Professional Documents
Culture Documents
(Μετάφραση-Σύντομη Ἀνάλυση)
Τόμος Α´
Ψαλμ. 1-50
Ὑπό
Ἐπισκόπου Ἱερεμίου
Μητροπολίτου Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως
Τό βιβλίο αὐτό περιέχει τήν μετάφραση καί τήν ἑρμηνεία τῶν πενῆντα
πρώτων Ψαλμῶν τοῦ Ψαλτηρίου, πού εἶναι τό συχνότερο ἀνάγνωσμα στίς
Ἐκκλησιαστικές μας Ἀκολουθίες. Τό βιβλίο μας εἶναι μέ ἁπλότητα γραμ-
μένο, γιατί ἀπευθύνεται πρός τόν λαό, ἀλλά στηρίζεται σέ ἑρμηνευτικές
ἐργασίες, καί ἀποτελεῖ διά τοῦτο ἕνα σύντομο πρακτικό ὑπόμνημα τῶν πα-
ρατιθεμένων Ψαλμῶν. Συνιστοῦμε στούς ἀδελφούς χριστιανούς νά διαβά-
ζουν καθημερινά τό Ψαλτήριο στό κείμενο του, ὅπως διαβάζεται στήν
Ἐκκλησία μας, ἕνα Ψαλμό τοὐλάχιστον κάθε μέρα, καί θά τό δοῦν μόνοι
τους ὅτι θά νοιώθουν γλυκασμό ἀπό τήν ἀνάγνωσή του.
Τό παρόν βιβλίον ἔχει γραφεῖ ὡς ἕνα πνευματικό ἀνάγνωσμα τοῦ ἔτους,
ὡς Ἡμερολόγιο τρόπον τινά αὐτοῦ, ὅπως τό συνηθίζουμε νά κάνουμε κατ᾽
ἔτος. Μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ θά ἀκολουθήσουν καί ἄλλοι δύο τόμοι, πα-
ρόμοιοι πρός τόν παρόντα, καί θά ὁλοκληρωθεῖ ἔτσι μία πρακτική ἑρμη-
νευτική μελέτη σέ ὅλους τούς Ψαλμούς.
Τό βιβλίο ἀφιερώνεται στούς ἀγαπητούς Ἱεροψάλτες μας, μέ τούς ὁποί-
ους συλλειτουργοῦμε τόν Κύριο κατά διαλογικό καί δραματικό τρόπο, γιατί
πραγματικά ἡ λατρεία μας στόν Θεό εἶναι ἕνα πολύπαικτο δράμα. Τούς
εὐχόμεθα νά ζήσουν πολλά ἔτη ψάλλοντες τόν Κύριο, κατά τό ψαλμικό
ρητό, «ἄσω τῷ Κυρίῳ ἐν τῇ ζωῇ μου, ψαλῶ τῷ Θεῷ μου ἕως ὑπάρχω»
(Ψαλμ. 103,33). Καί τούς εὐχόμεθα κυρίως νά ψάλλουν μέ φόβο Θεοῦ καί
εὐλάβεια, ὥστε νά εἶναι ἀρεστή ἡ ψαλμωδία τους στόν Θεό, ὅπως τό λέγει
στήν συνέχεια ὁ ἴδιος Ψαλμός, «ἡδυνθείη αὐτῷ (= νά ἀρέσει στόν Θεό) ἡ
διαλογή μου (= ἡ ψαλμωδία μου)» (στίχ. 34).
5
«Αἰνεῖτε αὐτόν ἐν ψαλτηρίῳ καί κιθάρᾳ» (Ψαλμ. 150)
ΨΑΛΜΟΣ Α´ 1
10
Ψαλμός 1
11
Ψαλμός 2
ΨΑΛΜΟΣ B´ 2
12
Ψαλμός 2
* Πῶς εἶναι δυνατόν νά ἀγαλλιᾶται κάποιος μέ τρόμο; «Ἀδύνατον μοί φαίνεται ὁ ποιητής νά
μή ὡμίλει ἐν τέλει τοῦ ψαλμοῦ περί ὑποταγῆς τῶν βασιλέων εἰς τόν Μεσσίαν, τόν Υἱόν. Διό καί
ἴσως δυνάμεθα, ἀντί τοῦ «καί ἀγαλλιᾶσθε αὐτῷ ἐν τρόμῳ. Δράξασθε παιδείας», νά ἀναγνώσωμεν·
«ὑμνήσατε (ἀγαλλιᾶσθε) τόν υἱόν καί ἀσπάσασθε αὐτόν». Ὁ ἀσπασμός ἦτο ἔκφρασις ὑποταγῆς καί
ὀφειλομένου σέβας πρός ἀνώτερον (Α´ Βασ. 10,1)» (Βέλλας, Ἐκλεκτοί Ψαλμοί).
κίνημα αὐτό τῶν ἀνοήτων ἀνθρώπων, πού τά βάζουν ἐναντίον Του, καί τό
ἀντιπαρέρχεται μέ ἕνα «μειδίαμα», ὅπως λέγει ὁ ψαλμός μας: «Ὁ κατοικῶν
ἐν οὐρανοῖς ἐκγελάσεται αὐτούς» (στίχ. 4). Ὅμως, ἄν αὐτοί οἱ ἀνόητοι, οἱ
ἄθεοι καί οἱ ἄπιστοι, συνεχίσουν τό ἐπαναστατικό τους κίνημα κατά τοῦ
Θεοῦ, τότε ὁ Θεός δέν θά περιοριστεῖ στό ἁπλό μειδίαμα, ἀλλά, ὅπως λέγει
ὁ ψαλμός μας, τότε «λαλήσει πρός αὐτούς ἐν ὀργῇ Αὐτοῦ καί ἐν τῷ θυμῷ
Αὐτοῦ ταράξει αὐτούς» (στίχ. 5)!
2. Τώρα ἐμφανίζεται στόν ψαλμό μας νά ὁμιλεῖ ὁ Ἴδιος ὁ Μεσσίας, ὁ
Ἰησοῦς Χριστός, πού γνωρίζουμε στήν Καινή Διαθήκη. Ὁμιλεῖ καί λέγει
γιά τόν Ἑαυτό Του ὅτι χρίστηκε ἀπό Αὐτόν τόν Θεόν καί καταστάθηκε ἀπό
Αὐτόν βασιλεύς στήν Σιών. Λέγει: «Ἐγώ δέ κατεστάθην βασιλεύς ὑπ᾽ Αὐτοῦ,
ἐπί Σιών ὄρος τό ἅγιον Αὐτοῦ» (στίχ. 6). Καί ἀκόμη λέγει ὁ Μεσσίας γιά
τόν σκοπό τῆς ἐγκαταστάσεώς Του ὡς βασιλέως τῆς Σιών. Καί ὁ σκοπός
εἶναι νά ἐξαγγείλει τό πρόσταγμα τοῦ Θεοῦ. «Διαγγέλλων τό πρόσταγμα
Κυρίου» (στίχ. 7). Ποιό εἶναι αὐτό τό «πρόσταγμα τοῦ Κυρίου», πού ἔρχεται
ὁ Μεσσίας νά ἐξαγγείλει; Εἶναι ὁ Νόμος τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά ἐπειδή ὑπῆρχε
στήν Παλαιά Διαθήκη ὁ Νόμος τοῦ Θεοῦ, πού δόθηκε διά τοῦ Μωυσέως,
ἄρα τώρα ὁ Μεσσίας θά ἐξαγγείλει νέο Νόμο, τό ἅγιο Εὐαγγέλιό Του.
Ἀκόμη ὁ ψαλμός μας ἐδῶ μᾶς λέει γιά τήν σχέση, τήν στενή σχέση, πού
ἔχει ὁ Μεσσίας, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, μέ τόν Θεό. Εἶναι Υἱός Του, πού γεν-
νήθηκε ἀπό τήν οὐσία Του. Γι᾽ αὐτό καί ἐδῶ στόν ψαλμό μας μέ πανηγυ-
ρικό τόνο ὁ Μεσσίας λέγει: «Κύριος εἶπε πρός με· Υἱός Μου εἶ Σύ, Ἐγώ
σήμερον γεγέννηκά Σε» (στίχ. 7). Ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι Υἱός τοῦ Θεοῦ
καί γεννήθηκε ἀπό τόν Θεό Πατέρα πρό πάντων τῶν αἰώνων, ὅπως τό λέ-
γουμε στό «Πιστεύω» μας. Αὐτήν τήν προαιώνια γέννηση τοῦ Ἰησοῦ Χρι-
στοῦ δηλώνουν οἱ λόγοι τοῦ Θεοῦ πρός Αὐτόν, πού εἴπαμε παραπάνω:
«Υἱός Μου εἶ Σύ, Ἐγώ σήμερον γεγέννηκά Σε». Καί ἀφοῦ ὁ Μεσσίας ἔλαβε
ὡς ἄνθρωπος τέτοια ἐξουσία καί τέτοια δύναμη ἀπό τόν Θεό, ἄρα τό βα-
σίλειό Του, δηλαδή ἡ Ἐκκλησία Του, εἶναι παγκόσμια. Εἶναι «καθολική»,
δηλαδή εἶναι σέ ὅλο τόν κόσμο, ὅπως τό λέμε καί στό «Πιστεύω» μας.
Αὐτήν τήν παγκοσμιότητα τοῦ Μεσσία ἐκφράζει ὁ ψαλμός μας ἐδῶ πα-
ρουσιάζοντας τόν Θεό Πατέρα νά λέγει πρός Αὐτόν: «Δώσω Σοι ἔθνη τήν
κληρονομίαν Σου καί τήν κατάσχεσίν Σου τά πέρατα τῆς γῆς» (στίχ. 8). Εἶναι
αὐτό πού εἶπε ὁ ἀναστάς Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός στούς μαθητές Του:
«Ἐδόθη Μοι πᾶσα ἐξουσία ἐν οὐρανῷ καί ἐπί γῆς» (Ματθ. 28,18). Βέβαια,
τήν ἐξουσία αὐτή τοῦ Μεσσία δέν θά τήν ἀναγνωρίζουν ὅλοι καί δέν θά
ὑποτάσσονται ὅλοι σ᾽ Αὐτόν. Θά ὑπάρχουν καί οἱ ὑβριστές καί οἱ ἐπανα-
στατοῦντες ἐναντίον Του, ὅπως τό εἴδαμε καί στόν 2ο ψαλμό πού ἑρμη-
νεύουμε. Γιατί εἴπαμε ἀπό τήν ἀρχή ὅτι ὁ ψαλμωδός βλέπει ἔθνη καί λαούς
14
Ψαλμός 3
νά στρέφονται κατά τοῦ Θεοῦ καί κατά τοῦ Μεσσία (στίχ. 1-2). Ἀλλά, ἄς
καθήσουν φρόνιμα καί ἄς μήν ἐνεργοῦν ἀσύνετα τά ἔθνη καί οἱ λαοί καί
μεμονωμένα ἄτομα πού στρέφονται κατά τοῦ Μεσσία, κατά τοῦ Ἰησοῦ
Χριστοῦ. Γιατί ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Μεσσίας τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, πα-
ριστάνεται ἐδῶ νά κρατεῖ στά χέρια Του «ράβδο σιδηρά», γιά νά συντρίψει
«ὡς σκεύη κεραμέως» ὅσους ἐναντιοῦνται σ᾽ Αὐτόν (στίχ. 9). Ἄς φοβηθοῦν
λοιπόν οἱ ἐναντιούμενοι κατά τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας Του,
γιατί ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι Θεός. Μακροθυμεῖ μέν στήν ἀρχή, «ἐκγελά-
σεται αὐτούς», ὅπως λέγει ὁ ψαλμός μας (στίχ. 4), γιά νά δώσει καιρό με-
τανοίας στούς ἀπίστους καί ἀθέους, ἀλλά, ὅταν αὐτοί συνεχίζουν τήν
ἀθεϊστική τους πολεμική, τότε ὁ Ἰησοῦς Χριστός «λαλήσει πρός αὐτούς ἐν
ὀργῇ Αὐτοῦ καί ἐν τῷ θυμῷ Αὐτοῦ ταράξει αὐτούς» (στίχ. 5). Τότε ὁ Ἰησοῦς
Χριστός μέ τήν σιδηρά ράβδο Του «ὡς σκεύη κεραμέως συντρίψει αὐτούς»
(στίχ. 9). Καί ἄς φοβηθοῦμε ὅλοι ὅσοι συνεχίζουμε νά ἁμαρτάνουμε, ἐναν-
τιούμενοι ἔτσι κατά τοῦ Θεοῦ, τό «σιδερένιο μπαστούνι τοῦ Θεοῦ», πού
ἔλεγε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός.
3. Τέλος ὁ ποιητής τοῦ ψαλμοῦ στρέφεται πρός αὐτούς πού διοργάνω-
σαν τό ἐπαναστατικό κίνημα κατά τοῦ Θεοῦ καί κατά τοῦ Υἱοῦ Του, τοῦ
Μεσσία, καί τούς λέγει νά ἔχουν σύνεση («σύνετε», στίχ. 10), νά ἀποκτή-
σουν τήν παιδεία τοῦ Θεοῦ («παιδεύθητε», στίχ. 10· «δράξασθε παιδείας»,
στίχ. 12) καί νά ὑποταγοῦν στόν Θεό μέ πλήρη ὑποταγή σ᾽ Αὐτόν («δου-
λεύσατε τῷ Κυρίῳ ἐν φόβῳ», στίχ. 11), «μή ποτε ὀργισθῇ Κύριος... ὅταν
ἐκκαυθῇ ἐν τάχει ὁ θυμός Αὐτοῦ», στίχ. 13. Ἀλλοίμονο σέ ὅσους τά βάζουν
μέ τόν Θεό καί χαρά καί εὐτυχία σέ ἐκείνους πού ὑποτάσσονται σ᾽ Αὐτόν.
«Μακάριοι πάντες οἱ πεποιθότες ἐπ᾽ Αὐτῷ», ὅπως λέγει στό τέλος του ὁ
ψαλμός μας (στίχ. 13).
ΨΑΛΜΟΣ Γ´ 3
Ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ, ὁπότε ἀπεδίδρασκεν ἀπὸ προσώπου
Ἀβεσσαλὼμ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ
15
Ψαλμός 3
1. Ὁ 3ος ψαλμός μᾶς μιλάει γιά ἕναν ἄνθρωπο πιστό στόν Θεό, ὁ ὁποῖος
θρηνεῖ καί στενάζει, γιατί βλέπει πολλούς οἱ ὁποῖοι τόν θλίβουν καί ἐπα-
ναστατοῦν ἐναντίον του. Στόν πόνο του δέ αὐτόν καταφεύγει στόν Θεό καί
τοῦ λέγει: «Κύριε, τί ἐπληθύνθησαν οἱ θλίβοντές με; Πολλοί ἐπανίστανται
ἐπ᾽ ἐμέ» (στίχ. 1). Οἱ ἐχθροί ὅμως τοῦ ψαλμωδοῦ μας ἐδῶ τόν θλίβουν
ἀκόμη περισσότερο, γιατί τοῦ εἰρωνεύονται τήν πίστη του στόν Θεό. Λέ-
γουν γι᾽ αὐτόν: «Οὐκ ἔστι σωτηρία αὐτῷ ἐν τῷ Θεῷ αὐτοῦ» (στίχ. 3). Σάν
16
Ψαλμός 3
17
Ψαλμός 4
τας τούς ἐχθραίνοντάς μοι ματαίως» (στίχ. 8). Αὐτό τό «ματαίως», πού λέγει
τελευταῖα ὁ ποιητής, σημαίνει «χωρίς λόγο». Τόν εἰρωνεύονταν, δηλαδή,
οἱ ἐχθροί του χωρίς αἰτία. Τό ἄλλο ὅμως κείμενο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης,
τό Ἑβραϊκό, τό «ματαίως» τό λέγει «σιαγόνες». Οἱ ἐχθροί δηλαδή τοῦ ποι-
ητοῦ τοῦ χτυποῦσαν τίς σιαγόνες του. Τόν χαστούκιζαν! Αὐτή ἡ ἀνάγνωση
τοῦ Ἑβραϊκοῦ κειμένου πρέπει νά εἶναι καλύτερη, γιατί παρακάτω ὁ ποι-
ητής μας λέγει γιά τόν Θεό ὅτι «ὀδόντας ἁμαρτωλῶν συνέτριψας» (στίχ.
8β). Οἱ ἐχθροί, δηλαδή, τοῦ ποιητοῦ τόν χαστούκιζαν, ἀλλά ὁ Θεός θά τούς
«σπάσει τά δόντια»!
Τέλος, ὅλο τόν ψαλμό ὁ ποιητής τόν κλείνει μέ ἕνα στίχο, πού σχετίζεται
γενικά μέ ὅλο τό περιεχόμενό του. Λέγει: «Τοῦ Κυρίου ἡ σωτηρία καί ἐπί τόν
λαόν σου ἡ εὐλογία σου» (στίχ. 9). Στούς πιστούς Του, δηλαδή, καί στόν λαό
Του ὁ Θεός δίνει τήν σωτηρία Του καί τήν εὐλογία Του καί τούς σώζει ἀπό
τούς ἐχθρούς τους.
ΨΑΛΜΟΣ Δ´ 4
18
Ψαλμός 4
ἕως πότε βαρυκάρδιοι; Ἱνατί ἀγαπᾶτε ματαιότητα καί ζητεῖτε ψεῦδος;» (στίχ.
3). Οἱ κατηγορίες αὐτές τῶν κακῶν ἀνθρώπων ἐναντίον τοῦ ποιητοῦ μας τόν
ἔθλιβαν πολύ. Ἀλλά, σάν πνευματικός ἄνθρωπος αὐτός, κατέφευγε στόν Θεό,
γιά νά λάβει ἐνίσχυση καί προστασία. Μάλιστα ὁ ψαλμωδός θυμᾶται ὅτι καί
σέ προηγούμενα χρόνια δοκίμαζε θλίψεις, ἀλλά κατέφευγε στόν Θεό καί
πάντοτε ἔβρισκε ἀνακούφιση. Γι᾽ αὐτό καί λέγει ἐδῶ στόν ψαλμό μας: «Ἐν
τῷ ἐπικαλεῖσθέ με», ὁσάκις, δηλαδή, ἔκανα τήν προσευχή μου, «εἰσήκουσάς
μου ὁ Θεός τῆς δικαιοσύνης» (στίχ. 2). Ἔτσι ὁ ποιητής μας ἔχει καί τώρα τήν
πεποίθηση ὅτι ὁ Θεός θά τόν βοηθήσει καί θά τοῦ πάρει τήν θλίψη πού δο-
κιμάζει. «Οἰκτείρησόν με», λέγει στόν Θεό, «καί εἰσάκουσον τῆς προσευχῆς
μου» (στίχ. 2). Καί καλεῖ τούς συκοφάντες του νά μάθουν ὅτι ὁ Θεός πάντοτε
τόν σώζει καί πάντοτε τόν προστατεύει. Πάντοτε ἀκούει τίς προσευχές του.
«Γνῶτε – τούς λέγει – ὅτι ἐθαυμάστωσε Κύριος τόν ὅσιον αὐτοῦ. Κύριος εἰσα-
κούσεταί μου ἐν τῷ κεκραγέναι με πρός αὐτόν» (στίχ. 4).
2. Ὁ ποιητής μας ἐπιτρέπει στούς κατηγόρους του νά ὀργίζονται ἐναν-
τίον του. Ἀλλά, ἄς συγκρατοῦνται καί ἄς μή προχωροῦν σέ ἔργα ὀργῆς
ἐναντίον του. «Ὀργίζεσθε καί μή ἁμαρτάνετε», τούς λέγει (στίχ. 4). Πάλι ὁ
ποιητής μας ἐπιτρέπει στούς ἀντιπάλους του νά θυμώνουν μέσα τους καί
μέσα στούς κοιτῶνες τους ἐναντίον του (στίχ. 5), ἀλλά νά σιωποῦν καί νά
μή λέγουν στούς ἄλλους τά ὅσα σκέπτονται. Αὐτό σημαίνει τό «λέγετε ἐν
ταῖς καρδίαις ὑμῶν καί ἐπί ταῖς κοίταις ὑμῶν κατανύγητε» (στίχ. 5).
3. Ἀλλά δέν εἴπαμε ἀκόμη τό θέμα, τό ὁποῖο δημιούργησε τήν στροφή
πολλῶν ἀνθρώπων ἐναντίον τοῦ ποιητοῦ μας, τόν ὁποῖον εἰρωνεύονταν
καί συκοφαντοῦσαν. Τό θέμα εἶναι μιά οἰκονομική κρίση πού συνέβηκε
ἐκεῖνο τόν καιρό στό Ἰσραήλ καί ὁ ποιητής μας ἔδινε ἄλλη λύση, διαφο-
ρετική ἀπό αὐτήν πού ἔδιναν οἱ πολλοί. Γι᾽ αὐτό καί αὐτοί στρέφονταν
ἐναντίον του. Οἱ ἄνθρωποι ἀπό τήν συμβᾶσα κρίση στεροῦνταν τά ὑλικά
ἀγαθά τους καί πολλοί, ὅπως λέγει ὁ ψαλμός μας, ἔλεγαν: «Τίς δείξει ὑμῖν
τά ἀγαθά;» (στίχ. 7). Ὁ ψαλμωδός μας, σάν πνευματικός ἄνθρωπος, ὡς
αἰτία τῆς οἰκονομικῆς κρίσης ἔβλεπε τό ὅτι οἱ ἄνθρωποι εἶχαν ἀποστατή-
σει ἀπό τόν Θεό καί ὅτι παραμελοῦσαν τίς θυσίες τους σ᾽ Αὐτόν. Γι᾽ αὐτό
καί ὡς λύση τοῦ προβλήματος, ἔλεγε τήν ἐπιστροφή στόν Θεό, τήν ἐλπίδα
σ᾽ Αὐτόν καί τήν προσφορά σωστῆς θυσίας στόν Θεό. «Θύσατε θυσίαν δι-
καιοσύνης – ἔλεγε – καί ἐλπίσατε ἐπί Κύριον» (στίχ. 6). Αὐτή ἡ ἐλπίδα
στόν Θεό πιστεύει ὁ ποιητής μας ὅτι θά τονώσει τόν ἐσωτερικά πεσμένο
ἀπό τήν κρίση ἄνθρωπο, θά διώξει τήν μεμψιμοιρία καί θά φέρει τήν χαρά.
Θέλει δηλαδή ὁ ποιητής μας, κατά πρῶτον, νά ἀνορθώσει, μέ τό ἀκούμ-
πημα στόν Θεό, τόν πεσμένο ἐσωτερικά ἄνθρωπο καί ἔπειτα θά βρεθοῦν
τρόποι γιά τήν ἐξοικονόμηση τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν.
20
Ψαλμός 4
4. Ἀκόμη ὁ ποιητής τοῦ ψαλμοῦ λέγει καί ἕνα ἄλλο, πολύ σπουδαῖο, ὡς
λύση καί αὐτό γιά τό θέμα τῆς οἰκονομικῆς κρίσης. Αὐτό τό ἄλλο πού λέγει
εἶναι ὅτι τά ὑλικά ἀγαθά, ὅσα πολλά καί νά εἶναι αὐτά, δέν δίνουν τήν πραγ-
ματική εὐτυχία στόν ἄνθρωπο. Ὁ ἄνθρωπος νοιώθει χαρούμενος καί εὐτυ-
χισμένος ὅταν ἔχει καλή κοινωνία καί σχέση μέ τόν Θεό καί ὄχι ὅταν ἔχει
ἀφθονία ὑλικῶν ἀγαθῶν. Τό «φῶς τοῦ προσώπου τοῦ Κυρίου» αὐτό γλυ-
καίνει τήν πονεμένη καρδιά τοῦ ἀνθρώπου. Ἔτσι λέγει ὁ ποιητής μας:
«Ἐσημειώθη ἐφ᾽ ἡμᾶς τό φῶς τοῦ προσώπου σου, Κύριε. Ἔδωκας εὐφρο-
σύνην εἰς τήν καρδίαν μου» (στίχ. 7). Εἶναι αὐτό πού λέγει ἄλλος ψαλμω-
δός, «κρεῖσσον τό ἔλεός σου ὑπέρ ζωάς» (62,4)! Τό «ἔλεος» τοῦ Θεοῦ, τό
νά γεύεται δηλαδή κανείς τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, αὐτό εἶναι ἀνώτερο ἀπό
κάθε ἄλλο ἀγαθό, ἀνώτερο ἀπό κάθε ζωή. Ἔτσι καί ὁ ποιητής τοῦ ψαλμοῦ
μας λέγει ὅτι καί νά λυθεῖ ἀκόμη τό οἰκονομικό πρόβλημα ἀποκτώντας ὅλοι
ὅλα τά ἐπίγεια ἀγαθά, δέν θά φέρει αὐτό εὐτυχία στούς ἀνθρώπους. Ἡ
εὐτυχία τοῦ ἀνθρώπου, πού εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ἔρχεται μέ τήν σωστή
καί στενή κοινωνία του μέ τόν Θεό.
Αὐτήν τήν θέση τοῦ ποιητοῦ μας, ὡς λύση στό οἰκονομικό θέμα, οἱ πολ-
λοί, οἱ «βαρυκάρδιοι» «υἱοί τῶν ἀνθρώπων», τήν εἰρωνεύονταν. Καί ἐπε-
τίθεντο λοιπόν ἐναντίον τοῦ ποιητοῦ μας λαλοῦντες ματαιότητα καί ψεύδη
κατ᾽ αὐτοῦ, γιά τά ὁποῖα μίλησε παραπάνω αὐτός (στίχ. 3). Αὐτοί δέ, ὑλικοί
ὄντες, ἤθελαν μόνο νά εἶναι χορτασμένοι ἀπό τά ὑλικά ἀγαθά, ἀπό σιτάρι,
ἀπό κρασί καί ἀπό λάδι: «Ἀπό καρποῦ, σίτου, οἴνου καί ἐλαίου αὐτῶν ἐπλη-
θύνθησαν» (στίχ. 8)!
5. Μέ τήν ἐλπίδα στόν Θεό ὁ ὑπέροχος ποιητής μας πηγαίνει τώρα νά
κοιμηθεῖ ἥσυχος καί ἀτάραχος ἀπό τίς διαβολές τῶν ἀντιπάλων του. «Ἐν
εἰρήνῃ ἐπί τό αὐτό κοιμηθήσομαι καί ὑπνώσω», λέγει (στίχ. 9). Καί τέλος
τονίζει ὅτι μόνο ὁ Θεός μπορεῖ νά τόν κάνει νά «κατοικεῖ», δηλαδή νά διά-
γει, μέ «ἐλπίδα», μέ ἀσφάλεια, ὅπως λέγει τό Ἑβραϊκό κείμενο. «Σύ, Κύριε,
κατά μόνας ἐπ᾽ ἐλπίδι κατῴκισάς με» (στίχ. 9)!
21
Ψαλμός 5
ΨΑΛΜΟΣ Ε´ 5
23
Ψαλμός 5
24
Ψαλμός 6
μᾶλλον. Ἄρα ἦταν καί ἱερεῖς πολέμιοι τοῦ εὐσεβοῦς ποιητοῦ μας. Τώρα
ἑρμηνεύουμε καλύτερα αὐτό πού εἶπε προηγουμένως ὁ ποιητής μας ὅτι δέν
δέχεται ὁ Θεός νά Τόν ὑπηρετοῦν οἱ πονηρευόμενοι («οὐδέ παροικήσει σοι
πονηρευόμενος», στίχ. 5), οὔτε πάλι δέχεται ὁ Θεός νά εἶναι πλησίον Του
οἱ παράνομοι («οὐδέ διαμενοῦσι παράνομοι κατέναντι τῶν ὀφθαλμῶν σου»,
στίχ. 6). Οἱ ἱερεῖς εἶναι αὐτοί πού ὑπηρετοῦν τόν Θεό καί εἶναι πλησίον
Του, ὡς ἐγγίζοντες τά ἅγια. Καί σκανδαλισμένος λοιπόν καί πληγωμένος ὁ
ποιητής μας ἀπό τήν κακή συμπεριφορά καί τῶν ἱερέων ἀκόμη ἐναντίον
του λέγει περί αὐτῶν στήν προσευχή του: «Ἔξωσον αὐτούς»!... Διῶξε τους,
ὦ Θεέ, ἀπό τό ἅγιο θυσιαστήριό Σου!...
6. Ἐνῶ ὅμως οἱ ἀσεβεῖς συκοφάντες καί πολέμιοι τοῦ ποιητοῦ μας θά
καταστραφοῦν γιά τήν ἁμαρτωλότητά τους (στίχ. 11), ἀντίθετα, οἱ δίκαιοι,
ὅσοι ἐλπίζουν στόν Θεό, ὅπως ἐλπίζει ὁ ψαλμωδός μας, θά αἰσθανθοῦν
χαρά καί αἰώνια ἀγαλλίαση, γιατί ὁ Θεός θά «κατασκηνώσει ἐν αὐτοῖς»
(στίχ. 12). Ὁ Θεός τόν δίκαιο ἄνθρωπο θά τόν στεφανώσει μέ τήν Χάρη
Του, πού θά τοῦ εἶναι σάν ὅπλο ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν του. «Σύ εὐλογήσεις
δίκαιον, Κύριε, ὡς ὅπλον εὐδοκίας (δηλαδή τῆς Χάρης Σου, τῆς εὐαρέ-
σκειάς Σου) ἐστεφάνωσας αὐτούς» (στίχ. 13).
ΨΑΛΜΟΣ ΣΤ´ 6
25
Ψαλμός 6
1. Στόν ψαλμό μας αὐτόν ἔχουμε ἕνα πιστό στόν Θεό ἄνθρωπο πού
κλαίει καί ὀδυνᾶται δυνατά. Μάλιστα λέγει ὅτι κοπίασε ἀναστενάζοντας
καί κάθε νύχτα λούζει τό κρεββάτι του μέ τά δάκρυά του (στίχ. 7). Ὅπως
φαίνεται, ὁ ποιητής τοῦ ψαλμοῦ ὑποφέρει ἀπό βαρειά ἀρρώστια, ἡ ὁποία
τόν κτύπησε μέχρι τά κόκκαλά του, γι᾽ αὐτό καί λέγει: «Ἐλέησόν με, Κύριε,
26
Ψαλμός 6
ὅτι ἀσθενής εἰμι· ἴασαί με, ὅτι ἐταράχθη τά ὀστᾶ μου» (στίχ. 3). Δηλαδή,
γνωρίζει ὅτι ἄν γίνει καλά, αὐτό θά εἶναι ἀπό τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, γι᾽
αὐτό καί Τοῦ λέει «ἐλέησόν με». Ὁ ποιητής μας γνωρίζει τήν παλαιά ἀντί-
ληψη ὅτι οἱ ἀσθένειες προέρχονται ἀπό τίς ἁμαρτίες (βλ. Ψαλμ. 37), ἀλλά
παρακαλεῖ τόν Θεό νά τοῦ φανεῖ εὐσπλαγχνικός καί ἐλεήμονας καί νά τοῦ
συντάμει τόν χρόνο τῆς τιμωρίας. Γι᾽ αὐτό καί λέγει στήν προσευχή του
πρός Αὐτόν νά μήν τόν παιδεύσει μέ θυμό καί ὀργή («Κύριε, μή τῷ θυμῷ
σου ἐλέγξῃς με, μηδέ τῇ ὀργῇ σου παιδεύσῃς με», στίχ. 2), ἀλλά νά τόν παι-
δεύσει «πατρικά» καί ὄχι «δικαστικά», ὅπως ἑρμηνεύει ὁ Θεοδώρητος.
2. Τό μεγαλύτερο ὅμως κακό γιά τόν ποιητή μας εἶναι ὅτι δέν ἔχει κα-
ταβληθεῖ μόνο τό σῶμα του, ἀλλά ἔχει καταπέσει καί τό ἠθικό του. Ἡ ψυχή
του εἶναι σέ μεγάλη ταραχή, σέ μεγάλο φόβο, ὅπως λέγει τό Ἑβραϊκό κεί-
μενο. «Ἡ ψυχή μου ἐταράχθη σφόδρα», λέγει ὁ ψαλμωδός μας (στίχ. 4).
Αὐτό εἶναι τό πιό ἐπικίνδυνο, γιατί ὅταν καταπέσει τό κουράγιο τοῦ ἀνθρώ-
που, τότε αὐτός δέν ἔχει τήν δύναμη νά ἀντισταθεῖ στόν πόνο καί τίς δυ-
σκολίες του καί ἀπελπίζεται. Ἔτσι καί τόν ποιητή μας τόν βλέπουμε νά
καταπέφτει καί νά ἀποκάμνει καί στρεφόμενος στόν Θεό νά Τοῦ λέγει:
«Μέχρι πότε, Θεέ;». «Καί σύ, Κύριε, ἕως πότε;» (στίχ. 4), λέγει. Ὁ λόγος
ὅμως αὐτός τοῦ βασανισμένου ποιητῆ μας κρύβει βαθειά στήν ψυχή του
κάποια ἐλπίδα, ὅτι ὁ Θεός θά τόν βοηθήσει.
Τήν ἀπελπιστική κατάσταση στήν ψυχή τοῦ ψαλμωδοῦ μας τήν δημι-
ούργησαν περισσότερο οἱ χαιρέκακοι ἐχθροί του, οἱ ὁποῖοι ἤθελαν τόν θά-
νατό του. Αὐτοί, ὅπως φαίνεται καί ἀπό ἄλλους ψαλμούς, θά ἐνέπαιζαν τόν
ποιητή, ὅτι ἄδικα προσεύχεται, γιατί δέν πρόκειται νά τόν βοηθήσει ὁ Θεός·
ἤ θά ἔλεγαν ὅτι δίκαια τόν τιμωρεῖ ὁ Θεός γιά τά ἁμαρτήματά του. Πάντως
ὁ ποιητής μας λέγει ὅτι κατέρρευσε ἀπό τήν στάση αὐτή τῶν ἐχθρῶν του
ἀπέναντί του. «Ἐπαλαιώθην (= κατέρρευσα) – λέγει – ἐν πᾶσι τοῖς ἐχθροῖς
μου» (στίχ. 8).
3. Ἀλλά νά! Ὁ ἀπελπισμένος ποιητής μας, πού ἔλεγε «ἡ ψυχή μου ἐτα-
ράχθη σφόδρα» (στίχ. 4) καί «ἐπαλαιώθην» καί τόσα ἄλλα, αὐτός τώρα,
στό τέλος τοῦ ψαλμοῦ, μᾶς παρουσιάζεται ἰσχυρά δυναμωμένος καί ἀνορ-
θωμένος ψυχικά ἀπό τό πέσιμό του. Ἔτσι, λέγει τώρα θαρρετά στούς
ἐμπαῖχτες ἐχθρούς του νά φύγουν ἀπό μπροστά του, γιατί ὁ Θεός θά ἀκού-
σει τό κλάμα του καί θά τόν θεραπεύσει. «Ἀπόστητε ἀπ᾽ ἐμοῦ – λέγει – πάν-
τες οἱ ἐργαζόμενοι τήν ἀνομίαν, ὅτι εἰσήκουσε Κύριος τῆς φωνῆς τοῦ
κλαυθμοῦ μου» (στίχ. 9· βλ. καί στίχ. 10). Καί ἀποτέλεσμα αὐτοῦ εἶναι ὅτι
οἱ ἐχθροί, πού περίμεναν τόν θάνατο τοῦ ποιητοῦ, θά διαψευσθοῦν, θά κα-
ταισχυνθοῦν καί θά πέσουν σέ ταραχή. «Αἰσχυνθείησαν καί ταραχθείησαν
σφόδρα πάντες οἱ ἐχθροί μου», λέγει (στίχ. 10· βλ. καί στίχ. 11).
27
Ψαλμός 7
ΨΑΛΜΟΣ Z´ 7
28
Ψαλμός 7
* Ἀντί «λαῶν», πού ἔχει τό κείμενο (κατά διόρθωση τοῦ Βέλλα), γιατί καί οἱ ἄγγελοι θά παρί-
στανται στήν δίκη βεβαιώνοντες τήν ἀθωότητα τοῦ ποιητοῦ μας.
29
Ψαλμός 7
31
Ψαλμός 7
στρεψον» (στίχ. 8). Ἡ δίκη αὐτή, πού θά κάνει ὁ Θεός ὑπέρ τοῦ ποιητοῦ
μας, θά εἶναι ἐπίσημη. Γιατί δέν θά εἶναι μόνος Του ὁ Θεός, ἀλλά θά Τόν
κυκλώνουν καί οἱ ἄγγελοι, πού θά ἀκροῶνται καί αὐτοί καί θά βεβαιώνουν
καί αὐτοί γιά τήν ἀθωότητα τοῦ ψαλμωδοῦ μας. Αὐτό θέλει νά πεῖ αὐτό
πού λέγει παρακάτω ὁ ψαλμός μας «καί εἰς συναγωγήν ἀγγέλων κυκλώσει
σε» (στίχ. 8· ἀντί «λαῶν» ἄς διαβάσουμε «ἀγγέλων», βλ. Ψαλμ. 81,1. 46,9.
Δαν. 7,11).
Ὁ ψαλμωδός εὔχεται ὅτι σ᾽ αὐτήν τήν δίκη, πού θά κάνει ὁ Θεός ἐκεῖ
στά ὕψη ὑπέρ αὐτοῦ, νά λάβει τέλος ἡ ἐναντίον του πονηρία καί κακία τῶν
ἁμαρτωλῶν ἐχθρῶν του. «Συντελεσθήτω δή – λέγει – ἡ πονηρία ἁμαρ-
τωλῶν» (στίχ. 10).
5. Τέλος ὁ ποιητής μας στρέφεται πρός αὐτούς τούς ἐχθρούς του, πού
τόσο τόν κατασυκοφάντησαν καί τόν κατηγόρησαν, καί τούς προτρέπει νά
μετανοήσουν. «Ἐπιστραφεῖτε», τούς λέγει (στίχ. 13). Ἄν ὅμως αὐτοί δέν με-
τανοήσουν γιά τήν πράξη τους, τότε θά ἀντιμετωπίσουν τήν ὀργή τοῦ Θεοῦ.
Καί τόν Θεό του ὁ ποιητής μας τόν παριστάνει ἐδῶ μέ ἰσχυρό πολεμιστή
ἔχοντα ρομφαία, τόξο καί θανατηφόρα βέλη. «Ἐάν μή ἐπιστραφεῖτε – λέγει
στούς ἐχθρούς του – τήν ρομφαίαν αὐτοῦ στιλβώσει, τό τόξον αὐτοῦ ἐνέτεινε
καί ἡτοίμασεν αὐτό καί ἐν αὐτῷ ἡτοίμασε σκεύη θανάτου» (στίχ. 13)!
6. Στό τέλος τοῦ ψαλμοῦ του βρισκόμενος ὁ ποιητής δίνει μία ὡραία
παραστατική εἰκόνα τοῦ κυρίως ἐχθροῦ του, ὁ ὁποῖος παρακίνησε καί
ἄλλους σέ ἐχθρότητα ἐναντίον του. Κατά τήν εἰκόνα αὐτή ὁ ἐχθρός τοῦ
ποιητοῦ εἶχε μία αἰσχρή γέννα: Κοιλοπόνησε ἀδικία, συνέλαβε πόνο καί
γέννησε ἁμαρτία: «Ἰδού ὠδίνησεν ἀδικίαν, συνέλαβε πόνον καί ἔτεκεν ἀνο-
μίαν» (στίχ. 15)! Καί ἀκόμη ὁ ἐχθρός του μέ τίς συκοφαντίες του ἄνοιξε
ἕνα λάκκο, στόν ὁποῖο ἔπεσε ὁ ἴδιος μέσα: «Λάκκον ὤρυξε καί ἀνέσκαψεν
αὐτόν καί ἐμπεσεῖται εἰς βόθρον, ὅν εἰργάσατο» (στίχ. 16). – Τέλος ὁ ποιητής
μας ὡς ἄνθρωπος τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, πού δέν εἶχε ἀκούσει τόν λόγο
τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ νά συγχωροῦμε καί τούς ἐχθρούς μας, εὔχεται τό κακό
πού τοῦ ἔκανε ὁ ἐχθρός του νά πέσει στό κεφάλι του. Λέγει ἐπί λέξει: «Ἐπι-
στρέψει ὁ πόνος αὐτοῦ εἰς κεφαλήν αὐτοῦ καί ἐπί τήν κορυφήν αὐτοῦ ἡ ἀδι-
κία αὐτοῦ καταβήσεται» (στίχ. 17).
Ἐπειδή ὅμως ὁ ψαλμός εἰπώθηκε στόν Ναό, ἐνώπιον τοῦ ἱεροῦ θυσια-
στηρίου καί παρουσίᾳ ἱερέως, γι᾽ αὐτό καί τελειώνει μέ λειτουργικό καί
λατρευτικό στίχο: «Ἐξομολογήσομαι τῷ Κυρίῳ κατά τήν δικαιοσύνην αὐτοῦ
καί ψαλῷ τῷ ὀνόματι Κυρίου τοῦ Ὑψίστου» (στίχ. 18).
32
Ψαλμός 8
ΨΑΛΜΟΣ Η´ 8
33
Ψαλμός 8
1. Ὁ ποιητής τοῦ ψαλμοῦ αὐτοῦ ρίπτει ἕνα βλέμμα στόν οὐρανό καί τήν
γῆ καί ἀπό τήν ὀμορφιά καί τήν ἁρμονία τῶν δημιουργημάτων ξεσπᾶ σέ
ὕμνο στόν Θεό καί λέγει: «Κύριε, Κύριέ μας, πόσο θαυμαστό εἶναι τό
ὄνομά Σου σέ ὅλη τήν γῆ. Ἡ μεγαλοπρέπειά Σου εἶναι πάρα πάνω ἀπό τούς
οὐρανούς» (στίχ. 2)! Πραγματικά ἡ ὡραιότητα καί ἡ τάξη στό σύμπαν μᾶς
κάνει νά ξεσπᾶμε σέ δοξολογία πρός τόν Δημιουργό Θεό μας καί νά λέμε
μαζί μέ τόν ἄλλο ψαλμωδό: «Ὡς ἐμεγαλύνθη τά ἔργα Σου, Κύριε, πάντα ἐν
σοφίᾳ ἐποίησας» (Ψαλμ. 103,24)!
2. Ἀλλά εἶναι μερικοί, θολωμένοι στήν ψυχή, πού δέν βλέπουν αὐτό τό
μεγαλεῖο τοῦ Θεοῦ στήν δημιουργία Του καί ὄχι μόνο δέν τό βλέπουν, ἀλλά
ἀντίθετα, στρέφονται ἐχθρικά πρός τόν Θεό. Εἶναι οἱ ἀπιστοῦντες στόν
Θεό, πού ὁ ποιητής μας ἐδῶ τούς λέγει «ἐχθρούς» καί «ἐκδικητάς». Αὐτούς
ὅμως ὁ Θεός γνωρίζει νά τούς ταπεινώνει μέ τά μικρά θηλάζοντα νήπια,
τά ὁποῖα, ἀντίθετα πρός αὐτούς, ὅταν δοῦν τόν ἔναστρο οὐρανό μέ σκιρ-
τήματα καί φωνές καί ἀναπηδήματα ἐκφράζουν τόν θαυμασμό τους στό
μεγαλεῖο τοῦ Θεοῦ. Λέγει λοιπόν ὁ ψαλμωδός: «Ἐκ στόματος νηπίων καί
θηλαζόντων κατηρτίσω αἶνον, ἕνεκα τῶν ἐχθρῶν σου τοῦ καταλῦσαι ἐχθρόν
καί ἐκδικητήν» (στίχ. 3). Καί ἄν αὐτά τά θηλάζοντα νήπια ἐκδηλώνονται
μέ τόν τρόπο τους δοξολογικά στόν Θεό, πόσο θά ἔπρεπε νά τό κάνουν
αὐτό οἱ μεγάλοι στήν ἡλικία ἄνθρωποι, πού ἔχουν νοῦν.
3. Πρέπει νά εἶναι νύχτα πού ὁ ψαλμωδός ἔκανε τόν ψαλμό του, γιατί
ἀπό τό βλέμμα του στόν οὐρανό λέει μόνο γιά σελήνη καί ἀστέρια καί ὄχι
γιά ἥλιο (βλ. στίχ. 4). Μετά δέ ἀπό τόν οὐρανό ὁ ποιητής μας στρέφεται
πρός τήν γῆ καί βλέπει τόν μικρό ἄνθρωπο καί σκέπτεται καί λέγει στόν
Θεό: Τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος, μπροστά σέ ὅλο αὐτό τό μεγαλεῖο τοῦ οὐρανοῦ,
ὥστε νά τόν θυμᾶσαι καί νά φροντίζεις γι᾽ αὐτόν; «Τί ἐστιν ἄνθρωπος, ὅτι
μιμνήσκῃ αὐτοῦ, ἤ υἱός ἀνθρώπου, ὅτι ἐπισκέπτῃ αὐτόν;» (στίχ. 5)! Ὁ πανε-
πιστημιακός Διδάσκαλος Βασίλειος Βέλλας σχολιάζει ὡραιότατα τόν στίχο
34
Ψαλμός 9
αὐτό τοῦ ψαλμωδοῦ μας λέγων: «Ἐκεῖ ἐπάνω εἰς τόν οὐρανόν ὁ ποιητής θά
ἔβλεπε τήν μεγαλοπρέπειαν τῶν οὐρανίων σωμάτων καί ἐδῶ κάτω παρά τοῖς
ἀνθρώποις τήν ἀθλιότητα. Ἐκεῖ ἐπάνω θά ἔβλεπε τήν οὐρανίαν ἡσυχίαν καί
τάξιν νά βασιλεύῃ, ἐδῶ δέ κάτω τήν ἀκαταστασίαν καί τήν ἀναστάτωσιν τῶν
ἀνθρώπων. Ἐκεῖ ἐπάνω θά ἔβλεπε τό αἰώνιον καί ἀμετάβλητον τῶν οὐρανίων
σωμάτων, ἐδῶ δέ κάτω τήν μεταβλητότητα τοῦ ἀνθρώπου. Ἐκεῖ ἐπάνω θά
ἔβλεπε ὁ ποιητής μας τό ἄπειρον τῶν ἀστέρων πλῆθος καί ἐδῶ κάτω τόν πε-
περασμένον ἄνθρωπον. Ἀπέναντι τῶν οὐρανίων τούτων σωμάτων ὁ ἄνθρω-
πος φαίνεται ὡς μηδέν. Καί ὅμως περί αὐτοῦ φροντίζει καί μεριμνᾷ ὅλως
ἰδιαιτέρως ὁ Θεός» (Ἐκλεκτοί Ψαλμοί, Ἔκδοσις 3η, σ. 91)!
4. Γιά τόν ἄνθρωπο ὁ ποιητής μας λέγει στήν συνέχεια ὅτι ὁ Θεός τόν
κατέστησε ἀνώτερο ἀπό ὅλα τά δημιουργήματα, «λίγο κατώτερο ἀπό τούς
ἀγγέλους», τόν ἐδόξασε καί τόν ἔκανε κυρίαρχο ὅλης τῆς κτίσεως. Λέγει:
«Ἠλάττωσας αὐτόν βραχύ τι παρ᾽ ἀγγέλους, δόξῃ καί τιμῇ ἐστεφάνωσας
αὐτόν καί κατέστησας αὐτόν ἐπί τά ἔργα τῶν χειρῶν σου, πάντα ὑπέταξας
ὑπό τούς πόδας αὐτοῦ» (στίχ. 6.7). Πραγματικά ὁ ἄνθρωπος, ὅπως λέει πα-
ρακάτω ὁ ψαλμωδός μας, ἐξουσιάζει ὄχι μόνο τά κατοικίδια ζῶα, ἀλλά καί
αὐτά ἀκόμη τά ἄγρια ζῶα τοῦ ἀγροῦ, τά πετεινά πού πετοῦν στόν ἀέρα καί
τούς ἰχθεῖς τῶν θαλασσῶν καί τά μεγάλα θαλάσσια κήτη, «τά διαπορευό-
μενα τρίβους θαλασσῶν» (στίχ. 9).
Ποῦ βρίσκει ὁ ποιητής μας τήν ἀνωτερότητα αὐτή τοῦ μικροῦ ἀνθρώπου,
ὡς κυριάρχου ὅλης τῆς κτίσεως; Τήν βρίσκει στό ὅτι ὁ ἄνθρωπος, ἄν καί μι-
κρός καί ἐλάχιστος καί μηδαμινός συγκρινόμενος μέ τό σύμπαν, ὅμως εἶναι
εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, φέρει μέσα του θεῖο στοιχεῖο. Στό βιβλίο τῆς Γένεσης δια-
βάζουμε ὅτι ὁ Θεός ἐποίησε τόν ἄνθρωπο κατά τήν εἰκόνα Του καί κατά τήν
ὁμοίωσίν Του (Γεν. 1,27). Αὐτό κάνει τόν ἄνθρωπο ἀνώτερο ὅλης τῆς κτί-
σεως: Τό ὅτι δημιουργήθηκε κατ᾽ εἰκόνα καί καθ᾽ ὁμοίωσιν Θεοῦ.
ΨΑΛΜΟΣ Θ´ 9
ΕΥΧΑΡΙΣΤΗΡΙΟΣ ΨΑΛΜΟΣ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΝΙΚΗ ΚΑΤΑ ΕΧΘΡΟΥ
35
Ψαλμός 9
36
Ψαλμός 9
37
Ψαλμός 9
ἐπιλανθανόμενα τοῦ
Θεοῦ,
19 ὅτι οὐκ εἰς τέλος 19 Ἀλλά ὁ πτωχός δέν θά λησμονηθεῖ τελικά,
ἐπιλησθήσεται ὁ ἡ ὑπομονή τῶν πενήτων
πτωχός, ἡ ὑπομονὴ τῶν δέν θά χαθεῖ γιά πάντα.
πενήτων οὐκ ἀπολεῖται
εἰς τέλος.
20 Ἀνάστηθι, Κύριε, 20 Ἀνάστα, Κύριε,
μὴ κραταιούσθω ἄν- ἄς μήν ὑπερηφανεύεται ὁ ἄνθρωπος,
θρωπος, κριθήτωσαν ἄς κριθοῦν τά ἔθνη ἐνώπιόν Σου.
ἔθνη ἐνώπιόν σου.
21 Κατάστησον, Κύ- 21 Ἐγκατάστησε, Κύριε, νομοθέτη σ᾽ αὐτά,
ριε, νομοθέτην ἐπ᾿ αὐ- ἄς γνωρίσουν τά ἔθνη, ὅτι εἶναι (ἀδύναμοι)
τούς, γνώτωσαν ἔθνη ἄνθρωποι.
ὅτι ἄνθρωποί εἰσιν.
(Διάψαλμα).
(Μασ. 10,1-18).
9,22 ῾Ινατί, Κύριε, ἀ- 9,22 Γιατί, Κύριε, στέκεσαι μακρυά,
φέστηκας μακρόθεν, ἀδιαφορεῖς ὅταν μᾶς συμβαίνουν θλίψεις;
ὑπερορᾷς ἐν εὐκαιρίαις
ἐν θλίψεσιν;
23 Ἐν τῷ ὑπερηφανεύ- 23 Ὅταν κομπάζει ὁ ἀσεβής,
εσθαι τὸν ἀσεβῆ ἐμ- κατακαίεται ὁ πτωχός,
πυρίζεται ὁ πτωχός, (ἀλλά) συλλαμβάνονται (οἱ ἀσεβεῖς)
συλλαμβάνονται ἐν δια- στά διαβούλια πού μηχανεύονται.
βουλίοις, οἷς διαλογί-
ζονται.
24 Ὅτι ἐπαινεῖται ὁ 24 Παινεύεται ὁ ἁμαρτωλός
ἁμαρτωλὸς ἐν ταῖς ἐπι- ἀπολαμβάνοντας τίς ἐπιθυμίες τῆς ψυχῆς του,
θυμίαις τῆς ψυχῆς καί αὐτός πού πράττει ἀδικίες
αὐτοῦ, καὶ ὁ ἀδικῶν νομίζει ὅτι εἶναι εὐλογημένος.
ἐνευλογεῖται·
25 παρώξυνε τὸν Κύ- 25 Ὁ ἁμαρτωλός παροργίζει τόν Κύριο
ριον ὁ ἁμαρτωλός· κα- (καί λέγει γι᾽ Αὐτόν:)
τὰ τὸ πλῆθος τῆς ὀργῆς «Ὅσο καί ἄν εἶναι ὀργισμένος (ἐναντίον μου),
αὐτοῦ οὐκ ἐκζητήσει· δέν μπορεῖ νά (μέ) τιμωρήσει».
οὐκ ἔστιν ὁ Θεὸς ἐνώ- Δέν ἔχει Θεό!
πιον αὐτοῦ.
38
Ψαλμός 9
39
Ψαλμός 9
1. Ὁ 9ος ψαλμός, ὅπως τόν ἔχουμε σήμερα στήν Παλαιά Διαθήκη, τήν
ὁποία χρησιμοποιοῦμε στήν λατρεία μας – τήν Μετάφραση τῶν Ἑβδομή-
κοντα (Ο´), ὅπως τήν λέμε – , εἶναι πολύ μεγάλος. Αὐτό συμβαίνει γιατί
οἱ Ἑβδομήκοντα τόν μικρό πρῶτα 9ο ψαλμό τόν ἕνωσαν μέ τόν 10ο καί
40
Ψαλμός 9
τόν παρουσίασαν ὡς ἕνα ψαλμό. Ἔτσι ἀπό ἐδῶ καί πέρα τά δύο κείμενα
τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τό Ἑβραϊκό καί τῶν Ἑβδομήκοντα (Ο´), διαφέ-
ρουν στήν ἀρίθμηση τῶν ψαλμῶν κατά ἕνα ἀριθμό. Ὅμως τό σωστό εἶναι
ὅπως τό ἔχει ἡ μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα (Ο´), γιατί καί οἱ δύο ψαλμοί
9ος καί 10ος ἔχουν τήν ἴδια ἐπιγραφή καί οἱ στίχοι τους εἶναι κατά τήν
σειρά τοῦ Ἑβραϊκοῦ Ἀλφαβήτου, συνέχεια ὁ ἕνας μέ τόν ἄλλο.
2. Ὁ ποιητής τοῦ ψαλμοῦ μας, πού κατά τήν ἐπιγραφή εἶναι ὁ Δαυίδ,
φαίνεται ὅτι ἐπιστρέφει νικητής ἀπό πόλεμο ἐναντίον ἐχθροῦ, ἐχθροῦ ἰσχυ-
ροῦ (στίχ. 7), ὁ ὁποῖος ἐταλαιπώρησε τό ἔθνος του (στίχ. 10.13.14). Καί
ὅπως οἱ βασιλεῖς τοῦ Ἰσραήλ πρίν πορευθοῦν στήν μάχη προσεύχονταν
στόν Ναό, προσφέροντες θυσία γιά νά ἔχουν νικηφόρο ἀγώνα, ἔτσι καί
τώρα ὁ Δαυίδ, μετά τήν νικηφόρο ἔκβαση τῆς μάχης του, ἔρχεται στόν Ναό
γιά νά εὐχαριστήσει τόν Θεό γιά τήν νίκη. Εἶναι ἀσφαλῶς χαρούμενος, γι᾽
αὐτό καί πάλλοντας ἀπό χαρά λέγει ἀπό τήν ἀρχή: «Ἐξομολογήσομαί σοι,
Κύριε, ἐν ὅλῃ καρδίᾳ μου, εὐφρανθήσομαι καί ἀγαλλιάσομαι ἐν σοί» (στίχ.
2.3). Καί λέγει στήν συνέχεια τήν αἰτία τῆς χαρᾶς του: «Ἐν τῷ ἀπο-
στραφῆναι τόν ἐχθρόν μου εἰς τά ὀπίσω, ἀσθενήσουσι καί ἀπολοῦνται ἀπό
προσώπου σου» (στίχ. 4). Ἡ αἰτία τῆς χαρᾶς τοῦ ψαλμωδοῦ μας εἶναι ὅτι
ὁ ἐχθρός ἐξαφανίστηκε, δέν ὑπάρχει πιά κίνδυνος ἀπ᾽ αὐτόν. Ὁ ἐχθρός
ἦταν ἰσχυρός, εἶχε «ρομφαίας» καί «πόλεις», εἶχε «μνημόσυνον», εἶχε, δη-
λαδή, ὄνομα δυνατό, ἀλλά τελικά συντρίφθηκε·κατέπεσε μέ κρότο, «μετ᾽
ἤχου», ὅπως λέγει ὁ ψαλμός μας (στίχ. 7)· νικήθηκε «εἰς τέλος» (στίχ. 7),
δηλαδή παντελῶς.
3. Τήν ἧττα τοῦ ἐχθροῦ ὁ ποιητής μας ἀποδίδει στόν Θεό, «ἀπό προσώ-
που σου» Θεέ, λέγει (στίχ. 4). Ἐάν, ὅπως λέγει ἄλλος ψαλμός, «οἱ ὀφθαλμοί
Κυρίου ἐπί δικαίους καί τά ὦτα αὐτοῦ εἰς δέησιν αὐτῶν» (33,16), ὅμως,
ὅπως λέγει ἐδῶ ὁ ψαλμός μας, «πρόσωπον Κυρίου ἐπί ποιοῦντας κακά τοῦ
ἐξολοθρεῦσαι ἐκ γῆς τό μνημόσυνον αὐτῶν» (33,17)!
Ἡ νίκη κατά τοῦ ἐχθροῦ δέν ἦταν μιά τυχαία ἔκβαση τῶν πραγμάτων, μιά
τυφλή φορά τῶν πραγμάτων, ἀλλά ἦταν μιά ἄμεση ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ, τοῦ
δικαίου Κριτοῦ, ὁ Ὁποῖος «κρινεῖ τήν οἰκουμένην ἐν δικαιοσύνῃ, κρινεῖ λαούς
ἐν εὐθύτητι» (στίχ. 9). Σάν δίκαιος Κριτής λοιπόν ὁ Θεός εἶδε τίς καταπατή-
σεις τοῦ δικαίου, πού ἔκανε ὁ ἐχθρός, καί ἐπενέβηκε ἐναντίον αὐτοῦ καί ὑπέρ
τοῦ Ἰσραήλ. Ἔτσι ὁ βασιλεύς ποιητής μας τήν νίκη του κατά τοῦ ἐχθροῦ τήν
ἀποδίδει στόν Θεό καί Τόν εὐχαριστεῖ γι᾽ αὐτό μέ δοξολογία στόν Ναό.
Ἀφοῦ δέ ὁ Θεός εἶναι δίκαιος Κριτής καί δικαιώνει τούς δικαίους, γι᾽
αὐτό, λέγει παρακάτω ὁ ψαλμός μας, γίνεται «καταφυγή τῷ πένητι, βοηθός
ἐν εὐκαιρίαις, ἐν θλίψεσιν» (στίχ. 10). Ὅλοι οἱ ἀδικούμενοι καί οἱ θλιβό-
μενοι καταφεύγουν σ᾽ Αὐτόν καί ὁ Κύριος δέν τούς ἐγκαταλείπει. Ἀλλά,
41
Ψαλμός 9
γιά νά δώσει ὁ Θεός τήν βοήθειά Του στόν ἄνθρωπο, αὐτό προϋποθέτει ὁ
ἄνθρωπος νά τήν ζητήσει· γι᾽ Αὐτό καί λέγει ὁ ψαλμός μας στόν Θεό ὅτι
«οὐκ ἐγκατέλιπες τούς ἐκζητοῦντάς Σε, Κύριε» (στίχ. 11).
4. Καί τώρα ὁ ψαλμός μας γίνεται παραινετικός. «Ἀπό τῆς προσευχῆς
εἰς παραίνεσιν τρέπει τόν λόγον ὁ προφήτης», λέγει ὁ Χρυσόστομος. Ὁ ψαλ-
μωδός τώρα ἀπευθύνεται σέ ὅλους τούς Ἰσραηλῖτες καί τούς λέγει: «Ψά-
λατε τῷ Κυρίῳ τῷ κατοικοῦντι ἐν Σιών, ἀναγγείλατε ἐν τοῖς ἔθνεσι τά
ἐπιτηδεύματα αὐτοῦ» (στίχ. 12). Ὅπως αὐτός ὁ ποιητής ψάλλει τώρα καί
δοξολογεῖ τόν Θεό, θέλει καί ἄλλοι μαζί του νά δοξολογήσουν τόν Θεό,
«τόν κατοικοῦντα ἐν Σιών», λέγει. Γιατί στήν Σιών; Τήν Σιών ἐξέλεξε ὁ
Θεός εἰς κατοικίαν Ἑαυτῷ καί ἀπό ἐκεῖ ἀποστέλλει τήν βοήθειά Του, ἀλλά
καί διότι, ὅπως λέγει ὁ προφήτης Ἡσαΐας, «ἐκ Σιών ἐξελεύσεται νόμος καί
λόγος Κυρίου ἐξ Ἱερουσαλήμ» (2,3).
Ἀλλά γιατί οἱ Ἰσραηλῖτες νά δοξολογήσουν τόν Θεό; Γιατί ὁ Θεός ἀφοῦ
ἐτιμώρησε μέ ἧττα τούς ἐχθρούς τους, γεγονός πού τώρα ἑορτάζουν, ἀπέ-
δειξε ὅτι εἶναι ὁ ἀνώτατος «γκωέλ» τους, εἶναι δηλαδή ὁ πλησιέστερος
συγγενής τους. Παλαιότερα, τό αἷμα ἑνός φονευθέντος τό ἐκδικεῖτo ὁ στε-
νότερος συγγενής (Γεν. 4,10. 9,5. Δευτ. 19,6. Ἀριθμ. 35,12. Ἀποκ. 6,10).
Καί ὁ Θεός λέγεται ἐδῶ ἀπό τόν ποιητή τοῦ ψαλμοῦ ὅτι εἶναι ὁ ἐκδικητής
καί ἐκζητητής κάθε αἵματος πού χύθηκε ἀδίκως: «Ὁ ἐκζητῶν τά αἵματα
αὐτῶν ἐμνήσθη, οὐκ ἐπελάθετο τῆς κραυγῆς τῶν πενήτων» (στίχ. 13). Ὁ
Θεός λοιπόν ἀπεδείχθη ὁ πιό στενός συγγενής τοῦ Ἰσραήλ, γιατί ἐκδική-
θηκε τά αἵματα τοῦ λαοῦ Του, πού χύθηκαν ἀπό τούς ἐχθρούς του σέ πο-
λέμους ἐναντίον του. Μέ πολλή ὅμως θλίψη, ἀλλά καί πολλή εὐγνωμοσύνη
στόν Θεό, θυμᾶται ὁ ποιητής ὅλα τά κακά πού ἔπαθε ἀπό τόν ἐχθρό του,
τά ὁποῖα ὀνομάζει μέ τήν λέξη «ταπείνωση» (στίχ. 14), καί ἀπό τά ὁποῖα
κακά τόν ἔσωσε ὁ Θεός (στίχ. 14). – Παρατηροῦμε στόν ψαλμό μας ὅτι
ἀλλοῦ ὁμιλεῖ γιά ἕνα ἔχθρό, τόν ὁποῖο ἀποκαλεῖ καί «ἀσεβή» (στίχ. 4. 6.
7), καί ἀλλοῦ ὁμιλεῖ γιά πολλούς ἐχθρούς, γιά ἔθνη (στίχ. 6. 14. 16. 20).
Αὐτό πιθανόν λέγεται περί τῶν συμμάχων ἐχθρῶν τοῦ ἑνός, τοῦ κυρίου
ἐχθροῦ. Ἤ, ἀπό τήν τωρινή νίκη του κατά τοῦ ἑνός ἐχθροῦ του ὁ ποιητής
Δαβίδ θυμᾶται καί παρόμοιες προηγούμενες νίκες κατά ἄλλων ἐχθρῶν τοῦ
κράτους του καί ὁμιλεῖ λοιπόν γενικῶς περί ἐχθρῶν.
5. Γιά τούς ἐχθρούς τοῦ ἔθνους του, λέγει στό τέλος τοῦ Α´ ἐδῶ μέρους
τοῦ ψαλμοῦ του ὁ βασιλεύς Δαυίδ ὅτι ἔσκαψαν βαθύ λάκκο μέ λάσπη
(«διαφθορά») γιά νά θάψουν βέβαια ἐκεῖ τόν Ἰσραήλ, ἀλλά βούλιαξαν
αὐτοί ἐκεῖ («ἐνεπάγησαν ἔθνη ἐν διαφθορᾷ ᾗ ἐποίησαν», στίχ. 16α). Καί οἱ
ἐχθροί πάλι τοῦ Ἰσραήλ ἔστησαν παγίδα ἐναντίον του, ἀλλά σ᾽ αὐτήν τήν
παγίδα πιάστηκαν αὐτοί οἱ ἴδιοι («ἐν παγίδι ταύτῃ ᾗ ἔκρυψαν συνελήφθη ὁ
42
Ψαλμός 9
πούς αὐτῶν», στίχ. 16β). Γιά τά ἔθνη δέ, πού προξένησαν τόσα κακά στό
δικό του ἔθνος, πού εἶναι ἔθνη ἁμαρτωλά, ζῶντα μακρυά ἀπό τόν Θεό («τά
ἐπιλανθανόμενα τοῦ Θεοῦ»), ὁ ψαλμωδός εὔχεται νά ἐπιστρέψουν στόν ἅδη
(«ἀποστραφήτωσαν εἰς τόν ᾅδην», στίχ. 18), σάν νά λέγει ὅτι γεννήθηκαν
ἀπό τόν ἅδη καί ἄς ἐπιστρέψουν λοιπόν στόν τόπο τῆς καταγωγῆς τους!
Ὅπως ὁ Ἀδάμ, πού πλάστηκε ἀπό τήν γῆ καταδικάστηκε γιά τήν ἁμαρτία
του νά ἐπιστρέψει στήν γῆ (Γεν. 3,19), ἔτσι καί τά ἀσεβῆ ἔθνη, τά γεννή-
ματα τοῦ ἅδου («Σεώλ»), ἄς ἔχουν τόν ἅδη ὡς τελική τους θέση. Κλείνει
ὅμως τό πρῶτο αὐτό μέρος τοῦ ψαλμοῦ του ὁ φωτισμένος ποιητής μας μέ
τήν εὐχή νά δώσει ὁ Θεός καί σ᾽ αὐτά τά ἔθνη νομοθέτην, γιά νά ἀποκτή-
σουν καί αὐτά θεογνωσία: «Κατάστησον, Κύριε, νομοθέτην ἐπ᾽ αὐτούς, γνώ-
τωσαν ἔθνη ὅτι ἄνθρωποί εἰσιν» (στίχ. 21).
6. Ἐρχόμαστε τώρα στό Β´ μέρος τοῦ ψαλμοῦ μας, πού στό Ἑβραϊκό
κείμενο ἀριθμεῖται ὡς 10ος ψαλμός. Τό Α´ μέρος τοῦ 9ου ψαλμοῦ ἦταν
μιά εὐχαριστία στόν Θεό τοῦ βασιλιᾶ Δαυίδ γιά μία νικηφόρο νίκη κατά
ἑνός ἐχθροῦ. Στό Β´ ὅμως μέρος του ὁ ψαλμός ἀλλάζει ἀτμόσφαιρα, γιατί
ὁμιλεῖ γιά κάποιον κακό ἄνθρωπο ἤ καί γιά πολλούς κακούς ἀνθρώπους.
Καί στρέφεται λοιπόν ὁ Δαυίδ στό ὑπόλοιπο ἐδῶ μέρος τοῦ ψαλμοῦ ἐναν-
τίον αὐτῶν τῶν κακοποιῶν, παρακαλῶντας τόν Θεό νά τούς τιμωρήσει ἤ
νά τόν τιμωρήσει, ἄν πρόκειται γιά ἕνα μόνο ἄνθρωπο.
7. Ἡ ἑρμηνεία πού δίδεται εἶναι ὅτι ὁ Δαυίδ μετά τήν εὐχαριστία του πρός
τόν Θεό γιά τόν νικηφόρο ἀγώνα του κατά τοῦ ἐχθροῦ στράφηκε πρός τό
δικό του κράτος, τό ὁποῖος ἔβλεπε ὅτι καταρρέει, γιατί ὑπῆρχαν σ᾽ αὐτό
κακοί πολῖτες. Καί μάλιστα ἕνας ἀπ᾽ αὐτούς, τόν ὁποῖο παριστάνει μέ πολύ
μελανές ἐκφράσεις καί εἰκόνες, εἶναι περισσότερο ἐπικίνδυνος ἀπό τούς
ἄλλους. Πιθανόν αὐτός νά ἦταν καταπιεστής τῶν πολιτῶν καί νά εἶχε καί
ὁμάδα ἀνθρώπων πού τόν ὑποστήριζαν καί συνέπρατταν μαζί του.
Τό τμῆμα λοιπόν αὐτό τοῦ ψαλμοῦ μας δίνει μία περιγραφή τῶν ἀσεβῶν
καί κακοποιῶν ἀνθρώπων. Δίνει γενικά ὅλα τά χαρακτηριστικά τους. Κατά
πρῶτον οἱ ἀσεβεῖς κομπάζουν καί ὑπερηφανεύονται: «Ἐν τῷ ὑπερηφανεύε-
σθαι τόν ἀσεβῆ», λέγει ὁ ψαλμωδός μας (στίχ. 23). Τά ὑπερήφανα δέ λόγια
τῶν ἀσεβῶν γιά τόν ἑαυτό τους, εἶναι προσβλητικά κατά τῶν ἄλλων, τῶν
ἁπλῶν καί τῶν πτωχῶν ἀνθρώπων, καί τούς πληγώνουν. Τούς «καῖνε». Γι᾽
αὐτό καί λέει ὁ ποιητής μας «ἐν τῷ ὑπερηφανεύεσθαι τόν ἀσεβῆ ἐμπυρίζεται
ὁ πτωχός» (στίχ. 23).
Ὄχι ὅμως μόνον κατά τῶν πτωχῶν καί ταπεινῶν ἀνθρώπων ἐκφρά-
ζονται οἱ ἀσεβεῖς, ἀλλά στρέφονται καί ἐναντίον τοῦ Θεοῦ. Δέν ἔχουν
αὐτοί Θεό μέσα τους. Καθαρά τό λέγει αὐτό ἐδῶ ὁ ψαλμός μας: «Οὐκ
ἔστιν ὁ Θεός ἐνώπιον αὐτοῦ» (στίχ. 25), τοῦ ἀσεβοῦς, δηλαδή. Πραγμα-
43
Ψαλμός 9
τικά ὁ ἀσεβής ἄνθρωπος καταρρίπτει ἀπό τήν καρδιά του τόν Θεό καί
θεοποιεῖ τόν ἑαυτό του, τόν ὁποῖο παραδέχεται πάντα ὡς σταθερό καί ὡς
παντοδύναμο. Ἔτσι καί ὁ ἀσεβής τοῦ ψαλμοῦ μας «εἶπεν ἐν τῇ καρδίᾳ
αὐτοῦ, οὐ μή σαλευθῶ ἀπό γενεᾶς εἰς γενεάν ἄνευ κακοῦ» (στίχ. 27). Θε-
ωροῦσε ἀσάλευτο καί αἰώνιο τόν ἑαυτό του. Ἀπάτη καί θράσος!... Καί
ὄχι μόνον αὐτό, ἀλλά ὁ ἀσεβής παριστάνει τόν Θεό ὡς ἀδύναμο γιά νά
τόν τιμωρήσει, ἔστω καί ἄν εἶναι ὀργισμένος ἐναντίον του. «Κατά τό
πλῆθος τῆς ὀργῆς αὐτοῦ οὐκ ἐκζητήσει» ὁ Θεός αὐτόν, λέγει (στίχ. 25).
Καί τήν μακροθυμία τοῦ Θεοῦ, γιά τήν ὁποία δέν τόν ἔχει τιμωρήσει
ἀκόμη, ὁ ἀσεβής αὐτός τήν περιπαίζει καί λέγει εἰρωνικά ὅτι λησμονάει
ὁ Θεός. «Εἶπε γάρ ἐν καρδίᾳ αὐτοῦ· ἐπιλέλησται ὁ Θεός» (στίχ. 32). Ὅμως,
ὅπως τό καταλαβαίνουμε, ἡ ἀναίδεια καί ἡ βλασφημία αὐτή τοῦ ἀσεβοῦς
παροργίζει τόν Θεό, «παρώξυνε τόν Κύριον ὁ ἁμαρτωλός», ὅπως λέγει
ἐδῶ ὁ ψαλμός μας (στίχ. 25). «Ἕνεκεν τίνος παρώξυνεν ὁ ἀσεβής τόν
Θεόν;», ἐρωτᾶ πάλιν ὁ ψαλμωδός. Καί ἀπαντᾶ πάλι: Ἐπειδή ὁ ἀσεβής
«εἶπε ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ· οὐκ ἐκζητήσει» (στίχ. 34), ὅτι δέν μπορεῖ, δη-
λαδή, ὁ Θεός νά τόν εὕρει καί νά τόν τιμωρήσει.
Φρικτά ἀκόμη εἶναι τά λόγια τοῦ ἀσεβοῦς καί ἀναιδοῦς ἀνθρώπου τοῦ
ψαλμοῦ μας. Τά λόγια του εἶναι δόλια, στάζουν πικρία, λέγουν κατάρες:
«Ἀρᾶς τό στόμα αὐτοῦ γέμει καί πικρίας καί δόλου, ὑπό τήν γλῶσσαν αὐτοῦ
κόπος καί πόνος» (στίχ. 28). Ἀκόμη δέ φρικτότερες εἶναι οἱ πράξεις του,
γιατί συμπράττει μέ ἄλλους πλούσιους καί ἰσχυρούς γιά νά καταφάγουν
τόν πτωχό καί τόν ἀδύνατο (στίχ. 29). Πραγματικά νά τόν καταφάγουν (!),
ὅπως τό λιοντάρι ἐπιτίθεται ὕπουλα καί κατατρώγει τά μικρά ζῶα. Ἔτσι
κάνει καί ὁ ἀσεβής, λέγει ὁ ποιητής μας: «Ἐνεδρεύει ἐν ἀποκρύφῳ ὡς λέων
ἐν τῇ μάνδρᾳ αὐτοῦ, ἐνεδρεύει τοῦ ἁρπάσαι πτωχόν, ἁρπάσαι πτωχόν ἐν τῷ
ἑλκύσαι αὐτόν» (στίχ. 30), στήν φωλιά του νά τόν ἑλκύσει, γιά νά τόν κα-
ταφάγει!...
8. Ἀπό τήν παραπάνω περιγραφή τοῦ ἀσεβοῦς φαίνεται ὅτι αὐτός εἶναι
λίαν ἐπικίνδυνος γιά τό ἔθνος, γιατί παριστάνεται ὅτι ἔχει καί δύναμη νά
διοργανώνει παράταξη μέ ἄλλους κακοποιούς (στίχ. 29) καί νά προσβάλλει
ὁμαδικά καί ὀργανωμένα τιμίους ἀνθρώπους στήν κοινωνία (βλ. 29-30).
Πρόκειται, δηλαδή, περί κοινωνικοῦ κακοῦ, γιά τό ὁποῖο ὁ συνθέτης τοῦ
ψαλμοῦ μας, ὁ βασιλεύς Δαυίδ, δέν μπορεῖ νά εἶναι ἀδιάφορος. Καί δέν
εἶναι ἀδιάφορος, ὅπως φαίνεται ἀπό τήν ταραχή του στό τμῆμα αὐτό τοῦ
ψαλμοῦ μας (στίχ. 22-39), παρά τήν χαρά του γιά τήν νίκη του κατά τοῦ
ἐχθροῦ πού κατήγαγε, ὅπως εἴδαμε στό Α´ τμῆμα τοῦ ψαλμοῦ (στίχ. 1-21).
Κατ᾽ ἀρχήν ὁ ψαλμωδός μας ἐδῶ εὔχεται ἀπό μόνος του νά ὑποστεῖ
αὐτός, ὁ ἀσεβής δηλαδή κακοποιός, τά κακά πού σκοπεύει νά κάνει στούς
44
Ψαλμός 10
ἀνθρώπους τοῦ συνόλου, νά πιαστεῖ αὐτός ὁ ἴδιος στίς παγίδες πού στήνει
γιά νά συλλάβει τούς πτωχούς καί ἀδυνάτους: «Ἐν τῇ παγίδι αὐτοῦ ταπει-
νώσει (ὁ Θεός) αὐτόν, κύψει καί πεσεῖται ἐν τῷ αὐτόν κατακυριεῦσαι τῶν
πενήτων» (στίχ. 31) εὔχεται ὁ ποιητής μας.
Ἔπειτα ὅμως, ἀκόμη περισσότερο, ὁ ποιητής μας ἐδῶ προσεύχεται στόν
Θεό καί Τόν παρακαλεῖ, χάριν τῶν πτωχῶν καί τῶν πενήτων, πού καταφεύ-
γουν σ᾽ Αὐτόν γιά βοήθεια (στίχ. 35), νά συντρίψει τήν δύναμη τοῦ κακο-
ποιοῦ ἀνθρώπου, γιά τόν ὁποῖο μίλησε (στίχ. 36). «Σύντριψον – λέγει στόν
Θεό – τόν βραχίονα τοῦ ἁμαρτωλοῦ καί πονηροῦ» (στίχ. 36). Μιά περισσό-
τερη καθυστέρηση τοῦ Θεοῦ θά φανεῖ ὅτι Αὐτός λησμόνησε τούς πτωχούς
καί τούς πένητες, τούς ὁποίους καταδυναστεύει καί ταλαιπωρεῖ ὁ ἀσεβής καί
κακοποιός τῆς κοινωνίας. Γι᾽ αὐτό καί λέγει ὁ ποιητής μας στόν Θεό: «Ἀνά-
στηθι, Κύριε ὁ Θεός – σάν νά «κοιμᾶται» δηλαδή ὁ Θεός, λόγῳ τῆς μακρο-
θυμίας Του – ὑψωθήτω ἡ χείρ σου, μή ἐπιλάθῃ τῶν πενήτων» (στίχ. 33).
Ἔτσι θά φανεῖ ὅτι ὁ Θεός «τήν ἐπιθυμίαν τῶν πενήτων εἰσήκουσε, τήν
ἑτοιμασίαν τῆς καρδίας αὐτῶν προσέσχε τό οὗς Του» (στίχ. 38) καί ὅτι δέν
βασιλεύουν πιά οἱ κακοί, ἀλλά «βασιλεύσει Κύριος εἰς τόν αἰῶνα καί εἰς
τόν αἰῶνα τοῦ αἰῶνος» (στίχ. 37). Ἀκόμη, μέ τήν συντριβή τοῦ ἀσεβοῦς
τοῦ ψαλμοῦ μας, «οὐ μή προσθῇ ἔτι μεγαλαυχεῖν ἄνθρωπος ἐπί τῆς γῆς»
(στίχ. 39). Θά μάθουν δηλαδή ὅλοι οἱ ἀσεβεῖς νά μή σηκώνουν κεφάλι
ἐπαιρόμενοι κατά τοῦ Θεοῦ καί κατά τῶν εὐσεβῶν ἀνθρώπων τοῦ Θεοῦ.
33
ΨΑΛΜΟΣ I´ 10
Ο ΑΠΤΟΗΤΟΣ
10,1 Ἐπὶ τῷ Κυρίῳ 10,1 Στόν Κύριο ἔχω τήν ἐμπιστοσύνη μου·
πέποιθα· πῶς ἐρεῖτε τῇ πῶς λέγετε στήν ψυχή μου,
ψυχῇ μου· μετανα- «Πέταξε σάν τό σπουργίτι στά βουνά,
στεύου ἐπὶ τὰ ὄρη ὡς
στρουθίον;
2 ὅτι ἰδοὺ οἱ ἁμαρτω- 2 γιατί, νά, οἱ ἁμαρτωλοί (διῶκτες σου)
45
Ψαλμός 10
Γιατί οἱ ἐχθροί του, τοῦ λέγουν, εἶναι δυνατότεροι ἀπ᾽ αὐτόν. Εἶναι ὁπλισμέ-
νοι ἐναντίον του («ἐνέτειναν τόξον, ἡτοίμασαν βέλη εἰς φαρέτραν», στίχ. 2).
Ἤδη τοῦ τά γκρέμισαν ὅλα, ὅλα ὅσα ἔκανε, καί τώρα τί ἄλλο μπορεῖ νά
κάνει αὐτός, ἀπό τό νά φύγει («ὅτι ἅ σύ κατηρτίσω αὐτοί καθεῖλον, ὁ δέ δί-
καιος τί ἐποίησεν;», στίχ. 3);
2. Σ᾽ αὐτά τά μικρόψυχα λόγια τῶν φίλων του ὁ ποιητής ἀπαντᾶ ὅτι ἔχει
πίστη στόν Θεό, ὁ Ὁποῖος δέν εἶναι μόνο ψηλά καί μακρυά, πάνω στόν
οὐρανό («Κύριος ἐν τῷ οὐρανῷ ὁ θρόνος αὐτοῦ», στίχ. 4), ἀλλά εἶναι καί
πολύ κοντά μας: Κατοικεῖ στόν ἅγιο Ναό του· «Κύριος ἐν τῷ ναῷ τῷ ἁγίῳ
αὐτοῦ» (στίχ. 4)! Ἑπομένως θά καταφύγει στόν Ναό, θά προσευχηθεῖ καί θά
τόν βοηθήσει ὁ Θεός. Πιστεύει δέ ἀπόλυτα ὁ ποιητής μας στήν βοήθεια τοῦ
Θεοῦ, γιατί ὁ Θεός ἐπιβλέπει μέ εὐμένεια στόν «πένητα», στόν καταδιωκό-
μενο δηλαδή, καί στόν ταπεινό ἄνθρωπο («οἱ ὀφθαλμοί αὐτοῦ εἰς τόν πένητα
ἀποβλέπουσι», στίχ. 4). Καί τέτοιος εἶναι ὁ ποιητής μας. Ὁ Θεός εἶναι ἀπό-
λυτα δίκαιος καί θά ἀποδώσει δικαιοσύνη μεταξύ τοῦ εὐσεβοῦς ποιητοῦ μας
καί τῶν ἀσεβῶν καταδιωκτῶν του («Κύριος ἐξετάζει τόν δίκαιον καί τόν
ἀσεβῆ», στίχ. 5· «ὅτι δίκαιος Κύριος καί δικαιοσύνας ἠγάπησεν, εὐθύτητα εἶδε
τό πρόσωπον αὐτοῦ», στίχ. 7). Ὁπωσδήποτε θά τιμωρηθοῦν οἱ ἁμαρτωλοί.
Ὁ Θεός θά ἐκσπάσει κρίση ἐναντίον τους. Καί ἡ κρίση αὐτή, γιά νά φανεῖ
ὅτι θά εἶναι δυνατή, παριστάνεται ὅτι θά συνοδεύεται ἀπό φοβερά σημεῖα.
Θά εἶναι σάν νά ἐκρήγνυται ἡφαίστειο: «Ἐπιβρέξει ἐπί ἁμαρτωλούς ἄνθρακας
(ἀντί “παγίδας”, πού ἔχει λανθασμένως τό κείμενο), πῦρ καί θεῖον καί πνεῦμα
καταιγίδος» (στίχ. 6). «Πνεῦμα καταιγίδος», πού λέγει ἐδῶ τό χωρίο μας, εἶναι
ὁ ἄνεμος πού ἔρχεται μετά τήν ἔκρηξη τοῦ ἡφαιστείου, ὁ ὁποῖος ὅλα τά μα-
ραίνει καί τά καταστρέφει.
3. Τό μήνυμα καί τό δίδαγμα τοῦ ψαλμοῦ εἶναι, ὅταν μᾶς συμβαίνει μία
κρίση, μιά συκοφαντία καί καταδίωξη ἐχθρῶν, ἤ κάποιο ἄλλο κακό, νά μήν
τά «χάνουμε», ὅπως λέμε· νά μήν λιποψυχοῦμε, ἀλλά, μέ σταθερή πίστη, νά
καταφεύγουμε στόν Θεό μας καί νά ζητοῦμε ἀπ᾽ Αὐτόν τήν βοήθειά Του καί
τήν δικαιωσή μας.
47
Ψαλμός 11
ΨΑΛΜΟΣ IA´ 11
48
Ψαλμός 11
1. Στόν παρόντα ψαλμό δέν φαίνεται ἀπό τήν ἀρχή τό θέμα του, γιατί
δέν καταλαβαίνουμε ποιός εἶναι αὐτός πού μιλάει καί γιατί. Ὅμως, ἀπό
τόν στίχ. 6, ὅπου μιλάει ὁ Θεός καί λέγει γιά τήν ταλαιπωρία τῶν πτωχῶν
καί τῶν ἀδυνάτων («ἀπό τῆς ταλαιπωρίας τῶν πτωχῶν καί ἀπό τοῦ στεναγ-
μοῦ τῶν πενήτων»), καταλαβαίνουμε ὅτι στήν ἀρχή τοῦ ψαλμοῦ μας ὁμιλεῖ
κάποιος ἀντιπρόσωπος τῶν πτωχῶν ἀνθρώπων. Ὁμιλεῖ καί λέγει ἐναντίον
τῶν ἀρχόντων τῆς ἐποχῆς του, οἱ ὁποῖοι, ὅπως συμβαίνει συνήθως, κατα-
πίεζαν τούς πτωχούς πολίτες καί τούς ἐκμεταλλεύονταν μέ τίς ἀδικίες πού
ἔκαναν ἐναντίον τους. Καί οἱ πτωχοί καί καταπιεζόμενοι αὐτοί ταλαίπωροι
ἄνθρωποι, κατέφυγαν στόν Θεό καί, διά κάποιου ἀντιπροσώπου τους, τοῦ
εἶπαν, «σῶσόν με, Κύριε» (στίχ. 2). Πιστεύουν ὅτι ὁ Θεός μόνο μπορεῖ νά
τούς δικαιώσει καί Αὐτός μόνο μπορεῖ νά ἀποκαταστήσει τήν ἠθική τάξη
καί τήν κοινωνική δικαιοσύνη.
2. Ὁμιλοῦντες γιά τούς ἄρχοντές τους οἱ πτωχοί, τούς ὁποίους ὀνομά-
ζουν τιμητικά «υἱούς τῶν ἀνθρώπων» (στίχ. 2), λέγουν γι᾽ αὐτούς πρῶτον,
ὅτι «ἐκλέλοιπεν ὅσιος» καί δεύτερον, λέγουν ὅτι «ὠλιγώθησαν αἱ ἀλήθειαι»
ἀπ᾽ αὐτούς (στίχ. 2). Συνήθως οἱ ἑρμηνευτές μέ μικρή διόρθωση στό
Ἑβραϊκό κείμενο τό «ἐκλέλοιπεν ὅσιος» τό κάνουν νά λέγει «ἐκλέλοιπε ἡ
ἀγάπη». Ἔτσι οἱ ἄρχοντες, ὅπως παραπονοῦνται ἐδῶ οἱ πτωχοί γι᾽ αὐτούς,
δέν ἔχουν ἀγάπη οὔτε ἀλήθεια. Μέ τήν λέξη «ἀλήθεια» θά νοήσουμε τήν
εἰλικρίνεια, τήν ἐμπιστοσύνη, τήν κοινωνική ἀλληλεγύη. Καί συνεχίζοντας
ὁ ποιητής μας τόν λόγο περί τῶν ἀρχόντων λέγει ὅτι «μάταια ἐλάλησεν ἕκα-
στος πρός τόν πλησίον αὐτοῦ» (στίχ. 3). Ὁ καθένας ἀπ᾽ αὐτούς, δηλαδή,
λέει «μάταια», ἀνυπόστατα, ψευδῆ πράγματα. Καί ὅταν οἱ ἄρχοντες εἶναι
ψεῦτες, τότε στήν κοινωνία δέν ἐπικρατεῖ ἡ εἰλικρίνεια καί ἡ ἀλληλεγγύη.
Τότε «οἱ πάντες τούς πάντας ἀπατοῦν καί οἱ πάντες τούς πάντας ὑποπτεύον-
49
Ψαλμός 11
ται. Τοιαύτη κοινωνία δέν δύναται ἐπί μακρόν νά σταθῇ» (Βέλλας)! Πο-
νηροί δέ ὄντες οἱ ἄρχοντες παρουσιάζουν τό ψέμα τους ἐξωτερικά μέ καλό
τρόπο, ὥστε νά μήν γίνουν ἀντιληπτοί. Αὐτό θέλει νά πεῖ παρακάτω ὁ στί-
χος μας λέγοντας «χείλη δόλια ἐν καρδίᾳ καί ἐν καρδίᾳ ἐλάλησαν» (στίχ.
3β). Μάλιστα στό Ἑβραϊκό κείμενο τό ἡμιστίχιο αὐτό ἀποδίδεται πιό
ἐκφραστικά, γιατί λέγει: «Ὁμιλοῦν (οἱ ἄρχοντες) μέ ὡραῖα χείλη, ἀλλά μέ
διπλῆ καρδιά». Καί ὁ Χρυσόστομος σχολιάζει σύντομα: «Πολλή διπλότης
αὐτῶν ἐν καρδίᾳ» (MPG 55,145). Διπρόσωποι καί δόλιοι ἄνθρωποι!
3. Αὐτοί οἱ ἄρχηστοι ἄρχοντες, ἀφοῦ μέ ἀπάτη καί δόλια μέσα καί μέ
ἐκμετάλλευση ἀπέκτησαν δύναμη καί πλοῦτο, ἔγιναν ὑπερήφανοι καί ἀλα-
ζόνες. Μέθυσαν! Καί στήν μέθη τῆς ἀλαζονείας τους στρέφονται καί ἐναν-
τίον τοῦ Θεοῦ. Γι᾽ αὐτό καί ὁ ποιητής μας θέλει τήν ἐξολόθρευσή τους καί
λέγει: «Ἐξολοθρεύσει Κύριος πάντα τά χείλη τά δόλια καί γλῶσσαν μεγα-
λορρήμονα» (στίχ. 4).
Αὐτήν δέ τήν κατά τοῦ Θεοῦ ἀλαζονεία τῶν ἀρχόντων θέλοντας νά στη-
λιτεύσει ὁ ποιητής μας μᾶς ἀναφέρει τά ἴδια τους τά λόγια· ἔλεγαν: «Μέ
τήν γλῶσσα μας ἐγίναμε (ἤ θά γίνουμε) μεγάλοι καί δυνατοί («μεγαλυ-
νοῦμεν»)· τά χείλη μας εἶναι δικά μας, γιά νά λέγουμε ὅ,τι θέλουμε. Ποιός
μπορεῖ νά γίνει κύριος, ἀνώτερος ἀπό μᾶς;» (στίχ. 5). Κανένας, οὔτε αὐτός
ὁ Θεός!... Καί ὁ Χρυσόστομος λέγει ὡραῖα: «Μαινομένων καί παραφρόνων
τά ρήματα» (MPG 55,146)!
4. Τελειώνει ἐδῶ ὁ ποιητής μας τόν λόγο του κατά τῶν ἐκμεταλλευτῶν
καί ἀδίκων ἀρχόντων καί περιμένουμε τώρα μέ ἀγωνία νά ἀκούσουμε τήν
ἀπάντηση τοῦ Θεοῦ στήν προσευχή τῶν πενήτων. Ἡ ἀπάντηση, πού δίνεται
ἀπό κάποιο ἱερέα ἤ προφήτη, ὡς ἀντιπρόσωπο τοῦ Θεοῦ, εἶναι παρήγορη:
Ὁ Θεός δέν εἶναι ἀδιάφορος στήν ταλαιπωρία τῶν πτωχῶν καί τόν στε-
ναγμό τῶν πενήτων καί τώρα θά ἐνεργήσει ὑπέρ αὐτῶν (στίχ. 6).
Ὁ Θεός ὑπόσχεται ὅτι θά φέρει τήν σωτηρία («θήσομαι ἐν σωτηρίᾳ»)
«στούς στενάζοντας» (στίχ. 6· ἔτσι πρέπει νά ἀναγνώσουμε στό Ἑβραϊκό
κείμενο τήν ἀντίστοιχο φράση τοῦ «παρρησιάσομαι ἐν αὐτῷ» = ὁμιλῶ μέ
παρρησία, μέ θάρρος καί ἐμπιστοσύνη). Ἡ ἀπάντηση αὐτή τοῦ Θεοῦ εἶναι
παρήγορη σέ ὅλους ὅσους κατά καιρούς στενάζουν κάτω ἀπό τήν ὠμή βία
καί ἀδικία τῶν ἀρχόντων.
5. Γεμάτοι χαρά καί παρηγορία οἱ πτωχοί καί ἀδικούμενοι πολίτες ἐγκω-
μιάζουν μέ χαρά τά παρήγορα λόγια τοῦ Θεοῦ καί τά χαρακτηρίζουν ἁγνά,
καθαρά, ὅπως ὁ ἄργυρος, πού περνάει ἀπό τήν φωτιά καί εἶναι ἑπτά φορές
καθαρισμένος (στίχ. 7). Τίποτε τό ψεύτικο καί τό δόλιο δέν ἔχουν τά λόγια
τοῦ Θεοῦ, ἀντίθετα μέ τό ψέμα καί τήν δολιότητα τῶν ἀρχόντων, γιά τούς
ὁποίους μίλησε ὁ ψαλμός μας. Στερεωμένοι τώρα στήν πίστη τους στά
50
Ψαλμός 12
λόγια τοῦ Θεοῦ οἱ πτωχοί καί οἱ πένητες λέγουν μέ βεβαιότητα ὅτι ὁ Θεός
θά τούς φυλάξει καί θά τούς διατηρήσει σώους καί ἀβλαβεῖς ἀπό τήν γενεά
τήν πονηρή, στήν ὁποία ζοῦν (στίχ. 8), ἔστω καί ἄν πολλοί ἀσεβεῖς τούς
περικυκλώνουν, ἔστω καί ἄν ἐπικρατεῖ μεγάλη διαφθορά μεταξύ τῶν
ἀνθρώπων (στίχ. 9).
ΨΑΛΜΟΣ IΒ´ 12
51
Ψαλμός 12
χαρά, τοῦ δίνει ἀγαλλίαμα. Γι᾽ αὐτό καί ἀμέσως παρακάτω λέγει: «Ἀγαλ-
λιάσεται ἡ καρδία μου ἐν τῷ σωτηρίῳ σου» (στίχ.6). Εὐγνώμων δέ ὁ ποιητής
μας γιά τήν σωτηρία πού θά τοῦ δώσει ὁ Θεός ὑπόσχεται ὅτι θά Τόν ὑμνεῖ
καί θά Τόν δοξάζει. «῎Ασω τῷ Κυρίῳ τῶ εὐεργετήσαντί με καί ψαλῶ τῷ ὀνό-
ματι Κυρίου τοῦ Ὑψίστου» (στίχ. 6), λέγει.
ΨΑΛΜΟΣ IΓ´ 13
53
Ψαλμός 13
ταῖς ὁδοῖς αὐτῶν, καὶ δέν ἔχουν τόν φόβο τοῦ Θεοῦ ἐνώπιόν τους.
ὁδὸν εἰρήνης οὐκ ἔγνω-
σαν· οὐκ ἔστι φόβος
Θεοῦ ἀπέναντι τῶν ὀ-
φθαλμῶν αὐτῶν.
4 Οὐχὶ γνώσονται πάν- 4 Δέν θά ἀποκτήσουν νόηση
τες οἱ ἐργαζόμενοι τὴν ὅσοι πράττουν ἀνομίες;
ἀνομίαν; Οἱ ἐσθίοντες Αὐτοί πού κατατρώγουν
τὸν λαόν μου βρώσει τόν λαό μου σάν ψωμί,
ἄρτου τὸν Κύριον οὐκ δέν ἐπικαλοῦνται τόν Θεό.
ἐπεκαλέσαντο.
5 Ἐκεῖ ἐδειλίασαν φό- 5 Δειλίασαν ἀπό φόβο
βῳ, οὗ οὐκ ἦν φόβος, ἐκεῖ πού δέν ὑπάρχει φόβος,
ὅτι ὁ Θεὸς ἐν γενεᾷ δι- γιατί ὁ Θεός εἶναι μέ τήν γενεά τῶν δικαίων.
καίᾳ.
6 Βουλὴν πτωχοῦ κατῃ- 6 Τήν ἐπιθυμία τοῦ πτωχοῦ
σχύνατε, ὁ δὲ Κύριος τήν καταφρονήσατε,
ἐλπὶς αὐτοῦ ἐστι. ἀλλ᾽ αὐτός ἔχει τήν ἐλπίδα του στόν Κύριο.
7 Τίς δώσει ἐκ Σιὼν τὸ 7 Ποιός θά δώσει ἀπό τήν Σιών
σωτήριον τοῦ ᾿Ισραήλ; τήν σωτηρία στό Ἰσραήλ;
Ἐν τῷ ἐπιστρέψαι Ὅταν ὁ Κύριος θά φέρει πίσω
Κύριον τὴν αἰχμαλω- τόν αἰχμάλωτο λαό Του,
σίαν τοῦ λαοῦ αὐτοῦ (τότε) θά ἀγαλλιάσει ὁ Ἰακώβ
ἀγαλλιάσεται ᾿Ιακὼβ καί θά εὐφρανθεῖ ὁ Ἰσραήλ.
καὶ εὐφρανθήσεται ᾿Ισ-
ραήλ.
1. Ὁ ψαλμός μας μιλάει γιά ἕναν ἄθεο ἄνθρωπο, πού στήν καρδιά του
πρῶτα, μυστικά, ἀλλά καί φανερά ἔπειτα, διακήρυξε ὅτι δέν ὑπάρχει Θεός.
«Εἶπεν ἄφρων ἐν καρδίᾳ αὐτοῦ· οὐκ ἔστι Θεός» (στίχ. 1)!... Τό σύνθημα τοῦ
ἀνθρώπου αὐτοῦ φαίνεται ὅτι ἐπηρέασε τήν κοινωνία, γιατί στήν συνέχεια
ὁ ποιητής μας παρουσιάζει μία κοινωνία στά «κακά της χάλια»!... Ἔτσι
εἶναι! Γιά ἕναν πού δέν ὑπάρχει Θεός ὅλα ἐπιτρέπονται! Καί οἱ ἀνηθικό-
τητες καί οἱ φόνοι καί οἱ ἀπάτες, ὅλα ἐπιτρέπονται στήν ἄθεη κοινωνία.
Γι᾽ αὐτό καί παρακάτω λέγει ὁ Ψαλμωδός μας περί τῶν πολιτῶν τῆς ἀθέου
κοινωνίας: «Διεφθάρησαν καί ἐβδελύχθησαν ἐν ἐπιτηδεύμασιν· οὐκ ἔστι
ποιῶν χρηστότητα, οὐκ ἔστιν ἕως ἑνός» (στίχ. 1) Καί στήν συνέχεια λέγει ὁ
Ψαλμωδός μας πιό χτυπητές ἐκφράσεις χαρακτηρίζοντας τούς ἀνθρώπους
μιᾶς ἄθεης κοινωνίας. Λέγει δηλαδή γι᾽ αὐτούς ὅτι «ὅλοι τους παρεξέκλι-
54
Ψαλμός 13
55
Ψαλμός 14
«ἐκεῖ ἐδειλίασαν φόβον, οὗ οὐκ ἦν φόβος» (στίχ. 5)! Ὅλη ἡ ταλαιπωρία καί
ἡ ἀθλιότητα τῶν ἀθέων ἑρμηνεύεται, ὅπως λέγει ὁ ψαλμωδός μας, ἀπό τό
ὅτι αὐτοί ἀποκόπηκαν ἀπό τόν Θεό καί δέν προσεύχονται σ᾽ Αὐτόν: «Τόν
Κύριον οὐκ ἐπεκαλέσαντο» (στίχ 4β)· δέν ἔχουν τό γλυκό καί προστατευτικό
αἴσθημα τοῦ φόβου τοῦ Θεοῦ: «Οὐκ ἔστι φόβος Θεοῦ ἀπέναντι τῶν
ὀφθαλμῶν αὐτῶν» (στίχ. 3β).
4. Ὁ ψαλμωδός μας στρέφει τέλος τά βλέμματά του στόν εὐλογημένο
λαό τοῦ Θεοῦ, στά τέκνα τῆς Σιών, σ᾽ αὐτούς πού πάσχουν ἀπό τήν κακία
καί τήν καταδυνάστευση τῶν κακῶν ἐξουσιαστῶν. Γι᾽ αὐτό καί τελειώνει
τόν ψαλμό του μέ προσευχή ὑπέρ αὐτῶν· ὑπέρ ἀπαλλαγῆς τους ἀπό τά
δεινά καί ἀπελευθέρωσής τους ἀπό τήν αἰχμαλωσία καί ἐπιστροφῆς τους
στήν γλυκειά πατρίδα τους.
ΨΑΛΜΟΣ IΔ´ 14
Ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ.
56
Ψαλμός 14
λατρεύσει σωστά τόν Θεό στόν Ναό, πρέπει νά μήν δανείζει μέ τόκο (βλ.
ἐξ, 22,25. Λευιτ. 25,37. Ἰεζ. 18,8) καί κατά τήν ἀπονομή τοῦ δικαίου νά
μήν δωροδοκεῖται, πράγμα πού ἀποβαίνει ἐναντίον τῶν ἀθώων (στίχ. 5·
«δῶρα ἐπ᾽ ἀθώους οὐκ ἔλαβεν»).
3. Ἀσφαλῶς, ὅποιος ἔχει αὐτές τίς ἀρετές πού εἶπε παραπάνω ὁ Ψαλ-
μωδός μας, δηλαδή: ῞Οποιος ἔχει δικαιοσύνη καί φιλαλήθεια (στίχ. 2)·
ὅποιος δέν κατηγορεῖ καί δέν ὀνειδίζει κανένα (στίχ. 3) καί εἶναι φίλος τῶν
φίλων τοῦ Θεοῦ(!), φίλος τῶν εὐσεβῶν δηλαδή ἀνθρώπων, καί ἀπέχει ἀπό
τούς ἀσεβεῖς (στίχ. 4)· καί τέλος, ὅποιος δέν εἶναι ἐπίορκος καί δέν δανείζει
μέ τόκο, οὔτε δωροδοκεῖται γιά νά ἀδικήσει τόν δίκαιο (στίχ. 5), αὐτός θά
ἔχει μεγάλη εὐλογία ἀπό τόν Θεό, λέγει ὁ ἱερεύς στόν ἐρωτῶντα αὐτόν ἀπό
τήν ἀρχή εὐσεβῆ Ἰουδαῖο. Αὐτό θέλει νά πεῖ τό τέλος τοῦ ψαλμοῦ μας, «ὁ
ποιῶν ταῦτα οὐ σαλευθήσεται εἰς τόν αἰῶνα» (στίχ. 5).
4. Τό δίδαγμα τοῦ ψαλμοῦ μας, πού εἶναι ἕνα ὑψηλό κήρυγμα καί τῆς
Καινῆς Διαθήκης, εἶναι ὅτι ὁ ἄνθρωπος πλησιάζει καί εὐαρεστεῖ τόν Θεό
ὄχι μέ ἐξωτερικούς τύπους τῆς λατρείας, ἀλλά μέ τήν ἀρετή του, μέ τήν
τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Ἀληθινή λατρεία στόν Θεό εἶναι αὐτή πού
προσφέρεται ἀπό χέρια ὄχι γεμάτα μέ ὑλικές προσφορές, ἀλλά ἀπό χέρια
καθαρά ἀπό ἀδικίες καί δολιότητες. Αὐτό εἶναι τό κήρυγμα τῶν προφητῶν
τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τό κήρυγμα τό ὁποῖο μεταδίδει δυνατά καί ἠχηρά
ὁ μικρός μας 14ος ψαλμός τοῦ Ψαλτηρίου.
ΨΑΛΜΟΣ IΕ´ 15
Στηλογραφία τῷ Δαυΐδ.
15,1 Φύλαξόν με, 15,1 Φύλαξέ με, Κύριε, γιατί σέ Σένα ἤλπισα.
Κύριε, ὅτι ἐπὶ σοὶ ἤλ-
πισα.
2 Εἶπα τῷ Κυρίῳ· Κύ- 2 Εἶπα στόν Κύριο, «Ἐσύ εἶσαι ὁ Κύριός μου,
ριός μου εἶ σύ, ὅτι τῶν δέν ἔχεις ἀνάγκη ἀπό τά ἀγαθά μου».
ἀγαθῶν μου οὐ χρείαν
ἔχεις.
3 Τοῖς ἁγίοις τοῖς ἐν τῇ 3 Στούς ἁγίους τῆς γῆς Του
γῇ αὐτοῦ ἐθαυμάστω- ἔκανε θαυμαστά πράγματα ὁ Κύριος,
58
Ψαλμός 15
59
Ψαλμός 15
60
Ψαλμός 15
3. Ὅτι ὁ Θεός τοῦ Δαβίδ εἶναι ἀληθινός φαίνεται καί ἀπό τό ὅτι εἶναι
σωστοί καί ἀληθινοί ὅσοι Τόν λατρεύουν. Εἶναι ἅγιοι! Ἡ πίστη τοῦ Δαβίδ
βγάζει θαυμαστούς ἁγίους. «Τοῖς ἁγίοις τοῖς ἐν τῇ γῇ αὐτοῦ ἐθαυμάστωσεν
ὁ Κύριος» (στίχ. 3), λέγει ὁ Ψαλμός. Βέβαια καί οἱ ἅγιοι ἔχουν δυσκολίες
στήν ζωή τους καί αὐτοί ἔχουν ταλαιπωρίες καί ἀσθένειες· καί μάλιστα
λέγει ὁ ψαλμωδός μας ὅτι «ἐπληθύνθησαν αἱ ἀσθένειαι αὐτῶν». Ὅμως μέ
τήν ἁγιότητά τους τά ξεπερνᾶνε ὅλα γρήγορα. Γι᾽ αὐτό παρακάτω λέγει ὁ
ψαλμωδός «μετά ταῦτα ἐτάχυναν»· οἱ ἀρρώστιες «ἐτάχυναν» (στίχ. 4). Ξε-
περάστηκαν γρήγορα μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, γιατί «τοῖς ἁγίοις τῆς ἐν τῇ
γῇ αὐτοῦ ἐθαυμάστωσεν ὁ Κύριος» (στίχ. 3).
4. Ἀφοῦ λοιπόν ὁ Δαβίδ εἶναι πιστός στόν Θεό του, λέγει τώρα μέ στα-
θερότητα ὅτι ποτέ δέν θά πάει στίς συγκεντρώσεις τῶν ἀλλοθρήσκων καί
ποτέ δέν θά προσφέρει αἱματηρές θυσίες σ᾽ αὐτές: «Οὐ μή συναγάγω τάς
συναγωγάς αὐτῶν ἐξ αἱμάτων». Καί ἀκόμη περισσότερο, ποτέ δέν θά μο-
λύνει τά χείλη του λέγοντας τά ὀνόματα τῶν ψεύτικων θεῶν (στίχ. 4), ὅπως
τά ὀνόματα Καμώς, Μολώχ, Βάαλ καί Ἀστάρτη.
5. Παρακάτω στόν ψαλμό μας, ἀγαπητοί, ὁ Δαβίδ παριστάνεται ὡς πολύ
δεμένος μέ τόν Θεό, σάν ἱερέας Του. Καί ὅπως οἱ Λευῖτες τῆς Παλαιᾶς Δια-
θήκης ἔλαβαν ὡς κληρονομιά τους τόν Ἴδιο τόν Θεό καί ὄχι μερίδα γῆς
(βλ. Ἀριθμ. 18,20. Δευτ. 10,9), ἔτσι λέγει καί ὁ Δαβίδ γιά τόν ἑαυτό του.
Λέγει ὅτι «Κύριος μερίς τῆς κληρονομίας μου καί τοῦ ποτηρίου μου» (στίχ.
5). Αὐτή ἡ κληρονομία τοῦ μετρήθηκε («σχοινία ἐπέπεσέ με ἐν τοῖς κρατί-
στοις», στίχ. 6), κληρονομία, τήν ὁποία ἀμέσως παρακάτω τήν ὀνομάζει
«κράτιστη» (στίχ. 6). Ὑπέροχη, δηλαδή! Ἀσύγκριτη! Ναί, δέν ὑπάρχει τί-
ποτε ἀνώτερο καί τίποτε καλύτερο ἀπό τό νά εἶναι κάποιος πιστός καί ἀφιε-
ρωμένος στόν Θεό. Καί αὐτή ἡ κληρονομία, τό νά εἶσαι δηλαδή τοῦ Θεοῦ,
ἔχει καί «ποτήριον». Ἔτσι εἶπε παραπάνω ὁ Δαβίδ: «Κύριος μερίς τῆς κλη-
ρονομίας μου καί τοῦ ποτηρίου μου» (στίχ. 5). Ποιό εἶναι αὐτό τό «ποτή-
ριον»; Νομίζουμε ὅτι ἐδῶ ὁ ψαλμός μιλάει προφητικά γιά τήν θεία
Κοινωνία. Ναί, αὐτό εἶναι! Ὤ, αὐτό τό θεῖο Ποτήρι. «Τό Ποτήριόν Σου, ὦ
Θεέ, μεθύσκον μέ ὡσεί κράτιστον»!
6. Μετά ἀπό αὐτά ὁ Δαβίδ δίνει ἱερή ὑπόσχεση ὅτι τόν Θεό του, τόν
Γιαχβέ, δέν θά τόν ἀρνηθεῖ ποτέ. Ὑπόσχεται ὅτι «εὐλογήσω τόν Κύριον τόν
συνετίσαντά με» (στίχ. 7)! Θά δοξάζει, δηλαδή, πάντα τόν Θεό του, πού
τόν φώτισε νά Τόν γνωρίσει καί νά Τόν ἀγαπήσει καί νά πάρει αὐτή τήν
ἀπόφαση, τό νά εἶναι γιά πάντα πιστός σ᾽ Αὐτόν.
Πολύ τόν ἀγαπάει τόν Θεό του ὁ Δαβίδ. Ἀφοῦ λέγει ὅτι ὄχι μόνο τήν
ἡμέρα, ἀλλά καί τήν νύχτα ἀκόμη, ὅλο του τό «εἶναι» καί ὅλα του τά σω-
θικά σκέπτονται Αὐτόν: «Ἔτι δέ καί ἕως νυκτός ἐπαίδευσάν με οἱ νεφροί
61
Ψαλμός 16
μου» (στίχ. 7)! Τόν Θεό Του, λέγει παρακάτω ὁ Δαβίδ, τόν ἔχει σύντροφο,
διαρκῶς ἱστάμενο στό πλευρό του, στά δεξιά του. Καί ἔτσι νοιώθει σιγου-
ριά: «Προωρώμην τόν Κύριον ἐνώπιόν μου διαπαντός, ὅτι ἐκ δεξιῶν μού
ἐστιν, ἵνα μή σαλευθῶ» (στίχ. 8)!
7. Στό τέλος ὁ ψαλμός μᾶς παρουσιάζει τόν Δαβίδ νά χαίρεται καί νά
εὐφραίνεται καί νά σείεται ὁλόκληρος ἀπό χαρά (στίχ. 9) Ἡ χαρά του βέ-
βαια εἶναι γιά τόν Θεό του, ἕναν τόσο δυνατό καί ὑπέροχο Θεό, πού ἔχει.
Στήν χαρά του αὐτή συμμετέχει καί τό σῶμα του: «Ἔτι δέ καί ἡ σάρξ μου
κατασκηνώσει ἐπ᾽ ἐλπίδι» (στίχ. 9). «Ἐπ᾽ ἐλπίδι», λέγει, γιατί εἶναι βέβαιος
ὅτι ὁ Θεός του θά τοῦ εἶναι πιστός καί δέν θά τόν ἐγκαταλείψει ποτέ, οὔτε
στόν θάνατό του. Τό λέγει καθαρά παρακάτω: «Οὐκ ἐγκαταλείψεις τήν
ψυχήν μου εἰς ᾅδην, οὐδέ δώσεις τόν ὅσιόν σου ἰδεῖν διαφθορᾶν» (στίχ.
10). Τελικά λέγει ὁ ποιητής μας ὅτι ἡ ζωή μέ τόν Θεό ἔχει χαρές, ἔχει με-
γάλες χαρές, ἔχει «εὐφροσύνες» καί «τερπνότητες» (στίχ. 11). Ἄς χαιρό-
μαστε τίς χαρές τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ μας καί ἄς εἴμεθα πιστοί σ᾽ Αὐτόν
γιά πάντα.
ΨΑΛΜΟΣ IΣΤ´ 16
63
Ψαλμός 16
λέων ἕτοιμος εἰς θήραν πού εἶναι ἕτοιμο γιά τό θήραμά του
καὶ ὡσεὶ σκύμνος (νά τό φάγει)
οἰκῶν ἐν ἀποκρύφοις. καί σάν ἕνα νεαρό λιοντάρι,
πού ἐνεδρεύει σέ κρυφούς τόπους.
13 Ἀνάστηθι, Κύριε, 13 Σήκω, Κύριε, πρόφθασέ τους
πρόφθασον αὐτοὺς καὶ καί ἀνάτρεψέ τους.
ὑποσκέλισον αὐτούς, Σῶσε τήν ψυχή μου ἀπό τόν ἀσεβῆ·
ρῦσαι τὴν ψυχήν μου (σῶσε ἐμέ) τήν ρομφαία Σου
ἀπὸ ἀσεβοῦς, ρομφαίαν (τόν ἀγωνιστή Σου)
σου ἀπὸ ἐχθρῶν τῆς ἀπό ὅσους ἐχθρεύονται τήν ἐξουσία Σου.
χειρός σου.
14 Κύριε, ἀπὸ ὀλίγων 14 Κύριε, διαχώρησε τήν ζωή τῶν ἀσεβῶν
ἀπὸ γῆς διαμέρισον ἀπό τούς ὀλίγους τῆς γῆς (τούς εὐσεβεῖς).
αὐτοὺς ἐν τῇ ζωῇ αὐ- (Ἔχουν ἀμύθητους θησαυρούς)
τῶν, καὶ τῶν κεκρυμ- Καί ἀπό αὐτά πού ἔκρυψες
μένων σου ἐπλήσθη ἡ (στήν γῆ καί στίς θάλασσες)
γαστὴρ αὐτῶν, ἐχορ- γέμισε ἡ κοιλιά τους.
τάσθησαν υἱῶν*, καὶ Πλήθυναν ἀπό παιδιά,
ἀφῆκαν τὰ κατάλοιπα (ἔφαγαν αὐτά) καί ἀφῆκαν κατάλοιπα
τοῖς νηπίοις αὐτῶν. καί γιά τά ἐγγόνια τους.
15 Ἐγὼ δὲ ἐν δικαιο- 15 Ἀλλά ἐγώ, ἔχοντας ἀρετή,
σύνῃ ὀφθήσομαι τῷ θά ἐμφανισθῶ ἐνώπιόν Σου,
προσώπῳ σου, χορτα- θά γλυκαίνομαι βλέποντας τήν δόξα Σου.
σθήσομαι ἐν τῷ ὀφθῆ-
ναί μοι τὴν δόξαν σου.
λόγο Του. Καί γιά τόν λόγο τοῦ Θεοῦ ὁ ποιητής μας λέγει ὅτι «ἐφύλαξε
ὁδούς σκληράς» (στίχ. 4)! Δηλώνει δέ ὁ ψαλμωδός μας ὅτι καί στό μέλλον
ἔτσι θέλει νά πορεύεται, γι᾽ αὐτό καί παρακαλεῖ τόν Θεό λέγοντας, «κα-
τάρτισαι τά διαβήματά μου ἐν ταῖς τρίβοις σου, ὅπως μή σαλευθῶσι τά δια-
βήματά μου» (στίχ. 5)!
2. Ἔτσι, συκοφαντούμενος καί διωκόμενος ἄδικα ὁ ποιητής τοῦ ψαλμοῦ
μας καταφεύγει στόν Θεό καί τοῦ ζητάει νά τόν προφυλάξει ἀπό τό ἐχθρικό
του περιβάλλον. Τό κάνει δέ αὐτό, γιατί ὁ ποιητής ἐνθυμεῖται ὅτι καί ἄλλοτε
βρέθηκε σέ παρόμοια κατάσταση καί ἐπικαλέστηκε τόν Θεό καί Αὐτός τόν
βοήθησε («ἐγώ ἐκέκραξα, ὅτι ἐπήκουσάς μου, ὁ Θεός», στίχ. 6). Ἔτσι καί
τώρα καταφεύγει στόν Θεό, πού σώζει «τούς ἐλπίζοντας ἐπ᾽ Αὐτόν» (στίχ.
7), καί τόν παρακαλεῖ νά τοῦ δείξει πλούσια τά ἐλέη Του («θαυμάστωσαν
τά ἐλέη σου», στίχ. 7), ἐπειδή καταδιώκεται ἀπό ἀνθρώπους πού εἶναι καί
δικοί Του ἐχθροί, δηλαδή ἐχθροί τοῦ Θεοῦ, γιατί πᾶνε κόντρα πρός τό θέ-
λημά Του («ἐκ τῶν ἀνθεστηκότων τῇ δεξιᾷ σου», στίχ. 7). Εἶναι δέ πολύ
ὡραία ἡ προσευχή τοῦ ποιητοῦ μας στόν Θεό, γιατί Τόν παρακαλεῖ νά τόν
φυλάξει «ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ» καί νά τόν προστατεύσει ὑπό τήν «σκέπη
τῶν πτερύγων Του». «Φύλαξόν με ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ· ἐν σκέπῃ τῶν πτερύ-
γων σου σκεπάσεις με» (στίχ. 8)!
3. Στήν συνέχεια ὁ ποιητής περιγράφει μέ λίγα λόγια τό ποιόν τῶν
ἐχθρῶν του καί τό κακό πού θέλουν νά τοῦ κάνουν αὐτοί. Λέει, λοιπόν, γι᾽
αὐτούς ὅτι εἶναι ἀσεβεῖς καί τόν καταθλίβουν («ἀπό προσώπου ἀσεβῶν
τῶν ταλαιπωρησάντων με», στίχ. 9)· ὅτι εἶναι ἄσπλαγχνοι, γιατί ἔκλεισαν
τελείως τά σπλάγχνα τους καί ἐκφράζονται ὑπερφίαλα ἐναντίον του (στίχ.
10). Τόν περικυκλώνουν (στίχ. 9β. 11α), γιά νά τόν συλλάβουν καί νά τόν
ξαπλώσουν νεκρό κατά γῆς («ἐκκλῖναι ἐν τῇ γῇ», στίχ.11β). Οἱ ἐχθροί του
φέρονται πρός αὐτόν σάν λιοντάρια πού παραμονεύουν γιά τό θῦμα τους
(στίχ. 12). Θέλουν νά τόν καταφάγουν!
4. Τέλος, ὁ ποιητής ζητεῖ ἀπό τόν Θεό τήν τιμωρία τοῦ ἐχθροῦ του.
Τολμᾶ νά πεῖ στόν Θεό νά παύσει τήν ἀνοχή Του στούς κακούς καί νά ἐγερ-
θεῖ ἀπό τήν ἀπραξία Του καί νά τούς τιμωρήσει. Αὐτό σημαίνει αὐτό πού
λέει παρακάτω: «Ἀνάστηθι, Κύριε, πρόφθασον αὐτούς καί ὑποσκέλισον
αὐτούς» (στίχ. 13). Τόν παρακαλεῖ νά ἀνατρέψει τά ἐναντίον του σχέδιά
τους· τά ἐναντίον αὐτοῦ, πού εἶναι «ρομφαία» Του, ὑπερασπιστής καί ἀγω-
νιστής Του (στίχ. 13).
Στό τέλος-τέλος τοῦ ψαλμοῦ ὁ ποιητής, σκεπτόμενος ὅτι αὐτός ὁ δίκαιος
ὑποφέρει, ἐνῶ οἱ ἀσεβεῖς πού τόν καταδιώκουν ὑπερισχύουν, θίγει τό σπου-
δαῖο θέμα τῆς θεοδικίας. «Θεοδικία» καλεῖται, τό πῶς φαίνεται ἡ δικαιο-
σύνη τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ οἱ κακοί εὐτυχοῦν καί οἱ καλοί δυστυχοῦν; Γιά τούς
65
Ψαλμός 17
κακούς – πού εἶναι οἱ ἐχθροί του – , λέγει ὁ ποιητής μας ὅτι ἔχουν ἄφθονα
τά ὑλικά τους ἀγαθά. Λέγει ὅτι «ἐπλήσθη ἡ γαστήρ αὐτῶν» καί ἔχουν πολλά
ἀγαθά πού φτάνουν καί γιά τά ἐγγόνια τους (στίχ. 14). Ἐνῶ οἱ δίκαιοι –
καί σ᾽ αὐτούς ἐννοεῖται ἀνήκει ὁ ποιητής μας – στεροῦνται ἀπό τά ἀγαθά
αὐτά. Ποιά λοιπόν εἶναι ἡ χαρά τοῦ δικαίου; Ἡ χαρά τοῦ δικαίου, πού φαί-
νεται σάν ἀμοιβή ἀπό τόν Θεό γιά τήν θεοσέβειά του, εἶναι τό ὅτι ἡ ψυχή
του γλυκαίνεται ἀπό τήν παρουσία τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ σ᾽ αὐτήν. Εἶναι
τό ὅτι, γιά τήν ἀρετή του, βλέπει τήν δόξα τοῦ Θεοῦ, γιά τήν ὁποία εἶναι
πλασμένος ὁ ἄνθρωπος. «Ἐγώ δέ – λέγει ὁ Ψαλμωδός – ἐν δικαιοσύνῃ
ὀφθήσομαι τῷ προσώπῳ σου, χορτασθήσομαι ἐν τῷ ὀφθῆναι μοι τήν δόξαν
σου» (στίχ. 15). Αὐτό πραγματικά εἶναι ἡ μεγαλύτερη χαρά καί εὐτυχία,
εὐτυχία καί χαρά αἰώνια, πρός τήν ὁποία δέν μπορεῖ νά συγκριθοῦν τά
ὑλικά πλούτη καί ὅλα τά ἐπίγεια ἀγαθά.
ΨΑΛΜΟΣ IΖ´ 17
66
Ψαλμός 17
67
Ψαλμός 17
ἐν νεφέλαις ἀέρων.
13 Ἀπὸ τῆς τηλαυ- 13 Λόγω τῆς λάμψεως μπροστά Του
γήσεως ἐνώπιον αὐτοῦ οἱ νεφέλες, τό χαλάζι
αἱ νεφέλαι διῆλθον, καί τά καυτά κάρβουνα
χάλαζα καὶ ἄνθρακες διαλύθηκαν.
πυρός.
14 Καὶ ἐβρόντησεν ἐξ 14 Καί ἐβρόντησε ἀπό τόν οὐρανό ὁ Κύριος
οὐρανοῦ Κύριος, καὶ ὁ καί ὁ ῞Υψιστος ἐφώναξε
῞Υψιστος ἔδωκε φωνὴν
αὐτοῦ·
15 ἐξαπέστειλε βέλη καὶ 15 Ἔρριψε βέλη καί τούς σκόρπισε
ἐσκόρπισεν αὐτοὺς καὶ (τούς ἐχθρούς του),
ἀστραπὰς ἐπλήθυνε καὶ καί πλήθυνε τίς ἀστραπές
συνετάραξεν αὐτούς. καί τούς συντάραξε.
16 Καὶ ὤφθησαν αἱ 16 Τότε φάνηκαν οἱ πηγές τῶν ὑδάτων
πηγαὶ τῶν ὑδάτων, καὶ καί ἀποκαλύφθηκαν τά θεμέλια τοῦ κόσμου
ἀνεκαλύφθη τὰ θεμέλια ἀπό τήν ἀπειλή Σου, Κύριε,
τῆς οἰκουμένης ἀπὸ ἀπό τήν πνοή τοῦ ὀργισμένου πνεύματός Σου.
ἐπιτιμήσεώς σου,
Κύριε, ἀπὸ ἐμπνεύσεως
πνεύματος ὀργῆς σου.
17 Ἐξαπέστειλεν ἐξ 17 Ἔστειλε ἀπό ψηλά καί μέ ἔλαβε,
ὕψους καὶ ἔλαβέ με, μέ ἔσυρε ἀπό τά πολλά νερά.
προσελάβετό με ἐξ ὑ-
δάτων πολλῶν.
18 Ρύσεταί με ἐξ ἐ- 18 Θά μέ σώσει
χθρῶν μου δυνατῶν, ἀπό τούς δυνατούς ἐχθρούς μου
καὶ ἐκ τῶν μισούντων καί ἀπό ὅσους μέ μισοῦν,
με, ὅτι ἐστερεώθησαν γιατί ἔγιναν δυνατώτεροί μου.
ὑπὲρ ἐμέ.
19 Προέφθασάν με ἐν 19 Μέ κατέλαβαν ἀπρόοπτα
ἡμέρᾳ κακώσεώς μου, τήν ἡμέρα τῆς δυστυχίας μου,
καὶ ἐγένετο Κύριος ἀλλά ὁ Κύριος ἔγινε τό στήριγμά μου
ἀντιστήριγμά μου
20 καὶ ἐξήγαγέ με εἰς 20 καί μέ ἔβγαλε σέ εὐρυχωρία·
πλατυσμόν, ρύσεταί με, μέ ἔσωσε, γιατί μέ ἔχει ἀγαπήσει.
ὅτι ἠθέλησέ με.
21 Καὶ ἀνταποδώσει 21 Μέ ἀντάμειψε ὁ Κύριος γιά τήν ἀρετή μου
μοι Κύριος κατὰ τὴν δι- καί μοῦ ἀνταπέδωσε
68
Ψαλμός 17
69
Ψαλμός 17
70
Ψαλμός 17
71
Ψαλμός 17
1. Στόν ἐδῶ ψαλμό μιλάει ὁ Δαβίδ καί εὐχαριστεῖ τόν Θεό (στίχ. 2-4),
γιατί μέ τήν θαυμαστή παντοδυναμία Του τόν ἔσωσε ἀπό πολλούς κινδύ-
νους (στίχ. 5-20). Ἀλλά καί αὐτός ὑπῆρξε πιστός στόν Θεό του (στίχ. 21-
31) καί γιά τήν πιστότητά του αὐτή ὁ Θεός τοῦ χάρισε πολλές στρατιωτικές
ἐπιτυχίες καί εὐλογίες πού προέκυψαν ἀπό τίς ἐπιτυχίες του αὐτές (στίχ.
32-46). Τέλος, ὁ Δαβίδ στόν ἐπίλογο τοῦ ὡραίου του αὐτοῦ ψαλμοῦ ἀνα-
κεφαλαιώνει τά εὐχαριστήριά του στόν Θεό. Αὐτός ὅλος ὁ ψαλμός μέ λίγα
λόγια.
2. Γιά τίς μεγάλες εὐεργεσίες πού ἔλαβε στήν ζωή του ὁ Δαβίδ ἀπό
τόν Θεό ὑπόσχεται ὅτι θά τόν ἀγαπᾶ. «Ἀγαπήσω σε, Κύριε», λέγει (στίχ.
2). Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ σέ μᾶς πρέπει νά πληρώνεται μέ τήν δική μας
ἀγάπη σ᾽ Αὐτόν. Ἀλλά πρέπει νά εἶναι μεγάλη ἡ ἀγάπη μας αὐτή πρός
τόν Θεό. Γι᾽ αὐτό καί ἐδῶ ὁ προφητάναξ Δαβίδ, λέγοντας ὅτι θά ἀγαπάει
τόν Θεό («ἀγαπήσω σε Κύριε»), χρησιμοποιεῖ στήν ἑβραϊκή γλώσσα, στήν
ὁποία γράφει τόν ψαλμό, ἕνα πολύ τρυφερό και δυνατό ρῆμα, τό
72
Ψαλμός 17
«ἐρχομκά», τό ὁποῖο κατά λέξη σημαίνει κολλάω στά μητρικά στήθη καί
θερμαίνομαι σ’ αὐτά! Τέτοια δυνατή ἀγάπη καί προσκόλληση πρέπει νά
ἔχουμε στόν Θεό. Σάν τό νήπιο στήν ἀγκαλιά τῆς μάνας του!
Τόν Θεό ὁ Δαβίδ, ἐκφράζοντας τήν ἀγάπη του καί τήν εὐγνωμοσύνη του
σ᾽ Αὐτόν, τόν καλεῖ μέ ἑπτά προσδιορισμούς, γιά νά δηλωθεῖ τό πλῆρες
καί τό τέλειο τοῦ Θεοῦ· γιατί ὁ ἀριθμός 7 θεωρεῖται πλήρης στήν Παλαιά
Διαθήκη. Ὀνομάζει λοιπόν ὁ Δαβίδ τόν Θεό «ἰσχύν» του, δηλαδή, δύναμή
του. «Ἀγαπήσω σε, Κύριε ἡ ἰσχύς μου», λέγει. Τόν ὀνομάζει ἔπειτα «στερέ-
ωμά» του, «καταφυγή» του, «ρύστη» του, «ὑπερασπιστή» του καί «κέρας
σωτηρίας» καί «ἀντιλήπτορά» του (στίχ. 2.3). Ὅλοι αὐτοί οἱ ἑπτά προσδιο-
ρισμοί εἶναι ὅλοι παρμένοι ἀπό τό στρατιωτικό στάδιο, γιατί ο Δαβίδ ἦταν
βασιλεύς καί πολλές φορές εἶχε δεῖ τήν προστασία τοῦ Θεοῦ νά τόν σώζει
ἀπό τούς κινδύνους στούς πολέμους. Ἀλλά εἶναι ὡραῖο αὐτό πού λέγει στό
τέλος τοῦ αἴνου του ὁ Δαβίδ: «Αἰνῶν – λέγει – ἐπικαλέσομαι τόν Κύριον
καί ἐκ τῶν ἐχθρῶν μου σωθήσομαι» (στίχ. 4). Δηλαδή: Ἐνῶ δοξάζει τόν
Θεό («αἰνῶν») γιά τίς περασμένες εὐεργεσίες Του, ὅμως λέγει καί «ἐπικα-
λέσομαι τόν Κύριον». Τόν παρακαλεῖ γιά νά ἔχει καί στό μέλλον τήν βοή-
θειά Του. Γιατί ξέρει ὅτι καί πάλι θά βρεθεῖ σέ κινδύνους ἀπό τούς ἐχθρούς
του καί πάλι, λοιπόν, θά ἔχει ἀνάγκη ἀπό τήν προστασία τοῦ Θεοῦ. «Καί
ἐκ τῶν ἐχθρῶν μου – λέγει – σωθήσομαι» καί τότε. Δηλαδή, καί ὅταν εὐχα-
ριστοῦμε μέ χαρά τόν Θεό γιά κάποια βοήθεια πού μᾶς ἔδωσε, πρέπει ἡ
εὐχαριστία μας αὐτή νά ἔχει καί παράκληση, γιά νά μᾶς βοηθήσει πάλι σέ
ἕνα ἄλλο κίνδυνο πού θά μᾶς ἔλθει. Γιατί ζοῦμε ἐν μέσῳ κινδύνων. Ἡ ἰδέα
αὐτή τοῦ ψαλμοῦ μας ἐδῶ εἶναι αὐτό πού λέγει ἁπλᾶ καί λαϊκά ὁ λαός μας:
«Δόξα Σοι ὁ Θεός καί βόηθα Παναγιά»!
3. Στήν συνέχεια ὁ ψαλμωδός μας γράφει γιά τούς κινδύνους πού βρέ-
θηκε καί ἀπό τούς ὁποίους τόν ἔσωσε ὁ Θεός. Οἱ κίνδυνοι αὐτοί παριστά-
νονται σάν πόνος γυναίκας, πού γεννάει, καί σάν χείμαρροι πού ἀφήνιασαν
καί ἀπειλοῦν κατακλυσμό. «Χείμαρροι ἀνομίας», λέει (στιχ. 5-6)! Μάλιστα
τό Ἑβραϊκό κείμενο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης λέει γιά τούς κινδύνους τοῦ
Δαβίδ ὅτι ἦταν «χείμαρροι τοῦ Βελίαρ», σατανικοί κίνδυνοι, δηλαδή.
Στούς κινδύνους του αὐτούς ὁ Δαβίδ, ὅταν τοῦ συνέβαιναν, «ἔκραζε»
καί «ἐπεκαλεῖτο» τόν Θεό (στιχ. 7α). Καί βεβαίως ἡ προσευχή εἶναι τό πιό
σωστικό μέσο στην θλίψη μας καί τούς πειρασμούς μας καί σ’ ὅλες τίς δυ-
σκολίες μας. Καί ὁ Δαβίδ λέγει ἐδῶ στόν Ψαλμό μας ὅτι ἡ κραυγή του, ἡ
προσευχή του, ἔφτασε στά ὦτα τοῦ Κυρίου καί σώθηκε (στίχ. 7β).
4. Μέ πολύ παραστατικότητα καί μεγαλοπρέπεια παριστάνει ὁ ψαλμω-
δός μας τόν ἐρχομό τοῦ Θεοῦ στούς κινδύνους του γιά νά τόν σώσει. Τά
λέει μάλιστα μέ τέτοια παραστατικότητα πού μᾶς προκαλοῦν τήν ἀπορία.
73
Ψαλμός 17
Σᾶς τά λέω ὅπως τά λέει ἐδῶ ὁ ψαλμός μας: Ἐρχόμενος ὀ Κύριος γιά βοή-
θεια στόν Δαβίδ – λέει ο ψαλμός μας – «σαλεύτηκε ἡ γῆ καί τρόμαξε. Καί
αὐτά τά θεμέλια τῶν ὀρέων ταράχθηκαν καί σαλεύθηκαν. Στήν ὀργή Του ὁ
Θεός ἔκανε καπνό νά ἀνέβει ψηλά. Κατέβηκε ἀπό τά οὐράνια... ἔβαλε τό
σκοτάδι νά τόν κρύβει. Ἀπό τό φῶς τῆς ἀστραπῆς μπροστά Του διαλύθηκαν
τά σύννεφα. Ἔστειλε τά βέλη του καί σκόρπισε τούς ἐχθρούς Του. Φάνηκαν
οἱ πυθμένες τῶν θαλασσῶν καί ξεσκεπάστηκαν τά θεμέλια τῆς οἰκουμένης»
(στιχ. 8-16)!
Οἱ ἐκφράσεις αὐτές καί ἄλλες ἀκόμη πού παρέλειψα, εἶναι πραγματικά
τολμηρές καί δημιουργοῦν τήν ἀπορία: Τί; Γιά τήν βοήθεια τοῦ Δαβίδ
κατά τῶν ἐχθρῶν του, μπορεῖ νά ἔγιναν τέτοιες συνταρακτικές θεοφάνειες;
Ἡ ἀλήθεια εἶναι, ὅτι ὅλες οἱ παραπάνω ἐκφράσεις πού λέει ὁ Ψαλμός μας
λέγονται γιά τήν σκηνή στό ὄρος Σινᾶ, ὅταν ὁ Θεός ἔδινε τόν Νόμο Του
στόν Μωϋσῆ. Οἱ ἐκφράσεις αὐτές λέγονται γιά τήν θαυματουργική διά-
βαση τῶν Ἰσραηλιτῶν ἀπό τήν Ἐρυθρά θάλασσα καί τόν πνιγμό τῶν
ἁρμάτων τοῦ Φαραώ σ’ αὐτήν. Ἀλλά οἱ μεγαλοπρεπεῖς αὐτές σκηνές καί
ἐκφράσεις, πού γράφηκαν γιά τήν σωτηρία τοῦ Ἰσραήλ, ἔγιναν παροιμιώ-
δεις στήν Παλαιά Διαθήκη καί λέγονται καί ἀπό εὐσεβεῖς ἀνθρώπους, πού
σέ σοβαρούς κινδύνους ἔβλεπαν φανερά τήν ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ γιά τήν
σωτηρία τους. Καί ὁ Δαβίδ ἐδῶ λοιπόν, βασιλεύς αὐτός, παριστάνει τόν
ἑαυτό του σάν τό ἔθνος του Ἰσραήλ, καί ἀναφέρει φραστικά καί στόν
ἑαυτό του τίς θαυματουργικές ἐπεμβάσεις τοῦ Θεοῦ, πού ἔκανε γιά τήν
σωτηρία τοῦ λαοῦ Του. Εἶναι καί ὁ Δαβίδ ἕνας ἐκ τοῦ λαοῦ αὐτοῦ καί μά-
λιστα βασιλεύς του. Ἀκόμη στόν ψαλμό μας ἐδῶ παριστάνει ὁ Δαβίδ τόν
ἑαυτό του μέ τόν Μωϋσῆ, πού σώθηκε ἀπό τά νερά, ὅπως ξέρουμε ἀπό
τήν ἱστορία του. Ἔτσι καί ὁ Δαβίδ ἀναφερόμενος στόν ἑαυτό του λέγει
γιά τόν Θεό «ἔλαβέ με καί προσελάβετό με ἐξ ὑδάτων πολλῶν» (στίχ.17).
Καί ὁ Δαβίδ λοιπόν ὑδατόσωστος!
Οἱ μεγαλοπρεπεῖς ἄρα θεοφάνειες πού λέγονται στόν ψαλμό μας ὡς
βοήθεια τοῦ Θεοῦ πρός τόν Δαβίδ στήν πραγματικότητα δέν συνέβησαν·
λέγονται μόνο ποιητικά μέ νοήματα καί ἐκφράσεις ἀπό τίς γενόμενες πράγ-
ματι θεοφάνειες κατά τήν γένεση καί σωτηρία τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ ἔθνους.
Ὡραῖα τό λέγει αὐτό ὁ Θεοδώρητος ὁ ἀκολουθῶν στά ἑρμηνευτικά τόν
ἱερό Χρυσόστομο: «Ταῦτα ἅπαντα (δηλαδή αὐτές οἱ θεοφάνειες πού λέγον-
ται στούς στιχ. 8-17 ὅτι ἔγιναν ὑπέρ τοῦ Δαβίδ) τέθεικεν (ἀπό τόν ψαλ-
μωδό), οὐχ ὡς πάντως οὕτω γεγενημένα, ἀλλ’ ὡς οὕτω τῇ πίστει
νενοημένα»!
5. Στήν συνέχεια ὁ ψαλμωδός Δαβίδ μᾶς ἐξηγεῖ γιατί ἡ τόση μεγάλη
εὔνοια τοῦ Θεοῦ σ’ αὐτόν. Ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖον ὁ Θεός βοήθησε τόν
74
Ψαλμός 17
Δαβίδ τόσο θαυμαστά εἶναι ὅτι αὐτός ὑπῆρξε πιστός τηρητής τῶν ἐντολῶν
τοῦ Θεοῦ (στίχ. 21-22). Ἦταν καθαρός ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ καί πρόσεχε νά
μήν πράξει τήν ἁμαρτία (στίχ. 24). Ἔτσι ὁ Θεός, ἀνταμείβοντας τήν ἀρετήν
τοῦ Δαβίδ καί τήν καθαρότητά του (στίχ. 25), τόν προστάτευε πάντοτε καί
τόν ἔσωζε. Διότι ὁ Θεός, λέει στήν συνέχεια ὁ Δαβίδ, φέρεται στούς ἀνθρώ-
πους, ἀνάλογα μέ τήν σχέση τους πρός Αὐτόν: Στούς ἐνάρετους φέρεται
ἀνάλογα μέ τήν ἀρετή τους, στούς ἔντιμους ἀνάλογα μέ τήν ἐντιμότητά
τους, ἀλλά καί στούς στρεβλούς φέρεται ἀνάλογα μέ τήν κακία τους (στίχ.
26). Ἡ διαγωγή τοῦ Θεοῦ σέ μᾶς ἐξαρτᾶται ἀπό τήν δική μας διαγωγή πρός
Αὐτόν. Γενικά ὁ Θεός σώζει τούς ταπεινούς καί ταπεινώνει τούς ὑπερηφά-
νους (στίχ. 28).
Ἔτσι, λοιπόν, ὁ Δαβίδ ἑρμηνεύει τά ἐλέη τοῦ Θεοῦ σ᾽ αὐτόν, ἀπό τό ὅτι
αὐτός ἦταν πιστός στόν Νόμο Του καί κράτησε καθαρή τήν ψυχή του ἀπό
τήν ἁμαρτία. Δέν πρόσεξε ὅμως στήν ζωή του ἀργότερα, στήν μεγάλη του
ἡλικία, καί ἔπεσε, ὅπως γνωρίζουμε, σέ δύο μεγάλα ἁμαρτήματα. Καί σέ
φόνο καί σέ μοιχεία!...
6.Ἔχοντας ὅμως ὁ Δαβίδ πεποίθηση στήν τωρινή του καθαρότητα
ἐκφράζεται καί γιά τό μέλλον του μέ βεβαιότητα, ὅτι θά τόν προστατεύει
ὁ Θεός. Γι’ αὐτό καί λέγει ἐδῶ στόν ψαλμό μας καί γιά τά ὑπόλοιπα χρόνια
τῆς ζωῆς του: «Σύ φωτιεῖς λύχνον μου, Κύριε ὁ Θεός μου, φωτιεῖς τό σκότος
μου» (στίχ. 29). Εἶναι ὡραία ἡ εἰκόνα πού κρύβεται στά λόγια αὐτά τοῦ
Δαβίδ: Ὁ λύχνος γιά νά ἔχει φῶς πρέπει νά ἔχει λάδι. Ὁ Θεός εἶναι Αὐτός
πού ρίχνει «λάδι» στήν ὕπαρξή μας, πού μᾶς δίνει τήν δύναμη νά ζοῦμε
καί νά φεύγουν τά σκοτάδια τῆς συμφορᾶς καί τοῦ θανάτου. Μέ τήν δύ-
ναμη πού δίδει ἡ βοήθεια τοῦ Θεοῦ ὁ Δαβίδ πιστεύει ὅτι θά ἀπαλλάσσεται
πάντοτε ἀπό κάθε πειρασμό καί ἀπό κάθε τάγμα ἐχθρικό. Μέ τήν βοήθεια
τοῦ Θεοῦ θά ὑπερπηδᾶ κάθε τεῖχος, πού τοῦ κλείνει τήν διάβασή του. Γι’
αὐτό καί λέγει στόν Θεό: «Ἐν Σοί ρυσθήσομαι ἀπό πειρατηρίου καί ἐν τῷ
Θεῷ μου ὑπερβήσομαι τεῖχος» (στίχ. 30).
Ὅταν ὁ Δαβίδ ἦταν καθαρός καί ἁγνός στήν ψυχή εἶχε πάντοτε τήν προ-
στασία τοῦ Θεοῦ καί ἐκφραζόταν ἔτσι θαρρετά καί γιά τό μέλλον τῆς ζωῆς
του. Ὅταν ὅμως ἀργότερα ἁμάρτησε, ἔχασε τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ καί ἔπαθε
συμφορές. Ἀλλά μέ τήν μετάνοιά του (βλ. Ψαλμ. 50) ἀπέκτησε πάλι τήν
Χάρη τοῦ Θεοῦ καί εἶχε καί πάλι τήν προστασία Του. Γενικά ὁ Θεός εἶναι
«ὑπερασπιστής πάντων τῶν ἐλπιζόντων ἐπ᾽ αὐτόν» (στίχ. 31).
7. Στά παραπάνω ἀκούσαμε τόν Δαβίδ νά εὐχαριστεῖ τόν Θεό, γιατί τόν
ἔσωσε ἀπό πολλούς κινδύνους (στίχ. 2-20). Λέγει ὅμως ὅτι ὁ λόγος γιά τόν
ὁποῖον ὁ Θεός ἔδειξε τόση μεγάλη εὔνοια καί προστασία σ᾽ αὐτόν εἶναι
ὅτι καί αὐτός ἦταν πιστός τηρητής τῶν ἐντολῶν του (στίχ. 21-31). Ἔτσι
75
Ψαλμός 17
εἶναι: Δέν ἀφήνει ὁ Θεός τά παιδιά Του, πού Τόν ἀγαποῦν καί ἀγωνίζονται
νά ἐφαρμόσουν τίς ἐντολές Του, ἀλλά πάντοτε τά προστατεύει καί τά δο-
ξάζει. Παρακάτω ὁ ψαλμός λέγει γιά τίς στρατιωτικές ἐπιτυχίες, πού εἶχε
ὁ βασιλεύς Δαβίδ καί τίς εὐλογίες πού προέκυψαν καί σ᾽ αὐτόν καί τό κρά-
τος του ἀπό τίς ἐπιτυχίες του αὐτές. Στό τμῆμα αὐτό ὁ ποιητής μας γίνεται
λυρικώτατος. Ξεσπᾶ σέ ἐνθουσιασμό καί διακηρύσσει τήν παντοδυναμία
τοῦ Θεοῦ λέγοντας ὅτι κανένας δέν εἶναι σάν κι᾽ Αὐτόν, τόσο δυνατός καί
τόσο ἔνδοξος (στίχ. 32). Εἶναι «Βράχος» ὁ Θεός, ὅπως λέει τό Ἑβραϊκό
κείμενο. «Βράχος», στόν ὁποῖον ἔχουμε ἐμπιστοσύνη νά ἀκουμπήσουμε
καί νά στηριχθοῦμε. Μᾶς σώζει ὁ Θεός σάν τά ἐλάφια, λέει ὁ ψαλμός μας.
Ὅπως αὐτά, χάρις στά πόδια τους, ἀνέρχονται στά ὑψηλά καί σώζονται,
ἔτσι καί ὁ Κύριος Γιαχβέ στίς ὧρες τοῦ κινδύνου ἀναγάγει τά παιδιά Του,
γοργά σάν τά ἐλάφια, στά ὕψη καί τά διαφυλάττει καί τά σώζει (στίχ. 34).
Τόν δοῦλον Του Δαβίδ ὁ Θεός τόν ἔκανε ἥρωα γοργόφτερον (στίχ. 35 ἑξ.),
σάν τόν δικό μας Νικηταρᾶ, πού ᾽χαν τά πόδια του φτερά! Ἀλλά μοῦ ἀρέσει
πολύ καί τό ἄλλο πού λέει ὁ Δαβίδ: Ὅτι ὁ Θεός τοῦ ἔδωσε «παιδεία», ἡ
ὁποία τόν «ἐδίδαξε» καί τόν «ἀνώρθωσε» (στίχ. 36). Νά ἀγαπᾶμε καί νά
ποθοῦμε τήν «παιδεία» τοῦ Θεοῦ. «Δράξασθε παιδείας», λέει πάλι ὁ Δαβίδ
στόν 2ο Ψαλμό (στίχ. 12). Ἀλλά τό Ἑβραϊκό κείμενο ἔχει διαφορετικά τόν
στίχο ἐδῶ. Μᾶς παρουσιάζει τόν Δαβίδ, ὁμιλῶντας στόν Θεό, νά χρησιμο-
ποιεῖ τήν λέξη «ἀνβαθκᾶ» πού σημαίνει «συγκατάβαση», «χαμήλωμα».
Καί λέει λοιπόν κατά τό κείμενο αὐτό ὁ Δαβίδ στόν στίχ. 36: «Τό χαμήλωμά
Σου – ὦ Θεέ – γιά μένα αὐτό μέ ἀνύψωσε»! Ἡ φράση αὐτή τοῦ ψαλμοῦ
μας εἶναι πολύ σπουδαία καί ὡς νά μοῦ φαίνεται ὅτι μέ αὐτή ὁ Δαβίδ ὁμιλεῖ
γιά τό μυστήριο τῆς συγκατάβασης τοῦ Θεοῦ γιά τήν σωτηρία μας. Πότε
«χαμήλωσε» καί πότε ταπεινώθηκε ὁ Θεός; «Χαμήλωσε», ὅταν ὁ Υἱός τοῦ
Θεοῦ ἔκλινεν οὐρανούς καί πέρασε τά ἐννέα τάγματα τῶν Ἀγγέλων καί
ἦρθε ἐδῶ κάτω στήν γῆ καί σαρκώθηκε. Ἀλλά «χαμήλωσε», δηλαδή τα-
πεινώθηκε ἀκόμη περισσότερο, ὅταν σταυρώθηκε καί ὅταν ἐτέθη στόν
τάφο καί κατέβηκε κάτω στόν Ἀδη. Καί ὅλη αὐτή ἡ «ἀνβαθκᾶ», αὐτό τό
«χαμήλωμα» τοῦ Θεοῦ ἔγινε γιά τήν δική μας ἀνύψωση ἀπό τό βάθος τῆς
ἁμαρτίας. «Τό χαμήλωμά σου, Θεέ μου, μέ ἀνύψωσε», λέγει ὁ Δαβίδ. «Χρι-
στός ἐπί γῆς ὑψώθητε», ὅπως τό ψάλλουμε ἐμεῖς στήν Ἐκκλησία μας.
8.Ἔτσι ὁ Δαβίδ μέ τέτοια «παιδεία» (στίχ. 36) καί προστασία Θεοῦ προ-
χωράει ἄνετα στήν ζωή του, γιατί ὁ Θεός τοῦ παραμερίζει τά ἐμπόδια, πού
τοῦ δημιουργοῦν στενοχώρια, καί τοῦ εὐρύνει τόν δρόμο του. «Ἐπλάτυνας
τά διαβήματά μου ὑποκάτω μου», λέει στήν συνέχεια πρός τόν Θεό (στίχ.
37). Καί ἔγινε λοιπόν ὁ Δαβίδ, μέ τήν ἰσχυρή προστασία τοῦ παντοδύναμου
Θεοῦ θριαμβευτής, ἔγινε κραταιός νικητής τῶν ἀντιπάλων του. Τούς κα-
76
Ψαλμός 17
77
Ψαλμός 18
παλαιά ἐκείνη δόξα τοῦ Δαβίδ. Καί ὁ νέος αὐτός Δαβίδ, πού εἶναι ὁ εὐλο-
γημένος μας Κύριος, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, θά ἀποστείλει τούς ἀποστόλους
Του στά ἔθνη διά νά κηρύξουν τόν ἀληθινό Θεό γιά τήν σωτηρία ὅλου τοῦ
κόσμου.
ΨΑΛΜΟΣ IΗ´ 18
* Ἤ, κατά τό Ἑβρ., «ὁ ἥλιος ἔχει τό σκήνωμά του σ᾽ αὐτούς», δηλαδή στούς οὐρανούς.
78
Ψαλμός 18
1. Ὁ ψαλμός αὐτός δέν εἶναι ἑνιαῖος, δέν εἶναι ἕνας, ἀλλά εἶναι δύο ψαλ-
μοί, μέ διαφορετικό θέμα ὁ καθένας, καί ἀργότερα ἑνώθηκαν σέ ἕνα. Δυ-
στυχῶς ὅμως κατά τήν ἕνωση τῶν δύο ψαλμῶν ἐξέπεσαν μερικοί στίχοι
καί μερικές λέξεις ἀπό τόν πρῶτο ψαλμό καί γι᾽ αὐτό φαίνεται ἐλλιπής.
Στό Α´ μέρος τοῦ ἑνιαίου τώρα ψαλμοῦ ὁ ποιητής βλέπει τήν γύρω φύση,
τήν ἀπολαμβάνει καί τήν θαυμάζει, καί τήν θεωρεῖ σάν ἕνα δυνατό κήρυκα,
πού κηρύττει τήν μεγαλοπρέπεια καί τήν δόξα τοῦ Θεοῦ. Τό ἴδιο αὐτό εἴδαμε
καί στόν 8ο ψαλμό καί θά τό δοῦμε ἀκόμη καί σέ ἄλλους ψαλμούς (τόν 103
καί 146). Ἔτσι εἶναι! Ἡ γύρω μας φύση, πού γιά τήν ὀμορφιά της τήν λέμε
«κόσμο», εἶναι ἕνα θαυμαστό βιβλίο, βιβλίο μέ ἀκαταμέτρητες σελίδες, πού
μιλᾶνε γιά τό μεγαλεῖο τοῦ Δημιουργοῦ Θεοῦ. Ὁ ποιητής τοῦ ψαλμοῦ μας
ἀτενίζοντας πρός τά ἐπάνω βλέπει τούς οὐρανούς καί λέγει ὅτι αὐτοί οἱ ἄφω-
νοι οὐρανοί «διηγοῦνται τήν δόξαν τοῦ Θεοῦ» καί τό «στερέωμα» τοῦ οὐρα-
νοῦ πάλιν «ἀναγγέλλει» τήν «ποίησιν τῶν χειρῶν» τοῦ Θεοῦ. Ὅτι, δηλαδή,
οἱ οὐρανοί καί ὅλα εἶναι δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ.
2. Τό «κήρυγμα» αὐτό τῶν οὐρανῶν, ὅτι δημιουργήθηκαν ἀπό τόν Θεό
εἶναι ἀσταμάτητο, εἶναι παντοτεινό, καί θά διαρκεῖ ὅσο ὑπάρχουν οὐρανοί.
Ἡ μία μέρα τό λέει στήν στήν ἄλλη μέρα καί ἡ μία νύχτα τό λέει στήν ἄλλη
νύχτα: «Ἡ μέρα τῇ ἡμέρᾳ, ἐρεύγεται ρῆμα καί νύξ νυκτί ἀναγγέλει γνῶσιν»
(στίχ. 3).
Οἱ «λόγοι» αὐτοί καί οἱ ἡμερονύκτιες αὐτές «λαλιές» τῶν οὐρανῶν δέν
ἀκούγονται μέν (στίχ.4), ἀλλά ὁ ἀντίλαλός τους γεμίζει ὅλη τήν γῆ καί τά
λόγα τους φθάνουν μέχρι τά πέρατα τῆς οἰκουμένης. «Εἰς πᾶσαν τήν γῆν
ἐξῆλθεν ὁ φθόγγος αὐτῶν καί εἰς τά πέρατα τῆς οἰκουμένης τά ρήματα
αὐτῶν» (στίχ. 5). Πραγματικά! Οἱ οὐρανοί, μέ τήν μεγαλοπρέπειά τους, μέ
τήν ἁρμονία τους καί τήν οὐράνια γαλήνη καί τάξη τους, κάνουν τό ἠχη-
80
Ψαλμός 18
ρότερο κήρυγμα στούς ἀνθρώπους γιά τήν δόξα, τήν παντοδυναμία καί τήν
πανσοφία τοῦ Θεοῦ .
3. Μετά ἀπό τήν γενική αὐτή θεώρηση τῶν οὐρανῶν ὁ ποιητής μας,
ἔρχεται τώρα γιά νά μιλήσει γιά κάθε ἕνα ἀπό τά οὐράνια σώματα. Καί
ἀρχίζει ἀπό τόν μεγαλοπρεπέστατο ἥλιο. «Ἐν τῷ ἡλίῳ ἔθετο τό σκήνωμα
αὐτοῦ», λέγει (στίχ. 5). Δυστυχῶς ὅμως ὁ λόγος αὐτός τοῦ ποιητοῦ μας
εἶναι ἀκατανόητος, γιατί λείπει τό ὑποκείμενο. Ποιός ἔχει τό «σκήνωμά
του», δηλαδή τήν σκηνή του, τήν κατοικία του, στόν ἥλιο; Ὁ Θεός; Ἀλλά
πουθενά στήν Παλαιά Διαθήκη δέν φαίνεται ὅτι ὁ Θεός κατοικεῖ στόν ἥλιο.
Εἶναι δύσκολο τό χωρίο στήν ἑρμηνεία του. Καί ὁ Ζιγαβηνός λέγει ὅτι εἶναι
«ἀσύντακτον» (Μ. 128,253). Ἐδῶ ζητᾶμε τήν βοήθεια τοῦ Ἑβραϊκοῦ κει-
μένου πού λέγει ὅτι «ὁ ἥλιος ἔχει τό σκήνωμά του σ᾽ αὐτούς», δηλαδή στούς
οὐρανούς. Εἶναι ἡ λαϊκή ἀντίληψη πού πίστευαν τότε, ὅτι ὁ ἥλιος ἀνατέλ-
λοντας βγαίνει ἀπό τήν σκηνή του καί δύοντας ξαναμπαίνει σ᾽ αὐτήν, γιά
νά ἀναπαυθεῖ. Τό στοιχεῖο αὐτό εἶναι λαϊκή ἀντίληψη, ἀλλά πρέπει νά μᾶς
κάνει ἐντύπωση ὅτι ὁ ποιητής μας ἄφοβα τήν χρησιμοποιεῖ, γιατί καί αὐτή
ἐξυπηρετεῖ τόν σκοπό του, τήν δόξα καί μεγαλοπρέπεια τοῦ Θεοῦ, πού
θέλει νά ὑμνήσει. Ἀξίζει νά παρατηρήσουμε ὅτι ἐνῶ οἱ Ἕλληνες ὁμιλοῦν
γιά ἀνάκτορο τοῦ ἡλίου, ὁ Ἰσραηλίτης πού ἔζησε σέ σκηνές στήν ἔρημο,
ὁμιλεῖ γιά «σκήνωμα», γιά σκηνή τοῦ ἡλίου.
Στόν καταγάλανο οὐρανό τῆς Ἀνατολῆς ὁ ἥλιος ἀνατέλλοντας παρου-
σιάζεται μέ λαμπρή μεγαλοπρέπεια. Θαυμάζοντας τήν μεγαλοπρέπεια αὐτή
τοῦ ἡλίου ὁ ποιητής μας παριστάνει ἐδῶ τόν ἥλιο ὡς νυμφίο πού ἐξέρχεται
από τήν νυμφική παστάδα στολισμένος καί ἀπαστράπτοντας μέ τήν λαμ-
πρότητα τῶν ἱματίων του. Λέγει λοιπόν ὁ ποιητής μας: «Καί αὐτός (δηλαδή
ὁ ἥλιος) ὡς νυμφίος ἐκπορευόμενος ἐκ παστοῦ αὐτοῦ» (στίχ. 6α).
4. Μετά τήν λαμπρότητα τοῦ ἡλίου ὁ ποιητής μας θαυμάζει τό ὅτι, ὁ
ἥλιος πάλι, ἀκολουθεῖ πιστά τήν τροχιά του καί μάλιστα τήν τρέχει γρήγορα
(«δραμεῖν»), σάν γίγαντας, σάν ἥρωας: «Ἀγαλλιάσεται ὡς γίγας δραμεῖν τήν
ὁδόν αὐτοῦ» (στίχ. 6β). Ὅπως ὁ γίγαντας, ὁ ἥρωας, χαρούμενος καί μέ τα-
χύτητα τρέχει στόν ἀγώνα, ἔτσι καί ὁ ἥλιος ζωηρός πάντοτε («ἀγαλλιάσε-
ται»), χωρίς νά κουράζεται, τρέχει τόν δρόμο του.
Ἀνατέλλοντας ὁ ἥλιος, κυριαρχεῖ στήν γῆ ἀπ᾽ ἄκρου εἰς ἄκρον, δίνοντας
σ᾽ αὐτήν τό φῶς καί τήν θερμότητα. Γι᾽ αὐτό καί λέγει στό τέλος ὁ ποιητής
μας γιά τόν μεγαλοπρεπῆ ἥλιο: «Ἀπ᾽ ἄκρου τοῦ οὐρανοῦ ἡ ἔξοδος αὐτοῦ
καί τό κατάντημα αὐτοῦ ἕως ἄκρον τοῦ οὐρανοῦ καί οὐκ ἔστιν ὅς ἀποκρυ-
βήσεται τῆς θέρμης αὐτοῦ» (στίχ. 7). Ὁ ποιητής μας, ζῶντας στήν Παλαι-
στίνη μέ τό ξηρό καί θερμό της κλῖμα, μιλάει ἰδιαίτερα γιά τήν θερμότητα,
τήν καύση τοῦ ἡλίου.
81
Ψαλμός 18
Τελείωσε ἐδῶ τό Α´ μέρος τοῦ ψαλμοῦ τόν λόγο του γιά τόν ἥλιο. Γιά
ἄλλα οὐράνια σώματα δέν λέγει. Θά πρέπει ὅμως νά ὑποθέσουμε ὅτι
ὑπῆρχαν στίχοι πού ἔκαναν λόγο καί γιά ἄλλα οὐράνια σώματα, ἀλλά κατά
τήν συνένωση τοῦ τμήματος αὐτοῦ – πού ἦταν, ὅπως εἴπαμε, ἰδιαίτερος
ψαλμός – μέ τόν ἄλλο ψαλμό (τό B´ μέρος τοῦ τωρινοῦ ἑνιαίου ψαλμοῦ)
ἐξέπεσαν οἱ στίχοι αὐτοί.
5 Τό Β´μέρος τοῦ ψαλμοῦ (στίχ. 8-15) ἔχει ἄλλο θέμα. Τό θέμα του
εἶναι ὁ Νόμος τοῦ Κυρίου. Καί συμβαίνει αὐτό γιατί πρόκειται περί ἄλλου
ψαλμοῦ ἀρχικά, ὅπως εἴπαμε. Μικρός εἶναι ὁ ψαλμός αὐτός, ἀλλά ἔχει ἕνα
ὡραῖο ὕμνο στόν Νόμο τοῦ Θεοῦ. Τόν Νόμο τοῦ Θεοῦ ὁ ποιητής μας τόν
χαρακτηρίζει «ἄμωμο» (στίχ. 8). Δηλαδή, δέν μπορεῖ κανείς νά τόν κατη-
γορήσει σέ τίποτα, γιατί εἶναι τέλειος. Καί σάν τέλειος πού εἶναι δέν μπο-
ροῦμε οὔτε νά τοῦ προσθέσουμε οὔτε νά τοῦ ἀφαιρέσουμε κάτι. Παρακάτω
ὁ ποιητής μας λέγει ὅτι ὁ Νόμος τοῦ Κυρίου «ἐπιστρέφει ψυχάς» (στίχ. 8).
Αὐτή ἡ ἔκφραση μπορεῖ νά σημαίνει δύο πράγματα: Ἤ, ὅτι μιά ψυχή πού
εἶναι στήν ἁμαρτία τήν «ἐπιστρέφει», τήν βγάζει δηλαδή ἀπό τήν ἁμαρτία
καί τήν φέρνει κοντά στόν Θεό, ἤ, μπορεῖ νά σημαίνει ὅτι ὁ Νόμος τοῦ
Θεοῦ τήν «στρέφει» τήν ψυχή, δηλαδή τήν ζωογονεῖ, τήν τονώνει, τῆς δίνει
τήν δύναμη νά ζήσει μιά πνευματική ζωή. Στόν στίχο μας ἐδῶ ὅτι ὁ Νόμος
τοῦ Θεοῦ «ἐπιστρέφει ψυχάς» σημαίνει τό δεύτερο πού εἴπαμε, ὅτι ζωογονεῖ
τίς ψυχές. Γιατί τό πρῶτο νόημα ὅτι ἐπιστρέφει τήν ψυχή ἀπό τό κακό στό
καλό, τό λέει ἀμέσως παρακάτω ὁ ποιητής μέ τήν φράση «ἡ μαρτυρία Κυ-
ρίου πιστή σοφίζουσα νήπια» (στίχ. 8). Ὡς «νήπια» θά νοήσουμε τούς ἀνοή-
τους, αὐτούς πού δέν πορεύονται καλά. Ἀλλά ἄς προσέξουμε ὅτι τόν Νόμο
τοῦ Θεοῦ τώρα στήν ἔκφραση αὐτή ὁ ποιητής μας τόν λέει «μαρτυρία».
Τόν λέγει ἔτσι, γιατί ὁ Νόμος τοῦ Θεοῦ «μαρτυρεῖ», μᾶς λέγει ποιό εἶναι
τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, πού πρέπει νά ἀκολουθήσουμε. Καί αὐτή ἡ μαρτυρία
λέγει ὁ ποιητής μας ὅτι εἶναι «πιστή» (στίχ. 8), γιατί οἱ ἀμοιβές πού λέγει
ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ γιά τούς τηρητές του καί οἱ ποινές γιά τούς παραβάτες
του ὁπωσδήποτε θά πραγματοποιηθοῦν.
6. Τά ὅσα λέγει ὁ Νόμος τοῦ Θεοῦ, λέγει στήν συνέχεια ὁ ψαλμωδός
μας, εἶναι «εὐθέα» (στίχ. 9). Δηλαδή χαράσσουν μία εὐθεία, μιά σωστή πο-
ρεία γιά τήν ζωή τοῦ ἀνθρώπου. Καί αὐτή ἡ πορεία πού δείχνει ὁ Νόμος
τοῦ Θεοῦ γιά τόν ἄνθρωπο «εὐφραίνει τήν καρδιά», μᾶς λέγει στήν συνέ-
χεια ὁ ψαλμωδός (στίχ. 9). Ἄρα ὁ Νόμος τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι καταθλιπτικός,
γιατί δέν εἶναι βασανιστικός. Τό ἴδιο πάλι, μέ γλυκειές καί χαρωπές ἐκφρά-
σεις, μᾶς λέγει ὁ ποιητής μας παρακάτω ὅτι οἱ ἐντολές τοῦ Κυρίου εἶναι
«τηλαυγεῖς», δηλαδή φωτεινές, καί γι᾽ αὐτό «φωτίζουν ὀφθαλμούς» (στίχ.
9). Φωτίζουν τά μάτια τῆς ψυχῆς μας, γιά νά ξέρουμε ποιό εἶναι τό σωστό
82
Ψαλμός 18
83
Ψαλμός 19
στόματός μου καί ἡ μελέτη τῆς καρδίας μου ἐνώπιόν σου διά παντός» (στίχ.
15), λέγει. Ἐνθυμούμεθα ἐδῶ τόν ἄλλο σπουδαῖο ποιητή τοῦ προοιμιακοῦ
ψαλμοῦ (Ψαλμ. 103), ὁ ὁποῖος, ὅταν τελείωσε τόν ὕμνο του πρός τόν παν-
τοδύναμο καί πάνσοφο Θεό, εὔχεται τελικά νά δεχθεῖ ὁ Θεός τόν ὕμνο του
αὐτόν. Καί λέγει: «Ἠδυνθείη αὐτῷ (= ἄς γίνει εὐχάριστο στόν Θεό) ἡ δια-
λογή μου (= τό ποίημά μου)»!
ΨΑΛΜΟΣ IΘ´ 19
84
Ψαλμός 19
μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ ὁ βασιλεύς θά ἐπιστρέψει ἀπό τόν πόλεμο νικη-
τής, θά ξανάρθουν πάλι ὅλοι στόν Ναό, γιά νά δοξάσουν τόν Θεό γιά τήν
σωτήρια νίκη καί νά ὑμνήσουν τό παντοδύναμο ὄνομά Του: «Ἀγαλλιασό-
μεθα ἐν τῷ σωτηρίῳ σου καί ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Θεοῦ ἡμῶν μεγαλυνθησό-
μεθα» (στίχ. 6).
2. Ἐνῶ ἡ Ἰσραηλιτική κοινότητα προσευχόταν καί εὐχόταν στόν βασι-
λέα, ὁ Θεός νά τόν βοηθήσει, γιά νά ἀναδειχθεῖ νικητής κατά τῶν ἐχθρῶν
του στόν πόλεμο, ἐκείνη τήν ὥρα ὁ ἱερεύς, πού πρόσφερε τήν θυσία τοῦ
βασιλέως, προσπαθοῦσε ἀπό μερικά σημεῖα νά διαγνώσει ποιά θά εἶναι ἡ
ἀπόφαση τοῦ Θεοῦ στήν παρούσα περίσταση. Ἄν δηλαδή ὁ Θεός θά δεχθεῖ
τήν θυσία τοῦ βασιλέως καί θά εἰσακούσει τήν προσευχή τῆς κοινότητας.
Πραγματικά, ἀπό κάποια εὐνοϊκά σημεῖα ὁ ἱερεύς διέγνωσε ὅτι ὁ Θεός δέ-
χτηκε τήν θυσία τοῦ βασιλέως καί θά τοῦ εἶναι ὑπερασπιστής στόν πόλεμο
κατά τῶν ἐχθρῶν του. Γι᾽ αὐτό καί λέγει τώρα: «Νῦν ἔγνων ὅτι ἔσωσε Κύ-
ριος τόν χριστόν αὐτοῦ» (στίχ. 7). «Χριστόν» ὀνομάζει τόν βασιλέα ἐπειδή
καί ὁ βασιλεύς ἐχρίετο, ὅπως ὁ ἱερεύς. Ἡ βοήθεια τοῦ Θεοῦ ὑπέρ τοῦ βα-
σιλέως, λέγει ὁ ἱερεύς, θά ἐκδηλωθεῖ μέ θαυμαστά ἔργα τῆς δυνάμεως τοῦ
Θεοῦ («ἐν δυναστείαις ἡ σωτηρία τῆς δεξιᾶς αὐτοῦ», στίχ. 7).
3. Στήν συνέχεια ὁ ἱερεύς κάνει ἕνα σύντομο καί ὑπέροχο κήρυγμα:
Ἐξηγεῖ τό γιατί ἡ νίκη θά εἶναι ὑπέρ τοῦ βασιλέως τοῦ Ἰσραήλ καί ὄχι ὑπέρ
τῶν ἐχθρῶν του. Οἱ ἐχθροί μας, λέγει ὁ ἱερεύς, εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἔχουν
ἅρματα καί ἵππους. Ἀλλά ἐμεῖς, ἄν καί εἴμαστε ἀδύνατοι σέ ὑλικές δυνά-
μεις, ὅμως ἔχουμε μαζί μας τόν παντοδύναμο Θεό καί γι᾽ αὐτό θά νική-
σουμε. Λέγει ἀκριβῶς ὁ ἱερεύς: «Οὗτοι ἐν ἅρμασι καί οὗτοι ἐν ἵπποις, ἡμεῖς
δέ ἐν ὀνόματι Κυρίου Θεοῦ ἡμῶν μεγαλυνθησόμεθα» (στίχ. 8). Ἔτσι εἶναι!
Δέν νικάει ἡ ἄψυχη ὕλη, ἀλλά νικάει τό πνεῦμα, πού πιστεύει σέ ὑψηλά
καί ὡραῖα ἰδανικά καί αὐτό τό πνεῦμα κινεῖ τήν ὕλη γιά τήν ἐπιτυχία τῶν
ἰδανικῶν αὐτῶν. Στόν ἀγώνα τῆς ζωῆς δέν νικοῦν αὐτοί πού ἔχουν ὑλικές
δυνάμεις καί χρήματα πολλά, ἀλλά νικοῦν ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἔχουν σύμμαχο
τόν Θεό. Καί στόν ἀγώνα μας τοῦ ᾽21 καί στόν ἑλληνοϊταλικό πόλεμο ἀδύ-
νατοι ὑλικά ἤμασταν. Μέ λιανοτούφεκα πολεμούσαμε. Καί ὅμως νικήσαμε
ἐμεῖς καί ὄχι τά τάνκς τῶν ἐχθρῶν μας. Πῶς τό πετύχαμε; Τό πετύχαμε γιατί
εἴχαμε μαζί μας τήν Μαυροφόρα, πού περπατοῦσε στίς χιονισμένες κορυ-
φογραμμές καί ἅπλωνε τά χέρια Της καί τά βόλια τῶν ἐχθρῶν ἄλλαζαν
στροφή! Αὐτή τήν Μαυροφόρα ἐμεῖς, τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, τήν ἀνακη-
ρύξαμε Ὑπέρμαχο Στρατηγό τοῦ ἔθνους μας.
Βέβαιος λοιπόν ὁ ἱερεύς τοῦ ψαλμωδοῦ μας γιά τήν νίκη τοῦ βασιλέως
καί τήν κατατρόπωση τῶν ἐχθρῶν του λέγει τελικά: «Αὐτοί (οἱ ἰσχυροί
ἐχθροί) συνεποδίσθησαν καί ἔπεσαν, ἡμεῖς δέ (οἱ ἀδύνατοι σέ ὑλικές δυνά-
86
Ψαλμός 20
μεις, ἀλλά πιστοί στόν Θεό) ἀνέστημεν καί ἀνωρθώθημεν» (στίχ. 9). Γιά
ἄλλη μιά φορά ἡ Ἰσραηλιτική κοινότητα εὔχεται τελικά γιά τήν νίκη τοῦ
βασιλέως καί λέγει: «Κύριε, σῶσον τόν βασιλέα καί ἐπάκουσον ἡμῶν ἐν ᾗ
ἄν ἡμέρᾳ ἐπικαλεσώμεθά σε» (στίχ. 10).
ΨΑΛΜΟΣ Κ´ 20
87
Ψαλμός 20
*Κατά τό Ἑβρ. κείμενο ὁ στίχ. ἔχει: «Θά τρέψεις αὐτούς (τούς ἐχθρούς σου) σέ φυγή, μέ τά βέλη
σου θά πληγώσεις τό πρόσωπό τους» (στίχ. 13).
88
Ψαλμός 20
89
Ψαλμός 21
(στίχ. 12). Ἀλλά βεβαιώνει ὁ ποιητής μας ὅτι ὅλα αὐτά τά κατά τοῦ βασι-
λέως κακά διαβούλια δέν πρόκειται νά ἐκπληρωθοῦν: «Διελογίσαντο βου-
λάς, αἷς οὐ μή δύνωνται στῆναι» (στίχ. 12). Καί δέν θά ἐκπληρωθοῦν τά
κατά τοῦ βασιλέως πονηρά σχέδια τῶν ἐχθρῶν του, γιατί ὁ βασιλεύς ἔχει
ὑπερασπιστή τόν Θεό (βλ. στίχ. 8) καί ὁ Θεός θά τόν ἀναδείξει δυνατό καί
ἐπιδέξιο πολεμιστή. Ἔτσι παριστάνει τόν βασιλέα ὁ ποιητής μας τώρα στό
τέλος κατά τό Ἑβραϊκό κείμενο: «Θά τρέψεις αὐτούς (τούς ἐχθρούς σου)
σέ φυγή, μέ τά βέλη σου θά πληγώσεις τό πρόσωπό τους» (στίχ. 13). Ἡ
σκηνή εἶναι πολεμική (βλ. Ψαλμ. 44,6. 109,5 ἑξ.).
Τέλος ὁ ποιητής μας καλεῖ τόν Θεό νά ἀναδειχθεῖ μέγας καί ἔνδοξος
(στίχ. 14), ἐπιδεικνύοντας τήν βοήθειά Του βέβαιη πρός τόν βασιλέα. Καί
τότε βλέποντας ὅλοι τίς νίκες τοῦ βασιλέως κατά τῶν ἐχθρῶν τοῦ Ἰσραηλι-
τικοῦ λαοῦ θά ὑμνήσουν τήν δόξα τοῦ Θεοῦ: «ᾌσομεν καί ψαλοῦμεν τάς δυ-
ναστείας σου» (στίχ. 14)!
ΨΑΛΜΟΣ ΚΑ´ 21
Ο ΠΑΣΧΩΝ ΜΕΣΣΙΑΣ
21,2 Ὁ Θεός, ὁ Θεός 21,2 Θεέ μου, Θεέ μου, ἄκουσέ με·
μου, πρόσχες μοι· ἵνα τί γιατί μέ ἐγκατέλειψες;
ἐγκατέλιπές με; Μα- ἀργεῖ νά ἔλθει ἡ σωτηρία μου
κρὰν ἀπὸ τῆς σωτηρίας κράζοντας ἀπό τόν λάκκο μου.*
μου οἱ λόγοι τῶν παρα-
πτωμάτων μου.
3 Ὁ Θεός μου, κεκρά- 3 Θεέ μου, κράζω σέ Σένα τήν ἡμέρα,
ξομαι ἡμέρας, καὶ οὐκ ἀλλά δέν μέ ἀκούεις·
εἰσακούσῃ, καὶ νυκτός, καί (κράζω καί) τήν νύχτα
καὶ οὐκ εἰς ἄνοιαν ἐμοί. καί αὐτό (πού κάνω)
δέν εἶναι ἀνόητο γιά μένα.
(Ὅμως δέν εἶσαι μακρυά μου, γιατί)
4 Σὺ δὲ ἐν ἁγίῳ κατοι- 4 Κατοικεῖς στόν ἅγιο Ναό Σου,
* Κατά τό Ἑβρ. τό β´ ἡμιστίχ. ἔχει: «Γιατί εἶσαι μακρυά ἀπό τήν σωτηρία μου καί ἀπό τά λόγια
τῶν βρυχημάτων μου;».
90
Ψαλμός 21
91
Ψαλμός 21
92
Ψαλμός 21
93
Ψαλμός 21
1. Ὁ Ψαλμός αὐτός εἶναι μία προφητεία τῶν παθῶν καί τῆς ἀναστάσεως
τοῦ Μεσσία. Δέν μποροῦμε νά τόν ἑρμηνεύσουμε ἱστορικά, ὅτι, δηλαδή,
ἀναφέρεται σέ ἄλλο πρόσωπο, στόν Δαβίδ γιά παράδειγμα, γιατί ὁ Ψαλμός
ὁμιλεῖ γιά τρυπήματα χειρῶν καί ποδῶν, γιά διασκορπισμούς ὀστῶν, γιά
διαμελισμό ἱματίων καί γιά δεινά παθήματα καί γιά δικαίωση τοῦ πάσχον-
τος, πού μόνο στήν ζωή τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ μπορεῖ νά ἐφαρμοστοῦν. Οὔτε
πάλι μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι τά ὅσα λέγονται γιά τόν πάσχοντα στόν Ψαλμὀ
μας λέγονται γενικά καί ἀόριστα γιά τόν ἐνάρετο ἄνθρωπο, πού τελειώνεται
διά τῶν παθημάτων, γιατί οἱ τόσες καί τόσες λεπτομέρειες τοῦ Ψαλμοῦ μας
ἀπαιτοῦν ὁρισμένο πρόσωπο στό ὁποῖο νά ἀναφέρονται. Ὁ ὑπέροχος Ψαλ-
μός μας, ὅπως τόν ἑρμήνευσε ἡ Ἐκκλησία μας, ἀναφέρεται ἀκριβῶς στο
πρόσωπο τοῦ Μεσσία, στόν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, γιατί μόνο σ᾽
Αὐτόν ἐκπληρώθηκαν τά ὅσα προφητεύονται στήν Παλαιά Διαθήκη γιά
τόν Μεσσία, ὅπως μᾶς τό πληροφοροῦν τά Ἅγια Εὐαγγέλια. Καί ἡ ἐπι-
γραφή τοῦ Ψαλμοῦ, «ὑπέρ τῆς ἀντιλήψεως τῆς ἑωθινῆς», ἀναφέρεται στόν
Ἰησοῦ Χριστό καί συγκεκριμένα στήν ἐπιφάνειά Του, στόν ἐρχομό Του,
πού ἔγινε ὡς ὄρθρος, πού φώτισε αὐτούς πού βρίσκονταν στά σκοτάδια.
2. Μετά τά παραπάνω προλογικά ἐρχόμεθα στήν σύντομη ἑρμηνεία τοῦ
Ψαλμοῦ. Ὁ Ψαλμωδός παρουσιάζει τόν Πάσχοντα νά ἀπευθύνεται στόν
Θεό ζητῶν βοήθεια, παραπονούμενος μάλιστα ὅτι τόν ἐγκατέλειψε: «Ὁ
Θεός, ὁ Θεός μου (= Θεέ μου, Θεέ μου) πρόσχες μοι· ἴνα τί ἐγκατέλιπές
με;» (στίχ. 2). Αὐτοί εἶναι οἱ λόγοι πού εἶπε ὁ Ἰησοῦς Χριστός στήν ἀρα-
μαϊκή γλώσσα ὀδυνώμενος στόν Σταυρό: «Ἠλί, ἠλί, λαμά σαβαχθανί;».
94
Ψαλμός 21
Ἀλλά ὁ ἀμέσως παρακάτω λόγος τοῦ πάσχοντος εἶναι δύσκολος στήν ἑρμη-
νεία του. Λέγει: «Μακράν ἀπό τῆς σωτηρίας μου οἱ λόγοι τῶν παραπτωμά-
των μου» (στίχ. 2). Ὁ Πάσχων Ἅγιος ἀπευθύνει «λόγους» στόν Θεό, τόν
Ὁποῖο καλεῖ «σωτηρία» του (βλ. Ψαλμ. 34,3)· τοῦ ἀπευθύνει κραυγές καί
ἐπικλήσεις, γιατί ὀδυνᾶται, ἀλλά φαίνεται ὅτι ὁ Θεός δέν τόν ἀκούει, δέν
σπεύδει πρός βοήθεια, ἀλλά εἶναι μακρυά Του, γι΄ αὐτό καί λέγει, «μακράν
ἀπό τῆς σωτηρίας μου οἱ λόγοι (μου)». Ἀλλά, ποιά εἶναι τά «παραπτώματα»
γιά τά ὁποῖα λέγει στήν συνέχεια, «οἱ λόγοι τῶν παραπτωμάτων μου»; (στίχ.
2). Εἶπαν ὅτι «παραπτώματα», εἶναι τά δικά μας ἁμαρτήματα, τά ὁποῖα ἐπι-
φορτίστηκε ὁ Ἰησοῦς Χριστός καί πάσχει ἀντί ἡμῶν. Αὐτό βέβαια εἶναι
ἀλήθεια, ἀλλά τά «παραπτώματα» τοῦ στίχου μας ἐδῶ δέν πρέπει νά ἔχουν
αὐτή τήν ἑρμηνεία. Γιατί ὁ Πάσχων Μεσσίας ὁμιλεῖ γιά δικά του παρα-
πτώματα. Λέγει τά «παραπτώματά ΜΟΥ». Ἀλλά ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι
ἀναμάρτητος. «Ἁμαρτίαν οὐκ ἐποίησεν, οὐδέ εὑρέθη δόλος ἐν τῷ στόματι
αὐτοῦ» (βλ. καί Ἰωάν. 8,46). Γι΄ αὐτό πρέπει νά θεωρήσουμε ὡς λανθα-
σμένη ἐδῶ τήν μετάφραση τῶν Ο΄ καί νά προτιμήσουμε τό πρωτότυπο
Ἑβραϊκό κείμενο πού λέγει: «Θεέ μου, Θεέ μου, γιατί μέ ἐγκατέλειψες; Γιατί
εἶσαι μακρυά άπό τήν σωτηρία μου καί ἀπό τά λόγια τῶν βρυχημάτων μου;».
Ἤ, «τά λόγια τῶν ὀδυρμῶν μου», ὅπως μετέφρασε ὁ Σύμμαχος. Ἤ, κρα-
τοῦντες τήν ἀνάγνωση τῶν Ο΄, μποροῦμε νά νοήσουμε τά «παραπτώματα»
ὡς «λάκκο» (ἀπό τήν λέξη «πτώση»), στόν ὁποῖο ἔπεσε ὁ Πάσχων καί
κράζει πρός τόν Θεό γιά βοήθεια, ἀλλά δέν βλέπει τήν βοήθειά Του. Τόν
«λάκκο» ὅμως θά πρέπει νά τόν νοήσουμε μέ τήν μεταφορική ἔννοια, ὡς
μία θλιβερή κατάσταση, στήν ὁποία περιέπεσε ὁ Πάσχων Ἅγιος.
3. Ὁ βασανιζόμενος ἐξακολουθεῖ τά παράπονά του πρός τόν Θεό, κρά-
ζοντας μέρα καί νύχτα προς Αὐτόν, χωρίς αὐτό νά θεωρεῖται «ἄνοια» (στίχ.
3), δηλαδή, ἀνόητο πράγμα. Γιατί, ἄν δέν καταφύγει κανείς πρός τόν Θεό
στόν πόνο του, ποῦ θα καταφύγει; Παρά ὅμως τό ὅτι ὁ Μεσσίας εἶπε προ-
ηγουμένως ὅτι ὁ Θεός εἶναι μακράν Του (στίχ. 2), ὅμως νοιώθει τώρα ὅτι
δέν εἶναι μακράν Του, γιατί εἶναι στόν Ναό, στόν ὁποῖο καταφεύγουν οἱ
Ἰσραηλίτες καί Τόν ὑμνοῦν: «Σύ δέ ἐν ἁγίῳ κατοικεῖς ὁ ἔπαινος τοῦ Ἰσραήλ»
(στίχ. 4).
Ἔχει, λοιπόν, τόν σώζοντα ὁ Πάσχων δίκαιος Μεσσίας. Ἀλλά ὑπάρχουν
καί ἀπό τήν ἱστορία παραδείγματα, πού ὁμιλοῦν γιά τήν προστασία τῶν δι-
καίων ἀπό τόν Θεό (στίχ. 5-6). Ὁ Θεός βλέπει τήν ἀθλιότητα τῶν ἀνθρώ-
πων καί κινεῖται σέ εὐσπλαγχνία ὑπέρ αὐτῶν. Ἀλλά τί περισσότερον
ἀξιολύπητον ἀπό τήν κατάσταση στήν ὁποία βρίσκεται τώρα ὁ Μεσσίας
πάσχων ἐπί τοῦ Σταυροῦ; Ὁ Ἴδιος παριστάνει τόν ἑαυτό Του ὡς «σκώ-
ληκα» καί λέγει: «Ἐγώ δέ εἰμί σκώληξ καί οὐκ ἄνθρωπος· ὄνειδος ἀνθρώ-
95
Ψαλμός 21
πων καί ἐξουθένημα λαοῦ» (στίχ. 7). Ὁ σκώληκας εἶναι δεῖγμα τῆς εὐτε-
λείας καί τῆς ἀδυναμίας (βλ. Ἱώβ 25,6). Ἕρπει κατά γῆς γυμνός καταπα-
τούμενος ἀπό τόν τυχόντα καί μή δυνάμενος νά ἀμυνθεῖ. Ἔτσι παριστάνει
καί ὁ Ἡσαΐας τόν Μεσσία ἐπί τοῦ Σταυροῦ· ἄοπλο καί ἀειδῆ: «Καί εἴδομεν
αὐτόν καί οὐκ εἶχεν εἶδος οὐδέ κάλλος· ἀλλά τό εἶδος αὐτοῦ ἄτιμον καί
ἐκλεῖπον παρά τούς υἱούς τῶν ἀνθρώπων» (53,2-3). Ἀλλά ὑπάρχει καί ἡ
ἑρμηνεία τοῦ Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, κατά τήν ὁποία ὁ Ἰησοῦς Χριστός
παρομοιάζεται μέ σκώληκα γιά τόν λόγο ὅτι ἐγεννήθη παρθενικά, ἄνευ
σπέρματος, ὅπως καί οἱ σκώληκες δέν γεννοῦνται ἀπό σπέρμα, ἀλλά ἀπό
τήν γῆ.
Περιγράφοντας τά μαρτύριά Του ὁ Μεσσίας λέγει γιά τήν περιφρόνηση
τῶν ἀνθρώπων ἐναντίον Του, ἡ ὁποία ἐκφραζόταν μέ λόγους καί κινήματα,
μέ ἐκμυκτηρισμούς καί κινήματα τῆς κεφαλῆς (στίχ. 8-9). Σ’ αὐτό δέ προσ-
τίθεται καί τό μεγαλύτερο μαρτύριο, ἡ ὕβρις κατά τῆς πίστεως τοῦ Μεσ-
σίου, ὅτι τόν ἐγκατέλειψε ὁ Θεός καί ὅτι, ἅν τόν ὑπερασπίζει, ἅς τόν σώσει.
Ἔλεγαν γι’ Αὐτόν: «Ἤλπισεν ἐπί Κύριον, ρυσάσθω αὐτόν, σωσάτω αὐτόν,
ὅτι θέλει αὐτόν» (στίχ. 9). Αὐτά ὅμως, τά ἴδια ἀκριβῶς, τά βλέπουμε νά
ἐφαρμόζονται στόν Μεσσία ἐπί τοῦ Σταυροῦ, ὅπως μᾶς πληροφοροῦν τά
ἱερά Εὐαγγέλια: «Οἱ δέ παραπορευόμενοι ἐβλασφήμουν αὐτόν κινοῦντες τάς
κεφαλάς αὐτῶν» (Ματθ. 27,39). «Καί εἱστήκει ὁ λαός θεωρῶν. Ἐξεμυκτή-
ριζον δέ καί οἱ ἄρχοντες σύν αὐτοῖς λέγοντες· ἄλλους ἔσωσε, σωσάτω ἑαυτόν,
εἰ οὗτός ἐστιν ὁ Χριστός, ὁ τοῦ Θεοῦ ἐκλεκτός» (Λουκ. 23,35).
4. Ἀλλά αὐτοί οἱ μυκτηρισμοί τῶν ἐχθρῶν κάνουν τόν Μεγαλομάρτυρα
Μεσσία, ἐπί τοῦ Σταυροῦ εὑρισκόμενο, νά ἀφήσει τό παράπονό Του καί
νά στραφεῖ σέ συγκινητικές δεήσεις πρός τόν Θεό. Ὅσο οἱ ἐχθροί Του τόν
ἐνέπαιζαν, ἐπειδή ἐλπίζει στόν Θεό καί κράζει σ᾽ Αὐτόν, τόσο καί ὁ Μάρ-
τυς Μεσσίας στρέφεται περισσότερο πρός τόν Θεό καί λέγει ἱκεσίες σ᾽
Αὐτόν (στιχ. 10 ἑξ.). Τό πρῶτο δέ πού λέγει ὁ Πάσχων γιά νά ἑλκύσει τήν
συμπάθεια τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ προέλευσή Του ἀπό τόν Θεό: «Σύ εἶ ὁ ἐκσπά-
σας με ἐκ γαστρός· ἡ ἐλπίς μου ἀπό μαστῶν τῆς μητρός μου. Ἐπί σέ ἐπερρί-
φην ἐκ μήτρας· ἀπό γαστρός μητρός μου Θεός μου εἶ σύ» (στίχ. 10-11). Σάν
νά θέλει νά πεῖ ὁ Πάσχων: Σύ, Θεέ μου, μοῦ ἔδωσες τήν γέννηση· Σύ θά
μέ διασώσεις καί ἀπό τόν θάνατο. Ἤ, ὅπως ἑρμηνεύει ὁ Εὐσέβιος τήν πε-
ρικοπή τῶν στίχων μας: «Ὡσπεροῦν ἡ σή τότε τοῦ Ὑψίστου δύναμις συλ-
λαμβανόμενον μέν ἐπεσκίασε, τικτόμενον δέ ἐξέσπασεν ἀπό γαστρός μητρός
μου (δηλαδή, τῆς Παναγίας), οὕτω πολλή μοι τυγχάνει παραμυθία, ὅτι καί
τοῦ θανάτου με πολύ μᾶλλον ἀνασπάσεις» (M. 22,773C).
Στό παραπάνω ἐπιχείρημα γιά νά ἑλκυσθεῖ ἡ συμπάθεια τοῦ Θεοῦ,
προσθέτει ὁ Πάσχων στήν συνέχεια καί δεύτερο ἐπιχείρημα: Τίς συμφορές
96
Ψαλμός 21
Του πού τόν βασανίζουν καί τίς ὁποῖες περιγράφει ἐκτενῶς. Τούς ἐχθρούς
Του παρομοιάζει γιά τήν ἀγριότητά τους μέ μόσχους καί ταύρους: «Περιε-
κύκλωσάν με μόσχοι πολλοί, ταῦροι πίονες περιέσχον με» (στίχ. 13). Ἡ ὠμή
κτηνωδία τῶν ἐχθρῶν Του τούς κάνει ὅμοιους μέ ταύρους. Ἡ δύναμή τους
ὅμοιους μέ λέοντες. Καί λέγει γι᾽ αὐτούς: «Ἤνοιξαν ἐπ᾽ ἐμέ τό στόμα αὐτῶν
ὡς λέων ἁρπάζων καί ὠρυόμενος» (στίχ. 14). Καί ἀποτέλεσμα τῆς θηριω-
δίας τους εἶναι νά κατασπαράξουν τό θῦμα τους, τό νά τό φέρουν σέ μα-
ραμένη καί διαλυμένη κατάσταση. Ὡς ἑξῆς ὁ Πάσχων περιγράφει τήν
κατάστασή Του: «Ὡσεί ὕδωρ ἐξεχύθην καί διεσκορπίσθη πάντα τά ὀστᾶ μου,
ἐγεννήθη ἡ καρδία μου ὡσεί κηρός τηκόμενος ἐν μέσῳ τῆς κοιλίας μου. Ἐξη-
ράνθη ὡς ὄστρακον ἡ ἰσχύς μου, καί ἡ γλῶσσα μου κεκόλληται τῷ λάρυγγί
μου καί εἰς χοῦν θανάτου κατήγαγές με» (στίχ. 15-16). Σάν νά λέγει ὁ ὀδυ-
νώμενος Μεσσίας: Οἱ δυνατοί ἐχθροί μου μέ παρέλυσαν καί μέ διέλυσαν,
μέ ἔφεραν σέ ὑγρᾶ κατάσταση, ἔγινα στεγνό κεραμίδι. Δέχεται ὅμως ὁ
Μεσσίας ὅτι αὐτά ἔγιναν μέ τήν ἀνοχή τοῦ Θεοῦ· γι΄ αὐτό ἀπευθυνόμενος
σ᾽ Αὐτόν λέγει: «Εἰς χοῦν θανάτου κατήγαγές με» (στίχ. 16). Ἐσύ ὁ Θεός
τά ἐπιτρέπεις καί χωρίς τό θέλημά Σου δέν γίνεται τίποτε. Εἶναι σχεδόν τό
ἴδιο πού εἶπε ὁ ἀπόστολος Πέτρος γιά τόν θάνατο τοῦ Ἰησοῦ τοῦ Ναζω-
ραίου, τόν Ὁποῖον «ἔπιασαν καί ἐσταύρωσαν καί θανάτωσαν οἱ Ἰουδαῖοι»,
ἀλλά αὐτό ἔγινε «σύμφωνα μέ τήν ὁρισμένη ἀπόφαση καί πρόγνωση τοῦ
Θεοῦ» (Πράξ. 2,23). Τούς ἐχθρούς Του πάλι ὁ Πάσχων Μεσσίας, γιά νά
δείξει τήν ἀναισχυντία τους, τούς παρομοιάζει μέ τούς ἀκαθάρτους κύνας
(στίχ. 17), ἀπ᾽ αὐτούς πού εἶναι γεμάτοι οἱ ἀπόμεροι δρόμοι τῆς Ἀνατολῆς
καί ἐπιτίθενται ἐναντίον τῶν διαβατῶν.
Οἱ ἐχθροί λοιπόν αὐτοί «ὤρυξαν χεῖρας καί πόδας» τοῦ Μεσσία (στίχ.
17). Ἡ ἔκφραση αὐτή ὑπαινίσσεται σταυρικό θάνατο, γιατί «ὤρυξαν» ση-
μαίνει «διετρύπησαν». Ὁ τρόπος αὐτός τοῦ θανάτου χρησιμοποιεῖτο ὄχι
μόνο ἀπό τούς Ρωμαίους, ἀλλά καί ἀπό τούς Πέρσες καί τούς Καρχηδονί-
ους καί Αἰγυπτίους. Αὐτός, πράγματι, ὅπως γνωρίζουμε, ἦταν ὁ τρόπος θα-
νάτου τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἀποτέλεσμα δέ τῶν μαστιγώσεων καί τῶν
βασανισμῶν καί τῆς σταυρώσεως τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ εἶναι αὐτό πού λέγει
στήν συνέχεια ὁ Πάσχων: «Ἐξηρίθμησαν πάντα τά ὀστᾶ μου» (στίχ. 18). Ἡ
προφητεία αὐτή ἐκπληρώθηκε κατά γράμμα στόν Ἰησοῦ Χριστό, γιατί, μέ
τούς δαρμούς στό δέρμα Του, αὐτό ἐγδάρη, ἀφηρέθη, καί λοιπόν ἐφάνησαν
τά κόκκαλα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καί μποροῦσαν νά μετρηθοῦν. Στήν θέα
δέ ὅλων τῶν βασανιστηρίων τοῦ Μεσσία οἱ ἐχθροί του εὐχαριστοῦντο καί
ἐχαίροντο. Αὐτό σημαίνει τό «αὐτοί δέ κατενόησαν καί ἐπεῖδον με», πού
λέγει στήν συνέχεια ὁ Ψαλμός μας (στίχ. 18). Καί ὅπως κάνουν οἱ ληστές,
νά ἀπογυμνώνουν τά θύματά τους καί ἔπειτα νά τά ἀποτελειώνουν, ἔτσι
97
Ψαλμός 21
καί οἱ ἐχθροί τοῦ Μεσσίου διεμέρισαν τά ἱμάτιά Του καί γιά τήν διανομή
αὐτή ἔβαλαν κλῆρο (στίχ. 19). «Ἱματισμόν» τοῦ Χριστοῦ θά νοήσουμε τόν
ἄρραφο χιτῶνα Του, τόν ἐκ τῶν ἄνωθεν ὑφαντόν (Ἰω. 19,23).
Καί ἀνακεφαλαιώνοντας τήν ἱκεσία Του πρός τόν Θεό ὁ Πάσχων Μεσ-
σίας λέγει: «Σύ δέ, Κύριε, μή μακρύνῃς τήν βοήθειάν μου, εἰς τήν ἀντίληψίν
μου πρόσχες» (στίχ. 20). Καί ἀκόμη εἰδικώτερα εὔχεται ὁ Πάσχων στόν
Θεό νά τόν σώσει ἀπό τήν «ρομφαία» (τοῦ ἐχθροῦ) καί ἀπό τόν «κύνα»
(στίχ. 21). Ὑπό τήν «ρομφαία» θά νοήσουμε ἐδῶ τούς στρατιῶτες τοῦ Πι-
λάτου καί ὑπό τόν «κύνα» τόν Ἰουδαϊκό λαό.
5. Ἀλλά αἴφνης ὁ Πάσχων Μεσσίας, ἀπό τήν ἄβυσσο τῆς ἐγκαταλείψεως
καί τῆς ὀδύνης Του ἀναθάλλει καί βλέπει τούς καρπούς τῆς ἀπολυτρωτικῆς
Του θυσίας. Βλέπει τόν Ἐαυτό Του μεταξύ τῶν ὁμοφύλων Του νά διηγεῖται
τά μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ. Γιατί οἱ Ἰσραηλῖτες, αὐτοί πρῶτα θά ἀκούσουν τό
Εὐαγγέλιο τῆς σωτηρίας. Λέγει, λοιπόν, ὁ ἀνιστάμενος Μεσσίας: «Διηγήσο-
μαι τό ὄνομά σου τοῖς ἀδελφοῖς μου, ἐν μέσῳ ἐκκλησίας ὑμνήσω σε» (στίχ.
23). Ὄχι ἐν κρυπτῷ καί παραβύστῳ, ἀλλά «ἐν μέσῳ ἐκκλησίας», σέ ὅλο τό
Ἑβραϊκό δωδεκάφυλο, θά διακηρυχθοῦν οἱ εὐλογίες τοῦ Σταυροῦ. Καί τί θά
λέγει πρός τούς ἀδελφούς καί ὁμοφύλους ὁ κηρύττων; Θά λέγει: «Οἱ φοβού-
μενοι τόν Κύριον αἰνέσατε αὐτόν, ἅπαν τό σπέρμα Ἰακώβ δοξάσατε αὐτόν...
Ὅτι οὐκ ἐξουδένωσε οὐδέ προσώχθισε τῇ δεήσει τοῦ πτωχοῦ» (στίχ. 24-25).
Καί στρέφοντας τό πρόσωπό Του ὁ Μεσσίας ἀπό τήν συναγωγή τῶν
ἀδελφῶν πρός τόν Θεό, πού εἶναι τό ἀντικείμενο τῶν δοξολογιῶν Του,
λέγει: «Παρά σοῦ ὁ ἔπαινός μου ἐν ἐκκλησίᾳ μεγάλῃ. Τάς εὐχάς μου ἀπο-
δώσω ἐνώπιον τῶν φοβουμένων αὐτόν» (στίχ. 26). Ὑπῆρχε συνήθεια στούς
Ἑβραίους, σέ καιρό κινδύνου νά κάνουν εὐχή ἤ τάξιμο πρός τόν Θεό καί
νά Τοῦ προσφέρουν «θυσία σωτηρίου» (Λευιτ. 7,11-17) σέ περίπτωση δια-
σώσεως. Ἀπό τά κρέατα δέ τῆς θυσίας αὐτῆς ἔτρωγε εὐχαριστιακά καί ὁ
προσφέρων τήν θυσία μαζί μέ τούς παρόντας σ’ αὐτήν. Αὐτή λοιπόν τήν
θυσία ὁ Ἐσταυρωμένος, λυτρωθείς ἀπό τούς ἐχθρούς Του, προσφέρει στόν
Θεό συνεσθίοντας μέ τούς πένητες, τούς δυστυχεῖς καί τούς ταπεινούς,
τούς προσαναπληροῦντας τά ὑστερήματα τῶν παθημάτων Του (Kολ. 1,24).
Τό Δεῖπνο δέ αὐτό τοῦ Μεσσίου, γιά τό ὁποῖο ὁμιλεῖ ὁ Ψαλμός μας, προ-
τυπώνει τό Μέγα Δεῖπνο, τό μέγα μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας μας, τήν Θεία
Εὐχαριστία, ὅπως φαίνεται καθαρά ἀπό τήν αἰώνια σωτηρία τήν ὁποία πα-
ρέχει. Γιατί λέγει: «Ζήσονται αἱ καρδίαι αὐτῶν (τῶν μετεχόντων στό
Δεῖπνο) εἰς αἰῶνα αἰῶνος» (στίχ. 27)! Ἡ «θυσία σωτηρίας» στό Λευιτικό
δέν παρεῖχε αἰωνιότητα. «Εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καί εἰς ζωήν αἰώνιον καί
ἀθάνατον» προσφέρεται μόνον ἡ Θεία Κοινωνία τοῦ Σώματος καί Αἵματος
τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
98
Ψαλμός 22
ΨΑΛΜΟΣ ΚΒ´ 22
Ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ.
Ο ΘΕΟΣ ΠΟΙΜΕΝΑΣ
99
Ψαλμός 22
1. Ἀπό τήν ἀρχή ὁ ψαλμωδός μας καθαρίζει τήν στενή του σχέση μέ
τόν Θεό, τόν Ὁποῖο παριστάνει ὡς ποιμένα του καί ἄρα ἀπολαμβάνει τήν
φροντίδα του. Τόν Θεό, λοιπόν, ὁ ποιητής μας δέν τόν παριστάνει ὡς
αὐστηρό, ἀλλά ὡς καλό καί ἀγαθό, ὡς ποιμένα του, ὁ ὁποῖος φροντίζει γιά
τό ποίμνιό του. Καί ἀφοῦ, λοιπόν, ὁ ποιητής μας αἰσθάνεται ὅτι ἔχει ποι-
μένα τόν Θεό λέγει μέ βεβαιότητα: «Οὐδέν μέ ὑστερήσει» (στίχ. 1).
Κύρια φροντίδα τοῦ καλοῦ ποιμένα εἶναι νά βρεῖ χλοερούς τόπους καί
νερά γιά τό ποίμνιό του. Ἔτσι, λοιπόν, καί ὁ Θεός, σάν καλός ποιμένας,
φρόντισε νά ἔχει ὁ ποιητής ἄφθονα ἀγαθά (στίχ. 2). Τό ἀποτέλεσμα ἀπό
τήν μεγάλη καί στοργική αὐτή φροντίδα τοῦ Θεοῦ ἦταν νά ζωογονηθεῖ ἡ
100
Ψαλμός 22
ψυχή τοῦ ποιητοῦ μας: «Τήν ψυχήν μου ἐπέστρεψε», λέγει (στίχ. 2). Σπου-
δαία φροντίδα πάλι τοῦ καλοῦ ποιμένα εἶναι νά ὁδηγεῖ τό ποίμνιό του σέ
σωστούς δρόμους («ἐπί τρίβους δικαιοσύνης», στίχ. 3), ὥστε νά μήν περι-
πλανῶνται καί νά διασκορπίζονται τά πρόβατα. Ἔτσι κάνει καί ὁ Θεός γιά
τόν ψαλμωδό μας, «ἕνεκεν τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ» (στίχ. 3). Τό ὄνομα τοῦ
Θεοῦ «Γιαχβέ» δέν ἔχει, λοιπόν, μόνο τήν ἔννοια τοῦ παντοδυνάμου καί
τοῦ παντοκράτορα, ἀλλά καί τήν ἔννοια τοῦ καλοῦ καί τοῦ σώζοντος τόν
λαό Του.
2. Ἀκόμη καί ἄν εἶναι ἀνάγκη νά περάσει ὁ ποιητής ἀπό σκοτεινά φα-
ράγγια, ὅπως λέγει τό Ἑβραϊκό κείμενο, ἀπό «σκιά θανάτου» ὅπως ἔχει τό
κείμενο τῶν Ο´, ἀκόμη καί τότε δέν θά φοβηθεῖ ὁ ποιητής μας ὅτι θά πάθει
κακό, γιατί ἔχει μαζί του τόν Θεό (στίχ. 4). Ἡ διέλευση ἀπό αὐτά τά φα-
ράγγια στήν Παλαιστίνη ἦταν ἐπικίνδυνη, γιατί σ᾽ αὐτά κατοικοῦσαν λη-
στές· ἀλλά ἀκόμη πίστευαν ὅτι αὐτοί οἱ τόποι ἦταν κατοικία τῶν δαιμόνων.
Ἀλλά καί πάλι ὁ ποιητής μας ἐπανέρχεται στήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ ὡς ποι-
μένα, ὁ Ὁποῖος κρατεῖ στά χέρια Του ράβδο καί βακτηρία, ἐκείνη τήν
ὀγκώδη καί χονδρή ράβδο, αὐτά τά δύο πού εἶναι ὅπλα γιά νά ἀποκρούει
ὁ ποιμένας τά ἐρχόμενα ἐναντίον τῆς ποίμνης του ἄγρια ζῶα.
3. Στήν συνέχεια τοῦ ψαλμοῦ ὁ ποιητής μας ἐκφράζει τήν οἰκειότητά
του καί τήν στενή του σχέση μέ τόν Θεό μέ μία νέα εἰκόνα, τήν εἰκόνα τοῦ
φιλοξενοῦντος καί φιλοξενουμένου (στίχ. 6). Ἡ εἰκόνα αὐτή τῆς φιλοξε-
νίας, γιά νά ἐκφράσει τήν φιλική σχέση μεταξύ δύο προσώπων, εἶναι
συχνή. Τό ὡραῖο καί ὑπέροχο ὅμως ἐδῶ στόν ψαλμό μας εἶναι ὅτι δέν φι-
λοξενεῖ ὁ ποιητής μας τόν Θεό, ἀλλά ὁ Θεός τόν ποιητή μας! Τόση οἰκειό-
τητα ἔχει ὁ ποιητής μας μέ τόν Θεό, ὥστε συντρώγει μαζί Του! Ὁ
φιλοξενῶν ἑτοιμάζει γιά τόν φιλοξενούμενό του πλούσια τράπεζα. Ἀλλά
ἐδῶ τήν τράπεζα αὐτή ὁ Θεός γιά τόν ποιητή μας τήν ἑτοιμάζει «ἐξ ἐναν-
τίας», δηλαδή ἐνώπιον τῶν θλιβόντων αὐτόν γιά καταισχύνη τους, γιατί
εἶναι ὑποχρεωμένοι νά βλέπουν πόσο μεγάλη τιμή ἀξιώνεται αὐτός πού
αὐτοί μάχονται. Προτοῦ νά κατακλιθοῦν στήν τράπεζα ἤ καί κατά τήν διάρ-
κεια τοῦ δείπνου, ὁ οἰκοδεσπότης ἄλειφε τήν κεφαλή τοῦ φιλοξενουμένου
του μέ μυρωμένο ἔλαιο, πράξη πού θεωρεῖτο ὅτι ἐκφράζει μεγάλη τιμή (βλ.
Ψαλμ. 44,8. 132,2. Ἀμ. 6,6. Ἐκκλ. 9,8. Λουκ. 7,46). Ἔτσι λέγει καί ὁ ποι-
ητής γιά τόν Θεό:«Ἐλίπανας ἐν ἐλαίῳ τήν κεφαλήν μου» (στίχ. 5). Καί πα-
ραλείποντας ἄλλες σκηνές τοῦ δείπνου ὁ ποιητής ἔρχεται στήν στιγμή κατά
τήν ὁποία θά λάβει στά χέρια του τό ποτήριο, γεμᾶτο βεβαίως ἀπό κρασί,
γιά νά πεῖ πολλές εὐχές γιά τήν μακροημέρευση καί εὐτυχία τοῦ οἰκοδε-
σπότου. Ἀναφερόμενος σ᾽ αὐτό τό ποτήριο ὁ ποιητής μας λέγει: «Καί τό
ποτήριόν σου μεθύσκον ὡς κράτιστον» (στίχ. 5). Μέ τήν σκηνή αὐτή τελει-
101
Ψαλμός 23
ώνει ἡ σκηνή τῆς φιλοξενίας. Στήν τελευταία στροφή τοῦ ὡραιοτάτου ψαλ-
μοῦ ὁ ποιητής μας, στρεφόμενος πρός τό μέλλον, λέγει ὅτι θά τόν κατα-
διώκει τό «ἔλεος», ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ: «Τό ἔλεός Σου καταδιώξει με πάσας
τάς ἡμέρας τῆς ζωῆς μου» (στίχ. 6). Καί ἡ ἀγάπη αὐτή τοῦ Θεοῦ θά φέρει
βεβαίως στόν ποιητή μας εὐτυχία. Συνεχῆ εὐτυχία πού τήν ἐκφράζει τό
ρῆμα «καταδιώξει» με. Ὡς εὐτυχία του δέ τέλος θεωρεῖ ὁ ποιητής μας τό
νά παραμένει στόν Ναό τοῦ Θεοῦ γιά μακρό χρόνο. Βλ. καί Ψαλμ. 26,4.
51,10. 60,5. Λουκ. 2,37. Τό Ἑβρ. ὅμως ἐδῶ λέγει: «Εἴθε νά ἐπιστρέψω στόν
οἶκο τοῦ Θεοῦ γιά μακρό χρόνο». Μέ αὐτήν τήν ἀνάγνωση νοοῦμε ὅτι ὁ
ποιητής μας εἶναι ἐξόριστος, εἴτε λαϊκός εἴτε ἀρχιερεύς, καί γι᾽ αὐτό, βρι-
σκόμενος μακρυά ἀπό τόν Ναό, τόν ἐπεθύμησε.
ΨΑΛΜΟΣ ΚΓ´ 23
102
Ψαλμός 23
λογίαν παρὰ Κυρίου καί εὐσπλαγχνία ἀπό τόν Θεό τόν Σωτῆρα του.
καὶ ἐλεημοσύνην παρὰ
Θεοῦ σωτῆρος αὐτοῦ.
6 Αὕτη ἡ γενεὰ ζητούν- 6 Ἔτσι πρέπει νά εἶναι οἱ ἄνθρωποι
των τὸν Κύριον, ζη- πού ζητᾶνε τόν Κύριο,
τούντων τὸ πρόσωπον πού ζητᾶνε νά δοῦν τόν Θεό τοῦ Ἰακώβ
τοῦ Θεοῦ ᾿Ιακώβ. (διά-
ψαλμα). Διάψαλμα
(Ἡ κοινότητα)
7 Ἄρατε πύλας, οἱ 7 Πύλες, σηκῶστε τίς κεφαλές σας,
ἄρχοντες ὑμῶν, καὶ ἐ- καί ὑψωθεῖτε, ὦ αἰώνιες πύλες,
πάρθητε, πύλαι αἰώ- γιά νά εἰσέλθει ὁ Βασιλεύς τῆς δόξας.
νιοι, καὶ εἰσελεύσεται ὁ
βασιλεὺς τῆς δόξης. (Ὁ ἱερεύς στήν κοινότητα:)
8 Τίς ἐστιν οὗτος ὁ βα- 8 Ποιός εἶναι αὐτός ὁ Βασιλεύς τῆς δόξης;
σιλεὺς τῆς δόξης; Κύ- (Ἡ κοινότητα πρός τόν ἱερέα)
ριος κραταιὸς καὶ δυ- Ὁ Κύριος, ὁ κραταιός καί δυνατός,
νατός, Κύριος δυνατὸς ὁ Κύριος, ὁ νικητής στόν πόλεμο.
ἐν πολέμῳ.
9 Ἄρατε πύλας, οἱ ἄρ- 9 Ὦ πύλες, σηκῶστε τίς κεφαλές σας
χοντες ὑμῶν, καὶ ἐπάρ- καί ὑψωθεῖτε, ὦ αἰώνιες πύλες,
θητε, πύλαι αἰώνιοι, καὶ γιά νά εἰσέλθει ὁ Βασιλεύς τῆς δόξης.
εἰσελεύσεται ὁ βασι- (Ὁ ἱερεύς πρός τήν κοινότητα:)
λεὺς τῆς δόξης.
10 Τίς ἐστιν οὗτος ὁ βα- 10 Ποιός εἶναι αὐτός ὁ Βασιλεύς τῆς δόξης;
σιλεὺς τῆς δόξης; Κύ- (Ἡ κοινότητα πρός τόν ἱερέα:)
ριος τῶν δυνάμεων Ὁ Κύριος τῶν δυνάμεων,
αὐτός ἐστιν ὁ βασιλεὺς Αὐτός εἶναι ὁ Βασιλεύς τῆς δόξης!
τῆς δόξης.
1 Ἀπό τήν ἀρχή ὁ ποιητής τοῦ ψαλμοῦ αὐτοῦ ἐξυμνεῖ τήν παντοδυναμία
τοῦ Θεοῦ (στίχ. 1-2). Στά χέρια τοῦ Θεοῦ, λέγει, εἶναι ἡ γῆ καί ὅλο τό πλή-
ρωμά της, ὅ,τι, δηλαδή βρίσκεται σ᾽ αὐτήν. Τό θέμα αὐτό, πού τό βλέπουμε
καί σέ ἄλλους ψαλμούς (βλ. Ψαλμ. 73,16 ἑξ. 89,12 ἑξ. 94,4 ἑξ.) στηρίζεται
στήν πίστη ὅτι ὁ Θεός εἶναι ὁ δημιουργός τοῦ κόσμου. Ἀπό ὅλο τό δημι-
ουργικό ἔργο τοῦ Θεοῦ, αὐτό πού ἐντυπωσιάζει τόν ποιητή μας εἶναι τό
ὅτι ὁ Θεός θεμελίωσε τήν γῆ ἐπί τῶν θαλασσῶν καί τήν στερέωσε ἐπί τῶν
ποταμῶν. Βλ. Ψαλμ. 103,5. Ἰώβ 38,4 ἑξ. Κατά τήν Π.Δ. (βλ. Γεν. 7,11. Ἐξ.
103
Ψαλμός 23
104
Ψαλμός 24
(στίχ. 10). Ἀσφαλῶς Αὐτός εἶναι ὁ Γιαχβέ Θεός. Ἡ κοινότητα ἔχει μαζί της
κάποιο θρόνο τοῦ Θεοῦ ἤ τήν Κιβωτό τῆς Διαθήκης, πού θεωρεῖται κατοι-
κία τοῦ Θεοῦ, καί πρέπει νά εἰσέλθουν μέ αὐτήν στόν Ναό. Ἐπειδή δέ θά
εἰσέλθει ὁ θρόνος τοῦ Θεοῦ στόν Ναό, ἡ κοινότητα θέλουσα νά ἐξάρει τό
μεγαλεῖο τοῦ Θεοῦ, θεωρεῖ ὡς χαμηλό τό ὕψος τῶν πυλῶν τοῦ Ναοῦ. Γι᾽
αὐτό καί λέγει οἱ πύλες νά σηκώσουν τίς κεφαλές τους (τούς «ἄρχοντάς»
τους, λέγουν οἱ Ο´), γιά νά εἶναι ἐπαρκής ὁ χῶρος γιά νά περάσει ὁ θρόνος
τοῦ Θεοῦ, πού παριστάνει αὐτόν τόν Θεό. Ἡ μετάφραση τῶν Ο´ δέν δίνει
σαφῶς τό παραπάνω νόημα, ὅπως αὐτό φαίνεται στό Ἑβραϊκό.
Ὁ ἱερεύς, ὁ ὁποῖος εἶναι ἀκόμη στήν πύλη τοῦ Ναοῦ ἐρωτᾶ τήν Ἰσραη-
λιτική κοινότητα νά μάθει, ποιός εἶναι αὐτός ὁ Βασιλεύς τῆς δόξης, γιατί
δέν τόν προσδιόρισε σαφῶς. Καί ἡ κοινότητα ἀπαντᾶ ὅτι εἶναι ὁ Κύριος,
επαναλαμβάνουσα μάλιστα τήν ἔκφραση (στίχ. 8), γιά νά μήν ἀφήσει καμ-
μία ἀμφιβολία ὅτι πρόκειται γιά τόν Γιαχβέ. Ἀπό τό ὅτι δέ ὁ Κύριος αὐτός
ἐξυμνεῖται ὡς «δυνατός ἐν πολέμῳ», φαίνεται ὅτι ἡ λιτανεία γινόταν σέ
ἑορτή κατά τήν ὁποία ὁ Γιαχβέ Θεός ἐξυμνεῖτο ὡς νικητής τῶν ἐχθρῶν τοῦ
Ἰσραήλ. Καί τοιαύτη ἑορτή ἦταν ἡ ἑορτή τοῦ νέου ἔτους.
ΨΑΛΜΟΣ ΚΔ´ 24
Ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ.
105
Ψαλμός 24
106
Ψαλμός 24
107
Ψαλμός 24
108
Ψαλμός 24
109
Ψαλμός 25
ὅτι «Αὐτός ἐκσπάσει ἐκ παγίδος τούς πόδας του» (στίχ. 15). Ὅτι θά τόν
σώσει ἀπό τά δόλια σχέδια πού μηχανεύτηκαν ἐναντίον του οἱ ἐχθροί του.
5. Τελειώνοντας τόν ψαλμό του ὁ ποιητής μας ἱκετεύει πάλι τόν Θεό νά
ἐπιβλέψει πρός αὐτόν τόν εὑρισκόμενο σέ δύσκολη θέση («ὅτι μονογενής
καί πτωχός εἰμι ἐγώ», στίχ. 16), ἕνεκα τῆς καταδίωξης τῶν ἐχθρῶν του βέ-
βαια, πού ἔγιναν πολλοί καί τοῦ πλήθυναν τίς θλίψεις τῆς καρδιᾶς του
(στίχ. 17) μέ τό ἄδικο μίσος τους (στίχ. 19) Ἀλλά καί πάλι ὁ ποιητής μας
ἱκετεύει τόν Θεό του νά τοῦ συγχωρήσει τά ἁμαρτήματά του (στίχ. 18) καί
νά μήν τόν ἀφήσει νά καταισχυνθεῖ, γιατί ἤλπισε σ᾽ Αὐτόν (στίχ. 20).
Παρηγορία τοῦ θλιβομένου ψαλμωδοῦ μας εἶναι ὅτι οἱ «ἄκακοι» καί οἱ
«εὐθεῖς», οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, δηλαδή, εἶναι μαζί του καί τόν χαίρονται,
ἐπειδή εἶναι πιστός στόν Κύριο (στίχ. 21).
Ὁ Ψαλμωδός μας, πιστός πατριώτης, γενικεύει καί ἀνάγει τό προσωπικό
του θέμα στό ἔθνος του, τό Ἰσραήλ, καί παρακαλεῖ τόν Θεό νά τό λυτρώσει
ἀπό τίς θλίψεις πού τοῦ ἐπιφέρουν οἱ ἐχθροί του (στίχ. 22). Ἄν ὁ Ψαλμός
εἶναι ποίημα τοῦ Δαυίδ, ὁ στίχος δικαιολογεῖται ἀπολύτως καί ἔχει τήν
ἁρμόζουσα θέση του.
ΨΑΛΜΟΣ ΚΕ´ 25
Τοῦ Δαυΐδ.
σου.
4 Οὐκ ἐκάθισα μετὰ 4 Δέν πῆρα μέρος σέ συνέδριο
συνεδρίου ματαιότητος πού λέγουν μάταια πράγματα
καὶ μετὰ παρανομούν- καί δέν θά μπῶ σέ χῶρο
των οὐ μὴ εἰσέλθω· πού εἶναι παράνομοι.
5 ἐμίσησα ἐκκλησίαν 5 Μίσησα τίς συγκεντρώσεις τῶν πονηρῶν
πονηρευομένων καὶ με- καί δέν θά καθήσω (σέ χῶρο) μέ τούς ἀσεβεῖς.
τὰ ἀσεβῶν οὐ μὴ κα-
θίσω.
6 Νίψομαι ἐν ἀθῴοις 6 Θά πλύνω τά χέρια μου μέ τούς ἀθώους
τὰς χεῖράς μου καὶ κυ- καί θά κυκλώσω τό θυσιαστήριό Σου, Κύριε,
κλώσω τὸ θυσιαστή-
ριόν σου, Κύριε,
7 τοῦ ἀκοῦσαί με φω- 7 γιά νά ἀκούω τήν φωνή τῶν ὕμνων Σου
νῆς αἰνέσεώς σου καὶ καί νά διηγηθῶ ὅλα τά θαυμάσιά Σου.
διηγήσασθαι πάντα τὰ
θαυμάσιά σου.
8 Κύριε, ἠγάπησα εὐ- 8 Κύριε, ἀγάπησα
πρέπειαν οἴκου σου καὶ τήν εὐπρέπεια τοῦ οἴκου Σου
τόπον σκηνώματος δό- καί τόν τόπο πού σκηνώνει ἡ δόξα Σου
ξης σου. (τήν Σκηνή τοῦ Μαρτυρίου).
9 Μὴ συναπολέσῃς με- 9 Μή καταστρέψεις μαζί μέ τούς ἀσεβεῖς
τὰ ἀσεβῶν τὴν ψυχήν τήν ψυχή μου
μου καὶ μετὰ ἀνδρῶν καί μαζί μέ τούς φονιάδες τήν ζωή μου,
αἱμάτων τὴν ζωήν μου,
10 ὧν ἐν χερσὶν ἀνο- 10 πού οἱ ἀνομίες εἶναι στά χέρια τους
μίαι, ἡ δεξιὰ αὐτῶν ἐ- (δηλαδή, εἶναι ὁλοφάνερες)
πλήσθη δώρων. καί τό δεξί τους χέρι εἶναι γεμᾶτο ἀπό δῶρα.
11 Ἐγὼ δὲ ἐν ἀκακίᾳ 11 Ἀντίθετα ἐγώ ἔζησα μέ ἀκακία,
μου ἐπορεύθην· λύτρω- λύτρωσέ με καί ἐλέησέ με.
σαί με καὶ ἐλέησόν με.
12 Ὁ πούς μου ἔστη ἐν 12 Τό πόδι μου πατάει σταθερά
εὐθύτητι· ἐν ἐκκλησί- (δηλαδή, λυτρώθηκα),
αις εὐλογήσω σε, Κύ- στίς συνάξεις θά σέ δοξολογῶ, Κύριε.
ριε.
1. Ὁ Ψαλμός αὐτός κατά τήν ἐπιγραφή του εἶναι τοῦ Δαβίδ, δέν γνωρί-
ζουμε ὅμως γιά ποιό ἀκριβῶς περιστατικό τοῦ Δαβίδ γράφτηκε. Ὁ ποιητής
τοῦ Ψαλμοῦ προσεύχεται στόν Θεό καί Τόν παρακαλεῖ νά τοῦ φερθεῖ κατά
111
Ψαλμός 25
τήν ἀθωότητά του (στίχ. 2.3). Ζητώντας τά ἐλέη καί τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ
λέγει γιά τήν πιστότητά του πρός Αὐτόν καί τόν πόθο του νά Τόν λατρεύει
στόν ἅγιό Του οἶκο (στίχ. 6-8). Εἶναι ἕνας ἰδιωτικός ψαλμός, στόν ὁποῖο ὁ
ποιητής του, θέλοντας νά κερδίσει τήν συμπάθεια τοῦ Θεοῦ πρός βοήθειά
του, ὁμιλεῖ γιά τήν καθαρότητά του καί τήν ἀντίθεσή του μέ τούς παρανο-
νοῦντες καί τούς πονηρευομένους, τῶν ὁποίων μισεῖ καί ἀποφεύγει τίς συν-
άξεις τους (στίχ. 4.5).
2. Ὁ ἑρμηνευτής Θεοδώρητος ὑποθέτει ὅτι ὁ ψαλμός συνετέθηκε ἀπό
τόν Δαβίδ ὅταν αὐτός καταδιωκόμενος ἀπό τόν Σαούλ ἀναγκάστηκε νά κα-
ταφύγει στούς ἀλλοφύλους (Α´ Βασ. 21,10 ἑξ. 27,1 ἑξ.). Οἱ ἀλλόφυλοι δέ
αὐτοί ζοῦσαν μέ κάθε παρανομία καί ἀσέβεια καί αὐτοί εἶναι οἱ παράνομοι
γιά τούς ὁποίους ὁμιλεῖ ὁ ποιητής μας ὅτι ἀπέφευγε τούς συλλόγους τους
(στίχ. 4).
Ἀλλά ἀπό τήν ἀρχή ὁ ποιητής μας ὁμιλεῖ γιά τήν ἀκακία του πρός τόν
Σαούλ καί καλεῖ γι᾽ αὐτό μάρτυρα τόν Θεό λέγοντας, «κρῖνόν με, Κύριε,
ὅτι ἐγώ ἐν ἀκακίᾳ μου ἐπορεύθην» (στίχ. 1). Καί ἐπειδή, λοιπόν, αἰσθάνεται
καθαρή τήν συνείδησή του, γι᾽ αὐτό καί ἔχει τήν πεποίθηση ὅτι θά ἔχει τήν
πρόνοια τοῦ Θεοῦ καί λέγει μέ σταθερότητα, «οὐ μή ἀσθενήσω» (στίχ. 1).
Δηλαδή, «δέν θά καταπέσω», «δέν θά ἀποτύχω». Ἔχει μεγάλη πεποίθηση
ὁ Δαβίδ γιά τήν ἀθωότητά του ἔναντι τοῦ Σαούλ, γι᾽ αὐτό καί τολμᾶ νά
προσκαλέσει τόν Θεό νά τοῦ ἐρευνήσει τούς «νεφρούς» καί τήν «καρδιά»
του, τά ἐσώτατα, δηλαδή, τοῦ εἶναι του, γιά νά φανεῖ ἡ καθαρότητά του
(στίχ. 2). Δέν αἰσθάνεται καμμία πονηρία μέσα του ὁ ποιητής μας ἔναντι
τοῦ Θεοῦ, ἀλλά, ἀντίθετα, νοιώθει ὅτι «εὐηρέστησε ἐν τῇ ἀληθείᾳ Του»
(στίχ. 3). Ὅτι, δηλαδή, τηρεῖ καί ἐφαρμόζει τόν Νόμο τοῦ Θεοῦ. Καί ἔρχε-
ται στήν συνέχεια ὁ Δαβίδ νά ὁμιλήσει συγκεκριμένα σ᾽ αὐτό.
3. (α) Τόσο ἀγαπᾶ τόν Θεό ὁ Δαβίδ, ὥστε καί ὅταν ἀκόμη βρέθηκε με-
ταξύ ξένων, μεταξύ τῶν ἀλλοφύλων, καί εἶχε βεβαίως διάφορες ἀνάγκες,
ὅμως δέν συνῆψε φιλία μέ τούς ἀλλοθρήσκους καί παρανόμους αὐτούς καί
δέν ἔλαβε μέρος στά συνέδριά τους. Μέ καύχηση ἱερή λέγει ὁ ποιητής μας:
«Οὐκ ἐκάθισα μετά συνεδρίου ματαιότητος καί μετά παρανομούντων οὐ μή
εἰσέλθω» (στίχ. 4).
(β) Ἀποστρέφεται, λοιπόν, καί βδελύττεται σφόδρα ὁ Δαβίδ τά συνέδρια
τῶν παρανόμων, ἀλλά λέγει στήν συνέχεια ὅτι ποθεῖ νά δεῖ τό θυσιαστήριο
τοῦ Θεοῦ καί νά ἀκούσει τίς θεῖες ὑμνωδίες καί νά διηγηθεῖ ἔπειτα τά με-
γαλεῖα τοῦ Θεοῦ στούς ἀγνοοῦντας Αὐτόν. Λέγει ἐπί λέξει: «Νίψομαι ἐν
ἀθώοις τάς χεῖράς μου καί κυκλώσω τό θυσιαστήριόν σου, Κύριε, τοῦ
ἀκοῦσαί με φωνῆς αἰνέσεως καί διηγήσασθαι πάντα τά θαυμάσιά σου» (στίχ.
6.7). Ἀλλά τό «νίψομαι τάς χεῖράς μου», πού λέγει ὁ ποιητής μας, μᾶς ὑπεν-
112
Ψαλμός 25
θυμίζει τόν Πιλᾶτο, πού ζήτησε νά νίψει τά χέρια του, γιά νά φανεῖ ὅτι δέν
συμμετέχει στήν θανάτωση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι, λοιπόν, μέ τόν πα-
ραλληλισμό αὐτό πρός τήν πράξη τοῦ Πιλάτου θά λέγαμε ὅτι καί ὁ ποιητής
μας ζητάει νά νίψει τά χέρια του γιά νά βεβαιώσει ὅτι πραγματικά δέν συμ-
μετεῖχε στά συνέδρια τῶν ἁμαρτωλῶν.
(γ) Γρήγορα ὁ Δαβίδ θέλει νά ἐλευθερωθεῖ ἀπό τήν παραμονή του στήν
χώρα τῶν ἀλλοθρήσκων, γιατί ποθεῖ τόν οἶκον τοῦ Κυρίου. «Κύριε ἠγάπησα
εὐπρέπειαν οἴκου σου», λέγει «καί τόπον σκηνώματος δόξης σου» (στίχ. 8).
«Οἶκον» τοῦ Κυρίου ὀνομάζει ὁ ποιητής μας τήν Σκηνή τοῦ Μαρτυρίου,
γιατί δέν εἶχε κτιστεῖ ἀκόμη ὁ Ναός. Κατά τήν ὥρα τῆς προσευχῆς γέμιζε
τήν Σκηνή ἡ δόξα τοῦ Κυρίου σέ σχῆμα νεφέλης (βλ. Ἐξ. 16,10), θέαμα
πού ὑπαινίσσεται ὁ ψαλμωδός μας ἐδῶ λέγοντας «τόπον σκηνώματος δόξης
σου». Γιά νά ἀποφύγει λοιπόν ὁ Δαβίδ τίς κακές ἐπιδράσεις τῶν ἁμαρτωλῶν
στήν ξένη γῆ πού βρίσκεται, ἐπιζητεῖ τόν Ναό τοῦ Κυρίου, καί ὡς νά πα-
ρακαλεῖ μέ αὐτό τόν Θεό γρήγορα νά τόν φέρει προσκυνητή σ᾽ αὐτόν.
(δ) Ἀφοῦ, λοιπόν, ὁ ποιητής μας τόσο καλή καί θεάρεστη ζωή ἔζησε,
παρακαλεῖ, τέλος, τόν Θεό λέγοντας, «μή συναπολέσῃς μετά ἀσεβῶν τήν
ψυχήν μου καί μετά ἀνδρῶν αἱμάτων τήν ζωήν μου, ὧν ἐν χερσίν αἱ ἀνομίαι,
ἡ δεξιά αὐτῶν ἐπλήσθη δώρων». Παρακαλεῖ τόν Θεό νά μήν τόν καταστρέ-
ψει μαζί μέ τούς ἀσεβεῖς, μέ αὐτούς πού ζοῦσε στήν ξένη γῆ, ὅπου ἀναγ-
καστικά βρέθηκε. Καί ἀσφαλῶς δέν θά ἔχει ὁ εὐσεβής ποιητής μας τήν
κατάληξη τῶν ἀσεβῶν, γιατί αὐτός στήν ζωή του ἀγωνίστηκε νά εὐαρε-
στήσει τόν Θεό. Παρατηροῦμε ὅμως ὅτι στούς στίχ. 9-10 ὁ ποιητής Δαβίδ
χαρακτηρίζει τούς ἀσεβεῖς καί μέ ἄλλες μελανές ἐκφράσεις. Τούς λέγει
«ἄνδρας αἱμάτων» (στίχ. 9), γιατί διέπρατταν φόνους· «ἐν χερσίν αἱ ἀνομίαι
αὐτῶν» (στίχ. 10), γιατί τά χέρια τους διέπρατταν φόνους, ἀλλά καί ἡ δεξιά
τους «ἐπλήσθη δώρων» (στίχ. 10), γιατί ἐδωροδοκοῦντο καί κατέπνιγαν τό
δίκαιο τοῦ πτωχοῦ.
Στόν ἐπίλογό του ὁ ἀσεβής καί ἐνάρετος ποιητής μας (στίχ. 11-12) ἐπα-
ναλαμβάνει συνοπτικά τήν δέησή του μέ λίγες λέξεις. «Ὁ πούς μου ἔστη
ἐν εὐθύτητι», λέγει, «ἐν Ἐκκλησίαις εὐλογήσω σε, Κύριε». Παρακαλεῖ τόν
Θεό νά τόν ἐλεήσει καί νά τόν λυτρώσει μέ τό δικαίωμα ὅτι ὑπῆρξε καθα-
ρός! Αἰσθάνεται δέ, μετά τήν ὡραία προσευχή πού ἔκανε μέ τόν ψαλμό
του, ὅτι ἐξομαλύνθηκε ἡ δυσκολία του, καί, λοιπόν, αἰσθάνεται τόν πόδα
του πατῶντα πλέον σταθερά: «Ὁ πούς μου ἔστη ἐν εὐθύτητι»! Ἔτσι ὑπό-
σχεται στόν Θεό ὅτι θά τόν ὑμνεῖ καί θά τόν δοξάζει στίς συναθροίσεις τῶν
πιστῶν, ἀφοῦ ὁ Θεός τόν ἐχώρισε ἀπό τήν συναναστροφή μέ τούς κακούς.
4. Ὡς ἄνθρωπος ἄμωμος καί ἀναμάρτητος μᾶς παρουσιάζεται ὁ ποιητής
τοῦ ψαλμοῦ μας. Ἀλλά οὐδείς ἄνθρωπος ὑπῆρξε τοιοῦτος, παρά μόνον ὁ
113
Ψαλμός 26
ΨΑΛΜΟΣ ΚΣΤ´ 26
114
Ψαλμός 26
μου, τοῦ θεωρεῖν με τὴν καί νά συχνάζω στόν ἅγιο Ναό Του!
τερπνότητα Κυρίου καὶ
ἐπισκέπτεσθαι τὸν ναὸν
τὸν ἅγιον αὐτοῦ.
5 Ὅτι ἔκρυψέ με ἐν 5 Γιατί μέ ἔκρυψε στήν Σκηνή Του
σκηνῇ αὐτοῦ ἐν ἡμέρᾳ τήν ἡμέρα τῆς συμφορᾶς μου·
κακῶν μου, ἐσκέπασέ μέ σκέπασε στό ἐσώτερο μέρος
με ἐν ἀποκρύφῳ τῆς τῆς Σκηνῆς Του,
σκηνῆς αὑτοῦ, ἐν πέτρᾳ σέ βράχο μέ ἀνέβασε.
ὕψωσέ με.
6 Καὶ νῦν ἰδοὺ ὕψωσε 6 Καί τώρα, νά! Θριάμβευσα
κεφαλήν μου ἐπ᾿ ἐ- ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν μου·
χθρούς μου· ἐκύκλωσα κύκλωσα (τό θυσιαστήριο),
καὶ ἔθυσα ἐν τῇ σκηνῇ πρόσφερα θυσία στήν Σκηνή Του,
αὐτοῦ θυσίαν ἀλαλαγ- θυσία ἀλαλαγμοῦ·
μοῦ, ᾄσομαι καὶ ψαλῶ θά ὑμνήσω καί θά ψάλω τόν Κύριο.
τῷ Κυρίῳ.
7 Εἰσάκουσον, Κύριε, 7 Ἄκουσε, Κύριε, τήν κραυγή μου
τῆς φωνῆς μου, ἧς πού σοῦ ἔβγαλα,
ἐκέκραξα· ἐλέησόν με ἐλέησέ με καί εἰσάκουσέ με.
καὶ εἰσάκουσόν μου.
8 Σοὶ εἶπεν ἡ καρδία 8 Σέ Σένα μίλησε ἡ καρδιά μου,
μου· ἐξεζήτησέ σε τὸ Σέ ἀναζήτησε τό πρόσωπό μου·
πρόσωπόν μου· τὸ τό πρόσωπό Σου, Κύριε, θά ἀναζητήσω.
πρόσωπόν σου, Κύριε,
ζητήσω.
9 Μὴ ἀποστρέψῃς τὸ 9 Μή ἀποστρέψεις τό πρόσωπό Σου ἀπό μένα
πρόσωπόν σου ἀπ᾿ ἐμοῦ καί μήν ἀπομακρυνθεῖς
καὶ μὴ ἐκκλίνῃς ἐν ἀπό τόν δοῦλο Σου μέ ὀργή·
ὀργῇ ἀπὸ τοῦ δούλου γίνε βοηθός μου· μέ με παραπετάξεις
σου· βοηθός μου γενοῦ, καί μή μέ ἐγκαταλείπεις, Θεέ μου,
μὴ ἀποσκορακίσῃς με σωτήρα μου.
καὶ μὴ ἐγκαταλίπῃς με,
ὁ Θεός, ὁ σωτήρ μου.
10 Ὅτι ὁ πατήρ μου καὶ 10 Ὁ πατέρας μου καί ἡ μητέρα μου
ἡ μήτηρ μου ἐγκατέ- μέ ἐγκατέλειψαν,
λιπόν με, ὁ δὲ Κύριος ὁ δέ Κύριος μέ προσέλαβε.
προσελάβετό με.
11 Νομοθέτησόν με, 11 Καθοδήγησέ με, Κύριε, στήν ὁδό Σου
115
Ψαλμός 26
117
Ψαλμός 26
στηκε ἀπό τούς γονεῖς του. Σ᾽ αὐτήν λοιπόν τήν θλιβερά ἱστορία τῆς κα-
ταδίωξής του ἀναφέρεται ὁ Δαβίδ λέγοντας ἐδῶ στόν ψαλμό μας γιά τήν
ἀναψυχή του, ὅταν ἐκρύβη ἀπό τόν Ἀβιμέλεχ στήν Σκηνή τοῦ Μαρτυρίου:
«Ὅτι ἔκρυψέ με ἐν σκηνῇ αὐτοῦ ἐν ἡμέρᾳ κακῶν μου ἐσκέπασέ με ἐν ἀπο-
κρύφῳ τῆς σκηνῆς αὐτοῦ» (στίχ. 5). Ἔνοιωσε τότε στόν Ναό τοῦ Κυρίου
καί ἀσφάλεια καί τερπνότητα. Πόσο πάλι θά τόν ἀνακούφιζε ἡ θέα τοῦ
προσφιλοῦς Ναοῦ τοῦ Κυρίου, τῆς Σκηνῆς τοῦ Μαρτυρίου! Γι᾽ αὐτό, ἐνθυ-
μούμενος τήν γλυκύτητα καί ἀσφάλεια πού ἔνοιωσε στήν Σκηνή τοῦ Μαρ-
τυρίου, εὔχεται καί πάλιν διακαῶς νά ξαναβρεθεῖ σ᾽ αὐτήν (στίχ. 4).
3. Ἀλλά τώρα ὁ Δαβίδ ζεῖ τήν καυτή πραγματικότητα, ὅτι καί πάλιν ἀντι-
μετωπίζει δυσκολία καί κίνδυνο, γι᾽ αὐτό καί καταφεύγει στόν Κύριο καί
Θεό του ζητώντας ἔλεος καί σωτηρία. «Ἐλέησόν με», λέγει «Κύριον ἐκζη-
τήσω· ἐξεζήτησέ σε τό πρόσωπόν μου». Καί ἀκόμη θερμότερα λέγει: «Μή
ἀποστρέψῃς τό πρόσωπόν σου ἀπ᾽ ἐμοῦ...». «Βοηθός μου γενοῦ, μή ἐγκατα-
λίπῃς με, ὁ Θεός, ὁ σωτήρ μου» (στίχ. 7-9). Ἀπό τίς ἐκφράσεις αὐτές φαί-
νεται μέν ὅτι ὁ Δαβίδ βρίσκεται σέ κίνδυνο, ἀλλά φαίνεται καί ἡ σταθερή
του πίστη καί ἀγάπη στόν Θεό. Ἄς παρατηρήσουμε τήν ἔκφρασή του «Ἐξε-
ζήτησέ σε, Κύριε, τό πρόσωπόν μου». Εἶναι δυνατή ἡ ἔκφραση «ἐκζητῶ τόν
Θεό»! Καί οὐδέποτε ὁ Δαβίδ ἔπαυσε νά ζητεῖ τόν Θεό. Τόν ἐζήτησε στό
παρελθόν, τόν ζητᾶ καί τώρα στό παρόν, ἀλλά θά τόν ζητᾶ καί στό μέλλον,
γιατί λέγει: «Κύριον ἐκζητήσω» (στίχ. 8).
Ὁ Δαβίδ νοιώθει μόνος του, καί ἀπό αὐτούς τούς γονεῖς του ἐγκατα-
λειμμένος (στίχ. 10). Εἶναι πολύ πιθανόν ὅτι ὁ προφήτης ἀναφέρεται στό
γεγονός πού εἴπαμε, τῆς ἀποχωρήσεώς του ἀπό τούς γονεῖς του στήν Μασ-
σηφάθ τῆς Μωάβ, τούς ὁποίους παρέδωσε στόν ἀλλόφυλο βασιλέα Μωάβ
(Α´ Βασ. 22,3-4). Ἀλλά ἐδῶ, ὅπως γράφεται ὁ στίχος τοῦ ψαλμοῦ, κρύπτε-
ται νομίζουμε κάποιο ἄλλο νόημα. Εἶναι βαρύς βέβαια ὁ ἀποχωρισμός ἀπό
τούς γονεῖς καί ἡ ἐγκατάλειψή τους, ἀλλά τό νά ἀποχωριστοῦμε ἀπό τόν
Θεό καί νά ἐγκαταλειφθοῦμε ἀπ᾽ Αὐτόν εἶναι κατά πολύ βαρύτερο. Ἀντί-
θετα, τόν ἀποχωρισμό μας καί τήν στέρηση τῶν γονέων μας τήν γλυκαίνει
ἡ προστασία τοῦ Θεοῦ. Γι᾽ αὐτό καί λέγει ἐδῶ ὁ Δαβίδ: «Ὁ πατήρ μου καί
ἡ μήτηρ μου ἐγκατέλιπόν με, ὁ δέ Κύριος προσελάβετό με» (στίχ. 10)! Τήν
στέρηση τῶν γονέων του τήν γλύκανε ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ.
Ὁ ποιητής μας παρακαλεῖ στήν συνέχεια νά τοῦ δείξει ὁ Θεός τήν ὁδό,
πού πρέπει νά πορευθεῖ. Νά εἶναι ὁδός «εὐθεία», δηλαδή, ἀκίνδυνος, καί
ὄχι ὁδός στήν ὁποία ἐνεδρεύουν οἱ ἐχθροί. Λέγει «Ὁδήγησόν με ἐν τρίβῳ
εὐθείᾳ ἕνεκα τῶν ἐχθρῶν μου» (στίχ. 11). Περί ἐχθρῶν ὁμιλώντας ὁ Δαβίδ
ἀναφέρει στήν συνέχεια δύο εἰδῶν ἐχθρούς, «θλίβοντας» αὐτόν. Εἶναι,
πρῶτον, ἐκεῖνοι πού ἐνεδρεύουν σέ ὕποπτο δρόμο μέ τό φονικό τους
118
Ψαλμός 27
ὄργανο· καί εἶναι ἔπειτα αὐτοί πού τόν διαβουλεύονται στόν Σαούλ μέ τήν
φαρμακερή τους γλώσσα (στίχ. 11-12). Σ᾽ αὐτούς τούς δεύτερους ἐχθρούς
ἀνήκει, μεταξύ ἄλλων, καί ὁ Δωήκ ὁ Σύρος, ὁ ὁποῖος ἐπρόδωσε κακοβού-
λως στόν Σαούλ τόν βασιλέα ὅτι ὁ ἀρχιερεύς Ἀβιμέλεχ ἐφιλοξένησε τόν
φυγάδα Δαβίδ (Β´ Βασ. 22,9). Αὐτό μᾶλλον σημαίνει ἡ φράση τοῦ ψαλμοῦ
μας «ἐπανέστησάν μοι μάρτυρες ἄδικοι» (στίχ. 12).
4. Τέλος, ὁ ποιητής μας, μετά τήν ταπεινή προσευχή τοῦ Β´ μέρους τοῦ
ψαλμοῦ παριστάνεται δυναμωμένος καί ἀνορθωμένος καί λέγει, «πιστεύω»
(στίχ. 13)! Πιστεύει ὅτι θά δεῖ «τά ἀγαθά Κυρίου ἐν γῇ ζώντων» (στίχ. 13).
Ὅτι, δηλαδή, θά δεῖ τήν δικαίωσή του. «Γῆ ζώντων», πού λέγει ὁ Δαβίδ
στόν στίχ. του αὐτόν, εἶναι βεβαίως, κατά πρῶτον, ἡ παρούσα ζωή. Ἀλλά
ὅπως λέγεται ἡ ἔκφραση αὐτή, ὡς «γῆ ζώντων», μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι ὁ
ποιητής μας Δαβίδ μέ αὐτήν δηλώνει τήν πίστη του σέ μιά ἄλλη ζωή, τήν
ἀτελεύτητο καί αἰώνια ζωή. Σ᾽ αὐτή τήν ζωή θά τακτοποιηθοῦν τά ἄτακτα
τῆς παρούσης ζωῆς καί θά νικηθεῖ ἡ ἀδικία. Στήν παρούσα ζωή παρατη-
ροῦνται διώξεις, ἀδικίες, ἐχθρότητες σάν κι αὐτές πού συνέβησαν στόν
Δαβίδ. Ἀλλά ὁ ψαλμωδός μας τελειώνει μέ τό «ὑπόμεινον τόν Κύριον».
Δηλαδή, νά μήν κλονιζώμεθα στήν πίστη μέ τά περίεργα τῆς παρούσης
ζωῆς, στά ὁποῖα βλέπουμε νά κυριαρχεῖ ἡ ἀδικία, ἀλλά νά περιμένουμε
τήν «γῆ ζώντων», τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ τήν ἐπουράνια, στήν ὁποία θά
δοῦμε τά «ἀγαθά τοῦ Κυρίου», τήν πλήρη δηλαδή ἐφαρμογή τῆς δικαιοσύ-
νης τοῦ Θεοῦ. «Ὑπόμεινον τόν Κύριον» (στίχ. 14)!
ΨΑΛΜΟΣ ΚΖ´ 27
Τοῦ Δαυΐδ.
120
Ψαλμός 27
1. Στόν Ψαλμό αὐτό ὁ ποιητής του ὁ Δαβίδ ἀπευθύνεται πρός τόν Θεό
γιά κάποιο αἴτημά του, πού θά μᾶς τό πεῖ παρακάτω, καί Τόν παρακαλεῖ
νά τόν εἰσακούσει, νά μήν τόν παραμελήσει στήν ἀνάγκη πού βρίσκεται,
γιατί τότε ὁ ποιητής θά ὁμοιάσει μέ αὐτούς πού κατεβαίνουν στόν «λάκκο»
(στίχ. 1), δηλαδή θά πεθάνει· γιατί «λάκκος» εἶναι ὁ τάφος. Καί πάλιν στήν
συνέχεια, στόν ἑπόμενο στίχ. ὁ Δαβίδ, ἱκετεύει τόν Θεό νά εἰσακούσει τήν
δέησή του, ὅταν «αἴρει τάς χεῖράς του πρός τόν ἅγιο ναό Του» (στίχ. 2). Ἄς
παρατηρήσουμε ὅτι ἀπό παλαιά οἱ εὐσεβεῖς ἔκαναν τήν προσευχή τους
«αἵροντες τάς χεῖρας τους», μέ τεταμένα, δηλαδή, τά χέρια τους. Ὁ μυστι-
κός λόγος αὐτῆς τῆς στάσης προσευχῆς ἦταν ὅτι ἔκαναν τήν προσευχή τους
σχηματίζοντας τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ. Γι᾽ αὐτό καί ἀλλοῦ ὁ ψαλμωδός
λέγει, «ἔπαρσις τῶν χειρῶν μου θυσία ἑσπερινή» (Ψαλμ. 140,2). Βλ. καί Β´
Τιμ. 2,8. Μέ τήν ἔπαρση τῶν χειρῶν του ὁ ἄνθρωπος σχηματίζει τό σημεῖο
τοῦ σταυροῦ. Πρό Σταυροῦ ὁ Σταυρός! Ἀλλά καί τό ἄλλο πρέπει νά παρα-
τηρήσουμε: Ὅτι ὁ ποιητής μας λέγει ἐδῶ ὅτι κάνει τήν προσευχή του στόν
Θεό ἐστραμμένος «πρός ναόν ἅγιόν Του» (στίχ. 2). Γιατί στήν Σκηνή, στόν
Ναό, ἀποκαλυπτόταν τό «καδώς», ἡ «δόξα», δηλαδή, τοῦ Θεοῦ πού δήλωνε
τήν παρουσία Του.
2. Μετά ἀπό αὐτά τά γενικά καί προλογικά ἔρχεται ὁ ψαλμωδός Δαβίδ
πιό συγκεκριμμένα τώρα στό αἴτημά του. Ζητάει ἀπό τόν Θεό νά ἀποχωρι-
στεῖ ἀπό τούς ἁμαρτωλούς, γιά νά μήν ἔχει τό δικό τους κατάντημα. «Μή
συνελκύσῃς με – λέγει – μετά ἁμαρτωλῶν καί μετά ἐργαζομένων ἀδικίαν μή
συναπολέσῃς με» (στίχ. 3α). Ἄς προσέξουμε τό ρῆμα «μή συνελκύσῃς». Εἶναι
ἡ εἰκόνα τῶν διαφόρων κακούργων πού καταδικάστηκαν σέ θανατική ποινή
καί τούς ἔσυραν σάν τίς ἀγέλες στόν τόπο τῆς θανάτωσής τους. Καί δίνει
ἕνα ἰδιαίτερο χαρακτηριστικό ὁ Δαβίδ αὐτῶν ἀπό τούς ὁποίους θέλει νά ἀπο-
χωριστεῖ. Τό χαρακτηριστικό τους εἶναι ὅτι εἶναι διπρόσωποι. Φαίνονται ὡς
φίλοι καί εἰρηνικοί μαζί του, ἀλλά ἡ καρδιά τους μηχανεύεται δόλια ἐναντίον
121
Ψαλμός 27
του: «Τῶν λαλούντων μετά τῶν πλησίον αὐτῶν, κακά δέ ἐν ταῖς καρδίαις
αὐτῶν» (στίχ. 3β)! Μέ τοιούτους ὑποκριτές καί δόλιους ὁ Δαβίδ δέν θέλει
νά ἔχει συναναστροφή, γιατί φοβᾶται ὅτι θά θεωρεῖται καί αὐτός συνένοχος
μέ αὐτούς στά πονηρά τους ἔργα. Ἀντίθετα ὁ Δαβίδ εὔχεται στήν συνέχεια
οἱ ἄνθρωποι αὐτοί, οἱ ὁποῖοι, ὅπως φαίνεται τόν ἐχθρεύονται, νά τιμωρηθοῦν
ἀνάλογα μέ τά ἔργα τους. Λέγει λοιπόν γι᾽ αὐτούς: «Δός αὐτοῖς, Κύριε, κατά
τά ἔργα αὐτῶν, καί κατά τήν πονηρίαν τῶν ἐπιτηδευμάτων αὐτῶν» (στίχ. 4).
Μέ τά λόγια αὐτά ὁ ποιητής μας φαίνεται σάν νά καταρᾶται τούς ἐχθρούς
του. Ὅμως δέν καταρᾶται, ἀλλά στήν πραγματικότητα ἐπικαλεῖται τόν Θεό
νά βάλει τήν ἠθική τάξη στά πράγματα. Καί ὁ Ἰερεμίας λέγει κάπου ὅτι ὁ
Θεός ἐποπτεύει τίς πράξεις τῶν ἀνθρώπων, «τοῦ δοῦναι ἑκάστῳ κατά τήν
ὁδόν αὐτῶν» (39,19). Ἡ ἀλήθεια ὅμως εἶναι ὅτι δέν καταστρέφει ὁ Θεός τόν
ἁμαρτωλό, ἀλλά ὁ ἴδιος ὁ ἁμαρτωλός καταστρέφεται μέ τά ἔργα πού κάνει.
Οἱ ἁμαρτωλοί δέν μελετοῦν τά λαμπρά καί ἐξαίσια ἔργα τοῦ Θεοῦ πού φαί-
νονται στήν φύση καί τήν ἱστορία, ἀλλά καταγίνονται μέ τά δικά τους φθο-
ροποιά σκοτεινά ἔργα καί κτίζουν πύργο μέ αὐτά. Ἀλλά ὁ πύργος αὐτός ἔχει
σαθρά θεμέλια καί πέφτει μόνος του καί καταπλακώνει τούς κατασκευαστές
του. Γι᾽ αὐτό καί λέγει ὁ Δαβίδ στήν συνέχεια περί τῶν ἁμαρτωλῶν: «Οὐ
συνῆκαν εἰς τά ἔργα Κυρίου καί εἰς τά ἔργα τῶν χειρῶν αὐτοῦ, καθελεῖς αὐτούς
καί οὐ μή οἰκοδομήσεις αὐτούς» (στίχ. 5). Γενικά πρέπει νά ξέρουμε ὅτι δέν
τιμωρεῖ ὁ Θεός τόν ἄνθρωπο, ἀλλά ἡ ἴδια ἡ ἁμαρτία, μέ τήν ὁποία χαριεντί-
ζεται καί παίζει αὐτός, αὐτή ἡ ἁμαρτία, ὡς χειροβομβίδα, ἐκρήγνυται καί
τόν κατακαίει.
3. Τό ὑπόλοιπο μέρος τοῦ Ψαλμοῦ φαίνεται ὡς διαφορετικό, γιατί ὁ ψαλ-
μωδός μας εἶναι χαρούμενος σ᾽ αὐτό καί ἀναπέμπει ὕμνο καί δοξολογία
στόν Θεό. Τό πράγμα ἑρμηνεύεται ὡς ἑξῆς: ῾Ο ποιητής μας, ὁ Δαβίδ, ὅπως
τόν γνωρίζουμε ἀπό τήν ἐπιγραφή τοῦ Ψαλμοῦ, εἶναι ἄνθρωπος μεγάλης
πίστεως. Καί ὡς ἄνθρωπος δυνατῆς πίστεως εἶναι ἀπόλυτα βέβαιος ὅτι θά
τόν βοηθήσει ὁ Θεός καί θά τοῦ ἐκπληρώσει τό αἴτημά του. Ἔτσι, λοιπόν,
ἀναπέμπει ἀπό τώρα εὐχαριστία στόν Θεό γιά τήν ἐκπλήρωση τοῦ αἰτήμα-
τός του, τό νά τόν βοηθήσει δηλαδή ὁ Θεός καί νά τόν σώσει ἀπό τούς
ἐχθρούς του. Καί ὡς βέβαιος γι᾽ αὐτό, γιά τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, λέγει:
«Εὐλογητός Κύριος, ὅτι εἰσήκουσε τῆς δεήσεώς μου» (στίχ. 6). Καί ἡ πίστη
του αὐτή γιά τήν βεβαία βοήθεια τοῦ Κυρίου ἔφερε στόν ποιητή μας σκίρ-
τημα καρδιακό, τόν τόνωσε ψυχικά καί σωματικά. Γιατί λέγει: «Ἤλπισεν
ἡ καρδία μου καί ἐβοηθήθην καί ἀνέθαλεν ἡ σάρξ μου» (στίχ. 7)! Ἔτσι
εἶναι! Ὅταν ἡ καρδιά εἶναι βεβαρυμένη ἀπό ἀγωνία καί τρόμο, τότε καί τό
σῶμα μαραίνεται. Ὅταν ὅμως ἡ καρδιά ἀναζωογονεῖται ἀπό τήν δυνατή
ἐλπίδα τῆς βοήθειας καί προστασίας τοῦ Θεοῦ, τότε γίνεται αὐτό πού μᾶς
122
Ψαλμός 28
εἶπε τώρα ὁ ψαλμωδός μας, «ἤλπισεν ἡ καρδία μου καί ἐβοηθήθην καί ἀνέ-
θαλεν ἡ σάρξ μου»!
4. Ἀλλά ὁ Δαβίδ εἶναι καί βασιλεύς καί ἔχει λαό στόν ὁποῖο ἄρχει. Γι᾽
αὐτό καί στό τέλος τοῦ Ψαλμοῦ εὔχεται γιά τόν λαό του τόν Ἰσραήλ καί
ζητᾶ τήν βοήθεια καί τήν προστασία τοῦ Θεοῦ σ᾽ αὐτόν τόν λαό λέγοντας:
«Κύριος κραταίωμα τοῦ λαοῦ αὐτοῦ... Σῶσον τόν λαόν σου καί εὐλόγησον
τήν κληρονομίαν σου» (στίχ. 8.9α). Ἄς παρατηρήσουμε ὅτι στίς ἐκφράσεις
αὐτές ὁ Δαβίδ τόν λαό του τόν Ἰσραήλ δέν τόν λέγει δικό του λαό, ἀλλά
τοῦ Θεοῦ! Μέ αὐτό ὑποδηλώνει δύο πράγματα: Πρῶτον μέν, ὅτι ἡ ἐξουσία
πού ἔχει δέν εἶναι δική του, ἀλλά εἶναι δάνειο ἀπό τόν Θεό. Καί δεύτερον,
Τόν παρακαλεῖ νά βοηθήσει ὁπωσδήποτε τόν Ἰσραήλ, γιατί εἶναι σάν νά
λέγει ὁ Δαβίδ στόν Θεό: Ἄν βοηθήσεις, Θεέ μου, τόν Ἰσραήλ, θά φροντί-
σεις γιά δικό Σου λαό καί ὄχι γιά ξένο. Καί παρακαλώντας ὁ Δαβίδ τόν Θεό
γιά νά δοξάσει τόν Ἰσραήλ τελειώνει τόν ψαλμό του μέ μία ὡραία ποιμε-
νική εἰκόνα: Νά πάρει ὁ Θεός τόν Ἰσραήλ στά χέρια Του καί στούς ὤμους
Του, καθώς κάνει ὁ βοσκός, ὅταν ἀρρωστήσει ἤ ὅταν τραυματισθεῖ ἕνα
πρόβατό του ἤ ἀρνάκι του. Ἔτσι κατακλείοντας τόν ψαλμό λέγει: «Ποί-
μανον αὐτούς καί ἔπαρον αὐτούς» (στίχ. 9β)! Σάν ποιμήν παλαιά ὁ Δαβίδ
θά πραγματοποίησε στό ποίμνιό του τήν σκηνή αὐτή.
ΨΑΛΜΟΣ ΚΗ´ 28
123
Ψαλμός 28
ἱερῶν κειμένων. Ὁ Ψαλμός ἀποτελεῖ ἕναν ὕμνο πρός τήν δύναμη τοῦ Θεοῦ
διά μέσου τῶν φυσικῶν φαινομένων, ὅπως εἶναι ἡ θύελλα καί ἡ ἀστραπή
(στίχ. 3 ἑξ.). Δηλαδή, τά φυσικά φαινόμενα ὁ ποιητής μας τά βλέπει ὡς
ἔκφραση τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἔτσι πραγματικά εἶναι, καί ὄχι ὡς
ἁπλᾶ συμβαίνοντα φυσικά γεγονότα. Κατά τήν ἐπιγραφή ὁ ψαλμός εἶναι
ποίημα τοῦ Δαβίδ.
Ἐδῶ στόν ψαλμό μας κατά πρῶτον λόγο ἔχουμε τήν ὑποταγή ἑνός με-
γάλου ἀνθρώπου τῆς γῆς, τοῦ βασιλέως Δαβίδ, πρός τόν ὕψιστο Θεό καί
τήν πρόσκλησή του πρός τούς ἱερεῖς νά Τόν ὑμνήσουν. Νά τοῦ ἀποδώσουν
«δόξαν καί τιμήν» (στίχ. 1). Πρός τούς ἱερεῖς πράγματι ἀπευθύνεται ὁ ποι-
ητής καλώντας τους «υἱούς Θεοῦ» (στίχ. 1). Ἀλλά ἀσφαλῶς ἀπευθύνεται
πρός τούς ἱερεῖς ἐδῶ, τούς ἱερεῖς κατά πρῶτον τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὁ
Δαβίδ, γιατί ὁμιλεῖ γιά θυσίες μέ προσφορά ζώων, ἀμνῶν («υἱούς κριῶν»,
στίχ. 1). Προφητικά ὅμως ὁ Δαβίδ ἀπευθύνεται καί πρός τούς ἱερεῖς τῆς
Καινῆς Διαθήκης, γιά νά προσφέρουν ἀντί ὅλων ἐκείνων, πού ἀπό ὅλα τά
ἔθνη θά πιστέψουν στόν Σωτῆρα Ἰησοῦ Χριστό καί οἱ ὁποῖοι θά ἀποτελέ-
σουν τόν «Ἰσραήλ τοῦ Θεοῦ» (Γαλ. 6,16), νά προσφέρουν οἱ ἱερεῖς ἀντί
τῶν πιστῶν ὕμνον καί δόξα στήν μεγαλοπρέπεια τοῦ Θεοῦ. Καί νά προσ-
φέρουν, λέγουμε ἐμεῖς, καί τήν θυσία ἐκείνη, τήν «καθαρή», γιά τήν ὁποία
μίλησε προφητικά ὁ προφήτης Μαλαχίας, ὅτι θά προσφέρεται σ᾽ ὅλα τά
πλάτη τῆς γῆς, «ἀπό ἀνατολῶν ἡλίου ἕως δυσμῶν», καί ἀπό τά ἔθνη, γιατί
πίστευσαν καί αὐτά στό ὄνομα τοῦ Κυρίου (Μαλαχ. 1,11). Πρόκειται γιά
τήν Θεία Εὐχαριστία!
2. Ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο ὁ προφητάναξ Δαβίδ καλεῖ τούς ἱερεῖς νά ὑμνή-
σουν τόν Θεό εἶναι ἡ «δόξα» τοῦ Θεοῦ (στίχ. 1), τό «καδώς», ἡ ἁγιότητα,
δηλαδή, τοῦ Θεοῦ, ὄχι μόνο μέ τήν ἠθική της, ἀλλά κυρίως μέ τήν ὅλη θε-
ολογική της ἔννοια, ὅπως τήν ἐκθέτει ὁ προφήτης Ἡσαΐας (βλ. κ. 6). Μέ
αὐτή τήν ἔννοια τό «ἅγιος» τοῦ Θεοῦ ἑρμηνεύεται ὡς «μεγαλοπρεπής», ὡς
«παντοκράτωρ». Αὐτή δέ ἡ ἔννοια ἐκφράζεται κυρίως στό παλαιό ὄνομα
τοῦ Θεοῦ «Γιαχβέ». Γι᾽ αὐτό καί λέγει ὁ Ψαλμωδός μας ἐδῶ, «Ἐνέγκατε
τῷ Κυρίῳ δόξαν ὀνόματι αὐτοῦ» (στίχ. 2). Τό Ὄνομα τοῦ Θεοῦ «Γιαχβέ»
σημαίνει κυρίως «Ἐγώ εἰμί» καί δηλώνει τήν αἰωνιότητα, τήν ἀϊδιότητα
τοῦ Θεοῦ. Λέγεται δέ ἐδῶ τό Ὄνομα αὐτό ὄχι βεβαίως γιά ἐκφοβισμό, ἀλλά
γιά θαυμασμό καί γιά ὕμνο.
3. Τήν δόξα τοῦ Θεοῦ, γιά τήν ὁποία καλεῖ ὁ Δαβίδ τούς Ἰουδαίους
ἱερεῖς νά ὑμνήσουν τόν Θεό, τήν βλέπει ἔπειτα στά μεγαλεῖα τῆς φύσεως
καί μάλιστα στήν βροντή καί στήν ἀστραπή, στήν θύελλα καί στήν καται-
γίδα. Ὅπως ὑποδηλώνεται ἀπό τόν παρόντα ψαλμό, κάθε φορά πού θά ξέ-
σπαγε μία βροντή, ὁ Δαβίδ τήν ἑρμήνευε ὡς πρόσκληση στόν ἑαυτό του
125
Ψαλμός 28
καί στούς ἄλλους νά δώσουν δόξα στόν Θεό. Ἐδῶ στόν ψαλμό μας ὁ προ-
φητάναξ περιγράφει τήν δύναμη τοῦ Θεοῦ σέ μιά θύελλα. Θύελλα πρῶτον
πάνω στήν θάλασσα (στίχ. 3.4), ἔπειτα πάνω στόν Λίβανο (στίχ. 5.6) καί
τελευταῖα στήν ἔρημο (στίχ. 7-9). Ἀλλά καί στό τέλος τοῦ ψαλμοῦ πάλι ὁ
Δαβίδ βλέπει τήν δύναμη τοῦ Θεοῦ στήν προστασία καί τήν εὐλογία τοῦ
λαοῦ Του (στίχ. 11), δηλαδή στήν Ἐκκλησία Του.
Ἡ «φωνή τοῦ Κυρίου», δηλαδή, ἡ δύναμη τοῦ Κυρίου (στήν Γραφή λέ-
γεται αὐτό καί ὁ «βραχίων τοῦ Κυρίου»), παρουσιάζεται, λοιπόν, στόν
ψαλμό μας ὡς πολύ ἱσχυρή, ὡς νά συντρίβει τίς κέδρους, καί μάλιστα
ἐκεῖνες τίς μεγαλοπρεπεῖς καί ἰσχυρότατες κέδρους τοῦ Λιβάνου (στίχ. 5).
Μερικοί ἐννοοῦν ἐδῶ τόν βίαιο ἄνεμο πού σείει τίς κέδρους καί τίς ἐκτι-
νάσσει καί σχίζει τίς κορυφές τους. Καί ὁ σεισμός πάλι σείει τό ἔδαφος στό
ὁποῖο στερεώνονται τά δένδρα καί κάνει τά βουνά νά χορεύουν! Γι᾽ αὐτό
καί γίνεται στόν ψαλμό μας λόγος καί γιά τόν σεισμό (στίχ. 8). Μερικοί τό
ἐννοοῦν αὐτό μεταφορικά, ὅτι, δηλαδή, πρόκειται περί τῶν κατακτήσεων
τῶν γειτονικῶν λαῶν, τῶν κατοικούντων κοντά στήν ἔρημο Κάδης (στίχ.
8), πού ἐπολέμησαν τό Ἰσραήλ καί ὅμως ὁ Δαβίδ τούς ἀπώθησε καί τούς
κατέκτησε. Σ᾽ αὐτό φάνηκε ἡ πανίσχυρη δύναμη τοῦ Κυρίου. Φωτιές ἐξά-
πτονται στήν βροντή μέ ἀστραπές καί μέ τίς φωτιές αὐτές παριστάνεται
πάλι ἡ δύναμη τοῦ Κυρίου, ἡ ὁποία, λέγεται ἐδῶ στόν ψαλμό μας ὅτι διαι-
ρεῖ («διακόπτει») τίς φλόγες τοῦ πυρός: «Φωνή Κυρίου διακόπτοντος φλόγα
πυρός» (στίχ. 7)! Ὁ φόβος τῆς βροντῆς, λέγει στήν συνέχεια ὁ ψαλμός μας,
κάνει τήν ἐλαφίνα νά γεννήσει ἐνωρίτερα, ὅπως τό λέει τό Ἑβραϊκό κεί-
μενο, ἐνῶ οἱ Ο´ τό ἀπέδωσαν ὡς «καταρτιζομένη ἐλάφους»! «Καί ἀποκα-
λύψει δρυμούς», λέει ὁ στίχ. 9. Δηλαδή, ὅταν βροντᾶ καί ἀστράπτει, καί τά
ἄγρια ζῶα τοῦ δάσους φοβοῦνται καί τρέμουν καί ἐγκαταλείπουν τίς φω-
λιές τους καί τά δάση ὅπου κρύπτονταν καί ἔτσι αὐτά τά δάση «ἀποκαλύ-
πτονται», ξεγυμνώνονται.
4. Ἀλλά ἡ δύναμη τοῦ Κυρίου, δηλαδή, ἡ δόξα Του, ἡ ὁποία παριστά-
νεται στόν ψαλμό μας μέ τήν βροντή, ἐκδηλώνεται περισσότερο στούς
ἀνθρώπους (στίχ. 10) καί εἰδικώτερα στόν λαό Του (στίχ. 11), στούς ἁγί-
ους Του, στήν Ἐκκλησία Του θά ποῦμε ἐμεῖς οἱ χριστιανοί. Τήν δόξα τοῦ
Κυρίου τήν ὑμνοῦμε καί τήν ἀπολαμβάνουμε κυρίως στήν λατρεία τοῦ
Κυρίου: «Ἐν τῷ Ναῷ αὐτοῦ πᾶς τις λέγει δόξαν» (στίχ. 9)! Ἄρα εἰδικώτερα
ἡ δόξα τοῦ Κυρίου εἶναι τό θέμα τοῦ ψαλμοῦ μέ εἰκονική της παράσταση
τήν βροντή! Ὁ Κύριος παριστάνεται στόν Ψαλμό μας ὅτι «κάθεται πάνω
στόν κατακλυσμό». «Κύριος τόν κατακλυσμόν κατοικιεῖ» (στίχ. 10)! Ὡς
ὕδατα γενικά μποροῦμε νά νοήσουμε τούς λαούς, ὅλη τήν ἀνθρωπότητα,
τήν ὁποία κυβερνᾶ ὁ Θεός καί Αὐτός ρυθμίζει τήν ἱστορία της. Οἱ ἑκά-
126
Ψαλμός 28
127
Ψαλμός 29
ΨΑΛΜΟΣ ΚΘ´ 29
ΕΥΧΑΡΙΣΤΗΡΙΟΣ ΨΑΛΜΟΣ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΑΠΟ ΑΣΘΕΝΕΙΑ
128
Ψαλμός 29
καί ταράχθηκα.
9 Πρὸς σέ, Κύριε, κε- 9 Σέ Σένα, Κύριε, θά κράξω,
κράξομαι, καὶ πρὸς τὸν καί σέ Σένα, τόν Θεό μου, θά δεηθῶ.
Θεόν μου δεηθήσομαι.
10 Τίς ὠφέλεια ἐν τῷ 10 Ποιά θά εἶναι ἡ ὠφέλειά (Σου Θεέ μου),
αἵματί μου ἐν τῷ κατα- ἄν χυθεῖ τό αἷμά μου,
βαίνειν με εἰς διαφθο- ἄν κατεβῶ στόν τάφο;
ράν; Μὴ ἐξομολογήσε- (Τότε) μήπως θά Σέ ὑμνήσει τό χῶμα (μου)
ταί σοι χοῦς ἢ ἀναγγε- ἤ μήπως (αὐτό) θά διακηρύξει
λεῖ τὴν ἀλήθειάν σου; τήν ἀλήθειά Σου;
11 Ἤκουσε Κύριος, καὶ 11 Ὁ Κύριος μέ ἄκουσε καί μέ ἐλέησε,
ἠλέησέ με, Κύριος ἐγε- ὁ Κύριος ἔγινε βοηθός μου.
νήθη βοηθός μου.
12 Ἔστρεψας τὸν κο- 12 Τόν θρῆνο μου τόν ἔστρεψες σέ χαρά,
πετόν μου εἰς χαρὰν ἔσχισες τό πένθιμο ροῦχο μου
ἐμοί, διέῤῥηξας τὸν καί μέ ἔντυσες μέ εὐφροσύνη,
σάκκον μου καὶ πε-
ριέζωσάς με εὐφρο-
σύνην,
13 ὅπως ἂν ψάλῃ σοι ἡ 13 γιά νά Σέ ὑμνήσει ἡ ψυχή μου
δόξα μου καὶ οὐ μὴ κα- καί νά μή πληγωθῶ μέ λύπη.
τανυγῶ. Κύριε ὁ Θεός Κύριε Θεέ μου,
μου, εἰς τὸν αἰῶνα ἐξο- στόν αἰῶνα θά Σέ δοξολογῶ.
μολογήσομαί σοι.
ἦταν θανατηφόρα, γιατί λέγει γιά «Ἅδη» καί γιά «λάκκο», δηλαδή, γιά
τάφο. Ἄν ὁ Θεός δέν τόν θεράπευε, ὁ ψαλμωδός μας, θά ἀπέθνησκε.
2. Εὐγνώμων ψυχή ὁ ψαλμωδός θέλει νά ὑμνήσει τόν Θεό, ἀλλά αἰσθά-
νεται ἀδύναμος, μόνος αὐτός, νά ἐκφράσει ἐπάξιον ὕμνον εὐχαριστίας πρός
Αὐτόν. Γι᾽ αὐτό καί γιά τήν περίπτωσή του, ζητώντας τρόπον τινά βοήθεια,
ἀποτείνεται στούς ψάλτες τοῦ Ἰσραήλ, γιά νά ἑνώσουν καί αὐτοί τήν ψαλ-
μωδία τους μαζί του, ὥστε νά εἶναι μεγαλοπρεπέστερη καί μελωδικότερη
ἡ εὐχαριστήρια ὑμνωδία του. Καί λέγει, λοιπόν, πρός αὐτούς: «Ψάλατε τῷ
Κυρίῳ οἱ ὅσιοι αὐτοῦ καί ἐξομολογεῖσθε τῇ μνήμῃ τῆς ἁγιωσύνης αὐτοῦ»
(στίχ. 5). Τήν «ἁγιωσύνη» τοῦ Κυρίου, δηλαδή, τήν δόξα Του, τήν ἐκφράζει
τό ἀκοινώνητο Ὄνομά Του «Γιαχβέ». Γι᾽ αὐτό τό Ὄνομά Του εἶπε ὁ Θεός
στόν Μωυσῆ: «Τοῦτό μού ἐστιν ὄνομα αἰώνιον καί μνημόσυνον γενεῶν γε-
νεαῖς» (Ἐξ. 3,15). Καί ἐδῶ ὁ ποιητής μας λέγει: «Τῇ μνήμῃ τῆς ἁγιωσύνης
αὐτοῦ» (στίχ. 5). Καί γιά ποιό θέμα αὐτός καί οἱ ψάλτες τοῦ Ἰσραήλ θά
ὑμνήσουν τόν Θεό; «Ὅτι ὀργή ἐν τῷ θυμῷ αὐτοῦ καί ζωή ἐν τῷ θελήματι
αὐτοῦ» (στίχ. 6α)! Διότι, δηλαδή, ὁ Θεός δέν ἔδειξε θυμό καί ὀργή ἀπέναντι
στόν ποιητή μας γιά τά ἁμαρτήματά του, ἀλλά ἔδειξε ἔλεος καί τόν ζωο-
γόνησε. Ἐδῶ ὁ ποιητής τοῦ ψαλμοῦ μας σάν νά ἐπισκοπεῖ τόν ἑαυτό του
καί βλέπει σ᾽ αὐτόν ἐνοχές, γιά τίς ὁποῖες ἄξιζε τόν «θυμό» τοῦ Κυρίου,
ἀλλά Τόν εὐχαριστεῖ, διότι ἔδειξε σ᾽ αὐτόν ἀγάπη καί τόν ἔσωσε ἀπό τήν
βαρειά του ἀσθένεια. Τό Ἑβραϊκό κείμενο πάντως ἐδῶ (στίχ. 6α) ἐξαίρει
ἰδιαίτερα τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί λέγει: «Μία καί μόνη στιγμή (ὁ Θεός)
βρίσκεται στόν θυμό Του, ζωή δέ σέ ὅλη τήν (γιά ᾽μᾶς) εὐδοκία Του»! Πα-
ρόμοια λέγει καί ὁ προφήτης Ἡσαΐας εἰς 54,7-8 τοῦ βιβλίου του, ὁ ὁποῖος
παρουσιάζει τόν Θεό νά λέγει: «Χρόνον μικρόν κατέλιπόν σε, καί μετά ἐλέ-
ους μεγάλου ἐλεήσω σε· ἐν θυμῷ μικρῷ ἀπέστρεψα τό πρόσωπόν μου ἀπό
σοῦ, καί ἐν ἐλέει αἰωνίῳ ἐλεήσω σε»! Τό ἔλεος καί ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, κατά
τόν ψαλμικό μας στίχ., φαίνεται στό ὅτι πολύ σύντομα σπουγγίζει τά δά-
κρυά μας: «Τό ἑσπέρας αὐλισθήσεται κλαυθμός καί εἰς τό πρωί ἀγαλλίασις»
(στίχ. 6β)!
3. Στήν συνέχεια ὁ ποιητής μας στρέφει τόν νοῦ του στό παρελθόν καί
ἐξιστορεῖ τά σχετικά μέ τήν ἀσθένειά του. Θέλοντας δέ νά βρεῖ τήν αἰτία
τῶν δεινῶν του λέγει ὅτι τό κακό τό ἔπαθε ἀπό τήν ὑπερηφάνειά του, ἀπό
μιά βεβαιότητα πού εἶχε γιά τήν ἀσφάλειά του, σάν καί αὐτή πού εἶχε ὁ
ἀποκτηνωθείς Ναβουχοδονόσορ (βλ. Δαν. 4,27), ἤ σάν αὐτή τοῦ ἄφρονα
πλουσίου τῆς παραβολῆς (βλ. Λουκ. 12,19). Λέγει, λοιπόν, ὁ ποιητής μας
σχετικά μέ τήν αἰτία τῆς ἀσθένειάς του: «Ἐγώ δέ εἶπα ἐν τῇ εὐθυνίᾳ μου (=
ὅταν εὐημεροῦσα)· “Οὐ μή σαλευθῷ εἰς τόν αἰῶνα”» (στίχ. 7)!... Ἦταν
καιρός, δηλαδή, πού ὁ ποιητής μας – ὁ Δαβίδ κατά τήν ἐπιγραφή τοῦ Ψαλ-
130
Ψαλμός 29
μοῦ – ζοῦσε σέ ἀπέραντη ὑλική εὐτυχία καί ἀμεριμνησία καί νόμιζε ὅτι ἡ
κατάστασή του αὐτή θά διαρκοῦσε γιά πάντα. Καί εἶπε τόν ὑπερήφανο
λόγο: «Οὐ μή σαλευθῷ εἰς τόν αἰῶνα» (στίχ. 7)!... Λησμόνησε ὅμως ὅτι,
ἄν ἀνθεῖ καί δοξάζεται, αὐτό ὀφείλεται στήν δύναμη καί τήν Χάρη, πού
τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός («Κύριε, ἐν τῷ θελήματί σου παρέσχου τῷ κάλλει μου δύ-
ναμιν», στίχ. 8). Ἀλλά, τί ἦταν αὐτό πού συνέβηκε τότε; Ὁ Θεός γιά τήν
ὑπερηφάνειά του καί τό αἴσθημα ἀσφαλείας, πού τοῦ χάριζε τό αἴσθημα
αὐτό, «ἀπέστρεψε τό πρόσωπό Του (ἀπό τόν ποιητή μας) καί (αὐτός, ὁ ποι-
ητής) ἐγένετο τεταραγμένος» (στίχ. 8)!... Ἔτσι «ταράχθηκε» ἡ ὑγεία τοῦ
ποιητοῦ μας. Ἀλλά ἐνόησε τήν ἁμαρτία του καί ἀπό τήν ὀδυνηρή του κλίνη
ἄρχισε νά κραυγάζει καί νά λέει ταπεινά ρήματα μετανοίας: «Πρός σέ,
Κύριε, κεκράξομαι καί πρός τόν Θεόν μου δεηθήσομαι. Τίς ὠφέλεια ἐν τῷ
αἵματί μου ἐν τῷ καταβαίνειν με εἰς διαφθοράν; Μή ἐξομολογήσεταί σοι
χοῦς, ἤ ἀναγγελεῖ τήν ἀλήθειάν σου;» (στίχ. 9-10). Εἶναι σάν νά λέγει στόν
Θεό ὁ ποιητής μας, ὅπως ὡραῖα ἐννοεῖ τούς λόγους του ὁ ἑρμηνευτής πρω-
τοπρεσβύτερος Καλλίνικος: «Τί θά καταλάβῃς, Θεέ, ἄν μέ σφάξῃς; Εἰς τί
θά σέ ὠφελήσῃ τό αἷμά μου; Τί καλόν θά ἴδῃς ἄν ἐγώ, ὁ ἰσόβιος ὑμνητής
σου, καταβῶ εἰς τήν φθοράν τοῦ τάφου καί μεταβληθῶ εἰς χῶμα; Δέν εἶναι
διά σέ ἀκόμη συμφερώτερον νά μέ διατηρήσεις ἐν τῇ ζωῇ, διά νά σέ
ἀνυμνῶ καί σέ εὐαγγελίζωμαι καί νά διαδίδω τήν θείαν σου ἀποκάλυψιν;»!
4. Τό ἀποτέλεσμα τῆς ταπεινῆς καί θερμῆς προσευχῆς τοῦ ποιητοῦ μας
ἦταν ὅτι ὁ Θεός τόν «ἐλέησε», τόν εὐσπλαγχνίσθηκε, δηλαδή, καί τόν ἔσωσε
ἀπό τήν σοβαρή κατάσταση, στήν ὁποία βρισκόταν ἡ ζωή του (στίχ. 11). Τήν
χαροποιό καί σωτήρια αὐτή ἀλλαγή του ἐκφράζει τώρα ὁ ποιητής μας λέ-
γοντας στόν Θεό ὅτι τόν «κοπετό» του, τόν θρῆνο του καί τήν ὀδύνη του,
δηλαδή, τόν μετέτρεψε σέ «χαρά» ἤ εἰς «χορόν» (ἑβρ. «μελαχώλ»), ὅπως
διαβάζουν ἄλλοι τό κείμενο (στίχ. 12α). Ἐνῶ, δηλαδή, πρῶτα κατέρρεε καί
δέν μποροῦσε νά στεριώσει τά πόδια του στό ἔδαφος, τώρα, πού ἀπέκτησε
πάλι τήν ὑγεία του, πατάει γερά καί ἀπό τήν μεγάλη του, τήν ὑπερβολική του
χαρά, κτυπᾶ τά πόδια του ρυθμικά στό ἔδαφος! Καί ἐκφράζει πάλι τήν
ἀλλαγή του αὐτή ὁ ψαλμωδός μας παριστώντας τόν Θεό ὅτι τόν ἔντυσε γιορ-
τινά («περιέζωσάς με εὐφροσύνην»), σχίζοντας ἔτσι τό πένθιμο ροῦχο του
(«διέρρηξας τόν σάκκον μου»), συμβολικό ἔνδυμα τῆς ἐπικίνδυνης καταστά-
σεως, στήν ὁποία βρισκόταν (στίχ. 12).
5. Εὐγνώμων, τέλος, ὁ ποιητής μας πρός τόν Θεό γιά τό θαῦμα τῆς θε-
ραπείας πού τοῦ χάρισε, ὑπόσχεται λέγοντας ὅτι πάντοτε θά Τόν ὑμνεῖ καί
θά Τόν δοξάζει: «Ὅπως ἄν ψάλῃ σοι – λέγει πρός τόν Θεό – ἡ δόξα μου καί
οὐ μή κατανυγῶ. Κύριε ὁ Θεός μου εἰς τόν αἰῶνα ἐξομολογήσομαι» (στίχ.
13). Ἀλλά ποιά εἶναι αὐτή ἡ «δόξα», μέ τήν ὁποία ὁ Δαβίδ – κατά τήν ἐπι-
131
Ψαλμός 30
γραφή τοῦ ψαλμοῦ – θά δοξάσει τόν Θεό; Εἶναι ἡ ψυχή του, ἡ «κατ᾽ εἰκόνα
τοῦ Θεοῦ» πλασθείσα, μέ σκοπό νά μετάσχει στήν «δόξα» τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι,
λοιπόν, ὁ ποιητής μας θά δοξάζει γιά πάντα τόν Θεό καί δέν θά «κατανυγεῖ»
πιά (στίχ. 13), δέν θά βυθιστεῖ, δηλαδή, ξανά στήν λύπη.
ΨΑΛΜΟΣ Λ´ 30
132
Ψαλμός 30
133
Ψαλμός 30
Δέν γνωρίζουμε νά ποῦμε ἀκριβῶς ποιά εἶναι ἡ κατάσταση, στήν ὁποία ἀνα-
φέρεται ὁ ψαλμωδός μας. Εἶπαν ὅτι πρόκειται γιά τήν καταδίωξη τοῦ Δαβίδ
ἀπό τόν Σαούλ στήν ἔρημο Μαών (Α´ Βασ. 23,25 ἑξ.)· ἄλλοι ὅμως εἶπαν
γιά τίς τιμωρίες πού συνέβησαν στόν Δαβίδ γιά τά δυό του σοβαρά ἁμαρ-
τήματα, γιά τήν ἐγκατάλειψή του ἀπό τόν λαό καί τούς ἔμπιστους συμβού-
λους του, γιά τήν ἐπανάσταση τοῦ Ἀβεσσαλώμ ἐναντίον του· συγκεκριμένα
ὅμως γιά τήν «παγίδα» πού ἀναφέρει ὁ ποιητής, ἐννοεῖ μᾶλλον τίς κακό-
βουλες συμβουλές τοῦ Ἀχιτόφελ καί τά στρατηγικά του τεχνάσματα.
2. Ξεκινώντας, λοιπόν, ὁ Δαβίδ ἀπό τήν δεινή κατάσταση τοῦ παρόντος
καί θέλοντας νά ζητήσει τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, γιά νά σωθεῖ, ἀνατρέχει
στό παρελθόν ὅταν ἔνοιωθε τόν Θεό ὡς «ὑπερασπιστή» του (στίχ. 3.5) καί
«καταφυγή» του (στίχ. 4). Καί ζητᾶ καί ἱκετεύει ἔτσι νά τοῦ φανεῖ καί τώρα
ὁ Θεός στήν κατάσταση πού βρίσκεται. Ἀπό τό παρελθόν ὁ ποιητής διέ-
γνωσε ὅτι ὁ Θεός εἶναι «δίκαιος» («ἐν τῇ δικαιοσύνῃ σου», στίχ. 2) καί ἑπο-
μένως, ὡς δίκαιος δέν θά ἐπιτρέψει παράνομη ἀνατροπή τοῦ θρόνου του,
ὅπως τό θέλουν οἱ ἐχθροί του, θρόνου πού ἱδρύθη ἀπό Αὐτόν, τόν Θεό! Οἱ
πράξεις τῶν ἐχθρῶν του, οἱ ἄνομες πράξεις, εἶναι «ματαιότητες» καί μάλι-
στα «διακενῆς», πού δέν φέρουν, δηλαδή, κανένα καρπό, καμμία ὠφέλεια.
Καί ὁ ποιητής μας ἔμαθε ἀπό τό παρελθόν τῆς ζωῆς του ὅτι ὁ Θεός «ἐμί-
σησε τούς διαφυλάσσοντας ματαιότητας διακενῆς» (στίχ. 7). Καί ἑπομένως,
ἀφοῦ γνωρίζει καλῶς ὅτι ὁ Θεός μισεῖ καί βδελύσσεται τά πονηρά διαβού-
λια τῶν κακοποιῶν ἀνθρώπων, εἶναι βέβαιος ὅτι θά τά ματαιώσει, καί δέν
θά πραγματοποιηθοῦν τά σχέδια τῶν ἐχθρῶν ἐναντίον του. Γιατί αὐτός
ἐλπίζει στόν Κύριο (στίχ. 7). Πολύ πιθανόν ὅμως τό «ματαιότητας δια-
κενῆς» νά ἀναφέρεται στήν εἰδωλολατρία. Καί λέγει τώρα ὁ Δαβίδ ἐκεῖνο
τό ὡραῖο, τό ὁποῖο ἐπανέλαβε καί ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός πρός τόν
οὐράνιο Πατέρα Του ἐκπνέων ἐπί τοῦ Σταυροῦ: «Εἰς χεῖράς σου παραθή-
σομαι τό πνεῦμά μου» (στίχ. 6· βλ. Λουκ. 23,46)! Καί ἐπαναπαύεται μέ τόν
λόγο του αὐτόν ὁ ποιητής μας, βέβαιος ὅτι ὁ Θεός πού εἶναι «Θεός τῆς ἀλη-
θείας» καί τήν ὑπερασπίζεται, θά τόν «λυτρώσει» ἀπό τήν δεινή κατάσταση
πού τοῦ δημιούργησαν οἱ ἐχθροί του (στίχ. 6β).
Ἀπό τό παρελθόν του πάλι ὁ Δαβίδ θυμᾶται ὅτι καί ἄλλοτε βρέθηκε σέ
παρόμοια κατάσταση, ὅπως τήν παρούσα, πού οἱ ἐχθροί του ἤθελαν νά τόν
«ἐγκλείσουν», νά τόν αἰχμαλωτίσουν, ἀλλά ὁ Θεός δέν τούς ἐπέτρεψε·
ἀντίθετα ὁ Θεός «ἔστησε ἐν εὐρυχώρῳ τούς πόδας του» (στίχ. 9). Τόν ἔκανε,
δηλαδή, νά δρᾶ ἐλεύθερα καί νά ἐκμεταλλεύεται τίς περιστάσεις γιά ὄφελός
του. Ἔτσι ἐλπίζει καί πιστεύει ὁ ποιητής μας, προφητάναξ Δαβίδ, ὅτι θά
συμβεῖ καί τώρα.
136
Ψαλμός 30
137
Ψαλμός 31
του χαρά, τήν ἐκτείνει σέ ὅλους ὅσους ἐλπίζουν καί ἐπικαλοῦνται τόν
Κύριο (στίχ. 20), γιά τούς ὁποίους λέγει ὅτι θά τούς περιφρουρήσει ἀπό
τίς ἐπιβουλές τῶν ἀνθρώπων καί τά πονηρά τους σχέδια (στίχ. 21). Χαρού-
μενος ὁ ποιητής μας γιατί βλέπει ὅτι θαυμαστώνεται ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ
στούς ἰδικούς του (στίχ. 22), στρέφεται μέ πικρία κάπως κατά τοῦ ἑαυτοῦ
του, γιατί μερικές φορές βλέπει νά ἀπορρίπτεται ἀπό αὐτόν, «ἀπέρριμαι –
λέγει – ἀπό προσώπου τῶν ὀφθαλμῶν σου» (στίχ. 23).
Τελικά ὁ ψαλμωδός μας δίνει στόν ψαλμό του διδακτική μορφή καί
ἀπευθυνόμενος καί πρός πολλούς καί πρός ὅλους ὅσοι πιστεύουν καί ἀγα-
ποῦν τόν Κύριο, λέγει πρός αὐτούς: «Ἀγαπήσατε τόν Κύριον, πάντες οἱ ὅσιοι
αὐτοῦ ὅτι ἀληθείας ἐκζητεῖ Κύριος» (στίχ. 24). Γιατί ὁ Κύριος δέν παρασύ-
ρεται ἀπό τά πονηρά σχέδια τῶν κακῶν ἀνθρώπων ἐναντίον τῶν ἰδικῶν
Του. Κουράγιο λοιπόν καί θάρρος σ᾽ ὅλα τά τέκνα τοῦ Θεοῦ, γιατί ἔχουν
ἐλπίδα καί καταφύγιο τόν Θεό: «Ἀνδρίζεσθε καί κραταιούσθω ἡ καρδία
ὑμῶν, πάντες οἱ ἐλπίζοντες ἐπί Κύριον» (στίχ. 25).
ΨΑΛΜΟΣ ΛΑ´ 31
Τῷ Δαυίδ· συνέσεως
138
Ψαλμός 31
139
Ψαλμός 31
ἐσωτερικό του πνευματικό κόσμο, νά βρεῖ τήν ἁμαρτία γιά τήν ὁποία ὑπο-
φέρει καί νά πάει νά τήν ἐξομολογηθεῖ. Γι᾽ αὐτό καί μέ ἔμφαση λέγει:
«Εἶπα· ἐξαγορεύσω κατ᾽ ἐμοῦ τήν ἀνομίαν μου τῷ Κυρίῳ» (στίχ. 5α). Καί
ὅταν ἔγινε αὐτό, ὁ ποιητής μας ἔνιωσε μέσα του δυνατή πληροφορία ἀπό
τόν Θεό ὅτι συγχωρέθηκαν οἱ ἁμαρτίες του, τό «ἀγκάθι» αὐτό, ὅπως μᾶς
τό εἶπε παραπάνω, πού τόν κατατρυποῦσε ψυχικά μέρα καί νύχτα, γι᾽ αὐτό
καί λέγει τώρα μέ βεβαιότητα: «Καί σύ ἀφῆκας τήν ἀσέβειαν τῆς καρδίας
μου» (στίχ. 5β).
4. Στήν συνέχεια ἀρχίζει τό τελευταῖο μέρος τοῦ ψαλμοῦ, πού εἶναι τό
διδακτικό του τμῆμα καί ὁ ποιητής μας λέγει: Κάθε ὅσιος, δηλαδή κάθε
εὐσεβής, πρέπει νά προσεύχεται μέ μετάνοια («προσεύξεται», στίχ. 6). Πρέ-
πει νά ἐξομολογεῖται τήν ἁμαρτία του («ὑπέρ ταύτης», στίχ. 6) καί νά τήν
ἐξομολογεῖται μάλιστα στόν κατάλληλο καιρό («ἐν καιρῷ εὐθέτῳ», στίχ.
6). Καί ἔτσι ζώντας ὁ ἄνθρωπος ἐν μετανοίᾳ δέν θά τοῦ ἔρθουν κατεπάνω
του καταστροφές καί δεινά («πλήν ἐν κατακλυσμῷ ὑδάτων πολλῶν πρός
αὐτόν οὐκ ἐγγυοῦσι», στίχ. 6).
Ἀκόμη ἐντονώτερα, ἀπευθυνόμενος φαίνεται ὁ ποιητής μας σέ στενό
του περιβάλλον, στό παιδί του ἴσως, καί συμβουλεύοντάς το νά ἀκολουθεῖ
τήν ὁδό τοῦ Θεοῦ, τήν ὁποία αὐτός ἀπό τήν πείρα του εἶδε ὅτι εἶναι ἡ συμ-
φέρουσα γιά τήν εὐτυχία τῆς ζωῆς, τοῦ λέγει: «Συνετιῶ σε καί συμβιβῶ σε
ἐν ὁδῷ ταύτῃ, ᾗ πορεύσῃ, ἐπιστηριῶ ἐπί σέ τούς ὀφθαλμούς μου» (στίχ. 8).
Μεγάλη φροντίδα πατρός πρός υἱό. Πραγματικά, ὅπως θέλουν οἱ ἑρμηνευ-
τές νά διαβάζουν τό Ἑβραϊκό κείμενο, ὁ ποιητής ὁμιλεῖ ἐδῶ στόν υἱό του.
Πρέπει ὅμως καί οἱ υἱοί νά εἶναι πειθαρχικοί καί ὑπάκοοι πρός τούς γο-
νεῖς τους, νά ὑπακούουν πρόθυμα στά λόγια τους. Νά μήν εἶναι σάν τά
ἄλογα ζῶα, πού θέλουν χαλινάρια γιά νά πορευτοῦν κατά τίς ἐντολές τοῦ
ἀφεντικοῦ τους. Γι᾽ αὐτό καί λέγει ὁ ποιητής στόν υἱό του, ἤ γενικότερα,
σέ αὐτούς πού ἀπευθύνεται: «Μή γίνεσθε ὡς ἵππος καί ἡμίονος, οἷς οὐκ
ἔσται σύνεσις» (στίχ. 9).
Κατακλείοντας τόν ψαλμό του ὁ ποιητής μας ἐκφράζει συνοπτικά τήν
διδακτική του συμβουλή λέγοντας: «Πολλαί αἱ μάστιγες τοῦ ἁμαρτωλοῦ,
τόν δέ ἐλπίζοντα ἐπί Κύριον ἔλεος κυκλώσει» (στίχ. 10)!
141
Ψαλμός 32
ΨΑΛΜΟΣ ΛΒ´ 32
Τῷ Δαυΐδ.
ΕΠΙΝΙΚΙΟΣ ΨΑΛΜΟΣ
142
Ψαλμός 32
143
Ψαλμός 32
1. Ὁ ψαλμός αὐτός εἶναι ἕνας ἐπινίκιος ὕμνος στόν Θεό μετά ἀπό κάποια
μάχη τοῦ Ἰσραήλ ἐναντίον κάποιου ἰσχυροῦ ἐχθροῦ (στίχ. 10). Στήν μάχη
αὐτή οἱ Ἰσραηλῖτες γνώρισαν τήν παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ τους καί ὁ ποιητής
λοιπόν τοῦ παρόντος ψαλμοῦ συγκαλεῖ τόν λαό γιά ἔνδοξη δοξολογία σ᾽
Αὐτόν. Ὁ ποιητής μέ μεγάλη χαρά καί ἀγαλλίαση προτρέπει τούς «δικαίους»
καί τούς «εὐθεῖς», δηλαδή τούς ἀνήκοντας στήν ἰσραηλιτική κοινότητα, νά
καυχῶνται γιά τόν Θεό τους (στίχ. 1), ἐνῶ τά ἄλλα ἔθνη καί οἱ λαοί δέν ἔχουν
νά ἐπιδείξουν τοιοῦτον Θεόν. Αὐτούς λοιπόν τούς καλεῖ ὁ ποιητής νά συ-
νέλθουν καί νά δοξολογήσουν τόν Θεό ἔχοντας μαζί τους καί τά μουσικά
ὄργανα (στίχ. 2), γιά νά ψάλουν ἐπινίκιο ὠδή στόν Κύριο γιά τήν νίκη πού
τούς ἐχάρισε ἐναντίον τοῦ ἐχθροῦ. Τήν ἐπινίκιο ὠδή πού θά ψάλουν οἱ
Ἰσραηλῖτες αὐτήν τήν φορά τήν θέλει νά εἶναι «ἆσμα καινόν», νά εἶναι δη-
λαδή καλύτερη ἀπό τίς ἄλλες καί νά τελειώνει μέ δυνατές κραυγές καί ἀλα-
λαγμούς: «Καλῶς ψάλατε ἐν ἀλαλαγμῷ» (στίχ. 3).
2. Στήν συνέχεια ὁ ψαλμωδός μας ἀρχίζει νά ἐκθέτει διαφόρους λόγους
γιά τούς ὁποίους οἱ Ἰσραηλῖτες πρέπει νά ὑμνήσουν τόν Θεό. Καί κατά
144
Ψαλμός 32
πρῶτον λέγει ὅτι «εὐθύς ὁ λόγος τοῦ Κυρίου, καί πάντα τά ἔργα αὐτοῦ ἐν
πίστει» (στίχ. 4). Δηλαδή, ὅ,τι λέγει ὁ Θεός τό ἐκπληρώνει καί ὅλα τά ἔργα
Του γίνονται μέ πιστότητα, γίνονται σύμφωνα μέ ὅσα ὑποσχέθηκε. Δηλαδή
ὁ Θεός τηρεῖ τόν λόγο Του καί δέν ἀπατᾶ. Αὐτό ὁ ποιητής μας τό ἔχει δια-
πιστώσει ἀσφαλῶς ἀπό πολλά γεγονότα τῆς ἰσραηλιτικῆς ἱστορίας, ἀλλά
τό διαπίστωσε τρανότατα καί ἀπό τό τελευταῖο γεγονός τῆς νίκης τῶν
Ἰσραηλιτῶν ἐναντίον τοῦ ἰσχυροῦ ἐχθροῦ πού εἰσέβαλε στήν χώρα του
(στίχ. 4). Ἀλλά αὐτή ἡ πιστότητα τοῦ Θεοῦ, ἡ ἐκπλήρωση δηλαδή τῶν
ἐπαγγελιῶν Του, ἀνταποκρίνεται πρός τήν «ἐλεημοσύνη» (= «δικαιοσύνη»,
κατά τό Ἑβρ.) τοῦ Θεοῦ, ἀπό τήν δικαίαν «κρίσιν» Του, ἀπό τήν ὁποία εἶναι
γεμάτη ἡ γῆ (στίχ. 5).
Τήν παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ, γιά τήν ὁποία θέλει νά μιλήσει τώρα ὁ
ποιητής μας, τήν βρίσκει, κατά πρῶτον, στήν δημιουργία τοῦ κόσμου καί
μάλιστα στόν τρόπο κατά τόν ὁποῖο ἔγινε αὐτή. Ὁ Θεός μόνο μέ τόν λόγο
Του, μόνο μέ ἕνα ἁπλό φύσημα τοῦ στόματός Του δημιούργησε τούς οὐρα-
νούς καί ὅλο τόν κόσμο τους (στίχ. 6). Δεύτερο στοιχεῖο, πού ἀποδεικνύει
τήν παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ, εἶναι κατά τόν ποιητή μας ὁ περιορισμός τῶν
ὑδάτων ἐντός ὁρίων, πέρα ἀπό τά ὁποῖα δέν μποροῦν νά ἐξέλθουν. Ὅπως
ὁ ἄνθρωπος γεμίζει ἕνα ἀσκό μέ νερό, μέ τόση εὐκολία ὁ Θεός συγκέν-
τρωσε καί περιόρισε σέ ἀσκό τά «ὕδατα τῆς θαλάσσης» (στίχ. 7). Πρό τοι-
ούτου λοιπόν μεγαλοπρεποῦς καί παντοδυνάμου Θεοῦ ὅλη ἡ γῆ πρέπει νά
αἰσθάνεται φόβο καί νά τρέμουν ἐνώπιόν Του ὅλοι οἱ κατοικοῦντες τήν
οἰκουμένη (στίχ. 8).
3. Τώρα πλέον, στόν στίχ. 10, καθορίζει ὁ ποιητής μας τήν ἀφορμή τοῦ
ψαλμοῦ του. Γιατί νά ψαλεῖ ἡ ἐπινίκια ὠδή στόν Θεό; Γιατί ὁ Κύριος, μᾶς
λέγει ὁ στίχ. 10, διεσκόρπισε τά σχέδια τῶν ἐχθρῶν καί ἐματαίωσε τούς
λογισμούς τῶν ξένων λαῶν καί ἀρχόντων. Φαίνεται λοιπόν ὅτι συμμαχία
ξένων λαῶν καί ἐθνῶν ἐπεχείρησε εἰσβολή κατά τῶν Ἰσραηλιτῶν, ἀλλά ὁ
Θεός ἐματαίωσε τό σχέδιό τους καί ἡ νίκη τῆς ἐπιθέσεως αὐτῆς ἦταν ὑπέρ
τῶν Ἰσραηλιτῶν. Σάν συμπέρασμα αὐτοῦ εἶναι νά μακαρίσει κανείς τόν
Ἰσραηλιτικό λαό, γιατί ἔχει τοιοῦτον παντοδύναμο Θεό: «Μακάριον τό
ἔθνος, οὗ ἐστι Κύριος ὁ Θεός αὐτοῦ, λαός, ὅν ἐξελέξατο εἰς κληρονομίαν
ἑαυτῷ» (στίχ. 12). Στήν συνέχεια ὁ ποιητής μας τονίζει τήν παγγνωσία τοῦ
Θεοῦ. Ὁ Θεός μπορεῖ νά ματαιώσει «τάς βουλάς» τῶν ἐθνῶν προτοῦ ἀκόμη
νά ἐκδηλωθοῦν, γιατί εἶναι παντογνώστης, γιατί αὐτός ἔπλασε τίς καρδιές
τῶν ἀνθρώπων (στίχ. 15) καί ἄρα γνωρίζει τί ἐπιδιώκουν. Ἀπό τόν τόπο
τῆς διαμονῆς του («ἐξ ἑτοίμου κατοικητηρίου αὐτοῦ»), ἀπό τόν ὑψηλό Του
θρόνο δηλαδή, παρακολουθεῖ ὅλους τούς κατοίκους τῆς γῆς (στίχ. 14), γιατί
Αὐτός εἶναι ὁ δημιουργός ὅλων καί γι᾽ αὐτό γνωρίζει καί τούς λογισμούς
145
Ψαλμός 33
καί τά ἔργα ὅλων (στίχ. 15). Σ᾽ Αὐτόν λοιπόν τόν Θεό τόν παντοδύναμο,
τόν παντογνώστη καί πάνσοφο, σ᾽ Αὐτόν πρέπει νά ἔχουμε ἀπόλυτη ἐμπι-
στοσύνη καί ὄχι σέ ἄνθρωπο βασιλέα ἤ ἄλλον ἥρωα καί ἰσχυρό τῆς γῆς
(στίχ. 16). Δέν μπορεῖ κανείς νά σωθεῖ μέ τήν πολλή του δύναμη, ὅπως
εἶναι τό ἱππικό και τά πολλά στρατεύματα (στίχ. 17). Ἄς ἐλπίζουμε στόν
Θεό καί τότε δέν ἔχουμε νά φοβηθοῦμε κανένα κακό, γιατί ὁ Κύριος φρον-
τίζει γιά τούς «φοβουμένους Αὐτόν» καί τούς σώζει ἀπό τόν θάνατο καί τόν
λιμό (στίχ. 18-19).
4. Σάν συμπέρασμα ὁλοκλήρου τοῦ ψαλμοῦ ὁμιλεῖ ἡ Ἰσραηλιτική κοι-
νότητα ὁμολογώντας ὅτι θά μένει πιστή στόν Κύριο, τόν Ὁποῖο ἀνακηρύσ-
σει «βοηθόν» καί «ὑπερασπιστήν» της (στίχ. 20). Ὁ ψαλμός ἀγαπήθηκε
πολύ ἀπό τόν Ἰσραηλιτικό λαό καί εἰσήχθη στήν Ἰουδαϊκή λατρεία. Γι᾽
αὐτό καί τελειώνει μέ ἀνάλογο στίχο: «Γένοιτο, Κύριε, τό ἔλεός Σου, ἐφ᾽
ἡμᾶς, καθάπερ ἠλπίσαμεν ἐπί σέ» (στίχ. 22).
ΨΑΛΜΟΣ ΛΓ´ 33
146
Ψαλμός 33
147
Ψαλμός 33
148
Ψαλμός 33
150
Ψαλμός 34
ΨΑΛΜΟΣ ΛΔ´ 34
Τῷ Δαυΐδ.
151
Ψαλμός 34
* Τό κείμενο λέγει «αὐτῷ», ἀλλά εἶναι καλύτερα, πρός τό ὅλο νόημα τοῦ ψαλμοῦ, νά νοήσουμε
ὅτι ὁ ποιητής ὁμιλεῖ γενικά γιά ὅλους τούς ἐχθρούς του.
152
Ψαλμός 34
153
Ψαλμός 34
154
Ψαλμός 34
155
Ψαλμός 34
τοῦ ποιητοῦ τοῦ ψαλμοῦ μας, θά ἐμφανιστοῦν μάρτυρες ἄδικοι, καί θά τοῦ
κάνουν περίεργες ἐρωτήσεις γιά νά τόν περιγελάσουν (στιχ.11). Οἱ πολέ-
μιοί του τοῦ ἀνταπέδοσαν πονηρά ἀντί ἀγαθῶν, σ’ αὐτόν πού διέσωσε τήν
τιμή τῆς πατρίδος τους. Μάλιστα οἱ ἐχθροί τοῦ Δαβίδ ἐπέτυχαν καί νά τόν
χωρίσουν ἀπό τήν σύζυγό του Μελχώλ, ἀπό τόν ἐπιστήθιο φίλο του Ἰωνά-
θαν, ἀπό τούς γηραλέους γονεῖς του, καί ἔτσι τόν ἔκαναν σάν μία δυστυχι-
σμένη μητέρα, ἡ ὁποία χωρίς παιδιά φθίνει καί πεθαίνει («ἀτεκνίαν τῇ ψυχῇ
μου», στίχ. 12). Στήν αἰσχρή αὐτή συμπεριφορά τῶν ἐχθρῶν τοῦ ποιητοῦ
μας, αὐτός νήστευε καί προσευχόνταν ὑπέρ αὐτῶν (στίχ.13)!!! Δέν τούς
ὡφέλησε ὅμως εἰς τίποτε ἡ προσευχή τοῦ ψαλμωδοῦ μας Δαβίδ. Γιατί;
Λόγῳ τῆς πολλῆς τους κακίας καί πωρώσεως δέν ὑπῆρχε καλό ἔδαφος στήν
ψυχή τους νά ἔλθει σ᾽ αὐτήν ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά δέν παραμένει ποτέ
ἀνενέργητη ἡ προσευχή, ὅταν λέγεται ἀπό ἀγαθή καί ταπεινή καρδία, γι’
αὐτό ὁ ποιητής μας ἐδῶ λέγει: «Ἡ προσευχή μου εἰς κόλπον μου ἀποστρα-
φήσεται» (στίχ.14). Δηλαδή: «Τοῦ καλῶς προσευχομένου ἡ προσευχή εἰς
αὐτόν ἀνακάμπτει φέρουσα τά ἀγαθά, ὑπέρ ὧν γέγονε και εἰς κόλπον τοῦ
προσευχομένου ἀποστρέφεται» (Δίδυμος). Ἄς θυμηθοῦμε καί τόν λόγο τοῦ
Κυρίου μας: «Καί ἐὰν μὲν ᾖ ἡ οἰκία ἀξία, ἐλθέτω ἡ εἰρήνη ὑμῶν ἐπ᾿ αὐτήν·
ἐὰν δὲ μὴ ᾖ ἀξία, ἡ εἰρήνη ὑμῶν πρὸς ὑμᾶς ἐπιστραφήτω» (Ματθ. 10,13).
Κατά τά παρακάτω, αὐτοί οἱ ὁποῖοι εὐεργετήθησαν ἀπό τόν Δαβίδ μέ
τόσες πολλές καί μεγάλες εὐεργεσίες, ἔδειξαν σ’ αὐτόν ἀγνώμονα καί σκληρή
πολεμική. Γι’ αὐτό λέγει περί αὐτῶν: «Ἐπείρασάν με, ἐξεμυκτήρισάν με μυ-
κτηρισμῷ, ἔβρυξαν ἐπ’ ἐμέ τούς ὀδόντας αὐτῶν» (στίχ. 16), ὄχι μόνο, ἀλλά
καί εὐφραίνονταν γιά τά παθήματά του: «Καί κατ’ ἐμοῦ εὐφράνθησαν» (στιχ.
15· βλ. καί στίχ 21)! Γιά τήν συμβαίνουσα αὐτή ἀταξία, ὁ ψαλμωδός μας
ἀπευθύνεται πρός τόν Θεό καί τόν παρακαλεῖ νά ἐπιβάλει τήν τάξη καί αὐτός
θά τόν ὑμνήσει εὐγνωμόνως σέ πολυάριθμο λαό (στίχ. 17-18).
3. Ἀπό τό σημεῖο αὐτό ἀρχίζει τό τρίτο μέρος τοῦ Ψαλμοῦ (στίχ. 19-
28), ἁπαλότερο κάπως, στό ὁποῖο ὁ ποιητής παρακαλεῖ γιά τήν παύση τῆς
κακίας. Ὁμιλεῖ μέν πάλι ὁ ποιητής γιά τήν κακία τῶν ἐχθρῶν του (στίχ. 19-
21), ἀλλά παρακαλεῖ νά μήν πραγματοποιηθοῦν τά σχέδια τους (στίχ. 24-
26) καί νά μή χαροῦν οἱ ἐχθροί του γιά τήν καταστροφή του (στίχ. 26),
ἀλλά νά χαροῦν οἱ δίκαιοι πού θά βλέπουν νά ἀναδεικνύεται ἡ δικαιοσύνη
τοῦ Θεοῦ μέ τήν διάσωση τοῦ ποιητοῦ βεβαίως· αὐτός δέ ὁ ποιητής ὑπό-
σχεται ὅτι θά ὑμνεῖ ὅλη τήν ἡμέρα τήν δόξα τοῦ Θεοῦ (στίχ. 28).
156
Ψαλμός 35
ΨΑΛΜΟΣ ΛΕ´ 35
* Μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι ἐξέπεσαν ἀπό τό κείμενο οἱ λόγοι τοῦ παρανόμου, ἡ δέ πρόταση, «οὐκ
ἔστιν φόβος... τῶν ὀφθαλμῶν αὐτοῦ», ἀποτελεῖ ἁπλῶς κρίση τοῦ ποιητοῦ περί αὐτοῦ. Ἐντεῦθεν ἡ
ἀντωνυμία «αὐτοῦ», ἐνῶ, ἄν ἡ πρόταση εἶναι λόγος τοῦ ἁμαρτωλοῦ, ἡ ἀντωνυμία πρέπει νά εἶναι
«μου».
157
Ψαλμός 35
158
Ψαλμός 35
Στόν ψαλμό μας ἐδῶ, ὅπως φαίνεται ἀπό τόν στίχ. αὐτό, ἀλλά καί
ἀπό τούς ἑπομένους στίχ., πρόκειται γιά τό περίφημο θέμα τῆς θεο-
δικίας, τό ὁποῖο ἀπαντᾶ συχνά στήν Παλαιά Διαθήκη. Κατά τό πρό-
βλημα αὐτό οἱ ἄνθρωποι ἀμφισβητοῦν τήν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ,
γιατί ἔβλεπαν ὅτι ὁ ἁμαρτωλός δέν τιμωρεῖται γιά τίς ἁμαρτίες του,
ἀλλά, ἀντίθετα, σάν καί νά εὐλογεῖται, γιατί τόν ἔβλεπαν νά εἶναι
εὐτυχισμένος μέχρι τά τέλη τῆς ζωῆς του.
Κυριευμένος, λοιπόν, ὁ ἁμαρτωλός ἀπό αὐτές τίς κακές σκέψεις
περί τοῦ Θεοῦ ὅλο καί σκέπτεται τήν ἁμαρτία χωρίς φόβο Θεοῦ. Ὁ
ψαλμός μας παρουσιάζει τόν ἁμαρτωλό αὐτό ἀκόμη καί στήν κλίνη
του νά σκέπτεται τίς ἄνομες σκέψεις περί τοῦ Θεοῦ (στίχ. 5). Καί
ἀσφαλῶς, ἀφοῦ ἐπί τῆς κλίνης του σκέπτεται αὐτά, ὅταν ἐγερθεῖ, τά
πράττει στήν καθημερινή του ζωή, γιατί ἀγαπᾶ τήν ἁμαρτία καί δέν
τήν ἀποστρέφεται (στίχ. 5, «τῇ κακίᾳ οὐ προσώχθισεν»).
2. Στήν συνέχεια (στίχ. 6 ἑξ.) ὁ ψαλμωδός ἀποστρέφει τήν σκέψη
του ἀπό τόν κόσμο τῶν ἁμαρτωλῶν καί τίς σκέψεις τους καί στρέ-
φεται πρός τόν Θεό του, στήν δικαιοσύνη καί ἀγάπη τοῦ Ὁποίου πι-
στεύει ἀπόλυτα. Ἀντίθετα, λοιπόν, πρός τόν ἀμφισβητοῦντα τήν
ἀγάπη καί δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ ἁμαρτωλό, ὁ ποιητής μας λέγει ὅτι
ἡ ἀγάπη («τό ἔλεος») Του φθάνει μέχρι τόν οὐρανό («ἐν τῷ
οὐρανῷ») καί ἡ «ἀλήθειά» Του, δηλαδή, ἡ πιστότητά Του «ἕως νε-
φελῶν» (στίχ. 6). Ἡ «δικαιοσύνη» Του, μέ τήν ὁποία κυβερνᾶ τόν
κόσμο, εἶναι τόσο μεγάλη, ὅπως τά θεόρατα βουνά (τά «ὄρη τοῦ
Θεοῦ») καί τά «κρίματά» Του, δηλαδή, ἡ θεία διακυβέρνησή Του,
παραβάλλεται πρός τήν μεγάλη καί πολλή ἄβυσσο, ἡ ὁποία παντα-
χόθεν περιβάλλει τήν γῆ (Σ. Σειρ. 24,29). Ἡ παρομοίωση αὐτή,
πέραν ἀπό τήν ἔννοια ὅτι, ὅπως ἡ ἄβυσσος περιβάλλει τήν γῆ, ἔτσι
καί ἡ θεία διακυβέρνηση καλύπτει ὅλη τήν γῆ, ὅλη τήν ἱστορία, ἔχει
καί μιά ἄλλη βαθύτερη ἔννοια: Ὅπως ἡ ἄβυσσος εἶναι ἀμέτρητη καί
δέν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά τήν περιλάβει, ἔτσι καί τήν διακυβέρνηση
τοῦ Θεοῦ δέν μπορεῖ νά τήν νοήσει ὁ ἄνθρωπος. Ἡ ἑρμηνεία αὐτή
εἶναι τῶν ἁγίων Πατέρων (βλ. Μ. Ἀθανασίου Μ. 27,176). Κατ᾽
αὐτήν τήν ἑρμηνεία ὁ ποιητής μας ἀναφέρεται στό πρόβλημα τῆς
θεοδικίας, κατά τό ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά συμβιβάσει τήν
εὐτυχία τῶν ἀσεβῶν πρός τήν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ. Οἱ δυσπι-
στοῦντες δέν μπορεῖ νά νοήσουν τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί πρός τόν
ἁμαρτωλό ἀκόμη καί ποῦ ἀποβλέπει αὐτή. Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, λέγει
στήν συνέχεια ὁ ποιητής μας, βοηθάει ὅλους, ὄχι μόνο τούς ἀνθρώ-
πους, ἀλλά καί τά ζῶα! «Ἀνθρώπους καί κτήνη σώσεις, Κύριε» (στίχ.
159
Ψαλμός 36
7)! Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶναι πολύ μεγάλη. Καί ὅλοι καταφεύγουν
σέ ἕνα τοιοῦτον ἀγαπῶντα Θεό γιά νά βροῦν καταφύγιο ὑπό τήν
σκέπη τῶν πτερύγων Του (στίχ. 8). Καί ἀφοῦ ὁ Θεός ἔχει τόση
ἀγάπη ὅλοι τρέφονται ἀπ᾽ Αὐτόν μέ ὅλα τά ἀγαθά καί ὅλοι ποτίζον-
ται ἀπ᾽ Αὐτόν (στίχ. 9).
3. Ὁ ποιητής τοῦ ψαλμοῦ μας πιστεύει πολύ δυνατά στόν Θεό,
ζεῖ τόν Θεό. Γεύεται τόν Θεό καί ὅ,τι λέγει περί Αὐτοῦ εἶναι βιωμα-
τικό. Ἔτσι, λοιπόν, λέγει γιά τόν Θεό τώρα τόν ὑπέροχο αὐτό λόγο:
«Ὅτι παρά σοί πηγή ζωῆς, ἐν τῷ φωτί σου ὀψόμεθα φῶς» (στίχ. 10)!
Ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἡ «πηγή τῆς ζωῆς» σημαίνει ὅτι Αὐτός εἶναι καί ὁ
δημιουργός τῆς ζωῆς καί ὁ συντηρῶν τήν ζωή. Ἀλλά ὁ ποιητής μας
ἐννοεῖ τήν «ζωή» μέ τό βαθύτερο νόημά της, ὡς ἐπικοινωνία τοῦ
ἀνθρώπου μέ τόν Θεό. Καί αὐτό πραγματικά λέγεται καί εἶναι
«ζωή», ζωή μέ νόημα καί περιεχόμενο. Γι᾽ αὐτό καί λέγει στήν συνέ-
χεια ὁ ποιητής μας ὅτι μόνο στό φῶς τοῦ Θεοῦ («ἐν τῷ φωτί σου»),
μόνο, δηλαδή, στήν ἐπικοινωνία μας μέ τόν Θεό εἶναι δυνατόν νά
δοῦμε φῶς («ὀψόμεθα φῶς»), νά ζήσουμε τήν πραγματική ζωή καί
ὄχι τόν ζωώδη βίο, πού ζοῦν καί τά ζῶα.
Περί τό τέλος ὁ ποιητής φοβεῖται τήν κακοποιό δύναμη τῶν
κακῶν καί ὑπερηφάνων ἀνθρώπων, αὐτῶν, δηλαδή, περί τῶν ὁποίων
εἶπε ἀπό τήν ἀρχή ὅτι ἀπέρριπταν τόν Θεό, γιατί Τόν θεωροῦσαν
ἄδικο, καί εὔχεται στόν Θεό νά τόν διαφυλάξει ἀπ᾽ αὐτούς. Νά μή
τολμήσουν ποτέ νά τόν ἐγγίσουν («μή ἐλθέτω μοι ποῦς ὑπερηφα-
νείας») καί νά τόν καταρρίψουν («καί χείρ ἁμαρτωλοῦ μή σαλεύσαι
με», στίχ. 12). Ἀλλά καί ἄν οἱ ἀσεβεῖς αὐτοί τολμήσουν κάτι τέτοιο,
αὐτοί εἶναι πού θά ζημιωθοῦν καί θά πέσουν, χωρίς νά δύνανται νά
ἐγερθοῦν, γιατί αὐτοί εἶναι οἱ ἄνομοι (στίχ. 13).
ΨΑΛΜΟΣ ΛΣΤ´ 36
Τῷ Δαυὶδ.
160
Ψαλμός 36
162
Ψαλμός 36
163
Ψαλμός 36
164
Ψαλμός 36
166
Ψαλμός 36
σει ὡς φῶς τήν δικαιοσύνη του καί τό κρίμα του ὡς μεσημβρία» (στίχ 6).
Δηλαδή: Τό παραγνωριζόμενο μέχρι τώρα δίκαιό του θά λάμψει σάν φῶς,
σάν μέρα μεσημέρι! Στήν συνέχεια ὁ ποιητής μας, συμβουλεύων τόν
εὐσεβῆ, τοῦ λέγει, ὅ,τι βέβαια καί ἄν συμβεῖ, νά ὑποτάσσεται στόν Κύριο,
καί νά προσεύχεται: «Ὑποτάγηθι τῷ Κυρίῳ καί ἱκέτευσον αὐτόν» (στίχ. 7)!
Ἀντί τοῦ «ὑποτάγηθι» τό Ἑβρ. ἔχει «σιώπησε», «σίγησε». Ὁ ψαλμωδός
μας, δηλαδή, συνιστᾶ στόν δοκιμαζόμενο εὐσεβῆ νά μή γογγύζει («μή πα-
ραζήλου», στίχ. 7· βλ. καί στίχ. 1) γιά τό πρόβλημα πού δημιουργεῖ ἡ κρίση
τῆς θεοδικίας, ἀλλά νά σιωπᾶ καί νά προσεύχεται. Πολύ ὡραῖα αὐτά τά
δύο! Εἶναι μία πολύ ὡραία ἀντιμετώπιση τοῦ πόνου καί τῶν δυσκόλων
προβλημάτων μας. Ἀλλά, γιά νά εἰσακουσθεῖ ἡ προσευχή, πρέπει ἡ ψυχή
νά εἶναι βέβαια ἥρεμη. Γι᾽ αὐτό καί λέγει συμπληρωματικά ὁ ποιητής μας
στόν κλονιζόμενο εὐσεβῆ: «Παῦσε ἀπό ὀργῆς καί ἐγκατάλιπε θυμόν» (στίχ.
8)! Ὅλοι δέ, καί μάλιστα οἱ εὐσεβεῖς, πρέπει νά γνωρίζουν τήν γενική ἀρχή,
ὅτι, ὅπως καί ἄν συμβοῦν τά πράγματα, «οἱ πονηρευόμενοι ἐξολοθρευθή-
σονται, οἱ δέ ὑπομένοντες τόν Κύριον αὐτοί κληρονομήσουσι γῆν» (στίχ. 9)!
Γιατί, λοιπόν, νά κλονίζονται οἱ εὐσεβεῖς, ἀφοῦ ἡ ἴδια ἡ ἱστορία καί ἡ ἴδια
ἡ ζωή ἀποδεικνύει ὅτι ὁπωσδήποτε τιμωρεῖται ὁ ἁμαρτωλός, ὁ δέ δίκαιος
πάντοτε δικαιώνεται;
4. Τό ὑπόλοιπο μέρος τοῦ ψαλμοῦ εἶναι διαπλάτυνση τῶν ἰδίων θέσεων
καί ὅπως φαίνεται ὁ ποιητής μας ὁμιλεῖ σ᾽ αὐτό καί ἀπό τήν προσωπική
του πείρα. Λέγει, λοιπόν, στήν συνέχεια ὁ ποιητής μας ὅτι οἱ ἁμαρτωλοί
καί ἐχθροί τοῦ Θεοῦ μόλις φαίνεται ὅτι δοξάζονται καί ὑψώνονται, θά χα-
θοῦν καί θά ἐξαφανιστοῦν σάν τόν καπνό (στίχ. 20). Ἀκόμη καί ὁ τόπος
πού στάθηκαν θά ἐξαφανιστεῖ καί αὐτός (στίχ. 10). Καί πάλιν ὁ ποιητής
λέγει παραστατικά, ἀπό ὅσα ἐνθυμεῖται ἀπό τήν ζωή του, ὅτι πραγματικά
εἶδε κάποτε καί αὐτός ἀσεβῆ νά ὑψώνεται καί νά δοξάζεται σάν «τάς κέ-
δρους τοῦ Λιβάνου» (!). Ἀλλά λέγει στήν συνέχεια, «πάλι πέρασα καί δέν
ἦταν ἐκεῖ· τόν ἀναζήτησα καί δέν βρέθηκε οὔτε ὁ τόπος του» (στίχ. 36)!
Ἀντίθετα ἡ ζωή τοῦ δικαίου εἶναι ὑπό τήν προστασία τοῦ Κυρίου καί ἡ
εὐτυχία του θά εἶναι σταθερή καί μόνιμη, γιατί «γινώσκει Κύριος τάς ὁδούς
τῶν ἀμώμων καί ἡ κληρονομία αὐτῶν εἰς αἰῶνα ἔσται» (στίχ. 18). Τό «γι-
νώσκει Κύριος» τούς ἀμώμους σημαίνει ὅτι οἱ δίκαιοι εἶναι ὑπό τήν μέρι-
μνα καί τήν φροντίδα τοῦ Κυρίου.
Εἶναι ἀλήθεια καί φαίνεται αὐτό στήν ζωή ὅτι ὁ δίκαιος ἀντιμετωπίζει
κτυπήματα καί δυσκολίες πού τόν κάνουν νά ταράσσεται ἀκόμη καί νά
«πέφτει». Ἀλλά καί ὅταν πέσει, δέν πέφτει γιά νά συντριβεῖ, γιατί ἔχει
κοντά του, πάνω του, τήν κραταιά χεῖρα τοῦ Κυρίου, πού θά τόν σηκώσει
ἤ πού τόν «στηρίζει» γιά νά μήν πέσει κἄν. Λέγει, λοιπόν, ὁ ποιητής μας
167
Ψαλμός 37
ΨΑΛΜΟΣ ΛΖ´ 37
Ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ·
εἰς ἀνάμνησιν περὶ τοῦ σαββάτου.
168
Ψαλμός 37
169
Ψαλμός 37
ἔστησαν·
13 καὶ ἐξεβιάζοντο οἱ 13 Καί αὐτοί πού ζητοῦσαν τήν ζωή μου
ζητοῦντες τὴν ψυχήν μέ ἐξεβίαζαν
μου, καὶ οἱ ζητοῦντες καί αὐτοί πού ζητοῦσαν τό κακό μου,
τὰ κακά μοι ἐλάλησαν ἔλεγαν συκοφαντίες
ματαιότητας, καὶ δο- καί σχεδίαζαν ἀπάτες ὅλη τήν ἡμέρα.
λιότητας ὅλην τὴν
ἡμέραν ἐμελέτησαν.
14 Ἐγὼ δὲ ὡσεὶ κωφὸς 14 Ἀλλά ἐγώ σάν νά ἤμουν κωφός δέν ἄκουγα
οὐκ ἤκουον καὶ ὡσεὶ καί σάν νά ἤμουν ἄλαλος,
ἄλαλος οὐκ ἀνοίγων τὸ πού δέν ἀνοίγει τό στόμα του
στόμα αὐτοῦ·
15 καὶ ἐγενόμην ὡσεὶ 15 καί ἔγινα σάν ἄνθρωπος πού δέν ἀκούει
ἄνθρωπος οὐκ ἀκούων καί δέν ἔχει στό στόμα του ἐλέγχους
καὶ οὐκ ἔχων ἐν τῷ (γιά νά πεῖ πρός ἀπολογία του).
στόματι αὐτοῦ ἐλεγ-
μούς.
16 Ὅτι ἐπὶ σοί, Κύριε, 16 Γιατί σέ Σένα, Κύριε, ἤλπισα·
ἤλπισα· σὺ εἰκακούσῃ, Ἐσύ, Κύριε Θεέ μου, θά μέ εἰσακούσεις.
Κύριε ὁ Θεός μου.
17 ὅτι εἶπα· μήποτε 17 Γιατί εἶπα: «Ἄς μήν χαροῦν
ἐπιχαρῶσί μοι οἱ ἐ- γιά μένα οἱ ἐχθροί μου».
χθροί μου· καὶ ἐν τῷ Γιατί, ὅταν τά πόδια μου παραπάτησαν,
σαλευθῆναι πόδας μου αὐτοί ὑπερηφανεύτηκαν ἐναντίον μου.
ἐπ᾿ ἐμὲ ἐμεγαλοῤῥημό-
νησαν.
18 Ὅτι ἐγὼ εἰς μάστι- 18 (Σέ παρακαλῶ, Θεέ, γιά τήν θεραπεία μου)
γας ἕτοιμος, καὶ ἡ Γιατί ἐγώ εἶμαι ἕτοιμος
ἀλγηδών μου ἐνώπιόν γιά (χειρότερες) πληγές
μού ἐστι διαπαντός. καί ὁ πόνος μου εἶναι συνέχεια μέ μένα.
19 Ὅτι τὴν ἀνομίαν 19 (Σέ παρακαλῶ γιά τήν θεραπεία μου)
μου ἐγὼ ἀναγγελῶ καὶ Γιατί τήν ἀνομία μου θά τήν ὁμολογήσω
μεριμνήσω ὑπὲρ τῆς καί θά φροντίσω γιά τήν ἁμαρτία μου
ἁμαρτίας μου. (νά μήν τήν ἐπαναλάβω).
20 Οἱ δὲ ἐχθροί μου 20 Ἀλλά οἱ ἐχθροί μου ζοῦν
ζῶσι καὶ κεκραταίων- καί γίνονται ἰσχυρότεροι ἀπό μένα
ται ὑπὲρ ἐμέ, καὶ ἐπλη- καί ἐκεῖνοι πού μέ μισοῦν ἄδικα
θύνθησαν οἱ μισοῦντές ἔχουν πληθυνθεῖ·
με ἀδίκως·
170
Ψαλμός 37
1. Στόν ψαλμό μας αὐτόν ὁ ποιητής του, ὅπως φαίνεται ἤδη ἀπό τήν ἀρχή,
εἶναι ἄρρωστος· δέχεται δέ ὅτι ἡ ἀρρώστια του εἶναι τιμωρία ἀπό τόν Θεό
γιά τίς ἁμαρτίες του. Γι᾿ αὐτό καί τήν ἀρρώστια του τήν ὀνομάζει «ἔλεγχο»
καί «παιδεία» τοῦ Θεοῦ (στίχ. 2). Παρακαλεῖ δέ τόν Θεό νά μήν ἐξαντλήσει
ὅλο τό θυμό Του καί τήν ὀργή Του ἐπάνω του, ἀλλά νά φανεῖ σπλαγχνικότε-
ρος σ᾿ αὐτόν, συντέμνοντας τό χρόνο τῆς τιμωρίας του καί ἐλαφρύνοντας
τήν ἐπιβληθεῖσα τιμωρία. Γι᾿ αὐτό καί λέγει ἀπό τήν ἀρχή «Κύριε, μή τῷ
θυμῷ σου ἐλέγξῃς με, μηδέ τῇ ὀργῇ σου παιδεύσῃς με» (στίχ. 2). Στήν ἔκφραση
αὐτή τοῦ ποιητοῦ τόν τόνο πρέπει νά τόν δώσουμε στίς λέξεις «τῷ θυμῷ
σου» καί «τῇ ὀργῇ σου». Δέν ἀποκρούει δηλαδή ὁ ποιητής τόν «ἔλεγχο» καί
τήν «παιδεία» τοῦ Θεοῦ, δηλαδή τήν ἀρρώστια πού τοῦ ἔστειλε, ἀλλά πα-
ρακαλεῖ αὐτή ἡ παιδαγωγική τιμωρία νά μή γίνει μέ δυνατό θυμό καί ὀργή
τοῦ Θεοῦ. Ὅπως πολύ ὡραῖα ἑρμηνεύει ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁ ποιητής μας
«οὐ τόν ἔλεγχον παραιτεῖται, ἀλλά τόν μετά θυμοῦ... οὐ φεύγει τό παιδευθῆναι,
δίχα δέ ὀργῆς τῆς παιδείας τυχεῖν ἀξιοῖ» (Μ. 30,84).
Στή συνέχεια τοῦ λόγου του ὁ ποιητής μας ἀρχίζει νά περιγράφει τήν
φοβερή κατάσταση τῆς ἀρρώστιας του στήν ὁποία βρίσκεται. Καί παρι-
στάνει μέ δυνατές εἰκόνες τήν κατάστασή του. Μέ τούς πόνους πού ὑπο-
φέρει νομίζει ὅτι ἐπάνω του ἔχουν καρφωθεῖ τά «βέλη» τοῦ Θεοῦ, γι᾿ αὐτό
καί λέγει ὅτι «τά βέλη σου ἐνεπάγησάν μοι» (στίχ. 3α). Πραγματικά οἱ ἀσθέ-
νειες ἐκφράζονται καί ἀλλοῦ στήν Παλαιά Διαθήκη ὡς «βέλη» τοῦ Θεοῦ
(Ἰώβ 6,4. 16,3. Πρβλ. Ψαλμ. 90,5). Ἀλλά τήν ἀρρώστια του, πού τήν φαν-
τάζεται, εἴπαμε, προερχόμενη ἀπό τόν Θεό, ὡς παιδαγωγική τιμωρία, τήν
παριστάνει στήν συνέχεια ὁ ποιητής καί μέ τήν εἰκόνα ἑνός ὀργισμένου
ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος σηκώνει τό χέρι του καί δίνει χτύπημα στόν ἄλλο, πού
θέλει νά παιδεύσει. Ἔτσι, λέγει ὁ ποιητής στόν Θεό: «Ἐπεστήριξας ἐπ᾿ ἐμέ
τήν χεῖρά σου» (στίχ. 3β).
171
Ψαλμός 37
172
Ψαλμός 37
173
Ψαλμός 37
174
Ψαλμός 37
Μέ ἔμφαση τώρα διατυπώνει ὁ ποιητής μας τήν ἐλπίδα του ὅτι ὁ Θεός θά
τόν δικαιώσει καί θά τόν εἰσακούσει. «Ἐπί σοί, Κύριε, ἤλπισα – λέγει – σύ
εἰσακούσῃ, Κύριε, ὁ Θεός μου» (στίχ. 16)! Στόν πόνο τῆς ἀσθένειάς του, στήν
ἐγκατάλειψη τῶν φίλων του καί στήν ἐπιβουλή τῶν ἐχθρῶν του, ἐλπίδα του
καί παρηγοριά του ἔχει ἀπομείνει μόνον ὁ Θεός!
6. Ὁ ψαλμωδός μας στή συνέχεια λέγει τό λόγο γιά τόν ὁποῖο πρέπει νά
τόν βοηθήσει ὁ Θεός. Καί ὁ λόγος εἶναι ὅτι θά χαροῦν οἱ ἐχθροί του καί θά
καυχηθοῦν ὅταν θά δοῦν νά κλονίζονται τά πόδια του: «Μήποτε ἐπιχαρῶσί
μοι οἱ ἐχθροί μου καί ἐν τῷ σαλευθῆναι πόδας μου ἐπ᾿ ἐμέ ἐμεγαλορρημόνη-
σαν» (στίχ. 17). Οἱ ἐχθροί τοῦ ποιητοῦ πραγματικά ὄχι μόνο θά χαροῦν βλέ-
ποντας νά συνεχίζεται ἡ ἀσθένεια τοῦ ποιητοῦ μας, ἀλλά καί θά καυχῶνται,
γιατί αὐτό γι᾿ αὐτούς θά σημαίνει ὅτι εἶναι ἀλήθεια αὐτά πού λέγουν εἰς
βάρος του, ὅτι δηλαδή αὐτός πάσχει δίκαια, γιατί διέπραξε αὐτή ἤ τήν ἄλλη
ἁμαρτία (βλ. στίχ. 13).
Πάλι ὁ ποιητής μας, στό τέλος τοῦ ψαλμοῦ του εὑρισκόμενος, ἐπανέρχε-
ται στό αἴτημα του. Ἐπανέρχεται στήν παράκλησή του νά τόν βοηθήσει ὁ
Θεός καί νά τόν σώσει, νά τόν θεραπεύσει ἀπό τήν ἀσθένειά του. Λέγει δέ
ὅτι ἡ βοήθεια αὐτή τοῦ Θεοῦ πρέπει νά τοῦ ἔρθει γρήγορα, γιατί αὐτός εἶναι
«ἕτοιμος εἰς μάστιγας» (στίχ. 18α), ἡ κατάστασή του δηλαδή πηγαίνει στό
χειρότερο. Καί ἀκόμη λέγει ὅτι ὁ πόνος του εἶναι συνεχής, δέν διακόπτεται:
«Ἡ ἀλγηδών μου ἐνώπιόν μού ἐστι διαπαντός» (στίχ. 18β). Ἑπομένως δέν
ὑπάρχει περιθώριο ἀναμονῆς. Λίγο ἀκόμη καί ὁ ποιητής μας θά ἐκλείψει!..
Γιά νά ἐξασφαλίσει ὁ ποιητής τήν ταχεῖα βοήθεια ἀπό τόν Θεό, γιά μιά
φορά ἀκόμη προβαίνει στήν ὁμολογία τῶν ἁμαρτιῶν του καί ὑπόσχεται ὅτι
θά «μεριμνήσει γιά τήν ἁμαρτία του», θά φροντίσει δηλαδή νά μήν ἐπανα-
λάβει τίς ἁμαρτίες πού διέπραξε. «Ὅτι τήν ἀνομίαν μου ἐγώ ἀναγγελῶ –
λέγει ἐξομολογούμενος ὁ ποιητής –καί μεριμνήσω ὑπέρ τῆς ἁμαρτίας μου»
(στίχ. 19).
Ἕνας ἄλλος λόγος γιά τόν ὁποῖον ὁ ποιητής μας παρακαλεῖ τό Θεό νά
ἐπισπεύσει τήν βοήθειά του σ᾿ αὐτόν εἶναι ὅτι οἱ ἐχθροί του εἶναι πολλοί καί
κραταιοί καί τόν μισοῦν «ἀδίκως», χωρίς λόγο δηλαδή: «Οἱ δέ ἐχθροί μου –
λέγει – ζῶσι καί κεκραταίωνται ὑπέρ ἐμέ καί ἐπληθύνθησαν οἱ μισοῦντές με
ἀδίκως» (στίχ. 20). Καί περί τῶν ἐχθρῶν του αὐτῶν λέγει ὅτι εἶναι ἀγνώμονες
πρός αὐτόν, γιατί αὐτός τούς εἶχε εὐεργετήσει παλαιότερα καί ἐπεδίωκε καλά
γι᾿ αὐτούς – «κατεδίωκον ἀγαθωσύνην» λέγει (στίχ. 21β) – , ἐνῶ αὐτοί τώρα
τοῦ φέρονται μέ ἀγνωμοσύνη. «Οἱ ἀνταποδίδοντές μοι κακά ἀντί ἀγαθῶν»
(στίχ. 21α).
Ὅλος ὁ ψαλμός τελειώνει μέ μία νέα θερμή παράκληση τοῦ ποιητοῦ μας
στό Θεό, νά μήν τόν ἐγκαταλείψει στήν κατάσταση πού βρίσκεται, ἀλλά νά
175
Ψαλμός 38
σπεύσει γιά βοήθειά του. Λέγει: «Μή ἐγκαταλίπῃς με, Κύριε, ὁ Θεός μου, μή
ἀποστῇς ἀπ᾿ ἐμοῦ. Πρόσχες εἰς τήν βοήθειάν μου, Κύριε τῆς σωτηρίας μου»
(στίχ. 22-23).
ΨΑΛΜΟΣ ΛΗ´ 38
176
Ψαλμός 38
177
Ψαλμός 38
1. Ὅπως φαίνεται ἀπό τόν ὅλο ψαλμό, τόν ποιητή μας, μέ ἀφορμή τόν
ἑαυτό του, τόν ἀπασχολεῖ γενικά τό πρόβλημα τῆς ζωῆς, οἱ ἀκαταστασίες
καί ἀδικίες καί ἀσθένειες, πού συμβαίνουν σ᾽ αὐτήν, καί προσπαθεῖ νά
δώσει κάποια λύση στό θέμα. Ἀλλά, ἐπειδή βρίσκει ἄλυτο τό πρόβλημα,
παίρνει τήν ἀπόφαση νά μήν λέγει τίποτε σχετικά μέ αὐτό (στίχ. 2) καί μά-
λιστα ὅταν ἔχει ἐνώπιόν του κάποιον ἀσεβῆ («ἐν τῷ συστῆναι τόν ἁμαρτω-
λόν ἐνώπιόν μου», στίχ. 2), γιατί φοβᾶται μήπως τοῦ δώσει ἀφορμή νά
ἐκφρασθεῖ κατά τοῦ Θεοῦ γιά τίς συμβαίνουσες στήν ζωή ἀταξίες. Ἀπό
ἀγαθή λοιπόν συνείδηση ὁ ποιητής («ἐξ ἀγαθῶν», στίχ. 3), ἔβαλε φίμωτρο
στό στόμα του (στίχ.3) καί δέν θά ἐκφράζεται στό ἑξῆς καθόλου γιά τό
πρόβλημα τῆς ζωῆς πού τόν ἀπασχολεῖ.
Ἀλλά τόν βασανίζει πολύ τό πρόβλημα αὐτό, ὥστε, καί μετά τήν ἀπό-
φασή του νά μήν ἀπασχολεῖται μέ αὐτό, ἀναπηδᾶ πάλι μέσα του ὁ πόθος
γιά τήν ἔρευνά του καί φουντώνει ἡ ἐπιθυμία του γι᾽ αὐτό («καί τό ἄλγημά
μου ἀνακαινίσθη, ἐθερμάνθη ἡ καρδία μου...», στίχ. 3β. 4α). Γι᾽ αὐτό παίρ-
νει τήν ἀπόφαση νά μιλήσει («ἐλάλησα ἐν γλώσσῃ μου», στίχ. 4β) γιά τό
θέμα του, ὄχι ὅμως σέ ἄνθρωπο, ἀλλά στόν παντογνώστη Θεό, γιά νά μάθει
ἀπ᾽ Αὐτόν τά σχετικά μέ τήν ζωή του. Καί ἐρωτᾶ κατά πρῶτον τόν Θεό γιά
τά τέλη του καί τά ὑπόλοιπα χρόνια τῆς ζωῆς του (στίχ. 5). Ἐξομολογεῖται
δέ πρός τόν Θεό λέγοντας μέ πόνο ὅτι οἱ ἡμέρες τῆς ζωῆς του ἦταν ὅλο
ἀγώνα μέ κόπο καί ἀγωνία («παλαιστάς ἔθου τάς ἡμέρας μου», στίχ. 6) καί
αὐτή ἡ ὕπαρξή του εἶναι φευγαλέα καί εὔθραυστη («ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεί
οὐθέν ἐνώπιόν σου», στίχ. 6). Ὁμολογεῖ δέ ὁ ποιητής μας ὅτι τά πάντα καί
αὐτός ὁ ἄνθρωπος εἶναι ματαιότης! Καί στήν συνέχεια παρομοιάζει τήν
ζωή μέ ἴνδαλμα εἰκόνας καί ἑπομένως μάταια προσπαθεῖ ὁ ἄνθρωπος (στίχ.
7). Κουράζεται γιά νά μαζεύσει πράγματα, ἀλλά γιά ποιόν; (στίχ. 7).
2. Μετά τά παραπάνω λεχθέντα, ὁ ποιητής μας τώρα θέτει καθαρά τό
σοβαρό ὑπαρξιακό πρόβλημα, πού τόν βασανίζει ἀπό τήν ἀρχή: «Καί νῦν
τίς ἡ ὑπομονή μου;». Ποιός δηλαδή, εἶναι ὁ σκοπός τῆς ἐπί γῆς ζωῆς μου;
Ἀλλά μέ τήν ἀπάντηση πού δίδει, ἀπαντᾶ ὁ ἴδιος ὡραῖα στό πρόβλημα.
Λέγει: «Οὐχί ὁ Κύριος;». Ὁ Θεός δηλαδή εἶναι ὁ σκοπός τῆς ζωῆς μας.
Ναί, γιατί ἀπ᾽ Αὐτόν πλαστήκαμε («ἡ ὑπόστασίς μου παρά σοί ἐστιν»,
στίχ. 8)!
178
Ψαλμός 39
Ὁ ποιητής φαίνεται ὅτι εἶναι ἀσθενής καί ἑρμηνεύει τήν ἀσθένειά του
ἀπό τίς ἁμαρτίες του. Παρακαλεῖ λοιπόν τόν Θεό νά τοῦ συγχωρέσει τά
ἁμαρτήματά του, γιά νά θεραπευθεῖ καί ἀπό τήν νόσο του, ὥστε νά μή γί-
νεται ὄνειδος καί περίπαιγμα στούς ἄφρονες ἀσεβεῖς (στίχ. 9). Πάντως, ὁ
ποιητής μας ἔμαθε ὅτι ἀφοῦ ὁ Θεός ἐπιτρέπει αὐτά πού τοῦ συμβαίνουν,
πρέπει νά σιωπᾶ καί νά μήν ἐκφράζεται μέ παράπονα ἐναντίον του (στίχ.
10). Ἁμάρτησε! Καί ξέρει ὅτι ὁ Θεός παιδαγωγεῖ τόν ἄνθρωπο γιά τίς ἁμαρ-
τίες του μέ τιμωρίες (παιδαγωγικές) πρός αὐτόν (στίχ. 12). Ὅμως παρακα-
λεῖ τόν Θεό νά τοῦ σταματήσει τά κτυπήματά του, γιατί ἐξαντλήθηκε (στίχ.
11), καί νά μήν ἀδιαφορήσει στήν προσευχή του καί σ᾽ αὐτά τά δάκρυά
του (στίχ. 13). Ζητεῖ, τέλος, ἀκόμη ὁ ποιητής μας ἀπό τόν Θεό λίγη ἀνα-
ψυχή ἀπό τήν ἀσθένειά του, προτοῦ νά πεθάνει (στίχ. 14).
ΨΑΛΜΟΣ ΛΘ´ 39
179
Ψαλμός 39
* Τό Ἑβρ. κείμενο λέγει ἐδῶ «μοῦ ἄνοιξες τά αὐτιά», πού σημαίνει ὅτι ὁ Θεός θέλει τήν ὑπακοή
μας, ὡς τήν καλύτερη θυσία πρός Αὐτόν, βλ. Α´ Βασ. 15,22. Πρβλ. Ψαλμ. 50,19. Ἡσ. 1,11-17. Ἱερ.
7,22-23. Ὠσ. 6,6. Μιχ. 6,6.-8.
180
Ψαλμός 39
181
Ψαλμός 40
Ὅπως φαίνεται ἀπό τόν ὅλο ψαλμό, ὁ ποιητής μας βρίσκεται σέ δυσκο-
λία καί κίνδυνο (βλ. στίχ. 12 ἑξ.) ἀπό καταδίωξη ἐχθρῶν μᾶλλον, οἱ ὁποῖοι
καταφέρονται ἐναντίον του (στίχ. 15 ἑξ.) καί μάλιστα εἰρωνικῶς (στίχ. 16).
Εὐσεβής ὅμως καί ταπεινός ὁ ψαλμωδός ἀποδίδει τίς δυσκολίες του στά
ἁμαρτήματά του, τά ὁποῖα θεωρεῖ πολλά (στίχ. 13). Ἀλλά καί δέν καταπί-
πτει ἀπό τά δεινά πού ἀντιμετωπίζει, δέν ἀπογοητεύεται, γιατί προστρέχει
στό παρελθόν (στίχ. 2-11) καί ἐνθυμεῖται ἀνάλογες περιπτώσεις, κατά τίς
ὁποῖες ἐδιώκετο καί εἶχε φθάσει μέχρι βυθοῦ (στίχ. 3)· ἀλλά ὁ Θεός, τόν
Ὁποῖο τότε ἐπικαλέστηκε, τόν ἀνέσυρε ἀπό τόν βυθό καί τόν στερέωσε
(στίχ. 3) καί τόν δικαίωσε ἐνώπιον τῶν ἐχθρῶν του (στίχ. 4). Ἔτσι λοιπόν
καί τώρα ὁ συνθέτης τοῦ ψαλμοῦ μας (στίχ. 12) γιά τίς δυσκολίες πού ἀντι-
μετωπίζει, διδαγμένος ἀπό παλαιά περιστατικά, καταφεύγει στόν Θεό μέ
δυνατή πίστη καί ἐπικαλεῖται τήν βοήθειά Του μέ τήν βεβαιότητα ὅτι θά
τοῦ τήν παράσχει ὁ Θεός καί θά τόν δικαιώσει καί τώρα (στίχ. 12 ἑξ.).
ΨΑΛΜΟΣ Μ´ 40
Ο ΕΓΚΑΤΑΛΕΛΕΙΜΜΕΝΟΣ
ΚΑΙ ΣΥΚΟΦΑΝΤΟΥΜΕΝΟΣ ΑΣΘΕΝΗΣ
1. Ὁ ψαλμός αὐτός εἶναι τοῦ Δαβίδ, ὅπως τό λέγει καί ἡ ἐπιγραφή. Γρά-
φηκε δέ σέ καιρό βαρειᾶς ἀσθενείας τοῦ βασιλέως, ἀλλά καί μεγάλου του
ψυχικοῦ πόνου, γιατί μᾶς παρουσιάζεται ὅτι εἶναι ἐγκαταλελειμμένος. Ὁ
ψαλμός λοιπόν εἶναι ἀτομικός καί χωρίζεται καθαρά σέ τρεῖς στροφές. Στήν
πρώτη στροφή (στίχ. 2-4) ὁ πάσχων ποιητής μακαρίζει μέ γενικό τρόπο
τούς φιλανθρώπους, αὐτούς πού πονοῦν τούς πάσχοντας ἀσθενεῖς καί συμ-
παρίστανται σ᾽ αὐτούς (στίχ. 2). Αὐτούς, λέγει, θά τούς εὐλογήσει ὁ Θεός
καί θά τούς διαφυλάττει ἀπό τούς ἐχθρούς καί ἄν ἀρρωστήσουν ὁ Θεός θά
τούς εἶναι στό κρεββάτι τοῦ πόνου τους, καί θά τούς θεραπεύσει (στίχ. 4)!
2. Στήν δεύτερη στροφή (στίχ. 5-10) ἔρχεται ὁ ψαλμωδός στήν δική του
περίπτωση καί προσεύχεται στόν Θεό γιά τήν θεραπεία του λέγοντας μά-
λιστα ὅτι αἰτία τῆς ἀσθενείας του εἶναι τά ἁμαρτήματά του (στίχ. 5). Οἱ
ἐχθροί του ὅμως ἐπιθυμοῦν καί εὔχονται γιά τόν θάνατό του (στίχ. 6). Μά-
λιστα ὁ ἔμπιστος σύμβουλος τοῦ Δαβίδ ὁ Ἀχιτόφελ, πού μποροῦσε νά
εἰσέρχεται ἄνετα στό δωμάτιο τῆς ἀσθενείας τοῦ Δαβίδ, ἀπό ἐνδιαφέρον
τάχα γιά τήν ὑγεία του, αὐτός ἦταν ὁ πλέον δόλιος καί ἐπίφοβος (στίχ. 7).
Αὐτός, ὅταν ἔφευγε ἀπό τό δωμάτιο τῆς ἀσθενείας τοῦ βασιλέως,
συναντοῦσε τούς ἄλλους δόλιους ἐχθρούς, τούς ἀνακοίνωνε τά σχετικά μέ
τόν βασιλέα καί τούς ἔκανε νά στρέφονται περισσότερο ἐναντίον του καί
νά μηχανεύονται κακά γι᾽ αὐτόν (στίχ. 8). Πραγματικά, ὅλοι τους αὐτοί
συνωμοτοῦσαν κατά τοῦ Δαβίδ ἐπιθυμοῦντες νά μήν ἐγερθεῖ πιά ἀπό τήν
κλίνη του (στίχ. 9). Ὅλη αὐτή τήν φωτιά τοῦ μίσους καί τῆς ὀργῆς κατά
184
Ψαλμός 41
τοῦ βασιλέως τήν ἔτρεφε μέ τίς δόλιες ἐνέργειές του καί τούς λόγους του
ὁ κακός Ἀχιτόφελ, ὁ σύμβουλός του, τόν ὁποῖο θεωροῦσε ὡς ἐμπιστευτικό
ὁ Δαβίδ καί συνέτρωγε μαζί του (στίχ. 10).
3. Τέλος, ὁ ποιητής τοῦ ψαλμοῦ μας παρακαλεῖ τόν Θεό νά τόν ἐγείρει
ἀπό τήν κλίνη του, νά τόν κάνει καλά, ὥστε νά μπορέσει νά τιμωρήσει τούς
ἐχθρούς του (στίχ. 11), γιά νά νοήσουν τό ἁμάρτημά τους. Στήν ἐκπλήρωση
αὐτοῦ τοῦ αἰτήματός του ὁ Δαβίδ, μέ τήν τιμωρία, δηλαδή, τῶν ἐχθρῶν
του, θά γνωρίσει τήν εὔνοια τοῦ Θεοῦ ὑπέρ αὐτοῦ (στίχ. 12). Εἶναι πεπει-
σμένος δέ ὁ ποιητής τοῦ ψαλμοῦ μας ὅτι θά τόν βοηθήσει ὁ Θεός, γιατί
τόν ἔχει ἤδη βεβαιώσει μέ προηγούμενα παραδείγματα ὅτι πάντοτε τόν
βοηθεῖ (στίχ. 13).
Ὁ ψαλμός κλείνει μέ ἕνα λειτουργικό δοξολόγημα τοῦ Θεοῦ (στίχ. 14).
ΨΑΛΜΟΣ ΜΑ´ 41
186
Ψαλμός 41
1. Οἱ ψαλμοί 41 καί 42 ἔχουν τό ἴδιο καί τό αὐτό θέμα καί εἶναι ἑνωμέ-
νοι. Ὁ ποιητής τῶν ψαλμῶν αὐτῶν φαίνεται ὅτι ἀγαπᾶ πολύ τόν Θεό, ὅπως
ἡ διψῶσα ἔλαφος ποθεῖ τάς πηγάς τῶν ὑδάτων (41,2.3). Πιό συγκεκριμένα,
ὁ ποιητής τῶν ψαλμῶν αὐτῶν ἐπιθυμεῖ νά λατρεύσει τόν Θεό, νά τοῦ προσ-
φέρει θυσία. Ἀλλά αὐτό μπορεῖ νά γίνει μόνο στόν ναό τῶν Ἰεροσολύμων,
ἀπό τόν ὁποῖο ὅμως ἀπέχει πολύ ὁ ποιητής μας, γιατί αὐτός τώρα κατοικεῖ
παρά τό ὄρος Ἑρμών, κοντά στίς πηγές τοῦ Ἰορδάνου (41,7), ὅπου κατοι-
κοῦσαν ἐθνικοί.
Γι᾽ αὐτό καί φλέγεται νά ἔλθει στά Ἰεροσόλυμα, ὅπως τόν ἴδιο πόθο βέ-
βαια τόν εἶχαν ὅλοι οἱ ἀπόδημοι Ἰουδαῖοι.
2. Γιατί ὅμως ὁ ποιητής μας δέν ἐπισκέπτεται τά Ἰεροσόλυμα μέ τόν ναό
τους, ἀφοῦ τόσο πόθο ἔχει νά εὑρεθεῖ ἐκεῖ; Ὅπως φαίνεται καί ἀπό τούς δύο
ψαλμούς, ὁ ποιητής εἶναι ἀσθενής (41,4.8.11. 42,3.5). Δέν δύναται λοιπόν
στήν κατάσταση πού βρίσκεται νά κάνει τήν μακρά ὁδοιπορία πρός τά Ἰερο-
σόλυμα. Πέρα ὅμως ἀπό τόν σωματικό αὐτό πόνο γιά τήν ἀρρώστια του, ὁ
ποιητής μας δοκιμάζει καί ψυχικό πόνο, γιά τόν ὁποῖο ὀδυνᾶται περισσότερο:
Ἐκεῖ μακρυά ἀπό τήν Ἰερουσαλήμ πού βρίσκεται, μεταξύ τοῦ ἐθνικοῦ κό-
σμου, θά μιλοῦσε στούς ἐθνικούς γιά τόν Θεό του καί θά ἔλεγε σ᾽ αὐτούς
ὅτι ἐλπίζει σ᾽ Αὐτόν νά τόν κάνει καλά, νά τόν θεραπεύσει ἀπό τήν ἀσθένειά
του. Ἀλλά βλέποντες οἱ ἀλλόθρησκοι ὅτι ἀργοπορεῖ ἡ ἀσθένειά του καί ὅτι
δέν θεραπεύεται, τοῦ ἐνέπαιζαν τήν πίστη του καί αὐτό ἦταν γιά τόν ποιητή
μας βαθύς πόνος καί μαρτύριο. Ἔκλαιγε ὁ ποιητής γιά τόν ἐμπαιγμό του
αὐτόν, γιά τό ὅτι οἱ ὑβριστές τοῦ ἔλεγαν, «ποῦ ἐστιν ὁ Θεός σου;» (41,4).
Ἡ ἀνάγκη τοῦ ποιητοῦ νά γλυκαθεῖ στήν θλιβερή κατάσταση πού βρί-
σκεται, τόν κάνει νά σκεφθεῖ ἀπό τό παρελθόν εὐχάριστες σκηνές, κατά
187
Ψαλμός 41
τίς ὁποῖες βρισκόταν προσκυνητής στά Ἰεροσόλυμα, στόν οἶκο τοῦ Θεοῦ,
ἐν ὥρᾳ θείας λατρείας μέ ἰσχυρές ψαλμωδίες (41,5). Σ᾽ αὐτήν τήν ἀνά-
μνηση βρίσκει διέξοδο ἡ ψυχή τοῦ ποιητοῦ μας καί ἀνακουφίζεται («ἐξέχεα
ἐπ᾽ ἐμέ τήν ψυχή μου», 41,5). Ἀπό τήν ἀνάμνηση αὐτή γλυκάθηκε καί δυ-
ναμώθηκε πραγματικά ἡ ψυχή τοῦ ποιητοῦ, γι᾽ αὐτό καί ἀποτεινόμενος
τώρα στήν ἴδια τήν ψυχή του τῆς λέγει νά μήν εἶναι περίλυπη καί νά μήν
ταράσσεται, ἀλλά νά ἐλπίζει στόν Κύριο (41,6. 42,5).
3. Ἀλλά ὁ ποιητής μας ἐπανέρχεται στήν τωρινή πραγματικότητα, αὐτή
πού ζεῖ μακρυά ἀπό τήν Ἰερουσαλήμ, κοντά στό Ἑρμών, κοντά στίς πηγές
τοῦ Ἰορδάνου, σέ μιά περιοχή πού λέγεται «ὄρος μικρό» (41,7). Αὐτό τόν
γεμίζει πόνο, ἀλλά προσπαθεῖ νά διαλύσει τόν πόνο του ἐνθυμούμενος τόν
Θεό, γι᾽ αὐτό καί λέγει σ᾽ Αὐτόν «μνησθήσομαί σου» (41,7). Ἐνθυμούμενος
δέ τόν Θεό ὁ ποιητής μας θά ἀναπληρώνει κάπως τόν πόνο του γιά τό ὅτι
δέν βρίσκεται στόν ναό τοῦ Θεοῦ στήν Ἰερουσαλήμ.
Στήν περιοχή ὅπου βρίσκεται τώρα ὁ ποιητής βλέπει τόν Ἰορδάνη πο-
ταμό νά ἀναπηδᾶ ὁρμητικός καί νά χύνεται ὡς καταρράκτης. Βλέπει πῶς
τό ρεῦμα τοῦ ποταμοῦ εἶναι ἀδιάκοπο, πῶς ἕνας ὄγκος νεροῦ τώρα («ἄβυσ-
σος») συνοδεύεται ἀμέσως μετά ἀπό κάποιον ἄλλο ὄγκο, σάν ἡ μία ἄβυσ-
σος νεροῦ νά «ἐπικαλεῖται» τήν ἄλλη (41,8), καί συγχρόνως ἀκούει τόν
φοβερό ἦχο, πού στό ἔρημο καί ἀπόκρημνο ἐκεῖνο μέρος ἀκούγεται ἀπό
τά νερά τοῦ Ἰορδάνου, σάν νά πέφτει ἰσχυρός καταρράκτης: «Ἄβυσσος
ἄβυσσον ἐπικαλεῖται εἰς φωνήν τῶν καταρρακτῶν σου» (41,8). Σ᾽ αὐτήν τήν
ἐκφραστική εἰκόνα ὁ ποιητής μας βλέπει τήν κατάστασή του. Ἡ μία συμ-
φορά του διαδέχεται τήν ἄλλη. Μέ τήν εἰκόνα τῶν ὑδάτων πολύ συχνά
στήν Παλαιά Διαθήκη δηλώνονται οἱ συμφορές τοῦ ἀνθρώπου. Καί λέγει
λοιπόν ὁ ποιητής γιά τόν ἑαυτό του ὅτι ὅλες οἱ συμφορές, σάν μετεωρισμοί
τῆς ἀβύσσου, πέρασαν ἀπό πάνω του: «Πάντες οἱ μετεωρισμοί σου καί τά
κύματά σου ἐπ᾽ ἐμέ διῆλθον» (41,8)!
Ἀλλά ὁ ὑμνωδός ἡμέρα καί νύχτα, παρά τήν τόση του δυστυχία, ἐλπίζει
σταθερά στό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Καί ἀπευθύνει προσευχή πρός Αὐτόν, κα-
λώντας Τον «ἀντιλήπτορα», βοηθόν του, παρακαλώντας Τον νά σπεύσει
πρός βοήθειάν του (41,9-12).
188
Ψαλμός 42
ΨΑΛΜΟΣ ΜΒ´ 42
Ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ.
189
Ψαλμός 43
Εἴπαμε ὅτι ὁ ψαλμ. 42 εἶναι ἑνωμένος μέ τόν ψαλμ. 41 καί ἔχει τό ἴδιο
θέμα μέ αὐτόν. Ὁ ποιητής μας στόν ψαλμ. 42, ὡς συνέχεια τοῦ ψαλμ. 41,
παριστάνει τήν προσωπική του ὑπόθεση ὡς δίκη, πού ἔχει ἐναντίον τῶν
ἐχθρῶν του μέ κριτή τόν Ἴδιο τόν Θεό. Γι᾽ αὐτό, λοιπόν, λέγει: «Κρῖνόν με
ὁ Θεός καί δίκασον τήν δίκην μου ἐξ ἔθνους οὐχ ὁσίου» (42,1). Παρακαλεῖ
τόν Θεό νά δικάσει τήν ὑπόθεσή του καί νά τόν δικαιώσει. Τό «οὐχ ὅσιον
ἔθνος», τό ὁποῖον ἐχθρεύεται τόν ποιητή μας, εἶναι ὁ ἐθνικός κόσμος με-
ταξύ τοῦ ὁποίου ζοῦσε, αὐτοί πού τόν ἐνέπαιζαν γιά τόν Θεό του. Ἀλλά ὁ
ποιητής μας πιστεύει τόν Θεό ὡς «κραταίωμά» του (42,2) καί Τόν παρα-
καλεῖ νά τοῦ δώσει τήν βοήθειά Του, ἡ ὁποία θά πιστοποιήσει καί θά βε-
βαιώσει ὅτι εἶναι πιστός καί ἀληθινός («φῶς καί τήν ἀλήθειάν σου», 42,3),
καί θά τοῦ δώσει τήν ὑγεία του, γιά νά πορευθεῖ στά Ἰεροσόλυμα, στό «ἅγιο
ὄρος καί στά σκηνώματα» τοῦ Κυρίου (42,3) καί νά παρουσιαστεῖ «εἰς τό
θυσιαστήριον τοῦ Θεοῦ», γιά νά Τόν λατρεύσει «ἐν κιθάρᾳ» (42,4)!
ΨΑΛΜΟΣ ΜΓ´ 43
190
Ψαλμός 43
191
Ψαλμός 43
192
Ψαλμός 43
193
Ψαλμός 43
ἀπό τούς νικητές καί πωλήθηκε στίς ἀγορές καί διασκορπίστηκε (στίχ. 10
ἑξ.). Ἡ Ἰουδαία ἔγινε ὄνειδος στούς γειτονικούς λαούς (στίχ. 15) καί αὐτό
χωρίς νά παραβεῖ τήν διαθήκη του μέ τόν Θεό του Γιαχβέ. Ὅλα αὐτά εἶναι
στοιχεῖα πού φαίνονται ἀπό ὅλο τόν ψαλμό. Μέ βάση, λοιπόν, τά στοιχεῖα
αὐτά σέ ποιά ἐποχή θά χρονολογήσουμε τόν ψαλμό μας; Πολλοί ἑρμηνευ-
τές τοποθετοῦν τόν ψαλμό στήν Μακκαβαϊκή ἐποχή, ὅταν οἱ Ἰουδαῖοι ὑπέ-
φεραν φοβερά παθήματα ἀπό τόν φρικτό Ἀντίοχο τόν Ἐπιφανῆ καί ὁ Θεός
φαινόταν σάν νά ἐγκατέλειπε τόν λαό Του. Ἀλλά πρέπει νά λάβουμε ὑπ᾽
ὄψιν ὅτι ἀπό τόν ψαλμό 41-42 βρισκόμαστε στό β´ βιβλίο τῶν Ψαλμῶν, τό
ὁποῖο συνολικά λαμβανόμενο, εἶναι πολύ ἀρχαιότερο τῶν Μακκαβαϊκῶν
χρόνων. Θά ἦταν, λοιπόν, ἀκατανόητο, πῶς ὁ ψαλμός αὐτός, δημιούργημα
μιᾶς πολύ μετέπειτα ἐποχῆς, τῆς Μακκαβαϊκῆς, καταχωρήθηκε σέ πολύ
ἀρχαιότερη συλλογή. Ἀλλά καί τό ἄλλο: Στόν ψαλμό μας παρουσιάζει ὁ
ποιητής τό ἔθνος του νά λέγει, «οὐ διεπετάσαμεν τάς χεῖρας ἡμῶν εἰς Θεόν
ἀλλότριον» (στίχ. 21), ἀλλά στό Α´ Μακ. 1,11 λέγεται ὅτι, παρά τά παρα-
δείγματα τῶν μαρτύρων, ὑπῆρξαν καί ἀποστασίες τῶν Ἰουδαίων ἀπό τήν
πίστη. Ἐπίσης, ἀπό τό ὅτι ὁ ψαλμός ὁμιλεῖ περί αἰχμαλωσίας (στίχ. 11-13),
δέν μπορεῖ νά τοποθετηθεῖ κατά τούς χρόνους μετά τήν αἰχμαλωσία, γιατί
ὁ Ἰουδαϊκός λαός μετά τήν αἰχμαλωσία του τό 586 π.Χ., δέν ἐπέστρεψε
πάλι στήν πατρίδα του μέ θρησκευτική καί ἐθνική ἀκμή καί μέ ἀξιόλογο
στρατό, ὅπως παρουσιάζεται στόν ψαλμό μας. Τόν ψαλμό ὁ Delitzsch
(στήν σειρά τοῦ μεγάλου ὑπομνήματός του) τόν συνδέει ἱστορικά μέ τόν
59ο ψαλμό, ὁ ὁποῖος συνετάχθη ἀπό τόν Δαβίδ, «ὁπότε ἐνεπύρισε τήν Με-
σοποταμίαν Συρίας καί τήν Συρίαν Σωβάλ», ὅπως λέγει ἡ ἐπιγραφή του.
Κατά τήν ἐπιγραφή αὐτή ὁ Δαβίδ ἦταν ἀπασχολημένος μέ τόν κατά τῶν
Ἀμμωνιτῶν καί τῶν Σύρων πόλεμον. Ἐνῶ δέ αὐτός ἀπουσίαζε, οἱ Ἰδου-
μαῖοι, οἱ φοβεροί αὐτοί ἐχθροί τῶν Ἰσραηλιτῶν, ἦλθαν ἐναντίον της Ἰου-
δαίας καί τήν λεηλάτησαν καί τήν αἰχμαλώτισαν. Ἀλλά ἐπιστρέψας ὁ Δαβίδ
πάταξε τούς Ἰδουμαίους εἰς Γεβελέμ (βλ. Β´ Βασ. 8,13). Ἀλλά, ἡ συμβάσα
προηγουμένως ἧττα τῶν Ἰουδαίων ἀπό τούς Ἰδουμαίους, ἔκανε ἕνα εὐσεβῆ
καί θερμό πατριώτη νά γράψει τόν παρόντα 43ο ψαλμό.
3. Ὅλος ὁ ψαλμός χωρίζεται σέ τρία μέρη: (α) Στό πρῶτο μέρος, πού
τό ἀποτελοῦν οἱ στίχ. 2-9, ὁ ψαλμωδός, ἀπό τήν ἱστορία τοῦ ἔθνους του,
ὅπως τοῦ τήν εἶπαν οἱ γονεῖς του καί οἱ παποῦδες του, θυμᾶται τά θαυμαστά
ἔργα τοῦ Θεοῦ ὑπέρ αὐτῶν (στίχ. 2). Ὁ Θεός τούς φύτευσε (στίχ. 3) καί
ξαπλώθηκαν καί πολεμοῦσε μέ τήν θαυμαστή Του δύναμη τούς ἐχθρούς
Του ὑπέρ τοῦ λαοῦ Του (στίχ. 4 ἑξ.). (β) Στό δεύτερο ὅμως μέρος (στίχ. 10-
17) ὁ ποιητής θρηνεῖ τήν τωρινή κατάσταση τοῦ ἔθνους του. Τώρα («νυνί
δέ», στίχ. 10) οἱ ἐχθροί τούς ταπείνωσαν, τούς λεηλάτησαν, τούς αἰχμα-
194
Ψαλμός 44
λώτισαν (στίχ. 10-13) καί ἔγιναν περίγελως στά γειτονικά ἔθνη (στίχ. 14-
16). (γ) Καί ὅλα αὐτά, λέγει ὁ ψαλμωδός στό τρίτο μέρος (στίχ. 18-23),
συνέβησαν χωρίς οἱ Ἰσραηλῖτες νά διαπράξουν κάποια ἄρνηση τοῦ Θεοῦ
καί ἀποστασία ἀπ᾽ Αὐτόν (στίχ. 18 ἑξ.). Καί ὄχι μόνον – λέγει στόν Θεό ὁ
ποιητής μας – δέν Σέ ἀρνηθήκαμε, ἀλλά καί μαρτυροῦμε γιά Σένα καί θυ-
σιαζόμαστε γιά Σένα ὅλη τήν ἡμέρα: «Ἕνεκά σου θανατούμεθα ὅλην τήν
ἡμέραν, ἐλογίσθημεν ὡς πρόβατα σφαγῆς» (στίχ. 23). (δ) Τέλος, στό τέταρτο
καί τελευταῖο μέρος (στίχ. 24-27), ὁ ποιητής μας, παρακαλεῖ τόν Θεό μέ
τολμηρή ἔκφραση νά «ἐγερθεῖ» καί νά τρέξει πρός βοήθειαν τοῦ πολλά
πάσχοντος δικοῦ Του λαοῦ. Πραγματικά, ἡ τελευταία ἀποστροφή τοῦ ποι-
ητή πρός τόν Θεό, «ἐξεγέρθητι! Ἱνατί ὑπνοῖς, Κύριε;» (στίχ. 24), εἶναι τολ-
μηρή, γιατί παριστάνει τόν Θεό ὅτι κοιμᾶται! Ἀλλά ὁ Θεός, ὅπως λέγει
ἄλλος ψαλμωδός, «οὐ νυστάξει, οὐδέ ὑπνώσει ὁ φυλάσσων τόν Ἰσραήλ».
Ἀλλά μέ τήν ἔκφρασή του «ἱνατί ὑπνοῖς, Κύριε» ὁ ψαλμωδός θέλει νά
ἐκφράσει τήν μακροθυμία τοῦ Θεοῦ ὑπέρ τῶν ἐχθρῶν τῆς πατρίδος του.
Ὅθεν Τόν παρακαλεῖ νά ἐξεγερθεῖ καί νά σπεύσει νά γίνει βοηθός καί ὑπε-
ρασπιστής τοῦ λαοῦ Του (στίχ. 27).
ΨΑΛΜΟΣ ΜΔ´ 44
195
Ψαλμός 44
196
Ψαλμός 44
βεβλημένη, πεποικιλ-
μένη.
11 Ἄκουσον, θύγατερ, 11 Ἄκουσε, θυγατέρα,
καὶ ἴδε καὶ κλῖνον τὸ κοίταξε καί κλῖνε τό οὖς σου
οὖς σου καὶ ἐπιλάθου καί λησμόνησε τόν λαό σου
τοῦ λαοῦ σου καὶ τοῦ καί τόν οἶκο τοῦ πατέρα σου
οἴκου τοῦ πατρός σου·
12 καὶ ἐπιθυμήσει ὁ βα- 12 καί θά ἀγαπήσει (γι᾽ αὐτό)
σιλεὺς τοῦ κάλλους ὁ βασιλεύς τό κάλλος σου,
σου, ὅτι αὐτός ἐστι γιατί αὐτός εἶναι ὁ κύριός σου
Κύριός σου,
13 καὶ προσκυνήσεις 13 καί αὐτόν θά προσκυνήσεις.
αὐτῷ. καὶ θυγάτηρ Τύ- Οἱ θυγατέρες τῆς Τύρου σέ τιμοῦν μέ δῶρα
ρου ἐν δώροις· τὸ θά σέ ἱκετεύουν οἱ ἄρχοντες τοῦ λαοῦ.
πρόσωπόν σου λιτανεύ-
σουσιν οἱ πλούσιοι τοῦ
λαοῦ.
14 Πᾶσα ἡ δόξα τῆς θυ- 14·Ὅλη ἡ δόξα τῆς θυγατέρας τοῦ βασιλέως
γατρὸς τοῦ βασιλέως εἶναι μέ αὐτή,
ἔσωθεν, ἐν κροσσωτοῖς μέ χρυσαφένια κρόσσια εἶναι
χρυσοῖς περιβεβλημέ- περιβεβλημένη καί στολισμένη.
νη, πεποικιλμένη.
15 Ἀπενεχθήσονται τῷ 15 Οἱ παρθένες πίσω ἀπό αὐτήν
βασιλεῖ παρθένοι ὀπίσω θά τήν ὁδηγήσουν στόν βασιλέα,
αὐτῆς, αἱ πλησίον αὐ- οἱ φίλες της θά ὁδηγηθοῦν σέ σένα·
τῆς ἀπενεχθήσονταί
σοι·
16 ἀπενεχθήσονται ἐν 16 Θά ὁδηγηθοῦν μέ χαρά καί ἀγαλλίαση,
εὐφροσύνῃ καὶ ἀγαλ- θά ὁδηγηθοῦν στό παλάτι τοῦ βασιλέως.
λιάσει, ἀχθήσονται εἰς
ναὸν βασιλέως.
17 Ἀντὶ τῶν πατέρων 17 Στήν θέση τῶν πατέρων σου
σου ἐγενήθησαν υἱοί θά σοῦ γεννηθοῦν υἱοί,
σου· καταστήσεις αὐ- θά τούς ἀναδείξεις ἄρχοντες σ᾽ ὅλη τήν γῆ.
τοὺς ἄρχοντας ἐπὶ πᾶ-
σαν τὴν γῆν.
18 Μνησθήσομαι τοῦ 18 Αὐτοί θά θυμηθοῦν τό ὄνομά σου
ὀνόματός σου ἐν πάσῃ ἀπό γενεά σέ γενεά.
γενεᾷ καὶ γενεᾷ· διὰ Γι᾽ αὐτό λαοί θά σέ δοξολογοῦν στόν αἰῶνα
197
Ψαλμός 44
199
Ψαλμός 44
200
Ψαλμός 45
βασίλισσα τήν Ἐκκλησία ἤ καί τήν Θεοτόκο, ὑπό δέ τίς θυγατέρες τῶν βα-
σιλέων τίς ἀναγεννημένες καί καθαρές ψυχές. Θά μπορούσαμε νά δώσουμε
στόν ψαλμό μας τήν τυπική ἑρμηνεία, ὅτι δηλαδή ὁ ψαλμός ἀναφέρεται
σέ κάποιον ἐπίγειο βασιλέα, ἀλλά αὐτός εἶναι τύπος τοῦ Μεσσίου. Ἤ νά
ποῦμε ὅτι ὁ ψαλμός ἀναφέρεται μέν ἀμέσως στόν Μεσσία, ἀλλά ὁ ψαλ-
μωδός ἔχει ὑπ᾽ ὄψιν του τήν γαμήλιο πομπή κάποιου βασιλέως καί αὐτήν
ἀποτυπώνει, ἐνῶ, πραγματικά πρό τῶν ὀφθαλμῶν του ἔχει τήν εἰκόνα τοῦ
Μεσσίου καί τήν σχέση του πρός τήν Ἐκκλησία (βλ. γιά περισσότερα Β.
Βέλλα, Ἐκλεκτοί Ψαλμοί,3 σελ. 213.214).
ΨΑΛΜΟΣ ΜΕ´ 45
Εἰς τὸ τέλος· ὑπὲρ τῶν υἱῶν Κορέ, ὑπὲρ τῶν κρυφίων ψαλμός.
Ο ΠΑΝΤΟΔΥΝΑΜΟΣ ΘΕΟΣ
45,2 Ὁ Θεὸς ἡμῶν 45,2 Θεέ μας, καταφυγή καί δύναμη (μας),
καταφυγὴ καὶ δύναμις, βοηθέ μας στίς θλίψεις μας,
βοηθὸς ἐν θλίψεσι ταῖς πού μᾶς χτυπᾶνε βαρειά.
εὑρούσαις ἡμᾶς σφό-
δρα.
3 Διὰ τοῦτο οὐ φοβη- 3 Γι᾽ αὐτό δέν θά φοβηθοῦμε,
θησόμεθα ἐν τῷ ταράσ- ὅταν ταράσσεται ἡ γῆ
σεσθαι τὴν γῆν καὶ καί μετατοπίζονται ὄρη
μετατίθεσθαι ὄρη ἐν στίς καρδιές τῶν θαλασσῶν.
καρδίαις θαλασσῶν.
4 Ἤχησαν καὶ ἐταρά- 4 Βόγγησαν καί ταράχθηκαν τά νερά τους,
χθησαν τὰ ὕδατα αὐ- ταράχθηκαν τά ὄρη μέ τήν δύναμή Του.
τῶν, ἐταράχθησαν τὰ
ὄρη ἐν τῇ κραταιότητι Διάψαλμα
αὐτοῦ. (Διάψαλμα).
5 Τοῦ ποταμοῦ τὰ ὁρ- 5 Οἱ χείμαρροι τοῦ ποταμοῦ
μήματα εὐφραίνουσι εὐφραίνουν τήν πόλη τοῦ Θεοῦ·
τὴν πόλιν τοῦ Θεοῦ· ὁ Ὕψιστος ἡγίασε τό σκήνωμά Του.
ἡγίασε τὸ σκήνωμα αὐ-
τοῦ ὁ ῞Υψιστος.
6 Ὁ Θεὸς ἐν μέσῳ αὐ- 6 Ὁ Θεός εἶναι στό μέσο της
τῆς καὶ οὐ σαλευθήσε- καί (γι᾽ αὐτό) δέν πρόκειται νά σαλευθεῖ·
201
Ψαλμός 45
202
Ψαλμός 45
203
Ψαλμός 46
ματα τοῦ Γιαχβέ Θεοῦ. «Ἔργα Κυρίου», ὅπως τά εἶπε λίγο προηγουμένως
ὁ ποιητής μας (στίχ. 9). Τό πεδίον τῆς μάχης παρουσιάζει τόξα σπασμένα,
λόγχες σπασμένες καί αὐτές, καί ἀσπίδες, οἱ ὁποῖες συγκεντρώνονται γιά
νά καοῦν ἀπό τόν Ἴδιο τόν Θεό (στίχ. 10). Δέν χρειάζονται πιά γιατί ὁ ποι-
ητής μας φαίνεται ὡς πολύ καλός μαθητής τῶν προφητικῶν κειμένων καί
παρουσιάζει τόν Θεό νά καταργεῖ τούς πολέμους σέ ὅλη τήν γῆ. Λέγει:
«Ἀνταναιρῶν (ὁ Θεός) πολέμους μέχρι τῶν περάτων τῆς γῆς». Εἶναι τό ἰδα-
νικό μιᾶς παγκοσμίας εἰρήνης, πού εἶναι ἕνα γνήσιο στοιχεῖο τῆς ἐσχατο-
λογικῆς περίοδου. Ὁ ποιητής μας στό πεδίο τῆς μάχης δέν παρουσιάζει
νεκρούς καί τραυματίες, γιατί αὐτό δέν θά ἦταν καί πολύ ἁρμόζον γιά τόν
Θεό Γιαχβέ, τόν Ὁποῖο ὑμνεῖ ὁ ὅλος ψαλμός του. Τέλος, ὁ ποιητής μας γε-
μάτος χαρά στρέφεται σέ ὅλους τούς ὀλιγοπίστους καί ἀπίστους, οἱ ὁποῖοι
δέν πιστεύουν στήν δύναμη τοῦ Θεοῦ καί βάζει τόν Θεό νά τούς πεῖ αὐτό
πού ἤθελε αὐτός νά πεῖ. Λέγει λοιπόν ὁ Θεός στό τέλος τοῦ ψαλμοῦ: «Σχο-
λάσατε καί γνῶτε ὅτι Ἐγώ εἰμι ὁ Θεός, ὑψωθήσομαι ἐν τοῖς ἔθνεσιν, ὑψωθή-
σομαι ἐν τῇ γῇ» (στίχ. 11). «Σχολάσατε», δηλαδή «κλεῖστε τό στόμα σας»
καί πάψτε νά μήν ἀναγνωρίζετε τόν Θεό ὡς παντοδύναμο καί ἰσχυρό καί
ἀναγνωρίστε ὅτι Αὐτός εἶναι ὁ ἰσχυρότερος ὅλων τῶν ἐθνῶν καί ὅλης τῆς
γῆς. Καί κλείνει τό ὡραῖο του ποίημα ὁ ψαλμωδός μας πάλι μέ τήν ἐπωδό
του μέ πλέον ζωηρό τόνο αὐτήν τήν φορά: «Κύριος τῶν δυνάμεων μεθ᾽
ἡμῶν, ἀντιλήπτωρ ἡμῶν ὁ Θεός Ἰακώβ».
ΨΑΛΜΟΣ ΜΣΤ´ 46
204
Ψαλμός 46
* Τό Ἑβρ. λέγει «ψάλετε τό μασκείλ», δηλαδή, τό ἆσμα ἐκεῖνο πού ὑμνεῖ δυνατά τήν δόξα τοῦ
Θεοῦ.
205
Ψαλμός 47
«ὕψιστος», «φοβερός», «βασιλεύς μέγας ἐπί πᾶσαν τήν γῆν» (στίχ. 3)! Πράγ-
ματι ὁ Θεός κατετρόπωσε ὅλα τά ἔθνη καί τά ὑπέταξε στόν Ἰσραήλ (στίχ.
4). Ναί! Ἀποτέλεσμα τῆς καθυποτάξεως αὐτῆς πάντων τῶν ἐθνῶν εἶναι ὅτι
ὁ Θεός «ἐπλάτυνε τήν κληρονομία Του», ὅπως λέγει τό Ἑβρ. (στίχ. 5). Καί
ἀναφέρεται πάλι ὁ ποιητής μας στήν μεγαλειότητα τοῦ Θεοῦ στόν θρόνο
Του μέ ἀλαλαγμούς καί σάλπιγγες λέγοντας: «Ἀνέβη ὁ Θεός ἐν ἀλαλαγμῷ,
Κύριος ἐν φωνῇ σάλπιγγος» (στίχ. 6). Προτρέποντας ὁ ποιητής μας τόν λαό
νά ψάλλει ἄσματα στόν Θεό (στίχ. 7), λέγει τώρα νά ψάλλουν καί τό «μα-
σκείλ» (οἱ Ο´ μετέφρασαν «συνετῶς»), δηλαδή, ἕνα εἰδικό ἆσμα, πού δια-
λαλεῖ ἰσχυρά τήν δόξα τοῦ Θεοῦ. Στό τέλος τοῦ ψαλμοῦ του ὁ ποιητής μας
λέγει αὐτό πού τοῦ κάνει μεγαλύτερη ἐντύπωση, ὅτι οἱ ἄρχοντες τῶν λαῶν
τῶν διαφόρων ἐθνῶν μετεστράφησαν κατά τήν θρησκεία τους καί δέχθηκαν
τόν Θεό τοῦ Ἀβραάμ (στίχ. 10). Καί γιά τελευταία φορά ὁ ποιητής αἰσθά-
νεται τήν ἀνάγκη νά βεβαιώσει τήν ἀπόλυτη ἐξουσία τοῦ Θεοῦ στούς κρα-
ταιούς τῆς γῆς, οἱ ὁποῖοι παριστάνονται ὅτι ἀνήκουν ὑπό τό κράτος Του.
ΨΑΛΜΟΣ ΜΖ´ 47
206
Ψαλμός 47
6 αὐτοὶ ἰδόντες οὕτως 6 αὐτοί τήν εἶδαν· τόσο δέ πολύ τήν θαύμασαν
ἐθαύμασαν, ἐταράχθη- καί ταράχθηκαν καί σαλεύθηκαν,
σαν, ἐσαλεύθησαν,
7 τρόμος ἐπελάβετο αὐ- 7 ὥστε τούς ἔπιασε τρόμος,
τῶν, ἐκεῖ ὠδῖνες ὡς τι- τούς βρῆκαν ἐκεῖ πόνοι
κτούσης. σάν μιά γυναίκα πού πρόκειται νά γεννήσει.
8 Ἐν πνεύματι βιαίῳ 8 Ἐσύ θά συντρίψεις τά πλοῖα τῆς Θαρσεῖς
συντρίψεις πλοῖα Θαρ- μέ βίαιο ἄνεμο.
σίς.
9 Καθάπερ ἠκούσαμεν, 9 Ὅπως ἀκούσαμε, ἔτσι καί εἴδαμε
οὕτω καὶ εἴδομεν ἐν στήν πόλη τοῦ Κυρίου τῶν δυνάμεων.
πόλει Κυρίου τῶν δυ- στήν πόλη τοῦ Θεοῦ μας·
νάμεων, ἐν πόλει τοῦ Ὁ Θεός τήν θεμελίωσε γιά πάντα.
Θεοῦ ἡμῶν· ὁ Θεὸς ἐ-
θεμελίωσεν αὐτὴν εἰς
τὸν αἰῶνα. (Διάψαλμα).
10 Ὑπελάβομεν, ὁ 10 Ἀναλογιστήκαμε, ὦ Θεέ,
Θεός, τὸ ἔλεός σου ἐν τήν εὐσπλαγχνία Σου,
μέσῳ τοῦ λαοῦ σου. πρός ὅλο τόν λαό Σου.
11 Κατὰ τὸ ὄνομά σου, 11 Κατά τό Ὄνομά Σου, ὦ Θεέ,
ὁ Θεός, οὕτω καὶ ἡ αἴ- ἔτσι καί ἡ ὕμνησή Σου στά πέρατα τῆς γῆς.
νεσίς σου ἐπὶ τὰ πέρατα Ἡ δεξιά Σου (Χείρ) εἶναι
τῆς γῆς· δικαιοσύνης γεμάτη ἀπό δικαιοσύνη.
πλήρης ἡ δεξιά σου.
12 Εὐφρανθήτω τὸ ὄ- 12 Ἄς χαίρεται τό ὄρος τῆς Σιών,
ρος Σιών, ἀγαλλιάσθω- ἄς ἀγαλλιάσουν οἱ θυγατέρες (= οἱ πόλεις)
σαν αἱ θυγατέρες τῆς τῆς Ἰουδαίας,
᾿Ιουδαίας ἕνεκεν κρι- γιά τά κρίσεις Σου, Κύριε.
μάτων σου, Κύριε.
13 Κυκλώσατε Σιὼν 13 Κυκλῶστε τήν Σιών καί περιβάλλετέ την,
καὶ περιλάβετε αὐτήν, πεῖτε μέ λεπτομέρεια
διηγήσασθε ἐν τοῖς ὅσα εἴδατε στούς πύργους της.
πύργοις αὐτῆς,
14 θέσθε τὰς καρδίας 14 Σκεφθεῖτε τήν δύναμή της
ὑμῶν εἰς τὴν δύναμιν καί παρατηρῆστε τά παλάτια της
αὐτῆς καὶ καταδιέλε- (ὅτι ὅλα εἶναι ἀκέραια),
σθε τὰς βάρεις αὐτῆς, γιά νά τά διηγηθεῖτε στήν ἑπόμενη γενεά.
ὅπως ἂν διηγήσησθε εἰς
γενεὰν ἑτέραν.
207
Ψαλμός 47
15 Ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ 15 Γιατί αὐτός εἶναι ὁ Θεός μας στόν αἰῶνα
Θεὸς ἡμῶν εἰς τὸν αἰῶ- καί στόν αἰῶνα τοῦ αἰῶνος·
να καὶ εἰς τὸν αἰῶνα αὐτός θά μᾶς ποιμαίνει στούς αἰῶνες.
τοῦ αἰῶνος· αὐτὸς ποι-
μανεῖ ἡμᾶς εἰς τοὺς
αἰῶνας.
1. Ὁ ψαλμός αὐτός εἶναι στήν ἀρχή (στίχ. 2-9) ἕνας ὕμνος τοῦ Θεοῦ,
γιατί προστάτεψε τήν πόλη Του Σιών ἀπό τήν ἐπίθεση τῶν Ἀσσυρίων μέ
τόν ἰσχυρό βασιλέα τους Σενναχηρείμ. Οἱ δέ πιστοί Ἰουδαῖοι καλοῦνται
στήν συνέχεια (στίχ. 10-15) ἀπό τόν Κορείτη ἱεροψάλτη (βλ. ἐπιγραφή) νά
περιέλθουν τά τείχη τῆς Σιών καί νά δοῦν μέ τά μάτια τους ὅτι εἶναι ἀκέ-
ραια, χωρίς νά ἔχουν κανένα ρῆγμα καί κανένα χάλασμα, γιά νά τό ποῦν
στά παιδιά τους καί νά θαυμάσουν καί αὐτά γιά τόν Θεό τῶν πατέρων τους
καί νά Τόν δοξάζουν. Ὁ ψαλμός αὐτός, ἐπειδή συνδέεται μέ ἱστορικό γε-
γονός διάσωσης τῆς πατρίδας τους, ἔγινε ἕνα ἀγαπητό ἆσμα καί ὅπως μᾶς
λέγει ἡ ἐπιγραφή («δευτέρα σαββάτου») καθορίστηκε νά λέγεται στήν
Συναγωγή κάθε Δευτέρα.
2. Ἀρχίζει, λοιπόν, ὁ ψαλμός μας μέ ἐπίσημη και μεγαλειώδη ἔκφραση
τοῦ Θεοῦ, ὡς δοξολογία γιά τήν διάσωση τῆς Σιών, τῆς πόλης τοῦ Θεοῦ
(στίχ. 2). Μέ τήν διάσωση αὐτή ὁ Γιαχβέ Θεός διαφύλαξε τό ἅγιό Του ὄρος,
δηλαδή, τήν Σιών, τήν ὁποία ὁ ποιητής μας ὀνομάζει «εὔριζον ἀγαλλίαμα
πάσης τῆς γῆς» (στίχ. 3)! Ριζώθηκε, δηλαδή, καλά ἀπό τόν Θεό καί ἔγινε
χαρά ὅλου τοῦ κόσμου, ὅλης τῆς γῆς (στίχ. 3α)! Ὡς γνωστόν ἡ Σιών ἦταν
κτισμένη ἐπί λόφων, γι᾽ αὐτό δύναται νά ὀνομασθεῖ «ὄρη Σιών» (στίχ. 3β).
Ἀξιοθέατη καί ἀξιαγάπητη ἦταν πρό παντός ἡ βόρεια πλευρά τῶν κορυφῶν
της, ὅπου ἐπί τοῦ λόφου Μορία ἦταν κτισμένος ὁ Ναός (στίχ. 3β). Καί δέν
παραλείπει ὁ ποιητής νά πεῖ γιά τήν προστασία τοῦ Θεοῦ στά πυργωτά
οἰκοδομήματα καί ἀνάκτορα τῆς Σιών (στίχ. 4).
3. Στήν συνέχεια ὁ ψαλμωδός μας λέγει πῶς ἔλαβε χώρα ἡ βοήθεια καί
προστασία τοῦ Θεοῦ στήν Σιών: Κατά πρῶτον, οἱ διάφορες δυνάμεις, οἱ
ἐχθρικές πρός τόν Ἰσραήλ, «συνήχθησαν» (στίχ. 5), δηλαδή, συνεκεντρώ-
θησαν σέ συμβούλιο νά καταστρώσουν τά ἐπιθετικά σχέδιά τους καί
ἔπειτα, ἀφοῦ ἕνωσαν τίς δυνάμεις τους («ἐπί τό αὐτό»), «διήλθοσαν», δη-
λαδή, πέρασαν τά σύνορα τῆς ἁγίας γῆς πρός ἐπίθεση κατά τῶν Ἰουδαίων.
Ἀλλά καί μόνο πού τήν εἶδαν ἀπό μακρυά, «ἐταράχθησαν καί ἐσαλεύθησαν»
(στίχ. 6) καί τούς κατέλαβε τρόμος (στίχ. 7α) καί ἔφυγαν. Ἔφυγαν τρο-
μαγμένοι, γιατί κατέλαβαν τά σπλάγχνα τους «ὠδῖνες ὡς τικτούσης» (στίχ.
7), σάν νά τά διαπερνοῦσε μαχαῖρι! Ὁ Θεός, μέ τήν ὀργή Του ἐναντίον
208
Ψαλμός 48
τους, τούς ἐξεδίωξε καί χάθηκαν κακήν κακῶς, σάν τά ὑπερήφανα πλοῖα
τῆς Θαρσίς (στίχ. 8), τά ὁποῖα κατεπόντισε ὁ βίαιος ἄνεμος. Ἔτσι, οἱ πιστοί
Ἰουδαῖοι, μέ τήν καταστροφή τῶν ἐχθρῶν τους, πού ἔγινε στά χρόνια τους,
εἶδαν νά ἐπαναλαμβάνονται τά θαυμάσια, πού τούς εἶχαν διηγηθεῖ οἱ πα-
τέρες τους καί παποῦδες τους γιά τά συμβάντα πού ἔγιναν στά δικά τους
χρόνια γιά τήν σωτηρία τῆς Σιών, τῆς πόλης τοῦ Θεοῦ: «Καθάπερ ἠκούσα-
μεν, οὕτω καί εἴδομεν ἐν πόλει Κυρίου τῶν δυνάμεων, ἐν πόλει τοῦ Θεοῦ
ἡμῶν» (στίχ. 9). Πραγματικά, ἡ Ἰερουσαλήμ δέν μπορεῖ νά κλονιστεῖ ἀπό
τούς ἐχθρούς, διότι ὁ Θεός «ἐθεμελίωσεν αὐτήν εἰς τόν αἰῶνα» (στίχ. 9)!
4. Ἀπό τά παραπάνω, ἀπό τήν θαυματουργό προστασία τοῦ Θεοῦ ὑπέρ
τοῦ λαοῦ Του, ἐμεῖς πρέπει νά συμπεράνουμε ὅτι τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ εἶναι
πάντοτε μέ τόν λαό Του: «Ὑπελάβομεν, ὁ Θεός, τό ἔλεός Σου ἐν μέσῳ τοῦ
λαοῦ Σου» (στίχ. 10)! Ὁ ποιητής καλεῖ τίς «θυγατέρες τῆς Ἰουδαίας» νά χα-
ροῦν καί νά εὐφρανθοῦν γιά τίς θαυμαστές κρίσεις τοῦ Θεοῦ ὑπέρ αὐτῶν
(στίχ. 11-12). «Θυγατέρες τῆς Ἰουδαίας» ἐδῶ μπορεῖ νά εἶναι οἱ Ἑβραῖες
γυναῖκες καί παρθένες, οἱ ὁποῖες ἐξεδήλωναν μέ ἄσματα καί χορούς μία
λαμπρή ἐπιτυχία τῆς πατρίδας τους· ἀλλά κυρίως μέ τήν ἔκφραση αὐτή
ἐδῶ ἐννοοῦνται οἱ κυριευμένες ἀπό τόν Σενναχηρείμ πόλεις τῆς Ἰουδαίας,
οἱ ὁποῖες τώρα, μέ τήν θαυμαστή ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ ἀπελευθερώθησαν.
5. Τέλος, ὁ πατριώτης καί θεολόγος ποιητής μας προτρέπει τούς πολιορ-
κηθέντες ἀπό τούς Ἀσσυρίους Ἰουδαίους νά κάνουν ἕνα γύρο στήν πόλη
τους («κυκλώσατε Σιών καί περιλάβετε αὐτήν», στίχ. 13), νά βαδίσουν γύρω
ἀπό τούς πύργους καί τά τείχη τους (στίχ. 13.14), γιά νά δοῦν ὅτι τίποτε
δέν καταστράφηκε, ἀλλά ὅλα εἶναι ἀκέραια στήν θέση τους. Καί γιατί νά
τό κάνουν αὐτό; Γιά νά τό ποῦν στά παιδιά τους («ὅπως ἄν διηγήσησθε εἰς
γενεάν ἑτέραν», στίχ. 14), γιά νά ἀκούσουν καί νά θαυμάσουν πόσο ἰσχυρό
Θεό ἔχουν καί νά ἐλπίζουν, λοιπόν, σ᾽ Αὐτόν πάντοτε (στίχ. 15).
ΨΑΛΜΟΣ ΜΗ´ 48
209
Ψαλμός 48
κουμένην,
3 οἵ τε γηγενεῖς καὶ οἱ 3 ὅσοι κατοικεῖτε στήν χώρα αὐτή
υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων, ἐπὶ καί ὅλο τό γένος τῶν ἀνθρώπων
τὸ αὐτὸ πλούσιος καὶ καί οἱ πλούσιοι καί οἱ φτωχοί.
πένης.
4 Tὸ στόμα μου λαλή- 4 Τό στόμα μου θά λαλήσει σοφία
σει σοφίαν καὶ ἡ μελέτη καί οἱ συλλογισμοί τῆς καρδιᾶς μου
τῆς καρδίας μου σύνε- θά εἶναι συνετοί.
σιν·
5 κλινῶ εἰς παραβολὴν 5 Θά ἀκούσω προσεκτικά λόγια ἐμπνευσμένα,
τὸ οὖς μου, ἀνοίξω ἐν θά ἐρευνήσω μέ ψαλτήρι τήν ἀπορία μου.
ψαλτηρίῳ τὸ πρόβλημά
μου.
6 Ἱνατί φοβοῦμαι ἐν ἡ- 6 Γιατί φοβᾶμαι τίς ἡμέρες τῆς στέρησής μου;
μέρᾳ πονηρᾷ; Ἡ ἀνο- Οἱ ἐπιθέσεις τῶν διωκτῶν μου μέ κυκλώνουν.
μία τῆς πτέρνης μου
κυκλώσει με.
7 Οἱ πεποιθότες ἐπὶ τῇ 7 (Εἶναι) αὐτοί πού ἐμπιστεύονται
δυνάμει αὐτῶν καὶ ἐπὶ στήν δύναμή τους
τῷ πλήθει τοῦ πλούτου καί αὐτοί πού καυχῶνται
αὐτῶν καυχώμενοι, στά πολλά τους πλούτη.
8 ἀδελφὸς οὐ λυτροῦ- 8 Ὁ στενότερος συγγενής δέν μπορεῖ
ται, λυτρώσεται ἄν- νά λυτρώσει (ἀπό τόν θάνατο),
θρωπος; Οὐ δώσει τῷ θά λυτρώσει (ὁποιοσδήποτε) ἄλλος ἄνθρωπος;
Θεῷ ἐξίλασμα ἑαυτοῦ Δέν μπορεῖ νά δώσει στόν Θεό
ἐξίλασμα γιά τόν ἑαυτό του,
9 καὶ τὴν τιμὴν τῆς 9 τίμημα γιά νά σώσει τήν ζωή του,
λυτρώσεως τῆς ψυχῆς ἔστω καί ἄν κοπίαζε πολλά-πολλά χρόνια
αὐτοῦ. Καὶ ἐκοπίασεν
εἰς τὸν αἰῶνα
10 καὶ ζήσεται εἰς τέ- 10 ζῶντας μέχρι τήν συντέλεια τοῦ αἰῶνος
λος· οὐκ ὄψεται κατα- (μαζεύοντας πλοῦτο
φθοράν, γιά ἐξαγορασμό τῆς ζωῆς του)
(Εἶναι ἀσυναίσθητος ὁ πλούσιος),
γιατί δέν βλέπει τήν φθορά
(πού τόν περιμένει),
11 ὅταν ἴδῃ σοφοὺς 11 ἀφοῦ βλέπει σοφούς νά πεθαίνουν.
ἀποθνήσκοντας. Ἐπὶ τὸ Μαζί (μέ τόν πλούσιο) θά ἀποθάνουν
αὐτὸ ἄφρων καὶ ἄνους ὁ ἄφρονας καί ὁ ἀνόητος
210
Ψαλμός 48
* Ἔτσι ἑρμηνεύουμε τήν λ. «πρωί», ὡς ἀνατολή μιᾶς νέας καταστάσεως μέ τήν καταδίκη τῶν
ἀσεβῶν πλουσίων.
211
Ψαλμός 48
1. Ὁ 48ος ψαλμός εἶναι δύσκολος στήν ἑρμηνεία του, ἀλλά καί αὐτή ἡ
ἔκφρασή του εἶναι δυσνόητη. Θά προσπαθήσουμε νά δώσουμε τό νόημα
τῶν στίχων του. Γενικά λέγουμε ὅτι ὁ συνθέτης τοῦ ψαλμοῦ θίγει τό περι-
λάλητο θέμα τῆς θεοδικίας, τό ὁποῖο ταράσσει τήν Παλαιά Διαθήκη, χωρίς
νά δίδεται ἐπαρκής λύση σ᾽ αὐτό, ἡ ὁποία ὅμως λύση δίδεται στήν Καινή
Διαθήκη. Ὁ παρών ψαλμός φαίνεται ὅτι ὡς λύση τοῦ προβλήματος εὑρί-
σκει τόν θάνατο, ὁ ὁποῖος καταβάλλει καί κυριεύει ὅλους, ἄρχοντες καί
πλουσίους καί σοφούς. Ἑπομένως ποιός λόγος νά μιλήσουμε περί εὐτυχίας
μερικῶν ἤ δυστυχίας ἄλλων; Ὁ θάνατος θά φέρει τήν ἰσοπέδωση ὅλων.
2. Ἀρχόμενος ὁ ψαλμωδός τό ποίημά του (στίχ. 2-3) λέγει ὅτι τό θέμα
του ἔχει γενικό ἐνδιαφέρον καί πρέπει ὅλοι νά τό ἀκούσουν ἀνεξάρτητα
ἀπό τήν ἐθνότητά τους («πάντα τά ἔθνη») ἤ τόν τόπο κατοικίας τους («οἱ
κατοικοῦντες τήν οἰκουμένην»), ἀνεξάρτητα ἀπό τήν καταγωγή τους («οἵ
τε γηγενεῖς καί οἱ υἱοί τῶν ἀνθρώπων»), ἀνεξάρτητα ἀπό τήν ὑλική τους
κατάσταση («ἐπί τό αὐτό πλούσιος καί πένης»). Πρόκειται λοιπόν γιά σπου-
δαῖο θέμα καί καλοῦνται οἱ πάντες, ὅλη ἡ οἰκουμένη, νά τό ἀκούσει. – Στήν
συνέχεια ὁ ποιητής μας (στίχ. 4-5), ἕνας ἐκ τῶν υἱῶν Κορέ, λέγει ὅτι τό
στόμα του θά λαλήσει σοφία, ἀπό δέ τήν καρδιά του θά βγεῖ παραίνεση,
212
Ψαλμός 48
πού ἔχει μελετηθεῖ καλά (στίχ. 4). Ὁ ποιητής μας πιστεύει ὅτι τά ὅσα θά
πεῖ θά εἶναι ἔμπνευση τοῦ Πνεύματος, αὐτός δέ θά «κλίνει» τό οὗς του στά
ὅσα θά τοῦ ὑποδείξει καί θά τά ἐκφέρει (στίχ. 5). Πιστεύει ὅτι εἶναι ὄργανο
τῆς θείας Χάριτος. Ὁ ψαλμωδός, λοιπόν, ἀναλαμβάνει νά «ἀνοίξει», δη-
λαδή, νά διαλευκάνει τό «πρόβλημα» πού ἀπασχολεῖ αὐτόν («τό πρόβλημά
μου») καί τούς ἄλλους, τό περί θεοδικίας πρόβλημα καί νά τό λύσει. Λέγει
δέ ὅτι αὐτό θά τό κάνει «ἐν ψαλτηρίῳ» (στίχ. 5). Μέ τήν συνοδεία, δηλαδή,
ψαλτηρίου, ὅπως καί οἱ προφῆτες συνήθιζαν νά κάνουν συνδυάζοντας τήν
διδασκαλία τους μέ τήν μουσική, ἐμπνεόμενοι ἀπ᾽ αὐτήν (βλ. Δ´ Βασ. 3,15.
Α´ Βασ. 10,5).
3. Ὁ ποιητής θέτει τό πρόβλημα, τό ὁποῖο θά ἐπιληφθεῖ. Εἶναι τό περί
θεοδικίας πρόβλημα, ὅπως εἴπαμε, γιατί, δηλαδή, νά εὐτυχοῦν οἱ ἀσεβεῖς
καί νά δυστυχοῦν οἱ εὐσεβεῖς; Ὁ ψαλμός μας εὑρίσκει ὡς λύση τόν θάνατο.
Ἄς μήν σκανδαλίζονται, λοιπόν, οἱ ταλαιπωρούμενοι εὐσεβεῖς γιά τήν εὐτυ-
χία τῶν ἀσεβῶν καί ἄς μήν φοβοῦνται τίς ἐπιθέσεις τους, ἀλλά ἄς δυνα-
μωθοῦν στήν πίστη ἀπό τήν σκέψη ὅτι καί αὐτοί οἱ εὐτυχοῦντες θά
ἀντιμετωπίσουν τόν κραταιό θάνατο. Ὁ ποιητής λέγει ὅτι δέν φοβεῖται
«ἡμέραν πονηράν», τόν καιρό δηλαδή τῶν θλίψεων καί τῶν στερήσεων,
οὔτε τίς ἐπιθέσεις («ἡ ἀνομία τῆς πτέρνης μου κυκλώσῃ με», στίχ. 6) τῶν
καυχωμένων διά τόν πλοῦτο καί τήν δύναμή τους (στίχ. 6-7). Εἶναι ὡς νά
λέγει: Γιατί νά τρομάζω τίς ἡμέρες τῶν στερήσεών μου, μήπως ἡ κακία
τῶν παρανόμων, ἔχοντες ἐμπιστοσύνη στόν πλοῦτο τους καί τήν δύναμή
τους, μέ κυκλώσει μέ τούς δόλιους πλοκάμους τους («ἡ ἀνομία τῆς πτέρνης
μου κυκλώσει με», στίχ. 6) καί μέ καταβροχθίσει; Καί αὐτοί οἱ παράνομοι,
οἱ τώρα εὐτυχισμένοι ὑλικά, θά ἀντιμετωπίσουν δυσκολίες καί δυσχερεῖς
ἡμέρες, ἀλλά καί αὐτόν τόν θάνατο.
4. Ὁ ψαλμωδός μας δέν ὁμίλησε ἀκόμη γιά τόν θάνατο, τόν ὑπονοεῖ
ὅμως ὁμιλώντας γιά τήν δύναμή του. Μᾶς λέγει, λοιπόν: «Ἀδελφός οὐ λυ-
τροῦται· λυτρώσεται ἄνθρωπος;» (στίχ. 8). Δηλαδή: Καί ὁ στενότερος συγ-
γενής («ἀδελφός») δέν μπορεῖ νά λυτρώσει κάποιον. Ἀπό ποιόν νά τόν
λυτρώσει; Ἀπό τόν θάνατο! Τίποτε δέν μπορεῖ νά νικήσει τόν θάνατο. Οὔτε
ἡ ἀγάπη τῶν συγγενῶν, οὔτε τά πλούτη τά πολλά, οὔτε ἡ ἐξουσία. Καί
ἀσφαλῶς ἀφοῦ ὁ ἀδελφός δέν μπορεῖ νά λυτρώσει τόν ἀδελφό του ἀπό τόν
θάνατο, δέν μπορεῖ νά τόν λυτρώσει ἀπ᾽ αὐτόν ὁποιοσδήποτε ἄλλος ἄνθρω-
πος: «Ἀδελφός οὐ λυτροῦται· λυτρώσεται ἄνθρωπος;» (στίχ. 8)! Ὅπως δια-
βάζουμε εἰς Ἐξόδ. 21,28-30, ἄν ὁ ταῦρος κάποιου ἐκεράτιζε ἕναν ὁμόφυλο,
εἶχε τό δικαίωμα ὁ κάτοχός του νά καταβάλει στούς δικαστές ἀποζημίωση
καί νά ἐξαγοράσει τήν ζωή του. Ὅταν ὅμως ὁ θάνατος ἔλθει γιά νά λάβει
κάποιον, κανένα λύτρο δέν μπορεῖ νά βρεθεῖ γιά νά ἐξαγοράσει τήν ζωή
213
Ψαλμός 48
του, ἔστω καί ἄν «ἐκοπίασεν εἰς τόν αἰῶνα», γιά νά συναθροίσει ἀμύθητο
ποσό, ἔστω καί ἄν «ζήσεται εἰς τέλος» (στίχ. 9-10), ἄν ζοῦσε, δηλαδή, μέχρι
συντελείας τῶν αἰώνων, μαζεύοντας πλοῦτο ἀμύθητο γιά νά τόν καταβάλ-
λει στόν θάνατο καί νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό αὐτόν.
Καί συνεχίζει ὁ ποιητής μας τόν λόγο του ὁμιλώντας γιά τόν πλούσιο
ἀσεβῆ ὅτι εἶναι ἀσυναίσθητος, γιατί δέν βλέπει, δέν ἀντιλαμβάνεται τήν
φθορά πού περιμένει καί αὐτόν, ἀφοῦ θεωρεῖ σοφούς καί ἀνοήτους νά θε-
ρίζονται ἀπό τόν θάνατο καί νά ἐγκαταλείπουν σέ ἄλλους τά πλούτη τους:
«Οὐκ ὄψεται (ὁ πλούσιος) καταφθοράν, ὅταν ἴδῃ σοφούς ἀποθνήσκοντας
(καί) ἐπί τό αὐτό ἄφρων καί ἄνους ἀπολοῦνται καί καταλείψουσιν ἀλλοτρίοις
τόν πλοῦτον αὐτῶν» (στίχ. 11). – Ἐπίτηδες ὁ ψαλμωδός ἀνέφερε τό «ἐπί τό
αὐτό», ὅτι, δηλαδή, πλούσιοι καί σοφοί ἀποθνῄσκουν μέ τούς ἀνοήτους
καί ἄφρονες, γιατί οἱ σοφοί εἶναι γνῶστες τῶν ἰατρικῶν θεραπειῶν καί τῆς
σωματικῆς κατασκευῆς τῶν ἀνθρώπων, καί ὅμως δέν μποροῦν νά ἀποτρέ-
ψουν τόν θάνατο καί καταβροχθίζονται καί αὐτοί ἀπό αὐτόν, ὅπως οἱ ἄφρο-
νες. Ἡ ἀνθρώπινη σοφία, ὅπως ὁ γήινος πλοῦτος, ἀδυνατεῖ νά μακρύνει
ἐπ᾽ ἄπειρον τήν ἀνθρώπινη ζωή. Τό μόνο τό ὁποῖο θά κληρονομήσουν οἱ
πλούσιοι ἀπό τά πλούτη τους εἶναι τό μνῆμα τους, ὁ τάφος τους, τό αἰώνιο
οἴκημά τους. Αὐτό καί μόνο αὐτό θά εἶναι ἡ κληρονομία τους ἀπό ὅλη τήν
περιουσία τους, στήν ὁποία εἶχαν γράψει τά ὀνόματά τους (στίχ. 12). Ἐδῶ
τελειώνει τό Α´ μέρος τοῦ ψαλμοῦ, τό ὁποῖο κατακλείεται μέ τήν ἐπωδό,
«ἄνθρωπος ἐν τιμῇ ὦν, οὐ συνῆκε· παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοή-
τοις καί ὁμοιώθη αὐτοῖς» (στίχ. 13)! Δηλαδή: Ταλαίπωρος πού εἶναι ὁ
ἄνθρωπος! Ὁ Θεός τόν ἔπλασε κατ᾽ εἰκόνα Του, τόν ἐτίμησε μέ λόγο καί
τόν ἔκανε ἀντιπρόσωπό Του! Καί ὅμως αὐτός ζεῖ σάν τά ἄλογα κτήνη. Ζεῖ
ὡς κτῆνος καί ἀποθνήσκει ὡς κτῆνος!
Ἐπιμένοντας στήν ἐπωδό του ὁ ποιητής λέγει: Αὐτή ἡ διαγωγή τῶν
ἀσεβῶν («αὕτη ἡ ὁδός αὐτῶν»), ἡ ὁμοίωσή τους, δηλαδή, πρός τά κτήνη,
εἶναι «σκάνδαλον αὐτοῖς» (στίχ. 14), εἶναι ἐμπόδιό τους πρός τήν ἀρετή.
Ἀλλά καί μετά τήν ὁμοιότητά τους – διά τῆς διαγωγῆς τους – πρός τά
κτήνη, μέ τά λόγια τους ἐπαινοῦν καί ἐπικροτοῦν τήν διαγωγή τους, τόν
τρόπο τῆς ζωῆς τους: «Καί μετά ταῦτα ἐν στόματι αὐτῶν εὐδοκήσουσιν»
(στίχ. 14)! Ζῶντες, λοιπόν, αὐτοί οἱ ἀσεβεῖς πλούσιοι, ὅπως ζοῦν, αὐτοί οἱ
ἴδιοι προτίμησαν τήν καταστροφή τους καί ἔκαναν τούς ἑαυτούς τους σάν
τά πρόβατα μέ ποιμένα τόν θάνατο: «Ὡς πρόβατα ἐν ᾅδῃ ἔθεντο, θάνατος
ποιμανεῖ αὐτούς» (στίχ. 15)! Αὐτούς δέ τούς πλουσίους, πού πολλοί τούς
θεωροῦν ὡς εὐτυχισμένους, θά ἔλθει καιρός πού θά τούς κυριεύσουν οἱ
εὐσεβεῖς φτωχοί: «Καί κατακυριεύσουσιν αὐτῶν οἱ εὐθεῖς τό πρωί» (στίχ.
15). Ποιό «πρωί»; Ὡς «πρωί» θά νοήσουμε τήν ἀπελευθέρωσή τους ἀπό
214
Ψαλμός 48
τούς ἀσεβεῖς, πού θεωρεῖται σάν κατατρόπωση τοῦ σκοταδιοῦ ἀπό τό φῶς.
Εἶναι τό «πρωί» πού ἀποσπάστηκαν οἱ εὐσεβεῖς ἀπό τά χέρια τοῦ ἅδου,
ὅπως λέγει ἀμέσως παρακάτω ὁ ψαλμωδός. Τότε οἱ εὐσεβεῖς (οἱ «εὐθεῖς»)
θά ἀναδειχθοῦν κύριοι τῶν ἀσεβῶν πλουσίων, ὅπως τό λέγει καθαρά ἡ πα-
ραβολή τοῦ Λαζάρου, ἡ ὁποία παριστάνει τόν μέν Λάζαρο στούς κόλπους
τοῦ Ἀβραάμ, τόν δέ ἄσπλαγχνο πλούσιο νά ζητιανεύει τό ἔλεος τοῦ φτω-
χοῦ. Ἀλλά καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέγει ὅτι «οἱ ἅγιοι τόν κόσμον κρι-
νοῦσι» (Α´ Κορ. 6,2). Τό «κατακυριεύσουσι», πού λέγει ὁ στίχος μας, τό
Ἑβραϊκό κείμενο τό ἐκφράζει ζωηρότερα λέγοντας θά «ποδοπατήσουν» οἱ
εὐσεβεῖς τούς ἀσεβεῖς! Βλ. καί Μαλαχ. 4,1-3. Στόν ἅδη, λέγει παρακάτω ὁ
στίχος μας (στίχ. 15β), θά «παλαιωθεῖ ἡ βοήθεια» τῶν ἀσεβῶν πλουσίων.
Ποιά εἶναι αὐτή ἡ βοήθεια, ἡ ὁποία θά παλαιωθεῖ καί δέν θά ἔχει καμία
ἰσχύ; Εἶναι ὁ πλοῦτος τους, οἱ ἰσχυροί φίλοι τους, ἡ κοινωνική τους δύναμη,
κάθε τι ἀπό τό ὁποῖο ἀντλοῦσαν βοήθεια στόν κόσμο. Ὅλα αὐτά λοιπόν
θά μεταβληθοῦν στόν ἅδη σάν παλαιωμένο ράκος, σάν ἕνα κουρέλι, πού
δέν θά τούς εἶναι σέ τίποτε χρήσιμο. Καί κλείνεται ἡ ἑνότητα αὐτή μέ χαρ-
μόσυνο διάψαλμα, γιά νά ἐκφράσει ζωηρότερα τά εὐφρόσυνα αἰσθήματα
γιά τήν μελλοντική, τήν μεταθανάτια, νίκη τῶν δικαίων: «Πλήν ὁ Θεός λυ-
τρώσεται τήν ψυχήν μου, ἐκ χειρός ἅδου, ὅταν λαμβάνῃ με» (στίχ. 16)! Βλέ-
πουμε, λοιπόν, ἀπό τά παραπάνω, ἀλλά καί ἀπό ἄλλα πολλά, ὅτι, ἄν καί
αὐτή ἡ Παλαιά Διαθήκη, ἡ ὁποία μέχρι τόν 7ο αἰῶνα περίπου, λόγῳ τοῦ
πολέμου κατά τῆς νεκρομαντείας, δέν ἔχει καθαρή διδασκαλία γιά τήν με-
ταθανάτια ζωή, ὅμως καί ἀπό αὐτήν (τήν Π.Δ.) δέν λείπει ἡ πίστη γιά τήν
ζωή αὐτή, ὅπου θά θριαμβεύσει ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ μέ τήν δόξα τῶν
δικαίων καί τήν καταισχύνη τῶν ἀσεβῶν.
5. Ὁ Κορείτης ποιητής μας στήν ἀρχή τοῦ παρόντος ψαλμοῦ ἀπευθυ-
νόμενος πρός τόν ἑαυτό του λέγει νά μήν φοβᾶται, ὅταν θά βλέπει νά τόν
ἔχουν περιζώσει τά κακά, οἱ θλίψεις καί ἡ πενία. «Ἱνατί φοβοῦμαι;», εἶπε
(στίχ. 6). Καί τώρα, τελειώνοντας τόν ψαλμό του, ἀπευθύνεται στόν ἀνα-
γνώστη του καί τόν ἀκροατή του καί τοῦ λέγει, «μή φοβοῦ» (στίχ. 17)!
Νά μήν φοβᾶται, ὅταν βλέπει νά κυριαρχοῦν οἱ ἄδικοι πλούσιοι καί νά
καταπατοῦνται οἱ φτωχοί, σάν νά μήν ὑπάρχει Θεός, πού νά ἐπιβλέπει στά
ἀνθρώπινα. Ὄχι! Θά τακτοποιηθοῦν τά πράγματα στήν μεταθανάτια ζωή.
Τά ὅσα ἔχει ὁ πλούσιος, τήν περιουσία του καί τήν δόξα του, ἐδῶ θά τά
ἀφήσει καί δέν θά τά πάρει μαζί του. Λέγει ὁ ψαλμωδός μας: «Οὐκ ἐν τῷ
ἀποθνῄσκειν αὐτόν λήψεται τά πάντα, οὐδέ συγκαταβήσεται αὐτῷ ἡ δόξα
αὐτοῦ» (στίχ. 18). Βλ. καί Ἰώβ 1,21. Α´ Τιμ. 6,7). «Τό κυνάριον τρέχει κα-
τόπιν τοῦ κυρίου του. Ἡ ἀνθρώπινη δόξα οὐδέ τήν προσκόλλησιν ἑνός κυ-
ναρίου ἔχει! Τόσον εἶναι ἄπιστος» (Πρωτοπρεσβύτερος Κωνσταντῖνος
215
Ψαλμός 49
ΨΑΛΜΟΣ ΜΘ´ 49
Ψαλμὸς τῷ ᾿Ασάφ.
217
Ψαλμός 49
εὐχάς σου·
15 καὶ ἐπικάλεσαί με ἐν 15 Ἐπικάλεσαί με τήν ἡμέρα τῆς θλίψης σου
ἡμέρᾳ θλίψεώς σου, καί θά σέ σώσω καί θά μέ δοξάσεις.
καὶ ἐξελοῦμαί σε, καὶ
δοξάσεις με. (Διάψαλ- Διάψαλμα
μα).
16 Τῷ δὲ ἁμαρτωλῷ 16 Στόν δέ ἁμαρτωλό εἶπε ὁ Θεός:
εἶπεν ὁ Θεός· ἱνατί σὺ «Γιατί ἐσύ ἀπαγγέλεις τά δικαιώματά μου
διηγῇ τὰ δικαιώματά καί ἀναλαμβάνεις τήν Διαθήκη μου
μου καὶ ἀναλαμβάνεις στό στόμα σου;
τὴν διαθήκην μου διὰ
στόματός σου;
17 Σὺ δὲ ἐμίσησας παι- 17 Ἐσύ μίσησες τήν παιδεία
δείαν καὶ ἐξέβαλες τοὺς καί ἔρριψες πίσω σου τά λόγια μου.
λόγους μου εἰς τὰ ὀ-
πίσω.
18 Εἰ ἐθεώρεις κλέ- 18 Ἄν ἔβλεπες κλέφτη ἔτρεχες μαζί του
πτην, συνέτρεχες αὐτῷ, καί ἤσουν συνοδός τοῦ μοιχοῦ.
καὶ μετὰ μοιχοῦ τὴν
μερίδα σου ἐτίθεις.
19 Τὸ στόμα σου ἐ- 19 Τό στόμα σου εἶναι γεμάτο ἀπό κακίες
πλεόνασε κακίαν, καὶ ἡ καί ἡ γλώσσα σου ἔπλεκε δόλια λόγια·
γλῶσσά σου περιέπλεκε
δολιότητα·
20 καθήμενος κατὰ τοῦ 20 ὅταν κάθεσαι καταλαλεῖς τόν ἀδελφό σου
ἀδελφοῦ σου κατελά- καί βάζεις σκάνδαλο
λεις καὶ κατὰ τοῦ υἱοῦ στόν υἱό τῆς μητέρας σου.
τῆς μητρός σου ἐτίθεις
σκάνδαλον.
21 Ταῦτα ἐποίησας, καὶ 21 Ὅλα αὐτά τά ἔκανες,
ἐσίγησα· ὑπέλαβες ἀ- ἀλλά ἐγώ τά ἀνεχόμουν,
νομίαν, ὅτι ἔσομαί σοι (γι᾽ αὐτό ἐσύ) νόμισες
ὅμοιος· ἐλέγξω σε καὶ ὅτι ἐγώ εἶμαι ἄνομος σάν καί σένα.
παραστήσω κατὰ (Ἀλλά) θά σέ ἐπιπλήξω
πρόσωπόν σου τὰς ἁ- καί θά σοῦ ἐναντιωθῶ γιά τίς ἁμαρτίες σου.
μαρτίας σου.
22 Σύνετε δὴ ταῦτα, οἱ 22 Ἐννοήσατε λοιπόν αὐτά
ἐπιλανθανόμενοι τοῦ ὅσοι ξεχνᾶτε τόν Θεό,
Θεοῦ, μήποτε ἁρπάσῃ, μήπως σᾶς συλλάβει
218
Ψαλμός 49
220
Ψαλμός 49
221
Ψαλμός 50
ΨΑΛΜΟΣ Ν´ 50
223
Ψαλμός 50
1. Ὁ 50ος ψαλμός εἶναι ὁ ἀνώτερος ἀπ᾽ ὅλους τούς ψαλμούς τῆς μετα-
νοίας καί τόν ἀκούουμε συχνά στήν θεία λατρεία μας. Ὁ ποιητής τοῦ ψαλ-
μοῦ, ὁ ὁποῖος κατά τήν παράδοση εἶναι ὁ Δαβίδ (βλ. ἐπιγραφή), παρακαλεῖ
καί δέεται στόν Θεό νά τοῦ δείξει πολλά ἐλέη καί πλήθη οἰκτιρμῶν καί νά
τοῦ ἐξαλείψει τήν ἀνομία του, γιά τήν ὁποία νοιώθει ἀκάθαρτος (στίχ. 3.4).
Ἤδη ὁ ψαλμωδός κάνει τό πρῶτο βῆμα μετανοίας καί ἀναγνωρίζει τήν
ἁμαρτία του καί μάλιστα λέγει ὅτι τήν σκέπτεται συνεχῶς (στίχ. 5). Δυ-
σκολία ὅμως προξενεῖ ὁ ἑπόμενος λόγος, ὅπου ὁ ψαλμωδός λέγει ὅτι μέ
τήν ἁμαρτία του ἁμάρτησε μόνο στόν Θεό («Σοί μόνῳ ἥμαρτον», στίχ. 6α).
Καί εἶναι δύσκολος ἑρμηνευτικά ὁ λόγος αὐτός, γιατί γνωρίζουμε ὅτι ἁμαρ-
τάνοντες, ἁμαρτάνουμε κυρίως πρός τόν ἄνθρωπο, τόν ὁποῖο ἀδικοῦμε καί
224
Ψαλμός 50
225
Ψαλμός 50
3. Ἀλλά ὁ ποιητής μας δέν σταματᾶ στήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν του.
Γνωρίζων πολύ καλά τόν ἑαυτό του, ξέρει ὅτι ἄν μείνει αὐτός πού εἶναι καί
πάλιν θά διαπράξει ἁμαρτήματα καί θά εὑρεθεῖ στήν ἴδια κατάσταση πού
εἶναι τώρα. Γι᾽ αὐτό παρακαλεῖ στήν συνέχεια τόν Θεό νά τόν ἀναγεννήσει,
νά τόν ἀναδημιουργήσει, νά τοῦ δώσει μιά καινούργια καρδιά. Νά τοῦ
βάλει στά ἔγκατά του πνεῦμα εὐθές πού θά τόν παρακινεῖ πάντοτε στό
καλό: «Καρδίαν καθαράν κτῖσον ἐν ἐμοί ὁ Θεός καί πνεῦμα εὐθές ἐγκαίνισον
ἐν τοῖς ἐγκάτοις μου» (στίχ. 12). Γιά τήν νέα του ἀναγεννημένη πορεία ὁ
ποιητής μας αἰσθάνεται ὅτι ἔχει ἀνάγκη ἀπό τήν χάρη τοῦ Θεοῦ, ἀπό τό
῞Αγιο Πνεῦμα», γι᾽ αὐτό καί λέγει, «καί τό πνεῦμά σου τό ῞Αγιον μή ἀντα-
νέλῃς ἀπ᾽ ἐμοῦ» (στίχ. 13). Καί κλείνει τό αἴτημά του γιά τήν ἄφεση τῶν
ἁμαρτιῶν του ὁ ποιητής μας λέγοντας ὅτι, ἄν τόν συγχωρήσει ὁ Θεός, θά
ἀποκτήσει πάλι τήν φυγαδευθεῖσα χαρά, τήν ὁποία ἔχασε λόγω τῆς ἁμαρ-
τίας του. Ἀλλά καί πάλι ζητᾶ τόν θεῖο στηριγμό μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ:
«Ἀπόδος μοι τήν ἀγαλλίαση τοῦ σωτηρίου σου καί πνεύματι ἡγεμονικῷ στή-
ριξόν με» (στίχ. 14).
4. Ἄλλο ὡραῖο νόημα ἐκφράζει στήν συνέχεια ὁ ποιητής μας: Ἄν ὁ Θεός
τόν συγχωρήσει, ὅπως τό ἱκέτευσε μέ τόν ὡραῖο ψαλμό του, τί αὐτός θά
προσφέρει σάν ἀνταπόδομα στόν Θεό; Γνωρίζει ὅτι στήν ἐποχή του προ-
σέφεραν στόν Θεό, κατά τόν Νόμο, διάφορες θυσίες ζώων. Δέν θέλει ὅμως
ὁ ποιητής μας νά προσφέρει τοιαύτη θυσία. Ὡς πολύ πνευματικός ἄνθρω-
πος, ὄπως φάνηκε ἀπό τόν ὅλο του ψαλμό, θέλει νά προσφέρει στόν Θεό
καί πνευματική προσφορά. Θέλει νά γίνει ἱεραπόστολος, νά πάει καί νά
βρεῖ καί ἄλλους ἁμαρτωλούς, οἱ ὁποῖοι ζοῦν τό δράμα τό ἰδικό του καί νά
τούς μιλήσει γιά λύτρωση καί σωτηρία καί νά ἐπιστρέψουν καί αὐτοί στόν
Θεό: «Διδάξω ἀνόμους τάς ὁδούς σου καί ἀσεβεῖς ἐπί σέ ἐπιστρέψουσι»
(στίχ. 15)! Ἀκολούθως ὅμως παρακαλεῖ ὁ ποιητής τόν Θεό νά τόν σώσει
ἀπό «αἵματα», ἀπό φόνο (στίχ. 16). Πιθανόν ὁ ποιητής, ἄν εἶναι ὁ Δαβίδ,
ἀναφέρεται στόν φόνο τοῦ Οὐρίου. Εἶναι ὅμως σέ ἀκατάλληλη θέση ὁ στίχ.
καί διασπᾶ τό ὅλο νόημα. Στήν συνέχεια ὁ ποιητής ἐξηγεῖ γιατί δέν προ-
σφέρει στόν Θεό θυσίες ὁλοκαυτωμάτων καί ἀπαντᾶ λέγοντας ὅτι ὁ Θεός
δέν εὐαρεστεῖται σέ τοιαῦτες θυσίες (στίχ. 18). Ὁ Θεός εὐαρεστεῖται στό
ταπεινό καί τό συντετριμμένο πνεῦμα (στίχ. 19)! Εἶναι προφητικό τό κή-
ρυγμα αὐτό. Ὅλος ὁ ψαλμός, ἀλλά ἰδιαίτερα οἱ τελευταῖοι μας στίχ., δεί-
χνουν φανερά ὅτι ὁ ψαλμωδός μας ἦταν πολύ καλός γνώστης τοῦ
προφητικοῦ κηρύγματος. Ἐδῶ τελειώνει ὁ ψαλμός, ὅπως φαίνεται καί ἀπό
τήν Α´ Ἐπιστολή Κλήμεντος, ἡ ὁποία παραθέτει τόν ψαλμό καί τόν τελει-
ώνει στόν στίχ. 19. Οἱ στίχ. 20 καί 21 εἶναι ἑνός μετέπειτα συγγραφέως, ὁ
ὁποῖος ἡρμήνευσε τήν μή προσφορά ὁλοκαυτωμάτων ἀπό τόν ποιητή μας
226
Ψαλμός 50
ἀπό τό ὅτι δέν ὑπῆρχε θυσιαστήριο, ἀφοῦ ἦταν γκρεμισμένος ὁ ναός. Γι᾽
αὐτό ἁρμόζει προσευχή, ὥστε ὁ Θεός νά φανεῖ εὐνοϊκός στήν Σιών, νά κτι-
στεῖ ὁ ναός μέ τό θυσιαστήριό του («ἀγάθυνον, Κύριε, ἐν τῇ εὐδοκίᾳ σου
τήν Σιών καί οἰκοδομηθήτω.....», στίχ. 20). Καί τότε ὁ Θεός θά εὐδοκεῖ εἰς
«ὁλοκαυτώματα» καί τότε οἱ Ἰουδαῖοι «ἀνοίσουσιν ἐπί τό θυσιαστήριον (τοῦ
ναοῦ) μόσχους» (στίχ. 21).
227