You are on page 1of 8

Η διαθήκη

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη
Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 5 Φεβρουαρίου 2014, με την παρουσία και
της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Μ. Π. Ζ., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο
δικηγόρο της Αθανάσιο Κανελλόπουλο, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.
Της αναιρεσίβλητης: Ν. Τ. του Ν., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον
πληρεξούσιο δικηγόρο της Παναγιώτη - Αναστάσιο Μάζη.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με τις από 21/10/2005 και 30/1/2008 αγωγές της ήδη
αναιρεσείουσας, την από 22/10/2008 (δια των προτάσεων ασκηθείσα) ανταγωγή και την
από 16/4/2010 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκαν στο Πολυμελές
Πρωτοδικείο Αθηνών και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1358/2011 του ίδιου
Δικαστηρίου και 3681/2012 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης
ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 8/7/2012 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης
αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο
πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ελένη Διονυσοπούλου ανέγνωσε την από 10/10/2013
έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Ο
πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη της
αντιδίκου της στη δικαστική δαπάνη της.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ


Με την αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η 3681/2012 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, που
εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, επιλαμβανόμενο έφεσης της αναιρεσείουσας κατά της
απόφασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, που συνεκδίκασε δυο αγωγές της τελευταίας
κατά της αναιρεσίβλητης, στο δικόγραφο της πρώτης των οποίων σωρευόταν αξίωση
αναγνωριστική ακυρότητας ιδιόγραφης διαθήκης λόγω ανικανότητας της διαθέτου προς
σύνταξη αυτής, επειδή δεν είχε συνείδηση των πραττομένων και εστερείτο της χρήσης του
λογικού της εξαιτίας πνευματικής νόσου, καθώς και ακύρωσης των συμβολαιογραφικών
πράξεων αποδοχής της κληρονομίας της παραπάνω διαθέτου από την εναγομένη-
αναιρεσίβλητη, στο δε δικόγραφο της δεύτερης σωρευόταν αξίωση αναγνωριστική
ακυρότητας της ίδιας ιδιόγραφης διαθήκης για τους ίδιους παραπάνω λόγους,
αναγνωριστική περί κλήρου και απόδοσης ωφελημάτων, με αγωγή της αναιρεσίβλητης
κατά της αναιρεσείουσας, στο δικόγραφο της οποίας σωρευόταν κατά την κύρια βάση
αυτής αναγνωριστική κληρονομικού δικαιώματος και περί κλήρου, ως προς ένα από τα
επίδικα κληρονομιαία ακίνητα της παραπάνω διαθέτου και επικουρικώς διεκδικητική
κυριότητας του ίδιου ακινήτου, απέρριψε (το Εφετείο) κατ' ουσίαν την έφεση,
επικυρώνοντας την απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, με την οποία έγινε κατ'
ουσίαν δεκτή η αγωγή της αναιρεσίβλητης ως προς την κύρια βάση αυτής και
απορρίφθηκαν οι αγωγές της αναιρεσείουσας.
Επειδή από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1871 και 1872 ΑΚ προκύπτει ότι ο
κληρονόμος με την περί κλήρου αγωγή κατά του κατακρατούντος pro herede αντικείμενα
της κληρονομίας δικαιούται να ζητήσει την αναγνώριση του κληρονομικού του δικαιώματος
και την απόδοση των κληρονομιαίων, ανεξαρτήτως του χρόνου που επελήφθη της νομής,
μετά δηλαδή την αυτοδικαίως δια του θανάτου του κληρονομούμενου γενόμενη επαγωγή
της κληρονομίας από διαθήκη ή εξ αδιαθέτου ή μετά από αυτήν. Εξάλλου κατά το άρθρο
1879 ΑΚ, εφ' όσον δεν έχει παραγραφεί η περί κλήρου αγωγή, ο νομέας της κληρονομίας
δεν μπορεί να επικαλεσθεί κατά του κληρονόμου την χρησικτησία, τακτική ή έκτακτη,
πράγματος που νέμεται ως ανήκον στην κληρονομία κατ' αντιποίηση κληρονομικού
δικαιώματος. Με την διάταξη αυτή δε θεσπίζεται αναστολή ή διακοπή της κτητικής
παραγραφής, σκοπείται όμως η διατήρηση του πλεονεκτήματος που εξασφαλίζει στον
αληθή κληρονόμο ο μακρός χρόνος παραγραφής της περί κλήρου αξιώσεως, καθ' όσον
σύμφωνα με αυτήν η τυχόν κτηθείσα κυριότητα του νομέως επί των κληρονομιαίων
πραγμάτων δεν είναι αντιτάξιμη κατά του κληρονόμου μέχρι την απόσβεση της περί κλήρου
αξιώσεως ούτε ως μέσον άμυνας κατά της περί κλήρου αγωγής του κληρονόμου ούτε με
επιθετική πράξη του νομέως της κληρονομίας δηλαδή εμπράγματη αγωγή κυριότητας του
κατεχόμενου κληρονομιαίου πράγματος. Η αγωγή περί κλήρου υπόκειται στη συνήθη
εικοσαετή παραγραφή του άρθρου 249 ΑΚ με αφετηρία την κατάληψη έστω και μερικών
από τα κληρονομιαία πράγματα. Στην περίπτωση που η άσκηση του κληρονομικού
δικαιώματος εξαρτάται από την ακύρωση διαθήκης (άρθρα 1782 επ) ή την κήρυξη άλλου
κληρονόμου ως ανάξιου, η παραγραφή της περί κλήρου αγωγής αρχίζει από την τελεσίδικη
απόφαση ακύρωσης της διαθήκης ή κήρυξης της αναξιότητας, καθ' όσον από τότε είναι
δυνατή η δικαστική επιδίωξη της αξίωσης του κληρονόμου κατ' άρθρο 251 ΑΚ, σύμφωνα με
το οποίο η παραγραφή αρχίζει από τότε που γεννήθηκε η αξίωση και είναι δυνατή η
δικαστική της επιδίωξη, άσχετα από το ότι η ακυρωτική απόφαση έχει αναδρομική ενέργεια
ως προς το κληρονομικό δικαίωμα, αφού η σχετική αξίωση γεννιέται από την απόφαση.
Επειδή κατά το άρθρο 559 παρ.1 Κ.Πολ.Δ. ιδρύεται λόγος αναίρεσης για ευθεία παράβαση
κανόνα ουσιαστικού δικαίου, αν αυτός δεν εφαρμόσθηκε ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις
εφαρμογής του ή αν εφαρμόσθηκε ενώ δεν έπρεπε καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε
στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή. Στην περίπτωση που το
δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν την υπόθεση η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου
κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν
το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός
αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση.
Τούτο συμβαίνει όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά
που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το
νόμο παρότι τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του,
καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε
διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται. Τέλος ο λόγος αναίρεσης είναι
δυνατό να φέρεται ότι πλήττει την προσβαλλoμένη απόφαση, επειδή παραβίασε κανόνα
ουσιαστικού δικαίου, αλλά στην πραγματικότητα να πλήττει την απόφαση κατά την
εκτίμηση των αποδείξεων υπό το πρόσχημα ότι αυτή παραβίασε κανόνα ουσιαστικού
δικαίου. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση
το Εφετείο δέχθηκε μετά από εκτίμηση των αποδείξεων κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη
κρίση του τα ακόλουθα περιστατικά: Από το έτος 1967 οι δύο διάδικοι, Μ. Ζ. και Ν. Τ.,
εργάζονταν ως οικιακές βοηθοί και προσέφεραν τις υπηρεσίες τους στις γηραιές και άγαμες
αδελφές Β. και Κ. Π., οι οποίες είχαν ικανή ακίνητη και κινητή περιουσία και συγκεκριμένα
είχαν στην πλήρη κυριότητα τους ένα διαμέρισμα στην Αθήνα ........... και ένα διώροφο
λιθόκτιστο σπίτι στην πόλη του Αγρινίου. Το έτος 1984 απεβίωσε η Β. Π. και
κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου από την άλλη αδελφή Κ. Π., στην οποία περιήλθε
αποκλειστικά όλη η ανωτέρω ακίνητη περιουσία αλλά και η κινητή σε μετρητά,
κατατεθειμένα σε τράπεζες. Στη συνέχεια, περί τα τέλη του έτους 1985, η Κ. Π. συνέταξε
ιδιόγραφη διαθήκη, με την οποία όριζε κληρονόμους της τις δύο διαδίκους και τις
εγκαθιστούσε σε δήλο, ήτοι τη μεν αναιρεσείουσα εγκαθιστούσε ως κληρονόμο στο
διαμέρισμα στην Αθήνα τη δε αναιρεσίβλητη στο ακίνητο στο Αγρίνιο, τις επιβάρυνε, δε, με
την κληροδοσία ποσού 1.000.000 δρχ., που είχαν υποχρέωση να καταβάλλουν εξ ημισείας
οι δύο διάδικοι στην πρώτη της εξαδέλφη και μοναδική πλησιέστερη συγγενή της Μ. Α..
Ωστόσο, η αναιρεσείουσα παρέλαβε την ως άνω διαθήκη, δήθεν για να την τοποθετήσει,
για λόγους ασφαλείας, σε τραπεζική θυρίδα που διατηρούσε στο όνομα της και, έκτοτε, την
εξαφάνισε. Σημειώνεται, ότι τη διαθήκη αυτή δεν εμφάνισε ποτέ προς δημοσίευση μετά το
θάνατο της διαθέτιδος, αλλά την εξαφάνισε, αρνούμενη την ύπαρξη της, αν και οχλήθηκε
προς τούτο από τη αναιρεσίβλητη με την από 9-1-1989 εξώδικη πρόσκληση, στην οποία δεν
απάντησε. Εξάλλου η Κ. Π. είχε κατατεθειμένα σε τράπεζες μετρητά, ύψους 15.000.000 δρχ.
για τα οποία συνήφθη συμφωνία μεταξύ αυτής και των δύο διαδίκων όπως ανοιχθεί κοινός
λογαριασμός στο όνομα και των τριών τους, ώστε μετά το θάνατο της πρώτης, να
αναλάβουν εξ ημισείας τα χρήματα οι δύο διάδικοι. Πράγματι, ανοίχθηκε στις 25-7-1985
στην Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος κοινός τραπεζικός λογαριασμός με το εν λόγω ποσό,
το οποίο προερχόταν από πώληση άλλου ακινήτου της Κ. Π. στο Αγρίνιο, και με
δικαιούχους τις τρεις ανωτέρω. Ακολούθως και μετά την εξαφάνιση της ως άνω ιδιόγραφης
διαθήκης της από την αναιρεσείουσα, η Κ. Π. συνέταξε δεύτερη ιδιόγραφη διαθήκη στις 30-
1-1987, με την οποία επανέλαβε την προηγούμενη, ως προς τις διαδίκους, βούληση της,
εγκαθιστώντας αυτές πάλι στα ίδια δήλα πράγματα ως κληρονόμους. Ωστόσο, τη διαθήκη
αυτή παρέδωσε προς φύλαξη σε στενό οικογενειακό της φίλο, η οποία τελικά
δημοσιεύθηκε μετά το θάνατο της από τον ίδιο δυνάμει του 3912/16-12-1988 Πρακτικού
του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Όμως, παρά τη βούληση της Κ. Π. και εν αγνοία
αυτής, αλλά και της αναιρεσίβλητης, η αναιρεσείουσα. στις 27-7-1987 προέβη κρυφά σε
ανάληψη όλου του ποσού των 15.000.000 δρχ. από την Εμπορική Τράπεζα, όταν, δε, η
αναιρεσίβλητη πληροφορήθηκε το γεγονός αυτό από τους αρμόδιους υπαλλήλους της
Τράπεζας και εναντιώθηκε, αυτή άλλαξε τις κλειδαριές στο διαμέρισμα της Φωκίωνος
Νέγρη στην Αθήνα, όπου και διέμεναν οι διάδικοι μαζί με την Κ. Π., προκειμένου να της
παράσχουν τις υπηρεσίες τους ως οικιακές βοηθοί, παρέλαβε την Κ. Π., η οποία ήδη
βρισκόταν σε άθλια διανοητική κατάσταση και τη μετέφερε σε άγνωστη διεύθυνση. Στη
συνέχεια, εξανάγκασε την τελευταία να συντάξει νέα, τρίτη κατά σειρά, ιδιόγραφη διαθήκη
με ημεροχρονολογία 12-7-1987, με την οποία την εγκαθιστούσε μοναδική κληρονόμο σε
όλη την ακίνητη και κινητή περιουσία της και, ταυτόχρονα, προέβαινε με αυτή σε ανάκληση
κάθε προηγούμενης διαθήκης. Τελικά, στις 14-4-1988, η Κ. Π. απεβίωσε σε ηλικία 84 ετών
σε οίκο ευγηρίας, όπου την είχε μεταφέρει κρυφά η αναιρεσείουσα, η δε τελευταία προέβη
σε δημοσίευση της, ως άνω, από 12-7-1987, ιδιόγραφης διαθήκης Όλα τα ανωτέρω έχουν
γίνει δεκτά με τις, αμετάκλητες, 8084/1999 Πολ. Πρ. Αθηνών, 7347/2001 Εφ. Αθηνών,
1030/2003, 1031/2003 ΑΠ., 8020/2004 Εφ. Αθηνών και 1528/2006 ΑΠ, δικαστικές
αποφάσεις οι οποίες εκδόθηκαν επί της από 21-3-1989 αγωγής της αναιρεσίβλητης
ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, στρεφόμενης κατά της αναιρεσείουσας,
με αίτημα την ακύρωση της τρίτης, από 12-7-1987, ιδιόγραφης διαθήκης της Κ. Π. λόγω
πνευματικής ανικανότητας της διαθέτιδος κατά το χρόνο σύνταξης αυτής και κήρυξη της
αναιρεσείουσας ως ανάξιας κληρονόμου της Κ. Π., καθώς και απόδοση σε αυτήν του ποσού
των 7.500.000 δρχ. που είχε αναλάβει η αναιρεσείουσα από τον ως άνω κοινό τραπεζικό
λογαριασμό. Με αυτές τις αποφάσεις αναγνωρίστηκε, αμετάκλητα, ότι, κατά το χρόνο
σύνταξης της από 12-7-1987 ιδιόγραφης διαθήκης της, η Κ. Π. ήταν πνευματικά ανίκανη
προς σύνταξη ιδιόγραφης διαθήκης και, για το λόγο αυτόν, ήταν άκυρη η πιο πάνω
διαθήκη, ενώ κηρύχθηκε αμετάκλητα η αναιρεσείουσα ανάξια κληρονόμος της διαθέτιδος,
λόγω εξαφάνισης της πρώτης, από το έτος 1985, ιδιόγραφης διαθήκης της και
καταδικάσθηκε σε απόδοση του ανωτέρω χρηματικού ποσού στην αναιρεσίβλητη. Στο
μεταξύ, μετά την έκδοση της πρωτόδικης ως άνω 8084/1999 απόφασης επί της από 21-3-
1989 αγωγής της αναιρεσίβλητης, δυνάμει της οποίας είχε γίνει δεκτή μόνο η αγωγική βάση
περί ακυρότητας της από 12-7-1987 ιδιόγραφης διαθήκης της Κ. Π. λόγω πνευματικής
ανικανότητας και είχαν απορριφθεί οι άλλες δύο αγωγικές βάσεις ως μη νόμιμες, η
τελευταία απέστειλε στην αντίδικο της την από 1-12-1999 εξώδικη πρόσκληση, με την
οποία την κάλεσε να εξεύρουν μία συμβιβαστική λύση και να της αποδώσει, αφενός μεν,
όσα μισθώματα είχε αυτή εντωμεταξύ εισπράξει από την εκμίσθωση του ακινήτου του
Αγρινίου και, αφετέρου, το ποσό των 7.500.000 δρχ. που είχε αναλάβει από τον ως άνω
κοινό λογαριασμό και η ίδια προτίθετο να παραιτηθεί αττό την περί κήρυξης αναξιότητας
βάση της εκκρεμούς αγωγής της, προκειμένου, με τον τρόπο αυτόν, να τιμήσουν την αληθή
βούληση της διαθέτιδος, η οποία, όπως εκτέθηκε ανωτέρω, ήδη με την πρώτη ιδιόγραφη
διαθήκη της από το έτος 1985 αλλά και με τη δεύτερη από 30-1-1987 είχε διανείμει κατά
κάποιον τρόπο την ακίνητη περιουσία της μεταξύ των δύο διαδίκων. Ωστόσο, η
αναιρεσείουσα δεν ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση της αντιδίκου της, αντίθετα δε, μετά
από την από 5-9-2002 εξώδικη πρόσκληση της αναιρεσίβλητης προς τις μισθώτριες του
ακινήτου του Αγρινίου να καταβάλουν εφεξής σε αυτήν, ως αληθή και μοναδική
κληρονόμο, τα μισθώματα και ενώ είχε ήδη εκδοθεί η 7347/2001 απόφαση του Εφετείου
Αθηνών που αναγνώριζε, ως άκυρη, την από 12-7-1987 διαθήκη και η τελευταία, είχε
προβεί στην αποδοχή κληρονομιάς του ακινήτου στο Αγρίνιο, απέστειλε εξώδικη
διαμαρτυρία, με την οποία αρνήθηκε να της αποδώσει τα μισθώματα που είχε εισπράξει
από το ακίνητο του Αγρινίου και κάλεσε τις ως άνω μισθώτριες αυτού να συνεχίσουν να
καταβάλουν σε εκείνη τα μισθώματα. Κατόπιν αυτού, η αναιρεσίβλητη άσκησε αίτηση περί
ασφαλιστικών μέτρων νομής στον Ειρηνοδίκη Αγρινίου, επί της οποίας εκδόθηκε η 5/2003
απόφαση που έκανε δεκτή την αίτηση και επικυρώθηκε, κατόπιν άσκησης εφέσεως της
αναιρεσίβλητης με την 123/2003 απόφαση το Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αγρινίου,
δυνάμει, δε, της 824/19-5- 2003 έκθεσης εγκατάστασης και αποβολής του δικαστικού
επιμελητή Αγρινίου Α. Κ., η αναιρεσίβλητη ανέλαβε τη νομή και κατοχή του ως άνω
ακινήτου. Περαιτέρω, η αναιρεσίβλητη, μετά την έκδοση της τελεσίδικης 8020/2004
απόφασης του Εφετείου Αθηνών που κήρυξε την αντίδικο της ανάξια κληρονόμο της Κ. Π.,
προέβη, ως μοναδική κληρονόμος και του ακινήτου των Αθηνών, λόγω προσαύξησης, σε
αποδοχή κληρονομιάς και ως προς αυτό, δυνάμει της 8389/7-3-2005 πράξης συμβ/φου
Αθηνών Παναγιώτας Στασινοπούλου και μετέγραφε αυτήν. Στη συνέχεια, κοινοποίησε την
από 15-3-2005 εξώδικη πρόσκληση προς τη μισθώτρια του ακινήτου των Αθηνών,
συγκοινοποιώντας της τα σχετικά νομιμοποιητικά έγγραφα που καταδείκνυαν ότι αυτή
ήταν η μοναδική αληθής κληρονόμος του εν λόγω ακινήτου και της ζήτησε να καταβάλει
εφεξής σε αυτήν τα μισθώματα, πράγμα που έπραξε μέχρι τη λήξη της σύμβασης
μίσθωσης,του ακινήτου τον Απρίλιο του έτους 2006. Παρά τα ανωτέρω, όμως, η
αναιρεσείουσα άσκησε αγωγή περί αποβολής από τη νομή ενώπιον του Μονομελούς
Πρωτοδικείου Αθηνών, επί της οποίας εκδόθηκε η 69/2007 απόφαση που απέρριψε αυτήν,
ωστόσο, κατόπιν έφεσης, εκδόθηκε η 5117/2008 απόφαση του Εφετείου Αθηνών η οποία,
κατόπιν εξαφάνισης της εκκαλουμένης, έκανε δεκτή την αγωγή περί αποβολής από τη νομή
και μάλιστα επικυρώθηκε, μετά από απόρριψη αναίρεσης, και από την 2110/2009
απόφαση του Αρείου Πάγου. Σύμφωνα με το σκεπτικό των αποφάσεων αυτών, η τότε
ενάγουσα αναιρεσείουσα ήταν επιλήψιμη νομέας του ανωτέρου ακινήτου, εφόσον ήδη
είχε κηρυχθεί ανάξια κληρονόμος, ωστόσο, επειδή ασκούσε τη νομή καθ' όλο το
προηγούμενο διάστημα, όφειλε η αληθής κληρονόμος αναιρεσίβλητη να ασκήσει σε βάρος
της αγωγή περί αποβολής από τη νομή και όχι να καταλάβει την νομή αυτογνωμόνως. Μετά
την έκδοση της αμέσως παραπάνω 2110/2009 απόφασης του Αρείου Πάγου, η τελευταία
απέδωσε στην αναιρεσείουσα τη νομή του διαμερίσματος, αφού συντάχθηκε προς τούτο
μεταξύ των διαδίκων και το από 8-2-2010 πρακτικό παράδοσης και παραλαβής, προς
αποφυγή σε βάρος της πρώτης αναγκαστικής εκτέλεσης για το διαμέρισμα αυτό, με τη
διατυπούμενη σε αυτό επιφύλαξη για κάθε εμπράγματο και ενοχικό δικαίωμα της ως προς
το εν λόγω διαμέρισμα, με την άσκηση ιδίως αγωγής περί κλήρου εναντίον της δεύτερης,
την οποία και άσκησε, στη συνέχεια, με την ένδικη, από 16-4-2010, αγωγή της, με τα
αναφερόμενα στην αρχή της παρούσας αιτήματα. Περαιτέρω, σχετικά με την
επικαλούμενη, από την αναιρεσείουσα, ανικανότητα της Κ. Π., για σύνταξη της επίμαχης,
από 30-1-1987, (δεύτερης) ιδιόγραφης διαθήκης, λόγω στέρησης χρήσης του λογικού,
συνεπεία πνευματικής ασθένειας και έλλειψης συνείδησης των πραττομένων και,
συνακόλουθα, ακυρότητας της διαθήκης για το λόγο αυτόν, με την ένδικη, από 30-1-2008,
αγωγή της, με πρώτο το ως άνω αναγνωριστικό αίτημα, η επίκληση της ακυρότητας αυτής
και η άσκηση της αγωγής με το παραπάνω αίτημα είναι καταχρηστική, κατ1 άρθρο 281 ΑΚ,
ως αντιβαίνουσα προφανώς στην έννομη τάξη, την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη, κατά τον
βάσιμο προς τούτο ισχυρισμό (ένσταση) της εναγομένης, ενώπιον του πρωτοβάθμιου
δικαστηρίου, που επαναφέρεται με τις παρούσες προτάσεις. Τούτο καθόσον, όπως
αποδείχθηκε, από τα ίδια αποδεικτικά μέσα, η αναιρεσείουσα, κατά τη διάρκεια του
πολυετή δικαστικού αγώνα, διατεινόταν ότι η διαθέτης ήταν πλήρως ικανή προς
δικαιοπραξία και μάλιστα και κατά το μεταγενέστερο χρόνο της σύνταξης της από 12-7-
1987 τρίτης ιδιόγραφης διαθήκης και δη τα αντίθετα όσων υποστηρίζει με την ένδικη
αγωγή της, υπέβαλε δε, και εγκλήσεις κατά των μαρτύρων της τότε ενάγουσας
αναιρεσίβλητης για ψευδορκία, αλλά και κατά της ίδιας ως ηθικής αυτουργού για
ψευδορκία, διότι αυτοί κατέθεσαν ότι η ως άνω Κ. Π., κατά το χρόνο σύνταξης της
παραπάνω, από 12-7-1987, τρίτης κατά σειρά, ιδιόγραφης διαθήκης ήταν πλήρως ανίκανη
προς τούτο. Σε κάθε περίπτωση, η ένδικη ως άνω, από 30-1-2008 αγωγή της
αναιρεσείουσας, ως προς το πρώτο αίτημα για αναγνώριση της ακυρότητας της επίμαχης,
από 30-1-1987, (δεύτερης) ιδιόγραφης διαθήκης της Κ. Π. για τους ανωτέρω λόγους,
ασκείται χωρίς έννομο συμφέρον, απαραίτητη προϋπόθεση για την άσκηση αυτής, λόγω
της ύπαρξης της προηγούμενης, από του έτους 1985, πρώτης ιδιόγραφης διαθήκης της Κ.
Π., κατά τον βάσιμο προς τούτο ισχυρισμό (ένσταση) της αναιρεσίβλητης. Ειδικότερα, όπως
προαναφέρθηκε, η παραπάνω διαθέτης συνέταξε την πρώτη κατά σειρά διαθήκη, καθόλα
έγκυρη και όμοιου περιεχομένου με την επίμαχη δεύτερη διαθήκη, με την οποία, επίσης,
εγκαθιστούσε την αναιρεσίβλητη κληρονόμο της στο προαναφερόμενο ακίνητο στο Αγρίνιο
και την οποία εξαφάνισε η αναιρεσείουσα, λόγος για τον οποίο κηρύχθηκε ανάξια να
κληρονομήσει τη διαθέτιδα, με την 8020/2004 τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου Αθηνών,
που κατέστη αμετάκλητη με την 1528/2006 απόφαση του Αρείου Πάγου. Συνακόλουθα, και
αν ακόμη είναι άκυρη η επίμαχη δεύτερη διαθήκη, η αναιρεσίβλητη είναι κληρονόμος με
βάση την πρώτη αυτή διαθήκη ως προς το ακίνητο του Αγρινίου, στο οποίο εγκαταστάθηκε
ως κληρονόμος και κατά προσαύξηση (άρθρο. 1807ΑΚ) και στο ακίνητο των Αθηνών, που
εγκαταστάθηκε η αναιρεσείουσα, λόγω της κήρυξης αυτής ως αναξίας, και τα οποία
(ακίνητα) εξαντλούσαν την κληρονομιά. Επιπρόσθετα, λόγω της ύπαρξης της έγκυρης αυτής
διαθήκης, αποκλείεται η εξ αδιαθέτου διαδοχή και, επομένως, και η ύπαρξη του
επικαλούμενου, από την αναιρεσείουσα, εξ αδιαθέτου κληρονομικού δικαιώματος της Μ.
Α., πρώτης εξαδέλφης της αποβιώσασας (Κ. Π.), επί της κληρονομιάς αυτής και, κατά
συνέπεια, και του κληρονομικού δικαιώματος της αναιρεσείουσας επί της κληρονομιάς της
Μ. Α., που απεβίωσε στις 12-5-2007, με βάση την επικαλούμενη από 6-12-2006 ιδιόγραφη
διαθήκη της, με την οποία την εγκαθιστά κληρονόμο της, ως προς τα ακίνητα αυτά και στο
οποίο (κληρονομικό δικαίωμα) η αναιρεσείουσα στηρίζει το έννομο συμφέρον της. Έτσι, και
για τους δύο λόγους, η ένδικη αγωγή, ως προς το αίτημα αυτό, ασκείται χωρίς την ύπαρξη
του απαιτούμενου έννομου συμφέροντος. Εξάλλου, ανεξάρτητα των ανωτέρω, από τα ίδια
αποδεικτικά μέσα, δεν αποδείχθηκε η επικαλούμενη από την αναιρεσείουσα ανικανότητα
της Κ. Π. για σύνταξη της επίμαχης, ως άνω, από 30-1-1987, δεύτερης, κατά σειρά,
ιδιόγραφης διαθήκης. Περαιτέρω ως προς την αγωγή της αναιρεσίβλητης δέχθηκε
ανελέγκτως το Εφετείο ότι αυτή είναι μοναδική κληρονόμος της, Κ. Π. δυνάμει της από 30-
1-1987 δεύτερης, κατά σειρά, ιδιόγραφης διαθήκης, επί του ακινήτου του Αγρινίου, στο
οποίο εγκαταστάθηκε ως κληρονόμος και κατά προσαύξηση επί του ακινήτου των Αθηνών,
που εγκαταστάθηκε η αναιρεσείουσα, λόγω της κήρυξης αυτής ως ανάξιας και τα οποία
ακίνητα εξαντλούσαν την κληρονομιά και ανήκαν κατά κυριότητα, νομή και κατοχή στη
διαθέτιδα κατά το χρόνο του θανάτου της. Η διαθήκη αυτή, όπως προαναφέρθηκε, είναι
καθόλα έγκυρη, αφού δεν αποδείχθηκαν οι περιεχόμενοι στην προαναφερόμενη αγωγή της
αναιρεσείουσας ισχυρισμοί της περί ακυρότητας αυτής συνεπεία ανικανότητας της
διαθέτιδας για τη σύνταξη της κατά τον κρίσιμο χρόνο και για τους επικαλούμενους λόγους
Ακόμα δέχθηκε το Εφετείο ότι. η αναιρεσείουσα, προς απόκρουση της' εναντίον της αγωγής
αυτής, προέβαλε τους ισχυρισμούς της (ενστάσεις), περί παραγραφής της περί κλήρου
αγωγής και ιδίας κυριότητας αυτής επί του ακινήτου στην Αθήνα, που απέκτησε με έκτακτη
χρησικτησία. Ειδικότερα, ισχυρίσθηκε ότι αυτή, από το χρόνο θανάτου της Κ. Π. (14-4-
1988), νέμεται και κατέχει, ως κληρονόμος, το παραπάνω διαμέρισμα των Αθηνών, με
διάνοια κυρίου, ασκώντας τις αναφερόμενες πράξεις νομής, μέχρι την άσκηση της αγωγής
αυτής (από 16-4-2010), ήτοι επί χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της 20ετίας και, έτσι, έγινε
κυρία με έκτακτη χρησικτησία του ακινήτου αυτού και η περί κλήρου αγωγή έχει
παραγραφεί, λόγω παρέλευσης 20ετίας από την κατάληψη μέχρι την επίδοση της αγωγής.
Όμως, ο ισχυρισμός αυτός περί παραγραφής ήταν απορριπτέος ως αβάσιμος, καθόσον, ναι
μεν η 20ετής παραγραφή της περί κλήρου αγωγής αρχίζει από την κατάληψη, έστω και
μερικών από τα κληρονομιαία, εάν, όμως, η άσκηση του κληρονομικού δικαιώματος
εξαρτάται, μεταξύ άλλων, από την ακύρωση τελευταίας διάταξης λόγω αναξιότητας, η
παραγραφή της περί κλήρου αγωγής αρχίζει από την ακυρωτική απόφαση. Στην προκείμενη
δε περίπτωση, όπως προαναφέρθηκε, η άσκηση της ένδικης αυτής αγωγής κατέστη δυνατή,
όπως βάσιμα υποστήριξε η ήδη αναιρεσίβλητη ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου
και υποστηρίζει και με τις παρούσες προτάσεις της, μόνο μετά την έκδοση της 8020/2004
τελεσίδικης απόφασης του Εφετείου Αθηνών, με την οποία κηρύχθηκε η κληρονομική
αναξιότητα της εναγομένης αναιρεσείουσας, αφού μέχρι τότε η εναγομένη και μετά την
αναγνώριση της ακυρότητας της τρίτης διαθήκης με την 7347/2001 τελεσίδικη απόφαση
του Εφετείου Αθηνών, ήταν κληρονόμος επί του ακινήτους στην Αθήνα με βάση τη δεύτερη
επίμαχη διαθήκη, και από την έκδοση της τελεσίδικης αυτής απόφασης αρχίζει η
παραγραφή, ή οποία δεν είχε συμπληρωθεί μέχρι την άσκηση της ένδικης αγωγής. Αφού,
λοιπόν, η περί κλήρου αγωγή δεν έχει παραγραφεί, δεν μπορεί να αντιταχθεί, σύμφωνα με
όσα προεκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, κατ' άρθρο 1879 ΑΚ, κυριότητα επί του επιδίκου,
κτηθείσα με έκτακτη χρησικτησία, και ο σχετικός ισχυρισμός ήταν απορριπτέος ως μη
νόμιμος". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο με την προσβαλλομένη απόφαση, κατά
το μέρος που ενδιαφέρει, έκρινε κατ' ουσίαν βάσιμη την ένδικη αγωγή της αναιρεσίβλητης,
αναγνωριστική κληρονομικού δικαιώματος και περί κλήρου σε σχέση με το κληρονομιαίο
ακίνητο που βρίσκεται στην Αθήνα, την οποία (αναιρεσίβλητη) αναγνώρισε ως μοναδική
κληρονόμο της διαθέτου Κ. Π., με βάση τη δεύτερη ιδιόγραφη διαθήκη αυτής από 30-1-
1987 και υποχρέωσε την αναιρεσείουσα να της αποδώσει τούτο, απορρίπτοντας τις
προταθείσες από την τελευταία ως εναγομένη, ενστάσεις περί παραγραφής της περί
κλήρου αγωγής και της εικοσαετούς κτητικής παραγραφής ως προς το ίδιο επίδικο ακίνητο.
Περαιτέρω δε απέρριψε τις αγωγές της αναιρεσείουσας και ειδικότερα τη δεύτερη ως προς
το αίτημα για την αναγνώριση της ακυρότητας της δεύτερης ιδιόγραφης διαθήκης της ίδιας
διαθέτου κατά παραδοχή της ένστασης της αναιρεσείουσας περί καταχρηστικής άσκησης
της αγωγικής αυτής αξίωσης κατά την κύρια αιτιολογία αυτής, αλλά και για έλλειψη
εννόμου συμφέροντος της αναιρεσείουσας προς άσκηση αυτής, καθώς και ως ουσιαστικά
αβάσιμη, αφού δεν αποδείχθηκε κατά τις ανέλεγκτες παραδοχές της προσβαλλομένης
απόφασης η ανικανότητα της διαθέτου προς σύνταξη της επίμαχης διαθήκης, κατά τις
επάλληλες αιτιολογίες της. Ακολούθως απέρριψε κατ' ουσίαν την έφεση, επικυρώνοντας
την απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, που είχε δεχθεί τα ίδια, με συμπλήρωση και
αντικατάσταση κατά ένα μέρος των αιτιολογιών της, Έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν
παραβίασε, σε σχέση με την περί κλήρου αγωγή της αναιρεσίβλητης, με εσφαλμένη
ερμηνεία και εφαρμογή τις προπαρατεθείσες ουσιαστικές διατάξεις, τις οποίες ορθώς
εφάρμοσε, ούτε παραβίασε δια της παραλείψεως εφαρμογής τους τις ουσιαστικού δικαίου
διατάξεις των άρθρων 1045, 1047, 1048, 1049 ΑΚ, τις οποίες ορθώς δεν εφάρμοσε, αφού
δεν ήταν εφαρμοστέες με βάση τις παραδοχές του, ενόψει του ότι στην απόφασή του
υπάρχει νομική ακολουθία μεταξύ των πραγματικών γεγονότων που έγιναν δεκτά από
αυτήν και υπήχθησαν στις ίδιες διατάξεις, όπως η έννοιά τους αναλύθηκε στις νομικές
σκέψεις που προαναφέρθηκαν και του συμπεράσματος του δικανικού συλλογισμού με τις
σαφείς παραδοχές ότι 1) δεν είχε συμπληρωθεί η εικοσαετής παραγραφή της περί κλήρου
αξίωσης της αναιρεσίβλητης κατά το χρόνο άσκησης της ένδικης αγωγής, αφού η
παραγραφή αυτής άρχισε το 2004, με την έκδοση της παραπάνω 8020/2004 απόφασης του
Εφετείου Αθηνών με την οποία τελεσίδικα κηρύχθηκε η αναιρεσείουσα ανάξια να
κληρονομήσει τη διαθέτη με την από 30-1-1987 ιδιόγραφη διαθήκη της, με την οποία η
τελευταία την εγκατέστησε κληρονόμο της, στο ακίνητο της Αθήνας, οπότε και ήταν πλέον
δυνατή η δικαστική επιδίωξη της ίδιας αξίωσης της αναιρεσίβλητης, καθ' όσον η άσκηση
του κληρονομικού της δικαιώματος στο επίδικο κληρονομιαίο ακίνητο που βρίσκεται στην
Αθήνα, με βάση την παραπάνω διαθήκη, εξαρτήθηκε από την κήρυξη της αναιρεσείουσας
ως ανάξιας να κληρονομήσει τούτο και 2) ότι για το λόγο αυτό (της μη συμπλήρωσης του
χρόνου παραγραφής της, περί κλήρου αγωγής) ο ισχυρισμός της εναγομένης-
αναιρεσείουσας, ως νομέως της κληρονομίας, ότι απέκτησε την κυριότητα του επιδίκου
ακινήτου με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας δεν μπορούσε να αντιταχθεί
αποτελεσματικά κατά της ενάγουσας-αναιρεσίβλητης κληρονόμου.
Συνεπώς όσα αντίθετα υποστηρίζει η αναιρεσείουσα με τους πρώτο, δεύτερο και τρίτο
λόγους της αίτησης αναίρεσης, αποδίδοντας στην προσβαλλομένη απόφαση την αναιρετική
πλημμέλεια από τον αρ. 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή
και δια της παραλείψεως εφαρμογής των παραπάνω ουσιαστικών διατάξεων είναι
αβάσιμα. Περαιτέρω ο πέμπτος λόγος της αίτησης αναίρεσης είναι απορριπτέος ως
απαράδεκτος διότι υπό την επίφαση της παραβίασης της διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ,
πλήττεται η εκτίμηση από το Εφετείο πραγματικών γεγονότων και αποδείξεων ως προς την
αποφατική του κρίση σε σχέση με τη δεύτερη αγωγή της αναιρεσείουσας, η οποία
σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 561 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. δεν υπόκειται στον έλεγχο του
Αρείου Πάγου. Επειδή κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 Κ.Πολ.Δ. η απόφαση
υπόκειται σε αναίρεση για έλλειψη νόμιμης βάσης και όταν περιέχονται σ' αυτήν
αντιφατικές αιτιολογίες, οπότε δεν προκύπτει ποια περιστατικά δέχθηκε το δικαστήριο της
ουσίας για να στηρίζει το διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως, ώστε να είναι
δυνατός ο έλεγχος αν σωστά εφάρμοσε τον ουσιαστικό νόμο. Όταν όμως στην
προσβαλλομένη απόφαση υπάρχουν δυο ή περισσότερες αιτιολογίες, οι οποίες
διατυπούμενες επαλλήλως ή επικουρικώς, στηρίζουν αυτοτελώς η κάθε μία το διατακτικό
της και αντιφάσκουν μεταξύ τους, δεν ιδρύεται κατά την αληθινή έννοια της παραπάνω
διάταξης ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης, αφού το διατακτικό στηρίζεται όχι
σε όλες συγχρόνως τις αιτιολογίες αλλά μόνο στη μια από αυτές. Στην προκειμένη
περίπτωση όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση το Εφετείο απέρριψε την
από 30-1-2008 αγωγή της αναιρεσείουσας ως προς την αξίωση της αναγνώρισης της
ακυρότητας της από 30-1-1987 ιδιόγραφης διαθήκης της Κ. Π. ως ασκηθείσα
καταχρηστικώς, κατά παραδοχή σχετικής ένστασης της εναγομένης-αναιρεσίβλητης και σε
κάθε περίπτωση λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος της αναιρεσείουσας για την άσκηση
αυτής, αλλά και ως ουσιαστικά αβάσιμη, όπως ήδη προαναφέρθηκε. Επομένως ο τέταρτος
λόγος της αίτησης αναίρεσης από τον αρ. 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. κατά ένα μέρος, κατά
τον οποίο το αιτιολογικό της προσβαλλομένης αποφάσεως διαλαμβάνει αντιφατικές και
ασαφείς αιτιολογίες ως προς την απόρριψη του αιτήματος της προαναφερόμενης αγωγής
για την αναγνώριση της ακυρότητας της παραπάνω ιδιόγραφης διαθήκης, που υπάρχουν
μεταξύ της κύριας αιτιολογίας αυτής δηλαδή της απόρριψης της αγωγής κατά το ίδιο
αίτημα ως καταχρηστικώς ασκηθείσας και της πρώτης επάλληλης αιτιολογίας δηλαδή της
απόρριψης για έλλειψη εννόμου συμφέροντος είναι αβάσιμος, αφού το αρνητικό
διατακτικό της στηρίζεται αυτοτελώς και στις παραπάνω επικουρικές αιτιολογίες, μετά την
απόρριψη του λόγου της αναίρεσης που πλήττει την προσβαλλομένη απόφαση για την
κύρια αιτιολογία δηλαδή για την παραδοχή ότι η αξίωση της αναιρεσείουσας για την
ακύρωση της ίδιας ιδιόγραφης διαθήκης ήταν καταχρηστική.
Επειδή ο λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αρ. 17 Κ.Πολ.Δ. ιδρύεται όταν η απόφαση
περιέχει αντιφατικές διατάξεις στο διατακτικό, ώστε να καθίσταται αδύνατη η εκτέλεσή της
ή να δημιουργείται αβεβαιότητα ως προς τη διάπλαση ή τη διάγνωση που έλαβε χώρα και
όχι όταν η αντίφαση υπάρχει στις αιτιολογίες της απόφασης, εκτός αν επέχουν θέση
διατακτικού ή όταν η αντίφαση υπάρχει μεταξύ του διατακτικού και του αιτιολογικού της
απόφασης.
Συνεπώς ο τέταρτος λόγος της αίτησης αναίρεσης κατά το υπόλοιπο μέρος, με τον οποίο
αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια από τη διάταξη του άρθρου 559
αρ. 17 Κ.Πολ.Δ. είναι απαράδεκτος, αφού η αναιρεσείουσα δεν αναφέρει αντιφατικές
διατάξεις στο διατακτικό της, η επί της ουσίας διάταξη της οποίας είναι η απόρριψη της
έφεσης της τελευταίας, αλλά αντιφάσεις στο αιτιολογικό της ίδιας απόφασης, Κατ'
ακολουθίαν τούτων πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης, να διαταχθεί η εισαγωγή
στο δημόσιο ταμείο του κατατεθέντος σύμφωνα με το άρθρο 12 παρ. 2του ν.4055/2012
παραβόλου και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα, ως ηττηθείσα διάδικος, στη δικαστική
δαπάνη της αναιρεσίβλητης (άρθρα 176, 183 Κ.Πολ.Δ.).

You might also like