πρόκειται νά πετύχουν τίποτε ἐναντίον τους,
γιατί τά σχέδια τῶν κακῶν τά ἐποπτεύει ὁ Κύριος καί τά περιπαίζει («ἐκγε-
λάσεται», στίχ. 13) καί ἔχει ἑτοιμάσει γι᾽ αὐτούς τήν «ἡμέρα» (στίχ. 13),
κατά τήν ὁποία θά ὑποστοῦν οἱ ἴδιοι αὐτά πού σχεδίαζαν κατά τῶν εὐσεβῶν
(στίχ. 15).
Τελικά, λέγει ὡραῖα ὁ ψαλμωδός μας, ὁ δίκαιος ἄνθρωπος πού πιστεύει
καί ἐλπίζει στόν Θεό δέν χάνεται ποτέ. Ποτέ στήν ζωή του δέν εἶδε ὁ ποι-
ητής μας δίκαιο νά χάνεται καί νά δυστυχεῖ: «Νεώτερος ἐγενόμην καί γάρ
ἐγήρασα καί οὐκ εἶδον δίκαιον ἐγκαταλελειμμένον οὐδέ τό σπέρμα αὐτοῦ ζη-
τεῖν ἄρτους» (στίχ. 25)!
Ἑπομένως δέν πρέπει νά ἀμφιβάλουμε γιά τήν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, γιατί
«Κύριος ἀγαπᾶ κρίσιν καί οὐκ ἐγκαταλείψει τούς ὁσίους αὐτοῦ» (στίχ. 28).

ΨΑΛΜΟΣ ΛΖ´ 37

Ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ·
εἰς ἀνάμνησιν περὶ τοῦ σαββάτου.

ΑΣΘΕΝΕΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΜΑΡΤΙΑ

37,2 Κύριε, μὴ τῷ 37,2 Κύριε, μή μέ ἐλέγξεις μέ τόν θυμό Σου


θυμῷ σου ἐλέγξῃς με, καί μή μέ παιδεύσεις μέ τήν ὀργή Σου.
μηδὲ τῇ ὀργῇ σου παι-
δεύσῃς με.
3 Ὅτι τὰ βέλη σου ἐνε- 3 Γιατί τά βέλη Σου μοῦ καρφώθηκαν
πάγησάν μοι, καὶ ἐπε- καί τό χέρι Σου μοῦ ἔδωσε χτύπημα βαρύ·
στήριξας ἐπ᾿ ἐμὲ τὴν
χεῖρά σου·
4 οὐκ ἔστιν ἴασις ἐν τῇ 4 Δέν ὑπάρχει ἴαση στό σῶμά μου,
σαρκί μου ἀπὸ προσ- λόγω τῆς ὀργῆς Σου,
ώπου τῆς ὀργῆς σου, δέν ὑπάρχει εἰρήνη στά κόκκαλά μου,
οὐκ ἔστιν εἰρήνη ἐν λόγω τῶν ἁμαρτιῶν μου.

168
Ψαλμός 37

τοῖς ὀστέοις μου ἀπὸ


προσώπου τῶν ἁμαρ-
τιῶν μου.
5 Ὅτι αἱ ἀνομίαι μου 5 Γιατί οἱ ἀνομίες μου
ὑπερῇραν τὴν κεφαλήν ὑψώθηκαν πάνω ἀπό τό κεφάλι μου
μου, ὡσεὶ φορτίον βαρὺ καί σάν βαρύ φορτίο μέ πιέζουν.
ἐβαρύνθησαν ἐπ᾿ ἐμέ.
6 Προσώζεσαν καὶ ἐ- 6 Βρώμισαν καί σάπισαν οἱ πληγές μου,
σάπησαν οἱ μώλωπές λόγω τῆς ἀφροσύνης μου
μου ἀπὸ προσώπου τῆς (δηλ. τῶν ἁμαρτιῶν μου).
ἀφροσύνης μου·
7 ἐταλαιπώρησα καὶ 7 Ταλαιπωρήθηκα καί ἔγειρα ἐντελῶς,
κατεκάμφθην ἕως τέ- ὅλη τήν ἡμέρα πορεύομαι σκυθρωπός.
λους, ὅλην τὴν ἡμέραν
σκυθρωπάζων ἐπορευ-
όμην.
8 Ὅτι αἱ ψόαι μου 8 Γιατί τά νεφρά μου εἶναι γεμάτα ἀπό πόνο
ἐπλήσθησαν ἐμπαιγ- καί δέν ὑπάρχει ἴαση στό σῶμά μου·
μάτων, καὶ οὐκ ἔστιν
ἴασις ἐν τῇ σαρκί μου·
9 ἐκακώθην καὶ ἐτα- 9 κακώθηκα καί ταπεινώθηκα πολύ,
πεινώθην ἕως σφόδρα, φωνάζω δυνατά
ὠρυόμην ἀπὸ στεναγ- ἀπό τόν στεναγμό τῆς καρδιᾶς μου.
μοῦ τῆς καρδίας μου.
10 Κύριε, ἐναντίον σου 10 Κύριε ἡ ἐπιθυμία μου εἶναι ἐνώπιόν σου,
πᾶσα ἡ ἐπιθυμία μου, καί ὁ στεναγμός μου
καὶ ὁ στεναγμός μου δέν εἶναι κρυφός ἀπό Σένα.
ἀπὸ σοῦ οὐκ ἀπεκρύβη.
11 Ἡ καρδία μου ἐτα- 11 Ἡ καρδιά μου ταράχθηκε,
ράχθη, ἐγκατέλιπέ με ἡ ἡ δύναμή μου μ᾽ ἐγκατέλειψε
ἰσχύς μου, καὶ τὸ φῶς ἀκόμη καί τό φῶς τῶν ματιῶν μου
τῶν ὀφθαλμῶν μου, τό ἔχω χάσει.
καὶ αὐτὸ οὐκ ἔστι μετ᾿
ἐμοῦ.
12 Οἱ φίλοι μου καὶ οἱ 12 Οἱ φίλοι μου καί οἱ συγγενεῖς μου
πλησίον μου ἐξ ἐναν- μέ πλησίασαν καί μοῦ ἐναντιώθηκαν
τίας μου ἤγγισαν καὶ καί οἱ κοντινοί μου στάθηκαν μακρυά (μου).
ἔστησαν, καὶ οἱ ἔγγι-
στά μου ἀπὸ μακρόθεν

169
Ψαλμός 37

ἔστησαν·
13 καὶ ἐξεβιάζοντο οἱ 13 Καί αὐτοί πού ζητοῦσαν τήν ζωή μου
ζητοῦντες τὴν ψυχήν μέ ἐξεβίαζαν
μου, καὶ οἱ ζητοῦντες καί αὐτοί πού ζητοῦσαν τό κακό μου,
τὰ κακά μοι ἐλάλησαν ἔλεγαν συκοφαντίες
ματαιότητας, καὶ δο- καί σχεδίαζαν ἀπάτες ὅλη τήν ἡμέρα.
λιότητας ὅλην τὴν
ἡμέραν ἐμελέτησαν.
14 Ἐγὼ δὲ ὡσεὶ κωφὸς 14 Ἀλλά ἐγώ σάν νά ἤμουν κωφός δέν ἄκουγα
οὐκ ἤκουον καὶ ὡσεὶ καί σάν νά ἤμουν ἄλαλος,
ἄλαλος οὐκ ἀνοίγων τὸ πού δέν ἀνοίγει τό στόμα του
στόμα αὐτοῦ·
15 καὶ ἐγενόμην ὡσεὶ 15 καί ἔγινα σάν ἄνθρωπος πού δέν ἀκούει
ἄνθρωπος οὐκ ἀκούων καί δέν ἔχει στό στόμα του ἐλέγχους
καὶ οὐκ ἔχων ἐν τῷ (γιά νά πεῖ πρός ἀπολογία του).
στόματι αὐτοῦ ἐλεγ-
μούς.
16 Ὅτι ἐπὶ σοί, Κύριε, 16 Γιατί σέ Σένα, Κύριε, ἤλπισα·
ἤλπισα· σὺ εἰκακούσῃ, Ἐσύ, Κύριε Θεέ μου, θά μέ εἰσακούσεις.
Κύριε ὁ Θεός μου.
17 ὅτι εἶπα· μήποτε 17 Γιατί εἶπα: «Ἄς μήν χαροῦν
ἐπιχαρῶσί μοι οἱ ἐ- γιά μένα οἱ ἐχθροί μου».
χθροί μου· καὶ ἐν τῷ Γιατί, ὅταν τά πόδια μου παραπάτησαν,
σαλευθῆναι πόδας μου αὐτοί ὑπερηφανεύτηκαν ἐναντίον μου.
ἐπ᾿ ἐμὲ ἐμεγαλοῤῥημό-
νησαν.
18 Ὅτι ἐγὼ εἰς μάστι- 18 (Σέ παρακαλῶ, Θεέ, γιά τήν θεραπεία μου)
γας ἕτοιμος, καὶ ἡ Γιατί ἐγώ εἶμαι ἕτοιμος
ἀλγηδών μου ἐνώπιόν γιά (χειρότερες) πληγές
μού ἐστι διαπαντός. καί ὁ πόνος μου εἶναι συνέχεια μέ μένα.
19 Ὅτι τὴν ἀνομίαν 19 (Σέ παρακαλῶ γιά τήν θεραπεία μου)
μου ἐγὼ ἀναγγελῶ καὶ Γιατί τήν ἀνομία μου θά τήν ὁμολογήσω
μεριμνήσω ὑπὲρ τῆς καί θά φροντίσω γιά τήν ἁμαρτία μου
ἁμαρτίας μου. (νά μήν τήν ἐπαναλάβω).
20 Οἱ δὲ ἐχθροί μου 20 Ἀλλά οἱ ἐχθροί μου ζοῦν
ζῶσι καὶ κεκραταίων- καί γίνονται ἰσχυρότεροι ἀπό μένα
ται ὑπὲρ ἐμέ, καὶ ἐπλη- καί ἐκεῖνοι πού μέ μισοῦν ἄδικα
θύνθησαν οἱ μισοῦντές ἔχουν πληθυνθεῖ·
με ἀδίκως·

170
Ψαλμός 37

21 οἱ ἀνταποδιδόντες 21 αὐτοί πού μοῦ ἀνταποδίδουν κακά


μοι κακὰ ἀντὶ ἀγαθῶν ἀντί τῶν καλῶν (πού τούς πρόσφερα)
ἐνδιέβαλλόν με, ἐπεὶ μέ διαβάλλουν, γιατί ἐπιδιώκω τό καλό.
κατεδίωκον ἀγαθωσύ-
νην.
22 Μὴ ἐγκαταλίπῃς με, 22 Μή μέ ἐγκαταλείπεις, Κύριε·
Κύριε· ὁ Θεός μου, μὴ Θεέ μου, μήν φύγεις ἀπό μένα·
ἀποστῇς ἀπ᾿ ἐμοῦ·
23 πρόσχες εἰς τὴν 23 Δῶσε προσοχή στό νά μέ βοηθήσεις,
βοήθειάν μου, Κύριε ὦ, Κύριε, τῆς σωτηρίας μου.
τῆς σωτηρίας μου.

1. Στόν ψαλμό μας αὐτόν ὁ ποιητής του, ὅπως φαίνεται ἤδη ἀπό τήν ἀρχή,
εἶναι ἄρρωστος· δέχεται δέ ὅτι ἡ ἀρρώστια του εἶναι τιμωρία ἀπό τόν Θεό
γιά τίς ἁμαρτίες του. Γι᾿ αὐτό καί τήν ἀρρώστια του τήν ὀνομάζει «ἔλεγχο»
καί «παιδεία» τοῦ Θεοῦ (στίχ. 2). Παρακαλεῖ δέ τόν Θεό νά μήν ἐξαντλήσει
ὅλο τό θυμό Του καί τήν ὀργή Του ἐπάνω του, ἀλλά νά φανεῖ σπλαγχνικότε-
ρος σ᾿ αὐτόν, συντέμνοντας τό χρόνο τῆς τιμωρίας του καί ἐλαφρύνοντας
τήν ἐπιβληθεῖσα τιμωρία. Γι᾿ αὐτό καί λέγει ἀπό τήν ἀρχή «Κύριε, μή τῷ
θυμῷ σου ἐλέγξῃς με, μηδέ τῇ ὀργῇ σου παιδεύσῃς με» (στίχ. 2). Στήν ἔκφραση
αὐτή τοῦ ποιητοῦ τόν τόνο πρέπει νά τόν δώσουμε στίς λέξεις «τῷ θυμῷ
σου» καί «τῇ ὀργῇ σου». Δέν ἀποκρούει δηλαδή ὁ ποιητής τόν «ἔλεγχο» καί
τήν «παιδεία» τοῦ Θεοῦ, δηλαδή τήν ἀρρώστια πού τοῦ ἔστειλε, ἀλλά πα-
ρακαλεῖ αὐτή ἡ παιδαγωγική τιμωρία νά μή γίνει μέ δυνατό θυμό καί ὀργή
τοῦ Θεοῦ. Ὅπως πολύ ὡραῖα ἑρμηνεύει ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁ ποιητής μας
«οὐ τόν ἔλεγχον παραιτεῖται, ἀλλά τόν μετά θυμοῦ... οὐ φεύγει τό παιδευθῆναι,
δίχα δέ ὀργῆς τῆς παιδείας τυχεῖν ἀξιοῖ» (Μ. 30,84).
Στή συνέχεια τοῦ λόγου του ὁ ποιητής μας ἀρχίζει νά περιγράφει τήν
φοβερή κατάσταση τῆς ἀρρώστιας του στήν ὁποία βρίσκεται. Καί παρι-
στάνει μέ δυνατές εἰκόνες τήν κατάστασή του. Μέ τούς πόνους πού ὑπο-
φέρει νομίζει ὅτι ἐπάνω του ἔχουν καρφωθεῖ τά «βέλη» τοῦ Θεοῦ, γι᾿ αὐτό
καί λέγει ὅτι «τά βέλη σου ἐνεπάγησάν μοι» (στίχ. 3α). Πραγματικά οἱ ἀσθέ-
νειες ἐκφράζονται καί ἀλλοῦ στήν Παλαιά Διαθήκη ὡς «βέλη» τοῦ Θεοῦ
(Ἰώβ 6,4. 16,3. Πρβλ. Ψαλμ. 90,5). Ἀλλά τήν ἀρρώστια του, πού τήν φαν-
τάζεται, εἴπαμε, προερχόμενη ἀπό τόν Θεό, ὡς παιδαγωγική τιμωρία, τήν
παριστάνει στήν συνέχεια ὁ ποιητής καί μέ τήν εἰκόνα ἑνός ὀργισμένου
ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος σηκώνει τό χέρι του καί δίνει χτύπημα στόν ἄλλο, πού
θέλει νά παιδεύσει. Ἔτσι, λέγει ὁ ποιητής στόν Θεό: «Ἐπεστήριξας ἐπ᾿ ἐμέ
τήν χεῖρά σου» (στίχ. 3β).

171
Ψαλμός 37

2. Ὁ ποιητής τοῦ ψαλμοῦ συνεχίζει νά περιγράφει τήν κατάστασή του


στήν ὁποία βρίσκεται: Πάσχει ὁλόκληρος! Τόσο πάσχει, ὥστε οὔτε αὐτά τά
κόκκαλά του, πού βρίσκονται στό ἐσωτερικό τοῦ σώματός του, οὔτε αὐτά
δέν ἔχουν ἡσυχία, ἀλλά πονοῦν καί ὑποφέρουν. «Οὐκ ἔστιν εἰρήνη ἐν τοῖς
ὀστέοις μου», λέγει (στίχ. 4). Παραδέχεται δέ, ὅπως εἴπαμε, ὅτι ἡ ἀσθένειά
του εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς παιδαγωγικῆς ὀργῆς τοῦ Θεοῦ ἐναντίον του, καί
αὐτή ἡ ὀργή, παραδέχεται πάλι, ἔχει αἰτία τίς ἁμαρτίες του. «Ἀπό προσώπου
τῆς ὀργῆς σου», λέγει, καί «ἀπό προσώπου τῶν ἁμαρτιῶν μου», προσθέτει
(στίχ. 4). Αἰτία τῆς ἀσθενείας του λοιπόν εἶναι ἡ ἁμαρτία, πράγμα πού ὁ ποι-
ητής μας μέ ταπείνωση ὁμολογεῖ. Ἔτσι ἡ ὀργή τοῦ Θεοῦ δέν παριστάνεται
σάν νά χτυπᾶ τυφλά τόν ἄνθρωπο, ἀλλά ἔρχεται σάν παιδαγωγία τοῦ Θεοῦ,
σάν τιμωρία τῶν ἁμαρτιῶν του. Ἀντίθετα, στίς ἄλλες τότε θρησκεῖες οἱ θεοί
παρουσιάζονται νά ὀργίζονται αὐθαίρετα ἐναντίον τῶν ἀνθρώπων. Γι᾿ αὐτό
καί ὁ ἄνθρωπος κατείχετο ἀπό τόν φόβο πρός τόν δαίμονα.
Θυμήθηκε λοιπόν τά ἁμαρτήματά του ὁ ποιητής μας, τά ὁποῖα θεωρεῖ
αἰτία τῆς ταλαιπωρίας του καί τώρα, ἐπιμένοντας στή μετάνοιά του, ὁμο-
λογεῖ τό πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν του μέ δύο εἰκόνες. Κατά τήν πρώτη εἰκόνα
οἱ ἀνομίες του εἶναι τόσο πολλές, ὥστε «ὑπερκάλυψαν» τό κεφάλι του,
ὅπως ἀκριβῶς τά νερά κινδυνεύουν νά καταποντίσουν τόν ἄνθρωπο πού
βρίσκεται κάτω ἀπό αὐτά. «Αἱ ἀνομίαι μου – λέγει ὁ ποιητής – ὑπερῇραν
τήν κεφαλήν μου» (στίχ. 5). Κατά τήν ἄλλη εἰκόνα ὁ ποιητής μας παριστάνει
τόσο πολλές τίς ἀνομίες του, ὥστε τίς θεωρεῖ σάν ἕνα φορτίο βαρύ, πού
θά τόν συντρίψει. «Ὡσεί φορτίον βαρύ ἐβαρύνθησαν ἐπ᾿ ἐμέ», λέγει. Εἶναι
μία ἐξομολόγηση αὐτή τοῦ ποιητοῦ μας, στήν ὁποία ἔδειξε τή βαθειά του
μετάνοια.
Ἀλλά ἐπανέρχεται τώρα στήν περιγραφή τῆς καταστάσεώς του. Παρου-
σιάζεται ὅτι ἔχει τραύματα καί πληγές στό σῶμα του. Πληγές πού σαπίζουν
καί πυορροοῦν, γι᾿ αὐτό καί ἀποδίδουν δυσοσμία. «Προσώζεσαν», δηλαδή
βρώμησαν, «καί ἐσάπησαν οἱ μώλωπές μου», λέγει (στίχ. 5α). Ἀλλά πάλι
παραδέχεται ὅτι αὐτή ἡ κατάστασή του προέρχεται ἀπό τήν ἁμαρτία του,
τήν ὁποία τώρα ὀνομάζει «ἀφροσύνη» του. «Ἀπό προσώπου τῆς ἀφροσύνης
μου», λέγει (στίχ. 5β). Πραγματικά ἡ ἁμαρτία εἶναι ἀφροσύνη. Καί ὁ μέγας
Βασίλειος λέγει «πᾶν ἁμάρτημα κατ᾿ ἀφροσύνην γίνεται» (Μ. 30,72 ἑξ.
Πρβλ. καί Ψαλμ. 68,6).
Λόγω τῆς καταστάσεώς του ὁ ψαλμωδός μας εἶναι «ἕως τέλους», δη-
λαδή τελείως καταβεβλημένος καί ταλαιπωρημένος καί διέρχεται ὅλη του
τήν ἡμέρα μέ σκυθρωπότητα καί ἀθυμία. Ἔτσι λέγει «ἐταλαιπώρησα καί
κατεκάμφθην ἕως τέλους, ὅλην τήν ἡμέραν σκυθρωπάζων ἐπορευόμην»
(στίχ. 7).

172
Ψαλμός 37

3. Ἀλλά συνεχίζει καί μέ ζωηρότερα ἀκόμη χρώματα τήν περιγραφή τῆς


καταστάσεώς του ὁ ποιητής. Λέγει ὅτι «αἱ ψόαι μου ἐπλήσθησαν ἐμπαιγ-
μάτων» (στίχ. 8α). «Ψόες» εἶναι οἱ μύες γύρω ἀπό τή νεφρική χώρα καί γε-
νικά μέ τήν ἔκφραση αὐτή νοοοῦνται οἱ νεφροί. Οἱ νεφροί μου λοιπόν,
λέγει ὁ ποιητής, «ἐπλήσθησαν ἐμπαιγμάτων», εἶναι γεμάτοι δηλαδή ἀπό
πόνο καί ταλαιπωρία. Κατά τό ἄλλο κείμενο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τό
Ἑβραϊκό, ὁ ποιητής λέγει ὅτι οἱ νεφροί του «εἶναι γεμάτοι ἀπό φωτιά».
Αἰσθάνεται λοιπόν ὁ ποιητής μας τά νεφρά του νά καίγονται. Τόσο δέ δυ-
νατό νοιώθει τόν πόνο αὐτό, ὥστε νομίζει ὅτι δέν θά ὑπάρχει πιά ἴαση καί
θεραπεία γι᾿ αὐτόν. «Οὐκ ἔστιν ἴασις ἐν τῇ σαρκί μου», λέγει (στίχ. 8β).
Λόγω αὐτῆς τῆς καταστάσεώς του ὁ ποιητής, ὅπως μᾶς εἶπε προηγουμένως
καί στόν στίχ. 7, εἶναι τελείως καταβεβλημένος καί τεταπεινωμένος. «Ἐκα-
κώθην καί ἐταπεινώθην ἕως σφόδρα», λέγει (στίχ. 9α). Γι᾿ αὐτό καί ἐκβάλ-
λει δυνατή κραυγή καί στεναγμό μέσα ἀπό τήν καρδιά του. «Ὠρυόμην ἀπό
στεναγμοῦ τῆς καρδίας μου», λέγει (στίχ. 9β). Ἀλλά τά λιοντάρια ὠρύονται.
Γι᾽ αὐτό μερικοί ἑρμηνευτές ἐδῶ (μαζί καί ὁ δικός μας Βέλλας) νομίζουν
ὅτι τό ἀρχικό κείμενο τοῦ Ἑβραϊκοῦ μπορεῖ νά διορθωθεῖ καί νά ἀναγνώ-
σουμε: «Ὠρύομαι περισσότερο ἀπό τόν λέοντα».
Στό σημεῖο αὐτό ὁ ποιητής μας διακόπτει γιά λίγο τό θρῆνο του περι-
γράφοντας τήν κατάστασή του γιά νά πεῖ στό Θεό: «Κύριε, ἐναντίον σου
πᾶσα ἡ ἐπιθυμία μου καί ὁ στεναγμός μου ἀπό σοῦ οὐκ ἀπεκρύβη» (στίχ.
10). Σάν νά τοῦ λέγει: Ξέρεις, Θεέ μου, τί ἐπιθυμῶ καί γιατί στενάζω. Ἐπι-
θυμῶ τή θεραπεία μου. Καί ἐπανέρχεται ὁ ποιητής μας στό θέμα του, στήν
περιγραφή δηλαδή τῆς καταστάσεώς του, τήν ὁποία τώρα παριστᾶ πολύ τρα-
γικά, σάν νά εἶναι ἑτοιμοθάνατος. Ὁ ἑτοιμοθάνατος παρουσιάζει ταχυπαλμία,
ἐγκατάλειψη τῶν σωματικῶν του δυνάμεων καί ἀπώλεια τοῦ φωτός τῶν
ὀφθαλμῶν του. «Ἡ καρδία μου ἐταράχθη – λέγει ὁ ποιητής μας – ἐγκατέλιπέ
με ἡ ἰσχύς μου καί τό φῶς τῶν ὀφθαλμῶν μου καί αὐτό οὐκ ἔστιν μετ᾿ ἐμοῦ»
(στίχ. 11).
4. Τελειώνει ἐδῶ ἡ περιγραφή τοῦ σωματικοῦ πάθους τοῦ ποιητοῦ μας
καί ἀρχίζει ἀπό ἐδῶ καί κάτω νά περιγράφει τό ψυχικό του πάθος, τό ὁποῖο
ἀσφαλῶς δέν εἶναι μικρότερο ἀπό τό σωματικό. Τό ψυχικό του πάθος εἶναι
ἡ τελεία ἀδιαφορία καί ἡ ἐγκατάλειψη τῶν φίλων του καί τῶν συγγενῶν
του!.. Αὐτοί στέκονται μακρυά, «ἀπό μακρόθεν», ὅπως λέγει ὁ ποιητής, καί
δέν προστρέχουν σέ βοήθειά του. Αὐτό τόν πονᾶ τόν ποιητή μας καί λέγει
τόν πόνο του στό Θεό: «Οἱ φίλοι μου – λέγει – καί οἱ πλησίον μου ἐξ ἐναντίας
μου ἤγγισαν καί ἔστησαν καί οἱ ἔγγιστά μοι ἀπό μακρόθεν ἔστησαν» (στίχ. 12).
Ἀπό τό «ἐξ ἐναντίας μου» θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι οἱ φίλοι καί συγγενεῖς
τοῦ ποιητοῦ παρουσιάζονται καί ὡς ἐχθροί του, «ἐξ ἐναντίας» του. Ἀλλά

173
Ψαλμός 37

μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι μέ τή λέξη αὐτή θέλει νά δηλώσει ὁ ποιητής γενικά


τό «μακράν» πού θά πεῖ παρακάτω. Γιατί ὅμως οἱ φίλοι του καί συγγενεῖς
του τηροῦν τέτοια στάση ἀπέναντί του; Παραπάνω στόν στίχ. 6 ὁ ποιητής
εἶπε ὅτι ἔχει τραύματα καί πληγές στό σῶμα του· πληγές πού σαπίζουν καί
πυορροοῦν καί ἀποδίδουν δυσοσμία, «προσώζεσαν» εἶπε. Πρόκειται λοιπόν
γιά δερματική νόσο, πρόκειται μᾶλλον γιά λέπρα. Γι᾿ αὐτό καί οἱ φίλοι του
καί οἱ συγγενεῖς του δείχνουν τέτοια στάση σ᾿ αὐτόν.
5. Ἀλλά ὁ ποιητής ἔχει καί ἐχθρούς. Καί αὐτοί οἱ ἐχθροί δέν τόν λυ-
ποῦνται καθόλου στήν κατάσταση αὐτή πού βρίσκεται. Ὅπως λέγει τώρα
ὁ ποιητής, οἱ ἐχθροί του τόν «ἐκβιάζουν» καί τοῦ «ζητοῦν» τήν ψυχή. Θέ-
λουν δηλαδή νά τόν «φᾶνε», πού λέμε. «Ζητοῦν τό κακό» του. Λέγουν δέ
καί λόγια ἐναντίον του καί ὅλη τήν ἡμέρα σχεδιάζουν εἰς βάρος του ὀλέ-
θρια καί δόλια σχέδια. «Καί ἐξεβιάζοντο οἱ ζητοῦντες τήν ψυχή μου – λέγει
περί τῶν ἐχθρῶν του ὁ ποιητής – καί οἱ ζητοῦντες τά κακά μοι ἐλάλησαν
ματαιότητας καί δολιότητας ὅλην τήν ἡμέραν ἐμελέτησαν» (στίχ. 13). Ὁ με-
γαλύτερος πόνος τοῦ ποιητοῦ περί τῶν ἐχθρῶν του εἶναι ὅτι, ὅπως θά μᾶς
πεῖ παρακάτω, αὐτοί παλαιότερα εἶχαν εὐεργετηθεῖ ἀπό αὐτόν. Καί ὅμως
τώρα τοῦ φέρονται μέ σκληρή ἀγνωμοσύνη, τοῦ «ἀνταποδίδουν κακά ἀντί
ἀγαθῶν» (στίχ. 21). Τί ἔλεγαν τέλος πάντων αὐτοί ἐναντίον τοῦ ποιητοῦ
μας; Αὐτοί θά τοῦ ἔλεγαν ὅτι δικαίως πάσχει, ὅτι δικαίως τόν τιμωρεῖ ὁ
Θεός γι᾿ αὐτήν ἤ γιά ἐκείνη τήν ἁμαρτία του. Αὐτά τά λόγια εἶναι πού ὁ
ποιητής μας στό στίχο πού ἀναφέρουμε χαρακτηρίζει «ματαιότητας καί δο-
λιότητας». Θυμᾶται κανείς ἐδῶ τόν πολύαθλο Ἰώβ πού τά ἴδια τοῦ ἔλεγαν
οἱ ἐπισκέπτες του, οἱ «παρακλήτορες τῶν κακῶν» του, ὅπως τούς λέγει (Ἰώβ
16,2). Ἀλλά ὁ ποιητής μας, μεγάλος στήν ψυχή καί ὑπέροχος πνευματικός
ἄνθρωπος, παραμένει κουφός στά λόγια τῶν ἐχθρῶν του καί δέν λέγει
«ἐλεγμούς», ἐλέγχους δηλαδή ἐναντίον τους. Ἔτσι λέγει γιά τή συμπερι-
φορά του αὐτή πρός τούς ἐχθρούς: «Ἐγώ δέ ὡσεί κωφός οὐκ ἤκουον καί
ὡσεί ἄλαλος οὐκ ἀνοίγων τό στόμα αὐτοῦ. Καί ἐγενόμην ὡσεί ἄνθρωπος
οὐκ ἀκούων καί οὐκ ἔχων ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ ἐλεγμούς» (στίχ. 14-15).
Πραγματικά ὁ ποιητής μας εἶναι ἕνας ὑπέροχος πνευματικός ἄνθρωπος,
πού δέν ἀποπνίγεται ἀπό τήν πνιγηρή ἀτμόσφαιρα, πού τοῦ δημιούργησαν
οἱ ἐχθροί του, ἀλλά ἀντιπαρέρχεται μέ σιωπή τήν κακία τους καί τήν κα-
τακραυγή τους καί καταφεύγει στό Θεό, στόν Μόνο πού μπορεῖ νά τόν κρί-
νει καί νά τόν δικαιώσει. Θυμᾶται κανείς ἐδῶ τά λόγια τοῦ προφήτου
Ἠσαΐου περί τοῦ πάσχοντος Μεσσίου, γιά τόν ὁποῖο λέγει: «Καί αὐτός (ὁ
Μεσσίας) διά τό κεκακῶσθαι οὐκ ἀνοίγει τό στόμα αὐτοῦ· ὡς πρόβατον ἐπί
σφαγήν ἤχθη καί ὡς ἀμνός ἐναντίον τοῦ κείροντος αὐτόν ἄφωνος, οὕτως
οὐκ ἀνοίγει τό στόμα αὐτοῦ» (Ἠσ. 53,7)!

174
Ψαλμός 37

Μέ ἔμφαση τώρα διατυπώνει ὁ ποιητής μας τήν ἐλπίδα του ὅτι ὁ Θεός θά
τόν δικαιώσει καί θά τόν εἰσακούσει. «Ἐπί σοί, Κύριε, ἤλπισα – λέγει – σύ
εἰσακούσῃ, Κύριε, ὁ Θεός μου» (στίχ. 16)! Στόν πόνο τῆς ἀσθένειάς του, στήν
ἐγκατάλειψη τῶν φίλων του καί στήν ἐπιβουλή τῶν ἐχθρῶν του, ἐλπίδα του
καί παρηγοριά του ἔχει ἀπομείνει μόνον ὁ Θεός!
6. Ὁ ψαλμωδός μας στή συνέχεια λέγει τό λόγο γιά τόν ὁποῖο πρέπει νά
τόν βοηθήσει ὁ Θεός. Καί ὁ λόγος εἶναι ὅτι θά χαροῦν οἱ ἐχθροί του καί θά
καυχηθοῦν ὅταν θά δοῦν νά κλονίζονται τά πόδια του: «Μήποτε ἐπιχαρῶσί
μοι οἱ ἐχθροί μου καί ἐν τῷ σαλευθῆναι πόδας μου ἐπ᾿ ἐμέ ἐμεγαλορρημόνη-
σαν» (στίχ. 17). Οἱ ἐχθροί τοῦ ποιητοῦ πραγματικά ὄχι μόνο θά χαροῦν βλέ-
ποντας νά συνεχίζεται ἡ ἀσθένεια τοῦ ποιητοῦ μας, ἀλλά καί θά καυχῶνται,
γιατί αὐτό γι᾿ αὐτούς θά σημαίνει ὅτι εἶναι ἀλήθεια αὐτά πού λέγουν εἰς
βάρος του, ὅτι δηλαδή αὐτός πάσχει δίκαια, γιατί διέπραξε αὐτή ἤ τήν ἄλλη
ἁμαρτία (βλ. στίχ. 13).
Πάλι ὁ ποιητής μας, στό τέλος τοῦ ψαλμοῦ του εὑρισκόμενος, ἐπανέρχε-
ται στό αἴτημα του. Ἐπανέρχεται στήν παράκλησή του νά τόν βοηθήσει ὁ
Θεός καί νά τόν σώσει, νά τόν θεραπεύσει ἀπό τήν ἀσθένειά του. Λέγει δέ
ὅτι ἡ βοήθεια αὐτή τοῦ Θεοῦ πρέπει νά τοῦ ἔρθει γρήγορα, γιατί αὐτός εἶναι
«ἕτοιμος εἰς μάστιγας» (στίχ. 18α), ἡ κατάστασή του δηλαδή πηγαίνει στό
χειρότερο. Καί ἀκόμη λέγει ὅτι ὁ πόνος του εἶναι συνεχής, δέν διακόπτεται:
«Ἡ ἀλγηδών μου ἐνώπιόν μού ἐστι διαπαντός» (στίχ. 18β). Ἑπομένως δέν
ὑπάρχει περιθώριο ἀναμονῆς. Λίγο ἀκόμη καί ὁ ποιητής μας θά ἐκλείψει!..
Γιά νά ἐξασφαλίσει ὁ ποιητής τήν ταχεῖα βοήθεια ἀπό τόν Θεό, γιά μιά
φορά ἀκόμη προβαίνει στήν ὁμολογία τῶν ἁμαρτιῶν του καί ὑπόσχεται ὅτι
θά «μεριμνήσει γιά τήν ἁμαρτία του», θά φροντίσει δηλαδή νά μήν ἐπανα-
λάβει τίς ἁμαρτίες πού διέπραξε. «Ὅτι τήν ἀνομίαν μου ἐγώ ἀναγγελῶ –
λέγει ἐξομολογούμενος ὁ ποιητής –καί μεριμνήσω ὑπέρ τῆς ἁμαρτίας μου»
(στίχ. 19).
Ἕνας ἄλλος λόγος γιά τόν ὁποῖον ὁ ποιητής μας παρακαλεῖ τό Θεό νά
ἐπισπεύσει τήν βοήθειά του σ᾿ αὐτόν εἶναι ὅτι οἱ ἐχθροί του εἶναι πολλοί καί
κραταιοί καί τόν μισοῦν «ἀδίκως», χωρίς λόγο δηλαδή: «Οἱ δέ ἐχθροί μου –
λέγει – ζῶσι καί κεκραταίωνται ὑπέρ ἐμέ καί ἐπληθύνθησαν οἱ μισοῦντές με
ἀδίκως» (στίχ. 20). Καί περί τῶν ἐχθρῶν του αὐτῶν λέγει ὅτι εἶναι ἀγνώμονες
πρός αὐτόν, γιατί αὐτός τούς εἶχε εὐεργετήσει παλαιότερα καί ἐπεδίωκε καλά
γι᾿ αὐτούς – «κατεδίωκον ἀγαθωσύνην» λέγει (στίχ. 21β) – , ἐνῶ αὐτοί τώρα
τοῦ φέρονται μέ ἀγνωμοσύνη. «Οἱ ἀνταποδίδοντές μοι κακά ἀντί ἀγαθῶν»
(στίχ. 21α).
Ὅλος ὁ ψαλμός τελειώνει μέ μία νέα θερμή παράκληση τοῦ ποιητοῦ μας
στό Θεό, νά μήν τόν ἐγκαταλείψει στήν κατάσταση πού βρίσκεται, ἀλλά νά

175
Ψαλμός 38

σπεύσει γιά βοήθειά του. Λέγει: «Μή ἐγκαταλίπῃς με, Κύριε, ὁ Θεός μου, μή
ἀποστῇς ἀπ᾿ ἐμοῦ. Πρόσχες εἰς τήν βοήθειάν μου, Κύριε τῆς σωτηρίας μου»
(στίχ. 22-23).

ΨΑΛΜΟΣ ΛΗ´ 38

Εἰς τὸ τέλος, τῷ Ἰδιθούν· ᾠδὴ τῷ Δαυΐδ.

ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

38,2 Εἶπα· φυλάξω 38,2 Ἀποφάσισα: «Νά μήν ἐξετάζω


τὰς ὁδούς μου τοῦ μὴ (τό πρόβλημα)
ἁμαρτάνειν με ἐν γλώσ- γιά τά ὅσα μοῦ συμβαίνουν,
σῃ μου· ἐθέμην τῷ στό- ὥστε νά μήν ἁμαρτάνω μέ τά λόγια μου
ματί μου φυλακὴν ἐν (ἀπό ὅσα λανθασμένα συμπεραίνω)·
τῷ συστῆναι τὸν ἁμαρ- Ἔβαλα στό στόμα μου φίμωτρο
τωλὸν ἐναντίον μου. (καί μάλιστα) ὅταν εἶναι
μπροστά μου ὁ ἀσεβής.
3 Ἐκωφώθην καὶ ἐτα- 3 Ἀπό ἀγαθή (λοιπόν) συνείδηση
πεινώθην καὶ ἐσίγησα ἔγινα ἄλαλος καί ταπεινώθηκα καί σιώπησα,
ἐξ ἀγαθῶν, καὶ τὸ ἄλ- ἀλλά τό πρόβλημα πού μέ βασανίζει
γημά μου ἀνεκαινίσθη. μοῦ ξαναῆρθε.
4 Ἐθερμάνθη ἡ καρδία 4 Φούντωσε ἡ καρδιά μου μέσα μου
μου ἐντός μου, καὶ ἐν καί μοῦ ἄναψε ζωηρή ἐπιθυμία
τῇ μελέτῃ μου ἐκκαυ- νά τό μελετήσω (τό πρόβλημα),
θήσεται πῦρ. Ἐλάλησα (γι᾽ αὐτό) καί μίλησα.
ἐν γλώσσῃ μου·
5 γνώρισόν μοι, Κύριε, 5 (Εἶπα στόν Θεό:)
τὸ πέρας μου καὶ τὸν Κύριε, γνώρισέ μου τά τέλη μου
ἀριθμὸν τῶν ἡμερῶν καί πόσες εἶναι οἱ ἡμέρες τῆς ζωῆς μου,
μου, τίς ἐστιν, ἵνα γνῶ γιά νά μάθω τίς ἐλλείψεις μου.
τί ὑστερῶ ἐγώ.
6 Ἰδοὺ παλαιστὰς ἔθου 6 Νά! Ὅλο ἀγωνία ἔκανες τίς μέρες μου
τὰς ἡμέρας μου, καὶ ἡ καί αὐτή ἡ ὕπαρξή μου εἶναι
ὑπόστασίς μου ὡσεὶ σάν ἕνα μηδέν μπροστά σέ Σένα··
οὐθὲν ἐνώπιόν σου· πλήν τά σύμπαντα
πλὴν τὰ σύμπαντα μα- καί αὐτός ὁ ἄνθρωπος πού ζεῖ,
ταιότης, πᾶς ἄνθρωπος εἶναι ματαιότης.

176
Ψαλμός 38

ζῶν. (Διάψαλμα). Διάψαλμα


7 Μέντοιγε ἐν εἰκόνι 7 Πραγματικά, σάν σκιά περνάει ὁ ἄνθρωπος
διαπορεύεται ἄνθρω- καί λοιπόν μάταια ταράσσεται·
πος, πλὴν μάτην τα- θησαυρίζει καί δέν ξέρει γιά ποιόν τά μαζεύει.
ράσσεται· θησαυρίζει
καὶ οὐ γινώσκει τίνι
συνάξει αὐτά.
8 Καὶ νῦν τίς ἡ ὑπομονή 8 Καί τώρα, ποιός εἶναι
μου; Οὐχὶ ὁ Κύριος; ὁ σκοπός τῆς ζωῆς μου;
Καὶ ἡ ὑπόστασίς μου (Αὐτό εἶναι τό πρόβλημα πού τόν βασανίζει)
παρὰ σοί ἐστιν. (Ἡ ἀπάντηση:) Εἶναι ὁ Κύριος!
Ἀπό Σένα (ὦ Θεέ) πλάστηκα!
9 Ἀπὸ πασῶν τῶν ἀνο- 9 Λύτρωσέ με ἀπό ὅλες τίς ἁμαρτίες μου·
μιῶν μου ῥῦσαί με, μέ ἔκανες περίγελω στόν ἄφρονα.
ὄνειδος ἄφρονι ἔδωκάς
με.
10 Ἐκωφώθην καὶ οὐκ 10 Ἔγινα ἄλαλος
ἤνοιξα τὸ στόμα μου, καί δέν ἄνοιξα τό στόμα μου,
ὅτι σὺ ἐποίησας. γιατί Ἐσύ τά ἐπιτρέπεις
(νά γίνονται ἔτσι).
11 Ἀπόστησον ἀπ᾿ ἐμοῦ 11 Πάρε μακρυά ἀπό μένα τίς πληγές Σου,
τὰς μάστιγάς σου· ἀπὸ γιατί ἀπό τήν δύναμη τοῦ Χεριοῦ Σου ἔσβησα.
γὰρ τῆς ἰσχύος τῆς χει-
ρός σου ἐγὼ ἐξέλιπον.
12 Ἐν ἐλεγμοῖς ὑπὲρ 12 Μέ τούς ἐλέγχους (Σου)
ἀνομίας ἐπαίδευσας ἄν- παιδαγωγεῖς τόν ἄνθρωπο
θρωπον καὶ ἐξέτηξας γιά τήν ἀνομία του
ὡς ἀράχνην τὴν ψυχὴν καί κάνεις τήν ψυχή του νά διαλυθεῖ
αὐτοῦ· πλὴν μάτην σάν τόν ἱστό τῆς ἀράχνης·
ταράσσεται πᾶς ἄνθρω- πλήν εἰς μάτην ταράσσεται κάθε ἄνθρωπος.
πος. (Διάψαλμα). Διάψαλμα
13 Εἰσάκουσον τῆς 13 Εἰσάκουσε, Κύριε, τήν προσευχή μου
προσευχῆς μου, Κύριε, καί ἄκουσε τήν δέησή μου·
καὶ τῆς δεήσεώς μου, μήν εἶσαι σιωπηλός στά δάκρυά μου,
ἐνώτισαι τῶν δακρύων γιατί παροδικός εἶμαι ἐγώ ἐνώπιόν Σου
μου· μὴ παρασιωπή- καί ξένος, ὅπως ὅλοι οἱ πατέρες μου.
σῃς, ὅτι πάροικος ἐγώ
εἰμι παρὰ σοὶ καὶ πα-
ρεπίδημος καθὼς πάν-

177
Ψαλμός 38

τες οἱ πατέρες μου.


14 Ἄνες μοι, ἵνα ἀνα- 14 Ἄφησέ με, γιά νά νοιώσω ἀναψυχή,
ψύξω πρὸ τοῦ με ἀπελ- προτοῦ νά ἀποθάνω καί δέν θά ὑπάρχω πιά.
θεῖν καὶ οὐκέτι μὴ
ὑπάρξω.

1. Ὅπως φαίνεται ἀπό τόν ὅλο ψαλμό, τόν ποιητή μας, μέ ἀφορμή τόν
ἑαυτό του, τόν ἀπασχολεῖ γενικά τό πρόβλημα τῆς ζωῆς, οἱ ἀκαταστασίες
καί ἀδικίες καί ἀσθένειες, πού συμβαίνουν σ᾽ αὐτήν, καί προσπαθεῖ νά
δώσει κάποια λύση στό θέμα. Ἀλλά, ἐπειδή βρίσκει ἄλυτο τό πρόβλημα,
παίρνει τήν ἀπόφαση νά μήν λέγει τίποτε σχετικά μέ αὐτό (στίχ. 2) καί μά-
λιστα ὅταν ἔχει ἐνώπιόν του κάποιον ἀσεβῆ («ἐν τῷ συστῆναι τόν ἁμαρτω-
λόν ἐνώπιόν μου», στίχ. 2), γιατί φοβᾶται μήπως τοῦ δώσει ἀφορμή νά
ἐκφρασθεῖ κατά τοῦ Θεοῦ γιά τίς συμβαίνουσες στήν ζωή ἀταξίες. Ἀπό
ἀγαθή λοιπόν συνείδηση ὁ ποιητής («ἐξ ἀγαθῶν», στίχ. 3), ἔβαλε φίμωτρο
στό στόμα του (στίχ.3) καί δέν θά ἐκφράζεται στό ἑξῆς καθόλου γιά τό
πρόβλημα τῆς ζωῆς πού τόν ἀπασχολεῖ.
Ἀλλά τόν βασανίζει πολύ τό πρόβλημα αὐτό, ὥστε, καί μετά τήν ἀπό-
φασή του νά μήν ἀπασχολεῖται μέ αὐτό, ἀναπηδᾶ πάλι μέσα του ὁ πόθος
γιά τήν ἔρευνά του καί φουντώνει ἡ ἐπιθυμία του γι᾽ αὐτό («καί τό ἄλγημά
μου ἀνακαινίσθη, ἐθερμάνθη ἡ καρδία μου...», στίχ. 3β. 4α). Γι᾽ αὐτό παίρ-
νει τήν ἀπόφαση νά μιλήσει («ἐλάλησα ἐν γλώσσῃ μου», στίχ. 4β) γιά τό
θέμα του, ὄχι ὅμως σέ ἄνθρωπο, ἀλλά στόν παντογνώστη Θεό, γιά νά μάθει
ἀπ᾽ Αὐτόν τά σχετικά μέ τήν ζωή του. Καί ἐρωτᾶ κατά πρῶτον τόν Θεό γιά
τά τέλη του καί τά ὑπόλοιπα χρόνια τῆς ζωῆς του (στίχ. 5). Ἐξομολογεῖται
δέ πρός τόν Θεό λέγοντας μέ πόνο ὅτι οἱ ἡμέρες τῆς ζωῆς του ἦταν ὅλο
ἀγώνα μέ κόπο καί ἀγωνία («παλαιστάς ἔθου τάς ἡμέρας μου», στίχ. 6) καί
αὐτή ἡ ὕπαρξή του εἶναι φευγαλέα καί εὔθραυστη («ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεί
οὐθέν ἐνώπιόν σου», στίχ. 6). Ὁμολογεῖ δέ ὁ ποιητής μας ὅτι τά πάντα καί
αὐτός ὁ ἄνθρωπος εἶναι ματαιότης! Καί στήν συνέχεια παρομοιάζει τήν
ζωή μέ ἴνδαλμα εἰκόνας καί ἑπομένως μάταια προσπαθεῖ ὁ ἄνθρωπος (στίχ.
7). Κουράζεται γιά νά μαζεύσει πράγματα, ἀλλά γιά ποιόν; (στίχ. 7).
2. Μετά τά παραπάνω λεχθέντα, ὁ ποιητής μας τώρα θέτει καθαρά τό
σοβαρό ὑπαρξιακό πρόβλημα, πού τόν βασανίζει ἀπό τήν ἀρχή: «Καί νῦν
τίς ἡ ὑπομονή μου;». Ποιός δηλαδή, εἶναι ὁ σκοπός τῆς ἐπί γῆς ζωῆς μου;
Ἀλλά μέ τήν ἀπάντηση πού δίδει, ἀπαντᾶ ὁ ἴδιος ὡραῖα στό πρόβλημα.
Λέγει: «Οὐχί ὁ Κύριος;». Ὁ Θεός δηλαδή εἶναι ὁ σκοπός τῆς ζωῆς μας.
Ναί, γιατί ἀπ᾽ Αὐτόν πλαστήκαμε («ἡ ὑπόστασίς μου παρά σοί ἐστιν»,
στίχ. 8)!

178
Ψαλμός 39

Ὁ ποιητής φαίνεται ὅτι εἶναι ἀσθενής καί ἑρμηνεύει τήν ἀσθένειά του
ἀπό τίς ἁμαρτίες του. Παρακαλεῖ λοιπόν τόν Θεό νά τοῦ συγχωρέσει τά
ἁμαρτήματά του, γιά νά θεραπευθεῖ καί ἀπό τήν νόσο του, ὥστε νά μή γί-
νεται ὄνειδος καί περίπαιγμα στούς ἄφρονες ἀσεβεῖς (στίχ. 9). Πάντως, ὁ
ποιητής μας ἔμαθε ὅτι ἀφοῦ ὁ Θεός ἐπιτρέπει αὐτά πού τοῦ συμβαίνουν,
πρέπει νά σιωπᾶ καί νά μήν ἐκφράζεται μέ παράπονα ἐναντίον του (στίχ.
10). Ἁμάρτησε! Καί ξέρει ὅτι ὁ Θεός παιδαγωγεῖ τόν ἄνθρωπο γιά τίς ἁμαρ-
τίες του μέ τιμωρίες (παιδαγωγικές) πρός αὐτόν (στίχ. 12). Ὅμως παρακα-
λεῖ τόν Θεό νά τοῦ σταματήσει τά κτυπήματά του, γιατί ἐξαντλήθηκε (στίχ.
11), καί νά μήν ἀδιαφορήσει στήν προσευχή του καί σ᾽ αὐτά τά δάκρυά
του (στίχ. 13). Ζητεῖ, τέλος, ἀκόμη ὁ ποιητής μας ἀπό τόν Θεό λίγη ἀνα-
ψυχή ἀπό τήν ἀσθένειά του, προτοῦ νά πεθάνει (στίχ. 14).

ΨΑΛΜΟΣ ΛΘ´ 39

Εἰς τὸ τέλος· ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ.

ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ

39,2 Ὑπομένων ὑπέ- 39,2 Ὑπέμεινα καρτερικά τόν Κύριο


μεινα τὸν Κύριον, καὶ καί μοῦ ἔδωσε προσοχή
προσέσχε μοι καὶ εἰσή- καί ἄκουσε τήν δέησή μου·
κουσε τῆς δεήσεώς μου
3 καὶ ἀνήγαγέ με ἐκ 3 μέ ἀνέσυρε ἀπό τόν λάκκο τῆς δυστυχίας
λάκκου ταλαιπωρίας καί ἀπό τήν λάσπη
καὶ ἀπὸ πηλοῦ ἰλύος καί στήριξε τά πόδια μου στό βράχο
καὶ ἔστησεν ἐπὶ πέτραν καί ὁδήγησε τά βήματά μου
τοὺς πόδας μου καὶ κα-
τηύθυνε τὰ διαβήματά
μου
4 καὶ ἐνέβαλεν εἰς τὸ 4 καί ἔβαλε στό στόμα μου ἕνα νέο ἆσμα,
στόμα μου ᾆσμα και- ὕμνο γιά τόν Θεό μας.
νόν, ὕμνον τῷ Θεῷ Πολλοί θά δοῦν καί θά φοβηθοῦν
ἡμῶν· ὄψονται πολλοὶ καί θά ἐλπίσουν στόν Κύριο.
καὶ φοβηθήσονται καὶ
ἐλπιοῦσιν ἐπὶ Κύριον.
5 Mακάριος ἀνήρ, οὗ 5 Μακάριος εἶναι ὁ ἄνθρωπος,
ἐστι τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ ὁποίου ἐλπίδα εἶναι

179
Ψαλμός 39

ἐλπὶς αὐτοῦ, καὶ οὐκ τό Ὄνομα τοῦ Κυρίου


ἐπέβλεψεν εἰς ματαιό- καί δέν ἐπέβλεψε σέ εἰδωλολατρίες
τητας καὶ μανίας ψευ- καί ψεύτικες μαντεῖες.
δεῖς.
6 Πολλὰ ἐποίησας σύ, 6 Πολλά, Κύριε Θεέ μου,
Κύριε ὁ Θεός μου, τὰ εἶναι τά θαυμάσιά Σου πού Ἐσύ ἔκανες
θαυμάσιά σου, καὶ τοῖς καί στά σχέδιά Σου
διαλογισμοῖς σου οὐκ δέν ὑπάρχει κανείς πού νά Σοῦ μοιάσει.
ἔστι τίς ὁμοιωθήσεταί Διακήρυξα καί εἶπα:
σοι· ἀπήγγειλα καὶ «Αὐτά (τά θαυμάσιά Σου)
ἐλάλησα, ἐπληθύνθη- πληθύνθηκαν, δέν μποροῦν νά μετρηθοῦν.
σαν ὑπὲρ ἀριθμόν.
7 Θυσίαν καὶ προσ- 7 Θυσίες καί προσφορές δέν θέλησες,
φορὰν οὐκ ἠθέλησας, ἀλλά μοῦ ἑτοίμασες ἕνα σῶμα·*
σῶμα δὲ κατηρτίσω δέν ζήτησες ὁλοκαυτώματα
μοι· ὁλοκαυτώματα καὶ καί ἐξιλαστήριες θυσίες».
περὶ ἁμαρτίας οὐκ ἐ-
ζήτησας.
8 Τότε εἶπον· ἰδοὺ ἥκω, 8 Τότε εἶπα: «Ἰδού, ἐγώ! Ἔρχομαι
ἐν κεφαλίδι βιβλίου – εἶναι γραμμένο γιά μένα
γέγραπται περὶ ἐμοῦ· (καί γιά κάθε ἄνθρωπο) στήν Γραφή –
9 τοῦ ποιῆσαι τὸ θέλη- 9 ἐπεθύμησα, Θεέ μου,
μά σου, ὁ Θεός μου, νά κάνω τό θέλημά Σου
ἐβουλήθην καὶ τὸν νό- καί (νά ἔχω) τόν νόμο Σου
μον σου ἐν μέσῳ τῆς στό κέντρο τῶν σπλάγχνων μου»!
κοιλίας μου.
10 Εὐηγγελισάμην δι- 10 Διακήρυξα τήν δικαιοσύνη (τοῦ Θεοῦ)
καιοσύνην ἐν ἐκκλησίᾳ σέ μεγάλη σύναξη.
μεγάλῃ· ἰδοὺ τὰ χείλη Ἰδού δέν θά συγκρατήσω τά χείλη μου·
μου οὐ μὴ κωλύσω· Κύριε, Ἐσύ γνωρίζεις.
Κύριε, σὺ ἔγνως.
11 Τὴν δικαιοσύνην σου 11 Τήν δικαιοσύνη Σου
οὐκ ἔκρυψα ἐν τῇ καρ- δέν ἔκρυψα στήν καρδιά μου·
δίᾳ μου, τὴν ἀλήθειάν μίλησα γιά τήν ἀλήθειά Σου
σου καὶ τὸ σωτήριόν καί γιά τήν σωτηρία πού δίνεις·
σου εἶπα, οὐκ ἔκρυψα δέν ἔκρυψα τήν ἀγάπη Σου

* Τό Ἑβρ. κείμενο λέγει ἐδῶ «μοῦ ἄνοιξες τά αὐτιά», πού σημαίνει ὅτι ὁ Θεός θέλει τήν ὑπακοή
μας, ὡς τήν καλύτερη θυσία πρός Αὐτόν, βλ. Α´ Βασ. 15,22. Πρβλ. Ψαλμ. 50,19. Ἡσ. 1,11-17. Ἱερ.
7,22-23. Ὠσ. 6,6. Μιχ. 6,6.-8.
180
Ψαλμός 39

τὸ ἔλεός σου καὶ τὴν καί τήν ἀλήθειά Σου


ἀλήθειάν σου ἀπὸ συ- ἀπό τήν μεγάλη σύναξη.
ναγωγῆς πολλῆς.
12 Σὺ δέ, Κύριε, μὴ 12 Σύ δέ, Κύριε, μή παίρνεις
μακρύνῃς τοὺς οἰκτιρ- τούς οἰκτιρμούς Σου ἀπό ἐμένα,
μούς σου ἀπ᾿ ἐμοῦ· τὸ ἡ ἀγάπη Σου καί ἡ ἀλήθειά Σου
ἔλεός σου καὶ ἡ ἀλήθειά ἄς μέ συγκρατοῦν γιά πάντα.
σου διαπαντὸς ἀντιλά-
βοιντό μου.
13 Ὅτι περιέσχον με 13 Γιατί μέ περιέζωσαν ἀναρίθμητα κακά,
κακά, ὧν οὐκ ἔστιν ἀ- μέ καταπιέζουν οἱ ἀνομίες μου
ριθμός, κατέλαβόν με καί δέν μπορῶ νά δῶ.
αἱ ἀνομίαι μου, καὶ οὐκ Πληθύνθηκαν περισσότερο
ἠδυνήθην τοῦ βλέπειν· ἀπό τίς τρίχες τῆς κεφαλῆς μου
ἐπληθύνθησαν ὑπὲρ τὰς καί μέ ἐγκατέλειψε ἡ καρδιά μου.
τρίχας τῆς κεφαλῆς
μου, καὶ ἡ καρδία μου
ἐγκατέλιπέ με.
14 Εὐδόκησον, Κύριε, 14 Θέλησε, Κύριε, νά μέ σώσεις,
τοῦ ρύσασθαί με· Κύ- δῶσε, Κύριε, προσοχή στό νά μέ βοηθήσεις.
ριε, εἰς τὸ βοηθῆσαί
μοι πρόσχες.
15 Καταισχυνθείησαν 15 Ἄς καταισχυνθοῦν καί ἀκόμη ἄς ἐντραποῦν
καὶ ἐντραπείησαν ἅμα ὅσοι ζητοῦν νά καταστρέψουν τήν ζωή μου·
οἱ ζητοῦντες τὴν ψυχήν ἄς ἀποτύχουν καί ἄς καταισχυνθοῦν
μου τοῦ ἐξᾶραι αὐτήν· αὐτοί πού θέλουν τό κακό μου.
ἀποστραφείησαν εἰς τὰ
ὀπίσω καὶ καταισχυν-
θείησαν οἱ θέλοντές μοι
κακά·
16 κομισάσθωσαν πα- 16 Ἄς λάβουν ἀμέσως (ὡς ἀμοιβή)
ραχρῆμα αἰσχύνην αὐ- τήν ἐντροπή
τῶν οἱ λέγοντές μοι· αὐτοί πού μοῦ λέγουν «Εὖγε, Εὖγε».
εὖγε, εὖγε.
17 Ἀγαλλιάσθωσαν καὶ 17 (Ὅμως) ἄς ἔχουν τήν δική Σου
εὐφρανθήτωσαν ἐπὶ ἀγαλλίαση καί χαρά
σοὶ πάντες οἱ ζητοῦντές ὅλοι ὅσοι σέ ζητοῦν, Κύριε,
σε, Κύριε, καὶ εἰπάτω- καί ἄς λέγουν συνέχεια
σαν διαπαντός· μεγα- ὅσοι ἀγαποῦν τήν σωτηρία πού δίνεις Ἐσύ:

181
Ψαλμός 40

λυνθήτω ὁ Κύριος, οἱ «Ἄς δοξαστεῖ ὁ Κύριος»!


ἀγαπῶντες τὸ σωτή-
ριόν σου.
18 Ἐγὼ δὲ πτωχός εἰμι 18 Ἀλλά ἐγώ εἶμαι πτωχός καί πένης.
καὶ πένης, Κύριος Ὁ Κύριος θά μέ φροντίσει.
φροντιεῖ μου. Βοηθός Βοηθός καί ὑπερασπιστής μου εἶσαι, Ἐσύ·
μου καὶ ὑπερασπιστής Θεέ μου, μήν ἀργεῖς.
μου εἶ σύ· ὁ Θεός μου,
μὴ χρονίσῃς.

Ὅπως φαίνεται ἀπό τόν ὅλο ψαλμό, ὁ ποιητής μας βρίσκεται σέ δυσκο-
λία καί κίνδυνο (βλ. στίχ. 12 ἑξ.) ἀπό καταδίωξη ἐχθρῶν μᾶλλον, οἱ ὁποῖοι
καταφέρονται ἐναντίον του (στίχ. 15 ἑξ.) καί μάλιστα εἰρωνικῶς (στίχ. 16).
Εὐσεβής ὅμως καί ταπεινός ὁ ψαλμωδός ἀποδίδει τίς δυσκολίες του στά
ἁμαρτήματά του, τά ὁποῖα θεωρεῖ πολλά (στίχ. 13). Ἀλλά καί δέν καταπί-
πτει ἀπό τά δεινά πού ἀντιμετωπίζει, δέν ἀπογοητεύεται, γιατί προστρέχει
στό παρελθόν (στίχ. 2-11) καί ἐνθυμεῖται ἀνάλογες περιπτώσεις, κατά τίς
ὁποῖες ἐδιώκετο καί εἶχε φθάσει μέχρι βυθοῦ (στίχ. 3)· ἀλλά ὁ Θεός, τόν
Ὁποῖο τότε ἐπικαλέστηκε, τόν ἀνέσυρε ἀπό τόν βυθό καί τόν στερέωσε
(στίχ. 3) καί τόν δικαίωσε ἐνώπιον τῶν ἐχθρῶν του (στίχ. 4). Ἔτσι λοιπόν
καί τώρα ὁ συνθέτης τοῦ ψαλμοῦ μας (στίχ. 12) γιά τίς δυσκολίες πού ἀντι-
μετωπίζει, διδαγμένος ἀπό παλαιά περιστατικά, καταφεύγει στόν Θεό μέ
δυνατή πίστη καί ἐπικαλεῖται τήν βοήθειά Του μέ τήν βεβαιότητα ὅτι θά
τοῦ τήν παράσχει ὁ Θεός καί θά τόν δικαιώσει καί τώρα (στίχ. 12 ἑξ.).

ΨΑΛΜΟΣ Μ´ 40

Εἰς τὸ τέλος· ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ.

Ο ΕΓΚΑΤΑΛΕΛΕΙΜΜΕΝΟΣ
ΚΑΙ ΣΥΚΟΦΑΝΤΟΥΜΕΝΟΣ ΑΣΘΕΝΗΣ

40,2 Μακάριος ὁ 40,2 Μακάριος αὐτός πού συμπονεῖ


συνιῶν ἐπὶ πτωχὸν καὶ τόν πτωχό καί τόν πένητα·
πένητα· ἐν ἡμέρᾳ πο- τήν ἡμέρα τῆς δυστυχίας
νηρᾷ ρύσεται αὐτὸν ὁ θά τόν σώσει ὁ Κύριος.
Κύριος.
3 Κύριος διαφυλάξαι 3 Ὁ Κύριος θά τόν διαφυλάξει
182
Ψαλμός 40

αὐτὸν καὶ ζήσαι αὐτὸν καί θά τοῦ δώσει ζωή·


καὶ μακαρίσαι αὐτὸν θά τόν κάνει μακάριο στήν γῆ
ἐν τῇ γῇ καὶ μὴ πα- καί δέν θά τόν παραδώσει
ραδῷ αὐτὸν εἰς χεῖρας στά χέρια τῶν ἐχθρῶν του.
ἐχθρῶν αὐτοῦ.
4 Κύριος βοηθήσαι αὐ- 4 Ὁ Κύριος θά τόν βοηθήσει
τῷ ἐπὶ κλίνης ὀδύνης στήν κλίνη τῆς ἀρρώστιας του·
αὐτοῦ· ὅλην τὴν κοίτην Ἐσύ (Κύριε) μετέβαλες
αὐτοῦ ἔστρεψας ἐν τῇ τήν κλίνη τῆς ἀρρώστιας του
ἀῤῥωστίᾳ αὐτοῦ. (σέ κλίνη ὑγείας του).
5 Ἐγὼ εἶπα· Κύριε, ἐ- 5 Ἐγώ εἶπα: «Κύριε ἐλέησέ με,
λέησόν με, ἴασαι τὴν ἴασαί με, γιατί ἁμάρτησα σέ Σένα».
ψυχήν μου, ὅτι ἥμαρ-
τόν σοι.
6 Οἱ ἐχθροί μου εἶπαν 6 Οἱ ἐχθροί μου μίλησαν
κακά μοι· πότε ἀποθα- κακά πράγματα ἐναντίον μου (καί εἶπαν):
νεῖται, καὶ ἀπολεῖται «Πότε θά πεθάνει
τὸ ὄνομα αὐτοῦ; καί τό ὄνομά του θά χαθεῖ;».
7 Καὶ εἰσεπορεύετο τοῦ 7 Καί ἄν αὐτός
ἰδεῖν, μάτην ἐλάλει· ἡ (ἕνας ὑποκριτής φίλος μου)
καρδία αὐτοῦ συνήγα- ἐρχόταν νά μέ δεῖ,
γεν ἀνομίαν ἑαυτῷ, ἐξε- ἔλεγε προσποιητά λόγια.
πορεύετο ἔξω καὶ ἐλά- Ἡ καρδιά του μέσα του ἦταν γεμάτη μέ κακία,
λει ἐπὶ τὸ αὐτό. ἔβγαινε ἔξω καί ἔλεγε στούς συγκεντρωμένους
(ἐναντίον μου).
8 Κατ᾿ ἐμοῦ ἐψιθύριζον 8 Ἐναντίον μου μιλοῦσαν ψιθυριστά
πάντες οἱ ἐχθροί μου, ὅλοι οἱ ἐχθροί μου,
κατ᾿ ἐμοῦ ἐλογίζοντο ἐναντίον μου (αὐτοί) σχεδίαζαν κακά.
κακά μοι·
9 λόγον παράνομον κα- 9 (Αὐτοί) κατέθεταν ἐναντίον μου
τέθεντο κατ᾿ ἐμοῦ· μὴ ὁ παράνομο λόγο (καί ἔλεγαν):
κοιμώμενος οὐχὶ προσ- «Αὐτός πού κείτεται
θήσει τοῦ ἀναστῆναι; (στό κρεββάτι του ἄρρωστος),
θά μπορέσει ποτέ νά σηκωθεῖ;».
10 Καὶ γὰρ ὁ ἄνθρωπος 10 Ἀλλά καί ὁ ἄνθρωπος τῆς εἰρήνης μου
τῆς εἰρήνης μου, ἐφ᾿ ὃν (= ὁ πλέον ἔμπιστος φίλος μου),
ἤλπισα, ὁ ἐσθίων ἄρ- στόν ὁποῖο εἶχα ἐλπίσει,
τους μου, ἐμεγάλυνεν αὐτός πού ἔτρωγε τό ψωμί μου,
ἐπ᾿ ἐμὲ πτερνισμόν. διαπραγματεύθηκε ἀπάτη ἐναντίον μου.
183
Ψαλμός 40

11 Σὺ δέ, Κύριε, ἐλέη- 11 Ἐσύ, ὅμως, Κύριε, σπλαγχνίσου με,


σόν με καὶ ἀνάστησόν σήκωσέ με (ἀπό τό κρεββάτι)
με, καὶ ἀνταποδώσω καί θά τούς τό ἀνταποδώσω.
αὐτοῖς.
12 Ἐν τούτῳ ἔγνων ὅτι 12 Μέ αὐτό καταλαβαίνω τό ὅτι μέ ἀγαπᾶς,
τεθέληκάς με, ὅτι οὐ μὴ μέ τό ὅτι δέν ἀφήνεις
ἐπιχαρῇ ὁ ἐχθρός μου νά χαρεῖ ὁ ἐχθρός μου ἐναντίον μου·
ἐπ᾿ ἐμέ.
13 Ἐμοῦ δὲ διὰ τὴν 13 ἀλλά γιά τήν ἀθωότητά μου
ἀκακίαν ἀντελάβου, καὶ μέ ὑποστηρίζεις
ἐβεβαίωσάς με ἐνώπιόν καί μέ στερέωσες ἐνώπιόν Σου γιά πάντα.
σου εἰς τὸν αἰῶνα.
14 Εὐλογητὸς Κύριος ὁ 14 Δοξασμένος ἄς εἶναι ὁ Κύριος,
Θεὸς ᾿Ισραὴλ ἀπὸ τοῦ ὁ Θεός τοῦ Ἰσραήλ,
αἰῶνος καὶ εἰς τὸν αἰῶ- ἀπό τόν αἰώνα καί εἰς τόν αἰώνα.
να. Γένοιτο, γένοιτο. Ἀμήν. Ἀμήν.

1. Ὁ ψαλμός αὐτός εἶναι τοῦ Δαβίδ, ὅπως τό λέγει καί ἡ ἐπιγραφή. Γρά-
φηκε δέ σέ καιρό βαρειᾶς ἀσθενείας τοῦ βασιλέως, ἀλλά καί μεγάλου του
ψυχικοῦ πόνου, γιατί μᾶς παρουσιάζεται ὅτι εἶναι ἐγκαταλελειμμένος. Ὁ
ψαλμός λοιπόν εἶναι ἀτομικός καί χωρίζεται καθαρά σέ τρεῖς στροφές. Στήν
πρώτη στροφή (στίχ. 2-4) ὁ πάσχων ποιητής μακαρίζει μέ γενικό τρόπο
τούς φιλανθρώπους, αὐτούς πού πονοῦν τούς πάσχοντας ἀσθενεῖς καί συμ-
παρίστανται σ᾽ αὐτούς (στίχ. 2). Αὐτούς, λέγει, θά τούς εὐλογήσει ὁ Θεός
καί θά τούς διαφυλάττει ἀπό τούς ἐχθρούς καί ἄν ἀρρωστήσουν ὁ Θεός θά
τούς εἶναι στό κρεββάτι τοῦ πόνου τους, καί θά τούς θεραπεύσει (στίχ. 4)!
2. Στήν δεύτερη στροφή (στίχ. 5-10) ἔρχεται ὁ ψαλμωδός στήν δική του
περίπτωση καί προσεύχεται στόν Θεό γιά τήν θεραπεία του λέγοντας μά-
λιστα ὅτι αἰτία τῆς ἀσθενείας του εἶναι τά ἁμαρτήματά του (στίχ. 5). Οἱ
ἐχθροί του ὅμως ἐπιθυμοῦν καί εὔχονται γιά τόν θάνατό του (στίχ. 6). Μά-
λιστα ὁ ἔμπιστος σύμβουλος τοῦ Δαβίδ ὁ Ἀχιτόφελ, πού μποροῦσε νά
εἰσέρχεται ἄνετα στό δωμάτιο τῆς ἀσθενείας τοῦ Δαβίδ, ἀπό ἐνδιαφέρον
τάχα γιά τήν ὑγεία του, αὐτός ἦταν ὁ πλέον δόλιος καί ἐπίφοβος (στίχ. 7).
Αὐτός, ὅταν ἔφευγε ἀπό τό δωμάτιο τῆς ἀσθενείας τοῦ βασιλέως,
συναντοῦσε τούς ἄλλους δόλιους ἐχθρούς, τούς ἀνακοίνωνε τά σχετικά μέ
τόν βασιλέα καί τούς ἔκανε νά στρέφονται περισσότερο ἐναντίον του καί
νά μηχανεύονται κακά γι᾽ αὐτόν (στίχ. 8). Πραγματικά, ὅλοι τους αὐτοί
συνωμοτοῦσαν κατά τοῦ Δαβίδ ἐπιθυμοῦντες νά μήν ἐγερθεῖ πιά ἀπό τήν
κλίνη του (στίχ. 9). Ὅλη αὐτή τήν φωτιά τοῦ μίσους καί τῆς ὀργῆς κατά

184
Ψαλμός 41

τοῦ βασιλέως τήν ἔτρεφε μέ τίς δόλιες ἐνέργειές του καί τούς λόγους του
ὁ κακός Ἀχιτόφελ, ὁ σύμβουλός του, τόν ὁποῖο θεωροῦσε ὡς ἐμπιστευτικό
ὁ Δαβίδ καί συνέτρωγε μαζί του (στίχ. 10).
3. Τέλος, ὁ ποιητής τοῦ ψαλμοῦ μας παρακαλεῖ τόν Θεό νά τόν ἐγείρει
ἀπό τήν κλίνη του, νά τόν κάνει καλά, ὥστε νά μπορέσει νά τιμωρήσει τούς
ἐχθρούς του (στίχ. 11), γιά νά νοήσουν τό ἁμάρτημά τους. Στήν ἐκπλήρωση
αὐτοῦ τοῦ αἰτήματός του ὁ Δαβίδ, μέ τήν τιμωρία, δηλαδή, τῶν ἐχθρῶν
του, θά γνωρίσει τήν εὔνοια τοῦ Θεοῦ ὑπέρ αὐτοῦ (στίχ. 12). Εἶναι πεπει-
σμένος δέ ὁ ποιητής τοῦ ψαλμοῦ μας ὅτι θά τόν βοηθήσει ὁ Θεός, γιατί
τόν ἔχει ἤδη βεβαιώσει μέ προηγούμενα παραδείγματα ὅτι πάντοτε τόν
βοηθεῖ (στίχ. 13).
Ὁ ψαλμός κλείνει μέ ἕνα λειτουργικό δοξολόγημα τοῦ Θεοῦ (στίχ. 14).

ΨΑΛΜΟΣ ΜΑ´ 41

Εἰς τὸ τέλος· εἰς σύνεσιν τοῖς υἱοῖς Κορέ.

Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΟΥ ΑΠΟΔΗΜΟΥ ΙΟΥΔΑΙΟΥ


ΓΙΑ ΤΟΝ ΝΑΟ ΤΗΣ ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ (Α´)

41,2 Ὃν τρόπον ἐπι- 41,2 Ὅπως ἡ ἔλαφος ἐπιθυμεῖ


ποθεῖ ἡ ἔλαφος ἐπὶ τὰς τίς πηγές τῶν ὑδάτων,
πηγὰς τῶν ὑδάτων, οὕ- ἔτσι ἐπιθυμεῖ ἡ ψυχή μου Ἐσένα, ὦ Θεέ.
τως ἐπιποθεῖ ἡ ψυχή
μου πρός σέ, ὁ Θεός.
3 Ἐδίψησεν ἡ ψυχή μου 3 Διψᾶ ἡ ψυχή μου γιά τόν ζωντανό Θεό.
πρὸς τὸν Θεὸν τὸν ζῶν- Πότε θά ἔρθω καί θά ἐμφανισθῶ
τα· πότε ἥξω καὶ ὀφθή- ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ;
σομαι τῷ προσώπῳ τοῦ
Θεοῦ;
4 Ἐγενήθη τὰ δάκρυά 4 Τά δάκρυά μου σέ μένα ἔγιναν ψωμί
μου ἐμοὶ ἄρτος ἡμέρας μέρα καί νύχτα,
καὶ νυκτὸς ἐν τῷ λέγε- γιατί κάθε μέρα μοῦ λέγουν:
σθαί μοι καθ᾿ ἑκάστην «Ποῦ εἶναι ὁ Θεός σου;».
ἡμέραν· ποῦ ἐστιν ὁ
Θεός σου;
5 Ταῦτα ἐμνήσθην καὶ 5 Αὐτά ἀναπόλησα
ἐξέχεα ἐπ᾿ ἐμὲ τὴν ψυ- καί ἀνακουφίστηκε ἡ ψυχή μου·
185
Ψαλμός 41

χήν μου, ὅτι διελεύσο- (ἀναπόλησα) Ὅτι πηγαίνω στόν τόπο


μαι ἐν τόπῳ σκηνῆς τῆς θαυμαστῆς σκηνῆς,
θαυμαστῆς ἕως τοῦ οἴ- ἐκεῖ πού κατοικεῖ ὁ Θεός.
κου τοῦ Θεοῦ ἐν φωνῇ (Ἀναπόλησα) Ψαλμωδίες χαρᾶς
ἀγαλλιάσεως καὶ ἐξο- καί δοξολογίας,
μολογήσεως ἤχου ἑορ- ὕμνων ἑορταστικῶν.
τάζοντος.
6 Ἱνατί περίλυπος εἶ, ἡ 6 Γιατί (λοιπόν), ψυχή μου, εἶσαι περίλυπη;
ψυχή μου, καὶ ἱνατί Γιατί μέ ταράσσεις;
συνταράσσεις με; Ἔλ- Ἔλπισε στόν Θεό, γιατί θά τόν δοξολογήσω·
πισον ἐπὶ τὸν Θεόν, ὅτι ὁ Θεός μου εἶναι ἡ σωτηρία
ἐξομολογήσομαι αὐτῷ· τοῦ προσώπου μου.
σωτήριον τοῦ προσώ-
που μου καὶ ὁ Θεός μου.
7 Πρὸς ἐμαυτὸν ἡ ψυχή 7 Ταράχθηκε ἡ ψυχή μου μέσα μου·
μου ἐταράχθη· διὰ τοῦ- γι᾽ αὐτό θά Σέ θυμηθῶ
το μνησθήσομαί σου ἐκ ἀπό τήν χώρα τοῦ Ἰορδάνου
γῆς ᾿Ιορδάνου καὶ ᾿Ερ- καί ἀπό τό Ἑρμών,
μωνιείμ, ἀπὸ ὄρους μι- (τήν περιοχή πού λέγεται)
κροῦ. «τό ὄρος τό μικρό».
8 Ἄβυσσος ἄβυσσον 8 (Βλέποντας τά ἀδιάκοπα
ἐπικαλεῖται εἰς φωνὴν ρεύματα τοῦ Ἰορδάνου
τῶν καταῤῥακτῶν σου, ὁ ποιητής μας λέγει:)
πάντες οἱ μετεωρισμοί «Ἡ μιά ἄβυσσος νεροῦ
σου καὶ τὰ κύματά σου ἐπικαλεῖται τήν ἄλλη ἄβυσσο
ἐπ᾿ ἐμὲ διῆλθον. μέσα στήν βοή τῶν καταρρακτῶν Σου.
(Ἔτσι) ἦρθαν ἐναντίον μου
ὅλα τά ὑψωμένα κύματά Σου.
9 Ἡμέρας ἐντελεῖται 9 Τήν ἡμέρα θά διατάξει
Κύριος τὸ ἔλεος αὐτοῦ, ὁ Κύριος τό ἔλεός Του
καὶ νυκτὸς ᾠδὴ αὐτῷ καί τήν νύχτα ὁ ὕμνος Του θά εἶναι μαζί μου·
παρ᾿ ἐμοί, προσευχὴ τῷ (θά εἶναι) μία προσευχή
Θεῷ τῆς ζωῆς μου. στόν Θεό τῆς ζωῆς μου.
10 Ἐρῶ τῷ Θεῷ· ἀν- 10 Θά πῶ στόν Θεό: «Εἶσαι ὁ προστάτης μου·
τιλήπτωρ μου εἶ· διατί γιατί μέ ξέχασες;
μου ἐπελάθου; Καὶ ἱνα- Καί γιατί νά ζῶ σκυθρωπά
τί σκυθρωπάζων πο- θλίβοντάς με ὁ ἐχθρός;».
ρεύομαι ἐν τῷ ἐκθλί-
βειν τὸν ἐχθρόν μου;

186
Ψαλμός 41

11 Ἐν τῷ καταθλᾶσθαι 11 Ὅταν σπάζουν τά κόκκαλά μου


τὰ ὀστᾶ μου ὠνείδιζόν μέ ὀνειδίζουν οἱ ἐχθροί μου
με οἱ ἐχθροί μου, ἐν τῷ λέγοντάς μου κάθε μέρα,
λέγειν αὐτούς μοι καθ᾿ «ποῦ εἶναι ὁ Θεός σου;».
ἑκάστην ἡμέραν· Ποῦ
ἐστιν ὁ Θεός σου;
12 Ἱνατί περίλυπος εἶ, ἡ 12 Γιατί εἶσαι περίλυπη, ψυχή μου,
ψυχή μου; Καὶ ἱνατί καί γιατί μέ ταράσσεις;
συνταράσσεις με; Ἔλ- Ἔχε τήν ἐλπίδα στόν Θεό,
πισον ἐπὶ τὸν Θεόν, ὅτι γιατί ἐγώ θά προσφέρω δοξολογία σ᾽ Αὐτόν.
ἐξομολογήσομαι αὐτῷ· Θεέ μου, εἶσαι ἡ σωτηρία τοῦ προσώπου μου.
σωτήριον τοῦ προσώ-
που μου καὶ ὁ Θεός μου.

1. Οἱ ψαλμοί 41 καί 42 ἔχουν τό ἴδιο καί τό αὐτό θέμα καί εἶναι ἑνωμέ-
νοι. Ὁ ποιητής τῶν ψαλμῶν αὐτῶν φαίνεται ὅτι ἀγαπᾶ πολύ τόν Θεό, ὅπως
ἡ διψῶσα ἔλαφος ποθεῖ τάς πηγάς τῶν ὑδάτων (41,2.3). Πιό συγκεκριμένα,
ὁ ποιητής τῶν ψαλμῶν αὐτῶν ἐπιθυμεῖ νά λατρεύσει τόν Θεό, νά τοῦ προσ-
φέρει θυσία. Ἀλλά αὐτό μπορεῖ νά γίνει μόνο στόν ναό τῶν Ἰεροσολύμων,
ἀπό τόν ὁποῖο ὅμως ἀπέχει πολύ ὁ ποιητής μας, γιατί αὐτός τώρα κατοικεῖ
παρά τό ὄρος Ἑρμών, κοντά στίς πηγές τοῦ Ἰορδάνου (41,7), ὅπου κατοι-
κοῦσαν ἐθνικοί.
Γι᾽ αὐτό καί φλέγεται νά ἔλθει στά Ἰεροσόλυμα, ὅπως τόν ἴδιο πόθο βέ-
βαια τόν εἶχαν ὅλοι οἱ ἀπόδημοι Ἰουδαῖοι.
2. Γιατί ὅμως ὁ ποιητής μας δέν ἐπισκέπτεται τά Ἰεροσόλυμα μέ τόν ναό
τους, ἀφοῦ τόσο πόθο ἔχει νά εὑρεθεῖ ἐκεῖ; Ὅπως φαίνεται καί ἀπό τούς δύο
ψαλμούς, ὁ ποιητής εἶναι ἀσθενής (41,4.8.11. 42,3.5). Δέν δύναται λοιπόν
στήν κατάσταση πού βρίσκεται νά κάνει τήν μακρά ὁδοιπορία πρός τά Ἰερο-
σόλυμα. Πέρα ὅμως ἀπό τόν σωματικό αὐτό πόνο γιά τήν ἀρρώστια του, ὁ
ποιητής μας δοκιμάζει καί ψυχικό πόνο, γιά τόν ὁποῖο ὀδυνᾶται περισσότερο:
Ἐκεῖ μακρυά ἀπό τήν Ἰερουσαλήμ πού βρίσκεται, μεταξύ τοῦ ἐθνικοῦ κό-
σμου, θά μιλοῦσε στούς ἐθνικούς γιά τόν Θεό του καί θά ἔλεγε σ᾽ αὐτούς
ὅτι ἐλπίζει σ᾽ Αὐτόν νά τόν κάνει καλά, νά τόν θεραπεύσει ἀπό τήν ἀσθένειά
του. Ἀλλά βλέποντες οἱ ἀλλόθρησκοι ὅτι ἀργοπορεῖ ἡ ἀσθένειά του καί ὅτι
δέν θεραπεύεται, τοῦ ἐνέπαιζαν τήν πίστη του καί αὐτό ἦταν γιά τόν ποιητή
μας βαθύς πόνος καί μαρτύριο. Ἔκλαιγε ὁ ποιητής γιά τόν ἐμπαιγμό του
αὐτόν, γιά τό ὅτι οἱ ὑβριστές τοῦ ἔλεγαν, «ποῦ ἐστιν ὁ Θεός σου;» (41,4).
Ἡ ἀνάγκη τοῦ ποιητοῦ νά γλυκαθεῖ στήν θλιβερή κατάσταση πού βρί-
σκεται, τόν κάνει νά σκεφθεῖ ἀπό τό παρελθόν εὐχάριστες σκηνές, κατά

187
Ψαλμός 41

τίς ὁποῖες βρισκόταν προσκυνητής στά Ἰεροσόλυμα, στόν οἶκο τοῦ Θεοῦ,
ἐν ὥρᾳ θείας λατρείας μέ ἰσχυρές ψαλμωδίες (41,5). Σ᾽ αὐτήν τήν ἀνά-
μνηση βρίσκει διέξοδο ἡ ψυχή τοῦ ποιητοῦ μας καί ἀνακουφίζεται («ἐξέχεα
ἐπ᾽ ἐμέ τήν ψυχή μου», 41,5). Ἀπό τήν ἀνάμνηση αὐτή γλυκάθηκε καί δυ-
ναμώθηκε πραγματικά ἡ ψυχή τοῦ ποιητοῦ, γι᾽ αὐτό καί ἀποτεινόμενος
τώρα στήν ἴδια τήν ψυχή του τῆς λέγει νά μήν εἶναι περίλυπη καί νά μήν
ταράσσεται, ἀλλά νά ἐλπίζει στόν Κύριο (41,6. 42,5).
3. Ἀλλά ὁ ποιητής μας ἐπανέρχεται στήν τωρινή πραγματικότητα, αὐτή
πού ζεῖ μακρυά ἀπό τήν Ἰερουσαλήμ, κοντά στό Ἑρμών, κοντά στίς πηγές
τοῦ Ἰορδάνου, σέ μιά περιοχή πού λέγεται «ὄρος μικρό» (41,7). Αὐτό τόν
γεμίζει πόνο, ἀλλά προσπαθεῖ νά διαλύσει τόν πόνο του ἐνθυμούμενος τόν
Θεό, γι᾽ αὐτό καί λέγει σ᾽ Αὐτόν «μνησθήσομαί σου» (41,7). Ἐνθυμούμενος
δέ τόν Θεό ὁ ποιητής μας θά ἀναπληρώνει κάπως τόν πόνο του γιά τό ὅτι
δέν βρίσκεται στόν ναό τοῦ Θεοῦ στήν Ἰερουσαλήμ.
Στήν περιοχή ὅπου βρίσκεται τώρα ὁ ποιητής βλέπει τόν Ἰορδάνη πο-
ταμό νά ἀναπηδᾶ ὁρμητικός καί νά χύνεται ὡς καταρράκτης. Βλέπει πῶς
τό ρεῦμα τοῦ ποταμοῦ εἶναι ἀδιάκοπο, πῶς ἕνας ὄγκος νεροῦ τώρα («ἄβυσ-
σος») συνοδεύεται ἀμέσως μετά ἀπό κάποιον ἄλλο ὄγκο, σάν ἡ μία ἄβυσ-
σος νεροῦ νά «ἐπικαλεῖται» τήν ἄλλη (41,8), καί συγχρόνως ἀκούει τόν
φοβερό ἦχο, πού στό ἔρημο καί ἀπόκρημνο ἐκεῖνο μέρος ἀκούγεται ἀπό
τά νερά τοῦ Ἰορδάνου, σάν νά πέφτει ἰσχυρός καταρράκτης: «Ἄβυσσος
ἄβυσσον ἐπικαλεῖται εἰς φωνήν τῶν καταρρακτῶν σου» (41,8). Σ᾽ αὐτήν τήν
ἐκφραστική εἰκόνα ὁ ποιητής μας βλέπει τήν κατάστασή του. Ἡ μία συμ-
φορά του διαδέχεται τήν ἄλλη. Μέ τήν εἰκόνα τῶν ὑδάτων πολύ συχνά
στήν Παλαιά Διαθήκη δηλώνονται οἱ συμφορές τοῦ ἀνθρώπου. Καί λέγει
λοιπόν ὁ ποιητής γιά τόν ἑαυτό του ὅτι ὅλες οἱ συμφορές, σάν μετεωρισμοί
τῆς ἀβύσσου, πέρασαν ἀπό πάνω του: «Πάντες οἱ μετεωρισμοί σου καί τά
κύματά σου ἐπ᾽ ἐμέ διῆλθον» (41,8)!
Ἀλλά ὁ ὑμνωδός ἡμέρα καί νύχτα, παρά τήν τόση του δυστυχία, ἐλπίζει
σταθερά στό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Καί ἀπευθύνει προσευχή πρός Αὐτόν, κα-
λώντας Τον «ἀντιλήπτορα», βοηθόν του, παρακαλώντας Τον νά σπεύσει
πρός βοήθειάν του (41,9-12).

188
Ψαλμός 42

ΨΑΛΜΟΣ ΜΒ´ 42

Ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ.

Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΟΥ ΑΠΟΔΗΜΟΥ ΙΟΥΔΑΙΟΥ


ΓΙΑ ΤΟΝ ΝΑΟ ΤΗΣ ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ (Β´)

42,1 Κρῖνόν με, ὁ 42,1 Κρίνε με, Κύριε, καί δικαίωσέ με


Θεός, καὶ δίκασον τὴν ἀπό ἀνόσιο ἔθνος·
δίκην μου ἐξ ἔθνους οὐχ σῶσε με ἀπό ἄδικο καί δόλιο ἄνθρωπο.
ὁσίου· ἀπὸ ἀνθρώπου
ἀδίκου καὶ δολίου
ῥῦσαί με.
2 Ὅτι σὺ εἶ ὁ Θεὸς κρα- 2 Ἐσύ, Θεέ μου, εἶσαι ἡ δύναμή μου,
ταίωμά μου· ἱνατί ἀπώ- γιατί μέ ἀπορρίπτεις;
σω με; Καὶ ἱνατί σκυ- Καί γιατί νά ζῶ σκυθρωπά
θρωπάζων πορεύομαι θλίβοντάς με ὁ ἐχθρός;
ἐν τῷ ἐκθλίβειν τὸν
ἐχθρόν μου;
3 Ἐξαπόστειλον τὸ φῶς 3 Στεῖλε τό φῶς Σου καί τήν ἀλήθειά Σου·
σου καὶ τὴν ἀλήθειάν αὐτά μέ ὁδήγησαν καί μέ ἔφεραν
σου· αὐτά με ὡδήγησαν στό ἅγιο ὄρος Σου
καὶ ἤγαγόν με εἰς ὄρος καί στά σκηνώματά Σου.
ἅγιόν σου καὶ εἰς τὰ
σκηνώματά σου.
4 Καὶ εἰσελεύσομαι 4 Καί θά ἔλθω στό θυσιαστήριο τοῦ Θεοῦ,
πρὸς τὸ θυσιαστήριον στόν Θεό πού εὐφραίνει τήν νεότητά μου·
τοῦ Θεοῦ, πρὸς τὸν θά Σέ δοξολογήσω μέ τήν κιθάρα,
Θεὸν τὸν εὐφραίνοντα ὦ Θεέ, Θεέ μου.
τὴν νεότητά μου· ἐξο-
μολογήσομαί σοι ἐν
κιθάρᾳ, ὁ Θεός, ὁ Θεός
μου.
5 Ἱνατί περίλυπος εἶ, ἡ 5 Γιατί εἶσαι περίλυπη, ψυχή μου,
ψυχή μου; Καὶ ἱνατί καί γιατί μέ ταράσσεις;
συνταράσσεις με; Ἔλ- Ἔχε τήν ἐλπίδα στόν Θεό,
πισον ἐπὶ τὸν Θεόν, ὅτι γιατί ἐγώ θά προσφέρω δοξολογία σ᾽ Αὐτόν.
ἐξομολογήσομαι αὐτῷ· Θεέ μου, εἶσαι ἡ σωτηρία τοῦ προσώπου μου.

189
Ψαλμός 43

σωτήριον τοῦ προσώ-


που μου καὶ ὁ Θεός μου.

Εἴπαμε ὅτι ὁ ψαλμ. 42 εἶναι ἑνωμένος μέ τόν ψαλμ. 41 καί ἔχει τό ἴδιο
θέμα μέ αὐτόν. Ὁ ποιητής μας στόν ψαλμ. 42, ὡς συνέχεια τοῦ ψαλμ. 41,
παριστάνει τήν προσωπική του ὑπόθεση ὡς δίκη, πού ἔχει ἐναντίον τῶν
ἐχθρῶν του μέ κριτή τόν Ἴδιο τόν Θεό. Γι᾽ αὐτό, λοιπόν, λέγει: «Κρῖνόν με
ὁ Θεός καί δίκασον τήν δίκην μου ἐξ ἔθνους οὐχ ὁσίου» (42,1). Παρακαλεῖ
τόν Θεό νά δικάσει τήν ὑπόθεσή του καί νά τόν δικαιώσει. Τό «οὐχ ὅσιον
ἔθνος», τό ὁποῖον ἐχθρεύεται τόν ποιητή μας, εἶναι ὁ ἐθνικός κόσμος με-
ταξύ τοῦ ὁποίου ζοῦσε, αὐτοί πού τόν ἐνέπαιζαν γιά τόν Θεό του. Ἀλλά ὁ
ποιητής μας πιστεύει τόν Θεό ὡς «κραταίωμά» του (42,2) καί Τόν παρα-
καλεῖ νά τοῦ δώσει τήν βοήθειά Του, ἡ ὁποία θά πιστοποιήσει καί θά βε-
βαιώσει ὅτι εἶναι πιστός καί ἀληθινός («φῶς καί τήν ἀλήθειάν σου», 42,3),
καί θά τοῦ δώσει τήν ὑγεία του, γιά νά πορευθεῖ στά Ἰεροσόλυμα, στό «ἅγιο
ὄρος καί στά σκηνώματα» τοῦ Κυρίου (42,3) καί νά παρουσιαστεῖ «εἰς τό
θυσιαστήριον τοῦ Θεοῦ», γιά νά Τόν λατρεύσει «ἐν κιθάρᾳ» (42,4)!

ΨΑΛΜΟΣ ΜΓ´ 43

Εἰς τὸ τέλος· τοῖς υἱοῖς Κορὲ εἰς σύνεσιν ψαλμός.

ΠΟΝΟΣ ΘΕΡΜΟΥ ΠΑΤΡΙΩΤΟΥ


ΓΙΑ ΤΗΝ ΔΕΙΝΟΠΑΘΗΣΑΣΑ ΠΑΤΡΙΔΑ
ΚΑΙ ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ ΓΙΑ ΛΥΤΡΩΣΗ

43,2 Ὁ Θεός, ἐν τοῖς 43,2 Θεέ, μέ τά αὐτιά μας ἀκούσαμε,


ὠσὶν ἡμῶν ἠκούσαμεν, μᾶς τά εἶπαν οἱ πατέρες μας,
καὶ οἱ πατέρες ἡμῶν τά ἔργα πού ἔκανες στά χρόνια μας,
ἀνήγγειλαν ἡμῖν ἔργον, σέ χρόνια παλαιά.
ὃ εἰργάσω ἐν ταῖς ἡμέ-
ραις αὐτῶν, ἐν ἡμέραις
ἀρχαίαις.
3 Ἡ χείρ σου ἔθνη ἐξω- 3 Τό Χέρι Σου ἐξολόθρευσε ἔθνη,
λόθρευσε, καὶ κατεφύ- ἀλλά αὐτούς (τούς πατέρες μας)
τευσας αὐτούς, ἐκάκω- τούς φύτευσε γερά·
σας λαοὺς καὶ ἐξέβαλες συνέθλιψες λαούς
αὐτούς. καί τούς ἔβγαλες (ἀπό τήν γῆ μας).

190
Ψαλμός 43

4 Οὐ γὰρ ἐν τῇ ῥομφαίᾳ 4 Τήν χώρα (οἱ πατέρες μας)


αὐτῶν ἐκληρονόμησαν δέν τήν κληρονόμησαν μέ τό σπαθί τους,
γῆν, καὶ ὁ βραχίων αὐ- καί δέν τούς ἔσωσε ἡ δύναμή τους,
τῶν οὐκ ἔσωσεν αὐ- ἀλλά ἡ δεξιά Σου (Χείρ)
τούς, ἀλλ᾿ ἡ δεξιά σου καί ἡ δύναμή Σου
καὶ ὁ βραχίων σου καὶ ὁ καί ἡ θεοφάνειά Σου,
φωτισμὸς τοῦ προσώ- γιατί τούς ἀγάπησες.
που σου, ὅτι ηὐδόκησας
ἐν αὐτοῖς.
5 Σὺ εἶ αὐτὸς ὁ Βασι- 5 Ἐσύ Αὐτός εἶσαι ὁ βασιλιάς μου
λεύς μου καὶ ὁ Θεός καί ὁ Θεός μου,
μου ὁ ἐντελλόμενος τὰς ὁ Ὁποῖος διατάσσεις καί ἔρχονται
σωτηρίας ᾿Ιακώβ· οἱ σωτήριες νίκες στόν Ἰακώβ·
6 ἐν σοὶ τοὺς ἐχθροὺς 6 Μέ Σένα θά κατατροπώσουμε
ἡμῶν κερατιοῦμεν καὶ τούς ἐχθρούς μας
ἐν τῷ ὀνόματί σου ἐξου- καί μέ τήν δύναμή Σου θά κατανικήσουμε
δενώσομεν τοὺς ἐπανι- ὅσους ἐπαναστατοῦν ἐναντίον μας.
σταμένους ἡμῖν.
7 Οὐ γὰρ ἐπὶ τῷ τόξῳ 7 Γιατί δέν ἐλπίζω στό τόξο μου,
μου ἐλπιῶ, καὶ ἡ ρομ- δέν θά μέ σώσει τό σπαθί μου.
φαία μου οὐ σώσει με·
8 ἔσωσας γὰρ ἡμᾶς ἐκ 8 Γιατί ἐσύ μᾶς ἔσωσες
τῶν θλιβόντων ἡμᾶς ἀπό ὅσους μᾶς ἔθλιβαν
καὶ τοὺς μισοῦντας καί κατήσχυνες αὐτούς πού μᾶς μισοῦσαν.
ἡμᾶς κατῄσχυνας.
9 Ἐν τῷ Θεῷ ἐπαι- 9 Ὅλη τήν ἡμέρα θά καυχώμαστε γιά τόν Θεό
νεθησόμεθα ὅλην τὴν καί θά δοξάζουμε τό Ὄνομά Σου στόν αιῶνα.
ἡμέραν καὶ ἐν τῷ ὀνό-
ματί σου ἐξομολογηθη-
σόμεθα εἰς τὸν αἰῶνα.
(Διάψαλμα).
10 Νυνὶ δὲ ἀπώσω καὶ 10 Τώρα ὅμως μᾶς ἔσπρωξες μακρυά Σου
κατῄσχυνας ἡμᾶς καὶ καί μᾶς ἐντρόπιασες
οὐκ ἐξελεύσῃ, ὁ Θεός, καί δέν ἐκστρατεύεις πιά, Θεέ,
ἐν ταῖς δυνάμεσιν ἡ- μαζί μέ τόν στρατό μας.
μῶν.
11 Ἀπέστρεψας ἡμᾶς 11 Μᾶς ἔκανες νά τρέψουμε τά νῶτα μας
εἰς τὰ ὀπίσω παρὰ τοὺς στούς ἐχθρούς μας
ἐχθροὺς ἡμῶν, καὶ οἱ καί αὐτοί πού μᾶς μισοῦσαν

191
Ψαλμός 43

μισοῦντες ἡμᾶς διήρ- μᾶς λεηλατοῦσαν πρός ὠφέλειά τους.


παζον ἑαυτοῖς.
12 Ἔδωκας ἡμᾶς ὡς 12 Μᾶς παρέδωσες (στούς ἐχθρούς μας)
πρόβατα βρώσεως καὶ σάν πρόβατα γιά τήν σφαγή
ἐν τοῖς ἔθνεσι διέσπει- καί μᾶς διασκόρπισες στά ἔθνη.
ρας ἡμᾶς·
13 ἀπέδου τὸν λαόν σου 13 Ἐπώλησες τόν λαό Σου χωρίς κέρδος
ἄνευ τιμῆς, καὶ οὐκ ἦν καί δέν ἦταν πολλοί αὐτοί
πλῆθος ἐν τοῖς ἀλαλάγ- πού ἀλάλαζαν ἐναντίον μας τά ἐπινίκια.
μασιν αὐτῶν.
14 Ἔθου ἡμᾶς ὄνειδος 14 Μᾶς παρέδωσες στούς γείτονές μας
τοῖς γείτοσιν ἡμῶν, μυ- γιά μυκτηρισμό καί γιά ὀνειδισμό
κτηρισμὸν καὶ χλευα- στούς γύρω μας.
σμὸν τοῖς κύκλῳ ἡμῶν·
15 ἔθου ἡμᾶς εἰς παρα- 15 Μᾶς ἔκανες γελοίους στά ἔθνη
βολὴν ἐν τοῖς ἔθνεσιν, οἱ λαοί κουνοῦν τό κεφάλι (γιά μᾶς)
κίνησιν κεφαλῆς ἐν τοῖς (Ὁμιλεῖ ὁ ποιητής ἐκπροσωπῶν ὅλο τό ἔθνος:)
λαοῖς.
16 Ὅλην τὴν ἡμέραν ἡ 16 Ὅλη τήν ἡμέρα ζῶ τήν ἐντροπή μου,
ἐντροπή μου κατεναν- τό πρόσωπό μου κατεξευτελίστηκε
τίον μού ἐστι, καὶ ἡ
αἰσχύνη τοῦ προσώπου
μου ἐκάλυψέ με
17 ἀπὸ φωνῆς ὀνειδί- 17 ἀπό τήν φωνή τῶν χλευαστῶν
ζοντος καὶ καταλα- καί τῶν καταλάλων,
λοῦντος, ἀπὸ προσώπου τότε πού ὁ ἐχθρός μοῦ ἐπιτέθηκε
ἐχθροῦ καὶ ἐκδιώκον- καί μέ ἐκδιώκει.
τος.
18 Ταῦτα πάντα ἦλθεν 18 Ὅλα αὐτά ἦλθαν ἐναντίον μας,
ἐφ᾿ ἡμᾶς καὶ οὐκ ἐπε- ἄν καί δέν Σέ λησμονήσαμε,
λαθόμεθά σου καὶ οὐκ οὔτε ἀθετήσαμε τήν διαθήκη Σου,
ἠδικήσαμεν ἐν τῇ δια-
θήκῃ σου,
19 καὶ οὐκ ἀπέστη εἰς 19 καί δέν ἀποστατήσαμε·
τὰ ὀπίσω ἡ καρδία ἡ- ἀλλά Σύ ἄφησες καί ξέφυγε ἡ πορεία μας
μῶν καὶ ἐξέκλινας τὰς ἀπό τήν ὁδό Σου.
τρίβους ἡμῶν ἀπὸ τῆς
ὁδοῦ σου.
20 Ὅτι ἐταπείνωσας 20 Ἐπειδή μᾶς ταπείνωσες

192
Ψαλμός 43

ἡμᾶς ἐν τόπῳ κακώ- σέ τόπο κακοπάθειας,


σεως, καὶ ἐπεκάλυψεν μᾶς ἐκάλυψε ἡ σκιά τοῦ θανάτου.
ἡμᾶς σκιὰ θανάτου.
21 Εἰ ἐπελαθόμεθα τοῦ 21 Ἄν εἴχαμε ξεχάσει τόν Θεό μας,
ὀνόματος τοῦ Θεοῦ καί ἄν εἴχαμε ὑψώσει τά χέρια μας
ἡμῶν καὶ εἰ διεπετάσα- σέ ξένο Θεό,
μεν χεῖρας ἡμῶν πρὸς
Θεὸν ἀλλότριον,
22 οὐχὶ ὁ Θεὸς ἐκζη- 22 ὁ Θεός δέν θά μᾶς εἶχε ζητήσει λόγο;
τήσει ταῦτα; Αὐτὸς γὰρ Ἀφοῦ Αὐτός γνωρίζει
γινώσκει τὰ κρύφια τῆς τά κρυφά τῆς καρδιᾶς μας.
καρδίας.
23 Ὅτι ἕνεκά σου θανα- 23 Ἀλλά ἐμᾶς μᾶς θανατώνουν γιά Σένα
τούμεθα ὅλην τὴν ἡ- ὅλη τήν ἡμέρα,
μέραν, ἐλογίσθημεν ὡς μᾶς θεωροῦν ὡς πρόβατα ἕτοιμα γιά σφαγή.
πρόβατα σφαγῆς.
24 ἐξεγέρθητι· ἱνατί ὑ- 24 Σήκω! Γιατί κοιμᾶσαι, Κύριε;!
πνοῖς, Κύριε; Ἀνάστηθι Σήκω καί μή μᾶς σπρώχνεις
καὶ μὴ ἀπώσῃ εἰς τέλος. σέ τέλεια καταστροφή.
25 Ἱνατί τὸ πρόσωπόν 25 Γιατί μᾶς ἀποστρέφεσαι;
σου ἀποστρέφεις; Ἐπι- Γιατί ξεχνᾶς τήν φτώχεια μας
λανθάνῃ τῆς πτωχείας καί τήν θλίψη μας;
ἡμῶν καὶ τῆς θλίψεως
ἡμῶν;
26 Ὅτι ἐταπεινώθη εἰς 26 Ἡ ζωή μας ἔγινε ἕνα μέ τό χῶμα,
χοῦν ἡ ψυχὴ ἡμῶν, ἐ- ἡ κοιλιά μας σέρνεται στήν γῆ.
κολλήθη εἰς γῆν ἡ γα-
στὴρ ἡμῶν.
27 Ἀνάστα, Κύριε, βοή- 27 Σήκω, Κύριε, βοήθησέ μας
θησον ἡμῖν καὶ λύτρω- καί λύτρωσέ μας
σαι ἡμᾶς ἕνεκεν τοῦ γιά δόξα τοῦ ὀνόματός Σου.
ὀνόματός σου.

1. Ὁ 43ος Ψαλμός ἐκφράζει τόν πόνο καί τά συναισθήματα ἑνός θερμοῦ


πατριώτου, ἀλλά καί βαθειά θρησκευομένου Ἰουδαίου, ὁ ὁποῖος παρακαλεῖ
τόν Θεό Γιαχβέ νά τιμωρήσει τόν ἐχθρό, πού ἐπιτέθηκε ἐναντίον τοῦ
ἔθνους του, καί ἔτσι νά τούς ἀπαλλάξει ἀπ᾽ αὐτόν.
2. Τό ἔθνος φαίνεται νά ἔχει στρατιωτικές δυνάμεις (στίχ. 6.7), ἀλλά
ἔστρεψε τά νῶτα πρό τοῦ ἐχθροῦ καί λαφυραγωγήθηκε καί αἰχμαλωτίστηκε

193
Ψαλμός 43

ἀπό τούς νικητές καί πωλήθηκε στίς ἀγορές καί διασκορπίστηκε (στίχ. 10
ἑξ.). Ἡ Ἰουδαία ἔγινε ὄνειδος στούς γειτονικούς λαούς (στίχ. 15) καί αὐτό
χωρίς νά παραβεῖ τήν διαθήκη του μέ τόν Θεό του Γιαχβέ. Ὅλα αὐτά εἶναι
στοιχεῖα πού φαίνονται ἀπό ὅλο τόν ψαλμό. Μέ βάση, λοιπόν, τά στοιχεῖα
αὐτά σέ ποιά ἐποχή θά χρονολογήσουμε τόν ψαλμό μας; Πολλοί ἑρμηνευ-
τές τοποθετοῦν τόν ψαλμό στήν Μακκαβαϊκή ἐποχή, ὅταν οἱ Ἰουδαῖοι ὑπέ-
φεραν φοβερά παθήματα ἀπό τόν φρικτό Ἀντίοχο τόν Ἐπιφανῆ καί ὁ Θεός
φαινόταν σάν νά ἐγκατέλειπε τόν λαό Του. Ἀλλά πρέπει νά λάβουμε ὑπ᾽
ὄψιν ὅτι ἀπό τόν ψαλμό 41-42 βρισκόμαστε στό β´ βιβλίο τῶν Ψαλμῶν, τό
ὁποῖο συνολικά λαμβανόμενο, εἶναι πολύ ἀρχαιότερο τῶν Μακκαβαϊκῶν
χρόνων. Θά ἦταν, λοιπόν, ἀκατανόητο, πῶς ὁ ψαλμός αὐτός, δημιούργημα
μιᾶς πολύ μετέπειτα ἐποχῆς, τῆς Μακκαβαϊκῆς, καταχωρήθηκε σέ πολύ
ἀρχαιότερη συλλογή. Ἀλλά καί τό ἄλλο: Στόν ψαλμό μας παρουσιάζει ὁ
ποιητής τό ἔθνος του νά λέγει, «οὐ διεπετάσαμεν τάς χεῖρας ἡμῶν εἰς Θεόν
ἀλλότριον» (στίχ. 21), ἀλλά στό Α´ Μακ. 1,11 λέγεται ὅτι, παρά τά παρα-
δείγματα τῶν μαρτύρων, ὑπῆρξαν καί ἀποστασίες τῶν Ἰουδαίων ἀπό τήν
πίστη. Ἐπίσης, ἀπό τό ὅτι ὁ ψαλμός ὁμιλεῖ περί αἰχμαλωσίας (στίχ. 11-13),
δέν μπορεῖ νά τοποθετηθεῖ κατά τούς χρόνους μετά τήν αἰχμαλωσία, γιατί
ὁ Ἰουδαϊκός λαός μετά τήν αἰχμαλωσία του τό 586 π.Χ., δέν ἐπέστρεψε
πάλι στήν πατρίδα του μέ θρησκευτική καί ἐθνική ἀκμή καί μέ ἀξιόλογο
στρατό, ὅπως παρουσιάζεται στόν ψαλμό μας. Τόν ψαλμό ὁ Delitzsch
(στήν σειρά τοῦ μεγάλου ὑπομνήματός του) τόν συνδέει ἱστορικά μέ τόν
59ο ψαλμό, ὁ ὁποῖος συνετάχθη ἀπό τόν Δαβίδ, «ὁπότε ἐνεπύρισε τήν Με-
σοποταμίαν Συρίας καί τήν Συρίαν Σωβάλ», ὅπως λέγει ἡ ἐπιγραφή του.
Κατά τήν ἐπιγραφή αὐτή ὁ Δαβίδ ἦταν ἀπασχολημένος μέ τόν κατά τῶν
Ἀμμωνιτῶν καί τῶν Σύρων πόλεμον. Ἐνῶ δέ αὐτός ἀπουσίαζε, οἱ Ἰδου-
μαῖοι, οἱ φοβεροί αὐτοί ἐχθροί τῶν Ἰσραηλιτῶν, ἦλθαν ἐναντίον της Ἰου-
δαίας καί τήν λεηλάτησαν καί τήν αἰχμαλώτισαν. Ἀλλά ἐπιστρέψας ὁ Δαβίδ
πάταξε τούς Ἰδουμαίους εἰς Γεβελέμ (βλ. Β´ Βασ. 8,13). Ἀλλά, ἡ συμβάσα
προηγουμένως ἧττα τῶν Ἰουδαίων ἀπό τούς Ἰδουμαίους, ἔκανε ἕνα εὐσεβῆ
καί θερμό πατριώτη νά γράψει τόν παρόντα 43ο ψαλμό.
3. Ὅλος ὁ ψαλμός χωρίζεται σέ τρία μέρη: (α) Στό πρῶτο μέρος, πού
τό ἀποτελοῦν οἱ στίχ. 2-9, ὁ ψαλμωδός, ἀπό τήν ἱστορία τοῦ ἔθνους του,
ὅπως τοῦ τήν εἶπαν οἱ γονεῖς του καί οἱ παποῦδες του, θυμᾶται τά θαυμαστά
ἔργα τοῦ Θεοῦ ὑπέρ αὐτῶν (στίχ. 2). Ὁ Θεός τούς φύτευσε (στίχ. 3) καί
ξαπλώθηκαν καί πολεμοῦσε μέ τήν θαυμαστή Του δύναμη τούς ἐχθρούς
Του ὑπέρ τοῦ λαοῦ Του (στίχ. 4 ἑξ.). (β) Στό δεύτερο ὅμως μέρος (στίχ. 10-
17) ὁ ποιητής θρηνεῖ τήν τωρινή κατάσταση τοῦ ἔθνους του. Τώρα («νυνί
δέ», στίχ. 10) οἱ ἐχθροί τούς ταπείνωσαν, τούς λεηλάτησαν, τούς αἰχμα-

194
Ψαλμός 44

λώτισαν (στίχ. 10-13) καί ἔγιναν περίγελως στά γειτονικά ἔθνη (στίχ. 14-
16). (γ) Καί ὅλα αὐτά, λέγει ὁ ψαλμωδός στό τρίτο μέρος (στίχ. 18-23),
συνέβησαν χωρίς οἱ Ἰσραηλῖτες νά διαπράξουν κάποια ἄρνηση τοῦ Θεοῦ
καί ἀποστασία ἀπ᾽ Αὐτόν (στίχ. 18 ἑξ.). Καί ὄχι μόνον – λέγει στόν Θεό ὁ
ποιητής μας – δέν Σέ ἀρνηθήκαμε, ἀλλά καί μαρτυροῦμε γιά Σένα καί θυ-
σιαζόμαστε γιά Σένα ὅλη τήν ἡμέρα: «Ἕνεκά σου θανατούμεθα ὅλην τήν
ἡμέραν, ἐλογίσθημεν ὡς πρόβατα σφαγῆς» (στίχ. 23). (δ) Τέλος, στό τέταρτο
καί τελευταῖο μέρος (στίχ. 24-27), ὁ ποιητής μας, παρακαλεῖ τόν Θεό μέ
τολμηρή ἔκφραση νά «ἐγερθεῖ» καί νά τρέξει πρός βοήθειαν τοῦ πολλά
πάσχοντος δικοῦ Του λαοῦ. Πραγματικά, ἡ τελευταία ἀποστροφή τοῦ ποι-
ητή πρός τόν Θεό, «ἐξεγέρθητι! Ἱνατί ὑπνοῖς, Κύριε;» (στίχ. 24), εἶναι τολ-
μηρή, γιατί παριστάνει τόν Θεό ὅτι κοιμᾶται! Ἀλλά ὁ Θεός, ὅπως λέγει
ἄλλος ψαλμωδός, «οὐ νυστάξει, οὐδέ ὑπνώσει ὁ φυλάσσων τόν Ἰσραήλ».
Ἀλλά μέ τήν ἔκφρασή του «ἱνατί ὑπνοῖς, Κύριε» ὁ ψαλμωδός θέλει νά
ἐκφράσει τήν μακροθυμία τοῦ Θεοῦ ὑπέρ τῶν ἐχθρῶν τῆς πατρίδος του.
Ὅθεν Τόν παρακαλεῖ νά ἐξεγερθεῖ καί νά σπεύσει νά γίνει βοηθός καί ὑπε-
ρασπιστής τοῦ λαοῦ Του (στίχ. 27).

ΨΑΛΜΟΣ ΜΔ´ 44

Εἰς τὸ τέλος, ὑπὲρ τῶν ἀλλοιωθησομένων·


τοῖς υἱοῖς Κορὲ εἰς σύνεσιν· ᾠδὴ ὑπὲρ τοῦ ἀγαπητοῦ.

ΜΕΣΣΙΑΚΟΣ ΨΑΛΜΟΣ ΕΙΣ ΤΥΠΟΝ ΕΠΙΘΑΛΑΜΙΟΥ

44,2 Ἐξηρεύξατο ἡ 44,2 Ἡ Καρδιά μου ξεχείλισε ἕνα ὡραῖο λόγο,


καρδία μου λόγον ἀ- τά ποιήματά μου θά τά πῶ γιά τόν βασιλέα,
γαθόν, λέγω ἐγὼ τὰ ἔρ- ἡ γλώσσα μου εἶναι πέννα
γα μου τῷ βασιλεῖ, ἡ ἑνός ταχύτατου γραμματέα.
γλῶσσά μου κάλαμος
γραμματέως ὀξυγρά-
φου. (Ὁ ποιητής πρός τόν βασιλέα:)
3 Ὡραῖος κάλλει παρὰ 3 Εἶσαι ὁ ὡραιότερος στήν ὀμορφιά
τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώ- ἀπό ὅλους τούς ἀνθρώπους,
πων, ἐξεχύθη χάρις ἐν χύθηκε ἡ χάρη ἀπό τά χείλη σου·
χείλεσί σου· διὰ τοῦτο γι᾽ αὐτό ὁ Θεός σέ εὐλόγησε γιά πάντα.
εὐλόγησέ σε ὁ Θεὸς εἰς
τὸν αἰῶνα.

195
Ψαλμός 44

4 Περίζωσαι τὴν ρομ- 4 Περιζώσου τό σπαθί σου, ὦ δυνατέ,


φαίαν σου ἐπὶ τὸν (καί νά πέφτει) πάνω στό μηρό σου,
μηρόν σου, δυνατέ, τῇ γιά νά φανεῖ ἡ ὡραιότητά σου
ὡραιότητί σου καὶ τῷ καί τό κάλλος σου·
κάλλει σου
5 καὶ ἔντεινον καὶ κα- 5 ἔντεινε (τό τόξο σου)
τευοδοῦ καὶ βασίλευε καί πέτυχε στήν μάχη καί βασίλευε,
ἕνεκεν ἀληθείας καὶ γιά χάρη τῆς ἀλήθειας,
πρᾳότητος καὶ δικαιο- τῆς πραότητας καί τῆς δικαιοσύνης
σύνης, καὶ ὁδηγήσει σε καί ἡ δεξιά σου (χείρ)
θαυμαστῶς ἡ δεξιά θά σέ ὁδηγήσει σέ θαυμαστά ἔργα.
σου.
6 Τὰ βέλη σου ἠκονη- 6 Τά βέλη σου εἶναι μυτερά, ὦ δυνατέ,
μένα, δυνατέ λαοὶ ὑπο- – οἱ λαοί θά πέσουν κάτω ἀπό σένα –
κάτω σου πεσοῦνται ἐν στήν καρδιά τῶν ἐχθρῶν τοῦ βασιλέα
καρδίᾳ τῶν ἐχθρῶν τοῦ (θά πετυχαίνουν).
βασιλέως.
7 ὁ θρόνος σου, ὁ Θεός, 7 Ὁ θρόνος σου, Θεέ, εἶναι
εἰς τὸν αἰῶνα τοῦ αἰῶ- στόν αἰῶνα τοῦ αἰῶνος.
νος, ράβδος εὐθύτητος Ἡ ράβδος τῆς βασιλείας σου εἶναι
ἡ ῥάβδος τῆς βασιλείας ράβδος εὐθύτητας.
σου.
8 Ἠγάπησας δικαιο- 8 Ἀγάπησες τήν δικαιοσύνη
σύνην καὶ ἐμίσησας καί μίσησες τήν ἀνομία·
ἀνομίαν· διὰ τοῦτο ἔ- γι᾽ αὐτό σέ ἔχρισε, θεέ,
χρισέ σε ὁ Θεὸς ὁ Θεός ὁ Θεός σου μέ ἔλαιο
σου ἔλαιον ἀγαλλιά- σέ εὐχάριστη τελετή,
σεως παρὰ τοὺς μετό- περισσότερο ἀπό (ὅλους)
χους σου. τούς συντρόφους σου.
9 Σμύρνα καὶ στακτὴ 9 Μύρα καί στακτή καί κασσία
καὶ κασσία ἀπὸ τῶν (ἀναδίδονται) ἀπό τά ἱμάτιά σου,
ἱματίων σου ἀπὸ βά- ἀπό τά ἀνάκτορά σου,
ρεων ἐλεφαντίνων, ἐξ τά μέ πλάκες ἐλαφαντοστοῦν,
ὧν εὔφρανάν σε. μέ τά ὁποῖα εὐφραίνεσαι.
10 Θυγατέρας βασι- 10 Πρός τιμή σου ἦρθαν θυγατέρες βασιλέων·
λέων ἐν τῇ τιμῇ σου· στά δεξιά σου στάθηκε ἡ βασίλισσα
παρέστη ἡ βασίλισσα περιβεβλημένη καί στολισμένη
ἐκ δεξιῶν σου ἐν ἱμα- σέ χρυσοΰφαντο ἱματισμό.
τισμῷ διαχρύσῳ περι- (Ὁ ποιητής πρός τήν βασίλισσα:)

196
Ψαλμός 44

βεβλημένη, πεποικιλ-
μένη.
11 Ἄκουσον, θύγατερ, 11 Ἄκουσε, θυγατέρα,
καὶ ἴδε καὶ κλῖνον τὸ κοίταξε καί κλῖνε τό οὖς σου
οὖς σου καὶ ἐπιλάθου καί λησμόνησε τόν λαό σου
τοῦ λαοῦ σου καὶ τοῦ καί τόν οἶκο τοῦ πατέρα σου
οἴκου τοῦ πατρός σου·
12 καὶ ἐπιθυμήσει ὁ βα- 12 καί θά ἀγαπήσει (γι᾽ αὐτό)
σιλεὺς τοῦ κάλλους ὁ βασιλεύς τό κάλλος σου,
σου, ὅτι αὐτός ἐστι γιατί αὐτός εἶναι ὁ κύριός σου
Κύριός σου,
13 καὶ προσκυνήσεις 13 καί αὐτόν θά προσκυνήσεις.
αὐτῷ. καὶ θυγάτηρ Τύ- Οἱ θυγατέρες τῆς Τύρου σέ τιμοῦν μέ δῶρα
ρου ἐν δώροις· τὸ θά σέ ἱκετεύουν οἱ ἄρχοντες τοῦ λαοῦ.
πρόσωπόν σου λιτανεύ-
σουσιν οἱ πλούσιοι τοῦ
λαοῦ.
14 Πᾶσα ἡ δόξα τῆς θυ- 14·Ὅλη ἡ δόξα τῆς θυγατέρας τοῦ βασιλέως
γατρὸς τοῦ βασιλέως εἶναι μέ αὐτή,
ἔσωθεν, ἐν κροσσωτοῖς μέ χρυσαφένια κρόσσια εἶναι
χρυσοῖς περιβεβλημέ- περιβεβλημένη καί στολισμένη.
νη, πεποικιλμένη.
15 Ἀπενεχθήσονται τῷ 15 Οἱ παρθένες πίσω ἀπό αὐτήν
βασιλεῖ παρθένοι ὀπίσω θά τήν ὁδηγήσουν στόν βασιλέα,
αὐτῆς, αἱ πλησίον αὐ- οἱ φίλες της θά ὁδηγηθοῦν σέ σένα·
τῆς ἀπενεχθήσονταί
σοι·
16 ἀπενεχθήσονται ἐν 16 Θά ὁδηγηθοῦν μέ χαρά καί ἀγαλλίαση,
εὐφροσύνῃ καὶ ἀγαλ- θά ὁδηγηθοῦν στό παλάτι τοῦ βασιλέως.
λιάσει, ἀχθήσονται εἰς
ναὸν βασιλέως.
17 Ἀντὶ τῶν πατέρων 17 Στήν θέση τῶν πατέρων σου
σου ἐγενήθησαν υἱοί θά σοῦ γεννηθοῦν υἱοί,
σου· καταστήσεις αὐ- θά τούς ἀναδείξεις ἄρχοντες σ᾽ ὅλη τήν γῆ.
τοὺς ἄρχοντας ἐπὶ πᾶ-
σαν τὴν γῆν.
18 Μνησθήσομαι τοῦ 18 Αὐτοί θά θυμηθοῦν τό ὄνομά σου
ὀνόματός σου ἐν πάσῃ ἀπό γενεά σέ γενεά.
γενεᾷ καὶ γενεᾷ· διὰ Γι᾽ αὐτό λαοί θά σέ δοξολογοῦν στόν αἰῶνα

197
Ψαλμός 44

τοῦτο λαοὶ ἐξομολογή- καί στόν αἰῶνα τοῦ αἰῶνος.


σονταί σοι εἰς τὸν αἰῶ-
να καὶ εἰς τὸν αἰῶνα
τοῦ αἰῶνος.

1. Ὁ ὡραιότατος αὐτός ψαλμός μᾶς παρουσιάζει ἕνα ἐξαίρετο ποιητή τῶν


ἀνακτόρων, ὁ ὁποῖος φλέγεται ἀπό τήν ἐπιθυμία νά ἐξυμνήσει τόν βασιλέα
γιά τά σωματικά καί πνευματικά του χαρίσματα. Καί κατά πρῶτον ἐγκωμιά-
ζει τό κάλλος τοῦ βασιλέως, τό ὁποῖο εἶναι τό ὡραιότερο ἀπό ὅλους τούς
ἀνθρώπους (στίχ. 3). Ἡ ὡραιότητα τοῦ προσώπου καί τό μεγαλοπρεπές πα-
ράστημα θαυμάζονταν πάντοτε στήν αρχαία Ἀνατολή καί ἐγκωμιάζονταν.
Ὁ ποιητής μας, ὅπως φαίνεται καί ἀπό τούς ἑπομένους στίχ., βλέπει τόν βα-
σιλέα περιβεβλημένον ὅλη τήν βασιλική του λαμπρότητα καί σ᾽ αὐτήν του
τήν ἔκφραση ἀναδεικνύονται ἀκόμη περισσότερο τά φυσικά του προτερή-
ματα. Βλέποντας τό πρόσωπο τοῦ βασιλέως ὁ ποιητής ἐγκωμιάζει τήν χάρη,
πού εἶναι χυμένη στά χείλη του: «Ἐξεχύθη ἡ χάρις ἐν χείλεσί σου» (στίχ. 3).
Ἐννοεῖ μᾶλλον τό μειδίαμα τῶν χειλέων τοῦ βασιλέως, τό ὁποῖο ἐκφράζει
τήν ἐσωτερική καλωσύνη του καί δίνει χάρη στό πρόσωπό του.
2. Μετά τήν ἐξύμνηση τῶν φυσικῶν προτερημάτων τοῦ βασιλέως, ὁ
ποιητής ἐξυμνεῖ τώρα αὐτόν ὡς γενναῖο πολεμιστή. Τόν παρουσιάζει νά
ἀναλαμβάνει τά ὅπλα καί νά πορεύεται στόν πόλεμο καί σάν νά προφητεύει
τά πολεμικά του κατορθώματα. Ὁ πολεμιστής περιζώνει πάντα στήν ὀσφύ
του τήν ρομφαία του («περίζωσαι τήν ρομφαία σου») καί αὐτό θά φέρει
στόν βασιλέα «ὡραιότητα» καί «δόξα» («τῇ ὡραιότητί σου καί τῷ κάλλει
σου») (στίχ. 4). Δηλαδή: Μέ τήν ρομφαία του ὁ βασιλεύς θά πατάξει τούς
ἐχθρούς καί αὐτό θά φέρει σ᾽ αὐτόν δόξα («ὡραιότητα») καί ὕμνον («κάλ-
λος»). – Μετά τήν ρομφαία ὁ βασιλεύς, πού πορεύεται στόν πόλεμο, παίρ-
νει στά χέρια του τό τόξο. Καί λέγει ὁ ποιητής μας στόν βασιλέα: «Ἔντεινε
καί κατευοδοῦ καί βασίλευε» (στίχ. 5). «Ἔντεινε», δηλαδή, τέντωσε τό
τόξο. Καί ἔτσι, μέ τεταμένο τό τόξο, «κατευοδοῦ καί βασίλευε». Δηλαδή,
ὅρμα ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν καί αὐτό θά φέρει τήν νίκη. Ἀλλά, ἄν ὁ βασι-
λεύς κάνει πόλεμο, αὐτό τό κάνει ὄχι γιά κάποια μικρή καί ἄδικη ὑπόθεση,
ἀλλά γιά τήν «ἀλήθεια» καί τήν «δικαιοσύνη» (στίχ. 5). Ὁ βασιλεύς πολεμεῖ
γιά τήν «ἀλήθεια», δηλαδή, γιά τήν ἀληθινή θρησκεία, τήν ὁποία πολε-
μοῦσαν οἱ ἀλλόφυλοι. Καί πολεμεῖ ἀκόμη γιά τήν «δικαιοσύνη», γιατί ἀδί-
κως ἐπιτίθενται οἱ ἐχθροί ἐναντίον τῆς χώρας του. Ὁ ποιητής στήν συνέχεια
εὔχεται τά βέλη τοῦ βασιλέως νά εἶναι ἠκονημένα, ὥστε νά ἐπιφέρουν τόν
θάνατο σέ πολλούς καί αὐτό θά κάνει τούς ἐχθρούς νά φοβηθοῦν καί νά
ὑποταχθοῦν στόν βασιλέα (στίχ. 6).
198
Ψαλμός 44

3. Μετά τά πολεμικά κατορθώματα ἄλλο γνώρισμα τοῦ καλοῦ βασιλέως


εἶναι ἡ καλή διοίκηση. Γι᾽ αὐτήν θά μιλήσει τώρα ὁ ποιητής, ἀλλά πρῶτα
θά τοῦ εὐχηθεῖ νά ἔχει μακροημέρευση. Τοῦ λέγει: «Ὁ θρόνος σου, ὁ Θεός
(= ὦ Θεέ), εἰς τόν αἰῶνα τοῦ αἰῶνος» (στίχ. 7). Ἡ φράση αὐτή λεγόμενη σέ
ἄνθρωπο εἶναι δύσκολη πράγματι στήν ἑρμηνεία της. Πῶς ἄνθρωπος προ-
σφωνεῖται «Θεός» καί πῶς λέγει γιά αἰώνιο θρόνο αὐτοῦ; Δόθηκε ἡ ἑρμη-
νεία ὅτι τό ἀρχικό κείμενο τήν λέξη τοῦ σημερινοῦ κειμένου «Θεός» δέν
τήν εἶχε «Γιαχβέ», ὅπως εἶναι τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά εἶχε τό ρῆμα jiheje
= ἄς εἶναι. Αρχικά, λοιπόν, ἡ ἀνάγνωση θά ἦταν: «Ὁ θρόνος ἄς εἶναι
αἰώνιος». Ἀλλά πῶς ὁ θρόνος ἐπιγείου βασιλέως θά εἶναι αἰώνιος; Ὡς κα-
λυτέρα ἑρμηνεία εἶναι νά ποῦμε ὅτι ὁ ποιητής μας τόν προσφωνούμενο βα-
σιλέα ἐκλαμβάνει ὡς τύπο τοῦ Μεσσίου, τόν ὁποῖο Μεσσία πολλά μεσσιακά
χωρία τῆς Π.Δ. χαρακτηρίζουν ὡς Θεό (βλ. Ἠσ. 9,6 ἑξ. 42,1. Ψαλμ. 2,7 κ.ἄ.).
Ἔτσι ἐννοεῖται καί ἡ ἔκφραση περί αἰωνίου θρόνου, ὡς ἀναφερομένου στόν
Μεσσία. Στήν συνέχεια εὔχεται ὁ ποιητής στόν βασιλέα γιά χρηστή διοί-
κηση, λέγοντας σ᾽ αὐτόν: «Ράβδος εὐθύτητος ἡ ράβδος τῆς βασιλείας». Τήν
χρηστή αὐτή διακυβέρνηση, τήν ὁποία εὔχεται ὁ ποιητής, τήν λέγει στήν
συνέχεια πιό συγκεκριμένα, εὐχόμενος σ᾽ αὐτόν νά ἀγαπήσει τήν δικαιο-
σύνη καί νά μισήσει τήν ἀνομία (στίχ. 8). Καί ἐπειδή τοιοῦτος φαίνεται νά
εἶναι ὁ βασιλεύς, γι᾽ αὐτό ὁ Θεός τόν ἔχρισε ὡς βασιλέα του. Ἡ χρίση τοῦ
βασιλέως γινόταν μέ ἔλαιο, τό ὁποῖο καλεῖται «ἔλαιον ἀγαλλιάσεως» (στίχ.
8), γιατί διδόταν σέ εὐφρόσυνο στιγμή. Τό ἔλαιο αὐτό ἦταν ἀναμεμιγμένο
μέ μύρα (σμύρνα, στακτή καί κασσία, στίχ. 9).
4. Στήν συνέχεια ὁ ποιητής μας περιγράφει κάποια βασιλική ἑορτή, ἡ
ὁποία, ὅπως φαίνεται ἀπό τά παρακάτω, εἶναι ἑορτή τῶν γάμων τοῦ βασι-
λέως. Στό γάμο ἀκούγονται ἄσματα χαρωπά. Καί ὁ ποιητής μας ἐδῶ λέγει
στόν βασιλέα: «Ἀπό βάρεων ἐλεφαντίνων», ἀπό τά ἀνάκτορα, δηλαδή, πού
τά ἐπενδύουν πλάκες ἀπό ἐλεφαντοστοῦν, ἀκούγεται μουσική, πού σέ
εὐφραίνει (στίχ. 9). Καί περιγράφει ὁ ποιητής μας τό θέαμα πού βλέπει:
Βλέπει «θυγατέρες βασιλέων» (στίχ. 10), πριγκήπισσες, δηλαδή, πού συνό-
δευσαν τήν βασίλισσα ἐρχόμενη ἀπό μακριά, ἀπό τήν Τύρο (στίχ. 10). Καί
ἔρχεται τώρα ὁ ποιητής στό κύριο πρόσωπο, τήν βασίλισσα, ἡ ὁποία κα-
ταλαμβάνει τήν θέση δεξιά τοῦ βασιλέως. Καί φέρει βέβαια ἡ βασίλισσα
χρυσοκέντητο ἐνδυμασία. Ἔτσι λέγει ὁ ποιητής μας γι᾽ αὐτήν: «Παρέστη
ἡ βασίλισσα ἐκ δεξιῶν σου ἐν ἱματισμῷ διαχρύσῳ περιβεβλημένη, πεποικιλ-
μένη» (στίχ. 10· βλ. καί στίχ. 14). Καί θέλοντας νά μιλήσει σ᾽ αὐτήν μέ πα-
ραινετικό λόγο τήν προσφωνεῖ «θυγατέρα». «Ἄκουσον θύγατερ» (στίχ. 11).
Τήν προσφωνεῖ ἔτσι γιατί αὐτός ἦταν γέροντας τήν ἡλικία καί σεβαστό
πρόσωπο τῆς αὐλῆς, ὡς κατέχων τήν θεία τέχνη τῆς ποιήσεως. Καλεῖ λοι-

199
Ψαλμός 44

πόν τήν βασίλισσα ὁ ποιητής νά ἀκούσει τήν συμβουλή του («ἄκουσον,


θύγατερ, καί ἴδε καί κλίνον τό οὗς σου»). Τήν συμβουλεύει τώρα πού ἦλθε
ὡς βασίλισσα σέ ξένο τόπο νά λησμονήσει τόν λαό της καί αὐτόν τόν πα-
τρικό της οἶκο («ἐπιλάθου τοῦ λαοῦ σου καί τοῦ οἴκου τοῦ πατρός σου»,
στίχ. 11) καί νά προσκολληθεῖ στόν νέο τόπο πού ἦλθε. Εἶχε λόγους ὁ ποι-
ητής μας νά ἀπευθύνει τοιαύτη συμβουλή στήν ξένη βασίλισσα, γιατί ὁ
Ἰσραηλιτικός λαός εἶχε κακή πεῖρα ἀπό τίς ξένες βασίλισσες, ὅπως ἀπό τήν
Ἰεζάβελ, τίς γυναῖκες τοῦ Σολομῶντος κ.ἄ., καί ἔβλεπε μέ καχυποψία τούς
γάμους τῶν βασιλέων του μέ ξένες γυναῖκες. Ἀλλά ὁ ποιητής μας ἀπευθύ-
νει στήν ξένη βασίλισσα καί μία ἄλλη συμβουλή: Ἐπειδή ἡ βασίλισσα προ-
έρχεται ἀπό ἰσχυρό καί μεγάλο κράτος, τήν Τύρο, καί ἔρχεται στό μικρό
βασίλειο τοῦ Ἰούδα, ἴσως αὐτό νά τήν κάνει νά φέρεται ὑπεροπτικά καί
ψυχρά στόν βασιλέα σύζυγό της καί αὐτό βέβαια θά ἐψύχραινε τόν βασιλέα
ἔναντί της. Γι᾽ αὐτό καί ὁ ποιητής συμβουλεύει τήν βασίλισσα νά σέβεται
τόν βασιλέα, ὑπακούουσα σ᾽ αὐτόν, «ὅτι αὐτός ἐστιν ὁ κύριός σου», καί
ἔτσι αὐτός θά τῆς φέρεται μέ ἀγάπη («ἐπεθύμησεν») (στίχ. 12). Συνεχίζον-
τας τήν περιγραφή του ὁ ποιητής μας βλέπει τίς θυγατέρες τῆς Τύρου νά
προσφέρουν δῶρα στήν βασίλισσα καί νά τήν τιμοῦν (στίχ. 13).
Στήν συνέχεια ὁ ποιητής μας ὁμιλεῖ περί τῶν παρθένων, οἱ ὁποῖες κατά
τόν γάμο συνόδευαν τήν νύμφη μέχρι τοῦ νυμφικοῦ θαλάμου (στίχ. 15-
16). Τέλος, ὁ ποιητής εὔχεται στόν βασιλέα τήν τεκνοποιΐα, ἡ ὁποία ἐθεω-
ρεῖτο ὡς εὐλογία στό Ἰσραήλ. Εὔχεται δέ τά τέκνα του νά γίνουν βασιλεῖς
καί ἄρχοντες. Αὐτό ὅμως θά ἐσήμαινε τόν θάνατο τοῦ βασιλέως, καί δέν
θέλει ὁ ποιητής μας σέ μία τόσο εὐφρόσυνη στιγμή νά ὑπενθυμίσει τέτοιο
λυπηρό γεγονός. Γι᾽ αὐτό λέγει περί διαδόχων ὄχι αὐτοῦ τοῦ βασιλέως,
ἀλλά τῶν πατέρων του: «Ἀντί τῶν πατέρων σου ἐγεννήθησάν σοι υἱοί, κα-
ταστήσεις αὐτούς ἄρχοντας ἐπί πᾶσαν τήν γῆν» (στίχ. 17)!
5. Ὁ ψαλμός αὐτός εἶναι καθαρά ἕνα ἐπιθαλάμιο ποίημα, συνταχθέν μέ
τήν ἀφορμή τοῦ γάμου κάποιου βασιλέως τοῦ Ἰσραήλ μέ ξένη πριγκή-
πισσα. Ὅμως ὁ ψαλμός ἀπό τούς προχριστιανικούς ἤδη χρόνους ἐκρίθη
ὡς Μεσσιακός. Καί μέ αὐτήν τήν ἑρμηνεία ὁ ψαλμός εἰσήχθη στόν Κανόνα
τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, γιατί ὡς ἐπιθαλάμιο ἆσμα δέν θά ἐδικαιολογεῖτο ἡ
εἴσοδός του σ᾽ αὐτόν. Σέ πολλά δέ σημεῖα τῆς Π.Δ. ἡ σχέση τοῦ Θεοῦ πρός
τόν Ἰσραήλ ἐκφράζεται μέ τήν εἰκόνα τοῦ γάμου (βλ. Ὠσ. κεφ. 1-3. Ἠσ.
54,4 ἑξ. Ἰεζ. 16,8 ἑξ. κ.ἄ.). Στήν πρός Ἑβραίους ἐπιστολή του (1,8-9) ὁ ἀπ.
Παῦλος τό χωρίο τοῦ ψαλμοῦ μας στόν στίχ. 7, «ὁ θρόνος σου, ὁ Θεός, εἰς
τόν αἰῶνα τοῦ αἰῶνος», τό ἀπέδωσε στόν Ἰησοῦ Χριστό. Καί οἱ ἅγιοι Πα-
τέρες τῆς Ἐκκλησίας ἔτσι ἡρμήνευσαν τόν ψαλμό, ὡς Μεσσιακό. Ὑπό τόν
ἐγκωμιαζόμενο βασιλέα οἱ Πατέρες ἐνόησαν τόν Ἰησοῦ Χριστό, ὑπό τήν

200
Ψαλμός 45

βασίλισσα τήν Ἐκκλησία ἤ καί τήν Θεοτόκο, ὑπό δέ τίς θυγατέρες τῶν βα-
σιλέων τίς ἀναγεννημένες καί καθαρές ψυχές. Θά μπορούσαμε νά δώσουμε
στόν ψαλμό μας τήν τυπική ἑρμηνεία, ὅτι δηλαδή ὁ ψαλμός ἀναφέρεται
σέ κάποιον ἐπίγειο βασιλέα, ἀλλά αὐτός εἶναι τύπος τοῦ Μεσσίου. Ἤ νά
ποῦμε ὅτι ὁ ψαλμός ἀναφέρεται μέν ἀμέσως στόν Μεσσία, ἀλλά ὁ ψαλ-
μωδός ἔχει ὑπ᾽ ὄψιν του τήν γαμήλιο πομπή κάποιου βασιλέως καί αὐτήν
ἀποτυπώνει, ἐνῶ, πραγματικά πρό τῶν ὀφθαλμῶν του ἔχει τήν εἰκόνα τοῦ
Μεσσίου καί τήν σχέση του πρός τήν Ἐκκλησία (βλ. γιά περισσότερα Β.
Βέλλα, Ἐκλεκτοί Ψαλμοί,3 σελ. 213.214).

ΨΑΛΜΟΣ ΜΕ´ 45

Εἰς τὸ τέλος· ὑπὲρ τῶν υἱῶν Κορέ, ὑπὲρ τῶν κρυφίων ψαλμός.

Ο ΠΑΝΤΟΔΥΝΑΜΟΣ ΘΕΟΣ

45,2 Ὁ Θεὸς ἡμῶν 45,2 Θεέ μας, καταφυγή καί δύναμη (μας),
καταφυγὴ καὶ δύναμις, βοηθέ μας στίς θλίψεις μας,
βοηθὸς ἐν θλίψεσι ταῖς πού μᾶς χτυπᾶνε βαρειά.
εὑρούσαις ἡμᾶς σφό-
δρα.
3 Διὰ τοῦτο οὐ φοβη- 3 Γι᾽ αὐτό δέν θά φοβηθοῦμε,
θησόμεθα ἐν τῷ ταράσ- ὅταν ταράσσεται ἡ γῆ
σεσθαι τὴν γῆν καὶ καί μετατοπίζονται ὄρη
μετατίθεσθαι ὄρη ἐν στίς καρδιές τῶν θαλασσῶν.
καρδίαις θαλασσῶν.
4 Ἤχησαν καὶ ἐταρά- 4 Βόγγησαν καί ταράχθηκαν τά νερά τους,
χθησαν τὰ ὕδατα αὐ- ταράχθηκαν τά ὄρη μέ τήν δύναμή Του.
τῶν, ἐταράχθησαν τὰ
ὄρη ἐν τῇ κραταιότητι Διάψαλμα
αὐτοῦ. (Διάψαλμα).
5 Τοῦ ποταμοῦ τὰ ὁρ- 5 Οἱ χείμαρροι τοῦ ποταμοῦ
μήματα εὐφραίνουσι εὐφραίνουν τήν πόλη τοῦ Θεοῦ·
τὴν πόλιν τοῦ Θεοῦ· ὁ Ὕψιστος ἡγίασε τό σκήνωμά Του.
ἡγίασε τὸ σκήνωμα αὐ-
τοῦ ὁ ῞Υψιστος.
6 Ὁ Θεὸς ἐν μέσῳ αὐ- 6 Ὁ Θεός εἶναι στό μέσο της
τῆς καὶ οὐ σαλευθήσε- καί (γι᾽ αὐτό) δέν πρόκειται νά σαλευθεῖ·

201
Ψαλμός 45

ται· βοηθήσει αὐτῇ ὁ ὁ Θεός θά τήν βοηθήσει ἐνωρίς τό πρωί.


Θεὸς τὸ πρὸς πρωΐ
πρωΐ.
7 Ἐταράχθησαν ἔθνη, 7 Ἔθνη ταράχθηκαν, βασίλεια ἔπεσαν·
ἔκλιναν βασιλεῖαι· ἔδω- ὕψωσε τήν φωνή Του, σαλεύθηκε ἡ γῆ.
κε φωνὴν αὐτοῦ, ἐσα-
λεύθη ἡ γῆ.
8 Κύριος τῶν δυνά- 8 Ὁ Κύριος τῶν δυνάμεων εἶναι μαζί μας,
μεων μεθ᾿ ἡμῶν, ἀντι- ὁ Θεός τοῦ Ἰακώβ εἶναι προστάτης μας.
λήπτωρ ἡμῶν ὁ Θεὸς Διάψαλμα
᾿Ιακώβ. (Διάψαλμα).
9 Δεῦτε καὶ ἴδετε τὰ 9 Ἐλάτε νά δεῖτε τά ἔργα τοῦ Θεοῦ,
ἔργα τοῦ Θεοῦ, ἃ ἔθετο τά θαυμάσια πού ἔκανε πάνω στήν γῆ.
τέρατα ἐπὶ τῆς γῆς.
10 Ἀνταναιρῶν πολέ- 10 Καταργεῖ τούς πολέμους σ᾽ ὅλη τήν γῆ·
μους μέχρι τῶν πε- θά συντρίψει τό τόξο καί θά σπάσει τό ὅπλο
ράτων τῆς γῆς τόξον καί μεγάλες ἀσπίδες θά καύσει στήν φωτιά.
συντρίψει καὶ συνθλά-
σει ὅπλον καὶ θυρεοὺς
κατακαύσει ἐν πυρί.
11 Σχολάσατε καὶ γνῶ- 11 «Σωπᾶστε (λέγει ὁ Κύριος)
τε ὅτι ἐγώ εἰμι ὁ Θεός· καί γνωρίστε ὅτι Ἐγώ εἶμαι ὁ Θεός·
ὑψωθήσομαι ἐν τοῖς θά δοξαστῶ στά ἔθνη,
ἔθνεσιν, ὑψωθήσομαι θά δοξαστῶ στήν γῆ».
ἐν τῇ γῇ.
12 Κύριος τῶν δυνά- 12 Ὁ Κύριος τῶν δυνάμεων εἶναι μαζί μας,
μεων μεθ᾿ ἡμῶν, ἀντι- ὁ Θεός τοῦ Ἰακώβ εἶναι προστάτης μας.
λήπτωρ ἡμῶν ὁ Θεὸς
᾿Ιακώβ.

1. Στόν ψαλμό αὐτό ὁ ποιητής του διατυπώνει μέ δυνατές ἐκφράσεις


τήν δυνατή του πίστη στόν Θεό, τόν Ὁποῖο ὑμνεῖ ὡς «Κύριο τῶν δυνά-
μεων» καί «ἀντιλήπτορα» τοῦ ἔθνους του. Ὁ ψαλμός αὐτός ὁμιλεῖ γιά «θλί-
ψεις» (στίχ. 2), ἀλλά δέν φαίνεται οἱ θλίψεις αὐτές νά εἶναι προσωπικές
τοῦ ποιητοῦ μας, ἀλλά ἀφοροῦν τό ἔθνος καί εἰδικότερα τήν πρωτεύουσα
τοῦ ἔθνους, τήν Ἰερουσαλήμ. Θέλοντας νά μιλήσει γιά τήν παντοδυναμία
τοῦ Θεοῦ ὁ ποιητής μας παρουσιάζει ἀπό τήν ἀρχή τοῦ ψαλμοῦ του τήν
ἐσχατολογική περίοδο, κατά τήν ὁποία, ὅπως λέγουν καί ἄλλα κείμενα τῆς
Π.Δ., θά συμβαίνουν ἰσχυροί σεισμοί καί θά ταράσσεται ἡ γῆ. Ὁ ποιητής

202
Ψαλμός 45

μας παρουσιάζει τά βουνά νά ξεριζώνονται ἀπό τόν σεισμό καί νά μετατί-


θενται στά βάθη τῶν θαλασσῶν (στίχ. 3). Καί ἐπειδή τώρα ἀναφέρθηκε ὁ
ποιητής μας στίς θάλασσες, παρουσιάζει καί αὐτές κατά τήν ἐσχατολογική
περίοδο νά ταράσσονται καί νά θέλουν τά νερά τους νά ἐπανέλθουν στήν
πρώτη θέση τους, σ᾽ αὐτήν πού εἶχαν πρίν ἀπό τήν δημιουργία τοῦ κόσμου.
Τότε τά νερά σκέπαζαν ὅλη τήν γῆ καί ἦταν ἕνα μεγάλο χάος τῆς ἀβύσσου
(Γεν. κ. 1). Σ᾽ αὐτήν τήν κατάσταση θέλουν κατά τήν ἐσχατολογική πε-
ρίοδο νά ἐπανέλθουν τά νερά, ἀλλά ὁ ποιητής μας πιστεύει στόν παντοδύ-
ναμο Θεό του, στόν «Κύριο τῶν δυνάμεων», ὅπως τό λέγει στήν ἐπωδό του,
ὁ Ὁποῖος καί θά ἐπιφέρει τήν τάξη (στίχ. 4).
2. Στήν συνέχεια ὁ ποιητής τοῦ ψαλμοῦ μας ἔρχεται πιό συγκεκριμένα
στό θέμα του καί ὁμιλεῖ γιά ἐπιθέσεις ἐχθροῦ ἤ ἐχθρῶν ἐναντίον τῆς Ἰερου-
σαλήμ, «τῆς πόλεως τοῦ Θεοῦ». Ὁ ποιητής μας βέβαια πιστεύει τήν Ἰερου-
σαλήμ ὡς ἱεράν πόλιν καί τήν παρουσιάζει νά διαποτίζεται ἀπό
παραποτάμους («τοῦ ποταμοῦ τά ὁρμήματα»), ὅπως ἡ Γένεση παρουσιάζει
τόν Παράδεισο νά διαποτίζεται ἀπό ἕνα μεγάλο ποταμό, ὁ ὁποῖος διαχω-
ριζόταν σέ τέσσερις παραποτάμους (Γεν. 2,8-14). «Τά ὁρμήματα τοῦ ποτα-
μοῦ» ἴσως, κατά τήν ἑρμηνεία τοῦ διδασκάλου Βέλλα, νά λέγονται ἐδῶ
διότι αὐτά θά ἀποτελέσουν ὑδάτινο τεῖχος κατά τῶν ἐχθρῶν πού εἰσέβαλαν
στήν Ἰερουσαλήμ. Ὁ ψαλμωδός μας θέλει νά ἐνισχύσει τούς πατριῶτες του
ὅτι δέν πρόκειται νά πάθουν τίποτε ἀπό τήν εἰσβολή τοῦ ἐχθροῦ, γιατί, «ὁ
Θεός ἐν μέσῳ αὐτῆς», τῆς Ἰερουσαλήμ, καί θά τήν προστατεύσει. Θά τήν
ἀπαλλάξει σύντομα ἀπό τήν ἐπίθεση τοῦ ἐχθροῦ, θά τήν ἀπαλλάξει «τό
πρός πρωΐ» (στίχ. 6). Ἡ ἔκφραση αὐτή προέρχεται ἀπό τήν ἰουδαϊκή ἀντί-
ληψη ὅτι τό σκοτάδι εἶναι ὁ χρόνος πού ἔρχονται διάφορες συμφορές, ἀλλά
ἡ ἡμέρα, τό φῶς εἶναι εἰκόνα τῆς διαλύσεως τῶν συμφορῶν αὐτῶν. Στήν
συνέχεια ὁ ποιητής μας σέ ἕνα μόνο στίχο εἰκονίζει τήν ἔφοδο τῶν ἐθνῶν
καί τῶν βασιλείων ἐναντίον τῆς Ἰερουσαλήμ κατά τήν ἐσχατολογική πε-
ρίοδο, ἀλλά ἡ κίνηση αὐτή τῶν ἐθνῶν στρέφεται ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, τοῦ
παντοδυνάμου Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος ὅπως λέγει ἄλλος ψαλμός (68,34· βλ. καί
Ἰερ. 12,8) βροντᾶ ἀπό τόν οὐρανό καί σείεται ὁλόκληρη ἡ γῆ (στίχ. 7). Καί
πάλιν ὁ ποιητής μας ἐδῶ αἰσθάνεται τήν ἀνάγκη νά ἀπαγγείλει τόν θριαμ-
βευτικό του παιάνα γιά τόν παντοδύναμο Θεό του λέγοντας «Κύριος τῶν
δυνάμεων μεθ᾽ ἡμῶν, ἀντιλήπτωρ ἡμῶν ὁ Θεός Ἰακώβ» (στίχ. 8).
3. Θά περιμένουμε στήν συνέχεια ὁ ποιητής νά παρουσιάσει τίς φάσεις
τῆς μάχης τῶν ἐχθρῶν κατά τῆς Ἰερουσαλήμ. Τά παραλείπει ὅμως αὐτά καί
ἔρχεται γοργά νά δώσει μόνο τήν εἰκόνα τοῦ πολεμικοῦ πεδίου μετά τήν
μάχη. Ὅλες ὅμως οἱ φάσεις τῆς μάχης ἦταν φοβερές καί τρομερές, γι᾽ αὐτό
καί ὁ ποιητής τίς λέγει «τέρατα ἐπί τῆς γῆς», θαυμαστά δηλαδή κατορθώ-

203
Ψαλμός 46

ματα τοῦ Γιαχβέ Θεοῦ. «Ἔργα Κυρίου», ὅπως τά εἶπε λίγο προηγουμένως
ὁ ποιητής μας (στίχ. 9). Τό πεδίον τῆς μάχης παρουσιάζει τόξα σπασμένα,
λόγχες σπασμένες καί αὐτές, καί ἀσπίδες, οἱ ὁποῖες συγκεντρώνονται γιά
νά καοῦν ἀπό τόν Ἴδιο τόν Θεό (στίχ. 10). Δέν χρειάζονται πιά γιατί ὁ ποι-
ητής μας φαίνεται ὡς πολύ καλός μαθητής τῶν προφητικῶν κειμένων καί
παρουσιάζει τόν Θεό νά καταργεῖ τούς πολέμους σέ ὅλη τήν γῆ. Λέγει:
«Ἀνταναιρῶν (ὁ Θεός) πολέμους μέχρι τῶν περάτων τῆς γῆς». Εἶναι τό ἰδα-
νικό μιᾶς παγκοσμίας εἰρήνης, πού εἶναι ἕνα γνήσιο στοιχεῖο τῆς ἐσχατο-
λογικῆς περίοδου. Ὁ ποιητής μας στό πεδίο τῆς μάχης δέν παρουσιάζει
νεκρούς καί τραυματίες, γιατί αὐτό δέν θά ἦταν καί πολύ ἁρμόζον γιά τόν
Θεό Γιαχβέ, τόν Ὁποῖο ὑμνεῖ ὁ ὅλος ψαλμός του. Τέλος, ὁ ποιητής μας γε-
μάτος χαρά στρέφεται σέ ὅλους τούς ὀλιγοπίστους καί ἀπίστους, οἱ ὁποῖοι
δέν πιστεύουν στήν δύναμη τοῦ Θεοῦ καί βάζει τόν Θεό νά τούς πεῖ αὐτό
πού ἤθελε αὐτός νά πεῖ. Λέγει λοιπόν ὁ Θεός στό τέλος τοῦ ψαλμοῦ: «Σχο-
λάσατε καί γνῶτε ὅτι Ἐγώ εἰμι ὁ Θεός, ὑψωθήσομαι ἐν τοῖς ἔθνεσιν, ὑψωθή-
σομαι ἐν τῇ γῇ» (στίχ. 11). «Σχολάσατε», δηλαδή «κλεῖστε τό στόμα σας»
καί πάψτε νά μήν ἀναγνωρίζετε τόν Θεό ὡς παντοδύναμο καί ἰσχυρό καί
ἀναγνωρίστε ὅτι Αὐτός εἶναι ὁ ἰσχυρότερος ὅλων τῶν ἐθνῶν καί ὅλης τῆς
γῆς. Καί κλείνει τό ὡραῖο του ποίημα ὁ ψαλμωδός μας πάλι μέ τήν ἐπωδό
του μέ πλέον ζωηρό τόνο αὐτήν τήν φορά: «Κύριος τῶν δυνάμεων μεθ᾽
ἡμῶν, ἀντιλήπτωρ ἡμῶν ὁ Θεός Ἰακώβ».

ΨΑΛΜΟΣ ΜΣΤ´ 46

Εἰς τὸ τέλος· ὑπὲρ τῶν υἱῶν Κορὲ ψαλμός.

Η ΕΣΧΑΤΟΛΟΓΙΚΗ ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

46,2 Πάντα τὰ ἔθνη 46,2 Ὅλα τά ἔθνη χειροκροτῆστε,


κροτήσατε χεῖρας, ἀλα- ἀλαλάξτε τόν Θεό μέ φωνή μεγάλης χαρᾶς.
λάξατε τῷ Θεῷ ἐν φω-
νῇ ἀγαλλιάσεως.
3 Ὅτι Κύριος ὕψιστος, 3 Γιατί ὁ Κύριος εἶναι ὕψιστος καί φοβερός,
φοβερός, βασιλεὺς μέ- βασιλεύς μέγας σ᾽ ὅλη τήν γῆ.
γας ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν.
4 Ὑπέταξε λαοὺς ἡμῖν 4 Ὑπέταξε λαούς σ᾽ ἐμᾶς
καὶ ἔθνη ὑπὸ τοὺς πό- καί ἔθνη κάτω ἀπό τά πόδια μας·
δας ἡμῶν·

204
Ψαλμός 46

5 ἐξελέξατο ἡμῖν τὴν 5 Διάλεξε ἐμᾶς ὡς κληρονομία Του,


κληρονομίαν αὐτοῦ, (ἐμᾶς) τήν καλλονή τοῦ Ἰακώβ,
τὴν καλλονὴν ᾿Ιακώβ, τήν ὁποία ἀγάπησε.
ἣν ἠγάπησεν. (Διά-
ψαλμα).
6 Ἀνέβη ὁ Θεὸς ἐν ἀλα- 6 Ἀνέβηκε ὁ Θεός (στό θρόνο Του)
λαγμῷ, Κύριος ἐν φωνῇ μέ ἀλαλαγμούς,
σάλπιγγος. ὁ Κύριος σέ ἦχο σάλπιγγας.
7 Ψάλατε τῷ Θεῷ ἡ- 7 Ψάλετε τόν Θεό μας, ψάλετε,
μῶν, ψάλατε, ψάλατε ψάλετε τόν βασιλέα μας, ψάλετε.
τῷ βασιλεῖ ἡμῶν, ψά-
λατε,
8 ὅτι βασιλεὺς πάσης 8 Γιατί ὁ Θεός εἶναι βασιλεύς σ᾽ ὅλη τήν γῆ,
τῆς γῆς ὁ Θεός, ψάλατε ψάλετε μέ σύνεση.*
συνετῶς.
9 Ἐβασίλευσεν ὁ Θεὸς 9 Ὁ Θεός ἐβασίλευσε σέ ὅλα τά ἔθνη,
ἐπὶ τὰ ἔθνη, ὁ Θεὸς κά- ὁ Θεός κάθεται πάνω στόν ἅγιο θρόνο Του.
θηται ἐπὶ θρόνου ἁγίου
αὐτοῦ.
10 Ἄρχοντες λαῶν συν- 10 Οἱ ἄρχοντες τῶν λαῶν συγκεντρώθηκαν
ήχθησαν μετὰ τοῦ Θεοῦ νά λατρεύσουν τόν Θεό Ἀβραάμ.
῾Αβραάμ, ὅτι τοῦ Θεοῦ Γιατί οἱ ἰσχυροί τοῦ Θεοῦ στή γῆ
οἱ κραταιοὶ τῆς γῆς εἶναι πολύ δοξασμένοι.
σφόδρα ἐπήρθησαν.

* Τό Ἑβρ. λέγει «ψάλετε τό μασκείλ», δηλαδή, τό ἆσμα ἐκεῖνο πού ὑμνεῖ δυνατά τήν δόξα τοῦ
Θεοῦ.

1. Ὁ μικρός καί ὡραιότατος αὐτός ψαλμός ἀναφέρεται στήν ἐπικράτηση


τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ κατά τήν ἐσχατολογική ἐποχή. Οἱ εἰκόνες καί
ἐκφράσεις τοῦ ψαλμοῦ εἶναι παρμένες ἀπό τήν ἐγκαθίδρυση τοῦ ἐπιγείου
βασιλέως στόν βασιλικό του θρόνο.
2. Ὁ ποιητής μας καλεῖ ἀπό τήν ἀρχή ὅλα τά ἔθνη γιά νά ζητωκραυγά-
σουν καί νά ἀλαλάξουν ἀπό χαρά δοξάζοντας τόν Θεό γιά τήν ἀναγνώρισή
Του καί ἀνακήρυξή Του ὡς παγκοσμίου βασιλέως (στίχ. 2). Αὐτό γινόταν
καί κατά τήν ἐγκατάσταση τοῦ Ἰουδαίου βασιλέως στόν θρόνο του. Συγ-
κεντρώνονταν ὅλοι οἱ ἄρχοντες καί τόν ζητωκραύγαζαν καί τόν ἐπευφη-
μοῦσαν (βλ. Δ´ Βασ. 11,12. Ψαλμ. 97,8). Καί βεβαίως ὁ Θεός πρέπει νά
ἀνακηρυχθεῖ παγκόσμιος βασιλεύς καί νά τιμᾶται ἀπό ὅλους, γιατί εἶναι

205
Ψαλμός 47

«ὕψιστος», «φοβερός», «βασιλεύς μέγας ἐπί πᾶσαν τήν γῆν» (στίχ. 3)! Πράγ-
ματι ὁ Θεός κατετρόπωσε ὅλα τά ἔθνη καί τά ὑπέταξε στόν Ἰσραήλ (στίχ.
4). Ναί! Ἀποτέλεσμα τῆς καθυποτάξεως αὐτῆς πάντων τῶν ἐθνῶν εἶναι ὅτι
ὁ Θεός «ἐπλάτυνε τήν κληρονομία Του», ὅπως λέγει τό Ἑβρ. (στίχ. 5). Καί
ἀναφέρεται πάλι ὁ ποιητής μας στήν μεγαλειότητα τοῦ Θεοῦ στόν θρόνο
Του μέ ἀλαλαγμούς καί σάλπιγγες λέγοντας: «Ἀνέβη ὁ Θεός ἐν ἀλαλαγμῷ,
Κύριος ἐν φωνῇ σάλπιγγος» (στίχ. 6). Προτρέποντας ὁ ποιητής μας τόν λαό
νά ψάλλει ἄσματα στόν Θεό (στίχ. 7), λέγει τώρα νά ψάλλουν καί τό «μα-
σκείλ» (οἱ Ο´ μετέφρασαν «συνετῶς»), δηλαδή, ἕνα εἰδικό ἆσμα, πού δια-
λαλεῖ ἰσχυρά τήν δόξα τοῦ Θεοῦ. Στό τέλος τοῦ ψαλμοῦ του ὁ ποιητής μας
λέγει αὐτό πού τοῦ κάνει μεγαλύτερη ἐντύπωση, ὅτι οἱ ἄρχοντες τῶν λαῶν
τῶν διαφόρων ἐθνῶν μετεστράφησαν κατά τήν θρησκεία τους καί δέχθηκαν
τόν Θεό τοῦ Ἀβραάμ (στίχ. 10). Καί γιά τελευταία φορά ὁ ποιητής αἰσθά-
νεται τήν ἀνάγκη νά βεβαιώσει τήν ἀπόλυτη ἐξουσία τοῦ Θεοῦ στούς κρα-
ταιούς τῆς γῆς, οἱ ὁποῖοι παριστάνονται ὅτι ἀνήκουν ὑπό τό κράτος Του.

ΨΑΛΜΟΣ ΜΖ´ 47

Ψαλμὸς ᾠδῆς τοῖς υἱοῖς Κορέ· δευτέρα σαββάτου.

Ο ΘΕΟΣ ΣΩΤΗΡΑΣ ΤΗΣ ΣΙΩΝ

47,2 Μέγας Κύριος 47,2 Μέγας εἶναι ὁ Κύριος


καὶ αἰνετὸς σφόδρα ἐν καί πολύ πρέπει νά ἐπαινεθεῖ
πόλει τοῦ Θεοῦ ἡμῶν, στήν πόλη τοῦ Θεοῦ μας,
ἐν ὄρει ἁγίῳ αὐτοῦ, στό ἅγιο Ὄρος Του,
3 εὐρίζῳ ἀγαλλιάματι 3 πού εἶναι καλά ριζωμένο,
πάσης τῆς γῆς. ὄρη χαρά ὅλης τῆς γῆς.
Σιών, τὰ πλευρὰ τοῦ Τά ὄρη Σιών, ἡ βόρεια πλευρά,
Βορρᾶ, ἡ πόλις τοῦ βα- ἡ πόλη τοῦ μεγάλου Βασιλέως.
σιλέως τοῦ μεγάλου.
4 Ὁ Θεὸς ἐν τοῖς βάρε- 4 Ὁ Θεός γνωρίζεται στά παλάτια της,
σιν αὐτῆς γινώσκεται, ὅταν τήν βοηθεῖ.
ὅταν ἀντιλαμβάνηται
αὐτῆς.
5 Ὅτι ἰδοὺ οἱ βασιλεῖς 5 Γιατί, νά!, οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς συνάχθηκαν,
τῆς γῆς συνήχθησαν, ἦλθαν στόν ἴδιο τόπο·
ἤλθοσαν ἐπὶ τὸ αὐτό·

206
Ψαλμός 47

6 αὐτοὶ ἰδόντες οὕτως 6 αὐτοί τήν εἶδαν· τόσο δέ πολύ τήν θαύμασαν
ἐθαύμασαν, ἐταράχθη- καί ταράχθηκαν καί σαλεύθηκαν,
σαν, ἐσαλεύθησαν,
7 τρόμος ἐπελάβετο αὐ- 7 ὥστε τούς ἔπιασε τρόμος,
τῶν, ἐκεῖ ὠδῖνες ὡς τι- τούς βρῆκαν ἐκεῖ πόνοι
κτούσης. σάν μιά γυναίκα πού πρόκειται νά γεννήσει.
8 Ἐν πνεύματι βιαίῳ 8 Ἐσύ θά συντρίψεις τά πλοῖα τῆς Θαρσεῖς
συντρίψεις πλοῖα Θαρ- μέ βίαιο ἄνεμο.
σίς.
9 Καθάπερ ἠκούσαμεν, 9 Ὅπως ἀκούσαμε, ἔτσι καί εἴδαμε
οὕτω καὶ εἴδομεν ἐν στήν πόλη τοῦ Κυρίου τῶν δυνάμεων.
πόλει Κυρίου τῶν δυ- στήν πόλη τοῦ Θεοῦ μας·
νάμεων, ἐν πόλει τοῦ Ὁ Θεός τήν θεμελίωσε γιά πάντα.
Θεοῦ ἡμῶν· ὁ Θεὸς ἐ-
θεμελίωσεν αὐτὴν εἰς
τὸν αἰῶνα. (Διάψαλμα).
10 Ὑπελάβομεν, ὁ 10 Ἀναλογιστήκαμε, ὦ Θεέ,
Θεός, τὸ ἔλεός σου ἐν τήν εὐσπλαγχνία Σου,
μέσῳ τοῦ λαοῦ σου. πρός ὅλο τόν λαό Σου.
11 Κατὰ τὸ ὄνομά σου, 11 Κατά τό Ὄνομά Σου, ὦ Θεέ,
ὁ Θεός, οὕτω καὶ ἡ αἴ- ἔτσι καί ἡ ὕμνησή Σου στά πέρατα τῆς γῆς.
νεσίς σου ἐπὶ τὰ πέρατα Ἡ δεξιά Σου (Χείρ) εἶναι
τῆς γῆς· δικαιοσύνης γεμάτη ἀπό δικαιοσύνη.
πλήρης ἡ δεξιά σου.
12 Εὐφρανθήτω τὸ ὄ- 12 Ἄς χαίρεται τό ὄρος τῆς Σιών,
ρος Σιών, ἀγαλλιάσθω- ἄς ἀγαλλιάσουν οἱ θυγατέρες (= οἱ πόλεις)
σαν αἱ θυγατέρες τῆς τῆς Ἰουδαίας,
᾿Ιουδαίας ἕνεκεν κρι- γιά τά κρίσεις Σου, Κύριε.
μάτων σου, Κύριε.
13 Κυκλώσατε Σιὼν 13 Κυκλῶστε τήν Σιών καί περιβάλλετέ την,
καὶ περιλάβετε αὐτήν, πεῖτε μέ λεπτομέρεια
διηγήσασθε ἐν τοῖς ὅσα εἴδατε στούς πύργους της.
πύργοις αὐτῆς,
14 θέσθε τὰς καρδίας 14 Σκεφθεῖτε τήν δύναμή της
ὑμῶν εἰς τὴν δύναμιν καί παρατηρῆστε τά παλάτια της
αὐτῆς καὶ καταδιέλε- (ὅτι ὅλα εἶναι ἀκέραια),
σθε τὰς βάρεις αὐτῆς, γιά νά τά διηγηθεῖτε στήν ἑπόμενη γενεά.
ὅπως ἂν διηγήσησθε εἰς
γενεὰν ἑτέραν.

207
Ψαλμός 47

15 Ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ 15 Γιατί αὐτός εἶναι ὁ Θεός μας στόν αἰῶνα
Θεὸς ἡμῶν εἰς τὸν αἰῶ- καί στόν αἰῶνα τοῦ αἰῶνος·
να καὶ εἰς τὸν αἰῶνα αὐτός θά μᾶς ποιμαίνει στούς αἰῶνες.
τοῦ αἰῶνος· αὐτὸς ποι-
μανεῖ ἡμᾶς εἰς τοὺς
αἰῶνας.

1. Ὁ ψαλμός αὐτός εἶναι στήν ἀρχή (στίχ. 2-9) ἕνας ὕμνος τοῦ Θεοῦ,
γιατί προστάτεψε τήν πόλη Του Σιών ἀπό τήν ἐπίθεση τῶν Ἀσσυρίων μέ
τόν ἰσχυρό βασιλέα τους Σενναχηρείμ. Οἱ δέ πιστοί Ἰουδαῖοι καλοῦνται
στήν συνέχεια (στίχ. 10-15) ἀπό τόν Κορείτη ἱεροψάλτη (βλ. ἐπιγραφή) νά
περιέλθουν τά τείχη τῆς Σιών καί νά δοῦν μέ τά μάτια τους ὅτι εἶναι ἀκέ-
ραια, χωρίς νά ἔχουν κανένα ρῆγμα καί κανένα χάλασμα, γιά νά τό ποῦν
στά παιδιά τους καί νά θαυμάσουν καί αὐτά γιά τόν Θεό τῶν πατέρων τους
καί νά Τόν δοξάζουν. Ὁ ψαλμός αὐτός, ἐπειδή συνδέεται μέ ἱστορικό γε-
γονός διάσωσης τῆς πατρίδας τους, ἔγινε ἕνα ἀγαπητό ἆσμα καί ὅπως μᾶς
λέγει ἡ ἐπιγραφή («δευτέρα σαββάτου») καθορίστηκε νά λέγεται στήν
Συναγωγή κάθε Δευτέρα.
2. Ἀρχίζει, λοιπόν, ὁ ψαλμός μας μέ ἐπίσημη και μεγαλειώδη ἔκφραση
τοῦ Θεοῦ, ὡς δοξολογία γιά τήν διάσωση τῆς Σιών, τῆς πόλης τοῦ Θεοῦ
(στίχ. 2). Μέ τήν διάσωση αὐτή ὁ Γιαχβέ Θεός διαφύλαξε τό ἅγιό Του ὄρος,
δηλαδή, τήν Σιών, τήν ὁποία ὁ ποιητής μας ὀνομάζει «εὔριζον ἀγαλλίαμα
πάσης τῆς γῆς» (στίχ. 3)! Ριζώθηκε, δηλαδή, καλά ἀπό τόν Θεό καί ἔγινε
χαρά ὅλου τοῦ κόσμου, ὅλης τῆς γῆς (στίχ. 3α)! Ὡς γνωστόν ἡ Σιών ἦταν
κτισμένη ἐπί λόφων, γι᾽ αὐτό δύναται νά ὀνομασθεῖ «ὄρη Σιών» (στίχ. 3β).
Ἀξιοθέατη καί ἀξιαγάπητη ἦταν πρό παντός ἡ βόρεια πλευρά τῶν κορυφῶν
της, ὅπου ἐπί τοῦ λόφου Μορία ἦταν κτισμένος ὁ Ναός (στίχ. 3β). Καί δέν
παραλείπει ὁ ποιητής νά πεῖ γιά τήν προστασία τοῦ Θεοῦ στά πυργωτά
οἰκοδομήματα καί ἀνάκτορα τῆς Σιών (στίχ. 4).
3. Στήν συνέχεια ὁ ψαλμωδός μας λέγει πῶς ἔλαβε χώρα ἡ βοήθεια καί
προστασία τοῦ Θεοῦ στήν Σιών: Κατά πρῶτον, οἱ διάφορες δυνάμεις, οἱ
ἐχθρικές πρός τόν Ἰσραήλ, «συνήχθησαν» (στίχ. 5), δηλαδή, συνεκεντρώ-
θησαν σέ συμβούλιο νά καταστρώσουν τά ἐπιθετικά σχέδιά τους καί
ἔπειτα, ἀφοῦ ἕνωσαν τίς δυνάμεις τους («ἐπί τό αὐτό»), «διήλθοσαν», δη-
λαδή, πέρασαν τά σύνορα τῆς ἁγίας γῆς πρός ἐπίθεση κατά τῶν Ἰουδαίων.
Ἀλλά καί μόνο πού τήν εἶδαν ἀπό μακρυά, «ἐταράχθησαν καί ἐσαλεύθησαν»
(στίχ. 6) καί τούς κατέλαβε τρόμος (στίχ. 7α) καί ἔφυγαν. Ἔφυγαν τρο-
μαγμένοι, γιατί κατέλαβαν τά σπλάγχνα τους «ὠδῖνες ὡς τικτούσης» (στίχ.
7), σάν νά τά διαπερνοῦσε μαχαῖρι! Ὁ Θεός, μέ τήν ὀργή Του ἐναντίον

208
Ψαλμός 48

τους, τούς ἐξεδίωξε καί χάθηκαν κακήν κακῶς, σάν τά ὑπερήφανα πλοῖα
τῆς Θαρσίς (στίχ. 8), τά ὁποῖα κατεπόντισε ὁ βίαιος ἄνεμος. Ἔτσι, οἱ πιστοί
Ἰουδαῖοι, μέ τήν καταστροφή τῶν ἐχθρῶν τους, πού ἔγινε στά χρόνια τους,
εἶδαν νά ἐπαναλαμβάνονται τά θαυμάσια, πού τούς εἶχαν διηγηθεῖ οἱ πα-
τέρες τους καί παποῦδες τους γιά τά συμβάντα πού ἔγιναν στά δικά τους
χρόνια γιά τήν σωτηρία τῆς Σιών, τῆς πόλης τοῦ Θεοῦ: «Καθάπερ ἠκούσα-
μεν, οὕτω καί εἴδομεν ἐν πόλει Κυρίου τῶν δυνάμεων, ἐν πόλει τοῦ Θεοῦ
ἡμῶν» (στίχ. 9). Πραγματικά, ἡ Ἰερουσαλήμ δέν μπορεῖ νά κλονιστεῖ ἀπό
τούς ἐχθρούς, διότι ὁ Θεός «ἐθεμελίωσεν αὐτήν εἰς τόν αἰῶνα» (στίχ. 9)!
4. Ἀπό τά παραπάνω, ἀπό τήν θαυματουργό προστασία τοῦ Θεοῦ ὑπέρ
τοῦ λαοῦ Του, ἐμεῖς πρέπει νά συμπεράνουμε ὅτι τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ εἶναι
πάντοτε μέ τόν λαό Του: «Ὑπελάβομεν, ὁ Θεός, τό ἔλεός Σου ἐν μέσῳ τοῦ
λαοῦ Σου» (στίχ. 10)! Ὁ ποιητής καλεῖ τίς «θυγατέρες τῆς Ἰουδαίας» νά χα-
ροῦν καί νά εὐφρανθοῦν γιά τίς θαυμαστές κρίσεις τοῦ Θεοῦ ὑπέρ αὐτῶν
(στίχ. 11-12). «Θυγατέρες τῆς Ἰουδαίας» ἐδῶ μπορεῖ νά εἶναι οἱ Ἑβραῖες
γυναῖκες καί παρθένες, οἱ ὁποῖες ἐξεδήλωναν μέ ἄσματα καί χορούς μία
λαμπρή ἐπιτυχία τῆς πατρίδας τους· ἀλλά κυρίως μέ τήν ἔκφραση αὐτή
ἐδῶ ἐννοοῦνται οἱ κυριευμένες ἀπό τόν Σενναχηρείμ πόλεις τῆς Ἰουδαίας,
οἱ ὁποῖες τώρα, μέ τήν θαυμαστή ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ ἀπελευθερώθησαν.
5. Τέλος, ὁ πατριώτης καί θεολόγος ποιητής μας προτρέπει τούς πολιορ-
κηθέντες ἀπό τούς Ἀσσυρίους Ἰουδαίους νά κάνουν ἕνα γύρο στήν πόλη
τους («κυκλώσατε Σιών καί περιλάβετε αὐτήν», στίχ. 13), νά βαδίσουν γύρω
ἀπό τούς πύργους καί τά τείχη τους (στίχ. 13.14), γιά νά δοῦν ὅτι τίποτε
δέν καταστράφηκε, ἀλλά ὅλα εἶναι ἀκέραια στήν θέση τους. Καί γιατί νά
τό κάνουν αὐτό; Γιά νά τό ποῦν στά παιδιά τους («ὅπως ἄν διηγήσησθε εἰς
γενεάν ἑτέραν», στίχ. 14), γιά νά ἀκούσουν καί νά θαυμάσουν πόσο ἰσχυρό
Θεό ἔχουν καί νά ἐλπίζουν, λοιπόν, σ᾽ Αὐτόν πάντοτε (στίχ. 15).

ΨΑΛΜΟΣ ΜΗ´ 48

Εἰς τὸ τέλος· τοῖς υἱοῖς Κορὲ ψαλμός.

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΑ ΙΣΟΠΕΔΩΝΕΙ ΟΛΑ!

48,2 Ἀκούσατε ταῦ- 48,2 Ἀκοῦστε αὐτό ὅλα τά ἔθνη,


τα, πάντα τὰ ἔθνη, ἐ- προσέξατέ το ὅλοι οἱ κάτοικοι τῆς οἰκουμένης,
νωτίσασθε πάντες οἱ
κατοικοῦντες τὴν οἰ-

209
Ψαλμός 48

κουμένην,
3 οἵ τε γηγενεῖς καὶ οἱ 3 ὅσοι κατοικεῖτε στήν χώρα αὐτή
υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων, ἐπὶ καί ὅλο τό γένος τῶν ἀνθρώπων
τὸ αὐτὸ πλούσιος καὶ καί οἱ πλούσιοι καί οἱ φτωχοί.
πένης.
4 Tὸ στόμα μου λαλή- 4 Τό στόμα μου θά λαλήσει σοφία
σει σοφίαν καὶ ἡ μελέτη καί οἱ συλλογισμοί τῆς καρδιᾶς μου
τῆς καρδίας μου σύνε- θά εἶναι συνετοί.
σιν·
5 κλινῶ εἰς παραβολὴν 5 Θά ἀκούσω προσεκτικά λόγια ἐμπνευσμένα,
τὸ οὖς μου, ἀνοίξω ἐν θά ἐρευνήσω μέ ψαλτήρι τήν ἀπορία μου.
ψαλτηρίῳ τὸ πρόβλημά
μου.
6 Ἱνατί φοβοῦμαι ἐν ἡ- 6 Γιατί φοβᾶμαι τίς ἡμέρες τῆς στέρησής μου;
μέρᾳ πονηρᾷ; Ἡ ἀνο- Οἱ ἐπιθέσεις τῶν διωκτῶν μου μέ κυκλώνουν.
μία τῆς πτέρνης μου
κυκλώσει με.
7 Οἱ πεποιθότες ἐπὶ τῇ 7 (Εἶναι) αὐτοί πού ἐμπιστεύονται
δυνάμει αὐτῶν καὶ ἐπὶ στήν δύναμή τους
τῷ πλήθει τοῦ πλούτου καί αὐτοί πού καυχῶνται
αὐτῶν καυχώμενοι, στά πολλά τους πλούτη.
8 ἀδελφὸς οὐ λυτροῦ- 8 Ὁ στενότερος συγγενής δέν μπορεῖ
ται, λυτρώσεται ἄν- νά λυτρώσει (ἀπό τόν θάνατο),
θρωπος; Οὐ δώσει τῷ θά λυτρώσει (ὁποιοσδήποτε) ἄλλος ἄνθρωπος;
Θεῷ ἐξίλασμα ἑαυτοῦ Δέν μπορεῖ νά δώσει στόν Θεό
ἐξίλασμα γιά τόν ἑαυτό του,
9 καὶ τὴν τιμὴν τῆς 9 τίμημα γιά νά σώσει τήν ζωή του,
λυτρώσεως τῆς ψυχῆς ἔστω καί ἄν κοπίαζε πολλά-πολλά χρόνια
αὐτοῦ. Καὶ ἐκοπίασεν
εἰς τὸν αἰῶνα
10 καὶ ζήσεται εἰς τέ- 10 ζῶντας μέχρι τήν συντέλεια τοῦ αἰῶνος
λος· οὐκ ὄψεται κατα- (μαζεύοντας πλοῦτο
φθοράν, γιά ἐξαγορασμό τῆς ζωῆς του)
(Εἶναι ἀσυναίσθητος ὁ πλούσιος),
γιατί δέν βλέπει τήν φθορά
(πού τόν περιμένει),
11 ὅταν ἴδῃ σοφοὺς 11 ἀφοῦ βλέπει σοφούς νά πεθαίνουν.
ἀποθνήσκοντας. Ἐπὶ τὸ Μαζί (μέ τόν πλούσιο) θά ἀποθάνουν
αὐτὸ ἄφρων καὶ ἄνους ὁ ἄφρονας καί ὁ ἀνόητος

210
Ψαλμός 48

ἀπολοῦνται καὶ κατα- καί θά ἀφήσουν σέ ξένους τόν πλοῦτο τους


λείψουσιν ἀλλοτρίοις
τὸν πλοῦτον αὐτῶν,
12 καὶ οἱ τάφοι αὐτῶν 12 καί οἱ τάφοι τους θά εἶναι
οἰκίαι αὐτῶν εἰς τὸν τά σπίτια τους γιά πάντα,
αἰῶνα, σκηνώματα αὐ- ἐκεῖ θά κατοικοῦν σέ ὅλες τίς γενεές.
τῶν εἰς γενεὰν καὶ γε- Καί ὅμως αὐτοί εἶχαν γράψει τό ὄνομά τους
νεάν. Ἐπεκαλέσαντο τὰ στήν περιουσία τους.
ὀνόματα αὐτῶν ἐπὶ τῶν
γαιῶν αὐτῶν.
13 Καὶ ἄνθρωπος ἐν 13 Ὁ ἄνθρωπος πού εἶναι τετιμημένος
τιμῇ ὢν οὐ συνῆκε, πα- (ὡς εἰκόνα τοῦ Θεοῦ)
ρασυνεβλήθη τοῖς κτή- δέν τό ἐννόησε,
νεσι τοῖς ἀνοήτοις καὶ ἐξομοιώθηκε μέ τά ἀνόητα κτήνη
ὡμοιώθη αὐτοῖς. καί ἔγινε ὅμοιος μέ αὐτά.
14 Αὕτη ἡ ὁδὸς αὐτῶν 14 Αὐτός ὁ τρόπος ζωῆς τους εἶναι ἐμπόδιο
σκάνδαλον αὐτοῖς, καὶ (γιά τήν ἀρετή).
μετὰ ταῦτα ἐν τῷ στό- Ἀλλά καί μετά ἀπό αὐτά
ματι αὐτῶν εὐδοκήσου- ἐπικροτοῦν τήν ζωή τους.
σι. (διάψαλμα). Διάψαλμα
15 Ὡς πρόβατα ἐν ᾅδῃ 15 Σάν τά πρόβατα μαντρίστηκαν στόν ἅδη,
ἔθεντο, θάνατος ποιμα- ὁ θάνατος θά εἶναι ὁ ποιμένας τους·
νεῖ αὐτούς· καὶ κατακυ- Στήν ἀλλαγή αὐτή πού θά γίνει*
ριεύσουσιν αὐτῶν οἱ θά τούς κυριεύσουν οἱ δίκαιοι·
εὐθεῖς τὸ πρωΐ, καὶ ἡ καί ἡ βοήθεια πού εἶχαν (παλαιά)
βοήθεια αὐτῶν παλαι- δέν θά ἔχει δύναμη στόν ἅδη,
ωθήσεται ἐν τῷ ᾅδῃ, ἐκ ἔχασαν τήν (παλαιά) δόξα τους.
τῆς δόξης αὐτῶν ἐξώ-
σθησαν.
16 Πλὴν ὁ Θεὸς λυ- 16 Ἀλλά ὁ Θεός θά σώσει τήν ζωή μου,
τρώσεται τὴν ψυχήν ὅταν θά μέ πάρει ἀπό τήν δύναμη τοῦ ἅδου.
μου ἐκ χειρὸς ᾅδου,
ὅταν λαμβάνῃ με. (Διά- Διάψαλμα
ψαλμα).
17 Μὴ φοβοῦ, ὅταν 17 Μήν φοβᾶσαι, ὅταν πλουτίζει
πλουτήσῃ ἄνθρωπος ὁ (ἀσεβής) ἄνθρωπος
καὶ ὅταν πληθυνθῇ ἡ καί ὅταν πληθαίνεται ἡ δόξα

* Ἔτσι ἑρμηνεύουμε τήν λ. «πρωί», ὡς ἀνατολή μιᾶς νέας καταστάσεως μέ τήν καταδίκη τῶν
ἀσεβῶν πλουσίων.
211
Ψαλμός 48

δόξα τοῦ οἴκου αὐτοῦ· τῆς οἰκογενείας του,


18 ὅτι οὐκ ἐν τῷ ἀπο- 18 γιατί, ὅταν θά πεθάνει,
θνήσκειν αὐτὸν λήψε- δέν θά πάρει μαζί του ὅσα ἀπέκτησε,
ται τὰ πάντα, οὐδὲ οὔτε ἡ δόξα του θά κατεβεῖ μαζί του
συγκαταβήσεται αὐτῷ (στόν ἅδη).
ἡ δόξα αὐτοῦ.
19 Ὅτι ἡ ψυχὴ αὐτοῦ 19 Ἡ ζωή του (τοῦ ἀσεβοῦς πλουσίου)
ἐν τῇ ζωῇ αὐτοῦ εὐλο- (φαίνεται ὅτι) εὐλογεῖται
γηθήσεται· ἐξομολογή- καί Σέ δοξολογεῖ (ὦ Θεέ),
σεταί σοι, ὅταν ἀγαθύ- ὅταν τόν κατευοδώνεις.
νῃς αὐτῷ.
20 Εἰσελεύσεται ἕως 20 (ὅμως) θά μπεῖ στήν γενεά
γενεᾶς πατέρων αὐτοῦ, τῶν πατέρων του
ἕως αἰῶνος οὐκ ὄψεται (δηλαδή, θά πεθάνει)
φῶς. καί δέν πρόκειται νά δεῖ φῶς (ξανά).
21 Καὶ ἄνθρωπος ἐν τι- 21 Ὁ ἄνθρωπος πού εἶναι τετιμημένος
μῇ ὢν οὐ συνῆκε, παρα- (ὡς εἰκόνα τοῦ Θεοῦ)
συνεβλήθη τοῖς κτήνεσι δέν τό ἐννόησε,
τοῖς ἀνοήτοις καὶ ὡ- ἐξομοιώθηκε μέ τά ἀνόητα κτήνη
μοιώθη αὐτοῖς. καί ἔγινε ὅμοιος μέ αὐτά.

1. Ὁ 48ος ψαλμός εἶναι δύσκολος στήν ἑρμηνεία του, ἀλλά καί αὐτή ἡ
ἔκφρασή του εἶναι δυσνόητη. Θά προσπαθήσουμε νά δώσουμε τό νόημα
τῶν στίχων του. Γενικά λέγουμε ὅτι ὁ συνθέτης τοῦ ψαλμοῦ θίγει τό περι-
λάλητο θέμα τῆς θεοδικίας, τό ὁποῖο ταράσσει τήν Παλαιά Διαθήκη, χωρίς
νά δίδεται ἐπαρκής λύση σ᾽ αὐτό, ἡ ὁποία ὅμως λύση δίδεται στήν Καινή
Διαθήκη. Ὁ παρών ψαλμός φαίνεται ὅτι ὡς λύση τοῦ προβλήματος εὑρί-
σκει τόν θάνατο, ὁ ὁποῖος καταβάλλει καί κυριεύει ὅλους, ἄρχοντες καί
πλουσίους καί σοφούς. Ἑπομένως ποιός λόγος νά μιλήσουμε περί εὐτυχίας
μερικῶν ἤ δυστυχίας ἄλλων; Ὁ θάνατος θά φέρει τήν ἰσοπέδωση ὅλων.
2. Ἀρχόμενος ὁ ψαλμωδός τό ποίημά του (στίχ. 2-3) λέγει ὅτι τό θέμα
του ἔχει γενικό ἐνδιαφέρον καί πρέπει ὅλοι νά τό ἀκούσουν ἀνεξάρτητα
ἀπό τήν ἐθνότητά τους («πάντα τά ἔθνη») ἤ τόν τόπο κατοικίας τους («οἱ
κατοικοῦντες τήν οἰκουμένην»), ἀνεξάρτητα ἀπό τήν καταγωγή τους («οἵ
τε γηγενεῖς καί οἱ υἱοί τῶν ἀνθρώπων»), ἀνεξάρτητα ἀπό τήν ὑλική τους
κατάσταση («ἐπί τό αὐτό πλούσιος καί πένης»). Πρόκειται λοιπόν γιά σπου-
δαῖο θέμα καί καλοῦνται οἱ πάντες, ὅλη ἡ οἰκουμένη, νά τό ἀκούσει. – Στήν
συνέχεια ὁ ποιητής μας (στίχ. 4-5), ἕνας ἐκ τῶν υἱῶν Κορέ, λέγει ὅτι τό
στόμα του θά λαλήσει σοφία, ἀπό δέ τήν καρδιά του θά βγεῖ παραίνεση,

212
Ψαλμός 48

πού ἔχει μελετηθεῖ καλά (στίχ. 4). Ὁ ποιητής μας πιστεύει ὅτι τά ὅσα θά
πεῖ θά εἶναι ἔμπνευση τοῦ Πνεύματος, αὐτός δέ θά «κλίνει» τό οὗς του στά
ὅσα θά τοῦ ὑποδείξει καί θά τά ἐκφέρει (στίχ. 5). Πιστεύει ὅτι εἶναι ὄργανο
τῆς θείας Χάριτος. Ὁ ψαλμωδός, λοιπόν, ἀναλαμβάνει νά «ἀνοίξει», δη-
λαδή, νά διαλευκάνει τό «πρόβλημα» πού ἀπασχολεῖ αὐτόν («τό πρόβλημά
μου») καί τούς ἄλλους, τό περί θεοδικίας πρόβλημα καί νά τό λύσει. Λέγει
δέ ὅτι αὐτό θά τό κάνει «ἐν ψαλτηρίῳ» (στίχ. 5). Μέ τήν συνοδεία, δηλαδή,
ψαλτηρίου, ὅπως καί οἱ προφῆτες συνήθιζαν νά κάνουν συνδυάζοντας τήν
διδασκαλία τους μέ τήν μουσική, ἐμπνεόμενοι ἀπ᾽ αὐτήν (βλ. Δ´ Βασ. 3,15.
Α´ Βασ. 10,5).
3. Ὁ ποιητής θέτει τό πρόβλημα, τό ὁποῖο θά ἐπιληφθεῖ. Εἶναι τό περί
θεοδικίας πρόβλημα, ὅπως εἴπαμε, γιατί, δηλαδή, νά εὐτυχοῦν οἱ ἀσεβεῖς
καί νά δυστυχοῦν οἱ εὐσεβεῖς; Ὁ ψαλμός μας εὑρίσκει ὡς λύση τόν θάνατο.
Ἄς μήν σκανδαλίζονται, λοιπόν, οἱ ταλαιπωρούμενοι εὐσεβεῖς γιά τήν εὐτυ-
χία τῶν ἀσεβῶν καί ἄς μήν φοβοῦνται τίς ἐπιθέσεις τους, ἀλλά ἄς δυνα-
μωθοῦν στήν πίστη ἀπό τήν σκέψη ὅτι καί αὐτοί οἱ εὐτυχοῦντες θά
ἀντιμετωπίσουν τόν κραταιό θάνατο. Ὁ ποιητής λέγει ὅτι δέν φοβεῖται
«ἡμέραν πονηράν», τόν καιρό δηλαδή τῶν θλίψεων καί τῶν στερήσεων,
οὔτε τίς ἐπιθέσεις («ἡ ἀνομία τῆς πτέρνης μου κυκλώσῃ με», στίχ. 6) τῶν
καυχωμένων διά τόν πλοῦτο καί τήν δύναμή τους (στίχ. 6-7). Εἶναι ὡς νά
λέγει: Γιατί νά τρομάζω τίς ἡμέρες τῶν στερήσεών μου, μήπως ἡ κακία
τῶν παρανόμων, ἔχοντες ἐμπιστοσύνη στόν πλοῦτο τους καί τήν δύναμή
τους, μέ κυκλώσει μέ τούς δόλιους πλοκάμους τους («ἡ ἀνομία τῆς πτέρνης
μου κυκλώσει με», στίχ. 6) καί μέ καταβροχθίσει; Καί αὐτοί οἱ παράνομοι,
οἱ τώρα εὐτυχισμένοι ὑλικά, θά ἀντιμετωπίσουν δυσκολίες καί δυσχερεῖς
ἡμέρες, ἀλλά καί αὐτόν τόν θάνατο.
4. Ὁ ψαλμωδός μας δέν ὁμίλησε ἀκόμη γιά τόν θάνατο, τόν ὑπονοεῖ
ὅμως ὁμιλώντας γιά τήν δύναμή του. Μᾶς λέγει, λοιπόν: «Ἀδελφός οὐ λυ-
τροῦται· λυτρώσεται ἄνθρωπος;» (στίχ. 8). Δηλαδή: Καί ὁ στενότερος συγ-
γενής («ἀδελφός») δέν μπορεῖ νά λυτρώσει κάποιον. Ἀπό ποιόν νά τόν
λυτρώσει; Ἀπό τόν θάνατο! Τίποτε δέν μπορεῖ νά νικήσει τόν θάνατο. Οὔτε
ἡ ἀγάπη τῶν συγγενῶν, οὔτε τά πλούτη τά πολλά, οὔτε ἡ ἐξουσία. Καί
ἀσφαλῶς ἀφοῦ ὁ ἀδελφός δέν μπορεῖ νά λυτρώσει τόν ἀδελφό του ἀπό τόν
θάνατο, δέν μπορεῖ νά τόν λυτρώσει ἀπ᾽ αὐτόν ὁποιοσδήποτε ἄλλος ἄνθρω-
πος: «Ἀδελφός οὐ λυτροῦται· λυτρώσεται ἄνθρωπος;» (στίχ. 8)! Ὅπως δια-
βάζουμε εἰς Ἐξόδ. 21,28-30, ἄν ὁ ταῦρος κάποιου ἐκεράτιζε ἕναν ὁμόφυλο,
εἶχε τό δικαίωμα ὁ κάτοχός του νά καταβάλει στούς δικαστές ἀποζημίωση
καί νά ἐξαγοράσει τήν ζωή του. Ὅταν ὅμως ὁ θάνατος ἔλθει γιά νά λάβει
κάποιον, κανένα λύτρο δέν μπορεῖ νά βρεθεῖ γιά νά ἐξαγοράσει τήν ζωή

213
Ψαλμός 48

του, ἔστω καί ἄν «ἐκοπίασεν εἰς τόν αἰῶνα», γιά νά συναθροίσει ἀμύθητο
ποσό, ἔστω καί ἄν «ζήσεται εἰς τέλος» (στίχ. 9-10), ἄν ζοῦσε, δηλαδή, μέχρι
συντελείας τῶν αἰώνων, μαζεύοντας πλοῦτο ἀμύθητο γιά νά τόν καταβάλ-
λει στόν θάνατο καί νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό αὐτόν.
Καί συνεχίζει ὁ ποιητής μας τόν λόγο του ὁμιλώντας γιά τόν πλούσιο
ἀσεβῆ ὅτι εἶναι ἀσυναίσθητος, γιατί δέν βλέπει, δέν ἀντιλαμβάνεται τήν
φθορά πού περιμένει καί αὐτόν, ἀφοῦ θεωρεῖ σοφούς καί ἀνοήτους νά θε-
ρίζονται ἀπό τόν θάνατο καί νά ἐγκαταλείπουν σέ ἄλλους τά πλούτη τους:
«Οὐκ ὄψεται (ὁ πλούσιος) καταφθοράν, ὅταν ἴδῃ σοφούς ἀποθνήσκοντας
(καί) ἐπί τό αὐτό ἄφρων καί ἄνους ἀπολοῦνται καί καταλείψουσιν ἀλλοτρίοις
τόν πλοῦτον αὐτῶν» (στίχ. 11). – Ἐπίτηδες ὁ ψαλμωδός ἀνέφερε τό «ἐπί τό
αὐτό», ὅτι, δηλαδή, πλούσιοι καί σοφοί ἀποθνῄσκουν μέ τούς ἀνοήτους
καί ἄφρονες, γιατί οἱ σοφοί εἶναι γνῶστες τῶν ἰατρικῶν θεραπειῶν καί τῆς
σωματικῆς κατασκευῆς τῶν ἀνθρώπων, καί ὅμως δέν μποροῦν νά ἀποτρέ-
ψουν τόν θάνατο καί καταβροχθίζονται καί αὐτοί ἀπό αὐτόν, ὅπως οἱ ἄφρο-
νες. Ἡ ἀνθρώπινη σοφία, ὅπως ὁ γήινος πλοῦτος, ἀδυνατεῖ νά μακρύνει
ἐπ᾽ ἄπειρον τήν ἀνθρώπινη ζωή. Τό μόνο τό ὁποῖο θά κληρονομήσουν οἱ
πλούσιοι ἀπό τά πλούτη τους εἶναι τό μνῆμα τους, ὁ τάφος τους, τό αἰώνιο
οἴκημά τους. Αὐτό καί μόνο αὐτό θά εἶναι ἡ κληρονομία τους ἀπό ὅλη τήν
περιουσία τους, στήν ὁποία εἶχαν γράψει τά ὀνόματά τους (στίχ. 12). Ἐδῶ
τελειώνει τό Α´ μέρος τοῦ ψαλμοῦ, τό ὁποῖο κατακλείεται μέ τήν ἐπωδό,
«ἄνθρωπος ἐν τιμῇ ὦν, οὐ συνῆκε· παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοή-
τοις καί ὁμοιώθη αὐτοῖς» (στίχ. 13)! Δηλαδή: Ταλαίπωρος πού εἶναι ὁ
ἄνθρωπος! Ὁ Θεός τόν ἔπλασε κατ᾽ εἰκόνα Του, τόν ἐτίμησε μέ λόγο καί
τόν ἔκανε ἀντιπρόσωπό Του! Καί ὅμως αὐτός ζεῖ σάν τά ἄλογα κτήνη. Ζεῖ
ὡς κτῆνος καί ἀποθνήσκει ὡς κτῆνος!
Ἐπιμένοντας στήν ἐπωδό του ὁ ποιητής λέγει: Αὐτή ἡ διαγωγή τῶν
ἀσεβῶν («αὕτη ἡ ὁδός αὐτῶν»), ἡ ὁμοίωσή τους, δηλαδή, πρός τά κτήνη,
εἶναι «σκάνδαλον αὐτοῖς» (στίχ. 14), εἶναι ἐμπόδιό τους πρός τήν ἀρετή.
Ἀλλά καί μετά τήν ὁμοιότητά τους – διά τῆς διαγωγῆς τους – πρός τά
κτήνη, μέ τά λόγια τους ἐπαινοῦν καί ἐπικροτοῦν τήν διαγωγή τους, τόν
τρόπο τῆς ζωῆς τους: «Καί μετά ταῦτα ἐν στόματι αὐτῶν εὐδοκήσουσιν»
(στίχ. 14)! Ζῶντες, λοιπόν, αὐτοί οἱ ἀσεβεῖς πλούσιοι, ὅπως ζοῦν, αὐτοί οἱ
ἴδιοι προτίμησαν τήν καταστροφή τους καί ἔκαναν τούς ἑαυτούς τους σάν
τά πρόβατα μέ ποιμένα τόν θάνατο: «Ὡς πρόβατα ἐν ᾅδῃ ἔθεντο, θάνατος
ποιμανεῖ αὐτούς» (στίχ. 15)! Αὐτούς δέ τούς πλουσίους, πού πολλοί τούς
θεωροῦν ὡς εὐτυχισμένους, θά ἔλθει καιρός πού θά τούς κυριεύσουν οἱ
εὐσεβεῖς φτωχοί: «Καί κατακυριεύσουσιν αὐτῶν οἱ εὐθεῖς τό πρωί» (στίχ.
15). Ποιό «πρωί»; Ὡς «πρωί» θά νοήσουμε τήν ἀπελευθέρωσή τους ἀπό

214
Ψαλμός 48

τούς ἀσεβεῖς, πού θεωρεῖται σάν κατατρόπωση τοῦ σκοταδιοῦ ἀπό τό φῶς.
Εἶναι τό «πρωί» πού ἀποσπάστηκαν οἱ εὐσεβεῖς ἀπό τά χέρια τοῦ ἅδου,
ὅπως λέγει ἀμέσως παρακάτω ὁ ψαλμωδός. Τότε οἱ εὐσεβεῖς (οἱ «εὐθεῖς»)
θά ἀναδειχθοῦν κύριοι τῶν ἀσεβῶν πλουσίων, ὅπως τό λέγει καθαρά ἡ πα-
ραβολή τοῦ Λαζάρου, ἡ ὁποία παριστάνει τόν μέν Λάζαρο στούς κόλπους
τοῦ Ἀβραάμ, τόν δέ ἄσπλαγχνο πλούσιο νά ζητιανεύει τό ἔλεος τοῦ φτω-
χοῦ. Ἀλλά καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέγει ὅτι «οἱ ἅγιοι τόν κόσμον κρι-
νοῦσι» (Α´ Κορ. 6,2). Τό «κατακυριεύσουσι», πού λέγει ὁ στίχος μας, τό
Ἑβραϊκό κείμενο τό ἐκφράζει ζωηρότερα λέγοντας θά «ποδοπατήσουν» οἱ
εὐσεβεῖς τούς ἀσεβεῖς! Βλ. καί Μαλαχ. 4,1-3. Στόν ἅδη, λέγει παρακάτω ὁ
στίχος μας (στίχ. 15β), θά «παλαιωθεῖ ἡ βοήθεια» τῶν ἀσεβῶν πλουσίων.
Ποιά εἶναι αὐτή ἡ βοήθεια, ἡ ὁποία θά παλαιωθεῖ καί δέν θά ἔχει καμία
ἰσχύ; Εἶναι ὁ πλοῦτος τους, οἱ ἰσχυροί φίλοι τους, ἡ κοινωνική τους δύναμη,
κάθε τι ἀπό τό ὁποῖο ἀντλοῦσαν βοήθεια στόν κόσμο. Ὅλα αὐτά λοιπόν
θά μεταβληθοῦν στόν ἅδη σάν παλαιωμένο ράκος, σάν ἕνα κουρέλι, πού
δέν θά τούς εἶναι σέ τίποτε χρήσιμο. Καί κλείνεται ἡ ἑνότητα αὐτή μέ χαρ-
μόσυνο διάψαλμα, γιά νά ἐκφράσει ζωηρότερα τά εὐφρόσυνα αἰσθήματα
γιά τήν μελλοντική, τήν μεταθανάτια, νίκη τῶν δικαίων: «Πλήν ὁ Θεός λυ-
τρώσεται τήν ψυχήν μου, ἐκ χειρός ἅδου, ὅταν λαμβάνῃ με» (στίχ. 16)! Βλέ-
πουμε, λοιπόν, ἀπό τά παραπάνω, ἀλλά καί ἀπό ἄλλα πολλά, ὅτι, ἄν καί
αὐτή ἡ Παλαιά Διαθήκη, ἡ ὁποία μέχρι τόν 7ο αἰῶνα περίπου, λόγῳ τοῦ
πολέμου κατά τῆς νεκρομαντείας, δέν ἔχει καθαρή διδασκαλία γιά τήν με-
ταθανάτια ζωή, ὅμως καί ἀπό αὐτήν (τήν Π.Δ.) δέν λείπει ἡ πίστη γιά τήν
ζωή αὐτή, ὅπου θά θριαμβεύσει ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ μέ τήν δόξα τῶν
δικαίων καί τήν καταισχύνη τῶν ἀσεβῶν.
5. Ὁ Κορείτης ποιητής μας στήν ἀρχή τοῦ παρόντος ψαλμοῦ ἀπευθυ-
νόμενος πρός τόν ἑαυτό του λέγει νά μήν φοβᾶται, ὅταν θά βλέπει νά τόν
ἔχουν περιζώσει τά κακά, οἱ θλίψεις καί ἡ πενία. «Ἱνατί φοβοῦμαι;», εἶπε
(στίχ. 6). Καί τώρα, τελειώνοντας τόν ψαλμό του, ἀπευθύνεται στόν ἀνα-
γνώστη του καί τόν ἀκροατή του καί τοῦ λέγει, «μή φοβοῦ» (στίχ. 17)!
Νά μήν φοβᾶται, ὅταν βλέπει νά κυριαρχοῦν οἱ ἄδικοι πλούσιοι καί νά
καταπατοῦνται οἱ φτωχοί, σάν νά μήν ὑπάρχει Θεός, πού νά ἐπιβλέπει στά
ἀνθρώπινα. Ὄχι! Θά τακτοποιηθοῦν τά πράγματα στήν μεταθανάτια ζωή.
Τά ὅσα ἔχει ὁ πλούσιος, τήν περιουσία του καί τήν δόξα του, ἐδῶ θά τά
ἀφήσει καί δέν θά τά πάρει μαζί του. Λέγει ὁ ψαλμωδός μας: «Οὐκ ἐν τῷ
ἀποθνῄσκειν αὐτόν λήψεται τά πάντα, οὐδέ συγκαταβήσεται αὐτῷ ἡ δόξα
αὐτοῦ» (στίχ. 18). Βλ. καί Ἰώβ 1,21. Α´ Τιμ. 6,7). «Τό κυνάριον τρέχει κα-
τόπιν τοῦ κυρίου του. Ἡ ἀνθρώπινη δόξα οὐδέ τήν προσκόλλησιν ἑνός κυ-
ναρίου ἔχει! Τόσον εἶναι ἄπιστος» (Πρωτοπρεσβύτερος Κωνσταντῖνος

215
Ψαλμός 49

Καλλίνικος, στήν ἑρμηνεία τοῦ παρόντος ψαλμοῦ). Ἔτσι εἶναι πραγματικά!


Ἄν καί ὁ πλούσιος στήν παροῦσα πρόσκαιρη ζωή μακαρίζεται ἀπό ὅλους
καί μολονότι αὐτός χαίρεται μέ τίς κολακεῖες τῶν ἄλλων καί ἀπαντᾷ σ᾽
αὐτούς μέ ἐπαινετικά λόγια (στίχ. 19), ὅμως βαδίζει πρός τόν θάνατο, πρός
τήν γενεά τῶν πατέρων του καί θά κλείσει καί αὐτός, ὅπως ἐκεῖνοι τά μάτια
του, καί δέν θά τά ἀνοίξει πιά νά δεῖ τό ἡλιακό φῶς (στίχ. 20). Καί τελειώνει
τόν ὡραῖο του ψαλμό ὁ ψαλμωδός ἐπαναλαμβάνοντας γιά δεύτερη φορά
τήν ἐπωδό του, λέγοντας: Ὤ, τόν δυστυχῆ ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος, ἄν καί πλά-
στηκε λογικός, προτίμησε τήν ἀλογία καί ἔγινε ὅμοιος μέ τά κτήνη:
«Ἄνθρωπος ἐν τιμῇ ὤν, οὐ συνῆκε, παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοή-
τοις καί ὡμοιώθη αὐτοῖς» (στίχ. 21)!

ΨΑΛΜΟΣ ΜΘ´ 49

Ψαλμὸς τῷ ᾿Ασάφ.

Κατά τῶν τυπολατρῶν καί τῶν ὑποκριτῶν

49,1 Θεὸς θεῶν Κύ- 49,1 Ὁ Θεός τῶν θεῶν, ὁ Κύριος,


ριος ἐλάλησε καὶ ἐ- μίλησε καί προσκάλεσε τήν γῆ,
κάλεσε τὴν γῆν ἀπὸ ἀπό τήν Ἀνατολή μέχρι τήν Δύση.
ἀνατολῶν ἡλίου μέχρι
δυσμῶν.
2 Ἐκ Σιὼν ἡ εὐπρέπεια 2 (Θά δικάσει) τήν Σιών, πού εἶναι
τῆς ὡραιότητος αὐτοῦ, ἡ εὐπρέπεια τῆς ὡραιότητάς Του.
3 ὁ Θεὸς ἐμφανῶς ἥξει, 3 Θά ἔλθει ὁ Θεός
ὁ Θεὸς ἡμῶν, καὶ οὐ καί θά εἶναι φανερός ὁ ἐρχομός Του·
παρασιωπήσεται· πῦρ (θά ἔλθει) ὁ Θεός μας καί δέν θά σιωπήσει.
ἐνώπιον αὐτοῦ καυθή- Φωτιά θά καίει μπροστά Του
σεται, καὶ κύκλῳ αὐτοῦ καί μιά δυνατή καταιγίδα
καταιγὶς σφόδρα. θά εἶναι γύρω ἀπ᾽ Αὐτόν.
4 Προσκαλέσεται τὸν 4 Θά προσκαλέσει ἀπό ψηλά τόν οὐρανό
οὐρανὸν ἄνω καὶ τὴν (ὡς μάρτυρα)
γῆν τοῦ διακρῖναι τὸν καί τήν γῆ γιά νά κρίνει τόν λαό Του
λαὸν αὐτοῦ·
5 συναγάγετε αὐτῷ 5 συγκεντρῶστε μπροστά Του
τοὺς ὁσίους αὐτοῦ, τοὺς τούς ὁσίους Του,
διατιθεμένους τὴν δια- πού καθιέρωσαν διαθήκη μαζί Του μέ θυσίες·
216
Ψαλμός 49

θήκην αὐτοῦ ἐπὶ θυ-


σίαις,
6 καὶ ἀναγγελοῦσιν οἱ 6 καί ἀναγγέλλουν οἱ οὐρανοί
οὐρανοὶ τὴν δικαιο- τήν δικαιοσύνη Του,
σύνην αὐτοῦ, ὅτι ὁ γιατί ὁ Θεός εἶναι (δίκαιος) κριτής.
Θεὸς κριτής ἐστι. (Διά- Διάψαλμα
ψαλμα).
7 Ἄκουσον, λαός μου, 7 Ἄκου, λαέ μου, γιατί θά σοῦ μιλήσω,
καὶ λαλήσω σοι, ᾿Ισ- Ὦ Ἰσραήλ καί θά διαμαρτυρηθῶ
ραήλ, καὶ διαμαρτύρο- ἐναντίον Σου·
μαί σοι· ὁ Θεὸς ὁ Θεός Ὁ Θεός, ὁ δικός σου Θεός, εἶμαι Ἐγώ.
σού εἰμι ἐγώ.
8 Οὐκ ἐπὶ ταῖς θυσίαις 8 Δέν σέ ἐλέγχω
σου ἐλέγξω σε, τὰ δὲ ὅτι δέν μοῦ προσφέρεις θυσίες,
ὁλοκαυτώματά σου (γιατί) τά ὁλοκαυτώματά σου πάντα
ἐνώπιόν μου ἐστὶ δια- εἶναι μπροστά μου.
παντός.
9 Οὐ δέξομαι ἐκ τοῦ 9 (Ἀλλά) δέν θά δεχθῶ μοσχάρια
οἴκου σου μόσχους οὐδὲ ἀπό τόν οἶκο σου,
ἐκ τῶν ποιμνίων σου οὔτε τράγους ἀπό τά ποίμνιά σου.
χιμάρους.
10 Ὅτι ἐμά ἐστι πάντα 10 Γιατί ὅλα τά θηρία τοῦ δάσους
τὰ θηρία τοῦ δρυμοῦ, εἶναι δικά μου,
κτήνη ἐν τοῖς ὄρεσι καὶ τά ζῶα πού εἶναι στά βουνά καί τά βόδια.
βόες·
11 ἔγνωκα πάντα τὰ πε- 11 Γνωρίζω ὅλα τά πετεινά τοῦ οὐρανοῦ
τεινὰ τοῦ οὐρανοῦ, καὶ καί τά ὥριμα φροῦτα τοῦ ἀγροῦ
ὡραιότης ἀγροῦ μετ᾿ ἀνήκουν σέ Ἐμένα.
ἐμοῦ ἐστιν.
12 Ἐὰν πεινάσω, οὐ μή 12 Ἄν πεινάσω δέν θά σοῦ ζητήσω,
σοι εἴπω· ἐμὴ γάρ ἐστιν γιατί δική μου εἶναι ἡ οἰκουμένη
ἡ οἰκουμένη καὶ τὸ καί ὅλα ὅσα ὑπάρχουν σ᾽ αὐτή.
πλήρωμα αὐτῆς.
13 Μὴ φάγομαι κρέα 13 Μήπως τρώγω κρέατα τῶν ταύρων
ταύρων, ἢ αἷμα τράγων ἤ πίνω αἵματα τῶν τράγων;
πίομαι;
14 Θῦσον τῷ Θεῷ θυ- 14 Πρόσφερε ὡς θυσία στόν Θεό
σίαν αἰνέσεως καὶ ἀ- τήν αἴνεσή σου σ᾽ Αὐτόν
πόδος τῷ ῾Υψίστῳ τὰς καί ἐκπλήρωσε στόν Ὕψιστο τίς εὐχές σου.

217
Ψαλμός 49

εὐχάς σου·
15 καὶ ἐπικάλεσαί με ἐν 15 Ἐπικάλεσαί με τήν ἡμέρα τῆς θλίψης σου
ἡμέρᾳ θλίψεώς σου, καί θά σέ σώσω καί θά μέ δοξάσεις.
καὶ ἐξελοῦμαί σε, καὶ
δοξάσεις με. (Διάψαλ- Διάψαλμα
μα).
16 Τῷ δὲ ἁμαρτωλῷ 16 Στόν δέ ἁμαρτωλό εἶπε ὁ Θεός:
εἶπεν ὁ Θεός· ἱνατί σὺ «Γιατί ἐσύ ἀπαγγέλεις τά δικαιώματά μου
διηγῇ τὰ δικαιώματά καί ἀναλαμβάνεις τήν Διαθήκη μου
μου καὶ ἀναλαμβάνεις στό στόμα σου;
τὴν διαθήκην μου διὰ
στόματός σου;
17 Σὺ δὲ ἐμίσησας παι- 17 Ἐσύ μίσησες τήν παιδεία
δείαν καὶ ἐξέβαλες τοὺς καί ἔρριψες πίσω σου τά λόγια μου.
λόγους μου εἰς τὰ ὀ-
πίσω.
18 Εἰ ἐθεώρεις κλέ- 18 Ἄν ἔβλεπες κλέφτη ἔτρεχες μαζί του
πτην, συνέτρεχες αὐτῷ, καί ἤσουν συνοδός τοῦ μοιχοῦ.
καὶ μετὰ μοιχοῦ τὴν
μερίδα σου ἐτίθεις.
19 Τὸ στόμα σου ἐ- 19 Τό στόμα σου εἶναι γεμάτο ἀπό κακίες
πλεόνασε κακίαν, καὶ ἡ καί ἡ γλώσσα σου ἔπλεκε δόλια λόγια·
γλῶσσά σου περιέπλεκε
δολιότητα·
20 καθήμενος κατὰ τοῦ 20 ὅταν κάθεσαι καταλαλεῖς τόν ἀδελφό σου
ἀδελφοῦ σου κατελά- καί βάζεις σκάνδαλο
λεις καὶ κατὰ τοῦ υἱοῦ στόν υἱό τῆς μητέρας σου.
τῆς μητρός σου ἐτίθεις
σκάνδαλον.
21 Ταῦτα ἐποίησας, καὶ 21 Ὅλα αὐτά τά ἔκανες,
ἐσίγησα· ὑπέλαβες ἀ- ἀλλά ἐγώ τά ἀνεχόμουν,
νομίαν, ὅτι ἔσομαί σοι (γι᾽ αὐτό ἐσύ) νόμισες
ὅμοιος· ἐλέγξω σε καὶ ὅτι ἐγώ εἶμαι ἄνομος σάν καί σένα.
παραστήσω κατὰ (Ἀλλά) θά σέ ἐπιπλήξω
πρόσωπόν σου τὰς ἁ- καί θά σοῦ ἐναντιωθῶ γιά τίς ἁμαρτίες σου.
μαρτίας σου.
22 Σύνετε δὴ ταῦτα, οἱ 22 Ἐννοήσατε λοιπόν αὐτά
ἐπιλανθανόμενοι τοῦ ὅσοι ξεχνᾶτε τόν Θεό,
Θεοῦ, μήποτε ἁρπάσῃ, μήπως σᾶς συλλάβει

218
Ψαλμός 49

καὶ οὐ μὴ ᾖ ὁ ρυόμενος. καί δέν βρεθεῖ κανένας νά σᾶς σώσει.


23 Θυσία αἰνέσεως δο- 23 Ἡ θυσία τῆς δοξολογίας θά μέ δοξάσει
ξάσει με, καὶ ἐκεῖ ὁδός, καί αὐτός εἶναι ὁ τρόπος
ᾗ δείξω αὐτῷ τὸ σω- μέ τόν ὁποῖο τοῦ θά δείξω τήν σωτηρία μου.
τήριόν μου.

1. Ὁ ψαλμός αὐτός παρουσιάζει τόν Θεό μέ μεγαλοπρέπεια νά ἐξασκεῖ


κρίση κατά τῶν τυπολατρῶν καί τῶν ὑποκριτῶν τοῦ λαοῦ Του Ἰσραήλ.
Ἀρχόμενος λοιπόν ὁ ψαλμωδός τό ποίημά του παριστάνει τόν Θεό μέ τόν
μεγαλοπρεπῆ τίτλο «Θεός θεῶν Κύριος» νά λαλεῖ καί νά καλεῖ ὅλη τήν γῆ,
«ἀπό ἀνατολῶν ἡλίου μέχρι δυσμῶν» (στίχ. 1), ὡς μάρτυρα γιά τό στηνό-
μενο ἐναντίον τοῦ Ἰσραήλ δικαστήριο. Ὁ Θεός θά δικάσει τήν Σιών, τήν
ὁποία εἶχε τιμήσει, ὡς «εὐπρέπεια τῆς ὡραιότητος αὐτοῦ» (στίχ. 2α). Ἡ πα-
ρουσία τοῦ Θεοῦ εἶναι συνήθως ἀθόρυβος καί μυστική. Ἀλλά τήν φορά
αὐτή δέν συμβαίνει αὐτό. Λύεται ἡ σιωπή καί ἡ φοβερή ἐπιφάνεια τοῦ
Θεοῦ γίνεται φανερή σέ ὅλους (στίχ. 2β: «Ὁ Θεός ἐμφανῶς ἤξει...»). Καί
ἐξηγεῖ στήν συνέχεια ὁ ψαλμωδός πῶς θά εἶναι ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ: «Πῦρ
ἐνώπιον αὐτοῦ καυθήσεται καί κύκλῳ αὐτοῦ καταιγίς σφόδρα» (στίχ. 3).
Ὅπως φαίνεται καί ἀλλοῦ στήν ἁγία Γραφή, τό πῦρ καί ὁ ἄνεμος εἶναι στοι-
χεῖα πού συνοδεύουν τήν θεία ἐμφάνιση. Βλ. Ψαλμ. 17,9-11. Δαν. 7,9-10.
Ἑβρ. 12,29. Γιά τήν ἀρχόμενη δίκη κατά τοῦ λαοῦ Του ὁ Θεός προσκαλεῖ
ὡς μάρτυρες τόν οὐρανό ἀπό ψηλά καί τήν γῆ ἀπό κάτω (στίχ. 4), αὐτούς
τούς αἰωνόβιους μάρτυρες πού παρακολουθοῦν τήν διαγωγή τοῦ ἀνθρώπου
ἀπό παλαιά, ἀπό τήν πρώτη του δημιουργία. Βλ. καί Δευτ. 32,1.
2. Ὁ ποιητής στήν συνέχεια ἀποτείνεται πρός τούς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ,
τούς λειτουργοῦντας στόν δεσποτικό θρόνο (βλ. Ἠσ. 6,2), νά συναθροί-
σουν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ «τούς ὁσίους αὐτοῦ» (στίχ. 5α), ὅλους, δηλαδή,
τούς Ἰσραηλῖτες, πού σύναψαν διαθήκη μαζί Του καί γι᾽ αὐτό τούς καλεῖ
«ὁσίους», ἄσχετα ἄν αὐτοί φάνηκαν ἤ ὄχι ὅσιοι. Ἀλλά εἶναι ὡραία καί ἡ
ἑρμηνεία ἀνωνύμου ἑρμηνευτοῦ ὅτι καί ἐμεῖς ὅταν θέλουμε νά ἐλέγξουμε
κάποιο ὑψηλό καί τετιμημένο πρόσωπο τό προσφωνοῦμε μέ τόν τιμητικό
του τίτλο. Ἔτσι καί ὁ Θεός ἐδῶ ὀνομάζει τούς Ἰσραηλῖτες «ὁσίους». Μά-
λιστα λέγει ἐδῶ ὁ ψαλμωδός περί τῶν Ἰσραηλιτῶν ὅτι σύναψαν διαθήκη
μέ τόν Θεό καί λέγονται λοιπόν ὅσιοι «ἐπί θυσίαις» (στίχ. 5β). Πραγματικά,
κατά τά λεγόμενα εἰς Ἐξ. 24,6-8, ὁ λαός τοῦ Ἰσραήλ ραντίστηκε μέ τό αἷμα
τῶν θυσιῶν καί ἐπεσφράγισε ἐπίσημα ὅτι δέχεται τά ἀναγνωσθέντα τῆς
θείας Διαθήκης. Θά συναχθοῦν, λοιπόν, οἱ Ἱσραηλῖτες ἀπό τούς ἀγγέλους
γιά νά κριθοῦν καί νά ἐλεγχθοῦν ἀπό τόν Θεό, γιατί διέψευσαν τήν ὑψηλή
τους κλήση. Καί θά ἀποδειχθεῖ ἀπό τήν δίκη αὐτή ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἀπρο-
219
Ψαλμός 49

σωπόληπτος Κριτής, «καί ἀπαγγελοῦσιν οἱ οὐρανοί τήν δικαιοσύνην αὐτοῦ,


ὅτι Θεός Κριτής ἐστιν» (στίχ. 6).
3. Στήν συνέχεια ἀρχίζει τό δικαστήριο. Οἱ κατηγορούμενοι εἶναι πα-
ρόντες καί ὁ Θεός λαλεῖ πρός αὐτούς (στίχ. 7). Ἀποτείνεται πρός τούς τυ-
πολάτρες καί «διαμαρτύρεται» (στίχ. 7). Τούς ἐλέγχει ὄχι γιατί δέν τοῦ
προσφέρουν θυσίες καί ὁλοκαυτώματα. Αὐτά, λέγει ὁ Θεός, «ἐνώπιόν μού
ἐστι διά παντός» (στίχ. 8). Ἀλλά τούς ἐλέγχει γιατί περιόρισαν τά πρός
Αὐτόν καθήκοντά τους μόνο στίς ζωοθυσίες καί παρέβλεψαν τά βαρύτερα
τοῦ Νόμου. Δέν ἔχει ἀνάγκη ὁ Θεός ἀπό τίς ζωοθυσίες (στίχ. 9) οὔτε μπο-
ροῦμε νά λέγουμε ὅτι τίς προσφέρουμε ἐμεῖς σ᾽ Αὐτόν, γιατί τοῦ Θεοῦ εἶναι
τά ζῶα καί ὄχι δικά μας. Ὁ Θεός λέγει: «Ἐμά ἐστι πάντα τά θηρία τοῦ ἀγροῦ,
κτήνη ἐν τοῖς ὄρεσι καί βόες» (στίχ. 10). Καί τό ἴδιο λέγει καί στήν συνέχεια:
«Ἔγνωκα πάντα τά πετεινά τοῦ οὐρανοῦ» (στίχ. 11α). Τό «ἔγνωκα» ἐδῶ
ἔχει τήν ἔννοια τοῦ «κέκτημαι» καί λέγεται γι᾽ αὐτούς πού κέκτηνται
γνώση. Τοῦ Θεοῦ λοιπόν εἶναι τά πετεινά τοῦ οὐρανοῦ. Καί ὅλα ὅσα ὑπάρ-
χουν στούς ἀγρούς, ἡ βλάστηση καί οἱ καρποί, εἶναι πάλι τοῦ Θεοῦ (στίχ.
11β). Ἀφοῦ λοιπόν ὁ Θεός τά ἐξουσιάζει ὅλα καί ὅλα εἶναι δικά Του· «ἐάν
πεινάσει» (!), δέν θά μᾶς πεῖ «δῶστε μου νά φάω», γιατί – λέγει ὁ Θεός –
«ἐμή ἐστιν ἡ οἰκουμένη καί τό πλήρωμα αὐτῆς» (στίχ. 12). Ἀλλά δέν εἶναι
ἀλήθεια ὅτι ὁ Θεός, πού εἶναι ἀνενδεές καί ὑπέρτατο Πνεῦμα, ἔχει ἀνάγκη
ἀπό τροφή, ὅπως παράλογα νομίζουν μερικοί ὅτι ὁ Θεός τρώγει στήν πραγ-
ματικότητα κρέατα καί γι᾽ αὐτό τοῦ προσφέρουν ζωοτροφές. «Μή φάγομαι
κρέα ταύρων; Ἤ αἷμα τράγων πίομαι;», λέγει ὁ Θεός (στίχ. 13).
Στήν συνέχεια ὁ ψαλμός μας λέγει γιά τό εἶδος θυσίας μέ τό ὁποῖο εὐχα-
ριστεῖται ὁ Θεός: «Θῦσον τῷ Θεῷ θυσίαν αἰνέσεως καί ἀπόδως τῷ Ὑψίστῳ
τάς εὐχάς σου» (στίχ. 14). «Θυσία αἰνέσεως» σημαίνει νά ὑμνοῦμε τόν Θεό
γιά τήν δόξα Του, ὅπως οἱ ἄγγελοι. Ἤ, «θυσία αἰνέσεως» εἶναι οἱ ἀρετές
τοῦ Θεοῦ, διά τῶν ὁποίων αἰνεῖται καί δοξάζεται. «Θυσία αἰνέσεως» ση-
μαίνει νά ἔχουμε πίστη καί ἐλπίδα στόν Θεό καί σ᾽ Αὐτόν λοιπόν κατα-
φεύγουμε καί Αὐτόν νά ἐπικαλούμαστε στόν καιρό τῆς θλίψεώς μας. Καί
σ᾽ ἐκεῖνον πού αἰνεῖ ἔτσι τόν Θεό, ὁ Θεός ὑπόσχεται ὅτι θά τόν λυτρώνει
καί θά τόν σώζει: «Ἐπικάλεσαί με ἐν ἡμέρᾳ θλίψεώς σου καί ἐξελοῦμαί σε
καί δοξάσεις με» (στίχ. 15).
4. Ἀφοῦ ὁ ψαλμωδός μας ἐπέπληξε τούς τυπολάτρες ἔρχεται τώρα νά
ἐλέγξει μέ μεγαλύτερη σφοδρότητα τούς ὑποκριτές. Τούς ἐλέγχει μέ μεγα-
λύτερη σφοδρότητα, γιατί αὐτοί ἔχουν τήν γνώση τῆς ἀλήθειας τοῦ Νόμου
καί ὅμως τόν παραβαίνουν καί διά τῆς παραβάσεώς τους ἀτιμάζουν τόν
Θεό, πρβλ. Ρωμ. 2,17-24. Ὁμιλώντας πρός τούς τυπολάτρες ὁ Θεός τούς
λέει «λαός μου» καί ὅτι εἶναι «Θεός τους» (στίχ. 7). Τούς ὑποκριτές ὅμως

220
Ψαλμός 49

τούς ὀνομάζει κατ᾽ εὐθεῖαν «ἁμαρτωλούς» καί τούς θεατρίζει δημοσίᾳ.


Κακό πράγμα εἶναι ἡ τυπολατρία, ἀλλά ἡ ὑποκρισία εἶναι τό χειρότερο
κακό. Γιατί μέ τό προσωπεῖο τῆς θρησκείας ἡ ὑποκρισία κλέπτει, μοιχεύει,
καταλαλεῖ καί περιφρονεῖ τήν κρίση τοῦ Θεοῦ (στίχ. 17-19). Ἀπευθυνόμε-
νος πρός τόν ὑποκριτή ὁ ψαλμωδός μας τόν ἐπιτιμᾷ, πῶς τολμᾶ νά ὁμιλεῖ
γιά τόν Νόμο τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ αὐτός δέν τόν τηρεῖ καί ἁμαρτάνει (στίχ. 16).
Σέ κάθε ἐποχή ὑπῆρχαν στό Ἰσραήλ νομικοί καί γραμματεῖς, οἱ ὁποῖοι ἐρη-
τόρευαν διδάσκοντας τίς ἐντολές τοῦ Νόμου, ἀλλά οἱ ἴδιοι γίνονταν παρα-
βάτες τῶν ἐντολῶν αὐτῶν. Αὐτοί «ἐμίσησαν παιδείαν καί ἐξέβαλον τούς
λόγους τοῦ Θεοῦ εἰς τά ὀπίσω» (στίχ. 17). Δηλαδή, ἀπέρριπταν καί περι-
φρονοῦσαν τά λόγια τοῦ Θεοῦ. Καί αὐτοί, οἱ κήρυκες τάχα τοῦ λόγου τοῦ
Θεοῦ, ἦταν καί κλέπτες καί μοιχοί καί συκοφάντες καί σκανδαλοποιοί
(στίχ. 18-20). Καί ἐπειδή – λέγει ὁ Θεός στόν ὑποκριτή – «ταῦτα ἐποίησας
καί ἐσίγησα» καί δέν ὕψωσα τήν χεῖρα μου ἐναντίον σου, νόμισες («ὑπέ-
λαβες») ὅτι «ἔσομαί σοι ὅμοιος» (στίχ. 21). Ὅτι, δηλαδή ὅπως ἐσύ δέν
ἐνδιαφέρεσαι γιά τήν τήρηση τοῦ Νόμου, ἔτσι καί ἐγώ εἶμαι τάχα ἀδιάφο-
ρος γιά τίς παραβάσεις σου. Ὄχι! Ὁ Θεός λέγει ὅτι θά «ἐλέγξει» τόν ὑπο-
κριτή καί ὅτι θά ἀποκαλύψει ἐνώπιον ὅλων τίς ἁμαρτίες του (στίχ. 21β).
5. Τελειώνει ὁ ψαλμός τώρα μέ τόν ἐπίλογό του. Ὁμιλεῖ ὁ ποιητής καί
ἀπευθύνει συμβουλές πρός τούς ἁμαρτωλούς, τούς ἐπιλήσμονες τοῦ Θεοῦ
(«οἱ ἐπιλαθόμενοι τοῦ Θεοῦ», στίχ. 22), ὅπως εἶναι αὐτοί γιά τούς ὁποίους
μίλησε, οἱ τυπολάτρες καί οἱ ὑποκριτές. Τούς συμβουλεύει νά συνέλθουν
(«σύνετε», στίχ. 22), νά διορθωθοῦν, γιατί θά ἀντιμετωπίσουν ἐναντίον τους
τόν Θεό ὡς λέοντα, ὁ Ὁποῖος θά τούς «ἁρπάσει» καί δέν θά ὑπάρχει κανείς
νά τούς σώσει (στίχ. 22). Καί ὁ προφήτης Ὠσηέ παριστάνει τόν Θεό ὡς
λέοντα, ὁ ὁποῖος ἐπιτίθεται κατά τῶν ἀνθρώπων καί τούς ρίπτει κατά γῆς
καί τούς ξεσκίζει (Ὠσ. 5,14). Ἀπομένει, λοιπόν, νά αἰνοῦμε τόν Θεό μέ
«θυσία αἰνέσεως», ὅπως μᾶς τό λέγει παρακάνω ὁ ψαλμός, γιατί αὐτή ἡ
θυσία «δοξάζει» τόν Θεό. Μέ αὐτήν τήν θυσία ὁ Θεός παρέχει τήν σωτηρία
στόν ἄνθρωπο («τό σωτήριόν μου»), λέγει τέλος ὁ ψαλμός μας (στίχ. 23).

221
Ψαλμός 50

ΨΑΛΜΟΣ Ν´ 50

Εἰς τὸ τέλος· ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ


2 ἐν τῷ ἐλθεῖν πρὸς αὐτὸν Νάθαν τὸν προφήτην,
ἡνίκα εἰσῆλθε πρὸς Βηρσαβεέ.

ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΟΥ ΜΕΤΑΝΟΟΥΝΤΟΣ ΑΜΑΡΤΩΛΟΥ


50,3 Ἐλέησόν με, ὁ 50,3 Ἐλέησέ με, ὦ Θεέ,
Θεός, κατὰ τὸ μέγα κατά τά πολλά Σου ἐλέη
ἔλεός σου καὶ κατὰ τὸ καί κατά τούς πολλούς Σου οἰκτιρμούς
πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν ἐξάλειψε τό ἀνόμημά μου·
σου ἐξάλειψον τὸ ἀ-
νόμημά μου·
4 ἐπὶ πλεῖον πλῦνόν με 4 Πλῦνε με πολύ γιά τήν ἀνομία μου
ἀπὸ τῆς ἀνομίας μου καί καθάρισέ με ἀπό τήν ἁμαρτία μου.
καὶ ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας
μου καθάρισόν με.
5 Ὅτι τὴν ἀνομίαν μου 5 Γιατί γνωρίζω ἐγώ τήν ἀνομία μου
ἐγὼ γινώσκω, καὶ ἡ καί τήν ἁμαρτία μου τήν σκέπτομαι πάντα.
ἁμαρτία μου ἐνώπιόν
μού ἐστι διαπαντός.
6 Σοὶ μόνῳ ἥμαρτον 6 Σέ Σένα μόνο ἁμάρτησα
καὶ τὸ πονηρὸν ἐνώ- καί ἐνώπιόν Σου ἔπραξα τό πονηρό·
πιόν σου ἐποίησα, ὅ- (τό ἐξομολογοῦμαι αὐτό,
πως ἂν δικαιωθῇς ἐν ὥστε, ἄν τιμωρηθῶ γιά τήν ἁμαρτία μου)
τοῖς λόγοις σου, καὶ νά φανεῖς δίκαιος (ὦ Θεέ) στά ἔργα Σου
νικήσῃς ἐν τῷ κρίνε- καί νά νικήσεις,
σθαί σε. ὅταν (οἱ ἄνθρωποι) θά Σέ κρίνουν
(ἄν εἶσαι δίκαιος, ἤ ὄχι).
7 Ἰδοὺ γὰρ ἐν ἀνομίαις 7 Ἰδού, ναί, μέ ἀνομίες συνελήφθηκα
συνελήφθην, καὶ ἐν ἁ- καί μέ ἁμαρτίες μέ κυοφόρησε ἡ μητέρα μου.
μαρτίαις ἐκίσσησέ με ἡ
μήτηρ μου.
8 Ἰδοὺ γὰρ ἀλήθειαν 8 (Ἄν, Θεέ, τόλμησα νά πῶ τίς παραπάνω
ἠγάπησας, τὰ ἄδηλα ἀλήθειες, εἶναι γιατί γνωρίζω ὅτι)
καὶ τὰ κρύφια τῆς Ἐσύ πραγματικά ἀγαπᾶς τήν ἀλήθεια,
σοφίας σου ἐδήλωσάς Ἐσύ μοῦ φανέρωσες
μοι.
222
Ψαλμός 50

τά ἄδηλα καί τά κρύφια τῆς σοφίας Σου.


9 Ραντιεῖς με ὑσσώπῳ, 9 Ράντισέ με μέ ὔσσωπο καί θά καθαρισθῶ,
καὶ καθαρισθήσομαι, πλῦνε με καί παραπάνω ἀπό τό χιόνι
πλυνεῖς με, καὶ ὑπὲρ θά γίνω καθαρός.
χιόνα λευκανθήσομαι.
10 Ἀκουτιεῖς μοι ἀγαλ- 10 Μίλησε στ᾽ αὐτιά μου ἀγαλλίαση
λίασιν καὶ εὐφροσύνην, καί εὐφροσύνη
ἀγαλλιάσονται ὀστέα καί (τότε) θά ἀγαλλιάσουν
τεταπεινωμένα. τά χτυπημένα κόκκαλά μου.
11 Ἀπόστρεψον τὸ 11 Πάρε τό πρόσωπό Σου
πρόσωπόν σου ἀπὸ τῶν ἀπό τίς ἁμαρτίες μου
ἁμαρτιῶν μου καὶ πά- καί ἐξάλειψε ὅλες τίς ἀνομίες μου.
σας τὰς ἀνομίας μου
ἐξάλειψον.
12 Καρδίαν καθαρὰν 12 Κτῖσε μέσα μου, ὦ Θεέ, μιά καθαρή καρδιά
κτίσον ἐν ἐμοί, ὁ Θεός, καί βάλε σταθερό πνεῦμα στά ἔγκατά μου.
καὶ πνεῦμα εὐθὲς ἐγ-
καίνισον ἐν τοῖς ἐγ-
κάτοις μου.
13 Μὴ ἀποῤῥίψῃς με 13 Μή μέ ἀπορρίψεις ἀπό τό πρόσωπό Σου
ἀπὸ τοῦ προσώπου σου καί μή πάρεις ἀπό μένα τό Ἅγιό Σου Πνεῦμα.
καὶ τὸ πνεῦμά σου τὸ
ἅγιον μὴ ἀντανέλῃς
ἀπ᾿ ἐμοῦ.
14 Ἀπόδος μοι τὴν ἀ- 14 Δός μου τήν χαρά τῆς συγγνώμης Σου
γαλλίασιν τοῦ σωτη- καί στήριξέ με μέ σταθερό πνεῦμα.
ρίου σου καὶ πνεύματι
ἡγεμονικῷ στήριξόν με.
15 Διδάξω ἀνόμους τὰς 15 (Καί ὡς ἀνταπόδομα ἐγώ)
ὁδούς σου, καὶ ἀσεβεῖς Θά διδάξω στούς ἀνόμους τούς δρόμους Σου
ἐπὶ σὲ ἐπιστρέψουσι. καί θά ἐπιστρέψουν σέ Σένα ἀσεβεῖς.
16 Ρῦσαί με ἐξ αἱμά- 16 Ρῦσε με ἀπό αἵματα, ὦ Θεέ,
των, ὁ Θεὸς ὁ Θεὸς τῆς Θεέ τῆς σωτηρίας μου·
σωτηρίας μου· ἀγαλ- θά ἀγαλλιάσει ἡ γλώσσα μου
λιάσεται ἡ γλῶσσά μου (ψάλλοντας) τήν εὐσπλαγχνία Σου.
τὴν δικαιοσύνην σου.
17 Κύριε, τὰ χείλη μου 17 Κύριε, ἄνοιξέ μου τά χείλη
ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα καί τό στόμα μου θά διαλαλήσει τήν δόξα Σου.
μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴ- (Δικαιολογούμενος τώρα ὁ ποιητής, γιατί εἶπε

223
Ψαλμός 50

νεσίν σου. ὅτι ὡς εὐγεργεσία πρός τόν Θεό θά προσφέρει


τό νά διδάξει τούς ἁμαρτωλούς, στίχ. 15, λέγει:)
18 Ὅτι εἰ ἠθέλησας 18 Γιατί, ἄν ἤθελες θυσίες, θά τίς πρόσφερα·
θυσίαν, ἔδωκα ἄν· ὁλο- στά ὁλοκαυτώματα δέν εὐαρεστεῖσαι.
καυτώματα οὐκ εὐδο-
κήσεις.
19 Θυσία τῷ Θεῷ πνεῦ- 19 Θυσία στόν Θεό
μα συντετριμμένον, εἶναι τό συντετριμμένο πνεῦμα·
καρδίαν συντετριμμέ- καρδιά συντετριμμένη καί ταπεινή
νην καὶ τεταπεινωμέ- ὁ Θεός δέν θά τήν ἐξουδενώσει.
νην ὁ Θεὸς οὐκ ἐξου- (Κάποιος ἀναγνώστης τοῦ ψαλμοῦ νόμισε
δενώσει. ὅτι αὐτό τό λέγει ὁ ψαλμωδός, ἐπειδή εἶναι κα-
τεσταμμένη ἡ Ἱερουσαλήμ καί δέν ὑπάρχει λοι-
πόν θυσιαστήριο, γιά νά προσφερθοῦν σ᾽ αὐτό
θυσίες ὁλοκαυτωμάτων· γι᾽ αὐτό πρόσθεσε
στόν ψαλμό τήν εὐχή:)
20 Ἀγάθυνον, Κύριε, ἐν 20 Φανοῦ ἀγαθός, Κύριε, στήν Σιών
τῇ εὐδοκίᾳ σου τὴν κατά τήν εὔνοιά Σου
Σιών, καὶ οἰκοδομη- καί ἄς οἰκοδομηθοῦν
θήτω τὰ τείχη ῾Ιερου- τά τείχη τῆς Ἱερουσαλήμ·
σαλήμ·
21 τότε εὐδοκήσεις θυ- 21 τότε θά προσδέχεσαι τήν θυσία τοῦ Νόμου,
σίαν δικαιοσύνης, ἀνα- τίς προσφορές καί τά ὁλοκαυτώματα·
φορὰν καὶ ὁλοκαυτώ- τότε, θά σοῦ προσφέρουν μοσχάρια
ματα· τότε ἀνοίσουσιν στό θυσιαστήριό Σου.
ἐπὶ τὸ θυσιαστήριόν
σου μόσχους.

1. Ὁ 50ος ψαλμός εἶναι ὁ ἀνώτερος ἀπ᾽ ὅλους τούς ψαλμούς τῆς μετα-
νοίας καί τόν ἀκούουμε συχνά στήν θεία λατρεία μας. Ὁ ποιητής τοῦ ψαλ-
μοῦ, ὁ ὁποῖος κατά τήν παράδοση εἶναι ὁ Δαβίδ (βλ. ἐπιγραφή), παρακαλεῖ
καί δέεται στόν Θεό νά τοῦ δείξει πολλά ἐλέη καί πλήθη οἰκτιρμῶν καί νά
τοῦ ἐξαλείψει τήν ἀνομία του, γιά τήν ὁποία νοιώθει ἀκάθαρτος (στίχ. 3.4).
Ἤδη ὁ ψαλμωδός κάνει τό πρῶτο βῆμα μετανοίας καί ἀναγνωρίζει τήν
ἁμαρτία του καί μάλιστα λέγει ὅτι τήν σκέπτεται συνεχῶς (στίχ. 5). Δυ-
σκολία ὅμως προξενεῖ ὁ ἑπόμενος λόγος, ὅπου ὁ ψαλμωδός λέγει ὅτι μέ
τήν ἁμαρτία του ἁμάρτησε μόνο στόν Θεό («Σοί μόνῳ ἥμαρτον», στίχ. 6α).
Καί εἶναι δύσκολος ἑρμηνευτικά ὁ λόγος αὐτός, γιατί γνωρίζουμε ὅτι ἁμαρ-
τάνοντες, ἁμαρτάνουμε κυρίως πρός τόν ἄνθρωπο, τόν ὁποῖο ἀδικοῦμε καί

224
Ψαλμός 50

προσβάλλουμε. Ἡ καλυτέρα ἑρμηνεία εἶναι νά ποῦμε ὅτι ὁ ποιητής τοῦ


ψαλμοῦ πιστεύει τόν ἄνθρωπο ὡς εἰκόνα τοῦ Θεοῦ καί ἑπομένως, ἀφοῦ
ἁμάρτησε σέ ἄνθρωπο, ἁμάρτησε στό πρωτότυπο τῆς εἰκόνας, στόν Ἴδιο
τόν Θεό. Καί ὑπό τήν ἔννοια αὐτή μπορεῖ νά πεῖ στόν Θεό, «Σοί μόνῳ
ἥμαρτον». Ἀλλά καί ὁ ἑπόμενος λόγος τοῦ ψαλμοῦ, τό «ὅπως ἄν δικαιωθῇς
ἐν τοῖς λόγοις σου καί νικήσῃς ἐν τῷ κρίνεσθαί σε» (στίχ. 6β), εἶναι ἀκόμη
δυσκολώτερος. Ἔδωσαν τήν λανθασμένη ἑρμηνεία ὅτι ἡ ἁμαρτία ἀναδει-
κνύει τήν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ. Καί συγκεκριμένα ἐδῶ στόν ποιητή μας:
Ὁ Θεός θά δείξει ἀγάπη σ᾽ αὐτόν, συγχωρῶντας του τήν ἁμαρτία, καί αὐτό
θά ἀναδείξει ἔπειτα τήν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά, μέ αὐτή τήν ἑρμηνεία,
ἡ ἁμαρτία ἀποβαίνει σέ καλό, ἀφοῦ φαίνεται ὅτι μέ αὐτή δοξάζεται ὁ Θεός.
Ἄλλη εἶναι ἡ σωστή ἑρμηνεία τῆς δύσκολης πράγματι αὐτῆς φράσεως: Ὁ
ποιητής τοῦ ψαλμοῦ – ὁ Δαβίδ, κατά τήν ἐπιγραφή – γνωρίζει ὅτι ἡ ἁμαρ-
τία φέρει τήν τιμωρία. Ἀλλά οἱ ἄνθρωποι, ἀφοῦ θά δοῦν τήν τιμωρία τοῦ
Δαβίδ γιά τίς ἁμαρτίες του (τήν μοιχεία μέ τήν Βηρσαβεέ καί τόν φόνο τοῦ
συζύγου της Οὐρία) καί μή γνωρίζοντες αὐτές (γιατί ἔγιναν κρυφά), θά κα-
κολογήσουν τόν Θεό ὅτι εἶναι ἄδικος, ἀφοῦ ἐπέτρεψε νά ἔλθει κακό στόν
θεοσεβῆ βασιλέα τους. Γιά νά μή συμβεῖ λοιπόν κάτι τέτοιο, προλαμβάνει
ὁ Δαβίδ καί λέγει ὅτι ἁμάρτησε, ὥστε ὅταν θά τοῦ ἔλθει ἡ τιμωρία γιά τήν
ἁμαρτία του, οἱ ἄνθρωποι νά μήν κατηγορήσουν τόν Θεό, ἀλλά ἀντίθετα
νά Τόν ἀνακηρύξουν ὡς δίκαιο γιά τήν πράξη Του («ἐν τοῖς λόγοις σου» =
εἰς τά ἔργα σου, στίς πράξεις σου) καί νά «νικήσει», νά ἀναδειχθεῖ, δηλαδή,
ὡς δίκαιος ὁ Θεός, ὅταν θά τόν κρίνουν οἱ ἄνθρωποι, ἄν εἶναι ἤ ὄχι δίκαιος
(«καί νικήσῃς ἐν τῷ κρίνεσθαί σε»). Δικαιολογούμενος τώρα γιά τήν ἁμαρ-
τία του ὁ ποιητής πρός τόν Θεό λέγει ὅτι, ὅπως ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ἔτσι καί
αὐτός ρέπει ἐκ γενετῆς πρός τήν ἁμαρτία καί τό κακό. Αὐτή τήν ἔννοια ἔχει
ὁ λόγος, «ἐν ἀνομίαις συνελήφθην καί ἐν ἁμαρτίαις ἐκίσσησέ με ἡ μήτηρ
μου» (στίχ. 7). Μέ τά παραπάνω λόγια του ὁ ποιητής εἶπε βαθειά θεολογικά
πράγματα. Ἀλλά στήν συνέχεια ζητᾶ συγγνώμη ἀπό τόν Θεό, πῶς τόλμησε
νά πεῖ αὐτά τά ὑψηλά νοήματα, ὡς εἶναι τό θέμα περί ἁμαρτίας, καί λέγει
ὅτι τά εἶπε γιατί γνωρίζει ὅτι ὁ Θεός ἀγαπᾶ τήν ἀλήθεια καί τήν σοφία καί
ὁ Θεός τοῦ ἀπεκάλυψε τά ὅσα εἶπε: «Ἰδού γάρ ἀλήθειαν ἠγάπησας, τά ἄδηλα
καί τά κρύφια τῆς σοφίας σου ἐδήλωσάς μοι» (στίχ. 8).
2. Πάλιν ὁ ποιητής μας ἐπανέρχεται στήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν του. Πα-
ρακαλεῖ νά τόν καθαρίσει ὁ Θεός μέ ὕσσωπο (ἀρωματῶδες φυτό) (στίχ. 9)
καί νά τοῦ ἐξαλείψει τά ἁμαρτήματά του (στίχ. 11). Καί μέ τήν ἄφεση τῶν
ἁμαρτιῶν του, μέ τήν ἀποστροφή τοῦ Θεοῦ ἀπό τά ἁμαρτήματα τοῦ ποιητοῦ
(στίχ. 11), αὐτός θά αἰσθανεῖ ἀγαλλίαση καί εὐφροσύνη καί θά ἀνορθωθεῖ
ὁ ψυχικός του κόσμος, ὁ ὁποῖος τώρα εἶναι συντετριμμένος (στίχ. 10).

225
Ψαλμός 50

3. Ἀλλά ὁ ποιητής μας δέν σταματᾶ στήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν του.
Γνωρίζων πολύ καλά τόν ἑαυτό του, ξέρει ὅτι ἄν μείνει αὐτός πού εἶναι καί
πάλιν θά διαπράξει ἁμαρτήματα καί θά εὑρεθεῖ στήν ἴδια κατάσταση πού
εἶναι τώρα. Γι᾽ αὐτό παρακαλεῖ στήν συνέχεια τόν Θεό νά τόν ἀναγεννήσει,
νά τόν ἀναδημιουργήσει, νά τοῦ δώσει μιά καινούργια καρδιά. Νά τοῦ
βάλει στά ἔγκατά του πνεῦμα εὐθές πού θά τόν παρακινεῖ πάντοτε στό
καλό: «Καρδίαν καθαράν κτῖσον ἐν ἐμοί ὁ Θεός καί πνεῦμα εὐθές ἐγκαίνισον
ἐν τοῖς ἐγκάτοις μου» (στίχ. 12). Γιά τήν νέα του ἀναγεννημένη πορεία ὁ
ποιητής μας αἰσθάνεται ὅτι ἔχει ἀνάγκη ἀπό τήν χάρη τοῦ Θεοῦ, ἀπό τό
῞Αγιο Πνεῦμα», γι᾽ αὐτό καί λέγει, «καί τό πνεῦμά σου τό ῞Αγιον μή ἀντα-
νέλῃς ἀπ᾽ ἐμοῦ» (στίχ. 13). Καί κλείνει τό αἴτημά του γιά τήν ἄφεση τῶν
ἁμαρτιῶν του ὁ ποιητής μας λέγοντας ὅτι, ἄν τόν συγχωρήσει ὁ Θεός, θά
ἀποκτήσει πάλι τήν φυγαδευθεῖσα χαρά, τήν ὁποία ἔχασε λόγω τῆς ἁμαρ-
τίας του. Ἀλλά καί πάλι ζητᾶ τόν θεῖο στηριγμό μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ:
«Ἀπόδος μοι τήν ἀγαλλίαση τοῦ σωτηρίου σου καί πνεύματι ἡγεμονικῷ στή-
ριξόν με» (στίχ. 14).
4. Ἄλλο ὡραῖο νόημα ἐκφράζει στήν συνέχεια ὁ ποιητής μας: Ἄν ὁ Θεός
τόν συγχωρήσει, ὅπως τό ἱκέτευσε μέ τόν ὡραῖο ψαλμό του, τί αὐτός θά
προσφέρει σάν ἀνταπόδομα στόν Θεό; Γνωρίζει ὅτι στήν ἐποχή του προ-
σέφεραν στόν Θεό, κατά τόν Νόμο, διάφορες θυσίες ζώων. Δέν θέλει ὅμως
ὁ ποιητής μας νά προσφέρει τοιαύτη θυσία. Ὡς πολύ πνευματικός ἄνθρω-
πος, ὄπως φάνηκε ἀπό τόν ὅλο του ψαλμό, θέλει νά προσφέρει στόν Θεό
καί πνευματική προσφορά. Θέλει νά γίνει ἱεραπόστολος, νά πάει καί νά
βρεῖ καί ἄλλους ἁμαρτωλούς, οἱ ὁποῖοι ζοῦν τό δράμα τό ἰδικό του καί νά
τούς μιλήσει γιά λύτρωση καί σωτηρία καί νά ἐπιστρέψουν καί αὐτοί στόν
Θεό: «Διδάξω ἀνόμους τάς ὁδούς σου καί ἀσεβεῖς ἐπί σέ ἐπιστρέψουσι»
(στίχ. 15)! Ἀκολούθως ὅμως παρακαλεῖ ὁ ποιητής τόν Θεό νά τόν σώσει
ἀπό «αἵματα», ἀπό φόνο (στίχ. 16). Πιθανόν ὁ ποιητής, ἄν εἶναι ὁ Δαβίδ,
ἀναφέρεται στόν φόνο τοῦ Οὐρίου. Εἶναι ὅμως σέ ἀκατάλληλη θέση ὁ στίχ.
καί διασπᾶ τό ὅλο νόημα. Στήν συνέχεια ὁ ποιητής ἐξηγεῖ γιατί δέν προ-
σφέρει στόν Θεό θυσίες ὁλοκαυτωμάτων καί ἀπαντᾶ λέγοντας ὅτι ὁ Θεός
δέν εὐαρεστεῖται σέ τοιαῦτες θυσίες (στίχ. 18). Ὁ Θεός εὐαρεστεῖται στό
ταπεινό καί τό συντετριμμένο πνεῦμα (στίχ. 19)! Εἶναι προφητικό τό κή-
ρυγμα αὐτό. Ὅλος ὁ ψαλμός, ἀλλά ἰδιαίτερα οἱ τελευταῖοι μας στίχ., δεί-
χνουν φανερά ὅτι ὁ ψαλμωδός μας ἦταν πολύ καλός γνώστης τοῦ
προφητικοῦ κηρύγματος. Ἐδῶ τελειώνει ὁ ψαλμός, ὅπως φαίνεται καί ἀπό
τήν Α´ Ἐπιστολή Κλήμεντος, ἡ ὁποία παραθέτει τόν ψαλμό καί τόν τελει-
ώνει στόν στίχ. 19. Οἱ στίχ. 20 καί 21 εἶναι ἑνός μετέπειτα συγγραφέως, ὁ
ὁποῖος ἡρμήνευσε τήν μή προσφορά ὁλοκαυτωμάτων ἀπό τόν ποιητή μας

226
Ψαλμός 50

ἀπό τό ὅτι δέν ὑπῆρχε θυσιαστήριο, ἀφοῦ ἦταν γκρεμισμένος ὁ ναός. Γι᾽
αὐτό ἁρμόζει προσευχή, ὥστε ὁ Θεός νά φανεῖ εὐνοϊκός στήν Σιών, νά κτι-
στεῖ ὁ ναός μέ τό θυσιαστήριό του («ἀγάθυνον, Κύριε, ἐν τῇ εὐδοκίᾳ σου
τήν Σιών καί οἰκοδομηθήτω.....», στίχ. 20). Καί τότε ὁ Θεός θά εὐδοκεῖ εἰς
«ὁλοκαυτώματα» καί τότε οἱ Ἰουδαῖοι «ἀνοίσουσιν ἐπί τό θυσιαστήριον (τοῦ
ναοῦ) μόσχους» (στίχ. 21).

227

You might also like