You are on page 1of 12

Φλωράκη, Λ. (2010). Λαϊκός πολιτισμός, φολκλορική αναπαράσταση. Στο Π.

Κάβουρας (επιμ.) Φολκλόρ και Παράδοση. Ζητήματα ανα-παράστασης και


επτέλεσης της μουσικής και του χορού (σσ. 103–113). Αθήνα: Νήσος.
______________________________________

Λητώ Φλωράκη

Λαϊκός πολιτισμός, φολκλορική αναπαράσταση

Μία από τις κεντρικές έννοιες που συζητιούνται στον παρόντα τόμο
είναι αυτή του “φολκλόρ”, με έμφαση στη σχέση ανάμεσα στο λαϊκό
πολιτισμό και την φολκλορική αναπαράσταση.1 Η πορεία “από την
πλατεία στην σκηνή”, από το έθιμο στην παράσταση, και ευρύτερα, η
πορεία από την τελετουργία στο θέατρο έχει απασχολήσει μελετητές
πολλών γνωστικών πεδίων και άπτεται, ως φαινόμενο, πλήθους
θεμάτων και προσεγγίσεων.2 Το φαινόμενο της σκηνικής
παρουσίασης παραδοσιακής μουσικής και χορού έχει μελετηθεί,
συστηματικά, από εθνομουσικολόγους και ανθρωπολόγους, σε σχέση
με ζητήματα εθνικής ταυτότητας (Rice 1994, Ronstrom 1991),
αναβίωσης, φολκλορισμού (Boissevain 1992, El-Shawan 1984) και
φεστιβαλοποίησης (Henry 1989, Wegner 1991) σε ενδοπολιτισμικό ή
διαπολιτισμικό επίπεδο.
Θέμα του άρθρου αυτού είναι ένα πολύ πρόσφατο
εθνογραφικό παράδειγμα της μετάβασης ενός εθίμου από την
πλατεία ενός χωριού, της Γραμμενίτσας της Άρτας, στη θεατρική
σκηνή του Μεγάρου Μουσικής της Θεσσαλονίκης. Πρόκειται για τη
μεταφορά σε σκηνική αναπαράσταση ενός αποκριάτικου εθίμου που
έγινε (για πρώτη φορά στην πορεία τέλεσης του εθίμου) μόλις το
2003, με τελεστές (χορευτική ομάδα) όχι κάποιο φολκλορικό
συγκρότημα που αναπαριστά, αλλά τους ίδιους τους ντόπιους του
χωριού από το οποίο προέρχεται. Το γνωστό αυτό αποκριάτικο έθιμο,
το γαϊτανάκι – στη μια περίπτωση ολόκληρο, στην άλλη τμήμα του –
πραγματοποιήθηκε με διαφορά λίγων ημερών καί στο χωριό της
προέλευσής του καί στη Θεσσαλονίκη. Η παρούσα μελέτη στηρίζεται
σε εμπειρικό υλικό που συγκέντρωσα κατά τη διάρκεια επιτόπιας
έρευνας κατά τον Μάρτιο και Ιούλιο του 2003, ακολουθώντας τη
μεθοδολογία της συμμετοχικής παρατήρησης.3
Δεν θα αναφερθώ λεπτομερώς στο έθιμο και στα εθνοτοπικά
χαρακτηριστικά της επιτέλεσής του, αλλά θα εστιάσω σε αυτό
καθεαυτό το φαινόμενο της διττής επιτέλεσής του. Η διττότητα αυτή
χαρακτηρίζει πλήρως το φαινόμενο του φολκλορισμού ως διαδικασία
απόσπασης και ανα-παράστασης στοιχείων ή μορφών του λαϊκού
βίου και πολιτισμού. Στην προκειμένη περίπτωση αναλύω το τί και
όχι το γιατί αυτής της μετάβασης. Η ανάλυση που ακολουθεί κινείται
σε δύο επίπεδα. Πρώτον, εξετάζω το τελεστικό φαινόμενο όπως
εκδηλώνεται στις δύο περιστάσεις εντοπίζοντας τα στοιχεία της
δράσης που αφορούν στο δίπολο “μοντερνικότητα και παράδοση”,
και δεύτερον, διερευνώ τη σχέση των συντελεστών και του κοινού
με το χώρο και τις συνθήκες της επιτέλεσης, αλλά και με τον κόσμο
και τον ίδιο τους τον εαυτό. Το γαϊτανάκι της Γραμμενίτσας δεν είναι
μια επινοημένη παράδοση (Hobsbawm και Ranger 1983), ούτε μια
παράδοση που είχε χαθεί και αναβιώθηκε (Boissevain 1992), αλλά
Φλωράκη, Λ. (2010). Λαϊκός πολιτισμός, φολκλορική αναπαράσταση. Στο Π.
Κάβουρας (επιμ.) Φολκλόρ και Παράδοση. Ζητήματα ανα-παράστασης και
επτέλεσης της μουσικής και του χορού (σσ. 103–113). Αθήνα: Νήσος.
______________________________________

ένα τελεστικό φαινόμενο με συνεχή παρουσία και ενσωματωμένα


στοιχεία αλλαγής στην πορεία της, όπως κάθε ανθρώπινη δράση. Η
μεταφορά του ωστόσο σε σκηνική παρουσίαση μετέβαλλε τις
συνθήκες της επιτέλεσής του, με αποτέλεσμα έναν νέου τύπου
μετασχηματισμό. Το τελετουργικό γαϊτανάκι ήρθε σε επαφή με τον
κόσμο του θεάματος και του θεάτρου στο χώρο της πόλης και
μεταλλάχθηκε σε “αναπαράσταση”: οι παλιές μορφές απέκτησαν
καινούριο νόημα.

Οι δύο περιστάσεις

Η παράσταση στο Μέγαρο Μουσικής της Θεσσαλονίκης με θέμα το


Αποκριάτικο Καρναβάλι (2003), συγκέντρωσε πλήθος ομάδων από
όλη την Ελλάδα που παρουσίασαν σε σύντομες εμφανίσεις
αποκριάτικα έθιμα από τις περιοχές καταγωγής τους. Την
καλλιτεχνική διεύθυνση και τον κεντρικό καλλιτεχνικό ρόλο στην
παράσταση είχε η Δόμνα Σαμίου, η οποία με το τραγούδι και την εν
γένει παρουσία της στο σκηνικό γλέντι συντόνισε τους τελεστές της
παράστασης: τη χορωδία και το χορευτικό συγκρότημα που
πλαισίωσαν την εκδήλωση, και τις ομάδες που παρουσίασαν τα
αποκριάτικα έθιμα.
Εκτός από τη μόνιμη παρουσία της ίδιας της Σαμίου στη
σκηνή, ο ρόλος της χορωδίας και του χορευτικού συγκροτήματος
ήταν εξίσου βασικός για τη δημιουργία, όπως εξήγγειλε εξάλλου και
το πρόγραμμα της παράστασης, μιας ατμόσφαιρας εορταστικής,
αποκριάτικης για το κοινό: “Κι εμείς περισσότερο από μια συναυλία ή
παράσταση, θα θέλαμε να σας κάνουμε να ζήσετε ένα πραγματικό
αποκριάτικο γλέντι” (Τερζοπούλου 2003: 11).
Ανάμεσα στις άλλες ομάδες, σε μια ολιγόλεπτη εμφάνιση στο
μέσον περίπου της παράστασης, μεταξύ της ομάδας από την Κάρυστο
και εκείνης από την Καστοριά, η ομάδα της Γραμμενίτσας χόρεψε και
έπλεξε το γαϊτανάκι, με τη συνοδεία των επαγγελματιών μουσικών
που κάλυψαν τις ανάγκες του μεγαλύτερου μέρους της παράστασης.
Αυτό που αναπαραστάθηκε επί σκηνής αποτελούσε ένα πολύ μικρό
τμήμα, το πιο χαρακτηριστικό ωστόσο, όσων λαμβάνουν χώρα στο
χωριό, και έδωσε μια εντύπωση για το πώς μοιάζει το έθιμο,
περιλαμβάνοντας την πιο χαρακτηριστική δραστηριότητα –το πλέξιμο
του γαϊτανακιού από τους μεταμφιεσμένους με συγκεκριμένα ρούχα
και προσωπεία της ομάδας– και το χορό της νύφης που λιποθυμά.4
Στη σκηνική αυτή παρουσίαση, αποτυπώθηκε μέσα από τρεις
μόνο χορούς, το “γαϊτανάκι”, το χορό της “νύφης που λιποθυμά” και
το “γαϊτανάκι” ξανά, η πιο έντονη και φορτισμένη φάση του εθίμου.
Πρόκειται για την κορύφωση του εθίμου με την αφαίρεση των
προσωπείων και αποκάλυψη των προσώπων των χορευτών, που
καταλήγει στο κόψιμο των κορδελών από το γαϊτανάκι με το τέλος
της μουσικής την τελευταία φορά που αυτό πλέκεται και ξεπλέκεται.
Η σκηνική εκδοχή του συγκεκριμένου εθίμου τόνισε το τελετουργικό
Φλωράκη, Λ. (2010). Λαϊκός πολιτισμός, φολκλορική αναπαράσταση. Στο Π.
Κάβουρας (επιμ.) Φολκλόρ και Παράδοση. Ζητήματα ανα-παράστασης και
επτέλεσης της μουσικής και του χορού (σσ. 103–113). Αθήνα: Νήσος.
______________________________________

του κλείσιμο. Με σκηνοθετική παραίνεση, η ομάδα της Γραμμενίτσας


στην παράσταση, με το τέλος του χορού και πριν την αποχώρησή
τους, πέταξαν στο κοινό τις κομμένες πια κορδέλες από το γαϊτανάκι
– που στο χωριό κρατούν ή μοιράζουν αργότερα σε φίλους γιατί
θεωρείται πως φέρνουν καλοτυχία και ευημερία.
Στη Γραμμενίτσα το γαϊτανάκι παίρνει άλλες διαστάσεις
αποτελώντας το επίκεντρο όλης της περιόδου της Αποκριάς.

Το γαϊτανάκι (Γραμμενίτσα)

Η δράση η αντίστοιχη της παράστασης στη Θεσσαλονίκη τελείται


στην κεντρική πλατεία του χωριού, και η κορύφωσή της, το κόψιμο
των κορδελών πραγματοποιείται το βράδυ της τελευταίας ημέρας,
της τελευταίας Κυριακής της Αποκριάς. Προηγείται όμως μια μεγάλη
χρονική περίοδος προετοιμασιών, συνεννοήσεων και δραστηριοτήτων,
που καθιστά το έθιμο επίκεντρο της κοινωνικής ζωής του χωριού:
δραστηριότητες αρκετών ημερών στην πλατεία, στα σπίτια, στα
σοκάκια, στα καφενεία, με έντονη την παρουσία και ενεργή
συμμετοχή της κοινότητας.
Ο κινητήριος κοινωνικός πυρήνας για την πραγματοποίηση του
εθίμου στο χωριό είναι το σύνολο των ντόπιων αντρών που
εθελοντικά σχηματίζουν την ομάδα του γαϊτανακιού, που ονομάζεται
“μπουλούκι”.5 Το μπουλούκι δεν δρα μόνο ως χορευτική ομάδα. Τα
κεντρικά του πρόσωπα,6 αυτοί που “έχουν το κουμάντο” όπως λένε
οι ντόπιοι, αναλαμβάνουν την επιλογή για συνεργασία και όλες τις
συνεννοήσεις με τους μουσικούς που θα παίξουν, και το τοπικό
καφενείο στο οποίο οι ίδιοι οργανώνουν τα καθιερωμένα βραδινά
γλέντια. Αναλαμβάνουν δηλαδή όλη τη διοργάνωση.
Οι μουσικοί, απ’ την άλλη πλευρά, που παίζουν στη
Γραμμενίτσα, στην πλειοψηφία τους δεν ανήκουν στην τοπική
κοινότητα, αλλά είναι επαγγελματίες μουσικοί της ευρύτερης
Φλωράκη, Λ. (2010). Λαϊκός πολιτισμός, φολκλορική αναπαράσταση. Στο Π.
Κάβουρας (επιμ.) Φολκλόρ και Παράδοση. Ζητήματα ανα-παράστασης και
επτέλεσης της μουσικής και του χορού (σσ. 103–113). Αθήνα: Νήσος.
______________________________________

περιοχής της Ηπείρου, οι οποίοι καλούνται από τους ντόπιους και


παίζουν επί σειρά ετών στο γαϊτανάκι.7

Συγκριτικά με το παρελθόν, το έθιμο ίσως έχει ήδη αποκτήσει κάποια


χαρακτηριστικά φολκλόρ στο χωριό, με την έννοια ότι ανάγκες που
το έθιμο εξυπηρετούσε παλιά ικανοποιούνται στη σύγχρονη ζωή με
άλλους τρόπους και το ενδιαφέρον των νέων φθίνει, ενώ η διατήρηση
της παράδοσης (συγκριτικά με το παρελθόν) είναι περισσότερο
εθιμοτυπική. Η μετατόπισή του ωστόσο στη σκηνή του Μεγάρου
αποτελεί ίσως την πιο έκδηλη έκφραση αυτής της απομάκρυνσης από
την δυναμικότητα που το χαρακτήριζε στο παρελθόν.

Μοντερνικότητα και παράδοση

Η παράσταση στο Μέγαρο θεωρήθηκε από τους χορευτές της


Γραμμενίτσας τιμητική, και μια ευκαιρία να προβάλουν την παράδοσή
τους στον “έξω κόσμο”. Εκπροσωπώντας το χωριό στη Θεσσαλονίκη,
η εμφάνιση αυτή, όφειλε να αποτελεί σύμφωνα με την τοπική
αντίληψη μια “σοβαρή” παρουσίαση του εθίμου. Η εννοιολόγηση της
σοβαρής εκδοχής του εθίμου οριζόταν αρχικά από την τήρηση του
τυπικού, ως προς τις μελωδίες και τη σειρά των χορών που θα
παρουσιάζονταν – στοιχείο στο οποίο στάθηκαν αδιαπραγμάτευτοι.
Οριζόταν επίσης από την αποστολή του πλήρους σχήματος του
μπουλουκιού με τις επιμέρους ομάδες μεταμφιεσμένων από τις
οποίες αποτελείται,8 αλλά και το ντύσιμο των ομάδων αυτών κατά
τον παλιό παραδοσιακό τρόπο. Τον παλιό, και όχι τον σύγχρονο που
με διαφορά μόλις λίγων ημερών έγινε πράξη στο χωριό, γιατί
θεωρήθηκε από ορισμένα ενεργά αλλά και παλιότερα μέλη του
μπουλουκιού πως περιλαμβάνει στοιχεία μη αποδεκτά για μια σοβαρή
σκηνική παρουσίαση.
Για τους ντόπιους, δηλαδή, άλλα όρια ελευθερίας
χαρακτηρίζουν την επιτέλεση του εθίμου στο χωριό και άλλα αυτήν
στο Μέγαρο Μουσικής, και τα όρια αυτά συνδέονται με την έννοια
της αυθεντικότητας, που θεωρήθηκε αναγκαία για τη σκηνική
παρουσίαση, αλλά δεν τυποποιούν την σύγχρονη πράξη στο χωριό.
Έτσι, τις ξανθές και καστανές περούκες του χωριού αντικατέστησαν
σκουρόχρωμα μαντήλια στη σκηνή, τα εμπριμέ και αστραφτερά
ρούχα πιο συμβατικές φούστες και σακάκια που παρέπεμπαν σε
παλιότερες εποχές.
Η αυθεντικότητα αυτή επιδιώχθηκε αφενός στην ένδυση,
αφετέρου στο χορό, με την σύσταση της ομάδας από παλιότερα μέλη
του μπουλουκιού, αποσκοπώντας σε παλιότερο, πιο αυθεντικό
χορευτικό ύφος.
Η έννοια της αυθεντικότητας φαίνεται να υπήρξε απαραίτητη,
αφενός ως συστατικό στοιχείο στην εκπροσώπιση της τοπικής
παράδοσης του χωριού απ’ την πλευρά των ντόπιων, αφετέρου όμως
ανιχνεύεται και στις προθέσεις των διοργανωτών της παράστασης
Φλωράκη, Λ. (2010). Λαϊκός πολιτισμός, φολκλορική αναπαράσταση. Στο Π.
Κάβουρας (επιμ.) Φολκλόρ και Παράδοση. Ζητήματα ανα-παράστασης και
επτέλεσης της μουσικής και του χορού (σσ. 103–113). Αθήνα: Νήσος.
______________________________________

στη Θεσσαλονίκη. Σ’ αυτήν την θεώρηση συμβάλλουν ορισμένες


παρατηρήσεις στο πεδίο της μουσικής. Η κομπανία που έπαιξε για το
μεγαλύτερο μέρος της παράστασης και συνόδευσε και το γαϊτανάκι
της Γραμμενίτσας,9 έχοντας σημαντική εμπειρία στον τομέα της
σκηνικής παρουσίασης παραδοσιακής ελληνικής μουσικής, τηρεί τους
όρους μιας καθαρής και ποιοτικής αναπαράστασης. Η προσέγγιση
αυτή επιβάλλει τη σύστασή της από τα παραδοσιακά όργανα της
ηπειρώτικης ζυγιάς: κλαρίνο, βιολί, λαούτο και ντέφι. Στο χωριό,
ωστόσο, αρκετά χρόνια τώρα έχουν προστεθεί στο παραδοσιακό
μουσικό σχήμα πλήκτρα (αρμόνιο), κιθάρα, και ντραμς (τα τελευταία
εκεί τουλάχιστον που ο χώρος το επιτρέπει).
Ενώ στη συμβατική θεώρηση των πραγμάτων το χωριό είναι
συνδεδεμένο με το παραδοσιακό και αποτελεί την πηγή της
παράδοσης, το δίπολο μοντερνικότητα και παράδοση φαίνεται να
συνοδεύει αντίστροφα τις δύο περιπτώσεις: στο χωριό η
πραγματοποίηση του εθίμου είναι πλήρως ενταγμένη στη σύγχρονη
ζωή και αναμεμειγμένη με στοιχεία της τελευταίας, ενώ η παράσταση
στο Μέγαρο φαίνεται να αποτελεί, ως προς τα επιμέρους τουλάχιστον
χαρακτηριστικά, αναπαράσταση μιας παλιότερης, πιο “αυθεντικής”,
“παραδοσιακής” εκδοχής του εθίμου.

Επιτέλεση ως επικοινωνία

Η εξέταση των δύο περιστάσεων εκτός από τη μελέτη της τελεστικής


δράσης καθεαυτήν10 απαιτεί και την παρατήρηση και ανάλυση του
περιβάλλοντος και των συν-τελεστών στις δύο περιπτώσεις. Tο
εκάστοτε περιβάλλον και οι συν-τελεστές, παριστάμενοι και
συμμετέχοντες στην πραγματοποίηση μιας επιτέλεσης, συνδιαμορφώνουν
αυτό που επικοινωνείται στην κάθε περίπτωση (Schechner 2002). Για
την παρατήρηση και ανάλυση μιας επιτέλεσης11 τίθενται προς
εξέταση συγκεκριμένα ερωτήματα σχετικά με τον τόπο, τον τρόπο
που πραγματοποιείται, τη διοργάνωσή της, την προετοιμασία, τα
συμμετέχοντα πρόσωπα, τη συμπεριφορά και τις προσμονές τους, τη
σχέση των τελεστών με το κοινό, και πώς το φαινόμενο
διαφοροποιείται από την καθημερινή ζωή (Finnegan 1992: 92).12
Οι συνθήκες επιτέλεσης στις υπό εξέταση περιστάσεις είναι
διαφορετικές ως προς τους οργανωτές, τους αποδέκτες, το
περιβάλλον, το σκοπό, κοινή είναι μόνο η παρουσία του
“μπουλουκιού” και η δράση του ως χορευτικής ομάδας.
Στην παράσταση στο Μέγαρο Μουσικής της Θεσσαλονίκης, που
αποτελεί το πολιτιστικό κέντρο της Βόρειας Ελλάδας, η περίσταση και
ο χώρος ο ίδιος ανήκουν εξ ορισμού σ’ ένα αστικό περιβάλλον. Το
γαϊτανάκι εδώ οργανώνεται από αστικούς φορείς, απευθύνεται σε
αστικό κοινό, και ακριβώς αυτή η αστικότητα το εντάσσει στο
φαινόμενο του φολκλορισμού (Παπαπαύλου στον παρόντα τόμο,
Μερακλής 1972: 33). Ο χώρος ο ίδιος, ως αίθουσα συναυλιών,
καθορίζει τη σχέση μεταξύ τελεστών και κοινού, αφενός χωροθετικά,
Φλωράκη, Λ. (2010). Λαϊκός πολιτισμός, φολκλορική αναπαράσταση. Στο Π.
Κάβουρας (επιμ.) Φολκλόρ και Παράδοση. Ζητήματα ανα-παράστασης και
επτέλεσης της μουσικής και του χορού (σσ. 103–113). Αθήνα: Νήσος.
______________________________________

αφετέρου με τις πολιτισμικές συμβάσεις ακρόασης και δημιουργίας


που τον συνοδεύουν. Δεν είναι ωστόσο ομοιογενές ούτε το σύνολο
των τελεστών, ούτε αυτό του κοινού. Πάνω στη σκηνή μπουλούκι και
μουσικοί έχουν αντιστρόφως ανάλογη εξοικείωση με τη σκηνική
παρουσίαση: η πρωτόγνωρη εμπειρία της μιας ομάδας (των
χορευτών) που για να χορέψει ανακαλεί την εμπειρία της στο χωριό,
αντιπαρατίθεται στην επαγγελματικότητα της άλλης ομάδας (των
μουσικών). Παράλληλα, στη σκηνή παρίσταται σύνολο χορωδών σε
ρόλο γλεντιστών, “συμμετοχικού κοινού”, ανάμεσα στους ενεργούς
τελεστές και το καθεαυτό κοινό. Οι τρεις αυτές υποομάδες των
τελεστών (μουσικοί, μπουλούκι και γλεντιστές) εμφανίζονται να
συγκροτούν μια σκηνική ενότητα, στην ουσία όμως λειτουργούν
ανεξάρτητα η μια από την άλλη, λόγω της διαφορετικής πολιτισμικής
και καλλιτεχνικής τους εμπειρίας.
Το κοινό, απ’ την άλλη πλευρά, οφείλει ως σύνολο την ύπαρξή
του στο γεγονός της παράστασης αυτής και μόνο, δεν είναι δηλαδή
κατά τα άλλα ομοιογενές. Δεν έχει κοινό παρελθόν ούτε μέλλον,
παρά μόνο παρόν που είναι η διάρκεια της παράστασης.
Περιλαμβάνει Θεσσαλονικείς, φίλους της παραδοσιακής μουσικής,
της Δόμνας Σαμίου, ή από το θέμα της παράστασης που
παρουσιάστηκε επίκαιρα, λίγες μέρες πριν από το τέλος της περιόδου
της Αποκριάς. Περιλαμβάνει όμως και ένα κοινό που ενδιαφέρεται
ειδικά για το γαϊτανάκι: ανθρώπους από τη Γραμμενίτσα που είναι
μόνιμα εγκατεστημένοι στη Θεσσαλονίκη, αλλά και τους εκπροσώπους
των τοπικών αρχών του χωριού, με την οικονομική συμβολή των
οποίων πραγματοποιήθηκε η συμμετοχή στην παράσταση.
Για τους πιο πολλούς θεατές, το άγνωστο του εθίμου, όχι τόσο
της πράξης του πλεξίματος του γαϊτανακιού, όσο των μεταμφιέσεων
και της κίνησης, καθιστά την παρουσίαση αυτή ένα μάλλον
ασυνήθιστο θέαμα παραδοσιακής προέλευσης, με έντονα στοιχεία
θεατρικότητας. Η ομάδα του μπουλουκιού έχει ένα απρόσωπο
προφίλ για αυτούς τους θεατές. Στο πλαίσιο αυτό το κοινό ακόμη
περισσότερο υιοθετεί ρόλο δέκτη του θεάματος, και ο επιτελούμενος
“λόγος” μεταξύ των τελεστών και αυτού του τμήματος του κοινού
(που είναι η πλειοψηφία) διαμορφώνεται μάλλον ως μονόλογος παρά
ως διάλογος (Κάβουρας 1997:54).
Φλωράκη, Λ. (2010). Λαϊκός πολιτισμός, φολκλορική αναπαράσταση. Στο Π.
Κάβουρας (επιμ.) Φολκλόρ και Παράδοση. Ζητήματα ανα-παράστασης και
επτέλεσης της μουσικής και του χορού (σσ. 103–113). Αθήνα: Νήσος.
______________________________________

Ο χορός της “νύφης που λιποθυμά” (Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης)

Αντίθετα, για τους ανθρώπους από τη Γραμμενίτσα η σκηνή


είναι η επιτέλεση ενός πολύ οικείου σ’ αυτούς θεάματος, μια
συγκινητική παρουσία και αναπαράσταση της κοινότητας καταγωγής
τους, με την οποία βρίσκονται όχι σε ενεργή αλλά εσωτερική
επικοινωνία. Το έθιμο-θέαμα γι αυτούς βιώνεται ως σύμβολο της
παράδοσης του χωριού και της τοπικής ταυτότητας.
Στο χωριό η παράσταση πραγματοποιείται με άλλους όρους.
“Σκηνή” για τις δραστηριότητες που εντάσσονται στα πλαίσια του
εθίμου στο χωριό γίνεται η πλατεία, το καφενείο, αλλά και οι δρόμοι,
όλες τοποθεσίες οικείες, βιωμένες σε καθημερινές ή άλλες
περιστάσεις από τους ντόπιους. Τα μέλη της ομάδας δεν ταυτίζονται
εδώ μόνο με τους ρόλους των μεταμφιέσεων, αλλά δρουν και
αναγνωρίζονται και ως πρόσωπα, με γνωστά προσωπικά
χαρακτηριστικά και παρουσία μέσα στην κοινότητα, σε ένα απολύτως
“κοσμικό” περιβάλλον, μέσα στο πλαίσιο της κοινότητας που
ανήκουν. Ο κόσμος υποδέχεται το Γαϊτανάκι και τους μουσικούς στα
σπίτια του κατά τη διάρκεια μιας προγραμματισμένης διαδρομής, της
“γύρας” στο χωριό –που περιλαμβάνει κεράσματα, χορό και
τραγούδι– και εξασφαλίζει στο μπουλούκι τη συγκέντρωση του
απαραίτητου χρηματικού ποσού για την πληρωμή αφενός των
μουσικών, και αφετέρου του καφενείου, όπου το μπουλούκι
οργανώνει τα βράδια γλέντι. Μέρος του κόσμου και μπουλούκι
αλλάζουν κυριολεκτικά ρόλους, όταν σε προκαθορισμένη στιγμή
αρχικά μικρά παιδιά, αργότερα οι παλιότεροι, η προηγούμενη γενιά
των χορευτών, μπαίνουν στο γαϊτανάκι και πλέκουν τις κορδέλες,
σκιαγραφώντας μαζί με την εν ενεργεία ομάδα τρεις γενιές
συμμετεχόντων. Γιατί στο χωριό χορευτές και κοινό (στην μεγάλη
του πλειοψηφία τουλάχιστον, γιατί υπάρχει και ένα μικρό ποσοστό
επισκεπτών) αποτελούν, με όλες τις αντιπαραθέσεις, μία κοινότητα.
Φλωράκη, Λ. (2010). Λαϊκός πολιτισμός, φολκλορική αναπαράσταση. Στο Π.
Κάβουρας (επιμ.) Φολκλόρ και Παράδοση. Ζητήματα ανα-παράστασης και
επτέλεσης της μουσικής και του χορού (σσ. 103–113). Αθήνα: Νήσος.
______________________________________

Ο χορός της “νύφης που λιποθυμά” (Γραμμενίτσα)

Το έθιμο τελείται στο χωριό για διασκέδαση για τον εορτασμό


της Αποκριάς, αλλά και για την ικανοποίηση της προσμονής των
γνωστών παραδοσιακών δραστηριοτήτων που ανέκαθεν τελούνταν
τις μέρες αυτές. Γνωρίζοντας καλά το έθιμο, η κοινότητα έχει
ορισμένες προσδοκίες για τον τρόπο επιτέλεσής του, και διαθέτει ένα
μοναδικό κριτήριο αξιολόγησης της πραγμάτωσής του. Έχει λόγο και
για την επιτέλεση, και για τη διοργάνωση του εθίμου, γεγονός που
επιτείνεται από την οικονομική υποστήριξη στην οποία συμβάλλουν
όλα τα μέλη της κοινότητας. Η κοινότητα της Γραμμενίτσας
αντανακλά ένα ιδιαίτερο παραδοσιακό στοιχείο. Επιτελεί το γαϊτανάκι
και, ταυτόχρονα, επιτελείται μέσα από αυτό.
Τα όρια διάκρισης τελεστών και κοινού στο χωριό είναι ασαφή,
τελεστές και κοινό αναμειγνύονται ή και αλλάζουν ρόλους, πρώτα
απ’ όλα στο χορό. Στο χορό ως γλέντι το βράδυ στο καφενείο, αλλά
και στον χορό που εντάσσεται στα συγκεκριμένα πλαίσια τέλεσης του
εθίμου στην πλατεία. Ο κόσμος, δηλαδή, σε καθορισμένες στιγμές
αναμειγνύεται στην πλατεία με τους μεταμφιεσμένους που λίγο
νωρίτερα πλέκουν το γαϊτανάκι, και πρωτοστατεί στον κυκλικό χορό
που στήνεται, παραγγέλλοντας μελωδίες, πληρώνοντας τους
μουσικούς, ακολουθώντας καθορισμένους κώδικες συμπεριφοράς
στην διάρθρωση του κύκλου και την τέλεση του χορού. Ο κόσμος,
ακόμη, σχολιάζει, γελάει, προτρέπει, σχετικά με τα όσα βλέπει να
διαδραματίζονται.
Από τις δύο περιστάσεις επιτέλεσης του εθίμου, η μία συνθέτει
τη ζωή του χωριού τις μέρες αυτές και είναι επιτέλεση της
κοινότητας για την κοινότητα, που εμπεριέχει τις μεταξύ των
ντόπιων βιωματικές σχέσεις, ενώ η δεύτερη συνιστά σε αστικό
περιβάλλον ένα “παραδοσιακό” θέαμα προς αγνώστους, μια
συμβολική αναπαράσταση της τοπικής ταυτότητας σ’ ένα ευρύτερο
πλαίσιο. Η πρώτη είναι μεγάλη στη διάρκειά της, ολοκληρωτική στη
Φλωράκη, Λ. (2010). Λαϊκός πολιτισμός, φολκλορική αναπαράσταση. Στο Π.
Κάβουρας (επιμ.) Φολκλόρ και Παράδοση. Ζητήματα ανα-παράστασης και
επτέλεσης της μουσικής και του χορού (σσ. 103–113). Αθήνα: Νήσος.
______________________________________

διείσδυσή της στη ζωή των ντόπιων, ενώ η δεύτερη απομονώνει τα


στοιχεία εκείνα που χαρακτηρίζουν την ιδιομορφία και ιδιαιτερότητα
του εθίμου με όρους θεάματος, είναι μια εικόνα αντιπροσωπευτική
και ενδεικτική της εν λόγω παράδοσης με αντίτιμο εισιτηρίου, και
ταυτόχρονα για τους ντόπιους ένα παράθυρο στον “έξω κόσμο”.
Οι άνθρωποι της Γραμμενίτσας, μέσω της παρουσίασης στο
Μέγαρο Μουσικής, δηλώνουν την παρουσία της παράδοσής τους σ’
έναν κόσμο που την αγνοεί. Η τελεστική αυτή αλλαγή συνεπάγεται
μια αναδιάρθρωση ερμηνείας. Το όλον του τοπικού γίνεται ένα μικρό
τμήμα ενός ευρύτερου όλου, και το παραδοσιακό γίνεται φολκλόρ.

Σημειώσεις
1
Για τα ζητήματα του φολκλόρ και τη σχέση λαϊκού πολιτισμού και
φολκλορικής αναπαράστασης, βλ. και τα άρθρα των Κάβουρα, Κίτσιου και
Παπαπαύλου.
2
Για το θέατρο και την ανάπτυξη των μορφών του, βλ. Πούχνερ 1985. Για
την ιστορική πορεία των επιτελεστικών πρακτικών της δυτικής μουσικής ως
έκφραση της πολιτικής οικονομίας του 19ου αιώνα, βλ. Attali 1985.
3
Ευχαριστώ θερμά τον Ηλία και την Ευτυχία Βλάχα από τη Γραμμενίτσα για
την γενναιόδωρη βοήθεια και φιλοξενία που μου προσέφεραν, καθώς και τον
καθηγητή μου Παύλο Κάβουρα για τις πολύτιμες συμβουλές του στην τελική
διαμόρφωση αυτού του άρθρου.
4
Στο χορό αυτό μια γυναικεία μεταμφιεσμένη μορφή οδηγεί τον κύκλο
(σημειωτεόν όλα τα μέλη της ομάδας είναι άντρες), μια νύφη, που λιποθυμά
κάθε τόσο λόγω εγκυμοσύνης και οι υπόλοιποι χορευτές τρέχουν να την
συνεφέρουν.
5
Επίσης έχει την ονομασία “Γαϊτανάκι” ως το σύνολο των ανθρώπων που
τελεί το έθιμο.
6
Κεντρικά πρόσωπα του μπουλουκιού κατά το 2003, αυτοί που “είχαν το
κουμάντο”, ήταν ο Ηλίας Βλάχας, ο Δημήτρης Παππάς και ο Άγγελος
Σταύρου.
7
Οι μουσικοί που συνεργάστηκαν με το “Γαϊτανάκι” το 2003 ήταν μέλη της
μουσικής οικογένειας των Χαλιγιάννηδων (κομπανία Ηλία Χαλιγιάννη) από
τον Παρακάλαμο Ιωαννίνων και έπαιζαν για το Γαϊτανάκι για πέμπτη συνεχή
χρονιά.
8
Το μπουλούκι της Γραμμενίτσας αποτελείται από είκοσι άτομα των οποίων
προΐστανται οι τρεις που “έχουν το κουμάντο”. Όλοι οι συμμετέχοντες στο
μπουλούκι είναι ντόπιοι άντρες μεταμφιεσμένοι, και το σύνολο αποτελείται
από έξι “νύφες” (γυναικείο ντύσιμο, λευκή μάσκα με γυναικεία
χαρακτηριστικά), έξι “γενίτσαρους” (φουστανελάδες, λευκή μάσκα με αντρικά
χαρακτηριστικά), πέντε “καρναβάλια” (στρατιωτικά ρούχα, παρδαλές μάσκες),
δύο “αράπηδες” (παλτά, μαύρες μάσκες), και τον “ταμία” (στρατιωτικά ρούχα,
ξύλινο κουτί-ταμείο). Από τις επιμέρους αυτές ομάδες οι νύφες και οι
γενίτσαροι είναι τα μέλη της χορευτικής ομάδας, ενώ τα καρναβάλια και οι
αράπηδες κρατούν το κοντάρι γύρω από το οποίο πλέκεται το γαϊτανάκι και
συχνά παριστάνουν πως τσακώνονται μεταξύ τους με έντονες σωματικές
συγκρούσεις.
9
Στην παράσταση στη Θεσσαλονίκη έπαιξε η κομπανία του Νίκου Φιλιππίδη.
10
Για τον όρο “παράσταση”, βλ. Κάβουρας 1997: 49.
Φλωράκη, Λ. (2010). Λαϊκός πολιτισμός, φολκλορική αναπαράσταση. Στο Π.
Κάβουρας (επιμ.) Φολκλόρ και Παράδοση. Ζητήματα ανα-παράστασης και
επτέλεσης της μουσικής και του χορού (σσ. 103–113). Αθήνα: Νήσος.
______________________________________

11
Για τον ορισμό της έννοιας “performance”, βλ. Finnegan 1992: 91-94. Για
τον όρο “επιτέλεση”, βλ. Κάβουρας 1997: 50-52.
12
Για τη μεθοδολογία καταγραφής και μελέτης δρωμένων, βλ. και Κάβουρας
1997.

Βιβλιογραφία

Attali, Jacques. 1985. “Representing”. Στο: Noise: The Political


Economy of Music. Μάντσεστερ: Manchester University Press. 46-
86.
Bakka, Egil. 1999. “‘Or Shortly They Would Be Lost for Ever’:
Documenting for Revival and Research”. Στο: Theresa J.
Buckland (επιμ.), Dance in the Field: Theory, Methods and Issues
in Dance Ethnography. Νέα Υόρκη: Palgrave MacMillan. 71-81.
Baumann, Max Peter (επιμ.). 2001. “Preface”. World of Music 43 (2-
3): 7-8.
Blacking, John. 1995. “The Study of Musical Change”. Στο: Music,
Culture and Experience. Σικάγο και Λονδίνο: The University of
Chicago Press. 148-171.
. 1977. “Some Problems of Theory and Method in the Study of
Musical Change”. Yearbook of the International Folk Music
Council 9: 1-26.
Boissevain, Jeremy. 1992. “Introduction”. Στο: Jeremy Boissevain
(επιμ.), Revitalising European Rituals. Λονδίνο και Νέα Υόρκη:
Routledge. 1-19.
Cowan, Jane. 1992. “Japanese Ladies and Mexican Hats: Contested
Symbols and the Politics of Tradition in a Northern Greek
Carnival Celebration”. Στο: Jeremy Boissevain (επιμ.), Revitalising
European Rituals. Λονδίνο και Νέα Υόρκη: Routledge. 173-197.
Eliade, Mircea. 1959. The Sacred and the Profane: The Nature of
Religion. Willard R. Trask (μετφ.). Νέα Υόρκη και Λονδίνο:
Harcourt Brace Yovanovich.
El-Shawan, Salwa. 1984. “Traditional Arab Music Ensembles in
Egypt since 1967: ‘The Continuity of Tradition in a Contemporary
Framework?’”. Ethnomusicology 28(2): 271-288.
Finnegan, Ruth. 1992. “Observing and Analysing Performance”. Στο:
Oral Traditions and the Verbal Arts: A Guide to Research
Practices. Λονδίνο και Νέα Υόρκη: Routledge. 91-111.
Hobsbawm, Eric J. 1983. “Introduction: Inventing Traditions”. Στο:
Hobsbawm, Eric J. και Terence Ranger (επιμ.), The Invention of
Tradition. Κέιμπριτζ: Cambridge University Press.
Kavouras, Pavlos. 1994. “Where the Community Reveals Itself:
Reflexivity and Moral Judgment in Karpathos, Greece”. Στο:
Kirsten Hastrup και Peter Hervic (επιμ.), Social Experience and
Φλωράκη, Λ. (2010). Λαϊκός πολιτισμός, φολκλορική αναπαράσταση. Στο Π.
Κάβουρας (επιμ.) Φολκλόρ και Παράδοση. Ζητήματα ανα-παράστασης και
επτέλεσης της μουσικής και του χορού (σσ. 103–113). Αθήνα: Νήσος.
______________________________________

Anthropological Knowledge. Λονδίνο και Νέα Υόρκη: Routledge.


139-165.
Kisliuk, M. 1997. “(Un)doing Fieldwork: Sharing Songs, Sharing
Lives”. Στο: Gregory F. Barz και Timothy J. Cooley (επιμ.),
Shadows in the Field: New Perspectives for Fieldwork in
Ethnomusicology. Νέα Υόρκη και Οξφόρδη: Oxford University
Press. 23-44.
Merriam, Alan. 1964. The Anthropology of Music. Έβανστον:
Northwestern University Press.
Nettl, Bruno. 1985. “Treasures”. Στο: Bruno Nettl (επιμ.), The Western
Impact on World Music: Change, Adaptation and Survival. Νέα
Υόρκη: Schirmer. Example 5.
. 1983. The Study of Ethnomusicology: Twenty-nine Issues and
Concepts. Ουρμπάνα και Σικάγο: University of Illinois Press.
Rice, Timothy. 1997. “Toward a Mediation of Field Methods and Field
Experience in Ethnomusicology”. Στο: Gregory F. Barz και
Timothy J. Cooley (επιμ.), Shadows in the Field: New
Perspectives for Fieldwork in Ethnomusicology. Νέα Υόρκη και
Οξφόρδη: Oxford University Press. 101-120.
. 1994. May it Fill Your Soul: Experiencing Bulgarian Music.
Σικάγο και Λονδίνο: University of Chicago Press.
Ronstrom, Owe. 1991. “Folklor: Staged Folk Music and Dance
Performances of Yugoslavs in Stockholm”. Yearbook for
Traditional Music 23: 69-77.
Schechner, Richard. 2002. Performance Studies: An Introduction.
Λονδίνο και Νέα Υόρκη: Routledge.
Turner, Victor. 1982. “Dramatic Ritual/Ritual Drama: Performative
and Reflexive Anthropology”. Στο: From Ritual to Theatre: The
Human Seriousness of Play. Νέα Υόρκη: Performing Arts Journal
Publications. 89-101.
Wegner, Urlich. 1991. “Traditional Music on Stage: Two Case
Studies from Iraq”. Στο: Peter Baumann (επιμ.), Music in the
Dialogue of Cultures: Traditional Music and Cultural Policy.
Βίλχελμσχαφεν: Florian Noetzel Verlag. 255-271.
Αυδίκος, Ευάγγελος, Ρένα Λουτζάκη και Χρήστος Παπακώστας
(επιμ.). 2004. Χορευτικά Ετερόκλητα. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Κάβουρας, Παύλος. 2000. “Το γλέντι στη Λέσβο (19ος-20ός αιώνας)”.
Στο: Σωτήρης Χτούρης (επιμ.), Μουσικά Σταυροδρόμια στο
Αιγαίο. Αθήνα: Εξάντας. 173-241.
. 1997. “Τα δρώμενα από εθνογραφική σκοπιά: μέθοδοι,
τεχνικές και προβλήματα καταγραφής”. Στο: Δρώμενα: Σύγχρονα
Μέσα και Τεχνικές Καταγραφής τους. Πρακτικά συνεδρίου.
Κομοτηνή: Κέντρο Λαϊκών Δρωμένων. 45-80.
Λουτζάκη, Ειρήνη. 1999. “Ο σύλλογος ως χώρος χορευτικής
δραστηριότητας”. Στο: Μουσικές της Θράκης: Μια διεπιστημονική
προσέγγιση: Έβρος. Αθήνα: Σύλλογος Οι Φίλοι της Μουσικής.
209-268.
Φλωράκη, Λ. (2010). Λαϊκός πολιτισμός, φολκλορική αναπαράσταση. Στο Π.
Κάβουρας (επιμ.) Φολκλόρ και Παράδοση. Ζητήματα ανα-παράστασης και
επτέλεσης της μουσικής και του χορού (σσ. 103–113). Αθήνα: Νήσος.
______________________________________

Μερακλής, Μιχαήλ Γ. 1972. “Τι είναι ο folklorismus”. Λαογραφία 28:


27-38.
Πούχνερ, Βάλτερ. 1995. “Σύγχρονες εξελίξεις στα ελληνικά δρώμενα.
Θεωρητικές προσεγγίσεις στις συνέπειες του φολκλορισμού”.
Πρακτικά συνεδρίου. Αθήνα: Λύκειο των Ελληνίδων. 59-69.
. 1988. Λαϊκό Θέατρο στην Ελλάδα και στα Βαλκάνια
(Συγκριτική Μελέτη). Αθήνα: Πατάκης.
. 1985. Θεωρία Λαϊκού Θεάτρου: Κριτικές παρατήρησης στο
γενετικό κώδικα της θεατρικής συμπεριφοράς του ανθρώπου.
Αθήνα: Ελληνική Λαογραφική Εταιρεία.
Τερζοπούλου, Μιράντα. 2003. “Τα αποκριάτικα ανίερα-ιερά”. Στο:
Πρόγραμμα της εκδήλωσης “Τα αποκριάτικα” με τη Δόμνα
Σαμίου. Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης (4-5 Μαρτίου 2003).
. 1994. “Για νά ’βρει κράτος και εξουσία η άνοιξη”. Στο ένθετο
του δίσκου: Δόμνα Σαμίου, Τραγούδια στον κύκλο του χρόνου.
Τα Αποκριάτικα. Αθήνα: Καλλιτεχνικός Σύλλογος Δημοτικής
Μουσικής Δόμνα Σαμίου. 91507, 91508.

You might also like