You are on page 1of 420

Έθιμα ταφής

Τίτλος πρωτοτύπου: Burial Rites


© Hannah Kent, 2013
© για την ελληνική έκδοση Εκδόσεις Ίκαρος, 2014

Μετάφραση από τα αγγλικά: Μαρία Αγγελίδου


Τυπογραφική επιμέλεια: Ελευθερία Κοψιδά
Σχεδιασμός – Εικονογράφηση εξωφύλλου:
Χρήστος Κούρτογλου – Indyvisuals Collective
Στοιχειοθεσία – Σελιδοποίηση: Εκδόσεις Ίκαρος
Εκτύπωση: Φωτόλιο & Τύπικον Γραφικές Τέχνες Α.Ε.
Βιβλιοδεσία: Ι. Μπουντάς – Π. Βασιλειάδης Ο.Ε.

Πρώτη έκδοση: Οκτώβριος 2014


Δεύτερη έκδοση: Ιούνιος 2015
Τρίτη έκδοση: Ιανουάριος 2016
ISBN 978-960-572-038-4

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΙΚΑΡΟΣ • ΒΟΥΛΗΣ 4, 105 62 ΑΘΗΝΑ • Τ: 210 3225152 • www.ikarosbooks.gr


Hannah Kent

Έθιμα ταφής

Μετάφραση
Μαρία Αγγελίδου

Γ΄ εκδοση

ΙΚΑΡΟΣ
Στους γονείς μου
ΣΗΜΕΙΩΣΗ ΓΙΑ ΤΑ ΙΣΛΑΝΔΙΚΑ ΟΝΟΜΑΤΑ

Οι Ισλανδοί χρησιμοποιούν παραδοσιακά ένα πατρωνυμικό σύστημα:


το επώνυμο ενός παιδιού σχηματίζεται από το όνομα του πατέρα του
με την προσθήκη της κατάληξης -σον ή -ντότιρ. Άγκνες Μάγκνουσντότιρ
σημαίνει, λοιπόν, κυριολεκτικά «Άγκνες, κόρη του Μάγκνους».
Το σύστημα αυτό είναι η αιτία που πολλά άτομα στην Ισλανδία,
μέλη της ίδιας οικογένειας, έχουν διαφορετικό επώνυμο.
0 5 10 μίλια

Τγιορν

Ιλουγκάσταντιρ

Κατάνταλουρ

ΒΑΤΝΣΝΕΣ
Βατνσέντι

Βέστουρχόπσβατν

ΙΣΛΑΝΔΙΑ Μπρέιδαμπόλσταντουρ

Ρέικιαβικ

ΚΛΕΙΔΙ
Αγρόκτημα Εκκλησία

Χβάμουρ Σπίτι του Νομαρχιακού Επιτρόπου Μπλόνταλ

Κορνσάου Αγρόκτημα του Γιον και της Μαργκρέτ

Κατάνταλουρ Σπίτι του Φρίντρικ Σίγουρδσον

Ιλουγκάσταντιρ Αγρόκτημα του Νάταν Κέτιλσον

Μπρέιδαμπόλσταντουρ Σπίτι και εκκλησία


του διακόνου εφημέριου Θόρβαρδουρ (Τότι) Γιόνσον
Φανλαουγκάρσταντιρ

ΓΚIΟΝΓΚΟΥΣΚΟΡΝΤ

ΕΠΑΡΧΙΑ
ρδ
ΣΚΑΓΚΑΦΓΙΟΡΔ
ο
γι
ν αφ
Χού

Γκέιτασκαρντ
Πο

μό
τα

ςΜ
πλ
άντ
Θίνγκεϊραρ α
Λίτλα-Γκίλγια
Μπούρφελ
Μπρέκουκοτ
Χοπ
ΘΡΙΣΤΑΠΑΡ

Στόρα Μποργκ

Φλάγκα Γκαφλ
Χβάμουρ
Γκίλσταντιρ
Ποτα

Κορνσάου
μός Μ

Ούντιρφελ
πλάντ

Γκουντρουνάρσταντιρ
α
Κ
Ο
ΙΛ
Α
Δ
Α

ΕΠΑΡΧΙΑ
Β
Α
Τ

ΧΟΥΝΑΒΑΤΝ Σ
Ν

Ν
ΤΑ
ΛΟ
ΥΡ

11
ΗΜΟΥΝ ΧΕΙΡΟΤΕΡΟΣ ΓΙ’ ΑΥΤΟΝ ΠΟΥ ΑΓΑΠΟΥΣΑ ΠΙΟ ΠΟΛΥ

Λαξντέλα Σάγκα
ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Είπαν ότι πρέπει να πεθάνω. Είπαν ότι έκλεψα την ανάσα άλλων
ανθρώπων και τώρα πρέπει κι αυτοί να κλέψουν τη δική μου. Φα-
ντάζομαι, λοιπόν, πως είμαστε όλοι φλόγες κεριών που φέγγουν
θαμπά, τρεμοσβήνουν στο σκοτάδι και στο φύσημα του αέρα, και
μέσα στην ησυχία της κάμαρας ακούω βήματα, βήματα τρομε-
ρά που έρχονται, έρχονται να με σβήσουν και να διώξουν τη ζωή
μου μακριά από μένα σε μια γκρίζα τολύπα καπνού. Θα χαθώ,
θα σκορπίσω στον αέρα και στη νύχτα. Θα μας σβήσουν όλους,
τον έναν μετά τον άλλον, ώσπου να μείνει μόνο το δικό τους φως,
και μ’ αυτό να βλέπουν τον εαυτό τους. Πού θα είμαι τότε εγώ;
Ώρες ώρες μου φαίνεται πως το ξαναβλέπω το αγρόκτημα να
καίγεται μέσα στο σκοτάδι. Ώρες ώρες νιώθω τον πόνο του χειμώ-
να βαθιά στα πνευμόνια μου, μου φαίνεται πως βλέπω τις φλόγες
να καθρεφτίζονται στον ωκεανό, τι παράξενο το νερό, πώς τρέ-
μει στο φως. Υπήρχε μια στιγμή εκείνη τη νύχτα που γύρισα και
κοίταξα πίσω. Κοίταξα πίσω και είδα τη φωτιά, κι αν γλείψω το
δέρμα μου, γεύομαι ακόμα το αλάτι. Τον καπνό.
Δεν έκανε πάντα τόσο κρύο.
Ακούω βήματα.

15
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΑ

Προκήρυξη

Την 24η Μαρτίου 1828 θα γίνει δημοπρασία στο Ιλουγκά-


σταντιρ. Θα εκποιηθούν τα υπάρχοντα του αγρότη Νά-
ταν Κέτιλσον. Μια αγελάδα, λίγα άλογα, αρκετά πρόβα-
τα, σανά, έπιπλα, μια σέλα, γκέμια, πιάτα και πιατέλες.
Όλα αυτά θα πουληθούν, αν υπάρξουν αξιοπρεπείς προ-
σφορές. Όλα θα δοθούν στον πλειοδότη. Αν ο καιρός είναι
κακός, η δημοπρασία θα αναβληθεί. Θα γίνει την επόμε-
νη μέρα, καιρού επιτρέποντος.

ο νομαρχιακος επιτροπος
Μπγιορν Μπλόνταλ

17
20ή Μαρτίου 1828

Προς τον αιδεσιμότατο εφημέριο Γιόχαν Τόμασον,

Ευχαριστώ την Σεβασμιότητά Σας για την αξιομνημόνευτη επιστο-


λή της 14ης, καθώς και για το ενδιαφέρον σας περί την κηδεία και την
ταφή του Πέτουρ Γιόνσον από το Γκέιτασκαρντ, που λέγεται ότι δο-
λοφονήθηκε και κάηκε τη νύχτα μεταξύ 13ης και 14ης τρέχοντος, μαζί
με τον Νάταν Κέτιλσον. Τις επιφυλάξεις σχετικά με τον ενταφιασμό
των οστών του σε καθαγιασμένο χώμα τις γνωρίζει και ο Επίσκοπος.
Είχαν ήδη απαγγελθεί κατηγορίες εις βάρος του για ληστεία, κλοπή
και κλεπταποδοχή στο Ανώτατο Δικαστήριο. Απάντηση από τη Δα-
νία δεν έχουμε λάβει ακόμα. Το Τοπικό Πρωτοδικείο δίκασε τον Πέ-
τουρ την 5ην Φεβρουαρίου παρελθόντος έτους και τον έκρινε ένοχο,
του επέβαλε δε ποινή τεσσάρων χρόνων καταναγκαστικής εργασίας
στο Σωφρονιστήριο της Κοπεγχάγης. Την εποχή της δολοφονίας του,
ωστόσο, βρισκόταν «σε άδεια εξόδου». Εις απάντησιν όθεν της επι-
στολής σας: ο Πέτουρ Γιόνσον δεν είχε χαρακτηρισθεί απόβλητος του
χριστιανικού ποιμνίου και ως εκ τούτου τα οστά του ενταφιάσθηκαν
σύμφωνα με τα χριστιανικά έθιμα, δίπλα στα οστά του Νάταν. Κα-
θότι η επιστολή της Αυτού Μεγαλειότητος του Βασιλέως, η από 30ής
Δεκεμβρίου του σωτηρίου έτους 1740, αναφέρει καταλεπτώς και καθ’
όλου ειπείν άπαντα τα πρόσωπα τα οποία έχουν απολέσει ή ουδέποτε
είχαν το δικαίωμα χριστιανικής ταφής σε καθαγιασμένο χώμα.

Ο ΝΟΜΑΡΧΙΑΚΟΣ ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ
Μπγιορν Μπλόνταλ

18
30ή Μαΐου 1829

Προς τον ιεροδιάκονο εφημέριο Θόρβαρδουρ Γιόνσον


Μπρέιδαμπόλσταντουρ, Βέστουρχοπ

Προσφιλέστατε ιεροδιάκονε Θόρβαρδουρ Γιόνσον,

Είθε η επιστολή μου να σας βρίσκει σε καλή υγεία και προκοπή, εν δια­
κονία του Κυρίου, στο Βέστουρχοπ.
Εν πρώτοις επιθυμώ να σας συγχαρώ, καθυστερημένα έστω, για
την επιτυχή ολοκλήρωση των σπουδών σας στον νότο της Ισλανδίας.
Το χριστεπώνυμον πλήρωμα της ενορίας σας βεβαιώνει ότι είστε ευ-
συνείδητος νέος. Και η απόφασή σας να επιστρέψετε στον βορρά για
ν’ αναλάβετε εκεί καθήκοντα υπό την επίβλεψη του πατέρα σας με
βρίσκει απολύτως σύμφωνο. Χαίρω και αγαλλιώ βεβαιότατος ότι υ-
πάρχουν ακόμα σωστοί άνθρωποι, πρόθυμοι να εκπληρώσουν τις υπο-
χρεώσεις τους έναντι του Θεού και των συνανθρώπων τους.
Εν συνεχεία απευθύνομαι σε σας υπό την ιδιότητα του Νομαρχια­
κού Επιτρόπου αιτούμενος την βοήθεια και την επικουρία σας. Όπως
ορισμένως και αναμφιβόλως γνωρίζετε, έγκλημα βδελυρόν σκίασε πρό-
σφατα την ζωή της κοινότητάς μας. Το διπλό φονικό του Ιλουγκά-
σταντιρ, το οποίον συγκλόνισε προ έτους την περιφέρεια του Χούνα-
βατν, αποτέλεσε εν τη φρίκη του σύμβολον της διαφθοράς και της α-
θεΐας της εν λόγω επαρχίας. Ως Νομαρχιακός Επίτροπος του Χούνα-
βατν δεν έχω τα περιθώρια να συγχωρήσω και να αφήσω ατιμώρητη
την ανομία και την αμαρτία, την υπονόμευση των θεμελίων της κοι-
νωνίας μας. Όταν φθάσει η αναμενόμενη έγκριση του Ανωτάτου Δι-

19
καστηρίου της Κοπεγχάγης, θα διατάξω την εκτέλεση των δολοφό-
νων του Ιλουγκάσταντιρ. Επ’ αυτού αιτούμαι και την δική σας συν-
δρομή, ιεροδιάκονε Θόρβαρδουρ.
Όπως ίσως ενθυμείσθε, μετά το συμβάν της δολοφονίας και προ
δέκα περίπου μηνών απέστειλα ανοιχτή επιστολή προς τον κλήρο, με
σαφείς οδηγίες να κηρύξουν από άμβωνος την επικείμενη τιμωρία των
ενόχων, να αποδοκιμάσουν και να στηλιτεύσουν την αποτρόπαιη πρά-
ξη. Συμπαθήστε μου την επανάληψη των συμβάντων, επί τω λόγω ό-
τι επιθυμώ να σας ιστορήσω τα καθέκαστα του φονικού με πάσα λε-
πτομέρεια.
Τη νύχτα μεταξύ της 13ης και της 14ης Μαρτίου του παρελθόντος
έτους, τρεις άνθρωποι διέπραξαν σοβαρό και φριχτό έγκλημα εις βά-
ρος του Νάταν Κέτιλσον και του Πέτουρ Γιόνσον, δύο ανδρών τους ο-
ποίους ίσως γνωρίζατε. Τα μισοκαμένα πτώματα του Πέτουρ και του
Νάταν βρέθηκαν μέσα στα αποκαΐδια του υποστατικού του Νάταν,
στο Ιλουγκάσταντιρ. Η ενδελεχής εξέταση των πτωμάτων αποκά-
λυψε πληγές από χτυπήματα – χτυπήματα που οι νεκροί είχαν δεχτεί
από κάποιους. Επακόλουθο της εν λόγω διαπίστωσης ήταν η περαι-
τέρω έρευνα της υπόθεσης και εν συνεχεία η σύλληψη τριών ατόμων
και η δίκη τους. Την 2αν Ιουλίου του παρελθόντος έτους οι τρεις κα-
τηγορούμενοι –ένας άντρας και δυο γυναίκες– κρίθηκαν ένοχοι από
το Τοπικόν Πρωτοδικείον, υπό την προεδρίαν εμού του ιδίου. Κατα-
δικάσθηκαν εις θάνατον δι’ αποκεφαλισμού: «Εάν δε πατάξη τίς τι-
να, και αποθάνη, θανάτω θανατούσθω», όπως λέει και η Αγία Γρα-
φή, Έξοδος, 21, 12. Οι θανατικές καταδίκες επικυρώθηκαν στο Περι-
φερειακό Δικαστήριο την 27η Οκτωβρίου του παρελθόντος έτους, ότε
συνήλθε εις Ρέικιαβικ. Τώρα η υπόθεση εκδικάζεται ξανά στην Κο-
πεγχάγη, στο Ανώτατον Δικαστήριον, και όλα δείχνουν ότι η ετυμη-
γορία μου θα επικυρωθεί τελεσιδίκως. Ο κατάδικος είναι ο Φρίντρικ
Σίγκουρντσον, γιος αγρότη από το Κατάνταλουρ. Οι γυναίκες είναι

20
παραδουλεύτρες, ονομάζονται Σιγκρίντουρ Γκούντμουντσντότιρ και
Άγκνες Μάγκνουσντότιρ.
Οι κατάδικοι κρατούνται επί του παρόντος εδώ στον βορρά όπου
και θα παραμείνουν έως την εκτέλεσή τους. Τον Φρίντρικ Σίγκουρ-
ντσον τον ανέλαβε ο εφημέριος Γιόχαν Τόμασον στο Θίνγκεϊραρ. Η
Σιγκρίντουρ Γκούντμουντσντότιρ εστάλη στο Μιντχόουπ. Η Άγκνες
Μάγκνουσντότιρ επρόκειτο να κρατηθεί ως την εκτέλεσή της στο Στό-
ρα Μποργκ, αλλά, για λόγους που δεν μου επιτρέπεται να αποκαλύ-
ψω, τον επόμενο μήνα θα μετακινηθεί στο Κορνσάου, στην κοιλά-
δα του Βάσνταλουρ. Δεν είναι ευχαριστημένη από τον πνευματικό
που την έχει αναλάβει και έκανε χρήση ενός από τα λίγα δικαιώματα
που παρέχει ο νόμος να ζητήσει άλλον ιερέα. Ζήτησε εσάς, ιεροδιά­
κονε Θόρβαρδουρ.
Αιτούμενος την επικουρία σας στην εν λόγω υπόθεση διακατέ-
χομαι, ομολογώ, από αμφιβολίες και δισταγμούς: γνωρίζω ότι μέχρι
στιγμής οι ευθύνες σας είναι περιορισμένες στην πνευματική καθο-
δήγηση των νεότερων μελών της ενορίας σας – έργο αδιαμφισβήτη-
της σημασίας, αλλά μικρής πολιτικής σπουδαιότητας. Πιθανότατα
αντιλαμβάνεστε και ο ίδιος πως δεν διαθέτετε την πείρα, την απαι-
τούμενη για την πνευματική αρωγή προς μία γυναίκα καταδικασμέ-
νη εις θάνατον, για την καθοδήγηση και την επιστροφήν της ψυχής
της στους κόλπους του Θεού και του ατέρμονος ελέους Του. Εν τοι-
αύτη περιπτώσει θα δεχθώ την άρνησή σας. Πρόκειται για ένα βάρος
που θα δίσταζα να εμπιστευθώ ακόμα και σε έμπειρους κληρικούς.
Αν, ωστόσο, θέλετε δεχθεί και αναλάβει την ευθύνη της προετοι-
μασίας της Άγκνες Μάγκνουσντότιρ για την συνάντησή της με τον
Κύριό μας, οφείλετε να επισκέπτεσθε το Κορνσάου ταχτικά, καιρού
επιτρέποντος. Υποχρέωσή σας και καθήκον σας θα είναι να την φέ-
ρετε σ’ επαφή με τον λόγο του Θεού και να της εμπνεύσετε μετάνοια
και υποταγή στην απόφαση της δικαιοσύνης. Μην επιτρέψετε, παρα-

21
καλώ, στην ματαιοδοξία να επηρεάσει την απόφασή σας. Ούτε στην
συγγένεια, αν υπάρχει έστω κι ελάχιστη ή αμυδρή πιθανότητα να εί-
ναι μακρινή συγγενής σας η καταδικασμένη. Καθόλου ειπείν, ιερο-
διάκονε, αν η καθοδήγηση της μελλοθάνατης αποδειχτεί καθήκον ο-
λωσδιόλου υπερβολικά δύσκολο για τους νεαρούς ώμους σας, γνωρί-
ζετε πως θα είμαι στην διάθεσή σας και θα μπορείτε ελεύθερα να ζη-
τήσετε την δική μου καθοδήγηση.
Εν αναμονή της απάντησής σας, την οποία σας παρακαλώ να δώ-
σετε στον ταχυδρόμο μου.

Ο ΝΟΜΑΡΧΙΑΚΟΣ ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ
Μπγιορν Μπλόνταλ

22
Ο ιεροδιάκονος Θόρβαρδουρ Γιόνσον ήταν στο σπίτι, δίπλα στην
εκκλησία του Μπρέιδαμπόλσταντουρ, κι επισκεύαζε την πυρο-
στιά με καινούργιες πέτρες, όταν άκουσε τον πατέρα του να ξε-
ροβήχει στο κατώφλι.
« Έχει έρθει ένας ταχυδρόμος από το Χβάμουρ και περιμένει
έξω, Τότι. Ζήτησε εσένα».
«Εμένα;» Έκπληκτος άφησε την πέτρα που κρατούσε κι αυτή
έπεσε στο πατημένο χώμα, δίπλα στο πόδι του. Ο εφημέριος Γιον
αναστέναξε με σφιγμένα δόντια ενοχλημένος, έσκυψε για να πε-
ράσει από την πόρτα και έσπρωξε μαλακά τον Τότι.
«Ναι, εσένα. Περιμένει».
Ο ταχυδρόμος ήταν εργάτης, ντυμένος μ’ ένα τριμμένο πα-
νωφόρι. Κοίταξε καλά καλά τον Τότι πριν μιλήσει. «Ο ε
­ φημέριος
Θόρβαρδουρ Γιόνσον;»
«Ναι. Χαίρετε. Εγώ είμαι ο εφημέριος…, δηλαδή ο ιεροδιά-
κονος εφημέριος».
Ο άντρας ανασήκωσε τους ώμους. « Έχω ένα γράμμα για σας
από τον Νομαρχιακό Επίτροπο, τον Εντιμότατο Μπγιορν Μπλό-
νταλ». Τράβηξε ένα διπλωμένο χαρτί από τη μέσα τσέπη του πα-
νωφοριού του και το ’δωσε στον Τότι. « Έχω διαταγή να περιμέ-
νω εδώ ώσπου να το διαβάσετε».
Το γράμμα ήταν ζεστό και κάπως υγρό, όταν το ’βγαλε ο ά-
ντρας από τον κόρφο του. Ο Τότι έσπασε τη σφραγίδα, πρόσεξε
ότι είχε γραφτεί το ίδιο εκείνο πρωί και κάθισε στο κούτσουρο που

23
είχαν για να κόβουν ξύλα έξω από την πόρτα. Να το διαβάσει.
Όταν τέλειωσε, σήκωσε τα μάτια του και είδε τον υπηρέτη
να τον κοιτάζει. «Λοιπόν;» ρώτησε ο άντρας ανασηκώνοντας τα
φρύδια του.
«Ορίστε;»
«Τι απάντηση να δώσω στον Νομαρχιακό Επίτροπο; Δεν μπο-
ρώ να περιμένω ως το βράδυ».
«Μπορώ να το συζητήσω με τον πατέρα μου;»
Ο ταχυδρόμος του Μπλόνταλ αναστέναξε. «Εντάξει, εντάξει».
Βρήκε τον πατέρα του στην κάμαρα να ισιώνει με αργές κινή-
σεις τα στρωσίδια στο κρεβάτι.
«Ναι;»
«Είναι από τον Νομαρχιακό Επίτροπο». Ο Τότι έδωσε στον πα-
τέρα του το γράμμα ανοιχτό και περίμενε, μην ξέροντας τι να κά-
νει όσην ώρα εκείνος το διάβαζε.
Το πρόσωπο του πατέρα του ήταν ανέκφραστο, όταν δίπλω-
σε ξανά το γράμμα και του το επέστρεψε. Από το στόμα του δεν
βγήκε λέξη.
«Τι πρέπει ν’ απαντήσω;» ρώτησε τελικά ο Τότι.
«Αυτό θα το αποφασίσεις εσύ».
«Δεν την γνωρίζω».
«Όχι».
«Δεν ανήκει στην ενορία μας;»
«Όχι».
«Γιατί ζήτησε εμένα; Είμαι ακόμα ιεροδιάκονος».
Ο πατέρας του ξανάρχισε να στρώνει το κρεβάτι. « Ίσως θα
πρέπει να την κάνεις σ’ εκείνην αυτή την ερώτηση».
Ο ταχυδρόμος καθόταν στο κούτσουρο και καθάριζε τα νύ-
χια του μ’ ένα σουγιά. «Λοιπόν. Τι απάντηση να δώσω στον Νο-
μαρχιακό Επίτροπο από μέρους του ιεροδιακόνου εφημέριου;»

24
Ο Τότι μίλησε πριν καν πάρει την απόφασή του. «Πες στον Επί-
τροπο Μπλόνταλ ότι θα συναντήσω την Άγκνες Μάγκνουσντότιρ».
Τα μάτια του υπηρέτη άνοιξαν διάπλατα. «Ώστε γι’ αυτό ή-
ταν όλη η φασαρία…»
«Θα είμαι ο πνευματικός της».
Ο άντρας τον κοίταξε ξαφνιασμένος, ύστερα έβαλε τα γέλια.
«Χριστός και Παναγία», μουρμούρισε. «Βάζουν το ποντίκι να με-
ρώσει την αγριόγατα». Και μ’ αυτά τα λόγια καβάλησε το άλογό
του και χάθηκε πίσω από την πλαγιά του λόφου, αφήνοντας τον
Τότι όρθιο, ασάλευτο, να κρατάει το γράμμα μακριά από το κορ-
μί του, λες και φοβόταν μήπως τον κάψει.

Η Στέινα Γιονσντότιρ σώριαζε ξερή κοπριά στην πίσω αυλή, έ-


ξω από το κηπάρι της οικογένειάς της, όταν άκουσε γοργά ποδο-
βολητά αλόγου. Τινάζοντας τα χώματα από την ποδιά της ίσιω-
σε την πλάτη της και κοίταξε από το πλάι του στάβλου, απ’ όπου
φαινόταν καλύτερα ο δρόμος της κοιλάδας. Ήταν ένας καβαλά-
ρης με κόκκινο πανωφόρι. Τον είδε να στρίβει προς το υποστατι-
κό τους και, καταπίνοντας ένα κύμα πανικού στη σκέψη ότι θα
έπρεπε να τον χαιρετίσει, τραβήχτηκε πίσω στο κηπάρι, έφτυσε
βιαστικά στις χούφτες της να τις καθαρίσει και σκούπισε τη μύ-
τη της στο μανίκι της. Όταν ξαναγύρισε στην μπροστινή αυλή, ο
καβαλάρης την περίμενε.
«Χαιρετώ, κοπέλα μου». Ο άντρας κοίταξε τη Στέινα και τη
λερωμένη ποδιά της με μια λάμψη γέλιου στα μάτια του. «Βλέ-
πω ότι σ’ έκοψα πάνω στη δουλειά». Η Στέινα τον είδε να ξεπε-
ζεύει περνώντας με χάρη το πόδι του πάνω από τη σέλα του αλό-
γου του. Ήταν μεγαλόσωμος άντρας – κι όμως: πηδώντας πάτη-

25
σε ανάλαφρα στο χώμα. «Ξέρεις ποιος είμαι;» ρώτησε ψάχνοντας
στα μάτια της τη σπίθα της αναγνώρισης.
Η Στέινα έγνεψε αρνητικά.
«Είμαι ο Νομαρχιακός Επίτροπος, ο Μπγιορν Άουδουνσον
Μπλόνταλ». Τη χαιρέτισε μ’ ένα νεύμα και έστρωσε το πανω-
φόρι του. Τότε μόνο πρόσεξε η Στέινα τα ασημένια κουμπιά του.
«Από το Χβάμουρ», μουρμούρισε.
Ο Μπλόνταλ χαμογέλασε υπομονετικά. «Ναι. Είμαι ο προϊ-
στάμενος του πατέρα σου. Ήρθα να μιλήσω μαζί του».
«Δεν είναι εδώ».
Ο Μπλόνταλ ζάρωσε τα φρύδια του. «Η μητέρα σου;»
« Έχουν πάει να δούνε κάποιους στα νότια της κοιλάδας».
«Μάλιστα». Κάρφωσε τα μάτια του στην κοπέλα, που ταλα-
ντεύτηκε νευρικά αλλάζοντας το βάρος της από πόδι σε πόδι και
γύρισε αμήχανα το βλέμμα της στα χωράφια. Πυκνές φακίδες στη
μύτη και στο μέτωπό της σημάδευαν το χλωμό της δέρμα. Τα μά-
τια της ήταν καστανά, σε απόσταση το ένα από το άλλο, και είχε
κενό ανάμεσα στα δυο μπροστινά της δόντια. Υπήρχε κάτι άχα-
ρο πάνω της, αποφάσισε ο Μπλόνταλ. Πρόσεξε τα μαύρα μισο-
φέγγαρα της βρώμας στα νύχια της.
«Θα πρέπει να ξανάρθετε αργότερα», είπε τέλος η Στέινα.
Ο Μπλόνταλ σφίχτηκε. «Μπορώ τουλάχιστον να περάσω μέσα;»
«Ω, αν θέλετε. Μπορείτε να δέσετε εκεί δα το άλογό σας». Η
Στέινα δαγκώθηκε, καθώς ο Μπλόνταλ περνούσε τα χαλινάρια
σ’ έναν πάσσαλο του φράχτη. Ύστερα έκανε μεταβολή και μπή-
κε στο σπίτι σχεδόν τρέχοντας.
Ο Μπλόνταλ την ακολούθησε, σκύβοντας για περάσει το κατώ-
φλι της χαμηλής πορτούλας. «Θα γυρίσει σήμερα ο πατέρας σου;»
«Όχι», ήταν η κοφτή απάντηση.
«Ατυχία», γκρίνιαξε ο Μπλόνταλ προχωρώντας στον σκοτει-

26
νό διάδρομο πίσω από τη Στέινα, που τον οδηγούσε στην κάμα-
ρα. Είχε πάρει βάρος από τότε που διορίστηκε Νομαρχιακός Ε-
πίτροπος· κι ήταν συνηθισμένος στο πιο ευρύχωρο σπίτι το χτι-
σμένο από πολύ καλά ξύλα φερμένα στο Χβάμουρ ειδικά για τον
Επίτροπο και την οικογένειά του. Δυσφορούσε πια με τα καλύ-
βια των χωρικών και των γεωργών, με τα στενάχωρα καμαράκια
τους από τύρφη και ξερό χόρτο, που σήκωναν σύννεφα από σκό-
νη το καλοκαίρι ερεθίζοντας τα πνευμόνια του.
«Επίτροπε…»
«Νομαρχιακέ Επίτροπε!»
«Συγγνώμη, Νομαρχιακέ Επίτροπε. Η Μάνα και ο Πάμπι, η
Μαργκρέτ κι ο Γιον, θέλω να πω, θα γυρίσουν αύριο. Ή μεθαύ-
ριο. Ανάλογα με τον καιρό». Η Στέινα του έδειξε την κοντινή γω-
νιά της στενόμακρης κάμαρας· μια γκρίζα μάλλινη κουρτίνα χώ-
ριζε το μικρό «καλό δωμάτιο» από την κάμαρα της οικογένειας.
«Καθίστε», είπε. «Θα πάω να φωνάξω την αδερφή μου».
Η Λάουγκα Γιονσντότιρ, η μικρή αδερφή της Στέινα, ξεχορτά-
ριαζε το καχεκτικό κηπάρι λίγο πιο πέρα από το σπίτι. Αφοσιω-
μένη στη δουλειά της, δεν είχε δει τον Νομαρχιακό Επίτροπο να
φτάνει. Αλλά άκουσε την αδερφή της να την φωνάζει πολύ πριν
η Στέινα πλησιάσει.
«Λάουγκα! Πού είσαι; Λάουγκα!»
Η Λάουγκα σηκώθηκε και σκούπισε τα βρώμικα χέρια στην
ποδιά της. Δεν φώναξε, δεν απάντησε, μόνο περίμενε υπομο-
νετικά να φτάσει η Στέινα τρεχάτη, σκοντάφτοντας στη μακριά
της φούστα, και να την δει.
«Δεν ακούς που σε φωνάζω; Σ’ έψαχνα παντού!» της έβαλε
τις φωνές λαχανιασμένη η Στέινα.
«Τι στην ευχή έπαθες;»
« Ήρθε ο Επίτροπος!»

27
«Ποιος;»
«Ο Μπλόνταλ!»
Η Λάουγκα κοίταξε την αδερφή της στα μάτια. «Ο Νομαρχια-
κός Επίτροπος Μπγιορν Μπλόνταλ; Σκούπισε τη μύτη σου, Στέι-
να, σου τρέχουν οι μύξες».
«Κάθεται στο καλό δωμάτιο».
«Πού;»
«Ξέρεις, πίσω απ’ την κουρτίνα».
«Τον άφησες εκεί μέσα μόνο του;» Τα μάτια της Λάουγκα ά-
νοιξαν διάπλατα.
Η Στέινα μόρφασε. «Σε παρακαλώ. Έλα να του μιλήσεις».
Η Λάουγκα αγριοκοίταξε την αδερφή της, μετά έλυσε βιαστι-
κά τη βρώμικη ποδιά της και την πέταξε δίπλα στο σέλινο. «Ώ-
ρες ώρες δεν καταλαβαίνω τι έχεις μέσα στο μυαλό σου, Στέινα»,
μουρμούρισε ξεκινώντας βιαστικά για το σπίτι. «Ν’ αφήσεις έναν
κύριο σαν τον Μπλόνταλ μόνο του στην κάμαρα…»
«Στο καλό δωμάτιο».
«Το ίδιο είναι! Στοίχημα πως τού ’βγαλες και απ’ το ξινόγαλο
που ’χουμε για τους εργάτες… Κέρασμα!»
Η Στέινα γύρισε στην αδερφή της με ύφος τρομαγμένο. «Δεν
του ’βγαλα τίποτα».
«Στέινα!» Η Λάουγκα άρχισε να τρέχει. «Θα μας περάσει για
χωριάτες!»
Η Στέινα ακολούθησε με το βλέμμα την αδερφή της που έτρεχε
ανάμεσα στα αχαμνά χορτάρια. «Είμαστε χωριάτες», μουρμούρισε.

Η Λάουγκα έπλυνε στα γρήγορα το πρόσωπο και τα χέρια της, πή-


ρε μια καθαρή ποδιά από την Κριστίν, την παραδουλεύτρα της οι-
κογένειας, που είχε κρυφτεί στην κουζίνα αμέσως μόλις άκουσε

28
ξένη φωνή. Η Λάουγκα βρήκε τον Νομαρχιακό Επίτροπο να κά-
θεται στο μικρό ξύλινο τραπεζάκι στο καλό τους δωμάτιο και να
διαβάζει ένα χαρτί. Του ζήτησε συγγνώμη για την αγένεια και την
αδεξιότητα της αδερφής της και του πρόσφερε ένα πιάτο κρύο,
ξεκοκκαλισμένο αρνί, το οποίο εκείνος δέχτηκε ευχαρίστως, αν
και με ύφος ελαφρά ενοχλημένο. Στάθηκε σιωπηλή παράμερα,
όσο εκείνος έτρωγε, παρακολουθώντας τα χοντρά του χείλη να
σαλεύουν, καθώς μασούσε το κρέας. Ο ερχομός του ίσως σήμαι-
νε πως ο Πάμπι της θα ’παιρνε προαγωγή κι από Νομαρχιακός Υ-
πάλληλος θα αποκτούσε ανώτερο αξίωμα. Ίσως του έδιναν στο-
λή. Ή μισθό από το Παλάτι της Δανίας. Η επίσκεψη του Μπλό-
νταλ σήμαινε ίσως καινούργια φουστάνια. Καινούργιο σπίτι. Κι
άλλους εργάτες.
Ο Μπλόνταλ έσυρε το μαχαίρι στο πιάτο.
«Μήπως θα θέλατε λίγο γαλοτύρι, Νομαρχιακέ Επίτροπε;»
ρώτησε παίρνοντας το άδειο πιάτο από μπροστά του.
Ο Μπλόνταλ σήκωσε τα χέρια του μπροστά στο στήθος του,
έτοιμος ν’ αρνηθεί, μα σταμάτησε. «Εντάξει, ναι. Ευχαριστώ».
Η Λάουγκα κοκκίνισε και γύρισε να φέρει το μαλακό τυρί.
«Δεν θα ’λεγα όχι και σ’ έναν καφέ», φώναξε εκείνος πίσω
της, καθώς έσκυβε να περάσει από την άλλη μεριά της κουρτίνας.
«Τι θέλει;» ρώτησε η Στέινα κουβαριασμένη δίπλα στη φωτιά,
στην κουζίνα. «Δεν ακούω τίποτα, μόνο εσένα που πας κι έρχε-
σαι στο διάδρομο».
Η Λάουγκα της έδωσε το βρώμικο πιάτο. «Δεν έχει πει τίποτα
ακόμα. Ζήτησε τυρόγαλο και καφέ».
Η Στέινα κοίταξε την Κριστίν, που σήκωσε τα μάτια της ψηλά
απελπισμένη. «Δεν έχουμε καφέ», είπε σιγανά η Στέινα.
« Έχουμε. Είδα λίγο στο κελάρι την περασμένη βδομάδα».
Η Στέινα κόμπιασε. «Τον… τον ήπια».

29
«Στέινα! Ο καφές δεν είναι για μας! Τον έχουμε για τις επι-
σκέψεις!»
«Τι επισκέψεις; Ο Επίτροπος δεν έχει ξανάρθει ποτέ επίσκεψη!»
«Ο Νομαρχιακός Επίτροπος, Στέινα!»
«Οι εργάτες θα γυρίσουν όπου να ’ναι από το Ρέικιαβικ. Τό-
τε θα ’χουμε καφέ».
«Τότε είναι τότε. Τώρα τι θα κάνουμε;» Απελπισμένη η Λάου-
γκα έσπρωξε την Κριστίν προς το κελάρι. «Τυρόγαλο!» της είπε.
«Και λίγη κρέμα! Γρήγορα!»
« Ήθελα μόνο να δω τι γεύση έχει», δικαιολογήθηκε η Στέινα.
«Τώρα είναι αργά πια. Άντε να φέρεις λίγο φρέσκο γάλα. Και
φέρ’ τα όλα μέσα, όταν θα ’ναι έτοιμα. Ή μάλλον όχι: άσε να τα
φέρει καλύτερα η Κριστίν. Εσύ μοιάζεις σαν να κυλιόσουνα στις
σβουνιές, παρέα με τ’ άλογα». Η ματιά της Λάουγκα καρφώθη-
κε δολοφονική στις κοπριές στα ρούχα της Στέινα. Ύστερα η μι-
κρή γύρισε την πλάτη στη μεγαλύτερη αδερφή της και ξαναγύ-
ρισε στο καλό δωμάτιο.
Ο Μπλόνταλ την περίμενε. «Δεσποινίς μου. Θ’ αναρωτιέσαι
ασφαλώς για ποιο λόγο επισκέπτομαι την οικογένειά σου».
«Τ’ όνομά μου είναι Σίγκουρλάουγκ. Ή Λάουγκα, αν προτιμάτε».
«Μάλιστα. Σίγκουρλάουγκ».
«Πρόκειται για κάποια δουλειά με τον πατέρα μου; Λείπει.
Είναι…»
«Στα νότια, ναι, ξέρω. Μου το είπε η αδερφή σου και… Α, να την».
Η Λάουγκα γύρισε και είδε τη Στέινα να βγαίνει από την κουρ-
τίνα κρατώντας στο ένα βρώμικο χέρι της τυρόγαλο, κρέμα και
φρέσκα βατόμουρα, και στο άλλο το γάλα. Η Λάουγκα κοίταξε
θυμωμένη την αδερφή της, όταν η Στέινα άθελά της άφησε την
άκρη της κουρτίνας να ακουμπήσει στο τυρόγαλο. Ευτυχώς ο Νο-
μαρχιακός Επίτροπος δεν έδειξε να το προσέχει.

30
«Κύριε», μουρμούρισε η Στέινα – άφησε τη γαβάθα και το φλι-
τζάνι στο τραπέζι μπροστά του και υποκλίθηκε αδέξια. «Ορίστε!»
«Ευχαριστώ», απάντησε ο Μπλόνταλ. Μύρισε το τυρόγαλο με
ευχαρίστηση, ύστερα στράφηκε προς τις δύο αδερφές με μισό χα-
μόγελο: «Ποια από τις δυο είναι η μεγαλύτερη;»
Η Λάουγκα σκούντησε τη Στέινα να μιλήσει, αλλά εκείνη έμει-
νε βουβή θαυμάζοντας το χτυπητό κόκκινο πανωφόρι του άντρα.
«Εγώ είμαι η μικρότερη, Νομαρχιακέ Επίτροπε», είπε τέλος
η Λάουγκα χαμογελώντας για να φανούν τα λακκάκια στα μά-
γουλά της. « Ένα χρόνο μικρότερη. Η Στέινβορ θα κλείσει τα ει-
κοσι ένα ετούτο το μήνα».
«Στέινα. Όλοι με λένε Στέινα».
«Είστε και οι δυο πολύ όμορφες», είπε ο Μπλόνταλ.
«Ευχαριστούμε, κύριε». Η Λάουγκα σκούντησε ξανά την α-
δερφή της.
«Ευχαριστούμε», μουρμούρισε κι η Στέινα.
« Έχετε κι οι δυο τα ξανθά μαλλιά του πατέρα σας, αλλά βλέ-
πω πως πήρατε τα γαλάζια μάτια της μητέρας σας», συνέχισε ο
Μπλόνταλ γνέφοντας στη Λάουγκα. Έσπρωξε τη γαβάθα προς το
μέρος της χωρίς να την αγγίξει και πήρε το γάλα. Το μύρισε και τ’
άφησε ξανά στο τραπέζι.
«Παρακαλώ, κύριε, δοκιμάστε», είπε η Λάουγκα δείχνοντας
τη γαβάθα με το τυρόγαλο.
«Ευχαριστώ, αλλά ξαφνικά χόρτασα». Ο Μπλόνταλ έβαλε το
χέρι του στην τσέπη του πανωφοριού του. «Και τώρα… θα προ-
τιμούσα φυσικά να μιλήσω με τον πατέρα σας. Αλλά αφού ο Νο-
μαρχιακός Υπάλληλος Γιον δεν είναι εδώ κι εγώ δεν μπορώ να πε-
ριμένω την επιστροφή του, είμαι υποχρεωμένος να μιλήσω με τις
κόρες του». Και βγάζοντας από την τσέπη του ένα χαρτί, το ξεδί-
πλωσε και το άφησε στο τραπέζι να το διαβάσουν.

31
« Έχετε ακούσει ασφαλώς για τα όσα συνέβησαν στο Ιλουγκά-
σταντιρ πέρυσι…» είπε.
Η Στέινα ρίγησε. «Εννοείτε τα φονικά;»
Η Λάουγκα κούνησε καταφατικά το κεφάλι της, τα γαλάζια
μάτια της σοβάρεψαν απότομα. «Η δίκη έγινε στο σπίτι σας».
Ο Μπλόνταλ έγειρε ελαφρά το κεφάλι. «Ναι. Η δολοφονία του
Νάταν Κέτιλσον του αγρότη, που ήξερε από γιατρειές και βοτά-
νια, και του Πέτουρ Γιόνσον, εργάτη. Κι αφού το τραγικό αυτό έ-
γκλημα συνέβη στη Νομαρχία Χούναβατν, της οποίας είμαι Επί-
τροπος, ήταν καθήκον μου να έρθω σε συμφωνία με τον Κυβερ-
νήτη και το Περιφερειακό Δικαστήριο στο Ρέικιαβικ για να τα-
κτοποιήσουμε τους κατηγορούμενους».
Η Λάουγκα πήρε το χαρτί από το τραπέζι και πήγε στο παρά-
θυρο να το διαβάσει στο φως. «Όλα τελείωσαν, λοιπόν».
«Αντιθέτως. Τον περασμένο Οκτώβριο οι τρεις κατηγορούμε-
νοι κρίθηκαν από το δικαστήριό μας ένοχοι και για τον εμπρησμό
και για τους φόνους. Η υπόθεσή τους βρίσκεται τώρα στο Ανώτα-
το Δικαστήριο στην Κοπεγχάγη της Δανίας. Ο Βασιλέας…», στο
σημείο αυτό ο Μπλόνταλ έκανε μια μικρή παύση για να τονίσει
περισσότερο τα λόγια του, «… ο Βασιλέας ο ίδιος θα πρέπει να ε-
νημερωθεί για το έγκλημα και να συμφωνήσει με τη δική μου αρ-
χική απόφαση. Όπως μπορείτε να διαβάσετε και μόνες σας, και
οι τρεις κατηγορούμενοι καταδικάσθηκαν σε θάνατο. Και θα α-
ποκεφαλισθούν. Είναι ένας θρίαμβος της δικαιοσύνης, όπως βε-
βαίως θα συμφωνήσετε».
Η Λάουγκα κούνησε το κεφάλι της διαβάζοντας ακόμα. «Δεν
θα τους στείλετε στη Δανία;»
Ο Μπλόνταλ χαμογέλασε και ακούμπησε πίσω στην ξύλινη
ράχη της καρέκλας ανασηκώνοντας τα δυο μπροστινά της πόδια
από το πάτωμα. «Όχι».

32
Η Λάουγκα ξεκόλλησε το βλέμμα της από το χαρτί και τον κοί-
ταξε σαστισμένη. «Τότε, κύριε, συχωρέστε την άγνοιά μου, αλ-
λά πού θα…;» Η φωνή της έσβησε.
Ο Μπλόνταλ άφησε την καρέκλα να σταθεί ξανά, σηκώθηκε
και πήγε κοντά της, μπροστά στο παράθυρο, χωρίς καν να κοιτά-
ξει τη Στέινα. Κοίταξε την ξεραμένη μπόλια του πρόβατου, που ή-
ταν τεντωμένη πάνω στο ξύλινο καφασωτό για ν’ αφήνει το φως
να μπαίνει στην κάμαρα. Πρόσεξε μια λεπτή φλεβίτσα, που διέ­
τρεχε την επιφάνεια. Ανατρίχιασε. Στο δικό του σπίτι τα παρά-
θυρα είχαν τζάμια.
«Θα εκτελεσθούν εδώ», είπε τέλος. «Στην Ισλανδία. Στον βορ-
ρά της Ισλανδίας, για να είμαστε ακριβείς. Εγώ και ο Κυβερνή-
της, που τους δικάσαμε στο Ρέικιαβικ, αποφασίσαμε ότι…» Δί-
στασε – σαν να μην μπορούσε ν’ αποφασίσει τι ήθελε, τι έπρεπε
να πει: «… ότι θα ήταν πιο οικονομικό».
«Αλήθεια;»
Ο Μπλόνταλ γύρισε συνοφρυωμένος στη Στέινα, που τον κοί-
ταζε όλο υποψία. Η μεγάλη αδερφή άπλωσε το χέρι και πήρε το
χαρτί από τη Λάουγκα.
«Ναι. Αν και δεν αρνούμαι πως η εκτέλεση θα είναι επίσης
μια ευκαιρία για την κοινωνία μας να διαπιστώσει ιδίοις όμμα-
σιν τις συνέπειες της εγκληματικής παράβασης του Νόμου. Η υ-
πόθεση θέλει προσοχή. Όπως σίγουρα ξέρεις, έξυπνη Σίγκουρ­
λάουγκ, τέτοιους εγκληματίες τους στέλνουμε συνήθως στη Δα-
νία, εκεί υπάρχουν φυλακές και δεσμωτήρια. Αλλά αφού αποφα-
σίστηκε ότι οι τρεις ένοχοι θα εκτελεσθούν στην Ισλανδία, στην
ίδια περιοχή όπου διέπραξαν το έγκλημά τους, χρειαζόμαστε κά-
που να τους κρατήσουμε, ώσπου να οριστεί η ημερομηνία και ο
τόπος της εκτέλεσής τους. Στο Χούναβατν, όπως ξέρετε, δεν έ-
χουμε ούτε εργοστάσιο ούτε άλλο δημόσιο κτήριο, που να μπορεί

33
να χρησιμέψει ως κρατητήριο». Ο Μπλόνταλ γύρισε και κάθισε
πάλι στην καρέκλα. «Αποφάσισα, λοιπόν, να τους στείλω σε υ-
ποστατικά της Νομαρχίας, σε σπίτια καλών χριστιανών, που με
το καλό τους παράδειγμα θα εμπνεύσουν στους μελλοθάνατους
μετάνοια, ενώ ταυτόχρονα θα ωφεληθούν από την εργασία που
θα προσφέρουν οι κατάδικοι περιμένοντας την εκτέλεσή τους».
Ο Μπλόνταλ έγειρε στο τραπέζι, προς το μέρος της Στέινα,
που τον κοίταζε με το ένα χέρι στο στόμα, με το άλλο κρατώντας
το χαρτί. «Σε Ισλανδούς», συνέχισε, «που θα κάνουν το καθήκον
τους ως κυβερνητικοί υπάλληλοι, εξασφαλίζοντας στέγη στους
καταδίκους».
Η Λάουγκα κοίταξε τον Νομαρχιακό Επίτροπο κατάπληκτη.
«Δεν μπορούν να βολευτούν κάπου στο Ρέικιαβικ;» ρώτησε σχε-
δόν ψιθυριστά.
«Όχι. Τα έξοδα είναι πολλά», απάντησε ο Μπλόνταλ κουνώ-
ντας αρνητικά το χέρι του.
Τα μάτια της μεγάλης αδερφής στένεψαν. «Και θα τους φέρε-
τε εδώ; Σε μας; Επειδή το δικαστήριο στο Ρέικιαβικ δεν θέλει να
πληρώσει τα ναύλα τους για να τους στείλει στη Δανία;»
«Στέινα», προσπάθησε να την σταματήσει η Λάουγκα.
«Η οικογένειά σας θα αποζημιωθεί», είπε ο Μπλόνταλ ζαρώ-
νοντας τα φρύδια του.
«Και τι θέλετε να κάνουμε; Να τους αλυσοδέσουμε στο κρε-
βάτι μας;»
Ο Μπλόνταλ σηκώθηκε αργά από τη θέση του. «Δεν έχω άλ-
λη επιλογή», είπε – κι η φωνή του ακούστηκε ξαφνικά χαμηλή κι
επικίνδυνη. «Το αξίωμα του πατέρα σας συνοδεύεται κι από κά-
ποιες ευθύνες, από κάποια καθήκοντα. Είμαι βέβαιος πως εκεί-
νος δεν θ’ αμφισβητούσε την απόφασή μου. Στο Κορνσάου λεί-
πουν τα εργατικά χέρια. Κι είναι και το θέμα της οικονομικής κα-

34
τάστασης της οικογένειάς σας». Πλησίασε τη Στέινα και κοίτα-
ξε προσεκτικά στο λιγοστό φως το μικρό βρώμικο πρόσωπό της.
«Κι άλλωστε, Στέινβορ, δεν θα ζητήσω από σένα και την οικογέ-
νειά σου ν’ αναλάβετε και τους τρεις κατάδικους. Μόνο μία από
τις δυο γυναίκες». Μ’ αυτά τα λόγια ακούμπησε βαρύ το χέρι του
στον ώμο της, χωρίς να τον νοιάξει που εκείνη έκανε πίσω. «Μη
μου πεις ότι φοβάσαι μια γυναίκα…»
Όταν ο Μπλόνταλ έφυγε, η Στέινα γύρισε στο καλό δωμάτιο
και πήρε στα χέρια της τη γαβάθα με το ανέγγιχτο τυρόγαλο. Η
κρέμα πάνω πάνω είχε ξεραθεί. Η κοπέλα έτρεμε από αγανάκτη-
ση και οργή. Ακούμπησε ξανά τη γαβάθα στο τραπέζι, την πίε-
σε με δύναμη στο ξύλο, δαγκώνοντας το κάτω χείλι της. Και ούρ-
λιαξε βουβά, ούρλιαξε να σπάσει τη γαβάθα με την απόγνωσή
της. Ώσπου πέρασε το κύμα του θυμού. Και γύρισε στην κουζίνα.

Υπάρχουν στιγμές που αναρωτιέμαι μήπως έχω κιόλας πεθάνει.


Δεν είναι ζωή αυτή· να περιμένω στο σκοτάδι, στη σιωπή, σ’ ένα
δωμάτιο τόσο βρωμερό και τρισάθλιο, που έχω ξεχάσει τη μυρω-
διά του καθαρού αέρα. Το καθίκι κοντεύει να ξεχειλίσει από τις
ακαθαρσίες μου, τόσο που αν δεν έρθει κάποιος σύντομα να τ’ α-
δειάσει, θ’ αρχίσει να χύνεται κατάχαμα.
Πότε ήρθαν τελευταία φορά; Όλα έχουν γίνει μια νύχτα πια.
Μια νύχτα ατελείωτη.
Τον χειμώνα ήταν καλύτερα. Τον χειμώνα οι άνθρωποι εδώ
στο Στόρα Μποργκ ήταν φυλακισμένοι, όπως κι εγώ· μοιραζόμα-
σταν την ίδια κάμαρα, όταν λυσσομανούσε το χιόνι απέξω. Είχαν
λάμπες για τις ώρες του ξύπνιου κι όταν το λάδι τέλειωνε άναβαν
κεριά για να διώχνουν τη σκοτεινιά. Μετά ήρθε η άνοιξη και μ’ έ-

35
βαλαν στο κελάρι. Μ’ άφησαν μόνη δίχως φως και δεν έχω τρό-
πο να μετράω τις ώρες, δεν έχω τρόπο να ξεχωρίζω τη μέρα από
τη νύχτα. Τώρα έχω συντροφιά μου μόνο τους σιδερένιους κρί-
κους τους περασμένους στους καρπούς μου, το βρωμερό πάτω-
μα, έναν διαλυμένο αργαλειό παρατημένο στη γωνιά, ένα πα-
λιό σπασμένο αδράχτι.
Μπορεί να ’ναι κιόλας καλοκαίρι. Ακούω τους εργάτες, ακούω
τα βήματά τους στο διάδρομο, ακούω κάποια πόρτα να τρίζει κα-
θώς πηγαινοέρχονται. Κάποιες φορές ακούω τις παραδουλεύτρες,
ακούω το τσιριχτό τιτίβισμα του γέλιου τους καθώς φλυαρούν α-
πέξω. Και καταλαβαίνω πως ο καιρός μαλάκωσε, ο αέρας έχα-
σε τα κοφτερά του δόντια. Κλείνω τα μάτια και φαντάζομαι την
κοιλάδα τις μακριές μέρες του καλοκαιριού, τον ήλιο να ζεσταί-
νει τα κόκκαλα της γης, ώσπου να αρχίσουν να φτάνουν σμάρι
οι κύκνοι στη λίμνη και τα σύννεφα να σηκώνονται, για να φα-
νεί ψηλός ο ουρανός: ψηλός και καταγάλανος. Τόσο γαλανός που
σου ’ρχεται να κλαις.

Τρεις μέρες μετά την επίσκεψη του Μπγιορν Μπλόνταλ στο υπο-
στατικό του Κορνσάου, ο πατέρας τους, ο Νομαρχιακός Υπάλλη-
λος του Βάσνταλουρ Γιον Γιόνσον και η γυναίκα του Μαργκρέτ
ξεκίνησαν να γυρίσουν σπίτι τους.
Ο Γιον, ένας κοντός γεροδεμένος άντρας που μετρούσε πε-
νήντα πέντε χειμώνες στην πλάτη του, με κατάξανθα, σχεδόν ά-
σπρα μαλλιά και μεγάλα αυτιά που τον έκαναν να μοιάζει απλοϊ­
κός, περπατούσε μπροστά από το άλογό τους, οδηγώντας το α-
πό τα γκέμια. Οι πέτρες κι οι λακκούβες του δρόμου δεν δυσκό­
λευαν τα βήματά του· ήταν μαθημένος. Η γυναίκα του, καβάλα

36
στη μαύρη τους φοράδα, είχε κουραστεί από το ταξίδι – όσο κι αν
δεν θα το παραδεχόταν ποτέ της. Καθόταν με το πιγούνι της ελα-
φρά ανασηκωμένο, με το κεφάλι της να ταλαντεύεται πάνω α-
πό τον λεπτό, αδύνατο αυχένα της. Το βλέμμα της, κάτω από τα
βαριά της βλέφαρα, περνούσε από το ένα υποστατικό στο άλλο,
καθώς διέσχιζαν την κοιλάδα του Βάσνταλουρ. Έκλεινε τα μάτια
της μόνο όταν την έπιανε το σφίξιμο στο λαιμό. Όταν ο βήχας υ-
ποχωρούσε, έσκυβε κι έφτυνε στη γη, μετά σκούπιζε το στόμα της
με την άκρη της μαντίλας της, μουρμουρίζοντας δυο λόγια προ-
σευχής. Ο άντρας της γυρνούσε τότε το κεφάλι του προς το μέρος
της, σαν ν’ ανησυχούσε μήπως εκείνη πέσει από τη ράχη του α-
λόγου. Κατά τ’ άλλα το ταξίδι τους συνεχιζόταν χωρίς διακοπές.
Η Μαργκρέτ, που μόλις είχε ξεμπερδέψει μ’ άλλη μια βασα-
νιστική κρίση βήχα, έφτυσε στα χόρτα κι έσφιξε με τα χέρια της
το στήθος της, για να ξαναβρεί την ανάσα της. Η φωνή της, όταν
μίλησε, ήταν βραχνή.
«Για δες, Γιον. Αυτοί στο Άους πήραν κι άλλη αγελάδα».
«Χμμ;» Ο άντρας της ήταν χαμένος στις σκέψεις του.
«Είπα», ξερόβηξε η Μαργκρέτ για να καθαρίσει το λαιμό της,
«ότι αυτοί στο Άους πήραν κι άλλη αγελάδα».
«Μπα;»
«Ναι. Κι απορώ που δεν το πρόσεξες από μόνος σου».
«Σωστά».
Η Μαργκρέτ βλεφάρισε στο αχνό φως της μέρας, ξεχώρισε θο-
λό το Κορνσάου πέρα μακριά, στο βάθος του δρόμου.
«Κοντεύουμε».
Ο άντρας της γρύλισε συμφωνώντας.
«Σε βάζει σε σκέψεις, ε, Γιον; Θα χρειαζόμαστε κι εμείς μια
αγελάδα ακόμα».
«Πολλά θα χρειαζόμαστε ακόμα».

37
«Ναι, αλλά μια αγελάδα θα ’τανε μια χαρά. Σκέψου το πα-
ραπάνω βούτυρο. Θα μπορούσαμε να πάρουμε άλλον έναν ερ-
γάτη για το θέρο».
«Θα ’ρθει καιρός, Μαργκρέτ. Θα ’ρθει καιρός και για την α-
γελάδα και για όλα».
«Μέχρι να ’ρθει ο καιρός, θα ’χω πεθάνει».
Τα ξεστόμισε τα λόγια πιο πικρόχολα απ’ όσο σκόπευε. Ο Γιον
δεν απάντησε, μουρμούρισε μόνο στο αυτί του αλόγου, για να
το βιάσει να περπατήσει πιο γρήγορα – κι η Μαργκρέτ κάρφωσε
συνοφρυωμένη το βλέμμα της στο πίσω μέρος του καπέλου του,
σαν να ’θελε με τη δύναμη των ματιών της και μόνο να τον ανα-
γκάσει να γυρίσει να την κοιτάξει. Μα όταν εκείνος συνέχισε να
περπατάει με το κεφάλι ίσια μπροστά, η γυναίκα πήρε βαθιά α-
νάσα και κοίταξε ξανά προς το Κορνσάου.
Ήταν αργά το απόγευμα και το φως έσβηνε στα χωράφια, χα-
νόταν από τον ουρανό, κρυβόταν από τα χαμηλά σύννεφα που
μαζεύονταν ανατολικά. Οι γραμμές του παλιού χιονιού στα διά-
σελα του βουνού φαίνονταν γκρίζες και λερωμένες, κι ύστερα,
καθώς τα σύννεφα άλλαζαν θέση, εκπληκτικά λευκές. Οι κα-
λοκαιρινοί επισκέπτες πετούσαν πάνω από τα χορτολίβαδα κυ-
νηγώντας έντομα και τα βελάσματα των προβάτων ακούγονταν
κλαψιάρικα, καθώς νεαροί βοσκοί τα οδηγούσαν στις στάνες,
κάτω στην κοιλάδα.

Στο Κορνσάου η Λάουγκα και η Στέινα πήγαιναν για νερό στο ρέ-
μα. Η Λάουγκα έτριβε τα μάτια της στο δυνατό φως του ήλιου. Η
Στέινα κουνούσε αφηρημένα τον κουβά που κρατούσε στο ρυθ-
μό των βημάτων της. Δεν μιλούσαν.
Οι δυο αδερφές είχαν περάσει τις τελευταίες μέρες δουλεύο­

38
ντας αμίλητες. Δεν άνοιγαν το στόμα τους παρά για να γυρέψουν
το φτυάρι ή να ρωτήσουν ποιο βαρέλι παστό μπακαλιάρο θ’ άνοι-
γαν πρώτο. Μετά τον καβγά που ακολούθησε την επίσκεψη του
Νομαρχιακού Επιτρόπου, σταμάτησαν να μιλάνε μεταξύ τους και
τη σιωπή τους την κεντούσαν μόνο ο θυμός κι η αγωνία. Η προ-
σπάθεια, που έκαναν κι οι δυο να λένε όσο λιγότερα μπορούσαν,
τις είχε εξαντλήσει. Η Λάουγκα, μπαϊλντισμένη από το πείσμα
και την ξεροκεφαλιά της μεγαλύτερης αδερφής της, σκεφτόταν
συνέχεια τι θα ’λεγαν οι γονείς της για την επίσκεψη του Μπλό-
νταλ. Η άγαρμπη αντίδραση της Στέινα στην είδηση που είχε φέ-
ρει ο Μπλόνταλ θα μπορούσε να έχει δυσάρεστες συνέπειες για ο-
λόκληρη την οικογένεια. Ο Μπγιορν Μπλόνταλ ήταν ισχυρός άν-
θρωπος και σίγουρα δεν του άρεσε να ακούει αντιρρήσεις από έ-
να κοριτσόπουλο. Δεν ήξερε η Στέινα πόσο εξαρτιόντουσαν όλοι
τους από τον Μπλόνταλ; Δεν το καταλάβαινε ότι θα έκαναν, χω-
ρίς δεύτερη συζήτηση, αυτό που τους ζητούσε;
Η Στέινα έβαζε τα δυνατά της να μη σκέφτεται καθόλου τη φό-
νισσα. Η σκέψη του φονικού του ίδιου την αρρώσταινε. Κι όταν
θυμόταν τον κοφτό κι άσπλαγχνο τρόπο με τον οποίο ο Επίτρο-
πος τους είχε φορτώσει τη φόνισσα, ένιωθε το λαιμό της να σφίγ-
γεται από οργή. Η Λάουγκα ήταν μικρότερή της, δεν είχε καμιά
δουλειά να της λέει τι να κάνει και τι να μην κάνει. Πού το ’ξε-
ρε, δηλαδή, ότι έπρεπε να φερθούν με το σεις και με το σας στον
χοντρό Επίτροπο, με το κόκκινο πανωφόρι; Όχι. Ούτε να τα σκέ-
φτεται δεν ήθελε όλα αυτά.
Η Στέινα ένιωσε το βάρος του κουβά κι άφησε τους ώμους
της να καμπουριάσουν. Ένα χασμουρητό τής ξέφυγε. Δίπλα της
η Λάου­γ κα δεν μπόρεσε να κρατηθεί, χασμουρήθηκε κι αυτή. Για
μια στιγμή τα μάτια τους συναντήθηκαν, καταλαβαίνοντας η μια
την κούραση της άλλης. Ώσπου η Λάουγκα έφερε το χέρι στο στό-

39
μα να κρύψει το χασμουρητό της – κι η κίνησή της αυτή έκανε τη
Στέινα να στρέψει μουτρωμένη το βλέμμα της στο χώμα.
Οι γλυκιές ακτίνες του απογευματινού ήλιου έπεφταν ζεστές
στα πρόσωπά τους, καθώς πήγαιναν προς το ρέμα. Δεν φυσού-
σε κι η κοιλάδα ήταν τόσο ήσυχη, που οι δυο κοπέλες άρχισαν να
περπατούν πιο αργά, ταιριάζοντας το βήμα τους με την ηρεμία
του αέρα. Πλησίαζαν στα βράχια της ρεματιάς, όταν η Λάουγκα,
γυρίζοντας να τραβήξει την ποδιά της που είχε πιαστεί στ’ αγκά-
θια, είδε ένα άλογο πέρα μακριά.
«Ω!» ψέλλισε.
Η Στέινα κοντοστάθηκε. «Τι έγινε πάλι;»
Η Λάουγκα έδειξε προς τη μεριά απ’ όπου ερχόταν το άλογο.
«Είναι η Μάνα κι ο Πάμπι», είπε με κομμένη την ανάσα. «Γύρι-
σαν». Μισόκλεισε τα μάτια να δει καλύτερα, μέσα από το θάμπος
του ήλιου, πάνω από τα πράσινα λιβάδια. «Ναι, αυτοί είναι», ξα-
νάπε, σαν να μιλούσε στον εαυτό της. Με βιάση ξαφνική έδωσε
τον κουβά της στη Στέινα και της έγνεψε να συνεχίσει για τη ρε-
ματιά. «Γέμισέ τους. Τους καταφέρνεις και τους δυο μόνη σου,
έτσι; Καλύτερα να… να πάω. Ν’ ανάψω τη φωτιά». Σκούντησε
τη Στέινα στον ώμο, πιο δυνατά απ’ όσο ήθελε. Και πήρε το δρό-
μο του γυρισμού.
Το μονοπάτι περνούσε μέσα από τις βατομουριές και τ’ αγκά-
θια τους τσιμπούσαν τις κάλτσες της Λάουγκα, καθώς έτρεχε πί-
σω στο σπίτι, πλημμυρισμένη από ανακούφιση. Τώρα ο Πάμπι
θα τα κανόνιζε με τον Νομαρχιακό Επίτροπο και την Άγκνες Μά-
γκνουσντότιρ.
Άνοιξε με μια σπρωξιά την πόρτα, προχώρησε στο διάδρομο,
μπήκε αριστερά στην κουζίνα. Βρίσκοντας ευκαιρία που η κυρά
της έλειπε, η Κριστίν είχε φύγει το μεσημέρι να πάει να δει τους
δικούς της. Αλλά η πυροστιά κάπνιζε ακόμη από τη φωτιά του

40
πρωινού. Η Λάουγκα σώριασε πάνω στη χόβολη ξερή κοπριά, πνί-
γοντας σχεδόν τις σπίθες στη βιασύνη της. Πώς θ’ αντιδρούσε ο
πατέρας της, όταν θα μάθαινε για την επίσκεψη του Νομαρχια-
κού Επιτρόπου; Πόσο καιρό θα έμενε μαζί τους η κατάδικη; Δεν
είχαν καν το γράμμα που τους είχε αφήσει ο Μπλόνταλ· πάνω στον
τσακωμό τους, η Στέινα το είχε πετάξει στη φωτιά.
Ακόμα κι έτσι, σκέφτηκε η Λάουγκα κρεμώντας ένα κατσα-
ρόλι στο γάντζο πάνω από τις φλόγες, μόλις τα μάθαινε τα νέα ο
Πάμπι, θα ’παιρνε την κατάσταση στα χέρια του.
Δυνάμωσε τη φωτιά ανεβοκατεβάζοντας δυο-τρεις φορές τα
φυσερά, ύστερα έτρεξε ξανά στην πόρτα να ρίξει μια ματιά έξω.
Κι άλλο ένα ρίγος πανικού διέτρεξε τη ραχοκοκκαλιά της. Τι θα
έκανε, όταν θα του ’λεγαν τα νέα; Χώθηκε ξανά μέσα και πήγε
στο κελάρι να δει τι είχαν ακόμα για να βάλει στην κατσαρόλα.
Λίγο κριθάρι μόνο. Οι εργάτες είχαν πάει να ψωνίσουν από τους
εμπόρους, στα νότια. Δεν θ’ αργούσαν να γυρίσουν.
Η Λάουγκα μπήκε στο κελάρι του σπιτιού, σκοντάφτοντας στο
ανασηκωμένο κατώφλι, και προχώρησε στο βάθος – ήθελε λίγο
κρέας να νοστιμίσει τη σούπα. Τέτοια εποχή δεν έκοβαν πια α-
πό το καπνιστό αρνί, δεν είχε νόημα. Αλλά τους είχαν μείνει κά-
να-δυο λουκάνικα από το χειμώνα. Ξινά πολύ, αλλά καλά ακόμα.
Θα φάμε όλοι μαζί στην κάμαρα. Τότε θα τους το πω, απο-
φάσισε η Λάουγκα. Άκουσε τα πέταλα της φοράδας έξω στο χώ-
μα της αυλής.
«Komið pið sœl!» Η Λάουγκα βγήκε στην πόρτα σκουπίζοντας τα
λερωμένα από την κοπριά χέρια της στην ποδιά της και μαζεύο-
ντας τα μαλλιά της κάτω από το σκουφάκι της. «Καλωσορίσατε!
Καλωσήρθατε στο σπίτι και οι δυο!»
Ο Γιον, ο πατέρας της, τράβηξε τα γκέμια του αλόγου να στα-
ματήσει και της χαμογέλασε κάτω από το πλατύγυρο ταξιδιωτικό

41
του καπέλο. Σήκωσε το χέρι του και την χαιρέτισε, ύστερα έκανε
ένα βήμα και της έδωσε ένα γρήγορο φιλί στο μέτωπο.
«Λάουγκα! Πώς τα πήγες; Τα κατάφερες;» ρώτησε και της γύ-
ρισε την πλάτη για να κατεβάσει τα πακέτα που ήταν δεμένα στα
καπούλια της φοράδας.
«Γεια σου, Μάνα».
Η Μαργκρέτ κοίταξε τη Λάουγκα και το βλέμμα της ήταν ζε-
στό, παρόλο που τα χείλια της μόλις και σάλεψαν. «Γεια σου, Σί-
γκουρλάουγκ», είπε.
«Δείχνεις εντάξει».
«Ζω ακόμα», ήταν η απάντηση.
«Είσαι κουρασμένη;»
Η Μαργκρέτ αγνόησε την ερώτηση και γλίστρησε αδέξια στο
έδαφος. Η Λάουγκα αγκάλιασε ντροπαλά τη μητέρα της, μετά
χάιδεψε τη μουσούδα της φοράδας κι ένιωσε τα ρουθούνια της
να τρέμουν, την υγρή, ζεστή ανάσα του ζώου στη χούφτα της.
«Η αδερφή σου πού είναι;»
Η Λάουγκα κοίταξε προς το μονοπατάκι που οδηγούσε στη
ρεματιά, αλλά δεν είδε καμιά κίνηση. « Έχει πάει να φέρει νερό
για το βραδινό».
Η Μαργκρέτ ανασήκωσε τα φρύδια της: «Περίμενα πως θα
την έβρισκα εδώ, στο σπίτι…»
Η Λάουγκα στράφηκε ξανά στον πατέρα της, που ξεφόρτω-
νε τα μικρά πακέτα στο χώμα. Πήρε βαθιά ανάσα. «Πάμπι, έχω
κάτι να σου πω μετά».
Ο Γιον έπιασε να λύνει το χοντρό σφιχτό σκοινί στο πλευρό της
φοράδας. « Έπαθε τίποτα κανένα ζωντανό;»
«Τι;»
«Χάσαμε κανένα ζώο;»
«Α. Όχι. Όχι. Τίποτα τέτοιο», απάντησε η Λάουγκα – και βιά-

42
στηκε να προσθέσει: «Δόξα τω Θεώ». Μετά πλησίασε κι άλλο τον
πατέρα της. «Μπορεί να πρέπει να το πω μόνο σε σένα», είπε χα-
μηλώνοντας τη φωνή της.
Η μάνα της την άκουσε. «Ό,τι έχεις να πεις, μπορείς να το πεις
και στους δυο μας, Λάουγκα».
«Δεν θέλω να σε ταράξω, Μάνα».
«Ω, είμαι μαθημένη στις ταραχές», είπε η Μαργκρέτ με ξαφ-
νικό χαμόγελο. «Είναι συχνές οι ταραχές, όταν έχει κανείς παιδιά
κι εργάτες να κουμαντάρει». Κι ύστερα, λέγοντας στον άντρα της
να μην ακουμπάει τα πακέτα στις λάσπες, πήρε ένα δυο μικρά
δέματα και μπήκε στο σπίτι, με τη Λάουγκα πίσω της.

Ο Γιον είχε μόλις μπει στην κάμαρα κι είχε βολευτεί δίπλα στη γυ-
ναίκα του, όταν η Λάουγκα έφερε τα πιάτα με τη σούπα.
«Σκέφτηκα πως λίγο ζεστό φαγάκι θα σας κάνει καλό», είπε.
Ο Γιον κοίταξε τη Λάουγκα, που στεκόταν όρθια μπροστά του
κρατώντας την ξύλινη τάβλα. «Ν’ αλλάξω πρώτα;» είπε.
Η Λάουγκα δίστασε, μετά ακούμπησε την τάβλα στο κρεβά-
τι δίπλα στη Μάνα της, γονάτισε κι άρχισε να λύνει τα κορδόνια
απ’ τα στιβάλια του Γιον. « Έχω κάτι να σας πω».
«Πού είναι η Κριστίν;» ρώτησε κοφτά η Μαργκρέτ, καθώς ο
Γιον έγειρε πίσω ακουμπώντας στους αγκώνες του κι αφήνοντας
την κόρη του να του βγάλει τις υγρές κάλτσες από τα πόδια.
«Η Στέινα της έδωσε άδεια τη μισή μέρα», απάντησε η Λάουγκα.
«Και πού είναι η Στέινα;»
«Δεν ξέρω. Κάπου εδώ γύρω». Η Λάουγκα ένιωσε τα μάτια
των γονιών της καρφωμένα εξεταστικά πάνω της και το στομά-
χι της δέθηκε κόμπος. «Πάμπι, ο Νομαρχιακός Επίτροπος Μπλό-
νταλ ήρθε να σε δει, όταν λείπατε», ψιθύρισε.

43
Ο Γιον ανακάθισε και κοίταξε την κόρη του. «Ο Νομαρχιακός
Επίτροπος;» επανέλαβε.
Η Μαργκρέτ έσφιξε τις γροθιές της. «Τι ήθελε;» ρώτησε.
«Είχε ένα γράμμα για σένα, Πάμπι».
Η Μαργκρέτ κοίταξε τη Λάουγκα. «Γιατί δεν έστειλε κάποιον
υπηρέτη; Είσαι σίγουρη ότι ήταν ο Μπλόνταλ;»
«Σε παρακαλώ, Μάνα».
Ο Γιον δεν μιλούσε. «Πού είναι το γράμμα;» ρώτησε τέλος.
Η Λάουγκα του ’βγαλε και το άλλο στιβάλι και τ’ άφησε κάτω.
Η ξερή λάσπη τρίφτηκε κι έπεσε λερώνοντας το πάτωμα.
«Η Στέινα το ’καψε».
«Τι; Γιατί; Θεέ και Κύριε!»
«Μάνα! Δεν πειράζει. Ξέρω τι έγραφε. Πάμπι, έγραφε ότι
πρέπει… ότι είμαστε υποχρεωμένοι να…»
«Πάμπι!» ακούστηκε η φωνή της Στέινα από το διάδρομο. «Δεν
πάει το μυαλό σου ποιον μας στέλνουν να κρατήσουμε κλειδω-
μένο στο σπίτι μας!»
«Κλειδωμένο;» Η Μαργκρέτ γύρισε να δει τη μεγάλη της κό-
ρη, που είχε μόλις μπει στην κάμαρα. «Ω Στέινα, είσαι μούσκε-
μα! Στάζεις!»
Η Στέινα κοίταξε τη βρεγμένη ποδιά της και ανασήκωσε τους
ώμους. «Μου χύθηκαν οι κουβάδες κι αναγκάστηκα να πάω να
τους ξαναγεμίσω. Πάμπι, ο Μπλόνταλ μας υποχρεώνει να κρα-
τήσουμε σπίτι μας την Άγκνες Μάγκνουσντότιρ!»
«Την Άγκνες Μάγκνουσντότιρ;» Η Μαργκρέτ στράφηκε έ-
ντρομη στη Λάουγκα.
«Ναι, Μάνα, τη φόνισσα!» συνέχισε η Στέινα λύνοντας τη βρεγ-
μένη ποδιά της και πετώντας την αδιάφορα στο κρεβάτι δίπλα στη
Μάνα της. «Αυτήν που σκότωσε τον Νάταν Κέτιλσον!»
«Στέινα! Τώρα θα έλεγα στον Πάμπι…»

44
«Και τον Πέτουρ Γιόνσον, Μάνα!»
«Στέινα!»
«Ω Λάουγκα, σταμάτα! Τώρα τους το είπα εγώ!»
«Δεν έπρεπε να με διακόψεις…»
«Κορίτσια!» Ο Γιον σηκώθηκε ανοίγοντας τα χέρια του. «Φτά-
νει. Πες τα όλα απ’ την αρχή, Λάουγκα. Τι έγινε;»
Η Λάουγκα δίστασε για μια στιγμή. Μετά είπε στους γονείς
της όλα όσα θυμόταν από την επίσκεψη του Νομαρχιακού Επι-
τρόπου. Το πρόσωπό της αναψοκοκκίνισε, όταν επανέλαβε όσα
είχε διαβάσει στο γράμμα.
Πριν προλάβει να τελειώσει, ο Γιον άρχισε να ντύνεται ξανά.
«Δεν μπορεί! Δεν μπορεί να μας αναγκάσει να το κάνουμε αυ-
τό!» τράβηξε η Μαργκρέτ τον άντρα της από το μανίκι. Μα ο Γιον
ξέφυγε από το χέρι της, χωρίς να γυρίσει καν να κοιτάξει το γεμά-
το τρόμο πρόσωπό της.
«Γιον», μουρμούρισε η Μαργκρέτ, και κοίταξε τις κόρες της,
που κάθονταν κι οι δυο με τα χέρια σταυρωμένα στα γόνατά τους,
παρακολουθώντας αμίλητες τους γονείς τους.
Ο Γιον ξαναφόρεσε τα στιβάλια του κι έδεσε τα κορδόνια γύρω
από τους αστραγάλους του. Το δέρμα έτριξε, καθώς τα ’σφιξε γερά.
«Είναι αργά, Γιον», είπε η Μαργκρέτ. «Στο Χβάμουρ θα πας;
Θα κοιμούνται όλοι».
«Ε, τότε θα τους ξυπνήσω». Πήρε το καπέλο του από το καρφί
στον τοίχο, έπιασε τη γυναίκα του από τους ώμους και την παρα-
μέρισε μαλακά. Μ’ ένα κούνημα του κεφαλιού αποχαιρέτισε τις
κόρες του και βγήκε από την κάμαρα, πέρασε το διάδρομο και έ-
κλεισε πίσω του την εξώπορτα.
«Τι θα κάνουμε, Μάνα;» ακούστηκε η φωνούλα της Λάουγκα
από τη σκοτεινή γωνιά της κάμαρας.
Η Μαργκρέτ έκλεισε τα μάτια και πήρε βαθιά ανάσα.

45
Ο Γιον γύρισε μετά από ώρες. Η Κριστίν, που η Μαργκρέτ την εί-
χε υποδεχτεί από το ελεύθερο απόγευμά της με μια γερή κατσά-
δα, έριχνε θυμωμένες ματιές στη Στέινα. Η Μαργκρέτ είχε στα-
ματήσει το πλέξιμό της κι αναρωτιόταν αν έπρεπε να κάνει κάτι
για να φιλιώσουν τα δυο κορίτσια, όταν άκουσε την πόρτα να α-
νοίγει τρίζοντας και τα βαριά βήματα του άντρα της στο διάδρομο.
Ο Γιον μπήκε κι αμέσως το βλέμμα του συνάντησε τα μάτια
της γυναίκας του. Η Μαργκρέτ έσφιξε το σαγόνι της.
«Λοιπόν;» Η Μαργκρέτ έδειξε στον άντρα της να καθίσει στο
κρεβάτι.
Ο Γιον έπιασε να λύνει τα κορδόνια στα στιβάλια του.
«Σε παρακαλώ, Πάμπι», είπε η Λάουγκα και γονάτισε μπρο-
στά του. «Τι είπε ο Μπλόνταλ;» Κόντεψε να πέσει πίσω, καθώς
του τραβούσε την μπότα. «Θα μας τη στείλει;»
Ο Γιον έγνεψε καταφατικά. «Όπως τα είπε η Λάουγκα. Η Άγκνες
Μάγκνουσντότιρ δεν μπορεί να μείνει άλλο στο Στόρα Μποργκ.
Θα την φέρουν σε μας».
«Μα γιατί, Πάμπι;» ρώτησε σιγανά η Λάουγκα. «Τι κακό κά-
ναμε;»
«Δεν κάναμε κανένα κακό. Αλλά είμαι Νομαρχιακός Υπάλ-
ληλος. Δεν μπορούν να τη βάλουν σ’ ένα σπίτι, όποιο να ’ναι. Η
Νομαρχία έχει την ευθύνη της. Κι εγώ είμαι υπάλληλος της Νο-
μαρχίας».
« Έχει κι άλλους πολλούς υπαλλήλους η Νομαρχία στο Στόρα
Μποργκ», είπε με ξινισμένο ύφος η Μαργκρέτ.
«Πάντως μας τη στέλνουν. Κάτι συνέβη. Δεν μπορεί να μεί-
νει άλλο στο Στόρα Μποργκ».
«Τι συνέβη;» ρώτησε η Λάουγκα.
Ο Γιον κοίταξε το όμορφο πρόσωπο της μικρής του κόρης. «Τί-
ποτε ανησυχητικό», είπε τέλος.

46
Η Μαργκρέτ γέλασε κοφτά. «Και θα υπακούσουμε έτσι; Χω-
ρίς να φέρουμε αντίρρηση; Σαν το σκυλί που βάζει την ουρά στα
σκέλια, όταν το κλοτσάει ο αφέντης του;» Η φωνή της χαμήλωσε
απότομα, ακούστηκε σαν σφύριγμα. «Αυτή η Άγκνες είναι φό-
νισσα, Γιον! Έχουμε τις κόρες μας εδώ, τους εργάτες. Ακόμα και
την Κριστίν! Έχουμε την ευθύνη τους!»
Ο Γιον έριξε στη γυναίκα του μια ματιά όλο νόημα. «Ο Μπλό-
νταλ είπε ότι θα αναλάβει το έξοδό της, Μαργκρέτ. Θα πληρω-
θούμε που θα την αναλάβουμε».
Η Μαργκρέτ σώπασε. Όταν ξαναμίλησε, η φωνή της ήταν
πνιχτή. « Ίσως θα έπρεπε να στείλουμε για λίγο καιρό αλλού τα
κορίτσια».
«Όχι, Μάνα! Δεν θέλω να φύγω», φώναξε η Στέινα.
«Θα είναι για την ασφάλειά σας».
Ο Γιον ξερόβηξε. «Τα κορίτσια θα είναι ασφαλή κοντά σου,
Μαργκρέτ». Αναστέναξε. «Υπάρχει και κάτι ακόμα. Ο Μπγιορν
Μπλόνταλ με θέλει στο Χβάμουρ το βράδυ που η γυναίκα θα φτά-
σει εδώ».
Η Μαργκρέτ μισάνοιξε το στόμα της με φρίκη. «Θέλεις να πεις
ότι θα μ’ αφήσεις μόνη μου μαζί της;»
«Πάμπι, δεν μπορείς ν’ αφήσεις τη Μάνα μόνη της μ’ αυτή τη
γυναίκα», φώναξε η Λάουγκα.
«Δεν θα είναι μόνη της. Θα είστε όλοι εδώ. Θα είναι και οι χω-
ροφύλακες από το Στόρα Μποργκ. Και ένας εφημέριος. Τα ’χει
κανονίσει ο Μπλόνταλ».
«Και τι τόσο σπουδαίο θα γίνει στο Χβάμουρ, που σε θέλει ο
Μπλόνταλ οπωσδήποτε μαζί του το βράδυ που στέλνει μια φό-
νισσα στο σπίτι μας;»
«Μαργκρέτ…»
«Όχι, επιμένω. Είναι άδικο».

47
«Θα συζητηθεί το θέμα της εκτέλεσης. Ποιος θα οριστεί δήμιος».
«Δήμιος!»
«Θα είναι παρόντες όλοι οι Νομαρχιακοί Υπάλληλοι, ακόμα κι
αυτοί από το Βάσνες – θα ταξιδέψουν με τους καβαλάρηδες του
Στόρα Μποργκ. Θα κοιμηθούμε εκεί τη νύχτα και θα επιστρέ-
ψουμε την επόμενη».
«Κι εγώ θα μείνω μόνη μου με τη γυναίκα που σκότωσε τον
Νάταν Κέτιλσον».
Ο Γιον κοίταξε ήρεμα τη γυναίκα του. «Θα έχεις μαζί σου τις
κόρες σου».
Η Μαργκρέτ ξεκίνησε να λέει κάτι, αλλά μετάνιωσε και στα-
μάτησε. Έριξε μια σκληρή ματιά στον άντρα της, ξανάπιασε το
πλεκτό της κι άρχισε να κροταλίζει τις βελόνες με περιττή φούρια.
Η Στέινα τους άκουγε με ζαρωμένα φρύδια. Στα χέρια της
κρατούσε την ξύλινη γαβάθα με το βραδινό, αλλά το στομάχι της
είχε δεθεί κόμπος, δεν μπορούσε να κατεβάσει μπουκιά. Κοίτα-
ξε τα κομματάκια το αρνίσιο κρέας που κολυμπούσαν μέσα στην
παχιά σούπα. Αργά διάλεξε ένα με το κουτάλι της, το έφερε στο
στόμα κι άρχισε να το μασάει. Η γλώσσα της εντόπισε ένα τρα-
γανό χόνδρο στο ψαχνό. Πολέμησε την παρόρμηση να τον φτύ-
σει, τον μάσησε και τον κατάπιε αμίλητη.

Αφότου αποφάσισαν ότι θα φύγω, οι άντρες του Στόρα Μποργκ


μου δένουν τα πόδια το βράδυ, όπως κάνουν και με τα άλογα· για
να ’ναι σίγουροι ότι δεν θα το σκάσω. Φαίνεται ότι μέρα τη μέρα
που περνάει γίνομαι όλο και πιο ζώο στα μάτια τους: ένα ζωντα-
νό με άδειο βλέμμα, που πρέπει να το ταΐσουν αποφάγια και να
το προστατέψουν από την παγωνιά. Μ’ αφήνουν στα σκοτεινά,

48
μου αρνούνται το φως και τον αέρα. Κι όταν είναι να με μετακι-
νήσουν, με δένουν και με πάνε όπου θέλουν.
Δεν μου μιλάνε ποτέ εδώ. Τον χειμώνα, στην κάμαρα, άκου-
γα πάντα την ανάσα μου. Φοβόμουν να καταπιώ, γιατί ένιωθα
πως θα μ’ ακούσουνε όλοι. Οι μόνοι ήχοι, που επιτρέπονταν να
συνοδεύουν ένα ζωντανό κορμί, ήταν το θρόισμα των σελίδων της
Βίβλου και οι ψίθυροι. Έπιανα το όνομά μου στα χείλια των άλ-
λων και ήξερα ότι δεν ήταν για καλό. Τώρα, όταν τους αναγκά-
ζει ο νόμος να μου διαβάσουν τα λόγια ενός γράμματος ή μιας α-
πόφασης, μιλούν σαν ν’ απευθύνονται σε κάποιον πίσω από τον
ώμο μου. Αρνούνται να με κοιτάξουν στα μάτια.
Εσύ, Άγκνες Μάγκνουσντότιρ, κρίθηκες ένοχη για συνέργεια
σε φόνο. Εσύ, Άγκνες Μάγκνουσντότιρ, κρίθηκες ένοχη για εμπρη-
σμό και συνωμοσία με σκοπό το φόνο. Εσύ, Άγκνες Μάγκνουσντό-
τιρ, καταδικάστηκες σε θάνατο. Εσύ, Άγκνες. Άγκνες.
Δεν με ξέρουν.
Μένω αμίλητη. Είμαι αποφασισμένη να κλειδαμπαρώσω τον
εαυτό μου, να μην αφήσω τον κόσμο να μπει, να σφίξω την καρδιά
μου και να κρατηθώ απ’ ό,τι δεν μου έκλεψαν ακόμα. Δεν μπο-
ρώ ν’ αφήσω τον εαυτό μου να χαθεί. Θα κρατήσω ό,τι είμαι μέσα
μου. Θα κρύψω στα χέρια μου ό,τι έχω δει, ό,τι έχω ακούσει, ό,τι
έχω νιώσει. Τα ποιήματα που σκάρωσα, όταν έπλενα, όταν θέ-
ριζα, όταν μαγείρευα, ώσπου να πληγιάσουν τα χέρια μου. Τους
θρύλους. Τις σάγκες που ξέρω απέξω. Βυθίζω ό,τι μου ’χει μείνει
και βουλιάζω κι εγώ, χώνομαι κάτω από το νερό. Αν μιλήσω, τα
λόγια μου θα είναι κλεισμένα σε φουσκαλίτσες αέρα. Κι εκείνοι
δεν θα μπορούν να πάρουν τα λόγια μου, να τα κάνουν δικά τους.
Θα δουν σε μένα την πόρνη, την τρελή, τη φόνισσα, τη γυναίκα
που στάζει αίμα στο χορτάρι, τη γυναίκα που γελάει με το στόμα
της γεμάτο χώμα. Θα πουν «Άγκνες» και θα δουν τη γεροντοκό-

49
ρη, τη μάγισσα την πιασμένη στον θανάσιμο ιστό, που η ίδια έ-
χει υφάνει. Μπορεί κάποιοι να δουν και το αρνάκι που, τριγυρι-
σμένο από τα όρνια, βελάζει να τ’ ακούσει η προβατίνα, η χαμένη
του μάνα. Αλλά κανείς δεν θα δει εμένα. Εγώ δεν θα είμαι εκεί.

Ο εφημέριος Θόρβαρδουρ Γιόνσον στέναξε βγαίνοντας από την


εκκλησία στον ψυχρό, υγρό αέρα του απογεύματος. Ένας μήνας
είχε περάσει από τότε που δέχτηκε την πρόταση του Μπλόνταλ
να επισκεφθεί την καταδικασμένη γυναίκα – και καθημερινά τον
βασάνιζαν οι αμφιβολίες για την απόφασή του. Κάθε πρωί ένιωθε
ανήσυχος και μπερδεμένος, σαν να ’χε μόλις ξυπνήσει από κακό
όνειρο. Ακόμα και στον καθημερινό του περίπατο ως τη μικρή εκ-
κλησίτσα του Μπρέιδαμπόλσταντουρ, όπου πήγαινε να προσευ-
χηθεί και να καθίσει για λίγη ώρα σιωπηλός και ήσυχος, το στο-
μάχι του ήταν ένα κουβάρι νεύρα και το κορμί του έτρεμε, λες και
δεν άντεχε άλλο την αγωνία του μυαλού. Το ίδιο και σήμερα. Κα-
θισμένος στο σκληρό στασίδι, κοιτάζοντας τα χέρια του, έπιασε
τον εαυτό του να εύχεται τη δικαιολογία της αρρώστιας: μακάρι
να ’ταν άρρωστος – άρρωστος βαριά· για να απαλλαγεί από την
υποχρέωση και να μην πάει στο Κορνσάου. Οι δισταγμοί του από
τη μια και η προθυμία του από την άλλη να θυσιάσει ακόμα και
την ευλογία της ίδιας της υγείας του τον τρομοκράτησαν.
Είναι αργά πια, είπε με το νου του, καθώς διέσχιζε το μάλλον
αξιοθρήνητο κηπάκι του νεκροταφείου. Έδωσες το λόγο σου στον
Θεό και στους ανθρώπους. Δεν μπορείς να κάνεις πίσω.
Παλιά, πριν πεθάνει η μητέρα του, τα δρομάκια του νεκροτα-
φείου, ανάμεσα στα μνήματα, είχαν δεξιά κι αριστερά χορτάρια,
που κάθε καλοκαίρι γέμιζαν κόκκινα μπουμπούκια. Η μητέρα

50
του έλεγε πως οι νεκροί έκαναν τα λουλούδια να ταλαντεύονται
απαλά, να χαιρετούν τους πιστούς που έρχονταν στην εκκλησία
με το τέλος του χειμώνα. Μα όταν εκείνη πέθανε, ο πατέρας του
ξερίζωσε τα χόρτα και τ’ αγριολούλουδα – κι από τότε οι τάφοι εί-
χαν μείνει σκέτες πέτρες.
Η πόρτα του μικρού σπιτιού δίπλα στην εκκλησίτσα του Μπρέι­
δαμπόλσταντουρ ήταν μισάνοιχτη. Ο Τότι μπήκε – κι η πνιχτή ζέ-
στη της κουζίνας μαζί με τη μυρωδιά του καμένου σπαρματσέτου
από το διάδρομο του ’φεραν αναγούλα.
Ο πατέρας του, σκυφτός πάνω από το κατσαρόλι που έβραζε,
τσιμπούσε κάτι με το μαχαίρι του.
«Πρέπει να πηγαίνω», είπε ο Τότι.
Ο πατέρας του σήκωσε το βλέμμα από το ψάρι που μαγείρευε
και έγνεψε συμφωνώντας.
«Με περιμένουν νωρίς τ’ απόγευμα για να γνωρίσω την οι-
κογένεια στο Κορνσάου και να είμαι εκεί, όταν… όταν θα φτά-
σει η κατάδικη».
Ο πατέρας του έσμιξε τα φρύδια. «Εντάξει, γιε μου. Πήγαινε».
Ο Τότι δίστασε. «Πιστεύεις ότι είμαι έτοιμος;»
Ο εφημέριος Γιον αναστέναξε και τράβηξε το κατσαρόλι από
το γάντζο, πάνω από τη φωτιά. «Εσύ ξέρεις καλύτερα από τον
καθένα τι έχεις μέσα στην καρδιά σου».
«Πήγα στην εκκλησία και προσευχήθηκα. Αναρωτιέμαι τι θα
’λεγε η Μάνα γι’ αυτή την ιστορία».
Ο πατέρας του Τότι ανοιγόκλεισε αργά τα μάτια του κι από-
στρεψε το βλέμμα.
«Εσύ τι λες, πατέρα;»
« Ένας άντρας πρέπει να κρατάει το λόγο του».
«Είναι, όμως, η σωστή απόφαση; Δεν… δεν θέλω να σε δυ-
σαρεστήσω».

51
«Κοίτα να ευχαριστήσεις τον Κύριο», απάντησε ο ­εφημέριος
Γιον προσπαθώντας με το μαχαίρι να τραβήξει το ψάρι του από
το βραστό νερό.
«Θα προσευχηθείς για μένα, πατέρα;»
Ο Τότι περίμενε, αλλά απάντηση δεν πήρε. Ίσως πιστεύει πως
ο ίδιος θα ήταν πιο αρμόδιος να συναντήσει μια φόνισσα, σκέ-
φτηκε. Ίσως ζηλεύει που εκείνη διάλεξε εμένα. Είδε τον πατέρα
του να γλείφει ένα κομματάκι ψάρι, που είχε μείνει κολλημένο
στη λάμα του μαχαιριού. Διάλεξε εμένα, ξανάπε ο Τότι μέσα του.
«Μη με ξυπνήσεις, όταν γυρίσεις», φώναξε ο πατέρας, καθώς
ο γιος γύριζε κι έβγαινε από το δωμάτιο.
Ο Τότι σέλωσε το άλογό του και καβάλησε. «Εμπρός, λοιπόν»,
ψιθύρισε. Έσφιξε μαλακά τα γόνατά του να βιάσει το ζώο κι έρι-
ξε μια ματιά πίσω, στο σπίτι. Η λεπτή στήλη του καπνού από την
καμινάδα της κουζίνας δεν κατάφερνε ν’ ανεβεί ψηλά: σκόρπι-
ζε στο μεσημεριανό ψιλόβροχο.
Προχωρώντας ανάμεσα στα ψηλά χορτάρια της κοιλάδας ο ιε­
ροδιάκονος εφημέριος προσπάθησε να σκεφτεί τι θα ’λεγε στη γυ-
ναίκα. Έπρεπε να της μιλήσει με ευγένεια και καλοσύνη; Ή μή-
πως με σοβαρή, αδιαπέραστη αυστηρότητα, σαν τον Μπλόνταλ;
Καβάλα στο άλογό του δοκίμασε διάφορους τόνους με τη φωνή
του, διάφορα λόγια χαιρετισμού. Ίσως έπρεπε να περιμένει να
την δει πρώτα τη γυναίκα. Άθελά του ρίγησε σύγκορμος. Μπο-
ρεί να ’ταν μια απλή παραδουλεύτρα, αλλά ήταν φόνισσα. Είχε
σκοτώσει δυο άντρες. Τους είχε σφάξει σαν να ’τανε ζώα. Τα χεί-
λια του σχημάτισαν βουβά τη λέξη. Φόνισσα. Morðingi. Την ένιω-
σε να γλιστράει, να βγαίνει από το στόμα του σαν γάλα.
Ταξιδεύοντας στη βόρεια χερσόνησο, με τη λεπτή γραμμή του
ωκεανού να σημαδεύει τον ορίζοντα, ο Τότι είδε τον ουρανό να
καθαρίζει, τα σύννεφα να φεύγουν και το γλυκό κόκκινο φως του

52
ήλιου να πλημμυρίζει το πέρασμα. Κόντευε τέλος Ιουνίου. Στά-
λες νερού γυάλιζαν στο χώμα, οι λόφοι ξεχώριζαν ρόδινοι και θα-
μποί, σκιές μεγάλες κινούνταν αργά στις πλαγιές τους, καθώς τα
σύννεφα κυλούσαν αραιά στον ουρανό από πάνω τους. Μικρά έ-
ντομα ζουζούνιζαν στον αέρα, λαμπύριζαν σαν κόκκοι σκόνης ό-
ταν έπεφταν στις αχτίνες του ήλιου. Κι η γλυκιά, υγρή μυρωδιά
του χόρτου, που ήταν σχεδόν έτοιμο για το θερισμό, αρωμάτιζε
το δροσερό αεράκι των κοιλάδων. Η ανησυχία που βασάνιζε τον
Τότι υποχώρησε και χάθηκε, ανήμπορη ν’ αντισταθεί στην ήρε-
μη χαρά της εξοχής γύρω του.
Είμαστε όλοι παιδιά του Θεού, είπε μέσα του. Αυτή η γυναί-
κα είναι εν Χριστώ αδελφή μου. Κι εγώ, ο πνευματικός αδελφός
της, πρέπει να την οδηγήσω ξανά στους κόλπους του Κυρίου. Χα-
μογέλασε κι έσφιξε τα γόνατά του στα πλευρά του αλόγου, που α-
μέσως άρχισε να τροχάζει. «Θα τη σώσω», ψιθύρισε.

53
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΥΟ

3η Μαΐου 1828
Ούντιρφελ, Βάσνταλουρ

Η κατάδικη Άγκνες Μάγκνουσντότιρ γεννήθηκε στη Φλάγκα, στην


ενορία του Ούντιρφελ, το 1795. Έλαβε την πρώτη της μετάληψη το
1809. Στο αρχείο της ενορίας του Ούντιρφελ, στο Εκκλησιαστικό Μη-
τρώο Κατηχουμένων, είναι σημειωμένο δίπλα στο όνομά της το πα-
ρακάτω σχόλιο: «Δυνατό μυαλό με καλή γνώση και κατανόηση του
χριστιανικού πνεύματος».

Αυτή είναι η καταχώρηση από το Εκκλησιαστικό Μητρώο του Ούντιρφελ.

Π. Μπγιάρνασον

55
Μ’ έβγαλαν από το δωμάτιο και μου πέρασαν ξανά αλυσίδες.
Αυτή τη φορά έστειλαν έναν νεαρό με βλογιοκομμένο δέρμα και
νευρικό χαμόγελο. Ήταν χωροφύλακας στο Χβάμουρ, γνώρισα το
πρόσωπό του. Όταν μισάνοιξε τα χείλια, είδα τα δόντια του: χα-
λασμένα, σάπιζαν μέσα στο στόμα του. Η ανάσα του βρωμούσε,
αλλά όχι χειρότερα από τη δική μου. Το ξέρω ότι ζέχνω. Η βρώμα
έχει κολλήσει πάνω μου, ανακατεμένη με τον ξεραμένο ιδρώτα,
το ξεραμένο αίμα στο δέρμα μου. Ούτε θυμάμαι πότε πλύθηκα
τελευταία φορά. Τα μαλλιά μου τα νιώθω σαν λαδωμένους σπά-
γκους. Προσπάθησα να τα κρατήσω πλεγμένα, αλλά δεν μ’ άφη-
σαν να ’χω κορδέλα. Φαντάζομαι πως στα μάτια του νεαρού μοιά-
ζω με κτήνος, με τέρας κακάσχημο. Ίσως γι’ αυτό χαμογέλασε.
Μ’ έβγαλε από το απαίσιο δωμάτιο και μας συνόδεψαν κι άλ-
λοι άντρες, καθώς με οδηγούσε στον μισοσκότεινο διάδρομο. Δεν
μιλούσαν, αλλά τους ένιωθα πίσω μου. Ένιωθα τα βλέμματά τους
σαν παγωμένα χέρια στο σβέρκο μου. Μετά από μήνες σ’ ένα δω-
μάτιο, πλημμυρισμένο μόνο από τη δική μου ξινή ανάσα και την
αποφορά του καθικιού, με οδήγησαν μέσα από τους διαδρόμους
του Στόρα Μποργκ στις λάσπες της αυλής. Κι έβρεχε.
Τι λόγια να βρω να περιγράψω πώς είναι ν’ ανασαίνει κανείς
ξανά; Ένιωσα σαν νεογέννητο μωρό. Βγήκα παραπατώντας στο
φως του κόσμου και ρούφηξα με βαθιές ανάσες τον δροσερό θα-
λασσινό αέρα. Ήταν αργά: το υγρό φιλί του μεσημεριού έπεσε βα-
ρύ στα μάγουλά μου. Η ψυχή μου άνθισε εκείνη τη μικρή στιγμή,

56
που μ’ οδήγησαν έξω από τις πόρτες. Έπεσα, η ποδιά μου γέμισε
λάσπες, κι εγώ έστρεψα το πρόσωπό μου ψηλά, λες και προσευ-
χόμουν. Θα μπορούσα να κλάψω από την ανακούφιση του φωτός.
Ένας άντρας έσκυψε και με σήκωσε από το χώμα, όπως ξερι-
ζώνει κανείς ένα αγκάθι, που πρόλαβε να πετάξει ρίζα σε μέρος
όπου δεν το θέλει κανείς. Τότε αντιλήφθηκα το μαζεμένο πλή-
θος. Στην αρχή δεν κατάλαβα γιατί στεκόντουσαν εκεί όλοι αυ-
τοί οι άνθρωποι, άντρες και γυναίκες, ακίνητοι κι αμίλητοι, και
με κοίταζαν. Μετά κατάλαβα ότι δεν κοίταζαν εμένα. Κατάλα-
βα ότι δεν έβλεπαν εμένα. Στα μάτια τους ήμουν ένα υποστατι-
κό τυλιγμένο στις φλόγες. Ήμουν δυο σκοτωμένοι άντρες. Ήμουν
ένα μαχαίρι. Ήμουν αίμα.
Δεν ήξερα τι να κάνω μπροστά σε τόσο κόσμο. Ώσπου είδα τη
Ρόζα, που στεκόταν λίγο πιο πέρα κρατώντας σφιχτά από το χέρι
τη μικρή της κόρη. Μου φάνηκε σαν λύτρωση που είδα κάποιον
γνωστό, ένα πρόσωπο που το ήξερα – κι άθελά μου χαμογέλασα.
Αλλά το χαμόγελο ήταν λάθος. Ξεκλείδωσε την οργή του πλήθους.
Οι παραδουλεύτρες έσμιξαν τα φρύδια, τα πρόσωπά τους παρα-
μορφώθηκαν κι η σιωπή έσπασε από την ξαφνική κοφτή κραυ-
γή ενός παιδιού: Fjandi! Διαβόλισσα! Ξέσκισε τον αέρα σαν έκρη-
ξη νερού, σαν πίδακας γκέιζερ. Το χαμόγελο έσβησε και χάθηκε
από το πρόσωπό μου.
Στο άκουσμα της βλαστήμιας το πλήθος σαν να ξύπνησε. Κά-
ποιος γέλασε, μια μεσόκοπη γυναίκα είπε στο παιδί να σωπάσει
και το πήρε να φύγουν. Ένας ένας ξαναμπήκαν όλοι μέσα να συ-
νεχίσουν τις δουλειές τους, ώσπου έμεινα μόνη με τους χωροφύ-
λακες στο ψιλόβροχο, όρθια, με τις κάλτσες μου κοκκαλωμένες
από την ξεραμένη βρώμα, με την καρδιά μου να καίει κάτω από
το λερό δέρμα μου. Όταν γύρισα να δω, η Ρόζα είχε φύγει.
Τώρα ταξιδεύουμε στα βόρεια της Ισλανδίας, διασχίζουμε αυ-

57
τό το νησί που λούζεται στα νερά της, που βουτάει στον ωκεανό
της. Κυνηγάμε τις σκιές μας στα βουνά.
Μ’ έχουν δέσει στη σέλα, σαν κουφάρι που το πάνε να το θά-
ψουν. Γι’ αυτούς είμαι μια γυναίκα κιόλας πεθαμένη, που ο τά-
φος της περιμένει. Τα χέρια μου είναι δεμένα μπροστά μου. Κα-
θώς προχωράμε, φριχτή πομπή, τα σίδερα χώνονται στη σάρκα
μου, που ματώνει μπροστά στα μάτια μου. Έχω μάθει να προσμέ-
νω τον πόνο πια. Μερικοί από τους φύλακες στο Στόρα Μποργκ ά-
φηναν τα σημάδια τους στο κορμί μου, έγραφαν τα όρια της βίας
τους, χρονογραφούσαν το μίσος τους εναντίον μου: μια κοψιά ε-
δώ, γρατζουνιές πιο πέρα, μελανιές που άνθιζαν σαν αστερισμοί
κάτω από το δέρμα, γαλάζιος και κίτρινος καπνός παγιδευμένος
κάτω από τη λεπτή μεμβράνη της επιδερμίδας. Κάποιοι θα τον
ήξεραν τον Νάταν, φαντάζομαι.
Αλλά τώρα με πηγαίνουν ανατολικά – κι όσο κι αν είμαι δεμένη
σαν αρνί που το πάνε για σφάξιμο, νιώθω ευγνωμοσύνη που ξανα-
γυρίζω στις κοιλάδες, όπου οι πέτρες υποχωρούν και τις σκεπάζει
το χορτάρι. Νιώθω ευγνωμοσύνη, κι ας ξέρω ότι εκεί θα πεθάνω.
Τα άλογα προχωρούν ανάμεσα στα χόρτα κι εγώ αναρωτιέμαι
πότε θα με σκοτώσουν. Αναρωτιέμαι πού θα με βάλουν, σε ποιο
κελάρι θα με χώσουν – σαν το βούτυρο, σαν το κρέας το καπνι-
στό. Σαν πεθαμένη, που πρέπει να περιμένουν να ξεπαγώσει το
χώμα για να την παραχώσουν σαν πέτρα στη γη.
Δεν μου τα λένε αυτά τα πράγματα. Μόνο με αλυσοδένουν
και με τραβολογάνε από δω κι από κει, κι εγώ σαν το ζώο πηγαί-
νω όπου με πάνε και δεν αντιστέκομαι. Γιατί αλλιώς με περιμέ-
νει το μαχαίρι. Με περιμένει το σκοινί. Με περιμένει το τέλος.
Σκύβω το κεφάλι, πηγαίνω όπου με πάνε, κι ελπίζω πως δεν με
πάνε στον τάφο. Όχι ακόμα.
Οι μύγες είναι το χειρότερο. Σέρνονται στο πρόσωπό μου, στα

58
μάτια μου. Νιώθω τα μικροσκοπικά τους ποδαράκια, τα φτερά-
κια τους να με γαργαλάνε. Τις τραβάει ο ιδρώτας. Οι χειροπέδες
αυτές είναι πολύ βαριές για μένα, δεν μπορώ να σηκώσω τα χέ-
ρια μου και να διώξω τις μύγες. Είναι χειροπέδες για άντρα, αν
και με σφίγγουν κολλημένες στο δέρμα μου.
Παρ’ όλα αυτά είναι μια παρηγοριά η κίνηση, η ζεστασιά του
αλόγου κάτω από τα πόδια μου: είναι παρηγοριά που νιώθω τη
ζωή, που δεν νιώθω μόνο το κρύο. Τόσο καιρό πέρασα μισοπαγω-
μένη, κι είναι σαν να ’χει χωθεί για τα καλά ο χειμώνας στα κόκ-
καλά μου, μέχρι το μεδούλι μέσα. Μέρες δίχως τέλος, μέρες στο
σκοτάδι και στις όλο μίσος ματιές των άλλων, φτάνουν για να πα-
γώσουν έναν άνθρωπο μέχρι το κόκκαλο. Οπότε ναι, είναι καλύ-
τερα εδώ έξω. Ακόμα και με τον αέρα γεμάτο μύγες, είναι καλύ-
τερα να πηγαίνεις κάπου παρά να σαπίζεις αργά μέσα σ’ ένα δω-
μάτιο σαν κουφάρι στο κιβούρι του.
Πάνω από το ζουζούνισμα των εντόμων και τον ρυθμικό βη-
ματισμό των αλόγων ακούω μια μακρινή βοή. Ίσως είναι ο ωκεα­
νός – ο ασταμάτητος ρόχθος των κυμάτων που σπάνε στις αμμου-
διές του Θίνγκεϊραρ. Αλλά μπορεί και να τη φαντάζομαι τη βοή.
Η θάλασσα τρυπώνει στο μυαλό μέσα. Ο Νάταν έλεγε ότι αν την
αφήσεις και χωθεί στη σκέψη σου, δεν σ’ αφήνει ποτέ πια. Σαν
τη γυναίκα, έλεγε. Η θάλασσα είναι γκρινιάρα.
Ήταν την πρώτη άνοιξη στο Ιλουγκάσταντιρ. Το φως είχε έρθει
σαν κυνηγημένο αγρίμι, τρεμάμενο, με μάτια ορθάνοιχτα. Η θά-
λασσα ήταν άδεια, άγραφο χαρτί – ο Νάταν έσπρωχνε τη βάρκα
πάνω στο ασημένιο της δέρμα, έμπηγε τα κουπιά στο κορμί της.
« Ήσυχα, σαν σ’ εκκλησία», είπε χαμογελώντας καθώς σήκω-
νε με τα χέρια του το βάρος του νερού. Άκουγα τον τριγμό του ξύ-
λου και τον ψιθυριστό θυμό των κουπιών, καθώς χτυπούσαν την
επιφάνεια της θάλασσας. «Να είσαι φρόνιμη, τώρα που φεύγω».

59
Να μην τον σκέφτομαι.
Πόσο δρόμο έχουμε κάνει; Μια ώρα είναι που προχωράμε;
Δύο; Ο χρόνος κυλάει σαν το λάδι. Αλλά δεν μπορεί να ’ναι πάνω
από δυο ώρες. Αυτά τα μέρη τα ξέρω. Ξέρω πως τώρα τραβάμε
νότια, προς το Βάσνταλουρ ίσως. Παράξενο, η καρδιά μου σκιρ-
τάει στο στήθος μου. Πόσος καιρός έχει περάσει από την τελευ-
ταία φορά που είδα αυτόν τον τόπο; Λίγα χρόνια; Πολλά; Τίπο-
τα δεν έχει αλλάξει.
Είμαι κοντά στον τόπο μου. Όσο πιο κοντά μπορώ να βρεθώ
τώρα πια.
Περνάμε ανάμεσα από τους παράξενους λόφους στην είσοδο της
κοιλάδας, ακούω τα κοράκια να κράζουν. Μαύροι λεκέδες στο λα-
μπερό γαλάζιο του ουρανού σαν κακοί οιωνοί. Όλες εκείνες τις νύ-
χτες στο Στόρα Μποργκ, σ’ εκείνο το άθλιο, υγρό κρεβάτι, φαντα-
ζόμουν πως ήμουν έξω, πως τάιζα τα κοράκια στη Φλάγκα. Σκλη-
ρά πουλιά τα κοράκια, αλλά σοφά. Και τα πλάσματα πρέπει κανείς
να τ’ αγαπάει για τη σοφία τους, όταν δεν μπορεί να τ’ αγαπήσει
για την καλοσύνη τους. Παιδί τα παρακολουθούσα που μαζεύονταν
στη σκεπή της εκκλησίας, στο Ούντιρφελ, ελπίζοντας να μάθω έτσι
ποιος θα πέθαινε. Καθόμουν στο τοιχάκι και περίμενα να δω ποιο
θα τινάξει πρώτο τα φτερά του, να δω πού θα γυρίσει το ράμφος
του. Μια φορά έγινε. Ένα κοράκι κούρνιασε στο ξύλινο αέτωμα και
έστριψε το ράμφος του προς τη μεριά του υποστατικού στο Μπά-
κι. Πριν βγει η βδομάδα, ένα αγοράκι από κει πνίγηκε. Το βρήκαν
πρησμένο και γκρίζο λίγο παρακάτω στο ποτάμι. Το κοράκι ήξερε.
Η Σίγκα δεν είχε ιδέα από εφιάλτες και φαντάσματα. Μια
βραδιά πλέκαμε παρέα στο Ιλουγκάσταντιρ κι ακούσαμε ένα κο-
ράκι να κράζει από τη μεριά της θάλασσας. Η στριγκιά φωνή του
έκανε το αίμα να παγώσει στις φλέβες μας. Τη συμβούλεψα να
μην απαντάει ποτέ, να μην ταΐζει ποτέ τα κοράκια τη νύχτα. Τα

60
πουλιά που τ’ ακούς να κρώζουν στο σκοτάδι, δεν είναι πουλιά,
είναι στοιχειά, της είπα. Και μόλις σε δουν, σε σκοτώνουν. Την
τρόμαξα, είμαι σίγουρη. Αλλιώς δεν θα ’λεγε όσα είπε αργότερα.
Αναρωτιέμαι πού να ’ναι τώρα η Σίγκα. Γιατί αρνήθηκαν να
την κρατήσουν στο Στόρα Μποργκ μαζί με μένα. Την πήραν ένα
πρωί που μ’ είχαν στα σίδερα. Και δεν μου είπαν πού την πήγαν,
παρόλο που ρώτησα πολλές φορές. «Μακριά από σένα», ήταν η
απάντηση. «Κι αυτό φτάνει».
«Άγκνες Μάγκνουσντότιρ!»
Το βλέμμα του άντρα, που ήρθε καβάλα δίπλα μου, είναι σκληρό.
«Άγκνες Μάγκνουσντότιρ. Ως την ημέρα της εκτέλεσής σου
θα μείνεις υπό περιορισμό στο υποστατικό Κορνσάου». Διαβάζει
κάτι. Το βλέμμα του ξεφεύγει στα γάντια του. « Έχεις διαπράξει
έγκλημα και το δικαστήριο αυτής της χώρας σ’ έχει κρίνει ένοχη
και σ’ έχει καταδικάσει. Δεν έχεις πια δικαίωμα στην ελευθερία».
Διπλώνει το χαρτί και το βάζει στο γάντι του. «Και μην έχεις τέ-
τοια μούτρα. Είναι καλοί κι ευγενικοί άνθρωποι στο Κορνσάου».
Μάλιστα, κύριε. Ορίστε το χαμόγελο. Είναι καλό; Βλέπεις τα
χείλια μου που μισανοίγουν; Βλέπεις τα δόντια μου;
Προσπερνάει τη φοράδα μου. Η πλάτη της πουκαμίσας του
είναι ιδρωμένη. Επίτηδες το έκαναν; Απ’ όλα τα μέρη στο Κορν­
σάου βρήκαν να με πάνε;
Χτες, που ήμουν κλεισμένη στο κελί στο Στόρα Μποργκ, το
Κορνσάου θα μου φαινότανε παράδεισος. Ο τόπος όπου ήμουν
παιδί, το ποτάμι, το καταπράσινο χορτάρι, οι σωροί της κοπριάς
που άχνιζαν την άνοιξη. Τώρα, όμως, καταλαβαίνω πως θα ’ναι
ταπείνωση. Οι άνθρωποι στην κοιλάδα με ξέρουν. Κάποιοι θα με
θυμούνται όπως ήμουν – μωρό, παιδί, κοπέλα που έτρεχε από υ-
ποστατικό σε υποστατικό. Μα η σκέψη των φόνων θα διώξει αυτή
τη θύμηση από το μυαλό τους. Το παιδί, η κοπέλα εκείνη θα ξεχα-

61
στεί. Δεν αντέχω να κοιτάξω γύρω. Κοιτάζω τη χαίτη της φορά-
δας, κοιτάζω τις ψείρες που κόβουν βόλτες ανάμεσα στις τρίχες,
και δεν ξέρω αν είναι από τη φοράδα ή από μένα.

Ο εφημέριος Τότι έσκυψε για να βγει από τη χαμηλή πόρτα και μι-
σόκλεισε τα μάτια κόντρα στο ρόδινο φως του νυχτερινού ήλιου.
Κάτω από το πιο βορινό χωράφι του υποστατικού είδε άλογα να
’ρχονται. Έψαξε ανάμεσα στους καβαλάρηδες για τη γυναίκα.
Στη χρυσή πλημμύρα των σπαρτών γύρω τους οι φιγούρες τους
έμοιαζαν μικρές και μαύρες.
Η Μαργκρέτ βγήκε στο κατώφλι και στάθηκε πίσω του.
«Ελπίζω ν’ αφήσουν μερικούς άντρες, να ’μαστε σίγουροι πως
δεν θα μας σφάξει στον ύπνο μας».
Ο Τότι γύρισε και κοίταξε το σκληρό πρόσωπο της Μαργκρέτ.
Μισόκλεινε κι αυτή τα μάτια για να δει καλύτερα. Το μέτωπό της
ήταν όλο ζάρες. Τα γκρίζα μαλλιά της ήταν τραβηγμένα σε δυο
σφιχτές κοτσίδες, δεμένες κότσο. Φορούσε το καλύτερο σκουφά-
κι της. Ο Τότι πρόσεξε ότι είχε αλλάξει, είχε βγάλει τη βρώμικη
ποδιά που φορούσε όταν έφτασε ο ίδιος λίγες ώρες νωρίτερα, κι
είχε φορέσει καθαρή.
«Θα έρθουν και οι κόρες σου να περιμένουν εδώ, μαζί μας;»
«Είναι πολύ κουρασμένες. Δεν μπορούν να σταθούν όρθιες.
Τις έστειλα για ύπνο. Δεν καταλαβαίνω γιατί έπρεπε να τη φέ-
ρουν μέσα στη νύχτα τη φόνισσα».
«Για να μην ενοχλήσουν τους γείτονες», της απάντησε με δια­
κριτικότητα.
Η Μαργκρέτ δάγκωσε το κάτω χείλι της και τα μάγουλά της
ρόδισαν ελαφρά.

62
«Δεν μ’ αρέσει να μοιράζομαι το σπίτι μου με τα παιδιά του
Διαβόλου», είπε, χαμηλώνοντας τη φωνή της, ώσπου έγινε ψίθυ-
ρος. «Εφημέριε Τότι, πρέπει να το πούμε ότι δεν τη θέλουμε ε-
δώ. Να την πάνε σε κάποιο νησί, αν δεν μπορούν να την κρατή-
σουν στο Στόρα Μποργκ».
«Πρέπει όλοι να κάνουμε το καθήκον μας», μουρμούρισε ο Τό-
τι, παρακολουθώντας την ομάδα των καβαλάρηδων να στρίβει
και ν’ ανεβαίνει προς το υποστατικό. Από το τσεπάκι του έβγαλε
μια κοκκάλινη ταμπακιέρα, την άνοιξε και πήρε μια μικρή πρέ-
ζα καπνό. Τη στήριξε με προσοχή στο κύρτωμα του αριστερού του
αντίχειρα, έσκυψε και τη ρούφηξε από τη μύτη.
Η Μαργκρέτ έβηξε κι έφτυσε στη γη. «Όσο κι αν είμαστε στρι-
μωγμένοι τη νύχτα εδώ μέσα, εφημέριε Τότι… Εσύ είσαι άντρας,
ένας νέος άντρας, ναι. Αλλά είσαι άνθρωπος του Θεού. Δεν νο-
μίζω πως θα σε σκοτώσει εσένα. Εμάς, όμως; Τις κόρες μου; Χρι-
στέ και Κύριε, δεν θα μπορώ να κλείσω μάτι…»
«Θ’ αφήσουν έναν χωροφύλακα», είπε ο Τότι παρακολουθώ-
ντας έναν από τους καβαλάρηδες που, κεντώντας το άλογό του
να τροχάσει, πλησίαζε πρώτος προς το μέρος τους.
«Πρέπει ν’ αφήσουν κάποιον. Αλλιώς θα την γυρίσω πίσω περ-
πατώντας στο Στόρα Μποργκ εγώ η ίδια».
Η Μαργκρέτ έδεσε τα χέρια της μπροστά στο στομάχι της και
γύρισε το βλέμμα σ’ ένα σμάρι κοράκια που πετούσαν βουβά πά-
νω από την κορυφογραμμή του Βάσνταλφγιαλ. Έμοιαζαν με νι-
φάδες στάχτης που πετούσαν στον ουρανό.
«Είσαι άνθρωπος των παραδόσεων, εφημέριε Τότι;» ρώτησε
η Μαργκρέτ.
Ο Τότι γύρισε προς το μέρος της, πριν απαντήσει. «Αν οι πα-
ραδόσεις είναι ευγενικές και χριστιανικές».
«Ξέρεις πώς το λέει ο λαός το σμάρι τα κοράκια;»

63
Ο Τότι κούνησε αρνητικά το κεφάλι του.
«Συνωμοσία, εφημέριε. Συνωμοσία το λέει». Η Μαργκρέτ ανα-
σήκωσε το φρύδι της, προκαλώντας τον να της φέρει αντίρρηση.
Ο Τότι παρακολούθησε τα κοράκια να κάθονται στη σκεπή
του στάβλου. «Αλήθεια, κυρα-Μαργκρέτ; Νόμιζα ότι το λέει κα-
κία. Απάνθρωπη κακία».
Πριν προλάβει η Μαργκρέτ να του απαντήσει, ο καβαλάρης
που είχε βγει μπροστά από τους άλλους έφτασε στην αυλή.
«Komið pið sœl og blessuð», φώναξε.
«Drottin blessi yður. – Να σ’ ευλογεί ο Κύριος», απάντησαν με μια
φωνή. Η Μαργκρέτ και ο Τότι περίμεναν να ξεπεζέψει ο άντρας,
πριν τον πλησιάσουν. Αντάλλαξαν τον εθιμοτυπικό ασπασμό. Ο
άντρας ήταν ιδρωμένος, ποτισμένος στη μυρωδιά του αλόγου.
«Την έχουμε μαζί μας», είπε με κομμένη την ανάσα. «Είναι
κουρασμένη από το ταξίδι, θα δείτε». Σταμάτησε, πάλι, να βγά-
λει το καπέλο του και να περάσει το χέρι του στα ιδρωμένα μαλ-
λιά του. «Δεν νομίζω πως θα σας δημιουργήσει πρόβλημα».
Η Μαργκρέτ ξεφύσηξε περιφρονητικά.
Ο άντρας χαμογέλασε ψυχρά. « Έχουμε διαταγές να μείνουμε
απόψε εδώ, να προσέχουμε. Θα βολευτούμε έξω, στο χωράφι».
Η Μαργκρέτ έγνεψε καταφατικά το κεφάλι, συμφωνώντας
με ύφος σοβαρό. «Προσέξτε να μην πατήσετε το χορτάρι. Θέλε-
τε λίγο γάλα; Κριθάρι; Νερό;»
«Ευχαριστούμε», απάντησε ο άντρας. «Θα σας την ξεπληρώ-
σουμε την καλοσύνη σας».
«Δεν χρειάζεται». Η Μαργκρέτ έσφιξε τα χείλη της. «Φροντίστε
μόνο να μην πλησιάσει η σκύλα τα μαχαίρια στην κουζίνα μου».
Ο άντρας χασκογέλασε και στράφηκε ν’ ακολουθήσει τη Μαρ-
γκρέτ στο εσωτερικό του σπιτιού. Ο Τότι τον έπιασε από τον α-
γκώνα, καθώς περνούσε δίπλα του.

64
«Η φυλακισμένη ζήτησε να της μιλήσω. Πού είναι;»
Ο άντρας του ’δειξε το άλογο που στεκόταν πιο μακριά απ’ ό-
λα. «Είναι αυτή με την κοφτερή γλώσσα. Η μικρότερη έμεινε στο
Μιντχόουπ. Περιμένει, λένε, μήπως της δώσουν χάρη».
«Χάρη; Νόμιζα ότι τους καταδίκασαν και τους τρεις».
«Ναι. Αλλά υπάρχουν πολλοί στο Βάτνσνες που ελπίζουν ότι
η Σίγκα θα πάρει χάρη από τον Βασιλέα. Είναι πολύ νέα και πολύ
γλυκιά για να πεθάνει». Ο άντρας μόρφασε. «Όχι σαν ετούτη ε-
δώ. Ετούτη γίνεται στρίγκλα σωστή, όταν το θέλει».
«Και δεν περιμένει χάρη;»
Ο άντρας γέλασε. «Δεν νομίζω πως έχει ελπίδες. Ο Μπλό-
νταλ υποστηρίζει την αίτηση της μικρής. Λένε ότι του θυμίζει τη
γυναίκα του. Ενώ αυτή εδώ… Ο Μπλόνταλ θέλει να την τιμωρή-
σει παραδειγματικά».
Ο Τότι κοίταξε τα άλογα που είχαν σταματήσει στην άκρη του
χωραφιού. Οι άντρες ξεπέζευαν ένας ένας και ξεφόρτωναν τα
ζώα τους. Μια φιγούρα μόνο έμεινε καβάλα στο άλογο. Έσκυψε
πιο κοντά στον άντρα.
«Το μικρό της όνομα; Πώς να την…;»
«Άγκνες», τον έκοψε ο άντρας. «Άγκνες τη λένε».

Φτάσαμε. Οι άντρες από το Στόρα Μποργκ ξεπεζέψανε έξω από το


υποστατικό του Κορνσάου. Δυο άνθρωποι περιμένουν έξω από το
σπίτι, μια γυναίκα κι ένας άντρας. Ο καβαλάρης, που μου ανακοί-
νωσε τι θα μου συμβεί, πηγαίνει προς το μέρος τους. Κανείς δεν
έρχεται να με λύσει. Ίσως με ξέχασαν. Η γυναίκα σκύβει το κεφάλι
να ξαναμπεί στο σπίτι. Βήχει και φτύνει σαν γριά. Ο άντρας μένει,
κάτι ακόμα έχει να πει με τον αξιωματικό από το Στόρα Μποργκ.

65
Στ’ αριστερά μου γέλια – δυο χωροφύλακες κατουράνε στο χώ-
μα. Το μυρίζω στον ζεστό αέρα. Και, όπως πάντα, κανείς δεν σκέ-
φτηκε ότι δεν έφαγα μπουκιά, δεν ήπια γουλιά νερό όλη μέρα.
Τα χείλια μου έχουν σκάσει, με καίνε σαν προσάναμμα. Νιώθω
όπως όταν ήμουνα παιδί και πεινούσα· λες και τα κόκκαλά μου έ-
χουν μεγαλώσει και δεν χωράνε στο κορμί μου· λες κι ο σκελετός
μου θα τρυπήσει το δέρμα και θα βγει από μέσα μου. Το αίμα μου
έχει σταματήσει, οι μέρες μου κόπηκαν, δεν είμαι πια γυναίκα.
Ένας άντρας περπατάει προς το μέρος μου με μεγάλα γρήγο-
ρα βήματα. Δεν τον κοιτάζω.
«Γεια σου, Άγκνες. Είμαι ο… εφημέριος Θόρβαρδουρ Γιόνσον.
Ο ιεροδιάκονος εφημέριος από το Μπρέιδαμπόλσταντουρ στο Βέ-
στουρχοπ». Είναι λαχανιασμένος.
Δεν σηκώνω το βλέμμα. Η φωνή του δεν έχει αλλάξει. Είναι
η ίδια.
Βήχει, μετά σκύβει να με χαιρετίσει με το εθιμοτυπικό φιλί,
αλλά διστάζει, κάνει ένα βήμα πίσω, σκοντάφτει σε μια βατου-
λιά, παραλίγο να πέσει. Σίγουρα του μύρισε το ξεραμένο κάτου-
ρο στις κάλτσες μου.
«Με ζήτησες;» Ο τόνος της φωνής του είναι αβέβαιος.
Σηκώνω τα μάτια.
Δεν μ’ αναγνωρίζει. Δεν ξέρω αν αυτό μ’ ανακουφίζει ή μ’ α-
πογοητεύει. Τα μαλλιά του είναι ακόμα κόκκινα, κόκκινα σαν τον
ήλιο του μεσονυχτίου. Σαν να ’χουν ρουφήξει το φως, όπως το ύ-
φασμα ρουφάει την μπογιά. Αλλά το πρόσωπό του δείχνει την η-
λικία του. Είναι πιο αδύνατο.
«Με ζήτησες;» ρωτάει ξανά. Όταν τον κοιτάζω στα μάτια, α-
ποστρέφει το βλέμμα του, μετά σκουπίζει νευρικά τον ιδρώτα α-
πό το πανωχείλι του, αφήνοντας στο δέρμα σκόρπιους μαύρους
κόκκους. Ταμπάκο; Δεν θέλει που είναι εδώ.

66
Η γλώσσα μου είναι πρησμένη, δεν μπορεί να σαλέψει μέσα
στο στόμα μου, να σχηματίσει λέξεις. Έτσι κι αλλιώς, τι θα του
­’λεγα εδώ που έχουν φτάσει τα πράγματα; Πασπατεύω τις χει-
ροπέδες στους καρπούς μου, το σίδερο μ’ έχει πληγιάσει, το αί-
μα σκάει φουσκαλίτσες στο δέρμα μου. Το βλέπει.
«Λοιπόν, θα πρέπει… Χαίρομαι που σε συνάντησα, αλλά… εί-
ναι αργά. Κι εσύ θα είσαι… εεε, θα ξανάρθω σύντομα». Υποκλί-
νεται αδέξια, μετά γυρίζει την πλάτη και φεύγει, παραπατώντας
από τη βιασύνη του. Φεύγει, πριν προλάβω να του πω ότι κατα-
λαβαίνω. Σκουπίζω το αίμα στο χέρι μου, καθώς τον βλέπω να πη-
γαίνει προς το άλογό του.
Τώρα είμαι μόνη. Κοιτάζω τα κοράκια κι ακούω τα άλογα που
τρώνε.

Όταν έφαγαν οι άντρες από το Στόρα Μποργκ και βολεύτηκαν


στ’ αντίσκηνά τους για τη νύχτα, η Μαργκρέτ μάζεψε τις βρώμι-
κες ξύλινες γαβάθες και μπήκε ξανά στο σπίτι. Τράβηξε τις κου-
βέρτες σκεπάζοντας καλύτερα τις κοιμισμένες κόρες της κι έκα-
νε αργά το γύρο της μικρής κάμαρας, σκύβοντας να μαζέψει πε-
σμένα άχυρα από το πάτωμα, τούφες ξερό χόρτο που είχαν πέσει
απ’ την τύρφη ανάμεσα στα δοκάρια. Τη στενοχωρούσε η βρωμιά
μέσα στο σπίτι. Οι τοίχοι ήταν κάποτε ντυμένοι με ξύλο από τη
Νορβηγία. Αλλά ο Γιον το ’χε ξηλώσει για να πληρώσει ένα χρέος
σε κάποιο χωρικό στην άλλη μεριά της κοιλάδας. Τώρα οι τοίχοι
ήταν γυμνοί, πασπάλιζαν με χώμα και με χόρτα ξερά τα κρεβά-
τια τους το καλοκαίρι, μάζευαν υγρασία και παγωνιά το χειμώ-
να, ξερνώντας μούχλα που έσταζε στις μάλλινες κουβέρτες και
στα πνευμόνια των ανθρώπων. Το σπίτι είχε αρχίσει να διαλύε-

67
ται – κι όσοι έμεναν σ’ αυτό κατέρρεαν μαζί του: πέρυσι δυο από
τους εργάτες είχαν αρρωστήσει κι είχαν πεθάνει από την υγρασία.
Η Μαργκρέτ σκέφτηκε τον δικό της βήχα κι άθελά της έφε-
ρε το χέρι στο στόμα. Από τότε που τους έφερε τα μαντάτα ο Νο-
μαρχιακός Επίτροπος, τα πνευμόνια της έβγαζαν φλέγματα με
ανησυχητικό ρυθμό. Σηκωνόταν κάθε πρωί μ’ ένα βάρος στο στή-
θος. Η Μαργκρέτ δεν ήξερε αν ήταν η αγωνία της για τον ερχομό
της φόνισσας, ή τα φλέγματα που είχαν μαζευτεί όλη νύχτα στα
πνευμόνια της. Μα ό,τι κι αν ήταν, την έκανε να σκέφτεται τον
θάνατο. Όλα γκρεμίζονται, σκέφτηκε.
Ένας από τους άντρες είχε πάει να φέρει την Άγκνες από κει
που την είχαν αφήσει δεμένη με τ’ άλογα. Η Μαργκρέτ την είχε
δει μόνο από μακριά τη γυναίκα, όταν βγήκε από το μισοσκότει-
νο σπίτι για να δώσει στους άντρες το βραδινό τους – μια φιγού-
ρα μπλε, λίγο θαμπή, ένας λεκές στη ράχη του αλόγου. Τώρα η
καρδιά της χτυπούσε. Τώρα η φόνισσα θα πλησίαζε, θα στεκόταν
μπροστά της. Θα έβλεπε το πρόσωπο της γυναίκας. Θα ένιωθε
τη ζεστασιά της μέσα στη στενάχωρη κάμαρα. Τι έπρεπε να κά-
νει; Πώς να φερθεί σε μια τέτοια γυναίκα;
Μακάρι να ’ταν εδώ ο Γιον, σκέφτηκε. Θα μου έλεγε τι να της
πω. Μόνο ένας άντρας, ένας καλός σωστός άντρας ξέρει πώς να
φερθεί σε μια γυναίκα που έστρωσε το κρεβάτι της στ’ αγκάθια
και στις πέτρες.
Η Μαργκρέτ κάθισε κι αφηρημένα έτριψε το χόρτο που ακού-
μπησε στο χέρι της. Τους εργάτες τους κουμαντάριζε. Τέσσερις
σχεδόν δεκαετίες έφερνε βόλτα εργάτες και παραδουλεύτρες στο
νοικοκυριό του αντρός της. Κι όμως: τώρα την έσφιγγε η αβεβαιό­
τητα, την έκοβε η ανησυχία. Αυτή η γυναίκα, η Άγκνες, δεν ή-
ταν παραδουλεύτρα. Δεν ήταν επισκέπτρια. Δεν ήταν ζητιάνα.
Δεν της άξιζε συμπόνια κι ελεημοσύνη. Ήταν, όμως, καταδικα-

68
σμένη σε θάνατο. Η Μαργκρέτ ανατρίχιασε. Το φως της λάμπας
έστελνε τη σκιά της στα σανίδια του πατώματος.
Υπόκωφα έφτασαν στ’ αυτιά της τα βήματα από την είσοδο.
Η Μαργκρέτ σηκώθηκε αμέσως, αφήνοντας το χορτάρι που κρα-
τούσε στις χούφτες της να πέσει κάτω. Η φωνή του αξιωματικού
ακούστηκε από το μισοσκόταδο του διαδρόμου.
«Κυρα-Μαργκρέτ; Έχω τη φυλακισμένη. Να μπούμε;»
Η Μαργκρέτ πήρε βαθιά ανάσα και ίσιωσε τους ώμους της.
«Από δω», πρόσταξε.
Ο αξιωματικός μπήκε πρώτος στην κάμαρα χαμογελώντας στη
Μαργκρέτ, που στεκόταν αλύγιστη, με τα χέρια της δεμένα στην
ποδιά της. Άθελά της γύρισε προς τα κει όπου κοιμούνταν οι κό-
ρες της και αισθάνθηκε το σφυγμό στο λαιμό της.
Για μια στιγμή δεν ακούστηκε τίποτα. Ο αξιωματικός ανοιγό-
κλεισε δυο-τρεις φορές τα μάτια να συνηθίσει το μισοσκόταδο,
κι ύστερα, απότομα, τράβηξε την κατάδικη μέσα στο δωμάτιο.
Η Μαργκρέτ δεν ήταν έτοιμη για τη βρώμα και το χάλι της γυ-
ναίκας. Η φόνισσα φορούσε κάτι που έμοιαζε με το απλό μάλλινο
ρούχο που συνήθιζαν οι παραδουλεύτρες· αλλά τόσο λερωμένο,
τόσο άσχημα λεκιασμένο, που το αρχικό του γαλάζιο χρώμα δεν
φαινόταν καν κάτω από τις καφετιές κηλίδες που απλώνονταν
γύρω από τις μασχάλες και το λαιμό. Μια παχιά στρώση κολλημέ-
νης ξερής λάσπης το ’κανε να κρέμεται αλλόκοτα πάνω στο κορ-
μί της γυναίκας. Οι ξεθωριασμένες μπλε κάλτσες της ήταν μού-
σκεμα, πεσμένες στους αστραγάλους της. Η μια, σκισμένη, ά-
φηνε να φαίνεται από μέσα μια λωρίδα χλωμής επιδερμίδας. Τα
παπούτσια της, από δέρμα φώκιας μάλλον, είχαν ξηλωθεί στις
ραφές, αλλά ήταν τόσο λασπωμένα που δεν μπορούσε κανείς να
δει πόσο στ’ αλήθεια είχαν χαλάσει. Στα μαλλιά της, σκέτη τζίβα
από τη λέρα, δεν φορούσε σκουφάκι. Κρέμονταν σε δυο χοντρές

69
σκούρες κοτσίδες στην πλάτη της. Κάμποσες τούφες είχαν ξεφύ-
γει και κολλούσαν στο λαιμό της. Έμοιαζε σαν να την είχαν σύρει
όλο το δρόμο από το Στόρα Μποργκ, σκέφτηκε η Μαργκρέτ. Το
πρόσωπό της δεν φαινόταν· κοίταζε το πάτωμα.
«Κοίταξέ με».
Η Άγκνες σήκωσε αργά το κεφάλι της. Η Μαργκρέτ βόγκηξε
βλέποντας το ξεραμένο αίμα γύρω από το στόμα της γυναίκας –
τις γραμμές της βρώμας στο μέτωπό της. Μια κίτρινη μελανιά α-
πλωνόταν από το σαγόνι της ως το πλάι του λαιμού της. Τα μάτια
της Άγκνες πετάρισαν από το πάτωμα να συναντήσουν τα δικά
της. Και η Μαργκρέτ ένιωσε παγιδευμένη από τη δύναμή τους:
η βρωμιά στο πρόσωπό της τα ’κανε να φαντάζουν λαμπερά, φω-
τεινά. Η Μαργκρέτ γύρισε στον χωροφύλακα.
«Αυτή η γυναίκα έχει φάει ξύλο». Ο άντρας έψαξε τα μάτια
της Μαργκρέτ να βρει διασκέδαση και ικανοποίηση. Μη βρίσκο-
ντας, χαμήλωσε το βλέμμα του. «Πού είναι τα πράγματά της;»
«Μόνο τα ρούχα που φοράει έχει», είπε ο χωροφύλακας. «Οι
υποταχτικοί του Μπλόνταλ στο Στόρα Μποργκ πήραν ό,τι είχε και
δεν είχε. Για τα έξοδά της».
Νιώθοντας ένα ξαφνικό κύμα θυμού να σέρνεται καυτό μέ-
σα της, η Μαργκρέτ έδειξε τους σιδερένιους κρίκους στα χέρια
της γυναίκας.
«Και πρέπει να την έχετε δεμένη έτσι, σαν αρνί που το πάνε
για σφάξιμο;» τον ρώτησε.
Ο άντρας ανασήκωσε τους ώμους και ψάχτηκε για το κλειδί.
Με δυο-τρεις σβέλτες στροφές ελευθέρωσε την Άγκνες από τις
χειροπέδες της. Τα χέρια της έπεσαν στα πλευρά της.
«Μπορείς να φύγεις τώρα», είπε η Μαργκρέτ στον χωροφύ-
λακα. « Ένας από σας θα έρθει μέσα, όταν πέσω για ύπνο. Αλλά
τώρα θέλω να μείνω λίγο μόνη μαζί της».

70
Ο άντρας γούρλωσε τα μάτια. «Είστε σίγουρη;» ρώτησε. «Εί-
ναι επικίνδυνο».
«Όπως είπα, θα σε ειδοποιήσω, όταν είναι να πέσω για ύ-
πνο. Περίμενε έξω από την πόρτα και θα σε φωνάξω, αν χρεια-
στώ τίποτα».
Ο χωροφύλακας δίστασε, μετά κούνησε καταφατικά το κεφά-
λι, σήκωσε το χέρι του χαιρετώντας και βγήκε. Η Μαργκρέτ γύ-
ρισε στην Άγκνες που στεκόταν ακίνητη στη μέση της κάμαρας.
«Εσύ», είπε, «έλα μαζί μου».
Η Μαργκρέτ δεν ήθελε να την ακουμπήσει τη γυναίκα. Αλ-
λά το μισοσκόταδο μέσα στο σπίτι την ανάγκασε να πιάσει την
Άγκνες από το μπράτσο για να την οδηγήσει. Ένιωσε το κόκκαλο
του χεριού της, μάντεψε τα ξεραμένα αίματα στον καρπό της. Η
γυναίκα μύριζε ξινό κάτουρο.
«Από δω». Η Μαργκρέτ προχώρησε αργά προς την κουζίνα,
σκύβοντας το κεφάλι για να περάσει από τη χαμηλή πορτούλα.
Το μόνο φως ήταν η θράκα στην πέτρινη πυροστιά και το μι-
κρό άνοιγμα στη σκεπή, που είχαν για καμινάδα. Έμπαινε από
κει μια σταλιά αδύναμο χλωμό φως, που φώτιζε το πατημένο χώ-
μα καταγής και τον στεκάμενο καπνό μέσα στο δωμάτιο. Η Μαρ-
γκρέτ έμπασε μέσα την Άγκνες, ύστερα γύρισε και την κοίταξε.
«Βγάλε τα ρούχα σου. Πρέπει να πλυθείς, αν είναι να κοιμη-
θείς στα στρωσίδια μου. Δεν θέλω να μας φέρεις κι άλλες ψείρες,
φτάνουν όσες ήδη έχουμε εδώ μέσα».
Το πρόσωπο της Άγκνες ήταν ανέκφραστο. «Πού είναι το νε-
ρό;» ρώτησε βραχνά.
Η Μαργκρέτ δίστασε, ύστερα πήγε στο μεγάλο τσουκάλι, που
ήταν ακουμπισμένο στα κάρβουνα. Έβαλε το χέρι της μέσα και
τράβηξε τα πιατικά που ήταν αφημένα στο νερό να μουλιάσουν.
Μετά το σήκωσε και τ’ ακούμπησε κατάχαμα.

71
«Εδώ», είπε. «Κι είναι ζεστό. Κάνε γρήγορα, είναι περασμέ-
να μεσάνυχτα».
Η Άγκνες κοίταξε το τσουκάλι κι ύστερα, ξαφνικά, έπεσε στα
γόνατα. Στην αρχή η Μαργκρέτ νόμισε πως η γυναίκα είχε λιπο-
θυμήσει. Μα γρήγορα κατάλαβε το λάθος της. Είδε την Άγκνες
να σκύβει το κεφάλι στο χείλος του καζανιού και να φέρνει με τη
χούφτα το λερωμένο νερό στο στόμα της, ρουφώντας και κατα-
πίνοντας με τη λαιμαργία των διψασμένων ζωντανών στην ποτί-
στρα. Νερά κύλησαν στο σαγόνι και στο λαιμό της, έσταξαν στις
λερωμένες πτυχές του ρούχου της. Χωρίς να σκεφτεί, η Μαργκρέτ
έσκυψε και έσπρωξε πίσω το κεφάλι της Άγκνες.
Η γυναίκα έπεσε προς τα πίσω, στους αγκώνες της. Μια κραυ-
γή ξέφυγε από τα χείλη της. Η καρδιά της Μαργκρέτ σφίχτηκε στο
άκουσμά της. Τα μάτια της Άγκνες ήταν μισόκλειστα, το στόμα
της ανοιχτό. Θύμισε στη Μαργκρέτ τους ανθρώπους που τρελαί-
νονται από το πιοτό, ή από τα βάσανα, ή από τη λύπη και τη δυ-
στυχία των απανωτών θανάτων σ’ ένα σπιτικό.
Η Άγκνες βόγκηξε κι έτριψε με τη ράχη του χεριού της το στό-
μα της, ύστερα σκούπισε τα δάχτυλά της στο φουστάνι της. Στη-
ρίχτηκε στο πάτωμα για να μπορέσει να σηκωθεί.
«Διψάω».
Η Μαργκρέτ κούνησε το κεφάλι της. Η καρδιά της ακόμα χτυ-
πούσε δυνατά στο στήθος της. Κατάπιε με δυσκολία.
«Την επόμενη φορά να ζητήσεις κύπελλο», είπε.

Όταν ο εφημέριος Τότι έφτασε στο πατρικό του, δίπλα στην εκ-
κλησία του Μπρέιδαμπόλσταντουρ, ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα.
Είχε γυρίσει καλπάζοντας από το Κορνσάου, χώνοντας τις φτέρ-

72
νες του στα πλευρά του αλόγου, καθώς ο αέρας τον χτυπούσε κα-
ταπρόσωπο αναψοκοκκινίζοντας τα μάγουλά του.
Τραβώντας τα γκέμια ανάγκασε το ζώο να σταθεί έξω από την
αυλόπορτα. Αφρισμένα σάλια έσταζαν από το μουσούδι του. Ξε-
πέζεψε με πόδια που έτρεμαν. Φυσούσε κι ο αέρας τρύπωσε κά-
τω από τα ρούχα του. Ένιωσε το ιδρωμένο δέρμα του να κρυώνει,
ανατρίχιασε. Το σαγόνι του ήταν σφιγμένο. Με τρεμάμενα χέρια
έδεσε το άλογο σ’ έναν πάσσαλο, δίπλα στην πόρτα.
Βαριά σύννεφα είχαν έρθει από τη θάλασσα και το φως έσβη-
νε γοργά, παρόλο που δεν είχε περάσει πολύς καιρός από το θε-
ρινό ηλιοστάσιο. Ο Τότι ανασήκωσε τον ιδρωμένο γιακά στο λαι-
μό του και τράβηξε πιο χαμηλά το καπέλο του. Έδωσε ένα μαλα-
κό, χαϊδευτικό χτύπημα στα καπούλια του αλόγου και προχώρησε
προς την εκκλησία. Ένιωθε σαν βρεμένο πανί, που το ’χαν στύ-
ψει και πετάξει κατάχαμα. Αυτές οι μέρες εδώ στα βόρεια, με το
φως να σέρνει πάνω τους τα δάχτυλά του και να μην τις αφήνει
να νυχτώσουν, τον αναστάτωναν. Δεν μπορούσε να μαντέψει την
ώρα, όπως στη σχολή, στα νότια.
Έπιασε να ψιχαλίζει κι ο αέρας δυνάμωσε. Άρχισε να δέρνει
τα ψηλά χόρτα, τα ’γερνε στο χώμα κι ύστερα τα τίναζε ξανά ψη-
λά. Τα χόρτα φάνταζαν ασημένια στο βραδινό φως.
Ο Τότι περπάτησε στον ανήφορο με μεγάλα βήματα, ξεμου-
διάζοντας τα πόδια του. Στο μυαλό του τριγύριζε η συνάντησή του
με τη γυναίκα. Τη γυναίκα. Τη φόνισσα. Την Άγκνες.
Είχε προσέξει, στην αρχή, δεμένη καθώς ήταν στη σέλα, πώς
έσφιγγε και τέντωνε τα πόδια της στα πλευρά του αλόγου, για
να μη γλιστρήσει κι έρθει ανάποδα. Μετά την είχε μυρίσει. Τον
είχε χτυπήσει στα ρουθούνια η αποφορά του άπλυτου παραμε-
λημένου σώματος. Είχε μυρίσει τα βρώμικα ρούχα και τον ιδρώ-
τα, το ξεραμένο αίμα. Και κάτι ακόμη ανάμεσα απ’ τα πόδια

73
της. Μια ξινή μυρωδιά, γυναικεία. Κοκκίνισε στη θύμησή της.
Αλλά δεν ήταν η μυρωδιά της που τον είχε αρρωστήσει. Έμοια-
ζε με κουφάρι, με πτώμα που μόλις το ’χαν ξεθάψει από το μνή-
μα. Τα πυκνά μαύρα μαλλιά, τζίβα από τη βρώμα. Και η γκρίζα,
καφετιά λέρα, η κολλημένη στο δέρμα της, στους πόρους της. Τα
χρώματα της λέπρας.
Βλέποντάς την είχε λαχταρήσει να φύγει. Να το βάλει στα πό-
δια. Σαν δειλός.
Σκύβοντας το κεφάλι στο θυμό της βροχής και του αέρα ο Τότι
μάλωσε από μέσα του τον εαυτό του. Τι σόι άντρας είσαι συ που
δεν τολμάς να κοιτάξεις ένα χτυπημένο κορμί; Ένα δαρμένο και
ταλαιπωρημένο σώμα; Τι σόι ιερέας θα γίνεις, αν δεν αντέχεις
τη θέα του ανθρώπινου πόνου;
Στο σαγόνι της είχε μια πολύ άσχημη μελανιά, αυτή τον είχε
ταράξει περισσότερο απ’ όλα. Ένα βαθύ κίτρινο χρώμα, σαν πηγ-
μένος ξεραμένος κρόκος αυγού. Ο Τότι άθελά του φαντάστηκε τη
δύναμη του χτυπήματος. Ένα σκληρό αντρικό χέρι να την αρπά-
ζει από το λαρύγγι. Ένα σκοινί περασμένο από το λαιμό της στις
χειροπέδες της. Ένα πέσιμο.
Υπάρχουν πολλοί τρόποι να χτυπήσει κανείς, σκέφτηκε ο Τό-
τι. Έφτασε στον περίβολο της εκκλησίας κι άνοιξε το πορτάκι.
Μπορεί να ’ταν ατύχημα. Μπορεί να ’χε χτυπήσει μόνη της.
Ο εφημέριος πήρε βιαστικά το πλακόστρωτο δρομάκι ως την
είσοδο του ναού, αποφεύγοντας να κοιτάξει τα μνήματα και τους
ξύλινους σταυρούς τους. Έβγαλε ένα κλειδί από την τσέπη του,
ξεκλείδωσε, μπήκε. Ανακουφίστηκε κλείνοντας την ξύλινη πόρ-
τα πίσω του, κλείνοντας απέξω το σιγανό μουγκρητό του ανέμου.
Η ησυχία μέσα ήταν απόλυτη. Το μόνο που ακουγόταν ήταν το
σιγανό κροτάλισμα της βροχής στο παραθυράκι της εκκλησίας,
ένα άνοιγμα κλεισμένο με λεπτή μεμβράνη από δέρμα ψαριού.

74
Ο Τότι έβγαλε το καπέλο του και πέρασε το χέρι του στα μαλ-
λιά του. Τα σανίδια στο πάτωμα έτριξαν καθώς πλησίασε τον άμ-
βωνα. Στάθηκε για μια στιγμή κοιτάζοντας την τοιχογραφία πί-
σω από το ιερό. Ο Μυστικός Δείπνος.
Δεν ήταν ωραία ζωγραφισμένη η εικόνα: ένα πελώριο τρα-
πέζι, με τον Χριστό κοντό και σκυφτό. Ο Ιούδας, κρυμμένος στη
σκιά, έμοιαζε με καλικάντζαρο, ήταν γελοίος. Ο ζωγράφος ήταν
ο γιος ενός ντόπιου εμπόρου, που είχε γυναίκα Δανέζα και γνω-
στούς στην κυβέρνηση. Μια Κυριακή, μετά τη λειτουργία, ο Τό-
τι τον είχε ακούσει να μιλάει με τον εφημέριο Γιον, να γκρινιάζει
με την προηγούμενη τοιχογραφία, που είχε αρχίσει να μα­δάει.
Ο έμπορος είχε αναφέρει τον γιο του, το ταλέντο του νεαρού τού
είχε εξασφαλίσει υποτροφία στην Κοπεγχάγη. Αν ο εφημέριος
Γιον του έδινε την άδεια να δείξει την αφοσίωσή του στην ενορία
τους, θα ήταν χαρά του να πληρώσει από την τσέπη του όλα τα α-
ναγκαία υλικά και να προσφέρει δωρεάν τη δουλειά του γιου του
στην εκκλησία. Και ο πατέρας του Τότι, φυσικά, σαν άνθρωπος
οικονόμος, είχε συμφωνήσει.
Του Τότι του έλειπε η παλιά εικόνα. Ήταν μια πολύ όμορφη
ζωγραφιά από την Παλαιά Διαθήκη: έδειχνε τον Ιακώβ να πα-
λεύει μ’ έναν άγγελο· το πρόσωπο του ανθρώπου ήταν κρυμμέ-
νο στον ώμο του αγγέλου, η γροθιά του σφιγμένη γύρω από την
άγια φτερούγα.
Ο Τότι αναστέναξε και γονάτισε αργά. Άφησε το καπέλο του
στο πάτωμα, έδεσε τα χέρια στο στήθος του κι άρχισε να προσεύ-
χεται με δυνατή φωνή.
«Άγιε Πάτερ, ελέησόν με τον αμαρτωλό. Συγχώρεσε την α-
δυναμία και τον φόβο μου. Βοήθησέ με να νικήσω τη δειλία μου.
Στήριξέ με ν’ αντέχω τη θέα του πόνου, για να μπορώ να κάνω το
θέλημά Σου, ανακουφίζοντας όσους υποφέρουν.

75
»Κύριε, προσεύχομαι για την ψυχή αυτής της γυναίκας, που
διέπραξε αμάρτημα μεγάλο. Σε ικετεύω, δώσε μου τα λόγια που
θα την οδηγήσουν στη μετάνοια.
»Ομολογώ ότι φοβάμαι. Δεν ξέρω τι να της πω. Δεν νιώθω κα-
λά, Κύριε. Φύλαξε την καρδιά μου, προστάτεψέ με από τη… από
τη φρίκη, που αυτή η γυναίκα μού εμπνέει».
Ο Τότι έμεινε γονατιστός κάμποση ώρα. Μόνο η σκέψη του α-
λόγου του, που το είχε αφήσει δεμένο στη βροχή και στον αέρα,
τον έκανε να σηκωθεί τελικά και να βγει κλειδώνοντας πίσω του
την πόρτα της εκκλησίας.

Η Μαργκρέτ ξύπνησε νωρίς την άλλη μέρα. Ο χωροφύλακας, που


είχε πέσει στο απέναντι κρεβάτι για να τους προστατεύει από τη
φόνισσα, ροχάλιζε. Η πνιχτή ανάσα του είχε τρυπώσει στα όνει-
ρά της και την είχε ξυπνήσει.
Η Μαργκρέτ γύρισε πλευρό προς τον τοίχο κι έχωσε τη γωνιά
της κουβέρτας στ’ αυτιά της. Αλλά το κοφτό ροχαλητό του άντρα
αντηχούσε μέσα στο κεφάλι της. Ο ύπνος της έφυγε. Γύρισε α-
νάσκελα και κοίταξε προς την άλλη μεριά της κάμαρας, εκεί που
κοιμόταν ο χωροφύλακας. Τα ξανθά μαλλιά του έπεφταν βρώμι-
κα κι αχτένιστα στο μαξιλάρι, το στόμα του ήταν ανοιχτό. Η Μαρ-
γκρέτ είδε σπυράκια στο σαγόνι του.
Ένα παιδί μας έστειλαν, σκέφτηκε. Ένα παιδί αμούστακο, που
όταν κοιμάται, δεν ξυπνάει με τίποτα. Ένα παιδί μας έστειλαν
να μας προστατέψει από τη φόνισσα.
Έριξε μια ματιά στη φυλακισμένη, που ήταν ξαπλωμένη σ’ έ-
να από τα κρεβάτια των εργατών, στο βάθος της κάμαρας. Η γυ-
ναίκα ήταν ακίνητη. Κοιμόταν. Κι οι κόρες της Μαργκρέτ κοιμό-

76
ντουσαν. Η Μαργκρέτ ανασηκώθηκε στους αγκώνες της για να
δει καλύτερα.
Άγκνες.
Αθόρυβα τα χείλη της σχημάτισαν τις συλλαβές.
Ίσως δεν ήταν σωστό να την φωνάζουν με τ’ όνομά της, σκέ-
φτηκε. Με τ’ όνομα που είχε βαφτιστεί. Πώς την φώναζαν άρα-
γε στο Στόρα Μποργκ; Φυλακισμένη; Κατηγορούμενη; Κατάδι-
κη; Ίσως τη φώναζαν ακριβώς έτσι: με την απουσία ονόματος,
με τη σιωπή αντί για όνομα.
Η Μαργκρέτ ανατρίχιασε και τράβηξε την κουβέρτα να σκε-
παστεί καλύτερα. Τα μάτια της Άγκνες ήταν κλειστά. Το ίδιο και
το στόμα της. Το σκουφάκι που της είχε δώσει η Μαργκρέτ είχε
λυθεί στον ύπνο της και τα μαύρα μαλλιά της είχαν ξεφύγει. Εί-
χαν χυθεί στο μαξιλάρι σαν λεκές.
Παράξενο να τη βλέπει τώρα τη γυναίκα μετά από ένα μή-
να αναμονής, σκέφτηκε η Μαργκρέτ. Μετά από ένα μήνα φό-
βου. Φόβου τεντωμένου, όπως τεντώνεται η πετονιά όταν πιά-
νει κάτι κι αγωνίζεται, αναπόφευκτα, να το σύρει έξω από τα
βάθη του νερού.
Τις μέρες και τις νύχτες μετά την επιστροφή του Γιον από τη
συνάντησή του με τον Μπλόνταλ, η Μαργκρέτ προσπαθούσε να
σκεφτεί πώς έπρεπε να φερθεί στη φόνισσα. Κι είχε αναρωτηθεί
πολλές φορές πώς να ’ταν τάχα αυτή η γυναίκα.
Τι σόι γυναίκα είναι αυτή που είχε σκοτώσει άντρες;
Οι μόνες φόνισσες που ήξερε η Μαργκρέτ ήταν οι γυναίκες
των θρύλων· αλλά κι αυτές δεν σκότωναν με τα χέρια τους· σκό-
τωναν με τα λόγια τους: πρόσταζαν τους υποταχτικούς τους κι
εκείνοι έσφαζαν τους εραστές ή εκδικούνταν θανάτους συγγε-
νών. Οι γυναίκες εκείνες σκότωναν από μακριά και κρατούσαν
τα χέρια τους καθαρά.

77
Μα οι καιροί έχουν αλλάξει, σκέφτηκε η Μαργκρέτ. Πάει η ε-
ποχή των θρύλων. Πάνε οι σάγκες. Αυτή η γυναίκα δεν είναι γυ-
ναίκα των θρύλων. Είναι μια φτωχή παραδουλεύτρα, που μεγά-
λωσε τρώγοντας χόρτα, μούσκλια και στέρηση.
Πλαγιάζοντας ξανά στο μαξιλάρι της η Μαργκρέτ συλλογί-
στηκε τη Χγιέρντις, την αγαπημένη της παραδουλεύτρα, που τώ-
ρα ήταν πεθαμένη και θαμμένη στο κοιμητήριο του Ούντιρφελ.
Προσπάθησε να φανταστεί τη Χγιέρντις φόνισσα. Προσπάθησε
να φανταστεί τη Χγιέρντις να σηκώνει το μαχαίρι και να την χτυ-
πάει την ώρα που θα κοιμόταν – όπως η Άγκνες είχε χτυπήσει τον
Νάταν Κέτιλσον και τον Πέτουρ Γιόνσον. Προσπάθησε να φαντα-
στεί αυτά τα λεπτά δάχτυλα, σφιγμένα γύρω από τη λαβή του μα-
χαιριού. Τα αθόρυβα βήματα μέσα στο σκοτάδι.
Αδύνατον.
Η Λάουγκα την είχε ρωτήσει αν υπήρχε κάποιο εξωτερικό φα-
νερό σημάδι που να δείχνει ότι κάποιος άνθρωπος είναι κακός· ό-
τι το Κακό μπορεί να τον σπρώξει ως το φόνο. Σημάδι του Διαβό-
λου: ένα λαγώχειλο, ένα στραβό πεταχτό δόντι, μια κρεατοελιά·
κάποιο μικρό ελάττωμα, να το βλέπουν όλοι. Κάτι σαν προειδο-
ποίηση, ένας τρόπος να καταλαβαίνει κανείς. Για να μπορούν
να φυλάγονται οι καλοί άνθρωποι. Η Μαργκρέτ είχε πει όχι, όλα
αυτά ήταν προκαταλήψεις. Μα δεν την είχε πείσει τη Λάουγκα.
Κι είχε αναρωτηθεί η Μαργκρέτ από τη μεριά της: ήταν άρα-
γε όμορφη η φόνισσα; Ήξερε, όλοι στα βόρεια το ήξεραν, πως ο
Νάταν Κέτιλσον είχε μια αδυναμία στη γυναικεία ομορφιά. Κι έ-
ναν τρόπο να την ανακαλύπτει εκεί που ακόμα κανείς δεν την εί-
χε δει. Ο κόσμος τον θεωρούσε μάγο.
Η γειτόνισσά της, η Ίνγκιμπγιεργκ, είχε ακούσει πως ετούτη
η Άγκνες είχε σταθεί η αιτία που ο Νάταν παράτησε τη Ρόζα την
Ποιήτρια. Ήταν δηλαδή η παραδουλεύτρα ομορφότερη από την

78
κυρά; Δεν ήταν δύσκολο να πιστέψει κανείς πως μια όμορφη γυ-
ναίκα είναι ικανή για φόνο, σκέφτηκε η Μαργκρέτ. Όπως το ­λ έει
κι η σάγκα, Opt er flagð í fögru skinni. Η μάγισσα είναι συχνά πεντάμορ-
φη. Κι η πεντάμορφη μάγισσα.
Αλλά αυτή η γυναίκα δεν ήταν ούτε όμορφη ούτε άσχημη. Ε-
ντυπωσιακή ίσως, αλλά όχι με τον τρόπο που τραβάει τις πεινα-
σμένες ματιές των νέων αντρών. Ήταν πολύ λεπτή, σαν νεράι-
δα, όπως θα ’λεγαν οι άνθρωποι του νότου. Κανονικό ανάστημα.
Στην κουζίνα το περασμένο βράδυ της είχε φανεί πως το πρόσω-
πο της γυναίκας ήταν μακρύ κι αδύνατο. Είχε προσέξει τα ψηλά
ζυγωματικά και την ίσια μύτη της. Εκτός από τις μελανιές το δέρ-
μα της ήταν χλωμό και φάνταζε ακόμα πιο ανοιχτόχρωμο ­εξαιτίας
των σκούρων μαλλιών της. Ασυνήθιστα μαλλιά. Σπάνια έχει μια
γυναίκα τέτοια μαλλιά σ’ αυτά τα μέρη, σκέφτηκε η Μαργκρέτ.
Τόσο μακριά, τόσο σκούρα, σαν μελάνι, σχεδόν μαύρα.
Η Μαργκρέτ τράβηξε την κουβέρτα ως το σαγόνι της, καθώς το
ροχαλητό του νεαρού χωροφύλακα συνεχιζόταν δυνατό και βρο-
ντερό. Σαν να ζυγώνει χιονοστιβάδα, σκέφτηκε ενοχλημένη. Έ-
νιωσε κουρασμένη, ένιωσε το στήθος της πνιγμένο στα φλέγματα.
Εικόνες της γυναίκας πέρασαν κάτω από τα κλειστά βλέφα-
ρα της Μαργκρέτ. Ο τρόπος που είχε πιει από το τσουκάλι, σαν το
ζώο. Η ανημπόρια της να γδυθεί μόνη της. Τα χέρια της πασπά-
τευαν τα κορδόνια. Τα δάχτυλά της ήταν πρησμένα, δεν λύγιζαν,
δεν έπιαναν. Η Μαργκρέτ είχε αναγκαστεί να την βοηθήσει. Εί-
χε ξύσει την ξεραμένη λάσπη από το φόρεμα της Άγκνες, για να
μπορέσει μετά να λύσει τα κορδόνια. Μέσα στη μικρή κουζίνα,
την μπουκωμένη από την κάπνα, η μπόχα των ρούχων και του ά-
πλυτου κορμιού της Άγκνες την είχε πνίξει τη Μαργκρέτ. Κρατώ-
ντας την ανάσα της είχε ξεκολλήσει το χοντρό μάλλινο ρούχο από
το δέρμα της Άγκνες κι είχε αποστρέψει το βλέμμα της, όταν το

79
φουστάνι γλίστρησε απ’ τους αδύνατους ώμους της κι έπεσε στο
πάτωμα, σηκώνοντας σύννεφο το ξερό πατημένο χώμα.
Τα κόκκαλα των ώμων της Άγκνες. Σαν να τα ’βλεπε και τώρα
μπροστά της η Μαργκρέτ. Πρόβαλαν σουβλερά μέσα από το χο-
ντρό ντρίλινο μεσοφόρι της, που είχε κιτρινίσει στο γιακά κι είχε
καφετιούς λεκέδες στις μασχάλες.
Έπρεπε να τα κάψει αυτά τα ρούχα. Πριν το πρόγευμα. Τα εί-
χε αφήσει σε μια γωνιά της κουζίνας το περασμένο βράδυ. Δεν
ήθελε να τα μπάσει στην κάμαρα. Έβλεπε τους ψύλλους να σερ-
γιανάνε πάνω τους.
Με κάποιον τρόπο είχε καταφέρει να βγάλει την πολλή βρώ-
μα από το κορμί της φόνισσας. Η Άγκνες είχε προσπαθήσει να
πλυθεί μόνη της, σέρνοντας αδύναμα το μουσκεμένο πανί στα
μέλη της. Αλλά η λέρα ήταν τόσο καιρό κολλημένη στο δέρμα
της, που είχε τρυπώσει στους πόρους της. Τελικά η Μαργκρέτ α-
νασκουμπώθηκε και σφίγγοντας τα δόντια της πήρε το πανί α-
πό τα χέρια κι άρχισε να την τρίβει, ώσπου το νερό μαύρισε. Ξε-
πλένοντάς την η Μαργκρέτ –άθελά της– έψαξε για το προδοτικό
σημάδι που η Λάουγκα περίμενε ότι θα φανέρωνε την κακή ψυ-
χή της. Το σημάδι της φόνισσας. Μόνο στα μάτια της γυναίκας
διέκρινε κάτι. Ήταν αλλιώτικα, είπε μέσα της η Μαργκρέτ. Κα-
ταγάλανα και καθαρά. Αλλά πολύ ανοιχτόχρωμα. Δεν τα ’λεγες
όμορφα.
Το σώμα της ήταν ένα πεδίο κακοποίησης. Η Μαργκρέτ τα-
ράχτηκε, κι ας ήταν μαθημένη στις πληγές, στα αναπόφευκτα
τραύματα που προκαλεί η σκληρή δουλειά και η ατυχία.
Μπορεί να την έτριψα πολύ δυνατά, σκέφτηκε και έχωσε το
κεφάλι της στο μαξιλάρι, πασχίζοντας μάταια να γλιτώσει από
το βαρύ ροχαλητό του χωροφύλακα. Κάποιες από τις πληγές της
γυναίκας είχαν ανοίξει, είχαν ματώσει ξανά. Η θέα του κόκκι-

80
νου αίματος είχε δώσει στη Μαργκρέτ μια περίεργη μυστική ι-
κανοποίηση.
Είχε βάλει την Άγκνες να λούσει και τα μαλλιά της. Το νερό α-
πό το τσουκάλι ήταν πια γεμάτο βρώμα. Κι έτσι η Μαργκρέτ ζή-
τησε από έναν χωροφύλακα να κουβαλήσει καθαρό νερό από τη
ρεματιά. Περιμένοντας, περιποιήθηκε τις πληγές της γυναίκας
με μια αλοιφή από θειάφι και λίπος.
«Ετούτο εδώ είναι φάρμακο του Νάταν Κέτιλσον», είχε πει
παρακολουθώντας τη γυναίκα με την άκρη του ματιού της για
να δει την αντίδρασή της. Η Άγκνες δεν είχε πει τίποτα. Μα της
Μαργκρέτ της φάνηκε πως είδε το σβέρκο της να σφίγγεται. «Ο
­Θεός ν’ αναπαύσει την ψυχή του», είχε μουρμουρίσει η Μαργκρέτ.
Όταν τα μαλλιά της Άγκνες καθάρισαν όσο ήταν δυνατόν με
το παγωμένο νερό, όταν οι ανοιχτές πληγές της αλείφτηκαν για-
τρικό, η Μαργκρέτ της έδωσε το μεσοφόρι και τα στρωσίδια της
Χγιέρντις. Αυτό το μεσοφόρι φορούσε η Χγιέρντις, όταν πέθανε
– αυτό που φορούσε τώρα η κοιμισμένη Άγκνες. Κι αν είχε μείνει
κάτι μέσα στην ύφανση του πανιού, κάτι κολλητικό που θα περ-
νούσε την αρρώστια της Χγιέρντις στην Άγκνες, δεν πείραζε, σκέ-
φτηκε η Μαργκρέτ. Η καινούργια ιδιοκτήτρια του ρούχου έτσι κι
αλλιώς σε λίγο θα πέθαινε.
Τι παράξενο…, πολύ γρήγορα η γυναίκα που τώρα κοιμόταν
τρία μέτρα μακριά της θα ’ταν χωμένη στο χώμα.
Η Μαργκρέτ αναστέναξε κι ανακάθισε ξανά. Η Άγκνες εξα-
κολουθούσε να είναι ακίνητη. Ο χωροφύλακας ροχάλιζε. Η Μαρ-
γκρέτ τον είδε να φέρνει το χέρι στ’ αχαμνά του. Τον άκουσε να
ξύνεται. Της ήρθε να γελάσει κι απόστρεψε τα μάτια ενοχλημένη
που αυτός ο άντρας ήταν η μοναδική της προστασία.
Ας σηκωνόταν, λοιπόν, κι ας άρχιζε να ετοιμάζει κάτι για το
πρωινό των αντρών. Σκυρ, ίσως. Ή παστό ψάρι. Αναρωτήθηκε αν

81
είχε αρκετό βούτυρο για τόσα στόματα και πότε θα γύριζαν οι ερ-
γάτες με τα ψώνια από το Ρέικιαβικ.
Λύνοντας το σκουφάκι της η Μαργκρέτ έριξε μια τελευταία
ματιά στην κοιμισμένη γυναίκα.
Και της κόπηκε το αίμα. Στη μισοσκότεινη γωνιά της κάμαρας η
Άγκνες ήταν ξαπλωμένη στο πλάι και κοίταζε ήρεμα τη Μαργκρέτ.

82
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΑ

Λένε για το φονικό ότι ο Φρίντρικ Σίγκουρντσον, με τη βοή­


θεια της Άγκνες Μάγκνουσντότιρ και της Σιγκρίντουρ Γκού-
ντμουντσντότιρ, μπήκε στο σπίτι του Νάταν Κέτιλσον λί-
γο πριν τα μεσάνυχτα. Μαζί μαχαίρωσαν και σκότωσαν
τον Νάταν και τον Πέτουρ Γιόνσον, που ήταν φιλοξενού-
μενος εκεί. Με μαχαίρι και σφυρί. Μετά, κι επειδή τα σώ-
ματα των σκοτωμένων ήταν χτυπημένα και μέσα στα αί-
ματα και το έγκλημα ήταν φανερό, έβαλαν φωτιά και έ-
καψαν το σπίτι για να κρύψουν την τρομερή τους πράξη.
Ο Φρίντρικ έκανε το έγκλημα από μίσος εναντίον του Νά-
ταν κι από επιθυμία να κλέψει. Τελικά ο φόνος αποκαλύ-
φθηκε. Ο Νομαρχιακός Επίτροπος άρχισε να υποψιάζεται,
κι όταν βρέθηκαν τα μισοκαμένα πτώματα, κατάλαβε ότι
αυτοί οι τρεις ήταν συνεννοημένοι.

Από τα πρακτικά της δίκης στο Ανώτατο Δικαστήριο, 1829

83
Δεν έβλεπα όνειρα στο κελάρι του Στόρα Μποργκ. Κουλουριασμέ-
νη στα σανίδια, μ’ ένα τριμμένο τομάρι αλόγου για σκέπασμα, ο
ύπνος ερχόταν και μ’ έβρισκε ρηχός και λίγος. Έσκαγε σαν κυμα-
τάκι ξεψυχισμένο στο κορμί μου, αλλά δεν με τύλιγε ποτέ ολόκλη-
ρη. Πάντα κάτι με ξυπνούσε – ο ήχος των βημάτων, το καθίκι που
η παραδουλεύτρα ερχόταν ν’ αδειάσει και τ’ άφηνε ξανά κατά-
χαμα με κρότο, η βαριά αποφορά του κάτουρου. Κάποιες φορές
έμενα ακίνητη με τα μάτια μου κλειστά κι έδιωχνα κάθε σκέψη
από το μυαλό μου – τότε ο ύπνος ξαναρχόταν, λιγοστός, στάλα
στάλα. Το μυαλό μου βούλιαζε κι έβγαινε ξανά στον αφρό, πάλι
και ξανά, ώσπου η πρώτη χαραγή του φωτός τρύπωνε μέσα και
οι φύλακες μου ’φερναν δυο μπουκιές ξερό ψάρι. Υπήρχαν μέρες
που στ’ αλήθεια πίστευα ότι από τη φωτιά και μετά δεν είχα ξα-
νακοιμηθεί. Κι ότι η αϋπνία ήταν ίσως τιμωρία από τον Θεό. Ή α-
πό τον Μπλόνταλ: που εκτός από τα λίγα πράγματά μου είχε πά-
ρει και τα όνειρά μου, πληρωμή για το φαγητό μου όσο με κρα-
τούσε φυλακισμένη.
Χτες τη νύχτα, όμως, εδώ στο Κορνσάου, είδα στ’ όνειρό μου
τον Νάταν. Έβραζε βότανα για κάποιο καταπότι κι εγώ τον έβλε-
πα και χάιδευα με το χέρι μου τον πλίνθινο τοίχο του σιδεράδικου.
Ήταν καλοκαίρι και το φως είχε μια ρόδινη απόχρωση. Τα βότα-
να μύριζαν όμορφα και το άρωμά τους με τύλιγε εκεί που στεκό-
μουν. Ανάσαινα τη γλυκόπικρη μυρωδιά κι ένιωθα την ευτυχία
σαν αργό κύμα να φουσκώνει μέσα μου. Είχα φύγει επιτέλους α-

84
πό την κοιλάδα. Ο Νάταν γύρισε και χαμογέλασε. Κρατούσε ένα
γυάλινο κανάτι γεμάτο πηχτό αφρό, τον είχε βγάλει μέσα από το
κατσαρόλι όπου έβραζε τα βότανα. Το κανάτι άχνιζε. Έμοιαζε με
μάγο, με το μαύρο παντελόνι που φορούσε και τον καπνό που έ-
μοιαζε να σηκώνεται από το χέρι του. Ο Νάταν μπήκε μέσα στον
κύκλο που έγραφε το φως του ήλιου, κι εγώ του άνοιξα την αγκα-
λιά μου, γελώντας, νιώθοντας πως πέθαινα από αγάπη. Μα α-
πλώνοντας τα χέρια μου, του ’φυγε το κανάτι κι έπεσε κάτω κι έ-
σπασε και το σκοτάδι χύθηκε μέσα στο σιδεράδικο σαν λάδι πηχτό.
Δεν είμαι σίγουρη αν ξανακοιμήθηκα μετά απ’ αυτό το όνειρο.
Ο Νάταν έχει πεθάνει.
Κάθε πρωί ξυπνάω και πονάω πολύ, πονάω από τη λύπη που
με χτυπάει ίσια στην καρδιά.
Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να βουτήξω το κεφάλι μου
ξανά στο νερό, στο όνειρο, στη χρυσή στιγμή που με τύλιγε πριν
σπάσει το κανάτι. Ή να πάω με τη φαντασία μου στο Μπρέκου-
κοτ, όταν η Μάνα ήταν ακόμα μαζί μου. Αν συγκεντρώσω το μυα-
λό μου, τη βλέπω στο κρεβάτι απέναντί μου. Βλέπω και τον ­Γιόας,
τον μικρό Γιόας, να ξύνεται – τον τσιμπούσαν οι ψύλλοι. Εγώ τους
έλιωνα με το νύχι μου.
Αλλά οι αναμνήσεις, που προσπαθώ να ζωντανέψω, είναι κρύ­ες.
Ξέρω τι γίνεται μετά το Μπρέκουκοτ. Ξέρω τι γίνεται η Μάνα.
Ξέρω τι γίνεται ο Γιόας.
Όταν ανοίγω τα μάτια, βλέπω τη Μαργκρέτ ξαπλωμένη, ξύ-
πνια, στο κρεβάτι της. Ανασηκώνεται, γυρίζει πλευρό, ­τραβάει
αφηρημένη την κουβέρτα της. Το σκουφάκι της έχει λυθεί και
βλέπω τα γκρίζα της μαλλιά δεμένα κοτσίδες και τυλιγμένα στο
κεφάλι της, ακόμα και στον ύπνο. Διακρίνω σχεδόν το περίγραμ-
μα του κρανίου της.
Το πρόσωπό της είναι μισοκρυμμένο κάτω από την κουβέρ-

85
τα. Τη βλέπω που κοιτάζει τον κοιμισμένο χωροφύλακα στο α-
ντικρινό κρεβάτι.
Ο άντρας ροχαλίζει και η κυρά του σπιτιού τον κοιτάζει ενο-
χλημένη. Τσκ, τσκ κάνει με τη γλώσσα της. Σ’ ακούω, κυρά μου.
Τι; Κουράστηκες κιόλας; Σκέψου να τους έχεις ένα χρόνο. Σκέ-
ψου να ’χεις τα σκληρά τους χέρια πάνω σου. Τα σκληρά τους μά-
τια πάνω σου.
Τα ξερά φύκια μέσα στο μαξιλάρι της θροΐζουν, καθώς γυρί-
ζει το κεφάλι της. Με βλέπει. Της κόβεται η ανάσα και φέρνει έ-
να χέρι στο στήθος.
Θα ’πρεπε να είμαι πιο προσεκτική. Δεν πρέπει να με πιάνουν
να τους κοιτάζω. Ποτέ. Φοβούνται πως κάτι θέλω.
«Είσαι ξύπνια. Ωραία». Η κυρά του σπιτιού στρώνει τα μαλ-
λιά της προς τα πίσω και με κοιτάζει για μια στιγμή, αβέβαιη. Α-
ναρωτιέται ίσως πόσην ώρα έχω που την παρακολουθώ.
«Σήκω», λέει.
Υπακούω. Τα σανίδια είναι κρύα κάτω από τα πόδια μου.
Η Μαργκρέτ μου δίνει ένα μπλε μάλλινο φουστάνι απ’ αυτά
που φοράνε οι παραδουλεύτρες. Ντυνόμαστε αμίλητες. Τη βλέπω
που ρίχνει νευρικές ματιές στον κοιμισμένο χωροφύλακα. Περ-
νάω το ρούχο από το κεφάλι μου και κοιτάζω την κάμαρα γύρω
μου. Υπάρχουν κι άλλοι που κοιμούνται στα κρεβάτια. Εργάτες
ίσως. Δεν προλαβαίνω να σκεφτώ ποιοι – η Μαργκρέτ με οδηγεί
στον υγρό και σκοτεινό διάδρομο του σπιτιού. Κοντοστέκεται μό-
νο για να τραβήξει ένα ξερό χορταράκι που έχει ξεφύγει από τους
πλίνθους και κρέμεται από ένα δοκάρι στο ταβάνι.
«Κοντεύει να πέσει», μουρμουρίζει.
Προχωράει πολύ γρήγορα, δεν προλαβαίνω να δω τ’ άλλα κα-
μαράκια του σπιτιού. Δεν είναι μεγάλο σπίτι. Αλλά θυμάμαι α-
πό την πρώτη μου φορά εδώ ένα κελάρι με βαρέλια κι ένα καμα-

86
ράκι με κουβάδες και κατσαρολικά και μια τάβλα για το άρμεγ-
μα· εκεί είχαν το τυροκομιό τους, μάζευαν το γάλα κι έπηζαν το
βούτυρο. Αλλά ήταν μικρό, μπορεί να το ’χουν πια κελάρι. Περ-
νάμε την κουζίνα. Τα ρούχα μου από το Στόρα Μποργκ είναι πε-
ταμένα σωρός σε μια γωνιά.
Έξω έχει ξημερώσει ωραία μέρα. Το χορτάρι είναι υγρό, έβρε-
ξε φαίνεται τη νύχτα, τα βλασταράκια του λάμπουν στον ήλιο που
έχει ανατείλει. Φυσάει και ο αέρας γράφει ρυτίδες στους νερό-
λακκους της αυλής. Τώρα προσέχω τα μικρά πράγματα.
«Όπως βλέπεις», αρχίζει η Μαργκρέτ, σταματώντας καθώς το
πόδι της σκόνταψε σ’ ένα ξύλο που έχει πέσει από το σωρό έξω από
το σπίτι. «Όπως βλέπεις, υπάρχει πολλή δουλειά σ’ αυτό το σπίτι».
Είναι το πρώτο πράγμα που λέει από τη στιγμή που μου ’δω-
σε το φουστάνι να ντυθώ. Δεν απαντώ, κρατώ τα μάτια μου χα-
μηλά. Παρατηρώ τον ποδόγυρο της φούστας της: είναι λερωμέ-
νος από τόσα χρόνια που σέρνεται καταγής.
Η Μαργκρέτ στέκει στητή, με τα χέρια στη μέση, σαν να θέ-
λει να φανεί ψηλότερη. Τα νύχια της είναι φαγωμένα ως τη ρίζα.
«Δεν θα κρύψω τη δυσφορία μου. Δεν σε θέλω στο σπίτι μου.
Δεν σε θέλω κοντά στα παιδιά μου».
Τα κορμιά που κοιμούνταν. Ήταν τα παιδιά της.
«Είμαι αναγκασμένη να σε κρατήσω εδώ. Κι εσύ…» Κομπιά-
ζει. «Κι εσύ είσαι αναγκασμένη να μείνεις εδώ».
Σφίγγουμε τους ώμους στον πρωινό αέρα που κάνει τα φου-
στάνια μας να ανεμίζουν στα πόδια μας. Όταν ήμουνα μικρή, η
ψυχομάνα μου, η Ίνγκα, μού είχε δείξει πώς ν’ απλώνω τη φού-
στα μου στον άνεμο και να παριστάνω ότι είχα φτερά. Σαν να πε-
τούσα ήταν. Μια μέρα, μου είπε, θα μ’ έπαιρνε ο αέρας και θα
πετούσα κι όλοι εδώ στην κοιλάδα θα μ’ έβλεπαν να πετώ. Είχα
γελάσει τότε.

87
«Ο άντρας μου ο Γιον είναι στο Χβάμουρ, αλλά θα γυρίσει σή-
μερα το πρωί. Οι εργάτες μας θα φτάσουν όπου να ’ναι για το
θερισμό. Κοίτα να ’σαι φρόνιμη, λοιπόν. Δεν ξέρω τι έκανες στο
Στόρα Μποργκ, αλλά άκουσέ με: εδώ δεν υπάρχει περίπτωση να
μας ταλαιπωρήσεις».
Δεν ξέρει τίποτα.
«Τώρα». Στεριώνει ξανά τα χέρια στη μέση. «Αν κατάλαβα κα-
λά, δούλευες παραδουλεύτρα πριν…» Και σωπαίνει.
Πριν από τι; Πριν πέσουν τα σφυριά στα κεφάλια του Νάταν
Κέτιλσον και του Πέτουρ Γιόνσον;
«Ναι, κυρία».
Ξαφνιάζομαι που ακούω τη φωνή μου. Που την ακούω έξω από
το κεφάλι μου. Μου φαίνεται πως έχει περάσει μια ολόκληρη ζωή
από τότε που μιλούσα, από τότε που είχα το ελεύθερο να μιλάω.
«Τι είπες;» Δεν με άκουσε. Φυσάει και δεν με άκουσε.
«Ναι, δούλευα παραδουλεύτρα, από τα δεκαπέντε μου. Και
πιο πριν ήμουν ψυχοκόρη σε μια οικογένεια».
Ανακουφίζεται.
«Ξέρεις να γνέθεις και να πλέκεις; Να μαγειρεύεις; Να φρο-
ντίζεις τα ζωντανά;»
Ακόμα και με κλειστά τα μάτια.
«Ξέρεις να κρατάς μαχαίρι;»
Το στομάχι μου σφίγγεται απότομα. «Πώς είπες, κυρία;»
«Ξέρεις να κόβεις χόρτο; Ξέρεις να δουλεύεις το δρεπάνι; Οι
περισσότερες παραδουλεύτρες δεν έχουν κόψει ποτέ στη ζωή τους
χόρτο, καταλαβαίνω πως οι γυναίκες δεν βγαίνουν πια στα χω-
ράφια να θερίσουν. Αλλά σ’ ετούτο εδώ το σπίτι μάς λείπουν τα
χέρια και…»
«Ξέρω να δουλεύω το δρεπάνι».
«Ωραία. Λοιπόν: δεν θα το τρως τζάμπα το φαγητό σου εδώ

88
πέρα. Ναι, θα μείνεις μαζί μας, αλλά όχι τζάμπα. Δεν θέλω φό-
νισσα στο σπίτι μου. Παραδουλεύτρα θέλω».
Φόνισσα. Η λέξη μένει μετέωρη ανάμεσά μας. Βαριά. Δεν
την παίρνει ο αέρας.
Θέλω να κουνήσω το κεφάλι μου. Αυτή η λέξη δεν είναι για
μένα, θέλω να πω. Δεν είναι δική μου, δεν μου ανήκει. Είναι μια
λέξη που ανήκει σε άλλον. Μια λέξη ξένη.
Αλλά τι νόημα έχει να τα βάζει κανείς με τις λέξεις;
Η Μαργκρέτ ξεροβήχει, καθαρίζει το λαιμό της.
«Δεν θέλω αγριάδες. Δεν θέλω τεμπελιές. Στο παραμικρό
στραβοπάτημα…, άμα σε πιάσω να χαζολογάς, άμα σε πιάσω ν’
απλώνεις χέρι, να βουτάς…, θα σε διώξω την ίδια στιγμή. Θα σε
σύρω από τα μαλλιά και θα σε πετάξω έξω από το σπίτι μου. Συ-
νεννοηθήκαμε;»
Δεν περιμένει απάντηση. Το ξέρει ότι δεν μπορώ να πω όχι.
«Θα σου δείξω τα ζωντανά τώρα», λέει και παίρνει βαθιά α-
νάσα. «Εγώ θ’ αρμέξω τις προβατίνες και την αγελάδα, κι εσύ…»
Το βλέμμα της φεύγει από μένα, καρφώνεται στο κοντινό α-
γρόκτημα, λίγο παρακάτω στην κοιλάδα. Κάτι τράβηξε την προ-
σοχή της.

Ο Σνέμπγιορν, ο αγρότης από το Γκίλσταντιρ, ανέβαινε την πλα-


γιά της κοιλάδας. Δίπλα του ήταν ο ένας από τους εφτά του γιους,
ο Παλ, που τούτο το καλοκαίρι θα πήγαινε τα πρόβατα στο Κορν­
σάου. Η γυναίκα του Σνέμπγιορν, η Ροσλίν, έβιαζε το βήμα της
να τους φτάνει, με δυο από τα μικρότερα κορίτσια της πίσω της.
«Ο Θεός να με βοηθήσει», μουρμούρισε η Μαργκρέτ. «Πλακώ-
σανε κιόλας». Αίφνης γυρίζει και πιάνει την Άγκνες από το μπρά-

89
τσο. «Άντε μέσα», ψιθυρίζει. Και την τραβάει απότομα πίσω, τη
σπρώχνει στην πόρτα. «Μέσα, είπα! Τώρα».
Η Άγκνες διστάζει στο κατώφλι, κοιτάζει για μια στιγμή τη
Μαργκρέτ, ύστερα μπαίνει στο σκοτάδι του σπιτιού και χάνεται.
«Sœl og blessuð»,* φώναξε ο Σνέμπγιορν. Ήταν ένας γεροδεμένος
ψηλός άντρας με ροδοκόκκινα μάγουλα και θαμπά ξανθά μαλλιά
που κρέμονταν μπροστά στα μάτια του. «Ωραίος καιρός!»
«Ωραίος, ναι!» απαντάει ξερά η Μαργκρέτ. Περίμενε λίγο να
ζυγώσουν, κι ύστερα πρόσθεσε: «Μου φέρατε επισκέψεις, βλέ-
πω, εσύ κι ο Παλ».
Ο Σνέμπγιορν χαμογέλασε αμήχανα. «Η Ροσλίν επέμενε. Μό-
λις άκουσε για την… πώς να την πω; για την ατυχία σου. Ήθελε να
’ρθει σώνει και καλά να σιγουρευτεί ότι είσαι εντάξει».
«Πολύ ευγενικό από μέρους της», απάντησε η Μαργκρέτ με
σφιγμένα δόντια.
Είχε πλησιάσει πια κι η Ροσλίν. «Τι καλός καιρός!» φώναξε
σαν παιδί, σηκώνοντας το ένα της χέρι να χαιρετίσει. «Μακάρι
να κρατήσει έτσι, ώσπου να ξεμπερδέψουμε με το θερισμό. Κα-
λημέρα, Μαργκρέτ!»
Η γυναίκα του Σνέμπγιορν περίμενε το ενδέκατο παιδί. Η κοι-
λιά της φούσκωνε μπροστά της, ανασηκώνοντας τον ποδόγυρο
του φουστανιού της κι αποκαλύπτοντας τους πρησμένους αστρα-
γάλους της, μουσκεμένους από την πρωινή πάχνη. Το πλατύ πρό-
σωπό της ήταν κατακόκκινο από την κούραση του δρόμου. Η α-
νάσα της έβγαινε λαχανιαστή και τα στήθια της ανέβαιναν και
κατέβαιναν πάνω στο στρογγυλό στομάχι της.
«Είπα να ’ρθω μαζί με τον Σνέμπγιορν και τον Παλ, ευκαιρία να
σ’ επισκεφτώ». Η πεντάχρονη κόρη της προσπέρασε σκοντάφτο-

* Ισλανδικός χαιρετισμός. (Σ.τ.Μ.)

90
ντας μια τούφα χόρτα και πρόσφερε μια πιατέλα στη Μαργκρέτ.
«Ψωμί από σίκαλη», είπε η Ροσλίν. «Σκέφτηκα πως θα σ’ αρέσει».
«Σ’ ευχαριστώ».
«Ω, Θεέ μου, λαχάνιασα. Παραμεγάλωσα πια για γκαστριές.
Αλλά μου ’ρχονται, δεν λένε να σταματήσουν». Η Ροσλίν χάιδε-
ψε γελαστή την κοιλιά της.
«Αφού σου ’ρχονται», απάντησε η Μαργκρέτ αγέλαστη.
Ο Σνέμπγιορν έβηξε και το βλέμμα του πήγε από τη Ροσλίν στη
Μαργκρέτ. «Καλά, εμείς οι άντρες πρέπει να συνεχίσουμε. Είναι
εδώ ο Γιον, Μαργκρέτ;»
«Είναι στο Χβάμουρ».
«Καλά, λοιπόν. Θα ξεκινήσω τον Παλ και θα ρίξω μια ματιά
στο δρεπάνι, αν δεν σε πειράζει, να δουλέψω λίγο στο σιδεράδι-
κο». Και γυρίζοντας στη γυναίκα και στις κόρες του πρόσθεσε:
«Μην τη χασομερήσεις πολύ τη Μαργκρέτ από τις δουλειές της.
Εντάξει, Ροσλίν;» Και μ’ ένα βιαστικό χαμόγελο έκανε μεταβολή
και απομακρύνθηκε με μεγάλα ήρεμα βήματα, σπρώχνοντας το
αγόρι μαλακά μπροστά του.
Όταν δεν μπορούσε πια να τις ακούσει, η Ροσλίν γέλασε. «Ά-
ντρες! Δεν μπορούν να κάτσουν στιγμή ήσυχοι. Άντε να παίξεις
με την αδερφή σου, Σίμπα. Μην πάτε μακριά. Εδώ κοντά να εί-
στε». Η Ροσλίν χτύπησε μαλακά τις κόρες της στην πλάτη να φύ-
γουν – και την ίδια στιγμή έψαχνε με τα μάτια την αυλή και τα
χωράφια τριγύρω. Η Μαργκρέτ στήριξε την πιατέλα με τα καρ-
βέλια της σίκαλης στο γοφό της. Η γλυκιά μυρωδιά του ψωμιού
μαζί με τη ζεστή, υγρή μυρωδιά της Ροσλίν της έφερε ζάλη. Άρ-
χισε να βήχει και το κορμί της τραντάχτηκε δυνατά, τόσο που η
Ροσλίν άπλωσε και της πήρε την πιατέλα, να μην πέσουν τα καρ-
βέλια στο χορτάρι.
«Έλα, Μαργκρέτ. Πάρε ανάσα. Ακόμα σε παιδεύει ο βήχας, ε;»

91
Η Μαργκρέτ περίμενε να της περάσει ο σπασμός, ύστερα έ-
φτυσε ένα πηχτό φλέγμα στο χώμα. «Καλά είμαι. Ένα κρύωμα
έχω αρπάξει».
Η Ροσλίν χαχάνισε νευρικά. «Μα είναι κατακαλόκαιρο».
«Καλά είμαι, είπα», την έκοψε η Μαργκρέτ.
Το ύφος της συμπόνιας στο πρόσωπο της Ροσλίν ήταν ενοχλη-
τικό. «Βέβαια, αφού το λες. Εγώ πάντως γι’ αυτό ήρθα σήμερα.
Ανησυχώ λιγάκι. Για σένα».
«Μπα;» μουρμούρισε η Μαργκρέτ. «Γιατί;»
«Μα για το βήχα σου, βέβαια. Αλλά πήρε τ’ αυτί μου κι άλ-
λα διάφορα τις τελευταίες βδομάδες. Κουταμάρες, είμαι σίγου-
ρη, αλλά…» Η Ροσλίν έγειρε το κεφάλι της στο πλάι, το χαμόγε-
λο κέντησε λακκάκια στα μάγουλά της. «Α, πα, πα! Σου ’πιασα
κιόλας την κουβέντα… και δεν σε ρώτησα καν μήπως έχεις δου-
λειά». Και κοιτώντας πάνω από τον ώμο της Μαργκρέτ, προς το
στάβλο, έφερε το χέρι της αντήλιο στο μέτωπο, να προστατέψει
τα μάτια της από το δυνατό φως. «Μήπως σε διέκοψα; Μου φά-
νηκε πως δεν ήσουνα μόνη σου. Σε είδα με μια γυναίκα με σκού-
ρα μαλλιά. Έχεις επίσκεψη;» Η Ροσλίν πήρε το πιο ευγενικό και
αδιάφορο ύφος που μπορούσε.
Η Μαργκρέτ αναστέναξε ενοχλημένη. «Έχεις γερά μάτια, Ρο-
σλίν».
«Ω! Η Ίνγκιμπγιοργκ είναι;» ρώτησε η Ροσλίν ανασηκώνοντας
το ένα της φρύδι. «Ε, να φεύγω τότε, να σας αφήσω τις δυο φιλε-
νάδες στην ησυχία σας».
Η Μαργκρέτ κατάπιε το θυμό της. «Όχι».
«Ε, είπα κι εγώ! Τέτοια ώρα δεν θα ’ρχόταν επίσκεψη η Ίνγκι-
μπγιοργκ», είπε η Ροσλίν. «Καινούργια παραδουλεύτρα; Βέβαια!
Θα χρειαστείς πολλά χέρια τώρα με το θερισμό».
«Ε, όχι ακριβώς».

92
«Συγγένισσά σου τότε;» επέμεινε η Ροσλίν κι ήρθε ένα βήμα
πιο κοντά στη Μαργκρέτ.
Η Μαργκρέτ αναστέναξε ξανά. Και καταλαβαίνοντας πως
δεν υπήρχε τρόπος ν’ αποφύγει την ανάκριση της Ροσλίν, ξερό-
βηξε να καθαρίσει το λαιμό της. «Τη γυναίκα που είδες μας την
έστειλε να μείνει εδώ ο Νομαρχιακός Επίτροπος Μπγιορν Άου-
δουνσον Μπλόνταλ».
«Μπα; Αλήθεια; Τι παράξενο! Γιατί;»
«Τη λένε Άγκνες Μάγκνουσντότιρ. Είναι μια από τις παραδου-
λεύτρες που καταδικάστηκαν για τους φόνους του Νάταν Κέτιλ-
σον και του Πέτουρ Γιόνσον. Την έστειλαν να μείνει εδώ ώσπου
να την εκτελέσουν». Η Μαργκρέτ σταύρωσε τα χέρια στο στήθος
της και κοίταξε κατάματα τη Ροσλίν.
Η Ροσλίν φώναξε. Άφησε μάλιστα το ψωμί καταγής για να
μπορέσει να δείξει καλύτερα τη φρίκη της.
«Άγκνες! Η Άγκνες που… Η Άγκνες κι ο Φρίντρικ; Οι φονιά-
δες του Νάταν Κέτιλσον;» Έφερε τα χέρια στ’ αναψοκοκκινισμέ-
να της μάγουλα και με γουρλωμένα μάτια κοίταξε τη Μαργκρέτ.
«Ω, Μαργκρέτ! Γι’ αυτό ακριβώς ήρθα! Η Όσκα Γιοχανσντότιρ μου
είπε ότι είχε μιλήσει με τη Σοφία Γιονσντότιρ, που ο αδερφός της
δουλεύει εργάτης στο Χβάμουρ. Κι από κείνην έμαθε ότι ο Μπλό-
νταλ αποφάσισε να διώξει την Άγκνες από το Στόρα Μποργκ, για-
τί δεν ήθελε να κινδυνεύει η οικογένειά του…, να ’χουν τη φόνισ-
σα στο σπίτι τους και να φοβούνται μήπως τους σφάξει…»
Η Ροσλίν σώπασε, συνειδητοποιώντας το λάθος της. Η Μαρ-
γκρέτ έσφιξε τα χείλη της και την αγριοκοίταξε.
«Ω Μαργκρέτ…, δεν ήθελα να πω αυτό…» Τα ροδοκόκκινα
μαγουλά της κοκκίνισαν.
«Ναι, Ροσλίν. Είναι αλήθεια. Ο Μπλόνταλ μας έστειλε τη φό-
νισσα κι ούτε εγώ ούτε ο Γιον είχαμε λόγο κανένα στο θέμα. Αλ-

93
λά το γιατί την πήρε αυτή την απόφαση ο Μπλόνταλ, το ξέρει
μόνον ο ίδιος».
Η Ροσλίν συμφώνησε κουνώντας ζωηρά το κεφάλι της. «Μα
βέβαια, βέβαια. Η Όσκα είναι φοβερή κουτσομπόλα».
«Ναι».
Η Ροσλίν συνέχισε να γνέφει καταφατικά, ύστερα έκανε α-
κόμα ένα βήμα μπροστά κι ακούμπησε το χέρι της στον ώμο της
Μαργκρέτ. «Πόσο σε λυπάμαι, Μαργκρέτ».
«Γιατί με λυπάσαι;»
«Ω, που αναγκάστηκες να βάλεις μια φόνισσα μέσα στο σπίτι
σου! Που θέλοντας και μη θα ’χεις να βλέπεις το φριχτό της πρό-
σωπο κάθε μέρα! Που θα πρέπει να φοβάσαι μέρα νύχτα για τη
ζωή σου και για τη ζωή του αντρός σου και για τις δύστυχες τις
θυγατέρες σου!»
Η Μαργκρέτ ρουθούνισε. «Το πρόσωπό της δεν είναι και τό-
σο φριχτό», είπε. Μα η Ροσλίν δεν άκουγε.
«Ξέρω πολλά γι’ αυτή την υπόθεση, Μαργκρέτ. Και τι δεν έ-
χω ακούσει! Τρομερά πράγματα γι’ αυτούς τους τρεις εγκλημα­
τίες, που σκότωσαν τον καλό μας τον Νάταν Κέτιλσον και τον Πέ-
τουρ Γιόνσον!»
«Καλό δεν θα τον έλεγαν πολλοί τον Νάταν Κέτιλσον. Κι ακό-
μα λιγότεροι τον Πέτουρ».
«Μα ήταν καλοί άνθρωποι! Έκαναν κι αυτοί τα λάθη τους,
βέβαια…»
«Ο Πέτουρ είχε σφάξει τριάντα αρνιά, Ροσλίν. Κλέφτης ήταν».
«Ήταν, όμως, καλοί Ισλανδοί. Καλοί πατριώτες. Σκέψου την οι-
κογένεια του Νάταν! Ο αδερφός του ο Γκούντμουντουρ, κι η γυναί-
κα του και τα παιδάκια τους… Πήγαν στο Ιλουγκάσταντιρ, άκουσα.
Για να συμμαζέψουν το υποστατικό και το σιδεράδικο του Νάταν».
«Ροσλίν! Αν θυμάμαι καλά, ο Νάταν περνούσε περισσότερο

94
καιρό στα ξένα κρεβάτια, με γυναίκες παντρεμένες, παρά στο
σιδεράδικό του στο Ιλουγκάσταντιρ!»
Η Ροσλίν έφερε το χέρι στο στόμα ταραγμένη. «Μαργκρέτ!»
« Ήθελα να πω…» Η Μαργκρέτ δίστασε, γύρισε και κοίταξε
προς την πόρτα του στάβλου. «Τίποτα δεν είναι απλό», μουρμού-
ρισε τελικά.
«Δεν πιστεύεις πως τους αξίζει να πεθάνουν;»
«Όχι βέβαια», ξεφύσηξε η Μαργκρέτ.
Η Ροσλίν την κοίταξε επιφυλακτικά. «Το ξέρεις ότι είναι ένο-
χη, έτσι;»
«Ναι, το ξέρω ότι είναι ένοχη».
«Εντάξει. Τότε άκουσέ με: καλά θα κάνεις να προσέχεις. Να
’χεις τα μάτια σου τέσσερα με την… Πώς είπαμε ότι τη λένε;»
«Άγκνες», απάντησε μαλακά η Μαργκρέτ. «Αφού το ξέρεις,
Ροσλίν».
«Ναι, Άγκνες Μάγκνουσντότιρ, έτσι τη λένε. Να την προσέ-
χεις. Καταλαβαίνω ότι δεν μπορείς να κάνεις και πολλά. Αλλά
γιατί δεν ζητάς από τον Νομαρχιακό Επίτροπο να σας στείλει έ-
ναν φρουρό να την προσέχει. Και να την έχεις δεμένη! Τα χέρια
της δεμένα! Ο κόσμος λέει ότι η Άγκνες είναι η χειρότερη από τους
τρεις. Το αγόρι, τον Φρίντρικ, αυτή το ’χε ξεμυαλίσει. Όσο για το
κορίτσι, αυτή το ανάγκασε να βαστήξει τσίλιες! Το ’δεσε μάλι-
στα στην πόρτα για να μην το σκάσει!» Η Ροσλίν πλησίασε κι άλ-
λο, κόλλησε σχεδόν το πρόσωπό της στο πρόσωπο της Μαργκρέτ.
«Άκουσα πως αυτή ήταν που τον μαχαίρωσε τον Νάταν! Δεκαο-
χτώ μαχαιριές του ’δωσε! Ξανά και ξανά!»
«Δεκαοχτώ μαχαιριές, ε;» μουρμούρισε η Μαργκρέτ. Κι απελ-
πισμένα ευχήθηκε από μέσα της να ’ρθει ο Σνέμπγιορν να μαζέ-
ψει τη γυναίκα του.
«Στην κοιλιά και στο λαιμό». Η Ροσλίν ήταν ξαναμμένη, ανα-

95
στατωμένη. «Ναι. Και –ο Θεός να μας φυλάει!– και στο πρόσω-
πο! Άκουσα ότι του ’χωσε το μαχαίρι στο μάτι. Το κάρφωσε και
το τρύπησε σαν να ’τανε κροκάδι αυγού!» Η Ροσλίν γράπωσε τη
Μαργκρέτ γερά από τον ώμο. «Αν ήμουνα στη θέση σου, δεν θα
μπορούσα να κλείσω μάτι τη νύχτα μ’ αυτήν κάτω από τη στέγη
μου! Καλύτερα να κοιμόμουνα στο στάβλο, παρά στην ίδια κά-
μαρα. Ω Μαργκρέτ, δεν μπορώ να το πιστέψω ότι είναι αλήθεια!
Να ’χουμε τις φόνισσες μέσα στα σπίτια μας! Πάει η ενορία μας.
Σημεία και τέρατα. Χειρότερα απ’ όσα ακούμε ότι γίνονται στο
Ρέικιαβικ. Ακούς εκεί, αυτή στο ίδιο μέρος όπου παίζουν τα κο-
ρίτσια μου… Και μόνο που το σκέφτομαι, μου σηκώνεται η τρίχα,
να, κοίτα τα μπράτσα μου, ανατρίχιασα ολόκληρη! Καημένη μου
Μαργκρέτ, πώς θ’ αντέξεις;»
«Θα τα βγάλω πέρα», είπε κοφτά η Μαργκρέτ σκύβοντας να
σηκώσει από κάτω την πιατέλα με το ψωμί.
«Ναι, αλλά πώς; Και πού είναι ο Γιον να σε προστατέψει;»
«Στο Χβάμουρ, με τον Μπλόνταλ. Όπως σου είπα».
«Μαργκρέτ!» Η Ροσλίν σήκωσε τα χέρια της ψηλά. «Δεν είναι
σωστό από μέρους του Νομαρχιακού Επιτρόπου Μπλόνταλ να σας
αφήνει εδώ ολομόναχες εσένα και τα κορίτσια μ’ αυτή τη γυναί-
κα! Άκου να δεις: θα μείνω εγώ μαζί σου».
«Όχι, Ροσλίν. Δεν θα κάνεις τίποτα τέτοιο», είπε σταθερά η
Μαργκρέτ. «Σ’ ευχαριστώ για το ενδιαφέρον σου, αλλά όχι. Και
τώρα, λυπάμαι που θα σε ξεπροβοδίσω, αλλά πρέπει ν’ αρμέξω
τ’ αρνιά. Η δουλειά δεν γίνεται μόνη της».
«Να σε βοηθήσω;» ρώτησε η Ροσλίν. «Να, δώσ’ μου το ψωμί
να το πάω μέσα. Να μην το κουβαλάς εσύ».
«Στο καλό, Ροσλίν».
«Αν τη δω, μπορεί και να λογαριάσω καλύτερα τον κίνδυνο που
σε απειλεί. Που μας απειλεί όλους! Τι θα την εμποδίσει να ξεγλι-

96
στρήσει από το σπίτι σου τη νύχτα και να ζυγώσει το δικό μας;»
Η Μαργκρέτ έπιασε τη Ροσλίν από τον αγκώνα και την έστρε-
ψε προς την κατεύθυνση από την οποία είχε έρθει. «Σ’ ευχαριστώ
για την επίσκεψη, Ροσλίν. Σ’ ευχαριστώ για το ψωμί της σίκαλης.
Πρόσεχε, μη σκοντάψεις».
«Μα…»
«Καλό κατευόδιο, Ροσλίν».
Η Ροσλίν έριξε μια ματιά προς τα πίσω, προς το σπίτι, μετά
χαμογέλασε με μισή καρδιά και ξαναπήρε την κατηφόρα προς το
Γκίλσταντιρ σέρνοντας βαριά τα βήματά της. Τα κοριτσάκια της
την ακολούθησαν. Η Μαργκρέτ στάθηκε κρατώντας την πιατέ-
λα μπροστά στο στήθος της. Έμεινε να τις κοιτάζει, ώσπου ξεμά-
κρυναν και δεν ήταν πια παρά μικρά σημαδάκια στο βάθος του
δρόμου. Τότε κάθισε ανακούρκουδα κι άρχισε να βήχει. Έβηξε ώ-
σπου ένιωσε τη γλώσσα της να γεμίζει σάλια. Έφτυσε στο χορτά-
ρι, σηκώθηκε αργά, γύρισε και μπήκε στο σπίτι.

Μπαίνοντας στην κάμαρα βλέπω ότι ο χωροφύλακας που κοιμό-


ταν εδώ έχει φύγει. Θα πήγε να βρει τους φίλους του. Ακούω ά-
ντρες να μιλάνε, ανακατεύοντας δανέζικα κι ισλανδικά, έξω α-
πό το παράθυρο. Δεν την είδαν την κυρά που με ξανάσπρωξε μέ-
σα. Οι δυο κόρες του σπιτιού έχουν ξυπνήσει κι αυτές κι έχουν
φύγει. Είμαι μόνη.
Είμαι μόνη.
Δεν υπάρχει βλέμμα να με προσέχει. Δεν υπάρχει φύλακας
στην πόρτα. Δεν υπάρχει σκοινί, ούτε χειροπέδες, ούτε αλυσίδα.
Είμαι μόνη μου. Και δεν είμαι δεμένη. Στη σκέψη και μόνο παρα-
λύω. Δεν μπορεί· κάποιος θα με κρυφοκοιτάει από κάποια χαρα-

97
μάδα… Κάποιος θα ’χει κολλήσει το μάτι του στην κλειδαρότρυ-
πα… Και θα περιμένει να δει τι θα κάνω. Για να ορμήσει ύστερα
μέσα στην κάμαρα με το δάχτυλο σηκωμένο, σαν μαχαίρι έτοιμο
να το μπήξει στο λαιμό μου.
Αλλά δεν υπάρχει κανείς. Ψυχή ζώσα.
Στέκομαι στη μέση της κάμαρας και αφήνω τα μάτια μου να
συνηθίσουν το μισοσκόταδο. Ναι, είμαι ολομόναχη κι ένα ρίγος
ταραχής διατρέχει το δέρμα μου, σαν το τρέμουλο στην επιφά-
νεια του νερού, όταν είναι έτοιμο να πάρει βράση. Αυτή τη στιγ-
μή μπορώ να κάνω οτιδήποτε: μπορώ να ψάξω το σπίτι, μπορώ
να ξαπλώσω, μπορώ να μιλήσω με δυνατή φωνή, μπορώ να τρα-
γουδήσω. Μπορώ να χορέψω. Να βρίσω. Να γελάσω. Και κανείς
δεν θα το ξέρει.
Θα μπορούσα να το σκάσω.
Μια φυσαλίδα φόβου σέρνεται στη ραχοκοκκαλιά μου. Αυτό
που νιώθει κανείς όταν στέκεται στον πάγο και τον ακούει έξαφ-
να να τρίζει κάτω από το βάρος του – είναι συναρπαστικό και τρο-
μακτικό μαζί. Στο Στόρα Μποργκ ονειρευόμουν να το σκάσω. Να
βρω το κλειδί για τις χειροπέδες μου και να ξεφύγω – αλλά δεν εί-
χα σκεφτεί ποτέ πού θα πήγαινα. Δεν είχα ποτέ την ευκαιρία. Ε-
δώ, όμως, τώρα, θα μπορούσα να γλιστρήσω έξω στην αυλή και
να το βάλω στα πόδια, να φτάσω τρέχοντας ως το βάθος της κοι-
λάδας, πέρα από τα υποστατικά, να κρυφτώ εκεί και να περιμέ-
νω, ώσπου να νυχτώσει, για να πάρω τα βουνά, εκεί όπου ο ουρα-
νός θα με σκεπάσει με το τραχύ γκρίζο χέρι του. Θα μπορούσα να
το σκάσω στα θαμνοτόπια. Να τους δείξω ότι δεν μπορούν να με
κρατούν κλειδωμένη, ότι είμαι μια κλέφτρα, κλέβω χρόνο. Και
θα κλέψω τις ώρες που αρνούνται να μου δώσουν!
Κόκκοι σκόνης χορεύουν στις ακτίνες του ήλιου που μπαίνουν
από τη στεγνή μεμβράνη, την τεντωμένη στο παράθυρο. Καθώς

98
τους κοιτάζω, η σαγήνη της φυγής σβήνει και χάνεται, στραγγί-
ζει όπως το νερό που το ρουφάει η γη γύρω από το γκέιζερ. Δεν
θα κέρδιζα τίποτα: μόνο που θ’ άλλαζα μια καταδίκη θανατική
με μιαν αλλιώτικη. Πάνω στα ψηλώματα των βουνών οι θύελλες
ουρλιάζουν σαν τις χήρες των ψαράδων κι η παγωνιά σού καίει το
μούτρο. Ο χειμώνας χυμάει σαν γροθιά στο σκοτάδι. Τα ακατοί-
κητα μέρη είναι σκληρά κι άπονα, σαν τον δήμιο.
Τα γόνατά μου τρέμουν καθώς πηγαίνω στο κρεβάτι μου. Έ-
χω τα μάτια κλειστά κι η σιωπή της κάμαρας πέφτει βαριά πά-
νω μου, σαν χέρι.
Όταν οι χτύποι της καρδιάς μου ξαναβρίσκουν τον κανονικό
τους ρυθμό, κοιτάζω το μέρος όπου κοιμήθηκε ο χωροφύλακας: τα
στρωσίδια κουβάρι, το βουλιαγμένο στρώμα ξέσκεπο. Θα ’πρεπε
να το ’χει μαζέψει το κρεβάτι του, είναι γρουσουζιά να τ’ αφήνει
κανείς έτσι. Αν το στρώμα είναι ακόμα ζεστό από το κορμί του,
μπορεί να μην είναι μακριά. Μοιάζει λιγάκι ξεδιάντροπο, αλλά
ακουμπάω το χέρι μου στο στρώμα του. Είναι κρύο. Έχει φύγει.
Το δικό μου κρεβάτι είναι στρωμένο. Περνώ το χέρι μου πάνω α-
πό τη λεπτή κουβέρτα, τριμμένη από τη χρήση. Πόσα κορμιά έ-
χουν πλαγιάσει εδώ πριν από μένα; Πόσοι εφιάλτες έχουν ξετυ-
λιχτεί κάτω από τούτο το μάλλινο σκέπασμα;
Το πάτωμα είναι στρωμένο με σανίδες, αλλά οι τοίχοι και το
ταβάνι όχι. Οι πλίνθοι θέλουν διόρθωμα. Σβόλοι ξερό χώμα, χόρ-
τα κι άχυρα έχουν ξεφύγει από τη θέση τους, ανοίγοντας χαρα-
μάδες και τρύπες, αφήνοντας τον αέρα να μπαίνει στο δωμάτιο.
Το χειμώνα θα κάνει κρύο εδώ μέσα.
Αλλά εγώ μπορεί να ’χω πεθάνει πριν από το χειμώνα.
Γρήγορα! Διώξ’ την αυτή τη σκέψη.
Ξερά χόρτα κρέμονται από το ταβάνι σαν άπλυτα μαλλιά.
Λίγα σκαλιστά στολίδια φαίνονται στα δοκάρια. Κι ένας σταυ-

99
ρός καρφωμένος στο ανώφλι της πόρτας, πάνω από την είσοδο.
Τραγουδούν ύμνους εδώ τα βράδια του χειμώνα; Μπορεί και
να διηγούνται ιστορίες από τις σάγκες – οι σάγκες μ’ αρέσουν κα-
λύτερα από τις προσευχές. Σ’ ετούτο το υποστατικό, στο Κορν­
σάου, μ’ έδειραν κάποτε γι’ αυτό. Όταν ήμουν μικρή, όταν μ’ εί-
χαν πάρει να δουλεύω το κηπάρι τους. Ο αγρότης, ο Μπγιορν, εί-
χε θυμώσει που ήξερα τους θρύλους καλύτερα από κείνον. Τράβα
να τα πεις με τα πρόβατα, Άγκνες. Βιβλία γραμμένα από ανθρώ-
πους, κι όχι από τον Θεό, είναι κακή κι επικίνδυνη παρέα. Δεν
είναι για σένα.
Μπορεί και να τον είχα πιστέψει. Αν δεν ήταν η ψυχομάνα
μου, η Ίνγκα, και τα όσα μου ’μαθε. Ψιθυριστά μου τα ’λεγε, ό-
ταν εκείνος κοιμόταν.
Κοντά στην είσοδο, δίπλα στο κρεβάτι της κυράς, έχει μια γκρί-
ζα μάλλινη κουρτίνα καρφωμένη σ’ ένα δοκάρι. Αντί για πόρτα,
για το καλό δωμάτιο. Η κουρτίνα είναι κοντή κι αφήνει να φαί-
νονται από πίσω τα πόδια ενός τραπεζιού. Το ξύλο τους είναι λί-
γο ξεφλουδισμένο, λες και κάποιος τα ’χει μασουλήσει.
Η κάμαρα είναι σχεδόν το ίδιο γυμνή όπως ήταν πριν από τό-
σα χρόνια – αν κι έχουν καρφώσει σανίδες ανάμεσα στα κάθετα
δοκάρια, στον τοίχο, ράφια για ν’ ακουμπάνε τα συνηθισμένα
πράγματα: κανάτια, κέρατα, μια πίπα, ψαροκόκκαλα, κουβάρια
μαλλί και βελόνες για το πλέξιμο. Υπάρχει ένα μικρό ζωγραφιστό
μπαούλο κάτω από ένα κρεβάτι. Ένα πεταμένο τσουράπι, που θέ-
λει μπάλωμα. Τα γνώριμα καθημερινά πράγματα είναι παρηγο-
ριά. Είχα κάποτε κι εγώ τέτοια πράγματα. Το άσπρο μου σακού-
λι με τα ξερά λουλούδια. Το πετραδάκι, που μου ’χε δώσει η Μά-
να πριν φύγει. Θα σου φέρει τύχη, Άγκνες. Είναι μαγικό. Βάλ’ το
κάτω από τη γλώσσα σου και θα μπορείς να μιλάς με τα πουλιά.
Το είχα μέρες στο στόμα μου το πετραδάκι. Κι αν τα πουλιά

100
καταλάβαιναν τις ερωτήσεις μου, δεν το ξέρω. Το σίγουρο είναι
πως δεν νοιάστηκαν ούτε μια φορά να μου δώσουν απάντηση.
Το Κορνσάου, στη Νομαρχία Χούναβατν. Στο κατώφλι αυ-
τού του σπιτιού μ’ άφησε έξι χρονών η Μάνα – μ’ ένα φιλί κι έ-
να πετραδάκι. Και τώρα μ’ έσυραν ξανά εδώ, με τριάντα τρεις
χειμώνες στην πλάτη μου, εξαιτίας δυο σκοτωμένων αντρών και
μιας φωτιάς. Έχω δουλέψει στα υποστατικά του βορρά πολύ. Πα-
ραπάνω απ’ όσο θα ’πρεπε. Αλλά η φτώχεια τα δέρνει αυτά τα
σπιτικά ασταμάτητα, τόσο που μοιάζουν πια ίδια μεταξύ τους.
Κι απ’ όλα λείπουν τα ίδια πράγματα, πράγματα που θα ’πρε-
πε να υπάρχουν. Είναι λες και πέρασα όλη μου τη ζωή στο ίδιο
σπίτι.
Αυτό είναι, λοιπόν. Το Κορνσάου θα είναι η στερνή μου θλι-
βερή γωνιά. Το τελευταίο μου κρεβάτι. Η τελευταία μου στέγη.
Το τελευταίο μου πάτωμα. Ό,τι τελευταίο φέρνει πόνο, σαν να
μη μένει τίποτα μετά, μόνο καπνός από σβησμένη φωτιά. Πρέ-
πει να παραστήσω πως είμαι ακόμα παραδουλεύτρα, πως αυ-
τό είναι το καινούργιο μου πόστο. Πρέπει να σκέφτομαι τις δου-
λειές που έχω να κάνω. Πώς θα καταφέρω την κυρά μου να παι-
νέψει τη σβελτάδα και τη δεξιοσύνη μου. Νόμιζα πως αν δούλευα
σκληρά, μπορεί κάποια μέρα να γινόμουν κι εγώ κυρά. Αλλά ό-
χι εδώ. Όχι στο Κορνσάου.
Κορνσάου. Περνάει ξανά και ξανά από το μυαλό μου το όνομα,
τόσο που ανοίγω τα χείλια και ψελλίζω τη λέξη να την ακούσω.
Λέω στον εαυτό μου πως είναι ένα ακόμα πόστο, ένα υποστατικό
ακόμα μετά από τόσα. Και σιγανά μουρμουρίζω τα ονόματα απ’
όλα τα μέρη όπου έχω ζήσει. Σαν ψαλμωδία ακούγονται: Φλάγκα,
Μπεϊνακέλντα, Λίτλα-Γκίλγια, Μπρέκουκοτ, ­Κορνσάου, Γκου-
ντρουνάρσταντιρ, Γκίλσταντιρ, Γκαφλ, Φάνλαουγκάρσταντιρ,
Μπούρφελ, Γκέιτασκαρντ, Ιλουγκάσταντιρ.

101
Απ’ όλα αυτά τα ονόματα ένα είναι λάθος. Ένα είναι εφιάλτης.
Το σκαλί που χάνεις κάτω από το πόδι σου, στο σκοτάδι.
Το όνομα φταίει για όλα. Ιλουγκάσταντιρ, το αγρόκτημα δί-
πλα στη θάλασσα, εκεί όπου το αεράκι αντηχεί από τις σφυριές
στο σιδεράδικο, εκεί όπου κρώζουν οι γλάροι και οι φώκιες στρογ-
γυλοκάθονται πάνω στο λίπος τους. Ιλουγκάσταντιρ, όπου η νύ-
χτα φωτίζεται από τις φωτιές, όπου ο καπνός στροβιλίζεται κά-
θε πρωί κι ανεβαίνει να τυλίξει τ’ αστέρια. Ιλουγκάσταντιρ, όπου
και ρημαγμένο ακόμα το σπίτι έκρυβε κουφάρια μέσα στο κλου-
βί των μισοκαμένων ξύλων του.
Απέξω ακούω τους χωροφύλακες, γελάνε. Ένας απ’ αυτούς
μιλάει για τον πλούσιο ξάδερφό του, στο Χέλγκαβατν.
«Να περάσουμε να τον ξαλαφρώσουμε από το μπράντι του!»
προτείνει κάποιος.
«Ναι! Κι από τη γυναίκα και τις κόρες του!» φωνάζει ένας άλ-
λος. Γελάνε πάλι.
Θα μείνει άραγε κανένας να με φυλάει; Να μην το σκάσω;
Να προσέχει μην ανάψω εγώ τις λάμπες, να μη μου πέσει καμιά
σπίθα στα σανίδια; Να ’χει το νου του, να μην απλώνω χέρι, να
κρατάω τη γλώσσα μου φρόνιμη, τα πόδια μου κλειστά, τα μά-
τια μου χαμηλά.
Τώρα πια είμαι ιδιοκτησία του Στέμματος.
Ελπίζω να φύγουν όλοι σήμερα.
Τεντώνοντας τ’ αυτιά μου ν’ ακούσω τι λένε, προσέχω κάτι
κρυμμένο κάτω από το κρεβάτι μπροστά μου. Κάτι που λάμπει.
Είναι μια ασημένια καρφίτσα, παράξενο πράγμα μέσα σ’ ένα δω-
μάτιο γυμνό από κάθε πολυτέλεια. Είναι κλεμμένη; Δεν θα ’ταν
και τόσο περίεργο σ’ ετούτη την κοιλάδα, όπου κλέβουν τα πρό-
βατα και τους κόβουν τα σημαδεμένα τους αυτιά, πριν τα σκορ-
πίσουν σ’ άλλα κοπάδια, όπου οι άντρες αφήνουν νύχια μακριά

102
για να μαζεύουν πιο εύκολα τις δεκάρες από κάτω. Είναι πολλοί
οι αγρότες κι οι εργάτες σε τούτα τα μέρη που έχουν δοκιμάσει
το μαστίγιο του Νόμου στις πλάτες τους, επειδή έκλεψαν. Ακό-
μα κι ο Νάταν είχε τα σημάδια της ατίθασης νιότης του στους ώ-
μους του. Τα σημάδια που του ’χε αφήσει η βέργα της σημύδας.
Σηκώνω την καρφίτσα. Είναι αναπάντεχα βαριά.
«Άσ’ την κάτω». Μια λεπτή νέα γυναίκα στέκεται με τα πόδια
της ανοιχτά, τα χέρια στη μέση. «Είναι δική μου».
Αφήνω την καρφίτσα από το χέρι μου, πέφτει στο πάτωμα, στο
άκουσμα του γδούπου τιναζόμαστε κι οι δυο. Το κορίτσι είναι λε-
πτό και μικροκαμωμένο, έχει ανοιχτόχρωμες πινελιές στο σκού-
ρο μπλε των ματιών της. Στο κεφάλι φοράει μαντίλι. Η μύτη της
γέρνει ελαφρά στην άκρη.
«Στέινα!» Το κορίτσι δεν σαλεύει, με κοιτάζει μόνο από το ά-
νοιγμα της πόρτας. Με φοβάται, σκέφτομαι.
Ένα άλλο κορίτσι δρασκελίζει το κατώφλι, μπαίνει. Πρέπει
να ’ναι η αδερφή της. Είναι πιο ψηλή, έχει μάτια καστανά και το
δέρμα της γύρω από τη μύτη είναι γεμάτο φακίδες. «Η Ροσλίν και
τα κουτσούβελά της…» Σωπαίνει, όταν με βλέπει.
«Τη βρήκα με την καλή μου καρφίτσα στα χέρια της. Την καρ-
φίτσα από την πρώτη μου κοινωνία».
«Νόμιζα ότι την είχε βγάλει έξω η Μάνα».
«Το ίδιο κι εγώ».
Με κοιτάζουν. «Μάνα! Μάνα! Τρέχα!»
Η Μαργκρέτ μπαίνει σκουπίζοντας τα χείλια της. Βλέπει την
ασημένια καρφίτσα στο πάτωμα, δίπλα στα πόδια μου, και χλω-
μιάζει. Το αίμα στραγγίζει από το πρόσωπό της. Το στόμα της
μισανοίγει.
«Την είχε στο χέρι της, Μάνα. Την είδα».
Η Μαργκρέτ κλείνει τα μάτια και αγγίζει με το χέρι τα χείλη

103
της, σαν να πονάει. Θέλω να την αγγίξω, στο μπράτσο. Να την
ησυχάσω. Έρχεται προς το μέρος μου, θυμωμένη, ακούω το χα-
στούκι πριν το νιώσω. Ένα σκαστό χτύπημα. Ένα καυτό δάγκωμα
πόνου.
«Τι σου είπα;» φωνάζει. «Δεν θ’ αγγίζεις τίποτα εδώ μέσα!»
Βαριανασαίνει, το δάχτυλό της κολλάει σχεδόν πάνω μου καθώς
με δείχνει. «Να ευχαριστήσεις τον Θεό που δεν θα το καταγγεί-
λω αυτό».
«Δεν είμαι κλέφτρα», λέω.
«Όχι. Είσαι φόνισσα». Το κορίτσι με τα μπλε μάτια φτύνει τις
λέξεις. Έχει λακκάκια στα μάγουλα. Το μαντίλι της έχει λυθεί,
μια μπούκλα ξανθιά, σχεδόν άσπρη, της πέφτει στο μέτωπο. Το
πρόσωπό της είναι κατακόκκινο.
«Λάουγκα», λέει η Μαργκρέτ. «Πάρε τη Στέινα και πηγαίνε-
τε στην κουζίνα». Οι κόρες της φεύγουν κι η Μαργκρέτ με πιά-
νει από το μανίκι. « Έλα», μου λέει και με βγάζει σέρνοντας από
την κάμαρα. «Θα τ’ αποδείξεις πως μετάνιωσες. Θα τ’ αποδεί-
ξεις δουλεύοντας σαν το σκυλί».

Ο εφημέριος Τότι ξύπνησε νωρίς το πρωί και στάθηκε αδύνατον


να ξανακοιμηθεί. Σήμερα τον περίμεναν πάλι στο Κορνσάου. Ση-
κώθηκε και ντύθηκε χωρίς κέφι, βγήκε έξω στον δροσερό καθαρό
αέρα του πρωινού κι άρχισε να κάνει τις δουλειές στο υποστατι-
κό και στην εκκλησία. Μάζεψε το μικρό κοπάδι, τα λίγα πρόβατα
του πατέρα του, και τ’ άρμεξε με υπερβολική προσοχή, ψιθυρίζο-
ντας στο καθένα με τ’ όνομά του και χαϊδεύοντας τ’ αυτιά τους.
Η ώρα πέρασε, ο ήλιος ανέβηκε ψηλά. Ο Τότι τάισε και πότισε
την αγελάδα τους, την Ύσα. Μετά έπιασε να μαζεύει την μπου-

104
γάδα από το πέτρινο τοιχάκι της εκκλησίας, όπου την είχε απλώ-
σει ο πατέρας του να στεγνώσει.
«Δεν χρειάζεται να το κάνεις αυτό», είπε ο εφημέριος Γιον
πλησιάζοντας προς το μέρος του.
«Δεν με πειράζει», απάντησε χαμογελώντας ο Τότι και ξεκόλ-
λησε ένα χορταράκι από μια κάλτσα.
Ο πατέρας του ανασήκωσε τους ώμους. «Νόμιζα πως θα ’χες
ξεκινήσει κιόλας για το Βάσνταλουρ».
Ο Τότι μόρφασε.
«Γιατί χασομεράς με την μπουγάδα, αφού έχεις να πας να
την δεις;»
Ο Τότι στάθηκε και κοίταξε τον εφημέριο Γιον, που τίναζε με
απότομες κινήσεις ένα παντελόνι.
«Δεν ξέρω τι να της πω», είπε. «Εσύ τι θα της έλεγες;»
Ο πατέρας του τον χτύπησε στον ώμο με το τραχύ του χέρι.
Τον αγριοκοίταξε. «Τράβα», είπε. «Ποιος το λέει ότι πρέπει κάτι
να της πεις; Πήγαινε».

Η Μαργκρέτ με τραβάει στην αυλή, μου δείχνει το κηπάρι με την


αγγελική και το λεβίστικο. Ύστερα τη βοηθάω ν’ αρμέξουμε τα πρό-
βατα. Μάλλον δεν μ’ εμπιστεύεται να με ξαναφήσει μόνη μου. Το
παιδί, που ήρθε νωρίτερα, έχει ήδη μαζέψει τα ζωντανά. Η Μαρ-
γκρέτ μου λέει πως τ’ όνομά του είναι Παλ, αλλά δεν μας συστή-
νει. Και το παιδί δεν με ζυγώνει, αν και με κοιτάει, δεν ξεκολλάει
τα μάτια του από πάνω μου, με κοιτάει με στόμα μισάνοιχτο.
Μετά καίμε το φουστάνι μου.
Το ’φτιαξα πριν από δυο χρόνια. Η Σίγκα κι εγώ φτιάξαμε από
ένα, απλό, για τη δουλειά. Με το ύφασμα που μας έδωσε ο Νάταν.

105
Αν ήξερα ότι το φουστάνι που έραβα θα ήταν κάποτε η μόνη
μου ζεστασιά σ’ ένα δωμάτιο που βρωμούσε ιδρώτα. Αν ήξερα
ότι το φουστάνι αυτό θα το φορούσα βιαστικά μέσα στη νύχτα
και θα ’τρεχα σαν την τρελή ως το Στάπαρ φωνάζοντας ξέφρενα.
Η Μαργκρέτ μου δίνει λίγο ζεστό γάλα από την καρδάρα κι
ύστερα πηγαίνουμε στην κουζίνα, όπου οι κόρες της έχουν ανά-
ψει τη φωτιά και τη συδαυλίζουν με ξερές καβαλίνες. Ζαρώνουν
και κολλάνε στον τοίχο, μόλις μπαίνω.
«Βγάλε το τσουκάλι από το γάντζο, Στέινα», λέει η Μαργκρέτ
στην άσχημη θυγατέρα της. Μετά σηκώνει τα βρώμικα ρούχα μου
από τη γωνιά και τα πετάει χωρίς συζήτηση στις φλόγες.
«Ωραία», λέει. Με ικανοποίηση.
Βλέπουμε το μάλλινο φουστάνι ν’ αρπάζει και να τσιτσιρίζει,
ώσπου τα μάτια μας δακρύζουν από τον καπνό κι η Μαργκρέτ αρ-
χίζει να βήχει κι αναγκαζόμαστε να βγούμε και να πάμε να κά-
νουμε αλλού δουλειές, ώσπου να γίνουν τα ρούχα μου στάχτη. Οι
δυο κόρες πάνε στο κελάρι.
Αυτό το φουστάνι ήταν το τελευταίο δικό μου πράγμα. Τώρα
δεν έχω πια τίποτα στον κόσμο, τίποτα δικό μου. Ούτε τη ζεστα-
σιά του κορμιού μου. Ακόμα κι αυτήν την παίρνει το καλοκαιρι-
νό αεράκι και την πάει μακριά.

Το κηπάρι στο Κορνσάου είναι χορταριασμένο, φουντωμένο. Έ-


χει γύρω γύρω ένα τοιχάκι πέτρινο, που στη μια άκρη έχει γκρε-
μιστεί. Τα περισσότερα από τα φυτά του έχουν ξεσταχιάσει. Ρίζες
χτυπημένες από το κρύο μαραγκιάζουν εκτεθειμένες στη ζέστη.
Αλλά έχει και βαλσαμόχορτα, έχει και λίγα πικροβότανα που τα
θυμάμαι από το σιδεράδικο του Νάταν στο Ιλουγκάσταντιρ. Κι η
αγγελική ευωδιάζει γλυκά.

106
Ξεχορταριάζουμε, βρίσκουμε τις τούφες των χόρτων που πνί-
γουν τα πιο γερά φυτά, τις ξεριζώνουμε. Μ’ αρέσει η αίσθηση
των μίσχων στο χέρι μου, η αντίσταση των βλασταριών καθώς τα
τραβάω από το χώμα – μα το στήθος μου πονάει. Έχω αδυνατί-
σει. Αλλά το κρύβω.
Μ’ αρέσει που δουλεύω ανακούρκουδα στο χώμα, με τη φού-
στα μου να φουσκώνει γύρω μου και την κάπνα της καμένης κο-
πριάς ακόμα στα μαλλιά μου. Η Μαργκρέτ δουλεύει γρήγορα, έ-
χει λαχανιάσει. Τι να σκέφτεται; Τα νύχια της έχουν μαυρίσει α-
πό το χώμα, πασπατεύει και ψαχουλεύει το έδαφος όλο βιάση.
Τα μάτια της έχουν κοκκινίσει από τον καπνό στην κουζίνα. Όταν
ξεροβήχει, ακούω τον πνιχτό ήχο από το φλέγμα στο λαιμό της.
«Άντε στο σπίτι και πες στις κόρες μου να έρθουν εδώ», μου
λέει ξαφνικά. « Ύστερα πάρε με το φτυάρι στάχτες από τη φωτιά
να τις ανακατέψουμε εδώ με το χώμα».
Οι χωροφύλακες σελώνουν τ’ άλογά τους στην αυλή, όταν γυ-
ρίζω μόνη στο σπίτι. Δεν μιλάνε. «Όλα εντάξει;» φωνάζει ένας
στη Μαργκρέτ. Κι εκείνη τον ησυχάζει μ’ ένα νεύμα του λερω-
μένου χεριού της.
Η πόρτα του σπιτιού είναι ανοιχτή, μάλλον την άφησαν για
να φύγει ο καπνός και να ξεβρωμίσει η κουζίνα. Ανασηκώνω το
πόδι και διαβαίνω το ψηλό κατώφλι.
Βρίσκω τις δυο αδερφές στο κελάρι να ξαφρίζουν το χτεσινό
γάλα. Η μικρότερη με βλέπει πρώτη και σκουντάει την αδερφή
της. Κάνουν κι οι δυο πίσω, δυο-τρία βήματα.
«Η μάνα σας θέλει να πάτε να τη βρείτε στο κηπάρι». Κουνάω
ελαφρά το κεφάλι μου και κάνω στην άκρη για να περάσουν. Η
μικρότερη γλιστράει έξω από το δωμάτιο αμέσως, χωρίς να πά-
ψει στιγμή να με κοιτάζει.
Η μεγαλύτερη διστάζει. Πώς τη φωνάζουν; Στέινα. Πέτρα.

107
Μου ρίχνει μια περίεργη ματιά κι αργά αφήνει την κουτάλα α-
πό το χέρι της.
«Μου φαίνεται πως σε ξέρω», λέει.
Δεν απαντώ.
« Έχεις δουλέψει παραδουλεύτρα σ’ αυτή την κοιλάδα, έτσι
δεν είναι;»
Γνέφω καταφατικά.
«Σε ξέρω. Δηλαδή, έχουμε συναντηθεί. Εσύ έφευγες από το
Γκουντρουνάρσταντιρ, όταν εμείς πηγαίναμε. Συναντηθήκαμε
στο δρόμο».
Πότε είχε γίνει αυτό; Τον Μάιο του 1819. Πόσων χρονών να
’τανε τότε; Όχι πάνω από δέκα.
«Είχαμε κι ένα σκυλί μαζί μας. Ένα ασπρόμαυρο. Σε θυμά-
μαι, επειδή το σκυλί άρχισε να γαβγίζει, λύσσαξε, κι ο Πάμπι το
κράτησε να μη σου χυμήξει. Ύστερα καθίσαμε και μοιραστήκα-
με το φαγητό μας».
Το κορίτσι με κοιτάζει προσεκτικά, ψάχνει με το βλέμμα το
πρόσωπό μου.
«Είσαι η γυναίκα που συναντήσαμε πηγαίνοντας στο Γκου-
ντρουνάρσταντιρ. Με θυμάσαι; Έπλεξες κοτσίδες τα μαλλιά της
αδερφής μου και μας έδωσες από ένα αυγό στην καθεμιά».
Δυο κοριτσάκια που ρουφούσαν αυγά στην άκρη του δρόμου,
με τον ποδόγυρο των φουστανιών τους λασπωμένο. Η θαμπή φι-
γούρα ενός αδύνατου σκυλιού που κυνηγούσε το καθρέφτισμά του
στο νερό. Κι ο ουρανός σπασμένος, γκρίζος κι απέραντος. Τρία
κοράκια που πετούσαν στη γραμμή. Καλό σημάδι.
«Στέινα!»
Ο δρόμος με τα πόδια από το Γκουντρουνάρσταντιρ στο Γκίλ-
σταντιρ. Μέσα στην παγωμένη άνοιξη. 1819. Εκατό μικρές φά-
λαινες είχαν βγει στη στεριά κοντά στο Θίνγκεϊραρ. Κακό σημάδι.

108
«Στέινα!»
« Έρχομαι, Μάνα!» Η Στέινα γυρίζει ξανά σε μένα. «Σωστά
δεν θυμάμαι; Εσύ ήσουνα».
Κάνω ένα βήμα προς το μέρος της.
Η κυρά μπαίνει μέσα βιαστική. «Στέινα!» Με κοιτάζει, μετά
γυρίζει στην κόρη της. « Έξω». Αρπάζει το κορίτσι από το χέρι και
το τραβάει έξω. «Τις στάχτες εσύ. Τώρα».
Έξω το αεράκι παίρνει μια χούφτα από τις στάχτες του φου-
στανιού μου και τις σκορπίζει στον αέρα. Είναι ευτυχία αυτή η ζε-
στασιά στο στήθος μου; Σαν χέρι άλλου που μ’ ακουμπάει;
Ίσως μπορώ εδώ να παραστήσω πως είμαι πάλι ο παλιός μου
εαυτός.

«Ν’ αρχίσουμε με μια προσευχή;» ρώτησε ο ιεροδιάκονος εφημέ-


ριος Θόρβαρδουρ Γιόνσον.
Καθόταν με την Άγκνες έξω από το σπίτι, σ’ ένα μικρό σωρό
κομμένη τύρφη, που την είχαν ετοιμάσει για τις επιδιορθώσεις
των τοίχων. Ο εφημέριος κρατούσε την Καινή Διαθήκη στο ένα
του χέρι και μια μάλλον φτενή βουτυρωμένη φέτα ψωμί από σί-
καλη στο άλλο. Του την είχε δώσει η Μαργκρέτ. Πάνω στο βού-
τυρο είχαν πέσει αλογότριχες από τα ρούχα του.
Η Άγκνες δεν απάντησε στην ερώτησή του. Καθόταν με τα χέρια
χαλαρά σταυρωμένα στην ποδιά της, κοιτάζοντας τους χωροφύλακες
που έφευγαν. Στα μαλλιά της είχε στάχτες. Ο αέρας είχε κόψει, πού
και πού ακούγονταν οι φωνές και τα γέλια των αντρών που έφευγαν
– έκοβαν τους μαλακούς κοφτούς ήχους που έκαναν η Μαργκρέτ
και οι κόρες της, ξεχορταριάζοντας στο περιβόλι. Η μεγάλη σήκωνε
συχνά-πυκνά το κεφάλι της να δει τον εφημέριο και τη φόνισσα.

109
Ο Τότι έριξε μια ματιά στο βιβλίο που κρατούσε και ξερόβηξε
να καθαρίσει το λαιμό του.
«Τι λες ν’ αρχίσουμε με μια προσευχή;» ξαναρώτησε, πιο δυνα-
τά αυτή τη φορά, νομίζοντας πως η Άγκνες δεν τον είχε ακούσει.
«Τι ν’ αρχίσουμε με την προσευχή;» του απάντησε ήρεμα η
γυναίκα.
«Εεε…» κόμπιασε ο Τότι ξαφνιασμένος. «Την άφεση, την ά-
φεση των αμαρτιών σου».
«Την άφεση των αμαρτιών μου;» επανέλαβε η Άγκνες. Και
κούνησε ελαφρά το κεφάλι της.
Ο Τότι έβαλε το ψωμί στο στόμα του, μάσησε βιαστικά τη με-
γάλη μπουκιά και την κατάπιε με θόρυβο. Ύστερα σκούπισε το χέ-
ρι του στο πουκάμισό του και ξεφυλλίζοντας την Καινή Διαθήκη
βολεύτηκε καλύτερα πάνω στην τύρφη. Ήταν μουσκεμένη ακό-
μη από τη βροχή της νύχτας κι ένιωθε την υγρασία της να ­περνάει
μέσα από το παντελόνι του. Ανόητο μέρος είχε διαλέξει να καθί-
σουν, σκέφτηκε. Καλύτερα να καθόντουσαν μέσα.
«Τον περασμένο μήνα έλαβα μια επιστολή από τον Νομαρχια­
κό Επίτροπο Μπλόνταλ, Άγκνες», άρχισε κι αμέσως σταμάτησε.
«Μπορώ να σε λέω Άγκνες;» ρώτησε.
«Είναι το όνομά μου».
«Μου έγραφε ότι δεν ήσουν ευχαριστημένη με τον εφημέριο
στο Στόρα Μποργκ και ήθελες έναν άλλον πνευματικό να σε ανα-
λάβει, ώσπου… ώσπου να…» Η φωνή του Τότι έσβησε.
«Ώσπου να πεθάνω;» αποτέλειωσε τα λόγια του η Άγκνες.
Ο Τότι έγνεψε καταφατικά. «Μου έγραφε ότι ζήτησες εμένα».
Η Άγκνες πήρε βαθιά ανάσα. «Εφημέριε Θόρβαρδουρ…»
«Μπορείς να με λες Τότι. Όλοι έτσι με λένε», την έκοψε. Και
κοκκίνισε, μετανιώνοντας την ίδια κιόλας στιγμή για την οικειό­
τητα που είχε δείξει.

110
Η Άγκνες σώπασε αβέβαιη. «Εφημέριε Τότι, λοιπόν. Μήπως
ξέρεις γιατί ο Νομαρχιακός Επίτροπος θέλει να με αναλάβει κά-
ποιος πνευματικός;»
«Εεε.. Νομίζω ότι θέλει, ότι θέλουμε, δηλαδή ο Μπλόνταλ
και η εκκλησία εννοώ, κι εγώ… θέλουμε να επιστρέψεις στους
κόλπους του Θεού».
Το πρόσωπο της Άγκνες σκλήρυνε. «Νομίζω ότι θα επιστρέ-
ψω κοντά Του πολύ σύντομα. Με μια τσεκουριά».
«Δεν ήθελα να πω… δεν το εννοούσα έτσι…» αναστέναξε ο Τότι.
Η κουβέντα τους είχε ξεκινήσει πιο άσχημα απ’ όσο φοβόταν. «Ζή-
τησες εμένα, ωστόσο; Κοίταξα τους καταλόγους της ενορίας στο
Μπρέιδαμπόλσταντουρ και δεν βρήκα το όνομά σου γραμμένο».
«Όχι», απάντησε η Άγκνες. «Δεν είμαι γραμμένη εκεί».
«Ούτε στην ενορία του πατέρα μου ήσουν;»
«Ούτε».
«Τότε γιατί ζήτησες εμένα, αφού δεν έχουμε συναντηθεί ποτέ;»
Η Άγκνες τον κοίταξε. «Δεν με θυμάσαι, ε;»
Ο Τότι ξαφνιάστηκε. Υπήρχε κάτι που του φαινόταν γνώριμο
στη γυναίκα. Μα όσο κι αν το μυαλό του έψαχνε τα πρόσωπα ό-
λων των γυναικών που είχε γνωρίσει – τις παραδουλεύτρες, τις
μανάδες, τις συζύγους, τα κορίτσια…, στάθηκε αδύνατον να βρει
το πρόσωπο της Άγκνες.
«Συγγνώμη, δεν σε θυμάμαι», είπε.
Η Άγκνες ανασήκωσε τους ώμους. «Μ’ έχεις ξαναβοηθήσει».
«Εγώ;»
«Ναι. Με πέρασες μια φορά απέναντι… σ’ ένα ποτάμι. Κα-
βάλα στ’ άλογό σου».
«Πού;»
«Κοντά στο Γκιόνγκουσκορντ. Είχα πάει για δουλειά στο Φάν-
λαουγκάρσταντιρ. Και γύριζα απ’ τη δουλειά».

111
«Είσαι δηλαδή από τη Νομαρχία του Σκαγκαφγιόρντουρ;»
«Όχι. Είμαι από δω, από τούτη την κοιλάδα. Από το Βάσντα-
λουρ. Από τη Νομαρχία του Χούναβατν».
«Και σε βοήθησα να περάσεις απέναντι το ποτάμι;»
«Ναι. Ήταν φουσκωμένο το ποτάμι κι εσύ έφτασες με τ’ άλο-
γό σου τη στιγμή που ήμουν έτοιμη να το περάσω πεζή».
Ο Τότι απόρησε. Είχε περάσει πολλές φορές από το Γκιόνγκου-
σκορντ, αλλά δεν θυμόταν να ’χει συναντήσει ποτέ μια νέα γυ-
ναίκα. «Πότε έγινε αυτό;»
«Πριν από έξι ή εφτά χρόνια. Ήσουν πολύ νέος».
«Ναι, σίγουρα», απάντησε ο Τότι. Ακολούθησε μια στιγμή σιωπής.
«Κι εξαιτίας εκείνης της ευγένειας με ζήτησες τώρα;» Την κοίταξε,
κοίταξε με προσοχή το πρόσωπό της. Δεν μοιάζει με φόνισσα, είπε
μέσα του. Από την ώρα που πλύθηκε, δεν μοιάζει πια με φόνισσα.
Η Άγκνες μισόκλεισε τα μάτια κοιτάζοντας πέρα, την απέ-
ναντι μεριά της κοιλάδας. Η έκφρασή της ήταν ανεξιχνίαστη.
«Άγκνες…» στέναξε ο Τότι. «Είμαι απλός ιεροδιάκονος εφη-
μέριος. Δεν έχω πείρα. Ίσως χρειάζεσαι έναν πιο έμπειρο κληρι-
κό… Ίσως κάποιον από την περιοχή σου που να σε ξέρει… Είμαι
βέβαιος πως κάποιος θα σου ’χει δείξει επίσης καλοσύνη… Κά-
ποιος θα σου ’χει φερθεί με ευγένεια… Ποιος ήταν ο εφημέριος
της ενορίας σου εδώ;»
Η Άγκνες τράβηξε μαλακά μια τούφα σκούρα μαλλιά, που
της έπεφτε στο πρόσωπο, και την στερέωσε πίσω από το αυτί της.
«Δεν έχω συναντήσει και πολλούς ανθρώπους της εκκλη­σίας που
να τους εκτιμώ», είπε. «Και σίγουρα κανείς τους δεν μπορεί να
πει ότι με ξέρει».
Ένα μικρό σμάρι κοράκια ήρθαν πετώντας από την κοιλάδα,
ζύγωσαν και κάθισαν στον πέτρινο φράχτη. Την ίδια στιγμή ο Τό-
τι και η Άγκνες είδαν το κεφάλι της Μαργκρέτ να σηκώνεται πίσω

112
από τη μάντρα του περιβολιού. «Φευγάτε!» φώναξε. Ένας σβό-
λος ξερό χώμα τινάχτηκε ως το φράχτη, χτύπησε τις πέτρες του
και τα πουλιά σηκώθηκαν κράζοντας ενοχλημένα. Ο Τότι κοίτα-
ξε την Άγκνες και της χαμογέλασε. Αλλά το πρόσωπο της Άγκνες
έμοιαζε πέτρινο.
«Δεν θα τους αρέσει αυτό», μουρμούρισε σαν να μιλούσε μό-
νη της.
«Λοιπόν», ξανάρχισε ο Τότι, παίρνοντας βαθιά ανάσα. «Αν αι-
σθάνεσαι την ανάγκη ενός πνευματικού, εγώ θεωρώ υποχρέωσή
μου και καθήκον μου να έρχομαι να σε βλέπω. Κι αφού αυτό εί-
ναι το θέλημα του Νομαρχιακού Επιτρόπου Μπλόνταλ, θα σε κα-
θοδηγώ στις προσευχές σου, για να μπορέσεις να αντιμετωπίσεις
με πίστη και αξιοπρέπεια αυτό που σε περιμένει. Θα προσπαθή-
σω να σου προσφέρω πνευματική στήριξη και ελπίδα».
Αυτά είπε ο Τότι και σώπασε. Τα είχε σκεφτεί και προβάρει τα
λόγια του στο δρόμο καθώς ερχόταν. Κι ήταν ευχαριστημένος που
θυμήθηκε να πει «πνευματική στήριξη». Ακουγόταν κάπως δα-
σκαλίστικο, κάπως αφ’ υψηλού, σαν να ’ταν ο ίδιος σε κατάστα-
ση πνευματικής ανωτερότητας, πνευματικής ασφάλειας: στην
κατάσταση που θα έπρεπε να είναι δηλαδή. Μόνο που βαθιά μέ-
σα του είχε την αόριστη κι ανησυχητική αίσθηση πως τα πράγμα-
τα δεν ήταν καθόλου έτσι.
Παρ’ όλη την ετοιμασία του δεν ήταν συνηθισμένος να ­μιλάει
τόσο τυπικά κι ένιωσε τα χέρια του να ιδρώνουν, καθώς ακου-
μπούσαν στο λεπτό χαρτί της Καινής Διαθήκης. Έκλεισε με προ-
σοχή το βιβλίο, για να μην τσαλακώσει καμιά σελίδα, και σκού-
πισε τις παλάμες του στο παντελόνι του. Τώρα ήταν ίσως η κα-
τάλληλη στιγμή για κάποιο χωρίο των Γραφών, απ’ αυτά που συ-
νήθιζε ο πατέρας του. Μα το μόνο που είχε στο μυαλό του ήταν η
ξαφνική του λαχτάρα για μια πρέζα ταμπάκο.

113
« Ίσως έκανα λάθος, πάτερ». Η φωνή της Άγκνες ήταν μετρη-
μένη, ήρεμη.
Ο Τότι δεν βρήκε τίποτα ν’ απαντήσει. Κοίταξε τις μελανιές
στο πρόσωπό της και δάγκωσε το χείλι του.
« Ίσως είναι καλύτερα να μην ξανάρθεις. Μην ταξιδεύεις α-
πό το Μπρέιδαμπόλσταντουρ. Σ’ ευχαριστώ, αλλά… Πιστεύεις
στ’ αλήθεια…;» Σκέπασε το στόμα με τα χέρια της και κούνησε
το κεφάλι της.
«Τέκνο μου, μην κλαις!» είπε ο Τότι και σηκώθηκε.
Η Άγκνες τράβηξε τα χέρια της. «Δεν κλαίω», είπε ανέκφραστη.
« Έκανα λάθος. Με αποκαλείς τέκνο σου, εφημέριε Θόρβαρδουρ,
αλλά κι εσύ είσαι σχεδόν παιδί. Είχα ξεχάσει πόσο νέος είσαι».
Ούτε σ’ αυτό βρήκε να δώσει απάντηση ο Τότι. Την κοίταξε
για μια στιγμή, ύστερα έγνεψε λυπημένος, φόρεσε το καπέλο
του και την καλημέρισε.
Η Άγκνες τον παρακολούθησε να περνάει δίπλα από τον πέ-
τρινο φράχτη για να χαιρετίσει τη Μαργκρέτ και τα κορίτσια. Ο
εφημέριος και οι γυναίκες στάθηκαν μαζί για λίγα λεπτά μιλώ-
ντας και κοιτάζοντας προς το μέρος της. Η Άγκνες προσπάθησε
ν’ ακούσει τι έλεγαν, αλλά είχε αρχίσει πάλι να φυσάει και ο αέ­
ρας έπαιρνε τα λόγια τους μακριά της. Μόνον όταν ο Τότι ανα-
σήκωσε το καπέλο του χαιρετώντας τη Μαργκρέτ και προχώρησε
προς τον πάσσαλο, όπου είχε δέσει τη φοράδα του, άκουσε η Ά-
γκνες την κυρά του σπιτιού να λέει δυνατά: «Πιο εύκολο να στύ-
ψεις την πέτρα – και να ματώσει!»

Η υπόλοιπη μέρα περνάει δουλεύοντας – ξεχορταριάζοντας και


σκαλίζοντας το απεριποίητο περιβόλι. Ακούω μακρινά βελάσμα-

114
τα. Τα κακόμοιρα τα ζωντανά δείχνουν αδύνατα και σαν μπαλω-
μένα, τώρα που τα ’χουν κουρέψει κι είναι δίχως το παχύ χειμω-
νιάτικο μαλλί τους. Όταν έφυγε ο εφημέριος, τα κορίτσια, η Μαρ-
γκρέτ κι εγώ φάγαμε ξερό ψάρι και βούτυρο. Φρόντισα να μασάω
κάθε μπουκιά είκοσι φορές. Ύστερα βγήκαμε ξανά στο περιβό-
λι. Τώρα αρχίζω να επιδιορθώνω τις πεσμένες πέτρες του φρά-
χτη, βγάζω όσες έχουν φύγει από τη θέση τους, τις ξεδιαλέγω κι
ύστερα τις ξαναβάζω και τις στερεώνω καλά, απολαμβάνοντας
το βάρος τους στα χέρια μου.
Έχω συχνά πια την αίσθηση πως δεν είμαι εδώ. Το βάρος μου
θυμίζει ότι υπάρχω.
Η Μαργκρέτ κι εγώ δουλεύουμε αμίλητες. Μου μιλάει μό-
νο για να με διατάξει. Είναι σαν να τρέχει το μυαλό μας σε άλλα
πράγματα. Σκέφτομαι πόσο παράξενο είναι το γύρισμα της τύ-
χης, που μ’ έφερε πίσω στο Κορνσάου, όπου έζησα παιδί. Όπου
έμαθα τι είναι η λύπη. Σκέφτομαι τους δρόμους που έχω περπα-
τήσει. Σκέφτομαι τον εφημέριο.
Ο Θόρβαρδουρ Γιόνσον, που θέλει να τον φωνάζουν όλοι Τό-
τι, σαν να ’ταν παιδί κανενός αγρότη. Μοιάζει άπειρος, άμαθος
τελείως. Η φωνή του έχει μια απαλότητα, το ίδιο τα χέρια του.
Τα δάχτυλά του δεν είναι μακριά και λερωμένα από τα βοτάνια
και τις μπογιές, όπως του Νάταν. Δεν είναι χοντρά σαν τα χέρια
των εργατών. Είναι μικρά, λεπτά και καθαρά. Τα είχε ακουμπι-
σμένα στη Βίβλο του όσην ώρα μου μιλούσε.
Έκανα λάθος. Μ’ έχουν καταδικάσει σε θάνατο κι εγώ ζήτη-
σα να μου στείλουν ένα αγόρι να με οδηγήσει και να με στηρίξει.
Ένα αγόρι με κόκκινα μαλλιά, που καταπίνει με μεγάλες μπου-
κιές το βουτυρωμένο ψωμί του και καβαλάει το άλογό του με το
παντελόνι του μούσκεμα. Αυτός είναι ο νεαρός που ελπίζουν ό-
τι θα με ρίξει στα γόνατα, να προσεύχομαι. Αυτός είναι ο νεαρός

115
που ελπίζω ότι θα με βοηθήσει, αν κι ούτε να φανταστώ δεν μπο-
ρώ πώς και με τι.
Ο μόνος που θα μπορούσε να καταλάβει πώς νιώθω είναι ο
Νάταν. Με ήξερε, όπως ξέρει κανείς την αλλαγή των εποχών ή
την παλίρροια. Με ήξερε σαν τη μυρωδιά του καπνού. Ήξερε τι
ήμουν και τι ήθελα. Και τώρα έχει πεθάνει.
Θα έπρεπε ίσως να του πω, καημένο παιδί, γύρνα πίσω στο
σπιτάκι σου και στα αγαπημένα σου βιβλία. Έκανα λάθος: δεν
μπορείς να κάνεις τίποτα για μένα. Ο Θεός είχε την ευκαιρία να
μ’ ελευθερώσει – και, για λόγους γνωστούς μόνο σ’ Εκείνον, με
κάρφωσε στη δυστυχία. Όσο κι αν πάλεψα, όσο κι αν αγωνίστη-
κα, μ’ έχει εξουθενώσει πια η καταστροφή. Κι η μοίρα έχει μπή-
ξει μέσα μου το μαχαίρι της ως τη λαβή.

116
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΣΣΕΡΑ

Προς τον Κυβερνήτη της Βορειοανατολικής Ισλανδίας

Ευχαριστώ την Εξοχότητά σας για την ευγενέστατη επιστολή της 10ης
Ιανουαρίου του σωτηρίου τούτου έτους, σχετικά με τις κατηγορίες φό-
νου, εμπρησμού και άλλων εγκλημάτων που απαγγέλθηκαν εναντίον
των κατηγορουμένων Φρίντρικ, Άγκνες και Σιγκρίντουρ, και για τις ο-
ποίες κρίθηκαν ένοχοι και καταδικάστηκαν εις θάνατον. Εις απάντησιν
της επιστολής σας, επιτρέψτε μου να σας πληροφορήσω ότι ο Μπ. Χέν-
ρικσον, ο σιδεράς, στον οποίον ανετέθη να φτιάξει το πελέκι που θα χρη-
σιμοποιηθεί εις την εκτέλεσιν, υπολόγισε το κόστος στις πέντε ασημέ-
νιες βασιλικές κορόνες για τα υλικά και για τη δουλειά του, ακολουθώ-
ντας τις οδηγίες μου από 30ής Δεκεμβρίου του περασμένου χρόνου ως
προς την κατασκευή και το μέγεθός του. Μετά τη λήψιν της επιστολής
της Ευγενείας σας, ωστόσο, σκέφτηκα, κατόπιν συνεννοήσεως με την
Εξοχότητά σας, ότι θα ήταν προτιμότερο να παραγγείλουμε ένα πλα-
τύτερο πελέκι από την Κοπεγχάγη στην ίδιαν τιμήν. Και ως εκ τούτου
ζήτησα εν τω μεταξύ από τον έμπορο Σίμονσεν να εκτελέσει την πα-
ραγγελίαν για λογαριασμό μου.
Αυτό το καλοκαίρι ο εν λόγω έμπορος, ο Σίμονσεν, ήρθε και μου
έφερε το πελέκι. Αλλά, μόλο που ήταν φτιαγμένο όπως ακριβώς είχα
ζητήσει, αιφνιδιάστηκα ακούγοντας από τον Σίμονσεν ότι είχε στοιχί-
σει είκοσι εννέα βασιλικές κορόνες. Ελέγχοντας τον λογαριασμό, δια­
πίστωσα ότι το ποσόν ήταν σωστό και αναγκάστηκα επομένως να το

117
πληρώσω στον κύριο Σίμονσεν από το κονδύλι που η Εξοχότητά σας
έχει εγκρίνει γι’ αυτήν την δίκην.
Και τώρα, ερχόμενος να εξηγήσω στην Ευγενεία σας τα έξοδα που
έχουν γίνει, ταπεινά αιτούμαι να μου δώσετε την άδεια να αφαιρέσω
το εν λόγω ποσόν από τα χρήματα που προβλέπονται για την κάλυ-
ψη της σίτισης και της διαβίωσης των καταδίκων. Ταπεινά επίσης ε-
ρωτώ την Εξοχότητά σας τι πρέπει να κάνουμε με αυτό το πελέκι με-
τά την χρησιμοποίησίν του εις τας προγραμματισμένας εκτελέσεις.

Διατελώ ταπεινός και αφοσιωμένος υπηρέτης της Εξοχότητάς σας

ΝΟΜΑΡΧΙΑΚΟΣ ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ ΤΟΥ ΧΟΥΝΑΒΑΤΝ


Μπγιορν Μπλόνταλ

118
Ο Τότι έφυγε από το Κορνσάου αποφασισμένος να γράψει στον
Μπλόνταλ και να αρνηθεί την υπόσχεση, που του είχε δώσει σχε-
τικά με την Άγκνες Μάγκνουσντότιρ. Η δεύτερη συνάντησή του
με την κατάδικη είχε αποτύχει οικτρά· δεν είχε καταφέρει να της
αποσπάσει ούτε μια απλή προσευχή. Αλλά στη σκέψη και μόνο
ότι θα έπρεπε υποχρεωτικά να εξηγήσει γιατί είχε αλλάξει γνώ-
μη μετά από δύο μόλις συναντήσεις τον πλημμύριζε με φρίκη και
ντροπή – κι έτσι ανέβαλε το γράψιμο της επιστολής. Θα το κάνω
αύριο, ανανέωνε την υπόσχεση στον εαυτό του κάθε μέρα στο
Μπρέιδαμπόλσταντουρ. Πέρασαν, όμως, δυο βδομάδες, οι α-
γρότες ετοιμάζονταν για το θερισμό στα μέσα του Ιουλίου κι αυ-
τός δεν είχε καν πιάσει την πένα στο χέρι του.
Ένα βράδυ ο Τότι καθόταν με τον εφημέριο Γιον και διάβαζε
σιωπηλά, όταν ο πατέρας του σήκωσε το γκρίζο του κεφάλι και
τον ρώτησε: «Προσεύχεται η φόνισσα;».
Ο Τότι δίστασε πριν απαντήσει: «Δεν είμαι σίγουρος».
«Χμμμ», μουρμούρισε ο εφημέριος Γιον. «Σιγουρέψου». Και
κάρφωσε στον γιο του τα κόκκινα τσιμπλιασμένα μάτια του, ώ-
σπου ο Τότι ένιωσε το αίμα ν’ ανεβαίνει και να κοκκινίζει το λαι-
μό και τα μάγουλά του. «Είσαι υπηρέτης του Κυρίου. Κοίτα μη
γίνεις ρεζίλι, νεαρέ», είπε, πριν σκύψει ξανά στο διάβασμά του.
Την άλλη μέρα το πρωί ο Τότι σηκώθηκε νωρίς ν’ αρμέξει την
Ύσα. Ακούμπησε βαριά το κεφάλι του στο ζεστό πλευρό της αγε-
λάδας και βάλθηκε ν’ ακούει τον ήρεμο ρυθμό του γάλακτος που

119
κυλούσε στην ξύλινη καρδάρα. Άθελά του φαντάστηκε την Άγκνες
να κάθεται δίπλα του. Ο πατέρας του ήξερε ότι δεν πήγαινε στο
Κορνσάου, ότι δεν συναντούσε την καταδικασμένη. Θα ένιωθε
ντροπή αν καταλάβαινε ότι ο γιος του δεν ήταν ικανός να ανα-
λάβει την εξιλέωση μιας γυναίκας. Αλλά τι μπορούσε κανείς να
κάνει με μια γυναίκα που δεν ήθελε εξιλέωση; Τους ανθρώπους
της εκκλησίας δεν τους εκτιμούσε, του το είχε πει. Δεν έδειχνε
θρήσκα. Και το ανόητο λογύδριο, που είχε ετοιμάσει ο Τότι, για
την πνευματική στήριξη και βοήθεια – όλες αυτές οι κούφιες λέ-
ξεις του είχαν πέσει στο κενό. Τι τον ήθελε λοιπόν; Γιατί τον είχε
ζητήσει, αφού δεν ήθελε να μιλήσει για τον Κύριο; Επειδή την εί-
χε βοηθήσει κάποτε να περάσει ένα ποτάμι απέναντι; Ένιωθε α-
πογοητευμένος, σαν να του ’χανε κόψει τα πόδια. Γιατί δεν είχε
ζητήσει κάποιον φίλο ή συγγενή της να την βοηθήσει, να σταθεί
δίπλα της και να την στηρίξει την ώρα του τέλους;
Ίσως δεν της είχε μείνει κανένας φίλος. Ίσως ήθελε να μιλή-
σει για άλλα πράγματα. Για το πώς είχε περάσει το φουσκωμέ-
νο ποτάμι στο Γκιόνγκουσκορντ μιαν άνοιξη πριν από χρόνια. Ή
γιατί είχε φύγει από την κοιλάδα του Βάσνταλουρ κι είχε πάει να
δουλέψει ανατολικά. Ή γιατί δεν εκτιμούσε τους ανθρώπους της
εκκλησίας. Ο Τότι έκλεισε τα μάτια του κι ένιωσε την Ύσα, ανή-
συχη, να αλλάζει το ζεστό βάρος του κορμιού της μια δεξιά μια
αριστερά κάτω από το μέτωπό του. Για να την ησυχάσει άρχισε
να μουρμουρίζει στίχους του Χαλγκρίμουρ Πέτουρσον: «Η οδός
των παθών Σου, Κύριε, έλεος και λύτρωση. Και η αγάπη Σου, Χρι-
στέ, της δύναμής μου η γέννηση». Άνοιξε τα μάτια κι επανέλα-
βε τον τελευταίο στίχο.
Τελειώνοντας το άρμεγμα είχε αποφασίσει να ξαναπάει στο
Κορνσάου.

120
Πρωινό πούσι σκέπαζε την κοιλάδα κρύβοντας από τον Τότι τα
βουνά, καθώς προχωρούσε καβάλα στο άλογό του ανάμεσα από
τα αέρινα λευκά στεφάνια που η πάχνη είχε κρεμάσει πάνω από
το χορτάρι. Ανατρίχιασε από το κρύο κι έχωσε τα χέρια του στη ζε-
στασιά της χαίτης του αλόγου του. Σήμερα θα διορθώσω την κα-
τάσταση με την Άγκνες, σκέφτηκε.
Όταν πέρασε και τα τρία παράξενα υψώματα του Θρίσταπαρ,
στην είσοδο της κοιλάδας, και μπήκε στον πράσινο λαιμό του Βά-
σνταλουρ, οι ακτίνες του πρωινού ήλιου είχαν πια νικήσει το θά-
μπος της ομίχλης. Η μέρα θα ήταν λαμπρή. Σε λίγο οι ­οικογένειες
των αγροτών και οι εργάτες τους θα σκόρπιζαν στα χωράφια με
τα δρεπάνια στα χέρια, θα θέριζαν και θ’ άπλωναν το κομμένο
χόρτο να στεγνώσει κι η μυρωδιά του θερισμένου σανού θα πλημ-
μύριζε την κοιλάδα. Αλλά τώρα ήταν ακόμα νωρίς κι ο Τότι έ-
βλεπε μόνο τις κορυφές των βουνών, οι καφετιές πλαγιές τους ε-
ξακολουθούσαν να ’ναι τυλιγμένες σε μια ζώνη σερνάμενης κα-
ταχνιάς. Ξάφνου άκουσε μια φωνή και είδε τον Παλ, τον νεαρό
βοσκό του Κορνσάου, να οδηγεί τα πρόβατα στην πλαγιά, μισο-
κρυμμένος στο πέπλο της ομίχλης. Ο Τότι έβιασε το άλογό του
προς την όχθη του ποταμού, που κυλούσε τα νερά του κατά μή-
κος της κοιλάδας και περνούσε λίγο έξω από το Κορνσάου, συνε-
χίζοντας προς το Ούντιρφελ.

Ένας ψηλός αξύριστος αγρότης του άνοιξε την πόρτα.


« Blessuð. Στους ορισμούς σου, πάτερ. Είμαι ο Χάουκουρ Γιόνσον».
«Saell, Χάουκουρ. Είμαι ο ιεροδιάκονος εφημέριος Θόρβαρ-
δουρ Γιόνσον. Μήπως είναι εδώ ο εφημέριος του Ούντιρφελ;»
«Ο Πέτουρ Μπγιάρνασον; Όχι. Δεν μένει εδώ. Αλλά δεν εί-
ναι μακριά. Πέρασε, πάτερ».

121
Ο Τότι ακολούθησε τον μεγαλόσωμο αγρότη μέσα στο σπίτι,
που ήταν μεγαλύτερο απ’ όσο το περίμενε. Στην κάμαρα ήταν μα-
ζεμένοι τουλάχιστον οχτώ άνθρωποι, που ντύνονταν και κουβέ-
ντιαζαν μεταξύ τους. Μια κοπελίτσα με μεγάλα μάτια κρατούσε
στην αγκαλιά της ένα μωρό που έκλαιγε κατακόκκινο. Δυο παρα-
δουλεύτρες πάσχιζαν να ντύσουν ένα αγοράκι, που δεν εν­νοούσε
να ξεκολλήσει από το παιχνίδι με τους βόλους του στο πάτωμα.
Βλέποντας τον Τότι σώπασαν.
«Παρακαλώ, κάθισε», είπε ο Χάουκουρ και του ’δειξε μια γω-
νιά σ’ ένα κρεβάτι δίπλα σε μια γριά, που κάρφωσε το βλέμμα της
ανέκφραστο στον Τότι. «Από δω η Γκούντρουν. Είναι τυφλή. Θα
πάω να φωνάξω τον εφημέριο, αν δεν σε πειράζει να περιμένεις».
«Ευχαριστώ», είπε ο Τότι.
Ο αγρότης έφυγε και μια νεαρή γυναίκα με δροσερό καθα-
ρό πρόσωπο δεν άργησε να μπει στην κάμαρα. «Καλημέρα! Ώ-
στε είσαι από το Μπρέιδαμπόλσταντουρ; Θέλεις κάτι να πιεις;
Είμαι η Ντάγκα».
Ο Τότι κούνησε αρνητικά το κεφάλι του, η Ντάγκα πήρε το μωρό
από την αγκαλιά του κοριτσιού και το βόλεψε στον ώμο της. «Καη-
μενούλα, όλη νύχτα την πέρασε ξύπνια, με φωνές και κλάματα».
«Είναι άρρωστη;»
«Ο άντρας μου λέει πως είναι τα πονάκια που έχουν όλα τα
μωρά, αλλά εγώ φοβάμαι το χειρότερο. Κατέχεις τίποτε από τις
αρρώστιες και τα γιατρικά τους, πάτερ;»
«Εγώ; Ω, όχι. Όχι περισσότερα από σένα, λυπάμαι».
«Δεν πειράζει. Κρίμα μόνο που δεν ζει πια ο Νάταν Κέτιλσον,
ο Θεός ν’ αναπάψει την ψυχή του».
Ο Τότι ξαφνιάστηκε. «Ορίστε;»
Του απάντησε το κορίτσι από τη γωνιά του. «Με γιάτρεψε, ό-
ταν έπεσα άρρωστη βαριά με κοκίτη».

122
« Ήταν οικογενειακός φίλος;» ρώτησε ο Τότι.
Η Ντάγκα ζάρωσε τη μύτη της. «Όχι. Όχι φίλος. Αλλά ήταν
χρήσιμος, όταν αρρώσταιναν τα παιδιά, ή όταν έπρεπε να τους
τραβήξουμε λίγο αίμα. Με τον κοκίτη της Γκούλα έμεινε εδώ μια-
δυο νύχτες, βράζοντας τα βοτάνια του και ξεφυλλίζοντας βιβλία
γραμμένα σε ξένη γλώσσα. Παράξενος άνθρωπος».
« Ήταν μάγος», ακούστηκε η γριά δίπλα του. Όλοι οι άλλοι γύ-
ρισαν και την κοίταξαν.
«Γκούντρουν…» Η Ντάγκα χαμογέλασε αμήχανα στον Τότι.
« Έχουμε επισκέπτη. Θα τρομάξεις τα μικρά».
«Νάταν Σάταν, έτσι τον έλεγαν. Τίποτε απ’ όσα έκανε δεν ή-
ταν του Θεού».
«Σώπα, Γκούντρουν. Μια ιστορία είναι μόνο, που κανένας δεν
την πιστεύει στ’ αλήθεια».
«Τι ιστορία;» ρώτησε ο Τότι.
Η Ντάγκα βόλεψε το μωρό που έκλαιγε στην αγκαλιά της.
«Δεν την έχεις ακουστά;»
Ο Τότι έγνεψε αρνητικά. «Όχι. Πήγα σχολείο στα νότια. Στο
Μπεσάσταντιρ».
Η Ντάγκα ανασήκωσε τα φρύδια της. «Ε, είναι μια ιστορία
που τη λέει ο κόσμος εδώ, στην κοιλάδα. Κάποιοι πιστεύουν ό-
τι η μάνα του Νάταν Κέτιλσον έβλεπε το μέλλον – ότι ονειρευό-
ταν διάφορα πράγματα κι ύστερα αυτά γίνονταν στ’ αλήθεια.
Ε, κι όταν ήταν έγκυος στον Νάταν, ονειρεύτηκε ότι ήρθε ένας
άντρας και της είπε ότι θα γεννήσει αγόρι. Ο άντρας στο όνει-
ρό της τη ρώτησε αν θα δεχόταν να δώσει στο παιδί της το όνομά
του. Κι όταν εκείνη συμφώνησε, αυτός της είπε ότι τον έλεγαν
Σάταν. Δηλαδή Σατανά».
«Φοβήθηκε τότε», την έκοψε η Γκούντρουν ζαρώνοντας τα φρύ-
δια της. «Ο εφημέριος το άλλαξε το όνομα, το ’κανε Νάταν. Και

123
τους φάνηκε εντάξει τότε. Αλλά όλοι το ξέραμε από την αρχή ότι
το αγόρι αυτό δεν θα ’κανε ποτέ του τίποτα καλό. Η μάνα του εί-
χε δίδυμα, αλλά ο αδερφός του δεν είδε ποτέ το φως του Θεού –
γεννήθηκε πεθαμένος. Ένας για τον πάνω κόσμο κι ένας για τον
κάτω». Σάλεψε αργά στη θέση της, στο κρεβάτι, και ζύγωσε το
πρόσωπό της στο πρόσωπο του Τότι. «Δεν ήταν ποτέ του χωρίς λε-
φτά», ψιθύρισε. «Είχε συμφωνία με τον Διάβολο».
« Ή ήξερε καλά τα βότανα κι έφτιαχνε φάρμακα θαυματουρ-
γά, που τα μοσχοπουλούσε», χαμογέλασε η Ντάγκα. «Όπως είπα,
δεν είναι παρά μια ιστορία που λέει ο κόσμος εδώ, στην κοιλάδα».
Ο Τότι κούνησε το κεφάλι του.
«Αλλά εσένα, πάτερ, τι σε φέρνει στο Βάσνταλουρ;»
«Είμαι ο πνευματικός της Άγκνες Μάγκνουσντότιρ».
Το χαμόγελο έσβησε από το πρόσωπο της Ντάγκα. «Άκουσα
ότι την έφεραν στο Κορνσάου».
«Ναι». Ο Τότι είδε τις δυο παραδουλεύτρες που κοιτάχτηκαν.
Δίπλα του η Γκούντρουν άρχισε να βήχει. Τον πιτσίλισαν τα σά-
λια της στο λαιμό.
«Η δίκη έγινε στο Χβάμουρ», συνέχισε η Ντάγκα.
«Ναι».
«Είναι από δω, από την κοιλάδα, πάτερ».
«Γι’ αυτό βρίσκομαι εδώ», είπε ο Τότι. «Στο Ούντιρφελ, θέλω
να πω. Θέλω να μάθω λίγα πράγματα γι’ αυτήν, για τη ζωή της,
από το Μητρώο της εκκλησίας».
Το ύφος της γυναίκας σκοτείνιασε. «Θα μπορούσα να σου πω
λίγα πράγματα για τη ζωή της». Δίστασε, ύστερα πρόσταξε τις
παραδουλεύτρες να βγάλουν έξω τα παιδιά και περίμενε να μεί-
νουν μόνοι τους πριν συνεχίσει: «Το είχε πάντα μέσα της», είπε
η Ντάγκα χαμηλόφωνα ρίχνοντας μια ματιά προς το μέρος της
Γκούντρουν, που είχε γείρει στον τοίχο κι έμοιαζε να κοιμάται.

124
«Τι εννοείς;» ρώτησε ο Τότι.
Η γυναίκα μόρφασε κι έσκυψε κοντά του. «Λυπάμαι που το λέω,
αλλά η Άγκνες Μάγκνουσντότιρ δεν νοιάστηκε ποτέ για κανέναν
άλλον πέρα από τον εαυτό της, πάτερ. Είχε βάλει στο μυαλό της
να γίνει καλύτερη. Να ανέβει πιο ψηλά απ’ όσο ήταν η θέση της».
« Ήταν φτωχή;»
«Νόθο παιδί μιας άπορης γυναίκας. Αλλά της έκοβε και το
μυαλό της έπαιρνε στροφές, κάτι που σπάνια συναντάς σε πα-
ραδουλεύτρες».
Ο Τότι στέναξε ακούγοντας τα λόγια της γυναίκας. «Δεν τη
συμπαθούσες».
Η Ντάγκα γέλασε. «Όχι. Όχι και πολύ. Η Άγκνες ήταν άλλου
είδους γυναίκα».
«Τι είδους δηλαδή;»
Η Ντάγκα δίστασε. «Υπάρχουν άνθρωποι που είναι ευχαρι-
στημένοι με τη μοίρα τους και με τους άλλους γύρω τους, πάτερ.
Άνθρωποι που ευγνωμονούν τον Θεό για ό,τι τους έχει δώσει. Η
Άγκνες δεν ήταν έτσι».
«Την ξέρεις; Την έχεις γνωρίσει;»
Η γυναίκα βόλεψε καλύτερα στην αγκαλιά της το μωρό που
κλαψούριζε. «Δεν έχουμε μοιραστεί ποτέ το ίδιο κρεβάτι. Αλ-
λά ναι, την ξέρω, πάτερ. Την ξέρω όπως ξέρουν όλοι όλους σ’ ε-
τούτη την κοιλάδα. Κυκλοφορούσε κι ένα ποίημα για λόγου της
στα μέρη μας, όταν ήταν πιο νέα. Άρεσε σε όλους τότε, τη φώ-
ναζαν Άγκνες από το Μπούρφελ. Μα περνώντας ο καιρός έγι-
νε πικρή και κακιά. Δεν μπορούσε να κρατήσει άντρα δίπλα
της, κάτι είχε. Δεν μπορούσε να ριζώσει. Η κοιλάδα είναι μικρή
και της είχε βγει το όνομα ότι ήταν γλωσσού κι άνοιγε εύκολα τα
πόδια της».
Κάποιος ξερόβηξε στο άνοιγμα της πόρτας. Ο αγρότης είχε γυ-

125
ρίσει μ’ έναν άντρα μαζί του, που χασμουριόταν κι έξυνε τα αξύ-
ριστα γένια κάτω από το σαγόνι του.
«Εφημέριε Θόρβαρδουρ Γιόνσον! Από δω ο εφημέριος Πέτουρ
Μπγιάρνασον».

Η εκκλησία του Ούντιρφελ ήταν ένας μικρός οίκος λατρείας μ’


έξι στασίδια όλα κι όλα και λίγο χώρο για τους όρθιους στο πίσω
μέρος. Δεν τους χωράει όλους τους αγρότες της κοιλάδας, σκέ-
φτηκε ο Τότι, καθώς ο εφημέριος Πέτουρ αφηρημένα στερέωνε
τα γυαλιά με τον συρμάτινο σκελετό στη μύτη του.
«Α, να το κλειδί». Ο εφημέριος έσκυψε πάνω από ένα μπαού­
λο δίπλα στο ιερό κι άρχισε να παλεύει με την κλειδαριά του. «Στο
Κορνσάου είπες ότι μένεις;»
«Όχι. Επίσκεψη πηγαίνω», είπε ο Τότι.
«Πάλι καλά που πας εσύ και δεν μου τη φόρτωσαν εμένα. Πώς
είναι η οικογένεια εκεί;»
«Δεν τους ξέρω καλά».
«Όχι. Εννοώ πώς το πήραν… που έχουν τη φόνισσα;»
Ο Τότι σκέφτηκε τα οργισμένα λόγια της Μαργκρέτ τη νύχτα
που έφτασε η Άγκνες από το Στόρα Μποργκ. «Ε, αναστατώθη-
καν λιγάκι».
«Θα κάνουν το καθήκον τους. Είναι εντάξει άνθρωποι. Η μι-
κρή κόρη είναι όμορφη. Έχει λακκάκια. Κι είναι φρόνιμη και ξύ-
πνια. Σπίρτο αναμμένο».
«Η Λάουγκα, ε;»
«Ναι. Τη μεγάλη της την αδερφή την τυλίγει σε μια κόλα χαρ-
τί». Ο εφημέριος σήκωσε ένα μεγάλο δερμάτινο βιβλίο και το α-
κούμπησε στην Αγία Τράπεζα. «Εδώ είμαστε. Λοιπόν… πόσων
χρονών είναι, παιδί μου;»

126
Ο Τότι σφίχτηκε με δυσφορία ακούγοντας τον εφημέριο να τον
λέει «παιδί του». «Δεν είμαι σίγουρος. Πάνω από τριάντα, νομί-
ζω. Δεν την ξέρεις;»
Ο εφημέριος ρούφηξε τον αέρα από τη μύτη του. «Είμαι εδώ
ένα χειμώνα μόνο».
«Α, κρίμα. Κι εγώ ήλπιζα ότι θα μάθαινα κάτι από σένα για
το χαρακτήρα της».
Ο εφημέριος ρουθούνισε περιφρονητικά. «Το κουφάρι του Νά-
ταν Κέτιλσον λέει αρκετά για το χαρακτήρα της».
« Ίσως. Αλλά θα ήθελα να ξέρω λίγα πράγματα για τη ζωή της
πριν το συμβάν στο Ιλουγκάσταντιρ».
Ο εφημέριος Πέτουρ Μπγιάρνασον κάρφωσε το βλέμμα του
στον Τότι, σαν να τον μετρούσε. «Είσαι πολύ νέος για να ’σαι ο
πνευματικός της».
Ο Τότι κοκκίνισε. «Εκείνη με ζήτησε».
«Εντάξει. Αν υπάρχει κάτι αξιοσημείωτο σχετικά με το χαρα-
κτήρα της, θα το βρούμε γραμμένο στο Μητρώο». Ο εφημέριος
Πέτουρ γύρισε προσεκτικά τις κιτρινισμένες πυκνογραμμένες σε-
λίδες. «Να την. Γεννημένη το 1795. Κόρη της Ίνγκφελντουρ Ραφν­
σντότιρ και του Μάγκνους Μάγκνουσον, στο αγρόκτημα της Φλά-
γκα. Νόθο παιδί, οι γονείς της δεν ήταν παντρεμένοι. Ημερομη-
νία γέννησης 27 Οκτωβρίου. Βαφτίστηκε την επόμενη μέρα. Τι
άλλο θέλεις να σου πω;»
«Οι γονείς της δεν ήταν παντρεμένοι;»
« Έτσι γράφει εδώ. “Ο πατέρας ζει στο Στόρνταλουρ”, γράφει.
Αυτό μόνο. Τι άλλο θέλεις; Να ψάξουμε την πρώτη της μετάληψη;
Θα την έχει γραμμένη εδώ. Μου τα ζήτησε όλα αυτά κι ο Νομαρ-
χιακός Επίτροπος Μπλόνταλ και του τα έστειλα πριν λίγους μή-
νες». Ο εφημέριος ρουθούνισε ξανά και έσπρωξε τα γυαλιά του
στερεώνοντάς τα καλύτερα στη μύτη του. «Να, εδώ το γράφει.

127
Διάβασε και μόνος σου». Και παραμέρισε για ν’ αφήσει τον Τότι
να σκύψει πάνω από τη σελίδα.
«Την 22α Μαΐου του 1809», διάβασε δυνατά ο Τότι. «Έλαβε την
πρώτη μετάληψη σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών μαζί με…» Στα-
μάτησε για να μετρήσει. «Πέντε άλλους. Αλλά το 1809 η Άγκνες
Μάγκνουσντότιρ ήταν μόνο δεκατριών χρονών».
«Τι είπες;» Ο εφημέριος, που κοίταζε έξω από το παράθυρο,
γύρισε ξανά στον Τότι:
«Εδώ γράφει ότι ήταν δεκατεσσάρων. Αλλά τον Μάιο του 1809
η Άγκνες ήταν δεκατριών».
Ο εφημέριος ανασήκωσε τους ώμους. «Δεκατριών, δεκατεσ-
σάρων. Έχει καμιά σημασία;»
Ο Τότι κούνησε το κεφάλι του. «Όχι, όχι. Εδώ… τι γράφει;»
Ο εφημέριος έσκυψε πάνω από το βαρύ μεγάλο κατάστιχο του
Εκκλησιαστικού Μητρώου. Τον Τότι τον χτύπησε στη μύτη η μυ-
ρωδιά της ανάσας του. Μύριζε μπράντι και ψάρι.
«Για να δούμε. Τρία απ’ αυτά τα παιδιά, που τ’ αναφέρει με
τα ονόματά τους: Γκρίμουρ, Σβέινμπγιορν και Άγκνες – έμαθαν
απέξω όλο το Πιστεύω. Και συνεχίζει. Ξέρεις, με τις συνηθισμέ-
νες παρατηρήσεις».
«Τα πήγε καλά, δηλαδή;»
«Γράφει πως ήταν “κατηχούμενη με θαυμαστή εξυπνάδα, με
εξαιρετική γνώση και κατανόηση της χριστιανικής κατήχησης”.
Κρίμα που δεν συμμορφώθηκε με τα χριστιανικά διδάγματα στη
ζωή της».
Ο Τότι αγνόησε το τελευταίο σχόλιο. «Θαυμαστή εξυπνάδα»,
επανέλαβε.
« Έτσι γράφει εδώ. Λοιπόν! Εφημέριε Θόρβαρδουρ! Θέλεις να
καθίσουμε εδώ κι άλλο, να ξεπαγιάσουμε ψάχνοντας τα οικο-
γενειακά δέντρα, ή να γυρίσουμε στην όμορφη γυναικούλα του

128
Χάου­κουρ που θα μας έχει έτοιμο το πρωινό και τον καφέ μας, αν
τους έχει μείνει καθόλου καφές στο κελάρι τους;»

«Εφημέριε Τότι!» η Μαργκρέτ άνοιξε αμέσως. Ούτε τρία δευτε-


ρόλεπτα δεν πέρασαν από τη στιγμή που ο νέος άντρας είχε χτυ-
πήσει την πόρτα. «Πολύ ευγενικό από μέρους σας που ήρθατε να
μας δείτε. Νομίζαμε ότι είχατε ξαναφύγει για τα νότια. Περάστε».
Έβηξε κι άνοιξε την πόρτα διάπλατα. Ο Τότι είδε ότι κουβαλούσε
ένα βαρύ σακί στη μέση της.
«Παρακαλώ», προσφέρθηκε. «Δώστε μου εμένα».
«Μην ενοχλείσθε, μην ενοχλείσθε», είπε βραχνά η Μαργκρέτ,
γνέφοντάς του να προχωρήσει στο διάδρομο. «Μπορώ και μόνη
μου. Γύρισαν οι εργάτες μας από το Ρέικιαβικ», πρόσθεσε και γύ-
ρισε προς το μέρος του χαμογελώντας.
«Το βλέπω», απάντησε ο Τότι. «Φέρανε τα πράγματα».
Η Μαργκρέτ κούνησε το κεφάλι της. «Ναι. Και δεν είναι ά-
σχημα. Το αλεύρι τουλάχιστον είναι εντάξει, δεν έχει σκουλήκια
όπως πέρυσι. Φέρανε κι αλάτι και ζάχαρη».
«Χαίρομαι που τ’ ακούω».
«Θέλετε λίγο καφέ;»
« Έχετε καφέ;» ρώτησε ξαφνιασμένος ο Τότι.
«Πουλήσαμε όλο το μαλλί και κάμποσο παστό κρέας. Ο Γιον
είναι έξω, ακονίζουν τα δρεπάνια για το θερισμό. «Θα πιείτε έ-
να φλιτζανάκι;» Τον οδήγησε στην κάμαρα και τράβηξε την
κουρτίνα για να τον περάσει στο καλό δωμάτιο. «Περιμένετε ε-
δώ», είπε και βγήκε βαριοπατώντας, με το σακί φορτωμένο στη
μέση της.
Ο Τότι κάθισε στην καρέκλα κι άρχισε να σέρνει τα δάχτυλά

129
του στις γραμμές του ξύλου μπροστά του. Άκουσε τη Μαργκρέτ
που έβηχε δυνατά στην κουζίνα.
«Εφημέριε Τότι;» άκουσε μια σιγανή φωνή από την άλλη με-
ριά της κουζίνας. Ο Τότι σηκώθηκε και τράβηξε σβέλτα την κουρ-
τίνα στην άκρη. Η Άγκνες στεκόταν όρθια και περίμενε. Βλέπο-
ντάς τον κούνησε το κεφάλι της.
«Άγκνες. Πώς είσαι;»
«Συγγνώμη. Ήθελα μόνο να πάρω…» Έδειξε μια κούκλα μαλλί
που ήταν αφημένη στην άλλη καρέκλα του δωματίου. Ο Τότι πα-
ραμέρισε και της κράτησε σηκωμένη την κουρτίνα για να περάσει.
«Κάθισε, σε παρακαλώ», της είπε. «Για να σε δω ήρθα».
Η Άγκνες πήρε το μαλλί. «Η κυρά μου έχει ζητήσει να…»
«Κάθισε, Άγκνες. Σε παρακαλώ». Τον υπάκουσε και κάθισε
άκρη άκρη στην καρέκλα.
«Να ’μαστε!» Η Μαργκρέτ μπήκε με βήμα γοργό στο δωμά-
τιο φέρνοντας σε μια ξύλινη τάβλα τον καφέ κι ένα πιάτο με βού-
τυρο και ψωμί από σίκαλη. Σταμάτησε βλέποντας την Άγκνες.
«Ελπίζω πως δεν σας πειράζει να στερηθείτε για λίγο την Ά-
γκνες», είπε ο Τότι και σηκώθηκε όρθιος. «Για να μιλήσω μαζί της
ήρθα». Η Μαργκρέτ είχε μείνει και τον κοίταζε αμίλητη. «Δια­ταγές
του Μπλόνταλ», αστειεύτηκε χαμογελώντας αμήχανα.
Η Μαργκρέτ έσφιξε τα χείλη της κι έγνεψε καταφατικά. «Ό-
πως θέλετε, πάτερ. Πάρτε την από τα χέρια μου». Άφησε την τά-
βλα στο τραπέζι με κρότο, ύστερα γύρισε, βγήκε και τράβηξε την
κουρτίνα πίσω της. Η Άγκνες και ο Τότι άκουσαν τα βήματά της
στο πατημένο χώμα του διαδρόμου. Μια πόρτα ακούστηκε να
κλείνει απότομα.
«Ωραία, λοιπόν». Ο Τότι κάθισε στο τραπέζι και χαμογέλασε στην
Άγκνες. «Θέλεις λίγο καφέ; Έχουμε μόνο ένα φλιτζάνι, αλλά είμαι
σίγουρος πως…» Η Άγκνες κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Τό-

130
τε πάρε το ψωμί, σε παρακαλώ. Μόλις πέρασα από το Ούντιρφελ
και η νοικοκυρά εκεί μου ’βγαλε σκυρ κι έφαγα τόσο που κόντεψα
να σκάσω». Έσπρωξε το πιάτο προς το μέρος της Ά
­ γκνες, ύστερα
γέμισε ένα φλιτζάνι καφέ για τον εαυτό του βάζοντας μέσα και λί-
γη ζάχαρη. Με την άκρη του ματιού του είδε την Άγκνες να κόβει
ένα κομματάκι ψωμί και να το βάζει στο στόμα της. Χαμογέλασε.
«Φαίνεται πως οι υποταχτικοί τις κανόνισαν καλά τις δουλειές
του αφεντικού τους στο Ρέικιαβικ». Ο Τότι ένιωσε τον καυτό κα-
φέ να του ζεματάει τη γλώσσα, καθώς ρούφηξε την πρώτη γου-
λιά. Η πρώτη του αντίδραση ήταν να τον φτύσει, αλλά ένιωσε τα
ανοιχτογάλανα μάτια της Άγκνες να τον παρακολουθούν και πίε-
σε τον εαυτό του να καταπιεί. Ζεματιστός ο καφές κατέβηκε στο
λαρύγγι του και τον έπνιξε.
«Πώς σου φαίνεται εδώ, Άγκνες;»
Η Άγκνες κατάπιε την μπουκιά της και τον κοίταξε. Το πρό-
σωπό της έδειχνε καλύτερα, και η μελανιά στο λαιμό της είχε σβή-
σει σχεδόν τελείως.
«Φαίνεσαι καλύτερα».
«Με ταΐζουν καλύτερα απ’ ό,τι στο Στόρα Μποργκ».
«Και με την οικογένεια πώς τα πας;»
Δίστασε. «Με ανέχονται».
«Πώς σου φαίνεται ο Γιον, ο Νομαρχιακός Υπάλληλος;»
«Δεν μου μιλάει».
«Κι οι κόρες του;»
Η Άγκνες δεν είπε τίποτα κι ο Τότι συνέχισε. «Η Λάουγκα εί-
ναι η συμπάθεια του εφημέριου στο Ούντιρφελ. Μου είπε ότι εί-
ναι πανέξυπνο κορίτσι».
«Κι η αδερφή της;»
Ο Τότι ήπιε μια γουλιά ακόμη από τον καφέ του. «Καλό κορίτσι».
«Καλό κορίτσι», επανέλαβε η Άγκνες.

131
«Ναι. Πάρε κι άλλο να φας».
Η Άγκνες πήρε και την υπόλοιπη φέτα. Την έφαγε γρήγορα,
κρατώντας τα χέρια της κοντά στο στόμα της. Έγλειψε το βούτυ-
ρο από τα δάχτυλά της τελειώνοντας. Ο Τότι δεν μπόρεσε να μην
προσέξει τα ρόδινα χείλη της που γυάλιζαν.
Ανάγκασε το βλέμμα του να γυρίσει στο φλιτζάνι του καφέ,
μπροστά του. «Θ’ αναρωτιέσαι, φαντάζομαι, γιατί ξανάρθα».
Με το νύχι του αντίχειρα η Άγκνες ξεκόλλησε ένα ψίχουλο α-
πό τα δόντια της. Δεν απάντησε.
«Είπες ότι είμαι παιδί», συνέχισε ο Τότι.
«Σε πρόσβαλα». Η φωνή της ήταν αδιάφορη.
«Δεν με πρόσβαλες», απάντησε ο Τότι κρύβοντας την αλήθεια.
«Αλλά έκανες λάθος, Άγκνες. Ναι, είμαι νέος, αλλά έχω περάσει
τρία ολόκληρα χρόνια στη σχολή του Μπεσάσταντιρ, στα νότια.
Ξέρω λατινικά και ελληνικά και δανέζικα. Κι ο Θεός με διάλεξε
για να σε οδηγήσω στην εξιλέωση και στη λύτρωση».
Η Άγκνες τον κοίταζε σταθερά, χωρίς ν’ ανοιγοκλείνει τα μά-
τια. «Όχι. Εγώ σε διάλεξα, πάτερ».
«Τότε άφησέ με να σε βοηθήσω!»
Η γυναίκα έμεινε αμίλητη για ένα λεπτό. Συνέχισε να καθα-
ρίζει τα δόντια της, τέλος σκούπισε τα χέρια στην ποδιά της. «Αν
θέλεις να μου μιλήσεις, μίλησέ μου απλά. Ο εφημέριος στο Στόρα
Μποργκ μιλούσε λες κι ήταν ο Αρχιεπίσκοπος. Και ήθελε να πέσω
κλαίγοντας στα πόδια του. Δεν ήθελε να μ’ ακούσει».
«Τι ήθελες ν’ ακούσει; Τι ήθελες να του πεις;»
Η Άγκνες κούνησε το κεφάλι της. «Κάθε φορά που έλεγα κά-
τι, άλλαζαν τα λόγια μου και μου τα πετούσαν ξανά πίσω, στα
μούτρα μου, σαν προσβολές ή σαν κατηγόριες».
Ο Τότι έγνεψε. «Θέλεις να σου μιλήσω απλά, κανονικά, λοι-
πόν. Και ίσως θέλεις να ακούσω κι ό,τι έχεις να πεις;»

132
Η Άγκνες τον κοίταξε προσεκτικά, γέρνοντας μπροστά στην
καρέκλα της, έτσι που ο Τότι πρόσεξε ξάφνου το περίεργο χρώ-
μα των ματιών της. Οι ίριδες είχαν αχνό γαλάζιο χρώμα, σαν τον
πάγο, με ανοιχτές γκρίζες γραμμούλες γύρω από την κόρη. Μα το
περίγραμμα της κόρης ήταν ένας λεπτός μαύρος κύκλος.
«Τι θέλεις ν’ ακούσεις;» τον ρώτησε.
Ο Τότι ακούμπησε στην πλάτη της καρέκλας του. «Σήμερα το
πρωί πήγα στην εκκλησία του Ούντιρφελ. Πήγα για να σε βρω στο
Μητρώο της εκκλησίας. Μου είχες πει ότι είσαι από δω».
«Και με είχανε γραμμένη στο Μητρώο;»
«Βρήκα τη βεβαίωση της γέννησης και της πρώτης σου με-
τάληψης».
«Τότε ξέρεις πόσων χρονών είμαι». Του χαμογέλασε ψυχρά.
« Ίσως θέλεις να μου πεις κάτι παραπάνω για την ιστορία σου.
Για την οικογένειά σου».
Η Άγκνες πήρε βαθιά ανάσα κι άρχισε να ξετυλίγει το μαλλί
από την κούκλα και να το τυλίγει αργά αργά κουβάρι γύρω από
τα δάχτυλά της. «Δεν έχω οικογένεια».
«Αυτό δεν γίνεται».
Έσφιξε το μαλλί γερά γύρω από τα δάχτυλά της και οι άκρες
τους σκούρυναν από το παγιδευμένο αίμα. «Μπορεί να διάβα-
σες τα ονόματά τους σ’ αυτό το κατάστιχο, που είδες, πάτερ. Αλ-
λά θα μπορούσα να είμαι γραμμένη και ορφανή».
«Γιατί;»
Από την άλλη μεριά της κουρτίνας ακούστηκε βήχας και είδαν
τις μύτες δυο παπουτσιών από δέρμα ψαριού να σαλεύουν στο κε-
νό ανάμεσα στο κάτω μέρος της και στο πάτωμα.
«Περάστε», είπε δυνατά ο Τότι. Βιαστικά η Άγκνες ξετύλιξε το
μαλλί από τα δάχτυλά της, καθώς η κουρτίνα τραβιόταν στην άκρη
και το πρόσωπο της Στέινα με τις φακίδες πρόβαλε στο άνοιγμα.

133
«Συγγνώμη που σας ενοχλώ, πάτερ, αλλά η Μάνα τη θέλει».
Βιαστικά έδειξε προς το μέρος της Άγκνες, που αμέσως έκανε να
σηκωθεί από την καρέκλα της.
«Μιλάμε τώρα», είπε ο Τότι.
«Συγγνώμη, πάτερ. Αλλά έχουμε το θέρο. Έχουμε Ιούλιο μή-
να, θέλω να πω, κι έχουμε αρχίσει κιόλας να κόβουμε και ν’ α-
πλώνουμε το χόρτο. Όσο κρατήσει ο ήλιος».
«Στέινα, ήρθα τόσο δρόμο και…»
Η Άγκνες ακούμπησε ανάλαφρα το χέρι της στον ώμο του και
του ’ριξε μια σκληρή ματιά, που τον έκανε να σωπάσει. Κοίταξε
το χέρι της, τα μακριά, χλωμά της δάχτυλα, ένα ροδαλό σκάσι-
μο, σαν φουσκαλίτσα, στον αντίχειρα. Πρόσεξε το βλέμμα του και
τράβηξε το χέρι της βιαστικά. « Έλα πάλι αύριο, πάτερ. Αν θέλεις.
Μπορούμε να μιλήσουμε όσο το χόρτο θα στεγνώνει».

Μπορεί και να ’ναι κρίμα που ορκίστηκα να κρατήσω το παρελ-


θόν μου κλεισμένο μέσα μου. Στο Χβάμουρ, όσο κράτησε η δίκη,
τσιμπούσαν κι άρπαζαν τα λόγια μου σαν πουλιά. Τρομερά που-
λιά, ντυμένα στα κόκκινα, με ασημένια κουμπιά στο στήθος, α-
νασηκωμένα κεφάλια και σουβλερά ράμφη. Έψαχναν την ενο-
χή μου, όπως ψάχνουν τα πεινασμένα πουλιά τους καρπούς στις
βατομουριές. Δεν με άφησαν να πω τα πράγματα με τον δικό
μου τρόπο, να πω τι έγινε. Πήραν ό,τι θυμόμουν από το Ιλουγκά-
σταντιρ, από τον Νάταν, και τ’ ανακάτεψαν, τα ’στυψαν, έβγα-
λαν κάτι φριχτό, κάτι τρομαχτικό. Έκοψαν κι έραψαν την κατά-
θεσή μου για κείνη τη νύχτα και με παρουσίασαν κακιά κι απο-
τρόπαιη. Ό,τι κι αν είπα, μου το πήραν και το άλλαξαν, ώσπου η
ιστορία δεν ήταν πια δική μου.

134
Σκεφτόμουν ότι μπορεί και να με πίστευαν. Όταν χτύπησαν
τα τύμπανα σ’ εκείνη τη μικρή αίθουσα κι ο Μπλόνταλ είπε με
δυνατή φωνή « Ένοχη», το μόνο που μπορούσα να σκεφτώ ήταν:
αν κουνηθείς, θα γίνεις θρύψαλα. Αν ανασάνεις, θα καταρρεύ-
σεις. Θέλουν να σε αφανίσουν.
Μετά τη δίκη ο εφημέριος του Τγιορν μου είπε ότι θα καώ, αν
δεν μετανιώσω για τις αμαρτίες μου και δεν προσευχηθώ ικετεύο­
ντας συγχώρεση. Λες και η προσευχή έχει τη δύναμη να τις ξερι-
ζώνει τις αμαρτίες. Αλλά οι γυναίκες όλες ξέρουν πως το νήμα,
άμα το υφάνεις και μπει στη θέση του, πάει, στέριωσε. Ο μόνος
τρόπος να διορθώσεις το λάθος, είναι να ξηλώσεις όλο το πανί.
Ο Νάταν δεν πίστευε στις αμαρτίες. Έλεγε πως είναι ακριβώς
οι ατέλειες του χαρακτήρα που φτιάχνουν τον άνθρωπο. Ακόμα
κι η φύση αψηφά τους ίδιους τους κανόνες της για χάρη της ομορ-
φιάς, έλεγε. Για χάρη της δημιουργίας. Για να κρατήσει το αίμα
της ζεστό. Καταλαβαίνεις τι θέλω να πω, Άγκνες.
Μου το είχε πει αυτό, όταν γεννήθηκε το δικέφαλο αρνάκι στο
Στάπαρ. Ένας από τους εργάτες τους είχε τρέξει στο Ιλουγκάστα-
ντιρ να ειδοποιήσει, μα όταν φτάσαμε ο Νάταν κι εγώ, το αρνάκι
δεν ζούσε πια. Το είχε σκοτώσει ο αγρότης, γιατί το νόμισε κατα-
ραμένο. Ο Νάταν ζήτησε το σώμα για να το ανοίξει και να μάθει
πώς ήταν σχηματισμένο. Μα εκεί που ξέθαβε το σκοτωμένο αρ-
νί, μια από τις γυναίκες τον πλησίασε και είπε: «Αυτά τα πράγ-
ματα είναι του Διαβόλου». Ήμουν μπροστά και είδα τον Νάταν
να της γελάει κατάμουτρα.
Κουβαλήσαμε το αλλόκοτο κουφάρι στο σιδεράδικο και μα-
τωμένη, λερωμένη, αηδιασμένη, τον άφησα μόνο του να το κομ-
ματιάσει. Η Σίγκα κι εγώ δεν το βάλαμε στο στόμα μας το ­κρέας
του. Και μόλο που μας είπε αχάριστες, μόλο που μας θύμισε πό-
σα λεφτά το είχε πληρώσει το δικέφαλο αρνάκι, ούτε κείνος το

135
’φαγε με όρεξη. Τ’ αφήσαμε δόλωμα για τις αλεπούδες. Το διπλό
κρανίο το κράτησε στο σιδεράδικο. Το κόκκαλο είχε ένα χρώμα…
σαν το φρέσκο καϊμάκι.
Αναρωτιέμαι: μήπως ο εφημέριος με βλέπει κάπως σαν εκεί-
νο το αρνάκι. Ένα πλάσμα αξιοπερίεργο. Καταραμένο. Πώς βλέ-
πουν άραγε οι άντρες τις γυναίκες σαν εμένα;
Μα ο εφημέριος δεν είναι σαν τους άλλους άντρες. Ο εφημέ-
ριος είναι εύθραυστος σαν παιδί, χωρίς την αλαζονεία και την α-
φέλεια την παιδική. Τον θυμόμουν ψηλότερο απ’ ό,τι είναι. Δεν
ξέρω τι να σκεφτώ για κείνον.
Μπορεί και να ’ναι απλά ένας επιδέξιος ψεύτης. Μάρτυς μου
ο Θεός, έχω γνωρίσει αρκετούς άντρες και ξέρω: με το που αφή-
νουν το βυζί της μάνας τους, αρχίζουν τα ψέματα.
Πρέπει να σκεφτώ τι θα του πω.

Η ομίχλη είχε διαλυθεί στο γαλάζιο της μέρας κι οι στάλες της πά-
χνης στο χορτάρι είχαν στεγνώσει την ώρα που η οικογένεια του
Κορνσάου πήρε θέσεις στην άκρη του χωραφιού για ν’ αρχίσει το
θερισμό. Ο Νομαρχιακός Υπάλληλος Γιον στεκόταν στη μια μεριά
με τους δυο εργάτες που είχαν πρόσφατα γυρίσει από το Ρέικιαβικ –
τον Μπγιάρνι και τον Γκούντμουντουρ· είχαν κι οι δυο μακριά ξανθά
μαλλιά και γένια. Από την άλλη μεριά ήταν η Κριστίν, η Μαργκρέτ
και η Λάουγκα. Περίμεναν όλοι αμίλητοι τη Στέινα και την Άγκνες
να συμπληρώσουν τον κύκλο. Η Στέινα διέσχισε βιαστικά την αυλή
κι η Άγκνες την ακολούθησε δένοντας ένα μαντίλι στο κεφάλι της.
« Ήρθαμε», είπε ζωηρά η Στέινα. Η Άγκνες κούνησε το κεφά-
λι της στον Γιον και στη Μαργκρέτ. Οι εργάτες την κοίταξαν κι ύ-
στερα κοιτάχτηκαν μεταξύ τους.

136
Ο Γιον έσκυψε το κεφάλι του. «Κύριε και Θεέ μας. Σ’ ευχαρι-
στούμε για τον καλό καιρό που έστειλες για το θερισμό της σο-
δειάς μας. Σε παρακαλούμε, βοήθησέ μας κατά το μέγα έλεός
σου, προστάτεψέ μας από κινδύνους κι ατυχήματα, δώσε να θε-
ρίσουμε το χόρτο το αναγκαίο για να ζήσουμε. Εν ονόματι του
Χριστού. Αμήν».
Οι εργάτες μουρμούρισαν όλοι Αμήν και σήκωσαν τα δρεπάνια
με τα μακριά στειλιάρια. Τα είχαν ακονίσει και γυαλίσει καλά, οι
σιδερένιες λάμες τους έλαμπαν. Ο Γκούντμουντουρ, ένας κοντός
γεροδεμένος άντρας είκοσι οχτώ χρονών, δοκίμασε την κόψη του
δρεπανιού του στις τριχούλες του μπράτσου του – κι όταν έμεινε ι-
κανοποιημένος, το γύρισε αλλιώς και το ’συρε στα χόρτα μπροστά
του. Ανασηκώνοντας το βλέμμα είδε την Άγκνες να τον κοιτάζει.
«Γκούντμουντουρ και Μπγιάρνι», άρχισε ο Νομαρχιακός Υ-
πάλληλος. «Θα κόβετε με την Κριστίν και την…» Ο Γιον δίστασε,
ύστερα γύρισε κι έριξε μια ματιά στην Άγκνες. Οι εργάτες ακο-
λούθησαν το βλέμμα του και έμειναν ασάλευτοι.
«Θα της δώσεις δρεπάνι;» ρώτησε με προσποιητή αδιαφορία
ο Μπγιάρνι, ο εργάτης με το κιτρινιάρικο πρόσωπο. Και γέλα-
σε νευρικά.
Η Μαργκρέτ ξερόβηξε. «Η Άγκνες και η Κριστίν θα κόβουν μ’
εσάς τους τρεις και τον Γιον. Η Στέινα, η Λάουγκα κι εγώ θα μα-
ζεύουμε και θα στοιβάζουμε». Αγριοκοίταξε τον Γκούντμουντουρ,
που κοίταζε χαμογελαστός τον Μπγιάρνι. Κι έφτυσε στο χώμα,
δίπλα στα πόδια του.
«Δώσ’ τους δρεπάνια», είπε ήρεμα ο Γιον. Κι ο Γκούντμου-
ντουρ άφησε το δικό του να πέσει καταγής. Έκανε μεταβολή, πή-
ρε δυο άλλα δρεπάνια και έδωσε το ένα στην Κριστίν, που το πή-
ρε από τα χέρια του και υποκλίθηκε σαστισμένη. Ύστερα προχώ-
ρησε για να δώσει το δεύτερο στην Άγκνες. Άπλωσε το χέρι της ε-

137
κείνη να το πάρει, μα ο Γκούντμουντουρ δεν το άφηνε από το χέρι
του. Για μια στιγμή βρέθηκαν να στέκουν κρατώντας κι οι δυο το
στειλιάρι του δρεπανιού – ώσπου ξαφνικά ο Γκούντμουντουρ τ’
άφησε απότομα. Η Άγκνες παραπάτησε προς τα πίσω κι η λάμα
του την χαράκωσε στον αστράγαλο. Ο Μπγιάρνι έπνιξε ένα γέλιο.
«Πηγαίνετε να πάρετε τις τσουγκράνες σας, κορίτσια», είπε
ο Γιον αγνοώντας τα χασκόγελα των εργατών και τη Λάουγκα,
που δεν μπόρεσε να μη χαμογελάσει βλέποντας το πανικόβλητο
βλέμμα της Άγκνες.
«Κόπηκες;» ψιθύρισε η Στέινα στην Άγκνες, περνώντας δίπλα
της. Σφίγγοντας το σαγόνι της η Άγκνες κούνησε αρνητικά το κε-
φάλι. Η Μαργκρέτ κοίταξε την κόρη της ζαρώνοντας τα φρύδια.

Αφήνω το σώμα μου να μπει στο ρυθμό. Γέρνω πίσω και μετά μπρος
κι αφήνω το δρεπάνι να πέφτει με το βάρος του και να κόβει το
χόρτο, ώσπου ταλαντεύομαι πια σταθερά, ώσπου νιώθω σαν να
μην κουνιέμαι εγώ, ώσπου νιώθω σαν να με οδηγεί ο ήλιος. Ώ-
σπου γίνομαι κουκλάκι και με κουμαντάρει ο άνεμος – ο άνεμος
και το δρεπάνι και οι μακριές, αργές στροφές των χεριών, που
σπρώχνουν το κορμί μου μπροστά. Ώσπου πια δεν θα μπορούσα
να σταματήσω, ακόμα κι αν το ήθελα.
Είναι ωραία αίσθηση αυτή: να μην έχεις εσύ τον απόλυτο έλεγ-
χο. Ταλαντεύεσαι μαλακά μπρος-πίσω, ώσπου ξεχνάς τι θα πει α-
κινησία. Έτσι ένιωθα και τότε, τους πρώτους μήνες με τον Νάταν,
όταν ο χτύποι της καρδιάς μου ξαφνικά δονούσαν το κορμί μου
ολόκληρο κι ένιωθα πως θα πέθαινα, τόσο ευτυχισμένη μ’ έκανε
ο πόθος του. Όταν η μυρωδιά του, από θειάφι και βότανα, κι α-
πό τον ιδρώτα του αλόγου και τον καπνό του σιδεράδικου, με με-

138
θούσε. Ζαλιζόμουν από χαρά. Από τις αναπάντεχες δυνατότητες.
Νιώθω μεθυσμένη από καλοκαίρι και ήλιο. Θέλω να πιάσω
με τις χούφτες τον ουρανό και να τον φάω. Καθώς τα δρεπάνια
περνούν δάχτυλα ξυράφια μέσα από τους μίσχους, το χόρτο κό-
βεται στενάζοντας.
Ξάφνου νιώθω ότι ο εργάτης, αυτός που τον λένε Γκούντμου-
ντουρ, με κοιτάζει. Έχει τεντώσει το κεφάλι του, το ’χει γυρίσει
προς το μέρος μου και με κοιτάζει. Ίσως νομίζει ότι δεν τον έχω
πάρει είδηση.
Ήμουν δεκατεσσάρων, όταν οι άντρες άρχισαν να με κοιτά-
ζουν έτσι. Με είχαν πάρει για δουλειά στο Γκουντρουνάρσταντιρ
κι έφτασα Μάιο μήνα, με τα πράγματά μου σ’ ένα άσπρο σάκο
και με το κεφάλι μου πονεμένο, τόσο σφιχτά ήταν δεμένες οι κο-
τσίδες μου. Ήταν το πρώτο μου πόστο. Δούλευε κι ένας νεαρός
στο ίδιο αγρόκτημα τότε. Ένας ψηλός, με βλογιοκομμένο πρόσω-
πο. Είχε ένα ύφος, όταν κοίταζε τις παραδουλεύτρες –την Ίνγκι-
μπγιοργκ, τη Χέλγκα κι εμένα–, που μας έκανε να τον αποφεύ-
γουμε. Τον άκουγα που χαϊδευότανε τις νύχτες – μια κίνηση βια-
στική κάτω από την κουβέρτα κι ύστερα ένα βογκητό, ή, κάποιες
φορές, ένας σιγανός λυγμός.
Αφήνω το σώμα μου να ταλαντεύεται, αφήνω τα χέρια μου να
ανεβοκατεβαίνουν. Νιώθω τους μυς της κοιλιάς μου να σφίγγο-
νται και να χαλαρώνουν. Το δρεπάνι σηκώνεται και πέφτει, ση-
κώνεται και πέφτει, αρπάζει το φως του ήλιου στη λάμα του, το
στέλνει ίσια στα μάτια μου – σαν να μου χαμογελάει ο Θεός. Σε
βλέπω, λέει το δρεπάνι και σκίζει την πράσινη θάλασσα, και αρ-
πάζει τον ήλιο, τον ρίχνει σε μένα. Ο εργάτης λαχανιάζει, κρα-
δαίνει το δρεπάνι του, κοιτάζει κλεφτά τα γυμνά μου μπράτσα.
Κόβω το χορτάρι, κόβω το φως, σηκώνω το χορτάρι, σηκώνω το
φως στον αέρα. Σε βλέπω, λέει το δρεπάνι.

139

Όπως είχε υποσχεθεί, ο εφημέριος Τότι ήρθε πάλι στο Κορνσάου


την άλλη μέρα το πρωί, νωρίς, πριν σηκωθεί ο ήλιος στον ουρανό.
Το κορμί του πονούσε από την πρώτη μέρα του θερισμού στο Μπρέι­
δαμπόλσταντουρ. Του άρεσε το χάδι του δροσερού αέρα στο πρό-
σωπό του, η ανάρια άχνα της ανάσας της φοράδας του στο δρόμο
για την κοιλάδα του Βάσνταλουρ. Όλα τα υποστατικά της περιοχής
είχαν αρχίσει το θερισμό την προηγούμενη μέρα και το θέαμα των
μισοθερισμένων χωραφιών, το χορτάρι το μαζεμένο θημωνιές για
να προστατευτεί το σανό από τη νυχτερινή πάχνη, έκαναν έντονη
την αίσθηση της νοικοκυροσύνης και της προκοπής. Ο πλούσιος
βορράς. Έτσι τον έλεγαν. Μικρά πουλιά χοροπηδούσαν ανάμεσα
στα κομμένα στάχυα, τσιμπολογώντας τα ζουζούνια που είχαν μεί-
νει απροστάτευτα με το θερισμό. Καπνός ανέβαινε από τις καμι-
νάδες, από τις λοξές σκεπές σπιτιών και στάβλων της κοιλάδας.
Από το μεγάλο υποστατικό του Χβάμουρ, όπου ο Τότι ήξερε ό-
τι ζούσε ο Μπγιορν Μπλόνταλ με την οικογένειά του και τους ερ-
γάτες του, στην άλλη μεριά του ποταμού, ήταν πολλές οι καμι-
νάδες που κάπνιζαν – και φαίνονταν από το Κορνσάου. Η ξύλι-
νη πρόσοψη του σπιτιού είχε τζάμια στα παράθυρα, τζάμια που
γυάλιζαν λαμπερά στον ήλιο, κι ας ήταν ακόμα νωρίς κι ας ήταν
το φως κίτρινο κι αδύναμο. Σαν μάτια, σκέφτηκε ο Τότι, αφήνο-
ντας τη φαντασία του να παίξει. Είχε ακούσει ότι η δίκη του Ιλου-
γκάσταντιρ είχε γίνει στη σάλα αυτού του σπιτιού, που τα παρά-
θυρά της έβλεπαν στα γυρίσματα της κοίτης του ποταμού και στις
χρυσές κορδέλες της βλάστησης στις όχθες του.
Αναρωτιέμαι τι περνούσε από το μυαλό της, σκέφτηκε ο Τότι
με το βλέμμα στην άλλη μεριά του ποταμού. Τότε που σ’ εκείνη
τη σάλα μέσα τής είπαν ότι θα πέθαινε. Κοίταξε άραγε έξω από το

140
παράθυρο; Μπορούσε άραγε να δει τα κομμάτια του πάγου που
έπλεαν στο νερό του ποταμού; Αλλά ο κόσμος ήταν μάλλον πολύ
σκοτεινός για να δει κανείς οτιδήποτε. Μάλλον είχαν σκεπάσει
τα παράθυρα με κουρτίνες για να κρατήσουν έξω το λιγοστό φως.
Ο Νομαρχιακός Υπάλληλος Γιον ήταν έξω από το σπίτι του μα-
ζί μ’ έναν άντρα –εργάτη ίσως, σκέφτηκε ο Τότι– και ακόνιζαν τα
δρεπάνια. Ο Γιον σήκωσε την ακονόπετρα χαιρετώντας τον και
φόρεσε το καπέλο του, πριν έρθει κοντά του.
«Εφημέριε Θόρβαρδουρ. Την ευλογία του Θεού».
«Ο Θεός να σ’ ευλογεί κι εσένα», απάντησε ζωηρά ο Τότι.
« Ήρθες για να την δεις».
Ο Τότι έγνεψε καταφατικά. «Ναι. Πώς τα πάτε με την Άγκνες;»
Ο Γιον ανασήκωσε τους ώμους. «Η ζωή συνεχίζεται».
«Είναι καλή στη δουλειά της;»
«Είναι καλή στη δουλειά, αλλά…» ο αγρότης κόμπιασε.
Ο Τότι χαμογέλασε ευγενικά. «Είναι για λίγο καιρό μόνο, Γιον».
Και χτυπώντας καθησυχαστικά τον άντρα στον ώμο προχώρησε
για το σπίτι.
«Ο Γιον Τόρνταρσον προσφέρθηκε να τους σκοτώσει», είπε
ξαφνικά ο Γιον.
Ο Τότι στάθηκε, γύρισε ξανά. «Ορίστε;»
«Ο Γιον Τόρνταρσον. Ήρθε στο Χβάμουρ πριν λίγες βδομάδες
και δήλωσε ότι μπορεί να το κάνει: να είναι ο δήμιος στην εκτέ-
λεση του Φρίντρικ, της Σίγκα και της Άγκνες. Είπε ότι θα σηκώ-
σει το πελέκι και θα τους πάρει τα κεφάλια για μια οκά ταμπά-
κο». Κούνησε το κεφάλι του. «Για μια οκά ταμπάκο».
«Και τι είπε ο Μπλόνταλ;»
Ο Γιον μόρφασε. «Τι λες να είπε; Ο Τόρνταρσον είναι ένας τι-
ποτένιος. Κάποιον άλλον έχει στο νου του, αν κι είναι κάμποσοι
αυτοί που δεν συμφωνούν».

141
Ο Τότι κοίταξε τον εργάτη, που χασομερούσε έξω από το σιδε-
ράδικο, τεντώνοντας τ’ αυτιά του. «Ποιον;» ρώτησε.
Ο Γιον κούνησε το κεφάλι του, χωρίς να κρύβει τη δυσφορία
του. Την απάντηση την έδωσε ο εργάτης.
«Τον Γκούντμουντουρ Κέτιλσον», είπε με δυνατή φωνή. «Τον
αδερφό του Νάταν».

«Μπορούμε να καθίσουμε μέσα, αν προτιμάς», είπε ο Τότι σκο-


ντάφτοντας στις πέτρες δίπλα στην κοίτη της ρεματιάς, κοντά
στο Κορνσάου.
«Μ’ αρέσει να βλέπω το νερό», απάντησε η Άγκνες.
«Ωραία, λοιπόν». Ο Τότι σκούπισε τις πιτσιλιές από την επι-
φάνεια ενός μεγάλου βράχου κι έκανε νόημα στην Άγκνες να κα-
θίσει. Μετά βολεύτηκε κι ο ίδιος δίπλα της.
Η ρεματιά του Κορνσάου έχει ωραία θέα προς την απέναντι ό-
χθη του ποταμού. Ήταν ωραία, αλλά ο Τότι δεν μπορούσε να σκε-
φτεί παρά τα λόγια του Γιον για τον δήμιο. Έριξε μια κλεφτή μα-
τιά στον άσπρο λαιμό της Άγκνες, κόντρα στο γκρίζο του βράχου.
Και άθελά του φαντάστηκε το πελέκι να τον κόβει.
«Πώς πήγε χτες ο θερισμός;» ρώτησε προσπαθώντας να διώ-
ξει την εικόνα από το μυαλό του.
« Έκανε ζέστη».
«Ωραία», απάντησε ο Τότι.
Η Άγκνες έβγαλε από το σάλι της ένα κουβάρι μαλλί και με-
ρικές λεπτές βελόνες πλεξίματος. « Ήθελες να σου πω για την οι-
κογένειά μου;»
Ο Τότι ξερόβηξε και παρακολούθησε τα δάχτυλά της, που άρ-
χισαν να πλέκουν. «Ναι. Γεννήθηκες στη Φλάγκα».
Η Άγκνες έγειρε το κεφάλι της προς τη μεριά της Φλάγκα, έ-

142
να αγρόκτημα στην πλαγιά αριστερά από το Κορνσάου. Ήταν
τόσο κοντά, που ο αέρας έφερνε ως εδώ τις φωνές των ανθρώ­-
πων της.
«Η μάνα σου ήταν ανύπαντρη».
«Το ’γραφε αυτό το κατάστιχο της εκκλησίας;» Η Άγκνες χα-
μογέλασε με σφιγμένα χείλη. «Οι παπάδες φροντίζουν και τα ση-
μειώνουν όλα τα σημαντικά πράγματα».
«Κι ο πατέρας σου, ο Μάγκνους;»
«Ανύπαντρος επίσης, αν αυτό ρωτάς».
Ο Τότι δίστασε. «Με ποιον από τους δυο έμεινες εσύ;»
Η Άγκνες άφησε το βλέμμα της να πλανηθεί στην κοιλάδα.
«Τον περισσότερο καιρό τον πέρασα σ’ αυτά τα χωράφια, σ’ αυ-
τά τα σπίτια».
«Η οικογένειά σου πήγαινε από υποστατικό σε υποστατικό
δηλαδή;»
«Δεν έχω οικογένεια. Όταν μ’ άφησε η μάνα μου, ήμουν έ-
ξι χρονών».
«Πώς πέθανε;» ρώτησε ευγενικά ο Τότι. Και τα ’χασε, όταν ά-
κουσε την Άγκνες να γελάει.
«Σου φαίνεται τόσο τραγική η ιστορία της ζωής μου; Όχι, όχι.
Δεν μ’ άφησε, επειδή πέθανε. Μ’ άφησε σ’ άλλους να με φροντί-
ζουν. Αλλά νομίζω πως ζει ακόμα. Δεν ξέρω. Κάποιος μου είπε ό-
τι εξαφανίστηκε, ότι μια ωραία μέρα σηκώθηκε κι έφυγε και κα-
νείς δεν ξέρει πού πήγε. Πριν από μερικά χρόνια».
«Τι θέλεις να πεις;»
«Δεν ξέρω τίποτα για τη μάνα μου. Δεν θα την αναγνώριζα,
αν την έβλεπα μπροστά μου».
«Επειδή ήσουν μόνον έξι χρονών, όταν σ’ άφησε;»
Η Άγκνες σταμάτησε το πλέξιμο και κοίταξε τον Τότι κατάμα-
τα. «Πρέπει να καταλάβεις, πάτερ, ότι ξέρω για τη μάνα μου μό-

143
νον ό,τι μου ’χουν πει άλλοι γι’ αυτήν. Κυρίως πράγματα που έκα-
νε και τα οποία, όπως καταλαβαίνεις, δεν ενέκριναν».
«Μπορείς να μου πεις τι σου έχουν πει;»
Η Άγκνες έγνεψε αρνητικά. «Ακόμα κι αν ξέρεις τι έχει κά-
νει ένας άνθρωπος στη ζωή του, δεν θα πει ότι ξέρεις τον ίδιον
τον άνθρωπο».
Ο Τότι επέμεινε. «Μα… Άγκνες, οι πράξεις είναι πιο δυνα-
τές από τις λέξεις».
«Οι πράξεις λένε ψέματα», απάντησε κοφτά η Άγκνες. «Υπάρ-
χουν άνθρωποι που από την αρχή δεν έχουν ελπίδες. Υπάρχουν
άνθρωποι που κάνουν ένα λάθος. Αν ο κόσμος αρχίζει και ­λ έει
πως μια γυναίκα είναι κακή μάνα, επειδή έκανε ένα λάθος…»
Ο Τότι δεν απάντησε κι εκείνη συνέχισε:
«Δεν είναι δίκαιο. Νομίζουν όλοι ότι σε ξέρουν από τα πράγμα-
τα που έχεις κάνει. Νομίζουν πως δεν είναι ανάγκη να καθίσουν
και να σ’ ακούσουν, να σ’ αφήσουν να μιλήσεις για τον εαυτό σου.
Όσο κι αν πασχίζεις να ζήσεις μια ζωή σωστή, αν κάνεις ένα λάθος
σ’ ετούτη την κοιλάδα, δεν το ξεχνούν ποτέ. Όσο κι αν βάζεις τα
δυνατά σου να κάνεις το σωστό. Όσο κι αν ακούς τη φωνή σου μέ-
σα σου να ψιθυρίζει “Δεν είμαι έτσι! Δεν είμαι όπως λέτε!” – Ο τρό-
πος που σε βλέπουν οι άλλοι, αποφασίζει τελικά το ποιος είσαι».
Η Άγκνες σταμάτησε να πάρει ανάσα. Είχε υψώσει τον τόνο
της φωνής της κι ο Τότι αναρωτήθηκε τι είχε προκαλέσει αυτόν
τον ξαφνικό χείμαρρο από λέξεις.
«Αυτό συνέβη στη μάνα μου, πάτερ», συνέχισε η Άγκνες. «Ποια
ήταν στ’ αλήθεια; Μάλλον δεν ήταν αυτή που έλεγε ο κόσμος ότι
ήταν. Μα έκανε λάθη κι οι άλλοι σχημάτισαν τη γνώμη τους για
λογαριασμό της. Οι άνθρωποι σ’ ετούτα τα μέρη δεν σ’ αφήνουν
να ξεχάσεις τα παραστρατήματά σου. Θεωρούν πως είναι τα μό-
να σημαντικά πράγματα – και τα γράφουν».

144
Ο Τότι σκέφτηκε για μια στιγμή. «Τι λάθος έκανε η μητέρα
σου;»
«Μου είπαν ότι έκανε πολλά, πάτερ. Ένα πάντως απ’ αυτά τα
λάθη ήμουν εγώ. Στάθηκε άτυχη».
«Τι θέλεις να πεις;»
« Έκανε ό,τι κάνουν αμέτρητες γυναίκες κρυφά, χωρίς να κλη-
θούν να πληρώσουν ποτέ γι’ αυτό», απάντησε πικρόχολα η Ά-
γκνες. «Η μάνα μου ήταν από τις λίγες που το λάθος τους ήρθε
στο φως και το είδαν όλοι».
Ο Τότι ένιωσε τα μάγουλά του να κοκκινίζουν. Χαμήλωσε το
βλέμμα στα χέρια του και ξερόβηξε να καθαρίσει το λαιμό του.
Η Άγκνες γύρισε και τον κοίταξε. «Τα λόγια μου σε πρόσβα-
λαν πάλι», είπε.
Ο Τότι κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Χαίρομαι που μου
μιλάς για το παρελθόν σου».
«Το παρελθόν μου ενόχλησε την ευαισθησία σου».
Ο Τότι σάλεψε πάνω στο βράχο. «Κι ο πατέρας σου;» δοκίμα-
σε ν’ αλλάξει κουβέντα.
Η Άγκνες γέλασε. «Ποιος απ’ όλους;» Σταμάτησε πάλι το πλέ-
ξιμο για να τον κοιτάξει. «Τι έγραφε το βιβλίο σου για τον πατέ-
ρα μου;»
«Ότι τον έλεγαν Μάγκνους Μάγκνουσον κι ότι ζούσε στο Στο-
ρίνταλουρ, όταν γεννήθηκες».
Η Άγκνες ξανάρχισε να πλέκει, αλλά ο Τότι πρόσεξε το σφί-
ξιμο στο σαγόνι της. «Αν μιλούσες με κάποιους άλλους ανθρώ-
πους, ίσως το άκουγες διαφορετικά αυτό το κομμάτι της ιστορίας».
«Δηλαδή;»
Η Άγκνες κοίταξε την αντίπερα όχθη, τα υποστατικά στην α-
ντικρινή μεριά της κοιλάδας, μετρώντας βουβά με το δάχτυλό
της τους πόντους στη βελόνα. «Υποθέτω ότι δεν έχει σημασία αν

145
θα σου πω την αλήθεια ή όχι», είπε ψυχρά. «Θα μπορούσα να σου
πω οτιδήποτε».
«Εγώ ελπίζω ότι θα μ’ εμπιστευθείς», είπε ο Τότι, παρεξηγώ-
ντας τα λόγια της. Κι έγειρε προς το μέρος της, περιμένοντας να
την ακούσει.
«Το Μητρώο σας στο Ούντιρφελ θα έπρεπε να λέει ότι είμαι
κόρη του Γιον Μπγιάρνασον, του γεωργού, από το Μπρέκουκοτ.
Μου έχουν πει ότι αυτός είναι ο αληθινός μου πατέρας. Κι ότι ο
Μάγκνους Μάγκνουσον ήταν ένας τυχαίος εργάτης, που δεν ή-
ξερε τι του γινόταν».
Ο Τότι σάστισε. «Και γιατί η μάνα σου δήλωσε πως ήσουνα κό-
ρη του Μάγκνους, αν δεν ήταν αυτή η αλήθεια;»
Η Άγκνες γύρισε προς το μέρος του χαμογελώντας άκεφα:
«Στ’ αλήθεια, πάτερ, δεν έχεις ιδέα πώς λειτουργεί ο κόσμος, ε;»
ρώτησε. «Ο Γιον από το Μπρέκουκοτ είναι παντρεμένος άνθρω-
πος με μπόλικα νόμιμα παιδιά. Και μπόλικα μπάσταρδα, σαν ε-
μένα, μην αμφιβάλλεις. Αλλά για μια γυναίκα μοιάζει μικρότερη
αμαρτία το να γεννήσει το παιδί ενός ανύπαντρου άντρα, παρά
ενός που είναι δεμένος ήδη σε σάρκα μία με μιαν άλλη γυναίκα.
Γι’ αυτό πιστεύω πως η μάνα μου διάλεξε έναν άσχετο και δήλω-
σε τ’ όνομά του, πως αυτός τάχα ήταν ο πατέρας μου».
Ο Τότι γύρισε τα λόγια αυτά στο μυαλό του. Κι ύστερα ρώτη-
σε: «Αυτό το πιστεύεις επειδή το άκουσες από άλλους;»
«Αν πίστευα όλα όσα μου έχουν πει οι άλλοι για την οικογέ-
νειά μου, θα ήμουν πολύ πιο δυστυχισμένη απ’ ό,τι είμαι, πάτερ.
Αλλά δεν θέλει και πολύ μυαλό, δεν θέλει να ’ναι κανείς σπου-
δαγμένος στην Κοπεγχάγη, ή κάτω στα νότια, για να καταλάβει
ποια παιδιά είναι ποιανού πατέρα σ’ ετούτα τα μέρη. Είναι δύ-
σκολο να κρατηθεί μυστικό σ’ αυτόν τον τόπο».
«Τον ρώτησες ποτέ τον ίδιον;»

146
«Τον Γιον Μπγιάρνασον; Και ποιο θα ήταν το όφελος;»
«Η αλήθεια», απάντησε ο Τότι. «Θα μάθαινες την αλήθεια».
Ένιωθε απογοητευμένος από την κουβέντα τους.
«Η αλήθεια δεν υπάρχει», είπε η Άγκνες και σηκώθηκε.
Σηκώθηκε κι ο Τότι και τίναξε τα χώματα από το παντελόνι
του. «Υπάρχει αλήθεια», είπε με ύφος σοβαρό, αρπάζοντας την
ευκαιρία για να κάνει το πνευματικό του καθήκον. «Εν Θεώ υ-
πάρχει αλήθεια. Κατά Ιωάννην ευαγγέλιο, κεφάλαιο οκτώ, στί-
χος τριάντα δύο: και γνώσεσθε…»
«Γνώσεσθε την αλήθειαν, και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς.
Ναι, το ξέρω. Το ξέρω», είπε η Άγκνες. Μάζεψε το πλεκτό της και
ξεκίνησε να περπατάει προς το σπίτι. «Στην περίπτωσή μου, όμως,
όχι, εφημέριε Θόρβαρδουρ», φώναξε πάνω από τον ώμο της. «Εί-
πα την αλήθεια και βλέπεις και μόνος σου το καλό που μού ’κανε».

Δεν θα τον ωφελήσει τον εφημέριο το διάβασμα των Μητρώων.


Ούτε το διάβασμα γενικά. Τι μπορεί να βρει και να διαβάσει στα
βιβλία για μένα; Μόνον όσα οι άλλοι θεώρησαν άξια λόγου και
μπήκαν στον κόπο να τα γράψουν.
Όταν ο εφημέριος είδε το όνομα και τη χρονιά της γέννησής
μου στο κατάστιχο της εκκλησίας… Είδε μόνο τα γράμματα; Κα-
τάλαβε μόνο την ημερομηνία; Ή είδε και την ομίχλη εκείνης της
μέρας; Άκουσε τα κοράκια που έκρωζαν σαν τρελά στη μυρωδιά
του αίματος; Τα φαντάστηκε όλα αυτά, όπως τα φαντάστηκα ε-
γώ; Τη μάνα μου να κλαίει, να με κρατάει κολλημένη στη μου-
διασμένη ζεστασιά του κορμιού της… Ν’ αποφεύγει τις ματιές
των γυναικών στη Φλάγκα, όπου δούλευε… Ξέροντας ήδη ότι θ’
αναγκαζόταν να φύγει και να ψάξει αλλού δουλειά. Ξέροντας ό-

147
τι κανένας γεωργός δεν θα ’παιρνε στη δούλεψή του παραδου-
λεύτρα με νεογέννητο μωρό.
Αν θέλει να μάθει για την οικογένειά μου, θα δυσκολευτεί. Δυο
πατεράδες και μια μάνα, που κι εγώ ακόμα δεν τους βλέπω κα-
θαρά: οι μορφές τους μοιάζουν θαμπές στα μάτια μου, σαν των
ξένων που φεύγουν μέσα στο χιονιά. Ελάχιστες αναμνήσεις έχω
από κείνην. Η μία είναι από τη μέρα που μ’ άφησε. Μια άλλη ό-
ταν ήμουν πιο μικρή, και την κοίταζα στο φως της λάμπας μια
νύχτα του χειμώνα· ανάμνηση βουβή, ανάμνηση που σαν τις άλ-
λες κι αυτή δεν μπορώ να την εμπιστευτώ. Οι αναμνήσεις μετα-
κινούνται, σκορπάνε, φεύγουν· σαν το φρέσκο χιόνι στον άνε-
μο. Μοιάζουν με χορωδία φαντασμάτων, που μιλάνε όλα μαζί κι
οι φωνές τους μπερδεύονται. Ένα νόημα μόνο βγαίνει: πως αυ-
τό που είναι αληθινό για μένα δεν είναι αληθινό για τους άλλους·
κι αν μοιραστώ την ανάμνησή μου με κάποιον, κινδυνεύω να κη-
λιδώσω την πίστη μου σε ό,τι συνέβη στ’ αλήθεια. Είναι ο εφημέ-
ριος αυτός που θυμάμαι; Ή είναι ένας άλλος, τελείως διαφορε-
τικός άνθρωπος; Το έκανα εγώ αυτό – ή μήπως κάποιος άλλος;
Ήταν ο Μάγκνους ο πατέρας μου; Ή ο Γιον; Είναι η γυαλάδα του
πάγου πάνω στο νερό. Πολύ εύθραυστη για να την εμπιστευτείς.
Κοίταξε άραγε η μάνα μου το νεογέννητο κοριτσάκι της κι εί-
πε από μέσα της: «Μια μέρα θα σ’ αφήσω;» Κοίταξε το ζαρωμένο
κόκκινο μουτράκι μου, ελπίζοντας πως θα πέθαινα; Ή ευχήθηκε
βαθιά από τα μύχια της ψυχής της να γαντζωθώ στη ζωή σαν τσι-
μπούρι; Ίσως κοίταξε γύρω της την κοιλάδα, την ομίχλη, την η-
συχία κι αναρωτήθηκε τι μπορούσε να μου δώσει. Ένα ψέμα για
πατέρα. Μαλλιά μαύρα. Μια πάχνη στο στάβλο να κοιμάμαι. Έ-
να φιλί. Ένα πετραδάκι, για να μάθω να μιλάω με τα πουλιά και
να μην είμαι ποτέ μόνη.

148
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΝΤΕ

Η Ρόζα η Ποιήτρια στην Άγκνες Μάγκνουσντότιρ


Ιούνιος 1828

undrast þarftu ei, baugabrú


þó beiskrar kennir þínu:
hefir burtu hrífsað þú
helft af lífi mínu.

Μη σε ξαφνιάζει στα μάτια μου η θλίψη


Κύμα ψηλό κι αυτή κι ο πόνος.
Γιατί μου πήρες αυτόν που μου ’δινε
ζωή και νόημα. Τώρα τι μου ’μεινε;
Και την καρδιά σου την έχει ο Διάβολος, μόνος.

Η απάντηση της Άγκνες Μάγκνουσντότιρ


στη Ρόζα την Ποιήτρια
Ιούνιος 1828

er mín klára ósk til þín,


angurs tárum bundin:
ýfðu ei sárin sollin mín,
solar báru hrundin.

149
Sorg ei minnar sálar herð!
Seka Drottin náðar,
af því Jésus eitt fyrir verð
okkur keypti báðar.

Από σένα ένα μόνο ζητώ.


Πνιγμένη είμαι από λύπη και οργή.
Τίποτα να πιστέψω δεν μπορώ.
Μην ξύνεις τη ματωμένη μου πληγή.

Βούλιαξε η καρδιά μου πια στον πόνο!


Κι απ’ τον Κύριο χάρη ζητώ.
Ο Χριστός πλήρωσε και για τις δυο μας.
Κι ήταν το κρίμα μας το ίδιο, θαρρώ.

150
«Πώς είναι που την έχετε εδώ, που κοιμόσαστε στο ίδιο δωμά-
τιο; Εγώ θα δυσκολευόμουν να κοιμηθώ», είπε η Ίνγκιμπγιοργκ
Πέτουρσντότιρ.
Η Μαργκρέτ κοίταξε τους θεριστές του Κορνσάου που δού­
λευαν ακόμα· έκοβαν το χόρτο κοντά στο ποτάμι. «Ω, δεν πιστεύω
ότι θα τολμούσε το παραμικρό στραβοπάτημα».
Οι δυο γυναίκες κάθονταν στο σωρό των κομμένων ξύλων, έ-
ξω από το σπίτι του Κορνσάου. Η Ίνγκιμπγιοργκ, μια κοντή ά-
σχημη γυναίκα από ένα κοντινό αγρόκτημα, είχε έρθει επίσκε-
ψη να δει τη φίλη της· είχε ακούσει πως ο βήχας της Μαργκρέτ
είχε χειροτερέψει και δεν την άφηνε να συμμετέχει στο θερισμό.
Μόλο που η Ίνγκιμπγιοργκ δεν είχε ούτε σταλιά από την πικρία
της Μαργκρέτ, κι η ομιλία της δεν ήταν ούτε απότομη ούτε ντρό-
μπρα όπως της κυράς του Κορνσάου, οι δυο γυναίκες ήταν στε-
νές φίλες και επισκέπτονταν συχνά η μια την άλλη, όταν το πο-
τάμι ανάμεσα στα σπίτια τους χαμήλωνε κι επέτρεπε το πέρα-
σμα.
«Η Ροσλίν πιστεύει ότι θα σας πνίξει όλους στον ύπνο σας».
Η Μαργκρέτ γέλασε κοφτά. «Δεν μπορώ να μην το σκεφτώ:
μάλλον αυτό παρακαλάει από μέσα της η Ροσλίν».
«Τι θέλεις να πεις;»
«Θα της άρεσε να ’χει τέτοια ζουμερή ιστορία, να ακονίζει την
κακιά της γλώσσα».
«Μαργκρέτ…» είπε η Ίνγκιμπγιοργκ.

151
«Έλα τώρα, Ίνγκα. Το ξέρουμε κι οι δυο ότι από τις πολλές γέν-
νες έχει φυράνει το μυαλό της».
«Το μικρό της έχει κοκίτη».
Η Μαργκρέτ ανασήκωσε τα φρύδια της. «Τότε σύντομα θα τον
κολλήσουν όλα. Θα τ’ ακούμε να βήχουν όλη νύχτα».
«Κι η ίδια έχει παχύνει πολύ».
Η Μαργκρέτ δίστασε. «Σκοπεύεις να τη βοηθήσεις στη γέν-
να; Με τόσα που έχει γεννήσει, θα ’λεγε κανείς ότι μπορεί να τα
καταφέρει και μόνη της».
Η Ίνγκιμπγιοργκ αναστέναξε. «Δεν ξέρω. Έχω κακό προαί-
σθημα».
Η Μαργκρέτ πρόσεξε το σοβαρό ύφος της φίλης της. «Είδες
όνειρο;» ρώτησε.
Η Ίνγκιμπγιοργκ άνοιξε το στόμα της, σαν να ’θελε κάτι να
πει· κι αμέσως το ξανάκλεισε, αλλάζοντας γνώμη. «Είμαι σίγου-
ρη πως δεν είναι τίποτα. Τέλος πάντων. Ας μη γρουσουζεύουμε.
Για πες μου για τη φόνισσα!»
Η Μαργκρέτ γέλασε άθελά της. «Να τα μας! Κι εσύ σαν τη
Ροσλίν είσαι!»
Η Ίνγκιμπγιοργκ χαμογέλασε. «Πώς είναι; Αλήθεια τώρα. Τι
σόι άνθρωπος. Τη φοβάσαι;»
Η Μαργκρέτ σκέφτηκε για μια στιγμή, πριν απαντήσει. «Δεν
είναι καθόλου όπως φανταζόμουν ότι θα είναι μια φόνισσα», εί-
πε τέλος. «Κοιμάται, δουλεύει, τρώει. Αμίλητη, όμως. Τα χείλια
της λες κι είναι ραμμένα. Αυτός ο νεαρός, ο εφημέριος Θόρβαρ-
δουρ, άρχισε κι έρχεται τις τελευταίες εβδομάδες. Και ξέρω ότι
του μιλάει. Αλλά δεν μου λέει τι κουβεντιάζουν. Μπορεί και τί-
ποτα». Η Μαργκρέτ έριξε μια ματιά προς το χωράφι. «Αναρωτιέ-
μαι… τι να σκέφτεται».
Η Ίνγκιμπγιοργκ ακολούθησε το βλέμμα της Μαργκρέτ και

152
οι δυο γυναίκες έμειναν να κοιτάζουν τη σκυφτή φιγούρα της Ά-
γκνες που θέριζε με το δρεπάνι της. Η λάμα του άστραφτε στον
ήλιο, όπως το ανέβαζε και το κατέβαζε.
«Ποιος ξέρει;» μουρμούρισε η Ίνκιμπγιοργκ. «Ανατριχιάζω
και μόνο που συλλογιέμαι τι περνάει μέσα από το μαυρομάλλι-
κο κεφάλι της».
«Ο εφημέριος λέει ότι είναι κόρη της Ίνγκφελντουρ Ραφνσ-
ντότιρ».
Η Ίνγκιμπγιοργκ δεν απάντησε αμέσως. «Ίνγκφελντουρ Ραφν­
σντότιρ. Ήξερα μια Ίνγκφελντουρ κάποτε. Έκλυτη γυναίκα».
«Από τ’ αυγό του κόρακα δεν βγαίνει περιστέρι», συμφώνη-
σε η Μαργκρέτ. «Δυσκολεύομαι να την φανταστώ μικρή την Ά-
γκνες. Κόρη μιας μάνας. Δεν μπορώ ούτε να το φανταστώ ότι τα
κορίτσια μου θα διανοούνταν ποτέ πράξη τόσο φριχτή κι αμαρ-
τωλή όσο ο φόνος».
Η Ίνγκιμπγιοργκ έγνεψε συμφωνώντας. «Τι κάνουν τα κορί-
τσια σου;»
Η Μαργκρέτ σηκώθηκε και τίναξε τις σκόνες από τη φούστα
της. «Ε, τα ξέρεις». Την έπιασε ξανά βήχας κι η Ίνγκιμπγιοργκ άρ-
χισε να της τρίβει μαλακά την πλάτη για να την ησυχάσει.
« Έλα, έλα».
«Εντάξει είμαι», είπε βραχνά η Μαργκρέτ. «Η Στέινα νομίζει
ότι την ξέρει, ότι την έχει ξανασυναντήσει».
Η Ίνγκιμπγιοργκ κοίταξε παραξενεμένη τη φίλη της.
«Νομίζει ότι την συναντήσαμε στο δρόμο, παλιά, τότε που πη-
γαίναμε στο Γκουντρουνάρσταντιρ».
«Βγάζει πάλι ιστορίες από το μυαλό της η Στέινα;»
Η Μαργκρέτ βόγκηξε. « Ένας Θεός ξέρει. Δεν θυμάμαι. Για
να πω την αλήθεια, μ’ ανησυχεί λιγάκι. Την έπιασα να χαμογε-
λάει στην Άγκνες».

153
Η Ίνγκιμπγιοργκ γέλασε. « Έλα τώρα, Μαργκρέτ! Ένα χαμό-
γελο…, μπορεί ένα χαμόγελο να σε βάλει σε μπελάδες;»
«Κι όμως· μπορεί!» απάντησε κοφτά η Μαργκρέτ. «Κοίτα τη
Ροσλίν. Τέλος πάντων, δεν είναι μόνο το χαμόγελο, είναι κι άλλα.
Την έπιασα να ρωτάει διάφορα την Άγκνες. Όταν είναι να πάει
κάποιος να την φωνάξει, για κάποιο θέλημα ή για δουλειά, τρέ-
χει. Τέτοια πράγματα – την παίρνει από πίσω συνέχεια πια, ακό-
μα κι όταν έχει να θημωνιάσει το χόρτο». Έδειξε τη Στέινα, που
δούλευε με την τσουγκράνα της δίπλα στην Άγκνες. «Δεν ξέρω…
Σκέφτομαι εκείνο το κακόμοιρο το κορίτσι, τη Σίγκα… Και φοβά-
μαι μην πάθει το ίδιο κι η δική μου».
«Ποια είναι η Σίγκα; Η άλλη παραδουλεύτρα στο Ιλουγκά-
σταντιρ;»
«Δεν θα μπορούσε η Άγκνες να ασκήσει την ίδια επιρροή και
στη Στέινα; Να την σπρώξει στον κακό δρόμο. Να της γεμίσει το
μυαλό με αμαρτίες».
«Μόνη σου μου είπες ότι η Άγκνες δεν ανοίγει το στόμα της».
«Ναι, με μένα. Αλλά δεν μπορώ να μην το νιώσω ότι είναι αλ-
λιώς με… Τέλος πάντων».
«Και η Λάουγκα;» ρώτησε σκεφτική η Ίνγκμπγιοργκ.
Η Μαργκρέτ γέλασε πνιχτά. «Η Λάουγκα τη σιχαίνεται. Δεν
θέλει καθόλου που την έχουμε εδώ. Κανένας μας δεν τη θέλει.
Αλλά η Λάουγκα αρνείται να κοιμηθεί στο διπλανό κρεβάτι. Δεν
την αφήνει από τα μάτια της, σαν το γεράκι την παραμονεύει. Και
μαλώνει τη Στέινα, που της φέρεται όπως της φέρεται».
Η Ίνγκιμπγιοργκ παρακολούθησε την πιο μικροκαμωμένη κό-
ρη που μάζευε με τη δικράνα της το κομμένο χόρτο. Δίπλα στις
ολόισιες γραμμές της Λάουγκα, οι γραμμές της Στέινα έμοιαζαν
με αδέξια ορνιθοσκαλίσματα από χέρι παιδικό.
«Ο Γιον τι λέει;»

154
Η Μαργκρέτ ρουθούνισε. «Λέει ποτέ τίποτα ο Γιον; Αν του κά-
νω εγώ κουβέντα, αρχίζει τα ίδια και τα ίδια για την υποχρέωση
που έχει στον Μπλόνταλ. Αλλά τον βλέπω… Έχει το νου του. Μου
ζήτησε να κρατήσω τα κορίτσια χώρια».
«Δύσκολο αυτό με τις δουλειές σ’ ένα υποστατικό».
«Ακριβώς. Πώς να τις κρατήσω χώρια; Είναι σαν να λέω στην
Κριστίν να χωρίσει το καϊμάκι από το γάλα».
«Αχ, Μαργκρέτ».
«Η Κριστίν είναι άχρηστη», δήλωσε κατηγορηματικά η Μαρ-
γκρέτ.
«Πάλι καλά τότε που έχεις δυο χέρια γυναικεία να σε βοηθά-
νε», απάντησε η Ίνγκιμπγιοργκ. Κι οι δυο γυναίκες βυθίστηκαν
σε συντροφική σιωπή.

Ονειρεύτηκα το κούτσουρο της εκτέλεσης χτες τη νύχτα. Ονει-


ρεύτηκα πως ήμουν μόνη και σερνόμουν στο χιόνι, όλο και πιο κο-
ντά στο μαύρο κούτσουρο. Τα χέρια μου και τα γόνατά μου είχαν
μουδιάσει από την παγωνιά, αλλά δεν μπορούσα να σταματήσω.
Όταν το ’φτασα και τ’ ακούμπησα, η επιφάνειά του ήταν απέ-
ραντη και λεία. Μύριζε το ξύλο. Δεν είχε την αρμύρα των ξύλων
που βγάζει το κύμα. Μα ήταν σαν να ’σταζε χυμό, σαν να ’σταζε
αίμα. Πιο γλυκό. Πιο βαρύ.
Στο όνειρό μου πιάστηκα κι ακούμπησα το κεφάλι μου πάνω
του. Άρχισε να χιονίζει κι εγώ είπα μέσα μου: «Αυτή είναι η σιω-
πή πριν την πτώση». Μετά αναρωτήθηκα πώς είχε βρεθεί εδώ το
κούτσουρο, πώς είχε βρεθεί το δέντρο, αφού δέντρα εδώ δεν υ-
πήρχαν. Είναι πολλή τόση σιωπή, σκέφτηκα στον ύπνο μου. Εί-
ναι πολλές τόσες πέτρες.

155
Κι έτσι μίλησα στο ξύλο με δυνατή φωνή. «Θα σε ποτίσω σαν
να ’σουν ακόμα ζωντανό», του είπα. Και μ’ αυτά τα τελευταία
λόγια ξύπνησα.
Το όνειρο με τρόμαξε. Από το θερισμό και μετά σαν να ξανα-
βρήκα ένα κομμάτι της παλιάς μου ζωής εδώ. Και ξέχασα το θυ-
μό μου. Το όνειρο μου θύμισε τι θα συμβεί, πόσο γρήγορα με προ-
σπερνούν οι μέρες. Και τώρα, ξαπλωμένη σ’ ένα δωμάτιο γεμάτο
ξένους, κοιτάζοντας τα δοκάρια και την τύρφη στο ταβάνι, νιώ-
θω την καρδιά μου να γυρίζει και να στρίβει ξανά και ξανά, ώ-
σπου τα σωθικά μου γίνονται κόμπος.
Πρέπει να κατουρήσω. Τρέμοντας σηκώνομαι από το κρεβά-
τι και ψάχνω στο πάτωμα για το καθίκι. Είναι κάτω από το κρε-
βάτι ενός εργάτη, γεμάτο σχεδόν. Αλλά δεν προλαβαίνω να πάω
να το αδειάσω. Οι κάλτσες μου είναι ξεχειλωμένες, πέφτουν χω-
ρίς δυσκολία ως τους αστραγάλους μου. Κάθομαι ανακούρκουδα
και κατουράω, σημαδεύω μ’ έναν πίδακα ζεστού κάτουρου τον
κουβά, νιώθω τις πιτσιλιές στο μπούτι μου. Στάλες ιδρώτα κυλά-
νε στο μέτωπό μου.
Ελπίζω να μην ξυπνήσει κανένας και με δει. Βιάζομαι τόσο να
ξεμπερδέψω, να χώσω ξανά το καθίκι κάτω από το κρεβάτι, που
ανεβάζω τις κάλτσες μου πριν καλά καλά τελειώσω. Ζεστές στα-
γόνες κυλάνε ως τη μέσα μεριά της γάμπας μου, καθώς σηκώνο-
μαι από τον κουβά.
Γιατί τρέμω έτσι; Τα γόνατά μου λυγίζουν, δεν με βαστάνε.
Ξαλαφρώνω, όταν πέφτω στο κρεβάτι. Η καρδιά μου σπαρτα­
ράει. Ο Νάταν πίστευε ότι τα όνειρα κάτι σημαίνουν. Παράξε-
νο για έναν άντρα που δίχως δισταγμό γελούσε με τα λόγια του
­Θεού· παράξενο που έδινε πίστη στο τρεμάμενο σκοτάδι των ω-
ρών του ύπνου του. Είχε χτίσει την εκκλησία του με τις δοξασίες
των απλοϊκών γυναικών και με τη μυστική γλώσσα του καιρού. Έ-

156
βλεπε το μάτι του Θεού στις κινήσεις των κυμάτων, στο πέταγμα
του γερακιού, στον τρόπο που έτριζαν τα δόντια τους οι προβατί-
νες του. Μια φορά που με βρήκε να πλέκω καθισμένη στο κατώ-
φλι, με μάλωσε πως τραβούσα σε μάκρος το χειμώνα. «Μη νομί-
ζεις πως η Φύση δεν μας βλέπει», μου είπε αυστηρά. «Είναι το ίδιο
ξύπνια με σένα και με μένα». Και μετά μου χαμογέλασε. Χάιδεψε
με την πλατιά παλάμη του το μέτωπό μου. «Και το ίδιο κρυφή».
Πίστεψα πως ήμουν παραδουλεύτρα εδώ. Θα μπορούσα να
είμαι. Ένας μήνας πέρασε εδώ στο Κορνσάου και ξέχασα κιόλας
τι θα πάθω. Οι μέρες της δουλειάς με μαλάκωσαν, έδωσαν στο
κορμί μου λόγο ν’ αναπαυθεί. Είναι η αιτία που κοιμάμαι βαθιά,
κάτω από την επιφάνεια των ονείρων των κεντημένων με νόη-
μα. Ως τώρα.
Η αλήθεια είναι πως δεν είμαι παραδουλεύτρα εδώ. Μ’ εξαίρε-
ση τον εφημέριο και τη Στέινα, οι άλλοι όλοι δεν μου μιλάνε. Μια-
δυο λέξεις μόνο, κι αυτές με το ζόρι. Αλλά μήπως και πιο παλιά
μου μιλούσαν; Τότε που ήμουν μια παραδουλεύτρα και μου μι-
λούσαν μόνο για να μου πουν ν’ αδειάσω το καθίκι; Όπως θα μου
το πουν κι εδώ σε λίγες ώρες; Σε σύγκριση με το Στόρα Μποργκ
ετούτη εδώ η οικογένεια μου φέρεται με καλοσύνη.
Σύντομα, όμως, θα ’ρθει ο χειμώνας, σαν το κύμα που φτάνει
λοξά στην ακτή – ξαφνικά, αστραπιαία, σβήνοντας τον ήλιο και
τη ζέστη κι αφήνοντας τη γη παγωμένη μέχρι μέσα της βαθιά.
Όλα θα τελειώσουν τόσο γρήγορα. Κι ο εφημέριος: πόσο ­νέος εί-
ναι… κι ακόμα δεν ξέρω τι να του πω. Νόμιζα ότι θα μπορούσε
να με βοηθήσει, όπως με είχε βοηθήσει τότε να περάσω απέναντι
το ποτάμι. Αλλά μιλώντας του θυμάμαι μόνο πως ό,τι κι αν μου
συνέβη στη ζωή γύρισε τελικά σε βάρος μου κι εναντίον μου· και
πως δεν μ’ αγάπησε κανείς.
Περίμενα ότι θα με καταλάβαινε από την αρχή. Θέλω να με κα-

157
ταλάβει, αλλά είμαι ανόητη: δεν μιλάμε την ίδια γλώσσα. Νιώθω
σαν να του μιλάω μ’ ένα πετραδάκι μέσα στο στόμα μου, προσπα-
θώντας να βρω μια γλώσσα που να την καταλαβαίνουμε κι οι δυο.
Σε λίγες ώρες θα φτάσει ο εφημέριος από το Μπρέιδαμπόλ-
σταντουρ – αλλά είναι νωρίς, δεν θα σηκωθώ ακόμα. Διπλώνω τα
χέρια μου πάνω από την κουβέρτα, προστάζω τις χορδές της καρ-
διάς μου να χαλαρώσουν και σκέφτομαι τι θα του πω.
Ο Τότι θέλει να του μιλήσω για την οικογένειά μου. Αλλά αυτά
που του είπα δεν ήταν αυτά που ήθελε ν’ ακούσει. Μάλλον δεν εί-
ναι συνηθισμένος στα μπερδεμένα οικογενειακά δέντρα που φυ-
τρώνουν σ’ αυτή την κοιλάδα, δέντρα που έχουν κλαδιά μπλεγ-
μένα μεταξύ τους, γεμάτα αγκάθια.
Δεν του είπα για τον Γιόας, δεν του είπα για τη Χέλγκα. Μπο-
ρεί να τον ενδιαφέρει που έχω αδέρφια. Φαντάζομαι τις ερωτή-
σεις του: Πού είναι τώρα; Γιατί δεν ήρθαν να σε δουν, Άγκνες;
Επειδή, πάτερ, θα του απαντήσω, οι δεσμοί του αίματος δεν
είναι δυνατοί: δεν έχουμε τον ίδιον πατέρα. Κι η Χέλγκα είναι πε-
θαμένη και θαμμένη. Ο Γιόας; Ε, δεν είναι ο τύπος που τον βά-
ζεις να κάνει κάτι, οτιδήποτε. Ούτε καν επίσκεψη σε μια κατα-
δικασμένη αδερφή.
Ω, Γιόας. Δεν μπορώ να συνταιριάσω μέσα μου τον άντρα τον
ανέκφραστο με τη γλυκιά θαμπή ανάμνηση του αγοριού, που κά-
ποτε μου δόθηκε ν’ αγαπήσω.
Μας κράτησε στην αγκαλιά της η ίδια μάνα. Συρθήκαμε μα-
ζί της από δω κι από κει. Σε ποια υποστατικά; Αμέτρητα κρεβά-
τια, που ανήκαν σε άλλους άντρες και στις γυναίκες τους με τα
κοκκινισμένα μάτια. Σε ανθρώπους απελπισμένους τόσο, ώστε
να δέχονται στη δούλεψή τους μια γυναίκα με τρία στόματα, δυο
από τα οποία έκλαιγαν πεινασμένα τις νύχτες, επειδή δεν ήξε-
ραν ότι το κλάμα είναι μάταιο.

158
Πρώτα στην Μπεϊνακέλντα. Ήμουν τριών τότε, μου λένε. Μό-
νο η Μάνα κι εγώ. Δεν θυμάμαι τίποτα. Όλα είναι στη σκιά.
Μετά στη Λίτλα-Γκίλγια. Το υποστατικό δεν το θυμάμαι, αλ-
λά θυμάμαι τον άντρα. Ιλούγκι ο Μαύρος, έτσι τον έλεγαν. Ο πα-
τέρας του αδερφού μου. Καθόμουν στο πάτωμα κι έτριβα τα χέ-
ρια μου στο χώμα, και θυμάμαι τον άντρα δίπλα μου να γυρίζει
τα μάτια του, να δείχνει μόνο τ’ ασπράδια τους, και το κορμί του
να σφαδάζει κατάχαμα σαν ψάρι έξω από το νερό, κι όλες τις γυ-
ναίκες να τσιρίζουν βλέποντας τον αφρό που έβγαινε από το στό-
μα του. Μετά, πιο ύστερα, τα βογκητά από το κρεβάτι του. Και
τη γυναίκα του με το ζαρωμένο δέρμα να με σφίγγει στην αγκα-
λιά της, το πρόσωπό μου χωμένο στον κοκκαλιάρικο ώμο της, και
να μου λέει: «Προσευχήσου γι’ αυτόν. Προσευχήσου γι’ αυτόν».
Πού ήταν η μάνα μου; Χωρίς αμφιβολία κουκουβιστή πάνω από
κάποιο καθίκι, να ψάχνει το αίμα της που δεν ερχόταν.
Θυμάμαι τα ουρλιαχτά. Ο Ιλούγκι, γερός ξανά, και ­πελώριος
σαν αρκούδα, να μουγκρίζει στη γυναίκα του, που δεν σταματού-
σε το κλάμα. Κι ανάμεσά τους η Μάνα μου, με μακρύ φουστάνι,
να ξερνάει κατάχαμα.
Ο Ιλούγκι πέθανε στο ψάρεμα, απ’ αυτή την αρρώστια με τους
σπασμούς. Λένε ότι είχε πιει, μετά έπαθε κρίση, από τα τραντάγ-
ματα αναποδογύρισε τη βάρκα και πνίγηκε, πιασμένος στα δίχτυα
του. Κάποιοι είπαν ότι αυτή ήταν η τιμωρία του, επειδή ψάρευε
σε λίμνες που ανήκαν στις νεράιδες. Αλλά αυτοί οι κάποιοι ήταν
άνθρωποι που δεν καταλάβαιναν γιατί έπινε και γιατί χτυπιόταν.
Τι θα μπορούσε να βγάλει ο εφημέριος απ’ όλα αυτά;
Γιόας Ιλούγκασον, γεννημένος στο Μπρέκουκοτ, το τρίτο υπο-
στατικό. Πέντε χρονών εγώ. Και μπορούσα να κρατάω το πανάκι
το μουσκεμένο στο γάλα, να το βάζω ανάμεσα στα ροδαλά μικρο-
σκοπικά του ούλα. Το αντρόγυνο εκεί τον ήθελε, να τον κρατή-

159
σουν και να τον μεγαλώσουν μαζί με τα δικά τους δυο παιδιά. Κι
η Μάνα εξήγησε πως θα μ’ αναλάμβαναν κι εμένα, πως θα ’ταν
για το καλό μου. Τον επόμενο χρόνο ήμασταν μια οικογένεια ε-
μείς οι εφτά κι εγώ βοηθούσα στη φροντίδα και στο τάισμα του
μωρού – όσο μαύρα ήταν τα δικά μου μαλλιά, τόσο ξανθά, άσπρα
σχεδόν, ήταν τα δικά του. Μύριζε λιωμένο χιόνι και φρέσκο γάλα.
Φαίνεται πως άλλαξαν γνώμη. Ένα πρωί με ξύπνησε η Μά-
να, τα μάτια της ήταν πρησμένα από το κλάμα. Τη ρώτησα για-
τί, αλλά δεν μου είπε. Πλάγιασε στο κρεβάτι με τον Γιόας κι εμέ-
να, αποκοιμήθηκα ξανά χωμένη στη ζεστασιά του κορμιού της,
ώσπου με ξύπνησαν τα κοράκια κρώζοντας και είδα τα πράγμα-
τά μου μπογαλάκι στο πάτωμα.
Εκείνο το πρωί ξεκινήσαμε με τα πόδια και γυρίσαμε στην κοι-
λάδα περπατώντας μέσα από μια μέρα παγωμένη, γεμάτη αέ-
ρα και χιόνι. Νόμιζα ότι θα λιποθυμήσω από την πείνα. Σταμα-
τήσαμε στην αυλή του Κορνσάου και πριν τελειώσω το τυρόγαλο
που μου ’δωσε η κυρά του σπιτιού, η Μάνα μού ψιθύρισε δυο λό-
για στ’ αυτί, μου ’χωσε ένα πετραδάκι στο γάντι μου κι έφυγε με
τον Γιόας στην πλάτη της.
Προσπάθησα να τρέξω πίσω της. Ούρλιαξα. Δεν ήθελα να μ’
αφήσει. Μα τρέχοντας σκόνταψα κι έπεσα. Όταν σηκώθηκα ξα-
νά, η Μάνα κι ο αδερφός μου είχαν χαθεί. Μόνο δυο κοράκια εί-
δα, τα μαύρα τους φτερά σκέτο φαρμάκι μέσα στο χιόνι.
Για πολύ καιρό πίστευα ότι εκείνα τα δυο πουλιά ήταν η Μάνα
μου κι ο αδερφός μου. Αλλά ποτέ δεν μου αποκρίθηκαν σ’ ό,τι τα
ρωτούσα, όσο κι αν έβαζα το πετραδάκι κάτω από τη γλώσσα μου.
Χρόνια αργότερα έμαθα ότι η Μάνα μού είχε χαρίσει άλλη μια ετε-
ροθαλή αδερφή, τη Χέλγκα, κόρη του γεωργού στην Κρίνγκλα. Κι
ότι ο Γιόας ήταν πια άπορος, παιδί της ενορίας. Μα τον καιρό εκεί-
νο είχα πια πείσει τον εαυτό μου ότι δεν τους αγαπούσα. Νόμιζα ό-

160
τι είχα βρει καλύτερη οικογένεια, τη θετή μου οικογένεια: την Ίν-
γκα και τον Μπγιορν, το αντρόγυνο που έμενε τότε στο Κορνσάου.

«Κοιμήθηκες καλά, Άγκνες;» Η Στέινα βρήκε τη γυναίκα στο πε-


ριβόλι, δίπλα στη βραγιά με τα σέλινα, ν’ αδειάζει το καθίκι στο
λάκκο με τις στάχτες.
«Θα βραχείς εδώ έξω», είπε η Άγκνες χωρίς να γυρίσει να την
κοιτάξει. Είχε χρησιμοποιήσει ένα κλαρί για να καθαρίσει το κα-
θίκι απ’ ό,τι είχε κολλήσει στον πάτο του, και τώρα το σκούπιζε
στο χορτάρι. «Πάει για βροχή».
«Δεν με νοιάζει. Είπα να σου κάνω παρέα». Η Στέινα ανασήκω-
σε το σάλι της και σκέπασε το κεφάλι της. «Ορίστε, δεν θα βραχώ».
Η Άγκνες την κοίταξε και ένα μικρό χαμόγελο γράφτηκε στα
χείλη της.
«Κοίτα, Άγκνες», είπε η Στέινα κι έδειξε προς το στόμιο της
κοιλάδας: γκρίζα σύννεφα που τα ’φερε ο αέρας από το βορρά.
Η Άγκνες σήκωσε το χέρι της προς τον ουρανό. «Χειροτε­ρεύει.
Θα μας βρέξει το κομμένο χόρτο».
«Το ξέρω. Ο Πάμπι δεν μιλιέται. Το πρωί τα ’βαλε με τη Λάου­
γκα επειδή του ’καψε το πρωινό. Που ποτέ του δεν το κάνει αυτό».
Η Άγκνες γύρισε και κοίταξε τη Στέινα. «Το ξέρει ότι είσαι ε-
δώ έξω, μαζί μου;»
« Έτσι νομίζω».
«Κι εγώ νομίζω ότι πρέπει να γυρίσεις μέσα», είπε η Άγκνες.
«Για να κάνω τι; Ν’ ακούσω τη Λάουγκα να με κατσαδιάζει,
επειδή έβαλα πολλά ξύλα στη φωτιά; Ευχαριστώ, να μου λείπει.
Καλύτερα περνάω εδώ έξω».
«Στη βροχή;»

161
«Στη βροχή». Η Στέινα χασμουρήθηκε και κοίταξε προς το χω-
ράφι, προς τις θημωνιές που είχαν σκεπάσει για να τις προστατέ-
ψουν από την υγρασία. «Τόση δουλειά για το τίποτα».
«Τι θες να πεις για το τίποτα; Μόλις ανοίξει ο καιρός, θα συ-
νεχίσουμε και θα τελειώσουμε». Η Άγκνες έριξε μια ματιά στο
σπίτι. «Εγώ λέω να γυρίσεις, θα σε ψάχνει η Μάνα σου», είπε.
«Ω, δεν τη νοιάζει».
«Τη νοιάζει. Δεν θέλει να μένεις μόνη μαζί μου», είπε προσε-
κτικά η Άγκνες.
«Μα είσαι τόσες βδομάδες εδώ τώρα».
«Ακόμα κι έτσι». Η Άγκνες άρχισε να κατηφορίζει σιγά σιγά
προς το ποτάμι. Κι η Στέινα την ακολούθησε.
«Νομίζεις πως θα ’ρθει ο εφημέριος σήμερα;»
Η Άγκνες δεν απάντησε.
«Τι σου λέει, όταν συζητάτε;»
«Αυτό είναι δική μου δουλειά», είπε κοφτά η γυναίκα.
«Τι;»
«Δική μου δουλειά, σου είπα. Δεν έχει καμία σχέση με σένα ή
με την οικογένειά σου».
Η Στέινα τα ’χασε, κοντοστάθηκε καθώς η Άγκνες συνέχισε να
κατεβαίνει την πλαγιά κρατώντας το καθίκι στο χέρι της.
«Σ’ έκανα να θυμώσεις;» ρώτησε.
Η Άγκνες έμεινε ακίνητη, στράφηκε στη Στέινα. «Πώς θα μπο-
ρούσε μια κοπέλα σαν εσένα να με κάνει να θυμώσω;»
Η Στέινα τσιτώθηκε. «Επειδή η οικογένειά μου σε κρατάει φυ-
λακισμένη. Κι επειδή ο πατέρας μου δεν θέλει να σου μιλάει κα-
νείς μας».
«Είπε τέτοιο πράγμα;» ρώτησε η Άγκνες.
«Είπε ότι είναι καλύτερα να σ’ αφήνουμε ήσυχη να κάνεις τις
δουλειές σου».

162
«Δίκιο έχει».
Η Στέινα έφτασε την Άγκνες και την έπιασε μαλακά από το
χέρι. «Η Λάουγκα σε φοβάται, πάντως. Να το ξέρεις. Ακούει τη
Ροσλίν και τις ψευτιές της. Αλλά εγώ δεν πιστεύω λέξη απ’ όσα
­λ έει αυτή η κουτσομπόλα. Σε θυμάμαι από παλιά. Θυμάμαι τι
ευγενική που ήσουνα, που μας έδωσες από το φαγητό σου χωρίς
να μας ξέρεις». Η Στέινα έγειρε πιο κοντά. «Εγώ δεν το πιστεύω
ότι τους σκότωσες», ψιθύρισε. Το σώμα της Άγκνες σφίχτηκε κά-
τω από το χέρι της. « Ίσως μπορώ να σε βοηθήσω», βιάστηκε να
προτείνει η Στέινα.
«Πώς;» ρώτησε η Άγκνες. «Θα με βοηθούσες να δραπετεύσω;»
Η Στέινα την άφησε. «Σκεφτόμουν ίσως μια αίτηση», μουρ-
μούρισε.
«Μια αίτηση».
Η Στέινα δοκίμασε πάλι. «Μια αίτηση χάριτος, έτσι δεν το λέ-
νε; Ξέρεις, αυτό που έκαναν για τη Σίγκα».
Τα μάτια της Άγκνες άστραψαν. «Τι;»
«Αίτηση. Ο Μπλόνταλ το έκανε για την άλλη», τραύλισε η Στέινα.
«Ποιαν άλλη;»
«Τη Σίγκα…, ξέρεις, την άλλη παραδουλεύτρα στο Ιλουγκά-
σταντιρ. Την αγαπούλα του Φρίντρικ».
Το πρόσωπο της Άγκνες έχασε το χρώμα του. Αργά ακούμπη-
σε το καθίκι στο μουσκεμένο γρασίδι, μετά πλησίασε τη Στέινα.
«Ο Μπλόνταλ έκανε έφεση για τη Σιγκρίντουρ Γκουντμουντσντό-
τιρ;» ρώτησε σοβαρά.
Η Στέινα έγνεψε καταφατικά, λιγάκι φοβισμένη. Έριξε μια
ματιά στην πέτρα, που η Άγκνες κρατούσε ακόμα στο χέρι της.
«Άκουσα τον Πάμπι να το λέει στη Μάνα», εξήγησε. «Οι Νομαρ-
χιακοί Υπάλληλοι το συζήτησαν στο Χβάμουρ με τον Μπλόνταλ.
Την ίδια μέρα που εσύ έφτασες εδώ».

163
Η Άγκνες κούνησε αρνητικά το κεφάλι της.
«Νόμιζα ότι το ήξερες», είπε ψιθυριστά η Στέινα.
Τα μάτια της Άγκνες γλίστρησαν από τη Στέινα, μετακίνησε
το βάρος της από το ένα πόδι στο άλλο. «Ο Μπλόνταλ;» μουρμού-
ρισε μέσα από τα δόντια της. Η Στέινα πρόσεξε πως η Άγκνες έ-
σφιγγε τόσο δυνατά την πέτρα στο χέρι της που οι κόμποι των δα-
χτύλων της είχαν γίνει κάτασπροι.
«Συγγνώμη που σου το είπα».
Η Άγκνες πισωπάτησε, ύστερα προχώρησε προς την ακροπο-
ταμιά περπατώντας με δυσκολία.
« Ίσως μπορέσουμε να τον πείσουμε να κάνει αίτηση στον Βα-
σιλέα και για σένα!» φώναξε πίσω της η Στέινα. «Να του πούμε
τι πραγματικά έγινε στο Ιλουγκάσταντιρ!»
Η Άγκνες σωριάστηκε κατάχαμα, στην όχθη του ποταμού. Η
φούστα της φούσκωνε γύρω της. Η Στέινα, νομίζοντας πως εί-
χε λιποθυμήσει, έτρεξε κοντά της. Ζυγώνοντας, όμως, είδε πως
η Άγκνες είχε καρφώσει τα μάτια της ανέκφραστα, άδεια, στο
νερό. Έτρεμε σύγκορμη. Εκείνη τη στιγμή τα μαύρα σύννεφα ά-
νοιξαν κι η ξαφνική, παγωμένη μπόρα τύλιξε τις δυο γυναίκες.
«Άγκνες!» φώναξε η Στέινα τυλίγοντας το σάλι της πιο σφιχτά
στο κεφάλι και στους ώμους της. «Σήκω! Πρέπει να φυλαχτού-
με!» Μα ο ήχος της βροχής έπνιξε τα λόγια της.
Η Άγκνες δεν απάντησε. Κοίταζε τις σταγόνες να χτυπούν το
νερό του χειμάρρου, να σκάνε στην επιφάνεια παραμορφώνο-
ντας άγρια το καθρέφτισμα των βουνών. Εξακολουθούσε να κρα-
τάει την πέτρα στο χέρι της.
«Άγκνες!» φώναξε η Στέινα. «Συγγνώμη! Νόμιζα πως το ήξε-
ρες!» Το σάλι της είχε γίνει μούσκεμα κι ένιωθε το φουστάνι της
να βαραίνει από το νερό. Δίστασε μια στιγμή ακόμα στην ακρο-
ποταμιά, ύστερα γύρισε κι άρχισε ν’ ανηφορίζει τρέχοντας την

164
πλαγιά προς το σπίτι. Το έδαφος είχε λασπώσει, γλιστρούσε. Στα
μισά της ανηφοριάς γύρισε – η Άγκνες ήταν στο σημείο όπου την
είχε αφήσει. Φώναξε άλλη μια φορά, ύστερα συνέχισε να ανηφο-
ρίζει βιαστικά το λασπωμένο μονοπάτι προς το σπίτι.

«Θεέ μου, Στέινα! Πού στην ευχή ήσουν;» Η Μαργκρέτ διέσχισε


το διάδρομο για να μαλώσει τη μεγάλη της κόρη, που μπήκε κλεί-
νοντας πίσω της την πόρτα. «Μοιάζεις μισοπνιγμένη!»
«Η Άγκνες», τραύλισε η Στέινα πετώντας κατάχαμα το βρεγ-
μένο της σάλι.
«Τι; Σε χτύπησε; Ω, καλέ μου Θεέ, φύλαξέ μας! Το ήξερα». Η
Μαργκρέτ αγκάλιασε την κόρη της, που έτρεμε από το κρύο, και
την έσφιξε στην αγκαλιά της.
«Όχι, Μάνα!» ούρλιαξε η Στέινα σπρώχνοντας τη μάνα της.
«Πρέπει να την βοηθήσουμε, είναι κάτω, στο ποτάμι!»
«Τι έγινε;» Η Λάουγκα είχε βγει από την κουζίνα στο διάδρο-
μο. «Ω, Στέινα! Λάσπωσες το σάλι σου!»
«Δεν με νοιάζει!» φώναξε η Στέινα. Και γύρισε ξανά στη μάνα
της. «Της είπα για την αίτηση χάριτος της Σιγκρίντουρ Γκουντμου-
ντσντότιρ κι άσπρισε κι έπεσε κάτω και τώρα δεν σηκώνεται!»
Η Μαργκρέτ στράφηκε στη Λάουγκα. «Τι είναι αυτά που λέει;»
«Η Άγκνες!» τσίριξε η Στέινα. Και σκουπίζοντας τη βροχή από
το πρόσωπό της προχώρησε αλαφιασμένη στο διάδρομο. «Πρέ-
πει να το πω στον Πάμπι».
Ο Γιον ήταν στην κάμαρα, μπαλώνοντας τα παπούτσια του.
«Στέινα;» ρώτησε σηκώνοντας το κεφάλι από τη δουλειά του.
«Πάμπι! Σε παρακαλώ, πήγαινε στην Άγκνες. Της είπα για
την αίτηση χάριτος που έκανε ο Μπλόνταλ για την άλλη κοπέλα
του Ιλουγκάσταντιρ κι έχασε το μυαλό της».

165
Ο Γιον αμέσως άφησε τα παπούτσια από τα χέρια του και ση-
κώθηκε. «Πού είναι;» ρώτησε με σιγανή φωνή.
«Στο ποτάμι», είπε η Στέινα προσπαθώντας να καταπιεί τα
δάκρυά της. Ο Γιον τράβηξε τις μπότες του κάτω από το κρεβά-
τι, τις φόρεσε και τις έδεσε βιαστικά.
«Συγγνώμη, Πάμπι! Νόμιζα ότι το ήξερε! Να την βοηθήσω ή-
θελα!»
Ο Γιον έπιασε την κόρη του από τους ώμους. Τα μάγουλά του
είχαν αναψοκοκκινίσει από θυμό. «Σου είπα να μην την πλησιά-
ζεις», είπε αγριεμένος. Ύστερα παραμέρισε την κόρη του και βγή-
κε φωνάζοντας τον Γκούντμουντουρ που ήταν ξαπλωμένος στο
κρεβάτι του. Ο εργάτης σηκώθηκε με μισή καρδιά. Η Στέινα κά-
θισε κι άρχισε να κλαίει.
Λίγα λεπτά αργότερα η Λάουγκα μπήκε στην κάμαρα με την
Κριστίν δίπλα της.
«Τι είπε ο Πάμπι;» ρώτησε ήρεμα – και βλέποντας ξαφνικά
πού είχε κάτσει η αδερφή της έβαλε τις φωνές: «Σήκω από κει!
Θα μου λερώσεις το κρεβάτι μου!»
«Παράτα με!» ούρλιαξε η Στέινα – κι η Κριστίν τρομαγμένη
βγήκε από την κάμαρα. «Παράτα με ήσυχη!»
Η Λάουγκα γέλασε κοροϊδευτικά. «Σου ’χει στρίψει, Στέινα. Τι
προσπαθούσες να πετύχεις εκεί πέρα; Να πιάσεις φιλίες;»
«Άι στο διάβολο, Λάουγκα!»
Η Λάουγκα έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Αγριοκοίταξε την α-
δερφή της, σαν να ’ταν έτοιμη να φωνάξει, ύστερα στένεψε τα
μάτια της. «Καλά θα κάνεις να προσέχεις», σφύριξε. «Αν συνε-
χίσεις έτσι, θα καταντήσεις σαν αυτήν». Γύρισε να φύγει, αλ-
λά σταμάτησε. «Θα προσεύχομαι για σένα», πρόσθεσε κι ύστε-
ρα βγήκε από την κάμαρα. Η Στέινα έκρυψε το πρόσωπό της στα
χέρια της και συνέχισε το κλάμα.

166

Κάθομαι στο κρεβάτι μου και περιμένω όσο η Μαργκρέτ και ο


Γιον και οι κόρες τους μιλούν για μένα πίσω από την γκρίζα κουρ-
τίνα, στο καλό δωμάτιο. Παρόλο που η Μαργκρέτ μιλάει ψιθυρι-
στά, ακούω τα λόγια που γλιστρώντας περνούν το χώρισμα ανά-
μεσα στην κάμαρα και το καλό δωμάτιο. Τα χέρια μου τρέμουν
και νιώθω την καρδιά μου να χτυπάει. Είναι λες κι έτρεχα για να
σωθώ. Έτσι ένιωθα στο δικαστήριο, ξεκομμένη, αποκλεισμένη,
έξω απ’ όλα.
Θα μπορούσα να είμαι άπορη. Θα μπορούσα να είμαι η παρα-
δουλεύτρα τους, μέχρι εκείνα τα λόγια! Σίγκα! Ιλουγκάσταντιρ!
Είναι άγκυρες και με κρατούν δεμένη σε μιαν ανάμνηση που μου
κόβει την ανάσα. Είναι οι λέξεις οι μαγικές, το ξόρκι που με μετα-
μορφώνει σε τέρας. Και γίνομαι η Άγκνες του Ιλουγκάσταντιρ, η
Άγκνες της φωτιάς, η Άγκνες των νεκρών με το αίμα, που δεν κάη­
καν, η Άγκνες η γαντζωμένη στα ρούχα που είχα φτιάξει γι’ αυτόν.
Θα την αφήσουν ελεύθερη τη Σίγκα, αλλά εμένα όχι. Δεν θα μ’ α-
φήσουν, επειδή είμαι η Άγκνες – η καταραμένη Άγκνες που ήξε-
ρε. Και φοβάμαι τόσο πολύ. Νόμιζα ότι θα έπιανε, νόμιζα ότι θα
τα κατάφερνα να υποκριθώ, αλλά τώρα το βλέπω, δεν θα μπορέ-
σω, δεν θα μπορέσω με τίποτα, δεν μπορώ να ξεφύγω, δεν μπορώ.

Το σημείωμα ήταν σύντομο και γραμμένο με λοξά γραμματάκια


σ’ ένα μικρό κομμάτι χαρτί. Οι αράδες μπλέκονταν στην προ-
σπάθεια που είχε κάνει όποιος το ’γραψε να τις χωρέσει. Ο Τότι
το πήρε και μπήκε να το διαβάσει στην κάμαρα όπου έτρωγε το
μεσημεριανό του.

167
«Από τον Μπλόνταλ πάλι;» ρώτησε ο πατέρας του χωρίς να
σηκώσει τα μάτια από το κρέας του.
«Όχι», είπε ο Τότι διατρέχοντας με το βλέμμα το σημείωμα:
Έλα γρήγορα, είναι για την Άγκνες Μάγκνουσντότιρ. Δεν θέλω
να το πω στον Μπλόνταλ. Ο εν Χριστώ αδελφός σου, Γιον Γιόν-
σον. «Είναι από το Κορνσάου».
«Μα καλά… δεν το βλέπουν ότι βρέχει; Κι είναι και Κυριακή»,
μουρμούρισε ο γερο-εφημέριος.
Ο Τότι κάθισε στο τραπέζι παρατηρώντας τον πατέρα του. Ψί-
χουλα και ξεραμένο πλιγούρι είχαν πιαστεί στα γένια του. «Πρέ-
πει να πάω», είπε.
Ο εφημέριος Γιον αναστέναξε. «Είναι Κυριακή», ξανάπε.
«Ναι, η μέρα του Κυρίου», είπε ο Τότι. «Για το έργο του Κυ­
ρίου», πρόσθεσε.
Ο εφημέριος Γιον έβγαλε ένα κομματάκι σκληρό κρέας από
το στόμα του, το περιεργάστηκε, ύστερα συνέχισε να μασάει.
«Πατέρα;»
«Ελπίζω να το ξέρει ο Μπλόνταλ ότι σκοτώνεσαι για να κά-
νεις το θέλημά του».
«Το θέλημα του Κυρίου», τον διόρθωσε μαλακά ο Τότι. «Σ’ ευ-
χαριστώ, πατέρα. Θα γυρίσω το βράδυ. Ή αύριο, αν χειροτερέ-
ψει ο καιρός».

Φτάνοντας στο διάσελο που έβγαζε στην κοιλάδα του Βάσντα-


λουρ, ο Τότι ήταν μούσκεμα ως το κόκκαλο. Μέσα από τη θαμπή
γυαλάδα της ασταμάτητης βροχής είδε τον καβαλάρη που του ’χε
φέρει το σημείωμα να προχωράει μπροστά και σπιρούνισε τη φο-
ράδα του να τον προλάβει.
«Περίμενε», του φώναξε – ο άντρας γύρισε στη σέλα κι ο Τό-

168
τι τον γνώρισε: ήταν ένας από τους εργάτες στο Κορνσάου. Φο-
ρούσε κάπα από ψαρόδερμα για να μη βρέχεται. «Ώστε ήρθες!»
απάντησε φωνάζοντας κι αυτός. «Κι έτσι είμαστε δύο που γίνα-
με μουσκίδι σήμερα με τον παλιόκαιρο».
«Θα μουσκέψει και το κομμένο χόρτο», είπε ο Τότι.
«Αυτό δεν χρειαζότανε να μου το πεις», ρουθούνισε ο άντρας.
«Είμαι ο Γκούντμουντουρ». Σήκωσε το χέρι του σε χαιρετισμό.
«Κι εσύ είσαι ο εφημέριος, που προσπαθεί να σώσει τη φόνισσά
μας».
«Ε, για την ακρίβεια…»
«Βρωμοδουλειά», τον έκοψε ο άντρας. «Και μόνο που τη βλέ-
πω με πιάνει ανατριχίλα».
«Τι εννοείς;»
Ο εργάτης γέλασε. «Είναι άγρια».
Ο Τότι έβιασε τη φοράδα του για να πηγαίνουν δίπλα δίπλα.
«Τι συνέβη; Αυτό το σημείωμα…»
«Ω, έπαθε κρίση. Ρίχτηκε σε μένα και στον Γιον, με νύχια και
με δόντια, ουρλιάζοντας, βρεγμένη από την κορφή ως τα νύχια,
μέσα στις λάσπες, σαν τρελή, σαν μανιασμένη. Το βλέπεις αυ-
τό;» Έδειξε μια μελανιά στο πλάι του μετώπου του. «Δικό της κα-
τόρθωμα. Προσπάθησα να την σηκώσω κι αυτή κόντεψε να μου
λιανίσει το κεφάλι με τις πέτρες. Και ούρλιαζε, έβριζε τον Μπλό-
νταλ. Για κάτι που λένε ότι έκανε στο Στόρα Μποργκ, κάτι που
την έκανε έξω φρενών».
«Είσαι σίγουρος;» Ο Τότι είχε την εντύπωση πως η Άγκνες δεν
ήταν από τις γυναίκες που θα ξεσπούσαν ποτέ έτσι.
«Νόμιζα ότι θα με σκότωνε εκεί, επιτόπου».
«Τι την τάραξε τόσο;»
Ο άντρας ρούφηξε τη μύτη του κι ύστερα τη σκούπισε με το
γαντοφορεμένο χέρι του. «Πανάθεμά με αν ξέρω. Ένα από τα κο-

169
ρίτσια τής είπε κάτι. Κάτι για την άλλη παραδουλεύτρα που πιά-
σανε. Τη Σίγκα».
Ο Τότι γύρισε και κοίταξε τους νερόλακκους στο μονοπάτι μπρο-
στά τους. Ένιωσε ξαφνικά άρρωστος.
«Δεν είναι κι άσχημη, πάντως», είπε ο Γκούντμουντουρ γυρί-
ζοντας στον Τότι με μια λάμψη στο βλέμμα του.
«Ορίστε;»
«Η Άγκνες. Λέω. Δεν είναι κι άσχημη. Ωραία μαλλιά», είπε
ο εργάτης. «Αλλά ψηλή για μένα. Θα την ήθελα ένα κεφάλι πιο
κοντή, αν μ’ εννοείς». Και κλείνοντας το μάτι στον εφημέριο έ-
βαλε τα γέλια.
Ο Τότι κατέβασε το καπέλο του πιο χαμηλά. Η βροχή έκοψε
για μια στιγμή, ύστερα ξανάρχισε να πέφτει δυνατή, μόλις μπή-
καν στην κοιλάδα, κουρτίνες από γκρίζο νερό που σάρωναν τη
γη μπροστά τους, νερό που κατέβαινε ορμητικά από τα βράχια
ψηλά στις πλαγιές.
Η Άγκνες ήταν στο κρεβάτι, όταν μπήκε ο Τότι στην κάμαρα.
Η Κριστίν, η παραδουλεύτρα, του ’φερε μια καρέκλα. Και η μι-
κρή κόρη βάλθηκε να τον βοηθήσει με τα βρεγμένα του ρούχα.
Καθώς η Λάουγκα έσκυψε να του λύσει τις μπότες, ο Τότι κοίτα-
ξε τη σκοτεινή γωνιά όπου καθόταν η Άγκνες. Ήταν ασάλευτη.
Τρομακτικά ασάλευτη.
Η Λάουγκα τράβηξε την μπότα του απότομα, ρίχνοντάς τον
σχεδόν κάτω από το κάθισμά του. «Σας αφήνω λοιπόν», μουρμού-
ρισε και βγήκε από την κάμαρα κρατώντας τις μπότες του εφημέ-
ριου μπροστά της με τεντωμένα χέρια, να μη λερωθεί.
Ο Τότι πήγε με τις κάλτσες ως την Άγκνες. Ήταν ζαρωμένη
δίπλα στο ξύλινο κεφαλάρι του κρεβατιού και πλησιάζοντας εί-
δε πως ήταν δεμένη.
«Άγκνες;»

170
Η Άγκνες άνοιξε τα μάτια της και τον κοίταξε ανέκφρα-
στα.
Ο Τότι κάθισε στην άκρη του κρεβατιού. Το δέρμα της φάντα-
ζε σταχτί στο χαμηλό φως της κάμαρας. Το χείλι της ήταν σκισμέ-
νο και ματωμένο.
«Τι έγινε;» ρώτησε μαλακά. «Γιατί σ’ έδεσαν;»
Η Άγκνες έριξε μια ματιά στις χειροπέδες στα χέρια της, σαν
ν’ απορούσε που τις έβλεπε εκεί. Ξεροκατάπιε με δυσκολία. «Η
Σίγκα. Θα της κάνουν αίτηση. Ο Μπλόνταλ θα κάνει έκκληση
στον Βασιλέα για να μειώσει την ποινή που της έβαλε». Η φωνή
της έσπασε. «Την λυπούνται».
Ο Τότι ίσιωσε τη ράχη του κι έγνεψε καταφατικά. «Το ’ξερα».
Η Άγκνες τον κοίταξε συγκλονισμένη. «Το ’ξερες;»
«Κι εσένα σε λυπούνται», πρόσθεσε ο εφημέριος. Για να την
παρηγορήσει.
«Λάθος κάνεις», σφύριξε. «Εμένα δεν με λυπούνται. Εμένα
με μισούν. Όλοι. Ειδικά ο Μπλόνταλ. Κι ο Φρίντρικ; Τι θα γίνει
με τον Φρίντρικ; Θα μειώσουν και τη δική του ποινή;»
«Δεν νομίζω».
Τα μάτια της Άγκνες γυάλιζαν στο μισοσκόταδο. Ο Τότι σκέ-
φτηκε πως έκλαιγε, μα όταν εκείνη έγειρε πιο κοντά του, είδε τα
μάτια της στεγνά.
«Θα σου πω κάτι, πάτερ. Σ’ όλη μου τη ζωή οι άνθρωποι πί­
στευαν πως είμαι πολύ έξυπνη. Πιο έξυπνη απ’ όσο έπρεπε. Και
τώρα, άκου με που σου το λέω, γι’ αυτό ακριβώς δεν με λυπού-
νται. Επειδή νομίζουν ότι παραείμαι ξύπνια, ότι ξέρω τι μου γί-
νεται – κι επομένως αποκλείεται να μπλέχτηκα κατά λάθος σ’
αυτή την ιστορία. Ενώ η Σίγκα είναι χαζή και όμορφη και νέα· γι’
αυτό δεν θέλουν να την δουν να πεθαίνει». Ακούμπησε ξανά στο
κεφαλάρι μισοκλείνοντας τα μάτια.

171
«Είμαι σίγουρος πως δεν είναι έτσι», είπε ο Τότι, προσπαθώ-
ντας να την ησυχάσει.
«Αν ήμουν νέα κι άμυαλη, νομίζεις πως όλοι θα μ’ έδειχναν με
το δάχτυλο κατηγορώντας με; Όχι. Θα ’ριχναν το φταίξιμο στον
Φρίντρικ, θα ’λεγαν πως εκείνος μας παρέσυρε. Πως μας ανά-
γκασε να σκοτώσουμε τον Νάταν, επειδή είχε βάλει στο μάτι τα
λεφτά του. Δεν ήταν δα μυστικό πως ο Φρίντρικ ήθελε λίγα απ’
όσα είχε ο Νάταν. Όλοι το ήξεραν. Βλέπουν, όμως, ότι έχω μυαλό
στο κεφάλι μου – και την έξυπνη γυναίκα δεν την εμπιστεύονται.
Είναι σίγουροι πως μια γυναίκα με μυαλό δεν μπορεί να είναι α-
θώα. Κι είτε μας αρέσει, πάτερ, είτε όχι… αυτή είναι η αλήθεια».
«Νόμιζα ότι δεν πιστεύεις στην αλήθεια», τόλμησε να πει ο
Τότι.
Η Άγκνες σήκωσε το κεφάλι της από το ξύλινο κεφαλάρι και
τον κοίταξε, τα μάτια της πιο ανοιχτόχρωμα, πιο ξέθωρα από πο-
τέ. Μόρφασε. « Έχω να σε ρωτήσω κάτι, μιας και μιλάμε για την
αλήθεια. Πιστεύεις ότι ο Θεός λέει την αλήθεια;»
«Πάντα».
«Κι ο Θεός είπε: “Ου φονεύσεις”. Σωστά;»
«Ναι», συμφώνησε ο Τότι επιφυλακτικά.
«Τότε ο Μπλόνταλ και οι άλλοι πάνε κόντρα στον Θεό. Είναι
υποκριτές. Λένε ότι σέβονται το νόμο του Θεού· στην πραγμα-
τικότητα, όμως, δεν κάνουν παρά το θέλημα των ανθρώπων!»
«Άγκνες…»
«Προσπαθώ ν’ αγαπήσω τον Θεό, πάτερ. Αλήθεια. Αλλά δεν
μπορώ ν’ αγαπήσω αυτούς τους ανθρώπους. Τους… μισώ». Τις
δυο τελευταίες λέξεις τις είπε αργά, με σφιγμένα δόντια, σφίγ-
γοντας με τα χέρια της τις χειροπέδες που την κρατούσαν δεμένη.
Ακούστηκε ένα χτύπημα από την είσοδο της κάμαρας και μπή-
κε η Μαργκρέτ με τις κόρες της και την Κριστίν.

172
«Συγγνώμη, πάτερ. Μην ενοχλείσθε. Θα κάνουμε τη δουλειά
μας και θα μιλάμε μεταξύ μας».
Ο Τότι κούνησε λυπημένος το κεφάλι του. «Πώς πάει ο θερι-
σμός;»
Η Μαργκρέτ ξεφύσηξε γκρινιάρικα. «Μ’ αυτόν τον βροχερό
αυγουστιάτικο καιρό…» Και έσκυψε στο πλέξιμό της.
Ο Τότι κοίταξε την Άγκνες που του χαμογέλασε αδύναμα.
«Τώρα με φοβούνται ακόμα περισσότερο», του ψιθύρισε.
Ο Τότι σκέφτηκε. Στράφηκε στις γυναίκες. «Μαργκρέτ; Δεν
γίνεται να βγάλουμε αυτές τις χειροπέδες;»
Η Μαργκρέτ κοίταξε τους δεμένους καρπούς της Άγκνες κι ά-
φησε τις βελόνες της. Βγήκε από την κάμαρα και γύρισε δυο λε-
πτά αργότερα μ’ ένα κλειδί. Ξεκλείδωσε τις χειροπέδες.
«Θα τις αφήσω εδώ, πάτερ», είπε σφιγμένη, βολεύοντας τις
χειροπέδες στο ράφι πάνω από το κρεβάτι. «Αν τις χρειαστείς».
Ο Τότι περίμενε να γυρίσει η Μαργκρέτ ξανά στην άλλη άκρη
του δωματίου κι ύστερα κοίταξε την Άγκνες. «Μην ξαναφερθείς
έτσι», της είπε χαμηλόφωνα.
« Ήμουν έξαλλη», του απάντησε.
«Λες πως σε μισούν; Μην τους δίνεις αφορμές».
Κούνησε το κεφάλι της καταφατικά. «Χαίρομαι που είσαι ε-
δώ». Πέρασε μια στιγμή, πριν συνεχίσει: «Είδα ένα όνειρο χτες
τη νύχτα».
«Καλό, ελπίζω».
Έγνεψε αρνητικά.
«Τι όνειρο είδες;»
«Ότι πέθαινα».
Ο Τότι ξεροκατάπιε. «Φοβάσαι; Θέλεις να προσευχηθώ για σένα;»
«Ό,τι θέλεις, πάτερ».
«Τότε ας προσευχηθούμε». Κοίταξε τις τέσσερις γυναίκες, πριν

173
πάρει στα χέρια του το παγωμένο, σφιγμένο χέρι της Άγκνες.
«Κύριε και Θεέ, γονατίζουμε εμπρός Σου σήμερα με βαριές
καρδιές. Δώσε μας δύναμη ν’ αντέξουμε τις δυσκολίες που μας
περιμένουν, δώσε μας θάρρος να υπομείνουμε τη μοίρα μας». Ο
Τότι σταμάτησε και κοίταξε την Άγκνες. Ήξερε ότι οι άλλες γυ-
ναίκες τον άκουγαν.
«Κύριε και Θεέ», συνέχισε. «Σ’ ευχαριστώ για την οικογένεια
εδώ στο Κορνσάου, που άνοιξε το σπίτι της και τις καρδιές της
στην Άγκνες και σε μένα». Άκουσε τη Μαργκρέτ να ξεροβήχει.
«Προσεύχομαι γι’ αυτούς. Προσεύχομαι να δείξουν συμπόνια.
Και συγχώρεση. Ας είσαι μαζί μας, Κύριε, πάντα. Στο όνομα του
Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος».
Ο Τότι έσφιξε το χέρι της Άγκνες. Τον κοίταξε και το ύφος της
ήταν ανεξιχνίαστο.
«Πιστεύεις ότι είναι η μοίρα μου να βρίσκομαι εδώ;»
Ο Τότι σκέφτηκε πριν απαντήσει. «Τη μοίρα μας τη γράφου-
με εμείς οι ίδιοι».
«Άρα δεν έχει καμιά σχέση με τον Θεό…»
«Αυτό δεν μπορούμε να το ξέρουμε», είπε ο Τότι κι ακούμπη-
σε απαλά το χέρι της στην κουβέρτα. Το άγγιγμα του παγωμένου
της δέρματος τον τάραζε.
«Είμαι ολομόναχη», είπε σιγανά, ανέκφραστα σχεδόν, η Άγκνες.
«Ο Θεός είναι μαζί σου. Εγώ είμαι εδώ. Οι γονείς σου ζουν».
Η Άγκνες κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Για μένα είναι
σαν πεθαμένοι».
Ο Τότι έριξε μια ματιά στις γυναίκες που έπλεκαν. Η Λάου-
γκα είχε πάρει τη μισοτελειωμένη κάλτσα από τα χέρια της Στέι-
να και την ξήλωνε, για να διορθώσει έναν λάθος πόντο.
«Δεν έχεις κανέναν δικό σου που θα μπορούσα να ειδοποιή-
σω;» ψιθύρισε στην Άγκνες. «Κάποιον από παλιά;»

174
«Έχω έναν ετεροθαλή αδερφό, αλλά ένας Θεός μόνο ξέρει πού
βρίσκεται τώρα. Και μιαν ετεροθαλή αδερφή, τη Χέλγκα. Πεθα-
μένη. Μιαν ανιψιά. Πεθαμένη. Έχουν πεθάνει όλοι».
«Και φίλους; Δεν ήρθε κανένας να σε δει στο Στόρα Μποργκ;»
Η Άγκνες χαμογέλασε πικρά. «Η μόνη μου επισκέπτρια στο
Στόρα Μποργκ ήταν η Ρόζα Γκούντμουντσντότιρ, από το Βάτν­
σεντι. Δεν νομίζω ότι θα δεχόταν να την πει κανείς φίλη μου».
«Η Ρόζα η Ποιήτρια».
«Αυτή».
«Λένε ότι μιλάει με στίχους».
Η Άγκνες πήρε βαθιά ανάσα. «Στο Στόρα Μποργκ ήρθε και με
είδε μ’ ένα ποίημα».
«Δώρο;»
Η Άγκνες ανακάθισε και έγειρε πιο κοντά του. «Όχι, πάτερ»,
είπε σιγανά, ουδέτερα. «Δεν ήταν δώρο το ποίημά της. Κατηγο-
ρία ήταν».
«Για ποιο πράγμα σε κατηγόρησε;»
«Επειδή της στέρησα το νόημα από τη ζωή της», απάντησε η
Άγκνες ρουφώντας τη μύτη της. «Μεταξύ άλλων. Δεν ήταν και
το καλύτερό της ποίημα».
«Θα ’ταν αναστατωμένη».
«Η Ρόζα έριξε σε μένα το φταίξιμο για τον θάνατο του Νάταν».
«Τον αγαπούσε τον Νάταν».
Η Άγκνες σώπασε κι αγριοκοίταξε τον Τότι. « Ήταν παντρεμέ-
νη», είπε κι η φωνή της έτρεμε από θυμό. «Δεν είχε καμιά δου-
λειά να τον αγαπάει!»
Ο Τότι πρόσεξε πως οι άλλες γυναίκες είχαν σταματήσει το
πλέξιμο. Κοίταζαν την Άγκνες. Η τελευταία της φράση είχε α-
κουστεί δυνατά ως την άλλη μεριά της κάμαρας. Σηκώθηκε και
πήρε το περισσευούμενο σκαμνί, που ήταν δίπλα στην Κριστίν.

175
«Φοβάμαι πως σας ενοχλούμε», τους είπε.
«Είστε σίγουρος πως δεν πρέπει να της φορέσετε τις χειροπέ-
δες;» ρώτησε ανήσυχη η Λάουγκα.
«Νομίζω πως είμαστε καλύτερα χωρίς αυτές». Γύρισε ξανά κο-
ντά στην Άγκνες: « Ίσως είναι προτιμότερο να μιλήσουμε για κά-
τι άλλο». Φοβόταν μήπως εκείνη χάσει ξανά την ψυχραιμία της.
Μπροστά στην οικογένεια του Κορνσάου έπρεπε να δείχνει ήρε-
μη και συγκρατημένη.
«Με άκουσαν;» τον ρώτησε ψιθυριστά.
«Ας μιλήσουμε για το παρελθόν σου», πρότεινε ο Τότι. «Πες
μου για τα ετεροθαλή σου αδέρφια».
«Δεν τα ξέρω καλά. Ήμουν πέντε χρονών, όταν γεννήθηκε ο
αδερφός μου. Κι εννιά, όταν άκουσα για τη Χέλγκα. Πέθανε, ό-
ταν ήμουν είκοσι ενός. Την είδα ελάχιστες φορές».
«Και με τον αδερφό σου δεν είστε δεμένοι;»
«Εκείνος ήταν ενός, όταν πάψαμε να βλεπόμαστε».
«Όταν σε άφησε η μάνα σου;»
«Ναι».
«Τη θυμάσαι καθόλου; Από πριν σ’ αφήσει;»
«Μου ’δωσε ένα πετραδάκι».
Ο Τότι της έριξε ένα βλέμμα απορημένο.
«Για να το βάζω κάτω από τη γλώσσα μου», εξήγησε η Άγκνες.
«Είναι μια πρόληψη». Ζάρωσε τα φρύδια της. «Το πήραν οι υπάλ-
ληλοι του Μπλόνταλ».
Ο Τότι είδε την Κριστίν να σηκώνεται και ν’ ανάβει μερικά κε-
ριά – η κακοκαιρία είχε σκοτεινιάσει την κάμαρα κι η μέρα έσβηνε
γοργά. Μπροστά του δεν έβλεπε παρά μόνο τα γυμνά άσπρα χέρια
της Άγκνες πάνω στην κουβέρτα. Το πρόσωπό της ήταν στη σκιά.
«Λες να μ’ αφήσουν να πλέξω;» ψιθύρισε η Άγκνες δείχνο-
ντας μ’ ένα νεύμα τις γυναίκες. «Θα ήθελα να κάνω κάτι όσην

176
ώρα μιλάμε. Δεν μπορώ να κάθομαι με τα χέρια σταυρωμένα».
«Μαργκρέτ;» ρώτησε με δυνατή φωνή ο Τότι. «Μήπως έχεις
καμιά δουλειά για την Άγκνες;»
Η Μαργκρέτ έμεινε ακίνητη, ύστερα έσκυψε και πήρε το πλε-
κτό της Στέινα από τα χέρια της. «Ορίστε», είπε. «Είναι όλο τρύ-
πες και φευγάτους πόντους. Θέλει ξήλωμα». Δεν έδωσε σημασία
στο ντροπιασμένο ύφος της κόρης της.
«Τη λυπάμαι», είπε η Άγκνες ξηλώνοντας αργά το νήμα, πό-
ντο πόντο.
«Τη Στέινα;»
«Είπε πως θέλει να μαζέψει κι άλλους να μεσολαβήσουν για
μένα».
Ο Τότι δίστασε. Κοίταζε τα χέρια της Άγκνες να τυλίγουν το
ξηλωμένο μαλλί σε κουβάρι και δεν είπε τίποτα.
«Πιστεύεις ότι μπορεί να γίνει τέτοιο πράγμα, πάτερ; Είναι
δυνατόν να ζητήσουν χάρη από τον Βασιλέα για μένα;»
«Δεν ξέρω, Άγκνες».
«Μπορείς να ρωτήσεις τον Μπλόνταλ; Εσένα θα σ’ ακούσει.
Και η Στέινα μπορεί να μιλήσει στον Νομαρχιακό Υπάλληλο Γιον».
Ο Τότι ξερόβηξε, φέρνοντας στο μυαλό του το αυταρχικό, σί-
γουρο ύφος του Μπλόνταλ. «Σου υπόσχομαι ότι θα κάνω ό,τι μπο-
ρώ. Τώρα… γιατί δεν μου μιλάς;»
«Για τα παιδικά μου χρόνια ξανά;»
«Αν θέλεις».
«Λοιπόν», είπε η Άγκνες και ανασηκώθηκε κάπως για να μπο-
ρεί να πλέκει πιο άνετα στο κρεβάτι. «Τι να σου πω;»
«Πες μου ό,τι θυμάσαι».
«Θα βαρεθείς».
«Γιατί το λες αυτό;»
«Επειδή είσαι εφημέριος», απάντησε σταθερά η Άγκνες.

177
«Θα ήθελα να ακούσω για τη ζωή σου», απάντησε μαλακά ο
Τότι.
Η Άγκνες έριξε μια ματιά στις γυναίκες να δει αν άκουγαν.
«Σου είπα ότι έχω ζήσει στα περισσότερα από τα υποστατικά της
κοιλάδας».
«Ναι», συμφώνησε ο Τότι κουνώντας το κεφάλι του.
«Όταν ήμουν μικρή, μ’ έπαιρναν ψυχοκόρη. Μεγαλώνοντας,
μ’ έπαιρναν παραδουλεύτρα – ήμουν άπορη».
«Ω! Λυπάμαι».
Τα χείλη της Άγκνες σχημάτισαν μια λεπτή ίσια γραμμή. «Συμ-
βαίνει συνέχεια».
«Σε ποιους σε είχαν δώσει, όταν ήσουν παιδί;»
«Στην οικογένεια που ζούσε τότε εδώ. Εδώ που καθόμαστε τώ-
ρα. Τους θετούς γονείς μου τους έλεγαν Ίνγκα και Μπγιορν. Νοί-
κιαζαν τότε το υποστατικό του Κορνσάου. Ώσπου πέθανε η Ίνγκα».
«Και σ’ αφήσανε στην ενορία;»
«Ναι», κούνησε καταφατικά το κεφάλι της η Άγκνες. « Έτσι γί-
νεται πάντα. Οι περισσότεροι καλοί άνθρωποι πάνε νωρίς στον
τάφο».
«Λυπάμαι που τ’ ακούω».
«Μη λυπάσαι, πάτερ. Εκτός κι αν τη σκότωσες εσύ». Η Άγκνες
τον κοίταξε κι ο Τότι είδε ένα φευγαλέο χαμόγελο να φωτίζει για
μια στιγμή το πρόσωπό της. « Ήμουν οχτώ χρονών, όταν πέθανε
η Ίνγκα. Το κορμί της δεν τα πήγαινε καλά με τις εγκυμοσύνες
και τις γέννες. Είχε γεννήσει πέντε μωρά πεθαμένα, πριν έρθει
στον κόσμο ο ετεροθαλής αδερφός μου. Το έβδομο την έστειλε
στον ουρανό».
Η Άγκνες ρούφηξε τη μύτη της κι άρχισε να πλέκει με προσο-
χή τους φευγάτους πόντους. Ο Τότι άκουσε τις κοκκάλινες βελό-
νες να κροταλίζουν σιγανά και κρυφοκοίταξε τα χέρια της Άγκνες,

178
που δούλευαν γρήγορα το μαλλί. Τα δάχτυλά της ήταν λεπτά και
μακριά – και τα ’χασε με τη σβελτάδα τους. Ένιωσε την παράλο-
γη λαχτάρα να τ’ αγγίξει· κι αμέσως την έπνιξε.
«Οχτώ χρονών», μουρμούρισε. «Και θυμάσαι καλά το θάνα-
τό της;»
Η Άγκνες σταμάτησε το πλέξιμο και κοίταξε ξανά τις γυναίκες.
Είχαν σωπάσει κι άκουγαν. «Αν θυμάμαι;» επανέλαβε πιο δυνα-
τά. «Μακάρι να μπορούσα να ξεχάσω». Ξέμπλεξε το δάχτυλό της
από το νήμα του μαλλιού και το ’φερε στο μέτωπό της. «Εδώ μέ-
σα», είπε. «Εδώ μέσα μπορώ να γυρίσω σ’ εκείνη τη μέρα, σαν να
’ταν σελίδα σε βιβλίο. Είναι γραμμένη, τυπωμένη καλά στο μυα-
λό μου… Τόσο που σχεδόν μυρίζω το μελάνι της».
Η Άγκνες κοίταξε κατάματα τον Τότι, με το δάχτυλο ακόμη α-
κουμπισμένο στο μέτωπό της. Τον τάραξε η γυαλάδα των ματιών
της, το ματωμένο χείλι της. Αναρωτήθηκε μήπως η είδηση για την
αίτηση χάριτος της Σίγκα της είχε σαλέψει το μυαλό.
«Τι συνέβη;» ρώτησε.

179
180
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΞΙ

Ετούτο το σωτήριο έτος 1828, την 29η του μηνός ­Μαρτίου,


οι υπάλληλοι στο Στάπαρ του Βάσνες –βάσει της προφορι-
κής περιγραφής του Νομαρχιακού Επιτρόπου Μπλόνταλ–
καταγράφουμε τα υπάρχοντα των φυλακισμένων Άγκνες
Μάγκνουσντότιρ και Σιγκρίντουρ Γκουντμουντσντότιρ, που
ήταν παραδουλεύτρες στο Ιλουγκάσταντιρ. Η αξία των πα-
ρακάτω υπαρχόντων, που αναγνωρίστηκαν ως ιδιοκτησία
των προαναφερομένων, ορίζεται ως κάτωθι:

αγκνες μαγκνουσντοτιρ κβτ. σβτ.


1. Ένα γυναικείο σάλι από μπλε μαλλί. — 48
2. Ένα παλιό μπλε φουστάνι, φούστα με μπλε
κορσάζ από μαλλί και κόκκινο γιακά και ο-
χτώ ασημένια κουμπιά. 1 64
3. Μια μπλε πουκαμίσα με πράσινο γιακά κι
έξι τσίγκινα στολιδάκια. — 20
4. Ένα παλιό μπλε καπέλο και ένα παλιό μαύ-
ρο καπέλο, μισοκαμένο. — 10
5. Δυο μακριές μαύρες φούστες. — 20
6. Μια παλιά καμιζόλα από ξεθωριασμένο μπλε. — 80
7. Μια ριγέ ποδιά από ισλανδικό ύφασμα. — 10
8. Ένας πήχης άσπρο ύφασμα. — 16
9. Ένα τεύχος του Ευαγγελικού Κήρυκα:
ν. 33-38. — 16

181
10. Τέσσερις πήχες πράσινο πανί με ούγια,
πολύ τριμμένο. — 10
11. Ένα μικρό ποτήρι και μια κούπα. — 16
12. Λίγο λουλάκι και δυο φύλλα χαρτί. — 20
13. Δυο βελόνες πλεξίματος κι ένα παλιό ψαλίδι. — 6
14. Εφτά μπρούντζινα και δυο ασημένια κου-
μπιά, είκοσι περίπου άλλα κουμπιά και με-
ρικές μπρούντζινες κόπιτσες. — 24
15. Ένα άσπρο σακούλι με περισσευούμενα κου-
ρελάκια και μπαλώματα. — 20
16. Δυο ζευγάρια κάλτσες, ένα μπλε, ένα ­άσπρο.
Κι ένας κιτρινισμένος εσωτερικός πάτος πα-
πουτσιού. — 12
17. Ένα κουτάκι βελόνες, μια δαχτυλήθρα κι έ-
να ζευγάρι άσπρα γάντια. — 8
18. Ένα μικρό κουτί, μια μικρή ξύλινη γαβάθα
και μερικά ακόμα κουτάκια. — 20

σιγκριντουρ γκουντμουντσντοτιρ κβτ. σβτ.


1. Δυο κιτρινισμένα σάλια, φθαρμένα. — 80
2. Ένα μπλε μάλλινο φουστάνι, κακής ποιό-
τητας. — 40
3. Ένα μπλε φουστάνι με σκισμένο κορσάζ. — 24
4. Ένα παλιό λεπτό, σκισμένο ύφασμα. — 24
5. Ένα παλιό μπλε καπέλο με πράσινο μετα-
ξωτό στόλισμα. Φθαρμένο. — 8
6. Μια μικρή νυχτικιά στολισμένη με κορδέ-
λα από πράσινο μεταξωτό. — 10
7. Ένα πρόβατο, που τώρα βρίσκεται στο Ιλου-
γκάσταντιρ – με το σανό του. 2 —

182
Σφραγίζουμε και βεβαιώνουμε πως τα παραπάνω είναι όλα
κι όλα τα υπάρχοντα των προαναφερόμενων φυλακισμένων.

μαρτυρες οι:
Γ. Σίγκουρντσον, Γκ. Γκούντμουντσον

183
Αυτά είπα στον εφημέριο.
Συνέβη θάνατος. Με τον συνηθισμένο τρόπο που συμβαίνει.
Κι όμως: αλλιώς.
Άρχισε με το βόρειο σέλας. Εκείνο το χειμώνα έκανε τόσο κρύο,
που ξυπνούσα κάθε πρωί με την κουβέρτα μου κοκκαλιασμένη, ά-
σπρη από το τσάφι πάνω της, ένα χάδι πάγου από την ανάσα μου
καθώς κοιμόμουν. Ζούσα στο Κορνσάου τότε, δυο-τρία χρόνια. Ο
Κγιάρταν, ο ετεροθαλής αδερφός μου, ήταν τριών. Εγώ τον περ-
νούσα πέντε μόνο χρόνια.
Ένα βράδυ δουλεύαμε με την Ίνγκα στην κάμαρα. Την έλεγα
Μάνα τότε, γιατί σαν μάνα με φρόντιζε. Είχε δει πως είχα έφε-
ση στη γνώση και μου μάθαινε ό,τι μπορούσε. Προσπαθούσα να
φωνάζω και τον άντρα της, τον Μπγιορν, Πάμπι – αλλά δεν του
άρεσε. Ούτε που μάθαινα γράμματα του άρεσε. Κι αν μ’ έπιανε,
δεν δίσταζε να με σταματάει με το ξύλο. Αυτά είναι ξεδιαντροπιές
για ένα κορίτσι πράμα, έλεγε. Η Ίνγκα, όμως, ήταν πονηρή. Πε-
ρίμενε να κοιμηθεί εκείνος και μετά με ξυπνούσε και διαβάζαμε
τους Ψαλμούς παρέα. Η Ίνγκα μου έμαθε και τους θρύλους. Τις
μέρες της kvöldvaka τις έλεγε απέξω τις σάγκες. Κι όταν ο Μπγιορν
έπεφτε για ύπνο, μ’ έβαζε και τις ξανάλεγα. Ο Μπγιορν ποτέ δεν
έμαθε ότι η γυναίκα του αψηφούσε τη θέλησή του για χάρη μου.
Αμφιβάλλω κι αν κατάλαβε ποτέ του γιατί η Ίνγκα αγαπούσε τό-
σο τις σάγκες. Εκείνος τις έκανε γούστο τις ιστορίες της, όπως έ-
νας άντρας κάνει γούστο τα νάζια και τα ακατανόητα καπρίτσια

184
ενός παιδιού. Ποιος ξέρει πώς έγινε και μ’ ανέλαβαν. Ίσως ήταν
συγγενείς της Μάνας. Το πιθανότερο ήταν πως χρειαζόντουσαν
δυο χέρια να τους δουλεύουν.
Εκείνο το βράδυ ο Μπγιορν είχε βγει να ταΐσει τα ζώα. Όταν
γύρισε, ήταν καλοδιάθετος.
«Για κοίτα τες! Στραβώνονται με τη λάμπα, όταν έξω ο ουρα-
νός έχει πάρει φωτιά ολόκληρος». Γελούσε. «Ελάτε να δείτε τα
Φώτα του Βορρά», είπε.
Κι έτσι άφησα το μαλλί που έγνεθα και πήρα τον Κγιάρταν α-
πό το χέρι να βγούμε έξω. Η Μάνα Ίνγκα ήταν σ’ ενδιαφέρου-
σα κι έτσι δεν ήρθε μαζί μας, μόνο μας χαιρέτισε και συνέχισε το
κέντημά της. Έφτιαχνε καινούργια κουβερτούλα για το κρεβά-
τι μου, δεν πρόλαβε να την τελειώσει, τώρα πια ούτε που ξέρω τι
απόγινε. Μπορεί να την έκαψε ο Μπγιορν. Έκαψε πολλά από τα
πράγματά της αργότερα.
Μα εκείνο το βράδυ ο Κγιάρταν κι εγώ βγήκαμε έξω στο κρύο,
το χιόνι έτριζε κάτω από τα πόδια μας. Κι αμέσως καταλάβαμε
γιατί μας είχε φωνάξει ο Μπγιορν. Ο ουρανός ολόκληρος ήταν γε-
μάτος χρώματα, δεν τον είχα ξαναδεί έτσι. Κουρτίνες πελώριες
το φως ανέμιζαν, σαν να τις φυσούσε ο αέρας πάνω από τα κεφά-
λια μας. Είχε δίκιο ο Μπγιορν – ήταν σαν να ’χε πάρει φωτιά ο νυ-
χτωμένος ουρανός. Πινελιές μενεξεδιές φώτιζαν το σκοτάδι της
νύχτας και τ’ άστρα που το κεντούσαν. Τα φώτα κυμάτιζαν σαν
θάλασσα, μετά κόβονταν ξαφνικά από λωρίδες πράσινες που έ-
σκιζαν τον ουρανό, λες κι έπεφταν από ψηλά.
«Κοίτα, Άγκνες», είπε ο Μπγιορν και με γύρισε από τους ώ-
μους για να δω το απόκοσμο φως που έριχνε το Βόρειο Σέλας στις
γραμμές του βουνού. Ήταν περασμένη η ώρα, αλλά και πάλι έ-
βλεπα τη γνώριμη, στραβή κορφογραμμή του.
«Για να δούμε αν μπορείς να τα φτάσεις», είπε ο Μπγιορν. Κι

185
εγώ πέταξα το σάλι μου στο χιόνι για να σηκώσω τα χέρια μου ψη-
λά στον ουρανό.
«Ξέρεις τι θα πει αυτό», είπε ο Μπγιορν. «Θα πει πως αύριο θα
’χουμε θύελλα. Τα Φώτα του Βορρά φέρνουν πάντα κακοκαιρία».
Το μεσημέρι της επόμενης μέρας ο αέρας δυνάμωσε. Σήκωνε
το χιόνι που είχε πέσει τη νύχτα, το ’ριχνε στα ξερά δέρματα που
είχαμε τεντώσει στα παράθυρα για να κρατάμε έξω το κρύο. Σε
τρόμαζε η βοή του – ο ήχος του αέρα που σφυροκοπούσε και μα-
στίγωνε με παγωμένο χιόνι το σπίτι μας.
Η Ίνγκα είχε ξυπνήσει λιγάκι αδιάθετη το πρωί κι είχε μείνει
στο κρεβάτι. Ετοίμασα, λοιπόν, εγώ το φαγητό μας. Ήμουν στην
κουζίνα κι έβαζα το τσουκάλι στη φωτιά, όταν μπήκε ο Μπγιορν
από το κελάρι.
«Πού είναι η Ίνγκα;» με ρώτησε.
«Στην κάμαρα», του είπα. Τον είδα να βγάζει την κάπα του και
να την τινάζει από τα χιόνια πάνω από την πυροστιά. Οι σταγό-
νες του νερού τσιτσίρισαν στις ζεστές πέτρες.
«Καπνίζει πολύ η φωτιά», είπε μουτρωμένος ο Μπγιορν και
μ’ άφησε στη δουλειά μου.
Έβρασα λίγα μούσκλια χυλό και τα πήγα στην κάμαρα. Ήταν
σκοτεινά και μόλις έβαλα του Μπγιορν να φάει, έτρεξα στο κελά-
ρι να φέρω λάδι για τη λάμπα. Το κελάρι ήταν κοντά στην πόρτα
του σπιτιού και ζυγώνοντας άκουσα τον άνεμο που ούρλιαζε έξω
όλο και πιο δυνατά. Η θύελλα πλησίαζε.
Δεν ξέρω τι μ’ έσπρωξε ν’ ανοίξω την πόρτα και να κοιτάξω έ-
ξω. Μάλλον η περιέργεια. Πάντως κάτι μ’ έκανε να σηκώσω το
μάνταλο και να ρίξω μια ματιά στον καιρό.
Αυτό που είδα, με τρόμαξε. Μαύρα σύννεφα είχαν μαζευ-
τεί πάνω από το βουνό. Και κάτω από την πυκνή κι αδιαπέρα-
στη μαυρίλα τους το χιόνι σήκωνε γκρίζους στρόβιλους, όσο έ-

186
φτανε το μάτι. Ο αέρας φυσούσε με λύσσα. Ξάφνου χύμηξε πα-
γωμένος καταπάνω μου, κοπάνησε την πόρτα με δύναμη και μ’
έριξε κάτω. Το κερί στο διάδρομο έσβησε αμέσως. Κι από μέσα
από το σπίτι ο Μπγιορν μου ’βαλε τις φωνές, τι στο διάβολο θαρ-
ρούσα πως έκανα και γιατί είχα ανοίξει την πόρτα να μπει η χιο-
νοθύελλα στο σπίτι του.
Έσπρωξα μ’ όλο το βάρος μου την πόρτα να την κλείσω, αλλά
ο άνεμος ήταν πολύ δυνατός. Τα χέρια μου μούδιασαν από την
παγωνιά του. Λες κι είχε ψυχή, λες κι ήταν στοιχειό, που γύρευε
να μπει μέσα. Και ξάφνου έπεσε τελείως ο αέρας κι η πόρτα σφά-
λισε με πάταγο. Λες και το στοιχειό είχε μπει μέσα κι είχε κλείσει
πίσω του την πόρτα.
Γύρισα στην κάμαρα και γέμισα λάδι τη λάμπα. Ο Μπγιορν
ήταν θυμωμένος που είχα αφήσει τον κρύο αέρα να μπει μέσα,
την ώρα που η Ίνγκα ήταν ανήμπορη κι αδύναμη.
Η θύελλα χτύπησε με μανία το σπίτι μας εκείνο το απόγευμα.
Και συνέχισε να το δέρνει για τρεις ολόκληρες μέρες. Τη δεύτερη
μέρα την έπιασαν την Ίνγκα οι πόνοι της γέννας.
Ήταν πολύ νωρίς ακόμα.
Αργά τη νύχτα, κι ενώ απέξω μούγκριζε το χιόνι κι ο πάγος κι
ο αέρας, η Ίνγκα άρχισε να βασανίζεται από τρομερούς πόνους.
Νομίζω πως την θέριζε ο φόβος μήπως κι αυτό το μωρό γεννηθεί
πριν την ώρα του.
Όταν ο Μπγιορν κατάλαβε πως ερχόταν το μωρό, έστειλε τον
Γιον, τον εργάτη τους, στο υποστατικό του αδερφού του να φω-
νάξει τη νύφη του και την παραδουλεύτρα τους. Ο Μπγιορν εί-
πε στον Γιον να εξηγήσει στις γυναίκες τι συνέβαινε, έτσι ώστε
να του δώσουν τουλάχιστον οδηγίες, αν δεν κατάφερναν να έρ-
θουν μαζί του.
Ο Γιον διαμαρτυρήθηκε. Είπε πως η θύελλα ήταν άγρια, πως

187
δεν ήταν δυνατόν να του γυρεύουν να βγει έξω με τέτοιο παλιό-
καιρο. Αλλά ο Μπγιορν δεν σήκωνε αντιρρήσεις. Κι έτσι ο Γιον
φόρεσε τα πιο χοντρά του ρούχα και βγήκε. Σε λίγο, όμως, γύρι-
σε, σκεπασμένος με πάγο και χιόνι, κι είπε στον Μπγιορν πως
δεν έβλεπε ούτε δυο βήματα μπροστά του και πως δεν θα πήγαι-
νε πουθενά με τέτοιο χιονιά. Παρ’ όλα αυτά ο Μπγιορν τον ανά-
γκασε να προσπαθήσει ξανά. Κι όταν ο Γιον ξαναγύρισε, κοκκα-
λιασμένος σχεδόν από το κρύο κι είπε πως το ξεροβόρι δεν τον ά-
φηνε να κάνει βήμα, ο Μπγιορν τον άρπαξε από το γιακά και τον
έβγαλε έξω σηκωτό. Νομίζω πως τότε, καθώς άνοιξε την πόρτα,
είδε πόσο φαρμακερός ήταν ο χιονιάς. Γιατί όταν ο Γιον ξαναμπή-
κε μέσα λίγα λεπτά αργότερα, τρέμοντας από το θυμό του κι α-
πό το κρύο, ο Μπγιορν δεν είπε τίποτα. Μόνο τον άφησε να γδυ-
θεί και να πέσει στο κρεβάτι για να συνέλθει.
Είμαι σίγουρη πως τότε φοβήθηκε κι ο Μπγιορν.
Η Ίνγκα δεν είχε σηκωθεί καθόλου από το κρεβάτι και τώρα
βογκούσε από τους πόνους. Είχε χλωμιάσει, άσπρη σαν το γάλα
είχε γίνει. Κι ανάμεσα στους πόνους την έπιαναν ρίγη κι έμενε
λουσμένη στον ιδρώτα. Ο Μπγιορν την κουβάλησε από την κά-
μαρα στο χωριστό δωμάτιο στη σοφίτα –είχε σοφίτα τότε αυτό το
σπίτι–, για να ’ναι πιο ήσυχη. Μα όταν τη σήκωσε, η νυχτικιά και
τα στρωσίδια της ήταν μούσκεμα στα νερά. Κι εγώ ξαφνιάστηκα.
Νόμισα πως είχε κατουρηθεί πάνω της.
«Μην την κουνάς από δω, Μπγιορν!» φώναξα. Αλλά δεν μου
’δωσε σημασία, τη σήκωσε και την ανέβασε απ’ τα σκαλιά, λέγο-
ντάς μου να βράσω νερό και να του βρω πανιά. Έκανα αυτό που
μου ζήτησε και του πήγα και το καινούργιο πανί, που είχα υφάνει
μόνη μου. Ζήτησα να δω τη Μάνα, αλλά μου είπε να πάω και να
προσέχω τον Κγιάρταν. Γύρισα, λοιπόν, στην κάμαρα.
Ο Κγιάρταν πρέπει να το ’χε νιώσει πως κάτι δεν πήγαινε κα-

188
λά, γιατί κλαψούριζε όταν μπήκα. Μόλις κάθισα στο κρεβάτι μας,
σύρθηκε δίπλα μου. Μέσα στο φόβο μου, στην ανάγκη μου να πα-
ρηγορηθώ κι εγώ, τον πήρα στην αγκαλιά μου. Έτσι καθίσαμε πε-
ριμένοντας τον Μπγιορν να μας πει τι να κάνουμε, ακούγοντας
τη θύελλα που μάνιαζε απέξω.
Περιμέναμε πολύ. Ο Κγιάρταν αποκοιμήθηκε στον ώμο μου
κι έτσι τον ξάπλωσα στο κρεβάτι μας και βάλθηκα να ξαίνω μαλ-
λί: το χώριζα σε τούφες και τραβολογούσα τα κομπαλάκια του α-
νάμεσα στα λανάρια μου. Αλλά τα χέρια μου έτρεμαν. Κι όλο ά-
κουγα τις φωνές της Ίνγκα από τη σοφίτα. Έλεγα και ξανάλεγα
από μέσα μου πως οι φωνές ήταν εντάξει, έτσι γινότανε σ’ όλες
τις γέννες. Και πως πολύ γρήγορα θα ’χα ένα αδερφάκι, ένα και-
νούργιο μωράκι ν’ αγαπάω.
Πέρασαν ώρες πριν κατέβει ο Μπγιορν από τη σοφίτα. Μπή-
κε στην κάμαρα κι είδα πως κρατούσε ένα μικρό μπογαλάκι. Ή-
ταν το μωρό. Το πρόσωπο του Μπγιορν ήταν γκρίζο. Μου το ’δω-
σε, μ’ έβαλε να το πάρω στα χέρια μου. Κι ύστερα βγήκε ξανά, α-
νέβηκε στη σοφίτα να κοιτάξει τη γυναίκα του.
Είχα τρελαθεί που κρατούσα το μωρό. Ήταν πολύ μικρό κι ελα-
φρύ και δεν κουνιόταν πολύ. Αλλά κλαψούριζε σαν νεογέννητο
γατάκι κι ανοιγόκλεινε τα ματάκια και το στόμα του και το πρό-
σωπό του ήταν κατακόκκινο και πολύ άσχημο. Το ξετύλιξα και εί-
δα πως ήταν κοριτσάκι.
Ο Κγιάρταν είχε ξυπνήσει. Έκανε κρύο μέσα στην κάμαρα· α-
πό κάποια χαραμάδα έμπαινε ο αέρας κι ένα ξαφνικό ρεύμα έ-
σβησε τα περισσότερα από τα κεριά που είχαμε αναμμένα στο
τραπέζι. Ένα μόνο έμεινε αναμμένο και στο τρεμάμενο φως του
οι σκιές μας χόρευαν στον τοίχο. Ο Κγιάρταν έβαλε τα κλάματα,
έκλεισε τα μάτια του και έχωσε το πρόσωπό του στον ώμο μου.
Κι επειδή έκανε κρύο, τύλιξα το μωρό πάνω από την κουβέρ-

189
τα του με το σάλι μου. Και μετά χρησιμοποίησα το μαξιλάρι μου
για να το κρατήσω κολλημένο στο στήθος μου. Αλλά δεν είχαμε
μαξιλάρια με πούπουλο, μόνο με φύκια ξερά και δεν κρατούσα-
νε ζέστη. Το μωρό, όμως, σταμάτησε το κλάμα και σκέφτηκα ό-
τι μπορεί και να μην κρύωνε κι ότι ήταν εντάξει. Με τα δάχτυλά
μου σκούπισα λιγάκι το πηχτό υγρό από το κεφαλάκι του και με-
τά ο Κγιάρταν κι εγώ του δώσαμε από ένα φιλί.
Καθίσαμε έτσι μαζί στο κρεβάτι ώρα πολλή. Ώρες πολλές. Θα
μπορούσαν να ’χουν περάσει και μέρες. Το δωμάτιο ήταν μισο-
σκότεινο και κρύο κι απέξω λυσσομανούσε η θύελλα. Είχα πει
στον Κγιάρταν να πάει και να φέρει τις κουβέρτες από το κρε-
βάτι των γονιών του και τις είχαμε ρίξει κι αυτές πάνω μας και
καθόμασταν αγκαλιασμένοι για να μην κρυώνουμε. Από τη σο-
φίτα ακούγονταν ακατάπαυστα τα βογκητά της Ίνγκα. Ήταν
σαν τις φωνές κάποιου που κοιμάται και βλέπει φριχτό εφιάλ-
τη: άναρθρες κραυγές, δίχως λόγια, ακατάληπτοι ήχοι μόνο.
Και ο αέρας που φυσούσε τόσο δυνατά, ώστε στιγμές στιγμές
δεν μπορούσα να ξεχωρίσω αν αυτό που άκουγα ήταν η Ίνγκα
ή η θύελλα, που κουνούσε το κερί στο καντηλέρι και το ’κανε να
τρέμει.
Με το ένα μου χέρι κρατούσα αγκαλιά τον Κγιάρταν, με το
άλλο το μωρό στο στήθος μου. Κι έλεγα και στον Κγιάρταν και
στο μωρό ν’ ακούνε το χτύπο της καρδιάς μου, για να ξεχνάνε το
μουγκρητό του χιονιά.
Νομίζω πως μας πήρε ο ύπνος. Λέω «νομίζω», επειδή δεν θυ-
μάμαι να ξυπνάω. Θυμάμαι μόνο ξαφνικά τον Μπγιορν όρθιο
πάνω από το κρεβάτι. Το τελευταίο κερί μας είχε σβήσει και στο
μισοσκόταδο τον είδα να στέκει ακίνητος, με σκυμμένο κεφάλι.
«Η Ίνγκα πέθανε», είπε. Τα λόγια του έπεσαν βαριά μέσα στην
κάμαρα. «Η γυναίκα μου πέθανε».

190
«Μπγιορν», είπα. «Το μωρό είναι εδώ. Πάρε το μωρό». Και το
έβγαλα κάτω από τις κουβέρτες και του το ’δωσα.
Δεν το πήρε. «Και το μωρό πεθαμένο είναι», είπε.
Το κοίταξα, όπως το κρατούσα στα χέρια μου. Και είδα ότι το
μωρό ήταν ασάλευτο. Και δεν ήταν πια ζεστό. Οι κουβέρτες ήταν
ζεστές, επειδή τις είχα ακουμπισμένες κολλητά στο κορμί μου.
Έβαλα τα κλάματα. Ο Κγιάρταν είδε το μελανιασμένο πρόσω-
πο του μωρού με το ξεραμένο αίμα κολλημένο ακόμα στο μάγου-
λό του, είδε πως δεν κουνιόταν, κι άρχισε να κλαίει κι αυτός. Ο
Μπγιορν μας κοίταζε. Αναστατώθηκα. Άφησα το μωρό στο κρε-
βάτι κι έπεσα κατάχαμα κρύβοντας το πρόσωπο στα χέρια μου.
Έκλαιγα και φώναζα: «Θέλω να πεθάνω κι εγώ!»
«Μπορεί, μπορεί να πεθάνεις κι εσύ», μου είπε τότε ο Μπγιορν.
Αυτό ήταν που μου είπε για να με παρηγορήσει. «Μπορεί να πε-
θάνεις κι εσύ».
Έμεινα πεσμένη στο πάτωμα ώρα πολλή, έκλαιγα και φώναζα.
Θυμάμαι τα ξύλινα σανίδια – τα ίδια σανίδια που πατάμε τώρα·
ήταν βρεγμένα και λερωμένα από τα δάκρυα και τις μύξες μου.
Ήμουν θυμωμένη με τον Μπγιορν, που καθόταν στο κρεβάτι του,
στα σκοτεινά, με το κεφάλι στα χέρια, και δεν έκλαιγε, ούτε φώ-
ναζε, δεν μου έλεγε να σηκωθώ και να σταματήσω να χτυπιέμαι.
Ήταν παγωμένος σαν τη γη έξω από το σπίτι. Κι έτσι συνέχισα να
κλαίω και να δέρνομαι, ώσπου πρήστηκαν τα μάτια μου και τα
χέρια μου πόνεσαν, όπως χτυπούσα το ξύλο. Ούρλιαζα σαν τον
αέρα που φυσούσε απέξω. Ώσπου θυμήθηκα την Ίνγκα στη σο-
φίτα, και τότε σηκώθηκα και βγήκα τρέχοντας από την κάμαρα,
μπέρδεψα το πόδι μου στο φουστάνι μου και έπεσα στα γόνατα,
σηκώθηκα ξανά κι ανέβηκα τρέχοντας στη σοφίτα.
Η σοφίτα μας είχε ένα παραθυράκι στη σκεπή, πάνω από τα
δοκάρια. Κανονικά το κλείναμε με πανί, για να μην μπαίνει η

191
βροχή και το χιόνι. Αλλά το πανί είχε πέσει κι από το άνοιγμα χυ-
νόταν μέσα ένα φως γαλαζωπό, παρ’ όλη τη χιονοθύελλα. Έκανε
τρομερό κρύο στη σοφίτα. Η ανάσα μου ξεκολλούσε από τα χεί-
λη μου σαν άσπρο συννεφάκι. Είχε πέσει και χιόνι μπόλικο μέσα
κι είχε λιώσει στο πάτωμα. Το πρώτο πράγμα που είδα ήταν αυτό
το νερό στο πάτωμα, που καθρέφτιζε το φως από το παραθυρά-
κι. Έλαμπε το πάτωμα σαν καθρέφτης. Και μετά είδα την Ίνγκα.
Στο γαλάζιο φως της σοφίτας το αίμα της φάνταζε πορφυρό.
Ήταν πλαγιασμένη σ’ ένα λεπτό αχυρένιο στρώμα, πάνω στα
πανιά που είχα δώσει στον Μπγιορν πριν από ώρες. Μόνο που
τα πανιά δεν ήταν πια άσπρα, αλλά σκούρα από το αίμα. Τα μά-
τια της ήταν ανοιχτά και το φως έγραφε στις κόρες τους υγρές
­α νταύγειες, τόσο που νόμισα ότι ήταν ζωντανή. Έσκυψα πάνω
της και φώναξα «Μάνα!» κι ακούμπησα το χέρι μου στον ώμο της.
Αλλά μόλις την άγγιξα, το κατάλαβα ότι ήταν πεθαμένη. Το κορ-
μί της είχε ξυλιάσει. Ήταν κρύα.
Και παντού αίμα. Η νυχτικιά της έμοιαζε μαύρη από το πο-
λύ αίμα, είχε αίμα στα πόδια και στο κρεβάτι, αλλά και στους
γυμνούς της ώμους ήταν πασαλειμμένη με αίματα. Πρόσεξα τα
χέρια της, ήταν ακουμπισμένα στα πλευρά της, με τις παλάμες
προς τα πάνω, γεμάτες αίμα, όπως όταν έφτιαχνε λουκάνικα κι
έβαζε το αίμα να πήξει και το στράγγιζε στα τουλπάνια. Το πρό-
σωπό της ήταν χλωμό, κάτασπρο μέσα στο μισοσκότεινο δωμά-
τιο. Τα μαλλιά της είχαν γλιστρήσει από το σκουφάκι της κι έπε-
φταν παγωμένα στο μέτωπό της.
Δεν θα ξεχάσω τη μυρωδιά. Η σοφίτα ήταν γεμάτη με τη μυ-
ρωδιά του αίματος. Και μαζί μ’ αυτή τη μυρωδιά μια άλλη, κο-
φτερή και καθαρή μυρωδιά, το χιόνι που έλιωνε στα σανίδια. Έ-
νιωθα να πνίγομαι που την ανάσαινα.
Η νυχτικιά της Ίνγκα ήταν τυλιγμένη στη μέση της. Την τρά-

192
βηξα, παγωμένη από το αίμα όπως ήταν, την κατέβασα στα πόδια
της να μην είναι έτσι γυμνή. Μετά φίλησα το στόμα της, τα χεί-
λια της είχαν κρεμάσει. Τέλος της έβγαλα το σκουφάκι κι έχωσα
το πρόσωπό μου στα μαλλιά της. Ήταν πια το μόνο πάνω της που
είχε τη μυρωδιά της και όχι τη μυρωδιά του αίματος. Στριμώχτη-
κα δίπλα της και σκέπασα το πρόσωπό μου με τα μακριά της μαλ-
λιά και ανάσανα τη μυρωδιά της, δεν ξέρω για πόσα λεπτά, έμει-
να εκεί ώσπου ανέβηκε ο Γιον και παραμέρισε την κουρτίνα της
σοφίτας και με σήκωσε και με κατέβασε κάτω, στο κρεβάτι μου.
Όταν ξύπνησα, η χιονοθύελλα είχε σταματήσει.

Αυτά λέω στον εφημέριο. Προσπαθώ να τα πω όσο καλύτερα μπο-


ρώ. Αφήνω τις λέξεις μία μία να βγαίνουν από το στόμα μου καθώς
πλέκω και πού και πού κοιτάζω τον εφημέριο να δω αν κουνιέται.
Μαντεύω ότι οι άλλες μ’ ακούνε. Νιώθω τη Στέινα και τη Μαρ-
γκρέτ και την Κριστίν και τη Λάουγκα να τεντώνουν τ’ αυτιά τους
και να μ’ αφουγκράζονται στη σκοτεινή γωνιά μου, τρώνε την ι-
στορία μπουκιά μπουκιά, σαν να ’ναι ψωμί αλειμμένο με βούτυ-
ρο. Η Μαργκρέτ και η Λάουγκα σκέφτονται ίσως καλά να πάθω,
ίσως με λυπούνται. Η Στέινα συλλογιέται ότι είμαι σαν εκείνην –
δυστυχισμένη, αγνοημένη. Αδικημένη.
Αλλά επειδή το ξέρω ότι οι άλλες ακούνε, δεν μπορώ να ρω-
τήσω τον εφημέριο αυτό που θέλω να τον ρωτήσω. Δεν μπορώ να
πω, Πάτερ, λες να βρίσκομαι εδώ που βρίσκομαι, επειδή ξεστό-
μισα αυτά τα λόγια, όταν ήμουνα μικρή; Επειδή είχα πει, Θέλω
Να Πεθάνω; Γιατί όταν το είπα, το εννοούσα. Σαν προσευχή ή-
ταν. Ελπίζω να πεθάνω. Τότε ήταν που την έγραψα μόνη μου τη
μοίρα μου;
Θέλω να ρωτήσω τον εφημέριο: πιστεύει ότι εγώ το σκότωσα

193
το μωρό; Μήπως το κρατούσα πολύ σφιχτά στην αγκαλιά μου;
Αλλά δεν υπάρχει τρόπος να την κάνω αυτή την ερώτηση. Ούτε
θέλω να βάλω κι άλλες σκέψεις στο μυαλό αυτών των γυναικών.
Κάποια πράγματα καλύτερα να μην τ’ ακούσουν.
Φαίνεται πως όποιοι αγαπώ, χάνονται. Πεθαίνουν και μπαί-
νουν στο χώμα. Κι εγώ μένω μόνη.
Ευτυχώς δεν έχει μείνει πια κανένας να τον αγαπάω. Κανέ-
νας δεν έχει μείνει να θάψω.

«Και μετά τι έγινε;» ρώτησε ο Τότι, καταλαβαίνοντας ξαφνικά


πως είχε ακούσει την ιστορία της Άγκνες με κομμένη την ανάσα.
«Παράξενο», είπε η Άγκνες τυλίγοντας στο μικρό της δάχτυ-
λο το νήμα και περνώντας το πάνω από τη μύτη της βελόνας. «Ό-
ταν σκέφτομαι τον καιρό που ήμουν μικρή, τα θυμάμαι όλα θο-
λά – σαν να τα βλέπω μέσα από καπνισμένο γυαλί. Αλλά τον θά-
νατο της Ίνγκα, και όλα όσα έγιναν στη συνέχεια… τα θυμάμαι
σαν να ’ταν χτες».
Από το βάθος του δωματίου μια καρέκλα έτριξε. Η Μαργκρέτ
έβηξε πνιχτά.
«Θυμάμαι πως μετά τον θάνατο της Ίνγκα ο Μπγιορν έστει-
λε τον Γιον να ειδοποιήσει τους συγγενείς του», συνέχισε η Ά-
γκνες. «Θυμάμαι ότι ήμουν ξαπλωμένη στο κρεβάτι και κοίτα-
ζα τον Μπγιορν που καθόταν στο σκαμνί της Ίνγκα – σ’ αυτό που
χρησιμοποιούσε για να γνέθει. Ήταν πολύ μεγαλόσωμος γι’ αυτό
το καθισματάκι. Ο Κγιάρταν ήταν στο κρεβάτι μαζί μου, κοιμό-
ταν, τον ένιωθα ζεστό και βαρύ στον ώμο μου. Ο αέρας είχε κό-
ψει και η ησυχία ξαφνικά ήταν απόλυτη.
»Με τα πολλά ακούσαμε χάμουρα να χτυπάνε έξω στην αυλή.

194
Τότε ο Μπγιορν σηκώθηκε αργά και ήρθε στο κρεβάτι. Σήκωσε
τον αδερφό μου με το ένα του χέρι για να μπορέσω ν’ ανασηκω-
θώ. Και μου είπε να πάρω το νεκρό μωρό, να του τυλίξω το πρό-
σωπο στην κουβέρτα και να το βάλω στο κελάρι.
»Πεθαμένο το μωρό μού φάνηκε πιο ελαφρύ, παρά ζωντα-
νό. Το κράτησα μακριά από το κορμί μου και βγήκα στο διάδρο-
μο με τις κάλτσες.
»Στο κελάρι το κρύο ήταν απίστευτο. Έβλεπα μπροστά μου τα
συννεφάκια της ανάσας μου, το μέτωπό μου με πονούσε από την
παγωνιά. Σκέπασα το πρόσωπο του μωρού με τη γωνιά της κου-
βέρτας του και τ’ άφησα πάνω σ’ ένα τσουβάλι ξερά ψαροκέφα-
λα. Βγαίνοντας στο διάδρομο, ένα φύσημα παγωμένου αέρα με
χτύπησε από το πλάι και γύρισα και είδα την πόρτα ν’ ανοίγει και
τον αδερφό του Μπγιορν και τη νύφη του και την παραδουλεύ-
τρα τους να μπαίνουν. Τα μάγουλά τους ήταν βρεγμένα και γυά-
λιζαν από το χιονόνερο.
»Θυμάμαι τον θείο Ράγκναρ και τον Γιον να κατεβάζουν προ-
σεκτικά την Ίνγκα από τη σοφίτα κάποια στιγμή που ο Μπγιορν
ήταν έξω, περίμεναν να φύγει, να πάει να φροντίσει τα πρόβα-
τα. Με είχαν βάλει να προσέχω ότι δεν θα χτυπούσε το κεφάλι της
στα σκαλιά. Την κατέβασαν στην κάμαρα και την ακούμπησαν
στο ξέστρωτο κρεβάτι. Η θεία Ρόζα ήταν στην κουζίνα κι έβραζε
νερό. Όταν την ρώτησα γιατί, μου είπε ότι θα έπλενε το σώμα της
δύστυχης της Μάνας μου. Δεν μ’ άφησε να δω. Άφησε τον Κγιάρ­
ταν να παίζει στα πόδια της κι εμένα μ’ έστειλε πάνω στη σοφί-
τα να βοηθήσω την παραδουλεύτρα της, την Γκούντμπγιοργκ.
»Όταν ανέβηκα, είδα την Γκούντμπγιοργκ να ξύνει το αίμα
από τα σανίδια. Η μυρωδιά μ’ ανακάτεψε κι άρχισα να κλαίω. Η
Γκούντμπγιοργκ μ’ αγκάλιασε. “Πήγε στον καλό Θεό τώρα, Ά-
γκνες. Είναι καλά”».

195
»Κάθισα κατάχαμα τυλιγμένη με το σάλι της Γκούντμπγιοργκ
και έβλεπα τα παχιά της μπράτσα να κουνιούνται καθώς έτριβε
γονατιστή τα σανίδια. Κάθε λίγο και λιγάκι έστυβε το σφουγγα-
ρόπανο και το νερό έσταζε κατακόκκινο στον κουβά. Κουνούσε
συνέχεια το κεφάλι της. Πού και πού σταματούσε τη δουλειά και
σκούπιζε τα δάκρυα από τα μάτια της.
»Είπα στην Γκούντμπγιοργκ αυτό που μου είχε πει ο Μπγιορν,
όταν ούρλιαζα ότι θέλω κι εγώ να πεθάνω· αυτό που μου είχε πει
ότι μπορεί να πέθαινα κι εγώ πολύ σύντομα. Η Γκούντμπγιοργκ
μου είπε να σωπάσω κι ότι ο Μπγιορν τα είχε χαμένα από τη στε-
νοχώρια του, δεν το εννοούσε.
»Της είπα ότι ο Μπγιορν μου είχε δώσει το μωρό να το προσέ-
χω κι ότι το κρατούσα πολύ σφιχτά στην αγκαλιά μου κι ότι είχε
πεθάνει στα χέρια μου – κι εγώ δεν το είχα καν καταλάβει.
»Η Γκούντμπγιοργκ με κρατούσε στην αγκαλιά της και με κου-
νούσε σαν να ’μουν κι εγώ μωρό. Αυτό το παιδάκι δεν ήταν γρα-
φτό να ζήσει, είπε. Και δεν έφταιγα εγώ που είχε πεθάνει. Μου
είπε ότι ήμουν γενναία κι ότι ο Θεός θα με πρόσεχε να μην πά-
θω τίποτα».
«Ξέρεις πού είναι σήμερα η Γκούντμπγιοργκ;» την έκοψε ο Τότι.
Η Άγκνες σήκωσε τα μάτια από το πλεκτό της. «Έχει πεθάνει»,
είπε με σταθερή φωνή. Και ξετύλιξε λίγο μαλλί από το κουβάρι.
«Όταν ο Ράγκναρ, ο Κγιάρταν και ο Μπγιορν γύρισαν από το
παχνί, η Ρόζα φώναξε την Γκούντμπγιοργκ κι εμένα να κατέβου-
με από τη σοφίτα και καθίσαμε όλοι στην κάμαρα, γύρω από το
κρεβάτι όπου είχε ξαπλώσει την Ίνγκα. Έδειχνε καθαρή, πλυμέ-
νη. Αλλά ασάλευτη. Αφύσικα ασάλευτη, όπως όταν πέφτει ο α-
έρας και το χορτάρι δεν κουνιέται κι εσύ νιώθεις σαν να σ’ έχουν
αφήσει πίσω.
»Ο θείος Ράγκναρ έβγαλε ένα μπουκάλι μπράντι και το μπου-

196
κάλι πέρασε από χέρι σε χέρι. Ήταν η πρώτη φορά που δοκίμα-
ζα ποτό και δεν μ’ άρεσε. Αλλά ο Γιον είχε φύγει καβάλα στο ά-
λογο του Μπγιορν να φέρει τον εφημέριο, και δεν είχαμε τίποτε
άλλο να κάνουμε, μόνο να περιμένουμε και να πίνουμε. Οι ώρες
περνούσαν σερνάμενες, το μπράντι με ζάλιζε, τα πόδια μου εί-
χαν μουδιάσει από το καθισιό.
»Ο Γιον γύρισε με τον εφημέριο αργά το βράδυ. Εγώ τους ά-
νοιξα. Ο εφημέριος ξέχασε να τινάξει το χιόνι από τις μπότες του.
»Η Γκούντμπγιοργκ, η θεία Ρόζα κι εγώ σερβίραμε τους ά-
ντρες κι εκείνοι έφαγαν κρατώντας τα πιάτα στα γόνατά τους,
με την Ίνγκα στο κρεβάτι μπροστά τους. Η θεία Ρόζα άναψε ένα
κερί και το έβαλε δίπλα στο κεφάλι της Ίνγκα κι εγώ όλο το κοί-
ταζα γιατί ανησυχούσα μήπως πέσει πάνω της. Φοβόμουν μπας
κι αρπάξουν φωτιά τα μαλλιά της.
»Όταν οι άντρες έφαγαν, οι γυναίκες πήραν τον Κγιάρταν κι
εμένα στην κουζίνα, για να μιλήσει ο εφημέριος με τους άντρες.
Προσπάθησα ν’ ακούσω τι έλεγαν, αλλά η θεία Ρόζα μ’ έπιασε α-
πό το χέρι, πήρε και τον Κγιάρταν στα γόνατά της κι άρχισε να μας
λέει ένα παραμύθι, να ξεχαστούμε. Σταμάτησε, όταν ο θ
­ είος Ρά-
γκναρ και ο Γιον πέρασαν από το άνοιγμα της πόρτας κρατώντας
το κορμί της Ίνγκα. Είχαν σκεπάσει το πρόσωπό της μ’ ένα κομμά-
τι πανί. Ήθελα να ξέρω πού την πήγαιναν και σηκώθηκα να τους
ακολουθήσω, αλλά η θεία Ρόζα έσφιξε τα δάχτυλά της γύρω α-
πό το μπράτσο μου και με κράτησε δίπλα της. Η Γκούντμπγιοργκ
μου είπε τότε ότι ο εφημέριος τους είχε πει ότι δεν μπορούσαν να
τη θάψουν πριν μπει η άνοιξη: το χώμα στο κοιμητήριο ήταν πα-
γωμένο. Θα την κρατούσαν, λοιπόν, την κακόμοιρη τη Μάνα μου
στο κελάρι, ώσπου να μαλακώσει το έδαφος και να μπορέσει κά-
ποιος να σκάψει τάφο. Πήγαμε ως την πόρτα και τους είδαμε.
»Ο εφημέριος ακολουθούσε τον Μπγιορν στο διάδρομο. Τον

197
άκουσα να λέει: “Τουλάχιστον θα ’χεις χρόνο να φτιάξεις τα φέ-
ρετρα”. Ύστερα πρότεινε να την βάλουν στο στάβλο.
»“ Έχει ζέστη στο στάβλο”, αποκρίθηκε ο θετός μου πατέρας.
»Ο θείος Ράγκναρ κι ο Γιον ακούμπησαν την Ίνγκα δίπλα στο
νεκρό μωρό στο κελάρι. Στην αρχή την έβαλαν πάνω σ’ ένα σα-
κί με αλάτι, αλλά μετά ο θείος Ράγκναρ σκέφτηκε ότι μπορεί να
χρειαζόμασταν το αλάτι πριν καταφέρουμε να θάψουμε την Ίν-
γκα. Κι έτσι άλλαξαν το αλάτι με ξερά ψάρια. Άκουσα τα λεπτά
ξερά κοκκαλάκια των μπακαλιάρων να σπάνε μέσα στο σακί, κά-
τω από το βάρος του κορμιού της».
«Πότε την έθαψαν;» ρώτησε ο Τότι. Ένιωθε ξαφνικά σαν να
πνιγόταν μέσα στην κάμαρα, καθώς γύρω του κροτάλιζαν σιγα-
νά, πνιχτά οι βελόνες και θρόιζαν τα μάλλινα νήματα.
«Ω, άργησαν πολύ», είπε η Άγκνες. «Η Ίνγκα και το μωρό έ-
μειναν στο κελάρι ως το τέλος του χειμώνα. Κάθε φορά που έπρε-
πε να φέρω λάδι για τη λάμπα, ή να βοηθήσω τον Γιον να τσουλή-
σουμε ένα βαρέλι ως το κελάρι, έβλεπα τα κορμιά τους στη γω-
νιά, ακουμπισμένα πάνω στα σακιά με τα ξερά ψάρια.
»Ο Κγιάρταν δεν καταλάβαινε τι είχε πάθει η Μάνα του. Φα-
ντάζομαι ότι το μωρό το είχε ξεχάσει. Αλλά συνέχιζε να κλαίει και
να ζητάει την Ίνγκα. Καθόταν στο πάτωμα της κάμαρας και κλα-
ψούριζε σαν σκυλί. Ο Πάμπι του δεν του ’δινε σημασία. Αλλά ό-
ποτε ερχόταν ο θείος Ράγκναρ, του ’ριχνε κι από μια σφαλιάρα
να μην κλαίει. Ώσπου τα σταμάτησε τα κλάματα.
»Ο θείος Ράγκναρ ήταν συνέχεια στο Κορνσάου – καθόταν με
τον Μπγιορν στην κάμαρα και του μιλούσε, ή του ’φερνε μπρά-
ντι. Από τη χιονοθύελλα και μετά ο Μπγιορν δεν έβγαζε λέξη από
το στόμα του. Όταν του ’βαζα να φάει, δεν μου ’λεγε πια ευχαρι-
στώ, σήκωνε το κουτάλι του κι άρχιζε να τρώει αμίλητος.
»Και μια μέρα μου είπαν ότι ο Μπγιορν δεν με ήθελε άλλο.

198
Πρέπει να ’ταν στις αρχές της άνοιξης, ήμουνα θυμωμένη και εί-
χα αρνηθεί να φάω. Ο θετός μου πατέρας δεν μου είχε πει τίποτα,
δεν με είχε μαλώσει καν που άφηνα το φαγητό μου να πάει χαμέ-
νο. Περνούσε τις ώρες του με τα ζωντανά που είχαν αρχίσει να ψο-
φάνε από το κρύο. Κι εγώ ήμουν φοβισμένη και στενοχωρημένη,
επειδή αγαπούσε τα ζώα και τον Κγιάρταν πιο πολύ από μένα.
»Ο χειμώνας έφευγε κι εκείνη την ημέρα είχε λίγο φως. Όταν
σηκώθηκα από το τραπέζι, λοιπόν, αποφάσισα να βγω έξω. Κανέ-
νας δεν με σταμάτησε. Διέσχισα τρέχοντας το διάδρομο, πήρα το
φτυάρι που ήταν ακουμπισμένο δίπλα στην πόρτα κι άρχισα ν’ α-
νοίγω ένα μονοπάτι στο χιόνι. Μ’ άρεσε το κρύο των νιφάδων του
χιονιού στα ξαναμμένα μου μάγουλα. Όταν καθάρισα ένα δρομά-
κι, πέταξα το φτυάρι κι άρχισα να διώχνω το χιόνι με τα χέρια μου:
γέμιζα τις χούφτες μου με χιόνι και το πετούσα όσο μακρύτερα
μπορούσα. Δούλεψα έτσι ώσπου άνοιξα μια μεγάλη τρύπα. Κά-
ποια στιγμή που σταμάτησα να πάρω ανάσα, είδα ένα μαύρο λεκέ
μακριά στο βάθος: ήταν ο θείος Ράγκναρ που ερχόταν επίσκεψη.
Με χαιρέτισε και με ρώτησε τι έκανα βουτηγμένη στα χιόνια. Του
απάντησα ότι έσκαβα έναν τάφο για τη Μάνα. Ο θείος Ράγκναρ
έσμιξε τα φρύδια του και μου είπε να μην την λέω Μάνα. Και δεν
ντρεπόμουν λίγο; Ήταν δυνατόν να τη θάψουμε δίπλα στην πόρτα
του σπιτιού, να περνάει ο κόσμος και να πατάει το μνήμα της; Τους
πεθαμένους τους θάβουν στο αγιασμένο χώμα του κοιμητήριου.
»“Δεν είναι καλύτερα να την κρατήσουμε στα ζεστά, στο κε-
λάρι, ώσπου να μπορέσει να κοιμηθεί ειρηνικά σε αγιασμένο χώ-
μα;”» με ρώτησε.
»Κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου. “Το κελάρι είναι πιο πα-
γωμένο κι από τον κόρφο της μάγισσας”, του είπα.
»“Πρόσεχε πώς μιλάς, Άγκνες”, είπε ο θείος Ράγκναρ. “Τα κα-
κά λόγια δείχνουν κακές σκέψεις”.

199
»Εκείνο το βράδυ μου είπε ότι ο Μπγιορν θα έφευγε από το
Κορν­σάου. Θα πήγαινε στο Ρέικιαβικ να δουλέψει στα ψαράδικα.
Η βαρυχειμωνιά είχε πάρει τη θετή μου μάνα και το μωρό της, εί-
χε πάρει και το μισό κοπάδι του Μπγιορν. Χωρίς γυναίκα, λοιπόν,
και χωρίς λεφτά να πάρει δεύτερον εργάτη, ο Μπγιορν δεν μπο-
ρούσε να με κρατήσει άλλο. Ο Κγιάρταν θα πήγαινε να μείνει με
τη θεία και τον θείο του. Και μόλις ζέσταινε λιγάκι ο καιρός, εμέ-
να θα με πετούσαν στο έλεος της ενορίας».
«Κι έτσι σ’ ανέλαβε η εκκλησία», είπε ο Τότι.
Η Άγκνες έγνεψε καταφατικά και σταμάτησε μια στιγμή το
πλέξιμο για να τεντώσει τα δάχτυλά της. Άφησε την κάλτσα στην
ποδιά της και σηκώνοντας το κεφάλι τον κοίταξε μέσα στο μισο-
σκόταδο. « Έτσι έπεσα στα χέρια της ενορίας. Στο έλεος των άλ-
λων. Είτε είχαν έλεος είτε όχι».

Ξύπνησα νωρίς και η κάμαρα είναι ακόμα βαριά από σκιές. Μου
φάνηκε πως κάποιος είχε σκύψει στο αυτί μου και ψιθύριζε, Ά-
γκνες, Άγκνες. Ο ψίθυρος μ’ έκοψε από τα όνειρά μου. Αλλά δεν
είναι κανείς εδώ. Και μια ξαφνική παγωμένη τρομάρα μου σφίγ-
γει ξαφνικά την καρδιά.
Θα ’παιρνα όρκο πως κάποιος με φώναζε.
Μένω ακίνητη και προσπαθώ ν’ ακούσω τις ανάσες των άλ-
λων, να καταλάβω αν έχει ξυπνήσει κανείς άλλος. Ο εφημέριος
Τότι είναι στο κρεβάτι το πιο κοντινό, αποφάσισε να μείνει τη νύ-
χτα στο Κορνσάου, γιατί ήταν πολύ αργά εχτές, όταν τελειώσα-
με την κουβέντα. Αλλά είμαι βέβαιη πως δεν με ξύπνησε αυτός.
Ένας εφημέριος δεν θα ξυπνούσε ποτέ μια φυλακισμένη ψιθυρί-
ζοντας στ’ αυτί της σαν εραστής.

200
Περνούν κάμποσα λεπτά. Γιατί είναι τόσο πηχτό το σκοτάδι
μέσα στην κάμαρα; Δεν βλέπω τα χέρια μου, παρόλο που τα ση-
κώνω και τα φέρνω μπροστά στα μάτια μου. Η μαυρίλα τρυπώ-
νει μέχρι μέσα στο μυαλό μου και η καρδιά μου φτεροκοπάει σαν
πουλί πιασμένο σε χέρι γερό. Κλείνω σφιχτά τα μάτια μου, αλλά
το σκοτάδι δεν φεύγει. Τώρα βλέπω και φριχτές, τρεμάμενες,
φευγαλέες λάμψεις. Είναι κλειστά τα μάτια μου; Ή ανοιχτά; Ί-
σως ήταν φάντασμα αυτό που με ξύπνησε – πώς να εξηγήσω αυ-
τές τις λάμψεις που εμφανίζονται εμπρός μου; Είναι σαν φλό-
γες, που ξεφλουδίζουν από την επιφάνεια ενός τοίχου και πέ-
φτουν. Και βλέπω το πρόσωπο του Νάταν, το στόμα του ανοιχτό
ουρλιάζει, τα δόντια του γυαλίζουν ματωμένα, το σώμα του τυ-
λιγμένο στις φλόγες μαδάει νιφάδες καμένο δέρμα στις κουβέρ-
τες μου. Όλα μυρίζουν λίπος φάλαινας και το μαχαίρι του Φρί-
ντρικ είναι βαθιά χωμένο στην κοιλιά του Νάταν και μια κραυ-
γή βγαίνει από το στήθος μου σαν να την τραβάει έξω κάποιο
αόρατο σκοινί.
Τα φώτα χάνονται. Όνειρο ήταν; Είναι σαν να μην έχει πε-
ράσει ούτε λεπτό.
«Εφημέριε Τότι;» ψιθυρίζω.
Γυρίζει πλευρό, αλλά δεν ξυπνάει.
«Πάτερ; Ν’ ανάψω τη λάμπα;»
Δεν ξυπνάει εύκολα ο εφημέριος – αντιστέκεται σαν άντρας
κολλημένος στο πιοτό. Τον σπρώχνω πιο δυνατά απ’ όσο θα ’θε-
λα. Ντρέπεται, λέω μέσα μου. Δεν θέλει ν’ ανοίξει τα μάτια και
να με δει με το μεσοφόρι μου.
«Τι είναι;»
«Είδα κι άλλο όνειρο».
«Τι;»
«Ν’ ανάψω τη λάμπα;»

201
«Το φως του Κυρίου φτάνει και περισσεύει στον καλό χριστια-
νό». Η φωνή του είναι βαριά από τον ύπνο.
«Σε παρακαλώ, πάτερ».
Δεν μ’ ακούει. Ροχαλίζει ξανά.
Γυρίζω στο κρεβάτι μου, απαρηγόρητη. Μου μυρίζει καπνός.
Η Μάνα μου είναι πεθαμένη. Η Ίνγκα είναι πεθαμένη.
Είναι τυλιγμένη σε πανιά στο κελάρι, ενώ το χιόνι κι ο πάγος
έχουν σφίξει στα σαγόνια τους το χώμα και δεν αφήνουν να σκα-
φτεί λάκκος, να σκαφτεί τάφος.
Είναι τόσο το κρύο που η Μάνα μου είναι αναγκασμένη να πε-
ριμένει να τη θάψουν.
Είναι τόση η μοναξιά, που πιάνω φιλίες με τα κοράκια. Τα κο-
ράκια που κυνηγάνε τα αρνιά.
Κλείνω τα μάτια και γλιστράω στο διάδρομο με το τρεμάμενο
φως της λάμπας. Τρέμω. Τρέμω από το φόβο μου. Ακούω τον ά-
νεμο να ουρλιάζει έξω στη νύχτα. Νομίζω πως ακούω τη θετή μου
μάνα να ξύνει με τα νύχια της την πόρτα του κελαριού, όπου βρί-
σκεται τυλιγμένη και περιμένει να την καρφώσουν σ’ ένα κουτί
μέσα και να την θάψουν μόλις έρθει η άνοιξη. Μένω ακίνητη και
τεντώνω τ’ αυτιά μου. Μέσα από τη βοή του αέρα νομίζω πως α-
κούω κάτι να ξύνει το ξύλο. Και μετά το όνομά μου – Άγκνες, Ά-
γκνες, με φωνάζει. Είναι η Ίνγκα, που με φωνάζει να την βγά-
λω έξω. Δεν έχω πεθάνει, γύρισα, αναστήθηκα, βγάλε με από το
κελάρι, μη μ’ αφήνεις άλλο εδώ μέσα, σαν το σφαγμένο κρέας,
να στεγνώνω στον κλειστόν αέρα. Δίπλα στο αλάτι και στο τυ-
ρόγαλο και το αλεύρι, που είναι γεμάτο δανέζικες σταρόψειρες.
Στέκω ακίνητη και τρέμω, φοβάμαι. Μετά, Μάνα, Μάνα! Κά-
νω ένα βήμα, φτάνω στην πόρτα του κελαριού, την ανοίγω – δεν
έχει κλειδαριά. Τη σπρώχνω και σηκώνω τη λάμπα μου να φωτί-
σει και βλέπω το κορμί της κατάχαμα, το κεφάλι της ακουμπάει

202
σ’ ένα σακί ξερά ψαροκέφαλα… και κλαίω, επειδή είναι χειρότε-
ρο να ξέρω ότι είναι στ’ αλήθεια πεθαμένη. Ω, η θετή μου μάνα
είναι πεθαμένη κι η πραγματική μου μάνα έχει φύγει. Κάθομαι
κάτω, τα πόδια μου λυγίζουν με την καθαρή, ώριμη λύπη του ορ-
φανού. Και κλαίει ο άνεμος για μένα, γιατί εγώ δεν μπορώ, από
το στόμα μου δεν βγαίνει άχνα. Ο άνεμος ουρλιάζει, ουρλιάζει κι
εγώ εκεί, καθισμένη στο πατημένο χώμα, σκληρό από το κρύο.
Η μυρωδιά από τα ψαροκέφαλα γύρω μου με πνίγει, μπερδεύε-
ται με τη γλυκιά μυρωδιά του χειμώνα, ανακατεμένη με τη μυ-
ρωδιά του αλατιού και του ξεραμένου κόκκαλου.

203
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΦΤΑ

Ο δολοφόνος Φρίντρικ Σίγκουρντσον γεννήθηκε στο Κα-


τάνταλουρ, εδώ, στην ενορία του Τγιορν, την 6η Μαΐου
του 1810. Πήρε την πρώτη του μετάληψη από τον προκά-
τοχό μου σ’ ετούτη την ενορία, τον εφημέριο Σαϊμούντουρ
Όντσον, το 1823. Το κατάστιχο των κατηχουμένων τον χα-
ρακτηρίζει «έξυπνο παιδί», που διαθέτει γνώση και κα-
τανόηση της χριστιανικής διδαχής. Η διαγωγή του, ωστό-
σο, δεν ανταποκρίνεται στη γνώση αυτή και στη μόρφωσή
του. Παρακούοντας τους γονείς του τριγύριζε άσκοπα και
τεμπέλιαζε, σε σημείο που εκείνοι ήρθαν και μου παρα-
πονέθηκαν το φθινόπωρο του 1825. Συζητώντας μαζί τους
πληροφορήθηκα τον ατίθασο χαρακτήρα του και την απεί-
θαρχη φύση του.
Δεν γνωρίζω με βεβαιότητα το πώς μεγάλωσε – διορί-
στηκα εφημέριος σ’ αυτήν την ενορία πριν από τέσσερα
μόλις χρόνια. Εντούτοις έχω τη γνώμη πως τον μεγάλω-
σαν με υπερβολική ελευθερία.

Μαρτυρία του εφημέριου Γιόχαν Τόμασον

205
5η Σεπτεμβρίου 1829

Προς τον εφημέριο Θ. Γιόνσον


Μπρέιδαμπόλσταντουρ, Βέστουρχοπ

Προς τον (ιεροδιάκονο) εφημέριο Θόρβαρδουρ Γιόνσον

Σας γράφω ερωτώντας για την πρόοδό σας σχετικά με την κατάδικη
Άγκνες Μάγκνουσντότιρ. Συνάντησα πρόσφατα τον εφημέριο Γιό-
χαν Τόμασον στην ενορία του Τγιορν, ο οποίος θεώρησε σωστό να μου
προμηθεύσει αντίγραφο της αναφοράς του σχετικά με την πνευματι-
κή πρόο­δο και βελτίωση της συμπεριφοράς του κατάδικου Φρίντρικ
Σίγκουρντσον, τον οποίον έχει εκείνος αναλάβει. Θεωρώ απαραίτη-
το να συναντήσω και εσάς. Όταν κι εσείς παρομοίως με ενημερώσε-
τε σχετικά με τα όσα έχουν διαμειφθεί και συνεχίζουν να διαμείβο-
νται μεταξύ της Σεβασμιότητάς σας και της κατάδικης, θα είμαι εις
θέσιν να κατανοήσω καλύτερα σε ποιο βαθμό η θρησκευτική διδαχή
βελτιώνει το ήθος των καταδίκων.
Σας παρακαλώ να παρουσιασθείτε στο Χβάμουρ την ερχόμενη
εβδομάδα για να μου δώσετε αναφορά της προόδου σας με την κα-
τάδικη και των συμβουλών και της καθοδήγησης που της έχετε μέ-
χρι στιγμής προσφέρει.

ΝΟΜΑΡΧΙΑΚΟΣ ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ
Μπγιορν Μπλόνταλ

206
«Ευχαριστώ που ήρθατε, εφημέριε Θόρβαρδουρ», είπε ο Μπγιορν
Μπλόνταλ βγαίνοντας από την αυλόπορτα του Χβάμουρ. Ήταν
ντυμένος με την επίσημη φορεσιά του: το κόκκινο σακάκι, ξεκού-
μπωτο, άφηνε να φαίνεται από μέσα ένα καθαρό άσπρο πουκάμι-
σο. Ο Τότι, που είχε λίγες φορές μόνο συναντήσει τον Νομαρχια-
κό Επίτροπο, τις περισσότερες απ’ αυτές όταν ήταν παιδί ακόμα
και ταξίδευε με τον πατέρα του, κοντοστάθηκε εντυπωσια­σμένος
από το θέαμα της στολής και το μάλλον εντυπωσιακό παράστη-
μα του Επιτρόπου.
«Χαίρετε, Νομαρχιακέ Επίτροπε Μπλόνταλ».
Ο Τότι ξεπέζεψε κι έδωσε τα γκέμια του αλόγου του σ’ έναν υ-
πηρέτη. Το Χβάμουρ, πρόσεξε, ήταν γεμάτο κόσμο: όλοι πήγαι-
ναν κι έρχονταν, κάνοντας τις δουλειές τους στην ευρύχωρη αυ-
λή, μπροστά στο σπίτι. Στη μεγάλη πέτρα αριστερά ένας άντρας
ξεκοίλιαζε πέστροφες, ψαρεμένες το ίδιο εκείνο πρωί στο ποτά-
μι. Δυο γυναίκες άπλωναν ρούχα να στεγνώσουν στον λιγοστό ή-
λιο που είχε η μέρα. Είδε άλλη μια παραδουλεύτρα, μια νέα γυ-
ναίκα, με το παραδοσιακό σκουφί με τη φούντα στο κεφάλι, να
βγάζει τέσσερα πέντε παιδάκια έξω.
«Γεια σας», φώναξαν χαρούμενα, κουνώντας τα κεφάλια τους
προς το μέρος του Τότι.
«Ωραίο σπιτικό έχετε», είπε ο Τότι χαμογελώντας και έκανε
τα λίγα βήματα που τον χώριζαν από τον Νομαρχιακό Επίτροπο.
«Πράγματι. Περάστε, εφημέριε. Καλώς ορίσατε. Ελπίζω πως

207
το ταξίδι σας δεν ήταν κουραστικό. Ελάτε μέσα, παρακαλώ. Προ-
σοχή στο σκαλοπάτι».
Μια μεσόκοπη παραδουλεύτρα οδήγησε τον Τότι από το λα-
βύρινθο των διαδρόμων σ’ ένα μικρό καλό δωμάτιο. Ο Μπλόνταλ
ερχόταν πίσω τους και στάθηκε στο άνοιγμα της πόρτας καθώς η
γυναίκα έβαλε τον Τότι να καθίσει σε μια ταπετσαρισμένη καρέ-
κλα, παίρνοντας το πανωφόρι και το καπέλο του.
« Έχετε ξανάρθει εδώ;» ρώτησε ο Μπλόνταλ περιμένοντας να
βολευτεί ο επισκέπτης του. Κι ο Τότι αντιλήφθηκε πως κοίταζε
γύρω του με το στόμα ανοιχτό.
«Όταν ήμουν ακόμα παιδί», απάντησε κοκκινίζοντας. «Είναι
πολύ ωραίο σπίτι. Έχετε, βλέπω, πολλά χαρακτικά».
Ο Μπλόνταλ ρούφηξε τον αέρα από τη μύτη, έβγαλε το καπέ-
λο του με τα φτερά και το ξεσκόνισε αφηρημένα. «Ναι», είπε χω-
ρίς ενθουσιασμό. «Είμαστε πολύ τυχεροί εδώ: απολαμβάνουμε
κάποιες από τις απολαύσεις που διαθέτουν μόνον όσοι ζουν στην
ηπειρωτική χώρα. Αν και η επιθυμία μου είναι, αυτόν τον αιώνα
κιόλας, να μάθουν περισσότεροι Ισλανδοί τι πλεονεκτήματα έχουν
τα τζαμια στα παράθυρα, η ξύλινη επένδυση στους τοίχους, η με-
ταλλική θερμάστρα και άλλες τέτοιες σύγχρονες ανέσεις. Είμαι της
γνώμης πως ένα πιο στεγνό σπίτι επιτρέπει την καλύτερη κυκλο-
φορία του αέρα και εξασφαλίζει επομένως πιο υγιεινή διαβίωση».
«Είμαι βέβαιος πως έχετε δίκιο», είπε ο Τότι κοιτάζοντας την
παραδουλεύτρα που είχε σκύψει κι έλυνε τα κορδόνια του. Η γυ-
ναίκα σήκωσε τα μάτια της προς το μέρος του χωρίς χαμόγελο.
« Έλα, Κάριτας, άφησέ τον τώρα», είπε ο Μπλόνταλ. «Εφημέ-
ριε Θόρβαρδουρ, ελάτε αν θέλετε στο γραφείο μου».
«Σ’ ευχαριστώ, Κάριτας».
Η παραδουλεύτρα σηκώθηκε κρατώντας τις μπότες του και
τον κοίταξε, σαν να ’θελε να του πει κάτι.

208
«Κάριτας. Πήγαινε».
Ο Μπλόνταλ περίμενε να βγει η γυναίκα από το δωμάτιο, πριν
κάνει νόημα στον Τότι να τον ακολουθήσει. «Από δω, παρακαλώ,
εφημέριε. Το γραφείο μου βρίσκεται στην άκρη του κτηρίου. Ε-
κεί όπου οι φωνές των υπηρετών δεν φτάνουν να μ’ ενοχλήσουν».
Ο Τότι ακολούθησε τον Μπλόνταλ σ’ έναν μακρύ διάδρομο,
στον οποίον συνάντησαν κι άλλους εργάτες, παραδουλεύτρες και
παιδιά να τρέχουν από δωμάτιο σε δωμάτιο. Ο Τότι σάστισε με το
μέγεθος του σπιτιού – δεν είχε ξαναδεί άλλο τόσο μεγάλο.
«Περάστε, παρακαλώ, εφημέριε».
Ο Μπλόνταλ άνοιξε την πόρτα μιας ηλιόλουστης κάμαρας.
Στον ανοιχτό γαλάζιο τοίχο ήταν στερεωμένα δυο γερά ράφια γε-
μάτα δερματόδετους τόμους. Στη μέση του δωματίου ήταν ένα
μεγάλο τραπέζι. Το φως από το παραθυράκι με τις κουρτίνες,
κάτω από το αέτωμα της σκεπής, έπεφτε πάνω στην επιφάνειά
του.
«Τι όμορφα που είναι», ψέλλισε ο Τότι.
«Καθίστε, εφημέριε», είπε ο Μπλόνταλ τραβώντας μια κα-
ρέκλα με μαξιλάρι.
Κι ο Τότι υπάκουσε.
«Να ’μαστε, λοιπόν», είπε ο Μπλόνταλ και έσυρε τις παλά-
μες του στη λεία επιφάνεια του γραφείου του. «Ν’ αρχίσουμε;»
«Φυσικά, Νομαρχιακέ Επίτροπε», απάντησε νευρικά ο Τότι.
Η μεγαλοπρέπεια του σπιτιού τον έκανε να νιώθει άβολα. Δεν ή-
ξερε ότι υπήρχαν άνθρωποι στο βορρά που ζούσαν έτσι.
«Οι άντρες μου είπαν ότι η κατάδικη μεταφέρθηκε στο Κορν­
σάου χωρίς επεισόδια».
«Το ίδιο πληροφορήθηκα κι εγώ», είπε ο Τότι. «Και με χαρά
μου σας ενημερώνω ότι η Άγκνες έχει τακτοποιηθεί στο σπίτι, ό-
που την στείλατε, στο Κορνσάου».

209
«Μάλιστα. Βλέπω ότι την αποκαλείτε με το βαφτιστικό της
όνομα».
«Το προτιμά, Νομαρχιακέ Επίτροπε».
Ο Μπλόνταλ ακούμπησε στη ράχη της καρέκλας του. «Συνε-
χίστε».
«Λοιπόν: η φυλακισμένη συμμετείχε στις εργασίες του θερι-
σμού», συνέχισε ο Τότι. «Και ο Νομαρχιακός Υπάλληλος Γιον Γιόν-
σον με πληροφόρησε ότι εργάζεται με ταπεινότητα, όπως αρμό-
ζει στη θέση της».
«Δεν την έχουν δεμένη;»
«Δεν το συνηθίζουν».
«Μάλιστα. Και τα οικιακά της καθήκοντα;»
«Εκτελεί όλες τις υποχρεώσεις της με μεγάλη φροντίδα. Η φυ-
λακισμένη δείχνει ευχαριστημένη, περνώντας τις μέρες της κα-
κοκαιρίας ασχολούμενη με το πλέξιμο».
«Θυμίστε τους να προσέχουν, όταν της εμπιστεύονται στα χέ-
ρια της εργαλεία».
«Προσέχουν, Νομαρχιακέ Επίτροπε».
«Ωραία». Ο Μπλόνταλ έσπρωξε πίσω την καρέκλα του, άνοιξε
ένα συρτάρι του γραφείου και προσεκτικά τράβηξε έξω ένα φύλ-
λο πράσινο χαρτί κι ένα σουγιαδάκι. Μετά στράφηκε και πήρε έ-
να γυάλινο βάζο γεμάτο μακριά λευκά φτερά κύκνου από την ά-
κρη του ραφιού. «Στέλνω τις γυναίκες και τα μαζεύουν», είπε ο
Μπλόνταλ ξεχνώντας για μια στιγμή την κουβέντα τους. «Στα τέ-
λη του καλοκαιριού. Είναι η καλύτερη εποχή, τότε που τα πουλιά
αλλάζουν φτέρωμα. Δεν είναι ανάγκη να τα μαδάμε». Πρόσφε-
ρε το βάζο με τα φτερά στον Τότι.
«Ω, όχι, δεν είναι σωστό». Ο Τότι κούνησε αρνητικά το κεφά­
λι του.
«Επιμένω», είπε με δυνατή φωνή ο Μπλόνταλ. «Ο πολιτι-

210
σμένος άνθρωπος ξεχωρίζει απ’ τα σύνεργα του γραψίματος».
«Ευχαριστώ πολύ», είπε ο Τότι και διάλεξε ένα φτερό.
«Είναι πολύ χρήσιμο πουλί ο κύκνος», είπε ο Μπλόνταλ. «Με
τη μεμβράνη των ποδιών του φτιάχνονται εξαιρετικές σάκες».
Ο Τότι χάιδεψε αφηρημένα με την άκρη του φτερού το χέρι του.
«Τ’ αυγά του τρώγονται κι αυτά. Βραστά». Ο Μπλόνταλ σκού-
πισε με επιμέλεια τις σκλήθρες των φτερών, που είχαν πέσει στο
γραφείο του κι ύστερα ξεβούλωσε ένα μικρό μπουκαλάκι μελά-
νι. «Και τώρα μια συνοπτική απαρίθμηση των θρησκευτικών σας
συναντήσεων με την κατάδικη».
«Βεβαίως». Ο Τότι ένιωσε τις παλάμες του να ιδρώνουν. «Κα-
τά τη διάρκεια του θερισμού οι επισκέψεις μου στο Κορνσάου ή-
ταν αραιές, καθότι ήμουν, όπως καταλαβαίνετε, απασχολημέ-
νος στο Μπρέιδαμπόλσταντουρ».
«Ποια προετοιμασία θεωρήσατε κατάλληλη για τις συναντή-
σεις σας με την κατάδικη;»
«Θα… θα έλεγα ψέματα, αν δεν ομολογούσα ότι στην αρχή
η ευθύνη για τη σωτηρία της ψυχής της μου φάνηκε βάρος δυ-
σβάσταχτο».
«Το περίμενα», απάντησε σοβαρά ο Μπλόνταλ. Και σημείω-
σε κάτι στο χαρτί μπροστά του.
«Νόμιζα ότι ο μόνος δρόμος για την εξιλέωση της εγκληματι-
κής αμαρτίας της θα ήταν οι προσευχές και οι νουθεσίες», είπε ο
Τότι. «Πέρασα πολλές μέρες μελετώντας τις Γραφές και ψάχνο-
ντας τους κατάλληλους ψαλμούς, χωρία και άλλα κείμενα, που
πίστευα ότι θα την οδηγήσουν ξανά στα πόδια του ­Ουράνιου Πα-
τέρα μας».
«Και τι διαλέξατε;»
«Χωρία από την Καινή Διαθήκη».
«Ποια ακριβώς;»

211
Ο Τότι σάστισε από τις ραγδαίες ερωτήσεις του Μπλόνταλ.
«Από το Κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο. Από την Προς Κορινθίους Επι-
στολή», τραύλισε.
Ο Μπλόνταλ τον κοίταξε λοξά και συνέχισε να γράφει.
«Προσπάθησα να της μιλήσω για τη σπουδαιότητα της προ-
σευχής. Μου ζήτησε να φύγω».
Ο Μπλόνταλ χαμογέλασε. «Δεν εκπλήσσομαι. Μου φάνηκε
ιδιαίτερα ασεβής κατά τη διάρκεια της δίκης».
«Ω, όχι. Δείχνει να ξέρει καλά την Κατήχηση και τις Γραφές».
«Όπως κι ο Διάβολος, είμαι σίγουρος», απάντησε ο Μπλό-
νταλ. «Ο εφημέριος Γιόχαν έβαλε τον Φρίντρικ Σίγκουρντσον να
διαβάσει τους Ύμνους των Παθών. Και χωρία της Αποκάλυψης ε-
πίσης. Είναι διδακτικά και εμπνέουν μετάνοια».
« Ίσως. Αλλά…» Ο Τότι ανακάθισε στην καρέκλα του ισιώνο-
ντας τους ώμους του. «Αντιλήφθηκα ότι οι θρησκευτικές επιπλή-
ξεις και νουθεσίες δεν είναι ο κατάλληλος τρόπος για να συμφι-
λιωθεί η κατάδικη με τον θάνατο και να ετοιμαστεί για τη συνά-
ντησή της με τον Κύριο».
Ο Μπλόνταλ συνοφρυώθηκε. «Και ποιον τρόπο χρησιμο­ποιεί­
τε εσείς, εφημέριε, για να συμφιλιώσετε την κατάδικη με τον
Θεό;»
Ο Τότι ξερόβηξε να καθαρίσει το λαιμό του και προσεκτικά α-
κούμπησε το φτερό του κύκνου στο τραπέζι μπροστά του.
«Φοβάμαι ότι θα βρείτε τον τρόπο μου ανορθόδοξο».
«Πείτε μου, παρακαλώ, και θα δούμε αν ο φόβος σας αυτός
είναι δικαιολογημένος».
Ο Τότι κόμπιασε. «Είμαι πεπεισμένος ότι η αυστηρή φωνή ε-
νός κληρικού που θα την απειλεί με τις αιώνιες τιμωρίες της Κο-
λάσεως δεν θα καταφέρει να στηρίξει την ψυχή της. Το σκοπό
αυτόν έχει πολύ περισσότερες ελπίδες να τον επιτύχει ο ευγενι-

212
κός και συμπονετικός τόνος ενός φίλου, Νομαρχιακέ Επίτροπε».
Το βλέμμα του Μπλόνταλ καρφώθηκε πάνω του. «Ο ευγενι-
κός τόνος ενός φίλου. Πέστε μου ότι κάνω λάθος κι ότι δεν μιλά-
τε σοβαρά».
Ο Τότι κοκκίνισε. «Φοβάμαι ότι δεν κάνετε λάθος, κύριε. Ό-
λες μου οι προσπάθειες να πιέσω την κατάδικη με κηρύγματα,
αποδείχτηκαν άκαρπες. Αντί της κατήχησης την… την ενθαρρύ-
νω τώρα να μιλάει για το παρελθόν της. Για τη ζωή της. Αντί να
της μιλώ εγώ, την αφήνω να μιλάει εκείνη σε μένα. Προσπαθώ
να γίνω ακροατής, ένας τελευταίος ακροατής στη μοναχική α-
φήγηση της ιστορίας της ζωής της».
«Προσεύχεστε μαζί της;»
«Προσεύχομαι για κείνην».
«Η ίδια προσεύχεται;»
«Δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι δεν το κάνει, όταν είναι μόνη
της. Πρόκειται να πεθάνει, κύριε».
«Ναι, εφημέριε. Θα πεθάνει». Ο Μπλόνταλ άφησε αργά το
φτερό από το χέρι του κι έσφιξε τα χείλη του. «Θα εκτελεσθεί –
και δικαίως».
Ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα. «Ω», είπε ο Μπλόνταλ
και σήκωσε το βλέμμα του. «Σεν. Πέρασε».
Μια ντροπαλή νεαρή κοπέλα μπήκε κρατώντας στα χέρια της
μια μικρή τάβλα.
«Άφησέ τα στο τραπέζι, σε παρακαλώ», είπε ο Μπλόνταλ πα-
ρακολουθώντας το κορίτσι ν’ ακουμπάει μπροστά του καφέ, τυ-
ρί, βούτυρο, καπνιστό κρέας και ψωμί. «Ορίστε, εφημέριε. Πα-
ρακαλώ». Ο Μπλόνταλ δεν τον περίμενε, αμέσως έβαλε κάμπο-
σες φέτες αρνί στο πιάτο του.
«Ευχαριστώ, δεν πεινάω», είπε ο Τότι. Και είδε τον Νομαρ-
χιακό Επίτροπο να χώνει μια μεγάλη μπουκιά ψωμί και τυρί στο

213
στόμα του. Τον είδε να τη μασάει αργά, να καταπίνει, ύστερα να
βγάζει το μαντίλι του και να σκουπίζει τα δάχτυλά του.
«Ιεροδιάκονε εφημέριε Θόρβαρδουρ. Ίσως δεν είναι ασυγχώ-
ρητο το σφάλμα σας, που πιστέψατε ότι η φιλία θα οδηγήσει αυ-
τή τη φόνισσα στο δρόμο της αλήθειας και της μετάνοιας. Είστε
νέος και άπειρος. Και σ’ αυτό φταίω λίγο κι εγώ». Ο Νομαρχια-
κός Επίτροπος έσκυψε αργά προς τα εμπρός κι ακούμπησε τους
αγκώνες του στο τραπέζι.
«Θα είμαι ειλικρινής μαζί σας. Πέρυσι, τον Μάρτιο, η Άγκνες
Μάγκνουσντότιρ έκρυψε τον Φρίντρικ Σίγκουρντσον στο στάβλο
του Ιλουγκάσταντιρ. Ο Νάταν Κέτιλσον είχε επιστρέψει από το
υποστατικό Γκέιτασκαρντ μ’ έναν εργάτη από κει, τον Πέτουρ
Γιόνσον…»
«Συγχωρέστε με, Νομαρχιακέ Επίτροπε, αλλά νομίζω πως ξέ-
ρω τι πιστεύετε ότι…»
«Νομίζω ότι δεν ξέρετε αρκετά», τον έκοψε ο Μπλόνταλ. «Ο
Νάταν είχε επιστρέψει από το Γκέιτασκαρντ, όπου είχε πάει για
να φροντίσει τον Βορμ Μπεκ, τον Νομαρχιακό Υπάλληλο. Ο Βορμ
ήταν πολύ άρρωστος. Ο Νάταν γύρισε στο Ιλουγκάσταντιρ να
συμβουλευτεί τα βιβλία του και –αν κατάλαβα καλά– να πάρει
κάποια συμπληρωματικά φάρμακα. Μαζί του είχε συνοδεία τον
εργάτη Πέτουρ. Ήταν αργά, εφημέριε. Αποφάσισαν, λοιπόν, να
περάσουν τη νύχτα στο σπίτι του Νάταν και να ξεκινήσουν για το
Γκέιτασκαρντ το πρωί.
»Εκείνο το βράδυ ο Φρίντρικ έφτασε κρυφά από το Κατάντα-
λουρ και η Άγκνες τον έκρυψε στο στάβλο. Όλο το χειμώνα σχεδία­
ζαν να σκοτώσουν τον Νάταν και να του κλέψουν τα λεφτά. Κι
αυτό έκαναν. Η Άγκνες περίμενε να κοιμηθούν πρώτα οι άντρες,
ύστερα πήγε και φώναξε τον Φρίντρικ. Ήταν μια ψυχρή δολοφο-
νία. Σκότωσαν δυο ανυπεράσπιστους άντρες».

214
Ο Μπλόνταλ σταμάτησε για να δει την επίδραση που είχαν τα
λόγια του στον Τότι.
«Ο Φρίντρικ ομολόγησε το φόνο, εφημέριε. Ομολόγησε ότι πή-
ρε ένα σφυρί κι ένα καλά ακονισμένο μαχαίρι, μπήκε στην κάμα-
ρα και σκότωσε πρώτα τον Πέτουρ, συντρίβοντας το κρανίο του
με μια σφυριά. Ή νόμιζε πως ήταν ο Νάταν, ή ήθελε να ξεφορ-
τωθεί έναν μάρτυρα – δεν ξέρω. Μετά, όμως, σίγουρα επιχείρη-
σε να σκοτώσει τον Νάταν. Στην ομολογία του ο Φρίντρικ είπε ό-
τι σήκωσε το σφυρί και σημάδεψε το κεφάλι του Νάταν. Αλλά α-
στόχησε. Είπε ότι άκουσε ένα κόκκαλο να σπάει και, πράγματι,
εφημέριε, η εξέταση του μισοκαμένου πτώματος αποκάλυψε πως
το μπράτσο του Νάταν ήταν σπασμένο.
»Ο Φρίντρικ μου είπε ότι τότε ο Νάταν ξύπνησε και, ζαλισμέ-
νος από τον πόνο μάλλον, πίστεψε ότι ήταν ακόμα στο Γκέιτα-
σκαρντ και ότι μπροστά του έβλεπε τον φίλο του Βορμ.
»Είπε: “Ο Νάταν είδε την Άγκνες κι εμένα μέσα στην κάμα-
ρα και άρχισε να μας παρακαλάει να σταματήσουμε, εμείς όμως
συνεχίσαμε να τον χτυπάμε, ώσπου πέθανε”. Προσέξτε τα λόγια
του, εφημέριε: “Την Άγκνες κι εμένα”. Ο Φρίντρικ είπε ότι ο Νά-
ταν σκοτώθηκε με το μαχαίρι».
«Τότε δεν τους σκότωσε η Άγκνες».
«Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ήταν μέσα στην κάμαρα, εφημέριε».
«Δεν κρατούσε, όμως, το φονικό όπλο».
Ο Μπλόνταλ ακούμπησε πίσω, στην πλάτη της καρέκλας του,
κι ανοίγοντας τα δάχτυλά του ένωσε τις άκρες τους. Χαμογέλασε.
«Όταν ο Φρίντρικ ομολόγησε τους φόνους, εφημέριε, ήταν αμε-
τανόητος. Πίστευε ότι είχε πράξει το θέλημα του Κυρίου. Πίστευε
ότι ήταν αυτή η τιμωρία του Νάταν, που είχε αδικήσει άλλους αν-
θρώπους. Και γι’ αυτό ομολόγησε και τους δύο φόνους. Είμαι της
γνώμης πως τα πράγματα δεν έγιναν όπως ακριβώς τα είπε».

215
«Πιστεύετε ότι η Άγκνες σκότωσε τον Νάταν».
«Είχε κίνητρο, εφημέριε. Κίνητρο ισχυρότερο από τον Φρί-
ντρικ». Ο Μπλόνταλ μάζεψε με το δάχτυλό του τα ψίχουλα που
είχαν μείνει στο πιάτο του. «Πιστεύω ότι ο Φρίντρικ σκότωσε τον
Πέτουρ. Ο Πέτουρ σκοτώθηκε μ’ ένα χτύπημα. Και το σφυρί εί-
ναι βαρύ, δεν το σηκώνει εύκολα μια γυναίκα.
»Ο Φρίντρικ είπε ότι ο Νάταν ξύπνησε και είδε τι πήγαιναν να
του κάνουν. Πιστεύω, εφημέριε, ότι ο νεαρός έχασε την ψυχραι-
μία του. Εύκολα ξεχνάμε ότι εκείνο το βράδυ ο Φρίντρικ ήταν μό-
λις δεκαεφτά χρονών. Ένα παιδί. Ένα απείθαρχο και ανυπάκουο
παιδί, ασφαλώς – κι έχουμε μαρτυρίες, εφημέριε, ότι βρισκόταν
σε κάποιου είδους διένεξη με τον Νάταν…» Ο Μπλόνταλ έγειρε
μπροστά. «Σκεφθείτε πώς είναι να σκοτώνεις κάποιον για τα λε-
φτά του. Σκεφθείτε… αν εκείνος αρχίσει να ικετεύει να τον λυπη-
θείτε…, αν ορκιστεί ότι θα σας πληρώσει, ότι θα σας δώσει αργό-
τερα όσα θέλετε και δεν θα σας μαρτυρήσει σε κανένα… Δεν θα
τον αφήνατε να ζήσει;»
Ο Τότι ένιωθε το λαρύγγι του στεγνό. «Δεν μπορώ να φαντα-
στώ τέτοιο πράγμα».
«Εγώ έπρεπε να το κάνω», είπε ο Μπλόνταλ. «Και το έκανα.
Είμαι της γνώμης ότι βλέποντας τον Νάταν να ξυπνάει και να πα-
ρακαλάει για τη ζωή του ο Φρίντρικ έχασε την ψυχραιμία του. Τα-
λαντεύτηκε. Ήθελε χρήματα. Κι εκείνη τη στιγμή το θύμα αναμ-
φίβολα του τα πρόσφερε». Η φωνή του χαμήλωσε κι άλλο. «Είμαι
της γνώμης ότι η Άγκνες πήρε το μαχαίρι και σκότωσε τον Νάταν».
«Μα ο Φρίντρικ δεν είπε τέτοιο πράγμα».
«Ο Νάταν δολοφονήθηκε με το μαχαίρι. Με πολλές απανω-
τές μαχαιριές. Ο Φρίντρικ είναι γιος αγρότη. Ξέρει πώς σκοτώ-
νουμε τα ζώα με το μαχαίρι. Τα σφάζουμε. Τους κόβουμε το λα-
ρύγγι». Ο Μπλόνταλ άπλωσε το χέρι του πάνω από το τραπέζι κι

216
άγγιξε το λαιμό του Τότι με το δάχτυλό του. «Από δω…» έσυρε το
νύχι του στο δέρμα του Τότι, «ως εδώ. Ο λαιμός του Νάταν δεν ή-
ταν κομμένος. Όλες τις μαχαιριές τις έφαγε στην κοιλιά. Πράγ-
μα που δείχνει κίνητρο πολύ ισχυρότερο από την κλοπή».
«Γιατί αποκλείετε τη Σίγκα;» ρώτησε ο Τότι με φωνή που μό-
λις ακουγόταν.
Ο Μπλόνταλ κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Το κοριτσάκι το δε-
καεξάχρονο που αναλύθηκε σε λυγμούς, όταν την κάλεσα μπρο-
στά μου; Η Σίγκα δεν δοκίμασε καν να πει ψέματα – είναι πολύ
αθώα, πολύ νέα για να ξέρει τον τρόπο. Μου τα είπε όλα. Μου εί-
πε πως η Άγκνες μισούσε τον Νάταν, πως η Άγκνες ζήλευε την
προσοχή και τη φροντίδα που της έδειχνε. Η Σίγκα δεν είναι έξυ-
πνη, αλλά αυτά τα είχε καταλάβει».
«Μα οι γυναίκες μπορεί να ζηλεύουν, Νομαρχιακέ Επίτροπε.
Αυτό δεν θα πει ότι κάνουν και φόνο εξαιτίας της ζήλιας τους».
«Παραδέχομαι ότι ο φόνος είναι ασυνήθιστος σ’ αυτές τις πε-
ριπτώσεις, εφημέριε. Αλλά η Άγκνες έχει τα διπλά χρόνια από
τη Σίγκα. Σηκώθηκε και πήγε στο Ιλουγκάσταντιρ από τούτη την
κοιλάδα, όπου είχε ζήσει όλη της τη ζωή…, ταξίδεψε μακριά. Για-
τί; Όχι για να βρει δουλειά, είχε αρκετές ευκαιρίες κι εδώ. Υπήρ-
χε κάτι άλλο. Κάτι άλλο την έκανε να πάει να δουλέψει για τον
Νάταν Κέτιλσον».
«Είμαι σίγουρος πως δεν σας καταλαβαίνω, Νομαρχιακέ Επί-
τροπε», είπε ο Τότι.
Ο Μπλόνταλ ρούφηξε τον αέρα από τη μύτη του. «Με την ά-
δειά σας θα μιλήσω ανοιχτά, εφημέριε…, η Άγκνες ήθελε περισ-
σότερα, πίστευε ότι είχε κάθε δίκιο να περιμένει περισσότερα.
Ακόμα και γάμο, αν ρωτάτε εμένα. Ο Νάταν ήταν μπερμπάντης
– η κοιλάδα είναι γεμάτη μπάσταρδα δικά του».
«Και αθέτησε την υπόσχεση που της έδωσε;»

217
Ο Μπλόνταλ ανασήκωσε τους ώμους. «Ποιος το λέει ότι της
είχε υποσχεθεί οτιδήποτε; Απ’ όσο μπορώ να συμπεράνω εγώ, η
Άγκνες ένιωθε σίγουρη πως τον είχε σαγηνεύσει. Αλλά η Σίγκα
κατέθεσε πως ο Νάταν προτιμούσε τις δικές της… φροντίδες».
«Ειπώθηκαν τέτοια πράγματα στη δίκη;»
«Άσχημα πράγματα. Αλλά οι δίκες για φόνο αποτελούνται α-
πό άσχημα πράγματα».
«Πιστεύετε ότι η Άγκνες σχεδίασε το φόνο του Νάταν επειδή
εκείνος την παράτησε».
«Εφημέριε. Έχουμε έναν δεκαεφτάχρονο κλέφτη οπλισμένο
με σφυρί, μια δεκαεξάχρονη υπηρετριούλα που φοβάται για τη
ζωή της και μια γυναίκα γεροντοκόρη, της οποίας ο έρωτας χω-
ρίς ανταπόδοση καταλήγει σε πικρία και μίσος. Ένας απ’ αυτούς
έμπηξε το μαχαίρι στον Νάταν Κέτιλσον».
Ο Τότι ένιωσε το μυαλό του να γυρίζει. Συγκεντρώθηκε στο
άσπρο φτερό που ήταν ακουμπισμένο στην άκρη του τραπεζιού,
μπροστά του.
«Δεν μπορώ να το πιστέψω», είπε τέλος.
Ο Μπλόνταλ αναστέναξε. «Όσες ιστορίες κι αν σας πει από τη
ζωή της η Άγκνες, αποδείξεις αθωότητας δεν θα βρείτε, εφημέ-
ριε. Είναι μια γυναίκα παραδομένη στα πάθη της, έκλυτη. Όπως
πολλές παραδουλεύτρες, μεγάλες στην ηλικία, είναι εκπαιδευ-
μένη στο ψέμα και στην απάτη. Είμαι βέβαιος ότι έχει σκαρώσει
μια ιστορία για τη ζωή της, τέτοια που να εξασφαλίσει τη συμπό-
νια σας. Εγώ δεν θα πίστευα ούτε λέξη απ’ όσα λέει. Δεν δίστασε
να μου πει κατάμουτρα ψέματα μέσα σ’ αυτό εδώ το δωμάτιο».
«Μοιάζει ειλικρινής», είπε ο Τότι.
«Πιστέψτε με: δεν είναι. Πρέπει να την μαστιγώσετε με το
λόγο του Θεού σαν να ’ταν άγριο άλογο. Αλλιώς δεν θα ’χετε α-
ποτέλεσμα».

218
Ο Τότι ξεροκατάπιε. Σκέφτηκε την Άγκνες, το χλωμό, λεπτό
κορμί της στις σκοτεινές γωνιές του Κορνσάου, καθώς του περιέ-
γραφε τον θάνατο της θετής της μάνας.
«Θα βάλω τα δυνατά μου, θα αφιερώσω όλο μου τον εαυτό στη
σωτηρία της ψυχής της, Νομαρχιακέ Επίτροπε».
«Επιτρέψτε μου να διορθώσω την πορεία σας, εφημέριε. Επι-
τρέψτε μου να σας μιλήσω για το τι έχει επιτύχει ο εφημέριος Γιό-
χαν Τόμασον με τον Φρίντρικ».
«Ο εφημέριος από το Τγιορν».
«Ναι. Συνάντησα για πρώτη φορά τον Φρίντρικ Σίγκουρντσον
την ημέρα που πήγα να τον συλλάβω. Ήταν τον Μάρτιο του πε-
ρασμένου χρόνου, λίγο μετά την είδηση της φωτιάς στο Ιλουγκά-
σταντιρ κι αφού είχα δει με τα μάτια μου τ’ απομεινάρια του Νά-
ταν και του Πέτουρ.
»Πήγα με το άλογο στο υποστατικό της οικογένειάς του, στο
Κατάνταλουρ, με λίγους από τους άντρες μου. Και πλησιάσαμε α-
πό την πίσω μεριά, για να τον αιφνιδιάσουμε. Όταν χτύπησα την
πόρτα, μου άνοιξε το μάνταλο ο ίδιος ο Φρίντρικ. Αμέσως έβαλα
τους άντρες μου να τον πιάσουν. Τον έδεσαν στα σίδερα. Ο νεα-
ρός έγινε έξαλλος, επέδειξε συμπεριφορά φρικτή, έβγαλε γλώσ-
σα βρωμερή και τρισάθλια. Πάλεψε με τους άντρες μου. Κι όταν
τον προειδοποίησα λέγοντάς του να μην επιχειρήσει να το σκά-
σει, απάντησε με δυνατή φωνή –και τον άκουσαν όλοι– ότι λυπό-
ταν που δεν είχε βγει στην πόρτα κρατώντας το όπλο του. Γιατί θα
μου πήγαινε πολύ ένα βόλι στο κούτελο. Έτσι είπε.
»Πρόσταξα τους άντρες μου να τον φέρουν εδώ, στο Χβάμουρ,
κι άρχισα να τον ανακρίνω, όπως είχα κάνει προηγουμένως με
την Άγκνες και τη Σιγκρίντουρ, που μου είχε αποκαλύψει την α-
νάμειξή του. Ήταν πεισματάρης, δεν άνοιγε το στόμα του. Κανό-
νισα να του μιλήσει ο εφημέριος Γιόχαν Τόμασον – και μόνον τό-

219
τε ομολόγησε πως με τη βοήθεια των δυο γυναικών είχε σκοτώ-
σει τους δυο άντρες. Ο Φρίντρικ δεν έδειχνε ούτε μετάνοια ούτε
συντριβή, όπως συμβαίνει συνήθως όταν κάποιος έχει σκοτώσει
εν βρασμώ ψυχής. Επανέλαβε πολλές φορές πως αυτό που εί-
χε κάνει στον Νάταν ήταν σωστό και δίκαιο. Κατά τη γνώμη του
­εφημέριου Γιόχαν η εγκληματική του δράση ήταν άμεση συνέ-
πεια της κακής του διαπαιδαγώγησης. Και πράγματι, συμφώ-
νησα μαζί του, όταν είδα τα ξεσπάσματα και τις υπερβολές της
μητέρας του κατά τη σύλληψή του. Ποια άλλη επιρροή θα μπο-
ρούσε να οδηγήσει ένα αγόρι δεκαεφτά χρονών να σκοτώσει με
σφυρί έναν άντρα;
»Ο Φρίντρικ Σίγκουρντσον μεγάλωσε σ’ ένα σπίτι αδιάφορο
για την ηθική και τη χριστιανική διδαχή, εφημέριε. Η οκνηρία,
η απληστία και η ασυδοσία εξασθένισαν το φρόνημά του και τον
ώθησαν προς τα εύκολα και άκοπα κέρδη. Καταγράφοντας την
ομολογία του, πείσθηκα πως είναι αδιάλλακτος και μονοκόμμα-
τος χαρακτήρας. Ακόμα και από το παρουσιαστικό του αυτό συ-
μπεραίνει κανείς: έχει πολλές φακίδες και –με το συμπάθιο, ε-
φημέριε– κόκκινα μαλλιά, που είναι σημάδι φύσης προδοτικής.
Όταν τον έστειλα στον Μπίρνι Όλσεν, στο Θίνγκεϊραρ, δεν είχα
την παραμικρή ελπίδα ότι θ’ αλλάξει, ότι θα μετανοήσει και θα
βρει το δρόμο του Θεού. Ευτυχώς, ο εφημέριος Γιόχαν και ο Όλ-
σεν έδειξαν περισσότερη πίστη από μένα και βάλθηκαν να δου-
λεύουν σκληρά για να σώσουν την ψυχή του αγοριού. Εργάστηκαν
με τον θρησκευτικό ζήλο που τους διακρίνει και τους δύο και τους
καθιστά πολύτιμους σ’ αυτήν την κοινότητα. Ο εφημέριος Γιόχαν
μου εμπιστεύθηκε πως ο συνδυασμός της προσευχής, της καθη-
μερινής θρησκευτικής νουθεσίας και του καλού παραδείγματος
που δίνει ο Όλσεν και η οικογένειά του, ο Φρίντρικ έχει μετανοή-
σει για το έγκλημά του κι έχει κατανοήσει πόσο εσφαλμένος ήταν

220
ο δρόμος που ακολουθούσε. Μιλάει με θάρρος και ειλικρίνεια για
τα λάθη του κι αναγνωρίζει ότι η επικείμενη εκτέλεσή του είναι η
σωστή τιμωρία για το φριχτό κι αποτρόπαιο έγκλημα που διέπρα-
ξαν τα χέρια του. Παραδέχεται ότι είναι “Θεία Δίκη”. Τι έχετε να
πείτε;»
Ο Τότι ξεροκατάπιε. «Συγχαρητήρια στον εφημέριο Γιόχαν και
στον κύριο Μπίρνι Όλσεν για το επίτευγμά τους».
«Αυτό λέω κι εγώ», συμφώνησε ο Μπλόνταλ. « Έχει μετανοή­
σει για το έγκλημά της η Άγκνες Μάγκνουσντότιρ; Δείχνει ση-
μάδια μετάνοιας;»
Ο Τότι δίστασε. «Δεν μιλάει καθόλου γι’ αυτό».
«Επειδή είναι ύπουλη, μυστικοπαθής και ένοχη».
Ο Τότι δεν μίλησε. Αν μπορούσε, θα έβγαινε τρέχοντας από
το δωμάτιο, θα πήγαινε να βρει τους υποταχτικούς του Χβάμουρ,
που οι φωνές τους έφταναν ως το γραφείο του Μπλόνταλ.
«Δεν είμαι σκληρός άνθρωπος, ιεροδιάκονε εφημέριε Θόρβαρ-
δουρ. Θεοφοβούμενος είμαι. Και βλέπω πως η Νομαρχία αυτή
έχει γεμίσει εγκληματίες του χειρίστου είδους. Κλέφτες, μαχαι-
ροβγάλτες, και τώρα δολοφόνους. Όλα αυτά τα χρόνια, που εί-
μαι Νομαρχιακός Επίτροπος, έχω δει τους ηθικούς φραγμούς που
συγκρατούν τον κόσμο και τον προστατεύουν από τη διαφθορά
και την αμαρτία να καταρρέουν. Είναι πολιτικό και πνευματικό
αίσχος. Και έχω χρέος να οδηγήσω στη Δικαιοσύνη τους εγκλη-
ματίες αυτής της Νομαρχίας, που τόσον καιρό ξέφευγαν. Για να
φοβηθούν και οι όμοιοί τους».
Ο Τότι έγνεψε καταφατικά και σήκωσε αργά το φτερό από το
τραπέζι. Τα λεπτά πουπουλάκια στη βάση του κόλλησαν στα ι-
δρωμένα του δάχτυλα. «Θέλετε να την τιμωρήσετε παραδειγμα-
τικά», είπε με σιγανή φωνή.
«Θέλω να επιβάλω τη δικαιοσύνη του Θεού επί γης», είπε ο

221
Μπλόνταλ σμίγοντας τα φρύδια του. «Θέλω να τιμήσω το αξίω-
μα και την αποστολή μου εκτελώντας το καθήκον μου ως φύλα-
κας του νόμου».
Ο Τότι δίστασε. «Άκουσα ότι ορίσατε δήμιο τον Γκούντμου-
ντουρ Κέτιλσον», είπε.
Ο Μπλόνταλ αναστέναξε και έγειρε στην πλάτη της καρέκλας
του. «Δεν έχω ξαναδεί στόματα να δουλεύουν πιο γρήγορα απ’
ό,τι σ’ ετούτη την κοιλάδα».
«Είναι αλήθεια ότι ζητήσατε από τον αδελφό του δολοφονη-
μένου να αναλάβει αυτό το καθήκον;»
«Δεν είμαι υποχρεωμένος να λογοδοτήσω σε σας, εφημέριε,
για τις αποφάσεις μου. Δεν είμαι υπόλογος στους εφημέριους των
ενοριών. Είμαι υπόλογος στη Δανία. Στον Βασιλέα».
«Δεν είπα ότι δεν εγκρίνω την απόφασή σας».
«Η γνώμη σας είναι γραμμένη φαρδιά πλατιά στο πρόσωπό
σας, εφημέριε». Ο Μπλόνταλ πήρε ξανά την πένα του. «Αλλά δεν
βρισκόμαστε εδώ για να συζητήσουμε τη δική μου δουλειά. Βρι-
σκόμαστε εδώ για να συζητήσουμε τη δική σας. Και οφείλω να ο-
μολογήσω ότι με απογοητεύσατε».
«Τι θα θέλατε να κάνω;»
«Να επιστρέψετε στο λόγο του Θεού. Ξεχάστε τα λόγια της
­Άγκνες. Δεν έχει να σας πει τίποτα που ν’ αξίζει τον κόπο να το
ακούσετε. Εκτός κι αν πρόκειται για την ομολογία της».

Ο εφημέριος Τότι βγήκε από το γραφείο του Μπγιορν Μπλόνταλ


με το κεφάλι του να πονάει. Δεν μπορούσε να βγάλει από το μυα-
λό του το χλωμό πρόσωπο της Άγκνες, τη σιγανή φωνή της στα
σκοτεινά, την εικόνα του κοκκινομάλλη Φρίντρικ τη στιγμή που
σήκωνε το σφυρί πάνω από έναν κοιμισμένο άντρα. Ψέματα ή-

222
ταν όσα του είχε πει; Έπνιξε την ανάγκη του να σταυροκοπηθεί
στο διάδρομο, μπροστά στις πολυάσχολες παραδουλεύτρες, που
κουβαλούσαν καρδάρες γάλα και κουβάδες με απόνερα και βρω-
μιές. Ακούμπησε στον τοίχο και φόρεσε τις μπότες του.
Αλάφρωσε κάπως βγαίνοντας από το σπίτι. Είχε συννεφιάσει
κι η μέρα προχωρούσε μουντή. Αλλά με τον κρύο αέρα και τη δυ-
νατή μυρωδιά των ψαριών, που στέγνωναν κρεμασμένα σε ρα-
βδιά δίπλα στο στάβλο, η ταραχή κι η αναστάτωσή του χειροτέ-
ρεψαν. Σκέφτηκε το λαδωμένο δάχτυλο του Μπλόνταλ στο λαι-
μό του. Σκέφτηκε το κόκκαλο να σπάει με ανατριχιαστικό τρίξι-
μο. Σκέφτηκε τον Νάταν Κέτιλσον να ικετεύει για τη ζωή του. Και
τον έπιασε αναγούλα.
«Εφημέριε!» Κάποιος τον φώναζε. Γύρισε και είδε την Κάρι-
τας, την παραδουλεύτρα του Μπλόνταλ, που έτρεχε βιαστική να
τον προλάβει. «Ξεχάσατε το πανωφόρι σας, πάτερ».
Ο Τότι χαμογέλασε κι άπλωσε το χέρι να πάρει το ρούχο, αλ-
λά η γυναίκα το κράτησε. Και τραβώντας τον Τότι κοντά της του
ψιθύρισε με το βλέμμα καρφωμένο στο χώμα:
«Πρέπει να σας μιλήσω».
Ο Τότι ξαφνιάστηκε. «Ορίστε;»
«Σσσστ», σφύριξε η γυναίκα. Έριξε μια ματιά προς τους ά-
ντρες που καθάριζαν τα ψάρια πάνω στην πέτρα. «Ελάτε μαζί
μου. Στο στάβλο».
Ο Τότι έγνεψε και παίρνοντας το πανωφόρι του προχώρησε
προς τον μεγάλο στάβλο. Μέσα ήταν σκοτεινά και μύριζε κοπριά,
αν και τον είχαν ήδη καθαρίσει. Ήταν άδειος – τα ζώα τα είχαν
βγάλει να βοσκήσουν.
Γύρισε και είδε την Κάριτας στο άνοιγμα της πόρτας.
«Δεν μ’ αρέσουν τα κρυφομιλήματα, αλλά…» Πλησίασε και ο
Τότι είδε πως ήταν ταραγμένη.

223
«Συγγνώμη που σας άρπαξα έτσι, αλλά σκέφτηκα πως δεν θα
είχα άλλη ευκαιρία». Η Κάριτας του ’δειξε ένα σκαμνί που είχαν
για το άρμεγμα. Ο Τότι κάθισε.
«Είστε ο εφημέριος που έχει αναλάβει την Άγκνες Μάγκνου-
σντότιρ;»
«Ναι», είπε ο Τότι, παραξενεμένος.
«Δούλευα στο Ιλουγκάσταντιρ. Με τον Νάταν Κέτιλσον. Έφυ-
γα το 1827, ακριβώς πριν έρθει η Άγκνες να πιάσει δουλειά εκεί.
Ήρθε να πάρει τη θέση μου, οικονόμος. Τουλάχιστον έτσι μου εί-
πε ο Νάταν».
«Μάλιστα. Και τι ήθελες να μου πεις;»
Η Κάριτας σώπασε, σαν να προσπαθούσε να βρει τις σωστές
λέξεις. «“Η προδοσία του φίλου είναι χειρότερη από την προδο-
σία του εχθρού”», είπε τέλος.
«Δεν καταλαβαίνω».
«Είναι από τη σάγκα του Γκίζλι Σούρσον». Η Κάριτας στράφη-
κε προς την ανοιχτή πόρτα να δει μήπως ερχόταν κανείς. «Πάτη-
σε το λόγο που της είχε δώσει», ψιθύρισε.
«Το λόγο του;»
«Ο Νάταν είχε τάξει στην Άγκνες τη θέση μου, πάτερ. Αλλά
πριν φτάσει η Άγκνες στο υποστατικό, αποφάσισε ότι θα την έ-
δινε τελικά στη Σίγκα».
Ο Τότι μπερδεύτηκε. Αφηρημένα χάιδεψε το φτερό που του
είχε δώσει ο Μπλόνταλ. Το κρατούσε ακόμα στο χέρι του.
«Η Σίγκα ήταν μικρή – δεκαπέντε, δεκάξι χρονών, πάτερ. Ο
Νάταν το ήξερε ότι η Άγκνες θα το ’βρισκε προσβολή να είναι κά-
τω από τις διαταγές της».
«Φοβάμαι ότι δεν καταλαβαίνω τι θέλεις να πεις, Κάριτας. Για-
τί να υποσχεθεί ο Νάταν μια θέση στην Άγκνες κι ύστερα να την
δώσει σε μιαν άπειρη κοπελίτσα με τα μισά της χρόνια;»

224
Η Κάριτας ανασήκωσε τους ώμους. «Τον είχατε συναντήσει
ποτέ τον Νάταν, πάτερ;»
«Όχι, ποτέ. Αν και βλέπω ότι πολλοί εδώ στην κοιλάδα τον ή-
ξεραν». Χαμογέλασε. «Κι έχω ακούσει πολλές και διαφορετικές
γνώμες για το ποιόν του. Κάποιοι λένε ότι ήταν μάγος, άλλοι τον
είχαν για καλό γιατρό».
Η Κάριτας δεν του χαμογέλασε.
«Εσύ, όμως, πιστεύεις ότι εξαπάτησε την Άγκνες».
Η Κάριτας έσυρε το παπούτσι της στο άχυρο κατάχαμα. «Είναι
μόνο… Ο κόσμος έχει μαυρίσει το όνομά της κι αυτό δεν μ’ αρέσει».
Ο Τότι δίστασε. «Γιατί μου τα λες αυτά, Κάριτας;»
Η γυναίκα έγειρε πιο κοντά του. « Έφυγα από το Ιλουγκάστα-
ντιρ, επειδή δεν άντεχα άλλο τον Νάταν. Έπαιζε…, έπαιζε με τους
ανθρώπους». Έσκυψε κι άλλο, τα χείλια της έτρεμαν. «Το έκανε
για να διασκεδάζει. Ποτέ δεν ήξερα τι να περιμένω απ’ αυτόν.
Άλλα μου έλεγε κι άλλα έκανε. Κι όταν γύρευα άδεια για να πάω
στην εκκλησία, εκεί…» Η γυναίκα κοίταξε λοξά τον Τότι. «Είμαι
καλή χριστιανή, πάτερ. Και παίρνω όρκο πως ούτε έχω δει ούτε
κι έχω ακούσει άνθρωπο πιο άπιστο και πιο άθεο από τον Νάταν».
Η Κάριτας μόρφασε και κοίταξε ξανά προς την πόρτα. «Δεν θα
πείτε στον Μπλόνταλ ότι σας μίλησα, εντάξει;»
«Όχι βέβαια. Αλλά δεν βλέπω το όφελος. Γιατί μου τα λες ό-
λα αυτά για τον Νάταν; Καταλαβαίνω ότι οι γνώμες ήταν διχα-
σμένες. Μα όσο κι αν αθετεί το λόγο του ένας άνθρωπος…, όσο
κι αν είναι άπιστος κι άθεος, όπως λες…, δεν πας να τον σκοτώ-
σεις μέσα στη νύχτα».
Η Κάριτας τίναξε ελαφρά το κεφάλι της. «Ν’ αθετεί το λόγο
του;» Κοίταξε παραξενεμένη τον εφημέριο. «Δεν σας έχει πει τί-
ποτα για τον Νάταν η Άγκνες;»
«Όχι. Δεν μιλάει καθόλου γι’ αυτόν».

225
«Κι ο Μπλόνταλ; Τι σας είπε ο Μπλόνταλ;» ρώτησε η γυναί-
κα δείχνοντας μ’ ένα νεύμα προς την κατεύθυνση του σπιτιού.
«Λίγα πράγματα άκουσα, που να μπορώ να τα πιστέψω, πέρα
από τις προλήψεις τις σχετικές με το όνομά του, που του το ’δωσε
υποτίθεται ο Σατανάς ο ίδιος».
Ένα αχνό χαμόγελο ζωγραφίστηκε στα χείλη της Κάριτας. «Ναι,
έτσι λένε. Αλλά ο Μπλόνταλ δεν θα ’λεγε κακό για τον Νάταν. Ο
Νάταν γιάτρεψε τη γυναίκα του».
«Δεν το ήξερα πως ήταν άρρωστη».
«Βαριά. Και ο Μπλόνταλ τον χρυσοπλήρωσε. Αλλά έγινε η
δουλειά του. Ο Νάταν Κέτιλσον του ’φερε τη γυναίκα του πίσω
από του Χάρου το στόμα».
Ο Τότι ένιωσε ξαφνικά τον θυμό να τον πνίγει. Σηκώθηκε και
τίναξε τις σκόνες και τα άχυρα από το παντελόνι του. «Πρέπει
να πηγαίνω».
«Δεν θα πείτε στον Μπλόνταλ ότι σας μίλησα…»
«Όχι». Ο Τότι προσπάθησε να χαμογελάσει. «Κάριτας, την ευ-
λογία μου. Ο Θεός να σ’ έχει καλά».
«Εφημέριε, ρωτήστε την Άγκνες να σας πει για τον Νάταν. Νο-
μίζω ότι αυτοί οι δυο ήξεραν ο ένας τον άλλον καλύτερα απ’ όσο
ήξεραν ο καθένας τον εαυτό του».
Ο Τότι, που είχε φτάσει στο μεταξύ στην πόρτα, στράφηκε ξα-
νά προς τη γυναίκα σαστισμένος. «Θα ερχόσουν να την επισκε­-
φτείς;»
Η Κάριτας γέλασε βραχνά. «Ο Μπλόνταλ θα με ξεκοίλιαζε και
θα με κρεμούσε ανάποδα να στεγνώσω. Κι έπειτα… είχα ήδη φύ-
γει, όταν έφτασε εκείνη στο Ιλουγκάσταντιρ. Δεν άντεχα άλλο».
«Μάλιστα». Ο Τότι κάρφωσε τα μάτια του στα δικά της για μια
στιγμή, ύστερα έφερε το χέρι στο γύρο του καπέλου του. «Την ευ-
λογία του Κυρίου». Και βγήκε. Όταν καβάλησε το άλογό του, γύ-

226
ρισε και την χαιρέτισε. Η Κάριτας, όρθια στην ανοιχτή πόρτα του
στάβλου, δεν του ανταπέδωσε το χαιρετισμό του.

Ο θερισμός έχει τελειώσει κι όλοι ανυπομονούν να φάνε και να


πιουν και να μιλήσουν μετά από τόσες βδομάδες που τις πέρασαν
δουλεύοντας με σφιγμένα δόντια. Βοηθώ τη Μαργκρέτ στην κου-
ζίνα, μαγειρεύουμε αρνί για τους καλεσμένους, που έχουν αρχί-
σει κι έρχονται για τη γιορτή του θερισμού. Δεν έχουμε καιρό για
σκέψεις. Οι κόρες της δεν είναι εδώ – τις έστειλαν στα θαμνοτό-
πια του βουνού με την Κριστίν να μαζέψουν βατόμουρα και μού-
σκλια. Μείναμε η Μαργκρέτ κι εγώ να αραιώσουμε το τυρόγαλο
με νερό, να χτυπήσουμε το βούτυρο, να σερβίρουμε τους άντρες,
να μαζέψουμε την απλωμένη μπουγάδα από την μπροστινή αυλή,
πριν φτάσει ο κόσμος και δει τα μεσοφόρια μας. Ξαφνιάστηκα,
όταν κατάλαβα πως τα κορίτσια είχαν φύγει. Μάλλον έχω συνη-
θίσει στις λοξές ματιές της Λάουγκα που με κοιτάει σαν μουτρω-
μένο μοσχαράκι. Και στη Στέινα που με παίρνει παντού από πί-
σω, σαν σκιά. «Σε ξέρω», μου είπε πριν φύγει. «Μοιάζουμε εσύ
κι εγώ».
Καθόλου δεν μοιάζουμε. Δεν είμαι σαν τη Στέινα εγώ. Είναι
κι εκείνη δυστυχισμένη, ναι. Αλλά δεν είναι σαν εμένα. Όταν
ήμουν στην ηλικία της, δούλευα για να βγάζω το ψωμί μου στο
Γκουντρουνάρσταντιρ, είχαν πέντε παιδιά εκεί –το ένα πιο α-
δύνατο από το άλλο– και βοηθούσα: έπλενα, καθάριζα, μαγεί-
ρευα, σέρβιρα, σκοτωνόμουνα στη δουλειά όλη μέρα. Τα χέρια
μου συνέχεια ως τον αγκώνα μέσα σε κάτι – στην άρμη, στο γάλα,
στη στάχτη, στην κοπριά ή στο αίμα. Όταν γεννήθηκε ο Ιντρίντι,
ο μικρότερος από τη φαμίλια του Γκουντρουνάρσταντιρ, ήμουν

227
δίπλα στην κακομοίρα τη μάνα του, κρατούσα το χέρι της. Εγώ
της έκοψα τον ομφάλιο λώρο. Τι έχει δει η Στέινα από τον κόσμο;
Στην ηλικία της εγώ ήμουν μόνη μου και τις νύχτες κοιμόμουν με
το ένα μάτι ανοιχτό, για να προσέχω να μη μου σηκώσει κανένας
βρωμιάρης εργάτης το μεσοφόρι θαρρώντας με κοιμισμένη. Κι
όχι πως τον ένοιαζε να κρυφτεί. Μια μέρα με γράπωσε στην πο-
ταμιά, μου ’στριψε τα χέρια πίσω από την πλάτη και μ’ έριξε κά-
τω, μου ’χωσε το πρόσωπο στο νερό και φοβήθηκα πως θα πνι-
γόμουν, καθώς εκείνος έλυνε το ζωνάρι του. Έχει χρειαστεί πο-
τέ να παλέψει έτσι η Στέινα με το βάρος ενός εργάτη; Έχει μπει
ποτέ στο δίλημμα αν πρέπει ν’ ανοίξει τα πόδια της στον αφέντη
του σπιτιού και να βρεθεί αντιμέτωπη με τη φούρκα της γυναί-
κας του, που θα τη βάζει μετά να κάνει όλες τις βρωμοδουλειές –
ή να του αρνηθεί και να βρεθεί άστεγη στο χιόνι και στην ομίχλη,
μ’ όλες τις πόρτες κλειστές γύρω της;
Αυτό το μωρό, αυτό το παραλοϊσμένο παιδάκι που βοήθησα να
’ρθει στον κόσμο, τον Ιντρίντι, τον έθαψαν λίγα χρόνια αργότερα.
Είχε προλάβει να μιλήσει. Είχε προλάβει να πεινάσει. Τι ξέρει η
Στέινα από τέτοια πράγματα; Έχει δει παιδί να πεθαίνει; Δεν είναι
σαν εμένα. Ξέρει μόνο το δέντρο της ζωής. Δεν έχει δει τις στρε-
βλές του ρίζες να τυλίγονται σφιχτά γύρω από πέτρες και φέρετρα.
Έφυγα από το Γκουντρουνάρσταντιρ, όταν πέθανε ο Ιντρίντι.
Ο γεωργός κι η γυναίκα του, τα υπόλοιπα παιδιά τους, δεν είχαν να
φάνε ούτε οι ίδιοι. Μου ’δωσαν φιλιά, ένα γράμμα με συστάσεις
και δυο αυγά για να φάω ώσπου να φτάσω στο Γκίλσταντιρ. Τα αυ-
γά τα ’δωσα σε δυο ξανθά κοριτσάκια που συνάντησα στο δρόμο.
Θα μπορούσα να βάλω τα γέλια. Σκέψου: αυτά τα ροδομάγου-
λα πιτσιρίκια, που πετούσαν σβολαράκια λάσπη στο σκυλί τους,
είναι τώρα οι δεσμοφύλακές μου εδώ στο Κορνσάου.
Η Λάουγκα έκανε μεγάλη φασαρία, όταν ο Γιον τους είπε ότι

228
θα έχαναν τη γιορτή του θερισμού και θα πήγαιναν για βατόμου-
ρα. Θυμώνει με το παραμικρό και μουτρώνει. Μου θυμίζει λιγάκι
τη Σίγκα, μόνο που είναι πιο έξυπνη. Ο Γιον τους μίλησε, σ’ αυ-
τήν και στη Στέινα, χτες βράδυ – όταν πίστεψε ότι είχα κοιμηθεί.
«Πρέπει να πάει να συναντήσει τον Θεό. Κι αυτό θα γίνει με τρό-
πο άσχημο», είπε. «Η ζωή της οικογένειάς μας πρέπει να συνε-
χιστεί. Πρέπει να σας κρατήσουμε μακριά της». Δεν θέλει να με
λυπηθούν. Δεν θέλει να δεθούν μαζί μου. Γι’ αυτό και τις έδιωξε
για λίγο από το σπίτι, όσο το επιτρέπει ο καιρός. Να απομακρυν-
θούν από την παρουσία μου.
Η Μαργκρέτ λέει ότι οι επισκέπτες θα φάνε έξω σήμερα, εί-
ναι ένα όμορφο σεπτεμβριάτικο πρωινό και θα μας ωφελήσει να
μαζέψουμε λίγο ήλιο, όσο το μπορούμε· γιατί σύντομα θα πέσει
πάνω μας ο χειμώνας. Το χορτάρι στο βουνό έχει ήδη πάρει το
χρώμα του καπνισμένου κρέατος. Και τα βράδια μυρίζουν καμέ-
νο ψαρόλαδο από τις αναμμένες λάμπες. Στο Ιλουγκάσταντιρ οι
σωροί από τα φύκια στην ακτή θ’ αρχίσουν να πιάνουν τσάφι τις
νύχτες. Οι φώκιες θα βγαίνουν στις γλώσσες των βράχων και θα
κοιτάνε τον χειμώνα να κατεβαίνει από το βουνό. Οι άντρες, κα-
βάλα στ’ άλογά τους, θα μαζεύουν τα κοπάδια. Και μετά θ’ αρ-
χίσει το σφάξιμο.
«Καλώς σας βρίσκουμε όλους, στο Κορνσάου!» ακούγεται μια
φωνή από την αυλόπορτα και η Μαργκρέτ σηκώνει το κεφάλι της
ξαφνιασμένη. «Μείνε εδώ», μου λέει. Και βγαίνει τρέχοντας. Μια
γυναικεία φωνή πιο δυνατή, πιο σιγανή. Και μετά μια παχιά γυ-
ναίκα, έγκυος, μπαίνει μέσα, τριγυρισμένη από ένα σμάρι κατά-
ξανθα μυξιάρικα παιδιά. Μια δεύτερη γυναίκα, αδύνατη, γκρί-
ζα, την ακολουθεί. Σηκώνω το βλέμμα από την πυροστιά, όπου
ανακατεύω το τσουκάλι με τη σούπα. Βλέπω τη χοντρή να με κοι-
τάζει με το χέρι στο στόμα. Τα παιδιά της με κοιτάζουν κι αυτά.

229
«Ροσλίν, Ίνγκιμπγιοργκ, αυτή είναι η Άγκνες Μάγκνουσντό-
τιρ», λέει μ’ ένα στεναγμό η Μαργκρέτ.
Κάνω μια μικρή υπόκλιση, το ξέρω πως έχω τα χάλια μου. Οι
ατμοί από το τσουκάλι έχουν κολλήσει τα μαλλιά μου στο μέτω-
πό μου και η ποδιά μου έχει αίματα από το κρέας.
« Έξω! Παιδιά, βγείτε έξω! Τώρα!» Το μικρό κοπάδι των παι-
διών φεύγει. Βγαίνοντας ένα απ’ όλα φτερνίζεται δυνατά. Δεί-
χνουν απογοητευμένα.
Η μάνα τους, όμως, όχι. Αυτή που τη λένε Ροσλίν γυρίζει στη
Μαργκρέτ και την πιάνει από τους ώμους.
«Μας καλείς να ’ρθουμε σπίτι σου μ’ αυτήν εδώ πέρα!»
«Πού νόμιζες, δηλαδή, ότι θα ήταν;» Η Μαργκρέτ κοιτάζει την
άλλη γυναίκα, την Ίνγκιμπγιοργκ. Διακρίνω τη σπίθα της συνω-
μοσίας στα μάτια τους.
«Στο Χβάμουρ, για σήμερα τουλάχιστον! Κλειδωμένη στο κε-
λάρι τους!» Η Ροσλίν φωνάζει. Το πρόσωπό της είναι ξαναμμένο.
Της αρέσει η φασαρία που ξεσηκώνει.
«Μην ταράζεσαι έτσι, Ροσλίν. Θα γεννήσεις πριν την ώρα σου».
Κοιτάζω τη φουσκωμένη κοιλιά της. Είναι στο μήνα της.
«Κορίτσι είναι», λέω χωρίς να το σκεφτώ.
Οι τρεις γυναίκες γυρίζουν και με κοιτάζουν.
«Τι είπε;» ψιθυρίζει η Ροσλίν έντρομη.
Η Μαργκρέτ ξεροβήχει. «Τι είπες, Άγκνες;»
Ξαφνικά νιώθω αμήχανη. «Το μωρό είναι κορίτσι. Φαίνεται
από το σχήμα της κοιλιάς».
Η Ίνγκιμπγιοργκ με κοιτάζει με ενδιαφέρον.
«Μάγισσα!» τσιρίζει η Ροσλίν. «Πέστε της να μη με κοιτάει».
Και ορμάει έξω από το δωμάτιο.
«Πώς το καταλαβαίνεις το μωρό; Αν είναι αγόρι ή κορίτσι;»
ρωτάει η Ίνγκιμπγιοργκ. Η φωνή της είναι ευγενική.

230
«Μου το ’χει μάθει η Ρόζα Γκούντμουντσντότιρ. Είναι μαμή.
Στα δυτικά».
Η Μαργκρέτ κουνάει το κεφάλι της αργά. «Η Ρόζα η Ποιή-
τρια. Δεν το ’ξερα ότι είσαστε φίλες».
Το κρέας έχει βράσει. Αφήνω την κουτάλα πάνω σ’ ένα βαρέ-
λι και ξεκρεμάω με τα δυο μου χέρια το τσουκάλι από το γάντζο,
το τραβάω από τη φωτιά. «Δεν είμαστε», απαντώ.
Η Ίνγκιμπγιοργκ παίρνει ένα πιατάκι με βούτυρο από δίπλα
μου και γνέφει στη Μαργκρέτ.
«Ελπίζω ότι η κυρά σου θα σ’ αφήσει να βγεις για λίγο έξω»,
μου λέει χαμογελώντας. «Να χαρείς τον ήλιο στο πρόσωπό σου».
Βγαίνει μαζί με τη Μαργκρέτ, αλλά τα λόγια της μένουν πίσω,
μέσα στο δωμάτιο. Να χαρείς τον ήλιο στο πρόσωπό σου. «Πριν
πεθάνεις», δεν κρατιέμαι και λέω στα κάρβουνα που τριζοβο-
λούν μπροστά μου.

Οι καλεσμένοι φτάνουν, άλλοι πεζή κι άλλοι καβάλα στ’ άλογα.


Οι γυναίκες φέρνουν φαγητά, οι άντρες βγάζουν ντροπαλά από
τις τσέπες τους μικρά μπουκαλάκια με μπράντι. Τους βλέπω, κα-
θώς στρώνω πιάτα στα τραπέζια. Αλλά την περισσότερη ώρα η
Μαργκρέτ με κρατάει απασχολημένη στην κουζίνα, να μη με βλέ-
πουν οι γείτονες. Με λοξοκοιτάζουν και σωπαίνουν, όταν κουβα-
λώ έξω τις κανάτες με το γάλα και τα πιάτα με το φρέσκο βούτυρο.
Δεν θέλω να βγω έξω. Θα έρθουν κι άνθρωποι που με ξέρουν,
αγρότες για τους οποίους έχω δουλέψει, παραδουλεύτρες που
κοιμόμασταν μαζί. Το μέτωπό μου πονάει, τόσο σφιχτά πλεγμέ-
νες είναι οι κοτσίδες μου. Και ξάφνου λαχταράω να τις λύσω, να
περπατήσω με τα μαλλιά μου ελεύθερα, να ξαπλώσω ανάσκε-
λα στον ήλιο.

231

Ο Τότι βρήκε την Άγκνες στο τυροκομιό να χτυπάει το βούτυρο.


«Δεν θα βγεις έξω, στη γιορτή, Άγκνες;» ρώτησε μαλακά.
Δεν γύρισε να τον δει. «Καλύτερα πιάνω τόπο εδώ μέσα», του
απάντησε και συνέχισε να σηκώνει το ντουρβάνι και να το ξανα-
ρίχνει στο πηγμένο γάλα. Ο πλαταγιστός γδούπος του δάρτη φά-
νηκε γλυκός στ’ αυτιά του Τότι.
«Ελπίζω πως δεν σ’ ενοχλώ. Δεν θέλω να σε κόψω από τη δου-
λειά σου».
«Όχι. Αλλά αν δεν σε πειράζει, πάτερ, θα συνεχίσω, μέχρι να
πετσώσει το βούτυρο».
Ο Τότι ακούμπησε στο άνοιγμα της πόρτας, καθώς η Άγκνες
σήκωνε και κατέβαζε το ντουρβάνι. Ένα λεπτό πιο ύστερα άκουσε
την ανάσα της, ρυθμική και γρήγορη μέσα στο μικρό καμαράκι.
Και ντράπηκε· με το ρυθμικό ανεβοκατέβασμα του ντουρβανιού
και τη λαχανιασμένη γρήγορη ανάσα. Ένιωσε τα μάγουλά του να
κοκκινίζουν. Μέχρι που ακούστηκε ένας γδούπος υπόκωφος από
τον πάτο του μικρού βαρελιού κι η Άγκνες σταμάτησε κι επιδέξια
χώρισε το βούτυρο από το ανθόγαλο. Ο Τότι ανοιγόκλεισε τα μά-
τια καθώς η γυναίκα σήκωσε την μπάλα το βούτυρο, την ξέπλυνε
κι έγειρε την κουτάλα να πέσει το υπόλοιπο υγρό μέσα στο βαρέ-
λι. Άθελά του σκέφτηκε τα λόγια του Μπλόνταλ. Κάποιος έμπη-
ξε το μαχαίρι στην κοιλιά του Νάταν Κέτιλσον.
Όταν το βούτυρο μπήκε στην πιατέλα και βολεύτηκε σκεπα-
σμένο με την πετσέτα, ο Τότι πρότεινε να βγουν έξω, στον αέρα
και στον ήλιο. Η Άγκνες δίστασε αμήχανη, μα τελικά πήρε ένα
πλεχτό από την κάμαρα και τον ακολούθησε. Κάθισαν στο σωρό
της τύρφης δίπλα στο σπίτι και κοίταξαν τη συντροφιά των μεγά-
λων και των παιδιών· οι άντρες όλο και πιο πολύ στο κέφι από το

232
μπράντι, οι γυναίκες, σκούρα τσαμπιά από κουβέντες και κου-
τσομπολιά. Ένα μωρό περνούσε από αγκαλιά σε αγκαλιά, οι γυ-
ναίκες τού μιλούσαν, τού γελούσαν – κι εκείνο έβαλε τα κλάματα.
«Συνάντησα τον Μπλόνταλ», μίλησε τέλος ο Τότι.
Η Άγκνες χλώμιασε. «Τι ήθελε;»
«Μου είπε να περνάμε περισσότερη ώρα με προσευχές και κη-
ρύγματα και λιγότερη με τις ιστορίες που μου λες απ’ τη ζωή σου».
« Ένα πράγμα μόνο αρέσει στον Μπλόνταλ περισσότερο από
τη θρησκευτική κατήχηση. Κι αυτό είναι ο ήχος της φωνής του»,
είπε ξερά η Άγκνες.
«Είναι αλήθεια ότι ο Μπλόνταλ πλήρωσε τον Νάταν να για-
τρέψει τη γυναίκα του;»
Η Άγκνες τον κοίταξε κουρασμένη. «Ναι», είπε αργά. «Ναι,
αλήθεια είναι. Ο Νάταν πήγε στο Χβάμουρ πριν κάμποσα χρόνια
και της έβαλε καταπλάσματα και της τράβηξε αίμα».
Ο Τότι κούνησε το κεφάλι του. «Ο Μπλόνταλ μου είπε επίσης
λίγα πράγματα για τον Φρίντρικ. Απ’ ό,τι φαίνεται τα πάει κα-
λά στο σπίτι του Μπίρνι Όλσεν. Και οι συμβουλές του εφημέριου
Γιόχαν τον ωφελούν». Κοίταξε την Άγκνες περιμένοντας την α-
ντίδρασή της. Η γυναίκα στένεψε τα μάτια της.
«Θα κάνουν και γι’ αυτόν αίτηση χάριτος;» ρώτησε.
«Δεν μου είπε». Ο Τότι ξερόβηξε να καθαρίσει το λαιμό του.
«Άγκνες, μια παραδουλεύτρα που τη λένε Κάριτας σου στέλνει
χαιρετίσματα. Ρώτησε αν μου ’χεις μιλήσει για τον Νάταν».
Η Άγκνες σταμάτησε το πλέξιμο. Το σαγόνι της σφίχτηκε.
«Κάριτας;» Η φωνή της έσπασε.
«Μ’ έπιασε και μου μίλησε την ώρα που έφευγα. Ήθελε να
μου πει για τον Νάταν».
«Και τι σου είπε;»
Ο Τότι έψαξε την τσέπη του, βρήκε την ταμπακιέρα του, έρι-

233
ξε λίγο ταμπάκο στο χέρι του και το ρούφηξε. «Είπε ότι δεν άντε-
χε να είναι στη δούλεψή του. Είπε ότι ήταν άνθρωπος που έπαι-
ζε με τους άλλους».
Η Άγκνες δεν μίλησε.
«Συνάντησα κι άλλους στην κοιλάδα που λένε ότι ήταν μάγος.
ότι τ’ όνομά του το είχε πάρει από τον Σατανά», συνέχισε ο Τότι.
«Ναι, είναι γνωστή αυτή η ιστορία. Και πολλοί την πιστεύουν».
«Εσύ την πιστεύεις;»
Η Άγκνες ίσιωσε τη μισοτελειωμένη κάλτσα στα γόνατά της
να δει το μάκρος της. «Δεν ξέρω», είπε τελικά. «Ο Νάταν πίστευε
στα όνειρα. Η μάνα του είχε το χάρισμα και τα όνειρά της συχνά
έβγαιναν αληθινά. Το ’ξεραν όλοι πως στο σόι του το είχαν το χά-
ρισμα. Κι εκείνος μ’ έβαζε συχνά να του λέω τα όνειρά μου και τα
θεωρούσε πολύ σπουδαία».
Η Άγκνες σταμάτησε να στρώνει την κάλτσα με την παλάμη
της και σήκωσε το κεφάλι. «Πάτερ», είπε ήρεμα. «Αν σου πω κά-
τι, μου ορκίζεσαι ότι θα με πιστέψεις;»
Ο Τότι ένιωσε την καρδιά του να τινάζεται στο στήθος του. «Τι
θέλεις να μου πεις, Άγκνες;»
«Θυμάσαι τότε που ήρθες πρώτη φορά εδώ και με ρώτησες για-
τί διάλεξα εσένα να είσαι ο πνευματικός μου; Κι εγώ σου είπα ό-
τι ήταν εξαιτίας μιας καλής σου πράξης, επειδή πριν από χρόνια
με είχες βοηθήσει να περάσω απέναντι το ποτάμι;» Η Άγκνες έ-
ριξε μια επιφυλακτική ματιά προς την παρέα των ανθρώπων που
γλεντούσε έξω, στο χωράφι. «Δεν έλεγα ψέματα», συνέχισε. «Συ-
ναντηθήκαμε πράγματι τότε. Αλλά δεν σου είπα ότι είχαμε ξα-
νασυναντηθεί και πιο πριν».
Ο Τότι σήκωσε τα φρύδια του. «Λυπάμαι, Άγκνες. Δεν το θυ-
μάμαι».
«Δεν θα μπορούσες να το θυμάσαι. Γιατί συναντηθήκαμε σ’

234
ένα όνειρο». Κοίταξε τον Τότι, σαν ν’ ανησυχούσε μήπως γελά-
σει με τα λόγια της.
«Σ’ ένα όνειρο;» Ο εφημέριος ξαφνιάστηκε και πάλι από την
αντίθεση ανάμεσα στις σκούρες βλεφαρίδες και τ’ ανοιχτόχρω-
μα μάτια της. Δεν μοιάζει με άλλη καμία, σκέφτηκε.
Σίγουρη πως δεν θα την κορόιδευε, η Άγκνες ξανάρχισε να πλέ-
κει. «Όταν ήμουν δεκάξι χρονών, ονειρεύτηκα πως περπατούσα
ξυπόλυτη σ’ ένα λιβάδι από ξερή λάβα. Όλα ήταν χιονισμένα κι ε-
γώ είχα χαθεί και φοβόμουν – δεν ήξερα πού ήμουν και δεν έβλε-
πα κανέναν πουθενά. Όπου κι αν γύριζα, μόνο βράχια και χιόνι
και χαρακιές βαθιές στο έδαφος, ρωγμές και χάσματα. Τα πόδια
μου είχαν ματώσει, αλλά προχωρούσα, δεν γινόταν να σταμα-
τήσω, προχωρούσα όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Κι όταν πια νό-
μιζα ότι θα πέθαινα από το φόβο μου, βγήκε μπροστά μου ένας
­νέος άντρας. Είχε ακάλυπτο το κεφάλι του, αλλά φορούσε τον ά-
σπρο γιακά των εφημέριων. Και μου ’δωσε το χέρι του. Συνεχί-
σαμε να περπατάμε προς την ίδια κατεύθυνση όπως και πριν –
δεν ξέραμε κατά πού αλλού να τραβήξουμε. Και μόλο που ήμουν
ακόμα τρομοκρατημένη, είχα το χέρι του στο δικό μου κι αυτό ή-
ταν μια ανακούφιση.
Ξάφνου, όμως, ένιωσα τη γη να χάνεται κάτω από τα πόδια
μου και το χέρι μου γλίστρησε από το χέρι του νέου άντρα κι έπε-
σα σ’ ένα σκοτεινό στενό γκρεμό. Θυμάμαι πως έπεφτα μέσα στο
σκοτάδι και το έδαφος έκλεινε ξανά από πάνω μου. Μου ’κρυβε
το φως και το πρόσωπο του άντρα που είχε εμφανιστεί στην ερη-
μιά. Βρέθηκα έτσι πεσμένη μέσα στη γη, θαμμένη στην απόλυ-
τη σιωπή, κι ήταν αφόρητο. Και τότε ξύπνησα».
Ο Τότι ένιωσε το στόμα του στεγνό. « Ήμουν εγώ αυτός ο ά-
ντρας;» ρώτησε.
Η Άγκνες έγνεψε καταφατικά. Είχε δάκρυα στα μάτια της.

235
«Τρόμαξα όταν σε είδα στο Γκιόνγκουσκορντ. Σ’ αναγνώρισα α-
πό το όνειρό μου και ήξερα ότι με κάποιον τρόπο ήσουν δεμένος
με τη ζωή μου. Κι αυτό μ’ ανησύχησε». Η Άγκνες σκούπισε τη μύ-
τη της στο μανίκι της. «Όταν χωρίσαμε, ρώτησα κι έμαθα το όνο-
μά σου. Άκουσα ότι θα γινόσουν εφημέριος σαν τον πατέρα σου,
ότι θα πήγαινες στη σχολή στα νότια. Και τότε κατάλαβα πως το
όνειρό μου θα έβγαινε αληθινό, πως θα σε συναντούσα πάλι για
τρίτη φορά. Κι ο Νάταν το πίστευε αυτό: όλα τριτώνουν».
«Μα δεν έχεις πέσει σε κανέναν γκρεμό, κι ακόμα δεν έχει πέ-
σει το σκοτάδι», είπε ο Τότι.
«Όχι ακόμα», απάντησε σιγανά η Άγκνες, καταπίνοντας με
δυσκολία. «Τέλος πάντων. Δεν ήταν το σκοτάδι το πιο τρομακτικό,
όταν άνοιξε η γη να με καταπιεί. Το πιο τρομακτικό ήταν η σιωπή».
Ο Τότι σκέφτηκε πριν απαντήσει. «Υπάρχουν πολλά πράγμα-
τα και σ’ αυτόν τον κόσμο και στον άλλον, που δεν μπορούμε να
τα καταλάβουμε. Αλλά αυτό από μόνο του, το ότι δεν μπορού-
με να τα καταλάβουμε, δεν θα πει πως πρέπει και να τα φοβό-
μαστε. Είναι πολύ λίγα αυτά για τα οποία είμαστε σίγουροι στη
ζωή μας, Άγκνες. Κι αυτό είναι στ’ αλήθεια τρομακτικό. Θα ή-
ταν ψέμα, αν σου έλεγα πως δεν με τρομάζουν τα όσα δεν ξέρω,
Άγκνες. Αλλά έχουμε τον Θεό, Άγκνες. Και το κυριότερο: έχου-
με την αγάπη Του. Ο Θεός και η αγάπη του Θεού μπορούν να νι-
κήσουν το φόβο μας».
«Εγώ δεν μπορώ να το πιστέψω».
Ο Τότι άπλωσε το χέρι και διστακτικά έπιασε το δικό της. «Πί-
στεψέ με, Άγκνες. Είμαι εδώ, όπως ήμουν και στο όνειρό σου».
Και πρόσθεσε: «Νιώσε το χέρι μου στο δικό σου».
Πίεσε μαλακά τα δάχτυλά της μέσα στη χούφτα του. Ένιωσε
τη μυρωδιά της, τη γλυκιά μυρωδιά του φρέσκου ανθόγαλου, γλυ-
κιά και λίγο ξινή μαζί. Το δέρμα της ήταν; Το γάλα; Κατέπνιξε την

236
ξαφνική του παρόρμηση να βάλει τα δάχτυλά της στο στόμα του.
Ανυποψίαστη η Άγκνες χαμογέλασε και χτύπησε μαλακά με
το ελεύθερο χέρι της το γόνατό του. «Είμαι σίγουρη πως τελικά
θα γίνεις πολύ καλός εφημέριος», είπε.
Ο Τότι χάιδεψε τη ράχη της παλάμης της. «Ξέρεις, παραλίγο
να μη μ’ αφήσει ο Μπλόνταλ να ξανάρθω να σε δω», είπε νιώθο-
ντας σαν συνωμότης.
«Εμ, βέβαια».
«Σήμερα που πήγα και τον είδα, φοβήθηκα ότι θα μου απα-
γόρευε να ξανάρθω».
«Και τελικά σου το απαγόρευσε;»
Ο Τότι κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Είπε ότι πρέπει να
προσεύχομαι μαζί σου και να σε νουθετώ».
Η Άγκνες τράβηξε μαλακά το χέρι της από το δικό του κι εκείνος
υποχωρώντας την άφησε. Η γυναίκα ξανάπιασε το πλέξιμό της.
«Γιατί δεν μου λες για τον Νάταν», της είπε, λιγάκι μουτρω-
μένος.
Η Άγκνες κοίταξε τους ανθρώπους που κάθονταν στα τραπέ-
ζια. «Λες να θέλουν κι άλλο φαγητό; Μήπως χρειάζονται τίποτα;»
«Η Μαργκρέτ θα σε είχε φωνάξει». Ο Τότι σκούπισε τις ιδρω-
μένες παλάμες στο παντελόνι του. « Έλα, Άγκνες, ο Μπλόνταλ
δεν είναι εδώ».
«Δόξα να ’χει ο Κύριος». Η Άγκνες πήρε βαθιά ανάσα. «Τι θέ-
λεις να σου πω για τον Νάταν; Το ξέρεις ότι δούλευα γι’ αυτόν στο
Ιλουγκάσταντιρ. Έχεις ακούσει σίγουρα πολλά για το χαρακτήρα
του από τους ανθρώπους εδώ γύρω. Τι άλλο θέλεις να μάθεις;»
«Πότε τον γνώρισες;»
«Συνάντησα για πρώτη φορά τον Νάταν Κέτιλσον, όταν δού-
λευα στο Γκέιτασκαρντ».
«Πού είναι αυτό;»

237
«Στο Λανγκίνταλουρ. Ήταν το έκτο υποστατικό όπου πήγαινα
παραδουλεύτρα. Το ’χει πακτωμένο και το δουλεύει ο Βορμ Μπεκ.
Ήταν εντάξει μαζί μου. Είχα δουλέψει στο Φανλαουγκάρσταντιρ,
στ’ ανατολικά. Και μετά στο Μπούρφελ. Τότε πρωτοσυναντηθή-
καμε, εφημέριε, εσύ κι εγώ, όταν πήγαινα στο Μπούρφελ κι εσύ
με βοήθησες να περάσω το ποτάμι. Είχα ξεκινήσει να πάω, επει-
δή είχα ακούσει ότι ο Μάγκνους Μάγκνουσον, ο άντρας που ή-
μουν δηλωμένη με το όνομά του, δούλευε εκεί. Και είχα σκεφτεί
να πάω να μείνω κοντά του.
»Δεν έμεινα πολύ. Ο Μάγκνους ήταν καλόβολος άνθρωπος.
Αλλά όταν του θύμισα ότι με είχαν ονομάσει Μάγκουνσντότιρ
απ’ αυτόν, έγινε έξαλλος και είπε ότι η μάνα μου είχε λερώσει το
καλό του όνομα κι ότι ποτέ δεν θα τελείωναν οι μπελάδες του α-
πό τις γυναίκες. Σαν τ’ άκουσα αυτά, δεν ήθελα πια να μείνω. Ο
Μάγκνους μου ’στησε ένα κρεβάτι και μ’ άφησε να κοιμηθώ στην
κάμαρα μαζί με όλους. Αλλά κάποιες στιγμές τον έπιανα να με
κοιτάζει με βλέμμα περίεργο και κατάλαβα ότι έβλεπε στο πρό-
σωπό μου τη μάνα μου. Του τη θύμιζα. Μου έδωσε μερικά χρή-
ματα, πριν φύγω. Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που έπιανα
χρήματα στα χέρια μου.
»Τότε αποφάσισα να πάω στο Γκέιτασκαρντ. Ξεκίνησα πρωί
πρωί, με τα πόδια, κι ακολουθούσα την κατεβασιά του ασπροπό-
ταμου Μπλάντα, όταν είδα μια αντρική παρέα να ’ρχεται από έ-
να διάσελο της ανατολικής πλαγιάς του βουνού. Μας πρόλαβαν,
περπατούσα μαζί με κάμποσους άλλους, εργάτες και παραδου-
λεύτρες οι περισσότεροι. Συστηθήκαμε κι άκου, απίστευτο, ένας
απ’ αυτούς ήταν ο μικρός μου αδερφός, μεγάλος πια, ολόκληρος
άντρας! Κι ούτε που το καταλάβαμε στην αρχή. Ο Γιόας συγκινή-
θηκε, όταν δώσαμε γνωριμία. Μου ’σφιγγε τα χέρια και μ’ έλεγε
αδερφή του και οι άλλοι τον κορόιδευαν, επειδή είχε βουρκώσει.

238
Είχα χαρεί κι εγώ πολύ που τον βρήκα. Αλλά ένιωσα τη μυρωδιά
του μπράντι απάνω του και τα ρούχα του ήταν βρώμικα. Μου εί-
πε πως ήταν εργάτης, αλλά δεν είχε γράμμα συστατικό. Κι είχε
το ανήσυχο βλέμμα που έχουν οι αλήτες σ’ ετούτα μέρη. Κάτι μου
έλεγε πως δεν τα πήγαινε καλά στη ζωή του και αυτό με στενα-
χώρησε. Σ’ όλο το δρόμο μέχρι το Γκέιτασκαρντ μιλούσαμε εκεί-
νο το πρωί. Κι έμαθα πως τα παιδικά χρόνια του Γιόας δεν ήταν
καλύτερα απ’ τα δικά μου. Η Μάνα τον είχε αφήσει λίγο μετά α-
πό τότε που μ’ άφησε κι εμένα στο Κορνσάου. Και τον πετούσαν
από το ένα υποστατικό στο άλλο, σαν να ’ταν αναμμένο κάρβου-
νο, που κανείς δεν το ήθελε. Δεν ήξερε πού ήταν η Ίνγκφελντουρ,
ας ήταν και στο διάβολο, είπε. Δεν τον ένοιαζε. Έτσι βρεθήκαμε
οι δυο μας, λοιπόν, άποροι κι οι δυο, αλλά εκείνος έδειχνε πολύ
χειρότερα από μένα. Δεν ήξερε ούτε να γράφει ούτε να διαβά-
ζει. Κι όταν προσφέρθηκα να του δείξω, θύμωσε και μου είπε να
μην κάνω τη σπουδαία.
»Ο Γιόας και οι φίλοι του, όλοι βρωμιάρηδες, ούτε ένας της προ-
κοπής ανάμεσά τους, μου είπαν ότι πήγαιναν στο Γκέιτασκαρντ
μπας και βρουν κανένα μεροκάματο, γιατί ήταν μεγάλο υποστα-
τικό. Ο Γιόας δεν είχε ορισμένο πόστο, όπως εγώ. Αλλά εγώ εγ-
γυήθηκα για κείνον στον Βορμ κι έτσι τον πήραν. Ήταν όμορφες
μέρες εκείνες, είχα έναν δικό μου άνθρωπο κοντά μου κι ας μην
ξέραμε καλά καλά ο ένας τον άλλον. Κι είχα και καλή δουλειά σε
πλούσιο υποστατικό. Στο Γκέιτασκαρντ το φαΐ δεν έλειπε, δεν ή-
ταν όπως στο Γκουντρουνάρσταντιρ ή το Γκαφλ, ή έστω το Γκίλ-
σταντιρ. Σ’ εκείνα τα υποστατικά είχα αναγκαστεί κάποιες φο-
ρές να δώσω στα μικρά τ’ απολειφάδια από τα κεριά να ξεγελά-
σουν την πείνα τους. Κι εγώ η ίδια είχε τύχει να ψευτοχορτάσω
με πετσί βρασμένο. Όσο για τους εργάτες στο Γκέιτασκαρντ, δεν
ήταν άξεστοι άνθρωποι, δεν ήταν αγροίκοι. Κι οι υποταχτικοί κι

239
οι παραδουλεύτρες, όλοι καλοί κι ευγενικοί. Με τόσα γελάδια κι
άλογα, με άφθονο βούτυρο και χόρτο, με μπόλικο κρέας πάντα
στο πιάτο τους, δεν ήταν δύσκολο να γέρνουν από τη μεριά της
καλοσύνης. Έπιασα φιλίες με μια κοπέλα εκεί, τη Μαρία Γιον-
σντότιρ. Δεν είχα ποτέ μου πολλές παρτίδες με άλλους. Αλλά ή-
ταν κι εκείνη άπορη όπως κι εγώ. Και φαίνεται πως με κάποιο
τρόπο νιώθαμε η μία την άλλη.
»Χαιρόμουν που του Γιόας του άρεσε στο Γκέιτασκαρντ. Αλλά
τους φίλους του δεν τους συμπαθούσα. Έμοιαζαν παλιάνθρωποι,
μούτρα, όλοι τους λεροί και ψειριάρηδες. Ο Γιόας ξυνόταν μέχρι
που έτρεχε αίμα από πάνω του. Ο Βορμ έδιωξε μερικούς από την
πρώτη κιόλας βδομάδα, τους έπιασε να κοιμούνται πίσω από το
βουστάσιο. Κι οι υπόλοιποι δεν κράτησαν πολύ. Δεν ξέρω αν ή-
ταν καλύτερος απ’ τους φίλους του, ή αν ήταν επειδή είχε εκεί
εμένα μαζί του, αλλά ο Γιόας μ’ άφησε να τον καθαρίσω και να
του ξεψειριάσω τα μαλλιά. Και δεν τεμπέλιαζε, δούλευε σκλη-
ρά. Τα βράδια, όποτε είχαμε καιρό, κουβεντιάζαμε. Μου είπε ό-
τι είχε ακούσει ιστορίες για μένα, ότι είχε ρωτήσει και είχε μάθει
πως είχα βρει δουλειά στο Γκουντρουνάρσταντιρ. Μου είπε ότι
είχε προσπαθήσει να με βρει εκεί, αλλά φτάνοντας του είπαν ό-
τι είχα φύγει κι ότι δεν ήξεραν για πού. Δεν τον άφησα να με δει,
αλλά έκλαψα μ’ αυτό, με τη σκέψη πως ο αδερφός μου είχε ψά-
ξει να με βρει. Είχε αποκτήσει κι ένα παιδάκι. Κοριτσάκι. Η μά-
να του παιδιού του ήταν παραδουλεύτρα, όπως εγώ. Αλλά το μω-
ρό είχε γεννηθεί πεθαμένο, μου είπε. Κι η κοπέλα δεν τον αγα-
πούσε. Εγώ του είπα για τη Χέλγκα, την κακόμοιρη την πεθαμέ-
νη αδερφή μας. Και μου είπε ότι είχε πάει στην κηδεία της κι ότι
ο γεωργός ο Γιόνας, ο πατέρας της Χέλγκα, του είχε δώσει λίγα
χρήματα, επειδή τον λυπήθηκε, που τον είχε παρατήσει ένα πα-
λιογύναικο. Ο Γιόας επέμενε ότι η μάνα μας ήταν κακιά. Κι ας

240
την έπαιρνε ο διάβολος, που είχε εγκαταλείψει δυο παιδιά στο έ-
λεος της ενορίας, που έλεος δεν είχε. Την έπαιρνε και τη σήκω-
νε, όταν την έπιανε στο στόμα του. Μιλούσε ακριβώς όπως κι ο
Μάγκνους για τη μάνα μας. Κι ένα βράδυ τσακωθήκαμε γι’ αυ-
τό το θέμα. Το πρωί, που ξύπνησα, ο Γιόας ήταν άφαντος. Μου
είχε πάρει και τα λεφτά που μου ’χε δώσει ο Μάγκνους. Από τό-
τε δεν τον έχω ξαναδεί».
Ακούστηκαν γέλια από τα τραπέζια στο χωράφι. Ο Τότι είδε
πως δυο από τους άντρες είχαν αμολήσει την αγελάδα και οι άλ-
λοι προσπαθούσαν, χωρίς αποτέλεσμα, να την μαζέψουν.
«Τα φύλαγα αυτά τα λεφτά», συνέχισε η Άγκνες. «Για όταν θα
παντρευόμουν. Για να πληρώσω την άδεια και να βοηθήσω τον
άντρα μου να παχτώσει ένα χωραφάκι, να ζήσουμε ανεξάρτητα
και μ’ αξιοπρέπεια».
«Είχες αρραβωνιαστικό;» ρώτησε ο Τότι.
Η Άγκνες χαμογέλασε. «Ε, ήταν ένας εργάτης στο Γκέιτα-
σκαρντ. Ο Ντάνιελ Γκούντμουντσον. Του άρεσα πολύ κι έλεγε
σε όλους ότι ήμασταν λογοδοσμένοι κι ότι θα παντρευόμασταν.
Το είπε και στη δίκη, αλλά πώς θα μπορούσαμε; Κανείς από τους
δυο μας δεν είχε δεκάρα τσακιστή. Τον άφηνα να λέει ό,τι ήθελε,
μου αρκούσε που ήταν ευγενικός και καλός μαζί μου.
»Δούλεψε κι ο Ντάνιελ στο Ιλουγκάσταντιρ, τον καιρό που ή-
μουν εκεί. Ήταν και στη δίκη. Στην αρχή τον έβαλαν μάρτυρα.
Μετά ο Μπλόνταλ αποφάσισε πως ο Ντάνιελ ήξερε τους σκοπούς
μας. Και τον έστειλε φυλακή στην Κοπεγχάγη».
« Ήξερε πράγματι;» ρώτησε ο Τότι.
Η Άγκνες σήκωσε το βλέμμα από τις βελόνες της και τον κοί-
ταξε ψυχρά.
«Αν ήξερε κανείς τι θα συνέβαινε, νομίζεις πως θα βρισκόμουν
εδώ να μιλάω μαζί σου; Νομίζεις ότι αν ήξερε κανείς απ’ αυτούς,

241
ο Ντάνιελ, η οικογένεια του Φρίντρικ, οποιοσδήποτε απ’ όλους
αυτούς, θα καθόταν με σταυρωμένα χέρια και θα περίμενε να
πέσει το κακό στο κεφάλι του;»
Για μια στιγμή έγινε σιωπή.
Ύστερα η Άγκνες πήρε βαθιά ανάσα. «Όταν έφυγε ο Γιόας, εί-
χα μόνο τη Μαρία στο Γκέιτασκαρντ. Μεγαλώνοντας έτσι κι αλ-
λιώς δεν είχα φίλους, πήγαινα από υποστατικό σε υποστατικό.
Σε όποιον ήθελε να κάνει το χριστιανικό του καθήκον. Σε όποιον
ήθελε ένα κορίτσι να προσέχει το χωράφι, τα πρόβατα, τα τσου-
κάλια στην κουζίνα του. Είχα μάθει μόνη μου, είχα συνηθίσει να
ζω κλεισμένη στον εαυτό μου. Προτιμούσα έτσι κι αλλιώς να δια-
βάζω, παρά να μιλάω με άλλους». Η Άγκνες σήκωσε τα μάτια της.
«Σ’ αρέσει το διάβασμα;» ρώτησε τον Τότι.
«Πάρα πολύ».
Η Άγκνες χαμογέλασε πλατιά. Και για πρώτη φορά ο Τότι θυ-
μήθηκε τη νεαρή κοπέλα που είχε βοηθήσει κάποτε να περάσει το
ποτάμι. Τα μάτια της έλαμπαν και τα χείλια της μισάνοιξαν απο-
καλύπτοντας ίσια δόντια. Ξαφνικά του φάνηκε νεότερη, αλλαγ-
μένη. Αισθάνθηκε το στήθος του να φουσκώνει, έβγαλε τον αέ-
ρα από μέσα του. Είναι όμορφη, σκέφτηκε.
«Κι εμένα», του είπε χαμηλώνοντας τη φωνή της. «Καλύτερα
απ’ όλα μ’ αρέσουν οι σάγκες. Όπως λένε blíndur er bóklaus maður.
Άνθρωπος χωρίς βιβλίο, τυφλός».
Ο Τότι ένιωσε κάτι να ανεβαίνει μέσα του, μια φωνή, ή ένα γέ-
λιο. Κοίταξε την Άγκνες, ο απογευματινός ήλιος φώτιζε τις βλε-
φαρίδες της. Θυμήθηκε τα λόγια του Μπλόνταλ κι απόρησε. Η
Άγκνες σκότωσε τον Νάταν, επειδή η αγάπη της γι’ αυτόν δεν έ-
βρισκε ανταπόκριση. Είδε τη φράση γραμμένη στο μυαλό του.
«Όταν ήμουνα μικρή, με παίρνανε στα υποστατικά, να προ-
σέχω τα χωράφια. Μερικά απ’ αυτά τα σπίτια είχαν βιβλία». Του

242
’δειξε αόριστα τις πλαγιές πίσω τους. «Τα έπαιρνα και διάβα-
ζα στο λόφο του Κορνσάου. Καμιά φορά μ’ έπαιρνε ο ύπνος εκεί
πάνω κι είχα για λίγο την ησυχία μου από το υποστατικό κι από
τις αγγαρείες. Αν και συχνά με τσάκωναν και με τιμωρούσαν».
«Στο Μητρώο της Εκκλησίας γράφει ότι τα πήγες καλά στην
κατήχησή σου. Κι ότι ήσουν πάντα διαβασμένη».
Η Άγκνες ίσιωσε τους ώμους της. «Μ’ άρεσε η ιεροτελεστία
της πρώτης μετάληψης. Η Θεία Κοινωνία. Κι όλοι να σε κοιτά-
ζουν, καθώς προχωρούσες προς το ιερό και γονάτιζες μπροστά
στον ιερέα. Οι αγρότες και οι γυναίκες τους δεν μπορούσαν να με
μαλώσουν που διάβαζα, αφού ήξεραν ότι ετοιμαζόμουν για την
πρώτη μετάληψη. Πήγαινα στην εκκλησία και μελετούσα με τον
εφημέριο, όποτε είχε χρόνο. Μου έδωσαν ένα άσπρο φουστάνι.
Και μετά φάγαμε τηγανίτες».
«Και τα ποιήματα;»
Η Άγκνες τον κοίταξε σκεφτική. «Τι τα ποιήματα;»
«Σου αρέσουν; Σου αρέσει να γράφεις ποιήματα;»
«Δεν καμαρώνω για τα ποιήματά μου. Δεν είμαι σαν τη Ρόζα.
Τα δικά της όλοι τα ξέρουν». Ανασήκωσε τους ώμους.
«Τα ξέρουν επειδή είναι όμορφα».
Η Άγκνες δεν απάντησε αμέσως. «Του άρεσε του Νάταν αυτό
στη Ρόζα. Του άρεσε ο τρόπος που εκείνη ήξερε να χτίζει πράγ-
ματα με τα λόγια. Σκάρωνε δική της γλώσσα για να πει αυτό που
όλοι οι άλλοι μπορούσαν μόνο να νιώσουν».
«Άκουσα ότι κι ο Νάταν ήταν ποιητής». Ο Τότι προσποιήθηκε
αδιαφορία. «Μιλούσατε κι εσείς με ποιήματα μεταξύ σας; Σου
μιλούσε κι εσένα έτσι όπως μιλούσε με τη Ρόζα;»
«Όχι, όχι όπως με τη Ρόζα. Αλλά έμοιαζε κάπως με ποίηση ο
τρόπος που είχαμε για να μιλάμε». Το βλέμμα της πήγε προς το
χωράφι. «Μια τέτοια μέρα συνάντησα τον Νάταν».

243
«Στη γιορτή του θερισμού;»
Η γυναίκα έγνεψε καταφατικά. «Στο Γκέιτασκαρντ. Σερβίριζα
με τη Μαρία. Κουβαλούσαμε τα φαγητά και τα ποτά με το πάσο
μας. Η Μαρία τα ήξερε όλα για όλους. Μου έδειξε, θυμάμαι, μια
παραδουλεύτρα γκαστρωμένη και μου είπε διάφορα, που δεν ή-
ταν όλα ευγενικά, αλλά μ’ έκανε να γελάσω, ώσπου μου κόπηκε
η ανάσα. Μετά με πήρε από τον αγκώνα και με πήγε ως το στά-
βλο. Και μου είπε ότι είχε μόλις δει τον Νάταν Κέτιλσον να ’ρχε-
ται καβάλα στο άλογο.
Τον είχα ακουστά τον Νάταν, βέβαια. Ήταν γνωστός κι άκου-
γες γι’ αυτόν πολλά, ανάλογα με ποιον μιλούσες κάθε φορά. Την
ιστορία του με τη Ρόζα την ήξεραν όλοι. Όλοι ήξεραν ότι τα παι-
διά της ήταν δικά του κι όχι του Όλαφ. Ο Νάταν ταξίδευε πολύ,
τριγύριζε σ’ όλο το βορρά. Νεαρός ακόμα πήγαινε από μέρος σε
μέρος κι έκανε αφαιμάξεις. Μα ύστερα πήγε στην Κοπεγχάγη
κι όλοι είπαν ότι εκεί έγινε μάγος. Λέγανε επίσης ότι έπιασε φι-
λία με τον Μπλόνταλ, που σπούδαζε τότε κι αυτός εκεί. Κι ότι γι’
αυτό δεν τον έπιασαν ποτέ γι’ αυτό που έκανε αργότερα. Όλοι
πίστευαν πως ήταν κλέφτης ο Νάταν. Κι είναι αλήθεια πως στα
νιάτα του τον είχαν κατηγορήσει για κλεψιά και τον είχαν τιμω-
ρήσει με το μαστίγιο. Κανένας δεν καταλάβαινε πού τα έβρισκε
τόσα λεφτά, αφού ξέρανε καλά πόσα λίγα τον πλήρωναν οι ίδιοι.
Κάποιοι παίρνανε όρκο ότι έβαζε και κλέβανε ζωντανά για λο-
γαριασμό του. Είχε πολλούς εχθρούς. Αλλά δύσκολα μπορεί κα-
νείς να πει αν αυτούς τους ανθρώπους τους είχε πράγματι αδι-
κήσει – ή αν απλά τον ζήλευαν. Τα λόγια του κόσμου βράζουν και
ξεχειλίζουν. Κι ο Νάταν ο ίδιος τους άφηνε να λένε. Του άρεσε».
«Κι εσύ τι γνώμη σχημάτισες για τον Νάταν τότε;»
«Ω, δεν σχημάτισα καμία γνώμη. Δεν τον είχα ξανασυναντή-
σει, αν και μια φορά ο αδερφός του ο Κέτιλ είχε προσπαθήσει να

244
με κορτάρει. Στο στάβλο η Μαρία μου είπε ότι ο Νάταν την είχε
πια παρατήσει τη Ρόζα κι είχε πιάσει ένα υποστατικό μόνος του.
Πολλοί το κουβέντιαζαν αυτό τότε, τη συμπαθούσε τη Ρόζα ο κό-
σμος και τη λυπόταν, που είχε ραγίσει η καρδιά της – κι ας ήταν
παντρεμένη. Η Μαρία μου είπε ότι ο Βορμ ήταν στενός φίλος του
Νάταν, τον είχε βοηθήσει ν’ αγοράσει το Ιλουγκάσταντιρ, ένα υ-
ποστατικό δίπλα στη θάλασσα, με την ακτή γεμάτη φώκιες και
αγριόπαπιες κι ένα σωρό θαλασσόξυλα, που τα ξέβραζε το κύμα
– αν είχες τρόπο να τα μαζέψεις από την ακρογιαλιά. Είπε ακό-
μα ότι ο Νάταν είχε αρχίσει να καμώνεται το σπουδαίο κι επέμε-
νε να τον φωνάζουν Λίνγκνταλ κι όχι Κέτιλσον, αν και καμιά μας
δεν μπορούσε να μαντέψει το γιατί – ήταν παράξενο αυτό το ό-
νομα, δεν ήταν καθόλου ισλανδικό. Η Μαρία είπε πως ίσως ήθε-
λε να περνάει για Δανός, κι εγώ απόρησα που τον είχαν αφήσει
ν’ αλλάξει το όνομά του. Η Μαρία μου απάντησε τότε πως οι ά-
ντρες κάνουν ό,τι θέλουν και πως είναι όλοι τους σαν τον Αδάμ,
ό,τι βλέπουν μπροστά τους το βαφτίζουν καταπώς τους έρχεται.
»Τέλος συγυριστήκαμε ισιάξαμε τις ποδιές μας κι η Μαρία δά-
γκωσε τα χείλια της να φαίνονται πιο κόκκινα. Και βγήκαμε από
το στάβλο, ψάχνοντας τάχα να δούμε αν οι καλεσμένοι είχαν α-
δειάσει τα πιάτα τους για να μαζέψουμε.
»Τότε πρωτοείδα τον Νάταν. Περίμενα πως θα ’ταν ψηλός, ω-
ραίος, λεβέντης άντρας με μακριά μαλλιά, σαν αυτούς που ξε-
μυαλίζουν συνήθως τις παραδουλεύτρες. Αλλά ο Νάταν δεν ήταν
ωραίος. Ο άντρας που είδα να μιλάει με τον Βορμ δεν ήταν ψη-
λός και το πρόσωπό του ήταν αδύνατο – ποτέ του δεν έδειχνε δυ-
νατός. Τα μαλλιά του ήταν καστανοκόκκινα κι η μύτη μεγάλη για
το πρόσωπό του. Είχε και μικρά στρογγυλά μάτια…, έμοιαζε με α-
λεπού. Και το είπα στη Μαρία. Γέλασε και είπε ότι δεν απορούσε
που κάποιοι στο βορρά πίστευαν ότι ήξερε να μεταμορφώνεται.

245
»Πάνω στα γέλια μάς πρόσεξε κι ο Νάταν. Ήταν φανερό πως
γελούσαμε εις βάρος του, αλλά δεν έδειξε ενοχλημένος. Είπε κά-
τι στον Βορμ και άρχισε να περπατάει προς το μέρος μας.
»Θυμάμαι ότι χαμογελούσε, σαν να μας γνώριζε. Φαντάζο-
μαι πως του άρεσε το ότι τον είχαμε προσέξει. “Καλησπέρα, κο-
ρίτσια”, είπε. Δεν ήταν πολύ ψηλότερός μου, αλλά η φωνή του
ήταν βαθιά. “Θα μου χαρίσετε τα ονόματά σας;” ρώτησε. Του α-
πάντησα εγώ και για τις δυο μας.
»Ο Νάταν χαμογέλασε και υποκλίθηκε και τότε πρόσεξα τα χέ-
ρια του. Ήταν άσπρα, πολύ άσπρα, σαν χέρια γυναίκας. Και τα
δάχτυλά του λεπτά και μακριά, σαν τα κλαράκια της σημύδας.
Δεν ήταν παράξενο που τον έλεγαν Μακρυδάχτυλο. Χαιρόταν πο-
λύ που έκανε τη γνωριμία μας, είπε· και τι ωραία μέρα, ε; Άρχισε
να μας ρωτάει αν διασκεδάζαμε στη γιορτή, αλλά τον σταμάτη-
σα και του είπα ότι δεν μας είχε χαρίσει το δικό του όνομα. Η Μα-
ρία χασκογέλασε, αλλά του Νάταν του άρεσαν όσοι είχαν στόμα
και μιλούσαν. Μου το είπε ο ίδιος αργότερα. Μας είπε, λοιπόν,
ότι τον έλεγαν Νάταν Λίνγκνταλ. Και τα μάτια του άστραφταν.
»“Δεν τον έλεγαν Κέτιλσον;” ρώτησε η Μαρία. Κι ο Νάταν α-
πάντησε ναι, τον έλεγαν και Κέτιλσον. Κι ότι είχε και πολλά άλ-
λα ονόματα, μα δεν ήταν όλα κατάλληλα για τα χαριτωμένα αυ-
τάκια μας. Είχε ευκολία και άνεση με τα λόγια, πάτερ. Ήξερε πά-
ντα τι να πει στους άλλους. Τι θα τους έκανε να νιώσουν όμορφα.
Και τι θα τους έτσουζε και θα τους έκοβε βαθιά.
»Δεν μιλήσαμε πολύ. Ο Βορμ τον φώναξε κι ο Νάταν μας απο-
χαιρέτισε. Αλλά πριν φύγει, πρόλαβε και μουρμούρισε ότι ήλπιζε
να μας ξαναδεί αργότερα, όταν δεν θα ’ταν τόσο απασχολημένος».
Ο εφημέριος Τότι έβαλε το δάχτυλο στο στόμα και έδιωξε μια
δυο κλωστούλες καπνού, που είχαν πιαστεί στα ούλα του. Σκου-
πίζοντας το δάχτυλο στο παντελόνι του δεν μπόρεσε να μην προ-

246
σέξει τα δικά του μικρά και ροδαλά χέρια. Κι ένιωσε ένα κέντη-
μα ζήλιας στο στήθος του.
«Και πότε τον ξαναείδες τον Νάταν μετά από τότε;»
Η Άγκνες σταμάτησε και μέτρησε τους πόντους στη βελόνα
της. «Ω, εκείνη την ίδια μέρα», είπε. «Η Μαρία κι εγώ είχαμε
δουλειά όλο το απόγευμα, όλο κάτι μας έστελνε να κάνουμε η γυ-
ναίκα του Βορμ, είχαμε και τα παιδιά, που τα προσέχαμε να μην
μπλέκουν στα πόδια των μεγάλων. Αλλά το βραδάκι μας άφη-
σαν να γλεντήσουμε κι εμείς. Το μισόφωτο ήταν όμορφο κι όλοι,
εργάτες και παραδουλεύτρες, καθίσαμε έξω και βλέπαμε τη νύ-
χτα να πέφτει. Κάποιος εργάτης άρχισε να λέει μια ιστορία, για
τους Κρυμμένους, όταν ακούσαμε κάποιον να βήχει και είδαμε
πίσω από την παρέα μας, στις σκιές, τον Νάταν. Ζήτησε συγγνώ-
μη, που κόπιασε ακάλεστος, αλλά του άρεσαν πολύ οι ιστορίες,
μας είπε. Και θα δεχόμασταν στη συντροφιά μας έναν ξένο να
διασκεδάσει μαζί μας; Ένας από τους εργάτες είπε ότι ο Νάταν
Κέτιλσον δεν ήταν δα ξένος, τον ήξεραν όλοι, ιδίως οι γυναίκες.
Πολλοί γέλασαν. Αλλά ένας-δυο από τους άντρες και μερικές α-
πό τις παραδουλεύτρες απόστρεψαν το βλέμμα και δεν μίλησαν.
»Η Μαρία έκανε χώρο δίπλα της να καθίσει ο Νάταν. Εγώ κα-
θόμουν έξω έξω στον κύκλο, δεν ήμουν και τόσο δημοφιλής, δεν
άρεσε και πολύ στους άλλους ο τρόπος που μιλούσα. Αλλά ο Νά-
ταν προσπέρασε τη Μαρία κι ήρθε και κάθισε δίπλα μου. “Ωραία.
Τώρα είμαστε όλοι έτοιμοι”, είπε και κοίταξε τον άντρα που είχε
διακόψει καλώντας τον να συνεχίσει την ιστορία του. Έτσι περά-
σαμε τη βραδιά, λέγοντας ιστορίες και κοιτάζοντας τ’ άστρα, ώ-
σπου ήρθε η ώρα για ύπνο. Κι αυτό ήταν».
«Γιατί νομίζεις πως ο Νάταν ήρθε και κάθισε δίπλα σου;»
Η Άγκνες ανασήκωσε τους ώμους της. «Αργότερα μου είπε
πως όλη μέρα με κοίταζε και δεν μπορούσε να με διαβάσει. Στην

247
αρχή δεν κατάλαβα. Εντάξει, είπα, πού είναι το παράξενο; Γυ-
ναίκα ήμουνα, όχι βιβλίο. Εκείνος γέλασε τότε και είπε όχι, είχε
τον τρόπο να διαβάζει και τους ανθρώπους – μόνο που μερικοί ή-
ταν γραμμένοι σε γλώσσα που δεν την καταλάβαινε». Τα χείλη
της Άγκνες τραβήχτηκαν σ’ ένα λεπτό χαμόγελο. «Πάρ’ το όπως
θέλεις, πάτερ. Αλλά αυτά ήταν τα λόγια του».

Ο εφημέριος αναρωτιέται σίγουρα τι ήμασταν ο ένας για τον άλ-


λον. Τον βλέπω και ξέρω ότι σκέφτεται τον Νάταν κι εμένα, α-
φήνει τη σκέψη να φέρει βόλτες στο μυαλό του, ευχαριστιέται τη
γεύση της, σαν παιδί που πιπιλάει το κόκκαλο, να ρουφήξει το με-
δούλι του. Δεν βγάζει τίποτα. Σαν να πιπιλάει πέτρα.
Ο Νάταν.
Πώς είναι δυνατόν να θυμηθώ την πρώτη φορά που τον συ-
νάντησα, αφού το χέρι που ένιωσα να ακουμπάει το δικό μου δεν
ήταν καλά καλά χέρι; Δεν μπορώ να σκεφτώ τον Νάταν ξένο, ό-
πως ήταν κάποτε για μένα. Μπορώ να θυμηθώ το παρουσιαστι-
κό του, μπορώ να θυμηθώ τον καιρό, το παιχνίδι του φωτός στο
αξύριστο πρόσωπό του. Αλλά μου είναι αδύνατον να ξαναβρώ ε-
κείνη την παρθένα στιγμή. Δεν θυμάμαι πώς ήταν όταν δεν τον
ήξερα. Δεν μπορώ να διανοηθώ πώς ήταν όταν δεν τον αγαπού-
σα. Δεν θυμάμαι πώς ήταν, όταν τον κοίταξα και κατάλαβα ότι
είχα βρει αυτό που δεν ήξερα ότι λαχταρούσα. Κι ήταν τόσο βαθιά
η λαχτάρα μου, τόσο μεγάλη και δυνατή και ικανή να με σπρώξει
μέσα στη νύχτα, που τρόμαξα.
Δεν είπα ψέματα στον εφημέριο. Εκείνη τη νύχτα με τις ιστο-
ρίες και τ’ άστρα, εκείνη τη νύχτα με τη ζεστασιά του χεριού του
στο δικό μου, έγιναν όλα όπως του τα είπα. Αλλά δεν είπα στον

248
Τότι αυτό που έγινε, όταν οι υποταχτικοί πήγαν για ύπνο. Δεν
του είπα ότι έφυγε μαζί τους και η Μαρία ρίχνοντάς μου μια χο-
λωμένη ματιά. Δεν του είπα ότι μείναμε μόνοι, ότι ο Νάταν μου
είχε ζητήσει να μείνουμε μόνοι στο μισόφωτο της νύχτας. Για να
μιλήσουμε, είχε πει. Να μιλήσουμε μόνο.
«Πες μου ποια είσαι, Άγκνες. Δώσ’ μου το χέρι σου για να σε
γνωρίσω, να μάθω για σένα».
Ζεστά, σβέλτα τα δάχτυλά του σύρθηκαν στην ανοιχτή μου πα-
λάμη. «Έχεις ροζιασμένα χέρια. Που θα πει ότι δουλεύεις σκληρά.
Αλλά τα δάχτυλά σου είναι γερά. Που θα πει ότι δεν ­δουλεύεις μό-
νο σκληρά, αλλά κάνεις καλά τη δουλειά σου. Καταλαβαίνω για-
τί σε πήρε στο υποστατικό του ο Βορμ. Βλέπεις εδώ; Έχεις λακ-
κουβίτσα στη χούφτα σου. Σαν εμένα. Τη νιώθεις;»
Η μαλακή εσοχή, οι λεπτές γραμμές στο δέρμα του, η αίσθη-
ση του κόκκαλου στο άγγιγμά μου.
«Ξέρεις τι σημαίνει η λακκουβίτσα στη χούφτα; Όποιος την έ-
χει, έχει κάτι μυστήριο. Αυτό το κενό μπορεί να γεμίσει κακοτυ-
χία, αν δεν προσέξουμε. Αν αφήσουμε τον κόσμο και το σκοτάδι
του και τη δυστυχία του να γεμίσουν τη λακκουβίτσα».
«Μα πώς μπορεί κανείς να αλλάξει το σχήμα του χεριού του;»
γέλασα εγώ.
«Άμα το ακουμπήσει σ’ ένα άλλο χέρι, Άγκνες».
Το βάρος των δαχτύλων του στα δικά μου, σαν το πουλί που κά-
θεται σε κλαδί. Κι έπεσε το σπίρτο. Δεν είδα ότι ήμασταν τριγυρι-
σμένοι από ξερόκλαδα. Ώσπου ένιωσα τις φλόγες να μας τυλίγουν.

249
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΧΤΩ

Το ποίημα της Ρόζας της Ποιήτριας στον Νάταν Κέτιλσον


1827 περίπου

ó, hve sæle eg áleit mig, –


engin mun því trúande, –
þá fjekk eg líða fyrir þig
forsmán vina, en hinna spje.

Sá minn þanski sannur er, –


þó svik þín banni nýting arðs –
ó, hve hefir orðið þjer
eitruð rosin Kiðjaskarðs!

Ω, κι ας υπέφερα για σένα –


Πώς τη ζούσα τόση ευτυχία!
Κι ας με περιγελούσαν όλοι…
Πού τη χωρούσα τόση ελευθερία;

Με πρόδωσες κι αυτό με πάγωσε.


Αυτή η σκέψη κατέχει το μυαλό μου:
του Κίντγιασκαρντ το ρόδο σε φαρμάκωσε
Και το φαρμάκι σου είναι ο θάνατός μου.

251
Το φθινόπωρο έπεσε στην κοιλάδα σαν στεναγμός. Η Μαργκρέτ
ήταν ξύπνια, αλλά δεν είχε σηκωθεί. Το πρωινό του Οκτώβρη αρ-
γούσε να ξημερώσει, τα πνευμόνια της ήταν βαριά από τα φλέγ-
ματα και το μυαλό της δεν το χωρούσε πώς είχε αρχίσει το φως ν’
αργεί κάθε πρωί· πώς έμοιαζε να τρεκλίζει και να σκοντάφτει έξω
από το παράθυρο, σαν να ’ταν κουρασμένο από τον μακρύ δρό-
μο. Δυσκολευόταν πολύ να σηκωθεί. Ξυπνούσε μέσα στην κρύα
σκοτεινιά, με τα πόδια του Γιον κολλημένα στα δικά της για ζε-
στασιά. Οι εργάτες, που έβγαιναν να ταΐσουν την αγελάδα και τ’
άλογα, γύριζαν με τις μύτες και τα μάγουλά τους ρόδινα από την
παγωνιά. Οι κόρες της είχαν πει πως στο βουνό, κάθε πρωί που
ξεκινούσαν να μαζέψουν βατόμουρα, είχε τσάφι. Το χιόνι τις εί-
χε προλάβει πριν γυρίσουν σπίτι. Η Μαργκρέτ δεν είχε πάει μαζί
τους, τα πνευμόνια της δεν θ’ άντεχαν τόσο δρόμο, τόσο ανήφορο,
να βρούνε τα πρόβατα και να τα φέρουν πίσω. Είχε στείλει όλους
τους άλλους, όμως. Εκτός από την Άγκνες. Δεν μπορούσε να την
αφήσει την Άγκνες να τριγυρίζει στο βουνό. Όχι πως θα έφευγε.
Η Άγκνες δεν ήταν ανόητη. Την ήξερε την κοιλάδα. Ήξερε πως
δεν υπήρχε τρόπος να ξεφύγει. Θα την έβλεπαν. Την ήξεραν όλοι.
Ο γυρισμός του κοπαδιού ήταν μέρα αναστάτωσης. Οι εργά-
τες είχαν ξεκινήσει πρώτοι, αξημέρωτα, καβάλα στ’ άλογα, προς
τα ψηλώματα του Βίδιδαλς, μαζί μ’ άλλους άντρες από την κοι-
λάδα. Μερικές από τις γυναίκες της περιοχής τούς είχαν ακολου-
θήσει με τα πόδια λίγο αργότερα. Η Μαργκρέτ είχε μείνει με την

252
Άγκνες να ετοιμάσουν το φαγητό για την επιστροφή τους. Με
το που φώτισε η μέρα, η Μαργκρέτ ένιωσε δυσφορία. Ο ουρα-
νός έφεξε γκρίζος και βαρύς, το ’νιωσε πως κάτι θα γινόταν – α-
πό τον τρόπο που τα σύννεφα κόντευαν ν’ ακουμπήσουν στο έ-
δαφος· από τη μυρωδιά του σίδερου στον αέρα. Όλο το πρωί συλ-
λογιόταν όσους είχαν χαθεί στα βουνά. Πέρυσι μόλις μια κοπέλα
είχε χαθεί σε μια ξαφνική χιονοθύελλα, στον κατεβασμό των κο-
παδιών – και ξαναβρήκαν τα κόκκαλά της την επόμενη άνοιξη,
μίλια μακριά από το μέρος όπου την είχαν δει για τελευταία φο-
ρά. Η ανησυχία έσφιγγε τόσο το μυαλό της Μαργκρέτ, που βρέ-
θηκε να μιλάει στην Άγκνες μόνο και μόνο για ν’ ανακουφιστεί
λιγάκι βάζοντας την αγωνία της σε λόγια. Μαζί κι οι δυο ανέφε-
ραν όσους ήξεραν να ’χουν πεθάνει ψηλά στα βουνά. Θλιβερή
κουβέντα, σκέφτηκε η Μαργκρέτ. Αλλά ήταν κάπως παρήγορο
να μιλάει κανείς με δυνατή φωνή για τον θάνατο – λες και μιλώ-
ντας για τα πράγματα, ονομάζοντάς τα, μπορούσες να τα εμπο-
δίσεις να μη συμβούν. Ίσως γι’ αυτό η Άγκνες μιλούσε περισσότε-
ρο στον εφημέριο απ’ ό,τι της μιλούσε εκείνος, είπε με το νου της
η Μαργκρέτ.
Το προαίσθημά της βγήκε σωστό, φυσικά. Κάτι συνέβη. Λί-
γο μετά το μεσημέρι, κι ενώ κανείς δεν είχε γυρίσει ακόμη από
το βουνό, ακούστηκε ένα βιαστικό χτύπημα στην πόρτα κι ευθύς
όρμησε μέσα η Ίνγκιμπγιοργκ. «Η Ροσλίν», είπε.
Το υποστατικό στο Γκίλσταντιρ ήταν γεμάτο παιδιά. Η Μαρ-
γκρέτ πρόσεξε πως παρά το χάος, παρά την μπουκωμένη από
καπνούς κουζίνα όπου έβραζαν κατσαρόλια και τσουκάλια ξε-
χασμένα πάνω στη φωτιά, η ορδή των παιδιών της Ροσλίν δεν έ-
δειχνε κανένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τους πόνους της μάνας
τους. Όταν οι τρεις γυναίκες μπήκαν, η Ροσλίν έφτασε παραπα-
τώντας ως την πόρτα της κάμαρας, χλωμή, ιδρωμένη. Κάτι δεν

253
πήγαινε καλά, είπε. Και το ξανάπε πολλές φορές. Τρομοκρατή-
θηκε, φυσικά, βλέποντας την Άγκνες να στέκει αμίλητη στο κα-
τώφλι. Αλλά, όπως είπε ήρεμα η Ίνγκιμπγιοργκ, πού μπορούσε
να την αφήσει η Μαργκρέτ;
Το μωρό κατέβαινε ανάποδα. Η Άγκνες τους το είπε αυτό,
πλησιάζοντας ξαφνικά κι ακουμπώντας τα χέρια της στην κοιλιά
της Ροσλίν. Η Ροσλίν έβαλε τις φωνές, ζητώντας από τις άλλες να
τραβήξουν την Άγκνες μακριά της, αλλά ούτε η Μαργκρέτ ούτε η
Ίνγκιμπγιοργκ έκαναν την παραμικρή κίνηση. Η Ροσλίν πάσχισε
να διώξει από πάνω της τα χέρια της Άγκνες, χτυπώντας και γρα-
τζουνώντας την. Αλλά εκείνη συνέχισε να πιέζει μαλακά τη φου-
σκωμένη κοιλιά με τα λεπτά γερά της δάχτυλα.
Κατεβαίνει με τον κώλο, είχε πει. Η Ροσλίν είχε βογκήξει τότε
κι είχε σταματήσει ν’ αντιστέκεται. Ούτε η Άγκνες είχε κουνηθεί.
Είπε στη Ροσλίν να ξαπλώσει κατάχαμα, στο πάτωμα, και δεν εί-
χε φύγει λεπτό από δίπλα της. Η Μαργκρέτ τη θυμόταν, δεν εί-
χε πάρει τα χέρια της από την κοιλιά της Ροσλίν. Όσο κράτησε η
γέννα, τη χάιδευε με τις λεπτές παλάμες της, την καλόπιανε, έ-
διωχνε τα παιδιά από την κάμαρα, τα ’στελνε να φέρουν πανιά,
να βράσουν νερό. Έστειλε ένα στο Κορνσάου να φέρει λίγη από
την άγρια αγγελική που είχαν μαζέψει τα κορίτσια, όταν είχαν
ανέβει στο βουνό για βατόμουρα. «Είναι σε μια τάβλα με άμμο,
στο κελάρι», είχε πει και η Μαργκρέτ απόρησε που η Άγκνες ήξε-
ρε τόσο καλά τα κατατόπια στο δικό της το σπίτι. «Προσέξτε μη
σας κοπεί η ρίζα. Μια χούφτα θέλω μόνο. Να πάτε και να γυρί-
σετε τρέχοντας». Ζήτησε από την Ίνγκιμπγιοργκ να βράσει τσάι
με τη ρίζα. Μ’ αυτό το τσάι θα ερχόταν πιο εύκολα το μωρό. Ό-
ταν το ζεστό ετοιμάστηκε, η Ροσλίν έσφιξε το σαγόνι της κι αρ-
νήθηκε να το πιει.
«Δεν είναι φαρμάκι, Ροσλίν», είπε η Μαργκρέτ. «Μην κάνεις

254
σαν παιδί». Είχαν μοιραστεί μια στιγμή τότε, είχαν αλλάξει μια
ματιά με την Άγκνες. Ένα γρήγορο, σφιγμένο χαμόγελο.
Το μωρό κατέβηκε πράγματι ανάποδα, όπως είχε πει η Άγκνες.
Πρώτα τα πόδια, πρώτα τα ματωμένα δαχτυλάκια, μετά το κορ-
μί, τέλος το κεφάλι με τον ομφάλιο λώρο τυλιγμένο γύρω από το
μπράτσο και το λαιμό του. Αλλά ήταν ζωντανό κι αυτό μόνο την
ένοιαζε τη Ροσλίν.
Η Άγκνες είχε αρνηθεί να το τραβήξει έξω. Ζήτησε από την Ίν-
γκιμπγιοργκ να το βγάλει στον κόσμο. Ούτε αργότερα το άγγιξε,
όταν η Ροσλίν αποκοιμήθηκε και τα βελάσματα των προβάτων άρ-
χισαν να ακούγονται από το έμπα της κοιλάδας. Της είχε φανεί
παράξενο της Μαργκρέτ: ο τρόπος που η Άγκνες είχε αποφύγει
να κρατήσει στα χέρια της το νεογέννητο. Τι ήταν αυτό που είχε
πει; «Πρέπει να ζήσει». Λες και θα πέθαινε, αν το έπαιρνε στην
αγκαλιά της η Άγκνες.
Εκείνο το βράδυ είχαν διπλή γιορτή. Ο Σνέμπγιορν, ενθουσια­
σμένος, μεθυσμένος από το ρούμι και το μπράντι που τον είχαν
ποτίσει οι άλλοι αγρότες, παραπάτησε καθώς έσπρωχνε τα πρό-
βατά του στο μαντρί κι έπεσε μέσα στη λάσπη. Ένα κριάρι τον
κουτούλησε με τα κέρατά του στο κεφάλι. Η Μαργκρέτ άκουσε
τον Παλ να περιγράφει τη σκηνή στη μάνα του, που σιγά σιγά συ-
νερχόταν από την ταλαιπωρία της γέννας. Το αγόρι δεν μπορού-
σε να κρατήσει τα γέλια του, καθώς εξηγούσε πώς τον έσυραν έ-
ξω από το μαντρί τον Σνέμπγιορν και τον ξάπλωσαν στο χορτάρι,
ενώ οι άλλοι μάζευαν τα ζωντανά και τα βόλευαν για τη νύχτα.
Άργησαν να φάνε. Οι κόρες της Μαργκρέτ είχαν σώσει ό,τι
μπόρεσαν από τα τσουκάλια, που έβραζαν μοναχά τους όλη μέ-
ρα, και το σέρβιραν στους ξελιγωμένους από την πείνα εργάτες.
«Χιόνιζε λιγάκι», είπε η Στέινα, όταν άκουσαν για τη γέννα της
Ροσλίν. Και κοιτάζοντας την Άγκνες πρόσθεσε: «Καλό σημάδι».

255
«Δεν έκανα τίποτα», είπε η Άγκνες. «Η Ίνγκιμπγιοργκ την
ξεγέννησε».
«Όχι», τη διόρθωσε η Μαργκρέτ. «Το τσάι με τη ρίζα της αγ-
γελικής – πού το έμαθες αυτό;»
«Όλοι το ξέρουν», μουρμούρισε η Άγκνες.
«Μάλλον από τον Νάταν», είπε μουτρωμένη η Λάουγκα.
Η Μαργκρέτ αναρωτήθηκε πώς, έστω και για μιαν ώρα, η
Άγκνες ήταν σαν μέλος της οικογένειας. Είχε πιάσει τον εαυτό
της να κουβεντιάζει με την Άγκνες την επόμενη μέρα. Τη ρώτη-
σε ποιες βαφές ήξερε να φτιάχνει κι είχαν συνεχίσει τη συζήτη-
ση σαν κυρά και παραδουλεύτρα, ώσπου μπήκε η Λάουγκα στην
κάμαρα κι είχε γκρινιάξει: πως δεν ήθελε την Άγκνες να κοιτά-
ζει τα ρούχα και τα πράγματά της. Ήξερε η Λάουγκα, όπως ή-
ξερε και η Μαργκρέτ, πως αν η Άγκνες ήταν κλέφτρα, κάτι θα
’χαν μυριστεί πια, κάτι θα τους είχε λείψει. Αλλά ούτε η ασημέ-
νια καρφίτσα είχε μετακινηθεί από τη θέση της, στη σκόνη κάτω
από το κρεβάτι. Η Μαργκρέτ σκέφτηκε για μια στιγμή μήπως η
Λάουγκα τη ζήλευε την Άγκνες. Αλλά την έδιωξε αμέσως τη σκέ-
ψη από το μυαλό της. Γιατί να ζηλεύει η Λάουγκα μια γυναίκα,
που θα πέθαινε πριν ξανανοίξει ο καιρός; Η ένταση της δυσφο-
ρίας της, όμως, έμοιαζε πυροδοτημένη από κάτι βαθύτερο – δεν
ήταν απλή αντιπάθεια.
Τράβηξε μαλακά τα πόδια της κάτω από το βάρος του αντρός
της και σηκώθηκε από το κρεβάτι, πήγε αργά ως το παράθυρο και
κοίταξε έξω από την ξερή μεμβράνη. Έριχνε χιονόνερο. Αυτό έ-
λειπε, σκέφτηκε ενοχλημένη. Οι τράγοι κι οι προβατίνες ήταν ή-
δη στο λιβάδι της βοσκής. Αλλά τα αρνάκια τα χρονιάρικα ήταν
ακόμα στο μαντρί. Σήμερα θ’ άρχιζαν το σφάξιμο.
Τον πρώτο καιρό, όταν η Άγκνες είχε μόλις φτάσει στο Κορν­
σάου, βαθιά μέσα της η Μαργκρέτ είχε χαρεί την ένταση. Τώρα

256
τη θυμόταν σχεδόν με νοσταλγία εκείνη την κατάσταση: ο ερχο-
μός της φόνισσας είχε με κάποιο τρόπο ενώσει τα μέλη της οικογέ­
νειας· κι η ίδια είχε νιώσει πιο κοντά στις κόρες της, στον άντρα
της. Με τον καιρό συνειδητοποιούσε πια ότι η σιωπή τους είχε με-
τακινηθεί, είχε γίνει πιο φυσική, πιο ξένοιαστη. Αυτό την ανη-
σύχησε τη Μαργκρέτ. Είχε συνηθίσει την παρουσία της Άγκνες
στο υποστατικό. Ίσως ήταν η βοήθεια που πρόσφεραν δυο χέρια
ακόμα στο σπίτι, στις δουλειές. Ήδη η μέση της την πονούσε λι-
γότερο – κι ο βήχας της δεν της έκοβε πια τόσο συχνά την ανάσα.
Απέφυγε να σκεφτεί τι θα γινόταν, όταν θα οριζόταν η μέρα της
εκτέλεσης. Όχι, καλύτερα να μην το σκέφτεται αυτό καθόλου.
Κι αν ένιωθε πιο άνετα με τη γυναίκα μέσα στο σπίτι της, ο λό-
γος ήταν πως με τη βοήθειά της ξεμπέρδευε ευκολότερα τις δου-
λειές. Δεν υπήρχε λόγος να κοιτάει πίσω από τον ώμο της, όταν
είχε μπροστά της τόσα να κάνει.

Υπάρχει πάντα μια βιασύνη που έρχεται μαζί με το σφάξιμο. Ο


καιρός είναι άσχημος, η βροχή γυρίζει χιονόνερο, ο αέρας μοιάζει
λύκος που σε κυνηγάει να σ’ αρπάξει – και σου θυμίζει ότι ο χειμώ-
νας όπου να ’ναι φτάνει. Νιώθω σαν να με πλακώνουν τα χαμηλά
σύννεφα, που έχουν αρχίσει και μαζεύονται φορτωμένα χιόνι.
Δεν θέλουμε να μας πάρει νύχτα κι έτσι είμαστε όλοι έξω, κου-
κουλωμένοι καλά, στο αγιάζι και στο μισόφωτο του Οκτώβρη. Πε-
ριμένουμε τους εργάτες και τον Γιον να πιάσουν τα πρώτα ζώα.
Κράτησαν τόσα, όσα θα χρειαστούν για να βγει ο χειμώνας. Με
λογάριασαν κι εμένα στα στόματα που θα ’χουν να ταΐζουν; Διώ-
χνω την ξαφνική μου παρόρμηση να σταθώ μπροστά στον Γιον
και στο μαχαίρι του. Γιατί να μη με σκοτώσουν εδώ, τώρα, μια

257
μέρα ίδια με τις άλλες; Είναι η αναμονή που σακατεύει. Τα πρό-
βατα ψάχνουν το λίγο χορτάρι που δεν έχει καεί από τους πρώ-
τους πάγους. Ξέρουν, υποψιάζονται άραγε τ’ άμυαλα ζωντανά
τι τα περιμένει; Μαζεμένα, χώρια απ’ το κοπάδι, δεν έχουν ν’ α-
ντέξουν παρά μια νύχτα μόνο φόβου. Εγώ περιμένω μήνες τώ-
ρα το σφάξιμο.
Ο Γκούντμουντουρ πιάνει το πρώτο πρόβατο, γονατίζει πά-
νω του για να κρατήσει ακίνητο το κεφάλι του. Δεν μ’ αρέσει, αλ-
λά ξέρει τη δουλειά του – κόβει το λαιμό του ζώου με τη μία και το
χέρι του γραπώνει τόσο γρήγορα τον κουβά, που δεν του χύνεται
στάλα αίμα απέξω. Σε λίγα λεπτά το σφαγμένο πρόβατο έχει ξε-
ματώσει. Πλησιάζω να πάρω τον κουβά από τα χέρια του, αλλά
μ’ αγνοεί και τον δίνει στη Λάουγκα. Δεν πειράζει. Τον αγνοώ κι
εγώ. Περιμένω τον κουβά με το αίμα από τον Γιον, που έχει ανα-
σηκώσει τη σφαγμένη προβατίνα για να τρέξει γρηγορότερα το
κόκκινο βρυσάκι του λαιμού της. Πάντα το αίμα είναι περισσό-
τερο απ’ όσο περιμένει κανείς. Και πάντα κυλάει προς μια κα-
τεύθυνση απρόβλεπτη. Χύνεται στο λασπωμένο χώμα, λερώνει
το γκρίζο μαλλί του ζώου. Σύντομα ο κουβάς γεμίζει.
Γυρίζω στο σπίτι, όπου η Μαργκρέτ έχει φουντώσει τη φωτιά
με κοπριά και τύρφη. Τα μάτια μου δακρύζουν από τον καπνό κι
η Μαργκρέτ βήχει πνιγμένη. Δεν θα μας κακοφαίνεται, όμως,
όταν θα τρώμε το καπνιστό κρέας, που κρεμάμε τώρα απ’ τα δο-
κάρια, μου λέει. Ακουμπάω κάτω τον κουβά μου και ξαναβγαίνω.
Περιμένουμε να γδάρουν τα πρόβατα. Η προβατίνα του Μπγιά­
νι δεν έχει ακόμα ξεματώσει – δεν έχει πάρει ακόμα το κολάι της
δουλειάς, δεν είναι επιδέξιος στο σφάξιμο. Ενώ ο Γκούντμουντουρ
το δουλεύει καλά το μαχαίρι. Μου θυμίζει τον Φρίντρικ, που είχε
έρθει να βοηθήσει στο σφάξιμο στο Ιλουγκάσταντιρ, πριν τσακω-
θεί ανοιχτά με τον Νάταν. Ο Φρίντρικ έδειχνε πάντα υπερβολι-

258
κή προθυμία στο σφάξιμο, στο διαμελισμό των ζώων – παραήταν
γρήγορος στο μαχαίρι. Ο Γιον δουλεύει πιο αργά, πιο προσεκτικά.
Αρχίζει το γδάρσιμο από τα πίσω κότσια και σπάει τα πίσω πόδια
χωρίς να κόψει καθόλου το κρέας. Ο Γκούντμουντουρ προχωράει
όσο μπορεί κατεβαίνοντας από τους ώμους, αλλά δυσκολεύεται
να σκίσει τα πλευρά και να βγάλει το ψαχνό από το στήθος – κι ο
Γιον λέει στον Μπγιάρνι να τον βοηθήσει. Μαζί κι οι τρεις σηκώ-
νουν το σφαγμένο πρόβατο στο τοιχάκι και τραβώντας καταφέρ-
νουν τελικά να του ξεκολλήσουν το πετσί του. Ο Μπγιάρνι το ’χει
πετσοκόψει άσχημα. Μακάρι να μπορούσα να του δείξω πώς γί-
νεται η δουλειά. Φαντάζομαι τα μούτρα τους, αν πλησίαζα και
τους ζητούσα να μου δώσουν ένα μαχαίρι.
Παίρνουμε την καρδιά, τα πνευμόνια και το συκώτι του αρ-
νιού, τα έντερα και το στομάχι, όταν το ξεκοιλιάζουν.
Εκείνο το φθινόπωρο, στο Ιλουγκάσταντιρ, ο Νάταν τρύπησε
τη χολή ενός πρόβατου. Το πικρό ζουμί χύθηκε πάνω στο κρέας κι ο
Φρίντρικ λύθηκε στα γέλια. «Και παριστάνεις και το γιατρό», είπε
στον Νάταν. Παράξενο, πώς τις θυμάμαι αυτές τις στιγμές τώρα.
Με τα εντόσθια στους κουβάδες αφήνουμε τους άντρες να κό-
ψουν το κρέας μερίδες και να το κρεμάσουν κι εμείς γυρίζουμε
στην κουζίνα. Ο πολύς καπνός έχει κατακάτσει, οι φλόγες τινά-
ζονται ψηλά. Η Μαργκρέτ έχει κρεμάσει ένα τσουκάλι νερό πά-
νω από τη φωτιά να βράσει και αρχίζουμε όλες μαζί να φτιάχνου-
με τα λουκάνικα. Ακόμα κι η Λάουγκα βοηθάει, περνάει το αί-
μα από το τουλπάνι. Δυσανασχετεί, όταν την πιτσιλάει στο πρό-
σωπο. Βγαίνω έξω να φέρω τα στομάχια. Γυρίζοντας η κουζίνα
μυρίζει βαριά από το λίπος και τα νεφρά, που τηγανίζονται για
το κολατσιό των αντρών. Η Μαργκρέτ έχει μαζέψει το ξίγκι σ’ έ-
να τσουκάλι, το ’χει σκεπάσει με νερό και το ’χει βάλει να βρά-
σει. Η Κριστίν, η Μαργκρέτ, η Στέινα κι εγώ ράβουμε τα στομά-

259
χια, αφήνοντας ένα άνοιγμα για να τα γεμίσουμε. Όταν η Λάου-
γκα περνάει από το τουλπάνι και το τελευταίο αίμα, ρίχνω μέσα
το υπόλοιπο ξίγκι και το αλεύρι της σίκαλης. Προτείνω να ανα-
κατέψουμε και λίγα μούσκλια, όπως κάναμε στο Γκέιτασκαρντ.
Όταν η Μαργκρέτ δέχεται και στέλνει τη Λάουγκα στο κελάρι να
τα φέρει, νιώθω την καρδιά μου να ριγάει – κάτι σαν ανεπαίσθη-
το κύμα χαράς, σαν ψίθυρος ευτυχίας. Αυτή είναι η ζωή μου, ό-
πως την ήξερα: να ρίχνομαι και να βουτάω ως τους αγκώνες σ’ ό-
ποια δουλειά ήταν να γίνει, να δουλεύω κυνηγώντας ένα είδος ε-
πιβίωσης. Τα κορίτσια φλυαρούν και γελάνε, γεμίζοντας τα λου-
κάνικα με το ματωμένο μείγμα. Μπορώ να ξεχάσω ποια είμαι.
Το ξίγκι δεν αργεί να λιώσει. Τρεις μαζί σηκώνουμε το τσουκάλι
από τη φωτιά και τ’ αφήνουμε να κρυώσει, για να μπορέσουμε να
χωρίσουμε το στέρεο λίπος από το υγρό που ’χει μείνει από κάτω.
Έρχονται στην κουζίνα οι άντρες να φάνε τα νεφρά. Βρωμά-
νε κοπριά και βρεμένο μαλλί. Νομίζω πως οι εργάτες μάς κοιτά-
ζουν με ζήλια εμάς, τις γυναίκες, να ρίχνουμε τα φρέσκα λουκά-
νικα στο βραστό νερό, μέσα στην καπνισμένη, ζεστή κουζίνα. Ό-
ταν σερβίρω στον Γιον το πιάτο του, με κοιτάζει –για πρώτη φορά–
στα μάτια. «Σ’ ευχαριστώ, Άγκνες», λέει με ήρεμη φωνή. Σίγουρα
εξαιτίας της Ροσλίν. Με βλέπει αλλιώς.
Οι άντρες τελειώνουν το φαγητό τους και φεύγουν. Πάνε να
φέρουν τα πρώτα κομμάτια κρέας. Αρχίζω να μετράω το νίτρο και
να τ’ ανακατεύω με το αλάτι. Θυμάμαι πώς βοηθούσα τον Νάταν
στο σιδεράδικο: μετρούσα το θειάφι, τα ξερά φύλλα, τους κοπα-
νισμένους σπόρους. Σήμερα το σκέφτομαι πολύ το Ιλουγκάστα-
ντιρ. Τη μέρα που σφάξαμε τα πρόβατα, το μοναδικό φθινόπω-
ρο που πέρασα εκεί. Μου άρεσε, χαιρόμουν που γέμιζα το κελά-
ρι για το χειμώνα. Τρόφιμα που θα τρώγαμε αργότερα, που θα
τα ’παιρνε μαζί του ο Νάταν στις μακρινές διαδρομές του. Είχε

260
σταθεί στο άνοιγμα της πόρτας καθώς ανακάτευα το αλεύρι με
το αίμα εκείνη τη μέρα και μου διάβαζε από τις σάγκες, μου μι-
λούσε για τον καιρό που είχε περάσει στην Κοπεγχάγη, όπου τα
blodpølse λουκάνικα τα νοστίμιζαν με μπαχαρικά κι ένα είδος ξη-
ρού καρπού. Μετά μπήκαν ο Φρίντρικ και η Σίγκα γελώντας, με
κουβάδες εντόσθια στα χέρια και χιόνι στα μαλλιά τους. Κι ο Νά-
ταν μ’ άφησε κι έφυγε. Πήγε στο σιδεράδικο.
Τα δάχτυλά μου τσούζουν, καθώς βάζω κομμάτι κομμάτι το
αλατισμένο κρέας μέσα στο ξύλινο βαρέλι. Μια ροζ κρούστα τρί-
βεται ανάμεσα στα δάχτυλά μου και η μέση μου πονάει από το
σκύψιμο στον πάτο του βαρελιού. Η Στέινα με παρακολουθεί, ρω-
τάει πόσο νερό πρέπει να ραντίζει ανάμεσα στις στρώσεις, λέει
ότι τα χέρια της την τρώνε από το πολύ αλάτι. Γλείφει το δέρμα
της, ζαρώνει τη μύτη της απ’ την αρμύρα του. «Δεν καταλαβαί-
νω γιατί δεν το διατηρούμε όλο μέσα στο τυρόγαλο. Το αλάτι εί-
ναι πανάκριβο», λέει.
«Το παστό αρέσει καλύτερα στους ξένους», της απαντώ. Το
βαρέλι θα το ανταλλάξουμε, θα το δώσουμε και θα πάρουμε άλ-
λα πράγματα. Το πιο παχύ κρέας θα το φυλάξουμε σε τυρόγαλο
και θα το κρατήσουμε για την οικογένεια.
«Από τη θάλασσα το βγάζουν το αλάτι;»
«Γιατί με ρωτάς τόσα πράγματα, Στέινα;»
Το κορίτσι σωπαίνει, τα μάγουλά του ροδίζουν. «Επειδή μου
απαντάς», μουρμουρίζει.
Μετά έρχονται τα κόκκαλα και τα κεφάλια. Λέω στη Λάουγκα
να μου φέρει το τσουκάλι για το ξίγκι, να μεταγυρίσει αλλού το
λίπος που έχει μαζευτεί από τους χόνδρους μαζί με το νερό τους,
κάνει πως δεν μ’ ακούει και κρατάει το βλέμμα της καρφωμένο
μπροστά της. Μου το φέρνει τελικά η Κριστίν. Όταν η Στέινα με
πλησιάζει πάλι, χαμογελώντας ντροπαλά, και με ρωτάει αν μπο-

261
ρεί να βοηθήσει σε τίποτα, της ζητάω να γεμίσει το άδειο τσουκάλι
με τα κόκκαλα, που δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν αλλού που-
θενά. Αλάτι. Κριθάρι. Νερό. Η Στέινα κι εγώ κρεμάμε το τσου-
κάλι δίπλα στα λουκάνικα που σιγοβράζουν για να βγει το μεδού-
λι: το αλάτι και η ζέστη θα το ρουφήξουν μέσα από τα κόκκαλα.
Χτυπάει ευχαριστημένη τα χέρια της, όταν στερεώ­νουμε το βαρύ
τσουκάλι στο γάντζο και αμέσως αρχίζει να συδαυλίζει τη φωτιά.
«Μην τη φουντώνεις πολύ, Στέινα», λέω. «Μη σκεπάζεις τα
κάρβουνα».
Πλησιάζω στη θράκα τα κεφάλια των προβάτων να καψαλιστούν
οι τρίχες. Δεν παίρνουν φωτιά, τις βλέπω να ζαρώνουν καθώς οι
φλόγες τις γλείφουν. Νιώθω στα ρουθούνια μου τη μυρωδιά τους.
Ω Θεέ μου. Η μυρωδιά.
Η κάμαρα στο Ιλουγκάσταντιρ. Το λίπος της φάλαινας πασα-
λειμμένο στο ξύλο και στα κρεβάτια. Και μετά η φλόγα από τη
λάμπα, οι μάλλινες κουβέρτες που άρχισαν να καπνίζουν. Η μυ-
ρωδιά του καμένου μαλλιού.
Δεν την αντέχω. Πρέπει ν’ ανασάνω καθαρό αέρα. Ω Θεέ μου!
Μην τους αφήσω να δουν την ταραχή μου. Δίνω τα κεφάλια
στη Στέινα, την αφήνω να το κάνει μόνη της. Χρειάζομαι καθα-
ρό αέρα. Της λέω ότι με πνίγει η κάπνα.
Έξω το ψιλόβροχο πέφτει στο πρόσωπό μου σαν ευλογία. Αλ-
λά η μυρωδιά απ’ τις καψαλισμένες τρίχες, από το καμένο μαλ-
λί, μένει κολλημένη στα ρουθούνια μου. Ξινή, πικρή, μ’ αηδιά-
ζει μέχρι μέσα βαθιά μου.
Με βρίσκει η Μαργκρέτ, καθισμένη ανακούρκουδα στο σκο-
τάδι με το κεφάλι μου ανάμεσα στα γόνατά μου. Περιμένω να με
μαλώσει. Τι κάνεις εδώ, Άγκνες; Άντε μέσα. Κάνε αυτό που σου
είπα. Γιατί άφησες τη Στέινα να την κάνει μόνη της αυτή τη δου-
λειά; Το ’καψε το κρέας.

262
Αλλά η Μαργκρέτ δεν μιλάει. Κάθεται δίπλα μου, ακούω τα
γόνατά της που τρίζουν.
«Πόσο γρήγορα φεύγει πια το φως». Αυτό θα μου πει μόνο;
Έχει δίκιο. Το μελάνι του σούρουπου μοιάζει να ’χει ανέβει α-
πό τη μαύρη κοιλιά του ποταμού μπροστά μας.
Οι μυρωδιές σαν να είναι πάντα πιο δυνατές τη νύχτα. Και εδώ
που κάθομαι, τη νιώθω τη μυρωδιά της κουζίνας πάνω στη Μαρ-
γκρέτ. Το αίμα από τα λουκάνικα. Τον καπνό. Την άρμη. Η ανάσα
της είναι βαριά και στη σιωπή της νύχτας ακούω το πνιχτό λαχά-
νιασμα στα πνευμόνια της· κάτι που την δυσκολεύει ν’ ανασάνει.
« Ήθελα λίγο καθαρό αέρα», λέω.
Η Μαργκρέτ αναστενάζει, ξεροβήχει να καθαρίσει το λαιμό
της. «Κανένας δεν πέθανε από τον καθαρό αέρα».
Καθόμαστε και ακούμε το ποτάμι να κυλάει τα νερά του. Το
ψιλόβροχο σταματάει. Αρχίζει να πέφτει χιόνι.
«Για να δούμε πώς τα πάνε τα κορίτσια», λέει τέλος η Μαρ-
γκρέτ. «Δεν θα απορήσω αν βρούμε κρεμασμένη από τα δοκά-
ρια τη Στέινα αντί για τα κρέατα. Καπνιστή».
Ένας σιγανός γδούπος ακούγεται από το σιδεράδικο. Οι άντρες
θα ’ναι, που τεντώνουν τα δέρματα να στεγνώσουν.
« Έλα, Άγκνες. Θα πουντιάσεις».
Γυρίζω και βλέπω πως η Μαργκρέτ έχει απλώσει το χέρι της.
Το πιάνω, νιώθω το δέρμα της σαν χαρτί στο δικό μου. Μπαίνου-
με μέσα.

Η φωτιά στην κουζίνα έχει μισοσβήσει, μια χούφτα κάρβουνα


που τρίζουν έχει μείνει μόνο και το σκοτάδι κρύβει το αίμα το χυ-
μένο έξω στο χώμα, όταν η Λάουγκα δένει με πρησμένα δάχτυ-

263
λα την τελευταία κουλούρα των λουκάνικων και την κρεμάει να
στεγνώσει. Η Στέινα, με την ποδιά της γεμάτη λεκέδες από τα ξί-
γκια και τα αίματα, παρακολουθεί την αδερφή της ακουμπισμέ-
νη στο άνοιγμα της πόρτας.
« Έξω χιονίζει», λέει.
Η Λάουγκα ανασηκώνει τους ώμους.
«Είναι όλοι στα κρεβάτια». Ανασαίνει βαθιά, ρουφάει τον αέ­
ρα από τη μύτη. «Μυρίζει όμορφα εδώ μέσα, ε;»
«Δεν νομίζω ότι μπορεί να ’ναι ποτέ όμορφη η μυρωδιά των
σφαχτών». Η Λάουγκα έσκυψε και σήκωσε τους κουβάδες που
είχαν για τα εντόσθια.
«Ω, παράτα τους να στεγνώσουν. Θα τους πλύνουμε το πρωί».
Η Στέινα πλησίασε την αδερφή της και τράβηξε ένα σκαμνί μπρο-
στά στην πυροστιά. «Είδες πώς στοίβαζε η Άγκνες το κρέας στο
βαρέλι; Δεν έχω ξαναδεί κανέναν να δουλεύει τόσο γρήγορα».
Η Λάουγκα μάζεψε τους κουβάδες κοντά στον τοίχο και κά-
θισε κάτω, δίπλα στη Στέινα, τεντώνοντας τα χέρια της μπρο-
στά να ζεσταθούν στη χόβολη. «Μάλλον φαρμάκωσε όλο το βα­-
ρέλι».
Η Στέινα μόρφασε. «Δεν θα ’κανε τέτοιο πράγμα. Όχι σε μας».
Σάλιωσε μιαν ακρίτσα από την ποδιά της κι άρχισε να τρίβει τους
λεκέδες από το αίμα στα χέρια της. «Αναρωτιέμαι τι της έφερε
αυτή την ξαφνική ταραχή».
«Ποια ταραχή;»
«Η Άγκνες κι εγώ ήμασταν εδώ, εδώ που καθόμαστε τώρα,
καψαλίζαμε τα κεφάλια. Και ξαφνικά μου τα πετάει στην ποδιά
μου και φεύγει μουρμουρίζοντας μέσα από τα δόντια της. Η Μά-
να την ακολούθησε. Και τις είδα να κάθονται έξω και να μιλάνε.
Ύστερα ξανάρθανε μέσα».
Η Λάουγκα ζάρωσε τα φρύδια της και σηκώθηκε.

264
«Είναι περίεργο», συνέχισε η Στέινα. «Παρ’ όλα όσα λέει, νο-
μίζω ότι η Μάνα έχει αρχίσει να τη συμπαθεί».
«Στέινα», την έκοψε η αδερφή της.
«Δεν θα το παραδεχόταν ποτέ ανοιχτά, βέβαια, αλλά…»
«Στέινα! Για τ’ όνομα του Θεού, δεν γίνεται να μη μιλάς συ-
νέχεια για την Άγκνες;»
Η Στέινα σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε την αδερφή της ξαφ-
νιασμένη. «Τι πειράζει να μιλάμε για την Άγκνες;»
Η Λάουγκα μόρφασε. «Τι πειράζει; Είμαι η μόνη εδώ μέσα που
θυμάται ποια είναι αυτή η γυναίκα;» Η φωνή της χαμήλωσε, έγι-
νε ψίθυρος. «Μιλάς γι’ αυτήν σαν να μην είναι… ξέρεις. Σαν να
’ναι μια παραδουλεύτρα».
«Ω Λάουγκα. Μακάρι να μπορούσες να…»
«Μακάρι να μπορούσα τι; Τι! Να πιάσω φιλίες μαζί της, ό-
πως εσείς;»
Η Στέινα έμεινε μ’ ανοιχτό το στόμα στο ξέσπασμα της αδερ-
φής της. Η Λάουγκα πήγε ως το βάθος της κουζίνας και πίεσε
σφιγμένες τις γροθιές της στο μέτωπό της.
«Λάουγκα;»
Η αδερφή της δεν γύρισε να την κοιτάξει. Με αργές κινήσεις
σήκωσε τους λερωμένους κουβάδες. «Θα πάω να τους πλύνω»,
είπε με φωνή πνιχτή, τρεμάμενη. «Άντε να πέσεις, Στέινα».
«Λάουγκα;» Η Στέινα σηκώθηκε και έκανε μερικά βήματα προς
το μέρος της αδερφής της. «Τι συμβαίνει;»
«Τίποτα. Άντε στο κρεβάτι, Στέινα. Άσε με».
«Δεν σ’ αφήνω, αν δεν μου πεις τι έκανα και θύμωσες».
Η Λάουγκα έγνεψε αρνητικά. Το πρόσωπό της είχε σκοτει-
νιάσει. «Νόμιζα πως θα ’ταν αλλιώς», είπε τελικά. «Όταν ήρθε
ο Μπλόνταλ, νόμιζα ότι δεν θα τη φορτωνόμασταν και τόσο, ότι
θα είχαμε χωροφύλακες εδώ να τη φυλάνε. Νόμιζα ότι θα την εί-

265
χαμε κάπου κλειδωμένη! Δεν το περίμενα ότι θα ’τανε συνέχεια
μαζί μας, ότι θα στρωνόταν στην κάμαρά μας να μιλάει με τον ε-
φημέριο. Και τώρα βλέπω ότι ακόμα και η Μάνα τής κουβεντιά-
ζει σαν να ’ναι φιλενάδα της! Κανένας σας δεν νοιάζεται που ό-
λοι στην κοιλάδα μάς στραβοκοιτάνε εξαιτίας της».
«Κανένας δεν μας στραβοκοιτάει. Κανένας δεν νοιάζεται».
Η Λάουγκα στένεψε τα μάτια της και άφησε τους κουβάδες να
πέσουν στα πόδια της. «Ω, άκου που σου λέω, Στέινα. Μας στρα-
βοκοιτάνε. Εσύ δεν το καταλαβαίνεις, αλλά τώρα πια είμαστε σαν
σημαδεμένες. Κι όταν μας βλέπουν να της μιλάμε και να την κα-
λοταΐζουμε… Πάει, δεν θα παντρευτούμε ποτέ μας».
«Αυτό δεν το ξέρεις». Η Στέινα κάθισε στο σκαμνί μπροστά
στην πυροστιά. « Έτσι κι αλλιώς δεν είναι για πάντα», πρόσθεσε.
«Δεν αντέχω να περιμένω άλλο. Ανυπομονώ να την ξεφορ-
τωθούμε».
«Πώς μπορείς και λες τέτοιο πράγμα;»
Η Λάουγκα ξεφύσηξε ριγώντας. «Ο εφημέριος την τριγυρίζει
σαν ξεμυαλισμένο μαθητούδι. Ακόμα κι ο Πάμπι κουνάει το κε-
φάλι του και την καλημερίζει, από τότε που κατάφερε με τα μά-
για της να βγάλει ζωντανό το μωρό από την κοιλιά της Ροσλίν. Κι
εσύ, Στέινα!» Η Λάουγκα στράφηκε στην αδερφή της με μάτια
γεμάτα πικρό θυμό. «Εσύ της φέρεσαι σαν να ’ναι αδερφή σου!
Πιο πολύ από μένα!»
«Όχι, δεν είναι αλήθεια».
«Είναι. Την παίρνεις από πίσω σαν το σκυλάκι. Τη βοηθάς.
Θέλεις να της αρέσεις».
Η Στέινα πήρε βαθιά ανάσα. «Είναι… είναι μόνο που τη θυ-
μάμαι από παλιά. Και δεν μπορώ να μη σκέφτομαι ότι δεν ήταν
πάντα έτσι. Ήταν σαν εμάς κάποτε, στην ηλικία μας. Είχε μάνα
και πατέρα, όπως εμείς».

266
«Όχι», σφύριξε η Λάουγκα. «Δεν είναι, δεν ήταν ποτέ σαν ε-
μάς. Μας τη φέρανε εδώ και κανένας δεν το νιώθει καν πόσο έ-
χουν αλλάξει όλα. Πόσο χειρότερα έχουν γίνει». Σκύβοντας σή-
κωσε τους ματωμένους κουβάδες και βγήκε με μεγάλα βήματα
από το δωμάτιο.

Είχε αρχίσει να χιονίζει πια τις περισσότερες μέρες στα βόρεια.


Στο Μπρέιδαμπόλσταντουρ είχε πέσει πυκνή ομίχλη και το κρύο
περόνιαζε τα κόκκαλα – κι ας προσπαθούσε ο οκτωβριάτικος ή-
λιος να φωτίσει ακόμα όσο μπορούσε τον κόσμο. Παρά την κακο-
καιρία ο Τότι δεν ήθελε να μείνει στο σπίτι με τον πατέρα του. Έ-
νιωθε λες κι είχε σκιστεί κάποια αόρατη μεμβράνη που τον χώριζε
από την Άγκνες. Η γυναίκα είχε αρχίσει επιτέλους να του μιλάει
για τον Νάταν. Στη σκέψη πως ίσως τον πλησίαζε ακόμα περισ-
σότερο, πως ίσως τελικά τον εμπιστευόταν αρκετά για να του πει
τι είχε συμβεί στο Ιλουγκάσταντιρ…, στη σκέψη αυτή η καρδιά
του χτυπούσε πιο γρήγορα.
Τυλίγοντας με προσοχή το παγωμένο κορμί του σ’ όσα μάλ-
λινα ρούχα κατάφερε να βρει στο μπαούλο του, ο Τότι θυμήθηκε
την πρώτη τους συνάντηση. Θυμόταν αχνά τα ορμητικά νερά του
Γκιόνγκουσκορντ. Τη βοή του χειμάρρου που είχε φουσκώσει α-
πό τα λιωμένα χιόνια κι έκλεινε το πέρασμα. Τις βρεγμένες πέ-
τρες που έλαμπαν στον ήλιο. Και μπροστά του, σκυφτή στην α-
κροποταμιά, έβγαζε τις κάλτσες της μια γυναίκα μαυρομάλλα,
έτοιμη να διασχίσει το ποτάμι.
Ο Τότι φόρεσε τα γάντια του στην κάμαρα του Μπρέιδαμπόλ-
σταντουρ κι έψαξε στη θύμησή του για το πρόσωπό της, που εκεί-
νη την ημέρα είχε πρωτοδεί. Η γυναίκα είχε μισοκλείσει τα μά-

267
τια της τυφλωμένη από το λαμπρό φως του ήλιου, όταν σήκωσε
το κεφάλι να τον δει. Δεν χαμογελούσε. Τα μαλλιά της έπεφταν
υγρά στο μέτωπο και κολλούσαν στο λαιμό της, ξαναμμένη όπως
ήταν από το περπάτημα. Ένα άσπρο σακούλι ήταν ακουμπισμέ-
νο στις κροκάλες της όχθης, δίπλα της.
Μετά ήταν η ζέστη του κορμιού της στο στήθος του, καθώς διέ­
σχισαν τα αφρισμένα νερά καβάλα στη φοράδα του. Η μυρωδιά
του ιδρώτα και του αγριόχορτου που ανάδινε ο σβέρκος της. Η σκέ-
ψη της τον τάραζε ακόμα, τον διαπερνούσε σύγκορμο σαν ρίγος.
«Τι σ’ έπιασε και βιάζεσαι έτσι;»
Ο Τότι σήκωσε το κεφάλι και είδε τον πατέρα του να τον κοι-
τάζει από την άλλη άκρη της κάμαρας.
«Με περιμένουν στο Κορνσάου».
Ο εφημέριος Γιον πήρε ύφος σκεπτικό. «Περνάς πολλές ώρες
εκεί πέρα», είπε.
« Έχω πολλή δουλειά να κάνω».
«Άκουσα ότι ο Νομαρχιακός Υπάλληλος έχει δυο κόρες».
«Ναι. Τη Σιγκουρλάουγκ και τη Στέινβορ».
Ο πατέρας του στένεψε τα μάτια. «Είναι όμορφες;»
Ο Τότι τον κοίταξε σαστισμένος. «Κάποιοι σίγουρα τις βρί-
σκουν όμορφες», είπε και προχώρησε προς την πόρτα. «Μη με
περιμένεις το βράδυ ξύπνιος».
«Γιε μου!» Ο εφημέριος Γιον έκανε μερικά βήματα προς την πόρ-
τα κι έδωσε στον Τότι την Καινή του Διαθήκη. «Το ξέχασες αυτό».
Ο Τότι κοκκίνισε, πήρε βιαστικά το βιβλιαράκι και το ’χωσε
στον κόρφο του.
Έξω από το σπίτι του Μπρέιδαμπόλσταντουρ η παγωνιά έ-
τσουξε τον Τότι στα μάγουλα. Του δάγκωσε τ’ αυτιά. Ανάσαινε
με δυσκολία καθώς σέλωνε τη νυσταγμένη φοράδα του και πήρε
το δρόμο για το Κορνσάου. Ακόμα κι όταν η ομίχλη έδωσε τη θέ-

268
ση της στο χιόνι, ακόμα κι όταν τίναζε τις νιφάδες από τη χαίτη
της μικρόσωμης φοράδας του κι ένιωθε τα πόδια του να μουδιά-
ζουν και να πονάνε από το κρύο, το μυαλό του γύριζε ξανά και
ξανά στη γυναίκα που είχε συναντήσει στο πέρασμα του Γκιόν-
γκουσκορντ. Κι η θύμησή της τον ζέσταινε μέχρι βαθιά μέσα του.

«Μετά τη γιορτή του θερισμού έκανα κάμποσο καιρό να ξαναδώ


τον Νάταν. Μια μέρα ήμουν σε κάποιο παράσπιτο του υποστατι-
κού κι έκοβα κρέας κρεμασμένο από ένα δοκάρι. Ήμουν ανεβα-
σμένη στη σκάλα, με το μαχαίρι στο χέρι, και στάθηκα μια στιγ-
μή να αγναντέψω το μενεξεδί φως του Νοεμβρίου απέξω. Τότε
τον είδα ξαφνικά στο άνοιγμα της πόρτας».
Η Άγκνες μετακινήθηκε λίγο στο κρεβάτι, για να πέφτει κα-
λύτερα στα χέρια της το φως της λάμπας. Ο Τότι έριξε μια ματιά
στα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας του Κορνσάου, που κάθονταν
στην άλλη άκρη της κάμαρας. Ο Τότι υποψιάστηκε ότι είχαν στή-
σει αυτί και άκουγαν, αλλά η Άγκνες δεν έδειχνε να νοιάζεται.
Ήταν λες και δεν μπορούσε. Ίσως δεν μπορούσε να σταματήσει,
ακόμα κι αν το ήθελε.
«Ξαφνιάστηκα τόσο βλέποντάς τον, που κόντεψα να πέσω α-
πό τη σκάλα. Το κρέας θα έπεφτε καταγής, αν δεν το άρπαζε ο
Νάταν στον αέρα. Είπε ότι είχε έρθει να δει τον Βορμ, ότι είχε
πάει στο Χβάμουρ να γιατροπορέψει τη γυναίκα του Μπλόνταλ
– και τώρα δεν έβλεπε το λόγο να βιαστεί να γυρίσει σπίτι του, ό-
που τον περίμεναν μόνο δουλειές και οι φώκιες να τον καλωσο-
ρίσουν. Αυτά είπε.
»Τον ρώτησα, νομίζω, αν του άρεσε στο Ιλουγκάσταντιρ. Και
μου απάντησε ότι χρειαζόταν περισσότερα χέρια να τον βοηθά-
νε στις δουλειές. Είπε ότι είχε μια παραδουλεύτρα, αλλά ήταν λι-

269
γάκι λειψή στο μυαλό. Και πολύ μικρή. Όσο για την Κάριτας, την
οικονόμο του, θα ’φευγε είπε για την κοιλάδα του Βάσνταλουρ
την ερχόμενη άνοιξη.
»Κουβεντιάσαμε λίγο. Θυμάμαι ότι τον ρώτησα για τα λακ-
κάκια στις χούφτες του, που τα ’χαμε συζητήσει και στην πρώτη
μας συνάντηση. Κι εκείνος γέλασε και είπε ότι σύντομα θα γέμι-
ζαν λεφτά, αν ο Μπλόνταλ ήθελε να βγάλει ζωντανή τον χειμώ-
να η γυναίκα του.
»Μετά γυρίσαμε μαζί στο σπίτι και κάποιοι από τους εργάτες
και τις παραδουλεύτρες, που δούλευαν στην αυλή, μας είδαν. Η
Μαρία έβγαζε εκείνη την ώρα τις στάχτες κι όταν είδε τον Νάταν
έμεινε ακίνητη, με το βλέμμα καρφωμένο πάνω μας. Να και η
φίλη μου, είπα. Αλλά ο Νάταν δεν της έδωσε σημασία. Συνέχισε
να μου μιλάει, μου είπε ότι δεν θ’ αργούσε να χιονίσει, το ’νιωθε
στα κόκκαλά του, και ποιος ήταν αυτός; έδειξε τον Σφαγέα των
Προβάτων, τον Πέτουρ».
«Τον άλλο σκοτωμένο;» ρώτησε ο Τότι.
Η Άγκνες κούνησε καταφατικά το κεφάλι της. «Τον έλεγαν
Πέτουρ Γιόνσον. Τον είχαν στείλει να μείνει στο Γκέιτασκαρντ
το χειμώνα, όταν τον είχαν κατηγορήσει πως είχε σκοτώσει πολ-
λά ζώα πριν λίγα χρόνια. Ήταν περίεργος άνθρωπος. Δεν μου ά-
ρεσε. Γελούσε, όταν δεν υπήρχε τίποτα για να γελάσει κανείς.
Μας έλεγε, σ’ εμάς τις παραδουλεύτρες, για τους εφιάλτες του.
Και μας τρόμαζε».
«Είχε και το χάρισμα της προφητείας;»
Η Άγκνες δίστασε, έριξε μια ματιά προς τους άλλους στο βά-
θος της κάμαρας. Όταν μίλησε ξανά, η φωνή της ήταν χαμηλή.
«Πολλοί θυμούνται ένα όνειρο που διηγήθηκε ο Πέτουρ στο Γκέι­
τασκαρντ. Το είχε δει κάμποσες φορές και εγώ ανατρίχιαζα όπο-
τε το άκουγα. Στο όνειρό του περπατούσε σε μια κοιλάδα όταν

270
τρία από τα πρόβατα που είχε σφάξει με τον Γιον Άρναρσον ήρ-
θαν τρέχοντας καταπάνω του. Πίσω τους ακολουθούσε κοπάδι ο-
λόκληρο, με μπροστάρα μια προβατίνα που είχε σφάξει με τα χέ-
ρια του. Όταν τον έφτασαν, η προβατίνα ξέρασε αίμα και τον έ-
λουσε ολόκληρο. Ο ίδιος γελούσε με το όνειρό του. Αργότερα, ό-
μως, κάποιοι είπαν πως ήταν προφητικό».
«Προφητικό; Μίλησες ποτέ στον Νάταν για το όνειρο του Πέ-
τουρ;»
«Ναι. Και τότε ο Νάταν μου είπε κι αυτός μερικά από τα πα-
ράξενα όνειρα που είχε δει στη ζωή του. Αλλά τώρα πια δεν έ-
χουν σημασία».
« Έχω ακούσει για τα όνειρα του Νάταν», είπε μια σιγανή φω-
νή από το βάθος της κάμαρας. Η Άγκνες και ο Τότι γύρισαν και
είδαν τη Λάουγκα να τους κοιτάζει με ύφος παράξενο.
«Λάουγκα», μπήκε στη μέση η Μαργκρέτ.
«Μου τα ’πε η Ροσλίν, Μάνα. Και σίγουρα έχουν ενδιαφέρον».
«Δεν θέλουμε ν’ ακούσουμε τέτοια πράγματα», είπε ο Γιον και
σηκώθηκε αργά όρθιος.
«Όχι. Άσ’ την να μας πει για τα όνειρα του Νάταν Κέτιλσον»,
διαμαρτυρήθηκε η Στέινα. «Αν η Λάουγκα νομίζει πως κάτι ξέρει,
σίγουρα όλοι θέλουμε να την ακούσουμε. Και η Άγκνες».
«Αφήστε τον εφημέριο Θόρβαρδουρ να κάνει τη δουλειά του,
να μιλήσει με την ησυχία του. Μην τον ενοχλείς, Λάουγκα».
«Εγώ τον ενοχλώ;» Η Λάουγκα γέλασε και πέταξε το πλεκτό
της στο κρεβάτι δίπλα της. «Εκείνη δηλαδή δεν μας ενοχλεί; Βρί-
σκεται στο σπίτι μας! Νιώθω την ανάσα της στον ώμο μου, όποτε
πάω στην κουζίνα! Την ακούω ν’ αραδιάζει ψέματα μέσα στην κά-
μαρά μας!» Η Λάουγκα στράφηκε στους γονείς της. «Μάνα, Πά-
μπι, συγγνώμη, αλλά μας είπατε να κρατάμε τ’ αυτιά μας κλει-
στά σ’ ό,τι λέει αυτή η γυναίκα. Και τώρα την αφήνετε να σκα-

271
ρώνει ψευτιές και παραμύθια καθισμένη λίγα μέτρα πιο πέρα;
“Λυπηθείτε με, λυπηθείτε με, είμαι άπορη!”;»
«Δεν γίνεται να τη βγάλουμε έξω να συζητάει με τον εφημέ-
ριο στο χιόνι», είπε η Στέινα.
«Ε, τότε, Πάμπι…, αφού ένας μπορεί και λέει παραμύθια το
βράδυ, γιατί να μη λέμε όλοι;»
Η Μαργκρέτ κάρφωσε το βλέμμα της στην κόρη της. Το πρό-
σωπό της έμοιαζε πέτρινο. «Μάζεψε το πλεκτό σου, Λάουγκα».
«Ναι, μάζεψε το πλεκτό σου, Λάουγκα», κορόιδεψε η Στέινα.
«Αρκετά κι οι δυο σας», ύψωσε θυμωμένη τη φωνή της η Μαρ-
γκρέτ. «Εφημέριε Τότι, πρέπει να ξέρετε ότι θέλοντας και μη α-
κούμε κι εμείς…»
«Τι σου είπε η Ροσλίν για τα όνειρα του Νάταν, Λάουγκα;» την
έκοψε η Άγκνες. Είχε σταματήσει να πλέκει και κοίταζε επίμο-
να τις δυο αδερφές.
Σώπασαν όλοι.
«Λοιπόν», μουρμούρισε η Λάουγκα ξεροκαταπίνοντας. Έρι-
ξε μια αβέβαιη ματιά στην Άγκνες, ύστερα κοίταξε τον πατέρα
της, που χαμήλωσε τα μάτια του. «Η Ροσλίν είπε ότι ο Νάταν εί-
χε αφηγηθεί σε πολλούς ένα του όνειρο: είχε δει ένα πνεύμα κα-
κό να τον μαχαιρώνει στην κοιλιά. Κι είχε δει κι ένα άλλο όνειρο,
ότι ήταν σ’ ένα νεκροταφείο. Μου είπε ότι σ’ αυτό το όνειρο είδε
ένα σώμα ή ένα κουφάρι ή κάτι τέλος πάντων τέτοιο μέσα σ’ έ-
να μνήμα ανοιχτό. Και το τρώγανε τρεις σαύρες. Τότε ξεφύτρω-
σε ένας άντρας δίπλα του κι όταν ο Νάταν τον ρώτησε τίνος ήταν
το κουφάρι που έτρωγαν οι σαύρες, ο άντρας απάντησε: “Καλά,
δεν γνωρίζεις το ίδιο σου το κορμί;”»
«Χριστέ και Κύριε», μουρμούρισε η Κριστίν.
«Και μετά τι έγινε;» ρώτησε ο Μπγιάρνι από το κρεβάτι του.
Η Λάουγκα ανασήκωσε τους ώμους. «Ξύπνησε, φαντάζομαι.

272
Αλλά η Ροσλίν είπε ότι είχε μιλήσει σε πολλούς ανθρώπους γι’ αυ-
τό το όνειρο κι όλοι τώρα συμφωνούν πως αυτό ακριβώς του συνέ-
βη. Της το είπε η Όσκα, που το άκουσε από τον αδερφό της, που
του το είχε πει ο Νάταν ο ίδιος».
Τα βλέμματα γύρισαν στην Άγκνες. Είχε ύφος σκεφτικό. Ύ-
στερα κατέβασε τα πόδια της στο πλάι του κρεβατιού για να βρε-
θεί αντιμέτωπη με όλους.
«Μου είπε ότι είχε ονειρευτεί το ίδιο του το κορμί πεθαμένο
σε μνήμα ανοιχτό. Κι ότι η ψυχή του στεκόταν όρθια, στο χείλος
του τάφου, αντίκρυ του. Μετά το κορμί του φώναξε την ψυχή του
και έψαλε τον ύμνο του Επισκόπου Στάιν». Η φωνή της ακούστη-
κε αλλόκοτα να σπάει τη σιωπή.
Κανείς δεν απάντησε. Τέλος ο Τότι ξερόβηξε και καθάρισε
το λαιμό του.
«Άγκνες. Θέλεις να συνεχίσεις την ιστορία σου; Έλεγες για
τον Πέτουρ».
«Μπορώ να ’ρθω λίγο πιο κοντά στη λάμπα;»
Ο Γιον κοίταξε τη Μαργκρέτ, μετά τους υπόλοιπους της οικο-
γένειάς του κι έγνεψε αρνητικά.
Η Μαργκρέτ βόγκηξε. «Γιον», μουρμούρισε χαμηλόφωνα. «Τι
πειράζει;»
Ο Τότι τον είδε να ρίχνει μια κλεφτή ματιά προς τις θυγατέ-
ρες του.
Η Μαργκρέτ αναστέναξε. «Καλύτερα να μείνουμε όλοι στη
θέση μας», είπε στην Άγκνες. «Για να πεις την ιστορία σου σε
φτάνει το φως».
Μια φευγαλέα λάμψη θυμού άστραψε στα μάτια της Άγκνες.
Μα όταν ξανάρχισε να μιλάει, η φωνή της ήταν απαλή.
«Τον Πέτουρ τον είχαν ακουστά όλοι στο Λανγκιντάλουρ και
στο Βάσνταλουρ, ξέρετε. Κανείς δεν έχει εμπιστοσύνη σε κάποιον

273
που έχει σφάξει τόσα ζωντανά. Ξαφνιάστηκα που ο Νάταν δεν
τον αναγνώρισε τότε στο Γκέιτασκαρντ. Γιατί περίμενα πως ο Νά-
ταν θα ’ξερε κάθε καρυδιάς καρύδι κι έτσι του είπα πως ο Πέτουρ
ήταν ένας κατάδικος που είχε σφάξει πάνω από τριάντα πρόβα-
τα έτσι, για πλάκα και δίχως λόγο. Κι ότι μπορεί να τον έστελναν
στην Κοπεγχάγη. Ο Νάταν τον κοίταξε μ’ επιμονή, αλλά δεν συ-
νέχισε την κουβέντα».
« Ίσως ήθελε να τον βάλει να κλέψει τίποτα πρόβατα για λο-
γαριασμό του», είπε κοφτά η Λάουγκα.
« Ίσως», απάντησε η Άγκνες από τη σκοτεινή γωνιά της. Και
γύρισε ξανά στον Τότι. «Τη μέρα εκείνη πήγα τον Νάταν στον
Βορμ και μετά βγήκα και βρήκα τη Μαρία στο χωράφι. Όταν της
είπα ότι ο Νάταν με είχε ξαφνιάσει στο παράσπιτο, με ρώτησε τι
ήθελε. Της είπα ότι είχε έρθει στο Γκέιτασκαρντ να δει τον Βορμ.
Η Μαρία μ’ έπιασε τότε από το χέρι και μου είπε να προσέχω».
«Γιατί;» ρώτησε η Κριστίν. Ο Γκούντμουντουρ χαχάνισε από
τις σκιές της κάμαρας.
Η Άγκνες τους αγνόησε. «Της είπα ότι ήμουν γυναίκα πια, με
μυαλό στο κεφάλι μου. Κι η Μαρία είπε ότι αυτό ακριβώς ήταν
που την ανησυχούσε».
«Εφημέριε», είπε ξαφνικά ο Γιον. «Μήπως είναι καλύτερα να
κουβεντιάσετε οι δυο σας, μόνοι; Μακριά από την οικογένεια;»
«Γιατί, Πάμπι; Θέλω ν’ ακούσω τι έγινε», είπε η Στέινα.
«Άντε στο κρεβάτι σου, Στέινα».
«Συγχώρεσέ με, Γιον», μπήκε στη μέση ο Τότι. «Με όλο το σέ-
βας, βρίσκομαι εδώ για ν’ ακούσω ό,τι θελήσει η Άγκνες να μου
πει. Ό,τι βαραίνει την καρδιά της. Όπως το είπαν καθαρά η γυ-
ναίκα και η κόρη σου, είμαστε τόσο κοντά ο ένας με τον άλλον ε-
δώ μέσα, που δεν γίνεται να μην ακούνε τη συζήτησή μας η οι-
κογένεια και οι υποταχτικοί σου».

274
«Τη συζήτησή σας;» ζάρωσε τα φρύδια του ο Γκούντμουντουρ.
«Εσύ την αφήνεις και μιλάει σαν να σου λέει παραμύθι για να σε
νανουρίσει».
Πριν βρει ο Τότι λόγια ν’ απαντήσει, η Μαργκρέτ είπε: «Κλεί-
σε το στόμα σου, Γκούντμουντουρ. Άσε την Άγκνες να μιλήσει
στον εφημέριο. Τι σημασία έχει έτσι κι αλλιώς, Γιον;» στράφη-
κε στον άντρα της. «Κι οι δυο ξέρουν τι έγινε. Κι όσα δεν ήξεραν
πριν, φρόντισε να τους τα πει η Ροσλίν στ’ αυτί».
«Δεν έχετε τίποτα να φοβηθείτε», είπε ο Τότι.
«Ας ελπίσουμε πως έχεις δίκιο», απάντησε ο Γιον. Και σφίγγο-
ντας τα χείλη του ξανάρχισε να μπαλώνει την κάλτσα του.
Ο Τότι γύρισε στην Άγκνες. «Η φίλη σου… γιατί το είπε αυτό;»
«Νόμισα ότι με ζήλευε. Εκείνη στην αρχή ήθελε πολύ να τον
συναντήσει τον Νάταν. Το ξέραμε, βλέπεις, ότι η οικονόμος του
θα ’φευγε και θα ’παιρνε άλλη στη θέση της».
«Και λοιπόν;» ρώτησε ο Τότι.
«Τέτοιο πόστο στο σπίτι ενός άντρα, που είχε πάντα λεφτά
στην τσέπη; Πόστο καλύτερο, δουλειά καλύτερη από της παρα-
δουλεύτρας; Να κρατάς το κουμάντο του σπιτιού και του υποστα-
τικού, όπως σ’ αρέσει, χωρίς να ’χεις κυρά να της δίνεις λόγο;» Η
Άγκνες λοξοκοίταξε τη Μαργκρέτ.
«Συνέχισε, Άγκνες», μουρμούρισε η Μαργκρέτ.
«Νέα σαν αυτό δεν μένουν κρυφά, πάτερ. Όλα τα κορίτσια στο
Γκέιτασκαρντ ήξεραν ότι ο Νάταν Κέτιλσον ήταν ανύπαντρος, ότι
χρειαζόταν οικονόμο κι ίσως κάτι παραπάνω, κι η Μαρία λαχτα-
ρούσε να προκόψει και να καλυτερέψει τη ζωή της, όπως κι εγώ».
Γύρισε και κοίταξε τους άλλους. «Την ήθελα τη θέση της Κάριτας.
Την ήθελα πολύ. Δεν έκανα τίποτα να ντρέπομαι».
Ο Γκούντμουντουρ γέλασε περιπαιχτικά και τα μάτια της Ά-
γκνες άστραψαν.

275
«Η αλήθεια είναι πως ο Νάταν κι εγώ γίναμε φίλοι, επειδή
μας άρεσε να μιλάμε μεταξύ μας. Ερχόταν κάθε τόσο στο Γκέιτα-
σκαρντ. Και κουβεντιάζαμε». Αγριοκοίταξε τη Λάουγκα. «Μου
πρόσφερε τη φιλία του. Κι εγώ τη δέχτηκα με χαρά, γιατί δεν εί-
χα πολλούς φίλους. Η Μαρία σε λίγο έπαψε να μου μιλάει. Κι
οι άλλοι… όσο περισσότερο μ’ έβλεπαν με τον Νάταν, τόσο μ’ έ-
καναν πέρα. Αλλά δεν ήταν παρά εργάτες. Εργάτες και παρα-
δουλεύτρες». Αυτά τα τελευταία λόγια τα ’φτυσε προς τη μεριά
των εργατών, που τεμπέλιαζαν στη γωνιά της κάμαρας. «Ο Νά-
ταν ήταν έξυπνος άνθρωπος. Γιατρός. Ήξερε αριθμητική. Κι ή-
ταν ανοιχτοχέρης με τα λεφτά του. Εκείνο το φθινόπωρο γιάτρε-
ψε πολλούς εργάτες από το βήχα τους στο Γκέιτασκαρντ. Μή-
πως του είπαν Ευχαριστώ; Κάθε άλλο. Ήξεραν ότι τις περισσό-
τερες φορές ερχόταν για να δει εμένα. Και με τιμωρούσαν γι’
αυτό. Τι έφταιγα εγώ; Όταν τους είπα ότι τελικά ο Νάταν μου εί-
χε ζητήσει να πάω να δουλέψω στο Ιλουγκάσταντιρ, νόμιζα ότι
θα χαίρονταν για μένα. Αλλά με κατηγόρησαν πως καυχιόμουν
και πως σήκωνα τη μύτη μου ψηλότερα απ’ όσο μου ’πρεπε. Εκεί-
νος ο χειμώνας μου ’φερε ένα καινούργιο είδος μοναξιάς. Γι’ αυ-
τό και ένιωθα ευγνωμοσύνη για τη συντροφιά του Νάταν. Χαιρό-
μουν που θα ’φευγα από το Γκέιτασκαρντ. Ο αδερφός μου ήταν
φευγάτος. Η Μαρία δεν μου μιλούσε. Δεν υπήρχε τίποτα να με
κρατάει εκεί».
Η Άγκνες σώπασε και συνέχισε να πλέκει με βιάση. Ο Τότι
πρόσεξε τη Λάουγκα και τον Γκούντμουντουρ να κοιτάζονται κλε-
φτά. Ακολούθησαν κάμποσα λεπτά άβολης κι αμήχανης σιωπής.
Ακούγονταν μόνο οι βελόνες να κροταλίζουν. Και ένα πνιχτό γέλιο
από την Κριστίν. Ο αέρας έξω δυνάμωνε. Τέλος ο Γιον σηκώθηκε
και πρότεινε να πέσουν για ύπνο. Ο Τότι, νιώθοντας ξαφνικά την
κούρασή του, δέχτηκε το άδειο κρεβάτι που του πρόσφεραν. Τον

276
είχε πιάσει μια δυσφορία, όσο η Άγκνες μιλούσε για τον Νάταν.
Ο λαιμός του ήταν στεγνός και πονούσε. Όταν έσβησε η λάμπα,
αναρωτήθηκε αν είχε πράξει σωστά που την άφησε να μιλήσει.

Κάποιες φορές, όταν έχω μιλήσει στον εφημέριο κι ύστερα, το


στόμα μου πονάει. Νιώθω τη γλώσσα μου, μουδιασμένη και βα-
ριά, να γεμίζει το στόμα μου σαν νεκρό πουλί: όλο υγρά πούπου-
λα, ανάμεσα στις πέτρες των δοντιών μου.
Τι του είπα; Τι κατάλαβαν οι άλλοι απ’ όσα του είπα; Δεν έχει
σημασία. Κανείς δεν μπορεί να φανταστεί πώς ήταν η παρέα με
τον Νάταν. Σ’ εκείνες τις πρώτες επισκέψεις ήταν λες και χτίζα-
με οι δυο μας κάτι ιερό. Βάζαμε τις λέξεις τη μια δίπλα στην άλ-
λη με προσοχή, τις στηρίζαμε τη μια πάνω στην άλλη, χωρίς ν’ α-
φήνουμε κενά. Χτίζαμε κι οι δυο πύργους, φάρους, σαν αυτούς
που υπάρχουν στους δρόμους, να οδηγούν τους διαβάτες όταν ο
καιρός κλείνει και τα χιόνια σκεπάζουν τα πάντα. Βλέπαμε ο έ-
νας τον άλλον μέσα απ’ την ομίχλη, από την αποπνικτική επα-
νάληψη της ζωής.
Στο Γκέιτασκαρντ περπατούσαμε τα απογεύματα έξω και το
χιόνι έτριζε κάτω από τα βήματά μας. Μια φορά γλίστρησα στον
πάγο και πιάστηκα από το χέρι του κι εκείνος έχασε την ισορρο-
πία του. Πέσαμε κι οι δυο κάτω γελώντας. Και στο έδαφος μ’ έ-
σπρωξε πίσω, για να κοιτάξουμε τ’ αστέρια στον ουρανό. Μου έ-
μαθε τα ονόματα των αστερισμών.
«Πιστεύεις ότι εκεί πάμε, όταν πεθαίνουμε;» ρώτησα.
«Δεν πιστεύω στη Βασιλεία των Ουρανών», μου απάντησε.
Τα ’χασα. «Πώς γίνεται; Πώς γίνεται να μην πιστεύεις στη Βα-
σιλεία των Ουρανών;»

277
«Είναι ένα ψέμα. Τον Θεό τον έχουν πλάσει οι άνθρωποι από
τον φόβο του θανάτου».
«Πώς μπορείς και λες τέτοιο πράγμα;»
Γύρισε το κεφάλι του, στα μαλλιά του είχαν πιαστεί κρυσταλ-
λάκια. «Άγκνες. Μην κάνεις τάχα πως διαφωνείς. Αυτός εδώ ο κό-
σμος υπάρχει μόνο. Και το ξέρεις. Η ζωή ετούτη που κυλάει στις
φλέβες μας. Υπάρχει το χιόνι, υπάρχει ο ουρανός, υπάρχουν τ’ ά-
στρα και ό,τι μας λένε. Κι αυτό είναι όλο. Όλοι οι άλλοι – είναι τυ-
φλοί. Δεν ξέρουν καν αν ζούνε ή αν έχουν πεθάνει».
«Δεν είναι τόσο κακοί».
«Άγκνες. Παριστάνεις πως δεν με καταλαβαίνεις, αλλά με κα-
ταλαβαίνεις μια χαρά. Είμαστε ίδιοι εσύ κι εγώ». Ο Νάταν στη-
ρίχτηκε στους αγκώνες του και το φεγγαρόφωτο έλουσε το πρό-
σωπό του. «Είμαστε καλύτεροι απ’ αυτό». Έγνεψε προς το μέρος
του υποστατικού. «Απ’ αυτή τη ζωή από λάσπη και μόχθο. Βλέ-
πουμε την αλήθεια όπως είναι». Έγειρε πάνω μου και με φίλησε.
Τρυφερά. «Δεν ανήκεις σ’ ετούτη την κοιλάδα, Άγκνες. Είσαι αλ-
λιώτικη. Δεν φοβάσαι τίποτα».
Γέλασα. «Εσένα δεν σε φοβάμαι σίγουρα».
Ο Νάταν χαμογέλασε. « Έχω κάτι να σε ρωτήσω».
Η καρδιά μου χτύπησε δυνατά. «Μπα; Τι;»
Έγειρε ξανά πίσω στο χιόνι. «Πώς το λένε το κενό ανάμεσα
στ’ αστέρια;»
«Δεν έχει όνομα».
«Φτιάξε ένα».
Το σκέφτηκα για λίγο. «Άσυλο των ψυχών».
«Είναι σαν να λες Βασιλεία των Ουρανών μ’ άλλα λόγια, Ά-
γκνες».
«Όχι, Νάταν. Δεν είναι το ίδιο».
Τότε ακόμα δεν με είχε πνίξει κάτω από το βάρος των επι-

278
χειρημάτων του. Αυτό έγινε αργότερα – όταν άρχισε να μου λέει
τις πιο σκοτεινές του σκέψεις. Οι γλώσσες μας άρχισαν αργότε-
ρα μόνο να προκαλούν κατολισθήσεις – κι εμείς να παγιδευόμα-
στε μέσα στις ρωγμές ανάμεσα σ’ αυτά που λέγαμε και σ’ αυτά
που εννοούσαμε. Ώσπου φτάσαμε να μην μπορούμε πια να βρού-
με ο ένας τον άλλον, να μην εμπιστευόμαστε ούτε τα λόγια μας
τα ίδια.
Εκείνη τη νύχτα πήγαμε στο στάβλο. Γέμισα τα λακκάκια στις
χούφτες του με το στόμα μου, με τα στήθη μου. Ένωσα το κορμί
μου με το δικό του. Τα χέρια του έπιασαν τη φούστα μου και τη
σήκωσαν ψηλά κι εγώ ένιωσα τον κρύο αέρα να μου χαϊδεύει το
δέρμα. Φοβόμουν μήπως μας βρουν. Φοβόμουν μήπως με πού-
νε παλιογυναίκα. Και μετά άγγιξε το δέρμα στο δέρμα κι αυτή
ήταν η πιστολιά. Αυτή ήταν η ελεύθερη πτώση. Οι καλτσοδέτες
μου λύθηκαν κι έπεσαν στα γόνατά μου, καθώς η απαλότητα των
μαλλιών του άγγιζε το σβέρκο μου.
Λαχταρούσα το βάρος του τότε. Δεν το χόρταινα. Δεν χόρται-
να την ανάσα του: τη γρήγορη εισπνοή και τη ζεστή πίεση των χει-
λιών του. Τη μυρωδιά του, το γλιστερό τίναγμα του κορμιού του,
δεν ήταν σαν τους άλλους. Τέντωσα το λαιμό μου, ώσπου να μου-
σκέψει το πρόσωπό μου η πάχνη που έπεφτε. Τον ένιωθα, ένιω-
θα την κάψα του, ένιωσα το κέντρο του πόθου του. Βόγκηξε και
ο στεναγμός του έμεινε μετέωρος στον αέρα, σαν σύννεφο στά-
χτης πάνω από ηφαίστειο.
Μετά ήθελα να κλάψω. Ήταν τόσο αληθινό. Κι εγώ… εγώ ή-
μουν τόσο πλημμυρισμένη απ’ αυτό που ένιωθα, ώστε δεν μπο-
ρούσα να το δω όπως ήταν στ’ αλήθεια.
Ο Νάταν χαμογελούσε, καθώς έχωνε ξανά την πουκαμίσα στο
παντελόνι του. Τ’ ανακατεμένα του μαλλιά λαμπύριζαν στις ά-
κρες τους από μικροσκοπικές σταγονίτσες δροσιάς. Μου χάιδε-

279
ψε το μάγουλο, με ρώτησε αν με πόνεσε, αν είχα ματώσει. Γέλα-
σε, όταν του είπα όχι. Ανακουφίστηκε; Ενοχλήθηκε;
«Δεν χρειάζεται να φύγεις αμέσως».
«Σήκω από τ’ άχυρα, Άγκνες. Άντε στο κρεβάτι σου».
«Θα ξανάρθεις;»
Ξανάρθε. Ήρθε πάλι και ξανά, πολλές φορές, εκείνον τον μα-
κρύ χειμώνα. Περάσαμε νύχτες τρέμοντας στο απαλό χιόνι. Απο-
γεύματα στο στάβλο, όταν οι άλλοι κοιμούνταν. Και μόλο που το
χιόνι σκέπαζε κι έσβηνε τα πάντα στην κοιλάδα, μόλο που το γά-
λα πάγωνε στο τυροκομιό, η ψυχή μου έλιωνε. Φωτιά άφηναν τα
χείλη του απ’ όπου περνούσαν, φωτιά που με κατάκαιγε, κι ας
ούρλιαζε έξω ο άνεμος. Όταν πάγωσαν όλα, βρισκόμασταν στο
κελάρι, με τους αστερισμούς των καπνιστών κρεάτων να κρέμο-
νται πάνω από τα κεφάλια μας. Η μυρωδιά του άχυρου μας τύ-
λιγε στα αρώματα τα καλοκαιρινά. Θυμάμαι πως ένιωθα γεμά-
τη, λες και θα ξεχείλιζε το αίμα από τις φλέβες μου. Ο ξακουστός
Νάταν Κέτιλσον, ένας άντρας ικανός να τραβάει την ανημπόρια
και τον πυρετό από τα κορμιά των αρρώστων, ένας άντρας που
είχε πλαγιάσει με τη διάσημη Ρόζα την Ποιήτρια, που είχε ακού-
σει τις καμπάνες της Κοπεγχάγης κι είχε μάθει να διαβάζει λα-
τινικά –ένας άντρας ξεχωριστός, ένας άντρας που έμοιαζε με ή-
ρωα από τις παλιές σάγκες–, είχε διαλέξει εμένα. Για πρώτη φο-
ρά στη ζωή μου κάποιος με είχε δει. Κι εγώ τον αγάπησα, επειδή
μ’ έκανε να νιώθω πως ήμουν αρκετή.
Όταν σκέφτομαι πώς έχωνα το χέρι μου μέσα στη φούστα μου
για να βρω και να πιέσω τις μελανιές που μου είχε αφήσει εκεί·
για να νιώσω την αρχή του πόνου τους στο δέρμα μου. Τα σημάδια
που ήταν οι αντίλαλοι των χαδιών του, η απόδειξη των χεριών του
πάνω μου, του κορμιού του κόντρα στο δικό μου: τα σημάδια που
έκαναν ξανά αληθινή τη θριαμβευτική εκπνοή της αγαλλίασης,

280
το αγκάλιασμα των σωμάτων μας στο σκοτάδι. Μέσα στον ατε-
λείωτο μονότονο κύκλο της δουλειάς, μέσα στις νύχτες τις μονα-
χικές, τα πρωινά ξυπνήματα που δεν τα περίμεναν παρά μόνον
αγγαρείες κι άλλες αγγαρείες, τα κρυμμένα αυτά σημάδια μ’ έ-
πειθαν πως υπήρχε κάτι περισσότερο – ένα τέλος στην αποπνι-
κτική, στην ασφυκτική κι αμείλικτη κανονικότητα της ύπαρξης.
Δεν μου άρεσε που ξεθώριαζαν. Ήταν το μόνο που είχα δικό
του να κρατιέμαι, ώσπου να ξανάρθει. Όλες εκείνες τις βδομά-
δες, όλες εκείνες τις νύχτες, με κατέτρωγε ο πόθος. Στο στάβλο,
με το κεφάλι μου στο σκληρό πατημένο χώμα, ο Νάταν έσπασε
το κροκάδι της ψυχής μου. Έκρυβα τ’ αληθινά μου αισθήματα α-
πό τους άλλους. Τόση δύναμη θέλησης, να συγκρατήσω και να
κρατήσω κρυφό αυτό που ήθελα να φωνάξω στον άνεμο, να χα-
ράξω στο χώμα, να γράψω με φωτιά στο χορτάρι.
Είχαμε συμφωνήσει ότι θα πήγαινα να ζήσω μαζί του. Θα μ’ έ-
παιρνε μακριά από την κοιλάδα, έξω από το τσόφλι της δυστυχι-
σμένης μου ζωής, που πριν από κείνον δεν ήξερε την αγάπη. Όλα
θα ξεκινούσαν από την αρχή. Θα μου ’φερνε την άνοιξη.
Κι όλα αυτά ενώ υπήρχε ήδη η Σίγκα.

281
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΝΕΑ

Handar-vagna-Freyjum f ljóð
Flytur sagnir ljóða.
Kennd við Magnús, blessað blóð,
Búrfells-Agnes góða.

Για τις γυναίκες άνοιξε δρόμους.


Έγραψε ποιήματα.
Του Μάγκνους το αίμα στις φλέβες της έχει.
Όνειρα είδε – και κύματα

Ανώνυμος, 1825 περίπου

283
« Έχεις πάει ποτέ στο Ιλουγκάσταντιρ, πάτερ;»
Ο Τότι κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Δεν είχα μέχρι τώρα
λόγο να ταξιδέψω βόρεια του Μπρέιδαμπόλσταντουρ».
Η επόμενη μέρα ξημέρωσε πιο βροχερή και χιονισμένη κι η
Μαργκρέτ έπεισε τον Τότι ν’ αναβάλει την επιστροφή στο σπί-
τι του ώσπου να καθαρίσουν οι ουρανοί. Ο εφημέριος ανακουφί-
στηκε. Δεν είχε κοιμηθεί καλά, τα όνειρά του ήταν άσχημα κι εί-
χε ξυπνήσει με πονοκέφαλο.
Τώρα που είχαν μαζέψει τα πρόβατα στο μαντρί, είχαν τε-
λειώσει με το σφάξιμο και ξεμπερδέψει με το θερισμό, οι άνθρω-
ποι του Κορνσάου περνούσαν τις μέρες τους μέσα στο σπίτι, γνέ-
θοντας, πλέκοντας, φτιάχνοντας σκοινιά.
Η Άγκνες καθόταν στο κρεβάτι της και προσπαθούσε να διορ-
θώσει ένα γάντι που είχε πλέξει η Στέινα, να πιάσει τους φευγά-
τους πόντους και να τους στερεώσει μέσα στην πλέξη. «Το Ιλου-
γκάσταντιρ είναι σχεδόν στην άκρη του κόσμου», είπε γέρνοντας
το κεφάλι της σαν να ’θελε να δείξει μ’ αυτή την κίνηση πού βρι-
σκόταν το υποστατικό για το οποίο μιλούσε. «Δεν ήξερα το δρό-
μο κι όλοι μου έλεγαν πόσο μοναχικά θα ήταν, πως δεν έμοιαζε
καθόλου με την κοιλάδα, όπου συναντάς παντού γνωστούς. Ή-
θελα, όμως, να δουλέψω για τον Νάταν».
«Πότε πήγες;»
«Αμέσως μόλις μπόρεσα. Τον Μάιο. Τις μέρες που όλοι αλλά-
ζουν πόστα».

284
«Ποια χρονιά;» ρώτησε ο Τότι.
«Το 1827. Πέρασα τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά στο
Γκέιτασκαρντ και μετά περίμενα να ’ρθει ο Χρυσός Χαραδριός,
που σ’ αυτά τα μέρη φέρνει την άνοιξη και την καλοκαιρία, τον πε-
ρίμενα να διώξει με το τραγούδι του τα χιόνια. Μάζεψα τα πράγ-
ματά μου και ξεκίνησα με τα πόδια. Οι δρόμοι ήταν γεμάτοι ερ-
γάτες και παραδουλεύτρες που ανεβοκατέβαιναν στην κοιλάδα.
Αλλά κανείς δεν πήγαινε στο Βάτνσνες, κανείς στο Ιλουγκάστα-
ντιρ. Όταν προχώρησα βόρεια στη χερσόνησο, έπεσε ομίχλη και
φοβήθηκα μήπως χαθώ. Αλλά άκουγα από μακριά τη θάλασσα
και ήξερα ότι βαδίζω προς τη σωστή κατεύθυνση. Όταν καθάρι-
σε η ομίχλη, είδα πως κόντευα στην εκκλησία του Τγιορν. Ζήτη-
σα να κοιμηθώ εκεί τη νύχτα και την άλλη μέρα ο εφημέριος μου
’δωσε οδηγίες για να φτάσω στο Ιλουγκάσταντιρ.
»Από το Τγιορν δεν μου πήρε πολύ να φτάσω στο υποστατι-
κό. Εκείνο το πρωί είδα για πρώτη μου φορά τη θάλασσα, μεγά-
λη κι απέραντη. Φυσούσε βοριάς, τα κύματα έσκαζαν αφρισμέ-
να στην ακτή κι εκατοντάδες θαλασσοπούλια έκοβαν κύκλους
κράζοντας πάνω από το νερό. Φαινόντουσαν ακόμα και τα δυτι-
κά φιόρδ πάνω από την γκρίζα φουσκοθαλασσιά. Σαν να ’ταν οι
σκιές τους κι όχι αυτά τα ίδια.
»Ήταν εντυπωσιακό. Ο εφημέριος από το Τγιορν μου είχε πει
να κοιτάζω για ένα σπίτι δίπλα στα βράχια της ακτής. Δεν άργη-
σα να το βρω. Στην ακρογιαλιά ήταν δεμένο ένα βαρκάκι. Και
στα ξύλα για το στέγνωμα των ψαριών ήταν απλωμένα σεντόνια,
που παράδερναν τρελά στον άνεμο. Εκείνη τη στιγμή το πήρα
για καλό σημάδι· μου φάνηκε πως μου έγνεφαν το καλωσόρισες.
»Δεν είχα κατηφορίσει και πολύ προς το υποστατικό, όταν κά-
ποιος βγήκε από το σπίτι κι άρχισε ν’ ανεβαίνει στην πλαγιά. Πλη-
σιάζοντας είδα πως ήταν ένα κορίτσι, πολύ νέο, δεν είχε παραπά-

285
νω από δεκαπέντε χειμώνες μετρημένους. Κουνούσε το χέρι της
και με χαιρετούσε, έδειχνε χαρούμενη. Όταν φτάσαμε πια σε α-
πόσταση ν’ ακουγόμαστε, με καλωσόρισε και με πλησίασε τρέ-
χοντας. Από κοντά μου φάνηκε ακόμα πιο μικρή, εφημέριε. Εί-
χε μικρή μύτη και πολύ κόκκινα χείλια, τα μαλλιά της ήταν ξαν-
θά και μπερδεμένα από τον αέρα. Παραήταν όμορφη και θυμά-
μαι ότι αναρωτήθηκα μήπως ήταν κόρη του Νάταν. Τα ρούχα της
ήταν πολύ καλά για να ’ναι παραδουλεύτρα.
»Μου πήρε το σάκο με τα πράγματά μου να με ξεφορτώσει.
Και με φίλησε. Με ρώτησε αν ήμουν η Άγκνες Μάγκνουσντότιρ
και μου συστήθηκε: την έλεγαν Σιγκρίντουρ, αλλά όλοι την φώ-
ναζαν Σίγκα».
«Αυτή ήταν η παραδουλεύτρα που σου είχε αναφέρει ο Νά-
ταν στο Γκέιτασκαρντ;»
Η Άγκνες κούνησε καταφατικά το κεφάλι της. «Η Σίγκα είπε
ότι με περίμενε όλη τη βδομάδα και μήπως πεινούσα και από τό-
σο μακριά που είχα έρθει δεν φοβόμουν στον δρόμο τους ληστές
και τους παράνομους, περπατώντας μόνη μου στα μονοπάτια,
πάνω στα βουνά. Μιλούσε τόσο γρήγορα, που καλά καλά δεν
προλάβαινα να της δώσω απαντήσεις. Και πριν το καταλάβω,
είχαμε φτάσει κάτω, με είχε οδηγήσει μέσα στο σπίτι και μου εί-
χε δείξει το κρεβάτι μου, που το είχε στρώσει εκείνο το ίδιο πρωί.
Η κάμαρα ήταν πολύ μικρή, με τέσσερα κρεβάτια και σχεδόν κα-
θόλου χώρο. Είχε ένα μικρό παραθυράκι πάνω από το ένα κρεβά-
τι, φαντάστηκα όμως πως το κρεβάτι αυτό το είχε κρατήσει η Σί-
γκα για τον εαυτό της. Το Ιλουγκάσταντιρ ήταν πιο στριμωγμέ-
νο και πιο βρώμικο απ’ ό,τι το φανταζόμουν. Αλλά καλύτερα να
είσαι κυρά σ’ ένα φτωχόσπιτο παρά παραδουλεύτρα σ’ ένα αρ-
χοντικό, σκέφτηκα. Η Σίγκα είπε ότι θα μ’ άφηνε να βολέψω τα
πράγματά μου στο κρεβάτι μου και πήγε να φτιάξει καφέ. Όταν

286
της είπα ότι δεν υπήρχε λόγος να φτιάξει καφέ για μένα κι ότι λί-
γο τυρόγαλο με νερό ήταν μια χαρά, χαμογέλασε και είπε ότι του
Νάταν του άρεσε πολύ ο καφές κι ότι τον είχαν και τον έπιναν ό-
λες τις ώρες. Μου φάνηκε τρομερή πολυτέλεια.
»Περίμενα να βγει η Σίγκα από την κάμαρα κι ύστερα έριξα
μια ματιά γύρω μου. Μόνο δυο κρεβάτια ήταν στρωμένα – το δι-
κό της και το δικό μου. Αναρωτήθηκα πού κοιμόταν ο Νάταν και
μήπως υπήρχε σοφίτα που δεν την είχε πάρει το μάτι μου.
»Όταν η Σίγκα ξανάρθε, τη ρώτησα πού ήταν ο Νάταν. Περί-
μενα ότι θα τον έβρισκα εκεί να με υποδεχτεί. Η Σίγκα ταράχτη-
κε, κοκκίνισε κι απάντησε ότι ο Νάταν έλειπε.
»Ήταν Κυριακή κι έτσι ρώτησα μήπως είχε πάει στην εκκλη-
σία, αλλά η Σίγκα έγνεψε αρνητικά. Ο Νάταν δεν ήταν απ’ αυ-
τούς που πάνε στην εκκλησία. Ήταν ο μόνος απ’ όσους ήξερε, εί-
πε, που αρνιόταν να διαβάσει τη βραδινή προσευχή. Κι αν είχα
μαζί μου κανένα μικρό ψαλτήρι, καλά θα έκανα να το κρύψω κά-
τω από το μαξιλάρι μου, γιατί μπορεί ο Νάταν να το ’ριχνε προσά-
ναμμα στην πυροστιά. Όχι, ο Νάταν ήταν στο βουνό, κυνηγού-
σε αλεπούδες. Να μην ανησυχώ, όμως, θα μου ’δειχνε εκείνη το
υποστατικό στο πόδι του.
»Δεν θυμάμαι ποια ήταν η πρώτη μου εντύπωση από το υπο-
στατικό, πάτερ. Ήμουν κουρασμένη από το ταξίδι, θαμπωμένη
από το τόσο πολύ νερό που είχα δει στον ορίζοντα. Αλλά μπορώ να
σου πω πώς μου φαινόταν πια το Ιλουγκάσταντιρ, όταν πέρασα
ένα χρόνο παγιδευμένη σ’ εκείνη τη γωνίτσα της γης».
«Θα ήθελα ν’ ακούσω την περιγραφή σου», την παρακίνησε
ο Τότι.
«Δεν είναι παρά η ρίζα του βουνού, η ακτή και η θάλασσα.
Μια στενή και μακριά λωρίδα γης, όλο βράχια, μ’ ένα δυο μικρά
χωραφάκια που τα σπέρνουν και μαζεύουν σανό για το χειμώνα.

287
Άλλο τίποτα δεν έχει, μόνο αγριόχορτα και πέτρες. Η ακρογια-
λιά έχει βότσαλα και φύκια, μακριά, μπερδεμένα φύκια που ε-
πιπλέουν στα ρηχά και μοιάζουν με μαλλιά πνιγμένων. Κάθε νύ-
χτα το κύμα ξεβράζει ξύλα που έρχονται από το πουθενά. Κι ένα
σωρό αγριόπαπιες κουρνιάζουν στα βράχια, κοντά στις φώκιες.
Τις καλές μέρες είναι όμορφα. Τις άλλες χάλια – σαν να σκάβεις
μνήμα στη βροχή. Το πούσι είναι βάσανο συχνό και το κοντινότε-
ρο υποστατικό είναι το Στάπαρ, που απέχει πολύ δρόμο.
»Υπάρχουν κάμποσα βραχώδη ακρωτήρια που ξεμυτίζουν στο
φιόρδ – και σ’ ένα απ’ αυτά είναι το σιδεράδικο του Νάταν. Για
να πας εκεί, περνάς ένα στενό γεφυράκι από βράχια. Θυμάμαι
πως μου ’κανε εντύπωση: παράξενο μέρος για να στήσει κανείς
το σιδεράδικό του, μακριά από το σπίτι, με τη θάλασσα να το βρέ-
χει απ’ όλες τις μεριές. Αλλά έτσι το είχε σχεδιάσει ο Νάταν. Α-
κόμα και το παράθυρο έβλεπε προς τη στεριά κι όχι προς τη θά-
λασσα. Γιατί ο Νάταν ήθελε να ξέρει ποιος ερχόταν από την πλα-
γιά. Είχε εχθρούς.
»Η Σίγκα είπε ότι δεν ήξερε πού ήταν φυλαγμένο το κλειδί για
το σιδεράδικο. Μα στο μικρό παράσπιτο είχε το σιδεράδικό του
κι εκεί έφτιαχνε και τα γιατρικά του. Και μάλλον είχε κρυμμένα
εκεί πέρα και πολλά λεφτά. Της ξέφυγε ένα γελάκι, καθώς το έ-
λεγε αυτό. Και θυμάμαι πως σκέφτηκα ότι ήταν χαζούλα, όπως
μου την είχε περιγράψει ο Νάταν.
»Η Σίγκα μου είπε ότι ο Νάταν κυνηγούσε φώκιες κι ότι υπήρ-
χαν παπούτσια από δέρμα φώκιας, αν ήθελα, ότι είχαν πουπου-
λένια στρώματα, όπως στ’ αρχοντικά όλων των Νομαρχιακών Ε-
πιτρόπων της Ισλανδίας. Κι ότι θα κοιμόμουν βαθιά, σαν πεθα-
μένη, είπε. Τόσο μαλακά ήταν. Η Σίγκα είπε πως είχε μεγαλώσει
στο Στόρα Μποργκ, αλλά η μάνα της δεν ζούσε πια, ότι ήταν και-
νούργια στο πόστο και δεν είχε ξανακάνει οικονόμος ποτέ πριν.

288
Αλλά ο Νάταν της είχε μιλήσει με πολύ επαινετικά λόγια για μέ-
να και ήλπιζε ότι θα της μάθαινα τη δουλειά.
»Ξαφνιάστηκα που την άκουσα να λέει για τον εαυτό της πως
ήταν η οικονόμος. Και τη ρώτησα: “Α, είσαι η οικονόμος εδώ; Έ-
χεις πάρει τη θέση της Κάριτας;” Κι εκείνη έγνεψε καταφατικά
και είπε ναι, πρωτύτερα ήταν απλή παραδουλεύτρα, αλλά όταν η
Κάριτας έφυγε, ο Νάταν της ζήτησε να γίνει αυτή οικονόμος του.
Μετά μ’ ευχαρίστησε που είχα έρθει να δουλέψω παραδουλεύτρα
της, με πήρε από το χέρι και δήλωσε ότι έπρεπε να τα πάμε καλά
οι δυο μας, γιατί ο Νάταν έλειπε συχνά και την άφηνε μόνη της.
»Νόμισα ότι είχε γίνει κάποιο λάθος. Σκέφτηκα ότι ο Νάταν
της είχε ζητήσει ν’ αναλάβει οικονόμος του μέχρι να φτάσω. Ή ό-
τι ήταν ψεύτρα. Δεν μου πέρασε από το μυαλό ότι μπορεί ο Νά-
ταν να ’χε πει ψέματα σε μένα.
»Ήπιαμε καφέ τότε και μίλησα στη Σίγκα για τα υποστατικά
όπου είχα δουλέψει. Φρόντισα να τ’ αναφέρω όλα και η Σίγκα ε-
ντυπωσιάστηκε κι όλο έλεγε και ξανάλεγε πόσο χαιρόταν που με
είχε στο Ιλουγκάσταντιρ να την βοηθάω, και μήπως θα μπορού-
σα να της δείξω πώς είχα πλέξει το σάλι με τα σχέδια που φορού-
σα. Και έτσι, σιγά σιγά, κάπως ησύχασα.
»Η κουβέντα μας δεν άργησε να γυρίσει ξανά στον Νάταν κι
η Σίγκα είπε ότι τον περίμενε μετά το βραδινό. Αλλά εκείνος γύ-
ρισε πολύ αργά».
«Τον ρώτησες τότε για τη θέση σου;» την έκοψε ο Τότι.
Η Άγκνες κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Όχι. Κοιμόμουν,
όταν ήρθε».

Ίσως ήταν το πρώτο εκείνο πρωινό στο Ιλουγκάσταντιρ που κα-

289
τάλαβα την αλήθεια, πώς ήταν στ’ αλήθεια τα πράγματα. Ίσως.
Ίσως όχι.
Ξύπνησα αργά από τις κλαψιάρικες φωνές των γλάρων, βγή-
κα έξω και είδα τον Νάταν να περπατάει κατηφορίζοντας προς
τη θάλασσα. Κάτω στην ακρογιαλιά τα σεντόνια του ήταν ακόμη
απλωμένα κι ανέμιζαν. Σκέφτηκα τότε πως είχε γυρίσει το πρωί
– κι όχι το περασμένο βράδυ.
Ακόμα κι αργότερα, όταν η Σίγκα μου είπε ότι είχε γυρίσει τα
μεσάνυχτα με δυο αλεπούδες κρεμασμένες στον ώμο του, δεν
σκέφτηκα να ρωτήσω σε ποιο κρεβάτι είχε περάσει τη νύχτα του.

«Χάρηκα τόσο που τον είδα τον Νάταν εκείνο το πρωί, που ξέχα-
σα να τον ρωτήσω γιατί η Σίγκα θεωρούσε τον εαυτό της οικονόμο
και κυρά στο Ιλουγκάσταντιρ. Και μόνο αργότερα, το απόγευμα
εκείνης της μέρας, καθώς τον ακολουθούσα στο πέτρινο γεφυρά-
κι πηγαίνοντας στο σιδεράδικο, έπιασα το θέμα.
»Δεν ήθελα να φανώ αγενής κι έτσι ρώτησα αδιάφορα πώς
τα πήγαινε η Σίγκα στη θέση της οικονόμου. Αλλά ο Νάταν, ό-
πως πάντα, κατάλαβε τη σκέψη μου. Στάθηκε τότε και σήκωσε
τα φρύδια του.
»“Δεν είναι οικονόμος μου”, είπε.
»Ανακουφίστηκα ακούγοντας τα λόγια του, αλλά του εξήγη-
σα τι μου είχε πει η Σίγκα όταν με υποδέχτηκε στο σπίτι: πως εί-
χε η ίδια αναλάβει το πόστο της Κάριτας.
»Ο Νάταν γέλασε και κούνησε το κεφάλι του και μου θύμι-
σε ότι με είχε προειδοποιήσει: η Σίγκα ήταν πολύ νέα – και αφε-
λής. Ύστερα ξεκλείδωσε το σιδεράδικο και μπήκαμε μέσα. Δεν εί-
χα ξαναδεί τέτοιο σιδεράδικο. Είχε αμόνι και φυσερά κι απ’ όλα.

290
Αλλά είχε και μεγάλα μάτσα ξερά λουλούδια και βότανα κρεμα-
σμένα στους τοίχους και βάζα γεμάτα υγρά, άλλα θολά κι άλλα
διάφανα και καθαρά σαν νερό. Είχε ένα μεγάλο κουβά με κάτι
που έμοιαζε σαν λίπος. Και βελόνια και σκαρπέλα και ένα δοχείο
γυάλινο, που είχε μέσα ένα μικρό ζωάκι, ασπριδερό και ζαρωμέ-
νο σαν βρασμένη μπόλια».
«Φριχτό», μουρμούρισε η Στέινα από την άλλη άκρη της κά-
μαρας. Η Άγκνες σήκωσε το βλέμμα της από το γάντι, σαν να ’χε
ξεχάσει πως η οικογένεια ήταν εκεί.
Ξάφνου ακούστηκε χτύπημα στην πόρτα.
«Λάουγκα», είπε η Μαργκρέτ. «Άντε να δεις ποιος είναι». Κι
η κόρη της πήγε ν’ ανοίξει. Επέστρεψε γρήγορα μ’ έναν ηλικιω-
μένο άντρα τινάζοντας το χιόνι από τους ώμους του. Ήταν ο εφη-
μέριος Πέτουρ Μπγιάρνασον από το Ούντιρφελ.
«Την ευλογία του Κυρίου», ευχήθηκε ο άντρας σκουπίζοντας
τα γυαλιά του στο πουκάμισό του. Ήταν λαχανιασμένος από το
περπάτημα στο χιόνι και στον άνεμο. « Ήρθα να σας περάσω ό-
λους στο κατάστιχο της ενορίας του Ούντιρφελ», συνέχισε. «Ω
βοηθέ εφημέριε Θόρβαρδουρ. Ακόμα στην κοιλάδα, βλέπω. Μα
φυσικά. Ο Μπλόνταλ σε…»
«Από δω η Άγκνες», τον έκοψε ο Τότι. Η Άγκνες έκανε ένα βή-
μα μπροστά.
«Με λένε Άγκνες Γιονσντότιρ», είπε. «Και είμαι φυλακισμένη».
Η Μαργκρέτ σηκώθηκε αμέσως, έκπληκτη, γυρίζοντας στον
Γιον, που καθόταν στο κρεβάτι τους με το στόμα ανοιχτό από φρίκη.
«Τι; Δεν είναι…» άρχισε να λέει η Λάουγκα. Αλλά ο Τότι δεν
την άφησε να αποτελειώσει τη φράση της.
«Η Άγκνες Γιονσντότιρ είναι η γυναίκα της οποίας την πνευ-
ματική καθοδήγηση έχω αναλάβει. Όπως σας είπα και πριν». Έ-
νιωσε την έκπληξη της οικογένειας: δεν καταλάβαιναν πώς και

291
γιατί είχε συμφωνήσει μ’ αυτή την αλλαγή στο όνομα. Ακολού-
θησε μακριά κι αμήχανη σιωπή.
«Μάλιστα». Ο εφημέριος Πέτουρ κάθισε σε μια καρέκλα κά-
τω από το τρεμάμενο φως της λάμπας κι έβγαλε ένα βαρύ βιβλίο
από τον κόρφο του. «Και πώς είναι η οικογένεια του Κορνσάου;
Τελειώσατε με το σφάξιμο;»
Η Μαργκρέτ έριξε μια περίεργη ματιά στον Τότι, ύστερα ξα-
νακάθισε αργά στη θέση της. «Ε, ναι. Έχουμε μόνο να μαζέψου-
με την κοπριά στο tún και μετά θα ετοιμάσουμε τα μάλλινα. Τα
στέλνουμε στην αγορά».
Ο ηλικιωμένος εφημέριος κούνησε το κεφάλι του. «Εργατι-
κή οικογένεια. Νομαρχιακέ Υπάλληλε Γιον, να ξεκινήσουμε μ’
εσένα;»
Ο εφημέριος μίλησε με όλα τα μέλη της οικογένειας, ένα ένα
με τη σειρά. Ζήτησε απ’ όλους να διαβάσουν, ν’ απαγγείλουν χω-
ρία από την κατήχηση. Τους έκανε ερωτήσεις σχετικά με το χα-
ρακτήρα των ανθρώπων με τους οποίους ζούσαν. Όταν τέλειωσε
και με τους εργάτες, κάλεσε την Άγκνες. Ο Τότι προσπάθησε ν’
ακούσει τι έλεγαν, αλλά η Κριστίν, ανακουφισμένη που είχε ξε-
μπερδέψει με την εξέταση και το διάβασμα, χαχάνιζε ασταμάτη-
τα με τον Μπγιάρνι – και τα γέλια τους δεν τον άφησαν ν’ ακού-
σει λέξη. Έτσι κι αλλιώς ο εφημέριος δεν την κράτησε πολύ την
Άγκνες, πολύ γρήγορα της έγνεψε ότι είχαν τελειώσει.
«Σας ευχαριστώ όλους. Ελπίζω πως θα σας ξαναδώ σύντομα,
στη Θεία Λειτουργία», είπε ο εφημέριος Πέτουρ.
«Δεν θα μείνετε για έναν καφέ;» ρώτησε η Λάουγκα και υπο-
κλίθηκε όλο ευγένεια.
«Ευχαριστώ, αγαπητό μου κορίτσι, αλλά έχω να επισκεφθώ
όλη την υπόλοιπη κοιλάδα. Κι ο καιρός όσο πάει ­χειροτερεύει».
Φόρεσε το καπέλο του και βόλεψε ξανά με προσοχή το κατά-

292
στιχό του στον κόρφο του, κάτω από το βαρύ του πανωφόρι.
«Θα σας συνοδεύσω εγώ έξω», είπε ο Τότι, πριν προλάβει να
πει τίποτα η Λάουγκα.
Στο διάδρομο ρώτησε τον εφημέριο τι είχε σημειώσει για την
Άγκνες.
«Γιατί ρωτάς;» τον ρώτησε εκείνος αντί ν’ απαντήσει.
«Επειδή είμαι ο πνευματικός της», είπε ο Τότι. «Είμαι υπεύ-
θυνος γι’ αυτήν. Θέλω να ξέρω πώς συμπεριφέρεται. Πώς τα ­πάει
με το διάβασμα. Μ’ ενδιαφέρει».
«Πολύ καλά». Ο εφημέριος έβγαλε το κατάστιχό του και ξε-
φύλλισε ψάχνοντας τις τελευταίες του καταγραφές. «Μπορείς
να διαβάσεις και μόνος σου».
Ο Τότι πλησίασε με το ανοιχτό βιβλίο ένα κερί στερεωμένο στον
τοίχο του διαδρόμου και μισόκλεισε τα μάτια του για να διαβάσει
στο αδύναμο φως του: Άγκνες Γιονσντότιρ. Κατάδικη. Sakapersona.
Τριάντα τεσσάρων χρονών.
«Διαβάζει πολύ καλά», είπε ο εφημέριος, περιμένοντας τον
Τότι να τελειώσει.
«Τι γράψατε για τον χαρακτήρα της;» Δεν έβγαζε τα γράμμα-
τα, το φως δεν ήταν αρκετό.
«Ω, εδώ λέει blendin, εφημέριε. Απρόβλεπτος».
«Και πώς καταλήξατε σ’ αυτό το χαρακτηρισμό;»
«Αυτή ήταν η γνώμη του Νομαρχιακού Υπαλλήλου. Και της
γυναίκας του».
«Η δική σας γνώμη, εφημέριε; Ποια ήταν η δική σας γνώμη
για την Άγκνες;»
Ο ηλικιωμένος άντρας έβαλε ξανά το βιβλίο στον κόρφο του
κι ανασήκωσε τους ώμους. «Ξέρει να διαβάζει και να μιλάει πο-
λύ καλά. Δείχνει μορφωμένη. Εκπληκτικό, αν λάβει κανείς υπό-
ψη του ότι είναι νόθα. Έχει πάρει καλή αγωγή. Μα όταν μίλησα

293
με τον Νομαρχιακό Υπάλληλο, μου είπε ότι η συμπεριφορά της
είναι… Απρόβλεπτη. Ανέφερε κάποια κρίση».
«Η Άγκνες είναι καταδικασμένη σε θάνατο. Περιμένει την ε-
κτέλεσή της», είπε ο Τότι.
«Το ξέρω», απάντησε ο ιερέας ανοίγοντας την πόρτα. «Καλη-
μέρα, εφημέριε Θόρβαρδουρ. Με την ευχή μου».
«Και με τη δική μου», μουρμούρισε ο Τότι, καθώς η πόρτα έ-
κλεινε ξανά μπροστά του.

Άγκνες Γιονσντότιρ. Δεν το φανταζόμουν ότι θα ’ταν τόσο εύκο-


λο να ονοματίσω μόνη μου τον εαυτό μου. Κόρη του αγρότη Γιον
Μπγιάρνασον από το Μπρέκουκοτ. Κι όχι του εργάτη Μάγκνους
Μάγκνουσον. Ας μάθουν όλοι τίνος μπάσταρδο είμαι στ’ αλήθεια.
Άγκνες Γιονσντότιρ. Ακούγεται σωστό: θα μπορούσε να είναι
το όνομα της γυναίκας που θα έπρεπε να είμαι. Κυρά σ’ ένα σπί-
τι στα ψηλώματα της κοιλάδας, μ’ έναν άντρα στο πλάι της κι έ-
να τσούρμο παιδιά να τρέχουν και να σαλαγάνε κάθε σούρουπο
τα πρόβατα στο μαντρί. Να τα διδάσκει και να τα τρομάζει με ι-
στορίες για φαντάσματα και στοιχειά. Να τ’ αγαπάει. Θα μπο-
ρούσε να είναι αδερφή της Σιγκουρλάουγκ και της Στέινβορ Γιον-
σντότιρ. Κόρη της Μαργκρέτ. Παιδί γεννημένο μέσα στην ευλο-
γία ενός γάμου. Σε μια οικογένεια που δεν θα την είχε σκορπί-
σει η φτώχεια.
Η Άγκνες Γιονσντότιρ δεν θα ξεμυαλιζόταν μ’ έναν άντρα που
περνούσε τη ζωή του ανοίγοντας φλέβες, στόματα, σκέλια. Έναν
άντρα που πληρωνόταν για να χύνει το αίμα των άλλων. Θα γι-
νόταν γιαγιά. Θα είχε ένα σωρό πρόσωπα μαζεμένα γύρω από
το κρεβάτι της, όταν θα ’ρχόταν η ώρα της να πεθάνει. Θα είχε

294
σίγουρη μια θέση να την περιμένει στον Παράδεισο. Θα πίστευε
στον Παράδεισο.
Δυσκολεύομαι να το πιστέψω ότι ένιωθα ευτυχισμένη στο Ι-
λουγκάσταντιρ. Αλλά θα πρέπει να ήμουν. Κάποιες φορές. Ή-
μουν ευτυχισμένη εκείνη την πρώτη μέρα, όταν ο Νάταν κι εγώ
μείναμε όλο το απόγευμα στο σιδεράδικο. Μου έδειξε τις δυο α-
λεπούδες που είχε φέρει από το κυνήγι. Οι γούνες τους στέγνω-
ναν απλωμένες στο σιδεράδικο, ο αέρας της θάλασσας ήταν πολύ
υγρός εκείνο το πρωί, και δεν τις είχε κρεμάσει έξω με τα ψάρια.
Πήρε τα χέρια μου και τα ’συρε απαλά πάνω στην άσπρη γούνα.
«Το νιώθεις; Θα πιάσει πολλά λεφτά το καλοκαίρι στο Ρέικιαβικ».
Μου είπε πώς έπιανε τις αλεπούδες πάνω στα βουνά. «Το κόλ-
πο είναι να βρεις και να πιάσεις ένα αλεπουδάκι», είπε. «Να το
βάλεις μετά να ουρλιάξει, να τ’ ακούσει η μάνα του. Αλλιώς είναι
αδύνατον να τις ξετρυπώσεις τις αλεπούδες από τις φωλιές τους.
Είναι παμπόνηρες. Σε μυρίζουν όταν ζυγώνεις. Και κρύβονται».
«Και πώς το βάζεις να ουρλιάξει το αλεπουδάκι;»
«Του σπάω τα μπροστινά του πόδια. Για να μην μπορεί να μου
φύγει. Οι γονείς τ’ ακούνε που κλαψουρίζει και έρχονται τρέχο-
ντας. Τότε τους πιάνω εύκολα. Δεν παρατάνε αβοήθητα τα παι-
διά τους».
«Τι το κάνεις το αλεπουδάκι, όταν σκοτώνεις τους γονείς του
κι ύστερα;»
«Κάποιοι κυνηγοί τ’ αφήνουν εκεί να πεθάνει. Δεν πιάνει τί-
ποτα στην αγορά – η γούνα του είναι πολύ μικρή».
«Εσύ τι το κάνεις;»
«Του λιώνω το κεφάλι με μια πέτρα».
«Αυτό είναι το σωστό».
«Ναι. Είναι σκληρό να τ’ αφήσεις έτσι, με σπασμένα πόδια».
Μου έδειξε τα βιβλία του. Σκέφτηκε ότι θα μου άρεσαν. «Η Σίγκα

295
δεν τα πάει καλά με τα γράμματα», είπε. «Με δυσκολία συλλαβί-
ζει. Είναι σαν να προσπαθείς να μάθεις μιαν αγελάδα να μιλάει».
Άγγιξα με το δάχτυλο τις σελίδες που είχε ανοίξει μπροστά
μου. Προσπάθησα να διαβάσω τις καινούργιες λέξεις που έβλεπα.
«Δερματικές ασθένειες». Διόρθωσε την αδέξια προφορά μου.
«Cochlearia officinalis».
«Ξαναπές το».
«Cetraria islandica. Angelica archangelica. Achilla millefolium.
Rumex digynus».
Ήταν μια γλώσσα που δεν καταλάβαινα. Σταμάτησα με φι-
λιά τα γέλια του κι ένιωσα τη γλώσσα του να πιέζει μαλακά τη
δική μου. Τι σήμαιναν όλες αυτές οι λέξεις; Ήταν τα ονόματα
των πραγμάτων στο σιδεράδικο; Των πραγμάτων στα μπουκά-
λια, στα βάζα, στα πήλινα δοχεία; Ο Νάταν με φίλησε στον λαι-
μό και οι σκέψεις μου χάθηκαν στον στρόβιλο του πόθου που ξύ-
πνησε μέσα μου. Με ανασήκωσε στο τραπέζι, παλαίψαμε με τα
ρούχα μας και πριν καταλάβω τι κάναμε, μπήκε μέσα μου. Δεν
ήμουν έτοιμη. Μου κόπηκε η ανάσα. Ένιωθα τα χαρτιά του κάτω
από το κορμί μου, φαντάστηκα τις λέξεις να ξεκολλάνε από τις
σελίδες και να χώνονται στο δέρμα μου. Τα πόδια μου ήταν τυ-
λιγμένα σφιχτά γύρω του. Και ο κρύος θαλασσινός αέρας με είχε
αρπάξει από τον λαιμό.
Αργότερα στάθηκα γυμνή, με τους γοφούς μου ν’ ακουμπούν
στην άκρη του γραφείου του. Τα βιβλία του Νάταν ήταν μπροστά
μου, τα χαρτιά του τσαλακωμένα, σημαδεμένα από τον έρωτά μας.
«Κοίτα όλες αυτές τις αρρώστιες, Νάταν. Βιβλία, κι άλλα βι-
βλία για την αρρώστια και τη φρίκη».
«Άγκνες».
Είπε το όνομά μου απαλά, έσυρε το σίγμα στη γλώσσα του,
σαν να προσπαθούσε να καταλάβει τη γεύση του.

296
«Νάταν. Αν υπάρχει τόση πολλή αρρώστια στον κόσμο…, αν υ-
πάρχουν τόσα πολλά πράγματα που μπορεί να πάθει κανείς, πώς
γίνεται και ζούμε όσοι ζούμε;»
Η Σίγκα σίγουρα μάντεψε. Τις πρώτες νύχτες στο Ιλουγκά-
σταντιρ περιμέναμε να κοιμηθεί. Άκουγα τα προσεκτικά βήμα-
τα του Νάταν στα σανίδια της κάμαρας, ένιωθα το χέρι του να
τραβάει σιγανά τις κουβέρτες μου. Έβαζα τα δυνατά μου να μην
κάνω θόρυβο. Αγκαλιαζόμασταν τόσο σφιχτά, σαν να μη θέλαμε
να ξεκολλήσουμε ποτέ πια ο ένας από τον άλλον. Αλλά το πρώτο
φως της αυγής, η πρώτη φωτεινή γραμμούλα που χωνόταν από
το παράθυρο, έκοβε με το μαχαίρι τις αγκαλιές και τα χάδια μας.
Ο Νάταν γύριζε πάντα στο κρεβάτι του πριν ξυπνήσει η Σίγκα.

Η Άγκνες έμοιαζε χαμένη στις σκέψεις της. Όταν ο Τότι ακούμπη-


σε μαλακά το χέρι του στον ώμο της, τινάχτηκε. Τότε μόνο αντι-
λήφθηκε πως εκείνος είχε γυρίσει στο δωμάτιο.
«Συγγνώμη που σε τρόμαξα», της είπε.
«Ω, όχι», είπε η Άγκνες πνιχτά. «Μετρούσα πόντους».
«Θα συνεχίσουμε;» τη ρώτησε.
«Τι έλεγα;»
«Μου έλεγες για την πρώτη σου μέρα στο Ιλουγκάσταντιρ».
«Α, ναι. Ο Νάταν χάρηκε που με είδε. Φρόντισε να βολέψω
τα πράγματά μου, μου είπε ιστορίες για τον κόσμο και για τα υ-
ποστατικά εκεί γύρω. Τις πρώτες βδομάδες δεν έγινε τίποτε α-
ξιοπρόσεχτο. Δούλευα κάθε μέρα με τη Σίγκα από το χάραμα ως
το σούρουπο, περνούσαμε τα βράδια παρέα, λέγοντας ιστορίες
και γελώντας πότε με το ένα και πότε με το άλλο. Και τώρα, που
το σκέφτομαι, οι πρώτοι μου μήνες στο Ιλουγκάσταντιρ ήταν ευ-

297
τυχισμένοι. Η Σίγκα μου είπε ότι ο Νάταν δεν το συνήθιζε κανο-
νικά να μένει τόσο πολύ στο σπίτι. Κι εγώ σκέφτηκα ότι αυτό γι-
νόταν εξαιτίας μου, ότι ήταν η συντροφιά μου που τον κρατούσε
κοντά μας. Τις περισσότερες μέρες τις περνούσε κλεισμένος στο
σιδεράδικο, προτιμούσε να μαστορεύει και να φτιάχνει τα εργα-
λεία του παρά να δουλεύει στο υποστατικό. Πλήρωνε εργάτες να
έρχονται και να κοιτάζουν το χόρτο ή τα άλογα. Δεν τις έκανε μό-
νος του αυτές τις δουλειές. Όχι από τεμπελιά. Μου έδειξε πώς να
κάνω αφαιμάξεις. Μου έμαθε όλες τις αρρώστιες που μπορούσε
να πάθει ένας άνθρωπος. Νομίζω πως του άρεσε να ’χει μαζί του
κάποιον που να ενδιαφέρεται για τη δουλειά του. Η Σίγκα ήταν
όμορφη, ήταν καλή στην μπουγάδα και τα κατάφερνε μια χαρά
με το μαχαίρι στο καθάρισμα των ψαριών. Αλλά δεν είχε το παρα-
μικρό ενδιαφέρον γι’ αυτά που ο Νάταν ονόμαζε πράγματα του
μυαλού. Μ’ άφηνε να διαβάζω όσο ήθελα. Να μαθαίνω ό,τι τρα-
βούσε την προσοχή μου από τη μελέτη της επιστήμης. Το ’ξερες,
πάτερ, ότι όποιος έχει σημάδια στα πόδια του και ούλα που μα-
τώνουν, πρέπει να τρώει λάχανα;»
Ο Τότι χαμογέλασε. «Όχι, δεν το ήξερα».
«Στην αρχή νόμισα ότι με κορόιδευε. Μα είδα με τα μάτια μου
πως κάτι απλό πολύ, ένα τσάι από βρασμένα φύλλα, ένα κατά-
πλασμα από λαρδί και θειάφι, μια χάντρα ρετσίνι από ρίζες, ή κι
ένα ταπεινό λάχανο, είχαν τη δύναμη να γιατρεύουν.
»Μου φαινόταν πως πηγαίνοντας στο Ιλουγκάσταντιρ είχα
σταθεί πολύ τυχερή. Ο Νάταν μου ’φτιαξε καινούργια παπού-
τσια από δέρμα φώκιας, μου χάρισε ένα σάλι, και το φαγητό ή-
ταν μπόλικο, είχαμε περισσότερα αυγά απ’ όσα μπορούσαμε να
φάμε. Όταν έφευγε, γύριζε πάντα με δώρα για τη Σίγκα και για
μένα. Γι’ αυτό και σκέφτηκα ότι μπορεί να ’τανε κόρη του η Σί-
γκα, όταν την πρωτοείδα. Ο Νάταν φρόντιζε να είναι καλοντυ-

298
μένη. Κι όταν έφτασα, μου χάρισε κι εμένα δώρα. Δαντέλες και
μεταξωτά κι ένα μικρό κεντημένο μαντιλάκι, που μου είπε ότι
ήταν από τη Γαλλία. Παρά την απομόνωση, παρά το μικρό σπί-
τι και τη στενόχωρη κάμαρα, η ζωή στο Ιλουγκάσταντιρ είχε πο-
λυτέλεια. Δεν είχαμε συχνά επισκέπτες. Αλλά είχα τον Νάταν.
Κι η Σίγκα δεν ήταν ανυπόφορη». Η Άγκνες χαμήλωσε τη φωνή
της. «Την είδες, πάτερ; Της έδωσαν χάρη;»
Ο Τότι κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Δεν ξέρω, δεν ξέ-
ρω ακόμα».
Η Άγκνες τον άκουσε σκεφτική. «Μπορεί και να ’χει αλλάξει.
Μπορεί τώρα να είναι θεοφοβούμενη και χαμηλοβλεπούσα. Αλ-
λά στο Ιλουγκάσταντιρ είχε μιαν αναίδεια… και μιλούσε με ξεδια-
ντροπιά, όποτε τη βόλευε. Έλεγε διάφορα για όλον τον κόσμο κι ο
Νάταν τη ρωτούσε ποιοι κατά τη γνώμη της θα παντρεύονταν και
πώς θα ’τανε τα παιδιά τους και τέτοια. Για κείνον ήταν αστείο,
διασκέδαζε και περνούσε την ώρα του. Έβρισκε ευχάριστη την α-
πλοϊκή της σκέψη. Έφτασα να μη με νοιάζει που η Σίγκα πίστευε
ότι ήταν εκείνη η οικονόμος του σπιτιού. Δεν με πείραζε καν που
μ’ έβαζε να κάνω δουλειές, οι οποίες κανονικά ήταν δικές της –
ν’ αδειάζω το καθίκι, να καθαρίζω το στάβλο, να ξεραίνω τα ψά-
ρια που έπιανε ο Νάταν. Δεν ήταν παρά ένα παιδί, όπως έλεγε ο
Νάταν. Με το μυαλό ενός παιδιού.
»Ο Φρίντρικ Σίγκουρντσον ήρθε στο Ιλουγκάσταντιρ λίγο με-
τά από μένα. Δεν τον είχα ξανασυναντήσει, αλλά μου μίλησε η
Σίγκα γι’ αυτόν. Μου είπε ότι αυτός κι ο Νάταν ήταν γνωστοί. Τα
μάγουλά της ρόδιζαν πάντα, αναψοκοκκίνιζε, έπαιρνε το χρώ-
μα του γδαρμένου αρνιού, όταν μιλούσε γι’ αυτόν. Αλλά εμένα
ο Φρίντρικ μ’ ανησυχούσε. Είχε κάτι ανισόρροπο. Όπως κι ο Νά-
ταν, άλλωστε. Είχαν σκαμπανεβάσματα οι δυο τους. Κι όταν ή-
ταν μαζί, η ατμόσφαιρα μέσα στο δωμάτιο μπορεί να γκρεμιζό-

299
ταν από την κορυφή του κεφιού στον σκοτεινό πάτο της στενο-
χώριας σε μια στιγμή μέσα. Κι ήταν κολλητικό. Κοντά τους ένιω-
θες κάθε μικρή αδικία που είχε γίνει σε βάρος σου σαν αγκάθι στο
πλευρό σου. Ο Φρίντρικ ήταν, νομίζω, παράτολμο παλικάρι. Λα-
χταρούσε ν’ αποδείξει ότι ήταν άντρας. Εύκολα πειραζότανε και
έβλεπε παντού προσβολές. Μάλλον θεωρούσε πως όλος ο κόσμος
τα είχε μαζί του κι αυτό τον θύμωνε. Του άρεσε να τσακώνεται.
Του άρεσε να παίζει ξύλο.
»Ο Νάταν δεν ήταν έτσι. Δεν ένιωθε την ανάγκη ν’ αποδείξει
σε κανέναν την αξία του. Αλλά τον ανησυχούσαν οι προλήψεις και
οι δεισιδαιμονίες. Και όλα όσα θαύμαζα σ’ αυτόν, ο τρόπος που
έβλεπε τον κόσμο, η δίψα του για γνώση, η άνεσή του με όσους
συμπαθούσε, όλα αυτά είχαν μια σκοτεινή πλευρά. Έπρεπε, λοι-
πόν, να χαίρεται κανείς τις λιακάδες, όσο υπήρχαν. Για ν’ αντέ-
χει καλύτερα τη λάσπη και το κρύο που δεν αργούσαν να ’ρθουν».
Η Άγκνες σταμάτησε βλέποντας τον Τότι να τρίβει μορφάζο-
ντας το λαιμό του.
«Τι έχεις; Πονάς;» ρώτησε.
Ο εφημέριος ξερόβηξε. «Μάλλον φταίει ο αέρας εδώ μέσα, δεν
είναι τίποτα», είπε. «Συνέχισε. Θα πάω σε λίγο να φέρω νερό».
«Δείχνεις χλωμός».
«Δεν είναι παρά ένα κρυολόγημα. Από το πέρα δώθε με την
κακοκαιρία».
« Ίσως δεν πρέπει να γυρίσεις στο Μπρέιδαμπόλσταντουρ α-
πόψε».
Ο Τότι έγνεψε αρνητικά, χαμογελώντας: « Έχω περάσει και
χειρότερα», είπε. «Δεν ήθελα να σε διακόψω, Άγκνες. Συνέχι-
σε, σε παρακαλώ».
Η Άγκνες τον κοίταξε προσεκτικά, ύστερα κούνησε το κεφά-
λι της. «Καλά, λοιπόν. Τον Φρίντρικ Σίγκουρντσον τον πρωτοσυ-

300
νάντησα μια μέρα που είχα πάει να φέρω νερό από το ποτάμι. Ά-
κουσα μια φωνή και είδα έναν κοκκινομάλλη νέο να κατηφορί-
ζει το μονοπάτι από το βουνό καβάλα στ’ άλογό του. Είχε και μια
γυναίκα μαζί. Ο Νάταν άκουσε το θόρυβο και άνοιξε το παράθυ-
ρο του εργαστηρίου του να δει. Αμέσως μετά βγήκε και κλείδω-
σε πίσω του την πόρτα. Δεν είχαμε πολλούς επισκέπτες στο Ιλου-
γκάσταντιρ και ο Νάταν το προτιμούσε έτσι.
»Ο Νάταν μου σύστησε τον νεαρό, μου είπε ότι τον έλεγαν
Φρίντρικ. Κι ο Φρίντρικ ο ίδιος μου είπε ότι ήταν γιος του αγρό-
τη Σίγκουρντουρ από το Κατάνταλουρ, ένα υποστατικό λίγο ψη-
λότερα στην πλαγιά του βουνού. Μας είπε ότι είχε λείψει όλο το
χειμώνα κι ύστερα μας σύστησε τη συντρόφισσά του, τη Θόρουν,
μια παραδουλεύτρα με πολύ άσχημα δόντια, που χαμογελούσε
σε όλους. Πρόσεξα την ανησυχία της Σίγκα, όταν πρωτοείδε τη
Θόρουν. Για να πω την αλήθεια, πάτερ, δεν μου άρεσε κανένας
από τους δυο τους εκείνη την πρώτη φορά. Ο Φρίντρικ μου φά-
νηκε καυχησιάρης και φασαρτζής. Μιλούσε άσκοπα, κορδωνό-
ταν ότι θα έκανε τον πατέρα του πλούσιο, καμάρωνε ότι τα είχε
βάλει με τρεις αλήτες στο Βέστουρχοπ και τους είχε μαυρίσει το
μάτι κι άλλα τέτοια. Όλα τα ψευτοκατορθώματα που περιμένεις
ν’ ακούσεις από ένα αγόρι της ηλικίας του. Δεν ξέρω γιατί ο Νά-
ταν καθόταν κι άκουγε τα φούμαρα του Φρίντρικ – δεν το συνή-
θιζε να δίνει προσοχή σε τέτοιου είδους λόγια, αν κι ο ίδιος δεν
δίσταζε να παινεύει την καλή του τύχη. Αλλά νομίζω πως ήταν
κάπως ο δάσκαλος, ο μέντορας του Φρίντρικ. Όπως μου είχε πει
ότι προσπαθούσε να είναι με τη Σίγκα.
»Την ημέρα εκείνη ο Νάταν κάλεσε τον Φρίντρικ και τη Θό-
ρουν να περάσουν μέσα. Δεν είχα δείξει ιδιαίτερο ενδιαφέρον
για τους νέους μου γείτονες, αλλά σκέφτηκα πως η οικογένεια
του Φρίντρικ πρέπει να ’ταν φτωχή. Έπεσε με τα μούτρα στο ψά-

301
ρι που είχαμε για φαγητό. Σαν λιμασμένος. Μου φάνηκε παρά-
ξενος για φίλος του Νάταν.
»Όταν έφυγε ο Φρίντρικ, με τη Θόρουν να τρέχει από πίσω του
σαν κουτάβι, ο Νάταν εξαφανίστηκε. Τον βρήκα αργότερα και
τον ρώτησα πού είχε πάει. Χαμογέλασε τότε και μου είπε ότι εί-
χε πάει να σιγουρευτεί πως όλα του τα πράγματα ήταν στη θέση
τους. Τον ρώτησα γιατί. Και μου είπε ότι ο Φρίντρικ είχε μακριά
δάχτυλα κι ερχόταν να τον δει μόνο και μόνο για να ψάξει πού εί-
χε κρυμμένα τα λεφτά του.
»Ρώτησα τότε τον Νάταν για ποιο λόγο έμπαζε τον Φρίντρικ
μέσα στο σπίτι του, αφού το ήξερε. Κι ο Νάταν γέλασε και απά-
ντησε ότι έτσι κι αλλιώς δεν είχε κρυμμένα τα λεφτά του στο σπί-
τι· κι ότι έτσι κι αλλιώς του άρεσε το παιχνίδι. Δεν ήταν φιλία α-
ληθινή αυτό που είχαν μεταξύ τους. Ήταν σαν αλλόκοτη αντιζη-
λία, σαν ανταγωνισμός, που είχε τις ρίζες του στην πλήξη. Ο Φρί-
ντρικ νόμιζε ότι ο Νάταν ήταν πλούσιος κι ήθελε να πάρει για τον
εαυτό του ένα μέρος απ’ αυτόν τον πλούτο. Κι ο Νάταν τον εν-
θάρρυνε για να διασκεδάζει, ξέροντας ότι δεν υπήρχε περίπτω-
ση να βρει ποτέ ο Φρίντρικ τα λεφτά του. Είπα στον Νάταν πως ή-
ταν επικίνδυνο να προκαλεί έτσι έναν τέτοιον άντρα. Αλλά εκεί-
νος γέλασε και είπε πως ο Φρίντρικ δεν ήταν καν άντρας, ένα ά-
μυαλο παιδί ήταν. Εγώ, όμως, δεν ησύχασα. Επέμεινα: του είπα
ότι ο Φρίντρικ τον περνούσε στο μπόι και στη δύναμη. Κι ότι θα
μπορούσε εύκολα να τον βάλει κάτω, άμα ήθελε. Του Νάταν δεν
του άρεσε καθόλου αυτό. Και τότε είχαμε τον πρώτο μας καβγά».
«Τι είπε ο Νάταν;»
«Ω, με άρπαξε από το χέρι, με τράβηξε έξω και μου είπε να
μην τολμήσω ξανά ποτέ να μιλήσω έτσι γι’ αυτόν μπροστά στη Σί-
γκα. Απάντησα ότι είχα πει μόνο την αλήθεια, ότι δεν είχα σκο-
πό να τον φέρω σε δύσκολη θέση, ότι η Σίγκα είχε την καλύτερη

302
γνώμη γι’ αυτόν, όπως κι εγώ άλλωστε. Αυτό τον μαλάκωσε κά-
πως – αλλά εγώ φοβήθηκα από την απότομη και γρήγορη αλλα-
γή της διάθεσής του. Αργότερα έμαθα ότι έτσι άλλαζε, από τη μια
στιγμή στην άλλη, σαν τον ωκεανό. Κι αλίμονό σου αν τον έβλε-
πες να σκοτεινιάζει και ν’ ανταριάζει ξαφνικά. Τη μια μέρα σε α-
γαπούσε και σε είχε φίλο του. Και την άλλη έφτανε κάτι ασήμα-
ντο, έφτανε να σου πέσει ένας κουβάς νερό στο πάτωμα, κι αμέ-
σως έβαζε τις φωνές πως θα σε ξεκάνει. Όπως το λέει ο λαός, κά-
θε βουνό έχει τις χαράδρες του».
«Αν τα ήξερες αυτά από την αρχή, θα είχες συμφωνήσει να πας
να δουλέψεις στο Ιλουγκάσταντιρ;» ρώτησε ο Τότι.
Η Άγκνες δίστασε, ύστερα κούνησε αρνητικά το κεφάλι της.
« Ήθελα να φύγω από το Βάσνταλουρ», είπε σιγανά.
«Μίλησέ μου για τη Σίγκα», πρότεινε μαλακά ο Τότι.
«Λοιπόν, εκείνη τη νύχτα, μετά την επίσκεψη του Φρίντρικ,
η Σίγκα άρχισε πάλι να μιλάει για παντρολογήματα. Τη ρώτησα
πώς της φαινόταν ο Φρίντρικ Σίγκουρντσον, που ήταν τόσο όμορ-
φο παλικάρι, με τόσα χαρίσματα, από τόσο καλή οικογένεια. Α-
στειευόμουν, φυσικά. Ο Φρίντρικ είναι όλο φακίδες, κοκκινο-
μάλλης, βλογιοκομμένος σαν λουκάνικο. Κι οι δικοί του είναι τό-
σο φτωχοί, που ψωμολυσσάνε. Μα η Σίγκα μόλις τ’ άκουσε αυτό
κοκκίνισε ίσαμε τις ρίζες των μαλλιών της και με ρώτησε ανήσυ-
χη αν είχα καταλάβει τίποτα γι’ αυτή τη Θόρουν, και μήπως ήταν
αρραβωνιασμένος ο Φρίντρικ μαζί της. Τότε σιγουρεύτηκα ότι εί-
χε ελπίδες για λόγου του.
»Και συνέχισα να την πειράζω. “Ξέρεις πόσο δύσκολη δουλειά
είναι ο γάμος;” τη ρώτησα. Κι η Σίγκα μου απάντησε: “Δεν μπο-
ρεί να ’ναι πιο δύσκολη από τούτη τη δουλειά εδώ πέρα”. Κι εγώ
γέλασα και της είπα ότι δεν εννοούσα τη δουλειά του υποστατι-
κού. Αλλά τη δουλειά που μια παραδουλεύτρα σαν εκείνην θα

303
’πρεπε να κάνει για να ’χει το προνόμιο ν’ αφήσει πίσω της αυτή
τη ζωή. Της θύμισα ότι για το γάμο έπρεπε να δώσει την άδειά
του ο εφημέριος. Και ο Νομαρχιακός Υπάλληλος. Έπρεπε ακόμα
να δώσει έγκριση ο Νομαρχιακός Επίτροπος. Και τέλος έπρεπε
να μείνει ευχαριστημένος και ο Νάταν. Γιατί όλοι περίμεναν απ’
αυτόν να δώσει την ευχή του.
»“Θα πρέπει να καταφέρεις παραπάνω από έναν μόνον ά-
ντρα, άμα θέλεις να παντρευτείς”, της είπα. Της κακοφάνηκε
πολύ. Χλώμιασε, όταν ανέφερα ότι έπρεπε κι ο Νάταν να δώσει
την έγκρισή του. Και δεν είπε τίποτ’ άλλο γι’ αυτό το ζήτημα, ού-
τε καν όταν προσπάθησα να της φτιάξω το κέφι λέγοντάς της ό-
σα είχα ακούσει από τον Νάταν: για το παιχνίδι, δηλαδή, που έ-
παιζε με τον Φρίντρικ.
»“Πιστεύεις στ’ αλήθεια ότι ο Φρίντρικ είναι κλέφτης;” ρώτη-
σε. Κι εγώ είπα όχι, σίγουρα ήταν πολύ εντάξει άνθρωπος.
»Ο Νάταν γέλασε με την ψυχή του, όταν του μίλησα για την α-
ντίδραση της Σίγκα. Το διασκέδασε, που εκείνη είχε μάθει πια ό-
τι για να παντρευτεί οποιονδήποτε θα χρειαζόταν την άδειά του.
Του είπα ότι η Σίγκα μάλλον τον γλυκοκοίταζε τον Φρίντρικ. Και
του ανέφερα την ανησυχία της, που ο Νάταν τον θεωρούσε κλέ-
φτη. Ο Νάταν απάντησε ότι αυτά συμβαίνουν, όταν βάζεις δυο
πλάσματα στο ίδιο μαντρί. Και δεν το κουβεντιάσαμε τότε άλ-
λο το θέμα.
»Αυτά συνέβησαν περίπου την εποχή του γέννου, όταν τα πρό-
βατα γεννάνε. Ο καιρός είχε ανοίξει κι ο Νάταν δεν άφησε την ευ-
καιρία να πάει χαμένη: έφυγε ταξίδι στα βόρεια, να βγάλει χρή-
ματα, πουλώντας γιατρειές και φάρμακα στον κόσμο. Έτυχε, λοι-
πόν, κι έλειπε από το Ιλουγκάσταντιρ, όταν άρχισε ο γέννος. Κι
ένα πρωί, που η Σίγκα κι εγώ βγήκαμε να ταΐσουμε την αγελάδα,
βρήκαμε μια από τις προβατίνες να γεννάει. Καμιά από τις δυο

304
μας, όμως, δεν είχε δύναμη αρκετή στα μπράτσα κι αν κανένα
αρνάκι γεννιόταν ασάλευτο και δίχως ν’ ανασαίνει, δεν θα μπο-
ρούσαμε να το σβουρίξουμε για να συνέλθει και να πάρει ανάσα.
Μας έπιασε ανησυχία, λοιπόν, μήπως γυρίζοντας ο Νάταν σε λί-
γες βδομάδες βρει τον αριθμό των προβάτων του μικρότερο απ’
όσο τον περίμενε. Είπα στη Σίγκα να τρέξει σε κάποιο γειτονικό
υποστατικό και να ζητήσει έναν εργάτη δανεικό – παρόλο που ο
Νάταν μας είχε πει να μην μπάσουμε κανέναν στο σπίτι όσο θα
έλειπε. Η Σίγκα έφερε τον Φρίντρικ.
»Στην αρχή δίστασα να τον δεχτώ μετά τις προειδοποιήσεις
του Νάταν γι’ αυτόν. Αλλά χρειαζόμασταν βοήθεια. Κι όταν έ-
φτασε, ήταν κι άλλες προβατίνες που τις είχαν πιάσει οι πόνοι.
Ήταν παιδί αγρότη. Μας βοήθησε να τις ξεγεννήσουμε, τράβηξε
τ’ αρνάκια έξω, τα σβούριξε με δύναμη για ν’ αρχίσουν ν’ ανασαί-
νουν. Κι όταν είδαμε πως μια προβατίνα είχε μεγάλα μαστάρια
και δεν μπορούσε να βυζάξει το μικρό της, ο Φρίντρικ σκάρωσε μ’
ό,τι βρήκε μια μικρότερη πιπίλα για να το ταΐσουμε εμείς. Μετά
απ’ όλα αυτά τον βρήκα πιο συμπαθητικό. Αλλά και πάλι δεν τον
άφησα να κοιμηθεί στο σπίτι. Του ’στρωσα να κοιμηθεί στο στάβλο.
»Ο Φρίντρικ έμεινε μαζί μας μια βδομάδα, όσο κράτησε ο γέν-
νος. Είχα τα μάτια μου τέσσερα, να μην ακουμπήσει τίποτα στο
σπίτι, γιατί πρόσεξα ότι είχε τη μανία να λογαριάζει πόσο έκανε
το καθετί. Υπολόγιζε τιμή για τα μανάρια, τις αρνάδες τους, την
αγελάδα που είχαμε, τη γη, ακόμα και για τη μεταξωτή κορδέλα
που φορούσε η Σίγκα στα μαλλιά της. Το απέδωσα στη φτώχεια
με την οποία είχε μεγαλώσει. Πάντως δεν τον άφηνα στιγμή α-
πό τα μάτια μου, κυρίως από τότε που τον πέτυχα να σκάβει λάκ-
κους στο χώμα έξω από την πόρτα του σπιτιού. Όταν τον ρώτησα
τι έκανε, γέλασε και είπε ότι δεν ήταν τίποτα, μόνο που κάποτε
είχε παρακαλέσει τον Νάταν να του φυλάξει κάποια χρήματα και

305
κοίτα να δεις, ο Νάταν είχε ξεχάσει πού τα είχε θαμμένα κι αυτό
ήταν, δεν τα είχε ξαναδεί τα λεφτά του. Κατάλαβα ότι έλεγε ψέ-
ματα. Ο Φρίντρικ Σίγκουρντσον δεν είχε δεκάρα τσακιστή. Ήξε-
ρα, εξάλλου, ότι είχε στο μάτι τα λεφτά του Νάταν.
»Η Σίγκα, όμως, δεν τον έβλεπε τον παλιοχαρακτήρα του. Ε-
κείνη την άνοιξη την πρόσεξα πόση αδυναμία του είχε, όλο κά-
τι τον φίλευε, όταν εκείνος δούλευε έξω, κι όλο γελούσε με τις ι-
στορίες που διηγιόταν για τους καβγάδες του και την παλικαριά
του. Τα βράδια ξεπόρτιζε συχνά για το στάβλο, πότε να του πάει
λίγο γάλα, πότε να τον καληνυχτίσει. Κι αργούσε να γυρίσει. Ό-
πως είπα, είναι όμορφη κοπέλα. Κι ο Φρίντρικ γρήγορα την ξέχα-
σε τη Θόρουν με τα χαλασμένα δόντια. Είναι καλός καβαλάρης
και μαστίγωνε το άλογό του μέχρι που το μάτωνε, για να κάνει ε-
πίδειξη στη Σίγκα. Κι όταν το ζωντανό τον έριξε από την πλάτη
του, επειδή δεν άντεχε άλλο την τόση κακομεταχείριση, η Σίγκα
του ετοίμασε φαγητό και κάθισε δίπλα του όσην ώρα έτρωγε, και
τον περιποιήθηκε, του ’βαλε κρύες κομπρέσες στο πρήξιμο στο
μέτωπό του – και του ’δωσε και φιλάκια να του περάσει ο πόνος,
όταν νόμιζε ότι δεν την έβλεπα.
»Όταν γύρισε ο Νάταν, είδε ότι οι περισσότερες από τις προ-
βατίνες είχαν γεννήσει και μας παίνεψε που είχαμε κάνει τόσο
καλά τη δουλειά. Η Σίγκα του είπε ότι δεν θα τα είχαμε καταφέ-
ρει χωρίς τον Φρίντρικ κι ο Νάταν μας ρώτησε γιατί στο διάβολο
είχαμε μπάσει αυτόν τον κλέφτη στο σπίτι του, όταν ο ίδιος έλει-
πε και δεν ήταν εκεί να τον προσέχει. Η Σίγκα έβαλε τα κλάματα
– δεν τους άντεχε τους καβγάδες. Κι όταν ο Νάταν συνέχισε να
την κατσαδιάζει για την απερισκεψία της, μπήκα στη μέση και
δήλωσα ότι ήταν δική μου ιδέα να τον φωνάξουμε.
»Είπα στον Νάταν ότι καταλάβαινα πως το Ιλουγκάσταντιρ
δεν ήταν η μόνη του έγνοια. Αλλά χωρίς άλλον άντρα εκεί, δεν

306
ήταν δυνατόν να περιμένει από τη Σίγκα κι από μένα να βγάλου-
με πέρα κάποιες δουλειές. Του είπα ότι καμία από τις δυο μας δεν
είχε τη δύναμη να σβουρίξει νεογέννητο αρνί, ότι υπήρχαν πολ-
λές δουλειές που μας δυσκόλευαν τρομερά. Και πως όσο κι αν
τον αντιπαθούσε τον Φρίντρικ, σ’ εκείνον χρωστούσε που το κο-
πάδι του είχε μεγαλώσει. Είπα ακόμα ότι δεν τον είχαμε αφήσει
να κοιμηθεί στο σπίτι. Δεν του είπα ότι είχα πιάσει τον Φρίντρικ
να σκάβει στην αυλή να βρει λεφτά.
»Με τα πολλά ο Νάταν ηρέμησε και τα πράγματα στο Ιλουγκά-
σταντιρ ξαναβρήκαν τον συνηθισμένο τους ρυθμό. Μας είπε ότι
θα πήγαινε στο Γκέιτασκαρντ να συμφωνήσει τον Ντάνιελ Γκού-
ντμουντσον να έρθει να βοηθήσει στο θερισμό. Μας είπε πως ή-
θελε ν’ αφήνει έναν άντρα μαζί μας, όταν έλειπε – να μη μένου-
με μόνες. Αλλά δεν ήθελε τον Φρίντρικ».

307
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑ

13η Απριλίου 1828

Το δικαστήριο κάλεσε τη Ρόζα Γκουντμουντσντότιρ από το


Βάτνσεντι. Η Ρόζα αρνήθηκε να δώσει πληροφορίες για
την υπόθεση. Είπε, όμως, ότι η Άγκνες την είχε επισκεφθεί
κάποια φορά το χειμώνα και της είχε μιλήσει καλά για τον
κύριό της, τον Νάταν. Το μωρό, που το είχαν και το πρό-
σεχαν στο Ιλουγκάσταντιρ, βρίσκεται τώρα στο σπίτι της
Ρόζας. Είναι κόρη της. Είπε ότι το κοριτσάκι είναι ­τριών
χρονών. Σύμφωνα με την κατάθεσή της το μωρό δεν έπα-
θε τίποτε από το φονικό. Πρόσθεσε, ωστόσο, ότι η μικρή
λέει συνέχεια «πως ο Νάταν λείπει στους λόφους». Αυτό
της είπαν μετά το φονικό. Η Ρόζα είπε ότι δεν έχει τίπο-
τα το περίεργο να καταθέσει για την Άγκνες και για τη Σι-
γκρίντουρ, αφού δεν τις γνωρίζει και τόσο καλά. Είπε ότι
ο Νάταν έφυγε από το Βάτνσεντι το καλοκαίρι του 1825· εί-
χε μείνει εκεί με την ίδια και με τον άντρα της δυο χρόνια.
Είπε πως ήξερε ότι ο Νάταν είχε τότε ένα σεβαστό χρημα-
τικό ποσό. Κι ότι της είχε δώσει πενήντα ασημένια σπέσι-
ουρ να του τα φυλάξει.
Την άνοιξη, όταν έφυγε ο Νάταν και ύστερα, ο Φρίντρικ
από το Κατάνταλουρ πήγε στο Βάτνσεντι και τη φώναξε
έξω στο στάβλο να μιλήσουν. Η Ρόζα κατέθεσε στο δικα-
στήριο ότι στο στάβλο ο Φρίντρικ άρχισε να της λέει πόσο

309
την ποθούσε και της ζήτησε να τον αφήσει να μείνει εκεί
τη νύχτα και να τον δεχτεί στο κρεβάτι της. Είπε ακόμα ό-
τι απέρριψε τις προτάσεις του, γύρισε σπίτι της και ζήτη-
σε από τον άντρα της να τον διώξει. Να μην τον αφήσει να
μείνει εκεί τη νύχτα – παρόλο που αργότερα τους ξαναζή-
τησε την άδεια. Λίγο πιο ύστερα ο άντρας της, ο Όλαφ, ήρ-
θε και της είπε ότι ο Φρίντρικ ήθελε να δει το κελάρι τους,
για να ψάξει τα χρήματα του Νάταν, που η Ρόζα είχε ανα-
λάβει να φυλάξει. Ο Νάταν, λέει, του είχε πει ότι μπορού-
σε να πάρει τα χρήματα, αν κατάφερνε να κοιμηθεί στο
σπίτι της Ρόζας. Ο Φρίντρικ πρόσφερε στον άντρα της δύο
ή τέσσερα σπέσιουρ κι είπε στον Όλαφ ότι η μάνα του εί-
χε δει όνειρο πού ήταν κρυμμένα τα λεφτά: κάτω από ένα
βαρέλι στο κελάρι. Η Ρόζα κατέθεσε ότι είπε στον άντρα
της πως τα λεφτά του Νάταν δεν ήταν καν στο κελάρι κι
ότι όσο κι αν έψαχνε εκεί ο Φρίντρικ, δεν θα έβρισκε τίπο-
τα. Ύστερα ο άντρας της βγήκε. Και ενώ η ίδια και η πα-
ραδουλεύτρα της κοιμόντουσαν, ο Φρίντρικ μπήκε κρυφά
στο κελάρι, αναποδογύρισε το βαρέλι, το άδειασε, αλλά
δεν βρήκε τίποτα. Τον άκουσε μάλιστα να λέει ότι «η μά-
να του δεν είχε ονειρευτεί σωστά και θα ’πρεπε να βλέπει
καλύτερα όνειρα»· κι ακόμα ότι είχε βρει κάτι πολύ βαρύ,
που δεν μπορούσε να το σηκώσει· κι ότι θα ξαναρχόταν, α-
φού πρώτα του ’δινε καλύτερες οδηγίες η μάνα του πού να
ψάξει για να βρει τα χρήματα. Αλλά δεν τον ξαναείδαν.
Μετά το περιστατικό αυτό πίστεψαν ότι ο Φρίντρικ τον
μισούσε τον Νάταν – επειδή δεν είχε μπορέσει να βρει τα
λεφτά του. Η Ρόζα είπε ότι έδωσε στον Νάταν τα χρήματα
που του είχε φυλάξει την άνοιξη, μετά την επίσκεψη του
Φρίντρικ. Κι ότι είχε πολύ καιρό να τον δει. Δήλωσε επί-

310
σης ότι όταν ζούσε μαζί τους ο Νάταν, συνήθιζε να θάβει
τα λεφτά του στο χώμα, μέσα ή έξω από το υποστατικό. Άλ-
λο τίποτα δεν κατέθεσε αυτή η γυναίκα. Τέλος αρνήθηκε
να διαβάσει την κατάθεσή της και να την υπογράψει, επι-
βεβαιώνοντας πως τα λόγια της είχαν καταγραφεί σωστά.

Ανώνυμος υπάλληλος, 1828

311
Ο Τότι ξύπνησε στη σκοτεινή κάμαρα του Μπρέιδαμπόλσταντουρ
πασχίζοντας να πάρει ανάσα. Καθώς στηρίχτηκε στους αγκώνες
του για να ανασηκωθεί, ένιωσε το αίμα να του ανεβαίνει στο κε-
φάλι, τα μπράτσα του δεν άντεξαν και ξανάπεσε στο στρώμα.
Προσπάθησε να βήξει, αλλά η γλώσσα του είχε κολλήσει στον ου-
ρανίσκο του.
Στην άλλη μεριά της κάμαρας κοιμόταν ο πατέρας του. Ροχάλι-
ζε, έπαιρνε ανάσα, μετά σταματούσε για δυο-τρία δευτερόλεπτα,
ύστερα έβγαζε τον αέρα με θόρυβο. Γιατί κοιμάται ακόμα; ανα-
ρωτήθηκε ο Τότι. Πρέπει να ’ναι πρωί πια. Χρειάζομαι λίγο νερό.
Παλεύοντας με τη ζάλη του, ο Τότι κατέβασε τα πόδια του α-
πό το κρεβάτι, τ’ ακούμπησε προσεκτικά στα σανίδια. Εφιάλτη
θα είδα, σκέφτηκε, νιώθοντας την καρδιά του να χτυπάει γρήγο-
ρα στο στήθος του. Θα πάω να πιω λίγο νερό.
Τον αέρα στο κελάρι τον ένιωσε ευχάριστα δροσερό στο ιδρω-
μένο δέρμα του. Ίσως θα ’πρεπε να κοιμηθώ εδώ, είπε μέσα του ο
Τότι, κι έπεσε στο πάτωμα. Κάνει πολλή ζέστη μέσα στην κάμα-
ρα, κάποιος άναψε φωτιά κάτω από το σπίτι μας.

Ξύπνησε, όταν τα χέρια του πατέρα του τον έπιασαν από τις μα-
σχάλες να τον σηκώσουν.
«Τρελάθηκες; Να πουντιάσεις θέλεις και τριγυρίζεις μέσα στη
νύχτα σαν τον υπνοβάτη;»

312
«Μάνα;»
Μια παύση. «Όχι, γιε μου. Εγώ είμαι».
Ο εφημέριος Γιον πισωπάτησε με δυσκολία, τελικά κατάφερε
να σηκώσει τον γιο του όρθιο. «Τώρα περπάτα», πρόσταξε, σκύ-
βοντας για να μαζέψει το κερί του. «Είσαι ξύπνιος ή κοιμάσαι;»
Ο Τότι κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Όχι, όχι. Δεν κοι-
μάμαι. Ένιωσα περίεργα και σηκώθηκα να πιω νερό. Νομίζω ότι
λιποθύμησα κι έπεσα».
Στηρίχτηκε στο απλωμένο χέρι του πατέρα του και μαζί γύρι-
σαν στην κάμαρα. «Κάτσε στο κρεβάτι σου τώρα», είπε ο πατέρας
του. Έκανε μερικά βήματα πίσω παρακολουθώντας τον Τότι που
ταλαντευόταν αβέβαια στα πόδια του. Τα μάτια του έλαμπαν, τα
μαλλιά του γυάλιζαν ιδρωμένα στο φως του κεριού.
«Έχεις εξαντληθεί, γιε μου. Σε κούρασε αυτό το πηγαινέλα στο
Κορνσάου, με τον παλιόκαιρο. Σ’ έχει ταράξει αυτή η ιστορία».
Ο Τότι τον κοίταξε. «Πατέρα;»
Ο εφημέριος Γιον ίσα που πρόλαβε να τον κρατήσει καθώς έ-
πεφτε.

Οι μέρες μικραίνουν πια. Και οι ώρες περισσεύουν. Έχουμε τόσες


ώρες άδειες, που η οικογένεια του Κορνσάου πήγε στην εκκλησία
για να σκοτώσει την άπραγη μιζέρια του κυριακάτικου πρωινού.
Τα βουνά τα ’χει σκεπάσει το χιόνι και το νερό στο στάβλο πάγω-
σε χτες τη νύχτα. Ο Γιον έστειλε τον Μπγιάρνι να το σπάσει με το
σφυρί. Τώρα είμαστε οι τρεις μας, ο Μπγιάρνι, ο Γιον κι εγώ, και
περιμένουμε τους άλλους να γυρίσουν.
Αναρωτιέμαι πού να ’ναι ο εφημέριος. Έχω μέρες να τον δω.
Νόμιζα ότι θα ’ρχόταν για τα γενέθλιά μου, αφού ήξερε πότε ή-

313
ταν, είχε δει την ημερομηνία στο κατάστιχο της κατήχησης. Αλλά
η μέρα ήρθε και πέρασε και δεν τόλμησα να πω τίποτα στην οικο-
γένεια. Οι μέρες του Νοεμβρίου σέρνονται η μία μετά την άλλη
κι εκείνος δεν έρχεται, δεν στέλνει γράμμα, δεν στέλνει σημεί-
ωμα να με στηρίξει. Η Στέινα με ρώτησε: μήπως τον εμπόδιζε η
κακοκαιρία να ’ρθει; Είχαμε χιονοθύελλα την περασμένη βδομά-
δα, που κόντεψε σχεδόν να κλείσει τους δρόμους. Μπορεί να ’χει
δουλειές, υποχρεώσεις στην ενορία του, μπορεί να τριγυρίζει κι
αυτός από σπίτι σε σπίτι με το κατάστιχο παραμάσχαλα, γράφο-
ντας αμέτρητα ονόματα για να μην τα ξεχάσει η ιστορία. Ή, πάλι,
μπορεί να βαρέθηκε τις δικές μου ιστορίες. Ίσως είπα κάτι και τώ-
ρα πια πιστεύει ότι είμαι ένοχη, ότι πρέπει να με παρατήσει στην
τύχη μου, να τιμωρηθώ. Αφού δεν πιστεύω στον Θεό. Τον απο-
σπώ από την αφοσίωσή του στη χριστιανική σκέψη. Τον κάνω ν’
αμφιβάλλει για την πίστη του στην αγάπη του Θεού. Μπορεί να
τον κάλεσε ξανά ο Μπλόνταλ και να του είπε να σταματήσει να μ’
­ακούει. Όπως και να ’χει, πάντως, είναι σκληρό να με παρατήσει
έτσι, χωρίς προειδοποίηση, χωρίς μια υπόσχεση ότι θα ξανάρθει.
Χωρίς τις επισκέψεις του οι μέρες μοιάζουν ατέλειωτες, ακόμα
και τώρα που το φως φεύγει από τούτον τον τόπο σαν σκυλί κυ-
νηγημένο. Έχω όλο και λιγότερα να κάνω και περιμένοντάς τον
νιώθω στην κόψη του ξυραφιού. Κάθε φορά που ακούω κάποιον
να χτυπάει βαριά τις μπότες του να τινάξει το χιόνι, κάθε φορά
που ακούω βήχα στο διάδρομο, νομίζω πως έχει έρθει. Αλλά πο-
τέ δεν είναι αυτός. Μόνο οι εργάτες, που γυρίζουν από το μαντρί
και το στάβλο. Μόνο η Μαργκρέτ, που φτύνει στο μαντίλι της.
Αυτή η αναμονή με αρρωσταίνει. Γιατί όχι τώρα; Γιατί δεν
παίρνουν τώρα το πελέκι να με σκοτώσουν, εδώ, στο υποστατι-
κό; Θα μπορούσε να το κάνει ο Μπγιάρνι. Ή ο Γκούντμουντουρ.
Κάποιος από τους άντρες. Ένας Θεός ξέρει πόσο θα τους άρεσε να

314
μου χώσουν το μούτρο στο χιόνι και να μου κόψουν χωρίς πολλά
πολλά το κεφάλι, χωρίς παπά, χωρίς δικαστή. Αφού είναι να με
σκοτώσουν, γιατί δεν με σκοτώνουν εδώ και τώρα να τελειώνουμε;
Ο Μπλόνταλ. Ο Μπλόνταλ είναι η αιτία. Θέλει να με σακατέ-
ψει με την αναμονή, πριν μου κόψει το λαιμό. Θέλει να σπάσω.
Θέλει να μου πάρει τη μόνη παρηγοριά που μου ’χει απομείνει σ’
αυτόν τον κόσμο. Επειδή είναι βάρβαρος. Μου παίρνει τον Τότι.
Και με βάζει να κοιτάζω τις ώρες που περνούν. Δώρο φριχτό, όλες
αυτές οι ώρες που μου δίνει για ν’ αποχαιρετίσω τα πάντα. Γιατί
δεν μου λένε πότε θα πεθάνω; Θα μπορούσε να είναι κι αύριο – κι
ο εφημέριος δεν είναι εδώ να μου παρασταθεί. Γιατί δεν έρχεται;
Μ’ αρρωσταίνει το αμετάκλητο. Είναι σαν χτύπημα κατάστη-
θα το γεγονός της καταδίκης μου δίπλα στον κανονικό ρυθμό των
ημερών στο υποστατικό. Ίσως ήταν καλύτερα να μ’ άφηναν στο
Στόρα Μποργκ. Ίσως πέθαινα της πείνας. Θα μ’ είχε φάει η λά-
σπη, θα είχα πνιγεί από το κρύο και την απελπισία, το κορμί μου
θα καταλάβαινε ίσως πως ήταν καταδικασμένο και θα εγκατέ-
λειπε την προσπάθεια από μόνο του. Καλύτερα έτσι, παρά να κά-
θομαι τώρα και να γνέθω μαλλί μια μέρα χιονισμένη, περιμένο-
ντας κάποιον να με σκοτώσει.
Μπορεί την άλλη Κυριακή να παρακαλέσω τη Μαργκρέτ να με
πάρει μαζί της στην εκκλησία. Αυτή δεν είναι τάχα η δουλειά του
Θεού; Να αποσπά την προσοχή μας για να μη βλέπουμε το βούρ-
κο μέσα στον οποίο έχουμε πέσει και πνιγόμαστε; Όλοι ναυαγοί
είμαστε. Όλοι μέσα σ’ ένα λασπερό βάλτο φτώχειας κι ανέχειας.
Πότε πήγα τελευταία φορά στην εκκλησία; Πάντως όχι τον και-
ρό που ήμουν στο Ιλουγκάσταντιρ. Πρέπει να ’ταν στο Γκέιτα-
σκαρντ, με τις άλλες παραδουλεύτρες. Πήγαμε καβάλα στ’ άλο-
γα κι αλλάξαμε πίσω από τον τοίχο της εκκλησίας, φορέσαμε τα
καλά μας. Νιώθαμε το πρωινό αεράκι στα γυμνά μας πόδια κα-

315
θώς βάζαμε τα κυριακάτικα ρούχα μας, καθαρά από αλογότριχες.
Μου λείπει η πνιγηρή ζεστασιά που αναδίνουν τα πολλά κορμιά
στον ίδιο χώρο. Μου λείπουν οι βαθιές ανάσες και τα βηχαλάκια
και τα κλάματα των μωρών. Θέλω ν’ αφήσω τη φωνή ενός παπά
να με τυλίξει, να με σκεπάσει. Ν’ ακούσω τη μουσική της. Όπως
όταν ήμουν μικρή και μ’ έπαιρναν στα μακρινά υποστατικά για
να ξεσκατίζω τα μικρά τους και να πλένω τις μπουγάδες με στά-
χτη και λίπος. Όταν πήγαινα σκαστή στην εκκλησία για να νιώ-
σω πως ανήκα κάπου. Γι’ αυτό μόνο.
Ίσως τα πράγματα να ’ταν αλλιώς αν ο Νάταν μ’ άφηνε να πη-
γαίνω στην εκκλησία, στο Τγιορν. Μπορεί να ’χα κάνει φίλους ε-
κεί. Μπορεί να ’χα γνωρίσει κάποια οικογένεια να τρέξω ν’ ακου-
μπήσω, όταν όλα στράβωσαν. Άλλους αγρότες, που θα μπορού-
σαν να με πάρουν στη δούλεψή τους. Αλλά δεν μ’ άφηνε. Δεν εί-
χα φίλους. Δεν υπήρχε φωτάκι να στραφώ σ’ εκείνη την ερημιά
του χειμώνα.
Μπορεί η Ρόζα κι εγώ να είχαμε γίνει φίλες, αν είχαμε γνωρι-
στεί αλλιώς. Ο Νάταν έλεγε ότι μοιάζαμε όπως μοιάζει το κορά-
κι με τον κύκνο. Αλλά δεν ήταν έτσι, έπεφτε έξω. Πρώτον, τον
αγαπούσαμε κι οι δυο. Κι ό,τι κι αν λέω τώρα στον εφημέριο, τα
ποιή­ματα της Ρόζας άναψαν τα προσανάμματα στην ψυχή μου
και με φώτισαν από μέσα μου. Ο Νάταν ποτέ δεν έπαψε να την
αγαπάει. Πώς θα μπορούσε; Τα ποιήματά της μεταμόρφωναν
τους ανθρώπους σε φανάρια αναμμένα.
Δεν μπορέσαμε ποτέ να τα βρούμε, και έφταιγε κι εκείνη γι’
αυτό – όχι μόνο εγώ. Από την πρώτη μας κιόλας συνάντηση, η Ρό-
ζα έδειξε πως είχαμε πόλεμο. Ένα βράδυ του καλοκαιριού εμφα-
νίστηκε στην κάμαρα στο Ιλουγκάσταντιρ σαν φάντασμα. Κα-
νείς δεν την άκουσε να φτάνει ή ν’ ανοίγει την πόρτα. Ξεφύτρωσε
ξαφνικά μπροστά μας, κρατώντας το κοριτσάκι της στην αγκαλιά

316
της. Ήταν ντυμένη στα μαύρα και το δέρμα της φάνταζε λαμπε-
ρό, σαν φωτισμένο. Η Σίγκα πάντα έλεγε ότι η Ρόζα έμοιαζε με
άγγελο. Αλλά εκείνη τη νύχτα εμένα μου φάνηκε κουρασμένη,
αποκαμωμένη από τη ζωή και τον κόσμο.
Εγώ ήξερα περισσότερα για κείνην απ’ όσα εκείνη για μένα.
«Είναι θαυμάσια γυναίκα», είπε κάποτε ο Νάταν – και το καρ-
φάκι της ζήλιας ξέσκισε τα φυλλοκάρδια μου. «Εξαιρετική μαμή
και μεγάλη ποιήτρια». Κι αυτός ήταν ο πατέρας του παιδιού της!
Η κορούλα της είχε το δικό του βλέμμα, δεν της ξέφευγε τίποτα.
Με διαβεβαίωσε, όμως. «Μ’ έπνιγε», μου είπε. « Ήθελε να ζήσω
για πάντα μαζί της και μαζί με τον άντρα της. Αλλά εγώ ήθελα
τη δική μου ζωή. Κι εδώ έχω τη δική μου ζωή. Το δικό μου υπο-
στατικό. Την ανεξαρτησία μου».
Με έπεισε ότι της είχε γράψει πως δεν την ήθελε πια, ότι η
αγάπη του για μένα είχε σβήσει την αγάπη που ένιωθε για κεί-
νην. Του άρεσε που ήμουν νόθα, φτωχειά, άπορη, παραδουλεύ-
τρα. « Έχεις αναγκαστεί να παλέψεις για όλα», είπε. «Παλεύεις
τη ζωή με νύχια και με δόντια, Άγκνες. Δεν είσαι σαν τη Ρόζα».
Μα εκείνο το βράδυ του καλοκαιριού, που στάθηκε στο άνοιγ-
μα της πόρτας με την κόρη τους στην αγκαλιά της, το πρόσωπο
του Νάταν φωτίστηκε.
Η Ρόζα δεν είπε τίποτα. Το βλέμμα της έπεσε πάνω μου και
τα μάτια της στένεψαν. Ένιωσα λες και με σημάδεψε με όπλο.
«Πρέπει να ’σαι η Άγκνες Μάγκνουσντότιρ. Το Ρόδο του Κί-
ντγιασκαρντ. Το Ρόδο της Κοιλάδας».
Το χέρι της, όταν έβγαλε το γάντι, άγγιξε παγωμένο το δικό μου.
«Η Ρόζα η Ποιήτρια. Χαίρω πολύ».
Η Ρόζα κοίταξε τη Σίγκα, ύστερα γύρισε στον Νάταν υψώνο-
ντας τα φρύδια της. «Χαίρομαι που τα κατάφερες κι έστησες έ-
να όμορφο μικρό νοικοκυριό εδώ πέρα».

317
Δεν μου ξέφυγε ο τόνος της κατηγόριας στη φωνή της. Και ή-
ξερα τι έκανα, όταν πήγα και στάθηκα δίπλα στον Νάταν. Είναι
δικός μου τώρα.
«Κι η μικρούλα αυτή είναι σίγουρα η Θόρανα», είπα. Το κορι-
τσάκι χαμογέλασε ακούγοντας τ’ όνομά του.
Η Ρόζα την ξαναπήρε στην αγκαλιά της. «Ναι. Κόρη δική μου
και του Νάταν».
«Ελάτε τώρα, κορίτσια». Ο Νάταν έδειχνε να το διασκεδάζει.
«Ας είμαστε ευγενικοί. Σίγκα, φέρε καφέ για όλους. Ρόζα, βγά-
λε το πανωφόρι σου».
«Όχι, ευχαριστώ». Η Ρόζα ακούμπησε τη Θόρανα σε μια γω-
νιά, μακριά μου. « Ήρθα μόνο για να τη φέρω».
«Τι;» Ο Νάταν δεν μου είχε πει ότι η κόρη της Ρόζας θα ερχό-
ταν για να μείνει. Τον ρώτησα ψιθυριστά γιατί δεν μου το είχε πει
νωρίτερα. Γιατί δεν με είχε προειδοποιήσει για την επίσκεψη της
Ρόζας. Δεν ήξερα καν ότι εξακολουθούσαν να μιλάνε μεταξύ τους.
«Είναι το λιγότερο που μπορώ να κάνω για τη Ρόζα», είπε. «Η
Θόρανα είχε μείνει μαζί μας και πέρυσι το χειμώνα. Είναι κόρη
μου και έτσι είναι το σωστό: να έρχεται και να μένει μαζί μου έ-
να μέρος του χρόνου».
Τα λόγια της Ρόζας έτσουζαν. «Δεν είχα καταλάβει ότι συζη-
τάς μαζί της τα πάντα, Νάταν. Δεν ήξερα ότι σε φέρνει βόλτα
κουνώντας το μικρό της δάχτυλο. Είναι ολοφάνερο ότι δεν το θέ-
λει το παιδί μας στο σπίτι της».
Ο Νάταν γέλασε. «Στο σπίτι της; Ρόζα, η Άγκνες είναι παρα-
δουλεύτρα μου».
«Παραδουλεύτρα σου, μόνο; Αλήθεια;» Σήκωσε ξανά τα φρύ-
δια της. «Δεν θέλω να προσέχει αυτή την κόρη μας».
«Θα είναι χαρά μου να προσέχω τη Θόρανα», είπα. Ήταν ψέμα.
«Δεκάρα δεν δίνω αν θα είναι χαρά σου ή όχι, Άγκνες».

318
Του Νάταν σίγουρα δεν του άρεσε που έβλεπε την παλιά και
την καινούργια του ερωμένη να τσακώνονται. « Έλα, Ρόζα. Ας
πιούμε έναν καφέ όλοι μαζί».
Το γέλιο της ήταν κακό, όλο νεύρο. «Ναι! Βέβαια! Πολύ θα σ’
άρεσε αυτό! Να ’χεις όλες τις πουτάνες σου κάτω από τη στέγη
σου να τρώνε και να πίνουν παρέα! Όχι, ευχαριστώ». Η Ρόζα τρά-
βηξε το μπράτσο της από το χέρι του και γύρισε να φύγει. Αλλά
μου είπε κάτι ακόμα πριν βγει από την πόρτα.
«Σε παρακαλώ, να είσαι καλή με τη Θόρανα. Σε παρακαλώ».
Έγνεψα καταφατικά και η Ρόζα ξαφνικά έγειρε προς το μέρος μου.
Ένιωσα το χέρι της στο μπράτσο μου. «Brennt barn forðast eldinn». Η
φωνή της ήταν σιγανή, προσεκτική. «Το καμένο το παιδί τη φο-
βάται τη φωτιά». Έφυγε χωρίς να ρίξει δεύτερη ματιά πίσω της.
Το κοριτσάκι άρχισε να κλαίει και να ζητάει τη Μάνα του. Η
Σίγκα την πήρε στην αγκαλιά της και την ησύχασε. Ο Νάταν εί-
χε μείνει να κοιτάζει την πόρτα, σαν να περίμενε πως η Ρόζα θα
ξαναρχόταν.
«Τι της είπες για μας;» ρώτησα ψιθυριστά τον Νάταν.
«Τίποτα. Τίποτα δεν είπα στη Ρόζα».
«Και τι ήταν αυτά που είπε για το Ρόδο του Κίντγιασκαρντ; Τι
ήταν αυτά που είπε για όλες σου τις πουτάνες;»
Ανασήκωσε τους ώμους. «Η Ρόζα το ’χει μέσα της να ονοματί-
ζει τους ανθρώπους. Φαντάζομαι πως σε βρήκε όμορφη».
«Δεν έμοιαζε με κομπλιμέντο».
Δεν μου απάντησε. «Θα είμαι στο σιδεράδικο».
«Η Σίγκα φτιάχνει καφέ».
«Πανάθεμά σε, Άγκνες! Σταμάτα!»
«Πας να βρεις τη Ρόζα;»
Έφυγε χωρίς ν’ απαντήσει.

319

Μια νύχτα, στον πυρετό του μέσα, ο Τότι είδε την Άγκνες στην
πόρτα της κάμαρας. «Την άφησαν να έρθει εδώ», είπε στον πα-
τέρα του, που ήταν σκυμμένος στο προσκεφάλι του, τυλίγοντας
αμίλητος τον γιο του στις κουβέρτες.
« Έλα μέσα», είπε ο Τότι. Τα χέρια του βγήκαν από τα σκεπά-
σματα κι απλώθηκαν προς το μέρος της μέσα στον ζεστό, απο-
πνιχτικό αέρα της κάμαρας. « Έλα δω. Το βλέπεις ότι οι δρόμοι
της ζωής μας ενώνονται; Είναι θέλημα Θεού».
Εκείνη γονάτισε δίπλα στο κρεβάτι του, ψιθυρίζοντας. Ένιω-
σε τα μακριά σκούρα μαλλιά της να αγγίζουν το αυτί του κι ένα
ρίγος πόθου τον διαπέρασε σύγκορμο. «Κάνει πολλή ζέστη εδώ
μέσα», είπε – κι εκείνη έγειρε μπροστά και σκούπισε με τα χείλη
της τον ιδρώτα από το δέρμα του. Αλλά η γλώσσα της ήταν τρα-
χιά και τα χέρια της τυλίχτηκαν γύρω από το λαιμό του, τ’ ακρο-
δάχτυλά της σφίχτηκαν.
«Άγκνες. Άγκνες!» Την έσπρωξε, βογκώντας από την προσπά-
θεια. Δυνατά χέρια έπιασαν τα δικά του και τα ’σπρωξαν ξανά κά-
τω από τις κουβέρτες. «Μην αντιστέκεσαι», του είπε. «Σταμάτα».
Ο Τότι βόγκηξε. Φλόγες έγλειφαν το κορμί του, καπνός έμπαι-
νε στο στόμα του. Έβηξε, το στήθος του σηκωνόταν κι έπεφτε κά-
τω από το βάρος της Άγκνες, που τον καβάλησε σηκώνοντας το
μαχαίρι της.

«Δεν το πιστεύω», είπε η Στέινα σκουπίζοντας την κάμαρα και ση-


κώνοντας τη σκόνη σύννεφο από το πάτωμα στον αέρα.
«Στέινα! Τα κάνεις χειρότερα απ’ ό,τι ήταν».

320
Η Στέινα συνέχισε να σκουπίζει με μανία. «Είναι απαίσια ι-
στορία και δεν θ’ απορούσα αν την έχει βγάλει από το μυαλό της
η Ροσλίν».
«Μα δεν είναι η μόνη που την άκουσε». Η Λάουγκα φτερνίστη-
κε. «Είδες; Έτσι όπως σκουπίζεις, θα τα κάνεις χάλια εδώ μέσα».
«Ε, πάρε και σκούπισε μόνη σου». Η Στέινα έδωσε τη σκούπα
στην αδερφή της και κάθισε στο κρεβάτι της.
«Γιατί καβγαδίζετε πάλι εσείς οι δυο;» Η Μαργκρέτ μπήκε στην
κάμαρα και κοίταξε αγριεμένη το πάτωμα. «Ποια το έκανε αυτό;»
«Η Στέινα», απάντησε αμέσως η Λάουγκα.
«Δεν φταίω εγώ που η σκεπή κοντεύει να πέσει! Κοίτα, ­μαδάει
από παντού». Η Στέινα σηκώθηκε. «Και η υγρασία μπαίνει μέσα.
Στη γωνία στάζει», πρόσθεσε ανατριχιάζοντας.
«Είσαι στις κακές σου», είπε η Μαργκρέτ. Γύρισε στη Λάου-
γκα: «Τι έγινε και νευρίασε;»
Η Λάουγκα κούνησε το κεφάλι της. «Μια ιστορία που άκουσα
για την Άγκνες. Η Στέινα λέει ότι δεν είναι αλήθεια».
«Μπα;» Η Μαργκρέτ έβηξε και κούνησε το χέρι της να διώξει
τη σκόνη από μπροστά της, να μην την ανασαίνει. «Τι ιστορία;»
«Ο κόσμος τη θυμάται απ’ όταν ήταν μικρή. Και κάποιοι λένε
ότι ένας περαστικός ταξιδιώτης, ένας ξένος, προφήτεψε ότι θα
της πέσει ένα πελέκι στο κεφάλι».
Η Μαργκρέτ ζάρωσε τη μύτη της. «Από τη Ροσλίν τ’ άκου-
σες αυτό;»
Η Λάουγκα μούτρωσε. «Όχι μόνο. Λένε πως όταν η Άγκνες ήταν
μικρή, την είχαν βάλει να προσέχει το tún και μια μέρα βρήκε κά-
ποιον που είχε κατασκηνώσει στο χορτάρι. Το άλογό του βοσκούσε
ποδοπατώντας τα σπαρτά. Όταν του είπε να φύγει, την καταρά-
στηκε και της φώναξε πως μια μέρα θα της έπαιρναν το κεφάλι».
Η Μαργκρέτ ρουθούνισε περιφρονητικά και την έπιασε ξανά

321
βήχας. Η Λάουγκα άφησε τη σκούπα και έσπρωξε μαλακά τη Μά-
να της στο κρεβάτι. Η Στέινα, ακίνητη, κοίταζε πεισματωμένη.
«Έλα, έλα, Μάνα. Θα σου περάσει». Η Λάουγκα έτριβε την πλά-
τη της Μαργκρέτ, όταν ξάφνου μια φωνή ξέφυγε από τα χείλη της:
ένα κατακόκκινο φλέγμα είχε βγει από το στόμα της μάνας της.
«Μάνα! Φτύνεις αίμα!» Η Στέινα έτρεξε κοντά, σκοντάφτο-
ντας στη σκούπα.
Η Λάουγκα την έσπρωξε πίσω. «Άφησέ την να πάρει ανάσα!»
Κοίταζαν τρομαγμένες κι οι δυο τη Μαργκρέτ που συνέχισε
να βήχει.
«Δοκίμασες αλευριά από μούσκλια;» Η Άγκνες στεκόταν στο
άνοιγμα της πόρτας και κοίταζε τη Λάουγκα.
«Είμαι καλά», είπε βραχνά η Μαργκρέτ φέρνοντας το χέρι στο
στήθος της. «Δεν έχω τίποτα».
«Μαλακώνει τα πνευμόνια».
Η Λάουγκα γύρισε προς την πόρτα με το πρόσωπό της σφιγ-
μένο. «Φύγε, άσε μας».
Η Άγκνες δεν της έδωσε σημασία. «Την έχεις δοκιμάσει αυτή
την αλευριά που σου λέω;»
«Δεν σ’ έχουμε ανάγκη, δεν τα χρειαζόμαστε τα γιατροσόφια
σου», απάντησε κοφτά η Λάουγκα.
Η Άγκνες κούνησε το κεφάλι της. «Νομίζω πως τα χρειάζε-
στε», είπε.
Η Μαργκρέτ σταμάτησε να βήχει και την κάρφωσε με το βλέμ-
μα της.
«Τι εννοείς;» ρώτησε ψιθυριστά η Λάουγκα.
Η Άγκνες πήρε βαθιά ανάσα. «Βάλε μούσκλια ψιλοκομμένα
να βράσουν. Πολλή ώρα. Πολλή. Όταν κρυώσουν, θα γίνουν σαν
γκρίζα πηχτή. Η γεύση τους δεν είναι ωραία, αλλά θα σταματή-
σει το αίμα από τα πνευμόνια σου».

322
Σιωπή ακολούθησε τα λόγια της, καθώς η Μαργκρέτ και η
Λάου­γ κα την κοίταζαν.
Η Στέινα κάθισε ξανά στο κρεβάτι. «Ο Νάταν Κέτιλσον σου το
’μαθε αυτό;» ρώτησε ήσυχα.
«Λένε ότι βοηθάει», ξανάπε η Άγκνες. «Μπορώ να σου φτιά-
ξω, αν θέλεις».
Η Μαργκρέτ σκούπισε αργά τα χείλια της με την άκρη της
ποδιάς της κι έγνεψε καταφατικά. «Ναι, φτιάξ’ το», είπε. Η Ά-
γκνες δίστασε για μια στιγμή, ύστερα έκανε μεταβολή και βγή-
κε με γρήγορα βήματα.
Η Λάουγκα κοίταξε τη Μάνα της. «Μάνα, δεν είμαι καθόλου
σίγουρη ότι πρέπει να πάρεις οτιδήποτε από…»
«Φτάνει, Λάουγκα», την έκοψε η Μαργκρέτ. «Φτάνει πια».

Ακόμα να έρθει ο εφημέριος. Ο χειμώνας, όμως, ήρθε. Το ’σπρω-


ξε το φθινόπωρο, το ’βγαλε από τη μέση ο άνεμος που έσπειρε
χιόνι στο χωράφι. Κι ο αέρας είναι λεπτός σαν χαρτί. Οι ανάσες
στέκονται μπροστά μου σαν μικρά φαντάσματα, η ομίχλη κατε-
βαίνει πυκνή από το βουνό και σκεπάζει το παγωμένο χώμα. Έρ-
χεται το σκοτάδι. Κάθεται σαν μελανιά πάνω στο κορμί της γης,
πάνω στη σάρκα της. Αλλά ο εφημέριος δεν έρχεται.
Αν ερχόταν απόψε, θα του έλεγα άραγε ότι ο Νάταν κι εγώ ή-
μασταν σαν αντρόγυνο; Και μετά θα μπορούσα να του πω γι’ αυ-
τό που άρχισε ν’ αλλάζει μεταξύ μας. Ίσως και να το μαντέψει α-
πό μόνος του.
Ήρθε το αλάτι. Σηκώθηκε ο θανατερός βοριάς και η μαύρη άμ-
μος άρχισε να τσούζει. Μέχρι κάτω. Το κρύο μονοπάτι προς τα
παγωμένα νερά. Ήρθε το αλάτι.

323
Τι θα έλεγα στον Τότι;
Εφημέριε, ο Νάταν άρχισε να φεύγει από το Ιλουγκάσταντιρ
στα τέλη του καλοκαιριού. Και κάθε φορά, γυρίζοντας, ήταν και
πιο ξένος. Μ’ έβρισκε μόνη μου στο τυροκομιό, μου ’παιρνε τη
βούρτσα από το χέρι και με τραβούσε πάνω του, μόνο για να με
ρωτήσει αν είχα κρατήσει ζεστό το κρεβάτι του Ντάνιελ όσο έ-
λειπε και πάλευε να βγάλει δυο δεκάρες διώχνοντας τον θάνατο
μακριά από τα σωθικά των άλλων. Έφτασε στο σημείο να με κα-
τηγορήσει ότι αγαπούσα τον Φρίντρικ! Αυτό το βρωμόπαιδο, που
πιανότανε στα χέρια με το παραμικρό και μύριζε άπλυτο μαλλί.
Μου φαίνονταν γελοίες οι κατηγόριες του Νάταν. Δεν το ’βλεπε
πόσο μου έλειπε; Δεν το καταλάβαινε πόσο διαφορετικός ήταν
απ’ όλους τους άντρες που ήξερα;
Φαντάζομαι το πρόσωπο του Τότι να κοκκινίζει. Τον φαντάζο-
μαι να σκουπίζει τις ιδρωμένες παλάμες του στο παντελόνι του. Το
αργό κούνημα του κεφαλιού του. Το φως του κεριού στην κάμαρα
να τρέμει στο πρόσωπό του καθώς με κοιτάζει με μάτια μεγάλα.
Εφημέριε, θα του ’λεγα, είπα στον Νάταν ότι ο Ντάνιελ δεν
υπήρχε για μένα, ότι ο Φρίντρικ ήταν ερωτευμένος με τη Σίγκα.
Του είπα ότι θα ήμουν δική του όσο καιρό με ήθελε. Ότι θα ήμουν
η γυναίκα του, αν μου το ζητούσε.
Αυτές οι σκοτεινές του διαθέσεις ήταν που τον πήραν μακριά.
Τον έβρισκα στο σιδεράδικο να μετράει καταπότια, να ξαφρίζει το
τσουκάλι όπου έβραζε ρίζες και βοτάνια. Του πρόσφερα τη βοή-
θειά μου, όπως έκανα και τον πρώτο καιρό που είχα έρθει. Άρχισε
να με διώχνει. Δεν με ήθελε, είπε. Εννοούσε ότι δεν ήθελε τη βοή­
θειά μου; Ή μήπως την παρουσία μου; Μ’ έσπρωχνε στην πόρτα.
«Φύγε. Δεν σε θέλω εδώ. Έχω δουλειά».
Υπήρχαν φορές που πήγαινα στο υπόστεγο και κοπανούσα τα
κεφάλια των ξερών μπακαλιάρων μ’ ένα μακρύ κόκκαλο. Μό-

324
νο και μόνο για να χτυπήσω κάτι, να ξεθυμάνω. Δεν σ’ ­α γαπάει
πια, έλεγα στον εαυτό μου. Κι άρχισα ν’ αναρωτιέμαι αν μ’ είχε
αγαπήσει ποτέ.
Αλλά υπήρχαν και φορές που μ’ έβρισκε μόνη στην ακρογια-
λιά να μαζεύω πούπουλα. Τότε μ’ έπαιρνε δίπλα στις φωλιές των
πουλιών, με τα χέρια του στα μαλλιά μου, απελπισμένα σαν άν-
θρωπος που πνίγεται. Με χρειαζόταν όπως χρειάζεται κανείς τον
αέρα για ν’ ανασάνει. Το ’νιωθα στο βλέμμα του, στον τρόπο που
γαντζωνόταν από το κορμί μου όπως γαντζώνεται κανείς από το
σωσίβιο μέσα στο νερό.
Εφημέριε Τότι, τράβα την καρέκλα σου πιο κοντά. Θα σου πω
πώς ήταν στ’ αλήθεια.
Το σιχαινόμουν που ήμουν παραδουλεύτρα του. Τη μια νύ-
χτα ήμουν η ερωμένη του, το λαχάνιασμά του πάνω στο δικό μου.
Και την επόμενη ήμουν η Άγκνες, η παραδουλεύτρα. Ούτε καν
η οικονόμος του! Και οι ψυχρές διαταγές του άρχισαν να μοιά-
ζουν τιμωρίες.
«Φέρε τα πρόβατα από το λιβάδι. Άρμεξε την αγελάδα. Άρμε-
ξε τις προβατίνες. Φέρε νερό. Μάζεψε τις στάχτες κι άντε να τις
σκορπίσεις στο χώμα. Τάισε τη Θόρανα. Κάν’ την να σταματήσει
το κλάμα. Κάν’ την να σταματήσει το κλάμα! Αυτό το δοχείο είναι
βρώμικο. Πες στη Σίγκα να σου δείξει πώς πλένουμε τα ποτήρια».
Καταλαβαίνεις τι σου λέω, πάτερ; Ή την νομίζεις την αγάπη
σταθερή κι αμετάβλητη; Έχεις αγαπήσει ποτέ γυναίκα; Κάποιο
πρόσωπο που να το αγαπάς τόσο όσο μισείς τη δύναμη και την ε-
ξουσία που έχει απάνω σου;
Μισούσα τον τρόπο που το μυαλό μου γύριζε συνέχεια στον
Νάταν όλη τη μέρα, ώσπου πια αηδίαζα με τις επίμονες σκέψεις
μου. Μισούσα τη ναυτία που μ’ έπιανε στην υποψία και μόνο ότι
μπορεί να μη μ’ αγαπούσε πια. Μισούσα τον τρόπο που συνέχι-

325
ζα να σκοντάφτω στις πέτρες, πηγαίνοντας στο σιδεράδικο, ξα-
νά και ξανά, για να του δώσω πράγματα που πια δεν τα ζητούσε.
Χρειάστηκε να μου πει ο Ντάνιελ πώς ήταν στ’ αλήθεια τα
πράγματα.
Ο εργάτης με περίμενε μια μέρα που ο Νάταν έλειπε. Βγήκα
από το σιδεράδικο, κλείδωσα την πόρτα και είδα τον Ντάνιελ στην
ακρογιαλιά, με το δρεπάνι στο ένα χέρι και το καπέλο του στο άλλο.
«Τι κάνεις εδώ;» με ρώτησε.
«Δεν είναι δική σου δουλειά».
«Δεν επιτρέπεται να μπαίνεις εδώ μέσα», είπε. «Πού το βρή-
κες το κλειδί;»
«Μου το ’δωσε ο Νάταν. Μ’ εμπιστεύεται».
«Ω, ναι», είπε ο Ντάνιελ. «Το είχα ξεχάσει ότι εσείς οι κοπέ-
λες έχετε ειδική μεταχείριση».
«Τι θέλεις να πεις;»
Ο Ντάνιελ γέλασε. «Βλέπεις να ’χω εγώ παπούτσια από δέρ-
μα φώκιας; Βλέπεις να ’χω εγώ καινούργια ρούχα;»
Ο Νάταν ήταν γενναιόδωρος, όταν είχε τα κέφια του. «Δεν εί-
σαι πολύ καιρό εδώ», είπα. «Είμαι σίγουρη ότι θα πάρεις το δώρο
σου, όταν γυρίσει ο Νάταν».
«Δεν θέλω τίποτε από τον Νάταν».
«Μπα; Τώρα δα δεν γκρίνιαζες που εμείς έχουμε ειδική με-
ταχείριση;»
«Από σένα θέλω κάτι».
Ο τόνος του άλλαξε. Η φωνή του μαλάκωσε. «Άγκνες, το ξέ-
ρεις ότι σου ’χω συμπάθεια».
Γέλασα. «Συμπάθεια; Εσύ έλεγες σ’ όλον τον κόσμο στο Γκέι-
τασκαρντ ότι είμαστε αρραβωνιασμένοι!»
« Ήλπιζα, Άγκνες. Και τώρα ελπίζω. Δεν θα ’σαι του Νάταν
για πάντα, Άγκνες».

326
Πάγωσα ακούγοντας τα λόγια του. Μια ξαφνική ζάλη απλώ-
θηκε μέσα μου. «Τι είπες;»
«Μη νομίζεις ότι δεν ξέρουμε. Η Σίγκα, εγώ, ο Φρίντρικ. Ξέ-
ρουμε. Όλοι. Και στο Γκέιτασκαρντ. Όλοι. Ξέρανε ότι γλιστρού-
σες κρυφά στο κελάρι τις νύχτες». Χαμογέλασε πονηρά.
«Αν περνούσες λιγότερη ώρα κουτσομπολεύοντας και περισ-
σότερη ώρα κόβοντας το χόρτο, θα ’ταν καλύτερα για όλους μας.
Άντε να κάνεις τη δουλειά σου, Ντάνιελ».
Το πρόσωπό του αγρίεψε θυμωμένο. «Νομίζεις ότι είσαι κα-
λύτερη από μας, επειδή βρήκες έναν αγρότη που σε βάζει στο
κρεβάτι του;»
«Μη γίνεσαι χυδαίος».
«Μη γίνεσαι ανόητη. Όσο κι αν παριστάνεις ότι είσαι γυναί-
κα του, δεν σ’ έχει παντρευτεί, Άγκνες».
«Η οικονόμος του είμαι. Αυτό είμαι».
Ο Ντάνιελ γέλασε. «Η ερωμένη του είσαι. Αυτό είσαι».
Η οργή μου ξεχείλισε τότε. Άρπαξα το δρεπάνι από το χέρι του
και τον έσπρωξα –με το δρεπάνι του– στο στήθος. «Κι εσύ τι είσαι,
Ντάνιελ; Ένας εργάτης που κακολογεί τον αφέντη του; Που προ-
σβάλλει τη γυναίκα που θα ήθελε στην αγκαλιά του; Μ’ αηδιάζεις».
Θα του τα έλεγα αυτά του εφημέριου, αν ήταν εδώ; Ίσως έχει
βγάλει τα συμπεράσματά του. Ίσως γι’ αυτό δεν έρχεται.
Θα μπορούσα να του μιλήσω για μιαν άλλη μέρα, για τη μέ-
ρα των κυμάτων του θανάτου. Η Σίγκα με είχε στείλει να φέρω
πέτρες, να διορθώσουμε τον τοίχο στην πυροστιά. Κι εκεί που ή-
μουν, άκουσα τον παφλασμό των κουπιών στο νερό. Ήταν ακό-
μα μέρα. Μια από τις μέρες που ο κόσμος κρατάει την αναπνοή
του. Η θάλασσα φουσκωμένη, μαύρη.
Ο Ντάνιελ κι ο Νάταν είχαν βγει για ψάρεμα, αλλά ήταν πολύ
νωρίς ακόμα για να γυρίσουν. Είδα ότι ο Ντάνιελ τραβούσε κουπί.

327
Και ο Νάταν καθόταν ασάλευτος, στητός, στον πάγκο της βάρ-
κας. Όταν πλησίασαν, ξεχώρισα το πρόσωπό του σφιγμένο, σκο-
τεινό. Τα χέρια του είχαν γαντζωθεί στην κουπαστή της βάρκας,
σαν να ’ταν έτοιμος να ξεράσει.
Όταν έφτασαν στα ρηχά, ο Νάταν πήδηξε έξω από τη βάρκα
και προχώρησε προς τα έξω. Έσερνε τα πόδια του στα βότσαλα,
τα κλοτσούσε κι αυτά τινάζονταν ολόγυρα.
Ζούσα πια αρκετό καιρό με τον Νάταν και ήξερα ότι με τίποτα
δεν ήταν σε θέση να διώξει μακριά αυτές τις μαύρες σκέψεις που
τού ’ρχονταν. Όταν τον είδα, λοιπόν, ν’ ανεβαίνει απ’ την ακρο-
γιαλιά με τα ρούχα του μούσκεμα να στάζουν, κράτησα το στό-
μα μου κλειστό. Δεν με κοίταξε καν, καθώς περνούσε δίπλα μου.
Προχώρησε ίσια για το σπίτι.
Όταν ο Ντάνιελ τράβηξε τη βάρκα στη στεριά, κατέβηκα και τον
ρώτησα τι είχε συμβεί. Είχαν τσακωθεί; Είχαν χάσει κανένα δίχτυ;
Ο Ντάνιελ έδειχνε να διασκεδάζει τα νεύρα του αφέντη του.
Άρχισε να ξεφορτώνει δίχτυα από τη βάρκα, μου ’δωσε και μένα
μερικά να κουβαλήσω στο Ιλουγκάσταντιρ.
«Ο Νάταν πιστεύει ότι μας χτύπησαν κύματα θανάτου», εί-
πε. Αλάτι είχε κολλήσει στα γένια του. Δεν το περίμενε, πρόσθε-
σε, ότι ο Νάταν ήταν ένας προληπτικός βλάκας.
Μάζευαν τα δίχτυα τους, όταν από το πουθενά τούς χτύπησαν
τρία μεγάλα κύματα. Ο Ντάνιελ είπε ότι είχαν τύχη βουνό που η
βάρκα τους δεν γύρισε τούμπα. Σκοτώθηκε να σφίξει τα σκοινιά
και ευτυχώς τα κατάφερε, δεν τους έφυγαν ούτε τα δίχτυα ούτε
τίποτα. Μα όταν σήκωσε το κεφάλι του, είδε τον Νάταν άσπρο
σαν το πανί. Τον ρώτησε τι είχε πάθει, κι ο Νάταν τον κοίταξε σαν
να μην πίστευε στ’ αυτιά του. «Ήταν κύματα θανάτου, Ντάνιελ».
Ο Ντάνιελ του είπε ότι τα κύματα του θανάτου ήταν παραμύ-
θια που τα ’λεγαν οι γριές, ότι δεν το περίμενε από ολόκληρον ά-

328
ντρα να φοβάται αυτές τις ψευτιές. Τότε ο Νάταν έγινε έξαλλος,
είπε ο Ντάνιελ. Τον άρπαξε από το μανίκι και τον φοβέρισε: θα
του κόβονταν τα γέλια μαχαίρι, είπε, όταν θα βρισκόταν θαμμέ-
νος στον πάτο της θάλασσας.
Ο Ντάνιελ είπε ότι τράβηξε το μπράτσο του από το χέρι του Νά-
ταν. Και πρότεινε να αδειάσει με τον κουβά τα νερά που τα κύμα-
τα είχαν ρίξει μέσα στη βάρκα. Αλλά ο Νάταν είπε μόνο: «Πανά-
θεμά σε, Ντάνιελ. Μήπως νομίζεις ότι θα κάτσω εδώ και θα πε-
ριμένω να ’ρθει το επόμενο κύμα και να με πνίξει; Γυρίζουμε».
Ο Ντάνιελ σκέφτηκε ότι ο Νάταν δεν θα δίσταζε να τον πνί-
ξει πάνω στο θυμό του, έστω και μόνο για ν’ αποδείξει την αλή-
θεια της πρόληψής του. Κι έτσι πήρε τα κουπιά και γύρισε τη βάρ-
κα στην ακρογιαλιά.
Όταν μου τα είπε όλα αυτά ο Ντάνιελ, αποφάσισα να μιλή-
σω με τον Νάταν – κι ας με συμβούλεψε ο Ντάνιελ να τον αφή-
σω στην ησυχία του. Ο Νάταν, είπε, το ’χε βάλει βαθιά στο μυα-
λό του πως ήταν καταδικασμένος. Και το καλύτερο που είχαμε
να κάνουμε εμείς, είπε, ήταν να τον αφήσουμε να συνέλθει μό-
νος του. Εγώ, όμως, ακολούθησα τον Νάταν στο σπίτι, όπου τον
βρήκα να φωνάζει στη Σίγκα. Εκείνη προσπαθούσε να τον γδύ-
σει από τα βρεγμένα του ρούχα. Και το μουσκεμένο πουκάμισο
είχε πιαστεί στο πρόσωπό του.
Βλέποντας τη Σίγκα ταραγμένη από τις φωνές του, της είπα να
φύγει κι άρχισα να τον γδύνω μόνη μου. Αλλά εκείνος μ’ έσπρωξε
και φώναξε ξανά τη Σίγκα. «Δεν είναι δική σου αυτή η δουλειά,
Άγκνες», είπε. «Ξεχνάς ποια είναι η θέση σου».
Αργότερα εκείνη τη μέρα ακολούθησα τον Νάταν στο σιδε-
ράδικο, κρατώντας μια σβηστή λάμπα – φανταζόμουν ότι θα την
ήθελε. Οι μέρες είχαν μικρύνει πολύ τις τελευταίες βδομάδες,
το φως είχε λιγοστέψει. Ο ωκεανός ήταν έτοιμος ν’ ανταριάσει.

329
Φτάνοντας στην πόρτα ο Νάταν τη βρήκε ξεκλείδωτη. Με ρώ-
τησε αν είχα μπει στο σιδεράδικο χωρίς την άδειά του και του α-
πάντησα ότι το ήξερε: ότι θα πήγαινα να κοιτάξω τη φωτιά όσο
έλειπε στο ψάρεμα. Είχα μάλλον ξεχάσει να κλειδώσω την πόρ-
τα. Εκείνος, όμως, άρχισε να με κατηγορεί ότι έψαχνα τα πράγ-
ματά του, ότι προσπαθούσα να βρω τα λεφτά του, ότι τον εκμε-
ταλλευόμουν.
Εγώ εκμεταλλευόμουν αυτόν! Η γλώσσα μου λύθηκε τότε και
του είπα ότι εκείνος με είχε παρασύρει στο μοναχικό αγρόκτημά
του, ότι με είχε ξεγελάσει με ένα ψέμα. Μου είχε υποσχεθεί ότι
θα ήμουν η οικονόμος του, ενώ το πόστο αυτό το είχε η Σίγκα. Τον
ρώτησα αν την πλήρωνε περισσότερα απ’ όσα έδινε σε μένα. Τον
ρώτησα γιατί με είχε εξαπατήσει έτσι, αφού το ήξερε ότι θα τον
ακολουθούσα έτσι κι αλλιώς!
Ο Νάταν βάλθηκε να ελέγχει τα πράγματά του. Πληγώθηκα
που του πέρασε και μόνο από το μυαλό ότι θα μπορούσα να έχω
πάρει κάτι δικό του. Τι να τα κάνω εγώ τα λεφτά του, τα φάρμα-
κά του, ή ό,τι άλλο είχε κρυμμένο εκεί πέρα;
Έμεινα στο σιδεράδικο. Δεν μπόρεσε να με διώξει. Όταν ικα-
νοποιήθηκε πως τίποτα δεν έλειπε, έβγαλε μερικά δέρματα φώ-
κιας που ήθελαν δουλειά και δεν μου ξαναμίλησε. Αλλά η ώρα
ήταν πια περασμένη κι έξω ο ουρανός ήταν επίπεδος και γκρί-
ζος, το φως δεν έφτανε για να δουλέψει. Εγώ κάθισα μουτρωμέ-
νη στην πυροστιά και τον κοίταζα, περιμένοντας να ’ρθει κοντά
μου, να μ’ αγκαλιάσει, να ζητήσει συγγνώμη.
Ίσως το ξέχασε ότι ήμουν εκεί, ίσως δεν τον ένοιαζε πια. Πά-
ντως μετά από κάμποση ώρα άφησε το μαχαίρι του κάτω και σκού-
πισε τα χέρια του σ’ ένα κουρέλι. Μετά βγήκε έξω, στάθηκε στην
άκρη του επίπεδου βράχου και βάλθηκε ν’ αγναντεύει τη θάλασ-
σα. Τον ακολούθησα.

330
Τύλιξα τα χέρια μου γύρω από τη μέση του να τον καλοπιάσω.
Και του είπα ότι λυπόμουν πολύ.
Ο Νάταν δεν τραβήχτηκε από το αγκάλιασμά μου, αλλά αι-
σθάνθηκα το κορμί του να σφίγγεται στο άγγιγμά μου.
«Μη», μουρμούρισε. Το πρόσωπό του έμεινε στραμμένο προς
τη θάλασσα. Πίεσα τα χέρια μου στο στομάχι του και κόλλησα
πάνω του.
«Σταμάτα, Άγκνες». Έπιασε τα χέρια μου και μ’ έσπρωξε μα-
κριά του. Είδα τους μυς να κουνιούνται καθώς έσφιγγε και ξέ-
σφιγγε το σαγόνι του.
Ξαφνικά φύσηξε, κι ο αέρας πήρε το καπέλο του Νάταν και
το ’ριξε στη θάλασσα.
Τον ρώτησα τι είχε συμβεί. Μήπως κάποιος τον είχε απειλή-
σει; Γέλασε. Τα μάτια του ήταν πέτρινα. Τα μαλλιά του, που δεν
τα συγκρατούσε πια το καπέλο, ανέμιζαν γύρω από το πρόσωπό
του σκούρα και μπερδεμένα.
Απάντησε ότι έβλεπε σημάδια θανάτου παντού γύρω του.
Στη σιωπή που ακολούθησε, πήρα βαθιά ανάσα. «Νάταν, δεν
πρόκειται να πεθάνεις».
«Εξήγησέ μου τότε τα κύματα θανάτου». Η φωνή του ήταν
χαμηλή, όλο ένταση. «Εξήγησέ μου τα προαισθήματα. Τα όνει-
ρα που βλέπω».
«Νάταν, εσύ γελάς μ’ αυτά τα όνειρα». Προσπαθούσα να πα-
ραμείνω ήρεμη. «Μιλάς σ’ όλους γι’ αυτά».
«Με βλέπεις να γελάω, Άγκνες;»
Με πλησίασε, μ’ έπιασε από τους ώμους και κόλλησε σχεδόν
το πρόσωπό του στο δικό μου.
«Κάθε βράδυ», σφύριξε, «ονειρεύομαι τον θάνατο. Τον βλέ-
πω παντού. Βλέπω αίμα, παντού».
«Είναι επειδή γδέρνεις ζώα…»

331
Ο Νάταν μ’ έσφιξε, ένιωσα τα δάχτυλά του να χώνονται στους
ώμους μου. «Βλέπω αίμα στο έδαφος, μαύρες πηχτές λίμνες». Έ-
γλειψε τα χείλια του. «Το γεύομαι, Άγκνες. Ξυπνάω με τη γεύση
του στο στόμα μου».
«Μπορεί να δαγκώνεις τη γλώσσα σου στον ύπνο σου…»
Ένα κακό χαμόγελο ζωγραφίστηκε στα χείλη του. «Σας είδα, εσέ-
να και τον Ντάνιελ που κουβεντιάζατε για μένα κάτω στη βάρκα».
«Άσε με, Νάταν».
Με αγνόησε.
«Άσε με!» Του ξέφυγα. «Ακούς τι λες; Μιλάς σαν γριούλα, τρο-
μαγμένη από τα όνειρα και τα προαισθήματά της».
Έκανε κρύο. Ένα μεγάλο σύννεφο κουβάρι από τον άνεμο εί-
χε φτάσει από τη μεριά της θάλασσας, σβήνοντας και τις τελευ­
ταίες γραμμούλες φως από τον ουρανό. Αλλά ακόμα και στο σκο-
τάδι, το σχεδόν μαύρο, έβλεπα τα μάτια του Νάταν να γυαλίζουν.
Το βλέμμα του με παρέλυε.
«Άγκνες», είπε. «Σε βλέπω κι εσένα στο όνειρο».
Δεν απάντησα. Ξαφνικά ένιωσα την επιθυμία να γυρίσω σπί-
τι και ν’ ανάψω τις λάμπες. Ένιωθα τον ωκεανό δίπλα, δυο βή-
ματα πιο πέρα.
«Βλέπω πως είμαι ξαπλωμένος στο κρεβάτι μου και βλέπω αί-
μα να κυλάει στους τοίχους. Στάζει στο κεφάλι μου και οι σταγό-
νες του με ζεματάνε».
Έκανε ένα βήμα προς το μέρος μου.
«Είμαι δεμένος στο κρεβάτι, το αίμα γύρω μου ανεβαίνει, ώ-
σπου με σκεπάζει. Και ξαφνικά δεν είναι πια εκεί. Μπορώ να
κουνηθώ και ανακάθομαι και κοιτάζω γύρω. Το δωμάτιο είναι
άδειο».
Έσφιξε το χέρι μου κι ένιωσα το νύχι του να χώνεται στη σάρ-
κα της παλάμης μου.

332
«Ξαφνικά, όμως, βλέπω εσένα. Σε πλησιάζω και βλέπω πως
είσαι καρφωμένη στον τοίχο από τα μαλλιά».
Καθώς το έλεγε αυτό, μια δυνατή ριπή του αέρα μου πήρε
το σκουφάκι και τα μαλλιά μου βρέθηκαν ελεύθερα. Δεν τα εί-
χα πλεγμένα κι έτσι οι μακριές τούφες άρχισαν να παραδέρνουν
στον άνεμο. Ο Νάταν άπλωσε ευθύς το χέρι του και μ’ άρπαξε απ’
τα μαλλιά, τραβώντας με κοντά του.
«Νάταν! Με πονάς!»
Αλλά ο Νάταν είχε αλλού την προσοχή του. «Τι είναι αυτό;»
ψιθύρισε.
Αίφνης είχα πιάσει κι εγώ μια βαριά μυρωδιά στον αέρα, μια
βρώμα, μια αποφορά από κάτι σάπιο, χαλασμένο.
«Είναι τα φύκια. Ή κάποια φώκια ψόφια. Άσε με».
«Σσστ!»
Είχα σιχαθεί πια τις μανίες του. «Κανένας δεν σε κυνηγάει,
Νάταν. Δεν είσαι δα και τόσο σπουδαίος».
Ελευθέρωσα τα μαλλιά μου από το χέρι του και γυρνώντας ξε-
κίνησα για το σπίτι, αλλά ο Νάταν μ’ άρπαξε από το μανίκι, μ’ έ-
στριψε και με χαστούκισε μ’ όλη του τη δύναμη.
Βόγκηξα κι αμέσως έφερα το χέρι στο μάγουλό μου, αλλά ο
Νάταν μου ’πιασε τα δάχτυλα και τα κράτησε σφιχτά, αναγκά-
ζοντάς με να ζαρώσω δίπλα του. Παρά τον κρύο αέρα ένιωθα το
αίμα μου να τρέχει εκεί που με είχε χτυπήσει.
«Μη μου ξαναμιλήσεις ποτέ έτσι». Το στόμα του είχε κολλήσει
στο αυτί μου. Η φωνή του ήταν σιγανή και σκληρή. « Ήταν λάθος
μου που σ’ έφερα εδώ».
Με κράτησε ακόμα μια στιγμή, στρίβοντας τα δάχτυλά μου
ώσπου φώναξα από τον πόνο. Τότε με άφησε και μ’ έσπρωξε μα-
κριά του.
Προχώρησα παραπατώντας στα βράχια κι ανηφόρισα προς το

333
σπίτι στο μισοσκόταδο, σκοντάφτοντας στη φούστα μου. Ο αέρας
έκανε τ’ αυτιά μου να πονούν. Έκλαιγα. Αλλά, παρά το βουη­τό
του ανέμου και παρά τη δική μου λαχανιασμένη ανάσα, άκουσα
τον Νάταν να μου φωνάζει από κει που στεκόταν, στα βράχια,
δίπλα στη θάλασσα.
«Να θυμάσαι ποια είναι η θέση σου, Άγκνες!»

Περίμενα να γυρίσει σπίτι εκείνη τη νύχτα. Άφησα μια λάμπα α-


ναμμένη με την ελπίδα ότι θα φιλιώναμε, όταν θα γύριζε. Αλλά
οι ώρες σύρθηκαν κρυφά σαν φταίχτες, τα μεσάνυχτα ήρθαν και
πέρασαν κι εκείνος δεν ήρθε. Η Σίγκα και ο Ντάνιελ είχαν βγά-
λει τα ρούχα τους και κοιμούνταν στα κρεβάτια τους, αλλά εγώ
αγρυπνούσα και παρακολουθούσα τη φλόγα της λάμπας να χο-
ρεύει πάνω στο φιτίλι. Το κεφάλι μου πονούσε, μου ’δινε σφυ-
ριές. Κατάλαβα πως περίμενα να συμβεί κάτι κακό.
Αρκετές φορές μου φάνηκε ότι άκουσα βήματα έξω από το σπί-
τι, αλλά όταν άνοιγα την πόρτα, ήταν μόνο το σκοτάδι κι ο ήχος
των κυμάτων από την ακρογιαλιά. Πυκνή ομίχλη είχε πέσει και
δεν έβλεπα αν ο Νάταν είχε ανάψει φως στο σιδεράδικο. Γυρνού-
σα στο κρύο μου κρεβάτι και συνέχιζα να περιμένω.
Θα πρέπει ν’ αποκοιμήθηκα. Ξύπνησα μέσα στις σκιές. Η λά-
μπα είχε σβήσει, αλλά εγώ ήξερα ότι ο Νάταν δεν είχε γυρίσει,
δεν είχε πέσει στο κρεβάτι του. Εκείνη τη στιγμή γνώρισα το βή-
μα του στο διάδρομο – φαίνεται πως είχα ξυπνήσει από τον κρό-
το του μάνταλου. Κράτησα την ανάσα μου. Με την ελπίδα ότι θα
ένιωθα τα ζεστά του χέρια να τραβάνε τις κουβέρτες μου, το κορ-
μί του να πλαγιάζει δίπλα μου, τη φωνή του στο αυτί μου να ψι-
θυρίζει συγγνώμες.
Αλλά ο Νάταν δεν ήρθε στο κρεβάτι μου. Λοξοκοιτάζοντας τον

334
είδα να κάθεται σ’ ένα σκαμνί και να βγάζει τις μπότες του. Ύστε-
ρα έβγαλε το παντελόνι του κι αργά τράβηξε το πουκάμισο πά-
νω από το κεφάλι του. Άφησε τα ρούχα του κουβάρι στο πάτωμα.
Σηκώθηκε ξανά και για μια στιγμή, για μια μικρή στιγμή, πίστε-
ψα ότι τον είδα να ’ρχεται προς το μέρος μου. Μα εκείνος έκανε
δυο βήματα προς το παράθυρο και στο ελάχιστο φως τον είδα να
τραβάει την κουβέρτα στο κρεβάτι της Σίγκα.
Τότε κατάλαβα τι εννοούσε η Ρόζα λέγοντας πως είμαστε οι
πουτάνες του. Το κορμί μου μούδιασε από την προσπάθεια που
έκανα να μη φωνάξω, να μην προδοθώ, όταν άκουσα τα ψιθυρι-
στά του λόγια και την πνιχτή απάντηση της Σίγκα. Δάγκωσα το
χέρι μου, τα δόντια μου χώθηκαν στο κρέας μου, καθώς η αηδία
τύλιγε σαν πέτσα διάφανη το στομάχι μου. Η καρδιά μου σταμά-
τησε. Κι οι χαμένοι χτύποι της κόντεψαν να με πνίξουν.
Άκουσα το βογκητό του καθώς μπήκε μέσα της. Έκλεισα τα μά-
τια μου και δάγκωσα την ανάσα μου, επειδή ήξερα πως αν την ά-
φηνα να βγει από το στόμα μου, θα ήταν θρήνος. Έμπηξα τα νύχια
μου στο μπράτσο μου, ώσπου ένιωσα το δέρμα μου να ­γλιστράει
και κατάλαβα ότι είχα ματώσει.
Περίμενα να σηκωθεί ο Νάταν από το κρεβάτι της Σίγκα και
να γυρίσει στο δικό του. Περίμενα να γίνει ήρεμη και βαθιά η α-
ναπνοή της, ν’ αρχίσει ο Νάταν να ροχαλίζει. Περίμενα να σι-
γουρευτώ πως είχαν αποκοιμηθεί, πριν ανασηκωθώ και κοιτά-
ξω τις κουβέρτες μπροστά μου. Ο λαιμός μου είχε κλείσει από
πόνο κι από κάτι άλλο, κάτι σκληρό και ορμητικό, που μ’ έκαιγε
και με ξεσήκωνε, κάτι μαύρο σαν κατράμι. Δεν άφησα τον εαυ-
τό μου να κλάψει. Η οργή φούσκωνε κύματα μέσα μου, ώσπου έ-
νιωσα τα χέρια και την πλάτη μου να μυρμηγκιάζουν από τη μα-
νία της. Μπορούσα αθόρυβα να μαζέψω τα πράγματά μου και
να φύγω, πριν φέξει. Αλλά πού θα πήγαινα; Μόνο την Κοιλά-

335
δα του Βάσνταλουρ ήξερα. Ήξερα πού τη σημάδευαν πέτρες και
βράχια, ήξερα τις άσπρες χιονισμένες βουνοκορφές της, ήξερα
τη λίμνη που τη ζωντάνευαν οι κύκνοι και τις γραμμές της τύρ-
φης δίπλα στο ποτάμι. Ήξερα τα κοράκια, που ασταμάτητα έκο-
βαν κύκλους στον ουρανό της. Το Ιλουγκάσταντιρ, όμως, ήταν
αλλιώς. Δεν είχα φίλους. Δεν καταλάβαινα το τοπίο. Ήξερα μό-
νο τις πέτρινες γλώσσες γης, που έσκιζαν το τέλειο φιλί ουρανού
και θάλασσας – τίποτ’ άλλο δεν υπήρχε, άλλος κανείς. Πουθενά
αλλού δεν μπορούσα να πάω.

336
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΤΕΚΑ

Και να, όρθιος μπροστά στους δικαστές, τη 19η Απριλίου,


ήταν και πάλι ο Μπγιάρνι Σίγκουρντσον, ο αδερφός του
Φρίντρικ από το Κατάνταλουρ, ένα δεκάχρονο αγόρι που
έδειχνε ξύπνιο και μυαλωμένο. Του έκαναν πολλές ερω-
τήσεις, αλλά δεν τους έδωσε καμιά πληροφορία. Ώσπου
στο τέλος είπε ότι το περασμένο φθινόπωρο, κάποια μέ-
ρα που ο πατέρας τους έλειπε, ο Φρίντρικ είχε σφάξει δυο
προβατίνες γαλαριές, απ’ αυτές που έδιναν πολύ γάλα,
κι ένα αρνί ζυγούρι. Ο Μπγιάρνι Σίγκουρντσον θυμήθηκε
ότι τα πρόβατα αυτά ήταν του Νάταν. Η Μάνα του, είπε,
τον είχε δασκαλέψει να πει ότι δεν ήξερε τίποτα γι’ αυτό –
και να μην το αναφέρει καθόλου, αν τον ρωτούσαν στο δι-
καστήριο. Όσο κι αν προσπαθήσαμε στη συνέχεια, με το
καλό και με το άγριο, δεν μπορέσαμε να του αποσπάσου-
με άλλες πληροφορίες.

Ανώνυμος υπάλληλος, 1828.

337
Η Μαργκρέτ ξύπνησε από τον ήχο του κλάματος. Κάρφωσε το
βλέμμα της στο σκοτάδι να δει τις κόρες της. Κοιμόντουσαν.
Η Άγκνες.
Η Μαργκρέτ ακούμπησε το κεφάλι της στο μαξιλάρι, δίπλα
στο κεφάλι του αντρός της, και αφουγκράστηκε. Ναι, η φόνισσα
έκλαιγε. Ένα αδύναμο κλάμα, ένας θρήνος κλωστή, που έκανε το
λαρύγγι της Μαργκρέτ να κολλήσει. Τι να κάνει; Να πάει κοντά
της; Ίσως ήταν κόλπο. Μακάρι να μπορούσε να δει καλύτερα, να
μην ήταν τόσο το σκοτάδι μέσα στην κάμαρα. Οι λυγμοί σταμά-
τησαν, μετά ξανάρχισαν. Σαν παιδί έκλαιγε.
Η Μαργκρέτ σηκώθηκε προσεκτικά κι έφτασε ψηλαφητά ως
την πόρτα, βγήκε στο διάδρομο και προχώρησε, ώσπου μπόρε-
σε να δει τα μισοσβησμένα κάρβουνα στην πυροστιά της κουζί-
νας ν’ αχνοφέγγουν. Πήρε ένα κερί από το καντηλέρι, φύσηξε έ-
να κάρβουνο να πετάξει φλόγα και τ’ άναψε. Πριν βγει από τη
ζεστασιά της κουζίνας η Μαργκρέτ κοντοστάθηκε. Το κλάμα α-
κουγόταν ακόμα. Συνειδητοποίησε ότι φοβόταν, χωρίς να κατα-
λαβαίνει γιατί.
Το φως του κεριού χόρεψε στους τοίχους και στα δοκάρια της
κάμαρας. Όλοι κοιμούνταν με τα κεφάλια τους χωμένα κάτω α-
πό τις κουβέρτες, για να φυλαχτούν από την παγωνιά του Δεκέμ-
βρη που είχε κρυσταλλιάσει πάνω στους τοίχους. Η Μαργκρέτ
σκέπασε με τη χούφτα της τη φλόγα, να μην ξυπνήσει τις κό-
ρες της, και προχώρησε αργά προς την Άγκνες. Η γυναίκα κοι-

338
μόταν. Αλλά τα μάτια της έπαιζαν κάτω από τα κλειστά της βλέ-
φαρα κι οι κουβέρτες ήταν τραβηγμένες στην άκρη του κρεβα-
τιού. Η Άγκνες έτρεμε, οι αγκώνες της ήταν κολλημένοι στα πλευ-
ρά της, τα χέρια της σφιγμένα γροθιές σαν να ’ταν έτοιμη να
παλέψει.
«Άγκνες;»
Η γυναίκα βόγκηξε. Η Μαργκρέτ άπλωσε το ελεύθερο χέρι
της να πιάσει τις κουβέρτες κι άρχισε να τις τραβάει πάνω στο ξέ-
σκεπο κορμί της γυναίκας, όταν ξαφνικά η Άγκνες την γράπω-
σε από τον καρπό.
Η Μαργκρέτ άνοιξε το στόμα της να φωνάξει, αλλά από το λα-
ρύγγι της δεν βγήκε φωνή. Τα δάχτυλα της Άγκνες γύρω από τον
καρπό της ήταν παγωμένα.
«Τι κάνεις;» Ο τόνος της Άγκνες ήταν παγωμένος κι αυτός,
σαν τα δάχτυλά της. Το φως του κεριού τρέμισε.
«Τίποτα. Ξεσκεπάστηκες κι έτρεμες».
«Με παρακολουθούσες».
Η Μαργκρέτ έβηξε και ένιωσε στο στόμα της τη γεύση του αί-
ματος. Το κατάπιε, μη θέλοντας να αφήσει το κερί. «Δεν σε πα-
ρακολουθούσα. Με ξύπνησες. Έκλαιγες».
Για μια στιγμή η Άγκνες κοίταξε τη Μαργκρέτ, μετά το χέρι
της έπεσε. Η Μαργκρέτ την είδε να ψάχνει στα μάγουλά της τα
δάκρυα και να τα σκουπίζει.
« Έκλαιγα;»
Η Μαργκρέτ έγνεψε καταφατικά. «Ναι. Το κλάμα σου με ξύ-
πνησε».
«Όνειρο έβλεπα». Η Άγκνες κάρφωσε το βλέμμα της στα δο-
κάρια.
Η Μαργκρέτ έβηξε ξανά, αλλά αυτή τη φορά δεν πρόλαβε να
φέρει το χέρι στο στόμα. Κι οι δυο γυναίκες χαμήλωσαν τα μάτια

339
και είδαν τον μικρό λεκέ από αίμα στην κουβέρτα. Η Άγκνες σή-
κωσε το κεφάλι και κοίταξε τη Μαργκρέτ.
«Θέλεις να καθίσεις;» Μάζεψε τα πόδια της να κάνει χώρο και
η Μαργκρέτ κάθισε στην άκρη του κρεβατιού.
«Δυο γυναίκες ετοιμοθάνατες», μουρμούρισε η Άγκνες.
Άλλη ώρα η Μαργκρέτ θα είχε βρει προσβλητικά τα λόγια αυ-
τά, το ήξερε. Μα τώρα, καθισμένη απέναντι στην Άγκνες, έβλε-
πε την αλήθεια τους.
«Ο Γιον ανησυχεί για μένα», παραδέχτηκε. «Δεν λέει τίποτα,
αλλά όταν έχεις περάσει τόσα χρόνια παντρεμένη μ’ έναν άντρα,
δεν σου χρειάζονται λόγια για να καταλάβεις».
«Του είπες για την αλευριά από μούσκλια;»
«Ξέρει ότι τα καταφέρνεις με τα βότανα. Άκουσε για τη Ρο-
σλίν και για το μωρό της».
Η Άγκνες την άκουσε σκεφτική. «Και δεν τον πειράζει;»
Η Μαργκρέτ έγνεψε αρνητικά. «Δεν είναι κακός άνθρωπος
ο Γιον μου». Χαμήλωσε ξανά το βλέμμα στο πάτωμα. «Κάνει ό,τι
μπορεί για να ζήσει μια ήσυχη, χριστιανική ζωή. Όλοι μας. Δεν
θα σκότωνε ούτε μυρμήγκι, όμως με σένα εδώ…» Άνοιξε το στό-
μα της, σαν να ’θελε να πει κάτι ακόμα, αλλά σταμάτησε. « Έχει
πολλά στο μυαλό του, αυτό είναι όλο. Αλλά θα συνεχίσουμε, όσο
μπορούμε κι όσο αντέχουμε».
«Το ξέρει, όμως, ότι η αρρώστια σου χειροτερεύει;»
Η Μαργκρέτ ένιωσε το βάρος στα πνευμόνια της κι ανασήκω-
σε τους ώμους. Δεν απάντησε. «Τι όνειρο έβλεπες;» ρώτησε με-
τά από μια σύντομη σιωπή.
Η Άγκνες τράβηξε τις κουβέρτες ως το λαιμό της. «Το Κατά-
νταλουρ».
«Το υποστατικό του Φρίντρικ;»
Η Άγκνες έγνεψε καταφατικά.

340
«Κι ήταν εφιάλτης;»
Το βλέμμα της νεότερης γυναίκας γλίστρησε στο λεκέ από αί-
μα, στην κουβέρτα ανάμεσά τους. Σαν να τον μελετούσε. «Εκεί
έμενα τις τελευταίες μέρες πριν πεθάνει ο Νάταν».
«Νόμιζα ότι έμενες στο Ιλουγκάσταντιρ…» Η Μαργκρέτ ανα-
τρίχιασε κι η Άγκνες πήρε το σάλι της, που το ’χε διπλωμένο στο
κεφαλάρι του κρεβατιού, και της το ’δωσε.
«Στο Ιλουγκάσταντιρ έμενα, ώσπου με πέταξε έξω ο Νάταν.
Δεν είχα πού αλλού να πάω κι έτσι πήγα στην οικογένεια του Φρί-
ντρικ, στο Κατάνταλουρ».
«Αφού είπες ότι δεν ήσασταν φίλοι».
«Δεν ήμασταν». Η Άγκνες σήκωσε τα μάτια και κοίταξε τη
Μαργκρέτ. «Πώς και δεν με ρώτησες ποτέ για τους φόνους;»
Η ερώτηση την ξάφνιασε τη Μαργκρέτ. «Νόμιζα ότι αυτό το
συζητάς μόνο με τον εφημέριο».
Η Άγκνες κούνησε αρνητικά το κεφάλι της.
Το στόμα της Μαργκρέτ είχε ξεραθεί. Έριξε μια ματιά προς
το κρεβάτι όπου κοιμόταν ο άντρας της. Ο Γιον ροχάλιζε. «Πά-
με στην κουζίνα;» είπε. «Πρέπει να ζεστάνω λιγάκι τα κόκκαλά
μου, αλλιώς θα ’χω πεθάνει πριν το ξημέρωμα».

Η Άγκνες κάθισε σ’ ένα σκαμνί που έφερε από το τυροκομιό και


παρακολούθησε τη Μαργκρέτ να συδαυλίζει τη θράκα με κομ-
ματάκια ξερή τύρφη. Ο καπνός την έκανε να βήξει και να σκου-
πίσει τα δακρυσμένα μάτια της.
«Διψάς;»
Η Άγκνες έγνεψε καταφατικά κι η Μαργκρέτ κρέμασε ένα
μικρό κατσαρόλι με γάλα στο γάντζο πάνω από τη φωτιά. Με-
τά κάθισε στο σκαμνί δίπλα στην Άγκνες και μαζί παρακολού-

341
θησαν τις φλόγες να ψηλώνουν και να τυλίγουν τα προσανάμ-
ματα.
«Η μάνα μου δεν άφηνε ποτέ τη φωτιά να σβήσει στο σπίτι
της», είπε η Μαργκρέτ. Ένιωσε την Άγκνες να γυρίζει και να την
κοιτάζει, αλλά δεν της ανταπέδωσε το βλέμμα. «Πίστευε πως ό-
σο έκαιγε ένα φως μέσα στο σπίτι, ο Διάβολος δεν μπορούσε να
μπει. Ούτε καν την ώρα των μαγισσών».
Η Άγκνες δεν απάντησε αμέσως. «Εσύ τι πιστεύεις;» ρώτη-
σε τελικά.
Η Μαργκρέτ άπλωσε τα χέρια της στη φωτιά. «Πιστεύω ότι
η φωτιά είναι χρήσιμο πράγμα. Κρατάει το κορμί ζεστό», είπε.
Η Άγκνες κούνησε το κεφάλι της. Η φωτιά φούντωσε κι άρ-
χισε να τριζοβολάει μπροστά τους. «Όταν δούλευα στο Γκαφλ,
έσβησε η φωτιά το χειμώνα. Δικό μου λάθος. Μας είχε κλείσει
το χιόνι και τα παιδιά πεινούσαν κι εγώ προσπαθούσα να ταΐ-
σω το μικρότερο λίγο τυρόγαλο. Μούσκευα ένα κουρελάκι και
του το ’δινα να το πιπιλάει. Έτσι ξέχασα τη φωτιά στην κουζί-
να. Περάσαμε τρεις μέρες δίχως φως, δίχως φωτιά, περιμένο-
ντας να μαλακώσει ο καιρός και να μπορέσουμε να ζητήσουμε
βοήθεια από το κοντινότερο υποστατικό. Νόμιζα ότι οι γείτονες
θα μας έβρισκαν πεθαμένους και μελανιασμένους στα κρεβά-
τια μας».
«Μπορεί να συμβεί», συμφώνησε η Μαργκρέτ. «Υπάρχουν πολ-
λοί τρόποι να πεθάνει ένα κορμί».
Οι δυο γυναίκες σώπασαν. Το γάλα πήρε βράση κι η Μαργκρέτ
σηκώθηκε και το τράβηξε από τη φωτιά. Έδωσε μια αχνιστή κού-
πα στην Άγκνες και κάθισε πάλι.
«Η οικογένειά σου είναι τυχερή, έχετε αρκετά για το χειμώ-
να», είπε η Άγκνες.
«Φέτος ήταν καλύτερα τα πράγματα», απάντησε η Μαργκρέτ.

342
«Ο Νομαρχιακός Υπάλληλος Μπλόνταλ μας έδωσε ένα μικρό επι-
πλέον ποσόν». Μετάνιωσε για τα λόγια της τη στιγμή κιόλας που
τα έλεγε, αλλά η Άγκνες δεν αντέδρασε.
«Δεν το είχα σκεφτεί αυτό», είπε τέλος.
«Όχι και πολλά, πάντως», πρόσθεσε η Μαργκρέτ.
«Ε, δεν αξίζω και πολύ», παρατήρησε πικρόχολα η Άγκνες. Η
Μαργκρέτ γύρισε και την κοίταξε. Ήπιε μια γουλιά από το γάλα
της, νιώθοντας τη ζεστασιά του να γεμίζει το στομάχι της και ν’
απλώνεται στο κορμί της όλο.
«Ο εφημέριος έχει καιρό να ’ρθει», είπε η Μαργκρέτ αλλάζο-
ντας κουβέντα.
«Πράγματι». Το πρόσωπο της Άγκνες ήταν ακόμα ελαφρά πρη-
σμένο από τον ύπνο και η μεγαλύτερη γυναίκα ένιωσε ξαφνικά
την παρόρμηση να την αγκαλιάσει από τους ώμους. Είναι επει-
δή μοιάζει με παιδί, σκέφτηκε η Μαργκρέτ. Κι έσφιξε τα χέρια
της γύρω από την κούπα που κρατούσε.
«Δεν ήθελα να σε ξυπνήσω», είπε η Άγκνες.
Η Μαργκρέτ ανασήκωσε τους ώμους. «Ξυπνάω συχνά τις νύ-
χτες. Όταν τα κορίτσια μου ήταν μικρά, σηκωνόμουν για να σι-
γουρευτώ ότι ανάσαιναν».
«Γι’ αυτό ξύπνησες και τώρα;»
Η Μαργκρέτ γύρισε απότομα και την κοίταξε. «Όχι. Δεν ή-
ταν γι’ αυτό».
«Λυπάμαι που φοβάσαι για τα κορίτσια σου», είπε η Άγκνες.
«Με μένα εδώ, θέλω να πω».
«Μια μάνα φοβάται πάντα για τα παιδιά της», είπε η Μαργκρέτ.
«Δεν έγινα μάνα».
«Όχι, αλλά είχες μάνα».
Η Άγκνες κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Η μάνα μου μ’ ά-
φησε, όταν ήμουν μικρή. Από τότε δεν έχω μάνα».

343
«Δεν πειράζει», απάντησε η Μαργκρέτ. «Όπου κι αν είναι,
σε σκέφτεται».
«Δεν νομίζω».
Η Μαργκρέτ σώπασε. Μετά είπε: «Μια μάνα σκέφτεται πά-
ντα τα παιδιά της. Η δική σου μάνα, η μάνα του Φρίντρικ, η μά-
να της Σίγκα. Όλες οι μανάδες».
«Η μάνα της Σίγκα είναι πεθαμένη», είπε χωρίς περιστροφές
η Άγκνες. «Και τη μάνα του Φρίντρικ θα την στείλουν στην Κο-
πεγχάγη».
«Γιατί;»
Η Άγκνες κοίταξε επιφυλακτικά τη Μαργκρέτ. «Η Θόρμπγιοργκ
είχε υποψιαστεί πως ο Φρίντρικ κάτι σχεδίαζε. Ήξερε για τα πρό-
βατα που έκλεψε ο Φρίντρικ. Και είπε ψέματα στο δικαστήριο».
«Μάλιστα», είπε η Μαργκρέτ κι ήπιε άλλη μια γουλιά γάλα.
«Η Θόρμπγιοργκ μου ’σωσε τη ζωή», πρόσθεσε η Άγκνες με-
τά από μια σύντομη παύση. «Με βρήκε στο κατώφλι της, όταν ο
Νάταν με πέταξε έξω. Θα είχα πεθάνει, αν δεν μ’ έμπαζε μέσα,
αν δεν μ’ άφηνε να μείνω σπίτι της».
Η Μαργκρέτ κούνησε το κεφάλι της. «Όλοι έχουν μια καλή
πλευρά».
«Όταν ήταν νέα η Θόρμπγιοργκ, τότε που δούλευε ακόμα πα-
ραδουλεύτρα, έβαλε φωτιά στο κρεβάτι της κυράς της και σκότωσε
το σκυλί του αφέντη της μ’ ένα τσεκούρι. Το είπαν αυτό στη δίκη».
«Θεέ και Κύριε».
«Δεν με βοήθησε και πολύ εμένα αυτό», συνέχισε βιαστικά η
Άγκνες. «Είπε στο δικαστήριο ότι ήμασταν φίλες. Τους είπε ότι
είχα τσακωθεί με τον Νάταν κι ότι είχα ζητήσει τη συμβουλή της».
«Αλήθεια;»
«Δεν μου είπε να κάψω το Ιλουγκάσταντιρ, όπως ισχυρίστη-
καν. Δεν πήγα στο Κατάνταλουρ να ζητήσω τη βοήθεια της Θόρ-

344
μπγιοργκ ή να συνωμοτήσω με τον Φρίντρικ. Είπαν ότι πήγα εκεί
επίτηδες, μ’ αυτό το σκοπό: να καταστρώσω σχέδια για το φόνο».
Η Άγκνες ρούφηξε μια γουλιά γάλα και την κατάπιε. «Στο Κατά-
νταλουρ πήγα επειδή ο Νάταν μ’ έδιωξε από το Ιλουγκάσταντιρ
και δεν είχα πού αλλού να πάω».
Η Μαργκρέτ δεν μίλησε. Με τα μάτια καρφωμένα στη φωτιά
φαντάστηκε την Άγκνες να τριγυρίζει αθόρυβα στο ­Κορνσάου τη
νύχτα, ν’ ανάβει ένα δαδί στην κουζίνα και να βάζει φωτιά στο
υποστατικό την ώρα που εκείνοι κοιμούνταν. Θα μύριζε τον κα-
πνό; Θα ξυπνούσε;
«Το Ιλουγκάσταντιρ το ’καψε ο Φρίντρικ, όχι εσύ. Σωστά, Ά-
γκνες;» Η Μαργκρέτ έβαλε τα δυνατά της να μη φανεί η ανησυ-
χία της στη φωνή της.
«Στη δίκη είπα ότι η φωτιά ξεκίνησε από την κουζίνα», απά-
ντησε με σταθερή φωνή η Άγκνες. «Είπα ότι ο Νάταν είχε βάλει
ένα τσουκάλι με βότανα να βράζει. Από κει ξεκίνησε η φωτιά».
Για μια στιγμή η Μαργκρέτ δεν είπε τίποτα. «Άκουσα ότι την
έβαλε ο Φρίντρικ».
«Όχι, δεν το έκανε», είπε η Άγκνες.
Η Μαργκρέτ έβηξε, έφτυσε στη φωτιά. Το πηχτό φλέγμα τσι-
τσίριξε στα αναμμένα κάρβουνα. «Αν προσπαθείς να προστατέ-
ψεις το φίλο σου…»
«Ο Φρίντρικ δεν είναι φίλος μου!» την έκοψε η Άγκνες. Κού-
νησε το κεφάλι της κι ακούμπησε την κούπα της στο πάτωμα.
«Δεν είναι φίλος μου».
«Νόμιζα ότι περάσατε λίγο καιρό μαζί», δικαιολογήθηκε η
Μαργκρέτ.
Η Άγκνες την κοίταξε συνοφρυωμένη, ύστερα γύρισε ξανά το
βλέμμα της στη φωτιά. «Όχι, αλλά στο Ιλουγκάσταντιρ…» Η Ά-
γκνες αναστέναξε. «Ο Νάταν έλειπε συχνά. Κι η μοναξιά…» Έ-

345
ψαξε να βρει τις λέξεις. «Η μοναξιά σε κυνηγούσε και σε δάγκω-
νε. Πιανόμουν απ’ όποια συντροφιά υπήρχε».
«Κι ο Φρίντρικ ερχόταν στο Ιλουγκάσταντιρ;»
Η Άγκνες έγνεψε καταφατικά. «Δεν είναι μακριά από το Κα-
τάνταλουρ. Ο Φρίντρικ γλυκοκοίταζε τη Σίγκα».
« Έχω ακούσει για τη Σίγκα». Η Μαργκρέτ σηκώθηκε να ρίξει
λίγη τύρφη στη φωτιά.
«Ο κόσμος τη συμπαθεί. Είναι όμορφη».
«Και χαζούλα, απ’ ό,τι άκουσα».
Η Άγκνες κοίταξε τη Μαργκρέτ και σκέφτηκε μια στιγμή πριν
απαντήσει. «Ναι. Ο Φρίντρικ πάντως δεν την θεωρούσε χαζή. Ό-
ταν έλειπε ο Νάταν, ο Φρίντρικ ερχόταν από το Κατάνταλουρ για
κανένα μικροθέλημα, για να μεταφέρει κάποιο μήνυμα τάχα απ’
τους γονείς του ή απ’ τον εφημέριο. Μετά έλεγε πως διψούσε ή πως
πεινούσε, η Σίγκα του ’φερνε λίγο γάλα, κάτι να βάλει στο στόμα
του, και κάθονταν και φλυαρούσαν και γελούσαν. Το φθινόπωρο
είχα συνηθίσει πια να τους βρίσκω καθισμένους δίπλα δίπλα στο
κρεβάτι της Σίγκα, να τιτιβίζουν οι δυο τους σαν περιστεράκια».
«Είναι δύσκολη η μοναξιά το χειμώνα», παραδέχτηκε η Μαρ-
γκρέτ.
Η Άγκνες κούνησε το κεφάλι της συμφωνώντας. «Κι ήταν χει-
ρότερα στο Ιλουγκάσταντιρ. Δεν ήταν όπως εδώ, στην κοιλάδα.
Οι μέρες κυλούσαν αργά, κουραστικές και κουρασμένες, και δεν
είχα ούτε φίλους ούτε γείτονες. Μόνο τη Σίγκα, τον Ντάνιελ –τον
εργάτη, που είχε φέρει ο Νάταν από το Γκέιτασκαρντ– και πότε
πότε τον Φρίντρικ».
«Στο σκοτάδι τη νιώθει το κορμί πιο πολύ τη μοναξιά», είπε
σκεφτική η Μαργκρέτ. «Δεν είναι καλό να μένουν οι άνθρωποι
πολύ καιρό μόνοι», πρόσθεσε και ξαναγέμισε την κούπα της Ά-
γκνες με γάλα.

346
«Του Νάταν δεν του άρεσε ο χειμώνας. Σ’ όλη του τη ζωή δεν
μπόρεσε να συνηθίσει το σκοτάδι».
«Αναρωτιέμαι τότε γιατί το αγόρασε το Ιλουγκάσταντιρ κι όχι
ένα άλλο υποστατικό, πιο κοντά στον κόσμο, να ’χει συντροφιά».
«Έφευγε πολύ συχνά», απάντησε η Άγκνες. «Τις περισσότερες
φορές πήγαινε στο Γκέιτασκαρντ. Έλεγε πως πήγαινε για δου-
λειά, μα εγώ νομίζω ότι το έκανε για να συναντάει φίλους. Ή για
να μην είναι μαζί μου», συμπλήρωσε. «Αν ήταν σπίτι, ίσως ήταν
καλύτερα τα πράγματα. Τον χρειαζόμασταν. Αλλά με κάθε μήνα
που περνούσε, έλειπε όλο και πιο πολύ. Κι όταν γύριζε, δεν χαι-
ρόταν που μας έβλεπε. Δεν χαιρόταν καν που έβλεπε τη Θόρα-
να, την κόρη του. Την άφηνε μαζί μας».
«Ε, ήταν μάλλον σκληρό από μέρους του που δεν ήθελε να ’χε-
τε επισκέπτες, αφού σας άφηνε συνέχεια μόνους τους τρεις σας».
Η Άγκνες χαμογέλασε σφίγγοντας τα χείλη της. «Δεν νομίζω
πως είχε πρόβλημα με τους επισκέπτες γενικά. Με τον Φρίντρικ
είχε πρόβλημα».
«Κατάλαβα».
«Ο Φρίντρικ και ο Νάταν είχαν μια φιλική σχέση που και στις
καλύτερες στιγμές της ήταν πολύ δύσκολη. Υποψιάζονταν συνέ-
χεια ο ένας τον άλλον. Και κάποια στιγμή τσακώθηκαν άγρια. Ή-
ταν τότε που η θάλασσα έβγαλε στη στεριά μια φάλαινα, στο Χί-
ντισβικ. Εκείνο το φθινόπωρο».
«Το θυμάμαι. Αγοράσαμε λίγο σπαρματσέτο από κάποιους στα
βόρεια της κοιλάδας. Είχαν πάει κι είχαν μαζέψει όσο μπορού-
σαν».
«Για μας ήταν θείο δώρο. Είχε βρέξει πολύ το μήνα του θερι-
σμού κι ανησυχούσαμε μήπως σαπίσει το χόρτο, μήπως ανάψουν
τα σανά και βρεθούνε ψόφια τα ζωντανά μας κι εμείς σκελετοί
την άνοιξη. Ο Νάταν ήταν σπίτι, όταν ακούσαμε για τη φάλαι-

347
να. Και πήγε ν’ αγοράσει λίγο κρέας από την οικογένεια που εί-
χε δική της εκείνη τη μεριά της ακτής.
Έλειπε όλη μέρα, ήταν βράδυ όταν γύρισε. Όταν βγήκα στην
πόρτα να τον υποδεχτώ, ήταν μέσα στις λάσπες. Είχε λάσπες στα
μαλλιά του, στο πρόσωπό του, στα ρούχα του, παντού. Τον ρώτη-
σα τι είχε συμβεί. Έκοβε, μου είπε, από τη φάλαινα το κρέας που
είχε αγορασμένο και πληρωμένο, όταν εμφανίστηκε ο Φρίντρικ
κι άρχισε να κόβει κι αυτός. Ο Νάταν του είπε να πληρώσει πρώ-
τα κι ύστερα να κόψει το δικό του μερίδιο. Ο Φρίντρικ τον έσπρω-
ξε, τον έριξε κάτω και του ρίχτηκε. Από την οικογένεια στο Στά-
παρ, στο υποστατικό δίπλα στο Ιλουγκάσταντιρ, άκουσα αργό-
τερα μια αλλιώτικη ιστορία. Είπαν ότι ο Νάταν έσπρωξε τον Φρί-
ντρικ από πίσω, ο Φρίντρικ έστριψε απότομα και έριξε τον Νάταν
καταγής. Μετά ο Φρίντρικ τον έδειρε και τον έσυρε στη λάσπη.
Εκείνο το βράδυ, όμως, ήξερα μόνο πως ο Νάταν είχε γυρίσει στο
σπίτι μαύρος από τη λάσπη. Και η διάθεσή του είχε τα ίδια χάλια».
«Δυσάρεστο για σένα», μουρμούρισε η Μαργκρέτ.
Η Άγκνες κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. « Ήταν χειρότερα
για τη Σίγκα. Στην κουζίνα που αλάτιζα το κρέας της φάλαινας,
άκουγα τον Νάταν που πλενόταν μπροστά στη φωτιά και τη Σί-
γκα που πάσχιζε να τον ηρεμήσει. Ο Νάταν φώναζε πως ο Φρί-
ντρικ ήταν τρελός. Πως σίγουρα θα σκότωνε κάποιον πριν πατή-
σει τα είκοσι. Η Σίγκα τον αγαπούσε τον Φρίντρικ και της κακο-
φάνηκαν πολύ αυτά τα λόγια. Δεν τόλμησε, βέβαια, να πει λέξη
στον Νάταν. Μα όταν πέσαμε για ύπνο αργότερα, εκείνη τη νύ-
χτα, την άκουσα που έκλαιγε».
Η Μαργκρέτ δεν είπε τίποτα. Ήθελε πολύ να κοιτάξει την Ά-
γκνες. Αλλά φοβόταν πως αν γύριζε προς το μέρος της, εκείνη
θα σταματούσε να μιλάει και τα πράγματα θα ξαναγίνονταν ό-
πως πριν. Διάλεξε με μεγάλη προσοχή τα επόμενα λόγια της.

348
«Πρέπει να ’ταν δύσκολα για σένα στο Ιλουγκάσταντιρ».
«Η κατάσταση χειροτέρεψε μετά τη φάλαινα. Ο Νάταν έμε-
νε όλο και λιγότερο στο σπίτι. Όταν ερχόταν, δεν σταματούσε να
μας κατσαδιάζει τη Σίγκα κι εμένα. Δεν μας πλήρωνε για να τε-
μπελιάζουμε, έλεγε. Ό,τι κι αν κάναμε, το ’βρισκε λάθος. Το βού-
τυρο δεν ήταν αρκετά πηχτό, η κάμαρα βρώμικη, κάποιος είχε
μπει στο σιδεράδικο κι είχε ανακατέψει τα βάζα του. Κι ας μην
τολμούσε καμιά μας να μπει εκεί μέσα, όταν εκείνος έλειπε. Ο
αέρας μετακινούσε κάποιο από τα πράγματά του, στην αυλή ξέ-
μενε κάτι, καθώς ανεβάζαμε ξύλα για την πυροστιά στο σπίτι.
Κι εκείνος νόμιζε ότι σκάβαμε τρύπες και ψάχναμε για τα λεφτά
του. Εμείς δεν το ξέραμε καν ότι τα είχε θαμμένα εκεί έξω. Εκεί-
νος μας το είπε.
»Και μετά όλα πήραν την κάτω βόλτα. Γυρίζοντας από τα νό-
τια ο Νάταν συνάντησε τον Φρίντρικ, που έφευγε από το Ιλουγκά-
σταντιρ. Δεν αρπάχτηκαν αμέσως. Μα σε λίγο η Σίγκα, ο Ντά-
νιελ κι εγώ τους ακούσαμε να φωνάζουν από πάνω, από το πέ-
ρασμα. Ο Νάταν φοβέριζε τον Φρίντρικ πως θα του έδειχνε αυ-
τό και πως θα φώναζε τον Νομαρχιακό Επίτροπο, αν ο Φρίντρικ
τολμούσε να ξαναπατήσει το πόδι του στο Ιλουγκάσταντιρ. Συ-
νέχισαν να τσακώνονται κάμποση ώρα, ύστερα ο Φρίντρικ έφυ-
γε και πήγε σπίτι του.
»Εκείνο το βράδυ ο Νάταν ήταν έξαλλος. Έσυρε τη Σίγκα έξω
και τον άκουσα να την κατηγορεί ότι τον είχε προδώσει, ότι είχε
προδώσει την εμπιστοσύνη του, ότι του έλεγε ψέματα. Τη φοβέρι-
ζε ότι θα την πετάξει στο δρόμο. Την άκουσα να τον ­παρακαλάει.
Δεν είχε πού να πάει. Τέτοια εποχή κανένας δεν έπαιρνε παρα-
δουλεύτρες. Χιόνιζε, θα πέθαινε από το κρύο. Με τα πολλά ο Νά-
ταν χαμήλωσε τη φωνή του και πια δεν άκουγα τι έλεγε. Έμειναν
μία ώρα ακόμα έξω. Κι όταν ξαναμπήκαν, τα μάτια της Σίγκα ή-

349
ταν κατακόκκινα από το κλάμα – και πήγε κατευθείαν για ύπνο.
Τότε ο Νάταν με πρόσταξε να σηκωθώ και να τον ακολουθήσω.
»Έξω μαύρο σκοτάδι. Με πήγε κάτω στην ακροθαλασσιά και
μου είπε ότι ο Φρίντρικ του είχε γυρέψει την άδεια να παντρευ-
τεί τη Σίγκα. Είπε πως το ήξερε ότι η Σίγκα τον γλυκοκοίταζε τον
Φρίντρικ πίσω από την πλάτη του. Αλλά δεν το περίμενε ότι τα
πράγματα θα έφταναν ως εκεί. Νόμιζε ότι θα έμεναν στα ανόη­
τα γλυκόλογα.
»Όταν του απάντησα πως κατά τη γνώμη μου ήταν ένα συ-
ναίσθημα αθώο, ανάμεσα σε δυο αθώα παιδιά, γέλασε. Μου α-
πάντησε ότι κανείς από τους δυο αυτούς δεν είχε την παραμικρή
σχέση με την αθωότητα. Ύστερα έβαλε το χέρι στην τσέπη κι έ-
βγαλε τρία ασημένια νομίσματα. Ο Φρίντρικ του είχε δώσει λε-
φτά για να συμφωνήσει στο γάμο του με τη Σίγκα. Τον ρώτησα
γιατί είχε πάρει τα χρήματα, αφού ήταν αποφασισμένος να μη
δώσει την άδειά του. Κι ο Νάταν γέλασε και είπε ότι μόνο οι χα-
ζοί αρνούνται τα λεφτά που τους δίνει κάποιος στο χέρι. Μετά με
ρώτησε γιατί άφηνα τον Φρίντρικ και τη Σίγκα να σαλιαρίζουν, ε-
νώ το ήξερα ότι δεν τον ήθελε στο υποστατικό όσο έλειπε. Του α-
πάντησα πως ούτε εμένα μου άρεσε ο Φρίντρικ, αλλά ήμουν μα-
θημένη σε υποστατικά γεμάτα υποταχτικούς, πως οι μέρες στο
Ιλουγκάσταντιρ ήταν ατελείωτες και πως τόση μοναξιά δεν είχα
ξανατραβήξει πουθενά».
Η Άγκνες αποτελείωσε το γάλα της κι έριξε τα κατακάθια στη
φωτιά. Η Μαργκρέτ ανατρίχιασε, όταν τ’ άκουσε να τσιτσιρίζουν
στα κάρβουνα.
«Αποκλείεται να ξανακοιμηθώ τέτοια ώρα», είπε η Άγκνες.
Η Μαργκρέτ έγνεψε καταφατικά. «Ούτε εμένα με ξαναπαίρ-
νει ύπνος». Δίστασε για μια στιγμή. «Δεν το ήξερα ότι ο Φρίντρικ
και η Σίγκα ήταν ζευγάρι».

350
Η Άγκνες γέλασε κοφτά. «Δεν παντρεύτηκαν», είπε. «Παρό-
λο που ο Φρίντρικ της το πρότεινε. Ξανάρθε την άλλη μέρα κιό-
λας. Ο Νάταν είχε φύγει για το Γκέιτασκαρντ. Η Σίγκα είχε μού-
τρα και σερνόταν σαν το φάντασμα. Όταν τη στρίμωξα στην κου-
ζίνα και τη ρώτησα τι της είχε πει ο Νάταν το περασμένο βράδυ,
ξέσπασε σε λυγμούς – αλλά δεν έβγαλε λέξη. Τη ρώτησα αν είχε
πει στον Νάταν ότι αγαπούσε τον Φρίντρικ και κούνησε αρνητι-
κά το κεφάλι της. Μετά της είπα για τα λεφτά του Φρίντρικ, ότι
είχε πληρώσει τον Νάταν για να συμφωνήσει και να του δώσει τη
Σίγκα γυναίκα του. Αυτό την έκανε να σταματήσει τα δάκρυα.
Με κοίταξε με μάτια διάπλατα και μουρμούρισε ότι δεν μπορού-
σε να το πιστέψει ότι ο Νάταν είχε πάρει τα λεφτά. Της είχε πει
ότι δεν έπρεπε με τίποτα να παντρευτεί έναν τέτοιον άντρα, ότι
ήταν πολύ νέα. Κι άλλωστε ήταν δική του παραδουλεύτρα. Και
θα έμενε δική του, ώσπου να πάρει αυτός την απόφαση να την
αφήσει να φύγει.
»Ο Ντάνιελ είδε τον Φρίντρικ να φτάνει εκείνη τη μέρα και
του είπε ότι καλά θα έκανε να κάνει στροφή και να φύγει όπως
είχε έρθει, αν ήθελε να ζήσει και να δει το καλοκαίρι. Αλλά ο Φρί-
ντρικ τον αγνόησε και με ρώτησε πού ήταν η Σίγκα. Δεν είχα τα
κότσια να τον ακολουθήσω μέσα και να δω τι θα γινόταν. Κατέ-
βηκα, λοιπόν, στην ακρογιαλιά και περίμενα. Πράγματι, μετά
από λίγο, ο Φρίντρικ βγήκε κρατώντας τη Σίγκα από το χέρι. Κι
είπε σε μένα και στον Ντάνιελ πως είχαν αρραβωνιαστεί και θα
παντρευόντουσαν».
«Εσύ τι έκανες;» ρώτησε η Μαργκρέτ.
Η Άγκνες αναστέναξε. «Τι μπορούσα να κάνω; Ανηφόρισα
ως το σπίτι και έβαλα να πιούμε όλοι ένα ποτηράκι μπράντι. Ο
Φρίντρικ έλαμπε από τη χαρά του, αλλά η Σίγκα ήταν φοβισμέ-
νη. Μετά τις πρώτες γουλιές ο Ντάνιελ άρχισε να τραγουδάει στο

351
ζευγάρι κι εγώ γλίστρησα έξω να πάρω καθαρό αέρα. Περπάτη-
σα κάτω, δίπλα στον ωκεανό».
Η φωτιά τριζοβολούσε μπροστά τους. Ένας μεγάλος σβόλος
από κοπριά διαλύθηκε και τίναξε χορό τις σπίθες προς τα πάνω.
Η Άγκνες ξανάρχισε να μιλάει: « Έχεις πάει ποτέ σου στη θά-
λασσα;»
Η Μαργκρέτ κούνησε αρνητικά το κεφάλι της και τυλίχτηκε
στο σάλι της. «Όταν ήμουνα μικρή, βρέθηκα για δουλειά κοντά
στην ακτή. Στο Λανγκίνταλουρ».
«Η θάλασσα είναι αλλιώτικη στο Βάτνσνες. Κάποιες φορές
το νερό στο φιόρδ είναι σαν καθρέφτης. Σου ’ρχεται να το γλεί-
ψεις. “Άδειο σαν το μάτι του πεθαμένου”, έλεγε ο Νάταν». Με-
τακινήθηκε πιο κοντά στη φωτιά. «Μια φορά είδα δυο παγόβου-
να να τρίβονται το ένα πάνω στο άλλο. Τα έσπρωχνε ο αέρας και
πλησίαζαν. Όταν έφτασαν κοντά, είδα πως είχαν πιασμένα ξύ-
λα στον πάγο τους. Κι όπως ακουμπούσαν τώρα και τρίβονταν,
άκουσα μετά από λίγο ένα τρομερό κρότο και είδα πως τα ξύλα
είχαν πιάσει φωτιά».
«Μοιάζει βγαλμένη από τις σάγκες αυτή η ιστορία», είπε η
Μαργκρέτ.
« Ήταν απόκοσμο θέαμα», συμφώνησε η Άγκνες. «Δεν μπο-
ρούσα να ξεκολλήσω τα μάτια μου. Ακόμα κι όταν νύχτωσε, συ-
νέχιζα να βλέπω μικρές φλόγες να καίνε μέσα στη θάλασσα».
Για λίγες στιγμές οι δυο γυναίκες έμειναν να κοιτάζουν τη φω-
τιά. Είχε καταλαγιάσει τώρα και η κόκκινη φεγγοβολή της φώτι-
ζε τα πρόσωπά τους. Έξω από το σπίτι ακουγόταν το βογκητό των
χειμωνιάτικων ανέμων.

352
Τη μέρα που ο Φρίντρικ ζήτησε τη Σίγκα σε γάμο, χιόνισε πολύ.
Το ’στρωσε ένα μπόι. Δεν υπήρχε τρόπος να γυρίσει ο Φρίντρικ
σπίτι του κι έτσι του ’στρωσα να κοιμηθεί δίπλα στον Ντάνιελ. Το
μπράντι τους ζάλισε και κοιμήθηκαν βαθιά.
Εγώ έμεινα ξύπνια. Οι σκέψεις του Νάταν και της Σίγκα χώ-
νονταν σαν σκουλήκια μέσα στο μυαλό μου διακόπτοντας τα ό-
νειρά μου. Ήξερα γιατί ο Νάταν μισούσε τον Φρίντρικ. Η αιτία
δεν ήταν που ο νεαρός είχε βάλει στο μάτι τα πλούτη και την πε-
ριουσία του, αν κι είχε παίξει κι αυτό το ρόλο του. Όχι. Η αιτία ή-
ταν η Σίγκα. Και σκέφτηκα ότι ο Νάταν ήθελε τη Σίγκα. Δεν ήθε-
λε εμένα. Ήθελε τη Σίγκα.
Κάποια στιγμή θα πρέπει να βούλιαξα σε ύπνο ανήσυχο. Η κά-
μαρα ήταν άδεια όταν ξύπνησα. Και το χιόνι είχε επιτέλους στα-
ματήσει. Ο κόσμος έξω ήταν κάτασπρος, εκτός από το βρώμικο
γκρίζο του ωκεανού. Από το χωράφι έξω ακουγόταν ένας θόρυ-
βος. Κι όταν πήγα να δω τι ήταν, είδα τον Φρίντρικ να κλοτσάει
ένα ψόφιο αρνί. Η αγριάδα του έκανε το στομάχι μου να σφιχτεί.
«Τι κάνεις;» Η φωνή μου αντήχησε δυνατή και καθαρή στον
ασάλευτο αέρα. Ο Φρίντρικ δεν μ’ άκουσε. Συνέχισε να κλο­τσάει
γρυλίζοντας. Οι μπότες του τίναζαν ψηλά ματωμένα χιόνια.
«Φρίντρικ!» φώναξα ξανά. «Τι κάνεις;»
Σταμάτησε τότε και στράφηκε προς το μέρος μου. Τον είδα
να τρίβει το πρόσωπό του στο μανίκι του κι ύστερα να πλησιά-
ζει με βαριά βήματα μέσα στο χιόνι. Όταν μ’ έφτασε, κατάλαβα
πως δεν ήταν καλά.
«Γεια σου, Άγκνες», είπε λαχανιασμένος.
«Γιατί το κλοτσάς το ζώο;»
Ο Φρίντρικ ανάσαινε γρήγορα, κοφτά. Οι ανάσες του έβγαι-
ναν από το στόμα του σαν μικρά συννεφάκια ομίχλης. « Ήταν ή-
δη ψόφιο».

353
«Ναι, αλλά γιατί το κλοτσάς;»
«Τι πειράζει;» Ο Φρίντρικ κοίταξε τον βαρύ ουρανό στενεύο­
ντας τα μάτια του. «Θα ρίξει κι άλλο χιόνι, λέω. Καλύτερα να φεύ-
γω». Φταρνίστηκε και σκούπισε τη μύτη του στο γάντι του, αφή-
νοντας έναν γυαλιστερό λεκέ στο μαλλί.
«Ο Νάταν θα σε σκοτώσει». Έδειξα τα αίματα και τη βρωμιά
γύρω από το αρνί. «Κατέστρεψες το κρέας. Και το δέρμα».
Ο Φρίντρικ γέλασε. Θα ’θελα να τον χτυπήσω γι’ αυτό που είχε
κάνει – αλλά ήταν πιο δυνατός από μένα και το ήξερε.
« Ήταν ήδη ψόφιο, Άγκνες. Ψόφησε σήμερα το πρωί». Σκού-
πισε μια ματωμένη νιφάδα χιονιού, που έλιωνε στο μάγουλό του
και σήκωσε το πόδι του για να με προσπεράσει. «Μη φοβάσαι,
μια χαρά θα τρώγεται».
«Το ποδοπάτησες».
Σήκωσε για μια στιγμή τα μάτια του ψηλά, ύστερα συνέχισε
το δρόμο του. «Θα πουντιάσεις», μου φώναξε πάνω από τον ώμο
του. Είδα τα σύννεφα, τα φορτωμένα με χιόνι, να κατεβαίνουν
από την πλαγιά κι άφησα τον κρύο αέρα να τσιμπήσει το στέρνο
μου, ώσπου ανατρίχιασα απ’ την παγωνιά.
Βλέποντας τον Φρίντρικ να κλοτσάει το αρνί, να το κομματιάζει
με τις μπότες του, είχα ταραχτεί πολύ. Ήταν τρομερό και τρομα-
κτικό μαζί το θέαμα: τα πόδια του σβέλτα, μαύρα κόντρα στο χιό-
νι, έπεφταν πάνω στο μαλακό κουφάρι ξανά και ξανά, ώσπου μια
λεπτή κόκκινη ομίχλη, ένα πέπλο από αίμα τύλιξε το νεκρό ζώο.
Άρχισε να χιονίζει. Στράφηκα ν’ ακολουθήσω τον Φρίντρικ στο
σπίτι και είδα ένα κοράκι να κατεβαίνει πάνω στο ψόφιο αρνί. Έ-
κρωξε γκρινιάρικα κι ύστερα έχωσε το ράμφος του στην κοιλιά του
ζώου. Νιφάδες χιονιού κάθισαν στα μαύρα φτερά του.

354
Όταν μπήκα στην κάμαρα, βρήκα τον Φρίντρικ και τη Σίγκα να
κάθονται μαζί στο κρεβάτι της και να κουβεντιάζουν ψιθυριστά.
Η Σίγκα έδειχνε κλαμένη.
«Λείπουν δυο πρόβατα», είπα.
«Ε, το ένα ψόφησε. Το είδες και μόνη σου». Ο Φρίντρικ χα-
σμουρήθηκε.
«Δεν μιλάω γι’ αυτό που κλοτσούσες. Λείπουν άλλα δύο».
Ο Φρίντρικ χαμογέλασε όλο κακία – κι αμέσως κατάλαβα τι
είχε γίνει.
«Τα σκότωσες». Της Σίγκα της ξέφυγε ένας λυγμός. Ο Φρίντρικ
σηκώθηκε. Ήρθε κοντά μου, έγειρε προς το μέρος μου. Η μυρω-
διά του ιδρώτα του με χτύπησε στα ρουθούνια.
«Άγκνες. Να σου πω κάτι… Η Σίγκα κι εγώ κουβεντιάσαμε σή-
μερα το πρωί». Η φωνή του βγήκε πνιχτή από λύσσα. «Ο Νάταν
τη μαρκαλάει. Την πλακώνει, μ’ ακούς;»
Περίμενα, ώσπου να μπορέσει η φωνή μου να βγει ήρεμη.
«Το ήξερα».
Η Σίγκα αναλύθηκε σε λυγμούς. «Συγγνώμη, Άγκνες! Ήθελα
να σου το πω! Ήθελα!»
Ο Φρίντρικ με κοίταξε. «Το ήξερες;»
«Νόμιζα ότι τον ήθελε κι εκείνη». Η φωνή μου είχε σπάσει.
«Τη βίαζε!» φώναξε και άρχισε να βηματίζει μέσα στην κάμα-
ρα. Πρόσεξα ότι κρατούσε το πράσινο μεταξωτό νυχτικό, που ο
Νάταν είχε χαρίσει στη Σίγκα. «Θα τον σκοτώσω».
«Ναι, καλά. Και τι θα βγει;» Γύρισα στη Σίγκα. «Σε ανάγκα-
σε; Με το ζόρι;»
«Φυσικά και την ανάγκασε!» Ο Φρίντρικ κάθισε ξανά δίπλα
στη Σίγκα και έχωσε τη γροθιά του στο στρώμα. Η Σίγκα τινάχτη-
κε τρομαγμένη.
«Δεν ξέρω», ψιθύρισε.

355
Θυμήθηκα τη νύχτα που τον είχα ακούσει να πέφτει στο κρε-
βάτι της. Τη νύχτα μετά τα κύματα θανάτου. Τις βιαστικές ανά-
σες. Το μικρό, σιγανό βογκητό. Δεν είχε προηγηθεί πάλη.
«Είναι ενάντια στο θέλημα του Θεού», είπε ο Φρίντρικ.
Δεν μπόρεσα να κρατήσω το γέλιο μου. «Δεν νομίζω πως έχει
καμιά σχέση ο Θεός μ’ όλα αυτά».
Η Σίγκα έδειχνε πανικόβλητη. «Άγκνες; Είσαι πολύ θυμωμέ-
νη μαζί μου;»
«Γιατί να είμαι θυμωμένη μαζί σου;» Η φωνή μου ήταν απα-
λή σαν τον ωκεανό.
Ο Φρίντρικ κοίταζε αγριεμένος το νυχτικό. «Είναι ένας μπά-
σταρδος. Θα τον σκοτώσω».
«Δεν θέλω να πεθάνει ο Νάταν». Το κλαψούρισμα στη φω-
νή της Σίγκα μ’ έκανε έξαλλη: κρατήθηκα να μην την χτυπήσω.
Γέλασα. «Ο Φρίντρικ δεν θα σκοτώσει κανέναν».
«Θα σκοτώσω». Σηκώθηκε ξανά σφίγγοντας τις χοντρές γρο-
θιές του.
«Όχι, δεν θα σκοτώσεις», είπα. « Έτσι κι αλλιώς, τι πειράζει;
Αφού θα την παντρευτείς».
Ο Φρίντρικ ρουθούνισε. «Δεν περιμένω από μια γυναίκα σαν
εσένα να καταλάβει».
Ένιωσα το στόμα μου να ξεραίνεται.
«Η Σίγκα μου είπε ότι ο Νάταν το κάνει και με σένα. Μόνο
που… νομίζουμε ότι εσένα αυτό σ’ αρέσει!»
Έκανα ένα βήμα προς το μέρος της Σίγκα και την είδα να ζα-
ρώνει. «Δεν θα σε χτυπήσω», είπα. Αλλά θα μπορούσα. Ήθελα
να τη χτυπήσω.
Τότε μπήκε ο Ντάνιελ κι ο Φρίντρικ σώπασε. Έτρεμα από ορ-
γή. Τον μισούσα τον Φρίντρικ. Μισούσα το σπυριάρικο μούτρο
του, αναψοκοκκινισμένο από το κρύο. Μισούσα τα γαλανά του

356
μάτια και τα ξανθά τσιμπλιασμένα τους τσίνορα. Μισούσα τη δυ-
νατή φωνή του, τη μυρωδιά της καβαλίνας που τον τύλιγε, τις συ-
χνές του επισκέψεις.
«Άντε σπίτι σου, Φρίντρικ». Ο Ντάνιελ μίλησε πρώτος.
« Έρχεται χιονοθύελλα».
«Και λοιπόν; Άντε να σε θάψει». Ένιωσα ξαφνικά ευγνωμοσύ-
νη για την παρουσία του Ντάνιελ.
«Δεν πάω πουθενά», είπε ο Φρίντρικ και κάθισε ξανά δίπλα
στη Σίγκα αγκαλιάζοντάς την προστατευτικά από τους ώμους.
«Είναι αλήθεια, ε;» ρώτησε ο Ντάνιελ χαμηλώνοντας τη φω-
νή του. «Είναι αλήθεια ότι ο Νάταν πέφτει στο κρεβάτι και με τις
δυο σας». Κούνησε το κεφάλι του. «Είναι αμαρτία».
«Ο Φρίντρικ σκότωσε κάτι πρόβατα».
«Τι; Εδώ;»
«Νομίζω ότι δύο τουλάχιστον τα πήγε στο Κατάνταλουρ χτες
τη νύχτα – ή νωρίς σήμερα το πρωί. Και τα σκότωσε εκεί».
«Ο Νάταν θα τον σκοτώσει!»
«Εκτός κι αν προλάβει ο Φρίντρικ και τον σκοτώσει πρώτος!»
είπα. «Δεν είναι στα καλά του».
Ο Ντάνιελ πέρασε τα χέρια του στα μαλλιά του και κοίταξε το
ζευγάρι στο κρεβάτι. «Είναι τρελός. Κι έχει λυμένο το ζωνάρι του
για καβγά», στέναξε. «Θα του μιλήσω μόλις ηρεμήσει».

Ο Νάταν γύρισε στο Ιλουγκάσταντιρ μετά από τρεις μέρες. Ο Φρί-


ντρικ δεν ήταν εκεί. Δεν μπορώ να φανταστώ τι θα είχε γίνει, αν
έπεφτε τότε πάνω του. Όπως ήρθαν τα πράγματα πάντως, ο Νά-
ταν δεν χάρηκε μαθαίνοντας για τον αρραβώνα της Σίγκα και του
Φρίντρικ. Εγώ του το είπα. Η Σίγκα κρύφτηκε στο κελάρι, όταν
τον άκουσε να φτάνει στην αυλή.

357
«Δεν μπορώ να σας αφήσω μόνες σας χωρίς να πάθουμε κα-
ταστροφή».
«Δεν είναι καταστροφή, Νάταν. Πήρες τα λεφτά του Φρίντρικ.
Θα ’πρεπε να το περιμένεις αυτό που συνέβη».
«Κι εσύ, βέβαια, καταχάρηκες. Ε;» γρύλισε μέσα από τα δό-
ντια του.
«Εγώ; Γιατί να χαρώ; Τι σχέση έχει με μένα αυτή η ιστορία;»
«Εσύ έκανες την προξενήτρα όλο το φθινόπωρο».
Άπλωσα τα χέρια μου να πάρω τα γκέμια, καθώς ξεσέλωνε το
άλογό του. «Δεν έκανα τίποτα τέτοιο».
«Θα το γλεντήσατε όλοι σας, φαντάζομαι».
«Όχι. Ακόμα κι η Σίγκα μοιάζει συγχυσμένη μ’ αυτό που έγινε».
Γύρισε και με κοίταξε κατάματα, ανασηκώνοντας το ένα του
φρύδι. «Μπα; Αλήθεια;»
Κούνησα καταφατικά το κεφάλι. «Ο Φρίντρικ χοροπηδάει
από τη χαρά του. Αλλά η Σίγκα δεν δείχνει και τόσο ενθουσια-
σμένη».
Τότε ο Νάταν χαμογέλασε και κούνησε το κεφάλι του. «Δυο
νεαροί ανόητοι, κουκούτσι μυαλό δεν έχουν». Πήρε μαλακά τα
γκέμια και το χράμι της σέλας από το χέρι μου, έσκυψε και τ’ α-
κούμπησε στο χιόνι. Το πρόσωπό του ήταν σοβαρό, ήρεμο. «Ά-
γκνες, Άγκνες μου. Σου οφείλω μια συγγνώμη. Δεν έπρεπε να
σε χτυπήσω».
Δεν είπα τίποτα, αλλά δεν αντιστάθηκα, όταν πήρε το χέρι
μου στα δικά του.
«Μίλησα με τον Βορμ. Η γνώμη του είναι πως αφήνω άσχημες
σκέψεις και μου βασανίζουν το μυαλό. Ταξιδεύω πολύ μέσα στο
κρύο και στην υγρασία. Τα όνειρα που βλέπω, είναι…» Η φωνή
του έσβησε. «Φερθήκαμε όλοι μας πολύ άσχημα ο ένας στον άλ-
λον. Δεν ήμουν εντάξει, δεν ήμουν ο εαυτός μου».

358
Άφησε το χέρι μου και σήκωσε τα γκέμια και το χράμι. «Πάρ’
τα», μου είπε. «Βόλεψέ τα και θα τα πούμε μέσα».
Γύρισα να φύγω, αλλά με κράτησε. «Άγκνες», είπε τρυφερά.
«Χαίρομαι που σε βλέπω».
Εκείνη τη νύχτα αγκαλιαστήκαμε τρέμοντας από τον ίδιο πό-
θο που μας κυρίευε παλιά. Κι όταν ξυπνήσαμε μέσα στο σκοτάδι
του χειμωνιάτικου πρωινού, το σώμα μου πλημμύρισε από ευτυ-
χία, ξέροντας πως είχε κοιμηθεί δίπλα μου. Δεν ξέρω αν η Σίγκα
ή ο Ντάνιελ ξύπνησαν και μας είδαν ξαπλωμένους μαζί. Πάντως
δεν είπαν τίποτα. Ξέστρωσα τα σεντόνια από το κρεβάτι του, τα
δίπλωσα και τα ακούμπησα στα πόδια του δικού μου.

Η Μαργκρέτ μπήκε στην κουζίνα φέρνοντας άλλο ένα λεβέτι γά-


λα. Έξω φυσούσε δυνατά, ο αέρας ούρλιαζε.
Η Άγκνες έσκυψε και σκάλισε τη φωτιά. «Να ρίξουμε τύρφη
ή κοπριά;» ρώτησε.
Η Μαργκρέτ έδειξε την κοπριά. «Ρίξε. Ας την κρατήσουμε α-
ναμμένη τη φωτιά, όσο καθόμαστε εδώ».
«Πού είχα μείνει;»
« Έλεγες για την πρόταση γάμου που έκανε ο Φρίντρικ στη Σί-
γκα». Η Μαργκρέτ γέμισε ξανά το κατσαρόλι, το γάλα τσιτσίρι-
σε ακουμπώντας στο καυτό μέταλλο.
«Η Σίγκα δέχτηκε την πρόταση του Φρίντρικ, αλλά ήταν τρο-
μοκρατημένη. Ο Νάταν την βρήκε κρυμμένη στο κελάρι. Αργό-
τερα μου είπε πως της μίλησε: της είπε ότι είχε φερθεί παράλο-
γα, πως είχε αφήσει τη δική του διαφωνία με τον Φρίντρικ να τον
τυφλώσει. Της είχε δώσει την άδεια και την ευχή του. Αν ήθελε να
παντρευτεί ένα παιδί χωρίς δεκάρα και χωρίς καλό όνομα, που να

359
την κάνει περήφανη, αυτό ήταν δικό της θέμα. Σε μένα ο Νάταν
είπε ότι δεν επρόκειτο να σταθεί εμπόδιο σε δυο κουτάβια που ή-
θελαν να παίξουν μεταξύ τους.
»Σκέφτηκα πως ίσως είχε καταλάβει ότι αν η Σίγκα παντρευό-
ταν τον Φρίντρικ, δεν θα ’ταν υποχρεωμένος να ξαναδεί τα μού-
τρα του στο Ιλουγκάσταντιρ. Δεν θα ’πρεπε ν’ ανησυχεί για τα
λεφτά του, που τα ’χε κρυμμένα εκεί.
»Οι μέρες των Χριστουγέννων πέρασαν γρήγορα κι εμείς δεν
κάναμε σχεδόν τίποτα για να τις γιορτάσουμε. Ο Νάταν έστειλε
τον Ντάνιελ στο Γκέιτασκαρντ κι εμένα μου φάνηκε πως ήταν
σαν τον παλιό καιρό, τότε που ήμασταν μόνο η Σίγκα κι εγώ. Ή-
θελα να καθαρίσω το σπίτι και να μαγειρέψω σαλάχι γι’ ανήμερα
του Αγίου Θόρλακ, την προπαραμονή των Χριστουγέννων. Αλλά
εκείνη είχε χάσει το ενδιαφέρον της και δεν κουβέντιαζε πια μα-
ζί μου μετά τον αρραβώνα της με τον Φρίντρικ. Περνούσε τις μέ-
ρες κακόκεφη, ανόρεχτη για δουλειά και με το βλέμμα καρφωμέ-
νο έξω από το παράθυρο. Τιναζόταν, όποτε κάποιος της μιλούσε.
Δεν κοίταζε κανέναν στα μάτια. Ο Νάταν της είχε πει να καλέσει
τον Φρίντρικ για ένα ποτό στο Ιλουγκάσταντιρ τις μέρες των Χρι-
στουγέννων. Αλλά ο Φρίντρικ δεν είχε έρθει. Ίσως η Σίγκα δεν ε-
μπιστευόταν την ξαφνική καλή διάθεση του Νάταν για τον Φρί-
ντρικ. Νομίζω ότι φοβόταν – και προσπαθούσε να κρατήσει τους
δυο άντρες χώρια».

Αργά ένα βράδυ αποφάσισα να του το πω.


«Νάταν, το ξέρω ότι έχεις πλαγιάσει με τη Σίγκα».
Λαγοκοιμόταν, αλλά τα μάτια του άνοιξαν, όταν μ’ άκουσε.
«Το ξέρω, Νάταν. Και σε συγχωρώ».

360
Με κοίταξε. Και ξαφνικά έβαλε τα γέλια. «Με συγχωρείς;»
Έπιασα στα σκοτεινά το χέρι του. «Δεν σου το λέω για να τσα-
κωθούμε. Αλλά θέλω να ξέρεις ότι ξέρω».
Ένιωσα τα δάχτυλά του άψυχα μέσα στα δικά μου. Σκεφτόταν.
«Το ξέρω ότι μας είδες», είπε.
Τα λόγια του με χτύπησαν σαν γροθιά στο στομάχι. Το στόμα
μου άνοιξε κι έκλεισε κι από μέσα δεν βγήκε άχνα. Σηκώθηκα α-
πό το κρεβάτι κι έφερα μια λάμπα. Δεν μπορούσα να του μιλήσω
χωρίς να βλέπω το πρόσωπό του. Δεν μπορούσα να πιστέψω τα
λόγια του στο σκοτάδι.
Το φως της λάμπας τρέμισε στο γυμνό του δέρμα. Με κοίτα-
ξε ψυχρά. Γύρισε μόνο μια στιγμή προς το μέρος της Σίγκα να δει
αν ήταν ξύπνια.
«Νάταν».
Η φωνή μου ακούστηκε γερασμένη. Χαμήλωσα το βλέμμα,
κοιτάχτηκα, ήμουν γυμνή. Και για πρώτη φορά μάντεψα πώς
μ’ έβλεπε.
«Με κοροϊδεύεις».
Ο Νάταν σκίασε τα μάτια του με το χέρι. «Σβήσε τη λάμπα,
Άγκνες».
Πιάστηκα από το κεφαλάρι του κρεβατιού για να μην πέσω.
«Είσαι σκληρός».
«Δεν θέλω να το συζητήσω αυτό».
«Δεν είχες σκοπό να μου το δώσεις το πόστο της οικονόμου.
Έτσι δεν είναι;»
«Σβήσε τη λάμπα και πέσε για ύπνο. Τα μάτια σου μοιάζουν
με βρωμερές τρύπες στο χιόνι».
«Να πέσω για ύπνο;» Έμεινα να τον κοιτάζω αμίλητη, ώσπου
ένιωσα σίγουρη ότι μπορούσα να μιλήσω χωρίς να βάλω τα κλά-
ματα. «Πώς το ήξερες ότι ήξερα;»

361
Χαμογέλασε και δεν είπε τίποτα.
«Μ’ αγαπάς;»
«Μη γίνεσαι γελοία».
«Απάντησέ μου».
Άπλωσε το χέρι του στη λάμπα. «Σβήσε το φως!»
«Νάταν». Τον ικέτευα. Ο θρήνος στη φωνή μου με τρομοκρά-
τησε.
«Θα σου ζητούσα να έρθεις εδώ, αν δεν σε ήθελα;»
«Με ήθελες. Να μ’ έχεις παραδουλεύτρα».
«Δεν είσαι μόνο παραδουλεύτρα, Άγκνες».
«Αλήθεια;»
«Σβήσε τη λάμπα».
«Όχι!» Τράβηξα τη λάμπα μακριά του. «Δεν μπορείς να μου
φέρεσαι έτσι!»
Τα μάτια του άστραψαν. «Είσαι γκρινιάρα, Άγκνες».
«Εγώ γκρινιάρα;» Ένιωσα την έκρηξη μέσα μου. «Άντε να χα-
θείς! Σ’ αφήνω και κάνεις ό,τι θέλεις. Σ’ εμπόδισα να φεύγεις συ-
νέχεια; Σ’ εμπόδισα να καβαλάς τη Σίγκα στο διπλανό κρεβάτι, ό-
ταν νομίζεις ότι κοιμάμαι; Δεκαπέντε χρονών είναι! Παλιόσκυλο!»
Έγειρε πίσω ακουμπώντας στους αγκώνες του. «Τι σε κάνει
να πιστεύεις ότι περιμένω να κοιμηθείς πρώτα;»
Το ύφος στο πρόσωπό του δεν ήταν χλευαστικό. Έδειχνε, ό-
μως, περιφρόνηση. Με περιφρονούσε – και το διασκέδαζε. Ένα
ξαφνικό βάρος απελπισίας κι απώλειας έπεσε πάνω μου. Και ο-
ριστικά, αμετάκλητα, η θλίψη με έλιωσε.
«Σε μισώ». Τα λόγια μου ακούστηκαν ανόητα, παιδιάστικα.
«Και μήπως νομίζεις ότι εγώ σ’ αγαπώ;» Ο Νάταν κούνησε το
κεφάλι του. «Εσένα, Άγκνες;» Στένεψε τα μάτια του και σηκώ-
θηκε. Η ανάσα του άγγιξε καυτή το πρόσωπό μου. «Είσαι φτηνή
γυναίκα. Έπεσα έξω μαζί σου».

362
«Αν είμαι φτηνή, είμαι επειδή εσύ μ’ έκανες!»
«Ναι», συνέχισε. «Είσαι τέλεια, άγια… οι άλλοι όλοι φταίνε».
«Όχι, δεν φταίνε όλοι οι άλλοι. Μόνο εσύ!»
«Συγχώρεσέ με, νόμισα ότι το ήθελες». Με άρπαξε και με τρά-
βηξε απότομα πάνω του. «Νόμισα ότι ήθελες να ξεφύγεις από την
κοιλάδα. Αλλά εσύ θέλεις μόνο και πάντα αυτό που δεν μπορείς
να έχεις».
«Εσένα ήθελα! Ήθελα να φύγω απ’ την κοιλάδα, επειδή ήθελα
να είμαι μαζί σου». Ένιωθα το θυμό σαν κύμα να με πνίγει. «Δεν
αντέχω άλλο εδώ μέσα».
«Τότε φύγε!» Έκανε ένα βήμα πίσω και μ’ έπιασε από τον καρ-
πό. «Φύγε, είπα! Μόνο μπελάδες μου ’χεις φέρει!» Κι άρχισε να
με τραβάει προς την πόρτα. Είδα τη Σίγκα ν’ ανακάθεται στο κρε-
βάτι της. Μας κοίταζε. Η Θόρανα έβαλε τα κλάματα.
«Άσε με!»
«Σου δίνω αυτό που θέλεις! Με μισείς; Θέλεις να φύγεις; Ω-
ραία! Να η πόρτα!»
Όσο μικρόσωμος κι αν ήταν, ο Νάταν είχε δύναμη. Μ’ έσυ-
ρε στο διάδρομο και μ’ έσπρωξε έξω από την πόρτα. Σκόνταψα
στο κατώφλι κι έπεσα μπρούμυτα στο χιόνι, γυμνή. Όταν κατά-
φερα να σηκωθώ στα γόνατά μου, μου είχε ήδη κλείσει την πόρ-
τα κατάμουτρα.
Ήταν σκοτάδι και χιόνιζε πολύ, αλλά ήμουν τόσο έξω φρενών,
από την οργή και τη λύπη μου, ώστε δεν ένιωσα τίποτα. Ήθελα
να πέσω πάνω στην πόρτα, να την χτυπήσω μέχρι να τη ρίξω. Να
πάω στο παράθυρο και να φωνάξω τη Σίγκα να μου ανοίξει. Ήθε-
λα, όμως, και να τον τιμωρήσω. Τύλιξα τα μπράτσα μου γύρω α-
πό το κορμί μου κι αναρωτήθηκα πού μπορούσα να πάω. Το κρύο
έχωνε βελόνες στο δέρμα μου. Σκέφτηκα να σκοτωθώ, να κατέβω
στην ακρογιαλιά και να πέσω στο παγωμένο νερό. Το κρύο θα με

363
σκότωνε, δεν θα προλάβαινα να πνιγώ. Φαντάστηκα τον Νάταν
να με βρίσκει νεκρή, στα φύκια, όπου θα μ’ είχε βγάλει το κύμα.
Πήγα στο στάβλο.
Έκανε πολύ κρύο, αδύνατον να κοιμηθώ. Ζάρωσα δίπλα στην
αγελάδα, κόλλησα το γυμνό μου δέρμα στο ζεστό κορμί της και
πήρα ένα χράμι να σκεπαστώ. Τα ξεπαγιασμένα δάχτυλα των πο-
διών μου τα ’χωσα σε μια σβουνιά να μην κοκκαλώσουν.
Κάποια στιγμή μέσα στη νύχτα κάποιος μπήκε στο στάβλο.
«Νάταν;» Η φωνή μου έτρεμε. Αξιοθρήνητη.
Ήταν η Σίγκα. Μου είχε φέρει τα ρούχα και τα παπούτσια μου.
Τα μάτια της είχαν πρηστεί από το κλάμα.
«Δεν θα σ’ αφήσει να ξαναμπείς», είπε.
Ντύθηκα αργά, τα δάχτυλά μου δεν έπιαναν, τόσο παγωμέ-
να ήταν. «Κι αν πεθάνω εδώ έξω;»
Γύρισε να φύγει, αλλά την κράτησα από τον ώμο.
«Κοίτα να τον συνεφέρεις λιγάκι, Σίγκα. Αυτή τη φορά πραγ-
ματικά του ’χει στρίψει».
Με κοίταξε με τα μάτια γεμάτα δάκρυα. «Δεν αντέχω άλλο
να ζω εδώ», ψιθύρισε.

Την άλλη μέρα το πρωί ξύπνησα και για λίγο δεν ήξερα πού ή-
μουν. Μετά θυμήθηκα την περασμένη νύχτα και η οργή μου ’σφι-
ξε το στομάχι, με ζωντάνεψε. Ακούμπησα στην αγελάδα ζεσταί-
νοντας πάνω της την κρύα μου μύτη, τα κρύα μου δάχτυλα. Και
έβαλα το μυαλό μου να σκεφτεί. Τι θα έκανα; Ήθελα να φύγω,
πριν βγει ο Νάταν να ταΐσει τα ζώα.

364
Ο Τότι ξύπνησε στο μισοσκόταδο της κάμαρας, στο Μπρέιδαμπόλ-
σταντουρ, και είδε τον πατέρα του στα πόδια του κρεβατιού του,
γερμένο στον τοίχο. Το γκρίζο του κεφάλι είχε κρεμάσει στο στή-
θος του. Κοιμόταν.
«Πάμπι;» Η φωνή του ήταν ψίθυρος. Αλλά κι αυτή την προ-
σπάθεια του ψίθυρου την ένιωσε να του σκίζει το λαιμό.
Προσπάθησε να κουνήσει το πόδι του για να ξυπνήσει τον πα-
τέρα του, αλλά τα μέλη του ήταν πιο βαριά απ’ όσο τα ήξερε και
τα θυμόταν. «Πάμπι;» δοκίμασε ξανά.
Ο εφημέριος Γιον σάλεψε – και ξαφνικά άνοιξε τα μάτια. «Γιε
μου!» Πέρασε το χέρι του στα γένια του κι έγειρε μπροστά. «Ξύ-
πνησες. Δόξα να ’χει ο Κύριος».
Ο Τότι έκανε να σηκώσει το αριστερό του χέρι και το ’νιωσε δε-
μένο στο πλευρό του. Ήταν τυλιγμένος σφιχτά στις κουβέρτες του.
«Σου είχε ανέβει πάλι ο πυρετός», εξήγησε ο πατέρας του. « Έ-
πρεπε να ιδρώσεις». Ακούμπησε τη ροζιασμένη παλάμη του στο
μέτωπο του Τότι.
«Πρέπει να πάω στο Κορνσάου», μουρμούρισε ο Τότι. Η γλώσ-
σα του ήταν στεγνή. «Στην Άγκνες».
Ο πατέρας του κούνησε το κεφάλι. «Εξαιτίας της έπεσες άρ-
ρωστος».
Η ανησυχία του Τότι ήταν ολοφάνερη. «Ξέχασα τι μήνα έχουμε».
«Δεκέμβριο».
Προσπάθησε ν’ ανασηκωθεί, αλλά ο εφημέριος Γιον του ’σπρω-
ξε μαλακά το κεφάλι πίσω στο μαξιλάρι. «Δεν πρόκειται να πας
να την δεις πριν σε κάνει καλά ο Θεός».
«Δεν έχει κανέναν», διαμαρτυρήθηκε ο Τότι κι έκανε ξανά να
σηκωθεί. Τα μέλη του κορμιού του δεν τον υπάκουγαν.
«Κι είναι δικό της το φταίξιμο», είπε ο πατέρας του. Η φω-
νή του ακούστηκε ξαφνικά πολύ δυνατή μέσα στη μικρή κάμα-

365
ρα. Κράτησε τον γιο του ξαπλωμένο στο κρεβάτι. Το πρόσωπό
του φάνταζε γκρίζο μέσα στο μισοσκόταδο. «Δεν αξίζει το χρό-
νο που της δίνεις».

Η Μαργκρέτ έμεινε για μια στιγμή αμίλητη. Το γάλα είχε κρυώ-


σει στην κούπα της. «Σε πέταξε έξω, στο χιόνι;»
Η Άγκνες έγνεψε καταφατικά κοιτάζοντας με προσοχή τη με-
γαλύτερη γυναίκα.
Η Μαργκρέτ κούνησε το κεφάλι της. «Θα μπορούσες να ’χεις
κοκκαλώσει, να ’χεις πεθάνει από το κρύο».
«Δεν ήταν με τα καλά του εκείνη την ώρα». Η Άγκνες τύλιξε
πιο σφιχτά το σάλι στους ώμους της. «Ο Νάταν ήθελε τη Σίγκα
για τον εαυτό του. Με τα πολλά κατάλαβε ότι εκείνη προτιμού-
σε τον Φρίντρικ».
Η Μαργκρέτ ρούφηξε τη μύτη της κι έσπωξε με την τσιμπίδα
ένα αναμμένο κάρβουνο πίσω στην πυροστιά. «Αφού το λες», εί-
πε κι έριξε μια κλεφτή ματιά στην Άγκνες, που κοιτούσε τη φω-
τιά. «Για συνέχισε», πρόσθεσε με σιγανή φωνή.
Η Άγκνες αναστέναξε και ξεσταύρωσε τα χέρια της. «Πήγα
στην οικογένεια του Φρίντρικ, στο Κατάνταλουρ. Δεν είχα ξα-
ναπάει άλλη φορά, αλλά ήξερα πού ήταν, από την άλλη μεριά
του βουνού. Κι ευτυχώς ο καιρός καθάρισε και μπόρεσα να φτά-
σω ως εκεί, χωρίς να με κλείσει το χιόνι. Μου πήρε ώρες, ωστό-
σο. Κι όταν έφτασα πια στο άνοιγμα της κοιλάδας, όπου βρισκό-
ταν το Κατάνταλουρ, έτρεμα από την κούραση. Η μάνα του Φρί-
ντρικ με βρήκε πεσμένη στα γόνατα, στο κατώφλι της.
»Το Κατάνταλουρ είναι απαίσιο μέρος. Κακοσουλούπωτο και
χαμηλό, με τη σκεπή του ετοιμόρροπη. Και το εσωτερικό του υπο-

366
στατικού το ίδιο άθλιο όπως το εξωτερικό του. Οι τοίχοι στο μα-
γερειό μαύροι από τους καπνούς και η κάμαρα πνιγερή και βρώ-
μικη. Όταν μπήκα, ήταν εκεί ένα τσούρμο παιδιά, όλα αδέρφια
του Φρίντρικ, κουβάρι όλα μαζί στο ίδιο κρεβάτι· προσπαθούσαν
να ζεσταθούν. Ο Φρίντρικ καθόταν με τον πατέρα του κι ένα θείο
του σε άλλο κρεβάτι κι ακόνιζαν μαχαίρια.
»Το πρώτο πράγμα που είπε ο Φρίντρικ, όταν με είδε, ήταν:
“Τι έκανε πάλι;” Με ρώτησε αν ο Νάταν είχε αποφασίσει να πα-
ντρέψει τη Σίγκα.
»Κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου και εξήγησα ότι με είχε πε-
τάξει έξω. Του είπα ότι είχα περάσει τη νύχτα στο στάβλο. Ο Φρί-
ντρικ δεν με συμπόνεσε. Με ρώτησε τι είχα κάνει και τον είχα θυ-
μώσει τόσο τον Νάταν. Του απάντησα ότι είχαμε τσακωθεί, ότι
δεν άντεχα άλλο τον τρόπο που φερόταν στη Σίγκα.
»Τότε μ’ έκοψε η μάνα του Φρίντρικ. Ως εκείνη τη στιγμή μας
άκουγε αμίλητη. Και ξαφνικά έπιασε τον Φρίντρικ από το μπρά-
τσο και του είπε: “Θέλει να σου πάρει τη γυναίκα σου”.
»Μου φάνηκε ότι είδα τον Φρίντρικ να κοιτάζει το μαχαίρι,
που μόλις είχε ακονίσει, πάνω στις κουβέρτες. Και μ’ έπιασε
φόβος.
»Είπα στον Φρίντρικ να μιλήσει στον εφημέριο του Τγιορν,
να πάνε ίσως μαζί σ’ έναν Νομαρχιακό Υπάλληλο. Αλλά η Θόρ-
μπγιοργκ, η μάνα του Φρίντρικ, μ’ έκοψε ξανά. Σηκώθηκε, έπια-
σε τον Φρίντρικ από τους ώμους και τον κοίταξε κατάματα. “Ό-
σο ζει ο Νάταν, η Σίγκα δεν θα γίνει δική σου”. Μετά κάθισαν ό-
λοι. Αποφάσισαν να τον σκοτώσουν μάλλον την ώρα που κοιμό-
μουν”».
Η Μαργκρέτ δεν μίλησε. Η φωτιά είχε σβήσει. Μια λεπτή μεμ-
βράνη στην επιφάνεια της θράκας εξακολουθούσε μόνο να ­καίει
ανάμεσα στις στάχτες. Ο άνεμος δεν είχε πάψει να ουρλιάζει. Η

367
Μαργκρέτ άφησε αργά την ανάσα να βγει από μέσα της. Ένιω-
σε βαριά την κούρασή της. « Ίσως πρέπει να ξαναπέσουμε στο
κρεβάτι».
Η Άγκνες στράφηκε προς το μέρος. «Δεν θέλεις ν’ ακούσεις
τη συνέχεια;»

368
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΩΔΕΚΑ

Στο Λάουγκαρ, στο Σάιλινγκσνταλε, η Γκούντρουν σηκώθη-


κε νωρίς, αμέσως μόλις βγήκε ο ήλιος. Πήγε στην κάμαρα
όπου κοιμούνταν τ’ αδέρφια της και ξύπνησε τον Όσπακ.
Ο Όσπακ πετάχτηκε ευθύς όρθιος, μαζί κι οι αδερφοί του.
Σαν είδε πως ήταν η Γκούντρουν αυτή που τον είχε ξυπνή-
σει, τη ρώτησε τι ήθελε τόσο νωρίς το πρωί. Η Γκούντρουν
αποκρίθηκε πως ήθελε να μάθει τι είχαν κατά νου εκείνη τη
μέρα. Μια ήσυχη μέρα, απάντησε ο Όσπακ – «γιατί πολ-
λές δουλειές δεν έχουμε αυτόν τον καιρό».
«Έτσι περνούν τις μέρες τους οι κόρες των γεωργών – χω-
ρίς να κάνουν τίποτα, ούτε καλό ούτε κακό», είπε η Γκού-
ντρουν. «Γιατί όσο κι αν σας ντρόπιασε, όσο κι αν σας α-
τίμασε ο Κγιάρταν, εσείς δεν χάνετε τον ύπνο σας – ακό-
μα κι όταν περνάει έξω από την πόρτα σας μ’ έναν μονά-
χα σύντροφο μαζί του. Μάταια ελπίζω πως θα τολμήσετε
ποτέ σας να του ριχτείτε σπίτι του, αφού δεν έχετε τα κό-
τσια να τον αντιμετωπίσετε τώρα που ταξιδεύει μόνος, μ’
έναν-δυο άντρες να τον ακολουθούνε. Καθίστε, λοιπόν,
στο σπίτι μέσα, κάνοντας τάχα πως είστε άντρες. Τόσοι
που είστε, δεν χωράμε πια εδώ μέσα»
Πολύ κακό έκανε για ένα πράγμα μικρό, της απάντη-
σε ο Όσπακ. Αλλά παραδέχτηκε πως δύσκολα μπορούσε
να διαφωνήσει ή να της φέρει αντίρρηση. Κι έτσι μ’ ένα

369
πήδημα σηκώθηκε από το κρεβάτι του και ντύθηκε, όπως
έκαναν κι όλοι του οι αδερφοί, ο ένας μετά τον άλλον. Ύ-
στερα ετοιμάστηκαν να στήσουν ενέδρα στον Κγιάρταν.

Λαξντέλα Σάγκα

370
Ο Νάταν δεν ήταν σπίτι όταν φτάσαμε ο Φρίντρικ κι εγώ στο Ιλου-
γκάσταντιρ. Δεν ξέρω τι θα γινόταν, αν τον βρίσκαμε εκεί. Χτυ-
πήσαμε πολλές φορές και περιμέναμε κάμποσο, ώσπου να μας
ανοίξει η Σίγκα και να μας περάσει μέσα. Κρατούσε την κόρη του
Νάταν στην αγκαλιά της.
«Μου είπε να μη σας ανοίξω, αν έρθετε», είπε. Αλλά μας ά-
φησε και μπήκαμε.
Δέχτηκα τον καφέ που μας κέρασε. «Πού είναι ο Νάταν;» ρώτησα.
« Ήρθε κάποιος από το Γκέιτασκαρντ. Ο Βορμ δεν είναι καλά.
Ο Νάταν έφυγε νωρίς το πρωί».
«Πώς ήταν;»
Η Σίγκα με κοίταξε. «Στις κακές του».
«Σε ανάγκασε να πλαγιάσεις ξανά μαζί του;» Ο Φρίντρικ έ-
ψαχνε το ράφι πάνω από το κρεβάτι του Νάταν. Η Σίγκα τον κοί-
ταζε όλο αγωνία, καθώς έπιανε κάτι κουτιά και τα κουνούσε για
ν’ ακούσει τι είχαν μέσα.
«Τι ψάχνεις;»
«Αποζημίωση», μουρμούρισε ο Φρίντρικ. Κοίταξε έξω από το
παράθυρο, το χιόνι. «Στοίχημα πως είχα δίκιο. Τα ’χει θάψει ό-
λα στην αυλή».
Κοίταξα τη Σίγκα. «Είπε τίποτα για μένα;»
Η Σίγκα κούνησε αρνητικά το κεφάλι της.
Δοκίμασα να χαμογελάσω. «Τίποτα που να θέλεις να μου το
πεις κατάμουτρα».

371
Ο Φρίντρικ τίναξε το χιόνι από τους ώμους του και κάθισε δί-
πλα στη Σίγκα, τραβώντας την στα γόνατά του. «Πουλάκι μου»,
είπε. «Γυναίκα μου».
Η Σίγκα αντιστάθηκε στα χάδια του και κάθισε ξανά στο κρε-
βάτι. «Μη με λες έτσι», είπε.
Ο Φρίντρικ έγινε κατακόκκινος. «Γιατί; Είσαι δική μου».
«Ο Νάταν μου είπε ότι άλλαξε γνώμη. Δεν θα τον επιτρέψει
το γάμο». Η φωνή της έσπασε, έγινε λυγμός. «Ποτέ».
«Ο διάβολος να τον πάρει!»
Παρά τη θλιβερή διάθεση όλων μας, δεν κρατήθηκα και χαμο-
γέλασα με τον δραματικό τόνο του Φρίντρικ. «Είμαι σίγουρη ότι ο
Νάταν θα το χωνέψει στο τέλος», είπα.
Η Σίγκα σκούπισε τα μάτια της και κούνησε αρνητικά το κε-
φάλι της. «Είπε ότι αν είναι να με παντρευτεί κάποιος, θα με πα-
ντρευτεί αυτός».
Το στομάχι μου έγινε κόμπος και είδα τον Φρίντρικ να χλω-
μιάζει. «Τι;»
«Αυτό είπε», κλαψούρισε η Σίγκα.
«Κι εσύ τι απάντησες;» ρώτησα με φωνή τρεμάμενη, που μό-
λις ακουγόταν.
Η Σίγκα ξέσπασε ξανά σε λυγμούς.
«Δεν είπες Ναι. Είπες;» Ο Φρίντρικ την αγκάλιασε κι εκεί-
νη έχωσε το πρόσωπό της στο σβέρκο του. Κλαίγοντας δυνατά.

Περάσαμε οι τρεις μας τις δυο επόμενες μέρες στο Ιλουγκάστα-


ντιρ, καταστρώνοντας σχέδια για να φύγουμε. Η Σίγκα πίστευε
ότι θα μπορούσε να γυρίσει στο Στόρα Μποργκ κι εγώ προσφέρ-
θηκα να την πάρω μαζί μου στην κοιλάδα, μόλις άνοιγε ο καιρός.
Ο Φρίντρικ πρότεινε να πάω στο Ασμπγιαρνάρσταντιρ να ζητήσω

372
δουλειά ως το τέλος του χειμώνα. Ο αγρότης εκεί δεν τον συμπα-
θούσε καθόλου τον Νάταν, είπε. Και θα μ’ έπαιρνε από συμπόνια.
Έτσι μιλούσαμε ένα απόγευμα, όταν είδαμε ταξιδιώτες να κα-
τηφορίζουν το μονοπάτι από το διάσελο. Ήμασταν τόσο απορρο-
φημένοι από τα σχέδια της φυγής μας, ώστε δεν τους είχαμε δει
νωρίτερα. Ήμασταν έξω στην αυλή, παίρνοντας καθαρό αέρα α-
φού δεν χιόνιζε. Κι ήταν πια αργά για να κρυφτούμε. Μας είχαν
σίγουρα δει.
«Άγκνες!» σφύριξε η Σίγκα. «Ο Νάταν είναι. Θα με γδάρει,
όταν σε δει».
Η καρδιά μου χτυπούσε σαν ταμπούρλο, αλλά δεν τόλμησα
να το δείξω. «Δεν είναι μόνος του, Σίγκα. Δεν θα κάνει τίποτα
μπροστά σε άλλους».
Σταθήκαμε κι οι τρεις και περιμέναμε τους δυο καβαλάρηδες.
Όταν πλησίασαν, ξαφνιάστηκα βλέποντας τον Πέτουρ, τον Φο-
νιά των Προβάτων, δίπλα στον Νάταν.
«Κοίτα, Πέτουρ», είπε ο Νάταν. «Τρία αλεπουδάκια τριγυρί-
ζουν στην αυλή μου». Χαμογέλασε, αλλά τα μάτια του ήταν πα-
γωμένα. Μου φάνηκε ότι θα ριχτεί στον Φρίντρικ, αλλά εκείνος
ξεπέζεψε και ήρθε προς το μέρος μου.
«Τι κάνει αυτή εδώ;» Το χαμόγελό του είχε σβήσει. Έγινα κατα-
κόκκινη κι έριξα μια ματιά στον Πέτουρ. Έδειχνε ξαφνιασμένος.
«Σε παρακαλώ, άφησέ την να ξανάρθει μέχρι να βγει ο χειμώ-
νας τουλάχιστον», διαμαρτυρήθηκε η Σίγκα.
«Σε βαρέθηκα, Άγκνες».
Προσποιήθηκα την ήρεμη. «Τι κακό έκανα;»
«Είπες ότι ήθελες να φύγεις. Φύγε, λοιπόν!» Έκανε άλλο ένα
βήμα προς το μέρος μου. «Φύγε, είπα!»
Η Σίγκα είχε τρομάξει. «Δεν έχει πού να πάει, Νάταν. Θα χιο-
νίσει».

373
Ο Νάταν γέλασε. «Δεν εννοείς ποτέ αυτό που λες, Άγκνες.
Λες κάτι και την ίδια στιγμή εννοείς κάτι άλλο. Θέλεις να φύ-
γεις; Φύγε!»
Ήθελα να του πω ότι αυτόν ήθελα, ότι ήθελα να μ’ αγαπάει
όπως τον αγαπούσα κι εγώ. Αλλά δεν είπα τίποτα. Δεν θα μπο-
ρούσα να έχω πει τίποτα.
Τη σιωπή την έσπασε ο Φρίντρικ.
«Δεν θα την παντρευτείς», είπε με σφιγμένα δόντια.
Ο Νάταν γέλασε ξανά. «Άντε πάλι». Γύρισε στον Πέτουρ. «Βλέ-
πεις τι παθαίνεις, όταν ζεις με μικρά παιδιά; Σε μπερδεύουν στα
παιδιαρίσματά τους!»
Ο Πέτουρ χαμογέλασε με σφιγμένα χείλη.
«Ωραία». Ο Νάταν τράβηξε το άλογό του προς το χωράφι. «Η
Άγκνες μπορεί να μείνει, αλλά όχι στην κάμαρα. Ο Πέτουρ κι ε-
γώ θα κοιμηθούμε εδώ απόψε κι αύριο το πρωί θα φύγουμε ξα-
νά για το Γκέιτασκαρντ. Αν σας ξαναβρώ εδώ, όταν θα γυρίσω,
θα σας παραδώσω στον Νομαρχιακό Υπάλληλο. Φρίντρικ, φύγε
πριν βάλω τον Πέτουρ να σου κόψει το λαρύγγι». Γέλασε, αλλά ο
Πέτουρ χαμήλωσε τα μάτια του στο χώμα.

Κοιμήθηκα ξανά στο στάβλο εκείνη τη νύχτα. Δεν έκανε κρύο, όπως
την πρώτη φορά που με είχε πετάξει έξω ο Νάταν. Κι η Σίγκα με βοή-
θησε να φτιάξω ένα πρόχειρο κρεβάτι, πριν γυρίσει μέσα στο σπίτι.
Βρωμούσε σβουνιές και καταγής χόρευαν οι ψύλλοι, αλλά κοιμήθηκα.
Όταν ξύπνησα, ήταν θεοσκότεινα. Σηκώθηκα και πήγα στην
πόρτα κι είδα φως στο παράθυρο του σπιτιού. Ένιωθα καλύτερα,
επειδή είχα ξεκουραστεί κάπως. Κι ήμουν έτοιμη να πάω να χτυ-
πήσω την πόρτα, μήπως τα βρω με τον Νάταν. Όταν άκουσα βή-
ματα στο χιόνι, πίσω από το στάβλο.

374
«Σίγκα;»
Τα βήματα σταμάτησαν, ύστερα τ’ άκουσα ξανά, άκουσα το σι-
γανό τους τρίξιμο. Πλησίαζαν προς εμένα. Τραβήχτηκα στο σκο-
τάδι του στάβλου και κόλλησα την πλάτη μου στον τοίχο.
Άκουσα ένα σιγανό ψίθυρο. «Άγκνες;»
Ήταν ο Φρίντρικ.
Μπήκε μέσα.
«Τι διάβολο θέλεις εδώ;»
Ανάσαινε βαριά. Δεν τον έβλεπα, αλλά μύρισα τον ιδρώτα
του. Άκουσα έναν κρότο μεταλλικό.
« Ήρθες περπατώντας από το Κατάνταλουρ;»
Έβηξε κι έφτυσε. «Ναι».
«Ο Νάταν θα σε σκοτώσει, αν σε πάρει χαμπάρι».
«Θα περιμένω ώσπου να κοιμηθεί».
«Για να κάνεις τι; Αν ξυπνήσει και σε πιάσει να ψιθυρίζεις γλυ-
κόλογα στη Σίγκα στο κρεβάτι δίπλα στο δικό του, θα σε κρεμάσει
ανάποδα και θα σε κομματιάσει, πριν φέξει η μέρα».
Άκουσα τον Φρίντρικ να ρουφάει τη μύτη του.
«Δεν ήρθα γι’ αυτό».
Κάτι στον τόνο της φωνής του μ’ έκανε να παγώσω.
«Φρίντρικ. Γιατί ήρθες;»
«Θα το ξεκαθαρίσω αυτό το θέμα μια και καλή. Ήρθα να πά-
ρω αυτό που μου ανήκει».
Πίσω μας η αγελάδα μουκάνισε σιγανά. Άκουσα το σύρσιμο
των ποδιών της στο πατημένο χώμα.
«Φρίντρικ;»
«Παραδέξου το. Το θέλεις κι εσύ, Άγκνες».
Εκείνη τη στιγμή το φεγγάρι πρόβαλε μέσα από τα σύννεφα
και είδα τι κρατούσε ο Φρίντρικ στα χέρια του. Ένα σφυρί. Κι έ-
να μαχαίρι.

375

Τι θυμάμαι; Δεν τον πίστεψα. Γύρισα στο κρεβάτι μου, κατάχα-


μα στη γωνιά του στάβλου, ξαφνικά κουρασμένη. Δεν ήθελα κα-
μιά σχέση μαζί του.
Τι είχε συμβεί;
Ξύπνησα από ύπνο ανήσυχο και βγήκα έξω. Το φως στο παρά-
θυρο του σπιτιού είχε σβήσει. Ο Φρίντρικ δεν φαινόταν πουθενά.
Ξεκίνησα να τον ψάξω. Και ξαφνικά φοβήθηκα. Ο νυχτωμέ-
νος ουρανός ήταν καθαρός και το φεγγάρι έλουζε με το φως του
το υποστατικό. Το κέντημα των άστρων. Το χιόνι έτριζε κάτω α-
πό τα παπούτσια μου. Σήκωσα το μάνταλο, αλλά η πόρτα ήταν
ήδη ανοιχτή.
Η Σίγκα ήταν ζαρωμένη στον τοίχο του διαδρόμου, κρατώ-
ντας σφιχτά στην αγκαλιά της την κορούλα της Ρόζας. Έκλαιγαν
σιγανά κι οι δυο.
«Σίγκα;»
Της πήρε ένα λεπτό πριν μπορέσει ν’ απαντήσει. «Στην κάμα-
ρα», ψιθύρισε. Ίσα που την άκουσα τη φωνή της.
Διέσχισα εκείνον τον μακρύ διάδρομο. Για κάποιο λόγο κατά-
λαβα ότι έπρεπε να πάρω μια λάμπα από την κουζίνα. Ένιωθα
στο λαιμό μου τους χτύπους της καρδιάς μου.
Τι είχε συμβεί;
Έτρεμα, και τα χέρια μου έτρεμαν, και η λάμπα μου ’πεσε. Μου
μύρισε το κομμένο φιτίλι. Άκουσα κάτι από τη γωνιά. Μια σανί-
δα έτριξε. Και μια ανάσα, βαριά και γρήγορη. Αυτό το κάτι ξα-
νακούστηκε, ένας ήχος υπόκωφος, σαν παιδί που χτυπάει με τις
γροθιές του το μαξιλάρι του. Ένα βογκητό, κάτι υγρό να ­κ υλάει.
Και μετά ένας ψίθυρος: «Άγκνες;».
Η καρδιά μου σταμάτησε. Μου φάνηκε πως ήταν ο Νάταν.

376
Αλλά ήταν ο Φρίντρικ.
«Άγκνες», ξανάπε. «Άγκνες, πού είσαι;» Η φωνή του ήταν
πνιγμένη.
«Εδώ είμαι», είπα. Έσκυψα και έψαξα στα σκοτεινά τη λάμπα.
«Μου ’πεσε η λάμπα».
Άκουσα τον Φρίντρικ να κάνει ένα βήμα προς το μέρος μου.
«Άγκνες, δεν ξέρω αν έχει πεθάνει». Η φωνή του κόμπιασε στην
τελευταία λέξη. «Δεν μπορώ να καταλάβω αν είναι πεθαμένος».
Η καρδιά μου έμεινε στον τόπο της. Τα δάχτυλά μου παρέλυ-
σαν. Τα ’σπρωχνα πάνω στα σανίδια, πασχίζοντας να βρω τη λά-
μπα, αλλά οι κόμποι μου είχαν μουδιάσει και δεν λύγιζαν. Δεν
τον έχει σκοτώσει. Είναι παιδί. Δεν τον έχει σκοτώσει.
Βρήκα τη λάμπα, τη σήκωσα, το χέρι μου γδάρθηκε στις σκλή-
θρες του ξύλινου πατώματος.
«Άγκνες;»
«Εδώ είμαι!» απάντησα κοφτά. Ο τόνος της φωνής μου με
ξάφνιασε. Δεν έδειχνε πόσο φοβισμένη ήμουν. «Πρέπει ν’ ανά-
ψω τη λάμπα».
«Κάνε γρήγορα», είπε ο Φρίντρικ.
Ψηλαφητά βγήκα στο διάδρομο, όπου υπήρχε ένα μόνο κερί
αναμμένο σ’ ένα καντηλέρι στον τοίχο. Άναψα τη λάμπα και γύ-
ρισα ξανά προς την κάμαρα. Τα χέρια μου έτρεμαν και το φως της
χόρευε ανήσυχα στους γυμνούς τοίχους, έξω από το μαύρο στό-
μα της πόρτας. Όταν έφτασα στο δωμάτιο, ένιωσα το λαιμό μου
να σφίγγεται από το φόβο. Δεν ήθελα να μπω εκεί μέσα. Αλλά έ-
πρεπε να δω τι είχε κάνει ο Φρίντρικ.
Στην αρχή νόμισα ότι με κορόιδευε. Όταν τέντωσα το χέρι μου
να φωτίσω με τη λάμπα το κρεβάτι του Νάταν, είδα τις κουβέρτες
του, είδα το πρόσωπό του με τα μάτια κλειστά. Σαν να κοιμόταν.
Όλα έμοιαζαν εντάξει. Μετά ο Φρίντρικ είπε: «Εδώ, Άγκνες. Φέ-

377
ρε εδώ τη λάμπα». Και καθώς το φως σερνόταν προς το κρεβάτι,
είδα πως το κεφάλι του Πέτουρ ήταν λιωμένο. Το αίμα είχε χυθεί
σκούρο στο μαξιλάρι. Κάτι γυάλιζε στον τοίχο κι όταν κοίταξα κα-
λά, είδα σταγόνες αίμα να κυλούν αργά στα σανίδια.
«Ω, Θεέ μου», είπα. «Ω, Θεέ μου. Ω, Θεέ μου».
Κοίταξα το σφυρί που κρατούσε στα χέρια του κι είχε κάτι κολ-
λημένο πάνω του – μαλλιά. Τότε ξέρασα. Στο πάτωμα.
Ο Φρίντρικ με σήκωσε όρθια. Εξακολουθούσε να κρατάει το
σφυρί, έτοιμος. «Χτύπησες τον Νάταν;» ρώτησα, και ο Φρίντρικ
μου είπε να φέρω τη λάμπα πιο κοντά στο κρεβάτι. Είχε κι ο Νά-
ταν αίματα. Η μια πλευρά του προσώπου του έδειχνε παράξενη,
σαν να ’χε βουλιάξει το ζυγωματικό του και να ’χε γίνει ένα με το
μάγουλο. Κι αυτό που νόμιζα ότι ήταν το αίμα του Πέτουρ είχε
μαζευτεί λιμνούλα στο βαθούλωμα του λαιμού του.
Ένα ουρλιαχτό ξέφυγε τότε από το στήθος μου και η δύναμή
μου χάθηκε. Η λάμπα έπεσε ξανά από τα χέρια μου στο πάτωμα
και το σκοτάδι μας τύλιξε.
Ο Φρίντρικ μάλλον πήγε κι έφερε το κερί από το διάδρομο. Εί-
δα το πρόσωπό του να λάμπει, καθώς έμπαινε στο δωμάτιο. Τό-
τε ακούσαμε κι οι δυο μια φωνή.
«Τι ήταν αυτό;» Ο Φρίντρικ ήρθε βιαστικά δίπλα μου και με
σήκωσε όρθια. Τρέμαμε. Ο ήχος ακούστηκε ξανά. Ένα βογκητό.
«Νάταν;» Πήρα το κερί από τον Φρίντρικ κι έσκυψα πάνω α-
πό το κρεβάτι, κρατώντας το πάνω από το πρόσωπο του Νάταν.
Είδα τα βλέφαρά του να παίζουν στο φως. Προσπάθησε να κου-
νηθεί.
«Τι του ’κανες;» Ο Φρίντρικ ήταν κατάχλωμος, σαν πεθαμέ-
νος. Οι κόρες των ματιών του τόσο διεσταλμένες, που φάνταζαν
κατάμαυρα.
«Το σφυρί…» μουρμούρισε.

378
Ο Νάταν βόγκηξε ξανά κι αυτή τη φορά ο Φρίντρικ έγειρε α-
πό πάνω του ν’ ακούσει.
«Είπε “Βορμ”».
«Βορμ Μπεκ;»
«Μπορεί να ονειρεύεται».
Σταθήκαμε ακίνητοι, παρακολουθώντας τον Νάταν, μήπως
δώσει κι άλλα σημεία ζωής. Η σιωπή μάς πέθαινε. Ξάφνου ο Νά-
ταν άνοιξε αργά το ένα του μάτι και με κοίταξε.
«Άγκνες;» μουρμούρισε.
«Εδώ είμαι», απάντησα. Κι ένα κύμα ανακούφισης με πλημ-
μύρισε. «Νάταν, εδώ είμαι».
Το μάτι του πήγε στον Φρίντρικ. Ύστερα γύρισε το κεφάλι του
και είδε το σπασμένο κρανίο του Πέτουρ. Είδα πως ήξερε τι εί-
χε συμβεί.
«Όχι», είπε βραχνά. «Όχι, όχι, όχι, όχι».
Ο Φρίντρικ έκανε πίσω. Δεν θα τον άφηνα να φύγει.
«Κοίτα τι έκανες!» ψιθύρισα. «Κοίτα το κατόρθωμά σου».
«Δεν το ήθελα! Νάταν, ορκίζομαι». Ο Φρίντρικ δυσκολευόταν
ν’ ανασάνει. Το ματωμένο σφυρί ήταν στα πόδια μας.
Ο Νάταν φώναξε ξανά. Προσπάθησε να σηκωθεί από το κρε-
βάτι, αλλά ούρλιαξε από τον πόνο, όταν στηρίχτηκε στο χέρι του.
Ο Φρίντρικ του το είχε σπάσει.
«Τον ήθελες πεθαμένο!» φώναξα κοιτάζοντας τον Φρίντρικ.
«Τι θα κάνεις τώρα;»
Ακούστηκε ένας γδούπος και γυρίσαμε κι οι δυο κι είδαμε τον
Νάταν πεσμένο στο πάτωμα. Είχε συρθεί με το καλό του χέρι έ-
ξω από το κρεβάτι, αλλά δεν μπορούσε να προχωρήσει πιο πέρα.
«Βοήθησέ με να τον σηκώσουμε», είπα στον Φρίντρικ κι άφη-
σα το κερί κάτω. Αλλά ο Φρίντρικ δεν άντεχε να τον ακουμπή-
σει. Έσκυψα και προσπάθησα να τον τραβήξω μόνη μου, να τον

379
ανασηκώσω για να μπορέσει τουλάχιστον να ακουμπήσει το κε-
φάλι του στο δοκάρι. Αλλά ήταν πολύ βαρύς. Κι όταν είδα πόσο
πρησμένο ήταν το κρανίο του, όταν είδα το αίμα που είχε τρέξει
στην πλάτη του, έχασα όλη μου τη δύναμη: τα μέλη μου έγιναν
νερό. Αγκάλιασα το κεφάλι του και κατάλαβα πώς δεν θα έβγα-
ζε τη νύχτα ζωντανός.
«Φρίντρικ», έλεγε και ξανάλεγε ο Νάταν. «Φρίντρικ, θα σε
πληρώσω. Θα σε πληρώσω».
«Θέλει να σου μιλήσει, Φρίντρικ», είπα. Αλλά ο Φρίντρικ εί-
χε στρέψει αλλού το πρόσωπό του και δεν μας κοίταζε. «Γύρνα»,
τσίριξα. «Γύρνα τουλάχιστον να δεις, να μιλήσεις στον άνθρωπο
που σκότωσες!»
Ο Νάταν σταμάτησε να μουρμουρίζει. Ένιωσα το κορμί του να
τεντώνεται, σήκωσε τα μάτια του και με κοίταξε, το κεφάλι του
ανήμπορο να στηριχτεί στο σβέρκο του. «Άγκνες…»
«Ναι, εγώ είμαι, η Άγκνες. Εδώ είμαι, Νάταν. Εδώ είμαι».
Το στόμα του άνοιξε. Νόμισα ότι προσπαθούσε κάτι να πει,
αλλά από μέσα βγήκε μόνο ρόγχος. Κοίταξα τον Φρίντρικ: στε-
κόταν εκεί, το πρόσωπό του κατάχλωμο, τα μαλλιά του έπεφταν
στα μάτια του κι ήταν κόκκινα από τη μια μεριά, εκεί που το αί-
μα είχε τιναχτεί και τον είχε χτυπήσει. Τα μάτια του ήταν διάπλα-
τα και τρομαγμένα.
«Γιατί το κάνει αυτό;» ρώτησε. Ο Νάταν πνιγόταν, αίμα κυ-
λούσε από το στόμα του στην ποδιά μου.
«Γιατί το κάνει αυτό;» ούρλιαξε ο Φρίντρικ. «Κάν’ τον να στα-
ματήσει!»
Άπλωσα το χέρι μου κι έπιασα το μαχαίρι, που ήταν πεσμέ-
νο στο πάτωμα. «Κάν’ το εσύ! Αποτέλειωσε αυτό που άρχισες!»
Ο Φρίντρικ κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. Το πρόσωπό του
ήταν γκρίζο. Με κοίταζε έντρομος.

380
«Κάν’ το!» είπα. «Θα τον αφήσεις έτσι να αργοπεθαίνει;»
Ο Φρίντρικ έγνεψε ξανά αρνητικά. Τινάχτηκε όταν το αίμα
ξανάρχισε να κυλάει από την πληγή που είχε ο Νάταν στο κεφά-
λι του. «Όχι», είπε. «Δεν μπορώ. Δεν μπορώ».
Ο Νάταν με κοίταξε: τα δόντια του ήταν κόκκινα από το αίμα.
Τα χείλη του σάλεψαν βουβά και κατάλαβα τι προσπαθούσε να
πει.
Το μαχαίρι χώθηκε εύκολα. Τρύπησε το πουκάμισο του Νά-
ταν με μικρές γρήγορες μαχαιριές, που ακούστηκαν σαν αδέξια
φιλιά – δεν θα μπορούσα να σταματήσω ακόμα κι αν το ήθελα.
Η γροθιά μου συνέχισε να τινάζεται, ώσπου ένιωσα μια ξαφνική
ζεστασιά γύρω από τον καρπό μου και κατάλαβα ότι το αίμα του
είχε σκεπάσει το χέρι μου. Η θερμότητά του ήταν εντυπωσια­κ ή
κόντρα στο κρύο της νύχτας. Παράτησα τη λαβή κι έσπρωξα τον
Νάταν μακριά μου, κοιτάζοντας το μαχαίρι. Ήταν μπηγμένο στην
κοιλιά του και το πουκάμισό του ήταν σκούρο και μουσκεμένο και
τσαλακωμένο γύρω από τη λάμα. Για μια στιγμή κοιταχτήκαμε.
Το φως του κεριού έπεσε στο μέτωπό του, στα ματοτσίνορά του.
Και ξαφνικά με πλημμύρισε ευγνωμοσύνη – με κοίταζε με βλέμ-
μα καθαρό. Που έμοιαζε με συγχώρεση.
«Άγκνες». Ο Φρίντρικ ήταν πίσω μου, με τα χέρια του στο κε-
φάλι του. Το σφυρί στο πάτωμα. «Άγκνες, τον σκότωσες».
Ήθελα να κλάψω. Ήθελα να γονατίσω πάνω από το κορμί του
και να θρηνήσω. Αλλά δεν υπήρχε καιρός.
Μισούσα τον Φρίντρικ. Είχε καταρρεύσει, είχε σωριαστεί στο
πάτωμα κι έκλαιγε με λυγμούς, ανάσαινε βαριά, με δυσκολία,
πνιγμένος από κύματα πανικού, που τελειωμό δεν είχαν. Με τα
πολλά σηκώθηκε, λαχανιάζοντας, και τράβηξε το μαχαίρι από
την κοιλιά του Νάταν.
«Τι κάνεις εκεί;» τον ρώτησα. Δεν είχα τη δύναμη να φωνάξω.

381
«Το μαχαίρι είναι δικό μου», είπε ο Φρίντρικ. Το σκούπισε στο
παντελόνι του και γύρισε να βγει από την κάμαρα.
«Περίμενε!» είπα.
Ο Φρίντρικ στράφηκε ανασηκώνοντας τους ώμους του.
«Θα σε κρεμάσουν γι’ αυτό που έκανες», ψέλλισα βραχνά. Ο
Φρίντρικ στάθηκε. Είδα τα δάχτυλά του να σφίγγονται γύρω α-
πό τη ματωμένη λαβή του μαχαιριού.
«Αν με κρεμάσουν εμένα», είπε αργά ρουφώντας τη μύξα του,
«εσένα θα σε κάψουν ζωντανή».
Χαμήλωσα το βλέμμα και είδα το αίμα στα χέρια μου. Στο λαι-
μό μου, στα ρούχα μου. Είδα τη φλόγα του κεριού να τρέμει σε κά-
ποιο αόρατο ρεύμα κι αναρωτήθηκα πώς θα ’ταν αυτό το δωμά-
τιο στο γκρίζο φως της μέρας.
Τότε θυμήθηκα το λίπος της φάλαινας που είχε αγοράσει ο
Νάταν στο Χίντισβικ.

382
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΡΙΑ

22α Δεκεμβρίου 1829

Υπόμνημα: προς τον Μπγιορν Μπλόνταλ, Νομαρχιακό Επίτροπο του


Χούναβατν

Συνημμένα αποστέλλω στην Εντιμότητά σας τα ακόλουθα:

1. Τα πρακτικά της συνεδρίασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου της


25ης Ιουνίου τρέχοντος έτους όσον αφορά με την υπόθεση και την δίω­
ξη των Φρίντρικ Σίγκουρντσον, Άγκνες Μάγκνουσντότιρ και Σιγκρί-
ντουρ Γκουντμουντσντότιρ από τον νομό Χούναβατν, κατηγορουμέ-
νων μεταξύ άλλων για τα εγκλήματα του φόνου, του εμπρησμού και
της κλοπής. Η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου έφθασε εδώ την
20ή τρέχοντος μηνός με ειδική ταχυδρομική αποστολή από το Ρέικια-
βικ.

2. Επικυρωμένο αντίγραφο της επιστολής της Αυτού Μεγαλειό-


τητος του Βασιλέως: Προς τον Κυβερνήτη της Επαρχίας την 26η Αυ-
γούστου, σχετικά με την Σιγκρίντουρ Γκουντμουντσντότιρ. Στην προ-
αναφερθείσα δίδεται χάρη από τον Βασιλέα, αναστέλλεται δε η κα-
ταδίκη της εις θάνατον από το Ανώτατο Δικαστήριο της Κοπεγχάγης.
Σύμφωνα με το σχετικό Βασιλικό Διάταγμα η Σιγκρίντουρ Γκουντμου-
ντσντότιρ θα μεταφερθεί στην Κοπεγχάγη, όπου θα εκτίσει την ποινή
ισόβιας φυλάκισης εργαζόμενη σε φυλακή υπό αυστηρή επιτήρηση.

383
Αποφασίστηκε επίσης ότι οι θανατικές καταδίκες του Ανωτάτου Δι-
καστηρίου σχετικά με τους Φρίντρικ Σίγκουρντσον και Άγκνες Μά-
γκνουσντότιρ ισχύουν και οι κατάδικοι θα εκτελεσθούν.

3. Επικυρωμένο αντίγραφο του εγγράφου της Βασιλικής Γραμμα-


τείας της Δανίας προς τον Κυβερνήτη της Επαρχίας, από 29ης Αυγού-
στου, σχετικά με την εν λόγω υπόθεση, όπου ο Γραμματέας του Βασι-
λέως διατυπώνει την άποψη ότι είναι προτιμότερο οι ένοχοι να τιμω-
ρηθούν στον τόπο όπου διέπραξαν το έγκλημά τους, ή όσο το δυνατόν
πλησιέστερα σ’ αυτόν – και μόνον υπό τον όρο ότι η εκτέλεσή τους δεν
θα προκαλέσει εξέγερση ή απρόβλεπτα γεγονότα. Η σύμφωνη γνώμη
του Κυβερνήτη είναι υποχρεωτική.

4. Την έγκριση, που υπεγράφη σήμερα, για τον Γκούντμουντουρ


Κέτιλσον, αγρότη στο Ιλουγκάσταντιρ, να εκτελέσει τους καταδί-
κους Φρίντρικ Σίγκουρντσον και Άγκνες Μάγκνουσντότιρ, σύμφω-
να με την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Βάσει της έγκρισης
αυτής και λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις σχετικές επιστολές της Βασιλι-
κής Γραμματείας ζητώ από σας, Εντιμότατε, να πράξετε τα δέοντα.
Η Εντιμότης σας θα πρέπει να φροντίσει ώστε οι θανατικές ποινές,
με εξαίρεση την αναφερόμενη στη Βασιλική Επιστολή από την Αυτού
Μεγαλειότητα τον Βασιλέα, να εκτελεσθούν με νόμιμο τρόπο και χω-
ρίς καθυστέρηση ή αναβολή. Η Εντιμότης σας παρακαλείται να απο-
στείλει επιβεβαίωση, μετά την πραγματοποίηση των εν λόγω εκτε-
λέσεων. Εντιμότατε Κύριε, ως Νομαρχιακός Επίτροπος, έχετε το κα-
θήκον να προετοιμάσετε και να εκτελέσετε τους καταδίκους με τον
δέο­ν τα τρόπο, καθώς επίσης και να φροντίσετε ώστε να δοθεί προ-
σοχή και να προληφθούν οι πιθανές περιπλοκές αυτής της κατάστα-
σης. Επιτρέψτε μου, ωστόσο, να επιμείνω να συνυπολογίσετε τις α-
κόλουθες λεπτομέρειες:

384
α. Αν δεν έχει ήδη γίνει, η Εντιμότης σας οφείλει να ορίσει ιερωμέ-
νους, οι οποίοι θα επισκέπτονται καθημερινά τους καταδίκους Φρί-
ντρικ Σίγκουρντσον και Άγκνες Μάγκνουσντότιρ. Οι ιερωμένοι αυ-
τοί υπό την επίβλεψίν σας θα καθοδηγήσουν πνευματικά τους φυλα-
κισμένους και θα τους προσφέρουν θρησκευτική παρηγορία και προε-
τοιμασία έτσι ώστε να βαδίσουν προς το πεπρωμένο τους. Οι ιερωμένοι
θα συνοδεύσουν τους καταδίκους στον τόπο της εκτέλεσής τους.

β. Συμφωνήθηκε ότι η Εντιμότης σας θα αποφασίσει αν η εκτέλε-


ση θα γίνει κοντά στο Ιλουγκάσταντιρ ή σε κάποιο μέρος στο ονομα-
ζόμενο Θίνγκι, ή σε κάποιο ύψωμα (αλλά όχι πολύ ψηλό), έτσι ώστε να
μπορούν να παρακολουθήσουν άλλοι από παντού γύρω.

γ. Αντί για ξύλινο ικρίωμα, Εντιμότατε, μπορείτε να δώσετε οδη-


γίες για την κατασκευή μιας εξέδρας από τύρφη, με κιγκλίδωμα. Η
Εντιμότης σας θα πρέπει επίσης να φροντίσει να τοποθετηθεί επιτό-
που ξύλινη βάση με υποδοχή κατάλληλη για το σαγόνι των μελλοθα-
νάτων. Η ξύλινη αυτή βάση θα πρέπει να καλυφθεί με κόκκινο πανί
από βαμβάκι ή μαλλί.

δ. Ο δήμιος, που έχει επιλεγεί, θα πρέπει να εξασκηθεί μυστικά στο


σπίτι της Εντιμότητός σας, να εκπαιδευθεί κατάλληλα και να ενθαρ-
ρυνθεί, έτσι ώστε να μπορέσει να φέρει εις πέρας την αποστολή του.
Αυτό θα γίνει για να διασφαλιστεί την ώρα εκείνη ότι δεν θα χάσει ού-
τε την πίστη του ούτε την αυτοκυριαρχία του. Ο αποκεφαλισμός πρέ-
πει να γίνει μ’ ένα χτύπημα και χωρίς πόνο για τον κατάδικο. Ο Γκού-
ντμουντουρ Κέτιλσον μπορεί να πιει πολύ μικρή δόση οινοπνευματώ-
δους.

ε. Η Εντιμότης σας θα πρέπει να συγκεντρώσει αρκετούς άντρες

385
από τα γύρω υποστατικά, ώστε να σχηματίσουν δυο-τρεις κύκλους γύ-
ρω από το ικρίωμα. Οι άντρες αυτοί υποχρεούνται να παρευρεθούν
και να παρακολουθήσουν την εκτέλεση, χωρίς να δεχθούν πληρωμή.

ζ. Οι μη έχοντες άδεια δεν επιτρέπεται να μπουν μέσα σ’ αυτούς


τους κύκλους.

η. Όποιος από τους δύο καταδίκους αποφασισθεί να εκτελεσθεί


δεύτερος, δεν θα πρέπει να παρακολουθήσει την εκτέλεση του πρώ-
του. Θα πρέπει να παραμείνει σε μέρος απ’ όπου δεν θα φαίνεται το
ικρίωμα.

θ. Τα νεκρά σώματα πρέπει να ταφούν μετά την εκτέλεση επιτό-


που χωρίς τελετή, σε λευκό σανιδένιο φέρετρο. Απολύτως υψίστης ση-
μασίας είναι η παρουσία της Εντιμότητός σας στον τόπο της εκτέλε-
σης. Σεις, Εντιμότατε, θα αναγνώσετε στους μελλοθανάτους την α-
πόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου και του Βασιλέως. Η παρουσία
της Εντιμότητός σας θα είναι το εχέγγυο της σωστής οργάνωσης και
η εξασφάλιση πως όλα θα γίνουν με τον σωστό και νόμιμο τρόπο. Η Ε-
ντιμότης σας μπορεί να καταχωρήσει στο Νομαρχιακό Αρχείο τις εκτε-
λέσεις σε δανική ή ισλανδική γλώσσα, αλλά η καταχώριση θα πρέπει
να γίνει ορθά και μια μετάφρασή της να αποσταλεί στο γραφείο μου.
Η αναφορά της Εντιμότητός σας θα πρέπει να περιλαμβάνει πλήρη
και λεπτομερή περιγραφή της εκτέλεσης και του τέλους της. Να μην
παραλείπει τέλος ότι ο Γκούντμουντουρ Κέτιλσον ορίσθηκε εκτελε-
στής, καθώς επίσης και πώς έχει αποφασίσει να ξοδέψει τα χρήματα
που θα πάρει για τις υπηρεσίες του, για ποιο σκοπό και λοιπά. Κλείνω
την επιστολή μου αυτή με τις ευχαριστίες μου για την επιστολή Σας α-
πό 20ής Αυγούστου. Εις απάντησιν Σάς γνωστοποιώ ότι το πελέκι θα
πρέπει να επιστραφεί στην Κοπεγχάγη μετά την εκτέλεση. Και ότι η

386
πληρωμή του θα πρέπει να γίνει με τον ίδιον τρόπο που θα πληρωθούν
όλα τα έξοδα αυτής της υπόθεσης.

Γκ. Γιόνσον
ΓΡΑΜΜΑΤEΑΣ ΤΗΣ ΑΥΤΟY ΜΕΓΑΛΕΙOΤΗΤΟΣ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛEΩΣ
ΚΟΠΕΓΧAΓΗ, ΔΑΝIΑ

387
Προς τους Νομαρχιακούς Υπαλλήλους του Σβίναβατν,
του Θόρκελσολ και του Θβέρα

Μετά την καταδικαστική απόφαση της 25ης Ιουνίου του Ανωτάτου


Δικαστηρίου, και την Βασιλική Επιστολή της 26ης Αυγούστου της Αυ-
τού Μεγαλειότητος επιβεβαιώνω διά της παρούσης ότι οι κατάδικοι
Φρίντρικ Σίγκουρντσον και Άγκνες Μάγκνουσντότιρ θα εκτελεσθούν
την Τρίτη, 12η Ιανουαρίου, σ’ ένα μικρό ύψωμα πλησίον του υποστατι-
κού Ράνολα, μεταξύ των υποστατικών Χόλαμπακ και Σβέινσταντιρ.
Μετά τις οδηγίες που έλαβε ο Κυβερνήτης με την επιστολή της
22ας Δεκεμβρίου, σας ζητώ να διατάξετε αγρότες, τους οποίους εσείς
θα επιλέξετε από την Νομαρχία του Σβίναβατν, να προσέλθουν στην
εκτέλεση μαζί σας στον συγκεκριμένο τόπο και την συγκεκριμένη η-
μέρα, το αργότερο ώρα δώδεκα το μεσημέρι. Αυτό πρέπει να γίνει το
συντομότερο δυνατόν. Σύμφωνα με το Κεφάλαιο Επτά του Βιβλίου
του Γιον, που επιγράφεται Mannhelgisbalk και, σύμφωνα με το Κε-
φάλαιο Δύο, που επιγράφεται Thjófnadarbalk, οι αγρότες αυτοί οφεί-
λουν να συμμορφωθούν και να παρευρεθούν στην εκτέλεση. Αν παρα-
κούσουν τις διαταγές σας, θα τους επιβληθεί πρόστιμο. Σας συστήνω
να προειδοποιήσετε σχετικά αυτούς που δυσκολεύονται περισσότε-
ρο ν’ αφήσουν τα υποστατικά τους ή να ταξιδέψουν. Τονίζω ότι κι ε-
σείς οι ίδιοι θα πρέπει να είστε παρόντες στην εκτέλεση.
Αν συμβεί και οι εκτελέσεις δεν είναι δυνατόν να γίνουν εξαιτίας
του καιρού την ορισμένη ημέρα, θα προταθεί η επομένη καιρού επι-
τρέποντος. Και όλοι όσοι έχουν διαταχθεί να παρευρίσκονται, οφεί-
λουν να είναι παρόντες, ως ορίζεται ανωτέρω. Οι εν λόγω άντρες ο-

388
φείλουν επίσης να έχουν προνοήσει για την τροφή και την συντήρησή
τους καθ’ όλην την διάρκεια του ταξιδιού τους, καθώς είναι πιθανές
κάθε είδους αργοπορίες και καθυστερήσεις εξαιτίας του καιρού αυ-
τήν την εποχή του χρόνου.

ΝΟΜΑΡΧΙΑΚΟΣ ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ
Μπγιορν Μπλόνταλ

389
Πέμπτη, 7η Ιανουαρίου 1830

Αξιότιμε, αγαπημένε φίλε και αδελφέ (Μπ. Μπλόνταλ),

Για όσα έχεις κάνει για μένα, για τις πολλές μας συναντήσεις και για
τις οδηγίες και την επιστολή σου της πρωίας της σήμερον, σ’ ευχαρι-
στώ από βάθους καρδίας και σε βεβαιώνω πως πάραυτα θα συναντή-
σω τους ανθρώπους στο Βιντίνταλουρ και θα τους τονίσω να συγκε-
ντρωθούν νωρίς την επόμενη Τρίτη. Μίλησα στην Σιγκρίντουρ για τους
όρους της χάριτος που της δόθηκε και ως εκ τούτου αυτή προσεύχε-
ται στον Θεό και ευχαριστεί τον Βασιλέα για την απέραντη καλοσύ-
νη του. Συγχώρεσε τη βιασύνη μου, ο Θεός κοντά σε σένα και τους δι-
κούς σου. Εύχομαι υγεία και προκοπή την νέα χρονιά και όλες τις ερ-
χόμενες, και σε τούτη τη ζωή και στην άλλη.

Ο πιστός και αφοσιωμένος φίλος σου,


Μπρ. Π. Πέτουρσον του Μιντχόουπ

390
Ισλανδικός ταφικός ύμνος

Η σκέψη μου εις τον Σωτήρα μου,


η ζωή μου εις την φύλαξή του.
Στο χέρι του με κρατά το ισχυρό
όταν κοιμάμαι κι όταν γρηγορώ.
Ο Κύριός μου είναι ο βράχος μου,
η καρτερία και το θάρρος μου.
Ο Χριστός η αληθής ζωή της ψυχής μου.
Ο στύλος μου εν ημέραις συντριβής μου.

Η ζωή μου εν πνεύματι Κυρίου


Και η θανή μου εν πνεύματι Κυρίου.
Καίτοι πορεύομαι εις σκιάν θανάτου
δεν θέλει φοβηθώ ότι Κύριος μετ’ εμού.
Ω Θάνατε, πού η δόξα σου;
Ελθέ, μνήμα! Πού η ισχύς σου;
Τίνα θέλει φοβηθώ; Αρωγός μου ο Κύριος.
Υπερασπιστής και αρωγός μου ο Κύριος.

391
Την έκτη μέρα του Ιανουαρίου ένα δυνατό χτύπημα στην πόρτα
ξύπνησε τον Τότι. Άνοιξε ένα μάτι και είδε το αδύναμο φως στο
δωμάτιο: είχε παρακοιμηθεί. Το χτύπημα συνεχίστηκε. Σηκώ-
θηκε, ακούμπησε αβέβαια τα πόδια του στο πάτωμα, τύλιξε την
κουβέρτα στους ώμους του να μην ξεπαγιάσει και σύρθηκε με τις
κάλτσες ως την πόρτα, ακουμπώντας με το ένα χέρι στον τοίχο για
να στηρίζεται. Τα γόνατά του έτρεμαν.
Ο επισκέπτης ήταν ένας ταχυδρόμος από το Χβάμουρ. Στε-
κόταν στο κατώφλι και χουχούλιαζε τα χέρια του και χτυπούσε τα
πόδια του στη γη για να φυλαχτεί από την πρωινή παγωνιά. Έγνε-
ψε χαιρετώντας και έδωσε στον Τότι ένα μικρό διπλωμένο γράμ-
μα. Ήταν σφραγισμένο με το κόκκινο βουλοκέρι του Μπλόνταλ,
που έμοιαζε με αίμα πάνω στο ανοιχτόχρωμο χαρτί.
«Ο ιεροδιάκονος εφημέριος Θόρβαρδουρ Γιόνσον;»
«Ναι».
Η μύτη του άντρα είχε κοκκινίσει από το κρύο. «Συγγνώμη για
την καθυστέρηση. Ο καιρός ήταν πολύ άσχημος και δεν μπόρε-
σα να έρθω νωρίτερα».
Ο Τότι κάλεσε τον άντρα να περάσει μέσα να πιει ένα φλιτζά-
νι καφέ, αλλά αυτός κοίταξε προς το βορινό διάσελο ανήσυχος.
«Με το συμπάθιο, πάτερ, αλλά θα φύγω αμέσως. Θα χιονίσει και
δεν θέλω να με προλάβει στο δρόμο».
Ο Τότι στερέωσε την πόρτα και πήγε στην κουζίνα να συδαυ-
λίσει τη φωτιά. Πού ήταν ο πατέρας του; Κρέμασε ένα τσουκάλι

392
με νερό πάνω από τη θράκα να βράσει και με αργές κινήσεις τρά-
βηξε ένα σκαμνί κοντά στην πυροστιά. Όταν συνήλθε από τη ζά-
λη του, έσπασε το βουλοκέρι κι άνοιξε το φάκελο.
Τρεις φορές το διάβασε το γράμμα ο Τότι, ύστερα το άφησε
στα γόνατά του και κάρφωσε το βλέμμα του στη φωτιά. Δεν ήταν
δυνατόν. Όχι έτσι. Όχι με τόσα πολλά ακάμωτα κι ανείπωτα. Και
μ’ αυτόν να λείπει από κοντά της. Σηκώθηκε απότομα, η κουβέρ-
τα γλίστρησε από τους ώμους του. Κατευθύνθηκε με βήματα αβέ-
βαια προς την κάμαρα. Είχε ανοίξει το μπαούλο του και τραβού-
σε έξω τα ρούχα του, χώνοντας μια αλλαξιά στο δισάκι του, όταν
ο πατέρας του μπήκε στο σπίτι.
«Τότι; Τι έγινε; Γιατί ντύνεσαι; Δεν έχεις γίνει ακόμα καλά!»
Ο Τότι άφησε το καπάκι του μπαούλου να κλείσει με κρότο και
κούνησε το κεφάλι του. «Η Άγκνες. Θα την εκτελέσουν σ’ έξι μέ-
ρες. Και έλαβα το γράμμα σήμερα». Κάθισε βαριά στο κρεβάτι
του και προσπάθησε να βάλει τη μια του μπότα.
«Δεν είσαι σε κατάσταση να ταξιδέψεις».
«Είναι πολύ ξαφνικό, πατέρα. Την εγκατέλειψα».
Ο γερο-εφημέριος κάθισε δίπλα στον γιο του. «Δεν είσαι ακό-
μα καλά», είπε αυστηρά. «Το κρύο θα σε σκοτώσει. Χιονίζει έξω».
Το κεφάλι του Τότι ταλαντεύτηκε. «Πρέπει να πάω στο Κορν­
σάου. Αν φύγω τώρα, ίσως γλιτώσω τη χιονοθύελλα».
Ο εφημέριος Γιον ακούμπησε βαρύ το χέρι του στον ώμο του
γιου του. «Τότι, ούτε να ντυθείς δεν μπορείς. Θα πεθάνεις για
χάρη μιας φόνισσας».
Ο Τότι κοίταξε τον πατέρα του αγριεμένος, τα μάτια του ά-
στραψαν θυμωμένα. «Κι ο Υιός του Θεού; Εκείνος πέθανε μόνο
για τους δίκαιους;»
«Δεν είσαι ο Υιός του Θεού. Αν πας, θα σκοτωθείς».
«Φεύγω».

393
«Σου το απαγορεύω».
«Είναι θέλημα Θεού».
Ο γερο-εφημέριος κούνησε το κεφάλι του. «Είναι αυτοκτονία.
Είναι ενάντια στον Θεό».
Ο Τότι σηκώθηκε με δυσκολία. Κοίταξε τον πατέρα του. «Ο
Θεός θα με συγχωρήσει».
Η εκκλησία ήταν παγωμένη. Ο Τότι σύρθηκε ως το ιερό και έ-
πεσε στα γόνατα. Ένιωθε τα χέρια του να τρέμουν, το δέρμα του
να πονάει κάτω από τις πολλές στρώσεις των ρούχων. Η οροφή
κυμάτιζε από πάνω του.
«Κύριε Θεέ…» Η φωνή του έσπασε. «Ελέησέ την», συνέχισε.
«Ελέησέ μας όλους».

Η Μαργκρέτ έριχνε ένα σάλι στο κεφάλι της για να πάει να φέρει
λίγη ξερή κοπριά από το κελάρι, όταν άκουσε κάποιον να ξύνει το
χιόνι στην εξώπορτα. Περίμενε. Η πόρτα μισάνοιξε.
«Εσύ είσαι, Γκούντμουντουρ;» ρώτησε και βγήκε βιαστικά α-
πό την κάμαρα – για να συναντήσει στα μισά του διαδρόμου τον
Τότι, με το πρόσωπο κάτασπρο και κόμπους ιδρώτα να γυαλίζουν
στο μέτωπό του. «Χριστέ και Κύριε… Πάτερ! Είσαι σαν πεθαμέ-
νος! Πώς αδυνάτισες έτσι;»
«Μαργκρέτ, είναι ο άντρας σου εδώ;» Ο τόνος της φωνής του
ήταν όλο βιασύνη κι ανησυχία.
Η Μαργκρέτ έγνεψε καταφατικά και κάλεσε τον Τότι στην
κάμαρα. «Κάθισε στο καλό δωμάτιο», είπε τραβώντας την κουρ-
τίνα. «Δεν θα ’πρεπε να βγεις στο δρόμο με τέτοιο παλιόκαιρο.
Θεέ μου, εσύ τρέμεις! Όχι, όχι, έλα στην κουζίνα να ζεσταθεί το
κοκκαλάκι σου. Τι έγινε;»

394
«Είχα αρρωστήσει». Η φωνή του Τότι ήταν βραχνή. «Είχα πυ-
ρετό, είχε πρηστεί ο λαιμός και το λαρύγγι μου, νόμιζα πως θα
πνιγώ». Κάθισε βαριά. «Γι’ αυτό δεν ερχόμουν». Κόμπιασε βα-
ριανασαίνοντας. «Δεν μπορούσα να ’ρθω».
Η Μαργκρέτ τον κοίταξε. «Πάω να ειδοποιήσω τον Γιον». Σι-
γανά φώναξε τη Λάουγκα να ’ρθει και να βοηθήσει τον εφημέριο
να βγάλει το χιονισμένο πανωφόρι του.
Λίγα λεπτά αργότερα ο Γιον και η Μαργκρέτ μπήκαν στην
κουζίνα.
«Εφημέριε», τον καλωσόρισε με θέρμη ο Γιον δίνοντας στον
Τότι το χέρι του. «Χαίρομαι που σε βλέπω. Η γυναίκα μου είπε ό-
τι ήσουν άρρωστος;»
«Πού είναι η Άγκνες;» τον έκοψε ο Τότι.
Η Μαργκρέτ και ο Γιον κοιτάχτηκαν. «Με την Κριστίν και τη
Στέινα. Να τη φωνάξω;» ρώτησε η Μαργκρέτ.
«Όχι, όχι ακόμα», είπε ο Τότι. Έβγαλε με κόπο το γάντι του και
έψαξε στον κόρφο του. «Ορίστε». Καταπίνοντας με δυσκολία έ-
δωσε στον Γιον το γράμμα του Νομαρχιακού Επιτρόπου.
«Τι είναι αυτό;» ρώτησε ο Γιον.
«Από τον Μπλόνταλ. Όρισε την ημερομηνία εκτέλεσης της
Άγκνες».
Της Λάουγκα της ξέφυγε μια μικρή τρομαγμένη φωνή.
«Πότε είναι;» ρώτησε ήσυχα ο Γιον.
«Στις δώδεκα Ιανουαρίου. Και σήμερα έχουμε έξι. Δεν σας ει-
δοποίησαν;» ρώτησε ο Τότι.
Ο Γιον κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Όχι. Η κακοκαιρία
μας έχει κλείσει όλους μέσα».
Ο Τότι κούνησε θλιμμένος το κεφάλι του. «Καλά. Τώρα το μάθατε».
Η Λάουγκα κοίταξε τον εφημέριο, μετά τον πατέρα της. «Θα
της το πείτε;»

395
Η Μαργκρέτ άπλωσε το χέρι της κι έπιασε το χέρι του Τότι. Τον
κοίταξε. «Είσαι πολύ ζεστός. Θα πάω να τη φέρω», είπε. «Καλύ-
τερα να τ’ ακούσει από σένα».

Ο εφημέριος μού μιλάει, αλλά δεν ακούω τι μου λέει, είναι σαν να
’μαστε όλοι κάτω από το νερό, το φως τρέμει πάνω από τα κεφά-
λια μας και βλέπω τα χέρια του εφημέριου να κουνιούνται μπρο-
στά μου, παίρνει τα χέρια μου, τ’ αφήνει, μοιάζει με τον πνιγμέ-
νο που παλεύει να κρατηθεί από κάπου για ν’ ανέβει ξανά στην
επιφάνεια. Μοιάζει σκελετός. Από πού ήρθε, πού βρέθηκε όλο
αυτό το νερό; Νομίζω πως δεν μπορώ ν’ ανασάνω.
Άγκνες, λέει. Άγκνες, θα είμαι εκεί. Μαζί σου.
Άγκνες, λέει ο εφημέριος.
Είναι ευγενικός, με πλησιάζει, τραβάει το σώμα μου πιο κο-
ντά στο δικό του, αλλά δεν τον θέλω κοντά μου. Το στόμα του α-
νοίγει και κλείνει σαν του ψαριού, τα κόκκαλα στο πρόσωπό του
είναι σαν μαχαίρια κάτω από το δέρμα του, αλλά δεν μπορώ να
τον βοηθήσω, δεν ξέρω τι θέλει. Αυτοί, που κανείς δεν τους σέρ-
νει με το ζόρι στον θάνατο, δεν καταλαβαίνουν πόσο σκληρή και
κοφτερή γίνεται η καρδιά. Ώσπου φτάνει να είναι μια φωλιά α-
πό πέτρες μ’ ένα κλούβιο αυγό μέσα της. Είμαι στέρφα. Τίποτα
δεν θα βλαστήσει πια από μέσα μου. Είμαι το ψόφιο ψάρι που ξε-
ραίνεται στον κρύο αέρα. Είμαι το άψυχο πουλί στην ακτή. Είμαι
στεγνή, φοβάμαι πως δεν θα ’χω ούτε αίμα να τρέξει, όταν θα με
σύρουν και θα μου κόψουν με το πελέκι το κεφάλι μου. Όχι, ακό-
μα ζεστή είμαι, το αίμα σφυρίζει στις φλέβες μου ακόμα, δυνα-
τά σαν τον άνεμο. Τραντάζει την άδεια φωλιά, ρωτάει πού πή-
γαν όλα τα πουλιά, πού πήγαν;

396

«Άγκνες; Άγκνες; εδώ είμαι. Μαζί σου». Ο Τότι την κοιτάζει με


αγωνία. Η γυναίκα έχει καρφώσει το βλέμμα στο πάτωμα, ανα-
σαίνει βαριά, ταλαντεύεται ρυθμικά, η καρέκλα της τρίζει. Έ-
νιωσε δάκρυα να τον γρατζουνίζουν στο πίσω μέρος του λαιμού
του, αλλά η παρουσία των άλλων τον εμπόδισε: η Μαργκρέτ, ο
Γιον, η Στέινα και η Λάουγκα πίσω του, οι εργάτες στο άνοιγμα
της πόρτας, περιμένοντας.
«Να της δώσουμε λίγο νερό», είπε η Στέινα.
«Όχι», είπε ο Γιον. Στράφηκε προς τους εργάτες. «Μπγιάρνι!
Άντε φέρε λίγο μπράντι!»
Το μπουκάλι ήρθε και η Μαργκρέτ το κόλλησε στα χείλη της Ά-
γκνες. «Πιες», είπε καθώς η Άγκνες προσπάθησε να καταπιεί μια
γουλιά, χύνοντας το περισσότερο στο σάλι της. «Θα σου κάνει καλό».
«Πόσες μέρες;» ψιθύρισε βραχνά η Άγκνες. Ο Τότι είδε τα νύ-
χια της χωμένα στο μπράτσο της.
« Έξι μέρες», απάντησε σιγανά. Άπλωσε και πήρε τα χέρια
της στα δικά του. «Αλλά είμαι εδώ, δεν θα σ’ αφήσω μόνη σου».
«Πάτερ; Τότι;»
«Ναι, Άγκνες;»
«Αν τους παρακαλέσω; Αν πάω στον Μπλόνταλ και τον παρα-
καλέσω; Μπορεί ν’ αλλάξει γνώμη, να κάνει αίτηση να πάρω κι
εγώ χάρη. Μπορείς να του μιλήσεις; Να μεσολαβήσεις για μένα,
πάτερ; Αν πας και του μιλήσεις και του εξηγήσεις, θα σ’ ακούσει
νομίζω. Πάτερ, δεν μπορούν…»
Ο Τότι ακούμπησε το τρεμάμενο χέρι του στον ώμο της γυναί-
κας. «Είμαι εδώ για σένα, Άγκνες. Εδώ είμαι».
«Όχι!» Τον έσπρωξε μακριά της. «Όχι! Πρέπει να τους μιλή-
σουμε! Πρέπει να τους αναγκάσεις να σ’ ακούσουν!»

397
Ο Τότι άκουσε τη Μαργκρέτ να στενάζει κοφτά. «Δεν είναι δί-
καιο», την άκουσε να μουρμουρίζει. «Δεν έφταιγε».
«Τι;» Ο Τότι γύρισε. «Σου μίλησε;» Κάποιος έκλαιγε πίσω του,
μια από τις δυο κόρες.
Η Μαργκρέτ έγνεψε καταφατικά, δάκρυα κυλούσαν από τα
μάτια της. «Μια βραδιά. Μείναμε ως αργά ξάγρυπνες. Δεν είναι
δίκαιο», ξανάπε. «Ω, Θεέ μου. Δεν μπορούμε να κάνουμε τίπο-
τα; Τότι; Πώς μπορούμε να την βοηθήσουμε;» Πριν προλάβει να
της απαντήσει, η Μαργκρέτ βγήκε από την κουζίνα κρύβοντας
το πρόσωπό της στα χέρια της. Η ανάσα της ακουγόταν πνιχτή,
δύσκολη. Ο Γιον την ακολούθησε.
Η Άγκνες έτρεμε κοιτάζοντας τα χέρια της.
«Δεν μπορώ να τα κουνήσω», είπε σιγανά. Σήκωσε τα μάτια
της στον Τότι. «Δεν μπορώ να κουνήσω τα χέρια μου».
Ο Τότι πήρε τα παγωμένα της χέρια στα δικά του. Δεν ήξερε
ποιος από τους δυο τους έτρεμε περισσότερο.
«Είμαι εδώ, Άγκνες. Είμαι δίπλα σου». Άλλο τίποτα δεν μπο-
ρούσε να πει.

Δεν καταρρέω, σκέφτομαι τα μικρά πράγματα. Συγκεντρώνω


το μυαλό μου στο λινό σεντόνι που ακουμπάει στο δέρμα μου.
Ανασαίνω όσο πιο βαθιά, όσο πιο αθόρυβα μπορώ.
Τώρα έρχεται ο σκοτεινός ουρανός και ο κρύος αέρας, που σε
διαπερνάει σαν να μην είσαι εκεί, περνάει από μέσα σου σαν να
μην τον νοιάζει αν είσαι ζωντανός ή πεθαμένος, γιατί εσύ θα ’χεις
φύγει, αλλά ο αέρας θα είναι ακόμα εδώ, θα γλείφει το χορτάρι,
θα το κολλάει στη γη, δεν θα νοιάζεται αν το χώμα θα ’ναι πα-
γωμένο ή αν ο πάγος θα ’χει λιώσει, γιατί θα παγώσει ξανά, και

398
θα λιώσει ξανά, και σύντομα τα κόκκαλά σου, που τώρα είναι ζε-
στά, τα ζεσταίνει το αίμα και το πηχτό τους μεδούλι, σύντομα θα
είναι ξερά και θα τριφτούν και θα παγώνουν και θα λιώνουν με
το βάρος του χώματος απάνω σου, και τις τελευταίες στάλες από
την υγρασία του κορμιού σου θα τις ανεβάσει το χορτάρι στην ε-
πιφάνεια της γης και θα ’ρθει πάλι ο αέρας και θα το σπρώξει πί-
σω, θα σε χώσει ξανά στις πέτρες και στο χώμα ή θα σε γραπώσει
στα νύχια του και θα σε πάρει μαζί του πέρα στη θάλασσα, μέσα
στο άγριο ουρλιαχτό της χιονοθύελλας.

Ο εφημέριος Τότι έμεινε ξύπνιος ως αργά με την Άγκνες, ώσπου


τελικά εκείνη αποκοιμήθηκε. Η Μαργκρέτ τον παρακολουθού-
σε ανήσυχη από τη γωνιά της κάμαρας. Τον είχε πάρει κι εκείνον
ο ύπνος, καθιστό, ακουμπισμένο στο κεφαλάρι του κρεβατιού.
Τον είδε να τρέμει κάτω από την κουβέρτα που του είχε ρίξει πά-
νω του. Η Μαργκρέτ σκέφτηκε να τον ξυπνήσει και να τον βά-
λει σ’ ένα άδειο κρεβάτι, αλλά αποφάσισε να μην το κάνει. Δεν
θα ’τανε εύκολο.
Με τα πολλά η Μαργκρέτ άφησε το πλέξιμο. Θυμήθηκε τότε
που είχε πεθάνει η Χγιέρντις. Δεν την είχε ξανασκεφτεί τη μακα-
ρίτισσα από τις πρώτες μέρες μετά την άφιξη της Άγκνες. Αλλά
αυτό τώρα – η σκοτεινή αναμονή του θανάτου, το φως που έκαι-
γε μέχρι αργά μέσα στη νύχτα, το εξαντλητικό κλάμα. Όλα αυ-
τά της ξανάφεραν τη Χγιέρντις στο μυαλό. Η Μαργκρέτ κοίτα-
ξε τους υπόλοιπους που κοιμούνταν. Η Λάουγκα μόνο έλειπε α-
πό το κρεβάτι της.
Η Μαργκρέτ σηκώθηκε από την καρέκλα να πάει να βρει την
κόρη της και σχεδόν αμέσως την έπιασε βήχας δυνατός, που την

399
έριξε στα γόνατα. Σπαρτάρησε στα σανίδια, ώσπου ένα πηχτό μα-
τωμένο φλέγμα βγήκε από τα πνευμόνια της. Έμεινε εκεί, ανή-
μπορη να σηκωθεί, στα τέσσερα, λαχανιάζοντας, ώσπου να νιώ-
σει ξανά δυνατή και να μπορέσει να σηκωθεί.
Δεν τη βρήκε αμέσως τη Λάουγκα. Δεν ήταν ούτε στη ζεστα-
σιά της κουζίνας, ούτε στο καμαράκι όπου έπηζαν το γάλα. Η
Μαργκρέτ μπήκε στο σκοτεινό κελάρι κρατώντας ψηλά το κερί.
«Λάουγκα;»
Άκουσε κάτι από τη γωνιά, πίσω από τα βαρέλια.
«Λάουγκα, είσαι εδώ;»
Το φως του κεριού έριξε σκιές στους τοίχους, πριν φωτίσει κά-
ποιον πίσω από ένα μισογεμάτο τσουβάλι πλιγούρι.
«Μάνα;»
«Τι κάνεις εδώ, Λάουγκα;» Η Μαργκρέτ πήγε ως εκεί πλησιά­
ζοντας το κερί στο πρόσωπο της κόρης της.
Η Λάουγκα μισόκλεισε τα μάτια στο ξαφνικό φως και βιάστη-
κε να σηκωθεί. Τα μάτια της ήταν κόκκινα. «Τίποτα».
«Είσαι ταραγμένη;»
Η Λάουγκα ανοιγόκλεισε τα μάτια της, τα ’τριψε γρήγορα.
«Όχι, Μάνα».
Η Μαργκρέτ την κοίταξε με προσοχή. «Σ’ έψαχνα», είπε.
« Ήθελα να μείνω λίγο μόνη μου».
Κοιτάχτηκαν για μια στιγμή στο τρεμάμενο φως του κεριού.
«Πάμε στο κρεβάτι, λοιπόν», είπε τέλος η Μαργκρέτ. Και δί-
νοντας το κερί στη Λάουγκα την ακολούθησε έξω από το δωμάτιο.

Δεν υπήρχε πουγκί. Ο Φρίντρικ δεν τα βρήκε τα λεφτά που γύ-


ρευε. Άγκνες, Άγκνες, πού τα ’χει κρυμμένα; Στο μπαούλο εί-

400
ναι; Αλλά ήταν αργά, τα δάχτυλά μου γλιστρούσαν από το λίπος
της φάλαινας που είχα πασαλείψει στο ξύλο, από το αίμα που εί-
χε χυθεί στο πάτωμα. Η λάμπα είχε ήδη τιναχτεί στα σανίδια και
η Σίγκα είχε ήδη ουρλιάξει στο άκουσμα του γυαλιού που γινό-
ταν κομμάτια.

Προσπαθούν να μου δώσουν να φάω, αλλά…, Τότι…, δεν μπορώ.


Δεν μπορώ να φάω. Μη με ταΐζεις, γιατί θα σε δαγκώσω, θα δα-
γκώσω το χέρι που με ταΐζει, το χέρι που αρνείται να μ’ αγαπήσει,
το χέρι που μ’ εγκαταλείπει. Πού είναι το πετραδάκι μου; Δεν κα-
ταλαβαίνεις! Δεν έχω τίποτα να σου πω, πού είναι τα κοράκια; Ο
Γιόας τα ’διωξε όλα, δεν μου μιλάνε, δεν είναι δίκαιο. Βλέπεις;
Βλέπεις τι κάνω για να μου μιλήσουν; Τρώω πέτρες, σπάω τα δό-
ντια μου. Αλλά αυτά δεν μου μιλάνε. Μόνο ο αέρας. Μόνο ο αέ-
ρας μιλάει, αλλά τα λόγια του δεν βγάζουν νόημα, ουρλιάζει σαν
να μοιρολογάει τον κόσμο κι απάντηση δεν περιμένει.

Θα χαθείς. Δεν υπάρχει τελευταία κατοικία, δεν υπάρχει κηδεία,


δεν υπάρχει ταφή, μόνο ένα ασταμάτητο σκόρπισμα, ένα ταξίδι
που σπάει σε χίλια άλλα άσκοπα, ένα ταξίδι που σε πάει παντού
χωρίς να σου προσφέρει δρόμο για να γυρίσεις στο σπίτι, αφού
δεν υπάρχει σπίτι, υπάρχει μόνο αυτό το κρύο νησί και ο σκοτει-
νός εαυτός σου ίσα που κρατιέται πάνω του, ώσπου ν’ αρχίσεις κι
εσύ να ουρλιάζεις σαν τον αέρα και να μιμείσαι τη μοναξιά του,
σπίτι δεν έχεις να γυρίσεις, θα χαθείς, η σιωπή θα σε πάρει δική
της, θα ρουφήξει τη ζωή σου στα μαύρα της νερά, θα τινάξει σαν
σπίθες όποια άστρα μπορεί να σε θυμούνται, αλλά κι αν ακόμα
σε θυμούνται, δεν θα το πουν, δεν θα το πουν, κι αν κανείς δεν

401
λέει πια το όνομά σου, τότε σ’ έχουν ξεχάσει, μ’ έχουν ξεχάσει.

Τη νύχτα πριν την εκτέλεση, η οικογένεια στο Κορνσάου μαζεύ-


τηκε στην κάμαρα. Η Στέινα, με δάκρυα στα μάτια, είχε ανάψει
όλες τις λάμπες, όσες μπόρεσε να βρει, και τις είχε βάλει γύρω γύ-
ρω, να διώξει τις σκιές που χώνονταν στις γωνιές. Οι εργάτες κά-
θονταν στα κρεβάτια τους, με τις πλάτες στον τοίχο, παρακολου-
θώντας αμίλητοι τον Τότι και την Άγκνες, δίπλα δίπλα στο κρε-
βάτι της. Κρατιούνταν από τα χέρια κι ο εφημέριος της μιλούσε
σιγανά. Εκείνη κοίταζε το πάτωμα, τρέμοντας.
Ο Γιον, που είχε πάει να ταΐσει τα ζωντανά, μπήκε και κάθισε
στο κρεβάτι δίπλα στη Μαργκρέτ, σκύβοντας αργά να λύσει τις
μπότες του. Η Μαργκρέτ άφησε το πλεχτό της και σηκώθηκε να
τον βοηθήσει να βγάλει το σακάκι του, ύστερα στάθηκε κρατώ-
ντας το τριμμένο ρούχο μακριά από το κορμί της.
«Μάνα;» Η Στέινα σηκώθηκε από κει που καθόταν δίπλα στη
Λάουγκα, η οποία κοίταζε με βλέμμα απλανές το φιτίλι της λά-
μπας. «Μάνα, δώσ’ το σε μένα».
Η Μαργκρέτ έσφιξε τα χείλια της και αμίλητη έδωσε στη Στέι­
να το βρεγμένο πανωφόρι. Έπειτα γονάτισε αργά και πνίγοντας
το βήχα της σύρθηκε πιο κοντά στο κρεβάτι. Η κόρη της την είδε
να ψάχνει από κάτω. «Στέινα;»
Η Στέινα έσκυψε και βοήθησε τη Μαργκρέτ να τραβήξει έ-
ξω ένα ζωγραφιστό μπαούλο. «Βάλ’ το στο κρεβάτι, εκεί, δίπλα
στον Γιον». Με δυσκολία η Στέινα σήκωσε το ξύλινο μπαούλο και
το ακούμπησε στις κουβέρτες. Σκόνη σηκώθηκε. Με αργές κινή-
σεις η Μαργκρέτ ξεθηλύκωσε το σιδερένιο μάνταλο. Μέσα στο
μπαού­λο είχε ρούχα.

402
Η Μαργκρέτ έριξε μια ματιά στην Άγκνες, που έτρεμε στο
πλευρό του εφημέριου, έψαξε μέσα στο μπαούλο κι έβγαλε α-
πό μέσα ένα ωραίο μάλλινο σάλι. Χωρίς να πει λέξη πήγε κοντά
της, κούνησε το κεφάλι της στον Τότι, έγειρε μπροστά και το ’ρι-
ξε στους ώμους της γυναίκας.
Ο Τότι κοίταξε το πρόσωπο της Μαργκρέτ στο μισόφωτο και
χαμογέλασε με σφιγμένα χείλη. Ήταν χλωμός.
Οι υπόλοιποι κοίταζαν τη Μαργκρέτ, που συνέχισε να ψάχνει
το μπαούλο αμίλητη. Έβγαλε από μέσα μια φούστα μαύρη με κε-
ντημένο στρίφωμα και την ακούμπησε προσεκτικά στα σεντόνια
δίπλα της. Μετά έκανε το ίδιο μ’ ένα άσπρο μπαμπακερό πουκά-
μισο, ένα κεντητό γιλέκο, τέλος μια ποδιά με ρίγες. Με τα δυο
της χέρια ίσιωσε κι έστρωσε τα ρούχα, όπου είχαν τσαλακωθεί.
«Τι κάνεις, Μάνα;» ρώτησε η Στέινα.
«Είναι το λιγότερο που μπορούμε να κάνουμε», απάντησε η
Μαργκρέτ. Κοίταξε γύρω της μέσα στην κάμαρα, σαν να περί-
μενε κάποιον να της φέρει αντίρρηση, μετά έκλεισε το μπαούλο
και έκανε νόημα στη Στέινα να το βάλει ξανά στη θέση του, κά-
τω από το κρεβάτι.
Για μια στιγμή η Μαργκρέτ στάθηκε ακίνητη, κοιτάζοντας
προς το μέρος της Λάουγκα. Έπειτα διέσχισε με λίγα γρήγορα βή-
ματα την κάμαρα και άπλωσε το χέρι της.
«Την καρφίτσα σου», είπε. Η Λάουγκα σήκωσε το βλέμμα, μι-
σάνοιξε το στόμα της. Δίστασε, ύστερα σηκώθηκε κι έσκυψε κά-
τω από το κρεβάτι της. Αργά έδωσε στη μάνα της την καρφίτσα
και κάθισε ξανά στη θέση της, ανοιγοκλείνοντας τα μάτια της για
να μην κυλήσουν τα δάκρυα. Η Μαργκρέτ ακούμπησε την αση-
μένια καρφίτσα στο γιλεκάκι, πάνω στο κρεβάτι. Και ξανάπια-
σε το πλέξιμο.

403

Ο κόσμος σταμάτησε να χιονίζει, σταμάτησε να κινείται. Τα σύν-


νεφα κρέμονται ασάλευτα στον αέρα σαν νεκρά κορμιά. Μόνο
τα κοράκια κινούνται. Και η οικογένεια του Κορνσάου. Αλλά δεν
τους ξεχωρίζω: όλοι στα μαύρα, κόβουν κύκλους γύρω μου, πε-
ριμένουν να φάνε. Πού πήγε ο χρόνος; Έφυγε με το καλοκαίρι.
Τώρα είμαι πέρα από το χρόνο. Πού είναι ο εφημέριος; Περιμέ-
νει στην όχθη του ποταμού, στο Γκιόνγκουσκορντ. Ψάχνει ένα
σκελετό μέσα στα μούσκλια, μέσα στη λάβα, μέσα στις στάχτες.
Η Μαργκρέτ απλώνει το χέρι της και παίρνει το δικό μου, μου
σφίγγει τα δάχτυλα τόσο δυνατά που πονάω. Πονάω.
«Δεν είσαι τέρας», μου λέει. Το πρόσωπό της είναι κόκκινο,
δαγκώνει το χείλι της, δαγκώνεται. Τα δάχτυλά της, μπλεγμένα
στα δικά μου, είναι ζεστά, ιδρωμένα.
«Θα με σκοτώσουν». Ποιος το είπε αυτό; Εγώ το είπα αυτό;
«Θα σε θυμόμαστε, Άγκνες». Σφίγγει κι άλλο τα δάχτυλά μου,
θα φωνάξω από τον πόνο. Και βάζω τα κλάματα. Δεν θέλω να με
θυμούνται, θέλω να είμαι εδώ!
«Μαργκρέτ!»
«Εδώ είμαι, Άγκνες. Μη φοβάσαι, κορίτσι μου. Κορίτσι μου».
Κλαίω και το στόμα μου είναι ανοιχτό και το νιώθω γεμάτο,
κάτι μέσα στο στόμα μου με πνίγει, το φτύνω. Ένα πετραδάκι πέ-
φτει κάτω. Κοιτάζω τη Μαργκρέτ, δεν το είδε, δεν το πρόσεξε.
«Το πετραδάκι ήταν στο στόμα μου», λέω και ζαρώνει το μέτωπο,
επειδή δεν καταλαβαίνει. Δεν προλαβαίνω να της εξηγήσω, έχει
δώσει τα χέρια μου στη Στέινα, σαν να ’μαι κάτι που θα το μοιρα-
στούνε όλοι, σαν να ’μαι ένα κομμάτι ψωμί που θα το κοινωνή-
σουν. Τα δάχτυλα της Στέινα είναι παγωμένα. Αφήνει τα χέρια
μου και τυλίγει τα μπράτσα της στο λαιμό μου. Ο ήχος των λυγ-

404
μών της ακούγεται δυνατός στ’ αυτιά μου, αλλά μένω κολλημέ-
νη πάνω της, γιατί το κορμί της είναι ζεστό κι ούτε θυμάμαι πότε
μ’ αγκάλιασαν τελευταία φορά έτσι, πότε ήταν η τελευταία φορά
που κάποιος θέλησε ν’ ακουμπήσει το μάγουλό του στο δικό μου.
«Λυπάμαι πολύ», ακούω τον εαυτό μου να λέει. «Λυπάμαι τό-
σο πολύ». Αλλά δεν ξέρω γιατί λυπάμαι. Όλοι μιλάνε και φουσκί-
τσες αέρα βγαίνουν από το στόμα τους, σφίγγω τα δόντια, βάζω
τα δυνατά μου να μην κλάψω, η πλάτη μου πονάει από την προ-
σπάθεια που κάνω να μην κλάψω, αλλά κλαίω, τα δάκρυα κυ-
λούν στα μάγουλά μου, δεν ξέρω, μπορεί να μην είναι δικά μου,
μπορεί να είναι της Στέινα. Όλα είναι βρεγμένα. Είναι ο ωκεανός.
«Θα με πνίξουν;» ρωτάω. Και κάποια κουνάει αρνητικά το κε-
φάλι της. Η Λάουγκα. «Άγκνες», λέει. Κι εγώ λέω: «Είναι η πρώ-
τη φορά που με φωνάζεις με τ’ όνομά μου». Κι αυτό είναι, καταρ-
ρέει, σωριάζεται, σαν να την χτύπησα στο στομάχι.
«Πρέπει να πηγαίνουμε», λέει ο Τότι και θέλω να γυρίσω να
τον δω, αλλά δεν μπορώ, γιατί είμαστε όλοι κάτω από το νερό κι
εγώ δεν ξέρω κολύμπι.
«Εδώ». Ένα χέρι πιάνει το μπράτσο μου και με σηκώνει στον
αέρα. Για μια στιγμή ο ουρανός έρχεται πιο κοντά, για μια στιγμή
μου φαίνεται πως θα κουτουλήσω τα σύννεφα, αλλά ύστερα βλέ-
πω ότι μ’ έχουν βάλει πάνω σ’ ένα άλογο, σαν κουφάρι θα με πάνε
στον τάφο, σαν πεθαμένη γυναίκα θα με θάψουν στη γη, το χώ-
μα θα με καταπιεί σαν να ’μαι πέτρα. Στον ουρανό πετούν κορά-
κια, μα ποιο πουλί είναι αυτό που πετάει κάτω από το νερό; Ποιο
πουλί μπορεί να κελαηδήσει χωρίς πέτρες από κάτω να τ’ ακούν;
Ο Νάταν θα ήξερε. Να θυμηθώ να τον ρωτήσω.

405
Το χιόνι έχει σκεπάσει την κοιλάδα σαν λινό σεντόνι, σαν σάβα-
νο που περιμένει το νεκρό σώμα του ουρανού να πέσει από ψηλά.
Τελείωσαν όλα, σκέφτηκε ο Τότι. Χτύπησε μαλακά τα πόδια
του στην κοιλιά του αλόγου του και το ’φερε δίπλα στο άλογο της
Άγκνες. Κρατώντας τα γκέμια με το ένα χέρι, τράβηξε το γάντι
του και άπλωσε το άλλο του χέρι στο πόδι της. Γέρνοντας ένιωσε
τη ζεστή μυρωδιά του κάτουρου. Η Άγκνες τον κοίταξε με μάτια
διάπλατα. Το στόμα της έτρεμε, τραύλιζε ασυγκράτητα.
«Συγγνώμη», ψέλλισε.
Ο Τότι της έσφιξε το πόδι. Προσπάθησε να συναντήσει το βλέμ-
μα της, αλλά τα μάτια της τινάζονταν σπασμωδικά προς όλες τις
κατευθύνσεις. «Άγκνες», μουρμούρισε. «Άγκνες, κοίταξέ με».
Τον κοίταξε και του φάνηκε πως το αχνό γαλάζιο των ματιών
της είχε ξεθωριάσει κι ήταν σχεδόν άσπρο. «Είμαι εδώ», είπε και
της έσφιξε ξανά το πόδι.
Δίπλα του ο Νομαρχιακός Υπάλληλος Γιον προχωρούσε καβά-
λα στο άλογό του. Το στόμα του ήταν μια ίσια λεπτή γραμμή. Ο
Τότι ξαφνιάστηκε βλέποντας πως τους ακολουθούσαν μερικοί ά-
ντρες ακόμα, όλοι ντυμένοι στα μαύρα, με τα μαντίλια ψηλά να
τους σκεπάζουν τα στόματα, προστατεύοντάς τους από τον κρύο
αέρα. Προχωρούσαν όλοι μαζί τσούρμο, τα άλογα δάγκωναν τα
χαλινάρια τους, ρουθουνίζοντας μικρά συννεφάκια.
«Εφημέριε!» Κάποιος φώναζε από πίσω. Γυρίζοντας ο Τότι εί-
δε έναν μεγαλόσωμο άντρα με μακριά ξανθά μαλλιά να πλησιά­
ζει βιάζοντας το άλογό του. Φτάνοντας κοντά του, ο άντρας έ-
βγαλε από τον κόρφο του ένα μπουκαλάκι και το ’δωσε στον Τό-
τι χωρίς να πει λέξη. Ο Τότι κούνησε το κεφάλι. Έσκυψε από την
άλλη, πήρε το χέρι της Άγκνες και το άφησε στην παλάμη της.
«Πιες, Άγκνες».
Η γυναίκα κοίταξε το μπουκάλι, μετά τον Τότι, που της έγνε-

406
ψε καταφατικά. Τράβηξε το φελλό, το ξεβούλωσε, το ’φερε με
τα δυο της χέρια στα τρεμάμενα χείλια της και ήπιε μια γουλιά,
που την έπνιξε. Έβηξε. Ο Τότι την ησύχασε μιλώντας της σιγανά.
«Πιες κι άλλη μια γουλιά, Άγκνες», επέμεινε. «Θα σε βοηθήσει».
Η επόμενη γουλιά κατέβηκε πιο εύκολα κι ο Τότι πρόσεξε ότι
τα δόντια της σταμάτησαν να χτυπούν τόσο δυνατά.
«Πιες το όλο, Άγκνες», είπε ο ξανθός άντρας. «Για σένα το
’φερα».
Η Άγκνες μετακινήθηκε πάνω στη σέλα της, προσπαθώντας
να δει τον άντρα που είχε μιλήσει. Τράβηξε τα μακριά σκούρα
μαλλιά από το πρόσωπό της, για να τον δει καλύτερα.
«Σ’ ευχαριστώ», μουρμούρισε.

Μετά από λίγη ώρα οι καβαλάρηδες είχαν ανέβει στο διάσελο, που
οδηγούσε έξω από την κοιλάδα, κι είδαν τους πρώτους λόφους του
Βατνσνταλσόλαρ. Τα παράξενα υψώματα φάνταζαν απόκοσμα
στο γαλάζιο φως κι ο Τότι ανατρίχιασε αντικρίζοντας το θέαμα.
Η Άγκνες είχε κατεβάσει το σαγόνι της στα μαντίλια, που εί-
χε τυλιγμένα γύρω από το λαιμό της και τα μαλλιά της έπεφταν
στο πρόσωπο. Ο Τότι αναρωτήθηκε αν το μπράντι την είχε κοι-
μίσει. Μα τη στιγμή που αναρωτιόταν, τα άλογα στάθηκαν και η
Άγκνες τίναξε το κεφάλι της ψηλά. Κοίταξε το άνοιγμα της κοι-
λάδας κι άρχισε να τρέμει.
«Φτάσαμε;» ψιθύρισε στον Τότι. Ο εφημέριος ξεπέζεψε και βια-
στικά έδωσε τα γκέμια του αλόγου του σε έναν άλλον καβαλάρη.
Κούνησε το κεφάλι του να φύγει η ζάλη που τον είχε πιάσει. Και έ-
κανε μερικά βήματα στο χιόνι. Το τρίξιμο της κάθε πατημασιάς του
ακούστηκε δυνατά στον παγωμένο αέρα. Πλησίασε την Άγκνες.
«Θα σε βοηθήσω».

407
Ο Γιον κι ένας ακόμα από τους άντρες τον βοήθησαν να κατε-
βάσει την Άγκνες από τη σέλα. Τη στιγμή που την ακούμπησαν
στο έδαφος, τα πόδια της λύγισαν κι έπεσε.
«Άγκνες! Πιάσε το χέρι μου! Κρατήσου από πάνω μου».
Η Άγκνες κοίταξε τον Τότι με δάκρυα στα μάτια. «Δεν μπορώ
να κουνήσω τα πόδια μου», είπε βραχνά. «Δεν μπορώ να κουνή-
σω τα πόδια μου».
Ο Τότι έσκυψε και την αγκάλιασε από τους ώμους. Καθώς προ-
σπαθούσε να την σηκώσει, τα γόνατά του υποχώρησαν και ξανά-
πεσαν μαζί στο χιόνι.
«Εφημέριε!» Ο Γιον τινάχτηκε να τους βοηθήσει.
«Όχι!» Η λέξη βγήκε σαν κραυγή. Ο Τότι κοίταξε τους άντρες
που είχαν κάνει κύκλο γύρω τους. Η Άγκνες είχε γαντζωθεί από
το μπράτσο του. «Όχι», ξανάπε. «Σας παρακαλώ, αφήστε με να
την σηκώσω εγώ. Πρέπει να την σηκώσω εγώ».
Οι άντρες έκαναν πίσω καθώς ανασηκώθηκε στα γόνατά του
πρώτα, ύστερα με κόπο όρθιος. Παραπάτησε, κατάφερε να κρα-
τήσει την ισορροπία του, κλείνοντας τα μάτια και παίρνοντας βα-
θιές ανάσες, ώσπου να ξεζαλιστεί. Μη λυγίσεις, είπε μέσα του.
Έσκυψε κι έδωσε το χέρι του στην Άγκνες. «Πάρε το χέρι μου», εί-
πε. «Πάρε το χέρι μου».
Η Άγκνες άνοιξε τα μάτια της και τον άρπαξε, τα νύχια της
του έγδαραν το δέρμα. «Μη μ’ αφήσεις», κλαψούρισε. «Μη μ’ α-
φήσεις».
«Δεν θα σ’ αφήσω, Άγκνες. Είμαι εδώ».
Σφίγγοντας τα δόντια του τη σήκωσε από το χιόνι, τύλιξε το
μπράτσο της γύρω από το λαιμό του για να την στήσει όρθια. «Ε-
ντάξει», είπε μαλακά, κρατώντας την γερά από τη μέση. Αγνόη-
σε τη μυρωδιά της ακαθαρσίας. «Σε κρατάω».
Γύρω τους οι αγρότες της περιοχής άρχισαν να περπατούν προς

408
τα τρία υψώματα που ήταν κοντά το ένα στο άλλο. Πάνω από σα-
ράντα άντρες ήταν κιόλας μαζεμένοι γύρω από το μεσαίο ύψω-
μα. Όλοι ντυμένοι στα μαύρα. Μοιάζουν μ’ αρπακτικά πουλιά
που τριγυρίζουν τη λεία τους, σκέφτηκε ο Τότι.
«Πρέπει να πάμε μαζί τους;» ρώτησε η Άγκνες. Η φωνή της
δεν έβγαινε.
«Όχι, Άγκνες». Ο Τότι άπλωσε το ελεύθερο χέρι του και πα-
ραμέρισε τα μαλλιά της, που της έπεφταν στα μάτια. «Όχι. Θα
περπατήσουμε λίγο και μετά θα περιμένουμε. Ο Φρίντρικ θα ­πάει
πρώτος».
Η Άγκνες κούνησε το κεφάλι της και κόλλησε στον Τότι, που
στηρίζοντάς την όσο μπορούσε, την τράβηξε μέσα απ’ το χιόνι σε
μια πατουλιά χώμα. Λαχανιασμένος την άφησε να καθίσει στο
χιονισμένο έδαφος και σωριάστηκε δίπλα της. Ο Γιον κάθισε α-
νακούρκουδα δίπλα τους και σήκωσε το μπουκαλάκι που είχε γλι-
στρήσει από το γάντι του. Ο Τότι είδε τον μεγαλύτερο άντρα να
πίνει μια βιαστική γουλιά. Και άκουσε το βογκητό του.
Τα λεπτά περνούσαν τρεκλίζοντας. Ο Τότι προσπάθησε ν’ α-
γνοήσει τις εξουθενωτικές βελόνες του κρύου που τρύπωναν μέ-
χρι μέσα στα κόκκαλά του. Κρατούσε τα χέρια της Άγκνες στα δι-
κά του, το κεφάλι της ήταν στον ώμο του.
«Να προσευχηθούμε, Άγκνες;»
Η γυναίκα άνοιξε τα μάτια της και κοίταξε πέρα, μακριά. «Α-
κούω να τραγουδάνε».
Ο Τότι γύρισε το πρόσωπό του προς το μέρος απ’ όπου ερχό-
ταν ο ήχος. Αναγνώρισε τον επικήδειο ύμνο «Σαν το λουλούδι».
Η Άγκνες αφουγκραζόταν προσεκτικά, τρέμοντας, κατάχαμα.
«Τότε ας ακούσουμε», της ψιθύρισε. Και την αγκάλιασε, κα-
θώς οι στίχοι σηκώνονταν ψηλά πάνω από το χιονισμένο λιβάδι
κι έπεφταν γύρω τους σαν ομίχλη.

409
Στ’ αριστερά του Τότι ο Γιον είχε γονατίσει με τα χέρια σταυ-
ρωμένα. Τα χείλη του προσεύχονταν βουβά. «Πάτερ ημών… άφες
ημίν τα οφειλήματα ημών». Ο Τότι έσφιξε δυνατά το χέρι της Ά-
γκνες. Την άκουσε να παίρνει μια άγρια, κοφτή ανάσα.
«Τότι», του είπε έντρομη. «Δεν νομίζω ότι είμαι έτοιμη. Δεν
νομίζω ότι μπορούν να το κάνουν. Μπορείς να τους πεις να περι-
μένουν; Πρέπει να περιμένουν».
Ο Τότι την τράβηξε πάνω του και της έσφιξε το χέρι.
«Δεν θα σ’ αφήσω. Ο Θεός είναι παντού, είναι γύρω μας, Ά-
γκνες. Δεν θα σ’ αφήσω ποτέ».
Η γυναίκα κοίταξε ψηλά τον άδειο ουρανό. Ο ξαφνικός γδού-
πος της πρώτης τσεκουριάς αντήχησε σ’ όλη την κοιλάδα.

410
ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Οι κατάδικοι Φρίντρικ Σίγκουρντσον και Άγκνες Μάγκνου-


σντότιρ οδηγήθηκαν σήμερα στον τόπο της εκτέλεσης, α-
κολουθούμενοι από τον εφημέριο Μάγκνους Άρνασον, τον
εφημέριο Γκίσλι Γκίσλασον, τον εφημέριο Γιόχαν Τόμασον
και τον εφημέριο Θόρβαρδουρ Γιόνσον, ιεροδιάκονο. Οι κα-
τάδικοι είχαν επιλέξει τους δύο τελευταίους ιερωμένους
ως πνευματικούς καθοδηγητές τους κατά την προετοιμα-
σία τους προ της εκτέλεσης. Όταν ο εφημέριος Γιόχαν Τό-
μασον εκφώνησε δημόσια έναν λόγο επίπληξης και νουθε-
σίας προς τον μελλοθάνατο Φρίντρικ Σίγκουρντσον, ο Φρί-
ντρικ Σίγκουρντσον αποκεφαλίστηκε με μια τσεκουριά. Ο
αγρότης Γκούντμουντουρ Κέτιλσον, ο οποίος εκτελούσε
χρέη δημίου, έφερε εις πέρας το έργο που του είχε ανατε-
θεί με επιδεξιότητα και θάρρος. Στη συνέχεια έφεραν τη
μελλοθάνατη Άγκνες Μάγκνουσντότιρ, η οποία κατά τη
διάρκεια της πρώτης εκτέλεσης είχε κρατηθεί μακριά, σε
μέρος απ’ όπου δεν μπορούσε να βλέπει τον τόπο της εκτέ-
λεσης. Όταν ο εφημέριος Θόρβαρδουρ Γιόνσον την προε-
τοίμασε δεόντως για τον επικείμενο θάνατό της, ο ίδιος
δήμιος έκοψε και το δικό της κεφάλι, με την ίδια δεξιοτε-
χνία που είχε δείξει και την πρώτη φορά. Τα άψυχα κεφά-
λια τοποθετήθηκαν σε δυο κοντάρια στον τόπο της εκτέ-
λεσης. Τα σώματα, μέσα σε σανιδένιες κάσες, θάφτηκαν,

411
πριν διαλυθούν οι συγκεντρωμένοι άντρες. Όσο γίνονταν
αυτά όλα και μέχρι να τελειώσουν, οι πάντες ήταν ήσυχοι
κι αμίλητοι. Τέλος μίλησε και ο εφημέριος Μάγκνους Άρ-
νασον – σε όλους όσοι ήταν εκεί.

Actum ut supra.
Μπ. Μπλόνταλ, Ρ. Όλσεν, Α. Άρνασον
Από το Νομαρχιακό Αρχείο του Χούναβατν, 1830

412
ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΗΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΣ

Το βιβλίο αυτό είναι μυθιστόρημα, έργο φαντασίας. Βασίζεται,


όμως, σε αληθινά γεγονότα. Η Άγκνες Μάγκνουσντότιρ είναι η
τελευταία κατάδικη που εκτελέσθηκε στην Ισλανδία. Καταδικά-
στηκε για τη συμμετοχή της στους φόνους του Νάταν Κέτιλσον
και του Πέτουρ Γιόνσον, τη νύχτα της 13ης προς την 14η ­Μαρτίου
του 1828, στο Ιλουγκάσταντιρ, στη Χερσόνησο Βάτνσνες, στη Βό-
ρεια Ισλανδία. Το 1934 τα οστά της Άγκνες και του Φρίντρικ Σί-
γκουρντσον μεταφέρθηκαν από το Θρίσταπαρ στο νεκροταφείο
του Τγιορν, όπου και θάφτηκαν στον ίδιο τάφο. Ο τάφος του Νά-
ταν Κέτιλσον στο ίδιο νεκροταφείο δεν υπάρχει πια. Η Σιγκρί-
ντουρ Γκουντμουντσντότιρ οδηγήθηκε σε μια φυλακή στην Κο-
πεγχάγη, στο υφαντουργείο της οποίας και πέθανε λίγα χρόνια
αργότερα. Για αρκετό καιρό κυκλοφορούσε η φήμη πως την ελευ-
θέρωσε από τη φυλακή κάποιος πλούσιος άντρας με τον οποίον
στη συνέχεια έζησε. Κι ενώ αυτό δεν αληθεύει, είναι ενδεικτικό
της συμπάθειας που έδειξε η κοινή γνώμη γι’ αυτήν μετά από ε-
κείνα τα γεγονότα.
Η ερμηνεία μου σχετικά με τους φόνους του Ιλουγκάσταντιρ
και τις εκτελέσεις βασίζεται σε πολλά χρόνια έρευνας. Μελέτη-
σα εκκλησιαστικά κατάστιχα, αρχεία ενοριών, απογραφές, τοπι-
κές ιστορίες και δημοσιεύματα. Μίλησα με πολλούς Ισλανδούς.
Κάποια από τα πρόσωπα της ιστορίας είναι επινόημα της φα-
ντασίας μου. Κάποια άλλα παραλείφθηκαν, κάποιων άλλαξα τα

413
ονόματα κατ’ ανάγκην. Τα περισσότερα, ωστόσο, μεταξύ των
­οποίων ο Μπγιορν Μπλόνταλ, ο ιεροδιάκονος εφημέριος Θόρβαρ-
δουρ Γιόνσον, τα περισσότερα μέλη της οικογένειας στο Κ
­ ορνσάου,
οι γονείς και τ’ αδέρφια της Άγκνες, είναι παρμένα από τα ιστο-
ρικά αρχεία.
Δεν υπάρχει καμία διάθεση προσβολής ζώντων συγγενών ο-
ποιουδήποτε από τα πρόσωπα των οποίων τα ονόματα δανείστη-
κα λέγοντας την ιστορία της Άγκνες.
Πολλά από τα γράμματα, τα έγγραφα και τα αποσπάσματα
που χρησιμοποιήθηκαν στις αρχές των κεφαλαίων, αντιγράφτη-
καν και μεταφράστηκαν από τις πρωτότυπες πηγές. Τα ερείπια
του σιδεράδικου του Νάταν υπάρχουν ακόμα στο Ιλουγκάστα-
ντιρ και στον τόπο της εκτέλεσης στο Θρίσταπαρ έχει τοποθετη-
θεί πέτρινη πλάκα για να θυμίζει το συμβάν. Όλα τα τοπωνύμια
του μυθιστορήματος αντιστοιχούν σε υπαρκτά μέρη και πολλά α-
πό τα υποστατικά που αναφέρουν η Άγκνες και άλλα πρόσωπα
υπάρχουν και λειτουργούν ακόμα σήμερα.
Πολλά γνωστά και εξακριβωμένα γεγονότα από τη ζωή της
Άγκνες και στοιχεία βεβαιωμένα σχετικά με τους φόνους έχουν
χρησιμοποιηθεί σ’ αυτό το μυθιστόρημα. Κάποια περιστατικά τα
έχω αντλήσει απευθείας από τις πηγές, κάποια άλλα είναι αληθο-
φανείς εικασίες και συμπεράσματα δικά μου. Η οικογένεια στο
υποστατικό του Κορνσάου ανέλαβε πράγματι την Άγκνες μετά
την κράτησή της στο Στόρα Μποργκ. Η Άγκνες επέλεξε πράγματι
τον ιεροδιάκονο εφημέριο Θόρβαρδουρ Γιόνσον να είναι ο πνευ-
ματικός της στις τελευταίες μέρες της ζωής της. Η φύση της σχέ-
σης τους, η μυστηριώδης πρώτη τους συνάντηση και το όνειρο της
Άγκνες, απασχόλησαν τους τοπικούς θρύλους και την προφορι-
κή παράδοση της περιοχής. Το υψηλό επίπεδο εγγραμματοσύ-
νης των προσώπων της ιστορίας είναι επίσης κάτι που ­α ληθεύει.

414
Οι Ισλανδοί είχαν εξαιρετικά χαμηλά ποσοστά αναλφαβήτων ή-
δη από τα τέλη του δεκάτου όγδοου αιώνα.
Χρωστώ ευγνωμοσύνη στις έρευνες ιστορικών όπως οι Γκί-
σλι Άγκουστ Γκούνλαουγκσον, Όλουφ Γκαρταρσντότιρ, Λόφτουρ
Γκούτορμσον, Γκούναρ Θόρβαλντσεν, Σόρεν Έντβινσον, Ρίχαρντ
Τόμασον και Σιγκούρντουρ Μάγκνουσον, που έχουν δημοσιεύσει
εκτενείς μελέτες για θέματα όπως η αναδοχή παιδιών, η ζωή των
απόρων, η θνησιμότητα των παιδιών, οι γεννήσεις νόθων και τα
δίκτυα της συγγένειας στην Ισλανδία του δέκατου ένατου αιώ-
να. Άντλησα πολύτιμες πληροφορίες και από τα ημερολόγια ξέ-
νων περιηγητών και ταξιδιωτών που επισκέφθηκαν την Ισλαν-
δία τον δέκατο ένατο αιώνα, όπως οι Εμπενίζερ Χέντερσον, Τζον
­Μπάροου, Αλεξάντερ Μπράισον, Άρθουρ Ντίλον, Γουίλιαμ Χούκερ,
Νιλς Χόρμπαου, ο σερ Τζορτζ Μακένζι και ο Ούνο φον Τρόιλ. Ανε-
κτίμητα δημοσιεύματα ήταν επίσης τα Ηúmavetningur, Sagnaþættir
úr Húnaþing, και Hunavatnsþing Brandsstaðaannáll.
Για το διπλό φονικό στο Ιλουγκάσταντιρ, όπως επίσης και για
τη ζωή (και τον θάνατο) του Νάταν Κέτιλσον, έχουν γραφτεί αρκε-
τά αξιόλογα βιβλία και άρθρα. Ανάμεσά τους: enginn má undan líta
του Guðlaugur Guðmundsson, yfirvaldið του Þorgeir Þorgeirsson,
Dauði Natans Ketilssonar του Gunnar S. Þorleifsson, Dauði Natans
Ketilssonar από Guðbrandur Jónsson, Dauði Natans Ketilssonar α-
πό Eline Hoffman (μετάφραση στα ισλανδικά από τον Halldór
Friðjónsson), Friðþæging από TÓmas Guðmundsson και Agnes of
Friðrik fyrir og eftir dauðann από Sigrún Huld Þorgrímsdóttir. Αν κι
εξαιρετικά χρήσιμες όλες αυτές οι δημοσιεύσεις, υιοθετούν από-
ψεις αντίθετες μεταξύ τους. Κάποιες χαρακτηρίζουν την Άγκνες
«απάνθρωπη στρίγκλα, μάγισσα, φόνισσα». Το μυθιστόρημα ε-
τούτο γράφτηκε για να αποτυπώσει μια πιο διφορούμενη εικό-
να αυτής της γυναίκας.

415
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ

Πρέπει να ευχαριστήσω πολλούς ανθρώπους που με βοήθησαν


κατά τη διάρκεια της έρευνας και της συγγραφής αυτού του βι-
βλίου. Τις ειλικρινείς μου ευχαριστίες στον Κνούτουρ Όσκαρσον
και τη μητέρα του για τη γενναιοδωρία και τον καφέ τους, για τη
βοήθεια στις μεταφράσεις και για όλες τις συζητήσεις αργά τη νύ-
χτα στο Όσαρ. Η συνάντηση μαζί τους ήταν μια μοναδική ευλο-
γία συγχρονισμού και τύχης. Ευχαριστώ τον Γιον Τόρφασον και
τους συνεργάτες του στα αρχεία των Νησιών Θγιόσκγιαλασάφν,
για τη συμπαράσταση και τον ενθουσιασμό τους. Τους χρωστώ
τα πρωτότυπα έγγραφα της δίκης. Ένα μεγάλο ευχαριστώ στον
Γκούντμουντουρ Γιόχανσον για την απίστευτα χρήσιμη επιστο-
λή του. Ευχαριστώ τους βιβλιοθηκονόμους στο Θγιόδμινγιασάφν,
στο Ινστιτούτο Ισλανδικών Σπουδών Άρνι Μάγκνουσον, στις Βι-
βλιοθήκες Κρίνγκλαν, Άρμπεργιασάφν και Γκλούμπαϊρ. Η υπο-
μονή τους αποδείχτηκε ανεξάντλητη.
Στην «ισλανδική μου οικογένεια»: pakka pér kærlega fyrir. Χω-
ρίς αυτούς το μυθιστόρημα αυτό δεν θα μπορούσε να γραφτεί.
Την αγάπη μου και την ευγνωμοσύνη μου στους Πέτουρ Μπγιόρ-
νσον, Ρεγκίνα Γκούναρσντότιρ, Χέρα Μπίργικσντότιρ, Χαλντόρ
Σίγκουρντσον, Σίλβια Ντογκ Γκούναρσντότιρ και Μαρία Ρέινι-
σντότιρ, για την καλοσύνη, την ευγένεια, τη φιλοξενία τους. Εί-
μαι επίσης ευγνώμων και στους πολλούς άλλους Ισλανδούς, που
συνέβαλαν με πολλούς και διάφορους τρόπους στο γράψιμο αυ-

417
τού του βιβλίου. Ελπίζω να δείτε στο μυθιστόρημά μου το σκοτει-
νό γράμμα αγάπης που θέλησα να γράψω στην Ισλανδία.
Ευχαριστώ όλους στο Πανεπιστήμιο Φλίντερς, ειδικά τη Ρουθ
Σταρκ, που με στήριξε από την αρχή. Ευχαριστώ τους πρώτους α-
ναγνώστες μου, Κάιλι Κάρντελ και Καλίντα Άστον, καθώς επίσης
και τους Κέιτ Ντάγκλας, Ντέιβιντ Σόρνιγκ, Μπεκ Στάρφορντ, για
τη φιλία τους και για τις ευκαιρίες που μου έδωσαν.
Ευχαριστώ την Τζέραλντιν Μπρουκς για τις σοφές παρατη-
ρήσεις της και την καθοδήγησή της – με όλη μου την καρδιά. Το
Βραβείο Writing Australia Unpublished Manuscript, το Κέντρο
SA Writers. Και τους Πίτερ Μπίσοπ, Βάλερι Παρβ, Πάτρικ Άλιν-
γκτον και Μαρκ Μακλίοντ για τα γενναιόδωρα σχόλιά τους: σας
ευχαριστώ.
Είμαι τέλος ευγνώμων στην υπέροχη Πίπα Μάνσον και την α-
γαπημένη Άναμπελ Μπλάι του εκδοτικού οίκου Κέρτις Μπράουν
της Αυστραλίας. Ευχαριστώ τους Γκόρντον Γουάιζ, Κέιτ Κούπερ
και τους συναδέλφους τους του εκδοτικού οίκου Κέρτις ­Μπράουν
της Αγγλίας. Καθώς και τον Νταν Λάζαρ στο Writers House. Τους
Έμμα Ράφερτι, Σοφί Τζόναθαν, Αμάντα Μπράουερ και Τζο Τζάρα
για την προσεκτική ματιά τους και τις χρήσιμες προτάσεις τους
– σας ευχαριστώ. Τους υπέροχους εκδότες μου, Άλεξ Κρεγκ και
Πωλ Μπάγκαλεϊ, στον εκδοτικό οίκο Πικαδόρ. Την Τζούντι ­Κ λάιν,
στον εκδοτικό οίκο Little, Brown. Σας ευχαριστώ που πιστέψα-
τε σ’ αυτό το βιβλίο.
Οι πιο θερμές μου ευχαριστίες στους Παμ, Άλαν και Μπριό-
νι. Για την αγάπη και τη σταθερή συμπαράσταση. Κι επειδή σας
ενδιέφερε η Άγκνες Μάγκνουσντότιρ όσο κι εμένα. Τέλος ένα
μεγάλο μεγάλο ευχαριστώ σε σένα, Angharad, που δεν αμφέ-
βαλλες στιγμή, που στάθηκες δίπλα μου κάθε μέρα, κάθε ώρα.

418

You might also like