Professional Documents
Culture Documents
2014, ΗΡΟΔΟΤΟΣ
Πρόοδος καὶ παράδοση. Οἱ διαλεκτικὲς συνιστῶσες ἑνὸς πολιτισμοῦ 259
ΒΑΛΤΕΡ ΠΟΥΧΝΕΡ
1. Στ. Ἤμελλος, Λαογραφικά, τόμ. Α΄, Δημώδεις παραδόσεις, Ἀθήνα 1988, σ. 7 κ.ἑξ.
2. L. Röhrich, «Erzählforschung», R. W. Brednich (ed.), Grundriss der Volkskunde.
Einführung in die Forschungsfelder der Europäischen Ethnologie, Berlin 1988, σσ. 353-380,
ἰδίως σσ. 365-369.
3. Μὲ τὸν χαρακτηρισμὸ αὐτὸ ἔχει σταδιοδρομήσει ὁ θρακικὸς καλόγερος στὴν περι-
γραφὴ τοῦ Γεωργίου Βιζυηνοῦ καὶ ἀργότερα τοῦ Richard Dawkins (γιὰ τὴν βιβλιογραφικὴ
αὐτὴ σταδιοδρομία βλ. Β. Ποῦχνερ, Ὁ Γεώργιος Bιζυηνὸς καὶ τὸ ἀρχαῖο θέατρο. Λογοτεχνία
καὶ λαογραφία στὴν Ἀθήνα τῆς μπὲλ ἐπόκ. Mὲ τὴν δημοσίευση ὁλόκληρου τοῦ κειμένου
τοῦ διηγήματος-μελετήματος τοῦ Bιζυηνοῦ «Oἱ Kαλόγεροι καὶ ἡ λατρεία τοῦ Διονύσου ἐν
Θράκῃ», Ἀθήνα 2002, σσ. 195-268).
260 Βάλτερ Ποῦχνερ
4. Εἶναι ἐνδιαφέρον νὰ παρατηρήσει κανεὶς πὼς αὐτὴ ἡ ἀδέξια μίμηση εἶναι κοινὸ
στοιχεῖο πολλῶν βαλκανικῶν λαῶν στὴν φάση τῆς ἐθνικῆς τους ἀφύπνισης καὶ κρατικῆς
συγκρότησης (βλ. μὲ βιβλιογραφία Β. Ποῦχνερ, Ἡ ἰδέα τοῦ Ἐθνικοῦ θεάτρου στὰ Bαλκάνια
τοῦ 19ου αἰώνα. Ἱστορικὴ τραγωδία καὶ κοινωνιοκριτικὴ κωμωδία στὶς ἐθνικὲς λογοτεχνίες
τῆς Nοτιοανατολικῆς Eὐρώπης. Συγκριτικὴ μελέτη, Ἀθήνα 1993).
5. Βλ. μὲ τὴν σχετικὴ βιβλιογραφία W. Puchner, «Modernism in modern Greek theatre
(1895-1922)», Kάμπος. Cambridge Papers in Modern Greek 6 (1998), σσ. 51-80, τοῦ ἴδιου, «Oἱ
βόρειες λογοτεχνίες καὶ τὸ νεοελληνικὸ θέατρο. Ἱστορικὸ διάγραμμα καὶ ἐρευνητικοὶ προ-
βληματισμοί», Κείμενα καὶ ἀντικείμενα, Ἀθήνα 1997, σσ. 311-354.
6. Γιὰ τὴν ἀνακρίβεια αὐτῆς τῆς ταύτισης βλ. A. Anastasiadis, Der Norden im Süden.
Konstantinos Chatzopoulos (1868-1920) als Übersetzer deutscher Literatur, Frankfurt/M. 2008,
σσ. 213 κ.ἑξ. καὶ τὴν βιβλιοκρισία μου στὴν Παράβασιν 11 (2013), σσ. 295-299.
7. Β. Ποῦχνερ, «Παλαμικὰ Α΄: Ὁ Θάνατος τοῦ παλληκαριοῦ», Φιλολογικὰ καὶ θεατρολο-
γικὰ ἀνάλεκτα, Ἀθήνα 1995, σσ. 77-195, ἰδίως σσ. 81-90.
Πρόοδος καὶ παράδοση. Οἱ διαλεκτικὲς συνιστῶσες ἑνὸς πολιτισμοῦ 261
ἐπιστημονικὸς ὑπέρμαχος τῆς παράδοσης.8 Πρὶν ἀπὸ τὴν στροφὴ τῆς πολι-
τισμικῆς ταυτότητας τῆς Ρωμιοσύνης9 πρὸς τὸν λαϊκὸ πολιτισμό, τὸ πεδίο
τῆς ταύτισης ἦταν ἡ ἀρχαία Ἑλλάδα, στὸ δεύτερο μισὸ τοῦ 19ου αἰώνα
καὶ τὸ Βυζάντιο· ὁπότε παράδοση σήμαινε μιὰ συνέχιση τοῦ πολιτισμικοῦ
γίγνεσθαι τοῦ Ἔθνους ἀπὸ ἕνα ἀπώτερο παρελθόν. Ἄλλωστε ὁ λαϊκὸς πο-
λιτισμὸς ἐκλαμβανόταν ἐν πρώτοις ὡς θησαυροφύλακας τῆς διατήρησης
ἐπιβιωμάτων παλαιότερων τῆς Τουρκοκρατίας ἐποχῶν.10 Ὁπότε, ἀντίθετα
μὲ ἄλλους λαούς, ἀκόμα καὶ βαλκανικούς, ὅπου ὁ Ρωμαντισμὸς ἐπέφερε
τὴν στροφὴ πρὸς τὴν λαϊκὴ ποίηση καὶ λογοτεχνία (κατὰ τὸν Herder ἡ
ὕπαρξη λαϊκῆς ποίησης ἦταν ἀπόδειξη τῆς ὕπαρξης ἑνὸς αὐτόνομου καὶ
ἀνεξάρτητου ἔθνους, ποὺ εἶχε τὸ δικαίωμα καὶ τὴν ὑποχρέωση νὰ ἀνα-
ζητήσει τὴν ἐλευθερία του νὰ ζεῖ σὲ μιὰ δική του κρατικὴ ὀντότητα μὲ
αὐτοδιοίκηση καὶ αὐτοδιάθεση),11 στὴν Ἑλλάδα, λόγῳ τῆς ἐπίδρασης τοῦ
φιλελληνισμοῦ καὶ τὴν πολιτικὰ ἀναγκαία στροφὴ πρὸς τὸν ἀρχαϊσμὸ τὰ
πράγματα ἐξελίσσονταν πιὸ περίπλοκα, ὥστε τὸ ἀντιθετικὸ ζεῦγος «πρόο-
δος» καὶ «παράδοση» ἐν μέρει νὰ συγχέεται καὶ νὰ ἐπικαλύπτεται, κυρίως
λόγῳ τοῦ γλωσσικοῦ ζητήματος.
Τὸ περιεχόμενο τῶν δύο ὅρων ὁρίζεται ὄχι μόνο ἀπὸ τὴν στάση πρὸς
τὸ παρελθὸν καὶ τὸ μέλλον καὶ τὴν ἐνέργεια ποὺ δαπανᾶται μὲ διάφο-
ρες στρατηγικὲς καὶ τακτικὲς πρὸς ἐπίτευξη ἑνὸς στόχου στὴν μία ἢ τὴν
ἄλλη πλευρά, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὰ ἀντικείμενα ἢ τὶς θεματικὲς ἑνότητες ποὺ
ὁρίζουν οἱ στοχοθεσίες τῶν κινημάτων: πρὸς τὰ ποῦ βαδίζει ἡ πρόοδος,
καὶ τί ἀκριβῶς παραδίδεται στὴν παράδοση; Ἕνα δεύτερο ζήτημα, σ’ ἕνα
γενικὸ ἐπίπεδο, εἶναι, μὲ ποιούς τρόπους καὶ μὲ ποιές μεθοδεύσεις συντε-
λεῖται ὁ βηματισμὸς πρὸς τὰ μπρὸς ἢ παραδίδεται τὸ παρελθόν, ἔστω σὲ
σπαράγματα καὶ ἀντανακλάσεις (σκέφτομαι π.χ. τὴν ἀναβίωση ἐθίμων,
ποὺ συχνὰ πυκνὰ εἶναι καὶ καθιέρωση ἢ ἐφεύρεση, ἢ τὴν πρόσληψη τοῦ
8. Βλ. τώρα Εὐ. Αὐδίκος, Εἰσαγωγὴ στὶς σπουδὲς τοῦ λαϊκοῦ πολιτισμοῦ. Λαογραφίες -
λαϊκοὶ πολιτισμοὶ - ταυτότητες, Ἀθήνα 2009, σσ. 169-227.
9. Γιὰ τὴν χαρακτηριστικὴ διένεξη γύρω ἀπὸ τὴν ἐθνικὴ ὀνομασία τῶν Ἑλλήνων, Ρωμιῶν
ἢ Ἑλλήνων, γύρω στὰ 1900 βλ. τὴν βιβλιογραφία τῆς Μ. Μαντουβάλου, «Ρωμαῖος - Ρωμιὸς
καὶ Ρωμιοσύνη. Κριτικὴ βιβλιογραφία», Μαντατοφόρος 22 (1983), 34-72.
10. Βλ. Β. Ποῦχνερ, «Ἰδεολογικὲς συνιστῶσες τῆς ἑλληνικῆς λαογραφίας στὴν ἱστορική
της πορεία. Ἀπὸ τὴν ἀπόδειξη τῆς συνέχειας στὸ ξεπέρασμα τῆς μή-συνέχειας», Θεωρητικὴ
Λαογραφία. Ἔννοιες - μέθοδοι - θεματικές, Ἀθήνα 2009 (Λαογραφία 1), σσ. 122-162.
11. Γιὰ τὶς πολιτικὲς συνέπειες τῶν ἰδεῶν τοῦ Johann Gottfried Herder γιὰ τὶς βαλκανικὲς
χῶρες καὶ τὴν ἐθνική τους ἀφύπνιση βλ. H. Sundhaussen, Der Einfluß der Herderschen Ideen
auf die Nationsbildung bei den Völkern der Habsburger Monarchie, München 1973.
262 Βάλτερ Ποῦχνερ
A΄
12. Γιὰ τὸ ἱστορικὸ τῆς πρόσληψης τοῦ ἀρχαίου θεάτρου σὲ Εὐρώπη καὶ Ἑλλάδα
ἀξεπέραστο ἀκόμα εἶναι ἡ μονογραφία τοῦ H. Flashar, Inszenierung der Antike. Das
griechische Drama auf der Bühne der Neuzeit. 1585-1990, München 1991. Γιὰ τὶς ἑλληνικὲς δι-
ασκευὲς ἀρχαίων δραμάτων βλ. Εὐσ. Χασάπη-Χριστοδούλου, Ἡ Ἑλληνικὴ Μυθολογία στὸ
Νεοελληνικὸ Δράμα, 2 τόμ., Θεσσαλονίκη 2002.
13. Ἐξαιρέσεις ἀποτελοῦν τὸ θέατρο σκιῶν καὶ οἱ θρησκευτικὲς παραστάσεις καθο-
λικῶν ταγμάτων καὶ ὀρθόδοξων φροντιστηρίων στὰ νησιὰ τοῦ Αἰγαίου κατὰ τὸν 17ο καὶ τὸ
πρῶτο μισὸ τοῦ 18ου αἰώνα. Γιὰ τὸ θέατρο σκιῶν βλ. Β. Ποῦχνερ, Οἱ βαλκανικὲς διαστάσεις
τοῦ Καραγκιόζη, Ἀθήνα 1985, καὶ μὲ νέα στοιχεῖα τοῦ ἴδιου, «Schwarzauge Karagöz und
seine Geschichte auf der Balkanhalbinsel zur Zeit der Türkenherrschaft», Beiträge zur
Theaterwissenschaft Südosteuropas und des mediterranen Raums, τόμ. Α΄, Wien/Köln/Weimar
2006, σσ. 97-132, γιὰ τὸ θρησκευτικὸ θέατρο στὸ Αἰγαῖο βλ. σφαιρικὰ τοῦ ἴδιου, Griechisches
Schuldrama und religiöses Barocktheater im ägäischen Raum zur Zeit der Türkenherrschaft
(1580-1750), Wien 1999 (Philosophisch-historische Klasse der Österreichischen Akademie der
Wissenschaften, Denkschriften, τόμ. 277).
14. W. Puchner, «The Theatre in South-East Europe in the Wake of Nationalism», A.
Tabaki (ed.), Tendances actuelles de la Littérature comparée dans le Sud-est de l’Europe /
Contemporary Trends of Comparative Literature in South-Eastern Europe, Athènes, Institut de
Πρόοδος καὶ παράδοση. Οἱ διαλεκτικὲς συνιστῶσες ἑνὸς πολιτισμοῦ 263
Β΄
Πάντως τὸ θέμα τῆς παράδοσης εἶναι πάντα ἐπίκαιρο, καὶ εἶναι ἀπο-
καρδιωτικὴ ἡ «ἀβάστακτη ἐλαφρότητα» τῆς ἐπιπολαιότητας μὲ τὴν ὁποία
διεξάγεται ἡ σχετικὴ συζήτηση. Καὶ ἐν ὀνόματι τῆς παράδοσης γίνονται
πολλὰ πράγματα· ἡ ἐφεύρεση καὶ δημιουργία νέων ἐθίμων γιὰ λόγους
αὐτοπροβολῆς τοῦ χωριοῦ ἢ ἕλξης τοῦ τουρισμοῦ εἶναι ἀπὸ τὶς πιὸ συ-
μπαθητικὲς πλευρές.25 Καὶ οἱ δύο ἔννοιες, πρόοδος καὶ παράδοση, βρίσκο
νται συχνὰ στὸ λεξιλόγιο τοῦ σημερινοῦ δημόσιου (καὶ δημοσιογραφικοῦ)
discourse γιὰ τὸν πολιτισμὸ καὶ τὴν πολιτική, σὲ ἐθνικὸ καὶ διεθνὲς ἐπίπε-
δο. Γιὰ τὴν παράδοση ἔχει εἰσαχθεῖ εἰδικὴ στήλη στὶς ἐφημερίδες ἢ ὑπάρχει
θεματικὸ κεφάλαιο σὲ περιοδικὰ εὐρείας κυκλοφορίας καὶ ποικίλης ὕλης.26
Ἀλλὰ ἂς πάρουμε τὰ πράγματα ἀπὸ τὴν ἀρχὴ: παράδοση (traditio)
καὶ πρόοδος (progress) περιγράφουν οὐσιαστικὰ τὴν ἴδια διαδικασία: τῆς
μετάδοσης καὶ μετάβασης μέσα στὴν ἀλληλουχία τοῦ χρόνου· ἡ πρώτη
ἑστιάζει περισσότερο στὸ περιεχόμενο τῆς διαδικασίας καὶ ἔχει στραμμένη
τὴν προσοχὴ πρὸς τὸ παρελθόν, ἡ δεύτερη ἐπικεντρώνεται στὸν φορέα καὶ
τὴν κίνησή του πρὸς τὸ μέλλον. Καὶ οἱ δύο ἔννοιες σκιαγραφοῦν τὸ ταξίδι
ἀπὸ τὸ παρελθὸν στὸ μέλλον καὶ προσπαθοῦν νὰ «ἁρπάξουν» τὴν στιγμὴ
τοῦ παρόντος, διατυπώνοντας τὴν διάγνωση τοῦ προσανατολισμοῦ τοῦ
σήμερα, περισσότερο πρὸς τὸ χθὲς ἢ ἀποφασιστικότερα πρὸς τὸ αὔριο.
Καὶ οἱ δύο ἔννοιες συνοδεύονται ἀπὸ μιὰ σειρὰ ἄλλων ἐννοιῶν, ποὺ τὶς
συμπληρώνουν, τὶς ἐξειδικεύουν, τὶς τροποποιοῦν ἢ τὶς ἑρμηνεύουν μὲ θε-
τικὸ ἢ ἀρνητικὸ τρόπο. Τέτοιες εἶναι στὴν περίπτωση τῆς παράδοσης ὀπι-
σθοδρομικότητα, ὁ συντηρητισμός, ἡ ὑποανάπτυξη, ἡ ἀντιδραστικότητα,
στὴν περίπτωση τῆς προόδου ὁ μοντερνισμός, ἡ νεωτερικότητα, ἡ ἐξέλιξη,
ἡ ἀνάπτυξη, ἡ ἀνανέωση, ἡ ξενομανία κ.τ.λ. Καὶ οἱ δύο ἔννοιες ἔχουν καὶ
ἀφηρημένα παράγωγα, ὅπως παραδοσιακότητα (παραδοσιομανία, παρα-
δοσιολαγνεία κ.τ.λ.), ἢ σημασιολογικὰ συνώνυμα ὅπως προγονολατρία,
προγονοπληξία, προγονοκαπηλεία, καὶ στὴν ἀντίθετη πλευρὰ προοδευ-
τισμός (προοδομανία, προοδολαγνεία) καὶ ξενομανία, ξενολατρία κ.τ.λ.
Δὲν ἔχω σκοπὸ νὰ ἐξαντλήσω τὸ θέμα ἀπὸ γλωσσολογικὴ ἄποψη.
26. Παραθέτω, τελείως ἐνδεικτικά, τὴν ἀρχὴ ἑνὸς ἄρθρου σὲ site τοῦ internet μὲ τίτλο
«Ἡ παράδοση καὶ ἡ ‘‘ποσότητα’’ τοῦ ἑαυτοῦ μας»: «Τί εἶναι ἡ παράδοση; Παράδοση εἶναι
ἡ διαιώνιση καταστάσεων τοῦ παρελθόντος, οἱ ὁποῖες εἶναι πλέον νεκρές. Κάτι τὸ ὁποῖο
συνέβαινε στὸ παρελθόν, χρήσιμο ἢ ἐπιζήμιο γιὰ ἐκείνη τὴν περίοδο, ποὺ τώρα δὲν ἔχει
πλέον λόγο ὕπαρξης. Ἐμεῖς ὅμως ἀπὸ κεκτημένη ταχύτητα, εἴτε γιὰ ἄλλους λόγους, δὲν
θέλουμε νὰ ἀπαγκιστρωθοῦμε ἀπὸ αὐτό. Φανταστεῖτε ὅλα ἐκεῖνα τὰ πράγματα ποὺ κάνα-
με ὅταν φοιτούσαμε στὸ δημοτικὸ σχολεῖο. Μᾶς χρησίμευαν τότε. Μαθαίναμε ἀνάγνωση,
γραφή, πράγματα χρήσιμα ἴσως ὅμως καὶ ἄλλα πράγματα ἄχρηστα, ἀκόμα καὶ ἐπιζήμια.
Ὅταν ὅμως ἐνηλικιωθοῦμε δὲν ἔχουμε κανένα λόγο νὰ συνεχίσουμε νὰ πηγαίνουμε στὸ δη-
μοτικό». Πρόκειται γιὰ πλήρη σύγχυση καὶ παρεξήγηση ἐννοιῶν καὶ καταστάσεων (μπερ-
δεύεται ἡ παράδοση μὲ τὸ προσωπικὸ παρελθὸν τοῦ καθενός). «Κακῶς πιστεύουμε ὅτι ἡ
παράδοση εἶναι ἀναγκαία». Μιλάει στὴν συνέχεια γιὰ «μουμιοποίηση τοῦ παρελθόντος»,
γιὰ «μουσεῖο», καὶ «προσπάθεια σταματήματος τῆς προόδου», γιὰ «συντήρηση ἐπ’ ἄπει-
ρον» ἄχρηστων διαδικασιῶν τοῦ παρελθόντος, γιὰ «φυγὴ καὶ ὕπνο μέσω τῆς παράδοσης»,
«διαιώνιση τοῦ νεκροῦ γιὰ μᾶς παρελθόντος», γιὰ ὀπισθοδρόμηση (http://www.innerwork.gr/
koin_bin/paradosi2.htm).
Πρόοδος καὶ παράδοση. Οἱ διαλεκτικὲς συνιστῶσες ἑνὸς πολιτισμοῦ 267
27. Στὴν Ἑλλάδα τοῦ 19ου αἰώνα ἕνα μεγάλο μέρος τῶν κωμωδιῶν στρέφονται ἐνάντια
στὸν ἄκριτο πιθηκισμὸ τῶν δυτικῶν ἠθῶν καὶ ἐθίμων (Β. Ποῦχνερ, Ἡ γλωσσικὴ σάτιρα στὴν
ἑλληνικὴ κωμωδία τοῦ 19ου αἰώνα. Γλωσσοκεντρικὲς στρατητικὲς τοῦ γέλιου ἀπὸ τὰ «Κο-
ρακιστικὰ» ὣς τὸν Καραγκιόζη, Ἀθήνα 2001, Θ. Χατζηπανταζῆς, Ἡ ἑλληνικη κωμωδία καὶ
πρότυπά της στὸν 19ο αἰῶνα, Ἡράκλειο 2004).
28. Β. Ποῦχνερ, «Τὸ ‘‘Φιντανάκι’’ καὶ ἡ κληρονομιὰ τῆς ἠθογραφίας», Εὐρωπαϊκὴ Θεα-
τρολογία, Ἀθήνα 1984, σσ. 317-331.
268 Βάλτερ Ποῦχνερ
εἶναι ἄλλο ἀπὸ συλλογικές προβολὲς τῆς φαντασίωσης τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ
ἐσωτερικές του ψυχικὲς καταστάσεις29 κ.τ.λ.
Γ΄
1922. Βλ. σὲ ἐπιλογή: H. Strasser et al. (eds.), Einführung in die Theorien des sozialen Wandels,
Neuwied 1979, G. Wiswede / Th. Kutsch, Sozialer Wandel. Zur Erklärungskraft neuerer
Entwicklungs- und Modernisierungstheorien, 1978, W. Zapf (ed.), Theorien des sozialen
Wandels, 1969, R. Zoll (ed.), Ein neues kulturelles Modell. Zum soziokulturellen Wandel in
Gesellschaften Westeuropas und Nordamerikas, Opladen 1992, H.-P. Müller / M. Schmidt,
Sozialer Wandel, Frankfurt/M. 1995 κτλ.
31. W. Schluchter, Die Entwicklung des okzidentalen Rationalismus. Eine Analyse von Max
Webers Gesellschaftsgeschichte, Tübingen 1979, σ. 13.
32. Γιὰ τὶς κοινωνιολογικὲς αὐτὲς θεωρίες βλ. π.χ. St. Immerfall, «Sozialer Wandel in
der Moderne. Neuere Forschungsergebnisse zum Prozeß der Modernisierung im 19. und 20.
Jahrhundert», Neue politische Literatur 36 (1991), 5-48.
33. Π.χ. H. P. Dreitzel, Sozialer Wandel. Zivilisation und Fortschritt als Kategorien der
soziologischen Theorie, Νeuwied 1972, S. N. Eisenstadt, Tradition, Wandel und Modernität,
Frankfurt/M. 1988.
34. Τ. Parsons / E. A. Shils, Toward a General Theory of Action, Cambridge/Mass 1951,
T. Parsons et al. (ed.), Theories of Society, New York 1961, T. Parsons, Societies. Evolutionary
and Comparative Perspectives, Engelwood Cliffs 1966.
35. R. Dahrendorf, Der moderne soziale Konflikt, Stuttgart 1992, σ. 8.
36. Οἱ πρῶτες συγγενεύουν μὲ τὴν παράδοση, οἱ τρίτες μὲ τὴν «πρόοδο» (R. Boudon, La
logique du social. Introduction à l’analyse sociologique, Paris 1979).
270 Βάλτερ Ποῦχνερ
δρόμος ἀπὸ τὶς γενικὲς θεωρίες στὶς ἱστορικὲς ἐφαρμογές, εἶναι μᾶλλον δύσβα-
τος καὶ στὸν δρόμο ἀπὸ τὸ θεωρητικὸ μοντέλο στὴν ἱστορικὴ πραγματικότητα
ἐλλοχεύουν πάντα οἱ κίνδυνοι τῆς γενίκευσης καὶ ἁπλοποίησης.
Μιὰ ἁπλὴ σημασιολογικὴ ἀνάλυση τῶν ἐννοιῶν στὴν ἱστορική τους
διάσταση δίνει μερικὲς φορὲς πιὸ ἁπτὰ ἀποτελέσματα. Στὸν ἀντίποδα τῆς
προόδου βρίσκεται στὴν καθημερινὴ χρήση τῆς λέξης ἡ συντηρητικότη-
τα, ἡ ὀπισθοδρομικότητα καὶ ἡ ἀντιδραστικότητα. Ἡ σταδιακὴ μεταβολὴ
τῆς αἰσιόδοξης κοσμοθεωρίας τοῦ Διαφωτισμοῦ, ὡς πρὸς τὴν ἀέναη δυ-
ναμικὴ τῆς πρόοδου, σὲ συντηρητισμὸ καὶ πεσιμισμὸ κατὰ τὸν 19ο αἰῶνα
ἴσως νὰ ἐπηρεάζεται ἀπὸ τὴν βιομηχανικὴ ἐπανάσταση καὶ τὴν ἐμφάνιση
τῆς ἐργατικῆς τάξης· ἂν εἶναι ἔτσι ἡ συσχέτιση τῆς προόδου μὲ τὴν οἰκο-
νομικὴ ἀνάπτυξη δὲν ὁδήγησε στὴν βελτίωση τῶν συνθηκῶν διαβίωσης
ἀλλὰ μόνο στὴν συσσώρευση κεφαλαίων στὴν ἀστικὴ τάξη (ἀντιφάσεις
τοῦ καπιταλισμοῦ κατὰ Marx). Ὁπότε οἱ σχέσεις τῆς προόδου μὲ τὴν οἰκο-
νομική, κοινωνικὴ καὶ πνευματικὴ ἀνάπτυξη καὶ τὴν βελτίωση τοῦ ἐκπαι-
δευτικοῦ συστήματος, τὴν ἰατρικὴ περίθαλψη καὶ τὸ κράτος πρόνοιας ἐν
γένει δὲν εἶναι ἄμεσες ἀλλὰ διαθλασμένες, καὶ δὲν ὁδηγεῖ νομοτελειακὰ το
ἕνα στὸ ἄλλο. Ἕνα καλὸ παράδειγμα γιὰ τὴν περίπλοκη ἀλληλοσυσχέτηση
τῶν πτυχῶν τῆς δέσμης αὐτῆς τῆς προοδευτικότητας μὲ τὴν ἀστικὴ ἔννοια,
εἶναι οἱ ἑλληνικὲς κοινότητες τοῦ ἐξωτερικοῦ στὸ δεύτερο μισὸ τοῦ 19ου
αἰώνα: ἐνῶ ἡ στάση τους ἦταν καθ’ ὅλα προοδευτική (μὲ τὴν ἔννοια καὶ
τῶν «φιλοπροόδων συλλόγων» τῆς ἐπαρχίας), ἡ πολιτική τους στάση σὲ
ἐθνικὰ θέματα καὶ σὲ πολιτισμικὲς ἐπιλογὲς ἦταν μᾶλλον συντηρητικὴ καί,
ὡς πρὸς τὸ ξένο περιβάλλον στὸ ὁποῖο δροῦσαν, συμβιβαστική.37
Σὲ τί ἔγκειται λοιπὸν ὁ προοδευτισμὸς τῆς προοδευτικότητας; Φαίνε-
ται πὼς ἡ ἔννοια ἔχει μιὰν ὁρισμένη καὶ περιορισμένη ἐμβέλεια ἐφαρμο-
σιμότητας, ἂν ἐκληφθεῖ ὡς μιὰ διαδικασία μετάβασης ἀπὸ κάτι ἀτελὲς σὲ
κάτι τελειότερο, ὡς βελτίωση, αὔξηση ἀποτελεσματικότητας κ.τ.λ. Σὲ κάθε
περίπτωση ὑπάρχει στὸ βάθος ἕνα τελεολογικὸ σχῆμα, μιὰ οὐτοπία, ἕνας
στόχος πρὸς ἐπίτευξη, τοῦ ὁποίου ἡ πραγματοποίηση διακυβεύεται καὶ
κινδυνεύει ἀπὸ τὴν ὀπισθοδρομικότητα· ἔτσι ἡ προοδευτικὴ δράση καὶ
δραστηριότητα γίνεται ἐν ὀνόματι μιᾶς ἰδεολογικῆς στοχοθεσίας. Ὑπάρχει
ὅμως καὶ ἡ πρόοδος ὡς γεγονός, πέρα ἀπὸ τὴν ὅποια στάση καὶ θέση πρὸς
αὐτήν, ἡ ὁποία ἐπιβάλλεται ἀπὸ μόνη της μὲ τὰ ἐπιτεύγματά της, χωρὶς
νὰ φέρει κανεὶς ἀντίσταση, οὔτε ἡ ἴδια ἡ παράδοση. Ποῦ ὑπάρχει αὐτὴ
37. Bλ. π.χ. τὸ ἱστορικὸ τῆς Ἑλληνικῆς Ἀγαθοεργοῦ Κοινότητας τῆς Ὀδησσοῦ (J.A.
Mazis, The Greeks of Odessa. Diaspora Leadership in Late Imperial Russia, New York 2004).
Πρόοδος καὶ παράδοση. Οἱ διαλεκτικὲς συνιστῶσες ἑνὸς πολιτισμοῦ 271
ἁπλῶς τὴν διαδικασία πρὸς αὐτὴ τὴν κατεύθυνση· δὲν ἐννοεῖται ὅτι θὰ
ὁλοκληρωθεῖ ποτὲ καὶ θὰ τελειώσει.
Στὴν κοινωνικὴ ὀργάνωση καὶ ψυχικὴ ὑγιεινὴ ὑπάρχει πρόοδος; Ὄχι
σταθερή, ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὶς ἐπιτόπιες συνθῆκες. Ἡ συνταγὴ γιὰ τὴν προσω-
πικὴ εὐτυχία δὲν ἔχει βρεθεῖ, παρὰ τὶς τόσες ψυχαναλύσεις. Οἱ διανθρώπι-
νες σχέσεις παραμένουν πάντα προβληματικὲς ὅπως ἦταν καὶ παλαιότερα.
Ἡ σχετικὴ εὐμάρεια μεγάλων τμημάτων τοῦ πληθυσμοῦ στὸν δυτικὸ κόσμο
δὲν ἔχει φέρει αὐτόματα καὶ τὴν εὐδαιμονία. Ἡ συλλογικὴ σύμπνοια καὶ
ὁμόνοια ποὺ προσέφεραν παλαιότερα οἱ ἰδεολογίες ἔχει σὲ μεγάλο βαθμὸ
ἀπωλεσθεῖ, οἱ θρησκεῖες, τουλάχιστον στὸν δυτικὸ κόσμο, περνοῦν μιὰ
κρίση, καὶ οἱ πιστοὶ καταφεύγουν σὲ πλῆθος παραθρησκευτικὰ καὶ ἀμφι-
λεγόμενα μέσα, γιὰ νὰ ἱκανοποιήσουν τὶς ἀνάγκες τους, τοῦ δαμασμοῦ τοῦ
φόβου γιὰ τὸ ἄγνωστο μέλλον, τῆς ἀντοχῆς σὲ πόνο, ἀρρώστια καὶ ἀδυ-
ναμία, τῆς ψυχικῆς παρηγοριᾶς γιὰ τὸν χαμὸ κοντινοῦ προσώπου κ.τ.λ. Ἡ
ἐπιστήμη μπορεῖ νὰ προσφέρει καταπληκτικὲς γνώσεις, ἀλλὰ οἱ θεωρίες
τῆς μικροφυσικῆς καὶ τῆς μακροφυσικῆς δὲν λύνουν κανένα πρακτικὸ ἢ
ψυχικὸ πρόβλημα ποὺ ἔχει ὁ καθένας· οὔτε κατὰ προσέγγιση. Βέβαια, ἐδῶ
ὑπάρχει καὶ τὸ πρόβλημα μιᾶς «μηχανιστικῆς» παρεξήγησης: ὅπως τὸ δια
τύπωσε ἤδη ὁ Jung, τὰ βασικὰ προβλήματα τῆς ζωῆς δὲν ἐπιλύονται ποτὲ
ὁριστικά, τὰ «δουλεύουμε» διὰ βίου, μᾶς συντροφεύουν ὥσπου νὰ λυθοῦν
ὁριστικὰ ὅταν δὲν ὑπάρχουμε πιά.
Στὶς τέχνες καὶ τὸν πολιτισμὸ ὑπάρχει πρόοδος; Ὄχι, μόνο ἀλλαγές. La
longue durée, ἡ θεωρία τῶν κύκλων τοῦ πολιτισμοῦ βλέπει κάποιες κο-
ρυφώσεις καὶ καταπτώσεις, καὶ τὸ σχῆμα τοῦ ἐξελικτικισμοῦ ἔχει ἐγκατα-
λειφθεῖ ὁριστικὰ ὡς μιὰ δυτικοκεντρικὴ κατασκευή, ἡ ὁποία δὲν ἐπαληθεύε-
ται οὔτε γιὰ τὴν Εὐρώπη. Ἡ βελτίωση στὸν πολιτισμικὸ τομέα εἶναι θέμα
ἱεράρχησης ἀξιῶν καὶ ἰδανικῶν. Ἡ κατανόηση καὶ ἀξιολόγηση τῶν διάφο-
ρων ἐποχῶν τοῦ εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ δὲν διακρίνεται γιὰ ἱστορικὴ «δι-
καιοσύνη», ἀλλὰ πραγματοποιεῖται συνήθως μὲ κριτήρια συγγένειας καὶ
ὁμοιότητας μὲ τὸ σήμερα. Ἔτσι π.χ. ἡ Ρωμαϊκὴ ἐποχὴ ἐκτιμήθηκε ὣς τὸν 18ο
αἰῶνα περισσότερο ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ ἀρχαιότητα, ἢ τὸ Μπαρὸκ ἔπρεπε νὰ
περιμένει ὣς τὸν 20ὸ αἰῶνα, ὥσπου νὰ ἀναγνωριστεῖ στὴν αἰσθητική του ἰδιο-
συστασία (στὴν Ἑλλάδα μόλις τώρα τελευταία ἀρχίζει νὰ ἀναγνωρίζεται).38
Οἱ θεατρικὲς ἱστοριογραφίες π.χ. ἀπὸ τὸν 18ο αἰῶνα ἕως τὸν 20ὸ ἀκολου-
θοῦν ἕνα τέτοιο μοντέλο βελτίωσης τοῦ πρακτικοῦ θεάτρου ἀπὸ πρωτόγονα
38. Βλ. ἐνδεικτικὰ Β. Ποῦχνερ, «Μπαρὸκ καὶ Ροκοκὸ ὡς ὑφολογικὲς ἔννοιες στὴν ἑλλη-
νικὴ προεπαναστατικὴ δραματουργία», Ἑλληνικὰ 56/1 (2006), 133-161.
274 Βάλτερ Ποῦχνερ
39. St. Hulfeld, Theatergeschichtsschreibung als kulturelle Praxis. Wie Wissen über Theater
entsteht, Zürich 2007 (Materialien des Instituts für Theaterwissenschaft der Universität Bern
8).
40. W. Welsch (ed.), Wege aus der Moderne, Weinheim 1988, P. V. Zima, Moderne /
Postmoderne. Gesellschaft, Philosophie, Literatur, Tübingen/Basel 1997 (μὲ βιβλιογραφία),
Λεξικὸ νεοελληνικῆς λογοτεχνίας, Ἀθήνα 2007, σσ. 1400-1403 (μὲ βιβλιογραφία).
Πρόοδος καὶ παράδοση. Οἱ διαλεκτικὲς συνιστῶσες ἑνὸς πολιτισμοῦ 275
ἐκτὸς τῆς ἀλληλουχίας τῶν ἐποχῶν, εἶναι κατὰ βάση τελετουργικὸ καὶ
ἀντικαθρεφτίζει, ὅπως εἶναι, τὸν πραγματικὸ κόσμο στὸ ὑπερπέραν, ὁ
ὁποῖος εἶναι πάντα καὶ δὲν γνωρίζει χρόνο, φθορὰ καὶ ἀλλαγή. Ὡστόσο
ἡ ἐκκλησία πάντα ἔκανε συμβιβασμοὺς καὶ μὲ τὴν ἐποχὴ καὶ μὲ τὸν πο-
λιτισμό:41 εἴτε συνειδητὰ μὲ τὶς στρατηγικὲς ἀφομοίωσης ἑλληνιστικῶν
γιορτῶν καὶ θεσμῶν κατὰ τὴν πρώτη χιλιετία, ποὺ ὁδήγησε σὲ μιὰ σειρὰ
ἀπὸ συμφυρμοὺς καὶ παραχωρήσεις,42 εἴτε ἄθελά της υἱοθετώντας παγα-
νιστικὲς τελετουργίες καὶ πρακτικὲς στὴν ποιμαντική (θυσίες ζώων, ἀδελ-
φοποιία),43 εἴτε καὶ ἀπὸ ἐξωτερικὲς ἐπιδράσεις, ὅπως εἶναι οἱ δυτικότρο-
πες εἰκόνες καὶ μοτίβα στὴν μεταβυζαντινὴ ἐκκλησιαστικὴ ζωγραφική.44
Πέραν τούτου ὅμως πρέπει νὰ τονισθεῖ πὼς ἡ συμβολικὴ ἀρχιτεκτονικὴ
τοῦ ναοῦ ἀντικαθρεφτίζει τὸν κόσμο ἐκεῖνο, τὸν πραγματικό,45 καὶ ἡ
εἰκόνα μὲ τὰ χρώματά της καὶ τὴν αἰσθητική της ἁρμονία εἶναι μέσον δια-
λογισμοῦ, παράθυρο καὶ δρόμος πρὸς τὸν πραγματικὸ κόσμο.46 Οἱ «ἑρμη-
νεῖες ζωγραφικῆς» προσπαθοῦν μὲ τὴν κωδικοποίησή τους νὰ ἀποτρέψουν
τοὺς νεωτερισμούς· γιατὶ σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν δυτικὴ ἐκκλησία ἡ βυζαντινὴ
εἰκόνα εἶναι ἀντικείμενο λατρείας, ἐκπέμπει ἡ ἴδια τὴν θεία χάρη (καὶ γι’
αὐτὸ φιλιέται σὰν τὸ εὐαγγέλιο καὶ τὸν σταυρό).47
Ἑπομένως «πρόοδος» δὲν ὑπάρχει σὲ ὅλους τοὺς τομεῖς, ἢ σὲ κάποιους
περισσότερο σὲ ἄλλους λιγότερο. Ὅμως ὑπάρχει μιὰ δευτερογενὴς διαδι-
κασία, ἡ ὁποία διαφοροποιεῖ τὴν κατάσταση ὡς πρὸς αὐτό: γιατὶ ἡ τεχνο-
λογικὴ πρόοδος ἔχει ἐπηρεάσει οὐσιαστικὰ τὸν πολιτισμό, τὴν καθημερινὴ
41. Bλ. π.χ. Λ. Κ. Μπαρτζελιώτης (ἐπιμ.), Παράδοση καὶ πρόοδος. Παράδοση καὶ
ἀνανέωση στὴν ὀρθοδοξία: Μελέτες ἀπὸ τὴν τρίτη ἐπιστημονικὴ ἐκδήλωση τοῦ Διεθνοῦς
Κέντρου Φιλοσοφίας, Πάτρα-Ζαχάρω 1994.
42. W. Puchner, Akkommodationsfragen. Einzelbeispiele zum paganen Hintergrund von
Elementen der frühkirchlichen und mittelalterlichen Sakraltradition und Volksfrömmigkeit,
München 1997.
43. Γ. Ν. Αἰκατερινίδης, Nεοελληνικὲς αἱματηρὲς θυσίες, Ἀθήνα 1979, W. Puchner,
«Adoptio in fratrem. Kirchliche Segnung der Wahlbruderschaft zwischen theologischem
Verdikt und gelebter Pastoralpraxis», Studien zur Volkskunde Südosteuropas und des
mediterranen Raums, Wien/Köln/Weimar 2009, σσ. 353-384.
44. Γ. Δ. Κόρδης, Πρόοδος καὶ παράδοση στὴν ὀρθόδοξη εἰκονογραφικὴ τέχνη, Ἀθήνα
2003.
45. Γ. Α. Προκόπιος, Ὁ κοσμολογικὸς συμβολισμὸς στὴν ἀρχιτεκτονικὴ τοῦ βυζαντινοῦ
ναοῦ, Ἀθήνα 1981.
46. L. Ouspensky/ W. Lossky, Der Sinn der Ikonen, Bern/Olten 1952.
47. H. Belting, Bild und Kult. Eine Geschichte des Bildes vor dem Zeitalter der Kunst,
München 1991.
276 Βάλτερ Ποῦχνερ
48. Βλ. π.χ. τὶς παραστατικὲς τέχνες, ὅπου χρησιμοποιοῦνται καὶ εἰκονικὰ σώματα
τὰ ὁποῖα δὲν διαφέρουν ἀπὸ τὰ πραγματικὰ (Β. Ποῦχνερ, «Eἰκονικὸ σῶμα καὶ ζωντανὸ
κορμί. Σκέψεις γιὰ τὴν ἐφαρμογὴ τῆς τεχνολογίας στὸ σύγχρονο θέατρο», Κλίμακες καὶ δια-
βαθμίσεις, Ἀθήνα 2003, σσ. 213-242).
49. Βλ. Β. Ποῦχνερ, Δοκίμια γιὰ τὴ λαογραφικὴ θεωρία καὶ τὴ φιλοσοφία τοῦ πολιτισμοῦ,
Ἀθήνα 2014, κεφ. 6.
50. J. Rattner, Κlassiker der Τiefenpsychologie, Augsburg 1997, σσ. 3-27.
51. Ἡ ἀπελευθέρωση τοῦ σώματος ἀπὸ τοὺς κορσέδες καὶ τὰ φράκα ἐκδηλώνεται μὲ νέες
μορφὲς σωματολατρίας, ὅπως στὸν ἐκφραστικὸ χορό, σὲ γυμναστική, γυμνισμό, ἀλπινισμό,
ζωὴ στὴν φύση, πάσης φύσεως σπὸρ κ.τ.λ.
Πρόοδος καὶ παράδοση. Οἱ διαλεκτικὲς συνιστῶσες ἑνὸς πολιτισμοῦ 277
52. Παραλείπω ἐδῶ τὴν συζήτηση γιὰ τὴν sublimation (ἡ «ἐξιδανίκευση» δὲν ἀποδίδει
ἀκριβῶς τὸ νόημα τῆς μετατροπῆς τῆς libido σὲ πολιτισμικὴ ἐνέργεια καὶ καλλιτεχνικὴ δημι-
ουργία), ποὺ καὶ αὐτὴ μπορεῖ νὰ προκαλεῖ τὸ αἴσθημα τῆς εὐδαιμονίας, ἀντικαθιστώντας τὰ
ἀρχικὰ ἔνστικτα μὲ πνευματικοὺς στόχους.
278 Βάλτερ Ποῦχνερ
53. Ἰ. Καμπανέλλης, Θέατρο, τόμ. Ζ΄, Ἀθήνα 1998, σσ. 243-329. Γιὰ ἀνάλυση βλ. Β.
Ποῦχνερ, Τοπία ψυχῆς καὶ μύθοι πολιτείας. Τὸ θεατρικὸ σύμπαν τοῦ Ἰάκωβου Καμπανέλλη,
Ἀθήνα 2010, σσ. 826-854.
54. Βλ. τὸ κεφάλαιο «Τόποι καὶ τρόποι τοῦ λαϊκοῦ στοχασμοῦ» στὴν Θεωρητικὴ Λαο-
γραφία, ὅ.π., σσ. 342-394.
55. Μ. Γ. Μερακλῆς, Λαϊκὸς πολιτισμὸς καὶ νεοελληνικὸς Διαφωτισμός, Ἀθήνα 2007,
Πρόοδος καὶ παράδοση. Οἱ διαλεκτικὲς συνιστῶσες ἑνὸς πολιτισμοῦ 279
εἶναι π.χ. ἡ θέση τοῦ κλήρου στὸν ἑλληνικὸ Διαφωτισμό, ὁ ὁποῖος δὲν ἦρθε
σὲ ὁλοκληρωτικὴ ρήξη μὲ τὸν Διαφωτισμὸ ὅπως στὴν Δύση.56
Ἡ Λαογραφία τέμνεται μὲ τὴν ἔννοια τῆς προόδου στὸν βαθμὸ ποὺ δὲν
περιορίζεται πιὰ στοὺς περιθωριοποιημένους πληθυσμοὺς τῆς ἐπαρχίας
ποὺ ζοῦν σὲ μιὰ κατάσταση προβιομηχανικῆς ὑπανάπτυξης, ἀλλὰ ἀσχο-
λεῖται μὲ τὸ σύνολο τοῦ συλλογικοῦ πολιτισμοῦ τοῦ πληθυσμοῦ στὴν κα-
θημερινότητά του καὶ στὶς ἑορταστικές του ἐκδηλώσεις, ἀλλὰ καὶ σ’ ἕνα
πιὸ εἰδικὸ τομέα, ὅπως εἶναι οἱ τοπικοὶ σύλλογοι, εἴτε στὸν τόπο τους
εἴτε στὰ ἀστικὰ κέντρα ἢ στὴν διασπορά, ὅπου ἡ ἔννοια τῆς προόδου συ-
ζευγνύεται ἁρμονικὰ μὲ τὴν ἔννοια τῆς παράδοσης, καὶ μάλιστα μπορεῖ ἐν
μέρει νὰ συμπίπτει: ἡ διατήρηση τῆς τοπικῆς παράδοσης εἶναι μέρος μιᾶς
φιλοπρόοδης στάσης, ἡ προβολή (καὶ ἐκμετάλλευσή) της ἐνδυναμώνει τὴν
αὐτογνωσία καὶ αὐτοπεποίθηση, τὴν αὐτοσυνείδηση τῆς κοινότητας, ποὺ
εἶναι συστατικὸ στοιχεῖο τῆς προοδευτικότητας, ἡ ὁποία ἀπεργάζεται τὴν
ἐγκατάληψη τοῦ χωριοῦ λόγῳ ὑπανάπτυξης, τὴν μετανάστευση ἐξαιτίας
τῆς φτώχειας καὶ οἰκονομικῆς δυσπραγίας καὶ τὴν ἀστυφιλία σὲ ἀναζήτη-
ση νέων εὐκαιριῶν. Μὲ τὴν μείωση τῆς ποιότητας τῆς ζωῆς στὰ μεγάλα
ἀστικὰ κέντρα τὸ ρεῦμα ἔχει μᾶλλον ἀντιστραφεῖ: οἱ μετανάστες γύρισαν
(τουλάχιστον ἀπὸ τὴν Εὐρώπη), δὲν ἐπενδύουν μόνο στὴν κοντινὴ πόλη
ἀλλὰ καὶ στὸ χωριὸ καὶ ἡ προβολὴ τῆς παράδοσης (στὰ sites τοῦ internet)
εἶναι σημαία τῆς προόδου τοῦ χωριοῦ καὶ μιᾶς νέας σύγχρονης τοπικῆς
αὐτοσυνείδησης.57 Αὐτὸ εἶναι ἕνα ἐρευνητικὸ πεδίο τῆς σύγχρονης λαο-
Αὐδίκος, ὅ.π., σσ. 25-46, Β. Ποῦχνερ, «Λαογραφία καὶ ἀναστοχασμός. Τρεῖς περιπτώσεις»,
Δοκίμια λαογραφικῆς θεωρίας, Ἀθήνα 2011, σσ. 213-338, ἰδίως σσ. 274 κ.ἑξ.
56. Βλ. Μερακλῆς, Λαϊκὸς πολιτισμὸς καὶ νεοελληνικὸς Διαφωτισμός, ὅ.π., σσ. 73-98,
Π. Κιτρομηλίδης, Ἰώσηπος Μοισιόδαξ: Οἱ συντεταγμένες τῆς βαλκανικῆς σκέψης τὸν 18ο
αἰῶνα, Ἀθήνα ΜΙΕΤ 22004, Ἀ. Παπαδερός, Μετακένωσις. Ἑλλάδα - Ὀρθοδοξία - Διαφω-
τισμὸς κατὰ τὸν Κοραῆ καὶ τὸν Οἰκονόμο, Ἀθήνα 2010.
57. Γιὰ τὴν περίπτωση, ὅπου ἡ προοδευτικότητα χρησιμοποιεῖ τὴν παράδοση, ὑπάρχουν
πολλὰ παραδείγματα. Ἀπὸ τοὺς βασικοὺς μοχλοὺς τῆς ἀνάπτυξης εἶναι σήμερα ὁ τοπικὸς
τουρισμός· ἂν τὸ χωριὸ δὲν βρίσκεται στὴν θάλασσα πρέπει νὰ ἐπεξεργαστοῦν εἰδικὲς στρα-
τηγικὲς προσέλκυσης τοῦ τουρισμοῦ ἀπὸ τὸ ἐξωτερικὸ ἢ ἐσωτερικό, ὅπως γίνεται στὴν
ἐκπομπὴ «Μένουμε Ἑλλάδα» ἢ παρόμοιες ποὺ προβάλλουν τὶς φυσικὲς ὀμορφιὲς τοῦ τόπου
καὶ τὰ ἀξιοθέατά του, τὸν «ἁπαλὸ τουρισμὸ» ποὺ σέβεται τὸ περιβάλλον καὶ τὰ διάφορα
resorts, καταφύγια ἡσυχίας καὶ ψυχικῆς γαλήνης γιὰ τοὺς ταλαιπωρημένους κατοίκους τῶν
ἀστικῶν κέντρων, τὰ ὁποῖα ἀπὸ μόνα τους εἶναι ἀξιοθέατα. Ἂν ὑπάρχουν τέτοια ἀξιοθέατα
(σπήλαια, παρεκκλήσια, παλιὰ μονοπάτια, καταρράκτες, ποτάμια, λίμνες κ.τ.λ.) πρέπει νὰ
ἀξιοποιηθοῦν, δηλαδὴ νὰ γίνουν προσβάσιμα καὶ νὰ προβάλλονται, καὶ ἂν δὲν ὑπάρχουν,
πρέπει νὰ «ἐφευρηθοῦν» (ἀναβίωση τοπικῶν ἐθίμων ἀπὸ τοὺς συλλόγους, (δῆθεν) τοπικὰ
ὑφαντὰ καὶ κεντήματα, τοπικὲς σπεσιαλιτὲ κ.τ.λ.). Ἕνα ἀπὸ τὰ προσφιλῆ τεχνάσματα εἶναι
280 Βάλτερ Ποῦχνερ
γραφίας, ποὺ δίπλα στὴν παραδοσιακὴ ἐπίσκεψη ἐπὶ τόπου ἐπιβάλλει καὶ
ἐπίσκεψη τῆς διεύθυνσης τοῦ χωριοῦ στὸ διαδίκτυο.
Δ΄
thus remains an axiom untouched by professional deliberation and used as (ostensibly self-
evident) argumentation of the standard-bearers and interpreters of tradition in the processes
of identification. We need to deconstruct the polysemic nature of the term, to show the
interaction of tradition, myth and folklore in forming cultural identity, and the untenability
of the unyielding contrarieties of tradition-innovation, tradition-progress, and (on the basis of
examples) to analyse in an interdisciplinary manner the creative process of tradition and the
continuity of its historical contextualisation. Perhaps that would offer a chance to folklorists
in the new humanistic waters» (I. Lozica, «The Antonomies of Folklore Values», Narodna
Umjetnost 45/1, 2008, σσ. 7-20, ἰδίως σ. 18).
59. Ἕνα ὡραῖο ἀρχιτεκτονικὸ παράδειγμα αὐτῆς τῆς ἀντίληψης τοῦ δεύτερου μισοῦ τοῦ
19ου αἰώνα εἶναι ὁ κυκλικὸς δρόμος τῆς Ringstraße στὴν Βιέννη πάνω στὰ παλιὰ τείχη τῆς
πόλης: τὸ κοινοβούλιο μιμεῖται τὸν ἀρχαῖο ἑλληνικὸ ναό, τὸ δημαρχεῖο τὸ γοτθικὸ στύλ, τὸ
282 Βάλτερ Ποῦχνερ
πανεπιστήμιο εἶναι χτισμένο στὸν ἀναγεννησιακὸ ρυθμό, τὸ θέατρο (Burgtheater) στὴν ὑφο-
λογία τοῦ Μπαρὸκ καὶ ἡ ὄπερα ἐκπροσωπεῖ τὸν 19ο αἰῶνα.
60. Βλ. Β. Ποῦχνερ, «Καθυστέρηση; Ἡ παράμετρος τοῦ χρόνου στὶς προσληπτικὲς δια-
δικασίες κατὰ τὴν πορεία τῆς νεοελληνικῆς δραματουργίας ἀπὸ τὸ Κρητικὸ θέατρο ὣς τὸ
μεταπολεμικὸ δράμα», Ε. Κουτριάνου (ἐπιμ.), Ἡ συγκριτικὴ γραμματολογία στὴν Ἑλλάδα.
Σύγχρονες τάσεις, Ἀθήνα 2005, σσ. 165-178.
Πρόοδος καὶ παράδοση. Οἱ διαλεκτικὲς συνιστῶσες ἑνὸς πολιτισμοῦ 283
62. Ch. Darwin, The expression of emotion in human face, London 1872, P. Ekman, Cross-
Cultural Studies of Facial Expression, New York/London 1973, τοῦ ἴδιου, Unmasking the Face,
Englewood Cliffs/New York 1975. Περισσότερη βιβλιογραφία στὸν Β. Ποῦχνερ, Θεωρητικὰ
Θεάτρου, Ἀθήνα 2010, σσ. 105 κ.ἑξ.
63. Μ. Βρέλλη-Ζάχου, Ἡ ἐνδυμασία στὴ Ζάκυνθο μετὰ τὴν Ἕνωση (1864-1910). Συμβολὴ
στὴ μελέτη τῆς ἱστορικότητας καὶ τῆς κοινωνιολογίας τῆς ἐνδυμασίας, Ἀθήνα 2003.
286 Βάλτερ Ποῦχνερ
64. Ἄλλη περίπτωση εἶναι ὅμως τὰ φαινόμενα μὲ ἀρχετυπικὴ δομή, ποὺ μπορεῖ νὰ ἐξα-
φανιστοῦν γιὰ κάποια χρονικὰ διαστήματα, ἐπανέρχονται ὅμως στὴν ἐπιφάνεια μὲ τὴν ἴδια
ἢ παραλλαγμένη μορφὴ (Β. Ποῦχνερ, «Ἀρχετυπικὴ δομὴ καὶ χρονικὴ συνέχεια. Ἐκδοχὲς τῆς
μακρᾶς διάρκειας», Δοκίμια λαογαφικῆς θεωρίας, ὅ.π., σσ. 83-108).
65. Cl. Lévi-Strauss, Anthropologie structurale, Paris 1958 (σὲ μετάφραση τοῦ Θ. Πα-
ραδέλλη, Δομικὴ ἀνθρωπολογία, Ἀθήνα 2010).
Πρόοδος καὶ παράδοση. Οἱ διαλεκτικὲς συνιστῶσες ἑνὸς πολιτισμοῦ 287
66. Ποῦχνερ, Θεωρητικὴ Λαογραφία, ὅ.π., σσ. 30 κ.ἑξ. Δανείζομαι τὸ ὑπότιτλο ἀπὸ τὸ
βιβλίο τοῦ M. Herzfeld, Anthropology through the Looking-Glass. Critical Ethnography in the
Margins of Europe, Cambridge 1987.
67. Βλ. τὴν ἑλληνικὴ μετάφραση M. Τodorova, Βαλκάνια. Ἡ Δυτικὴ Φαντασίωση, Ἀθήνα
(2000) καὶ τὴν βιβλιοκριτική μου στὴν Λαογραφία 41 (2007-2009), σσ. 972-977.
68. E. Hobsbawm/T. Ranger (eds.), Ἡ ἐπινόηση τῆς παράδοσης, μτφρ. Ἀ. Ἀθανασίου,
Ἀθήνα 2004.
69. Βλ. π.χ. T. Asad (ed.), Anthropolοgy and the Colonial Encounter, London 1973.
288 Βάλτερ Ποῦχνερ
70. Πρέπει νὰ ἐπισημανθεῖ πὼς καὶ ἡ Ἀνθρωπολογία ἔχει κάνει μιὰ σημαντικὴ στροφὴ
πρὸς τὴν ἱστορικότητα. Δὲν εἶναι μόνο ἡ Σχολὴ τῆς Ἱστορικῆς Ἀνθρωπολογίας τῆς Νοτιοα-
νατολικῆς Εὐρώπης στὸ πανεπιστήμιο τοῦ Graz τῆς Αὐστρίας (βλ. Ποῦχνερ, Λαογραφία 40,
2004-06, 1061-69 καὶ 1091-98), ἀλλὰ καὶ ἡ ἴδια ἡ nouvelle histoire στὴν συνέχεια τῆς Σχολῆς
τῶν Annales στρέφεται προγραμματικὰ πρὸς τὴν πολιτισμικὴ ἱστορία, τὴν ἱστορία τῆς καθη-
μερινότητας, τοῦ κοινοῦ ἀνθρώπου κ.τ.λ. Βλ. σὲ ἐπιλογή: J. Le Goff / R. Chartier / J. Revel
(eds.), La nouvelle histoire, Paris 1978, P. Ory, Πολιτισμικὴ ἱστορία, Ἀθήνα 2007 (γαλλικὴ
ἔκδοση 2004), P. Burke, Τί εἶναι πολιτισμικὴ ἱστορία, Ἀθήνα 2009 (δεύτερη ἀγγλικὴ ἔκδοση
2008), L. Hunt (ed.), The new Cultural History, Berkeley/Los Angeles 1989, M. Rubing, «Τί
εἶναι ἡ πολιτισμικὴ ἱστορία σήμερα;», D. Cannadine (ed.), Τί εἶναι ἱστορία σήμερα;, Ἀθήνα
2007, σσ. 155-160. Ἀντλῶ τὶς τελευταῖες μεταφράσεις ἀπὸ ἄρθρο τῆς Ἀ. Ματθαίου, «Οἱ τα-
λαντώσεις μιᾶς σχέσης: ὁ Κλὼντ Λεβὶ Στρὼς καὶ ἡ ἱστορία ἢ Ἡ ἱστορία τοῦ κουμπιοῦ», Τὰ
Ἱστορικὰ 27/53 (2010), 291-302, ἰδίως σ. 292.
Πρόοδος καὶ παράδοση. Οἱ διαλεκτικὲς συνιστῶσες ἑνὸς πολιτισμοῦ 289
71. Βλ. π.χ. τὰ παραδείγματα στὸν τόμο μου Akkommodationsfragen, ὅ.π. καὶ τὰ πρῶτα
ἕξι κεφάλαια τοῦ τόμου Ἱστορικὴ Λαογραφία. Ἡ διαχρονικότητα τῶν φαινομένων, Ἀθήνα
2010 (Λαογραφία 4).
72. Αὐδίκος, ὅ.π., σ. 12 κ.ἑξ.
290 Βάλτερ Ποῦχνερ
73. Ἀ. Λυδάκη, Ἴσκιοι καὶ ἀλαφροΐσκιωτοί. Λαϊκὸς λόγος καὶ πολιτισμικὲς σημασίες,
Ἀθήνα 2003, σ. 45. Γιὰ τὸ θέμα τοῦ «νόθου» ἐξαστισμοῦ ὑπάρχουν πλέον πολλὲς μελέτες: Β.
Φίλιας, Κοινωνία καὶ Ἐξουσία στὴν Ἑλλάδα. Ἡ νόθα ἀστικοποίηση, Ἀθήνα 1974, Μ. Γ. Με-
ρακλῆς, «Λαογραφικὰ τῆς Ἀθήνας (1834-1984)», Νέα Ἑστία 26, 1984, τεῦχ. 1379, σσ. 211-233,
Ἀ. Κυριακίδου-Νέστορος, «Ἡ ἑλληνικὴ λαογραφία στὴν σύγχρονή της προοπτική», Λαογρα-
φικὰ Μελετήματα, Ἀθήνα 1975, σσ. 86-110 κ.τ.λ.
74. «Ἡ παράδοση δὲν περιορίζεται στὰ ἔθιμα ποὺ ἐπιβιώνουν ἢ ἀναβιώνουν. Παράδο-
ση εἶναι κυρίως τὰ ἤθη· τὸ ἦθος τοῦ ἀνθρώπου ποὺ γεννιέται καὶ μεγαλώνει σὲ ἕνα συγκε-
κριμένο κοινωνικὸ σύνολο καὶ ἐκεῖ διαμορφώνεται μέσα ἀπὸ τὶς σχέσεις του μὲ τοὺς ἄλλους,
μὲ ὅλα ὅσα ἄκουσε ἢ διάβασε ἢ ἔζησε, ὅλα ὅσα πῆρε ἀπὸ μέσα καὶ ἀπὸ ἔξω. Καὶ αὐτὰ δὲν
μπορεῖ νὰ εἶναι ἀναλλοίωτα, ὅσο ἀνεξίτηλες καὶ νὰ εἶναι οἱ πρῶτες εἰκόνες καὶ τὰ πρῶτα
ἀκούσματα, τὴν στιγμὴ ποὺ δέχεται καὶ στέλνει ἐρεθίσματα καὶ πολλαπλὲς διαφορετικές,
νέες παραστάσεις προστίθενται στὶς παλιὲς καὶ ἐπηρεάζουν, ἀλλάζουν, τροποποιοῦν τὸν
κόσμο του» (Λυδάκη, ὅ.π., σ. 274).
75. «Ἡ ‘‘παράδοση’’ ἐδῶ δὲν ὑφίσταται ὡς ‘κατασκευὴ’ ἑνὸς παρελθόντος ἀπὸ ἕνα δια
φοροποιημένο παρόν, ὅπως συμβαίνει στὴ νεωτερικότητα, ἀλλὰ ὡς ζῶσα πραγματικότητα,
ὡς μηχανισμὸς διαχείρισης τοῦ χρόνου, ποὺ ἀναπαράγει τὴν ἐμπειρία τῆς συνέχειας πα-
ρελθόντος, παρόντος καὶ μέλλοντος, μιὰ συνέχεια ποὺ διασφαλίζεται μέσα ἀπὸ ἐπαναλαμ-
βανόμενες κοινωνικὲς πρακτικές. Ἐδῶ ἡ ‘‘παράδοση’’ δὲν εἶναι κἂν γνωστὴ ὡς τέτοια, γι’
αὐτὸ καὶ δὲν ἀκινητοποιεῖται στὸν χρόνο, γι’ αὐτὸ καὶ δὲν βιώνεται στατικά. Ἀντίθετα, ἡ
ἔμφαση στὴν δύναμη, τὴν βεβαιότητα καὶ τὴν αἴγλη τοῦ παρελθόντος λειτουργεῖ ὡς ἰδεο-
λογικὸς μηχανισμὸς ἀφομοίωσης νέων στοιχείων, ἀκόμα καὶ ἀλλαγῶν, χωρὶς τὴν ρήξη τῆς
συνέχειας, χωρὶς νὰ ἀλλάζει ὁ προσανατολισμὸς τῆς κοινωνίας μὲ τὴν μετατόπιση τοῦ βάρους
ἀπὸ τὸ παρελθὸν στὸ μέλλον. Ἡ ἐπίκληση ἑνὸς ἰδεατοῦ ‘‘ἄλλοτε’’ σ’ αὐτὲς τὶς τελετουργίες τῆς
κοινότητας δὲν παραπέμπει στὴν χρονικὴ ἑτερότητα, ποὺ ἐπινοεῖ ἡ νεωτερικότητα, ἀλλὰ στὸν
καταγωγικὸ μύθο της, ποὺ λειτουργεῖ συνεκτικὰ καὶ μυητικά» (Β. Νιτσιάκος, Προσανατολι-
σμοί. Μιὰ κριτικὴ εἰσαγωγὴ στὴν Λαογραφία, Ἀθήνα 2008, σσ. 183 κ.ἑξ.).
Πρόοδος καὶ παράδοση. Οἱ διαλεκτικὲς συνιστῶσες ἑνὸς πολιτισμοῦ 291
γίνει ἀβίωτα.76 Ὁ λόγος γιὰ τὴν παράδοση γίνεται τότε, ὅταν ἐκείνη δὲν
ὑπάρχει πιά.
Καὶ ὁ Εὐάγγελος Αὐδίκος, στὴν συζήτησή του γιὰ τὸν φολκλορισμὸ καὶ
τὴν ἐμπορευματοποίηση τῆς παράδοσης μεταφέρει τὶς ἀπόψεις τοῦ Μιχάλη
Μερακλῆ: «Ἀναθεωρεῖ τὴν ἀντίληψη ὅτι ἡ παράδοση χαρακτηρίζεται ἀπὸ
τυποποιημένη ἐπαναληπτικότητα μὲ ἀργόσυρτες ἀλλαγές. Ἐντάσσει στὴν
ἔννοια τῆς παράδοσης καὶ τὴν διαχείρισή της ὡς ἐμπόρευμα, καθὼς καὶ
τὴν ἀναπαράστασή της γιὰ λόγους ποὺ σχετίζονται μὲ τὶς ἀνάγκες τῶν
μετακινηθέντων στὰ ἀστικὰ κέντρα».77 Ἐδῶ ἐπιχειρεῖται μιὰ σύνθεση τῶν
δύο μορφῶν παράδοσης ποὺ ξεχώρισε ὁ Νιτσιάκος καὶ ὑποτάσσεται σὲ
μιὰ ἀκόμα εὐρύτερη ἔννοια, τὴν καθημερινότητα, ἡ ὁποία εἶναι τώρα ἕνα
ὑβριδικὸ τοπίο, στὸ ὁποῖο συνυπάρχουν ταυτόχρονα ὅλες οἱ «ἡλικίες» τῶν
φυσικῶν καὶ πολιτισμικῶν φαινομένων σ’ ἕνα μεταμοντέρνο συνονθύλευ-
μα ἐμπορικῶν σκοπιμοτήτων καὶ καταναλωτικῆς ἐξάρτησης δίχως αἰσθη-
τική, γοῦστο καὶ ἁρμονία.78 Anything goes.
76. Γιὰ τὴν παράδοση ὡς «κατασκευή»: «Δημιουργεῖται, λοιπόν, ἕνα μαζικὸ κίνημα ‘‘ἐπι-
στροφῆς στὶς ρίζες’’, στὸ πλαίσιο τοῦ ὁποίου ἀναπτύσσεται μιὰ ρητορικὴ γιὰ τὴν παράδο-
ση ὡς ἀντικείμενο διατήρησης ἢ ἀναβίωσης. Οὐσιαστικά, κατασκευάζεται μιὰ εἰκόνα τῆς
παράδοσης ὡς προϊὸν τῆς ἴδιας τῆς διαδικασίας ἀπομάκρυνσης ἀπὸ αὐτή. Ὁ λόγος γιὰ τὴν
παράδοση, πράγματι, προκύπτει ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ αὐτὴ παύει νὰ εἶναι ζῶσα πραγμα-
τικότητα, ἕνα καθεστὼς παραγωγῆς καὶ ἀναπαραγωγῆς τῶν ὑλικῶν καὶ συμβολικῶν προ-
ϋποθέσεων τῆς ζωῆς, καὶ καθίσταται εἰκόνα τοῦ παρελθόντος, νοητικὴ κατασκευή, ποὺ
ἀφορᾶ στὸ παρελθὸν καὶ στὴν χρήση του στὸ παρόν» (Νιτσιάκος, ὅ.π., σ. 186, βλ. καὶ A.
Giddens, Οἱ συνέπειες τῆς νεοτερικότητας, Ἀθήνα 2001, σσ. 54-58).
77. Εὐ. Αὐδίκος, Εἰσαγωγὴ στὶς σπουδὲς τοῦ λαϊκοῦ πολιτισμοῦ, Ἀθήνα 2009, σ. 274.
78. Βλ. καὶ τὸ δοκίμιό του «Τὸ ἀργὸ γδύσιμο», Λαογραφικὰ Ζητήματα, Ἀθήνα 1989, σσ.
127-136.
292 Βάλτερ Ποῦχνερ
Zusammenfassung
Vorliegende Studie befaßt sich mit den Gestaltungskräften einer Kultur, die
gewöhnlich als Gegensätze beschrieben werden: Fortschritt und Tradition. In
Wirklichkeit geht es um dialektische Formkräfte, die auch in ihrem Zusammen-
wirken weder eigentliche Gegensätze noch aufeinanderbezogene Ergänzungen
bilden, da sie aus verschiedenen Denktraditionen herkommen und sich auf ver-
schiedenen Ebenen bewegen. Ihre Dialektik ist nicht in ihrer Seinsweise ange-
legt, sondern in ihrem Funktionieren in einer konkreten Kultur und Epoche.