You are on page 1of 72

1

Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ


3300/ 3000 – 1100/ 1000 π.Χ.

Η Εποχή του Χαλκού στο Αιγαίο ξεκινά γύρω στο 3000 π.Χ. με
αποκλίσεις από το 3300- 2800 π.Χ., ανάλογα με την περιοχή, και
λήγει γύρω στο 1100 ή 1000 π.Χ., οπότε λήγει και η Προϊστορική
περίοδος στον Ελλαδικό χώρο, λήγει ο κύκλος τού «Αιγαιακού
Πολιτισμού» και ξεκινούν οι ιστορικοί χρόνοι, η εποχή του
Σιδήρου.
Σε όλη τη διάρκεια της Εποχής του Χαλκού, η Ηπειρωτική
Ελλάδα, οι Κυκλάδες, η Κρήτη και το Β.Α Αιγαίο αποτελούν
ενότητες, που έχουν κοινά χαρακτηριστικά και, κατά βάσιν, κοινή
πορεία και εξέλιξη, καθώς και συνεχείς επαφές, ενώ, συγχρόνως,
εμφανίζουν ιδιαιτερότητες, που τις διαφοροποιούν μεταξύ τους.
Έτσι, έχουμε προσδιορισμούς του τύπου: «Κυκλαδικός
Πολιτισμός» - «Μινωικός Πολιτισμός»- «Μυκηναϊκός Πολιτισμός»,
που επισημαίνουν τις διαφοροποιήσεις, χωρίς, όμως, αυτό να
σημαίνει ότι πρόκειται για πραγματικά διαφορετικούς πολιτισμούς.
Πρόκειται για επιμέρους κύκλους πολιτισμού, που εντάσσονται
στον ευρύτερο κύκλο του Αιγαιακού Πολιτισμού. Επίσης
διαφοροποιήσεις και στη χρονολόγηση και στα χαρακτηριστικά
εμφανίζουν η Μακεδονία και η Θράκη, καθώς και τα νησιά του ΒΑ
Αιγαίου, που συνάπτονται με την Τρωάδα.

Η Εποχή του Χαλκού διαιρείται παραδοσιακά σε τρεις


περιόδους: την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού ή Πρωτοχαλκή (ΠΧ),
τη Μέση Εποχή του Χαλκού (ΜΧ) και την Ύστερη Εποχή του
Χαλκού (ΥΧ) - διαίρεση που ισχύει και στις τρεις επιμέρους
γεωγραφικές ενότητες, με τους όρους:
-Πρωτοελλαδική (ΠΕ), Μεσοελλαδική (ΜΕ), Υστεροελλαδική (ΥΕ)
ή Μυκηναϊκή για την Ηπειρωτική Ελλάδα,
-Πρωτοκυκλαδική (ΠΚ), Μεσοκυκλαδική (ΜΚ), Υστεροκυκλαδική
(ΥΚ) για τις Κυκλάδες, και
-Πρωτομινωική (ΠΜ), Μεσομινωική (ΜΜ), Υστερομινωική (ΥΜ) για
την Κρήτη, όπου χρησιμοποιούνται και οι όροι Προανακτορικοί
χρόνοι για την Πρώιμη περίοδο και οι όροι Παλαιοανακτορικοί,
Νεοανακτορικοί και Μετανακτορικοί χρόνοι για τις επόμενες
περιόδους, σύμφωνα με την ανάπτυξη των ανακτόρων.
Αντίστοιχοι ξένοι όροι:
Bronze Age- Age du Bronze- Bronzezeit //
2

Early Helladic – Middle Helladic - Late Helladic


Early Cycladic- Middle Cycladic – Late Cycladic
Early Minoan – Middle Minoan – Late Minoan
Hélladique Ancien, Hélladique Moyen, Hélladique Récent
Cycladique Ancien, Cycladique Moyen, Cycladique Récent
Minoen Ancien, Minoen Moyen, Minoen Récent
Früh Helladisch -Mittel Helladisch -Spät Helladisch,
Früh Kykladisch, Mittel Kykladisch,Spät Kykladisch,
Früh Minoisch, Mittel Minoisch, Spät Minoisch

Οι τρεις μεγάλες αυτές περίοδοι υποδιαιρούνται σε τρεις


υποπεριόδους η κάθε μία με λατινικούς αριθμούς, δηλ. ΠΕ Ι,ΙΙ, ΙΙΙ,
ΜΕ Ι,ΙΙ,ΙΙΙ, και ΥΕ Ι,ΙΙ, ΙΙΙ και αντιστοίχως για τα Κυκλαδικά και τα
Μινωικά και αυτές πάλι σε επιμέρους φάσεις, συνήθως με
αραβικούς αριθμούς ή γράμματα της αλφαβήτου.
Η τριμερής διαίρεση της Εποχής του Χαλκού για την ηπειρωτική
Ελλάδα, είχε γίνει από τους Wace και Blegen το 1918 σε ένα
μνημειώδες άρθρο τους (The Pre-Mycenaean Pottery of the
Mainland, BSA 22 (1916-18) 175-189). Για τη διαίρεση αυτή
βασίστηκαν κυρίως στη συνεχή και αδιατάρακτη στρωματογραφία
της θέσης Κοράκου της Κορινθίας (ανασκαφή του Blegen). Εκεί
παρατηρήθηκε η ομαλή μετάβαση από τη ΜΕ στην ΥΕ εποχή,
αλλά και η ύπαρξη μιας τομής, μιας διαταραχής στα τέλη της ΠΕ ΙΙΙ
περιόδου.
Οι απόλυτες χρονολογίες ποικίλλουν κατά περιοχή, δηλαδή σε
κάθε περιοχή τα χαρακτηριστικά τής κάθε φάσης ξεκινούν σε
διαφορετική χρονική στιγμή. Έτσι, υπάρχουν πολλοί πίνακες
συγχρονισμού των πολιτιστικών φάσεων στις διάφορες περιοχές
της Ελλάδας.

Όταν οι αρχαιολόγοι προσδιορίζουν τις διαφορετικές πολιτιστικές


φάσεις, αυτό που πάντοτε προσπαθούν να διευκρινίσουν, είναι,
αν μεταξύ των διαφορετικών φάσεων υπάρχει συνέχεια ή
διακοπή/ ασυνέχεια. Αυτό που αναμένεται από αυτή τη
διευκρίνηση, είναι, ουσιαστικά, ο προσδιορισμός των ιστορικών
εκείνων γεγονότων, που δημιούργησαν την αλλαγή στα
πολιτισμικά δεδομένα.
Αν π.χ. είναι φανερό από τα στρωματογραφικά δεδομένα της
ανασκαφής ενός οικισμού, ότι ο οικισμός αυτός καταστράφηκε από
πυρκαγιά και, αμέσως μετά, η θέση κατοικήθηκε, αλλά τα
ευρήματα παρουσιάζουν μεγάλες διαφορές από τα προηγούμενα,
τότε ο αρχαιολόγος μπορεί να συμπεράνει ότι κάποιο ξένο
πληθυσμιακό στοιχείο εισέβαλε στην περιοχή, κατέστρεψε τον
3

πολιτισμό που υπήρχε εκεί, υπερίσχυσε των κατοίκων και


εγκαταστάθηκε ως κατακτητής πάνω στα ερείπια των
παλαιοτέρων.
Με τέτοιου είδους δεδομένα οι αρχαιολόγοι προσπαθούν να
προσδιορίσουν ένα γεγονός ή μια σειρά γεγονότων, που
αποτελούν την ιστορία ενός τόπου.
Έτσι, γίνεται προσπάθεια να προσδιορισθούν οι πληθυσμιακές,
ίσως και φυλετικές αλλαγές, που επισυμβαίνουν σε ένα τόπο και οι
οποίες πιθανόν είναι «υπεύθυνες» για τις πολιτισμικές αλλαγές- τις
αλλαγές π.χ. στον τρόπο δόμησης, στα ταφικά έθιμα, στην
κεραμική- αφού οι άνθρωποι είναι οι φορείς του πολιτισμού.

Για τον ελλαδικό χώρο: η έλευση (παλαιότερα αναφερόμενη ως


κάθοδος) των Δωριέων είναι μία πληθυσμιακή μετακίνηση, που
προσδιόρισε μία σειρά πολύ μεγάλων αλλαγών. Σηματοδότησε το
οριστικό τέλος του Μυκηναϊκού πολιτισμού και έφερε αλλαγές σε
κάθε επίπεδο: οικονομικό, κοινωνικό, θρησκευτικό, καλλιτεχνικό.
Γι’ αυτό και στα πρώτα βήματα της ελληνικής Αρχαιολογίας είχε
θεωρηθεί, ότι τότε, δηλ. γύρω στο 1100 π.Χ., έρχονται οι Έλληνες,
τα ελληνικά φύλα στην Ελλάδα, η οποία θεωρείτο ότι πριν
κατοικείτο από φύλα προ-ελληνικά, τους Πελασγούς. Ακόμη και
σήμερα αυτή η χρονολογία προσδιορίζει την αρχή των Ιστορικών
Χρόνων στην Ελλάδα, παρόλο που η έρευνα έχει πλέον
αποκαλύψει την ύπαρξη γραφής στον ελλαδικό χώρο από
πολλούς αιώνες νωρίτερα. Σημειώνουμε ότι η ύπαρξη γραφής
βγάζει ένα πολιτισμό από τη σφαίρα της Προϊστορίας, εφόσον
επιτρέπει την ύπαρξη γραπτών πηγών.
Αυτό, όμως, που κυρίως αποκάλυψε η έρευνα, καθώς
προχωρούσε σε όλη τη διάρκεια του 20ου αιώνα, είναι, ότι οι
Δωριείς δεν ήταν τα πρώτα ελληνικά φύλα, που έφθασαν στον
ελλαδικό χώρο. Η αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β
γραφής, που χρησιμοποιήθηκε στα Μυκηναϊκά ανάκτορα,
αποκάλυψε, ότι η γλώσσα (όχι η γραφή, αλλά η γλώσσα), στην
οποία ήταν γραμμένες οι πήλινες πινακίδες, ήταν η ελληνική – μία
από τις διαλέκτους της μεγάλης προϊστορικής Ινδοευρωπαϊκής
οικογένειας γλωσσών, από την οποία προήλθαν και η σανσκριτική,
η λατινική, η γερμανική κλπ. Στο ιδίωμα αυτό των πινακίδων είχαν
ήδη συγχωνευθεί στοιχεία «αιγαιακά», δηλ. στοιχεία της
προελληνικής γλώσσας, που ομιλείτο στην περιοχή. Αυτό
σημαίνει, ότι χρησιμοποιείτο για μεγάλο διάστημα πριν από το
1200 π.Χ. περίπου, οπότε κάηκαν (και έτσι σώθηκαν) οι τελευταίες
πινακίδες, μαζί με τα ανάκτορα.
4

Αυτή και μόνον η αποκάλυψη «έσπρωξε» την έλευση του


ελληνικού στοιχείου πολλούς αιώνες πίσω από ό,τι πιστευόταν
αρχικά ότι συνέβη. Θεωρήθηκε, πλέον, ότι η Μυκηναϊκή Ελλάς
κατοικείτο από ελληνικά φύλα. Και αφού η μετάβαση από την
προηγούμενη, τη Μέση Εποχή του Χαλκού, προς τη Μυκηναϊκή
ήταν απολύτως ομαλή (όπως αποδεικνύουν τα ανασκαφικά
δεδομένα σε όλες τις περιοχές), τότε και η Μέση Εποχή του
Χαλκού ήταν «ελληνική».

Αλλά τόσο οι αρχαιολογικές έρευνες, δηλ. τα νέα ανασκαφικά


στοιχεία, που συνεχώς προστίθενται, όσο και οι παρατηρήσεις
και οι συγκριτικές μελέτες, δηλ. η μελέτη των ομοιοτήτων και των
πραγματικών διαφορών μεταξύ των πολιτισμικών φάσεων,
φαίνεται να πηγαίνει όλο και πιο πίσω στο χρόνο την ύπαρξη του
ελληνικού πληθυσμιακού στοιχείου στον ελλαδικό χώρο.
Στου Κοράκου, όπως είχε παρατηρήσει ο Blegen (δημοσίευση
1921), αλλά και σε άλλες θέσεις, υπήρχε μία διαταραχή, μία τομή
(καταστροφές, πυρκαγιές) στα τέλη της ΠΕ ΙΙΙ εποχής (2100/2000
π.Χ.). Υπεύθυνη γι’ αυτό θεωρήθηκε τότε η άφιξη των πρώτων
ελληνικών φύλων στον ελλαδικό χώρο, που υπερίσχυσαν των
προηγουμένων, που θεωρούνταν προέλληνες κάτοικοι.
Όμως, σε ανασκαφές άλλων θέσεων, αντίστοιχη διαταραχή
παρατηρήθηκε στα τέλη της ΠΕ ΙΙ περιόδου (2400/ 2300 π.Χ.).
Παράλληλα, έγιναν εμφανείς πολλές ομοιότητες και μια τέτοια
συνέχεια μεταξύ της ΠΕ ΙΙΙ και της επόμενης ΜΕ Ι περιόδου, που
διατυπώθηκε η άποψη ότι αποτελούν την ίδια εποχή. Κατά
συνέπεια, οι αλλαγές που παρατηρήθηκαν στην ΠΕ ΙΙΙ περίοδο θα
οφείλονταν προφανώς στο νέο φύλο. Άρα, προέκυψε το
συμπέρασμα ότι το νέο φύλο ήρθε στα τέλη της ΠΕ ΙΙ περιόδου
(δηλ. γύρω στα 2400/ 2300 π.Χ. ).
Όμως, είναι ενδιαφέρον να σημειώσουμε ότι και μεταξύ
Νεολιθικής εποχής και Πρώιμης Εποχής του Χαλκού οι ομοιότητες
είναι εμφανείς: σε όλους τους τομείς υπάρχει μία αδιάσπαστη
συνέχεια και οι διαφοροποιήσεις ή τα νέα στοιχεία, που
παρουσιάζονται, οφείλονται, προφανώς, στη φυσική εξέλιξη.
Ενδιαφέρον παράδειγμα αποτελεί στην αρχιτεκτονική ο τύπος
του επιμήκους κτίσματος με την αξονική διάταξη των δωματίων,
που αποκαλείται «μέγαρο». Αυτός ο τύπος φαίνεται να ξεκινά από
τους χώρους των Νεολιθικών οικισμών, παίρνει μνημειώδη μορφή
στην Πρωτοελλαδική εποχή, συνεχίζεται σε απλούστερη μορφή
κατά τη Μεσοελλαδική περίοδο, αποκτά ξανά μνημειώδη
χαρακτήρα αποτελώντας τον πυρήνα των Μυκηναϊκών ανακτόρων
και συνεχίζεται στους ελληνικούς ναούς, οι οποίοι εμφανίζουν την
5

ίδια, τριμερή κατά μήκος κάτοψη. Αυτό το παράδειγμα είναι


εντυπωσιακό, ίσως όμως δεν θα μπορούσε από μόνο του να
θεμελιώσει κάποια συγκεκριμένη θέση για πληθυσμιακή συνέχεια
ή συγγένεια.
Όμως, η πρόσφατη θεωρία του C. Renfrew, ενοποιώντας
αρχαιολογικές ενδείξεις, γλωσσολογικά στοιχεία και βιολογικές
έρευνες, υποστηρίζει ότι η πραγματικά μεγάλη αλλαγή δεν συνέβη
κατά την Εποχή του Χαλκού, αλλά στην αρχή των Νεολιθικών
χρόνων, με την εμφάνιση της γεωργίας. Συνεπώς, τότε μπορεί να
θεωρηθεί ότι μετακινήθηκαν τα Ινδοευρωπαϊκά φύλα από την
Ανατολή προς τη Δύση, φέρνοντας μαζί τους τη γνώση της
γεωργίας.
Γι’ αυτούς τους λόγους, λοιπόν, όταν μιλάμε για μία εποχή,
διερευνούμε την αρχή και το τέλος της, αν, δηλαδή,
σηματοδοτούνται από συνέχεια ή ασυνέχεια με τις προηγούμενες ή
τις επόμενες περιόδους.

Η Πρώιμη Εποχή του Χαλκού αρχίζει γύρω στο 3000 π.Χ.,


αλλά η αρχή αυτή ποικίλλει, ανάλογα με την περιοχή. Παλαιότερα,
η χρονολογία αυτή ήταν πολύ χαμηλότερη (γύρω στο 2800 π.Χ.),
σήμερα, όμως, υπάρχουν ενδείξεις για πολύ υψηλότερες
χρονολογήσεις, γύρω στο 3300 π.Χ. για την έναρξη της περιόδου.
Η περίοδος παραδοσιακά χωρίζεται σε τρεις φάσεις, Ι, ΙΙ και ΙΙΙ,
όμως η ΠΕ ΙΙΙ σήμερα πλέον θεωρείται, ότι, πολιτισμικά, ανήκει
στην επόμενη περίοδο.
Η Μέση Εποχή του Χαλκού φαίνεται να αρχίζει γύρω στο 2100
π.Χ., αν και υπάρχει κάποια ασάφεια, λόγω των αλλαγών, που
ήδη συμβαίνουν από την ΠΕ ΙΙΙ φάση. Λήγει γύρω στα 1600 π.Χ.
με ένα ομαλό, αλλά εντυπωσιακό πέρασμα προς την επόμενη
περίοδο.
Η Ύστερη Εποχή του Χαλκού αρχίζει στα 1600- 1550 π.Χ. και
λήγει γύρω στο 1100 π.Χ., ενώ, μέχρι το 1000 π.Χ., υπάρχει μία
φάση επιβίωσης του πολιτισμού της Εποχής του Χαλκού, η
Υπομινωική – Υπομυκηναϊκή.
6

Η ΠΡΩΙΜΗ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ


3300/3000 – 2000/1900 π.Χ.

Η αρχή της 3ης χιλιετίας χαρακτηρίζεται από την αυξανόμενη


χρήση των μετάλλων και από ένα «άνοιγμα» στις επικοινωνίες,
που θα διευρυνθεί στη διάρκειά της. Οι σχέσεις μεταξύ των
περιοχών θα γίνουν στενότερες και η πολιτισμική ομοιομορφία θα
είναι αξιοσημείωτη περί τα μέσα της περιόδου.
Παρόλο που η αγροτική παραγωγή εξακολουθεί να αποτελεί τη
βάση για την επιβίωση, και παρόλο που δεν υπάρχει κάποια
ουσιώδης μεταβολή σε σχέση με τη ΝΛ περίοδο, το επίκεντρο των
εξελίξεων πλέον μεταφέρεται από τις πεδιάδες της Θεσσαλίας στα
παράλια και οι Κυκλάδες θα γίνουν σημαντική γέφυρα για την
ανάπτυξη του εμπορίου και της ναυτιλίας, τα οποία θα δώσουν ένα
ξεχωριστό, «ανοικτό» χαρακτήρα στην οικονομία και στην κοινωνία
της νέας εποχής.

ΤΑ ΜΕΤΑΛΛΑ

Μία από τις αιτίες των αλλαγών και των εξελίξεων έχει θεωρηθεί
ότι ήταν η εμφάνιση και η άσκηση της μεταλλουργίας.
Η χρήση των μετάλλων ξεκίνησε κατά τη Νεότερη Νεολιθική
περίοδο. Αρχικά, τα μεταλλεύματα τα αντιμετώπιζαν ως λίθους
και τα επεξεργάζονταν με σφυρηλάτηση. Σταδιακά και μέσα από
την εμπειρία αναγνωρίζουν τις ιδιότητες των μετάλλων και
εφευρίσκουν τις τεχνικές της πραγματικής μεταλλουργίας, δηλαδή
την επεξεργασία των μετάλλων με τήξη, επιτυγχάνοντας υψηλές
θερμοκρασίες, και τη δημιουργία κραμάτων.
Τα μέταλλα που χρησιμοποιούνται στα Προϊστορικά χρόνια είναι
ο χαλκός, ο χρυσός, ο άργυρος και ο μόλυβδος. Επίσης, το
αρσενικό και ο κασσίτερος για τη δημιουργία κραμάτων χαλκού.
Έρευνες που έχουν γίνει σε μεταλλικά αντικείμενα της Νεολιθικής
εποχής, αλλά και των πρώιμων φάσεων της Εποχής του Χαλκού,
έδειξαν ότι τα μέταλλα προέρχονταν από Αιγαιακές πηγές (Σίφνος,
Λαύριο, Κέα). Επίσης, ευρήματα, όπως πήλινα χωνευτήρια με ίχνη
σκωριών (κατάλοιπα τήξης), μήτρες (καλούπια) και εργαλεία
μεταλλουργίας, που έχουν προκύψει από ανασκαφές σε διάφορα
σημεία της Ηπειρωτικής Ελλάδας και των νησιών των Κυκλάδων
και του ΒΑ Αιγαίου, μαρτυρούν την επιτόπια άσκηση
μεταλλουργίας.
7

Έτσι, φαίνεται ότι ο αιγαιακός χώρος συνετέλεσε δημιουργικά


στην ανάπτυξη της μεταλλουργίας και της μεταλλοτεχνίας1.

Τα αποτελέσματα της χρήσης των μετάλλων είναι σημαντικά-


μερικοί τα έχουν χαρακτηρίσει επαναστατικά.
Η υψηλή τεχνογνωσία που απαιτείται για την κατεργασία των
μετάλλων θα συνετέλεσε στην εξειδίκευση της εργασίας.
Η επιθυμία για την απόκτηση των πολύτιμων πρώτων υλών
(όπως π.χ. ο κασσίτερος που δεν υπάρχει στο Αιγαίο) ή των
μεταλλικών προϊόντων θα οδήγησε αφ’ ενός μεν στη
συγκέντρωση του πλεονάζοντος αγροτικού προϊόντος, με
σκοπό την ανταλλαγή, και αφ’ ετέρου στην ανάπτυξη του
εμπορίου, την οργάνωση ταξιδιών και τη δημιουργία ενός
πλέγματος ανταλλαγών και σχέσεων, που επεκτάθηκαν σε
όλους τους τομείς.
Η ενασχόληση με το εμπόριο και τη ναυτιλία θα οδήγησε σε
συγκέντρωση πλούτου, πιθανόν, στη δημιουργία κοινωνικής
διαστρωμάτωσης (τάξεων) και, τελικά, στη δημιουργία αστικών
δομών στην κοινωνία.

ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΚΗ ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ

Η Πρώιμη Εποχή του Χαλκού ξεκινά γύρω στο 3000 π.Χ. Σε


ορισμένες περιοχές φαίνεται να ξεκινά νωρίτερα, μέχρι και στα
3300 π.Χ. και σε άλλες αργότερα και από το 3000 π.Χ.
Τα στρωματογραφικά δεδομένα σε ό,τι αφορά στη διαδοχή των
εποχών ποικίλλουν: σε μερικές θέσεις φαίνεται να υπάρχει
συνέχεια μεταξύ των στρωμάτων των Νεολιθικών χρόνων και
αυτών της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού. Σε άλλες θέσεις
υπάρχουν στρώματα με ευρήματα και των δύο περιόδων, αλλά
μάλλον από στρωματογραφική διαταραχή, ενώ σε άλλες θέσεις
υπάρχει διακοπή. Πάντως, σε γενικές γραμμές, δεν σημειώνονται
πραγματικές διαφορές μεταξύ των δύο εποχών.

Η Πρώιμη Εποχή του Χαλκού / Πρωτοχαλκή (ΠΧ) διαιρείται,


κατά τον παραδοσιακό τρόπο, σε τρεις φάσεις: ΠΧ Ι, ΠΧ ΙΙ, ΠΧ ΙΙΙ
και στις τρεις περιοχές: Ηπειρωτική Ελλάδα, Κρήτη, Κυκλάδες.
Τα δεδομένα για την αρχή της περιόδου και, γενικά, για την ΠΧ Ι
περίοδο είναι πολύ λίγα. Για την ΠΧ ΙΙ περίοδο, τα δεδομένα είναι

1
Για αναλυτική παρουσίαση, βλ. Κεφάλαιο «Μέταλλα –Μεταλλουργία – Μεταλλοτεχνία».
8

πολλά, αν και κάπως άνισα κατανεμημένα στο χώρο, δηλ. για


άλλες περιοχές υπάρχουν πολλά στοιχεία, για άλλες λίγα.
Επειδή, ακριβώς, τα χρονολογικά όρια ποικίλλουν, συνηθίζεται οι
χρονολογικοί προσδιορισμοί να γίνονται με βάση τις πολιτιστικές
φάσεις κατά θέσεις (με χρήση των ονομάτων των αρχαιολογικών
θέσεων), δηλαδή με βάση τις στρωματογραφικές ακολουθίες,
όπως έχουν προκύψει από τα ανασκαφικά δεδομένα.
Οι φάσεις έχουν ως εξής:

ΠΕ Ι: 3300-2900: φάση «Ταλιώτη» και «Εύτρηση»


ΠΕ ΙΙ: 2900- 2500 / 2400: φάση «Λέρνα ΙΙΙ»
ΠΕ ΙΙΙ:2400- 2100: φάση «Λευκαντί Ι» και «Λέρνα ΙV»

ΠΜ Ι: 3300-2900
ΠΜ ΙΙ Α: 2900- 2600/ 2550
ΠΜ ΙΙ Β: 2550-2300
ΠΜ ΙΙΙ/ ΜΜ Ι Α: 2300-1900

ΠΚ Ι: 3300-2900/ 2800: πολιτισμός «Γκρόττα- Πηλός» ή «Πηλός-


Λακκούδες». Περιλαμβάνει τις φάσεις Λακκούδων Νάξου, Πηλού
Μήλου και Πλαστηρά Πάρου.
ΠΚ ΙΙ: 2900-2300: πολιτισμός «Κέρος- Σύρος». Περιλαμβάνει τη
μεταβατική φάση Κάμπου (Πάρου) :2800- 2700 π.Χ. και την
κυρίως φάση Σύρου.
ΠΚ ΙΙΙ: 2300- 2000: Περιλαμβάνει τη μεταβατική φάση «Καστρί»
(2400- 2300 π.Χ.) και την κυρίως φάση «Φυλακωπή Ι» (Μήλου).

Έτσι, για παράδειγμα, αντί να αναφερθεί «ο ΠΕ ΙΙ οικισμός της


Λέρνας» αναφέρεται το: «Λέρνα ΙΙΙ». Κατ’ αυτόν τον τρόπο
προσδιορίζονται και ομάδες αντικειμένων που έχουν
χαρακτηριστικά, τα οποία ανήκουν στη συγκεκριμένη φάση, ακόμη
και αν ανήκουν σε άλλη θέση, όπως, π.χ. «στη θέση Αγία Ειρήνη
Κέας βρέθηκε κεραμική Λέρνα ΙΙΙ», εννοώντας ότι η κεραμική είναι
της ΠΕ ΙΙ περιόδου και έχει χαρακτηριστικά που μοιάζουν με της
Λέρνας.
Οι αναφορές στη Λέρνα είναι πολύ συχνές – η Λέρνα στη
βιβλιογραφία είναι σημείο αναφοράς, γιατί έχει ανασκαφεί κατά
τρόπο συστηματικό επί πολλά χρόνια από τους Αμερικανούς υπό
τον καθ. John Caskey, και έχει, επίσης, μελετηθεί και δημοσιευθεί
συστηματικά.

Για την ΠΕ Ι περίοδο αντιστοιχούν οι ομάδες κεραμικής Ταλιώτη


Τίρυνθας και του οικισμού της Εύτρησης στη Βοιωτία.
9

Για την ΠΕ ΙΙ περίοδο, με τη Λέρνα ΙΙΙ αντιστοιχούν οι οικισμοί ή


ομάδες: Λέρνα ΙΙΙ - Κολώνα ΙΙΙ (Αίγινα) – Αγία Ειρήνη ΙΙ Κέας –
Φυλακωπή Ι-ι Μήλου -
Τροία Ι // Θερμή (Λέσβου) Ι, ΙΙ, ΙΙΙ ----- Τροία ΙΙ // Θερμή IV, V
Αυτές οι θέσεις στην Κρήτη αντιστοιχούν με την ΠΜ ΙΙ.
Και στην Αίγυπτο με την 6η Δυναστεία.

Στην ΠΕ ΙΙΙ περίοδο ανήκουν οι οικισμοί:


Λέρνα IV ( με υποπεριόδους 1-3) - Κολώνα IV, V, VI -
Λευκαντί (Εύβοια) Ι, ΙΙ, ΙΙΙ - Αγία Ειρήνη ΙΙΙ - Φυλακωπή Ι-ι
Στην Κρήτη η ΠΜ ΙΙΙ / ΜΜ ΙΑ - Τροία ΙΙ –V
Στην Αίγυπτο: η 7η έως -10η/ 11η Δυναστεία.

ΟΙ ΘΕΣΕΙΣ

Στη Θεσσαλία, στη Μακεδονία και τη Θράκη οι περισσότερες


Νεολιθικές (ΝΛ) θέσεις συνεχίζουν να κατοικούνται και κατά την
Πρωτοχαλκή εποχή, διατηρώντας την αγροτική οικονομία. Δεν θα
έχουν, όμως, πλέον τον πρωτεύοντα ρόλο στην εξέλιξη του
πολιτισμού. Η Νότια Ελλάδα, και ιδίως η Πελοπόννησος, οι
Κυκλάδες και η Κρήτη θα είναι οι πρωταγωνιστές των εξελίξεων
κατά την Εποχή του Χαλκού.
Σε ορισμένες περιοχές του Αιγαίου πολλές ΝΛ θέσεις
εγκαταλείπονται και ιδρύονται νέοι οικισμοί σε νέες θέσεις.
Αυτό που φαίνεται ως νέα επιλογή είναι οι παράλιες θέσεις –
λόφοι κοντά στη θάλασσα και ακρωτήρια, που ελέγχουν μικρά,
φυσικά λιμάνια.
Είναι φανερή η τάση για «άνοιγμα», για προς τα έξω
επικοινωνία, που θα οδηγήσει προς την πολιτισμική ενότητα της
ΠΧ ΙΙ περιόδου, της λεγόμενης «Πρωτοελλαδικής Κοινής», μιας
εποχής με κοινά πολιτισμικά στοιχεία στις επιμέρους περιοχές,
που, προφανώς, οφείλονται στις πυκνές και στενές επαφές μεταξύ
τους.
Στην Αττική και, γενικότερα, στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα είναι
εμφανής σε πολλούς οικισμούς η παρουσία, ίσως και η
εγκατάσταση Κυκλαδιτών, που φαίνεται να αναμίχθηκαν ειρηνικά
με τον ντόπιο πληθυσμό.
Γενικά, οι οικισμοί της ΠΧ περιόδου, όπως και όλοι οι οικισμοί
της Εποχής του Χαλκού, δεν είχαν μεγάλη έκταση, με εξαίρεση
10

ίσως κάποιες θέσεις του ΒΑ Αιγαίου, όπως η Πολιόχνη και η


Θερμή, που αποκαλούνται «πόλεις».

Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Σε όλη την Εποχή του Χαλκού στον Ελλαδικό χώρο η οικονομία


ήταν κατά βάσιν αγροτική- γεωργική και κτηνοτροφική. Ήδη από
τη Νεολιθική εποχή καλλιεργούνταν όσπρια και δημητριακά,
κυρίως το σιτάρι. Τώρα, όμως, καλλιεργούνται πλέον και δέντρα,
όπως η ελιά, το αμπέλι και η συκιά – οι παραδοσιακές καλλιέργειες
του ελληνικού χώρου.
Από ζώα υπήρχαν κυρίως αιγοπρόβατα, που εκτρέφονταν για
το κρέας, το γάλα, αλλά και το μαλλί τους (χρήσιμο για κατασκευή
υφασμάτων), καθώς και χοίροι και βοοειδή σε μικρές ποσότητες.
Φαίνεται ότι βόδια χρησιμοποιούνταν για όργωμα κατά την ΠΕ ΙΙ
περίοδο (ειδώλιο από την Τσούνγκιζα - Νεμέα).
Οστά αλόγων υπάρχουν στη Μακεδονία από την Πρώιμη
Εποχή του Χαλκού, αλλά στη νότια Ελλάδα δεν εμφανίζονται πριν
τη ΜΕ περίοδο. Όμως, οστά γαϊδουριών φαίνεται να υπάρχουν
ήδη από τη φάση Λέρνα ΙΙΙ (στην Τίρυνθα Αργολίδας). Ίσως το
ζώο αυτό έφθασε στο Αιγαίο από την Εγγύς Ανατολή μέσω Μ.
Ασίας και Τροίας.
Οστά άγριων ζώων (λαγοί, ελάφια, αγριόχοιροι) δείχνουν ότι το
κυνήγι αποτελούσε σημαντική δραστηριότητα για τη συμπλήρωση
της διατροφής, μαζί με τη συλλογή καρπών.

Προϊόντα οικιακής βιοτεχνίας μάλλον και μερικής μόνον


εξειδίκευσης πρέπει να θεωρηθούν τα κεραμικά, η κατασκευή
καλαθιών και υφασμάτων, αλλά και η κατασκευή εργαλείων.

Το εμπόριο και οι επαφές μεταξύ των κοινοτήτων ήταν σίγουρα


μια δραστηριότητα ιδιαίτερα ανεπτυγμένη κατά την ΠΧ Εποχή.
Σκοπό θα είχε τόσο την ανταλλαγή προϊόντων, για τη
συμπλήρωση της διατροφής με είδη που διέφεραν κατά περιοχές
σε ποσότητα ή ποιότητα, όσο και την απόκτηση πρώτων υλών,
που υπήρχαν σε συγκεκριμένες περιοχές.
Για παράδειγμα, ο οψιανός της Μήλου, πέτρωμα χρησιμότατο
για την κατασκευή εργαλείων και όπλων, διεκινείτο στο Αιγαίο από
αιώνες (από τη ΜΛ ήδη εποχή) και συνέχισε να διακινείται σε
εποχές, για τις οποίες δεν έχει βεβαιωθεί ύπαρξη κατοίκησης στο
νησί. Σε πολλές ΠΕ θέσεις της ηπειρωτικής Ελλάδος έχουν βρεθεί
εργαλεία από οψιανό (κυρίως λεπίδες και αιχμές βελών) .
11

Οι επαφές και οι ανταλλαγές είναι φανερές κυρίως από τις


ομοιότητες των κεραμικών τύπων, που απαντούν ίδιοι ή πολύ
παρόμοιοι σε όλες τις περιοχές, όπως π.χ. ο τύπος του μόνωτου
κυπέλλου, που συναντάται στην Ηπειρωτική Ελλάδα, τις Κυκλάδες
και την Κρήτη, αλλά και από είδη, χαρακτηριστικά μιας περιοχής,
που ανευρίσκονται σε άλλες, π.χ. κυκλαδικά ειδώλια ή κυκλαδικά
τηγανόσχημα σκεύη στην Κρήτη ή την Ηπειρωτική Ελλάδα. Σε
αυτό στηρίζεται η άποψη περί της ύπαρξης της λεγόμενης
«Πρωτοελλαδικής Κοινής» και ενός «διεθνούς πνεύματος» στο
Αιγαίο εκείνη την περίοδο (όπως σημειώνει ο Renfrew ).

Η ανάπτυξη της μεταλλουργίας ίσως επηρέασε τις ανταλλαγές,


δίνοντάς τους μια πιο εμπορική, πιο οργανωμένη μορφή, γιατί
ήταν απαραίτητο να υπάρχει εξειδίκευση για την αναγνώριση και
την εκμετάλλευση των πηγών μετάλλων, καθώς και για την
κατασκευή μεταλλικών αντικειμένων.
Καθώς τέτοιου είδους σπάνια και ακριβά αντικείμενα προσέδιδαν
κύρος σε όσους τα είχαν, το εμπόριο μετακινήθηκε από την
ανταλλαγή των αναγκαίων στην ανταλλαγή των επιθυμητών, που,
διαδοχικά, επεκτάθηκε και σε άλλα είδη πολυτελείας.
Τα ταξίδια, που, αρχικά, πρέπει να ήταν σχετικώς μικρά και
σύντομα, είναι πιθανόν ότι πλέον γίνονται μεγαλύτερα και
αναπτύσσονται σχέσεις με γύρω περιοχές, που είχαν πηγές
πρώτων υλών. Τέτοια ταξίδια απαιτούν ανάπτυξη της ναυπηγικής
και της ναυσιπλοΐας, καλή οργάνωση, «κεφάλαια» και ανάπτυξη
συγκεκριμένων και οργανωμένων επαφών, ίσως και
«διπλωματικών» σχέσεων. Έτσι, πιθανόν, το εμπόριο τίθεται υπό
τον έλεγχο της άρχουσας τάξης.

Οι επαφές με την πιο ανεπτυγμένη Ανατολή είναι βέβαιες, όμως


δεν είναι σαφές τι ακριβώς «πουλούσαν» (η οικονομία στηριζόταν
στην ανταλλαγή προϊόντων, νομίσματα δεν υπήρχαν) οι κάτοικοι
του Αιγαίου, που να μην υπήρχε στην Ανατολή, προκειμένου να
προμηθευτούν μέταλλα ή άλλα «εξωτικά» είδη. Επίσης, δεν είναι
βέβαιο το ποιος και με ποια κίνητρα ξεκίνησε αυτές τις επαφές, το
Αιγαίο ή η Ανατολή. Αν δεν υπήρχε κάτι άλλο, είναι πιθανόν οι
έμπειροι στη θάλασσα κάτοικοι του Αιγαίου να προσέφεραν
ναυτιλιακές υπηρεσίες σε άλλους.

Το βέβαιο είναι ότι, εκτός από πρώτες ύλες και αντικείμενα,


υπήρξε και ανταλλαγή ιδεών, γνώσεων, τεχνογνωσίας,
αντιλήψεων, πολιτισμού- οπότε τα οφέλη δεν ήταν μόνον υλικά.
12

Αυτό που αξίζει, πάντως, να σημειωθεί, είναι ότι, ακόμη και αν


υπήρξαν έξωθεν επιρροές, ποτέ δεν χρησιμοποιήθηκαν αυτούσιες,
αλλά αφομοιώθηκαν μέσα από την «ελληνοποιητική δύναμη της
γης της Ελλάδος», όπως σημείωσε ο ανασκαφέας της Λέρνας,
J.Caskey.

Οι Κυκλαδίτες, λόγω της θέσης τους, αλλά και του άγονου


εδάφους των νησιών, ασχολήθηκαν ιδιαίτερα με τη ναυτιλία και το
εμπόριο, αν και δεν φαίνεται να ήταν ο μόνος παράγοντας για την
επιβίωσή τους. Η γεωργία και η κτηνοτροφία ασκούνταν
συστηματικά, αν και σε πλαίσιο λιτότητας.
Οι επαφές μεταξύ των περιοχών και η άσκηση του εμπορίου
διαπιστώνονται από την ανεύρεση χαρακτηριστικών αντικειμένων
μιας περιοχής σε άλλες περιοχές. Ας σημειώσουμε ότι τα
«τηγανόσχημα σκεύη», χαρακτηριστικά των Κυκλάδων, απαντούν
στην Ηπειρωτική Ελλάδα, αλλά μόνο δύο παραδείγματα είναι
γνωστά από την Κρήτη. Αντίθετα, κυκλαδικά ειδώλια σπάνια
ανευρίσκονται στον ελλαδικό χώρο, ενώ αρκετά έχουν βρεθεί στην
Κρήτη.
Κατά τα άλλα, η κύμβη ή «σαλτσιέρα» ή εμβαμματοδοχείο,
αγγείο χαρακτηριστικό των ΠΕ ΙΙ χρόνων στην Ηπειρωτική Ελλάδα
και στις Κυκλάδες, δεν απαντάται παρά μόνο σε ελάχιστες θέσεις
της Κρήτης.
Επίσης, οι τάφοι των νεκροταφείων του Αγίου Κοσμά και του
Μαραθώνα Αττικής μοιάζουν με τους συγχρόνους τους των
Κυκλάδων. Όμως, τάφοι άλλων ελλαδικών θέσεων έχουν κάπως
διαφορετικό χαρακτήρα. Έτσι, φαίνεται ότι σε ορισμένες μόνο
θέσεις υπήρξε συγκερασμός ή συμβίωση πληθυσμών και,
πιθανώς, περισσότερο στους παράλιους.
Ακόμη, μερικοί οικισμοί της Ηπειρωτικής Ελλάδας, όπως η
Λέρνα, έχουν οχύρωση, παρόμοια με οχυρώσεις οικισμών των
Κυκλάδων, όπως στο Καστρί της Σύρου και στον Πάνορμο της
Νάξου. Παρόμοια, εγκοίλου τύπου τείχιση (case-mate), συναντάται
και στην Ανατολία (Mersin), αλλά και στη Δύση (Ισπανία).
Αντίθετα, στην Κρήτη δεν υπάρχουν οχυρώσεις.

Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ

Αναφέραμε ότι η οικονομία της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού


ήταν βασισμένη στην αγροτική παραγωγή, στον πρωτογενή τομέα.
Όμως, από τη στιγμή που αναπτύσσεται η μεταλλουργία, η
οποία απαιτεί ειδική τεχνογνωσία, αλλά και διαδίδεται η χρήση του
13

ταχύστροφου τροχού στην κεραμική, είναι φανερό ότι υπήρξε


εξειδίκευση ατόμων ή ομάδων, πράγμα που ίσως τους απομόνωνε
από την πρωτογενή παραγωγή. Αυτό από μερικούς μελετητές
θεωρείται δείγμα «πρώιμης αστικοποίησης».
Αλλά το πιθανότερο είναι ότι σε αυτή την περίοδο –όπως
άλλωστε δείχνουν και πολλά εθνολογικά παραδείγματα- δεν
υπήρχε αποκλειστική απασχόληση ατόμων με αυτές τις τέχνες,
παρά μόνο μερική, με παράλληλη ενασχόληση με την αγροτική
παραγωγή.

ΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ

Έκταση και πολεοδομία

Οι οικισμοί της ΠΕΧ ήταν, γενικά, μικρών διαστάσεων και,


προφανώς, ανάλογοι ήταν και οι πληθυσμοί, τα στοιχεία για τους
οποίους προκύπτουν από το μέγεθος των οικισμών. Κάποιες
«πόλεις» θα είχαν πληθυσμό πάνω από 1000 κατοίκους, όμως οι
περισσότεροι οικισμοί θα είχαν πληθυσμό μερικών εκατοντάδων
ανθρώπων, ενώ οι πιο μικροί θα αποτελούνταν από μια- δυο
οικογένειες.
Τα μεγέθη αυτά πιθανώς σχετίζονται με τις δυνατότητες, τους
«μετρημένους» πόρους του ελληνικού χώρου, αντίθετα προς την
Ανατολή, όπου αναπτύσσονται πραγματικά μεγάλες πόλεις.

Στην Κρήτη, όμως, υπάρχουν σαφείς ενδείξεις για μια


αναπτυσσόμενη ιεράρχηση οικισμών ήδη από την αρχή της
Πρώιμης Εποχής του Χαλκού.
Η Κνωσός πρέπει να ήταν πρώτη σε μέγεθος ήδη (περ. 50
στρέμματα), αλλά και η Φαιστός, τα Μάλια και ο Μόχλος ήταν
κέντρα πληθυσμού. Παρότι η κοινωνική δομή δεν είναι ακόμη
σαφής, παρατηρούμε ότι στις θέσεις αυτές θα αναπτυχθούν
αργότερα ανακτορικά κέντρα.
Όμως, τόσο στη Βασιλική («Οικία του Λόφου»), όσο και στο
Μύρτο, ο οποίος είναι ένα συγκρότημα δωματίων, που
καταλαμβάνει 10 στρέμματα, φαίνεται ότι υπάρχουν διαδοχικές
προσθήκες κτηρίων κατά ομάδες ή οικογένειες και όχι κάποια άλλη
ιεράρχηση. Οι θέσεις αυτές δεν εξελίχθηκαν όπως οι άλλες.
Γενικά στην Κρήτη συνηθίζονται οι μικροί, διασκορπισμένοι
οικισμοί, καθώς δείχνει και η ύπαρξη επίσης διασκορπισμένων
τάφων, όπως οι κτιστοί κυκλικοί τάφοι στην περιοχή της
Μεσσαράς.
14

Στις Κυκλάδες, η γεωγραφική κατάτμηση, το μικρό μέγεθος


των νησιών και οι περιορισμένες καλλιεργήσιμες εκτάσεις δεν
επέτρεψαν τη δημιουργία μεγάλων οικισμών, ούτε την ανάπτυξη
κεντρικής εξουσίας, όπως αναπτύχθηκε από το 2000 π.Χ. στην
Κρήτη, η οποία, όμως, ήταν ομοιογενής. Η θάλασσα, αν και
αποτελεί σημαντικό δρόμο επικοινωνίας μεταξύ των νησιών, άλλο
τόσο τα χωρίζει, αναγκάζοντάς τα να διατηρούν μιαν αυτονομία, η
οποία και χαρακτηρίζει τις Κυκλάδες διαχρονικά.
Στις Κυκλάδες οι οικισμοί αρχικά φαίνεται πως ήταν πολύ μικρών
διαστάσεων, όμως, στη συνέχεια, αναπτύσσονται και οικισμοί
μεγαλύτερου μεγέθους, όπως το Καστρί της Σύρου, ο Σκάρκος της
Ίου, η Αγία Ειρήνη Κέας, η Γκρόττα της Νάξου.
Αρχικά επιλέγονταν χαμηλοί λόφοι κοντά στη θάλασσα και
συνήθως ήταν ανοχύρωτοι. Όμως, κατά τα μέσα της 3ης χιλιετίας,
ιδρύονται οικισμοί στο εσωτερικό των νησιών, σε δυσπρόσιτους
λόφους, σαν σε αναζήτηση προστασίας. Παρουσιάζουν πυκνή
δόμηση και πολλοί οχυρώνονται με τείχη και πύργους. Μερικοί,
πάντως, οικισμοί των Κυκλάδων είναι οχυρωμένοι ήδη από τα ΝΛ
χρόνια.
Οι οικίες είναι συνήθως μικρές (ένα- δύο δωμάτια), με
ευθύγραμμη κάτοψη και ισόγειες, κατασκευασμένες από πέτρα,
υλικό που αφθονεί στις Κυκλάδες.

Στην Ηπειρωτική Ελλάδα υπάρχουν πολυάριθμες μικρές


θέσεις, αλλά και μεγάλοι οικισμοί και, μάλιστα, με μεγάλη διάρκεια
ζωής, πράγμα που αντικατοπτρίζει αύξηση του πληθυσμού.
Η Εύτρηση στη Βοιωτία ακμάζει ήδη από την ΠΕ Ι περίοδο
καταλαμβάνοντας περίπου 80 στρέμματα.
Από τις θέσεις της ΠΕ ΙΙ φάσης, πιο μεγάλες είναι η Θήβα (με
έκταση περί τα 200 στρέμματα) και η Μάνικα της Εύβοιας, με
έκταση περί τα 500 στρέμματα, αν και μπορεί να μην ήταν
συνεχόμενα. Πάντως, το νεκροταφείο της ήταν επίσης πολύ
εκτεταμένο.
Στους οικισμούς μεσαίου μεγέθους ανήκουν η Εύτρηση στη
Βοιωτία (80 στρέμματα) και η Τίρυνθα στην Αργολίδα (περί τα 60
στρέμματα).
Μικρότεροι οικισμοί (μέχρι 40 στρέμματα) ήταν: στην Αργολίδα
οι Ζυγουριές (11 στρ), το Μπερμπάτι, η Λέρνα, η Ασίνη. Στη
Βοιωτία οι Λιθαρές (7 στρ) και ο Ορχομενός. Στην Αττική το
Ασκηταριό (4.5 στρ), η Ραφήνα, η Παλαιά Κοκκινιά, ο Αγ.Κοσμάς.
Σημαντικοί οικισμοί ήταν η Κολώνα στην Αίγινα (διαχρονικά) και
τα Ακοβίτικα στη Μεσσηνία (ΠΕ ΙΙ).
15

Ας σημειώσουμε, ότι πολλές από αυτές τις θέσεις ήταν


παραθαλάσσιες. Όμως, πολλές μεσόγειες θέσεις ήταν σημαντικές,
όπως η Εύτρηση και η Θήβα, κυρίως γιατί εξασφάλιζαν άφθονα
αγροτικά προϊόντα.

Σε μερικούς από αυτούς τους οικισμούς είναι εμφανής η ύπαρξη


ρυμοτομικού σχεδίου. Όμως, οι τρόποι της πολεοδομικής
οργάνωσης των οικισμών ποικίλλουν: γραμμικός, σε τετράγωνα,
περίκεντρος, προσθετικός.
Στις Λιθαρές, για παράδειγμα, υπάρχει ένας κεντρικός δρόμος
μήκους 29 μ. και πλάτους 2,50μ., εκατέρωθεν του οποίου
οργανώνονται τα κτίσματα, τα οποία χωρίζονται μεταξύ τους με
στενά περάσματα. Η διάταξη του οικισμού είναι γραμμική.
Στην Αίγινα ο οικισμός είναι, τουλάχιστον σε μία από τις
περιόδους κατοίκησης, οργανωμένος σε οικοδομικά
συγκροτήματα, σε οικοδομικά τετράγωνα, που οριοθετούνται
από οδικό δίκτυο περιμετρικών και ακτινωτών δρόμων.
Στη Λέρνα τα κτήρια έχουν κοινό προσανατολισμό και είναι
προσαρμοσμένα προς τη σύγχρονή τους οχύρωση, πράγμα που
δείχνει προμελετημένη ανάπτυξη του οικισμού, μαζί με την ύπαρξη
μεγάλου κεντρικού κτηρίου. Το σύστημα εδώ είναι περίκεντρο.
Ανάλογη οργάνωση εμφανίζεται και στην Τίρυνθα.
Αντίθετα, στις Ζυγουριές ή στο Ασκηταριό τα κτήρια δεν έχουν
κοινό προσανατολισμό, ούτε ομοιόμορφο σχέδιο. Φαίνεται πως
αναπτύχθηκαν κατά προσθετικό τρόπο.

Στους οικισμούς υπάρχουν μικροί ή μεγαλύτεροι ακάλυπτοι


χώροι, καθώς και έργα υποδομής, όπως αγωγοί στη Λέρνα και
τα Ακοβίτικα. Οι περισσότεροι οικισμοί διέθεταν μικρούς ή
μεγαλύτερους δρόμους, και μάλιστα λιθόστρωτους.
Η Πολιόχνη της Λήμνου διαθέτει ένα μεγάλο κεντρικό,
πλακόστρωτο δρόμο και άλλους μικρότερους, δύο πλατείες,
αποχετευτικούς αγωγούς και ένα πηγάδι για προμήθεια νερού.
Τα έργα υποδομής - τα κοινωφελή έργα - είναι αυτά, που
μαρτυρούν το επίπεδο της κοινωνικής οργάνωσης και την ύπαρξη
κάποιου είδους κεντρικής εξουσίας, που παίρνει τις αποφάσεις,
που οργανώνει και ελέγχει τις εργασίες.

Μία περιοχή που αναπτύχθηκε ιδιαίτερα κατά την Πρώιμη Εποχή


του Χαλκού είναι ο χώρος του Βορειοανατολικού Αιγαίου, όπου
πρέπει να συμπεριληφθούν τα νησιά του ΒΑ Αιγαίου, αλλά και οι
Μικρασιατικές ακτές.
16

Εκεί κυριαρχεί η Τροία, η οποία ιδρύεται γύρω στο 3100/ 3000


π.Χ. (Τροία Ι: 3000-2600 π.Χ.)
Όμως, οι πιο πρόσφατες ανασκαφές, αποκαλύπτουν μία σειρά
από σημαντικούς οικισμούς στα παράλια της Μ. Ασίας, με
σπουδαιότερους το Limantepe (μετέπειτα Κλαζομενές), με ισχυρή
οχύρωση και ένα λιμενοβραχίονα μήκους 30 μέτρων. Στην πόλη V
εμφανίζεται ΠΧ ΙΙ κεραμική, με ομοιότητες με την κεραμική των
Κυκλάδων.
Άλλη θέση είναι και το Panaztepe, στον ποταμό Έρμο, βόρεια
της Σμύρνης, επίσης λιμάνι, που ξεκίνησε κατά την ΠΧ περίοδο και
συνέχισε να ακμάζει κατά τη ΜΧ και ΥΧ περίοδο.

Εξίσου σημαντικοί οικισμοί αναπτύσσονται στα νησιά του ΒΑ


Αιγαίου, όπως η Πολιόχνη στη Λήμνο, η Θερμή στη Λέσβο, το
Εμποριό στη Χίο. Μάλιστα η Πολιόχνη έχει κατοικηθεί αιώνες πριν
την Τροία, και το Εμποριό από χιλιετίες.

Η Πολιόχνη είναι ένας παραθαλάσσιος οικισμός στα ΝΑ της


Λήμνου. Δεν είναι ο μοναδικός στο νησί. Κατάλοιπα προϊστορικής
κατοίκησης υπάρχουν επίσης στη Μύριννα, στα ΝΔ του νησιού,
στο Κουκονήσι, στον κόλπο του Μούδρου, αλλά και σε άλλα
σημεία.
Η Πολιόχνη ιδρύθηκε στα τέλη των ΝΛ χρόνων. Γνώρισε
εξαιρετική ανάπτυξη στη διάρκεια της ΠΧ εποχής –υπήρξε
σημαντικότατο πρωτοαστικό κέντρο. Η ακμή της φαίνεται να
στηρίζεται κυρίως στην ανάπτυξη της μεταλλοτεχνίας, παρόλο που
μέταλλα ως πρώτες ύλες δεν υπήρχαν στο νησί. Προφανώς η
γεωγραφική της θέση στο κέντρο του Βορείου Αιγαίου, πάνω
στους δρόμους του θαλάσσιου εμπορίου, πολύ κοντά στις ακτές
της Μ. Ασίας, αλλά και κοντά στην έξοδο της Προποντίδας και του
Εύξεινου Πόντου, ήταν αυτή που την έκανε κεντρικό σημείο στη
διακίνηση των μετάλλων.
Η προσφορά υπήνεμων λιμανιών, φιλοξενίας, προμήθειας
τροφής και νερού ήταν ίσως τα βασικά στοιχεία, που ανάγκαζαν
τους ταξιδιώτες να σταθμεύουν εκεί.
Οι φάσεις κατοίκησης στην Πολιόχνη είναι οι εξής:

Μελανή περίοδος, 3700- 3200 π.Χ.


Έχουν αποκαλυφθεί λίγα σχετικώς κατάλοιπα αυτής της πρώτης,
ύστατης Νεολιθικής φάσης. Ο πληθυσμός ήταν μικρός και
ασχολούνταν με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Τα σπίτια είχαν
καμπύλο περίγραμμα. Η κεραμεική εμφανίζει ομοιότητες με αυτήν
της κοντινής Μικρασιατικής ακτής.
17

Κυανή περίοδος («Γαλάζια» Πολιόχνη), 3200-2700 π.Χ. (ΠΕ Ι-


ΙΙ, Πόλη Ι)
Ο οικισμός εξελίσσεται σε πόλη (περί τα 1000 άτομα) και αποκτά
ισχυρό και επιβλητικό οχυρωματικό περίβολο. Θεωρείται από τις
αρχαιότερες οχυρωμένες πόλεις του κόσμου. Η Τροία δεν έχει
ακόμη ιδρυθεί στην απέναντι ακτή.
Τα κτήρια είναι γενικά ευθύγραμμα, «μεγαροειδή».
Σημαντική ασχολία των κατοίκων θα ήταν το εμπόριο.
Μυλόπετρες και τριβεία από βασάλτη, που βρέθηκαν σε μεγάλες
ποσότητες στον οικισμό, μάλλον προορίζονταν για ανταλλαγές.

Πράσινη περίοδος, 2700- 2400 π.Χ. (ΠΧ Ι/ΙΙ, Πόλη Ι/ΙΙ)


Ο πληθυσμός αυξάνεται (1500 κάτοικοι) και η πόλη εξαπλώνεται
(11 στρέμματα). Νέες συνοικίες ιδρύονται στα δυτικά και στα
βόρεια. Για την προστασία τους (από πλημμύρες και γεωλογική
αστάθεια) δημιουργούνται μεγάλοι αναλημματικοί τοίχοι, που
απαιτούσαν πολύ δουλειά. ΄Ομως, φαίνεται, πως η σημασία και η
αξία της θέσης ήταν πολύ μεγαλύτερη από τον κόπο.

Ερυθρά περίοδος, 2400 –2200 π.Χ. (ΠΧ ΙΙ, Πόλη ΙΙ)


Η οχύρωση, που είχε γκρεμιστεί μάλλον από σεισμό, όπως
πολλές φορές παλαιότερα, επιδιορθώνεται και ενισχύεται. Τα τείχη,
που υψώνονταν πάνω από το επίπεδο των κατοικιών, με σκοπό
να τις προστατεύσουν, έχουν λίθινη βάση και ανωδομή από ωμές
πλίνθους.
Στην κύρια είσοδο του οικισμού γίνονται μετατροπές, ώστε να
υπάρχει καλύτερη άμυνα. Φαίνεται να υπάρχει ένας επικείμενος
κίνδυνος, στον οποίο, πιθανώς, να οφείλεται τελικά και η
καταστροφή της Κόκκινης πόλης.
Κάτω από το δάπεδο ενός δωματίου βρέθηκαν αιχμές δοράτων
και πελέκεις. Μερικοί από αυτούς πιθανόν να κατασκευάστηκαν
επί τόπου, αφού βρέθηκε εδώ και μία πήλινη μήτρα.
Γενικά, βρέθηκαν πολλοί λίθινοι πελέκεις – οι λεγόμενοι
«σφυροπελέκεις», που πιθανώς ήταν όπλα, παρά εργαλεία για την
κατεργασία των μετάλλων, όπως έχει υποστηριχθεί.
Παρά τις δυσκολίες, οι οικονομικές δραστηριότητες είναι
εξαιρετικά ανεπτυγμένες, όπως και το εμπόριο.

Κίτρινη περίοδος, 2200 –2100 π.Χ. (ΠΧ ΙΙΙ, Πόλη ΙΙΙ και IV).
18

Ο οικισμός παρουσιάζει συρρίκνωση από αυτή την περίοδο. Ο


περίβολος δεν φαίνεται να έχει πλέον αμυντικό χαρακτήρα. Στο
μόνο σημαντικό κτήριο αυτής της φάσης, κοντά στην κύρια
πλατεία, βρέθηκε κρυμμένος μέσα σε αγγείο ένας θησαυρός
χρυσών αντικειμένων (παρόμοιος με τον λεγόμενο θησαυρό του
Πριάμου που βρήκε ο Σλήμαν στην Τροία).
Ο οικισμός καταστρέφεται από σεισμό μάλλον ή εχθρική εισβολή
γύρω στο 2100 π.Χ., όπως και η κοντινή Τροία.

Μετά την καταστροφή, η ζωή επανέρχεται σταδιακά στην


Πολιόχνη, όμως ποτέ πια με την προηγούμενη ανθηρή μορφή της.

Φαιά περίοδος, 2000 –1600 π. Χ. (ΜΧ, Πόλη VI) και


Ιώδης περίοδος, 1600 –1200 π.Χ. (ΥΧ, Πόλη VII)

Η Πολιόχνη θεωρείται μία από τις πρώτες «πόλεις» της


Ευρώπης και υπάρχουν πολλά στοιχεία που συνηγορούν σε αυτόν
το χαρακτηρισμό:
-Εμφανίζει πολεοδομικό σχεδιασμό, με τις κατοικίες οργανωμένες
σε «νησίδες», να χωρίζονται μεταξύ τους με δρόμους και πλατείες,
που συχνά είναι πλακόστρωτα.
Τα σπουδαιότερα σπίτια ανήκουν στον τύπο του «μεγάρου», δηλ.
της οικίας με προστώο και χώρους κατά τον μακρό άξονα, που
λειτουργούν ως πυρήνες, γύρω από τους οποίους προστίθενται
άλλοι χώροι.
-Το αποχετευτικό σύστημα και τα κοινόχρηστα πηγάδια, για την
προμήθεια νερού, είναι, προφανώς, κοινωφελή έργα.
-Ο οικισμός περιβάλλεται από επιβλητικό τείχος, που είναι επίσης
κοινοτικό- κοινωφελές έργο, όπως και ένας εντυπωσιακός
αναλημματικός τοίχος, που φαίνεται ότι κατασκευάστηκε για
προστασία από κατολισθήσεις προς την πλαγιά του λόφου.
-Από την κυριότερη πύλη ξεκινά ένα ανηφορικό πλακόστρωτο, ο
κύριος δρόμος του οικισμού, στην κορυφή του οποίου βρίσκονται
δύο μεγάλα και σημαντικά κτήρια, τα οποία θεωρούνται δημόσια.
○Το ένα, που έχει βαθμίδες στο εσωτερικό του και υπολογίζεται
ότι χωρούσε 50 άτομα, κάνει τους μελετητές να το ερμηνεύουν ως
θέατρο ή «βουλευτήριο», δηλαδή χώρο συνάθροισης, πιθανώς
των πρεσβυτέρων του οικισμού.
○Από την άλλη πλευρά του δρόμου υπάρχει ένα επίσης μεγάλο
κτήριο, που έχει ερμηνευθεί ως κοινοτική «σιταποθήκη».
- Στην Πολιόχνη έχει βρεθεί πλήθος αγγείων, χρηστικών αλλά και
«πολυτελών», που υποδεικνύει εξειδίκευση στον τομέα της
αγγειοπλαστικής.
19

- Κυρίως, όμως, στην Πολιόχνη βρέθηκαν όλα τα στοιχεία, που


υποδηλώνουν άσκηση της μεταλλουργίας: μεταλλευτικές χοάνες
(χωνευτήρια), λίθινοι πελέκεις για την επεξεργασία μετάλλων,
μήτρες για τη χύτευση εργαλείων, όπλων και κοσμημάτων, καθώς
και σκωρίες . Βρέθηκαν, επίσης, μεταλλικά αντικείμενα, μεταξύ των
οποίων και χρυσά κοσμήματα. Οπωσδήποτε όλα αυτά απαιτούσαν
εξειδίκευση εργασίας.
- Καθώς πολλά από τα μεταλλικά εργαλεία που βρέθηκαν
θεωρούνται κατάλληλα για την κατεργασία ξύλου, οι μελετητές
υποθέτουν ότι θα υπήρχε και αυτή η εξειδίκευση και, μάλιστα,
πιθανότατα για την κατασκευή ή επισκευή πλοίων
(καραβομαραγκοί). Τα πλοία ήταν αναγκαία για τη μετακίνηση
ανθρώπων και, κυρίως, για τη διακίνηση των μετάλλων,
προφανώς από την απέναντι ακτή ή και από ακόμη πιο μακριά.
-Οι έμποροι και οι ναυτικοί ήταν σίγουρα αποκομμένοι από την
πρωτογενή παραγωγή, αποτελώντας μια ξεχωριστή «τάξη».
-Όλα τα παραπάνω προϋποθέτουν την ύπαρξη κεντρικής
εξουσίας. Όμως, καμία οικία της πόλης δεν φαίνεται να ξεχωρίζει
τόσο, ώστε να θεωρηθεί ως έδρα ηγεμόνα.
-Αντίθετα, κατά μήκος του κεντρικού δρόμου του οικισμού,
υπάρχουν πολλά, μεγάλα σπίτια, για τα οποία οι μελετητές
υποθέτουν ότι θα ήταν τα σπίτια εκείνων, που έφερναν τον πλούτο
στην πόλη: των ναυτικών και των εμπόρων ή των μεταλλουργών.
Έτσι, θεωρούν ότι η διακυβέρνηση της Πολιόχνης πιθανώς γινόταν
από αυτούς, σε κοινοτική βάση, με ένα είδος πρώιμης
«δημοκρατίας».

Επίσης σημαντικό κέντρο μεταλλουργίας και πρωτοαστικό κέντρο


υπήρξε η Θερμή της Λέσβου, ένας οικισμός στην Ανατολική
παραλία του νησιού, μόλις 12 χλμ. από την Μικρασιατική παραλία.
Ιδρύθηκε γύρω στο 3000 π.Χ., απέκτησε ισχυρή οχύρωση και
παρουσίασε πολλές οικοδομικές φάσεις και αλλαγές στη διάρκεια
της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού.
Αρχικά έχει μεγαροειδή κτήρια κατά το περίκεντρο σύστημα. Περί
το 2600 π.Χ. γίνεται μία ριζική αλλαγή και η πόλη οργανώνεται σε
οικοδομικά τετράγωνα. Λίγο αργότερα, μία ακόμη σημαντική
αλλαγή θα οργανώσει τον οικισμό κατά γραμμικό τρόπο. Για όλες
αυτές τις ευρείες αλλαγές πρέπει να θεωρηθεί απαραίτητη η
ύπαρξη κεντρικής πολιτικής οργάνωσης και κοινοτικής συνείδησης
για τη λήψη των αποφάσεων και την υλοποίηση των έργων.
Είναι επίσης προφανές ότι θα υπήρχε οργανωμένο εμπόριο για
την προμήθεια των πρώτων υλών.
20

Ήδη από την αρχή (Θερμή Ι) είναι εμφανής η άσκηση


μεταλλουργίας. Βρέθηκαν: σφυριά επεξεργασίας πρώτης ύλης,
πήλινες χοάνες για τη χύτευση, πήλινες και λίθινες μήτρες, αλλά
και τελικά προϊόντα, όπως όπλα, εργαλεία, κοσμήματα. Μερικά
από τα αντικείμενα είναι από κράμα αρσενικούχου χαλκού, όμως
με ηθελημένη, συνειδητή επεξεργασία.
Σύντομα (Θερμή IV A) εμφανίζεται εντατικοποιημένη η παραγωγή
χάλκινων εργαλείων και, μάλιστα, με χρήση κασσίτερου σε κράμα
με τον χαλκό. Εργαστήριο μεταλλοτεχνίας υπάρχει σε ένα
συγκεκριμένο τομέα της πόλης. Αυτό υποδεικνύει επαγγελματική
εξειδίκευση.
Η Θερμή V εμφανίζει οικονομική ευμάρεια, αλλά και κοινωνική
διαστρωμάτωση. Υπολογίζεται ότι είχε περί τους 1200 κατοίκους.
Όμως, περίπου μετά τα μέσα της 3ης χιλιετίας, περί τα τέλη της
ΠΧ ΙΙ περιόδου, η Θερμή εγκαταλείπεται, χωρίς να υπάρχουν ίχνη
καταστροφής. Είναι η εποχή, κατά την οποία και η Πολιόχνη
παρουσιάζει συρρίκνωση (Κίτρινη Πόλη). Τα φαινόμενα αυτά
πιθανώς οφείλονται στον έντονο ανταγωνισμό των νησιωτικών
αυτών κέντρων με τα κέντρα των μικρασιατικών παραλίων
(Κλαζομενές, Τροία), που βρίσκονταν πιο κοντά στις πηγές των
μετάλλων και που θα συνεχίσουν να αναπτύσσονται.

Η Τροία ιδρύθηκε σε μία πολύ σημαντική θέση από άποψη


γεωπολιτική, στρατηγική, οικονομική: σε θέση που έλεγχε τα στενά
των Δαρδανελίων, το σημαντικό αυτό πέρασμα από και προς τον
Εύξεινο Πόντο, από και προς το Αιγαίο και τη Μεσόγειο. Ήταν ο
τελευταίο υπήνεμο λιμάνι πριν από τα δύσκολα νερά με τα
ρεύματα και τους ανέμους της Μαύρης Θάλασσας. Έλεγχε έτσι τη
ναυσιπλοΐα, το εμπόριο ποικίλων αγαθών και, ιδίως, των
μετάλλων. Πιθανώς να εισέπραττε φόρους και γρήγορα άνθισε.
Ιδρύθηκε γύρω στο 3000 π.Χ. (Τροία Ι) και οχυρώθηκε από την
αρχή με ισχυρότατο τείχος. Η Τροία της ΠΕΧ (Τροία Ι – V)
παρουσιάζει εξαιρετική άνθιση, ανάπτυξη της μεταλλοτεχνίας
(βρέθηκε πλήθος κοσμημάτων) και μεγάλη κεραμική παραγωγή.
Συνεχίζει να είναι σημαντικότατο κέντρο στη διάρκεια της Μέσης
και της Ύστερης Εποχής του Χαλκού (Τροία VI και VII). Προφανώς
ο ανταγωνισμός της με τους Μυκηναίους, όπως περιγράφεται από
τον Όμηρο, κατέληξε στην καταστροφή της από πυρκαγιά.

ΟΙΚΙΣΤΙΚΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ
21

Υλικά και τρόποι δομής

Κατά την ΠΧ εποχή τα υλικά και οι τεχνικές δομής παραμένουν


ίδια με εκείνα της ΝΛ περιόδου.
Οι λίθοι (πέτρες) χρησιμοποιούνται για την κατασκευή των
θεμελίων και της κρηπίδας (του κάτω μέρους των κτηρίων) και οι
ωμές πλίνθοι για την ανωδομή. Ξυλοδεσιές χρησιμοποιούνται για
τη στερεότητα των κτηρίων.
Η λίθινη κρηπίδα μπορεί να έχει ύψος 40-60 εκ., αλλά μπορεί να
φθάνει και το 1μέτρο, αν το κτήριο είναι σε πλαγιά ή έχει όροφο.
Μπορεί, ακόμη, να φθάνει και τα 2 ή 3 μέτρα, αν πρόκειται για
κυκλικό κτήριο.
Στις Κυκλάδες οι τοίχοι πιθανότατα ήταν εξ ολοκλήρου από
πέτρες, λόγω της αφθονίας αυτού του υλικού στα νησιά και της
αντίστοιχης έλλειψης σε πηλό.
Αυτό που χαρακτηρίζει συχνά τη δόμηση της λίθινης κρηπίδας
κατά την ΠΧ περίοδο είναι η χρήση της τεχνικής της
ιχθυάκανθας, δηλ. της τοποθέτησης των λίθων σε σειρές εναλλάξ
λοξά, έτσι που να δημιουργείται το σχήμα του ψαροκόκκαλου.
Τέτοιου τύπου δόμηση απαντά στη Λέρνα, την Τίρυνθα, την
Εύτρηση, τον ΄Αγιο Κοσμά (ηπειρωτική Ελλάδα), καθώς και στο
ΒΑ Αιγαίο -στη Θερμή της Λέσβου και στην Τροία. Η τεχνική αυτή
απουσιάζει από τις Κυκλάδες, όπου η τοποθέτηση των λίθων ή
των πλακών γίνεται σε οριζόντιες σειρές.
Συνηθίζονται επίσης και οι παχείς τοίχοι, κτισμένοι με διπλή ή
και τριπλή σειρά λίθων, προφανώς για επίτευξη μεγαλύτερης
στερεότητας.
Τα δάπεδα των οικιών είτε είναι από πατημένο χώμα είτε είναι
πλακόστρωτα, χαλικόστρωτα ή βοτσαλόστρωτα.
Για τη στέγαση χρησιμοποιούνται κεραμίδια από ψημένο πηλό,
αλλά και πλάκες. Οι στέγες πρέπει να ήταν επίπεδες ή δίρριχτες
στα ευθύγραμμα κτήρια. Όμως, οι κυκλικές κατασκευές, όπως οι
κυκλικοί τάφοι της Κρήτης ή τα κυκλικά κτήρια, όπως του
Ορχομενού και της Τίρυνθας, είχαν, πιθανότατα, θολωτές στέγες.
Οι τοίχοι, σε πολλές περιπτώσεις, καλύπτονταν με κονίαμα
(σοβάς). Στη Λέρνα εμφανίζεται το πρώτο βέβαιο παράδειγμα
ανάγλυφης διακόσμησης των τοίχων στο εσωτερικό ενός
σημαντικού κτηρίου. Δεν είναι, όμως, γνωστό, αν συνηθιζόταν η
γραπτή διακόσμηση. Στην ΠΜ Κρήτη, πάντως, υπάρχουν τοίχοι
σπιτιών καλυμμένοι με κόκκινο κονίαμα.

Οι τύποι των οικιών


22

Η κατοικία της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού αποτελεί εξέλιξη της


ΝΛ κατοικίας.
Κατά την ΠΧ Ι περίοδο τα σπίτια είναι τετράπλευρα, αλλά με
ακανόνιστα σχήματα. Στις Κυκλάδες συνηθίζονται τα μονόχωρα
σπίτια. Στην Εύτρηση της Βοιωτίας η Οικία Ι αποτελείται από ένα
μεγάλο δωμάτιο με είσοδο και ένα δεύτερο στην προέκταση του
πρώτου. Και τα δύο δωμάτια είχαν από μία ημικυκλική εστία.

Κατά την ΠΧ ΙΙ περίοδο υπάρχει μεγαλύτερη ποικιλία τύπων.


Οι τοίχοι των κτηρίων είναι ευθύγραμμοι ή και καμπυλόγραμμοι,
αλλά τα σχήματα των δωματίων και των σπιτιών είναι
ακανόνιστα: ορθογώνια, τραπεζοειδή, τριγωνικά, σε σχήμα Γ.
Ήδη από αυτή την περίοδο εμφανίζονται και οι αψιδωτές οικίες,
δηλ. επιμήκη κτήρια με αψίδα (καμπυλόγραμμο τοίχο) στη μία
στενή πλευρά, η οποία, συνήθως, είναι η πίσω πλευρά του
σπιτιού. Ο τύπος αυτός θα χρησιμοποιηθεί ιδιαίτερα κατά την ΠΕ
ΙΙΙ και την επόμενη, ΜΕ περίοδο.
Γενικώς, συνηθίζονται τα σύνθετα, πολύπλοκα οικήματα, με
ακανόνιστο σχήμα, που οφείλεται στις διαδοχικές προσθήκες
χώρων, όπως π.χ. στο Μύρτο στην Κρήτη, όπου σε τέτοια
συγκροτήματα φαίνεται ότι στεγάζονται περισσότερες από μία
οικογένειες. Ανάλογη περίπτωση είναι και ο Πάνορμος της Νάξου,
όπου ένα συγκρότημα είκοσι δωματίων περιβάλλεται από τείχος.

Χαρακτηριστικό της ΠΧ ΙΙ περιόδου είναι η εμφάνιση


μνημειακών κτηρίων. Ο ένας τύπος είναι τα μεγαρόσχημα
κτήρια με πλευρικούς διαδρόμους και ο άλλος τύπος είναι τα
κυκλικά οικοδομήματα.

Μέγαρα ή «Οικίες με διαδρόμους»

Η λέξη «μέγαρον» αναφέρεται από τον Όμηρο και


χρησιμοποιείται κυρίως για να δηλώσει ανακτορικά κτήρια.
Ο όρος έχει χρησιμοποιηθεί ευρέως στην προϊστορική
αρχαιολογία, για να υποδηλώσει το μεγάλο, ορθογώνιο κτήριο, το
οποίο έχει συνήθως 2-5 δωμάτια εν σειρά, δηλαδή κατά το μήκος
τού μακρού άξονα του κτηρίου. Η είσοδος του κτηρίου βρίσκεται
στη μία στενή πλευρά. Εκεί, συχνά, με την προέκταση των δύο
μακρών τοίχων του κτιρίου και δύο στηριγμάτων/ κιόνων μπροστά,
διαμορφώνεται ο πρόδομος, ένα «προστώο», ένας ημιυπαίθριος,
στεγασμένος χώρος. Μερικές φορές υπάρχουν και άλλες είσοδοι
23

στο κτήριο. Στο εσωτερικό η πρόσβαση γίνεται απευθείας από το


ένα δωμάτιο προς το άλλο.
Μεγάλη συζήτηση έχει γίνει για την καταγωγή του τύπου, δηλαδή
αν είναι αυτόχθον δημιούργημα του ελλαδικού χώρου ή είναι
εισηγμένο ή επηρεασμένο από άλλες περιοχές. Σήμερα
χρησιμοποιείται πιο συχνά ο όρος «μεγαρόσχημο» κτήριο, επειδή
είναι λιγότερο βεβαρυμένος ως όρος.
Σε κάθε περίπτωση, τέτοιου σχήματος κτήρια απαντούν στον
ελλαδικό χώρο ήδη από την Νεολιθική περίοδο και, με διάφορες
μορφές, συνεχίζουν στη διάρκεια όλων των προϊστορικών αλλά και
ιστορικών χρόνων.
Κατά την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού, φάση ΙΙ, έχουν τη μορφή
ενός μεμονωμένου, αξονικού κτηρίου, μερικές φορές με
πλευρικούς διαδρόμους. Από την ΠΕ ΙΙΙ περίοδο μερικά τέτοια
επιμήκη κτήρια εμφανίζονται με αψιδωτή την πίσω στενή πλευρά
τους.
Στη Μέση Εποχή του Χαλκού συνηθίζονται τα απλά, ορθογώνια
κτήρια με δύο ή περισσότερα δωμάτια κατά τον μακρό άξονα, αλλά
και τα αντίστοιχα αψιδωτά.
Στα Μυκηναϊκά χρόνια, το σχήμα αποτελεί τον πυρήνα, γύρω
από τον οποίο προστίθεται πλήθος διαδρόμων, δωματίων και
διαμερισμάτων, αποτελώντας το μυκηναϊκό ανάκτορο.
Στα ιστορικά χρόνια φαίνεται να μεταστοιχειώνεται στον απλό,
τριμερή τύπο του ελληνικού ναού.
Η εξέλιξη αυτή μπορεί να μην είναι τελείως γραμμική, αλλά να
έχουν ενδιαμέσως υπάρξει επιρροές από άλλες περιοχές, με τις
οποίες υπήρχε πάντα συνάφεια.

Στην Πρώιμη Εποχή του Χαλκού, ο τύπος του μεγάρου


απαντάται στην Ηπειρωτική Ελλάδα, όμως στις Κυκλάδες δεν
συνηθίζεται ιδιαίτερα, με εξαίρεση την Αγία Ειρήνη Κέας (και πολύ
αργότερα τη Φυλακωπή).
Ο τύπος του μεγαρόσχημου κτηρίου συναντάται στα νησιά του
ΒΑ και ΝΑ Αιγαίου (Ασώματος Ρόδου, Σεράγια Κω, Ηραίο Σάμου,
Πολιόχνη Λήμνου, Θερμή Λέσβου, Κάλυμνος, Αλιμνιά Χάλκης),
στα παράλια της Μικράς Ασίας, αλλά και στην ενδοχώρα της, με
κυρίαρχη την Τροία, αλλά και το Demircihuyuk, Karatas, Kültepe
κ.α.

Στην Ηπειρωτική Ελλάδα κατά την ΠΕ ΙΙ φάση και μόνο,


εμφανίζεται ο ιδιαίτερος τύπος του μεγάρου ή μεγαρόσχημου
κτηρίου, η «Οικία με πλευρικούς διαδρόμους» - («Corridor
House»).
24

Τα κτήρια αυτά ανήκουν στον τύπο του μεγάρου, αλλά έχουν


επιπλέον στενούς διαδρόμους σε όλο το μήκος των μακρών
πλευρών τους, δηλαδή οι μακρές πλευρές έχουν δύο
παράλληλους τοίχους σε μικρή μεταξύ τους απόσταση, πράγμα
που δημιουργεί μεταξύ τους στενούς, επιμήκεις χώρους/
διαδρόμους. Οι διάδρομοι αυτοί διαιρούνται με εγκάρσιους τοίχους
σε μικρότερους χώρους, μερικοί από τους οποίους επικοινωνούν
με το εσωτερικό του μεγάρου, ενώ άλλοι μόνο με τον εξωτερικό
χώρο.

Τέτοια κτήρια έχουν βρεθεί στην Πελοπόννησο, στη Βοιωτία και


στην Αίγινα.

Στη Λέρνα της Αργολίδας, σε μία πρώιμη φάση της ΠΕ ΙΙ


περιόδου ανήκει το «Κτήριο BG», μετά την καταστροφή του οποίου
κατασκευάζεται η «Οικία των Κεράμων». Στα Ακοβίτικα Καλαμών
έχουν ανασκαφεί δύο τέτοια κτήρια, τα μέγαρα Α και Β και υπάρχει
τουλάχιστον ένα ακόμη.
Στην Κολώνα της Αίγινας, στον τύπο αυτό ανήκει η «Οικία στην
Άκρη του Βράχου» (Haus am Felsrand) και, κυρίως, η «Λευκή
Οικία» (Weisses Haus).
Στη Στερεά Ελλάδα ένα τέτοιο κτήριο, η λεγόμενη «Οχυρή Οικία»
(Fortified Building), ανασκάφηκε στη Θήβα.

Μερικά ακόμη κτήρια πιθανόν να ανήκουν σε αυτόν τον τύπο,


όπως στην Πρόσυμνα, στην Ασέα, στην Κάτω Ακρόπολη της
Τίρυνθας και στις Ζυγουριές, όπου, κοντά στην «Οικία των
Πίθων», βρέθηκε μεγάλος αριθμός κεραμιδιών και έτσι το κτήριο
ταυτίσθηκε ως μέγαρο, θεωρούμενο ως περίπτωση ανάλογη με
την «Οικία των Κεράμων» της Λέρνας. Πρόκειται, όμως, για πολύ
αποσπασματικά κατάλοιπα.
Οι οικισμοί, στους οποίους έχουν βρεθεί τα κτήρια με πλευρικούς
διαδρόμους βρίσκονται σε γεωγραφικά σημαντικές θέσεις.
Η Θήβα κατέχει κυρίαρχο ρόλο στην εύφορη περιοχή της
Κωπαΐδας.
Η θέση της Αίγινας στον Σαρωνικό κόλπο είναι πολύ σημαντική
για τη ναυσιπλοΐα και υπήρξε κρίκος και θέση- κλειδί για τις επαφές
μεταξύ διαφορετικών γεωγραφικών ενοτήτων: Ηπειρωτική Ελλάδα
– Κρήτη – Κυκλάδες.
Η Λέρνα είναι επίσης θέση – κλειδί στο μυχό του Αργολικού
κόλπου. Τότε ήταν λιμάνι, ανοικτό στις επικοινωνίες ανάμεσα στην
ηπειρωτική και τη νησιωτική χώρα (σταδιακά έχουν γίνει
προσχώσεις και σήμερα η θέση απέχει λίγο από τη θάλασσα).
25

Εξίσου σημαντική ήταν και η θέση των Ακοβίτικων, στο μυχό του
Μεσσηνιακού κόλπου, λιμάνι ανοικτό προς νότον. Και εδώ οι
προσχώσεις στις εκβολές των ποταμών έχουν επιφέρει αλλαγές
στη διαμόρφωση του χώρου.

Οι περισσότεροι από αυτούς τους οικισμούς, που διαθέτουν


«Οικίες με διαδρόμους» ήταν τειχισμένοι.
Στη Λέρνα η «Οικία των Κεράμων», που είναι το καλύτερο
παράδειγμα αυτού του τύπου κτηρίου, βρίσκεται σε μικρή
απόσταση από το τείχος που την προστατεύει και οι τοίχοι της
βαίνουν σχεδόν παράλληλα προς αυτό. Η Κολώνα είναι επίσης,
διαχρονικά, ένας ισχυρά οχυρωμένος οικισμός. Στη Θήβα, σε πολύ
μικρή απόσταση από το μέγαρο, σώζεται τμήμα παχύτατου
τείχους αυτής της εποχής. Για τα Ακοβίτικα μόνον η κατάσταση δεν
είναι σαφής, γιατί η θέση έχει υποστεί σοβαρές αλλοιώσεις και
καταστροφές από τις προσχώσεις των ποταμών, που καταλήγουν
στην περιοχή.

Με το τέλος των ΠΕ ΙΙ χρόνων, ο τύπος αυτός με τους


πλευρικούς διαδρόμους χάνεται.
Μάλιστα, στη Θήβα, ήδη σε μια προχωρημένη ΠΕ ΙΙΒ φάση
(«Λευκαντί Ι» - 2200-2150 π.Χ.) εμφανίζονται δύο μεγάλα,
αψιδωτά επιμήκη κτήρια. Είναι η πρώτη εμφάνιση αυτού του
τύπου, που θα επικρατήσει κατά την ΠΕ ΙΙΙ και ΜΕ περίοδο, μαζί
με τον ορθογώνιο τύπο.
Κατά την ΠΕ ΙΙΙ περίοδο στη Λέρνα (: Λέρνα IV) επικρατούν οι
αψιδωτές οικίες, αν και υπάρχουν και ορθογώνιες. Οι
περισσότερες είναι από ωμές πλίνθους σε λίθινη κρηπίδα, όμως
είναι αμελούς κατασκευής. Ανάλογες οικίες επικρατούν σε άλλες
θέσεις, για παράδειγμα στην Ολυμπία.
Οι ΠΕ ΙΙΙ οικισμοί είναι, πλέον, γενικά ανοχύρωτοι, με εξαίρεση
την Κολώνα, όπου η ΠΕ ΙΙΙ «Πόλη V» και η «Πόλη VI» είναι
οχυρωμένες, έχουν οικοδομικά τετράγωνα και επιμήκη
(μεγαροειδή) κτήρια.
Στην Κρήτη, βέβαια, η εξέλιξη είναι διαφορετική: σύντομα
επικρατούν τα πολυόροφα και πολύπλοκα ανάκτορα.
Οι οικίες της Μέσης Εποχής του Χαλκού διατηρούν το επίμηκες
σχήμα και συχνά την τριμερή διαίρεση, όμως είναι αμελούς
κατασκευής.
Το μνημειώδες μεγαρόσχημο κτήριο θα επανέλθει στην
Ηπειρωτική Ελλάδα κατά τη Μυκηναϊκή περίοδο, ως κεντρικός
πυρήνας του ανακτόρου, όπου, όμως, πλέον, οι πλευρικοί χώροι
26

είναι πολλοί και στεγάζουν διαμερίσματα, αποθήκες ή διαδρόμους


και κλιμακοστάσια για την άνοδο στο δεύτερο όροφο.

Η Καταγωγή του τύπου

Ο τύπος της μεγαρόσχημης «Οικίας με διαδρόμους» εμφανίζεται


και εξαφανίζεται μέσα στο χρονικό πλαίσιο της ΠΕ ΙΙ περιόδου.
Ως προς την καταγωγή του έχουν λεχθεί πολλά – έχει προταθεί
ακόμη και η Ασσυρία. Όμως οι ομοιότητες με τα κτήρια της
Ανατολής δεν είναι σαφείς, ενώ υπάρχουν και πολλές διαφορές
(π.χ. τα αιγαιακά μέγαρα είναι κτισμένα με λίθινη κρηπίδα και
πλίνθινη ανωδομή, ενώ τα ανατολικά μεγάλα κτήρια είναι από
πελεκητές πέτρες με ξυλοδεσιές).
Ο J.Shaw, που μελέτησε ενδελεχώς τα κτήρια αυτά, θεωρεί ότι
δεν πρέπει να ψάχνει κανείς πολύ μακριά για προγενέστερους
τύπους, αλλά, αντίθετα, να στραφεί στην τοπική αρχιτεκτονική της
Ελλάδας και, ιδίως, στον τύπο του απλού μεγάρου ή, αλλιώς, της
αξονικής οικίας (axial house). Ο τύπος αυτός, της απλής οικίας
με παραστάδες/ προστώο και εσωτερικά συνεχόμενα δωμάτια,
είναι πολύ κοινός σε πλήθος οικισμών της περιόδου, όπως στην
Εύτρηση της Βοιωτίας, στον ΄Αγιο Κοσμά και στο Ασκηταριό της
Αττικής, χωρίς όμως εδώ να υπάρχουν πλευρικά δωμάτια.
Η Οικία Α της Τσούνγκιζας (Νεμέα) έχει προστώο και, αμέσως
μετά, ένα πολύ στενό δωμάτιο (μήπως για κλιμακοστάσιο προς
άλλο όροφο;), ενώ ακολουθεί ένα μεγάλο, σχεδόν τετράγωνο
δωμάτιο. Η οικία αυτή ανήκει στην πρώιμη ΠΕ ΙΙ φάση και είναι
ίσως μία πρώτη μορφή, που εξελίχθηκε στις οικίες με διαδρόμους
των πιο ώριμων ΠΕ ΙΙ χρόνων.
Οι διάδρομοι στα ΠΕ μέγαρα φαίνεται ότι προστέθηκαν
σταδιακά, μάλλον για να εξυπηρετήσουν κάποιες ανάγκες, όπως
της αποθήκευσης ή ίσως της στέγασης των κλιμακοστασίων, που
οδηγούσαν στον άνω όροφο, και τα οποία, αρχικά, πιθανώς να
ήταν εξωτερικά.

Η σημασία των «Κτηρίων με διαδρόμους»


Για τη χρήση και τη λειτουργία των μεγάρων με διαδρόμους
έχουν δοθεί πολλές διαφορετικές ερμηνείες: ανάκτορα, διοικητικά,
οικονομικά ή θρησκευτικά κέντρα μιας ευρείας γεωγραφικής
περιοχής, κέντρα αναδιανομής των αγαθών, κατοικία της «ελίτ»,
που έλεγχε σημαντικούς πόρους, όπως η γη ή τα μέταλλα, ή
κτήρια που ανήκαν στο κοινό - δημόσια κτήρια. Πάντως, είναι
πράγματι μεγάλα κτήρια (150-300 τ.μ.), όπου θα υπήρχε
δυνατότητα συγκέντρωσης πολλών ατόμων.
27

Ο Shaw τα θεωρεί κτήρια πολυ-λειτουργικά, κτήρια που


χρησίμευαν συγχρόνως ως κατοικίες και ως δημόσιοι χώροι. Αυτή
η διπλή χρήση φαίνεται να ταιριάζει με το ότι τα κτήρια αυτά ήταν
διώροφα. Το ισόγειο πιθανώς είχε δημόσιο χαρακτήρα, ενώ ο
όροφος ιδιωτικό: πρόσφερε ευχάριστη θέα, δυνατότητα
ιδιωτικότητας, αλλά και γόητρο σ’ αυτόν που μπορούσε να μένει σε
ένα τόσο ξεχωριστό κτήριο.

Ακολουθεί αναλυτική παρουσίαση των Οικιών με διαδρόμους


στη Λέρνα, την Αίγινα και τα Ακοβίτικα.

Η Λέρνα

Βρίσκεται στο μυχό του Αργολικού κόλπου, στη δυτική ακτή του,
απέναντι από την Ασίνη, το Ναύπλιο και την Τίρυνθα στην
ανατολική ακτή.
Σήμερα είναι σε μικρή απόσταση από τη θάλασσα, λόγω
προσχώσεων, αλλά, αρχικά, θα ήταν λιμάνι. Βρίσκεται κοντά στο
χωριό Μύλοι Άργους, μέσα σε εύφορη πεδιάδα, με πολλές πηγές.
Η αφθονία των νερών στην αρχαιότητα πιθανώς θα είχε
δημιουργήσει έλη, από όπου και θα προήλθε ο μύθος περί
Λερναίας Ύδρας.
Οι προϊστορικοί κάτοικοι ασχολούνταν με τη γεωργία και την
κτηνοτροφία και είχαν πολλές επαφές με άλλες περιοχές.
Το χαμηλό ύψωμα ανασκάφηκε από την Αμερικανική
Αρχαιολογική Σχολή με επικεφαλής τον καθ. J. Caskey κατά τη
δεκαετία του ΄50 (δημοσιεύσεις στο περιοδικό Hesperia 1954 -
1960) και είχε πλούσια στρωματογραφία, με πολλές φάσεις
κατοίκησης και πολύ πλούσιο υλικό. Το υλικό εξακολουθεί να
μελετάται και δίνει πολύ λεπτομερείς χρονολογικούς
προσδιορισμούς. Έτσι, οι αναφορές σε αυτό είναι πολύ συχνές στη
βιβλιογραφία και χρησιμοποιούνται ως βάση για χρονολογήσεις
άλλων θέσεων. Η ανασκαφική έρευνα, πάντως, δεν έχει επεκταθεί
σε όλο τον χώρο.
Η θέση κατοικήθηκε για σχεδόν 5000 χρόνια, από την 6η μέχρι
την 1η χιλιετία π.Χ. Η κατοίκηση του χώρου ξεκινά από την
Αρχαιότερη Νεολιθική περίοδο (Λέρνα Ι και ΙΙ).

Λέρνα ΙΙΙ
Η θέση εξελίχθηκε σε σημαντικό, οχυρωμένο οικισμό κατά τους
ΠΕ ΙΙ χρόνους ( Λέρνα ΙΙΙ).
28

Η οικονομία του βασιζόταν στη γεωργία, αλλά και στις έντονες


εξωτερικές επαφές. Η ελιά είχε ήδη εξημερωθεί και τα αμπέλια
φαίνεται πως καλλιεργούνταν ήδη για παραγωγή κρασιού.
Ο ΠΕ ΙΙ οικισμός έχει οχύρωση, που σημαίνει ότι υπήρχε
αίσθημα κινδύνου. Η οχύρωση αποτελείται από διπλό, επιμήκη
τοίχο, με εγκάρσιους τοίχους να δημιουργούν ενδιάμεσους
χώρους, που, πιθανόν, χρησίμευαν ως αποθήκες. Αν η στέγη τους
ήταν επίπεδη, θα χρησίμευε και ως περίδρομος του τείχους.
Σώζονται πεταλόσχημοι πύργοι. Ένας δρόμος με σκαλιά έρχεται
από τα ΝΑ, μάλλον από την παραλία, και καταλήγει σε πύλη του
τείχους.

Σε πρώιμη ΠΕ ΙΙ φάση ανήκει το μνημειώδες μεγαρόσχημο


κτήριο με διαδρόμους, το Κτήριο BG, το οποίο καταστράφηκε.
Κατά τα τέλη της ΠΕ ΙΙ φάσης κτίστηκε – εν μέρει πάνω στα
ερείπιά του αλλά με διαφορετικό προσανατολισμό, Α-Δ– ένα άλλο
κτήριο, που ανήκει επίσης στον τύπο των ΠΕ μεγάρων με
διαδρόμους, η λεγόμενη «Οικία των Κεράμων».
Είχε μεγάλες για την εποχή διαστάσεις: 25 Χ 12 μέτρα, δηλ. είχε
εμβαδόν 300 τ. μ. στο ισόγειο.
Αποτελείται από ένα πρόδομο και, στη συνέχεια, από δύο μεγάλα
δωμάτια και δύο μικρότερα εναλλάξ. Από κάθε δωμάτιο υπήρχε
πρόσβαση προς το επόμενο μέσω θυρών, που βρίσκονται στον
ίδιο άξονα.
Το κτήριο έχει εισόδους και στις τέσσαρες πλευρές.
Στενοί διάδρομοι διατρέχουν το κτήριο σε όλο το μήκος των
μακρών του πλευρών. Τμήματα των διαδρόμων, που είχαν
κλειστεί σαν μικρά δωμάτια, ήταν μάλλον αποθήκες. Δύο από
αυτά, πολύ μικρά, δεν επικοινωνούσαν με το εσωτερικό του
κτηρίου – είχαν είσοδο μόνον από έξω. Σε άλλα σημεία των
διαδρόμων υπήρχαν κλιμακοστάσια για την άνοδο στον όροφο,
όπου, πιθανόν, υπήρχαν εξώστες (βεράντες) στους χώρους που
υπέρκεινται των διαδρόμων του ισογείου.
«Θρανία» (πεζούλια) από πηλό υπήρχαν εξωτερικά, κατά μήκος
των μακρών τοίχων, πιθανώς για να κάθονται οι κάτοικοι.
Το κτήριο είχε ένα στέρεο λίθινο κρηπίδωμα, πάχους 1μ. περίπου
και ανωδομή από πλίνθους. Το όνομα «Οικία των κεράμων» του
αποδόθηκε από τους ανασκαφείς, επειδή στα ερείπιά του βρέθηκε
μεγάλος αριθμός κεραμιδιών, με τα οποία ήταν στεγασμένο. Τα
κεραμίδια ήταν επίπεδα, παραλληλόγραμμα, πάχους περ. 1 εκ. και
αδιάτρητα. Ακουμπούσαν -υπερκαλύπτοντας ελαφρά το ένα το
άλλο- πάνω σε ελαφρά κεκλιμένη στέγη κατασκευασμένη από
ξύλινα δοκάρια, πλέγμα μικρότερων ξύλων και στρώμα πηλού. Στα
29

άκρα, αντί για κεραμίδια, φαίνεται πως είχαν τοποθετηθεί


σχιστολιθικές πλάκες, που σώζουν μικρές οπές στερέωσης, οι
οποίες ίσως εξείχαν, για να απομακρύνουν καλύτερα τα νερά της
βροχής.
Τα δάπεδα ήταν καλυμμένα με καθαρό, κίτρινο πηλό. Οι τοίχοι
του κτηρίου, εξωτερικά, ήταν καλυμμένοι με λείο, κίτρινο πηλό.
Στο εσωτερικό, οι τοίχοι καλύπτονταν με ερυθρωπό κονίαμα (όσων
η κατασκευή είχε ολοκληρωθεί) και, σε ορισμένα σημεία, υπήρχε
εγχάρακτη διακόσμηση με ορθογώνια σχέδια – τοιχογραφίες,
πάντως, δεν ανευρέθησαν. Τα θυρώματα είχαν ξύλινη επένδυση.
Το κτήριο ήταν, λοιπόν, ιδιαίτερα επιμελημένης κατασκευής και
αποτελεί υπόδειγμα της «κλασικής» ΠΕ αρχιτεκτονικής.
Όταν το κτήριο καταστράφηκε από φωτιά, φαίνεται πως δεν
είχαν ολοκληρωθεί οι οικοδομικές εργασίες. ΄Ομως, είχαν ήδη
αποθηκευθεί αγαθά.
Το μέγεθος και η θέση του συνετέλεσαν στο να ερμηνευθεί από
άλλους ως «ανάκτορο» ή ως «διοικητικό κέντρο», δηλαδή έδρα
κάποιου ηγέτη, και από άλλους ως κτήριο που ανήκε στην
κοινότητα, ως χώρος συγκεντρώσεων ή αποθήκευσης του κοινού
πλούτου, που, προφανώς, ήταν τα αγροτικά προϊόντα. Ο όροφος
πιθανώς χρησιμοποιείτο ως κατοικία.

Τα σφραγίσματα της Λέρνας

Προς την ανωτέρω ερμηνεία της Οικίας των Κεράμων συντελεί η


εύρεση μεγάλου αριθμού πήλινων σφραγισμάτων (:αποτυπώματα
σφραγίδων πάνω σε πηλό) μέσα στο κτήριο. Οι σφραγίδες δεν
σώθηκαν -πιθανώς να ήταν ξύλινες και κάηκαν κατά την
καταστροφή του κτηρίου.
Γενικά οι σφραγίδες χρησιμοποιούνταν για να ασφαλίζουν και να
εγγυώνται αγαθά, που περικλείονταν σε αγγεία, κιβώτια, καλάθια ή
σακιά και που, προφανώς, προορίζονταν για «πώληση», για
«εξαγωγή». Οι σφραγίδες, οι οποίες συχνά ήταν λίθινες, έφεραν
εγχάρακτες παραστάσεις, που είχαν ίσως σχέση με τον ιδιοκτήτη ή
με το προϊόν ή ήταν απλώς διακοσμητικές ή αποτρεπτικές, δηλαδή
φυλαχτά. Είχαν συνήθως οπές, για να τις φορούν και σαν
κοσμήματα στο λαιμό, στον καρπό ή τα δάκτυλα.
Στην Οικία των Κεράμων βρέθηκαν 124 πήλινα σφραγίσματα
(σώθηκαν επειδή ψήθηκαν κατά την πυρκαγιά που κατέστρεψε το
κτήριο), που προέρχονταν από περίπου 70 πρωτότυπες
σφραγίδες. Ανακαλύφθηκαν σε ένα πλευρικό δωμάτιο (το ΧΙ), που
δεν επικοινωνούσε με το εσωτερικό της Οικίας, το οποίο όμως
ήταν τόσο μικρό, που δεν θα χωρούσε τα ανάλογα προϊόντα. Έχει
30

διατυπωθεί η υπόθεση ότι αυτά φυλάσσονταν στον επάνω όροφο,


από όπου και έπεσαν κατά την καταστροφή του κτηρίου.
Επίσης, 100 σφραγίσματα βρέθηκαν και σε μία άλλη οικία της
Λέρνας σύγχρονη με την Οικία των Κεράμων, την DM, μία
αποθήκη γεμάτη με κάθε είδους αντικείμενα (χάλκινα και λίθινα
εργαλεία, αγγεία, και ένα αμφορέα με απανθρακωμένο σιτάρι).
Η ποικιλία και η καλλιτεχνική ποιότητα των γλυπτών θεμάτων
των σφραγίδων της Λέρνας είναι εκπληκτική. Πιθανότατα, υπήρχε
τοπικό εργαστήριο παραγωγής, από τις ομοιότητες, όμως, των
θεμάτων είναι εμφανείς οι σχέσεις με άλλες περιοχές (Κρήτη,
Κυκλάδες, Τρωάδα).

Η «Οικία των Κεράμων», όπως και όλος ο οικισμός «Λέρνα ΙΙΙ»,


καταστράφηκαν βίαια από πυρκαγιά στα τέλη της ΠΕ ΙΙ περιόδου.

Η κεραμική των ΠΕ ΙΙ χρόνων αποτελείται από κύμβες, ασκούς,


φιαλίδια και άλλα αγγεία, συνήθως καλυμμένα με παχύ και στιλπνό
επίχρισμα, κόκκινο, καστανό ή μαύρο. Ελάχιστα έχουν γραπτή
διακόσμηση.
Στη Λέρνα δεν έχουν εντοπισθεί τάφοι της ΠΕ ΙΙ περιόδου.

Λέρνα IV

Μετά την καταστροφή, οι κάτοικοι της Λέρνας, που έχουν


θεωρηθεί ως εισβολείς, φαίνεται να δείχνουν σεβασμό προς την
Οικία των Κεράμων. Περιέβαλαν τα ερείπιά της με κυκλικό, κτιστό
περίβολο, διαμέτρου 19 μέτρων, που έμοιαζε με τύμβο, ο χώρος
του οποίου δεν χρησιμοποιήθηκε ούτε για ταφές ούτε για
κατοίκηση επί εκατονταετίες.
Οι κάτοικοι της ΠΕ ΙΙΙ Λέρνας, της «Λέρνας IV» (τέλη 3ης χιλιετίας
–αρχές 2ης), δεν κατασκευάζουν πλέον μνημειώδη κτήρια, ούτε νέα
οχύρωση. Κτίζουν μικρά, ακανόνιστα κτίρια, που στέκονται
ελεύθερα στο χώρο, με μικρούς δρόμους μεταξύ τους. Μερικά είναι
παραλληλόγραμμα, κυριαρχούν, όμως, τα αψιδωτά. Τα κτήρια
είναι συνήθως από ωμές πλίνθους πάνω σε λίθινη κρηπίδα, αλλά
είναι αμελούς κατασκευής. Διακρίνονται τρεις επιμέρους φάσεις
στην περίοδο αυτή, αν και σε ορισμένα κτήρια υπάρχουν μέχρι και
επτά οικοδομικές υπο- φάσεις.
Η Λέρνα IV φαίνεται λιγότερο ακμαία, όμως διατηρεί εξωτερικές
επαφές με την Τροία IV (σώζεται εισηγμένο αγγείο), ίσως και τα
Βαλκάνια, καθώς και με τα νησιά των Κυκλάδων και την Κρήτη.
Πάντως, δεν χρησιμοποιούνται πλέον σφραγίδες, μάλλον επειδή
δεν υπήρχε κεντρικός έλεγχος της οικονομίας.
31

Η κεραμική διαφέρει από την προηγούμενη. Εκλείπει τελείως το


σχήμα της «σαλτσιέρας», που, γενικά, χαρακτήριζε τον ΠΕ ΙΙ
πολιτισμό. Η κεραμική τώρα αποτελείται από μεγάλα σφαιρικά
αγγεία, άωτα φιαλίδια, tankards (βαθειά, δίωτα απιόσχημα αγγεία),
κύπελλα με πόδι και δίωτους σκύφους. Η διακόσμηση είναι κυρίως
γραπτή, με στιλπνά, γεωμετρικά σχέδια, υπάρχουν όμως και
αγγεία με επιχρίσματα ή στιλβωτά, καθώς και λίγα πρώιμα γκρι
μινύεια. Τώρα κάνει την εμφάνισή του ο κεραμικός τροχός.
Αυτές οι διαφορές έκαναν πολλούς μελετητές να θεωρήσουν ότι
οι νέοι κάτοικοι διαφέρουν φυλετικά από τους προηγούμενους, ενώ
παρατηρήθηκαν πολλές ομοιότητες με τους επόμενους, τους
Μεσοελλαδίτες, συνεπώς και πολιτισμική συνέχεια.
Μέσα στον ΠΕ ΙΙΙ οικισμό βρέθηκαν 12 ταφές παιδιών, μια
συνήθεια των ΠΕ ΙΙΙ αλλά και των επόμενων χρόνων.

Αίγινα - Κολώνα

Η Αίγινα, στο μέσον του Σαρωνικού κόλπου, είναι ανοικτή τόσο


προς τον νησιωτικό χώρο, όσο και προς τον ηπειρωτικό κορμό. Η
Κολώνα βρίσκεται στα ΒΔ του νησιού. Είναι θέση φυσικά οχυρή
και διαθέτει δύο λιμάνια. Κατοικήθηκε από τη ΝΛ εποχή, σε όλη τη
διάρκεια της ΠΕΧ και υπήρξε ακμαία ναυτική δύναμη κατά τη ΜΕΧ.
Ξεχωρίζει για τις ιδιαίτερα ισχυρές οχυρώσεις της.
Κατά τη διάρκεια της ΠΕΧ υπήρξε μία ακολουθία πόλεων στην
Κολώνα, οι πόλεις ΙΙ-VI (2500 – 2000 π.Χ.). Στην Κολώνα ΙΙ
εμφανίζεται μία πρώιμη μορφή του αρχιτεκτονικού τύπου του
μεγάρου, το «Haus am Felsrand». Η Κολώνα ΙΙ- ΙΙΙ εμφανίζει
πολλές ομοιότητες με τη Λέρνα ΙΙΙ, για παράδειγμα τα κτήρια
απέχουν αρκετά το ένα από το άλλο.
Από τη φάση της Κολώνας ΙΙΙ (2400- 2300 π.Χ.) σώζεται ένα
σημαντικό παράδειγμα μεγαροειδούς «Οικίας με διαδρόμους», η
λεγόμενη «Λευκή Οικία» (Weisses Haus).
Ήταν κτίσμα επιμελημένης κατασκευής. Είχε τοίχους παχείς (75
εκ.), ίσιους, σε ορθές γωνίες, σοβαντισμένους και βαμμένους
άσπρους, από τους οποίους οι ανασκαφείς της έδωσαν αυτό το
όνομα. Οι τοίχοι ήταν πλίνθινοι πάνω σε λίθινη κρηπίδα. Οι
πλευρικοί τοίχοι ήταν διπλοί και υπήρχε δεύτερος όροφος.
Η οικία διέθετε τέσσερα δωμάτια στη σειρά και, στο μεγαλύτερο,
υπήρχε πήλινη εστία.
Είχε σαμαρωτή στέγη, καλυπτόμενη με κεραμίδια. Με εμβαδόν
165 τ. μ. στο ισόγειο και ύψος που υπολογίζεται σε 7 μέτρα, θα
ήταν σίγουρα επιβλητικό κτίσμα.
32

Κοντά υπήρχαν δύο ακόμη μεγαρόσχημα κτήρια, που, όμως, δεν


είχαν διπλούς εξωτερικούς τοίχους.
Ίχνη πυρκαγιάς ή κάποιας βίαιης καταστροφής δεν βρέθηκαν,
όμως είναι φανερό, πως το κτήριο αυτό είχε γκρεμιστεί, όταν, κατά
την επόμενη οικιστική φάση, την Πόλη IV (2300-2200 π.Χ.),
κατασκευάστηκε επάνω του ένα χυτήριο χαλκού.

Ακοβίτικα

Τα Ακοβίτικα βρίσκονται στον μυχό του Μεσσηνιακού κόλπου


(κοντά στην πόλη της Καλαμάτας), σήμερα σε κάποια απόσταση
από τη θάλασσα, επειδή εκεί εκβάλλουν πέντε ποταμοί, που έχουν
δημιουργήσει μεγάλες προσχώσεις. Αρχικά, η θέση ήταν παράλια,
προφανώς σημαντικό λιμάνι και καίριο σημείο ελέγχου της
ναυσιπλοΐας στα νότια πελάγη.
Στα Ακοβίτικα βρέθηκαν δύο τουλάχιστον μέγαρα και μάλλον
υπάρχουν και άλλα. Το Μέγαρο Α έχει μερικώς καταστραφεί. Το
πλάτος του ήταν 15 μέτρα και το αρχικό μήκος πάνω από 35 μέτρα
(σωζόμενο μήκος 28μ.). Είναι το μεγαλύτερο σωζόμενο μέγαρο,
αλλά δεν εμφανίζει την εκλεπτυσμένη κατασκευή της Λέρνας. Ίσως
πρόκειται για ένα λίγο πρωιμότερο τύπο, όπως είναι και αυτός της
Κολώνας, ενώ η Οικία των Κεράμων είναι πιο εξελιγμένη.

Κυκλικά μνημειώδη κτήρια

Ο άλλος τύπος μνημειώδους κτιρίου της ΠΧ περιόδου είναι τα


Κυκλικά Οικοδομήματα.
Στην Τίρυνθα έχει ανασκαφεί ένα πολύ ξεχωριστό κυκλικό
κτίσμα (Rundbau), που ήταν πολύ μεγάλο. Είχε διάμετρο περίπου
28 μ. και πάχος εξωτερικών τοίχων 1.80 μ. Ο εξωτερικός τοίχος
είχε μορφή οδοντωτού προμαχώνα και, στο εσωτερικό, ομόκεντροι
τοίχοι και εγκάρσιοι σχημάτιζαν μικρά διαμερίσματα, που
περιέβαλλαν ένα κεντρικό πυρήνα. Έχει ερμηνευθεί ως σιρός
(αποθήκη) ή ως κτήριο θρησκευτικής σημασίας, πράγμα που
φαίνεται πιθανότερο, λόγω του μεγέθους και της μνημειώδους
κατασκευής του.

Κυκλοτερή οικοδομήματα έχουν βρεθεί και στον Ορχομενό.


Έχουν ερμηνευθεί ως σιροί, σιταποθήκες (με ανάλογο το λίθινο
ομοίωμα – πυξίδα από τη Μήλο). Αυτά τα κτίσματα, όμως, δεν
είναι μνημειώδη.
33

Κυκλικό οικοδόμημα έχει ανευρεθεί και στον ΠΕ ΙΙ οικισμό της


Βοϊδοκοιλιάς Μεσσηνίας, αλλά είναι σχετικά μικρών διαστάσεων
(διάμετρος περί τα 4 μέτρα).
Γενικά παρατηρούμε ότι μνημειώδη οικοδομήματα έχουν βρεθεί
στην Πελοπόννησο και την Αίγινα, αλλά απουσιάζουν από την
Αττική.

Άλλοι ΠΕ οικισμοί και τύποι οικιών

Γενικά, οι περισσότεροι ΠΕ οικισμοί δεν έχουν κάποιο μεγάλο,


κεντρικό κτήριο, αλλά συγκεντρωμένες οικίες με δύο- τρία δωμάτια,
μερικές ως μικρές παραλλαγές των μεγάρων. Επίσης, δεν φαίνεται
να έχουν σταθερό πολεοδομικό σχέδιο, αλλά φαίνεται να
ακολουθείται μια προσθετική τακτική, ανάλογα με τις ανάγκες.

Στην Εύτρηση της Βοιωτίας, οι ΠΕ ΙΙ οικίες είναι ορθογώνιες,


με ημικυκλικές εστίες στο εσωτερικό τους.. Έχουν λίθινες
κρηπίδες, με δόμηση του τύπου της ιχθυάκανθας. Οι οικίες της
μεταβατικής ΠΕ ΙΙ- ΠΕ ΙΙΙ φάσης παρουσιάζουν καμπυλόγραμμα
οικοδομήματα.
Οι Λιθαρές της Βοιωτίας κατοικήθηκαν σε όλη την ΠΕ περίοδο.
Ήταν μεσόγειος οικισμός μεγάλος και ακμαίος, όπως
υποδηλώνουν τα πολλά κινητά ευρήματα. Οι μεγάλες ποσότητες
οψιανού φανερώνουν τις προς τα έξω εμπορικές σχέσεις και
επαφές.
Στην Αττική, η Ραφήνα και το κοντινό Ασκηταριό είναι δύο
μικροί, αλλά ζωντανοί οικισμοί. Στη Ραφήνα υπάρχουν κατάλοιπα
εγκαταστάσεων κατεργασίας χαλκού.
Στον Άγιο Κοσμά, που είναι ένας μικρός, παράλιος εμπορικός
σταθμός, τα δωμάτια των οικιών παρουσιάζουν συγκεντρωτική
τάση.
Στην Αργολιδοκορινθία πολλές είναι οι θέσεις με ΠΕ κατοίκηση,
πέρα από τη Λέρνα και την Τίρυνθα. Οι Ζυγουριές, του Κοράκου, η
Ασίνη, η Μιδέα, το Μπερμπάτι, είναι θέσεις, που κατοικήθηκαν και
άνθησαν κατά την ΠΕ, αλλά και κατά τις επόμενες περιόδους, τη
ΜΕ και την ΥΕ.

Οι «βόθροι»

Ένα από τα χαρακτηριστικά των οικισμών της ΠΕ ΙΙ και ΠΕ ΙΙΙ


περιόδου είναι οι λεγόμενοι «βόθροι», οπές ελλειψοειδείς ή
κυκλικές, διαμέτρου περ. 60-80 εκ., που διανοίγονταν μέσα στο
34

έδαφος κοντά στα σπίτια και ήταν επιχρισμένες με πηλό.


Προφανώς χρησίμευαν για αποθήκευση αγαθών. Μέσα βρίσκεται
συνήθως στάχτη, οστά, εργαλεία και όστρακα αγγείων. Μόνο στη
Λέρνα βρέθηκαν 280 τέτοιοι βόθροι.

Οι οχυρώσεις

Οι οχυρώσεις είναι ένα άλλο χαρακτηριστικό πολλών ΠΕ


οικισμών, ιδίως των παράλιων, ενώ οι μεσόγειοι είναι συνήθως
ανοχύρωτοι. Αυτό σημαίνει ότι υπήρχε ανασφάλεια και ότι ο
κίνδυνος προερχόταν μάλλον από τη θάλασσα, ίσως από
επιδρομές πειρατικού τύπου ή από άλλο κίνδυνο, που υπήρχε ή
διαφαινόταν, όπως, ίσως, εκτεταμένες μετακινήσεις πληθυσμιακών
ομάδων.
Η οχύρωση θεωρείται ως ένα από τα χαρακτηριστικά που
προήλθαν από την Ανατολή, με δεδομένα τα παραδείγματα από
την Mersin της Ανατολίας και τα τείχη της Τροίας. Ενδιαφέρον,
όμως, είναι ότι με παρόμοιο τρόπο είναι οχυρωμένοι οικισμοί του
3000 π. Χ. στην Ισπανία (Los Milares).
Οχυρωμένες ήταν και οι πόλεις του ΒΑ Αιγαίου, όπως η Πολιόχνη
της Λήμνου, η Θερμή της Λέσβου και το Εμποριό της Χίου. Δεν
πρέπει, όμως, να ξεχνάμε τα Νεολιθικά παραδείγματα από τη
Θεσσαλία και τις Κυκλάδες (Σάλιαγκος Πάρου, Στρόφιλας Άνδρου).
Το παλαιότερο παράδειγμα οχύρωσης της Εποχής του Χαλκού
πρέπει να είναι ο περίβολος της Μαρκιανής στην Αμοργό, της ΠΚ
Ι φάσης «Πηλού».

Οι περισσότερες οχυρώσεις είναι της ΠΧ ΙΙ περιόδου. Συνήθως


είναι λεπτές κατασκευές, αλλά, σε αρκετές περιπτώσεις, είναι τείχη
διπλά και διαθέτουν πεταλόσχημους (σε σχήμα U), ημικυκλικούς
ή ορθογώνιους πύργους ή προμαχώνες. Πύργους έχει το τείχος
στο Καστρί της Σύρου, στη Λέρνα και στο Παλαμάρι της Σκύρου.
Στην Κολώνα της Αίγινας, που είναι διαρκώς οχυρωμένη, ένας
ορθογώνιος πύργος υψώνεται δίπλα στην πιο πρώιμη πύλη για
καλύτερη άμυνα.
Η δημιουργία οχυρωμένων οικισμών με τη συγκέντρωση
πληθυσμού σε αυτούς και, παράλληλα, η οικοδόμηση μεγάλων /
μνημειωδών κτηρίων σε κάποιους από τους οικισμούς,
υποδηλώνει, πιθανώς, σύμφωνα με κάποιες απόψεις, την ύπαρξη
υποτυπωδών κρατών με «πρωτεύουσες», αν και αυτό δεν φαίνεται
να ισχύει σε όλες τις περιπτώσεις.
35

Κυκλάδες

Η Σύρος, στο κέντρο των Κυκλάδων, αναπτύσσεται ιδιαίτερα


κατά την Πρωτοκυκλαδική Εποχή. Στα βόρεια του νησιού
δημιουργείται ένας μεγάλος οικισμός στη Χαλανδριανή (ΠΚ ΙΙ,
2700- 2300 π.Χ.). Λίγο αργότερα, στη γειτονική θέση Καστρί
(φάση Καστρί 2300- 2200 π.Χ.) ιδρύεται μικρός οικισμός, που,
όμως, έχει εντυπωσιακή οχύρωση.
Στην πιο εκτεθειμένη του πλευρά υπάρχει τείχος, μήκους 70
μέτρων και πάχους έως 1.10 μ. Σε απόσταση 4.50 – 6.50 μέτρα
υπάρχει προτείχισμα, που ακολουθεί το φυσικό τόξο του λόφου. Οι
άλλες τρεις πλευρές ήταν απόκρημνες, άρα φυσικά οχυρωμένες.
Σώζονται πέντε πύργοι, εσωτερικά κοίλοι, δύο από τους οποίους
επικοινωνούσαν με το εσωτερικό της ακρόπολης, το οποίο έχει
έκταση περίπου 2500 τ.μ. Στο εσωτερικό οδηγεί μία κεντρική πύλη
μέσω ενός πύργου και μία πυλίδα μεταξύ δύο άλλων πύργων.
Τα οικήματα είναι από πέτρες, έχουν ακανόνιστα σχήματα και
είναι αμελούς κατασκευής. Είναι διατεταγμένα κατά το περίκεντρο
σύστημα.
Στο Καστρί ήταν ανεπτυγμένη η μεταλλουργία, όπως μαρτυρούν
οι πήλινες χοάνες τήξης, που βρέθηκαν εδώ, όπως και οι λίθινες
και πήλινες μήτρες, για την κατασκευή μεταλλικών όπλων και
εργαλείων. Ένας χώρος, μάλιστα, θεωρείται εργαστήριο
μεταλλοτεχνίας. Επίσης, βρέθηκαν σημαντικά μεταλλικά ευρήματα,
όπως ένα αργυρό διάδημα, με στικτή παράσταση δύο αντωπών
ζώων και δύο ανθρώπινων μορφών με κεφαλή πτηνού, εναλλάξ με
δίσκους που περικλείουν αστέρια.
Μεταξύ τείχους και προτειχίσματος βρέθηκε μεγάλος αριθμός
μεγάλων χαλικιών, τα οποία ως όπλα θα είχαν ριχτεί εκεί με το χέρι
ή με σφενδόνες, σε μία ίσως ύστατη προσπάθεια υπεράσπισης
της θέσης.

Στον Πάνορμο της Νάξου, στο ΝΑ τμήμα του νησιού,


δημιουργείται μία πολυδαίδαλη ΠΚ ΙΙ ακρόπολη. Τείχος πάχους 1-
2 μέτρων, με επτά πύργους περικλείει ένα χώρο μόλις 20 Χ25
μέτρων, όπου συνωστίζονται περί τα είκοσι δωμάτια, με μικρά
περάσματα ανάμεσά τους. Τείχος και τοίχοι αποτελούνται από
αργούς (ακατέργαστους), πλακωτούς λίθους και πηλό ως
συνδετικό υλικό. Μπροστά στην είσοδο βρέθηκαν μεγάλα,
θαλάσσια βότσαλα, σπασμένα μεγάλα αγγεία και ίχνη φωτιάς, που
μαρτυρούν κάποιες δραματικές στιγμές – ίσως τις τελευταίες – του
μικρού οχυρού.
36

Σποράδες

Ο ΠΧ ΙΙΙ (τέλος 3ης χιλιετίας) οικισμός στο Παλαμάρι της


Σκύρου, στα ΒΑ του νησιού, βρίσκεται σε λόφο δίπλα στη
θάλασσα και, από την πλευρά της ξηράς, προστατεύεται από
ισχυρό τείχος, με συνεχείς, πεταλόσχημους πύργους – ένα
εξαιρετικό δείγμα οχυρωματικής τέχνης της εποχής. Έχουν
ανασκαφεί δύο συγκροτήματα οικιών εκατέρωθεν ενός κεντρικού
δρόμου. Ήταν ένα καλά οργανωμένο πρωτοαστικό κέντρο, σε
κομβικό σημείο για τον έλεγχο των θαλάσσιων δρόμων
επικοινωνίας με το ΒΑ Αιγαίο και την Τροία. Ασχολούμενο με τη
διακίνηση προϊόντων στο Αιγαίο, συνέχισε να υπάρχει και κατά τη
Μέση Εποχή του Χαλκού.

ΤΑΦΟΙ ΚΑΙ ΤΑΦΙΚΑ ΕΘΙΜΑ

Οι τάφοι της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού παρουσιάζουν μεγάλη


ποικιλία τύπων ως προς την κατασκευή και το σχήμα, αλλά τα
ταφικά έθιμα δεν φαίνεται να διαφέρουν πολύ μεταξύ των
περιοχών.
Οι ταφές είναι όλες ενταφιασμοί - καύσεις δεν υπάρχουν, εκτός
ίσως από τη Λευκάδα, όπου, όμως, και ο τύπος των τάφων είναι
διαφορετικός.
Οι νεκροί τοποθετούνται σε συνεσταλμένη στάση, κάτι που
πιθανόν να έχει κάποια ιδεολογική ή τελετουργική σημασία, αν δεν
σχετίζεται μόνο με τις μικρές διαστάσεις των τάφων, για
εξοικονόμηση χώρου και κόπου.
Συνοδεύονται από κτερίσματα –αγγεία, όπλα, κοσμήματα και,
στις Κυκλάδες, ειδώλια-, σε ποσότητα ανάλογη μάλλον με την
οικονομική ή κοινωνική κατάσταση του νεκρού.

Στην Ηπειρωτική Ελλάδα οι τάφοι είναι συνήθως οικογενειακοί.


Συνηθίζονται οι πολλαπλές ταφές σε ένα τάφο/ σε ένα χώρο,
συχνά με μετακίνηση/ παραμερισμό των οστών των παλαιοτέρων
νεκρών.

Στις Κυκλάδες κατά την ΠΚ Ι περίοδο συνηθέστερη είναι η χρήση


του τάφου για ένα μόνο νεκρό. Κατά την ΠΚ ΙΙ οι τάφοι
χρησιμοποιούνται για περισσότερους νεκρούς. Για την τοποθέτησή
τους μέσα στους τάφους δημιουργείται με χρήση πλακών ένας ή
37

περισσότεροι «όροφοι», όπου φιλοξενούνται διαδοχικές,


μεμονωμένες ταφές. Στις Κυκλάδες συνήθως οι τάφοι είναι κτιστοί
και έχουν συγκλίνουσα οροφή (corbelled roof), που, μετά την
ταφή, έκλεινε με καλυπτήρια πλάκα. Εντούτοις, διαθέτουν ψευδή
είσοδο στη μία πλευρά.

Υπάρχουν στοιχεία που δείχνουν ότι γίνονταν τελετές προς τιμήν


των νεκρών, μάλλον σε σχέση με την ταφή, αλλά δεν υπάρχουν
σαφή στοιχεία για λατρεία των νεκρών.

Τα νεκροταφεία βρίσκονταν συνήθως εκτός των ορίων του


οικισμού. Λίγες είναι οι περιπτώσεις ταφών intra muros, δηλαδή
μέσα στους οικισμούς, κυρίως ταφές παιδιών, όπως στην Ασίνη
και τη Λέρνα.
Τα νεκροταφεία, τόσο στην Ηπειρωτική Ελλάδα, όσο και στις
Κυκλάδες, είναι συνήθως μικρά. Αντιπροσωπεύουν τις ταφές μιας
οικογένειας ή ενός γένους.
Παρόλ’ αυτά υπάρχουν αρκετά μεγαλύτερα νεκροταφεία, όπως
αυτό της Χαλανδριανής στη Σύρο, που σώζει 650 τάφους, αλλά
που αρχικά μπορεί να ήταν περισσότεροι από 1000.
Επίσης, στη Μάνικα Ευβοίας ο αριθμός των τάφων είναι πολύ
μεγάλος, περί τους 4000, αφού και ο οικισμός ήταν πολύ
εκτεταμένος.

Οι τύποι των τάφων της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού είναι


οι εξής:

Πρωτοχαλκή Ι περίοδος

Κατά την ΠΧ Ι περίοδο τόσο στην Ηπειρωτική Ελλάδα, όσο και


στις Κυκλάδες συνηθίζονται:

οι λάκκοι, οι κιβωτιόσχημοι και οι κτιστοί τάφοι.

Στην Κρήτη

Α. Κυκλικοί τάφοι
Κατ’ αυτή την πρώιμη περίοδο, στη νότια Κρήτη (και όχι σε
άλλες περιοχές του Αιγαιακού χώρου), εμφανίζεται ο τύπος του
κυκλικού, κτιστού με πέτρες τάφου, που είναι χαρακτηριστικός
στην περιοχή της Μεσαράς και της Λεβήνας.
38

Έχουν βρεθεί περίπου 70 κυκλικοί τάφοι σε περίπου 45 θέσεις.


Ξεκινούν από την Τελική ΝΛ και χρησιμοποιούνται για περίπου μια
χιλιετία, ενώ, σε μερικές περιπτώσεις (π.χ. στο Καμηλάρι),
χρησιμοποιούνται μέχρι και στην Ύστερη Εποχή του Χαλκού (ΥΜ
ΙΑ, ίσως έως και ΙΙΙΑ). Σε μια περιοχή δύο ή και τρεις τέτοιοι τάφοι
μπορεί να χρησιμοποιούνται παράλληλα, άρα, πιθανώς, να
ανήκαν σε οικογένειες ή γένη.
Στους τάφους αυτούς υπάρχουν συνήθως δεκάδες, μερικές
φορές και εκατοντάδες νεκροί. Συχνά, στους εξωτερικούς τοίχους,
ακουμπούν προσθήκες, επιπλέον ορθογώνιοι χώροι, που άλλες
φορές φαίνεται να είχαν κατασκευασθεί συγχρόνως με τον τάφο,
άλλες φορές αργότερα.
Η διάμετρος των τάφων αυτών κυμαίνεται μεταξύ 4 και 13
μέτρων. Οι τοίχοι είναι λίθινοι και παχείς, από 0.70 –2.50 μέτρα.
Οι είσοδοι είναι μικρές, χαμηλές, και στεγάζονταν με ένα ως τρία
ανώφλια. Σε μία περίπτωση (Μεγάλη Σκηνή) πάνω από το ανώφλι
σώζεται ένα τριγωνικό κενό (σαν ανακουφιστικό τρίγωνο) για να
ελαφραίνει το βάρος της ανωδομής πάνω από το άνοιγμα.
Μεγάλη επιστημονική συζήτηση έχει γίνει για το θέμα του τρόπου
στέγασης των τάφων αυτών, για την ασαφή καταγωγή του τύπου,
καθώς και για την πιθανότητα να αποτελούν το πρότυπο για τους
μυκηναϊκούς θολωτούς τάφους της ηπειρωτικής Ελλάδος.

Ως προς τη στέγη:

Έχει υποστηριχθεί στο παρελθόν (Κ. Branigan) ότι η στέγη αυτών


των τάφων ήταν επίπεδη, από φθαρτά υλικά ( ξύλα) και μπορούσε
εύκολα να ανοίγει, όταν χρειαζόταν.
Ο S. Hood υποστήριξε ότι ήταν θολωτή, ίσως από ξύλα και
πλίθρες. Κατάλοιπα τέτοιων υλικών δεν έχουν βρεθεί, όμως η
θολωτή στέγη είναι πιο πρακτική, πιο «φυσική», ταιριάζει
καλύτερα σε κτίσματα κυκλικά και μεγάλα. Μια στέγη επίπεδη δεν
θα μπορούσε να σταθεί χωρίς εσωτερικά στηρίγματα – και δεν
έχουν βρεθεί τέτοιες μαρτυρίες.
Μάλιστα, σε μερικές περιπτώσεις, έχουν βρεθεί μέσα στους
τάφους όγκοι από πέτρες, που μάλλον έχουν προέλθει από
κατάρρευση του θόλου. Επίσης, το συχνά μεγάλο πάχος των
τοίχων χαμηλά, δηλώνει προφανώς την πρόθεση να στηρίξουν μια
βαριά ανωδομή. Ακόμη, μερικές φορές οι τοίχοι εμφανίζουν
εσωτερικά μία μικρή κλίση, που σημαίνει ότι θα κατέληγαν σε
θόλο.
Αυτά φαίνονται αρκετά ισχυρά επιχειρήματα υπέρ της θολωτής
στέγασης, όμως άλλοι μελετητές δεν τα δέχονται, λέγοντας ότι η
39

ποσότητα των πεσμένων λίθων δεν ήταν αρκετή για να


ολοκληρώσει μια θόλο και ότι οι πεσμένοι λίθοι ήταν διαφορετικοί
από τους άλλους ή ότι τα θεμέλια δεν ήταν αρκετά ισχυρά. Όμως,
ο ΜΜ ΙΑ θολωτός τάφος των Αρχανών, διατηρείται σχεδόν εξ
ολοκλήρου από πέτρες και είναι ενδεικτικός. Έτσι, δεν μπορεί αν
αποκλεισθεί το ενδεχόμενο οι τάφοι αυτοί να είχαν λίθινη, θολωτή
στέγη.

Ως προς την καταγωγή:

Μερικοί μελετητές υποστηρίζουν ότι το σχήμα έχει καταγωγή


εκτός ελλαδικού χώρου: σε κυκλικά κτήρια της Συρίας (που, όμως,
είναι 500 χρόνια παλιαότερα) ή σε τάφους της Αιγύπτου ή στα
κυκλικά κτήρια της Χοιροκοιτίας της Κύπρου, που, όμως, είναι της
Αρχαιότερης Νεολιθικής περιόδου.
Άλλοι μελετητές θεωρούν ότι το σχήμα είναι ελλαδικής
εμπνεύσεως –ίσως από τα σπήλαια και τις εκεί ταφές- και
παρατηρούν ότι, στη διάρκεια του χρόνου, και διατηρείται και
εξελίσσεται τυπολογικά. Μερικοί, μάλιστα θεωρούν ότι από αυτό
προήλθε και ο τύπος του θολωτού τάφου των ΥΕ χρόνων στην
Ηπειρωτική Ελλάδα.

Ως προς τη σχέση με τους θολωτούς τάφους της ηπειρωτικής


Ελλάδας:
Μεταξύ των δύο τύπων υπάρχουν αναντίρρητα ομοιότητες, ως
προς το κυκλικό σχήμα και τη δόμηση με λίθους, την πλευρική
είσοδο και τη μακρά χρήση.
Υπάρχουν, όμως, και διαφορές: οι θολωτοί τάφοι της ηπειρωτικής
Ελλάδος έχουν με βεβαιότητα θολωτή/ τοξωτή ανωδομή, είναι
κτισμένοι κατά το εκφορικό σύστημα, δεν είναι πάντα υπέργειοι,
έχουν ψηλή, επιβλητική είσοδο και διαθέτουν επιμήκη δρόμο, που
οδηγεί προς αυτήν. Είναι οικογενειακοί τάφοι και φαίνεται πως
ανήκαν σε σημαντικά πρόσωπα, όπως υποδηλώνουν τα πλούσια
κτερίσματα.
Οι κυκλικοί τάφοι της Κρήτης έχουν χαμηλή είσοδο και δεν
διαθέτουν δρόμο. Αντίθετα, έχουν προσκτίσματα και περιέχουν
μέγα πλήθος νεκρών όντας, μάλλον, τάφοι κοινοτικοί.
Γενικά, οι κυκλικοί τάφοι της Κρήτης χαρακτηρίζουν ιδιαίτερα την
Πρώιμη Εποχή του Χαλκού, ενώ οι θολωτοί τάφοι την Ύστερη
Εποχή του Χαλκού.

Β.Ευθύγραμμοι «οίκοι – τάφοι στην Κρήτη


40

Στη βόρεια και ανατολική Κρήτη (αντίθετα με τη νότια)


συνηθίζονται οι ευθύγραμμοι «οίκοι – τάφοι», με πλήθος ταφών.
Τέτοιοι, πολύ καλοφτιαγμένοι τάφοι, υπάρχουν στο ΠΜ ΙΙ-ΙΙΙ νησάκι
του Μόχλου, και περιείχαν θαυμάσια, χρυσά ευρήματα. Ανάλογοι
τάφοι στο Φουρνί Αρχανών χρησιμοποιούνται για αιώνες, από την
ΠΜ ΙΙ μέχρι την ΥΜ ΙΙΙΑ2 περίοδο.

Από την ΠΜ ΙΙΙ και μετά, σε όλη την Κρήτη, αποτελεί κοινό έθιμο
η τοποθέτηση των σκελετικών καταλοίπων σε πήλινους πίθους
και λάρνακες.
Οι λάρνακες είναι πήλινα φέρετρα, σκεύη γενικώς ορθογώνια, που
κατά την ΠΜ περίοδο έχουν συνήθως ελλειπτικό σχήμα, δεν έχουν
πόδια και είναι αδιακόσμητες. Αργότερα εξελίσσονται.
Τοποθετούνται είτε μέσα σε λάκκους, είτε μέσα στους κτιστούς
τάφους.

Οι πίθοι αρχίζουν να χρησιμοποιούνται για ταφές στα τέλη της


ΠΜ εποχής και διαδίδονται κατά τη ΜΜ περίοδο στην Κρήτη.
Εκτός Κρήτης, εμφανίζονται στη Λευκάδα από την ΠΕ ΙΙ περίοδο
ήδη, ενώ έχουν βρεθεί ταφές σε πίθους στο νεκροταφείο της
Τελικής ΝΛ στην Κεφάλα της Κέας. Στη Δυτική Ανατολία
υπάρχουν ταφές σε πίθους κατά την ΠΧ περίοδο. Στην Ηπειρωτική
Ελλάδα θα διαδοθούν σε ορισμένες περιοχές ιδιαίτερα κατά την
επόμενη, Μέση Εποχή του Χαλκού.

Γ. Λαξευτοί θαλαμωτοί τάφοι στην Κρήτη


Απαντούν μόνο στο νεκροταφείο της Αγίας Φωτιάς αυτή την
περίοδο, όπου συνηθίζονται οι πολλαπλές ταφές, όπως και στο
αντίστοιχο νεκροταφείο της Μάνικας στην Εύβοια.

Πρωτοχαλκή ΙΙ περίοδος

Οι τύποι των τάφων της ΠΧ ΙΙ περιόδου στην Ηπειρωτική


Ελλάδα και τις Κυκλάδες είναι:

1) Οι απλοί λάκκοι, σκαμμένοι στο έδαφος, που δεν είναι


συχνοί στο νότιο Αιγαίο. Στην Κόρινθο έχει βρεθεί ένας βαθύς
λάκκος ή φρέαρ με 20 σκελετούς.

2) Οι περισσότεροι τάφοι είναι κιβωτιόσχημοι, δηλαδή λάκκοι


ορθογώνιοι ή τραπεζοειδείς, επενδεδυμένοι με όρθιες πλάκες.
41

Πλάκες χρησιμοποιούνται για τη στέγαση και μερικές φορές και


στο δάπεδο. Στη μία πλευρά υπάρχει είσοδος, που μοιάζει με
ταφικό δρόμο και ένα είδος θύρας. Πιθανώς, όμως, ο ενταφιασμός
γινόταν από πάνω, από την οροφή. Οι τάφοι μερικές φορές έχουν
περίβολο από μια στρώση λίθων, όπως αυτοί του Μαραθώνα.

3)Τάφοι κτιστοί, δηλ. λάκκοι διαφόρων σχημάτων, μερικοί


κυκλοτερείς, με τα τοιχώματα κτισμένα με μικρούς λίθους. Μερικά
τοιχώματα είναι κτισμένα κατά τον εκφορικό τρόπο, δηλ.
συγκλίνουν προς τα επάνω (Χαλανδριανή). Μερικοί κτιστοί τάφοι
έχουν όροφο, που δημιουργείται με την προσθήκη πλάκας στο
εσωτερικό (Αβδέλι Νάξου) για μια επιπλέον ταφή.

4) Υπάρχουν θαλαμοειδείς τάφοι, λαξευμένοι σε μαλακό


συνήθως πέτρωμα. Έχουν ένα κατακόρυφο λάκκο, ως «δρόμο»,
που οδηγεί κάτω, στον ταφικό θάλαμο, που συνήθως είναι
τραπεζοειδής (Μάνικα Ευβοίας). Είναι ίσως οι πρόδρομοι των
Μυκηναϊκών θαλαμωτών τάφων. Τέτοιοι τάφοι δεν απαντούν στις
Κυκλάδες, παρόλ’ αυτά στη Μάνικα πολλά είναι τα ευρήματα με
εμφανείς κυκλαδικές επιρροές.

Στην Ηπειρωτική Ελλάδα οι τάφοι είναι συνήθως οικογενειακοί


και εμφανίζουν πολλαπλές ταφές. Στις Κυκλάδες συνηθίζονται οι
μεμονωμένες ταφές.

Σε μερικές θέσεις της Αττικής, όπως στη θέση Τσέπι του


Μαραθώνα και στον Άγιο Κοσμά, έχουν ανασκαφεί νεκροταφεία,
με εμφανείς κυκλαδικές επιδράσεις, τέτοιες, που οι θέσεις αυτές να
θεωρούνται αποικίες Κυκλαδιτών στον ηπειρωτικό χώρο.
Υπάρχουν μαρμάρινα ειδώλια εγχώριας κατασκευής, παραλλαγές
των κυκλαδικών, κυκλαδικού τύπου σκεύη, όπως τα
«τηγανόσχημα», καθώς και αντικείμενα από οψιανό. Συγχρόνως,
υπάρχουν και αντικείμενα, που συνηθίζονται και στην Ηπειρωτική
Ελλάδα, όπως τα φιαλίδια και οι κύμβες.

5) Εντελώς διαφορετικό εμφανίζεται το Νεκροταφείο των


λεγόμενων τάφων R στο Στενό (Νυδρί) της Λευκάδας.
Εδώ έχουν ανασκαφεί από τον Dörpfeld 33 κυκλικοί τάφοι -
τύμβοι, που έχουν αποκληθεί «βασιλικοί», για τα πολύτιμα
κτερίσματά τους. ΄Εχουν διάμετρο που κυμαίνεται από 3-10 μέτρα
και έχουν κατασκευασθεί από συσσωρευμένους λίθους, που
περιβάλλονται από κτιστή, χαμηλή κρηπίδα.
42

Μέσα σε κάθε τύμβο υπήρχαν διάφορα είδη τάφων: απλοί


λάκκοι, κιβωτιόσχημοι ή κτιστοί τάφοι ή ταφικοί πίθοι (ύψος μέχρι
1.10μ.), με τους νεκρούς –περίπου 55 ενήλικες και παιδιά- σε
συνεσταλμένη στάση. Σε ορισμένες περιπτώσεις μόνον υπήρχαν
ίχνη καύσης πάνω στους τύμβους.

Αυτού του τύπου τάφοι-τύμβοι δεν έχουν παράλληλα στην


Ανατολική Ελλάδα κατά την ΠΧ εποχή. Μπορούν μόνο να
συσχετισθούν με τους μεταγενέστερους ΜΕ τύμβους της Δυτικής
Ελλάδος, των οποίων ίσως αποτελούν πρόδρομη μορφή, όπως
και των ταφών σε πίθους.

Τα κτερίσματα ήταν αγγεία, μερικά του χαρακτηριστικού ΠΕ ΙΙ


τύπου της «κύμβης» (σαλτσιέρας), αλλά και τεφρά εγχάρακτα ΠΕ
ΙΙΙ – ΜΕ Ι αγγεία, χάλκινα όπλα και χρυσά κοσμήματα, όπως τα
χρυσά, σπειροειδή βραχιόλια, που θεωρείται ότι μοιάζουν με της
ανατολικής Ελλάδος.

Ιερά Κτίσματα - Θρησκεία

Ελάχιστα είναι τα στοιχεία εκείνα της Πρώιμης Εποχής του


Χαλκού, στα οποία θα μπορούσε να θεμελιωθεί κάποια
συγκεκριμένη εικόνα για τη θρησκεία της εποχής. Υπάρχουν μόνο
μερικές ενδείξεις.
Στη Λέρνα, στην μνημειώδη Οικία BG, την λίγο πρωιμότερη της
Οικίας των Κεράμων, υπήρχε μια μεγάλη κυκλική εστία, με
εγχάρακτες διακοσμήσεις στην περιφέρεια. Στο κέντρο της υπήρχε
κοίλωμα σε σχήμα διπλού πελέκεως, γεμάτο στάχτη. Δεν μπορεί
παρά να θεωρηθεί ότι είχε κάποιο τελετουργικό χαρακτήρα.
Στην ΠΕ Ι Εύτρηση υπάρχει μεγάλο κυκλικό κτίσμα, με λίθινο
τοίχο γύρω του και μια βαθειά χοάνη στο εσωτερικό του, με
διάμετρο 6.40μ. και βάθος 3.20μ, που αποκαλείται «Χάσμα».
Ίσως σχετίζεται με κάποια χθόνια λατρεία.
Στην Εύτρηση των ΠΕ ΙΙ χρόνων βρέθηκε η «Οικία L» , με
ακανόνιστο σχήμα L (με μήκος περί τα 15 μ. και πλάτος 6-9 μ.),
αποτελούμενη από τρεις χώρους.
Στον τελευταίο χώρο βρέθηκαν δύο εστίες, και, σε κεντρικό του
σημείο, ένα «θρανίο» (κτιστή κατασκευή) από πέτρες και πηλό,
μάλλον βωμός. Κοντά του βρέθηκε πήλινη, κυκλική πλάκα με
προεξέχον χείλος, που είχε διάμετρο 1.20μ. και πάχος 27 εκ.
Πάνω της υπήρχαν ίχνη πυράς και οστά ζώων. Ανάμεσά τους
υπήρχε φρέαρ, μέσα στο οποίο υπήρχαν μικρά κύπελλα. Κοντά,
43

βρέθηκε ρυτό σε σχήμα ταύρου. Τα ευρήματα δημιουργούν εικόνα


διεξαγωγής κάποιας τελετουργίας.
Στις Λιθαρές, ένα οίκημα, αποτελούμενο από τέσσερα δωμάτια,
θεωρήθηκε ιερό. Ο κυριότερος χώρος του έχει είσοδο στον
κεντρικό δρόμο. Στο κέντρο του χώρου αυτού, κοντά σε ένα σωρό
«κεκαυμένης γης», βρέθηκαν 16 ειδώλια ταύρων, και, έτσι, ο
χώρος ονομάστηκε «Ιερό των Ταύρων».
Παρόλ’ αυτά, καμένη γη (δηλ. χώμα με ίχνη φωτιάς) υπάρχει και
σε άλλα σημεία του οικισμού, ενώ ο χώρος μπορεί να μην είναι
κάτι περισσότερο από αποθήκη ή εργαστήριο κατασκευής
ειδωλίων, αν και δεν υπάρχουν άλλα, σχετικά στοιχεία.

ΜΙΚΡΟΠΛΑΣΤΙΚΗ - ΤΑ ΚΥΚΛΑΔΙΚΑ ΕΙΔΩΛΙΑ

Κατά την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού στον τομέα της


μικροπλαστικής κυριαρχούν οι Κυκλάδες, με την παραγωγή
μοναδικής τέχνης ειδωλίων. Τα Κυκλαδικά ειδώλια είναι μικρά,
ανθρωπόμορφα αγαλματίδια, κατασκευασμένα αποκλειστικά από
λευκό μάρμαρο.
Το γεγονός ότι σε πολλά νησιά των Κυκλάδων υπάρχει σε
αφθονία το μάρμαρο ως πρώτη ύλη, φαίνεται ότι ευνόησε την
ενασχόληση των ανθρώπων με τη λιθοτεχνία. Έτσι, παρήχθη
πλήθος μαρμάρινων αγγείων σε διάφορα μεγέθη και σχήματα,
μερικά από τα οποία έχουν παράλληλα στην αγγειοπλαστική, και
τα οποία διακρίνονται για τη συμμετρία τους, τα ισορροπημένα
τους σχήματα και τη δεξιοτεχνία στην κατασκευή. Κορυφαία, όμως,
δημιουργήματα των Πρωτοκυκλαδιτών είναι τα μαρμάρινα ειδώλια.
Είναι έργα υψηλής αισθητικής, φτιαγμένα από αληθινά
εμπνευσμένους δημιουργούς.
Τα ειδώλια, στο μεγαλύτερό τους ποσοστό, έχουν βρεθεί σε
τάφους, αντίθετα με τα Νεολιθικά ειδώλια, που έχουν κυρίως
ανευρεθεί σε οικισμούς. Σε ένα νεκρό μπορεί να αντιστοιχούν
πολλά ειδώλια.
Παριστάνουν θεούς ή ανθρώπους, σύμφωνα με διαφορετικές
ερμηνείες.
Τα κυκλαδικά ειδώλια έχουν μέγεθος σχετικά μικρό, γύρω στα
20-30 εκ. και σπάνια φθάνουν μέχρι το 1.50μ., ως έργα πλέον
μνημειακής γλυπτικής.
Αναπαριστούν κυρίως γυναικείες μορφές, όρθιες ή ξαπλωτές,
γυμνές, με χέρια διπλωμένα κάτω από το στήθος ή πάνω στην
κοιλιά, μερικές φορές εγκυμονούσες.
44

Οι όρθιες ανδρικές μορφές αναπαριστούν κυνηγούς ή


πολεμιστές ή μουσικούς που παίζουν αυλό (αυλητές). Οι καθιστές
ανδρικές μορφές παίζουν άρπα (αρπιστές) και μία τουλάχιστον
κρατά κύπελλο. Σπανιότερες είναι οι διπλές ή οι τριπλές μορφές.
Ελάχιστα ειδώλια είναι απροσδιόριστου φύλου.
Μερικά -τα πιο πρώιμα και τα πιο ύστερα- είναι
σχηματοποιημένα. Τα ειδώλια των ώριμων ΠΚ ΙΙ χρόνων είναι
φυσιοκρατικά, αλλά με έντονα αφαιρετική διάθεση. Οι μορφές είναι
λεπτές, ραδινές, «πνευματοποιημένες» – δεν έχουν την υλικότητα
των Νεολιθικών ειδωλίων. ΄Ισως εκφράζουν μια διαφοροποίηση
(σε σχέση με τη Νεολιθική εποχή) στις αντιλήψεις, είτε τις
θρησκευτικές είτε τις καλλιτεχνικές.
Τα περισσότερα ειδώλια αναπαριστούν την ανθρώπινη μορφή
με τρόπο λιτό, γεωμετρικό και στην ίδια, ουσιαστικά, στάση, που
είναι στάση ακινησίας. Η κατασκευή ακολουθεί για αιώνες
συγκεκριμένους καλλιτεχνικούς κανόνες και συμβάσεις. Όμως,
παρόλο που οι κανόνες γενικά είναι σεβαστοί, αναπτύσσονται
πολλοί τύποι και παραλλαγές, ενώ διακρίνονται και ομάδες έργων,
που, από κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους, μπορούν να
αποδοθούν σε συγκεκριμένα «χέρια», σε συγκεκριμένους
καλλιτέχνες, που εργάζονταν μεμονωμένα ή σε εργαστήρια.
Συνολικά, ακολουθείται μεν ο γενικός κανόνας, αλλά ο κάθε
καλλιτέχνης εκφράζεται προσωπικά και αναπτύσσει τη δική του
δεξιοτεχνία. Η εξισορρόπηση ανάμεσα στον κανόνα και την
ελεύθερη έκφραση καθιστά τα κυκλαδικά ειδώλια μοναδικά.
Οι μορφές αρχικά, αλλά και αργότερα, είναι συχνά σχηματικές
και επίπεδες. Μερικές φορές κάποιες εγχαράξεις, ανάγλυφα ή
χρώματα υπογραμμίζουν λεπτομέρειες, όπως η μύτη, τα αυτιά, τα
μάτια, η κοιλιά, το ηβικό τρίγωνο ή απεικονίζουν την πιθανή
συνήθεια να διακοσμείται το πρόσωπο ή το σώμα με χρώματα
(κόκκινο, μπλε).
Η συνεχής ενασχόληση του Κυκλαδίτη γλύπτη με το
συγκεκριμένο εξαιρετικό υλικό, το κυκλαδικό μάρμαρο, τον οδηγεί,
τελικά, και στην κατάκτηση της τρίτης διάστασης, που εκφράζεται
σε θαυμάσια έργα, όπως οι καθιστές μορφές του αρπιστή ή του
«προπίνοντος».
Οι απλές και καθαρές γραμμές των κυκλαδικών ειδωλίων και η
αφαιρετικότητα στην απόδοση των μορφών καταδεικνύουν τη
δυνατότητα του Κυκλαδίτη καλλιτέχνη να αναζητήσει και να
εστιασθεί στο ουσιώδες της ανθρώπινης ύπαρξης. Όπως το ίδιο,
το απόλυτα λιτό κυκλαδικό τοπίο του υπαγορεύει. Όπως το
καταιγιστικό κυκλαδικό φως του επιτρέπει. Ο κυκλαδίτης
μαρμαρογλύπτης ήταν τμήμα ο ίδιος μιας ζωής που καθοριζόταν
45

από τη λιτότητα και την εξυπηρέτηση της ανάγκης μόνο και όχι της
φλυαρίας. Μιας ζωής, όπου κυριαρχούσε με απόλυτη καθαρότητα
και διαπεραστική ένταση το φως. Αλλά και μιας ματιάς, που
μπορούσε να απλώνεται στο γύρω πέλαγος και να διευρύνει τους
ορίζοντές της. Έτσι, ο καλλιτέχνης, σεβόμενος τον φυσικό κανόνα
της απλότητας, καταφέρνει συγχρόνως να επιτύχει αυτή την
τολμηρή απόδοση της ανθρώπινης μορφής. Σεβόμενος την ύλη
και το χώρο, καταφέρνει συγχρόνως να τα υπερβεί, προσδίδοντας
στα έργα του μια λεπτή πνευματικότητα.

Η καταγωγή των κυκλαδικών ειδωλίων ανάγεται, πιθανόν, στα


σχηματοποιημένα ειδώλια της Νεολιθικής εποχής, ενώ υπάρχουν
ομοιότητες με αντίστοιχα δημιουργήματα στη Μ. Ασία.

Η παραγωγή των κυκλαδικών ειδωλίων ξεκινά κατά την ΠΚ Ι


περίοδο, φθάνει στο απόγειό της κατά τη διάρκεια της ΠΚ ΙΙ (2800-
2300 π.Χ.) και παρακμάζει κατά την ΠΚ ΙΙΙ φάση.

Οι τύποι των κυκλαδικών ειδωλίων

Τα ειδώλια κατατάσσονται σε διάφορους τύπους και


παραλλαγές, ανάλογα με το σχήμα τους. Οι τύποι έχουν πάρει το
όνομά τους από τις διάφορες θέσεις των Κυκλάδων, όπου έχουν
βρεθεί τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα.

Κατά την Πρωτοκυκλαδική Ι περίοδο (3200-2800 π.Χ.), στη


λεγόμενη φάση Πηλού, κυριαρχούν τα σχηματοποιημένα ειδώλια.

-Μερικά ελάχιστα απέχουν από απλά βότσαλα, που μόνον αδρά


έχουν πάρει ανθρώπινη μορφή.
-Τα πιο χαρακτηριστικά ειδώλια της εποχής είναι τα βιολόσχημα:
μία επιμήκης προεξοχή αποδίδει το κεφάλι με τον λαιμό, ενώ το
σώμα στενεύει στη μέση, ώστε το σύνολο να παίρνει σχήμα
βιολιού. Σπάνια αποδίδονται κάποιες ανατομικές λεπτομέρειες.

Κατά την ΠΚ Ι περίοδο, όμως, αναπτύσσονται και φυσιοκρατικά


ειδώλια του τύπου Πλαστηρά {Πάρου}. Αυτά πιθανώς αποτελούν
τη συνέχεια των Νεολιθικών φυσιοκρατικών ειδωλίων.
- Έχουν κεφάλι «αμυγδαλόσχημο», πολύ ψηλό λαιμό και έντονες
καμπύλες στη λεκάνη και τους μηρούς, ενώ τα σκέλη είναι
διαχωρισμένα.
- Τα πέλματα είναι οριζόντια (όρθια στάση).
46

-Τα χέρια, λυγισμένα στους αγκώνες σχεδόν σε ορθή γωνία,


φέρονται κάτω από το στήθος, έτσι, ώστε να συναντώνται οι άκρες
των δακτύλων.
-Συχνά αποδίδονται λεπτομερώς τα χαρακτηριστικά του
προσώπου και, μέσα στις κοιλότητες των ματιών, υπάρχουν
ένθετα, σκούρα βότσαλα. Μερικά στο κεφάλι φέρουν κυλινδρικό ή
κωνικό πίλο (σκούφο). Θεωρείται ότι αυτά έχουν συριακές ή
βαλκανικές επιρροές.

Κατά τη μεταβατική φάση Κάμπου εμφανίζεται ο τύπος Λούρου


{Νάξου}, που είναι μεταξύ σχηματικού και φυσιοκρατικού τύπου –
σαν μια αφαιρετική εξέλιξη του τύπου Πλαστηρά. Στον τύπο αυτό
υπάρχει μια αφαιρετικότητα στην απόδοση της ανθρώπινης
μορφής, γενικά, και, ειδικότερα, δεν εμφανίζονται χαρακτηριστικά
του προσώπου ή ανατομικές λεπτομέρειες του σώματος.
-Τα σκέλη αποδίδονται διαχωρισμένα, κατά αρκετά φυσιοκρατικό
τρόπο,
-αλλά τα χέρια είναι δύο μικρές αποφύσεις μόνο, στο ύψος των
ώμων.
-Το κεφάλι είναι λυρόσχημο και ο λαιμός ψηλός.
-Τα πέλματα είναι οριζόντια.

Κατά την ίδια μεταβατική φάση εμφανίζεται ο λεγόμενος


«προκανονικός τύπος», ειδώλια μεταβατικά μεταξύ του τύπου
Πλαστηρά και του επόμενου, «κανονικού» τύπου , δηλαδή με τις
πρώτες απόπειρες για απόδοση των πήχεων, που είναι
διπλωμένοι ο ένας πάνω στον άλλο, με κάμψη των σκελών και
κλίση του κεφαλιού προς τα πίσω.

Κατά την Πρωτοκυκλαδική ΙΙ περίοδο (2800-2300 π.Χ.)


αναπτύσσεται ο λεγόμενος «κανονικός» τύπος, η «κλασική»
κυκλαδική μορφή:
-το μέτωπο είναι λοξό προς τα πίσω, σε ένα τριγωνικό ή
λυρόσχημο κεφάλι.
-οι βραχίονες είναι σε ορθή γωνία με τους πήχεις, οι οποίοι είναι
τυποποιημένα πλέον διπλωμένοι κάτω από τους μαστούς, ο δεξιός
τοποθετημένος πάντοτε κάτω από τον αριστερό.
-τα σκέλη διαχωρίζονται συνήθως με εγχάραξη και είναι κεκαμμένα
στα γόνατα.
-τα πέλματα αποδίδονται λοξά, ώστε να φαίνεται σαν να πατούν
«στις μύτες».
-διακρίνονται για αυστηρή μετωπικότητα.
47

-οι ανατομικές λεπτομέρειες αποδίδονται άλλοτε ανάγλυφα, άλλοτε


με εγχαράξεις και άλλοτε με χρώμα, συνήθως μπλε (αζουρίτης,
ανθρακικός χαλκός) ή κόκκινο (αιματίτης, οξείδιο του σιδήρου), για
να αποδοθούν τα μάτια, τα μαλλιά, διακοσμητικά μοτίβα στο
πρόσωπο ή κοσμήματα (βραχιόλια, περιδέραια, διαδήματα).
Μερικά ειδώλια αυτού του «κανονικού» τύπου είναι αρκετά ψηλά,
ελάχιστα, πάντως, φθάνουν το σχεδόν φυσικό μέγεθος του 1.50
μέτρου. Αναπαριστούν συνήθως γυμνές γυναικείες μορφές και
πολύ σπανιότερα άνδρες.

Παρά την τήρηση του γενικού αυτού κανόνα, αναπτύσσονται


διάφορες παραλλαγές, ως ιδιαιτερότητες τοπικών εργαστηρίων ή
επιλογές μεμονωμένων καλλιτεχνών. Μερικές παραλλαγές,
χρονικά και εξελικτικά, φαίνεται ότι υπερκαλύπτονται.

Έτσι, παράλληλα με τα «κανονικού τύπου» ειδώλια εμφανίζονται


και τα σχηματικά ειδώλια «τύπου Απειράνθου».

Η παραλλαγή Καψάλων {Αμοργού}, με τους στενούς ώμους και


τη «στρογγυλεμένη πλαστικότητα» (Ρένφριου) είναι, ίσως, η
αρχαιότερη, δηλ. της πρωιμότερης ΠΚ ΙΙ φάσης και είναι αρκετά
κοντά στον «προκανονικό» τύπο.
Τα ειδώλια του τύπου αυτού έχουν:
-αρκετά καμπύλα περιγράμματα (σχετίζονται με τον τύπο
Πλαστηρά),
-ωοειδές κεφάλι,
-στρογγυλεμένους ώμους ευρύτερους της λεκάνης,
-ανάγλυφους βραχίονες και
-έντονη κάμψη στα γόνατα, ενώ
-τα σκέλη διαχωρίζονται λίγο κάτω από τα γόνατα.

Εξέλιξη αποτελεί η παραλλαγή Σπεδού {Νάξου}, που συμπίπτει


με την ακμή των ΠΚ ΙΙ χρόνων (2600-2500 π.Χ.).
Η παραλλαγή αυτή εμφανίζει μορφές πιο σωματώδεις και
στρογγυλεμένες, με πλαστικότητα, τόσο στους ώμους, όσο και στα
πόδια, που σταδιακά εξελίσσεται σε πιο γωνιώδεις μορφές, με
λιγότερη πλαστικότητα.
Είναι η πολυπληθέστερη ομάδα ειδωλίων κανονικού τύπου και
αποτελείται από γυναικείες μορφές- ένα μόνο παράδειγμα
ανδρικής μορφής βρίσκεται στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης.
Οι μορφές διακρίνονται για:
-το λυρόσχημο και κυρτό κεφάλι
-τα καμπύλα εξωτερικά περιγράμματα
48

-τη σχετικά λεπτή μέση


-την έντονη κάμψη στα γόνατα
-από το ότι τα σκέλη χωρίζονται με βαθιά εγκοπή
-τα πέλματα έχουν κλίση προς τα κάτω.

Σε έργα της παραλλαγής Σπεδού έχουν αναγνωρισθεί χέρια


καλλιτεχνών, όπως ο καλλιτέχνης της «Κοπεγχάγης», ο
καλλιτέχνης του «Μουσείου Νάξου» ή ο καλλιτέχνης «Γουλανδρή»
(που τα έργα του αναγνωρίζονται από τη μακριά, κωνική μύτη, τα
στρογγυλεμένα περιγράμματα, τις γραπτές λεπτομέρειες).

Η παραλλαγή Δωκαθισμάτων {Αμοργού} αποτελεί εξέλιξη του


ύστερου τύπου Σπεδού. Τα ειδώλια αυτά είναι μάλλον επίπεδες
μορφές, αλλά είναι οι λεπτότερες, κομψότερες, ραδινότερες
μορφές, που δημιούργησε η Κυκλαδική τέχνη.
-Διακρίνονται για τους ευρείς, λεπτούς και γωνιώδεις ώμους.
-Το κεφάλι είναι τριγωνικό, με επίπεδη κορυφή.
-Οι λεπτομέρειες (ηβικό τρίγωνο, βραχίονες) αποδίδονται με
εγχαράξεις.
-Το ίδιο και ο διαχωρισμός των σκελών, τα οποία παρουσιάζουν
κάμψη στα γόνατα, έτσι που η πλάγια όψη εμφανίζεται
«κυματιστή».
-Οι πήχεις μερικές φορές καμπυλώνονται πάνω από τη συχνά
διογκωμένη κοιλιά.

Από αυτόν τον τύπο προέρχεται η παραλλαγή Χαλανδριανής


{Σύρου}, η οποία, επίσης, αντιπροσωπεύεται κυρίως από
γυναικεία ειδώλια.
-Οι μορφές είναι πιο τετραγωνισμένες και με κοντά πόδια χωρίς
κάμψη.
-Συχνά απουσιάζει η περιοχή της κοιλιάς και οι γλουτοί αρχίζουν
αφύσικα ψηλά.
-Τα χέρια και άλλες λεπτομέρειες αποδίδονται σχηματικά.
-Οι επιφάνειες είναι επίπεδες και τα ειδώλια αυτά εμφανίζονται
σανιδόμορφα. Αυτό, όπως και η έκδηλη σχηματοποίηση,
υποδηλώνουν την αρχή της παρακμής για τη μακραίωνη αυτή
λιθοτεχνική παράδοση – ίσως μέσα στο γενικότερα ταραγμένο
κλίμα των ΠΚ ΙΙΙ χρόνων.

Η παραλλαγή Κουμάσας {Κρήτης} περιλαμβάνει λιγότερα από


40 ειδώλια, που έχουν όλα βρεθεί στην Κρήτη. Είναι κρητικά
δημιουργήματα, πιθανόν απομιμήσεις κυκλαδικών προτύπων.
49

Είναι όλα γυναικεία, εκτός από ένα ανδρικό από το Φουρνί


Αρχανών.
-Τα ειδώλια είναι μικρού ύψους και επίπεδα.
-Έχουν λυρόσχημο ή τραπεζιόσχημο κεφάλι και λοξούς ώμους,
συχνά χωρίς λαιμό.
-Το σώμα εμφανίζεται τριγωνικό - κοντό και ευρύ.
-Τα χέρια αποδίδονται σχηματικά, με εγχαράξεις.
-Συχνά δεν υπάρχει καθόλου κοιλιά, αλλά τα σκέλη ξεκινούν
αμέσως κάτω από τους πήχεις.

Στην Κρήτη, ιδίως στην Κεντρική, υπάρχουν πολλές τοπικές


απομιμήσεις των κυκλαδικών ειδωλίων. Αντίθετα, οι απομιμήσεις
είναι σπάνιες στον ελλαδικό χώρο, εκτός Αττικής και Ευβοίας.

Στις Κυκλάδες, πλην των κανονικών τύπων, υπάρχουν και


μερικές «μη κανονικές μορφές» ή μορφές του «μετακανονικού
τύπου», όπως ένα ζεύγος ειδωλίων, που αναφέρεται ότι έχουν
βρεθεί στον ίδιο τάφο (Μουσείο Γουλανδρή). Χρονολογούνται στα
τέλη της ΠΚ ΙΙ περιόδου, περί το 2300 π.Χ. Στα έργα αυτά είναι
φανερό πλέον ότι η τέχνη αυτή βαίνει προς το τέλος της.
Ο άνδρας, κυνηγός ή πολεμιστής, έχει τελαμώνα και εγχειρίδιο.
Το δεξί χέρι, σε ορθή γωνία, ακουμπά στην κοιλιά, ενώ το
αριστερό, έντονα λυγισμένο, ανεβαίνει προς το στήθος. Τα μάτια,
τα αυτιά και τα μαλλιά δηλώνονται με σαφήνεια.
Το αντίστοιχό του θηλυκό ειδώλιο έχει τα χέρια υψωμένα προς
την κοιλιά και το στήθος. Τα πόδια και των δύο είναι κοντά και
σχηματικά (ίσως προερχόμενα από την παραλλαγή
Χαλανδριανής). Αντίστοιχες μορφές με τελαμώνα υπάρχουν από
την Κέα και τη Σύρο, καθώς και στη Δρέσδη.

Εξαιρετικά είναι και μερικά ειδώλια, σε ξεχωριστές και πιο


κινητικές στάσεις.
Ένας καθιστός άνδρας, γνωστός ως «ο προπίνων» ή «ο
εγείρων πρόποσιν» (Συλλογή Γουλανδρή), σηκώνει το δεξί χέρι
κρατώντας ένα κυλινδρικό κύπελλο. Το κεφάλι του, διαφέρει από
αυτό των λοιπών ειδωλίων, καθώς είναι στραμμένο προς τα
επάνω. Η απόδοση του σώματος διακρίνεται για τα μαλακά,
καμπύλα περιγράμματα. Η επιβλητική στάση του φαίνεται να
δηλώνει μια κίνηση προσφοράς ή ευχής. Ανάλογες μορφές
σώζονται πολύ αποσπασματικά από τη Νάξο και την Εύβοια.

Τα ειδώλια των αρπιστών ( Θήρα, Κέρος, Νάξος) παριστάνουν


άνδρες μουσικούς, καθιστούς σε σκαμνί ή σε επιβλητικό κάθισμα
50

με ερεισίνωτο, όπως αυτός της Κέρου. Το σώμα είναι στητό, η


πλάτη με τους μηρούς σχηματίζουν ορθή γωνία. Τα πόδια,
ελαφρώς ανοικτά, στηρίζονται σταθερά στο έδαφος. Η πλάτη δεν
ακουμπά στο κάθισμα, δίνοντας από το πλάι μια εικόνα
εγρήγορσης, χωρίς να λείπει, όμως, η βεβαιότητα και η ηρεμία. Το
κεφάλι είναι γερτό προς τα πίσω, να κοιτάζει ψηλά, ίσως επειδή ο
μουσικός τραγουδά ή βρίσκεται σε έκσταση. Η άρπα είναι
τριγωνική, αλλά με καμπύλες, και ακουμπά πάνω στο μηρό. Τα
δύο χέρια την κρατούν, απεικονίζοντας τη στιγμή που παίζουν.

Ο αυλητής της Κέρου και μερικά ακόμη θραύσματα που θα


ανήκαν σε παρόμοιο τύπο, είναι μια όρθια, ανδρική μορφή, που
παίζει διπλό αυλό, κρατώντας τον με τα δύο χέρια, που είναι
λυγισμένα σε ορθή γωνία προς τα πάνω. Τα πόδια, ελαφρά
ανοιχτά, πατούν σταθερά, αλλά ανάλαφρα στη βάση. Το σώμα
τεντωμένο με συγκέντρωση, αλλά ολοζώντανο, φαίνεται δοσμένο
στο έργο του και ο ψηλός λαιμός μοιάζει να δίνει μια μεγάλη
ανάσα, φέρνοντας όλη την προσοχή στο πνευστό.

Πρόκειται για γλυπτά, που στέκονται θαυμάσια στο χώρο,


αποπνέοντας ζωντάνια. Οι παριστανόμενοι ήταν ίσως σημαντικοί
παράγοντες των εορτών ή των τελετών, με τις οποίες, πιθανώς,
σχετίζονταν και οι διπλές ή τριπλές μορφές.

Τα ειδώλια με δύο μορφές παριστούν συχνά τη δεύτερη μορφή


να είναι πάνω στο κεφάλι της πρώτης, να στέκεται πάνω σ’ αυτό ή
να αναδύεται από αυτό. Έχει λεχθεί πως ίσως αναπαριστούν τη
Μητέρα και την Κόρη. Αρκετά διπλά ειδώλια έχουν βρεθεί στο
Δασκαλειό της Κέρου, ένα στον Τεκέ της Κρήτης, ένα βρίσκεται
τώρα στην Καρλσρούη και ένα στο Βρετανικό Μουσείο.

Σε ένα τριπλό ειδώλιο δύο όρθιες ανδρικές μορφές στέκονται με


τα πόδια σε ελαφρά διάσταση, όπως των αυλητών, και στηρίζουν
στα ενωμένα χέρια τους (σαν «σκαμνάκι») μια καθιστή γυναικεία
μορφή με διπλωμένα χέρια. Στις μορφές υπάρχει κανονικότητα και
το σύνολο εγγράφεται μέσα σε ένα ορθογώνιο.
Το έργο αυτό έχει ενδεχομένως θρησκευτικό χαρακτήρα,
απεικονίζοντας τη συνένωση αρσενικών και θηλυκών δυνάμεων ή
την τελετουργική εμφάνιση της θηλυκής θεότητας. Έχει διατυπωθεί
η άποψη ότι πρόκειται για «ακροβάτες», οι ακροβασίες των
οποίων, μαζί με τη μουσική των αυλών και της άρπας, ίσως και
των τραγουδιών, αποτελούσαν τμήμα ιεροτελεστίας, στην οποία
«συμμετείχαν» και τα κανονικά ειδώλια.
51

Αξιοσημείωτο είναι ότι οι Κυκλαδίτες καλλιτέχνες δεν


δημιούργησαν πολλές μορφές ζώων. Πολύ ξεχωριστό είναι ένα
ανοικτό μαρμάρινο σκεύος στο Μουσείο Γουλανδρή (και, πιθανώς,
ένα - δύο ακόμη από την Κέρο, οπότε ίσως και αυτό έχει την ίδια
προέλευση), το οποίο έχει κατά μήκος της διαμέτρου του μία σειρά
από δεκαέξι περιστέρια, στραμμένα ανά οκτώ προς δύο
διαφορετικές κατευθύνσεις. Το σύνολο είναι σμιλευμένο σε ένα
ενιαίο κομμάτι μαρμάρου. Πιθανή είναι η χρήση του ως σπονδικού
σκεύους σε τελετουργίες.

Η ΠΚ ΙΙΙ περίοδος χαρακτηρίζεται από σχηματικά ειδώλια, ο


τύπος Φυλακωπής Ι ή Αγίας Ειρήνης. Τα περισσότερα έχουν
τριγωνικό σώμα και τραπεζοειδείς αποφύσεις αντί για κεφάλι ή
χέρια. Ένα από αυτά (Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης) έχει ελάχιστα
διαχωρισμένα τα σκέλη. Είναι όλα μικρά, περί τα 15 εκ., εκτός από
ένα της Θήρας, που πιθανόν ήταν 35 εκ.

Κατά την ΠΕ ΙΙΙ περίοδο εμφανίζονται και τα λεγόμενα


«αγκυρόσχημα» αντικείμενα, η χρήση των οποίων δεν έχει
προσδιορισθεί. Σύμφωνα με μία από τις ερμηνείες, ίσως πρόκειται
για κάποιο είδος σχηματοποιημένων ειδωλίων.

Η παραγωγή ειδωλίων φθίνει στις Κυκλάδες προς τα τέλη της 3ης


χιλιετίας, για να σταματήσει κατά την Μεσοκυκλαδική περίοδο
(2000-1600 π.Χ.), οπότε τα καλλιτεχνικά ενδιαφέροντα φαίνονται
να στρέφονται σε άλλους τομείς, όπως οι τοιχογραφίες (Θήρα).

Στις άλλες περιοχές εκτός Κυκλάδων τα ανθρωπόμορφα


ειδώλια είναι πολύ πιο σπάνια. Στην Κρήτη παριστάνουν κυρίως
γυναίκες, που κρατούν αγγείο, όπως η ΠΜ ΙΙ Β «θεά της Μύρτου».
Τα περισσότερα απαντώνται σε τάφους. Στην Τροία και το ΒΑ
Αιγαίο βρίσκονται και σε σπίτια. Υπάρχουν επίσης ζωόμορφα
ειδώλια και ομοιώματα πλοίων. Ομοιώματα πλοιαρίων από
μόλυβδο, που βρίσκονται στο Ashmolean Museum της Οξφόρδης,
προέρχονται από τη Νάξο (πολιτισμός Κέρου- Σύρου).

Η παραγωγή ειδωλίων φθίνει στις Κυκλάδες προς τα τέλη της 3ης


χιλιετίας, για να σταματήσει κατά την Μεσοκυκλαδική περίοδο
(2000-1600 π.Χ.), οπότε τα καλλιτεχνικά ενδιαφέροντα φαίνονται
να στρέφονται σε άλλους τομείς, όπως οι τοιχογραφίες (Θήρα).
Στις άλλες περιοχές τα ανθρωπόμορφα ειδώλια είναι πολύ πιο
σπάνια. Στην Κρήτη σώζεται η ΠΜ ΙΙΒ «θεά της Μύρτου», που
52

κρατά αγγείο. Τα περισσότερα απαντούν σε τάφους. Στην Τροία


και το ΒΑ Αιγαίο βρίσκονται και σε σπίτια. Υπάρχουν επίσης
ζωόμορφα ειδώλια και ομοιώματα πλοίων.

Κατά την ΠΕ ΙΙΙ περίοδο εμφανίζονται τα λεγόμενα


«αγκυρόσχημα» αντικείμενα, η χρήση των οποίων δεν έχει
προσδιορισθεί. Ίσως πρόκειται για κάποιο είδος
σχηματοποιημένων ειδωλίων.

Η σημασία των κυκλαδικών ειδωλίων

Τα μικρόσωμα κυκλαδικά ειδώλια είναι δημιουργήματα της


συνύπαρξης του λευκού μαρμάρου με το φως και φως
ακτινοβολούν. Όμως, η εξήγηση για τον λόγο της δημιουργίας και
της χρήσης τους, δεν είναι ξεκάθαρη.
Πολλές υποθέσεις και θεωρίες, συχνά αντικρουόμενες και,
πάντως, αρκετά διαφορετικές μεταξύ τους, έχουν διατυπωθεί για
την ερμηνεία των κυκλαδικών ειδωλίων – ουσιαστικά, δηλαδή, για
το ποια ήταν η χρήση τους.
Οι προσπάθειες ερμηνείας έχουν βασιστεί στα ιδιαίτερα
χαρακτηριστικά τους, όπως το ότι είναι γυμνά, ότι έχουν σχεδόν
πάντα τα χέρια διπλωμένα, ότι πολλές φορές τα πέλματα είναι
λοξά, το ότι στην πλειοψηφία τους προέρχονται από τάφους.
Όμως πρέπει να σημειώσουμε, επίσης, ότι σε ένα μεγάλο
ποσοστό τους έχουν φτάσει σε μουσεία και σε ιδιωτικές συλλογές
από αρχαιοκαπηλία, οπότε δεν είναι γνωστός ο χώρος
προέλευσής τους.
Τα ειδώλια είναι, βέβαια, ανθρωπόμορφα, όμως τα βασικά
ερωτήματα είναι, αν απεικονίζουν θεϊκές ή ανθρώπινες μορφές και
κατά πόσον έχουν θρησκευτική σημασία.

Επειδή πολλά είναι γυναικεία, πολλοί μελετητές θεωρούν ότι


απεικονίζουν τη θεά- μητέρα- φύση, η οποία εξουσίαζε ζωή και
θάνατο και λατρευόταν όχι μόνο στον Αιγαιακό χώρο, αλλά και
γενικότερα στην Ανατολική Μεσόγειο, με τη μορφή της Ιννανά-
Ιστάρ στην Εγγύς Ανατολή ή της Ίσιδας στην Αίγυπτο. Εδώ πρέπει
να σημειώσουμε ότι και τυπολογικά τα κυκλαδικά ειδώλια έχουν
ομοιότητες με αντίστοιχα από την Ανατολή.
Η λατρεία, αυτή, της γυναικείας θεότητας, για την οποία δεν
υπάρχουν γραπτές μαρτυρίες στον ελληνικό χώρο, υπάρχουν,
όμως, αρχαιολογικά δεδομένα, πήρε, αργότερα, τη μορφή τής
λατρείας της Δήμητρας και Κόρης, ως χθόνιων θεοτήτων, αλλά και
της βλάστησης.
53

Η ανδρική μορφή έχει ερμηνευθεί ως ο θεός- συνοδός/


πάρεδρος της θεάς, που επίσης υπάρχει στις ανατολικές
μυθολογίες, όπου σώζονται και γραπτές πηγές, μυθολογικά
στοιχεία και ποίηση.
Για άλλους τα ειδώλια αυτά αντιπροσώπευαν μορφές της
κυκλαδικής μυθολογίας, ανάλογες με ήρωες ή νύμφες, μορφές
ενδιάμεσες, μεταξύ θεών και ανθρώπων.
Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν αυτοί που υποστηρίζουν ότι τα
κυκλαδικά ειδώλια αναπαριστούν ανθρώπινες μορφές.
Έχει ειπωθεί, για παράδειγμα, ότι ήταν, απλώς, κούκλες –
παιχνίδια.
Ή ότι παρίσταναν πρόσωπα, τις γυναίκες ή και τις παλλακίδες
του νεκρού, που τον συνόδευαν στον άλλο κόσμο και ότι το
πλήθος των ειδωλίων δήλωνε πλήθος γυναικών και, συνεπώς, ένα
τέτοιο κοινωνικό δεδομένο, που, πιθανώς, σχετιζόταν και με την
κοινωνική θέση του ατόμου.
Για άλλους τα ειδώλια στους τάφους ήταν υποκατάστατα
ανθρωποθυσιών. Ακόμη, έχει λεχθεί ότι τα ειδώλια ήταν
ψυχοπομποί ή ότι είχαν αποτρεπτική σημασία.
Επίσης, έχει παρατηρηθεί ότι, πολλές φορές, η στάση των
πελμάτων των ειδωλίων είναι τέτοια, που δεν επιτρέπει να
σταθούν καλά όρθια. Έτσι, έχει προκύψει η υπόθεση ότι οι μορφές
μπορεί να παριστάνονταν ανακεκλιμένες (ξαπλωμένες) και,
συνεπώς, να απεικονίζουν τους νεκρούς - ιδίως επειδή σχετίζονται
με τάφους.
Όμως ο Renfrew (Το Κυκλαδικό Πνεύμα, σ. 94) παρατηρεί ότι τα
διπλωμένα χέρια φαίνεται να δηλώνουν σεβασμό, δύναμη και
αξιοπρέπεια και αυτό, υποστηρίζει, ταιριάζει καλύτερα με την
όρθια στάση. Οπότε μάλλον πρέπει να θεωρηθεί ότι προορίζονταν
για όρθια τοποθέτηση, αλλά τα ακουμπούσαν σε κάποια
κατακόρυφη επιφάνεια.
Εξάλλου υπάρχουν περιπτώσεις, όπως οι διπλές μορφές, π.χ.
μιας γυναίκας καθιστής πάνω στα ενωμένα χέρια δύο ανδρών,
που είναι έργα γεμάτα ζωή. Το ίδιο και οι μουσικοί, που μοιάζουν
να ανασαίνουν, αλλά και οι καθιστές μορφές, που παριστάνονται
σε κινητικές στάσεις.

Το γεγονός, όμως, ότι έχουν βρεθεί μέσα σε τάφους ή στο χώρο


των νεκροταφείων, φαίνεται να τα συσχετίζει με κάποια ταφικά
έθιμα ή και τελετουργίες προς τιμήν των νεκρών.
54

Σε αυτή την περίπτωση, πιθανώς απεικόνιζαν μορφές θεών, και,


ιδιαίτερα, μπορεί να παρίσταναν τη Μεγάλη Μητέρα, τη θηλυκή
θεά της φύσης, ως προστάτιδα των νεκρών ή ως θεά του θανάτου.

Στη θέση Κάβος Δασκαλειού Κέρου (η Κέρος είναι ένα ερημονήσι


–σήμερα- κοντά στην Αμοργό) βρέθηκαν τεράστιες ποσότητες
σπασμένων ειδωλίων, τα οποία, πιθανώς, είχαν σκόπιμα
καταστραφεί, ως μέρος κάποιας τελετουργίας. Καθώς τα ειδώλια
εκεί αντιπροσωπεύουν πολλές παραλλαγές, άρα προέρχονται από
διαφορετικά μέρη, οι ερευνητές (Renfrew κ.α.) διατύπωσαν την
υπόθεση ότι η θέση ήταν ένα σημαντικό θρησκευτικό κέντρο των
Κυκλάδων, όπως, αργότερα, υπήρξε η Δήλος, όπου
συγκεντρώνονταν άνθρωποι από παντού για κάποιες γιορτές.

Στα τηγανόσχημα κυκλαδικά σκεύη, που έχουν συχνά ερμηνευθεί


ως σκεύη τελετουργικά, η παράσταση ήλιου στο κέντρο τους
συνδυάζεται και συνερμηνεύεται με την παράσταση γυναικείου
αιδοίου στο κάτω μέρος τους ως συνοπτική- συμβολική
αναπαράσταση της γυναικείας θεότητας. Έχει θεωρηθεί ότι είναι
πιθανόν να υπάρχει και στα ειδώλια ένας τέτοιος συμβολισμός και,
πιθανόν, και συσχετισμός τους με τελετουργίες, που μπορεί να
ελάμβαναν χώρα και στα νεκροταφεία, αλλά και αλλού.

Σκηνή λατρείας πιθανώς απεικονίζεται σε ένα αργυρό διάδημα,


που προέρχεται από τον οικισμό, (όχι από το νεκροταφείο) στο
Καστρί (Χαλανδριανή) της Σύρου. Στο κέντρο υπάρχει δίσκος με
αστέρι στο εσωτερικό του και, εκατέρωθεν αυτού, δύο αντωπά
αρσενικά ζώα. Δύο ακόμη δίσκοι υπάρχουν πίσω από κάθε ζώο
και, στα άκρα, από μία ανθρώπινη μορφή με κεφάλι πτηνού και
χέρια υψωμένα σαν φτερά. Κατά τον Ρένφριου πιθανώς
αναπαρίσταται ο ηλιακός δίσκος συρόμενος από ζώο, ενώ μία
ανθρώπινη μορφή προσκυνά.
Κάποιες τέτοιες παραστάσεις, καθώς και το γεγονός ότι μερικά
ειδώλια φέρουν ίχνη επισκευής, αλλά και συνυπάρχουν στους
τάφους με άλλα αντικείμενα, τα οποία χρησιμοποιούνταν και στους
οικισμούς, όπως οι μαρμάρινες «κανδήλες», καθιστά πιθανή την
άποψη, ότι τα ειδώλια, πριν σχετισθούν με τους νεκρούς,
χρησίμευαν αρχικά σε κάποια οικιακή ή δημόσια λατρεία και,
συνεπώς, δεν είχαν κατασκευασθεί αποκλειστικά για ταφική
χρήση.
Η στάση των διπλωμένων χεριών των ειδωλίων, που δείχνει
σεβασμό, αλλά και οι παραστάσεις των μουσικών και των
πολλαπλών μορφών, πιθανώς σημαίνει ότι λειτουργούσαν στο
55

πλαίσιο κάποιας λατρείας, ίσως ως προσφορές στη θεότητα. Τα


μεγάλου σχήματος ειδώλια, αντίθετα, δεν αποκλείεται να
παριστάνουν την ίδια τη θεότητα, πιθανώς στο πλαίσιο των ίδιων
τελετουργιών.

ΛΙΘΙΝΑ ΣΚΕΥΗ

Στις Κυκλάδες επιδίδουν ιδιαίτερα τα σκεύη από ντόπιο λευκό


μάρμαρο σε θαυμάσια σχήματα, μερικά από τα οποία έχουν τα
ανάλογά τους στην κεραμική. Η παραγωγή ξεκινά από την ΠΚ Ι
φάση και εντείνεται κατά την ΠΚ ΙΙ, ενώ σταματά κατά την ΠΚ ΙΙΙ
(όπως, εξάλλου, και η παραγωγή μαρμάρινων ειδωλίων).
Ένα από τα παλαιότερα σκεύη είναι ένα ρυτό από το πρώιμο
(ΝΛ-ΠΚΙ) νεκροταφείο της Κεφάλας Κέας.
Συνήθη σχήματα των λίθινων σκευών είναι:
-οι ανοικτές φιάλες, με ή χωρίς βάση, άλλοτε με γωνιώδη και
άλλοτε με ημισφαιρικά τοιχώματα
-οι χρωματοτρίπτες ή «παλέττες», ανοικτά, παραλληλόγραμμα
σκεύη, συχνά με ίχνη χρώματος στο εσωτερικό
-οι «καντήλες», μικροί κρατήρες (κρατηρίσκοι) με χαμηλό πόδι,
πεπιεσμένη σφαιρική κοιλία και ψηλό, ευρύ λαιμό. Στην κοιλία
διάτρητες λαβές/ αποφύσεις χρησίμευαν, προφανώς, για ανάρτηση
του αγγείου
-τα βαθειά κωνικά ποτήρια, με ή χωρίς διάτρητες αποφύσεις-
λαβές
-οι πυξίδες με σφαιρικό σώμα και εγχάρακτη η/και ανάγλυφη
διακόσμηση
-οι πυξίδες με κυλινδρικό σώμα και πώμα
-ζωόμορφα και πτηνόμορφα αγγεία και σκεύη.

Εκτός από το λευκό μάρμαρο, χρησιμοποιούνται και άλλοι λίθοι


για κατασκευή σκευών, όπως στις πυξίδες- απομιμήσεις κτηρίων,
ο στεατίτης.

Η ΚΕΡΑΜΙΚΗ

ΠρωτοΧαλκή Ι περίοδος (3300- 2900 π.Χ.)

Η πρωιμότερη κεραμική της ΠΧ περιόδου έχει πολλές ομοιότητες


με αυτήν της Τελικής Νεολιθικής, αλλά σύντομα εμφανίζονται τα
56

χαρακτηριστικά της Εποχής του Χαλκού, που είναι η ποικιλία των


σχημάτων και η αρκετά περίτεχνη κατασκευή και διακόσμηση.

Πρωτοκυκλαδική Ι

Στις Κυκλάδες (Πολιτισμός «Γκρόττα- Πηλός» ή «Πηλός –


Λάκκουδες» 3200-2800 π.Χ., φάσεις Λακκούδων, Πηλού,
Πλαστηρά):
- κυριαρχούν τα σκούρα στιλβωτά αγγεία, ιδίως οι ανοιχτές
φιάλες/ λεκάνες (όπως και στην Ηπειρωτική Ελλάδα),
- ενώ εμφανίζονται οι πυξίδες (αγγεία με πώμα),
- οι «καντήλες» (σφαιρικό αγγείο με κωνικό λαιμό και πόδι)
- και τα πρώτα τηγανόσχημα σκεύη, με εγχάρακτες και
εμπίεστες διακοσμήσεις, που θα κυριαρχήσουν κατά την
επόμενη φάση.

Πρωτομινωική Ι

Στην Κρήτη η ΠΜ Ι περίοδος χαρακτηρίζεται από γραπτές


διακοσμήσεις - ευθείες γραμμές, τρίγωνα και δικτυωτά θέματα-
σε πρόχους, πυξίδες και ζωόμορφα αγγεία.

Στα νότια επιχωριάζει η κεραμική με λευκά κοσμήματα σε


κόκκινο βάθος – ο ρυθμός Λεβήνας.

Επίσης, η κεραμική με καστανά κοσμήματα σε φαιό βάθος –


ρυθμός Αγίου Ονουφρίου. Τα σχήματα είναι συνήθως μικρές
πρόχοι με κάθετη ή λοξή προχοή και τσαγέρες.

Στα κεντρικά και στα βόρεια απαντάται ο ρυθμός Πύργου, σε


ψηλά ποτήρια με πόδι, τα λεγόμενα «δισκοπότηρα». Η επιφάνεια
των αγγείων είναι συνήθως μελανή και η διακόσμηση γίνεται με
έντριψη της επιφάνειας με διαφορετική πίεση.

Στα δυτικά επιχωριάζει η «χτενιστή» διακόσμηση.

Πρωτοχαλκή Ι - Βορειοανατολικό Αιγαίο

Στο ΒΑ Αιγαίο, στην Πολιόχνη («Μαύρη» και «Γαλάζια»)


απαντώνται:
-οι σφαιρικές πρόχοι,
-αλλά και οι ανοιχτές φιάλες
57

-και οι αρύταινες με υπερυψωμένη λαβή.


Κυριαρχούν η αυλακωτή και η χτενιστή διακόσμηση, ενώ λίγα είναι
τα γραπτά αγγεία με λευκή διακόσμηση.

Πρωτοελλαδική Ι

Στην Ηπειρωτική Ελλάδα, η ΠΕ Ι φάση (φάση Εύτρηση)


χαρακτηρίζεται από:
-αγγεία πιθοειδή, που μερικές φορές φέρουν εγχάρακτη ή
πλαστική/ εμπίεστη διακόσμηση.
-ευρεία διάδοση έχουν τα κάπως βαριά, ανοιχτά σχήματα -φιάλες
ή λεκάνες και σκύφοι, που φέρουν στιλβωτή διακόσμηση, συχνά
σε κόκκινο χρώμα.

-Στα ίδια σχήματα συναντάται και η γραπτή στιλπνή διακόσμηση,


που άλλοτε καλύπτει όλο το αγγείο και άλλοτε εμφανίζεται σε
ταινίες.

Πρωτοχαλκή ΙΙ περίοδος (2900/2800- 2500/2300 π.Χ.)

Πρωτοελλαδική ΙΙ

Η ΠΕ ΙΙ φάση χαρακτηρίζεται από ομοιομορφία και ενότητα


χαρακτηριστικών μεταξύ των περιοχών. Είναι μία περίοδος
δυναμική και ανθηρή και αυτό αντικατοπτρίζεται και στην κεραμική.

1.- Ένα από τα σχήματα που απαντώνται σε όλες τις περιοχές


(Ηπειρωτική Ελλάδα, Κυκλάδες, Κρήτη και ΒΑ Αιγαίο) είναι η μικρή
πρόχους, με το σφαιρικό σώμα και τον ευρύ λαιμό.

2.- Αλλά, το πιο χαρακτηριστικό σχήμα της ΠΕ ΙΙ περιόδου στην


Ηπειρωτική Ελλάδα, ειδικά στην Κεντρική Ελλάδα και την
Πελοπόννησο, είναι η «κύμβη» ή εμβαμματοδοχείον ή σαλτσιέρα
(sauce-boat). Πρόκειται για εξαιρετικά εκλεπτυσμένη κεραμική
ομάδα, με αγγεία από πηλό καθαρό και λεπτόκοκκο, με δυνατή
όπτηση, πολύ λεπτά τοιχώματα και εντυπωσιακό σχήμα. Το σχήμα
απαντάται και στις Κυκλάδες, αλλά δεν συνηθίζεται στην Κρήτη.
Φαίνεται ότι εξελίσσεται από χαμηλό και ευρύ, σε βαθύτερο και
στενότερο, αλλά μέσα στα όρια της ΠΕ ΙΙ περιόδου, μετά την οποία
εξαφανίζεται. Πιθανώς απηχεί μεταλλικά πρότυπα.
58

3.- Ανάλογης λεπτής ποιότητας είναι και η τεχνική των μικρών,


ανοικτών φιαλιδίων (saucers), που είναι κωνικά κύπελλα, με
χαμηλή, δακτυλιοειδή βάση και έσω νεύοντα χείλη.

4.- Υπάρχουν, επίσης, κύπελλα με πόδι κωνικό.

5.- Οι ασκοί θεωρούνται αγγεία κυκλαδικής έμπνευσης και


επιρροής, ενώ συναντώνται και κυκλαδικού τύπου τηγανόσχημα
σκεύη.

6.- Υπάρχουν, επίσης, πίθοι από πορώδη, χονδρόκοκκο πηλό, με


εγκλείσματα ασβεστίτη ή χαλαζία. Πολλές φορές οι πίθοι διαθέτουν
εγχάρακτες ή εμπίεστες ή ανάγλυφες διακοσμήσεις.

7.- Η καρποδόχος και το «θυμιατήρι» είναι δύο ακόμη


ενδιαφέροντα σχήματα της εποχής.

Οι επιφάνειες των αγγείων είναι συχνά κόκκινες, πορτοκαλί ή


καστανές στιλπνές έως πολύ στιλπνές, στιλβωμένες. Η στιλβωτή
αυτή κεραμική αναφέρεται ως «Urfirnis» (διαφορετική από αυτήν
της Μέσης Νεολιθικής).

Άλλες επιφάνειες φέρουν σκούρο, στιλπνό, υελώδες επίχρισμα


(glaze).

Συνολικά, είναι μεγάλη η ποικιλία και υψηλή η ποιότητα των


σχημάτων και των διακοσμήσεων της ΠΕ ΙΙ κεραμικής.

Πρωτοκυκλαδική ΙΙ (2800-2300 π.Χ. - Πολιτισμός «Κέρος-


Σύρος», φάσεις Κάμπου, Σύρου και Ομάδα Καστριού).

Στις Κυκλάδες, τα χαρακτηριστικά σχήματα είναι:


-οι κρατηρίσκοι ή «καντήλες»
-οι ανοιχτές φιάλες με ή χωρίς πόδι
-οι πυξίδες, συχνά με εγχάρακτη διακόσμηση, σχήματα που
απαντούν και σε μάρμαρο, αλλά και με γραπτή διακόσμηση
- οι πρόχοι
-οι «κύμβες» ή «σαλτσιέρες», που συχνά φέρουν γραπτή
διακόσμηση
-τα αγγεία σε σχήμα ζώων
-οι κέρνοι (πολλαπλά αγγεία)
-αγγεία με σφαιρικό σώμα και στενό λαιμό (εχινόσχημα)
59

-τα τηγανόσχημα σκεύη.

Τα τηγανόσχημα είναι σκεύη ανοικτά, με χαμηλά, κωνικά ή


αμφίκοιλα τοιχώματα. Η εξωτερική, διακοσμημένη πλευρά εξέχει
ελαφρά των πλαϊνών τοιχωμάτων.
Η λαβή, που αποτελεί συνέχεια της εξωτερικής πλευράς, είναι
άλλοτε διχαλωτή και άλλοτε τραπεζοειδής, οπότε είναι είτε
συμπαγής είτε έχει οπή.
Η εξωτερική επιφάνεια φέρει συνήθως πυκνή διακόσμηση
εγχάρακτη ή εμπίεστη με θέματα:
- γεωμετρικά, όπως τεθλασμένες γραμμές, τρίγωνα,
ομόκεντρους κύκλους,
- αλλά και αστέρια
- και συνεχόμενες σπείρες, που μάλλον αναπαριστούν τη
θάλασσα,
- ψάρια και πολύκωπα πλοία. Οι παραστάσεις πλοίων δίνουν
ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες πληροφορίες για τη ναυπηγική και
τη ναυσιπλοΐα της εποχής.

Πολλές ερμηνείες έχουν προταθεί για τη χρήση των


τηγανόσχημων σκευών:
-ότι ήταν πώματα άλλων σκευών,
-ότι χρησίμευαν ως καθρέπτες (με τη λεία και κοίλη εσωτερική τους
επιφάνεια γεμάτη νερό),
-ότι ήταν σκεύη για συγκέντρωση αλατιού
-ή ότι χρησίμευαν ως τύμπανα, με δέρμα τεντωμένο στο χείλος
τους.
-Έχουν σχετισθεί με τη ναυσιπλοΐα, αφού απεικονίζουν πλοία και
ουράνια σώματα, που η κίνησή τους καθοδηγούσε τους ναυτικούς,
-αλλά έχουν θεωρηθεί και σκεύη τελετουργικής/ θρησκευτικής
σημασίας, αφού στις λαβές τους είναι συχνά εγχάρακτο το
γυναικείο αιδοίο, πιθανώς ως αναπαράσταση της θεάς- φύσης, της
θεάς της γονιμότητας. Η παράσταση αυτή συνδυάζεται με την
παράσταση του ήλιου στο κέντρο του σκεύους, ο οποίος τότε,
πιθανώς, θεωρείτο θηλυκή οντότητα.

Στο χώρο της Ηπειρωτικής Ελλάδας έχουν βρεθεί πολλά


τηγανόσχημα σκεύη, πράγμα που υποδηλώνει την επιρροή των
Κυκλάδων. Αντίθετα, στην Κρήτη, έχουν βρεθεί μόνο δύο
παραδείγματα τηγανόσχημων σκευών.
60

Πρωτομινωική ΙΙ

Στην Κρήτη, η αρχή της φάσης, η ΠΜ ΙΙΑ, χαρακτηρίζεται,


γενικά, από κεραμική με μεγάλη ποικιλία και καλή ποιότητα
(Μύρτος, Οικία της Δυτικής Αυλής της Κνωσού):
Η περίοδος χαρακτηρίζεται από:
-μικρές πρόχους με πλατύ λαιμό και προχοή, καθώς και ανοικτά
σκεύη με προχοή του ρυθμού Κουμάσας, με κόκκινη και
καστανή διακόσμηση τεμνόμενων γραμμών πάνω σε
ανοιχτόχρωμο βάθος.
-Συνηθίζεται, επίσης, η λεπτή γκρι κεραμική, ιδίως σε πυξίδες.

Κατά την ΠΜ ΙΙ Β φάση, κυριαρχεί ο ρυθμός Βασιλικής, με


φλογωτή διακόσμηση, με σκοτεινές κηλίδες πάνω σε πορτοκαλί ή
κόκκινο βάθος. Χαρακτηριστικό σχήμα είναι οι λεγόμενες
«τσαγιέρες», ανοιχτά αγγεία με μεγάλη, ιδιαίτερα επιμήκη προχοή
στο χείλος. Η ίδια διακόσμηση συνηθίζεται και σε ραμφόστομες
πρόχους.

Βορειοανατολικό Αιγαίο

Στο ΒΑ Αιγαίο, στην Τροία Ι, στη Θερμή Ι και ΙΙ, στην


«Πράσινη» και «Κόκκινη» Πολιόχνη κυριαρχούν οι πρόχοι και οι
τριποδικές χύτρες και συνηθίζεται η αυλακωτή και η «χτενιστή»,
αλλά και η πλαστική διακόσμηση. Τα ανθρωπόμορφα αγγεία
χαρακτηρίζουν την περιοχή.

Το ΠΧ ΙΙ-ΙΙΙ σχήμα, που επιχωριάζει στην περιοχή και


αποκαλείται «δέπας αμφικύπελλον», είναι ενδιαφέρον ότι
απαντάται και σε πολλές περιοχές της κυρίως Ελλάδας, στη
Θεσσαλία, στην Εύβοια και στην Πελοπόννησο. Αυτό υποδηλώνει
τις στενές επαφές και τη συνάφεια των επιμέρους περιοχών του
Αιγαίου. Το σκεύος αυτό, όπως και άλλα της εποχής, θεωρείται ότι
έχει μεταλλικά πρότυπα.

H Πρώιμη Εποχή του Χαλκού – Γενική Θεώρηση

Ο Αιγαιακός κόσμος της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού είναι ένας


κόσμος σε άνθηση, σε οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη, ένας
61

κόσμος ανήσυχος και κινητικός, ανοικτός στην επικοινωνία, ιδίως


κατά την ΠΕ ΙΙ περίοδο, που γι’ αυτό ονομάστηκε
«Πρωτοελλαδική Κοινή».

Βάση της οικονομικής ανάπτυξης είναι η οργανωμένη


εκμετάλλευση των φυσικών πόρων. Κυρίως, όμως, είναι η
ναυτιλία και το εμπόριο, που δημιουργούν δυνατότητες
ανταλλαγής προϊόντων, αλλά και πρώτων υλών, συντελώντας,
έτσι, στην ανάπτυξη των κοινωνιών και σε μία «παγκοσμιοποίηση»
του πολιτισμού, σε μία ενοποίηση των πολιτισμικών εκδηλώσεων
των επί μέρους χώρων (Ηπειρωτική Ελλάς, Κρήτη, Κυκλάδες, ΒΑ
Αιγαίο), παρόλη τη διατήρηση των τοπικών ιδιαιτεροτήτων.

Στην οικιστική, παρατηρείται ύπαρξη κοινών οικιστικών και


αρχιτεκτονικών τύπων κατά περιοχές.
Τα σπίτια συνήθως δεν είναι μεγάλα, όμως υπάρχουν και κτήρια,
όπως οι «Οικίες με διαδρόμους» ή «μέγαρα», ή λίγα κυκλικά
κτήρια, όπως της Τίρυνθας, που είναι μνημειώδη και ως προς τις
διαστάσεις και ως προς τον τρόπο δομής.
Ο τρόπος οργάνωσης του πολεοδομικού ιστού είναι διαφορετικός
κατά περίπτωση: σε μερικούς οικισμούς ή σε ορισμένες φάσεις
των οικισμών είναι περίκεντρος, σε άλλους γραμμικός, αλλού
προσθετικός.
Όμως σε όλους σχεδόν τους οικισμούς υπάρχουν δημόσια –
κοινωφελή έργα, όπως είναι κυρίως τα τείχη, με διπλούς τοίχους
και πύργους, αλλά και η δημιουργία δρόμων, πηγαδιών, πλατειών,
μεγάλων κτηρίων. Αυτά καταδεικνύουν την ύπαρξη κοινοτικής
συνείδησης, αλλά και την ύπαρξη πολιτικής εξουσίας, με
δυνατότητα αποφάσεων, που ακολουθούνται από τους
υπολοίπους.
Επίσης, μερικοί οικισμοί τουλάχιστον είναι αρκετά μεγάλοι, ώστε
να μπορούν να θεωρηθούν πόλεις για την εποχή τους, όπως η
Πολιόχνη και η Θερμή, για παράδειγμα.
Η άσκηση της αγγειοπλαστικής, και, κυρίως, της μεταλλουργίας,
με την τεχνογνωσία που απαιτούν, υποδεικνύει πιθανή
επαγγελματική εξειδίκευση. Αλλά και η ευρεία άσκηση της
ναυτιλίας και του εμπορίου υποδεικνύει το ίδιο.
Η εξειδίκευση στην εργασία, αλλά και ο πλούτος, που φαίνεται
να προέρχεται από τη ναυτιλία και το εμπόριο και που, πιθανώς
συγκεντρώνεται/ αποθηκεύεται στα μεγάλα, κεντρικά κτήρια των
οικισμών, υποδεικνύει πιθανές κοινωνικές διαφοροποιήσεις και
κοινωνική διαστρωμάτωση.
62

Όλα αυτά κάνουν πολλούς να μιλούν για ύπαρξη μιας πρωτο-


αστικής δομής της κοινωνίας κατά την Πρωτοχαλκή εποχή.

Οι κοινοί τύποι τάφων, παρά τις κατά τόπους παραλλαγές, οι


ομοιότητες στα ταφικά έθιμα και τα κτερίσματα και η διαφαινόμενη
μέσα από αυτά ταξική διαφοροποίηση, μαρτυρούν την κοινωνική
και πολιτισμική ενότητα του Αιγαιακού χώρου.

Παρόμοια μαρτυρία προσφέρει η κεραμική, με κοινούς τύπους


αγγείων να απλώνονται από την Τρωάδα και την Πολιόχνη μέχρι
τις Κυκλάδες και την Πελοπόννησο («δέπας αμφικύπελλον», δίωτα
κύπελλα, μόνωτα αγγεία/ tankards).
Η χρήση του ταχύστροφου τροχού στην κατασκευή αγγείων
εισάγεται μάλλον κατά την ΠΕ ΙΙΙ περίοδο και γενικεύεται, παρά τη
συνέχιση της χειροποίητης παραγωγής.

Όμως, η σημαντικότερη τεχνολογική πρόοδος κατ’ αυτή την


περίοδο είναι η εκρηκτική ανάπτυξη της μεταλλοτεχνίας – με
την τήξη των μετάλλων, τη χρήση καλουπιών (μήτρες) και, ιδίως,
τη δημιουργία κραμάτων.
Η ανάπτυξη της εξειδικευμένης αυτής τέχνης είναι πιθανόν να
επηρέασε σε μεγάλο βαθμό ή, τουλάχιστον, να επιτάχυνε τη
συνολική ανάπτυξη της εποχής. Η ανάγκη για προσπορισμό των
πολύτιμων πρώτων υλών, κυρίως από περιοχές εκτός αιγαιακού
χώρου, θα επέφερε την ανάπτυξη της πρωτογενούς παραγωγής
για τη δημιουργία του αναγκαίου πλεονάσματος.
Θα έδωσε, επίσης, ώθηση στην ανάπτυξη της ναυπηγικής
τέχνης, αλλά και της ναυτιλίας, ώστε να υπάρχουν τα απαραίτητα,
αλλά και ασφαλή μέσα για τις μετακινήσεις.
Θα οδήγησε, ακόμη, στη δημιουργία των αναγκαίων συνθηκών
και όρων για τις ανταλλαγές και το εμπόριο, με σύναψη σχέσεων ή
και ίδρυση εμπορικών σταθμών ή δικτύου άμεσων ή έμμεσων
επαφών με άλλες περιοχές, όπως η Τρωάδα και ο Εύξεινος
Πόντος, η Μ. Ασία και η ενδοχώρα της, η Συροπαλαιστίνη, η
Αίγυπτος, καθώς και περιοχές της Δυτικής Μεσογείου.

Η επικοινωνία, πλην του οικονομικού οφέλους, επιφέρει κέρδη


σε όλους τους πρακτικούς τομείς, με την ανταλλαγή τεχνογνωσίας
και εμπειρίας, αλλά και στον πνευματικό τομέα, με ανταλλαγή
ιδεών, αντιλήψεων και αξιών, καθώς και με τη διέγερση της
καλλιτεχνικής έμπνευσης.
63

Μία κοινωνία ανοικτή και οικονομικά ισχυρή έχει κάθε


δυνατότητα περαιτέρω ανάπτυξης και αυτόνομης δημιουργίας,
καθώς η ίδια η εξέλιξη του πολιτισμού της Πρώιμης Εποχής του
Χαλκού στο Αιγαίο αποδεικνύει με πολλές της εκδηλώσεις, όπως,
για παράδειγμα, τα υψηλής καλλιτεχνικής αξίας κυκλαδικά ειδώλια.

Οι εξηγήσεις που προτείνονται για την ανάπτυξη αυτή είναι


πολλές, με παλαιότερη εκείνη της μετακίνησης πληθυσμών,
έλευσης νέων φύλων και επιρροών από άλλους περισσότερο ή
νωρίτερα ανεπτυγμένους γειτονικούς πολιτισμούς.
Οι επιρροές, καθώς και οι μετακινήσεις ανθρώπων με διάθεση
άλλοτε ειρηνική, άλλοτε απλά ανταγωνιστική και άλλοτε εχθρική
είναι «φυσικές» μέσα στην ιστορική πορεία. Όμως, αν και μπορεί –
σε ορισμένες περιπτώσεις- να αποτελούν εξήγηση για κάποια
καταστροφή ή κάποια δραματικά «γεγονότα», δεν θεωρούνται
πλέον επαρκής ερμηνεία για τις αλλαγές, που εμφανίζονται -μέσω
της αρχαιολογικής μαρτυρίας- στην τεχνολογία, την τέχνη και την
κοινωνία. Και αν, ίσως, αποτελούν αφορμές, δεν αποτελούν τις
αιτίες της αλλαγής, οι οποίες έχουν να κάνουν με μακροχρόνιες
εξελικτικές διαδικασίες και δυναμικές στο εσωτερικό των κοινωνιών
και των πολιτισμών, που εξαρτώνται από πολλούς παράγοντες.

Ο πολιτισμός της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού σε όλους τους


τομείς, όπως η κατεύθυνση της οικονομίας, η ανάπτυξη
εξωτερικών σχέσεων, η τεχνολογία των μετάλλων, οι
αρχιτεκτονικοί τύποι και, κυρίως, η κοινωνική οργάνωση και οι
κοινωνικές δομές άφησε σημαντική κληρονομιά στους
επόμενους αιώνες, αφού έθεσε τις βάσεις για την εξέλιξη τόσο
κατά τη Μέση, όσο και κατά την Ύστερη Εποχή του Χαλκού.

Η ΠΕ ΙΙΙ περίοδος και το τέλος της Πρώιμης Εποχής του


Χαλκού

Η μεγάλη ανάπτυξη του πολιτισμού, η άνθηση των


επικοινωνιών, η «παγκοσμιοποίηση» των πολιτισμικών
χαρακτηριστικών, είναι στοιχεία, που χαρακτηρίζουν κυρίως την
ΠΕ ΙΙ περίοδο.
Την περίοδο αυτή ακολουθούν σημαντικές αλλαγές κατά τους
ΠΕ ΙΙΙ χρόνους, τόσο στην Ηπειρωτική Ελλάδα, όσο και στις
Κυκλάδες, που σημαίνουν το τέλος της και την αρχή μιας άλλης
εποχής, της Μέσης Εποχής του Χαλκού, η οποία, αφ΄ ενός μεν
64

κρατά και εξελίσσει πολλά από τα προηγούμενα χαρακτηριστικά,


αφ’ ετέρου δε εμφανίζει ένα δικό της χαρακτήρα.
Στην Κρήτη η μετάβαση από την Πρωτομινωική στη Μεσομινωική
περίοδο χαρακτηρίζεται από σημαντικές κοινωνικές και οικονομικές
μεταβολές, όπως η αστικοποίηση και η εμφάνιση του ανακτορικού
συστήματος, χωρίς, όμως, να υπάρχει κάποια τομή, κάποια
διακοπή στην πολιτισμική συνέχεια.
Για την Ηπειρωτική Ελλάδα και τις Κυκλάδες ένα ερώτημα, που
έχει πολύ συζητηθεί αλλά κατά βάσιν παραμένει ανοικτό, είναι το
πότε πραγματικά επέρχεται το τέλος της Πρώιμης Εποχής του
Χαλκού με τις ιδιότητες που την χαρακτηρίζουν: στο τέλος των ΠΕ
ΙΙ χρόνων ή στο τέλος των ΠΕ ΙΙΙ χρόνων;
Οι αρχαιολογικές μαρτυρίες είναι πολλές, αλλά είναι τέτοιες, που
δεν επιτρέπουν μια οριστική απόφαση. Εξάλλου, η τριμερής
διαίρεση των εποχών είναι γερά θεμελιωμένη στην αντίληψη των
μελετητών και είναι δύσκολο να αναθεωρηθεί.
Το θέμα ξεκίνησε από παλιά, από τις πρώτες ανασκαφές
οικισμών της ΠΕΧ στην Ηπειρωτική Ελλάδα.
Παρατηρήθηκε ότι, σε ορισμένες θέσεις, υπήρχαν καταστροφές
και αλλαγές μεταξύ της ΠΕ ΙΙΙ και της ΜΕ περιόδου (περί το
2100/ 2000 π.Χ.), όπως στην Εύτρηση της Βοιωτίας και στου
Κοράκου της Αργολίδας.
Αυτές οι καταστροφές και οι αλλαγές αποδόθηκαν σε κύμα
εισβολέων, που θεωρήθηκε ότι είναι οι «Πρωτοέλληνες».
Όμως, σε άλλες θέσεις, ολοκληρωτικές καταστροφές και
πυρκαγιές σημαδεύουν το τέλος της ΠΕ ΙΙ περιόδου (περί το
2500 π.Χ.), όπως στη Λέρνα, την Ασίνη, την Τίρυνθα και τις
Ζυγουριές στην Αργολίδα, την Αγία Μαρίνα Φθιώτιδος και την
Κίρρα της Φωκίδας.
Έτσι, από πολλούς μελετητές θεωρείται ότι η έλευση του νέου
φύλου, των Πρωτοελλήνων, δηλαδή των Ινδοευρωπαίων, έγινε
στα τέλη της ΠΕ ΙΙ περιόδου, κυρίως επειδή η στρωματογραφική
αυτή διακοπή συνοδεύεται από αλλαγές και καινοτομίες, τόσο
στην κεραμική, όσο και στην οικιστική.

Σε ό,τι αφορά στην οικιστική επικρατούν στο εξής οι αψιδωτές


οικίες, δηλ. παραλληλόγραμμα σπίτια με καμπυλόγραμμη τη μία,
στενή πλευρά, τόσο στην Ηπειρωτική Ελλάδα, όσο και στις
Κυκλάδες (Λέρνα, Ολυμπία, Κύνθος Δήλου).
Στις ταφικές συνήθειες επανεμφανίζονται οι ταφές στο εσωτερικό
των οικισμών.
Αντίθετα, με την ΠΕ ΙΙ κεραμική, η κεραμική της ΠΕ ΙΙΙ φάσης
χαρακτηρίζεται από ποικιλία σχημάτων και τεχνοτροπιών και από
65

έντονες τοπικές διαφοροποιήσεις, οι οποίες, πιθανώς, οφείλονται


στις αναταραχές, που συμβαίνουν αυτή την περίοδο και στη
συρρίκνωση του «διεθνούς πνεύματος».
Στην κεραμική φαίνεται να εισάγεται τώρα ο ταχύστροφος τροχός
στην κατασκευή ορισμένων αγγείων, ενώ, παράλληλα, συνεχίζεται,
όπως και στην επόμενη περίοδο, η παραγωγή χειροποίητων
αγγείων.
Επίσης στην κεραμική εμφανίζεται η γκρίζα μονόχρωμη και
στιλβωτή κεραμική μινύειου τύπου, που θα χαρακτηρίσει την
επόμενη, Μεσοελλαδική περίοδο. Πρόκειται για τα πρωτομινύεια
αγγεία.
Η στίλβωση ή έντριψη των επιφανειών, με ή χωρίς επίχρισμα,
εφαρμόζεται και σε αυτή την περίοδο και θα εξακολουθήσει και
στην επόμενη ΜΕ φάση.
Η ΠΕ ΙΙΙ περίοδος χαρακτηρίζεται από την κεραμική με γραπτή
στιλπνή διακόσμηση σε δύο παραλλαγές:
-την ανοιχτόχρωμη διακόσμηση σε σκοτεινό βάθος (light-on-dark)
ή ρυθμό Αγίας Μαρίνας, που επιχωριάζει στην Κεντρική Ελλάδα.
-τη σκοτεινή / σκούρα διακόσμηση πάνω σε ανοιχτόχρωμο βάθος
(dark-on-light), που επιχωριάζει στην Πελοπόννησο (Αργολίδα και
αλλού), με γραμμικά και τριγωνικά μοτίβα, σε αγγεία κλειστά,
αμφοροειδή, με αμφικωνικό σώμα και ψηλό λαιμό και τη
διακόσμηση να καταλαμβάνει κυρίως το επάνω τμήμα του αγγείου,
αλλά και σε πρόχους και κανθαροειδή.
Κατά την εποχή της μετάβασης από την ΠΕ ΙΙΙ στη ΜΕ Ι περίοδο
η κατηγορία αυτή της στιλπνής, διακοσμημένης κεραμικής εκλείπει
και εμφανίζεται η κεραμική με αμαυρόχρωμη διακόσμηση, δηλ.
γραπτή διακόσμηση, αλλά με θαμπή, όχι πλέον στιλπνή, βαφή. Η
κεραμική αυτή (matt-painted ware) είναι χαρακτηριστική της ΜΕ
περιόδου.
Τα μοτίβα απλουστεύονται, αλλά παραμένουν κυρίως γραμμικά
και, ουσιαστικά, παρόμοια με τα προηγούμενα.
Στα τέλη της ΠΕ περιόδου πρωτοεμφανίζεται η μάλλον
χονδροειδής, εγχάρακτη κεραμική, η αναφερόμενη ως
«αδριατική», με συνήθως άτεχνες εγχαράξεις, που καλύπτουν το
μεγαλύτερο μέρος του σώματος των αγγείων. Και αυτό το είδος θα
χαρακτηρίσει την πρώιμη φάση της ΜΕ περιόδου.

Στη μεταβατική ΠΕ ΙΙΙ/ ΜΕ περίοδο εμφανίζεται, επίσης, μία


ημίλεπτη κεραμική, με αγγεία, « φλασκιά» με ή χωρίς με πόδι, με
σκούρες, στιλπνές επιφάνειες και πολύ καλής ποιότητας
διακόσμηση, εγχάρακτη και εμπίεστη.
66

Παρότι βίαιες καταστροφές συμβαίνουν σε μερικές θέσεις στα


τέλη της ΠΕ ΙΙΙ, δεν φαίνεται να υπήρξε δεύτερο κύμα εισβολέων.
Το πέρασμα από την ΠΕ ΙΙΙ προς τη ΜΕ Ι μοιάζει να είναι
αποτέλεσμα μιας εσωτερικής εξέλιξης, χωρίς κάποια πολιτισμική
αναστάτωση.
Έτσι, παρά την τριμερή διαίρεση της εποχής, όλοι πλέον
παραδέχονται, ότι, πολιτισμικά, η ΠΕ ΙΙΙ φάση ανήκει μάλλον στη
ΜΕ περίοδο, παρά στην ΠΕ. ΄Ετσι, αν υπήρξε εισβολή των
Πρωτοελλήνων ή κάποιο κύμα μετακινήσεων ή εσωτερικές,
κοινωνικές αναταραχές, αυτό σε ορισμένες περιοχές τουλάχιστον,
έχει συμβεί μεταξύ ΠΕ ΙΙ και ΠΕ ΙΙΙ περιόδου.

Εντούτοις, ούτε αυτό φαίνεται να είναι απόλυτα βέβαιο.


Η διακοπή, που εμφανίζεται έντονη μεταξύ των οικισμών Λέρνας
ΙΙΙ και IV με την καταστροφή, λόγω πυρκαγιάς, της Οικίας των
Κεράμων και με την εξαφάνιση της «σαλτσιέρας», είναι λιγότερο
αισθητή στην Κολώνα της Αίγινας (μεταξύ των πόλεων ΙΙΙ και IV) ή
στην Κάτω Ακρόπολη της Τίρυνθας, όπου φαίνεται να υπάρχει μια
μεταβατική περίοδος.
Στη Λακωνία, εξάλλου, υπάρχει μεν μία τομή, όμως, μετά από
αυτήν δεν εμφανίζονται τα στοιχεία εκείνα, που χαρακτηρίζουν την
ΠΕ ΙΙΙ φάση σε άλλες περιοχές.
Στην Κεντρική Ελλάδα (ομάδα «Λευκαντί Ι») υπάρχουν στοιχεία
της ΠΕ ΙΙΙ φάσης, που, όμως, εμφανίζονται πολύ νωρίς, πριν την
έναρξη της ΠΕ ΙΙΙ, όπως δύο νέα σχήματα αγγείων: το λεγόμενο
«ουζοπότηρο», ένα μικρό κυλινδρικό ποτήρι, που τα χείλη του
ανοίγουν προς τα έξω, και το λεγόμενο φλασκί ή “tankard”, ένα
αγγείο χαμηλά σφαιρικό και ψηλότερα κωνικό, με χαμηλό,
αμφίκοιλο λαιμό και κατακόρυφες λαβές, που, σε άλλες περιοχές,
όπως στη Λέρνα, χαρακτηρίζει την ΠΕ ΙΙΙ περίοδο.
Μόνο νέες ανασκαφές, ιδίως με μεταβατικές φάσεις, θα
μπορέσουν να διαλευκάνουν αυτά τα ζητήματα.

Στις Κυκλάδες παρατηρείται επίσης διακοπή στην πολιτισμική


συνέχεια μεταξύ ΠΚ ΙΙ και ΙΙΙ φάσης (Πρωτοκυκλαδική ΙΙΙ περίοδος,
2300-2000 π.Χ. Φάση Φυλακωπή Ι).
΄Ηδη από την ΠΚ ΙΙ φάση είχαν δημιουργηθεί κάποιες επιμέρους
πολιτισμικές ομάδες ή ενότητες (βόρεια νησιά, κεντρικά και νότια),
με διαφορετικές επιδράσεις από την Ηπειρωτική Ελλάδα ή την
Κρήτη. Επίσης, ήδη από την ανθηρή εκείνη περίοδο, είχαν
δημιουργηθεί οι πρώτοι οχυρωμένοι οικισμοί, όπως στο Καστρί
στη Σύρο και στο όρος Κύνθος στη Δήλο, που, όμως,
67

εγκαταλείπονται λίγο μετά την κατασκευή τους ( όπως και η Οικία


των Κεράμων).
Το ότι υπάρχει ασυνέχεια μεταξύ ΠΚ ΙΙ και ΙΙΙ φάσης φαίνεται και
από τα εξής:
- εξαφανίζονται από τους τάφους τα μαρμάρινα ειδώλια, που
χαρακτήριζαν τα ταφικά έθιμα της ΠΚ ΙΙ περιόδου.
- στην κεραμική εμφανίζονται νέα σχήματα, όπως το tankard και
το «δέπας αμφικύπελλον», που συνδέει τις Κυκλάδες με το ΒΑ
Αιγαίο, αλλά και την Ηπειρωτική Ελλάδα. Παράλληλα, βέβαια,
απαντάται τόσο η εγχάρακτη και εμπίεστη τεχνική, όσο και η
γραπτή διακόσμηση, σε πυξιδοειδή, πρόχους και ασκούς.
-στη μεταλλουργία γενικεύεται η χρήση του κασσίτερου για τη
δημιουργία κραμάτων χαλκού.

Το τέλος της ΠΚ ΙΙΙ περιόδου θεωρείται ότι συμπίπτει με την


καταστροφή του οικισμού της Φυλακωπής Ι. Όμως, δεν υπάρχει
τομή, αλλά, αντίθετα, πολιτισμική συνέχεια με την πόλη
«Φυλακωπή ΙΙ», δηλαδή την πόλη της Μέσης Εποχής του
Χαλκού. Και μάλιστα, στον οικισμό υπάρχουν κάποια στοιχεία
χαρακτηριστικά της ΜΧ περιόδου, που προηγούνται της
καταστροφής, πράγμα που σημαίνει ότι η καταστροφή μπορεί να
ήταν τυχαία και να μην είχε σχέση με πολιτισμική διακοπή.

Τις αναστατώσεις αυτές άλλοι τις αποδίδουν


-σε νέους λαούς
-άλλοι στην πειρατεία
-και άλλοι σε παρεμβάσεις της Κρήτης, που, αυτή την εποχή, δίνει
εικόνα ηρεμίας και συνοχής.
-Έχει διατυπωθεί και η άποψη ότι πρόκειται για βίαιες εσωτερικές
αναταραχές, ίσως κοινωνικού τύπου, εφόσον δεν είναι απαραίτητο
οι διάφορες καινοτομίες ή οι όποιες αλλαγές να είναι αποτέλεσμα
μιας εκ των έξω επιρροής ή επιβολής, αλλά μάλλον αποτέλεσμα
μιας εσωτερικής, σταδιακής εξέλιξης.
- Πιθανώς τέτοια γεγονότα συνέπεσαν ή και προκλήθηκαν από την
εξάντληση των οικονομικών πόρων, ίσως από υπερεκμετάλλευση
της γης, προκειμένου να υπάρξει ανταπόκριση στην αυξημένη
ζήτηση προϊόντων για τις ανταλλαγές, που είχαν τόσο μεγάλη
ανάπτυξη κατά την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού.

Παρόλ’ αυτά, υπάρχει ένα σημείο, που κάνει τους αρχαιολόγους


να μιλούν για μετακινήσεις πληθυσμών: Σύμφωνα με τους
γλωσσολόγους, στην ελληνική γλώσσα υπάρχει ένα προ-
ινδοευρωπαϊκό υπόστρωμα. Άρα, ο ελληνικός χώρος κατοικείτο
68

κάποτε από μη- ινδοευρωπαίους και κάποια στιγμή υπήρξε μία


πληθυσμιακή μετακίνηση, μία «άφιξη» ινδοευρωπαίων στο Αιγαίο.
Όμως, δεν είναι γνωστό ούτε το πώς, ούτε το πότε. Έτσι,
πιθανολογήθηκε, ότι αυτό συνέβη μεταξύ ΠΕ ΙΙ και ΙΙΙ περιόδου,
λόγω των ενδείξεων των καταστροφών. Άρα, η θεωρία, περί
ελεύσεως ΙΕ φύλων κατά την ΠΕ εποχή, που φαινόταν αρκετά
συμπαγής, στην ουσία αποτελείτο από δύο υποθέσεις, που η μία
προσπαθούσε να στηρίξει την άλλη.
Γιατί, καθώς δεν έχουμε καθόλου στοιχεία για το ποια ήταν η
γλώσσα κατά την ΠΧ εποχή, μπορούμε να θεωρήσουμε ως εξίσου
πιθανό, η άφιξη των πληθυσμών ή η εγκαθίδρυση της ελληνικής
γλώσσας να συνέβη είτε αργότερα, είτε πολύ παλαιότερα, στα
Νεολιθικά χρόνια, την εποχή της πραγματικά μεγάλης αλλαγής
στον ελλαδικό χώρο. (Ας μη ξεχνάμε ότι, όταν ακόμη δεν υπήρχαν
επαρκή αρχαιολογικά στοιχεία θεωρείτο ότι τα πρώτα ελληνικά
φύλα ήταν οι Δωριείς, που ήρθαν στον ελλαδικό χώρο τόσο
χαμηλά, όσο το 1100 π.Χ. Χρειάστηκε η ανακάλυψη και η
αποκρυπτογράφηση των πινακίδων της Γραμμικής Β, για να γίνει
αντιληπτό ότι οι Μυκηναίοι μιλούσαν την ελληνική γλώσσα).

Η κοιτίδα των Ινδοευρωπαίων έχει αναζητηθεί στο Βορρά, στα


Βαλκάνια και τις Ουκρανικές στέπες και, πιο πρόσφατα, έχει
υποστηριχθεί ότι από την Ανατολή – τη Μ. Ασία ή το ΒΑ Αιγαίο ή
ανατολικότερα- έφθασαν οι πληθυσμοί στην Ελλάδα. Υπάρχουν
ενδείξεις και παράλληλα, όμως όχι αποδείξεις και βεβαιότητες.

Πάντως, είναι γεγονός, πως η μετάβαση από την Πρώιμη στη


Μέση Χαλκοκρατία είναι μια περίοδος γενικότερων αναταραχών
και μεταβολών σε ολόκληρη την Ανατολική Μεσόγειο -το ΒΑ Αιγαίο
και τις ακτές της Μ. Ασίας. Μετά από αυτήν θα επικρατήσει ηρεμία
και σταθεροποίηση αρχικά και ανάπτυξη στη συνέχεια μέχρι τον
13ο αιώνα, οπότε και έκαναν την εμφάνισή τους οι «Λαοί της
Θάλασσας» και τον 12ο αιώνα, οπότε και σημειώνονται νέες
αναστατώσεις και μεγάλες αλλαγές, με το πέρασμα σε μια νέα
εποχή.

Στο ΒΑ Αιγαίο, ο οικισμός της Τροίας Ι καταστρέφεται επίσης


στα τέλη της ΠΧ ΙΙ περιόδου και περίπου την ίδια περίοδο
εγκαταλείπεται και η Θερμή V στη Λέσβο.
Η ΠΧ ΙΙΙ είναι μια μακρά περίοδος, όπως εμφανίζεται στους
οικισμούς της Τροίας ΙΙ –V. Στην κεραμική υπάρχουν κάποιες
καινοτομίες, όπως η χρήση του ταχύστροφου τροχού, το δέπας
αμφικύπελλον και τα ανθρωπόμορφα αγγεία. Το πιο ενδιαφέρον
69

χαρακτηριστικό, όμως, είναι το πλήθος και η εξαιρετική ποιότητα


αγγείων και κοσμημάτων από πολύτιμα μέταλλα, καθώς και τα
χάλκινα όπλα και σκεύη («θησαυροί» Σλήμαν). Η Τροία V
καταστρέφεται βίαια. Η Τροία VI ανήκει πλέον στη ΜΧ περίοδο.

Στο Ανατολικό Αιγαίο η Θερμή V της Λέσβου (τέλη ΠΧ ΙΙ), καθώς


και η Πολιόχνη IV της Λήμνου (Κίτρινη περίοδος, ΠΧ ΙΙ-ΙΙΙ)
εγκαταλείπονται, είτε εξαιτίας κάποιας φυσικής καταστροφής, είτε
λόγω ανταγωνισμού με άλλα ισχυρά κέντρα στη Μ. Ασία
(Κλαζομενές/ Λιμάν τεπέ).

Στην Κρήτη η μετάβαση από την Πρώιμη στη Μέση Εποχή του
Χαλκού είναι, γενικά, ομαλή και συμπίπτει χρονολογικά με τη
μεταβατική φάση (ΠΕ ΙΙΙ- ΜΕ) στην Ηπειρωτική Ελλάδα.
Παρόλ’ αυτά, κατ’ αυτή την μεταβατική περίοδο (τα τέλη της
Προανακτορικής περιόδου και την Πρώτη Ανακτορική ), στην
Ανατολική Κρήτη, υπάρχουν κάποιες ενδείξεις για ύπαρξη
ανασφάλειας ή αναταραχής, όπως η οχύρωση στον οικισμό της
Αγίας Φωτιάς, τα οχυρωματικά έργα (πύργος) στον Πύργο, τα
«παρατηρητήρια».
Γενικά, όμως, η ΠΜ ΙΙΙ περίοδος εμφανίζεται ως μία σύντομη,
μεταβατική περίοδος, που χαρακτηρίζεται από ένα ρυθμό
κεραμικής διακοσμημένο με πυκνό, λευκό χρώμα πάνω σε μελανό
βάθος, τόσο με ευθύγραμμα, όσο και με καμπυλόγραμμα μοτίβα,
σε «τσαγέρες», πρόχους, κύπελλα και άλλα, μεγαλύτερα σχήματα,
αλλά λεπτής κεραμικής.
Η επόμενη, ΜΜ περίοδος, χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση του
ανακτορικού συστήματος και την άνθηση της μινωικής κοινωνίας.
Αντίθετα, η Ηπειρωτική Ελλάδα μπαίνει σε μια φάση αν όχι
ύφεσης, πάντως φάση σταθεροποίησης και αργών εξελίξεων,
χωρίς τις εντυπωσιακές εκδηλώσεις της μινωικής Κρήτης ή και των
Κυκλάδων.
Μετά τις αναστατώσεις του τέλους των ΠΕ/ ΠΚ ΙΙ χρόνων, οι
Κυκλάδες ανακάμπτουν και αναδιοργανώνονται, ίσως γύρω από
ένα σημαντικό οικιστικό κέντρο και ένα λιμάνι. Συνεχίζουν
αναπτύσσοντας τη ναυτιλία και το εμπόριο και, έτσι, η Μέση
Εποχή του Χαλκού είναι μια λαμπρή περίοδος για τα νησιά με
λαμπρότερο το παράδειγμα της Θήρας.
70

ΠΡΩΙΜΗ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ - ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Barber, R.L.N. and MacGillivray, J.A., The Early Cycladic Period: matters of
definition and terminology, AJA 84(1980)141-157
Barber, R.L.N. and MacGillivray, J.A., eds., The Prehistoric Cyclades,
Edinburgh, 1984
Betancourt, Ph., The History of Minoan Pottery, Princeton, 1985
Blegen, C.W., Korakou. A Prehistoric Settlement near Korinth, 1921
Branigan, K., The Foundations of Palatial Crete, Amsterdam, 1988
Buchholz, H.- G.- Karageorghis, V., Altägäis und AltKypros, Leipzig, 1972
Cadogan,G.,ed.,The Endof the Early Bronze Age in the Aegean, Leiden, 1986
Cosmopoulos, M., The Early Bronze 2 in the Aegean, SIMA XCVIII, 1991
Dickinson, Ol., Αιγαίο. Εποχή του Χαλκού, Αθήνα, 2003
Dörpfeld, W., Alt- Ithaka, München, 1927 (Λευκάδα), Ελληνική Μετάφραση εν:
Επετηρίς Εταιρείας Λευκαδικών Μελετών, Β (1972), Αθήναι, 1973
Doumas,C.,TheN.P.Goulandris Collection. Early Cycladic Art, Athens,1968
Forsen, J., The Twilight of the Early Helladics, Jonsered, 1992
Getz-Preziosi, P., Sculptors of the Cyclades. Individual and tradition in the
third millenium, Ann Arbor, Michigan, 1987
Getz-Preziosi, P., Early Cycladic Sculpture: an introduction, Malibu, 1994
Goldman, H., Excavations at Eutresis in Boeotia, Cambridge, Mass., 1931
Hägg, R., - Konsola, D., eds., Early Helladic Architecture and Urbanization,
Proceedings of a Seminar held at the Swedish Institute in Athens, June
8, 1985, SIMA LXXVI, Göteborg, 1986
Hood, S., Η Τέχνη στην Προϊστορική Ελλάδα, Αθήνα, 1987
Κόνσολα, Ντ., Η Πρώιμη Αστικοποίηση στους Πρωτοελλαδικούς οικισμούς:
συστηματική ανάλυση των χαρακτηριστικών της, Αθήνα, 1984
Κορρές, Γ., Αρχαιολογία της Προϊστορικής Ελλάδος, Αθήναι, 1976
Lamb, W., Excavations at Thermi in Lesbos, 1936
Manning, St., The absolute chronology of the Aegean Early Bronze Age, 1995
Mylonas, G., Aghios Kosmas: An Early Bronze Age settlement and cemetery
in Attica, Princeton, 1959
Ντούμας, Χρ. – LaRosa, V., επιμ., Η Πολιόχνη και η Πρώιμη Εποχή του
Χαλκού στο Βόρειο Αιγαίο, Πρακτικά Συνεδρίου, Αθήνα 1996,
Αθήνα, 1997
Renfrew, C., The Emergence of Civilisation, London, 1972
Renfrew, C., Το Κυκλαδικό Πνεύμα
Rutter, J., Lerna, A Preclassical Site in the Argolid, Volume III, The Pottery of
Lerna IV, Princeton, New Jersey, 1995
Σάμψων, Αδ., Μάνικα. Μια Πρωτοελλαδική πόλη στη Χαλκίδα, Αθήνα, 1985
Sinos,St., Die Vorklassischen Hausformen in der Ägäis, Mainz, 1971
Themelis, P., Early Helladic Monumental Architecture, AM 99(1984)335-351
Thimme, J. - Getz-Preziosi, P., eds., Art and Culture of the Cyclades in the
Third Millenium B.C., Karlsruhe, 1977
Treuil, R. – Darcque, P.- Poursat, J.-Cl.- Touchais, G., Οι Πολιτισμοί του
Αιγαίου, Αθήνα, 1996
Τζαβέλλα – Evjen, Χ., Λιθαρές, Αθήναι, 1984
Vermeule, Em., Ελλάς. Εποχή του Χαλκού, Αθήναι, 1983
71

Zervos, Chr., L’ Art des Cyclades du début à la fin de l’ Age du Bronze,


1957.

ΠΕ «Μέγαρα» - «Οικίες με διαδρόμους»

Hägg-Konsola, eds., EH Architecture and urbanisation , Proc. of a seminar


held at the Swedish Institute in Athens, June 8, 1985, SIMA LXXVI, Göteborg
1986
Darcque-Treuil, eds., L’ habitat égéen préhistorique. Actes de la Table Ronde
Internationale, Athènes 1987, BCH, Suppl.XIX, 1990.
Shaw, The EH II Corridor House :Development and Form, AJA 91, 1987, 59-
79
Shaw, The EH II Corridor House :Problems and Possibilities, in: Darcque-
Treuil, eds., 183-94

Κυκλάδες - Ενδεικτική Βιβλιογραφία


Barber, R.L.N., Οι Κυκλάδες στην Εποχή του Χαλκού, Αθήνα 1994
Broodbank, C., An Island Archaeology of the Early Cyclades, Cambridge 2001
Cosmopoulos, M., The Early Bronze Age 2 in the Aegean, SIMA XCVIII, 1991
Davis, J., The Islands of the Aegean, in: Cullen, Tr., ed., Aegean Prehistory. A
Review, AJA Supplement 1, 2001, 19ff. and an Addendum, p.77ff
Davis, J.L. and Cherry, J.F., eds., Papers in Cycladic Prehistory, Monograph XIV,
Institute of Archaeology, University of California, Los Angeles, 1979
Ντούμας, Χρ., Κυκλαδική Τέχνη, εν: Η Αυγή της Ελληνικής Τέχνης, Εκδοτική
Αθηνών 1994
Ντούμας, Χρ., Πρωτοκυκλαδικός Πολιτισμός. Συλλογή Ν.Π.Γουλανδρή, Αθήνα 2000
Getz-Preziosi, P., The Obsidian Trail, Athens 1987
Getz-Preziosi, P., Sculptors of the Cyclades. Individual and Tradition in the Third
Millenium, Ann Arbor, Michigan 1987
Getz-Preziosi, P. et al., Early Cycladic Sculpture : An Introduction, Malibu 1994
Getz-Gentle, P., Personal Styles in Early Cycladic Sculpture, Wisconsin 2001
Ιστορία του Ελληνικού 'Εθνους, τόμος Α', Προϊστορία και Πρωτοιστορία,
Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1970
Μαραγκού, Λ., εκδ., Κυκλαδικός Πολιτισμός. Η Νάξος στην 3η χιλιετία, Αθήνα
1990
Παπαθανασόπουλος, Γ., Νεολιθικά Κυκλαδικά- Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο,
Αθήναι 1981
Renfrew, C., The Emergence of Civilisation, The Cyclades and the Aegean in the
Third Millenium B.C.,
London 1972
Renfrew, C., The Cycladic Spirit. Masterpieces from the Nicholas P.Goulandris
Collection, 1991
Renfrew, C., Το Κυκλαδικό Πνεύμα, Αθήνα 1991 (μεταφρ.)
Σταμπολίδης, Ν., επιμ., Κυκλάδες: αριστουργήματα ενός αιγαιακού πολιτισμού από
το Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης και το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, Έκθεση, Αθήνα
2006
72

Σωτηρακοπούλου, Π., Ο ¨Θησαυρός της Κέρου». Μύθος ή πραγματικότητα;


Αναζητώντας τα χαμένα κομμάτια ενός αινιγματικού συνόλου, Αθήνα 2005.
Thimme, J. – Getz-Preziosi, P., eds., Art and Culture of the Cyclades in the Third
Millenium B.C.,
Karlsruhe 1977
Τσούντας, Χρ., Κυκλαδικά Ι, ΑΕ 1898, 137-212
Τσούντας Χρ., Κυκλαδικά ΙΙ, ΑΕ 1899, 73-134
Βλαχόπουλος, Ανδρ., επιμ., Αρχαιολογία. Νησιά του Αιγαίου, Αθήνα 2005
Zervos, Chr., L’ Art des Cyclades du début à la fin de l’ Age du Bronze, Paris 1957

You might also like