You are on page 1of 50

‘The Thresher's Labour’ by Stephen Duck

and
‘The Woman's Labour’ by Mary Collier

ελεύθερη απόδοςη ςτα ελληνικά:


Γιάννα Πρίμπα
Σύτλοσ του Πρωτοτϑπου:
“The Thresher's Labour by Stephen Duck and
The Woman's Labour by Mary Collier”
Ελεϑθερη απϐδοςη ςτα ελληνικϊ: Γιάννα Πρίμπα

Σα ςχϋδια ςτο εξώφυλλο και ςτο οπιςθϐφυλλο εύναι τησ


Γιάννασ Πρίμπα
ISBN: 978-618-80772-0-1
Επύλεκτεσ Χηφιακϋσ Εκδϐςεισ: 24grammata.com
τηλ. +30 210 612 70 74, fax: +30 210 600 87 50
Τπεϑθυνοι ςειρϊσ: Γιώργοσ Πρύμπασ, Φαριτύνη Ξϑδη
Σειρά: εν καινώ,, Αριθμϐσ ςειρϊσ: 48
Σϐποσ και Φρονολογύα πρώτησ ϋκδοςησ: Αθόνα, 2013
Επιμϋλεια και διϐρθωςη κειμϋνου: Απόςτολοσ Θηβαίοσ
Μϋγεθοσ Αρχεύου: 1,3 Mb
΢ελύδεσ: 50
Μορφό αρχεύου: Flipping book, pdf
Γραμματοςειρϊ: cambria, 11
Απαγορεύεται η αναδημοςίευςη δίχωσ την έγγραφή άδεια
του μεταφραςτή ή του εκδότη.
Σησ ιδύασ:

François-Marie Arouet de Voltaire: “Poème sur le désastre de


Lisbonne”
(www.24grammata.com, 2012, ςειρϊ εν καινώ, αριθμϐσ ςειρϊσ 4)

Elizabeth Barrett Browning: “The Cry of the Children””


(www.24grammata.com, 2012, ςειρϊ εν καινώ, αριθμϐσ ςειρϊσ 25)
Περιεχόμενα

ςελ.

Μεταφρϊςεισ Κοινωνικοϑ Ενδιαφϋροντοσ


(Ειςαγωγικϐ ςχϐλιο του Απϐςτολου Θηβαύου) 9

Ο Μϐχθοσ Σου Αλωνιςτό 15

The Thresher’s Labour 22

Ο Μϐχθοσ τησ Γυναύκασ 31

The Woman's Labour 40

. 7
The Thresher's Labour by Stephen Duck and The Woman's Labour by Mary Collier
«Μεταφράςεισ Κοινωνικού Ενδιαφέροντοσ»

Ειςαγωγικϐ ςχϐλιο ςτισ μεταφρϊςεισ τησ Γιϊννασ


Πρύμπα, ςτα ποιόματα των Stephen Duck και Mary Collier.

Οι ποιητικϋσ εργαςύεσ των Βρεττανών Mary Collier και


Stephen Duck ςυνιςτοϑν δϑο ϋργα, ενδεικτικϊ τησ εποχόσ.
Πρϐκειται για δυο γλαφυρϋσ αναπαραςτϊςεισ του φαινομϋνου
τησ εργαςύασ, ϐπωσ το τελευταύο διαμορφώθηκε κατϊ τον 18ο
αιώνα. «Ο Μϐχθοσ του Αλωνιςτό» και «Ο Μϐχθοσ τησ γυναύκασ»,
τησ Collier, ϋργο που αποτϋλεςε μύα μορφό ευθεύασ απϊντηςησ
προσ τον Stephen Duck και την υμνητικό προςϋγγιςη τησ
ανδρικόσ εργαςύασ, επιβεβαιώνουν την επιςόμανςη του Frederik
Jameson, ςχετικϊ με την υποχρϋωςη τησ τϋχνησ να
ιςτορικοποιεύ, ενςωματώνοντασ μεσ ςτο ποιητικϐ, ςτην
προκειμϋνη, ςώμα ϐλα εκεύνα τα ςυςτατικϊ ςτοιχεύα που
ςηματοδοτοϑν μια οριςμϋνη περύοδο. Με ϊλλα λϐγια και ςτα δϑο
πονόματα, θα μποροϑςε κανεύσ να αντλόςει πλόθοσ ςτοιχεύων
και ενδεύξεων, ςχετικϊ με τισ κοινωνικϋσ δομϋσ και τη ςυμμετοχό
του πληθυςμοϑ ςτην παραγωγικό διαδικαςύα. Η Mary Collier,
ςτο βιωματικϐ τησ ϋργο παραθϋτει το πνεϑμα και το ϑφοσ τησ
εργαςύασ. Η ύδια, ϋχοντασ δαπανόςει το μεγαλϑτερο μϋροσ τησ
ζωόσ τησ, διεκπεραιώνοντασ εργαςύεσ χειρωνακτικϋσ,
επιςτρατεϑει τη βιωματικό τησ γνώςη προκειμϋνου να αναδεύξει
το φορτύο τησ επιβύωςησ, ϐπωσ βϊραινε κατϊ την περύοδο εκεύνη
το γυναικεύο φϑλλο. Πϋρα απϐ την πολιτικό και κοινωνικό
υποβϊθμιςη τησ γυναύκασ, παρατόρηςη διαυγόσ μεσ ςτο πούημα
τησ Collier, τϐςο ο Duck ϐςο και η Βρεττανύδα ποιότρια
καταδεικνϑουν το πνεϑμα ενϐσ ολϐκληρου καιροϑ.

. 9
΢την περύπτωςη του Stephen Duck, ςυντϊκτη του
«Μϐχθου του Αλωνιςτό» η βρεττανικό κοινωνύα ςτϊθηκε
ιδιαύτερα επιτιμητικό.Ο ποιητόσ με το αγροτικϐ του πούημα, το
οπούο διαθϋτει ςτοιχεύα κοινωνικόσ φϑςεωσ, προκϊλεςε το
ενδιαφϋρον τησ αγγλικόσ αριςτοκρατύασ, παρϊ την
δευτερεϑουςα θϋςη του μεσ ςτο ςώμα των ποιητών. Παρϊ τη
ςτϋρεη, θρηςκευτικό ςυνεύδηςό του, για την οπούα ο Duck
ξεχωρύζει ςτην εποχό του, εντοϑτοισ το ϋργο του δεν διαθϋτει
την ιδιαύτερη, εκεύνη δυναμικό, που θα μποροϑςε να αναδεύξει
την πούηςό του για το ρυθμϐ ό τισ εξαύςιεσ μεταφορϋσ του, παρϊ
το γεγονϐσ πωσ ϐςον αφορϊ τα τεχνικϊ ςτοιχεύα του, «Ο Μϐχθοσ
του Αλωνιςτό» παραμϋνει μύα επαρκόσ δημιουργύα.

Η Mary Collier ςυνιςτϊ, πϋρα απϐ ποιότρια, μια πρώιμη


φωνό καταγγελύασ του γυναικεύου δρϊματοσ, το οπούο μεσ ςτουσ
επϐμενουσ αιώνεσ θα κορυφωθεύ για να καταγγελθεύ και τελικϊ
να αποτελϋςει ιςτορικϐ ντοκουμϋντο τησ κοινωνικόσ προοϐδου
για τον τρϋχοντα αιώνα.Η Collier με το απαντητικϐ, βιωματικϐ
τησ πούημα προσ τον Duck επιςημαύνει τισ ϊθλιεσ ςυνθόκεσ
διαβύωςησ των γυναικών τησ εποχόσ, καθώσ και τισ αυξημϋνεσ
απαιτόςεισ ςτον τομϋα τησ εργαςύασ. Μια απαςχϐληςη, αυςτηρϊ
αγροτικό και οικιακό, η οπούα θα ςυνεχύςει να εκτελεύται με το
ύδιο πνεϑμα, ακϐμα και κατϊ την ανατολό τησ αςτικόσ εποχόσ. Η
παιδικό εργαςύα, οι ϊθλιεσ ςυνθόκεσ διαβύωςησ, ειδικϊ για το
εργατικϐ δυναμικϐ τησ πρωτοπϐρου Αγγλύασ, επιβεβαιώνουν
τον αργϐ ρυθμϐ με τον οπούο ο τομϋασ τησ εργαςύεσ
ενςωμϊτωςε τελικϊ τα χαρακτηριςτικϊ τησ ανθρωπιϊσ και τησ
κοινωνικόσ αλληλεγγϑησ.

Οι ποιητικϋσ δημιουργύεσ των Duck και Collier διατηροϑν


ςτο ακϋραιο εξειδικευμϋνα ςτοιχεύα τησ τϋχνησ, καθώσ και
τεχνικϊ χαρακτηριςτικϊ, τα οπούα δυςχεραύνουν ςε μεγϊλο
βαθμϐ τη μεταφραςτικό απϐπειρα. Πρωτύςτωσ ο λϐγοσ, ο οπούοσ

The Thresher's Labour by Stephen Duck and The Woman's Labour by Mary Collier
παραμϋνει αναχρονιςτικϐσ και δύχωσ την πλαςτικϐτητα,
διατηρεύ μϐνο την επικοινωνιακό του δυναμικό, παρϊ φωτεινϊ
ςημεύα μεσ ςτα ϐρια τησ δημιουργύασ. Σα ποιόματα αγνοοϑν την
ϋννοια του υπαινιγμοϑ και παραμϋνουν ρεαλιςτικϋσ
τοποθετόςεισ ϋμμετρου τϑπου με μια ανυπϐφορη ψυχρϐτητα
του ύδιο του λϐγου. Με ϊλλα λϐγια τα πούηματα των Duck και
Collier μϐνον ωσ ιςτορικϊ ντοκουμϋντα μποροϑν να ειδωθοϑν,
διατηρώντασ πια ελϊχιςτη ςχϋςη με τη νϋα πούηςη και το α-
χώρητο αύςθημα τησ υπερβατικόσ αρμονύασ, το οπούο η
ςϑγχρονη, ποιητικό δημιουργύα εννϐηςε και επεδύωξε. Οι
ποιητικϋσ δημιουργύεσ των δϑο Βρεττανών παραμϋνουν δϑο
λιθικϋσ πια δημιουργύεσ, των οπούων η ϋνταςη δεν μπορεύ οϑτε
να αναπαραχθεύ μα και οϑτε να ςυγκινόςει ύςωσ ςτη ςημερινό
εποχό.

Εντοϑτοισ ϐμωσ, οι μεταφρϊςεισ τησ Γιϊννα Πρύμπα, ςτο


ςώμα των οπούων παραχωρόθηκαν οριςμϋνεσ επιςημϊνςεισ με
ςκοπϐ τη βελτύωςη ενϐσ όδη ολοκληρωμϋνου ποιόματοσ,
επιβεβαιώνουν και το ενδιαφϋρον τησ μεταφρϊςτριασ ςχετικϊ
με δημιουργύεσ κοινωνικόσ και ιςτορικόσ ϋνταςησ, μϋςω των
οπούων εύναι δυνατϐν να αποςαφηνιςτοϑν οι εποχϋσ και οι
κλονιςμού τουσ. Σϐςο το πούημα «Για την καταςτροφό τησ
Λιςςαβώνασ» του Βολταύρου, ϐςο και η πιο πρϐςφατη
μετϊφραςό τησ του πούηματοσ τησ Ελύζαμπεθ Μπρϊουνινγκ «Η
κραυγό των παιδιών», πούημα ςταθμϐσ ςτην καταγγελύα τησ
αλϐγιςτησ, παιδικόσ εργαςύασ, επιβεβαιώνουν το ενδιαφϋρον
τησ Πρύμπα ςχετικϊ με θϋματα κοινωνικόσ παθολογύασ. Σο
ελληνικϐ, φιλοποιητικϐ κοινϐ ύςωσ να παραμεύνει αδιϊφορο
εμπρϐσ ςτα πούηματα των Duck και Collier, εφϐςον το
ενδιαφϋρον του περιοριςτεύ ςε μια επικαιροποιημϋνη πούηςη.
Βρύςκεται ϐμωσ ςτη μελϋτη του παρελθϐντοσ και ςτον τρϐπο με
τον οπούο ετοϑτο εμπεδώνεται, η πραγματικό δυναμικό τησ

. 11
εργαςύασ του λϐγου. Ο ςϑγχρονοσ μελετητόσ μπορεύ να
ανακαλϑψει ςτισ μεταφρϊςεισ τησ Πρύμπα ςημαντικϊ ςτοιχεύα
για την ιςτορικό και ςτοχαςτικό προςϋγγιςη κοινωνικών
φαινομϋνων, καθώσ η εργαςύα ό η ανθρώπινη δυςτυχύα.

Σο ενδιαφϋρον για τισ μεταφραςτικϋσ επιλογϋσ τησ


Γιϊννασ Πρύμπα, παρουςιϊζεται υψηλϐ και απϐ μια ϊλλη ςκοπιϊ,
ύςωσ περιςςϐτερο ακαδημαώκό. Μϋςω των ποιημϊτων του
Stephen Duck και τησ Mary Collier θα μποροϑςε κανεύσ να
ςτηρύξει την αφορμό για την καταγωγό του ϑφουσ και τησ δομόσ
τησ αγγλικόσ πούηςησ. Καθώσ γρϊφει ο Dryden, η αγγλικό
ιςτορύα διαθϋτει τουσ προγϐνουσ και τισ φατρύεσ, καθώσ οι ϊλλεσ
οικογϋνειεσ και τοϑτα τα ςτοιχεύα μποροϑν να αποκαλϑψουν
πολλϊ ςχετικϊ με τισ καλλιτεχνικϋσ ανηςυχύεσ τησ βρεττανικόσ
λογοτεχνύασ, η οπούα αποτϋλεςε αντικεύμενο τησ εντϐπιασ
κριτικόσ τϐςο για τα τεχνικϊ τησ ςτοιχεύα, ϐςο και για τα
ερεθύςματα, τα οπούα την ϋθρεψαν. Όπωσ πολϑ εϑςτοχα
ςημειώνει η Σζύνα Πολύτη ςτην περιόγηςό τησ ςτην αγγλικό
λογοτεχνύα, θα μποροϑςε να εκτιμηθεύ μϋςω τησ ποιητικόσ
δημιουργύασ η επανανακϊλυψη του εθνικοϑ λογοτεχνικοϑ και
γλωςςικοϑ παρελθϐντοσ, οι αιτύεσ για μια θεώρηςη
θρηςκευτικοϑ ενδιαφϋροντοσ, δεδομϋνησ τησ προςκϐλληςησ των
δημιουργών ςε τοϑτο το ςτοιχεύο ό ακϐμα ο ςχηματιςμϐσ
προτϑπων «γοϑςτου» που διαμϐρφωναν την ψυχολογύα και την
υποκειμενικό αντύδραςη ςτα ϋργα του λϐγου. Μϋςω
μεμονωμϋνων κειμϋνων θα μποροϑςε να αναπαραχθοϑν τα
ςτϊδια τησ ακμόσ, τησ παρακμόσ, τησ λόθησ και τησ εξϊλειψησ
ςχολών, δογμϊτων και παραδϐςεων, ϐπωσ διαπιςτώνει εϑςτοχα
ο Wellek. Η διαμορφωμϋνη πια «εξορύα», ϐπωσ ορύζεται το
ελαχιςτοποιημϋνο ενδιαφϋρον απϋναντι ςε δημιουργύεσ και
ςχολϋσ ό γενικϋσ προςεγγύςεισ κοινωνικών και θρηςκευτικών
θεμϊτων, εύναι δυνατϐν να αναπαραςτόςει εκ νϋου τουσ

The Thresher's Labour by Stephen Duck and The Woman's Labour by Mary Collier
ςημερινοϑσ «ϊπατρεισ», εννοώντασ εκεύνουσ των οπούων οι
δημιουργύεσ κινοϑνται πια ςτο περιθώριο μιασ αργϊ
διαμορφωμϋνησ, εθνικόσ λογοτεχνύασ, ϐπωσ η αγγλικό.

Η υψηλό λογοτεχνύα, ϐπωσ ορύζεται ςόμερα, κινεύται ϋξω


και πϋρα απϐ ιδεολογύεσ και παρατηρόςεισ κοινωνικοϑ
ενδιαφϋροντοσ. Ωλλωςτε το ςϑςτημα ϋχει απωλϋςει πια το
χαρακτόρα του «κοινωνικοϑ», απαξιώνοντασ ϐςα η
ςυλλογικϐτητα πϋτυχε μϋςα απϐ τουσ πολιτικοϑσ και
ανθρωπιςτικοϑσ αγώνεσ τησ. Παραμϋνει ϐμωσ αναλλούωτη η
ςχϋςη τησ υψηλόσ τϋχνησ με τον ανθρώπινο πϐνο και το
πραγματικϐ του πρϐςωπο, με ϋναν τρϐπο τϐςο ϊμεςο και ευθϑ,
ςχεδϐν αξιακϐ. Η Σζύνα Πολύτη τονύζει πωσ οι μεγϊλεσ
επαναςτϊςεισ προκϑπτουν απϐ πρϊξεισ ανυπακοόσ, εξϋγερςησ
και κριτικόσ, επιβεβαιώνοντασ πω η λογοτεχνύα ϊλλη επιλογό
δεν ϋχει παρϊ να ςταθεύ με το πλευρϐ τησ Εϑασ. Με ϊλλα λϐγια η
αφορμό πούημα του Duck αλλϊ και η απϊντηςη τησ Collier δεν
ςυνιςτοϑν παρϊ δεύγμα μιασ τϋχνησ υψηλόσ και ανθρώπινησ, ϋνα
εύδοσ, δηλαδό λαμπροϑ ρεαλιςμοϑ, που αναδεικνϑεται μϋςω τησ
επιλογόσ και τησ εξαιρετικόσ μετϊφραςησ τησ Γιϊννασ Πρύμπα.

Απϐςτολοσ Θηβαύοσ.

. 13
The Thresher's Labour by Stephen Duck and The Woman's Labour by Mary Collier
Ο Μόχθοσ Του Αλωνιςτή [Stephen Duck]

Ση γενναιϐδωρη τιμό τοϑτων των αγροτικών αςμϊτων,


Που ςτα πϐδια του προςτϊτη τησ παραδύδει η Μοϑςα,
Καταδϋχομαι να αποδεχτώ, καθώσ μονϊχα ετοϑτη εύναι που
προςφϋρει την τιμό
΢’ αυτϐν, η γενναιοδωρύα του οπούου τησ δύνει ζωό για να
τραγουδόςει·
΢’ αυτϐν, οι γενναιϐδωρεσ χϊρεσ του οπούου ςυγχρονύζουν τη
φωνό τησ·
Και τη διατϊζει μεσ ςτη φτώχια τησ ξανϊ να χαρεύ.
Εμπνευςμϋνη απϐ αυτϊ, να προετοιμϊςει τολμϊ τον εαυτϐ τησ,
Σουσ κϐπουσ, να τραγουδόςει, του κϊθε χρϐνου που γυρύζει·
Αυτοϑσ τουσ ατελεύωτουσ μϐχθουσ, που κϊθε χρϐνο μεγαλώνουν
εκ νϋου,
Και εύναι ςτη μούρα του ϊμοιρου αλωνιςτό να τουσ επιδιώκει.
Ακϐμα και αυτϊ, με ευχαρύςτηςη, μπορεύ η μοϑςα να
επαναλϊβει,
Όταν εςϑ και η Ευγνωμοςϑνη απαιτόςετε το ςτύχο τησ.

Μϐλισ η χρυςό ςυγκομιδό εγκαταλεύψει την πεδιϊδα,


Και τα δώρα τησ θεϊσ Δόμητρασ ανταμεύψουν τον πϐνο του
αγρϐτη·
Που πϐςο καλαμπϐκι κϊθε δεμϊτι θ΄ αποφϋρει γυρεϑει να μϊθει,
μαντεϑοντασ κατϐπιν τα κϋρδη τησ χρονιϊσ,
Καλεύ τουσ θεριςτϋσ μπροςτϊ: Γϑρω ςτεκϐμαςτε,
Με απϐλυτη αφοςύωςη, περιμϋνοντασ τη διαταγό του.
Πρϐθυμα διανϋμει το ϋργο ςτον καθϋνα μασ
Και, με νεϑματα, μασ οδηγεύ ςτισ διαφορετικϋσ μασ θϋςεισ.
Καθώσ μασ κατευθϑνει, ςτουσ μακρινοϑσ αχυρώνεσ πηγαύνουμε·
Δυο εδώ για το ΢ιτϊρι και δυο εκεύ για το Κριθϊρι.
Αλλϊ πρώτα για να δεύξει τι περιμϋνει απϐ εμϊσ
Μ’ αυτϊ τα λϐγια, ό περύπου μ’ αυτϊ, αποκαλϑπτει τισ ςκϋψεισ
του:
“Σϐςο ξηρϐ το Καλαμπϐκι μεταφϋρθηκε απϐ το χωρϊφι,
Ϊτςι εϑκολα θα θεριςτεύ, τϐςα πολλϊ θα αποφϋρει·

. 15
Για τώρα ςύγουρα ελπύζω ςε μεγϊλεσ ημϋρεσ εργαςύασ·
Ελϊτε, γδυθεύτε και προςπαθόςτε· ασ δοϑμε τι μπορεύτε να
κϊνετε.”

Φωρύσ ροϑχα, με του ςύτου τον κϐπανο ςτο χϋρι,


΢τη ςωςτό απϐςταςη, μϋτωπο με μϋτωπο ςτεκϐμαςτε:
Και πρώτα ο κϐπανοσ του αλωνιοϑ το ευγενικϐ πϋταγμα να
αποδεικνϑει
Αν με την ορθό ακρύβεια θα κινηθεύ:
Καθώσ ετοϑτο αςφαλύζουμε, γρόγορα τον γυρύζουμε γϑρω-
γϑρω·
Απϐ τισ δυνατϋσ ςανύδεσ οι βαρελοςανύδεσ αναπηδοϑν,
Και του αχυρώνα ο αντύλαλοσ, επιςτρϋφει γρόγορα τον όχο.
Σώρα ςτον αϋρα τα γεμϊτα κϐμπουσ ϐπλα μασ πετοϑν,
Και τώρα με ύςη δϑναμη κατϋρχονται απϐ ψηλϊ·
Μύα πϊνω μύα κϊτω, ςυγχρονιςμϋνα δουλεϑουν,
Καθώσ των Κυκλώπων τα ςφυριϊ που ακριβϋςτερα δεν θα
μποροϑςαν να χτυποϑν ·
Και μότε με πιο γερϊ χτυπόματα η Αύτνα θα μποροϑςε να
βρυχϊται,
Όταν ο Ϋφαιςτοσ ςφυρηλατοϑςε τα χϋρια του γιοϑ τησ Θϋτιδασ.
Μ’ αλμυρϊ ρυϊκια ο ιδρώτασ μασ κατεβαύνει γρόγορα,
΢τϊζει απ’ τα μαντόλια, ό κατηφορύζει ςτο πρϐςωπϐ μασ.
Κανϋνα διϊλειμμα δε γνωρύζουμε ςτη δουλειϊ μασ·
Σα θορυβώδη εργαλεύα πρϋπει ςυνϋχεια να δουλεϑουν.
Ο αφϋντησ τουσ λεύπει, ϊλλοι τα χειρύζονται μ’ αςφϊλεια·
Σ’ ανενεργϊ εργαλεύα προδύδουν το ρϐλο τουσ.
Μότε ακϐμη μποροϑμε την εντατικό δουλειϊ να ξεγελϊςουμε
Κϊνοντασ μερικϊ λεπτϊ γλυκϊ να κυλόςουν,
Κι εμεύσ, ςαν τουσ βοςκοϑσ, να ποϑμε ϋνα εϑθυμο τραγοϑδι·
Η φωνό χϊνεται, πνιγμϋνη απϐ το θορυβώδη κϐπανο.
Αλλϊ μπορεύ να ςκεφτοϑμε - Αλύμονο! Ποιο πρϊγμα που φϋρνει
ευχαρύςτηςη,
Μπορεύ εδώ να προκαλϋςει ανϐητεσ φανταςιώςεισ ςτο μυαλϐ;
Σα μϊτια μασ δεν βλϋπουν ευχϊριςτα αντικεύμενα εδώ,
Κανϋνασ χαροϑμενοσ όχοσ δε διαςκεδϊζει την ακοό μασ.
Ο βοςκϐσ ύςωσ μπορεύ να τραγουδόςει,

The Thresher's Labour by Stephen Duck and The Woman's Labour by Mary Collier
Εμπνευςμϋνοσ απ’ ϐλεσ τισ ομορφιϋσ τησ ϊνοιξησ.
Εδώ: πηγό καμιϊ δεν ψιθυρύζει, αρνϊκι κανϋνα δεν παύζει,
΢πύνοσ κανϋνασ δεν κελαηδϊ, χωρϊφι κανϋνα δε φαντϊζει
χαροϑμενο·
Όλα μια ζοφερό και μελαγχολικό εικϐνα,
Κατϊλληλη μϐνο να προκαλϋςει την οργό τησ Μοϑςασ.
Όταν αλωνύζουμε τα μεσ την κϊπνα μπιζϋλια , με το ζϐρι μπορεύσ
να ξϋρεισ
Σο γενϋθλιο χρώμα του δϋρματϐσ μασ, καθώσ φεϑγουμε απϐ τη
δουλεύα.
Ο ιδρώτασ, η ςκϐνη, και ο αςφυκτικϐσ καπνϐσ,
Σων Αιθιϐπων μασ παραχωροϑν την ϐψη,
Κι ϐταν το απϐγευμα μασ φϋρνει ςπύτι, τρομϊζουμε τισ γυναύκεσ
μασ·
Και τα βρϋφη τρομϊζοντασ νομύζοντασ πωσ όρθε ο παιδικϐσ
δαύμονασ.
Βδομϊδα τη βδομϊδα ςυνεχύζουμε ς’ αυτό την ανοϑςια
αγγαρεύα,
Εκτϐσ απ’ ϐταν οι θυελλώδεισ μϋρεσ δημιουργόςουν μια
καινοϑρια:
Μια καινοϑρια, πραγματικϊ, αλλϊ ςυχνϊ και χειρϐτερη!
Σα εργαλεύα υποχωροϑν ςτισ κατϊρεσ του αφϋντη.
Ση μεγϊλη ςυγκομιδό μετρϊει, τη μετρϊει κϊθε μϋρα·
Κι ϑςτερα ορκύζεται πωσ το μιςϐ απ’ το χρϐνο μασ τεμπελιϊζαμε:
“Γιατύ κοιτϊτε εςεύσ απατεώνεσ; Νομύζετε ϐτι αυτϐ αρκεύ;
Οι γεύτονϋσ ςασ αλωνύζουν και πϊλι ξανϊ ϐςο κι εςεύσ.”
Σώρα ςτα χϋρια μασ επιθυμοϑμε τα θορυβώδη εργαλεύα μασ,
Να πνύξουμε τα μιςητϊ ονϐματα των απατεώνων και των
ανϐητων.
Αλλϊ θϋλοντασ αυτϊ, μοιϊζουμε ακριβώσ ςαν τα ςχολιαρϐπαιδα
εκεύνα,
Όταν ο θυμωμϋνοσ αφϋντησ τουσ δει το μουτζουρωμϋνο τουσ
βιβλύο:
Υωνϊζουν τα παιδιϊ, “το μελϊνι τουσ όταν ελαττωματικϐ και οι
πϋνεσ τουσ·"
Εμεύσ, "το ςιτϊρι αλωνύζεται ϊςχημα, όταν πολϑ πρϊςινο.”

. 17
Αλλϊ μϐλισ ο χειμώνασ κρϑψει το γηραιϐ κεφϊλι του,
Και το πρϐςωπο τησ φϑςησ απλωμϋνο εύναι με νϋα ομορφιϊ ·
Η υπϋροχη ϊνοιξη εμφανύζεται, οι αναζωογονητικϋσ μπϐρεσ
Με καινοϑριο ντϑνεται ροϑχο το λιβϊδι και ολϊνθιςτα
λουλοϑδια.
Απϐ αυτόν μετϊ, το καλοκαύρι τησ ωρύμανςησ πιϋζει,
Και ο όλιοσ αρχύζει ϋναν ατϋλειωτο αγώνα δρϐμου.
Μπροσ ςτην πϐρτα ςτϋκεται ο φιλϐξενοσ ϊρχοντϊσ μασ·
Μασ λϋει πωσ τ’ ώριμο χορτϊρι χρειϊζεται τα χϋρια μασ.
Σο ξϋςπαςμα απϐ ευγνωμοςϑνη αμϋςωσ μεταδύδει
Ζωντϊνια ςτα βλϋμματϊ μασ και ςπύθα ςτισ καρδιϋσ.
Ευχϐμαςτε: η ευχϊριςτη εποχό να ‘ναι δύκαιη·
Και, χαροϑμενα, βαθειϊ να αναςαύνουμε τον καθαρϐ αϋρα.
Αυτό η αλλαγό ςτο μϐχθο δεύχνει να δύνει τϋτοια ανακοϑφιςη.
Αλλϊ! πϐςο μα πϐςο ςπϊνια ολοκληρώνεται η ευτυχύα!
Πϊντα υπϊρχει ανϊμειξη του πικροϑ με το γλυκϐ.
Όταν ο κορυδαλλϐσ πρώτοσ προϒπαντεύ τη μϋρα,
΢ηκωνϐμαςτε, ϋχοντασ πϊρει προειδοπούηςη απ’ αυτϐ το
πρϐωρο ϊςμα·
΢’ αυτό η νϋα εργαςύα να αποδεύξουμε πρϐθυμη βιαςϑνη,
Να γύνει, αυτό η νϋα εργαςύα, τϐςο πολϑ η αγαπημϋνη μασ.
Αλύμονο! Αυτϋσ οι ανθρώπινεσ χαρϋσ να πρϋπει να αλλϊζουν
τϐςο ςϑντομα!
Οι πρωινϋσ χαρϋσ που τρϋπονται ςε πϐνο τισ νϑχτεσ.
Μασ χαιρετύζει το πουλύ καθώσ τραβοϑμε κατϊ τισ δουλειϋσ μασ,
Και τα ςτόθια μασ με καινοϑρια ζωό φαύνεται να
πυρακτώνονται.
΢τον δεξύ μασ ώμο κρϋμεται η κυρτό λεπύδα,
Αυτϐ που προορύζεται να πϊρει τουσ λειμώνεσ:
Ο αριςτερϐσ που βαςτϊ την ακονϐπετρα, το διςϊκι και τη
μπϑρα·
Αυτϐ για τα δρεπϊνια μασ, κι αυτϊ για μασ να ευθυμόςουμε.
Και τώρα το χωρϊφι, ςχεδιαςμϋνο τη δϑναμό μασ να δοκιμϊςει,
΢το βϊθοσ εμφανύζεται, και ςυναντϊ την μ’ ϐλο λαχτϊρα ϐψη
μασ.
Με μϊτια προςεκτικϊ κοιτϊμε το γραςύδι και το ϋδαφοσ,
Να δοϑμε πωσ θα ‘χουμε τα καλϑτερα αποτελϋςματα·

The Thresher's Labour by Stephen Duck and The Woman's Labour by Mary Collier
Και, με ϐψη όρωα, ο καθϋνασ ζητϊ το καλϑτερο κομμϊτι.
Και μοιϊζει ςτην αρχό ο μϐχθοσ μασ μ’ αγώνα ταχϑτητασ:

Γρόγορα και δυνατϊ τισ τροχιςμϋνεσ μασ λεπύδεσ οδηγοϑμε.


Ζορύζουμε κϊθε νεϑρο, φυςϊμε και ξεφυςϊμε.
Όλοι προςπαθοϑνε να νικόςουν αν ο νικητόσ δεν κερδύζει,
Πϋρ’ απ΄ τουσ πιο φρικτοϑσ πϐνουσ, καμύαν ϊλλη δϐξα.

Αλλϊ ϐταν ο καυτϐσ όλιοσ ανηφορύζει ψηλϊ,


Και κανϋνασ αχυρώνασ με τη δροςερό του ςκιϊ δεν βρύςκεται
κοντϊ·
Σα κουραςμϋνα μασ δρεπϊνια πλϋκονται με το χορτϊρι,
Ενώ τρϋχει ποτϊμια ο ιδρώτασ που γρόγορα κατηφορύζουν.
Ο αθλητικϐσ μασ μϐχθοσ, επύςησ, μετατρϋπεται ςιγϊ-ςιγϊ ςε
θρόνο·
Και ευχϐμαςτε να ‘χαμε κρατόςει τη δϑναμη εκεύνη που μϊταια
ςπαταλόςαμε.

Ϊτςι, την αυγό, ϋνα γρόγορο ύππο ϋχω δει


Με μανύα μεγϊλη να καθαρύζει το επιφανειακϐ χορτϊρι·
Ϋ ν’ ανηφορύζει τουσ λϐφουσ, εϊν αυτού βρεθοϑν ςτο δρϐμο του,
Λεσ και κανϋνασ μϐχθοσ να μη μποροϑςε να καθηςυχϊςει τη
φωτιϊ του·
Μϋχρι ο Υούβοσ τη μεςημβρινό του ζϋςτη να λϊμψει,
Ϊχει, με αλμυρϐ ιδρώτα, λοϑςει τισ λαχανιαςμϋνεσ του πλευρϋσ:
Σο κυνόγι που διαρκεύ με το ζϐρι τ’ αντϋχει
Και με πϐνο μετρϊει, πύςω, τουσ λϐφουσ και τισ κοιλϊδεσ.

Απ’ τη ζϋςτη και το μϐχθο κουραςμϋνοι , τα δρεπϊνια μασ


αφόνουμε,
Ϊνα ςκιερϐ δϋντρο βρύςκουμε και ςτϋκουμε απϐ κϊτω:
Απ’ το ςϊκο ελπύζουμε και το μπουκϊλι να πϊρουμε πϊλι
δϑναμη·
Αλλϊ μϊταια το επιχειροϑμε.
Με το ζϐρι, απ’ τον κϐπο κατεβαύνει,
ςτουσ κατϊξερουσ λαιμοϑσ μασ, το ψωμύ, που δύκαια τρώμε.
Οϑτε μοναχϐ του το μπουκϊλι μπορεύ ν’ απαντόςει ς’ ϐλα·

. 19
Και το μπουκϊλι και η μπϑρα εύναι και τα δϑο ανεπαρκό.
Ο χρϐνοσ περνϊ: ΢ηκωνϐμαςτε και πϊλι απ’ το γραςύδι·
Ο κϊθε θεριςτόσ ξαναπαύρνει την κατϊλληλη θϋςη·
Φωρύσ ανυπομονηςύα, καθώσ η μϋρα εξαντλεύται πια, ν’
αποδεύξουμε τη δϑναμό μασ·
Και εύμαςτε ϐλοι ευχαριςτημϋνοι που κινοϑμαςτε.
΢υχνϊ τροχύζουμε και ςυχνϊ βλϋπουμε τον όλιο·
Όπωσ και ςυχνϊ ευχϐμαςτε ο κουραςτικϐσ αγώνασ του να
λϊμβανε ϋνα τϋλοσ.
Ϊχει ολϐτελα κρυμμϋνο το μαβό του πρϐςωπϐ του απ’ το να
ιδωθεύ,
Και καληνυχτύζει τον κουραςμϋνο εργϊτη.
Κατευθυνϐμαςτε προσ το ςπύτι, αλλϊ ϋχοντασ κοπιϊςει πολϑ
Περπατϊμε αργϊ και ξεκουραζϐμαςτε ςε κϊθε ςκαλοπϊτι.
Οι καλϋσ μασ γυναύκεσ, που μασ προςμϋνουν, νομύζουν ϐτι
ςτεκϐμαςτε,
Πϊνε ςτην πϐρτα, να μασ δοϑνε ςϑντομα ςτο δρϐμο.
Αυτϋσ, το φαγητϐ απ’ την κατςαρϐλα ετοιμϊζουν γρόγορα,
Και ϐμορφα τοποθετοϑν το μπϋικον ςτο πιϊτο.
Σο δεύπνο και ο ϑπνοσ με δϑναμη μασ γεμύζουνε πϊλι για την
αυγό·
Και βγαύνουμε ϋξω ξανϊ για να ςυνεχύζουμε τη δουλεύα μασ·
Αλλϊ οϑτε τϐςο νωρύσ οϑτε τϐςο γρόγορα,
Καθώσ με τισ δικϋσ μασ θυςύεσ πϋρναγε το πρωύ.

Μϐλισ ο όλιοσ ϋχει ρουφόξει την πρωινό δροςιϊ,


Ϊν’ ακϐμα θϋαμα μποροϑμε να δοϑμε:
Ο αφϋντησ μασ ϋρχεται και ςτα πϐδια του πλόθοσ
Απϐ πολυλογοϑδεσ γυναύκεσ, που κουβαλοϑνε τςουγκρϊνεσ και
δύκρανα˙
Προετοιμαςμϋνεσ, ϐταν εύναι αυτϐσ εδώ να φροντύςουν το ςανϐ˙
Κι ϐταν αυτϐσ την πλϊτη του γυρύζει να παύξουν˙
Αλλϊ εύτε εύναι εδώ εύτε ϋχει φϑγει, εύναι ακϐμη ςύγουρεσ για
τοϑτη τουσ τη βολό˙
Εδώ εύναι μια εταιρύα κι ϋτςι μποροϑν να μιλοϑν για να νιώθουν
γεμϊτεσ.
Αχ! μακϊρι τα χϋρια τουσ να ‘ταν τϐςο δραςτόρια ϐςο κι οι

The Thresher's Labour by Stephen Duck and The Woman's Labour by Mary Collier
γλώςςεσ τουσ,
Πϐςο επιδϋξια τϐτε θα κινοϑνταν οι τςουγκρϊνεσ και τα
δύκρανα!

Σο γραςύδι και πϊλι το ϋδαφοσ ςκεπϊζει


και χώροσ κενϐσ κανϋνασ δε μπορεύ να βρεθεύ˙
Και καθώσ οι ηλιαχτύδεσ, που κατακαύουν τα πϊντα, πϊνω του
λϊμπουν,
Οι εργϊτριεσ του ςανϐ λιγοςτϐ ϋχουνε να δειπνόςουνε χρϐνο.
Σο φαγητϐ τελειώνουν γρόγορα, μα αυτϋσ ςτο ϋδαφοσ κϊθονται
ακϐμα˙
Και η ζωηρό τουσ ςυζότηςη ανανεώνεται πϊλι και πϊλι.
Όλεσ μαζύ μιλϊνε, αλλϊ φαύνονται να φοβοϑνται,
Πωσ αυτϊ που λϋνε, οι υπϐλοιποι δϑςκολα θ’ ακοϑςουν ˙
Μϋχρι που ςιγϊ ςιγϊ ανεβϊζουνε τϐςο ψηλϊ τον τϐνο τησ φωνόσ
τουσ,
Ώςτε κι αν κϊποιοσ κϊθεται κοντϊ να μη μπορεύ να ξεχωρύςει
τύποτα.
Σϐςο δυνατϋσ οι φωνϋσ τουσ, τϐςο ο θϐρυβϐσ τουσ μπερδεμϋνοσ,
Μπερδεμϋνη κι αςυνόθιςτη ηχώ επιςτρϋφει τη φωνό.
Παρ’ ϐλ’ αυτϊ αυτϋσ ςυνεχύζουν απτϐητεσ˙
Κι η κϊθε μια περιφρονεύ ό φαύνεται να ξεπερνϊ τισ δυνϊμεισ τησ.
΢το μεταξϑ, ο ευμετϊβλητοσ ουρανϐσ αρχύζει να ςκοτεινιϊζει,
Κι ο πλόρησ αντύλαλουσ αγϋρασ προμηνϑει μύαν απϐτομη βροχό:
Σο πολϑβουο τουσ πλόθοσ δυςκολεϑεται να μαζϋψει τα ροϑχα
του,
Προτοϑ την πυκνό ορμητικό βροχό˙
Με τη μύα χϊνεται η θορυβώδησ τουσ πολυλογύα,
Και ςϑντομα τρϋχουνε να βροϑνε καταφϑγιο ςτο φρϊκτη.

. 21
The Thresher’s Labour [Stephen Duck]

THE grateful Tribute of these rural Lays,


Which to her Patron's Hand the Muse conveys,
Deign to accept: 'Tis just she Tribute bring
To him, whose Bounty gives her Life to sing;
To him, whose gen'rous Favours tune her Voice;
And bid her, 'midst her Poverty, rejoice.
Inspir'd by these, she dares herself prepare,
To sing the Toils of each revolving Year;
Those endless Toils, which always grow anew,
And the poor Thresher's destin'd to pursue:
Ev'n these, with Pleasure, can the Muse rehearse,
When you and Gratitude demand her Verse.

SOON as the golden Harvest quits the Plain,


And CERES' Gifts reward the Farmer's Pain;
What Corn each Sheaf will yield, intent to hear,
And guess from thence the Profits of the Year,
He calls his Reapers forth: Around we stand,
With deep Attention, waiting his Command.
To each our Task he readily divides,
And pointing, to our diff'rent Stations guides.
As he directs, to distant Barns we go;
Here two for Wheat, and there for Barley two.
But first, to shew what he expects to find,
These Words, or Words like these, disclose his Mind:
" So dry the Corn was carry'd from the Field,
" So easily 'twill thresh, so well 'twill yield;
" Sure large Days-works I well may hope for now:
" Come, strip and try; let's see what you can do."

DIVESTED of our Cloathes, with Flail in Hand,


At proper Distance, Front to Front we stand:
And first the Threshal's gently swung, to prove
Whether with just Exactness it will move:

The Thresher's Labour by Stephen Duck and The Woman's Labour by Mary Collier
That once secure, we swiftly whirl them round;
From the strong Planks our Crab-tree Staves rebound,
And echoing Barns return the rattling Sound.
Now in the Air our knotty Weapons fly,
And now with equal Force descend from high;
Down one, one up, so well they keep the Time,
The CYCLOPS' Hammers could not truer chime;
Nor with more heavy Strokes could Aetna groan,
When VULCAN forg'd the Arms for THETIS' Son.
In briny Streams our Sweat descends apace,
Drops from our Locks, or trickles down our Face.
No Intermission in our Work we know;
The noisy Threshal must for ever go.
Their Master absent, others safely play;
The sleeping Threshal does itself betray.
Nor yet, the tedious Labour to beguile,
And make the passing Minutes sweetly smile,
Can we, like Shepherds, tell a merry Tale;
The Voice is lost, drown'd by the louder Flail.
But we may think—Alas! what pleasing thing,
Here, to the Mind, can the dull Fancy bring?
Our Eye beholds no pleasing Object here,
No chearful Sound diverts our list'ning Ear.
The Shepherd well may tune his Voice to sing,
Inspir'd with all the Beauties of the Spring.
No Fountains murmur here, no Lambkins play,
No Linnets warble, and no Fields look gay;
'Tis all a gloomy, melancholy Scene,
Fit only to provoke the Muse's Spleen.
When sooty Pease we thresh, you scarce can know
Our native Colour, as from Work we go.
The Sweat, the Dust, and suffocating Smoak,
Make us so much like Ethiopians look,
We scare our Wives, when Ev'ning brings us home;
And frighted Infants think the Bugbear come.
Week after Week, we this dull Task pursue,
Unless when winn'wing Days produce a new:

. 23
A new, indeed, but frequently a worse!
The Threshal yields but to the Master's Curse.
He counts the Bushels, counts how much a Day;
Then swears we've idled half our Time away:
" Why, look ye, Rogues, d'ye think that this will do?
" Your Neighbours thresh as much again as you."
Now in our Hands we wish our noisy Tools,
To drown the hated Names of Rogues and Fools.
But wanting these, we just like School-boys look,
When angry Masters view the blotted Book:
They cry, "their Ink was faulty, and their Pen;"
We, "the Corn threshes bad, 'twas cut too green."

BUT soon as Winter hides his hoary Head,


And Nature's Face is with new Beauty spread;
The lovely Spring appears, refreshing Show'rs
New cloath the Field with Grass, and blooming Flow'rs.
Next her, the rip'ning Summer presses on,
And SOL begins his longest Race to run.
Before the Door our welcome Master stands;
Tells us, the ripen'd Grass requires our Hands.
The grateful Tidings presently imparts
Life to our Looks, and Spirits to our Hearts.
We wish the happy Season may be fair;
And, joyful, long to breathe in op'ner Air.
This Change of Labour seems to give such Ease,
With Thoughts of Happiness ourselves we please.
But, ah! how rarely's Happiness complete!
There's always Bitter mingled with the Sweet.
When first the Lark sings Prologue to the Day,
We rise, admonish'd by his early Lay;
This new Employ with eager Haste to prove,
This new Employ, become so much our Love.
Alas! that human Joys should change so soon!
Our Morning Pleasure turns to Pain at Noon.
The Birds salute us, as to Work we go,
And with new Life our Bosoms seem to glow.

The Thresher's Labour by Stephen Duck and The Woman's Labour by Mary Collier
On our right Shoulder hangs the crooked Blade,
The Weapon destin'd to uncloath the Mead:
Our left supports the Whetstone, Scrip, and Beer;
This for our Scythes, and these ourselves to chear.
And now the Field, design'd to try our Might,
At length appears, and meets our longing Sight.
The Grass and Ground we view with careful Eyes,
To see which way the best Advantage lies;
And, Hero-like, each claims the foremost Place.
At first our Labour seems a sportive Race:

WITH rapid Force our sharpen'd Blades we drive,


Strain ev'ry Nerve, and Blow for Blow we give.
All strive to vanquish, tho' the Victor gains
No other Glory, but the greatest Pains.

BUT when the scorching Sun is mounted high,


And no kind Barns with friendly Shade are nigh;
Our weary Scythes entangle in the Grass,
While Streams of Sweat run trickling down apace.
Our sportive Labour we too late lament;
And wish that Strength again, we vainly spent.

THUS, in the Morn, a Courser have I seen


With headlong Fury scour the level Green;
Or mount the Hills, if Hills are in his Way,
As if no Labour could his Fire allay;
Till PHOEBUS, shining with meridian Heat,
Has bath'd his panting Sides in briny Sweat:
The lengthen'd Chace scarce able to sustain,
He measures back the Hills and Dales with Pain.

WITH Heat and Labour tir'd, our Scythes we quit,


Search out a shady Tree, and down we sit:
From Scrip and Bottle hope new Strength to gain;
But Scrip and Bottle too are try'd in vain.
Down our parch'd Throats we scarce the Bread can get;

. 25
And, quite o'erspent with Toil, but faintly eat.
Nor can the Bottle only answer all;
The Bottle and the Beer are both too small.
Time flows: Again we rise from off the Grass;
Again each Mower takes his proper Place;
Not eager now, as late, our Strength to prove;
But all contented regular to move.
We often whet, and often view the Sun;
As often wish, his tedious Race was run.
At length he veils his purple Face from Sight,
And bids the weary Labourer Good-night.
Homewards we move, but spent so much with Toil,
We slowly walk, and rest at ev'ry Stile.
Our good expecting Wives, who think we stay,
Got to the Door, soon eye us in the Way.
Then from the Pot the Dumplin's catch'd in haste,
And homely by its Side the Bacon plac'd.
Supper and Sleep by Morn new Strength supply;
And out we set again, our Work to try;
But not so early quite, nor quite so fast,
As, to our Cost, we did the Morning past.

SOON as the rising Sun has drank the Dew,


Another Scene is open to our View:
Our Master comes, and at his Heels a Throng
Of prattling Females, arm'd with Rake and Prong;
Prepar’d, whilst he is here, to make his Hay;
Or, if he turns his Back, prepar'd to play:
But here, or gone, sure of this Comfort still;
Here's Company, so they may chat their Fill.
Ah! were their Hands so active as their Tongues,
How nimbly then would move the Rakes and Prongs?

THE Grass again is spread upon the Ground,


Till not a vacant Place is to be found;
And while the parching Sun-beams on it shine,
The Hay-makers have Time allow'd to dine.

The Thresher's Labour by Stephen Duck and The Woman's Labour by Mary Collier
That soon dispatch'd, they still sit on the Ground;
And the brisk Chat, renew'd, afresh goes round.
All talk at once; but seeming all to fear,
That what they speak, the rest will hardly hear;
Till by degrees so high their Notes they strain,
A Stander by can nought distinguish plain.
So loud's their Speech, and so confus'd their Noise,
Scarce puzzled ECHO can return the Voice.
Yet, spite of this, they bravely all go on;
Each scorns to be, or seem to be, outdone.
Meanwhile the changing Sky begins to lour,
And hollow Winds proclaim a sudden Show'r:
The tattling Crowd can scarce their Garments gain,
Before descends the thick impetuous Rain;
Their noisy Prattle all at once is done,
And to the Hedge they soon for Shelter run.

THUS have I seen, on a bright Summer's Day,


On some green Brake, a Flock of Sparrows play;
From Twig to Twig, from Bush to Bush they fly;
And with continu'd Chirping fill the Sky:
But, on a sudden, if a Storm appears,
Their chirping Noise no longer dins your Ears:
They fly for Shelter to the thickest Bush;
There silent sit, and All at once is hush.

BUT better Fate succeeds this rainy Day,


And little Labour serves to make the Hay.
Fast as 'tis cut, so kindly shines the Sun,
Turn'd once or twice, the pleasing Work is done.
Next Day the Cocks appear in equal Rows,
Which the glad Master in safe Ricks bestows.

THE spacious Fields we now no longer range;


And yet, hard Fate! still Work for Work we change.
Back to the Barns we hastily are sent,
Where lately so much Time we pensive spent:

. 27
Not pensive now, we bless the friendly Shade;
And to avoid the parching Sun are glad.
Yet little Time we in the Shade remain,
Before our Master calls us forth again;
And says, "For Harvest now yourselves prepare;
" The ripen'd Harvést now demands your Care.
" Get all things ready, and be quickly drest;
" Early next Morn I shall disturb your Rest."
Strict to his Word! for scarce the Dawn appears,
Before his hasty Summons fills our Ears.
His hasty Summons we obey; and rise,
While yet the Stars are glimm'ring in the Skies.
With him our Guide we to the Wheat-field go,
He to appoint, and we the Work to do.

YE Reapers, cast your Eyes around the Field;


And view the various Scenes its Beauties yield:
Then look again, with a more tender Eye,
To think how soon it must in Ruin lie!
For, once set in, where-e'er our Blows we deal,
There's no resisting of the well-whet Steel:
But here or there, where-e'er our Course we bend,
Sure Desolation does our Steps attend.

THUS, when Arabia's Sons, in Hopes of Prey,


To some more fertile Country take their Way,
How beauteous all Things in the Morn appear!
There rural Cots, and pleasant Villa's here!
So many grateful Objects meet the Sight,
The ravish'd Eye could willing gaze till Night.
But long ere then, where-e'er their Troops have past,
These pleasing Prospects lie a gloomy Waste.

THE Morning past, we sweat beneath the Sun;


And but uneasily our Work goes on.
Before us we perplexing Thistles find,
And Corn blown adverse with the ruffling Wind.

The Thresher's Labour by Stephen Duck and The Woman's Labour by Mary Collier
Behind our Master waits; and if he spies
One charitable Ear, he grudging cries,
" Ye scatter half your Wages o'er the Land."
Then scrapes the Stubble with his greedy Hand.

LET those who feast at Ease on dainty Fare,


Pity the Reapers, who their Feasts prepare:
For Toils scarce ever ceasing press us now;
Rest never does, but on the Sabbath, show;
And barely that our Masters will allow.
Think what a painful Life we daily lead;
Each Morning early rise, go late to Bed:
Nor, when asleep, are we secure from Pain;
We then perform our Labours o'er again:
Our mimic Fancy ever restless seems;
And what we act awake, she acts in Dreams.
Hard Fate! Our Labours ev'n in Sleep don't cease;
Scarce HERCULES e'er felt such Toils as these!

BUT soon we rise the bearded Crop again,


Soon PHOEBUS' Rays well dry the golden Grain.
Pleas'd with the Scene, our Master glows with Joy;
Bids us for Carrying all our Force employ;
When strait Confusion o'er the Field appears,
And stunning Clamours fill the Workmens Ears;
The Bells and clashing Whips alternate sound,
And rattling Waggons thunder o'er the Ground.
The Wheat, when carry'd, Pease, and other Grain,
We soon secure, and leave a fruitless Plain;
In noisy Triumph the last Load moves on,
And loud Huzza's proclaim the Harvest done.

OUR Master, joyful at the pleasing Sight,


Invites us all to feast with him at Night.
A Table plentifully spread we find,
And Jugs of humming Ale, to chear the Mind;
Whitch he, too gen'rous, pushes round so fast,

. 29
We think no Toils to come, nor mind the past.
But the next Morning soon reveals the Cheat,
When the same Toils we must again repeat;
To the same Barns must back again return,
To labour there for Room for next Year's Corn.

THUS, as the Year's revolving Course goes round,


No Respite from our Labour can be found:
Like SISYPHUS, our Work is never done;
Continually rolls back the restless Stone.
New-growing Labours still succeed the past;
And growing always new, must always last.

The Thresher's Labour by Stephen Duck and The Woman's Labour by Mary Collier
Ο Μόχθοσ τησ Γυναίκασ [Mary Collier]
Μύα επιςτολό ςτον Κϑριο StephenDuck

Αθϊνατε ποιητό! Εςϑ ο εκλεκτϐτεροσ των μουςών!


Προικιςμϋνοσ απ’ τα κατορθώματα των ευπατρύδων,
Παλαιϐτεροσ των χριςτουγεννιϊτικων ϑμνων!
Καταδϋχεςαι να κοιτϊσ χαμηλϐτερα, εκεύνον που εύναι φτωχϐσ
και ταπεινϐσ,
Θυμϊςαι ϐτι κι εςϑ ο ύδιοσ όςουν πρϐςφατα τϋτοιοσ;
Δϋξου αυτοϑσ τουσ ςτύχουσ: Αλύμονο! Σι μπορεύσ να πϊρεισ
Απϐ κεύνη, που όταν πϊντα και παραμϋνει ΢κλϊβα;
Καμύα γνώςη δε μου δϐθηκε ϋτςι απλϊ˙
Η ζωό μου πϊντα ξοδεμϋνη ςτην ελεεινό εργαςύα:
Και δεν όταν η μϐνη˙ Αλύμονο! Με θλύψη ανακαλϑπτω
Ότι τοϑτο εύναι το μερύδιο που αναλογεύ ςτο καημϋνο, γυναικεύο
γϋνοσ.
΢υχνϊ ϋχω ςυλλογιςτεύ, καθώσ ςτο κρεβϊτι μου ξαπλώνω,
Φαλαρώνοντασ απ’ τισ εξουθενωτικϋσ εργαςύεσ τησ ημϋρασ,
Πωσ η πρώτη μασ καταγωγό απϐ εύδοσ ανθρώπινο,
Δε θα μποροϑςε ποτϋ να ‘ναι ςχεδιαςμϋνη για Δουλεύα˙
Μϋχρι που ο Φρϐνοσ και τα Ϊθιμα ςταδιακϊ κατϋςτρεψαν
Αυτό τη χαροϑμενη κατϊςταςη που βύωνε αρχικϊ το φϑλο μασ.
Όταν οι ϊντρεσ εύχαν πια επιδεύξει την ϑψιςτη Υροντύδα και
Μϐχθο,
Και η ανταμοιβό τουσ δεν όταν τύποτα ϊλλο απϐ ‘να γυναικεύο
χαμϐγελο˙
Όταν απϐ τισ Σϋχνεσ και τα Όπλα εύχαν γύνει ιςχυρού,
Εναπϋθεταν τα τρϐπαιϊ τουσ ςτα πϐδια τησ γυναύκασ˙
Εκεύνεσ τισ εποχϋσ φϋρνανε προσ το φϑλο μασ
Σισ καρδιϋσ τουσ, το εύναι τουσ, μια προςφορϊ απϐ ελεϑθερη
θϋληςη·
Και καθώσ απϐ εμϊσ η ύδια τουσ η ϑπαρξη βεβαιώνοταν,
Πϊλι πύςω να μασ δώςουν ϐφειλαν το ςεβαςμϐ.

Ο Δύασ ωσ χρυςό βροχό απϐ τα ςϑννεφα ϋπεςε κϊποτε


΢τη υπϋροχη αγκαλιϊ τησ Δανϊησ˙

. 31
Οι γλυκϐγλωττοι Ποιητϋσ πύςω ςε κεύνεσ τισ γενναιϐδωρεσ μϋρεσ,
΢το βωμϐ μασ προςϋφεραν τα θεςπύςματϊ τουσ:
Αλλϊ τώρα Αλύμονο! Πϋραςε η χρυςό εκεύνη εποχό,
Και τ’ αντικεύμενα τησ περιφρϐνηςόσ ςασ γύναμε πια.
Και ϐςο για ςϋνα, μεγϊλε Duck, που ςτο μϋτωπϐ ςου
Οι μοϑςεσ πρϐκειται να φτιϊξουνε ςτεφϊνι,
΢το τελευταύο ςου Πούημα δόλωςεσ τολμηρϊ
Πωσ ο Μϐχθοσ του Ηρακλό με το δικϐ ςασ δε ςυγκρύνεται˙
Και για τον ετόςιο κϐπο ςασ τϐςα ϋχετε να πεύτε,
Για τ’ Αλώνιςμα, το Θεριςμϐ, το Κοϑρεμα του ςιταριοϑ και του
ςανϐ˙
Μιλϊτε για τον καθημερινϐ ςασ Μϐχθο και το νυχτερινϐ ςασ
Όνειρο,
Αλλϊ δεν μπορεύτε να αποφαςύςετε για τ’ αθϊνατο ςασ Θϋμα,
Και αφόνετε το ϊτυχο φϑλο μασ αβοόθητο ςτη ςιωπό να
κεύτεται
Ληςμονημϋνο, μεσ ςτη ςκοτεινό λόθη να πεθϊνει˙
Αλλϊ χλευϊζετε την ϊθλια κατϊςταςό μασ
Και οι λϊθοσ γυναύκεσ τουσ ςτύχουσ ςασ κοςμοϑνε.
Εςϑ που το ςανϐ φτιϊχνεισ, μια ό δυο λϋξεισ μύλα,
΢αν το φϑλο μασ λύγη μονϊχα δουλειϊ να μποροϑςε να κϊνει:
Αυτϐ κϊνει τον ειλικρινό αγρϐτη να γελϊει,
Αυτϐν που ψϊχνει για γλυκϋσ γυναύκεσ να φτιϊξουν τη ςοδειϊ
του˙
Που ακϐμα και αν το πρϐςωπϐ του ϋςτρεφε, εκεύνεσ για τη
δουλειϊ του θα νοιϊζονταν
Όπωσ κι οι ϊντρεσ, απ’ ϐςο μπορεύ ν’ ανακαλϑψει.
Όςον εμϋνα αφορϊ, ϋχω πολλϋσ καλοκαιρινϋσ ημϋρεσ περϊςει
να πετϊω, να γυρύζω και να φτιϊχνω ςανϐ˙
Αλλϊ ποτϋ μου δεν εύδα αυτϐ που ανακϊλυψεσπρϐςφατα,
Πωσ οι μιςθού μασ ϊδικα καταβϊλλονται.
Εύναι αλόθεια πωσ ϐταν τελειώνουμε την πρωινό δουλειϊ,
Και ϐλο το γραςύδι μασ βρύςκεται εκτεθειμϋνο ςτον όλιο,
Καθώσ οι καυτερϋσ του ακτύνεσ ακτινοβολοϑν,
Όπωσ κι εςεύσ ϋτςι κι εμεύσ ϋχουμε χρϐνο να δειπνόςουμε:
Εϑχομαι πωσ καθώσ ελεϑθερα παςχύζουμε κι ιδρώνουμε
Να κερδύςουμε το ψωμύ μασ, θα μασ επιτρϋψετε χρϐνο να φϊμε.

The Thresher's Labour by Stephen Duck and The Woman's Labour by Mary Collier
Γιατύ και πϊλι ςϑντομα πρϋπει να ςηκωθοϑμε,
Κι εϑςτροφα ν’ απλώςουμε το ςανϐ ςτην πεδιϊδα˙
Μϊλλον τςουγκρϊνα και ικανϐτητα θϋλει, η υπϐθεςη εύναι
ςαφόσ˙
Αλλιώσ πώσ τοϑτα ςαν κοκϐρια θα φαύνονταν ςε ύςιεσ ςειρϋσ;
Αλλϊ εϊν πύςτευεσ αυτϊ που ϋγραψεσ,
Βρύςκω να θλύβεςαι ϐταν μασ ακοϑσ να μιλϊμε:
΢ε αυτϐ ελπύζω να μην ϋγραψεσ αυτϐ που ‘ναι ςτο μυαλϐ ςου,
Γιατύ ϋχω μϊθει ϐτι μονϊχα οι Σοϑρκοι
Ϊχουνε μουγκοϑσ να τουσ υπηρετοϑνε, και δεν αρνόθηκαν ποτϋ
΢τουσ ςκλϊβουσ τουσ ϐταν δουλεϑουνε να μιλϊνε χαροϑμενα.
Αφοϑ λοιπϐν ϋχεισ την ελευθερύα τισ ςκϋψεισ ςου να μιλϊσ,
Κι ϐςο εςϑ ϋτςι και ‘μεύσ ϋχουμε την τϊςη αυτό
Γιατύ θα ‘πρεπε εςϑ να ςτεναχωριϋςαι, επειδό εμεύσ,
΢αν κι εςϊσ απολαμβϊνουμε αυτό την ευχϊριςτη Ελευθερύα;
Σϊχα τι; Μόπωσ θα πρϐςταζεσ ςιωπό και εςϑ, και θ’ αφαιροϑςεσ
Σο μϐνο προνϐμιο που θ’ απολϊμβανε το φϑλο μασ;

Καθώσ το βρϊδυ καταφτϊνει, βριςκϐμαςτε όδη ςτο ςπύτι μασ,


Και οι Ατελεύωτεσ οικιακϋσ δουλειϋσ αρχύζουν:
Εμπρϐσ ςτον επικεύμενο ερχομϐ ςασ, προετοιμϊζουμε να
Ϊχουμε τελειώςει ϐλεσ τισ δουλειϋσ· το ςπύτι μασ να ςτϋκει
προςεγμϋνο·
Μπϋικον και Ζυμαρικϊ ςτην κατςαρϐλα βρϊζουμε,
Σα κρεβϊτια μασ φτιϊχνουμε, τα γουροϑνια μασ βλϋπουμε ςτο
μεταξϑ˙
Και μετϊ ςτη εξώπορτα περιμϋνουμε την επιςτροφό ςασ
Και φτιϊχνουμε το τραπϋζι για ςασ:
Νωρύσ την επομϋνη το πρωύ ξυπνϊμε με την ϋννοια ςασ˙
Σα παιδιϊ μασ ντϑνουμε και ταϏζουμε, τα ροϑχα τουσ
διορθώνουμε;
Και ςτο χωρϊφι ξανϊ για την καθημερινό μασ αγγαρεύα,
Μϐλισ ο όλιοσ ϋχει ρουφόξει την πρωινό δροςιϊ.

Όταν αρχύζει ο θεριςμϐσ, πηγαύνουμε ςτο χωρϊφι,


Και βοηθϊμε ςτο μϊζεμα του ςιταριοϑ, τϐςο ϐςο και εςεύσ˙

. 33
Ϋ αλλιώσ πηγαύνουμε και ξεχωρύζουμε την όρα απϐ το ςιτϊρι˙
Καμύα ϊλλη περιφρϐνηςη Μϐχθου δεν υπόρξε ποτϋ πιο ευτελόσ˙
Αλλϊ ςτη δουλειϊ ελεϑθερα παύρνουμε μϋροσ,
Κι ϐ,τι μποροϑμε κϊνουμε με την καρδιϊ μασ.
Για να επιβιώςουμε τϐςο πρϐθυμεσ εύμαςτε,
Σα τρυφερϊ μασ μωρϊ φροντύζουμε ςτο χωρϊφι,
Και μεσ ςτα ροϑχα μασ τα τυλύγουμε να τα κρατϊμε ζεςτϊ,
Ενώ ολϐγυρα μαζεϑουμε το ςιτϊρι˙
Και ςυχνϊ πηγαύνουμε προσ αυτϊ και γονατύζουμε,
Να τα κρατϊμε αςφαλό και τύποτα να μην τα βλϊψει:
Σα πιο μεγϊλα μασ παιδιϊ, αυτϊ που μποροϑν, ςυμμετϋχουν
΢την περιςυλλογό του ςιταριοϑ, τϋτοια εύναι η ολιγαρκόσ
φροντύδα μασ.
Κι ϐταν πϋφτει η νϑχτα, προσ το ςπύτι πηγαύνουμε,
Κουβαλώντασ τη ςοδειϊ μαζύ και το παιδύ˙
Κουραςμϋνεσ, αλύμονο! Αλλϊ αυτϐ δεν αξύζει
Να παραπονιϐμαςτε, ό να ξεκουραζϐμαςτε ςε κϊθε ςκαλοπϊτι˙
Και πρϋπει να βιαςτοϑμε ϐταν ερχϐμαςτε ςτο ςπύτι,
Αλύμονο! Και βρύςκουμε εκεύ τισ δουλειϋσ μασ μϐλισ να πρϋπει
ξεκινόςουν˙
Σϐςα πρϊγματα χρειϊζονται την παρουςύα μασ,
Που και δϋκα χϋρια να ‘χαμε, ϐλα θα μασ όταν χρόςιμα.
Σα παιδιϊ μασ βϊζουμε ςτο κρεβϊτι με την μεγαλϑτερη φροντύδα
Κι ϐλα τα ετοιμϊζουμε για να ‘ρθεύτε εςεύσ ςτο ςπύτι:
Εςεύσ δειπνεύτε, πηγαύνετε ςτο κρεβϊτι χωρύσ καθυςτϋρηςη,
Και ξεκουρϊζεςτε μϋχρι την επϐμενη μϋρα˙
Ενώ εμεύσ αλύμονο! Μϐνο λύγο μποροϑμε να κοιμηθοϑμε,
Καθώσ τα κακϐτροπα παιδιϊ μασ κλαύνε και ουρλιϊζουν˙
Και παρϐλα αυτϊ, μϐλισ χαρϊξει το αυγινϐ φωσ,
Ξανϊ ςτο χωρϊφι εμεύσ για τισ δουλεύεσ μασ
Κι εκεύ με ϐλη μασ τη δϑναμη ςτο Μϐχθο ξανϊ,
Μϋχρι που οι χρυςϋσ ακτύνεσ του Σιτϊνα ςτεγνώςουν τη δροςιϊ˙
΢το ςπύτι πϊμε μετϊ προσ τα αγαπημϋνα μασ παιδιϊ,
Σα ντϑνουμε, τα ταϏζουμε, και με φροντύδα τα φϋρνουμε ςτο
χωρϊφι.
Κι εςεύσ για ϋνα μϐνο νοιϊζεςτε, και μϐνο για αυτϐ παραπονιϋςτε
Πωσ οϑτε μϋρα οϑτε νϑχτα δεν εύςτε απϐ τον πϐνο αςφαλεύσ˙

The Thresher's Labour by Stephen Duck and The Woman's Labour by Mary Collier
Αυτϊ τα τρομερϊ προβλόματα, που ςκοτύζουν το μυαλϐ ςασ,
(Σ’ αγκϊθια πρώτα και οι Γυναύκεσ ϋρχονται δεϑτερεσ)
Θα εκλεύψουν ςϑντομα και γρόγορα θ’ αφανιςτοϑν,
Ενώ εςεύσ, ϐπωσ κι εμεύσ, επιβαρϑνεςτε με φροντύδεσ.
Σι πιςτεϑετε για εμϊσ δεν το γνωρύζουμε:
΢υχνϊ μαζεϑουμε το ςιτϊρι που εςεύσ θερύςατε˙
Κϐβουμε τα μπιζϋλια, και εύμαςτε πϊντα ϋτοιμεσ
΢ε κϊθε εργαςύα τα δϋοντα να προςφϋρουμε˙
Κι απϐ την ώρα που αρχύζει ο θεριςμϐσ,
Μϋχρι να κοπεύ και να κουβαληθεύ ςτισ ςιταποθόκεσ ο καρπϐσ,
Οι κϐποι κι ο Μϐχθοσ μασ εύναι καθημερινϊ τϐςο μεγϊλοσ,
Που με το ζϐρι βρύςκουμε ώρα για να ονειρευτοϑμε.

Ο θεριςμϐσ τελεύωςε, και παϑςη δεν εύχαμε καμιϊ;


Κι ϐμωσ η πιο δϑςκολη δουλειϊ για εμϊσ, μασ περιμϋνει:
Μϐχθοσ ςκληρϐσ που με πολϑ χαρϊ επιδιώκουμε,
Και φεϑγουμε για την επύπονη περιπούηςη των αριςτοκρατικών
ροϑχων:
Απϐ τη οπούα τώρα ςϑντομα θα ςασ πω ϋνα μονϊχα μϋροσ,
Σο οπούο ςασ δηλώνω πωσ εύναι η τϋχνη μου˙
Σϐςεσ πολλϋσ κακουχύεσ περνϊμε κϊθε μϋρα,
Που με τϐλμη ςασ λϋω ϐτι παρϐμοιεσ δεν ϋχετε γνωρύςει.

Όταν ακϐμα λϊμπει ο Ψρύωνασ ςτον ουρανϐ


΢το μϋςο τησ χειμωνιϊτικησ νϑχτασ πρϋπει και πϊλι να
ςηκωθοϑμε˙
Με τϐςο ϊςχημο καιρϐ, αϋρα, βροχό και χιϐνι,
Για την καθοριςμϋνη μασ δουλειϊ, πρϋπει να ςηκωθοϑμε να
φϑγουμε˙
Ενώ εςεύσ ξαπλωμϋνοι κοιμϊςτε όρεμοι ςτο κρεβϊτι˙
Μϋχρι που οι πρώτεσ του όλιου ακτύνεσ να περϊςουν τισ
χαραμϊδεσ του παραθυριοϑ ςασ.
Όταν φτϊνουμε ςτο ςπύτι που πρϋπει,
Κι αλύμονο δεν ξϋρουμε πώσ να μποϑμε μϋςα:
Η οικονϐμοσ κουραςμϋνη απϐ τη δουλειϊ τησ προηγοϑμενησ
ημϋρασ,
Παρακοιμϊται˙ εμεύσ ςτεκϐμαςτε ςτη πϐρτα

. 35
Κρυώνοντασ, και ςυχνϊ φωνϊζοντασ μϊταια,
Μόπωσ μπορϋςουμε να αρχύζουμε τη δουλειϊ μασ:
Αλλϊ ϐταν απ’ τον Αϋρα και τον Καιρϐ ξεφϑγουμε,
Με ζωντϊνια και θϊρροσ ξεκινϊμε τη δουλειϊ μασ˙
Βλϋπουμε ςωροϑσ απϐ το καλϑτερο λινϐ μπροςτϊ μασ,
΢τουσ οπούουσ ςπαταλϊμε τη δϑναμη και την υπομονό μασ;
Λινϐ και Μουςελύνα που φορϊνε οι Κυρύεσ,
Δαντϋλεσ και μπορντοϑρα ακριβό, κομψό και ςπϊνια,
Η οπούα πρϋπει μ’ απϐλυτη δεξιϐτητα και φροντύδα να πλυθεύ·
Σα πουκϊμιςα απϐ τη Ολλανδύα, οι ςοϑφρεσ και τα κρϐςςια
επύςησ,
Ροϑχα που οι πρϐγονού μασ δεν όξεραν καν.
Για ώρεσ αρκετϋσ εδώ εργαζϐμαςτε ςα ςκλϊβεσ,
Προτοϑ καν προλϊβουμε να κρυφοκοιτϊξουμε τησ μϋρασ το
Υωσ·
Μοχθοϑμε ςκληρϊ πριν τελειώςει το πρωύ,
Γιατύ φοβϐμαςτε την Ώρα που γρόγορα τρϋχει πϊρα πολϑ.

Κϊπου ςτο βϊθοσ ο όλιοσ φωτύζει τουσ ουρανοϑσ,


Και καλεύ τουσ μιςοκοιμιςμϋνουσ θνητοϑσ να ςηκωθοϑν;
Μετϊ ϋρχεται οπωςδόποτε η Κυρύα μασ,
Και μεσ ςτο χϋρι τησ ύςωσ υπϊρχει μια κοϑπα με μπϑρα
Να ευθυμόςει τισ καρδιϋσ μασ και να ενημερωθεύ
Πϐςη δουλειϊ ϋγινε νωρύσ αυτϐ το πρωύ·
Μασ ορύζει τισ διαταγϋσ τησ, ϐτι πρϋπει να προςϋχουμε
Σα λινϊ τησ πολϑ καλϊ, κι οϑτε πρϋπει να αφόςουμε πύςω μασ
βρομιϊ:
Κι επιπλϋον να φροντύςουμε επύςησ
Οϑτε να ςκύςουμε τισ μουςελύνεσ οϑτε τισ ςοϑφρεσ τησ;
Και τ’ απαιτεύ αυτϊ απϐ εμϊσ με τον πλϋον αυςτηρϐ τρϐπο,
Μα μην ςπαταλόςουμε ςαποϑνι, να κϊνουμε οικονομύα ςτη
φωτιϊ·
Μασ λϋει ϐτι η ευθϑνη τησ εύναι μεγϊλη, περιςςϐτερο μϊλλον,
Και πωσ τα ροϑχα τησ εύναι λιγϐτερα απϐ παλιϊ.
Σώρα ςυνεχύζουμε, αποφαςιςμϋνεσ ϐλη μασ τη δϑναμη να
βϊλουμε,
Και με μεγϊλη προθυμύα ϐ,τι καλϑτερο μποροϑμε κϊνουμε ·

The Thresher's Labour by Stephen Duck and The Woman's Labour by Mary Collier
Μϋχρι που με τη ζϋςτη και τη δουλειϊ, ϐπωσ εύναι γνωςτϐ,
Όχι μοναχϊ ςταγϐνεσ ιδρώτα αλλϊ και αύματοσ τρϋχουν προσ τα
κϊτω
΢τουσ καρποϑσ μασ και ςτα δϊχτυλϊ μασ· κι ακϐμα η δουλειϊ μασ
απαιτεύ
Ση διαρκό κύνηςη των εργατικών μασ χεριών.

Σώρα ϋρχεται η νϑχτα απ’ ϐπου η ανακοϑφιςη ςασ πηγϊζει,


Όμωσ ςε μασ αλύμονο!, φϋρνει μεγαλϑτερη οδϑνη·
Με βαριϊ καρδιϊ ςυχνϊ βλϋπουμε τον όλιο,
Σρϋμοντασ μόπωσ δϑςει πριν τελειώςουμε τισ δουλειϋσ μασ·
Εύτε ςτο φωσ τησ μϋρασ εύτε ςτη ςκοτεινιϊ τησ νϑχτασ,
΢πϊμε τισ μϋρεσ του καλοκαιριοϑ με το φωσ του κεριοϑ.
Παρ’ ϐλο που ολημερύσ τισ δουλειϋσ μασ κϊνουμε προςεκτικϊ,
Σϋτοια εύναι η μούρα μασ, που δεν ξϋρουμε πϐτε θα τελειώςουν:
Όταν ϋρχεται το απϐγευμα, εςεύσ, για την αυλό του ςπιτιοϑ ςασ
πηγαύνετε,
Εμεύσ, μϋχρι η δουλειϊ μασ να τελειώςει, πρϋπει να μεύνουμε·
Κι αφοϑ τελειώςει ϐλοσ ο Μϐχθοσ κι η εργαςύα μασ,
Απϐ ϋξι μϋχρι οκτώ πϋνεσ μασ πληρώνουν;
Για ϐλουσ τουσ πϐνουσ μασ δεν βλϋπουμε καμιϊ προοπτικό
Να μασ ςυντροφεϑει ϊλλη παρϊ γερϊματα και η φτώχια.

Σο πλϑςιμο δεν εύν’ αυτϐ μονϊχα που ϋχουμε να κϊνουμε:


΢υχνϊ ϐπωσ κι εςεύσ αλλϊζουμε τη δουλειϊ με δουλειϊ.
Η Κυρύα μασ για τα κοςμόματϊ τησ παραπονιϋται,
Και εύναι δουλειϊ μασ να τον κϊνουμε και πϊλι καθαρϐ.
Σοϑτη η δουλειϊ που εύναι δϑςκολη και κουραςτικό,
Δεν εύναι το χειρϐτερο που μπορεύ να μασ ςυμβεύ ςτισ ϊμοιρεσ
γυναύκεσ:
Όταν η νϑχτα πϋφτει κι εύμαςτε κουραςμϋνεσ αρκετϊ,
Με το ζϐρι μποροϑμε να μετρόςουμε το μερύδιϐ μασ·
Φϑτρεσ, βραςτόρεσ, κατςαρϐλεσ, μπορεύ να δοϑμε,
Ξαφριςτόρια και κουτϊλια και ϊλλα τϋτοια μπιχλιμπύδια,
Ϊρχονται να ολοκληρώςουν τη ςκλαβιϊ μασ.
Αν και ξεκινϊμε νωρύσ το πρωύ,
΢υνόθωσ πολϑ αργϊ το βρϊδυ τελειώνουμε·

. 37
Αλύμονο! Οι Μϐχθοι μασ ποτϋ δε γνωρύζουνε τϋλοσ·
΢το μπροϑτζο και ςτο ςύδερο πρϋπει τισ δυνϊμεισ μασ να
ςπαταλϊμε ·
Ανούγουνε τα τρυφερϊ μασ χϋρια και τα δϊχτυλϊ μασ ςκύζονται:
Με υπομονό πρϋπει, ϐλ’ αυτϊ και ϐχι μϐνο, να τα υπομϋνουμε.
Βαμμϋνεσ με βρωμιϊ και ακαθαρςύεσ τώρα εμφανιζϐμαςτε·
Σα καπνιςτϊ θεριςμϋνα ςασ μπιζϋλια δε θα ςασ πληςιϊςουν.
Όλεσ οι τελειϐτητεσ για τισ οπούεσ μποροϑςε κϊποτε να
παινευτεύ μια γυναύκα,
Εύναι αρκετϊ ςκοτεινιαςμϋνεσ και εντελώσ χαμϋνεσ.
Και για ακϐμη μύα φορϊ η Κυρύα μασ μασ γνωςτοποιεύ
Ότι θϋλει τη βοόθειϊ μασ, γιατύ τελειώνει η μπϑρα:
Ϊτςι με βιαςϑνη ετοιμαζϐμαςτε να φτιϊξουμε ζϑθο,
Καθαρύζουμε τα δοχεύα και τ’ αποςτειρώνουμε με τη μϋγιςτη
προςοχό·
΢υχνϊ τα μεςϊνυχτα απϐ το κρεβϊτι μασ ςηκωνϐμαςτε
Πωσ ϊλλεσ ώρεσ πιςτεϑοντασ ϐτι δε θα μασ φτϊςουν·
Σισ δουλειϋσ μασ ςυχνϊ απϐγευμα τισ ξεκινϊμε,
Και πριν καν τελειώςουμε, η Νϑχτα και πϊλι πϋφτει.
Αντλοϑμε νερϐ, το χϊλκινο δοχεύο πρϋπει να γεμύςουμε,
Ϋ να φροντύςουμε τη φωτιϊ· για την οπούα πρϋπει ακύνητεσ να
ςτεκϐμαςτε,
Όπωσ κι εςεύσ, ϐταν θερύζετε, πρϋπει να ‘μαςτε ς’ εγρόγορςη,
Γιατύ αλλιώσ ο ζϑθοσ θα παραβρϊςει αν τολμόςουμε να
κοιμηθοϑμε.

Αλλϊ, ασ το επαναλϊβουμε, οι Μϐχθοι μασ ϐλοι εύναι μϊταιοι,


Για τουσ οπούουσ πολϑ δύκαια θα μποροϑςαμε να
παραπονεθοϑμε:
Για εμϊσ, βλϋπετε, ελϊχιςτη ξεκοϑραςη υπϊρχει·
Οι Μϐχθοι μασ αυξϊνονται με το πϋραςμα του χρϐνου.
Κι ενώ εςεύσ με το ΢ύςυφο ςυγκρύνεται τουσ εαυτοϑσ ςασ,
Εμεύσ μποροϑμε να ιςχυριςτοϑμε ϐτι εύμαςτε ςαν τισ κϐρεσ του
Δαναοϑ·
Καθώσ αυτϐσ μοχθοϑςε ςκληρϊ ενϊντια ςτο λϐφο,
Δοχεύα χωρύσ πϊτο ϋπρεπε αυτϋσ να γεμύζουν.

The Thresher's Labour by Stephen Duck and The Woman's Labour by Mary Collier
Λοιπϐν, οι εργατικϋσ μϋλιςςεσ ώρα με την ώρα παςχύζουν
για να φϋρουν το φορτύο τουσ με μϋλι ςτην κυψϋλη·
Οι ςκληρού τουσ ιδιοκτότεσ πϊντα τουσ δρϋπουν τα ωφελόματα,
Και φτωχϊ εκεύνεσ ανταμεύβονται για Μϐχθο και τουσ πϐνουσ
τουσ.

. 39
The Woman's Labour [Mary Collier]
An Epistole to Mr. Stephen Duck
An Answer to his late Poem, called The Thresher’s Labour.

IMMORTAL Bard! thouFavrite of the Nine!


Enrich'd by Peers, advanc'd by CAROLINE!
Deign to look down on One that's poor and low
Remembering you yourſelf was lately ſo ;
Accept theſe Lines : Alas ! what can you have
From her, who ever was, and's ſtill a Slave?
No Learning ever was beſtow'don me ;
My Live was always ſpent in Drudgery :
And not alone ; alas ! with Grief I find,
It is the Portion of poor Woman-kind.
Oft have I thought as on my Bed I lay,
Eas'd from the tireſomeLabours of the Day,
Our firſt Extraction from a Maſsrefin'd,
Could never be for Slavery deſign'd ;
Till Time and Cuſtom by degrees deſtroy'd
That happy State our Sex at firſtenjoy'd.
When Men had us'd their utmoſt Care and Toil,
Their Recompence was but a Female Smile ;
When they by Arts or Arms were render'd Great,
They laid their Trophies at a Woman's Feet ;
They, in thoſe Days, unto our Sex did bring
Their Hearts, their All, a Free-will Offering ;
And as from us their Being they derive,
They back again ſhould all due Homage give.

JOVE once deſcending from the Clouds, did drop


In Show'rs of Gold on lovely Danae'sLap ;
The ſweet-tongu'd Poets, in thoſe generous Days,
Unto our Shrine ſtilloffer'd up their Lays :
But now, alas ! that Golden Age is paſt,
We are the Objects of your Scorn at last.
And you, great DUCK, upon whoſe happy Brow

The Thresher's Labour by Stephen Duck and The Woman's Labour by Mary Collier
The Muſesſeem to fix the Garland now,
In your late Poem boldly did declare
Alcides' Labours can't with your's compare ;
And of your annual Task have much to Say,
Of Threshing, Reaping, Mowing Corn and Hay ;
oaOting your daily Toil, and nightly Dream,
But can't conclude your never-dying Theme,
And let our hapleſs Sex in Silence lie
Forgotten, and in dark Oblivion die ;
But on our abject State you throw your Scorn
And Women wrong, your Verſes to adorn.
You of Hay-making ſpeak a Word or two,
As if our Sex but little Work could do :
This makes the honeſt Farmer ſmilingſay,
He'll ſeek for Women ſtill to make his Hay ;
For if his Back be turn'd, their Work they mind
As well as Men, as far as he can find.
For my own Part, I many a Summer's Day
Have ſpent in throwing, turning, making Hay ;
But ne'er could ſee, what you have lately found,
Our Wages paid for ſitting on the Ground.
'Tis true, that when our Morning's Work is done,
And all our Graſsexpos'd unto the Sun,
While that his ſcorching Beams do on it ſhine,
As well as you, we have a Time to dine :
I hope, that ſince we freely toil and ſweat
To earn our Bread, you'll give us Time to eat.
That over, ſoon we muſt get up again,
And nimbly turn our Hay upon the Plain ;
Nay, rake and prow it in, the Caſe is clear ;
Or how ſhould Cocks in equal Rows appear?
But if you'd have what you have wrote believ'd,
I find, that you to hear us talk are griev'd :
In this, I hope, you do not ſpeak your Mind,
For none but Turks, that ever I could find,
Have Mutes to ſerve them, or did e'er deny
Their Slaves, at Work to chat it merrily.

. 41
Since you have Liberty to ſpeak your Mind,
And are to talk, as well as we, inclin'd
Why ſhould you thus repine, becauſe that we,
Like you, enjoy that pleaſing Liberty ??
What !would you lord it quite, and take away
The only Privilege our Sex enjoy ?

WHEN Ev'ning does approach, we homeward hie,


And our domeſtic Toils Inceſſant ply :
Againſt your coming Home prepare to get
Our Work all done, our Houſe in order ſet ;
Bacon and Dumpling in the Pot we boil,
Our Beds we make, our Swine we fee the while ;
Then wait at Door to ſee you coming Home,
And ſet the Table out againſt you come :
Early next Morning we on you attend ;
Our Children dreſs and feed, their Cloaths we mend ;
And in the Field our daily Task renew,
Soon as the riſing Sun has dry'd the Dew.

WHEN Harveſt comes, into the Field we go,


And help to reap the Wheat as well as you ;
Or elſe we go the Ears of Corn to glean ;
No Labourſcorning, be it e'erſo mean ;
But in the Work we freely bear a Part,
And what we can, perform with all our Heart.
To get a Living we ſo willing are,
Our tender Babes into the Field we bear,
And wrap them in our Cloaths to keep them warm,
While round about we gather up the Corn ;
And often unto them our Courſe do bend,
To keep them ſafe, that nothing them offend :
Our Children that are able, bear a Share
In gleaning Corn, ſuch is our frugal Care.
When Night comes on, unto our Home we go,
Our Corn we carry, and our Infant too ;
Weary, alas ! but 'tis not worth our while

The Thresher's Labour by Stephen Duck and The Woman's Labour by Mary Collier
Once to complain, or reſt at ev'ry Stile ;
We must make haſte, for when we Home are come,
Alas ! we find our Work but juſt begun ;
So many Things for our Attendance call,
Had we ten Hands, we could employ them all.
Our Children put to Bed, with greateſt Care
We all Things for your coming Home prepare :
You ſup, and go to Bed without delay,
And reſtyourſelves till the enſuing Day ;
While we, alas ! but little Sleep can have,
Becauſe our froward Children cry and rave ;
Yet, without fail, ſoon as Day-light doth ſpring,
We in the Field again our Work begin
And there, with all our Strength, our Toil renew,
Till Titan's golden Rays have dry'd the Dew ;
Then home we go unto our Children dear,
Dreſs, feed, and bring them to the Field with care.
Were this your Caſe, you juſtly might complain
That Day nor Night you are ſecurefrom Pain ;
Thoſe mighty Troubles which perplex your Mind,
(Thiſtles before, and Females come behind)
Would vaniſhſoon, and quickly diſappear,
Were you, like us, encumber'd thus with Care.
What you would have of us we do not know :
We oft' take up the Corn that you do mow ;
We cut the Peas, and always ready are
In ev'ry Work to take our proper Share ;
And from the Time that Harveſt doth begin,
Until the Corn be cut and carry'd in,
Our Toil and Labour's daily ſo extreme,
That we have hardly ever Time to dream.

THE Harveſt ended, Reſpite none we find ;


The hardeſt of our Toil is ſtill behind :
Hard Labour we moſtchearfullypurſue,
And our, abroad, a Charing often go :
Of which I now will briefly tell in part,

. 43
What fully to declare is paſt my Art ;
So many Hardſhips daily we go through,
I boldly ſay, the like you never knew.

WHEN bright Orion glitters in the Skies


In Winter Nights, then early we muſtriſe ;
The Weather ne'er ſo bad, Wind, Rain, or Snow,
Our Work appointed, we muſtriſe and go ;
While you on eaſy Beds may lie and ſleep,
Till Light does thro' your Chamber-windows peep.
When to the Houſe we come where we ſhould go,
How to get in, alas ! we do not know :
The Maid quite tir'd with Work the Day before,
O'ercome with Sleep ; we ſtanding at the Door
Oppreſs'd with Cold, and often call in vain,
E're to our Work we can Admittance gain :
But when from Wind and Weather we get in,
Briskly with Courage we our Work begin ;
Heaps of fine Linen we before us view,
Whereon to lay our Strength and Patience too ;
Cambricks and Muſlins, which our Ladies wear,
Laces and Edgings, coſtly, fine, and rare,
Which muſt be waſh'd with utmoſt Skill and Care ;
With Holland Shirts, Ruffles and Fringes too,
Faſhions which our Fore-fathers never knew.
For ſeveral Hours here we work and ſlave,
Before we can one Glimpſe of Day-light have ;
We labour hard before the Morning's paſt,
Becauſe we fear the Time runs on too faſt.

AT length bright Sol illuminates the Skies,


And ſummonsdrowſy Mortals to ariſe ;
Then comes our Miſtreſs to us without fail,
And in her Hand, perhaps, a Mug of Ale
To cheer our Hearts, and alſo to inform
Herſelf, what Work is done that very Morn ;

The Thresher's Labour by Stephen Duck and The Woman's Labour by Mary Collier
Lays her Commands upon us, that we mind
Her Linen well, nor leave the Dirt behind :
Not this alone, but alſo to take care
We don't her Cambricks nor her Ruffles tear ;
And theſe moſtſtrictly does of us require,
To ſave her Soap, and ſparing be of Fire ;
Tells us her Charge is great, nay furthermore,
Her Cloaths are fewer than the Time before.
Now we drive on, reſolv'd our Strength to try,
And what we can, we do moſt willingly ;
Until with Heat and Work, 'tis often known,
Not only Sweat, but Blood runs trickling down
Our Wriſts and Fingers ; ſtill our Work demands
The conſtant Action of our lab'ring Hands.

NOW Night comes on, from whence you have Relief,


But that, alas ! does but increaſe our Grief ;
With heavy Hearts we often view the Sun,
Fearing he'll ſet before our Work is done ;
For either in the Morning, or at Night,
We piece the Summer's Day with Candle-light.
Tho' we all Day with Care our Work attend,
Such is our Fate, we know not when 'twill end :
When Ev'ning's come, you Homeward take your Way,
We, till our Work is done, are forc'd to ſtay ;
And after all our Toil and Labourpaſt,
Six-pence or Eight-pence pays us off at laſt ;
For all our Pains, no Proſpect can we ſee
Attend us, but Old Age and Poverty.

THE Waſhing is not all we have to do :


We oft change Work for Work as well as you.
Our Miſtreſs of her Pewter doth complain,
And 'tis our Part to make it clean again.
This Work, tho' very hard and tireſome too,
Is not the worſt we hapleſs Females do :

. 45
When Night comes on, and we quite weary are,
We ſcarce can count what falls unto our Share ;
Pots, Kettles, Sauce-pans, Skillets, we may ſee,
Skimmers and Ladles, and ſuch Trumpery,
Brought in to make complete our Slavery.
Tho' early in the Morning 'tis begun,
'Tis often very late before we've done ;
Alas ! ourLabours never know an End ;
On Braſs and Iron we our Strength muſtſpend ;
Our tender Hands and Fingers ſcratchand tear :
All this, and more, with Patience we muſt bear.
Colour'd with Dirt and Filth we now appear ;
Your threſhing ſooty Peas will not come near.
All the Perfections Woman once could boaſt,
Are quite obſcur'd, and altogether loſt.
Once more our Miſtreſsſends to let us know
She wants our Help, becauſe the Beer runs low :
Then in much haſte for Brewing we prepare,
The Veſſels clean, and ſcald with greateſt Care ;
Often at Midnight, from our Bed we riſe
At other Times, ev'n that will not ſuffice ;
Our Work at Ev'ning oft we do begin,
And 'ere we've done, the Night comes on again.
Water we pump, the Copper we muſt fill,
Or tend the Fire ; for if we e'erſtandſtill,
Like you, when threſhing, we a Watch muſt keep,
Our Wort Boils over if we dare to ſleep.

BUT to rehearſe all Labour is in vain,


Of which we very juſtly might complain :
For us, you ſee, but little Reſtis found ;
Our Toil increaſes as the Year runs round.
While you to Syſiphus yourſelves compare,
With Danaus' Daughters we may claim a Share ;
For while he labours hard againſt the Hill,
Bottomleſs Tubs of Water they muſt fill.

The Thresher's Labour by Stephen Duck and The Woman's Labour by Mary Collier
SO the induſtrious Bees do hourly ſtrive
To bring their Loads of Honey to the Hive ;
Their ſordid Owners always reap the Gains,
And poorly recompenſe their Toil and Pains.

. 47
The Thresher's Labour by Stephen Duck and The Woman's Labour by Mary Collier
. 49
ISBN: 978-618-80772-0-1
νέο e-book

24grammata.com
ςειρϊ: εν καινώ, αρ. ςειρϊσ: 48

The Thresher's Labour by Stephen Duck and The Woman's Labour by Mary Collier

You might also like