You are on page 1of 5

Λαός ναυτικός οι Μινωίτες, έγιναν οι απόλυτοι κυρίαρχοι των θαλασσών και του εμπορίου πριν

από 5.000 χρόνια. Οι ανοχύρωτες πόλεις τους, δείχνουν ότι δεν απειλούνταν από εχθρούς,
ενώ η τέχνη τους καθρεφτίζει μία κοινωνία που απολάμβανε την αρμονία της φύσης.

Λαός στιβαρός οι Μυκηναίοι, πήραν πολλά από τον πολιτισμό των Μινωιτών αλλά σχημάτισαν
μία στρατιωτική κοινωνία με εντυπωσιακά τείχη που έκαναν τους άλλους να τους σέβονται και
να τους υπολογίζουν.

Οι δύο πολιτισμοί πορεύτηκαν παράλληλα για αιώνες. Εφάρμοσαν και οι δύο το ανακτορικό
σύστημα διοίκησης, σεβάστηκαν ο ένας τον άλλον μέχρι που ένα τυχαίο φυσικό γεγονός έκανε
τους παλαιότερους Μινωίτες να υποχωρήσουν απέναντι στους νεώτερους Μυκηναίους…

Στην Κρήτη γράφτηκε η αρχή της Ευρωπαϊκής Ιστορίας

Η αρχαιότερη απόδειξη κατοίκησης της Κρήτης χρονολογείται το 7.000 π.Χ. στην προκεραμική
Νεολιθική εποχή, όταν μικρές ομάδες ανθρώπων έχτισαν ψαράδικες καλύβες σε παραλίες και
οικήματα σε εύφορες πεδιάδες. Η εποχή του Χαλκού ξεκινά στην Κρήτη περίπου το 2.700 π.Χ.
με αρκετές περιοχές να εξελίσσονται σε κέντρα εμπορίου και παραγωγής κεραμικών. Η
οικονομική ανάπτυξη επέτρεψε στις ανώτερες τάξεις να ασκήσουν πρακτικές ηγεσίας και έτσι
με την πάροδο των χρόνων οι αρχικά ισότιμες κοινωνίες, εξελίχθηκαν σε μοναρχικές δομές.

Το πρώτο μεγαλόπρεπο ανάκτορο της Κνωσού χτίζεται περίπου το 1900 π.Χ. σε περίοπτη
θέση στο λόφο Κεφαλά (85 μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας) με θέα προς τις
παρακείμενες πεδιάδες και εύκολη πρόσβαση προς τη θάλασσα, στα λιμάνια Κατσαμπά,
Αμνισού και Νίρου Χάνι. Το ανάκτορο γνώρισε δύο καταστροφές – πιθανώς από σεισμούς –
και ξαναχτίστηκε στο ίδιο ακριβώς σημείο. Στη Νεοανακτορική περίοδο (μετά το 1700 π.Χ.) η
Κνωσός είχε 80.000 κατοίκους, 12.000 στις πλούσιες συνοικίες, που συνδέονταν με
πλακόστρωτους δρόμους με το ανάκτορο, και 70.000 στις υπόλοιπες. Το ανάκτορο διέθετε
πάνω από 1.300 δωμάτια, κατανεμημένα σε πέντε ορόφους, τα οποία συνδέονταν μεταξύ τους
με διαδρόμους (μία περίπλοκη δομή, που γέννησε το μύθο του «λαβύρινθου»). Η κάτοψη του
ανακτόρου είχε περίπου τετράγωνη δομή, εμβαδού 20.000 τ.μ. και πλευράς 150 μέτρων. Για
την κατασκευή του χρησιμοποιήθηκαν πέτρες, ξύλα, πηλός, γυψόλιθος, ασβεστόλιθος,
σχιστόλιθος και ασβεστολιθικό κονίαμα. Οι λιθόκτιστοι τοίχοι δένονταν με ξύλινα δοκάρια.

Οι τοιχογραφίες έδιναν μεγαλοπρέπεια στο οικοδόμημα, όπως και οι πλάκες από γυψόλιθο,
ενώ οι υδραυλικές εγκαταστάσεις μαρτυρούν ότι οι ένοικοί του απολάμβαναν εξεζητημένες
ανέσεις (ύδρευσης και θέρμανσης) ακόμα και για τον 17ο αιώνα μ.Χ.. Η χρήση αλάβαστρου για
την επίστρωση δαπέδων ή τοίχων, η εναλλαγή κιόνων και πεσσών και ο πλούτος του
τοιχογραφικού διάκοσμου, αναδεικνύει το μνημειακό χαρακτήρα της ανακτορικής
αρχιτεκτονικής.

Πυρήνας του οικοδομήματος αλλά και της καθημερινής ζωής των κατοίκων του Ανακτόρου της
Κνωσού, ήταν η πλακοστρωμένη Κεντρική Αυλή. Εξασφάλιζε τον απαραίτητο ελεύθερο χώρο
και φιλοξενούσε θρησκευτικές τελετές και αγωνίσματα. Γύρω από την Κεντρική Αυλή
αναπτύσσονται δαιδαλώδη συγκροτήματα επίσημων χώρων, εστίασης της βασιλικής
οικογένειας, καταλύματα αξιωματούχων, ιερά, τραπεζαρίες, μαγειρεία, λουτρά, εργαστήρια και
αποθήκες. Η Δυτική Αυλή αποτελούσε την επίσημη δίοδο προσπέλασης στο ανάκτορο και
τέμνονταν από «πομπικούς δρόμους», που οδηγούσαν ο ένας προς το ανάκτορο και ο άλλος
στη βόρεια περιοχή του θεάτρου. Γύρω από το ανάκτορο αναπτύσσονταν επαύλεις και κτίρια,
που θεωρούνται κατοικίες αξιωματούχων με στενή σχέση με το ανάκτορο. Τόσο τα ανάκτορα,
όσο και η πόλη ήταν χωρίς τείχη.

Οι στιβαρές Μυκήνες
Κτισμένες στη βορειοανατολική γωνιά της αργολικής πεδιάδας, μεταξύ των βουνών Προφήτη
Ηλία και Ζάρρα, οι Μυκήνες δέσποζαν στην πεδιάδα και κυριαρχούσαν στην ανοιχτή παράλια
περιοχή του όρμου του Ναυπλίου.

Οι Μυκήνες κατοικήθηκαν την Πρωτοελλαδική περίοδο (γύρω στο 2500 π.Χ.) και στα τέλη του
17ου με αρχές του 16ου αιώνα π.Χ. ήταν μία ισχυρή πολιτεία, ασφαλής από τους εχθρούς της
λόγω της θέσης, της οχύρωσης, της δύναμης και του πλούτου της.

Το ανάκτορο της πόλης χτίστηκε στο κέντρο ενός φυσικού επιβλητικού τοπίου σε δύο κύριες
οικοδομικές φάσεις: το 1350 π.Χ. και το 1250 π.Χ..Το σχέδιο του είναι απλό με τα
οικοδομήματα κατανεμημένα σε επίπεδα και θεμελιωμένα σε τεχνητό άνδηρα. Το συγκρότημα
καλύπτει επιφάνεια 9.000 τ.μ. και διαιρείται στα επίσημα διαμερίσματα, στα ιδιωτικά
διαμερίσματα της βασιλικής οικογένειας και στις βοηθητικές εγκαταστάσεις.

Κοινά αρχιτεκτονικά στοιχεία με τα ανάκτορα της Κνωσού είναι τα πρόπυλα, οι ταράτσες σε


διάφορα επίπεδα, οι εσωτερικές και εξωτερικές αυλές και οι κιονοστοιχίες. Το ανάκτορο των
Μυκηνών διαφοροποιείται από τα μινωικά ανάκτορα στο γεγονός ότι είναι δομημένο με
ορθολογιστικό τρόπο (βόρεια καταγωγή των Μυκηναίων;), που δεν αφήνει περιθώριο για
μεταβολές τόσο σε έκταση όσο και σε ύψος.

Τα μυκηναϊκά ανάκτορα αποτελούνται από το πρόπυλο εισόδου, την αυλή και το μέγαρο,
δηλαδή τον επίσημο ορθογώνιο χώρο, που διαιρείται σε τρία μέρη: την αίθουσα, τον πρόδομο
και το δόμο (κυρίως μέγαρο). Δεν υπάρχει ο μινωικός λαβύρινθος, που είναι ανοιχτός στο φως
και στον αέρα και γενικά η ανάπτυξη του οικοδομήματος μαρτυρά απλότητα και σαφήνεια.

Το εστιακό σημείο του Μυκηναϊκού ανακτόρου ήταν το Μέγαρο, η αίθουσα του θρόνου.
Οριζόταν από μία κυκλική εστία, που περιβαλλόταν από τέσσερις στήλες. Ο θρόνος βρισκόταν
στην δεξιά πλευρά κατά την είσοδο στην αίθουσα, ενώ η πλούσια διακόσμηση στόχευε στην
ανάδειξη της πολιτικής και θρησκευτικής εξουσίας του ηγεμόνα. Η πρόσβαση στο Μέγαρο
γινόταν μέσω αυλής την οποία μπορούσε να προσεγγίσει κάποιος αφού περάσει το πρόπυλο.
Γύρω από το Μέγαρο αναπτύσσονταν σειρά αυλών, που οδηγούσαν σε χώρους διαφορετικών
διαστάσεων και λειτουργιών, όπως αποθήκες, εργαστήρια, αίθουσες υποδοχής και χώροι
διαβίωσης.

Οι Μυκήνες είναι οχυρωμένες από τα Κυκλώπεια τείχη, μία χαρακτηριστική τεχνική τοιχοποιίας
από μεγάλες ακατέργαστες πέτρες μέχρι οκτώ μέτρων πάχους και βάρους αρκετών τόνων. Οι
ογκόλιθοι τοποθετούνταν μαζί χωρίς χρήση κονιάματος ή πηλού, σχηματίζοντας ακανόνιστα
αλλά εντυπωσιακά πολυγωνικά σχήματα, που επιβάλλονταν στο τοπίο.

Σύγκριση διοικητικής οργάνωσης Μινωιτών και Μυκηναίων

Το μυκηναϊκό ανάκτορο, όπως και το ανάκτορο της Κνωσού, ήταν το πολιτικό, διοικητικό,
στρατιωτικό αλλά και ταυτόχρονα οικονομικό κέντρο του κράτους. Ήταν οι κορυφαίες
εκφράσεις της δομής και λειτουργίας των δύο πολιτισμών (μινωικού και μυκηναϊκού), οι οποίες
παρουσιάζουν μεγάλες ομοιότητες αλλά και διακριτές διαφορές.

α. Έδρα Διοίκησης – Ηγεμόνας

Τα ανάκτορα αντιστοιχούν σε κοινωνίες ιεραρχημένες και πολυσύνθετες. Το μέγεθος, ο


πλούτος και η συγκέντρωση σε αυτά αντικειμένων δηλωτικών κύρους, τα αναδεικνύουν σε
έδρες διοίκησης και χώρους κατοικίας των ηγεμόνων. Στην Κνωσό, λόγω της μη
αποκρυπτογράφησης των επιγραφών, δεν μπορούμε να γνωρίζουμε την ταυτότητα των
ηγεμόνων και τα όρια της εξουσίας τους. Στις Μυκήνες όμως μπορούμε να μιλήσουμε για τον
άνακτα (wa-na-ka), τον ανώτατο άρχοντα με απόλυτη εξουσία και δικό του «τέμενος» (έκταση
γης). Κάτω από αυτόν βρίσκεται ο ra-wa-ke-ta, ένας ισχυρός ευγενής και μάλλον στρατιωτικός
αρχηγός, πιο κάτω οι τοπικοί άρχοντες (προεστοί), κάποιοι αξιωματούχοι οι οποίοι φροντίζουν
να εκτελούνται οι διαταγές του άνακτα, ενώ ως «βασιλιάς» αναφέρεται ένας απλός
αξιωματούχος, αρχηγός ομάδας ή κοινοτάρχης.

Στις Μυκηναϊκές πινακίδες αναφέρονται επίσης ιερείς και ιέρειες (κατείχαν σημαίνουσα θέση
στην κοινωνία), δεν αναφέρεται στρατός παρά μόνο υπάρχουν αναφορές όπλων, ενώ ο λαός
φέρεται να έχει μεγάλη δύναμη. Υπάρχει ακόμα η πολυάριθμη τάξη των εξειδικευμένων
τεχνητών, των γραφέων και η κατώτερη κοινωνική βαθμίδα των δούλων.

Μία ενδεικτική εικόνα για τις διαφορές ανάμεσα στους ηγεμόνες των δύο πολιτισμών
παίρνουμε από τη σύγκριση της αίθουσας των θρόνων τους. Στις Μυκήνες ο βασιλικός θρόνος
είναι τοποθετημένος στο εσωτερικό του Μεγάρου, μίας ορθογώνιας κατασκευής με 23 μέτρα
μήκος και 11,50 μέτρα πλάτος. Η Αίθουσα του Θρόνου έχει τη μορφή στενής στοάς που φέρει
δύο κίονες, ενώ το δάπεδό της καλύπτεται από πλάκες γυψόλιθου. Ο δόμος ή «κυρίως
Μέγαρον» είναι επιβλητικός με τοίχους που έφεραν τοιχογραφίες με πολεμιστές και άλογα. Τα
ιδιωτικά διαμερίσματα της βασιλικής οικογένειας βρίσκονταν στην κορυφή του λόφου και
καταλάμβαναν το βόρειο τμήμα του ανακτόρου. Υπήρχαν χώροι αποθήκευσης ιερών
αντικειμένων καθώς και το «διαμέρισμα των παραπετασμάτων», που ίσως χρησίμευε ως
προθάλαμος για τους επισκέπτες των ιδιωτικών διαμερισμάτων.

Στην αντίστοιχη αίθουσα του Θρόνου στην Κνωσό, έφθανε κάποιος πιο εύκολα από την
κεντρική αυλή μέσα από ένα προθάλαμο με πολύθυρο. Εκεί υπήρχαν ειδώλια σε μορφή
θρανίων για τα πρόσωπα εξουσίας και δεξαμενή καθαρμού για κάποια τελετουργία. Τα λίθινα
θρανία διακόπτονταν από το «θρόνο του Μίνωα» στο κέντρο του βόρειου τοίχου. Δεξιά και
αριστερά του θρόνου υπήρχε τοιχογραφία με γρύπες. Η πραγματική χρήση του θρόνου έχει
προκαλέσει διάσταση απόψεων μεταξύ των αρχαιολόγων, αφού υποστηρίζεται ότι αυτή ήταν η
έδρα του ιερέα – βασιλιά ή της συζύγου του ή το δωμάτιο που προοριζόταν για την επιφοίτηση
της θεάς στο πρόσωπο της ιέρειας, η οποία θα καθόταν στον θρόνο. Πιστεύεται ότι ο θρόνος
κατασκευάστηκε για γυναίκα, αφού η οδόντωση φαίνεται να έχει διαμορφωθεί για γυναικείο
σώμα. Επίσης η εκτεταμένη χρήση των στρογγυλεμένων άκρων και το σκάλισμα του
μισοφέγγαρου στη βάση του θρόνου παραπέμπει επίσης στη θηλυκότητα. Τα βασιλικά
διαμερίσματα στην Κνωσό, ήταν μοιρασμένα σε τέσσερις ή πέντε ορόφους, στα οποία
οδηγούσαν επιβλητικές σκάλες. Κάθε διαμέρισμα είχε φυσικό φωτισμό από φωταγωγό, ενώ οι
ευρύχωρες αίθουσες, που έμενε ο «βασιλιάς» χωρίζονταν με θύρες, ώστε να μπορεί να
δέχεται επισκέπτες ή να απομονώνεται – ένδειξη ότι υπήρχε μεγάλη κινητικότατα στο χώρο
του και δεν ήταν δυσπρόσιτος, όπως ο Μυκηναίος άνακτας, που διέμενε σε μονόχωρο
διαμέρισμα.

β. Οικονομία

Οι Μινωίτες ήταν ένας λαός εμπόρων, που ανέπτυξε το εξωτερικό εμπόριο σε ένα απίθανο για
την εποχή δίκτυο, το οποίο συμπεριελάμβανε την ηπειρωτική Ελλάδα, νησιά του Αιγαίου,
Κύπρο, Συρία, Μικρά Ασία, Αίγυπτο, Μεσοποταμία και δυτικά μέχρι τις ακτές της Ισπανίας.
Ζωγραφική του 15ου αιώνα π.Χ. στις Αιγυπτιακές Θήβες, απεικονίζει πρόσωπα, με εμφάνιση
Μινωιτών, τα οποία φέρουν δώρα. Οι επιγραφές πληροφορούν ότι αυτά τα πρόσωπα
έρχονταν από το «Κεφτιού» ή το «νησί στη μέση της θάλασσας» και μπορεί να αναφέρονται σε
εμπορική αποστολή από την Κρήτη, που έφερνε δώρα στις Θήβες για να ξεκινήσει
συνεργασία. Τα προϊόντα εξαγωγής ήταν η ξυλεία, το λάδι, το κρασί, τα αγγεία, τα κοσμήματα
από πολύτιμα υλικά και άλλα χειροτεχνήματα, ενώ εισήγαγαν χαλκό, ελεφαντοστούν,
αλάβαστρο, πάπυρο, λινάρι, κασσίτερο, χρυσό και άργυρο.

Οι εκτεταμένες εμπορικές συναλλαγές οδήγησαν τους Μινωίτες στην χρήση της γραφής
(ιερογλυφική και Γραμμική Α), ώστε να διευκολύνεται ο διοικητικός και λογιστικός έλεγχος. Το
ανάκτορο διέθετε μεγάλους αποθηκευτικούς χώρους για την παραγωγή των τεχνιτών αλλά και
για τα εισαγόμενα αγροτικά προϊόντα. Αποτελούσε δηλαδή την έδρα της οικονομικής
οργάνωσης της κοινωνίας.

Η οργάνωση και διεξαγωγή του εμπορίου από τους μυκηναίους ήταν επίσης άμεσα
εξαρτημένη από τα ανάκτορα. Το εμπόριο λειτουργούσε με το σύστημα της ανταλλαγής. Οι
Μυκηναίοι εξήγαγαν λάδι, κρασί, μέλι, καρπούς, αρωματικά έλαια, υφάσματα, αγγεία και όπλα,
ενώ εισήγαγαν χρυσό, άργυρο, μέταλλα, ελεφαντόδοντο, ημιπολύτιμους λίθους. Στις
συναλλαγές πρέπει να προσθέσουμε και τους μισθοφόρους, που από την Ελλάδα
εντάσσονταν σε ξένους στρατούς και τους δούλους, που οι Μυκηναίοι αγόραζαν από ξένες
αγορές. Στο χώρο των ανακτόρων κρατούνταν σχετικά αρχεία στην πιο εξελιγμένη μορφή
γραφής (Γραμμική Β’), ενώ και εδώ υπάρχουν αποθηκευτικοί χώροι και εργαστήρια τεχνιτών,
που, εκτός των άλλων, ειδικεύονται στην κατασκευή επιθετικών όπλων, όπως εγχειρίδια,
μαχαίρια και ξίφη, τα οποία μαρτυρούν μία πτυχή πολεμικής ετοιμότητας της μυκηναϊκής
κοινωνίας.

γ. Θρησκεία και λατρεία

Οι πινακίδες του Μυκηναϊκού πολιτισμού αποκαλύπτουν την υιοθέτηση θεοτήτων που


αργότερα θα συστήσουν το Ολύμπιο πάνθεον (Δίας, Ήρα, Ποσειδώνας, Αθηνά, Ερμής κ.α.).
Οι θεοί λατρεύονταν στα ιερά, στα σπίτια, στους βωμούς και, κεντρικά, στα ανάκτορα, όπου η
κύρια λατρεία μάλλον τελούνταν στην Αίθουσα του Θρόνου. Οι πινακίδες αποκαλύπτουν μία
κοινωνία, όπου η θρησκεία είχε σημαντικό ρόλο, χωρίς να είναι καταναγκαστική, αφού δεν
προβλέπονταν τιμωρίες για τους παραβάτες των ιερών νόμων και το ιερατείο δεν ήταν
παντοδύναμο. Οι τελετές, αν και πλούσιες, δεν ήταν περίπλοκες.

Στη μινωική Κνωσό, εκτός από τα φυσικά ιερά (κορυφής, σπήλαια, πηγές) είχαν δημιουργηθεί
ειδικοί χώροι λατρείας, όπως το Τριμερές Ιερό στο Ανάκτορο με κρύπτες και εντυπωσιακούς
πεσσούς. Κεντρική θεότητα ήταν η μητέρα και παρθένα Πότνια, η οποία απεικονίζεται ως θεά
με φίδια αλλά και σε διάφορες άλλες εκδοχές, που δεν καθιστούν ξεκάθαρο, αν πρόκειται για
διαφορετικές όψεις της ίδιας θεάς ή αν υπάρχει πολυθεϊσμός. Το ιερατείο, το οποίο έπαιρνε
μέρος σε διάφορες λατρευτικές τελετές (ταυροκαθάψια), βρίσκεται υπό τον έλεγχο των
ανακτόρων και ο «βασιλιάς» ίσως ήταν ο «μεγάλος αρχιερέας» ή «βασιλιάς – ιερέας»,
σύμφωνα με τον όρο του Evans, ρόλο, που σαφώς δεν είχε ο άνακτας στο μυκηναϊκό
ανάκτορο.

Ιερά σύμβολα και ζώα της μινωικής θρησκείας είναι οι ιεροί λίθοι, οι βαίτυλοι, οι στύλοι, η
λάβρυς, τα φοινικόδεντρα, το περιστέρι, το φίδι και ο ταύρος. Οι μινωικές τοιχογραφίες
συνδέονται στενά με τη θρησκεία και οι χώροι, που διακοσμούνται με αυτές, θεωρούνται
σημεία εκκίνησης των πομπών ή χώροι που τελετουργιών.

δ. Τέχνη και Κοινωνική ζωή

Η μεγαλύτερη διαφοροποίηση των δύο ανακτόρων, ως προς την έκφραση της εποχής και της
κοινωνίας τους, εντοπίζεται στην τέχνη και στην οργάνωση του χώρου σε σχέση με μαζικές
εκδηλώσεις. Τα φρέσκο στο ανάκτορο της Κνωσού αποθεώνουν τη φύση, τα χρώματα, την
κομψή εμφάνιση των ανθρώπων ή σκηνές από την καθημερινότητα τους (πυγμάχοι, χορευτής,
στολισμένες γυναίκες κ.α.), ενώ στις Μυκήνες, έχουμε το ίδιο άρτια έργα αλλά με προτίμηση
στην πολεμική θεματολογία, στα άλογα ή και στα απλά διακοσμητικά θέματα, γεωμετρικά και
λιτά.

Η οργάνωση του Μινωικού ανακτόρου είναι ανοικτή στην τοπική κοινωνία με μεγάλους
διαδρόμους, αυλές και θέατρο, που υποδηλώνουν μαζικές εκδηλώσεις, φιλόξενες σε όλους,
ενώ το Μυκηναϊκό ανάκτορο επικοινωνεί την εικόνα μίας αυστηρής κοινωνίας, που θέλει να
επιβάλει τη μεγαλοπρέπεια της ιεραρχίας της στα μέλη της και στους άλλους λαούς, κάτι
άλλωστε που τελικά κατάφερε καταλαμβάνοντας την μινωική Κρήτη, έχοντας αφομοιώσει και
εξελίξει τα επιτεύγματά της.

Ο θάνατος της Μινωϊκής Κρήτης

Ένα από τα αγαπημένα «μυστήρια» των αρχαιολόγων ακόμα και στις μέρες μας είναι οι αιτίες
της καταστροφής του Μινωικού Πολιτισμού. Τα αποδεικτικά στοιχεία ενός βίαιου τέλους, μέσα
σε φωτιά και κατεδαφίσεις, είναι ατράνταχτα, αλλά οι ενδείξεις για το τι προκάλεσε αυτήν η
καταστροφή είναι ασαφείς.

Ο καθηγητής αρχαιολογίας Σπυρίδων Μαρινάτος ήταν ο πρώτος που το 1939 απέδωσε την
καταστροφή στην έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας. Στη θεωρία του, υποστήριζε ότι οι σεισμοί
από την έκρηξη του ηφαιστείου κατέστρεψαν τα παλάτια, ενώ το τσουνάμι, που προκλήθηκε,
έπνιξε τον μινωικό στόλο και ισοπέδωσε τα λιμάνια της Κρήτης. Η ηφαιστειακή τέφρα της
Θήρας κάλυψε ολόκληρο το νησί, προκαλώντας ασφυξία σε ανθρώπους και ζώα και
καταστρέφοντας όλες τις καλλιέργειες.

Πολλοί γεωλόγοι έχουν υποστηρίξει ότι η έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας ήταν κολοσσιαίας
κλίμακας, και η υπόθεση του Μαρινάτου είναι πιθανή. Άλλοι όμως διαφωνούν με βάση την
χρονολόγηση της έκρηξης. Σύμφωνα με τη μελέτη του D.M. Pyle στους παγετώνες της
Γροιλανδίας, η έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας προσδιορίζεται το 1645 π.Χ., περίπου 150
χρόνια πριν από την τελική καταστροφή των μινωικών ανακτόρων. Δηλαδή η έκρηξη ήταν
πραγματικά τόσο τρομακτική, ώστε να φτάσει ηφαιστειακή σκόνη μέχρι τη Γροιλανδία και να
εγκλωβιστεί στους παγετώνες, αλλά οι χρονολογίες δεν ταιριάζουν…

Οι σεισμοί και το τσουνάμι από την έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας σίγουρα προκάλεσαν
μεγάλες καταστροφές στο μινωικό στόλο και στις υποδομές της Κρήτης. Είναι αμφίβολο όμως
ότι θα μπορούσαν να προκαλέσουν το τέλος του Μινωικού Πολιτισμού. Η μινωική κοινωνία
είχε δείξει εξαιρετικά αντανακλαστικά στο παρελθόν, όταν ανέκαμψε από άλλες φυσικές
καταστροφές και κατάφερε να ανυψώσει τον πολιτισμό της σε ακόμη υψηλότερα επίπεδα.
Γιατί, λοιπόν, να μην ανακάμψει και μετά τις καταστροφές του 1450 π.Χ.;

Η δεύτερη θεωρία για την εξαφάνιση του Μινωικού Πολιτισμού θέλει τους Μυκηναίους να
ισοπεδώνουν τις πόλεις της Κρήτης με φωτιά και τσεκούρι. Η εισβολή πιθανολογείται να έγινε
γύρω στο 1400 π.Χ. και σε συνδυασμό με τις επιπτώσεις από την έκρηξη της Θήρας,
συγκροτεί ένα πιθανό σενάριο. Σύμφωνα με την θεωρία, ο Μινωικός στόλος και τα λιμάνια του
καταστράφηκαν από κύματα ύψους 15 μέτρων και δεν ξαναχτίστηκαν ποτέ. Πιθανές κλιματικές
αλλαγές επηρέασαν τις καλλιέργειες και οδήγησαν επί πολλά χρόνια σε οικονομική
κατάρρευση και κοινωνική αναταραχή. Σε αυτό το πλαίσιο, οι ξένοι εισβολείς από τις Μυκήνες
προκάλεσαν το τέλος του υπέροχου πολιτισμού της Κρήτης.

Ένα ερώτημα, ωστόσο, παραμένει…

Πώς οι κάτοικοι των Μυκηνών απέφυγαν τις επιπτώσεις της ηφαιστειακής έκρηξης; Γιατί οι
Μυκήνες δεν θάφτηκαν στις στάχτες του ηφαιστείου της Θήρας, όταν η σκόνη του εντοπίστηκε
μέχρι την Γροιλανδία;

Λαμβάνοντας υπόψη την τοπογραφία του Αιγαίου, είναι δύσκολο να κατανοήσουμε πως οι
Μινωίτες κατέρρευσαν αλλά οι Μυκηναίοι ξεπέρασαν γρήγορα την καταστροφή,
ανοικοδόμησαν το στόλο τους και ξεκίνησαν την φιλόδοξη εκστρατεία για να κατακτήσουν το
τεράστιο νησί της Κρήτης.

You might also like