You are on page 1of 37

ΤΟ ΜΑΛΕΒΙΖΙ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ: ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΙ ΧΩΡΟΙ ΚΑΙ ΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ

ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΜΑΛΕΒΙΖΙΟΥ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η επαρχία Μαλεβιζίου κατέχει το βορειοδυτικό κομμάτι του νομού Ηρακλείου. Ο ορεινός


όγκος του Ψηλορείτη ορίζει την επαρχία δυτικά, το κρητικό πέλαγος και η πεδιάδα της
Μεσαράς βόρεια και νότια αντίστοιχα, ενώ από τα υψώματά της μπορεί κανείς να δει
ολόκληρη την πεδιάδα του Ηρακλείου να απλώνεται ανατολικά. Η δυνατότητα εκμετάλλευσης
του φυσικού πλούτου ενός τόπου είναι πάντα ένας από τους βασικότερους λόγους επιλογής
μίας θέσης εγκατάστασης. Η καλλιέργεια του αμπελιού και της ελιάς, η κτηνοτροφία και η
υλοτομία αποτελούσαν τις βασικότερες πηγές πλούτου των κατοίκων της περιοχής του
Μαλεβιζίου. H θέση της επαρχίας στα βόρεια παράλια της Κρήτης παρείχε επιπλέον τη
δυνατότητα ανάπτυξης του εμπορίου και παράλληλα τη δυνατότητα ελέγχου του βόρειου
άξονα επικοινωνίας της ανατολικής με τη δυτική Κρήτη και του δρόμου που συνέδεε το
Βορρά με το Νότο, δηλαδή την Κνωσό με τη Γόρτυνα και το Λιβυκό πέλαγος.

Τα αρχαιολογικά δεδομένα αποτελούν τα βασικότερα στοιχεία και πολλές φορές τα


μοναδικά τεκμήρια για την ανασύνθεση της ιστορίας ενός τόπου, όταν μάλιστα δεν υπάρχουν
γραπτές πηγές ή όταν οι πληροφορίες που αντλούμε από αυτές είναι αποσπασματικές. Οι
πρώτες επιστημονικές έρευνες ξεκίνησαν ήδη από τα τέλη του προηγούμενου αιώνα στα
πλαίσια εκτεταμένων περιοδειών των φιλάρχαιων, αλλοδαπών επιστημόνων. Το 1894 ο Ιταλός
Federico Halbherr πρώτος επεσήμανε την αρχαιολογική αξία του Πρινιά, ενώ ήδη το 1909 ο
Ιωσήφ Χατζιδάκης ξεκίνησε τις ανασκαφές στο χώρο της Τυλίσου.

Στα επόμενα εκατό και πλέον χρόνια μέχρι σήμερα συνεχίζονται ανελλιπώς οι
αρχαιολογικές έρευνες προσθέτοντας όλο και περισσότερα στοιχεία στη μελέτη της ιστορίας
του τόπου. Η παρουσία του ανθρώπου χρονολογείται από τη νεολιθική εποχή, όπως μας
αποκάλυψαν οι έρευνες στο ορεινό χωριό των Γωνιών. Η νεολιθική αυτή εγκατάσταση
εντάσσεται στο πλαίσιο της εξάπλωσης του νεολιθικού πολιτισμού σε ολόκληρη την Κρήτη,
τόσο στην ενδοχώρα, όσο και στα παράλια. Για τις περισσότερες όμως θέσεις οι πληροφορίες
είναι εξαιρετικά αποσπασματικές και ουσιαστικά η εικόνα που έχουμε για τη ζωή του

1
ανθρώπου της ύστερης νεολιθικής εποχής στην Κρήτη προέρχεται κυρίως από τις ανασκαφές
της Κνωσού. Αξιοθαύμαστα είναι τα μινωικά μέγαρα της Τυλίσου και του Σκλαβόκαμπου, τα
οποία κτίζονται παράλληλα με τα ανάκτορα της Κνωσού, της Φαιστού, των Μαλίων, της
Ζάκρου. Πρόκειται για κατοικίες πιθανόν ισχυρών γαιοκτημόνων, οι οποίοι εκμεταλλεύνται το
φυσικό πλούτο της γύρω περιοχής, αποκτούν οικονομική επιφάνεια, είναι αυτάρκεις μονάδες
και συναγωνίζονται τα ανάκτορα, τόσο στη μνηνειακή αρχιτεκτονική και διακόσμηση των
οικιών, όσο και στη χρήση πολυτελών αντικειμένων, ορισμένες μάλιστα φορές
εντυποσιακότερα από αυτά των ανακτόρων. Αποτελούν μικρά βιοτεχνικά και αγροτικά κέντρα
ανταποκρινόμενα στις απαιτήσεις του εμπορίου, το οποίο αναπτύσσεται ιδιαίτερα στα χρόνια
αυτά. Θα μπορούσαμε επομένως να μιλήσομε για “ομοσπονδιακή” οργάνωση, πάντοτε όμως
κάτω από τη σκιά των ανακτόρων.

Οι λαξευτοί θαλαμοειδείς τάφοι, που έχουν βρεθεί στο Γάζι, στο Καβροχώρι, στον
Πρινιά και αλλού αποδεικνύουν την έντονη και εκτεταμένη κατοίκηση στο τέλος της μινωικής
εποχής, μιας εποχής που χαρακτηρίζεται όμως από τη σταδιακή παρακμή. Τα ανάκτορα
καταστρέφονται για λόγους, για τους οποίους ακόμη μόνο υποθετικά μπορούμε να συζητάμε.
Μετά την καταστροφή και της Κνωσού , οι Μυκηναίοι αποκτούν τον έλεγχο στις διάφορες
αγορές καθώς και την κυριαρχία του Αιγαίου. Πολιτικά πλέον η Κρήτη, αν και σημαντική
είναι επαρχία του μυκηναϊκού κράτους. Την εικόνα της μετανακτορικής Κρήτης μας δίνει ο
Όμηρος, ο οποίος αναφέρει τον αριθμό ενενήντα (εκατό στην Ιλιάδα) για τις πόλεις του
νησιού. Παρουσιάζεται πυκνοκατοικημένο, αν και τα οικοδομικά λείψανα αυτής της περιόδου
είναι ακόμη σήμερα ελάχιστα. Το πλήθος όμως των νεκροταφείων αυτής της περιόδου με τους
λαξευτούς θαλαμοειδείς τάφους επιβεβαιώνουν την εικόνα των ομηρικών επών.

Για τα μεταγενέστερα ιστορικά χρόνια τα στοιχεία που έχουμε είναι αποσπασματικά


και αυτό επειδή πολλές από τις ανασκαφικές έρευνες δεν έχουν ακόμη ολοκληρωθεί.
Παράλληλα οι πληροφορίες που αντλούμε από τις φιλολογικές πηγές δεν επαρκούν, ώστε να
έχουμε μια ολοκληρωμένη εικόνα της ζωής των κατοίκων των ελληνορωμαϊκών χρόνων.
Γνωρίζουμε όμως ότι στα όρια της επαρχίας ιδρύθηκαν πόλεις - κράτη, αυτόνομα ή
εξαρτημένα, μερικά από τα οποία σήμερα μπορούν να ταυτιστούν με θέσεις που εν μέρει
έχουν ερευνηθεί, όπως η Απολλωνία που ταυτίζεται με την Αγία Πελαγία, η Τύλισος με το
ομώνυμο σημερινό χωριό, η Ραύκος με τον Άγιο Μύρωνα, η Πάννονα πιθανόν με τις Ασίτες (ή
με τον Άγιο Θωμά Μονοφατσίου), και η Ριζηνία με το σημερινό Πρινιά. Άλλες πόλεις που
αναφέρονται στις πηγές και πιθανότατα βρίσκονται στα όρια της επαρχίας είναι το Κύταιον,

2
που τοποθετείται στη θέση του Παλαιόκαστρου στη Ρογδιά , το Δίον και η Δουλόπολις στον
όρμο του Φόδελε και ίσως η Πάνορμος.

Στις επόμενες σελίδες θα παρουσιάσουμε βήμα προς βήμα και ακολουθώντας τους
βασικούς δρόμους επικοινωνίας, όλα όσα ο άνθρωπος στο πέρασμά του άφησε και η
μαλεβιζιώτικη γη διαφύλαξε αποδεικνύοντας τη συνέχεια της ζωής εδώ και πεντέμισι χιλιάδες
χρόνια.

ΤΥΛΙΣΟΣ - ΣΚΛΑΒΟΚΑΜΠΟΣ – ΓΩΝΙΕΣ

H Τύλισος, χωριό και κοινότητα της επαρχίας Μαλεβιζίου βρίσκεται στις ανατολικές
υπώρειες του Ψηλορείτη σε υψόμετρο 200 μ. Είναι κτισμένη σε επίπεδη κορυφή λόφου από
διλουβιανά πετρώματα (margues), τον γνωστό μας κούσκουρα ή ασπρούγα, ενώ γύρω της
απλώνεται μικρή πεδιάδα κατάφυτη από αμπελώνες και ελαιώνες. Η Τύλισος είναι από τις
λίγες αρχαίες πόλεις της Κρήτης που διατηρεί την ονομασία της έως σήμερα αναλλοίωτη. Ως
Τu-ri-so απαντάται σε πινακίδες της Γραμμικής Β γραφής.Ο άγγλος περιηγητής Robert
Pashley μόλις το 1834 πέρασε από το χωριό της Τυλίσου και μας αναφέρει: “Μία κουραστική
μάλλον κατάβαση μας έφερε εις την Τύλισσον, όπου μολονότι δεν μου ανέφεραν νομίσματα ή
άλλα αρχαία ήμουν πεπεισμένος ότι πρόκειται για τη θέση της αρχαίας Τυλίσσου”.

Το 1909 ο ιατρός-αρχαιολόγος, Ιωσήφ Χατζηδάκης ξεκίνησε τις ανασκαφές στο χώρο,


όπου τυχαία ένας χωρικός τρία χρόνια πριν κατά την διάρκεια αγροτικών εργασιών έφερε στο
φως τρεις πελώριους λέβητες, από τα σημαντικότερα σήμερα εκθέματα του Αρχαιολογικού
Μουσείου Ηρακλείου. Οι εργασίες, οι οποίες διήρκεσαν πέντε χρόνια, έως και το 1913
αποκάλυψαν σημαντικά κτίρια, τμήματα μιας ολόκληρης, ανεξερεύνητης ακόμη μινωικής
πόλης, τα οποία χρονολογούνται από την ΠΜ ΙΙ περίοδο έως και την ΥΜ ΙΙΙ. Τα κτίρια
ονομάστηκαν από τον ανασκαφέα Οικίες, αλλά ο χαρακτηρισμός αποδείχθηκε
παραπλανητικός. Τα κτίρια είναι αρκετά περίπλοκα στο σχεδιασμό τους και σίγουρα
μνημειώδη για να αποτελούν κατοικίες απλών ανθρώπων, ενώ πολλά από τα στοιχεία της
κατασκευής τους είναι χαρακτηριστικά της ανακτορικής αρχιτεκτονικής (εικ.1). Οι οικίες Α,
Β και Γ ανήκουν στη ΜΜ ΙΙΙβ - ΥΜΙα περίοδο.

Η Οικία Α (εικ.2) είναι η πρώτη που ανασκάφτηκε και η μεγαλύτερη σε διαστάσεις (35
x 22 μ.). Η είσοδος βρίσκεται στην ανατολική πλευρά, στον προθάλαμο (1), ο οποίος ορίζεται

3
δυτικά από δύο τετράγωνους πεσσούς (εικ.3). Ήταν πιθανόν υπαίθριος, ώστε να φωτίζονται
και τα υπόλοιπα δωμάτια. Στην αριστερή πλευρά του προθάλαμου υπάρχει χαμηλό διπλό
σκαλοπάτι, που ίσως επέτρεπε την άμεση πρόσβαση δια μέσου θύρας ή παραθύρου στα
δωμάτια (2-3). Σε κάθε περίπτωση από αυτό το άνοιγμα ήταν δυνατό να γίνεται οπτικός και
ακουστικός έλεγχος όσων εισέρχονταν στην οικία. Το δωμάτιο (4) σχήματος L ίσως χρησίμευε
ως κεντρική αίθουσα υποδοχής, αν και βρέθηκαν πιθάρια σε σειρά στους τοίχους, πράγμα που
σημαίνει ότι είχε χρησιμοποιηθεί και ως αποθήκη. Οι τοίχοι εδώ φαίνονται ακόμη και σήμερα
αποσαθρωμένοι, ενδεικτικό της πυρκαγιάς που κατέστρεψε το κτίριο. Η αίθουσα (4) πρόσφερε
την δυνατότητα πρόσβασης προς τρεις κατευθύνσεις, δυτικά στο κλιμακοστάσιο ανόδου (5),
βόρεια στις δύο αποθήκες (6-7) με τους τετράγωνους πεσσούς στο κέντρο και νότια στο
διάδρομο (8) που οδηγεί στα κυρίως διαμερίσματα διαμονής. Στις αποθήκες (6-7) βρέθηκαν
μεγάλα πιθάρια σε σειρά και κατά μήκος των τοίχων. Η αποθήκη (6) οδηγεί σε δεύτερο
κλιμακοστάσιο ανόδου με τριμερή διαμόρφωση (9) και σε στενόμακρο διάδρομο που φτάνει
τελικά στο δωμάτιο (10), σαφώς χώρο θρησκευτικής χρήσης, το οικιακό ιερό. Ακολουθώντας
το διάδρομο (8), στον οποίο παρατηρούνται ακόμη και σήμερα οι θέσεις των ξυλοδεσιών για
τη στερεότητα και την αντισεισμικότητα των τοίχων συναντούμε αμέσως ανατολικά την
είσοδο προς το θυρωρείο, δύο τετράγωνα δωμάτια που ενώνονται με στενό διάδρομο (2 - 3). Ο
διάδρομος (8) φέρνει στην κύρια αίθουσα της οικίας (11) (εικ.4), συγκεκριμένα σε ένα
σύστημα αιθουσών, όπου το κεντρικό δωμάτιο (11β) λειτουργεί σαν βεράντα ανάμεσα στο
δωμάτιο (11γ) και στο φωταγωγό (11α) και ως συνέχεια του διαδρόμου (8). Στο δωμάτιο (15),
αμέσως νότια του φωταγωγού υπάρχει αγωγός αποχέτευσης για τη συλλογή των νερών της
βροχής από το φωταγωγό (11α) . Το δωμάτιο (11γ) περικλείεται στις τρεις πλευρές του από 5
μικρά δωμάτια, εκ των οποίων το (12) είναι κλιμακοστάσιο με μικρή πιθανόν τουαλέτα κάτω
από τα σκαλιά (ερμηνεύεται και ως δεξαμενή καθαρμών) . Από τη μικρή βεράντα (11β)
οδηγούμαστε ξανά στο δωμάτιο (10). Πρόκειται για ένα τετράγωνο δωμάτιο, πιθανόν σκοτεινό
με τετράγωνο πεσσό στο κέντρο και πλακόστρωτο δάπεδο επιμελώς κατασκευασμένο, η
επονομαζόμενη κρύπτη των πεσσών. Μέσα στο δωμάτιο βρέθηκαν μικροί πίθοι, δύο τρίωτα
αγγεία, πήλινοι δίσκοι με οπές αναρτήσεως, ένα ιδιότυπο σκεύος, πιθανόν τράπεζα
προσφορών, μία πυραμιδική βάση διπλού πελέκεως και άφθονα οστά ζώων προερχόμενα από
τις θυσίες. Ανάμεσά τους αναγνωρίστηκαν τα οστά μικρού ταύρου, του είδους bos
primigenius, που ζούσε στην Κρήτη κατά τη μεσομινωική και υστερομινωική εποχή. Μέσα
στις κρύπτες αυτές τελούταν η λατρεία με την προσφορά θυσιών και σπονδών στη θεότητα.
Σημαντικό εύρημα του δωματίου είναι το χυτό ολοχάλκινο ειδώλιο ανδρός σε λατρευτική

4
στάση, το οποίο βρέθηκε πεσμένο από το δωμάτιο του επάνω ορόφου, προφανώς και αυτό ιερό
με κεντρικό κίονα. Τα δωμάτια (13-14) αμέσως νότια της κρύπτης αποτελούν τους
βοηθητικούς χώρους του ιερού. Εδώ βρέθηκαν οι τρεις χάλκινοι λέβητες, οι οποίοι είναι
κατασκευασμένοι από φύλλα χαλκού (ο μεγαλύτερος έχει διάμετρο 1,40 μ.) καθώς και οι
πινακίδες Γραμμικής Α γραφής, ένα χάλκινο τάλαντο και μερικά σφραγίσματα, αντικείμενα
που χαρακτηρίζουν συνήθως τα θησαυροφυλάκια. Η διάταξη των χώρων της Οικίας Α έχει
γίνει με τέτοιο τρόπο, ώστε δημιουργούνται χωριστά διαμερίσματα. Έτσι η κρύπτη των
πεσσών (10) συνδέεται με τα δύο προς νότο δωμάτια (13-14) και το μέγαρο ( 11α-β-γ) με τα
δωμάτια (12, 19-22) που το περιβάλλουν.

Η είσοδος στην Οικία Β βρίσκεται στην ανατολική πλευρά και οδηγεί στον προθάλαμο
(1) (εικ.5). Νότια του προθαλάμου βρίσκονται τα δωμάτια του θυρωρείου (2-3), βόρεια το
κλιμακοστάσιο ανόδου στον όροφο (4), ο οποίος πιθανότατα είχε την ίδια αρχιτεκτονική
διάταξη με το ισόγειο και δυτικά το δωμάτιο (5), στο οποίο ανοίγονται τρεις θύρες προς τα
υπόλοιπα δωμάτια της οικίας. Η βόρεια είσοδος οδηγεί στους χώρους (6-11), η δυτική στην
κεντρική αίθουσα (12) και η νότια σε έναν διάδρομο (13) Π-σχήματος που ελέγχει την
πρόσβαση στους χώρους (14 - 23), οι οποίοι είναι κυρίως αποθήκες. Η κεντρική αίθουσα της
οικίας είναι το δωμάτιο (12) με κιονοστοιχία, βεράντα και πλακόστρωτο δάπεδο, ενώ στα
δωμάτια (9-10) βρέθηκαν τράπεζες προσφορών. Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι τα δωμάτια (9-
10 και 12) ίσως αποτελούσαν το συγκρότημα του οικιακού ιερού.

Η Οικία Β έχει απλό ορθογώνιο σχήμα (διαστάσεων 22 x15 μ.) σε αντίθεση τόσο με
τις Οικίες Α και Β της Τυλίσου, όσο και με τις υπόλοιπες της νεοανακτορικής περιόδου που
έχουν βρεθεί στην Κρήτη. Είναι πιθανό να ήταν προσαρτημένη στην Οικία Α, δηλαδή τα δύο
σπίτια ίσως ενώνονταν με ένα είδος χαμηλής γέφυρας στο δεύτερο όροφο, η οποία θα
ενοποιούσε τα παρακείμενα κλιμακοστάσια των δύο κτιρίων. Η Οικία Β απέχει από την Οικία
Α μόλις 1,2 μ. και όσον αφορά τον ισόγειο χώρο του σπιτιού πρόκειται για μία σειρά
αποθηκών γύρω από ένα διάδρομο σχήματος Π, ο οποίος περικλείει μία κεντρική αίθουσα
επιμελώς κατασκευασμένη. Άρα θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ένα συγκρότημα πρόσθετων
αποθηκών στην Οικία Α.

Αμέσως βόρεια των Οικιών Α και Β έχει χτιστεί η Οικία Γ (εικ.6). Η είσοδος βρίσκεται
στην ανατολική πλευρά και οδηγεί, όπως και στις προηγούμενες στον προθάλαμο (1), δεξιά
του οποίου βρίσκεται το θυρωρείο (2). Ο προθάλαμος οδηγεί σε μακρύ διάδρομο (3), όπου
ανοίγονται επτά πανομοιότυπες θύρες σε σχήμα και σε μέγεθος (α-ζ) και οι οποίες ελέγχουν τις

5
πολυποίκιλες λειτουργικές ζώνες του σπιτιού. Η θύρα (α) οδηγεί στο ορθογώνιο δωμάτιο (4)
με τον τετράγωνο πεσσό στο κέντρο και το μικρό εσωτερικό χώρο (4α), ίσως το οικιακό ιερό.
Ήταν πιθανότατα σκοτεινό και διαιρείται σε δύο μέρη, το ανατολικό (4) με το πλακόστρωτο
δάπεδο και το δυτικό (4α) με το επιχρισμένο δάπεδο υπερυψωμένο κατά μία βαθμίδα.
Ανάμεσα στα ευρήματα του δωματίου διακρίνονται μία λίθινη πλάκα, που σύμφωνα με το
Νικόλαο Πλάτωνα αποτελεί βάση θρόνου και τμήματα πήλινων κεράτων καθοσιώσεως,
ενδεικτικά και τα δύο της ιερότητας του χώρου. Η θύρα (γ) οδηγεί στη σκάλα ανόδου, κάτω
από την οποία πιθανόν είχε διαμορφωθεί μικρή τουαλέτα. Οι θύρες (δ-ε) οδηγούν σε μια σειρά
αποθηκών (5-8) με πιθάρια κατά μήκος των τοίχων, από τα οποία μερικά βρίσκονται ακόμη
και σήμερα επί τόπου. Η θύρα (στ) είναι η μόνη που προσφέρει πρόσβαση στα ιδιωτικά
διαμερίσματα διαμονής του σπιτιού. Από το διάδρομο (9) οδηγούμαστε στο δωμάτιο (10) με
την υπερυψωμένη εστία στο κέντρο και από εκεί στο γνωστό σύστημα αιθουσών της μινωικής
αρχιτεκτονικής (11α-β-γ), όπου ο χώρος (11γ) είναι ο φωταγωγός, ο χώρος (11β) ο
προθάλαμος, από τον οποίο μέσω ενός συστήματος θυρών που στηρίζονται σε δύο
τετράγωνους πεσσούς οδηγεί στην κύρια αίθουσα (11α). Οι σκάλες (12-13) οδηγούσαν στον
επάνω όροφο και το δωμάτιο (14) ήταν πιθανότατα τουαλέτα. Η χρήση των δωματίων (15-17),
στο κέντρο της οικίας παραμένει αδιευκρίνιστη, αν και τα τελευταία χρόνια έχει διατυπωθεί η
άποψη ότι ίσως εδώ βρισκόταν το οικιακό ιερό . Τέλος τα δωμάτια (18 - 19) χαρακτηρίζονται
από κάποιες ιδιαιτερότητες. Στο δωμάτιο (18) η είσοδος γινόταν από τον άνω όροφο από
κάποια μάλλον καταπακτή, ενώ το δωμάτιο (19) έχει είσοδο μόνο από την εξωτερική πλευρά
του σπιτιού, χωρίς καμία άλλη δυνατότητα επικοινωνίας με το υπόλοιπο εσωτερικό της οικίας.
Ίσως ο χώρος σχετίζεται με την ύπαρξη κατοικίδιων ζώων.

Το αρχιτεκτονικό σχέδιο της οικίας Γ διαφέρει από αυτό των υπόλοιπων δύο, αν και
χτίστηκαν την ίδια περίοδο και πιθανότατα από τον ίδιο κατασκευαστή. Η διαφορά των τριών
οικιών δεν έγκειται στα στοιχεία που συνθέτουν το αρχιτεκτονικό σχέδιο, αλλά στη διάταξη
των χώρων. Τα τρία κλιμακοστάσια της Οικίας Γ στο ισόγειο, αν και σώζονται εν μέρει,
αποδεικνύουν την ύπαρξη επάνω ορόφου, ίχνη όμως του οποίου δεν έχουν διασωθεί. Ο όροφος
θα πρέπει να ήταν κατασκευασμένος με ελαφρότερα υλικά (πήλινα τούβλα, ξύλινοι κίονες) και
με απλούστερο σχεδιασμό. Επιπλέον η θέση και η ύπαρξη των τριών κλιμακοστασίων
αποδεικνύουν και τις διαφορετικές λειτουργικές ζώνες της οικίας. Η ΒΑ σκάλα ήταν πιθανόν
μόνο για την οικογένεια και οδηγούσε στην τουαλέτα (14), η ΒΔ ήταν η κυρίως σκάλα και η
ΝΔ αφορούσε αποκλειστικά το προσωπικό, εφόσον βρισκόταν κοντά στις αποθήκες όπου θα
διατηρούσαν τις προμήθειες (κρασί, λάδι δημητριακά, κρέας και λαχανικά). Επίσης,

6
χαρακτηριστικό της οικίας Γ είναι οι πολλές εσωτερικές θύρες, η ύπαρξη των οποίων
συμβάλλει στην εκούσια απομόνωση των ενοίκων της.

Οι τρεις οικίες της Τυλίσου είναι θεμελιωμένες πάνω στον διαμορφωμένο φυσικό
βράχο της περιοχής, τον κούσκουρα. Η κατώτερη σειρά των τοίχων, ο ορθοστάτης στηρίζεται
σε μία χαμηλή προβαλλόμενη ευθυντηρία, πάνω στην οποία οικοδομούνται οι τοίχοι. Οι
εξωτερικοί τοίχοι των κτιρίων, είναι κτισμένοι κατά το ισοδομικό σύστημα με μεγάλους
λαξευμένους ορθογώνιους λίθους από ασβεστόλιθο, η εξωτερική επιφάνεια των οποίων είναι
λειασμένη. Είναι γεγονός ότι η πρόσοψη των κτιρίων θυμίζει αυτές των ανακτόρων. Οι τοίχοι
σώζονται σε ύψος 1 - 2 μ. και το πάχος τους κυμαίνεται από 0,70 - 1 μ. Οι εσωτερικοί
διαχωριστικοί τοίχοι, οι οποίοι σώζονται σε ύψος ανάλογο με αυτό των εξωτερικών, έχουν
μικρότερο πάχος και είναι κατασκευασμένοι από αργούς λίθους και χώμα. Στην κατασκευή
των τοίχων οι μινωίτες χρησιμοποιούσαν ευρέως το ξύλο, κάθετα δηλαδή και οριζόντια
δοκάρια που σκοπό είχαν την περαιτέρω στήριξη των τοίχων και την διασφάλιση της
αντισεισμικότητας των κτιρίων, εφόσον οι μεγαλύτερες καταστροφές εκείνη την εποχή
οφείλονταν στους σεισμούς. Η ανώμαλη, λόγω κατασκευής εσωτερική επιφάνεια των τοίχων
επικαλυπτόταν με ένα στρώμα χώματος αναμιγμένο με άχυρα και κατόπιν επιχριόταν με ένα
λεπτό στρώμα ασβέστη. Πάνω σ’ αυτό, με την τεχνική fresco έβαφαν τους τοίχους συνήθως με
κόκκινο χρώμα, το οποίο είτε παρέμενε ως είχε ή το χρησιμοποιούσαν ως βάθος στις
τοιχογραφημένες παραστάσεις. Κομμάτια τοιχογραφιών βρέθηκαν στις οικίες της Τυλίσου,
δυστυχώς όμως σε αρκετά κακή κατάσταση, ώστε να είναι δυνατή έστω μία υποτυπώδης
ανασύνθεσή τους.

Τα δάπεδα των δωματίων κατασκευάζονταν ανάλογα τη σπουδαιότητα του χώρου.


Έτσι οι κύριες αίθουσες έχουν συνήθως πλακόστρωτα δάπεδα, ενώ οι αποθήκες δάπεδα
κατασκευασμένα από πατημένο χώμα ή τον ελαφρά διαμορφωμένο φυσικό βράχο. Όσον
αφορά τη στέγαση των οικιών, γεγονός είναι ότι δε βρέθηκαν κεραμίδια κατά την διάρκεια των
ανασκαφών, αλλά ένα είδος σχιστόλιθου, η λεγόμενη λεπίδα (ή λεπιδόχωμα), η οποία μέχρι
και πριν μερικά χρόνια χρησιμοποιούταν για την κατασκευή της στέγης σε χωριά των ορεινών
περιοχών. Οι αίθουσες φωτίζονταν από τους φωταγωγούς και τα παράθυρα, ενώ οι πόρτες
συνέβαλαν τόσο στο φωτισμό όσο και στον αερισμό των χώρων. Αποδείξεις για την ύπαρξη
θυρών αποτελούν τα κατώφλια, συνήθως κατασκευασμένα από μία επιμήκη ορθογώνια πλάκα,
στην οποία πολλές φορές σώζονται τα ίχνη από την περιστροφή των θυρόφυλλων, καθώς
άνοιγαν και έκλειναν. Τα θυρόφυλλα όπως και τα πλαίσια, στα οποία στηρίζονταν ήταν από
ξύλο και όπως είναι φυσικό ίχνη τους δεν μας έχουν σωθεί. Πιστεύεται ότι θα έκλειναν με

7
ξύλινους ή χάλκινους σύρτες ή μοχλούς. Ο οικισμός υδρευόταν πιθανότατα από την πηγή του
Αγίου Μάμα, όπως και το σημερινό χωριό της Τυλίσου, η οποία βρίσκεται σε απόσταση 3
περίπου χιλιομέτρων. Πήλινος αγωγός μήκους 42 μ. βρέθηκε ΒΔ της Οικίας Β, ενώ
παράλληλα αποκαλύφθηκαν αποχετευτικοί αγωγοί, όπως στο δωμάτιο (15) της Οικίας Α για
την απορροή των νερών κυρίως των βρόχινων από τους εσωτερικούς υπαίθριους χώρους, τους
φωταγωγούς και τις αυλές.

Όπως έχει ήδη αναφερθεί, οι οικίες της Τυλίσου είναι αρκετά μνημειώδεις και
πολυτελείς όσον αφορά την κατασκευή τους, έτσι ώστε σε πολλά σημεία να θυμίζουν την
αρχιτεκτονική των ανακτόρων της Κνωσού, της Φαιστού, των Μαλίων κ.λ.π. Η πολυτέλειά
τους βέβαια δεν έγκειται μόνο στην αρχιτεκτονική αλλά και στη διακόσμησή τους. Ας μην
ξεχνάμε τα σπαράγματα τοιχογραφιών που έχουν βρεθεί και που δείχνουν ότι η ευμάρεια και η
εκλέπτυνση δεν ήταν προνόμιο των βασιλέων αλλά και των λιγότερο ισχυρών τοπαρχών, ενώ
δεν λείπουν και τα πολυτελή χάλκινα και λίθινα αντικείμενα που λάμπρυναν τη διαμονή των
ενοίκων τους, ενώ ακόμη και μερικά από τα πήλινα αγγεία είναι ειδικής ανακτορικής
παράδοσης (εικ.7-8). Οι οικίες και τα μέγαρα της νεοανακτορικής περιόδου πιστεύεται ότι
ήταν έδρες τοπαρχών, που είτε ήλεγχαν την παραγωγή των γύρω εύφορων περιοχών, ή την
παραγωγή οργανωμένων βιοτεχνικών εγκαταστάσεων, ή βρίσκονταν πάνω σε βασικούς
δρόμους επικοινωνίας. Η Τύλισος συγκέντρωνε και τους τρεις αυτούς παράγοντες. Πρώτον η
επικοινωνία της ανατολικής με τη δυτική Κρήτη γινόταν κυρίως, όπως ακόμη και σήμερα
μέσω της κοιλάδας Τυλίσου - Γωνιών - Αξού - Γαράζου. Στο δρόμο αυτό θα συναντήσουμε
και το μινωικό μέγαρο του Σκλαβόκαμπου, για το οποίο θα μιλήσουμε αμέσως παρακάτω.
Ιδιαίτερη φροντίδα στη διαμόρφωση των δρόμων παρατηρείται στα πλακόστρωτα τμήματα
που διασώθηκαν κυρίως στο χώρο ΝΔ της Οικίας Γ. Δεύτερον γύρω από το λόφο, πάνω στον
οποίο είναι κτισμένη η Τύλισος απλώνεται μικρή εύφορη κοιλάδα που ακόμη και σήμερα
καλλιεργείται με ελιές και αμπέλια και τέλος τα εκπληκτικής τέχνης χάλκινα αντικείμενα που
βρέθηκαν στις οικίες υποδηλώνουν ίσως τη δημιουργία τοπικής σχολής χαλκοπλαστικής. Αυτά
τα χρόνια ανθεί το μινωικό εξαγωγικό εμπόριο και οι μινωικές επαύλεις αποτελούν μικρά
βιοτεχνικά και αγροτικά κέντρα που προφανώς ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις του
εμπορίου.

Αν και η λαμπρότερη στιγμή στην ιστορία της Τυλίσου είναι αυτή των τριών οικιών
της εποχής των νέων ανακτόρων, η περιοχή κατοικείται από το τέλος της ΠΜ εποχής.
Δυστυχώς οι πληροφορίες που αντλούμε για τους κατοίκους της Τυλίσου, αυτής της πολύ
παλιάς εποχής, είναι ελάχιστες και αυτό γιατί οι κάτοικοι της επόμενης περιόδου κατέστρεψαν

8
“χωρίς οίκτο”, όπως αναφέρει στην μελέτη του ο Ι. Χατζηδάκης τα κτίσματα αυτά,
ισοπέδωσαν το χώρο και αφού δημιούργησαν άνδηρα, οικοδόμησαν τις περίφημες Οικίες Α, Β
και Γ. Η ζωή συνεχίζεται στα υστερομινωικά χρόνια. Σ’ αυτήν την περίοδο ανήκουν τα
ελάχιστα αρχιτεκτονικά λείψανα μεγάρου που αποκαλύφθηκαν 1 μέτρο πάνω από τα ερείπια
της Οικίας Γ, η κυλινδρική δεξαμενή νερού που έχει χτιστεί βόρεια της Οικίας Γ (εικ.9) και
αποτελεί τμήμα υδραγωγείου (ειδώλια λατρευτών πιθανολογούν τη θρησκευτική της χρήση),
ερείπια σπιτιών ανατολικά της Οικίας Α, καθώς και ένας θαλαμοειδής τάφος, μέσα στον οποίο
βρέθηκαν τρεις σαρκοφάγοι.

Δυτικά της Τυλίσου στην κορυφή βραχώδους και απόκρημνου υψώματος, στη θέση
Κορφή του Πύργου και Πέρα Κορφή ήρθαν στο φως λείψανα ιερού κορυφής ΜΜ Ι χρόνων
κατά τη διάρκεια των ανασκαφικών εργασιών που διεξήχθησαν από το Στυλιανό Αλεξίου το
1963. Συγκεκριμένα στην Πέρα Κορφή βρέθηκε αποθέτης αναθηματικών ειδωλίων λατρευτών
και λατρευτριών και ζώδια αναμιγμένα με στρώμα στάχτης και κομμάτια αγγείων. Στη θέση
Κορφή του Πύργου βρέθηκαν σποραδικά ειδώλια και τμήμα ζεύγους λίθινων κεράτων. Εδώ
αποκαλύφθηκε και ορθογώνιο κτίσμα με εγκάρσιο χώρισμα (διαστ. 13x4,50 μ.). Πρόκειται
προφανώς για το μινωικό ιερό, από το οποίο όμως ελάχιστα έχουν διασωθεί. Κατά τις
ανασκαφές εδώ βρέθηκαν και αντικείμενα ελληνικών χρόνων καθιστώντας πιθανή την χρήση
του ιερού και σ’ αυτά τα χρόνια.

Στις πλαγιές του ίδιου βουνού και σε υψόμετρο 460 μ. υπάρχει σπήλαιο, που οι
κάτοικοι ονομάζουν Τράπεζα. Η είσοδος του έχει πλάτος 1,20 μ. και ύψος 1,85 μ. και ανοίγει
σε μεγάλη και εντυπωσιακή αίθουσα διαστάσεων 30x16 μ. και ύψους 0,90-7 μ. Αμέσως από
την είσοδο αντικρίζει κανείς μεγάλη δίδυμη επιβλητική στήλη με μικρή κυκλική λεκάνη προ
αυτής. Χαρακτηριστικά είναι τα σταλαγμιτικά συγκροτήματα που εντυπωσιάζουν τον
επισκέπτη. Το σπήλαιο ερεύνησε πρώτος ο Ι. Χατζηδάκης και περισυνέλεξε όστρακα ΜΜ και
ΥΜ χρόνων, που τεκμηριώνουν τη λατρευτική χρήση του σπηλαίου στα μινωικά χρόνια. Από
την είσοδο του σπηλαίου είναι ορατές στα αριστερά οι οικίες της Τυλίσου, χαρακτηριστικό
των λατρευτικών χώρων αυτής της εποχής, οι οποίοι συνήθως έχουν οπτική επαφή με το χώρο
κατοικίας.

Ελάχιστα τυχαία ευρήματα από τον ευρύτερο χώρο της Τυλίσου μας πιστοποιούν την
παρουσία του ανθρώπου στο χώρο και στα μετά τα μινωικά χρόνια, όπως μια ΠΓ ταφή - καύση
νεκρού στο ΝΔ άκρο του σημερινού χωριού. Τα καμένα οστά είχαν τοποθετηθεί σε ένα
ημισφαιρικό σκυφοειδές αγγείο και ήταν κτερισμένος με ένα ψευδόστομο αμφορέα, δύο

9
πόρπες και κομμάτια σιδήρου που πιθανώς ανήκαν σε μικρό μαχαίρι. Αποσπασματικά
σωζόμενα ευρήματα ελληνορωμαϊκών χρόνων βρέθηκαν στη θέση των μινωικών οικιών και
ιδιαίτερα ΒΔ της οικίας Γ όπου ήρθε στο φως, πλακόστρωτο δάπεδο αυλής με βάσεις κιόνων,
βωμό, και περίβολο, τα οποία πιθανόν ανήκουν σε ιερό τέμενος, σύμφωνα με τον ανασκαφέα ή
κατά άλλους σε στοά. Στο δωμάτιο (17) της Οικίας Β βρέθηκαν τεμάχια παναθηναϊκού
αμφορέα μέσα σε τάφο ελληνικής εποχής. Προφανώς κάποιος κάτοικος της Τυλίσου είχε πάρει
μέρος στους Παναθηναϊκούς αγώνες και είχε γυρίσει στην πατρίδα του νικηφόρος.

Γραπτές πηγές, όπως οι επιγραφές και τα νομίσματα πιστοποιούν την ύπαρξη πόλης -
κράτους με το όνομα Τύλισος στην κλασική περίοδο, σύμμαχο πόλη ή υποτελή της Κνωσού. Η
Τύλισος, όπως η Ραύκος και η Απολλωνία ανήκαν στην ένωση της Κνωσού, τον ισχυρότερο
σχηματισμό πόλεων στην ελληνιστική περίοδο. Σε επιγραφή που βρέθηκε στο πιθανό ιερό
τέμενος (περ. 450 π.Χ) αναφέρεται η συνθήκη μεταξύ των δύο όμορων πόλεων, η οποία
επισυνάφθηκε με την παρέμβαση του Άργους πιθανόν μετά από πόλεμο μεταξύ τους. Η
ηγετική θέση της Κνωσού στην περιοχή αυτή την περίοδο διακρίνεται ήδη σε ορισμένες
λεπτομέρειες των όρων. Αργότερα και στο τέλος της Ελληνιστικής περιόδου η Τύλισος
κατακτήθηκε τελικά από την Κνωσό.

Στο δρόμο που οδηγεί από την Τύλισο στα Ανώγεια και κοντά στο χωριό Γωνιές
βρίσκεται το μινωικό μέγαρο του Σκλαβόκαμπου. Είναι χτισμένο σε μία μακρόστενη κοιλάδα
μεταξύ των βουνών του Ψηλορείτη και σε υψόμετρο 600 μ. περίπου. Γύρω του απλώνεται
μικρής έκτασης καλλιεργήσιμη γη, που τη διατρέχει μικρός ποταμός. Στη δεξιά όχθη του
ποταμού, ακριβώς στους πρόποδες του πετρώδους βουνού βρίσκεται το μέγαρο, η θέση του
οποίου προκαλεί εντύπωση λόγω του υψόμετρου και του δυσπρόσιτου της περιοχής. Όμως,
όπως και η Τύλισος έτσι και το μέγαρο του Σκλαβόκαμπου έχει κτιστεί πάνω στο βόρειο
δρόμο επικοινωνίας της κεντρικής με τη δυτική Κρήτη και επιπλέον είχε τη δυνατότητα
εκμετάλλευσης του πλούτου της περιοχής. Το εμπόριο του ξύλου και του μαλλιού των
προβάτων θα ήταν μία από τις βασικότερες πηγές πλούτου των κατοίκων του μεγάρου.

Οι ανασκαφές στο χώρο διεξήχθησαν από το Σπυρίδωνα Μαρινάτο το 1930, όταν οι


εργασίες χάραξης και κατασκευής της αμαξιτού οδού Τυλίσου - Ανωγείων έφεραν στο φως
τμήματα του κτιρίου που χρονολογείται στην ΥΜ Ιβ περίοδο (εικ.10). Αν και η πρόσοψη του
μεγάρου αντικρίζει το βορρά, η είσοδος βρίσκεται στην ανατολική πλευρά και από μία διπλή
θύρα, της οποίας σώζονται οι λίθινες βάσεις των τριών ξύλινων προφανώς παραστάδων

10
σχήματος Γ και Τ οδηγούμαστε στο μικρό διάδρομο (1). Εδώ σημειώθηκε και το
σημαντικότερο εύρημα της ανασκαφής, τα πήλινα σφραγίσματα. Πρόκειται συνολικά για 39
σφραγίσματα που βρέθηκαν όλα μαζί σε σωρό και πεσμένα από τον άνω όροφο. Είναι
διαφόρων σχημάτων και σώζουν στην πίσω πλευρά τα ίχνη των σχοινιών.

Οι μινωίτες χρησιμοποιούσαν τον πηλό, όπως πολύ αργότερα το βουλοκέρι για την
ασφάλεια των επιστολών και των δεμάτων. Τοποθετούσαν τον πηλό στον κόμπο και κατόπιν
πίεζαν τη λίθινη σφραγίδα ή το χρυσό σφραγιστικό δακτυλίδι, ώστε να αποτυπωθεί η
παράσταση. Οι σφραγίδες αποτελούσαν το μόνο τρόπο ταύτισης και προφύλαξης μιας
ιδιοκτησίας, όχι μόνο για τη σφράγιση ατομικών αντικειμένων, αλλά κυρίως για τη διακίνηση
αγαθών. Στα σφραγίσματα του Σκλαβόκαμπου έχομε διάφορες παραστάσεις, κυρίως όμως
σκηνές ταυροκαθαψίων, οι οποίες θυμίζουν τις θαυμαστές τοιχογραφίες των ανακτόρων.
Σημαντικό είναι ότι ακριβώς όμοια σφραγίσματα έχουν βρεθεί στη Ζάκρο, στην Αγία Τριάδα
και στα Γουρνιά πράγμα που σημαίνει ότι μία κεντρική αρχή βρισκόταν σε επικοινωνία με όλα
τα τοπικά κέντρα. Αν υποτεθεί ότι η κεντρική αυτή αρχή ήταν η Κνωσός, τότε η δικαιοδοσία
της έφθανε μέχρι την Αγία Τριάδα, τη Ζάκρο και φυσικά το Σκλαβόκαμπο. Δεν γνωρίζουμε
όμως τι είδους επικοινωνία ή σχέση αντιπροσωπεύουν τα σφραγίσματα. Ήταν απλώς
εμπορικής ή πραγματικής εξαρτήσεως ή άλλης φύσεως;

Τα δωμάτια (2-3) που βρίσκονται δεξιά του διαδρόμου (1) έχουν σε μεγάλο βαθμό
καταστραφεί ιδίως εξωτερικά, ώστε δε γνωρίζουμε ποια είναι η χρήση τους, αλλά πιθανότατα
πρόκειται για το θυρωρείο, όπως συμβαίνει σε γενικές γραμμές στα σπίτια της εποχής. Ο
διάδρομος (1) οδηγεί στο δωμάτιο (4), το οποίο θα ήταν η κεντρική αίθουσα του μεγάρου με
το χαρακτηριστικό πολύθυρο στη νότια πλευρά του. Εδώ βρέθηκαν τα τεμάχια του
ωραιότερου αγγείου της ανασκαφής, της μεγάλης γεφυρόστομης πρόχου διακοσμημένης με
περίτεχνες τεθλασμένες γραμμές, απομίμηση των φλεβώσεων του αλάβαστρου (εικ.11). Στο
μακρύ διάδρομο (5) ανοίγονται τέσσερις πόρτες, προς το κλιμακοστάσιο ανόδου στον επάνω
όροφο (6) και προς τα δωμάτια (7,9 και 11). Το δωμάτιο (7) είναι ο μικρός χώρος που
δημιουργείται κάτω από την σκάλα και είχε διαμορφωθεί σε τουαλέτα. Η οπή στο βάθος του
δωματίου συγκοινωνούσε με υπόγειο αγωγό που πιθανόν χυνόταν στο χείμαρρο που περνούσε
αμέσως βόρεια του μεγάρου. Το δωμάτιο (8) αμέσως ανατολικά της σκάλας χαρακτηριζόταν
από ένα λεπτό στρώμα κάρβουνου και μελανού χώματος, που κάλυπτε εξολοκλήρου το
δάπεδο. Πάνω σε αυτό ήταν τοποθετημένα άωτα κωνικά κύπελλα κατά κανόνα ανεστραμμένα.
Η παραπάνω εικόνα ίσως είναι τα απομεινάρια τελετουργικών πράξεων και γι αυτό
διατυπώθηκε η άποψη ότι εδώ βρισκόταν το οικιακό ιερό.

11
Από τα δωμάτια (9-10) δε σημειώθηκε κανένα εύρημα με αποτέλεσμα να γίνεται
δύσκολη η ταύτισή τους. Τα δωμάτια (11-12) ήταν αποθήκες, όπως αποδεικνύεται από τα
πιθάρια που βρέθηκαν κατά μήκος των τοίχων. Είναι αξιοσημείωτο ότι το δάπεδο της
αποθήκης (11) είναι χαμηλότερο 0,40 μ. περίπου από το διάδρομο (5). Ο χώρος (13) στον
οποίο εισερχόμαστε από την αποθήκη (11) είναι βεράντα με τρεις πεσσούς στο βόρειο άκρο
της. Τα δωμάτια (1-13) αποτελούν το βόρειο τμήμα του μεγάρου, το οποίο όμως δεν
επικοινωνεί εσωτερικά με το νότιο, δηλαδή τα δωμάτια (14-20). Όποιος ήθελε να προχωρήσει
σ’ αυτά τα δωμάτια έπρεπε να εξέλθει από το κτίριο και να μπει από τη δεύτερη είσοδο που
βρίσκεται στο νότιο εξωτερικό τοίχο. Ανάμεσα στο κτίριο και στο βουνό που υψώνεται
απότομα στα νότια του υπάρχει στενός χώρος-πέρασμα, όπου σώζονται ίχνη πλακόστρωσης. Η
νότια είσοδος οδηγεί στο διάδρομο (14), ο οποίος φαίνεται ότι είχε χρησιμοποιηθεί και ως
αποθήκη. Από το νότιο αυτό διάδρομο οδηγούμαστε στους χώρους (15) και (19).

Ο χώρος (15) είναι μια ευρύχωρη κεντρική αυλή που φέρει στο κέντρο τέσσερις
πεσσούς. Στη ΝΔ γωνία ο φυσικός βράχος είχε αφεθεί ακατέργαστος και γεμάτος ρωγμές.
Ήταν καλυμμένος με στρώμα μελανού χώματος (από την καύση ξύλου και τις
αποσυντεθημένες οργανικές ουσίες), ανακατεμένο με όστρακα πήλινων αγγείων. Τα δεδομένα
αυτά οδήγησαν τον ανασκαφέα στην υπόθεση ότι εδώ υπήρχε εστία και ότι ο χώρος αυτός
ήταν το μαγειρείο. Μία δεύτερη άποψη έχει διατυπωθεί από το Νικόλαο Πλάτωνα, ο οποίος
υποστήριξε ότι εδώ βρισκόταν το ιερό της οικίας. Με το χώρο (15) συνάπτεται ο χώρος (16), ο
οποίος είναι εντελώς ανοικτός, το δωμάτιο (17) στα ανατολικά, καθώς και τα δωμάτια (18-19)
στα δυτικά, τα οποία προφανώς εξυπηρετούσαν τις ανάγκες του μαγειρείου. Εδώ βρέθηκαν
μικρά αποθηκευτικά πιθάρια και εργαλεία, όπως τριπτήρας και ακόνη.

Η αρχιτεκτονική διάταξη του μεγάρου είναι ανάλογη με αυτήν των οικιών της Τυλίσου.
Διαιρείται σε τρεις λειτουργικές ζώνες, που στο μέγαρο του Σκλαβόκαμπου γίνονται επιπλέον
διακριτές από το διαφορετικό ύψος των δαπέδων, επειδή το έδαφος πάνω στο οποίο έχει
κτιστεί ανυψώνεται προοδευτικά προς το νότο και το επίπεδο δαπέδου των νότιων χώρων είναι
περίπου 1,2 μ. ψηλότερα από τα δάπεδα των βόρειων χώρων διαμονής. Τα δωμάτια (1-10)
είναι οι κύριοι χώροι διαμονής, οι χώροι (11-12) οι αποθήκες και οι (14-20) οι χώροι, όπου
εργαζόταν και έμενε το υπηρετικό προσωπικό. Η κατασκευή είναι αμελέστερη, γεγονός που
προφανώς οφείλεται στο απόκεντρο και δυσπρόσιτο της περιοχής. Εδώ δε θα συναντήσουμε
πολυτελή και εντυπωσιακά υλικά και διακοσμήσεις (ορθογυψώσεις, τοιχογραφίες), όπως στη
γειτονική Τύλισο. Όμως η διάταξη των χώρων παρουσιάζει τόσο καθαρό σχέδιο και
λειτουργικότητα που σίγουρα ανήκει σε έμπειρο και ευφυή μινωίτη αρχιτέκτονα.

12
Το μέγαρο καταστράφηκε από φωτιά, η οποία προήλθε από σεισμό. Αρχαιολόγοι μέχρι
πρότινος υποστήριζαν ότι πρόκειται για το μεγάλο σεισμό που προκλήθηκε από την έκρηξη
του ηφαιστείου της Θύρας (περί το 1450 π.Χ.) και έπληξε τις βόρειες παραλίες της Κρήτης,
θεωρία που σήμερα όμως τίθεται υπό αμφισβήτηση. Οι σεισμοί ισοπέδωσαν τα ανάκτορα, τα
μέγαρα και τις οικίες που πυρπολήθηκαν λόγω των πυρκαγιών που ακολούθησαν. Τα ίχνη της
φωτιάς είναι τόσο έντονα στα ερείπια του Σκλαβόκαμπου, ώστε σε ορισμένα σημεία οι πέτρες
των τοίχων έχουν ασβεστοποιηθεί και μερικές φορές συγχωνευθεί σε μία μάζα με το
πηλοκονίαμα σε τέτοιο βαθμό, ώστε κατά την έναρξη της ανασκαφής είχε υποτεθεί ότι
επρόκειτο για ασβεστοκάμινο.

Αν και μετά την ολοκλήρωση της ανασκαφής τα εναπομείναντα μέρη του μεγάρου και
ιδιαίτερα οι τοίχοι σώζονταν σε ικανό ύψος, δυστυχώς “καταστράφηκε ανηλεώς” κατά τη
διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, ώστε σήμερα από το περίφημο μέγαρο του
Σκλαβόκαμπου μπορεί κανείς να δει ελάχιστα. Τα τελευταία χρόνια σωστικές ανασκαφές στη
γύρω από το μέγαρο περιοχή έφεραν στο φως αξιόλογα υστερομινωικά κτίρια, οπότε
πιθανότατα εδώ πάνω υπήρχε οικισμός και όχι μία μεμονωμένη κατοίκηση.

Πάνω από το Σκλαβόκαμπο βρίσκονται οι Γωνιές, από τα τελευταία χωριά προς τα


δυτικά της επαρχίας Μαλεβιζίου και του νομού Ηρακλείου. Είναι χτισμένο στις βόρειες
υπώρειες του Ψηλορείτη, σε υψόμετρο 620 μ., στο βάθος της κοιλάδας, ανατολικά του
υψώματος Φιλιόρημος και μεταξύ των λόφων Πούπα και Ανεμόπρινος. Λόγω της θέσης του
πήρε και το όνομα Γωνιές. Εκτεταμένες ανασκαφικές έρευνες δεν έχουν διεξαχθεί στην
περιοχή, όμως αρκετές αρχαιολογικές θέσεις έχουν εντοπιστεί. Ο άνθρωπος κατοίκησε για
πρώτη φορά εδώ πάνω τα νεολιθικά χρόνια και η παρουσία του συνεχίζει να αφήνει τα
σημάδια της έως και τη ρωμαϊκή.

Στην κορυφή του απόκρημνου λόφου Φιλιόρημος που δεσπόζει και απ’ όπου είναι
ορατή η Ίδη, η Αξός, τα Ταλλαία όρη, ολόκληρη η πεδιάδα του Ηρακλείου ακόμη και η Δίκτη
αποκαλύφθηκε ένα σημαντικό “υψίβατο ιερό” κατά τη διάνοιξη θεμελίων για την οικοδόμηση
ενός μικρού ναού αφιερωμένο στον Προφήτη Ηλία. Το ιερό αποτελείται από δύο
συνεχόμενους, αμελώς χτισμένους χώρους ίσως και τρίτο. Ο ένας από τους δύο σώζει
τμήματα πλακόστρωτου δαπέδου και πιθανόν ήταν υπαίθριος. Περίπου στο κέντρο σώζονταν
δύο άνισες, όρθιες πλάκες τοποθετημένες κάθετα, πάνω στις οποίες βασιζόταν άλλη οριζόντια.
Πρόκειται για τον βωμό ή την τράπεζα προσφορών, όπως επιβεβαιώνουν και τα οστά που
βρέθηκαν τριγύρω. Μέσα και γύρω από το ιερό βρέθηκαν τα χαρακτηριστικά για ένα ιερό

13
τμήματα ειδωλίων και ζωδίων. Παρόμοια αντικείμενα υπήρχαν και μεταξύ των κοιλοτήτων και
των σχισμών του φυσικού βράχου.

Η λατρεία στα μεσομινωικά χρόνια ετελείτο στα ιερά κορυφής, στις κορυφές των
βουνών και των λόφων, απ’ όπου η θέα ήταν υποβλητική και δεσπόζουσα. Οι μινωίτες δεν
έχτισαν επιβλητικούς ναούς, όπως οι σύγχρονοί τους αιγύπτιοι και αργότερα οι έλληνες.
Διαμόρφωναν απλά το φυσικό περιβάλλον με άνδηρα και αναλημματικούς τοίχους και
εκμεταλλεύονταν στο έπακρο τη μαγεία του τοπίου. Εδώ πάνω στον απόκοσμο αυτό χώρο
λατρευόταν η Ορεία Μητέρα και συγχρόνως Πότνια Θηρών. Κατά τη διάρκεια των γιορτών
συνήθιζαν να ανάβουν μεγάλες πυρές, ορατές από μακριά, μέσα στις οποίες έριχναν ποικίλα
αναθήματα επιζητώντας την κάθαρση. Τα αναθήματα ήταν κυρίως πήλινα ειδώλια λατρευτών,
μέλη ανθρώπων, ζώδια και άλλα αντικείμενα και σκεύη, τα οποία έχουν ερμηνευθεί ως
ανάλογα με τα σημερινά τάματα.

Από τις σημαντικότερες ανακαλύψεις στην περιοχή των Γωνιών είναι η νεολιθική
εγκατάσταση μέσα στο χωριό, στη συνοικία Αρχοντικό, όπου μικρής έκτασης δοκιμαστική
ανασκαφή έφερε στο φως κτίριο με παχείς για τα δεδομένα της εποχής τοίχους. Από τα
ευρήματα διακρίνονται ένα μεγάλου μεγέθους νεολιθικό αγγείο, τμήμα σφύρας και ένα
χάλκινο εγχειρίδιο ΠΜ εποχής. Μικροί συνοικισμοί εξάλλου έχουν εντοπιστεί στις θέσεις
Άγιος Αντώνιος, Αρμί του Φούσκη, Αλώνι του Φούσκη, Σκαμνί, Ρουσοκεφάλα, Κολενιά και
Ξυδά (ή Μέση του Κάμπου). Τα επιφανειακά ευρήματα και τα διάσπαρτα όστρακα
χρονολογούν τους παραπάνω οικισμούς από τα ΠΜ ΙΙ χρόνια έως τα ΥΜ. Μεταγενέστερος
οικισμός ή ιερό των ΠΓ χρόνων υπήρχε στη θέση Κορφή της Κεριάς, απ’ όπου προέρχεται ένα
χάλκινο ειδώλιο της εποχής, ενώ στη θέση Κάνασος εντοπίστηκαν κτίρια και όστρακα
ρωμαϊκών χρόνων.

Βόρεια του χωριού Γωνιές και σε απόσταση μερικών χιλιομέτρων βρίσκεται ένα
σημαντικό σπήλαιο της Κρήτης, από άποψη φυσικού διακόσμου, το επονομαζόμενο
Μαρμαρόσπηλιος ή Χαϊνόσπηλιος, περίπου 250 μ. δυτικά του οικισμού Καμαράκι. Έχει τη
μορφή γαλαρίας, μήκους περίπου 200 μ. και εντυπωσιάζει με τις ογκώδεις στήλες, ύψους έως
και 6 μ. που κοσμούν τις αίθουσες. Μικροί και μεγάλοι σταλαγμίτες είναι διάσπαρτοι παντού
και σταλακτίτες ποικίλων σχημάτων καλύπτουν το μεγαλύτερο μέρος της οροφής. Αν και δεν
έχουν γίνει συστηματικές έρευνες έχει αναγνωριστεί η ύπαρξη οστράκων της ΠΜ, ΥΜ Ι,
ρωμαϊκής και βυζαντινής εποχής. Από το κοντινό χωριό Αστυράκι αναφέρεται η παράδοση
δύο νεολιθικών πελέκεων και η περισυλλογή οστράκων διαφόρων εποχών από τη θέση Νίφτα

14
ενώ στη θέση Λενικά του ίδιου χωριού υπάρχουν ορατά τμήματα τοίχων και πολλά όστρακα,
ενδεικτικά της παρουσίας οικισμού πιθανότατα τον 7ου αι. π.Χ.

ΓΑΖΙ - ΑΓΙΑ ΠΕΛΑΓΙΑ

Στα βόρεια παράλια της επαρχίας ο σημαντικότερος αρχαιολογικός χώρος μέχρι


σήμερα τουλάχιστον βρίσκεται στο ακρωτήρι Σούδα της Αγίας Πελαγίας. Στον όμορφο αυτό
κόλπο της Κρήτης οι ανασκαφές που ξεκίνησαν υπό τη διεύθυνση του Στυλιανού Αλεξίου
έφεραν στο φως τμήματα από τις ιδιωτικές κατοικίες και τα δημόσια κτίρια της ελληνιστικής
πόλης, η οποία σήμερα έχει ταυτιστεί με την αρχαία Απολλωνία. Οι ανασκαφές αρχικά
περιορίστηκαν στον περιβάλλοντα χώρο της μικρής εκκλησίας της Αγίας Πελαγίας.

Η σημαντικότερη αποκάλυψη ήταν το ορθογώνιο κτίριο, διαστάσεων 15 x 6,30 μ., το


οποίο με βάση τα ανασκαφικά δεδομένα ταυτίστηκε με το πρυτανείο - ανδρείο, το δημόσιο
κτίριο της πόλης (εικ.12). Η κατασκευή του είναι αρκετά προσεγμένη, όπως μαρτυρούν οι
λαξευτοί ογκόλιθοι από πωρόλιθο, τα επίχριστα με κονίαμα δάπεδα και οι επίχριστοι
εσωτερικά τοίχοι με διακόσμηση κόκκινων, λευκών και κίτρινων ζωνών. Στο εσωτερικό του
δωματίου υπήρχαν δύο τετράπλευρες εστίες που οριοθετούνταν με επεξεργασμένους
πωρόλιθους. Οι εστίες βρέθηκαν γεμάτες με στρώσεις λεπτής τέφρας, ενώ κοντά στη μία
βρέθηκε τοποθετημένος μέσα στο επίχριστο δάπεδο με τα χείλη προς τα κάτω ο λαιμός και το
στόμιο πίθου. Πρόκειται προφανώς για το σπονδικό βόθρο, ο οποίος κατά την ανασκαφή
βρέθηκε γεμάτος με άνθρακες και καμένη οργανική ύλη. Κάτω από την ελληνιστική εστία
υπήρχε άλλη που χρονολογείται στον 6ο - 5ο αι. π.Χ., ίδιας κατασκευής με τη νεώτερη και
γεμάτη με τέφρα και μικρά οστά ζώων, ασφαλώς λείψανα από την παρασκευή τροφής.
Παραπλεύρως της αρχαϊκής εστίας υπήρχε λάκκος, προφανώς ο βόθρος της παλαιότερης
αυτής φάσης. Σε ακόμη βαθύτερα στρώματα βρέθηκαν ΥΜ ΙΙΙβ τοίχοι με έντονα ίχνη καύσης
που επιβεβαιώνουν τη βίαιη καταστροφή του οικοδομήματος. Ο χώρος νότια του πρυτανείου
είχε διαμορφωθεί σε δύο επάλληλα άνδηρα από σχιστολιθικές πλάκες. Στο κατώτερο άνδηρο
υπήρχε μικρό δωμάτιο ή φυλάκιο, ενώ ανατολικά του πρυτανείου δεξαμενή και λείψανα
οχύρωσης ή μεμονωμένου πύργου.

Το πρυτανείο ήταν η έδρα του συμβουλίου των κόσμων και εδώ βρισκόταν η κοινή
εστία της πόλης. Η σημαντικότερη αρχή στην πόλη-κράτος της Κρήτης ήταν το συμβούλιο
των κόσμων, των ετήσιων δηλαδή εκπροσώπων, αρχόντων του γένους. Ανάμεσα στα

15
πολλαπλά καθήκοντά τους ήταν και η προετοιμασία των προτάσεων σε συνεργασία με τη
Βουλή για τη συνέλευση, την οποία συγκαλούσαν και προήδρευαν συλλογικά ως ανώτατοι
άρχοντες. Ακόμη ήταν υπεύθυνοι για την εκτέλεση των αποφάσεων και ήλεγχαν την απονομή
της δικαιοσύνης. Το πρυτανείο δεν ήταν μόνο ο χώρος συγκέντρωσης των δέκα κόσμων, αλλά
και των εκλεκτών ξένων και πρέσβεων που φιλοξενούνταν στο πρυτανείο με κοινή δαπάνη της
πόλης. Εδώ επίσης συνέρχονταν και τα μέλη της Βουλής, δηλαδή οι πρώην κόσμοι ή γέροντες.
Το ίδιο κτίριο στη συγκεκριμένη περίπτωση της Αγίας Πελαγίας χρησίμευε και ως ανδρείο. Αν
υποτεθεί λοιπόν ότι το πρυτανείο λειτουργούσε και ως ανδρείο, ο χώρος δηλαδή όπου
παρέχονταν τα συσσίτια, τότε ερμηνεύεται και η παρουσία των δύο εστιών. Το κτίριο δυτικά
του πρυτανείου πιθανόν ήταν το κοιμητήριο της αρχαίας πόλης. Και τούτο το κτίριο, ως
δημόσιο έχει σχετικά προσεγμένη κατασκευή με την είσοδο στη βόρεια πλευρά. Τα δύο κτίρια
χωρίζονται από μία στενωπό και μία κλίμακα 16 βαθμίδων από πλάκες σχιστόλιθου που ίσως
οδηγούσε στην είσοδο του κοιμητηρίου. Στα βαθύτερα στρώματα και αυτού του κτιρίου
βρέθηκαν ίχνη παλαιότερης κατοίκησης (αποσπασματικά σωζόμενα τμήματα κτιρίων και
κεραμική της γεωμετρικής, ΥΜ ΙΙΙ και της ΜΜ ΙΙΙ περιόδου ).

Η έρευνα αργότερα επεκτάθηκε και στον περιβάλλοντα χώρο των δημόσιων κτιρίων.
Σε διάφορα σημεία του ακρωτηρίου της Σούδας αποκαλύφθηκαν τμήματα από τις
ελληνιστικές οικίες της πόλης. Σε απόσταση 250 μ. περίπου ΒΑ του πρυτανείου ερευνήθηκαν
τρία σπίτια με δύο ή περισσότερα δωμάτια η κάθε μία. Συνήθως το κάθε σπίτι διέθετε τα κύρια
δωμάτια διαμονής, τους αποθηκευτικούς χώρους και τους χώρους πιθανόν παραμονής
κατοικίδιων ζώων. Τα περισσότερα δωμάτια ή τμήματα τους είναι λαξευμένα στο βράχο.
Όπου σταματά η λάξευση οι τοίχοι είναι χτισμένοι από σχιστόλιθο και λιγότερο από πωρόλιθο.
Η στέγη κατασκευαζόταν με κεράμους πάνω σε στρώμα μικρών σχιστολιθικών πλακών και το
δάπεδο ήταν από πατημένο χώμα ή αφηνόταν ο απλά διαμορφωμένος βράχος. Ενδιαφέρουσα
είναι ορισμένες φορές η κλιμακωτή διαβάθμιση των λαξευμένων δαπέδων που ακολουθούν
την κλίση του φυσικού βράχου. Ανάμεσα σε δύο από τις τρεις οικίες που βρέθηκαν εδώ
αφήνεται ελεύθερος χώρος, στον οποίο διακρίνεται σειρά λαξευμάτων στο φυσικό βράχο. Η
χρήση τους παραμένει αδιευκρίνιστη, αν και έχει υποτεθεί ότι είχαν αποχετευτική ή
εργαστηριακή χρήση.

Καλύτερης και περισσότερο προσεγμένης κατασκευής είναι το ένα από τα δύο σύνολα
δωματίων που αποκαλύφθηκαν δυτικά των παραπάνω οικιών στο ΝΑ κομμάτι του ακρωτηρίου
και στην άκρη της απότομης βραχώδους ακτής. Τμήμα της πόλης είναι σήμερα βυθισμένο
στον όρμο και μπορεί κάποιος να διακρίνει τα υπολείμματα των τοίχων και τα άφθονα

16
όστρακα. Το σπίτι αποτελείται από εννέα δωμάτια, ορθογώνια, με καλοχτισμένους τοίχους από
πωρόλιθο και σώζουν δάπεδο από κοκκινωπό κονίαμα ή λευκό ενισχυμένο με λεπτό βότσαλο.
Οι παραστάδες και τα κατώφλια είναι από πωρόλιθο και μάλιστα διατηρούν λείψανα των
χάλκινων στροφίγγων. Κοντά στους τοίχους και τις γωνίες των δωματίων υπάρχουν λάκκοι
ορθογώνιοι ή στρογγυλοί, λαξευμένοι στο βράχο και ορισμένοι με επιχρισμένα τοιχώματα, που
χρησίμευαν ως δεξαμενές συλλογής νερού ή άλλου υγρού ή για τη στήριξη μεγάλων πιθαριών
και οξυπύθμενων αμφορέων. Σε ένα από τα δωμάτια βρέθηκε σταφυλοπιεστήριο και σ’ ένα
δεύτερο ορθογώνιος λάκκος, αποθέτης ή κρύπτη, που περιείχε γυναικείες προτομές και
ειδώλια, ορισμένα διακοσμημένα με χρώματα όπως λευκό, μαύρο, κόκκινο και γαλάζιο καθώς
και δύο πήλινα λουλούδια κρίνου και έναν πήλινο αμφίκοιλο βωμό με ίχνη πυράς στο χείλος.

Το δεύτερο σύνολο δωματίων, 60 μ. περίπου ανατολικά του προηγούμενου αριθμεί


δώδεκα δωμάτια, επίσης ελληνιστικών χρόνων, κάπως πιο πρόχειρης όμως κατασκευής. Οι
τοίχοι είναι κατασκευασμένοι από σχιστόλιθο, τα δωμάτια παραμένουν ορθογώνια και το
δάπεδο από κονίαμα ή λεπιδόχωμα. Σ’ ένα από τα δωμάτια βρέθηκε εστία, ενώ και εδώ
υπάρχουν σε όλα σχεδόν τα δωμάτια λαξευμένοι στο βράχο λάκκοι, χρήσης ανάλογης με αυτή
που ήδη αναφέρθηκε. Δύο από τα δωμάτια αναγνωρίστηκαν ως υπόγειες αποθήκες και σ’ ένα
τρίτο πιεστήριο με αυλάκι εκροής που καταλήγει σε λάκκο ενσωματωμένο στο δάπεδο
κονιάματος. Ταφή νέου άνδρα που βρέθηκε μέσα στο σπίτι, προφανώς έγινε τυχαία μετά την
καταστροφή του οικισμού. Τα κτίρια διασχίζουν στενοί δρόμοι κατασκευασμένοι συνήθως
από μεγάλες σχιστολιθικές πλάκες. Ο σχιστόλιθος είναι ένα υλικό που χρησιμοποιείται σε
μεγάλο βαθμό στον οικισμό. Το υλικό αφθονεί στην περιοχή και πιθανότατα ο σχιστόλιθος
που είχε χρησιμοποιηθεί στα μινωικά ανάκτορα και μέγαρα προέρχεται από το χώρο της Αγίας
Πελαγίας. Η ίδια εντύπωση δημιουργείται και με τα άφθονα κομμάτια ορείας κρυστάλλου που
βρέθηκαν εδώ και είναι πιθανό ο οικισμός να ήταν κέντρο εξαγωγής και εμπορίου του
συγκεκριμένου υλικού κατά τη μινωική εποχή.

Τα ευρήματα των ανασκαφών είναι πολλά και ποικίλα. Ανάμεσά τους διακρίνονται
ορισμένες έντυπες λαβές αμφορέων, μερικές σήμερα εκτεθειμένες στο Μουσείο Ηρακλείου
που φέρουν το όνομα αρχόντων της Ρόδου και σε ορισμένες περιπτώσεις και του μήνα ,όπως
π.χ. ΕΠΙ ΑΡΜΟΣΙΛΑ ΑΓΡΙΑΝΟΥ, ΕΠΙ ΚΛΕΩΝΥΜΟΥ, ΕΠΙ ΚΛΕΩΝΥΜΟΥ ΔΕΥΤΕΡΟΥ
ΠΑΝΑΜΟΥ κ.τ.λ. Πέρα από το γεγονός της ακριβούς χρονολόγησης (είναι γνωστό ότι ο
Αρμοσίλας και ο Κλεώνυμος ήταν άρχοντες της Ρόδου το 280 - 220 και 220 - 180 π.Χ.
αντίστοιχα) μας βεβαιώνουν σήμερα ότι κατά τους ελληνιστικούς χρόνους γινόταν εισαγωγή
κρασιού από τη Ρόδο. Η σφράγιση των αμφορέων υποτίθεται ότι γινόταν για την εξασφάλιση

17
της εγγύησης σχετικά με τη χωρητικότητα των αγγείων ή και το πιθανότερο με την ποιότητα
και την ηλικία του κρασιού.

Τέλος στη συνοικία Δαίδαλος της Αγίας Πελαγίας βρέθηκε άλλο ένα ελληνιστικό
σπίτι, κατά τη διάρκεια οικοδομικών εργασιών στο ξενοδοχειακό συγκρότημα Καψή.
Σώζονται δύο δωμάτια με εσωτερικούς αποθηκετευτικούς χώρους και πιθανόν εσωτερική
αυλή. Το βορειότερο δωμάτιο είχε θεμελιωθεί πάνω σε κτίριο ΜΜ Ι - ΙΙ χρόνων. Έτσι και εδώ
αποκαλύφθηκαν τα ίχνη μινωικής κατοίκησης, όπως σχεδόν σε ολόκληρο τον ανασκαμμένο
χώρο. Η φάση όμως αυτή του μινωικού οικισμού στην Αγία Πελαγία δεν έδωσε σαφή
αρχιτεκτονικά στοιχεία, ίσως επειδή έγινε εκτεταμένη ισοπέδωση για την κατασκευή του
ελληνιστικού οικισμού ή χρησιμοποιήθηκε η ίδια υποθεμελίωση των προϊστορικών
κτισμάτων. Στη γειτονιά Πασιφάη βρέθηκαν επίσης δύο χάλκινοι αρχαϊκοί λέβητες μέσα σε
λάκκο πρόχειρα ανοιγμένο και σκεπασμένο με ορθογώνια πλάκα. Στο εσωτερικό χείλος του
ενός λέβητα διαβάζεται η αρχαϊκή επιγραφή, ΘΑΛΙΟΣ ΑΝΕΘΕΚΕ ΤΩ ΠΟΛΩΝΙ ( Θάλιος
ανέθεκεν τω Απόλλωνι ), ενώ στον πυθμένα του βρέθηκε χάλκινο ειδώλιο καθιστού λέοντα και
μία ασημένια λαβή σε σχήμα αστραγάλου. Στο σημείο ανεύρεσής τους όμως δεν εντοπίστηκαν
αρχιτεκτονικά λείψανα

Στη θέση Κλαδισός ΒΔ της Σούδας βρίσκεται το νεκροταφείο της πόλης. Εδώ είχαν
επισημανθεί από τον Arthur Evans τάφοι ΥΜ ΙΙΙ εποχής και είχε βρεθεί το γνωστό επιτύμβιο
ανάγλυφο του 5ου αι. π.Χ. (σήμερα εκτεθειμένο στο Μουσείο Ηρακλείου), όπου εικονίζεται το
ελαφρά σκυμμένο κεφάλι νεαρού τοξότη (εικ.13). Το έργο είναι κρητικής δημιουργίας με
έντονη όμως ιωνική επίδραση, ίσως από την Πάρο. Παρόλη τη γραμμική απόδοση του
σώματος αποδίδεται ο πόνος του πρόωρου θανάτου με το σκυμμένο κεφάλι και το μισάνοιχτο
στόμα του νεαρού. Από τον ίδιο χώρο περισυλλέχθηκε κατά την διάρκεια των τελευταίων
εργασιών πτωχή στήλη από σχιστόλιθο με την επιγραφή [Λ]ΥCΙΠΟC, ρωμαϊκών χρόνων
επιβεβαιώνοντας έτσι για άλλη μία φορά την ύπαρξη του νεκροταφείου στη θέση αυτή κατά
την αρχαιότητα.

Θέσεις από το υπόλοιπο βόρειο τμήμα της επαρχίας Μαλεβιζίου, στις οποίες
αναγνωρίστηκαν ίχνη ανθρώπινης εγκατάστασης είναι κοντά στους Κουμπέδες, όπου
υπάρχουν ΥΜ Ι κτίρια και στη Δόξα, κοντά στο Μάραθο, απ’ όπου έχουν κατά καιρούς
περισυλλεγεί διάφορα αντικείμενα, όπως χάλκινοι διπλοί πέλεκεις, σειρά μινωικών υφαντικών
βαρών κ.λ.π. Στην Καστροκεφάλα, μικρός λόφος κοντά στη Ρογδιά αποκαλύφθηκε η πρώτη
μινωική οχυρωμένη ακρόπολη. Η κορυφή του λόφου περικλείεται από κυκλώπειο τείχος της

18
ΥΜ ΙΙΙα-β, μέσα στο οποίο ανασκάφηκε ομάδα κτισμάτων, προφανώς η οικιστική
εγκατάσταση. Στο ψηλότερο σημείο της ακρόπολης υπάρχει επίμηκες κτίσμα, το οποίο
πιθανότατα ήταν κατάλυμα φρουράς. Μία τέτοια οχυρωμένη εγκατάσταση φανερώνει πιθανόν
την έντονη απειλή που ένιωθαν οι κάτοικοι της, είτε εξαιτίας των αγώνων των Αχαιών της
Κρήτης, είτε εξαιτίας του δωρικού κινδύνου. Ίσως πρόκειται για τους ίδιους επαπειλούμενους
κατοίκους της Αγίας Πελαγίας, οι οποίοι κατέφυγαν σε ψηλότερα και περισσότερο
απομακρυσμένα μέρη από τη θάλασσα την ίδια εποχή, δηλαδή την ΥΜ ΙΙΙα. Τρία ΥΜ αγγεία
στο Μουσείο Ηρακλείου φέρονται ως παραδόσεις κατοίκου της Αχλάδας. Δε γνωρίζομε όμως
την ακριβή θέση που βρέθηκαν, αλλά είναι πιθανόν να προέρχονται και αυτά από την Αγία
Πελαγία, όπου υπήρχε ο σύγχρονος οικισμός. Από τη Δαμάστα προέρχονται μερικά αγγεία της
κλασικής περιόδου, ενώ πληροφορίες υπάρχουν ακόμη για την ύπαρξη ρωμαϊκών καταλοίπων
στη θέση Ελληνικά του χωριού Φόδελε και στο σπήλαιο Αρκαλόσπηλιο κοντά στο χωριό
Μάραθος. Τέλος αγροικία ελληνορωμαϊκών χρόνων έχει εντοπιστεί κοντά στην περιοχή της
Δόξας.

Το Γάζι είναι μία από τις σημαντικότερες αρχαιολογικές θέσεις του βορείου τμήματος
της επαρχίας Μαλεβιζίου. Οι μέχρι τώρα έρευνες στην ευρύτερη περιοχή έχουν φέρει στο φως
κατάλοιπα ανθρώπινης παρουσίας που χρονολογούνται από την Πρωτομινωική περίοδο. Στη
θέση Μακράκη Μετόχι π.χ. βρέθηκαν αντικείμενα αυτής της εποχής (μερικά αγγεία και ένα
κυκλαδικό ειδώλιο) πιθανότατα προερχόμενα από τάφους σε προπέτασμα βράχου. Πιστεύεται
ότι στο Γάζι και συγκεκριμένα στις εκβολές του ποταμού Γαζανού, του αρχαίου Τρίτωνα,
βρισκόταν το επίνειο της μινωικής Τυλίσου. Οικοδομικά λείψανα που πιθανότατα ανήκουν σε
λιμενική εγκατάσταση των μινωιτών έχουν αποκαλυφθεί σε σχετικά πρόσφατη έρευνα σε
χαμηλό λόφο της περιοχής Αμμούδα.

Κοντά στο Γάζι και συγκεκριμένα στη θέση Μπαϊρια, αριστερά του δρόμου προς τον
Κρουσώνα βρέθηκαν τυχαία δύο πήλινα είδωλα της μινωικής θεάς, σημαντικής αρχαιολογικής
αξίας, τα οποία οδήγησαν το Σπυρίδωνα Μαρινάτο στη διερεύνηση του χώρου την άνοιξη και
το καλοκαίρι του 1936. Με το πέρας των εργασιών αποδείχθηκε ότι πρόκειται για ένα
τετράγωνο δωμάτιο, τμήμα μεγαλύτερης κατασκευής, της οποίας όμως “η πλήρης ανασκαφή
δεν ήτο δυνατή, διότι θα έπρεπε να αποζημιώσωμεν τον ιδιοκτήτην δια την καταστροφήν του
αμπελώνος ” , σύμφωνα με την ανασκαφική έκθεση.

Το εν λόγω δωμάτιο είναι ελαφρώς ακανόνιστου ορθογωνίου σχήματος, εσωτερικών


διαστάσεων 4x3 μ. περίπου, μέσα στο οποίο και πεσμένα στο δάπεδο βρέθηκαν αντικείμενα

19
σημαντικά στη μελέτη της μινωικής θρησκείας. Βρέθηκαν συνολικά πέντε πήλινα, τροχήλατα
είδωλα θεοτήτων σε πολύ καλή διατήρηση. Οι θεές πιθανότατα στέκονταν κατά μήκος του
νότιου , δυτικού και βόρειου τοίχου του δωματίου. Μία από αυτές βρέθηκε πρηνής, σχεδόν
στο μέσο του δωματίου, αλλά είναι πιθανό και αυτή να βρισκόταν όρθια στο νότιο τοίχο και
δίπλα στην περίφημη θεά των μηκώνων. Η προκειμένη θεά είναι η μεγαλύτερη σε διαστάσεις
(έχει ύψος 0,775 μ.) και ίσως η σπουδαιότερη (εικ.14). Ονομάστηκε έτσι, επειδή φέρει στο
κεφάλι στεφάνη με τρεις καρφίδες που καταλήγουν σε σφαιρική κεφαλή με ραβδώσεις και
μικρό επίθημα που αποδίδει μήκωνες (για την ακρίβεια την ωοθήκη της μήκωνος, το λεγόμενο
κεφάλι ή κωδία). Πρόκειται για την καλλιεργούμενη Μήκωνα την Υπνοφόρο (Papaver
Somniferum). Το φυτό ήταν ανέκαθεν γνωστό στην Ελλάδα και καλλιεργείται ακόμη και
σήμερα με το όνομα Ύπνος. Από εδώ εξάγεται το όπιο, γνωστό και για τις θεραπευτικές του
ιδιότητες. Στο φυτό αυτό μπορούν να αποδοθούν πολλοί συμβολισμοί, όπως της ζωής και του
πλούτου, της θεραπευτικής δυνατότητας, της ευφορίας, της ηδονικής έκστασης και κατ’
επέκταση της γονιμότητας καθώς και του ύπνου και του θανάτου. Έτσι εδώ η μινωική
Μεγάλη Θεά, η γνωστή μας θεά των όφεων παρουσιάζεται και ως θεά της μήκωνος, με όλους
τους παραπάνω συμβολισμούς, οι οποίοι αντιστοιχούν στις πολλαπλές ιδιότητες της θεάς.

Οι υπόλοιπες θεές του Γαζίου, εκτός από μία της οποίας δε σώθηκε το κεφάλι φέρουν
στο κεφάλι περιστέρια (πρόκειται για τη θεά των περιστεριών), κέρατα και δίσκους. Ιδιαιτέρως
άξιο προσοχής είναι η χειρονομία των ειδώλων, τα οποία έχουν υψωμένα τα χέρια, όπως πολύ
αργότερα η λεγόμενη Πλατυτέρα της βυζαντινής εικονογραφίας. Ο Στυλιανός Αλεξίου
αναφέρει τα εξής: “η χειρονομία αυτή δηλώνει χαιρετισμό ή ευλογία προς τους πιστούς, ή
μέσο απορροής μαγικής δύναμης από τη θεότητα ή συμβολική δήλωση της επιφάνειας της
θεάς που προέρχεται από τις χορευτικές χειρονομίες των ιερειών, οι οποίες υποδύονταν την
επιφαινόμενη θεότητα”.

Τα υπόλοιπα αντικείμενα που βρέθηκαν μαζί με τις θεές διαφωτίζουν την


προσφερόμενη στη θεά λατρεία, όπως οι κύλικες και η τράπεζα προσφορών που ήταν
τοποθετημένες δίπλα στις θεές για την προσφορά υγρών και στερεών σπονδών. Τα υπόλοιπα
αντικείμενα βρέθηκαν σκόρπια στο ανατολικό κυρίως τμήμα του δωματίου. Ανάμεσά τους
διακρίνονται και τα πήλινα σωληνοειδή σκεύη (snake tubes), που λόγω του περίεργου
σχήματος τους παραμένει εν πολλοίς αδιευκρίνιστη η χρήση τους μέχρι σήμερα.
Χαρακτηρίζονται ως καθαρά τελετουργικά σκεύη και τα συναντούμε μόνο στα μινωικά ιερά.
Πολλά δεν έχουν βάση και θυμίζουν τους πήλινους μινωικούς υδροφόρους αγωγούς, ενώ
πολλές φορές περιβάλλονται από ανάγλυφες παραστάσεις φιδιών. Ο Arthur Evans υπέθεσε ότι

20
πρόκειται για την κατοικία του ιερού ερπετού, ενώ άλλοι μελετητές έχουν διατυπώσει την
άποψη ότι είναι κάποιου είδους σκεύος υποδοχής σπονδών. Η κεραμική που βρέθηκε μαζί με
τις θεές και τα σωληνοειδή αγγεία οδήγησε στην ασφαλή χρονολόγηση του ιερού στην ΥΜ
ΙΙΙβ περίοδο.

Τυχαία το 1984 αποκαλύφθηκε στην περιοχή κοντά στο ιερό ένα ταφικό ορθογώνιο
κτίριο, μέσα στο οποίο βρέθηκαν δύο λουτηροειδείς σαρκοφάγοι, ένα πιθάρι και αρκετά
αγγεία που χρονολογούνται σε πολύ παλαιότερα χρόνια από το ιερό , δηλαδή στην ΜΜΙα
περίοδο. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η ανεύρεση πέντε κωδωνόσχημων ειδωλίων, ενώ
από τα μικροαντικείμενα ξεχωρίζουν οι λεπίδες οψιανού και ένα τρυπημένο θαλάσσιο όστρεο,
προφανώς περίαπτο. Αντίθετα στην ίδια εποχή με το ιερό ανήκουν οι πέντε τάφοι που
βρέθηκαν τόσο στην ευρύτερη περιοχή του Γαζίου (συγκεκριμένα στο Σκαφιδαρά, στην Αγία
Μαρίνα και στο χώρο νότια των πηγών του Αλμυρού), όσο και μέσα στην ίδια την πόλη.
Πρόκειται για θαλαμοειδείς λαξευμένους στο φυσικό βράχο τάφους πεταλοειδούς, κυκλικού
και ελλειψοειδούς σχήματος ή για απλά ορύγματα. Οι τάφοι περιείχαν από μια κιβωτιόσχημη
σαρκοφάγο και λίγα κτερίσματα, εκτός από τον τάφο στον Αλμυρό, ο οποίος περιείχε
τέσσερις. Είναι όλες γραπτές και διακοσμούνται κυρίως με φυτικά και γεωμετρικά θέματα
(παπυροειδή, φοίνικες, πέλεκεις, ρόδακες, σπείρες, ταινίες κ.τ.λ.).

Ενδιαφέρον παρουσιάζει η σαρκοφάγος με παράσταση πλοίου (εικ.15), η οποία σήμερα


είναι εκτεθειμένη στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου. Η απεικόνιση γίνεται με συμβατικό,
απλοϊκό και αντιφυσιοκρατικό τρόπο, σύμφωνα με τις τάσεις του μετανακτορικού ρυθμού,
αλλά όχι αυθαίρετα. Το θέμα δεν επιλέχθηκε τυχαία και ούτε είναι πιθανό ότι έχομε ειδική
περίπτωση ταφής ναυτικού, η οποία επέβαλε παράσταση από τη ζωή του, αλλά έχει ορισμένο
νόημα και συμβολίζει τη μετάβαση του νεκρού στον άλλο κόσμο, το ταξίδι του δια μέσου του
Ωκεανού προς τα νησιά των Μακάρων. Τα κτερίσματα στους παραπάνω τάφους ήταν κυρίως
αγγεία καθώς και λίγα χάλκινα και λίθινα αντικείμενα (εργαλεία, σφραγίδες κ.τ.λ.).

Δυτικά του ποταμού Αλμυρού, στο μυχό του κόλπου του Ηρακλείου και στη θέση
Ελληνικά ή Ρετζέπη εντοπίστηκαν τα ίχνη μινωικού συνοικισμού. Αν και δεν έχουν γίνει
ακόμη συστηματικές ανασκαφικές έρευνες σε ολόκληρη την περιοχή, δοκιμαστικές τομές
έφεραν στο φως τμήματα αγροτικής οικίας των ΥΜ Ι χρόνων, δυστυχώς σε πολύ κακή
κατάσταση. Το κτίριο διαιρείται εσωτερικά σε μικρότερα διαμερίσματα με διαδρόμους
πλακόστρωτους ή όχι, με δεύτερο πιθανότατα όροφο και αποχετευτικό σύστημα, ενώ ίσως
υπήρχε και οικιακό ιερό. Τα αντικείμενα που βρέθηκαν ήταν λίγα και τα αγγεία κοινά και

21
ακόσμητα. Όστρακα της νεολιθικής εποχής προερχόμενα από το χώρο της οικίας
αποδεικνύουν την κατοίκηση της περιοχής σ’ αυτά τα πολύ πρώιμα χρόνια, ενώ η ταφή τριών
νεκρών που έγινε τη ρωμαϊκή εποχή σε πρόχειρα διαμορφωμένο τάφο και με ελάχιστα
κτερίσματα φτάνει την ιστορία του συγκεκριμένου χώρου έως τα πρώτα χριστιανικά χρόνια. Η
ταφή προφανώς έγινε κατά σύμπτωση πάνω στα ερείπια της μινωικής οικίας.

Τάφοι της μεσομινωικής εποχής έχουν βρεθεί στις εκβολές του ποταμού Γαζανού και
στις θέσεις Τοπαλτί και Μηχανές. Στην τελευταία οι σαρκοφάγοι είχαν τοποθετηθεί μέσα σε
κοιλότητες του επιπολάζοντος βράχου, οι οποίες είχαν διευρυνθεί σε μικρούς θαλάμους και
ήταν προσιτοί από μία σχισμή του βράχου. Τυχαίως περισυλλεγέντα αντικείμενα, όπως ένα
πτηνόμορφο αγγείο από τα Μπαϊρια και τεμάχια πίθων με διακόσμηση μεταλλείων από το
Σκαφιδαρά επιβεβαιώνουν την ανθρώπινη παρουσία στην πρωτογεωμετρική και αρχαϊκή
εποχή, ενώ τέλος λείψανα ρωμαϊκής οικίας εντοπίστηκαν στη θέση Μηχανές, καθώς και
κεραμοσκεπείς τάφοι της ίδιας εποχής.

ΓΑΖΙ – ΚΡΟΥΣΩΝΑΣ

Στο δρόμο από το Γάζι προς τον Κρουσώνα συναντούμε τα γραφικά χωριά
Καβροχώρι, Κεραμούτσι, Κορφές και Λουτράκι. Σε όλη αυτή την περιοχή έχουν εντοπιστεί
αρκετές αρχαιολογικές θέσεις, από τις οποίες όμως λίγες έχουν ερευνηθεί συστηματικά. Έχουν
εντοπιστεί ιερά, οικισμοί ή μεμονωμένα σπίτια και νεκροταφεία της μινωικής, γεωμετρικής -
αρχαϊκής και ελληνιστικής εποχής. Στους λόφους Ξύπετρα και Μαραθοκεφάλα, γύρω από το
Καβροχώρι υπάρχει αντίστοιχα νεκροταφείο και αγροτικός οικισμός της ΥΜ ΙΙΙ περιόδου,
όπως και στην τοποθεσία Δάσος, νότια της Μαραθοκεφάλας όπου εντοπίστηκαν τα ίχνη ΥΜ
ΙΙΙβ οικισμού. Όσον αφορά τον οικισμό στο λόφο Ξύπετρα, πρόκειται για εκτεταμένη
εγκατάσταση και όπως συμπεραίνεται από τις επιφανειακές ενδείξεις ο χώρος θα πρέπει να
είχε κατοικηθεί και στα νεώτερα χρόνια, από τα γεωμετρικά έως και τα ρωμαϊκά. Όσον αφορά
τώρα το νεκροταφείο στη Μαραθοκεφάλα έχει προς το παρόν ανασκαφεί μόνο ένας τάφος και
έχουν εντοπιστεί δύο. Πρόκειται για το γνωστό τύπο της εποχής, δηλαδή το θαλαμοειδή,
ελλειψοειδούς σχήματος τάφο, ο οποίος είναι λαξευμένος στο μαλακό βράχο της περιοχής, με
βραχύ δρόμο (εικ.16). Ο συγκεκριμένος περιείχε δύο πήλινες κιβωτιόσχημες σαρκοφάγους με
σαμαρωτό κάλυμμα. Η μία περιείχε τα λείψανα μιας ταφής με το κεφάλι του νεκρού προς
νότο. Οι σαρκοφάγοι είναι κατάκοσμες με καστανόμαυρα και καστανοκόκκινα θέματα από το

22
φυσικό και ζωικό κόσμο με συμπληρωματικά μοτίβα, γεωμετρικά και συμβολικά. Σημαντική
είναι η παράσταση δίφρου άρματος στη μία από τις δύο σαρκοφάγους, επειδή ανάλογες
εικόνες είναι σπάνιες σε ταφικά μνημεία της εποχής. Πίσω από αυτή την παράσταση ίσως
κρύβονται τελετουργικές πράξεις, όπως αυτές της αλογοθυσίας και της προσφοράς άρματος
στο νεκρό ή δοξασίες, όπως αυτή της μετάβασης του νεκρού με άρμα ή πλοίο (όπως είδαμε
παραπάνω σχετικά με τη σαρκοφάγο με παράσταση πλοίου από το Γάζι) ή με τη βοήθεια
φτερών στα Ηλύσια Πεδία.

Όμοιος τάφος βρέθηκε σε λόφο ΝΔ του χωριού Μονή. Περιείχε και αυτός
κιβωτιόσχημες σαρκοφάγους με κάλυμμα, διακοσμημένες με τα γνωστά θέματα και ως
κτερίσματα στους νεκρούς λίγα πήλινα αγγεία, μία χάλκινη φιάλη, ένα επίσης χάλκινο μαχαίρι
και ένα σφραγιδόλιθο από στεατίτη. Κοντά στο Κεραμούτσι και στη θέση Καστέλι, όπου
σώζονται ελάχιστα πια τμήματα από το περίφημο βενετσιάνικο φρούριο Malvisin (απ’ όπου
και το όνομα της επαρχίας) ανασκάφηκε αποθέτης αγροτικού μινωικού ιερού της ΜΜ Ι
εποχής. Βρέθηκαν αρκετά από τα χαρακτηριστικά κωνικά κύπελλα, μία πρόχους και ένα
πήλινο ειδώλιο του τύπου του Πετσοφά. Εκτός από τις περισυλλογές και τα τυχαίως ευρεθέντα
αντικείμενα μινωικών χρόνων, τόσο στις θέσεις Καμινάκια και Αραπάκι κοντά στο χωριό
Κορφές, όσο και στις θέσεις Λεπιδόλακκος και Κεφάλια του χωριού Λουτράκι αναγνωρίστηκε
στην τοποθεσία Σωχωράκι του τελευταίου χωριού η θέση αγροτικής έπαυλης πιθανόν της ΥΜ
ΙΙΙ εποχής, απ’ όπου προήλθε αμφίστομη χάλκινη σφύρα. Σημειώνεται τέλος ότι η ονομασία
του χωριού Λουτράκι οφείλεται στα ρωμαϊκά λουτρά - θέρμες, ερείπια των οποίων σώζονται
στο Κάτω Λουτράκι.

Αν και τα λείψανα του οικισμού γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων και του
νεκροταφείου μυκηναϊκών χρόνων είχαν εντοπιστεί στην περιοχή γύρω από τον Κρουσώνα
από το 1899, ανασκαφικές έρευνες εκτεταμένης φύσεως διεξήχθησαν μόλις την περίοδο 1983-
1987 από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Ηρακλείου και την αρχαιολόγο Νότα Δημοπούλου, μετά
από διαπιστωμένες λαθρανασκαφές, αρχαιοκαπηλία και καταστροφές αρχαίων από την
καλλιέργεια. Στο λόφο Κούπος αποκαλύφθηκαν τμήματα τριών κτιρίων της αρχαϊκής εποχής
και δύο καλής διατήρησης οικημάτων της υστερογεωμετρικής - αρχαϊκής εποχής.

Τα πρώτα αποτελούνται από καλοχτισμένα, ευρύχωρα και ορθογώνια ή τετράγωνα


δωμάτια. Ορισμένα σώζουν εισόδους με λίθινες παραστάδες και κατώφλια και στο εσωτερικό
στρογγυλές βάσεις ξύλινων κιόνων για τη στήριξη της στέγης. Ένα από αυτά διέθετε
στεγασμένη αυλή, ανοιχτή προς την απότομη πλαγιά του λόφου, η οποία στηριζόταν σε δύο

23
λίθινους κίονες. Σε δύο κτίρια υπήρχε μικρός λάκκος λαξευμένος στο βράχο, γεμάτος με
μαύρο καμένο χώμα, που στο βάθος του είχε τοποθετηθεί μικρή στρογγυλή λίθινη πλάκα και
πάνω της ένα μικρό αγγείο. Πρόκειται πιθανότατα για το εγκαίνιο των σπιτιών. Τα ευρήματα
από τα δωμάτια αυτά ήταν κεραμική των αρχαϊκών χρόνων, πήλινα ειδώλια ζώων, σιδερένια
εργαλεία, σφονδύλια, ψήφοι κ.τ.λ.

Ανάλογης ποιότητας κατασκευή έχουν και τα ελαφρώς πρωιμότερα κτίρια που


βρέθηκαν εδώ. Πρόκειται για δύο επίσης καλοχτισμένα κτίσματα και καλής σχετικά
διατήρησης με τοίχους από καλοδουλεμένες και καλά αρμοσμένες πέτρες, λίθινες βάσεις
κιόνων για τη στήριξη της στέγης που ήταν κατασκευασμένη από λεπιδόχωμα. Και εδώ
βρέθηκαν τα εγκαίνια των κτιρίων, δηλαδή μικροί λάκκοι στο βραχώδες δάπεδο γεμάτοι με
αγγεία και κάρβουνα. Το ένα κτίριο βρίσκεται στο κέντρο του οικισμού και χαρακτηρίζεται
από κάποιες ιδιαιτερότητες. Έχει ανασκαφεί ένα μικρό μόνο τμήμα του, ο προθάλαμος και τα
δύο πλευρικά δωμάτια. Πλακόστρωτη αυλή εκτείνεται εξωτερικά και εμπρός από το κτίριο.
Στον προθάλαμο υπήρχε εστία και σε ένα από τα πλευρικά δωμάτια το εγκαίνιο. Στο κτίριο
έχουν αναγνωριστεί αλλεπάλληλες οικοδομικές φάσεις από τα ΥΜ ΙΙΙγ χρόνια έως και τα
αρχαϊκά. Εκτός από την πολυπληθή και διαφόρων εποχών κεραμική βρέθηκαν ικανός αριθμός
ζωδίων (βοοειδών, αλόγου, κριού), ένα ανθρώπινο ειδώλιο, αναθηματικό πλακίδιο, πήλινο
ομοίωμα τροχού άρματος, περόνες, σφονδύλια, ψήφοι, βόλια, σφαιρίδια και δισκία, καθώς και
σιδερένια και λίθινα εργαλεία. Η μελέτη ορισμένων ευρημάτων, αρχιτεκτονικών στοιχείων
(όπως η πλακόστρωτη αυλή και ο προθάλαμος με την εστία ) και λειτουργικών
χαρακτηριστικών (όπως οι λάκκοι-αποθέτες, το εγκαίνιο κ.τ.λ. ) δημιουργούν την εντύπωση
ότι το κτίριο είχε κάποια ιδιαίτερη λειτουργική χρήση, η οποία μένει να διευκρινιστεί σε
μελλοντικές ανασκαφές.

Στην περιοχή ερευνήθηκε επίσης αποθέτης των αρχαϊκών χρόνων, ο οποίος, αν και είχε
διαταραχθεί και διασκορπιστεί από τους αρχαιοκάπηλους απέδωσε σπουδαία αντικείμενα και
κυρίως τα δεκάδες ακέραια αλλά και ελλιπή πήλινα πλακίδια καθώς και τα κομμάτια από το
λαιμό ενός πιθαριού διακοσμημένο με μυθολογική παράσταση, πιθανόν σκηνή από την
Ορέστεια, ίσως το φόνο της Κλυταιμνήστρας. Στις παρυφές του λόφου Κούπος η ανεύρεση
ενός γεωμετρικού τάφου ίσως υποδεικνύει τη θέση της νεκρόπολης του οικισμού που
αποκαλύφθηκε πάνω στο λόφο. Στην τοποθεσία Κοκκινιάκω βρέθηκε τμήμα κτιρίου των
νεοανακτορικών χρόνων, που σώζεται σε σχετικά καλή κατάσταση. Δύο χιλιόμετρα περίπου
ΝΔ του λόφου Κούπος, στους ΒΔ πρόποδες του Ψηλορείτη και στη θέση με το τοπωνύμιο
Ριζοπλαγιές αποκαλύφθηκε κτίριο της ΥΜ Ι περιόδου, δυστυχώς πάλι μετά από απόπειρα

24
λαθρανασκαφής. Στο χώρο γύρω από το συγκεκριμένο κτίριο διακρίνονται ίχνη και άλλων
οικημάτων. Προφανώς εδώ έχομε συγκρότημα αγροικιών ή οικισμό που ενδιαφέρει για την
έρευνα των ορεινών γεωργοκτηνοτροφικών εγκαταστάσεων της εποχής της μινωικής ακμής.
Μερικά σποραδικά ευρήματα έχουν αποκαλυφθεί στις θέσεις Χαλέπα (παιδική ταφή σε πίθο
ΠΓ χρόνων ) και Λιβαδιώτη, απ’ όπου παραδόθηκαν θραύσματα αγγείων της πρώιμης
ανατολίζουσας εποχής, σιδερένιες λόγχες και ένα εγχειρίδιο.

ΑΝΑΤΟΛΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΜΑΛΕΒΙΖΙΟΥ

(Σταυρωμένος - Βούτες - Άγιος Μύρων - Ασίτες)

Στις επόμενες σελίδες θα γίνει σύντομη αναφορά στους αρχαιολογικούς χώρους και τις
θέσεις που μέχρι σήμερα έχουν γίνει γνωστές από το ανατολικό και νότιο τμήμα της επαρχίας,
Η εικόνα που παρουσιάζουν δεν είναι και τόσο ολοκληρωμένη, εφόσον οι πληροφορίες που
έχουμε προέρχονται από σποραδικά κυρίως ευρήματα και θέσεις που δεν έχουν ακόμη
εκτεταμένα ερευνηθεί. Μοναδική, λαμπρή εξαίρεση αποτελεί ο αρχαιολογικός χώρος του
Πρινιά, όπου οι πολύχρονες ανασκαφές έχουν δώσει πολλές και σημαντικές πληροφορίες για
την ιστορία της αρχαίας αυτής πόλης και της Κρήτης γενικότερα.

Οι αποκαλύψεις αφορούν κυρίως σε τάφους. Ο παλαιότερος έχει βρεθεί στο


Γοργολαήνη, απ’ όπου αναφέρεται η ύπαρξη κυκλικού κτιρίου, προφανώς θολωτού τάφου με
εκατοντάδες οστά και πολλά θραύσματα αγγείων των πρωτομινωικών χρόνων. Από το χωριό
Πυργού και τη θέση Καζόλα παραδόθηκαν τμήματα ΜΜ Ι κυπέλλων, ένα κεφάλι πήλινου
ειδωλίου και δύο νεολιθικοί πέλεκεις. Εδώ υπάρχουν επίσης ορατά λείψανα τοίχων, ενώ στην
περιοχή Άγιος Γεώργιος αναμοχλεύτηκε οικοδομικό υλικό που προήλθε από την καταστροφή
αγροικίας των ΥΜ Ια χρόνων. Από το Πετροκέφαλο αναφέρεται η ανεύρεση ενός ΜΜ ΙΙΙ
ταφικού πίθου και από το Σταυρωμένο μίας λάρνακας, ορισμένων ταφών σε πίθους ΜΜ ΙΙΙ
χρόνων και ρωμαϊκών οστράκων από το χώρο ΝΑ της ομώνυμης εκκλησίας. Τάφοι ΥΜ ΙΙΙ
χρόνων έχουν βρεθεί στα Σταυράκια, στα Γιοφυράκια, στο Πενταμόδι και στο Σίβα. Πρόκειται
για τάφους του γνωστού τύπου των μετανακτορικών χρόνων, όπως αυτοί που βρέθηκαν στο
Γάζι και το Καβροχώρι, δηλαδή τους θαλαμοειδείς λαξευμένους στο βράχο με σύντομο δρόμο
που συνήθως είναι κλεισμένος με φράγμα. Οι τάφοι και εδώ περιείχαν πήλινες σαρκοφάγους
διακοσμημένες με θέματα γεωμετρικά, συμβολικά και με θέματα παρμένα από τον κόσμο
των φυτών και των ζώων . Από το Σάρχο αναφέρεται η παράδοση ενός ΥΜ ΙΙΙβ αμφοροειδούς

25
κρατήρα, ο οποίος είναι διακοσμημένος με παράσταση χταποδιού και σήμερα βρίσκεται
εκτεθειμένος στο Μουσείο Ηρακλείου. Στα Γιοφυράκια, εκτός από τον υστερομινωικό τάφο
έχουν ακόμη εντοπιστεί λείψανα ταφών της γεωμετρικής περιόδου, όπως και κτίρια
ελληνορωμαϊκών χρόνων. Από τις Βούτες έχουν παραδοθεί μία μικρή πήλινη εσχάρα και
τμήμα θυμιατηρίου καθώς και πολλά θραύσματα πήλινων σαρκοφάγων ΥΜ ΙΙΙ περιόδου,
πολλά από τα οποία σώζουν γραπτή διακόσμηση με σχηματοποιημένα χταπόδια, παπυροειδή
και κυματοειδείς γραμμές. Τα τελευταία παραδόθηκαν στην Αρχαιολογική υπηρεσία από τον
Κων. Εμμ. Λυρώνη.

Στη θέση του σημερινού χωριού Άγιος Μύρων ήταν χτισμένη η αρχαία πόλη της
Ραύκου. Το χωριό, χτισμένο πάνω στην κορυφή διάσελου σε υψόμετρο 440 μ. δεσπόζει σε
ολόκληρη την επαρχία. Η θέα από εδώ είναι πανοραμική προς όλη την περιοχή που είναι
κατάφυτη από αμπελώνες. Η αρχαιότερη αναφορά που έχει σωθεί σ’ εμάς για τη Ραύκο
γίνεται από το Σκύλακα (Περίπλους, 47), ο οποίος τοποθετεί την πόλη νότια της Κνωσού και
κοντά στη Γόρτυνα. Ο Αιλιανός εξάλλου στο έργο του “Περί Ζώων” (XVII,35) διέσωσε ένα
μικρό απόσπασμα από τα “Κρητικά” του Αντήνωρα, στο οποίο αναφέρεται ένας περίεργος
μύθος για την ίδρυση της Ραύκου: “εν λόγοις κρητικοις Αντήνωρ λέγει τη των καλουμένων
Ραυκίων πόλει εκ τίνος δαιμονίου προσβολής επιφοιτησαι μελιττων σμηνος, αιπερ ουν αδονται
χαλκοειδεις, εγχριμπτούσας δέ άρα αυτοις τα κέντρα ειτα μέντοι πικρότατα λυπειν. ωνπερ ουν
εκείνους την προσβολήν ου φέροντας αναστηναι της πατρίδος και μεντοι και ες χωρον ελθείν
άλλον, και οικίσαι φιλία της μητρίδος, ίνα κρητικώς είπω, Ραυκον, ει και του χωρίου ο δαίμων
ήλαυνε αυτούς, αλλά γουν τελέως αποσπασθηναι του ονόματος ουχ υπομείναντες. λέγει δέ ο
Αντήνωρ και έτι κατά την Ιδην την κρησσαν εκείνου του γένους των μελιττων ειναι ιδάλματα,
ου πολλά μεν, ειναι δ ουν, και πικρά εντυχειν, ως εκειναι ησαν.”

Δυστυχώς ανασκαφικές έρευνες δεν έχουν γίνει, ώστε να έχουμε την ακριβή θέση, την
εικόνα και την ιστορία της πόλης αρχαιολογικά τεκμηριωμένη. Πολλά όμως όστρακα
ελληνικών και ρωμαϊκών χρόνων και πολλές λαξευμένες πέτρες, προφανώς οικοδομικό υλικό
από τα καταστραμμένα σήμερα αρχαία κτίρια βρίσκονται διάσπαρτα σε μία αρκετά μεγάλη
έκταση σε μικρό λόφο ΝΑ του χωριού. Οι μαρτυρίες που έχουμε περιορίζονται στα λιγοστά
τυχαία ευρήματα και τις παραδόσεις, όπως μία μαρμάρινη κεφαλή παιδιού σκοπαϊκής τέχνης
που σήμερα βρίσκεται στη συλλογή Γιαμαλάκη του Αρχαιολογικού Μουσείου Ηρακλείου και
μία σειρά ανάγλυφων πλακιδίων και ζωδίων προερχόμενα πιθανότατα από αποθέτη ελληνικών
χρόνων. Οι σημαντικότερες όμως μαρτυρίες για την ανασύνθεση της ιστορίας της πόλης, όσο

26
αυτή είναι δυνατή προέρχονται από τις επιγραφές και τα νομίσματα που κατά καιρούς έχουν
βρεθεί .

Η Ραύκος παρουσιάζεται πολλές φορές στην ιστορία της Κρήτης κατά την κλασική και
ελληνιστική περίοδο. Τα χρόνια αυτά το νησί μαστιζόταν από τους πολέμους μεταξύ των
πόλεων-κρατών και συχνά οι συμμαχίες άλλαζαν κάτω από το συνεχή ανταγωνισμό μεταξύ
των δύο μεγαλύτερων και ισχυρότερων πόλεων, την Κνωσό και τη Γόρτυνα επηρεάζοντας τη
ζωή και της Ραύκου. Σε επιγραφή των ελληνιστικών χρόνων αναφέρεται ότι η Ραύκος πήρε
μέρος στη συμμαχία με την Τέω το 194π.Χ. σχετικά με το δικαίωμα ασύλου στο ιερό του
Διονύσου στην Τέω. Μερικά χρόνια αργότερα, το 184π.Χ η τότε σύμμαχος πόλη Γόρτυνα
παραχώρησε στη Ραύκο τη Λύκαστο, αφού πρώτα την είχε αποσπάσει από την Κνωσό. Όμως
18 χρόνια αργότερα, το 167π.Χ η Γόρτυνα συνεργάστηκε με την Κνωσό για να την
κατακτήσουν και αφού ισοπέδωσαν την πόλη και υποδούλωσαν τον πληθυσμό της, μοίρασαν
τα εδάφη της μεταξύ τους. Η Ραύκος αναφέρεται τέλος μεταξύ των πόλεων που πήραν μέρος
στη σύναψη συμμαχίας με τον Ευμένη το Β΄, τον βασιλιά της Περγάμου, το 183 π.Χ.

Η Ραύκος υπήρξε η πατρίδα του Αγίου Μύρωνα, που γεννήθηκε εδώ στα χρόνια του
αυτοκράτορα Δεκίου, περί το 250 και πέθανε σε βαθιά γεράματα , σε ηλικία εκατό χρονών. Ο
Μύρων υπήρξε επίσκοπος Γόρτυνας και έγινε ευρύτατα γνωστός για την αρετή, τη
φιλανθρωπία και για τα θαύματά του. Η Ραύκος προς τιμήν του μετονομάστηκε αργότερα σε
Άγιο Μύρωνα.

Στη θέση Μεγάλη Βρύση αμέσως ΝΔ του χωριού έχει εν μέρει ερευνηθεί νεκροταφείο
της Μεσομινωικής Ι περιόδου. Οι ταφές εδώ είχαν γίνει σε πίθους και σαρκοφάγους, οι οποίες
κατόπιν είχαν τοποθετηθεί μέσα σε ταφικά περιφράγματα. Πρόκειται για ορθογώνια κτίσματα
με δύο ή περισσότερα δωμάτια που χαρακτηριστικό τους είναι η δυνατότητα να επεκτείνονται
χτίζοντας συνεχώς καινούρια, ορθογώνια πάντα δωμάτια, ανάλογα με τις ανάγκες. Δυστυχώς
στο νεκροταφείο του Αγίου Μύρωνα βρέθηκαν ελάχιστα και σε κακή κατάσταση τμήματα
αυτών των περιφραγμάτων.

Οι ταφικοί πίθοι διακοσμημένοι με ταινίες ή καταλιβάδες και ανάγλυφα σχοινοειδή


μοτίβα ήταν τοποθετημένοι με το στόμιο προς τα κάτω και στερεωμένοι εξωτερικά με πέτρες
σε κύκλο. Οι πήλινες σαρκοφάγοι είναι ελλειψοειδείς ή λουτηροειδείς, μερικές μάλιστα με
γραπτή διακόσμηση. Οι ταφές στα πιθάρια και τις σαρκοφάγους γίνονταν στη λεγόμενη
εμβρυακή στάση, με διπλωμένα δηλαδή τα πόδια , που έδιναν στον νεκρό πριν παγώσει.
Θάβονταν μαζί με τα προσωπικά τους αντικείμενα ή με διάφορα άλλα που πίστευαν πως θα

27
τους ήταν χρήσιμα στον άλλο κόσμο. Τα κτερίσματα που μέχρι τώρα έχουν βρεθεί εδώ είναι
φτωχά και λιγοστά, κυρίως πήλινα και μερικά λίθινα αγγεία. Χαρακτηριστικό είναι ότι
ορισμένες ταφές είχαν γίνει η μία πάνω στην άλλη, γεγονός που αποδεικνύει την εντατική
χρήση του νεκροταφείου στην αρχή τουλάχιστον των μεσομινωικών χρόνων. Από την
περιοχή του Αγίου Μύρωνα αναφέρεται τέλος η ανεύρεση ενός ΥΜ ΙΙΙ τάφου. Ο τάφος είναι
θαλαμοειδής, με δρόμο όμως ολοκληρωτικά σχεδόν καταστραμμένο. Βρέθηκαν τέσσερις
σαρκοφάγοι, από τις οποίες η μία χρησιμοποιήθηκε για παιδική ταφή και αρκετά αγγεία,
κτερίσματα στο νεκρό. Πιθανότατα υπήρχε και εδώ εκτενής ΥΜ οικισμός

Ενδιαφέρον προκαλεί η πληροφορία που περιέχεται σε ένα από τα μεταφρασμένα και


σχολιασμένα έγγραφα του Τουρκικού Αρχείου Ηρακλείου. Πρόκειται για δύο έγγραφα του
έτους 1696, στα οποία αναφέρεται η ανακάλυψη από κατοίκους του χωριού Πυργού ενός
“θησαυρού” στη θέση Κονοστάσι, στα σύνορα Πυργούς και Αγίου Μύρωνα. Σήμερα η
τοποθεσία έχει μετονομαστεί σε Άγιο Νεκτάριο, μετά την ανοικοδόμηση του ομώνυμου ναού.
Σύμφωνα με τα έγγραφα είχαν βρεθεί “δύο κιβώτια εκ κεραμοκονίας και ασβέστου, τα οποία
ήταν πλήρη νεκροκεφαλών και οστών”. Προφανώς πρόκειται για μινωική ταφή σε πήλινη
σαρκοφάγο, η οποία πιθανότατα χρονολογείται στην ΠΜ ΙΙΙ- ΜΜΙα εποχή.

Στις Ασίτες τέλος έχουν εντοπιστεί σημαντικά κατάλοιπα της ρωμαϊκής εποχής. Τα
συγκεκριμένα ευρήματα οδήγησαν ορισμένους μελετητές να ταυτίσουν τις Ασίτες με την
αρχαία πόλη Πάννονα, πόλη που σύμφωνα με τις πηγές έχασε την αυτονομία της και
προσαρτήθηκε μάλλον από τη Γόρτυνα. Στη θέση Σιναϊτα, στη ΝΔ άκρη των Κάτω Ασιτών
αποκαλύφθηκε τυχαία ορθογώνιο κτίριο με ημικυκλικές κόγχες (εικ.17). Πρόκειται για
ρωμαϊκό λουτρό, το οποίο πολύ αργότερα χρησιμοποιήθηκε ξανά, αλλά πλέον ως εκκλησία
αφιερωμένη στη χάρη της Αγίας Αικατερίνης. Το λουτρό αποτελείται από ένα ορθογώνιο
κτίριο με είσοδο στη δυτική πλευρά. Στο δάπεδο του δωματίου σώζεται τμήμα του μωσαϊκού
μαρμάρινου διακόσμου με γεωμετρικά κόκκινα, γαλάζια και άσπρα θέματα. Στις υπόλοιπες
τρεις πλευρές μικρές κλίμακες οδηγούν στις ημικυκλικές κόγχες, που είναι 1,65 μ. βαθύτερες
και σώζουν γύρω στενό θρανίο. Εξωτερικά και δυτικά του λουτρού υπάρχει δεξαμενή
αποθήκευσης νερού.

Στο ίδιο χωριό υπάρχει δεύτερο κτίριο της ίδιας εποχής, το οποίο χαρακτηρίζεται από
τα εντοιχισμένα πιθάρια, ενώ έχουν βρεθεί και τμήματα του υδραγωγείου. Δύο από τους
πηλοσωλήνες που περισυλλέχθηκαν φέρουν τις επιγραφές “OVAPONTOC” και “ΟUAΓΩΝ”.
Πρόκειται για σφραγίσματα στα οποία αναγράφεται το όνομα του ιδιοκτήτη του εργαστηρίου

28
κατασκευής. Χρονολογούνται στον 2ο - 3ο αι. μ.Χ. Πηλοσωλήνας από τον ίδιο κατασκευαστή
είναι γνωστός και από το γειτονικό χωριό του Αγίου Μύρωνα. Τέλος στις Άνω Ασίτες βρέθηκε
κιβωτιόσχημος τάφος των υστερορωμαϊκών χρόνων με ένα νεκρό σε ύπτια θέση και χωρίς
κτερίσματα.

ΠΡΙΝΙΑΣ

Η γνωστή στην κρητική αρχαιολογία Πατέλα του Πρινιά βρίσκεται 2χιλ. περίπου ΒΑ
του ομώνυμου χωριού, στις ανατολικές υπώρειες του Ψηλορείτη. Πρόκειται για ένα
απόκρημνο ύψωμα με επίπεδη κορυφή που δεσπόζει επιβλητικά σε όλη την κοιλάδα, ανάμεσα
στις επαρχίες Μαλεβιζίου και Μονοφατσίου. Είναι ένα φυσικό οχυρό στο κέντρο της Κρήτης,
στο δρόμο που συνδέει τη βόρεια ακτή και την Κνωσό με τη νότια και την περιοχή της
Γόρτυνας. Η μόνη πρόσβαση στο απότομο αυτό ύψωμα βρίσκεται στη ΒΔ πλευρά παρόλο που
και εδώ η ανάβαση είναι απότομη και κοπιαστική. Η μορφή της Πατέλας θυμίζει ένα
ορθογώνιο τρίγωνο και καταλαμβάνει μία όχι και πολύ μεγάλη έκταση, περίπου 560 x 235 μ.
(εικ.18).

Το 1894 ο Ιταλός αρχαιολόγος Federico Halbherr κατά τη διάρκεια των περιηγήσεών


του εντόπισε τη θέση στην οποία αργότερα διενήργησε εκτεταμένες ανασκαφές ο επίσης
ιταλός Luigi Pernier την περίοδο 1906 - 1908, όπου αποκάλυψε τους περίφημους Ναούς Α και
Β του Πρινιά και τμήματα από τον εντυπωσιακό γλυπτό διάκοσμο των ναών που
χρονολογούνται στα αρχαϊκά χρόνια.

Έχει επικρατήσει σήμερα η άποψη ότι η πόλη που αποκαλύφθηκε στον Πρινιά είναι η
αρχαία πόλη Ριζηνία ή Ριττηνία. Η θέση ταυτίστηκε με βάση τμήμα επιγραφής που βρέθηκε
στο χώρο, στην οποία αναφέρονται τα γράμματα --- ιζενια-- και συμπληρώνονται ως
[Ρ]ιζενία. Η συγκεκριμένη ονομασία αναφέρεται και σε μία επιγραφή της Γόρτυνας του
πρώτου μισού του 5ου αι. π.Χ., σύμφωνα με την οποία θεσπίζεται η υποχρέωση οι κάτοικοι της
Ριζηνίας να στέλνουν κάθε δύο χρόνια 350 στατήρες για θυσίες στο Ιδαίο Άντρο. Η ανεύρεση
της επιγραφής στον Πρινιά και το γεγονός ότι η πόλη βρίσκεται κοντά, τόσο στη Γόρτυνα όσο
και στο Ιδαίο Άντρο ενισχύουν την άποψη ότι πράγματι η αρχαία πόλη είναι η Ριζηνία.

Οι ναοί του Πρινιά αποτελούν ένα από τα πολλά και σημαντικά ευρήματα των ανασκαφών
και ένα από τα σημαντικότερα αυτής της εποχής στην Κρήτη (εικ.19). Ο Ναός Α αποτελείται

29
από τον πρόναο και το σηκό. Είναι κτισμένος πάνω σε θεμέλιο ύψους 1 μ. και η είσοδος
βρίσκεται στην ανατολική πλευρά (εικ.20), η οποία οδηγεί στον πρόναο και από εκεί μέσω
μεγάλης θύρας στο σηκό. Η στέγη του ναού αποκαθίσταται συνήθως επίπεδη, αν και έχει
υποστηριχτεί και η άποψη ότι στεγαζόταν με δίρριχτη στέγη που είχε κορυφαία απόληξη
ανθεμωτό ακρωτήριο. Στο κέντρο του σηκού υπάρχει εστία ορθογωνίου σχήματος, η οποία
κατά την ανασκαφή βρέθηκε γεμάτη με στάχτη και καμένα οστά ζώων. Δύο λίθινες βάσεις
κιόνων δισκοειδούς σχήματος βρέθηκαν εκατέρωθεν της εστίας, η μία όμως μόνο στην αρχική
της θέση. Οι τοίχοι του ναού σώζονται σε ύψος έως και 0,25 μ. και είναι κατασκευασμένοι από
μεσαίου μεγέθους πέτρες ημικατεργασμένες, με απλή λάσπη για συνδετικό κονίαμα. Τα
δάπεδα είναι κατασκευασμένα από πατημένο χώμα. Στο μέσο του νότιου τοίχου υπάρχει
θρανίο και γύρω από αυτό πλακόστρωτο δάπεδο. Ανάλογης κατασκευής είναι και ο Ναός Β, ο
οποίος κτίστηκε αμέσως νότια του Ναού Α. Ο προσανατολισμός όμως του δεύτερου ναού
αποκλίνει ελαφρά από τον άξονα με αποτέλεσμα οι δύο πλευρές των ναών να συγκλίνουν. Ο
Ναός Β αποτελείται από τον πρόναο, το σηκό και τον οπισθόδομο με την εστία στο κέντρο του
σηκού. Οι τοίχοι, αν και κατασκευασμένοι με τον ίδιο τρόπο, όπως του προηγούμενου ναού
σώζονται σε μεγαλύτερο ύψος, έως και 0,95 μ. και τα δάπεδα παραμένουν κατασκευασμένα
από πατημένο χώμα.

Τα περίφημα γλυπτά προέρχονται από τον Ναό Α (εικ.21). Ήταν κοσμημένος με


πώρινες ανάγλυφες πλάκες ζωφόρου και γλυπτά , τμήματα των οποίων βρέθηκαν μέσα και έξω
από τον ναό. Σήμερα μπορεί κανείς να τα θαυμάσει, αν επισκεφθεί την αίθουσα γλυπτών του
Αρχαιολογικού Μουσείου Ηρακλείου. Η αποκατάστασή τους στο ναό είναι όμως
προβληματική και έχουν προταθεί αρκετές θέσεις. Σύμφωνα με τελευταίες μελέτες η ζωφόρος
των ιππέων (εικ.22) πιθανότατα κοσμούσε την βάση της βόρειας μακριάς πλευράς του ναού,
ενώ οι δύο ολόγλυφες καθιστές γυναικείες μορφές ήταν τοποθετημένες πάνω στο επιστύλιο
της θύρας, δεξιά και αριστερά και αντιμέτωπες. Χαμηλά και κατά μήκος της πρόσοψης δεξιά
και αριστερά θα ήταν τοποθετημένες, σύμφωνα με τα ανατολικά πρότυπα πλάκες ζωφόρου με
ανάγλυφα ζώα, πραγματικά και φανταστικά, ελάφια, σφίγγες και πάνθηρες ως φρουροί του
ναού. Οι ναοί χρονολογούνται στο δεύτερο μισό του 7ου αι. π.Χ. και τα γλυπτά ανήκουν στην
ύστερη δαιδαλική τεχνοτροπία. Πρόκειται για τα πρώτα μνημειακά έργα τόσο στην Κρήτη όσο
και στον υπόλοιπο ελλαδικό χώρο και προλέγουν τους ελληνικούς αρχιτεκτονικούς ρυθμούς.

Η λατρεία πάνω στην Πατέλα του Πρινιά είχε αρχίσει να τελείται πολύ πριν χτιστούν
οι αρχαϊκοί ναοί, από τα υπομινωικά χρόνια, όπως αποδεικνύει η ανεύρεση πήλινων ειδώλων
του τύπου της θεάς με υψωμένα χέρια. Βρέθηκαν τυχαία το 1900 και μικρής έκτασης

30
ανασκαφική έρευνα αποκάλυψε ορθογώνια δωμάτια, τα οποία πιθανότατα ανήκουν σε ιερό.
Δυστυχώς όμως η ακριβής μορφή του ιερού δεν ήταν δυνατόν να καθοριστεί λόγω της σχεδόν
πλήρους καταστροφής των οικοδομικών λειψάνων.

Οι νεώτερες ανασκαφές της ιταλικής αρχαιολογικής σχολής από το 1968 και εξής
αποκάλυψαν κατάλοιπα ανθρώπινης παρουσίας, τόσο πάνω στην Πατέλα όσο και στην
ευρύτερη περιοχή του Πρινιά που χρονολογούνται από την ΠΜ ΙΙ περίοδο έως και την
ρωμαϊκή. Οι σημαντικότερες από τις νεώτερες αποκαλύψεις είναι οι οικισμοί πάνω στο λόφο
και στη θέση Φλέγα νεοανακτορικής εποχής, το νεκροταφείο και η οικιστική εγκατάσταση στα
Σιντερόσπηλια, το κεραμικό εργαστήριο στη θέση Μάντρα του Γύπαρη και οι οχυρώσεις πάνω
στην Πατέλα και στην κοιλάδα ΝΔ του λόφου.

Οικίες που χρονολογούνται στα γεωμετρικά χρόνια αποκαλύφθηκαν στο βόρειο άκρο
της Πατέλας χτισμένες πάνω σε τρία διαμορφωμένα άνδηρα. Η θέση προσφέρει καταπληκτική
θέα προς το Ιδαίο Άντρο, το λόφο του Αγίου Μύρωνα και μέχρι τις βόρειες ακτές του νησιού.
Το μέγεθος των δωματίων προκαλεί εντύπωση. Είναι επιμελώς χτισμένα με λαξευμένες
πέτρες, ενώ σε αρκετά σημεία και ιδιαίτερα στους τοίχους που είναι χτισμένοι στην άκρη του
υψώματος συναντούμε μεγάλους κυβόλιθους προφανώς για να παρέχουν μεγαλύτερη
ανθεκτικότητα στα κτίσματα. Βρέθηκαν αρκετοί πίθοι, λίθινα αγγεία και άφθονα πήλινα σκεύη
οικιακής χρήσης που υποδηλώνουν την οικιστική χρήση των δωματίων αυτών.

Αμέσως ανατολικά των αρχαϊκών ναών βρέθηκε σύνολο δωματίων, των οποίων το
ύψος των εξωτερικών τοίχων σώζεται έως και ένα μέτρο. Στα κατασκευασμένα από πατημένο
χώμα δάπεδα βρέθηκαν όλα σχεδόν τα αντικείμενα και τα σκεύη κατά χώραν και οδήγησαν
στην ασφαλή χρονολόγηση των κτιρίων στο πρώτο μισό του 6ου αι. π.Χ. Τα δωμάτια έχουν
χτιστεί στις τρεις πλευρές μεγάλης υπαίθριας αυλής, μήκους περίπου 12 μ., ακριβώς απέναντι
από το Ναό Β. Ο συγκεκριμένος χώρος, ο οποίος σύμφωνα με την έρευνα είχε κατοικηθεί από
την Υπομινωική έως και την ΠΓ εποχή, κατοικήθηκε ξανά στην ύστερη κλασική - ελληνιστική
περίοδο και προφανώς η νεώτερη αυτή κατοίκηση σχετίζεται με το ελληνιστικό οχυρό που
αποκαλύφθηκε στο νότιο τμήμα της Πατέλας. Αν και η Πατέλα αποτελεί ένα φυσικό οχυρό, οι
κάτοικοί της, των ιστορικών τουλάχιστον χρόνων είχαν φροντίσει οι ίδιοι για την ασφάλειά
τους και τον έλεγχο του δρόμου προς τη Μεσαρά, το Λιβυκό πέλαγος και την Ίδη. Η
οργάνωση της οχύρωσης βασιζόταν στην εκμετάλλευση των καταλληλότερων σημείων
ελέγχου και αναγνώρισης πάνω στην Πατέλα, την οικοδόμηση παρατηρητηρίων στη
γεωμετρική περίοδο, τη συμπλήρωση του συστήματος άμυνας την αρχαϊκή με την ανέγερση

31
του τείχους δυτικά του λόφου και το χτίσιμο του τετράγωνου πύργου την ελληνιστική περίοδο
πάνω στην Πατέλα του Πρινιά.

Το εκτεταμένο νεκροταφείο της πόλης αποκαλύφθηκε το 1969 στην πλαγιά χαμηλού


λόφου, περίπου μισό χιλιόμετρο ΒΔ της Πατέλας, στη θέση Σιντερόσπηλια. Ο σημερινός
δρόμος που οδηγεί από τον Πρινιά στις Ασίτες χωρίζει το νεκροταφείο στη μέση. Στις μέχρι
τώρα ανασκαφές (που συνολικά έχουν διαρκέσει 10 χρόνια) έχουν αποκαλυφθεί 680 τάφοι
τριών συνεχόμενων χρονικών φάσεων, από το τέλος της μινωικής εποχής έως και τα μέσα του
έκτου αιώνα καθώς και μία τέταρτη κατά τη ρωμαϊκή περίοδο.

Η κάθε χρονική φάση χαρακτηρίζεται από τα διαφορετικά έθιμα ταφής. Έτσι στην
πρώτη φάση (τέλος 13ου αι. π.Χ.), οι κάτοικοι του οικισμού έκαιγαν σε πυρές τους νεκρούς
τους και κατόπιν τοποθετούσαν τα οστά και τις στάχτες σε μικρά λαξευμένα στο βράχο
ορύγματα με ελαφρώς κοίλα τοιχώματα, βάθους 0,30 μ. περίπου και τα οποία σφράγιζαν
συνήθως με μία πλάκα από ασβεστόλιθο. Μέσα στο όρυγμα τοποθετούσαν και τα λιγοστά
κτερίσματα (πήλινα αγγεία, χάλκινες περόνες κ.τ.λ.). Τέτοιοι τάφοι αποκαλύφθηκαν
διασκορπισμένοι σε όλη την έκταση του νεκροταφείου. Η επόμενη, δεύτερη φάση
χαρακτηρίζεται από την κατασκευή θαλαμοειδών τάφων λαξευμένων στο μαλακό βράχο της
περιοχής και των υπόγειων θολωτών ή κτιστών θαλαμοειδών, οι οποίοι συνεχίζονται να
κατασκευάζονται μέχρι τον όγδοο αιώνα. Διαφέρουν από τους μινωικούς μόνο όσον αφορά
την πρόχειρη κατασκευή και το μικρότερο μέγεθος. Ο θάλαμος του τάφου είναι ελλειψοειδούς
ή κυκλικού σχήματος και το μέγεθός του σχετικά μικρό, όπως και του δρόμου που πολλές
φορές τελικά καταργείται. Η είσοδος είναι πολύ μικρή, ώστε είναι πιθανότερο ο νεκρός να
ενταφιαζόταν από την οροφή πριν ολοκληρωθεί το χτίσιμο του τάφου. Ύστερα από κάθε ταφή
η είσοδος του τάφου έκλεινε με ξερολιθιά ή πλάκες και ο δρόμος χωματιζόταν. Οι νεκροί
τοποθετούνταν στο δάπεδο του τάφου με τα λιγοστά κτερίσματα γύρω τους (σε μία μόνο των
περιπτώσεων βρέθηκε εντός του τάφου λίθινη σαρκοφάγος). Σε αυτή τη φάση εντάσσονται
χρονολογικά και οι δεκαοκτώ ταφές ζώων που αποκαλύφθηκαν στο νεκροταφείο. Δώδεκα από
αυτές ανήκουν σε άλογα, τα οποία είχαν τοποθετηθεί σε λαξευτά ορύγματα και πιθανόν έχουν
σχέση με τις θυσίες ζώων που συχνά αναφέρονται στην αρχαία λογοτεχνία. Βρέθηκαν μέσα
στη νεκρόπολη και γι αυτό θα πρέπει ίσως να συνδεθούν με τα έθιμα ταφής και τις θυσίες
αλόγων στις ανθρώπινες ταφές.

Η τρίτη φάση, η γεωμετρική χαρακτηρίζεται από την καύση των νεκρών και την
τοποθέτηση των οστών σε συγκεκριμένα τεφροδόχα αγγεία ή πίθους. Μέσα στα αγγεία

32
συνήθως τοποθετούσαν και τα κτερίσματα, έκλειναν το στόμιο με μία μικρή, λίθινη πλάκα ή
ένα μικρό πήλινο κύπελλο και κατόπιν τα εναπόθεταν μέσα σε μικρούς λάκκους που σκέπαζαν
με μικρό σωρό λίθων. Χαρακτηριστικό της περιόδου είναι και τα λεγόμενα περιφράγματα, που
η χρήση τους φτάνει μέχρι και τον 6ο αι. π.Χ. Πρόκειται για μία σειρά ορθογώνιων δωματίων,
μέσα στα οποία τοποθετούσαν τα τεφροδόχα αγγεία και τους πίθους, τα οποία κατόπιν
σκέπαζαν με μικρούς σωρούς λίθων δίνοντας έτσι μία ενιαία εικόνα λιθοσωρού στο
νεκροταφείο. Υπάρχουν μερικά παραδείγματα ενταφιασμών νεαρών ατόμων σε πίθους, των
οποίων το κεφάλι είχε απομακρυνθεί και ταφεί, ενώ το υπόλοιπο σώμα είχε αποτεφρωθεί.
Τέλος θα πρέπει να αναφερθεί ομάδα τάφων διασκορπισμένη σ’ όλη την έκταση του
νεκροταφείου που χαρακτηρίζεται από τις ακτέριστες ταφές σε συνεσταλμένη στάση.
Πιθανότατα χρονολογείται στα προανακτορικά χρόνια, ενώ παράλληλα ίχνη οικιστικής
εγκατάστασης της ίδιας εποχής έχουν αποκαλυφθεί κοντά στο νεκροταφείο.

Από τα πιο σημαντικά ευρήματα στην περιοχή είναι οι περίφημες επιτύμβιες στήλες
του Πρινιά. Δυστυχώς δε βρέθηκαν στην αρχική τους θέση. Μερικές ήταν ενσωματωμένες στο
ελληνιστικό φρούριο πάνω στο λόφο, άλλες ξαναχρησιμοποιημένες ως οικοδομικό υλικό σε
ταφική κατασκευή, μερικές αποτελούν τυχαία ευρήματα ή παραδόσεις, ενώ μια αποτελεί
προϊόν αρχαιοκαπηλίας. Οι λίθινες στήλες ήταν εντοιχισμένες σε ταφικές κατασκευές,
ανάλογες με τα ταφικά περιφράγματα, τα οποία, αν και χτίζονται στην ΠΓ και γεωμετρική
περίοδο χρησιμοποιούνται ως τον 7ο αι., όπου χρονολογούνται και οι στήλες του Πρινιά. Η
αρχιτεκτονική μορφή των στηλών είναι απλή. Πρόκειται για ορθογώνιες πλάκες από
ασβεστόλιθο, χωρίς επίστεψη. Το ύψος της μεγαλύτερης είναι 1,06 μ., ενώ της μικρότερης
0,48 μ. Η πίσω πλευρά των περισσότερων είναι αδρά δουλεμένη, ενώ η όψη διακοσμείται με
εγχάρακτες παραστάσεις ανδρικών και γυναικείων μορφών. Σε ορισμένες από τις στήλες
σώζονται και ίχνη χρώματος. Τα θέματα των παραστάσεων διακρίνονται σε τέσσερις
κατηγορίες. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν οι στήλες που θέμα τους έχουν τη μορφή ενός
πάνοπλου πολεμιστή που στέκει ή βαδίζει προς τα αριστερά καλύπτοντας ολόκληρο το πεδίο
της στήλης (εικ.23). Στη δεύτερη κατηγορία ανήκει μία και μοναδική στήλη, το θέμα της
οποίας είναι μία καθιστή σε θρόνο μορφή που κρατά σκήπτρο και πιθανότατα ανήκει σε
σεβάσμια ανδρική μορφή. Ο τύπος της κλώθουσας, ο οποίος αποδίδεται σε διάφορες
παραλλαγές ανήκει στην τρίτη κατηγορία, ενώ τέλος στην τέταρτη ανήκει ο τύπος της όρθιας
γυναικείας μορφής με πουλί και στεφάνη.

Η Αγγελική Λεμπέση, η οποία μελέτησε εκτεταμένα τις εν λόγω στήλες υποστήριξε ότι
οι στήλες απεικονίζουν τις τέσσερις βασικές ομάδες ανθρώπων που συνθέτουν την κοινωνία

33
της κρητικής πόλης, τους γέροντες που ασκούν τη διοίκηση, τους νέους και ώριμους άνδρες
που υπερασπίζονται την πόλη, τις γυναίκες που έχουν δημιουργήσει οικογένεια και τις νέες
που συμμετέχουν ανεύθυνα ακόμη στην κοινή ζωή. Κατά συνέπεια στις στήλες απεικονίζονται
οι ίδιοι οι νεκροί, με έναν τόνο όμως υποβλητικότητας και με εικονογραφικά στοιχεία που
αργότερα θα αποδίδονται μόνο στους θεούς. Μία από τις στήλες με πλούσια ανάγλυφη και
εγχάρακτη διακόσμηση αρχιτεκτονικών θεμάτων προέρχεται από υπέργειο ταφικό μνημείο ή
σήμα. Το μνημείο, όπως έχει αποκατασταθεί έχει σχήμα φανταστικού σπιτιού με ψευδόπορτα
για την είσοδο του νεκρού και στο οποίο λανθάνει η ελπίδα της μεταθανάτιας ζωής.
Παράλληλα μας δίνει νέα στοιχεία για την ταφική αρχιτεκτονική αυτής της περιόδου.

Κοντά στο νεκροταφείο και σε ύψωμα δυτικά της Πατέλας (στη θέση Μάντρα του
Γύπαρη) αποκαλύφθηκε μικρή βιοτεχνική εγκατάσταση κατασκευής πήλινων αγγείων του 8ου -
6ου αι. π.Χ. Οι ανασκαφές έφεραν στο φως σειρά δωματίων, δύο από τα οποία περιείχαν
κτιστούς κλιβάνους, ενώ αμέσως εξωτερικά βρέθηκαν άλλοι τρεις κλίβανοι, απλοί λάκκοι
κυκλικού σχήματος με κυλινδρικό στήριγμα στο κέντρο, ίσως για το ψήσιμο μεγάλου
μεγέθους αγγείων. Για την στεγανοποίηση των κλιβάνων τα τοιχώματα καλύπτονταν με παχύ
στρώμα πηλού. Η εγκατάσταση αυτή βρίσκεται έξω από τα όρια του οικισμού, αλλά στην πιο
κοντινή περιοχή. Η σωστή εκμετάλλευση του χώρου, η λειτουργικότητα και οι διαφορετικοί
τύποι κλιβάνων παρέχουν σημαντικά στοιχεία για την τεχνική κατασκευής των αγγείων, ενώ
ορισμένα κεραμικά ευρήματα με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά οδηγούν στην υπόθεση ότι
εδώ υπήρχε ντόπιο εργαστήριο. Ικανός αριθμός πίθων με διακόσμηση εμπίεστων ροδάκων
βρέθηκε στην περιοχή του εργαστηρίου και στα κτίρια που αποκαλύφθηκαν πάνω στην
Πατέλα.

Όλα τα παραπάνω ευρήματα που εν συντομία είδαμε αποκαλύπτουν ένα σημαντικό


κέντρο του τέλους της προϊστορικής εποχής με αξιοσημείωτο ρόλο στην κεντρική Κρήτη έως
και τα ελληνορωμαϊκά χρόνια. Η νεκρόπολη στα Σιντερόσπηλια μας βεβαιώνει την
αδιάσπαστη ανθρώπινη παρουσία για πάνω από 1000 χρόνια, ενώ οι πληροφορίες που
αντλούμε από τη μελέτη της ταφικής αρχιτεκτονικής και των αντικειμένων είναι σημαντικές,
ιδιαίτερα για περιόδους που τα αρχαιολογικά δεδομένα είναι λίγα. Ανάλογη σπουδαιότητα
έχουν και οι πληροφορίες που συγκεντρώνουμε για την οικιστική αρχιτεκτονική και το
σύστημα οχύρωσης. Η Πατέλα κατοικείται για πάρα πολλά χρόνια συνεχώς (κατά την ΠΓ -
γεωμετρική, πρωτοαρχαϊκή - αρχαϊκή και την ελληνιστική περίοδο). Ιδιαίτερα όσον αφορά τα
σπίτια της πρώτης περιόδου και συγκεκριμένα τις διαστάσεις, την ακρίβεια στην τεχνική
κατασκευής και την οργάνωσή τους τα συμπεράσματα που προκύπτουν δε συμβαδίζουν με την

34
ιδέα της παρηκμασμένης οικιστικής αρχιτεκτονικής που μέχρι τώρα επικρατούσε για την
εποχή αυτή, αλλά επιτείνουν την εντύπωση ότι πρόκειται για έναν σημαντικό οικισμό, στον
οποίο η παρουσία του Ναού Α υποβάλλει επιπλέον το χαρακτηριστικό της μνημειακότητας.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ

ΑΑΑ Αρχαιολογικά Ανάλεκτα Αθηνών


ΑΔ Αρχαιολογικό Δελτίο
ΑΕ Αρχαιολογική Εφημερίδα
Κρητ.Χρον. Κρητικά χρονικά
ΠΑΕ Πρακτικά της Αρχαιολογικής Εταιρείας

BSA Annual of the British School at Athens

Αλεξίου Στ., Η μινωική θεά μεθ’ υψωμένων χειρών, Ηράκλειο 1958.

Αλεξίου Στ., Μινωικός Πολιτισμός, Ηράκλειο, χ.χ.

Αλεξίου Στ., «Ανασκαφή εις Αγίαν Πελαγίαν Ηρακλείου», ΑΑΑ V2 (1972), 230-244

Αλεξίου Στ., «Λάρνακες και αγγεία εκ τάφου παρά το Γάζι Ηρακλείου», ΑΕ 1972, 86-98.

Βασιλάκης Α., «Οικιστική και αρχιτεκτονική της Κρήτης στα ιστορικά χρόνια», Κρητ.Χρον.
ΚΗ΄- ΚΘ΄, (1988-1989), 111-126.

Βασιλάκης Α., Τύλισος, Ηράκλειο 1997.

Beyer I., Die Tempel von Dreros und Prinias A, Freiburg 1976.

Βranigan K., The Foundations of Palatial Crete, London 1970.

Davaras K., Guide to Cretan Antiquities, Park Ridge, New Jersey 1976.

Δετοράκης Θ., Ιστορία της Κρήτης, Ηράκλειο 1990.

Δημοπούλου-Ρεθεμνιωτάκη Ν., «Ανασκαφικές εργασίες. Κρουσώνας Μαλεβιζίου», ΑΔ 42


(1987) Β2 Χρονικά, 531-532.

35
Guarducci M., Inscriptiones Creticae I-IV, Roma 1939-50.

Hazzidakis J., Les villas minoennes de Tylissos, Etudes Cretoises, 3, Paris 1934.

Hood M.S.F, Warren P. & Cadogan P., «Travels in Crete, 1962», BSA 59 (1964), 50-99.

Ιωαννίδου-Καρέτσου Αλ., «Ανασκαφικές εργασίες. Αγία Πελαγία», ΑΔ 33 (1978) Β2


Χρονικά, 353 - 357.

Kanta A., The Late Minoan III Period in Crete. A Survey of Sites, Pottery and their
Distribution, Göteborg 1980.

Λεμπέση Α., Οι στήλες του Πρινιά, Αθήνα 1976.

Λεμπέση Α., «Αρχαιότητες και μνημεία της κεντρικής και ανατολικής Κρήτης. Άγιος
Μύρων», ΑΔ 32 (1977), Β2 Χρονικά, 314 - 314.

Λεμπέση Α., «Η Κρητών Πολιτεία», στο Ν. Παναγιωτάκης (επιμ.), Κρήτη: Ιστορία και
Πολιτισμός, Τόμ. Α, Κρήτη 1987, 133-172.

Le Rider G., Monnais cretoises du Ve au Ier siecle av. J.-C., Paris 1966.

Μαρινάτος Σπ., «Αι μινωικαί θεαί του Γάζι», ΑΕ 1937, 278 - 291.

Μαρινάτος Σπ., «Το Μινωικόν μέγαρον του Σκλαβοκάμπου», ΑΕ 1939 - 41, 69-96.

Nilsson M., The Minoan - Mycenaean Religion and its Survival in Greek Religion, London
1950.

Pashley R., Travels in Crete, Vol. Ι, London 1837.

Pendlebury J.D.S., Eccles E. & Money-Coutts M.B., “Journeys in Crete, 1934”, BSA XXXIII
(1932-3), 80-100.

Preziosi D., Minoan Architectural Design. Formation and Signification, Berlin 1987.

Ρεθεμνιωτάκης Γ., «Λάρνακες και Αγγεία από το Καβροχώρι Ηρακλείου», ΑΔ 34 (1979) Α΄,
Μελέτες, 228 - 259.

Rizza G., Rizzo M.A., «Prinias», στο A. Di Vita, V. La Rosa & M. A. Rizzo (επιμ.), Ancient
Crete. A Hundred Years of Italian Archaeology (1884-1984), Roma 1985, 143-167.

Σακελλαράκη Έ. και Γ., «Νεολιθική και Μινωική Κρήτη», στο Ν. Παναγιωτάκης (επιμ.),
Κρήτη: Ιστορία και Πολιτισμός, Τόμ. Α, Κρήτη 1987, 1-130.

Σακελλαράκης Ι. Α., Μουσείο Ηρακλείου: Εικονογραφημένος Οδηγός, Αθήνα 1993.

36
Sanders I.F., Roman Crete, Warminster 1982.

Σπανάκης Σ., Κρήτη, Τόμ. Ι, Ηράκλειο 1968.

Svoronos J.-N., Numismatique de la Crete anciene, Paris 1890.

Τσουγκαράκης Δ., «Ρωμαϊκή Κρήτη», στο Ν. Παναγιωτάκης (επιμ.), Κρήτη: Ιστορία και
Πολιτισμός, Τόμ. Α, Κρήτη 1987, 287-336.

Vasilakis A., «Tylissos », στο Myers J. W., E. E. Myers & G. Cadogan (επιμ.), The Aerial
Atlas of Ancient Crete, California 1992, 472-475.

Χανιώτης Α., Κλασική και Ελληνιστική Κρήτη στο Ν. Παναγιωτάκης (επιμ.), Κρήτη: Ιστορία
και Πολιτισμός, Τόμ. Α, Κρήτη 1987, 175-284.

Χανιώτης Α., «Μινωικά ευρήματα από τον Άγιο Μύρωνα σε ένα τουρκικό έγγραφο»,
Κρητ.Χρον., Τόμ. ΚΗ΄- ΚΘ΄, (1988-1989), 58-63.

37

You might also like