You are on page 1of 76

ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ

ΕΤΟΣ 19ο
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ
ΤΕΥΧΟΣ
ΜΑΡΤΙΟΣ
91ο
2023
ΟΡΘΟΔΟΞΟΝ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΝ
ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ Γ.Ο.Χ.
ΘΗΒΩΝ & ΛΕΒΑΔΕΙΑΣ

ΚΩΔΙΚΟΣ: 7208
ΕΤΟΣ ΙΔΡΥΣΕΩΣ 2003
ΙΔΙΟΚΤΗΤΗΣ - ΕΚΔΟΤΗΣ:
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ Γ.Ο.Χ.
ΘΗΒΩΝ & ΛΕΒΑΔΕΙΑΣ

ΙΔΡΥΤΗΣ:
ΑΒΡΑΜΙΟΣ ὁ Α´ ♰ Μητροπολίτης
Θηβῶν & Λεβαδείας (♰ 2005)

Διὰ πληροφορίες- ἀπευθύνεσθε:


ΒΑΛΛΙΟΝ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΝ Τηλ.:
2262029513
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Λόγος στὴν Δ´ Κυριακή τῶν Νηστειῶν σελ. 3
Διεύθυνση διὰ ἀποστολὴ Τὸ θεῖον Πάθος καὶ ἡ Ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ σελ. 8
ταχυδρομικῶν ἐπιταγῶν: Ἡ ἐλιὰ ἡ τιμημένη σελ. 15
Ἱ. Μονὴ Ὁσίων Ἁγιορειτῶν Πατέρων Ὑμνολογικὰ Θέματα σελ. 16
19012 Οἰνόη Βίλλια Νοερὰ Ἄθλησις σελ. 22
Ἰωσὴφ ὁ Βρυέννιος σελ. 26
e-mail: p.thivaikifoni@gmail.com
Ἡ ανατροφὴ τῶν τέκνων κατὰ τὸν Ἅγιο Ἰωάννη
τὸν Χρυσόστομο σελ. 30
Ἀντιαιρετικὴ στήλη: Συζήτηση Διαμαρτυρόμενου
ΕΤΗΣΙΑ ΣΥΝΔΡΟΜΗ:
μὲ τὸν Ὀρθόδοξο σελ. 38
ἑσωτερικοῦ 12 εὐρῶ
Ἐκλογὲς 21/05/2023 σελ. 43
ἑξωτερικοῦ 40 δολάρια Τὸ Λειτούργημα τῆς Ἁγιογραφίας σελ. 44
διὰ τὴν Κύπρον 25 εὐρῶ Ἡ Μετάνοια σελ. 50
Ὁμιλία ἑνὸς Σιωνιστὴ Ραββίνου, πρὶν 158 χρόνια σελ. 60
Συντάσσεται ὑπὸ ἁρμοδίας ἐπιτροπῆς Εἰς μνημόσυνον αἰώνιον Μητροπολίτου Θηβῶν &
Τὴν εὐθύνη τῶν ἐνυπόγραφων ἄρθρων Λεβαδείας κυροῦ Χρυσοστόμου σελ. 62
φέρουν οἱ ὑπογράφοντες. Ἐκκλησιαστικὲς Εἰδήσεις σελ. 74

2 ΘΗΒΑ·Ι·ΚΗ ΦΩΝΗ
Λόγος στὴν Δ´ Κυριακή τῶν Νηστειῶν (Ὁσίου Ἰωάννου
τῆς Κλίμακος) γιὰ τὴν ἐπενέργεια τῆς νηστείας στὰ
πονηρὰ πνεύματα (τοῦ Ἁγίου Ἰγνατίου Μπριατσανίνωφ)

Εἶπε ὁ Κύριος στοὺς μαθητές Του γιὰ τὰ πονηρὰ πνεύματα ποὺ ἔχουν κυριέψει τοὺς
ἀνθρώπους, ὅτι «Τοῦτο τὸ γένος (τῶν δαιμόνων) ἐν οὐδενὶ δύναται ἐξελθεῖν εἰ μὴ ἐν
προσευχὴ καὶ νηστείᾳ» (Μάρκ. Θ΄,29). Νὰ ἕνα νέο χαρακτηριστικὸ τῆς νηστείας. ... Τώρα
βλέπουμε ὅτι ἡ νηστεία ἐνεργεῖ, ὅταν συνενωθεῖ μὲ μία ἄλλη μεγάλη ἀρετή, τὴν προσευχή.
Καὶ πῶς ἐνεργεῖ; Ὄχι μόνο ταπεινώνει τὰ πάθη στὸ ἀνθρώπινο
σῶμα, ἀλλὰ καὶ καταπολεμάει τὰ πνεύματα τῆς κακίας καὶ τὰ
νικᾶ.
Ἡ νηστεία, ὅμως, εἶναι σωματικὴ ἄσκηση. Πῶς, λοιπόν,
μπορεῖ, εἴτε μόνη της εἴτε μαζὶ μὲ τὴν προσευχή, νὰ ἐπενεργεῖ
στὰ πνεύματα; Καὶ πῶς, ἀντίστροφα, τὰ πονηρὰ πνεύματα
ὑποτάσσονται στοὺς ἀνθρώπους ἢ καὶ διώχνονται ἀπ᾽ αὐτοὺς
μὲ τὴ νηστεία;
Ἡ αἰτία τῆς ἐπενέργειας τῆς νηστείας στὰ πονηρὰ
πνεύματα εἶναι συνέπεια τῆς ἰσχυρῆς ἐπενέργειάς της στὸ
δικό μας πνεῦμα. Τὸ ταπεινωμένο ἀπὸ τὴ νηστεία σῶμα
δίνει στὸ πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου ἐλευθερία, δύναμη, νήψη,
καθαρότητα, λεπτότητα. Μόνο σὲ τέτοια κατάσταση μπορεῖ
τὸ πνεῦμα μας ν᾽ ἀντισταθεῖ ἀποτελεσματικὰ στοὺς ἀόρατους
ἐχθρούς μας. «Ἐγὼ δέ», λέει ὁ θεόπνευστος Δαυίδ, «ἐν τῷ
αὐτοὺς παρενοχλεῖν μοι ἐνεδυόμην σάκκον καὶ ἐταπείνουν ἐν
νηστείᾳ τὴν ψυχήν μου, καὶ ἡ προσευχή μου εἰς κόλπον μου
ἀποστραφήσεται - ὅταν αὐτοὶ μὲ ταλαιπωροῦσαν, φοροῦσα
πένθιμο ροῦχο, ταπείνωνα τὴν ψυχή μου μὲ τὴ νηστεία καὶ
ἔκανα προσευχή, ἡ ὁποία (θ᾽ ἀνέβει στὸν Κύριο καὶ) θὰ
ἐπιστρέψει σ᾽ ἐμένα» (Ψαλμ. ΛΔ΄,13). Ἡ νήψη εἶναι ὅπλο τοῦ
νοῦ, μὲ τὸ ὁποῖο αὐτὸς διώχνει μακριά του τοὺς ἀόρατους
ἐχθρούς. Ἡ νηστεία ταπεινώνει τὴν ψυχή, ἀπαλλάσσοντάς
την ἀπὸ τὴ σκληρότητα καὶ τὴν ἔπαρση, ποὺ τὶς γεννᾶ ὁ
χορτασμός. Καὶ ἡ προσευχὴ τοῦ ταπεινωμένου νηστευτῆ
εἶναι πολὺ ἰσχυρή, βγαίνει ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιάς του
καὶ ἀνεβαίνει ἀνεμπόδιστα στὸν Θεό.
Τὰ πονηρὰ πνεύματα διέπραξαν δύο βαριὰ κακουργήματα
(Βλ. Ἀββᾶ Κασσιανοῦ, Συνομιλίες μὲ τοὺς πατέρες τῆς ἐρήμου
- Β´ Συνομιλία μὲ τὸν ἀββᾶ Σερῆνο γιὰ τὶς ἀρχὲς καὶ τὶς
ἐξουσίες, κεφ. 9 καὶ 10). Ἐξαιτίας τοῦ πρώτου ξέπεσαν ἀπὸ τὴ χορεία τῶν ἀγγέλων· ἐξαιτίας
τοῦ δεύτερου ὁ ξεπεσμός τους ἔγινε ὁριστικός. Τὸ πρῶτο κακούργημά τους ἦταν ἡ ἀνταρσία
τους ἐναντίον τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἀρχηγός τους, τυφλωμένος ἀπὸ τὴν οἴηση, θέλησε νὰ γίνει ἴσος
μὲ τὸν Θεό. Τὴν ἴδια ἐπιθυμία ἐνέπνευσε καὶ στοὺς ἀγγέλους του. Ἔτσι, ἔπεσαν ἀπὸ τὸν

ΘΗΒΑ·Ι·ΚΗ ΦΩΝΗ 3
οὐρανό, χάνοντας τὴν μακαριότητα καὶ τὴ δόξα τους. Στὴ συνέχεια, ὅταν πλάστηκε ὁ
ἄνθρωπος, φθόνησαν τὴ δική του μακαριότητα. Τὸν ἐξαπάτησαν, λοιπόν, καὶ τὸν ἔκαναν νὰ
πέσει, ὅπως ἐκεῖνοι. Αὐτὸ ἦταν τὸ δεύτερο κακούργημά τους, τὸ ὁποῖο ἔκρινε τελειωτικὰ τὴν
τύχη τους: Ἐγκαταλείφθηκαν ἐντελῶς ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ παραδόθηκαν ἀμετάκλητα στὴν
ἁμαρτία τους, ποὺ τὴν συνέλαβαν καὶ τὴ γέννησαν μέσα τους. Καμιὰ καλὴ σκέψη καὶ κανένα
καλὸ αἴσθημα δὲν μποροῦν πιὰ νὰ γεννηθοῦν στὸν πεσμένο Ἑωσφόρο. Εἶναι ὁλοκληρωτικὰ
βυθισμένος στὸ κακό, ἐπιθυμεῖ μόνο τὸ κακό, ἐπινοεῖ μόνο τὸ κακό. Φλέγεται ἀπὸ
ἀνικανοποίητη δίψα γιὰ τὸ κακό, ζητάει νὰ χορτάσει τὸ κακό, ἀλλὰ δὲν μπορεῖ. Ὅσο κακὸ κι
ἂν κάνει, τοῦ φαίνεται λίγο μπροστὰ στὸ κακὸ ποὺ ἔχει στὸ νοῦ του καὶ ποὺ ἀνυπόμονα
ἐπιδιώκει.
Ἕνας φωτοφόρος ἄγγελος, λοιπόν, γιὰ τὰ δύο παραπάνω κακουργήματά του ἔπεσε πιὸ
χαμηλὰ ἀπ᾽ ὅλα τὰ κτήνη τῆς γῆς. Ὁ Θεός βρίσκοντας τὸν σατανᾶ στὸν τόπο τοῦ δευτέρου
κακουργήματός του, τὸν παράδεισο, κοντὰ στοὺς ἀνθρώπους, ποὺ μόλις τοὺς εἶχε ὁδηγήσει
μὲ ἀπάτη στὴν πτώση καὶ τὸν θάνατο, τοῦ εἶπε ὀργισμένος: «Ὅτι ἐποίησας τοῦτο, ἐπι-
κατάρατος σὺ ἀπὸ πάντων τῶν κτηνῶν καὶ ἀπὸ πάντων τῶν θηρίων τῶν ἐπὶ τῆς γῆς· ἐπὶ τῷ
στήθει σου καὶ τῇ κοιλίᾳ πορεύσῃ καὶ γῆν φαγῇ πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς σου» (Γεν. Γ΄,14).
Ἔτσι, ἕνα πνεῦμα ἄσαρκο παραδόθηκε σὲ λογισμοὺς γήινους καὶ σὲ αἰσθήματα ἐμπαθῆ -
αὐτὰ ἔγιναν ὅλος του ὁ θησαυρός, αὐτὰ ἔγιναν ὅλη του ἡ ζωή. Ἕνα πνεῦμα ἄσαρκο στε-
ρήθηκε τὴν ἱκανότητα τῆς ἐνασχολήσεως μὲ τὰ πνευματικὰ καὶ ἀφοσιώθηκε ὁλοκληρωτικὰ
σὲ ἔργα σαρκικά. Ἕνα πνεῦμα πλασμένο γιὰ τὴ νοερὴ ζωὴ ξέπεσε σὲ κατάσταση ὑλικότητας.
Βρέθηκε, μάλιστα, πιὸ κάτω ἀπ᾽ ὅλα τὰ κτήνη καὶ ὅλα τὰ θηρία τῆς γῆς. Γιατὶ τὰ κτήνη καὶ τὰ
θηρία ζοῦν καὶ ἐνεργοῦν σύμφωνα μὲ τοὺς νόμους τῆς φύσεώς τους, ἐνῶ τὸ πεσμένο
πνεῦμα ἐνεργεῖ πιὰ μὲ τρόπο ἀνοίκειο στὴ φύση του. Δὲν θέλει καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ἐνεργήσει
φυσιολογικά.
Ἐξαιτίας ἀκριβῶς τῆς ἁμαρτωλῆς του ὑλικότητας, ὁ πεσμένος ἄγγελος ὑποτάσσε-
ται στὴ νηστεία, ἡ ὁποία ἐλευθερώνει τὸ πνεῦμα μας ἀπὸ τὴν τυραννία τῆς σάρκας.
Ὅταν ὁ διάβολος πλησιάσει ἕναν ἄνθρωπο ποὺ νηστεύει, δὲν τὸν βρίσκει πιὰ κυρι-
αρχημένο ἀπὸ τὴν ὕλη, ὅπως τοῦ εἶναι ἐπιθυμητὸ καὶ ἀναγκαῖο, προκειμένου νὰ τὸν
παρασύρει στὴν ἁμαρτία. Ἔτσι, δὲν μπορεῖ πιὰ νὰ τοῦ «ἀνάψει» τὸ αἷμα, ποὺ ἔχει «κρυώ-
σει» μὲ τὴ νηστεία. Δὲν μπορεῖ πιὰ νὰ τοῦ ξεσηκώσει τὴ σάρκα, ποὺ ἔχει δαμαστεὶ ἀπὸ τὴ
νηστεία. Δὲν μπορεῖ πιὰ νὰ ὑποτάξει τὸν νοῦ καὶ τὴν καρδιά του, ποὺ ἔχουν διδαχθεῖ ἀπὸ τὴ
νηστεία τὴ διαρκὴ πνευματικὴ ἐγρήγορση ἢ νήψη. Βρίσκοντας, λοιπόν, ἀντίσταση ὁ
ὑπερήφανος διάβολος, ὑποχωρεῖ. Γιατὶ δὲν ὑποφέρει ἐναντιώσεις καὶ ἀντιρρήσεις.
Θέλει τὴν ἄμεση συγκατάθεση, τὴν ἄμεση ὑποταγὴ τοῦ ἀνθρώπου στὸ θέλημά του.
Μολονότι τὸ πονηρὸ πνεῦμα σέρνεται πιὰ στὴ γῆ, μολονότι τρέφεται πιὰ μὲ χῶμα, δὲν
ἔχει ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὴ σκέψη καὶ τὸν πόθο τῆς ἰσοθεΐας. Θέλει νὰ γίνει ἴσος μὲ τὸν Θεό, γι᾽
αὐτὸ ζητάει προσκύνηση καὶ προσκυνητές. Κάποτε, μάλιστα, φτάνοντας στὸ ἔσχατο σημεῖο
τόλμης καὶ θρασύτητας, ἔδειξε ὅλα τὰ βασίλεια τῆς οἰκουμένης στὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ καὶ
ὑποσχέθηκε νὰ Τοῦ δώσει ὅλη τὴν ἐξουσία καὶ τὴ δόξα τους, ἂν τὸν προσκυνοῦσε (Βλ. Λουκ.
Δ΄,5-7). Καὶ τώρα δὲν παύει νὰ δείχνει στοὺς ἀκολούθους τοῦ Κυρίου τὰ θέλγητρα τοῦ κό-
σμου, ζωγραφίζοντάς τα στὴ φαντασία τους μὲ τὰ πιὸ ζωηρὰ χρώματα, γιὰ νὰ τοὺς πλανήσει
καὶ νὰ τοὺς ἐξωθήσει στὴν προσκύνησή του. «Ἀντίστητε τῷ διαβόλῳ, καὶ φεύξεται ἀφ᾿ ὑμῶν-
Ἀντισταθεῖτε στὸν διάβολο, κι αὐτὸς θὰ φύγει μακριά σας» (Ἰακ. Δ΄,7), λέει ὁ ἀδελφόθεος

4 ΘΗΒΑ·Ι·ΚΗ ΦΩΝΗ
Ἅγιος Ἰάκωβος. Καὶ ὁ Ἀπό-
στολος Παῦλος μᾶς προτρέ-
πει: «Ἐπὶ πᾶσιν ἀναλαβό-
ντες τὸν θυρεὸν τῆς πί-
στεως, ἐν ᾧ δυνήσεσθε πά-
ντα τὰ βέλη τοῦ πονηροῦ τὰ
πεπυρωμένα σβέσαι - Κρα-
τᾶτε πάντα τὴν πίστη σὰν
ἀσπίδα, πάνω στὴν ὁποία
θὰ μπορέσετε νὰ σβήσετε τὰ
φλογισμένα βέλη τοῦ πονη-
ροῦ» (Ἐφ. ΣΤ΄,16).
Ἂς ὑψώνουμε μὲ δυνα-
τὴ πίστη τὰ μάτια τοῦ νοῦ
μας στὴν αἰωνιότητα, στὴν
ἀνέκφραστη μακαριότητα
ποὺ περιμένει τοὺς δικαίους
στὸν οὐρανό, καὶ στὰ ἀπε-
ρίγραπτα βάσανα ποὺ περι-
μένουν τοὺς ἀμετανόητους
ἀκολούθους τοῦ ὄφι στὸν
ἅδη. Αὐτὰ θὰ μπορέσουμε
νὰ τὰ δοῦμε νοερά, ὅταν
τὸ σῶμα μας θὰ ἔχει χαλι-
ναγωγηθεῖ καὶ θὰ συγκρατεῖται σταθερὰ ἀπὸ τὴ νηστεία σὲ κατάσταση ὑποταγῆς στὸ
πνεῦμα, καθὼς καὶ ὅταν μὲ τὴν καθαρὴ προσευχή, ποὺ εἶναι δυνατὴ μόνο μὲ τὴ
νηστεία1, θὰ προσκολληθοῦμε στὸν Κύριο, θὰ γίνουμε μαζί Του «ἕνα πνεῦμα»· «ὁ δὲ
κολλώμενος τῷ Κυρίῳ ἓν πνεῦμά ἐστι» (Α´ Κορ. ΣΤ΄,17). Τὸ φίδι, λέει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης
ὁ Χρυσόστομος, σέρνεται συνεχῶς στὴ γῆ, σύμφωνα μὲ τὴν καταδίκη του ἀπὸ τὸν Θεό. Ἂν
θέλουμε νὰ μὴν κινδυνεύουμε ἀπὸ τὸ θανατηφόρο δάγκωμά του, ἂς βρισκόμαστε πάντοτε
μὲ τὸν νοῦ καὶ τὴν καρδιὰ πάνω ἀπὸ τὴ γῆ. (Προβλ. Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, Εἰς
τὴν πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολὴν ὁμιλία Θ´, ΕΠΕ 16Β, σελ. 599, ὑπ. ἀρ. 6 §, PG 60, 463).Ἔτσι
θὰ μποροῦμε ν᾽ἀντιστεκόμαστε στὸν πονηρό, κι αὐτός, ὡς ὑπερήφανος, θὰ φεύγει τρέχοντας
μακριά μας.
Ἀλλὰ ὑπάρχουν σήμερα ἄνθρωποι μὲ δαιμονικὸ πνεῦμα μέσα τους; Ὑπάρχουν ἄνθρωποι
ποὺ νὰ τοὺς συνταράζει καὶ νὰ τοὺς βασανίζει, ἔτσι ὅπως συντάραζε καὶ βασάνιζε τὸν νεαρὸ
τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου (Βλ. Μαρκ. Θ΄,18,20,22,26); Προφανῶς δὲν ὑπάρχουν ἤ, κι ἂν
ὑπάρχουν, εἶναι ἐλάχιστοι - ἔτσι κρίνει ἐκεῖνος ποὺ ὅλα τὰ βλέπει ἐπιφανειακὰ καὶ ποὺ
1
Τὸ πόσο ἀλληλένδετες εἶναι ἡ καθαρὴ προσευχὴ μὲ τὴ νηστεία, μᾶς τὸ παρουσιάζει ὁ Ἅγιος
Ἰγνάτιος Μπριατσανίνωφ στὸν Λόγο τὴν Ε´ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν γιὰ τὴν συνένωση τῆς νη-
στείας μὲ τὴν εὐσπλαγχνία καὶ τὴ προσευχή. Στὴ σελίδα 175 τοῦ ἴδιου βιβλίου (Ἀσκητικὲς
Ὁμιλίες Α΄), μᾶς λέει χαρακτηριστικά: «Μὲ τὴ νηστεία “ἡ προσευχή μου θ᾽ἀνέβει στὸν Κύριο
καὶ θὰ ἐπιστρέψει σ᾽ ἐμένα” (Ψαλμ. ΛΔ΄,13). Χωρὶς τὴ νηστεία ἡ προσευχὴ μου εἶναι μία θλιβερὴ
θυσία στὸν μετεωρισμὸ τοῦ νοῦ, τὸν ἀχώριστο σύντροφο τοῦ χορτασμοῦ τῆς κοιλιᾶς».

ΘΗΒΑ·Ι·ΚΗ ΦΩΝΗ 5
προσφέρει τὴν ἐπίγεια ζωή του θυσία στὸν περισπασμὸ καὶ στὶς ἁμαρτωλὲς ἀπολαύσεις. Οἱ
Ἅγιοι Πατέρες, ὅμως, κρίνουν διαφορετικά: «Ἀφότου ἔκανε τὸν ἄνθρωπο νὰ ἐξοριστεῖ,
ἐξαιτίας τῆς παρακοῆς του, ἀπὸ τὸν παράδεισο καὶ τὸν Θεό, ὁ διάβολος μὲ τοὺς δαίμονες
ἔχει τὴ δυνατότητα νὰ σαλεύει νοητὰ τὸ λογιστικὸ κάθε ἀνθρώπου ἡμέρα καὶ νύχτα» (Ὁσίου
Νικηφόρου τοῦ Μονάζοντος, Λόγος περὶ νήψεως καὶ φυλακῆς καρδίας- Συμεών τοῦ
Θεολόγου (ἀπόσπ.)). Ὅπως βασανιζόταν τὸ σῶμα τοῦ νεαροῦ τῆς εὐαγγελικῆς διηγήσεως
ἀπὸ τὸ πονηρὸ πνεῦμα, ἔτσι βασανίζεται ἀπ᾽ αὐτὸ ἡ ψυχὴ κάθε ἀνθρώπου. Ἰδιαίτερα
βασανίζεται ἡ ψυχὴ ποὺ ὑποβάλλεται ἑκούσια στὴν ἐξουσία του καὶ ἀναγνωρίζει σὰν ἀλήθεια
τὸ θανάσιμο ψεῦδος του. Γιατὶ ὁ διάβολος, προκειμένου νὰ μᾶς ἐξαπατήσει καὶ νὰ μᾶς
καταστρέψει, μᾶς παρουσιάζει τὸ ψεύδος του καλυμμένο μὲ τὸ προσωπεῖο τῆς ἀλήθειας.
«Νήψατε, γρηγορήσατε», μᾶς ἐπισημαίνει ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος Πέτρος. «Ὁ ἀντίδικος ὑμῶν
διάβολος ὡς λέων ὠρυόμενος περιπατεῖ ζητῶν τίνα καταπίῃ. ᾯ ἀντίστητε (σ.σ.: Ἀντισταθεῖτε
του, λοιπόν,) στερεοὶ τῇ πίστει» (Α´ Πέτρ. Ε΄,8-9).
Μὲ ποιά ὅπλα μᾶς πολεμάει ὁ πεσμένος ἄγγελος; Κυρίως μὲ τοὺς ἁμαρτωλοὺς λογισμοὺς
καὶ τὶς ἁμαρτωλὲς φαντασίες. Φεύγει τρέχοντας, πάντως, ἀπ᾽ ὅσους ἀντιστέκονται σθε-
ναρά. Ὅσους, ἀπεναντίας, μὴν ἀναγνωρίζοντάς τον, τοῦ δείχνουν ἐμπιστοσύνη καὶ
ἀνοίγουν συζήτηση μαζὶ του, τοὺς ταράζει, τοὺς βασανίζει καὶ τοὺς καταστρέφει. Ὄντας
ἀνίκανος γιὰ πνευματικοὺς λογισμοὺς, καθὼς σέρνεται στὴ γῆ, παρουσιάζει σ᾽ ἐμᾶς τὸν
μάταιο τοῦτο κόσμο γεμάτο ὀμορφιὲς καὶ ἡδονές, ἐνῶ συνάμα μᾶς παρακινεῖ στὴν ἐκπλή-
ρωση ἀπραγματοποίητων ὀνείρων. Μᾶς ἐμπνέει τὴν ἐπιθυμία τῆς ἐπίγειας δόξας, τὴν
ἐπιθυμία τοῦ πλούτου, τὴν ἐπιθυμία τοῦ χορτασμοῦ τῆς κοιλιᾶς, τὴν ἐπιθυμία προπάντων,
τῶν σαρκικῶν ἡδονῶν, τῶν ὁποίων, σύμφωνα μὲ μία εὐχὴ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, εἶναι ὄχι
ἁπλῶς μέτοχος ἀλλὰ γεννήτορας, ἂν καὶ δημιουργήθηκε πνεῦμα ἄσαρκο. Ὅλα αὐτὰ μᾶς τὰ
προτείνει σὲ ρεμβασμοὺς καὶ ὀνειροπολήσεις, δείχνοντάς μας συγχρόνως καὶ τὰ ἄνομα μέσα
μὲ τὰ ὁποῖα θὰ τὰ πραγματοποιήσουμε. Ἐπιπλέον, ἀπὸ καιρὸ σὲ καιρὸ μᾶς ρίχνει σὲ λύπη,
σὲ ἀκηδία, σὲ μελαγχολία, σὲ ἀπελπισία. Κοντολογίς, συνεχῶς ἐργάζεται γιὰ τὴν καταστροφή
μας, εἴτε ἀπροκάλυπτα, ἐξωθῶντας μας σὲ ὁλοφάνερη ἁμαρτία, εἴτε συγκαλυμμένα, ὑποκι-
νῶντας μας στὴ διάπραξη ἁμαρτίας κρυμμένης πίσω ἀπὸ τὸ προσωπεῖο τῆς ἀρετῆς. Σὲ
κάθε περίπτωση, πάντως, χρησιμοποιεῖ τὸ δόλωμα τῆς ἀπολαύσεως.
«Αὕτη ἐστὶν ἡ νίκη ἡ νικήσασα τὸν κόσμον, ἡ πίστις ἡμῶν – Νὰ πῶς μποροῦμε νὰ νικᾶμε
τὸν κόσμο: μὲ τὴν πίστη μας», μᾶς λέει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος (Α´ Ἰωάν. Ε΄,4). Ἡ
πίστη, τὸ ὅπλο μὲ τὸ ὁποῖο νικᾶμε τὸν κόσμο, εἶναι συγχρόνως καὶ τὸ ὅπλο μὲ τὸ ὁποῖο
νικᾶμε τὰ πονηρὰ πνεύματα. Ποιός, βλέποντας μὲ τὰ μάτια τῆς πίστεως τὴν αἰωνιότητα
ποὺ ἔχει ἐξαγγελθεῖ ἀπὸ τὸν Θεό, δὲν θὰ καταφρονήσει τὰ πρόσκαιρα ἐγκόσμια
ἀγαθά; Ποιός, ὄντας ἀληθινὸς μαθητὴς τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, θὰ θελήσει νὰ
καταπατήσει τὶς ἅγιες ἐντολές Του γιὰ κάποιαν ἁμαρτία, ἡ ὁποία, πρὶν διαπραχθεῖ, φαίνεται
εὐχάριστη καί, ἀφοῦ διαπραχθεῖ, ἀποδεικνύεται πικρὴ καὶ θανάσιμη; Ποιάν ἐπιρροὴ μπορεῖ
νὰ ἀσκεῖ στὸν μαθητὴ τοῦ Χριστοῦ ἡ ἑλκυστικὴ εἰκόνα τῶν ἐπίγειων ἀγαθῶν καὶ ἡδονῶν ἤ,
ἀντίθετα, ἡ φοβερὴ εἰκόνα τῶν ἐπίγειων κακῶν καὶ θλίψεων, ποὺ τὶς ζωγραφίζουν στὸν νοῦ
του τὰ πονηρὰ πνεύματα γιὰ νὰ τὸν ρίξουν, ἀντίστοιχα, στὴν ἀσωτία ἢ στὴν ἀπόγνωση, ὅταν
ὁ πανίσχυρος λόγος τοῦ Θεοῦ ἔχει ἀποτυπώσει ἀνεξάλειπτα στὴν ψυχή του τὴ μεγαλειώδη
εἰκόνα τῆς αἰωνιότητας; Μπροστὰ σ᾽ αὐτὴ τὴν εἰκόνα, κάθε γήινη εἶναι μηδαμινή.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος, ἐξαγγέλλοντας ὅτι μὲ τὴν πίστη μας νικᾶμε τὸν κόσμο,

6 ΘΗΒΑ·Ι·ΚΗ ΦΩΝΗ
χαιρετίζει τοὺς μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ ποὺ τὸν νίκησαν, νικώντας τὸν σατανᾶ καὶ τὰ δαιμόνιά
του: «Γράφω ὑμῖν, νεανίσκοι (σ.σ.: δηλαδὴ νέοι), ὅτι νενικήκατε τὸν πονηρόν» (Α´ Ἰωάν.
Β΄,13). Νέοι ἀποκαλοῦνται ἐδῶ οἱ Χριστιανοὶ ποὺ ἀνακαινίστηκαν ἀπὸ τὴ θεία χάρη. Ὅταν
ὁ μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ δείξει ἀνδρεία καὶ σταθερότητα στὸν πόλεμο μὲ τὰ πονηρὰ πνεύματα,
τότε ἔρχεται στὴν ψυχή του ἡ θεία χάρη καὶ τοῦ χαρίζει τὴ νίκη· τότε «ἀνανεώνεται σὰν τοῦ
ἀετοῦ ἡ νεότητά του» (Πρβλ. Ψαλμ. ΡΒ΄,5), ἡ ἀγέραστη ἐκείνη νεότητα μὲ τὴν ὁποία ὁ ἄν-
θρωπος στολίστηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ κατὰ τὴν πλάση του καὶ τὴν ὁποία ἔχασε μετὰ τὴν ἑκούσια
πτώση του.
«Μὴ ἀγαπᾶτε τὸν κόσμον», λέει πάλι ὁ ἅγιος Ἰωάννης, «μηδὲ τὰ ἐν τῷ κόσμῳ. Ἐάν τις
ἀγαπᾷ τὸν κόσμον, οὐκ ἔστιν ἡ ἀγάπη τοῦ Πατρὸς ἐν αὐτῷ (σ.σ.: δὲν ἔχει μέσα του τὴν
ἀγάπη γιὰ τὸν Πατέρα)· ὅτι πᾶν τὸ ἐν τῷ κόσμῳ, ἡ ἐπιθυμία τῆς σαρκὸς καὶ ἡ ἐπιθυμία τῶν
ὀφθαλμῶν καὶ ἡ ἀλαζονεία τοῦ βίου, οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ Πατρός, ἀλλ᾿ ἐκ τοῦ κόσμου ἐστί. Καὶ
ὁ κόσμος παράγεται (σ.σ.: παρέρχεται) καὶ ἡ ἐπιθυμία αὐτοῦ (σ.σ.: καὶ μαζί του ὅλα ὅσα
ἐπιθυμοῦν οἱ ἄνθρωποι νὰ κατέχουν μέσα σ᾽ αὐτόν)· ὁ δὲ ποιῶν τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ μένει
εἰς τὸν αἰῶνα» (Α΄ Ἰωάν. Β΄,15-17).
Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί! Γιατί νὰ μὴ νικήσουμε κι ἐμεῖς τὸν κόσμο καὶ τὸν ἄρχοντά του; Τοὺς
νίκησαν ἄνθρωποι σὰν κι ἐμᾶς, ἄνθρωποι ντυμένοι μὲ σάρκα, ἄνθρωποι φορτωμένοι μὲ τὶς
ἀδυναμίες τῆς μεταπτωτικῆς τους φύσεως. Τοὺς νίκησαν ὄχι μόνο ρωμαλέοι ἄνδρες, ἀλλὰ
καὶ ἐξασθενημένοι γέροι καὶ ἀδύναμες γυναῖκες καὶ μικρὰ παιδιά. Ἡ δική τους νίκη στερεῖ
ἀπὸ τὴν ἐνδεχόμενη δική μας ἧττα κάθε ἐλαφρυντικό. Μπροστὰ σ᾽ ἐκείνους βρισκόταν
ὁ ἴδιος κόσμος μὲ τὰ θέλγητρά του. Δίπλα σ᾽ ἐκείνους σέρνονταν τὰ ἴδια φίδια, προσπα-
θῶντας μὲ κάθε τρόπο νὰ τραβήξουν τὶς ψυχές τους στὸ χῶμα. Μὰ ὁ νοῦς καὶ ἡ καρδιά τους
ἦταν στὸν οὐρανό. Μὲ τὴ νηστεία, ἄλλωστε, εἶχαν κάνει τὸ πνεῦμα τους ἱκανὸ νὰ πα-
ραμένει σὲ συνεχῆ νήψη καὶ ἐγρήγορση, νὰ ἀντιλαμβάνεται ἔγκαιρα καὶ νὰ παρα-
κολουθεῖ ἀκοίμητα τὰ τεχνάσματα τοῦ διαβόλου. Ἐλαφρωμένο ἀπὸ τὴ νηστεία τὸ πνεῦμα
τους, ὅπως καὶ τὸ σῶμα τους, προσκολλήθηκε στὸν Κύριο μὲ τὴν καθαρὴ καὶ ἀδιάλειπτη
προσευχή, ἔλαβε τὴ θεία βοήθεια καὶ μ᾽ αὐτὴ νίκησε τὸν κόσμο καὶ τὰ πονηρὰ πνεύματα.
Γιατὶ μὲ τὴν προσευχὴ ἀποκτᾶται καὶ ἐνισχύεται ἡ πίστη, ποὺ ταυτίζεται μὲ τὴν «παρρησία
πρὸς τὸν Θεό», ὅπως διδάσκει ἐμπειρικὰ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος (Βλ. Α´ Ἰωάν. Ε΄,14).
Μ᾽ αὐτὴ τὴν πίστη οἱ δίκαιοι βλέπουν τὸν ἀόρατο Θεό, ὅπως γράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος
(Βλ. Ἑβρ. ΙΑ΄,27). Καὶ μὲ τὴ θέαση τοῦ Θεοῦ, φυσικά, ὁ πρόσκαιρος κόσμος χάνεται ἀπὸ τὰ
μάτια μας, γίνεται σὰν ἀνύπαρκτος. Ἔτσι, ὁ ἄρχοντάς του δὲν ἔχει ποὺ νὰ στηριχθεῖ γιὰ νὰ
μᾶς πολεμήσει. «Νὰ εἶστε νηφάλιοι καὶ ἄγρυπνοι», μᾶς ἐπισημαίνει ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος
Πέτρος. «Ὁ ἀντίπαλός σας ὁ διάβολος περιφέρεται σὰν λιοντάρι ποὺ βρυχᾶται, ζητῶντας
κάποιον νὰ καταβροχθίσει. Ἀντισταθεῖτε του, λοιπόν, μένοντας ἀκλόνητοι στὴν πίστη σας»
(Α´ Πετρ. Ε΄,8-9). «Σὰν ἀσπίδα νὰ κρατᾶτε πάντοτε τὴν πίστη» (Ἐφ. ΣΤ΄, 16), τὴν ἐνεργὴ
πίστη, τὴ ζωντανὴ πίστη, τὴν εὐλογημένη πίστη. Τέτοια πίστη μπορεῖ νὰ ἔχει μόνο ὁ
ἀγωνιστὴς ἐκεῖνος τοῦ Χριστοῦ ποὺ ἑτοιμάστηκε γιὰ τὸν πόλεμο ἐναντίον τῶν πονηρῶν
πνευμάτων, ἔχοντας συγχωρέσει τοὺς ἀνθρώπους γιὰ τὰ παραπτώματά τους, δείχνοντας
δηλαδὴ εὐσπλαχνία καὶ ταπείνωση. Στὴ συνέχεια, ὁ ἀγωνιστὴς αὐτὸς μπῆκε στὸν πόλεμο
ὁπλισμένος μὲ τὴ νηστεία καὶ τὴν προσευχή. Ἀμήν. (Πηγή: Ἁγίου Ἰγνατίου Μπριατσανίνωφ,
Ἀσκητικὲς Ὁμιλίες Α΄, σελ. 161-170, ἔκδοση Ἱ.Μ. Παρακλήτου).

ΘΗΒΑ·Ι·ΚΗ ΦΩΝΗ 7
ΤΟ ΘΕΙΟΝ ΠΑΘΟΣ ΚΑΙ Η ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ ΤΟΥ

ΧΡΙΣΤΟΥ - Η ΣΥΛΛΗΨΙΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ


(μέρος 11ον) Ὑπὸ Παναγιώτου Βάλλιου, ἁγιογράφου

Καὶ πάλιν φίλτατε ἀναγνῶστα, ἂς νυκτὸς σπεύδουν νὰ καταδικάσουν τὸν


ἐπιστρατεύσωμεν τὴν γόνιμον φαντασία Κύριον, διότι βαρὺς εἶναι καὶ βλεπόμε-
μας, ἀναγιγνώσκοντας τὸ ἱερὸν κείμε- νος κατὰ τὸν σοφὸν Σολομῶντα.
νον τοῦ Εὐαγγελίου μεταφερόμενοι Ἂς μεταφερθῶμεν, λοιπόν, εἰς τὴν
ὀπισθοβατικῶς εἰς τὸν χρόνον εἰς θλιβερὰν αὐτὴν αἴθουσα τοῦ οἴκου τοῦ
τὴν θλιβερὰν ἐκείνην δίκην τοῦ Καϊάφα ὅπου εἰς τὸ ἡμίφως τῶν λύχνων
Χριστοῦ κατὰ τὴν ὁποίαν διεξάγεται ἡ παρωδία τῆς
ὁ Δημιουργὸς τοῦ παντὸς δίκης αὐτῆς ἡ ὁποία θὰ
κατεδικάζετο ἀπὸ τὸ πλά- μνημονεύεται ἀνὰ τοὺς
σμα του, ὁ ἀνεύθυνος ἀπὸ τοὺς αἰῶνας. Εὑρισκόμεθα εἰς τὸ σημεῖον
ὑπευθύνους μυρίων κολάσεων, ὁ ὅπου προσήχθησαν διάφοροι ψευ-
ἀναμάρτητος ἀπὸ τοὺς ἁμαρτω- δομάρτυρες καὶ τῶν ὁποίων ἡ μαρ-
λούς. Σὲ παρακαλῶ, λοιπόν, μὴν τυρία κατὰ τοῦ Ἰησοῦ ἀπεδείχθη
ἀναγνώσης μὲ φιλοπερίεργον διά- ψευδέστατη καὶ ἀνυπόστατος, ὅπως
θεσιν τὰ γραφόμενα ἀλλὰ ἂς ἐμβα- τὴν χαρακτηρίζει ὁ Μάρκος: «Καὶ οὐδὲ
θύνωμεν καὶ μελετήσωμεν τὰ θλι- οὕτως ἴσην ἦν ἡ μαρτυρία αὐτῶν»
βερὰ γενόμενα ἐκείνης τῆς νυκτὸς (Μάρκ. ΙΔ΄, 59). Οἱ ψευδομάρτυρες νο-
ὅπου ὁ Κύριος ἀφέθηκε εἰς χείρας μοτύπως περιέπεσαν εἰς ἀντιφάσεις μὴ
ἁμαρτωλῶν ἀνθρώπων διὰ νὰ σώση στοιχειοθετοῦντες βάσιμον κατηγορίαν.
τὸ ἀνθρώπινον γένος. Ἐνθυμεῖσθε Ἕνα, λοιπόν, ἀμερόληπτον δικαστήριον
ἄραγε, ποὺ ἀφήσαμεν τὴν προηγου- θὰ ἔπρεπε νὰ ἀθωώσῃ τὸν κατηγορού-
μένην συνέχειαν; μενον ἕνεκα ἀμφιβολιῶν, ἤ τουλάχιστον
Εὑρισκόμεθα εἰς τὸ σημεῖον ὅπου νὰ τοῦ ἐπιβάλουν μικρὰν ποινήν. Ὅμως
μετὰ ἀπὸ τὴν πρώτην ἐξέτασιν εἰς τὸν οἶκον ἀναγνῶστα μου, ἡ ἀπόφασίς των ἦτο ἤδη
τοῦ Ἄννα ὁ Ἰησοῦς κατεδικάσθη ἀτύπως. παρμένη καὶ προσπαθοῦσαν νὰ τὴν νομιμο-
Τώρα πλέον ὁδηγήθη εἰς τὸν οἶκον τοῦ ποιήσουν μὲ αὐτὴν τὴν παρωδίαν δίκην διὰ
Καϊάφα ποὺ εὑρίσκετο εἰς τὸν ἴδιον αὔλειον τὸν φόβον τοῦ λαοῦ. Ὡστόσο, ὅσο καὶ ἂν
χῶρον μετὰ τοῦ πενθεροῦ του Ἄννα, ὁ ἐπροσπάθησαν νὰ διαστρεβλώσουν τὰ γεγο-
ὁποῖος τυπικῶς ἦτο καὶ ὁ νόμιμος ἀρχιερεὺς νότα μὲ ἐγκαθέτους μάρτυρας, διεψεύσθησαν
τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. καὶ ὑπῆρχε φόβος νὰ ἐξευτελισθοῦν ἐνώπιον
Αὗται αἱ παρὰ τὸν νόμον διεξαχθεῖσαι δίκαι τῶν ὑπηρετῶν, τῶν στρατιωτῶν καὶ τῶν πα-
ἐγένοντο ἀτόπως καὶ παρανόμως κατὰ τὴν ρευρισκομένων εἰς τὴν δικαστικὴν αἴθουσαν.
νυχτερινὴν περίοδον, καὶ ὡς ἀπαίσια νυκτό- Ἐπιπλέον ἦσαν ἀναγκασμένοι ἐκ τῶν πρα-
βια θηρία ἐξῆλθον οἱ ἁμαρτωλοὶ ἀπὸ τὰς γμάτων νὰ προβάλλουν κάποιαν αἰτίαν εἰς
σκοτεινὰς φωλεὰς των, προκειμένου νὰ κα- τὸν λαὸν διὰ τὴν καταδικαστικήν των ἀπό-
τασπαράξουν τὸ ἄμωμον ἀρνίον. Δέν ἄντεξαν φασιν. Ἡ μεγαλειώδης σιωπὴ τοῦ Ἰησοῦ, ἡ
τὸ φῶς τῆς ἡμέρας κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς εὐγλωττοτέρα πάσης ὑπερασπιστικῆς ἀπο-
ὁποίας, σύμφωνα μὲ τὰς νομικὰς διατάξεις, λογίας, κατεβάρυνε καὶ ἐξερέθιζε τὸν ἀρχιρα-
ἔπρεπε νὰ διεξάγονται οἱ δίκες, ἀλλὰ ἐκτά- διοῦργο καὶ δόλιο Καϊάφα καθὼς καὶ τοὺς
κτως καὶ παρανόμως ὑπὸ τὸ σκότος τῆς ἄλλους δικαστὰς, οἱ ὁποῖοι ἵσταντο ἄφωνοι

8 ΘΗΒΑ·Ι·ΚΗ ΦΩΝΗ
διακατεχόμενοι ἀπὸ μεγίστην ἀμηχανίαν. καρία σιωπὴ τοῦ Ἰησοῦ! Ἐσὺ ποὺ ἀνέδειξες
Ἀνέμενον ἀπὸ τὸν Ἰησοῦν ἔστω καὶ ἕναν πανσόφους τοὺς ἁλιεῖς μαθητάς Σου, εἰπὲ
λόγον προκειμένου νὰ τὸν λάβουν ὡς ἔρει- λόγον ὑπερασπίσεως τοῦ ἑαυτοῦ Σου. Ἐσὺ
σμα καὶ νὰ τὸ διαστρεβλώσουν κατὰ τὸ δο- «ὁ ἐπιβλέπων ἐπὶ τὴν γῆν καὶ ποιῶν αὐτὴν
κοῦν. Ὅμως ὁ Κύριος δὲν διέκοψεν αὐτὴν τὴν τρέμειν» (Ψαλ. ΡΓ΄, 32), ἐπιδεικνύεις ἀδυ-
μελαγχολικὴν σιωπὴ του, ὥστε νὰ δώση ἀ- ναμίαν, ὑπομένοντας τοιαύτην ταπείνωσιν;
φορμὴ εἰς τοὺς δικαστάς Του. Τότε ὁ κάκιστος «Καιρός τοῦ σιγᾶν καὶ καιρός τοῦ λαλεῖν»
Καϊάφας μὴ δυνάμενος νὰ συγκρατήση τὸ (Ἐκκλ. Γ΄, 7).
ἄσπονδον μίσος του κατὰ τοῦ Ἰησοῦ καὶ μὴν Ὦ! μεγαλειώδης σιωπὴ τοῦ Ἰησοῦ εὐγλωτ-
ἀντέχοντας αὐτὴν τὴν ἀμηχανίαν ὅπου εἶχεν τοτέρα πάσης ἄλλης ἀπολογίας! Πρὸς τί, λοι-
περιέλθη, «Ἀναστὰς ὁ ἀρχιερεὺς (Καϊάφας) πόν, νὰ διακόψη τὴν ἠχηρὰν αὐτὴν σιωπὴν
εἰς τὸ μέσον ἐπηρώτα τὸν Ἰησοῦν λέγων οὐκ Του; Ὁ Ἰησοῦς ἐσιώπα διότι ἀνωφελὴς θὰ ἦτο
ἀποκρίνη οὐδέν; «Τί οὗτοι σου καταμαρτυ- ἡ ἀπολογία Του. Ὁ Ἰησοῦς ἐσιώπα καὶ τὰ στό-
ροῦσιν;» (Μάρκ. ΙΔ΄, 60). ματα τῶν μοχθηρῶν δικαστῶν Του ἐσίγησαν
Τὸ «ἀναστὰς» ἀναγνῶστα μου, σημαίνει ἀναμένοντας λόγον ὡς ἀφορμὴ διαστρεβλώ-
ὅτι ὅλοι οἱ δικασταὶ ἦσαν καθήμενοι. Τότε ὁ σεως του. Ὁ Ἰησοῦς ἐσιώπα διότι ἡ κατα-
Καϊάφας σηκώθηκε ἀποτόμως κατέρυθρος δικαστικὴ ἀπόφασις ἦτο προαποφασισμένη.
ἀπὸ ὀργὴν καὶ θυμὸν διότι θὰ ἐκινδύνευε νὰ Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος σχολιάζει τὸ σημεῖον
καταδικάση τὸν Κύριον ἔστω καὶ μὲ τὰς ψευ- οὕτως: «Ἀνώφελα θὰ ἦσαν τὰ ὅσα θὰ ἔλεγεν
δεῖς μαρτυρίας τῶν ἐγκαθέτων ψευδομαρτύ- εἰς τὴν ἀπολογίαν Του ἐφ᾽ὅσον κανείς δὲν θὰ
ρων. Μὲ ἄκρως ἐντυπωσιακὸν τρόπον ἐση- τὰ ἤκουε καὶ δὲν θὰ τὰ ἐπρόσεχε. Διότι καὶ
κώθηκεν ἀποτόμως καὶ ἐπῆγεν εἰς τὸ μέσον μόνον κατὰ τὸ σχῆμα ἦτο ἐκεῖνο δικαστήριον,
τῆς αἰθούσης ὥστε νὰ γίνεται ἀκουστὸς ἀπὸ εἰς τὴν πραγματικότητα ὅμως ἦτο ἔφοδος
τοὺς πάντες καὶ μὲ στεντόρεια φωνή ἀγα- ἀπὸ ληστὰς οἱ ὁποῖοι ἐξῆλθον προερχόμενοι
νακτήσεως εἶπε τὰ ἀνωτέρω προκαλῶντας ἀπὸ τὰς ὁδούς καὶ σπήλαια» (Μετάφρασις).
θάμβος τόσο εἰς τοὺς λοιποὺς δικαστάς ὅσο Ἐγνώριζε, λοιπόν, «ὁ ἐτάζων καρδίας καὶ νε-
καὶ εἰς τοὺς παρευρισκομένους εἰς τὴν αἴθου- φρούς» (Ψαλ. Ζ΄, 10) τῶν ἀνθρώπων ὅτι αἱ
σαν. Μὲ τὴν ἠχηρὰν καὶ βροντώδη φωνή του καρδίαι των ἦσαν σκληρότεροι τῶν λίθων, καὶ
καὶ ἀπὸ τὴν ἀρχιερατική του θέσιν μὲ τὴν ἦσαν ἀνεπίδεκτοι μεταμέλειας. Πρὸς τί, λοι-
ὁποία ἐπεβλήθη καὶ εἰς τοὺς ἄλλους δικα- πόν, νὰ πῆ λόγον ὑπερασπίσεώς Του; Τὴν
στάς, δὲν ἐπτόησε τὴν ἠρεμία τοῦ Ἰησοῦ «Ὁ στιγμὴν αὐτὴν προέβλεψε ὁ προφητάναξ
δὲ (Ἰησοῦς) ἐσιώπα καὶ οὐδὲν ἀπεκρίνατο» Δαυὶδ ἀπὸ τὰ βάθη τῶν αἰώνων καὶ τὴν κατέ-
(Μάρκ. ΙΔ΄,61). Τὸ ἴδια ἀναφέρει καὶ ὁ Ματ- γραψε οὕτως: «Ἐγὼ (ὁ Ἰησοῦς) δὲ ὡσεὶ κω-
θαῖος (Ματθ. ΚΣΤ΄,63). φὸς οὐκ ἤκουον καὶ ὡσεὶ ἄλαλος οὐκ ἀνοίγων
Η ΣΙΩΠΗ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ τὸ στόμα αὐτοῦ· καὶ ἐγενόμην ὡσεὶ ἄνθρω-
Πολλοὶ ἄνθρωποι μὴ ἔχοντας ἐπιχειρήματα πος οὐκ ἀκούων καὶ οὐκ ἔχων ἐν τῷ στόματι
εἰς μίαν λεκτικὴν ἀντιπαράθεσιν ὑψώνουν τὸν αὐτοῦ ἐλεγμούς (λόγους)» (Ψαλ. ΛΖ΄, 14-15).
τόνον τῆς φωνῆς των προκειμένου νὰ ὑπε- Φίλε ἀναγνῶστα, ἡ χρήσις τῆς σιωπῆς γί-
ρισχύσουν. Τὸ αὐτὸ ἔκαμε καὶ ὁ Καϊάφας· νεται εἰς τὰ δικαστήρια ὅταν ὁ κατηγορούμε-
ἐχρησιμοποίησεν τὸν ἔντονον τόνον τῆς φω- νος βλέπει ὅτι τὰ πειστήρια τοῦ ἐγκλήματός
νῆς του καθὼς καὶ τὴν ἀρχιερατική του ὑπό- του εἶναι ἀνυπέρβλητα καὶ οὕτως ἡ ἐνοχή του
στασιν διὰ νὰ προκαλέση φόβον τάχα εἰς τὸν σφραγίζει τὸ στόμα ἀκόμα καὶ τοῦ μεγαλυτέ-
Κύριον. Ὅμως ὁ Ἰησοῦς δὲν ἐθορυβήθη ἀπὸ ρου ρήτορος. Ὅμως ἡ σιωπὴ τοῦ Ἰησοῦ δὲν
τὰς κραυγὰς τοῦ ἀρχιερέως ἴσως καὶ νὰ μὴν προήρχετο ἐκ τοιαύτης κατηγορίας, διότι δὲν
τὸν κοίταξε τελείως, ἀλλὰ «ἐσιώπα». Ὦ μα- διέπραξε τὸ παραμικρόν πταῖσμα· διότι ὑ-

ΘΗΒΑ·Ι·ΚΗ ΦΩΝΗ 9
πῆρξε ἀθῶος κατὰ τὴν ἀπόλυτον ἔννοιαν καὶ θὰ ἀποτελοῦσε μεγίστην κατηγορίαν διότι
μὲ αὐτοπεποίθησιν μᾶς παρέχη τὴν μαρτυρία ἐθεωρεῖτο μεγάλη βλασφημία καὶ ἐτιμωρεῖτο
διὰ τὸν ἑαυτόν Του: «Τίς ἐξ ὑμῶν ἐλέγχει με μὲ ποινὴ θανάτου.
περὶ ἁμαρτίας;» (Ἰωάν. Η΄, 46). Ἡ γαλήνια Γνωρίζοντας τὴν Γραφὴ καλέ μου ἀναγνῶ-
σιωπὴ τοῦ Ἰησοῦ δὲν προήρχετο ἀπὸ ἀπο- στα, σοῦ ὑπομιμνήσκω ὅτι, ὅταν ἐδίδασκεν ὁ
δοχὴν τῆς ἐνοχῆς Του ἤ ἀπὸ ἀδυναμίαν ἐπι- Ἰησοῦς καὶ οἱ Ἰουδαῖοι μεταξὺ ἄλλων ἐπικαλέ-
χειρημάτων. Αὐτὸ διότι, ὅταν ὁ Ἴδιος ἐδίδα- σθησαν μὲ κομπασμὸ τὴν καταγωγή των ἀπὸ
σκε καὶ γενομένων συζητήσεων τοῦ ὑπέβα- τὸν Ἀβραάμ, «σπέρμα Ἀβραάμ ἐσμεν» (Ἰω.
λον πονηρά ἐρωτήματα ὥστε νὰ τὸν παγιδεύ- Η΄, 33), «ὁ πατὴρ ἡμῶν Ἀβραάμ ἐστι» (Ἰωάν.
σουν ἐν λόγῳ, τότε ὅλοι ἐκεῖνοι ἐγελοιοποιή- Η΄, 39), τότε ἀπεκάλυψε ὅτι εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ
θησαν ἀπὸ τὰς ἀποστομωτικὰς ἀπαντήσεις Θεοῦ λέγοντας: «Πρὶν Ἀβραὰμ γενέσθαι ἐγώ
τοῦ Ἰησοῦ καὶ δὲν ἐτόλμησαν πλέον νὰ ἀντι- εἰμι (ὑπῆρχα)» (Ιωάν. Η΄, 58). Τότε, ἀγανακτι-
παρατεθοῦν μετ᾽ Αὐτοῦ. Ὅμως ἀναγνῶστα σμένοι, ἔλαβον λίθους προκειμένου νὰ τὸν λι-
μου, ἐὰν τὰ λόγια τοῦ Κυρίου σιωποῦν, βρο- θοβολήσουν διὰ τὴν ὑποτιθέμενη βλασφη-
ντοφωνάζουν τὰ ἄπειρα θαύματα καὶ αὐτό- μίαν Του. Γνωρίζοντας αὐτὰ ὁ ἀρχιραδιοῦρ-
κλητα γίνονται μάρτυρες ὑπερασπίσεως τοῦ γος ἀρχιερέας Καϊάφας τοῦ ἔκανε αὐτὴν τὴν
σιωπῶντος Κυρίου. Ἀλλὰ εἰς μάτην. ἐρώτησιν. Ἐπιτακτικὴ εἶναι πλέον ἡ ἀνάγκη ὁ
Η ΔΟΛΙΟΤΗΣ ΤΟΥ ΚΑΪΑΦΑ Κύριος νὰ διακόψη τὴν σιωπὴ Του. Ἐὰν συ-
Κάθιδρος ὁ Καϊάφας καὶ ἐρυθραίνων τὸ νέχιζε νὰ σιωπᾶ ἦτο σὰν νὰ ἀπαρνιόταν τὴν
πρόσωπό του ἀπὸ τὴν ἔντασιν, εὑρισκόμενος Θεϊκή Του ἰδιότητα, ἐὰν ὁμολογοῦσε ὅτι ἦτο ὁ
εἰς μεγίστην ἀπορίαν εἰς τὸ τὶ νὰ πράξη προ- Υἱὸς τοῦ Θεοῦ τότε σύμφωνα μὲ τὸν νόμον
κειμένου νὰ κάνη τὸν Ἰησοῦν νὰ ὁμιλήση καὶ θὰ ἔπρεπε νὰ θανατωθῆ. Διὰ τοῦτο τοῦ ἔκανε
νὰ διαστρεβλώση δολίως τοὺς λόγους του, ἐκείνην τὴν πονηρὰν ἐρώτησιν ὥστε νὰ τὸν
καὶ νὰ ἐπιτύχη τὸ ποθούμενον, ἀπεύθυνε τὸ ἀναγκάση νὰ ὁμολογήση τὴν Θεϊκή του ταυ-
ἐξῆς ἐρώτημα πρὸς τὸν Κύριον. «Ἐξορκίζω τότητα καὶ νὰ λάβη τὴν ἀφορμὴν τῆς καταδί-
σε κατὰ τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος ἵνα ἡμῖν εἴπῃς, κης Του. Ὅμως ὁ Ἰησοῦς εἰς οὐδὲν ἐμετεώ-
εἰ σὺ εἶ (ἐὰν ἐσὺ εἶσαι) ὁ Χριστὸς ὁ Υἱὸς τοῦ ρισε τὴν ἀπάντησίν Του καὶ εὐθέως ἔδωσε
Θεοῦ» (Ματθ. ΚΣΤ΄, 63). Πονηρὰ ἡ ἐρώτησίς ἠχηρὰν ἀπάντησιν. «Λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· σὺ
του εἰς τὴν ὁποίαν ὁ Ἰησοῦς ἐπεβάλετο νὰ εἶπας. Πλὴν λέγω ὑμῖν, ἀπ’ ἄρτι ὅψεσθε τὸν
διακόψη τὴν σιωπὴ Του ἀμέσως καὶ νὰ δώση Υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου καθήμενον ἐκ δεξιῶν τῆς
τὴν ὀφειλομένην ἀπάντησιν. Τὶ τοῦ εἶπε λοι- δυνάμεως καὶ ἐρχόμενον ἐπὶ τῶν νεφελῶν
πόν: Τοῦ ζητᾶ ἐνόρκως (σὲ ἐξορκίζω κατὰ τοῦ τοῦ οὐρανοῦ» (Ματθ. ΚΣΤ΄, 64).
Θεοῦ τοῦ ζῶντος) διότι ἡ μαρτυρία Του αὐτὴ Ξενίζη τὸν καλὸν ἀναγνώστην ὅτι δὲν
θὰ εἶχε μεγαλυτέραν βαρύτητα νομίζοντας ὅτι ἔφταναν οἱ δύο αὐτὰς λέξεις τὸ «Σὺ εἶπας».
μ᾽αὐτὸν τὸν τρόπον θὰ φέρει εἰς δυσκολοτά- Πρὸς τί, λοιπόν, τὸ ἑπόμενον χωρίον ὅπου
την θέσιν τὸν Κύριον καὶ θὰ ἀναγκασθῆ νὰ περιγράφη τὸν ἐρχομόν Του ἐπὶ τῶν νεφελῶν
ἀνοίξη τὸ στόμα Του νὰ εἴπη λόγον. Πρόσεξε κατὰ τὴν Δευτέραν Παρουσίαν ὡς Κριτὴν τῶν
ἀναγνῶστα μου, δὲν τοῦ ζητεῖ νὰ τὸν διαβε- πάντων; Πρὸς τί, λοιπόν, αὕτη ἡ ἀποκάλυψις
βαιώση ἐὰν εἶναι ὁ Χριστός, διότι ἐκεῖνο δὲν εἰς ὦτα μὴ ἀκουόντων; Μήπως ἔδωσε τὰ ἅγια
εἶχε καμίαν σημασίαν, ἐφ᾽ὅσον ὅλοι οἱ ἱερεῖς (λόγια) τοῖς κυσί (εἰς τοὺς σκύλους) ἐνῶ προ-
καὶ οἱ ἀρχιερεῖς καὶ αὐτὸς ὁ Καϊάφας ἀλλὰ καὶ έτρεπε τοὺς ἀκροατὰς τῆς διδασκαλίας Του
οἱ βασιλεῖς ἀκόμα ὠνομάζοντο κατὰ χάριν νὰ ἀποκρύπτουν τὴν ἀξία των ἀλλὰ καὶ ὁ
«Χριστοὶ Κυρίου». Ὅμως ὁ δόλιος Καϊάφας ἴδιος παραβολικῶς τοὺς ὁμιλοῦσε; Πρὸς τί,
προσέθεσε καὶ τὸ «ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ», ἐπειδὴ λοιπόν, αὕτη ἡ πνευματικὴ ἀποκάλυψις ποὺ
αὐτὸ προσδιόριζε τὴν θείαν καταγωγή Του καὶ δὲν δύνανται νὰ τὴν ἐκτιμήσουν; Αὐτονόητη

10 ΘΗΒΑ·Ι·ΚΗ ΦΩΝΗ
εἶναι ἡ ἀπάντησις ἀναγνῶστα μου. Ἐκείνην Χριστιανοὺς ποὺ ἐθυσίασαν τὴν ζωήν των διὰ
τὴν στιγμὴν δὲν ὁμιλοῦσε μόνον εἰς αὐτοὺς τὸ πανάγιον ὄνομά Του. Τό ὄνομα Του αὐτὸ
τοὺς ἀσεβεῖς, ἀλλὰ διαχρονικῶς ἀνὰ τοὺς θὰ ἀποτελῆ ἀνὰ τοὺς αἰῶνας τὸ «σημεῖον
αἰῶνας διὰ τῶν Εὐαγγελίων εἰς τὸ ἀναρίθ- ἀντιλεγόμενον» σύμφωνα μὲ τὴν προφητεία
μητον πλῆθος τῶν Χριστιανῶν ποὺ δύνανται τοῦ Ἁγίου Συμεών τοῦ Θεοδόχου (Λουκ. Β΄,
νὰ ἐκτιμήσουν τὰ ὑπέροχα αὐτὰ λόγια τοῦ Κυ- 34).
ρίου. Ὡστόσο, ὅπως τὸ φῶς ζωογονῆ τοὺς Μὰ ἂς ἐπιστρέψωμεν. Μὲ τὸ ἄκουσμα αὐτῆς
ὑγιεῖς καὶ βλάπτει τοὺς κακῶς ἔχοντας τὴν τῆς ἀπρόσμενης ἀπαντήσεως τοῦ Κυρίου τὸ
ὑγείαν τοῦ σώματός των, οὕτω πῶς καὶ ἡ κλίμα ἠλεκτρίσθηκε ἐντόνως. Τότε ὁ στυγερὸς
πνευματικὴ ρῆσις τοῦ Κυρίου ἐξερέθισε εἰς ἔτι ἀρχιερεὺς λαμβάνει τὴν ἀνέλπιστον εὐκαιρία,
μάλλον τοὺς πνευματικῶς κακῶς ἔχοντας. μόλις ἤκουσε τὴν ἀπάντησιν τοῦ Κυρίου καὶ
Κατ᾽ἀρχὴν ἐξερέθισε τὸν Καϊάφα μὲ τὴν συ- ἀναφώνησε μὲ βροντώδη φωνή: «Τότε ὁ ἀρ-
γκεκριμένην φράσιν Του «Σὺ εἶπας»· δηλαδὴ χιερεὺς διέρρηξε τὰ ἱμάτια αὐτοῦ λέγων ὅτι
ἑσὺ Καϊάφα ὁμολόγησες ὅτι ἐγὼ εἶμαι ὁ ἐβλασφήμησε· τί ἔτι χρείαν (ἀνάγκη) ἔχομεν
Χριστὸς ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι, λοιπόν, ὅπως μαρτύρων; ἴδε νῦν ἠκούσατε τὴν βλασφημίαν
ἀνοήτως διετύπωσε τὴν ἐρώτησιν του,ὁ Καϊά- αὐτοῦ· τί ὑμῖν δοκεῖ; Οἱ δὲ ἀποκριθέντες
φας ἔπεσε εἰς τὴν ἰδίαν παγίδα. Ὁ δὲ Μάρκος εἶπον· ἔνοχος θανάτου ἐστί» (Ματθ. ΚΣΤ΄, 65-
σαφέστατα περιγράφη τὴν ἀπάντησιν τοῦ 66).
Ἰησοῦ λέγοντας ὅτι «Ἐγώ εἰμι» (Μάρκ. ΙΔ΄, Λέγοντας αὐτὰ ἀναγνῶστα μου ὁ Καϊάφας
62). Μὲ τὰς δύο αὐτὰς μικράς λέξεις ὁ Κύριος ἔσχισε τὰ ρούχα Του! Πρὸς τὶ αὐτὸ; Συνήθειαν
διακηρύττει ἀνὰ τοὺς αἰῶνας τὴν Θεϊκήν του εἶχον τὴν ἐποχὴν ἐκείνην πρὸς ἔνδειξιν ζωη-
ἰδιότητα, ὅτι εἶναι ὁ προφητευόμενος Μεσ- ρῶν συναισθημάτων νὰ διαρρηγνύουν (σχί-
σίας. Οἱ δύο αὗται μικραὶ λέξεις ἔγιναν ἄγκυ- ζουν) τὰ ἱμάτιά των, διὰ μὲν τοὺς ἀρχιερεῖς ἐκ
ρα ἐλπίδος πρὸς ὅλους τοὺς διωκόμενους τῶν κάτω πρὸς τὰ ἄνω, διὰ δὲ τοὺς ἱερεῖς καὶ
λαϊκοὺς μὲ ἀντίστροφη φορά· καὶ τὰ σχι-
σμένα αὐτὰ ἱμάτια δὲν ἔπρεπε ποτὲ νὰ
ραφθοῦν ἀλλὰ νὰ πεταχθοῦν ὡς μολυ-
σμένα. Διὰ τὴν συγκεκριμένην φορὰν τὰ
ἱμάτια τοῦ Καϊάφα ἔπρεπε νὰ πεταχθοῦν
ὡς μολυσμένα τάχα μὲ τὸν μολυσμὸν τῆς
βλασφημίας. Σχετικὴ συνήθειαν εἶχον πα-
λαιότερα αἱ γυναῖκες ὅταν διακατείχοντο
ὑπὸ μεγάλου πένθους διὰ προσφιλὲς
πρόσωπον, νὰ ἐκριζώνουν τὰ μαλλιά
των.
Μὰ ἂς ἐπανέλθωμεν. Τότε ἐστράφη
πρὸς τοὺς λοιποὺς συνέδρους (δικαστὰς)
κυρίως τοὺς Γραμματεῖς, τοὺς γνώστας
τοῦ Νόμου, λέγοντας : «Τί σᾶς φαίνεται;»
Καὶ ἐκεῖνοι ὡς γνῶσται τοῦ νόμου εἶπον:
«ἔνοχος θανάτου εἶναι!». Τὸ ὅτι ἔσχισε τὰ
ἱμάτιά του ἀναγνῶστα μου ἦτο πρωθύ-
στερον σχῆμα διότι θὰ ἔπρεπε πρῶτον
νὰ ἐλάμβανε τὴν ἀπόφασιν τῶν Γραμμα-
τέων καὶ μετὰ νὰ ἔσχιζε τὰ ἱμάτιά του. Αἱ

ΘΗΒΑ·Ι·ΚΗ ΦΩΝΗ 11
οὐρανομήκεις κραυγαὶ τῶν πα-
ρευρισκόμενων εἰς τὴν αἴθουσα
ὄχι τόσο ἀπὸ τὴν τάχα «βλασφη-
μίαν» τῶν λόγων τοῦ Ἰησοῦ ἀλλὰ
ἀπὸ τὴν εὐκαιρία ποὺ ἀναζητοῦ-
σαν νὰ στηρίξουν μιὰ ἀληθοφα-
νῆ αἰτία θανάτου, τοὺς ἐπροκά-
λεσεν ἀπροσμέτρητην ἀλαζονι-
κὴν χαρά, καὶ τὸ σύνθημα μετα-
λαμπαδεύετο μεταξύ των: «ἔνο-
χος θανάτου ἐστί». Σχολιάζει ὁ
Ζηγαβηνὸς τὸ σημεῖον: «Ὅπερ
καὶ ἐβούλοντο τοῦτο καὶ ἀπεφή-
νατο. Διεφθαρμένης οὖν γνώ-
μης, διεφθαρμένη καὶ ἡ ἀπόφα-
σις».
Τὸ τὶ ἐπακολούθησε ἀναγνῶ-
στα μου, ἀδυνατῆ ὁ ἀνθρώπινος νοῦς νὰ τὸ στεροι πρὸς αὐτούς. Κατόπιν θὰ συνέχισαν
κατανοήσῃ: Ὁ ἱερὸς Ματθαῖος περιγράφη οἱ ἄξεστοι βάρβαροι στρατιῶται ποὺ παρευ-
ἀκροθιγῶς τὴν στιγμὴ ἀφήνοντας τὴν γόνιμον ρίσκοντο εἰς τὴν αἴθουσαν προκειμένου νὰ
φαντασία τοῦ κάθε ἀναγνώστου καὶ σχο- ἐκτονώσουν τὰ ἀπάνθρωπα ἔνστικτά των.
λιαστοῦ νὰ φαντάζεται τὸ γεγονός. «Τότε ἐνέ- Καὶ ὁ Κύριος κατάστικτος τοῖς μώλωψι ἀπὸ τὰ
πτυσαν εἰς τὸ πρόσωπον αὐτοῦ καὶ ἐκολάφι- φοβερὰ κτυπήματα, τὰ ἐμπτύσματα, μὲ δε-
σαν αὐτόν (χτύπημα εἰς τὸ πρόσωπον), οἱ δὲ μένα τὰ χέρια, ἀδυνατῶν νὰ προφυλάξη τὸν
ἐρράπισαν (χτύπημα εἰς τὸ μάγουλο, μὲ ἠθικὸ ἑαυτόν Του ἀλλὰ καὶ μὲ δεμένα τὰ μάτια Του
πλήγμα) λέγοντες· προφήτευσον ἡμῖν, Χρι- ἤκουε μὲ μελαγχολικὴν γαλήνη τὰς εἰρωνείας
στέ, τίς ἐστιν ὁ παίσας σε (ἐκεῖνος ποῦ σε τῶν ὑπηρετῶν: «Προφήτευσέ μας Χριστὲ
ἐκτύπησε);» (Ματθ. ΚΣΤ΄, 67-68). Ὁ δὲ Εὐαγ- ποιός εἶναι ἐκεῖνος ποὺ σὲ ἐκτύπησε»!
γελιστὴς Μᾶρκος προσθέτει: «Καὶ οἱ ὑπηρέται Ὦ Κύριε τῆς ἀληθινῆς ἀγάπης! Πόσας
ραπίσμασιν αὐτὸν ἔβαλον» (Μάρκ. ΙΔ΄, 65). ἄραγε πυρακτωμένας δεήσεις θὰ ἐξέπεμπες
Τὸ γεγονὸς αὐτό, ποῖος δύναται νὰ τὸ εἰς τὸν οὐράνιον Πατέρα Σου προκειμένου νὰ
σχολιάσῃ ἐπακριβῶς; Μόνον διὰ τῆς φαντα- συγχωρέσῃ τοὺς πταίοντας; Ἐκεῖνο τὸ Πανά-
σίας δυνάμεθα νὰ τὸ προσεγγίσωμεν ἔστω γιον Πρόσωπο Σου ποὺ ἔλαμψεν ὑπέρ τὸν
καὶ ἀκροθιγῶς. Κατὰ πρῶτον θὰ ἔκαμαν τὴν ἥλιον εἰς τὴν Μεταμόρφωσίν Σου ἐπὶ τοῦ
ἀρχὴ τὰ μέλη τοῦ συνεδρίου· θὰ ἀσχημο- ὄρους, τώρα πλέον ὑφίσταται ἄκραν ταπεί-
νοῦσαν εἰς τὸ πρόσωπον τοῦ Ἰησοῦ, θὰ τὸν νωσιν ἀπὸ ὅλους ἐκείνους ποὺ συνωστίζο-
ἐρράπιζον, θὰ τὸν ἐξύβριζον χυδαίως ἐκτο- νται ποῖος νὰ σὲ πρωτορραπίση καὶ νὰ βλα-
νώνοντας τὸ ἄσπονδον μίσος κυρίως τὴν με- σφημήσῃ ἐναντίον Σου! Ποῖος δύναται νὰ
γάλην ἐντροπὴν ποὺ τοὺς προκάλεσαν τὰ φαντασθῇ ἔστω καὶ εἰς τὸ ἐλάχιστον τὴν εἰκό-
φοβερὰ «οὐαί» ποὺ δικαίως ἐξαπέλυσε ὁ να τοῦ προσώπου Σου τὴν ὁποίαν τὰ ἀγγε-
Ἰησοῦς πρὸ ὀλίγων ἡμερῶν κατ᾽ αὐτῶν. Εἰς λικὰ τάγματα, μὴ δυνάμενα νὰ ἀτενίσουν τὸ
τὴν συνέχειαν, ἀπροκάλυπτα πάσης δεοντο- ἀμήχανον κάλος Του, κατακαλύπτουν τὰ πρό-
λογίας, θὰ ἀνέλαβον οἱ ὑπηρέται τῶν ἀρχιε- σωπά των μὲ τὰς πτέρυγάς των; Τώρα πλέον
ρέων τὸ ἀπαίσιον ἔργον τῶν ἀρχόντων των, τὰ πάντα ὑπομένης προκειμένου νὰ
προκειμένου νὰ φανοῦν πλέον δουλοπρεπέ- διασώσῃς τὸ ἠγαπημένον πλάσμα Σου, τὸν

12 ΘΗΒΑ·Ι·ΚΗ ΦΩΝΗ
ἄνθρωπον. «Δόξα τὴν μακροθυ-
μία Σου Κύριε δόξα σοι» ἀνα-
φωνεῖ ἐκστατικός ὁ ἱερὸς ὑμνο-
γράφος.
Τὸ πόσον χρόνον ἐκτόνωναν
τὰ ἀπάνθρωπα ἔνστικτά των
ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ βασανισταὶ τοῦ
Κυρίου μας εἶναι ἀμάρτυρον. Ὁ
θλιβερὸς Καϊάφας παρατηρῶ-
ντας χαιρέκακος τὰ τεκταινόμενα
ἐξῆλθε εὔχαρις τῆς αἰθούσης πη-
γαίνοντας νὰ ἀναφέρῃ τὰ γενό-
μενα εἰς τὸν πενθερό του Ἄννα
μὲ σατανική ἱκανοποίησιν εἰς τὸ
πρόσωπό του. Ἡ ἀπόφασις τῆς
καταδίκης μὲ τὸ ἄτυπον στάδιον
τῆς δίκης ἐλήφθη. Ὅμως ἐλήφθη
παρὰ τοὺς κανονισμοὺς τοῦ νό-
μου ποὺ ἐπέβαλε ἡ δίκη νὰ διεξάγεται μὲ τὴν τίζετο μὲ ἑλληνικὰς λέξεις. Τοιουτοτρόπως, ἡ
ἔναρξη τῆς ἡμέρας καὶ μὲ τὴν ὁλομέλεια τοῦ ἑβραϊκὴ ὀνομασία «Σανχεδρίν» ἀντικαθίστα-
δικαστικοῦ συμβουλίου διὰ τόσο σοβαρὰς ντο μὲ τὴν ἑλληνικὴν «Συνέδριον». Τὸ «Συνέ-
ὑποθέσεις. Τὸ ὀλιγόωρον αὐτὸ χρονικὸν διά- δριον», λοιπόν, ἀποτελεῖτο ἀπὸ 71 μέλη καὶ
στημα ποὺ μεσολάβησε ἕως τὴν ἔναρξιν τῆς καθιερώθη ἀπὸ τὸν Θεόν εἰς τὸν Μωυσῆ κατὰ
ἐπισήμου δίκης, ποῦ εὑρέθη ὁ Κύριος; Ὁ τὴν ἔξοδον ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο (Ἀριθ. ΙΑ΄, 16).
Ἰησοῦς ὁδηγεῖται εἰς τὴν ἐνδοτέραν φυλακὴν Προεξάρχοντος τοῦ Μωυσέως ὡς τὸ 71ον
δεσμευόμενος ἀπὸ τὸ τιμωρητικὸν ξύλον μέλος, ἡ θέσις αὐτὴ ἐδίδετο διαχρονικῶς εἰς
ὅπου κατάκοπος καὶ ἄγρυπνος προϊόντος τὸν ἑκάστοτε ἀρχιερέα ποὺ εἰς τὴν προκειμέ-
τοῦ χρόνου, ἡ ἀκινητοποίησις αὐτὴ προξενῆ νην περίπτωσιν ἦτο ὁ Καϊάφας. Ἐπίσης
φρικτὸ βασανιστήριο. Σύμφωνα μὲ ἱστορικὰς ὑπῆρχε καὶ τὸ μικρὸν συνέδριον ποὺ ἀποτε-
μαρτυρίας, ἔτσι ἀκινητοποιοῦσαν τὴν ἐποχὴν λεῖτο ἀπὸ 23 μέλη καὶ ἐξήταζε ὑποθέσεις
ἐκείνην τοὺς ἐπισήμους κρατουμένους καὶ τὸ ἥσσονος σημασίας καὶ εἶχε ἔδρα εἰς τὰς
κελλὶ τῆς φυλακῆς ἐφρουρεῖτο ἄλλας πόλεις τοῦ Ἰσραήλ. Τὸ
ἀπὸ Ρωμαίους στρατιώτας μή- μεγάλο συνέδριον τῆς Ἱερου-
πως τάχα ἐπιχειρήση νὰ δρα- σαλὴμ ἦτο ἁρμόδιο νὰ ἐξετάσῃ
πετεύσῃ ὁ Κύριος. θρησκευτικὰς καὶ ἐθνικὰς ὑπο-
Εἰς αὐτὸ τὸ σημείον, ἐπιτα- θέσεις, καθὼς ἐπίσης νὰ ἀπο-
κτικὴ καθίσταται ἡ ἀνάγκη νὰ δίδῃ δικαιοσύνην εἰς διάφορα
ἀναφερθῶμεν ὀλίγον περὶ τοῦ θέματα. Τὰ μέλη τοῦ μεγάλου
συνεδρίου διὰ τὸ ὁποῖον πολ- αὐτοῦ συνεδρίου περὶ οὗ ὁ
λάκις γίνεται λόγος. Ἡ ἑβραϊκὴ λόγος, ἦσαν ἐπίλεκτα πρόσω-
ὀνομασία του εἶναι «Σανχε- πα μὲ ἔκτακτα προσόντα. Κυ-
δρίν». Ὅμως εἰς τὴν ἐποχὴν ρίαρχον θέσιν εἶχον οἱ ἱερεῖς
ἐκείνην, ποὺ ἦτο ἑλληνιστικὴ καὶ προήδρευον οἱ ἑκάστοτε
περίοδος, ἡ ἑβραϊκὴ γλῶσσα ἀρχιερεῖς. Ἐπὶ ἐποχῆς τοῦ
ἔβαινε φθίνουσα καὶ ἐμπλου- Ἡρώδου ἠνοίχθη ἡ πύλη τοῦ

ΘΗΒΑ·Ι·ΚΗ ΦΩΝΗ 13
συνεδρίου καὶ εἰς τοὺς Φαρισαίους ὡς τακτικὰ καιοι εἰς τὰς ἀποφάσεις των καὶ ἐνδιαφέροντο
μέλη, ἂν καὶ ἐκεῖνοι δὲν εἶχον τὴν εὔνοια τῶν διὰ τὴν ἀπόδοσιν τῆς δικαιοσύνης. Μεταξὺ
κυβερνώντων. Ἐπίσης ἄξιον ἀναφορᾶς εἶναι αὐτῶν ἦτο καὶ ὁ Ἰωσήφ ὁ ἀπὸ Ἀριμαθαίας,
ὅτι ἡ πλειονότης ἐκ τῶν μελῶν εἶχον τὸ φρό- ἄνδρας ἀγαθὸς καὶ δίκαιος, εὐγενοῦς κατα-
νημα τῶν Σαδδουκαίων. Ἡ ἐπίζηλος αὐτὴ γωγῆς ποὺ ἀπολάμβανε καὶ τῆς ἐκτιμήσεως
θέσις τοῦ συνέδρου ἐτιμᾶτο πολὺ ἀπὸ τὸν τοῦ Πιλάτου, ἐπίσης καὶ ὁ Νικόδημος ἄρχων
λαὸν καὶ ἀρκετοὶ ἐξηγόραζον τὴν θέσιν αὐτὴν τῶν Ἰουδαίων, διδάσκαλος τοῦ Ἰσραήλ. Ἐκεῖ-
μὴν ἔχοντας τὰ προσόντα ποὺ ἀπαιτοῦσεν ὁ νος ἦτο ποὺ πρό ὀλίγων μηνῶν, προτοῦ νὰ
θεσμὸς αὐτὸς. καταδικάσουν ἐρήμην τὸν Ἰησοῦ, ἤγειρε φω-
Ὡστόσο, ἐὰν κάποιος παραβάτης τοῦ νό- νὴν διαμαρτυρίας στηλιτεύοντας τὴν παράνο-
μου καταδικάζετο μὲ τὴν ποινὴν τοῦ θανάτου μον ἀπόφασίν των λέγοντας μεταξὺ ἄλλων:
κατὰ τοὺς χρόνους τῆς ρωμαϊκῆς κυριαρχίας, «μὴ ὁ νόμος ἡμῶν κρίνει τὸν ἄνθρωπον, ἐὰν
θὰ ἔπρεπε νὰ ὑπάρξῃ καὶ ἡ ἔγκρισις τοῦ Ρω- μὴ ἀκούσῃ παρ᾽ αὐτοῦ πρότερον, καὶ γνῷ τὶ
μαίου ἄρχοντος προκειμένου νὰ γίνῃ ἐκτε- ποιεῖ» (γνωρίση τὶ ἀποφασίση)» (Ιωάν. Ζ΄,
λεστὴ ἡ ἀπόφασις τοῦ συνεδρίου. Ἄξιον ἀνα- 51). Ἴσως καὶ μεταξὺ αὐτῶν θὰ ὑπῆρχε καὶ ὁ
φορᾶς εἶναι ὅτι ὁ Ρωμαῖος ἐπιτετραμμένος σοφὸς διδάσκαλος ὁ Γαμαλιήλ, παρὰ τοὺς
διοικητὴς ἠμποροῦσε νὰ τροποποιήση κατὰ πόδας τοῦ ὁποῖου ἐδιδάχθη τὸν νόμον ὁ
τὸ δοκοῦν τὴν ἀπόφασιν τοῦ συνεδρίου. Διὰ νεαρὸς Σαύλος (Παῦλος). Ὅμως, οἱ ἐλάχιστοι
τὸν λόγον αὐτὸν ἡ καταδικαστικὴ ἀπόφασις αὐτοὶ ἐνάρετοι σύνεδροι ποὺ ἐνδιαφέροντο
τοῦ Κυρίου δὲν θὰ ἐκτελεῖτο ἐὰν δὲν τὸ ἐνέ- διὰ τὴν ἀπόδοσιν δικαιοσύνης, δὲν ἠκούοντο.
κρινε ὁ Ρωμαῖος ἄρχοντας Πόντιος Πιλάτος. Αὐτὸ διότι οἱ πλείστοι σύνεδροι ἦσαν ἀπο-
Ἡ ἐπίσημος πλέον δίκη ἀπὸ τὸ μεγάλο συνέ- στεωμένοι (ὑπερβολικὰ ἀδύνατοι) ἀπὸ κάθε
δριον θὰ ἔπρεπε νὰ ἀρχίζῃ μὲ τὴν ἀνατολὴν εἴδους πνευματικότητα, ψεύται, ὑποκριταὶ
τοῦ ἡλίου καὶ νὰ διεκόπτετο μὲ τὴν δύσιν. Ἐὰν ποὺ τὴν ἠθικήν τους γυμνότητα τὴν ἐκάλυ-
ἐπρόκειτο διὰ θανατικὰς καταδίκας ἡ ἀπόφα- πτον μὲ ἱερατικὰς ἀμφιέσεις ἐπικαλούμενοι
σις ἐλαμβάνετο τὴν ἑπομένην ἡμέραν, προ- τὰς τιμάς τοῦ λαοῦ, καὶ πάντοτε ἐργαζόμενοι
κειμένου, σκεπτόμενοι νὰ ἀποφασίσουν κατ᾽ πρὸς τὸ ἴδιον συμφέρον. Αὐτός, λοιπόν, ὁ
ἰδίαν καὶ ἀπὸ κοινοῦ, νὰ ψηφίσουν μεγαλο- ἑτερόκλητος συρφετὸς ἀποτελοῦσε τὴν ἀπαρ-
φώνως τὴν ἀπόφασίν των. Τὰ μέλη ταύτα τοῦ τίαν τῶν συνέδρων οἱ ὁποῖοι θὰ ἐδίκαζον τὸν
συνεδρίου καὶ Βουλευταὶ ὀνομάζοντο. Ἐλά- μόνον μὴ ἔχοντα μῶμον ἐνοχῆς. Τὰ πάντα
χιστοι ἐξ αὐτῶν ὑπῆρξαν ἀδέκαστοι καὶ δί- ἑτοιμάσθησαν, οἱ ἐγκάθετοι σύνεδροι εἰς τὰς
θέσεις των ἕτοιμοι νὰ
ἐπισημοποιήσουν τὰς
εἰλημμένας ἀποφάσεις
των εἰς τὰς ἀνεπισή-
μους δίκας εἰς τοὺς οἴ-
κους τοῦ Ἄννα καὶ τοῦ
παρακολουθήματος
αὐτοῦ, Καϊάφα. Ὅμως
τὴν ἐξέλιξιν τῆς ἄδικης
δίκης θὰ τὴν παρακο-
λουθήσωμεν εἰς τὴν
ἑπομένην συνέχεια.
Δόξα τὴν μακροθυμία
σου Κύριε, δόξα σοι.

14 ΘΗΒΑ·Ι·ΚΗ ΦΩΝΗ
Ἡ ἐλιὰ ἡ τιμημένη
Ὅπου κι ἂν λάχω κατοικία
δὲ μ᾽ ἀπολείπουν οἱ καρποί·
ὡς τὰ βαθιά μου γηρατεία
δὲ βρίσκω στὴ δουλειὰ ντροπή·
μ᾽ ἔχει ὁ Θεὸς εὐλογημένη,
κι εἶμαι γεμάτη προκοπή·
εἰμ᾽ ἡ ἐλιὰ ἡ τιμημένη.
Φρίκη, ἐρημιά, νερὰ καὶ σκότη,
τὴ γῆ ἐθάψαν μιὰ φορά·
πράσινη αὐγὴ μὲ φέρνει πρώτη
στὸ Νώε ἡ περιστερά·
ὅλης τῆς γῆς εἶχα γραμμένη
τὴν ἐμορφιὰ καὶ τὴ χαρά·
εἰμ᾽ ἡ ἐλιὰ ἡ τιμημένη.
Ἐδῶ στὸν ἴσκιο μ᾽ ἀποκάτου
ἦρθ᾽ ὁ Χριστὸς ν᾽ ἀναπαυθεῖ,
κι ἀκούστηκ᾽ ἡ γλυκιὰ λαλιά του
λίγο προτοῦ νὰ σταυρωθεῖ·
τὸ δάκρυ του, δροσιὰ ἁγιασμένη,
ἔχει στὴ ρίζα μου χυθεῖ·
εἰμ᾽ ἡ ἐλιὰ ἡ τιμημένη.

Κωστῆς Παλαμᾶς

ΘΗΒΑ·Ι·ΚΗ ΦΩΝΗ 15
ΥΜΝΟΛΟΓΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ (Μέρος 2 ο )
Ὑπὸ Σπυρίδωνος Βλάντη, θεολόγου

Δεύτερη περίοδος ἐπαναλαμβάνεται στὸ τέλος κάθε οἴκου καὶ


Κύριο χαρακτηριστικὸ τῆς δεύτερης ψαλλόταν μὲ τὴν συμμετοχὴ τοῦ λαοῦ. Ὁ τε-
περιόδου τῆς ἐκκλησιαστικῆς ὑμνογραφίας λευταῖος οἶκος οὐσιαστικὰ εἶναι μιὰ προσευ-
εἶναι ἡ ἐπικράτηση τοῦ ποιητικοῦ εἴδους τοῦ χὴ ποὺ ἀπευθύνεται στὸν Χριστὸ ἢ στὸ
Κοντακίου, τὸ ὁποῖο φτάνει στὴν ἀκμή του μὲ τιμώμενο πρόσωπο γιὰ εἰρήνευση ἢ σωτη-
τὸν ὑμνογράφο τὸν Ρωμανὸ τὸν Μελωδό. ρία τοῦ κόσμου ἢ περιέχει νουθεσίες πρὸς
τὸ ἀκροατήριο. Ἕνα ἄλλο κύριο χαρακτη-
ριστικὸ τοῦ Κοντακίου εἶναι ἡ ἀκροστιχίδα, ἡ
ὁποία συνδέει τοὺς οἴκους μεταξύ τους καὶ
συνήθως εἶναι ἀλφαβητικὴ ἂν σχηματίζεται
ἀπὸ τὰ 24 γράμματα τοῦ ἀλφαβήτου ἢ ἀπὸ
μιὰ σύντομη φράση σχετικὴ μὲ τὸν ποιητὴ ἢ
τὸν ὕμνο. Ἡ ἀκροστιχίδα ἀποτελεῖ τὴν ὑπο-
γραφὴ τοῦ συγγραφέα καὶ ἐγγυᾶται τὴν γνη-
σιότητα τοῦ ἔργου. Τὸ περιεχόμενο τῶν Κο-
ντακίων διακρίνεται σὲ τρεῖς κατηγορίες:
Α) Βιβλικό, ὅταν τὸ θέμα του ἀναφέρεται
σὲ κάποιο πρόσωπο ἢ γεγονὸς τῆς Παλαιᾶς
ἢ τῆς Καινῆς Διαθήκης, ὅπως στὴν Γέννηση
τοῦ Χριστοῦ, στὴν θυσία τοῦ Ἀβραάμ, στὸν
Νῶε, στοὺς τρεῖς Παῖδας ἢ στὴν Σταύρωση
καὶ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Πάντα ὁ συγγρα-
φέας προσπαθεῖ νὰ μὴν ξεφύγει ἀπὸ τὸ
Ὁ ὅρος Κοντάκιο προέρχεται πιθανὸν ἀπὸ Ὀρθόδοξο Δόγμα.
τὸν «κοντό», ποὺ ἦταν ἕνα ξύλο γύρω ἀπὸ Β) Ἁγιολογικά. Λέγονται τὰ Κοντάκια
τὸ ὁποῖο περιτυλισσόταν ἡ μεμβράνη ποὺ ἐκεῖνα ποὺ προβάλλουν ὡς πρότυπο καὶ
περιεῖχε τὸν ὕμνο. ἀναφέρονται σὲ κάποιον Ἅγιο, καὶ παροτρύ-
Τὸ Κοντάκιο ἀποτελεῖται ἀπὸ δύο μέρη, τὸ νουν τοὺς χριστιανοὺς νὰ τὸν μιμηθοῦν.
προοίμιο καὶ τοὺς οἴκους. Τὸ προοίμιο ἀπο- Γ) Περιστασιακά. Λέγονται αὐτὰ ποὺ
τελεῖ εἰσαγωγὴ στὸ Κοντάκιο καὶ περιέχει ἐν ἀναφέρονται σὲ διάφορες περιστάσεις τοῦ
συντομία τὸ περιεχόμενο τοῦ Κοντακίου. Οἱ βίου ὅπως θεομηνίες, πόλεμοι, συμφορές.
οἶκοι ἀποτελοῦν τὸ κύριο σῶμα τοῦ Κοντα- Τὰ ἀρχαία χρόνια τῆς ἀκμῆς τους τὰ Κο-
κίου καὶ ὁ ἀριθμός τους ποικίλει ἀπὸ 18 ἕως ντάκια ψάλλονταν, σύμφωνα μὲ μαρτυρίες,
24 οἴκους. Ὁ πρῶτος οἶκος ἀποτελεῖ πρό- ἀμέσως μετὰ τὴν ἀνάγνωση τοῦ Εὐαγγελίου.
τυπο ρυθμικὸ καὶ μετρικὸ γιὰ τοὺς ὑπό- Σήμερα διαβάζονται ἀμέσως μετὰ τὴν ΣΤ´
λοιπους οἴκους, καὶ σὲ αὐτοὺς ἀναπτύσ- Ὠδὴ πρὶν τὸ συναξάριο τῆς ἡμέρας καὶ δια-
σεται τὸ τιμώμενο γεγονός. Τὸ προοίμιο βάζεται τὸ προοίμιο καὶ ἐν συνεχεία ὁ πρῶ-
καὶ οἱ οἶκοι συνδέονται μεταξύ τους τος οἶκος.
μὲ τὸ ἐφύμνιο. Τὸ ἐφύμνιο εἶναι Ὁ κυριώτερος συνθέτης Κοντακίων εἶναι ὁ
μιὰ σύντομη φράση ἡ ὁποία Ρωμανὸς ὁ Μελωδός, ὁ ὁποῖος ἔχει ἀποκλη-

16 ΘΗΒΑ·Ι·ΚΗ ΦΩΝΗ
θεῖ καὶ ὡς Πίνδαρος λόγω τῆς σπουδαιότη- Ἀκάθιστος Ὕμνος.
τας τοῦ ἔργου του. Ὁ Ρωμανὸς γεννήθηκε
στὴν Ἔμεσα τῆς Συρίας γύρω στὰ τέλη τοῦ Τὸ πιὸ γνωστὸ Κοντάκιο καὶ
5ου αἰῶνα. Χειροτονήθηκε Διάκονος καὶ ἐν τὸ ὁποῖο ἔχει ἐπικρατήσει μέχρι
συνεχεία πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη, σήμερα εἶναι ὀ Ἀκάθιστος Ὕμνος. Σή-
ὅπου κατὰ τὴν παράδοση ἔλαβε τὸ χάρισμα μερα ἔχει ἐπικρατήσει νὰ ψάλλεται πρὸς
συνθέσεως Κοντακίων ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν τιμὴν τῆς Κυρίας Ἡμῶν Θεοτόκου ὁλόκλη-
Ὑπεραγία Θεοτόκο, ὅταν τοῦ ἐμφανίσθηκε ρος τὴν Ε´ Παρασκευὴ τῶν Νηστειῶν τὸ
κατὰ τὴν ἀγρυπνία βράδυ ἢ στὸν Ὄρ-
τῶν Χριστουγέννων θρο τοῦ Σαββάτου
καὶ τοῦ ἔδωσε «τό- τῆς Ε´ ἑβδομάδος
μον χάρτου» μὲ τὴν καὶ τμηματικὰ τὶς
ἐντολὴ νὰ τὸν κατα- τέσσερεις πρῶτες
πιεῖ. Ἀμέσως τότε ἔ- Παρασκευὲς τοῦ
ψαλλε τὸ πρῶτο Κο- Τριωδίου μὲ τὸ Μι-
ντάκιό του τὸ γνω- κρὸ Ἀπόδειπνο. Λέ-
στὸ σὲ ὅλους «Ἡ γεται «Ἀκάθιστος»
Παρθένος σήμερον καθότι ψάλθηκε ἀπὸ
τὸν Ὑπερούσιον τί- τοὺς κατοίκους τῆς
κτει…». Σύμφωνα Κωνσταντινουπό-
μὲ τὴν παράδοση λεως πρὸς τιμὴ τῆς
καὶ τὶς ἔρευνες ποὺ Θεοτόκου στὶς 8
ἔχουν γίνει, ἔχει συν- Αὐγούστου τοῦ 626,
θέσει γύρω στὰ ὅταν λύθηκε ἡ πο-
1.000 Κοντάκια. Στὰ λιορκία τῆς Κωνστα-
ἔργα του ὑπάρχει ντινούπολης ἀπὸ
σαφὴς ἐπίδραση τοὺς Ἀβάρους καὶ
ἀπὸ τὴν θεολογία τοὺς Πέρσες μετὰ
τῶν Μεγάλων Πατέ- ἀπὸ θαυματουργικὴ
ρων ὅπως τοῦ Ἁγίου ἐπέμβαση τῆς Θεο-
Ἰωαν. Χρυσοστόμου, Μεγάλου Βασιλείου, τόκου σηκώνοντας δριμεῖα ἀνεμοθύελλα καὶ
Γρηγορίου Νύσσης κ.λπ.. Κυρίως στὰ ἔργα θαλασσοταραχὴ ποὺ εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα
του τονίζεται τὸ Χριστολογικὸ Δόγμα, θέμα τὴν καταβύθιση τοῦ ἐχθρικοῦ στόλου. Τὸ
ποὺ ἀπασχολοῦσε ἔντονα τὴν ἐποχή του, βράδυ ἐκεῖνο ὅλος ὁ λαὸς «ὀρθοστάδην»,
καθότι ὑπῆρχαν πολλὲς Χριστολογικὲς ὅπως λέει ἡ παράδοση, ἔψαλλε τὸν Ὕμνον
αἱρέσεις. Δανείζεται καὶ πολλὰ γλωσσικὰ αὐτὸ πρὸς τιμὴ τῆς Θεοτόκου ποὺ ἔσωσε
στοιχεία ἀπὸ τὸν Ὅμηρο καὶ τοὺς Τραγικοὺς τὴν πόλη. Τὸ Κοντάκιο τοῦ Ἀκαθίστου ἀπο-
ποιητές. Στὰ ἔργα του κυριαρχεῖ ὁ ἔντονος τελεῖται ἀπὸ δύο Προοίμια, «Τὸ προσταχθὲν
διάλογος μὲ ἀποτέλεσμα νὰ διατηρεῖται μυστικῶς…» ποὺ εἶναι καὶ τὸ ἀρχαιότερο καὶ
ἔντονο τὸ ἐνδιαφέρον τῶν ἀκροατῶν. Ἡ «τῇ Ὑπερμάχῳ…» ποὺ εἶναι μεταγενέστε-
γλῶσσα του εἶναι ἡ κοινὴ τῆς ἐποχῆς του καὶ ρη προσθήκη σύμφωνα μὲ τοὺς εἰδικοὺς
τὸ κύριο μέλημά του εἶναι οἱ ὕμνοι του νὰ καὶ 24 Οἴκους ποὺ εἶναι σὲ ἀλφαβη-
εἶναι κατανοητοὶ ἀπὸ τὸν λαό, νὰ γίνουν τικὴ σειρὰ καὶ ἀποτελοῦν τὴν
κτῆμα του καὶ νὰ ψάλλονται ἀπὸ ὅλους. ἀκροστιχίδα.

ΘΗΒΑ·Ι·ΚΗ ΦΩΝΗ 17
Οἱ Οἴκοι τοῦ Ἀκαθίστου Μὲ τὸ τέλος τοῦ 7ου αἰῶνος ἔχουμε τὴν
Ὕμνου εἶναι δύο εἰδῶν. Οἱ μὲν παρακμὴ τοῦ Κοντακίου. Τὸ ποιητικὸ αὐτὸ
περιττοὶ εἶναι ἐκτενέστεροι καὶ εἶδος παραμερίζεται καὶ τὴν θέση του τὴν
ἀποτελοῦνται ἀπὸ 18 στίχους καὶ κα- παίρνει ὁ Κανόνας, ὁ ὁποῖος σηματοδοτεῖ
ταλήγουν μὲ τὸ ἐφύμνιο «Χαῖρε Νύμφη τὴν ἀρχὴ τῆς τρίτης περιόδου τῆς Βυζαντινῆς
Ἀνύμφευτε», οἱ δὲ ἄρτιοι, ζυγοὶ εἶναι πιὸ ὑμνογραφίας.
σύντομοι καὶ ἔχουν ὡς ἐφύμνιο τὸ «Ἀλλη-
λούϊα». Τρίτη περίοδος Βυζαντινῆς
Ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος ἀποτελεῖται ἀπὸ δύο ὑμνογραφίας (8 - 11 αἰῶνας)
τμήματα: Κατὰ τὴν τρίτη περίοδο δημιουργεῖται ἕνα
Α) Τὸ ἱστορικὸ (Α-Μ) στὸ ὁποῖο ἐξιστο- νέο ποιητικὸ εἶδος, ὁ Κανόνας. Ἡ σύνθεσή
ροῦνται τὰ γεγονότα ἀπὸ τὸν Εὐαγγελισμὸ του ὀφείλεται στοὺς τρεῖς μεγάλους ὑμνο-
ἕως τὴν Ὑπαπαντὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ Β) Τὸ γράφους τοῦ 8ου αἰῶνα, τὸν Ἰωάννη Δαμα-
δογματικὸ (Ν-Ω) στὸ ὁποῖο ὁ ποιητὴς σκηνό, τὸν Κοσμᾶ Μαϊμουμᾶ καὶ τὸν Ἀνδρέα
ἀσχολεῖται μὲ τὸ θέμα τῆς ἐνανθρωπήσεως
τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ.
Τὸ νεώτερο προοίμιο «Τῇ ὑπερμάχω…»
θὰ προστέθηκε σὲ ἔνδειξη εὐγνωμοσύνης
πρὸς τὴν Θεοτόκο γιὰ τὴν σωτηρία τῆς
Πόλης.
Ὡς πρὸς τὸν συγγραφέα τοῦ Ἀκαθίστου
Ὕμνου ἔχουν διατυπωθεῖ πολλὲς ἀπόψεις.
Ἀρχικὰ εἶχε ἀποδοθεῖ στὸν Πατριάρχη Σέρ-
γιο ἀλλὰ νεώτερες ἔρευνες ἀπέδειξαν ὅτι δὲν
ἦταν ποιητὴς καὶ ἦταν καὶ αἱρετικὸς (μονοθε-
λήτης), καὶ δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἔχει σχέση
μὲ τὸ Ὀρθόδοξο περιεχόμενο τοῦ Ὕμνου.
Μὲ τὸν καιρὸ διατυπώθηκαν καὶ ἄλλες
ἀπόψεις γιὰ διάφορα πρόσωπα ὅπως γιὰ
τὸν Ρωμανὸ τὸν Μελωδὸ καὶ τὸν Γερμανὸ
τὸν Α´ Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως τὸν Ἱεροσολυμίτη. Σὲ αὐτοὺς τοὺς τρεῖς ἀπο-
ἀλλὰ δὲν ἔχει ἀποδειχθεῖ. Ἑπομένως παρα- δίδεται ἡ μετάβαση ἀπὸ τὸ Κοντάκιο στὸν
μένει ἄγνωστος μέχρι τώρα ὁ ποιητὴς τοῦ Κανόνα. Κανόνας ὀνομάσθηκε σύμφωνα μὲ
ὕμνου αὐτοῦ. κάποιους εἰδικοὺς ἐξαιτίας τοῦ ὅτι τὸ πρῶτο
Ἂν καὶ ὁ συγγραφέας του παραμένει τροπάριο τῆς κάθε ὠδῆς, ὁ λεγόμενος εἱρ-
ἄγνωστος ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος θεωρεῖται ὡς μός, ἀποτελοῦσε τὴν βάση καὶ τὸ μετρικὸ καὶ
ἕνα ἀπὸ τὰ ἀριστουργήματα τῆς βυζαντινῆς μουσικὸ πρότυπο-κανόνα γιὰ τὰ ὑπόλοιπα
ὑμνολογίας καὶ αὐτὸ τὸ ὁμολογοῦν μεγάλα τροπάρια τῆς ὠδῆς.
ὀνόματα τῆς λογοτεχνίας καὶ τῆς διανοή- Ὁ Κανόνας ἀποτελεῖται ἀπὸ ἐννέα ὠδὲς
σεως. Τέλος ἀποτελεῖ μιὰ πλήρη καὶ ἀκρι- καὶ ψάλλεται στὸν ἴδιο ἦχο ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὡς
βὴ Χριστολογικὴ διδασκαλία, καὶ δι- τὸ τέλος. Κάθε ὠδὴ ἀποτελεῖται ἀπὸ τὸν
καίως ἔχει γίνει μιὰ ἀπὸ τὶς πιὸ δη- εἱρμό, ποὺ εἶναι τὸ πρῶτο τροπάριο τῆς ὠ-
μοφιλεῖς ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλη- δῆς καὶ ἐν συνεχεία ἀκολουθοῦν τὰ ὑπό-
σίας μας. λοιπα τὰ ὁποῖα συνήθως εἶναι ἕως πέντε. Τὸ

18 ΘΗΒΑ·Ι·ΚΗ ΦΩΝΗ
θέμα τοῦ κάθε εἱρμοῦ εἶναι σχετικὸ μὲ τὴν Ἀπὸ τοὺς κανόνες του ὁ
ἀντίστοιχη βιβλικὴ ὠδή. Τὸ τελευταῖο τροπά- πιὸ γνωστὸς εἶναι ὁ Μέγας
ριο στοὺς κανόνες τῶν ἁγίων ἀναφέρεται Κανών, ὁ ὁποῖος εἶναι καὶ ὁ με-
στὴν Θεοτόκο καὶ λέγεται Θεοτόκιο ἢ Σταυ- γαλύτερος Κανόνας καὶ ἀποτελεῖται
ροθεοτόκιο. Πολλὲς φορὲς στὰ τροπάρια ἀπὸ 250 τροπάρια, στὴν συνέχεια βέ-
τῶν Θεοτοκίων σχηματίζεται ἡ ἀκροστιχίδα βαια προστέθηκαν ἀπὸ μεταγενέστερους
ἡ ὁποία περιέχει τὸ ὄνομα τοῦ ὑμνογράφου. καὶ ἄλλα τροπάρια ποὺ ἀναφέρονται στὴν
Οἱ ὠδὲς τοῦ Κανόνος εἶναι ἐννέα, στὴν πρά- Ἁγία Μαρία τὴν Αἰγυπτία καὶ στὸν ἴδιο. Ὁ
ξη ὅμως εἶναι ὀκτώ, καθότι παραλείπεται ἡ Μέγας Κανὼν ψάλλεται ὁλόκληρος τὴν Πέ-
δεύτερη ὠδή, ἡ ὁποία περιέχει πένθιμο χα- μπτη τῆς Ε´ ἑβδομάδος τῶν νηστειῶν καὶ
ρακτῆρα, καὶ συνήθως ὑπάρχει στοὺς κανό-
νες τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς.
Ὁ σκοπὸς τῶν Κανόνων εἶναι νὰ τονίσουν
τὶς σπουδαιότερες Δογματικὲς Ἀλήθειες, ἡ
δοξολογία τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καὶ ἡ προ-
σπάθεια ἐμπέδωσης στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώ-
πων τῶν σωτηριωδῶν ἀληθειῶν. Ὑπάρ-
χουν τέλος καὶ κανόνες μὲ παρακλητικὸ χα-
ρακτῆρα.
Ἔχουμε πολλὰ εἴδη κανόνων, οἱ ὁποῖοι
διακρίνονται ἀνάλογα μὲ τὸ περιεχόμενό
τους. Ἔτσι ἔχουμε:
Κανόνες Δεσποτικούς, ποὺ ἀναφέρονται
στὴν ζωὴ τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὴν Γέννησή Του
ἕως τὴν Ἀνάληψή Του.
Θεομητορικούς, ποὺ ἀναφέρονται σὲ διά-
φορα περιστατικὰ τῆς ζωῆς τῆς Θεοτόκου
(Γέννηση, Εὐαγγελισμός, Κοίμηση )
Ἁγιολογικούς, ποὺ ἀναφέρονται στὴν ζωὴ
καὶ στὰ θαύματα τῶν Ἁγίων ὅλου τοῦ ἔτους.
Περιστασιακούς, ποὺ ψάλλονται σὲ διάφο-
ρες περιστάσεις καὶ θλίψεις, ὅπως γιὰ σει-
σμό, γιὰ ἀνυδρία καὶ ἄλλες περιπτώσεις.
Δημιουργοὶ Κανόνων
Ὁ πιὸ ἀρχαῖος συνθέτης κανόνων εἶναι ὁ
Ἅγιος Ἀνδρέας Ἐπίσκοπος Γορτύνης τῆς τμηματικὰ στὰ Ἀπόδειπνα τῶν τεσσάρων
Κρήτης, μὲ καταγωγὴ τὴν Δαμασκὸ τῆς Συ- πρώτων ἡμερῶν τῆς πρώτης ἑβδομάδας
ρίας. Τὸ ὑμνογραφικό του ἔργο εἶναι πολὺ τῶν νηστειῶν. Τὰ θέματά του προέρχονται
πλούσιο καὶ ἀποτελεῖται κυρίως ἀπὸ ἐγκω- ἀπὸ τὴν Παλαιὰ καὶ Καινὴ Διαθήκη, καὶ πε-
μιαστικοὺς λόγους καὶ ἔχει βαθειὰ γνώση τῆς ριέχει πολλὰ πρότυπα μετανοίας.
ἀττικῆς διαλέκτου. Συνέθεσε κυρίως Τριώδια Ἄλλος σημαντικὸς ὑμνογράφος
ποὺ ψάλλονται τὶς ἡμέρες τῆς Μεγάλης Τεσ- Κανόνων εἶναι ὁ Ἅγιος Ἰωάννης
σαρακοστῆς ἀλλὰ καὶ τροπάρια τῶν Αἴνων. ὁ Δαμασκηνὸς μὲ καταγωγὴ

ΘΗΒΑ·Ι·ΚΗ ΦΩΝΗ 19
καὶ αὐτὸς ἀπὸ τὴν Συρία. «Ἔκδοση ἀκριβοῦς Πίστεως…» ποὺ θεω-
Διακρίθηκε στὸν ἀγῶνα ὑπὲρ ρεῖται τὸ πρῶτο δογματικὸ ἐγχειρίδιο. Ὁ πιὸ
τῶν Ἁγίων εἰκόνων καὶ ἔγινε γνωστὸς καὶ δημοφιλής του Κανόνας εἶναι ὁ
Μοναχὸς καὶ ἐν συνεχεία πρεσβύ- Κανόνας τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ ποὺ
τερος στὴν Ἱερὰ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Σάβ- ἔχει χαρακτηριστεῖ ὡς «Βασιλεὺς τῶν Κανό-
νων». Θεωρεῖται καὶ ὁ βασικὸς συντάκτης
τῆς Ὀκτωήχου ἢ Παρακλητικῆς. Οἱ κανόνες
του διδάσκουν ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον τὸ Δόγμα.
Τρίτος σημαντικὸς ὑμνογράφος εἶναι ὁ Κο-
σμᾶς ὁ Μαϊουμᾶς, ὁ ὁποῖος εἶναι θετὸς ἀ-
δελφός τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Δαμασκηνοῦ.
Ὑπῆρξε συγχρόνως καὶ ποιητὴς μελωδός.
Ἔχει συνθέσει 173 Εἱρμούς, 33 κανόνες, 83
ἰδιόμελα, προσόμοια καθὼς καὶ κανόνες
διώδιους, τριώδιους καὶ τετραώδιους. Θεω-
ρεῖται βασικὸς συντάκτης τοῦ Τριωδίου καὶ
συνέθεσε πολλοὺς κανόνες γιὰ τὶς Δεσπο-
τικὲς καὶ Θεομητορικὲς ἑορτές. Ἔχει συνθέ-
σει καὶ κανόνες γιὰ τοὺς Ὄρθρους τῆς Με-
γάλης Ἑβδομάδας. Τὸ ἔργο του δὲν εἶναι
Δογματικὸ ὅπως τοῦ ἀδελφοῦ του, ἀλλὰ πε-
ρισσότερο ἀποβλέπει στὴν παρακίνηση τοῦ
ἁμαρτωλοῦ ἀνθρώπου στὴν μετάνοια.
Σημαντικὴ ὑμνογράφος εἶναι καὶ ἡ Κασ-
σιανὴ Μοναχή, ἡ ὁποία διακρινόταν γιὰ τὴν
πολύπλευρη μόρφωσή της. Πῆρε μέρος καὶ
στοὺς ἀγῶνες ἐναντίον τῶν Εἰκονομάχων
καὶ γνώρισε πολλοὺς διωγμοὺς στὴν ζωή
της. Τὸ ὑμνογραφικό της ἔργο βρίσκεται διά-
σπαρτο κυρίως στὸ βιβλίο τοῦ Τριωδίου, καὶ
τῶν Μηναίων. Ἔχει γράψει πολλὰ δοξαστικὰ
καὶ 23 ἰδιόμελα. Κυρίως προβάλλει γυναι-
κεῖες προσωπικότητες. Ἀντλεῖ τὰ θέματά της
κυρίως ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή, ἀλλὰ γνωρίζει
ἄριστα καὶ τοὺς Δογματικοὺς Ὅρους τῶν
Οἰκουμενικῶν Συνόδων καθὼς καὶ τὴν Ἱερὰ
Παράδοση. Ἀσχολεῖται μὲ Χριστολογικὰ ζη-
τήματα ποὺ ἀφοροῦν τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ
Χριστοῦ καὶ τὸ κοσμοσωτήριο ἔργο Του. Ση-
μαντικὴ θέση στὴν ὑμνογραφία της κατέχει
τὸ πρόσωπο τῆς Κυρίας Ἡμῶν Θεοτόκου
βα στὴν Παλαιστίνη. Ἔχει γράψει καὶ ἡ συμβολή της στὸ μυστήριο τῆς ἐναν-
ἔργα ἑρμηνευτικά, ἁγιολογικά, θρωπήσεως.
δογματικὰ μὲ πιὸ γνωστὸ τὴν Ἀξιόλογο κέντρο ὑμνογραφικῆς παραγω-

20 ΘΗΒΑ·Ι·ΚΗ ΦΩΝΗ
γῆς ἦταν καὶ ἡ Ἱερὰ Μονὴ Στουδίου στὴν μῆς καὶ τυποποιήσεως.
Κωνσταντινούπολη. Πολλοὶ Μοναχοί της Λαμπρὴ ἐξαίρεση ἀποτε-
διακρίθηκαν σὲ αὐτὸν τὸν τομέα μὲ κυριώτε- λοῦν τὰ τροπάρια τοῦ Ἐπιτα-
ρους τὸν Θεόδωρο Στουδίτη ποὺ χρημάτισε φίου Θρήνου ποὺ συντάχθηκαν
καὶ Ἡγούμενός της καὶ ὁ ἀδελφός του Ἰωσήφ, κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ 12ου αἰῶνα.
Τὴν ἐποχὴ αὐτὴ ναὶ μὲν συνεχίζεται ἡ
παραγωγὴ νέων ὕμνων, ἀλλὰ παρατηρεῖται
ἡ ἀντιγραφὴ παλαιοτέρων προτύπων, καὶ
ὑπάρχει ἔλλειψη ἔμπνευσης. Σημαντικὴ
προσωπικότητα εἶναι ὁ Ἰωάννης Μαυρόπο-
δας τοῦ 11ου αἰῶνα, ὁ ὁποῖος ἔχει γράψει
πάνω ἀπὸ 150 κανόνες.
Ἐπίλογος
Διὰ τῆς Θρησκευτικῆς ποίησης ἐκφράζο-
νται τὰ βαθύτερα θρησκευτικὰ συναισθή-
ματα τοῦ ἀνθρώπου. Ἀπὸ πλευρᾶς μελω-
δίας καὶ μουσικῆς συγκινοῦν καὶ μεταρσιώ-
νουν τὸν ἄνθρωπο (τοῦ ἐξυψώνουν τὴν
ψυχή).
Ἀπὸ πλευρᾶς νοημάτων οἱ ὕμνοι ἐκ-
φράζουν τὰ δόγματα τῆς Ὀρθοδόξου θεολο-
γίας καὶ τὰ καθιστοῦν κτῆμα τοῦ λαοῦ, μὲ
ἀποτέλεσμα οἱ πιστοὶ νὰ κατανοοῦν τὶς Ἀλή-
θειες τῆς Πίστεως.
Διὰ τῶν ὕμνων ἐκφράζονται ἀφ’ ἑνὸς τὰ
προσωπικὰ συναισθήματα τοῦ ποιητῆ ἀλλὰ
οἱ ὁποῖοι διακρίθηκαν καὶ γιὰ τὴν ὑπεράσπι- καὶ τὰ θρησκευτικὰ συναισθήματα ὁλόκλη-
ση τῶν ἁγίων εἰκόνων. ρης τῆς χριστιανικῆς κοινότητας.
Καὶ οἱ δύο αὐτοὶ ὑμνογράφοι συνέβαλλαν Τέλος, σκοπὸς τῆς ἐκκλησιαστικῆς ὑμνο-
σημαντικὰ στὴν ἀνάπτυξη τοῦ βιβλίου τοῦ γραφίας εἶναι νὰ ὁδηγήσει τὸν Πιστὸ στὴ συ-
Τριωδίου μὲ τὴν σύνταξη πολλῶν τριωδίων. νάντησή του μὲ τὸν Χριστό.
Ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ ὅτι ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ
Στουδίτης συνέταξε τοὺς Ἀναβαθμοὺς τῆς
Παρακλητικῆς.
Καὶ πολλοὶ αὐτοκράτορες διακρίθηκαν στὸν
τομέα αὐτὸ ὅπως ὁ Ἰουστινιανός, ὁ Λέων ὁ
ΣΤ´ ὁ Σοφός, ὁ Κωνσταντῖνος Πορφυρογέν-
νητος καὶ ὁ Θεόδωρος Β´ ὁ Λάσκαρης ποὺ
συνέταξε τὸν Μικρὸ καὶ τὸν Μεγάλο Παρα-
κλητικὸ Κανόνα πρὸς τιμὴ τῆς Θεοτόκου.
Παρακμὴ τῆς Βυζαντινῆς ὑμνογραφίας
Ἀπὸ τὸν 10ο αἰῶνα καὶ μετὰ ἡ Βυζαντινὴ
ὑμνογραφία μπαίνει σὲ μιὰ περίοδο παρακ-

ΘΗΒΑ·Ι·ΚΗ ΦΩΝΗ 21
Ἀλλ᾽ ἀσυγκρίτως μεγαλυτέραν δόξαν ἀπέκτησεν ἡ προσευχὴ αὕτη, ὅταν ἡ πάντων τῶν
ἁγίων Ἁγιωτέρα, ἡ Τιμιωτέρα τῶν Χερουβεὶμ καὶ ἡ Ἐνδοξοτέρα ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ, ἡ
Παναγία Δέσποινα Θεοτόκος, διαμένουσα εἰς τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων καὶ ἀνελθοῦσα διὰ τῆς νοερᾶς
προσευχῆς εἰς τὰ ἀκραῖα τῆς θεωρίας τοῦ Θεοῦ, ἠξιώθη νὰ γίνῃ εὐρὺ κατοικητήριον τοῦ εἰς
ὅλην τὴν πλάσιν ἀχωρήτου Λόγου τοῦ Θεοῦ, ὅπως μαρτυρεῖ περὶ τούτου ὁ ἀκαταγώνιστος
στῦλος τῆς Ὀρθοδοξίας, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς, ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, εἰς τὸν
λόγον του κατὰ τὴν ἑορτὴν τῶν Εἰσοδίων τῆς Παναγίας Θεοτόκου. Κατ᾽ αὐτόν, ἡ Παναγία Δέ-
σποινα διαμένουσα εἰς τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων καὶ φωτισθεῖσα ἄνωθεν περὶ τοῦ ἀπολλυμένου
ἀνθρωπίνου γένους, ἐξ αἰτίας δὲ τῶν ἁμαρτιῶν αὐτοῦ πληρωθεῖσα ἄκρας εὐσπλαγχνίας πρὸς
αὐτό, προσέφερε νοερὰν προσευχὴν πρὸς τὸν Θεὸν περὶ ταχείας συγχωρήσεως καὶ σωτηρίας
τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων.
Ἰδού οἱ αὐθεντικοὶ λόγοι τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, οἱ ἄξιοι ἀγγελικῆς ἐπιγνώσεως:
«Ὅταν ἡ Θεόπαις ἤκουσε καὶ εἶδε πάντα τὰ διατρέχοντα, ἐπληρώθη ἡ ψυχή της εὐσπλαγχνίας
πρὸς τὸ γένος τὸ ἀνθρώπινον καί, ἀναζητοῦσα τρόπον θεραπείας καὶ ἰάσεως, ἰσοδύναμον πρὸς
τοιοῦτον πόνον, ἐθεώρησεν ὡς ἐπάναγκες νὰ ἀπευθυνθῇ μὲ ὅλον τὸν νοῦν αὐτῆς πρὸς τὸν
Θεόν, προσευχομένη δι᾽ ἡμᾶς, διὰ νὰ ἐκβιάσῃ τὸν Ἀνεκβίαστον καὶ προσελκύσῃ Αὐτὸν πρὸς
ἡμᾶς, ὥστε νὰ καταργήσῃ ὁ Ἴδιος Αὐτὸς τὴν καταδίκην καὶ συνδέσῃ μεθ᾽ ἑαυτοῦ τὸ πλάσμα
Του, θεραπεύσας τὸ ἀσθενές». Κατωτέρω δὲ λέγει τὰ ἑξῆς: «Μὴ ἀποβλέπουσα δὲ εἰς οὐδὲν κα-
λύτερον ἐκ τῶν ὑπαρχόντων πλὴν τῆς ἁρμοζούσης εἰς τὸν ἄνθρωπον προσευχῆς αὐτῆς μεθ᾽
ὅλης τῆς ψυχῆς της, ἡ Παρθένος ἀποκτᾶ τὴν ἱερὰν σιωπὴν καὶ θεωρίαν, ὡς τὴν πλέον
ἀναγκαίαν διὰ τοὺς προσευχομένους συνομιλίαν. Κάθε ἄλλη ἀρετὴ εἶναι ὡς ἀτελὴς θεραπεία
τῶν ἀ δ υ ν α μ ι ῶ ν τ ῆ ς ψ υ χ ῆ ς, αἱ ὁποῖαι λόγῳ μικροψυχίας ἡμῶν ἔχουν ριζωθῆ μὲ τὰ
πονηρὰ πάθη. Ὅμως ἡ θεωρία τοῦ Θεοῦ ἀποτελεῖ καρπὸν τῆς ὑγιαινούσης ψυχῆς, ὡς κάποια
τελικὴ ἀποκατάστασις. Διὰ τοῦτο ὁ ἄνθρωπος θεοῦται ὄχι ἐκ λόγων ἢ ἐκ φανερῶν ἔργων τῆς
προνοητικῆς μετριότητος —καθότι πάντα ταῦτα εἶναι καὶ γήϊνα καὶ κατώτερα, καὶ ἀνθρώπινα—
ἀλλὰ θεοῦται ὁ ἄνθρωπος ἐκ τῆς παραμονῆς του εἰς τὴν σιωπὴν καὶ θεωρίαν διὰ τῆς ὁποίας
καὶ ἀπαρνούμεθα καὶ ἐλευθερούμεθα ἀπὸ τὰ γήϊνα, καὶ ἀνερχόμεθα πρὸς τὸν Θεόν. Διαμένοντες
δὲ εἰς τὸ ὕψος τοῦ σιωπηλοῦ καὶ ἡσυχαστικοῦ βίου, ἡμέρας τε καὶ νυκτὸς δι᾽ ὑπομονῆς
ἀσκούμενοι ἐν προσευχαῖς καὶ δεήσεσι, πλησιάζομεν καὶ προσευχόμεθα πρὸς τὴν ἀπρόσιτον
καὶ μακαρίαν Οὐσίαν. Τοιουτοτρόπως δὲ δι᾽ ὑπομονῆς τελοῦντες τὴν προσευχήν, κοινωνοῦντες
ἀνεξηγήτως μετὰ τοῦ Ὄντος ὑπεράνω τοῦ νοὸς καὶ τοῦ αἰσθήματος, θεωροῦμεν ἐν ἑαυτοῖς, ὡς
ἐν ἐσόπτρῳ, τὸν Θεόν, ἐκκαθάραντες τὴν καρδίαν ἡμῶν διὰ τῆς ἱερᾶς θεωρίας».
Κατωτέρω δὲ λέγει πάλιν: «Ἰδού διατὶ ἡ Παναμώμητος παραιτηθεῖσα ἀπὸ τὴν βιοτικὴν μέρι-
μναν καὶ φήμην, ἀπεμακρύνθη ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους καὶ ἐπροτίμησε ζωὴν ἐν πᾶσιν ἀόρατον,
ἀκοινώνητον, παραμένουσα εἰς τὰ ἄδυτα. Ἐνταῦθα, ἀφοῦ ἀπηλλάγη ἁπάντων τῶν ὑλικῶν
δεσμῶν, ἀρνηθεῖσα πᾶσαν ἄλλην ἐπικοινωνίαν καὶ ἀγάπην πρὸς ὅλα, καὶ ὑπερνικήσασα τὴν
συγκατάβασιν πρὸς τὸ ἴδιον σῶμα, Αὕτη συνεκέντρωσε τὸν νοῦν εἰς μόνην μετ᾽ Αὐτοῦ
22 ΘΗΒΑ·Ι·ΚΗ ΦΩΝΗ
ἀναστροφήν, ἐπικοινωνίαν καὶ προσοχήν, πρὸς τὴν ἀκατάπαυστον θείαν προσευχὴν καὶ δι᾽
αὐτῆς, οὖσα ἡ Ἰδία ἐντὸς Ἑαυτῆς, κατευθυνθεῖσα ὑπεράνω πολυμόρφου φαντασίας καὶ
διαλογισμῶν, ἐγκαινίασεν Αὕτη νέαν καὶ ἀνεκδιήγητον ὁδὸν πρὸς τὸν οὐρανόν, ὁ ὁποῖος εἶναι
—τρόπος τοῦ λέγειν— ἡ νοερὰ σιωπὴ καὶ προσευχή. Προσκειμένη εἰς αὐτὴν τὴν σιωπὴν καὶ
προσέχουσα διὰ τοῦ νοός, Αὕτη ὑπερέχει ὅλων τῶν πλασμάτων καὶ τῶν ὑπάρξεων, διὰ νὰ
βλέπῃ καλύτερον τοῦ Μωϋσέως τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ, νὰ στοχάζεται τὴν Θείαν Χάριν, τὴν κατ᾽
οὐδένα μέτρον προσιτὴν εἰς τὴν δυνατότητα τῶν αἰσθήσεων, νὰ βλέπῃ ἐπίσης τὰς ψυχὰς καὶ
τὰς διανοίας τῶν κεκαθαρμένων μὲ τὴν περίλαμπρον καὶ ἱερὰν θεωρίαν, τῆς ὁποίας συμμέτοχος
γινομένη, τυγχάνει Αὕτη φωτεινὴ νεφέλη ζῶντος ὕδατος, αὐγὴ τῆς νοερᾶς ἡμέρας καὶ πυρίμορ-
φον ἅρμα τοῦ Λόγου».
Ἐκ τῶν λόγων τούτων τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ γίνεται φανερὸν ὅτι ἡ Παναγία Παρ-
θένος, διαμένουσα εἰς τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων, ἀνῆλθε διὰ τῆς νοερᾶς προσευχῆς εἰς τὰ ἀνώτατα
ὕψη τῆς Θείας θεωρίας καὶ Αὐτὴ Αὕτη ἐφανερώθη ὡς ὑπόδειγμα προσεκτικοῦ, κατὰ τὸν ἔσω
ἄνθρωπον, βίου διὰ τοὺς ἀναχωρητάς, ὅσοι κατὰ δύναμιν καὶ διὰ πρεσβειῶν Αὐτῆς ἤθελον γίνει
μιμηταὶ Αὐτῆς.
Ὅμως ποῖος δύναται ἀξίως καὶ πρεπόντως νὰ ὑπερυμνήσῃ τὴν θείαν νοερὰν προσευχήν,
παράγων τῆς ὁποίας ἦτο Αὐτὴ ἡ Ἰδία ἡ Μήτηρ τοῦ Θεοῦ, ὁδηγουμένη διὰ τῆς χειραγωγήσεως
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος!
Ἐν τούτοις πρὸς ἐπιβεβαίωσιν καὶ ἀπόδειξιν δι᾽ ὅλους τοὺς ἀμφιβάλλοντας, ἦλθε πλέον ὁ
καιρὸς νὰ δείξωμεν ὁποίας ἐπὶ τοῦ ζητήματος τούτου μαρτυρίας ἐπικαλοῦνται οἱ θεοφόροι Πα-
τέρες ἐκ τῆς ἁγίας Γραφῆς, οἱ γράψαντες διὰ τοῦ φωτισμοῦ τῆς Θείας Χάριτος. Ἡ θεία νοερὰ
προσευχὴ ἔχει ὡς ἀκλόνητον βάσιν πρωτίστως τὰ λόγια τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ: «σὺ δὲ ὅταν προ-
σεύχῃ εἴσελθε εἰς τὸ ταμεῖον σου...» κ.τ.λ., καὶ ὅπως ἔχωμεν ἀναφέρει ἐπανειλημμένως ἤδη, ὁ
Ἅγιος ᾽Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος ἑρμηνεύει τὸν λόγον τοῦ Κυρίου ὡς τὴν ἄφωνον, μυστικήν,
ἀπὸ βάθους καρδίας ἀναπεμπομένην προσευχήν.
Ἐπεκαλέσθην ἐπανειλημμένως τὸν Ἅγιον Βασίλειον τὸν Μέγαν καὶ ἀναφέρω πάλιν τοὺς λό-
γους του εἰς τὴν ἑρμηνείαν τῆς ἁγίας Γραφῆς: «Εὐλογήσω τὸν Κύριον ἐν παντὶ καιρῷ, διαπαντὸς
ἡ αἴνεσις Αὐτοῦ ἐν τῷ στόματί μου». Διὰ ποίου τρόπου, λοιπόν, εἶναι δυνατὸν ὁ αἶνος τοῦ Θεοῦ
νὰ ὑπάρχῃ πάντοτε ἐν τῷ στόματι τοῦ ἀνθρώπου; Ὅταν ὁ ἄνθρωπος συνομιλῆ συνήθως ἢ ὅταν
κοιμᾶται ἢ ὅταν τρώγῃ ἢ ὅταν σιωπᾷ; Ἡ ἀπάντησις εἶναι ἡ ἑξῆς: ὑπάρχει καὶ στόμα τοῦ νοὸς
(νοερὸν) τοῦ ἐσωτάτου ἀνθρώπου, διὰ τοῦ ὁποίου ὁ ἄνθρωπος γίνεται συμμέτοχος τοῦ
οὐρανοῦ. Αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ στόμα ἐντέλλεται πρὸς ἡμᾶς ὁ Κύριος νὰ ἀνοίξωμεν, διὰ νὰ
δεχθῶμεν τὴν τροφὴν τὴν ἀληθινήν. Κάθε ἄθλημα, κάθε λόγος καὶ κάθε πρᾶξις ἡμῶν νοερά,
ἀποτελεῖ δύναμιν αἴνου. Ὁ δίκαιος εἴτε τρώγει, εἴτε πίνει, εἴτε ὁτιδήποτε ἄλλο ἐργάζεται, τὰ πάντα
ποιεῖ πρὸς δόξαν Θεοῦ. Ἀκόμη καὶ κοιμωμένου αὐτοῦ, ἡ καρδία του ἀγρυπνεῖ.
Τῆς μακαριότητος δὲ ἐπώνυμος, ὁ τῆς Αἰγύπτου ἢ καλύτερον τῆς οἰκουμένης ἥλιος, λαμπρό-
τερος τοῦ ἡλίου διαλάμψας διὰ τῶν δωρεῶν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὁ Μ έ γ α ς Μ α κ ά ρ ι ο ς,
εἰς τοὺς λόγους του περὶ τῆς προσευχῆς, ὡμίλει ὡς ἑξῆς: «Ὁ Χριστιανὸς ὀφείλει πάντοτε νὰ
ἔχῃ τὴν μνήμην τοῦ Θεοῦ, καθότι ἔχει γραφεῖ: «ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης καρ-
δίας», ἵνα ὄχι μόνον, ὅταν εἰσέρχεται εἰς τὸν οἶκον τοῦ Θεοῦ, ἀγαπᾷ τὸν Θεόν, ἀλλὰ καὶ ὅταν
βαδίζῃ, ὅταν συνομιλῇ, ὅταν τρώγῃ, ὅταν πίνῃ, νὰ ἔχῃ τὴν μνήμην τοῦ Θεοῦ» διότι «ὅπου ὁ
θησαυρὸς ὑμῶν, ἐκεῖ καὶ ἡ καρδία ὑμῶν»(Ματθ. ΣΤ´, 21).
Ὁ ὅσιος δὲ καὶ Θεοφόρος, ἀρχαῖος πατήρ, ὁ Ἅγιος Ἡσαΐας ὁ νηστευτής, ὁμιλῶν περὶ μυστι-
κῆς διδασκαλίας, δηλαδὴ περὶ τῆς προσευχῆς τοῦ Ἰησοῦ, παραθέτει ὡς μαρτυρίαν τὰ κάτωθι
λόγια ἐκ τῆς Θείας Γραφῆς: «ἐθερμάνθη ἡ καρδία μου ἐντός μου καὶ ἐν τῇ μελέτῃ μου ἐκκαυθή-
σεται πῦρ...»(Ψαλμ. ΛΗ΄, 4).
Ὁ ὅσιος Συμεών, ὁ ὑφ᾽ ὅλης τῆς Ἐκκλησίας ὀνομασθεὶς Νέος Θεολόγος, εἰς τὸν λόγον του
περὶ τῶν τριῶν τρόπων τῆς προσευχῆς, γράφει τὰ ἀκόλουθα: «Οἱ ἅγιοι Πατέρες ἡμῶν, ἀκούσα-
ΘΗΒΑ·Ι·ΚΗ ΦΩΝΗ 23
ντες τοὺς λόγους τοῦ Κυρίου ὅτι «ἐκ γὰρ τῆς καρδίας ἐξέρχονται διαλογισμοὶ πονηροί, φόνοι,
μοιχεῖαι, πορνεῖαι, ψευδομαρτυρίαι, βλασφημίαι, ταῦτά ἐστι τὰ κοινοῦντα τὸν ἄνθρωπον» (Ματθ.
ΙΕ´, 19), καὶ ὅτι «καθάρισον πρῶτον τὸ ἐντὸς ποῦ ποτηρίου καὶ τῆς παροψίδος, ἵνα γένηται καὶ
τὸ ἐκτὸς αὐτοῦ καθαρόν»(Ματθ. ΚΓ´, 36), ἀφήσαντες κάθε ἄλλην σκέψιν, ἤθλησαν εἰς τὴν τοι-
αύτην φύλαξιν τῆς καρδίας, γνωρίζοντες ἀναμφιβόλως ὅτι μὲ τὴν φύλαξιν αὐτῆς κάθε ἄλλην
ἄθλησιν θὰ τηρήσουν ἄνευ κόπου. Ἄνευ δὲ ταύτης οὐδεμία ἅρετη δύναται νὰ διατηρηθῇ.
Τὰ ὡς ἄνω ἀποδεικνύουν ὅτι οἱ λόγοι τοῦ Κυρίου βεβαιώνουν τὴν πρωταρχικὴν σημασίαν
τῆς φυλάξεως τῆς καρδίας, δηλαδὴ τὴν νοερὰν ἐπίκλησιν τοῦ Ἰησοῦ. Ὁ ἴδιος ὁ ὅσιος Πατὴρ εἰς
ἐπιβεβαίωσιν τῆς ἱερᾶς νοερᾶς προσευχῆς, παραθέτει, καὶ ἄλλα χωρία ἐκ τῆς Ἁγ. Γραφῆς:
«Εὐφραίνου, νεανίσκε, ἐν νεότητί σου... καὶ περιπάτει ἐν ὁδοῖς τῆς καρδίας σου ἄμωμος... καὶ
ἀπόστησον θυμὸν ἀπὸ καρδίας σου» (Ἐκκλησ. ΙΑ´, 9-10).
Ὁ Ἀπόστολος Πέτρος λέγει: «νήψατε, γρηγορήσατε· ὁ ἀντίδικος ὑμῶν διάβολος ὡς λέων
ὠρυόμενος περιπατεῖ ζητῶν τίνα καταπίῃ» (Α´ Πέτρ. Ε´, 8).
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος προφανῶς περὶ φυλάξεως τῆς καρδίας γράφει πρὸς τοὺς Ἐφεσίους:
«ὅτι οὐκ ἔστιν ἡμῶν ἡ πάλη πρὸς αἷμα καὶ σάρκα, ἀλλὰ πρὸς τὰς ἀρχάς, πρὸς τὰς ἐξουσίας,
πρὸς τοὺς κοσμοκράτορας τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου...» (Ἐφεσ. ΣΤ´, 12).
Ὁ ὅσιος Ἡσύχιος, πρεσβύτερος, θεολόγος καὶ διδάσκαλος τῆς σχολῆς τῶν Ἱεροσολύμων,
εἰς τὸ σύγγραμμά του ἐκ 200 κεφαλαίων περὶ τῆς νοερᾶς ἐπικλήσεως τοῦ Ἰησοῦ ἐν τῇ καρδίᾳ,
ἀναφέρει τὴν ἑξῆς μαρτυρίαν ἐκ τῆς Ἁγ. Γραφῆς: «Μακάριοι οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοὶ τὸν
Θεὸν ὄψονται» (Ματ. Ε´, 8).
Πάλιν ὁ Ἀπόστολος λέγει: «Ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε» (Α´ Θεσ. Ε´, 17). Αὐτὸς ὁ Κύριος
λέγει: «Ἄνευ ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν. Ὅστις μένει ἐν Ἐμοὶ κἀγὼ ἐν αὐτῷ, οὗτος φέρει
καρπὸν πολύν» (Ἰωάν. ΙΕ´, 5).
Ὁ θεῖος καὶ Θεοφόρος Πατὴρ ἡμῶν Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, περὶ τῆς ἱερᾶς ταύτης προσευχῆς
καὶ τῆς ἀληθινῆς ἡσυχίας τοῦ νοὸς ἀναφέρει τὴν κάτωθι μαρτυρίαν ἐκ τῆς Ἁγίας Γραφῆς: «Ἐγὼ
καθεύδω καὶ ἡ καρδία μου ἀγρυπνεῖ» (Ἄσμα Ἀσμάτων Ε´,2). «Ἐκέκραξα ἐν ὅλῃ καρδίᾳ μου»
(Ψαλ. ΡΙΗ΄-145).
Ὁ Θεοφόρος Πατὴρ ἡμῶν Φιλόθεος, ἡγούμενος τῆς Μονῆς «Σκέπη τῆς Παναγίας Θεοτό-
κου» ἐν τῷ Σινᾷ, συγγράψας μικρὸν φυλλάδιον περὶ φυλάξεως τῆς καρδίας, ἀναφέρει χαρακτη-
ριστικῶς ἐκ τῆς Ἁγ. Γραφῆς τὴν περικοπήν: «Εἰς τὰς πρωΐας ἀπέκτεινον πάντας τοὺς ἁμαρ-
τωλοὺς τῆς γῆς» (Ψαλμ. Ρ,8) καὶ τὸ «Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντὸς ὑμῶν ἐστί» (Λουκ. ΙΖ´, 21).
Ὁ δὲ Ἀπόστολος Παῦλος: «βλέπω δὲ ἕτερον νόμον ἐν τοῖς μέλεσί μου ἀντιστρατευόμενον
τῷ νόμῳ τοῦ νοός μου καὶ αἰχμαλωτίζοντά με...» (Ρωμ. Ζ´, 23).
Ὁ θεῖος Πατὴρ ἡμῶν Διάδοχος, ἐπίσκοπος Φωτικῆς, εἰς τὸν λόγον περὶ τῆς νοερᾶς προ-
σευχῆς τοῦ Ἰησοῦ, προσφέρει ὡς βάσιν τὰ κάτωθι ἐκ τῆς Ἁγ. Γραφῆς: «...οὐδεὶς δύναται εἰπεῖν
Κύριον Ἰησοῦν εἰ μὴ ἐν Πνεύματι ἁγίῳ» (Α´ Κορ. ΙΒ´, 3).
Ἐπίσης ὁ ἕτερος φωστὴρ τῆς Ρωσίας, ὁ μητροπολίτης Δημήτριος, εἰς τὸ βιβλίον του περὶ
νοερᾶς φυλάξεως τῆς καρδίας ἀναφέρει ἐκ τῆς Ἁγ. Γραφῆς: «...ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ δεῖ
προσκυνεῖν...» (Ἰωάν. Δ΄,24) κ.τ.λ..
Ἐπίσης ὁ ἕτερος φωστὴρ τῆς Ρωσίας, ὁ Δημήτριος, μητροπολίτης τῆς Ροστοβίας: «ἡ καρδία
μου Σοὶ λέγει: Κύριον ζητήσω».
Πάντα τὰ ὡς ἄνω ἀποσπάσματα καὶ περικοπαὶ ἀναφέρονται εἰς τὴν νοερὰν προσευχὴν τοῦ
Ἰησοῦ.
Εἰς τὸ τρίτον κεφάλαιον τοῦ περὶ νοερᾶς προσευχῆς συγγράμματός του, ὁ γέρων Παΐσιος
λέγει ὅτι ἡ ἐν λόγῳ προσευχὴ εἶναι π ν ε υ μ α τ ι κ ὴ Τ έ χ ν η. «Ἂς γίνῃ γνωστόν, γράφει
οὗτος, ὅτι οἱ θεῖοι Πατέρες ὀνομάζουν τὴν ἱερὰν ταύτην νοερὰν ἄθλησιν τῆς προσευχῆς καλὴν
Τέχνην». Οὕτω ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος εἰς τὸν 27ον λόγον του περὶ ἡσυχίας, λέγει: «Ἐὰν

24 ΘΗΒΑ·Ι·ΚΗ ΦΩΝΗ
ἐσὺ ἐκ πείρας ἔμαθες νὰ ἐκτελῇς τὴν Τέχνην αὐτήν, τότε γνωρίζεις περὶ τίνος ὁμιλῶ αὐτὴν τὴν
στιγμήν. Καθήμενος ἀφ᾽ ὑψηλοῦ νὰ παρακολουθῇς, ἂν δύνασαι, καὶ τότε θὰ ἰδῇς: πῶς καὶ πότε
καὶ πόθεν καὶ πόσοι καὶ ποῖοι ἐχθροὶ ἔρχονται νὰ σοῦ κλέψουν τοὺς βότρυας τοὺς ἰδικούς σου.
Ὅταν ὁ φύλαξ οὗτος κουρασθῇ, τότε σηκώνεται καὶ προσεύχεται, κατόπιν δὲ πάλιν κάθηται καὶ
ἀνδρείως ἐξακολουθεῖ τὴν προηγουμένην ἄθλησιν».
Ὁ Ἅγιος Ἡσύχιος, ὁ πρεσβύτερος, τῶν Ἱεροσολύμων, περὶ τῆς ἰδίας ταύτης προσευχῆς
λέγει: «Ἡ ἐγρήγορσις ἀποτελεῖ καλὴν Τέχνην πνευματικήν, τελείως ἀπαλλάσσουσα τὸν ἄνθρω-
πον, μὲ τὴν βοήθειαν τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ τοὺς λογισμοὺς τῶν παθῶν, ἀπὸ τοὺς λόγους τοὺς ἐμπα-
θεῖς καὶ ἀπὸ τὰ πονηρὰ ἔργα».
Ὁ Ἅγιος Νικηφόρος, ὁ μονάζων, περὶ τοῦ αὐτοῦ θέματος λέγει: «Ἔρχεσθε καὶ ἐγὼ ἀπο-
καλύψω ὑμῖν τὴν Τέχνην, ἢ καλύτερον εἰπεῖν, τὴν ἐπιστήμην τῆς αἰωνίου οὐρανίου ζωῆς, ἡ ὁποία
εἰσάγει τὸν ἀσκούμενον ἄνευ κόπου καὶ ἄνευ ἱδρῶτος εἰς τὸ κατάλυμα τῆς ἀπαθείας».
Νομίζω ὅτι οἱ ὡς ἄνω ἀναφερθέντες Πατέρες ὀνομάζουν τὴν ἁγίαν αὐτὴν προσευχὴν «καλὴν
Τέχνην», διότι ὅπως ὁ ἄνθρωπος δὲν δύναται νὰ μάθῃ ἀφ᾽ ἑαυτοῦ, ἄνευ καλλιτέχνου, τὴν Τέ-
χνην, οὕτω καὶ τὴν νοερὰν ταύτην ἄθλησιν τῆς προσευχῆς ἄνευ πεπειραμένου διδασκάλου δὲν
δύναται οὗτος νὰ μάθῃ. Κατὰ τὸν Ἅγιον Νικηφόρον ἡ ἀφομοίωσις τῆς ἐν λόγῳ προσευχῆς, εἰς
τοὺς περισσοτέρους ἢ καὶ εἰς ὅλους, προσφέρεται διὰ τῆς μαθήσεως. Σπανίως δὲ προσφέρεται
αὕτη ἀπὸ τὸν Θεὸν ἄνευ μαθήσεως (ἄνευ μαθητείας), διὰ τ ο ῦ Π ό ν ο υ τῆς ἀθλήσεως καὶ
διὰ τ ῆ ς θ ε ρ μ ῆ ς πίστεως.
Εἰς τὸ τέταρτον κεφάλαιον τοῦ συγγράμματός του ὁμιλεῖ ὁ γέρων Παΐσιος περὶ τοῦ ποίαν
προετοιμασίαν ὀφείλει νὰ ἔχῃ ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος θέλει νὰ διδαχθῇ τὴν ἐν λόγῳ θείαν ἄθλησιν.
Ὅσον ἡ ἱερὰ αὕτη προσευχὴ εἶναι ἀνωτέρα παντὸς ἄλλου μοναχικοῦ ἀθλήματος καὶ ἀποτελεῖ
τὴν κατακλεῖδα ὅλων τῶν κόπων, τὴν πηγὴν τῆς ἀρετῆς, τὸ λεπτότατον καὶ κεκρυμμένον εἰς τὰ
βάθη τῆς καρδίας ἄθλημα τοῦ νοῦ, τόσον καὶ ὁ ἀόρατος ἐχθρὸς τῆς σωτηρίας μας ἁπλώνει
ἐναντίον αὐτῆς ἀόρατα, λεπτά, μόλις προσιτὰ εἰς τὴν ἀνθρωπίνην ἀντίληψιν δίκτυα τῶν ποικι-
λομόρφων πειρασμῶν αὐτοῦ καὶ τῶν φαντασμάτων.
Ὡς ἐκ τούτου, ὁ θέλων νὰ διδαχθῇ αὐτὴν τὴν θείαν ἄθλησιν ὀφείλει κατὰ τὸν Ἅγιον Συμεὼν
τὸν Νέον Θεολόγον νὰ παραδώσῃ ἑαυτὸν εἰς τὴν ἀπόλυτον ὑπακοὴν τοῦ ὁδηγοῦ τοῦ φοβου-
μένου τὸν Θεόν, τοῦ θερμοῦ θεματοφύλακος τῶν ἱερῶν Αὐτοῦ ἐντολῶν, τοῦ πεπειραμένου εἰς
τὴν νοερὰν ταύτην ἄθλησιν καὶ δυναμένου νὰ καθοδηγήσῃ τὸν μαθητήν του εἰς τὸν σωστὸν
δρόμον τῆς σωτηρίας.
Διὰ τῆς ταπεινοφροσύνης, τῆς προερχομένης ἐκ τῆς ὑπακοῆς, ὁ τοιοῦτος ἀθλητὴς θὰ
δυνηθῇ νὰ ἀποφύγῃ ὅλους τοὺς πειρασμοὺς καὶ ὅλα τὰ δίκτυα τοῦ ἐχθροῦ, καὶ πάντοτε θὰ
ἀσκῆται εἰς τὸν νοερὸν τοῦτον ἆθλον ἡσύχως, ἀφώνως, ἄνευ οὐδεμιᾶς βλάβης καὶ μετὰ μεγάλης
ἐπιτυχίας διὰ τὴν ψυχήν του.
Ἐὰν ὅμως, ἔστω καὶ ἂν παρέδωσε κάποιος ἑαυτὸν εἰς τὴν ὑπακοήν, παρὰ ταῦτα δὲν εὕρηκε
τὸν γέροντά του ἀποδεδειγμένως πεπειραμένον καθοδηγητὴν εἰς τὴν θείαν ταύτην προσευχήν,
καθότι εἰς τὴν ἐποχήν μας ἠλαττώθη πολὺ ὁ ἀριθμὸς τῶν πεπειραμένων καθοδηγητῶν εἰς τὸ
ἄθλημα τοῦτο, ἐν τούτοις οὐδόλως πρέπει νὰ ἀπογοητεύεται ὁ ἀθλούμενος, ἀλλὰ διατελῶν πά-
ντοτε ἀληθῶς ἐν τῇ ὑπακοῇ, κατὰ τὴν ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ, μὲ ταπεινοφροσύνην καὶ φόβον Θεοῦ,
καὶ ὄχι μὲ ἰδιορρυθμίαν καὶ αὐτεξουσίως ἄνευ ὑπακοῆς διαβιῶν, τρόπον διὰ τοῦ ὁποίου συνή-
θως ἐπέρχεται ὁ πειρασμός, καὶ ἀναθέσας πᾶσαν τὴν ἐλπίδα ἐπὶ τὸν Θεόν, μαζὶ μὲ τὸν γέροντα,
νὰ ὑπακούῃ ὁ ἐν λόγῳ ἀθλούμενος εἰς τὴν διδασκαλίαν τῶν ὁσίων Πατέρων ἡμῶν, οἱ ὁποῖοι
διδάσκουν λεπτεπιλέπτως τὴν θείαν ταύτην ἄθλησιν, καὶ δι᾽ αὐτῶν νὰ διδάσκωνται καὶ οἱ δύο
τὴν προσευχήν. Ἐν πάσει δὲ περιπτώσει ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ θὰ σπεύσῃ καὶ θὰ κατευοδώσῃ, διὰ
πρεσβειῶν τῶν ἁγίων Πατέρων, ὥστε νὰ διδαχθοῦν οὗτοι ἄνευ ἀμφιβολιῶν τὸ εὐλογημένον
τοῦτο ἔργον.
συνεχίζεται...
ΘΗΒΑ·Ι·ΚΗ ΦΩΝΗ 25
Ἰωσὴφ ὁ Βρυέννιος (Μέρος Α΄)
Ὑπὸ Σπυρίδωνος Βλάντη, θεολόγου

Εἰσαγωγικά. τῆς πατερικῆς θεολογίας, ἀλλὰ καὶ τῆς ἑλληνι-


Ὁ Ἰωσὴφ ὁ Βρυέννιος εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς κῆς κλασσικῆς παιδείας καὶ ἄριστος χειριστῆς
μεγάλους Πατέρες καὶ Θεολόγους τῆς Ἐκκλη- καὶ γνώστης τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας. Φανερὴ
σίας, ποὺ ἔζησε καὶ ἔδρασε λίγο πρὶν τὴν εἶναι στὰ ἔργα του ἡ ἐπίδραση τῆς θεολογίας
ἅλωση τῆς Κωνσταντινούπολης ἀπὸ τοὺς τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ. Ἦταν μα-
Τούρκους. Ἦταν Μοναχὸς καὶ προερχόταν θητὴς τοῦ Νικολάου Καβάσιλα, καὶ εἶχε λάβει
ἀπὸ τὸ Ἡσυχαστικὸ κίνημα. Εἶχε μεγάλη μόρ- τὸν περίφημο τίτλο γιὰ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, τοῦ
φωση καὶ κοντά του μαθήτευσε καὶ ὁ Ἅγιος Διδασκάλου τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τοῦ Διδασκά-
Μάρκος ὁ Εὐγενικός, ὁ μεγάλος ὑπέρμαχος λου τῶν ἐπιστημῶν.
τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἡ διδασκαλία του κυρίως Ἡ δράση του στὴν Κρήτη.
ἀναφέρεται στὸ Δόγμα τῆς Ἁγίας Τριάδος τὸ
Οἱ ἐκκλησιαστικὲς ἀλλὰ καὶ οἱ πολιτικὲς
ὁποῖο οἱ Λατίνοι διὰ τῆς διατυπώσεως ὅτι τὸ
ἀρχὲς τῆς ἐποχῆς του λόγῳ τοῦ κύρους και
Ἅγιο Πνεῦμα ἐκπορεύεται καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ τὸ
τῆς μόρφωσής του, τὸν χρησιμοποίησαν γιὰ
εἶχαν νοθεύσει καὶ προσπαθοῦσαν νὰ τὸ ἐπι-
δύο μεγάλες ἀποστολὲς στὴν Κρήτη καὶ στὴν
βάλλουν καὶ στὴν Ὀρθόδοξη Ἀνατολή. Ἐπι-
Κύπρο ποὺ ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ἦταν λατινοκρα-
σκέφθηκε καὶ τὴν Κρήτη καὶ τὴν Κύπρο οἱ
τούμενες καὶ οἱ κάτοικοί τους κινδύνευαν νὰ
ὁποῖες τελοῦσαν ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ὑπὸ τὴν
ἐκλατινισθοῦν. Στὴν Κρήτη ἐστάλη τὸ 1380
κατοχὴ τῶν Ἐνετῶν γιὰ νὰ ἐνισχύσει τοὺς ἐκεῖ
καὶ ἔμεινε περίπου εἴκοσι χρόνια ὅπως ἀνα-
Ὀρθοδόξους, οἱ ὁποῖοι δέχονταν πολλὲς πιέ- φέρει. Ἡ κατάσταση τῶν Ὀρθοδόξων ἐκείνη
σεις νὰ ἐκλατινιστοῦν. Δίκαια καὶ σωστὰ θεω- τὴν ἐποχὴ στὴν Κρήτη ἦταν πολὺ τραγική. Οἱ
ρεῖται ὡς ἕνας ἀπὸ τοὺς τελευταίους στύλους Ὀρθόδοξοι Ἐπίσκοποι ἐκδιώχθηκαν ἀπὸ τὶς
τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ ἐφάμιλλος τῶν Ἁγίων Ἐπισκοπές τους τὶς ὁποῖες κατέλαβαν Λατίνοι
Πατέρων. ἐπίσκοποι, οἱ ὁποῖοι καὶ δήμευσαν τὴν ἐκ-
Παιδικὰ χρόνια. κλησιαστικὴ περιουσία. Ἡ χειροτονία τῶν
Δὲν ἔχουμε πολλὲς πληροφορίες γιὰ τὴν Ὀρθοδόξων κληρικῶν γινόταν ἀπὸ Ἀρχιερεῖς
ζωή του, ἀπὸ τοὺς ἱστορικοὺς καὶ συγγραφεῖς τῆς Πελοποννήσου μὲ ἔγκριση τῶν Λατινικῶν
τῆς ἐποχῆς του. Τὶς λίγες πληροφορίες ποὺ ἀρχῶν. Τὴν διοίκηση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλη-
ἔχουμε τὶς ἀντλοῦμε ἀπὸ τὶς ἐπιστολές του σίας τῆς Κρήτης τὴν εἶχαν ἀναλάβει οἱ λεγόμε-
ποὺ ἀπευθύνει σὲ διάφορα πρόσωπα τῆς νοι πρωτοπαπάδες, ἕνας γιὰ κάθε Νομό, ποὺ
ἐποχῆς του καὶ ἀπὸ τὰ συγγράμματα του. διορίζονταν ἀπὸ τοὺς Λατίνους. Ἡ ἠθικὴ πα-
Σύμφωνα, λοιπόν, μὲ διάφορες μαρτυρίες ρακμὴ ἦταν πολὺ μεγάλη. Οἱ ἐκκλησιαστικὲς
γεννήθηκε μᾶλλον τὸ 1350 στὴν Κωνσταντι- ἀρχὲς στὴν Κωνσταντινούπολη ἔκριναν ὅτι ἡ
νούπολη χωρὶς καὶ αὐτὸ νὰ εἶναι σίγουρο. μετάβαση τοῦ Ἰωσὴφ Βρυέννιου ὡς ἁπλοῦ
Πάντως μεγάλο χρονικὸ διάστημα τῆς ζωῆς Μοναχοῦ ἦταν ἡ πιὸ ἀποτελεσματικὴ λύση γιὰ
του ἔδρασε ἐκεῖ. Ἰωσὴφ εἶναι τὸ μοναχικό του τὴν ἐνίσχυση τοῦ χειμαζομένου Κρητικοῦ
ὄνομα, τὸ κοσμικό του παραμένει ἄγνωστο. λαοῦ. Ἐστάλη, λοιπόν, ὡς Ἔξαρχος Πατριαρ-
Μοναχὸς ἔγινε στὴν περίφημη Μονὴ τοῦ χικὸς στὴν Κρήτη καὶ τὸ ἔργο του ἦταν
Στουδίου στὴν Κωνσταντινούπολη, καὶ γι᾽ πνευματικό, διδακτικὸ καὶ εἰρηνευτικό.
αὐτὸ εἶναι γνωστὸς καὶ ὡς Στουδίτης. Ἐκεῖ ἀπηύθυνε πολλὲς ὁμιλίες στοὺς Κρῆ-
τες γιὰ νὰ τοὺς τονώσει τὸ Ὀρθόδοξο φρό-
Μόρφωση καὶ παιδεία. νημα. Διαλέχθηκε πολλὲς φορὲς μὲ τοὺς Λα-
Γιὰ τὶς σπουδές του ἐλάχιστα γνωρίζουμε. τίνους καὶ δημόσια πάνω στὰ θέματα ποὺ μᾶς
Ἀπὸ τὸ εὐρύτατο ἔργο του συμπεραίνεται ὅτι χώριζαν, καὶ κυρίως γιὰ τὸ θέμα τῆς ἐκπο-
εἶχε εὐρεῖα μόρφωση. Εἶναι βαθὺς γνώστης ρεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καὶ ἀπέδειξε

26 ΘΗΒΑ·Ι·ΚΗ ΦΩΝΗ
ὅτι τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ἐκπορεύεται ἐκ μόνου τησαν βοήθεια ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρ-
τοῦ Πατρός. Ὁ Ἰωσὴφ ὁ Βρυέννιος παράλλη- χεῖο Κωνσταντινουπόλεως. Τὸ Οἰκουμενικὸ
λα μὲ τὸν ἔλεγχο ποὺ ἀσκοῦσε στοὺς Λατί- Πατριαρχεῖο ἀποφάσισε νὰ στείλει τὸν Ἰωσὴφ
νους τῆς Κρήτης εἶχε στραφεῖ καὶ κατὰ μερί- τὸν Βρυέννιο στὴν Κύπρο νὰ τοὺς βοηθήσει
δος τοῦ Ὀρθοδόξου κλήρου ποὺ ζοῦσε ἀκό- ὡς ἔχοντας ἐμπειρία ἀπὸ τὴν Κρήτη. Τὸ 1406
λαστο βίο. Ὁ Ἰωσὴφ δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ μεί- φτάνει στὴν Κύπρο ὡς ἐπικεφαλὴς ἐπιτροπῆς
νει ἀδιάφορος μπροστὰ σὲ αὐτὴ τὴν κατάστα- Ὀρθοδόξων καὶ ἡ ἀπογοήτευση του γιὰ τὴν
ση καὶ στράφηκε ἐναντίον τους καὶ ἐνημέρωσε ἐκεῖ ἐκκλησιαστικὴ κατάσταση ἦταν μεγάλη.
τὶς ἐκκλησιαστικὲς ἀρχὲς καὶ τῆς Κωνσταντι- Ὁ Βρυέννιος φτάνοντας ἐκεῖ συγκαλεῖ Σύνοδο
νούπολης γι᾽ αὐτὴ τὴν κατάσταση. στὴν ὁποία συμμετέχουν ἀρκετοὶ κληρικοὶ τῆς
Τὸ θέμα αὐτὸ τῆς ἀνηθικότητος τὸ ἐξέτασε Κύπρου γιὰ νὰ ἐξετάσει τὸ θέμα τῆς ἑνώσεως
καὶ ἡ ἐνδημοῦσα Σύνοδος στὴν Κωνσταντι- μὲ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο.
νούπολη, ἡ ὁποία μὲ ἀπόφασή της καθαίρεσε Στὴν Σύνοδο αὐτὴ ὁ Ἰωσὴφ Βρυέννιος
αὐτοὺς τοὺς κληρικοὺς καὶ ἀπαγόρευσε στοὺς ἀνέδειξε τὶς παπικὲς κακοδοξίες καὶ προσπά-
πιστοὺς νὰ ἔχουν ἐπικοινωνία μαζί τους. Οἱ θησε νὰ ἀποδείξει στοὺς Κυπρίους ὅτι μὲ τὴν
κληρικοὶ αὐτοὶ δὲν συμμορφώθηκαν μὲ τὴν ἔνορκη ὑποταγή τους στοὺς κακόδοξους Ἐπι-
ἀπόφαση αὐτὴ καὶ κατηγόρησαν τὸν Ἰωσὴφ σκόπους τῆς Ρώμης, βρίσκονται αὐτομάτως
στὶς Ἐνετικὲς ἀρχὲς τοῦ νησιοῦ ὡς ἀντικαθε- ἐκτὸς Ἐκκλησίας. Οἱ Κύπριοι δὲν στάθηκαν
στωτικό, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ διωχθεῖ ἀπὸ τὸ δυνατοὶ νὰ σπάσουν τὰ δεσμά τους ἀπὸ τὴν
νησί. Καὶ μακριὰ ἀπὸ τὸ νησὶ ὁ Ἰωσὴφ συνέ- ὑποταγὴ αὐτὴ καὶ ἡ ἕνωση δὲν ἔγινε καὶ ὁ
χισε νὰ ἔχει ἐπαφὲς μὲ τοὺς Ὀρθοδόξους τῆς ᾽Ιωσήφ Βρυέννιος ἀποχώρησε ἀπογοητευμέ-
Κρήτης καὶ νὰ τοὺς ἐνισχύει μὲ ἐπιστολές. νος. Σὲ Σύνοδο ποὺ ἔγινε τὸ 1412 στὴν Κων-
σταντινούπολη ὁ Ἰωσὴφ τοὺς ἐνημέρωσε γιὰ
Ἐπιστροφὴ στὴν Κωνσταντινούπολη. ὅλη αὐτὴ τὴν κατάσταση λέγοντας ὅτι οἱ Κύ-
Ὁ Ἰωσὴφ Βρυέννιος ἐπιστρέφει στὴν Κων- πριοι θέλουν νὰ ἑνωθοῦν φαινομενικῶς καὶ
σταντινούπολη ὅταν βασιλεύει ἐκεῖ ὁ Μανουὴλ ὄχι πραγματικῶς μὲ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία
Β´ ὁ Παλαιολόγος. Γυρίζοντας ἐντάχθηκε στὴν καὶ ὅτι ἡ ἕνωση κάτω ἀπὸ αὐτὲς τὶς συνθῆκες
γνωστὴ Μονὴ τοῦ Στουδίου. Διδάσκει στὸ Πα- θὰ ἦταν ἐπιζήμια, καὶ ἐπιβλαβής. Ἡ παρουσία
νεπιστήμιο τῆς Κωνσταντινούπολης καὶ μετα- του πάντως στὴν Κύπρο τοὺς ἐνθάρρυνε, καὶ
ξὺ τῶν μαθητῶν του ἦταν ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ὁ τοὺς γλύτωσε ἀπὸ τὰ χειρότερα.
Εὐγενικὸς καὶ ὁ ἀδερφός του Ἰωάννης, σύμ-
Ἐπιστροφὴ στὴν Κωνσταντινούπολη.
φωνα μὲ μία παράδοση.
Ἐπιστρέφοντας στὴν Κωνσταντινούπολη
Ἀποστολὴ στὴν Κύπρο. ἡ ἐκτίμηση τοῦ κόσμου πρὸς τὸ πρόσωπό
Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἡ Κύπρος τελοῦσε ὑπὸ του ἐνισχύθηκε σημαντικά. Ἐκεῖ ἀναλαμβάνει
Λατινικὴ κατοχή. Ἐγκατέστησαν Λατίνους τὴν διεύθυνση τοῦ Πανεπιστημίου τῆς Κων-
Ἐπισκόπους καὶ ἐκδίωξαν τοὺς Ὀρθοδόξους σταντινουπόλεως καὶ τοῦ δίνουν τὸν τίτλο τοῦ
περιορίζοντάς τους σὲ τέσσερεις ἀπὸ δέκα καὶ Πρύτανη τῶν Διδασκάλων, ἀλλὰ δὲν ἀφήνει
δὲν μποροῦσαν νὰ ἐξασκήσουν τὴν πνευμα- καὶ τὸ διδακτικὸ ἔργο καὶ τὴν διακονία τοῦ
τική τους δικαιοδοσία χωρὶς τὴν ἄδεια τοῦ Λα- ἄμβωνα. Μὲ τὴν ἰδιότητα αὐτὴ καὶ τὴν ἐμπει-
τίνου Ἐπισκόπου. ρία του στὴν Κρήτη καὶ Κύπρο παίρνει μέρος
Ἡ ἐκκλησιαστικὴ περιουσία δημεύτηκε καὶ σὲ ὅλες σχεδὸν τὶς συζητήσεις μεταξὺ Ἑλλή-
οἱ Ὀρθόδοξοι κληρικοὶ τοῦ Νησιοῦ δήλωναν νων καὶ Λατίνων τονίζοντας τὴν Ὀρθόδοξη
ὑποταγὴ στοὺς Λατίνους καὶ τὰ δόγματά τους. Διδασκαλία περὶ τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου
Οἱ Ὀρθόδοξοι τοῦ Νησιοῦ εἶχαν κατὰ πολὺ Πνεύματος ἐκ μόνου τοῦ Πατρός, καὶ περὶ τοῦ
ἐκλατινισθεῖ καὶ εἶχαν ἀποδεχθεῖ πολλὰ Λατι- πρωτείου τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης. Ὁ Ἰωσὴφ ὁ
νικὰ δόγματα καὶ ἔθιμα. Μέσα σὲ ὅλη αὐτὴ τὴν Βρυέννιος ἔθετε ὡς βάση ἑνώσεως τὴν σύγκ-
κατάσταση οἱ Κύπριοι Ὀρθόδοξοι κληρικοὶ ζή- λιση Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Οἱ Παπικοὶ

ΘΗΒΑ·Ι·ΚΗ ΦΩΝΗ 27
ἤθελαν αὐτὴ ἡ Σύνοδος νὰ γίνει στὴν Δύση Περὶ Ἁγίας Τριάδος.
προκειμένου νὰ ἐγκλωβίσει τοὺς Ὀρθοδό- Ὁ Ἰωσὴφ Βρυέννιος ἔχει συγγράψει καὶ ἐν
ξους. Ὁ Ἰωσὴφ ἤθελε νὰ γίνει στὴν Κωνστα- συνεχεία ἔχει ἐκφωνήσει 21 Λόγους περὶ τῆς
ντινούπολη. Ὁ αὐτοκράτορας Ἰωάννης Η´ μέ Ἁγίας Τριάδος. Τοὺς λόγους αὐτοὺς τοὺς ἔχει
κάποιους ἄλλους ἔκλινε πρὸς τὴν ἄποψη ὅτι ἐκφωνήσει μὲ ἐντολὴ τοῦ αὐτοκράτορος σὲ
ἡ Σύνοδος αὐτὴ ἔπρεπε νὰ γίνει στὴν Δύση συνέχειες στὸν χῶρο τοῦ παλατιοῦ παρουσία
καὶ τελικὰ ἐπικράτησε ἡ ἄποψη αὐτὴ παρὰ τὶς πολλῶν προκρίτων ἀλλὰ καὶ πολλῶν Λατινο-
ἀντιδράσεις τοῦ Βρυεννίου. Ἔτσι ἄνοιξε ὁ φρόνων. Στοὺς λόγους αὐτοὺς ἀναπτύσσεται
δρόμος πρὸς τὴν Σύνοδο τῆς Φερράρας - τὸ Δόγμα τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου
Φλωρεντίας, ἡ ὁποία εἰσήγαγε τὴν Ὀρθοδο- Πνεύματος ὑπὸ μόνου τοῦ Πατρός.
ξία σὲ μεγάλες περιπέτειες.
Κεφάλαια ἑπτάκις ἑπτά.
Ἡ κοίμηση τοῦ Ἰωσὴφ Βρυεννίου.
Εἶναι σύντομα δοκίμια ἠθικοῦ καὶ δογματι-
Τελικὰ ὁ Ἰωσὴφ Βρυέννιος δὲν πρόλαβε κοῦ περιεχομένου τὰ ὁποῖα εἶχε ἀπευθύνει
νὰ πάρει μέρος στὴν σύνοδο τῆς Φλωρεντίας στοὺς Κρῆτες κατὰ τὴν ἐκεῖ παραμονή του. Μὲ
καὶ ἡ κοίμησή του ἔγινε γύρω στὸ 1431. Ἐκοι- τὰ κηρύγματα αὐτὰ προσπαθεῖ ν᾽ ἀνυψώσει
μήθη στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ τάφηκε τὸ φρόνημα τοῦ Κρητικοῦ λαοῦ ποὺ ἐκείνη
στὴν Μονὴ Χαρσιανίτου, ὅπου ὁ Ἅγιος Μᾶρ- τὴν ἐποχὴ τελοῦσε ὑπὸ Ἐνετικὴ κατοχή, ἀλλὰ
κος ὁ Εὐγενικὸς ἐξεφώνησε καὶ λόγο ἐπική- καὶ νὰ τοὺς ἀφυπνίσει.
δειο. Ἡ προσφορά του γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία Ἔχει ἀκόμα ἐκφωνήσει πέντε λόγους εἰς
ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ἦταν ἀνεκτίμητη. τὴν Σταύρωση τοῦ Κυρίου Ἡμῶν Ἰησοῦ Χρι-
Τὰ κηρύγματά του χαλύβδωσαν τοὺς Ὀρ- στοῦ, κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἀκολουθίας τῆς
θοδόξους καὶ ἀνέδειξαν Ὁμολογητὲς καὶ ὑπε- Μεγάλης Παρασκευῆς.
ρασπιστὲς τῶν Ὀρθοδόξων Δογμάτων. Ἀπό- Ἔχει ἀκόμα ἐκφωνήσει πολλοὺς λόγους
δειξη εἶναι ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικὸς ὁ γιὰ Δεσποτικὲς καὶ Θεομητορικὲς ἑορτές,
ὁποῖος μὲ τὴν σθεναρή του στάση στὴν σύ- ὅπως στὸ Γενέθλιο τῆς Θεοτόκου, τὸν Εὐαγ-
νοδο τῆς Φλωρεντίας ἀρνήθηκε τὶς συμβιβα- γελισμό της, καὶ στὰ Θεοφάνια.
στικὲς λύσεις ποὺ πρόδιδαν τὴν Ὀρθόδοξη Σημαντικὲς εἶναι καὶ οἱ τρεῖς διαλέξεις του
πίστη. Ἀλλὰ καὶ ὁ πιστὸς λαὸς τῆς Κωνσταντι- περὶ τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος,
νούπολης ποὺ γιὰ τὴν κατήχησή του τόσο τοὺς ὁποίους ἀπηύθυνε στοὺς ἐκπροσώπους
πολὺ κουράστηκε ὁ Ἰωσὴφ Βρυέννιος ἀπέρ- τοῦ Πάπα Ρώμης καὶ ἀναφέρονται στὸ θέμα
ριψε τὶς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου τῆς Φλωρε- τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ
ντίας καὶ ἀποδοκίμασε αὐτοὺς ποὺ τὶς ὑπέ- πῶς μπορεῖ νὰ ἐπιτευχθεῖ ἡ ἕνωση τῆς Ἀνα-
γραψαν. τολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μὲ τοὺς Παπι-
Συγγραφικὸ ἔργο. κούς.
Τέλος ἔχει συγγράψει καὶ πολλὲς ἐπιστο-
Στὸ συγγραφικὸ ἔργο τοῦ Ἰωσὴφ Βρυέν-
λὲς καὶ ἀπαντᾶ σὲ ἐπίκαιρα θέματα καὶ ἐρωτή-
νιου συγκεφαλαιώνεται ὅλη ἡ Διδασκαλία τῶν
ματα.
Ἁγίων Πατέρων. Τὰ θέματά του εἶναι ποικίλα
καὶ ἀνταποκρίνονται στὶς ἀνάγκες τῶν συναν- Θεολογία τοῦ Ἰωσὴφ Βρυέννιου.
θρώπων του γιὰ νὰ φτάσουν στὴν ἐν Χριστῷ
τελείωση. Μεγάλο μέρος τῶν ἔργων του ἀνα- Περὶ Θείας Οὐσίας καὶ Ἐνεργειῶν.
φέρεται στὸ θέμα τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Στὸ θέμα περὶ τῆς Θείας Οὐσίας καὶ τῶν
Πνεύματος, θέμα φλέγον ἐκείνη τὴν ἐποχή. ἀκτίστων ἐνεργειῶν τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ ἡ δι-
Ἔχει συντάξει καὶ πολλοὺς ἑορτίους λόγους δασκαλία τοῦ Ἰωσὴφ Βρυέννιου ἀποτελεῖ συ-
ποὺ ἀναφέρονται στὴν ἐνανθρώπιση τοῦ νέχεια τῆς θεολογίας τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ
Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ τὶς συνέπειές της γιὰ τοὺς Παλαμᾶ. Σύμφωνα μὲ τὸν Ἰωσὴφ τὸν Βρυέν-
ἀνθρώπους. νιο ὁ Τριαδικὸς Θεὸς εἶναι ἄγνωστος καὶ

28 ΘΗΒΑ·Ι·ΚΗ ΦΩΝΗ
ἀπρόσιτος ὡς πρὸς τὴν Θεία Του Οὐσία καὶ φανέρωση τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Μὲ τὴν Α´ καί
γίνεται γνωστὸς στὸν κόσμο καὶ ἀποκαλύ- Β´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο διατυπώνεται τὸ Τρια-
πτεται διὰ τῶν Θείων Ἐνεργειῶν Του. Συγκε- δικὸ Δόγμα ὡς ἑξῆς: «μία φύσις, τρεῖς ὑπο-
κριμένα γράφει «ἡμεῖς δέ ἐκ τῶν ἐνεργειῶν στάσεις». Ὅλος ὁ Τριαδικὸς Θεὸς εἶναι «ἀσώ-
γνωρίζειν λέγομεν τὸν Θεόν, τῆ δέ οὐσία ματος, ἄχρονος, ἄποσος, ἀπερίληπτος». Ὁ
αὐτοῦ προσεγγίζειν οὐχ ὑπισχνούμεθα». Ὁ Θεὸς Πατὴρ εἶναι ἡ μοναδικὴ πηγὴ και Ἀρχὴ
ἄνθρωπος μετέχει τῶν ἀκτίστων Θείων Ἐνερ- τῆς ὑπάρξεως τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύμα-
γειῶν καὶ ὄχι τῆς Θείας Οὐσίας. Λύτρωση γιὰ τος. Ἀπὸ τὸν Θεὸ Πατέρα γεννᾶται ὁ Υἱὸς καὶ
τὸν ἄνθρωπο εἶναι μέθεξη στὶς ἄκτιστες ἐνέρ- ἐκπορεύεται τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Ὁ Ἰωσὴφ ὁ
γειες τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ σὲ καμία περί- Βρυέννιος ἀκολουθῶντας τοὺς Πατέρες τῆς
πτωση μέθεξη στὴν ἀμέθεκτη Θεία Οὐσία. Ἡ Ἐκκλησίας ἀναφέρει τὸ ἑξῆς: «Ὁ Πατὴρ εἶναι
δημιουργία τοῦ κόσμου εἶναι ἀποτέλεσμα τῶν ἀναίτιος καὶ ἀγέννητος. Ὁ Υἱὸς εἶναι αἰτιατὸς
Θείων ἐνεργειῶν μέσα στὸν χρόνο. Εἶναι ἀ- καὶ γεννητός. Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο εἶναι αἰτιατὸ
δύνατο νὰ ὑπάρξει Θεία Οὐσία χωρὶς ἐνέρ- καὶ ἐκπορευτὸ ἀπὸ τὸν Θεὸν Πατέρα».
γειες καὶ Θείες ἐνέργειες χωρὶς τὴν Θεία φύ-
Περὶ τῆς ἐκπόρευσης τοῦ Ἁγίου
ση. Ἡ Θεία Ἐνέργεια εἶναι συναΐδια μὲ τὴν
Πνεύματος
Θεία Οὐσία ἤ φύση. Ὁ Θεὸς εἶναι ἄκτιστος ὄχι
μόνο ὡς πρὸς τὴν Οὐσία Του ἀλλὰ καὶ στὶς Τὸ θέμα τῆς ἐκπόρευσης τοῦ Ἁγίου Πνεύ-
ἐνέργειές Του, σὲ ἀντίθεση μὲ τοὺς Παπικοὺς ματος ἀπασχόλησε ἔντονα τὸν Ἰωσὴφ Βρυέν-
ποὺ ὑποστηρίζουν ὅτι εἶναι κτιστὲς οἱ Θείες νιο καθότι ἡ ἐποχή του ἦταν ἐποχὴ προετοι-
ἐνέργειες. Στὴν περίπτωση αὐτὴ ἡ Θέωση τοῦ μασίας τῆς συνόδου τῆς Φλωρεντίας. Λαμβά-
ἀνθρώπου θὰ ἦταν ἀδύνατη. Διὰ τῶν Θείων νει σθεναρὴ θέση ἐναντίον τῆς παπικῆς αὐτῆς
Ἐνεργειῶν ὁ Θεὸς φανερώνεται στὸν κόσμο κακοδοξίας. Γιὰ τὸν Ἰωσὴφ Βρυέννιο ἡ Ὀρθό-
ἐν χρόνῳ καὶ τόπῳ. Σύμφωνα μὲ τὸν Ἰωσὴφ δοξη πίστη δὲν δέχεται καμία ἀλλοίωση, ἀφαί-
Βρυέννιο ποὺ συγκεφαλαιώνει τὴν Διδασκαλία ρεση ἢ προσθήκη. Τὸ filiogue ἀποτελεῖ γιὰ
τῶν προγενεστέρων, Πατέρων του καὶ κυρίως τὸν Βρυέννιο τὴν μεγαλύτερη δογματικὴ δια-
τῶν Ἡσυχαστῶν, ἡ Θέωση εἶναι δυνατὴ μόνο φορὰ μεταξὺ Ἀνατολῆς καὶ Δύσης καὶ καμία
μὲ τὴν μετοχὴ στὶς ἄκτιστες Θείες Ἐνέργειες. προσέγγιση δὲν μπορεῖ νὰ γίνει ἂν δὲν γίνει
ἄρση αὐτῆς τῆς διαφορᾶς. Ἡ προσθήκη τοῦ
Θεολογία περὶ Ἁγίας Τριάδος. filiogue (ἐκ τοῦ Υἱοῦ) στὸ Σύμβολο τῆς Πί-
Σύμφωνα μὲ τὸν Ἰωσὴφ τὸν Βρυέννιο τὸ στεως εἶναι ἐναντίον τῆς Διδασκαλίας τῶν
μυστήριο τῆς Ἁγίας Τριάδος εἶναι ἀκατάληπτο Πατέρων καὶ τελείως ἀδικαιολόγητη. Ὁ Θεὸς
καὶ ἀπρόσιτο γιὰ τὸν ἀνθρώπινο νοῦ. Ὁ ἄν- Πατὴρ εἶναι ἡ μόνη αἰτία καὶ πηγὴ τῆς Θεό-
θρωπος ἀδυνατεῖ νὰ λάβει γνώση τῆς Θείας τητος, ἑπομένως τόσο ἡ γέννηση τοῦ Υἱοῦ
Οὐσίας. Ὁ Τριαδικὸς Θεὸς ἀποκαλύπτεται ὅσο καὶ ἡ ἐκπόρευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος
σταδιακὰ στὸν ἄνθρωπο γιὰ νὰ μὴν τὸν ἀφή- γίνεται μόνο ἀπὸ τὸν Θεὸ Πατέρα. Ἡ αἵρεση
σει σὲ τέλεια ἀγνωσία. Ἔτσι «ἐν μέν τῇ Πα- τοῦ filiogue (ὅτι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐκπορεύεται
λαιᾷ Διαθήκη ὁ Πατὴρ ὡς Θεὸς μόνος φα- καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ) εἰσάγει τὴν διαρχία στὴν Ἁγία
νεροῦται· ἐν δέ τῇ νέα (Καινή) καὶ ὡς Πατήρ· Τριάδα καὶ καταργεῖ τὴν μοναρχία τοῦ Πα-
ὁ δέ Υἱὸς ἐν τῇ ἐνσάρκῳ οἰκονομία Υἱὸς τοῦ τρός. Μὲ τὴν «ἀνύψωση» ποὺ ἐπιχειροῦν οἱ
Θεοῦ καὶ Πατρὸς ἐμφανέστατα· μετὰ δέ τὴν Λατίνοι τοῦ Υἱοῦ ὡς αἰτίου, ὅτι δηλαδὴ καὶ ὁ
τούτου Ἀνάληψιν τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον καὶ Υἱὸς ἐκπορεύει τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, τὸ Ἅγιον
τοῦτο εἶναι Θεόν» (Ἰωσὴφ Βρυέννιος Λόγος Πνεῦμα ὁδηγεῖται σὲ ὑποβιβασμὸ καὶ καταρ-
ΙΑ´ περὶ τῆς Ἁγίας Τριάδος τὰ Εὐρεθέντα Α´ γεῖται ἡ ἰσοτιμία τῶν Θείων προσώπων τῆς
σελ. 196). Ἡ σταδιακὴ αὐτὴ ἀποκάλυψη Ἁγίας Τριάδος καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα παρου-
γίνεται γιὰ λόγους παιδαγωγικοὺς γιὰ νὰ προ- σιάζεται ὡς ἐλλιπὴς ὑπόσταση ἔναντι τῶν ἄλ-
φυλάξει τὸν λαὸ τοῦ Ἰσραὴλ ἀπὸ τὸν πολυ- λων δύο ὑποστάσεων.
θεϊσμό. Μετὰ τὴν Πεντηκοστὴ ἔχουμε πλήρη συνεχίζεται...

ΘΗΒΑ·Ι·ΚΗ ΦΩΝΗ 29
Η ΑΝΑΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΑΓΙΟ
ΙΩΑΝΝΗ ΤΟΝ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ
Ἐπιμέλεια τοῦ Μοναχοῦ Παχωμίου (Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίων Ἁγιορειτῶν Πατέρων)

5. Ἡ σημασία τῆς ἐκκλησιαστικῆς παιδείας


Οἱ ἀπόψεις τοῦ Ἁγίου περιληπτικά.
Σύμφωνα μὲ τὸν ἅγιο, τὰ παιδιὰ ἀποτελοῦν μεγάλη
παρακαταθήκη γιὰ τοὺς γονείς. Γι’ αὐτὸ ὀφείλουν νὰ τὰ
φροντίζουν, περισσότερο ἀπὸ τὰ κτήματά τους. Ὅταν
ἡ ψυχὲς τῶν παιδιῶν δὲν εἶναι ἀγαθές, δὲν τὰ ὠφελοῦν
καθόλου τὰ κτήματα· ἐνῶ ὅταν αὐτὲς ἀσκηθοῦν, τότε
καμμία βλάβη δὲν ὑπάρχει ἀπὸ τὴ φτώχεια.
Ἐπίσης, ἐπισημαίνει τὸ πόσο καταστροφικὴ εἶναι ἡ
ἔλλειψη τῆς διδασκαλίας. Ἐπ’ αὐτοῦ ἐπικαλεῖται ὅτι ἂν
μερικοὶ ποὺ παιδαγωγοῦνται ἀπὸ τὴν πρώτη ἡλικία
μέχρι καὶ τὰ γεράματα, δὲν κατορθώνουν νὰ γίνουν
σωστοὶ ἄνθρωποι, ἐκεῖνοι ποὺ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς ζωῆς
τους στεροῦνται τῆς κατάλληλης διαπαιδαγώγησης,
ποιό κακὸ μπορεῖ νὰ μὴ κάνουν; Σ’ αὐτό, φέρνει τὸ
παράδειγμα τῶν Ἑβραίων ποὺ παρὰ τὸ ὅτι παιδαγω-
γοῦνταν ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ ἀπειλές, εὐεργεσίες καὶ τιμωρίες, καὶ εἶδαν τόσα θαύματα, δὲν ἔγιναν
καλύτεροι. Ἑπομένως, πώς θὰ μπορέσουν οἱ νέοι νὰ ὑπερπηδήσουν τὶς παγίδες τοῦ διαβό-
λου, χωρὶς νὰ ἔχουν τὴν κατάλληλη ἐκκλησιαστικὴ διαπαιδαγώγηση;
Οἱ γονεῖς, ἂν δοῦν τὰ παιδιά τους νὰ λιώνουν ἀπὸ τὴν πείνα, δὲ θὰ τὰ παραβλέψουν.
Ὅταν ὅμως καταστρέφονται ἀπὸ ἔλλειψη θείας διδασκαλίας ὀφείλουν ἀκόμη περισσότερο
νὰ μὴν τὰ παραβλέψουν διότι αὐτὴ ἡ πείνα εἶναι πιὸ φοβερὴ ἀπὸ ἐκείνη, ἀφοῦ καταλήγει καὶ
σὲ μεγαλύτερο θάνατο. Ἔτσι ἀντιλαμβάνεται τὴ συγγένεια τῆς φύσης ὁ ἅγιος, ἂν οἱ γονεῖς
δείξουν μεγαλύτερη φροντίδα στὰ πνευματικά. Ἂν ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέει ὅτι ὅποιος δὲν
προνοεῖ γιὰ τοὺς δικούς του, καὶ μάλιστα τοὺς συγγενεῖς, ἔχει ἀρνηθεῖ τὴν πίστη καὶ εἶναι
χειρότερος ἀπὸ ἄπιστο (Α´ Τιμ. Ε΄,8), καὶ λέει αὐτὰ περὶ τῆς ἐφήμερης τροφῆς, ποὺ θὰ σταθεῖ
αὐτὸς ποὺ παραβλέπει τὴν ἐκκλησιαστική τους παιδεία ποὺ εἶναι τὸ σπουδαιότερο καὶ
ἀναγκαιότερο;
Εἶναι παράξενο καὶ ἄτοπο, νὰ στέλνουν μὲν τὰ παιδιά τους στὶς τέχνες καὶ τὸ σχολεῖο,
καὶ νὰ κάνουν τὰ πάντα γιὰ τὸ σκοπὸ αὐτό, νὰ μὴ τὰ ἀνατρέφουν ὅμως μὲ τὴν παιδεία καὶ
τὴ νουθεσία Κυρίου (Ἐφ. ΣΤ΄, 4). Τὸ σπουδαιότερο πράγμα ἡ ἐν Κυρίῳ ἀνατροφὴ τῶν παι-
διῶν. Ὅλα τὰ ἄλλα ἂς ἔρχονται σὲ δεύτερη θέση. Ἂν τὰ παιδιὰ μάθουν νὰ σκέπτονται ἀπὸ
τὴν ἀρχὴ γιὰ τὴν ἀρετή, ἀπόκτησαν πλοῦτο καὶ δόξα μεγαλύτερα ἀπὸ κάθε ἄλλο. Οἱ γονεῖς
ὀφείλουν, νὰ μὴ τὰ φροντίζουν νὰ ζήσουν ἐδῶ πολλὰ χρόνια, ἀλλὰ νὰ ζήσουν τὴν αἰώνια
καὶ ἀτελείωτη ζωὴ μετὰ τὸν θάνατο. Χρειάζονται ἦθος καὶ ὄχι ἱκανότητα, ἔργα καὶ ὄχι λόγια.
Αὐτὰ φέρνουν τὴ Βασίλεια τοῦ Θεοῦ, αὐτὰ χαρίζουν καὶ τὰ πραγματικὰ ἀγαθά. Δὲν λέει αὐτὰ
ὁ ἅγιος γιὰ νὰ ἐμποδίσει τοὺς γονεῖς νὰ μορφώνουν τὰ παιδιά τους, ἀλλὰ νὰ τοὺς ἐμποδίσει

30 ΘΗΒΑ·Ι·ΚΗ ΦΩΝΗ
νὰ προσέχουν μόνο στὴν ἀκαδημαϊκὴ μόρφωσή τους.
Δὲν ὑπάρχει τίποτε ἴσο μὲ τὴν ψυχή. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ διαμόρφωση τῶν ψυχῶν τῶν νέων
καὶ ἡ διαπαιδαγώγηση τοῦ χαρακτήρα τους δὲν μπορεῖ μὲ τίποτα νὰ ἐξισωθεῖ. Εἶναι παρά-
λογο νὰ ἐπισκευάζουν ἕνα σπίτι παλιὸ ποὺ πρόκειται νὰ καταρρεύσει, ξοδεύοντας χρήματα
καὶ ἐνδιαφερόμενοι γιὰ ὅλα, καὶ τὶς ψυχὲς τῶν νέων ποὺ μποροῦν νὰ γίνουν σπίτι τοῦ Θεοῦ
νὰ μὴν τὶς θεωροῦν ἄξιες παραμικρῆς φροντίδας. «Μὴ ἁφῆς τοῦ Θεοῦ τὸν οἶκον σπήλαιον
γενέσθαι ληστῶν». Πῶς ὅμως γίνεται σπήλαιο ληστῶν; Ὅταν οἱ γονεῖς ἀφήσουν νὰ μποῦν
καὶ νὰ εἰσχωρήσουν στὶς ψυχὲς τῶν νέων ἀνελεύθερες καὶ δουλικὲς ἐπιθυμίες καὶ κάθε εἴδους
ἀσέλγεια. Διότι εἶναι χειρότεροι ἀπὸ ληστὲς αὐτοὶ οἱ λογισμοί, ποὺ αἰχμαλωτίζουν τὴν
ἐλευθερία τῶν παιδιῶν καὶ τὰ κάνουν δούλους τῶν ἄλογων παθῶν. Γι’ αὐτό, λοιπόν, ἂς τὰ
ἐπιβλέπουν καθημερινὰ καὶ χρησιμοποιῶντας τὴν ἐκκλησιαστικὴ διδασκαλία σὰν μαστίγιο,
ἂς διώχνουν τὰ πάθη ἀπὸ τὴν ψυχή τους.
Ἡ πραγματικὴ σοφία καὶ ἡ ἀληθινὴ μόρφωση δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο, παρὰ ὁ σεβασμὸς
πρὸς τὸ Θεό. Ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν πρώτη ἡλικία θὰ διατηρήσει τὰ παιδιὰ καλύτερα
ἀπὸ κάθε πατέρα. Γιὰ νὰ εἶναι σοφὰ κατὰ Θεό, ἀρκεῖ ὁ φόβος Θεοῦ καὶ τὸ νὰ ἔχουν ὀρθὴ
γνώση γιὰ τὰ ἀνθρώπινα πράγματα. Πρέπει νὰ μάθουν, λοιπόν, τὰ σχετικὰ μὲ τὸ Θεό, τὰ
σχετικὰ μὲ ὅλα ἐκεῖνα ποὺ ἐπιφυλάσσονται μετὰ θάνατο, τὰ σχετικὰ μὲ τὴ γέεννα καὶ τὴν
οὐράνια βασιλεία· γιατὶ λέει, «ἀρχὴ τῆς σοφίας εἶναι ὁ φόβος Κυρίου» (Παρ. Α΄,7). Γι’ αὐτὸ
οἱ γονεῖς εἶναι αὐτοὶ ποὺ πρέπει νὰ ὁδηγοῦν τὰ παιδιὰ στὴν ἐκκλησία. Καὶ ὅπως ὅταν τὰ
στέλνουν στὸ σχολεῖο τοὺς ζητοῦν εὐθύνες γιὰ τὰ μαθήματα, ἔτσι καὶ ὅταν τὰ ὁδηγοῦν στὴν
ἐκκλησία νὰ ἀπαιτοῦν ἀπὸ αὐτὰ τὴν ἀπομνημόνευση τῆς ἐκεῖ ἀκροάσεως καὶ διδασκαλίας.
Διότι ἔτσι θὰ τοὺς γινόταν πιὸ εὔκολη καὶ ἄνετη ἡ διόρθωση τῶν παιδιῶν. Ἂν δηλαδὴ καὶ
στὸ σπίτι τοὺς ἄκουγαν συνέχεια νὰ συζητοῦν γιὰ τὴ χριστιανικὴ εὐσέβεια καὶ νὰ τὰ
συμβουλεύουν τὰ σωστά, καὶ μαζὶ μὲ ἐκεῖνα προστίθονταν καὶ αὐτά, θὰ παρεῖχαν γρήγορα
καὶ πλούσιο τὸν καρπὸ ἀπὸ τὰ καλὰ αὐτὰ σπέρματα.
Ἡ παιδικὴ ἡλικία εἶναι ἡ πιὸ κατάλληλη γιὰ τὴν ἀκρόαση πνευματικῶν θεμάτων. Ἐπειδὴ
εἶναι τρυφερὴ ἀφομοιώνει ἀμέσως ὅσα λέγονται, διότι ἡ ἀκρόαση τυπώνεται στὸ νοῦ τους,
ὅπως μιὰ σφραγίδα πάνω στὸ κερί. Ἄλλωστε καὶ ἡ ζωή τους τότε ἀρχίζει νὰ κλίνει πρὸς τὴν
ἀρετὴ ἢ τὴν κακία. Ἄν, λοιπόν, κανεὶς ἀπὸ αὐτὲς ἀκόμη τὶς ἀρχὲς τὰ ἀπομακρύνει ἀπὸ τὴν
κακία καὶ τὰ ὁδηγήσει στὴν ἄριστη ὁδὸ τῆς ἀρετῆς, θὰ τοὺς δημιουργήσει, κατὰ κάποιον
τρόπο, κατάσταση συνήθειας καὶ φύσεως.
Ὅσο περισσότερο προκόψουν τὰ παιδιὰ στὴ ζωὴ αὐτὴ, τόσο περισσότερο χρειάζεται
αὐτὴ τὴ μόρφωση ποὺ τοὺς παρέχει ἡ ἐκκλησιαστικὴ παιδεία διότι στὸν κόσμο ὑφίστανται
περισσότερες ἀφορμὲς γιὰ τὴ διάπραξη τῆς ἁμαρτίας. Μὲ τὸ χριστιανικὸ παράδειγμά τους
θὰ καταστήσουν τὸν ἑαυτό τους περισσότερο χρήσιμο στὸν κόσμο αὐτό. Διότι ὅλοι θὰ τὰ
σεβαστοῦν ὅταν τὰ βλέπουν νὰ μὴ καίγονται στὴ φωτιά, οὔτε νὰ ἐπιθυμοῦν τὰ ἀξιώματα.
Πραγματικά, τότε προπαντὸς οἱ γονεῖς ἔχουν τὰ παιδιά τους, ὅταν τὰ παραδώσουν στὸν
Θεό. Καὶ Ἐκεῖνος θὰ τὰ προστατέψει πολὺ περισσότερο, ἐπειδὴ φροντίζει καὶ περισσότερο.
Ἄν, λοιπόν, οἱ ἄνθρωποι εἶναι τόσο καλοὶ καὶ εὐνοϊκοὶ σ’ ἐκείνους ποὺ τοὺς ὑπηρετοῦν, πολὺ
περισσότερο θὰ εἶναι ἡ ἄπειρη ἀγαθότητα, δηλαδὴ ὁ Θεός.
Οἱ ἀπόψεις τοῦ Ἁγίου σὲ ἀποσπάσματα ἀπὸ ὁμιλίες.
Ἡ μεγάλη παρακαταθήκη.
Μεγάλη παρακαταθήκη ἔχουμε τὰ παιδιά. Ἂς τὰ φροντίζουμε, λοιπόν, κι ἂς κάνουμε τὰ

ΘΗΒΑ·Ι·ΚΗ ΦΩΝΗ 31
πάντα, μήπως ὁ πονηρὸς ἁρπάξει ἐμᾶς τοὺς ἴδιους. Τώρα ὅμως ἐμεῖς κάνουμε ὅλα τὰ
ἀντίθετα.
Γιὰ νὰ εἶναι, λοιπόν, καλὸ τὸ χωράφι, κάνουμε τὰ πάντα, καὶ φροντίζουμε νὰ τὸ παραδώ-
σουμε σὲ ἄνδρα πιστὸ καὶ ψάχνουμε νὰ βροῦμε ἡμιονηγὸ καὶ ἁμαξηλάτη καὶ λογιστῆ ἔξυπνο·
ἐκεῖνο ὅμως ποὺ μᾶς εἶναι τὸ πιὸ πολύτιμο ἀπὸ ὅλα, τὸ νὰ ἀναθέσουμε τὸν υἱό μας σὲ
κάποιον ποὺ θὰ μπορέσει νὰ διατηρήσει τὴ σωφροσύνη του, δὲ φροντίζουμε καθόλου, ἂν
καὶ αὐτὸ τὸ κτῆμα εἶναι πιὸ πολύτιμο ἀπὸ ὅλα, καὶ ὅλα ἐκεῖνα γίνονται γι’ αὐτό. Γιὰ τὰ κτήματά
τους, φροντίζουμε, γι’ αὐτὰ τὰ ἴδια ὅμως καθόλου. Βλέπεις τὸν παραλογισμό; Ἄσκησε τὴν
ψυχὴ τοῦ παιδιοῦ καὶ ἐκεῖνα θὰ ἀκολουθήσουν ἀπὸ πίσω, ὅταν αὐτὴ δὲν εἶναι ἀγαθή, δὲν τὸ
ὠφελοῦν καθόλου τὰ κτήματα· ἐνῶ ὅταν αὐτὴ ἀσκηθεῖ, τότε καμμία βλάβη δὲν ὑπάρχει ἀπὸ
τὴ φτώχεια (Στὴν Α΄ πρὸς Τιμόθεον Ἐπιστολὴ Ὁμιλία Θ΄, ΕΠΕ 23, σελ. 267, 269, ὑπ. ἀρ. 2
§. PG 62, 546-547).
Ἡ ἔλλειψη τῆς διδασκαλίας.
Ὅταν, λοιπόν, ἀπὸ τὴν πρώτη ἡλικία τὰ παιδιὰ στερηθοῦν τοὺς δασκάλους, τί θὰ γίνουν;
Διότι, ἂν μερικοί, ἐνῶ τρέφονται ἀπὸ τὴν κοιλιὰ τῆς μητέρας τους καὶ παιδαγωγοῦνται μέχρι
καὶ τὰ γεράματα, δὲν κατορθώνουν νὰ γίνουν σωστοὶ ἄνθρωποι, ἐκεῖνοι ποὺ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ
τῆς ζωῆς τους συνηθίζουν σ’ αὐτὰ τὰ (σ.σ. ἁμαρτωλὰ) ἀκούσματα, ποιό κακὸ μπορεῖ νὰ μὴ
κάνουν;
Τώρα ὅμως ὁ καθένας καταβάλλει κάθε φροντίδα πῶς νὰ μάθει στὰ παιδιά του τέχνες
καὶ γράμματα, ρητορικὴ ἱκανότητα στοὺς λόγους, πῶς ὅμως θὰ μποροῦσε ν᾿ ἀσκηθεῖ ἡ ψυχή
τους, γι᾿ αὐτὸ κανένας δὲν δείχνει κανένα ἐνδιαφέρον” (Περὶ κενοδοξίας καὶ ἀνατροφῆς
τέκνων, ΕΠΕ 30, σελ. 639, ὑπ. ἀρ. 18 §).
Γι’ αὐτό, λοιπόν, ὁ Θεός, ἐπειδὴ τὰ παιδιὰ τῶν Ἑβραίων ἔπρεπε νὰ ἀποβάλουν τὴν παλιὰ
συνήθεια τῶν κακῶν, ἐννοῶ αὐτὴν ποὺ ἀπέκτησαν στὴν Αἴγυπτο, ἀφοῦ τοὺς ὁδήγησε “κατὰ
μόνας” στὴν ἔρημο καὶ τοὺς ἀπομάκρυνε ὅσο τὸ δυνατὸ μακρύτερα ἀπὸ τοὺς διαστροφεῖς,
σὰν σὲ κάποιο ἐρημικὸ μοναστήρι, διέπλαττε τὶς ψυχές τους μεταχειριζόμενος κάθε τρόπο
θεραπείας καὶ τὸν σκληρότερον καὶ τὸν ἠπιώτερο, χωρὶς ν᾽ ἀφήνει τίποτε ἀπὸ ὅσα ἔπρεπε
νὰ χρησιμοποιηθοῦν γιὰ τὴν θεραπεία ἐκείνων. Καὶ οὔτε ἔτσι ὅμως δὲν ξέφυγαν ἀπὸ τὴν
κακία, ἀλλὰ ἀντὶ τοῦ μάννα ζητοῦσαν κρεμμύδια καὶ σκόρδα καὶ ὅλα τὰ κακὰ ποὺ εἶχαν στὴν
Αἴγυπτο. Τόσο μεγάλο κακὸ εἶναι ἡ συνήθεια. «Καὶ ὡδήγησεν αὐτοὺς ἐπὶ λιμένα
Ἔπειτα, οἱ Ἰουδαῖοι, ἐνῶ ἀπολάμβαναν τόση φρο- θελήματος Αὐτοῦ» (Ψαλμ. ΡΣΤ΄,30).
ντίδα ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ καὶ εἶχαν τόσο σπουδαῖο καὶ
δυνατὸ ἀρχηγὸ καὶ παιδαγωγοῦνταν μὲ φόβο καὶ ἀπει-
λή, μὲ εὐεργεσία καὶ τιμωρία, καὶ μὲ κάθε τρόπο, καὶ
εἶδαν τόσα θαύματα, δὲν ἔγιναν καλύτεροι. Ἐσὺ δὲ
νομίζεις ὅτι ὁ υἱός σου, ποὺ εἶναι νέος στὸ μέσο τῆς
Αἰγύπτου, μᾶλλον δὲ περιφερόμενος ἀνάμεσα στὴν
παράταξη τοῦ διαβόλου, χωρὶς νὰ ἀκούει κανενὸς τὴ
χρήσιμη συμβουλή, χωρὶς νὰ βλέπει ὅτι ὅλοι τὸν ὁδη-
γοῦν στὰ ἀντίθετα, καὶ περισσότερο ἀπὸ ὅλους αὐτοὶ
ποὺ τὸν γέννησαν καὶ τὸν ἀνέθρεψαν, θὰ μπορέσει νὰ
ὑπερπηδήσει τὶς παγίδες τοῦ διαβόλου; («Πρὸς τοὺς
πολεμοῦντας τὸν μοναχικὸ βίο-Γ΄ (Πρὸς πιστὸν πατέ-

32 ΘΗΒΑ·Ι·ΚΗ ΦΩΝΗ
ρα)», ΕΠΕ 28, σελ. 479, ὑπ. ἀρ. 6 §. ΡG 47, 358).
Ἡ πνευματικὴ πείνα.
Πές μου, ἀγαπητέ, ἂν ἔβλεπες τὸ παιδί σου νὰ λιώνει ἀπὸ τὴν πείνα, ἄραγε θὰ ἀνεχόσουν
νὰ τὸ παραβλέψεις, καὶ δὲ θὰ ὑπέμενες τὰ πάντα ὥστε νὰ θέσεις τέρμα στὴν πείνα του;
Ὥστε, βλέποντάς το νὰ καταστρέφεται ἀπὸ τὴν ἔλλειψη τῆς τροφῆς δὲ θὰ τὸ παρέβλεπες,
τώρα ὅμως ποὺ καταστρέφεται ἀπὸ ἔλλειψη θείας διδασκαλίας ἀνέχεσαι νὰ τὸ παραβλέψεις;
Καὶ πῶς θὰ ἤσουν ἄξιος νὰ ὀνομάζεσαι πατέρας; Διότι πραγματικὰ αὐτὴ ἡ πείνα εἶναι πιὸ
φοβερὴ ἀπὸ ἐκείνη, ἀφοῦ καταλήγει καὶ σὲ μεγαλύτερο θάνατο, καὶ γι’ αὐτὸ πρέπει ἐδῶ νὰ
φροντίζουμε περισσότερο. «Ἀνατρέφετε», λέει, «αὐτὰ (τὰ τέκνα ὑμῶν) ἐν παιδεία καὶ νουθεσία
Κύριου» (Ἐφ. ΣΤ΄,4). Αὐτὴ εἶναι ἡ πιὸ καλὴ φροντίδα τῶν πατέρων, αὐτὴ εἶναι ἡ γνήσια κηδε-
μονία τῶν γονέων. Διότι ἐγὼ ἔτσι καταλαβαίνω τὴ συγγένεια τῆς φύσης, ἂν δείξουν μεγαλύ-
τερη φροντίδα στὰ πνευματικά (Περὶ μὴ ἀποσιωπήσεως τῶν κηρυττόμενων, ΕΠΕ 26, σελ.
321, 323, ὑπ. ἀρ. 3 §. ΡG 51, 100-101).
Ἡ σημασία τῆς καλλιέργειας τῆς ψυχῆς.
Ὁ Θεὸς δὲν δημιούργησε τὸν ἄνθρωπο γιὰ νὰ ἐξυπηρετεῖ μόνο τὸν ἑαυτό του,ἀλλὰ καὶ
πολλοὺς ἄλλους. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Παῦλος ὀνομάζει τοὺς πιστοὺς ἀστέρας φωτεινούς, θέλοντας
ν’ ἀποδείξει ὅτι πρέπει νὰ εἶναι χρήσιμοι καὶ σ᾽ ἄλλους. Διότι ὁ ἀστέρας, ἂν φώτιζε μόνο τὸν
ἑαυτόν του, δὲν θὰ ἦταν ἀστέρας. Γι’ αὐτὸ καὶ εἶναι χειρότεροι, λέει, ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες,
αὐτοὶ ποὺ ἀμελοῦν τοὺς πλησίον, λέγοντας τὰ ἑξῆς: «εἰ δέ τις τῶν ἰδίων, καὶ μάλιστα τῶν
οἰκείων οὐ προνοεῖ, τὴν πίστιν ἤρνηται, καὶ ἔστιν ἀπίστου χείρων- ἂν κάποιος δὲν προνοεῖ
γιὰ τοὺς δικούς του, καὶ μάλιστα τοὺς συγγενεῖς, ἔχει ἀρνηθεῖ τὴν πίστη καὶ εἶναι χειρότερος
ἀπὸ ἄπιστο» (Α´ Τιμ. Ε΄,8). Τί νομίζεις ὅτι ἐννοεῖ μὲ τὴν πρόνοια; Ἄραγε τὴν προμήθεια τῶν
ἀναγκαίων γιὰ τὴ ζωή; Ἐγὼ τοὐλάχιστον ἔχω τὴν γνώμη ὅτι ἐννοεῖ τὴν φροντίδα τῆς ψυχῆς.
Ἂν ἐσὺ ἀντιταχθεῖς, καὶ ἔτσι ἡ δική μου γνώμη θὰ σταθεροποιηθεῖ καλύτερα. Διότι, ἂν τὰ λέει
αὐτὰ περὶ τοῦ σώματος, καὶ σ’ αὐτὸν ποὺ δὲν δίνει τὴν ἐφήμερη αὐτὴ τροφὴ ἐπεφύλαξε τέτοια
τιμωρία, καὶ εἶπε ὅτι εἶναι χειρότερος ἀπὸ τὸν εἰδωλολάτρη, ποῦ θὰ σταθεῖ αὐτὸς ποὺ
παραβλέπει τὸ σπουδαιότερο καὶ ἀναγκαιότερο; («Πρὸς τοὺς πολεμοῦντας τὸν μοναχικὸ
βίο-Γ΄ (Πρὸς πιστὸν πατέρα)», ΕΠΕ 28, σελ. 451, ὑπ. ἀρ. 2 §. ΡG 47, 351).
Ἀπὸ τὴν πρώτη ἡλικία, ἂς τὰ ὁδηγήσουμε στὴν οὐράνια πολιτεία.
Ἀπὸ τὴν πρώτη τους ἡλικία ἂς τὰ ὁδηγήσουμε στὴν οὐράνια πολιτεία. Διότι αὐτὴ ἡ ἐπίγεια
μόνο δαπανηρὴ εἶναι καὶ δὲν φέρνει κανένα κέρδος... Ἐνῶ ἡ πολιτεία τῶν οὐρανῶν εἶναι
τελείως ἀντίθετη· χωρὶς δαπάνη μᾶς φέρνει πολὺ καὶ μόνιμο κέρδος... Μπορεῖ καὶ ὁ φτωχὸς
νὰ τελέσει τὴ λειτουργία αὐτὴ καὶ πρὸ πάντων ὁ φτωχός, διότι εἶναι ἀπαλλαγμένος ἀπὸ κάθε
βιωτικὴ ματαιοδοξία· διότι δὲ χρειάζεται δαπάνη χρημάτων καὶ περιουσίας, ἀλλὰ ψυχὴ
καθαρὴ καὶ διάνοια γεμάτη ἀπὸ σωφροσύνη... Ἀπὸ τὴν πρώτη ἡλικία νὰ παραδίνετε τοὺς
υἱοὺς καὶ τὶς κόρες σας στὶς λειτουργίες αὐτὲς καὶ νὰ ἐναποθέτετε σὲ αὐτοὺς τὸν πλοῦτο ποὺ
ταιριάζει στὴν πολιτεία αὐτή, χωρὶς νὰ κρύβετε χρυσάφι στὴ γῆ, οὔτε νὰ συγκεντρώνετε
ἀσήμι, ἀλλὰ νὰ ἐναποθέτετε στὴν ψυχή τους καλωσύνη, σεμνότητα, σωφροσύνη καὶ κάθε
ἄλλη ἀρετή (Περὶ Ἄννης, Ὁμιλία Γ΄, ΕΠΕ 8Α, σελ. 83, 85, ὑπ. ἀρ. 4-5 §. ΡG 54, 658-659).
«Ἀνάθρεψε ἀθλητὴ γιὰ τὸ Χριστό».
Καὶ ἂν ἐσὺ ἔχεις τὴ συναίσθηση ὅτι ἔκανες ἀμέτρητα σφάλματα, προσπάθησε μαζὶ μὲ
αὐτὰ νὰ βρεῖς καὶ κάποια παρηγοριὰ στὰ σφάλματά σου. Ἀνάθρεψε ἀθλητὴ γιὰ τὸ Χριστὸ

ΘΗΒΑ·Ι·ΚΗ ΦΩΝΗ 33
καὶ ζῶντας μέσα στὸν κόσμο δίδαξέ τον ἀπὸ τὴν πρώτη του ἡλικία νὰ εἶναι εὐλαβής (Περὶ
κενοδοξίας καὶ ἀνατροφῆς τέκνων, ΕΠΕ 30, σελ.639, 641, ὑπ. ἀρ. 19 §).
«Ἐκτρέφετε αὐτὰ ἐν παιδεία καὶ νουθεσία Κύριου».
Θέλεις νὰ εἶναι ὑπεύθυνος ὁ υἱός σου; ἀπὸ τὴν ἀρχὴ νὰ τὸν ἀνατρέφεις μὲ τὴν παιδεία
καὶ τὴ νουθεσία τοῦ Κύριου. Μὴ νομίσεις ὅτι εἶναι ἄχρηστο πράγμα νὰ ἀκούει μὲ προσοχὴ
τὴν Ἁγία Γραφή, διότι ἐκεῖ πρῶτα θὰ ἀκούσει: «Τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου»
(Ἐξ. ΣΤ΄,12). Ὥστε αὐτὸ γίνεται γιὰ σένα (Πρὸς Ἐφεσίους, Ὁμιλία ΚΑ΄, ΕΠΕ 21, σελ. 251,
ὑπ. ἀρ. 1 §.ΡG 62, 150).
Δὲν εἶναι παράξενο καὶ ἄτοπο, νὰ στέλνουμε μὲν τὰ παιδιά μας στὶς τέχνες καὶ τὸ σχολεῖο,
καὶ νὰ κάνουμε τὰ πάντα γιὰ τὸ σκοπὸ αὐτό, νὰ μὴ τὰ ἀνατρέφουμε ὅμως μὲ τὴν παιδεία καὶ
τὴ νουθεσία Κυρίου; Γι’ αὐτὸ βέβαια ἐμεῖς πρῶτα ἀπολαμβάνουμε τοὺς καρπούς, ὅταν
ἀνατρέφουμε τὰ παιδιά μας γιὰ νὰ γίνουν ἀναιδῆ, ἀκόλαστα, ἀπείθαρχα, βάναυσα. Ἂς μὴ
κάνουμε, λοιπόν, αὐτό, ἀλλ’ ἂς ὑπακοῦμε στὸ μακάριο Παῦλο, ποὺ μᾶς συμβουλεύει νὰ τὰ
ἀνατρέφουμε μὲ τὴν παιδεία καὶ τὴ νουθεσία τοῦ Κύριου. Νὰ τοὺς δώσουμε τὸ παράδειγμα,
νὰ τὰ κάνουμε νὰ συνηθίζουν ἀπὸ μικρὴ ἡλικία στὴν ἀνάγνωση τῶν Γραφῶν (Πρὸς
Ἐφεσίους, Ὁμιλία ΚΑ΄, ΕΠΕ 21, σελ. 253,ὑπ. ἀρ. 2 §. ΡG 62, 150-152).
Τὸ σπουδαιότερο πράγμα ἡ ἐν Κυρίῳ ἀνατροφὴ τῶν παιδιῶν.
Μέχρι πότε θὰ εἴμαστε σάρκες; μέχρι πότε θὰ σκύβουμε πάνω στὴ γῆ; Ὅλα ἂς ἔρχονται
σὲ δεύτερη θέση προκείμενου νὰ γίνει ἡ φροντίδα καὶ ἡ ἀνατροφὴ τῶν παιδιῶν μὲ βάση τὴν
παιδεία καὶ τὴ νουθεσία τοῦ Κύριου. Ἂν τὸ παιδὶ μάθει νὰ σκέπτεται ἀπὸ τὴν ἀρχὴ γιὰ τὴν
ἀρετή, ἀπόκτησε πλοῦτο μεγαλύτερο ἀπὸ κάθε ἄλλο καὶ δόξα μεγαλύτερη. Δὲ θὰ κατορ-
θώσεις τίποτε τὸ σπουδαῖο, ἂν μάθεις τὸ παιδί σου κάποια τέχνη καὶ τὴν ἀρχαία φιλοσοφία,
μὲ τὴν ὁποία θὰ ἀποκτήσει χρήμα-
τα, ὅσο ἂν τὸ διδάξεις τὴν τέχνη μὲ
τὴν ὁποία θὰ περιφρονήσει τὰ χρή-
ματα. Ἂν θέλεις νὰ τὸ κάνεις πλού-
σιο, κάνε το μὲ τὸν τρόπο αὐτό.
Διότι πλούσιος δὲν εἶναι αὐτὸς ποὺ
ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ πολλὰ χρήματα,
καὶ τὸν περιτριγυρίζουν πολλὰ ἀγα-
θά, ἀλλὰ ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἔχει
ἀνάγκη ἀπὸ τίποτε. Αὐτὸ νὰ μάθεις
τὸν υἱό σου, αὐτὸ νὰ διδάξεις,
αὐτὸς εἶναι ὁ μεγαλύτερος πλοῦ-
τος. Μὴν φροντίζεις πώς νὰ τὸ
κάνεις νὰ προκόψει στὰ κοσμικὰ
διδάγματα καὶ νὰ τὸ καταντήσεις
φιλόδοξο, ἀλλὰ φρόντισε μὲ ποιὸ
τρόπο θὰ μάθει νὰ περιφρονεῖ τὴ
δόξα σ’ αὐτὴ τὴ ζωή. Ἀπὸ αὐτὸ θὰ
μποροῦσε νὰ γίνει καὶ πιὸ ἔνδοξος
καὶ πιὸ σπουδαῖος.

34 ΘΗΒΑ·Ι·ΚΗ ΦΩΝΗ
Αὐτὰ μποροῦν νὰ τὰ κάνουν καὶ ὁ φτωχὸς καὶ ὁ πλούσιος. Αὐτὰ δὲν τὰ μαθαίνει κανεὶς
ἀπὸ τὸ δάσκαλο, οὔτε ἀπὸ κάποια τέχνη, ἀλλὰ μὲ τὰ θεία λόγια. Μὴ φροντίζεις νὰ ζήσει ἐδῶ
πολλὰ χρόνια, ἀλλὰ νὰ ζήσει ἐκεῖ τὴν αἰώνια καὶ ἀτελείωτη ζωή (Πρὸς Ἐφεσίους, Ὁμιλία ΚΑ΄,
ΕΠΕ 21, σελ. 255, 257, ὑπ. ἀρ. 2 §. ΡG 62, 151).
«Νὰ τοῦ χαρίζεις τὰ μεγάλα, ὄχι τὰ μικρά».
Ἄκουε τὸν Παῦλο ποὺ λέει: «Ἀνατρέφετε αὐτὰ ἐν παιδεία καὶ νουθεσία Κυρίου». Νὰ μὴ
φροντίζεις νὰ τὸν κάνεις ρήτορα, ἀλλὰ νὰ τὸν ἐκπαιδεύεις νὰ φιλοσοφεῖ. Διότι ὅταν δὲν
ὑπάρχει ἡ ρητορεία, δὲν ὑφίσταται καμμία βλάβη, ὅταν ὅμως δὲν ὑπάρχει ἡ φιλοσοφία,
κανένα κέρδος δὲν προκύπτει ἀπὸ τοὺς ἀμέτρητους ρητορικοὺς λόγους. Χρειάζονται τρόποι
καὶ ὄχι λόγια, ἦθος καὶ ὄχι ἱκανότητα, ἔργα καὶ ὄχι λόγια. Αὐτὰ φέρνουν τὴ Βασίλεια τοῦ Θεοῦ,
αὐτὰ χαρίζουν καὶ τὰ πραγματικὰ ἀγαθά. Μὴν ἐξασκεῖς τὴ γλώσσα του, ἀλλὰ καθάριζε τὴν
ψυχή του. Δὲν τὰ λέω αὐτὰ γιὰ νὰ σὲ ἐμποδίσω νὰ μορφώνεις ἔτσι τὸ παιδί σου, ἀλλὰ νὰ σὲ
ἐμποδίσω νὰ προσέχεις μόνο σὲ ἐκεῖνα (Πρὸς Ἐφεσίους, Ὁμιλία ΚΑ΄, ΕΠΕ 21, σελ. 257,
ὑπ. ἀρ. 2 §. ΡG 62, 151-152).
Ἂς προσέχουμε πώς νὰ τὰ ἀφήσουμε ἐνάρετα.
Ἂς μὴν προσέχουμε, λοιπόν, αὐτό, πώς δηλαδὴ νὰ ἀφήσουμε πλούσια τὰ παιδιά μας,
ἀλλὰ πώς νὰ τὰ ἀφήσουμε ἐνάρετα. Διότι, ἂν ἔχουν ἐμπιστοσύνη στὸν πλοῦτο, δὲ θὰ
φροντίζουν γιὰ τίποτε ἄλλο, ἐπειδὴ θὰ μποροῦν νὰ καλύψουν τὴν κακία τοῦ χαρακτήρα τους
ἀπὸ τὴν ἀφθονία τῶν χρημάτων τους. Ἂν ὅμως δοῦν τὸν ἑαυτό τους νὰ μὴν ἔχει παρηγοριὰ
ἀπὸ ἐκεῖ, θὰ κάνουν τὰ πάντα γιὰ νὰ βροῦν μὲ τὴν ἀρετὴ πολλὴ παρηγοριὰ στὴ φτώχεια
(Πρὸς Ρωμαίους Ὁμιλία Η΄, ΕΠΕ 16Β, σελ. 555, 557,ὑπ. ἀρ. 9 §. ΡG 60, 453).
«Δὲν ὑπάρχει τίποτε ἴσο μὲ τὴν ψυχή».
Διότι δὲν ὑπάρχει τίποτε ἴσο μὲ τὴν ψυχή. Διότι λέει: «Τί ὠφελεῖται ὁ ἄνθρωπος ἂν κερδίσει
τὸν κόσμο ὅλο καὶ χάσει τὴν ψυχήν του;» (Ματθ. 16, 26) (Στὸ Κατὰ Ματθαῖον Ὁμιλία ΝΘ΄,
ΕΠΕ 11Α, σελ.119, 121.ὑπ. ἀρ. 7 §. ΡG 58, 583).
Δὲν ὑπάρχει ἀνώτερη τέχνη.
Δὲν ὑπάρχει ἄλλη τέχνη μεγαλύτερη ἀπὸ αὐτήν. Διότι τί μπορεῖ νὰ ἐξισωθεῖ μὲ τὸ νὰ
διαμορφώσεις τὴν ψυχὴ τοῦ νέου καὶ νὰ διαπαιδαγωγήσεις τὸν χαρακτήρα του; Διότι πρέπει
ἐκεῖνος ποὺ ἀσκεῖ τὴν τέχνη αὐτὴ νὰ εἶναι πολὺ περισσότερο προσεκτικὸς ἀπὸ κάθε
ζωγράφο καὶ ἀγαλματοποιό. Ἐμεῖς ὅμως δὲ φροντίζουμε καθόλου γι’ αὐτό, ἀλλὰ σὲ ἕνα μόνο
ἀποβλέπουμε πώς νὰ ἀσκηθεῖ στὴ γλώσσα. Καὶ αὐτὸ τὸ ἐνδιαφέρον τὸ δείχνουμε πάλι
ἀποβλέποντας στὰ χρήματα. Διότι μαθαίνει νὰ μιλᾶ, ὄχι γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ μιλᾶ, ἀλλὰ γιὰ νὰ
κερδίζει χρήματα. Διότι ἂν μποροῦσε νὰ κερδίζει χρήματα καὶ χωρὶς αὐτό, οὔτε κἂν θὰ κάναμε
λόγο καὶ γι’ αὐτό (Στὸ Κατὰ Ματθαῖον Ὁμιλία ΝΘ΄, ΕΠΕ 11Α, σελ.119, 121.ὑπ. ἀρ. 7 §. ΡG
58, 584).
Ἡ ψυχὴ τοῦ νέου μπορεῖ νὰ γίνει σπίτι τοῦ Θεοῦ.
Διότι πώς δὲν εἶναι παράλογο νὰ ἐπισκευάζουμε ἕνα σπίτι παλιὸ ποὺ πρόκειται νὰ
καταρρεύσει, ξοδεύοντας χρήματα καὶ συγκεντρώνοντας οἰκοδόμους καὶ ἐνδιαφερόμενοι γιὰ
ὅλα, καὶ τὸ σπίτι τοῦ Θεοῦ διότι σπίτι τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νὰ γίνει ἡ ψυχὴ τοῦ νέου, νὰ μὴν τὸ
θεωροῦμε ἄξιο παραμικρῆς φροντίδας; Πρόσεχε μὴν ἀκούσεις αὐτὸ ποὺ ἄκουσαν κάποτε
οἱ Ἰουδαῖοι. Διότι ἐκεῖνοι ἐνῶ ἐπέστρεψαν ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσία, ἐνῶ ἔβλεπαν τὸν ὑλικὸ ναὸ
παραμελημένο, ἐξωράϊζαν τὰ σπίτια τους καὶ ἐξόργισαν τόσο πολὺ τὸν Θεό, ὥστε νὰ στείλει

ΘΗΒΑ·Ι·ΚΗ ΦΩΝΗ 35
τὸν προφήτη, ὁ ὁποῖος ἀπείλησε πείνα καὶ μεγάλη ἔλλειψη τῶν ἀναγκαίων καὶ εἶπε τὴν αἰτία
τῆς ἀπειλῆς: «εἰ καιρὸς μὲν ὑμῖν ἐστι τοῦ οἰκεῖν ἐν οἴκοις ὑμῶν κοιλοστάθμοις, ὁ δὲ οἶκος
οὗτος ἐξηρήμωται;- Μπορεῖτε ἐσεῖς νὰ κατοικῆτε σὲ σπίτια μὲ ξύλινα πατώματα καὶ ὁ οἶκος
μου νὰ εἶναι ἀκόμη ἔρημος;» (Ἄγγ. Α΄, 4). Ἂν ὅμως ἡ ἀδιαφορία γιὰ τὸ ναὸ ἐκεῖνο προκάλεσε
τόσο πολὺ τὴν ὀργὴ τοῦ Θεοῦ, πολὺ περισσότερο θὰ ἐξοργίσει τὸν Δεσπότη ἡ ἀδιαφορία
γιὰ τὸ ναὸ αὐτό. Διότι αὐτὸς εἶναι τόσο πιὸ πολύτιμος ἀπὸ ἐκεῖνον, ὅσο εἶναι μεγαλύτερα τὰ
σύμβολα τοῦ ἁγιασμοῦ ποὺ ἔχει (Περὶ Ἄννης, Ὁμιλία Γ΄, ΕΠΕ 8Α, σελ. 81, 83, ὑπ. ἀρ. 4 §.
ΡG 54, 658).
«Μὴ ἁφῆς τοῦ Θεοῦ τὸν οἶκον σπήλαιον γενέσθαι ληστῶν».
Μὴν ἀφήσεις, λοιπόν, τὸ σπίτι τοῦ Θεοῦ νὰ γίνει σπήλαιο ληστῶν, γιὰ νὰ μὴν ἀκούσεις
καὶ ἄλλη ἐπιτίμηση ποὺ ἔκανε ὁ Χριστὸς στοὺς Ἰουδαίους λέγοντας: «ὁ οἶκός μου οἶκος
προσευχῆς ἐστιν· ὑμεῖς δὲ αὐτὸν ἐποιήσατε σπήλαιον λῃστῶν» (Λουκ. ΙΘ΄, 46). Πῶς ὅμως
γίνεται σπήλαιο ληστῶν; Ὅταν ἀφήσουμε νὰ μποῦν καὶ νὰ εἰσχωρήσουν στὶς ψυχὲς τῶν
νέων ἀνελεύθερες καὶ δουλικὲς ἐπιθυμίες καὶ κάθε εἴδους ἀσέλγεια. Διότι εἶναι χειρότεροι
ἀπὸ ληστὲς αὐτοὶ οἱ λογισμοί, ποὺ αἰχμαλωτίζουν τὴν ἐλευθερία τῶν παιδιῶν, τὰ κάνουν
δούλους τῶν ἄλογων παθῶν, κατατρυπώντας τα ἀπὸ παντοῦ καὶ γεμίζοντας τὴ διάνοιά τους
μὲ πολλὰ τραύματα. Γι’ αὐτό, λοιπόν, ἂς τὰ ἐπιβλέπουμε καθημερινὰ καὶ χρησιμοποιῶντας
τὸ λόγο σὰν μαστίγιο, ἂς διώχνουμε ὅλα τὰ πάθη τοῦ εἴδους αὐτοῦ ἀπὸ τὴν ψυχὴ ἐκείνων,
γιὰ νὰ μπορέσουν νὰ γίνουν τὰ παιδιά μας μέτοχοι τῆς οὐράνιας πολιτείας καὶ νὰ ἐπιτελέσουν
ὁλόκληρο τὸν ἐκεῖ προορισμό τους (Περὶ Ἄννης, Ὁμιλία Γ΄, ΕΠΕ 8Α, σελ. 83, ὑπ. ἀρ. 4 §.
ΡG 54, 658).
Ἡ ἀληθινὴ μόρφωση εἶναι ὁ σεβασμὸς πρὸς τὸν Θεό.
...Ἡ πραγματικὴ σοφία καὶ ἡ ἀληθινὴ μόρφωση δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο, παρὰ ὁ σεβασμὸς
πρὸς τὸ Θεό. Καὶ ἂς μὴ νομίζει κανεὶς ὅτι νομοθετῶ νὰ παραμένουν ἀμόρφωτα τὰ παιδιά.
Ἀλλὰ ἂν κανεὶς μᾶς ἐξασφάλιζε τὰ ἀπαραίτητα, δὲ θὰ ἤθελα νὰ ἐμποδίσω νὰ γίνει καὶ αὐτὸ
ἐπιπλέον. Διότι, ὅπως ἀκριβῶς, ὅταν σείωνται τὰ θεμέλια καὶ κινδυνεύει ὁλόκληρο τὸ σπίτι
νὰ πέσει κάτω, εἶναι γελοῖο καὶ πάρα πολὺ ἀνόητο καὶ τρελλὸ νὰ τρέχει κανεὶς σ’ ἐκείνους
ποὺ ἀσβεστώνουν καὶ ὄχι στοὺς οἰκοδόμους, ἔτσι πάλι εἶναι ἀδικαιολόγητη ἡ φιλονικία, ὅταν
οἱ τοῖχοι εἶναι γεροὶ καὶ στερεοί, νὰ ἐμποδίζουμε αὐτὸν ποὺ θέλει νὰ ἀσβεστώσει («Πρὸς τοὺς
πολεμοῦντας τὸν μοναχικὸ βίο-Γ΄ (Πρὸς πιστὸν πατέρα)», ΕΠΕ 28, σελ. 519, 521, ὑπ. ἀρ.
12 §. ΡG 47, 368).
Ἀπαραίτητος ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ.
Βᾶλε μέσα τους ἀπὸ τὴν πρώτη ἡλικία τὸ φόβο τοῦ Θεοῦ καὶ θὰ τὰ διατηρήσει καλύτερα
ἀπὸ κάθε πατέρα· αὐτὸ θὰ εἶναι τεῖχος στερεό. Διότι ὅταν κάθεται μέσα ὁ φύλακας, δὲ μᾶς
χρειάζεται κανένα ἀπὸ τὰ ἔξω τεχνάσματα, ὅταν ὅμως δὲν ὑπάρχει ἐκεῖνος, ὅλα τὰ ἔξω
γίνονται στὰ χαμένα. Αὐτὸ θὰ εἶναι σὲ αὐτὰ καὶ πλοῦτος καὶ δόξα καὶ ἔπαινος, αὐτὸ θὰ τὰ
κάνει λαμπρά, ὄχι μόνο στὴ γῆ, ἀλλὰ καὶ στὸν οὐρανό (Ὁμιλία στοὺς Α΄ Θεσσαλονικεῖς ΣΤ΄,
ΕΠΕ 22, σελ. 481, ὑπ. ἀρ. 4 §. ΡG 62, 433).
Ἡ φρόνηση.
...Πρέπει νὰ μάθει τὰ σχετικὰ μὲ τὸν Θεό, τὰ σχετικὰ μὲ ὅλα ἐκεῖνα ποὺ ἐπιφυλάσσονται
ἐκεῖ, τὰ σχετικὰ μὲ τὴ γέεννα καὶ τὴν οὐράνια βασιλεία· γιατὶ λέει, «ἀρχὴ τῆς σοφίας εἶναι ὁ
φόβος Κυρίου» (Παρ. Α΄,7).

36 ΘΗΒΑ·Ι·ΚΗ ΦΩΝΗ
Αὐτή, λοιπόν, τὴ φρόνηση ἂς βάλουμε μέσα σ᾽ αὐτὸ καὶ
ἂς τὸ διδάξουμε, ὥστε νὰ γνωρίσει τὰ ἀνθρώπινα πράγματα,
τί δηλαδὴ εἶναι πλοῦτος, δόξα, ἐξουσία, καὶ νὰ μάθει αὐτὰ νὰ
τὰ περιφρονεῖ καὶ νὰ ἐπιδιώκει τὰ μέγιστα ἀγαθά. Ἐπίσης νὰ
τοῦ ὑπενθυμίζουμε τοὺς παραινετικοὺς λόγους: “παιδί μου,
νὰ φοβᾶσαι μόνο τὸν Θεό. Καὶ ἐκτὸς ἀπὸ Αὐτὸν νὰ μὴ φοβᾶ-
σαι ἄλλον”.
Μ᾽ ὅλα αὐτὰ θὰ γίνει συνετὸς ἄντρας καὶ γεμάτος χάρες
γιατὶ τίποτε δὲν κάνει τὸν ἄνθρωπο τόσο ἀνόητο, ὅσο αὐτὰ τὰ
πάθη. Γιὰ νὰ εἶναι κανεὶς σοφὸς κατὰ Θεό, ἀρκεῖ ὁ φόβος
Θεοῦ καὶ τὸ νὰ ἔχει ὀρθὴ γνώση γιὰ τὰ ἀνθρώπινα πράγματα.
Γιατὶ ἡ κορυφὴ τῆς σοφίας εἶναι αὐτή, τὸ νὰ μὴ κυριεύεται ἀπὸ
σφοδρὸ πάθος πρὸς πράγματα ποὺ ταιριάζουν σὲ παιδιά. Ἂς
παιδεύεται νὰ μὴ θεωρεῖ τίποτε τὰ χρήματα, τίποτε τὴν
ἀνθρώπινη δόξα, τίποτε τὴν ἐξουσία, τίποτε τὸ θάνατο, τίποτε τὴν παρούσα ζωή· ἔτσι θὰ
γίνει φρόνιμο (Περὶ κενοδοξίας καὶ ἀνατροφῆς τέκνων, ΕΠΕ 30, σελ. 699, ὑπ. ἀρ. 85-87§).
Γιὰ ὅλα φροντίζουμε, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἐκκλησιασμό τους.
Ἀλλὰ γιὰ νὰ λάβουν τὴν κοσμικὴ παιδεία καὶ γιὰ νὰ ὑπηρετήσουν στὸ στρατό, φροντίζουμε
καὶ χρήματα δίνουμε καὶ φίλους παρακαλοῦμε καὶ πολὺ τρέχουμε ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, ἐνῶ γιὰ νὰ
εὐδοκιμήσουν κοντὰ στὸ βασιλιὰ τῶν ἀγγέλων, δὲν κάνουμε ἀπολύτως τίποτε. Καὶ στὰ
θεάματα βέβαια, τὰ ἐπιτρέπουμε νὰ πηγαίνουν συνεχῶς, ποτὲ ὅμως δὲν τὰ ἀναγκάζουμε νὰ
πᾶνε στὴν ἐκκλησία, ἀλλὰ κι ἂν μιὰ ἢ δυὸ φορὲς ἔλθει τὸ παιδί, θὰ ἔλθει ἄδικα καὶ ἄσκοπα
καὶ τυχαία καὶ γιὰ ψυχαγωγία (Ὁμιλία στὸ «Χήρα νὰ καταγράφεται...» καὶ Περὶ τῆς τῶν
παίδων ἀνατροφῆς. ΕΠΕ 27, σελ. 487 ὑπ. ἀρ. 10 § ΡG 51, 330).
Ἐμεῖς πρέπει νὰ ὁδηγοῦμε τὸ παιδὶ στὴν ἐκκλησία.
Δὲν ἔπρεπε ὅμως νὰ γίνεται ἔτσι, ἀλλὰ ὅπως ὅταν τὸ στέλνουμε στὸ σχολεῖο τοῦ ζητᾶμε
εὐθύνες γιὰ τὰ μαθήματα, ἔτσι καὶ ὅταν τὸ στέλνουμε στὴν ἐκκλησία ἢ καλύτερα ὅταν τὸ
ὁδηγοῦμε σ᾽ αὐτήν. Διότι δὲν πρέπει ν’ ἀφήνουμε τὰ παιδιά μας σὲ ἄλλους νὰ τὰ πηγαίνουν
στὴν ἐκκλησία, ἀλλὰ ἐμεῖς νὰ τὰ κρατᾶμε καὶ νὰ ἐρχόμαστε ἐδῶ μέσα καὶ νὰ ἀπαιτοῦμε ἀπὸ
αὐτὰ τὴν ἀπομνημόνευση τῆς ἐδῶ ἀκροά-
σεως καὶ διδασκαλίας. Διότι ἔτσι, μόνο ἔτσι
θὰ μᾶς γινόταν πιὸ εὔκολη καὶ ἄνετη ἡ διόρ-
θωση τῶν παιδιῶν. Ἂν δηλαδὴ καὶ στὸ σπίτι
σᾶς ἄκουαν συνέχεια νὰ συζητᾶτε γιὰ τὴ χρι-
στιανικὴ εὐσέβεια καὶ νὰ τὰ συμβουλεύετε τὰ
σωστά, καὶ μαζὶ μὲ ἐκεῖνα προστίθονταν καὶ
αὐτά, θὰ μᾶς παρεῖχαν γρήγορα καὶ μάλιστα
πλούσιο τὸν καρπὸ ἀπὸ τὰ καλὰ αὐτὰ σπέρ-
ματα (Ὁμιλία στὸ «Χήρα νὰ καταγράφεται...»
καὶ Περὶ τῆς τῶν παίδων ἀνατροφῆς. ΕΠΕ 27,
σελ. 487, 489. ὑπ. ἀρ. 10 § ΡG 51, 330).
συνεχίζεται...

ΘΗΒΑ··Ι·Ι·ΚΗ
ΘΗΒΑ ΦΩΝΗ 37
ΚΗ ΦΩΝΗ 37
ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΟΜΕΝΟΥ ΜΕ ΤΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΟ
ΕΚ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΠΟΛΥΤΙΜΟΣ ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ Γ. ΜΕΓΑΛΟΟΙΚΟΝΟΜΟΥ
(Μέσα 19ου ἕως ἀρχὲς 20ου αἰῶνος) (Ἀπόδοση στὴν Νεοελληνική)

-ΔΙΑΜ. (παίρνοντας τὸν λόγο): Βεβαίως ἡ μόνη ἀληθινὴ θρησκεία εἶναι ἡ Χριστιανική, καὶ
ὅποιος πιστεύει μὲ πεποίθηση ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Σωτήρας τῆς ἀνθρωπότητας καὶ μελετᾶ
τὶς Ἁγίες Γραφὲς θὰ σωθεῖ. Ἀλλὰ (ἀπευθυνόμενος στὸν Ὀρθόδοξο), ἐσεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι δὲν
ἀκολουθεῖτε τὴν γνήσια χριστιανικὴ θρησκεία, διότι παραδέχεστε ἐντολὲς καὶ διδασκαλίες
ἀνθρώπων καὶ ὄχι τὴν ἀληθινὴ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ.
-ΟΡΘ.: Καὶ δὲ μοῦ λέτε σᾶς παρακαλῶ, ποιές εἶναι αὐτὲς οἱ ἐντολὲς καὶ οἱ διδασκαλίες
τῶν ἀνθρώπων, ποὺ δὲν εἶναι σύμφωνες, ἢ εἶναι ἐντελῶς ἄσχετες μὲ τὴν διδασκαλία τοῦ
Χριστοῦ;
-ΔΙΑΜ.: Ἰδού· Πρώτα-πρώτα, παραδέχεσθε ἐκτὸς τῶν Ἁγίων Γραφῶν ποὺ εἶναι πράγματι
θεόπνευστες καὶ στὶς ὁποῖες γράφτηκε κάθε τὶ ποὺ εἶναι ἀρκετὸ γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ ἀνθρώ-
που, καὶ ἀνθρώπινη παράδοση ἐναντίον τοῦ Εὐαγγελίου ποὺ λέει: «Βλέπετε μή τις ὑμᾶς ἔσται
ὁ συλαγωγῶν διὰ τῆς φιλοσοφίας καὶ κενῆς ἀπάτης, κατὰ τὴν παράδοσιν τῶν ἀνθρώπων,
κατὰ τὰ στοιχεία τοῦ κόσμου καὶ οὐ κατὰ Χριστόν - Προσέχετε, μήπως σᾶς ἐξαπατήσει κανεὶς
καὶ λεηλατήσει τὸν θησαυρὸ τῆς πίστης σας μὲ τὴν ψεύτικη φιλοσοφία καὶ τὴν κούφια ἀπάτη,
ἡ ὁποία βασίζεται στὴ ἀκατάστατη παράδοση τῶν ἀνθρώπων, κατὰ τὴν παιδαριώδη καὶ
ἀνόητη ἀντίληψη περὶ τῶν στοιχείων τοῦ κόσμου, καὶ ὄχι σύμφωνα μὲ τὴν διδασκαλία τοῦ
Χριστοῦ» (Κολασ. Β΄,8).

ΟΙ ΓΡΑΦΕΣ ΚΑΙ Η ΙΕΡΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ


-ΟΡΘ.: Ἂς δοῦμε Διαμαρτυρόμενε, πρώτα ἐὰν ἡ παράδοση ἡ ἀληθινή, συνιστᾶται ἢ
ἀπαγορεύεται κατὰ τὸ πνεῦμα τῶν Ἁγίων Γραφῶν. Γνώριζε λοιπόν, ὅτι οἱ πρὸ τῆς Γραφῆς
τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου ἄντρες, ὁδηγούνταν ἀπὸ τὸν ἄγραφο νόμο τῆς συνειδήσεως καὶ ἀπὸ
τὴν παράδοση. Ὁ Ἄβελ καὶ ὁ Ἐνώχ, ὁ Νῶε, ὁ Ἀβραάμ, ὁ Ἰὼβ καὶ τόσοι ἄλλοι θεοφιλεῖς
ἄνδρες ἀπὸ ποῦ δικαιώθηκαν; Ποιός νόμος, ποιά γραφή, ποιός προφήτης ὁδήγησε αὐτούς;
Ἀλλὰ καὶ ἀργότερα, μετὰ τὸν γραπτὸ νόμο, ὁ Μωυσὴς συνιστᾶ στοὺς Ἰουδαίους τὸν
προφορικὸ νόμο. «Ἐπερώτησον τὸν πατέρα σου καὶ ἀναγγελεῖ σοι, τοὺς πρεσβυτέρους σου
καὶ ἐροῦσί σοι» (Δευτ. ΛΒ΄,7). Καὶ ἀλλοῦ λέει: «Ἐπερώτησον γὰρ γενεὰν πρώτην, ἐξιχνίασον
δὲ κατὰ γένος πατέρων· χθεσινοὶ γάρ ἐσμεν καὶ οὐκ οἴδαμεν.- Ἐρώτησε, παρακαλῶ, τὴν
προγενέστερη γενιά μας. Ἐρεύνησε μὲ προσοχὴ τὴν κάθε γενιὰ τῶν πιὸ ἀπομεμακρυσμένων
προγόνων μας. Διότι ἐμεῖς εἴμαστε χθεσινοὶ καὶ δὲν ξέρουμε τίποτε» (Ἰώβ Η΄,8). Καὶ ἀλλοῦ
λέει: «ὅσα ἠκούσαμεν καὶ ἔγνωμεν αὐτὰ καὶ οἱ πατέρες ἡμῶν διηγήσαντο ἡμῖν οὐκ ἐκρύβη
ἀπὸ τῶν τέκνων αὐτῶν εἷς γενεὰν ἑτέραν- Αὐτὰ εἶναι ἀπὸ ὅσα ἀκούσαμε καὶ μάθαμε καλά,
αὐτὰ ποὺ οἱ πατέρες μας ἔχουν διηγηθεῖ σ’ ἐμᾶς. Δὲν ἀποκρύφτηκαν τὰ μεγάλα αὐτὰ
γεγονότα ἀπὸ τὰ παιδιὰ τῶν προγόνων μας, ἀλλὰ μεταδόθηκαν πιστὰ ἀπὸ γενιὰ σὲ γενιά»
(Ψαλμ. ΟΖ΄,3-4). Κι ἀλλοῦ λέει: «Ἄκουε υἱέ, παιδείαν πατρός σου καὶ μὴ ἀπώσῃ θεσμοὺς
μητρός σου» (Παρ. Α΄,8).
Ἀλλὰ καὶ ὁ Ἰησοῦς διδάσκοντας, κανέναν δὲν προέτρεψε νὰ γράψει τοὺς λόγους Του,

38 ΘΗΒΑ·Ι·ΚΗ ΦΩΝΗ
ἀλλὰ τοὺς ἐντύπωνε στὴν καρδιὰ αὐτῶν ποὺ πίστευαν, οἱ δὲ περισσότεροι ἀπὸ τοὺς
Ἀποστόλους διδάσκοντας, τίποτε δὲν ἔγραψαν σὲ ὁλόκληρη τὴ ζωή τους. Οἱ πρώτοι
Χριστιανοὶ ἀπὸ τὸν προφορικὸ λόγο πίστεψαν. Τὰ Εὐαγγέλια γράφτηκαν μετὰ ἀπὸ πολλὰ
χρόνια. Ἀλλὰ κι αὐτὰ συνιστοῦν τὴν παράδοση. Ἰδού· «Ἄρα οὖν, ἀδελφοί, στήκετε, καὶ
κρατεῖτε τὰς παραδόσεις, ἂς ἐδιδάχθητε, εἴτε διὰ λόγου, εἴτε δι’ ἐπιστολῆς ἡμῶν» (Β΄ Θεσ.
Β´,15). Κι ἀλλοῦ λέει· «Παραγγέλλομεν δὲ ὑμῖν, ἀδελφοί, ἐν ὀνόματι τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ
Χριστοῦ, στέλλεσθαι ὑμᾶς ἀπὸ παντὸς ἀδελφοῦ ἀτάκτως περιπατοῦντος καὶ μὴ κατὰ τὴν πα-
ράδοσιν ἢν παρέλαβον παρ’ ἡμῶν» (Β΄ Θεσ. Γ΄,6). Κι ἀλλοῦ λέει: «Καὶ καθὼς παρέδωκα ὑμῖν
τὰς παραδόσεις κατέχετε» (Α΄, Κορ. ΙΑ΄,2). Κι ἀλλοῦ γράφει: «Ἃ καὶ ἐμάθετε καὶ παραλάβετε
καὶ ἠκούσατε καὶ εἴδετε ἐν ἐμοί, ταῦτα πράσσετε» (Φιλ. Δ΄,9). Κι ἀλλοῦ: «Καὶ ἃ ἤκουσας παρ’
ἐμοῦ διὰ πολλῶν μαρτύρων, ταῦτα παράθου πιστοῖς ἀνθρώποις, οἵτινες ἰκανοὶ ἔσονται καὶ
ἐτέρους διδάξαι» (Β΄ Τιμ. Β΄,2). Κι ἀλλοῦ πάλι γράφει: «Καθὼς παρέδοσαν ἡμῖν οἱ ἀπ’ ἀρχῆς
αὐτόπται καὶ ὑπηρέται γενόμενοι τοῦ λόγου, ἔδοξε κἀμοί, παρηκολουθηκότι ἄνωθεν πᾶσιν
ἀκριβῶς, καθεξῆς σοι γράψαι, κράτιστε Θεόφιλε, ἵνα ἐπιγνῷς περὶ ὧν κατηχήθης λόγων τὴν
ἀσφάλειαν» (Λουκ. Α΄,2-4). Καὶ ἀλλοῦ λέει: «Ἐγὼ γὰρ παρέλαβον ἀπὸ τοῦ Κυρίου ὃ καὶ
παρέδωκα ὑμῖν» (Α΄ Κορ. ΙΑ΄, 23). Κι ἀλλοῦ γράφει: «Καθὼς παρελάβετε παρ’ ἡμῶν τὸ πῶς
δεῖ ὑμᾶς περιπατεῖν καὶ ἀρέσκειν Θεῷ» (Α΄ Θεσ. Δ΄,1). Κι ἀλλοῦ λέει: «Ὦ Τιμόθεε, τὴν παρα-
καταθήκην φύλαξον, ἐκτρεπόμενος τὰς βεβήλους κενοφωνίας καὶ ἀντιθέσεις τῆς ψευδωνύμου
γνώσεως. -Ὦ Τιμόθεε, φύλαξε ἀκέραιη καὶ ἀνόθευτη τὴν ἱερὴ παρακαταθήκη τῶν ἀληθειῶν
τοῦ Εὐαγγελίου καὶ ἀπόφευγε τὶς ἀνίερες ματαιολογίες καὶ ἀντιλογίες τῆς πλάνης ἡ ὁποία
φέρει τὸ πλαστὸ καὶ ψεύτικο ὄνομα τῆς γνώσης» (Α΄ Τιμ. ΣΤ΄,20) (Ἐδῶ μιλᾶ ὁ Παῦλος γιὰ
τὴν παρακαταθήκη καὶ ὄχι μόνο γιὰ τὴν πίστη, διότι στὴν παρακαταθήκη συνυπάρχει καὶ ἡ
πίστη).
Τὸ γεγονὸς ὅτι ὅλα τὰ παραδοθέντα δὲν γράφτηκαν ἀμέσως στὰ Εὐαγγέλια τὸ φανερώ-
νουν αὐτά: «Πολλὰ μὲν οὖν καὶ ἄλλα σημεία ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς ἐνώπιον τῶν μαθητῶν Αὐτοῦ,
ἃ οὐκ ἔστι γεγραμμένα ἐν τῷ βιβλίῳ τούτῳ· ταῦτα δὲ γέγραπται ἵνα πιστεύσητε ὅτι ὁ Ἰησοῦς
ἐστιν ὁ Χριστὸς ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ» (Ἰωάν. Κ΄,30). Ὅτι δὲν γράφτηκαν ὅλα αὐτὰ γίνεται φανερὸ
κι ἀπὸ τὰ ἑξῆς: «Ἔστι δὲ καὶ ἄλλα πολλὰ ὅσα ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς, ἅτινα ἐὰν γράφηται καθ’ ἕν,
οὐδὲ αὐτὸν οἶμαι τὸν κόσμον χωρῆσαι τὰ γραφόμενα βιβλία» (Ἰωάν. ΚΑ΄,25). Εἶναι φανερὸ
ἐπίσης ἀπὸ τὸ βιβλίο τῆς Καινῆς Διαθήκης, ὅτι ἄπαντα τὰ διδαχθέντα δὲν γράφτηκαν σὲ αὐτὸ
καὶ ἀπὸ τὰ ἑξῆς: Πρῶτον λέει· «Οἷς καὶ παρέστησεν ἑαυτὸν ζῶντα μετὰ τὸ παθεῖν αὐτὸν ἐν
πολλοῖς τεκμηρίοις, δι’ ἡμερῶν τεσσαράκοντα ὁπτανόμενος αὐτοῖς καὶ λέγων τὰ περὶ τῆς
Βασιλείας τοῦ Θεοῦ» (Πράξ. Α΄,3). Κανένα βιβλίο τῆς Καινῆς Διαθήκης δὲν ἀναφέρει τί τοὺς
ἔλεγε περὶ τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Κι ἀλλοῦ λέει: «Διὸ γρηγορεῖτε, μνημονεύοντες ὅτι τριετίαν
νύκτα καὶ ἡμέραν οὐκ ἐπαυσάμην μετὰ δακρύων νουθετῶν ἕνα ἔκαστον» (Πραξ. Κ΄,31). Τί
τοὺς ἔλεγε ὁ Παῦλος; Δὲν γράφεται πουθενά. Κι ἀλλοῦ λέει: «Πολλὰ ἔχων ὑμῖν γράφειν, οὐκ
ἠβουλήθην διὰ χάρτου καὶ μέλανος, ἀλλὰ ἐλπίζω ἐλθεῖν πρὸς ὑμᾶς καὶ στόμα πρὸς στόμα
λαλῆσαι, ἵνα ἡ χαρὰ ἡμῶν ᾖ πεπληρωμένη» (Β΄ Ἰωάν. 12). Ἐδῶ βλέπουμε ὅτι οἱ Ἀπόστολοι
ἔγραφαν, ὅταν τὸ καλούσε ἡ περίπτωση καὶ δὲν μποροῦσαν νὰ τὸ μεταδώσουν προσωπικά.
Ἀλλοῦ πάλι λέει: «Τὰ δὲ λοιπὰ ὡς ἂν ἔλθω διατάξομαι» (Α΄ Κορ. ΙΑ΄,34). «Ἔτι πολλὰ ἔχω
λέγειν ὑμῖν, ἀλλ’οὐ δύνασθε βαστάζειν ἄρτι. Ὅταν δὲ ἔλθῃ Ἐκεῖνος, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας,
ὁδηγήσει ὑμᾶς εἷς πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν» (Ἰωάν. ΙΣΤ΄,12-13). Κι ἀλλοῦ λέει: «Χωρὶς δὲ
παραβολῆς οὐκ ἐλάλει αὐτοῖς τὸν λόγον· κατ’ ἰδίαν δὲ τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ ἐπέλυε πάντα»

ΘΗΒΑ·Ι·ΚΗ ΦΩΝΗ 39
(Μαρκ. Δ΄,34). Καὶ ἀλλοῦ λέει πάλι: «Καὶ ἐγώ, ἀδελφοί, οὐκ ἠδυνήθην ὑμῖν λαλῆσαι ὡς
πνευματικοῖς, ἀλλ’ ὡς σαρκικοῖς, ὡς νηπίοις ἐν Χριστῷ· γάλα ὑμᾶς ἐπότισα καὶ οὐ βρῶμα.
Οὔπω γὰρ ἠδύνασθε. Ἀλλ’ οὔτε ἔτι νῦν δύνασθε· ἔτι γὰρ σαρκικοί ἐστε- Καὶ ἐγώ, ἀδελφοί,
δὲν μπόρεσα νὰ σᾶς μιλήσω ὡς πρὸς ὥριμους καὶ πνευματικὰ προοδευμένους Χριστιανούς,
ἀλλὰ σᾶς μίλησα ὡς πρὸς ἀνθρώπους ποὺ ἔχουν ἀκόμη τὸ σαρκικὸ φρόνημα, ποὺ δὲν ἔχουν
ἀναγεννηθεῖ, ἀλλ᾽ εἶναι ἀκόμη νήπιοι καὶ ἀρχάριοι στὴν πνευματικὴ ζωή. Σᾶς πότισα μὲ γάλα
καὶ ὄχι μὲ στερεὴ τροφή (σᾶς δίδαξα δηλαδὴ τὶς ἁπλὲς καὶ εὔκολες χριστιανικὲς ἀλήθειες).
Καὶ τούτο, διότι δὲν εἴχατε τὴν δύναμη καὶ τὴν ἀντοχὴ νὰ κατανοήσετε καὶ νὰ ἀφομοιώσετε
τὴν βαθύτερη διδασκαλία. Ἀλλ’ οὔτε καὶ τώρα ἀκόμη μπορεῖτε, διότι κατέχεστε ἀκόμη ἀπὸ
σαρκικὰ φρονήματα» (Α΄ Κορ. Γ΄,1-2). Ἐδῶ παρατηροῦμε ὅτι ἡ διδασκαλία γινόταν ἀναλόγως
τὴν πνευματικὴ δύναμη τοῦ καθενὸς καὶ τῆς προσωπικῆς του διαθέσεως.
-ΔΙΑΜ.: Ἀλλὰ γιατί ἡ Γραφὴ λέει· «Ἐάν τις ἐπιθῇ ἐπὶ ταῦτα, ἐπιθήσει ὁ Θεὸς ἐπ’ αὐτὸν τὰς
πληγὰς τὰς γεγραμμένας ἐν τῷ βιβλίῳ τούτῳ; -Ἐὰν κανεὶς προσθέσει σ’ αυτά, θὰ προσθέσει
ὁ Θεὸς πάνω σ’ αὐτὸν τὶς πληγὲς καὶ τὶς τιμωρίες, ποὺ εἶναι γραμμένες στὸ βιβλίο αὐτό»
(Ἀποκ. ΚΒ΄,18). Βλέπεις ὅτι ἀπὸ τὶς Ἁγίες Γραφὲς δὲν μποροῦμε οὔτε ν’ ἀφαιρέσουμε, οὔτε
νὰ προσθέσουμε;
-ΟΡΘ.: Καὶ ἐντούτοις πρέπει νὰ γνωρίζεις, ὅτι μετὰ τὴν γραφὴ τῶν ἀνωτέρω, ὁ
Ἀπόστολος Ἰωάννης ἔγραψε τὸ κατὰ Ἰωάννη Εὐαγγέλιο, χωρὶς νὰ ἀναιρεθοῦν αὐτά. Ἐπίσης
ὁ Μωυσῆς λέει στὸ Δευτερονόμιο: «Οὐ προσθήσετε πρὸς τὸ ρῆμα ὃ ἐγὼ ἐντέλλομαι ὑμῖν, καὶ
οὐκ ἀφελεῖτε ἀπ᾽ αὐτοῦ. - Δὲν θὰ προσθέσετε τίποτε στὸν λόγο μὲ τὸν ὁποῖον ἐγὼ σᾶς
προστάζω, οὔτε θὰ ἀφαιρέσετε κάτι ἀπ’ αὐτόν» (Δευτ. Δ΄,2). Ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ αὐτὰ γράφτηκαν
τὰ βιβλία τῶν προφητῶν. Τί σημαίνουν αὐτά; Ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ προσθέσει κάποιος τὰ
ἀντίθετα τοῦ πνεύματος τῶν Ἁγίων Γραφῶν, ὄχι ὅμως καὶ κάθε τὶ ποὺ εἶναι σύμφωνο καὶ
ἐποκοδομητικό.
-ΔΙΑΜ.: Ἀλλὰ γιατί ἡ Γραφὴ λέει· «Διατί καὶ ὑμεῖς παραβαίνετε τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ διὰ
τὴν παράδοσιν ὑμῶν; ὁ γὰρ Θεὸς ἐνετείλατο λέγων· τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα…
μάτην δὲ σέβονταί με, διδάσκοντες διδασκαλίας, ἐντάλματα ἀνθρώπων» (Ματθ. ΙΕ΄,3-4,9). Κι
ἀλλοῦ λέει: «Ἀφέντες γὰρ τὴν ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ, κρατεῖτε τὴν παράδοσιν τῶν ἀνθρώπων,
βαπτισμοὺς ξεστῶν (πλυσίματα κανατιῶν) καὶ ποτηρίων, καὶ ἄλλα παρόμοια τοιαῦτα πολλὰ
ποιεῖτε» (Μάρκ. Ζ΄,8). «Καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς· καλῶς ἀθετεῖτε τὴν ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ, ἵνα τὴν
παράδοσιν ὑμῶν τηρήσετε» (Μάρκ. Ζ΄,9). Κι ἀλλοῦ λέει: «Μὴ προσέχοντες Ἰουδαϊκοῖς μύθοις
καὶ ἐντολαῖς ἀνθρώπων ἀποστρεφομένων τὴν ἀλήθειαν» (Τίτ. Α΄,14). Κι ἀλλοῦ πάλι λέει:
«Εἰδότες ὅτι οὐ φθαρτοῖς, ἀργυρίῳ ἢ χρυσίῳ ἐλυτρώθητε ἐκ τῆς ματαίας ὑμῶν ἀναστροφῆς
πατροπαραδότου» (Α΄, Πέτρ. Α΄,18). Κι᾽ ἀλλοῦ σημειώνει: «Ἀλλὰ καὶ ἐὰν ἡμεῖς ἢ ἄγγελος ἐξ
οὐρανοῦ εὐαγγελίζεται ὑμῖν παρ’ ὃ εὐηγγελισάμεθα ὑμῖν, ἀνάθεμα ἔστω. Ὡς προειρήκαμεν,
καὶ ἄρτι πάλιν λέγω· εἴ τις ὑμᾶς εὐαγγελίζεται παρ’ ὃ παρελάβετε, ἀνάθεμα ἔστω» (Γαλ. Α΄,8).
-ΟΡΘ.: Μὲ ὅλα αὐτά, μᾶς ἀποδεικνύει ὅτι ὑπάρχει καὶ ψευδὴς παράδοση, ἀπὸ τὴν ὁποία
πρέπει νὰ ἀπομακρύνεται κάποιος, ἐξετάζοντας ποιές εἶναι οἱ παραδόσεις τοῦ Θεοῦ διὰ τοῦ
Ἁγίου Πνεύματος, καὶ ποιές οἱ παραδόσεις τῶν μωρῶν, ἀνόητων ἀνθρώπων. Ἐπίσης ἀπὸ τὰ
παραπάνω βλέπουμε, ὅτι ὁ Χριστὸς ἐλέγχει τοὺς Φαρισαίους, διότι καταστρατήγησαν τὴν
Πέμπτη Ἐντολὴ καὶ προέτρεπαν νὰ στεροῦν τὸ ψωμὶ ἀπὸ τοὺς γονεῖς τους, γιὰ νὰ συνεισφέ-
ρουν στὸν κορβανᾶ. Ἐδῶ πρόκειται γιὰ ἰδιωτικῶν ἐντολῶν τῶν Φαρισαίων γιὰ τοὺς ὑποκριτι-
κοὺς σκοπούς τους καὶ ὄχι γιὰ τὴν ἀκριβὴ ἑρμηνεία τῶν Ἁγίων Γραφῶν, μὲ τὶς ὁποῖες ὁ Χριστὸς

40 ΘΗΒΑ·Ι·ΚΗ ΦΩΝΗ
ἔλεγχε τοὺς παρερμηνεύοντας αὐτὲς Ραββίνους, ἀκριβῶς ὅπως σήμερα ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία
ἐλέγχει τοὺς Διαμαρτυρόμενους ποὺ παρερμηνεύουν τὶς Ἁγίες Γραφές. Ἐπίσης ὁ Ἀπόστολος
Παῦλος καταδικάζει κάθε ἄλλη διδασκαλία, ποὺ εἶναι ἀντίθετη μὲ τὸ Εὐαγγέλιο.
-ΔΙΑΜ.: Καὶ πῶς μπορεῖς νὰ ἀποδείξεις ὅτι ἐμεῖς οἱ Διαμαρτυρόμενοι παρερμηνεύουμε
τὸ Εὐαγγέλιο; Ὁ κάθε ἕνας, διαβάζοντας τὸ Εὐαγγέλιο, μὲ μεγάλη προσοχὴ τὸ καταλαβαίνει
φωτιζόμενος ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα.

ΟΙ ΠΑΡΕΡΜΗΝΕΙΕΣ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΟΜΕΝΟΥΣ


-ΟΡΘ.: Καὶ ἐντούτοις, δὲν μποροῦν ὅλοι νὰ κατανοήσουν καὶ νὰ ἐρμηνεύσουν τὶς θείες
ἀλήθειες τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τῶν Ἁγίων Γραφῶν. Πάρε σὰν παράδειγμα τοὺς Ραββίνους τῶν
Ἰουδαίων, οἱ ὁποῖοι ἂν καὶ μελετοῦσαν ὅλη τὴν ἡμέρα τὶς Γραφές, ἐντοῦτοις τὶς παρερμή-
νευσαν καὶ δὲν γνώρισαν καὶ δὲν δέχτηκαν τὸν ἀναμενόμενο ἀπὸ αὐτοὺς Μεσσία. Ἀλλὰ καὶ
οἱ Χριστιανοὶ μόνοι τους χωρὶς τὴν βοήθεια τῶν θεόπνευστων πατέρων, ποὺ μὲ ἔργα καὶ
λόγια ἑρμήνευσαν τὶς θείες Γραφές, δὲν μποροῦν νὰ τὶς καταλάβουν ἐπακριβῶς. Ἰδοῦ τὶ λέει
ἡ Γραφή· «Ἀρχὴ σοφίας φόβος Κυρίου, καὶ βουλὴ ἁγίων σύνεσις, τὸ δὲ γνῶναι νόμον διανοίας
ἐστὶν ἀγαθῆς» (Παρ. Θ΄,10). Καὶ ἀλλοῦ λέει: «Ὅτι ἀπέκρυψας ταῦτα ἀπὸ σοφῶν καὶ συνετῶν,
καὶ ἀπεκάλυψας αὐτὰ νηπίοις» (Ματθ. ΙΑ΄,25). Κι ἀλλοῦ· «Καὶ οὐδεὶς ἐπιγινώσκει τίς ἐστιν ὁ
Υἱός, εἰμὴ ὁ Πατήρ, καὶ τίς ἐστιν ὁ Πατήρ, εἰμὴ ὁ Υἱός, καὶ ὧ ἐὰν βούληται ὁ Υἱὸς ἀποκαλύψαι»
(Λουκ. Ι΄,22). Καὶ ἀλλοῦ πάλι λέει: «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς· οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι» (Λουκ.
ΚΓ΄,34). Κι ἀλλοῦ γράφει: «Φάσκοντες εἶναι σοφοὶ ἐμωράνθησαν» (Ρωμ. Α΄,22). Κι ἀλλοῦ
λέει· «Ἀλλὰ τὰ μωρὰ τοῦ κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεός, ἵνα τοὺς σοφοὺς καταισχύνῃ» (Α΄, Κορ.
Α΄, 27). Πρῶτος ὁ Χριστὸς ἐρμήνευσε τὶς Γραφές· «Τότε διήνοιξεν αὐτῶν τὸν νοῦν τοῦ
συνιέναι τὰς Γραφάς» (Λουκ. ΚΔ΄,45). «Ὦ ἀνόητοι καὶ βραδεῖς τῇ καρδίᾳ τοῦ πιστεύειν ἐπὶ
πᾶσιν οἷς ἐλάλησαν οἱ προφῆται!… καὶ ἀρξάμενος ἀπὸ Μωϋσέως καὶ ἀπὸ πάντων τῶν
προφητῶν διηρμήνευεν αὐτοῖς ἐν πάσαις ταῖς Γραφαῖς τὰ περὶ Ἑαυτοῦ» (Λουκ. ΚΔ΄,25,27).
Κι ἀλλοῦ λέει πάλι· «Πείθων τε αὐτοὺς τὰ περὶ τοῦ Ἰησοῦ ἀπό τε τοῦ νόμου Μωϋσέως καὶ
τῶν προφητῶν ἀπὸ πρωὶ ἕως ἐσπέρας» (Πράξ. ΚΗ΄,23). Κι ἀλλοῦ λέει· «Ἐν οἷς ἔστι δυσνό-
ητά τινα, ἃ οἱ ἀμαθεῖς καὶ ἀστήρικτοι στρεβλοῦσιν ὡς καὶ τὰς λοιπὰς Γραφὰς πρὸς τὴν ἰδίαν
αὐτῶν ἀπώλειαν» (Β΄, Πέτρ. Γ΄,16). Ὁ Χριστὸς ἐπιτιμοῦσε τοὺς μαθητές Του ποὺ δὲν
μπορούσαν νὰ καταλάβουν τὴν διδασκαλία Του, ἂν καὶ τοὺς δίδασκε μὲ πολλοὺς τρόπους.
«Καὶ αὐτοὶ οὐδὲν τούτων συνῆκαν, καὶ ἧν τὸ ρῆμα τοῦτο κεκρυμμένον ἀπ’ αὐτῶν, καὶ οὐκ
ἐγίνωσκον τὰ λεγόμενα» (Λουκ. ΙΗ΄,34). Κι ἀλλοῦ στὴν Γραφὴ βλέπουμε ὅτι, ἂν καὶ διαβάζεται
ἐπιμόνως, ἐντούτοις χωρὶς τὴν βοήθεια πνευματοφόρου ἀντρὸς δὲν κατανοεῖται· «Ἆρά γε
γινώσκεις ἃ ἀναγινώσκεις; ὁ δὲ εἶπε· πῶς γὰρ ἂν δυναίμην, ἐὰν μή τις ὁδηγήσῃ με;» (Πράξ.
Η΄,30-31). Ἀλλὰ ἐσεῖς οἱ Διαμαρτυρόμενοι λέτε, ὅτι φωτίζεστε ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεύμα! Ἡ ἀνοησία
σας αὐτή, εἶναι φανερὴ σὲ ὅλους· «Ἀλλ’ οὐ προκόψουσιν ἐπὶ πλεῖον· ἡ γὰρ ἄνοια αὐτῶν
ἔκδηλος ἔσται πᾶσιν, ὡς καὶ ἡ ἐκείνων ἐγένετο» (Β΄ Τιμ. Γ΄,9). Διότι εἶναι ἀνάγκη νὰ εἶστε ἕνα,
ἔχοντες τὴν αὐτὴν γνώμη καὶ τὸ αὐτὸ φρόνημα, ὄχι ὁ καθένας νὰ πιστεύει ὅ,τι θέλει. Ἐνῷ
ἐσεῖς ἔχετε διαιρεθεῖ σὲ ἀναρίθμητες αἱρέσεις καὶ σχίσματα ἀναμεταξὺ σας. «Παρακαλῶ δὲ
ὑμᾶς, ἀδελφοί, διὰ τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἵνα τὸ αὐτὸ λέγητε πάντες,
καὶ μὴ ἦ ἐν ἡμῖν σχίσματα, ἦτε δὲ κατηρτισμένοι ἐν τῷ αὐτῷ νοῒ καὶ ἐν τῇ αὐτῇ γνώμῃ» (Α΄,
Κορ. Α΄,10). «Σπουδάζοντες τηρεῖν τὴν ἑνότητα τοῦ Πνεύματος ἐν τῷ συνδέσμῳ τῆς εἰρήνης.
Ἓν σῶμα καὶ ἓν Πνεῦμα, καθὼς καὶ ἐκλήθητε ἐν μιᾷ ἐλπίδι τῆς κλήσεως ὑμῶν· εἷς Κύριος,

ΘΗΒΑ·Ι·ΚΗ ΦΩΝΗ 41
μία πίστις, ἓν βάπτισμα, εἷς Θεὸς καὶ Πατὴρ πάντων» ( Ἐφεσ. Δ΄,3-6). Κι ἀλλοῦ λέει: «Ἵνα
ὦσιν ἓν, καθὼς ἡμεῖς» (Ἰωάν. ΙΖ΄,12).
Ἡ Ὁρθόδοξη Ἐκκλησία ἀπὸ ἀρχαιοτάτων χρόνων μέχρι σήμερα, διατηρεῖ αὐτὰ καὶ τίποτε
δὲν ἀλλοίωσε, καὶ ἀποδεικνύει τὴν ἑνότητα τῆς Πίστεως, ἐνῷ δὲν συμβαίνει τὸ ἴδιο μὲ σᾶς
τοὺς Διαμαρτυρόμενους, ποὺ ἐμφανιστήκατε τὸν δέκατο ἕκτο αἰῶνα καὶ ἐξ ἀρχῆς διαιρεθήκατε
σὲ χιλιάδες αἱρέσεις καὶ ὁ καθένας Διαμαρτυρόμενος, ἔχει δική του γνώμη περὶ θρησκείας.
Ἐξάλλου, εὐχαρίστως δέχεστε τὶς παρερμηνείες τῶν ψευτοδιδασκάλων σας, ποὺ δὲν γνω-
ρίζουν καθόλου τὶς ἑρμηνείες τῶν Πατέρων τῆς ἐκκλησίας, ἔστω κι ἂν αὐτοὶ ἦταν ἄμεσοι
μαθητὲς καὶ διάδοχοι τῶν Ἀποστόλων. Ὁ Ἐπίσκοπος Ρώμης Κλήμης, μαθητὴς τοῦ Πέτρου
καὶ τοῦ Παύλου (Φιλ. Δ΄,3), γράφει ὅτι πρέπει νὰ μεταχειρίζονται μαζὶ τὸν γραπτὸ λόγο καὶ
τὴν ἄγραφη διδασκαλία τῶν Ἀποστόλων, τὴν ὁποία ὀνομάζει «ἐπινομήν». Ὁ Βαρνάβας,
μαθητὴς τοῦ Παύλου, ρητῶς παραγγέλνει· «Νὰ φυλάξεις ἃ παρέλαβες μήτε προστιθεὶς μήτε
ἀφαιρῶν». Ὁ μαθητὴς τοῦ Ἰωάννου τοῦ Εὐαγγελιστοῦ, Ἰγνάτιος λέει: «Ὑπακούοντες τῷ
ἐπισκόπῳ καὶ τῷ Πρεσβυτέρῳ ἀπερισπάστῳ διανοίᾳ». Ἐπίσης συμβούλευε νὰ φυλάγεται καὶ
ἡ παράδοση τῶν Ἀποστόλων. Τὸ ἴδιο καὶ ὁ μαθητὴς τοῦ Ἰωάννου Πολύκαρπος, ἐπίσκοπος
Σμύρνης, ὀνομάζει τὸν προφορικὸ λόγο τοῦ Παύλου, «λόγον ἀληθείας». Ὁ Διονύσιος ὁ Ἀρεο-
παγίτης, μαθητὴς τοῦ Παύλου, μιλᾶ περὶ παραδόσεως. Ὁ Ἡγήσιππος καὶ ὁ Παπίας καὶ ὁ Ἅγ.
Εἰρηναῖος μαθητὴς τοῦ Πολύκαρπου καὶ ἐπίσκοπος Λουγδούνου, καθὼς καὶ ὅλοι οἱ ἀρχαῖοι
Πατέρες, μιλοῦν περὶ παραδόσεως. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μιλᾶ κι αὐτὸς περὶ παραδόσεως·
«μνημονεύειν τε τῶν λόγων τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, ὅτι Αὐτὸς εἶπε· μακάριόν ἐστι μᾶλλον διδόναι
ἢ λαμβάνειν» (Πράξ. Κ΄,35). Αὐτὸ δὲν βρίσκεται πουθενὰ γραμμένο στὴν Γραφῆ. Κι ἀλλοῦ
λέει: «Τοῖς δὲ γεγαμηκόσι παραγγέλω, οὐκ ἐγώ, ἀλλ’ ὁ Κύριος… τοῖς δὲ λοιποῖς ἐγὼ λέγω,
οὐχ ὁ Κύριος» (Α΄ Κορ. Ζ΄,10, 12). Μὲ τὴν πρώτη περικοπὴ ὁ Παῦλος ἀνέφερε τὴν θεία
παράδοση· μὲ τὴν δεύτερη περικοπὴ, συνιστᾶ τὴν ἀποστολικὴ παράδοση. Ἀπὸ τὴν
παράδοση γνωρίζουμε τὸ ἀληθινὸ καὶ θεόπνευστο τῶν Ἁγίων Γραφῶν καὶ τοῦ Εὐαγγελίου·
χωρὶς αὐτὴν, δὲν θὰ μπορούσαμε νὰ διακρίνουμε τὸ ἀληθινὸ ἢ τὸ ψεύτικο ἀπ’ αὐτές.
Ἡ παράδοση φανερώνει τὶς γνώσεις περὶ τῆς θρησκείας τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ποὺ
παραδόθηκαν στὴν Ἐκκλησία ἀπ’ Αὐτὸν καὶ τοὺς Ἀποστόλους Του, οἱ ὁποῖες προϊόντος τοῦ
χρόνου, κι αὐτὲς γράφτηκαν, ὅπως γράφτηκε καὶ τὸ Εὐαγγέλιο, μετὰ τὴν παρέλευση ἀρκετοῦ
χρόνου. Εἶναι ἀδύνατον ὁ Χριστὸς διδάσκοντας τρία χρόνια, καὶ οἱ Ἀπόστολοι, τόσο κόσμο
ποὺ γύρισαν, νὰ δίδαξαν αὐτὰ τὰ λίγα. Γιὰ τὶς δύο φύσεις τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν δύο θελήσεών
Του, τὸ θεόπνευστο τῆς Ἀγίας Γραφῆς, τὸ νὰ τιμοῦμε καὶ φυλᾶμε τὶς Κυριακὲς ἀντὶ τὰ Σάβ-
βατα, ἀπὸ τὴν παράδοση τὸ μάθαμε καὶ τὸ κρατᾶμε. Ἡ Ἁγία Γραφὴ μᾶς ἐπιβάλει τὴν τέλεση
τῶν μυστηρίων· τὸ πῶς ὅμως πρέπει νὰ τελοῦνται, αὐτὸ μᾶς τὸ διδάσκει ἡ ἱερὴ παράδοση.
-ΔΙΑΜ.: Ἀναγκάζομαι νὰ παραδεχτῶ ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἀνέφερες, ὅτι μπορεῖ νὰ ὑπάρχει καὶ
θεία παράδοση· ἀλλὰ ἐσεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι παραδέχεστε ἀνθρώπινες παραδόσεις.
-ΟΡΘ.: Πές μου αὐτὲς μὲ τὴν σειρὰ.
-ΔΙΑΜ.: Ἰδού· πρώτα πρώτα, διδάσκετε ὅτι ὁ Χριστὸς ἵδρυσε Ἐκκλησία στὴν γῆ, ποὺ εἶναι
ψευδέστατο, καθότι ἵδρυσε Ἐκκλησία, ἀλλὰ ὄχι στὴν γῆ, ἀλλὰ ἀόρατη στὸν οὐρανό, στὴν
ὁποία θὰ πάρουν μέρος ἄπαντες οἱ πιστεύοντες σ’ Αὐτὸν ἐκλεκτοὶ ἀπὸ ὅλες τὶς
ἀποκαλούμενες χριστιανικὲς ἐκκλησίες, χωρὶς νὰ ἔχει καμία ἀπὸ αὐτὲς προνόμιο σωτηρίας.
συνεχίζεται...

42 ΘΗΒΑ·Ι·ΚΗ ΦΩΝΗ
ΕΚΛΟΓΕΣ 21/5/2Ο23
ΠΡΟΣ ΚΑΘΕ ΕΝΑ ΠΟΥ ΖΗΤΑ ΤΗΝ ΨΗΦΟ ΜΑΣ
Σὲ βλέπω αὐτὲς τὶς ἡμέρες, νὰ ἔρχεσαι Νὰ μνημονεύσω τὴν ἀντικατάσταση τοῦ
στὸν Ἱερὸ Ναὸ τὴν ὥρα τῶν Ἱερῶν Ἀκο- μυστηρίου τοῦ Γάμου μὲ τὴν δημαρχιακὴ
λουθιῶν, ἐνῶ τὰ τελευταία τέσσερα ἔτη δὲν ὑπογραφή!
ἐρχόσουν. Νὰ σοῦ υπενθυμίσω ὅτι καθιερώσατε τὴν
Ἐξομολογήθηκες ποτέ; καύση τῶν νεκρῶν, ὅτι κάνετε πολιτικὲς
Νομίζω ποτέ !!!
κηδείες! Δηλαδὴ τοὺς θάβετε χωρὶς τὴν πα-
Τώρα προεκλογικά, ἔρχεσαι στὸν Ἱερὸ
ρουσία κληρικῶν. Τοὺς θάβετε χωρὶς
Ναό, ὄχι γιὰ νὰ προσευχηθεῖς, ἀφοῦ δὲν
κηδεία.
ξέρεις τὶ εἶναι προσευχή, οὔτε ἔρχεσαι νὰ
ἐξομολογηθεῖς, διότι δὲν πιστεύεις στὸ μυ- Νὰ καταγράψω ὅτι ἔχετε ἄμισθους μερι-
στήριο τῆς Μετανοίας. Ἀλλὰ ἔρχεσαι, πη- κὲς δεκάδες κληρικούς, ἐνῶ δίνετε μισθὸ
γαίνεις στὸν Σολέα, γιὰ νὰ σὲ δῶ, νὰ σὲ σὲ μὴ Ἕλληνες.
κρατήσω στὴ μνήμη μου γιὰ νὰ σοῦ βάλω Ζητᾶς τὴν ὀρθόδοξο ψήφο μου, μὰ ὅταν
ἕνα σταυρὸ στὴν κάλπη. ἀνοίγουν συζητήσεις γιὰ παιδεία, λὲς πὼς
Ζητᾶς τὴν ὀρθόδοξη ψήφο μου, καὶ μά- στὸ σχολείο τῶν παιδιών μου τὰ θρησκευτι-
λιστα τὴν ἡμέρα τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου, κὰ δὲν πολυχρειάζονται, οὔτε χρειάζεται
ἀλλὰ σοῦ λέω, ὅτι δὲν πῆγες στὴν κηδεία ὁμολογιακὸς χαρακτήρας στὸ μάθημα !
τοῦ Βασιλέως Κωνσταντίνου, ἐνῶ πήγαν Ζητᾶς τὴν ὀρθόδοξο ψήφο μου, καὶ ἂν
πολλοὶ λατινοδιαμαρτυρόμενοι. αύριο εἰσέλθεις στὴν Βουλὴ νικητής, θὰ
Ζητᾶς τὴν ὀρθόδοξη ψήφο μου, ἀλλὰ δὲν
κτίσεις τζαμιὰ στὴν γειτονιά μου.
ζεῖς χριστιανικά.
Ζητᾶς τὴν ὀρθόδοξη ψήφο μου, ἀλλὰ
Ἀντὶ νὰ κηρύξετε μετάνοια, πέφτετε στὸ
ἁμάρτημα τῆς κατακρίσεως. ξεχνᾶς ὅτι τὸ ἑλληνικὸ Ἔθνος μας ἦταν:
Σᾶς ὑπενθυμίζω, ὅτι π.χ. ὅταν κάηκαν ὁμόαιμον, ὁμόθρησκον, ὁμόεθνον, ὁμό-
102 συνάνθρωποί μας στὸ Μάτι, ἀντὶ νὰ ηθες, ὁμόφυλον, ὁμόγλωσσον, καὶ ἐσεῖς τὸ
κηρύξετε μετάνοια, ἡ τότε ἀντιπολίτευση ἀλλοιώσατε.
κατηγορούσε τὴν κυβέρνηση. Φέρατε ξένα αἵματα, ξένες θρησκείες,
Καὶ ὅταν σκοτώθηκαν 57 συνάνθρωποί ξένα ἔθνη, ξένα ἤθη, ξένα φύλα, καὶ ξένες
μας στὰ Τέμπη, ἀντὶ (επαναλαμβάνω) νὰ γλώσσες.
κηρύξετε μετάνοια, ἡ κυβέρνηση τοῦ "Μάτι" Οὔτε μία τρύπια δεκάρα δὲν δίνω γιὰ τὰ
ποὺ τώρα εἶστε ἀντιπολίτευση, κατακρίνατε ὁράματα τῆς Εὐρώπης, τὰ ὁποία ὅλα εἶναι
τὴν κυβέρνηση, ἡ ὁποία, τὴν ὥρα τοῦ μὴ ὀρθόδοξα !!!
"Μάτι" ἦταν ἀντιπολίτευση.
Εἶμαι ὀρθόδοξος Χριστιανὸς μὲ συνείδη-
Ζητᾶς τὴν ὀρθόδοξο ψήφο μου, μὰ ἡ με-
ση τῆς ἁμαρτωλῆς βιοτῆς μου ἀλλὰ καὶ τοῦ
λάνη σου ἀκόμα δὲν ἔχει στεγνώσει ἀπὸ
Παραδείσιου προορισμοῦ μου.
τοὺς μὴ ὀρθόδοξους νόμους ποὺ ψήφισες,
μαζὶ μὲ τοὺς συναδέλφους σου. Δὲν θὰ γίνω ποτὲ ἄθεος βρυξελλιώτης.
Ἀπὸ ποὺ νὰ ἀρχίσω καὶ ποὺ νὰ τελειώ- Προτιμῶ τὴν ὀρθόδοξο πίστη, καὶ μ’ αὐτὴ
σω. θὰ πεθάνω.
Νὰ καταγράψω ὅτι καταργήσατε τὸ μυ- Εἶμαι Ἕλληνας ὀρθόδοξος !!!
στήριο τοῦ βαπτίσματος! Εἶμαι ὁ συντάξας τὸ παρὸν κείμενο.

ΘΗΒΑ·Ι·ΚΗ ΦΩΝΗ 43
ΤΟ ΛΕΙΤΟΥΡΓΗΜΑ ΤΗΣ ΑΓΙΟΓΡΑΦΙΑΣ
Ὑπὸ Παναγιώτου Βάλλιου, ἁγιογράφου

Φίλτατε ἀναγνῶστα: Μεγάλος ὄγκος θεμάτων μπορεῖ νὰ ἀπασχολήσει ἕνα χριστιανικὸ


περιοδικὸ μὲ ἐποικοδομητικὸ ἐνδιαφέρον. Ἐπιλέξαμε, λοιπόν, ἕνα καίριο καὶ διαχρονικὸ θέμα
τὸ ὁποῖο σχετίζεται μὲ τὸ λειτούργημα τῆς ἁγιογραφίας, ποὺ καὶ ὁ συντάκτης ἔχει τὴν τιμὴ
νὰ διακονεῖ γιὰ μεγάλο χρονικὸ διάστημα. Τὶς ὅποιες γνώσεις ἔχω συλλέξει στὸ διάστημα
αὐτό, αἰσθάνθηκα ἐπιτακτικὴ τὴν ἀνάγκη νὰ τὶς ἐναποθέσω στὴν ἀγάπη σας. Προτρέπω,
λοιπόν, τὸν καλὸν ἀναγνώστη νὰ ἔχει τὴν καλὴ διάθεση πρωτίστως καὶ τὸ ἐνδιαφέρον νὰ
μελετήσει τὸ σχετικὸ πόνημα ποὺ σκιαγραφεῖ κατὰ δύναμη τὰ ὅσα σχετίζονται μὲ τὴν
εὐλογημένη αὐτὴν τέχνη, ἡ ὁποία ἀφορᾶ τὴν λατρεία πρὸς τὸν Θεό.
ΣΥΝΤΟΜΟ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ
Ἀπὸ ἀρχαιοτάτων χρόνων, καθὼς γνωρίζεις, ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνθηκε τὴν ἀνάγκη νὰ
ἀποτυπώνει σὲ διάφορες ἐπιφάνειες, διάφορες παραστάσεις ἀπὸ τὴν καθημερινή του ζωή.
Ἔχουν διασωθεῖ ἐξαιρετικὲς βραχογραφίες μὲ μεγάλο ἀρχαιολογικὸ ἐνδιαφέρον, διάφορα
σχέδια, εἰκόνες ἀπὸ τὴν φύση, πρόσωπα, ζωγραφισμένα σὲ πήλινα ἀγγεῖα, σὲ τοίχους καὶ
γενικὰ σὲ κάθε διαθέσιμη ἐπιφάνεια. Τὰ διασωθέντα αὐτὰ μνημεῖα, μᾶς παρέχουν πολύτιμα
ἱστορικὰ τεκμήρια γιὰ τὴν ζωὴ τῶν ἀρχαίων πολιτισμῶν. Ἡ τάση αὐτὴ τῶν ἀνθρώπων μετα-
λαμπαδεύτηκε διαχρονικὰ ἕως καὶ τὶς ἡμέρες μας. Ἡ τέχνη αὐτὴ ἐκφράστηκε σὲ διάφορες
τεχνοτροπίες καὶ σχολὲς καὶ διακτινίσθηκε καὶ σὲ ἄλλες μορφὲς τέχνης. Ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς
πρωτοχριστιανικῆς περιόδου ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἀγκάλιασε αὐτὴν τὴν μορφὴ τέχνης
καὶ ἀποθησαύρισε τὰ θετικά της στοιχεῖα, τὰ μετάλλαξε πρὸς τὸ ἐκφραστικότερο, τὰ διαφο-
ροποίησε ἀπὸ τὴν ζωγραφικὴ καὶ τὰ υἱοθέτησε στὴν δική της χριστιανικὴ τέχνη.
Τὴν ξεχωριστὴ αὐτὴ τέχνη τὴν περιχαράκωσε μὲ ἰδίους κανόνες μὲ ἕνα ἰδιαίτερο ἐκ-
φραστικὸ τρόπο καὶ τὴν καθόρισε ὡς ἕνα ἀδιάσπαστο στοιχεῖο τῆς λατρείας πρὸς τὸν Θεό.
Τὰ φυσικὰ στοιχεῖα (κλασικὰ) μιᾶς ἀπεικονίσεως ἐνσωματώθηκαν μεταλλαγμένα μὲ μία
«πνευματικὴ γέννα». Πρωταρχικὸ στοιχεῖο τῆς τέχνης αὐτῆς, εἶναι τὸ ἀλληγορικὸ στοιχεῖο
ποὺ τὸ ἔχει υἱοθετήσει ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους λαοὺς προσαρμόζοντάς το στὰ πνευματικὰ
δεδομένα. Στὸ διάβα τοῦ χρόνου, αὐτὴ ἡ ἁγιογραφικὴ τέχνη ἔχει διέλθει ἀπὸ ἀρκετὰ στάδια
καὶ τεχνοτροπίες ἐπηρεασμένη ἀπὸ διάφορα
καταλυτικὰ γεγονότα ἀνὰ τοὺς αἰῶνες, ποὺ
ἔστω καὶ ἀκροθιγῶς ἢ μάλλον ἐπιγραμματικὰ
θὰ ἀναφέρουμε. Ἡ πρώτη χρονικὰ περίοδος
ἀρχίζει ἀπὸ τὴν πρωτοχριστιανικὴ περίοδο καὶ
τελειώνει στὴν εἰκονομαχία (724). Ἡ δευτέρα
χρονικὴ περίοδος καταλαμβάνει τὰ 120 χρό-
νια τῆς εἰκονομαχίας (724-843). Ἡ τρίτη περί-
οδος ἐπεκτείνεται ἀπὸ τὰ μέσα τοῦ Θ´ αἰῶνα
ἕως καὶ τὸ τέλος τοῦ ΙΒ´ αἰῶνα. Ἡ τέταρτη
περίοδος πλαισιώνεται στὴν ἐποχὴ τῶν Πα-
λαιολόγων κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ὁποίας
ἀναπτύσσεται ἕνα ἀξιόλογο εἶδος ἁγιογραφίας
ὑψηλῆς πνευματικῆς στάθμης. Ἐκείνη τὴν

44 ΘΗΒΑ·Ι·ΚΗ ΦΩΝΗ
χρονικὴ περίοδο ἀναπτύχθηκε ἕνα νέο ἐκφραστικὸ εἶδος τῆς τέχνης αὐτῆς ποὺ ὀνομάσθηκε
«Μακεδονικὴ σχολή», ἡ ὁποία ἄκμασε στὴν Κωνσταντινούπολη, καὶ μεταλαμπαδεύθηκε σὲ
ἄλλα χριστιανικὰ κέντρα. Μὲ τὴν πάροδο τῶν ἐτῶν, ἕνα νέο ρεύμα ἐκφράσεως ἀναδύεται
καὶ ὀνομάστηκε «Κρητικὴ σχολή». Ἐπίσης, κατὰ τὸν ΙΗ´ αἰῶνα, ἄρχισαν νὰ ἐνσωματώνονται
προοδευτικὰ διάφορα δυτικὰ στοιχεῖα κλασικῆς ζωγραφικῆς καὶ ἐπηρέασαν καθοριστικὰ τοὺς
Ἕλληνες ἁγιογράφους. Ἔτσι, ἡ βυζαντινὴ ἁγιογραφία ἀρχίζει σιγὰ-σιγὰ νὰ εἰκονίζει τὸ ὀπτικὸ
φαινόμενο καὶ νὰ ἐξελίσσεται μετονομαζόμενη ὡς «κλασικὴ τεχνοτροπία»1. Περίπου 200 ἔτη
ἐπικρατοῦσε αὐτὴ ἡ φυσικὴ ἁγιογραφικὴ τέχνη ἀπογυμνωμένη ἀπὸ τὰ διάφορα σύμβολα
καὶ ἰδιόρρυθμους κανόνες τῆς βυζαντινῆς ἁγιογραφίας. Εἰς τὴν δεκαετία τοῦ 1960 καὶ πάλιν
ἀναδύεται ἡ πατροπαράδοτη βυζαντινὴ τεχνοτροπία, προεξάρχοντος τοῦ Φωτίου Κόντογλου,
ἀλλὰ καὶ ἀρκετῶν ἄλλων μεταγενεστέρων, ὡς συνεχιστῶν του. Τώρα πλέον ἔχει ἐπικρατήσει
ἀνεπιστρεπτὶ ἡ βυζαντινὴ σχολὴ, ἡ δὲ κλασικὴ ἔχει παρακμάσει σχεδὸν ὁλοκληρωτικά. Στὸ
σύντομο αὐτὸ εἰσαγωγικὸ σημείωμα ἀναφερθήκαμε ἐπιγραμματικὰ στὶς χρονικὲς αὐτὲς
περιόδους, σταθμοὺς τῆς τέχνης αὐτῆς, καὶ τώρα πλέον εἰσερχόμαστε στὶς ἰδιαιτερότητες
αὐτῆς τῆς τέχνης ποὺ χαρακτηρίζονται ἐξαιρετικὰ ἐνδιαφέρουσες.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΑΡΞΗ ΣΤΗΝ ΚΑΘΙΕΡΩΣΗ ΤΗΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ
Ὅπως προείπαμε ὁ πανάρχαιος αὐτὸς τρόπος ἐκφράσεως τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἀπεικονίζει
σκηνὲς ἀπὸ τὴν ζωή του σὲ διάφορες ἐπιφάνειες, δὲν τὸ ἀπέρριψε ἡ πρωτοχριστιανικὴ
Ἐκκλησία ἀλλὰ τὸ υἱοθέτησε τὸ μετάλλαξε καὶ τὸ προσάρμοσε στὴν λατρευτική μας ζωή.
Ποιά, λοιπόν, ὑπῆρξε ἡ γενεσιουργός αἰτία προκειμένου νὰ ἀναπτυχθεῖ αὐτὴ ἡ τέχνη; Δύο
γεγονότα ἀπὸ τὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας ἐπὶ τῆς ἐποχῆς τοῦ Χριστοῦ θὰ σᾶς
μεταφέρουμε μὲ συντομία. Βρισκόμαστε στὴν ἐποχὴ τοῦ Χριστοῦ σὲ μία ἐπαρχία τῆς
Μεσοποταμίας, τὴν Ἔδεσσα. Ἐκεῖ ὑπῆρχε ἕνας βασιλιὰς ὀνόματι Ἄβγαρος ποὺ ἔπασχε ἀπὸ
ἀνίατη ἀσθένεια τῆς ἐποχῆς, τὴν λέπρα. Ἀκούγοντας τὰ μεγάλα θαύματα ποὺ ἐπιτελοῦσε ὁ
Κύριος στὴν Γαλιλαία, ἀπέστειλε μὲ τὸν γραμματέα του Ἀνανία, μία ἐπιστολὴ πρὸς τὸν
Χριστὸ μὲ τὴν ὁποία τὸν προσκαλοῦσε νὰ ἔρθει στὴν χώρα του, νὰ ζήσει κοντά του,
γνωρίζοντας ὅτι οἱ Ἰουδαῖοι τὸν ἐπιβουλεύονταν. Ἐπίσης, ὁ Ἀνανίας ἦταν ἄριστος ζωγράφος

1
Ὑποσημείωση «Θηβαϊκῆς Φωνῆς»: Ὀρθὴ προσέγγιση τοῦ ζητήματος περὶ τῶν εἰκόνων
ἀναγεννησιακῆς καὶ κλασσικῆς τεχνοτροπίας ἔκανε ὁ μακαριστὸς Σεβασμιώτατος Θηβῶν καὶ
Λεβαδείας κ.κ. Χρυσόστομος στὴν ἀπὸ 8-93 ΚΡΙΤΙΚΗ του στὴν 16σέλιδο πραγματεία «Περὶ
Εἰκονογραφίας» τοῦ μ. Χρυσαφίου. Στὴ σελίδα 25 γράφει: «Ἡ ἀναγέννησις εἰς τὴν δύσιν ἔλα-
βε ἄλλες διαστάσεις. Ἐλλείψει πνευματικότητος, ἐπεκράτησαν αἱ ἐκκοσμικευμέναι παραστά-
σεις, μὲ προσθέτους καλλωπισμούς, ἀνάρμοστα δι’ ἐξεικόνισιν μορφῶν ἁγίων ἀνδρῶν. …
Στοιχεία αὐτοῦ τοῦ τρόπου εἰκονογραφίας τοὺς τελευταίους αἰῶνας ἐπηρέασαν τὴν ὀρθό-
δοξον βυζαντινὴν ἀναγέννησιν, ὅμως δὲν παρελήφθησαν ἀμετάβλητα ἀπὸ τὸν ὀρθόδοξον
χῶρον, ἀλλὰ ὑπέστησαν ἀλλοίωσιν ἀπὸ τὸ ὀρθόδοξο ἀσκητικὸ πνεῦμα. Ἐπεκράτησεν ἡ
ἐξεικόνισις τῶν χαρακτήρων τοῦ προσώπου κατὰ τὴν φυσικὴν ὁμοιότητα, ἀλλὰ μὲ ἀσκητικὴν
παράστασιν. Οἱ εἰκόνες τῆς ἀναγεννησιακῆς τεχνοτροπίας εἰς τὸν ἀνατολικὸν ὀρθόδοξον
χῶρον δὲν εἶναι αἱ ἐκκοσμικευμέναι παπικαὶ εἰκόνες, ἐκτὸς ἐλαχίστων εξαιρέσεων». Καὶ στὴ
σελ 26: «Ἡ εἰκονογραφία ἂν καὶ ἐδανείσθη στοιχεῖα ἀπὸ τὴν δυτικὴν τέχνην, ὅμως τὰ ἀφο-
μοίωσε καὶ τὰ ἐνσωμάτωσε εἰς τὴν ὀρθόδοξον τοιαύτην καὶ δὲν ἔπαψε νὰ εἶναι ὀρθόδοξος».
Μία εἰκόνα εἶναι ὀρθόδοξος λοιπόν, ἐφόσον φέρει τὰ ὀνόματα καὶ φωτοστέφανα τῶν ἁγίων
ποὺ εἰκονίζονται σ’ αὐτήν, καὶ ἐπιπλέον ἡ ἀπόδοσις τῶν προσώπων ἐμφορεῖται ἀπὸ τὴν προ-
σήκουσα σεμνοπρέπεια καὶ ἱεροπρέπεια, ἀσχέτου τεχνοτροπίας. Ἀδιάψευστος μάρτυρας ὁ
Ἅγιος Πατέρας Ματθαίος Καρπαθάκης ὁποῖος ἁγιογραφοῦσε κατὰ τὴν ἁγιορείτικη κλασσικὴ
καὶ ὄχι κατὰ τὴν βυζαντινὴ τεχνοτροπία!

ΘΗΒΑ·Ι·ΚΗ ΦΩΝΗ 45
καὶ τοῦ ζητήθηκε, ἂν ἦταν δυνατό, νὰ προσπαθήσει
νὰ σχεδιάσει τὸ πρόσωπό Του. Ὅταν ἔφτασε στὸ
μέρος ὅπου δίδασκε ὁ Ἰησοῦς, ἄκουγε εὐάρεστα τὴν
διδασκαλία Του καὶ συγχρόνως προσπαθοῦσε νὰ
σχεδιάσει τὴν μορφή Του σὲ ἕνα «χαρτὶ» τῆς ἐποχῆς.
Ὡστόσο αὐτὸ ἦταν ἀδύνατο νὰ γίνει διότι τὸ πρό-
σωπο τοῦ Κυρίου ἄλλαζε συνεχῶς μορφές. Ὅμως ὁ
παντογνώστης γνωρίζοντας τὴν ἀγαθὴ πρόθεση τοῦ
Ἀνανίου, ζήτησε ἀπὸ τοὺς μαθητές Του λίγο νερὸ
προκειμένου νὰ νήψει τὸ πρόσωπο του. Κατόπιν τὸ
σφούγγισε μὲ μία λευκὴ πετσέτα ποὺ τοῦ ἔδωσαν,
καὶ ὦ τοῦ θαύματος! Ἀποτυπώθηκε ἡ ἁγία Του μορφὴ
πάνω στὸ λευκὸ ὕφασμα. Τότε τὸ ἔδωσε στόν Ἀνανία
καὶ τοῦ εἶπε «Πᾶρε τὸ μανδήλι αὐτὸ καὶ νὰ τὸ παρα-
δώσεις σὲ ἐκεῖνον ποὺ σὲ ἔστειλε». Μόλις ὁ Ἀνανίας
ἐπέστρεψε στὴν πατρίδα του καὶ τὸ παρέδωσε στὸν
Ἄβγαρο ἐκεῖνος ἀντικρύζοντάς το θεραπεύθηκε ἀμέ-
σως ἀπὸ τὴν λέπρα ποὺ εἶχε, μόνο ἕνα μικρὸ σημάδι
παρέμεινε στὸ πρόσωπο του. Αὐτὸ θεραπεύθηκε ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Θαδδαῖο ὁ ὁποῖος
ἀπεστάλη ἀπὸ τὸν Χριστὸ στὴν περιοχή του προκειμένου νὰ κηρύξει τὴν διδασκαλία τοῦ
Εὐαγγελίου.
Ἕνα ἄλλο χαρακτηριστικὸ γεγονὸς ἀποδοχῆς τῆς ἀπεικονίσεως τοῦ Θεανδρικοῦ
προσώπου τοῦ Κυρίου, μᾶς διέσωσε ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ ἁγιορείτης. Αὐτὸ σχετίζεται μὲ
τὴν Ἁγία Βερονίκη, τὴν αἱμορροοῦσα γυναίκα ποὺ θεράπευσε ὁ Κύριος (Ματθ. Θ´,20-22).
Κατὰ τὴν πορεία τοῦ Κυρίου πρὸς τὸν Γολγοθά, βλέποντάς Τον ἡ ἁγία αὐτὴ γυναίκα ἔμφορτο
μὲ τὸν σταυρό, καταϊδρωμένο καὶ βασανιζόμενο ἀπὸ τὸ φορτίο, τὸν εὐσπλαγχνίσθηκε καὶ
ἀπετόλμησε νὰ τὸν πλησιάση καὶ μὲ ἕνα μαντήλι νὰ σφουγγίσει τὸν ἱδρῶτα τοῦ προσώπου
Του. Καὶ τότε ὦ τοῦ παραδόξου θαύματος! Ἀποτυπώθηκε στὸ μαντήλι ἡ μορφὴ τοῦ προσώ-
που Του. Ἐνδεικτικὸ στοιχεῖο καὶ αὐτὸ ὅτι εἶναι ἀπο-
δεκτὴ ἡ ἀποτύπωση τῆς μορφῆς Του καὶ κατ᾽ ἐπέκτα-
ση τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν ἁγίων σὲ διάφορες ἐπι-
φάνειες.
Ὅμως, ἀναγνῶστα μου, δὲ θὰ πρέπει νὰ παρα-
λείψουμε καὶ τὸν ἄριστο ζωγράφο, μεταξὺ τῶν λοι-
πῶν χαρισμάτων, τὸν Εὐαγγελιστῆ Λουκᾶ, ποὺ ἐζή-
τησε ἀπὸ τὴν Παναγία Μητέρα τοῦ Κυρίου νὰ τὴν
ἁγιογραφήσει μὲ τὸν μικρὸ Χριστό, πράγμα τὸ ὁποῖο
ἔγινε. Ἀφοῦ τελεσφόρησε ἡ προσπάθειά του, ἡ Κυρία
Θεοτόκος εὐλόγησε τὴν εἰκόνα καὶ ἐναπέθεσε τὴν
χάρη της σ’ αὐτήν. Κατὰ τὴν παράδοση, τρεῖς εἰκόνες
τῆς Παναγίας ἁγιογράφησε ὁ ἱερότατος Λουκᾶς. Ἡ
πρώτη ὀνομάζεται ἀπὸ τὴν περιοχὴ ὅπου βρέθηκε,
δηλαδὴ τὴν Ἀθήνα καὶ ὀνομάστηκε «Παναγία ἡ Ἀθη-
νιώτισσα». Ἡ συγκεκριμένη εἰκόνα στὸ τέλος τοῦ Δ´

46 ΘΗΒΑ·Ι·ΚΗ ΦΩΝΗ
αἰῶνα μεταφέρθηκε στὸν Πόντο στὸ
μοναστήρι τοῦ Μελὰ καὶ μετονομάστη-
κε «Παναγία ἡ Σουμελιώτισσα». Ἄλλη
εἰκόνα εἶναι ἐκείνη ἡ φημισμένη ποὺ
βρίσκεται στὴν Κύπρο, στὴν Μονὴ τοῦ
«Κύκκου», ἡ ὁποία ὀνομάζεται μὲ τὸ
φερώνυμο ὄνομα τῆς Μονῆς «Παναγία
ἡ τοῦ Κύκκου» (Κυκκώτισσα). Ἡ τρίτη
εἰκόνα τῆς Παναγίας μὲ τὸν Χριστὸ βρί-
σκεται στὸ Μέγα Σπήλαιο καὶ ὀνομάζε-
ται «Παναγία ἡ Μεγαλοσπηλαιώτισ-
σα». Μόνον αὐτὲς ἔχουν ἱστορικὴ μαρ-
τυρία, ὅμως εἰκάζεται ὅτι ὁ Ἅγιος Λου-
κᾶς ἁγιογράφησε καὶ πολλὲς ἄλλες
εἰκόνες.
Φίλε ἀναγνῶστα, ἔτσι λοιπόν, καθι-
ερώθηκε ἡ ἀποτύπωση (ἁγιογράφη-
ση) ἱερῶν προσώπων ἀλλὰ καὶ δια-
φόρων παραστάσεων ἀπὸ εὐαγγελι-
κὲς περικοπὲς ἀπὸ βίους ἁγίων καὶ
διαχρονικῶς μεταλαμπαδεύθηκε ἀνὰ
τοὺς αἰῶνες μέχρι τὴν ἐποχή μας.
Ποῖος εἶναι ὁ σκοπὸς αὐτῆς τῆς ὑπέροχης τέχνης; Ἕνας καὶ μοναδικός! Νὰ ἀποτυπώνεται
ἐντονότερα, ἀπὸ τὴν περιγραφὴ ἑνὸς κειμένου, μέσα στὴν μνήμη καὶ τὴν ψυχὴ τοῦ πιστοῦ,
ὁ εἰκονιζόμενος ἅγιος καὶ νὰ μεταφέρεται παραστατικότερα ἡ τιμὴ στὸ πρόσωπο αὐτό.
Διαφορετικὰ εἶναι νὰ ἀναγινώσκει κάποιος τὸν βίο τοῦ ἁγίου Γεωργίου καὶ διαφορετικὰ εἶναι
νὰ ἀντικρύζει μὲ δέος τὴν εἰκόνα του καὶ τὶς γύρω παραστάσεις τοῦ μαρτυρίου του. Καὶ ἐὰν
ὁ πρωταρχικὸς αὐτὸς σκοπὸς ἐπιτυγχάνεται μὲ μία εἰκόνα, περιττεύουν οἱ ἔριδες σὲ ὅτι
ἀφορᾶ τὴν τεχνοτροπία μὲ τὴν ὁποῖα εἶναι ἁγιογραφημένη μία εἰκόνα. Ἄς μὴ διαχωρίζουμε
τὴν χριστιανική μας συνοχὴ ἀποδεχόμενοι μόνο συγκεκριμένες ἁγιογραφικὲς τεχνοτροπίες.
Διότι, ὅπως μετ᾽ εὐλαβείας ἀποδεχόμαστε, τιμοῦμε καὶ προσκυνοῦμε ἕνα βαρύτιμο χρυσὸ
σταυρὸ μὲ τίμιο ξύλο διότι εἶναι τὸ ἱερό μας σύμβολο, τὸ ἴδιο θὰ ἀποδεχθοῦμε ἕνα κατα-
σκευασμένο σταυρὸ ἀπὸ δύο ξύλα διότι καὶ αὐτὸς καθίσταται ἰσότιμο ἱερὸ σύμβολο μὲ τὸν
πρῶτο. Ἑπομένως, ὅλες οἱ ἁγιογραφικὲς τεχνοτροπίες εἶναι ἀποδεκτὲς ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία
μας ἀρκεῖ νὰ ἐξυπηρετοῦν τὸν πρωταρχικὸ σκοπὸ τῆς ἁγιογραφίας.
Η ΑΓΙΟΓΡΑΦΙΑ ΩΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΛΕΙΤΟΥΡΓΗΜΑ
Ὁμολογουμένως ἀναγνῶστα μου, κάθε τέχνη ἔχει τοὺς δικούς της κανόνες, καὶ ἀρχές.
Ἔτσι καὶ ἡ ἁγιογραφία περιχαράσσεται σὲ στενὰ δογματικὰ πλαίσια καὶ ἀπορρίπτεται ἡ
φαντασία κάθε ἐπίδοξου ἁγιογράφου ὅταν δὲν τηρεῖ τοὺς προβλεπόμενους κανόνες, ὄχι
μόνο στὸ σχέδιο ἀλλὰ καὶ στὰ χρώματα. Κάθε ἁγιογράφος ποὺ καταπιάνεται μὲ τὸ
λειτούργημα αὐτὸ κατ᾽ ἀρχὴν πρέπει νὰ γνωρίζει ἐπακριβῶς τὶς δογματικὲς αὐτὲς διατάξεις,
καὶ νὰ ἀποβάλει παντελῶς τὸ προσωπικὸ στοιχεῖο τῆς φαντασίας του. Ὁ πλέον ἀντικει-
μενικὸς φορέας αὐτῆς τῆς τέχνης εἶναι ἡ ὀρθόδοξος πίστη ποὺ πρέπει νὰ ἐκφράζεται ἀπὸ

ΘΗΒΑ··Ι·Ι·ΚΗ
ΘΗΒΑ ΦΩΝΗ 47
ΚΗ ΦΩΝΗ 47
τὴν γνώση τῶν δογμάτων ποὺ τὴν διέπουν. Φέρε ὑπ᾽ ὄψη σου ἀναγνῶστα μου, τοὺς μεγά-
λους ζωγράφους τῆς Ἀναγεννήσεως. Ἐξαίρετοι τεχνίτες, ἄφθαστοι στὸ εἶδος τους, ὅμως οἱ
θρησκευτικές τους ἀπεικονίσεις ἐκφράζουν καὶ μόνον τὸ κακόδοξο φρόνημα τοῦ παπισμοῦ
καὶ προτεσταντισμοῦ, μὲ πλεῖστα ὅσα αἱρετικὰ στοιχεῖα. Στὶς ἀπεικονίσεις αὐτὲς αὐτοπρο-
βάλλεται ὁ ἐπίδοξος ζωγράφος καὶ μόνο. Γιὰ παράδειγμα, στὶς περίφημες τοιχογραφίες τῆς
Καπέλα Σιξτίνα, τοῦ μεγάλου ζωγράφου Μιχαὴλ Ἄγγελου, θαυμάζεις τὸ σχέδιο, τὶς ἐξαίρετες
σωματικὲς ἀναλογίες, τὰ χρώματα, ἀλλὰ τίποτα δὲ θυμίζει ἔστω καὶ στὸ ἐλάχιστο, πνευματικό
ἔργο. Τίποτα δὲ θυμίζει τὶς εἰκόνες οἱ ὁποῖες προκαλοῦν κατάνυξη καὶ ἐμπνέουν βαθύτατα
τὸν σκοπὸ γιὰ τὸν ὁποῖο ἁγιογραφήθηκαν. Ἀντιθέτως, τέτοιου εἴδους τοιχογραφίες προκα-
λοῦν τὸν θαυμασμὸ ἑνὸς μουσειακοῦ ἐκθέματος.
Ἐπιτακτική, λοιπόν, εἶναι ἡ ἀνάγκη ἀναγνῶστα μου, κάθε ἁγιογραφηθεῖσα εἰκόνα πρέπει
νὰ ἐμπνέει τὴν προσήκουσα πνευματικότητα καὶ ὅπως ἕνας λειτουργὸς ἱερέας προκειμένου
νὰ ἐπιτελέσει μία ἱεροπραξία, πρέπει νὰ προετοιμαστεῖ δεόντως, τοιουτοτρόπως καὶ ὁ
ἁγιογράφος λειτουργῶντας αὐτὴν τὴν ἱερὴ τέχνη θὰ πρέπει νὰ τὴν διακονεῖ κατὰ δύναμη,
μὲ προσευχὴ καὶ νηστεία ὅπως οἱ παλαιοὶ ἁγιογράφοι. Οἱ εἰκόνες αὐτῶν μυρόβλιζαν καὶ
θαυματουργοῦσαν καὶ ἡ ἔκφρασή τους ἐνέπνεε πνευματικότητα καὶ κατάνυξη.
Τώρα πλέον στὶς ἡμέρες μας, ἐξέλειψαν τὰ στοιχεῖα αὐτὰ. Ἡ ἱερὴ αὐτὴ τέχνη ἐμπορευμα-
τοποιήθηκε καὶ ἡ ἀξία της πλέον προσμετρᾶται μὲ χρήματα. Τὸ λειτούργημα αὐτὸ ἔχει
ἐκπέσει ὡς ἕνα προσοδοφόρο ἐπάγγελμα καὶ οἱ σύγχρονες εἰκόνες εἶναι πνευματικὰ
ἀνέκφραστες καὶ δὲν συγκρίνονται μὲ ἐκεῖνες τῶν παλαιῶν ἐναρέτων ἁγιογράφων. Μὲ
ἀλγεινὴ ἐντύπωση ἔχω παρατηρήσει κάποιους νὰ ἁγιογραφοῦν καπνίζοντας, ἢ ἀκούγοντας
διάφορα ἄσματα, χωρὶς νὰ διακατέχονται ἀπὸ τὴν προσήκουσα πνευματικὴ διάθεση, καὶ μὴ
γνωρίζοντας τί ἔργο ἐπιτελοῦν αὐτὴν τὴν ὥρα.
Φίλε ἀναγνῶστα: τὸ ἁγιογραφικὸ αὐτὸ χάρισμα,
τὸ νὰ σχηματίζει δηλαδὴ κάποιος τὰ ἱερὰ πρόσωπα
τῆς Ἐκκλησίας μας, πρωτίστως «δώρημα τέλειον
ἄνωθέν ἐστι καταβαῖνον ἀπὸ τοῦ Πατρὸς τῶν
φώτων» (Ἰακ. Α΄,17). Ὁ ἁγιογράφος πρέπει νὰ συ-
νέχεται ἀπ᾽ αὐτὸ τὸ πνευματικὸ φρόνημα καὶ προτοῦ
ἀποτολμήσει νὰ ἁγιογραφήσει μία ἁγία μορφὴ ἢ μία
παράσταση, κατὰ πρῶτον θὰ πρέπει νὰ ἀναγνώσει
μὲ προσοχὴ τὸν βίο τοῦ ἁγίου ποὺ πρόκειται νὰ
ἁγιογραφήσει. Κατόπιν νὰ κάνει μία σύντομη προ-
σευχὴ ἡ ὁποία νὰ συνάπτεται μὲ τὸ τροπάριο τοῦ
εἰκονιζομένου ἁγίου καὶ κατόπιν νὰ ἀρχίσει τὴν
«ἱεροπραξία» τῆς ἁγιογραφίας καὶ τὸ ἔργο του νὰ τὸ
ἐναποθέσει διαχρονικὰ στὴν εὐλάβεια τῶν Χριστια-
νῶν.
Φέρω στὴν ἀγάπην σου, φίλτατε ἀναγνῶστα, ἕνα
ἁπτὸ παράδειγμα: Στοχάσου ἕναν «ἱεροκήρυκα» μὲ
ἄκρως κοσμικὸ φρόνημα, μὲ ἔπαρση καὶ στόμφο ὡς
ἕτερος «Δημοσθένης», μὲ ἔντονο χρωματισμὸ τῆς
φωνῆς καὶ μὲ ἀκατάσχετες χειρονομίες, νὰ κηρύττει
τὸν λόγο τοῦ Εὐαγγελίου. Τέλος τί θὰ σοῦ παραμείνει

48 ΘΗΒΑ·Ι·ΚΗ ΦΩΝΗ
ἀπὸ τὸ κήρυγμά του; Τὸ ἔντονο ὕφος του, καὶ ἡ
γραφικότητά του. Ὅταν ὅμως ἔχεις ἀπέναντί
σου ἕνα πνευματικὸ ἄνθρωπο, ἀπέριττο ἀσκητὴ
μὲ ἄτεχνον λόγον, αὐτοὶ οἱ ἁπλοὶ συμβου-
λευτικοί του λόγοι θὰ ἐμφυτευθοῦν ἀμέσως
μέσα στὴν ψυχή σου ὅπως καὶ στὴν ψυχὴ κάθε
ἀκροατή, ὡς μία ἱερὴ πνευματικὴ παρακαταθή-
κη. Τὸ αὐτὸ συμβαίνει καὶ μὲ τοὺς σύγχρονους
ἁγιογράφους ποὺ ἐμπορεύονται ἀλόγιστα αὐτὸ
τὸ πνευματικὸ λειτούργημα. Στὶς ἁγιογραφίες
τους ἀποτυπώνεται ἡ πνευματικότητα τοῦ κάθε
ἐπίδοξου ἁγιογράφου· πρόσωπα ἀνέκφραστα,
ἀσύνδετα μεταξύ τους, φλύαρα σχήματα καὶ
φανταχτερὰ χρώματα ὡς «Κεράμους ἀτάκτως
ἐρριμμένους» καὶ τελείως ἀδογμάτιστα γενόμε-
να κατὰ φαντασίαν τους.
Ὅμως, ἀναγνῶστα μου, ἡ παρακμὴ αὐτῆς
τῆς πνευματικῆς τέχνης δὲν εἶναι ὁλοκληρωτική.
Ἀκόμα καὶ στὴν ἐποχή μας ὑπάρχουν καὶ οἱ
φωτεινὲς ἐξαιρέσεις. Ἀκόμα καὶ τώρα ὑπάρχουν
ἁγιογράφοι ποὺ ἐπιτελοῦν αὐτὸ τὸ λειτούργημα μὲ προσευχὴ καὶ νηστεία καὶ δάκρυα
μετανοίας καὶ τὸ ἀποτέλεσμα τῆς προσπαθείας τους ἀποτυπώνεται στὶς ἁγιογραφηθείσες
εἰκόνες τῆς ἐποχῆς μας, ὥστε μερικὲς ἀπὸ αὐτὲς νὰ μυροβλίζουν καὶ νὰ θαυματουργοῦν.
Ἔτσι, δι᾽ αὐτῶν τῶν εἰκόνων ὁ Θεὸς ἐπιδεικνύει τὴν εὐαρέσκειά Του πρὸς δόξα Του.
Παρεμπιπτόντως καὶ μὴ δεσμευόμενος πλέον ἀπὸ τὴν ἐντολὴν τοῦ μεταστάντος στὶς
οὐράνιες μονές, μακαριστοῦ μας ἀρχιεπισκόπου καὶ πνευματικοῦ μας πατέρα Κυροῦ
Χρυσοστόμου νὰ μὴν δημοσιεύσουμε τὸ γεγονός, γνωστοποιῶ ὅτι ἡ ἁγιογραφηθεῖσα ἀπ’
αὐτὸν Παναγία ἡ Πορταΐτισσα ἡ ὁποία
βρίσκεται τώρα στὰ νησιὰ τῆς Χαβάης τῆς
Ἀμερικῆς μυροβλίζει καὶ θαυματουργεῖ.
Τυφλοὶ εἶδαν καὶ πάλι, παράλυτοι στηρί-
χθηκαν στὰ πόδια τους, ἄνθρωποι μὲ
καρκίνο ξαναβρῆκαν τὴν ὑγείαν τους.
Ἀλλὰ καὶ ἀενάως τὸ μύρο ρέει ἀπὸ τὴν
εἰκόνα πρὸς εὐλογία τῶν πιστῶν ποὺ μὲ
εὐλάβεια τὴν ἐπικαλοῦνται, καὶ δι᾽ αὐτῆς
δοξάζεται τὸ Πανάγιο Ὄνομα τοῦ Κυρίου
(βλέπε σχετικὴ σελίδα στὸ διαδίκτυο).
Φίλε ἀναγνῶστα, ἐπειδὴ τὸ θέμα εἶναι
ἀνεξάντλητο, θὰ ἐπεκτείνουμε αὐτὴν τὴν
μικρὴ παρουσίαση στὴν ἑπόμενη συνέ-
χεια.
«Εὐλογία Κυρίου καὶ ἔλεος ἔλθη ἐφ᾽
ἡμᾶς».

ΘΗΒΑ·Ι·ΚΗ ΦΩΝΗ 49
Η ΗΜΜΕΤΑΝΟΙΑ
ΕΤΑΝΟΙΑ
Τοῦ Μοναχοῦ Παχωμίου (Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίων Ἁγιορειτῶν Πατέρων)

Ἀγαπητὲ ἀναγνῶστα, σύμφωνα μὲ τὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Δαμασκηνό, «ἐπειδὴ ἐπρό-
κειτο ὁ Θεὸς νὰ πλάσει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ ὁρατὴ καὶ ἀόρατη φύση, σύμφωνα μὲ τὴ δική
Του εἰκόνα καὶ ὁμοιότητα, σὰν κάποιο βασιλιὰ καὶ ἐξουσιαστὴ ὅλης τῆς γῆς καὶ τῶν
ἀγαθῶν της, γι’ αὐτὸ τὸ λόγο προετοιμάζει γι’ αὐτὸν κάτι σὰν παλάτι, μέσα στὸ ὁποῖο ἂν
κατοικεῖ, θὰ ἔχει μακάρια καὶ τρισευτυχισμένη ζωή. Αὐτὸς ὁ τόπος εἶναι ὁ θεῖος παρά-
δεισος, τὸν ὁποῖο ὁ Θεὸς ἔχει φυτέψει μὲ τὰ χέρια Του, ταμεῖο κάθε χαρᾶς καὶ εὐχαρίστη-
σης. Διότι ἡ λέξη Ἐδὲμ σημαίνει ἀπόλαυση» (ΕΠΕ 1, ΕΚΔΟΣΗ ΑΚΡΙΒΗΣ τῆς ΟΡΘΟΔΟ-
ΞΟΥ ΠΙΣΤΕΩΣ, σελ. 201).
Καὶ συνεχίζει ὁ Ἅγιος: «Ὁ Θεός, λοιπόν, ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο ἄκακο, ἁπλό, ἐνάρετο,
χαρούμενο, ἀμέριμνο, στολισμένο μὲ κάθε ἀρετή, προικισμένο μὲ ὅλα τὰ αγαθά, ...
ἐπόπτη τῆς ὁρατῆς δημιουργίας,... ἐπίγειο βασιλιὰ ποὺ τὸν κυβερνᾶ ὁ Θεὸς ἀπὸ ψηλά,
ἐπίγειο καὶ οὐράνιο ταυτόχρονα, ...τὸν ἴδιο καὶ πνεῦμα καὶ σάρκα. Εἶναι πνεῦμα ἐξαιτίας
τῆς χάρης καὶ σάρκα ἐξαιτίας τῆς ὑπερηφάνειας· τὸ ἕνα, γιὰ νὰ μένει σταθερὸς καὶ νὰ
δοξάζει τὸν Εὐεργέτη του καὶ τὸ ἄλλο γιὰ νὰ ὑποφέρει καὶ ὑποφέροντας νὰ θυμᾶται καὶ
νὰ γίνεται συνετός, φιλοτιμούμενος ἀπὸ τὸ μεγαλεῖο τοῦ πνεύματος· τὸν ἔπλασε ζώσα
ὕπαρξη ποὺ κατ’ οἰκονομία ζεῖ ἐδῶ, δηλαδὴ στὴν παροῦσα ζωή, καὶ ποὺ προορίζεται γιὰ
ἀλλοῦ νὰ μετοικήσει στὴ μέλλουσα ζωή· καὶ ἡ κατάληξη τοῦ μυστηρίου εἶναι ὅτι θεώνεται
μὲ τὴν ὑπακοή του πρὸς τὸν Θεό· θεώνεται μάλιστα μὲ τὴν μετοχὴ στὸ θείο φωτισμό,
ἀλλὰ χωρὶς νὰ μεταβάλλεται σὲ θεία οὐσία.
Ἀκόμη, τὸν ἔπλασε ἀναμάρτητο στὴ φύση του καὶ αὐτεξούσιο στὴ θέλησή του.
Λέγοντας «ἀναμάρτητο» δὲν ἐννοῶ ὅτι δὲν εἶναι δεκτικὸς ἁμαρτίας – διότι μόνο τὸ θεῖο
εἶναι ἀνεπίδεκτο ἁμαρτίας–, ἀλλὰ ἐννοῶ ὅτι δὲν ἔχει τὴν τάση πρὸς τὴν ἁμαρτία στὴ φύση
του, ἀλλὰ μάλλον στὴν προαίρεσή του· δηλαδή, ἔχει τὴ δύναμη νὰ διατηρεῖται καὶ νὰ προ-
οδεύει στὸ ἀγαθό, μὲ τὴ βοήθεια τῆς θείας χάριτος· καὶ ἐπίσης, μπορεῖ νὰ παρεκτραπεῖ
ἀπὸ τὸ καλὸ καὶ νὰ ὁδηγηθεῖ στὸ κακό, μὲ παραχώρηση τοῦ Θεοῦ, ἐξαιτίας τοῦ αὐτε-
ξουσίου του· διότι, ὅτι γίνεται ἐξαναγκαστικά, δὲν εἶναι ἀρετή» (Ὅ.π.: σελ. 211).
Ὡστόσο, ὁ ἄνθρωπος δὲν ἐκτίμησε τὴν τιμὴ στὴν ὁποῖα τὸν ἀναβίβασε ὁ Θεός, ὡς
ἐπίγειο βασιλιὰ καὶ ἐπόπτη τῆς ὁρατῆς δημιουργίας, ὥστε νὰ εἶναι ὑπήκοος σ’ Αὐτὸν καὶ
νὰ ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Οἱ πρωτόπλαστοι, ὅπως γράψαμε στὸ προηγούμενο
τεύχος, δὲν ἔκαναν καλὴ χρήση τοῦ αὐτεξουσίου τους καὶ ἔπεσαν σὲ παράβαση παρα-
κούοντας τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ. Ὅμως, ἔγιναν δέσμιοι τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ θανάτου, καὶ
ἔχασαν τὸ βασιλικὸ ἀξίωμα ποὺ εἶχαν μέσα στὴ κτίση, ὄχι τόσο γιατὶ ἔπεσαν στὸ
προπατορικὸ ἁμάρτημα, ὅσο γιὰ τὸ ὅτι δὲν μετανόησαν γιὰ τὴν πτώση τους.
Ἐξαιτίας τῆς ἀμετανοησίας τους, ἡ ἁμαρτία τους δὲν ἐξαλείφθηκε, ἀλλὰ κληροδοτήθηκε
σ’ ὅλο τὸ ἀνθρώπινο γένος. «Διὰ τοῦτο ὥσπερ δι᾿ ἑνὸς ἀνθρώπου ἡ ἁμαρτία εἰς τὸν κό-
σμον εἰσῆλθε καὶ διὰ τῆς ἁμαρτίας ὁ θάνατος, καὶ οὕτως εἰς πάντας ἀνθρώπους ὁ θάνατος
διῆλθεν, ἐφ᾿ ᾧ (σ.σ.: ἐν τῷ Ἀδὰμ) πάντες ἥμαρτον» (Ρωμ. Ε΄,12).
Ἔπειτα ἀπὸ τὴν παρακοὴ καὶ τὴν ἀμετανοησία τῶν πρωτοπλάστων, ὁ θάνατος, ἡ
ἁμαρτία καὶ τὰ πάθη, ποὺ πρὶν τὴν πτώση ἀποτελοῦσαν μία δυνητική, ἐνδεχόμενη κατά-

50 ΘΗΒΑ·Ι·ΚΗ ΦΩΝΗ
σταση, ἄρχισαν νὰ βασιλεύουν στὸν κόσμο. Ταυτόχρονα ἄρχισε διαρκῶς νὰ ἀμαυρώνεται
ἡ καθαρότητα τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴν θέση τῶν ἀρετῶν ποὺ τὴν κοσμοῦσαν,
κατέλαβαν οἱ κακίες κάθε εἴδους. Αὐτὸ εἶχε σὰν ἀποτέλεσμα νὰ χάνει σταδιακὰ τὴ
πρωτόκτιστη ὡραιότητά της καὶ νὰ περιπίπτει ὅλο καὶ περισσότερο στὴν παρὰ φύση
κατάσταση τῆς ἁμαρτίας καὶ τῶν παθῶν. Ὁ ἄνθρωπος ἄρχισε πλέον νὰ κωφεύει στὴ
φωνὴ τῆς συνείδησής του, ποὺ εἶναι ὁ ἔμφυτος ἠθικὸς νόμος. Ὡς ἀπόρροια τούτου,
ἐπῆρθε ἡ λησμοσύνη τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ δαιμονικὴ κυριαρχία.
Τὸ ἀπολυτρωτικὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ
Ὡστόσο, ὁ Θεός, ὡς Ἄπειρη ἀγάπη καὶ σοφία, δὲν ἐγκατέλειψε τὸν ἄνθρωπο στὰ
δεσμὰ τοῦ θανάτου καὶ τῆς ἁμαρτίας. Ὁ Θεὸς Λόγος, μὲ τὴν ἐνανθρώπισή Του, καλεῖ ἐκ
νέου σὲ κοινωνία μὲ Αὐτὸν τὸ πλάσμα Του προκειμένου νὰ τὸ ὁδηγήσει στὴν σωτηρία.
Ὁ Χριστὸς γίνεται ὁ νέος Ἀδὰμ ὁ ὁποῖος, σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν παλαιὸ Ἀδὰμ ποὺ παρά-
κουσε τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ, μὲ τὴν τελεία ὑπακοὴ πρὸς τὸν Πατέρα Του, ἑνώνει τὸν ἄν-
θρωπο μὲ τὸν Θεό. «Ὥσπερ γὰρ διὰ τῆς παρακοῆς τοῦ ἑνὸς ἀνθρώπου ἁμαρτωλοὶ
κατεστάθησαν οἱ πολλοί, οὕτω καὶ διὰ τῆς ὑπακοῆς τοῦ Ἑνὸς δίκαιοι κατασταθήσονται οἱ
πολλοί» (Ρωμ. Ε΄,19). Καὶ ὅπως μὲ μιὰ παράβαση ἐξέπεσε ὅλο τὸ ἀνθρώπινο γένος,
ἔτσι καὶ μὲ τὸ ἔργο τῆς δικαιοσύνης καὶ τῆς τελείας ἁγιότητας τοῦ Ἑνός, ἦρθε σ’ ὅλους
τοὺς ἀνθρώπους ἡ δικαίωση, τῆς ὁποίας καρπὸς εἶναι ἡ ζωή. «Εἰ γὰρ τῷ τοῦ ἑνὸς
παραπτώματι οἱ πολλοὶ ἀπέθανον, πολλῷ μᾶλλον ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ δωρεὰ ἐν χάριτι
τῇ τοῦ ἑνὸς ἀνθρώπου Ἰησοῦ Χριστοῦ εἰς τοὺς πολλοὺς ἐπερίσσευσε... Ἄρα οὖν ὡς δι᾿
ἑνὸς παραπτώματος εἰς πάντας ἀνθρώπους εἰς κατάκριμα, οὕτω καὶ δι᾿ ἑνὸς δικαιώματος
εἰς πάντας ἀνθρώπους εἰς δικαίωσιν ζωῆς». (Ρωμ. Ε΄,15,18). Ἡ ἕνωση τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν
ἄνθρωπο στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ προσλαμβάνει σωτηριώδεις διαστάσεις γιὰ ὅλη τὴν
ἀνθρωπότητα. «Καὶ ὄντας ἡμᾶς νεκροὺς τοῖς παραπτώμασι συνεζωοποίησε τῷ Χριστῷ·
χάριτί ἐστε σεσωσμένοι» (Ἐφ. Β΄,5). «Ὥσπερ γὰρ ἐν τῷ Ἀδὰμ πάντες ἀποθνήσκουσιν,
οὕτω καὶ ἐν τῷ Χριστῷ πάντες ζωοποιηθήσονται» (Α΄Κορ. ΙΕ΄,22).
Ἡ στάση τοῦ ἀνθρώπου ἀπέναντι στὸ κοσμοσωτήριο ἔργο τοῦ Θεανθρώπου
Ὅμως, τὸ ἀπολυτρωτικὸ ἔργο τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ δημιουργεῖ καὶ ὑπο-
χρεώσεις ἀπέναντι στὸν ἄνθρωπο. Ὁ ἄνθρωπος καλεῖται νὰ ἀνταποκριθεῖ αὐτοπροαίρετα
σ’ αὐτὸ καὶ νὰ συμμετάσχει ἐνεργὰ στὴ σωτηρία του. Ὅπως λέει καὶ ὁ θεῖος Αὐγουστῖνος,
«ὁ Θεὸς ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο χωρὶς τοῦ ἀνθρώπου, δὲν σώζει ὅμως τὸν ἄνθρωπο χωρὶς
τοῦ ἀνθρώπου, διότι ἂν θέλει ὁ ἄνθρωπος θέλει καὶ ὁ Θεός» («Ταμείο Ὀρθοδοξίας», σελ.
53 - ἀπόδοση στὴ νεοελληνικὴ). Ὁ ἄνθρωπος συμμετέχει ἐνεργὰ στὴ σωτηρία του μὲ τὸ
νὰ μετέχει στὴν κατὰ Χριστὸν ζωή, νὰ ζεῖ γιὰ τὸν Χριστό. Κάθε Χριστιανὸς ζεῖ, γιὰ νὰ
δοξάσει μὲ τὰ ἔργα του τὸν Κύριο, καὶ ἂν πεθαίνει, πεθαίνει ὅταν ὁ Θεὸς τὸ θελήσει,
ὑποτασσόμενος στὸ θείο Του θέλημα. Διότι καὶ ἂν ζεῖ καὶ ἂν πεθαίνει, ἀνήκει στὸν Κύριο.
«Ἐάν τε γὰρ ζῶμεν, τῷ Κυρίῳ ζῶμεν, ἐάν τε ἀποθνήσκωμεν, τῷ Κυρίῳ ἀποθνήσκομεν.
Ἐάν τε οὖν ζῶμεν ἐάν τε ἀποθνήσκωμεν, τοῦ Κυρίου ἐσμέν» (Ρωμ. ΙΔ΄,8). Οἱ Χριστιανοὶ
δὲν ζοῦν πλέον γιὰ τὸν ἑαυτό τους, ἀλλὰ γιὰ Ἐκεῖνον ποὺ θυσιάστηκε πάνω στὸν σταυρὸ
καὶ ἀναστήθηκε γιὰ τὴν σωτηρία τους. «Καὶ ὑπὲρ πάντων ἀπέθανεν (σ.σ.: ὁ Χριστὸς) ἵνα
οἱ ζῶντες μηκέτι ἑαυτοῖς ζῶσιν, ἀλλὰ τῷ ὑπὲρ αὐτῶν ἀποθανόντι καὶ ἐγερθέντι» (Β΄ Κορ.
Ε΄,15). Διότι ὅλοι μας εἴμαστε ἔργο δικό Του, ἀναγεννηθέντες καὶ κτισθέντες ἐκ νέου διὰ

ΘΗΒΑ·Ι·ΚΗ ΦΩΝΗ 51
τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ ἐπὶ τοῦ Χριστοῦ ὡς θεμελίου, γιὰ νὰ πράττουμε τὰ ἀγαθὰ ἔργα,
τὰ ὁποία εἶχε προετοιμάσει ὁ Θεός, γιὰ νὰ πορευθοῦμε στὴ ζωή μας μὲ αὐτά. «Αὐτοῦ
γάρ ἐσμεν ποίημα, κτισθέντες ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ ἐπὶ ἔργοις ἀγαθοῖς, οἷς προητοίμασεν ὁ
Θεὸς ἵνα ἐν αὐτοῖς περιπατήσωμεν. (Ἐφ. Β΄,10). Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέει:
«Χριστῷ συνεσταύρωμαι· ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός - δι᾿ ὃν τὰ πάντα
ἐζημιώθην, καὶ ἡγοῦμαι σκύβαλα εἶναι ἵνα Χριστὸν κερδήσω » (Γαλ. Β΄,20 -Φιλ. Γ΄,8).
«Ἡ ἐν Χριστῷ καινὴ κτίσις»
Ὅποιος εἶναι ἀναγεννημένος καὶ ἑνωμένος μὲ τὸν Χριστό, εἶναι νέα δημιουργία, νέος
ἄνθρωπος. Ἡ ἀρχαία κατάσταση τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς καταδίκης πέρασε καὶ ὅλα ἔχουν
γίνει καινούργια. «Εἴ τις ἐν Χριστῷ καινὴ κτίσις· τὰ ἀρχαῖα παρῆλθεν, ἰδοὺ γέγονε καινὰ
τὰ πάντα» (Β΄ Κορ. Ε΄,17). Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μᾶς προσκαλεῖ σ’ αὐτὴν τὴν καινούργια
κατάσταση· «…ἀπεκδυσάμενοι τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον σὺν ταῖς πράξεσιν αὐτοῦ καὶ
ἐνδυσάμενοι τὸν νέον τὸν ἀνακαινούμενον εἰς ἐπίγνωσιν κατ᾿ εἰκόνα τοῦ κτίσαντος αὐτόν,
ὅπου..., τὰ πάντα καὶ ἐν πᾶσι Χριστός» (Κολ. Γ΄,9-11). Κάθε Χριστιανὸς ὀφείλει νὰ
ἀποβάλει ἀπὸ πάνω του τὸν παλαιὸ ἁμαρτωλὸ ἄνθρωπο ὁ ὁποῖος φθείρεται συνεχῶς
ἀπὸ τὶς ἐπιθυμίες ποὺ ἀνάβει ἡ ἀπατηλὴ ἁμαρτία, καὶ νὰ ἐνδυθεῖ τὸν νέο ἄνθρωπο, τὸν
ἀναγεννημένο κατὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ μὲ δικαιοσύνη καὶ ὁσιότητα τὶς ὁποῖες ἐμπνέει ἡ
ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου. «...ἐν αὐτῷ (σ.σ.: τῷ Χριστῷ) ἐδιδάχθητε, καθώς ἐστιν ἀλήθεια
ἐν τῷ Ἰησοῦ, ἀποθέσθαι ὑμᾶς κατὰ τὴν προτέραν ἀναστροφὴν τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον
τὸν φθειρόμενον κατὰ τὰς ἐπιθυμίας τῆς ἀπάτης,... καὶ ἐνδύσασθαι τὸν καινὸν ἄνθρωπον
τὸν κατὰ Θεὸν κτισθέντα ἐν δικαιοσύνῃ καὶ ὁσιότητι τῆς ἀληθείας» (Ἐφ. Δ΄,21,22,24).
Ἡ μετάνοια ὡς ὁδὸς σωτηρίας
Πῶς ὅμως θὰ γίνει αὐτὸ ἀφοῦ, ὅπως εἶπε ὁ Κύριος, «ἔγκειται ἡ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου
ἐπιμελῶς ἐπὶ τὰ πονηρὰ ἐκ νεότητος αὐτοῦ - ἡ καρδιὰ τοῦ κάθε ἀνθρώπου ρέπει καὶ εἶναι
προσηλωμένη μὲ ἐπιμέλεια στὰ πονηρὰ ἀπὸ τὴ νεότητά του;» (Γέν. Η΄,21). Ἡ ἀποβολὴ
τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου τῆς ἁμαρτίας καὶ ἡ μετοχὴ στὴ κατὰ Χριστὸ ζωή, γίνεται μὲ τὴν
μετάνοια. Ἡ μετάνοια δίνει ἕνα καινούργιο νόημα στὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὁποία
μεταβάλλεται ἀπὸ μία ἁπλὴ βιοπάλη, ἀπὸ μία ἐκκοσμικευμένη ζωή, σὲ καιρὸ μετανοίας.
Ἡ μνήμη τοῦ θανάτου καὶ τῆς κρίσεως νοηματοδοτεῖ τὸ παρὸν καὶ μεταβάλλει τὸν χρόνο
σὲ καιρὸ μετανοίας. Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος μᾶς λέει χαρακτηριστικά: «...κατὰ
τὴν ἡμέρα ἐκείνη τὴ φοβερὴ καὶ ἐνώπιον τοῦ δίκαιου ἐκείνου δικαστηρίου, ὁ καθένας μας
θὰ μετανοήσει γιὰ τὰ ἁμαρτήματά του, διότι θὰ βλέπει μπροστά του τὰ φοβερὰ ἐκεῖνα
βασανιστήρια καὶ τὶς τιμωρίες ποὺ δὲν ἐξιλεώνονται· ἀλλὰ δὲν θὰ ἔχει καμία ὠφέλεια,
ἐπειδὴ θὰ ἔχει προδοθεῖ ἀπὸ τὸν καιρό. Διότι ἡ μετάνοια εἶναι ἔγκαιρη καὶ ἔχει μέγιστη
δύναμη, πρὶν νὰ ἐπιβληθεῖ ἡ τιμωρία. Γι’ αὐτό, παρακαλῶ, ὅταν εἶναι δυνατὸν νὰ ἐπενερ-
γήσει τὸ θαυμαστὸ αὐτὸ φάρμακο, τότε νὰ καρπωνόμαστε τὴν ὠφέλειά του, καὶ ὅσο
ἀκόμη εἴμαστε στὴν παροῦσα ζωή, ἂς φέρουμε στοὺς ἑαυτούς μας τὴν θεραπεία ἀπὸ τὴ
μετάνοια, ἀφοῦ κατανοήσουμε καλά, ὅτι δὲν θὰ εἶναι καμία ἡ ὠφέλεια τότε γιὰ μᾶς ὅταν
μετανοήσουμε, μετὰ τὴ λήξη τῆς θεατρικῆς παράστασης καὶ μετὰ τὸ τέλος τῶν ἀγώνων»
(Εἰς τὴν Γένεσιν, Ὁμιλία ΙΘ΄, ΕΠΕ 02, σελ. 557, 559, ὑπ. ἀρ. 3 §, PG 53, 163). Καὶ ἀλλοῦ
λέει ὁ Ἅγιος: «Ὁ τωρινὸς καιρὸς εἶναι καιρὸς μετάνοιας· γιατὶ εἶναι μεγάλος ὁ φόβος γιὰ
τὰ ἁμαρτήματα ποὺ διαπράξαμε, ἂν δὲν προλάβει ἡ μετάνοια τὴν τιμωρία» (Περὶ Μετα-

52 ΘΗΒΑ·Ι·ΚΗ ΦΩΝΗ
νοίας, Ὁμιλία Ζ΄, ΕΠΕ 30, σελ. 267, ὑπ. ἀρ. 5 §, PG 49, 331). Ὁ χρόνος τῆς ζωῆς μας,
λοιπόν, ἀποτελεῖ στάδιο μετάνοιας παραχωρούμενο ἀπὸ τὸν Θεό.
Ἡ ζωὴ τῆς ἁμαρτίας εἶναι ὁδὸς ἀπωλείας. «Τὰ γὰρ ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας θάνατος»
(Ρωμ. ΣΤ΄,23). Σ’ ἀντίθεση μὲ τὴν ὁδὸ τῆς ἁμαρτίας, ἡ ὁδὸς τῆς μετάνοιας ἡ ὁποία βιώ-
νεται μέσα στὴν Ἐκκλησία μὲ τὴν ἄσκηση τῶν ἀρετῶν, εἶναι ἡ κατὰ φύση ζωὴ τοῦ ἀν-
θρώπου. Ὁ Χρυσορρήμων σχετικὰ μᾶς λέει «ὅτι ἡ μὲν ἀρετὴ εἶναι σύμφωνη πρὸς τὴν
φύση, ἐνῶ ἡ κακία εἶναι παρὰ φύση, ὅπως ἀκριβῶς ἡ ἀσθένεια καὶ ἡ ὑγεία» (Εἰς τὴν
πρὸς Ἐφεσίους Ἐπιστολὴ Λόγος Β΄, ΕΠΕ 20, σελ. 457, ὑπ. ἀρ. 4 §. PG 62, 21).
Ἐπίσης, ὁ Ἅγιος Δημήτριος τοῦ Ροστὼφ μᾶς λέει: «Ἀρχὴ τῆς σωτηρίας εἶναι ἡ ἀρχὴ
τῆς μετανοίας. Ἀρχὴ τῆς μετανοίας εἶναι ἡ ἀποχὴ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Ἀρχὴ τῆς ἀποχῆς ἀπὸ
τὴν ἁμαρτία, εἶναι ἡ καλὴ πρόθεση, ἡ ἀγαθὴ προαίρεση. Ἡ ἀγαθὴ προαίρεση γεννᾶ τοὺς
κόπους. Οἱ κόποι γεννοῦν τὶς ἀρετές. Οἱ ἀρετὲς γεννοῦν τὴν πνευματικὴ ἐργασία. Ἡ
πνευματικὴ ἐργασία ὅταν εἶναι συνεχὴς καὶ ἐπίπονη, μονιμοποιεῖ στὴ ψυχὴ τὴν ἀρετὴ καὶ
τὴν κάνει φυσικὴ κατάστασή της. Ὅταν φτάσεις σ’ αὐτὴ τὴν τελευταία βαθμίδα, λίγο θ’
ἀπέχεις ἀπὸ τὴν ψηλάφηση τοῦ Θεοῦ!» (Πνευματικὸ Ἀλφάβητο, σελ. 49,50, ἔκδοση Ἱ.Μ.
Παρακλήτου).
Ὡστόσο, ἡ ἄσκηση τῶν ἀρετῶν δὲν καθίσταται αὐτοσκοπὸς ποὺ ὁδηγεῖ στὴν αὐτο-
δικαίωση. Ἡ σωτηρία παρέχεται δωρεὰν μὲ τὴ Χάρη διὰ τῆς πίστεως καὶ δὲν προῆλθε
ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο· εἶναι δώρο Θεοῦ. Δὲν εἶναι καρπὸς καὶ ἀποτέλεσμα ἔργων, γιὰ νὰ μὴ
μπορεῖ ποτὲ κανεὶς νὰ καυχηθεῖ. «τῇ γὰρ χάριτί ἐστε σεσωσμένοι διὰ τῆς πίστεως· καὶ
τοῦτο οὐκ ἐξ ὑμῶν, Θεοῦ τὸ δῶρον, οὐκ ἐξ ἔργων, ἵνα μή τις καυχήσηται» (Ἐφ. Β΄,8-9).
Ἡ μετάνοια ποὺ ἐκδηλώνεται μὲ τὴν παύση τῆς ἁμαρτίας καὶ τὴν ἄσκηση τῶν ἀρετῶν,
ἀποτελεῖ ἀπόδειξη τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν Θεὸ ποὺ εἶναι τὸ κεφάλαιο ὅλων τῶν ἀρετῶν
καὶ προκαλεῖ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀποτελεῖ προϋπόθεση σωτηρίας.

Ὁρισμὸς τῆς μετάνοιας


Κατὰ τὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο
«Ἡ δὲ μετάνοια συνίσταται στὸ νὰ μὴ κάνει
κανεὶς τὰ ἴδια ἁμαρτήματα. «Διότι ἐκεῖνος ποὺ
ἐπιχειρεῖ τὰ ἴδια, μοιάζει μὲ τὸν σκύλο ποὺ ἐπα-
νέρχεται στὸν ἐμετό του» (Β΄ Πέτρ. Β΄,21-22), καὶ
μὲ ἐκεῖνον ποὺ κατὰ τὴν παροιμία χτυπᾶ τὴ φω-
τιὰ καὶ προσπαθεῖ νὰ ἀντλήσει νερὸ ἀπὸ τρύπιο
πιθάρι. Πρέπει, λοιπόν, καὶ μὲ τὰ ἔργα καὶ μὲ τὰ
λόγια ν’ ἀπέχουμε ἀπὸ τὰ κακὰ καὶ, ἀφοῦ ἀπο-
μακρυνθοῦμε νὰ βάλουμε φάρμακα πάνω στὰ
τραύματα, αὐτὰ ποὺ εἶναι ἀντίθετα τῶν ἁμαρτη-
μάτων. Γιὰ παράδειγμα: Ἤσουν ἅρπαγας καὶ
πλεονέκτης; Ν’ ἀπέχεις ἀπὸ τὴν ἁρπαγὴ καὶ βά- Ὁ Ἀπόστολος Ζακχαίος, ὁ πρώην
τελώνης καὶ ἄρπαγας.
λε πάνω στὸ τραύμα τὴν ἐλεημοσύνη. Πόρνευσες;
Ἀπομακρύνσου ἀπὸ τὴν πορνεία καὶ βάλε πάνω στὴν πληγὴ τὸ φάρμακο τῆς ἁγνότητας.
Κακολόγησες καὶ ἔβλαψες τὸν ἀδερφό σου; Πάψε νὰ κατηγορεῖς καὶ χρησιμοποίησε τὴν
φιλοφροσύνη. Καὶ γιὰ τὸ καθένα ἀπὸ τὰ ἁμαρτήματά μας ἂς κάνουμε τὸ ίδιο καὶ ἂς μὴ τὰ

ΘΗΒΑ·Ι·ΚΗ ΦΩΝΗ 53
παρατρέχουμε ἁπλῶς» (Εἰς τὸ
Κατὰ Ἰωάννην Ευαγγέλιον Β΄,
Ὁμιλία ΛΔ΄, ΕΠΕ 13, σελ. 317,
ὑπ. ἀρ. 3 §, PG 59, 197).
Κατὰ τὸν Ἅγ. Γρηγόριο τὸν
Παλαμᾶ
«Μετάνοια δὲ εἶναι τὸ νὰ μισήσει
κανεὶς τὴν ἁμαρτία καὶ νὰ ἀγα-
πήσει τὴν ἀρετή, νὰ ἀποφύγει τὸ
κακὸ καὶ νὰ ἐκτελεῖ τὸ ἀγαθό.
Προηγεῖται δὲ αὐτῶν τὸ νὰ αὐτο-
κατακριθεῖ κανεὶς γιὰ τὰ πλημμε-
λήματά του καὶ νὰ μεταμελεῖται
ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, νὰ καταφεύγει σ’ Αὐτὸν μὲ συντετριμμένη καρδιὰ καὶ νὰ προσπίπτει
στὸ πέλαγος τῆς εὐσπλαχνίας Του θεωρῶντας τὸν ἑαυτό του ἀνάξιο νὰ συναριθμηθεῖ μὲ
τοὺς υἱοὺς τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἔλεγε καὶ ὁ ἄσωτος υἱὸς μετανοῶντας, «πάτερ, ἥμαρτον εἰς
τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου· οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου· ποίησόν μὲ ὡς ἕνα
τῶν μισθίων σου» (Λουκ. ΙΕ΄,18-19)» (Περὶ τῶν τελουμένων κατὰ τὸ θεῖο Βάπτισμα καὶ
περὶ Μετανοίας καὶ τῶν λεγομένων περὶ αὐτῆς ἀπὸ τὸν Βαπτιστὴ Ἰωάννη - Ἁγίου Γρηγο-
ρίου Παλαμᾶ, ΕΠΕ 11, σελ. 493).
Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ταμείο Ὀρθοδοξίας» (ἐκδ. Ρηγόπουλου σελ. 52)
«Μετάνοια λέγεται, ὅταν ἀλλάζει ὁ ἄνθρωπος τὸ νοῦ του ἀπὸ τὸ κακὸ στὸ καλό, καὶ
τὰ ἔμπρακτα τελούμενα πάθη, ἔμπρακτα καὶ θεραπεύονται. Διότι ὅπως ἡ ἀκρασία, ἡ
ἡδονή, καὶ ἡ ἀδηφαγία, καὶ ὁ ἀμελὴς καὶ διασκορπισμένος βίος, ἀποτελοῦν ἐμπαθέστατη
ἕξη γιὰ τὴν ψυχή, καὶ τὴν φέρνουν σὲ ἄτοπες πράξεις, ἔτσι καὶ τὸ πένθος, ἡ ἐγκράτεια, οἱ
πόνοι, οἱ πνευματικοὶ ἀγῶνες, καλλιεργοῦν τὴν ἀπάθεια στὴν ψυχή· καὶ ἀπὸ ἐμπαθέστατη
ἕξη, τὴν ὁδηγοῦν στὴν γαλήνη τῆς ἀπάθειας· καὶ ὁ ὁρισμὸς τῆς μετάνοιας αὐτὸς εἶναι·
“Μετάνοια εἶναι ἡ ἐπάνοδος ἀπὸ τὸ παρὰ φύση στὸ κατὰ φύση, καὶ ἀπὸ τὸν διάβολο
πρὸς τὸν Θεό”».
Ἀπὸ τὸ «Ἐξομολογητάριο» Ἁγίου Νικοδήμου (Ἐκδ. Νεκ.Παναγόπουλος σελ. 201-202)
«Ἡ μετάνοια κατὰ τὸν θεῖο Ἰωάννη τὸν Δαμασκηνό (Βιβλ. Β΄, Κεφ ΜΖ΄), εἶναι μία
ἐπαναστροφὴ ἀπὸ τοῦ διαβόλου πρὸς τὸν Θεό, ἡ ὁποία γίνεται μὲ πόνο καὶ ἄσκηση. Τὰ
μέρη τῆς μετανοίας εἶναι ἡ συντριβή, ἡ ἐξομολόγηση, ἡ ἱκανοποίηση καὶ ἡ λύση τῆς
ἁμαρτίας ἀπὸ τὸν πνευματικό».
Γενικὰ θὰ λέγαμε ὅτι μετάνοια εἶναι ἡ ἀναθεώρηση τῆς ἁμαρτωλῆς στάσης τοῦ βίου
μας, ἡ ἀλλαγὴ φρονήματος καὶ τρόπου σκέψης, ἡ μεταβολὴ στὴν ἀξιολόγηση τῶν
πράξεών μας καὶ ἡ ἔμπρακτη ἀλλαγὴ τρόπου ζωῆς, ποὺ ἔχει ὡς μόνιμο προσανατολισμὸ
τὴν ἕνωση μὲ τὸν Θεό, καὶ γι’ αὐτὸ ἀποτελεῖ πυξίδα σωτηρίας καὶ σκοπὸ στὴ ζωή μας.
Μετάνοια καὶ Ἅγιο Βάπτισμα
Ὅπως γράψαμε παραπάνω ἡ ὁδὸς τῆς μετάνοιας βιώνεται μέσα στὴν Ἐκκλησία μὲ
τὴν ἄσκηση τῶν ἀρετῶν. Αὐτό, διότι μόνο ἐντὸς Ἐκκλησίας ὑπάρχει σωτηρία· ἡ Ἐκκλησία

54 ΘΗΒΑ·Ι·ΚΗ ΦΩΝΗ
εἶναι ἡ σώζουσα κιβωτός. Ἡ
μετάνοια θὰ ἀποβεῖ ἐπω-
φελῆς ἐφόσον ὁ ἄνθρωπος
καταφέρει νὰ ἐνταχθεῖ, ἔστω
καὶ στὸ τέλος τῆς ζωῆς του,
στοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλη-
σίας. Ἡ σύζευξη ὀρθῆς πί-
στης καὶ χριστιανικοῦ βίου
(δηλ. σὲ μετάνοια), συνιστᾶ
τὴν προϋπόθεση γιὰ τὴν
πνευματικὴ τελείωση τοῦ ἀν-
θρώπου καὶ τὴ σωτηρία του.
Ὡστόσο, ἡ ζωὴ στὴν Ἐκκλησία δὲν βιώνεται μόνο διὰ τῶν ἀρετῶν, ἀλλὰ κυρίως, διὰ
τῶν μυστηρίων Αὐτῆς. Ἀπαρχὴ τῆς πνευματικῆς ζωῆς γιὰ τὸν κάθε Χριστιανὸ εἶναι ἡ
συμμετοχή του στὸ μυστήριο τοῦ Ἱεροῦ Βαπτίσματος μὲ τὸ ὁποῖο ἐνδύεται τὸν Χριστό.
«Ὅσοι γὰρ εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθητε, Χριστὸν ἐνεδύσασθε» (Γαλ. Γ΄, 27). Τὸ Ἅγιο Βά-
πτισμα ἀναδημιουργεῖ πνευματικὰ τὸν ἄνθρωπο σὲ μεγαλύτερο βαθμὸ ἀπὸ τὴν
προπτωτική του κατάσταση. Ἡ ἀναδημιουργία αὐτὴ εἶναι ἀνώτερη τῆς δημιουργίας τοῦ
παραδείσου, διότι σὰν ἔσχατο τέλος δὲν ἔχει τὸν παράδεισο, ἀλλὰ τὴν Βασιλεία τῶν
οὐρανῶν. Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος μᾶς λέει σχετικά: «Ἔχασες, λοιπόν, τὸν
παράδεισο καὶ ὁ Θεὸς σοῦ ἄνοιξε τὸν οὐρανό· καταδικάστηκες σὲ προσωρινὸ κόπο, καὶ
τιμήθηκες μὲ αἰώνια ζωή. Ἔδωσε ἐντολὴ στὴ γῆ νὰ βγάλει ἀγκάθια καὶ τριβόλια, καὶ
βλάστησε σὲ σένα ἡ ψυχή σου καρπὸ Πνεύματος. Βλέπεις πῶς εἶναι μεγαλύτερο τὸ
κέρδος ἀπὸ τὴ ζημιά; πῶς εἶναι περισσότερος ὁ πλοῦτος; Ἐννοῶ περίπου τὸ ἑξῆς·
ἔπλασε ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ χῶμα καὶ νερό, καὶ τοποθέτησε αὐτὸν στὸν παράδεισο.
Δὲν ἔγινε χρήσιμος αὐτὸς ποὺ πλάστηκε, ἀλλὰ διαστράφηκε. Δὲν ἀναπλάσει πλέον αὐτὸν
ἀπὸ χῶμα καὶ νερό, ἀλλὰ ἀπὸ νερὸ καὶ Πνεῦμα· καὶ δὲν ὑπόσχεται πλέον παράδεισο σ’
αὐτόν, ἀλλὰ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (Εἰς τὴν Γένεσιν, Λόγος Ζ΄, ΕΠΕ 08, σελ. 135, ὑπ.
ἀρ. 5 §, PG 54, 614).
Ὅμως, γιὰ νὰ κληρονομήσει ὁ Χριστιανὸς τὴν Βασιλεία τῶν οὐρανῶν, θὰ πρέπει
ἀγωνιστεῖ νὰ διατηρήσει ἄσπιλο
τὸν χιτῶνα τοῦ Βαπτίσματος.
Στὸν ἀγῶνα αὐτὸ ἔχει ὅμως πτώ-
σεις, διότι μόνο ὁ Θεὸς (καὶ ὁ
Χριστὸς ὡς ἄνθρωπος) εἶναι ἀ-
νεπίδεκτος ἁμαρτίας. Τὴν ἀποτυ-
χία του στὸ νὰ φυλάξει ἄσπιλο
τὸν χιτῶνα τοῦ Βαπτίσματος, τὴν
διορθώνει, ὡστόσο, ἡ φιλανθρω-
πία τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν μετάνοια. Ὁ
Χρυσορρήμων μᾶς λέει σχετικά:
«Εὔχομαι, λοιπόν, νὰ μὴν ἐμπέ-
σουμε σὲ τόσο μεγάλη ἀνάγκη,

ΘΗΒΑ·Ι·ΚΗ ΦΩΝΗ 55
ὥστε νὰ ἁμαρτήσουμε μετὰ τὸ λουτρὸ τοῦ βαπτίσματος· πλήν, καὶ ἂν συμβεῖ κάτι τέτοιο,
οὔτε τότε πρέπει ν’ ἀπελπιστοῦμε. Φιλάνθρωπος εἶναι ὁ Θεὸς καὶ μᾶς ἔχει δώσει πολλοὺς
τρόπους συγχωρήσεως καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτά» (Εἰς τὰς Πράξεις, Ὁμιλία Α΄, ΕΠΕ 15, σελ.
49, ὑπ. ἀρ. 7 §, PG 60, 23). Ἀλλοῦ λέει: «...τὰ φάρμακα τῆς μετάνοιας νομίζω ὅτι εἶναι
ὠφέλιμα σὲ ὅλους. Ἐπειδὴ δηλαδὴ κανένας δὲν εἶναι ἀναμάρτητος, εἶναι φανερὸ ὅτι δὲν
ὑπάρχει κανεὶς ποὺ νὰ μὴν ἔχει ἀνάγκη τὴν μετάνοια» (Ὁμιλία εἰς τὴν Μετάνοια τῶν
Νινευιτῶν, ΕΠΕ 8Α, σελ. 509, ὑπ.ἀρ. 1 §, PG 64, 424). Ἐπίσης, λέει:«...ἔργο τῆς μετάνοιας
εἶναι, ἀφοῦ γίνουν νέοι καὶ ὕστερα παλαιωθοῦν ἀπὸ τὰ ἁμαρτήματα, νὰ τοὺς ἀπαλλάξει
ἀπὸ τὴν παλαιότητα καὶ νὰ τοὺς κάνει πάλι νέους. Δὲν μπορεῖ νὰ τοὺς ὁδηγήσει σ’ ἐκείνη
τὴ λαμπρότητα (σ.σ.: τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος), γιατὶ ἐκεῖ τὸ ὅλο ἔργο ἦταν τῆς χάριτος»
(Εἰς τὴν Πρὸς Ἑβραῖους Ἐπιστολὴ, Ὁμιλία Θ΄, ΕΠΕ 24, σελ. 435, ὑπ. ἀρ. 3 §, PG 63,
79). Ἀλλοῦ λέει: «...ὅλα νὰ τὰ κάνουμε ὥστε νὰ εἶναι ἡ ζωή μας καθαρὴ καὶ ὁ καθημερινὸς
τρόπος ζωῆς μας ἄριστος, καὶ νὰ μὴ δεχτοῦμε καμιὰ κηλίδα ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἀκόμη· ἀλλὰ
κι’ ἂν τὴν δεχτήκαμε, μετὰ τὴν κηλίδα ἂς μὴν ἡσυχάζουμε, ἀλλὰ διαρκῶς ἂς προσπα-
θοῦμε νὰ ξεπλύνουμε τὸν ρύπο μὲ τὴ μετάνοια, μὲ τὰ δάκρυα, μὲ τὶς προσευχές, μὲ τὴν
ἐλεημοσύνη» (Εἰς τὴν Πρὸς Ἑβραῖους Ἐπιστολὴ, Ὁμιλία ΛΑ΄, ΕΠΕ 25, σελ. 325, ὑπ. ἀρ.
4 §, PG 63, 218). Ἀλλοῦ πάλι, λέει: «Ἔπειτα, ἐπειδὴ εἶναι ἄνθρωποι καὶ εἶναι φυσικὸ ν’
ἁμαρτάνουν καθημερινά, παρηγορεῖ τὸν ἀκροατὴ λέγοντας, καθημερινὰ ἀνακαίνιζε τὸν
ἑαυτό σου (σ.σ.: «μεταμορφοῦσθαι τῇ ἀνακαινώσει τοῦ νοὸς ὑμῶν» (Ρωμ. ΙΒ΄,2)). Αὐτὸ
ἀκριβῶς ποὺ κάνουμε στὰ σπίτια, ποὺ πάντοτε τὰ διορθώνουμε ὅταν παλιώνουν, αὐτὸ
κάνε καὶ στὸν ἑαυτό σου. Ἁμάρτησες σήμερα; πάλιωσες τὴν ψυχή σου; Μὴν ἀπελπίζεσαι,
οὔτε νὰ χάνεις τὸ θάρρος σου, ἀλλ’ ἀνακαίνισέ την μὲ τὴ μετάνοια, τὰ δάκρυα, τὴν
ἐξομολόγηση καὶ τὴν ἀγαθοεργία· καὶ μὴ σταματήσεις ποτὲ νὰ τὸ κάνεις αὐτό» (Εἰς τὴν
Πρὸς Ρωμαῖους Ἐπιστολὴ, Ὁμιλία ΚΑ΄, ΕΠΕ 17, σελ. 441, 443, ὑπ. ἀρ. 3 §, PG 60, 598).
Ὁμοίως: «Ὅταν, λοιπόν, παλαιωθεῖς ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, ἀνακαίνισε τὸν ἑαυτό σου μὲ τὴ
μετάνοια» (Ὁμιλία εἰς τὸν ΣΤ΄ Ψαλμόν, ΕΠΕ 5, σελ. 271, ὑπ.ἀρ. 5 §, PG 55, 78). Ἡ
μετάνοια, λοιπόν, ἔχοντας καὶ ὡς ἐπακόλουθο τὴν ἐξομολόγηση, εἶναι καρπὸς καὶ
συνέχεια τοῦ μυστηρίου τοῦ Βαπτίσματος καὶ ἀνανεώνει τὸν ἄνθρωπο, ἀποκαθαίροντας
τὸν ρύπο τῆς ἁμαρτίας.
Στὸ βιβλίο «Ταμείο Ὀρθοδοξίας» (σελ.51-52) γράφει περὶ τῆς μετάνοιας ὡς δευτέρου
Βαπτίσματος: «Ἐμεῖς οἱ Χριστιανοὶ ἀναγεννηθήκαμε διὰ τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος, ὁπλι-
σθήκαμε μὲ τὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μὲ τὴν χρίση καὶ θεία χάρη τοῦ Ἁγίου
Μύρου, ἁγιαστήκαμε μὲ τὴν Κοινωνία τοῦ Σώματος καὶ αἵματος τοῦ Χριστοῦ, καὶ ὁλο-
κληρωτικὰ Ἅγιοι θὰ ἤμασταν, ἂν μέναμε ἔτσι, χωρὶς ἁμαρτίες. Ἀλλ’ ἐπειδὴ εἴμαστε αὐτε-
ξούσιοι, ἡ κακὴ προαίρεση ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος, ὁ διάβολος ποὺ μᾶς πειράζει ἀπὸ τὸ ἄλλο
μὴ θέλοντας νὰ τὸν νικήσουμε, ὁ Κόσμος, ἡ Σάρκα καὶ πολλὰ αἴτια μᾶς πλανοῦν, καὶ
πέφτουμε σὲ ἁμαρτίες διάφορες μεγάλες καὶ μικρές, καὶ ἁμαρτάνουμε μὲ ἔργα, μὲ λόγους,
καὶ μὲ τὴν διάνοια. Ἀδύνατο εἶναι, ὅμως, πάλι νὰ βαπτιστοῦμε, καὶ νὰ ξεπλύνουμε ὅλες
τὶς ἁμαρτίες. Ἐπειδὴ ὁ Χριστὸς μία φορὰ σταυρώθηκε, πέθανε, τάφηκε καὶ ἀναστήθηκε,
γι’ αὐτὸ καὶ τὸ Ἅγιο Βάπτισμα ἕνα εἶναι, καὶ ὅποιος βαπτίζεται δύο φορές, ἀνασταυρώνει
τὸν Χριστὸ, καὶ βλασφημεῖ στὸ Μυστήριο· καὶ σκέψου αὐτὸ ἀπὸ τὰ σωματικά· ὅποιος
ἀρρωστήσει δὲν γεννιέται πάλι γιὰ νὰ γίνει ὑγιής, ἀλλὰ μὲ ἄλλο τρόπο καὶ βότανα θερα-
πεύεται· γι’ αὐτὸ ὁ φιλάνθρωπος Θεὸς γνωρίζοντας τὸ εὐμετάβολο τῶν ἀνθρώπων, καὶ

56 ΘΗΒΑ·Ι·ΚΗ ΦΩΝΗ
εὐσπλαγχνιζόμενος αὐτοὺς γιὰ νὰ μὴ κολασθοῦν αἰώνια, ἔδωσε ἄλλο βότανο θεραπευτι-
κὸ τῶν ἁμαρτιῶν, τὸ Μυστήριο τῆς Μετανοίας, μὲ τὴν ὁποία θὰ πλύνει ὁ μετανοημένος
τὶς ἁμαρτίες του· ὅπως λέει καὶ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης· “καὶ δάκρυο ποὺ στάζει ἰσο-
δυναμεῖ μὲ τὸ λουτρό, καὶ ἐπίμοχθος στεναγμὸς ἐπαναφέρει τὴν χάρη ποὺ ἀναχώρησε
γιὰ λίγο”. Λοιπόν, β΄ Βάπτισμα εἶναι ἡ Μετάνοια».
Ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ ὁμολογητὴς ἐπίσης, μᾶς λέει: «...ἀπὸ τὴν προγονικὴ ἁμαρτία ἐλευ-
θερωθήκαμε μὲ τὸ Ἅγιο Βάπτισμα, ἐνῶ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία ποὺ διαπράξαμε, ἐλευθερω-
νόμαστε μὲ τὴν μετάνοια» (Φιλοκαλία τῶν Νηπτικῶν καὶ Ἀσκητικῶν, τόμος 14, σελ. 439-
441).
Ἀκόμη, ὁ Ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ Σύρος μᾶς λέει: «Μετὰ τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος
δόθηκε στοὺς ἀνθρώπους ἡ χάρη τῆς μετανοίας. Μετάνοια εἶναι ἡ δεύτερη πνευματικὴ
ἀναγέννηση… Μετάνοια εἶναι ἡ πόρτα τοῦ θεῖου ἐλέους, ἡ ὁποία ἀνοίχτηκε σ’ αὐτοὺς
ποὺ τὴν ζητοῦν… καὶ χωρὶς αὐτὴν τὴν πόρτα δὲν βρίσκουμε ἔλεος» (Ἰσαὰκ τοῦ Σύρου,
Ἀσκητικά, ἐκδ. Ρηγόπουλου, σελ. 348) .
Σύμφωνα μὲ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ, «ἡ μετάνοια καὶ ἀρχὴ εἶναι καὶ μεσότητα
καὶ τέλος τῆς διαγωγῆς τῶν Χριστιανῶν· γι᾽ αὐτὸ καὶ ζητεῖται καὶ χρεωστεῖται τόσο πρὸ
τοῦ βαπτίσματος ὅσο καὶ κατὰ τὸ Ἅγιο Βάπτισμα, καθὼς καὶ μετὰ τὸ Ἅγιο Βάπτισμα. Ζη-
τεῖται ἡ μετάνοια ἀπὸ μᾶς μὲ λόγο κατὰ τὸ Θεῖο Βάπτισμα· λόγο ποὺ εἶναι ἐρωταποκρίσεις
γιὰ τὴν ἀπέναντι στὸν Θεό, ἀγαθὴ συνείδηση, καθὼς καὶ συμφωνία καὶ ὑπόσχεση
θεάρεστης ζωῆς καὶ θεοφιλοῦς βίου. Διότι ἀφοῦ πιστεύσαμε, συντασσόμαστε μὲ τὸν
ἀγαθὸ καὶ φιλάγαθο Χριστό, ἀπομακρυνόμενοι ἀπὸ τὸν πονηρὸ καὶ παμπόνηρο ἐχθρό,
καὶ ὑποσχόμαστε τὶς μὲν ἀγαθοποιὲς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ νὰ κρατᾶμε μὲ κάθε δύναμη, ἀπὸ
κάθε πονηρὸ δὲ φρόνημα καὶ πράγμα ν’ ἀπέχουμε.
Ἐρωτώμενοι, λοιπόν, ἀποκρινόμαστε ἢ οἱ ἴδιοι ἢ διὰ τῶν αναδόχων, ὅπως γίνεται στὰ
βαπτιζόμενα νήπια, σὲ ὅσα ἀφοῦ πιστεύσαμε, δεχθήκαμε ἐσωτερικὰ καὶ συμφωνήσαμε
κατὰ διάνοια. Καὶ δεχόμαστε τὴ σωτηρία διὰ τοῦ λουτροῦ τῆς παλιγγενεσίας» (Περὶ τῶν
τελουμένων κατὰ τὸ θεῖο Βάπτισμα καὶ περὶ Μετανοίας καὶ τῶν λεγομένων περὶ αὐτῆς
ἀπὸ τὸν Βαπτιστὴ Ἰωάννη, ΕΠΕ 11, σελ. 481, 483).
Καὶ συνεχίζει ὁ Ἅγιος: «Διότι ἀναγεννιόμαστε καὶ γινόμαστε υἱοὶ Θεοῦ οὐράνιοι ἀντὶ
ἐπιγείων… ἂν βέβαια διατηρήσουμε ἕως τὸ τέλος βεβαία τὴν ὁμολογία αὐτὴ (σ.σ. τοῦ
βαπτίσματος) καὶ ἐκπληρώσουμε μὲ ἔργα τὴν ὑπόσχεση (σ.σ. ποὺ δώσαμε στὸ ἅγιο
βάπτισμα) ἢ καὶ ὡς διαφθαρεῖσα κάπως τὴν ἐπισκευάσουμε διὰ τῆς μετανοίας. Γι’ αὐτὸ
καὶ μετὰ τὸ θεῖο βάπτισμα ἐπιζητοῦνται τὰ ἔργα τῆς μετανοίας· ἂν δὲ ἀπουσιάζουν αὐτά,
τότε ὁ λόγος τῆς ὑποσχέσεως πρὸς τὸν Θεὸ ὄχι μόνο δὲν ὠφελεῖ, ἀλλὰ καὶ καταδικάζει
τὸν ἄνθρωπο. «Ἀγαθὸν τὸ μὴ εὔξασθαί σὲ ἢ τὸ εὔξασθαί σὲ καὶ μὴ ἀποδοῦναι» (Ἐκκλησ.
Ε΄,4). Καὶ ὅπως λέει ὁ κορυφαῖος τοῦ χοροῦ τῶν Ἀποστόλων Πέτρος, «κρεῖττον γὰρ ἦν
αὐτοῖς μὴ ἐπεγνωκέναι τὴν ὁδὸν τῆς δικαιοσύνης ἢ ἐπιγνοῦσιν ἐπιστρέψαι ἐκ τῆς παρα-
δοθείσης αὐτοῖς ἁγίας ἐντολῆς. Συμβέβηκε δὲ αὐτοῖς τὸ τῆς ἀληθοῦς παροιμίας, κύων
ἐπιστρέψας ἐπὶ τὸ ἴδιον ἐξέραμα, καί, ὗς λουσαμένη εἰς κύλισμα βορβόρου.- Καλύτερα
θὰ ἦταν νὰ μὴν εἶχαν γνωρίσει τὴν ὁδὸ τῆς δικαιοσύνης παρὰ ἀφοῦ τὴν γνώρισαν, νὰ
ἐγκαταλείψουν τὴν παραδοθεῖσα σὲ αὐτοὺς ἁγία ἐντολή. Ἔτσι ἔχει πραγματοποιηθεῖ σ’
αὐτοὺς ἐκεῖνο, ποὺ ἡ ἀληθινὴ παροιμία λέει: “σκυλὶ ποὺ γύρισε πάλι στὸ ξέρασμά του”
καὶ “χοίρος, πού, ἀφοῦ λούσθηκε καὶ καθαρίστηκε, κυλίστηκε πάλι μέσα στὴ λάσπη» (Β΄

ΘΗΒΑ·Ι·ΚΗ ΦΩΝΗ 57
Πέτρ. Β΄,21-22) (Ὅ.π., σελ. 491).
Ἡ σημασία τοῦ «Μετανοεῖτε· ἤγγικε γὰρ ἡ βασιλεία
τῶν οὐρανῶν»
Ὁ ἴδιος Ἅγιος μᾶς λέει: «Ἀλλὰ ἐπειδὴ ἀρχὴ καὶ τέλος
τῆς κατὰ Χριστὸν διαγωγῆς εἶναι ἡ μετάνοια, γι᾽ αὐτὸ καὶ
ὁ πρόδρομος τοῦ Κυρίου καὶ βαπτιστής, ὡς ἀρχὴ τῆς
κατὰ τὸν Χριστὸν διαγωγῆς καὶ πολιτείας, κήρυττε μὲ τοὺς
λόγους, τὸ «Μετανοεῖτε· ἤγγικε γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρα-
νῶν». Μάλιστα καὶ ὁ ίδιος ὁ Κύριος, ἡ τελειότητα κάθε
καλοῦ, μὲ τὸ ἴδιο κήρυγμα ξεκίνησε τὸ κήρυγμά Του…
Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ πρόδρομος καὶ βαπτιστὴς τοῦ Κυρίου
προέβαλε Βασιλεία οὐρανῶν στὴ μέση, ἐξαγγέλλοντας ὅτι
ἔχει πλησιάσει αὐτή, ὥστε τουλάχιστον ἐξαιτίας τοῦ
μεγέθους τῆς θείας καὶ οὐράνιας Βασιλείας νὰ θεωρήσουν καὶ νὰ κατακρίνουν τοὺς
ἑαυτούς τους, ὡς ἀναξίους, πράγμα ποὺ γίνεται ἀρχὴ σωτηρίας γιὰ καθένα καὶ ἀφορμὴ
τῆς ἐπιστροφῆς πρὸς τὸν Θεό. Ἀλλὰ καὶ ἀξίνη ἐπισείει καὶ βεβαιώνει ὅτι αὐτὴ εἶναι
ἀκριβῶς πάνω στὴ ρίζα τοῦ δέντρου, ἀπειλῶντας σὲ λίγο τὴν ἀποκοπή. Ἀποκοπὴ εἶναι
ἡ ἀπόφαση τοῦ Θεοῦ ἐναντίον τῶν δικαιούντων ἑαυτοὺς καὶ τῶν ἁμαρτανόντων
ἀμετανοήτως, κατὰ τὴν ὁποία, ἀφοῦ ἀποσπαστοῦν καὶ ἀπὸ τὴν παροῦσα καὶ ἀπὸ τὴν
μέλλουσα ζωή, παραπέμπονται στὴν σκοτεινὴ καὶ ἄσβεστη γέεννα. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ
βαπτιστὴς ἀπειλοῦσε ὅτι ἄσβεστη
πυρκαϊὰ θὰ δεχόταν τοὺς ανθρώ-
πους αὐτοῦ τοῦ εἴδους μετὰ τὴν
ἀποκοπὴ, φανερώνοντας μὲ αὐτὴν
τὸ φρικτὸ τῆς ὀργῆς τοῦ Θεοῦ καὶ
τὴν αἰώνια ἐκείνη κόλαση, ὥστε νὰ
ἐπαναφέρει σὲ συναίσθηση τὸ
ἀναίσθητο ἐκεῖνο γένος καὶ τοὺς
ὁμοίους μὲ αὐτούς, μεταγενέ-
στερούς τους.
Ὄχι μόνο πρὸς τὴν ἀρχὴ τῆς
μετανοίας ὁδηγοῦσε ὁ πρόδρομος
τοῦ Κυρίου, ποὺ εἶναι ἡ ἀποχὴ ἀπὸ
τὰ κακὰ καὶ ἡ ἐπωφελὴς συντριβὴ
τῆς καρδιᾶς, ἀλλὰ καὶ ζητοῦσε καρ-
ποὺς ἀξίους τῆς μετανοίας. Ποιούς
δηλαδή; Πρώτα τὴν εξομολόγηση
τῶν αμαρτιών, τὴν ὁποία ἔκαναν
καὶ αὐτοὶ ποὺ προσέρχονταν σ’
αὐτὸν τότε. Διότι, λέει, «Ἐξεπορεύ-
ετο πρὸς αὐτὸν Ἱεροσόλυμα καὶ πᾶ-
σα ἡ Ἰουδαία καὶ πᾶσα ἡ περίχω-
ρος τοῦ Ἰορδάνου, καὶ ἐβαπτίζοντο

58 ΘΗΒΑ·Ι·ΚΗ ΦΩΝΗ
ἐν τῷ Ἰορδάνῃ ὑπ᾽ αὐτοῦ ἐξομολογούμενοι τὰς ἁμαρτίας αὐτῶν» (Ματθ. Γ΄,5-6). Έπειτα
τὴ δικαιοσύνη, τὴν ἐλεημοσύνη, τὴ μετριοφροσύνη, τὴν ἀγάπη, τὴν αλήθεια, λέγοντας
πρὸς αὐτούς: «Μηδὲν πλέον παρὰ τὸ διατεταγμένον ὑμῖν πράσσετε» (Λουκ. Γ΄,13), «Μη-
δένα συκοφαντήσητε μηδὲ διασείσητε (ἐκβιάσετε)» (Λουκ. Γ΄,14). «Ὁ ἔχων δύο χιτῶνας
μεταδότω τῷ μὴ ἔχοντι, καὶ ὁ ἔχων βρώματα ὁμοίως ποιείτω» (Λουκ. Γ΄,11). Διότι «Πᾶσα
φάραγξ πληρωθήσεται καὶ πᾶν ὄρος καὶ βουνὸς ταπεινωθήσεται -κάθε φαράγγι θὰ γεμίσει
καὶ κάθε ὅρος καὶ βουνὸ θὰ ἰσοπεδωθεῖ» (Λουκ. Γ΄,5). Τί ὑπαινίσσεται μὲ τὸ γέμισμα τῶν
φαραγγιῶν καὶ τὴν ἰσοπέδωση τῶν βουνῶν; Ἐκεῖνο ποὺ ὁ Κύριος λέει σαφῶς, «ὅτι πᾶς
ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται καὶ ὁ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται» (Λουκ. ΙΗ΄,14). «Καὶ
ἔσται», λέει, «τὰ σκολιὰ εἰς εὐθεῖαν καὶ αἱ τραχεῖαι εἰς ὁδοὺς λείας (τὰ στραβὰ μονοπάτια
θὰ γίνουν ἴσια καὶ οἱ τραχεῖς - ἀνώμαλοι δρόμοι θὰ γίνουν ὁμαλοὶ) καὶ ὄψεται πᾶσα σὰρξ
τὸ σωτήριον τοῦ Θεοῦ» (Λουκ. Γ΄,5-6). Στραβό εἶναι τὸ ψεύδος, ὁ δόλος, ἡ διαβολή·
τραχύς δρόμος εἶναι ἡ οργή, τὸ μίσος, ὁ φθόνος, ἡ μνησικακία, τὰ ὁποία ἰσιώνονται ὅλα
καὶ ὁμαλύνονται, μεταβαλλόμενα μὲ τὰ ἔργα τῆς μετανοίας. Καὶ ἔτσι «κάθε σάρκα»,
δηλαδὴ κάθε ἄνθρωπος ἀπὸ κάθε ἔθνος καὶ γένος, ποὺ θὰ ἔχει ἐξομαλύνει τὸν ἑαυτό
του διὰ τῆς μετανοίας, “θὰ δεῖ τὴν σωτηρία ἀπὸ τὸν Θεό”» (Ὅ.π., σελ. 493-497).

Ἡ μετάνοια ἀπορρέει ὡς εὐθύνη ἀπὸ τὸ Ἅγιο Βάπτισμα


ἐξαιτίας τῶν πτώσεών μας.
Ὁ Ἅγιος στὴ συνέχεια ἀναφέρεται στὴν εὐθύνη ποὺ ἀπορρέει ἀπὸ τὸ Ἅγιο Βάπτισμα:
«Ἐγώ, δέ, ἀδελφοί, λέγοντάς σας αὐτά, δὲν πονῶ λίγο ψυχικά, ἀναλογιζόμενος, πῶς
ἐμεῖς ποὺ καταξιωθήκαμε ἀπὸ πολὺ καιρὸ τοῦ κατὰ τὸν Χριστὸ Βαπτίσματος δὲν
κατορθώσαμε ἀκόμη οὔτε ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα ἀπαιτοῦσε ὁ Ἰωάννης ἀπὸ τοὺς προσελθόντας
στὸ δικό του βάπτισμα. Παρ’ ὅλο ποὺ τόσο διαφέρει τὸ Βάπτισμα ποὺ ἔδινε τότε ὁ ὁ
Ἰωάννης, ἀπὸ τὸ Βάπτισμα τοῦ Κυρίου τοῦ ὁποίου ἐμεῖς ἀξιωθήκαμε, ὅσο διαφέρει ἀπὸ
τὸ νερό, ἡ Χάρη τοῦ Θεῖου Πνεύματος» (Ὅ.π., σελ. 497).
Σχετικὰ μᾶς λέει καὶ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος:«...ὅπως ἀκριβῶς, ὅσοι ἀπὸ
τοὺς Χριστιανοὺς ἁμαρτάνουν μετὰ τὸ λουτρό, τιμωροῦνται περισσότερο ἀπὸ τοὺς
κατηχουμένους, κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ ὅσοι γνωρίζουν, ὅτι ὑπάρχουν φάρμακα
μετανοίας καὶ δὲν θέλουν νὰ τὰ χρησιμοποιήσουν, θὰ ὑποστοῦν χειρότερα. Διότι ὅσο ἡ
φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ παρατείνεται, τόσο περισσότερο μεγαλώνει καὶ ἡ τιμωρία, ἂν δὲν
χρησιμοποιοῦμε τὴν φιλανθρωπία ὅπως πρέπει» (Εἰς τὰς Πράξεις, Ὁμιλία Α΄, ΕΠΕ 15,
σελ. 49, 51, ὑπ. ἀρ. 7 §, PG 60, 23). Καὶ ἀλλοῦ λέει: «Ἄραγε πρὶν νὰ μάθετε ὅτι μὲ τὴν
μετάνοια εἶναι δυνατὸν νὰ καθαριστοῦν τὰ ἁμαρτήματα δὲν ἀγωνιούσατε μαθαίνοντας
ὅτι δὲν ὑπάρχει ἄλλο βάπτισμα καὶ δὲν ἀπελπιζόσασταν; Τώρα ὅμως ἀφοῦ μάθαμε μὲ
πόσα κατορθώνεται ἡ μετάνοια καὶ ἡ συγχώρηση καὶ ὅτι θὰ μπορέσουμε νὰ ξεφύγουμε
τὰ πάντα, ἂν θελήσουμε νὰ τὴ χρησιμοποιήσουμε ὅπως πρέπει, ποιά συγνώμη θὰ
μπορέσουμε νὰ βροῦμε, τὴ στιγμὴ ποὺ δὲ σκεπτόμαστε τὰ ἁμαρτήματά μας;» (Εἰς τὴν
Πρὸς Ἑβραῖους Ἐπιστολὴ, Ὁμιλία Θ΄, ΕΠΕ 24, σελ. 443, ὑπ. ἀρ. 5 §, PG 63, 81). Ὁ
ἄνθρωπος, λοιπόν, ὅταν δὲ μετανοεῖ γιὰ τὶς ἁμαρτίες του, τότε δείχνει περιφρόνηση στὴ
θεία φιλανθρωπία, καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ἡ δωρεὰ τῆς μετάνοιας γίνεται πρόξενος
ἀπώλειας ἐξαιτίας τῆς ἀνθρώπινης προαίρεσης.
συνεχίζεται...

ΘΗΒΑ·Ι·ΚΗ ΦΩΝΗ 59
Ὁμιλία ἑνὸς Σιωνιστὴ Ραββίνου, πρὶν 158 χρόνια
Τὸ παρὸν ἀποτελεῖ ἀναδημοσίευση τοῦ ἄρθρου «ΧΩΡΙΣ ΛΟΓΙΑ,Ἕνας Σιωνιστὴς
Ραββῖνος, πρὶν 120 χρόνια» ποὺ δημοσιεύτηκε στὸν ΚΗΡΥΚΑ ΓΝΗΣΙΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ
ὑπ. ἀρ. 87 Τεύχος, Μάρτιος 1985,σελ. 79.

Ἑκατὸ ὁλόκληρα χρόνια, ἐμεῖς, οἱ Σοφοὶ τοῦ Ἰσραήλ, συνηθίσαμε νὰ συνερχώμεθα


σὲ Σανχενδρὶν (συνέδριο) γιὰ νὰ ἐξετάζωμε τὶς προόδους μας στὴν ὑποταγὴ τοῦ κό-
σμου ποὺ μᾶς ὑποσχέθηκε ὁ Ἰεχωβᾶ καὶ στὴν κατάκτηση τῆς ἐχθρικῆς Χριστιανοσύνης.
Κι’ αὐτὸ τὸ ἔτος συγκεντρωμένοι ἐδῶ, στὸν τάφο τοῦ σεβαστοῦ μας Συμεὼν - Μπὲν
Ἰούδα μποροῦμε νὰ διαπιστώσωμε μὲ ὑπερηφάνεια πὼς ὁ αἰῶνας ποὺ πέρασε μᾶς
ἔφερε πιὸ κοντὰ στὸν σκοπό μας ποὺ σύντομα θὰ πραγματοποιηθῆ. Τὸ χρυσάφι ἦταν,
εἶναι καὶ θὰ εἶναι πάντα ἡ ἀκατανίκητη δύναμη. Στὰ χέρια ἔμπειρων ἀνθρώπων εἶναι
πάντα ὁ ἀποτελεσματικότερος μοχλὸς γι᾿ αὐτοὺς ποὺ τὸν κατέχουν, ἀντικείμενο δὲ με-
γάλης ἐπιθυμίας γι᾿ αὐτοὺς ποὺ δὲν τὸν ἔχουν. Μὲ τὸν χρυσὸ ἐξαγοράζονται οἱ ἐπανα-
στατικώτερες συνειδήσεις, σταθεροποιοῦνται ὅλες οἱ ἀξίες, τὸ συνάλλαγμα ὅλων τῶν
εἰσαγομένων προϊόντων ὑπογράφεται σὲ ἐθνικὰ δάνεια, μὲ τὰ ὁποῖα τὰ ἔθνη ποὺ
τὰ συνάπτουν γίνονται ὕστερα ὑποχείρια στοὺς δανειστές τους. (Ἡ ἔντονη γραφὴ
τῆς «Θηβαϊκῆς Φωνῆς»). Ἤδη οἱ κυριώτερες Τράπεζες, τὰ θησαυροφυλάκια ὅλου
τοῦ κόσμου, τὰ δάνεια ὅλων τῶν κυβερνήσεων, βρίσκονται στὰ χέρια μας. Ἡ ἄλ-
λη μεγάλη δύναμη εἶναι ὁ Τύπος. Ἐπαναλαμβάνοντας συνεχῶς τὰ ἴδια πρά-
γματα, τὰ κάνει στὸ τέλος νὰ φαίνωνται ἀληθινά. Τὸ θέατρο προσφέρει καὶ αὐτὸ
ἀνάλογες ὑπηρεσίες. Παντοῦ ὁ Τύπος καὶ τὸ θέατρο συμμορφώνονται πρὸς τὶς δικές
μας κατευθύνσεις.
Μὲ τὴν συνεχῆ ἐξύμνηση τοῦ δημοκρατικοῦ πολιτεύματος θὰ διαιρέσωμε τοὺς
Χριστιανοὺς σὲ πολιτικὲς μερίδες, θὰ διασπάσωμε τὴν ἐθνική τους ἑνότητα, θὰ
ἐνσπείρωμε μεταξύ τους διχόνοια. Ἔτσι, ἀνίσχυροι, θὰ ὑποκύψουν στὴν ἐξουσία τῆς
Τραπέζης μας, τῆς πάντοτε ἡνωμένης καὶ ἀφοσιωμένης στοὺς σκοπούς μας. Θὰ
σπρώξωμε τοὺς Χριστιανοὺς σὲ πολέμους ἐκμεταλλευόμενοι τὴν ὑπερηφάνεια καὶ τὴν
ἠλιθιότητά τους. Θὰ ἀλληλοαιματοκυλιστοῦν καὶ θὰ ἐλευθερώσουν τὴν θέση στὴν ὁποία
θὰ σπρώξωμε τοὺς δικούς μας. Ἡ ἰδιοκτησία τῆς γῆς συνεπάγεται πάντα τὴν ἐπιρροὴ
καὶ τὴ δύναμη. Χάρη δῆθεν τῆς κοινωνικῆς δικαιοσύνης καὶ ἰσότητας θὰ κομματιάσωμε
τὶς μεγάλες ἰδιοκτησίες, θὰ τὶς μοιράσωμε στοὺς χωρικοὺς ποὺ τὶς θέλουν καὶ ποὺ γιὰ
νὰ τὶς καλλιεργήσουν θὰ χρεωθοῦν ἀμέσως. Ἔτσι τὰ χωράφια θὰ γίνουν δικά μας κι ἡ
κατοχὴ τῆς γῆς θὰ μᾶς ἐξασφαλίση τὴν Ἐξουσία. Θὰ ἀντικαταστήσωμε τὸν χρυσὸ μὲ
χαρτονόμισμα. Ἔτσι θ᾽ ἀπορροφήσωμε τὸν χρυσὸ καὶ θὰ καθορίσωμε ὅπως μᾶς συμ-
φέρει τὴν ἀξία τοῦ χαρτονομίσματος, πρᾶγμα, ποὺ θὰ μᾶς καταστήσῃ κυρίους ὅλων.
Διαθέτομε ἄξιους ὁμιλητὲς γιὰ νὰ ἐνθουσιάζουν καὶ νὰ πείθουν τὰ πλήθη. Θὰ τοὺς
σκορπίσωμε στοὺς λαοὺς γιὰ νὰ κηρύξουν τὶς μεταρρυθμίσεις, που πρόκειται νὰ φέ-
ρουν τὴν εὐτυχία στὸ ἀνθρώπινο γένος. Μὲ τὸν χρυσὸ καὶ τὴν κολακεία, θὰ κερδίσωμε
τὸ προλεταριάτο ποὺ θ᾽ ἀναλάβη νὰ ἐξουθενώση τὸν καπιταλισμὸ τῶν Χριστιανῶν.

60 ΘΗΒΑ·Ι·ΚΗ ΦΩΝΗ
Θὰ ὑποσχεθοῦμε στοὺς ἐργάτες μισθοὺς ποὺ δὲν τόλμησαν ποτὲ νὰ ὀνειρευτοῦν, συ-
νάμα ὅμως θὰ ἀνεβάσωμε τὶς τιμὲς τῶν ἀγαθῶν, ὥστε τὰ λεφτὰ νὰ τὰ πάρωμε τελικὰ
ἐμεῖς καὶ τὰ κέρδη μας νὰ εἶναι ἀκόμα μεγαλύτερα. Ἡ Παλαιστίνη δὲν εἶναι παρὰ ἕνα
πεδίο προετοιμασίας Ἰουδαίων πρακτόρων γιὰ τὴν προσεχῆ παγκόσμια ἐπανάσταση.
Μ᾽ αὐτὸ τὸν τρόπο θὰ προπαρασκευάσωμε τὶς ἐπαναστάσεις ποὺ οἱ ἴδιοι οἱ Χρι-
στιανοὶ θὰ κάμουν καὶ τῶν ὁποίων ἐμεῖς θὰ δρέψωμε τοὺς καρπούς. Μὲ τοὺς
χλευασμοὺς καὶ τὶς ἐπιθέσεις μας, θὰ κάμωμε γελοίους καὶ μισητοὺς τοὺς ἱερεῖς
των, τὴν θρησκεία τους γελοία καὶ τὸ ἴδιο μισητὴ ὅπως κι’ ὁ κλῆρος της. Τότε ἐμεῖς θὰ
ἐξουσιάσωμε τὶς ψυχές τους. Γιατί ἡ δική μας εὐσεβὴς προσκόλληση στὴ θρησκεία καὶ
τὴ λατρεία μας θ’ ἀποδείξη τὴν ἀνωτερότητά τους καθὼς καὶ τῶν ψυχῶν μας. Ἔχομε
ἤδη τοποθετήσει δικούς μας ἀνθρώπους σ᾽ ὅλες τὶς σπουδαῖες θέσεις. Ἂς προσπα-
θήσωμε νὰ προμηθευθοῦμε αὐτοὺς τοὺς GOYM (γκόϊμ=κτήνη) ἀπὸ τοὺς δικηγόρους
καὶ τοὺς γιατρούς. Οἱ δικηγόροι ξέρουν ὅλες τὶς ὑποθέσεις κι οἱ γιατροὶ μόλις μποῦν σ᾽
ἕνα σπίτι γίνονται οἱ ἐξομολόγοι καὶ καθοδηγητὲς τῶν συνειδήσεων.
Ἀλλὰ πρὸ παντὸς θὰ προσέξωμε τὴν ἐκπαίδευση. Ἀπὸ ἐκεῖ θὰ διασπείρωμε
τὶς ἰδέες ποὺ μᾶς ἐξυπηρετοῦν καὶ θὰ διαπλάσουν τοὺς ἀνθρώπους ὅπως ἐμεῖς
θέλουμε. Ἂν παρ᾽ ἐλπίδα κάποιοι ἀπὸ μᾶς πέσουν στὰ νύχια τῆς δικαιοσύνης τῶν
Χριστιανῶν, ἂς σπεύσωμε σὲ βοήθειά τους. Ἂς βρίσκωμε τοὺς μάρτυρες ποὺ χρει-
άζονται γιὰ νὰ σωθοῦν ἀπὸ τοὺς δικαστὲς μέχρις ὅτου γίνωμε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι δικαστές.
Οἱ μονάρχες τῆς Χριστιανοσύνης, φουσκωμένοι ἀπὸ φιλοδοξία καὶ ματαιότητα, περι-
βάλλονται ἀπὸ πολυτέλεια καὶ πολυάριθμες στρατιές. Θὰ τοὺς προμηθεύσωμε ὅλο τὸ
χρῆμα ποὺ ζητᾶ ἡ ἀνοησία τους καὶ θὰ τοὺς σύρωμε ἀπὸ τὴ μύτη.
Ἂς μὴν ἐμποδίζωμε τοὺς γάμους δικῶν μας ἀνδρῶν μὲ κορίτσια Χριστιανῶν. Γιατὶ
ἔτσι θὰ εἰσχωρήσωμε στοὺς πιὸ κλειστοὺς κύκλους. Ἂν οἱ θυγατέρες μας παντρεύονται
μὴ Ἰουδαίους, δὲν θὰ μᾶς εἶναι λιγώτερο χρήσιμες, γιατὶ τὰ τέκνα μιᾶς Ἰουδαίας μητέρας
ἀνήκουν σὲ μᾶς. Ἂς προπαγανδίζουμε τὴν ἰδέα τοῦ ἐλεύθερου γάμου γιὰ νὰ δια-
βρώσωμε τὴν προσήλωση τῶν Χριστιανῶν παρθένων στὶς ἀρχὲς καὶ τοὺς
θεσμοὺς τῆς θρησκείας τους. Αἰῶνες πολλοὺς τὰ παιδιὰ τοῦ Ἰσραήλ περιφρονημένα,
διωγμένα, ἐργάστηκαν σκληρὰ γιὰ ν᾽ ἀνοίξουν τὸ δρόμο πρὸς τὴν Ἐξουσία. Πλησιά-
ζουν στὸ σκοπό τους. Ἐλέγχουν τὴν οἰκονομικὴ ζωὴ τῶν καταραμένων Χριστιανῶν. Ἡ
ἐπίδρασή τους στὴν πολιτικὴ καὶ τὰ ἤθη εἶναι πανθομολογούμενη. Στὴν κατάλληλη στι-
γμή, τὴν ἀπὸ πρῶτα καθορισμένη, θὰ ἐξαπολύσωμε τὴν ἐπανάσταση πού, ἀφοῦ κα-
ταστρέψη ὅλες τὶς τάξεις τῆς Χριστιανοσύνης, θὰ ὑποδουλώση γιὰ λογαριασμό μας γιὰ
πάντα τοὺς Χριστιανούς. Ἔτσι, θὰ ὁλοκληρωθῆ ἡ ὑπόσχεση τοῦ Θεοῦ ποὺ ἔχει δοθεῖ
στὸ λαό μας...». Λόγος τὸν ὁποῖον ὁ Ραββῖνος REICHHORN ἐξεφώνησε τὸ 1865 στὴν
Πάργα, εἰς τὸν τάφον τοῦ Ραββίνου SIMEON BEN IHUDA. (Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ ΡΙΕRR
ΗΕΡΕSS: LΕ DΕRΝΙER ΒΑL DU «GRAND SOIRE» OU LA REPUBLIQUE UNIVER-
SALLE, σελ. 569).
Σχόλιο «Θηβαϊκῆς Φωνῆς»: Ἡ συγκεκριμένη ὁμιλία, θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε
ὅτι ἀποτελεῖ μία μικρὴ περίληψη τῶν «Πρωτοκόλλων τῶν Σοφῶν τῆς Σιῶν». Ἀφήνουμε
τὰ περαιτέρω σχόλια στὴ διάθεση τοῦ ἀγαπητοῦ ἀναγνώστη.

ΘΗΒΑ·Ι·ΚΗ ΦΩΝΗ 61
ΕΙ Σ Μ Ν Η Μ Ο Σ Υ Ν Ο Ν Α Ι Ω Ν Ι Ο Ν Μ Η Τ Ρ Ο Π Ο Λ Ι ΤΟΥ
Θ Η Β Ω Ν Κ Α Ι Λ Ε Β Α Δ ΕΙ Α Σ Κ Υ Ρ ΟΥ Χ ΡΥΣ Ο ΣΤΟ Μ ΟΥ
Σ Υ Ν Τ Ο Μ Ο Β Ι Ο Γ ΡΑ Φ Ι Κ Ο
Ὁ ἀοίδιμος Μητροπολίτης Θηβῶν κυρὸς Χρυσόστομος (κατὰ κόσμον Χρῆστος Τζάνης)
γεννήθηκε τὸ 1941 στὸ χωριὸ Ροπωτὸ Τρικάλων ἀπὸ εὐσεβεῖς γονεῖς, τὸν Ἠλία καὶ τὴν
Αἰκατερίνη. Ἡ εὐσεβὴς οἰκογένεια εἶχε 5 παιδιὰ, Βενιαμὶν τῆς ὁποίας ἦταν ὁ μακαριστὸς
Χρυσόστομος. Μεταξὺ τῶν ἀδερφῶν του ἦταν οἱ Μοναχοὶ π. Δωρόθεος, ὁ ὁποῖος κοιμήθηκε
στὰ Κατουνάκια Ἁγίου Ὄρους, καὶ ὁ π. Στέφανος, ὁ ὁποῖος κοιμήθηκε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ὁσίων
Ἁγιορειτῶν Πατέρων Πανάκτου Βοιωτίας. Σήμερα ζεῖ μόνο ἡ ἀδελφή του, Φωτεινή, στὰ Τρίκαλα.
Ἡ πολύτεκνη οἰκογένεια ἀνῆκε πνευματικὰ στὴ Γνήσια Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, τὴν ἐποχὴ ποὺ
χιλιάδες Χριστιανῶν ποιμαίνονταν στὴν περιοχὴ τῶν Τρικάλων ἀπὸ τὸν Ἅγιο Ματθαῖο τὸν
Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν, ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο Θεσσαλονίκης κυρὸ Δημήτριο (+1976), κατὰ τὸ
1948, καὶ ἀπὸ τὸ 1952 ἀπὸ δικό τους Ἐπίσκοπο, τὸν μακαριστὸ Τρίκκης καὶ Σταγῶν κυρὸ
Βησσαρίωνα (+1977). Ἔζησε προσωπικά, μὲ τὴν οἰκογένειά του, τοὺς διωγμοὺς κατὰ τῶν
Γνησίων Ὀρθοδόξων τὴν δεκαετία τοῦ 1950.
Στὴν πνευματικὴ ζωὴ ἐπηρεάστηκε πολὺ ὁ ἀείμνηστος ἀπὸ τὸν φλογερό, στὴν πίστη, ἀδερφό
του Δημήτριο, τὸν μετέπειτα Μοναχὸ π. Δωρόθεο. Σύντομα ὁ Δημήτριος ἔγινε μοναχὸς στὴν
Ἱερὰ Μονὴ Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος Κουβαρᾶ Ἀττικῆς. Σὲ ἡλικία 18 ἐτῶν ὁ ἀοίδιμος,
ἀφοῦ τελείωσε τὸ 6τάξιο Γυμνάσιο τῆς ἐποχῆς (σπάνιο γιὰ τὴν ἐπαρχία τότε), τὸν ἀκολούθησε
στὸ Μοναχισμό, μετωνομασθεὶς Χρυσόστομος μοναχός. Στὸ Μοναστήρι τῆς Μεταμορφώσεως
ἔκανε ἀγροτικὲς διακονίες. Ἐκεῖ συνδέθηκε μὲ πνευματικὴ φιλία μὲ τὸν τότε νεοχειροτονηθέντα
Ἐπίσκοπο Μεσσηνίας κυρὸ Γρηγόριο (+2009), ὁ ὁποῖος τοῦ δίδαξε πολλὰ για τὴν καρδιακὴ
προσευχή. Ὅταν ὁ Ἐπίσκοπος Πατρῶν Ἀνδρέας πρότεινε νὰ ὀνομαστεῖ “Χαιρήμων” (μνήμη
16/8), ὁ ἀοίδιμος Μεσσηνίας κυρὸς Γρηγόριος πρότεινε τὸ εὐηχέστερο “Χρυσόστομος”, διότι,
καθὼς εἶπε προορατικῶς, «κάποια μέρα μπορεῖ νὰ τὸν χειροτονήσουμε Ἀρχιερέα! Πῶς θὰ
ἀκούγεται τὸ “Χαιρήμων” στὸν κόσμο;».
Οἱ δύο κατὰ σάρκα καὶ πνεῦμα ἀδελφοὶ ποθοῦσαν τὸν ἀσκητισμὸ καὶ μεγαλύτερους ἀγῶνες.
Τὸ 1962 λοιπόν, μαζὶ μὲ τὸν χειραγωγό τους στὴν εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ,
μοναχὸ Κλήμη, μετοίκησαν στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου βρίσκονταν οἱ
Ζηλωτὲς Πατέρες. Ἀρχικὰ ἔμειναν στὴν Μονὴ Ξηροποτάμου μαζὶ
μὲ ἄλλους Ζηλωτὲς Πατέρες ὅπου ὁ νεοκαρεὶς τότε Μοναχὸς
Χρυσόστομος διακονοῦσε ὡς νοσοκόμος στὸ Γηροκομεῖο τῆς
Μονῆς. Τὸ 1964, πῆραν τὸ κελλὶ τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ στὰ
φοβερὰ Κατουνάκια. Τὸ Κελλίον τῆς Γέννησης καὶ τῶν Δανιηλαῖων
εἶναι τὰ πιὸ φημισμένα τῆς ἀθωνικῆς αὐτῆς γωνιᾶς.
Στὸ Ἅγιο Ὄρος, ὁ Μακαριστὸς Χρυσόστομος ἐπιδίδεται σὲ Ὁ Γέροντας Κλήμης
πνευματικοὺς ἀγῶνες καὶ στὴν ἀδιάλειπτο νοερὰ προσευχή. Τὴν πνευματικὴ καθοδήγηση, τὴν
εἶχε ἀπὸ τὸν ἀείμνηστο πρῶτο Γέροντα τῆς Σκήτης π. Κλήμη, ὅπως ἀναφέραμε, μὲ τὸν ὁποῖο
εἶχε συνδεθεῖ ἤδη ἀπὸ τὴν Μονὴ Κουβαρᾶ. Εἶχε ὡς ἐργόχειρο τὴν ἁγιογραφία. Τὸ Κελλὶ τῆς
Γεννήσεως εἶχε συνεργαστεῖ μὲ τὸν Ἁγιογράφο π. Γαλακτίωνα Γκαμίλη γιὰ τὴν εἰκονογράφηση
ὅλων τῶν ἑορτῶν καὶ κυρίως Ἁγίων τοῦ ἐνιαυτοῦ. Εἰκόνες τους μποροῦν νὰ βρεθοῦν σὲ ὅλους
σχεδὸν τοὺς Ναοὺς ὄχι μόνο τῆς Πατρίδας μας, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ στὸ ἐξωτερικό. Ἐνήργησε τὴ
Νοερὰ Προσευχὴ καὶ βίωσε θεῖες ἐμπειρίες καὶ ἀπαλλαγὴ λογισμῶν, χωρὶς νὰ ἀναφέρεται
ἀναλυτικά, ἀπὸ ταπείνωση καὶ φόβο νὰ μὴν χάσει τὸν πνευματικὸ θησαυρό, παρὰ μόνο τὴν
δίδασκε στοὺς ἀρχάριους.
Τὸ 1970 χειροτονήθηκε Διάκονος καὶ Ἱερέας
ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο Πατρῶν Ἀνδρέα στὴν Ἱερὰ
Μονὴ Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου Κερατέας. Ἀπὸ
τότε οἱ εὐθύνες του αὐξάνονται λόγῳ τῶν ποι-
μαντικῶν καθηκόντων. Ὡς Ἱερέας καὶ Πνευμα-
τικὸς ἐξυπηρετοῦσε τοὺς Ζηλωτὲς Ἁγιορεῖτες
Πατέρες σὲ ὅλο τὸν Ἄθω.
Ἀρχὲς τῆς δεκαετίας τοῦ 1980, ὁ Γέρων
Χρυσόστομος ζωγράφισε μία ἱερὰ εἰκόνα τῆς
Παναγίας, τὴν Πορταΐτισσα. Για δύο χρόνια
ὑπῆρχε στὸ Κελλὶ τῶν Κατουνακίων μέχρι ποὺ τοὺς ἐπισκέφτηκε ἕνας προσήλυτος Χριστιανός,
Χιλιανὸς στὴν καταγωγὴ, ἀπὸ τὴν Ἀμερική, ποὺ ἀνῆκε στὴ Ρωσικὴ Διασπορά. Ἡ ψυχὴ τοῦ Χοσὲ
(Ἰωσὴφ) Μουνιὸζ Κορτέζ, ἔτσι λεγόταν ὁ προσκυνητής, θέλχτηκε ἀπὸ τὴν ἱερὰ εἰκόνα καὶ μὲ
πολλὲς παρακλήσεις ζήτησε νὰ τὴν ἀγοράσει. Οἱ Πατέρες ἀρνήθηκαν κατηγορηματικά, ἀλλὰ
μπροστὰ στὴν μεγάλη θλίψη τοῦ προσηλύτου Ἰωσήφ, ἐνῶ ἔφευγε ἀπὸ τὸ Κελλί, τοῦ χάρισαν
τὴν ἱερὰ εἰκόνα. Ἡ εἰκόνα αὐτὴ ἄρχισε νὰ μυροβλύζει καὶ νὰ τελεῖ θαύματα! Οἱ πιστοὶ τῆς
Ρωσικῆς Διασπορᾶς τὴν ὀνόμασαν Πορταΐτισσα ἡ Μυροβλύτισσα καὶ «Μοντρεάλσκαγια», ἢ
Παναγία τοῦ Μόντρεαλ. Ἔκτοτε ὁ Χοσὲ Κορτὲζ ζοῦσε ὡς κοσμοκαλόγερος καὶ περιέφερε τὴν
εἰκόνα γιὰ νὰ τὴν προσκυνοῦν οἱ πιστοὶ ἀνὰ τὸν κόσμο. Τὸ 1997 δολοφονήθηκε στὸ δωμάτιο
τοῦ ξενοδοχείου ποὺ διέμενε, ἐνῶ ἦταν στὴν Ἀθήνα. Οἱ δράστες (κάποιοι εἰκάζουν ὅτι ἦταν
σατανιστὲς λόγῳ τῶν συμβόλων που ζωγράφισαν μὲ τὸ αἷμα τοῦ θύματος) φέρεται νὰ ἔκλεψαν
τὴν ἱερὰ εἰκόνα ποὺ ζωγράφισε ὁ ἀοίδιμος Χρυσόστομος. Ὡστόσο, κατὰ θαυμαστὸ τρόπο,
ἀντίγραφο τῆς εἰκόνας τῆς Θεοτόκου στὴν Μονὴ ποὺ ὑπῆρχε τὸ πρωτότυπο, ἄρχισε νὰ ρέει
Μῦρο καὶ νὰ ἐπιτελεῖ θαύματα. Ὑπάρχουν ἄρθρα καὶ βίντεο ἀπὸ μαρτυρίες στὰ ἀγγλικὰ καὶ
ρωσικά, ποὺ μελλοντικῶς θὰ μεταφραστοῦν ὡς ἀφιέρωμα στὴ μνήμη του. Ὁ μακαριστὸς
Χρυσόστομος δὲν μιλοῦσε καὶ δὲν καυχιόταν, ὅτι ἦταν ὁ ἁγιογράφος τῆς θαυματουργῆς εἰκόνας.
Τὸ 1997 κοιμήθηκε ὁ Γέρων Κλήμης μοναχὸς καὶ ἡ ἀδελφότητα ἐξέλεξε τὸν π. Χρυσόστομο

ΘΗΒΑ·Ι·ΚΗ ΦΩΝΗ 63
ὡς Γέροντα τῆς Μονῆς. Θὰ τὸν ἔχουν ὡς Πνευματικὸ καθοδηγητὴ γιὰ σχεδὸν 10 χρόνια διότι
τὰ σύννεφα στὴν Ἐκκλησία πυκνώνουν καὶ οἱ ἀδήριτες ἀνάγκες θὰ ἐξαναγκάσουν τὸν Γέροντα
Χρυσόστομο νὰ ἐγκαταλείψει τὴν ἡσυχία τοῦ ἀγαπημένου του Κελλιοῦ ὅπου ἔζησε γιὰ σχεδὸν
45 χρόνια.
Ὁ ἀοίδιμος Ποιμενάρχης κυρὸς Χρυσόστομος ἀγαποῦσε βαθύτατα τὴν Ἐκκλησία καὶ
πονοῦσε γι᾽ αὐτὴν. Δὲν ἦταν ἀμέτοχος στὰ προβλήματα καὶ στὶς προκλήσεις ποὺ ἀντιμετώπιζε
ἡ Ἐκκλησία στὴν σύγχρονη ἐποχή. Δὲν ἔμενε ἁπλὸς θεατὴς ἀλλὰ ἔμπαινε στὸ πεδίο τῆς μάχης
νὰ ὑπερασπιστεῖ τὴν γλυκυτάτη Ὀρθοδοξία. Σὲ ὅλα τὰ προβλήματα τῆς Ἐκκλησίας ἔδωσε τὸ
παρὸν καὶ προσπαθοῦσε νὰ συμβάλει στὴν πρόοδο τοῦ Ἱεροῦ Ἀγῶνα, μὲ σεβασμὸ στὴν Ἱερὰ
Σύνοδο. Τὴν περίοδο ποὺ ἀνακύπτουν οἱ Εἰκονομαχικὲς μελέτες πεπλανημένων κληρικῶν, τὶς
ἀναίρεσε συστηματικὰ καὶ τεκμηριωμένα, ὑπερασπιζόμενος τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση καὶ
δίνοντας πνευματικὸ ὁπλοστάσιο στοὺς Ὀρθοδόξους πιστούς. Κατὰ τὸ ἐπάρατο Σχίσμα τοῦ
1995 (τῶν Εἰκονομάχων) ἐξέρχεται τοῦ Ἁγίου Ὄρους διὰ νὰ συνδράμει τοὺς πιστοὺς καὶ τὶς
ἐνορίες, ὥστε νὰ παραμείνουν πιστοὶ στὴν Ἱερά μας Σύνοδο. Τὸ 2002 μὲ τὴν ἐμφάνιση τῆς
Νεοεκκλησιολογικῆς πλάνης τοῦ πρώην Ἐπισκόπου Θεσ/νίκης, πάλι ὑπερασπίζεται τὴν Ὀρ-
θόδοξη ἀλήθεια καὶ ἀναιρεῖ Ἁγιογρα-
φικῶς καὶ Ἁγιοπατερικῶς τὶς αἱρέσεις.
Πολλὲς φορὲς ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τὸν
ἐξέλεξε γιὰ τὸ βαθμὸ τοῦ Ἐπισκόπου,
χωρὶς νὰ δεχτεῖ τὸ ἀξίωμα τῆς Ἀρ-
χιερωσύνης. Τὸ 2005, ἡ Ἱερὰ Σύνοδος
τὸν καλεῖ νὰ παρουσιαστεῖ καὶ τοῦ
ἀνακοινώνει τὴν εἰς Ἐπίσκοπον ἐκλο-
γήν του. Ὁ ἴδιος δὲν δέχεται καὶ τοὺς
ἀντιπροτείνει πνευματικά του τέκνα. Οἱ
Ἱεράρχες εἶναι ἀμετακίνητοι στὴν ἀπό-
φασή τους. Ὁ μακαριστὸς τελικὰ ἀνα-
γκάστηκε νὰ ὑποκύψει στὶς διαρκεῖς ὀχλήσεις τῶν συνοδικῶν γιὰ ἀποδοχὴ τοῦ ἀξιώματος, ἀφοῦ
πρῶτα δέχτηκε ἀποκαλυπτικὴ πληροφορία γι᾽ αὐτό, ὅπως ὁ ἴδιος κάπως συνεσκιασμένα ἔλεγε
ἐκ τῶν ὑστέρων.
Στὶς 24 Φεβρουαρίου 2005, «ὁ λύχνος τίθεται ἐπὶ τῇ λυχνίᾳ» καὶ ὁ π. Χρυσόστομος χειρο-
τονεῖται Ἐπίσκοπος τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Θηβῶν καὶ Λεβαδείας.
Ὡς Μητροπολίτης, ὁ ἀοίδιμος Χρυσόστομος δὲν ἐπαναπαύεται στὶς προσωρινὲς τιμὲς τοῦ
ἀξιώματος ἀλλὰ ἦρε τὸν Σταυρὸ τῆς Ἀρχιερωσύνης ἐπαξίως. Ἀναδιοργανώνει τὶς Ἱερὲς Μονὲς
τῆς Μητροπόλεως. Ἡ Ἱερὰ Μονὴ Ὁσίων Ἁγιορειτῶν Πατέρων, τῆς ὁποίας ἦταν Καθηγούμενος
καὶ Πνευματικός, ἔφτασε νὰ ἀριθμεῖ 18 μοναχοὺς καὶ ἀνέδειξε 5 κληρικοὺς που προσέφεραν
στὴν χειμαζομένη Ἐκκλησία μας. Ἡ Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίου
Γεωργίου Μελισσοχωρίου Θήβας ἀπὸ δύο μοναχὲς
ὑπερέβη τὶς 25. Ἐπιμελεῖται καὶ ἄλλες Ἀδελφότητες, ἐκτὸς
τῆς Μητροπόλεως, καὶ φροντίζει για τὴν ἐπιστροφὴ στὴν
Ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία Μονῶν καὶ Ἀδελφοτήτων. Ὡς
Ἐπίσκοπος χειροθέτησε πλειάδα Μοναχῶν, Μοναζου-
σῶν, καὶ 4 Κληρικῶν ἐκ σχισμάτων. Συνέβαλε καὶ στὴν
κτιριακὴ αὔξηση Ἱερῶν Ναῶν καὶ Μονῶν ὅπως: Ἁγ.
Ταξιαρχῶν Θήβας, Ἁγίας Αἰκατερίνης στὴν Κατερίνη, τὸ Καθολικὸ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου
Μελισσοχωρίου καὶ τὴ νέα πτέρυγα κελλιῶν στὴν Ἱερὰ Μονὴ τῶν Ὁσίων Ἁγιορειτῶν Πατέρων.
Το 2006, βάρυνε τὸ Ἀρχιερατικὸ φορτίο μὲ τὴν ἀνάθεση τῶν Τοποτηρησιῶν τῆς Ἀττικῆς, τῆς
Θεσσαλονίκης, τῆς Κατερίνης καὶ τῶν Νησιῶν τοῦ Αἰγαίου.
Τὸ 2009, μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ ἀοιδίμου Πρωθιεράρχου καὶ Μητροπολίτου Μεσσηνίας κυροῦ
Γρηγορίου, ὁ κυρὸς Χρυσόστομος ἀναλαμβάνει Πρόεδρος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου. Οἱ εὐθύνες, οἱ
ἀγωνίες καὶ οἱ κόποι πολλαπλασιάζονται καὶ βαραίνουν τὸ ἀσθενὲς σῶμα ἀλλὰ καὶ τὴν ψυχὴ
τοῦ Ἁγίου Πρωθιεράρχου πιά.
Τὴν Ἑβδομάδα τῆς Διακαινησίμου,
χειροτονεῖ τὸν πρῶτο Ἐπίσκοπο, τὸν
νῦν Σεβ/το Μητροπολίτη Μεσσηνίας
κ. Ἰάκωβο. Προΐσταται καὶ χοροστατεῖ
στὶς Συνοδικὲς ἐκδηλώσεις τῶν Ἁγίων
Θεοφανείων καὶ τῆς Κυριακῆς τῆς
Ὀρθοδοξίας κατ᾽ ἔτος. Τὸ 2012, ἀνα-
λαμβάνει τὴν ἀνασυγκρότηση τῆς
Ἱερᾶς Συνόδου διὰ δύο νέων Ἀρχιε-
ρέων: τοῦ Σεβ/του Μητροπολίτη Ἀτ-
τικῆς & Μεγαρίδος κ. Κοσμᾶ (πνευ-
ματικό του τέκνο) καὶ τοῦ ἀποβιώσαντος κατὰ τὸ παρελθὸν ἔτος, πρώην Ἐπισκ. Λαρίσης
Φιλοθέου. Συνεχίζει καὶ ἐνισχύει τὴν ἔκδοση τοῦ ὀργάνου τῆς Ἐκκλησίας μας «Θηβαϊκὴ Φωνὴ»
καὶ προωθεῖ ἐκδόσεις πνευματικοῦ καὶ ἀπολογητικοῦ χαρακτῆρα.
Το 2017, ἡ ὑπὸ τὸν Μακαριώτατο Μητροπολίτη Κισινάου καὶ πάσης Μολδαβίας κ. Ἀδριανὸ
Ἱεραρχία τῆς Ρωσικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Διασπορᾶς ζητεῖ διὰ ἐπισήμου Συνοδικοῦ
αἰτήματος καὶ Ὀρθοδόξου Ὁμολογίας Πίστεως τὴν ἀποκατάσταση τῆς Ἐκκλησιαστικῆς ἕνωσης
τοῦ 1971 τῆς Ἐκκλησίας Γ.Ο.Χ. Ἑλλάδος μὲ τὴν Ρωσικὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Διασπορᾶς.
Ἕνα χρόνο μετὰ ἡ Ἱερὰ Σύνοδος ὑπὸ τὸν Μακαριστὸ Πρωθιεράρχη κυρὸ Χρυσόστομο ἀπο-
δέχεται τὸ αἴτημα καὶ πραγματοποιεῖται ἱστορικό, πανηγυρικὸ Συλλείτουργο τῶν δύο Προκα-
θημένων Ἑλλάδος καὶ Ρωσικῆς Διασπορᾶς. Μετὰ
ἀπὸ 45 χρόνια αἴρεται ἡ ἀδικία κατὰ τῆς Ἐκκλησίας
μας καὶ ἱκανοποιεῖται τὸ αἴτημα τῆς Ἑλλαδικῆς Ἱεραρ-
χίας γιὰ σαφῆ καταδίκη τῶν Καινοτόμων ἀπὸ τὸ
λεῖμμα τῆς Ὀρθοδόξου Ρωσικῆς Διασπορᾶς.
Ἀναφέρουμε παρενθετικῶς καὶ δύο φοβερὰ σημεῖα
ποὺ μᾶς φανέρωσε ἕνας συλλειτουργός του πρὸς
δόξαν Θεοῦ καὶ γιὰ τὴν μνήμη τοῦ Ὁσίου Ἱεράρχου.
Ἱερουργοῦσε ὁ μακαριστὸς Μητροπολίτης Θηβῶν

ΘΗΒΑ·Ι·ΚΗ ΦΩΝΗ 65
κυρὸς Χρυσόστομος καὶ ἦρθε ἡ ὥρα νὰ κοινωνήσει. Ἐκεί-
νη τὴ στιγμή, ἀναλώθηκε γιὰ ὥρα σὲ δάκρυα. Διακριτικὰ
τὸν ρώτησε ὁ συλλειτουργός του γιὰ τὸ τὶ τοῦ συνέβη. Ὁ
ἀοίδιμος ἀρνιόταν νὰ τοῦ πεῖ ἀλλὰ μπροστὰ στὴν πίεση
του συλλειτουργοῦ του, παραδέχτηκε ὅτι κατέλυσε Αἷμα
καὶ σάρκα αἰσθητὰ καὶ συγκλονίστηκε! Ὁ ἴδιος ὁ συλλει-
τουργός του, ἔντρομος διὰ τὸ Μυστήριο, εἶδε ὀφθαλμο-
φανῶς, σὲ ἱερουργία τοῦ Θηβῶν κυροῦ Χρυσοστόμου,
ἐπάνω στὴν ἱερὰ Λαβίδα Σῶμα καὶ Αἷμα (κατὰ τὸ ἀνθρώ-
πινον) Χριστοῦ. Αὐτὰ μᾶς τὰ διηγήθηκε μετὰ δακρύων καὶ
τὰ γνωστοποιοῦμε στὴν ἀγάπη σας.
Ὁ Θεὸς μᾶς χάρισε τὸν Ἅγιο Θηβῶν κυρὸ Χρυσό-
στομο κατὰ τὸ διάστημα τριετοῦς δοκιμασίας ἀπὸ τὸν
Κορωνοϊὸ καὶ ὅσων ἀντιχριστιανικῶν μέτρων ἔλαβαν
χώρα μὲ ἀφορμὴ τὴν ἀσθένεια. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι
παρὰ τὶς ἀσθένειές του καὶ παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ζοῦσε μὲ ὀξυγόνο τὰ τελευταία 8 ἔτη, δὲν φει-
δόταν ἡ ἀνεξάντλητη ἀγάπη του νὰ κάνει ἑκατοντάδες χιλιόμετρα γιὰ νὰ ἐπισκεφτεῖ Ναοὺς καὶ
τὸ Ποίμνιο τῆς Ἐκκλησίας μας. Τὸ 2020 παρέστη συμπρο-
σευχόμενος στὸ ἱερὸ Προσκύνημα τοῦ Ἁγίου Νικολάου
Βουνένοις στὴν Λάρισα. Ἐκεῖ συμβαίνει τὸ γνωστὸ θαῦμα
μὲ τὴν αἱμοβλυσία ἀπὸ τὰ δέντρα ποὺ ὁ ὁσιομάρτυρας
μαρτύρησε. Τὴν χρονιὰ ἐκείνη τὸ «αἷμα» ἦταν πολὺ καὶ
δημιούργησε ἐντύπωση στοὺς προσκυνητές.
Καὶ μόνο ἡ ἁγία του ἀσκητικὴ μορφή, ἡ λευκασμένη
στὸ Ἱερὸ Ἀγῶνα, τὸ σκυφτὸ ἀπὸ τὴν ὑπερβολικὴ ἄσκηση
καὶ νηστεία σαρκίο, δημιουργοῦσε αἰσθήματα κατάνυξης
καὶ εὐλάβειας. Ὁ ἀοίδιμος Ἱεράρχης κυρὸς Χρυσόστομος
ἦταν μία ὁσιακὴ μορφή, βγαλμένη σὰν ἀπὸ βυζαντινὴ
ἁγιογραφία. Ἀπολογητὴς καὶ ὑπέρμαχος τῆς Ὀρθοδοξίας,
δὲν δίστασε νὰ κάνει ἀνεπίσημους διαλόγους μὲ πρώην
ἀδελφοὺς ἐν Χριστῷ (ὅπως τὴν Ἀνδρεϊκὴ Σύνοδο τοῦ π.
Στεφάνου Τσακίρογλου) γιὰ τὴν ἐν Χριστῷ ἑνότητα. Ὁ
ἴδιος, ὡς Ἱερομόναχος, ἦταν μέλος τῆς ἐπιτροπῆς Διαλόγου ἐν ἀγάπῃ καὶ ἀληθείᾳ μὲ τὴν Φλω-
ρινικὴ παράταξη τὰ ἔτη 1989-1991. Ἡ ψυχὴ τοῦ φλεγόταν γιὰ τὴν ἀποκατάσταση τῶν Σχισμάτων
καὶ τὴν πρόοδο τῆς Ἐκκλησίας, τὸν θρίαμβο τῆς Ὀρθο-
δοξίας. Στὶς ὁμιλίες του δωρικὸς (λιτὸς) καὶ ἁπλὸς ἀλλὰ
μεστὸς ἁγιοπνευματικοῦ καὶ ἁγιοπατερικοῦ λόγου. Ἱερο-
πρεπὴς στὶς Θεῖες Λειτουργίες καὶ ἐξομολόγος ποὺ ἀνά-
παυσε μεγάλο πλῆθος ψυχῶν.
Ὡς ἄνθρωπος, ζήτησε συγχώρεση καὶ γιὰ τὰ ὅποια
λάθη του, μὲ τὴν ἀγωνία του πάντοτε νὰ μὴν κολασθεῖ
ἀπὸ τὶς εὐθύνες ποὺ σὰν Ἄτλας ἀναγκάστηκε νὰ ση-
κώσει. Ποῖος θὰ ἦταν ἄμοιρος λαθῶν καὶ ἀστοχιῶν σὲ
τέτοιο πολυσχιδὲς καὶ ἀπαιτητικὸ ἔργο, μὲ συνέπεια μά-
λιστα στὴν ψυχική του σωτηρία; Ἅπαντα τὰ Γνήσια Τέκνα

66 ΘΗΒΑ·Ι·ΚΗ ΦΩΝΗ
τῆς Ἐκκλησίας ἀναφωνοῦν τὸ «Θεὸς συγχωρέσει» καὶ τὸ «Αἰωνία ἡ μνή-
μη» γιὰ τὸν Παντάξιο Πρωθιεράρχη τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Αὐτὸς ποὺ σήκωνε τεράστιες εἰκόνες στὴ νεότητά του στὸ βουνὸ τοῦ Ἄθω,
σήκωσε τεράστιες εὐθύνες τοῦ Ἱεροῦ Ἀγῶνος τῆς Ἐκκλησίας ἐπάνω στὸ
βουνὸ τοῦ πρόσκαιρου βίου, τῆς ἀμετανοησίας μας καὶ τῆς κακίας μας.
Ὑπῆρξε ὁ πιὸ συκοφαντημένος Πρωθιεράρχης (μετὰ τὸν Ἅγιο Πατέρα
Ματθαῖο Καρπαθάκη) ἀπὸ τοὺς ἐχθροὺς τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἡ ἁγία του
προσωπικότητα προξένησε φόβο, φθόνο καὶ ταραχὴ σὲ διάφορους ὑπε-
ναντίους. Χάλκευσαν καὶ ἐπινόησαν πολλὲς κατηγορίες καὶ συκοφαντίες
κατὰ τοῦ Ἁγίου Ἱεράρχου. Πρὸς κέντρα λάκτιζαν ὅμως... (πρβλ. Πράξεις
ΚΣΤ΄,14). Ἡ ἀγωνία καὶ οἱ συνεχεῖς φροντίδες ἐπιβάρυναν σταθερὰ τὴν
ἤδη κλονισμένη του ὑγεία.
Κοιμήθηκε στὶς 16 Ἰανουαρίου 2023, 4:40´ κατὰ τὶς πρῶτες πρωινὲς
ὧρες, καὶ κηδεύτηκε στὸν Καθεδρικὸ Ἱερὸ Ναὸ Τιμίου Προδρόμου στὸ
Ροὺφ Ἀθηνῶν τὴν ἑπομένη, 17 Ἰανουαρίου, μνήμη τοῦ Καθηγητοῦ τῆς
Ἐρήμου, Ἁγίου Ἀντωνίου. Ἡ ταφή του ἔγινε στὸ Κοιμητήριο
τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίων Ἁγιορειτῶν Πατέρων Πανάκτου
Βοιωτίας.
Το ἱερὸ αὐτοῦ λείψανο ὑπῆρξε ἀδιάψευστος μάρτυς τῆς
πρὸς τὸν Θεὸ παρρησίας, γεγονὸς ἀδιαμφισβήτητο σὲ Ὀρ-
θοδόξους πιστοὺς καὶ ὑπεναντίους, ὀργῆς «σημεῖον ἀντιλε-
γόμενον» (πρβλ. Λουκᾶ Β΄,34) σὲ ἀθέους καὶ βλάσφημους.
Ὁ Θεὸς καὶ μόνον γνωρίζει τὶ θέλει νὰ φανερώσει γιὰ τὸν
δοῦλο Του. Δὲν μένουμε μόνο στὴν εὐκαμψία τοῦ λειψάνου
του, ἀλλὰ περισσότερο στὴν ἁγιότητα τοῦ βίου του, τὴν προ-
σήλωση στὴν Ὀρθοδοξία, στὴν ἀνυπόκριτη ταπείνωσή του
καὶ στὰ δάκρυα τῆς ἀγάπης του πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὸ κάθε
κατ’ εἰκόνα Ἐκείνου πλᾶσμα.
Δὲν εἶναι τυχαῖο τὸ γεγονός, ὅτι νέοι ἄνθρωποι θρηνοῦ-
σαν γοερὰ τοῦ Πνευματικοῦ Πατρὸς τὴν στέρηση, μοναχὲς
καὶ μοναχοὶ θρηνοῦσαν στὴν ἀγκαλιά του καὶ στὰ πόδια του.
Τὸ λεγόμενο «χάσμα τῶν γενεῶν» μόνο μέσα στὴν Ἐκκλη-
σία δὲν ὑφίσταται τόσο κραυγαλέα, διότι στὴν ἀληθινὴ ζωὴ
δὲν ὑπάρχουν οἱ χρονικοὶ περιορισμοὶ τοῦ ὑλικοῦ κόσμου.
Ἐκεῖ εἶναι ἡ αἰώνια ζωή.
Ἡ ἁγιότητα εἶναι μαγνήτης. Δὲν πειθαναγκάζει ἀλλὰ ἀπο-
Ὁ πρὸς κηδείαν εὐτρεπισθεὶς Ἱεράρχης
δέχεται τὴν ἀγάπη τῶν πιστῶν καὶ τοὺς δίνει εὐλογίες μας μὲ τὰ ταπεινὰ μοναχικά του ἐνδύματα.
πνευματικές. Ὁ καθένας μας, ἀνάλογα μὲ τὴν καλλιεργού- «...Αὐτὴ ἦταν ἡ στάση ποὺ εἶχε ὅταν προ-
μενη ἀγάπη καὶ τὴν Ὀρθόδοξη πίστη, προσφέρει ἕνα σευχόταν νοερὰ μὲ τὸ κομποσχοίνι κατὰ
τὶς ἱερὲς ἀκολουθίες».
ἀνάλογο δοχεῖο γιὰ νὰ γεμίσει μὲ Θεῖα Χάρη ἀπὸ τὸν
ἀνεξάντλητο ὠκεανὸ τῆς Θεότητας. Ὁ Μακαριστὸς Ἀρχιερέας Χρυσόστομος προσέφερε ὅλη
τὴ ζωή, τὴν ὑγεία, τὸ νοῦ του καὶ τὴν καρδιά του στὴν Μητέρα Ἐκκλησία. Προσέφερε τὰ μέγιστα
καὶ μᾶς τὰ ἀφήνει πνευματικὴ κληρονομία γιὰ τὶς ἑπόμενες γενιές. Μὲ τὴν ἀγάπη ἐν Ἀληθείᾳ
καὶ τὴν ἀλληλοσυγχώρεση, τὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας θὰ προοδεύσει. Τί μᾶς ἀφήνει ὁ Ἅγιος Θη-
βῶν κυρὸς Χρυσόστομος; Ὁ Γέρων, ὁ μοναχός, ὁ ἁγιογράφος, ὁ ἀσκητής, ὁ Πνευματικός, ὁ

ΘΗΒΑ·Ι·ΚΗ ΦΩΝΗ 67
Ἁγιορείτης, ὁ Λειτουργός, ὁ Ἐπίσκοπος καὶ Πρωθιεράρχης...; Τὴν Ὀρθόδοξη πίστη στὸν Ἅγιο
Τριαδικὸ Θεὸ καὶ τὴν ΑΛΗΘΕΙΑ τῆς Ὀρθοδοξίας, τῆς «ἅπαξ παραδοθείσης πίστεως» (πρβλ.
Ἰούδα Α´, 3). Ἂς λάβουμε αὐτὸ το πνευματικὸ κεφάλαιο, ὥστε μὲ ἀγάπη, ὁμόνοια καὶ ἑνότητα,
νὰ τὸ αὐξήσουμε —μὲ τὶς εὐχὲς τοῦ Ἁγίου Θηβῶν κυροῦ Χρυσοστόμου— γιὰ τὶς ἑπόμενες
γενιὲς καὶ γιὰ τὶς μελλοντικὲς προκλήσεις γιὰ τὴ Γνήσια Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.

Ἀπὸ τὸ 40μερο μνημόσυνο τοῦ μακαριστοῦ κατὰ τὸ Σάββατο τῆς


πρῶτης ἑβδομάδος τῶν Νηστειῶν πέριξ τοῦ τάφου αὐτοῦ τὸν
ὁποῖον ἐφιλοκάλησαν οἱ πατέρες τῆς Ἱερᾶς Μονῆς.

Χ ρ υ σ ο σ τόμο υ το ῦ Σεβ α σ μι ωτά το υ Μη τρ οπο λί του τ ῆ ς Ἁ γι ωτά τ η ς


Μ ητρ ο πό λ εω ς Θ ηβ ῶν & Λεβ α δ ε ί α ς κα ὶ Πανι ε ρ ωτάτου Π ρ οέ δρ ου τ ῆ ς Ἱε ρ ᾶς
Ἡ μ ῶ ν Σ υ ν όδ ο υ, ἡ μ ῶ ν δ ὲ Πα τρὸ ς κ α ὶ Ποι με νάρ χ ου, Αἰ ωνί α ἡ μνή μ η !

68 ΘΗΒΑ·Ι·ΚΗ ΦΩΝΗ
Ἐπικήδειοι Λόγοι
(ἐλαφρῶς διασκευασμένοι κατὰ τὴ φράση)
Τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Φθιώτιδος κ. Ἰγνατίου
Ἀγαπημένοι μου μοναχοὶ καὶ μοναχές, λαὲ τοῦ Θεοῦ τεθλιμμένε.
Ἀνεξιχνίαστη ἡ βουλὴ τοῦ Κυρίου. Συγκεντρωθήκαμε σήμερον νὰ ἀποχαιρετήσουμε τὸν
πολιὸ καὶ σεβαστό μας Γέροντα Χρυσόστομο, Μητροπολίτη Θηβῶν καὶ Λεβαδείας. Ἀγωνίστηκε
ἀπὸ τὴν μικρὴ του ἡλικία στὴ μοναχικὴ ζωὴ ἀπὸ τὴν Μονὴ Μεταμορφώσεως Κουβαρᾶ καὶ στὴ
συνέχεια στὰ Κατουνάκια τοῦ Ἁγίου Ὅρους στὸ Περιβόλιον τῆς Παναγίας μας.
Ὑπακοή, ὑπομονή, κατάνυξη, ἀγρυπνίες, προσευχὲς καὶ νηστεῖες, ὑπέμενεν ἀπὸ πολλὰ
χρόνια ἀσθένειες καὶ δοκιμασίες. Καὶ βίασε τὸν ἑαυτό του ὑπερμέτρως, λειτουργῶντας καὶ ἐξο-
μολογῶντας ἀνελλιπῶς. Ἦταν κατανυκτικὸς στὶς Θεῖες Λειτουργίες καὶ ἔχυνε ἄφθονα δάκρυα.
Συμβούλευε τοὺς μοναχοὺς καὶ μοναχὲς μὲ ἐπιείκεια καὶ καλοσύνη καὶ παραδείγματα καλο-
γερικά. Χειροτόνησε τρεῖς ἀρχιερεῖς καὶ τρεῖς ἱερεῖς καὶ μοναχούς, ἀνέδειξε μοναστήρι καὶ
χειροθέτησε τὸν Ἀρχιεπίσκοπο πάσης Μολδαβίας, Ἀδριανό.
Δὲν καταχράστηκε ποτὲ χρήματα καὶ ἔκανε ἐλεημοσύνας καὶ εἶχε τὸ αἱρετὸ αὐτὸ ἀξίωμα πά-
ντα ὡς διακονία. Πάντα οἱ ἀρχιερεῖς τοῦ ζητούσανε τοῦ Σεβασμιωτάτου νὰ βοηθᾶ τὴν Ἐκκλησία
καὶ τὸ ἔκανε ἀδιαλείπτως, πάντοτε βοηθοῦσε γιὰ τὸ καλὸ τῆς ἐκκλησίας. Εὐχόμεθα ὁ Θεὸς νὰ
τοῦ ἀνταποδώσει στὴν ἄλλη ζωὴ τὰ καλὰ ποὺ προσέφερε στὴν Ἐκκλησία καὶ νὰ ἀναδείξει
ἄλλους ἄξιους ἐργάτες τοῦ Ἀμπελῶνος Του, διὰ νὰ συνεχίσουν αὐτὸ ποὺ ἄφησαν οἱ ἅγιοι
Πατέρες καὶ Ἀρχιερεῖς. Αἰωνία σου ἡ μνήμη ἀδελφὲ καὶ συλλειτουργὲ ἡμῶν.

Τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ἀττικῆς καὶ Μεγαρίδος κ. Κοσμᾶ


Σεβασμιώτατε, ἀγαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί, ἱερεῖς καὶ μοναχοί.
«Δίκαιος δὲ ἐὰν φθάσῃ τελευτῆσαι, ἐν ἀναπαύσει ἔσται...ἡρπάγη, μὴ κακία ἀλλάξῃ σύνεσιν
αὐτοῦ ἢ δόλος ἀπατήσῃ ψυχὴν αὐτοῦ» (Σοφ. Σολ. Δ΄, 7,11). «Ἀπόκειται τοῖς ἀνθρώποις ἅπαξ
ἀποθανεῖν» (Ἑβρ. Θ΄,27). Ὅταν, λοιπόν, ὁ ἄνθρωπος γεννιέται, κάνει ἕναν κύκλο ἐδῶ καὶ
κάποτε τελειώνει ἡ ζωή του, τελειώνει ὁ δρόμος του. Κατόπιν γίνεται ὁ ἀπολογισμός· ἔτσι τὸ
ἔχει οἰκονομήσει ὁ Θεός. Ὁ ἀπολογισμὸς γίνεται ἀπὸ τὸν Θεό, ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους καὶ ἀπὸ τοὺς
δαίμονες. Ἔτσι καὶ ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι κάνουμε ἐδῶ ὅπως κάνουν ἐκεῖ. Κάνουμε ἕναν ἀπολογι-
σμὸ τῶν ἔργων τοῦ ἀνθρώπου. Ξεκίνησε πρὶν λίγο ὁ Σεβασμιώτατος καὶ συνεχίζοντας ἐγώ, θὰ
κάνω ἕναν λίγο μεγαλύτερο ἀπολογισμό,
γιατὶ τυγχάνει νὰ εἶμαι ἀπὸ λαϊκὸς πνευμα-
τικὸ τέκνο τοῦ Σεβασμιωτάτου Χρυσοστό-
μου, κατόπιν ὑποτακτικός του, κατόπιν καὶ
συλλειτουργός του. Ὁπότε ἔχω ἰδία γνώση
ἀρκετὰ μεγάλη, περισσότερο ἴσως ἀπὸ
ὅλους, τῆς ζωῆς του, τῶν ἠθῶν του, τῶν
ἔργων του καὶ ἀκόμα καὶ τῆς ἐξομολογή-
σεώς του.
Ξεκίνησε ἀπὸ ἕνα χωριὸ τῆς Θεσσαλίας
ὀρεινό. Μοῦ ἔχει πεῖ ὁ ἴδιος πολλὰ γιὰ τὴ
ζωή του. Καὶ ὅπως μοῦ εἶπε, οἱ ἱερεῖς, ἀκό-
μα καὶ οἱ πνευματικοὶ τῆς ἐποχῆς ἐκείνης,

ΘΗΒΑ·Ι·ΚΗ ΦΩΝΗ 69
δὲν βοηθοῦσαν τοὺς ἀνθρώπους τόσο ὅσο ἔπρεπε στὸ πνευματικὸ
ἔργο. Πρῶτος ὁδηγός, ἦταν ὁ ἀδερφός του, ὁ ὁποῖος ἦταν δέκα περίπου
χρόνια μεγαλύτερός του· Δημήτριος στὸ ὄνομα, κατόπιν Δωρόθεος
μοναχός. Αὐτός, λοιπόν, ἦταν ἄνθρωπος ποὺ ἀπαρνήθηκε τὸν κόσμο
ἀπὸ κοσμικός, κυκλοφοροῦσε μέσα στὴν πόλη μὲ ἕνα μεγάλο κομπο-
σκοίνι χωρὶς νὰ ντρέπεται. «Μοῦ ἔλεγε», λέει ὁ Σεβ/τος, «ὁ ἀδερφός μου,
“μὴ φοβᾶσαι, εἶναι νεκροί· δὲν τοὺς βλέπεις; Περπατᾶνε, ἀλλὰ εἶναι
νεκροί. Δὲν θὰ φοβᾶσαι νὰ κρατᾶς τὸ κομποσκοίνι στὸ χέρι”. Αὐτός,
λοιπόν, ἐπηρέασε πολὺ τὴν ζωή μου». Κατόπιν ἔφυγε αὐτὸς ὁ μεγάλος
ἀδερφός. Καὶ μετὰ ἀπὸ λίγο ἔφυγε καὶ ὁ Σεβ/τος νὰ γίνει μοναχὸς σὲ Δωρόθεος μοναχός
ἡλικία 18 χρονῶν, μόλις τελείωσε τὸ σχολεῖο. Ἤτανε καλὸς μαθητής, ὡς φαίνεται, στὸ σχολεῖο·
τελείωσε δηλαδὴ τὸ σημερινὸ λύκειο καὶ ἔφυγε.
Καταρχὴν πῆγε στὴ Μονὴ τῆς Κερατέας. Τὸ πρῶτο διακόνημα ποὺ τοῦ δώσανε ἦταν νὰ
φυλάει μαζὶ μὲ ἄλλους δοκίμους τὰ γιδάκια τῆς Μονῆς, μὲ προϊστάμενο τὸν πάτερ Κλήμη, ὄχι
τὸν γέροντά του, ἕναν ἄλλον. Κατόπιν, ἐπειδὴ δὲν εἶχε πολλὰ γένια, ἦταν μικρὸς καὶ σχετικὰ
ἀγένειος, τὸν στεῖλαν στὸ κοτέτσι τῆς Μονῆς Μεταμορφώσεως του ἀνδρικοῦ Μοναστηριοῦ. Ἐκεῖ
γνώρισε τὸν Γέροντά του, τὸν Κλήμη. Ἀπὸ αὐτὸν ἔμαθε ἀρκετὰ περὶ τῆς πνευματικῆς φιλοσο-
φίας καὶ τὴν νοερὰ προσευχή. «Χρωστάω», μου ἔλεγε, «στὸν Γέροντά μου τὸν Κλήμη πάρα
πολλά, ἴσως καὶ ὅλο μου τὸ εἶναι, γιατὶ αὐτὸς μὲ ὁδήγησε στὴν νοερὰ προσευχή. Γεύτηκα ἀρκετὰ
πράγματα ἀπὸ αὐτὰ ποὺ περιγράφουν τὰ βιβλία. Ἦταν πολλὲς φορὲς ποὺ συγκεντρωνόμουνα
καὶ ἔμενα τουλάχιστον μία μὲ δύο ὧρες χωρὶς νὰ ἔχω λογισμούς, σπάνιο φαινόμενο».
Αὐτὰ δὲν τὰ λέγαμε τότε. Τώρα δὲν ὑπάρχει ἐδῶ καὶ μποροῦμε νὰ τὰ ποῦμε, μὲ πιὸ μεγάλη
ἀσφάλεια γιὰ τὸ ποιόν του. Μετὰ ἀπὸ ἐκεῖ, ἔφυγε μαζὶ μὲ τὸ Γέροντά του Κλήμη καὶ κάποιους
ἄλλους ἀδελφοὺς καὶ πῆγε στὸ Ἅγιον Ὄρος. Πρέπει νὰ ἤτανε χειμώνας τοῦ 1961 ἢ ’62 τότε.
Πήγανε γιὰ δύο χρόνια στὸ Ἅγιο Ὄρος καὶ ὡς διακονητὲς ἐργάτες δουλεύανε. Κατόπιν κατα-
σκηνώσανε στὴν Ἁγία Ἄννα, νοίκιασαν ἕνα κελλί, τὸν Ἅγιο Ἐλευθέριο. Ἕνα βιογραφικὸ σᾶς
κάνω. Καὶ ἀπὸ κεῖ πήρανε τὸ κελλὶ τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως τῶν Κατουνακίων. Ἐκεῖ ἔζησε τὰ
ὑπόλοιπα χρόνια τῆς ζωῆς του στὸ Ἅγιον Ὄρος.
Ἐργόχειρο εἶχε τὴν ἁγιογραφία· ἦταν πολὺ καλὸς
ἁγιογράφος. Στὸ κελλί μας αὐτό, ἔχει κάνει ἀκόμα καὶ
τὴ Γέννηση του Χριστοῦ. Τὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου
εἶναι ὅσο ἕνα ρεβίθι. Ἔχει ὅμως τέλειους καὶ πολὺ
καλὰ βαλμένους χαρακτῆρες, μάτια, μύτη, στόμα,
πράγμα ποὺ δηλοῖ ἕναν πολὺ ἄξιο ἁγιογράφο.
Ἔκανε ὡραῖα πρόσωπα μὲ μεγάλη ἔκφραση. Σ᾽
αὐτὴν τὴν ἐποχή, τοῦ ’70, ἀρχὲς του ’80, ἔκανε μία
εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Πορταϊτίσσης, τὴν ὁποία τὴν
εἶχαν στὸ ἁγιογραφεῖο οἱ Πατέρες γιὰ δύο χρόνια.
Κατόπιν τὴν δωρίσαν σὲ κάποιον τῆς Ρωσικῆς Δια-
σπορᾶς. Αὐτὴ ἡ εἰκόνα, λοιπόν, ὅταν ἔφυγε πιά, ἄρ-
χισε νὰ κάνει θαύματα καὶ νὰ βγάζει μῦρο, καταρχὴν
ἀπὸ τὰ κρόσσια τῆς Παναγίας καὶ κατόπιν ἔβγαζε
τόσο πολύ, ποὺ γίνονταν καὶ σημεῖα σὲ πολλοὺς ἀν-
θρώπους. Ἔγινε μεγάλη ἱστορία μὲ αὐτὴν τὴν εἰκόνα.
Εἶναι νομίζω ἕνα δεῖγμα, γιατὶ εἰκόνες τῆς Παναγίας
ὑπάρχουν πολλὲς παλιὲς θαυματουργές. Καινούργιες
θαυματουργὲς εἰκόνες δὲν ὑπάρχουν· καὶ συγκεκριμένα
ἡ Παναγία θέλησε νὰ κάνει θαύματα ἀπὸ τὴν εἰκόνα
αὐτοῦ του ἀνθρώπου. Τὸ γιατί, ὁ Κύριος οἶδε.
Συνέχισε ἐκεῖ τὴ ζωή του καὶ κάποια στιγμὴ ἀπέκτησε
ἐμένα ὡς ὑποτακτικό. Λειτουργοῦσε τέσσερις φορὲς τὴν
ἑβδομάδα καὶ ἔτρωγε, ὅταν λειτουργοῦσε, μία φορὰ τὴν
ἡμέρα λίγο ψωμὶ καὶ νερό. Ἦταν γενικῶς αὐστηρὸς ἀ-
σκητὴς γι’ αὐτὸ καὶ χάλασε καὶ λίγο τὴν ὑγεία του. Κυ-
κλοφοροῦσε σὲ ὅλα τὰ κελλιά, ποὺ ἤτανε τῆς δικαιοδο-
σίας μας, ἂς ποῦμε σὲ ὅλους τοὺς ζηλωτές, τοὺς Ματ-
θαιϊκοὺς τοὺς δικούς μας. Καὶ μὲ δυσμενεῖς καταστάσεις
καὶ συνθῆκες στὴν ἀρχή, κουβαλοῦσαν τὰ πράγματα μὲ
τὴν πλάτη στὸ κελλὶ τὸ ὁποῖο ἦταν στὰ 300 μέτρα ὑψό-
μετρο. Σήμερα ἔχει δυόμισι χιλιάδες περίπου σκαλιὰ γιὰ
νὰ ἀνέβεις. Στις ἀρχές, λοιπόν, τὰ κουβαλοῦσαν τὰ πράγματα μὲ τὴν πλάτη. Κάνανε μεγάλες
εἰκόνες, τεράστιες, θὰ ἔλεγα στὸ μέγεθος του, ἴσως καὶ μεγαλύτερες καὶ ἡ εἰκόνα πήγαινε κου-
βαλητὴ στὴν πλάτη μὲ δύο σχοινιά, ὅπως κουβαλοῦσαν τὰ ξύλα κάποτε στὸ χωριό του, ἐκεῖ
στὰ Τρίκαλα. Κόπους πολλούς, μόχθους πολλούς.
Ἔτυχε νὰ εἶμαι καὶ συνεργάτης στὸ πνευματικὸ του ἔργο. Ἤτανε ἀρκετὰ διαβασμένος, λιγό-
τερο ἀπὸ τὸν ἀδερφό του Δωρόθεο. Ὁ ἀδερφός του, ὁ Δωρόθεος, ἤτανε περισσότερο διαβα-
σμένος, πλὴν ὅμως θυμότανε λιγότερα. Ὁ Σεβ/τος εἶχε διαβάσει, ἴσως λίγο λιγότερο, ἀλλὰ θυμό-
ταν πολλά. Γι’ αὐτὸ καὶ εἶχε ἕνα ἀρκετὰ μεγάλο συγγραφικὸ ἔργο στὰ δύσκολα χρόνια ποὺ εἴχα-
με. Ἀσχολήθηκε μὲ ὅλα τὰ θέματα τὰ ἐκκλησιολογικά, θεολογικά, δογματικά, ποὺ μᾶς δυνά-
στευσαν ὅλη αὐτὴ τὴν ἐποχή. Τὸ γνωρίζω καλὰ αὐτό, γιατί ἔτυχε νὰ εἶμαι ὁ πρῶτος συνεργάτης
του, διορθωτὴς τῶν κειμένων του καὶ δακτυλογράφος. Καταρχὴν εἴχαμε μία παλιὰ γραφομη-
χανή, αὐτὴ ἦταν τὸ ὅπλο μας. Καθότανε ὧρες ὁλόκληρες ὁ ἴδιος νὰ συντάξει καὶ κατόπιν ἄλλες
τόσες ὧρες ὁλόκληρες μαζί μου, γιὰ νὰ τὰ δακτυλογραφήσουμε καὶ νὰ τὰ διορθώσουμε. Χρη-
σιμοποίησε ἑκατοντάδες ὧρες, γιὰ νὰ μὴν πῶ χιλιάδες, ἀπὸ τὴν ζωή του στὸ ἔργο αὐτό, γιὰ νὰ
μπορέσει νὰ καταγγέλλει τὴν ἀλήθεια.
Ἦταν γενικῶς ἄνθρωπος τῆς ἀγάπης, πράος καὶ ἥσυχος. Δὲν τὸ λέω αὐτὸ ἐπειδὴ ἦταν
Γέροντάς μου. Αὐτὸ νομίζω τὸ γνωρίζετε καὶ πολλοί. Δὲν συνήθιζε νὰ βάζει κανόνες. Γι’ αὐτό,
καὶ κατηγορεῖται καὶ ἐπαινεῖται. Κατηγορεῖται, γιατὶ ἴσως αὐτὸ φέρνει ἀναρχία. Ἐπαινεῖται, γιατὶ
ἴσως αὐτὴ ἡ ἐλαστικότης διατηρεῖ κάποιες καταστάσεις καὶ ἀφήνει τὸ ἐνδεχόμενο γιὰ μία
διόρθωση· αὐτὴ ἦταν ἡ πολιτικὴ του. Κατόπιν, ὡς ἀρχιερέας, συνέχισε τὸ ἴδιο ἔργο. Ὅπως καὶ
στὸ μοναστήρι, συγκράτησε, ὅπως
λέγεται γιὰ τοὺς ἀρχιερεῖς, τὴν ὁρμὴ
τῶν λαῶν. Τί σημαίνει αὐτό; Ποιά
εἶναι ἡ ὁρμὴ τῶν λαῶν; Ὅπως συ-
γκρατοῦσε τὴν ὀρμὴ τῶν μοναχῶν
στὸ μοναστήρι, ἔκανε δύο μοναστή-
ρια. Ἐπὶ θητείας του, τυγχάνει νὰ
εἶμαι καὶ ὁ πρῶτος Μεγαλόσχημος
ποὺ ἔκανε. Ἐπὶ θητείας του ὀργανώ-
θηκε πολὺ καλὰ τὸ κελλὶ στὰ

ΘΗΒΑ·Ι·ΚΗ ΦΩΝΗ 71
Κατουνάκια καὶ ἔφτασε τους δώδεκα μοναχούς. Καί, κατόπιν προτροπῆς
του, ἔγινε καὶ τὸ μοναστήρι ἐδῶ στὴν Οἰνόη, στὴν Θήβα. Τὸ ὁποῖο καὶ
αὐτό, ἅμα δὲν ἦταν ὁ συγκεκριμένος ἄνθρωπος, εἶναι ζήτημα νὰ ὑπῆρχε·
ὄχι σὰν οἰκοδομή, ἀλλὰ ὡς ἔμψυχο ὑλικό. Οἰκοδομὲς γινόντουσαν πα-
λαιότερα, πολὺ εὔκολα· τὸ ἔμψυχο ὑλικὸ εἶναι ποὺ γίνεται δύσκολα. Ἀπαι-
τεῖ ἀνθρώπους ποὺ ἔχουν ἀρετή, οἱ ὁποῖοι θὰ μπορέσουν νὰ δείξουν διὰ
τοῦ ἔργου τὴν ἀρετὴ αὐτὴ καὶ νὰ μπορέσουν νὰ βάλουν ὅσους βλέπουν
τὸ ἔργο αὐτό, στὴν διαδικασία νὰ ἀκολουθήσουν καὶ αὐτοὶ τὸ ἔργο αὐτό.
Αὐτοὶ ποὺ θέλουν κάτι καλύτερο, λοιπόν, γίνονται μοναχοί. Ἔτσι, λοιπόν,
συστήθηκε καὶ αὐτὸ τὸ μοναστήρι, καὶ μὲ τὴ βοήθεια του Θεοῦ ἔχει κά-
ποιους ἀνθρώπους σήμερα νὰ προσεύχονται στὸ Θεό. Καὶ ὄχι μόνον
αὐτό, ἀλλὰ καὶ τὰ ἄλλα μοναστήρια ἐδῶ τῆς περιοχῆς, καθὼς καὶ πολλοὺς
ἀνθρώπους.
Συγκρατοῦσε, λοιπόν, τὴν ὁρμὴ τῶν λαῶν, ὅπως σᾶς εἶπα· καὶ ποῖα εἶναι ἡ ὁρμὴ τῶν λαῶν;
εἶναι ἡ ἐπανάσταση. Ἡ ἀντίδραση τῶν πνευματικῶν τέκνων ἐναντίον τοῦ πνευματικοῦ τους
πατρὸς ἐπειδὴ ἐλέγχονται. Ὁ πνευματικὸς πατέρας ὀφείλει νὰ ἐλέγχει. Ὁ συγκεκριμένος δὲν
τιμωροῦσε, ἔλεγχε μὲ τρόπο καὶ διακριτικά. Πλὴν ὅμως εἴμαστε σὲ μία ἐποχὴ ποὺ οἱ ἄνθρωποι
εἴμαστε ἐπαναστάτες, δὲν σηκώνουμε μύγα στὸ σπαθί μας. Κατὰ συνέπεια, ὁ ἔλεγχος τοῦ
πνευματικοῦ εἶναι σὰν τὸ μαστίγιο ποὺ χτυπάει τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ αὐτὸ φέρει τὸ
ἀποτέλεσμα τῆς ἐπανάστασης. Ὁπότε βάλλεται ὁ πνευματικὸς πατέρας. Αὐτὸ ἦταν πάντοτε τὸ
πρόβλημα ὅλων τῶν ἀρχιερέων ποὺ προσπάθησαν νὰ βάλουν σὲ τάξη ἀνθρώπους καὶ πράγ-
ματα. Ἡ ἐπανάσταση αὐτὴ ἔχει σὰν ἀποτέλεσμα τὴ συκοφαντία, τὴν ἐπίθεση. Τὸ νὰ λέγεται,
δηλαδή, ὑποκριτής, ψευτοάγιος, ἀπὸ πολλούς. Γιατί κάνει τάχα τοῦτο, τάχα ἐκεῖνο, κ.λπ..
Ὑπέμεινε στὴ ζωή του πολὺ μεγάλη συκοφαντία, πολὺ ψέμα· καὶ συνεχίζει. Συνέχιζε μέχρι καὶ
σήμερα νὰ ὑπομένει αὐτὸ τὸ πράγμα, τὴν ὁρμὴ τῶν λαῶν. Δὲν ἐτιμώρησε· ἂν ἔχει κάποιο θέμα,
δὲν ξέρω πὼς θὰ τὸ κρίνει ὁ Θεός. Ἀλλά, θὰ μοῦ πεῖτε, καὶ ἂν τιμωροῦσε, δὲν σηκώνουν οἱ
ἄνθρωποι τιμωρία σήμερα. Αὐτὸ ποὺ ἔλεγε ὁ ἴδιος· «πάτερ, δὲν σηκώνουν οἱ ἄνθρωποι».
Σᾶς λέω κάποια πράγματα ποὺ δὲν γνωρίζατε γιὰ τὴ ζωή του. Ὅταν πολλὲς φορὲς προσπα-

72 ΘΗΒΑ·Ι·ΚΗ ΦΩΝΗ
θοῦσα πολὺ γιὰ κάποιους ἀνθρώπους καὶ ἀγωνιζόμουν γιὰ τὶς
οἰκογένειές τους τὰ παιδιά τους, μοῦ ἔλεγε τὸ ἑξῆς: «Τί κάνεις·
μία μέρα ἐξομολογεῖς πέντε ἄτομα; Δὲν θέλουν, πάτερ,
βοήθεια· δὲν τὸ καταλαβαίνεις; Κάνε ὅ,τι μπορεῖς, ἀλλὰ δὲν
θέλουν βοήθεια», ἦταν τὸ συμπέρασμα ποὺ ἔβγαζε. Γιατὶ καὶ
ὁ ἴδιος ἔλεγε πολλά, ἔλεγε ἴσως λιγότερα ἀπὸ ἐμένα, ἀλλὰ
ἀνταπόκριση δὲν ἔβρισκε σ᾽ ὅλο αὐτό. Κατὰ συνέπεια, τὸ εἶχε
ὡς μόνιμο παράπονο: Ὅτι δὲν ἔχουμε ἀρετὴ καὶ ὅτι ὅλα αὐτὰ
ποὺ γίνονται, ὅλα τὰ σκάνδαλα ποὺ ἔχουμε, ὡς ἄνθρωποι του
εἰκοστοῦ πρώτου αἰῶνα, εἶναι ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνειά μας καὶ
τὸ μίσος ποὺ δημιουργεῖται μεταξύ μας. Πρὶν ἀπὸ λίγες ἡμέρες
εἶπε σὲ κάποιον ἄνθρωπο: «Πρόσεξε», λέει, «τὰ μίση». Αὐτὰ
εἶναι ποὺ δημιουργοῦν τὸ πρόβλημά μας. Δὲν ἐπεκτείνομαι σὲ
ποιόν, πῶς, ποῦ. Αὐτὸ ἔχει λιγότερη σημασία.
Αὐτό, λοιπόν, ποὺ προέχει, εἶναι νὰ δοῦμε λίγο αὐτὸ ποὺ
δίδασκε, νὰ προσέξουμε καὶ νὰ κάνουμε μία αὐτογνωσία. Ποῦ
μᾶς ὁδηγοῦν τὰ πάθη μας; ποῦ μᾶς ὁδηγοῦν τὰ συναισθήματά μας; Στὴν ἀπώλεια. «Τί γίνεται;»
τοῦ λέω. «Τί θὰ κάνουμε; Ὅλα εἶναι χάλια, ὅλα καταρρέουν. Οἱ ἄνθρωποι καταρρέουν. Τί θὰ
κάνω;» —«Θὰ κάνεις», λέει, «ὅ,τι μπορεῖς». Αὐτὸ τὸ εἶπε σὲ μένα. Τὸ λέει καὶ σὲ σᾶς: «Θὰ
κάνεις ὅ,τι μπορεῖς». Πρέπει, λοιπόν, πρῶτα νὰ διδάξουμε τὸν ἑαυτό μας καὶ νὰ γλιτώσουμε
τὸν ἑαυτό μας. Ὅταν κάποιος ἀγωνιστεῖ νὰ τελειοποιήσει τὸν ἑαυτό του, παράλληλα τελειοποιεῖ
καὶ τὴν κοινωνία. Ἡ ἀσθένεια ποὺ εἶχε, ἦταν μακροχρόνια, ἦταν ἀπὸ αὐτὸ τὸ ἄγχος, αὐτὴ τὴν
ἀγωνία ποὺ εἶχε. «Δὲν καταλαβαίνεις, πάτερ, ἂν δὲν ἤμασταν ἔτσι» μου λέει, «δὲν θὰ ἐρχόταν
ὁ ἀντίχριστος· δὲ βλέπεις; ἔρχεται ὁ ἀντίχριστος. Αὐτὸ εἶναι τὸ δεῖγμα. Εἴμαστε χάλια». «Τί θὰ
κάνω;», τοῦ λέω πρὶν ἀπὸ λίγο καιρό. Ἄρχισε νὰ λέει, ὅτι βαρέθηκε σὲ αὐτὴ τὴ ζωή, κουράστηκε.
Τελευταία ζοῦσε γιὰ ἐμᾶς. Ὄχι μόνο ἐμένα, ἀλλὰ γιὰ ὅλους ἐσᾶς. Προσπαθοῦσε νὰ διατηρεῖ τὶς
ἰσορροπίες. «Θέλω νὰ φύγω» λέει. «Ἐγὼ φεύγω, πάτερ» —«Καὶ ἐγὼ τί θὰ κάνω; Ἐσὺ θέλεις
νὰ φύγεις», τοῦ λέω, «Μοῦ ζήτησες νὰ ἔρθω νὰ σὲ βοηθήσω· ἦρθα. Ἐσὺ φεύγεις καὶ μᾶς
ἀφήνεις πίσω. Τί θὰ κάνω;». Τὸν ρωτοῦσα πρὶν ἀπὸ λίγες ἡμέρες. —«Ἔχεις, πάτερ, τὸν Θεὸ
καὶ τὴν ἀλήθεια. Αὐτὰ θὰ υἱοθετήσεις, αὐτὰ θὰ ἀκολουθήσεις», μοῦ λέει. Τὸν ξανακοίταξα καὶ
μοῦ τὸ ἐπαναλαμβάνει, χαμογελῶντας αὐτὴ τὴ φορά. «Ἔχεις, πάτερ, τὸ Θεὸ καὶ τὴν ἀλήθεια.
Αὐτὰ θὰ ἀκολουθήσεις». Αὐτὸ τὸ εἶπε σὲ μένα. Αὐτὸ καὶ θεωρῶ ὅτι πρέπει νὰ κάνω.
Παράλληλα, σὲ ὅλους ἐσᾶς, οἱ ὁποῖοι τὸν εἴχατε πνευματικὸ πατέρα, καὶ ἔχετε μαζευτεῖ ἐδῶ,
σᾶς εἶπε νὰ κάνετε κάποια πράγματα. Ὅσοι δὲν τὸν εἴχατε πνευματικὸ πατέρα, τὸν εἴχατε
ὡστόσο ὁδηγὸ μὲ βάση τοὺς λόγους του, καὶ παράδειγμα μὲ βάση τὶς πράξεις του. Σὲ ὅλους,
λοιπόν, ἔχει πεῖ τί πρέπει νὰ κάνουμε. Μὴν τὸν τιμᾶτε μὲ ψευτοκλάματα καὶ μὲ προσκυνήματα.
Τιμῆστε τον μὲ τὸ ἔργο. Κάντε αὐτὸ ποὺ ζητάει. Αὐτό, τοῦ ὁποίου ἡ ἔλλειψη τὸν ἔκανε νὰ
πεθάνει. Αὐτὸς δίδαξε στὴν πράξη τὴν ἀγάπη. Ἡ ἀτιμωρησία ποὺ ἐφάρμοζε, ἦταν ἀπὸ ἀγάπη.
«Ἄσε, πάτερ, μήπως κάποιος διορθωθεῖ», ἔλεγε. Αὐτὴ ἦταν ἡ ἑρμηνεία ποὺ ἔδινε. Λοιπόν,
ἐπειδὴ σὲ ὅλους σᾶς εἶπε, ὅλοι ξέρετε τί πρέπει νὰ κάνετε. Ἀκολουθῆστε αὐτὸ ποὺ σᾶς εἶπε,
καὶ ἡ ζωή μας θὰ βελτιωθεῖ. Εὔχεσθε ὑπὲρ ἀναπαύσεως αὐτοῦ καὶ ὑπὲρ σωτηρίας ἡμῶν. Ἀμήν.
Σημείωση «Θηβαϊκῆς Φωνῆς»: Προσεχῶς καὶ Θεοῦ θέλοντος, θὰ ἐκδοθεῖ ξεχωριστὸ
ἀφιέρωμα μνήμης στὸ μακαριστὸ Ποιμενάρχη μας ποὺ θὰ περιέχει πιὸ λεπτομερὴ ἔκθεση
στοιχείων περὶ τοῦ βίου, τοῦ ἔργου καὶ τῆς πολιτείας του, καθῶς καὶ μαρτυρίες τελεσθέ-
ντων θαυμάτων πρὸ καὶ μετὰ τὴν ἐκδημία του.

ΘΗΒΑ·Ι·ΚΗ ΦΩΝΗ 73
ΤΑ ΑΓΙΑ Θ Ε Ο ΦΑ Ν Ι Α
ΛΑΡΙΣΑ

ΚΑΠΠΑΡΙΑΝΑ
ΚΡΗΤΗΣ

ΘΗΒΑ ΜΥΡΤΙΕΣ
ΚΑΛΥΜΝΟΥ
ΟΒΡΥΑ ΠΑΤΡΩΝ ΜΕΣΣΗΝΙΑ

74 ΘΗΒΑ·Ι·ΚΗ ΦΩΝΗ
ΤΩΝ Ο Ρ Θ ΟΔ Ο ΞΩ Ν 2023
ΛΙΜΕΝΑ ΕΛΕΥΣΙΝΑΣ

ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ
Στὶς 10 Φεβρουαρίου ἡ Ἐκκλησία μας ἑορτάζει Τὴν 25ην Μαρτίου ἡ Ἐκκλησία μας ἑορτάζει
τὴν μνήμη τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Χαραλά- τὸν Εὐαγγελισμὸ τῆς Θεοτόκου. Πανηγύ-
μπους. Πανηγύρισε ὁ ὁμώνυμος Ἱερὸς Ναὸς στὸ ρισε ὁ ὁμώνυμος Ἱερὸς Ναὸς στὴν Ἄνω
Μεσσολόγγι Πεύκη Ἀττικῆς

ΘΗΒΑ·Ι·ΚΗ ΦΩΝΗ 75

You might also like