Professional Documents
Culture Documents
Αντων Τσεχωφ Οι τρεις Αδελφες PDF
Αντων Τσεχωφ Οι τρεις Αδελφες PDF
and
‘The Woman's Labour’ by Mary Collier
ςελ.
. 7
The Thresher's Labour by Stephen Duck and The Woman's Labour by Mary Collier
«Μεταφράςεισ Κοινωνικού Ενδιαφέροντοσ»
. 9
την περύπτωςη του Stephen Duck, ςυντϊκτη του
«Μϐχθου του Αλωνιςτό» η βρεττανικό κοινωνύα ςτϊθηκε
ιδιαύτερα επιτιμητικό.Ο ποιητόσ με το αγροτικϐ του πούημα, το
οπούο διαθϋτει ςτοιχεύα κοινωνικόσ φϑςεωσ, προκϊλεςε το
ενδιαφϋρον τησ αγγλικόσ αριςτοκρατύασ, παρϊ την
δευτερεϑουςα θϋςη του μεσ ςτο ςώμα των ποιητών. Παρϊ τη
ςτϋρεη, θρηςκευτικό ςυνεύδηςό του, για την οπούα ο Duck
ξεχωρύζει ςτην εποχό του, εντοϑτοισ το ϋργο του δεν διαθϋτει
την ιδιαύτερη, εκεύνη δυναμικό, που θα μποροϑςε να αναδεύξει
την πούηςό του για το ρυθμϐ ό τισ εξαύςιεσ μεταφορϋσ του, παρϊ
το γεγονϐσ πωσ ϐςον αφορϊ τα τεχνικϊ ςτοιχεύα του, «Ο Μϐχθοσ
του Αλωνιςτό» παραμϋνει μύα επαρκόσ δημιουργύα.
The Thresher's Labour by Stephen Duck and The Woman's Labour by Mary Collier
παραμϋνει αναχρονιςτικϐσ και δύχωσ την πλαςτικϐτητα,
διατηρεύ μϐνο την επικοινωνιακό του δυναμικό, παρϊ φωτεινϊ
ςημεύα μεσ ςτα ϐρια τησ δημιουργύασ. Σα ποιόματα αγνοοϑν την
ϋννοια του υπαινιγμοϑ και παραμϋνουν ρεαλιςτικϋσ
τοποθετόςεισ ϋμμετρου τϑπου με μια ανυπϐφορη ψυχρϐτητα
του ύδιο του λϐγου. Με ϊλλα λϐγια τα πούηματα των Duck και
Collier μϐνον ωσ ιςτορικϊ ντοκουμϋντα μποροϑν να ειδωθοϑν,
διατηρώντασ πια ελϊχιςτη ςχϋςη με τη νϋα πούηςη και το α-
χώρητο αύςθημα τησ υπερβατικόσ αρμονύασ, το οπούο η
ςϑγχρονη, ποιητικό δημιουργύα εννϐηςε και επεδύωξε. Οι
ποιητικϋσ δημιουργύεσ των δϑο Βρεττανών παραμϋνουν δϑο
λιθικϋσ πια δημιουργύεσ, των οπούων η ϋνταςη δεν μπορεύ οϑτε
να αναπαραχθεύ μα και οϑτε να ςυγκινόςει ύςωσ ςτη ςημερινό
εποχό.
. 11
εργαςύασ του λϐγου. Ο ςϑγχρονοσ μελετητόσ μπορεύ να
ανακαλϑψει ςτισ μεταφρϊςεισ τησ Πρύμπα ςημαντικϊ ςτοιχεύα
για την ιςτορικό και ςτοχαςτικό προςϋγγιςη κοινωνικών
φαινομϋνων, καθώσ η εργαςύα ό η ανθρώπινη δυςτυχύα.
The Thresher's Labour by Stephen Duck and The Woman's Labour by Mary Collier
ςημερινοϑσ «ϊπατρεισ», εννοώντασ εκεύνουσ των οπούων οι
δημιουργύεσ κινοϑνται πια ςτο περιθώριο μιασ αργϊ
διαμορφωμϋνησ, εθνικόσ λογοτεχνύασ, ϐπωσ η αγγλικό.
Απϐςτολοσ Θηβαύοσ.
. 13
The Thresher's Labour by Stephen Duck and The Woman's Labour by Mary Collier
Ο Μόχθοσ Του Αλωνιςτή [Stephen Duck]
. 15
Για τώρα ςύγουρα ελπύζω ςε μεγϊλεσ ημϋρεσ εργαςύασ·
Ελϊτε, γδυθεύτε και προςπαθόςτε· ασ δοϑμε τι μπορεύτε να
κϊνετε.”
The Thresher's Labour by Stephen Duck and The Woman's Labour by Mary Collier
Εμπνευςμϋνοσ απ’ ϐλεσ τισ ομορφιϋσ τησ ϊνοιξησ.
Εδώ: πηγό καμιϊ δεν ψιθυρύζει, αρνϊκι κανϋνα δεν παύζει,
πύνοσ κανϋνασ δεν κελαηδϊ, χωρϊφι κανϋνα δε φαντϊζει
χαροϑμενο·
Όλα μια ζοφερό και μελαγχολικό εικϐνα,
Κατϊλληλη μϐνο να προκαλϋςει την οργό τησ Μοϑςασ.
Όταν αλωνύζουμε τα μεσ την κϊπνα μπιζϋλια , με το ζϐρι μπορεύσ
να ξϋρεισ
Σο γενϋθλιο χρώμα του δϋρματϐσ μασ, καθώσ φεϑγουμε απϐ τη
δουλεύα.
Ο ιδρώτασ, η ςκϐνη, και ο αςφυκτικϐσ καπνϐσ,
Σων Αιθιϐπων μασ παραχωροϑν την ϐψη,
Κι ϐταν το απϐγευμα μασ φϋρνει ςπύτι, τρομϊζουμε τισ γυναύκεσ
μασ·
Και τα βρϋφη τρομϊζοντασ νομύζοντασ πωσ όρθε ο παιδικϐσ
δαύμονασ.
Βδομϊδα τη βδομϊδα ςυνεχύζουμε ς’ αυτό την ανοϑςια
αγγαρεύα,
Εκτϐσ απ’ ϐταν οι θυελλώδεισ μϋρεσ δημιουργόςουν μια
καινοϑρια:
Μια καινοϑρια, πραγματικϊ, αλλϊ ςυχνϊ και χειρϐτερη!
Σα εργαλεύα υποχωροϑν ςτισ κατϊρεσ του αφϋντη.
Ση μεγϊλη ςυγκομιδό μετρϊει, τη μετρϊει κϊθε μϋρα·
Κι ϑςτερα ορκύζεται πωσ το μιςϐ απ’ το χρϐνο μασ τεμπελιϊζαμε:
“Γιατύ κοιτϊτε εςεύσ απατεώνεσ; Νομύζετε ϐτι αυτϐ αρκεύ;
Οι γεύτονϋσ ςασ αλωνύζουν και πϊλι ξανϊ ϐςο κι εςεύσ.”
Σώρα ςτα χϋρια μασ επιθυμοϑμε τα θορυβώδη εργαλεύα μασ,
Να πνύξουμε τα μιςητϊ ονϐματα των απατεώνων και των
ανϐητων.
Αλλϊ θϋλοντασ αυτϊ, μοιϊζουμε ακριβώσ ςαν τα ςχολιαρϐπαιδα
εκεύνα,
Όταν ο θυμωμϋνοσ αφϋντησ τουσ δει το μουτζουρωμϋνο τουσ
βιβλύο:
Υωνϊζουν τα παιδιϊ, “το μελϊνι τουσ όταν ελαττωματικϐ και οι
πϋνεσ τουσ·"
Εμεύσ, "το ςιτϊρι αλωνύζεται ϊςχημα, όταν πολϑ πρϊςινο.”
. 17
Αλλϊ μϐλισ ο χειμώνασ κρϑψει το γηραιϐ κεφϊλι του,
Και το πρϐςωπο τησ φϑςησ απλωμϋνο εύναι με νϋα ομορφιϊ ·
Η υπϋροχη ϊνοιξη εμφανύζεται, οι αναζωογονητικϋσ μπϐρεσ
Με καινοϑριο ντϑνεται ροϑχο το λιβϊδι και ολϊνθιςτα
λουλοϑδια.
Απϐ αυτόν μετϊ, το καλοκαύρι τησ ωρύμανςησ πιϋζει,
Και ο όλιοσ αρχύζει ϋναν ατϋλειωτο αγώνα δρϐμου.
Μπροσ ςτην πϐρτα ςτϋκεται ο φιλϐξενοσ ϊρχοντϊσ μασ·
Μασ λϋει πωσ τ’ ώριμο χορτϊρι χρειϊζεται τα χϋρια μασ.
Σο ξϋςπαςμα απϐ ευγνωμοςϑνη αμϋςωσ μεταδύδει
Ζωντϊνια ςτα βλϋμματϊ μασ και ςπύθα ςτισ καρδιϋσ.
Ευχϐμαςτε: η ευχϊριςτη εποχό να ‘ναι δύκαιη·
Και, χαροϑμενα, βαθειϊ να αναςαύνουμε τον καθαρϐ αϋρα.
Αυτό η αλλαγό ςτο μϐχθο δεύχνει να δύνει τϋτοια ανακοϑφιςη.
Αλλϊ! πϐςο μα πϐςο ςπϊνια ολοκληρώνεται η ευτυχύα!
Πϊντα υπϊρχει ανϊμειξη του πικροϑ με το γλυκϐ.
Όταν ο κορυδαλλϐσ πρώτοσ προϒπαντεύ τη μϋρα,
ηκωνϐμαςτε, ϋχοντασ πϊρει προειδοπούηςη απ’ αυτϐ το
πρϐωρο ϊςμα·
’ αυτό η νϋα εργαςύα να αποδεύξουμε πρϐθυμη βιαςϑνη,
Να γύνει, αυτό η νϋα εργαςύα, τϐςο πολϑ η αγαπημϋνη μασ.
Αλύμονο! Αυτϋσ οι ανθρώπινεσ χαρϋσ να πρϋπει να αλλϊζουν
τϐςο ςϑντομα!
Οι πρωινϋσ χαρϋσ που τρϋπονται ςε πϐνο τισ νϑχτεσ.
Μασ χαιρετύζει το πουλύ καθώσ τραβοϑμε κατϊ τισ δουλειϋσ μασ,
Και τα ςτόθια μασ με καινοϑρια ζωό φαύνεται να
πυρακτώνονται.
τον δεξύ μασ ώμο κρϋμεται η κυρτό λεπύδα,
Αυτϐ που προορύζεται να πϊρει τουσ λειμώνεσ:
Ο αριςτερϐσ που βαςτϊ την ακονϐπετρα, το διςϊκι και τη
μπϑρα·
Αυτϐ για τα δρεπϊνια μασ, κι αυτϊ για μασ να ευθυμόςουμε.
Και τώρα το χωρϊφι, ςχεδιαςμϋνο τη δϑναμό μασ να δοκιμϊςει,
το βϊθοσ εμφανύζεται, και ςυναντϊ την μ’ ϐλο λαχτϊρα ϐψη
μασ.
Με μϊτια προςεκτικϊ κοιτϊμε το γραςύδι και το ϋδαφοσ,
Να δοϑμε πωσ θα ‘χουμε τα καλϑτερα αποτελϋςματα·
The Thresher's Labour by Stephen Duck and The Woman's Labour by Mary Collier
Και, με ϐψη όρωα, ο καθϋνασ ζητϊ το καλϑτερο κομμϊτι.
Και μοιϊζει ςτην αρχό ο μϐχθοσ μασ μ’ αγώνα ταχϑτητασ:
. 19
Και το μπουκϊλι και η μπϑρα εύναι και τα δϑο ανεπαρκό.
Ο χρϐνοσ περνϊ: ηκωνϐμαςτε και πϊλι απ’ το γραςύδι·
Ο κϊθε θεριςτόσ ξαναπαύρνει την κατϊλληλη θϋςη·
Φωρύσ ανυπομονηςύα, καθώσ η μϋρα εξαντλεύται πια, ν’
αποδεύξουμε τη δϑναμό μασ·
Και εύμαςτε ϐλοι ευχαριςτημϋνοι που κινοϑμαςτε.
υχνϊ τροχύζουμε και ςυχνϊ βλϋπουμε τον όλιο·
Όπωσ και ςυχνϊ ευχϐμαςτε ο κουραςτικϐσ αγώνασ του να
λϊμβανε ϋνα τϋλοσ.
Ϊχει ολϐτελα κρυμμϋνο το μαβό του πρϐςωπϐ του απ’ το να
ιδωθεύ,
Και καληνυχτύζει τον κουραςμϋνο εργϊτη.
Κατευθυνϐμαςτε προσ το ςπύτι, αλλϊ ϋχοντασ κοπιϊςει πολϑ
Περπατϊμε αργϊ και ξεκουραζϐμαςτε ςε κϊθε ςκαλοπϊτι.
Οι καλϋσ μασ γυναύκεσ, που μασ προςμϋνουν, νομύζουν ϐτι
ςτεκϐμαςτε,
Πϊνε ςτην πϐρτα, να μασ δοϑνε ςϑντομα ςτο δρϐμο.
Αυτϋσ, το φαγητϐ απ’ την κατςαρϐλα ετοιμϊζουν γρόγορα,
Και ϐμορφα τοποθετοϑν το μπϋικον ςτο πιϊτο.
Σο δεύπνο και ο ϑπνοσ με δϑναμη μασ γεμύζουνε πϊλι για την
αυγό·
Και βγαύνουμε ϋξω ξανϊ για να ςυνεχύζουμε τη δουλεύα μασ·
Αλλϊ οϑτε τϐςο νωρύσ οϑτε τϐςο γρόγορα,
Καθώσ με τισ δικϋσ μασ θυςύεσ πϋρναγε το πρωύ.
The Thresher's Labour by Stephen Duck and The Woman's Labour by Mary Collier
γλώςςεσ τουσ,
Πϐςο επιδϋξια τϐτε θα κινοϑνταν οι τςουγκρϊνεσ και τα
δύκρανα!
. 21
The Thresher’s Labour [Stephen Duck]
The Thresher's Labour by Stephen Duck and The Woman's Labour by Mary Collier
That once secure, we swiftly whirl them round;
From the strong Planks our Crab-tree Staves rebound,
And echoing Barns return the rattling Sound.
Now in the Air our knotty Weapons fly,
And now with equal Force descend from high;
Down one, one up, so well they keep the Time,
The CYCLOPS' Hammers could not truer chime;
Nor with more heavy Strokes could Aetna groan,
When VULCAN forg'd the Arms for THETIS' Son.
In briny Streams our Sweat descends apace,
Drops from our Locks, or trickles down our Face.
No Intermission in our Work we know;
The noisy Threshal must for ever go.
Their Master absent, others safely play;
The sleeping Threshal does itself betray.
Nor yet, the tedious Labour to beguile,
And make the passing Minutes sweetly smile,
Can we, like Shepherds, tell a merry Tale;
The Voice is lost, drown'd by the louder Flail.
But we may think—Alas! what pleasing thing,
Here, to the Mind, can the dull Fancy bring?
Our Eye beholds no pleasing Object here,
No chearful Sound diverts our list'ning Ear.
The Shepherd well may tune his Voice to sing,
Inspir'd with all the Beauties of the Spring.
No Fountains murmur here, no Lambkins play,
No Linnets warble, and no Fields look gay;
'Tis all a gloomy, melancholy Scene,
Fit only to provoke the Muse's Spleen.
When sooty Pease we thresh, you scarce can know
Our native Colour, as from Work we go.
The Sweat, the Dust, and suffocating Smoak,
Make us so much like Ethiopians look,
We scare our Wives, when Ev'ning brings us home;
And frighted Infants think the Bugbear come.
Week after Week, we this dull Task pursue,
Unless when winn'wing Days produce a new:
. 23
A new, indeed, but frequently a worse!
The Threshal yields but to the Master's Curse.
He counts the Bushels, counts how much a Day;
Then swears we've idled half our Time away:
" Why, look ye, Rogues, d'ye think that this will do?
" Your Neighbours thresh as much again as you."
Now in our Hands we wish our noisy Tools,
To drown the hated Names of Rogues and Fools.
But wanting these, we just like School-boys look,
When angry Masters view the blotted Book:
They cry, "their Ink was faulty, and their Pen;"
We, "the Corn threshes bad, 'twas cut too green."
The Thresher's Labour by Stephen Duck and The Woman's Labour by Mary Collier
On our right Shoulder hangs the crooked Blade,
The Weapon destin'd to uncloath the Mead:
Our left supports the Whetstone, Scrip, and Beer;
This for our Scythes, and these ourselves to chear.
And now the Field, design'd to try our Might,
At length appears, and meets our longing Sight.
The Grass and Ground we view with careful Eyes,
To see which way the best Advantage lies;
And, Hero-like, each claims the foremost Place.
At first our Labour seems a sportive Race:
. 25
And, quite o'erspent with Toil, but faintly eat.
Nor can the Bottle only answer all;
The Bottle and the Beer are both too small.
Time flows: Again we rise from off the Grass;
Again each Mower takes his proper Place;
Not eager now, as late, our Strength to prove;
But all contented regular to move.
We often whet, and often view the Sun;
As often wish, his tedious Race was run.
At length he veils his purple Face from Sight,
And bids the weary Labourer Good-night.
Homewards we move, but spent so much with Toil,
We slowly walk, and rest at ev'ry Stile.
Our good expecting Wives, who think we stay,
Got to the Door, soon eye us in the Way.
Then from the Pot the Dumplin's catch'd in haste,
And homely by its Side the Bacon plac'd.
Supper and Sleep by Morn new Strength supply;
And out we set again, our Work to try;
But not so early quite, nor quite so fast,
As, to our Cost, we did the Morning past.
The Thresher's Labour by Stephen Duck and The Woman's Labour by Mary Collier
That soon dispatch'd, they still sit on the Ground;
And the brisk Chat, renew'd, afresh goes round.
All talk at once; but seeming all to fear,
That what they speak, the rest will hardly hear;
Till by degrees so high their Notes they strain,
A Stander by can nought distinguish plain.
So loud's their Speech, and so confus'd their Noise,
Scarce puzzled ECHO can return the Voice.
Yet, spite of this, they bravely all go on;
Each scorns to be, or seem to be, outdone.
Meanwhile the changing Sky begins to lour,
And hollow Winds proclaim a sudden Show'r:
The tattling Crowd can scarce their Garments gain,
Before descends the thick impetuous Rain;
Their noisy Prattle all at once is done,
And to the Hedge they soon for Shelter run.
. 27
Not pensive now, we bless the friendly Shade;
And to avoid the parching Sun are glad.
Yet little Time we in the Shade remain,
Before our Master calls us forth again;
And says, "For Harvest now yourselves prepare;
" The ripen'd Harvést now demands your Care.
" Get all things ready, and be quickly drest;
" Early next Morn I shall disturb your Rest."
Strict to his Word! for scarce the Dawn appears,
Before his hasty Summons fills our Ears.
His hasty Summons we obey; and rise,
While yet the Stars are glimm'ring in the Skies.
With him our Guide we to the Wheat-field go,
He to appoint, and we the Work to do.
The Thresher's Labour by Stephen Duck and The Woman's Labour by Mary Collier
Behind our Master waits; and if he spies
One charitable Ear, he grudging cries,
" Ye scatter half your Wages o'er the Land."
Then scrapes the Stubble with his greedy Hand.
. 29
We think no Toils to come, nor mind the past.
But the next Morning soon reveals the Cheat,
When the same Toils we must again repeat;
To the same Barns must back again return,
To labour there for Room for next Year's Corn.
The Thresher's Labour by Stephen Duck and The Woman's Labour by Mary Collier
Ο Μόχθοσ τησ Γυναίκασ [Mary Collier]
Μύα επιςτολό ςτον Κϑριο StephenDuck
. 31
Οι γλυκϐγλωττοι Ποιητϋσ πύςω ςε κεύνεσ τισ γενναιϐδωρεσ μϋρεσ,
το βωμϐ μασ προςϋφεραν τα θεςπύςματϊ τουσ:
Αλλϊ τώρα Αλύμονο! Πϋραςε η χρυςό εκεύνη εποχό,
Και τ’ αντικεύμενα τησ περιφρϐνηςόσ ςασ γύναμε πια.
Και ϐςο για ςϋνα, μεγϊλε Duck, που ςτο μϋτωπϐ ςου
Οι μοϑςεσ πρϐκειται να φτιϊξουνε ςτεφϊνι,
το τελευταύο ςου Πούημα δόλωςεσ τολμηρϊ
Πωσ ο Μϐχθοσ του Ηρακλό με το δικϐ ςασ δε ςυγκρύνεται˙
Και για τον ετόςιο κϐπο ςασ τϐςα ϋχετε να πεύτε,
Για τ’ Αλώνιςμα, το Θεριςμϐ, το Κοϑρεμα του ςιταριοϑ και του
ςανϐ˙
Μιλϊτε για τον καθημερινϐ ςασ Μϐχθο και το νυχτερινϐ ςασ
Όνειρο,
Αλλϊ δεν μπορεύτε να αποφαςύςετε για τ’ αθϊνατο ςασ Θϋμα,
Και αφόνετε το ϊτυχο φϑλο μασ αβοόθητο ςτη ςιωπό να
κεύτεται
Ληςμονημϋνο, μεσ ςτη ςκοτεινό λόθη να πεθϊνει˙
Αλλϊ χλευϊζετε την ϊθλια κατϊςταςό μασ
Και οι λϊθοσ γυναύκεσ τουσ ςτύχουσ ςασ κοςμοϑνε.
Εςϑ που το ςανϐ φτιϊχνεισ, μια ό δυο λϋξεισ μύλα,
αν το φϑλο μασ λύγη μονϊχα δουλειϊ να μποροϑςε να κϊνει:
Αυτϐ κϊνει τον ειλικρινό αγρϐτη να γελϊει,
Αυτϐν που ψϊχνει για γλυκϋσ γυναύκεσ να φτιϊξουν τη ςοδειϊ
του˙
Που ακϐμα και αν το πρϐςωπϐ του ϋςτρεφε, εκεύνεσ για τη
δουλειϊ του θα νοιϊζονταν
Όπωσ κι οι ϊντρεσ, απ’ ϐςο μπορεύ ν’ ανακαλϑψει.
Όςον εμϋνα αφορϊ, ϋχω πολλϋσ καλοκαιρινϋσ ημϋρεσ περϊςει
να πετϊω, να γυρύζω και να φτιϊχνω ςανϐ˙
Αλλϊ ποτϋ μου δεν εύδα αυτϐ που ανακϊλυψεσπρϐςφατα,
Πωσ οι μιςθού μασ ϊδικα καταβϊλλονται.
Εύναι αλόθεια πωσ ϐταν τελειώνουμε την πρωινό δουλειϊ,
Και ϐλο το γραςύδι μασ βρύςκεται εκτεθειμϋνο ςτον όλιο,
Καθώσ οι καυτερϋσ του ακτύνεσ ακτινοβολοϑν,
Όπωσ κι εςεύσ ϋτςι κι εμεύσ ϋχουμε χρϐνο να δειπνόςουμε:
Εϑχομαι πωσ καθώσ ελεϑθερα παςχύζουμε κι ιδρώνουμε
Να κερδύςουμε το ψωμύ μασ, θα μασ επιτρϋψετε χρϐνο να φϊμε.
The Thresher's Labour by Stephen Duck and The Woman's Labour by Mary Collier
Γιατύ και πϊλι ςϑντομα πρϋπει να ςηκωθοϑμε,
Κι εϑςτροφα ν’ απλώςουμε το ςανϐ ςτην πεδιϊδα˙
Μϊλλον τςουγκρϊνα και ικανϐτητα θϋλει, η υπϐθεςη εύναι
ςαφόσ˙
Αλλιώσ πώσ τοϑτα ςαν κοκϐρια θα φαύνονταν ςε ύςιεσ ςειρϋσ;
Αλλϊ εϊν πύςτευεσ αυτϊ που ϋγραψεσ,
Βρύςκω να θλύβεςαι ϐταν μασ ακοϑσ να μιλϊμε:
ε αυτϐ ελπύζω να μην ϋγραψεσ αυτϐ που ‘ναι ςτο μυαλϐ ςου,
Γιατύ ϋχω μϊθει ϐτι μονϊχα οι Σοϑρκοι
Ϊχουνε μουγκοϑσ να τουσ υπηρετοϑνε, και δεν αρνόθηκαν ποτϋ
τουσ ςκλϊβουσ τουσ ϐταν δουλεϑουνε να μιλϊνε χαροϑμενα.
Αφοϑ λοιπϐν ϋχεισ την ελευθερύα τισ ςκϋψεισ ςου να μιλϊσ,
Κι ϐςο εςϑ ϋτςι και ‘μεύσ ϋχουμε την τϊςη αυτό
Γιατύ θα ‘πρεπε εςϑ να ςτεναχωριϋςαι, επειδό εμεύσ,
αν κι εςϊσ απολαμβϊνουμε αυτό την ευχϊριςτη Ελευθερύα;
Σϊχα τι; Μόπωσ θα πρϐςταζεσ ςιωπό και εςϑ, και θ’ αφαιροϑςεσ
Σο μϐνο προνϐμιο που θ’ απολϊμβανε το φϑλο μασ;
. 33
Ϋ αλλιώσ πηγαύνουμε και ξεχωρύζουμε την όρα απϐ το ςιτϊρι˙
Καμύα ϊλλη περιφρϐνηςη Μϐχθου δεν υπόρξε ποτϋ πιο ευτελόσ˙
Αλλϊ ςτη δουλειϊ ελεϑθερα παύρνουμε μϋροσ,
Κι ϐ,τι μποροϑμε κϊνουμε με την καρδιϊ μασ.
Για να επιβιώςουμε τϐςο πρϐθυμεσ εύμαςτε,
Σα τρυφερϊ μασ μωρϊ φροντύζουμε ςτο χωρϊφι,
Και μεσ ςτα ροϑχα μασ τα τυλύγουμε να τα κρατϊμε ζεςτϊ,
Ενώ ολϐγυρα μαζεϑουμε το ςιτϊρι˙
Και ςυχνϊ πηγαύνουμε προσ αυτϊ και γονατύζουμε,
Να τα κρατϊμε αςφαλό και τύποτα να μην τα βλϊψει:
Σα πιο μεγϊλα μασ παιδιϊ, αυτϊ που μποροϑν, ςυμμετϋχουν
την περιςυλλογό του ςιταριοϑ, τϋτοια εύναι η ολιγαρκόσ
φροντύδα μασ.
Κι ϐταν πϋφτει η νϑχτα, προσ το ςπύτι πηγαύνουμε,
Κουβαλώντασ τη ςοδειϊ μαζύ και το παιδύ˙
Κουραςμϋνεσ, αλύμονο! Αλλϊ αυτϐ δεν αξύζει
Να παραπονιϐμαςτε, ό να ξεκουραζϐμαςτε ςε κϊθε ςκαλοπϊτι˙
Και πρϋπει να βιαςτοϑμε ϐταν ερχϐμαςτε ςτο ςπύτι,
Αλύμονο! Και βρύςκουμε εκεύ τισ δουλειϋσ μασ μϐλισ να πρϋπει
ξεκινόςουν˙
Σϐςα πρϊγματα χρειϊζονται την παρουςύα μασ,
Που και δϋκα χϋρια να ‘χαμε, ϐλα θα μασ όταν χρόςιμα.
Σα παιδιϊ μασ βϊζουμε ςτο κρεβϊτι με την μεγαλϑτερη φροντύδα
Κι ϐλα τα ετοιμϊζουμε για να ‘ρθεύτε εςεύσ ςτο ςπύτι:
Εςεύσ δειπνεύτε, πηγαύνετε ςτο κρεβϊτι χωρύσ καθυςτϋρηςη,
Και ξεκουρϊζεςτε μϋχρι την επϐμενη μϋρα˙
Ενώ εμεύσ αλύμονο! Μϐνο λύγο μποροϑμε να κοιμηθοϑμε,
Καθώσ τα κακϐτροπα παιδιϊ μασ κλαύνε και ουρλιϊζουν˙
Και παρϐλα αυτϊ, μϐλισ χαρϊξει το αυγινϐ φωσ,
Ξανϊ ςτο χωρϊφι εμεύσ για τισ δουλεύεσ μασ
Κι εκεύ με ϐλη μασ τη δϑναμη ςτο Μϐχθο ξανϊ,
Μϋχρι που οι χρυςϋσ ακτύνεσ του Σιτϊνα ςτεγνώςουν τη δροςιϊ˙
το ςπύτι πϊμε μετϊ προσ τα αγαπημϋνα μασ παιδιϊ,
Σα ντϑνουμε, τα ταϏζουμε, και με φροντύδα τα φϋρνουμε ςτο
χωρϊφι.
Κι εςεύσ για ϋνα μϐνο νοιϊζεςτε, και μϐνο για αυτϐ παραπονιϋςτε
Πωσ οϑτε μϋρα οϑτε νϑχτα δεν εύςτε απϐ τον πϐνο αςφαλεύσ˙
The Thresher's Labour by Stephen Duck and The Woman's Labour by Mary Collier
Αυτϊ τα τρομερϊ προβλόματα, που ςκοτύζουν το μυαλϐ ςασ,
(Σ’ αγκϊθια πρώτα και οι Γυναύκεσ ϋρχονται δεϑτερεσ)
Θα εκλεύψουν ςϑντομα και γρόγορα θ’ αφανιςτοϑν,
Ενώ εςεύσ, ϐπωσ κι εμεύσ, επιβαρϑνεςτε με φροντύδεσ.
Σι πιςτεϑετε για εμϊσ δεν το γνωρύζουμε:
υχνϊ μαζεϑουμε το ςιτϊρι που εςεύσ θερύςατε˙
Κϐβουμε τα μπιζϋλια, και εύμαςτε πϊντα ϋτοιμεσ
ε κϊθε εργαςύα τα δϋοντα να προςφϋρουμε˙
Κι απϐ την ώρα που αρχύζει ο θεριςμϐσ,
Μϋχρι να κοπεύ και να κουβαληθεύ ςτισ ςιταποθόκεσ ο καρπϐσ,
Οι κϐποι κι ο Μϐχθοσ μασ εύναι καθημερινϊ τϐςο μεγϊλοσ,
Που με το ζϐρι βρύςκουμε ώρα για να ονειρευτοϑμε.
. 35
Κρυώνοντασ, και ςυχνϊ φωνϊζοντασ μϊταια,
Μόπωσ μπορϋςουμε να αρχύζουμε τη δουλειϊ μασ:
Αλλϊ ϐταν απ’ τον Αϋρα και τον Καιρϐ ξεφϑγουμε,
Με ζωντϊνια και θϊρροσ ξεκινϊμε τη δουλειϊ μασ˙
Βλϋπουμε ςωροϑσ απϐ το καλϑτερο λινϐ μπροςτϊ μασ,
τουσ οπούουσ ςπαταλϊμε τη δϑναμη και την υπομονό μασ;
Λινϐ και Μουςελύνα που φορϊνε οι Κυρύεσ,
Δαντϋλεσ και μπορντοϑρα ακριβό, κομψό και ςπϊνια,
Η οπούα πρϋπει μ’ απϐλυτη δεξιϐτητα και φροντύδα να πλυθεύ·
Σα πουκϊμιςα απϐ τη Ολλανδύα, οι ςοϑφρεσ και τα κρϐςςια
επύςησ,
Ροϑχα που οι πρϐγονού μασ δεν όξεραν καν.
Για ώρεσ αρκετϋσ εδώ εργαζϐμαςτε ςα ςκλϊβεσ,
Προτοϑ καν προλϊβουμε να κρυφοκοιτϊξουμε τησ μϋρασ το
Υωσ·
Μοχθοϑμε ςκληρϊ πριν τελειώςει το πρωύ,
Γιατύ φοβϐμαςτε την Ώρα που γρόγορα τρϋχει πϊρα πολϑ.
The Thresher's Labour by Stephen Duck and The Woman's Labour by Mary Collier
Μϋχρι που με τη ζϋςτη και τη δουλειϊ, ϐπωσ εύναι γνωςτϐ,
Όχι μοναχϊ ςταγϐνεσ ιδρώτα αλλϊ και αύματοσ τρϋχουν προσ τα
κϊτω
τουσ καρποϑσ μασ και ςτα δϊχτυλϊ μασ· κι ακϐμα η δουλειϊ μασ
απαιτεύ
Ση διαρκό κύνηςη των εργατικών μασ χεριών.
. 37
Αλύμονο! Οι Μϐχθοι μασ ποτϋ δε γνωρύζουνε τϋλοσ·
το μπροϑτζο και ςτο ςύδερο πρϋπει τισ δυνϊμεισ μασ να
ςπαταλϊμε ·
Ανούγουνε τα τρυφερϊ μασ χϋρια και τα δϊχτυλϊ μασ ςκύζονται:
Με υπομονό πρϋπει, ϐλ’ αυτϊ και ϐχι μϐνο, να τα υπομϋνουμε.
Βαμμϋνεσ με βρωμιϊ και ακαθαρςύεσ τώρα εμφανιζϐμαςτε·
Σα καπνιςτϊ θεριςμϋνα ςασ μπιζϋλια δε θα ςασ πληςιϊςουν.
Όλεσ οι τελειϐτητεσ για τισ οπούεσ μποροϑςε κϊποτε να
παινευτεύ μια γυναύκα,
Εύναι αρκετϊ ςκοτεινιαςμϋνεσ και εντελώσ χαμϋνεσ.
Και για ακϐμη μύα φορϊ η Κυρύα μασ μασ γνωςτοποιεύ
Ότι θϋλει τη βοόθειϊ μασ, γιατύ τελειώνει η μπϑρα:
Ϊτςι με βιαςϑνη ετοιμαζϐμαςτε να φτιϊξουμε ζϑθο,
Καθαρύζουμε τα δοχεύα και τ’ αποςτειρώνουμε με τη μϋγιςτη
προςοχό·
υχνϊ τα μεςϊνυχτα απϐ το κρεβϊτι μασ ςηκωνϐμαςτε
Πωσ ϊλλεσ ώρεσ πιςτεϑοντασ ϐτι δε θα μασ φτϊςουν·
Σισ δουλειϋσ μασ ςυχνϊ απϐγευμα τισ ξεκινϊμε,
Και πριν καν τελειώςουμε, η Νϑχτα και πϊλι πϋφτει.
Αντλοϑμε νερϐ, το χϊλκινο δοχεύο πρϋπει να γεμύςουμε,
Ϋ να φροντύςουμε τη φωτιϊ· για την οπούα πρϋπει ακύνητεσ να
ςτεκϐμαςτε,
Όπωσ κι εςεύσ, ϐταν θερύζετε, πρϋπει να ‘μαςτε ς’ εγρόγορςη,
Γιατύ αλλιώσ ο ζϑθοσ θα παραβρϊςει αν τολμόςουμε να
κοιμηθοϑμε.
The Thresher's Labour by Stephen Duck and The Woman's Labour by Mary Collier
Λοιπϐν, οι εργατικϋσ μϋλιςςεσ ώρα με την ώρα παςχύζουν
για να φϋρουν το φορτύο τουσ με μϋλι ςτην κυψϋλη·
Οι ςκληρού τουσ ιδιοκτότεσ πϊντα τουσ δρϋπουν τα ωφελόματα,
Και φτωχϊ εκεύνεσ ανταμεύβονται για Μϐχθο και τουσ πϐνουσ
τουσ.
. 39
The Woman's Labour [Mary Collier]
An Epistole to Mr. Stephen Duck
An Answer to his late Poem, called The Thresher’s Labour.
The Thresher's Labour by Stephen Duck and The Woman's Labour by Mary Collier
The Muſesſeem to fix the Garland now,
In your late Poem boldly did declare
Alcides' Labours can't with your's compare ;
And of your annual Task have much to Say,
Of Threshing, Reaping, Mowing Corn and Hay ;
oaOting your daily Toil, and nightly Dream,
But can't conclude your never-dying Theme,
And let our hapleſs Sex in Silence lie
Forgotten, and in dark Oblivion die ;
But on our abject State you throw your Scorn
And Women wrong, your Verſes to adorn.
You of Hay-making ſpeak a Word or two,
As if our Sex but little Work could do :
This makes the honeſt Farmer ſmilingſay,
He'll ſeek for Women ſtill to make his Hay ;
For if his Back be turn'd, their Work they mind
As well as Men, as far as he can find.
For my own Part, I many a Summer's Day
Have ſpent in throwing, turning, making Hay ;
But ne'er could ſee, what you have lately found,
Our Wages paid for ſitting on the Ground.
'Tis true, that when our Morning's Work is done,
And all our Graſsexpos'd unto the Sun,
While that his ſcorching Beams do on it ſhine,
As well as you, we have a Time to dine :
I hope, that ſince we freely toil and ſweat
To earn our Bread, you'll give us Time to eat.
That over, ſoon we muſt get up again,
And nimbly turn our Hay upon the Plain ;
Nay, rake and prow it in, the Caſe is clear ;
Or how ſhould Cocks in equal Rows appear?
But if you'd have what you have wrote believ'd,
I find, that you to hear us talk are griev'd :
In this, I hope, you do not ſpeak your Mind,
For none but Turks, that ever I could find,
Have Mutes to ſerve them, or did e'er deny
Their Slaves, at Work to chat it merrily.
. 41
Since you have Liberty to ſpeak your Mind,
And are to talk, as well as we, inclin'd
Why ſhould you thus repine, becauſe that we,
Like you, enjoy that pleaſing Liberty ??
What !would you lord it quite, and take away
The only Privilege our Sex enjoy ?
The Thresher's Labour by Stephen Duck and The Woman's Labour by Mary Collier
Once to complain, or reſt at ev'ry Stile ;
We must make haſte, for when we Home are come,
Alas ! we find our Work but juſt begun ;
So many Things for our Attendance call,
Had we ten Hands, we could employ them all.
Our Children put to Bed, with greateſt Care
We all Things for your coming Home prepare :
You ſup, and go to Bed without delay,
And reſtyourſelves till the enſuing Day ;
While we, alas ! but little Sleep can have,
Becauſe our froward Children cry and rave ;
Yet, without fail, ſoon as Day-light doth ſpring,
We in the Field again our Work begin
And there, with all our Strength, our Toil renew,
Till Titan's golden Rays have dry'd the Dew ;
Then home we go unto our Children dear,
Dreſs, feed, and bring them to the Field with care.
Were this your Caſe, you juſtly might complain
That Day nor Night you are ſecurefrom Pain ;
Thoſe mighty Troubles which perplex your Mind,
(Thiſtles before, and Females come behind)
Would vaniſhſoon, and quickly diſappear,
Were you, like us, encumber'd thus with Care.
What you would have of us we do not know :
We oft' take up the Corn that you do mow ;
We cut the Peas, and always ready are
In ev'ry Work to take our proper Share ;
And from the Time that Harveſt doth begin,
Until the Corn be cut and carry'd in,
Our Toil and Labour's daily ſo extreme,
That we have hardly ever Time to dream.
. 43
What fully to declare is paſt my Art ;
So many Hardſhips daily we go through,
I boldly ſay, the like you never knew.
The Thresher's Labour by Stephen Duck and The Woman's Labour by Mary Collier
Lays her Commands upon us, that we mind
Her Linen well, nor leave the Dirt behind :
Not this alone, but alſo to take care
We don't her Cambricks nor her Ruffles tear ;
And theſe moſtſtrictly does of us require,
To ſave her Soap, and ſparing be of Fire ;
Tells us her Charge is great, nay furthermore,
Her Cloaths are fewer than the Time before.
Now we drive on, reſolv'd our Strength to try,
And what we can, we do moſt willingly ;
Until with Heat and Work, 'tis often known,
Not only Sweat, but Blood runs trickling down
Our Wriſts and Fingers ; ſtill our Work demands
The conſtant Action of our lab'ring Hands.
. 45
When Night comes on, and we quite weary are,
We ſcarce can count what falls unto our Share ;
Pots, Kettles, Sauce-pans, Skillets, we may ſee,
Skimmers and Ladles, and ſuch Trumpery,
Brought in to make complete our Slavery.
Tho' early in the Morning 'tis begun,
'Tis often very late before we've done ;
Alas ! ourLabours never know an End ;
On Braſs and Iron we our Strength muſtſpend ;
Our tender Hands and Fingers ſcratchand tear :
All this, and more, with Patience we muſt bear.
Colour'd with Dirt and Filth we now appear ;
Your threſhing ſooty Peas will not come near.
All the Perfections Woman once could boaſt,
Are quite obſcur'd, and altogether loſt.
Once more our Miſtreſsſends to let us know
She wants our Help, becauſe the Beer runs low :
Then in much haſte for Brewing we prepare,
The Veſſels clean, and ſcald with greateſt Care ;
Often at Midnight, from our Bed we riſe
At other Times, ev'n that will not ſuffice ;
Our Work at Ev'ning oft we do begin,
And 'ere we've done, the Night comes on again.
Water we pump, the Copper we muſt fill,
Or tend the Fire ; for if we e'erſtandſtill,
Like you, when threſhing, we a Watch muſt keep,
Our Wort Boils over if we dare to ſleep.
The Thresher's Labour by Stephen Duck and The Woman's Labour by Mary Collier
SO the induſtrious Bees do hourly ſtrive
To bring their Loads of Honey to the Hive ;
Their ſordid Owners always reap the Gains,
And poorly recompenſe their Toil and Pains.
. 47
The Thresher's Labour by Stephen Duck and The Woman's Labour by Mary Collier
. 49
ISBN: 978-618-80772-0-1
νέο e-book
24grammata.com
ςειρϊ: εν καινώ, αρ. ςειρϊσ: 48
The Thresher's Labour by Stephen Duck and The Woman's Labour by Mary Collier