You are on page 1of 6

Καλησπέρα σας, ονομάζομαι Κατερίνα Πάτρα και το θέμα που θα πραγματευτώ στην

παρουσίασή μου αφορά τις οικίες της πρωτοβυζαντινής περιόδου.


(ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ)
Τα ερωτήματα που θα μας απασχολήσουν ιδιαίτερα είναι τα εξής:

 Διατηρεί η Αθήνα την ίδια αίγλη όπως κατά την κλασική περίοδο;
 Πού εντοπίζονται οι πρωτοβυζαντινές οικίες; Οι οικιστικές περιοχές αλλάζουν κατά
την διάρκεια της πρωτοβυζαντινής περιόδου;
 Πώς αλλάζουν διαμόρφωση οι οικίες κατά την πρωτοβυζαντινή περίοδο; Αποτελούν
συνέχεια των ελληνιστικών και ρωμαϊκών ή δέχονται αλλαγές ως προς την μορφή;
Θα ξεκινήσουμε, λοιπόν, με μία αναφορά στο ιστορικό πλαίσιο της Αθήνας, καθώς και την
τοπογραφία της, στην συνέχεια θα μιλήσουμε για την εξέλιξη των οικιών από τους
ελληνιστικούς χρόνους έως τους πρωτοβυζαντινούς και η παρουσίαση θα κλείσει με ένα
μικρό συμπέρασμα, στο οποίο θα απαντηθούν τα ερωτήματα που τέθηκαν.
(Ιστορικό πλαίσιο)
Κατά τον 3ο αι. μ.Χ., η κατάσταση στον Ελλαδικό χώρο οξύνθηκε από τις επιδρομές
των Ερούλων. Σύμφωνα με τον ιστορικό Ζώσιμο, η Αθήνα αυτής της περιόδου δεν ήταν
επαρκώς προστατευμένη, αφού τα τείχη της είχαν παραμεληθεί μετά τις επιδρομές του Σύλλα
το 86 π.Χ.. Η επιδρομή των Ερούλων στην Αθήνα το 267 μ.Χ. μπορεί να ήταν σύντομη, αλλά
καταστροφική. Πληροφορίες για την παρουσία τους στην Αθήνα μας δίνει ο ιστορικός
Δέξιππος, ο οποίος ήταν παρών στις καταστροφές που υπέστη η πόλη και συνέβαλε στην
υπεράσπισή της, η οποία είχε ως αποτέλεσμα η Ακρόπολη να μην δεχτεί εκτεταμένες ζημιές.
Παρόλα αυτά, οι ανασκαφές στην αρχαία Αγορά μας δίνουν μία εικόνα αυτής της
καταστροφικής επιδρομής, η οποία φυσικά σηματοδοτεί το τέλος της αρχαίας πόλης και την
μετάβαση στην πόλη της ύστερης αρχαιότητας.
Όσον αφορά τις πολιτικές εξελίξεις και την ζωή στην Αθήνα της ύστερης
αρχαιότητας, ήδη από την εποχή του Διοκλητιανού (284-305) η Αθήνα και η ευρύτερη
περιοχή της Αττικής μαζί με την Στερεά Ελλάδα, την Πελοπόννησο και την Κρήτη
συναποτελούσαν την επαρχία της Αχαΐας που υπαγόταν διοικητικά στην επικράτεια του
Ανατολικού Ιλλυρικού. Οι επαρχίες αυτές διοικούνταν από τους ανθύπατους, μερικοί εκ των
οποίων αναφέρονται στον Συνέκδημο του Ιεροκλέους καθώς και σε επιγραφές που έχουν
βρεθεί στην Αθήνα. Μάλιστα, αναφέρεται πως αρκετοί από αυτούς έδρασαν για το καλό της
πόλης επισκευάζοντας δημόσια έργα. Κατά την περίοδο της βασιλείας του Μ. Κωνσταντίνου
η Αθήνα βρίσκεται ακόμη σε πολιτική ακμή, ενώ η παλαιά θρησκεία συνεχίζει να υπάρχει και
να έχει ενεργό ρόλο στην ζωή της πόλης. Έτσι, από επιγραφικές μαρτυρίες φαίνεται πως
μέχρι και τον 5ο αι μ.Χ. τελούνται τα Ελευσίνεια και τα Παναθήναια, όπως σε μία επιγραφή
γίνεται αναφορά στον Σοφιστή Πλούταρχο και στις επανειλημμένες χορηγίες του για την
διεξαγωγή των Παναθηναίων, δίνοντας όλη του την περιουσία:

Όσον αφορά το εσωτερικό διοικητικό σύστημα, το οποίο έχει αντίκτυπο και στην
συνέχεια της παλαιάς θρησκείας, δεν καταργούνται ο Άρειος Πάγος και η Βουλή των 300,
διατηρώντας τους αρχαίους πολιτικούς και θρησκευτικούς θεσμούς. Η μετάβαση από την
αρχαιότητα προς την νέα πραγματικότητα του βυζαντινού κόσμου και της χριστιανικής
θρησκείας γίνεται ομαλά, εάν λάβουμε υπόψη ότι στην Αθήνα η διοίκηση λειτουργούσε
σύμφωνα με τους αρχαίους θεσμούς και ταυτόχρονα είχαμε την οικοδόμηση των πρώτων
βασιλικών. Επιπλέον, η Αθήνα αυτή την περίοδο αποτελεί κέντρο της φιλοσοφικής παιδείας
έως το 529, όπου έπειτα από το διάταγμα του Ιουστινιανού κλείνουν όλες οι φιλοσοφικές
σχολές και απαγόρευε την διδασκαλία από τους εθνικούς φιλοσόφους.
(Τοπογραφία)
Μετά την επιδρομή των Ερούλων και πιο συγκεκριμένα από τον 4 ο αι. και έπειτα, δεν
φαίνεται να υπήρξε εκτεταμένη οικοδομική δραστηριότητα, παρά μόνο μία πρόχειρη
αναδιαμόρφωση των τειχών φοβούμενοι μία δεύτερη πιθανή επίθεση. Πιο συγκεκριμένα,
στην Αγορά καθαρίστηκαν ερείπια με σκοπό να ξαναγίνει η περιοχή κατοικήσιμη, όπως
επίσης η ανάγκη για νερό οδήγησε στον καθαρισμό των περισσότερων πηγαδιών. Φαίνεται,
λοιπόν, ότι παρόλο που δεν έχουμε την οικοδόμηση νέων σημαντικών κτιρίων αυτή την
περίοδο, εκτός του τείχους η κατοίκηση επεκτείνεται και ζωντανεύει, κυρίως στα νότια και
νοτιοδυτικά της αρχαίας Αγοράς, η μορφή της οποίας άλλαξε διακριτά αυτούς τους αιώνες.
Νότια της Αγοράς, η περιοχή χωρίζεται σε δύο μέρη από τον λόφο του Αρείου
Πάγου: στο ανατολικό και το δυτικό μέρος. Το δεύτερο χαρακτηρίζεται από μία επίπεδη
επιφάνεια, στην οποία ήδη από τους κλασικούς χρόνους έχουμε κυρίως την παρουσία
ιδιωτικών κατοικιών και βιομηχανικών εγκαταστάσεων. Οι κατοικίες αυτής της περιοχής
είναι αυτές που μετά την επιδρομή το 267 μ.Χ. επισκευάστηκαν και κατοικήθηκαν, μιας που
η νοτιοδυτική περιοχή ανάμεσα στην Αγορά και τον Άρειο Πάγο έγινε ευρέως διάσημη κατά
τον 4ο αι. μ.Χ.. Αντίθετα, στο ανατολικό κομμάτι, οι οικίες που καταστράφηκαν έδωσαν την
θέση τους σε άλλα ουσιαστικά οικοδομήματα του 4ου και 5ου αι. μ.Χ., ενώ κάποιες κατοικίες
αναδιαμορφώθηκαν και κατοικήθηκαν είτε σε όλο το εύρος τους είτε εν μέρη.
(Οι οικίες)
ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΉ ΠΕΡΊΟΔΟΣ
Παρά τις εκτεταμένες μελέτες και έρευνες με σκοπό την χρονολόγηση των
ελληνιστικών οικιών, φαίνεται πως είναι δύσκολη η χρονολογική ταύτισή τους μιας και
έχουμε συνεχή κατοίκηση με επισκευές και αναδιαμορφώσεις ήδη από την αρχαϊκή και
κλασική περίοδο.
Οι οικίες αυτής της περιόδου είχαν κάποια βασικά χαρακτηριστικά, τα οποία
διαμόρφωναν μία τυπική διαρρύθμιση της κατοικίας. Έτσι, έχουμε μία κεντρική αυλή, η
οποία ήταν προσβάσιμη από τον δρόμο και περιβαλλόταν από δωμάτια, που συνήθως
χρησίμευαν ως αποθηκευτικοί χώροι. Εδώ έχουμε, επίσης, τον οίκο με την εστία, το δωμάτιο
δηλαδή όπου συγκεντρωνόταν η οικογένεια και τον ανδρώνα. Αυτά τα δωμάτια πολλές φορές
διαπερνούσε εγκάρσια ένας διάδρομος (παστάς ή παστάδα) που τα συνέδεε με την αυλή. Σε
πολλές περιπτώσεις, έχουμε ύπαρξη σκάλας που σημαίνει ότι έχουμε έναν δεύτερο όροφο,
στον οποίο στεγαζόταν ο γυναικωνίτης.
Από τον 4ο αι. π.Χ. και έπειτα, οι Αθηναίοι τείνουν προς την αναζήτηση της
πολυτέλειας στις οικίες τους. Έτσι, εμφανίζεται η τάση της περίστυλης εσωτερικής αυλής.
Μία τέτοια περίπτωση είναι η οικία που βρέθηκε στην βόρεια πλευρά του Αρείου Πάγου,
χτισμένη πάνω από δύο προγενέστερες οικίες και ανάμεσα από άλλες δύο. Ως προς την
διαμόρφωσή της, μία είσοδος στα ανατολικά οδηγούσε μέσα από έναν προθάλαμο στην αυλή,
η οποία περιβαλλόταν από περιστύλιο αποτελούμενο από δώδεκα κίονες, ενώ οι τρεις
πλευρές της καταλαμβανόταν από τα δωμάτια, εκτός από την νότια πλευρά. Στα δυτικά μία
μικρότερη σε έκταση οικία με ακανόνιστο σχήμα, έχει την είσοδό της στα βόρεια. Η διαφορά
με την προηγούμενη, είναι ότι εδώ οδηγεί απευθείας σε μία απλή αυλή, χωρίς περιστύλιο και
μερικά δωμάτια που είναι διατεταγμένα γύρω από αυτή έχουν άμεση πρόσβαση από την
αυλή. Αντίθετα, η οικία στα ανατολικά έχει τετράγωνη κάτοψη με είσοδο στην βόρεια πλευρά
που οδηγεί απευθείας σε αυλή χωρίς περιστύλιο και τα δωμάτια διατεταγμένα γύρω από
αυτή. Σε σχέση με την μνημειακή αρχιτεκτονική, διατήρησαν απλά χαρακτηριστικά, με τα
υλικά τους να είναι φθηνά και συνεπώς χαμηλής ποιότητας, αφού μοναδικός σκοπός
ανέγερσης οικιών ήταν η στέγαση μίας οικογένειας σε διάστημα δύο έως τριών γενεών.
ΡΩΜΑΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
Μιλώντας γενικά για τις οικίες της ρωμαϊκής περιόδου, από τον δρόμο εισερχόταν
κανείς στο σπίτι από ένα μικρό προαύλιο προς την εξώπορτα και αφότου περνούσε έναν
μικρό διάδρομο έφτανε στο αίθριο, το οποίο χαρακτηρίζεται από την ανοιχτή οροφή του.
Σύμφωνα με τον Βιτρούβιο έχουμε διάφορους τύπους αιθρίου. Επιπλέον, γραπτές μαρτυρίες
μας πληροφορούν για την χρήση του αιθρίου ως χώρος διαμονής, δηλαδή χώρος
συγκέντρωσης της οικογένειας για να γευματίσουν και χώρος όπου οι γυναίκες ασχολούνταν
με το νοικοκυριό. Επίσης, πολλές φορές φαίνεται να χρησίμευε και ως κουζίνα του σπιτιού.
Εστιάζοντας, λοιπόν, στις ρωμαϊκές κατοικίες της Αθήνας θα αναφερθώ στην πιο
καλοδιατηρημένη οικία που έχει βρεθεί, η οποία αποτελεί και το τυπικό παράδειγμα
ρωμαϊκών οικιών, η οποία είναι η λεγόμενη οικία Ν που βρίσκεται δίπλα στις παρυφές
Αρείου Πάγου.
Αποτελείται από μία κεντρική αυλή, η οποία περιβάλλεται από δωμάτια. Στην βόρεια
πλευρά, ένα μακρύ δωμάτιο αρχικά υπήρχε ως ενιαίος χώρος που αργότερα χωρίστηκε, ώστε
να δημιουργήσει ένα δεύτερο και σε καθένα άνοιγε ένα μικρότερο δωμάτιο στην ΒΑ και ΒΔ
γωνία του σπιτιού. Τα δωμάτια στα ανατολικά και στα δυτικά φαίνεται να διαμορφώνονται
κατά τον ίδιο τρόπο. Αντίθετα, στην νότια πλευρά το μεγαλύτερο μέρος του κατά πλάτος
χώρου της αυλής καταλαμβάνει ένα δωμάτιο ή πιθανόν εσοχή, ενώ ΝΑ ένας διάδρομος
οδηγεί σε ένα άλλο ευρύχωρο δωμάτιο. Ο διάδρομος αυτός που ξεκινά από την αυλή, στα
νότια της οικίας καταλήγει σε πόρτα που οδηγεί έξω από την οικία σε έναν δρόμο, ενώ
εσωτερικά αυτού του διαδρόμου φαίνεται να ήταν τοποθετημένη μία σκάλα, η οποία
χρησίμευε για την άνοδο στον δεύτερο όροφο. Ολόκληρη η οικία, λόγω της τοποθεσίας που
χτίστηκε, βρίσκεται κατά 2 μ. χαμηλότερα από την οδό Αεροπαγίτου. Έτσι, η αυλή και το
ισόγειο ήταν προσβάσιμα από την οδό Αεροπαγίτου μέσω του δευτέρου ορόφου και ίσως από
μία εξωτερική σκάλα. Στα νότια, ένα δρομάκι με αποχέτευση διαχώριζε την οικία Ν από την
οικία U, ενώ στα δυτικά περνούσε ο Ρωμαϊκός αγωγός. Για μεγαλύτερη προστασία των
θεμελίων από την υγρασία που δημιουργούνταν λόγω του αγωγού, τοποθετήθηκαν στην
εξωτερική όψη του δυτικού τοίχου μπάζα και τσιμέντο, κάτι το οποίο βοήθησε με την
χρονολόγηση της οικίας στον 1ο αι. μ.Χ.. Επιπλέον, φαίνεται πως κατά την κατασκευή της
οικίας, οι οικοδόμοι δημιούργησαν επιχώσεις, ώστε να ισοσταθμίσουν το επίπεδο των
δυτικών δωματίων με τα υπόλοιπα και με την αυλή.
Στην αυλή, μαρμάρινες πλάκες πάνω σε κονίαμα τοποθετημένο σε στρώμα από
μικρές πέτρες, ήταν στρωμένες σε όλη της την έκταση. Το μεγαλύτερο από τα δωμάτια, ήταν
επίσης στρωμένο με μαρμάρινες πλάκες και η εσοχή που προαναφέραμε ήταν στρωμένη με
κεραμίδια, ενώ διαχωριζόταν από την αυλή από ένα χαμηλό περβάζι.
Εντός της νότια πλευράς της αυλής βρέθηκε, επίσης ένα πηγάδι, το οποίο είχε
καλυφθεί από ένα μεγάλο φρεάτιο-κορνίζα προσαρμοσμένη στο δάπεδο. Στον πυθμένα του,
έχουμε στρώση από τύμπανα. Κάτω από αυτή μία συγκέντρωση μπάζων του 4 ου αι., έχουμε
μία συγκέντρωση σπασμένων υλικών, έπειτα από την καταστροφή της οικίας από τους
Έρουλους,
ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
Ένα τυπικό σπίτι της πρωτοβυζαντινής περιόδου δεν φαίνεται να διέφερε από εκείνα της
κλασικής και της ρωμαϊκής. Αποτελούνταν από ελάχιστα δωμάτια που περιβάλλαν μία μικρή
αυλή. Ο τύπος αυτός ήταν χαρακτηριστικός κυρίως στις φτωχότερες και πιο
πυκνοκατοικημένες περιοχές της πόλης. Βέβαια, σε πλουσιότερες οικίες, η αυλή έμοιαζε
πολύ με αυτές της ελληνιστικής περιόδου με την προσθήκη περιστυλίου και σε σχέση με τις
αρχαιότερες εισάγεται μία καινοτομία ως προς την διαμόρφωση των δωματίων. Έτσι, τον 1 ο
αι. μ.Χ. εισάγεται στην κατασκευή των οικιών η προσθήκη αψιδωτής απόληξης στο
μεγαλύτερο δωμάτιο των οικιών.
Από τα υπάρχοντα κατάλοιπα ιδιωτικών κατοικιών στην περιοχή της Αγοράς μόνο
ελάχιστα αποτελούν νέες κατασκευές, ενώ όλα τα υπόλοιπα φαίνεται να είναι οικίες που
επιδιορθώθηκαν και βρίσκονται κυρίως στους βόρειους πρόποδες του λόφου του Αρείου
Πάγου. Για παράδειγμα, ένα σπίτι, στην χαμηλότερη πλαγιά του δυτικού άκρου του Αρείου
Πάγου χτισμένο κατά την ελληνιστική περίοδο αποτελούνταν από έξι δωμάτια και ένα
περιστύλιο με οκτώ κίονες που περίβαλλε μια αψιδωτή κρήνη. Καταστράφηκε το 267, αλλά
ανακατασκευάστηκε εν μέρει τον 4ο αιώνα. Το δάπεδο επικάλυπτε ένα ψηφιδωτό από
βότσαλα που πιθανώς ανήκε στο αρχικό σπίτι.
Εκτός από τις ιδιωτικές κατοικίες υπάρχει μια ομάδα κτιρίων στη βόρεια πλαγιά του
Αρείου Πάγου, τα οποία φαίνεται, από το μέγεθος και τη σχέση τους μεταξύ τους, ότι
εξυπηρετούσαν μία πιο δημόσια χρήση και φαίνεται ότι οι ιδιοκτήτες τους ήταν πλούσιοι και
επιφανείς άνθρωποι. Τα τέσσερα κτίρια που αποτελούν το συγκρότημα, βρίσκονταν στις
χαμηλότερες πλαγιές του λόφου. Από την Οικία D σώζεται μόνο η αψίδα, περίπου 35 μέτρα
δυτικά της Οικίας Γ, με τρία δωμάτια και περιστύλιο, καθώς και ένα ψηφιδωτό δάπεδο με
απλό σχέδιο. Πέρα από τις γενικές ομοιότητες της κάτοψης, ένα στοιχείο που έχουμε ίδιο σε
όλα είναι μία μεγάλη αίθουσα, στην οποία η είσοδος γινόταν από την περίστυλη αυλή μέσω
ενός προθαλάμου και στις περισσότερες περιπτώσεις η αίθουσα αυτή καταλήγει σε μια
αψίδα.
Η οικία Α στην παρούσα κατάστασή της είναι η μικρότερη της ομάδας, με
διαστάσεις περίπου 27 Χ 35 μ., συμπεριλαμβανομένης της αψίδας και χαρακτηρίζεται ως ένα
περίπου τετράγωνο κτίριο, αποτελούμενο από τον βασικό πυρήνα του αψιδωτού δωματίου
μαζί με τον προθάλαμο, το περιστύλιο και τα υπόλοιπα δωμάτια που το περιβάλλουν. Η
δυτική πλευρά έχει υποστεί σοβαρές ζημιές, με την απώλεια ολόκληρου του εξωτερικού
τοίχου. Δεν είναι απίθανο ότι μια δευτερεύουσα αυλή καταλάμβανε τον κατεστραμμένο χώρο
σε αυτή την πλευρά. Η είσοδος στο αψιδωτό δωμάτιο γινόταν από το περιστύλιο μέσω ενός
προθαλάμου από μια πλατιά πόρτα στο βόρειο άκρο. Από το περιστύλιο σώζεται μόνο ένα
μέρος του στυλοβάτη, ενώ φαίνεται πως η ανατολική του πλευρά δεν ήταν απολύτως
συμμετρική. Στην βόρεια και νότια πλευρά του αποτελούνταν από τέσσερις κίονες, ενώ στην
ανατολική και την δυτική από πέντε. Γύρω από το περιστύλιο διέτρεχε μία σειρά μικρών
δωματίων, τα οποία έμοιαζαν περισσότερο σαν εσοχές. Τουλάχιστον ένα από αυτά
χρησιμοποιήθηκε ως ιερό. Ένα πιθανό τοξωτό διάκενο στον τοίχο του περιστυλίου έδινε
πρόσβαση σε ένα πηγάδι, του οποίου η χρήση χρονολογείται από τον 1 ο έως και τον 6ο αι.
μ.Χ.. Από τον βόρειο εξωτερικό τοίχο σώζεται μόνο ένα μικρό κομμάτι, αλλά μαζί με αυτό,
κατά μήκος της εσωτερικής όψης, τα υπολείμματα ενός διπλού αποχωρητηρίου, βολικά
τοποθετημένου σε ένα δωμάτιο στα δεξιά του μεγάλου προθαλάμου της εισόδου. Δεν
βρέθηκαν στοιχεία, είτε με τη μορφή σκάλας είτε με τη μορφή κιόνων, για έναν ανώτερο
όροφο, αλλά η ύπαρξή του είναι πιθανή. Οι ενδείξεις για την πραγματική κατασκευή
αποτελούνται από μία συσσώρευση οστράκων από αδιατάρακτη επίχωση και χρονολογούνται
στο δεύτερο μισό του 4ου αιώνα.
Η οικία Β είναι πολύ μεγαλύτερη, περίπου 30 Χ 60 μ. και πιο πολύπλοκη από την
οικία Α. Η γραμμή της νότιας πλευράς της καθορίστηκε από τον τοίχο αντιστήριξης της
Νότιας Οδού, ο οποίος χρησίμευε και ως νότιος τοίχος του ανατολικού μισού του
συγκροτήματος. Η απότομη κλίση του λόφου σε αυτό το σημείο επέβαλε την παράταξη όλων
των δωματίων σε σειρά από ανατολικά προς δυτικά, έτσι ώστε η αυλή του περιστυλίου να
εφάπτεται με την αψιδωτή αίθουσα στην ανατολική πλευρά, αφήνοντας έτσι χώρο για έναν
πρόσθετο προθάλαμο ή προαύλιο στα βόρεια. Η πρόσβαση από το περιστύλιο στο κυρίως
δωμάτιο γινόταν από μια στενή πόρτα στην πλευρά του μικρότερου προθαλάμου. Στην
απέναντι (ανατολική) πλευρά του περιστυλίου υπήρχε μια μικρότερη αυλή που περιβαλλόταν
από κιονοστοιχία που στηριζόταν σε μαρμάρινο στυλοβάτη. Στο μέσο περίπου της αυλής
υπήρχε ένα πηγάδι. Κάθε μία από τις αυλές περιβαλλόταν από μια σειρά μικρών δωματίων. Η
κύρια είσοδος στην οικία γινόταν από μια κεντρική πόρτα που πλαισιωνόταν από δύο
μεγάλες βεστιάδες, η μία από τις οποίες, όπως και στην οικία Α, ήταν πιθανότατα
αποχωρητήριο. Ένας φούρνος ήταν χτισμένος στη γωνία ενός δωματίου της κύριας μονάδας
και μια κυκλική εστία καταλάμβανε το κέντρο του δωματίου στη νοτιοανατολική γωνία. Η
μόνη ανεξάρτητη επικοινωνία μεταξύ της ανατολικής πτέρυγας και του εξωτερικού χώρου
γινόταν μέσω ενός φαρδιού διαδρόμου κοντά στη νοτιοανατολική γωνία του κτιρίου, κάτω
από μερικά σκαλοπάτια και μέσω μιας στενής πόρτας που οδηγούσε στο δρόμο. Το δυτικό
τμήμα του σπιτιού έχει υποστεί τη μεγαλύτερη διάβρωση, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να
προσδιοριστεί με ακρίβεια η κάτοψη. Μόνο τα δωμάτια στη νότια πλευρά μπορούν να
διακριθούν με βεβαιότητα. Δύο από αυτά γειτνιάζουν με την αψιδωτή αίθουσα και χωρίζονται
μεταξύ τους από έναν εγκάρσιο τοίχο με μια συνδετική πόρτα. Ένα τρίτο δωμάτιο, δομικά
εντελώς ανεξάρτητο, αλλά το οποίο προφανώς ανήκει στο συγκρότημα, βρίσκεται περίπου
πέντε μέτρα δυτικά, χωρισμένο από μια απότομα κεκλιμένη ανύψωση στο βράχο, η οποία
μπορεί να χρησιμοποιήθηκε ως ράμπα για την πρόσβαση στον ανώτερο νότιο δρόμο. Το
υπόλοιπο τμήμα της δυτικής πτέρυγας αποτελείται από μια μεγάλη ορθογώνια αυλή που
εκτείνεται από ανατολικά προς δυτικά. Δεν είχε περιστύλιο, αλλά ένα θεμέλιο κατά μήκος της
νότιας πλευράς του μπορεί να έφερε κιονοστοιχία για μια στοά βάθους τεσσάρων μέτρων
μπροστά από τα νότια δωμάτια. Τρία δωμάτια πιθανότατα άνοιγαν από την αυλή στη βόρεια
πλευρά. Η χρονολόγηση αυτής της οικίας έγινε με βάση ενός στρώματος λίθων που χώριζε το
Ερουλιανό στρώμα από το στρώμα που ξεκινά στα τέλη του 4 ου αι. , συνεχίζεται στον 6ο και
έπειτα από μία διακοπή φτάνει έως τον 7ο.
Η οικία C είναι το πιο σύνθετο από τα κτίρια του Αρείου Πάγου. Οι συνολικές του
διαστάσεις είναι σχεδόν ίδιες με αυτές της οικίας Β (εμβαδόν 60 Χ 30 μ.) και η κάτοψή της
είναι παρόμοια. Ωστόσο, η δυτική πτέρυγα της Γ είναι πιο επίσημη, με μια τρίτη περίστυλη
αυλή αντί της απλής αυλής της οικίας Β. Χαρακτηριστικό αυτής της οικίας είναι ένα νυμφαίο
που οδηγεί σε ένα μικρό τρικλίνιο. Στην ανατολική του πλευρά αυτό έβλεπε σε ένα αψιδωτό
δωμάτιο που φιλοξενούσε μια ημικυκλική πισίνα, η μετάβαση σηματοδοτείται μόνο από μια
μαρμάρινη λωρίδα στο δάπεδο. Τα δύο σκαλοπάτια που οδηγούσαν στην πισίνα ήταν
επιστρωμένα με λεπτό τσιμέντο, Δίπλα στο τρικλίνιο στην απέναντι πλευρά, στο μεγαλύτερο
μέρος του υπόλοιπου πλάτους του περιστυλίου και εκτεινόμενο προς τα πίσω μέχρι το βράχο,
υπήρχε ένα δωμάτιο, του οποίου το δάπεδο βρισκόταν ψηλότερα από αυτό του τρικλινίου και
πιθανόν σχετιζόταν με την χρήση του νυμφαίου. Μεταξύ αυτού του δωματίου και του
τρικλινίου υπήρχε ένα δωμάτιο ακόμη με άγνωστη λειτουργία. Ένα πηγάδι ακριβώς νότια του
εξωτερικού τοίχου του νυμφαίου, συνδέθηκε σε άμεση σχέση με την πισίνα μέσω ενός
τοξωτού ανοίγματος με στηθαίο. Το πηγάδι έπαψε να χρησιμοποιείται την εποχή που
χτίστηκε η οικία (τέλος του 4ου αιώνα), αλλά συνέχισε να χρησιμοποιείται ως
συμπληρωματική πηγή νερού για την πισίνα.
"Οίκος του Πρόκλου"
Κατά την διάρκεια της μετατόπισης της γραμμής του δρόμου που εκτείνεται κατά
μήκος της νότιας πλευράς της Ακρόπολης το 1955, αποκαλύφθηκε μία οικία εξέχουσας
σημασίας, της οποίας ανασκάφηκε μόνο ένα μέρος, ενώ το υπόλοιπο βρίσκεται μέχρι και
σήμερα κάτω από σύγχρονα κτίρια.
Ένα μεγάλο δωμάτιο ανοίγει σε μια ευρεία αψίδα, το κάτω μέρος της οποίας ήταν
επενδυμένο με μαρμάρινες πλάκες. Στο πάνω μέρος της φαίνεται να υπήρχαν επτά κόγχες, οι
οποίες διακοσμούνταν με γλυπτά. Τα δάπεδα και των δύο τμημάτων της αίθουσας ήταν
διακοσμημένα με ψηφιδωτά αποτελούμενα από γεωμετρικά μοτίβα, ενώ η αψίδα τονίσθηκε
ιδιαίτερα με το δάπεδό της να βρίσκεται ψηλότερα από αυτό της υπόλοιπης αίθουσας.
Απέναντι από την ανατολική εξωτερική όψη της αψίδας υπήρχε ένα μικρό ιερό, αφιερωμένο
στην Κυβέλη, κάτι που μαρτυρείται από το αγαλματίδιο που βρέθηκε εντός της κόγχης αυτού
του ιερού. Ένα σημαντικό απόσπασμα στη βιογραφία του Πρόκλου, διαδόχου της
νεοπλατωνικής σχολής στην Αθήνα, καθιστά πιθανό ότι αυτό ήταν το σπίτι του Πλούταρχου,
του ιδρυτή της σχολής, και των διαδοχικών αρχηγών της και ότι χρησίμευσε ως αρχηγείο της
σχολής για περισσότερο από έναν αιώνα, μέχρι που η σχολή έκλεισε το 529.
Διάφορα αντικείμενα που βρέθηκαν μέσα ή κοντά στο κτίριο υποστηρίζουν την
άποψη ότι σχετιζόταν με τη φιλοσοφία κατά κάποιο τρόπο: ένα θραύσμα επιγραφής,
προφανώς φιλοσοφικού περιεχομένου, με τις λέξεις σοφίης και βίοτον και τμήμα κεφαλής
τύπου φιλοσόφου. Στο δυτικότερο δωμάτιο του σπιτιού, υπήρχε ένας προσεκτικά
κατασκευασμένος και καλά διατηρημένος τάφος ενός χοιριδίου με μια σειρά από κτερίσματα:
διάφορα αγγεία, ένα λυχνάρι του 5ου αιώνα με τον Έρωτα πάνω σε δίσκο, και το
σημαντικότερο όλων, το μαχαίρι θυσίας στον λαιμό του χοίρου, ίσως από κάποια εσωτερική
τελετουργία, αν και δεν υπάρχει καμία καταγραφή ότι οι χοίροι και ο νεοπλατωνισμός είχαν
κάτι κοινό. Όλα τα παραπάνω είναι ενδεικτικά μιας στενής σύνδεσης του σπιτιού με τη
φιλοσοφία ή την παγανιστική τελετουργία ή και με τα δύο. Με βάση τα σημερινά διαθέσιμα
στοιχεία είναι αδύνατο να χρονολογηθεί με ακρίβεια η κατασκευή του σπιτιού. Η υπόθεση
είναι ότι έγινε μετά την εισβολή του Αλάριχου το 396, αλλά αυτό δεν είναι βέβαιο.
Συμπεράσματα
Με βάση όλα τα παραπάνω, καταλήγουμε στο εξής συμπέρασμα:

 Μετά την καταστροφή της Αθήνας από τις επιδρομές των Ερούλων το 267 μ.Χ., η
πόλη παύει να έχει την αίγλη της κλασικής περιόδου, όμως συνεχίζει να αποτελεί
κομβικό σημείο της φιλοσοφίας μέχρι και το κλείσιμο των νεοπλατωνικών σχολών.
 Η περιοχή ανάμεσα στο νότιο άκρο της αρχαίας Αγοράς και το βόρειο τμήμα του
Αρείου Πάγου, με βάση τα ανασκαφικά δεδομένα που αναλύσαμε, έχει μία διαρκή
πορεία κατοίκησης.
 Η διαμόρφωση των οικιών φαίνεται να δέχεται ελάχιστες αλλαγές από τους
ελληνιστικούς έως τους πρωτοβυζαντινούς χρόνους, αφού οι περισσότερες από αυτές
έχουν συνεχή κατοίκηση έπειτα από επιδιορθώσεις ή και αναδιαμορφώσεις.
Στην γραπτή εργασία μου θα επεκταθώ περεταίρω ως προς τις πρωτοβυζαντινές οικίες στην
οδό Μακρυγιάννη, καθώς και στις οικίες της βιβλιοθήκης του Πανταίνου.

You might also like