You are on page 1of 64

Μ. Α Ν Δ Ρ Ο Ν Ι Κ Ο Υ - X.

Μ Α Κ Α Ρ Ο Ν Α
Ν. Μ Ο Υ Τ Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ - Γ. Μ Π Α Κ Α Λ Α Κ Η

ΤΟ ΑΝΑΚΤΟΡΟ
ΤΗΣ ΒΕΡΓΙΝΑΣ

Α 0 Η Ν Α Ι 196 1
ΤΟ ΑΝΑΚΤΟΡΟ ΤΗΣ βεργίν α ς :
Μ. Α Ν Δ Ρ Ο Ν Ι Κ Ο Υ - X. Μ Α Κ Α Ρ Ο Ν Α
Ν. Μ Ο Υ Τ Σ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ - Γ. Μ Ι Ι Α Κ Α Λ Α Κ Η

ΤΟ Α Ν Α Κ Τ Ο Ρ Ο
ΤΗΣ β ε ρ γ ί ν α ς :

Β I Λ Ι Ο Ο Κ Κ Η
ΓΡΑΦΕ,ΟΥ Δ Η Μ Ο Σ ΙΕ Υ Μ Α Τ Ω Ν

ΑΡΙΘ.

Α β II Ν Α I 19 6 1
Υ ΙΙΟ Υ Ρ Γ Ε ΙΟ Ν Π Ρ Ο Ε Δ Ρ ΙΑ Σ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΝ
Δημοσιεύματα τής Υπηρεσίας ’Αρχαιοτήτων καί Άναστηλώσεως
Ά ριθ. 1
ΣΤΟΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗ

Κ. Α. ΡΩ Μ ΑΙΟ Ν
Α Φ ΙΕ Ρ Ω Ν Ε Τ Α Ι
ΜΕ ΣΕΒΑΣΜ Ο, Τ ΙΜ Η ΚΑΙ Α Γ Α ΙΙΗ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Μία ολόκληρη εκατονταετία συνεπληρώθη κατά το λήγον έτος 1961


άψ’ δτου ήρχιοαν ai άναακαφαί τον ανακτόρου της Βεργίνας άπό τούς πρώτους
Γάλλους ερευνητάς. Το γεγονός ύπεγραμμίσϋ'η καί έξήρθη με μίαν πανηγυρι­
κήν συγκέντρωαιν, την οποίαν ώργάνωσε το Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης είς
τον χώρον των άνασκαφών κατά τον παρελθόντα Μάιον. "Ελληνες καί ξένοι
Αρχαιολόγοι, εκπρόσωποι πνευματικών ιδρυμάτων καί άλλοι προσκεκλημένοι
του Πανεπιστημίου είχαν τότε την ευκαιρίαν, καθοδηγούμενοι άπό τούς Ανα­
σκαφείς, νά περιέλθουν καί εκτιμήσουν τό λαμπρόν τούτο βασιλικόν κτίσμα
των πρωίμων ελληνιστικών χρόνων — τό όποιον, έν τούτοις, παραμένει κατά
τό μάλλον ή ήττον άγνωστον είς τό εύρντερον κοινόν.

'Ήδη, μετά τάς εργασίας τού θέρους τού 1961, τό κυρίως ανασκαφικόν
έργον είς τό Ανάκτορου δύναται νά θεωρηθή λήξαν. ’Αλλά υπολείπονται Ακόμη
ώρισμέναι λεπτομερειακοί έρευναι, ή πλήρης σχεδίασις, άπεικόνισις καί μελέτη
τού πλουσίου, Αρχιτεκτονικού ιδίως, υλικού καί τέλος ή οριστική δημοσίευσις
αυτού. Ε πειδή δμως αί έργασίαι αϋται θά Απαιτήσουν ικανόν Ακόμη χρονικόν
διάστημα, ή Υπηρεσία Αρχαιοτήτων καί Άναστηλώσεως τού Υπουργείου
Προεδρίας τής Κυβερνήσεως Απεφάσισε την έκδοσιν τού παρόντος τεύχους, είς
τό όποιον περιλαμβάνονται, έν περιλήιμει τα πορίσματα των μεταπολεμικών
ερευνών, έν συναφεία προς τά τών παλαιοτέρων άνασκαφών τών Ηβιιζβιμϋαν,ηιεί
και Κ. Α . Ρωμαίου.

Ή προσωρινή καί συνοπτική αυτή δημοσίευσις έβασίσθη εις τάς εκθέ­


σεις τών άνασκαφών, τάς συνταχθείσας υπό τον Εφόρου Αρχαιοτήτων κ. X .
Μακαρόνα διά τά έτη 1954 καί 1956 καί υπό τών Καθηγητών κ. κ. Γ. Μπα-
καλάκη καί Μ. Ανδρονίκου διά τά έτη 1959 — 1961.

Την επιμέλειαν τής παρούσης έκδόσεως εΐχεν ό ’Έφορος κ. X . Μα-


καρόνας.

Ά θήνα ι, Δεκέμβριος 1961

I. κ . ΠΑΙΙΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
ΓΕΝΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ
Κ Α Ι ΑΝ ΓΑΣΤΗ ΛΩ ΕΕΩ Σί
Οί αρχαιολογικές άνασκαφές των τελευταίων χρόνων (1957-
1961) στή Μακεδονία λαμπρύνθηκαν με τήν αποκάλυψη σημαντικών
κτισμάτων τής Πέλλας, τής πρωτεύουσας τοϋ κράτους του Φιλίππου
καί τοϋ ’Αλεξάνδρου. Τά ερείπια μεγάλων οικοδομημάτων, τά άμέτρη-
τα κινητά ευρήματα καί προπάντων τά έξαίρετα ψηφιδωτά δάπεδα προ-
κάλεσαν δικαιολογημένα τή συγκίνηση καί το ένδιαφέρον τόσο των
άρχαιολόγων όσο καί όλων των άνθρώπων, πού δεν επαψαν νά ένδιαφέ-
ρωνται γιά τήν πολύτιμη κληρονομιά τοϋ άρχαίου έλληνικοΰ κόσμου.
Ωστόσο τά σπουδαία τοΰτα ευρήματα δεν μποροΰν καί δεν πρέπει νά
επισκιάσουν ενα άλλο έπιβλητικό ερείπιο τής Μακεδονίας, πού έξακο-
λουθεΐ καί σήμερα άκόμη νά παραμένη μοναδικό καί γιά το μέγεθος
του καί γιά τήν άρχιτεκτονική του ποιότητα. Αυτό είναι το έλληνι-
στικό άνάκτορο τής Βεργίνας, το γνωστό στήν ιστορία τής έλληνικής
άρχιτεκτονικής ώς «άνάκτορο τής Παλατίτσας».
Ή άνακάλυψη τοϋ άνακτόρου οφείλεται στο γνωστό Γάλλο άρ-
χαιολόγο Léon Heuzey, πού περιόδευσε στά 1855 τήν περιοχή τής κεν­
τρικής Μακεδονίας έπισημαίνοντας τά λείψανα τής άρχαιότητας. ’Αξί­
ζει νά παραθέσουμε τήν έκθεση τοϋ ίδιου, όπως δίνεται στό βιβλίο του
«Mission Archéologique de Macédoine», Paris 1876, σ. 117.
«Ή ιστορία τής πρώτης άνακάλυψης των έρειπίων τής Παλατί­
τσας δείχνει καλά ότι έκεΐνοι πού ταξιδεύουν γιά νά έξερευνήσουν καί

9
αναζητήσουν αρχαία έρείπια δέν πρέπει νά άρκοϋνται σε ένα συνεχές
έρωτηματολόγιο πρός τούς κατοίκους. Έπέρασα πολλές φορές σέ λί­
γες λεύγες άπόσταση από το χωριό τούτο, χωρίς ν’ άκούσω νά προφέ­
ρουν άκόμη καί τό όνομά του καί χωρίς νά πληροφορηθώ τίποτα σχε­
τικά μέ τις άρχαιότητες πού βρίσκονταν στην περιοχή του. "Οταν
όμως, άφήνοντας τον "Ολυμπο καί περνώντας μαζί μέ τον κ. Delacou-
lonche τήν περιοχή τού κάτω Βαρδάρη, έτυχε νά συζητήσω μ’ έναν έξυ­
πνο παπά, μοΰ άποκαλύφτηκε ή ύπαρξη των ερειπίων τής Παλατίτσας.
Πήρα άμέσως εναν οδηγό, άποχωρίστηκα γιά μερικές μέρες άπό τούς
συνταξιδιώτες μου καί ξαναπερνώντας τον 'Αλιάκμονα διεπίστωσα, όχι
δίχως έκπληξη, ότι ή άνακάλυψη πού παραλίγο νά μοΰ διαφύγη ήταν
ή πιό ενδιαφέρουσα άπό όλη μου τήν περιοδεία».
Έ ξι χρόνια αργότερα, το 1861, ό Heuzey έρχεται καί πάλι στή
Μακεδονία, αυτή τή φορά όμως επικεφαλής ειδικής ερευνητικής απο­
στολής, πού έχει τήν ύψηλή προστασία τού αύτοκράτορα τής Γαλλίας
Ναπολέοντα τού Γ'. Μαζί του έχει τώραό Γάλλος αρχαιολόγος πολύ­
τιμο βοηθό, τον άρχιτέκτονα Η. Daumet. Φτάνουν στο μικρό συνοικι­
σμό Κοΰτλες(Ι) μέ δεκαπέντε ναύτες τής κορβέτας πού τούς είχε διαθέ­
σει ο αύτοκράτωρ, καί σ’ αύτόν εγκαθίσταται, γιατί είναι τό πιό κοντι­
νό κατοικημένο σημείο στά έρείπια πού σκοπεύουν νά έρευνήσουν.
Μέ τούς ναύτες τού πλοίου καί σαράντα έργάτες ντόπιους άρχίζουν
τήν άνασκαφή, πού κράτησε σαράντα μονάχα ήμέρες, γιατί ή έλονοσία,
πού μάστιζε τότε τήν περιοχή, τούς υποχρέωσε νά διακόψουν καί νά
γυρίσουν πίσω στό πλοίο τους. Ή άνασκαφή έκείνη περιορίστηκε στό
ανατολικό τμήμα τού άνακτόρου, στάθηκε όμως γόνιμη καί αποκαλυ­
πτική. Τά άποτελέσματά της, μέ θαυμάσια σχέδια καί αναπαραστάσεις
τού Η. Daumet, δημοσιεύτηκαν στο μνημειώδες βιβλίο τών L. Heuzey-
Η. Daumet, «Mission Archéologique de Macédoine», Paris 1876, έργο πο­
λύτιμο ώς τήν έποχή μας γιά όσους ασχολούνται μέ τήν ιστορία, το­
πογραφία καί άρχαιολογία τής Μακεδονίας. Ό Heuzey τελειώνοντας

1) «Κοΰτλες» λεγόταν ένας από τούς δύο μικρούς συνοικισμούς πού άποτέλεσαν αρ­
γότερα τό σημερινό χωριό Βεργίνα. Ό άλλος λεγόταν «Μπάρμπες». Τό όνομα Βεργίνα είναι
σχετικά πρόσφατο (ύστερα άπό τό 1922; καί όφείλεται στόν τότε Μητροπολίτη Βέροιας πού
εύστοχα έδωσε τό όνομα τής μυθικής βασίλισσας τής Βέροιας σ ’ ενα χωριό πού συνδέεται μέ
τό λαϊκό θρύλο, πού διηγείται ότι τής περίφημης αύτής βασίλισσας ήταν τό παλάτι, γιά τό
όποϊο γράφεται τούτη ή άνακοίνωση.

10
τήν έκθεσή του γιά τό ανάκτορο γράφει: «Άραγε άλλοι ερευνητές θά
μάς διαδεχθούν στον ίδιο άρχαιολογικό χώρο, καί, γιά νά τελειώσουν
τό έργο μας, θά θελήσουν νά καταπιαστούν μέ τήν άποκάλυψη των
άφανών ερειπίων καί τήν άναζήτηση των καταχωμένων μέσα στο έδα­
φος θεμελιώσεων; Πολύ τό ευχόμαστε, χωρίς όμως νά μπορούμε καί
νά τό βεβαιώσουμε». Κι όμως, ή ευχή τού πρωτεργάτη τής άνασκαφής
εκπληρώθηκε ύστερα άπό πολλές δεκαετίες. Τό άτύχημα είναι δτι σ’
όλο αυτό τό διάστημα οί χωρικοί τής περιοχής βρήκαν στά έρείπια
άνεξάντλητη πηγή οικοδομικού υλικού καί έτσι δ,τι δεν μπόρεσε νά
καταστρέψη ό χρόνος τό άφαίρεσαν οί άνθρωποι μέσα στά χρόνια πού
μεσολάβησαν άπό τήν πρώτη άνασκαφή ώς τό 1938. Τότε τό Πανεπι­
στήμιο τής Θεσσαλονίκης είχε τήν ώραία πρωτοβουλία νά συνέχιση
τις άνασκαφές. Οί άνασκαφές εκείνες εξακολούθησαν καί στά έπόμενα
χρόνια, ώς τή στιγμή πού κηρύχτηκε ό Έλληνοϊταλικός πόλεμος. Τή
δαπάνη άνέλαβε τό Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, άλλά σημαντική ενί­
σχυση πρόσφεραν καί ή ’Αρχαιολογική Υπηρεσία τού Υπουργείου
Παιδείας καί τό Εμπορικό Επιμελητήριο τής Θεσσαλονίκης. Κάτω
άπό τή σοφή διεύθυνση τού καθηγητή τής άρχαιολογίας, ’Ακαδημαϊ­
κού Κωνσταντίνου Α. Ρωμαίου, τεχνικοί, φοιτητές καί εργάτες δούλε­
ψαν τρία χρόνια μέ ένθουσιασμό γιά νά άποκαλύψουν μερικά άκόμα
διαμερίσματα τού τεράστιου άνακτόρου. Έ τσι φανερώθηκε ένα τμήμα
τής κεντρικής αυλής, άρκετοι χώροι τής νότιας πτέρυγας, δύο χώροι
τής δυτικής πλευράς καί έγιναν έρευνες, γιά νά καθοριστή βασικά ή
κάτοψη τού κτηρίου. Μερικά άπό τά πορίσματα τών άνασκαφών τής
προπολεμικής έκείνης περιόδου δημοσιεύτηκαν άπό τον καθηγητή Κ.
Α. Ρωμαίο σέ δύο άρθρα του: Τό ένα στο περιοδικό «Φάρος τής Βο­
ρείου Ελλάδος», Θεσσαλονίκη 1940, μέ τίτλο: «Τό άρχαΐο Μακεδο­
νικό άνάκτορο τής Παλατίτσας» ( = Κ. Α. Ρωμαίου, Μικρά μελετήμα-
τα, σ. 111-116) καί τό δεύτερο μέ τίτλο «Τό άνάκτορον τής Παλατίτσας»
στήν’Αρχαιολογική ’Εφημερίδα τού 1953/54 ( = Α' τόμος εις μνήμην
Γ. Π. Οικονόμου), σ. 141-150.
Ύστερα άπό τον πόλεμο τό ίδρυμα Σίγγερ - Πολινιάκ(ι) πρόσφε-

1) Πρόκειται γιά νομικά πρόσωπο πού Ιδρύθηκε μέ ειδικό Νόμο τού 'Ελευθερίου Βε-
νιζέλου τό 1932, μέ σκοπό τήν ένέργεια άρχαιολογικών άνασκαφών, άναστηλώσεων κ.λ.π. Οι­
κονομική βάση τού Ιδρύματος ήταν μια άξιόλογη δωρεά τής Γαλλίδας πριγκήπισσας Edmond
de Polignac, τό γένος Singer, νύφης άπό γιό τού υπουργού, ό όποιος έπί Καρόλου τού 10ου ΰπό-

11
ρε γενναιόδωρα τα χρηματικά μέσα, γιά νά συνεχιστή ή άνασκαφή τοϋ
άνακτόρου από τον καθηγητή Κ. Α. Ρωμαίο σε συνεργασία με τό έφο­
ρο X. Μακαρόνα (1954-1956). Τά δύο αυτά χρόνια άποκαλύφτηκε ένα
άκόμη δωμάτιο στή νότια πτέρυγα, τό περιστύλιο τής κεντρικής αύ-
λής σ’ όλες τις πλευρές του καί ή θεμελίωση τοϋ βόρειου τοίχου σέ
όλο της τό μήκος.
Ή άνασκαφή δεν συνεχίστηκε τά άμέσως έπόμενα χρόνια 1957
καί 1958. Τό 1959 τό ίδρυμα Σίγγερ - Πολινιάκ πρόσφερε γιά μιά άκό­
μη φορά σημαντική χρηματική χορηγία. Σ’ αυτήν ήρθε νά προστεθή
καί πάλι ή οικονομική υποστήριξη τοϋ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης,
πού άνέλαβε τις παλιές υποχρεώσεις του στήν επιστημονική αύτή προσ­
πάθεια. Έ τσι στούς προηγούμενους έρευνητές προστέθηκαν, ώς έκ-
πρόσωποι τής Φιλοσοφικής Σχολής τοϋ Πανεπιστημίου Θεσσαλονί­
κης, οί καθηγητές τής ’Αρχαιολογίας Γ. Μπακαλάκης καί Μ. ’Ανδρό­
νικος. Ή ομάδα των έπιστημονικών συνεργατών ένισχύθηκε καί από
τον καθηγητή τής ’Αρχιτεκτονικής Ν. Μουτσόπουλο, πού άνέλαβε τό
σημαντικό έργο τής μελέτης καί σχεδίασης τοϋ άρχιτεκτονικοϋ ύλι-
κοΰ. Παράλληλα ή Φιλοσοφική καί ή Πολυτεχνική Σχολή τοϋ Πανε­
πιστημίου έπάνδρωσαν τήν άνασκαφή μέ φοιτητές, πού στάθηκαν πο­
λύτιμοι βοηθοί των άρχαιολόγων. Τά έπόμενα έτη 1960 καί 1961 ή
άνασκαφή συνεχίστηκε μέ κύριο πιά χορηγό τή Φιλοσοφική Σχολή
τοϋ Πανεπιστημίου καί μέ συμβολή τοϋ ιδρύματος Σίγγερ - Πολινιάκ
καί τής Υπηρεσίας ’Αρχαιοτήτων καί Άναστηλώσεως τοϋ Υπουρ­
γείου Προεδρίας Κυβερνήσεως.
Σ’ αυτές τις τρεις τελευταίες άνασκαφικές περιόδους άποκαλύ­
φτηκε όλόκληρη'ή νότια, ή δυτική καί ή βόρεια πτέρυγα, άνασκάφτη-
κε όλος ό τεράστιος χώρος τής αυλής καί τών στοών πού τήν περι­
βάλλουν καί έρευνήθηκαν οί χώροι τής άνατολικής περιοχής τοϋ
άνακτόρου, οί όποιοι στο σχέδιο τής κάτοψης (πίν. I) χαρακτηρίζον-

γραψε έκ μέρους τής Γαλλίας στό Λονδίνο τό 1829 τή συνθήκη πού άναγνώρνζε τήν έλληνικήν
άνεξαρτησία. Ή συγγένεια αύτή, ή ιδιαίτερη φιλία πού είχε ή πριγκίπησα άε ΡοΙή;η3ο μέ τόν
Ελευθέριο Βενιζέλο, κι ένα ταξίδι της στήν 'Ελλάδα, τήν έκαναν ν’ άγαπήση τόν τόπο μας
καί νά έκδηλώση τήν άγάπη της μέ τήν ευγενική αύτή δωρεά. Πρώτος πρόεδρος τοϋ συμβου­
λίου τοϋ Ιδρύματος ήταν ό πρεσβευτής Άθως Ρωμάνος. Μετά τό θάνατο τοϋ Ρωμάνου τήν προ­
εδρία έχει άναλάβει ό κ. Περικλής Άργυρόπουλος, πρώην πρεσβευτής καί ύπουργός.

12
ται μέ τά γράμματα Β, V, X, 5, II, ζ), Τ, υ , καθώς καί ή θόλος Τ1ια). Τέ­
λος έρευνήθηκαν για μιά ακόμη φορά ό βόρειος έξωτερικός τοίχος από
την εσωτερική του πλευρά.
Στη συνέχεια θά προσπαθήσουμε νά δώσουμε μιά συνοπτική έκ­
θεση των άποτελεσμάτων όλων των άνασκαφικών περιόδων άπό τό
1861 ώς σήμερα. Καί έπειδή σέ όλες αυτές τις περιόδους οι ανασκα­
φείς ακολούθησαν μιά λογική πορεία στήν έρευνα, πού είναι σύμφωνη
μέ τήν άρχιτεκτονική του κτηρίου, ή χρονολογική παρακολούθηση
των άνασκαφικών δεδομένων θά μάς έπιτρέψη νά συλλάβουμε καί τήν
οργανική σύνθεση του ανακτόρου καί νά κινηθούμε μέ τον άπαραίτητο
φυσικό βηματισμό ενός επισκέπτη πού μπαίνει μέσα στο λαμπρό οίκο-
κοδόμημα. ’Απαραίτητο φυσικά είναι νά προηγηθή μιά πρώτη κατατό­
πιση τού άναγνώστη στή γενική μορφή καί τή σημασία τού κτηρίου.
Τό άνάκτορο βρίσκεται σέ μικρή απόσταση έξω άπό τό χωριό
τής Βεργίνας. Είναι χτισμένο σέ θέση εξαίρετη, καί γιά τή θέα άλλά
καί γιά τήν άσφάλεια πού προσφέρει, στις βόρειες πλαγιές των Πιε-
ρίων, πού δεσπόζουν σέ όλη τήν περιοχή τού κάτω 'Αλιάκμονα.1 (2) Τό
μέγεθος καί ή λαμπρότητα τού κτηρίου έκαναν τον Ηειιζεχ νά κατα-
λήξη στο συμπέρασμα ότι πρόκειται γιά άνάκτορο. Τήν άποψη αύτή

1) Ό χώρος Β μέ τά τρία πεσσοειδή ύποστηρίγματα (βλ. πίν. IX, 1) έρμηνεύεται ώς


τό κλιμακοστάσιο πού όδηγοϋσε στό δεύτερο όροφο, ό όποιος πιθανότατα υπήρχε σ’ όλη τήν
έκταση κατά πλάτος τής άνατολικής πτέρυγας. Ή θόλος καί οί χώροι π καί φ είχαν έρευνη-
θή καί άπό τούς Γάλλους, χωρίς νά άπομακρυνθοϋν όμως τότε τά χώματα.
2) «Δύσκολα θά μπορούσε νά φανταστή κανείς μιά θέση καλύτερα διαλεγμένη» γρά­
φει ό Ηευζεγ, περιγράφοντας μέ ποιητική διάθεση τό τοπίο καί τή γύρω περιοχή. «’Απ’ έδώ
τά μάτια τού θεατή άγκαλιάζουν έναν όρίζοντα μεγαλοπρεπέστατο. Πέρα άπό τήν πυκνή γραμ­
μή τών φουντωτών δένδρων, πού σημειώνουν καί ύπογραμμίζουν τή διαδρομή τού 'Αλιάκμονα,
όλη ή πεδιάδα τής Μακεδονίας ξετυλίγεται στά βλέμματα σάν ένα άπέραντο λιβάδι. Κατά τά
βορεινά, τό όρος Πάικο διαγράφει τόν άπότομο κώνο του καί προεκτείνει κατά τά άνατολικά
μιά μακριά κατωφέρεια, στήν άκρη τής όποιας θά μπορούσε κανείς κατά τούς άρχαίους χρό­
νους ν ’ άντικρίση άναδυόμενα τά ψηλά άετώματα καί τά βασιλικά οικοδομήματα τής Πέλλας.
Πιό πέρα, πρός τήν ίδια κατεύθυνση, τά χαμηλώματα άπομακρύνονται καί σιγά σιγά έξαφανί-
ζονται πρός τό άπειρο, άφήνοντας νά μαντέψης τή γειτνίαση τής θάλασσας, χωρίς ώστόσο νά
μπορής καί νά τήν ίδής πουθενά. ’Αντίθετα, κατά τά δυτικά καί πιό κοντά στό θεατή, έκτείνε-
ται τό Βέρμιο μέ τά διαδοχικά σκαλοπάτια τών ανδήρων του, δασώδη ή καλλιεργημένα, καί
στούς πρόποδές του άπλώνεται ή μεγάλη πόλη Βέροια, όπου καί ή άρχαία Βέροια, ή οποία
ανάμεσα άπό τά άρώματα τών άνθισμένων τριανταφυλλιών καί τά δροσερά νεροβουΐσματα τών
ρεματιών της, σημειώνει άκόμη καί τώρα τή θέση τών κήπων τού βασιλιά Μίδα καί τού άρ-
χαίου παραδείσου τών Φρύγων».

13
τή συμμεριζόμαστε καί μεΐς σήμερα, γιατί πιστεύουμε πώς είναι αδύ­
νατο νά θεωρηθή άπλή κατοικία τό τεράστιο αυτό οικοδόμημα με τούς
πολυάριθμους καί ποικίλους χώρους. Ξέρουμε βέβαια πώς τά βασιλικά
ανάκτορα των Μακεδόνων βασιλέων βρίσκονταν στήν πρωτεύουσα τοϋ
βασιλείου, στήν Πέλλα, άλλά ή παράδοση μας πληροφορεί ότι ύπήρ-
χαν καί άλλα ανάκτορα σε διάφορα μέρη τοϋ κράτους, όπως τό Άμύν-
τιον στήν Πύδνα καί τό Νυμφαϊον στή Μίεζα. Γιά τό τελευταίο ξέρου­
με επίσης πώς χρησιμοποιήθηκε από τον ίδιο τον ’Αλέξανδρο όταν
νέος ακόμη σπούδαζε, έχοντας γιά δάσκαλο τό μεγάλο ’Αριστοτέλη.
’Άν μάλιστα άποδειχτή σωστή ή υπόθεση ότι οι Άντιγονίδες κατά­
γονταν άπό τήν ’Ημαθία, θά πρέπει νά θεωρήσουμε πολύ πιθανή τήν
ύπαρξη ένός δεύτερου ανακτόρου, θερινού ίσως αύτοϋ, στήν περιοχή
άπ’ όπου καταγόταν ό βασιλιάς πού πρέπει νά τό έχτισε. Γιατί, όπως
θά ίδοΰμε, όλα τά στοιχεία πού διαθέτουμε μάς δίνουν τό δικαίωμα νά
χρονολογήσουμε τό ανάκτορο τής Βεργίνας στις αρχές τοϋ 3ου π. X.
αιώνα, στά χρόνια δηλαδή τής μακρότατης βασιλείας τοϋ ’Αντιγόνου
τοϋ Γόνατά.
Πρέπει άκόμα νά προστέσουμε πώς ή αποκάλυψη στήν ίδια περι­
οχή τάφων τοϋ 4ου καί 3ου π. X. αιώνα καί ή ύπαρξη λειψάνων τοί­
χων καί τεμαχισμένων κεραμιδιών σέ όλη τήν έκταση βορινά τοϋ ανα­
κτόρου ώς τό μεγάλο καμαρωτό τάφο, μάς επιτρέπουν νά συμπεράνου-
με πώς τό ανάκτορο βρισκόταν στήν «άκρόπολη» μιάς άρκετά μεγάλης
πόλης. 'Αλλωστε ό Ηειιζεγ είχε κιόλας σημειώσει στο ύψωμα πού βρί­
σκεται νοτιότερα άπό τό ανάκτορο τμήματα μεγάλου οχυρωματικού
περιβόλου πού προστάτευε τήν πόλη άπό τό νότο. Ποιά ήταν ή πόλη
αυτή πού διατηροΰσε ένα τέτοιο θαυμάσιο άνάκτορο; Ό Ηειιζεχ υπο­
στήριξε πώς πρέπει νά τήν ταυτίσουμε μέ τήν «Βάλλα», μιά πόλη γιά
τήν οποία δεν έχουμε πολλές πληροφορίες, άλλά πού μαθαίνουμε τήν
ύπαρξή της άπό άρχαίους λεξικογράφους. Τήν υπόθεση αυτή τοϋ
Ηειιζεγ τήν παραδέχεται καί ό Ρωμαίος, καί έγινε γενικότερα δεκτή
άπό όλους τούς νεώτερους έρευνητές. Μπορούμε νά προστέσουμε πώς
ή άνασκαφή τοϋ εκτεταμένου γειτονικού νεκροταφείου έδειξε ότι στή
θέση αυτή υπήρχε συνοικισμός, τοϋ οποίου ή ζωή άρχίζει άπό τό 1000
π. X. περίπου καί έξακολουθεΐ ώς τήν εποχή πού τον διαδέχεται ή έλ-
ληνιστική «Βάλλα», πού κι αυτή μέ τή σειρά της πρέπει νά είχε άρκε­
τά μακρόχρονη ζωή, όπως δείχνουν ορισμένα ευρήματα τοϋ 2ου π. X.

14
αιώνα, αλλά και μερικά των ρωμαϊκών χρόνων. Ώστε τό άνάκτορο, γιά
τό όποιο θά μιλήσουμε, δέν άποτελεΐ ένα άπομονωμένο δείγμα βασιλι­
κής πολυτέλειας, άλλά στολίζει μιά πόλη με μακρότατη ιστορική παρά­
δοση, μιά πόλη πού θά έπιζήση καί στους χρόνους τής ρωμαϊκής
κυριαρχίας. Πρέπει νά προστέσουμε ότι καί μέσα στήν περιοχή τοϋ
άνακτόρου, άλλά καί έξω άκόμη άπό τό κτήριο (βλ. πίν. XXV), στά
κατώτερα στρώματα, βρέθηκαν κομμάτια άγγείων καί πήλινων άρχιτε-
κτονικών μελών πού χρονολογούνται στον 5ο καί 4ο αιώνα.
"Υστερα άπό τήν έρευνα τόσων χρόνων μπορούμε με άσφάλεια
νά καθορίσουμε τις άκριβεΐς διαστάσεις καί τή γενική άρχιτεκτονική
μορφή τού άνακτόρου. Τό μήκος του είναι 104,50 μ. καί τό πλάτος του
88,50 μ. Τό σχέδιό του είναι άπλό άλλά σπουδαίο- άναπτύσσει μέ ορ­
γανικήν άναγκαιότητα τούς χώρους γύρω άπό ένα ούσιαστικό στοιχείο
τής άρχαίας οικίας, τήν αύλή, καί τούς εντάσσει στήν άρχιτεκτονική
σύνθεση μέ σαφήνεια καί άρμονία, ενώ παράλληλα ή ύπαρξη ένός κεν­
τρικού άξονα, πού διασχίζει τό άνατολικό τμήμα καί τήν αυλή, μοιρά­
ζει τό σύνολο σε δύο ίσα μέρη, τό βόρειο καί τό νότιο. (Πίν. I). Στο
βόρειο όμως μισό υπάρχει σε όλο τό μήκος τού άνακτόρου ένας πρόσ­
θετος μακρόστενος χώρος. Μέ τήν ύπαρξη αύτοΰ τό βόρειο μισό κερ­
δίζει μεγαλύτερο πλάτος καί τό μέσο τού άνακτόρου τό καθορίζει ό
βόρειος τοίχος τών προπυλαίων.
Ή άνασκαφή τού Ηειιζεγ άρχισε άπό τήν άνατολική πλευρά
όπου βρίσκεται καί ή μνημειακή είσοδος τού άνακτόρου, τά προπύλαια,
όπως τά ονόμασε ό Γάλλος άρχαιολόγος, τά όποια άποτελοΰνται άπό
τρεις συνεχείς χώρους. Ό πρώτος (Ργ,), τό «πρόθυρον», είχε πλάτος 10
μ. καί βάθος 6 μ., καί κατά τον ΌαΐΗηετ ήταν άνοιχτό. Στήν εξωτερική
του όψη (άνατολικά) είχε δωρικούς κίονες καί σχημάτιζε έτσι μιά
στοά, πού έκτεινόταν ίσως σε όλη τήν πρόσοψη τού κτηρίου. Ό δεύ­
τερος χώρος (Ργ2) είχε τις ίδιες διαστάσεις μέ τον πρώτο, καί μέ δύο
πλάγιες θύρες έπικοινωνοΰσε μέ τά διαμερίσματα τής βόρειας καί νό­
τιας πτέρυγας τού άνατολικοΰ τμήματος τού άνακτόρου. Ό Ηειιζεχ
χαρακτηρίζει αυτόν τον χώρο ώς «θυρωρείο», σύμφωνα μέ τον ορισμό
του Βιτρουβίου, καί υποθέτει πώς μπορεί νά ήταν άκάλυπτος- καί οί
δύο αύτές γνώμες δέν είναι εύκολο νά γίνουν άποδεκτές, καί μόνο ή
οριστική μελέτη τού κτηρίου είναι πιθανό νά προωθήση τή λύση τού
προβλήματος.

15
Στο βάθος του δεύτερου αύτοϋ προθύμου ύπήρχε μεγάλη θύρα,
πού χωριζόταν άπό δύο πεσσούς σε τρία μέρη, ένα πλατύ κεντρικό και
δύο μικρότερα πλάγια- σώζεται ακόμα στή θέση του, αλλά όχι σε πολύ
καλή κατάσταση, τό λαμπρό μαρμάρινο κατώφλι τής θύρας πού διατη­
ρεί στά πλάγια τις εγκοπές γιά τή στήριξη των ξύλινων πιθανότατα
επενδύσεων των παραστάδων της. (Πίν. XIX, 2). ’Απ’ αύτήν έμπαινε
κανείς στον τρίτο χώρο τού προπύλου (Ργ3), πού ήταν μεγαλύτερος
(10X10 μ.) καί περισσότερο μνημειακός άπό τούς δύο πρώτους. Άπό
τούς Γάλλους ανασκαφείς χαρακτηρίζεται «προθάλαμος» ή «προαύλιο»
καί πρέπει νά αποτελούσε κατά κάποιο τρόπο τήν αίθουσα άναμονής
τού ανακτόρου. Ό χώρος αυτός είχε στή δυτική πλευρά του άνοιγμα,
πού οδηγούσε στήν ανατολική στοά τού περιστυλίου, καί τό άνοιγμα
τούτο χωριζόταν σε τρία μέρη άπό δύο έπιβλητικούς άμφικίονες, πεσ­
σούς δηλαδή, πού έχουν στους στενούς κροτάφους των άπό ένα ιωνικό
ήμικίονα. (Βλ. άναπαράσταση τού ΌΛίππετ στον πίν. XXVI). Τό έξοχο
κιονόκρανο τού ενός άμφικίονα βρίσκεται σήμερα στο Λούβρο (πίν.
XXII, 1), όπου μεταφέρθηκε άπό τον Ηειιζεχ, ενώ ένα δεύτερο, λιγό­
τερο καλά διατηρημένο, βρέθηκε άπό τον καθηγητή Ρωμαίο στήν έπί-
χωση τής αύλής. (Πίν. XXII, 2).
Ό Όαιιπιετ είχε επιχειρήσει μιά μεγαλειώδη άναπαράσταση τού
τριμερούς αυτού προπύλου, πού δημοσιεύτηκε μαζί με όλα τά άλλα
ύποδειγματικά σχέδιά του στο βιβλίο πού άναφέραμε στήν άρχή. Ή
συνέχεια όμως τών άνασκαφών έδειξε πώς δεν μπορούμε νά τή θεωρή­
σουμε άκριβή, γιατί έχουν βρεθή τώρα άλλα ιωνικά κιονόκρανα, πού
προέρχονται άπό τήν περιοχή τού προπύλου, πού δεν είναι όμως γω­
νιακά σάν τά δύο πρώτα, άλλά έχουν έλικες και προσκεφάλαια. Στήν
ίδια έπίσης θέση βρέθηκαν καί τμήματα μικρότερων ιωνικών κιόνων κα­
θώς καί ψευδοπαράθυρα, πού μαρτυρούν τήν ύπαρξη δεύτερου ορόφου.
Ό σημαντικότερος χώρος πού άποκαλύφτηκε στήν πρώτη άνα-
σκαφική περίοδο τού 1861 είναι άσφαλώς ή κυκλική αίθουσα (Τή)
πού βρίσκεται στά νότια τού «προθαλάμου». "Οπως φαίνεται καί στο
σχέδιο, ή αίθουσα εξωτερικά είναι τετράγωνη καί τό κυκλικό σχήμα
δημιουργεΐται μόνο στο εσωτερικό της. Ή είσοδός της βρισκόταν δυ­
τικά, έπικοινωνοΰσε δηλαδή με τήν άνατολική στοά τού περιστυλίου.
Μέσα στήν έπίχωση τού χώρου αυτού ό Ηειιζεχ βρήκε κομμάτια άνα-

16
θηματικών αναγλύφων και βάσεων έντοιχισμένων καί βεβαίωσε ίχνη
θρόνου. Φαίνεται λοιπόν ότι ό προορισμός τής θόλου αυτής ήταν συγ­
χρόνως ιερός καί πολιτικός, καί γι’ αυτό δέν είναι μακριά από τήν
πραγματικότητα ό χαρακτηρισμός του Ηειιζεχ πού τήν άποκαλεί
«πρυτανεΐον» καί τήν θεωρεί «αίθουσα τού θρόνου», σχετίζοντάς την
μέ τά κυκλικά πρυτανεία των άλλων έλληνικων πόλεων, όπου τό
ιερόν πυρ καί ή κοινή έστία. Δίπλα στή θόλο, στά νότια, υπήρχαν
τέσσερα δωμάτια, πού επικοινωνούν μεταξύ τους καί μέ τήν άνατολική
στοά. Αυτά ίσως νά προορίζονταν γιά τά άρχεΐα του άνακτόρου, τούς
ύπαλλήλους, ή καί γιά τή φύλαξη διαφόρων ιερών σκευών. 'Οπωσδή­
ποτε κανένα κινητό εύρημα δέν έπιτρέπει νά καταλήξουμε σέ άναμφί-
βολη γνώμη γιά τον προορισμό τους, καί μονάχα υποθέσεις, λιγότερο
ή περισσότερο πιθανές, μπορούμε νά διατυπώσουμε. Τό ίδιο ακριβώς
ισχύει καί γιά τούς βόρειους χώρους τού ανατολικού τμήματος πού
άποκάλυψαν οί πρώτες άνασκαφές. Ό Ηειιζεγ τούς θεωρεί μαγειρεία
καί εστιατόρια, έχοντας στό νοΰ του ότι ύστερα άπό τις θυσίες θά άκο-
λουθοΰσαν τά κοινά γεύματα τών αύλικών καί τών άλλων άρχόντων.
Καί μιά τέτοια υπόθεση έρμηνεύει ίσως τό ιδιόρρυθμα καμπυλόγραμμο
εσωτερικά σχήμα ένός άπό τούς χώρους αύτούς. Ό χώρος πού βρίσκε­
ται δεξιά άπό τον προθάλαμο (βόρεια) καί άντιστοιχεΐ στή θόλο δέν
είχε άνασκαφή άπό τούς Γάλλους, γιατί στή θέση έκείνη είχε χτιστή
στήν εποχή τής Τουρκοκρατίας, καί σωζόταν ώς τά χρόνια τής πρώ­
της άνασκαφής, τό μικρό εκκλησάκι τής 'Αγίας Τριάδος, πού έδωσε τό
όνομα σ’ ολόκληρη τήν τοποθεσία, γνωστή καί σήμερα άκόμη ώς
«'Αγία Τριάδα». Ή άνασκαφή τού τμήματος τούτου, πού ήταν ή τελευ­
ταία τής περιόδου τού 1961, άποκάλυψε τά δωμάτια 5 καί Ιλ τού σχε­
δίου. (Βλ. πίν. ί).
Συνοψίζοντας μπορούμε νά πούμε ότι όλο αυτό τό άνατολικό συγ­
κρότημα, ή τουλάχιστο τά περισσότερα διαμερίσματά του, προορίζον­
ταν γιά τή λατρεία καί τό δημόσιο βίο καί σχετίζονταν μέ τις δημόσιες
έμφανίσεις τού βασιλιά.
Ή άνασκαφή τής δεύτερης περιόδου (1938—1940) έπρεπε νά
καθορίση πρώτα πρώτα τούς χώρους πού είχε άποκαλύψει ή πρώτη, για­
τί μέσα στά έβδομηνταεπτά χρόνια τά χώματα καί ή βλάστηση είχαν
καλύψει σχεδόν όλότελα τά πάντα. Ένας δεύτερος στόχος τής άνασκα-

17
φής στάθηκε ό καθορισμός των διαστάσεων του ανακτόρου. Έ τσι δια­
πιστώθηκε ότι στο βόρειο τμήμα πρέπει νά προστεθή ό μακρότατος
στενός χώρος, τον όποιο δεν είχε ύποπτευθή ό Ηειιζεγ, καί βεβαιώθηκε
τό πλάτος καί τό μήκος του κτηρίου.
Έκτος όμως άπό τούς γενικούς αύτούς σκοπούς, ή έρευνα προ­
χώρησε στήν αποκάλυψη καί άλλων σημαντικών χώρων καί βοήθησε
στή σύλληψη τού βασικού σχεδίου. Τό πιο σημαντικό ίσως κέρδος
αύτής τής περιόδου ήταν ή άνασκαφή τού ανατολικού στυλοβάτη τού
περιστυλίου τής τεράστιας κεντρικής αύλής, ή άποκάλυψη καί τών
τεσσάρων γωνιών τού περιστυλίου καί ή ανεύρεση στή Ν. Α. περιοχή
τής αύλής πολλών αρχιτεκτονικών μελών. ’Αλλά καί ό καθαρισμός τών
δύο μεγάλων δωματίων στο δυτικό άκρο (Μι καί Μι) καί ή άποκάλυ­
ψη τού στενού χώρου Ο καί τού δωματίου Ό στή νότια πτέρυγα δέν
ήταν λιγότερο σημαντικά κέρδη.
'Όπως διαπιστώνει ό άναγνώστης βλέποντας τό σχέδιο, ή αυλή
άποτελοΰσε τον κεντρικό ύπαίθριο χώρο, πού ολόγυρά του δημιουργή-
θηκαν οί τέσσερεις μεγαλοπρεπείς στοές. Πίσω άπό τις στοές καί τις
τέσσερεις πλευρές υπήρχαν δωμάτια πού έπικοινωνοΰσαν μ’ αύτές.
’Έτσι ολόκληρο τό σχέδιο οργανώνεται μέ άπλότητα, σαφήνεια
καί άρμονική διάταξη γύρω άπό τον κεντρικό πυρήνα τής αυλής, δίνον­
τας στήν τυπική μορφή τής έλληνικής οικίας, όπως τήν ξέρουμε καί
άπό τή γραπτή παράδοση (Βιτρούβιος) άλλά καί άπό τά πορίσματα τών
άνασκαφών (Όλυνθος, Δήλος, Πριήνη, Πέλλα κ.λ.π.), χαρακτήρα μνη­
μειακό μέ τις μοναδικές διαστάσεις καί τήν υψηλή ποιότητα τής εργα­
σίας τών άρχιτεκτονικών μελών. Τό τετράγωνο περιστύλιο έχει μήκος
πλευράς 44,50 μ. καί περιβάλλεται άπό έξήντα δωρικούς κίονες, δεκα­
έξι σέ κάθε πλευρά. 'Ολόκληρα τεμάχια έπιστυλίων, τριγλύφων καί
γείσων (βλ. πίν. XIX-XXI), πού βρέθηκαν μαζί μέ πολυάριθμους σπόν­
δυλους καί κιονόκρανα στήν έπίχωση τής αύλής, προσφέρουν άφθονο
υλικό γιά μιάν άναπαράσταση τής μορφής τής στοάς καί είναι άρκετά
γιά νά προχωρήσουμε κάποτε —όταν τελειώση ή άνασκαφική έρευνα—
στήν άναστήλωση ένός τμήματός της.
Ό καθηγητής Ρωμαίος στο άρθρο του «Τό άνάκτορο τής Παλα-
τίτσας» (ΑΕ 1953/54) έχει διατυπώσει μερικές πολύ ένδιαφέρουσες
σκέψεις γιά τις μαθηματικές σχέσεις τών διαφόρων άρχιτεκτονικών

18
μελών, καθόρισε τό μήκος των μεταξονίων (2,82 και 3,06 στά γωνι­
ακά) καί προχώρησε σε όξύτατες πάντα αισθητικές παρατηρήσεις για
τις λεπτότητες των μορφών κιονοκράνων καί τριγλύφων.
Ό προσεχτικός άρχιτέκτων του ανακτόρου είχε προβλέψει τήν
κατασκευή καί στις τέσσερεις πλευρές του περιστυλίου ενός ανοιχτού
συνεχούς αγωγού γιά τήν συγκέντρωση τών νερών τής βροχής, πού θά
έπεφταν άπό τις μονόρριχτες στέγες τών στοών. Τού αγωγού τούτου
βρέθηκαν αρκετά τμήματα, αλλά μοναδικό είναι τό κομμάτι τής Ν. Α.
γωνίας, όπου έρχονται νά χωνευτούν οί ήμικυλινδρικές κοιλότητες τών
δύο κατευθύνσεων σέ μιά έξοχα δουλεμένη μονοκόμματη πέτρα. (Βλ.
πίν. IV 2). Ή προσεχτική καί ευαίσθητη διαμόρφωση τού μέλους αύ-
τού μέ τήν εντελώς δευτερεύουσα σημασία καί τήν άποκλειστικά πρα­
κτική χρησιμότητα, άποτελεΐ τον πιο πειστικό μάρτυρα γιά τήν λαμ­
πρή άρχιτεκτονική παράδοση καί τήν καλλιτεχνική άντίληψη πού
διαπνέει τό έργο.
Στήν ϊδια άνασκαφική περίοδο άρχισε καί ή έρευνα τής νότιας
πτέρυγας τού άνακτόρου μέ τήν άποκάλυψη τών χώρων Ο καί Ό. Ό
πρώτος έχει τή μορφή στενού σχετικά διαδρόμου μέ μιά μικρή πλευ­
ρική εξωτερική θύρα καί μιά δεύτερη μεγαλύτερη, τής οποίας σώζεται
τό λαμπρό μαρμάρινο κατώφλι, πού είναι τό καλύτερα διατηρημένο
άπ’ όλα όσα έχουν σωθή. Φαίνεται ότι στο σημείο αυτό βρισκόταν ή
δεύτερη, υπηρετική είσοδος τού άνακτόρου. Νεώτερη έξερεύνηση τού
χώρου έδειξε ότι υπάρχουν βαθύτερα άπό τό έπίπεδο τού δαπέδου άγω-
γοί νερού, άλλα ή κατασκευή τους πρέπει νά είναι μεταγενέστερη άπό
τήν υπόλοιπη οικοδομή. ’Ακόμη όμως δέν είναι βέβαιο ούτε πού οδη­
γούσαν ούτε ποιά εποχή έγιναν.
Τό δεύτερο δωμάτιο (Ό) επικοινωνούσε μόνο μέ τή νότια στοά
καί είχε δάπεδα άπό ψηφιδωτό πολύχρωμων χαλικιών, χωρίς όμως
παραστάσεις.
Γιά τον τρίτο τομέα τής δεύτερης άνασκαφικής περιόδου, τά
δυο μεγάλα δωμάτια Μι καί Μ2, θ’ άσχοληθοΰμε άργότερα έκθέτοντας
τά πορίσματα τής τελευταίας άνασκαφής, όταν κατορθώθηκε νά φωτι­
στούν ορισμένα σκοτεινά σημεία σχετικά μ’ αυτά.
Ή τρίτη περίοδος τών άνασκαφών μπορεί νά διαιρεθή σέ δύο

19
χρονικά διαστήματα- τό πρώτο του 1954 καί 1956 καί τό δεύτερο τών
ετών 1959, 1960 καί 1961.
Κατά τό πρώτο χρονικό διάστημα άποκαλύφτηκε τελείως ολό­
κληρος ό βόρειος τοίχος τοϋ άνακτόρου καί φάνηκε πώς είχε ύποστή
μιά βίαιη καταστροφή. Γίνεται άμεσους φανερό στον επισκέπτη τών
ερειπίων ότι ό τοίχος αυτός δέχτηκε μιά ισχυρότατη ώθηση άπό τό
εσωτερικό κι’ έτσι καταστράφηκε άπό τά θεμέλια. Έξω άπό τόν βόρειο
αυτόν τοίχο βρέθηκε ένα πλήθος άρχιτεκτονικά μέλη καί τρία ολό­
κληρα καί καλά διατηρημένα δωρικά κιονόκρανα (πίν. XVIII, 2 καί
XIX, 1). Τό ύλικό τούτο δεν φαίνεται νά ανήκε σε κιονοστοιχία στοάς
στή βόρεια πρόσοψη. Είναι πιθανότερο ότι όλα αυτά τά κομμάτια προ­
έρχονται άπό τις κιονοστοιχίες τής κεντρικής αόλής τοϋ κτηρίου καί
κύλησαν ώς τό σημείο αυτό ύστερα άπό τήν καταστροφή, γιατί τό έδα­
φος ήταν αρκετά επικλινές. Τήν οριστική απάντηση στο σημαντικό
αύτό πρόβλημα θά δώση έλπίζουμε ή προσεχτική μελέτη πού θά άκο-
λουθήση ύστερα άπό τό τέλος τής άνασκαφής. ’Αξίζει όμως νά σημει­
ώσουμε δτι ανάμεσα στά σκορπισμένα μέλη βρέθηκε ένα κομμάτι πώ­
ρινο (διατηρεί σέ αρκετά σημεία τό λεπτό του κονίαμα) πού μιμείται
προφανώς ξύλινο δρύφακτο. Ή πιθανότερη ερμηνεία γιά τό κομμάτι
αύτό είναι δτι ανήκε σ’ ένα χαμηλό θωρακεΐο (παραπέτο), πού ύπήρχε
σέ δλο τό μήκος τοϋ βόρειου στενόμακρου χώρου, ό όποιος σχημάτιζε
έτσι μιά θαυμάσια βεράντα, άπ’ δπου μποροΰσαν οί ένοικοι νά χαροΰν
τό έξαίσιο θέαμα τοϋ μακεδονικοΰ κάμπου.
Ή έρευνα τής περιόδου αυτής προχώρησε στήν άποκάλυψη καί
τών τεσσάρων πλευρών τοϋ περιστυλίου καί επιβεβαίωσε τις παλιότε-
ρες παρατηρήσεις τοϋ καθηγητή Ρωμαίου γιά τή μορφή καί τις δια­
στάσεις του, ένώ συγχρόνως πλούτισε τό πολυάριθμο κιόλας άρχιτε-
κτονικό ύλικό πού άνήκει στις τέσσερεις δωρικές στοές. ’Αλλά ή πιο
σημαντική καί εντυπωσιακή άποκάλυψη τής άνασκαφής τοϋ 1956 στά­
θηκε ή αίθουσα Ε, πού έχει εμβαδόν 82 περίπου τετραγωνικών μέτρων
καί ξεχωρίζει γιά τή λαμπρότητα καί τήν πολυτέλειά της (πίν. X, 2).
Όπως άποδείχτηκε άργότερα (άνασκαφή 1959) ό χώρος αύτός άνήκει
σέ ένα σύνολο, πού άποτελεΤται άπό έναν ευρύχωρο προθάλαμο (Ε) στο
μέσο καί δύο αίθουσες άριστερά καί δεξιά του (Ε-Θ), οί όποιες είχαν
θύρες προς αυτόν μονάχα καί δχι κατευθείαν προς τή στοά, δπως δλοι

20
οί ύπόλοιποι χώροι. Ή θύρα τής αίθουσας Ε βρίσκεται στή δυτική
πλευρά του. ’Απ’ αύτήν έχει σωθή σε πολύ καλή κατάσταση τό μαρμά­
ρινο κατώφλι, πού διατηρεί στά πλάγια τις εγκοπές γιά τή στερέωση
των επενδύσεων των παραστάδων (πίν. XIII, 1).
Τό δάπεδο τού λαμπρού αύτοϋ χώρου άποτελεΐται από ψηφιδω­
τό έξαίρετης ποιότητας. Τούτο περιβάλλεται καί στις τέσσερεις πλευ­
ρές από κονίαμα έρυθρό πλάτους 1,20 μ., πού ύψώνεται έλαφρά γύρω
άπό τό ψηφιδωτό καί σχηματίζει έτσι τό άρμονικό του πλαίσιο καθώς
δένεται μ5 αύτό μέ ώραϊο σύνθετο κυμάτιο. Τό ψηφιδωτό έχει κατα­
σκευαστή άπό μικρά χαλίκια ποταμίσια (μέγιστο μήκος 0,01 μ.) μαύρα,
λευκά, γκρί, κόκκινα καί κίτρινα, πολλών αποχρώσεων. Καί ή καλύτερη
περιγραφή θά ήταν άδύνατο νά δώση άμυδρή έστω ιδέα τής μοναδικής
ψηφιδωτής σύνθεσης χωρίς τή βοήθεια τού σχεδίου πού φιλοτέχνησε
μέ άκρίβεια και μαεστρία ό ζωγράφος κ. Χρ. Λεφάκης (πίν. XVI).
Μέ τήν πρώτη ματιά μπορεί νά καταλάβη ό άναγνώστης οτι
έχει μπροστά του ένα έργο πού μαρτυρεί έξοχη εύαισθησία, συνείδηση
τών μέσων πού διαθέτει ό τεχνίτης, μαστοριά καί πείρα άσυνήθιστη.
Τό διακοσμητικό θέμα έχει ώς κεντρικό πυρήνα καί άφετηρία ένα με­
γάλο ρόδακα άπό οχτώ μακρουλά πέταλα καί ισάριθμα σέπαλα, ριζω­
μένα στά διάκενα. Άπό τον ρόδακα ξεκινούν οχτώ ζεύγη βλαστών, οΐ
όποιοι συμπλέκονται καί διακλαδίζονται ρυθμικά, έτσι πού νά πλαισι­
ώνουν τό κεντρικό κόσμημα, καί ύστερα κατευθύνονται προς τήν περι­
φέρεια μέ έλευθεριότητα καί συμμετρία (λεπτομέρεια βλέπε στον πίν.
XVII, 1). Έντωμεταξύ τά κενά συμπληρώνονται μέ άνθη, φυσικά ή
φανταστικά, φύλλα καί έλικες. 'Ολόκληρο τό θέμα πλαισιώνεται μέ μιά
κυκλική ζώνη άπό σύνθετο μαίανδρο καί κυματοειδή σπειρομαίανδρο.
Τά κενά πού μένουν στις γωνίες, άνάμεσα στήν κυκλική ζώνη καί στο
τετράγωνο, είναι κι’ αύτά άνάλογα διακοσμημένα. ’Αλλά έδώ, στό κέν­
τρο κάθε γωνίας, έχουμε κι’ άπό μιά γυναικεία μορφή (πίν. XVII, 2) πού
καταλήγει σέ άνθεμωτό κόσμημα, άπ’ όπου ξεκινούν βλαστοί, φύλλα,
έλικες καί άνθη. Ό λ ’ αύτά τά μοτίβα συμπεριφέρονται μέ άβρότητα
καί χάρη, καί μέ προθυμία συμπληρώνουν τον διακοσμητικό προορι­
σμό τους ώς τις άκραΐες γωνίες.
Ή δλη σύνθεση μάς δίνει ένα ώραϊο παράδειγμα προσαρμογής
τού κυκλικού σχήματος μέ τό τετράγωνο. Εκείνο όμως πού θά έκτι-

21
μήσουμε προπάντων είναι ή πετυχημένη προσπάθεια του καλλιτέχνη
νά δώση ζωή καί κίνηση σ' δλη τή διακόσμηση. Ό κεντρικός ρόδα­
κας με τ’ άνοιχτόχρωμα φύλλα φαίνεται νά προβάλλη σαν ανάγλυφος
άπό τή συστοιχία των σεπάλων, όπου έπικρατεΐ σκοτεινότερο κόκκινο
χρώμα. Φύλλα βλαστοί καί άνθη εΐκονίζονται μ’ έναν τρόπο ελαφρά
προοπτικό καί δημιουργούν τήν αίσθηση ότι ύπάρχει κάποια τρίτη
διάσταση. Μιά άντιθετική κίνηση, ό μαίανδρος πού κατευθύνεται δε­
ξιά καί ό σπειρομαίανδρος πού τρέχει προς τ’ άριστερά, δίνει τόνο
ζωηρό. Μ’ αυτά τά μέσα πέτυχε ό τεχνίτης, ώστε ολόκληρος ό διάκο­
σμος νά μήν είναι άφηρημένος, ψυχρός καί στατικός, άλλά νά έχη μιά
οργανική, θά έλεγε κανείς βιολογική ύπόσταση. Ωστόσο θά προσέ­
ξουμε ότι όλα αυτά τά μέσα είναι λιγόστομα καί διακριτικά. Ό δια-
κοσμητής δέν παραβλέπει ότι ένα δάπεδο δεν είναι τίποτα άλλο παρά
ένα δάπεδο καί ότι ή διακόσμησή του πρέπει νά δεσπόζεται οπωσ­
δήποτε άπό τήν έννοια τής σταθερότητας καί νά δημιουργή αισθη­
τικό αποτέλεσμα τέτοιο, ώστε τό βάδισμα νά είναι έλεύθερο καί άπρό-
σκοπτο.
Ή αίθουσα με τό ψηφιδωτό πρέπει νά ήταν άπό τις πιο έπίση-
μες τού άνακτόρου, καί είναι πολύ πιθανό πώς μαζί με τήν άντίστοιχη
G άποτελοϋσαν τά ιδιαίτερα διαμερίσματα τού βασιλιά. Ή άνασκαφή
άποκάλυψε μέσα σ’ αύτήν βωμό κατασκευασμένο πρόχειρα σέ μεταγε­
νέστερους χρόνους καί γύρω του μισοκαμένα οστά ζώων. Άπό νομί­
σματα πού βρέθηκαν συμπεραίνουμε πώς θά τελούνταν εκεί θυσίες
άκόμη καί στούς ρωμαϊκούς χρόνους.
"Οπως σημειώσαμε καί παραπάνω, ή αίθουσα αυτή επικοινω­
νούσε μέ ένα μεγάλο χώρο (F), πού άποκαλύφτηκε στις άνασκαφές τού
1959. Στήν ίδια περίοδο άποκαλύφτηκε καί τό δωμάτιο G, τό αντί­
στοιχο τού Ε. Ώστε μέ ασφάλεια μπορούμε νά συμπεράνουμε ότι οί
τρεις χώροι E-F-G άπαρτίζουν τό συγκρότημα τών βασιλικών διαμερι­
σμάτων. Στό μέσο ύπάρχει ή μεγάλη αίθουσα F, πού πρέπει νά τή χαρα­
κτηρίσουμε ώς «προστάδα» (Πρβ. Vitruvius 6,7,2). Στή βόρεια πλευρά
της βρέθηκαν οί βάσεις τριών λαμπρών ιωνικών άμφικιόνων (τά μόνα
in situ άρχιτεκτονικά μέλη έκτος απ’ τά κατώφλια) πού δημιουργούν
τέσσερα μεγάλα άνοίγματα προς τήν νότια στοά. Τό δάπεδο τής προ-
στάδας είχε ασφαλώς ψηφιδωτή διακόσμηση, τήν οποία όμως, σκόπι­

22
μα φαίνεται, άφαίρεσαν εντελώς, ώστε σήμερα διατηρείται μόνο το
κροκαλόστρωτο ύπόστρωμά της.
Δυτικά τής προστάδας καί άντίστοιχα προς τό δωμάτιο Ε ύπάρ-
χει τό δωμάτιο Θ, πού έπικοινωνοϋσε έπίσης με την προστάδα (πίν.
IX, 2). Τό κατώφλι του δωματίου αύτοϋ έχει εντελώς καταστραφή.
’Από θραύσματα καί λατύπες συμπεραίνουμε ότι ή καταστροφή έγινε
έπιτόπου. Καί τό δάπεδο του δωματίου Θ είχε ψηφιδωτή διακόσμηση,
πλαισιωμένη καί στις τέσσερεις πλευρές από ελαφρά υπερυψωμένο
πλαίσιο.
’Αμέσως μέσα από τό πλαίσιο σώζεται ό σύνθετος μαίανδρος
πού έζωνε τις παραστάσεις του έσωτερικοϋ. Ά π ’ αυτές διατηρήθηκαν
κολοβωμένες μονάχα οί μορφές των γωνιών—Τρίτωνες ή Έρωτες επά­
νω σέ δελφίνια— ενώ ή κύρια παράσταση τού κέντρου έχει έντελώς
καταστραφή. Είναι ίσιος πιθανή ή ύπόθεση δτι τόσο τό ψηφιδωτό τής
προστάδας όσο καί τό κεντρικό θέμα τής διακόσμησης τού δωματίου
β άφαιρέθηκαν σκόπιμα κατά τή χριστιανική εποχή (ό βωμός τού δω­
ματίου Ε χρησιμοποιήθηκε καί κατά τούς τελευταίους ρωμαϊκούς χρό­
νους), γιατί οί παγανιστικές (γυμνές;) μορφές άποτελοϋσαν πρόκληση
απαράδεχτη γιά τούς άνθρώπους μέ τήν καινούργια πίστη. Ή ύπόθεση
αυτή μπορεί νά βρή ένίσχυση άπό τό γεγονός δτι τό ψηφιδωτό του
χώρου Ε μέ τήν καθαρά φυτική διακόσμηση, καθώς καί τό ψηφιδωτό
τού έπόμενου δωματίου Η, πού δέν είχε καθόλου παραστάσεις, δέν
έχουν ύποστή καμιάν απολύτως καταστροφή. (Οί φθορές τού Ε οφεί­
λονται στο χρόνο ή σέ φυσικές αιτίες—σεισμούς κ.λ.π.).

Τό συγκρότημα τής προστάδας Ε καί τών δωματίων Ε καί Θ, τά


όποια φωτίζονταν καί άερίζονταν απ’ αυτήν, πρέπει νά θεωρηθή δτι
αποτελεί τον «οίκον» τού άνακτόρου, πού κανονικά στις οικίες βρί­
σκεται στή βόρεια πτέρυγα καί βλέπει προς νότον. Ή μετάθεση του
«οίκου» στήν αντίθετη πλευρά οφείλεται προφανώς στήν τοποθεσία.
Γιατί άμέσως νότια άπό τό άνάκτορο αρχίζει νά υψώνεται τό βουνό,
ένώ αντίθετα στο βοριά άνοίγεται δλη ή πεδιάδα. Πρέπει τέλος νά
προστέσουμε δτι δέν ύπάρχει καμιά αμφιβολία δτι καί ή «προστάς»
ήταν στεγασμένη, όπως καί τά δωμάτια. Αυτό βεβαιώνεται πρώτα
πρώτα άπό τούς τρεις άμφικίονες πού στηρίζουν τήν οροφή, αλλά κυ­

23
ρίως από τήν παρουσία πολλών κεραμιδιών και καρφιών πού τά στε­
ρέωναν έπάνω στα ξύλα τής στέγης.
Τό δωμάτιο Η είχε, όπως σημειώσαμε κιόλας, ψηφιδωτό δάπε­
δο χωρίς παραστάσεις και γι’ αύτό ίσως διατηρήθηκε σε πολύ καλή
κατάσταση. 'Όπως καί τό άντίστοιχο δωμάτιο Ε, επικοινωνούσε μέ τή
νότια στοά- αλλά τό κατώφλι τής θύρας έχει καταστραφή, ενώ σώζε­
ται θαυμάσια ό ανατολικός του τοιχος-μεσότοιχος προς τό δωμάτιο Ο.
Ή άνασκαφή άποκάλυψε τήν ύπαρξη καί άλλων τριών δωμα­
τίων (Ι,Κ, Ε) στή νοτιοδυτική γωνία του άνακτόρου, άλλά ή καταστρο­
φή τών τοίχων καί τών δαπέδων (άν ποτέ είχαν) καί ή απουσία κάθε
κινητού ευρήματος δεν επιτρέπουν νά έξακριβώσουμε τον προορισμό
τους. 'Οπωσδήποτε πρέπει νά υποθέσουμε ότι άποτελοϋσαν βοηθητι­
κούς χώρους, σχετικούς μέ τό ύπηρετικό προσωπικό καί τις άλλες
ανάγκες τού άνακτόρου.
Ή έρευνα τής δυτικής πτέρυγας είχε άρχίσει στή δεύτερη άνα-
σκαφική περίοδο άπό τον καθηγητή Ρωμαίο καί συνεχίστηκε σέ όλες
τις έπόμενες περιόδους. Διαπιστώθηκε ότι άμέσιος βορειότερα άπό τά
τρία γωνιαία δωμάτια I, Κ καί I. ύπάρχουν δύο μικροί χώροι καί ένας
χτιστός αγωγός (πίν. XIII, 2). Αύτός έχει έλαφρά κλίση προς τά έξω,
δέν έπικοινωνεΐ όμως μέ τον αγωγό τού περιστυλίου, ώστε νά υποθέ­
σουμε ότι είχε προορισμό νά άποχετεύη τά νερά τής βροχής πού συγ­
κεντρώνονταν άπό τις στέγες τών στοών τής αυλής. Γι’ αυτό ή μόνη
έξήγηση πού μπορούμε νά δώσουμε είναι δτι σχετίζεται μέ εγκαταστά­
σεις καθαριότητας (αποχωρητήρια, πλυντήρια κ.λ.π.)
Μέ τήν ολοκλήρωση τής άνασκαφής στή δυτική πλευρά άπο-
σαφηνίστηκε ή μορφή τού άνακτόρου καί σ’ αύτήν τήν πτέρυγα. Τρεις
χώροι (Μ ,-Μ 2-Μ 3) έξαιρετικά εύρύχωροι (16X16 μ.) καλύπτουν ολό­
κληρο σχεδόν τό πλάτος τής πλευράς τούτης (πρβ. πίν. XIV, 1). Τά δά­
πεδα τών χώρων ήταν στρωμένα μέ μαρμαροθετήματα άπό μικρές μαρ­
μάρινες πλάκες άκανονίστου σχήματος πού είχαν στερεωθή έπάνω στο
λίθινο υπόστρωμα μέ κόκκινο κονίαμα, τό οποίο περιβάλλει τις πλευ­
ρές του καί δημιουργεί έτσι ένα ευχάριστο ζωηρό πλαίσιο γύρω άπό
τή λευκή τους επιφάνεια (πίν. XV, 2). Τό μαρμαροθετημένο δάπεδο
είχε καί στις τέσσερεις πλευρές πλαίσιο έλαφρά υπερυψωμένο πού
άποτελεΐται άπό άπλό άκόσμητο ψηφιδωτό, δπως καί στά δωμάτια τής

24
νότιας πλευράς. Στο κέντρο ακριβώς καί των τριών χώρων υπάρχει
μικρή οπή διαμέτρου 0,085 μ., κάτω άπ’ αυτήν πήλινος σιολήνας και
τέλος χτιστό πηγάδι. "Ολη αυτή ή κατασκευή χρησίμευε γιά νά συγ-
κεντρώνωνται τά νερά του καθαρισμού τών δαπέδων, πού χωνεύονταν
μέσα στό πηγάδι. Ό άνατολικός τοίχος καί τών τριών δωματίων έχει
άφαιρεθή καί μόνο ή κατώτατη στρώση τών θεμελίων σώζεται. Ε πί­
σης έχουν άφαιρεθή καί οί μεσότοιχοι τών δωματίων, ώστε είναι άδύ-
νατο νά καθορίσουμε τά σημεία, όπου ύπήρχαν θύρες. Επειδή όμως
τό δάπεδο του μεσαίου δωματίου Μ2 βρίσκεται σέ λίγο χαμηλότερο
επίπεδο από τά δάπεδα τών δύο πλαγινών, μπορούμε νά υποθέσουμε ότι
οί τρεις αύτοί χώροι άποτελοϋσαν ένιαΐο σύνολο (πρβ. τά δυτικά δω­
μάτια ΕΈ-Ο) καί ότι τά δύο πλάγια έπικοινωνοϋσαν μόνο μέ τό μεσαίο
(επομένως οί θύρες θά βρίσκονταν στή βόρεια πλευρά τού Μι καί τή
νότια τού Μ 3) καί αύτό μόνο είχε άνοιγμα προς τή δυτική στοά.
Τό μέγεθος τών δωματίων αυτών —ίσως καί ή κατασκευή τού
δαπέδου—θά μάς έκανε νά ύποθέσουμε ότι ήταν υπαίθρια· άλλά έπάνω
στά δάπεδα βρέθηκε ολόκληρη στρώση άπό τά σπασμένα κεραμίδια
τής στέγης (στρωτήρες καί καλυπτήρες), ώστε είμαστε εντελώς βέβαιοι
ότι υπήρχε στέγη (βλ. πίν. XV, 1). Πολυάριθμα σιδερένια καρφιά δια­
φόρων διαστάσεων, πού διατηρούνταν άνάμεσα στή στρώση τών κερα­
μιδιών, μάς κάνουν νά ύποπτευόμαστε ότι είναι ένδεχόμενο νά ύπήρχε
όχι μονάχα στέγη, άλλά καί ξύλινη οροφή (ταβάνι). Ή βεβαιότητα
όμως ώς προς τήν ύπαρξη στέγης γεννά τήν άπορία γιά τον τρόπο πού
κατόρθωσαν νά ζεύξουν τήν άπόσταση τών 16 μέτρων καί ή μόνη
άπόκριση πού μπορούμε νά δώσουμε είναι πώς ή περίφημη στήν άρχαι-
ότητα ξυλεία τής Μακεδονίας πρόσφερε τά καταπληκτικά σέ μήκος
δοκάρια, πού έδεναν τή στέγη άπό τή μιάν άκρη στήν άλλη. Γιατί σέ
κανένα σημείο τού δαπέδου δέν παρατηρήθηκε ένδειξη πώς ύπήρχαν
κάποτε στά ένδιάμεσα στύλοι πού στήριζαν τή στέγη.
Έπάνω στό μαρμαροθέτημα τής μεσαίας αίθουσας Μ2 βρέθηκε
χάλκινο νόμισμα Άμφιπολιτών τών μέσων τού 2 π. X. αιώνα. Τό ανέλ­
πιστο τούτο εύρημα μπορεί νά βοηθήση στήν χρονολόγηση τής κατα­
στροφής ή καλύτερα τής εγκατάλειψης τού άνακτόρου.10 "Αν ή τύχη1
1) Μια Αλλη ένδειξη γιά τήν καταστροφή τοϋ άνακτόρου έδωσε ένα νόμισμα Φιλίππου
τοϋ Ε' πού χρονολογείται γύρω στό 187 π. X. Βρέθηκε κατά τήν άνασκαφή τού 1961 άριστερά
άπό τά προπύλαια, έπάνω στά θεμέλια τοϋ τοίχου πού όρίζει τούς έπιμήκεις χώρους X καί V.

25
θελήση νά μας προσφέρη μελλοντικά καί νέες πρόσθετες ενδείξεις τέ­
τοιας σημασίας, θά κατορθώσουμε ίσως νά δώσουμε απάντηση σε
πολλά έρωτηματικά μας. Γιατί ώς τώρα τουλάχιστο τά κινητά ευρή­
ματα τής άνασκαφής στάθηκαν έντελώς περιορισμένα καί σχετικά
άσήμαντα.
Ή άνασκαφή τής βόρειας πτέρυγας του άνακτόρου στάθηκε,
όπως άλλωστε περιμέναμε, άπογοητευτική. Τίποτα δεν είχε άπομείνει
άπό τούς χώρους πού άλλοτε υπήρχαν έκεί. Φαίνεται ότι στήν αρχαι­
ότητα κιόλας, τήν έποχή τής καταστροφής του κτηρίου, ή πλευρά αύτή
είχε πάθει τις μεγαλύτερες ζημίες. Τό κακό φυσικά προχώρησε στά
νεώτερα χρόνια. Ή βυζαντινή καί μεταβυζαντινή έπίχωση φτάνει σε
ορισμένα σημεία σέ βάθος μεγαλύτερο καί άπό τήν επιφάνεια τής αύ-
λής. Τέλος τό λιθολόγημα πού συνεχίστηκε ώς τά τελευταία χρόνια
ολοκλήρωσε τήν αποψίλωση των χώρων τής βόρειας πλευράς. Γι’ αύτό
τό λόγο ή έρευνα τοϋ τμήματος αύτοϋ δεν μπορεί νά προσφέρη κανένα
ούσιαστικό στοιχείο καί ή μορφή τού κτηρίου στή βόρεια πλευρά θά
μείνη, φαίνεται, οριστικά άγνωστη. Μονάχα υποθέσεις, λιγότερο ή
περισσότερο πιθανές, θά άναπληρώνουν τήν άγνοιά μας.
Ή έρευνα των χώρων τής άνατολικής πλευράς, πού είχαν μείνει
άνεξερεύνητοι άπό τούς Γάλλους άρχαιολόγους, άρχισε τό καλοκαίρι
τοϋ 1960. Τότε άφαιρέθηκε ή βαθιά σχετικά έπίχωση τής ΝΑ γωνίας.
’Αμέσως κάτω άπό τήν έπίχωση παρατηρήθηκε ότι τά πλιθάρια τοϋ
κτηρίου είχαν μεταβληθή σέ «οπτόπλινθους». Τοΰτο σημαίνει ότι αύτό
τουλάχιστο τό τμήμα είχε καταστραφή άπό πυρκαϊά, πού υποχρέωσε
τούς ένοικους νά έγκαταλείψουν τό κτήριο. "Ετσι ίσως μπορεί νά έξη-
γηθή καί ή περίεργη άπουσία κινητών ευρημάτων άπό τό ανάκτορο.
Ή άνασκαφή συνεχίστηκε τό 1961 σ’ όλη τήν έκταστη των
χώρων V καί X, άριστερά άπό τά προπύλαια (βλ. πίν. VIII), χωρίς άπό
τά άνασκαφικά δεδομένα νά παρουσιαστούν ένδείξεις γιά τήν οριστική
λύση τοϋ προβλήματος τής μορφής καί τοϋ προορισμού των χώρων
τούτων. "Ας σημειωθή ότι στον ένδιάμεσο τοίχο (μεταξύ των χώρων
V καί X) βρέθηκε κι ένα παράπλευρο ένισχυτικό (;) θεμέλιο (σημειώ­
νεται στο σχέδιο) τοϋ οποίου ό προορισμός είναι έπίσης δυσερμήνευ­
τος. Χαρακτηριστική είναι ή άποκάλυψη στον τομέα τοϋτο πλήθους
άρχιτεκτονικών μελών τοϋ λεγομένου «μικροϋ ίωνικοϋ ρυθμοϋ», σπον­

26
δύλων ήμικιόνων, κιονοκράνων και τριταινιωτών επιστυλίων. 'Όλα
αυτά βεβαιώνουν τήν εικασία δτι στην άνατολική πλευρά του άνακτό-
ρου ύπήρχε καί δεύτερος δροφος. ’Αξίζει νά σημειωθή έπίσης κάτι
πού ό Ηειιζεγ είχε παρατηρήσει: Ή άπουσία βάσεων ήμικιόνων του
μικρού ιωνικού ρυθμού. Πραγματικά, τίποτα δεν έχει βρεθή ως τώρα
πού νά βεβαιώνη τήν ύπαρξη τέτοιων βάσεων. Ωστόσο ή άνυπαρξία
τους είναι άδιανόητη.
Ή σύντομη περιγραφή των ερειπίων πού έχουν άποκαλυφθή ώς
τώρα δεν είναι αρκετή γιά νά σχηματίσουμε σωστή εικόνα τού λαμ­
πρού άνακτόρου τής Βεργίνας.
’Οφείλουμε νά προστέσουμε μερικές άκόμη πληροφορίες γιά
τον τρόπο κατασκευής του καί νά συμπληρώσουμε τήν έκθεση μέ σύν­
τομες παρατηρήσεις πού έχουν προκύψει άπό πολύχρονη άνασκαφή.
Πρώτα πρώτα πρέπει νά σημειώσουμε δτι τό τεράστιο αύτό άνά-
κτορο είχε κατασκευαστή μέ πωρολίθους. ’Αλλά ή κατασκευή τών τοί­
χων ήταν πώρινη μόνο ώς ένα ορισμένο ύψος, τό ύψος τών ορθοστα­
τών. 'Ολόκληρος ό υπόλοιπος τοίχος είχε χτιστή άπό ώμές πλίνθους.
Τό γεγονός αύτό δέν πρέπει νά μάς έκπλήττη, γιατί ξέρουμε πόσο συ­
χνά οί Έλληνες χρησιμοποιούσαν τον τρόπο τούτο γιά νά κατασκευά­
σουν καί επισημότατα άκόμη κτήρια. Φτάνει νά θυμηθούμε π. χ. τό
Ηραίο τής ’Ολυμπίας. Ωστόσο δέν είναι σωστό νά φανταστούμε πώς
ή πώρινη βάση καί ή πλινθόκτιστη άνωδομή παρουσίαζαν γυμνές καί
άποκρουστικές έπιφάνειες. Τά πολλά λείψανα εγχρώμων κονιαμάτων
πού έχουν βρεθή μαζί μέ τά έπιχρίσματα πολλών πώρινων μελών βε­
βαιώνουν δτι δλη ή επιφάνεια τών τοίχων ήταν καλυμμένη μέ μιά κα-
λόδουλεμένη επίστρωση άσβεστοκονιάματος, πού τό τελευταίο της
στρώμα ήταν εξαιρετικά λεπτό καί λείο, ώστε νά προσφέρη εντελώς
ευχάριστη καί κομψή εικόνα. Είναι μάλιστα πολύ πιθανό πώς σέ ορι­
σμένους τουλάχιστο επίσημους χώρους οί τοίχοι ήταν κοσμημένοι μέ
τοιχογραφίες, δπως καί ή παράδοση άναφέρει αλλά καί τά εύρήματα
τό επιβεβαιώνουν (τάφοι Λευκαδιών). 'Οπωσδήποτε, καί μόνο ή πολυ­
χρωμία τών τοίχων μέ τήν άπόδοση ίσοδομικών τοίχων —λαμπρό πομ-
πηϊανό κίτρινο, άσπρο, γκρι— ήταν άρκετή νά δημιουργήση μιά λαμ­

27
πρή καί επιβλητική εικόνα καί στούς ενοίκους του κτηρίου καί στους
έπισκέπτες των.(ι)
Τά μόνα μαρμάρινα, χωρίς επιχρίσματα, μέλη τοϋ ανακτόρου
ήταν τά κατώφλια, καί τοϋτο βέβαια οφείλεται στο ότι ό λειτουργικός
προορισμός τους άπέκλειε όποιαδήποτε έπίχριση. Σ’ αυτά λοιπόν μπο­
ρούμε νά χαροϋμε τήν εύαίσθητη επεξεργασία των κυματίων πού στο­
λίζουν τή βάση τους καί τά μεταβάλλουν σε άληθινά έργα τέχνης.
’Αλλά καί τά ύπόλοιπα άρχιτεκτονικά μέλη τοϋ κτηρίου—κίονες
έπιστύλια, τρίγλυφα κ.λ.π.— μολονότι ήταν πώρινα καί καλύπτονταν
άπό λεπτό κονίαμα, είχαν δουλευτή με έξαιρετική επιμέλεια καί κα­
λαισθησία.
Δεν χρειάζεται μεγάλη φαντασία γιά νά μπορέση ό θεατής των
ερειπίων νά συλλάβη τή μεγαλόπρεπη εικόνα τοϋ ανακτόρου, καί μά­
λιστα τοϋ ώραίου περιστυλίου μέ τις τέσσερεις κιονοστοιχίες των
έξήντα πάλλευκων κιόνων καί τούς άρμονικά χρωματισμένους θριγ­
κούς. Μπορούμε όμως, έπιστρατεύοντας τήν ευαισθησία μας, νά θαυ­
μάσουμε έξ ίσου καί καθένα άρχιτεκτονικό μέλος χωριστά. ”Αν καί
κάθε μέλος γίνεται νοητό όταν σχετίζεται μέ άλλα μέλη καί μέ τό σύ­
νολο, ώστόσο καί μονάχο του άκόμη, έπειδή εξυπηρετεί ένα μεμονω­
μένο καί ιδιαίτερο λειτούργημα, έχει καί δική του υπόσταση αυτοτελή
καί έπομένως ιδιαίτερη άξια.
“Ετσι, έξετάζοντας τό μεγάλο ιωνικό κιονόκρανο των προπυ­
λαίων πού βρίσκεται τώρα στο Μουσείο τοϋ Λούβρου, θά έκτιμήσου-
με, μαζί μέ τον κ. Ρωμαίο, τό δημιουργικό πνεΰμα τοϋ αρχιτέκτονα,
πού ήξερε νά σχεδιάζη έξαίρετα καί νά βρίσκη νέες λύσεις στά προ­
βλήματα. ’Αλλά γιά νά είμαστε δίκαιοι πρέπει νά άναγνωρίσουμε ανά­
λογες ικανότητες καί στούς τεχνίτες, οι όποιοι, σάν μουσικοί εκτελε­
στές ένός συμφωνικού έργου, πραγματοποιούσαν τά σχέδια τοϋ πρω­
τομάστορα μέ άφταστη ευαισθησία καί έπιμέλεια. Θά δοΰμε λοιπόν ότι
καί στά τέσσερα μέτωπα τοϋ κιονοκράνου υπάρχουν καμπύλες έπιφά-
νειες, πού έρχονται σέ σύγκρουση άναμεταξύ τους καί όμως συμφιλι-1

1) Κατά τις άνασκαφές τοδ 1956 στό χώρο Ε βρέθηκαν καί κομμάτια κονιαμάτων μέ
γκριζωπό χρώμα καί έγχάραχτα κοσμήματα. Παρόμοια κονιάματα βρέθηκαν καί σέ αρχαίο
σπίτι τής Πέλλας.

28
ώνονται. Στη στενή πρόσοψη ό άνώτατος δεσμός προχωρεί προς τα
πάνω καί προς τα έμπρός με ελαφρότατη καμπύλωση, έτσι ώστε στην
έλεύθερη πορεία του να μη διακρίνεται δισταγμός ή διακοπή. Στήν
πλάγια όψη οί έλικες άνεβαίνουν μέ τόση περίσκεψη, ώστε τό συνα-
πάντημα μέ τό εύθύγραμμο τέλος τής παραστάδας νά σημαίνη τό φυ­
σικότερο πράγμα του κόσμου. Ή κατασκευή καμπύλης πού νά άπέχη
έλάχιστα από τήν εύθεία καί ή συνάρτηση καμπύλης καί εύθείας είναι
πράγμα συχνότατο στήν αρχαία πλαστική καί αγγειογραφία. ’Αλλά
στήν άρχιτεκτονική, όπου τά άντικείμενα έχουν μέγεθος, έμφανίζουν
ιδιαίτερη σπουδαιότητα καί σημαίνουν αυτήν τήν ψυχή του καλλιτε­
χνικού έργου. (IC. Α. Ρωμαίος, ΑΕ 1953—1954, Α', σ. 150).
Τήν έξοχη αύτή έργασία ολοκλήρωνε ή έξ ίσου λαμπρή στέγη
μέ τήν πλούσια καί φροντισμένη κεράμωση. Οί μεγάλοι κορινθιακοί
στρωτήρες καί καλυπτήρες καταλήγαν σέ ήγεμόνες άκροκεράμους μέ
ζωηρά χρωματισμένα μέτωπα καί ανθέμια πού στόλιζαν τις κύριες όψεις
τού κτηρίου καί τού περιστυλίου, ενώ στήν κορφή κάθε δίρριχτης στέ­
γης κορυφαίοι καλυπτήρες μέ περίοπτα άνθέμια ύψωναν τό άδρό τους
περίγραμμα στο γαλανό βάθος τού ούρανοϋ.
"Ολα αύτά τά στοιχεία τής λαμπρής κατασκευής έκαναν τούς
πρώτους ανασκαφείς, τον Heuzey καί τον Daumet, νά μιλήσουν μέ
συγκίνηση καί θαυμασμό γιά τά απροσδόκητα ερείπια πού πρόβαλαν
στήν άπόμερη τούτη γωνιά τής μακεδονικής γής. Καί ό θαυμασμός τους
έφτασε στό σημείο νά παραβάλουν τό ανάκτορο τής Βεργίνας μέ τά
λαμπρά δημιουργήματα τής περίκλειας εποχής καί νά πιστέψουν πώς
μπορεί νά χρονολογηθή στήν εποχή τού Αρχελάου, πού βασίλεψε στή
Μακεδονία τά τελευταία χρόνια τού 5 π. X. αιώνα. Είναι δίκαιο νά
σημειώσουμε ότι ό Heuzey στήν πρώτη του έκθεση (Le monte Olympe
et l’Acarnanie, Paris 1860), πού δημοσίευσε προτού κάνη τις άνασκα-
φές, χρονολογεί τά έρείπια πού είδε στήν έποχή των διαδόχων τού
’Αλεξάνδρου. Ή πρώτη έκτίμηση τού λαμπρού αρχαιολόγου άποδει-
κνύεται σωστότερη άπό τά τελικά του συμπεράσματα. Τώρα πού ή
άρχαιολογική έρευνα μάς έχει προσφέρει πλούσιο υλικό γιά σύγκριση,
ξέρουμε ότι μιά τέτοια χρονολόγηση δέν μπορεί νά σταθή καί ότι ή
τεχνοτροπία των αρχιτεκτονικών μορφών τού ανακτόρου συμβιβάζεται
μέ τις αρχές τού 3ou π. X. αιώνα. Είναι λοιπόν πειστική ή γνώμη τού

29
καθηγητή κ. Κ. Α. Ρωμαίου, δτι στον’Αντίγονο Γόνατα, πού βασίλε­
ψε τριανταεφτά χρόνια στή Μακεδονία (279—239 π. X.), καλύπτοντας
ολόκληρο σχεδόν τό πρώτο μισό τού 3ου αιώνα, πρέπει νά άποδώσου-
με την ίδρυση τού «θερινού» τούτου άνακτόρου.(1) "Αν μάλιστα άπο-
δειχτή αληθινή ή ύπόθεση τού ’Αμερικανού καθηγητή κ. Οι. Εάβοη,
ότι οί Άντιγονίδες κατάγονταν άπό τήν περιοχή αυτή, τότε γίνεται
άκόμα πιο ευεξήγητη ή κατασκευή καί δεύτερης βασιλικής κατοικίας
στήν πατρίδα τής δυναστείας πού κράτησε γιά χρόνια πολλά τό θρόνο
τής Μακεδονίας.

1) Μια ένισχυτική ένδειξη γιά τή χρονολόγηση τοϋ κ. Ρωμαίου είχαμε άπό τήν άνα-
σκαφή στό χώρο Β (κλιμακοστάσιο) τό 1961. Σ’ ένα κοίλωμα του βράχου, σέ βάθος ένός μέ­
τρου κάτω άπό τήν έπιφάνεια τοϋ δαπέδου, βρέθηκε μαζί μέ όστρακα άγγείων, θραύσματα όξυ-
πυθμένων άμφορέων καί άλλα γεμίσματα καί ένα χάλκινο νόμισμα βασιλέως Λυσιμάχου (306—
281 π. X.), τοϋ όποιου ή κυκλοφορία ήταν χρονικά πολύ περιορισμένη. (Πληροφορία τής κυ­
ρίας ΕΙρήνης -Βαρούχα Χριστοδουλοπούλου).

30
Π I N A K E Σ!
Π IN. I

O 5

Ή κάτοψη του άνακτόρου.


Π ΙΝ .
II
Γενική άποψη του άνακτόρου.
Π ΙΝ .
III
Μερική άποψη. Ή κεντρική αυλή καί ή άνατολική περιοχή τοϋ κτηρίου.
ΠΙΝ. IV

1. ’Ανατολική πλευρά του περιστυλίου.

2. Νοτιοανατολική γωνία του περιστυλίου


ΠΙΝ. V

1. Δυτική πλευρά του περιστυλίου.

2. Νοτία πλευρά του περιστυλίου μαζί μέ τή στοά


Π ΙΝ .
VI
Μέρος τής αυλής, νοτία στοά καί διαμερίσματα τής νοτίας πλευράς του ανακτόρου
ΠΙΝ. VII

1. Μέρος της δυτικής στοάς (κάτω), ό χώρος Κ καί ό διπλανός χτιστός αγωγός.

2. Μερική άποψη τής ανατολικής περιοχής. Στό κέντρο ή «θόλος»


ΠΙΝ. VIII

1. Μερική άποψη τής νοτιοανατολικής περιοχής.

2. Μερική άποψη τής ανατολικής περιοχής, αριστερά από τά προπύλαια.


(Οΐ χώροι V καί X).
ΠΙΝ. IX

1. Ό χώρος του κλιμακοστασίου (Β) μέ τά πεσσοειδή ύποστηρίγματα.

2. Δωμάτια τής νοτιάς πλευράς (Η, ί).


ΠΙΝ. X

1. Μερική άποψη τοϋ δωματίου Ο μέ τό χαλικόστρωτο δάπεδο.

2. "Αποψη τής αίθουσας Ε μέ τό ψηφιδωτό δάπεδο. ’Αριστερά μεταγενέστερος βωμός.


"Ο προθάλαμος («προστάς») Ρ. Άποψη άπό νότου. Στό βάθος ή αυλή.

Π ΙΝ .
XI
ΠΙΝ. XII

1. Oi τρεις ιωνικοί άμφικίονες του προθαλάμου F.

2. Άμφικίονας (πρώτος σπόνδυλος; τοϋ προθαλάμου F.


ΠΙΝ. XIII

i . Κατώφλιο πόρτας τής αίθουσας Ε.

2. Χτιστός άγωγός αποχωρητηρίων.


ΠΙΝ. XIV

1. Ή μεγάλη αίθουσα Μ,.

2. Δωμάτιο 5. Μερική άποψη


ΠΙΝ. XV

1. Μερική άποψη τής αίθουσας Μ2 μέ τά κεραμίδια τής στέγης,


όπως βρέθηκαν πάνω στό δάπεδο.

2. Μερική άποψη τής αίθουσας Μ! μετά τόν καθαρισμό του δαπέδου


από τά κεραμίδια του στρώματος τής καταστροφής.
ΠΙΝ. XVI

Τό ψηφιδωτό δάπεδο τής αίθουσας Ε.


(Σχέδιο τοϋ ζωγράφου κ. Χρ. Λεφάκη).
ΠΙΝ. XVII

1. Λεπτομέρεια από τή διακόσμηση τοϋ δαπέδου της αίθουσας Ε.

2. Γυναικεία διακοσμητική μορφή


από τή γωνία τοϋ ψηφιδωτού δαπέδου τής αίθουσας Ε.
ΠΙΝ. XVIII

1. Εξωτερική όψη τής βορειοανατολικής γωνίας του άνακτόρου.

2. ’Αρχιτεκτονικό υλικό, όπως βρέθηκε έξω άπό τό βορεινό τοίχο τοϋ άνακτόρου.
ΠΙΝ. XIX

1. Τρία δωρικά κιονόκρανα, όπως βρέθηκαν έξω από τό βορεινό τοίχο τοϋ ανακτόρου.

2. Μαρμάρινο κατώφλιο άπό τά προπύλαια.


ΠΙΝ. XX

1. Δωρικά γείσα από κιονοστοιχία τού περιστυλίου της αύλης.

2. ’Ιωνικά επιστύλια του «μικρού ρυθμού» από δεύτερον όροφο.


ΠΙΝ. XXI

1. Τρίγλυφα - μετόπες από κιονοστοιχία του περιστυλίου τής αυλής.

2. Δωρικό κιονόκρανο του περιστυλίου.

3. ’Ιωνικό κιονόκρανο τοΰ «μικρού ρυθμοϋ» άπό δεύτερον όροφο.


ΠΙΝ. XXII

’Ιωνικά κιονόκρανα άμφικιόνων του «μεγάλου ρυθμού».


1—2 : Κιονόκρανα μέ γωνιακές έλικες. 3 : Κιονόκρανο μέ άπλές έλικες
καί «προσκεφάλαια». (Τό 1 βρίσκεται στό Μουσείο τοϋ Λούβρου).
ΠΙΝ. XXIII

2. ’Επίκρανο παραστάδας.
Π1Ν. XX IV

1. Πήλινη λεοντοκεφαλή ύδρορρόης.

2. Μέτωπο «ήγεμόνος καλυπτήρος».


ΠΙΝ. XXV

1. Ερυθρόμορφος σκύφος.

2 3

2—4. Πήλινες σίμες μέ ζωγραφιστή διακόσμηση.


ΠΙΝ. XX VI

Τό λεγόμενο «προαύλιο».
(’Αναπαράσταση τοϋ ϋ3ΐΐΓηοι:).
Ή κάτοψη του πίν. I (προσωρινή ακόμη) σχεδιάστηκε άπό τήν
δεσπ. ’Ιωάννα Μανωλεδάκη, με βάση τις παλαιότερες κατόψεις των
κ. κ. K. Α. Ρωμαίου καί X. I. Μακαρόνα καί συμπληρώσεις άπό με­
τρήσεις του κ. Μ. ’Ανδρόνικου. Τό σχέδιο του πίν. XXIII παραχωρή-
θηκε άπό τόν κ. Ν. Μουτσόπουλο. Οί φωτογραφίες οφείλονται στούς
κ. κ. Μ. ’Ανδρόνικο, X. Μακαρόνα, Ν. Μουτσόπουλο καί τούς φω­
τογράφους Γ. Λυκίδη καί Σπ. Τσαβδάρογλου. 'Η φωτογραφία του πίν.
ΧΧ11Ι, 1 εστάλη μέ εύγενική προθυμία άπό τόν έπιμελητή του Μου­
σείου του Λούβρου κ. François Braemer.
Τ Υ II Ο Γ Ρ Α Φ Ι Κ Η Ε Ρ Γ Α ΕΙ Α

ΕΡ Γ Α Σ ΤΗ ΡΙΑ ΓΡΑΦΙΚΩΝ ΤΕΧΝΩΝ

Κ Ω Σ Τ Α I. Τ Ζ Ι Ρ Ο Π Ο Υ Δ Ο Υ
Ν. Φ Α Λ Η Ρ Ο Ν — Α. Η Ε ϊ Κ Ο Υ 2 8
V.

(
t
y
J
/

l
y .r í

You might also like