You are on page 1of 7

Η Villa Maurichi του Ενετικού Κτηματολογίου της Βοστίτσας:

μια απόπειρα για εξαγωγή συμπερασμάτων

Ρόδης Λοχαΐτης

Α. Γεωγραφικές επισημάνσεις

Το χωριό Μαυρίκι (Villa Maurichi) του Ενετικού κτηματολογίου της Βοστίτσας που εξετάζουμε
συμπίπτει, περίπου, με το σημερινό χωριό/οικισμό Άνω Μαυρίκι 1 του Δήμου Αιγιαλείας του Νομού
Αχαΐας, που βρίσκεται στο όρος Κωκλός 2 σε υψόμετρο 915 μ. Δεν πρέπει να το συγχέουμε με το
Κάτω Μαυρίκι (Βόβοδα), που βρίσκεται Βορειοδυτικά του αρχικού χωριού, και σε μικρότερο
υψόμετρο (περίπου 250 μ.)· αποτελεί δε, ο δεύτερος αυτός οικισμός, τη θέση που μετακινήθηκαν οι
περισσότεροι κάτοικοι του Μαυρικίου κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας (μετά το 1815). 3
Στο βόρειο τμήμα του το Μαυρίκι συνόρευε4 με το χωριό Κουνινά5 (και αυτό δεν πρέπει να
συγχέεται με το νεώτερο ομώνυμο χωριό που βρίσκεται βορειοδυτικά του παλαιότερου), μέσω του
ποταμού Σελινούντα. Στα δυτικά και στα νότια συνόρευε με την Επαρχία Καλαβρύτων. Ανατολικά
συνόρευε με το χωριό Παντελεήμονας ή Άγιος Παντελεήμονας (σημερινό χωριό Άγιος
Παντελεήμονας) και το χωριό Φτέρη (σημερινό χωριό Πτέρη). 6 Η συνοριακή γραμμή του χωριού
συνέχιζε βόρεια προς τη Μονή των Ταξιαρχών 7 για να «κλείσει» και πάλι μέσω του ποταμού
Σελινούντα στο χωριό Κουνινά.
Στο Ενετικό Disegno και Territorio μπορούμε να διακρίνουμε ότι περιμετρικά του οικισμού και
ανατολικά του βρίσκονταν οι εκτάσεις, δημόσιες και ιδιωτικές που αναφέρονταν στους καταλόγους
ordinario και particolare. Το Disegno, επίσης, σημείωνε σε μεγαλύτερη τοπογραφική κλίμακα και τις
τοποθεσίες που βρίσκονταν τα αμπέλια του χωριού. Το Territorio αποτύπωνε, εκτός της γενικής
άποψης της περιοχής του χωριού, την ακριβή χωροταξία των χωραφιών και των αμπελιών
σημειώνοντας και αυτό, όπως και το disegno, το ανάλογο χρώμα που αντιπροσώπευε το καθεστώς
κατοχής τους.

B. Catastico Ordinario

1
http://wikimapia.org/#lang=el&lat=38.146530&lon=22.031311&z=17&m=b&search=%CE%91%CE%9D
%CE%A9%20%CE%9C%CE%91%CE%A5%CE%A1%CE%99%CE%9A%CE%99
2
http://wikimapia.org/#lang=el&lat=38.232247&lon=22.128525&z=11&m=b
3
http://mavriki.eu/istoria_xwrioy.html.
4
Εδώ θα επισημανθούν μόνο τα σύνορα του χωριού που μπορούν να εντοπιστούν στους σημερινούς χάρτες
και όχι όλες οι τοποθεσίες που αναφέρονται στο ενετικό κτηματολόγιο.
5
http://wikimapia.org/#lang=el&lat=38.174107&lon=22.007890&z=15&m=b&search=%CE%BA%CE%BF
%CF%85%CE%BD%CE%B9%CE%BD%CE%B1
6
http://wikimapia.org/#lang=el&lat=38.159262&lon=22.061405&z=14&m=b&search=%CF%80%CF
%84%CE%AD%CF%81%CE%B7
7
http://wikimapia.org/#lang=el&lat=38.174807&lon=22.036128&z=17&m=b&search=%CE%BC%CE%BF
%CE%BD%CE%AE%20%CF%84%CE%B1%CE%BE%CE%B9%CE%B1%CF%81%CF%87%CF%8E%CE
%BD
Μετά από τον προσδιορισμό των γεωγραφικών ορίων του χωριού ακολουθούν πληροφορίες
σχετικές με τη συνολική του έκταση σε Στρέμματα (7.416), σε Campi Padovani (5.517 και 720 tavole)
και σε Campi Trevisani (3.708). Έπειτα, ακολουθεί ένας πίνακας που καταγράφει, στις ίδιες μονάδες
μέτρησης, τα εξής:
τις καλλιεργήσιμες περιοχές στο βουνό, τις παράκτιες περιοχές και τις κοιλάδες. Οι
καλλιεργήσιμες αυτές περιοχές στο Μαυρίκι υπολογίζονται στο 7% περίπου των συνολικών
στρεμμάτων του χωριού.
τα αμπέλια ( υπολογίζονται και σε αξινάρια (zapade= 310:21). Τα αμπέλια καλλιεργούνται
σε 77 στρέμματα και 333 tavole, που αντιπροσωπεύουν μόλις το 1,01% περίπου των συνολικών
στρεμμάτων του χωριού.
τα ορεινά βραχώδη και θαμνώδη βοσκοτόπια. Αυτά υπολογίζονται σε 3.410 στρέμματα και
αντιπροσωπεύουν το 45,98% περίπου των συνολικών στρεμμάτων του χωριού.
τα ορεινά δάση και οι κοίτες των ποταμών. Αυτά υπολογίζονται σε 2.211 στρέμματα και 510
tavole και αντιπροσωπεύουν το 30% περίπου των συνολικών στρεμμάτων του χωριού.
τις κρημνώδεις περιοχές. Αυτές υπολογίζονται σε 1.198 στρέμματα και αντιπροσωπεύουν το
16,1% περίπου των συνολικών στρεμμάτων του χωριού.
Έπειτα ακολουθεί ένας κατάλογος όπου καταγράφονται τα εξής:

εκκλησίες καλές: 1
εκκλησίες κατεστραμμένες/ εγκαταλελειμμένες: 9
σπίτια καλυμμένα με κεραμίδια: 17
σπίτια καλυμμένα με άχυρο: 29
σπίτια κατεστραμμένα/ εγκαταλελειμμένα: 8
μύλοι καλοί: 1
κρήνες: 4
μουριές: 1855
συκιές: 10
αχλαδιές: 30
καρυδιές: 2
κερασιές: 5
άλογα: 7
όνοι: 35
ζώα του αρότρου: 36
αγελάδες: 50
κατσίκια: 500
πρόβατα: 1700
κυψέλες: 80
οικογένειες: 38
Από τους καταλόγους του Οrdinario μπορούμε να επιχειρήσουμε να εξάγουμε κάποια
συμπεράσματα για το Μαυρίκι.
Οι οικογένειες που ζούσαν στο χωριό ήταν 38. Αν υποθέσουμε ότι κάθε οικογένεια αποτελούνταν
από τέσσερα ή πέντε, κατά μέσο όρο, άτομα, τότε έχουμε έναν αριθμό κατοίκων που κυμαινόταν από
150 έως 190 ανθρώπους. Ο αριθμός αυτός μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το Μαυρίκι ήταν, μάλλον,
ένα αρκετά μεγάλο ορεινό χωριό, σύμφωνα πάντα με τα πληθυσμιακά μεγέθη και πρότυπα της
εποχής της Β΄ Ενετοκρατίας.
Τα σπίτια που καλύπτονταν με κεραμίδια ήταν αρκετά, αν και περίπου τα διπλάσια καλύπτονταν
με άχυρο. Η πρώτη περίπτωση μαρτυρά ότι πολλοί κάτοικοι του χωριού ήταν τόσο εύποροι ώστε να
οικοδομούν τα σπίτια τους με πιο ακριβά υλικά, η δεύτερη, όμως, αποκαλύπτει ότι οι περισσότεροι,
μάλλον, χαρακτηρίζονταν από έλλειψη ανάλογων πόρων, αφού κατασκεύαζαν τις εστίες τους με
φτηνά υλικά, όπως για παράδειγμα το άχυρο που αναφέρεται στον κατάλογο. Επίσης, ο αριθμός των
εγκαταλελειμμένων ή κατεστραμμένων εστιών —σε αντίθεση με τις εγκαταλελειμμένες ή
κατεστραμμένες εκκλησίες— ήταν αρκετά μικρός, γεγονός που μπορεί να αποδεικνύει ότι οι κάτοικοι
του χωριού δύσκολα το εγκατέλειπαν, αφού έβρισκαν εκεί τους οικονομικούς πόρους για να ζήσουν,
ή, σε περίπτωση εποικισμού, οι νέοι κάτοικοι με την βοήθεια των Ενετικών αρχών, είχαν
ανακατασκευάσει τα περισσότερα από τα εγκαταλελειμμένα σπίτια.
Η ύπαρξη τεσσάρων κρηνών σήμαινε την αφθονία του υγρού στοιχείου στο ορεινό αυτό χωριό.
Κάθε μία κρήνη αντιστοιχούσε σε 38–47 περίπου κατοίκους —αν ο υπολογισμός μας σχετικά με τα
άτομα της κάθε οικογένειας είναι σωστός. Βέβαια το νερό των κρηνών σε αυτό το ορεινό χωριό θα
χρησίμευε και για το πότισμα των πολλών ζώων που υπήρχαν εκεί και στις υπόλοιπες εργασίες των
κατοίκων.
Η καλλιεργήσιμη γη του Μαυρικίου ως ορεινού χωριού, ήταν περιορισμένη. Τα καλλιεργήσιμα
χωράφια και αμπέλια αντιπροσώπευαν μόλις το 8% του συνολικού αριθμού των στρεμμάτων του
χωριού. Αντίθετα τα βοσκοτόπια αντιπροσώπευαν το 46% περίπου. Αν σε αυτό το ποσοστό
προστεθούν και οι δασώδεις εκτάσεις τότε το ποσοστό αυξάνεται στο 86% της όλης γης του χωριού.
Εκτός από το μικρό ποσοστό καλλιεργήσιμης γης, την κτηνοτροφική οικονομία της περιοχής
μαρτυρούν και οι μεγάλοι αριθμοί συγκεκριμένων ζώων που υπήρχαν, όπως ήταν τα 1700 πρόβατα,
τα 500 κατσίκια καθώς και οι 50 αγελάδες.
Στην ορεινή παραγωγική και οικονομική ζωή συνέβαλλε και ο αριθμός των 80 κυψελών που
προμήθευαν τον πληθυσμό με μέλι, τροφή με ιδιαίτερα υψηλή διατροφική αλλά και εμπορική αξία.
Η ύπαρξη, επίσης, αλόγων και αρκετών όνων μαρτυρά την ανάγκη που υπήρχε για υποζύγια που
χρησίμευαν όχι μόνο για τις καθημερινές ανάγκες των κατοίκων αλλά και για τις μεταφορές από και
προς το χωριό διαφόρων αγαθών. Ο ποιμενικός πληθυσμός του Μαυρικίου αναγκαζόταν να κατέβη
στα πεδινά για να πουλήσει ή να ανταλλάξει τα προϊόντα του – όπως, γάλα, τυρί, κρέας, μέλι, φύλλα
μουριάς, καθώς και να προμηθευτεί άλλα αναγκαία γι’ αυτόν αγαθά.
Γίνεται, επίσης, αναφορά και στον αριθμό των ζώων που χρησιμοποιούνται για την άροση των
χωραφιών. Μας παραδίδεται ότι υπάρχουν 36 τέτοια ζώα. Αν, όπως γράφει ο Κ. Ντόκος στην
εισαγωγή του κτηματολογίου που εξετάζουμε εδώ, 8 δεχτούμε ότι το ένα ζευγάρι αντιστοιχούσε σε
62/64 στρέμματα (1 στρέμμα = 25 x 25 βήματα), τότε τα υπάρχοντα ζευγάρια επαρκούσαν για την
άροση 1.116 στρεμμάτων περίπου. Όμως τα καλλιεργήσιμα χωράφια, όπως πληροφορούμαστε από το
catastico ordinario ήταν μόλις 518. Άρα υπήρχε υπερεπάρκεια ζώων για καλλιέργεια σε σχέση με

8
Κ. Ντόκος, Γ. Παναγόπουλος, Το Βενετικό κτηματολόγιο της Βοστίτσας, Αθήνα, σ. XLVI-XLVII, σημ. 104.
την καλλιεργήσιμη γη. Χρησίμευαν αυτά τα ζώα και σε άλλες εργασίες στις οποίες καταγίνονταν οι
κάτοικοι του Μαυρικίου; Προφανώς, αλλά η καταγραφή από τους Ενετούς ως αροτριόντα ζυγού
δημιουργεί ένα ζήτημα προς εξήγηση.
Στον ίδιο κατάλογο απαριθμούνται και τα δέντρα του χωριού. Αν εξαιρέσουμε την αναφορά σε
τέσσερα διαφορετικά είδη δέντρων που υπάρχουν σε περιορισμένο αριθμό το καθένα, ιδιαίτερο
ενδιαφέρον παρουσιάζει ο μεγάλος αριθμός των 1855 δέντρων από μουριές που υπάρχουν στο χωριό.
Η ύπαρξη μεγάλου αριθμού μουριών μπορεί να σημαίνει ότι οι κάτοικοι του Μαυρικίου ασχολούνταν
με την σηροτροφία, ή πουλούσαν τα φύλλα του συγκεκριμένου δέντρου, αφού τα φύλλα της μουριάς
αποτελούσαν την κύρια τροφή του μεταξοσκώληκα. Άλλωστε οι Βενετοί ευνόησαν την καλλιέργεια
του συγκεκριμένου δέντρου στις διάφορες περιοχές της Πελοποννήσου που κατείχαν καθώς το μετάξι
ήταν ένα από τα κύρια προϊόντα που εμπορεύονταν.

Γ. Catastico Particolare

Το catastico particolare αρχίζει με δύο καταλόγους ονομάτων που αντιστοιχούσαν στον αριθμό
των τεμαχίων γης και των αμπελιών του Disegno. Ο πρώτος κατάλογος που αντιστοιχεί στα χωράφια
περιλαμβάνει 139 εγγραφές κατόχων, και ο δεύτερος κατάλογος που αντιστοιχεί στα αμπέλια
περιλαμβάνει 242 εγγραφές κατόχων. Δηλαδή τα αμπέλια αν και πολύ λιγότερα σε στρέμματα
παρουσίαζαν μεγαλύτερη διάσπαρση σε κατόχους.
Ακολουθούν, η επεξήγηση των χρωματικών σημάνσεων του Disegno και του Τerritorio9 και οι
λεπτομερείς κατάλογοι για κάθε κάτοχο που καταγράφουν και παραπέμπουν στους αντίστοιχους
αριθμούς του πρώτου γενικού καταλόγου των κατόχων. Επίσης, καταγράφονται λεπτομερώς οι
εκτάσεις των χωραφιών και των αμπελιών που είχαν στην κατοχή τους. Πρέπει ιδιαίτερα να τονιστεί
το γεγονός ότι στη πλειοψηφία των περιπτώσεων στους καταλόγους του catastico particolare υπάρχει
αναντιστοιχία μεταξύ των καταγεγραμμένων συγκεκριμένων στρεμμάτων γης και zapade αμπελιών
που αποδίδονταν στους κατόχους και της έκτασης γης ή αμπελιών για τα οποία φαίνονταν ότι εκείνοι
διέθεταν τίτλους beneprobatum. Αυτό, σύμφωνα με τον Κ. Ντόκο οφείλεται στο ότι: « οι τίτλοι αυτοί
δεν προσκομίστηκαν από τους δικαιούχους στους τοπογράφους και απογραφείς που είχαν διενεργήσει
την χαρτογράφηση».10
Στο τέλος υπάρχουν άλλοι δύο συνοπτικοί κατάλογοι. Ο μεν πρώτος αναφέρει το σύνολο των
χωραφιών που κατέχονται με τίτλους beneprobatum, το σύνολο των χωραφιών για τα οποία δεν
υπάρχουν τίτλοι beneprobatum, το σύνολο των δημόσιων καλλιεργημένων και ακαλλιέργητων
χωραφιών, και τέλος των γενικό σύνολο των χωραφιών.11 Στο γενικό σύνολο διαπιστώνουμε ότι το 77

9
Το κίτρινο χρώμα αντιστοιχούσε σε όσα κτήματα κατέχονταν με τίτλους beneprobatum, το μαύρο χρώμα
αντιστοιχούσε σε όσα κτήματα δεν κατέχονταν με τίτλους beneprobatum, το κυανό χρώμα αντιστοιχούσε σε
όσα κτήματα κατέχονταν με χαριστική από το κράτος παραχώρηση, το μωβ χρώμα αντιστοιχούσε σε όσα
κτήματα κατέχονταν από εκκλησίες ή μοναστήρια, το κόκκινο χρώμα αντιστοιχούσε σε όσα κτήματα ήταν
δημόσια και παραχωρούνταν από αυτό χωρίς επιμίσθιο, το πράσινο χρώμα αντιστοιχούσε στα αμπέλια.
10
Κ. Ντόκος, Γ. Παναγόπουλος, ό.π., σ. LXVII.
11
«Ωστόσο η αλλαγή που δημιούργησε μία νέα εντελώς πραγματικότητα σε όλα τα επίπεδα της οικονομικής
και κοινωνικής ζωής της χώρας υπήρξε η ανατροπή του παλαιού καθεστώτος της έγγειας κτήσης και των
σχέσεων που πήγαζαν από το καθεστώς αυτό. Συγκεκριμένα όλη η γη που κατείχαν οι Οθωμανοί στην
Πελοπόννησο περιήλθε κατακτητικώ δικαιώματι στην κυριότητα του βενετικού Δημοσίου, δηλαδή θεωρήθηκαν
ότι ανήκαν στο βενετικό κράτος όλα τα εδάφη της χώρας που τη στιγμή της κατάκτησης των Βενετών δεν
αποτελούσαν ιδιοκτησία των χριστιανών.
Ποια όμως ήταν τα εδάφη αυτά και ποια ήταν τα ιδιόκτητα των χριστιανών; Οι Βενετοί για να απαντήσουν σ’
αυτό το ερώτημα επέλεξαν την εξής διαδικασία: διακήρυξαν πρώτα-πρώτα ότι αναγνωριζόταν στους παλαιούς
% των καλλιεργήσιμων χωραφιών (400 στα 518 στρέμματα και 407 tavole) ανήκουν στο δημόσιο και
μόλις το 23% (118 στρέμματα και 407 tavole στα 518 στρέμματα και 407 tavole) ανήκει σε ιδιώτες.
Μόνο τρεις ιδιώτες και μία εκκλησία κατέχουν γη και αμπέλια χωρίς beneprobatum (κατοχή χωρίς
τίτλους), ενώ όλα τα υπόλοιπα κατέχονται με τίτλο beneprobatum. Μεταξύ του πρώτου και του
δεύτερου καταλόγου μεσολαβεί ένας τρίτος κατάλογος ο οποίος αναφέρεται στον αριθμό των
στρεμμάτων των δημόσιων χωραφιών. Οι περιοχές αυτές στο Disegno και στο Territorio
σημειώνονται με τα γράμματα από το A έως το F. Τέλος, ακολουθεί ο δεύτερος κατάλογος ο οποίος
καταγράφει (αρχικά σε zapade-tavole και ύστερα και στις άλλες μονάδες μέτρησης) το σύνολο των
αμπελιών που κατέχονται με beneprobatum και το σύνολο των αμπελιών για τα οποία δεν υπάρχει
beneprobatum, και, τέλος, το γενικό σύνολο των αμπελιών. Από αυτά τα 76 στρέμματα και 32 tavole
κατέχονται με beneprobatum, ενώ μόλις το 1 στρέμμα και 301 tavole δεν κατέχονται με τίτλο
beneprobatum.
Στον πρώτο κατάλογο του ordinario particolare υπάρχουν δεκαεννέα ονόματα διαφορετικών
κατόχων. Οι 17 από αυτούς αντιστοιχούν σε φυσικά πρόσωπα, ενώ ως κάτοχος αναφέρεται και το
Βενετικό δημόσιο και η εκκλησία του Αγίου Νικολάου. Από τα φυσικά πρόσωπα διαπιστώνουμε ότι
οι εγγραφές αφορούν: α) τον Assimachi Dhimulopulo που αναφερόταν σε 29 εγγραφές. Οι 12 από
αυτές αφορούσαν χωράφια, ενώ οι 17 αφορούσαν αμπέλια, β) τον Anggeli Stamelopulo που
αναφερόταν σε 27 εγγραφές. Οι 12 από αυτές αφορούσαν χωράφια, ενώ οι 15 αφορούσαν αμπέλια, γ)
τον Attanassi Papadopulo που αναφερόταν σε 28 εγγραφές. Οι 9 από αυτές αφορούσαν χωράφια, ενώ
οι 19 αφορούσαν αμπέλια, δ) την Adamena Vedova που αναφερόταν σε 6 εγγραφές. Οι 2 από αυτές
αφορούσαν χωράφια, ενώ οι 4 αφορούσαν αμπέλια. Η κατοχή τόσων των χωραφιών όσο και των
αμπελιών υφίστατο χωρίς τίτλο, ε) τον Cristodulo Demignica που αναφερόταν σε 31 εγγραφές. Οι
15 από αυτές αφορούσαν χωράφια, ενώ οι 16 αφορούσαν αμπέλια, στ) τον Demitri Stavropulo που
αναφερόταν μόνο σε 2 εγγραφές. Και οι 2 αφορούσαν χωράφια, η κατοχή των οποίων υφίστατο
χωρίς τίτλο, ζ) τον Gianni tu Giorgo που αναφερόταν σε 17 εγγραφές. Οι 7 από αυτές αφορούσαν
χωράφια, ενώ οι 10 αφορούσαν αμπέλια, η) τον Gianni Polidheropulo που αναφερόταν σε 17
εγγραφές. Οι 3 από αυτές αφορούσαν χωράφια, ενώ οι 14 αφορούσαν αμπέλια, θ) τον Riga Minuti
που αναφερόταν σε 37 εγγραφές. Οι 14 από αυτές αφορούσαν χωράφια, ενώ οι 23 αφορούσαν
αμπέλια, ι) τον (Papa) Assimacchi που αναφερόταν σε 37 εγγραφές. Οι 17 από αυτές αφορούσαν
χωράφια, ενώ οι 20 αφορούσαν αμπέλια, ια) τον Polidhero Thomà που αναφερόταν σε 19 εγγραφές.
Οι 6 από αυτές αφορούσαν χωράφια, ενώ οι 13 αφορούσαν αμπέλια, ιβ) τον (Papa) Adhami Dhimula
που αναφερόταν σε 33 εγγραφές. Οι 10 από αυτές αφορούσαν χωράφια, ενώ οι 23 αφορούσαν
αμπέλια, ιγ) τον Spiglioti Cambleco που αναφερόταν σε 24 εγγραφές. Οι 10 από αυτές αφορούσαν
χωράφια, ενώ οι 14 αφορούσαν αμπέλια, ιδ) τον Todoro Cordolemi που αναφερόταν σε 33 εγγραφές.
Οι 14 από αυτές αφορούσαν χωράφια, ενώ οι 19 αφορούσαν αμπέλια, ιε) τον Vassili Sravropulo που
αναφερόταν σε 28 εγγραφές. Οι 5 από αυτές αφορούσαν χωράφια, ενώ οι 23 αφορούσαν αμπέλια,
ιστ) τον Panagioti Latta που αναφερόταν σε 1 εγγραφή που αφορούσε χωράφια, ιζ) τη Sograffo
Filaghopula που αναφερόταν σε 2 εγγραφές και αφορούσε αμπέλια. Η κατοχή των αμπελιών

κατοίκους η τυχόν υπάρχουσα ιδιοκτησία επί των γαιών και κτισμάτων και προσκάλεσαν τους δικαιούχους να
προσκομίσουν τους οθωμανικούς τίτλους ιδιοκτησίας ή ελλείψει τούτων να παρουσιάσουν δύο μάρτυρες για να
επιβεβαιώσουν ενόρκως το ιδιοκτησιακό τους δικαίωμα. Στη συνέχεια τους εκχώρησαν νέο προσωρινό τίτλο
κυριότητας, τον λεγόμενο τίτλο του “bene probatum”. Ύστερα από αυτήν την εξομάλυνση, ό,τι απέμενε στη
διάθεση των Βενετών, δηλαδή απέραντες εκτάσεις καλλιεργημένων ή ακαλλιέργητων αλλά και χέρσων γαιών
καθώς και ένας πολύ μεγάλος αριθμός αγροτικών και αστικών κτισμάτων, αποτελούσε πλέον περιουσία του
βενετικού Δημοσίου.» Κ. Ντόκος, «Απογραφή του πληθυσμού και των κτισμάτων του Άργους κατά την Β΄
Βενετοκρατία (1698)», Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού, 7 Φεβ. 2011
https://tinyurl.com/u6abppj.
υφίστατο χωρίς τίτλο. Από εκκλησίες οι εγγραφές αφορούσαν: ιη) την San Nicolo Chiesa που
αναφερόταν σε 4 εγγραφές και που αφορούσαν αμπέλια. Η κατοχή των αμπελιών υφίστατο χωρίς
τίτλο, (και στον σημερινό οικισμό σημειώνεται η ύπαρξη εκκλησίας Αγίου Νικολάου, βόρεια του
οικισμού), Τέλος, ιθ) 6 εγγραφές αναφέρονταν σε χωράφια που ανήκαν στο Βενετικό δημόσιο και
αποτελούσαν, όπως έχει ήδη επισημανθεί, τη συντριπτική έκταση της φερόμενης ως καλλιεργούμενης
γης.
Από τους 18 ιδιώτες - κατόχους χωραφιών και αμπελιών μόνο οι 4 (ποσοστό 22,2%), δεν είχαν
τίτλους κατοχής, ενώ οι υπόλοιποι τα κατείχαν με beneprobatum. Επίσης, τα 400 από τα 518 περίπου
στρέμματα που θεωρούνταν ως καλλιεργήσιμα ανήκαν στο Βενετικό δημόσιο, ενώ μόλις τα 118,
περίπου, στρέμματα ανήκαν σε ιδιώτες. Αν και δεν είναι σίγουρο ότι οι εκτάσεις αυτές τελικά
καλλιεργούνταν ή απλά αποτελούσαν μόνο εν δυνάμει καλλιεργούμενες γαίες, εύλογα μπορεί να τεθεί
το ερώτημα, γιατί οι ντόπιοι μετά τη φυγή των Οθωμανών δεν διεκδίκησαν τις εκτάσεις αυτές, αφού
ακόμα και αν δεν κατείχαν γραπτούς τίτλους, θα μπορούσαν με ένορκες βεβαιώσεις τελικά να τις
διεκδικήσουν και να τις πάρουν υπό την κατοχή τους; Η απάντηση στο ερώτημα —αν τελικά οι
εκτάσεις αυτές ήταν καλλιεργήσιμες— μπορεί να σχετίζεται και πάλι με τον ορεινό χαρακτήρα του
χωριού. Οι κάτοικοι του Μαυρικίου δεν ήταν, και δεν θα μπορούσαν να ήταν, αγρότες. Η οικονομία
τους στηριζόταν μάλλον στην κτηνοτροφία και στα παράγωγά της και όχι στην καλλιέργεια της γης.
Άρα η νομότυπη κατοχή μιας καλλιεργούμενης έκτασης δεν είχε και τόση πρακτική αξία γι’ αυτούς.
Έτσι σ’ ένα χωριό που το αποτελούσαν περίπου 150-190 κάτοικοι, μόνο οι 17 ήταν κάτοχοι γης και
είχαν νομότυπους τίτλους κατοχής για τις λιγοστές καλλιεργήσιμες ιδιωτικές εκτάσεις.
Στο γενικό ευρετήριο που παρατίθεται στο τέλος της όλης κτηματογράφησης μπορούμε να
ελέγξουμε αν υπάρχουν λάθη ή αναντιστοιχίες στις καταγραφές του με εκείνες του catastico
particolare, αν οι καταγεγραμμένοι από το particolare κάτοχοι γης έχουν στην κατοχή τους γη και σε
άλλη ή άλλες περιοχές.
Έτσι, συγκρίνοντας τον κατάλογο που περιέχει αναλυτικά τους κατόχους γης και αμπελιών του
catastico particolare του Μαυρικίου με το γενικό ευρετήριο παρατηρούμε τις εξής διαφορές: α) η
Adamena Vedova ενώ στον κατάλογο του particolare φαίνεται να κατέχει 0 στρέμματα και 245 tavole
γης στο γενικό ευρετήριο φαίνεται να μην κατέχει, επίσης ενώ στον κατάλογο του particolare φαίνεται
να κατέχει 2 zapade και 54 tavole αμπελιών στο γενικό ευρετήριο φαίνεται να κατέχει 0 zapade και
245 tavole, β) ο Gianni tu Giorgo ενώ στον κατάλογο του particolare φαίνεται να κατέχει 18 zapade
και 04 tavole αμπελιών στο γενικό ευρετήριο φαίνεται να κατέχει 18 zapade και 0 tavole, γ) ο Gianni
Polidheropoulo ενώ στον κατάλογο του particolare φαίνεται να κατέχει 17 zapade και 4 tavole
αμπελιών στο γενικό ευρετήριο φαίνεται να κατέχει 17 zapade και 7 tavole, επίσης, εκτός από τη γη
και τα αμπέλια που κατέχει στο χωριό του Μαυρικίου, κατέχει και 5 στρέμματα και 275 tavole γης
στο γειτονικό χωριό Παντελεήμονας, ενώ διαθέτει τίτλο benebrobatum για 10 στρέμματα γης στο εν
λόγω χωριό, δ) ο Riga Minuti ενώ στον κατάλογο του particolare φαίνεται να κατέχει 28 zapade και
131 tavole αμπελιών στο γενικό ευρετήριο φαίνεται να κατέχει 26 zapade και 137 tavole. Επίσης στη
περίπτωση Minuti δεν υπάρχει μόνο αναντιστοιχία μεταξύ του αριθμού των αμπελιών που κατείχε με
τίτλο benebrobatum που αναφέρoνταν στις καταγραφές του particolare αλλά υπάρχει και
αναντιστοιχία και μεταξύ αυτών και του γενικού ευρετηρίου, ε) Ο Pappa Assimacchi εκτός από τη γη
και τα αμπέλια που κατέχει στο χωριό του Μαυρικίου, κατέχει και 1 στρέμμα και 575 tavole γης στο
γειτονικό χωριό Παντελεήμονας, χωρίς τίτλο κατοχής, στ) ο Polidhero Thoma ενώ στον κατάλογο του
particolare φαίνεται να κατέχει 15 zapade και 78 tavole αμπελιών στο γενικό ευρετήριο φαίνεται να
κατέχει 17 zapade και 78 tavole, ζ) και στη περίπτωση τoυ Todoro Cormolemi δεν υπάρχει μόνο
αναντιστοιχία μεταξύ του αριθμού των αμπελιών που κατείχε με τίτλο benebrobatum που
αναφέρoνταν στις καταγραφές του particolare αλλά υπάρχει και αναντιστοιχία και μεταξύ αυτών και
του γενικού ευρετηρίου, επίσης ο Cormolemi στο γενικό ευρετήριο φαίνεται να κατέχει, χωρίς τίτλο
benebrobatum, και 1 zapade και 415 tavole αμπελιών στο χωριό Παντελεήμονας.

Συμπέρασμα

Το χωριό Μαυρίκι ήταν ένα απομακρυσμένο ορεινό χωριό με αρκετούς όμως κατοίκους. Η
οικονομία του χωριού ήταν κυρίως κτηνοτροφική, αλλά οι κάτοικοί του φαίνεται να ασχολούνται και
με την σηροτροφία – λόγω της ύπαρξης του μεγάλου αριθμού από Μουριές. Δεν υπήρχαν πολλές
καλλιεργήσιμες εκτάσεις, ενώ το μεγαλύτερο ποσοστό από αυτές άνηκε στο Βενετικό δημόσιο. Οι
ιδιώτες ιδιοκτήτες ήταν λίγοι, πάντα σε σχέση με τον συνολικό αριθμό των κατοίκων του χωριού, και
τη γη που είχαν στην κατοχή τους την κατείχαν με τίτλους, αν και συνήθως, είχαν περισσότερους από
τη γη που κατείχαν. Ιδιαίτερα μεγάλη σημασία για τους κατοίκους θα είχαν τα βοσκοτόπια, όπου θα
έβρισκαν τροφή τα ζώα τους.
Ο ορεινός χαρακτήρας του χωριού φαίνεται ότι διατήρησε τους κατοίκους στον τόπο τους και μετά
τη φυγή των Τούρκων. Αντίθετα με άλλες περιοχές της Βοστίτσας, το Μαυρίκι δεν φαίνεται να
εποικίστηκε. Τρεις μόνο κάτοικοι του Μαυρικίου κατείχαν μικρές εκτάσεις γης ή αμπέλια (με ή
χωρίς τίτλο κατοχής) σε γειτονικό χωριό (στο χωριό Παντελεήμονας), ενώ κανείς κάτοικος άλλης
περιοχής δεν κατείχε γη ή αμπέλια σε αυτό, όπως πληροφορούμαστε από το γενικό ευρετήριο. Επίσης,
αν εξαιρέσουμε και την κατοχή περιορισμένης έκτασης αμπελιών από την εκκλησία του Αγίου
Νικολάου (υπάρχει και στο σημερινό χωριό ομώνυμη εκκλησία), δεν υπάρχουν άλλες εκτάσεις που ν’
ανήκουν στην Εκκλησία, σε Μοναστήρι ή άλλο φορέα. Βέβαια, όπως ήδη έχουμε παρατηρήσει, ο
μεγαλύτερος αριθμός της καλλιεργήσιμης έκτασης ανήκει στο δημόσιο. Το ερώτημα που τίθεται είναι
γιατί μετά τη φυγή των Τούρκων οι ντόπιοι δεν προσπάθησαν να διεκδικήσουν την κατοχή των
εκτάσεων αυτών, αφού ο τρόπος που θα μπορούσαν να το κάνουν δεν ήταν ιδιαίτερα δύσκολος. Μία
απάντηση, που ήδη έχει δοθεί, είναι ότι οι ντόπιοι κτηνοτρόφοι κάτοικοι δεν ενδιαφέρονταν ν’
αποκτήσουν τίτλους κατοχής καλλιεργήσιμης γης. Μία άλλη εκδοχή μπορεί να ήταν ότι η γη αυτή
ίσως να θεωρήθηκε από το Βενετικό δημόσιο καλλιεργήσιμη, αλλά να μην ήταν. Άρα το ενδιαφέρον
από τους ντόπιους κάτοικους ήταν και πάλι μικρό.
Ο ορεινός χαρακτήρας του Μαυρικίου δημιουργούσε τις προϋποθέσεις ώστε οι κάτοικοί του να
ζουν σε μία απόσταση ασφαλείας από το διοικητικό κέντρο του εκάστοτε κατακτητή. Η εναλλαγή των
κατακτητών μπορεί να επέφερε κάθε είδους αλλαγές για τις παράλιες, τις πεδινές ή τις ημιπεδινές
περιοχές και τους κατοίκους τους, όταν αυτοί δεν μετανάστευαν με ή χωρίς τη θέλησή τους. Για τους
κατοίκους ενός ορεινού χωριού, όμως, τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Η απόσταση που τους χώριζε
από τη διοίκηση τους χάριζε έναν μεγάλο βαθμό αυτονομίας. Οι πληθυσμοί αυτοί ζώντας στο
δύσβατο τόπο και στην κλειστή κοινωνία τους αφιερώνονταν στον ποιμενικό τρόπο ζωής τους. Ο
χρόνος εδώ μάλλον κυλούσε πιο αργά και οι δομές άλλαζαν ιδιαίτερα δύσκολα.

You might also like