You are on page 1of 15

Σιθωνία

Αρχαία Τορώνη- Κάστρο Ληκύθου

Η Τορώνη βρίσκεται στο ΝΔ. άκρο της χερσονήσου Σιθωνίας. Το λιμάνι της
Τορώνης τοποθετείται ανατολικά της Ληκύθου, του μικρού ακρωτηρίου που
υψώνεται σήμερα 13 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, στα
Βόρεια της αρχαίας πόλης. 
Οι σημαντικότερες ανασκαφές έγιναν το 1975. Η πόλη αποικίστηκε από τους
Χαλκιδείς στα τέλη του 8ου αιώνα  π.Χ. Το 480 π.Χ. συνέδραμε αναγκαστικά
τον Ξέρξη  στην εκστρατεία του εναντίον της Ν. Ελλάδας. Μετά τα Μηδικά
προσχώρησε στην Α΄ Αθηναϊκή Συμμαχία. Αποστάτησε το 424 π.Χ και
προσχώρησε στο Βρασίδα, τον Σπαρτιάτη στρατηγό, αλλά σε όλη την
διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου  απετέλεσε  το μήλο της έριδος
μεταξύ Αθηναίων και Λακεδαιμόνιων,  γι΄ αυτό  και ο Θουκυδίδης τη
μνημονεύει συχνά. 
Το 348π.Χ. την κυρίευσε ο Φίλιππος ο Β΄ της Μακεδονίας. Το 168π.Χ, μετά
την μάχη της Πύδνας και την κατάλυση του Μακεδονικού βασιλείου, την
κατέλαβαν οι Ρωμαίοι. Η αρχαία πόλη ήτανε μια από τις μεγαλύτερες και
πλουσιότερες πόλεις της Χαλκιδικής. 
Κατά την πρώτη Βυζαντινή περίοδο η πόλη συρρικνώθηκε. Το 14ο μ.Χ αιώνα
ο γενικός χώρος της, αποτελούσε ήδη εξάρτημα μονών του Αγίου Όρους. 
Κατά την κλασική περίοδο, η πόλη είχε δύο ακροπόλεις μια στα νότια, στο
υψηλότερο σχεδόν τμήμα της και μια άλλη στη Λήκυθο, στην μικρή
οχυρωμένη χερσόνησο κοντά στο λιμάνι της. Η Λήκυθος οχυρώθηκε και στα
ρωμαϊκά και στα βυζαντινά χρόνια. 
Οι οχυρώσεις της πόλεις - πύργοι ως κάποιο ύψος και τείχη - σώζονται σε
καλή κατάσταση ως τα τέλη του περασμένου αιώνα, οπότε το υλικό τους
χρησιμοποιήθηκε ως κυβόλιθοι για να επιστρωθούν οι δρόμοι  της
Κωνσταντινούπολης και της Θεσσαλονίκης. Σήμερα είναι ορατά  ορισμένα
ίχνη από τις θεμελιώσεις τους. 
Προϊστορικός οικισμός στο Βέτρινο
Οι πρώτοι κάτοικοι, κατοίκησαν στην περιοχή του Βέτρινου το 5000 π.χ.
περίπου. Σήμερα σώζονται οι οχυρωματικές τομές της ακρόπολης και του
αρχαίου οικισμού Κατά το 2000 π.χ. παρατηρείται αύξηση του τοπικού
πληθυσμού  και φαίνεται από τη δημιουργία νέων γειτονικών οικισμών, όπως
στις περιοχές Μυτάρι, στο Καρύδι της Βουρβουρούς και στο νησί Διάπορος.
Από το Βέτρυνο μπορεί κανείς να θαυμάσει μια μοναδική θέα όλης της
περιοχής, από τον Τορωναίο ως το Σιγγιτικό κόλπο.

Πύργος
Στον Πύργο του Αγίου Νικολάου αναπτύχθηκε προϊστορικός οικισμός πάνω
σε μια μικρή βραχώδη χερσόνησο, παρόμοια με τη Λήκυθο της Τορώνης. Ο
οικισμός εξελίχθηκε τα κλασικά χρόνια σε πόλις, η οποία πιθανότατα ήταν η
αρχαία Σίγγος, από την οποία και πήρε το όνομά του ο Σιγγιτικός κόλπος. Η
Σίγγος ήταν αποικία Χαλκιδέων. Αναφέρεται από τον Ηρόδοτο ανάμεσα στις
πόλεις που στρατολογήθηκαν από τον Ξέρξη. Μετά τα Μηδικά έγινε μέλος της
Αθηναϊκής Συμμαχίας. Οι κάτοικοί της έλαβαν μέρος στον αποικισμό της
Ολύνθου, έπειτα όμως από τη Νικίεια ειρήνη (421π.Χ.) επέστρεψαν και
εγκαταστάθηκαν πάλι στην πατρίδα τους.  Από πρόχειρες αρχαιολογικές
παρατηρήσεις προκύπτει ότι η πόλη υπήρχε και στα ελληνιστικά χρόνια.
Σήμερα από την αρχαία πόλη διακρίνονται καλά τα κρηπιδώματα
φορτοεκφόρτωσης στη βόρεια ακτή της χερσονήσου. 
Το 14ο αι. κτίστηκε στη χερσόνησο η μονή του Αγίου Νικολάου του
Χρυσοκαμάρου, η οποία αποτελούσε μετόχι της μονής Ξενοφώντος. Από το
κτιριακό συγκρότημα σώζεται σε ερειπιώδη κατάσταση ο πύργος (από τον
οποίο πήρε το όνομά η περιοχή) και τα θεμέλια των κελιών πάνω στην
κορυφογραμμή της χερσονήσου. 

Προϊστορικός τύμβος στο Κριαρίτσι


Στην περιοχή του  Κριαριτσίου της Συκιάς,  αποκαλύφθηκε προϊστορικός
τύμβος. Χρονολογείται από τα τέλη της μέσης έως την ύστερη φάση της
Πρώιμης Εποχής του Χαλκού (2.300 – 1.900 π.Χ. περίπου). Ο τεχνητός
αυτός γήλοφος κάλυπτε 30 τάφους με κυκλικούς περιβόλους, καθένας από
τους οποίους περιείχε αγγεία με τις στάχτες των νεκρών. Η σπουδαιότητα του
ευρήματος έγκειται στη μοναδικότητά του για τον χώρο της Μακεδονίας,
καθώς εμπλουτίζει τις γνώσεις μας για τις ταφικές συνήθειες και για τις
μεθόδους κατασκευής των ταφικών τύμβων κατά την Εποχή του Χαλκού.

Προϊστορικός οικισμός στη θέση «Κούκος»


Δυτικά της Συκιάς βρίσκεται το ύψωμα «Κούκος». Είναι ένας απότομος,
βραχώδης και ψηλός λόφος, ο οποίος δεσπόζει στη Συκιά και στην περιοχή
της. Το πλάτωμα της κορυφής περιβάλλεται από κάστρο, όπου υπήρχε ένας
σημαντικός προϊστορικός οικισμός. Οι ανασκαφές από τους αρχαιολόγους
έδειξαν ότι η περιοχή κατοικείται από τον 11ο αιώνα π.Χ.  και η κατοίκηση
οφείλεται πιθανότατα στις πλούσιες πηγές χαλκού που άρχισαν να τις
εκμεταλλεύονται από τη μέση εποχή του χαλκού.

Βασιλική του Σωφρονίου


Παλαιοχριστιανικός Ναός στην περιοχή Αγ.Γεώργιος της Νικήτης. Ο ναός
ήρθε στο φως με ανασκαφές που ξεκίνησαν το 1981 λίγα μέτρα δυτικότερα
από το σημερινό εξωκλήσι του Αγίου Γεωργίου κοντά στην παραλία της
Νικήτης. Ο ναός χρονολογείται από το πρώτο μισό του 5ου αιώνα μ.Χ και
είναι από τους αρχαιότερους παλαιοχριστιανικούς ναούς που έχει βρεθεί στην
περιοχή της Μακεδονίας. Πρόκειται για τρίκλιτη βασιλική με ξύλινη στέγη με
συνολικό μήκος 48μ. Σε επιγραφή που βρέθηκε κατά την ανασκαφή
αναφέρεται το όνομα «Σωφρόνιος» ως επισκόπου της εποχής. Έτσι ο ναός
ονομάστηκε «βασιλική του Σωφρονίου».
Ο εξαιρετικής τεχνοτροπίας διάκοσμος του ναού, τα ψηφιδωτά του δαπέδου,
καθώς και τα ευρήματα στο γειτονικό νεκροταφείο, όπου βρέθηκαν δύο
θολωτοί τάφοι, ενισχύουν την πεποίθηση ότι υπήρχαν σημαντικοί άνθρωποι
στην περιοχή που μπορούσαν να διαθέσουν χρήματα για την κατασκευή του
ναού.
Τα στοιχεία που υπάρχουν φανερώνουν  ότι ο ναός καταστράφηκε από φωτιά
κατά τον 6ο αιώνα μ.Χ. Από την άλλη, τα αρχαιολογικά ευρήματα στην
ευρύτερη περιοχή του οικισμού φαίνεται να μην είναι νεότερα του 6ο αιώνα
μ.Χ. Την ίδια περίπου περίοδο θα πρέπει να καταστράφηκε και γειτονικός
οικισμός στην περιοχή της Ελιάς. Έτσι, μπορεί κανείς να οδηγηθεί στο
συμπέρασμα ότι ο οικισμός όπως και ο ναός καταστράφηκε από επιδρομές
βαρβαρικών φύλων που ήταν συχνές την εποχή εκείνη στην περιοχή της
Χαλκιδικής και της Μακεδονίας γενικότερα. Μία άλλη θεωρία υποστηρίζει ότι ο
ναός καταστράφηκε από σεισμό.
Παλαιοχριστιανική βασιλική Αγίου Γεωργίου
Το εξωκλήσι του Αγ. Γεωργίου είναι κτισμένο πάνω στο μεσαίο κλίτος
τρίκλιτης παλαιοχριστιανικής βασιλικής εκκλησίας του 5ου αιώνα μ.Χ.,
διαστάσεων 14x12,5 μέτρων, η οποία πιθανότατα   καταστράφηκε τον 6ο
αιώνα μ.Χ. μαζί με τον σημαντικότερο οικισμό της εποχής. Ο οικισμός άρχισε
να εμφανίζεται στα Ελληνιστικά χρόνια (3ος-2ος αι. π.Χ.) και να αναπτύσσεται
με γοργούς ρυθμούς στους λόφους βόρεια του Αγ. Γεωργίου. Μια επιγραφή
που βρέθηκε το 1963 εντοιχισμένη στο εξωκλήσι του Αγ. Γεωργίου, μας
έδωσε σημαντικές πληροφορίες. Σύμφωνα με το κείμενό της, ο Ηρακλείδης
και ο Μένιππος, τα παιδιά κάποιου Φανίου, αφιέρωσαν κάτι στους
Διόσκουρους και στη Μάντα, οι οποίοι άκουσαν την παράκλησή τους.
 Η παλαιοχριστιανική βασιλική πάνω στην οποία είναι κτισμένο σήμερα το
εξωκλήσι, σύμφωνα με τα ευρήματα της ανασκαφής του 1971 που βλέπουμε
σήμερα, ήταν μια όμορφη εκκλησία, η οποία χωριζόταν σε τρία κλίτη, με τρία
ζεύγη μαρμάρινες κολώνες και είχε μαρμάρινο ψιλοδουλεμένο τέμπλο.
Νότιοανατολικά του ναού εκτεινόταν το νεκροταφείο του τότε οικισμού, από το
οποίο βρέθηκαν δυο μεγάλοι, κτιστοί, θολωτοί τάφοι. Με τις ανασκαφές του
1979 αποκαλύφθηκε και ένα ρωμαϊκό λουτρό, το οποίο ίσως να
χρησιμοποιήθηκε και ως βαπτιστήριο.

Παλαιοχριστιανικός Ναός Αγ.Αθανασίου


Στην περιοχή της Τορώνης βρίσκεται ο παλαιοχριστιανικός ναός του Αγίου
Αθανασίου. Χτίστηκε τον 5ο αιώνα και είναι τρίκλητη βασιλική. Καταστράφηκε
από φωτιά  τον 6ο μ.Χ. αιώνα και στα ίχνη του χτίστηκε άλλος ναός, ο οποίος
επίσης καταστράφηκε. Σήμερα σώζεται σε καλή κατάσταση το μωσαϊκό του
μεσαίου κλίτους. 

Κασσάνδρα

γενικά

 Η χερσόνησος της Κασσάνδρας, γνωστή στους αρχαίους με το όνομα Παλλήνη,


βρέχεται από τον Τορωναίο και το Θερμαϊκό κόλπο και στο στενότερο μέρος της
(1240 μ.) υπάρχει η διώρυγα της Ποτίδαιας. Το 1970 κατασκευάστηκε η πρώτη
γέφυρα. Πριν από τη γέφυρα οι κάτοικοι της περιοχής περνούσαν τη διώρυγα με
πορθμείο (Σάλι). Η χερσόνησος θεωρείται ορεινή, με υψόμετρο 353 μ. Το ακρωτήριο,
στο οποίο τελειώνει η χερσόνησος ονομάζεται Καναστραίο ή Παλιούρι ή ακρωτήρι
της Καλογριάς.
   Η Κασσάνδρα ήταν από τα πανάρχαια χρόνια μια περιοχή σε κατάλληλη εμπορική
και στρατηγική θέση, πλούσια σε κυνήγι και αλιεία, με πολλούς βοσκότοπους και
πόσιμα νερά. Αυτοί οι παράγοντες συντέλεσαν στο να κατοικείται συνεχώς από τους
προϊστορικούς χρόνους έως και σήμερα. Η Κασσάνδρα κατοικείτο, πριν την
αποίκηση από τους Ερετριείς και Χαλκιδείς κυρίως (12 - 8ος αι. π. Χ.), από διάφορα
πρωτοελληνικά φύλλα όπως ήταν οι Πελασγοί  και οι Θράκες . Δεν είναι
τεκμηριωμένο, μέχρι σσήμερα, ποιοί ήταν οι πρώτοι κάτοικοι της χερσονήσου κατά τη
νεολιθική περίοδο και πότε εγκαταστάθηκαν σ' αυτήν. Ελάχιστες έρευνες για τους
προϊστορικούς οικισμούς στη χερσόνησο της Κασσάνδρας έχουν πραγματοποιηθεί
μέχρι τώρα. Προϊστορικοί οικισμοί της Νεώτερης Νεολιθικής και της εποχής του
Χαλκού εντοπίστηκαν στην Άφυτο και στη Ν. Φώκαια (αρχ. Γ. Μπακαλάκης), στη
θέση Σουλήνα (περιοχή Καλλιθέας) (αρχ. Ιωακείμ Παπάγγελος), στη Σάνη και στη
Σίβηρη (ευρήματα βρίσκονται στο αρχαιολογικό μουσείο Θεσσαλονίκης), στο
Πολύχρονο, στις παρυφές της Τούμπας που βρίσκεται δυτικά του χωριού (αρχ. Μ.
Παππά). Στον κατάλογο των προϊστορικών οικισμών της κεντρικής Μακεδονίας των
κ. Γραμμένου, Μπέσιου, Κώτσου αναφέρονται τρείς ακόμη προϊστορικοί οικισμοί,
εκτός από αυτούς που αναφέρθηκαν παραπάνω: ένας στη Σίβηρη, ένας στη Μικρή
Κύψα και ένας στην περιοχή της Σάνης. Σύμφωνα με προσωπικές παρατηρήσεις του
Π. Μάγειρα έχουν εντοπιστεί άλλες δέκα θέσεις προϊστορικών οικισμών. Αυτοί είναι
στο ύψωμα Αράπης (Παλιούρι), στην Τούμπα (Κασσάνδρεια), στον Αϊ-Λιά (Ν.
Σκιώνη), στο Γεράνι (Ν. Φώκαια), στις περιοχές Γιώργ. Στρούγκα και Αλούτσες
(Πολύχρονο), στου Αδάμου τη Ράχη και Ράχη Αυρικού (Φούρκα).
   Στη θέση της αρχαίας Ποτίδαιας, αποικίας των Κορινθίων στο λαιμό της
χερσονήσου της Κασσάνδρας, η οποία καταστράφηκε από τον Φίλιππο το 357 π.
Χ., ίδρυσε ο Κάσσανδρος το 316 π. Χ. μία νέα πόλη, την Κασσάνδρεια. Η
ελληνιστική αυτή πόλη εξελίχθηκε σε μία από τις σημαντικότερες πόλεις της
Μακεδονίας, γνωρίζοντας μεγάλη άνθηση κατά την ρωμαιοκρατία και τους πρώτους
χριστιανικούς αιώνες. Το 540 μ. Χ. καταστράφηκε από τους Ούννους και ο
αυτοκράτορας Ιουστινιανός Α΄ φρόντισε για την ανασύστασή της. Σύμφωνα με τον
ιστορικό Προκόπιο, ο Ιουστινιανός, για να προστατέψει την πόλη και όλη τη
χερσόνησο από τις βαρβαρικές επιδρομές, οχύρωσε το διατείχισμα που υπήρχε κατά
μήκος του λαιμού της χερσονήσου και εκτεινόταν από το Θερμαϊκό ως τον Τορωναίο
κόλπο. Ο τέως αυτοκράτορας Ιωάννης Ζ΄ Παλαιολόγος έγινε δεσπότης
Θεσσαλονίκης και από το 1403 προχώρησε σε μεγάλης έκτασης ανακατασκευές του
τείχους και στη διάνοιξη μίας τάφρου. Μερικά χρόνια αργότερα, το 1424, οι Βενετοί
επιχείρησαν νέες επισκευές στο τείχος, οι οποίες όμως φαίνεται ότι δεν
ολοκληρώθηκαν. Τελευταία χρήση του διατειχίσματος με πρόχειρες επισκευές και νέα
διάνοιξη της τάφρου συντελείται στην Επανάσταση του 1821, όταν οι Χαλκιδικιώτες
αγωνιστές οχυρώνονται σ' αυτή τη θέση, προκειμένου να συγκρατήσουν την
επέλαση του Οθωμανικού στρατού. Ο μικρός μακεδονικός τάφος της Ποτίδαιας
αποκαλύφθηκε τον Ιούνιο του 1984 και βρίσκεται περίπου 4 χιλ. νότια του ομώνυμου
οικισμού της Χαλκιδικής. Χρονολογείται γύρω στο 300 π. Χ. και είναι ιδιαίτερα
σημαντικός για το περιεχόμενό του, καθώς μας προσφέρει πολύτιμες πληροφορίες
για την αρχαία ελληνική ζωγραφική. Οι δύο μαρμάρινες κλίνες του μακεδονικού
τάφου της Ποτίδαιας ήταν τοποθετημένες σε ορθή γωνία. Πολύ σημαντική είναι η
ζωγραφική διακόσμηση των κλινών, η οποία διασώθηκε σε εξαιρετική κατάσταση.
Εικονίζεται υπαίθριο ιερό με κρήνη, δένδρο, ελάφι, άγαλμα καθώς και μορφές που
αναπαύονται. Όλες οι μορφές είναι διονυσιακές και διακρίνονται, εκτός από τον
Βάκχο, η θεά Αφροδίτη (που μπορεί να είναι και η Αριάδνη), ένας γέρος Σιληνός,
Μαινάδες και ένας φτερωτός Έρωτας. Στις κατώτερες ζώνες εικονίζονται ταύροι,
γρύπες, κρατήρες κλπ. Σήμερα εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης.

Ειδικά

    Η χερσόνησος της Παλλήνης με το φυσικό της πλούτο και τη νευραλγική της θέση
από πολύ νωρίς κέντρισε το ενδιαφέρον των κατοίκων της νοτίου Ελλάδος.
Αποτέλεσμα ήταν να ιδρυθούν οκτώ αποικίες σε κοντινή απόσταση η μία με την
άλλη, ενώ στην περίπτωση της Μένδης και της Σκιώνης υπήρχε και οπτική επαφή.
Σύμφωνα με τις αρχαίες πηγές ως παλαιότερη εμφανίζεται η Σκιώνη, αφού η ίδρυσή
της ανάγεται στα χρόνια μετά τη λήξη του Τρωικού πολέμου. Οι ανασκαφικές έρευνες
έδειξαν ότι η και Μένδη (12ος αι. π.Χ.) είναι μια από τις πρώτες αποικίες που
ιδρύονται στη χερσόνησο της Παλλήνης. Εξάλλου δεν πρέπει να είναι τυχαίο το
γεγονός ότι η Μένδη και η Σκιώνη, των οποίων η ίδρυση φαίνεται να προηγείται των
υπολοίπων, γειτνιάζουν κιόλας. Στον 8ο αι. π.Χ. τοποθετείται η ίδρυση της Άφυτις και
της Σάνης, όπως προκύπτει από τα ανασκαφικά δεδομένα, ενώ από τους αρχαίους
συγγραφείς μαρτυρείται η ίδρυση της Ποτίδαιας τον 6ο αι. π.Χ. Οι πρώτες αναφορές
για τη Θέραμβο βρίσκονται στις πηγές του 6ου αι. π.Χ. και για τη Νεάπολη και την
Αιγή στις πηγές του 5ου αι. π.Χ.
    Η επιλογή των θέσεων σαφώς και δεν θα ήταν τυχαία. Κύριο λόγο θα είχαν τα
φυσικά χαρακτηριστικά του τόπου και τα πλεονεκτήματα που θα πρόσφερε η
υποψήφια θέση. Έτσι παρατηρούμε ότι όλες οι πόλεις ιδρύονται σε θέσεις φυσικά
οχυρές και δίπλα στη θάλασσα. Ειδικά για τη Μένδη, μια από τις παλαιότερες
αποικίες της χερσονήσου, επιλέχτηκε ένα καίριο σημείο στο νότιο άκρο της
Παλλήνης, απ’ όπου είναι δυνατός ο έλεγχος των εμπορικών δρόμων προς βορρά
και προς ανατολάς. Παράλληλα, υπάρχουν και περιπτώσεις όπου επιλέγονται θέσεις
με προϋπάρχουσα κατοίκηση. Είναι πιθανό, μάλιστα, οι νέοι κάτοικοι να
συνυπάρξανε με τους παλιότερους. Συγκεκριμένα στην Άφυτι (λόφος Κουτσόμυλος)
και στη Σάνη (Πύργος) εντοπίστηκαν οικιστικά λείψανα της εποχής του Χαλκού και
της πρώιμης εποχής του Σιδήρου, στο ύψωμα Αράπης, όπου τοποθετείται η αρχαία
Θέραμβος, λείψανα της ύστερης εποχής του Χαλκού και της πρώιμης εποχής του
Σιδήρου και στην τούμπα του Πολύχρονου , όπου αναζητείται μια από τις αρχαίες
πόλεις Νεάπολις ή Αιγή, λείψανα της πρώιμης εποχής του Χαλκού.
    Επίσης, διαπιστώνουμε ότι για τις περισσότερες αποικίες, αν και δηλώνεται από
τις αρχαίες πηγές η επιβίωσή τους μέχρι και τα ρωμαϊκά χρόνια, κάτι τέτοιο δεν έχει
ακόμα επιβεβαιωθεί ανασκαφικά. Κυρίως οι γνώσεις μας περιορίζονται στην αρχαϊκή
και κλασική περίοδο. Εξαίρεση αποτελούν η πόλη της Ποτίδαιας, όπου η συνεχής
κατοίκησή της από τα αρχαϊκά μέχρι τα ρωμαϊκά χρόνια είναι έκδηλη ανασκαφικά και
η αρχαία πόλη που τοποθετείται στο Πολύχρονο, όπου εντοπίστηκαν ίχνη ρωμαϊκής
εγκατάστασης. Λείψανα ρωμαϊκών χρόνων ανασκάφθηκαν και στο ιερό του
Ποσειδώνα στο Ποσείδι, ενώ στο ιερό του Άμμωνα Δία στην Καλλιθέα παρατηρήθηκε
έντονη οικοδομική δραστηριότητα τον 1o- 3o αι. μ.Χ. Για τις υπόλοιπες αποικίες
απουσιάζουν τα ανασκαφικά δεδομένα.
    Παρ’ όλη την αποσπασματική εικόνα είμαστε σε θέση να παρατηρήσουμε ότι οι
πόλεις που ιδρύθηκαν στη χερσόνησο της Παλλήνης μπορεί να μην εξελίχθηκαν σε
μεγάλα κέντρα, γνώρισαν, όμως, μια περίοδο ακμής και οικονομικής άνθισης. Η
οικονομία τους στηριζόταν στο εμπόριο και στην εξαγωγή πλουτοπαραγωγικών
υλών, οίνου και ξυλείας. Ως οικονομικά πιο ισχυρές εμφανίζονται πρώτα η Ποτίδαια,
μετά η Μένδη και η Σκιώνη, κατόπιν η Άφυτις, ακολουθούν η Σάνη, η Νεάπολη και η
Αιγή και τέλος η Θέραμβος. Η εικόνα αυτή προκύπτει με βάση το Συμμαχικό φόρο
που κατέβαλλε η κάθε πόλη, αλλά και από το γεγονός αν είχε τη δυνατότητα να κόβει
δικό της νόμισμα. Όσον αφορά στα ποσά του φόρου αξίζει να αναφέρουμε ότι η
Ποτίδαια πλήρωνε 6/15 τάλαντα, η Μένδη 8/15, η Σκιώνη 6/15, η Αφυτις, η Νεάπολις
και η Αιγή μισό και η Θέραμβος μόλις 1.000 δραχμές. Από αυτές δικό τους νόμισμα
κυκλοφορούσαν η Ποτίδαια, η Μένδη, η Σκιώνη, η Αφυτις και ίσως η Νεάπολις.
Ειδικά το οικονομικό σθένος της Μένδης διαφαίνεται και από το γεγονός ότι το
νόμισμά της, ο «μενδαίος όνος», εντοπίστηκε σε διάφορα σημεία της μεσογειακής
λεκάνης, αλλά και από το ότι ήταν η μόνη από τις πόλεις της Παλλήνης που ίδρυσε
δικές της αποικίες: τη Νεάπολη στην ανατολική ακτή της χερσονήσου και την Ηιώνα
στις εκβολές του Στρυμόνα.
    Αναφορικά με τους δεσμούς, που διατηρούσαν οι αποικίες με τις μητροπόλεις
τους, τα στοιχεία που διαθέτουμε είναι περιορισμένα. Ειδικά οι σχέσεις της Ποτίδαιας
με τη μητρόπολή της Κόρινθο έχουν πολύ χαρακτηριστικά αποτυπωθεί στο θεσμό
των επιδημιουργών, που έστελνε κάθε έτος η μητρόπολη. Για τη γειτονική της
Άφυτις, αποικία της Ερέτριας, δηλωτική των επαφών της με το νησί της Εύβοιας είναι
επιγραφή ωνής από την Άφυτι σε ιωνική διάλεκτο με ευβοϊκές επιρροές και με
ονόματα που απαντώνται και στην Εύβοια . Εξάλλου η επιλογή των αποίκων να
λατρέψουν τον Διόνυσο σε σπήλαιο στην κατάφυτη περιοχή της Καλλιθέας θα πρέπει
να σχετίζεται με το γεγονός ότι και στη βόρεια Εύβοια μαρτυρείται λατρεία του θεού
σε σπήλαιο . Ίσως να πρόκειται για ένα λατρευτικό έθιμο που υιοθετείται και
μεταφέρεται από τους αποίκους στο νέο τόπο κατοικίας τους. Ανάλογοι δεσμοί και
δάνεια παρατηρούνται και στην περίπτωση της Μένδης. Το όνομά της σχετίζεται με
το αρωματικό φυτό «μίνθη», αλλά και με τον αρχαίο δήμο «Μινθούντα» της
μητρόπολης της Ερέτριας. Η παρουσία των κυκλικών λιθόστρωτων (8ος αι. π.Χ.) σε
οικίες στο Προάστειο και του πρωτογεωμετρικού αψιδωτού λατρευτικού κτιρίου στο
ιερό του Ποσειδώνα δηλώνει τους ιδιαίτερους δεσμούς με την μητρόπολή της, αφού
ανάλογα οικοδομικά λείψανα εντοπίστηκαν και στο Λευκαντί.
    Το κύριο, όμως. υλικό στο οποίο έχουν αποτυπωθεί οι σχέσεις των αποικιών τόσο
με τις μητροπόλεις τους όσο και με άλλες πόλεις ή περιοχές είναι η κεραμική. Καθώς
στην ίδρυση των αποικιών της Παλλήνης πρωτοστάτησαν σύμφωνα με τις αρχαίες
πηγές οι Ερετριείς θα αναμέναμε η συγκεκριμένη μαρτυρία να επιβεβαιώνεται
ανασκαφικά με τα ευρήματα της κεραμικής από τις εξεταζόμενες πόλεις. Πράγματι
στην Αφυτι, στο ιερό του Διονύσου και των Νυμφών, εντοπίστηκε ευβοϊκή κεραμική
του 8ου αι. π.Χ. (τμήματα σκύφων με κρεμάμενα ομόκεντρα ημικύκλια), ενώ ανάλογη
είναι και η εικόνα από τη Σάνη, όπου βρέθηκαν όστρακα ερετριακά υπογεωμετρικής
περιόδου και όστρακα με ευβοϊκές επιρροές στη διακόσμηση. Πιο χαρακτηριστική
είναι η περίπτωση της Μένδης. Από τη θέση Βίγλα προέρχεται υστερομυκηναϊκή και
πρωτογεωμετρική κεραμική ανάλογη με σύγχρονα παραδείγματα από το Λευκαντί,
ενώ στο Προάστειο ανασκάφθηκε κεραμική πρωτογεωμετρική και γεωμετρική με
ευβοϊκές επιρροές (ντόπια αγγεία με ομόκεντρους κύκλους, σκύφοι με κρεμάμενα
ημικύκλια). Την ίδια εικόνα συναντάμε και στο γειτονικό ιερό του Ποσειδώνα, στο
Ποσείδι (υστερομυκηναϊκή, πρωτογεωμετρική και γεωμετρική κεραμική με ευβοϊκές
επιρροές και αντίστοιχη με την κεραμική του Λευκαντίου).
    Φαίνεται, λοιπόν, ότι ευβοϊκές επιρροές κατακλύζουν την χερσόνησο της Παλλήνης
κατά την υστερομυκηναϊκή με γεωμετρική περίοδο. Μάλιστα η περίπτωση της
Παλλήνης εντάσσεται σε ένα γενικότερο φαινόμενο, που διαπιστώνεται στον
ευρύτερο χώρο του βόρειου Αιγαίου και της Μακεδονίας την ίδια περίοδο. Έντονη
ευβοϊκή παρουσία εντοπίζεται και σε άλλες θέσεις τόσο της Χαλκιδικής (Τορώνη,
Κούκος Συκιάς, Παρθενώνας) όσο και γύρω από το Θερμαϊκό κόλπο (Νέα Αγχίαλος,
Τούμπα Θεσσαλονίκης, Καραμπουρνάκι). Σαφώς και η εικόνα αυτή αντικατοπτρίζει
τις εμπορικές δραστηριότητες που ανέπτυξαν οι Ευβοείς κατά την υστερομυκηναϊκή
με γεωμετρική περίοδο στην περιοχή του βόρειου Αιγαίου αναζητώντας πηγές
πρώτων υλών (χρυσός, χαλκός, σίδηρος), θα μπορούσε, όμως, να είναι και μια
απόδειξη του πρώιμου αποικισμού της περιοχής από τους Ευβοείς θαλασσοπόρους.
    Οι σχέσεις των αποικιών της Παλλήνης με την Εύβοια φαίνεται να εξασθενούν στο
τέλος της γεωμετρικής περιόδου, ενώ αντιθέτως αναπτύσσονται επαφές με την Ιωνία,
την Αιολίδα, τις Κυκλάδες, την Κόρινθο, την Αττική. Τον 8ο με 6ο αι. π.Χ. κυριαρχούν
οι επιρροές από την Ιωνία, τις Κυκλάδες και την Αιολίδα, όπως πολύ χαρακτηριστικά
παρατηρείται στην κεραμική από το ιερό της Σάνης, στα ταφικά αγγεία από τη Μένδη
και το Πολύχρονο, στην κεραμική από το ιερό του Ποσειδώνα στο Ποσείδι , στην
κεραμική και σε έργα πλαστικής από την Ποτίδαια. Στις αρχές του 6ου αι. π.Χ. η
ίδρυση της κορινθιακής Ποτίδαιας σηματοδοτεί την έναρξη επαφών με την Κόρινθο,
οι οποίες επιβεβαιώνονται από την εύρεση κορινθιακής κεραμικής του 6ου αι. π.Χ.
στην Ποτίδαια, στις γειτονικές Άφυτις και Σάνη, στο Πολύχρονο, στη Σκιώνη και στη
Μένδη. Από τα μέσα του 6ου αι. π.Χ. και κυρίως τον 5ο αι. π.Χ. δεσπόζει η Αθήνα με
την αττική κεραμική να κυριαρχεί στις αποικίες (Ποτίδαια, Άφυτις, Σάνη, Πολύχρονο,
Σκιώνη, Μένδη) και με αττικές επιρροές να εντοπίζονται και σε έργα πλαστικής
(Ποτίδαια). Σαφώς ρόλο στην έντονη αττική παρουσία του 5ου αι. π.Χ. θα έπαιξε η
ίδρυση της Αθηναϊκής Συμμαχίας και η συμμετοχή τον αποικιών της Χαλκιδικής σε
αυτήν.
    Όσον αφορά στην τοπογραφία τους και στην οργάνωσή τους διαπιστώνουμε ότι οι
περισσότερες αποικίες ιδρύονται σε θέση φυσικά οχυρή (Άφυτις, Σκιώνη - θέση
«Μύτικας», Μένδη - θέση «Βίγλα», Πολύχρονο - λόφος Γηρομοίρι). Συνήθως στο
ύψωμα τοποθετείται η ακρόπολη και γύρω στις πλαγιές αναπτύσσεται η πόλη με το
νεκροταφείο. Έτσι οι οικίες κατασκευάζονται σε επίπεδα και προσαρμόζονται στη
μορφολογία του εδάφους (Άφυτις), ανεγείρονται πάνω σε άνδηρα (Πολύχρονο) και
χτίζονται αμφιθεατρικά στις πλαγιές (Μένδη). Πολλές φορές αξιοποιούν και τον
φυσικό βράχο ενσωματώνοντας τον στην κατασκευή τους (Άφυτις, Μένδη). Κατά την
κλασική εποχή συντελείται μια αλλαγή στην οργάνωση των πόλεων. Εφαρμόζονται οι
νέες αρχές του ιπποδάμειου συστήματος με φαρδιές οδούς που τέμνονται κάθετα
μεταξύ τους και με μεγάλες οικίες, που διαθέτουν ευρύχωρα δωμάτια . Η εικόνα αυτή
έχει αποτυπωθεί πολύ χαρακτηριστικά στην πόλη της Μένδης, ενώ διαφαίνεται στη
Σκιώνη και στην Άφυτι . Κατά την ελληνιστική εποχή τυπικό παράδειγμα της νέας
πολεοδομικής οργάνωσης αποτελεί η Κασσάνδρεια. Τις γνώσεις μας για τις αποικίες
της Παλλήνης έρχεται να συμπληρώσει η ανασκαφή των νεκροταφείων τους.
Συγκεκριμένα ερευνήθηκαν τμήματα των νεκροταφείων της Άφυτις, του Πολύχρονου,
της Σκιώνης και της Μένδης. Και τα τέσσερα χρονολογούνται στα αρχαϊκά με κλασικά
χρόνια. Στη Μένδη και τη Σκιώνη τα τμήματα που ανασκάφθηκαν περιελάμβαναν
μόνο παιδικές ταφές. Παιδικές ταφές κυριαρχούν και στο Πολύχρονο, ενώ
εμφανίζονται και λίγες ταφές ενηλίκων. Όσον αφορά στην οργάνωσή τους
παρατηρούμε ότι οι ταφές τοποθετούνται σε συστάδες στην Άφυτι και το Πολύχρονο,
ενώ στη Σκιώνη σε παράλληλες σειρές. Μάλιστα στη Σκιώνη λόγω της κλίσης του
εδάφους κατασκευάστηκαν άνδηρα πάνω στα οποία ανοίχτηκαν οι τάφοι.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η περίπτωση της Μένδης, όπου οι ταφές
προσανατολίζονται παράλληλα με τη θάλασσα, όπως στην Άκανθο και στην Αγία
Παρασκευή. Σε όλα τα νεκροταφεία εμφανίζονται τάφοι λακκοειδείς και
κιβωτιόσχημοι, ενώ στις τρεις περιπτώσεις (Πολύχρονο, Σκιώνη, Μένδη) και
εγχυτρισμοί. Όμως, κάθε αποικία παρουσιάζει και κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά.
Στην Άφυτι συναντάμε και ταφές σε σαρκοφάγους, ενώ ξεχωριστό γνώρισμά της είναι
η επιτόπια καύση του νεκρού και ο ενταφιασμός του σε λάκκο. Στο νεκροταφείο της
Σκιώνης οι κιβωτιόσχημοι τάφοι αποτελούν μια ιδιαίτερη κατηγορία, καθώς πρόκειται
για λάκκους που επενδύονται με πήλινες πλάκες.
    Ξεχωριστής αναφοράς χρήζουν οι εγχυτρισμοί. Τα ταφικά αγγεία στερεώνονται με
αργούς λίθους και τα στόμιά τους κλείνουν με λίθο, όστρακο, πήλινο πώμα ή πηλό.
Στην περίπτωση του Πολύχρονου λιθοσωρός κάλυπτε το στόμιο των αγγείων. Τα
ταφικά αγγεία από τη Μένδη παρουσιάζουν στο σχήμα και στη διακόσμηση έντονες
επιρροές από τις Κυκλάδες, την Ερέτρια, την Αιολίδα και την Κόρινθο, ενώ στα
αντίστοιχα του Πολύχρονου εμφανής είναι η επίδραση της βορειοδυτικής Μ. Ασίας.
Οι τάφοι που ερευνήθηκαν ήταν πλούσια κτερισμένοι με εξαίρεση τη Μένδη. Μάλιστα
στο Πολύχρονο και στη Σκιώνη κτερίσματα εντοπίστηκαν και έξω από τις ταφές.
Πρόκειται, πιθανώς, για ένα ταφικό τελετουργικό κατά το οποίο οι συγγενείς μετά τον
ενταφιασμό του νεκρού συνήθιζαν να πετούν στον τάφο αγγεία και ειδώλια. Τέλος,
στο νεκροταφείο του Πολύχρονου εμφανίζεται και ένα ακόμα ιδιαίτερο
χαρακτηριστικό. Μεταξύ των τάφων εντοπίστηκαν μεγάλες πυρές και σωροί αγγείων,
που σχετίζονταν με την προσφορά εναγισμών στους νεκρούς.
    Η τοπογραφική προσέγγιση των αποικιών στη χερσόνησο της Παλλήνης
ολοκληρώνεται με τον εντοπισμό των ιερών, που φαίνεται ότι υπάγονταν στην
επικράτεια τους. Όσον αφορά στην Ποτίδαια από τις αρχαίες πηγές
πληροφορούμαστε την ύπαρξη ναού του Ποσειδώνα , η θέση του οποίου δεν έχει
ακόμα εντοπιστεί με βεβαιότητα. Επίσης, οι ανασκαφές έφεραν στο φως έξω από το
νότιο τείχος της Ποτίδαιας πιθανώς ένα ιερό της Δήμητρας, το οποίο δεν αναφέρεται
στις αρχαίες πηγές και του οποίου η ταύτιση δεν είναι ακόμα ασφαλής. Στην
επικράτεια της Άφυτις υπάγονταν τα φημισμένα ήδη από την αρχαιότητα ιερά του
Διονύσου και του Άμμωνα Δία, που εντοπίστηκαν ανασκαφικά στην περιοχή της
Καλλιθέας, ενώ φαίνεται ότι στον ίδιο χώρο υπήρχε λατρεία των Νυμφών και των
Θεσμοφόρων θεών. Στο Ποσείδι, δίπλα στη Μένδη, ανασκάφθηκε ιερό του
Ποσειδώνα και στη Σάνη ιερό της Άρτεμης, για τα οποία, όμως, απουσιάζουν οι
αρχαίες μαρτυρίες. Παράλληλα, από αναθηματική επιγραφή πληροφορούμαστε την
ύπαρξη ιερού του Απόλλωνα Καναστραίου, το οποίο αναζητείται στην περιοχή της
Θεράμβου και για το οποίο μόνο έμμεσες πληροφορίες μπορούμε να αντλήσουμε
από τις αρχαίες πηγές.
    Παρατηρούμε, λοιπόν, ότι από τις αρχαίες πηγές στοιχεία παρέχονται μόνο για τα
ιερά του Διονύσου (Ξενοφών, Ε, 3, 19) και του Άμμωνα Δία (Παυσανίας, ΙΠ, 18,3)
στην Άφυτι και για το ναό του Ποσειδώνα στην Ποτίδαια (Ηρόδοτος, Η, 129), ενώ
αφήνονται υπόνοιες για την ύπαρξη ιερού στο ακρωτήριο Καναστραίο (Σκύλαξ,
Περίπλους 66). Για τα υπόλοιπα ιερά της χερσονήσου οι πηγές σιωπούν. Εντύπωση,
μάλιστα, προκαλεί το γεγονός ότι το ιερό του Ποσειδώνα στο Ποσείδι, ενώ φαίνεται
ότι ήταν από τα παλαιότερα ιερά της Παλλήνης -η λατρεία στο χώρο του ξεκινά από
τα τέλη της μυκηναϊκής περιόδου και συνεχίζεται αδιάλειπτα μέχρι τα ύστερα
ελληνιστικά χρόνια-, δεν αναφέρεται από κανέναν αρχαίο συγγραφέα.
    Ελπίζουμε οι νέες ανασκαφικές έρευνες να φωτίσουν καλύτερα την τοπογραφική
οργάνωση των αποικιών της χερσονήσου της Παλλήνης και να δοθούν οι ζητούμενες
απαντήσεις.

Στην Καλλιθέα βρίσκονται τα ερείπια ενός από τους σημαντικότερους τόπους


λατρείας του Άμμωνα Δία στην αρχαιότητα, κτισμένου τον 4ο αιώνα σε δωρικό
ρυθμό, ο οποίος αποκαλύφθηκε το 1969 με αφορμή την ανέγερση ξενοδοχείου,
οπότε προκλήθηκε μερική καταστροφή της κρηπίδας (βάσης) του λατρευτικού
κτηρίου. Η ανασκαφική έρευνα που συνεχίστηκε και τα επόμενα έτη 1970-1973 έδειξε
ότι στη θέση αυτή της χερσονήσου της Κασσάνδρας ιδρύθηκε κατά το β' μισό του
8ου αιώνα π. Χ., από τους Ευβοείς αποίκους της πόλης Άφυτις, ιερό του Διονύσου
που λατρευόταν μαζί με τις Νύμφες στο σπήλαιο κάτω από το βράχο στη νοτιοδυτική
πλαγιά του χώρου. Η λατρεία στο σπήλαιο, όπου οι πιστοί έφθαναν με λαξευτή
κλίμακα, συνεχίστηκε και κατά τους επόμενους αιώνες μέχρι και το 2ο αι. μ. Χ. Στην
επίπεδη επιφάνεια, στο βόρειο τμήμα του χώρου, ιδρύθηκε προς το τέλος του 5ου αι.
π. Χ. ιερό του αιγυπτιακής προέλευσης θεού Άμμωνα Δία. Αρχικά, προς το τέλος του
5ου αι. π. Χ., κατασκευάστηκε ένας κτιστός βωμός, αλλά αργότερα, στο β' μισό του
4ου αι. π. Χ., κτίστηκε δίπλα στο βωμό περίπτερος ναός δωρικού ρυθμού.  Τον
τελευταίο αντικατέστησαν με άλλο μαρμάρινο προς το τέλος του 3ου ή τις αρχές του
2ου αι. π. Χ. μετά από κάποια καταστροφή που υπέστη ο ναός. Τη στέγη του
διακοσμούσαν πήλινες κεραμώσεις, ανάγλυφες και έγχρωμες. Η σχεδιαστική του
αποκατάσταση είναι δυνατή με βάση τα αρχιτεκτονικά μέλη που βρέθηκαν
διάσπαρτα. Στα ρωμαϊκά χρόνια (1ος - 2ος αι. μ. Χ.) ο ναός μετασκευάστηκε και με
το υλικό του κτίστηκαν στη νότια στενή πλευρά του δύο βαθμιδωτές κατασκευές
(κερκίδες), ενώ μεταξύ τους, επάνω στον παλαιότερο βωμό, κατασκευάστηκε άλλος
μικρότερος. Στον υπαίθριο αυτό χώρο καθισμένοι οι πιστοί πρέπει να
παρακολουθούσαν κάποια δρώμενα. Όπως δείχνουν τα ευρήματα, η ρωμαϊκή φάση
του ναού διήρκησε μέχρι την εποχή των διαδόχων του Μεγάλου Κωνσταντίνου,
οπότε πρέπει να καταστράφηκε οριστικά. Τμήμα παλαιοχριστιανικού λουτρού που
ανασκάφηκε στο βόρειο άκρο του χώρου σχετίζεται ενδεχομένως με συνέχιση της
λατρείας στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες, αλλά και αργότερα στη
μεσοβυζαντινή περίοδο. Την εγκατάλειψη του Ιερού ακολούθησε η λιθολόγηση των
ερειπίων του από μοναχούς της ρωσικής μονής Παντελεήμονος, μετόχι της οποίας
είχε γίνει η περιοχή. Μία ιδιόρρυθμη, πρωτότυπη και μοναδική παλαιοχριστιανική
βασιλική του 6ου αιώνα έφερε στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη στην περιοχή
Σωλήνα της κοινότητας Καλλιθέας στην Κασσάνδρα Χαλκιδικής μπροστά στο
ξενοδοχειακό συγκρότημα Παλλήνη και Άθως. Όπως ανακοίνωσε ο αρχαιολόγος κ
Ιωακείμ Παπάγγελος, με την βασιλική συνυπάρχει κτίριο διαστάσεων 9 επί 9 το
οποίο ήταν οίκος μαρτυρίου, δηλαδή ένα μεγάλο προσκυνητάρι που φαίνεται να
κτίστηκε πάνω σε τάφο μάρτυρα με ψηφιδωτά, μέσα και έξω, του 5ου αιώνα.

 Η ιστορία του Πολύχρονου ξεκινά από το 650 π. Χ., όταν ήρθαν στη χερσόνησο της
Κασσάνδρας Ερετριείς και ίδρυσαν ως αποικία τους τη Νεάπολη, η οποία παρ' όλες
τις βαρβαρικές επιδρομές που γνώρισε, κατόρθωσε να επιβιώσει ως το 540μ.Χ.
οπότε και καταστράφηκε ολοκληρωτικά από τους Ούννους. Ένα από τα λιγοστά
παγκοσμίως ηλιακά ρολόγια των ελληνορωμαϊκών χρόνων, που έχουν εντοπιστεί
άθικτα, ανασύρθηκε από την αρχαιολογική σκαπάνη στο Πολύχρονο Χαλκιδικής. Το
εύρημα αποκτά ακόμη μεγαλύτερη σημασία, καθώς τα ηλιακά ρολόγια
κατασκευάζονταν για συγκεκριμένο γεωγραφικό πλάτος, δηλαδή ήταν ακριβή μόνο
για τον τόπο στον οποίο συνήθως κατασκευάζονταν. Το ρολόι του Πολύχρονου έχει
κατασκευαστεί έτσι που μπορεί να δείχνει τη σωστή ώρα της κάθε μέρας τόσο στη
Χαλκιδική όσο και στη Ρώμη, τη Γαλλία ή την Κίνα. Σύμφωνα με την αρχαιολόγο
Μπετίνα Τσιγαρίδα, έφτασε στην περιοχή ως ανάθημα σε κάποιο ιερό, ίσως του
Άμμωνα Δία.

Η πόλη Μένδη ήταν, κατά την αρχαιότητα, ιδιαίτερα σημαντικός τόπος, λόγω της
πολιτιστικής ανάπτυξης και του ονομαστού κρασιού. Η Μένδη ήταν γνωστή για τα
εξαιρετικής ποιότητος λευκά κρασιά της και το έμβλημά της ήταν ένας όνος σε
οργασμό. O όνος, εξαιτίας της ζωτικότητάς του, εθεωρείτο κύριος των Mενδίων. Γι'
αυτό και ονομάστηκε στα νεότερα χρόνια "κυρ-Mέντιος". Ο Θουκυδίδης μας
πληροφορεί πως η Μένδη ήταν αποικία των Ερετριέων που την ίδρυσαν στην
χερσόνησο της Παλλήνης. Δεδομένου του ότι οι Χαλκιδείς και Ερετριείς είχαν
αποικίες στα μακεδονικά παράλια ήδη από το 1.000 ή 1100 π. Χ., σύμφωνα με την
αξιολόγηση των νεότερων ευρημάτων, η ίδρυση της πόλης ανάγεται γύρω από την
χρονολογία αυτή. Ο κάτοικος της πόλης λεγόταν Μενδαίος. Η ονομασία της πόλης
προέρχεται από το ηδύοσμο φυτό μίνθη ή μίνθα που φύονταν σε αφθονία στην
περιοχή (στα λατινικά mentha, εξ ου και η μέντα). Η μεγάλη οικονομική της άνθηση,
ήδη από τις αρχές του 6ου αι., επιβεβαιώνεται από την μεγάλη κυκλοφορία των
νομισμάτων της και οφείλεται κυρίως στις εξαγωγές του περίφημου "Μενδαίου οίνου".
Το 1992 βρέθηκε στις ακτές της Αλοννήσου αρχαίο ναυάγιο του πέμπτου αιώνα π. Χ.
σε βάθος 30 μ. που είχε 3000 περίπου αμφορείς με οίνο από τη Μένδη. Στα μέσα
του 4ου αι. η πόλη καταλαμβάνεται από τον Φίλιππο Β' και σταδιακά παρακμάζει.
Συστηματική ανασκαφική έρευνα στην αρχαία Μένδη διενεργήθηκε από το 1986-
1994, από την ΙΣΤ' Εφορεία Προϊστορικών & Κλασσικών Αρχαιοτήτων υπό την
εποπτεία της Ιουλίας Βοκοτοπούλου. Ο κυρίως αρχαιολογικός χώρος, έκτασης 1200
μ. επί  600 μ., εντοπίζεται στο επίπεδο πλάτωμα και τις πλαγιές ενός πευκόφυτου
λόφου ο οποίος καταλήγει ομαλά προς την θάλασσα. Στην Ακρόπολη, γνωστή ως
Βίγλα, η οποία εκτείνεται στο ψηλότερο, ΝΑ σημείο του λόφου, ερευνήθηκαν
συστάδες από λάκκους-αποθέτες, οι οποίοι είχαν αρχικά αποθηκευτικό χαρακτήρα.
Το κύριο περιεχόμενό τους ήταν κεραμική από τον 12ο έως και τον 7ο αι. π. Χ. Στο
πλάτωμα, γνωστό και ως Ξέφωτο, δοκιμαστική τομή αποκάλυψε τμήμα του τείχους.
Στο "Προάστιο", το οποίο αναφέρεται από τον Θουκυδίδη και το οποίο καταλαμβάνει
την παραθαλάσσια περιοχή της αρχαίας πόλης, αποκαλύφθηκαν, εκτός των άλλων,
επάλληλα τμήματα κατοικιών και δρόμων, που χρονολογούνται από τον 9ο ως και
τον 4ο αι. π. Χ. Στο νεκροταφείο, το οποίο εντοπίστηκε στην παραλία του
ξενοδοχείου Μένδη, ερευνήθηκαν 241 συνολικά ταφές, που χρονολογούνται από τα
τέλη του 8ου-αρχές 7ου ως τα τέλη του 6ου αι. π. Χ. Τα αγγεία ήταν κυρίως γραπτά,
με φυτική και γεωμετρική διακόσμηση, ή και εγχάρακτα, και αποτελούν
χαρακτηριστικά δείγματα του κεραμικού ρυθμού της Χαλκιδικής. Οι αμφορείς της
ομάδας Παρμενίσκου χρονολογούνται στα ελληνιστικά χρόνια, είναι λεπτοί με χείλος
τριγωνικό και έχουν χαρακτηριστικά ορθογώνια σφραγίσματα στις λαβές τους που
φέρουν ονόματα. Εξάλλου, εργαστήριο παραγωγής κεραμικών εντοπίστηκε και στην
περιοχή της Φούρκας σε απόσταση τριών χιλιομέτρων βορειοδυτικά του αρχαίου
οικισμού της Μένδης. Τα ευρήματα (κυρίως αμφορείς και γραπτή χαλκιδικιώτικη
κεραμική) του εργαστηρίου χρονολογούνται από τον 5ο έως τις αρχές του 4ου αι. π.
Χ. Το ιερό της αρχαίας πόλης τέλος εντοπίστηκε στο αμμώδες, επίπεδο ακρωτήρι
"Ποσείδι", 4 χλμ. δυτικά της Μένδης. Στα κτήρια που έχουν ανασκαφεί
περιλαμβάνεται ο ναός του Ποσειδώνα των αρχών του 5ου αι. π. Χ., η ταύτιση του
οποίου οφείλεται σε σειρά εγχάρακτων επιγραφών σε αγγεία. Το αψιδωτό κτήριο στο
Ποσείδι είναι ένα από τα αρχαιότερα ιερά του Ελλαδικού χώρου και το μοναδικό με
αποκλειστικά λατρευτική χρήση των "Σκοτεινών Αιώνων" από την Βόρεια Ελλάδα.
Κατά το Θουκυδίδη είναι το αρχαιότερο ιερό αφιερωμένο στον Ποσειδώνα που
βρέθηκε στον Ελληνικό χώρο. Αυτό που φαίνεται αρχικά  στο χώρο του ιερού είναι
πως η λατρεία του γινόταν με σπονδές σε πήλινους κάθετους σωλήνες που
εισχωρούσαν στη γη και ήταν τοποθετημένοι περιμετρικά του ιερού. Κοντά στο ναό
βρίσκεται ο φάρος που κτίστηκε το 1864.

 Η αρχαία Σκιώνη χτίστηκε μετά τον Τρωικό πόλεμο και αναφέρεται ως η πρώτη
αποικία νότιων Ελλήνων στη Χαλκιδική. Σ' ένα νόμισμα της αρχαίας Σκιώνης (500 π.
Χ. περίπου) εικονίζεται ο ομηρικός ήρωας Πρωτεσίλαος, ο οποίος αναφέρεται και ως
ιδρυτής της πόλης. Σημαντικό ήταν το λιμάνι της Σκιώνης, το οποίο συνετέλεσε στην
ακμή της. Η αρχαία Σκιώνη βρισκόταν στα Ν.Α. του σημερινού χωριού. Στα νεότερα
χρόνια, στην περιοχή της χτίστηκε το χωριό Τσαπράνι, 4 χλμ. Β.Α. της Νέας Σκιώνης.
Μετά το 1930 το μεσόγειο χωριό άρχισε να εγκαταλείπεται από τους κατοίκους του,
οι οποίοι προτίμησαν να εγκατασταθούν στην ακτή. Τον οικισμό, που ίδρυσαν εκεί,
τον ονόμασαν Νέα Σκιώνη.

Στην περιοχή Σάνη σώζεται ο Πύργος του Σταυρονικήτα (Αγίου Γεωργίου) που
χρονολογείται από το 1543 και κτίστηκε με σκοπό να προστατεύει το μετόχι της Ιεράς
Μονής Σταυρονικήτα. Επίσης, στην τοποθεσία Μεγάλη Κύψα της Κασσάνδρας
Χαλκιδικής, μια μοναδική, για το μακεδονικό χώρο, ρωμαϊκή αγροικία αποκαλύπτει
για πρώτη φορά την αρχιτεκτονική σχέση των ρωμαϊκών κτιρίων με τους
επαρχιακούς παλαιοχριστιανικούς ναούς. Πάνω στο κύμα είχε χτίσει την αγροικία του
ο γαιοκτήμονας της ρωμαϊκής εποχής. Η ανασκαφή διακόπηκε το 1975 λόγω
έλλειψης χρηματοδότησης και ξεκίνησε πάλι το 2007 με τη χρηματοδότηση του
ιδιοκτήτη του ξενοδοχείου "Σάνη". Όπως επισήμανε ο αρχαιολόγος Ιωακείμ
Παπάγγελος, στην τραπεζαρία της κυρίως κατοικίας, η οποία χρονολογείται στα τέλη
του 3ου αι. μ. Χ., δημιουργήθηκε αργότερα παλαιοχριστιανικός ναός, που
λειτούργησε έως τον 8ο αιώνα. Το εύρημα θεωρείται μοναδικό για τον χώρο της
Μακεδονίας και δίνεται για πρώτη φορά στους αρχαιολόγους να μελετήσουν
συνολικά έναν τέτοιο χώρο στην περιοχή. Η βασιλική που λειτούργησε στο εσωτερικό
της αγροικίας αποκαλύπτει τη σχέση εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής των επαρχιακών
παλαιοχριστιανικών ναών του τύπου της βασιλικής με αντίστοιχα κοσμικά κτήρια της
ρωμαϊκής εποχής. Η αγροικία που εντοπίστηκε το 1972 σε μια εύφορη
παραθαλάσσια κοιλάδα με πολλά τρεχούμενα νερά είναι μια αυτοτελής γεωργική
οικονομική μονάδα της ύστερης Ρωμαιοκρατίας. Τέτοιες μονάδες δίνονταν ως
περιουσία σε κάποιους υψηλούς αξιωματούχους. Αποτελείται από επτά κτίσματα,
ένα εκ των οποίων είναι η κατοικία του ιδιοκτήτη ή του επιστάτη της αγροικίας, καθώς
δεν είναι σίγουρο αν ο ίδιος ο ιδιοκτήτης έζησε ή επισκέφθηκε ποτέ την αγροικία, ή
απλώς έπαιρνε το εισόδημα. Τα υπόλοιπα κτίρια ήταν αποθήκες, εργαστήρια και
καταλύματα εργατών. Η κυρίως κατοικία παρουσιάζει πολύ μεγάλες ομοιότητες με
παλαιοχριστιανική βασιλική με μεγάλο αίθριο, το οποίο περιγραφόταν από
κιονοστοιχία. Μάλιστα οι κολώνες ήταν τοποθετημένες η μία πάνω στην άλλη, καθώς
το κτίριο ήταν διώροφο. Οι αρχαιολόγοι εντόπισαν 48 μαρμάρινες κολώνες. Βασικός
χώρος της οικίας ήταν το τρικλίνιο, χώρος επίσημων εστιάσεων, το οποίο φαίνεται
σαν να είναι το μεσαίο κλίτος της βασιλικής. Στα μέσα του 6ου αι. μ. Χ., το
συγκρότημα της κυρίως κατοικίας φαίνεται πως άλλαξε χρήση και μέσα στο μεσαίο
κλίτος του τρικλινίου οικοδομήθηκε χριστιανικός ναός ο οποίος συνέχισε να
λειτουργεί μέχρι και τον 8ο αιώνα. Ενδιαφέρον στοιχείο του συγκροτήματος είναι
επίσης ότι αποκαλύπτει τα οικονομικά ενδιαφέροντα του ιδιοκτήτη, τα οποία
επεκτείνονται σε θέματα γεωργικής παραγωγής (κρασί, λάδι, σιτηρά), αλλά και
βιοτεχνικής παραγωγής, με σημαντικότερη την παραγωγή κεραμικών
(αγγειοπλαστική) και την επεξεργασία μετάλλων. Στον χώρο εντοπίστηκαν
θραύσματα κεραμικής, λίθινο εγκόλπιο φυλακτό με απομίμηση επιγραφής, αγγεία για
την αποθήκευση λαδιού και σιτηρών, αλλά και ο λίθινος μύλος για το λάδι.
   Το καλό ελαιόλαδο γίνεται από τον καρπό της ελιάς, χωρίς το κουκούτσι. Αν αυτό
σπάσει, η ποιότητα του λαδιού είναι κατώτερη. Αυτό φαίνεται ότι το γνώριζαν πριν
από δύο χιλιάδες χρόνια οι κάτοικοι της γεωγραφικής περιοχής όπου βρίσκεται
σήμερα η Χαλκιδική. Το μαρτυρούν οι ελαιόμυλοι, που έχουν βρεθεί στην περιοχή
της Ολύνθου, καθώς και σε περιοχές της Σιθωνίας και της Κασσάνδρας και
χρονολογούνται από τον 3ο μέχρι τον 6ο μ. Χ. αι. Από τα ευρήματα που υπάρχουν
φαίνεται ότι ο πληθυσμός που ζούσε στην περιοχή την περίοδο της ρωμαιοκρατίας
(από τον 1ο π. Χ. μέχρι τον 5ο μ. Χ. αιώνα) είχε αναπτύξει έναν πολύ εξελιγμένο, για
τα σημερινά δεδομένα, τρόπο παραγωγής ελαιολάδου. Έχουν βρεθεί ελαιόμυλοι,
κατασκευασμένοι με έναν τυποποιημένο τρόπο, γενικά παραδεκτό. Αποτελούνταν
από φακοειδείς μυλόλιθους με λίθινες κούπες όπου αλέθονταν ο ελαιόκαρπος με
έναν τέτοιο τρόπο ώστε να γίνεται εκσάρκωση της ελιάς και να μην σπάει το
κουκούτσι, αναφέρει ο αρχαιολόγος Ιωακείμ Παπάγγελος. Στις αρχές του 15ου αιώνα
ο δεσπότης Ανδρόνικος του Δεσποτάτου της Θεσσαλονίκης, που είχε τη διοικητική
αρμοδιότητα της Θεσσαλονίκης και της χερσονήσου της Κασσάνδρας, οργάνωσε
μεγάλο ελαιώνα στην Κασσάνδρα, το 1415, ο οποίος βρίσκεται στον Λιμνιώνα της
Νέας Φώκιας και είναι επισκέψιμος έως σήμερα..

ερό Άμμωνα Δία, Διονύσου και


Ασκληπιού
 
Τετ, 29/08/2012 - 11:11 -- Ανώνυμος (χωρίς επαλήθευση)
Ο Ναός αφιερωμένος στον Άμμωνα Δία, βρίσκεται στη χερσόνησο Κασσάνδρα,
δίπλα στην παραλία του χωριοὐ Καλλιθέα και αποτελεί ένα από τα πιο σημαντικά
αρχαιολογικά ευρήματα της περιοχής.

Τα πρώτα στοιχεία χρήσης του χώρου του ιερού χρονολογούνται στην πρώιμη εποχή
του χαλκού. Στη συνέχεια, μετά από τον αποικισμό της Χαλκιδικής από τους Έλληνες
του νότου και την ίδρυση της Αφύτιος, αποικίας της Ερέτριας, η περιοχή του ιερού
συμπεριλήφθηκε στη χώρα της αρχαίας πόλης. Η ομορφιά της φύσης, οι πηγές νερού,
η βλάστηση και το σπήλαιο που υπήρχαν, ώθησαν τους Αφύτιους να ιδρύσουν σε
αυτό το μαγευτικό μέρος ιερό του Διονύσου - πιθανότατα και των Νυμφών - στα τέλη
του 8ου αιώνα π.Χ., το οποίο αναφέρεται από τον Ξενοφώντα (Ξεν. Ελληνικά 5,3, 13
κ.ε.). Ο θεός πιθανότατα λατρευόταν στην περιοχή γύρω από το σπήλαιο, που ήταν
διαμορφωμένη με άνδηρα (ταράτσες), στα οποία οδηγούσε λίθινη κλίμακα (Εικόνα
1).
Στο πρώτο μισό του 4ου αιώνα π.Χ., πιθανότατα μετά από τη σωτήρια παρέμβαση
του Άμμωνος Διός, που είχε σαν αποτέλεσμα τη λύση της πολιορκίας της Αφύτιος
από τον Σπαρτιάτη βασιλιά Λύσανδρο το 304 π.Χ. (Πλουτ. Λύσανδρος 299 α-β), οι
Αφύτιοι ίδρυσαν ιερό του θεού βορειοανατολικά του ιερού του Διονύσου. Στην
περιοχή του σπηλαίου και των πηγών νερού κτίστηκε κρηναίο οικοδόμημα (Εικόνα
2), προκειμένου να γίνει μεταφορά νερού στον καινούριο χώρο λατρείας, εξαιτίας της
στενής σχέσης του Άμμωνος με το νερό και της απαραίτητης ύπαρξης δεξαμενής
νερού στα ιερά του.
Τμήματα μόνον των κτισμάτων του ιερού του Άμμωνος Διός που χρονολογούνται
στο α' μισό του 4ου αιώνα έχουν διασωθεί (Εικόνα 3). Στο δεύτερο μισό του ίδιου
αιώνα, μετά δηλαδή από την προσάρτηση της Χαλκιδικής στο βασίλειο των
Μακεδόνων, χτίστηκε λαμπρός δωρικός ναός του θεού (Εικόνα 4) και στα ανατολικά
του δύο παράλληλες σειρές με βάθρα που υποβάσταζαν γλυπτά. Οι παράλληλες
σειρές με τα βάθρα (Εικόνα 5), συνηθισμένο χαρακτηριστικό στους ναούς της
Αιγύπτου, οφείλεται στην αιγυπτιακή καταγωγή του θεού.
Η ύπαρξη επιγραφής που χρονολογείται στον 3ο αιώνα ή στο α' μισό του 2ου αιώνα
π.Χ. προς τιμή του Ασκληπιού σε αναθηματικό βωμίσκο, που βρέθηκε στο χώρο και
φυλάσσεται στη βιβλιοθήκη της Μονής Παντελεήμονος στο Άγιο Όρος, υποδηλώνει
τη λατρεία του θεού στο ιερό αυτή την εποχή.
Το 2ο αι. μ.Χ. το ιερό γνωρίζει ακμή. Έξω από το ναό του Άμμωνος Διός κτίζονται
κερκίδες και βόρεια του ναού κτίζεται το βαλανείο (μικρό λουτρό), το οποίο
συνδέεται με τη λατρεία του Ασκληπιού και την ίαση (Εικόνα 6).
Το ιερό εγκαταλείπεται και καταστρέφεται στις αρχές του 4ου αιώνα μ.Χ. Το λουτρό
συνεχίζει να χρησιμοποιείται ως τα μέσα ή τέλη του ίδιου αιώνα και αυτή την εποχή,
ή λίγο αργότερα, τον 5ο αιώνα μ.Χ., χτίζεται νερόμυλος κοντά στο σπήλαιο (Εικόνα
7).

ΚΕΙΜΕΝΟ

Δρ. Μπεττίνα Τσιγαρίδα - Αρχαιολόγος


ΙΣΤ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων

Ιερό του Ποσειδώνα


 
Πέμ, 30/12/2010 - 21:33 -- dimkas
Στο ακρωτήρι του Ποσειδίου ή "Ποσειδώνιον", όπως ονομάζεται ήδη από το
Θουκυδίδη, 3 χλμ ΝΔ της Καλάνδρας, βρίσκεται ένα από τα πιο σημαντικά μνημεία
της Ελλάδας. Το αρχαιότερο ιερό του Ποσειδώνα, με αναφορές ακόμα από τον
Θουκυδίδη και σε αγιορείτικα έγγραφα του 14ου αιώνα. Οι ανασκαφές εντόπισαν τα
λείψανα του αρχαίου ιερού, δυστυχώς σε χαμηλό ύψος. Τα κινητά ευρήματα της
ανασκαφής και οι επιγραφές φανερώνουν μια συνεχή λατρεία του Θεού της
Θάλασσας, από το 12 αι. π.Χ. μέχρι τα ρωμαϊκά χρονια.

Το 1864 χτίστηκε στην άκρη του ακρωτηρίου και ένα φάροςπου δασώζεται μέχρι και
τώρα.

Εικόνα: 
Teaser: 
Στο ακρωτήρι του Ποσειδίου ή "Ποσειδώνιον", όπως ονομάζεται ήδη από το Θουκυδίδη, 3
χλμ ΝΔ της Καλάνδρας, βρίσκεται ένα από τα πιο σημαντικά μνημεία της Ελλάδας.

Δήμος Αριστοτέλη

Αρχαιολογικοί χώροι
Πυκνό πλέγμα αρχαιολογικών χώρων καλύπτει ολόκληρη την
ελληνική επικράτεια. Μετά τη δημιουργία του νέου ελληνικού
κράτους άρχισε να εκδηλώνεται αυξημένο ενδιαφέρον για την
ανάδειξη της εθνικής κληρονομιάς. Ανασκαφική δραστηριότητα
παρουσιάστηκε ήδη από το δεύτερο μισό του 19ου αι. τόσο από
την ελληνική Αρχαιολογική Υπηρεσία όσο και από τις ξένες
αρχαιολογικές Σχολές (Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή, Γερμανικό
Αρχαιολογικό Ινστιτούτο).

Αρχαία Στάγειρα

Ναός Αγίου Στεφάνου Προφήτης Ηλίας


Αρναίας Μονή Ζυγού

Αρχαιότητες Ουρανόπολης Αρχαία Ακανθος

Αρχαία Σάνη

You might also like