You are on page 1of 226

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΑΣ

Ιατρική Σχολή - Πανεπιστήµιο Ιωαννίνων - Πανεπιστηµιούπολη - Ιωάννινα

DEPARTMENT OF PHARMACOLOGY
Medical School - University of Ioannina - University Campus - Ioannina

ΙΑΤΡΙΚΗ ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΑ ΙΙ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Μ. Κωσταντή: ΦΑΡΜΑΚΑ ΤΟΥ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΚΟΥ………….…. 2

Μ. Μαρσέλος: ΕΝ∆ΟΚΡΙΝΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ…………………….…. 54

Κ. Αντωνίου: ΦΑΡΜΑΚΑ ΚΑΙ ΑΙΜΑ……………………………... 95

Μ. Μάλαµας: ΛΟΙΜΩΞΕΙΣ…………………………………………. 115

Π. Παππάς: ΧΗΜΕΙΟΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΩΝ ΝΕΟΠΛΑΣΜΑΤΩΝ… 199

Ιωάννινα 2006

1
Μ. Κωνσταντή

Κλινική Φαρµακολογία ΙΙ
ΦΑΡΜΑΚΑ ΤΟΥ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΚΟΥ
Α. ΚΑΡ∆ΙΟΤΟΝΩΤΙΚΑ

Εισαγωγή
Ως καρδιακή ανεπάρκεια ορίζεται η ανικανότητα της καρδιάς να ανταποκριθεί στις
µεταβολικές απαιτήσεις των περιφερικών συστηµάτων. Οφείλεται σε απώλεια
µυοκαρδιακών κυττάρων εξ αιτίας ισχαιµίας ή µυοπάθειας µε συνέπεια τον
περιορισµό της έκτασης της συστολής και διαστολής του µυοκαρδίου. Όταν η
καρδιά, υπό αυτές τις συνθήκες, καλείται να αντιµετωπίσει αυξηµένο φορτίο, το
αποµένον υγιές µυοκάρδιο υπερτρέφεται για να ανταποκριθεί στις ανάγκες της
περιφέρειας. Η υπερτροφία έχει σαν αποτέλεσµα την µείωση του όγκου παλµού και
την αύξηση της πίεσης στα τοιχώµατα του αριστερού κόλπου. Αυξάνονται οι
αντιστάσεις των περιφερικών αγγείων και αναπτύσσεται πνευµονική συµφόρηση.
Παράλληλα, αναπτύσσονται συµπληρωµατικοί µηχανισµοί αγγειοσύσπασης µε στόχο
να διατηρηθεί η οµαλή ροή στα εγκεφαλικά και στεφανιαία αγγεία.
1. ∆ιέγερση του συµπαθητικού νευρικού συστήµατος
2. ∆ιέγερση του συστήµατος ρενίνης-αγγειοτενσίνης
Οι ασθενείς µε καρδιακή ανεπάρκεια εµφανίζουν κυρίως αδυναµία, εύκολη κόπωση
και δύσπνοια.

Φάρµακα που χρησιµοποιούνται στην αντιµετώπιση της καρδιακής


ανεπάρκειας

ΚΑΡ∆ΙΟΤΟΝΩΤΙΚΕΣ ΓΛΥΚΟΣΙ∆ΕΣ
Αποµονώνονται από τα φύλλα των φυτών Digitalis purpurea (διγιτοξίνη) και Digitalis
lanata (διγοξίνη και διγιτοξίνη) καθώς και από τους σπόρους του φυτού Strophanthus
gratus (ουαµπαϊνη). Ο όρος “δακτυλίτιδα” που χρησιµοποιείται συχνά, περιλαµβάνει
όλη την οµάδα των καρδιοτονωτικών γλυκοσιδών. Στην κλινική πράξη
χρησιµοποιείται κυρίως η διγοξίνη γιατί έχει µικρότερο χρόνο ηµιζωής και ελέγχεται
καλύτερα. Στη νεφρική ανεπάρκεια προτιµάται η διγιτοξίνη.

∆ιγοξίνη

Φαρµακοκινητική
Απορροφάται από το πεπτικό κατά 75%. ∆ιέρχεται τον αιµατοπλακουντιακό
φραγµό και τον φραγµό αίµατος-µαζικού αδένα. Μεταβολίζεται στο ήπαρ,

2
απεκκρίνεται στην χολή από όπου επαναρροφάται (εντεροηπατικός κύκλος) και
απεκκρίνεται τελικά πολύ λίγο από τους νεφρούς. Έχει χρόνο ηµιζωής 36 ώρες.

Μηχανισµός δράσης
Οφείλει την θετική ινότροπο δράση της σε δύο µηχανισµούς:
Α. αναστέλλει την Νa+/Κ+ ΑΤP-άση, που ευρίσκεται στην µεµβράνη των
µυοκαρδιακών κυττάρων. Έτσι, περισσότερο Νa+ παραµένει µέσα στο κύτταρο
διαθέσιµο στην αντλία ανταλλαγής Na+/Ca++, γεγονός που προκαλεί αύξηση στο
ενδοκυττάριο Ca++.
Β. Κατά την διάρκεια του δυναµικού ενέργειας, η κίνηση των ιόντων Ca++ µέσα
στο κύτταρο προκαλεί αύξηση στο αργό ρεύµα εισόδου Ca++.

Θεραπευτικές χρήσεις
Συµφορητική καρδιακή ανεπάρκεια
Κολπική µαρµαρυγή
Κολπικός πτερυγισµός
Παροξυσµική κολπική ταχυκαρδία.

Αντενδείξεις
• Κοιλιακή µαρµαρυγή
• Κοιλιακή ταχυκαρδία,
• Κολποκοιλιακός αποκλεισµός,
• Νόσος Beri-Beri της καρδιάς
• Κολπική µαρµαρυγή όταν συνυπάρχει το σύνδροµο Wolff-Parkinson-White,
Υπερτροφική αποφρακτική καρδιοµυοπάθεια.

Ανεπιθύµητες ενέργειες
• Ναυτία, έµετος, ανορεξία
• Βραδυκαρδία
• Έκτακτες συστολές
Προσοχή! µπορεί να είναι πρόδροµα συµπτώµατα δηλητηρίασης από δακτυλίτιδα.
Σε βαρύτερη δηλητηρίαση: διαταραχές όρασης, διάρροια, αρρυθµίες, κοιλιακή
µαρµαρυγή, θάνατος.

Η αντιµετώπιση της δηλητηρίασης γίνεται µε:


1. ∆ιακοπή χορήγησης φαρµάκου
2. Χορήγηση Κ+ και αντιαρρυθµικών (φαινυτοϊνη ή λιδοκαϊνη)
3. Χορήγηση χολεστυραµίνης και ενεργού ζωϊκού άνθρακα
(δεσµεύουν την δακτυλίτιδα).
4. Ατροπίνη για την βραδυκαρδία
5. Ειδικά αντισώµατα που δεσµεύουν την δακτυλίτιδα

Προφυλάξεις
Σε κύηση, γαλουχία, ηλικιωµένους, ασθενείς µε νεφρική ή ηπατική ανεπάρκεια,
υποκαλιαιµία, υπερασβεστιαιµία, υποµαγνησιαιµία, υπερ- ή υποθυρεοειδισµό,
βραδυκαρδία, πρόσφατο έµφραγµα µυοκαρδίου, κολποκοιλιακό αποκλεισµό.

Αλληλεπιδράσεις
1. Με φάρµακα που προκαλούν υποκαλιαιµία
∆ιουρητικά (θειαζιδικά, της αγκύλης)

3
Αντιαρρυθµικά (αµιωδαρόνη, β-αναστολείς)
Κορτικοστεροειδή
Καρβενοξολόνη
2. Με φάρµακα που κατακρατούν νάτριο
Κορτικοστεροειδή
NSAIDs
3. Με λίθιο αυξάνει τα επίπεδά του
4. Με κυκλοσπορίνη προκαλεί υπερκαλιαιµία
5. Με αντιχολινεργικά, ερυθροµυκίνη, τετρακυκλίνες, υδροχλωροκίνη,
βεραπαµίλη, νιφεδιπίνη, κινιδίνη µπορεί να προκύψει τοξικός δακτυλιδισµός.
6. Με β-αποκλειστές µειώνεται η ινότροπος δράση της δακτυλίτιδας στο
µυοκάρδιο και επιβραδύνεται περαιτέρω η αγωγιµότητα του φλεβόκοµβου.

ΑΝΑΣΤΟΛΕΙΣ ΤΗΣ ΦΩΣΦΟ∆ΙΕΣΤΕΡΑΣΗΣ


Η αναστολή της φωσφοδιεστεράσης 3, ενζύµου που διασπά το cAMP, έχει σαν
συνέπεια την αύξηση του Ca++ ενδοκυτταρικά και ως εκ τούτου την αύξηση της
συστολής του µυοκαρδίου.
Τα φάρµακα που αναστέλλουν την φωσφοδιεστεράση χρησιµοποιούνται σε
περιπτώσεις συµφορητικής καρδιακής ανεπάρκειας που δεν ανταποκρίνεται στην
συνήθη θεραπεία.
• Ενοξιµόνη
• Αµρινόνη
• Μιλρινόνη
• Βεσναρινόνη

Πριν την χορήγηση να γίνεται διόρθωση της υποκαλιαιµίας. Συνιστάται συχνή


εξέταση ΗΚΓ, παρακολούθηση της αρτηριακής πίεσης, των ηλεκτρολυτών, των
αιµοπεταλίων και της νεφρικής λειτουργίας.

ΑΝΑΣΤΟΛΕΙΣ ΤΟΥ ΜΕΤΑΤΡΕΠΤΙΚΟΥ ΕΝΖΥΜΟΥ (Α-ΜΕΑ)

• Καπτοπρίλη
• Εναλαπρίλη

Χρησιµοποιούνται σαν φάρµακα πρώτης γραµµής στην αντιµετώπιση της


συµφορητικής καρδιακής ανεπάρκειας.

Μηχανισµός δράσης
Μειώνουν την µετατροπή της αγγειοτενσίνης Ι σε αγγειοτενσίνη ΙΙ και
αναστέλλουν την διάσπαση της βραδυκινίνης, δηµιουργώντας ένα ευνοϊκό
αιµοδυναµικό περιβάλλον. Αυξάνουν την απόδοση της καρδιάς, µειώνοντας το
µεταφορτίo, τις περιφερικές αντιστάσεις, την πνευµονική αντίσταση και το προ-
φορτίο της καρδιάς.

Θεραπευτικές χρήσεις
Η προσθήκη ενός Α-ΜΕΑ στην θεραπεία µε διουρητικό και δακτυλίτιδα, αύξησε
το ποσοστό επιβίωσης µεταξύ ασθενών µε ήπια έως σοβαρή συµφορητική

4
καρδιακή ανεπάρκεια.
Μετά από έµφραγµα µυοκαρδίου, οι Α-ΜΕΑ µειώνουν την προοδευτική
µεγέθυνση του αριστερού κόλπου.

Ανεπιθύµητες ενέργειες
• Σοβαρός, επίµονος βήχας
• Υπόταση και νεφρική ανεπάρκεια, όταν συνδυάζονται µε διουρητικό.
• Υποκαλιαιµία και κοιλιακές αρρυθµίες όταν δίνονται σε συνδυασµό µε
διουρητικό ή διγοξίνη.
• Λευκοπενία

∆ΙΟΥΡΗΤΙΚΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΑΛΑΤΙΟΥ


Τα διουρητικά ανακουφίζουν από τα συµπτώµατα της καρδιακής ανεπάρκειας
περισσότερο από κάθε άλλη ουσία. Μαζί µε την διγοξίνη και τους Α-ΜΕΑ είναι
πρώτης γραµµής φάρµακα για την θεραπεία της νόσου.

α-Α∆ΡΕΝΕΡΓΙΚΟΙ ΑΝΑΣΤΟΛΕΙΣ
Όταν χορηγούνται στην συµφορητική καρδιακή ανεπάρκεια, η αγγειοδιαστολή
που προκαλούν βελτιώνει την καρδιακή λειτουργία.

ΑΛΛΕΣ ΑΓΓΕΙΟ∆ΙΑΣΤΑΛΤΙΚΕΣ ΟΥΣΙΕΣ


Μπορεί να χρησιµοποιηθούν, όταν ο ασθενής δεν ανταποκρίνεται καλά στα
διουρητικά και την δακτυλίτιδα.
• ∆ινιτρικός ισοσορβίτης
• Υδραλαζίνη
• Πραζοσίνη

Έχει παρατηρηθεί, ότι ο συνδυασµός δινιτρκού ισοσορβίτη µε υδραλαζίνη


βελτιώνει την καρδιακή λειτουργία και αυξάνει τα ποσοστά επιβίωσης.

ΝΤΟΠΑΜΙΝΗ και ΝΤΟΜΠΟΥΤΑΜΙΝΗ

Σε πολύ σοβαρές περιπτώσεις συµφορητικής καρδιακής ανεπάρκειας χορηγείται


ενδοφλέβια ντοπαµίνη, η οποία προκαλεί αγγειοδιαστολή.
Η ντοµπουταµίνη προστίθεται σε θεραπεία µε ντοπαµίνη για µικρό χρονικό
διάστηµα και βελτιώνει την καρδιακή λειτουργία για µεγάλο διάστηµα.

5
Β. ΑΝΤΙΑΡΡΥΘΜΙΚΑ
Εισαγωγή
Καρδιακές αρρυθµίες είναι ανωµαλίες στον ρυθµό, την κανονικότητα ή την θέση
προέλευσης µιας καρδιακής ώσης ή διαταραχή στη σύσπαση (impulse) ώστε η
φυσιολογική ακολουθία της ενεργοποίησης των κόλπων και των κοιλιών να
µεταβάλλεται.
Α. Αρρυθµίες µπορεί να προκληθούν από:
1. λανθασµένη έναρξη σύσπασης (impulse)
2. λανθασµένη σύσπαση (impulse)
3. συνδυασµό των ανωτέρω
Β. Η αλλαγή στην συστολή διαταράσσει την φυσιολογική σχέση µεταξύ της
διάρκειας της ανερέθιστης περιόδου και της ταχύτητας σύσπασης του µυοκαρδίου.
Μεταβολές στην φυσιολογική σχέση µεταξύ της ανερέθιστης περιόδου και της
ταχύτητας συστολής µπορεί να αποβούν κρίσιµες, εξαιτίας της ετερογένειας της
ηλεκτροφυσιολογίας και των µηχανικών ιδιοτήτων της καρδιάς.

Καρδιακή ηλεκτροφυσιολογία

Α. Φάσεις του δυναµικού ενέργειας

Ρεύµα ιόντων Αποτέλεσµα


1
2 0 είσοδος Na+ Ταχεία εκπόλωση
1 έξοδος K+ Ταχεία επαναπόλωση
0- 2 είσοδος Ca++ Plateau
3 3 έξοδος Κ+ Ταχεία επαναπόλωση
mV 4 βαθµιαία Βραδεία εκπόλωση
-50- αύξηση της
διαπερατότητας
4 στο Na+
-100-
Χρόνος (msec)

B. Αυτοµατία
Στα κύτταρα του µυοκαρδίου, παρατηρείται επαναπόλωση κατά την φάση 4 έως ότου
προσεγγισθεί ο ουδός διέγερσης, οπότε ξεκινά η συστολή τους. Ανωµαλίες στον
καρδιακό ρυθµό εµφανίζονται από µεταβολές στην θέση της φυσιολογικής
αυτοµατίας και από την εµφάνιση έκτοπων θέσεων παραγωγής καρδιακών ώσεων.

Γ. Ταχύτητα συστολής και ανερέθιστη περίοδος


Η επαναπόλωση της µεµβράνης του µυοκαρδιακού κυττάρου σχετίζεται µε µείωση
της ταχύτητας συστολής. Σε περιπτώσεις εµφράγµατος, η ταχύτητα συστολής µπορεί
να είναι αργή, η ανερέθιστη περίοδος µπορεί να µικρύνει ή και τα δύο, γεγονός που
µπορεί να έχει σαν συνέπεια την επανείσοδο του ερεθίσµατος και ως εκ τούτου την
εµφάνιση αρρυθµίας.

Τα φάρµακα που χρησιµοποιούνται ως αντιαρρυθµικά έχουν σαν στόχο να

6
επηρεάσουν τις ηλεκτροφυσιολογικές ιδιότητες της καρδιάς και εποµένως τον
καρδιακό ρυθµό. Μπορούν να διακόψουν έκτοπους ρυθµούς, αλλά και να
προκαλέσουν ή επιδεινώσουν προϋπάρχοντες ρυθµούς (προαρρυθµική δράση). Τα
αντιαρρυθµικά χορηγούνται για την αντιµετώπιση αρρυθµιών κοιλιακής ή
υπερκοιλιακής προέλευσης, αλλά και προληπτικά, υπό τον όρο ότι δεν υπάρχει
κίνδυνος προαρρυθµικής δράσης. Σε κοιλιακή ταχυκαρδία και µαρµαρυγή
ενδείκνυται η χορήγηση αντιαρρυθµικών φαρµάκων, επειδή ο κίνδυνος από τις
αρρυθµίες αυτού του τύπου είναι πολύ µεγαλύτερος από την πιθανότητα εµφάνισης
προαρρυθµικής δράσης. Η εµφάνιση όµως έκτοπων κοιλιακών παλµών µετά από
έµφραγµα µυοκαρδίου αποτελεί αντένδειξη για την χορήγηση αντιαρρυθµικών.
Εξαίρεση αποτελούν οι β-αποκλειστές και ενδεχοµένως η αµιωδαρόνη. Η χορήγηση
άλλων αντιαρρυθµικών συνδέθηκε µε αυξηµένη θνησιµότητα.
Κοινή αντένδειξη όλων των αντιαρρυθµικών φαρµάκων αποτελεί ο
κολποκοιλιακός και φλεβοκοµβοκολπικός αποκλεισµός, εφ’όσον δεν υπάρχει
τοποθετηµένος βηµατοδότης.

Κατηγορίες αντιαρρυθµικών φαρµάκων


ΙΑ κινιδίνη, προκαϊναµίδη, δισοπυραµίδη
ΙΒ Λιδοκαϊνη, τοκαϊνίδη, µεξιλετίνη, φαινυτοϊνη
ΙC Ενκαϊνίδη, φλεκαϊνίδη, προπαφαινόνη

ΙΙ β-Αδρενεργικοί αναστολείς

ΙΙΙ Επιµηκύνοντα την ανερέθιστη περίοδο


Αµιωδαρόνη, βρετύλιο, σοταλόλη

IV Αναστολείς ασβεστίου
Βεραπαµίλη

V ∆ιάφορα
Αδενοσίνη, ατροπίνη, διγοξίνη

Αντιαρρυθµικά κατηγορίας Ι
Τα φάρµακα αυτής της κατηγορίας αναστέλλουν τους διαύλους Na+ κατά την φάση 0
του καρδιακού κύκλου στα κύτταρα των κοιλιών. Έτσι, τα φάρµακα αυτής της
κατηγορίας είναι αποτελεσµατικά στις κοιλιακές αρρυθµίες.

Κατηγορία ΙΑ

Κινιδίνη
Φαρµακολογικές ενέργειες
Από την καρδιά: Σε υψηλές συγκεντρώσεις, η κινιδίνη έχει άµεση επίδραση στο
µυοκάρδιο, ενώ σε χαµηλότερες δόσεις έχει έµµεση επίδραση λόγω της
αντιχολινεργικής της δράσης.
Μειώνει την ταχύτητα αγωγής και αυξάνει την ανερέθιστη περίοδο σε κόλπους
και κοιλίες. Μειώνει επίσης την αυτοµατία. Επειδή καταστέλλει την αγωγή στο

7
δεµάτιο του His και τις ίνες Purkinje, το QRS επιµηκύνεται. Χρειάζεται προσοχή
σε άτοµα µε διαταραχές της αγωγής, γιατί µπορεί να προκαλέσει κολποκοιλιακό
αποκλεισµό 3ου βαθµού.
Εξωκαρδιακή δράση: η κινιδίνη µειώνει τις περιφερικές αντιστάσεις
αναστέλλοντας τους α1-αδρενεργικούς υποδοχείς.

Θεραπευτικές χρήσεις
Υπερκοιλιακή ταχυκαρδία (αφού προηγηθεί θεραπεία µε διγοξίνη,
που προλαµβάνει την εµφάνιση κοιλιακής αρρυθµίας)
Κοιλιακές αρρυθµίες
Ελονοσία

Αντενδείξεις
• Βραδυκαρδία
• Κολποκοιλιακός αποκλεισµός 3ου βαθµού
• Συµφορητική καρδιακή ανεπάρκεια
• Υπερκαλιαιµία
• Υπόταση

Ανεπιθύµητες ενέργειες
• Κοιλιακές αρρυθµίες
• Καρδιακή ανεπάρκεια
• Κιγχονισµός (εµβοές ώτων, βαρηκοϊα, έµετος, διάρροια και σε σοβαρές
περιπτώσεις: πονοκέφαλος, διπλωπία, φωτοφοβία, σύγχυση, ψύχωση)
• Αιµατολογικές διαταραχές
• Γαστρεντερικές διαταραχές
• Υπόταση
• Σπάνια, συγκοπή οφειλόµενη σε πολύµορφη κοιλιακή αρρυθµία σε ασθενείς
µε παρατεταµένο QT.

Προφυλάξεις
Να γίνεται δοκιµαστική χορήγηση 200mg κινιδίνης για ανίχνευση αντίδρασης
υπερευαισθησίας

Αλληλεπιδράσεις
Η τοξικότητα της κινιδίνης αυξάνεται µε φάρµακα
1. που προκαλούν υποκαλιαιµία (π.χ. υποκαλιαιµικά διουρητικά)
2. που αυξάνουν το pH των ούρων (π.χ. ακεταζολαµίδη)
3. που αναστέλλουν τον µεταβολισµό της (π.χ. σιµετιδίνη)
4. που καταστέλλουν το µυοκάρδιο (συνέργεια µε βεραπαµίλη)
5. που επάγουν τον µεταβολισµό της (αντιεπιληπτικά, ριφαµπικίνη, νιφεδιπίνη).

Προσοχή!
Ο κίνδυνος κοιλιακής αρρυθµίας αυξάνεται, όταν η κινιδίνη συνδυάζεται µε
αµιωδαρόνη, τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά, αντιισταµινικά (αστεµιζόλη,
τερφεναδίνη), αλοφαντρίνη, µεφλοκίνη, φαινοθειαζίνες, σοταλόλη.

Η κινιδίνη αυξάνει την δράση των:


Μυοχαλαρωτικών

8
Αντιπηκτικών
Αντιχολινεργικών
∆ιγοξίνης (κίνδυνος τοξικού δακτυλιδισµού)
και µειώνει την δράση των χολινεργικών και της κωδεϊνης.

Φαρµακοκινητική
Απορροφάται καλά από το στόµα και µεταβολίζεται στο ήπαρ. Συνδέεται κατά 80-
90% µε πρωτεϊνες του πλάσµατος. Τ1/2: 6-8 ώρες.

Προκαϊναµίδη

Θεραπευτικές χρήσεις
Κοιλιακή αρρυθµία, ιδιαίτερα µετά από οξύ έµφραγµα του µυοκαρδίου
Κολπική ταχυκαρδία

Αντενδείξεις
• Μυασθένεια
• Ιστορικό υπερευαισθησίας
• Κολποκοιλιακός αποκλεισµός 3ου βαθµού
• Καρδιακή ανεπάρκεια
• Υπόταση
• Ερυθηµατώδης λύκος

Αλληλεπιδράσεις
Ενισχύει την υποτασική δράση των θειαζιδικών διουρητικών και των
αντιυπερτασικών.
Παρατηρείται συνέργεια µε αντιχολινεργικά.

Προσοχή σε
Βρογχικό άσθµα
Μυασθένεια
Νεφρική ανεπάρκεια

Φαρµακοκινητική
Μπορεί να χορηγηθεί από του στόµατος, ενδοφλέβια και ενδοµυικά. Σε κοιλιακές
αρρυθµίες απειλητικές για την ζωή, η προκαϊναµίδη χορηγείται µε αργή
ενδοφλέβια έγχυση. Όταν αποκατασταθεί ο καρδιακός ρυθµός, σταµατάει η
ενδοφλέβια έγχυση και συνεχίζεται η χορήγηση από του στόµατος.
Μετά από χορήγηση από το στόµα, απορροφάται ταχέως και η κορ στην
συγκέντρωση παρατηρείται σε µία ώρα. Όµως µετά από οξύ έµφραγµα του
µυοκαρδίου, η απορρόφηση της προκαϊναµίδης διαταράσσεται. Ο Τ1/2 είναι 3
ώρες. Μεταβολίζεται στο ήπαρ και αποβάλλεται από τους νεφρούς. Σε νεφρική
ανεπάρκεια µπορεί να προκληθεί τοξικότητα. Παρατηρείται µεταξύ των ατόµων
σηµαντική διαφορά στον ρυθµό µεταβολισµού και αποβολής του φαρµάκου. Το
50-60% αποβάλλεται αναλλοίωτο.

Ανεπιθύµητες ενέργειες
• Οξεία τοξικότητα από προκαϊναµίδη µπορεί να προκαλέσει κοιλιακή

9
αρρυθµία, κοιλιακή µαρµαρυγή και καρδιακή καταστολή.
• Ναυτία, εµετός και διάρροια παρατηρούνται µετά από του στόµατος
χορήγηση προκαϊναµίδης, όχι όµως τόσο συχνά όσο µετά χορήγηση κινιδίνης.
• ∆ιανοητική σύγχυση και ψύχωση έχουν αναφερθεί, λιγότερο όµως συχνά από
ότι µε την προκαϊνη και την λιδοκαϊνη.
• Αντιδράσεις υπερευαισθησίας εµφανίζονται πιο συχνά από ότι µε την
κινιδίνη.
• Θανατηφόρος ακοκκιοκυτταραιµία έχει επίσης παρατηρηθεί.
• Έχει εµφανισθεί σύνδροµο που µοιάζει µε ερυθηµατώδη λύκο και είναι
αναστρέψιµο µετά την διακοπή της θεραπείας µε προκαϊναµίδη.
• Υπόταση µπορεί να εµφανισθεί, ειδικά κατά την διάρκεια ενδοφλέβιας
έγχυσης.
• Μπορεί να εµφανισθεί επίσης γλαύκωµα και κατακράτηση ούρων
(αντιχολινεργική δράση).

∆ισοπυραµίδη

Φαρµακοκινητική
Απορροφάται καλά από του στόµατος (83%). Το 50% αποβάλλεται αναλλοίωτο
µε τα ούρα. Ο Τ1/2 είναι 5-7 ώρες. Σε ασθενείς µε νεφρική ανεπάρκεια είναι
µεγαλύτερος.

Θεραπευτικές χρήσεις
Χρησιµοποιείται σαν εναλλακτική θεραπεία στις κοιλιακές αρρυθµίες, όταν η
κινιδίνη και προκαϊναµίδη είναι αναποτελεσµατικές ή αντενδείκνυνται. Είναι
λιγότερο αποτελεσµατική στην υπερκοιλιακή ταχυκαρδία.

Ανεπιθύµητες ενέργειες
• Καρδιακή ασυστολία
• Υπόταση
• Αρνητική ινότροπη δράση, που µπορεί να έχει δυσάρεστες συνέπειες σε
ασθενείς µε προϋπάρχουσα κοιλιακή ανεπάρκεια.
• Αντιχολινεργικές ενέργειες (ξηρό στόµα, δυσκοιλιότητα, θολή όραση,
κατακράτηση ούρων)
• Υποκαλιαιµία
• Υπογλυκαιµία
• Αύξηση χοληστερόλης, τριγλυκεριδίων, κρεατινίνης, ουρίας, ηπατικών
ενζύµων.

Αλληλεπιδράσεις
Με υποκαλιαιµικά διουρητικά αυξάνεται ο κίνδυνος υποκαλιαιµίας. Με
ριφαµπικίνη ελαττώνονται τα επίπεδα δισοπυραµίδης στο πλάσµα, ενώ µε
ερυθροµυκίνη αυξάνονται.

Προσοχή
Σε περίπτωση καρδιακής ανεπάρκειας, κολπικής µαρµαρυγής ή πτερυγισµού να
προηγείται δακτυλιδισµός. Σε ευρύ QT να διακόπτεται η χορήγηση
δισοπυραµίδης. Σε κολποπκοιλιακό αποκλεισµό 2ου ή 3ου βαθµού επίσης να

10
διακόπτεται η χορήγησή της. Προσοχή απαιτείται επίσης σε κολποκοιλιακό
αποκλεισµό 1ου βαθµού, κύηση, γλαύκωµα, προστάτη, βαριά µυασθένεια, ηπατική
ή νεφρική ανεπάρκεια. Να µη χορηγείται σε ασθενείς µε γλαύκωµα και
κατακράτηση ούρων.

Κατηγορία ΙΒ
Περιλαµβάνει φάρµακα, τα οποία δεν προκαλούν σοβαρές ανεπιθύµητες ενέργειες.
Από αυτά, η λιδοκαϊνη, είναι το φάρµακο εκλογής σε παροξυσµό κοιλιακής
ταχυκαρδίας ή µαρµαρυγής, ισχαιµικής προέλευσης.

Λιδοκαϊνη

Φαρµακοκινητική
Η λιδοκαϊνη µεταβολίζεται τάχιστα από τα ηπατικά µικροσωµιακά ένζυµα.
Μείωση στην ηπατική αιµατική ροή ή λειτουργία µειώνει την κάθαρσή της στο
πλάσµα. Η βιοδιαθεσιµότητα της λιδοκαϊνης από το στόµα είναι πτωχή.
Συνήθως χορηγείται ενδοφλεβίως. Ο Τ1/2 είναι διφασικός. Ο αρχικός χρόνος
κατανοµής είναι 7-8 λεπτά και σε αυτόν οφείλεται ο βραχύς χρόνος δράσης της.
Συνήθως χορηγείται µε µεσοδιάστηµα 5-10 λεπτών. Ο τελικός Τ1/2 είναι 1-2
ώρες.

Θεραπευτικές χρήσεις
Κοιλιακές αρρυθµίες, ειδικά µετά από έµφραγµα µυοκαρδίου, εγχειρήσεις
ανοικτής καρδιάς και τοξικότητα από δακτυλίτιδα.

Αντενδείξεις
Αντενδείκνυται σε
• Όλους τους βαθµούςκολποκοιλιακού αποκλεισµού
• Σοβαρό φλεβοκολπικό αποκλεισµό
• Γνωστή αλλεργική αντίδραση στα τοπικά αναισθητικά (αµίδια)
• Υπερκοιλιακή ταχυκαρδία.
• Σύνδροµο Adams Stokes και Wolff Parkinson White

Ανεπιθύµητες ενέργειες
Είναι ατοξική.
• Σε µεγάλες όµως δόσεις µπορεί να εµφανισθεί πονοκέφαλος, ζάλη, σύγχυση,
ίλιγγος, διαταραχές οπτικές και της οµιλίας, εµβοές ώτων, βραδυκαρδία,
υπόταση.
• Σε υψηλότερα επίπεδα, έχει παρατηρηθεί ψύχωση και επιληψία, αναπνευστική
καταστολή και κυκλοφορική καταπληξία.

Προφυλάξεις σε
Ηπατική, καρδιακή και νεφρική ανεπάρκεια
Ηλεκτρολυτικές διαταραχές
Κύηση, παιδιά
Προσοχή ιδιαίτερα όταν συνυπάρχει βραδυκαρδία και κολποκοιλιακός

11
αποκλεισµός. Απαιτείται διόρθωση µε ατροπίνη ή ανάλογο φάρµακο.

Αλληλεπιδράσεις
Παρατηρείται
1. αναστολή µεταβολισµού και αύξηση των επιπέδων της λιδοκαϊνης µε
προπρανολόλη, µετοπρολόλη, σιµετιδίνη.
2. ανταγωνισµός της δράσης της από διουρητικά, λόγω υποκαλιαιµίας.
3. αύξηση της καταστολής στο µυοκάρδιο, όταν συνδυάζεται µε φαινυτοϊνη.

Τοκαϊνίδη

Είναι ανάλογο της λιδοκαϊνης και απορροφάται από το στόµα. Έχει χρόνο Τ1/2 14
ώρες.

Θεραπευτικές χρήσεις
Κοιλιακές αρρυθµίες απειλητικές για την ζωή, οι οποίες δεν απαντούν στην
λιδοκαϊνη ή άλλα αντιαρρυθµικά φάρµακα.

Ανεπιθύµητες ενέργειες
Ακοκκιοκυτταραιµία

Μεξιλετίνη

Θεραπευτικές χρήσεις
Κοιλιακές αρρυθµίες µετά από έµφραγµα µυοκαρδίου

Αντενδείξεις σε
• όλους τους βαθµούς κολποκοιλιακού αποκλεισµού
• σοβαρό φλεβοκολπικό αποκλεισµό
• γνωστή αλλεργική αντίδραση στα τοπικά αναισθητικά (αµίδια),
• υπερκοιλιακή ταχυκαρδία.
• σύνδροµο Adams Stokes και Wolff Parkinson White

Ανεπιθύµητες ενέργειες
• Βραδυκαρδία
• Υπόταση
• ∆υσαρθρία
• Νυσταγµός
• Τρόµος
• Ηπατίτιδα
• Γαστρεντερικές διαταραχές
• Αιµατολογικές διαταραχές
• Αλωπεκία

Φαινυτοϊνη

Φαρµακοκινητική

12
Απορροφάται από του στόµατος αργά. Αδρανοποιείται από τα ηπατικά
µικροσωµιακά ένζυµα µε σηµαντική διακύµανση στο επίπεδο µεταβολισµού
µεταξύ των διαφορετικών ατόµων. Τ1/2 17 ώρες.

Θεραπευτικές χρήσεις
Μοιάζει µε την λιδοκαϊνη και χρησιµοποιείται κυρίως σε κοιλιακές ή
υπερκοιλιακές αρρυθµίες, προερχόµενες από τοξικό δακτυλιδισµό ή έµφραγµα
µυοκαρδίου

Ανεπιθύµητες ενέργειες
• Από το ΚΝΣ (νυσταγµός, ίλιγγος, άµβλυνση της διανοητικής οξύτητας)
• Μεγάλες ενδοφλέβιες δόσεις µπορούν να προκαλέσουν αλλαγή στην
αιµοδυναµική λειτουργία και να οδηγήσουν σε µείωση του καρδιακού έργου,
σοβαρή υπόταση µε αποτέλεσµα τον θάνατο.

Κατηγορία ΙΓ

Φλεκαϊνίδη
Προπαφαινόνη

Θεραπευτικές χρήσεις
Κοιλιακές και υπερκοιλιακές αρρυθµίες, απειλητικές για την ζωή.

Αντενδείξεις σε
• µη ελεγχόµενη καρδιακή ανεπάρκεια
• καρδιογενή καταπληξία
• βραδυκαρδία
• διαταραχές αγωγιµότητας
• σύνδροµο βραδυκαρδίας-ταχυκαρδίας
• πνευµονοπάθεια
• ηλεκτρολυτικές διαταραχές

Ανεπιθύµητες ενέργειες
• Επιδείνωση καρδιακής ανεπάρκειας
• Πολύµορφη κοιλιακή ταχυκαρδία
• Κοιλιακή µαρµαρυγή

Αλληλεπιδράσεις της προπαφαινόνης


Ενισχυµένη δράση µε τοπικά αναισθητικά και β-αποκλειστές.
Προσοχή σε κύηση, ηπατική και νεφρική ανεπάρκεια. Να ελέγχεται η αρτηριακή
πίεση και το ΗΚΓ.

Κατηγορία ΙΙ
Σ’αυτή την κατηγορία ανήκουν ήπια αντιαρρυθµικά, όπως οι β-αδρενεργικοί
αναστολείς, οι οποίοι χρησιµοποιούνται σε υπερκοιλιακή ταχυκαρδία και σε
αρρυθµίες που εµφανίζονται συνήθως κατά την ισχαιµία του µυοκαρδίου ή

13
διέγερση του συµπαθητικού.

Εσµολόλη

Θεραπευτικές χρήσεις
Σε υπερκοιλιακή ταχυκαρδία (βραχεία διάρκεια δράσης)
Μετά την σταθεροποίηση του ρυθµού χορηγείται είτε προπρανολόλη είτε
βεραπαµίλη. Η διγοξίνη είναι επίσης µια καλή επιλογή.
Σε αντιυπερτασική αγωγή κατά την διάρκεια ισχαιµίας του µυοκαρδίου,
χορηγείται εσµολόλη σε συνδυασµό µε ένα αγγειοδιασταλτικό (π.χ.
νιτρογλυκερίνη ή νιτροπρωσσικό νάτριο)

Ανεπιθύµητες ενέργειες
• Βραδυκαρδία
• Ναυτία

Προπρανολόλη
Είναι ένας β1- και β2-αναστολέας. Η αντιαρρυθµική της δράση οφείλεται,
κατ’εξοχήν, στην δέσµευση των β1-αδρενεργικών υποδοχέων στο µυοκάρδιο, αλλά
και σε απ’ευθείας επίδρασή της στην κυτταρική µεµβράνη. Με την δέσµευση των β-
υποδοχέων και την µείωση των συµπαθητικών και ορµονικών επιδράσεων στον
κολποκοιλιακό κόµβο, καταστέλλει την διέγερσή του και προκαλεί βραδυκαρδία.
Καταστέλλεται επίσης η αυτοµατία στις ίνες Purkinje.

Κατηγορία ΙΙΙ

Επιµηκύνοντα την ανερέθιστη περίοδο


Οφείλουν την αντιαρρυθµική τους δράση στην αύξηση της ανερέθιστης περιόδου και
την διάρκεια του δυναµικού ενέργειας (φάση plateau) µειώνοντας την πιθανότητα
εµφάνισης έκτοπου βηµατοδότη. Τα αντιαρρυθµικά φάρµακα αυτής της κατηγορίας
είναι πολύ αποτελεσµατικά σε κολπικές, υπερκοιλιακές και κοιλιακές αρρυθµίες.

Αµιωδαρόνη

Φαρµακοκινητική
Απορροφάται καλά από το στόµα µε βιοδιαθεσιµότητα 50%. Κατανέµεται σε
όλους τους ιστούς, µεταβολίζεται στο ήπαρ και απεκκρίνεται στην χολή. Ο Τ1/2
είναι 28-45 ηµέρες και η δράση της διαρκεί για εβδοµάδες µετά την διακοπή της
χορήγησής της.

Θεραπευτικές χρήσεις
Σε ανθεκτικές περιπτώσεις Wolff-Parkinson-White, όπου παρατηρούνται
επαναλαµβανόµενες υπερκοιλιακές αρρυθµίες, απειλητικές για την ζωή.

14
Σε κολπική µαρµαρυγή και πτερυγισµό
Σε κοιλιακή µαρµαρυγή, µετά από τρεις ανεπιτυχείς προσπάθειες αποκατάστασης
µε απινιδωτή, η αµιωδαρόνη προτιµάται της λιδοκαϊνης.

Αντενδείξεις
• Σύνδροµο νοσούντος φλεβοκόµβου
• κολποκοιλιακός αποκλεισµός 2ου και 3ου βαθµού
• βραδυκαρδία
• παιδιά

Ανεπιθύµητες ενέργειες
Ελαφρές:
Βραδυκαρδία, κεφαλαλγία, αρθραλγίες, γαστρεντερικές διαταραχές, τρόµος,
ίλιγγος, εφιάλτες, φωτοευαισθησία, εξανθήµατα, κυανή χρώση δέρµατος

Μέσης βαρύτητας:
Υπερθυρεοϊδισµός, υποθυρεοϊδισµός, νεφροπάθεια, ηπατικές ανωµαλίες,

Βαριές(σπάνιες):
∆ιάµεση πνευµονίτιδα.
Η χορήγηση αµιωδαρόνης στην εγκυµοσύνη µπορεί να προκαλέσει θανατηφόρο
υποθυρεοϊδισµό στο έµβρυο ή νεογνό.

Προφυλάξεις
Να γίνεται περιοδική κλινική εξέταση και ακτινογραφία πνευµόνων.
Προσοχή στην κύηση, σε ηπατική, καρδιακή, νεφρική ανεπάρκεια, σε διαταραχές
της θυρεοϊδικής λειτουργίας καθώς και σε ηλεκτρολυτικές διαταραχές.

Αλληλεπιδράσεις
Η αµιωδαρόνη αυξάνει την δράση
1. της διγοξίνης
2. των αντιπηκτικών που χορηγούνται per os
3. της κινιδίνης
4. της προκαϊναµίδης
5. της φαινυτοϊνης.

Σοταλόλη
β-Αναστολέας

Θεραπευτικές χρήσεις
Χρησιµοποιείται κυρίως ως αντιαρρυθµικό, γιατί επιµηκύνει το διάστηµα QT.
Επίσης, χρησιµοποιείται για την πρόληψη εµφάνισης νέου εµφράγµατος.

Ανεπιθύµητες ενέργειες
• Είναι καλύτερα ανεκτή από τους αποκλειστές ασβεστίου.
• Έχει προαρρυθµική δράση, που περιλαµβάνει και ‘torsade de pointes’, δηλαδή
διαπλάτυνση του συµπλέγµατος QRS µε πολλαπλές αιχµές.

15
Η αµιωδαρόνη κατά κύριο λόγο αλλά και η σοταλόλη, θεωρούνται τα πλέον
αποτελεσµατικά φάρµακα στην αντιµετώπιση των κακοήθων κοιλιακών αρρυθµιών.

Ιβουτιλίδη και δοφετιλίδη

Φαρµακοκινητική
Η ιβουτιλίδη χορηγείται µε ενδοφλέβια έγχυση, ενώ η δοφετιλίδη απορροφάται
καλά από το στόµα. Κατανέµονται ταχύτατα. Μεταβολίζονται στο ήπαρ.

Θεραπευτικές χρήσεις
Χορηγούνται για άµεσο τερµατισµό του κολπικού πτερυγισµού και της κολπικής
µαρµαρυγής.

Προσοχή
Μπορεί να προκαλέσουν πολύµορφη κοιλιακή αρρυθµία, η οποία είναι
δοσοεξαρτώµενη.
Αντενδείκνυται η ταυτόχρονη χορήγηση φαρµάκων, τα οποία αυξάνουν τα
επίπεδα της δοφετιλίδης στο αίµα, όπως η σιµετιδίνη, κετοκοναζόλη,
τριµεθοπρίµη-σουλφαµεθοξαζόλη και βεραπαµίλη.

Κατηγορία IV
Στην κατηγορία αυτή ανήκουν οι αποκλειστές διαύλων Ca++ και κυρίως η
βεραπαµίλη και λιγότερο η διλτιαζέµη, που είναι αποτελεσµατικοί σε υπερκοιλιακές
αρρυθµίες. Η αντιαρρυθµική τους δράση στηρίζεται στην επιβράδυνση της αγωγής
στον φλεβόκοµβο και τον κολποκοιλιακό κόµβο.

Βεραπαµίλη
Θεραπευτικές χρήσεις
Υπέρταση
Σταθερή στηθάγχη
Υπερκοιλιακές αρρυθµίες µε στενό QRS
Υπεκοιλιακή ταχυκαρδία και σύνδροµο Wolff-Parkinson-White
Πτερυγισµός των κόλπων (σε συνδυασµό µε διγοξίνη)

Αντενδείξεις
• Υπόταση
• Σύνδροµο νοσούντος φλεβοκόµβου
• Κολποκοιλιακός αποκλεισµός 2ου και 3ου βαθµού
• Βραδυκαρδία
• Καρδιακή ανεπάρκεια
• Πτερυγισµός
• Κολπική µαρµαρυγή από WPW

Ανεπιθύµητες ενέργειες
• ∆υσκοιλιότητα, ναυτία, έµετοι

16
• Υπόταση, βραδυκαρδία, ασυστολία κυρίως µετά από ενδοφλέβια χορήγηση
• Συµφορητική καρδιακή ανεπάρκεια
• Κολποκοιλιακός αποκλεισµός 2ου και 3ου βαθµού
• Πνευµονικό οίδηµα
• Κεφαλαλγία, ζάλη
• Ηπατίτιδα
• Γυναικοµαστία
• Υπερπλασία ούλων
• Αλλεργικές αντιδράσεις

Αλληλεπιδράσεις
Η βεραπαµίλη µπορεί να αυξήσει την δράση της διγοξίνης, θεοφυλλίνης,
καρβαµαζεπίνης, των µη εκπολωτικών µυοχαλαρωτικών, του λιθίου και της
φαιντανύλης. Τα βαρβιτουρικά, η ριφαµπικίνη, τα άλατα ασβεστίου και η βιταµίνη
D, µειώνουν τα επίπεδα της βεραπαµίλης.

Προσοχή
Στην κύηση
Σε ασθενείς που λαµβάνουν β-αποκλειστές. Να διακόπτεται η χορήγησή τους
τουλάχιστον 8ώρες πριν την χορήγηση βεραπαµίλης.
Στο WPW, αν συνυπάρχει κολπική µαρµαρυγή, υπάρχει κίνδυνος κοιλιακής
ταχυκαρδίας.

∆ΙΑΦΟΡΑ ΑΛΛΑ ΑΝΤΙΑΡΡΥΘΜΙΚΑ

Αδενοσίνη

Μηχανισµός δράσης:
Μειώνει την ταχύτητα αγωγής στον κολποκοιλιακό κόµβο.

Θεραπευτικές χρήσεις
1. Για την ταχεία επάνοδο σε φλεβοκοµβικό ρυθµό σε περιπτώσεις παροξυσµικών
υπερκοιλιακών αρρυθµιών (και Wolff-Parkinson-White). Σε ποσοστό
µεγαλύτερο του 0% επανέρχεται ο ρυθµός.
2. Για την διαφορική διάγνωση σύµπλοκων υπερκοιλιακών ταχυκαρδιών.
3. Για την ανακούφιση δερµατίτιδας εκ στάσεως από κιρσούς.

Αντενδείξεις
• Σύνδροµο νοσούντος φλεβοκόµβου (εκτός και αν υπάρχει βηµατοδότης)
• Κολποκοιλιακός αποκλεισµός 2ου και 3ου βαθµού
• Βρογχικό άσθµα
• Υπόταση (<100mm Hg)
• Αναποτελεσµατική σε κολπικό πτερυγισµό, κολπική µαρµαρυγή, κοιλιακές
αρρυθµίες
Ανεπιθύµητες ενέργειες
• Πόνοι στον θώρακα και αίσθηµα παλµών
• Σοβαρή βραδυκαρδία

17
• Παροδική κολπική µαρµαρυγή
• Βρογχόσπασµος, βρογχικό άσθµα
• Ναυτία, πονοκέφαλος, παροδικό ερύθηµα προσώπου

Πίνακας

ΚΑΡ∆ΙΑΚΕΣ ΑΡΡΥΘΜΙΕΣ ΚΑΙ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΗ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ


ΤΟΥΣ

ΥΠΕΡΚΟΙΛΙΑΚΕΣ
ΑΡΡΥΘΜΙΕΣ
Έκτακτες συστολές Ουδέν. Αγχολυτικό ή αν επιµένουν δίνουµε β-αναστολέα
Παροξυσµική ταχυκαρδία
Οξεία Χειρισµοί διέγερσης συµπαθητικού (Valsava, πίεση καρωτιδικού κόλπου)
Βεραπαµίλη, αδενοσίνη, εσµολόλη. Εναλλακτικά διγοξίνη, προκαϊναµίδη,
καρδιοµετατροπή
Χρόνια: ∆ιγοξίνη, κινιδίνη, βεραπαµίλη, β-αναστολέας. Εναλλακτικά προκαϊναµίδη,
δισοπυραµίδη, βηµατοδότης, διακοπή δεµατίου His µε διάφορους τρόπους.

Παροξυσµική ταχυκαρδία Αδενοσίνη. Για χρόνια θεραπεία βεραπαµίλη, διγοξίνη, β-αναστολέας.


λόγω κολποκοιλιακής οδού ∆ιακοπή οδού όπως παραπάνω
(WPW σύνδροµο κ.λ.π.) . Σε ανθεκτικές περιπτώσεις WPW δίνεται αµιωδαρόνη.

Μαρµαρυγή κόλπων οξεία Απινιδισµός, ή αµιωδαρόνη..


χρόνια ∆ιλτιαζέµη, β-αποκλειστές, ∆ιγοξίνη, αντιπηκτικά από το στόµα.

Πτερυγισµός οξύς Απινιδισµός. Συνδυασµός κινιδίνης και διγοξίνης 2η επιλογή.


χρόνιος Όπως σε χρόνια µαρµαρυγή.

Πολυεστιακή ταχυκαρδία Θεραπεία υποκείµενης νόσου, βεραπαµίλη, διλτιαζέµη


.
ΚΟΙΛΙΑΚΕΣ
ΑΡΡΥΘΜΙΕΣ Αν υπάρχουν συµπτώµατα τότε β-αναστολείς ή φάρµακα κατηγορίας Ι ή
Έκτοπες κοιλ. συστολές αµιωδαρόνη.

Κοιλιακή ταχυκαρδία οξεία Καρδιοµετατροπή (απινιδισµός) αµιωδαρόνης ή λιδοκαϊνη (ή προκαϊναµίδη),


δισοπυραµίδη, βρετύλιο.
χρόνια Εµφύτευση απινιδωτή που ενεργοποιείται σε αύξηση συχνότητας ή φάρµακα
(∆ιάρκεια κρίσης <30") κατηγορίας ΙΑ, αµιωδαρόνη

Κοιλιακή µαρµαρυγή οξεία Θεραπεία δύσκολη. Aπινιδισµός, και µετά από 3 ανεπιτυχείς προσπάθειες
Αµιωδαρόνη
χρόνια Εµφύτευση απινιδωτή, β-αναστολείς, αµιωδαρόνη ή αφαίρεση
αρρυθµιογόνου εστίας.

Προσοχή!
Η αδενοσίνη µπορεί να προκαλέσει σύσπαση των βρόγχων σε ασθµατικούς
ασθενείς.

Αλληλεπιδράσεις

18
Η θεοφυλλίνη και καφφεϊνη ανταγωνίζονται την δράση της.

Ατροπίνη θειϊκή
Είναι χρήσιµη σε έντονη βραδυκαρδία µετά από έµφραγµα µυοκαρδίου (σφυγµός
<40).

∆ιγοξίνη
Είναι χρήσιµη σε υπερκοιλιακή αρρυθµία. ∆ρα µέσω διέγερσης του
πνευµονογαστρικού.

Γ. ΑΝΤΙΣΤΗΘΑΓΧΙΚΑ
Η ισχαιµική καρδιακή νόσος είναι από τις συχνότερες αιτίες θανάτου.
Σε περίπτωση αυξηµένων αναγκών του µυοκαρδίου σε οξυγόνο (άσκηση, υπέρταση
κ.ά.) ή µειωµένης παροχής οξυγόνου (σπασµός στεφανιαίων ή απόφραξή τους) η
ισχαιµία εκδηλώνεται µε οπισθοστερνικό πόνο. Μερικές φορές όµως, η ισχαιµία του
µυοκαρδίου είναι σιωπηλή.
Παράγοντες κινδύνου είναι η ηλικία, το κάπνισµα, το φύλλο, η
αθηροσκλήρωση, η υπέρταση και ο διαβήτης.
Κλινικές µελέτες έδειξαν, ότι η αντιστηθαγχική αγωγή µε ατενολόλη ή β-
αδρενεργικούς αναστολείς µείωσε ή και πρόλαβε δυσµενείς εξελίξεις σε περιπτώσεις
ασθενών µε σιωπηλή ισχαιµία του µυοκαρδίου.
Τα αντιστηθαγχικά φάρµακα χρησιµοποιούνται για την πρόληψη ή
ανακούφιση των στηθαγχικών κρίσεων. ∆εν επηρεάζουν όµως της πορεία της νόσου.

Κατηγορία Ι Νιτρικά
Τα ποικίλα νιτρώδη άλατα έχουν κοινές επιθυµητές και ανεπιθύµητες ενέργειες. Η
διαφορά τους έγκειται κυρίως στην ταχύτητα και την διάρκεια δράσης τους, την οδό
χορήγησης και την φαρµακοτεχνική µορφή.
Εκτός από την στηθάγχη, τα νιτρώδη µε ταχεία δράση χρησιµοποιούνται και
στην οξεία αριστερή καρδιακή ανεπάρκεια, γιατί µειώνουν τις περιφερικές
αντιστάσεις (µεταφορτίο) και την φλεβική επιστροφή (προφορτίο).

Νιτρογλυκερίνη

Μηχανισµός δράσης
1. ∆ρα ενδοκυττάρια απελευθερώνοντας νιτροζοθειόλη, η οποία ενεργοποιεί την
γλουταµυλική κυκλάση, γεγονός που έχει σαν συνέπεια την αύξηση της
σύνθεσης το cGMP. Στην συνέχεια διεγείρονται οι δίαυλοι Κ+ και εισέρχεται Κ+
ενδοκυττάρια. Εξέρχεται Na+ µε συνέπεια να µειώνεται η είσοδος Ca++ στο
κύτταρο. Με αυτό τον τρόπο προκαλείται γενική χάλαση των λείων µυικών

19
ινών των αγγείων, µε αποτέλεσµα την αγγειοδιαστολή αρτηριών και φλεβών
και µείωση της αρτηριακής πίεσης.
2. Μειώνει τις ανάγκες του µυοκαρδίου σε οξυγόνο.
3. Λόγω της εντονότερης διαστολής των φλεβών, µειώνει την επιστροφή του
αίµατος στην καρδιά και τον όγκο της αριστερής κοιλίας και έτσι την τάση του
καρδιακού τοιχώµατος και εν κατακλείδι, το καρδιακό έργο.

Φαρµακοκινητική
Απορροφάται από το στόµα, υπογλώσσια και από το δέρµα.
Όταν χορηγείται per os, υφίσταται εκτεταµένο µεταβολισµό στο ήπαρ. Με την
υπογλώσσια χορήγηση αποφεύγεται η διέλευσή της από το ήπαρ και η διάσπασή
της εκεί, µε συνέπεια την µεγαλύτερη αποτελεσµατικότητά της. Έχει Τ1/2 3min.

Τρόποι χορήγησης
Η νιτρογλυκερίνη χορηγείται συνήθως υπογλώσσια. Για µακροχρόνια δράση όµως
µπορεί να χορηγηθεί είτε από του στόµατος είτε τοπικά µέσω αλοιφής ή
αυτοκόλλητου, εµποτισµένου µε νιτρογλυκερίνη.
Μπορεί επίσης να χορηγηθεί ενδοφλεβίως σε σοβαρά ισχαιµικά επεισόδια.

Θεραπευτικές χρήσεις
Οξεία στηθάγχη (στηθαγχικές κρίσεις)
Προφύλαξη από στηθαγχική κρίση
Έλεγχος αρτηριακής πίεσης περιεγχειρητικά
Καρδιακή ανεπάρκεια µετά από έµφραγµα µυοκαρδίου
Σύνδροµο Raynaud

Προσοχή
Η υποχώρηση του πόνου δεν σηµαίνει απαραίτητα και υποχώρηση της ισχαιµίας.
Μπορεί να έχει µετατραπεί σε σιωπηλή στηθάγχη.

Αντενδείξεις
• Έντονη αναιµία
• Γλαύκωµα κλειστής γωνίας
• Τραύµα κεφαλής ή εγκεφαλική αιµορραγία
• Στηθάγχη οφειλόµενη σε αορτική στένωση
• Υπερευαισθησία στο φάρµακο

Ανεπιθύµητες ενέργειες
• Κεφαλαλγία, εξάψεις, ζάλη
• Υπόταση, ταχυκαρδία
• Αλλεργικές αντιδράσεις
• Γαστρεντερικές διαταραχές
• Μεθαιµοσφαιριναιµία

Προφυλάξεις σε
1. Υπόταση
2. Κύηση
3. Ασθενείς µε στένωση καρωτίδας, ή αρτηριοσκλήρυνση εγκεφαλικών αγγείων
4. Αορτική στένωση γιατί η νιτρογλυκερίνη µπορεί να προκαλέσει περιφερική

20
αγγειοδιαστολή, που µπορεί να οδηγήσει σε υπόταση και συγκοπή.

Αλληλεπιδράσεις
Με άλλα αγγειοδιασταλτικά και οινόπνευµα επιτείνεται το αγγειοδιασταλτικό
αποτέλεσµα της νιτρογλυκερίνης και οι συνέπειές του.
Η δυσοπυραµίδη, τα τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά και τα αντιµουσκαρινικά
φάρµακα που προκαλούν ξηροστοµία, µειώνουν την απορρόφηση της
νιτρογλυκερίνης.
Απαγορεύεται η σύγχρονη χορήγηση νιτρωδών και σιλδεναφίλης (Viagra),
γιατί µπορεί να προκύψει οξεία πτώση της αρτηριακής πίεσης και καρδιακή
ανακοπή.
Η νιτρογλυκερίνη µειώνει την αντιπηκτική δράση της ηπαρίνης.

∆ινιτρικός ισοσορβίτης
Χορηγείται υπογλώσσια, από το στόµα, i.v.
Ενδείξεις όπως νιτρογλυκερίνης.

Μονονιτρικός ισοσορβίτης
Η χορήγηση γίνεται µε δισκία, βραδείας απελευθέρωσης δισκία και κάψουλες.
Ενδείξεις: χορηγείται µόνο προφυλακτικά.

Κατηγορία ΙΙ β-Αδρενεργικοί αναστολείς


Ενέργειες:
∆εσµεύουν τους β-αδρενεργικούς υποδοχείς µε αποτέλεσµα αρνητική ινότροπο,
χρονότροπο και δροµότροπο ενέργεια στην καρδιά, βρογχόσπασµο, ελάττωση της
ρενίνης του πλάσµατος και υποκαλιαιµία.
∆ιακρίνονται σε
1. µη εκλεκτικούς αναστολείς (β1 και β2)
2. καρδιοεκλεκτικούς (β1)

Ανταγωνίζονται την δράση της αδρεναλίνης και νοραδρεναλίνης καθώς και άλλων
ουσιών µε αδρενεργική δράση.

Μερικοί β-αδρενεργικοί αναστολείς παρουσιάζουν ενδογενή συµπαθοµιµητική δράση


(πινδολόλη, οξπρενολόλη, ακεβουτολόλη) µε αποτέλεσµα λιγότερη βραδυκαρδία
και ψυχρότητα άκρων.

Λαβεταλόλη
(β1,β2 και α1-αδρενεργικός αναστολέας)

Προπρανολόλη
(µη εκλεκτικός β-αναστολέας)

Ατενολόλη, ναδολόλη, σοταλόλη


Είναι υδατοδιαλυτές και δεν διέρχονται εύκολα τον αιµοτοεγκεφαλικό φραγµό.
Έτσι προκαλούν λιγότερες διαταραχές στον ύπνο. ∆εν προκαλούν επίσης εφιαλτικά
όνειρα.

21
Ατενολόλη, βεταξολόλη, εσµολόλη, µετοπρολόλη
Είναι καρδιοεκλεκτικοί β1-αδρενεργικοί αναστολείς. ∆ρουν όµως και στους β2-
αδρενεργικούς υποδοχείς (πολύ λιγότερο).

Φαρµακοκινητική
Ο χρόνος ηµιζωής κυµαίνεται µεταξύ 3 και 15 ωρών.
Τον µεγαλύτερο χρόνο ηµιζωής εµφανίζει η σοταλόλη (14 ώρες), η ναδολόλη (15-
24 ώρες) και η βηταξολόλη (20 ώρες).
Τον µικρότερο χρόνο ηµιζωής εµφανίζουν η ακεβουτολόλη, η λαβηταλόλη, η
µετοπρολόλη και η οξπρενολόλη (3 ώρες).

Μηχανισµός αντιστηθαγχικής δράσης


Οι β-αδρενεργικοί αναστολείς µειώνουν την συµπαθητική διέγερση του
µυοκαρδίου µε επακόλουθο την µείωση του ρυθµού της καρδιάς, ειδικά κατά την
διάρκεια άσκησης ή άλλης σωµατικής προσπάθειας. Αυτή η επίδραση έχει σαν
συνέπεια την µείωση των απαιτήσεων του µυοκαρδίου σε οξυγόνο κατά την
άσκηση αλλά και κατά την ανάπαυση. Μερικοί από τους β-αδρενεργικούς
αναστολείς µειώνουν και την αρτηριακή πίεση.

Θεραπευτικές χρήσεις
Υπέρταση
Στηθάγχη
Καρδιακές αρρυθµίες
Έµφραγµα µυοκαρδίου
Θυρεοτοξίκωση
Προφύλαξη από ηµικρανία
Ηρεµιστική δράση (σε αντίδραση πανικού)
Πυλαία υπέρταση
Φαιοχρωµοκύττωµα (σε συνδυασµό µε α-αναστολέα)
Τοπικά σε γλαύκωµα
Σε χρόνια σταθερή αριστερή καρδιακή ανεπάρκεια ήπιας έως µέτριας βαρύτητας,
ανθεκτική σε διουρητικά και ACE αναστολείς.

Οι β-αδρενεργικοί αναστολείς χορηγούνται προφυλακτικά στην στηθάγχη.


Επίσης, χορηγούνται σε συνδυασµό µε νιτρογλυκερίνη, οπότε αρκούν µικρότερες
δόσεις της για τον έλεγχο της στηθάγχης.
Συνιστάται να µη χορηγούνται β-αδρενεργικοί αναστολείς στην στηθάγχη
Prinzmetal, η οποία προκαλείται από σπασµό των στεφανιαίων αγγείων.

Αντενδείξεις
• Πρόσφατη αριστερή καρδιακή ανεπάρκεια
• Ιστορικό σοβαρών ασθµατικών κρίσεων
• Κολποκοιλιακός αποκλεισµός 2ου και 3ου βαθµού

Ανεπιθύµητες ενέργειες
Συνήθως είναι ήπιες.
Σε ορισµένες όµως περιπτώσεις παρατηρείται
• έντονη βραδυκαρδία
• βρογχόσπασµος

22
• κράµπες
• µειωµένη σεξουαλική επιθυµία και ικανότητα
• κόπωση
• υπόταση
• καρδιακή ανεπάρκεια
• γαστρεντερικές διαταραχές
• νευροψυχιατρικές διαταραχές
• διαταραχές στα επίπεδα της γλυκόζης του πλάσµατος
• µείωση στην νεφρική ροή

Προφυλάξεις
Προσοχή σε
• πρόσφατη καρδιακή ανεπάρκεια
• σύνδροµο WPW
• τελευταία στάδια κύησης, γαλουχία
• διαβήτη (να χρησιµοποιείται καρδιοεκλεκτικός β1-αναστολέας)
• περιφερική αγγειακή νόσο
• φαιοχρωµοκύττωµα (να χορηγείται συγχρόνως και α-αναστολέας)
• ηπατική ή νεφρική νόσο
• µυασθένεια Gravis
• οι β-αναστολείς αυξάνουν τα λιπίδια του πλάσµατος

Προσοχή
Η διακοπή του φαρµάκου να γίνεται σταδιακά σε όλους τους ασθενείς που
ευρίσκονται υπό αγωγή µε β-αναστολείς, και ειδικά σε εκείνους που έχουν
στεφανιαία ανεπάρκεια ή θυρεοτοξίκωση.

Αλληλεπιδράσεις
Με συµπαθητικοµιµητικές αµίνες και αµφεταµίνες κίνδυνος σοβαρής
υπέρτασης
Με κοκαϊνη κίνδυνος κοιλιακής αρρυθµίας
Με ρεζερπίνη υπόταση και βραδυκαρδία
Με αναστολείς ΜΑΟ να µη συνδυάζονται
Με δακτυλίτιδα µείωση της ινοτρόπου δράση της δακτυλίτιδας στο
µυοκάρδιο και καθυστέρηση της αγωγιµότητας στον φλεβόκοµβο
Με βεραπαµίλη αυξηµένη καταστολή µυοκαρδίου, επιβράδυνση
αγωγιµότητας
Με νιφεδιπίνη υπόταση, βραδυκαρδία
Με NSAIDs µείωση της αντιυπερτασικής δράσης
Με φάρµακα που επάγουν ηπατικά µικροσωµιακά ένζυµα (φαινοβαρβιτάλη,
ριφαµπικίνη κλπ) µειώνονται τα επίπεδά τους στο πλάσµα και συνεπώς η
δράση τους
Οι β-αναστολείς ενισχύουν την δράση της φαινοβαρβιτάλης και των
νευροµυικών αναστολέων και αναστέλλουν τον µεταβολισµό της θεοφυλλίνης, της
χλωροπροµαζίνης και της λιδοκαϊνης.

Αποκλειστές διαύλων Ca++

23
• Νιφεδιπίνη, νικαρδιπίνη, αµλοδιπίνη (διυδροπυριδίνες)
• Βεραπαµίλη
• ∆ιλτιαζέµη

Μηχανισµός αντιστηθαγχικής δράσης


Αναστέλλουν την ροή ιόντων ασβεστίου µέσα στα κύτταρα του µυοκαρδίου καθώς
και την είσοδό τους στις λείες µυικές ίνες των αγγείων. ∆εν µεταβάλουν όµως την
συγκέντρωση ιόντων ασβεστίου στο πλάσµα.

Φαρµακοκινητική
Απορροφώνται πλήρως και τάχιστα από το στόµα, εκτός από την αµλοδιπίνη που
απορροφάται αργά.
Ο χρόνος στον οποίο παρατηρούνται υψηλά επίπεδα συγκέντρωσης στο πλάσµα:
1. Νιφεδιπίνη (30 min)
2. ∆ιλτιαζέµη (1 ώρα)
3. Βεραπαµίλη (1-2 ώρες)
4. Νικαρδιπίνη ( 8-9 ώρες)
5. Αµλοδιπίνη (6-12 ώρες)

Οδός χορήγησης:
Από του στόµατος. Σε επείγουσες καταστάσεις, η βεραπαµίλη µπορεί να
χορηγηθεί και ενδοφλεβίως.

Φαρµακολογικές ενέργειες
Καρδιαγγειακές επιδράσεις:
Με την µείωση της εισόδου των ιόντων Ca++ στα µυοκαρδιακά κύτταρα και τα
κύτταρα των λείων µυικών ινών των αγγείων, οι αναστολείς των διαύλων
ασβεστίου επηρεάζουν το καρδιαγγειακό σύστηµα.
Η βεραπαµίλη και η διλτιαζέµη µπορούν να καταστείλουν την συσταλτότητα και
αγωγιµότητα του µυοκαρδίου περισσότερο από ότι οι διυδροπυριδίνες.
Από την άλλη πλευρά, οι διυδροπυριδίνες είναι ισχυρότερες αγγειοδιασταλτικές
ουσίες από ότι η βεραπαµίλη και η διλτιαζέµη.

Θεραπευτικές χρήσεις
Στηθάγχη: Οι αποκλειστές των διαύλων ασβεστίου είναι αποτελεσµατικοί στην
θεραπεία της στηθάγχης, τόσο της Prinzmetal όσο και της κλασσικής. Ειδικά στην
περίπτωση της στηθάγχης Prinzmetal η νιφεδιπίνη φαίνεται να είναι πιο
αποτελεσµατική.
Υπέρταση: η βεραπαµίλη, η διλτιαζέµη, η νικαρδιπίνη και η αµλοδιπίνη είναι
αποτελεσµατικά αντιυπερτασικά φάρµακα.
Αρρυθµίες: η βεραπαµίλη χρησιµοποιείται για την αντιµετώπιση ορισµένων
αρρυθµιών.
Ηµικρανίες: οι αποκλειστές διαύλων ασβεστίου χρησιµοποιούνται προφυλακτικά

Προσοχή:
Η ισχαιµία του µυοκαρδίου επιδεινώνεται µετά από χρήση µεγάλων δόσεων των
κάτωθι αποκλειστών διαύλων Ca++:
Αµλοδιπίνη
Φελοδιπίνη
Νικαρδιπίνη

24
Νιτρενδιπίνη
Νιµοδιπίνη
Νιφεδιπίνη

Αιτία: η έντονη αγγειοδιαστολή που προκαλεί υπόταση και αντανακλαστική


ταχυκαρδία. Αυτό έχει σαν συνέπεια αυξηµένες απαιτήσεις του µυοκαρδίου σε Ο2.
Ισχαιµία µυοκαρδίου εµφανίζεται λιγότερο συχνά µετά από χρήση βεραπαµίλης και
διλτιαζέµης.

Νιφεδιπίνη

Θεραπευτικές χρήσεις
Υπέρταση
Προφύλαξη και αγωγή στηθάγχης, κυρίως της Prinzmetal.

Αντενδείξεις
• Υπόταση
• Κύηση, γαλουχία
• Υπερευαισθησία στο φάρµακο
• Σοβαρή στένωση αορτικής βαλβίδας
• Καρδιογενής καταπληξία
• Πορφυρία

Ανεπιθύµητες ενέργειες
• Αντανακλαστική ταχυκαρδία
• Κεφαλαλγία, ζάλη
• Εύκολη κόπωση, αδυναµία
• Οίδηµα κάτω άκρων
• Ερύθηµα και αίσθηµα θερµότητας προσώπου
• Πόνος στα µάτια
• Υπερπλασία ούλων
• Συχνουρία
Σπανιότερα: ναυτία, εµβοές, ορθοστατική υπόταση, αρθραλγίες, τρόµος,
εξανθήµατα, πυρετός

Προσοχή στην χορήγηση


Σε καρδιακή ανεπάρκεια, στένωση αορτής, ηπατική και νεφρική βλάβη,
διαταραχές αιµοπεταλίων, σακχαρώδη διαβήτη
Σε ηλικιωµένους, την κύηση και γαλουχία

Αλληλεπιδράσεις
1. Εµφανίζεται έντονη αρνητική ινότροπη δράση, όταν συνδυάζεται η νιφεδιπίνη
µε β-αποκλειστές και άλλα κατασταλτικά του µυοκαρδίου.
2. Η σιµετιδίνη και ρανιτιδίνη αυξάνουν την δράση της νιφεδιπίνης, γιατί
αναστέλλουν τον µεταβολισµό της µε αποτέλεσµα να αυξάνονται τα επίπεδά
της στο πλάσµα.
3. Η ερυθροµυκίνη και ο χυµός γκρέϋπ φρουτ, επίσης, αναστέλλουν τον

25
µεταβολισµό της νιφεδιπίνης.
4. Η νιφεδιπίνη αυξάνει την δράση της διγοξίνης
5. Απαιτείται µεγάλη προσοχή, όταν συνδυάζεται µε νιτρώδη. Μπορεί να
προκληθεί απότοµη, µεγάλη πτώση της αρτηριακής πίεσης µε κίνδυνο
καρδιακής ανακοπής.

Γ. ΑΝΤΙΥΠΕΡΤΑΣΙΚΑ
Εισαγωγή
Το αίτιο της υπέρτασης είναι συνήθως άγνωστο και γι αυτό η φαρµακευτική
αγωγή είναι εµπειρική και συχνά µη εξειδικευµένη. Η ανεπαρκής αντιµετώπιση
της υπέρτασης µπορεί να έχει σαν αποτέλεσµα πολύ σοβαρές επιπλοκές, όπως:
-συµφορητική καρδιακή ανεπάρκεια
-υπερτροφία της αριστερής κοιλίας
-ισχαιµικά επεισόδια
-ανεύρυσµα αορτής
-νεφρική ανεπάρκεια
-εγκεφαλικά επεισόδια.

Σύµφωνα µε την ταξινόµηση της Joint National Committee for Detection,


Evaluation and Treatment of High Blood Pressure, η αρτηριακή πίεση διακρίνεται σε:

Πίνακας

ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΣΥΣΤΟΛΙΚΗ ∆ΙΑΣΤΟΛΙΚΗ


(mm Hg) (mm Hg)
Αριστη < 120 <80
(καταλληλότερη)* <130 <85
Φυσιολογική 130-139 85-89
Υψηλή φυσιολογική
_________________ ______________ ______________
ΥΠΕΡΤΑΣΗ
Στάδιο 1 (ήπια) 140-159 90-99
Στάδιο 2 (ενδιάµεση) 160-179 100-109
Στάδιο 3 (σοβαρή) ≥180 ≥110

*Η καλύτερη για καρδιαγγειακούς ασθενείς, αλλά όχι πολύ χαµηλή (<100mm Hg)
(NIH PUBLICATION NO 98-4080, USA, NOVEMBER 1997)

Συνιστάται φαρµακευτική αγωγή και αλλαγή τρόπου ζωής αν η συστολική


είναι 140-159 και η διαστολική 90-99 και ιδιαίτερα αν συνυπάρχουν παράγοντες
κινδύνου ή καρδιαγγειακές βλάβες (στηθάγχη, καρδιακή ανεπάρκεια, νεφρική
ανεπάρκεια, εγκεφαλικό επεισόδιο κλπ). Στα στάδια 2 και 3 επιβάλλεται άµεση
φαρµακευτική αντιµετώπιση.

26
Η µη φαρµακολογική προσέγγιση περιλαµβάνει:
1. Μείωση αλατιού (NaCl) στην διατροφή
2. Ήπια άσκηση
3. ∆ιακοπή καπνίσµατος
4. Περιορισµό κατανάλωσης αλκοολούχων ποτών
5. Μείωση βάρους στους υπέρβαρους ασθενείς
6. Τεχνικές χαλάρωσης για περιορισµό του stress

Επιλογή φαρµάκων για την θεραπεία της υπέρτασης


Παραδοσιακά, η πρώτη επιλογή είναι ένα θειαζιδικό διουρητικό ή ένας β-
αποκλειστής. Σε ορισµένες περιπτώσεις όµως η αντιυπερτασική θεραπεία µπορεί να
αρχίσει µε ένα Α-ΜΕΑ ή ένα αναστολέα διαύλων Ca++. Αν το πρώτο αντιυπερτασικό
είναι αναποτελεσµατικό ή µη καλά ανεκτό από τον ασθενή, αντικαθίσταται από άλλο
φάρµακο. Αν ένα αντιυπερτασικό κρίνεται ότι δεν είναι αρκετό, τότε προστίθεται ένα
διουρητικό.
Σε πολύ σοβαρές υπερτασικές κρίσεις ενδείκνυται παρεντερική χορήγηση
συνήθως νιτροπρωσσικού νατρίου ή διαζοξίδης. Ενδοφέβια χορήγηση λαβεταλόλης ή
υπογλώσσια νιφεδιπίνης είναι επίσης αποτελεσµατική. Αµέσως µετά τον έλεγχο της
αρτηριακής πίεσης επιβάλλεται η συνέχιση της αντιυπερτασικής αγωγής από το
στόµα.

Κατηγορίες αντιυπερτασικών φαρµάκων

∆ΙΟΥΡΗΤΙΚΑ
Θειαζιδικά
Υδροχλωροθειαζίδη, χλωροθαλιδόνη

Αγκύλης
Φουροσεµίδη, βουµεταµίδη, αιθακρινικό οξύ

Καλιοσυντηρητικά
Σπειρονολακτόνη, τριαµτερένη, αµιλορίδη

β-Α∆ΡΕΝΕΡΓΙΚΟΙ ΑΝΑΣΤΟΛΕΙΣ
Μη εκλεκτικοί
Προπρανολόλη, τιµολόλη, ναδολόλη, *πινδολόλη

Καρδιοεκλεκτικοί
Μετοπρολόλη, *ακεβουτολόλη, ατενολόλη

ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΕΣ ∆ΙΑΥΛΩΝ ΑΣΒΕΣΤΙΟΥ


∆ιυδροπυριδίνες
Αµλοδιπίνη, φελοδιπίνη, νιφεδιπίνη, ισραδιπίνη, νικαρδιπίνη

ΑΛΛΑ
Βεραπαµίλη, διλτιαζέµη

27
ΑΓΓΕΙΟ∆ΙΑΣΤΑΛΤΙΚΑ
Υδραλαζίνη, διαζοξίδη, µινοξιδίλη
Νιτροπρωσσικό νάτριο
Πραζοσίνη
Κλονιδίνη, µεθυλντόπα,
Ρεζερπίνη, γουανεθιδίνη

ΑΝΑΣΤΟΛΕΙΣ ΜΕΤΑΤΡΕΠΤΙΚΟΥ ΕΝΖΥΜΟΥ (Α-ΜΕΑ)


Καπτοπρίλη, εναλαπρίλη, λισινοπρίλη, κιναπρίλη

*Έχουν και ενδογενή συµπαθοµιµητική δράση και µειώνουν την αρτηριακή πίεση,
χωρίς να µειώνουν το καρδιακό έργο και τον ρυθµό.

∆ΙΟΥΡΗΤΙΚΑ
Είναι πολύ αποτελεσµατικά αντιυπερτασικά φάρµακα είτε χορηγούνται µόνα τους
ή σε συνδυασµό µε άλλα φάρµακα των οποίων ενισχύουν το αντιυπερτασικό
αποτέλεσµα.

Θειαζιδικά διουρητικά
Είναι τα πλέον συχνά χορηγούµενα διουρητικά. Στην νεφρική ανεπάρκεια όµως,
δεν είναι αποτελεσµατικά σαν αντιυπερτασικά εκτός από την µετολαζόνη και την
ινδαπαµίδη.

Μηχανισµός δράσης
Μειώνουν την επαναρρόφηση του Na+ από τα άπω εσπειραµένα σωληνάρια και σε
µακροχρόνια χορήγηση προκαλούν µείωση στις περιφερικές αντιστάσεις.

∆ιουρητικά της αγκύλης


Προκαλούν µεγαλύτερη διούρηση από ότι τα θειαζιδικά διουρητικά, αλλά έχουν
ασθενέστερο αντιυπερτασικό αποτέλεσµα. Επίσης υπάρχει µεγαλύτερος κίνδυνος
για εµφάνιση ηλεκτρολυτικών διαταραχών. Θεωρούνται χρήσιµα σαν
αντιυπερτασικά στην νεφρική ανεπάρκεια, γιατί διατηρούν την
αποτελεσµατικότητά τους ακόµη και σε σοβαρές περιπτώσεις, όταν τα θειαζιδικά
διουρητικά δεν µπορούν να προωθήσουν περαιτέρω την απέκκριση του Na+.

Καλιοσυντηρητικά διουρητικά
Έχουν ήπιο διουρητικό και αντιυπερτασικό αποτέλεσµα και είναι χρήσιµα σε
συνδυασµό µε ένα θειαζιδικό διουρητικό, γιατί ενισχύουν την αντιυπερτασική τους
δράση και µειώνουν τον κίνδυνο υποκαλιαιµίας. Η σπειρονολακτόνη είναι
χρήσιµη για την αντιυπερτασική αγωγή ασθενών µε υπέρταση, που οφείλεται σε
αυξηµένη έκκριση αλατοκορτικοειδών.

β-Α∆ΡΕΝΕΡΓΙΚΟΙ ΑΝΑΣΤΟΛΕΙΣ

28
Είναι πολύ σηµαντικοί σαν αντιυπερτασικά φάρµακα. Είναι αποτελεσµατικοί είτε
σε µονοθεραπεία ή σε συνδυασµένη αντιυπερτασική αγωγή, κυρίως σε νέους,
λευκούς άνδρες. Αντίθετα, σε µαύρους και ηλικιωµένους ασθενείς είναι λιγότερο
αποτελεσµατικοί από τα θειαζιδικά διουρητικά
Ο µηχανισµός δράσης τους ως αντιυπερτασικών δεν είναι απολύτως γνωστός,
όµως ορισµένες ενέργειές τους φαίνεται να παίζουν ρόλο:
1. µειώνουν το καρδιακό έργο
2. αναστέλλουν την έκκριση ρενίνης από τους νεφρούς

Οι διάφοροι β-αποκλειστές εµφανίζουν ισοδύναµη αποτελεσµατικότητα ως


αντιυπερτασικά. Η διαφορά τους έγκειται στην εκλεκτικότητα της δράσης τους
στους αδρενεργικούς υποδοχείς.
Οι καρδιοεκλεκτικοί β-αποκλειστές εµφανίζουν εκλεκτικότητα για τους β1-
αδρενεργικούς υποδοχείς.
Η λαβεταλόλη είναι µη εκλεκτικός β-αποκλειστής µε ενδογενή
συµπαθοµιµητική δράση µέσω των α-αδρενεργικών υποδοχέων.

Ανεπιθύµητες ενέργειες
• Οι β-αποκλειστές µπορεί να επιδεινώσουν το άσθµα και την χρόνια
αποφρακτική πνευµονοπάθεια, γιατί µπορεί να προκαλέσουν βρογχόσπασµο.
• Μπορεί να επιδεινώσουν την καρδιακή ανεπάρκεια
• Μπορεί να προκαλέσουν µυικό σπασµό (κράµπα)
• Μπορεί να συγκαλύψουν συµπτώµατα υπογλυκαιµίας σε ασθενείς µε
σακχαρώδη διαβήτη.
• Αυξάνουν τα τριγλυκερίδια και µειώνουν την HDL
• Η λαβεταλόλη, όταν χορηγείται µακροχρόνια µπορεί να προκαλέσει
ορθοστατική υπόταση και ανικανότητα, συχνότερα από τους άλλους β-
αποκλειστές.
• Οι ασθενείς µε ιστορικό αλλεργίας που ακολουθούν αγωγή µε β-αποκλειστές,
µπορεί να εκδηλώσουν πολύ σοβαρές αναφυλακτικές αντιδράσεις στα
αλλεργιογόνα.

ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΕΣ ∆ΙΑΥΛΩΝ ΑΣΒΕΣΤΙΟΥ


Θεωρούνται πολύ αποτελεσµατικά αντιυπερτασικά λόγω της σηµαντικής
αγγειοδιασταλτικής τους ενέργειας.
Αντίθετα από τους β-αποκλειστές, οι αποκλειστές διαύλων ασβεστίου, δεν
διαταράσσουν την συγκέντρωση λιπιδίων στο πλάσµα και δεν προκαλούν
σεξουαλική δυσλειτουργία.
Τα θειαζιδικά διουρητικά αυξάνουν το αντιυπερτασικό αποτέλεσµα των
αποκλειστών διαύλων ασβεστίου.

Μηχανισµός δράσης
Η αµλοδιπίνη, διλτιαζέµη, βεραπαµίλη, φελοδιπίνη, ισραδιπίνη, νιφεδιπίνη και
νικαρδιπίνη αυξάνουν την αγγειοδιαστολή και µειώνουν τις περιφερικές
αντιστάσεις.

29
Φαρµακολογικές ενέργειες
Η βεραπαµίλη, η αµλοδιπίνη και η διλτιαζέµη προκαλούν µικρή µεταβολή στον
καρδιακό ρυθµό σε αντίθεση µε την νιφεδιπίνη.
Η διλτιαζέµη και η βεραπαµίλη δεν θα πρέπει να χρησιµοποιούνται µε β-
αποκλειστές.

ΑΓΓΕΙΟ∆ΙΑΣΤΑΛΤΙΚΑ ΑΝΤΙΥΠΕΡΤΑΣΙΚΑ
Προκαλούν άµεσα χάλαση των λείων µυικών ινών των αγγείων και ως εκ τούτου
µειώνουν τις περιφερικές αντιστάσεις και την αρτηριακή πίεση.

Αξίζει όµως να σηµειωθεί ότι:


1. Η ωφέλιµη δράση των αγγειοδιασταλτικών στις περιφερικές αντιστάσεις µπορεί
µερικώς να ακυρωθεί από την αυξηµένη δράση του συµπαθητικού, που
προκαλείται αντανακλαστικά και η οποία οδηγεί σε αύξηση του καρδιακού
ρυθµού και του καρδιακού έργου.
2. Μπορεί να αυξήσουν την δράση της ρενίνης του πλάσµατος σαν αποτέλεσµα
της αντανακλαστικής συµπαθοµιµητικής διέγερσης, προκαλώντας αύξηση της
αρτηριακής πίεσης.
3. Μπορεί να προκαλέσουν κατακράτηση άλατος και νερού και ως εκ τούτου
αύξηση του εξωκυττάριου όγκου υγρών. Θα ήταν λοιπόν χρήσιµο σε
αντιυπερτασικό σχήµα, οι αγγειοδιασταλτικές ουσίες να χρησιµοποιούνται σε
συνδυασµό µε διουρητικά ή β-αποκλειστές.

Υδραλαζίνη
Μειώνει περισσότερο την διαστολική από ότι την συστολική πίεση.

Φαρµακοκινητική
Απορροφάται καλά από το στόµα.
Υφίσταται ηπατικό µεταβολισµό, η έκταση του οποίου εξαρτάται από γενετικό
πολυµορφισµό.
Ο χρόνος δράσης της ποικίλει µεταξύ 2 και 6 ωρών.
Αναπτύσσεται αντοχή στην υδραλαζίνη µετά από 24 µήνες συνεχούς αγωγής.

Θεραπευτικές χρήσεις
Χρησιµοποιείται ως αντιυπερτασικό σε ήπιας έως µέτριας βαρύτητας υπέρταση.
Έχει επίσης χρησιµοποιηθεί σε οξεία και χρόνια καρδιακή ανεπάρκεια.

Ανεπιθύµητες ενέργειες
• Πονοκέφαλος, ναυτία, ζάλη
• Εφίδρωση, ανορεξία
• Επιδείνωση στεφανιαίας νόσου
• Εµφάνιση συνδρόµου ερυθηµατώδους λύκου.

Μινοξιδίλη

30
Προκαλεί άµεση αγγειοδιαστολή και µειώνει τις περιφερικές αντιστάσεις
περισσότερο από την υδραλαζίνη. Μειώνει τις αντιστάσεις των νεφρικών αγγείων,
ενώ διατηρεί παράλληλα την νεφρική αιµατική ροή και την σπειραµατική διήθηση.

Θεραπευτικές χρήσεις
Ενδείκνυται σε σοβαρή υπερτασική κρίση, η οποία δεν αποκρίνεται επαρκώς
στα συνηθισµένα αντιυπερτασικά.
Μπορεί να αποδειχθεί χρήσιµη σε σοβαρή υπέρταση, όταν συνυπάρχει νεφρική
ανεπάρκεια.
Απορροφάται καλά όταν χορηγείται από του στόµατος.
Πρέπει να συνδυάζεται µε β-αποκλειστές και διουρητικά για να προλαµβάνεται
η αντανακλαστική διέγερση του συµπαθητικού, καθώς και η κατακράτηση άλατος
και ύδατος.

Ανεπιθύµητες ενέργειες
• Η µινοξιδίλη, όπως και η υδραλαζίνη, µπορεί να προκαλέσει αντανακλαστική
διέγερση του συµπαθητικού και κατακράτηση άλατος και ύδατος.
• Έχει σοβαρές παρενέργειες από την καρδιά. Μπορεί να προκαλέσει
συσσώρευση περικαρδιακού υγρού και ταχυκαρδία. Επίσης, έχει αναφερθεί
οίδηµα, υπερτρίχωση και αλλεργία.

Νιτροπρωσσικό νάτριο

Θεραπευτικές χρήσεις
Έχει άµεση αγγειοδιασταλτική δράση που οφείλεται σε έκλυση ΝΟ και
χορηγείται µε συνεχή βραδεία ενδοφλέβια έγχυση σε πολύ σοβαρή υπερτασική
κρίση.
Προτιµάται σε περιπτώσεις ασθενών µε στεφανιαία ανεπάρκεια ή πνευµονικό
οίδηµα, γιατί µειώνει το καρδιακό προφορτίο και έτσι τις απαιτήσεις του
µυοκαρδίου σε οξυγόνο.
Μπορεί επίσης να χρησιµοποιηθεί για την πρόκληση ελεγχόµενης υπότασης σε
χειρουργικές επεµβάσεις µε στόχο την µείωση της αιµορραγίας.
Μπορεί να βελτιώσει την λειτουργία της αριστερής κοιλίας σε ασθενείς µε οξύ
έµφραγµα του µυοκαρδίου.
Ωφελεί επίσης τους ασθενείς µε καρδιακή ανεπάρκεια.

Ανεπιθύµητες ενέργειες
• Υπόταση, πονοκέφαλος, ναυτία, εξάντληση και οπισθοστερνικός πόνος µπορεί
να συµβούν µετά από ταχεία χορήγηση µεγάλων δόσεων νιτροπρωσσικού
νατρίου.
• ∆ηλητηρίαση από κυανίδια (CN-) µπορεί να παρατηρηθεί σε περιπτώσεις
παρατεταµένης αγωγής µε νιτροπρωσσικό νάτριο, όταν τα αποθέµατα θειικών
ριζών είναι χαµηλά.

ΚΕΝΤΡΙΚΩΣ ∆ΡΩΝΤΑ ΣΥΜΠΑΘΟΛΥΤΙΚΑ

31
• Κλονιδίνη
• Γουαναβένζη

Μηχανισµός δράσης
∆ρουν στο αγγειοκινητικό κέντρο του εγκεφάλου διεγείροντας κατ’εξοχήν τους
α2-αδρενεργικούς υποδοχείς. Το αποτέλεσµα είναι µειωµένη συµπαθητική εκροή
από το κεντρικό νευρικό σύστηµα.

Φαρµακοκινητική
Το αντιυπερτασικό τους αποτέλεσµα αναπτύσσεται σε 30-60 λεπτά µετά από
χορήγηση από του στόµατος. Η κορύφωση εµφανίζεται σε 2-4 ώρες και διαρκεί
περίπου 8 ώρες. Απαιτείται ως εκ τούτου χορήγησή τους δύο φορές την ηµέρα.

Φαρµακολογικές ενέργειες
Οι α2-αδρενεργικοί αγωνιστές µειώνουν την αρτηριακή πίεση και την έκκριση της
ρενίνης.
Μειώνουν το καρδιακό φορτίο, ενώ δεν µεταβάλλουν τις περιφερικές αντιστάσεις.

Θεραπευτικές χρήσεις
Η κλονιδίνη µπορεί να χρησιµοποιηθεί στην αγωγή της ήπιας υπέρτασης αλλά
και σε περιπτώσεις µέτριας έως σοβαρής υπέρτασης.
Μπορεί να χρησιµοποιηθεί σε µονοθεραπεία ή σε συνδυασµό µε άλλα
αντιυπερτασικά φάρµακα.
∆εν µπορεί να χορηγηθεί σαν αντιυπερτασικό σε ασθενείς που παίρνουν
τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά, γιατί έτσι αναστέλλεται το αντιυπερτασικό
αποτέλεσµα.
Η κλονιδίνη επιδεινώνει την κατάθλιψη.

Ανεπιθύµητες ενέργειες
• Ξηροστοµία, ζάλη, ελαφρά νάρκωση
• Υπερτασική κρίση, που προκαλείται σε περιπτώσεις απότοµης διακοπής της
λήψης της κλονιδίνης, ιδιαίτερα όταν το αντιυπερτασικό αυτό χορηγείται σε
µονοθεραπεία.

Μεθυλντόπα
Είναι αναστολέας της αποκαρβοξυλάσης της DOPA. Μεταβολίζεται µε
αποκαρβοξυλίωση και β-υδροξυλίωση στους αδρενεργικούς νευρώνες του ΚΝΣ. Ο
µεταβολίτης της, α-µεθυλνορεπινεφρίνη, διεγείρει τους α-αδρενεργικούς
υποδοχείς στον εγκέφαλο, αναστέλλοντας την συµπαθητική εκροή. Σε αυτή την
επίδραση στο ΚΝΣ πιστεύεται ότι οφείλεται η αντιυπερτασική δράση της
µεθυλντόπα. Μειώνει επίσης τις αντιστάσεις των νεφρικών αγγείων.

Φαρµακοκινητική
Απορροφάται πενιχρά από το στόµα. Η κορύφωση της δράσης της επέρχεται 4-6
ώρες µετά την χορήγηση και η επίδρασή της διαρκεί 24 ώρες. Απεκκρίνεται από
τους νεφρούς.

Φαρµακολογικές ενέργειες

32
Η µεθυλντόπα µειώνει την αρτηριακή πίεση και τις αντιστάσεις των
περιφερικών αρτηριών.
Έχει µικρή επίδραση στο καρδιακό έργο, την νεφρική ροή αίµατος και την
σπειραµατική διήθηση.
∆εν εµποδίζει τα συµπαθητικά αντανακλαστικά.

Θεραπευτικές χρήσεις
Η µεθυλντόπα χρησιµοποιείται σαν αντιυπερτασικό σε περιπτώσεις ήπιας
υπέρτασης και σε περιπτώσεις µέσης βαρύτητας έως σοβαρής υπέρτασης,
συνήθως σε συνδυασµό µε θειαζιδικά διουρητικά. Οι ανεπιθύµητες ενέργειές της
όµως περιορίζουν την χρήση της.
Χορηγείται από του στόµατος ή µε αργή ενδοφλέβια έγχυση.

Ανεπιθύµητες ενέργειες
• Η ελαφρά νάρκωση είναι σύνηθες φαινόµενο που µειώνεται µε την πάροδο του
χρόνου. Η µείωση όµως της πνευµατικής οξύτητας παραµένει.
• Μπορεί να προκαλέσει φαρµακογενή πυρετό.
• Αιµολυτική αναιµία που παρέρχεται µε διακοπή της αγωγής.
• Οίδηµα
• Υπερτασική κρίση όταν διακόπτεται απότοµα η αγωγή
• Ορθοστατική υπόταση
• Γαλακτόρροια
• Ανικανότητα ανδρών

ΦΑΡΜΑΚΑ ΠΟΥ ΕΠΗΡΕΑΖΟΥΝ ΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΡΕΝΙΝΗΣ –


ΑΓΓΕΙΟΤΕΝΣΙΝΗΣ
Οι νεφροί συνθέτουν ρενίνη, η οποία µετατρέπει το αγγειοτενσινογόνο σε
αγγειοτενσίνη Ι. Στην συνέχεια, η αγγειοτενσίνη Ι µετατρέπεται σε αγγειοτενσίνη ΙΙ,
µια δυνητικά αγγειοσυσπαστική ουσία. Φάρµακα που αναστέλλουν την σύνθεση ή
την χρήση της αγγειοτενσίνης ΙΙ εµφανίζουν αντιυπερτασική δράση.

Αναστολείς του µετατρεπτικού ενζύµου

• Καπτοπρίλη
• Εναλαπρίλη
• Κιναπρίλη
• Λισινοπρίλη
• Σιναζαπρίλη κ.α

Μηχανισµός δράσης
Οι αναστολείς του µετατρεπτικού ενζύµου είναι εκλεκτικοί αναστολείς της
πεπτιδυλικής διπεπτιδάσης, του ενζύµου που καταλύει την µετατροπή της
αγγειοτενσίνης Ι σε αγγειοτενσίνη ΙΙ.
Η αγγειοτενσίνη ΙΙ είναι αγγειοσυσπαστική ουσία και τα αντιυπερτασικά αυτής
της κατηγορίας αναστέλλουν την αγγειοσύσπαση.
Η αγγειοτενσίνη ΙΙ διεγείρει την έκκριση αλδοστερόνης, η οποία συντελεί στην

33
κατακράτηση νερού. Τα αντιυπερτασικά αναστέλλουν την κατακράτηση άλατος
και ύδατος και αυξάνουν ελαφρώς τα επίπεδα Κ+ στο πλάσµα.
Πιθανώς οι αναστολείς του µετατρεπτικού ενζύµου αυξάνουν την συγκέντρωση
της βραδυκινίνης, ενδογενούς αγγειοδιασταλτικής ουσίας, η οποία απελευθερώνει
ΝΟ που προκαλεί χάλαση των λείων µυικών ινών του αγγείου.

Φαρµακοκινητική
Η καπτοπρίλη απορροφάται ταχέως όταν χορηγείται από το στόµα και η
συγκέντρωσή της κορυφώνεται σε µία ώρα.Το 95% της δόσης αποµακρύνεται από
τους νεφρούς µέσα σε 24 ώρες.
Η εναλαπρίλη είναι πιο ισχυρή από την καπτοπρίλη. Η διάρκεια δράσης της είναι
περισσότερο από 24 ώρες. Έχει χρόνο ηµιζωής 11 ώρες.
Η λισινοπρίλη απορροφάται µε αργότερο ρυθµό από ότι η εναλαπρίλη και η
δράση της εκδηλώνεται αργότερα.
Η κιναπρίλη είναι προφάρµακο το οποίο µετατρέπεται ταχύτατα στην ενεργό του
µορφή στο λεπτό έντερο και το ήπαρ.

Φαρµακολογικές ενέργειες
Οι αναστολείς του µετατρεπτικού ενζύµου µειώνουν τις περιφερικές αντιστάσεις
και την µέση αρτηριακή πίεση. Επίσης, είτε δεν επηρεάζουν είτε έχουν ήπια
επίδραση στο καρδιακό έργο.

Θεραπευτικές χρήσεις
Υπάρχει η τάση ευρείας χρησιµοποίησης των ΑΜΕΑ ως αντιυτερτασικών σε
περιπτώσεις ήπιας και µέτριας υπέρτασης λόγω των ήπιων ανεπιθυµήτων
ενεργειών τους.
Είναι αποτελεσµατικά αντιυπερτασικά σε ασθενείς µε χαµηλά αλλά και υψηλά
επίπεδα ρενίνης πλάσµατος.
Είναι αποτελεσµατικά όταν χορηγούνται σε µονοθεραπεία, αλλά συνήθως
χορηγούνται σε συνδυασµό µε θειαζιδικά διουρητικά. Το αντιυπερτασικό
αποτέλεσµα είναι αθριστικό. Μπορούν να συνδυασθούν επίσης, ασφαλώς µε β-
ανταγωνιστές. Σε αυτή την περίπτωση το αντιυπερτασικό αποτέλεσµα είναι
µικρότερο από το αθριστικό. Επίσης συνδυάζονται µε αποκλειστές διαύλων
ασβεστίου και διουρητικά της αγκύλης.
Οι ΑΜΕΑ ανακουφίζουν την χρόνια καρδιακή ανεπάρκεια και το µεταφορτίο.
Είναι λιγότερο αποτελεσµατικά σαν αντιυπερτασικά στους µαύρους από ότι
στους λευκούς ασθενείς.

Ανεπιθύµητες ενέργειες
• Πρωτεϊνουρία, κυρίως σε ασθενείς µε έκπτωση της νεφρικής λειτουργίας.
Συνιστάται η παρακολούθηση των επιπέδων πρωτεϊνης στα ούρα.
• Αντενδείκνυται η χρήση ΑΜΕΑ σε ασθενείς µε αµφοτερόπλευρη στένωση της
νεφρικής αρτηρίας, γιατί µπορεί να προκληθεί νεφρική ανεπάρκεια.
• Ξηρός βήχας και βροχόσπασµος παρατηρούνται και αποτελούν αιτία διακοπής
της λήψης ΑΜΕΑ.
• Ουδετεροπενία (σπάνια µε εναλαπρίλη ή λισινοπρίλη, συχνότερη µε
καπτοπρίλη).
• Πονοκέφαλος, ζάλη και αίσθηµα κόπωσης αναφέρονται συνήθως όταν
χορηγείται εναλαπρίλη.
• Υπερκαλιαιµία

34
• Αγγειοίδηµα (σπάνια)

Προσοχή
Στην συγχορήγηση εναλαπρίλης και µη στεροειδών αντιφλεγµονωδών. Μπορεί να
προκληθεί νεφρική βλάβη.
Στην συγχορήγηση µε ριφαµπικίνη, γιατί µειώνονται τα επίπεδα της εναλαπρίλης
στο πλάσµα.
Στον συνδυασµό µε καλιοσυντηρητικά διουρητικά. Αυξάνεται ο κίνδυνος
υπερκαλιαιµίας.

ΦΑΡΜΑΚΑ ΠΟΥ ∆ΕΣΜΕΥΟΥΝ ΤΟΥΣ ΥΠΟ∆ΟΧΕΙΣ ΤΗΣ


ΑΓΓΕΙΟΤΕΝΣΙΝΗΣ (ΑΤ1)

• Λοσαρτάνη
• Βαλσαρτάνη
• Κανδεσαρτάνη
• Ιρβεσαρτάνη
Ανεπιθύµητες ενέργειες
Ζάλη, ρινική συµφόρηση, κράµπες, παραρινοκολπίτιδα
Εµφανίζονται λιγότερο συχνά γαστρεντερικές διαταραχές, βήχας, πόνος στην
οσφύ και το πόδι

Προσοχή
Να µη χορηγούνται σε εγκύους, γιατί υπάρχει κίνδυνος σοβαρής βλάβης και
θανάτου στο έµβρυο.
Να µη χορηγούνται επίσης, στην γαλουχία και σε παιδιά, ούτε σε ασθενείς µε
καρδιακή ανεπάρκεια, οι οποίοι είναι ήδη σε θεραπεία µε β-αποκλειστές.

Σαλαραζίνη
Χορηγείται µε ενδοφλέβια έγχυση και χρησιµοποιείται διαγνωστικά για ανίχνευση
υπέρτασης νεφρικής αιτιολογίας.

Για να είναι αποτελεσµατική και ασφαλής η αντιυπερτασική αγωγή, θα πρέπει


να λαµβάνονται υπ’όψιν τα συνυπάρχοντα νοσήµατα και η παράλληλη
φαρµακευτική αγωγή που ακολουθεί ο ασθενής.

Επιλογή κατάλληλου αντιυπερτασικού

Πίνακας 13, σελ 110

35
Σε οξείες υπερτασικές καταστάσεις (συστολική > 180mmHg και διαστολική
>120mmHg) µε εκδηλώσεις από διάφορα όργανα, όπως στην περίπτωση της
υπερτασικής εγκεφαλοπάθειας, εκλαµψίας, οξείας ισχαιµίας του µυοκαρδίου, οξείας
ανεπάρκειας της αριστερής κοιλίας, διαχωριστικού ανευρύσµατος αορτής,
φαιοχρωµοκυττώµατος, ενδοκρανιακής αιµορραγίας, οιδήµατος οπτικής θηλής,
πνευµονικού οιδήµατος κ.ά. συνιστάται ενδοφλέβια χορήγηση των κάτωθι
αντιυπερτασικών:
Νιτροπρωσσικό νάτριο
∆ιαζοξίδη
Υδραλαζίνη
Νιτρογλυκερίνη

Στόχος είναι σε λιγότερο από µία ώρα η αρτηριακή πίεση να φθάσει σε φυσιολογικά
επίπεδα.

Σε περιπτώσεις που δεν υπάρχουν εκδηλώσεις από όργανα, µπορεί να χορηγηθεί από
το στόµα νιφεδιπίνη ή φουροσεµίδη.

Άλλες εξειδικευµένες περιπτώσεις:


Νιτροπρωσσικό νάτριο σε νευραγγειακή χειρουργική
∆ιαζοξίδη σε υπερτασική εγκεφαλοπάθεια, εκλαµψία, κακοήθη υπέρταση
Νιτρογλυκερίνη σε υπέρταση µε ισχαιµία µυοκαρδίου
Υδραλαζίνη στην εκλαµψία

Σε λιγότερο σοβαρές καταστάσεις συνιστώνται τα ακόλουθα αντιυπερτασικά:


νιφεδιπίνη, φουροσεµίδη, κλονιδίνη, εναλαπρίλη, νιµοδιπίνη, λαβεταλόλη κ.ά..

∆. ∆ΙΟΥΡΗΤΙΚΑ
Χορηγούνται για να αποβληθεί ύδωρ και να µειωθεί η ενυδάτωση του οργανισµού.
Χρησιµοποιούνται για να ανακουφισθεί ο ασθενής από οίδηµα οφειλόµενο σε
καρδιακή ανεπάρκεια ή άλλα αίτια. Τα διουρητικά είναι επίσης χρήσιµα σαν
αντιυπερτασικά, όταν χορηγούνται σε µικρές δόσεις.
∆ιακρίνονται σε:
Ι. ∆ιουρητικά που προκαλούν υποκαλιαιµία
ΙΙ ∆ιουρητικά που προκαλούν υπερκαλιαιµία
ΙΙΙ Άλλα

Ι ∆ΙΟΥΡΗΤΙΚΑ ΠΟΥ ΠΡΟΚΑΛΟΥΝ ΥΠΟΚΑΛΙΑΙΜΙΑ

α. Αναστολείς της καρβονικής ανυδράσης (ακεταζολαµίδη)


Είναι ασθενή διουρητικά

36
Ενδείξεις
Γλαύκωµα
Επιληψία σε παιδιά (β εκλογής)

β. Θειαζιδικά διουρητικά

• Υδροχλωροθειαζίδη
• Χλωροθειαζίδη

Μηχανισµός δράσης
∆ρουν στο αρχικό τµήµα των άπω εσπειραµένων νεφρικών σωληναρίων.
Προκαλούν αυξηµένη απέκκριση Na+ και ύδατος. Η αυξηµένη προσφορά Na+ στην
αντλία ανταλλαγής Na+/Κ+ συντελεί στην αυξηµένη απέκκριση ιόντων καλίου,
γεγονός που οδηγεί σε υποκαλιαιµία.

Θεραπευτικές χρήσεις
Είναι διουρητικά µε µέτρια ισχύ και χρησιµοποιούνται σε ήπια οιδήµατα,
κυρίως οφειλόµενα σε καρδιακή ανεπάρκεια.
Χρησιµοποιούνται ως αντιυπερτασικά είτε σε µονοθεραπεία είτε σε συνδυασµό
µε άλλα αντιυπερτασικά.
Χρησιµοποιούνται στην υπερασβεστιουρία σε µικρές δόσεις για την αποφυγή
σχηµατισµού λίθων στους νεφρούς.
Επίσης, χορηγούνται περιστασιακά στον άποιο διαβήτη.

Αντενδείξεις
• Υπερασβεστιαιµία
• Σοβαρή νεφρική και ηπατική ανεπάρκεια
• Πορφυρία
• Νόσος του Addison
• Υπερευαισθησία στις σουλφοναµίδες

Ανεπιθύµητες ενέργειες
Σε µεγάλες δόσεις και χρόνια χορήγηση µπορεί να εµφανισθεί
• Υποκαλιαιµία
• Υπονατριαιµία
• Υποµαγνησιαιµία
• Υποχλωραιµική αλκάλωση
• Υπερασβεστιαιµία
• Υπερουριχαιµία
• Υπεργλυκαιµία
• Υπερχοληστερολαιµία

Προφυλάξεις
Προσοχή, όταν χορηγείται επίσης δακτυλίτιδα, γιατί ο κίνδυνος σοβαρής
υποκαλιαιµία ς είναι µεγαλύτερος.
Να γίνεται τακτικά έλεγχος ηλεκτρολυτών, σακχάρου, ουρικού οξέος, LDL, HDL,
χοληστερόλης και ασβεστίου.

Αλληλεπιδράσεις

37
• Με καρδιοτονωτικές γλυκοσίδες αυξηµένος κίνδυνος
υποκαλιαιµίας
Αντιαρρυθµικά (αµιωδαρόνη)
β-αναστολείς (σοταλόλη)
κορτικοστεροειδή, καρβενοξολόνη

• Τα θειαζιδικά διουρητικά αυξάνουν τα επίπεδα του Li.


• Φάρµακα που προκαλούν κατακράτηση Na+ µειώνουν την δράση των
διουρητικών (κορτικοστεροειδή, NSAIDs).
• Αν η διούρηση που προκαλείται από τα θειαζιδικά διουρητικά δεν είναι
ικανοποιητική, δεν αυξάνουµε την δόση αλλά χορηγούµε διουρητικά της
αγκύλης.
• Η υπερδοσολογία αντιµετωπίζεται µε χορήγηση ηλεκτρολυτών και υγρών.

γ. Σουλφοναµιδικά διουρητικά
∆ιαφέρουν χηµικώς από τα θειαζιδικά διουρητικά λόγω του ετεροκυκλικού
δακτυλίου τους. Παρ’όλα αυτά είναι φαρµακολογικώς όµοια.

Χλωροθαλιδόνη
∆ρα όπως τα θειαζιδικά διουρητικά. Το πλεονέκτηµα είναι ότι έχει µεγαλύτερη
διάρκεια δράσης.

Μετοζαλόνη
Είναι πολύ αποτελεσµατική όταν συνδυάζεται µε διουρητικά της αγκύλης.

Ινδαπαµίδη
∆ρα όπως τα θειαζιδικά διουρητικά. Χρησιµοποιείται κυρίως στην ιδιοπαθή
υπέρταση.

Οδός χορήγησης
Τα θειαζιδικά παράγωγα χορηγούνται από το στόµα 1-2 φορές την ηµέρα.
Τα σουλφοναµιδικά χορηγούνται από το στόµα µία µόνο φορά την ηµέρα.

δ. ∆ιουρητικά της αγκύλης

• Φουροσεµίδη
• Αιθακρινικό οξύ
• Βουµετανίδη
• Πιρετανίδη

Μηχανισµός δράσης
Είναι ισχυρά διουρητικά, τα οποία εµποδίζουν την επαναρρόφηση χλωριούχου
νατρίου στο ανιόν σκέλος της αγκύλης του Henle.

Οδός χορήγησης
∆ρουν ταχέως και η δράση τους διαρκεί 6 ώρες. Όταν χορηγούνται από το στόµα η

38
δράση τους εµφανίζεται σε µία ώρα, ενώ όταν χορηγούνται ενδοφλεβίως σε µισή
ώρα. Η φουροσεµίδη και η βουµετανίδη χορηγούνται κυρίως από το στόµα 1-2
φορές την ηµέρα. Μπορεί να χορηγηθούν επίσης και ενδοµυικά ή πιο συχνά
ενδοφλέβια. Το αιθακρινικό οξύ χορηγείται από το στόµα ή ενδοφλέβια 1-2 φορές
την ηµέρα.

Φουροσεµίδη

Θεραπευτικές χρήσεις
Η φουροσεµίδη είναι αποτελεσµατική στις ακόλουθες καταστάσεις:
Πνευµονικό οίδηµα που οφείλεται σε καρδιακή ανεπάρκεια ή νεφρωσικό
σύνδροµο και δεν αποκρίνεται σε ηπιότερα διουρητικά.
Οξύ πνευµονικό οίδηµα
Νεφρική ανεπάρκεια, όπου απαιτούνται συνήθως δόσεις 10πλάσιες από τις
συνηθισµένες.
Υπέρταση
Κίρρωση ήπατος µε ασκίτη
Υπερασβεστιαιµία
Οίδηµα ή ολιγουρία σε οξεία ή χρόνια νεφρική ανεπάρκεια
Μεγάλες δόσεις φουροσεµίδης ευνοούν την αποβολή ουρικού οξέος.
Αυξηµένη ενδοεγκεφαλική πίεση (µειώνει το οίδηµα)

Αντενδείξεις
Η φουροσεµίδη αντενδείκνυται σε
• Ηλεκτρολυτικές διαταραχές.
• Προκωµατώδεις καταστάσεις ηπατικής κίρρωσης
• Ανουρία
• Υπερευαισθησία στο φάρµακο

Ανεπιθύµητες ενέργειες
• Η υποκαλιαιµία είναι το πιο συνηθισµένο πρόβληµα, ιδίως όταν συνδυάζεται
µε δακτυλίτιδα.
• Υπονατριαιµία
• Υποχλωραιµική αλκάλωση
• Υπασβεστιαιµία
• Υποµαγνησιαιµία
• Υπεργλυκαιµία
• Υπερχοληστερολαιµία
• Υπερουριχαιµία, γιατί εµποδίζουν την αποβολή ουρικού οξέος
• Περιστασιακές εµβοές και βαρηκοϊα σε ταχεία ενδοφλέβια έγχυση
• Παροδική ουδετεροπενία
• Υπόταση
• Σοβαρός µυικός πόνος έχει αναφερθεί σε ασθενείς µε νεφρική ανεπάρκεια

Προφυλάξεις
Προσοχή στην χορήγηση, γιατί υπάρχει κίνδυνος αφυδάτωσης του ασθενούς,
κυρίως τους καλοκαιρινούς µήνες.
Σε υπερτροφία προστάτη µπορεί να προκληθεί κατακράτηση ούρων.

39
Να χορηγείται µετά το πρώτο τρίµηνο της κύησης και µόνο αν είναι απολύτως
απαραίτητη. Επί γαλουχίας, ο θηλασµός θα πρέπει να διακόπτεται.

Αλληλεπιδράσεις
1. Με δακτυλίτιδα, αντιαρρυθµικά (αµιωδαρόνη), κορτικοστεροειδή, β-
αποκλειστές υπάρχει κίνδυνος υποκαλιαιµίας
2. Αυξάνει τα επίπεδα του Li
3. Υπάρχει κίνδυνος ωτοτοξικότητας, όταν συγχορηγείται µε αµινογλυκοσίδες,
βανκοµυκίνη, σισπλατίνη, πολυµυξίνη
4. Υπάρχει κίνδυνος νεφροτοξικότητας, όταν χορηγείται παράλληλα µε
κεφαλοθίνη
5. Μειώνει το αποτέλεσµα αντιδιαβητικών
6. Αυξάνει το αποτέλεσµα αντιυπερτασικών
7. Με µετοζαλόνη αυξάνεται το διουρητικό αποτέλεσµα.
8. Ο συστηµατικός ερυθηµατώδης λύκος µπορεί να ενεργοποιηθεί ή να
παρουσιάσει έξαρση.

ΙΙ ∆ΙΟΥΡΗΤΙΚΑ ΠΟΥ ΠΡΟΚΑΛΟΥΝ ΥΠΕΡΚΑΛΙΑΙΜΙΑ

• Αµιλορίδη
• Τριαµτερένη
• Σπειρονολακτόνη
• Κανρενοϊκό κάλιο

Τα διουρητικά αυτά κατακρατούν κάλιο και συνδυάζονται συνήθως µε διουρητικά


που αποβάλουν κάλιο (θειαζιδικά), για να αποφεύγεται ο κίνδυνος διαταραχής στα
επίπεδα καλίου του πλάσµατος.

Μηχανισµός δράσης
Το κάλιο, µετά την νεφρική σπειραµατική διήθηση, επαναρροφάται στο εγγύς
εσπειραµένο σωληνάριο και το ανιόν σκέλος της αγκύλης του Henle. Η αµιλορίδη
και η τριαµτερένη δρουν στο άπω εσπειραµένο σωληνάριο εµποδίζοντας την
επαναρρόφηση νατρίου. Η επαναρρόφηση καλίου παραµένει απρόσκοπτη στις
προαναφερθείσες περιοχές και ως εκ τούτου ευνοείται η πρόκληση
υπερκαλιαιµίας.

Η σπειρονολακτόνη και το κανρενοϊκό κάλιο είναι συναγωνιστικοί ανταγωνιστές


της αλδοστερόνης για τους υποδοχείς της. Με την σύνδεση τους σ’αυτούς τους
υποδοχείς εµποδίζουν τον σχηµατισµό µιας πρωτεϊνης που είναι απαραίτητη για την
επαναρρόφηση του νατρίου και την απέκκριση καλίου.

Οδός χορήγησης
Η τριαµτερένη χορηγείται από το στόµα δύο φορές την ηµέρα, ενώ η αµιλορίδη
χορηγείται από το στόµα µόνο µία φορά την ηµέρα.
Η σπειρονολακτόµη χορηγείται συνήθως από το στόµα τέσσερις φορές την ηµέρα.

Αµιλορίδη

40
Θεραπευτικές χρήσεις
Είναι αποτελεσµατική σε
Οίδηµα
Συµφορητική καρδιακή ανεπάρκεια
Υπέρταση
Η αµιλορίδη και η τριαµτερένη χορηγούνται σε συνδυασµό µε άλλα διουρητικά για
την ενίσχυση της νατριούρησης και την µείωση της αποβολής καλίου.

Αντενδείξεις
• Υπερκαλιαιµία
• Νεφρική ανεπάρκεια

Ανεπιθύµητες ενέργειες
• Υπερκαλιαιµία (περισσότερο συχνή σε ασθενείς µε διαβήτη ή νεφρική
ανεπάρκεια)
• Αναστρέψιµη αζωταιµία
• Γαστρεντερικές διαταραχές (ναυτία, έµετος)
• Κράµπες κνήµης
• Ζάλη, κεφαλαλγία

Προφυλάξεις
Σε σακχαρώδη διαβήτη
Αναπνευστική και µεταβολική οξέωση (αυξηµένο Κ+)
Κύηση
Ηλικιωµένους
Μετάγγιση αίµατος (το αίµα όταν διατηρείται πάνω από 10 ηµέρες περιέχει
µεγαλύτερες ποσότητες καλίου από το φυσιολογικό).

Αλληλεπιδράσεις
Με φάρµακα που προκαλούν κατακράτηση καλίου (π.χ. οι Α-ΜΕΑ) υπάρχει
κίνδυνος σοβαρής υπερκαλιαιµίας.

Η τριαµτερένη έχει διουρητική ισχύ ισοδύναµη µε της αµιλορίδης. Εκείνο όµως που
την διαφοροποιεί είναι το γεγονός ότι έχει παρατηρηθεί αύξηση ουρίας και
κρεατινίνης σε ασθενείς που τους έγινε αγωγή µε τριαµτερένη. Επίσης έχουν
αναφερθεί αιµατολογικές διαταραχές.

Σπειρονολακτόνη

Θεραπευτικές χρήσεις
Η σπειρονολακτόνη χρησιµοποιείται σε συνδυασµό µε άλλα διουρητικά για να
µειώσει την αποβολή καλίου στην αγωγή του πνευµονικού οιδήµατος.
Χρησιµοποιείται επίσης σε όγκους των επινεφριδίων, όπου παρατηρείται
αυξηµένη παραγωγή αλδοστερόνης
Σε οίδηµα συµφορητικής καρδιακής ανεπάρκειας χρησιµοποιείται σπάνια
(προτιµώνται άλλα διουρητικά)
Σε κίρρωση ή καρκίνο του ήπατος µε ασκίτη χρησιµοποιείται επίσης η

41
σπειρονολακτόνη.

∆εν χρησιµοποιείται σαν διουρητικό στην καθηµερινή πράξη, γιατί έχει


αναφερθεί, ότι υπάρχει κίνδυνος εµφάνισης καρκίνου του ήπατος και των
ενδοκρινών αδένων.

Ανεπιθύµητες ενέργειες
• ∆ιάρροια
• Γυναικοµαστία
• Λήθαργος και διανοητική σύγχυση
• Υπερκαλιαιµία µπορεί να συµβεί σε ασθενείς µε νεφρική ανεπάρκεια. Η
χορήγηση σπειρονολακτόνης αντενδείκνυται σε ασθενείς µε οξεία νεφρική
ανεπάρκεια ή υπερκαλιαιµία. Επίσης δεν συνδυάζεται µε άλλα καλιοσυντηρητικά
διουρητικά.

Κανρενοϊκό κάλιο
Είναι µεταβολίτης της σπειρονολακτόνης.

Θεραπευτικές χρήσεις
Οίδηµα µε δευτεροπαθή αλδοστερινισµό, ηπατική ανεπάρκεια και µη
αντιρροπούµενη καρδιακή ανεπάρκεια.

Αντενδείξεις όµοιες µε της σπειρονολακτόνης και επίσης όταν υπάρχει


υπονατριαιµία.

ΙΙΙ ΩΣΜΩΤΙΚΑ ∆ΙΟΥΡΗΤΙΚΑ


Αποβαλλόµενα ταχέως και πλήρως από τους νεφρούς συµπαρασύρουν ύδωρ, νάτριο
και χλώριο.

Μαννιτόλη

Θεραπευτικές χρήσεις
Εγκεφαλικό οίδηµα
Φαρµακευτική δηλητηρίαση
Οξύ γλαύκωµα

Αντενδείξεις
• Πνευµονικό οίδηµα
• Αφυδάτωση
• Ενδοκρανιακή αιµορραγία
• Ανουρία

Ανεπιθύµητες ενέργειες
• Πονοκέφαλος, ναυτία, εµετός, ρίγος, πυρετός
• Ηλεκτρολυτικές διαταραχές
• Υπόταση

42
Αντιµετωπίζονται µε χορήγηση ηλεκτρολυτών, ενυδάτωση και αιµοκάθαρση, αν
είναι πολύ σοβαρή η κατάσταση του ασθενούς.

Προσοχή!
Στην κύηση και γαλουχία.
Σε καρδιακή και νεφρική ανεπάρκεια, όπου
συνιστάται παρακολούθηση του καλίου και νατρίου αίµατος.

Η γλυκερίνη και ο ισοσορβίτης χορηγούνται από το στόµα για µικρό χρονικό


διάστηµα σε περιπτώσεις αυξηµένης ενδοφθάλµιας πίεσης (και κρίση γλαυκώµατος),
πριν και µετά την χειρουργική επέµβαση στους οφθαλµούς.

IV. ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΕΣ ΒΑΖΟΠΡΕΣΣΙΝΗΣ (ADH)


Η δεµεκλοκυκλίνη και η δεκινίνη δρουν ανταγωνιστικά στους υποδοχείς της ADH
τους V2.

V. ΞΑΝΘΙΝΕΣ

• Καφεϊνη
• Θεοβρωµίνη
• Θεοφυλλίνη

Έχουν ασθενή διουρητική δράση και δεν χρησιµοποιούνται σαν διουρητικά.

E. ΑΝΤΙΑΙΜΟΠΕΤΑΛΙΑΚΑ
Ως γνωστόν, τα αιµοπετάλια διαδραµατίζουν σηµαντικό ρόλο στην
παθοφυσιολογία του εµφράγµατος του µυοκαρδίου, της ασταθούς στηθάγχης και του
ισχαιµικού εγκεφαλικού επεισοδίου. Τα αντιαιµοπεταλιακά φάρµακα εµποδίζουν την
συσσώρευση (συγκόλληση) των αιµοπεταλίων στις αρτηρίες και ως εκ τούτου τον
σχηµατισµό λευκού θρόµβου, που αποτελεί την πρώτη φάση της πήξης. Τα
αντιπηκτικά φάρµακα έχουν πολύ µικρή επίδραση σ’αυτή την φάση.
Η χορήγηση αντιαιµοπεταλιακών φαρµάκων προληπτικά προστατεύει από
θροµβωτικά αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια και καρδιακά συµβάµατα. Έχει
παρατηρηθεί επίσης, ελάττωση της θνησιµότητας µετά από έµφραγµα του
µυοκαρδίου σε άτοµα που ακολούθησαν αγωγή µε αντιαιµοπεταλιακό, αµέσως µετά
το έµφραγµα και για ένα µήνα.

Αντιαιµοπεταλιακά

• Ασπιρίνη
• ∆ιπυριδαµόλη
• Τικλοπιδίνη Θειενοπυριδίνες
• Κλοπιδογρέλη

43
• Ανταγωνιστές υποδοχέων γλυκοπρωτεϊνης ΙΙb/IIIa

Ασπιρίνη (βλ. αντιφλεγµονώδη φάρµακα)

Τικλοπιδίνη

Μηχανισµός δράσης
Αναστέλλει εκλεκτικά την σύνδεση της φωσφορικής αδενοσίνης (ADP) στους
υποδοχείς της πάνω στα αιµοπετάλια µε συνέπεια την αποφυγή της ενεργοποίησής
τους. Την αλληλεπίδραση των αιµοπεταλίων και τον σχηµατισµό θρόµβου ρυθµίζει
επίσης η γλυκοπρωτεϊνη IIb/IIIa µέσω της σύνδεσής της µε τον υποδοχέα της.

Θεραπευτικές χρήσεις
Σε ασθενείς µε προδιάθεση για εµφάνιση θροµβωτικού εγκεφαλικού επεισοδίου,
που δεν ανέχονται καλά την ασπιρίνη.

Ανεπιθύµητες ενέργειες
• Σοβαρή ουδετεροπενία
• Αιµορραγική διάθεση
• Ακοκκιοκυτταραιµία
• Απλαστική αναιµία
• ∆ιάρροια
• Αλλεργία

Προσοχή!
Σε ηπατική ανεπάρκεια, κύηση και γαλουχία.
Επίσης, η ταυτόχρονη χορήγηση τικλοπιδίνης µε αντιπηκτικά, αντιαιµοπεταλιακά
και µη στεροειδή αντιφλεγµονώδη ενισχύει την δράση της. Κρίνεται απαραίτητη η η
αιµατολογική παρακολούθηση των εµµόρφων στοιχείων του αίµατος, ιδιαίτερα τους
πρώτους δύο µήνες.

Κλοπιδογρέλη
Μοιάζει µε την τικλοπιδίνη, είναι όµως ασφαλέστερη.
Σήµερα δοκιµάζονται νεότεροι ανταγωνιστές µε εφαρµογή την οξεία στεφανιαία
ανεπάρκεια, µε καλύτερα αποτελέσµατα από την κλοπιδογρέλη.

∆ιπυριδαµόλη

Μηχανισµός δράσης
Αναστέλλει την επαναπρόσληψη της αδενοσίνης από τα αιµοπετάλια και της
φωσφοδιεστεράσης του cAMP και cGMP ενδοκυττάρια. Αποτέλεσµα αυτού είναι
η µειωµένη σύνδεση του ADP στα αιµοπετάλια και ως εκ τούτου η αποφυγή της
συγκόλλησής τους. Από την άλλη πλευρά, η αυξηµένη συγκέντρωση cAMP και
cGMP ενδοκυττάρια συντελεί στην µείωση της µετακίνησης των ιόντων
ασβεστίου και την αύξηση του NO που προκαλεί χάλαση στο ενδοθήλιο των
αγγείων.

Θεραπευτικές χρήσεις

44
1. Προφυλακτικά σε ασθενείς µε προηγούµενο ισχαιµικό εγκεφαλικό επεισόδιο. Ο
συνδυασµός µε ασπιρίνη θεωρείται περισσότερο αποτελεσµατικός.
2. Για πρόληψη σχηµατισµού θρόµβου σε ασθενείς µε προσθετική βαλβίδα καρδιάς.
Σ’αυτή την περίπτωση η διπυριδαµόλη συνδυάζεται µε βαρφαρίνη.

Ανταγωνιστές υποδοχέων γλυκοπρωτεϊνης IIb/IIIa

1. Μονοκλωνικό αντίσωµα abciximab


2. Πεπτίδιο eptifibatide
3. Μη πεπτίδια tirofiban και lamifiban

Μηχανισµός δράσης
Στην επιφάνεια των αιµοπεταλίων υπάρχουν 50000-60000 υποδοχείς
γλυκοπρωτεϊνης IIb/IIIa. Το ινωδογόνο συνδέεται στους υποδοχείς
γλυκοπρωτεϊνης IIb/IIIa δύο διαφορετικών αιµοπεταλίων ταυτοχρόνως µε
αποτέλεσµα να προκαλείται συγκόλλησή τους.

Οδός χορήγησης
Το tirofiban και το eptifibatide χορηγούνται µε ενδοφλέβια έγχυση.

Ανεπιθύµητες ενέργειες
• Μπορεί να προκληθεί αιµορραγία στο σηµείο της ένεσης µετά από υποδόρια
ένεση.
• Θροµβοπενία (σοβαρότερη µε abciximab)

Προσοχή
Επειδή η θροµβοπενία συµβαίνει ταχέως, πρέπει να µετρώνται τα αιµοπετάλια
µέσα στις πρώτες 2-4 ώρες από την χορήγηση αναστολέων γλυκοπρωτεϊνης
IIb/IIIa, και καθ’όλην την διάρκεια της θεραπείας.

Εποπροστενόλη
Είναι συνθετική προστακυκλίνη

Θεραπευτικές χρήσεις
1. Χρησιµοποιείται στην αιµοκάθαρση, µόνη ή σε συνδυασµό µε ηπαρίνη.
2. Χρησιµοποιείται επίσης σε πνευµονική υπέρταση.

Μηχανισµός δράσης
∆ρα σε ειδικούς υποδοχείς πάνω στην κυτταροπλασµατική µεµβράνη των
αιµοπεταλίων µε αποτέλεσµα την αύξηση του cAMP και αναστολή της
συσσώρευσης των αιµοπεταλίων. Λόγω της έκλυσης ΝΟ προκαλεί επίσης
αγγειοδιαστολή.

Ανεπιθύµητες ενέργειες
• Κεφαλαλγία, ερυθρότητα δέρµατος
• Ναυτία

45
• ∆ιάρροια
Σε µακροχρόνια χορήγηση επί πνευµονικής υπέρτασης έχει παρατηρηθεί
• Θροµβοπενία
• Πόνος στο πόδι
• Απώλεια βάρους
• Ασκίτης

Ιλοπρόστη
Χορηγείται στην αποφρακτική θροµβαγγειίτιδα

Τοπικά σκληρυντικά

Ethanolamine oleate
Sodium tetradecylsulphate

Θεραπευτικές χρήσεις: Χρησιµοποιούνται σε κιρσώδεις φλέβες.

Φαινόλη 5% σε έλαιο.
Θεραπευτικές χρήσεις: Χρησιµοποιείται σε αιµορροϊδες

ΣΤ. ΑΝΤΙΥΠΕΡΛΙΠΙ∆ΑΙΜΙΚΑ
Εισαγωγή

Κατηγορίες λιποπρωτεϊνών και οδοί µεταφοράς τους

α. Εξωγενείς οδοί
1. Στον οργανισµό σχηµατίζονται χυλοµικρά από τριγλυκερίδια και χοληστερόλη
που προσλαµβάνονται µε την τροφή.
2. Στον λιπώδη ιστό και τους µύες το ένζυµο λιποπρωτεϊνική λιπάση
απελευθερώνει τριγλυκερίδια, αφήνοντας τα αποµεινάρια των χυλοµικρών να
περιέχουν άθικτους εστέρες χοληστερόλης.
3. Η χοληστερόλη αποθηκεύεται στα ηπατοκύτταρα σαν εστέρας.
4. Εκλύεται από την χολή σαν χοληστερόλη ή χολικό οξύ.
5. Χρησιµοποιηείται για τον σχηµατισµό µεµβρανών και ενδογενών
λιποπρωτεϊνών.

β. Ενδογενείς οδοί
1. Η πολύ χαµηλής πυκνότητας λιποπρωτεϊνη (VLDL) σχηµατίζεται στο ήπαρ από
τα τριγλυκερίδια και την χοληστερόλη σαν αποτέλεσµα υψηλής θερµιδικής
δίαιτας.
2. Η VLDL εκλύεται στο πλάσµα, όπου η λιποπρωτεϊνική λιπάση απελευθερώνει

46
τα τριγλυκερίδιά της.
3. Η υδρόλυση της VLDL παράγει ενδιάµεσης πυκνότητας λιποπρωτεϊνη (IDL),
της οποίας η µεταβολική τύχη είναι η ακόλουθη:
α. Κάποια µόρια IDL προσλαµβάνονται από το ήπαρ µέσω ενδοκύττωσης και
χρησιµοποιούνται για την παραγωγή ελεύθερης χοληστερόλης. Αυτή η
διαδικασία λαµβάνει χώρα µέσω των υποδοχέων της χαµηλής πυκνότητας
λιποπρωτεϊνης (LDL).
β. Κάποια µόρια IDL παραµένουν στην κυκλοφορία, όπου τα τριγλυκερίδια
αποµακρύνονται, έτσι ώστε η IDL µετατρέπεται σε LDL.
4. Η LDL εµπλέκεται στην µεταφορά της ενδογενούς χοληστερόλης στο ήπαρ ή
τους εξωηπατικούς ιστούς. Η LDL συνιστά το 60-70% της χοληστερόλης του
πλάσµατος. Η µεταβολική απαίτηση για χοληστερόλη (σύνθεση µεµβρανών,
χολικών οξέων και στεροειδών) ικανοποιείται µε την αυξηµένη σύνθεση
υποδοχέων LDL.
5. Οι απολιποπρωτεϊνες είναι είδος λιποπρωτεϊνών. Η απολιποπρωτεϊνη Β είναι η
κύρια δοµική πρωτεϊνη της LDL και της VLDL. Υψηλά επίπεδα
απολιποπρωτεϊνης Β έχουν συνδεθεί µε αυξηµένο κίνδυνο εµφάνισης
στεφανιαίας νόσου.
6. Η λιποπρωτεϊνη υψηλής πυκνότητας (HDL), εµπλέκεται στην µεταφορά της
χοληστερόλης από τα περιφερικά κύτταρα πίσω στο ήπαρ. Η ελεύθερη
χοληστερόλη που εκλύεται από τα κύτταρα απορροφάται από την HDL.

Υπερλιπιδαιµίες

Αίτια:
Η πρωτογενής υπερλιπιδαιµία ίσως είναι συγγενής, οφειλόµενη σε ένα γονίδιο ή σε
περισσότερα.
Η δευτερογενής υπερλιπιδαιµία εµφανίζεται στον διαβήτη, τον υποθυρεοειδισµό, τον
αλκοολισµό, την χολική κίρρωση, την νεφρική νόσο ή σε γυναίκες που παίρνουν
αντισυλληπτικά.

Χρησιµότητα της φαρµακευτικής θεραπείας


1. Σε ασθενείς µε υπερλιποπρωτεϊναιµία, η πτώση των επιπέδων των λιπιδίων του
πλάσµατος µειώνει τον κίνδυνο αθηροσκλήρωσης και τις συνέπειές της. Ειδικά,
η µείωση της LDL του πλάσµατος µπορεί να µειώσει τον κίνδυνο εµφάνισης
στεφανιαίας νόσου.
2. Μερικοί τύποι υπερτριγλυκεριδαιµίας µπορεί να προκαλέσουν σοβαρή
παγκρεατίτιδα, απειλητική για την ζωή του ασθενούς.
3. Φαρµακευτική αγωγή συνήθως συνιστάται, όταν η ειδική δίαιτα µε
περιορισµένη λήψη λιπών και υδατανθράκων, η µείωση παραγόντων κινδύνου
για εµφάνιση αθηροσκλήρωσης και η ήπια άσκηση έχουν αποτύχει να
µειώσουν ικανοποιητικά τα επίπεδα λιπιδίων στο πλάσµα.
4. Οι στατίνες, το νικοτινικό οξύ και οι φιβράτες µειώνουν αξιοσηµείωτα τον
κίνδυνο εµφάνισης στεφανιαίας νόσου.

Αντιυπερλιπιδαιµικά φάρµακα

α. ΣΤΑΤΙΝΕΣ
• Συµβαστατίνη

47
• Πραβαστατίνη
• Λοβαστατίνη
• Φλουβαστατίνη
• Ατορβαστίνη

Είναι φάρµακα πιο ισχυρά από τις ρητίνες ανταλλαγής ιόντων για την µείωση της
LDL-χοληστερόλης, αλλά λιγότερο δραστικά στην µείωση των τριγλυκεριδίων και
την αύξηση της HDL-χοληστερόλης. Υπάρχουν ενδείξεις, ότι µειώνουν τα
στεφανιαία επεισόδια, το σύνολο των καρδιαγγειακών συµβαµµάτων καθώς και την
συνολική θνησιµότητα σε ασθενείς ηλικίας µεγαλύτερης των 70 ετών µε βεβαρηµένο
καρδιαγγειακό ιστορικό. Είναι επίσης φάρµακα που χρησιµοποιούνται στην
πρωτοπαθή πρόληψη της στεφανιαίας νόσου σε ασθενείς µε υπερχοληστερολαιµία.

Μηχανισµός δράσης και φαρµακολογικές ενέργειες


Η 3-HMG CoA αναγωγάση είναι το κρίσιµο ένζυµο στην βιοσύνθεση της
χοληστερόλης. Φάρµακα που αναστέλλουν αυτό το ένζυµο είναι πολύ
αποτελεσµατικά στην µείωση των επιπέδων της LDL-χοληστερόλης του ορρού.
Οι αναστολείς της 3-HMG CoA αναγωγάσης δεσµεύουν την σύνθεση της
χοληστερόλης και της LDL. Αυξάνουν όµως και τα επίπεδα της 3-HMG CoA
αναγωγάσης, µε συνέπεια η αναστολή της σύνθεσης της χοληστερόλης να µη είναι
πλήρης.
Οι στατίνες µειώνουν τα επίπεδα της LDL, της VLDL και των τριγλυκεριδίων και
αυξάνουν τα επίπεδα της HDL.

Θεραπευτικές χρήσεις
Χορηγούνται
1. για την µείωση της ολικής χοληστερόλης και της LDL-χοληστερόλης
2. σε υπερλιποπρωτεϊναιµία τύπου ΙIα και τύπου ΙΙβ, όπου τα επίπεδα της IDL
και της ολικής χοληστερόλης είναι αυξηµένα.
3. σε ασθενείς µε δευτεροπαθή υπερλιποπρωτεϊναιµία, σαν αποτέλεσµα
σακχαρώδους διαβήτη και νεφρωσικού συνδρόµου.
Οι στατίνες είναι χρήσιµες σε ασθενείς µε αυξηµένη χοληστερόλη και
τριγλυκερίδια.

Αντενδείξεις
• Ενεργός ηπατική νόσος, αυξηµένα επίπεδα τρανσαµινασών
• Κύηση, γαλουχία
• Υπερευαισθησία στο φάρµακο

Ανεπιθύµητες ενέργειες
• Γαστρεντερικές διαταραχές (ναυτία, εµετός, διάρροια, δυσκοιλιότητα,
επιγαστρικό άλγος, µετεωρισµός)
• Κεφαλαλγία, ζάλη
• Ραβδοµυόλυση (αν συγχορηγούνται µε κλοφιβράτη, γεµφιβροζίλη, νικοτινικό
οξύ, κυκλοσπορίνη, ερυθροµυκίνη).
• Ηπατική βλάβη
• Νεφρική βλάβη
• ∆ιαταραχές από το αναπνευστικό (ρινίτιδα, λοιµώξεις του ανώτερου
αναπνευστικού)

48
• Μυϊκή βλάβη µε αύξηση CPK
• Σπάνια νευρολογικές διαταραχές, αλλεργική αντίδραση, καταρράκτης.

Προσοχή
Η σοβαρότερη παρενέργεια είναι η ραβδοµυόλυση, η οποία χαρακτηρίζεται από
νέκρωση µυϊκών κυττάρων και την έξοδο του περιεχοµένου τους στην
κυκλοφορία. Αυτό δηµιουργεί τον κίνδυνο εµφάνισης νεφρικής ανεπάρκειας,
καρδιακών αρρυθµιών και καρδιακής παύσης.
Συνιστάται η παρακολούθηση των τρανσαµινασών και της κρεατινικής
φωσφοκινάσης. Προσοχή απαιτείται επίσης, σε ασθενείς που ευρίσκονται υπό
στατίνες και έχουν ιστορικό ηπατοπάθειας ή είναι καταναλωτές µεγάλης
ποσότητας οινοπνευµατωδών.
Να γίνεται έλεγχος οφθαλµολογικός πριν ή αµέσως µετά την έναρξη της
θεραπείας µε στατίνες.
Στην κύηση πρέπει να γίνεται διακοπή της χορήγησης του φαρµάκου, γιατί
υπάρχει σοβαρός κίνδυνος για το έµβρυο.

β. Νικοτινικό οξύ ή νιασίνη ή βιταµίνη Β3 και παρόµοια

Μηχανισµός δράσης και φαρµακολογικές ενέργειες


Σε µεγάλες δόσεις το νικοτινικό οξύ αναστέλλει την λιπόλυση στον λιπώδη
ιστό, την εστεροποίηση των τριγλυκεριδίων του πλάσµατος, και την έκκριση της
VLDL από το ήπαρ. Αυτές οι ενέργειες παρατηρούνται σε διάστηµα 1-4 ηµερών.
Αυξάνει επίσης την δράση της λιποπρωτεϊνικής λιπάσης.
Η µείωση της VLDL στην συνέχεια οδηγεί στην µείωση της IDL και της LDL.
Το νικοτινικό οξύ προκαλεί συνήθως ήπια έως µέτρια αύξηση της HDL.
∆εν παρατηρείται όµως σηµαντική επίδραση στην έκκριση της χοληστερόλης
από την χολή.

Θεραπευτικές χρήσεις
Χρησιµοποιείται για τον έλεγχο ευρείας κλίµακας υπερλιποπρωτεϊναιµιών.
Κυρίως χρησιµοποιείται στις τύπου ΙΙα, ΙΙβ και V υπερλιποπρωτεϊναιµίες, όπου
παρατηρούνται αυξηµένα επίπεδα τριγλυκεριδίων και χυλοµικρών. Κύριος στόχος
είναι η µείωση της LDL.

Αντενδείξεις
• Σοβαρή υπόταση
• Κύηση, γαλουχία

Ανεπιθύµητες ενέργειες
• Αγγειοδιαστολή (δερµατικό ερύθηµα, έξαψη), κεφαλαλγία, ζάλη
• Έκτακτες συστολές
• Κνησµός

Προφυλάξεις
Πεπτικό έλκος ενεργό
Ηπατική βλάβη
Σακχαρώδης διαβήτης

49
Ουρική αρθρίτιδα

Αλληλεπιδράσεις
Με λοβαστατίνη αυξάνεται ο κίνδυνος µυοπάθειας ή και ραβδοµυόλυσης. ∆εν
έχουν αναφερθεί αλληλεπιδράσεις µε συµβαστατίνη, φλουβαστατίνη ή
πραβαστίνη.

Νικοφουραζόνη Όπως νικοτινικό οξύ


Ασιπιµόξη Όπως νικοτινικό οξύ µε ηπιότερες παρενέργειες.

γ. Ρητίνες ιοντοανταλλακτικές

Χολεστυραµίνη και κολεστιπόλη

Μηχανισµός δράσης
Είναι ρητίνες που συνδέονται µε τα χολικά οξέα στο έντερο, σχηµατίζοντας έτσι
αδιάλυτα σύµπλοκα, τα οποία απεκκρίνονται στα κόπρανα.
Η απέκκριση των χολικών αλάτων µε αυτό τον τρόπο οδηγεί στην αυξηµένη
µετατροπή της χοληστερόλης σε χολικά οξέα. Παρατηρείται επίσης αύξηση στους
ηπατικούς LDL υποδοχείς. Το αποτέλεσµα όλων αυτών των επιδράσεων είναι η
µείωση της LDL και της ολικής χοληστερόλης του πλάσµατος.

Θεραπευτικές χρήσεις

1. Χρησιµοποιούνται για την µείωση της LDL


2. Οι ασθενείς µε ετερόζυγο οικογενή υπερχοληστερολαιµία ή πολυγονιδιακή
υπερχοληστερολαιµία απαντούν καλά στην αγωγή µε χολεστυραµίνη, ενώ
3. οι ασθενείς µε αυξηµένα επίπεδα VLDL, IDL και χυλοµικρών δεν απαντούν
καλά σ’αυτά τα φάρµακα. Επιπροσθέτως αυξάνουν τα επίπεδα των
τριγλυκεριδίων.

Ανεπιθύµητες ενέργειες
∆εν εµφανίζονται σοβαρές ανεπιθύµητες ενέργειες, γιατί δεν απορροφώνται.
• Οι πιο συνηθισµένες είναι η δυσκοιλιότητα, η ναυτία, ο εµετός και η δυσπεψία.
Σπάνια παρατηρείται διάρροια και στεατόρροια.
• Σε χρόνια χρήση υπάρχει περίπτωση να παρουσιασθεί αιµορραγία λόγω
δυσαπορρόφησης της βιταµίνης Κ.

Προσοχή
Μπορεί να απαιτηθεί συµπληρωµατική χορήγηση βιταµίνης Κ και φυλλικού οξέος
κατά την κύηση, την γαλουχία και σε µικρά παιδιά.

Αλληλεπιδράσεις
Η λήψη άλλων φαρµάκων θα πρέπει να γίνεται είτε 1 ώρα πριν ή 6 ώρες µετά την
λήψη χολεστυραµίνης, για να µη εµποδιστεί η απορρόφησή τους
Τέτοια φάρµακα είναι τα ακόλουθα:
δακτυλίτιδα, β-αποκλειστές, θειαζιδικά διουρητικά, παρακεταµόλη, θυροξίνη
µεταξύ άλλων.

50
Αντενδείξεις
• Πλήρης χολική απόφραξη
• Υπερευαισθησία στο φάρµακο

δ. ΦΙΒΡΑΤΕΣ

Μηχανισµός δράσης
∆ιεγείρουν την οξείδωση των λιπαρών οξέων στο ήπαρ, µειώνοντας την σύνθεση
τριγλυκεριδίων και την επακόλουθη απέκκριση της VLDL.

Κλοφιβράτη

Θεραπευτικές χρήσεις
Αυξάνει τον καταβολισµό της LDL και της VLDL και µειώνει την σύνθεση της
χοληστερόλης και της VLDL. Μειώνει επίσης τα επίπεδα των τριγλυκεριδίων.
∆εν χρησιµοποιείται ευρέως, γιατί αυξάνει τον κίνδυνο χολολιθίασης λόγω
αυξηµένης έκκρισης χολής. Η µόνη ένδειξή της είναι σε άτοµα µε
χολοκυστεκτοµή.

Γεµφιβροζίλη
Είναι ανάλογο της κλοφιβράτης.

Μηχανισµός δράσης
Αναστέλλει την περιφερική λιπόλυση και µειώνει την ηπατική παραγωγή
τριγλυκεριδίων. Αναστέλλει επίσης την αποπρωτεϊνη Β, φορέα της VLDL,
µειώνοντας την παραγωγή της VLDL. Προκαλεί άνοδο της HDL και αυξάνει την
αποβολή της χοληστερόλης από τα ούρα.

Θεραπευτικές χρήσεις
Σε υπερτριγλυκεριδαιµία ενηλίκων τύπου IVκαι V και σε τύπους ΙΙα, ΙΙβ, και ΙΙΙ
που έχουν χαµηλή HDL και υψηλά τριγλυκερίδια και δεν απαντούν σε άλλα
υπολιπιδαιµικά.
Θεωρείται ασφαλέστερη της κλοφιβράτης. Η χορήγησή της έχει συνδεθεί µε
σηµαντική µείωση σοβαρών στηθαγχικών συµβαµµάτων σε σύγκριση µε εικονικό
φάρµακο. Το βασικό όφελος είναι η άνοδος της HDL και η µείωση των θανάτων
από ισχαιµία του µυοκαρδίου.

Αντενδείξεις συνιστούν οι ακόλουθες συνθήκες:


• Σοβαρή νεφρική και ηπατική ανεπάρκεια
• Χολική κίρρωση
• Χολολιθίαση
• Αλκοολισµός (αυξηµένος κίνδυνος µυοσίτιδας)
• Κύηση
• Υπερευαισθησία στο φάρµακο

Ανεπιθύµητες ενέργειες

51
• Γαστρεντερικές διαταραχές
• Κόπωση
• Κνησµός
• Εξάνθηµα
• Κεφαλαλγία, ζάλη
• Οπτικές διαταραχές
• Μυαλγία, αρθραλγία, πόνοι άκρων
• Αιµατολογικές και ηπατικές διαταραχές

Προφυλάξεις
Η γεµφιβροζίλη µπορεί να προκαλέσει χολολιθίαση λόγω αύξησης της έκκρισης
χοληστερόλης στην χολή.
Ταυτόχρονη χορήγηση γεµφιβροζίλης µε λοβαστατίνη ή παρόµοιο έχει συνδεθεί
µε εµφάνιση ραβδοµυόλυσης, µυοσφαιρινουρίας, αυξηµένης CPK και µυοσίτιδας.
Συνιστάται περιοδικός έλεγχος αιµατολογικός , γλυκόζης και οφθαλµών.
Όταν χορηγούνται συγχρόνως αντιπηκτικά απαιτείται συχνός έλεγχος
πηκτικότητας του αίµατος.

ε. ∆ΙΑΦΟΡΑ

∆εξτροθυροξίνη

Μηχανισµός δράσης
∆ιεγείρει τον µεταβολισµό της χοληστερόλης στο ήπαρ, µειώνοντας έτσι τα
επίπεδα της LDL και της ολικής χοληστερόλης.

∆εν χρησιµοποιείται συχνά λόγω των παρενεργειών της από το καρδιαγγειακό.

Ωµέγα-3 τριγλυκερίδια
Ευρίσκονται σε ιχθυέλαια και προκαλούν µείωση των τριγλυκεριδίων. Υπάρχει όµως
πιθανότητα να αυξήσουν την χοληστερόλη

Μηχανισµός δράσης
Μειώνουν την σύνθεση των τριγλυκεριδίων στο ήπαρ και τον καταβολισµό των
λιπαρών οξέων στους περιφερικούς ιστούς.

Θεραπευτικές χρήσεις
Ενδείκνυνται σε σοβαρής µορφής υπερτριγλυκεριδαιµία, όταν υπάρχει σοβαρός
κίνδυνος εµφάνισης στεφανιαίας νόσου ή παγκρεατίτιδας.

52
53
Μ. Μαρσέλος

Κλινική Φαρµακολογία ΙΙ
ΕΝ∆ΟΚΡΙΝΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

ΕΙΣΑΓΩΓH

Φυσιολογία και τη Φαρµακολογία του Ενδοκρινικού Συστήµατος

1. Λειτουργική Σχέση Υποθαλάµου -Υπόφυσης


Εκλυτικοί παράγοντες. Οι ορµόνες του πρόσθιου λοβού της υπόφυσης
(αδενοϋπόφυση) υπόκεινται σε έλεγχο από τον υποθάλαµο µε τη διαµεσολάβηση
διαφόρων εκλυτικών παραγόντων, οι οποίοι φθάνουν στα αδενικά κύτταρα µε ένα
πυκνό τριχοειδικό δίκτυο κατά µήκος του µίσχου της υπόφυσης. Εκεί ρυθµίζουν τη
βιοσύνθεση και την έκλυση των ορµονών προς την κυκλοφορία. Έχουν ταυτοποιηθεί
οι ακόλουθοι εκλυτικοί παράγοντες:
α. Εκλυτικός παράγοντας των γοναδοτροπινών (GnRH)
β. Εκλυτικός παράγοντας της αυξητικής ορµόνης (GHRH)
γ. Εκλυτικός πράγοντας της ορµόνης που διεγείρει τα µελανοκύτταρα
(MSHRH)
δ. Εκλυτικός παράγοντας της θυρεοτροπίνης (TRH)
ε. Εκλυτικός παράγοντας της κορτικοτροπίνης (CRH)

Οι ορµόνες βαζοπρεσσίνη (αντιδιουρητική ορµόνη, ADH) και ωκυτοκίνη


µεταφέρονται επίσης από τον υποθάλαµο, µε το αξονόπλασµα ορισµένων νευρώνων
που καταλήγουν στα εκκριτικά κύτταρα του οπίσθιου λοβού (νευροϋπόφυση).
Αρχικά, είναι συνδεδεµένες µε έναν πρωτεϊνικό φορέα (νευροφυσίνη), από τον οποίο
αποσυνδέονται λίγο πριν εγκαταλείψουν τα εκκριτικά κύτταρα για να εισέλθουν στην

54
κυκλοφορία.
Η έκκριση της προλακτίνης από την αδενοϋπόφυση υπόκειται σε συνεχή
ανασταλτικό έλεγχο από την σωµατοστατίνη και την ντοπαµίνη του υποθαλάµου.

2. Υποφυσιακές Ορµόνες
Οι ορµόνες της υπόφυσης ταξινοµούνται σε τρεις κατηγορίες:
Α. Σωµατοµαµµοτροπίνες
Αυξητική ορµόνη
Προλακτίνη
Πλακουντιακό λακτογόνο
Β. Γλυκοπρωτεΐνες
Ωχρινοποιητική ορµόνη (LH)
Θυλακιοτρόπος ορµόνη (FSH)
Χοριονική γοναδοτροπίνη (CG)
Θερεοτροπίνη (TSH)
Γ. Κορτικοτροπίνη και συναφή πεπτίδια
Φλοιοεπινεφριδιοτρόπος ορµόνη (κορτικοτροπίνη, ACTH)
∆ιεγερτική ορµόνη των α-µελανοκυττάρων
∆ιεγερτική ορµόνη των β-µελανοκυττάρων
β-Λιποπρωτεΐνη (β-LPH)
γ-Λιποπρωτεΐνη (γ-LPH)

3. Μηχανισµός ∆ράσης των Ορµονών


Οι επιδράσεις των ορµονών επιτελούνται µε τρεις βασικούς µηχανισµούς
µεταβίβασης ενδοκυτταρίων σηµάτων.
Ι. Ενεργοποίηση της αδενυλικής κυκλάσης και αύξηση του κυκλικού
µονοφωσφορικού οξέος της αδενοσίνης (cAMP), µέσω του οποίου ακολουθεί
ενεργοποίηση ορισµένων πρωτεϊνοκινασών. Το σύστηµα αυτό συνδέεται µε τις
γουανινο-νουκλεοτιδικές πρωτεΐνες (πρωτεΐνες G) που ενεργοποιούν τη
φωσφολιπάση C και µεταβάλλουν τις φυσικοχηµικές ιδιότητες των µεµβρανικών
φωσφολιπιδίων (αύξηση της ρευστότητας της µεµβράνης και της διαπερατότητας σε
ιόντα Ca++).
II. Η ινσουλίνη και ορισµένοι αυξητικοί παράγοντες επενεργούν µέσω
µεµβρανικών υποδοχέων, οι οποίοι έχουν επίσης ιδιότητες πρωτεϊνοκινασών.

55
ΙΙΙ. Οι στεροειδείς ορµόνες συνδέονται µε υποδοχείς στην επιφάνεια της
κυτταρικής µεµβράνης, και κατόπιν το σύµπλεγµα ορµόνη-υποδοχέας εισέρχεται στο
κύτταρο µε ενδοκύτωση, όπου προσδένεται σε κυτταροπλασµατικά ή πυρηνικά
πρωτεϊνικά µεγαλοµόρια. Η τελική τους επίδραση ασκείται στο DNA.
Η σύνθεση και η έκκριση των περισσοτέρων ορµονών υπόκειται σε
µηχανισµούς παλίνδροµης ρύθµισης, η τροποποίηση των οποίων αξιοποιείται για
λόγους διαγνωστικούς ή θεραπευτικούς.

∆ιαταραχές του Ενδοκρινικού Συστήµατος

Πρόσθιος λοβός τη υπόφυσης (αδενοϋπόφυση)


Υποφυσιακός νανισµός (ανεπάρκεια κατά την παιδική ηλικία)
Ανεπάρκεια των ενηλίκων (σύνδροµο Sheehan)
Έλλειψη µόνον ορισµένων ορµονών
Σύνδροµα ορµονικής υπερέκκρισης
α. Ακροµεγαλία ή γιγαντισµός (αυξητική ορµόνη)
β. Νόσος Cushing (υπερέκκριση ACTH)
γ. Γαλακτόρροια (υπερέκκριση προλακτίνης)

Οπίσθιος λοβός της υπόφυσης (νευροϋπόφυση)


Άποιος διαβήτης (ανεπάρκεια της αντιδιουρητκής ορµόνης)

Θυρεοειδής αδένας
Υποθυρεοειδισµός των παιδιών (κρετινισµός)
Υποθυρεοειδισµός των ενηλίκων (µυξοίδηµα)
Υπερθυρεοειδισµός (θυρεοτοξίκωση ή νόσος του Graves)
Οξεία θυρεοειδική κρίση
Βρογχοκήλη
Θυρεοειδίτιδες (αυτοάνοση τουHashimoto, κοκκιωµατώδης, ινώδης του Riedel)

Επινεφρίδια
Ανεπάρκεια (πρωτοπαθής ή νόσος του Addison, και δευτεροπαθής από έλλειψη
ACTH))
Υπερλειτουργία (σύνδροµο Cushing, συγγενής υπερπλασία των επινεφριδίων,

56
ανδρογεννητικό σύνδροµο, υπεραλδοστερονισµός).
Φαιοχρωµοκύτωµα (υπερλειτουργία του µυελού των επινεφριδίων)
Αδενώµατα των επινεφριδίων χωρίς ενδοκρινική λειτουργία

Παραθυρεοειδείς
Υποπαραθυρεοειδισµός (µετεγχειρητική τετανία)
Υπερπαραθυρεοειδισµός

Γονάδες
Ανδρικός υπογοναδισµός
Σύνδροµο ορχικής θηλεοποίησης
Πρόωρη ενήβωση

Μεταβολικές διαταραχές υδατανθράκων


Σακχαρώδης διαβήτης (υπεργλυκαιµία)
Υπογλυκαιµία
Γενετικές διαταραχές (γαλακτοζαιµία, δυσανεξία λακτόζης, δυσανεξία φρουκτόζης,
διαταραχές εναποθήκευσης γλυκογόνου)

Ορµόνες και Φάρµακα που Επηρεάζουν το Ενδοκρινικό Σύστηµα

Πρόσθιος λοβός της υπόφυσης

Αυξητική Ορµόνη (Growth Hormone, GH)

Ο υποθάλαµος διεγείρει την έκκριση της GH, µε τον αντίστοιχο εκλυτικό


παράγοντα (GH-RH), ενώ την αναστέλλει µε την σωµατοστατίνη. Η έκκριση της GH
από την αδενοϋπόφυση γίνεται κατά ώσεις (6-8 ηµερησίως, που διαφέρουν ως προς
το εκλυόµενο ποσό).
Η GH είναι απαραίτητη για τη φυσιολογική σωµατική ανάπτυξη και δρα µέσω
παραγωγής σωµατοµεδινών (αυξητικοί πεπτιδικοί παράγοντες IGF 1 και 2, insulin-
like growth factors, που συνδέονται σε κυτταρικούς υποδοχείς µε δράση
πρωτεϊνοκινασών). Προκαλεί θετικό ισοζύγιο αζώτου, ανακατανοµή του σωµατικού

57
λίπους και µείωση της περιφερικής χρήσης γλυκόζης.
Έλλειψη της GH παρατηρείται σε υποφυσιακή ανεπάρκεια των ενηλίκων
(σύνδροµο Sheehan, κρανιοφαρυγγίωµα ή ιδιοπαθής), καθώς και σε υποφυσιακό
νανισµό (ιδιοπαθής ανεπάρκεια κατά την παιδική ηλικία). Στις περιπτώσεις αυτές,
απαιτείται ορµονική θεραπεία υποκατάστασης, που γίνεται µε παρεντερική χορήγηση
βιοτεχνολογικής ορµόνη ανασυνδυασµού (σωµατροπίνη).
Παρενέργειες αναφέρονται σπανίως, και περιλαµβάνουν ήπια υπεργλυκαιµία,
γλυκοζουρία και αύξηση της ενδοκρανιακής πίεσης (µε οίδηµα της οπτικής θηλής).
Υπερέκκριση της GH παρατηρείται σε αδενώµατα της υπόφυσης και προκαλεί
γιγαντισµό (παιδιά και νεαρά άτοµα) ή ακροµεγαλία (ενήλικες). Αντιµετωπίζεται µε
οκτρεοτίδη, µία συνθετική σωµατοστατίνη µε Τ½ 50 min (η φυσική σωµατοστατίνη
δεν είναι χρήσιµη στην κλινική πράξη, επειδή έχει Τ½ 3 min). Η οκτρεοτίδη
ενδείκνυται επίσης για την συµπτωµατική αντιµετώπιση όγκων του πεπτικού
συστήµατος (καρκινοειδή, VIP-ώµατα και γλυκαγονώµατα), καθώς και των
αιµορραγιών του ανώτερου πεπτικού συστήµατος (κιρσοί οισοφάγου και πεπτικό
έλκος) επειδή περιορίζει την αιµάτωση των αντίστοιχων ιστών.
Στην ακροµεγαλία, καλά αποτελέσµατα δίνει και η βρωµοκρυπτίνη, µία
ντοπαµινεργική ουσία (αυτό αποτελεί φαρµακολογικό παράδοξο, δεδοµένου ότι στα
φυσιολογικά άτοµα η ντοπαµίνη διεγείρει την έκκριση GH).

Προλακτίνη

Η προλακτίνη είναι µία πολυπεπτιδική ορµόνη η οποία συντίθεται και


αποθηκεύεται στα λακτοτρόφα κύτταρα της αδενοϋπόφυσης. Η έκκρισή της
υπόκειται σε συνεχή ανασταλτικό έλεγχο από τον υποθάλαµο, µε
νευροµεταβιβαστική ουσία την ντοπαµίνη. Γενικώς, όπως και η αυξητική ορµόνη, η
έκκριση προλακτίνης επηρεάζεται από τον βιολογικό διηµερήσιο ρυθµό ύπνου-
εγρήγορσης και από τα επίπεδα των οιστρογόνων. Προλακτίνη συντίθεται και
εκκρίνεται επίσης από άλλους ιστούς (διάφορα σηµεία του εγκεφάλου, πλακούντας,
θυµοκύτταρα, περιφερικά Β- και T-λεµφοκύτταρα).
Η κύρια δράση της προλακτίνης αφορά στην γαλουχία, µε τη συµµετοχή και
άλλων ορµονών (κορτικοειδή, θυρεοειδικές και γεννητικές ορµόνες, ινσουλίνη,
ωκυτοκίνη κ.ά.). Η προλακτίνη ευνοεί την παραγωγή γάλακτος από τον µαζικό
αδένα, όπου είναι απαραίτητη για την σύνθεση τόσο των πρωτεϊνών όσο και της

58
λακτόζης. Με το πέρας της κύησης, η απότοµη πτώση της προγεστερόνης πυροδοτεί
την έκλυση προλακτίνης. Με την έναρξη της γαλουχίας, ανατροφοδοτείται η έκκριση
προλακτίνης, ενώ αναστέλλεται η έκκριση γοναδοτροπινών και οιστρογόνων
(αµηνόρροια και αναστολή ωοθυλακιορρηξίας).
Υπερπρολακτιναιµία µπορεί να προκύψει από ποικίλα αίτια (λήψη
αντιντοπαµινεργικών φαρµάκων, λήψη οιστρογόνων, υποθυρεοειδισµός, αδενώµατα
της υπόφυσης, νεοπλάσµατα µε παρακρινική δράση, κ.ά.).
Η προλακτίνη δεν χρησιµοποιείται καθόλου στην κλινική πράξη. Αντίθετα, χρήσιµο
φάρµακο για την υπερπρολακτιναιµία είναι η βρωµοκρυπτίνη (ντοπαµινεργικός
αγωνιστής) και οι συναφείς ενώσεις περγολίδη, κιναγολίδη, λυσουρίδη, µετεργολίνη
και γκαρµπεγολίνη.

Γοναδοτροπίνες

Παραγωγή και έκκριση. Πρόκειται για τις γλυκοπρωτεΐνες θυλακιοτρόπο


ορµόνη (FSH), ωχρινοποιητική (ή ωχρινοτρόπο ορµόνη) (LH), χοριονική
γοναδοτροπίνη (hCG) και την ανασταλτίνη (ή ινχιµπίνη).
Η FSH και η LH εκκρίνονται από τα γοναδοτροπικά κύτταρα της
αδενοϋπόφυσης. Η έκκρισή τους υπόκειται σε αρνητική ανάδροµη ρύθµιση από την
επίδραση των γεννητικών ορµονών του αίµατος στους αντίστοιχους εκλυτικούς
παράγοντες του υποθαλάµου (Gn-RH, γοναδορελίνη). Κατά την εφηβεία, οι ώσεις
των εκλυτικών παραγόντων των γοναδοτροπινών από τον υποθάλαµο προς την
υπόφυση αυξάνονται σε συχνότητα και σε διάρκεια. Στους άνδρες, η έκκριση των
γοναδοτροπινών είναι µάλλον σταθερή, ενώ στις γυναίκες υπόκειται σε διακυµάνσεις
ανάλογα µε τη φάση του έµµηνου κύκλου.
Ο ορµονικός έλεγχος της ωοθυλακιορρηξίας είναι πολύπλοκος, λόγω της
συµµετοχής πολλών παραγόντων και ανάδροµων ρυθµίσεων.
Στην πρώτη φάση του κύκλου (παραγωγική), η FSH και η LH προκαλούν
αναγέννηση του ενδοµητρίου, που είχε αποπέσει κατά την προηγηθείσα
εµµηνορρυσία. Παράλληλα, επιδρούν στις ωοθήκες και οδηγούν σε ωρίµανση ενός
ωοθυλακίου, καθώς και σε παραγωγή και έκκριση οιστρογόνων.
Κατά την ωοθυλακιορρηξία (µέσον του κύκλου) παρατηρείται απότοµη
αύξηση της LH και της FSH, σε επίπεδα 3-6 φορές υψηλότερα από εκείνα της αρχής
του κύκλου. Ανάλογη είναι και η αύξηση της έκκρισης οιστρογόνων.

59
Κατά την δεύτερη φάση του κύκλου (εκκριτική ή ωχρινική) αυξάνεται το
πάχος και η παρουσία εκκριτικών τροφικών στοιχείων του ενδοµητρίου. Οι
µεταβολές αυτές αποδίδονται στην παραγωγή προγεστερόνης από το ωχρό σωµάτιο.
Το τέλος του κύκλου χαρακτηρίζεται από την υποστροφή του ωχρού
σωµατίου, πτώση των επιπέδων της προγεστερόνης και εκφύλιση του ενδοµητρίου.
Με την έναρξη της αποκόλλησης και της αποβολής του ενδοµητρίου (εµµηνορρυσία)
σηµατοδοτείται η έναρξη του επόµενου κύκλου.
Το ωχρό σωµάτιο υποστρέφει υπό την επίδραση της προσταγλανδίνης F2α
(PGF2α), αν και υπάρχει η θεωρία ότι πρόκειται για µια αυτόµατη αποπτωτική
διαδικασία.
Η χοριονική γοναδοτροπίνη (hCG) εκκρίνεται από τα συγκυτιακά στοιχεία
της τροφοβλάστης που αποτελούν την απαρχή της δηµιουργίας του πλακούντα, ήδη
µετά από την πρώτη εβδοµάδα της εµφύτευσης του γονιµοποιηµένου ωαρίου. Η
ορµόνη αυτή διατηρεί την λειτουργία του ωχρού σωµατίου και ασκεί ανάδροµη
καταστολή στην έκκριση της LH. Είναι παρούσα στον οργανισµό καθ’όλη τη
διάρκεια της κύησης και ανιχνεύεται στα ούρα των εγκύων.

Φάρµακα που τροποποιούν την έκλυση γοναδοτροπινών

∆ιάφορα συνθετικά ανάλογα της γοναδορελίνης (Gn-RH) έχουν


χρησιµοποιηθεί στη θεραπευτική, χάρη στην ιδιότητά τους να προκαλούν τελικώς
µείωση της έκκρισης γοναδοτροπινών και γεννητικών ορµονών µετά από
µακροχρόνια χορήγηση (µειορρύθµιση και απευαισθητοποίηση των υποδοχέων των
γεννητικών ορµονών). Τα φάρµακα αυτά είναι η βουσερελίνη, η γκοσερελίνη και
λιουπρορελίνη, που έχουν ως κλινική ένδειξη τον καρκίνο του προστάτη. Η
ναφαρελίνη χορηγείται στην ενδοµητρίωση.
Οι ουσίες δαναζόλη και γεστρινόνη είναι συνθετικά ανδρογόνα, τα οποία
δρουν ως ανταγωνιστές των υποδοχέων των γεννητικών ορµονών. Παρεµποδίζουν
την περιφερική δράση των οιστρογόνων και της προγεστερόνης, ενώ παράλληλα
µειώνουν την έκλυση των γοναδοτροπινών από την υπόφυση. Χορηγούνται στην
ενδοµητρίωση, την πολυκυστική µαστοπάθεια και τη γυναικοµαστία. Εµφανίζουν
παρενέργειες από την ψυχική σφαίρα (ανησυχία, νευρικότητα), διαταραχές της
ηπατικής λειτουργίας, κράµπες και σπανίως λευκοπενία και θροµβοπενία.
Η επίδραση των αντισυλληπτικών φαρµάκων στην έκλυση των

60
γοναδοτροπινών αναφέρεται στο Κεφ. ‘Γεννητικές ορµόνες’.

Αδρενορτικοτροπίνη

Η αδρενοκορτικοτροπίνη (ACTH) ανήκει βιοχηµικά στη ίδια οµάδα µε τις


µελανοτροπίνες και τις λιποτροπίνες. Η έκκρισή της ρυθµίζεται από τον υποθαλαµικό
παράγοντα CRF (Corticotrophin Releasing Factor), ο οποίος χρησιµοποιείται για τη
διάγνωση της υποφυσιογενούς νόσου του Cushing.
Η ACTH διεγείρει την σύνθεση γλυκοκορτικοειδών, αλατοκορτικοειδών και
ανδρογόνων από τα επινεφρίδια. Τα γλυκοκορτικοειδή του αίµατος ασκούν ανάδροµη
ρύθµιση για την έκκριση CRF από τον υποθάλαµο και ACTH από την υπόφυση. Η
έκκριση της ACTH υπόκειται σε διακυµάνσεις µέσα στο 24ωρο (αυξάνει κατά τη
διάρκεια της νύκτας και µειώνεται κατά τη διάρκεια της ηµέρας).
Η ACTH χορηγείται i.v. για τη διαφοροδιάγνωση της φλοιοεπινεφριδιακής
ανεπάρκειας. Στην πρωτοπαθή ανεπάρκεια (ατροφία του φλοιού ή νόσος του
Adisson) τα επίπεδα της ACTH είναι ήδη αυξηµένα στο αίµα και η εξωγενής
χορήγησή της δεν έχει κανένα αποτέλεσµα. Η δευτεροπαθής φλοιοεπινεφριδιακή
ανεπάρκεια έχει υποφυσιογενή αίτια, και η χορήγηση ACTH προκαλεί άνοδο της
στάθµης των γλυκοκορτικοειδών στο αίµα. Στη θεραπευτική, όταν απαιτείται η
συνεχής διέγερση των επινεφριδίων, αντί για την ACTH χρησιµοποιείται το
συνθετικό της παράγωγο τετρακοσακτρίνη, επειδή διαθέτει µεγαλύτερο Τ½.
Οι µελανοτροπίνες α και β (MSH, Melanocyte Stimulating Hormones)
διεγείρoυν τα µελανοκύτταρα, ενώ οι λιποτροπίνες α κα β συµµετέχουν στις
διεργασίες λιπόλυσης των λιποκυττάρων.

Οπίσθιος λοβός της υπόφυσης

Αντιδιουρητική ορµόνη

Η αντιδιουρητική ορµόνη (βαζοπρεσσίνη, ADH) διαθέτει αντιδιουρητικές και


αγγειοσυσπαστικές ιδιότητες. Συσπά κυρίως τα µικρά αγγεία (αρτηρίδια ή φλεβίδια),
µέσω των υποδοχέων V1. Στα αθροιστικά νεφρικά σωληνάρια (υποδοχείς V2)

61
ευοδώνει την επαναρρόφηση ύδατος, χωρίς παράλληλη επαναρρόφηση
ηλεκτρολυτών. Κύρια ερεθίσµατα για την έκκρισή της είναι η αύξηση της
ωσµωτικότητας (>280 mOsm/kg) ή η µείωση του όγκου των εξωκυττάριων υγρών.
Στον άποιο διαβήτη, δεν λειτουργούν αυτοί οι µηχανισµοί οµοιοστασίας, µε
αποτέλεσµα την πολυουρία και την πολυδιψία. Αντίθετα, υπάρχει περίπτωση
ανεξέλεγκτης υπερέκκρισης ADH, κυρίως από την παρακρινική δραστηριότητα
ορισµένων νεοπλασµάτων των πνευµόνων (‘σύνδροµο απρόσφορης έκκρισης ADH’).
Η ADH χρησιµοποιείται στον πρωτοπαθή άποιο διαβήτη, που είναι
κεντρικής αιτιολογίας και εµφανίζεται µετά από κρανιοεγκεφαλική κάκωση ή χωρίς
προφανή αιτία (ιδιοπαθής). Η χλωροπροπαµίδη (βλ. υπογλυκαιµικά φάρµακα) µπορεί
να βοηθήσει, επειδή προάγει την έκκριση ADH. Υπάρχει και ο νεφρογενής άποιος
διαβήτης (ιδιοπαθής ή από λοιµώξεις), όπου η έκκριση της ADH είναι φυσιολογική
αλλά τα νεφρικά σωληνάρια δεν απαντούν στην ορµόνη. Σε αυτή τη µορφή άποιου
διαβήτη, τα θειαζιδικά διουρητικά υδροχλωροθειαζίδη και χλωροθαλιδόνη ασκούν
αντιδιουρητική δράση. Το φαρµακολογικό αυτό παράδοξο αποδίδεται στη
δηµιουργία υπέρτονου διάµεσου υγρού στη µυελώδη µοίρα του νεφρικού
παρεγχύµατος, που οδηγεί στην παθητική επαναρρόφηση ύδατος από τον αυλό των
αθροιστικών σωληναρίων.
Εκτός από τον πρωτοπαθή άποιο διαβήτη, η ADH ενδείκνυται στην
αιµορραγία κιρσών του οισοφάγου (αγγειοσύσπαση µέσω των υποδοχέων V1).
Χορηγείται µόνον παρεντερικώς (i.m., i.v., s.c., ή ρινικό ψεκασµό).
Αντενδείξεις. Αγγειακά νοσήµατα (ιδιαίτερα στεφανιαία ανεπάρκεια) και
χρόνια νεφρίτιδα.
Παρενέργειες. Αλλεργικές αντιδράσεις, ωχρότητα, ναυτία, κράµπες, σύσπαση
µυοµητρίου.
Προφυλάξεις. Προσοχή απαιτείται σε άτοµα µε καρδιακή ή νεφρική
ανεπάρκεια, υπέρταση, άσθµα, επιληψία και συχνές ηµικρανίες. Επίσης κατά την
κύηση και την γαλουχία. Όταν γίνεται παρεντερική χορήγηση υγρών, επιβάλλεται
ανάλογη προσαρµογή για την αποφυγή υπερφόρτωσης του οργανισµού και
εµφάνισης έντονης υπονατριαιµίας.
Σήµερα, χορηγούνται συνήθως τα συνθετικά παράγωγα της ADH
(δεσµοπρεσσίνη, λυπρεσσίνη, τερλυπρεσσίνη). Χρησιµοποιούνται στον πρωτοπαθή
άποιο διαβήτη, στην ιδιοπαθή νυκτερινή ενούρηση και στην νυκτουρία που συνοδεύει
την κατά πλάκας σκλήρυνση. Η τερλυπρεσσίνη δίνεται κυρίως i.v., σε αιµορραγίες

62
από τους κιρσούς του οισοφάγου.
Στο ‘σύνδροµο απρόσφορης έκκρισης ADH’, καλά αποτελέσµατα δίνει η
δεµεκλοκυκλίνη (βλ. τετρακυκλίνες), επειδή ανταγωνίζεται τη δράση της ADH στους
υποδοχείς V2 του νεφρικού επιθηλίου.

Ωκυτοκίνη

Η ωκυτοκίνη προκαλεί συστολή του µυοµητρίου, η ευαισθησία του οποίου


στην ορµόνη αυξάνεται σηµαντικά λίγο πριν από τον τοκετό. Έτσι, η ωκυτοκίνη
ευθύνεται για την έναρξη των ωδίνων του τοκετού. Επίσης συστέλλει τα
µυοεπιθηλιακά κύτταρα των γαλακτοφόρων οδών και βοηθά στην έκθλιψη του
παραγόµενου από την προλακτίνη γάλακτος. ∆ιαφέρει χηµικά από την ADH µόνον
στις θέσεις 3 και 8 της αλληλουχίας των αµινοξέων. Η οµοιότητα αυτή ερµηνεύει το
γεγονός ότι η ωκυτοκίνη εµφανίζει ασθενή αντιδιουρητική δράση, ενώ η ADH
διαθέτει µητροσυσπαστικές ιδιότητες.
Χρησιµοποιείται η συνθετική ωκυτοκίνη, που χορηγούµενη i.v. ή i.m. έχει
µέγιστη µητροσυσπαστική δράση σε περίπου 40 min.
Ενδείξεις. Προκλητή έναρξη των ωδίνων, όταν υπάρχουν ιατρικοί λόγοι
επίσπευσης του τοκετού. Αύξηση της συστολής της µήτρας στη διάρκεια του τοκετού
(ατονική µήτρα), ή στην υστεροτοκία (έξοδος του πλακούντα) για την αποφυγή
αιµορραγίας από τις χαίνουσες µητρικές αρτηρίες, ή σε διακοπή της κύησης για την
κένωση της µήτρας από τυχόν υπολείµµατα.
Αντενδείξεις. Υπέρτονη µήτρα, ή κακή θέση του κυήµατος (πρέπει να
προηγηθούν οι κατάλληλοι διορθωτικοί χειρισµοί). Καταστάσεις που ο φυσιολογικός
τοκετός αντενδείκνυται και επιβάλλεται χειρουργική επέµβαση (καισαρική τοµή) για
τη διάσωση του παιδιού ή της µητέρας (µη ανατάξιµη κακή προβολή του κυήµατος,
τοξιναιµία της κύησης, προδροµικός πλακούντας, κ.ά.).
Παρενέργειες. Υπερτασική κρίση, υπαραχνοειδής αιµορραγία και αρρυθµίες.
Με υψηλές δόσεις, η έντονη συστολή του µυοµητρίου µπορεί να οδηγήσει σε ρήξη
της µήτρας και σε θάνατο του κυήµατος. Από το παιδί οι συνηθέστερη παρενέργεια
είναι η εµφάνιση αρρυθµιών.
Προσοχή χρειάζεται όταν η µητέρα είναι υπερτασική και όταν έχει
αναµνηστικό καισαρικής τοµής (κίνδυνος ρήξης της µήτρας στο σηµείο της ουλής
από την παλαιά τοµή). Επίσης, σε περίπτωση πολύδυµης κύησης.

63
Για την επαγωγή τοκετού, η ωκυτοκίνη µπορεί να συνδυασθεί µε τη
δινοπροστόνη, µία προσταγλανδίνη Ε2 µε µητροσυσπαστικές ιδιότητες
(αντενδείκνυται σε υπερτονική αδράνεια της µήτρας και σε καταστάσεις όπου δεν
είναι επιθυµητή υπερβολική σύσπαση µήτρας).
Για την πρόληψη και την αντιµετώπιση της αιµορραγίας της µήτρας µετά από
τοκετό, ή µετά από ατελή απόξεση δίνονται η ωκυτοκίνη και η εργοµητρίνη. Σε
περίπτωση αποτυχίας, λόγω ατονίας της µήτρας, µπορεί να χορηγηθεί η καρβοπρόστη
(έχει τον κίνδυνο να προκαλέσει βρογχόσπασµο, υπερθερµία, υπέρταση και
πνευµονικό οίδηµα).

Θυρεοειδικές ορµόνες

Στον θυρεοειδή αδένα συντίθενται οι ορµόνες θυροξίνη ή τετραϊωδοθυρονίνη


(Τ4), τριϊωδοθυρονίνη (T3) και θυρεοκαλσιτονίνη. Η ρύθµιση της σύνθεσης των Τ4
και Τ3 υπόκειται σε έλεγχο, µε την υποθαλαµική TRH (Thyrotrophin Releasing
Hormone) και την υποφυσιακή TSH (Thyrotrophin ή Thyroid Stimulating Hormone).
Υψηλά επίπεδα θυρεοειδικών ορµονών ή ιωδίου στο αίµα ασκούν ανάδροµη
αναστολή στην έκλυση της TRH και της TSH.
Το ιώδιο εισέρχεται στον θυρεοειδή όπου συνδέεται µε τυροσίνες στο µόριο
του πολυπεπτιδίου θυρεοσφαιρίνη. Η σύνδεση αυτή προϋποθέτει την οξείδωση του
ιωδίου, που καταλύεται από µία υπεροξειδάση. Η θυρεοσφαιρίνη συντίθεται στο
ενδοπλασµατικό δίκτυο και αποθηκεύεται στα θυλακιώδη αδενικά κύτταρα. Αρχικά
σχηµατίζονται η 3-ιωδοτυροσίνη (MIT) και η 3,5΄-διιωδοτυροσίνη (DIT). Στη
συνέχεια δύο DIT ενώνονται και σχηµατίζουν τη θυροξίνη (Τ4), ή ένα ΜΙΤ και ένα
DIT και σχηµατίζουν την τριϊωδοθυρονίνη (Τ3). Η έλλειψη ιωδίου οδηγεί σε αύξηση
της έκκρισης της TSH και σε αυξηµένη πρόσληψη ιωδίου από το θυρεοειδή, που
ακολουθείται από σύνθεση και απελευθέρωση των θυρεοειδικών ορµονών.
Η Τ3 θεωρείται η δραστική µορφή αµφοτέρων των θυρεοειδικών ορµονών,
και πιστεύεται ότι η Τ4 µεταπίπτει στην περιφέρεια σε Τ3, µε την επίδραση µίας
αποϊωδάσης.
α. Συµµετέχει στην ανάπτυξη και την διαφοροποίηση των ιστών, συνδεόµενη
µε ειδικούς πυρηνικούς υποδοχείς που επηρεάζουν την γονιδιακή έκφραση. Επίσης,
διεγείρει την έκκριση αυξητικής ορµόνης.

64
β. Αυξάνει τον βασικό µεταβολισµό. Αυτό εκφράζεται κυρίως µε την
ταχύτερη ανακύκλωση των υδατανθράκων και την επίταση της λιπόλυσης
(αποτέλεσµα της οποίας είναι και η µείωση των επιπέδων της χοληστερόλης του
πλάσµατος).
γ. ∆ιεγείρει την καρδιακή λειτουργία.
Στην κλινική πράξη, χρησιµοποιείται κυρίως η θυροξίνη (Τ4), η οποία
αποδίδει βραδέως στον οργανισµό την Τ3 και εξασφαλίζει παρατεταµένη και οµαλή
ορµονική δράση.
Η θυροξίνη έχει βιοδιαθεσιµότητα 50-80% και παρουσιάζει σηµαντική
πρωτεϊνική σύνδεση (99%). Αποµακρύνεται ως γλυκουρονίδιο και έχει Τ1/2 7
ηµέρες.
Ενδείξεις. Η Τ4 ενδείκνυται στον υποθυρεοειδισµό, στην πρόληψη του
κρετινισµού από νεογνικό υποθυρεοειδισµό, στη διάχυτη µη τοξική βρογχοκήλη, στη
θυρεοειδίτιδα Hashimoto και στον καρκίνο του θυρεοειδούς. Επίσης, συγχορηγείται
µε αντιθυρεοειδικά φάρµακα στον υπερθυρεοειδισµό (για την πρόληψη βρογχοκήλης
από τα αντιθυρεοειδικά φάρµακα). Η T3 ενδείκνυται στη θεραπεία του
µυξοιδηµατικού κώµατος, επειδή έχει πενταπλάσια ισχύ από την Τ4.
Παρενέργειες. Στη συνηθισµένη δοσολογία, οι σηµαντικότερες παρενέργειες
αφορούν στην καρδιακή λειτουργία (ταχυαρρυθµίες) και αντιµετωπίζονται µε έναν β-
αδρενεργικό αναστολέα. Σε περιπτώσεις υπερδοσολογίας, ή τοξικής άθροισης της Τ4,
προκύπτουν κλινικά σηµεία και συµπτώµατα υπερθυρεοειδισµού (αρρυθµίες, τρόµος
χειρών, υπερδιέγερση, απώλεια βάρους, εφιδρώσεις, διάρροια, µυϊκές κράµπες,
υπερασβεστιαιµία).
Αλληλεπιδράσεις. H θυροξίνη αυξάνει το αποτέλεσµα των αντιπηκτικών. Η
δράση της θυροξίνης µειώνεται από την χολεστυραµίνη (δέσµευση στον εντερικό
αυλό), την ριφαµπικίνη και τα αντιεπιληπτικά φάρµακα (επιτάχυνση του ηπατικού
µεταβολισµού).
Φάρµακα που περιέχουν ιώδιο, όπως το αντιαρρυθµικό αµιωδαρόνη, µπορεί
να προκαλέσουν υπερθυρεοειδισµό επειδή επιτείνουν την σύνεση και την έκλυση
θυρεοειδικών ορµονών. Αντίθετα, το ανθρακικό λίθιο προκαλεί βογχοκήλη, επειδή
ανταγωνίζεται το σύστηµα ενεργητικής µεταφοράς των ιόντων ιωδίου στα θυλακιώδη
κύτταρα του θυρεοειδούς (‘αντλία ιωδίου’).

Φάρµακα που καταστέλλουν τη λειτουργία του θυρεοειδούς

65
Στην οµάδα αυτή περιλαµβάνονται η καρβιµαζόλη, η µεθιµαζόλη, η
προπυλθειουρακίλη και το ιώδιο.
Η καρβιµαζόλη και η µεθιµαζόλη αναστέλλουν την υπεροξειδάση που είναι
απαραίτητη για την οξείδωση του ιωδίου και την ενσωµάτωσή του στις τυροσίνες της
θυρεοσφαιρίνης. Μειώνουν επίσης την παραγωγή θυρεοδιεγερτικών
αυτοαντισωµάτων, που εµπλέκονται στην παθογένεια της ανάπτυξης διάχυτης
βρογχοκήλης (νόσος Graves-Basedow). Η καρβιµαζόλη έχει σχεδόν 100%
βιοδιαθεσιµότητα, δεν συνδέεται µε τις πρωτεΐνες του πλάσµατος, βιοµετατρέπεται
προς µεθιµαζόλη και καθηλώνεται εκλεκτικά στον θυρεοειδή. Έχει Τ ½ περίπου 9 h.
Ενδείξεις. Χρησιµοποιείται στον υπερθυρεοειδισµό, όπου λαµβάνεται
χρονίως. Επίσης, µπορεί να χορηγηθεί για την προετοιµασία των ασθενών που
πρόκειται να χειρουργηθούν για βρογχοκήλη.
Παρενέργειες. Είναι καλώς ανεκτό φάρµακο, αλλά ενδέχεται να προκαλέσει
σπανίως αλλεργικές αντιδράσεις όψιµου τύπου (ουδετεροπενία, θροµβοπενία,
νεφρωσικό σύνδροµο, αποφολιδωτική δερµατίτιδα, ορονοσία, υπογλυκαιµία από
αυτοάνοσο σύνδροµο ινσουλίνης). Επίσης, έχουν αναφερθεί γαστρεντερικές
διαταραχές, περιφερική νευροπάθεια, απωπεκία και ίκτερος.
Η σοβαρότερη παρενέργεια είναι η ουδετεροπενία (ποσοστό περίπου 0,3%)
που µπορεί να διαλάθει της προσοχής και να απειλήσει ακόµη και τη ζωή του
ασθενούς. Πρώιµα συµπτώµατα είναι ο πυρετός και ο πονόλαιµος, για τα οποία
πρέπει να ενηµερωθεί ο ασθενής, ώστε να τα αναφέρει αµέσως και να υποβληθεί
εγκαίρως σε αιµατολογικές εξετάσεις. Συνήθως, απαιτείται έλεγχος του θυρεοειδούς
και του αίµατος ανά 4-6 εβδοµάδες για τους πρώτους 3 µήνες. Όταν επιτευχθεί
ευθυρεοειδισµός, η δοσολογία µειώνεται και οι έλεγχοι γίνονται αραιότερα. Η µη
συχνή παρακολούθηση και η µη προσαρµογή της δοσολογίας µπορεί να καταλήξει σε
υποθυρεοειδισµό.
Αντενδείξεις. Η καρβιµαζόλη διέρχεται µε ευκολία τον αιµατοπλακουντιακό
και τον αιµατοµαζικό φραγµό και αντενδείκνυται στην κύηση και τη γαλουχία.

Προπυλθειουρακίλη

Η προπυλθειουρακίλη, εκτός από την αναστολή της υπεροξειδάσης,


αναστέλλει και την περιφερική µετατροπή της T4 σε T3. ∆ιέρχεται σε µικρό βαθµό

66
τον πλακούντα και γι’αυτό προτιµάται από την καρβιµαζόλη για τον έλεγχο του
υπερθυρεοειδισµού σε εγκύους.

Ιώδιο

Για την οµαλή λειτουργία του θυρεοειδούς απαιτούνται περίπου 150µg ιωδίου
ηµερησίως. Όταν δεν καλύπτονται αυτές οι ανάγκες, αναπτύσσεται υπερπλασία του
θυρεοειδούς (βρογχοκήλη) και τελικά υποθυρεοειδισµός. Προληπτικά, συνιστάται
ιωδίωση του νερού ή πρόσληψη ιωδίου µέσω άλλων πηγών (π.χ. ιωδιωµένο αλάτι).
Όταν λαµβάνονται µεγάλες δόσεις ιωδίου, αναστέλλεται η έκλυση ορµονών από τον
θυρεοειδή αδένα.
Ενδείξεις. Το ιώδιο χρησιµοποιείται προεγχειρητικά για την προετοιµασία
των ασθενών που πρόκειται να υποβληθούν σε θυρεοειδεκτοµή. Έχει διαπιστωθεί ότι
αφ’ενός µειώνει το µέγεθος της βρογχοκήλης και αφ’ετέρου περιορίζει την έκλυση
θυρεοειδικών ορµονών για αρκετές ηµέρες. Συνήθως χορηγείται ένα αντιθυρεοειδικό
φάρµακο, όπως η θειουρακίλη, και ακολουθεί αγωγή µε ιώδιο για περίπου δέκα
ηµέρες πριν από την επέµβαση. Χρησιµοποιείται το υδατικό διάλυµα Lugol
(περιεκτικότητα σε ιώδιο 130mg/ml, ως µοριακό ιώδιο ή ιωδιούχο κάλιο).
Παρενέργειες. Αλλεργικές αντιδράσεις (εξανθήµατα, αρθραλγίες, πυρετός),
διόγκωση και πόνος των σιελογόνων αδένων, κεφαλαλγία, επιπεφυκίτιδα,
λαρυγγίτιδα, βρογχίτιδα. Σε υπερδοσολογία, γαστρεντερικές διαταραχές µε πιθανή
διάβρωση στοµάχου, οίδηµα γλωττίδας ή λάρυγγος (ειδικό αντίδοτο είναι διάλυµα
1% θειοθειϊκού νατρίου).
Προφυλάξεις. Σε εγκύους και σε παιδιά πρέπει να δίνεται µόνον όταν είναι
ανάγκη, και ποτέ για διάστηµα µεγαλύτερο των δέκα ηµερών.

Ραδιενεργό ιώδιο

Από τα ραδιενεργά ισότοπα του ιωδίου, το 123I χρησιµοποιείται για τον


διαγνωστικό έλεγχο του θυρεοειδούς (σπινθηρογράφηµα). Έχει σχετικώς βραχύ Τ1/2
(13 h) και η έκθεση του οργανισµού σε ακτινοβολία είναι περιορισµένη (κατά 90%
σωµατίδια β και κατά 10% ακτινοβολία γ).
Το 131I απορροφάται από το πεπτικό και συσσωρεύεται στον θυρεοειδή

67
αδένα, όπου καταστρέφει τα θυλακιώδη κύτταρα (Τ1/2 8 ηµέρες).
Ενδείξεις. Χρησιµοποιείται στον καρκίνο του θυρεοειδούς (αφού προηγηθεί
χειρουργική αφαίρεση) και στον υπερθυρεοειδισµό. Επίσης, σε υποτροπιάζοντα
υπερθυρεοειδισµό, όταν αποτυγχάνουν τα συµβατικά αντιθυρεοειδικά φάρµακα. H
αντιθυρεοειδική αγωγή διακόπτεται 4-5 ηµέρες πριν από τη χορήγηση ραδιενεργού
ιωδίου.
Αντενδείξεις. Το 131I δεν χρησιµοποιείται σε άτοµα ηλικίας µικρότερης των
30 ετών. Η κύηση αποτελεί αντένδειξη για όλα γενικώς τα ραδιοφάρµακα
(διαγνωστικά ή θεραπευτικά).
Παρενέργειες. Το 131I µπορεί να προκαλέσει ακτινική νόσο, µε ναυτία,
παροδική καταστολή του µυελού, επώδυνη διόγκωση των τραχηλικών και των
σιελογόνων αδένων, εξάνθηµα, δυσκαταποσία και ακτινική κυστίτιδα (το ραδιενεργό
ιώδιο απεκκρίνεται µε τα ούρα). Υπάρχει επίσης κίνδυνος να αναπτυχθεί λευχαιµία.
Η καθήλωση του ραδιοϊσοτόπου σε τυχόν µεταστατικές εστίες των πνευµόνων,
µπορεί να προκαλέσει πνευµονική ίνωση.
Στον υπερθυρεοειδισµό, µπορεί να συµβεί ακτινική θυρεοειδίτιδα. Μετά από
µερικά χρόνια, µεγάλο ποσοστό ασθενών εµφανίζει υποθυρεοειδισµό.
Προφυλάξεις. Παρακολούθηση της λειτουργίας του θυρεοειδούς, και αγωγή
υποκατάστασης µε θυροξίνη σε περίπτωση υποθυρεοειδισµού.

Θυρεοκαλσιτονίνη (ή καλσιτονίνη)

Η καλσιτονίνη προέρχεται από τα παραθυλακιώδη C κύτταρα του


θυρεοειδούς, που απαντούν επίσης στους παραθυρεοειδείς αδένες και στον θύµο
αδένα. Κύριο ερέθισµα για την έκλυσή της από τα κύτταρα αυτά αποτελεί η αύξηση
της στάθµης των ιόντων ασβεστίου στο πλάσµα. Στην διαδικασία της σύνθεσης και
της έκλυσης καλσιτονίνης συµµετέχουν το cAMP, η αδρεναλίνη, η γλυκαγόνη, η
γαστρίνη και η χολοκυστοκινίνη.
Προκαλεί πτώση του ασβεστίου και του φωσφόρου στο πλάσµα, µε δύο
µηχανισµούς. Κατ’αρχήν, αναστέλλει τη δράση των οστεοκλαστών και εµποδίζει την
απελευθέρωση Ca++ από τα οστά. Επίσης, επιτείνει την απέκκριση ιόντων ασβεστίου,
φωσφόρου και νατρίου από τους νεφρούς.
Eνδείξεις. Συνήθως χρησιµοποιείται ηµισυνθετική καλσιτονίνη σολωµού, η

68
οποία είναι λιγότερο αντιγονική. Χορηγείται παρεντερικώς (i.m., i.v., ρινικός
ψεκασµός) για την αναχαίτιση της υπερασβεστιαιµίας και της υπερφωσφαταιµίας σε
διάφορες καταστάσεις (υπερπαραθυρεοειδισµός, οστική φθορά από µεταστατικές
νεοπλασµατικές εστίες στα οστά, ιδιοπαθής υπερασβεστιαιαµία της κύησης,
υπερδοσολογία βιταµίνης D). Επίσης, στην µετεµµηνοπαυσιακή οστεοπόρωση. Στην
οστική µορφή της νόσου του Paget, η καλσιτονίνη έχει ευνοϊκά αποτελέσµατα, αλλά
µετά από αγωγή λίγων µηνών οι ασθενείς εµφανίζουν ένα είδος αντίστασης στην
επίδραση του φαρµάκου. Σε ασθενείς µε µεταστατικές αλλοιώσεις των οστών, η
καλσιτονίνη ενδέχεται να εµφανίσει και καταπράϋνση των πόνων.
Παρενέργειες. Ναυτία, έµετοι, αλλοίωση γεύσης, εξάψεις.

Παραθυρεοειδείς αδένες

Οι παραθυρεοειδείς παράγουν την παραθορµόνη και ελάχιστες ποσότητες


καλσιτονίνης (η οποία παράγεται κυρίως στον θυρεοιδή, όπως αναφέρεται
παραπάνω). Οι δύο αυτές ορµόνες, µαζί µε την βιταµίνη D, συµµετέχουν στην
διατήρηση της οµοιοστασίας του ασβεστίου και του φωσφόρου. Το εξωκυττάριο
ασβέστιο βρίσκεται σε ισορροπία µε το ανταλλάξιµο ασβέστιο των οστών. Το 99%
του ασβεστίου του σώµατος είναι στα οστά, το 1% περίπου εντός των κυττάρων, και
µόνον το 0,1% είναι εξωκυττάριο (στο πλάσµα, σε φυσιολογικές συνθήκες υπάρχουν
8,5-10,6mg Ca++/100ml).
Η παραθορµόνη αυξάνει την απορρόφηση του ασβεστίου από το έντερο, όπου
εµφανίζει συνέργεια µε την βιταµίνη D. Παράλληλα, επιτείνει την παραγωγή της
ενεργού βιταµίνης (D3) από τους νεφρούς. Ενεργοποιεί τους οστεοκλάστες και
κινητοποιεί το ασβέστιο των οστών, ενώ ευνοεί την νεφρική απέκκριση του
φωσφόρου. Έτσι, αυξάνει το ασβέστιο και ελαττώνει τον φωσφόρο του αίµατος.
Κύριο ερέθισµα για την έκκριση παραθορµόνης είναι η υπασβεστιαιµία. Αντίθετα, σε
υπερασβεστιαιµία η έκκριση της παραθορµόνης µειώνεται και αυξάνεται η έκκριση
της καλσιτονίνης. Η παραθορµόνη δεν έχει κλινικές εφαρµογές. Όταν λείπει από τον
οργανισµό (συνήθως από λανθασµένη αφαίρεση των παραθυρεοειδών αδένων στα
πλαίσια θυρεοειδεκτοµής), επιβάλλεται η δια βίου χορήγηση αλάτων ασβεστίου και
βιταµίνης D, για την αποτροπή υπασβεστιαιµίας (παραισθησίες και τετανία µε µυϊκές
συσπάσεις).

69
Φάρµακα για την αντιµετώπιση της υπερασβεστιαιµίας

Όταν το ασβέστιο του αίµατος υπερβεί τα 12 mg/100ml, εµφανίζονται


διαταραχές που µπορεί να θέσουν σε κίνδυνο ακόµη και την ίδια τη ζωή, από
καρδιακή ανακοπή. Πρώιµα συµπτώµατα είναι η ανορεξία, οι έµετοι, η διάρροια, η
πολυουρία, οι ζάλες και η µυϊκή αδυναµία.
Η χρόνια υπερασβεστιαιµία οδηγεί σε νεφρολιθίαση και σε αποτιτανώσεις
διαφόρων ιστών. Οι συχνότερες αιτίες υπερασβεστιαιµίας είναι οι οστικές
µεταστάσεις και ο υπερπαραθυρεοειδισµός.
Ανάλογα µε τα αίτια της διαταραχής, µπορεί να απαιτηθεί συνδυασµός
φαρµάκων. Άλλωστε, συνήθως απαιτείται συνολική παρακολούθηση και άλλων
ηλεκτρολυτών, όπως το µαγνήσιο, το κάλιο και το νάτριο.
Τα φάρµακα που βοηθούν στην πρόληψη και την αντιµετώπιση της
υπερασβεστιαιµίας είναι κυρίως η καλσιτονίνη (βλ. παραπάνω) και οι διφωσφονικές
ενώσεις.

∆ιφωσφονικά παράγωγα

Οι πολυφωσφορικές ενώσεις έχουν µεγάλη χηµική συγγένεια προς το ασβέστιο,


το οποίο και δεσµεύουν. Τα διφωσφονικά παράγωγα, είναι πολυφωσφορικές ενώσεις,
που περιέχουν στο µόριό τους ένα δεσµό P-C-P, όπως τα φάρµακα ετιδρονάτη,
παµιδρονάτη, κλοδρονάτη, ρισεδρονάτη, αλενδρονάτη και τιλουδρονάτη.
Μηχανισµός δράσης. Πιστεύεται ότι τα διφωσφονικά φάρµακα περιορίζουν
σηµαντικά την ανακύκλωση του ασβεστίου στον οστίτη ιστό. Αναστέλλουν τη δράση
των οστεοκλαστών και σταθεροποιούν τα σύµπλοκα άλατα του υδροξυ-απατίτη που
αποτελούν τις οστικές δοκίδες. Αναστέλλουν επίσης την λειτουργία των µακροφάγων
και τον πολλαπλασιασµό των λεµφοκυττάρων.
Ενδείξεις. Χορηγούνται p.o., αν και έχουν περιορισµένη βιοδιαθεσιµότητα.
Απεκκρίνονται από τους νεφρούς.
Παρά τις παρόµοιες ιδιότητές τους, οι ενδείξεις αυτών των φαρµάκων διαφέρουν
µεταξύ τους, ανάλογα µε τις κλινικές µελέτες που έχουν διεξαχθεί για το καθένα από
αυτά.
Η κλοδρονάτη χρησιµοποιείται στην υπερασβεστιαιµία που οφείλεται σε
µεταστατικές αλλοιώσεις των οστών.

70
Η ετιδρονάτη την νόσο του Paget, στην µετεµµηνοπαυσιακή οστεοπόρωση και
στις ετερότοπες ασβεστώσεις (αποτιτανώσεις).
Η αλεδρονάτη και η ρισεδρονάτη στην µετεµµηνοπαυσιακή οστεοπόρωση.
Η παµιδρονάτη χορηγείται παρεντερικώς στην νόσο του Paget, στην
υπερασβεστιαιµία που οφείλεται σε µεταστατικές αλλοιώσεις των οστών και στις
ετερότοπες ασβεστώσεις.
Παρενέργειες. Ασυµπτωµατική υπασβεστιαιµία, οισοφαγικός καύσος µε
δυσκαταποσία και γαστρεντερικές διαταραχές, αλλεργικές αντιδράσεις (εξάνθηµα,
κνίδωση, φωτοευαισθησία κ.ά.). Με την µακροχρόνια χορήγηση ετιδρονάτης έχουν
αναφερθεί αυτόµατα κατάγµατα και αιµατολογικές διαταραχές (παροδική
λευκοπενία) και αυξηµένος κίνδυνος καταγµάτων.
Προφυλάξεις. Νεφρική ανεπάρκεια, φλεγµονώδεις νόσοι του πεπτικού
συστήµατος (παγκρεατίτις, κολίτις). Κύηση και γαλουχία.
Αλληλεπιδράσεις. Σκευάσµατα ασβεστίου ή σιδήρου είναι ασύµβατα µε τα
διφωσφονικά φάρµακα όταν χορηγούνται από του στόµατος. Επίσης, ασύµβατα είναι
και τα αντιόξινα φάρµακα.

Ορµόνες του φλοιού των επινεφριδίων

Ο φλοιός των επινεφριδίων διαδραµατίζει κεντρικό οµοιοστατικό ρόλο σε


καταστάσεις stress, µε την έκκριση των γλυκοκορτικοειδών. Επίσης, παράγει τα
αλατοκορτικοειδή και τα επινεφριδιακά ανδρογόνα. H πρόδροµη ουσία και των τριών
είναι η χοληστερόλη, που µεταφέρεται στα φλοιώδη κύτταρα συνδεδεµένη µε µία
χαµηλής πυκνότητας λιποπρωτεΐνη. Η κορτικοτροπίνη (ACTH, βλ. παραπάνω)
ελέγχει την παραγωγή των επινεφριδιακών κορτικοειδών. Ωστόσο, ενώ η έκκριση
των γλυκοκορτικοειδών ελέγχεται επίσης από την ACTH, η έκκριση των
αλατοκορτικοειδών ελέγχεται από το σύστηµα ρενίνης-αγγειοτενσίνης.
Η έκκριση των κορτικοστεροειδών εµφανίζει µία ηµερήσια διακύµανση, µε
αυξηµένα επίπεδα στο αίµα µεταξύ 4ης και 8ης πρωϊνής ώρας. Ο ηµερήσιος αυτός
ρυθµός καθορίζεται από τον υποθαλαµικό εκλυτικό παράγοντα (CRF) της ACTH,
που φθάνει στη αδενοϋπόφυση µέσω του πυλαίου τριχοειδικού συστήµατος. Εκτός
από τον διηµερήσιο ρυθµό, η έκλυση του CRF επηρεάζεται από καταστάσεις stress
(τραυµατισµοί, έντονες συγκινήσεις, χηµικές ουσίες), καθώς επίσης και από τα

71
επίπεδα των κορτικοειδών στο αίµα (αρνητική ανάδροµη ρύθµιση).
Γενικώς, τα γλυκοκορτικοειδή επηρεάζουν τον µεταβολισµό των
υδατανθράκων και των πρωτεϊνών. Υπό φυσιολογικές συνθήκες, εκκρίνονται
ηµερησίως 10-25 mg κορτιζόλης (ή υδροκορτιζόνης), 0.5-2 mg κορτιζόνης, και 30-
150 µg κορτικοστερόνης. Σε ακραίες καταστάσεις stress, τα επίπεδα των
γλυκορτικοειδών µπορεί ακόµη και να δεκαπλασιασθούν.
Τα αλατοκορτικοειδή (αλδοστερόνη και δεσοξυκορτικοστερόνη) συµµετέχουν
στην οµοιοστασία του ύδατος και των ηλεκτρολυτών. Η αλδοστερόνη είναι το
σηµαντικότερο αλατοκορτικοειδές, και η έκκρισή της εξαρτάται κυρίως από την
αγγειοτενσίνη και το κάλιο του πλάσµατος.
Μηχανισµός δράσης των κορτικοστεροειδών. Ασκούν τις επιδράσεις τους
συνδεόµενες µε υποδοχείς που τροποποιούν την έκφραση διαφόρων γονιδίων, και
τελικώς τη σύνθεση διαφόρων πρωτεϊνών. Η επίδρασή τους δεν είναι πανοµοιότυπη
σε όλους τους ιστούς, αλλά εξαρτάται από τον αριθµό και τον τύπο των υποδοχέων.
Υπάρχει κάποια µικρή αλληλεπικάλυψη στη δράση των γλυκοκορτικοειδών και των
αλατοκορτικοειδών.
Κινητική των κορτικοστεροειδών.
Τα κορτικοστεροειδή αποροφώνται ικανοποιητικά από το πεπτικό σύστηµα
(60-70%) και εµφανίζουν πρωτεϊνική σύνδεση σε ποσοστό 90%. Χορηγούνται
συνήθως το πρωΐ, ώστε να αποµιµούνται τις συνθήκες της φυσιολογικής έκκρισης.
Στο ήπαρ µεταβολίζονται κυρίως µε αντιδράσεις αναγωγής και υφίστανται σύζευξη
µε θειικό και γλυκουρονικό οξύ. Απεκκρίνονται κυρίως στα ούρα και εν µέρει στη
χολή.

Γλυκοκορτικοειδή

Φυσιολογικές επιδράσεις των γλυκοκορτικοειδών.


Επηρεάζουν σηµαντικά τον διάµεσο µεταβολισµό των υδατανθράκων, των
πρωτεϊνών και των λιπών. Αυξάνουν τα αποθέµατα του ήπατος σε γλυκογόνο.
Ωστόσο, προκαλούν υπεργλυκαιµία, επειδή περιορίζουν την χρήση της γλυκόζης από
τους περιφερικούς ιστούς, ενώ ταυτόχρονα αυξάνουν την νεογλυκογένεση (σύνθεση
γλυκόζης από αµινοξέα). Ευνοούν την αποδόµηση των πρωτεϊνών και µειώνουν την
σύνθεση τους (αρνητικό ισοζύγιο αζώτου). Επιτείνουν την λιπόλυση.
Επιδρούν στη λειτουργία του ΚΝΣ και προκαλούν ευφορία. Ασκούν

72
επιτρεπτική δράση στις κατεχολαµίνες, όσον αφορά την καρδιακή λειτουργία.
∆ιατηρούν την µυϊκή µάζα (στην νόσο του Addison εµφανίζεται µυϊκή καχεξία).
Επιτείνουν τη σύνθεση της αιµοσφαιρίνης και αυξάνουν τον αριθµό των
ερυθροκυττάρων.
Φαρµακολογικές επιδράσεις των γλυκορτικοειδών.
Σε µεγάλες δόσεις, τα γλυκοκορτικοειδή ασκούν έντονη αντιφλεγµονώδη και
ανοσοκατασταλτική δράση, η οποία ερµηνεύεται µε ποικίλες επί µέρους επιδράσεις.
Μειώνουν τον αριθµό των λεµφοκυττάρων, καθώς και των ηωσινοφίλων και
των βασεοφίλων λευκοκυττάρων. Ενώ αυξάνουν τον αριθµό των ουδετεροφίλων
λευκοκυττάρων, µειώνουν την διείσδυσή τους στα σηµεία ιστικής φλεγµονής και την
ικανότητά τους προς φαγοκυτάρωση. Επίσης, περιορίζουν την ικανότητα
φαγοκυττάρωσης των µονοκυτάρων. Οι δράσεις αυτές αποδίδονται στην ικανότητά
τους να σταθεροποιούν την µεµβράνη των λυσοσωµάτων. Αναστέλλουν την
ικανότητα των ινοβλαστών να συµµετέχουν στην επουλωτική διαδικασία µε την
παραγωγή κολλαγόνου και των πλασµατοκυττάρων να παράγουν αντισώµατα.
Μειώνουν την διαπερατότητα της µεµβράνης των τριχοειδών, αναστρέφοντας την
επίδραση της ισταµίνης. Αναστέλλουν τη σύνθεση προσταγλανδινών και
λευκοτριενίων και διακόπτουν τον φαύλο κύκλο της δράσης πολλών παραγόντων της
φλεγµονώδους αντίδρασης, όπως είναι οι κυτταροκίνες.
Στον οργανισµό, η κορτιζόνη µεταπίπτει στη δραστικότερη υδροκορτιζόλη
(κορτιζόλη), η οποία προτιµάται όταν προτιµάται η εξωγενής χορήγηση
γλυκοκορτικοειδών. Επίσης, στη σύγχρονη θεραπευτική συχνά προτιµώνται τα
ηµισυνθετικά ανάλογα (πρεδνιζολόνη, µεθυλπρεδνιζολόνη, τριαµσινολόνη,
βηταµεθαζόνη και δεξαµεθαζόνη), επειδή δεν διαθέτουν αλατοκορτικοειδικές
ιδιότητες (για την αποφυγή της κατακράτησης νατρίου).

Ενδείξεις. Αντιµετώπιση της οξείας φλοιοεπινεφριδιακής ανεπάρκειας (µόνον


κορτιζόλη, i.v.). Στην χρόνια θεραπεία υποκατάστασης, χορηγείται πάλι κορτιζόλη,
αλλά µαζί µε φθοριοϋδροκορτιζόνη (p.o.) για αποτελεσµατικότερη
αλατοκορτικοειδική δράση.
Στις ρευµατοπάθειες και στα νοσήµατα του κολλαγόνου γενικότερα, τα
κορτικοειδή χορηγούνται όταν η θεραπεία µε κοινά σντιφλεγµονώδη φάρµακα δεν
έχει αποδώσει. Προτιµώνται ουσίες χωρίς αλατοκορτικοειδική δράση. Όταν οι
αρθρώσεις είναι ιδιαίτερα επώδυνες, µπορεί να χορηγηθούν για σύντοµο διάστηµα µε

73
ενδαρθρική ένεση.
Άλλες συχνές χρήσεις των κορτικοστεροειδών περιλαµβάνουν την ρευµατική
καρδίτιδα, το νεφρωσικό σύνδροµο, τις αγγειίτιδες, τις βαριές αλλεργικές
αντιδράσεις, τις φλεγµονώδεις οφθαλµίες, την ελκώδη κολίτιδα, το εγκεφαλικό
οίδηµα, καθώς και διάφορες δερµατοπάθειες (συνήθως µε τοπική εφαρµογή). Επίσης,
σε ορισµένα νεοπλασµατικά νοσήµατα, σε συνδυασµό µε κυτταροστατικά φάρµακα.

Πίνακας. Συγκριτική παρουσίαση ορισµένων γλυκοκορτικοειδών.

Γλυκοκορτικοειδή Αντιφλεγµονώδης Ισοδυναµία Κατακράτηση


ισχύς δόσεων νατρίου
(mg)
Βραχείας διάρκειας (µέχρι 12 h)
Κορτιζόλη (ή Υδροκορτιζόνη) 1 20 2+
Κορτιζόνη 0.8 25 2+

Μέσης διάρκειας (12-24 h)


Πρεδνιζολόνη 5 5 1+
Πρεδνιζόνη 4 5 1+
Μεθυλπρεδνιζολόνη 5 4 0
Τριαµσινολόνη 5 4 0

Μεγάλης διάρκειας (>24 h)


Βηταµεθαζόνη
∆εξαµεθαζόνη 40 0.6 0
30 0.75 0

Εισπνεόµενα ή p.o. κορτικοστεροειδή συνιστώνται σε παροξυσµούς


βρογχόσπασµου και σε επαναλαµβανόµενη εαρινή ρινίτιδα (για την αποφυγή
εγκατάστασης άσθµατος). Χρησιµοποιείται επίσης στην χρόνια αποφρακτική
πνευµονοπάθεια, αλλά µε αµφισβητούµενα αποτελέσµατα.
Παρενέργειες. Υπεργλυκαιµία και απορρύθµιση τυχόν σακχαρώδους
διαβήτη. Όταν υπάρχει αλατοκορτικοειδική δράση, κατακράτηση νατρίου και ύδατος,
υποκαλιαιµία και υπέρταση. Μείωση της αντίστασης του γαστρικού βλεννογόνου στα
πεπτικά υγρά και ανάπτυξη έλκους. Ευφορία και ψυχωσικές εκδηλώσεις.
Μείωση της φυσικής άµυνας του οργανισµού και ευαισθησία σε λοιµώξεις

74
και εξάπλωση των (κάλυψη συµπτωµάτων σηψαιµίας ή φυµατίωσης).
Παρατεταµένη χορήγηση προκαλεί, µυϊκή αδυναµία (κυρίως των αντιβραχίων
και των µηρών), ανάσχεση της απορροής του υδατοειδούς υγρού (γλαύκωµα),
καταστολή της δράσης των οστεοβλαστών και επίταση της έκκρισης παραθορµόνης
(οστεοπόρωση, µε αυτόµατα κατάγµατα), και επιβράδυνση της σωµατικής ανάπτυξης
στα παιδιά (αρνητικό ισοζύγιο αζώτου).
Μακροχρόνια χορήγηση µεγάλων δόσεων (µεγαλύτερες από 15mg/ηµέρα
πρεδνιζολόνης ή ισοδύναµες δόσεις άλλων κορτικοστεροειδών) προκαλεί ιατρογενές
σύνδροµο Cushing, νέκρωση της κεφαλής του µηριαίου οστού και οπισθοφακική
θόλωση (καταρράκτης). Η σοβαρότερη παρενέργεια είναι η κατασταλτική δράση των
γλυκοκορτικοειδών στον άξονα υποθάλαµος-υπόφυση-επινεφρίδια, η οποία
εκφράζεται µε την απουσία ACTH και καταλήγει σε πλήρη ατροφία των
επινεφριδίων. Στην περίπτωση αυτή, τυχόν διακοπή του εξωγενούς φαρµάκου
προκαλεί συµπτώµατα οξείας φλοιοεπινεφριδιακής ανεπάρκειας (µυϊκή αδυναµία,
υπόταση, υπογλυκαιµία, ναυτία, εµέτους κ.ά.). Η διακοπή πρέπει να είναι βαθµιαία
(για εβδοµάδες ή µήνες, ανάλογα µε τη δόση και τη διάρκεια της θεραπείας).
Τα εισπνεόµενα γλυκοκρτικοειδή (ηµερήσιες δόσεις µέχρι 1500 mg σε
ενήλικες και 400 mg σε παιδιά) δεν προκαλούν ατροφία των επινεφριδίων και δεν
αναστέλλουν την ανάπτυξη των παιδιών.
Αντενδείξεις. Ενεργό έλκος στοµάχου και 12δακτύλου, απλός οφθαλµικός
έρπητας, αµέσως πριν και µετά από εµβολιασµούς. Χρόνιες µικροβιακές λοιµώξεις
και συστηµατικές µυκητιάσεις (εκτός εάν υπάρχει ταυτόχρονη κάλυψη του ασθενούς
µε τα αντίστοιχα χηµειοθεραπευτικά φάρµακα). Ηλικιωµένα άτοµα µε οστεοπόρωση.
Ασθενείς µε ιστορικό σχιζοφρένειας, γλαυκώµατος, χρονίας συµφορητικής
καρδιοπάθειας και σακχαρώδους διαβήτη.
Αλληλεπιδράσεις. Με αντιεπιληπτικά, ριφαµπικίνη και άλλους επαγωγής του
ηπατικού µεταβολισµού, µειώνεται η δραστικότητά τους. Με αλκοολούχα ποτά,
ασπιρίνη και λοιπά µη στεροειδή αντιφλεγµονώδη ενισχύεται η ελκογόνος δράση
τους. Με φάρµακα που προκαλούν υποκαλιαιµία (διουρητικά) επιτείνεται η
υποκαλιαιµία και αυξάνεται ο κίνδυνος τοξικού δακτυλιδισµού. Τα κορτικοστεροειδή
µειώνουν την αποτελεσµατικότητα των αντιδιαβητικών και των αντιυπερτασικών
φαρµάκων.

Αναστολείς της σύνθεσης κορτικοστεροειδών

75
Η µετυραπόνη (µετοπιρόνη) αναστέλλει τη β-υδροξυλίωση που είναι
απαραίτητη για την σύνθεση της κορτιζόλης. Χρησιµοποιείται διαγνωστικά, επειδή η
αναστολή αυτή πρέπει κανονικά να προκαλέσει αντιρρροπιστική έκκριση ACTH,
εκτός εάν υπάρχει για υποφυσιακή ανεπάρκεια. Σε ασθενείς µε οριακή λειτουργία
των επινεφριδίων, υπάρχει κίνδυνος να προκληθεί οξεία επινεφριδιακή ανεπάρκεια.
Θεραπευτικά, έχει χρησιµοποιηθεί για την αναστολή της υπερέκκρισης
κορτιζόλης (σύνδροµο Cushing), από αυξηµένη παραγωγή έκτοπης ACTH (π.χ. σε
µικροκυτταρικό καρκίνο των βρόγχων µε παρακρινική δραστηριότητα).

Αλατοκορτικοειδή

Η µείωση της αιµάτωσης του νεφρού και η υπονατριαιµία προκαλούν έκλυση


ρενίνης από τον παρασπειραµατοειδή σχηµατισµό των νεφρικών σωληναρίων, η
οποία ρυθµίζει την παραγωγή αγγειοτενσίνης Ι από το αγγειοτενσινογόνο. Η
αγγειοτενσίνη Ι υδρολύεται από το µετατρεπτικό ένζυµο στο οκταπεπτίδιο
αγγειοτενσίνη ΙΙ, που διεγείρει την έκκριση αλδοστερόνης από τα επινεφρίδια. Στους
νεφρούς, η αλδοστερόνη ευνοεί την απέκκριση καλίου και την κατακράτηση νατρίου
και ύδατος, αυξάνοντας έτσι την αρτηριακή πίεση. Η ίδια η αλδοστερόνη δεν
χρησιµοποιείται στη θεραπευτική. Οι ανταγωνιστές της χορηγούνται ως διουρητικά
φάρµακα στην υπέρταση, καθώς και στον υπεραλδοστερονισµό.
Όταν απαιτείται ορµονική θεραπεία υποκατάστασης στην νόσο του Addison
(πρωτοπαθής επινεφριδιακή ανεπάρκεια), ή στην ατροφία των επινεφριδίων
(δευτεροπαθής ή ιατρογενής επινεφριδιακή ανεπάρκεια από τη µακροχρόνια
χορήγηση µεγάλων δόσεων κορτικοσεροειδών), τα αλατοκορτικοειδή που
χρησιµοποιούνται είναι η δεσοξυκορτικοστερόνη και η ηµισυνθετική
φθοριοϋδροξυκορτιζόνη.

Γεννητικές ορµόνες

Οι γεννητικές ορµόνες διακρίνονται στις ορµόνες του θήλεος (οιστρογόνα και


προγεσταγόνα) και του άρρενος (ανδρογόνα). Συντίθενται και εκκρίνονται από τις

76
ωοθήκες και τους όρχεις αντίστοιχα. Σε αµφότερα τα φύλα, µέρος των γεννητικών
ορµονών παράγονται και από τον φλοιό των επινεφριδίων, ενώ στον λιπώδη ιστό
είναι δυνατή η µετάπτωση των οιστρογόνων σε ανδρογόνα. Έχουν παρόµοια χηµική
δοµή και µηχανισµό δράσης µε τα κορτικοστεροειδή, δηλαδή τροποποιούν την
γονιδιακή έκφραση µετά από ενεργοποίηση ειδικών κυτταροπλασµατικών και
πυρηνικών υποδοχέων.

Οιστρογόνα
Τα φυσικά οιστρογόνα (οιστραδιόλη και οιστρόνη) παράγονται στις ωοθήκες
και από την περιφερική µετατροπή της ανδροστενεδιόνης σε οιστρόνη. Η δεύτερη
αυτή βιοχηµική οδός υπάρχει στους άνδρες, καθώς και στις γυναίκες µετά από την
εκφύλιση των ωοθηκών (εµµηνόπαυση). Τα οιστρογόνα είναι απαραίτητα για την
ανάπτυξη και την λειτουργία των γεννητικών οργάνων και των δευτερευόντων
χαρακτηριστικών του θήλεος. Επίσης, συµµετέχουν στη διατήρηση του ισοζυγίου
ύδατος, των ηλεκτρολυτών και του αζώτου, στην ανάπτυξη των οστών, στην
ελαστικότητα του δέρµατος κ.ά.
Στη θεραπευτική χρησιµοποιούνται φυσικά (οιστραδιόλη και οιστρόνη),
ηµισυνθετικά (αιθινυλοιστραδιόλη, µεστρανόλη, πιπεραζινική οιστρόνη,
πολυοιστραδιόλη κ.ά.), καθώς και συνθετικά οιστρογόνα (µη στεροειδή παράγωγα
του στιλβενίου, µε οιστρογονικές ιδιότητες, όπως π.χ. η στιλβεστρόλη και η
διαιθυλοστιλβεστρόλη). Τα οιστρογόνα απορροφώνται από το πεπτικό,
µεταβολίζονται από το ήπαρ και απεκκρίνονται από τους νεφρούς.
Ενδείξεις. Πρωτοπαθής αµηνόρροια, γυναικείος υπογοναδισµός (ιδιοπαθής
ανεπάρκεια του άξονα υποθάλαµος-υπόφυση-ωοθήκες), δευτεροπαθής έλλειψη
οιστρογόνων (ωοθηκεκτοµή), λειτουργικές µητρορραγίες, διόγκωση των µαστών
µετά τον τοκετό. Ως αντισυλληπτικά, για την αναστολή της φυσιολογικής
ωοθυλακιορρηξίας (αρνητική ανάδροµη ρύθµιση στον άξονα υποθάλαµος-υπόφυση-
ωοθήκες). Σε συνδυασµό µε κυτταροστατικά, για την ανακουφιστική θεραπεία σε
επιλεγµένες περιπτώσεις καρκίνου του µαστού, ή σε άνδρες µε προχωρηµένο
µεταστατικό καρκίνο του προστάτη. Ως αγωγή ορµονικής υποκατάστασης, για τα
αγγειοκινητικά συµπτώµατα της εµµηνόπαυσης, ή για την επιβράδυνση των
εκφυλιστικών αλλοιώσεων µετά από την εµµηνόπαυση (ατροφική κολπίτιδα,
κραύρωση του αιδοίου, οστεοπόρωση, αφυδάτωση του δέρµατος κ.λπ.)
Παρενέργειες. Ναυτία, εµετοί, ανορεξία, αύξηση βάρους, υπέρταση,

77
κεφαλαλγία, επώδυνη διόγκωση µαστών (µαστωδυνία), θροµβοφλεβίτιδα, διαταραχές
ηπατικής λειτουργίας, ίκτερος, αυξηµένη συχνότητα χολολιθίασης, εξάνθηµα και
χλόασµα, κατάθλιψη, αιµορραγία µετά τη διακοπή τους, επιδείνωση πορφυρίας,
αυξηµένος κίνδυνος καρκίνου του ενδοµητρίου (αναιρείται µε την παράλληλη
χορήγηση ενός προγεσταγόνου).
Αντενδείξεις. Κύηση, οιστρογονοεξαρτώµενος καρκίνος, αδιάγνωστη
αιµορραγία γεννητικών οργάνων, ιστορικό σοβαρής θροµβοεµβολικής νόσου,
ηπατίτιδας, σακχαρώδους διαβήτη, επιληψίας, κατάθλιψης, ηµικρανιών ή
ενδοµητρίωσης. Νεαρή ηλικία (δόσεις µεγαλύτερες από 100ng/kg/ ηµέρα µπορεί να
επηρεάσουν την σύγκλειση των επιφύσεων).
Αλληλεπιδράσεις. Aνταγωνίζονται τη δράση των αντιπηκτικών, των
αντιδιαβητικών, των αντιϋπερτασικών, των διουρητικών και των αντιλιπιδαιµικών.
Φάρµακα που επάγουν τα ηπατικά ένζυµα (αντιεπιληπτικά, ριφαµπικίνη κά.)
µειώνουν ή αναιρούν πλήρως τη δράση των οιστρογόνων.

Αναγωνιστές των οιστρογόνων


Ταµοξιφαίνη – Τορεµιφαίνη. Εκτός από τα γεννητικά όργανα και τους
µαστούς, υποδοχείς των οιστρογόνων υπάρχουν στο ΚΝΣ και σε πολλούς
περιφερικούς ιστούς, όπου η λειτουργία τους δεν είναι πάντοτε κατανοητή (π.χ. στα
ηπατοκύτταρα). Ορισµένες ουσίες καταλαµβάνουν αυτούς τους υποδοχείς και
συµπεριφέρονται ως πλήρεις ή ατελείς ανταγωνιστές των οιστρογόνων. Η
ταµοξιφαίνη και η τορεµιφαίνη έχουν χρησιµοποιηθεί µε ικανοποιητικά
αποτελέσµατα για την πρόληψη του καρκίνου του µαστού και των µεταστάσεών του
(όταν έχει προηγηθεί ετερόπλευρη µαστεκτοµή). Η ανταπόκριση είναι καλύτερη σε
ορµονοεξαρτώµενους καρκίνους και σε γυναίκες µετά την εµµηνόπαυση. Η
µακροχρόνια χορήγηση αυτών των φαρµάκων έχει ενοχοποιηθεί για ανάπτυξη
ηπατικών όγκων. Στα τρωκτικά εικάζεται ότι λειτουργούν ως ατελείς οιστρογονικοί
αγωνιστές, δεδοµένου ότι προκαλούν καρκίνο του ενδοµητρίου.

Προγεστερόνη και Προγεσταγόνα

Η φυσική προγεστερόνη εκκρίνεται από τις ωοθήκες (ωχρό σωµάτιο), και σε


περίπτωση κύησης εκκρίνεται επίσης από τον πλακούντα. Ελάχιστα ποσά παράγονται
στα επινεφρίδια και τους όρχεις. Στη δεύτερη φάση του κύκλου, η µείωσή της

78
ακολουθείται από εµµηνορρυσία.
H δράση της ασκείται στη µήτρα και τον µαστό, όπου µαζί µε τα οιστρογόνα
συµβάλλει στην προαγωγή των βασικών λειτουργιών της αναπαραγωγής. Η παρουσία
των οιστρογόνων ευαισθητοποιηθεί τους ιστούς και θεωρείται προϋπόθεση για τη
δραση της προγεστερόνης. Αναστέλλει την έκκριση γοναδοτροπινών.
Η προγεστερόνη και τα ηµισυνθετικά παράγωγά της (προγεσταγόνα ή
προγεστερονοειδή) απορροφώνται ικανοποιητικά από το πεπτικό, µεταβολίζονται στο
ήπαρ και απεκκρίνονται στα ούρα και τη χολή. Ορισµένοι µεταβολίτες των
προγεσταγόνων µεταβολίζονται προς οιστρογόνα και τεστοστερόνη, γεγονός που
ερµηνεύει µερικές από τις παρενέργειές τους. Σηµαντική ενδογενή ανδρογονική
δράση διαθέτουν τα προγεσταγόνα που είναι ηµισυνθετικά παράγωγα της 19-νορ-
τεστοστερόνης.
Μερικά από τα προγεσταγόνα που χρησιµοποιούνται σήµερα είναι η
αιθυλονοδιόλη, η γεστοδένη, η δεσογεστρέλη, η διϋδροπρογεστερόνη (ή
δυδρογεστερόνη), η υδροξυπρογεστερόνη, η µεδροξυπρογεστερόνη, η
λυνοιστρενόλη, η µεγεστρόλη, η νοραιθινδρόνη, η νοραιθιστερόνη, η νοργεστιµάτη
και η νοργεστρέλη.
Ενδείξεις. Η προγεστερόνη χρησιµοποιείται για τη ρύθµιση του κύκλου
(αµηνόρροια, διαταραχές της ωοθυλακιορρηξίας, ωχρινική ανεπάρκεια), σε
λειτουργικές αιµορραγίες της µήτρας και στην ενδοµητρίωση.
Τα προγεσταγόνα προτιµώνται σήµερα, σε συνδυασµό µε οιστρογόνα, για την
αναστολή της ωοθυλακιορρηξίας (αντισυλληπτικά δισκία). Στην οιστρογονική
υποκατάσταση µετά την εµµηνόπαυση, επιβάλλεται η προσθήκη ενός προγεσταγόνου
για την αποφυγή της υπερπλασίας του ενδοµητρίου που θεωρείται ως προκαρκινική
κατάσταση. Σε µεγάλες δόσεις, χορηγούνται προγεσταγόνα σε επιλεγµένες
περιπτώσεις καρκίνου του µαστού και του ενδοµητρίου, καθώς και στο
υπερνέφρωµα.
Αντενδείξεις. Αδιάγνωστη αιµορραγία από τον κόλπο, ιστορικό
θροµβοεµβολικής νόσου ή σοβαρής αρτηριακής νόσου, υψηλή χοληστερόλη,
καρκίνος µαστού, ατελής απόξεση του ενδοµητρίου, επιληψία, υπερασβεστιαιµία από
οστικές µεταστάσεις. Επίσης, κατά το πρώτο τετράµηνο της κύησης και κατά τη
γαλουχία.
Παρενέργειες. Η προγεστερόνη και τα παράγωγά της µπορεί να προκαλέσουν
µικρή πυρετική κίνηση, ακµή, κνησµό, κεφαλαλγία, ιλίγγους, οφθαλµικές

79
διαταραχές, κατάθλιψη, προεµµηνορυσιακό σύνδροµο, µεταβολές της γενετήσιας
ορµής, γαλακτόρροια και αϋπνία. Επίσης, αναφέρονται διαταραχές του κύκλου
(αιµορραγία εκ διαφυγής και αµηνόρροια), κατακράτηση υγρών και οιδήµατα.
Προφυλάξεις. Υπέρταση, καρδιακή, ηπατική ή νεφρική ανεπάρκεια,
υποκλινικός ή κλινικός διαβήτης, ιστορικό ηµικρανιών.
Αλληλεπιδράσεις. Με αντιεπιληπτικά φάρµακα και άλλους γνωστούς
επαγωγείς των ηπατικών ενζύµων (µείωση αποτελεσµατικότητας).

Ανταγωνιστές της προγεστερόνης

Η µιφεπριστόνη (RU-486) είναι αναστολέας των υποδοχέων της


προγεστερόνης, η οποία επιταχύνει την υποστροφή του ωχρού σωµατίου και
αποτρέπει την ωρίµανση του ενδοµητρίου κατά το δεύτερο ήµισυ του κύκλου
(εκκριτική φάση), έτσι ώστε να µην ευνοείται η εµφύτευση του γονιµοποιηµένου
ωαρίου. Έχει προταθεί ως αντισυλληπτικό µέσο και ως εκτρωτικό (εναλλακτικό της
χειρουργικής διακοπής), για την αποβολή του κυήµατος σε περίπτωση παλίνδροµης
κύησης (ενδοµήτριος θάνατος). Αντενδείκνυται σε κύηση πέραν των 2 µηνών, σε
έκτοπη κύηση και σε γυναίκες µεγαλύτερες των 35 ετών.

Συνδυασµοί οιστρογόνων-προγεσταγόνων (αντισυλληπτικά δισκία)

Οιστρογόνα και προγεσταγόνα έχουν χρησιµοποιηθεί σε διάφορα


αντισυλληπτικά σκευάσµατα από του στόµατος, επειδή παρεµποδίζουν την απότοµη
αύξηση της LH και της FSH στο µέσο του κύκλου, και αναστέλλουν την ωρίµανση
των ωοθυλακίων και την ωοθυλακιορρηξία.
Ο συνηθέστερος τύπος είναι τα καλούµενα αντισυλληπτικά ‘σταθερού
συνδυασµού’, που περιέχουν ένα συνθετικό οιστρογόνο (αιθινυλοιστραδιόλη ή
µεστρανόλη) και ένα προγεσταγόνο (οξική νοραιθινδρόνη, ή νοργεστρέλη, ή διοξική
αιθυλονοδιόλη). Νεότερα προγεσταγόνα προτιµώνται συνήθως, επειδή έχουν
λιγότερες ανδρογονικές παρενέργειες (δεσογεστρέλη, νοργεστιµάτη και γεστοδένη).
Ο σταθερός συνδυασµός µε ένα προγεσταγόνο περιορίζει τις παρενέργειες των
οιστρογόνων και προλαµβάνει την πιθανή καρκινογένεση από το ενδοµήτριο και τις
ωοθήκες. Οι πιθανές θροµβοεµβολικές παρενέργειες από την επίταση της
πηκτικότητας του αίµατος (αύξηση των παραγόντων πήξης και των αιµοπεταλίων)

80
ελέγχονται σήµερα µε την ελαχιστοποίηση της χρησιµοποιούµενης περιεκτικότητας
σε οιστρογόνο.
Τα ‘διαδοχικού τύπου’ αντισυλληπτικά (οιστρογόνο για 14-16 ηµέρες,
κατόπιν οιστρογόνο και προγεσταγόνο για 5-6 ηµέρες) έχουν πρακτικώς
εγκαταλειφθεί, επειδή συσχετίσθηκαν µε αυξηµένη συχνότητα καρκίνου του
ενδοµητρίου.
Τα ‘διφασικά’ ή ‘τριφασικά’ αντισυλληπτικά είναι η εξελιγµένη µορφή των
σκευασµάτων ‘σταθερού συνδυασµού’. Περιέχουν µια σταθερή µικρή δόση
οιστρογόνου, ενώ το προγεσταγόνο ακολουθεί τη δοσολογία δύο ή τριών
διαφορετικών επιπέδων, που αποµιµούνται τις µεταβολές της προγεστερόνης στον
φυσιολογικό κύκλο. Η προσέγγιση αυτή περιορίζει την εµφάνιση ενδιάµεσης
αιµορραγίας ή άλλων ανωµαλιών του κύκλου.
Στο παρελθόν, είχε χρησιµοποιηθεί το καλούµενο ‘mini pill’, που περιείχε
µόνο προγεσταγόνο. Η αντισύλληψη οφειλόταν σε αύξηση της αυχενικής βλέννας, η
οποία περιορίζει την κίνηση των σπερµατοζωαρίων. Ωστόσο, σύντοµα διαπιστώθηκε
ότι υπήρχε πολύ µεγάλο ποσοστό αποτυχίας.
Το ‘χάπι της επόµενης ηµέρας’ περιέχει διαιθυλοστιλβεστρόλη (DES) και
χορηγείται µετά την συνουσία (µέσα στις πρώτες 72 ώρες και για 5 ηµέρες συνεχώς,
25 mg, δύο φορές την ηµέρα). Εάν η αντισύλληψη αποτύχει, συνήθως συνιστάται
έκτρωση, επειδή η DES είναι γνωστό διαπλακουντιακό καρκινογόνο για τα κορίτσια
που θα γεννηθούν (βλ. Κεφάλαιο ‘Ανεπιθύµητες Ενέργειες’).
Τα καλούµενα ‘ενδοµήτρια σπειράµατα’ αποτελούνται συνήθως από ένα
χάλκινο σύρµα σε σχήµα Τ, που τοποθετείται στη µήτρα και παρεµποδίζει την
εµφύτευση του γονιµοποιηµένου ωαρίου. Εκτός από µηχανικό µέσο αντισύλληψης,
το σπείραµα µεταβάλλει τις ιδιότητες του ενδοµητρίου µε την συνεχή απελευθέρωση
ιόντων χαλκού. Πρέπει να αλλάζονται κάθε 3-5 χρόνια και δεν συνιστώνται σε νεαρές
γυναίκες (κίνδυνος ενδοµητρίτιδας). Επίσης, έχουν αναπτυχθεί νεότερα σπειράµατα,
µε παρατεταµένη απελευθέρωση προγεστερόνης, που εκτός από αντισυλληπτικά
µέσα προσφέρουν βοήθεια σε περιπτώσεις ενδοµητρίωσης και σε ορισµένες
διαταραχές του κύκλου.

Παρενέργειες των αντισυλληπτικών


Συνήθεις παρενέργειες είναι ναυτία και έµετοι, διόγκωση και ευαισθησία των
µαστών, αύξηση του σωµατικού βάρους, πονοκέφαλοι και ζάλες. Επίσης,

81
αναφέρονται διαταραχές της όρασης, εκνευρισµός, κατάθλιψη, καθώς και αυξηµένη
συχνότητα χολοκυστοπάθειας.
∆ιάφορες µορφές καρκίνου έχουν συσχετισθεί µε τη χρήση γεννητικών
ορµονών, αλλά τα συµπεράσµατα είναι σε αρκετές περιπτώσεις ασαφή, επειδή
υπεισέρχονται πολλοί συγχυτικοί παράγοντες. Ο κίνδυνος εµφάνισης καρκίνου του
µαστού από τα αντισυλληπτικά είναι ελαφρώς αυξηµένος σε γυναίκες νεότερες των
35 ετών. Όταν υπάρχει οικογενειακό ιστορικό καρκίνου του µαστού, πολυκυστική
µαστοπάθεια, ή ψηλαφητά οζίδια, η λήψη οιστρογόνων αντενδείκνυται. Η παρουσία
προγεσταγόνου αποτελεί ‘ασπίδα’ για την εµφάνιση καρκίνου του ενδοµητρίου από
την επίδραση του οιστρογόνου.
Κατά το πρώτο τρίµηνο της κύησης, τα αντισυλληπτικά µπορεί να
προκαλέσουν δυσπλασίες στο έµβρυο.
Τα ‘διφασικά’ και ‘τριφασικά’ αντισυλληπτικά έχουν ενοχοποιηθεί για
εµφάνιση καρδιαγγειακών παθήσεων (έµφραγµα του µυοκαρδίου). Η λήψη
αντισυλληπτικών πρέπει να συνοδεύεται από συχνούς ελέγχους της πηκτικότητας του
αίµατος και της ηπατικής λειτουργίας. Επίσης, συνιστάται η διακοπή του
καπνίσµατος, το οποίο επιτείνει τους κινδύνους από την αυξηµένη πηκτικότητα του
αίµατος.

Ανδρογόνα

Οι γοναδοτροπίνες ελέγχουν επίσης την παραγωγή ανδρογόνων στους όρχεις


(από τα κύτταρα του Leydig), στα επινεφρίδια και στις ωοθήκες. Στους άνδρες,
προεξάρχει η σύνθεση στους όρχεις, µε την επίδραση της LH. Αντίθετα, η FSH
συµβάλλει κυρίως στην σπερµατογένεση, επιδρώντας στα κύτταρα του Sertoli.
Τα ανδρογόνα είναι υπεύθυνα για την ανάπτυξη των γεννητικών οργάνων και
των δευτερευόντων χαρακτηριστικών του άρρενος. Ασκούν αναβολική δράση (θετικό
ισοζύγιο αζώτου), επιταχύνουν την σωµατική ανάπτυξη και την οστεοποίηση
(σύγκλειση των επιφύσεων), διεγείρουν την παραγωγή των ερυθρών αιµοσφαιρίων
προκαλούν κατακράτηση νατρίου, καλίου, φωσφόρου και ασβεστίου.
Η τεστοστερόνη είναι το κυριότερο φυσικό ανδρογόνο. Από άποψη ισχύος,
εντονότερη ανδρογονική δράση έχουν οι ενέσιµοι 17-β-εστέρες της τεστοστερόνης,
που διαθέτουν και παρατεταµένη διάρκεια δράσης. Χορηγούνται σε υπογοναδισµό,

82
είτε πρωτοπαθή (βλάβη των όρχεων) ή δευτεροπαθή (βλάβη πρόσθιου λοβού της
υπόφυσης). Στον δευτερογενή υπογοναδισµό, τα ανδρογόνα προκαλούν
αρρενοποίηση, αλλά δεν αποκαθιστούν τη φυσιολογική σπερµατογένεση, για την
οποία απαιτείται θεραπεία χοριονική γοναδοτροπίνη. Επίσης, χορηγούνται σε επίµονη
απλαστική αναιµία και στην καχεξία των βαρέως πασχόντων. Στις γυναίκες, έχουν
χρησιµοποιηθεί για τον µεταστατικό καρκίνο του µαστού και την
µετεµµηνοπαυσιακή οστεοπόρωση.
Παρόµοια δράση εµφανίζει το ανηγµένο παράγωγό της
(διϋδροτεστοστερόνη), που φαίνεται ότι παράγεται in situ σε αρκετούς ιστούς, όπου
και δρα (γεννητικά όργανα, δέρµα και θύλακοι των τριχών).
Τα ανδρογόνα γίνονται αντικείµενο κατάχρησης από αθλούµενα άτοµα, όταν
είναι επιθυµητή η αύξηση της µυϊκής µάζας. Εµφανίζουν σοβαρές παρενέργειες,
ιδιαίτερα σε νεαρά άτοµα όταν δεν έχει ακόµη ολοκληρωθεί η σωµατική ανάπτυξη
(σύγκλειση των επιφύσεων και πρώιµη αρρενοποίηση). Επίσης, προκαλούν
κατακράτηση νατρίου και ύδατος (οιδήµατα), γυναικοµαστία, συχνές και
παρατεταµένες στύσεις (πριαπισµός) µε µειωµένο όγκο εκσπερµάτισης και σε
µεγάλες δόσεις ολιγοσπερµία και καταστολή της σπερµατογένεσης, υπερτροφία
προστάτη, ακµή. Στις γυναίκες, διαταραχές του έµµηνου κύκλου ή πλήρη
αµηνόρροια, αναστολή της έκκρισης γοναδοτροπινών, ακµή, δασυτριχισµό, βράγχος
φωνής, υπερτροφία της κλειτορίδας, αύξηση της µυϊκής µάζας, αλωπεκία ανδρικού
τύπου. Η παρατεταµένη χορήγηση έχει συσχετισθεί µε την ανάπτυξη καλοήθων
ηπατικών αδενωµάτων.
Σε υπογοναδισµό, χρησιµοποιείται η µεστερολόνη (χορηγείται και per os).
Ως αναβολικά, χρησιµοποιούνται η νανδρολόνη και η οξυµεθολόνη (καχεξία,
µετεµµηνοπαυσιακή οστεοπόρωση και απλαστική αναιµία).

Ανταγωνιστές ανδρογόνων
Οι ουσίες κυπροτερόνη και φλουταµίδη είναι εκλεκτικοί αναστολείς των
ανδρογονικών υποδοχέων. Έχουν χρησιµοποιηθεί στην συντηρητική αγωγή του
καρκίνου του µαστού, σε σύνδροµα αρρενοποίησης και στην πρόωρη ήβη.
Η φιναστερίδη είναι ένα συνθετικό στεροειδές που αναστέλλει την 5α-
αναγωγάση, το ένζυµο που ευθύνεται για την τοπική παραγωγή διϋδροτεστοστερόνης
στον προστάτη. Η ουσία αυτή πιστεύεται ότι ευθύνεται για την καλοήθη υπερτροφία
του προστάτη, η οποία δεν εµφανίζεται στα άτοµα εκείνα που έχουν συγγενή έλλειψη

83
της 5α-αναγωγάσης. Λαµβάνεται από του στόµατος και απαιτείται αγωγή αρκετών
µηνών, µέχρις ότου εµφανισθούν ευνοϊκά αποτελέσµατα. Στην περίπτωση αυτή, η
αγωγή πρέπει να συνεχισθεί επ’άπειρον. Υπάρχουν ενδείξεις ότι η φιναστερίδη δρα
προληπτικά στην εµφάνιση καρκίνου του προστάτη.

Ορµόνες του παγκρέατος

Η γλυκόζη του αίµατος προέρχεται από τις τροφές, από την διάσπαση του
γλυκογόνου του ήπατος και των µυών (γλυκογονόλυση) και από την µετατροπή
αµινοξέων και λιπαρών οξέων (νεογλυκογένεση). Η µείωση της στο αίµα οφείλεται
στην είσοδό της στα περιφερικά κύτταρα, για την παραγωγή ενέργειας. Ένα µέρος
της αποθηκεύεται ως γλυκογόνο και ως λίπος. Η διατήρηση των επιπέδων της
γλυκόζης στο πλάσµα εντός φυσιολογικών ορίων (65-110mg/100ml ή 3,5-6mmol/L)
επιτυγχάνεται µε τη δράση της ινσουλίνης και της γλυκαγόνης που παράγονται και
εκκρίνονται από το πάγκρεας. Η ινσουλίνη παρεµποδίζει την εµφάνιση
υπεργλυκαιµίας, ενώ η γλυκαγόνη την εµφάνιση υπογλυκαιµίας. Τα επίπεδα της
γλυκόζης αυξάνονται επίσης από την αυξητική ορµόνη, τις θυρεοειδικές ορµόνες και
τα γλυκοκορτικοειδή.
Η ινσουλίνη και η γλυκαγόνη παράγονται στο πάγκρεας (β- και α-κύτταρα των
νησιδίων του Langerhans, αντίστοιχα).
Ο σακχαρώδης διαβήτης οφείλεται σε ανεπαρκή σύνθεση και έκκριση
ινσουλίνης, ή µείωση της δραστικότητάς της (‘αντίσταση στην ινσουλίνη’).
Υπάρχουν δύο τύποι σακχαρώδους διαβήτη, ο τύπος Ι (ινσουλινοεξαρτώµενος
ή νεανικός) και ο τύπος ΙΙ (µη-ινσουλινοεξαρτώµενος ή διαβήτης των ενηλίκων).
Ο διαβήτης τύπου Ι είναι σπανιότερος, αλλά είναι σοβαρότερης µορφής από τον
ΙΙ και απαιτεί την εξωγενή χορήγηση ινσουλίνης, επειδή το πάγκρεας αδυνατεί να
συνθέσει την ορµόνη. Έχει συσχετιστεί µε αντιγόνα ιστοσυµβατότητας HLA και στην
ανάπτυξη αυτοαντισωµάτων κατά της ινσουλίνης και κατά άλλων πρωτεϊνών των β-
κυττάρων. Εάν δεν αντιµετωπιστεί, οδηγεί σε βαριά υπεργλυκαιµία και µεταβολική
κετοξέωση.
Στον τύπο ΙΙ ανήκει η πλειονότητα των διαβητικών. Το πάγκρεας παράγει
µικρές ποσότητες ινσουλίνης, ή έχει αναπτυχθεί αντίσταση στην ορµόνη. Αποδίδεται
σε υπολειτουργία των υποδοχέων των β-κυττάρων, µε αποτέλεσµα να µην απαντούν

84
εγκαίρως και επαρκώς στα αυξηµένα επίπεδα γλυκόζης του αίµατος. ∆εν προκαλεί
µεταβολική κετοξέωση. Μεγάλο ποσοστό διαβητικών τύπου ΙΙ είναι υπέρβαρα
άτοµα, στα οποία είναι συνηθέστερη και η εµφάνιση αντίστασης στην ινσουλίνη, η
οποία συνοδεύεται από δυσλιπιδαιµία, υπέρταση και αυξηµένη πηκτικότητα του
αίµατος (κυρίως ως µειωµένη ικανότητα ινωδόλυσης).
Κοινό εύρηµα στα διαβητικά άτοµα είναι η πάχυνση της βασικής µεµβράνης
των τριχοειδών, µε αποτέλεσµα µία διάχυτη µικροαγγειοπάθεια. Αυτή η βλάβη
συνδέεται µε τις σοβαρότερες επιπλοκές του διαβήτη, που είναι η νεφροπάθεια, η
νευροπάθεια, η αµφιβληστροειδοπάθεια και η αρτηριοσκλήρυνση (εµφανίζεται
αρχικά στα κάτω άκρα, ως σκλήρυνση της κνηµιαίας και της περονιαίας αρτηρίας).

Ινσουλίνη

Είναι πρωτεΐνη µε µοριακό βάρος 5734, που αποτελείται από 51 αµινοξέα σε


δυο πεπτιδικές αλυσίδες (Α και Β), συνδεόµενες σε δύο σηµεία µε γέφυρες θείου. Η
πρόδροµος ουσία της ινσουλίνης (προϊνσουλίνη) διαθέτει ελάχιστη βιολογική
δραστικότητα. Κατά την αποθήκευσή της στα εκκριτικά κοκκία, µετατρέπεται σε
ινσουλίνη µε την απόσπαση ενός πεπτιδικού τµήµατος του µορίου της. Η ινσουλίνη
αποθηκεύεται ως µονοµερές, διµερές ή τετραµερές, µε την παρουσία ιόντων
ψευδαργύρου. Πιστεύεται ότι η ενεργός ορµονική µορφή είναι το µονοµερές, που
εκκρίνεται από τα αποθηκευτικά κυστίδια µε εξωκυτάρωση.
Στη θεραπευτική, προτιµάται η χρήση ανθρώπινης ινσουλίνης, που είναι προϊόν
ανασυνδυασµού ή παρασκευάζεται από χοίρειο ινσουλίνη µε µία αντικατάσταση στη
θέση 30 της αλυσίδας Β (θρεονίνη αντί για την αρχική αλανίνη). Η χρήση βόειας ή
χοίρειας ορµόνης έχει το µειονέκτηµα ότι µπορεί να οδηγήσει σε ανάπτυξη
αντισωµάτων που καθιστούν αναποτελεσµατική τη θεραπεία.
Μηχανισµός δράσης. Η ινσουλίνη συνδέεται σε ειδικούς υποδοχείς
(γλυκοπρωτεΐνες) στην κυτταρική µεµβράνη, όπου ενεργοποιεί τους µοριακούς
µηχανισµούς που είναι απαραίτητοι για την είσοδο της γλυκόζης στο κυτταρόπλασµα
(διευκολυνόµενη διάχυση). Πρέπει να σηµειωθεί ότι η ινσουλίνη δεν είναι
απαραίτητη για την είσοδο της γλυκόζης στα νευρικά κύτταρα, τα ερυθρά
αιµοσφαίρια και τα ηπατικά κύτταρα.
Η ινσουλίνη ασκεί µία γενική αναβολική δράση, που ευνοεί την
πρωτεϊνοσύνθεση, την µετατροπή της γλυκόζης σε γλυκογόνο και των λιπαρών

85
οξέων σε τριγλυκερίδια.
Μεταβολικές επιπτώσεις από την έλλειψη ινσουλίνης. Η αδυναµία της
γλυκόζης να εισέλθει στους περιφερικούς ιστούς, και ιδιαίτερα στους µυς, οδηγεί σε
ατελή παραγωγή ενέργειας. Παράλληλα, επειδή υπολειτουργεί το παρακύκλωµα της
πεντόζης, δηµιουργούνται συνθήκες οξέωσης από την έλλειψη ανηγµένων µονάδων
NADPH. Στα ηπατοκύτταρα, ενώ εισέρχεται γλυκόζη, δεν είναι δυνατή η µετατροπή
της σε γλυκογόνο. Οι επιδράσεις αυτές οδηγούν τελικώς σε βαριά υπργλυκαιµία. Σε
φυσιολογικές συνθήκες, η λιπάση των λιπαποθηκών ελέγχεται από την ινσουλίνη.
Στον διαβήτη, η έλλειψη της ινσουλίνης οδηγεί σε αυξηµένη λιπόλυση, µε αύξηση
των ελευθέρων λιπαρών οξέων και των προϊόντων καταβολισµού τους (‘κετονικά
σώµατα’), δηλαδή ευνοείται ακόµη περισσότερο η εγκατάσταση οξέωσης. Όσον
αφορά τις πρωτεΐνες, η έλλειψη γλυκόζης σε συνδυασµό µε την υπερέκκριση
γλυκαγόνης αυξάνει τον καταβολισµό τους κα την µετατροπή των αµινοξέων σε
γλυκόζη (νεογλυκογένεση). Αυτό επιτείνει την υπεργλυκαιµία και αυξάνει επίσης την
παραγωγή ουρίας και αµµωνίας.
Κινητική. Το κυριότερο ερέθισµα για την έκκριση ινσουλίνης είναι η
γλυκόζη του αίµατος, η οποία προκαλεί µία αρχική απότοµη άνοδο της ορµόνης µέσα
σε λίγα λεπτά και µία δεύτερη οµαλότερη αύξηση που κορυφώνεται σε περίπου 1 h..
Έκκριση ινσουλίνης προκαλούν επίσης ορισµένες ουσίες που εκκρίνονται κατά την
πέψη (γαστρίνη, εκκριµατίνη, παγκρεοενζυµίνη), τα αµινοξέα, τα ελεύθερα λιπαρά
οξέα και τα ‘κετονικά σώµατα’ (ακετοξικό και β-ΟΗ-βουτυρικό οξύ ). Τα β-
αδρενεργικά φάρµακα (π.χ. ισοπροτερενόλη) διεγείρουν την παραγωγή cAMP και
οδηγούν τελικώς σε αύξηση της εξωκυττάρωσης της ινσουλίνης από τα
αποθηκευτικά κυστίδια (που εξαρτάται επίσης από την εισροή Ca++). Όταν
προεξάρχει η α-αδρενεργική διέγερση (π.χ. νοραδρεναλίνη), η έκκριση αναστέλλεται.
Αντίθετες επιδράσεις ασκούν οι β- και οι α-αδρενεργικοί αναστολείς, αντίστοιχα.
∆ιέγερση του παγκρέατος προς έκκριση ινσουλίνης προκαλούν επίσης οι
σουλφονυλουρίες, ενώ η διαζοξίδη αναστέλλει την έκκρισή της.
Η εξωγενής ινσουλίνη χορηγείται s.c., εκτός από τις περιπτώσεις διαβητικής
κετοξέωσης όπου χορηγείται i.v. (µόνον η κρυσταλλική ινσουλίνη). Έχουν
δοκιµαστεί επίσης νέες φαρµακοτεχνικές µορφές για χορήγηση από του στόµατος ή
µε εισπνοές, αλλά ευρίσκονται ακόµη σε πειραµατική φάση. Ο τερµατισµός της
δράσης της ινσουλίνης οφείλεται σε πρωτεολυτική διάσπαση του µορίου της που
επισυµβαίνει κυρίως στο ήπαρ και τους νεφρούς.

86
Ενδείξεις. Η ινσουλίνη χρησιµοποιείται στον σακχαρώδη διαβήτη, για την
πρόληψη της υπεργλυκαιµίας, ή για την αποκατάσταση των φυσιολογικών επιπέδων
της γλυκόζης σε περίπτωση µη ελεγχόµενης υπεργλυκαιµίας και διαβητικού κώµατος.
Επειδή κατά την είσοδο της γλυκόζης στα κύτταρα συµπαρασύρεται κάλιο, η
ινσουλίνη χορηγείται επίσης σε καταστάσεις βαριάς υπερκαλιαιµίας.
Αντενδείξεις. Υπογλυκαιµία.
Παρενέργειες. Υπογλυκαιµία και υποκαλιαιµία. Η υπογλυκαιµία µπορεί να
οδηγήσει σε απώλεια της συνείδησης και σε γενικευµένους σπασµούς. Πρώιµα
συµπτώµατα είναι οι εφιδρώσεις και η ταχυκαρδία, που αποδίδονται στην
αντιρροπιστική έκκριση αδρεναλίνης.
Τοπική αντίδραση στο σηµείο της υποδόριας ένεσης (λιποδυστροφία), για την
αποφυγή της οποίας η ένεση πρέπει κάθε φορά να γίνεται σε διαφορετικό σηµείο
(συνήθως κοιλιά, µηροί) και να απέχει από την προηγούµενη θέση κατά 3cm.
Τα παλαιότερα σκευάσµατα µπορεί να προκαλέσουν αντιγονικότητα, η οποία
µειώνει το θεραπευτικό αποτέλεσµα ή προκαλεί ακόµη και αλλεργικές αντιδράσεις.
Τα προβλήµατα αυτά δεν υπάρχουν µε τα νέα προϊόντα ανασυνδυασµού.
Η συστηµατική χορήγηση ινσουλίνης ενδέχεται να προκαλέσει αύξηση του
σωµατικού βάρους.
Aλληλεπιδράσεις. Η υπογλυκαιµική δράση της ινσουλίνης επιτείνεται από
τους β-αδρενεργικούς αναστολείς (επειδή παρεµποδίζουν την γλυκογονόλυση, που
είναι µία β-αδρενεργική λειτουργία), από τα αλκοολούχα ποτά και από τα
υπολιπιδαιµικά φάρµακα του τύπου της κλοφιβράτης. Ιδιαίτερη προσοχή απαιτείται
για τους β-αναστολείς, επειδή εκτός από την υπογλυκαιµική συνέργεια ενδέχεται να
συγκαλύψουν τα πρώιµα συµπτώµατα της υπογλυκαιµίας (εφιδρώσεις, ταχυκαρδία,
τρόµος). Τα σαλικυλικά ενδέχεται να επιτείνουν το υπογλυκαιµικό αποτέλεσµα,
επειδή αναστέλλουν τα ένζυµα της νεογλυκογένεσης.
Ανταγωνισµό προς την ινσουλίνη εµφανίζουν φάρµακα µε γνωστές
υπεργλυκαιµικές ιδιότητες (γλυκοκορτικοειδή, αντισυλληπτικά, θειαζιδικά
διουρητικά, θυρεοειδικές ορµόνες και αυξητική ορµόνη).
Προφυλάξεις. Είναι σηµαντικό να γίνει διαφοροδιάγνωση µεταξύ του
υπογλυκαιµικού και του διαβητικού κώµατος (στο δεύτερο δεν υπάρχουν στοιχεία
συµπαθητικοτονίας).
Η σωµατική άσκηση µειώνει τις απαιτήσεις του οργανισµού σε ινσουλίνη,
επειδή πιστεύεται ότι αυξάνει τη διαπερατότητα των µυϊκών κυττάρων στην γλυκόζη.

87
Καταστάσεις φυσικής καταπόνησης του οργανισµού (πυρετός, λοιµώξεις,
τραυµατισµοί, χειρουργικές επεµβάσεις), όπως και το ψυχολογικό stress, αυξάνουν
τις απαιτήσεις σε ινσουλίνη (πιθανώς λόγω της έκκρισης αδρεναλίνης). Οι διαιτητικές
συνήθειες επηρεάζουν γενικώς τη δοσολογία της ινσουλίνης. Συνήθως συνιστώνται
µικρά γεύµατα σε τακτά και προγραµµατισµένα χρονικά διαστήµατα. Τα παχύσαρκα
φάρµακα απαιτούν µεγαλύτερες δόσεις ινσουλίνης, επειδή στον λιπώδη ιστό
υπάρχουν σηµεία προσκόλλησης και απενεργοποίησης της ορµόνης.
Μορφές ινσουλίνης.
Ινσουλίνη βραχείας δράσης. ∆ιαλυτή κρυσταλλική ινσουλίνη. Η µόνη που
χορηγείται i.v., σε διαβητική κετοξέωση, χειρουργικές επεµβάσεις σε διαβητικούς και
υπερκαλιαιµία (µαζί µε διάλυµα γλυκόζης). Επίσης, χορηγείται s.c. για την απλή
ρύθµιση του διαβήτη. Μέγιστη δράση 2-4 h, διάρκεια δράσης 5-7 h.
Ινσουλίνες ενδιάµεσης δράσης και διφασικές. Απλή ρύθµιση του διαβήτη.
Η ισοφανική ινσουλίνη είναι εναιώρηµα κρυσταλλικής ινσουλίνης µε πρωταµίνη,
κατάλληλο για χορήγηση σε δύο δόσεις. Η άµορφος ψευδαργυρούχος ινσουλίνη είναι
επίσης ένα εναιώρηµα µε ενδιάµεση διάρκεια δράσης, που χορηγείται σε δύο δόσεις.
Μέγιστη δράση 4-12 h, διάρκεια δράσης 24 h.
Ινσουλίνη παρατεταµένης δράσης (lente). Απλή ρύθµιση του διαβήτη. Η
πρωταµινική ψευδαργυρούχος ινσουλίνη (semilente) και το ψευδαργυρούχο
εναιώρηµα κρυσταλλικής ινσουλίνης (ultralente), χορηγούνται µόνον µία φορά την
ηµέρα. Μέγιστη δράση 12-24 h, διάρκεια δράσης 36 h.

Άλλα αντιδιαβητικά φάρµακα

Στον µη ινσουλινοεξαρτωµενο σακχαρώδη διαβήτη, χρησιµοποιούνται


διάφορα φάρµακα ως συµπληρωµατικά της κατάλληλης δίαιτας περιορισµού των
υδατανθράκων. Με την πάροδο του χρόνου, ενδέχεται να µειωθεί η
αποτελεσµατικότητα αυτών των φαρµάκων και να απαιτηθεί αντιδιαβητική αγωγή µε
ινσουλίνη (συνήθως όταν η γλυκόζη παραµένει σταθερά σε επίπεδα >200mg/100ml).

Σουλφονυλουρίες

Οι σουλφονυλουρίες (χλωροπροπαµίδη, τολβουταµίδη, γλιβενκλαµίδη,


γλιµεπιρίδη, γλικλαζίδη, γλιπιζίδη, τολαζαµίδη και γλυκιδόνη) είναι τροποποιηµένα

88
παράγωγα των σουλφοναµιδών, που έχουν την ιδιότητα να διεγείρουν την έκκριση
της ινσουλίνης. Αυξάνουν την ευαισθησία των β-κυττάρων του παγκρέατος στην
υπεργλυκαιµία (προάγοντας την εισροή Ca++), καθώς και την ευαισθησία και τον
αριθµό των υποδοχέων της ινσουλίνης στους περιφερικούς ιστούς. Αντίθετα,
µειώνουν την έκκριση της γλυκαγόνης.
Έχουν το πλεονέκτηµα ότι εµφανίζουν καλή βιοδιαθεσιµότητα µετά από p.o.
χορήγηση. Κυκλοφορούν συνδεδεµένες µε τις λευκωµατίνες του πλάσµατος (90-
99%), µεταβολίζονται στο ήπαρ και απεκκρίνονται προς τα ούρα και προς την χολή.
Οι σουλφονυλουρίες εµφανίζουν έντονη υπογλυκαιµική δράση, ως αποτέλεσµα
αλληλεπίδρασης µε άλλα φάρµακα που συνδέονται επίσης µε τις λευκωµατίνες. Όταν
πρόκειται για ενώσεις µε κατ’εξοχήν νεφρική κάθαρση, υπάρχει ο κίνδυνος
παρατεταµένης υπογλυκαιµίας σε περίπτωση υπολειτουργία των νεφρών. Η µέγιστη
δράση των σουλφονυλουριών παρατηρείται σε 1-4 h, ενώ η διάρκεια δράσης
ποικίλλει ανάλογα µε το φάρµακο.
Η χλωροπροπαµίδη έχει τη µεγαλύτερη διάρκεια (1,5-3 ηµέρες) και µπορεί
να προκαλέσει ευκολότερα υπογλυκαιµία.
Η τολβουταµίδη έχει τη µικρότερη διάρκεια δράσης (6-12 h). Για τα άλλα
φάρµακα αυτής της οµάδας, η διάρκεια δράσης κυµαίνεται µεταξύ 12 και 24 h.
Η γλιπιζίδη δεν έχει ενεργούς µεταβολίτες και µπορεί να δοθεί σε νεφρική
ανεπάρκεια. Είναι 100 φορές και πλέον ισχυρότερη της τολβουταµίδης και χορηγείται
1-2 φορές την ηµέρα. Αντίθετα η παρόµοια γλιβενκλαµίδη απεκκρίνεται σε ικανό
ποσοστό στα ούρα.
Ενδείξεις. Μη ινσουλινοεξαρτώµενος σακχαρώδης διαβήτης, όταν δεν δίνει
καλά αποτελέσµατα η διαβητική δίαιτα (περιορισµός υδατανθράκων). Η
χλωροπροπαµίδη δίνεται και σε πρωτοπαθή άποιο διαβήτη, επειδή διεγείρει την
έκκριση της αντιδιουρητικής ορµόνης.
Αντενδείξεις. Ινσουλινοεξαρτώµενος διαβήτης, διαβητική κετοξέωση και
κώµα. Σε ηπατοπαθείς ασθενείς απαιτείται αναπροσαρµογή της δοσολογίας. Σε
νεφροπαθείς ασθενείς προτιµάται η γλιπιζίδη. Μπορεί να αποδειχθούν ανεπαρκείς για
τον έλεγχο του διαβητικού ασθενούς σε οξείες καταστάσεις (έµφραγµα µυοκαρδίου,
σοβαρές λοιµώξεις, χειρουργικές επεµβάσεις ή βαρείς τραυµατισµοί) και κατά τη
διάρκεια της κύησης. Σε ασθενείς µε πορφυρία (διαταραχή µεταβολισµού των
πορφυρινών) χορηγείται η γλιπιζίδη.
Παρενέργειες. Πρόκειται για καλώς ανεκτά φάρµακα, µε ήπιες παρενέργειες.

89
Όταν τα γεύµατα δεν είναι επαρκή, µπορεί να εµφανισθούν συµπτώµατα
υπογλυκαιµίας (κυρίως µε τα φάρµακα παρατεταµένης δράσης). Σε περιπτώσεις
υπερδοσολογίας, ή όταν υπάρχει φαρµακοκινητική αλληλεπίδραση παρεκτόπισης από
τα πρωτεϊνικά σηµεία σύνδεσης, προεξάρχουν τα συµπτώµατα της έντονης
υπογλυκαιµίας (λήθαργος, µειωµένα αντανακλαστικά άκρων, υπέρπνοια, ταχυκαρδία,
κυκλοφορική ανεπάρκεια, εγκεφαλικό οίδηµα, κώµα). Η αντιµετώπιση γίνεται µε i.v.
γλυκόζη (50ml από διάλυµα 50%) και διαζοξίδη (εµποδίζει την απελευθέρωση
ινσουλίνης και αυξάνει τις κατεχολαµίνες). Η χλωροπροπαµίδη ενέχει τον θεωρητικό
κίνδυνο της υπονατριαιµίας (από την κατακράτηση υγρών, λόγω της αυξηµένης
έκκρισης ADH).
Aλληλεπιδράσεις. Η υπογλυκαιµική δράση των σουλφονυλουριών
επιτείνεται ή παρεµποδίζεται από ποικίλα φάρµακα, όπως έχει ήδη αναφερθεί
παραπάνω για την ινσουλίνη. Η γλιβενκλαµίδη εµφανίζει σπανιότερα την κινητική
αλληλεπίδραση της παρεκτόπισης από τα πρωτεϊνικά σηµεία σύνδεσης. Η
χλωροπροπαµίδη µπορεί να προκαλέσει έντονη αδιαθεσία από αλκοολούχα ποτά
(‘αντίδραση τύπου δισουλφιράµης’).

∆ιγουανίδια

Το φυτό Galega officinalis ήταν γνωστό για την αντιδιαβητική του δράση. Με
τροποποίηση του δραστικού του συστατικού (γουανιδίνη) προέκυψαν τα διγουανίδια
µετφορµίνη και φαινφορµίνη. Έχουν διαφορετικό µηχανισµό δράσης από τις
σουλφονυλουρίες. Ελαττώνουν την εντερική απορρόφηση της γλυκόζης, προάγουν
την πρόσληψή της από τους ιστούς (ενισχύει την δράση της ινσουλίνης) και
αναστέλλουν την νεογλυκογένεση. Η δράση τους προϋποθέτει την παρουσία
ινσουλίνης, έστω και σε µικρές ποσότητες. Στα πλεονεκτήµατα τους συγκαταλέγεται
η µη πρόκληση υπογλυκαιµίας σε µη διαβητικά άτοµα, καθώς και η µείωση των
τριγλυκεριδίων, της LDL-χοληστερόλης και της ολικής χοληστερόλης.
Μία από τις σοβαρότερες παρενέργειες αυτών των φαρµάκων είναι η
πρόκληση γαλακτικής οξέωσης, εξ αιτίας της οποίας αποφεύγεται η χρήση τους.
Χρησιµοποιούνται µόνον όταν δεν είναι δυνατή ή αποτελεσµατική η χρήση
σουλφονυλουριών. Συνήθως προτιµάται η µετφορµίνη, επειδή παρουσιάζει την
παρενέργεια αυτή σπανιότερα.

90
Η µετφορµίνη έχει βιοδιαθεσιµότητα περίπου 50%, δεν συνδέεται µε
πρωτεΐνες του πλάσµατος, απεκκρίνεται αναλλοίωτη από τους νεφρούς και έχει Τ½
2,5 h.
Ενδείξεις. Μη ινσουλινοεξαρτώµενος σακχαρώδης διαβήτης, όταν δεν δίνει
καλά αποτελέσµατα η διαβητική δίαιτα (περιορισµός υδατανθράκων) και δεν
µπορούν να χρησιµοποιηθούν οι σουλφονυλουρίες (µη καλώς ανεκτές, ανάπτυξη
αλλεργίας, έλλειψη αποτελεσµατικότητας κ.ά.). Η µετφορµίνη έχει δοθεί σε
συνδυασµό µε σουλφονυλουρίες. Σε παχύσαρκα άτοµα µπορεί να χρησιµοποιηθεί ως
φάρµακο πρώτης εκλογής.
Αντενδείξεις. Καταστάσεις που καθιστούν τον ασθενή περισσότερο
ευαίσθητο στην ανάπτυξη γαλακτικής οξέωσης, όπως ηλικία άνω των 65 ετών,
καρδιαγγειακά νοσήµατα, αναπνευστική ανεπάρκεια, λοιµώξεις, αλκοολισµός,
ηπατική ή νεφρική βλάβη (κρεατινίνη >1.5mg/100ml), ιστορικό γαλακτικής οξέωσης.
Κύηση και γαλουχία.
Παρενέργειες. Γαστρεντερικές διαταραχές (µεταλλική γεύση, ανορεξία,
ναυτία, έµετοι, διάρροια) σε ποσοστό µέχρι 50% στην αρχή της θεραπείας οι οποίες
συνήθως παρέρχονται. Σπανίως αναπτύσσεται γαλακτική οξέωση, που εκδηλώνεται
µε υπεραερισµό, σύγχυση και κώµα. Η θνησιµότητα από γαλακτική οξέωση είναι
υψηλή.

Μεγλιτιδίνες

Οι µεγλιτιδίνες (ρεπαγλινίδη, νατεγλινίδη) έχουν παρόµοιο µηχανισµό δράσης


µε τις σουλφονυλουρίες. Η νατεγλινίδη έχει ικανοποιητική βιοδιαθεσιµότητα (72%).
Συνδέεται µε πρωτεΐνες κατά 98% και µεταβολίζεται στο ήπαρ. Μέγιστα επίπεδα
επιτυγχάνονται σε 0,5-2 h, και η διάρκεια δράσης είναι 4 h. Μεταβολίζεται µε
υδροξυλίωση (κυρίως από το κυτόχρωµα CYP2C9 και λιγότερο από το CYP3A4) και
αποβάλλεται ως γλυκουρονίδιο στη χολή (µπορεί να χορηγηθεί σε ασθενείς µε
νεφρική ανεπάρκεια).
Αντενδείξεις. Ινσουλινοεξαρτώµενος διαβήτης, διαβητική κετοξέωση και
κώµα. Σε ηπατοπαθείς ασθενείς απαιτείται αναπροσαρµογή της δοσολογίας. Κύηση
και γαλουχία.
Παρενέργειες. Υπογλυκαιµία, η οποία εγκαθίσταται ταχέως, ιδιαίτερα όταν

91
δεν ληφθεί τροφή µετά το φάρµακο. Αύξηση της όρεξης, αίσθηµα αδυναµίας,
κεφαλαλγία, γαστρεντερικές διαταραχές.
Αλληλεπιδράσεις. Φάρµακα που επάγουν ή αναστέλλουν τα κυτοχρώµατα
CYP2C9 και CYP3A4 επηρεάζουν την κινητική της νατεγλινίδης. Η υπογλυκαιµική
δράση µειώνεται από διάφορους υπεργλυκαιµικούς παράγοντες (βλ. αλληλεπιδράσεις
της ινσουλίνης).

Θειαζολιδινοδιόνες

Οι θειαζολιδινοδιόνες (ροζιγλιταζόνη και πιογλιταζόνη) αυξάνουν την


ευαισθησία των µυϊκών κυττάρων στην ινσουλίνη. Στον λιπώδη κυρίως ιστό,
ενεργοποιούν τον υποδοχέα PPAR-γ (peroxisome proliferator-activated receptor-γ )
και επηρεάζουν τον µεταβολισµό των υδατανθράκων, της χοληστερόλης και των
τριγλυκεριδίων. Επειδή οι θειαζολιδινοδιόνες δεν αυξάνουν την έκκριση της
ινσουλίνης ο κίνδυνος υπογλυκαιµίας είναι µηδαµινός. Ενισχύουν την ινωδόλυση και
βελτιώνουν τη λειτουργία του ενδοθηλίου.
Ως νέα φάρµακα, χρησιµοποιούνται µε σχετικώς περιορισµένες ενδείξεις (µη
ινσουλινοεξαρτώµενος σακχαρώδης διαβήτης, όταν δεν είναι δυνατή η αγωγή µε
άλλα από του στόµατος αντιδιαβητικά φάρµακα). Επειδή για το επιθυµητό
υπογλυκαιµικό αποτέλεσµα απαιτείται περισσότερος χρόνος από ό,τι µε τα άλλα
φάρµακα, η δόση πρέπει να αυξάνεται ανά 3-4 εβδοµάδες.
Αντενεδείξεις. Συµφορητική καρδιακή ανεπάρκεια, ηπατοπάθεια, ευαισθησία
στις θειαζολιδινοδιόνες, κύηση, γαλουχία.
Παρενέργειες. Αύξηση σωµατικού βάρους, οίδηµα (5-7%), ηπατική βλάβη
(ιδιοσυγκρασική αντίδραση), οίδηµα, αναιµία, κεφαλαλγία.
Προφυλάξεις. Λόγω του κινδύνου ηπατοτοξικότητας συνιστάται ο έλεγχος
της λειτουργίας του ήπατος ανά δίµηνο το πρώτο χρόνο θεραπείας.

Άλλα αντιδιαβητικά φάρµακα

Οι αναστολείς της α-γλυκοσιδάσης (ακαρβόζη και η µιγλιτόλη)


παρεµποδίζουν την διάσπαση και την εντερική απορρόφηση των σύνθετων
υδατανθράκων (δεξτρίνη, µαλτόζη, σακχαρόζη και άµυλο), προλαµβάνοντας έτσι την
µεταγευµατική υπεργλυκαιµία. Συνήθως χρησιµοποιούνται ως επικουρικά φάρµακα.

92
Αντενδείκνυνται σε ασθενείς µε σοβαρή ηπατική βλάβη, νεφροπάθεια,
φλεγµονώδεις νόσους του εντέρου ή ιστορικό εντερικής απόφραξης. Οι µη
απορροφούµενοι υδατάνθρακες προκαλούν µετεωρισµό (διάταση της κοιλίας µε
πόνο) και διάρροια. Σπανίως, οξεία ηπατική βλάβη (συνιστάται ο έλεγχος της
λειτουργίας του ήπατος, ανά τακτά χρονικά διαστήµατα). Οι ασθενείς δεν πρέπει να
χρησιµοποιούν κοινή ζάχαρη (σακζαρόζη) αλλά γλυκόζη.

Φάρµακα κατά της υπογλυκαιµίας

Υπογλυκαιµία προκύπτει συνήθως ως παρενέργεια της ινσουλίνης και των


από του στόµατος αντιδιαβητικών φαρµάκων. Προκύπτει επίσης από ενδοκρινικές
νόσους (Addison, µυξοίδηµα), από υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ, υπερπλασία
των β-κυττάρων του παγκρέατος, ή από διάφορα φάρµακα (π.χ. πενταµιδίνη, β-
αναστολείς, κ.ά.).
Η γλυκαγόνη παράγεται από τα α-κύτταρα του παγκρέατος και ασκεί
υπεργλυκαιµική δράση, διασπώντας το ηπατικό γλυκογόνο. Είναι αυξηµένη στο
διαβήτη τύπου Ι, σε όγκους του παγκρέατος που παράγουν γλυκαγόνη και σε
καταστάσεις stress (τραύµατα, λοιµώξεις κ.ά.). Η χρήση της ενδείκνυται σε οξείες
υπογλυκαιµκές καταστάσεις, καθώς και σε σοβαρή δηλητηρίαση από β-
αδρενεργικούς αναστολείς.. ∆εν είναι αποτελεσµατική σε υπογλυκαιµία από νηστεία
ή από επινεφριδιακή ανεπάρκεια. Χορηγείται παρεντερικώς (i.v., i.m., s.c.) και έχει
Τ1/2 5 min.
Η διαζοξίδη είναι µία βενζοθειαζίδη, της οποίας η κύρια ένδειξη είναι η
αντιµετώπιση υπερτασικών κρίσεων (βλ. αντιυπερτασικά φάρµακα). Η διαζοξίδη
προκαλεί υπεργλυκαιµία, επειδή αναστέλλει την έκκριση της ινσουλίνης.
Χορηγείται από το στόµα. Συνδέεται µε πρωτεΐνες σε υψηλό βαθµό και
απεκκρίνεται στα ούρα. Ο Τ1/2 είναι 20-36 h. Η υπεργλυκαιµική δράση αρχίζει σε 1 h
και διαρκεί περίπου 8 h. Χρησιµοποιείται σε βαριά υπογλυκαιµία από αδενώµατα του
παγκρέατος ή από νεοπλάσµατα που εµφανίζουν παρακρινική έκκριση ινσουλίνης.
∆εν δίνεται για την αντιµετώπιση υπογλυκαιµικών κρίσεων.

93
94
Κ. Αντωνίου

Κλινική Φαρµακολογία ΙΙ
ΦΑΡΜΑΚΑ ΚΑΙ ΑΙΜΑ
Στο κεφάλαιο αυτό θα αναφερθούν οι παράγοντες οι οποίοι είναι χρήσιµοι για
την αντιµετώπιση τεσσάρων αιµατολογικών διαταραχών: αναιµία, ουδετεροπενία και
διαταραχές της αιµόστασης όπως θρόµβωση και αιµορραγία.

Α. Αναιµία

Ως αναιµία χαρακτηρίζεται η κάτω των φυσιολογικών ορίων συγκέντρωση


αιµοσφαιρίνης, γεγονός που µπορεί να οδηγήσει σε συµπτώµατα (δύσπνοια, κόπωση)
εξαιτίας της µειωµένης µεταφοράς οξυγόνου. Τα αίτια της αναιµίας µπορούν να
ταξινοµηθούν σε δύο κατηγορίες: µικρός αριθµός δικτυοερυθροκυττάρων (απλαστική
αναιµία), καθώς ο µυελός των οστών δεν παράγει επαρκή αριθµό ερυθρών
αιµοσφαιρίων και µεγάλος αριθµός ερυθροκυττάρων (αιµολυτική αναιµία), όπου
συµβαίνει αυξηµένη περιφερική καταστροφή ερυθρών αιµοσφαιρίων παρόλο που
υπάρχει αυξηµένη παραγωγή από το µυελό των οστών.
Οι απλαστικές αναιµίες µπορούν να υποδιαιρεθούν σε περαιτέρω κατηγορίες
ανάλογα µε το µέγεθος των ερυθρών αιµοσφαιρίων (µικροκυτταρική, ορθοκυτταρική,
µακροκυτταρική).

1. Σιδηροπενική αναιµία
Η έλλειψη σιδήρου είναι η πιο κοινή αιτία αναιµίας (απλαστική –
µικροκυτταρική).

Στοιχεία φυσιολογίας

Το µεγαλύτερο ποσό του σιδήρου του οργανισµού εντοπίζεται στην

95
αιµοσφαιρίνη. Ο σίδηρος είναι απαραίτητος για να σχηµατιστεί το µόριο της αίµης, η
οποία αποτελεί το συστατικό µεταφοράς οξυγόνου στην αιµοσφαιρίνη. Ειδικότερα, ο
σίδηρος συνδέεται µε αντιστρεπτό τρόπο µε το οξυγόνο και η τρισθενής µορφή του
συνδέεται λιγότερο µε το οξυγόνο συγκριτικά µε τη δισθενή µορφή του.
Ο στοιχειακός σίδηρος (δισθενής) απορροφάται κυρίως από τον
γαστρεντερικό σωλήνα. Οι άνδρες απαιτούν 0.5-1mg σιδήρου ηµερησίως (από τη
διατροφή) ενώ οι γυναίκες αντίστοιχα χρειάζονται περίπου 2mg σιδήρου ηµερησίως.
Ας σηµειωθεί ότι αν και οι γυναίκες κατά τη διάρκεια της εγκυµοσύνης και
ειδικότερα στα δύο τελευταία τρίµηνα, χρειάζονται περίπου 5-6 mg σιδήρου
ηµερησίως, δεν έχει επαρκώς αποδειχθεί ότι η χορήγηση σιδήρου, ως συµπλήρωµα,
(συνταγογράφηση ρουτίνας) συνεισφέρει στη βελτίωση της κλινικής εξέλιξης της
µητέρας, του εµβρύου ή του νεογνού.
Περίπου 1mg σιδήρου αποβάλλεται ηµερησίως από τα κόπρανα, τον ιδρώτα
και το δέρµα. Οι γυναίκες κατά την έµµηνο ρύση µπορεί να απωλέσουν µέχρι και
30mg σιδήρου. Οι γυναίκες κατά τη διάρκεια της εγκυµοσύνης µπορεί να απολέσουν
µέχρι και 500mg σιδήρου.
Περίπου 1g σιδήρου είναι αποθηκευµένο µε τη µορφή συµπλόκου -φερριτίνης
και αιµοσιδερίνης- στον µυελό των οστών, στο ήπαρ και στο σπλήνα. Αυτή η
αποθηκευµένη µορφή σιδήρου µπορεί να χρησιµοποιηθεί για τη σύνθεση της
αιµοσφαιρίνης στην περίπτωση αιµορραγίας.
Η µεταφορά του σιδήρου στο πλάσµα πραγµατοποιείται µέσω µιας
πρωτείνης-µεταφορέα, την τρανσφερίνη. Ας σηµειωθεί ότι µόνον το 0.1% του ολικού
σιδήρου κυκλοφορεί στο πλάσµα. Υποδοχείς τρανσφερίνης εντοπίζονται στην
επιφάνεια των κυττάρων οι οποίοι συµµετέχουν στην ενδοκύττωση του
συµπλέγµατος τρανσφερίνης-σιδήρου.

Στοιχεία παθοφυσιολογίας της σιδηροπενικής αναιµίας.


Συµπτώµατα: Έλλειψη σιδήρου µπορεί να συνδυαστεί µε κόπωση, ανορεξία,
πονοκέφαλο και µια χαρακτηριστική υποχρωµική, µικροκυτταρική αναιµία
Εργαστηριακά ευρήµατα: Η έλλειψη σιδήρου συνδέεται κυρίως µε χαµηλά επίπεδα
φεριττίνης. Χαµηλό επίπεδο σιδήρου στο πλάσµα σε σιδηροπενική αναιµία συνδέεται
µε αυξηµένη δεσµευτική ικανότητα σιδήρου-τρανσφερίνης. Το γεγονός αυτό έχει σαν
αποτέλεσµα την µείωση (σε ποσοστό µικρότερο του 10%) του λόγου: επίπεδα
σιδήρου στον ορό/συνολικά υψηλή δεσµευτική ικανότητα σιδήρου. Η φυσιολογική

96
τιµή του λόγου αυτού είναι περίπου 35%±15%. Η δεδοµένη κατάσταση στη
σιδηροπενική αναιµία υποδηλώνει ότι η πρωτείνη-µεταφορέας του σιδήρου, η
τρανσφερίνη κορεννύεται σε ποσοστό µικρότερο του 10% µε µορφή συµπλόκου
τρανσφερίνη-σίδηρος.
∆ιάγνωση: Ευαίσθητη και ειδική διάγνωση της σιδηροπενικής αναιµίας είναι
η εξέταση των αποθεµάτων του σιδήρου στο µυελό των οστών.
Επιπλοκές: Η σοβαρή έλλειψη σιδήρου µπορεί να προκαλέσει σύνδροµο
Plummer-Vinson, το οποίο µπορεί να συνδυαστεί µε δυσφαγία, γαστρίτιδα και
υποχλωρυδρία.
Αιτιολογία: Η σιδηροπενική αναιµία συχνά προκαλείται από σοβαρή απώλεια
αίµατος. Πιθανές υποκείµενες διαταραχές οφείλουν να διερευνηθούν.

Αντιµετώπιση

1. Συµπληρώµατα σιδήρου από το στόµα


Τα σκευάσµατα σιδήρου είναι διάφορα άλατα ή σύµπλοκες ενώσεις του που
διαφέρουν στην περιεκτικότητα σε στοιχειακό σίδηρο. Το στοιχείο αυτό είναι
απαραίτητο για τον καθορισµό της δόσης. Ας σηµειωθεί ότι οι τρισθενείς ενώσεις
σιδήρου είναι λιγότερο δραστικές (απορροφούνται λιγότερο) από τις δισθενείς
ενώσεις.
Συµπληρώµατα θειικού σιδήρου από το στόµα είναι η συνηθισµένη
θεραπευτική αγωγή. Η απορρόφηση του λαµβανόµενου σιδήρου διευκολύνεται µε
άδειο στοµάχι και αφορά περίπου στο 10-20% της ποσότητας που περιέχεται στο
αντίστοιχο σκεύασµα. Ο συχνός έλεγχος της αιµοσφαιρίνης και η µακρά διάρκεια
χορήγησης χαρακτηρίζουν τη συνταγογράφηση συµπληρωµάτων σιδήρου για την
αντιµετώπιση της σιδηροπενικής αναιµίας. Ο συνδυασµός σιδήρου-φυλλικού οξέος
αποτελεί ένδειξη µόνο για προφυλακτική χρήση στη διάρκεια εγκυµοσύνης.
Οι ανεπιθύµητες ενέργειες περιλαµβάνουν γαστρεντερικό ερεθισµό, όπως
ναυτία, έµετο, κοιλιακά άλγη, διάρροια ή δυσκοιλιότητα και αιµοσιδήρωση σε χρόνια
χρήση.
Το ασκορβικό οξύ διευκολύνει την απορρόφηση του σιδήρου.
Τα αντιόξινα και το γάλα µειώνουν την απορρόφησή του.
Η ταυτόχρονη χορήγηση σιδήρου µειώνει την απορρόφηση τετρακυκλινών,
κινολονών, διφωσφωνικών, µεθυλντόπα και λεβοντόπα.

97
Παρεντερική χορήγηση

Εάν η από του στόµατος χορήγηση σιδήρου δεν γίνεται ανεκτή, ο σίδηρος
µπορεί να χορηγηθεί παρεντερικά µε τη µορφή συµπλόκου σιδήρου-δεξτράνης
(ενδοµυϊκά ή ενδοφλέβια).
Η ενδοµυϊκή χορήγηση είναι επώδυνη και µπορεί να προκαλέσει αλλαγή του
χρώµατος του δέρµατος στο σηµείο της έγχυσης. Προτιµάται η ενδοφλέβια οδός
χορήγησης, η οποία όµως πρέπει να είναι βραδεία και υπό στενή παρακολούθηση
λόγω του κινδύνου σοβαρών αναφυλακτικών αντιδράσεων. Άλλες ανεπιθύµητες
ενέργειες περιλαµβάνουν πυρετό, αρθραλγίες, διόγκωση λεµφαδένων (αντίδραση
υπερευαισθησίας), ναυτία, έµετους, σπασµούς, υπόταση και δύσπνοια.

2. Μεγαλοβλαστική αναιµία

Στοιχεία παθοφυσιολογίας
Η ανεπάρκεια βιταµίνης Β12 (κοβαλαµίνης) και φυλλικού οξέος µπορεί να
οδηγήσει σε µεγαλοβλαστική αναιµία, η οποία χαρακτηρίζεται από µακροκυτταρικές
αλλαγές στα ερυθρά αιµοσφαίρια (µακροκυτταρική απλαστική αναιµία). Τόσο η Β12
όσο και το φυλλικό οξύ αποτελούν σηµαντικούς παράγοντες ενζυµατικών
αντιδράσεων για τη σύνθεση του DNA και η έλλειψη τους µπορεί να επηρεάσει
σηµαντικά το ρυθµό αιµοποίησης.
Η διάγνωση της µεγαλοβλαστικής αναιµίας πραγµατοποιείται µε µέτρηση
επιπέδων Β12 και φυλλικού οξέος στον ορό και την εφαρµογή του Schilling test
(διερεύνηση κακοήθους αναιµίας). Ευαίσθητο δείκτη έλλειψης Β12 αποτελεί η
αύξηση στο επίπεδο µεθυλοµαλονικού οξέος στον ορό. Άλλο χαρακτηριστικό για τη
διάγνωση αποτελεί η παρουσία στο αίµα µακροκυτταρικών ερυθρών αιµοσφαιρίων.

Φυλλικό οξύ

Το φυλλικό οξύ εντοπίζεται σε πολλές τροφές και κυρίως στο ήπαρ, και τα
φρέσκα λαχανικά Η ηµερήσια ανάγκη σε φυλλικό είναι περίπου 100µg. Κατά την
κύηση και το θηλασµό οι ανάγκες για φυλλικό οξύ είναι σηµαντικά αυξηµένες µέχρι
και 200µg ηµερησίως.

98
Στοιχεία φυσιολογίας

To φυλλικό οξύ απαντάται σε µεγάλη ποικιλία φρέσκων τροφών και


βρίσκεται συζευγµένο µε ένα ή περισσότερα µόρια γλουταµινικού οξέος.
Φυσιολογικά µετατρέπεται στο στόµαχο σε µονο- ή δι-γλουταµικό και απορροφάται
σε ικανοποιητικές ποσότητες από το εγγύς λεπτό έντερο. Αποθηκεύεται στο ήπαρ
και µετατρέπεται σε 5-µεθυλοτετραυδροφυλλικό µορφή µε την οποία εισέρχεται στα
κύτταρα των ιστών. Το φυλλικό οξύ αποτελεί πρόδροµη ουσία πολλών συνενζύµων
και ένα παράγωγο του το τετραυδροφυλλικό (που παράγεται στα κύτταρα)
συµµετέχει στη σύνθεση του DNA.

Ελλειψη φυλλικού οξέος

Η έλλειψη φυλλικού µπορεί να προκύψει από: µη επαρκή πρόσληψή του από


την τροφή, πιθανή νόσο στο λεπτό έντερο, προβλήµατα στον εντερεοηπατικό κύκλο
του φυλλικού, χαµηλή συγκέντρωση στις πρωτείνες-µεταφορείς του φυλλικού στο
πλάσµα, χορήγηση φαρµάκων όπως µεθοτρεξάτη, τριµεθοπρίµη, αντιπηκτικά,
αντισπασµωδικά και αντισυλληπτικά, χρήση αλκοόλ και κατάσταση εγκυµοσύνης
όπου οι ανάγκες αυξάνονται.
Η έλλειψη φυλλικού οξέος µπορεί να οδηγήσει σε µεγαλοβλαστική αναιµία. Η
έναρξη συµπτωµατολογίας πραγµατοποιείται γρηγορότερα από εκείνη λόγω
έλλειψης Β12. Η έλλειψη φυλλικού οξέος δεν σχετίζεται µε νευρολογικές διαταραχές.

Κλινικές εφαρµογές φυλλικού οξέος

Η έλλειψη φυλλικού οξέος η οποία µπορεί να προκαλέσει µεγαλοβλαστική


αναιµία αντιµετωπίζεται µε συστηµατική χορήγηση σκευασµάτων φυλλικού οξέος.
Σκευάσµατα φυλλινικού ασβεστίου χορηγούνται επίσης στην έλλειψη φυλλικού
οξέος (όταν τα σκευάσµατα φυλλικού δεν επαρκούν ή δεν ενδείκνυται) ή ως αντίδοτο
ανταγωνιστών του φυλλικού οξέος (π.χ. µεθοτρεξάτη).

Ανεπιθύµητες ενέργειες

Εµφανίζονται σπανίως και σε µεγάλες δόσεις. Αλλεργικές αντιδράσεις έχουν


κυρίως αναφερθεί µετά από συστηµατική, ενδοµυική και ενδοφλέβια χορήγηση.

99
Βιταµίνη Β12

Η βιταµίνη Β12 είναι απαραίτητη για την ανάπτυξη των κυττάρων και τη
διατήρηση της µυελίνης. Επίσης είναι απαραίτητη για τις µεταβολικές αντιδράσεις
στις οποίες συµµετέχει το φυλλικό οξύ.

Στοιχεία φυσιολογίας

Η σύνθεση της βιταµίνης Β12 µπορεί να γίνει στον ειλεό, αλλά εκεί δεν µπορεί
να απορροφηθεί και έτσι οι ηµερήσιες ανάγκες Β12 (0.6-1.2mg) πρέπει να
λαµβάνονται από τη τροφή (γαλακτοκοµικά, αυγά, κρέας), ενώ απορροφώνται από
τον γαστρεντερικό σωλήνα. Η απορρόφηση πραγµατοποιείται µε τη βοήθεια ενός
ενδογενούς παράγοντα ο οποίος εκκρίνεται από τα τοιχωµατικά κύτταρα του
στοµάχου και το συγκεκριµένο σύµπλοκο απορροφάται από υποδοχείς στα
επιφανειακά κύτταρα του ειλεού. Κατόπιν της µεταφοράς στο αίµα, η βιταµίνη Β12
µεταφέρεται στους ιστούς συνδεόµενη µε τις τρανσκοβαλαµίνες και τη β-γλοβουλίνη.
Κυρίως αποθηκεύεται στο ήπαρ και ο βιολογικός χρόνος ηµίσειας ζωής είναι περίπου
1 έτος.

Έλλειψη βιταµίνης Β12


Η έλλειψη βιταµίνης Β12 µπορεί να προκληθεί από:
- µη επαρκή έκκριση του ενδογενούς παράγοντα (αυτοάνοση γαστρίτιδα)
- διαιτητικούς παράγοντες (σπανίως, π.χ. χορτοφάγοι)
- εντερικές διαταραχές όπως αφαίρεση στοµάχου, ειλεού, σύνδροµο τυφλής έλικας,
νόσος Crohn,
- ανεπάρκεια τρανσκοβαλαµίνης (σπανίως)
- διαταραχή στη διαδικασία επαναπορρόφησης του ποσού βιταµίνης που εκκρίνεται
ηµερησίως από το ήπαρ στη χολή.
Η έλλειψή της µπορεί να προκαλέσει µεγαλοβλαστική αναιµία
(διαφοροδιαγνωστικά ελέγχεται και η ύπαρξη κακοήθους αναιµίας) αλλά και
αποµυελίνωση και κυτταρικό θάνατο νευρικών κυττάρων, µε αποτέλεσµα
νευρολογικές διαταραχές (πιθανώς µη αναστρέψιµες). Ειδικότερα, µπορεί να
προκληθούν παραισθησίες (πρόδροµο σύµπτωµα) αλλά και απώλεια της εν τω βάθει
αισθητικότητας, αταξία, άνοια και κώµα.

100
Κλινικές εφαρµογές βιταµίνης Β12

Η βιταµίνη Β12 αποτελεί φάρµακο εκλογής για καταστάσεις


µεγαλοβλαστικής αναιµίας αλλά χορηγείται και προφυλακτικά σε περιπτώσεις που
µπορεί να οδηγήσουν σε πιθανή ανεπάρκεια (π.χ. γαστρεκετοµή). Χορηγείται
ενδοµυϊκά, ενώ δεν φαίνεται να εµφανίζονται σοβαρές παρενέργειες.

3. Αναιµία λόγω νεφρικής ανεπάρκειας

Στοιχεία Φυσιολογίας

Η ερυθροποιητίνη είναι µια γλυκοπρωτείνη, η οποία είναι σηµαντικός


αυξητικός παράγοντας που ρυθµίζει τη παραγωγή ερυθροκυττάρων.
Η ερυθροποιητίνη παράγεται στο νεφρό και στο ήπαρ (κατά ένα πολύ µικρό
ποσοστό) σαν απάντηση στις αλλαγές της τάσης οξυγόνου των ιστών (υποξαιµία).
Αφού συντεθεί, η ερυθροποιητίνη εκλύεται άµεσα στο αίµα και στη συνέχεια
συνδέεται στον µυελό των οστών µε τους υποδοχείς ερυθροποιητίνης στα αρχέγονα
κύτταρα ερυθροκυττάρων και διεγείρεται έτσι ο κυτταρικός πολλαπλασιαµός και η
διαφοροποίηση προς ερυθρά αιµοσφαίρια.
Η ερυθροποιητίνη που χρησιµοποιείται σήµερα στη θεραπευτική έχει
παρασκευαστεί µε την τεχνική ανασυνδυασµένου DNA. Περιέχει την ίδια σειρά
αµινοξέων µε την φυσικά παραγόµενη ερυθροποιητίνη και η ύπαρξη αντισωµάτων
δεν έχει ανιχνευθεί.

Στοιχεία Φαρµακοκινητικής ερυθροποιητίνης

Η ερυθροποιητίνη χορηγείται παρεντερικά (ενδοµυικά-υποδόρια) επειδή


διασπάται στο γαστρεντερικό σωλήνα. Ο χρόνος ηµίσειας ζωής είναι 5-13 ώρες όταν
χορηγείται σε ασθενείς µε χρόνια νεφρική ανεπάρκεια. Ας σηµειωθεί ότι η
φαρµακοκινητική της δεν επηρεάζεται από την αιµοδιάλυση.

Κλινικές εφαρµογές ερυθροποιητίνης

Η ερυθροποιητίνη ενδείκνυται για τη θεραπεία της αναιµίας που προκαλείται


από τη χρόνια νεφρική ανεπάρκεια, είτε οι ασθενείς υποβάλλονται σε αιµοδιάλυση

101
είτε όχι.
Επίσης χορηγείται στην αναιµία πασχόντων από AIDS εάν οφείλεται στη
χορήγηση ζιδοβουδίνης (AZT).
Ενδείκνυται στη χηµειοθεραπεία µε πλατίνη για τη συντόµευση της διάρκειας
της αναιµίας και προληπτικά στην αναιµία των πρόωρων βρεφών.
Η πρόσθετη χορήγηση σιδήρου µπορεί να βελτιώσει την απόδοση του
φαρµάκου. ∆εν ενδείκνυται για άµεση βελτίωση σοβαρής αναιµίας.

Ανεπιθύµητες Ενέργειες

Αύξηση της αρτηριακής πίεσης, αύξηση αριθµού αιµοπεταλίων που υποχωρεί


µε τη συνέχιση της θεραπείας, θροµβωτικά επεισόδια (πιθανή χρήση ηπαρίνης κατά
τη διάρκεια αιµοδιάλυσης), επιληπτικές κρίσεις και πιο σπάνια αλλεργικές
δερµατικές αντιδράσεις.

4. Άλλες απλαστικές και Αιµολυτικές αναιµίες

Άλλες απλαστικές αναιµίες, εκτός της σιδηροπενικής και µεγαλοβλαστικής


αναιµίας, που χαρακτηρίζονται από υπολειτουργία ή αναστολή της λειτουργίας του
µυελού των οστών είτε λόγω γνωστής αιτίας (δευτεροπαθείς) όπως
- γενετικά αίτια (αναιµία Fanconi)
- φάρµακα (χηµειοθεραπεία, χλωραµφαινικόλη κ.α)
- τοξίνες , χηµικές ουσίες
- ακτινοβολία
-λοιµώξεις
είτε λόγω άγνωστης αιτιολογίας (ιδιοπαθής).
Σε νεαρά άτοµα , η µεταµόσχευση µυελού των οστών είναι η θεραπεία
εκλογής από συµβατό δότη. Σε µεγαλύτερα άτοµα χορηγείται ανοσοκατασταλτική
θεραπεία, (αντιλεµφοκυτταρική σφαιρίνη µε ή χωρίς κυκλοσπορίνη). Έχουν επίσης
χρησιµοποιηθεί αναβολικά στερινοειδή τα οποία παρουσιάζουν αρκετές
παρενέργειες.
Η πυριδοξίνη µπορεί να χρησιµοποιηθεί σε µερικές περιπτώσεις επίκτητης
σιδηροβλαστικής αναιµίας (αλκοολισµός, φάρµακα) ή κληρονοµικής
σιδηροβλαστικής αναιµίας (απλαστική-µικροκυτταρική αναιµία).

102
Οι αιµολυτικές αναιµίες είναι µια οµάδα νοσηµάτων, κληρονοµικών ή
επίκτητων, στις οποίες η επιβίωση των ερυθροκυττάρων µειώνεται είτε οξέως είτε
χρόνια. ∆εν αντιµετωπίζονται όλες µε µία ενιαία φαρµακευτική χορήγηση.
Τα κορτικοστεροειδή χρησιµοποιούνται στις αυτοάνοσες αιµολυτικές
αναιµίες.
Η δεφεροξαµίνη (χηλική ουσία) χρησιµοποιείται στην αποσιδήρωση
πασχόντων από διάφορες αιµοσφαιρινοπάθειες που συνοδεύονται κυρίως από
εναπόθεση σιδήρου στα διάφορα όργανα εξαιτίας επανειληµµένων µεταγγίσεων
αίµατος.
Η δεφεριπρόνη χρησιµοποιείται επίσης στη θεραπεία αποσιδήρωσης σε
πάσχοντες από µείζονα µεσογειακή αναιµία.
Το κυανούν του µεθυλενίου χρησιµοποιείται σε περιπτώσεις κληρονοµικής
µεθαιµοσφαιριναιµίας ή και ως αντίδοτο σε δηλητηριάσεις που προκαλούν
µεθαιµοσφαιριναιµία.
Η ανεπάρκεια της γλυκοζο-6-φωσφορικής δεϋδρογενάσης αποτελεί µια
αιµολυτική αναιµία. ∆εν υπάρχει ειδικό φάρµακο για τη νόσο για το άτοµο που φέρει
τη συγκεκριµένη ανεπάρκεια και θα πρέπει να αποφεύγει τη λήψη κυάµων και
ορισµένων φαρµάκων που προδιαθέτουν για αιµόλυση (ανθελονοσιακά, κάποια
παυσίπονα, σουλφοναµίδες και µερικά αντιβιοτικά.

Β. Ουδετεροπενία

Στοιχεία φυσιολογίας-παθοφυσιολογίας

Ως ουδετεροπενία χαρακτηρίζεται ο χαµηλότερος του φυσιολογικού αριθµός


ουδετερόφιλων, γεγονός που µπορεί να οδηγήσει σε λοιµώξεις εξαιτίας της
ανεπαρκούς άµυνας του οργανισµού σε εισβολή µικροβίων. Η ακοκκιοκυτταραιµία
αφορά στην ταχεία έλλειψη ουδετερόφιλων. Η πιο συνηθισµένη αιτία ουδετεροπενίας
είναι η µυελοκαταστολή λόγω χηµειοθεραπείας, αν και πρέπει να σηµειωθεί ότι
ευρέως συνταγογραφούµενα φάρµακα µπορεί να προκαλέσουν ουδετεροπενία
(αναλγητικά, αντιφλεγµονώδη, αντιβιοτικά, αντιψυχωτικά, αντιεπιληπτικά). Επίσης,
τα αυτοάνοσα νοσήµατα, µερικές ιώσεις και η φυµατίωση αποτελούν διαταραχές που
µπορεί επίσης να προκαλέσουν ουδετεροπενία.

103
Η υπερπλασία και η ωρίµανση των προγονικών κυττάρων του µυελού
ρυθµίζεται από ειδικές αιµοποιητικές ορµόνες (κυτοκίνες-γλυκοπρωτείνες) που
ονοµάζονται «παράγοντες διέγερσης αποικιών». Ο G-CSF (granulocyte–colony
stimulating factor) είναι ο παράγων ενεργοποίησης αποικιών κοκκιοκυττάρων και
διεγείρει εκλεκτικά την αύξηση και ωρίµανση των ουδετερόφιλων, ενώ ο παράγοντας
GM-CSF (granulocyte-macrophage factor) αφορά στην ενεργοποίηση αποικιών
µακροφάγων και κοκκιοκυττάρων και διεγείρει την ανάπτυξη ουδετερόφιλων και
µονοκυττάρων και µακροφάγων.

Αντιµετώπιση
Έχουν αναπτυχθεί ανασυνδυασµένες µορφές αυτών των παραγόντων:
- Φιλγραστίµη, Λενογραστίµη, Αµιφοστίνη ανασυνδυασµένος παράγοντας G-
CSF
- Μολγραµοστίνη , ανασυνδυασµένη γλυκοπρωτείνη ισοδύναµη µε τον
παράγοντα διέγερσης GM-CSF.

Φιλγραστίµη

Κλινικές εφαρµογές

Ενδείκνυται σε ασθενείς που υποβάλλονται σε χηµειοθεραπεία για κακοήθη


νόσο εκτός του µυελού των οστών, για µείωση της διάρκειας της ουδετεροπενίας.
Επίσης χρησιµοποιείται σε αυτόλογη µεταµόσχευση µυελού των οστών, µετά από
χορήγηση AZT και σε απλαστικές αναιµίες. Χορηγείται υποδόρια ή ενδοφλεβίως.
∆εν χορηγείται σε ασθενείς που πάσχουν από κακοήθεια του αιµοποιητικού.
Ανεπιθύµητες ενέργειες:
Μυοσκελετικοί πόνοι, σπληνοµεγαλία, άνοδος ουρικού οξέος, γαστρεντερικές
και ηπατικές διαταραχές, κεφαλαλγία.

Γ. ∆ιαταραχές της αιµόστασης


Οι διαταραχές αυτές περιλαµβάνουν κυρίως τη θρόµβωση και την
αιµορραγία.
Οι αιµορραγικές διαταραχές είναι το αποτέλεσµα της αδυναµίας του
αιµοστατικού µηχανισµού να σχηµατίσει θρόµβους και να σταµατήσει την

104
αιµορραγία.
Αιµοστατικοί παράγοντες µπορούν να χρησιµοποιηθούν σε περιπτώσεις
αιµορραγίας.
Η θρόµβωση αφορά στη δηµιουργία θρόµβων στα αιµοφόρα αγγεία και
µπορεί να οδηγήσει σε αρτηριακή απόφραξη (έµφραγµα µυοκαρδίου, εγκεφαλικό
επεισόδιο, περιφερική ισχαιµία) ή φλεβική απόφραξη (σοβαρή φλεβική θρόµβωση
και πνευµονική εµβολή). Ο ενδοθηλιακός τραυµατισµός είναι η κύρια αιτία
αρτηριακής θρόµβωσης και ακολουθεί φαρµακευτική παρέµβαση, η οποία
συνίσταται στους αντιαιµοπεταλιακούς παράγοντες οι οποίοι συνήθως χορηγούνται
καθ’όλη τη διάρκεια ζωής. Η στάση και η υπερπηκτικότητα αποτελούν την κύρια
αιτία φλεβικής θρόµβωσης και ακολουθεί η φαρµακευτική παρέµβαση, η οποία
συνήθως συνίσταται στα αντιπηκτικά καθ’όλη τη διάρκεια ζωής. Επίσης,
θροµβολυτικοί παράγοντες χρησιµοποιούνται για θροµβώσεις απειλητικές για τη
ζωή του ανθρώπου (οξύ έµφραγµα του µυοκαρδίου, οξεία περιφερική αγγειακή
θρόµβωση, φλεβική εν τω βάθει θρόµβωση και εκτεταµένη πνευµονική εµβολή).

Α. Αντιαιµοπεταλιακοί παράγοντες: Αναπτύσσονται στο Κεφάλαιο: Φάρµακα του


κυκλοφορικού.

Β Αντιπηκτικά
Χρησιµοποιούνται για την πρόληψη και θεραπεία θρόµβων στο φλεβικό σκέλος της
κυκλοφορίας.

1. Παρεντερικά αντιπηκτικά

Ηπαρίνη

Φαρµακοκινητική

Η ηπαρίνη είναι µια γλυκοζαµινογλυκάνη. Αποτελεί ένα παρασκεύασµα


µεγάλου µοριακού βάρους µε βραχεία διάρκεια δράσης που χορηγείται παρεντερικά.
Η ηπαρίνη συνδέεται µε ένα µεγάλο αριθµό πρωτεϊνών πλάσµατος, µε αποτέλεσµα
µειωµένη βιοδιαθεσιµότητα, ιδιαίτερα σε χαµηλές δόσεις. Μεταβολίζεται στο ήπαρ
από την ηπαρινάση και τα προϊόντα µεταβολισµού απεκκρίνονται στα ούρα.

Φαρµακολογικές ιδιότητες

105
Η ηπαρίνη ενεργοποιεί την αντιθροµβίνη ΙΙΙ συνδεόµενη µαζί της και το
σύµπλεγµα αυτό αδρανοποιεί τους παράγοντες ΙΧ, Χα,ΧΙα,ΧΙΙ, τη θροµβίνη (ΙΙα) και
τον παράγοντα ΧΙΙΙ , που µετατρέπει το διαλυτό ινώδες σε αδιάλυτο.
Κλινικές εφαρµογές

Θρόµβωση εν τω βάθει φλεβών (αναστολή επέκτασης θρόµβου, µείωση


πιθανότητας πνευµονικής εµβολής). Πνευµονική εµβολή. Προφύλαξη από
µετεγχειρητική θρόµβωση, περιπτώσεις διάχυτης ενδαγγειακής πήξης, εξωσωµατική
κυκλοφορία, αιµοκάθαρση. Ασταθής στηθάγχη, µη θροµβολυµένο οξύ έµφραγµα
µυοκαρδίου (σε συνδυασµό µε αντιαιµοπεταλιακούς και αντιθροµβωτικούς
παράγοντες). Αποφυγή σχηµατισµού θρόµβων στους καθετήρες που
χρησιµοποιούνται στη διασωλήνωση των αιµοφόρων αγγείων.

Ανεπιθύµητες ενέργειες – Αντενδείξεις

Αιµορραγίες, θροµβοπενία, οστεοπόρωση (µετά από µακρά χρήση),


αλωπεκία, διαταραχή νεφρικής λειτουργίας, υπερευαισθησία.
Προσοχή σε καταστάσεις αιµορραγίας και ιδιαίτερα σε σοβαρής µορφής,
όπου χορηγείται θειική πρωταµίνη.
Προσοχή στην θροµβοπενία, γιατί µπορεί να οδηγήσει σε σοβαρή
προθροµβωτική διαταραχή.
Αντενδείκνυται στις ακόλουθες καταστάσεις:
- υπερευαισθησία στο φάρµακο
- αιµορραγία, αιµορραγικές παθήσεις, αιµορροφιλία
- Θροµβοπενία
- Πεπτικό έλκος
- Μικροβιακή ενδοκαρδίτιδα
- Φυµατίωση
- Εγκεφαλικό, τραύµα κεφαλής

Αλληλεπιδράσεις

Χορηγείται µε προσοχή σε ασθενείς που λαµβάνουν αντιπηκτικά από το


στόµα, αντιαιµοπεταλιακά, θροµβολυτικά, µη στεροειδή αντιφλεγµονώδη και
πεννικιλλίνες, για να αποφευχθεί ο κίνδυνος αιµορραγίας.

106
Προφυλάξεις:
Η αντιπηκτική δράση ελαττώνεται µε καρδιακές γλυκοσίδες, τετρακυκλίνες,
νικοτίνη και αντιισταµινικά.
Προσδιορισµός αριθµού αιµοπεταλίων για να αποφευχθεί ο κίνδυνος
θροµβοπενίας.
Προσοχή σε κύηση και γαλουχία.
Να αποφεύγεται η ενδοµυική χορήγηση (προκαλεί αιµάτωµα).

* Η παρακολούθηση της αγωγής γίνεται κατά προτίµηση µε καθηµερινό


προσδιορισµό χρόνου ενεργοποιηµένης µερικής θροµβοπλαστίνης (APTT).

Ηπαρίνες χαµηλού µοριακού βάρους

∆αλτεπαρίνη, Ενοξαπαρίνη, Ναδροπαρίνη, Τινζαπαρίνη

Οι ηπαρίνες χαµηλού µοριακού βάρους (ΧΜΒΗς) αποτελούν ιδιαίτερους


φαρµακευτικούς παράγοντες µε διαφορετικές φαρµακοκινητικές και
φαρµακοδυναµικές ιδιότητες από την πρότυπη ηπαρίνη.

Φαρµακοκινητικές ιδιότητες
Οι ΧΜΒΗς παρουσιάζουν µικρότερη σύνδεση µε τις πρωτεΐνες του
πλάσµατος, άρα και καλύτερη βιοδιαθεσιµότητα (περίπου 90%). Παρουσιάζουν
µεγαλύτερο χρόνο ηµιζωής, σχεδόν διπλάσιο από εκείνον της πρότυπης ηπαρίνης.

Φαρµακολογικές ιδιότητες
Οι ΧΜΒΗς συνδέονται µε την αντιθροµβίνη ΙΙΙ και το σύµπλεγµα αυτό
αδρανοποιεί απευθείας τον παράγοντα Χα χωρίς να είναι απαραίτητη η
αδρανοποίηση της θροµβίνης.

Κλινικές εφαρµογές
Εξίσου αποτελεσµατικές και ασφαλείς στις ενδείξεις που ήδη αναφέρθηκαν
για την πρότυπη ηπαρίνη. Στην ορθοπεδική είναι πιθανώς και πιο δραστικές.
Οι ανεπιθύµητες ενέργειες, αντενδείξεις και προφυλάξεις, ακολουθούν όσα
αναφέρθηκαν για την πρότυπη ηπαρίνη. Είναι πιθανόν να σχετίζονται µε λιγότερες
αιµορραγικές επιπλοκές. Προσοχή στην κύηση γιατί έχουν αναφερθεί περιπτώσεις
τερατογόνου επίδρασης.
* Η καθιερωµένη δόση για προφύλαξη δεν απαιτεί εργαστηριακή παρακολούθηση.

107
Παρουσιάζουν περισσότερο σταθερή αντιπηκτική δράση η οποία βασίζεται στη
ρύθµιση της δόσης ανάλογα µε το σωµατικό βάρος.

Ιρουδίνες
Η δεσιρουδίνη και η λεπιρουδίνη είναι ανασυνδυασµένες ιρουδίνες και
δρούν ως εκλεκτικοί αναστολείς της θροµβίνης.
∆εσιρουδίνη
Χρησιµοποιείται για την πρόληψη της εν τω βάθει φλεβικής θρόµβωσης σε
ασθενείς που υποβάλλονται σε επέµβαση ισχίου ή γόνατος.
Ακολουθεί τις αντενδείξεις της πρότυπης ηπαρίνης.
Λεπιρουδίνη
Χρησιµοποιείται σε ενήλικους µε θροµβοκυτοπενία από ηπαρίνη τύπου ΙΙ
(ανοσολογικής αρχής) και σε θροµβοεµβολική νόσο.
Οι ανεπιθύµητες ενέργειες είναι: αιµορραγικές εκδηλώσεις, αλλεργικές
αντιδράσεις-αναφυλαξία -σοκ, πυρετός, νεφρική ανεπάρκεια.
Αντενδείκνυται σε υπερευαισθησία, κύηση, γαλουχία.

* Η παρακολούθηση της δράσης τους γίνεται µε τη µέτρηση του χρόνου


ενεργοποιηµένης µερικής θροµβοπλαστίνης. Κίνδυνος ανάπτυξης αντισωµάτων.

1. Αντιπηκτικά από το στόµα

Περιλαµβάνονται τα παράγωγα της κουµαρίνης (βαρφαρίνη, ασενοκουµαρόλη).


Προκαλούν την παραγωγή ανενεργών µορφών της βιταµίνης Κ, η οποία είναι
απαραίτητη για σύνθεση διαφόρων παραγόντων πήξης.
Χρειάζονται 48-72 ώρες για να αναπτυχθεί η αντιπηκτική τους δράση και έτσι, αν
χρειάζεται άµεσο αποτέλεσµα, πρέπει συγχρόνως να χορηγηθεί και ηπαρίνη.
Απορροφώνται από το στόµα πλήρως, συνδέονται µε πρωτεΐνες κατά 97% και
µεταβολίζονται στο ήπαρ από τα µικροσωµιακά ένζυµα

Βαρφαρίνη
Κλινικές εφαρµογές

Ενδείκνυται κυρίως στη θρόµβωση των εν τω βάθει φλεβών. Επίσης


χρησιµοποιείται σε πνευµονική εµβολή, µακροχρόνια προφύλαξη από
θροµβοεµβολικά επεισόδια σε ασθενείς µε στένωση µιτροειδούς, κολπική µαρµαρυγή

108
και προσθετικές βαλβίδες.

Αντενδείξεις

∆εν χορηγείται σε εγκεφαλική αιµορραγία, αιµορραγική διάθεση,


θροµβοπενία, έλκος, βακτηριακή ενδοκαρδίτιδα και σοβαρή υπέρταση. ∆εν
χορηγείται σε εγκυµοσύνη (κίνδυνος αιµορραγίας εµβρύου, πιθανή τερατογόνο
δράση).

Ανεπιθύµητες ενέργειες

Αντιδράσεις υπερευαισθησίας, αιµορραγία, αλωπεκία, δερµατίτιδα, νέκρωση


ιστών, ηπατικές διαταραχές, σύνδροµο ερυθρών δακτύλων ποδών, νέκρωση
δέρµατος.
Η κύρια ανεπιθύµητη ενέργεια είναι η αιµορραγία και ακολουθείται, ανάλογα
µε τη σοβαρότητα της περίπτωσης, από παράλειψη της δόσης, άµεση χορήγηση
βιταµίνης, και παραγόντων πήξης.

Αλληλεπιδράσεις

Η δράση των αντιπηκτικών αυξάνεται µε:


- ευρέος φάσµατος αντιβιοτικά, σουλφοναµίδες, χλωραµφαινικόλη,
µετρονιδαζόλη
- υπακτικά
- ασπιρίνη, µη στεροειδή αντιφλεγµονώδη
- σουλφονυλουρίες
- αλλοπουρινόλη
- αµιωδαρόνη
- µετρονιδαζόλη
- προποξυφαίνη
- αντιαµοπεταλιακά
- θροµβολυτικά
- Κλοφιβράτη
- Κινιδίνη
- Θυροξίνη
- Αναβολικά στεροειδή

109
Η δράση των αντιπηκτικών µειώνεται µε:
- βαρβιτουρικά
- ριφαµπικίνη
- αντιεπιληπτικά
- οιστρογόνα
- χολεστυραµίνη
- αντιόξινα
* Η έναρξη θεραπείας και η ρύθµιση της δοσολογίας εξαρτάται από το χρόνο
προθροµβίνης και ειδικότερα από το INR (international normalized ratio), που είναι
ένας λόγος του χρόνου προθροµβίνης προς τον αντίστοιχο χρόνο µαρτύρων. Ο INR
οφείλει να είναι µεταξύ 2 και 3.

Ασενοκουµαρόλη

Ενδείκνυται στις περιπτώσεις που ήδη αναφέρθηκαν για την βαρφαρίνη.


Οι ανεπιθύµητες ενέργειες ακολουθούν εκείνες της βαρφαρίνης, αλλά εµφανίζονται
επιπλέον γαστρεντερικές διαταραχές, δερµατίτιδα, λευκοπενία και κνίδωση.
* Απαιτείται έλεγχος προθροµβίνης για να προσδιοριστεί το δοσολογικό σχήµα.

Γ. Θροµβολυτικά

Στρεπτοκινάση, Ανιστρεπλάση, Ουροκινάση, Αλτεπλάση, Ρετεπλάση,


Τενεκτεπλάση
Τα Θροµβολυτικά φάρµακα χρησιµοποιούνται για να διαλύσουν πρόσφατα
σχηµατισµένους θρόµβους, ενεργοποιώντας το πλασµινογόνο για να σχηµατιστεί
πλασµίνη, η οποία διασπά την ινική. Ειδικότερα, υπάρχουν δύο ενεργοποιητές και
δύο σηµαντικοί αναστολείς του πλασµινογόνου. Τα θροµβολυτικά θα µπορούσε να
υποστηριχθεί ότι χωρίζονται σε σκευάσµατα που δρούν έµµεσα στην ενεργοποίηση
του πλασµινογόνου (στρεπτοκινάση, ανιστρεπλάση) και στα ανασυνδυασµένα
προϊόντα ιστικού ενεργοποιητή του πλασµινογόνου (αλτεπλάση, ρετεπλάση,
τενεκτεπλάση).
Τα θροµβολυτικά φάρµακα ενδείκνυται σε όλους τους ασθενείς µε οξύ
έµφραγµα του µυοκαρδίου και έχει δειχθεί ότι µειώνουν τη θνησιµότητα όταν

110
δίδονται ενδοφλεβίως στις πρώτες 12 ώρες από την έναρξη των συµπτωµάτων.
Η θροµβόλυση αντενδείκνυται σε πρόσφατη αιµορραγία, τοκετό, τραύµα ή
χειρουργική επέµβαση, πεπτικό έλκος, ανωµαλίες πηκτικότητας του αίµατος, κιρσούς
οισοφάγου, κώµα και διαχωριστικό ανεύρυσµα αορτής.
Οι ανεπιθύµητες ενέργειες αφορούν κυρίως ναυτία, έµετοι, αιµορραγίες,
αντιδράσεις υπερευαισθησίας.
Προσοχή στη αντιµετώπιση βαριών αρρυθµιών λόγω της επαναιµάτωσης του
µυοκαρδίου. Είναι απαραίτητη η χορήγηση αντιπηκτικών ή αντιαιµοπεταλιακών
παραγόντων γιατί η θροµβόλυση δεν έχει σηµαντική επίπτωση στη θροµβίνη και τα
αιµοπετάλια που εµπλέκονται στο σχηµατισµό των θρόµβων και υπάρχει ο κίνδυνος
επαναπόφραξης µετά την επιτυχή επαναιµάτωση.

Στρεπτοκινάση
Θροµβώσεις τεχνητής αρτηριο-φλεβικής επικοινωνίας. Εν τω βάθει φλεβική
θρόµβωση, πνευµονική εµβολή, αρτηριακή θροµβοεµβολή, οξύ έµφραγµα
µυοκαρδίου. Είναι µια πρωτεΐνη χωρίς ενζυµική δραστηριότητα, η οποία παράγεται
από στρεπτοκοκκική καλλιέργεια, εγχύεται ενδοφλεβίως, ενώνεται µε το
πλασµινογόνο και το ενεργοποιεί προς πλασµίνη. Είναι ισχυρά αντιγονική.
Ανιστρεπλάση
Οξύ έµφραγµα του µυοκαρδίου. Τροποποιηµένη στρεπτοκινάση,
προσυνδεδεµένη µε ένα µόριο πλασµινογόνου. Ισχυρά αντιγονική. Παρουσιάζει 4
φορές µεγαλύτερο χρόνο ηµιζωής από τη στρεπτοκινάση. Μπορεί να χορηγηθεί
ενδοφλεβίως σε µορφή bolus.
Ουροκινάση
Θροµβώσεις τεχνητής αρτηριο-φλεβικής επικοινωνίας. Θροµβόλυση αγγείων
του οφθαλµού, εν τω βάθει θροµβοφλεβίτιδα, πνευµονική εµβολή, έµφραγµα
µυοκαρδίου
Σε πρόσθια εµφράγµατα µε έναρξη πριν από 4 ώρες ενδείκνυται η χορήγησή
της. Προέρχεται από ανθρώπινα νεφρικά κύτταρα, είναι ένζυµο και µετατρέπει το
πλασµινογόνο προς πλασµίνη. ∆εν παρουσιάζει αντιγονικότητα.

Αλτεπλάση
Οξύ έµφραγµα µυοκαρδίου, οξεία µαζική πνευµονική εµβολή.
Παράγεται µε τη τεχνική του ανασυνδυασµένου DNA, είναι ένζυµο, ισοδύναµο του

111
ιστικού ενεργοποιητή του πλασµινογόνου. ∆εν παρουσιάζει αλλεργικές αντιδράσεις
και αντιγονικότητα. Μικρός χρόνος ηµιζωής. Χορηγείται ενδοφλεβίως.

Ρετεπλάση
Οξύ έµφραγµα του µυοκαρδίου, παράγεται µε τεχνικές ανασυνδυασµού DNA
και έχει µικρό χρόνο ηµιζωής. Εµφανίζει καλύτερες φαρµακολογικές ιδιότητες από
την αλτεπλάση, λόγω µεγαλύτερης καθαρότητας και υψηλά εξειδικευµένης δράσης.
Ελλειψη αντιγονικότητας.

Τενεκτεπλάση
Οξύ έµφραγµα µυοκαρδίου. Παρόµοιες ιδιότητες µε την ρετεπλάση.
Εµφανίζει µεγαλύτερο χρόνο ηµιζωής από την αλτεπλάση και µπορεί να χορηγηθεί
σε µορφή bolus.

∆. Αντιαιµορραγικά – Αιµοστατικά

Οι αιµορραγικές διαταραχές διακρίνονται σε επίκτητες (π.χ. έλλειψη


βιταµίνης Κ) και κληρονοµικές (π.χ. αιµορροφιλία).
Στα αντιαιµορραγικά–αιµοστατικά φάρµακα υπάγονται τα αντίδοτα αντιπηκτικών,
οι αντιαιµορραγικοί παράγοντες και τα συµπυκνωµένα σκευάσµατα των
παραγόντων VIII και IX για την αιµορροφιλία.
Η βιταµίνη Κ χρησιµοποιείται σαν αντίδοτο στις αιµορραγίες λόγω
κουµαρινικών αντιπηκτικών. Άλλη κλινική εφαρµογή της βιταµίνης Κ είναι η
αποφυγή υποπροθροµβιναιµίας στα νεογέννητα.
Η θειική πρωταµίνη χρησιµοποιείται σε αιµορραγία από υπερβολική δόση
ηπαρίνης και εµφανίζει σαν ανεπιθύµητες ενέργειες κυρίως αντιδράσεις
υπερευαισθησίας.
Το τρανεξαµικό οξύ ενδείκνυται σε περιπτώσεις αιµορραγιών που δεν
ανακόπτονται εύκολα και γενικά σε καταστάσεις που προέρχονται από υπερβολική
ινωδόλυση. Ενδείκνυται επίσης σε αιµορροφιλικούς πρίν από την εξαγωγή δοντιών.
∆εν ενδείκνυται σε εγκυµοσύνη, θροµβοεµβολική νόσο και διάχυτη
ενδαγγειακή πήξη. Οι κύριες παρενέργειες είναι ναυτία, έµετος, ζάλη, εξανθήµατα,
µυαλγίες.
Η απροτινίνη είναι αναστολέας πρωτεολυτικών ενζύµων και αναστέλλει την

112
καλλικρείνη και την πλασµίνη. Χρησιµοποιείται κατά τη διάρκεια εγχειρήσεων
ανοικτής καρδιάς και στην εξωσωµατική κυκλοφορία.
Συµπυκνωµένα σκευάσµατα των παραγόντων VIII και IX
χρησιµοποιούνται στην αιµορροφιλία, τα οποία χαρακτηρίζονται τα τελευταία χρόνια
από υψηλή καθαρότητα και σκευάσµατα µε διαθέσιµους ανασυνδυασµένους
παράγοντες. Επίσης κατεργάζονται µε αποτελεσµατικές διαδικασίες ιικής µείωσης,
ώστε ο κίνδυνος µετάδοσης HIV και ηπατίτιδας C έχει σχεδόν µηδενιστεί. Επίσης η
έγχυση δεσµοπρεσσίνης (προκαλεί απελευθέρωση του παράγοντα von Willebrand και
του παράγοντα VIII από τις αποθήκες του οργανισµού) αποτελεί αποτελεσµατική
φαρµακευτική παρέµβαση σε ασθενείς µε διάφορους υποτύπους της νόσου von
Willebrand.
Τοπικά αιµοστατικά: σπόγγος, σκόνη ζελατίνης, οξειδωµένη κυτταρίνη και
αιµοστατικό κολλαγόνο µε χρήση στη χειρουργική.

113
114
Μ. Μάλαµας

Κλινική Φαρµακολογία ΙΙ
ΛΟΙΜΩΞΕΙΣ

Όταν ένα µικρόβιο έλθει σε επαφή µε τον άνθρωπο το αποτέλεσµα εξαρτάται από τον
αριθµό των µικροβίων και τη λοιµογόνο τους δύναµη και από την άµυνα του
ανθρώπινου οργανισµού.
Στον υγιή άνθρωπο ο µικροοργανισµός µπορεί να παρασιτεί στο δέρµα ή να
εισέλθει στο πεπτικό και να πολλαπλασιασθεί (αποικίες) χωρίς να προκαλεί νόσο.
Ανάλογα µε τον µικροοργανισµό ο ανθρώπινος οργανισµός µπορεί να αντιδράσει
παράγοντας αντισώµατα. Σε αυτή τη τελευταία περίπτωση έχουµε λοίµωξη.

Το αποτέλεσµα της λοίµωξης µπορεί να είναι :


1. ο πολλαπλασιασµός των µικροβίων και η εµφάνιση συµπτωµάτων
τοπικών (π.χ. απόστηµα, εντόπιση στον οφθαλµό, στο δέρµα κ.λ.π.) ή γενικευµένων,
οπότε έχουµε εµφανή ή κλινική λοίµωξη . Η εξέλιξη της εµφανούς λοίµωξης µπορεί
να είναι δραµατική µε αποτέλεσµα αναπηρία ή θάνατο η µπορεί να είναι η ίαση (µε
θεραπεία ή και χωρίς θεραπεία) και εκρίζωση του µικροβίου ή η παραµονή του στον
οργανισµό χωρίς να προκαλεί συµπτώµατα (φορέας), ή
2. ο ανθρώπινος οργανισµός αντιδρά αποτελεσµατικά καταστρέφοντας το
µικρόβιο ή έστω το µικρόβιο επιβιώνει χωρίς να εξαπλωθεί στον οργανισµό, οπότε
δεν υπάρχουν συµπτώµατα και η λοίµωξη είναι αφανής ή υποκλινική καθιστώντας
τον άνθρωπο πάλι απλό φορέα (παροδικά ή µόνιµα)

Άµυνα του φυσιολογικού οργανισµού


Μηχανικός φραγµός δέρµατος και βλεννογόνων καθώς και έκκριση µικροβιοκτόνων ουσιών
(δέρµα) ή χαµηλό pH στοµάχου.
Φαγοκυττάρωση.
1. Τα πολυµορφοπύρηνα ουδετερόφιλα προσελκύονται στο σηµείο βλάβης (εισβολής των µικροβίων) από
ουσίες που παράγουν τα µικρόβια ή λόγω ενεργοποίησης του συµπληρώµατος. Κατά τη διάρκεια της
φαγοκυττάρωσης προσλαµβάνονται µεγάλα ποσά οξυγόνου από τα οποία µέσω µίας οξειδάσης παράγονται
ενεργείς ρίζες οξυγόνου που φονεύουν τα µικρόβια. Ασθενείς µε ουδετεροπενία ή ελαττωµένη λειτουργία
των πολυµορφοπύρηνων ουδετερόφιλων είναι ευαίσθητοι σε πολλά µικρόβια.
2. Τα µακροφάγα αθροίζονται από ουσίες που παράγουν τα µικρόβια ή ενεργοποιούνται από

115
λεµφοκίνες ως αποτέλεσµα της κυτταρικής ανοσίας. Τα µακροφάγα του σπλήνα προστατεύουν από
πνευµονιόκοκκο (για αυτό το λόγο σε περίπτωση σπληνεκτοµής ενδείκνυται ο εµβολιασµός κατά του
πνευµονιόκοκκου), ελονοσία, βαβεσίωση.
3. Αντισώµατα. Παράγονται µετά από έκθεση στον µικροοργανισµό µέσα σε 7-10 ηµέρες, και βοηθούν
στην εξουδετέρωση του µικροοργανισµού ή στην προστασία του ανθρώπου σε µελλοντική επαφή µε τον
µικροοργανισµό.
4. Συνεργασία κυττάρων (πολυµορφοπύρηνα, λεµφοκύτταρα, ηωσινόφιλα) µε αντισώµατα.
5. Συµπλήρωµα. Ο µηχανισµός του συµπληρώµατος θυµίζει το µηχανισµό της πήξης όπου διάφορα
ερεθίσµατα ( ανοσοσυµπλέγµατα, µικροβιακά προϊόντα κ.ά.) ενεργοποιούν C1, C4, C2, και τελικά το C3 το
οποίο συνδέεται µε το αίτιο και όλο το σύµπλεγµα αναγνωρίζεται από τα φαγοκύτταρα τα οποία και
φαγοκυταρώνουν το σύµπλεγµα. Στη συνέχεια ακολουθεί ενεργοποίηση των C5, C6, C7 και µαζί µε το
C8, C9 καταστρέφουν τη µεµβράνη µε αποτέλεσµα θάνατο του µικροβίου ή του κυττάρου
6. Ειδική κυτταρική ανοσία. Ευαισθητοποιηµένα Τ λεµφοκύτταρα (συνήθως CD8) φονεύουν
µικροοργανισµούς καταστρέφοντας συνήθως το κύτταρο µέσα στο οποίο ζουν. Ασθενείς µε µειωµένη
κυτταρική ανοσία είναι επιρρεπείς σε λοιµώξεις από µικρόβια, ιούς, µύκητες.
7. Λεµφοκύτταρα ΝΚ . Καταστρέφουν καρκινικά κύτταρα και µολυσµένα κύτταρα από διάφορα µικρόβια.

Τα δύο µέρη του ανοσολογικού συστήµατος είναι


• η κυτταρική ανοσία (Τ-λεµφοκύτταρα) και
• η χυµική ανοσία (Β-λεµφοκύτταρα).

Τα Τ-λεµφοκύτταρα προέρχονται από το θύµο αδένα και τα Β- λεµφοκύτταρα


από το µυελό των οστών. Άλλα κύτταρα που συµµετέχουν είναι τα
µονοκύτταρα/µακροφάγα, τα δενδριτικά/ Langerhans κ.ά. Όταν τα Τ κύτταρα έλθουν
σε επαφή µε ξένο αντιγόνο πολλαπλασιάζονται και διαφοροποιούνται σε µνηµονικά
κύτταρα. Σε νέα επαφή µε το ίδιο αντιγόνο η απάντηση του ανοσολογικού
συστήµατος είναι ταχεία εξουδετερώνοντας το παθογόνο µικροοργανισµό.
Η κύρια λειτουργία των Β-λεµφοκυττάρων είναι η παραγωγή αντισωµάτων.
Αυτό απαιτεί τη διαφοροποίηση τους σε πλασµατοκύτταρα, η οποία γίνεται µε τη
βοήθεια λεµφοκινών που παράγονται από τα Τ-λεµφοκύτταρα. ∆ιαταραχές της
λειτουργίας των Β-κυττάρων οδηγούν σε µείωση της χυµικής ανοσίας.

ΑΝΤΙΛΟΙΜΩ∆Η ΧΗΜΕΙΟΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΑ
ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ

• ΑΝΤΙΜΙΚΡΟΒΙΑΚΟ ΦΑΣΜΑ περιγράφει την αποτελεσµατικότητα


ενός χηµειοθεραπευτικού φαρµάκου έναντι των διαφόρων παθογόνων
µικροοργανισµών.
• ΑΝΤΙΜΙΚΡΟΒΙΑΚΗ ΙΣΧΥΣ σηµαίνει τη δραστικότητα ενός φαρµάκου,

116
σε σχέση µε τη δόση, εναντίον ενός συγκεκριµένου παθογόνου
µικροοργανισµού
• ΜΙΚΡΟΒΙΟΣΤΑΤΙΚΗ ∆ΡΑΣΗ σηµαίνει αναστολή του
πολλαπλασιασµού των µικροβίων
• ΜΙΚΡΟΒΙΟΚΤΟΝΟΣ ∆ΡΑΣΗ σηµαίνει την πλήρη καταστροφή των
µικροβίων
• ΣΥΝΕΡΓΕΙΑ Αναφέρεται στο θετικό αντιµικροβιακό αποτέλεσµα του
συνδυασµού δύο ή περισσοτέρων αντιµικροβιακών φαρµάκων.
∆ιαχωρίζεται σε
ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΗ το τελικό αποτέλεσµα είναι όσο το άθροισµα της ενέργειας
τους
∆ΥΝΑΜΙΚΗ το τελικό αποτέλεσµα είναι µεγαλύτερο από ότι θα αναµενόταν
από το άθροισµα της ενέργειας των δύο φαρµάκων ξεχωριστά
• ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΣ Αναφέρεται στο ανταγωνιστικό αντιµικροβιακό
αποτέλεσµα, δηλαδή το ένα αντιµικροβιακό φάρµακο εµποδίζει τη δράση
του άλλου.

• ΕΜΠΕΙΡΙΚΗ ΧΗΜΕΙΟΘΕΡΑΠΕΙΑ και ΧΗΜΕΙΟΠΡΟΦΥΛΑΞΗ

ΕΜΠΕΙΡΙΚΗ ΧΗΜΕΙΟΘΕΡΑΠΕΙΑ
Αναφέρεται στην εµπειρική χρήση αντιµικροβιακών φαρµάκων όταν δεν
γνωρίζουµε τον υπεύθυνο µικροοργανισµό σε µια λοίµωξη και δεν υπάρχει
δυνατότητα εργαστηριακής ανίχνευσης του (αποµακρυσµένες περιοχές) ή εν αναµονή
των µικροβιολογικών εξετάσεων ανίχνευσης του µικροοργανισµού, για να µη
χάνεται πολύτιµος χρόνος.

Συχνά συµβαίνει κακή χρήση ή και κατάχρηση των αντιµικροβιακών φαρµάκων διότι
ο γιατρός θέλει να καλύψει τον ασθενή από πιθανά αίτια, επειδή δεν είναι βέβαιος για
τον υπεύθυνο µικροοργανισµό (π.χ. ιογενής βρογχίτιδα ή αµυγδαλίτιδα) ή ακόµη
επειδή θέλει να συµπεριλάβει ευρύ φάσµα µικροβίων Επίσης συχνά ο ασθενής πιέζει
το γιατρό να του δώσει αντιβιοτικό επειδή θέλει να είναι σίγουρος και ακόµη επειδή
η επίσκεψη στο ιατρείο συνδέεται από τον ασθενή µε τη χορήγηση κάποιου
φαρµάκου.

117
ΧΗΜΕΙΟΠΡΟΦΥΛΑΞΗ
Απαιτείται συχνά για τους παρακάτω λόγους

• ΠΡΟΛΗΨΗ ΜΟΛΥΝΣΗΣ ΑΠΟ ΕΞΩΓΕΝΕΣ ΠΑΘΟΓΟΝΟ


ΜΙΚΡΟΒΙΟ παραδείγµατα είναι η προφύλαξη ατόµων που µεταβαίνουν σε περιοχές που
ενδηµεί ελονοσία, η στενή επαφή µε πάσχοντες από µηνιγγιτιδοκοκκική µηνιγγίτιδα ή
φυµατίωση κ.ά.

• ΠΡΟΛΗΨΗ ΜΟΛΥΝΣΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΣΤΕΙΡΑΣ ΜΙΚΡΟΒΙΩΝ ΑΠΟ


ΜΙΚΡΟΒΙΑ ΑΛΛΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ
Τέτοιες καταστάσεις απαντώνται συνήθως σε άτοµα µε ουδετεροπενία, παιδιά
µε επαναλαµβανόµενη µέση ωτίτιδα, γυναίκες µε συχνές ουρολοιµώξεις

• ΠΡΟΛΗΨΗ ΝΟΣΟΥ ΑΠΟ Η∆Η ΕΓΚΑΤΑΣΤΗΜΕΝΟ ΜΙΚΡΟΒΙΟ


Παράδειγµα, ύποπτη σεξουαλική επαφή για πρόληψη ανάπτυξης
γονοκοκκικής ουρηθρίτιδας ή και σύφιλης.

ΑΙΤΙΑ ΑΠΟΤΥΧΙΑΣ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ

Τα συνηθέστερα αίτια αποτυχίας κάποιας αντιµικροβιακής θεραπείας είναι:


- Λανθασµένη κλινική ή µικροβιολογική διάγνωση.
- Μικρή θεραπευτική δόση ή ανεπαρκής διάρκεια θεραπείας.
- Όταν το παθογόνο αίτιο είναι περιχαρακωµένο σε κάποια απροσπέλαστη
εστία.
- Όταν η λοίµωξη οφείλεται σε µικροοργανισµούς που είναι ανθεκτικοί, ή
ανέπτυξαν
αντίσταση κατά τη διάρκεια της θεραπείας.
- Όταν η χορήγηση των αντιµικροβιακών οδηγεί σε κάποια επιλοίµωξη, από την
ανεξέλεγκτη
και υπερβολική ανάπτυξη ενός ή περισσοτέρων ανθεκτικών µικροοργανισµών
στα
χορηγηθέντα αντιµικροβιακά.
- Όταν ο οργανισµός του ασθενούς δεν διαθέτει ικανά αποθέµατα φυσικής άµυνας.

118
- Όταν το φάρµακο διακόπτεται λόγω παρενεργειών (συνήθως κάποια τοξική
αντίδραση
υπερευαισθησίας ιδιοσυγκρασιακή ή αλλεργική).

ΜΙΚΡΟΒΙΑΚΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ

Ιδιαίτερα ανησυχητικό φαινόµενο είναι η ανάπτυξη αντίστασης του


Enterococcus faecium, Streptococcus pneumoniae και Mycobacterium tuberculosis σε
πολλά αντιµικροβιακά ή συνδυασµούς των.
Η αντίσταση του Enterococcus στη Βανκοµυκίνη σε ΜΕΘ από 0.4% το 1989
ανήλθε σε 13.6% το 1993
Της σαλµονέλας σε τετρακυκλίνη >20%, αµπικιλίνη >12%, και λιγότερο,
<5%, σε γενταµικίνη και χλωραµφαινικόλη και 1% σε συνδυασµό τριµεθοπρίµης -
σουλφαµεθοξαζόλης.
Ευρέως φάσµατος β-λακταµάσες (ESBLs, Extended Spectrum β-Lactamases
Π.χ. ανάπτυξη ανθεκτικών στελεχών Klebsiella pneumoniae στην κεφταδιζίµη.

Η αλόγιστη χρήση ενός αντιβιοτικού (όπως παλαιότερα η κατάχρηση των


τετρακυκλινών) καθώς και η ανεπαρκής αντιµικροβιακή αγωγή, σε δοσολογία ή
διάρκεια, οδηγεί σε ανάπτυξη ανθεκτικών µικροβιακών στελεχών.

H "σµίκρυνση" των αποστάσεων µεταξύ αποµεµακρυσµένων χωρών (αεροπορικά


ταξίδια, µαζικός τουρισµός) Παραδείγµατα, η γονοκοκκική ουρηθρίτιδα και η
φυµατίωση κ.ά.

Ο Παγκόσµιος Οργανισµός Υγείας (WHO) αναπτύσσει ένα πρόγραµµα στρατηγικής


αντιµετώπισης που στηρίζεται στη συνεργασία Κέντρων σε όλο το κόσµο και
περιλαµβάνει πρόληψη και έλεγχο των λοιµώξεων (τρόπος ζωής, εµβολιασµοί,
καταπολέµηση ζωονόσων, παρασιτώσεων, ιογενών λοιµώξεων ανάπτυξη σύγχρονων
εργαστηρίων για διάγνωση και έρευνα κ.ά.)

Τα µικρόβια αποκτούν αντίσταση στα αντιβιοτικά µε δυο τρόπους:


α. αυτόµατη µετάλλαξη

119
β. κληρονοµούµενες γενετικές πληροφορίες µε τη µορφή πλασµιδίων αντίστασης.

Οι µηχανισµοί της µικροβιακής αντίστασης περιλαµβάνουν


α. τη µεταβολή της δοµής των σηµείων που δρουν τα χηµειοθεραπευτικά φάρµακα
(όπως ερυθροµυκίνη, ριφαµπικίνη ),
β. την παρεµπόδιση της µεταφοράς του φαρµάκου στο σηµείο δράσης (όπως
τετρακυκλίνες)
γ. την παράκαµψη µεταβολικής οδού (όπως σουλφοναµίδες) και
δ. την ενζυµική αντίσταση (ικανότητα σύνθεσης β-λακταµάσης ή κεφαλοσπορινάσης,
που
διασπούν τις πενικιλίνες και τις κεφαλοσπορίνες, ένζυµα που διασπούν
χλωραµφαινικόλη,
αµινογλυκοσίδες κ.ά.).

ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΙ ∆ΡΑΣΗΣ ΑΝΤΙΜΙΚΡΟΒΙΑΚΩΝ

1. ΑΝΑΣΤΟΛΗ ΤΗΣ ΣΥΝΘΕΣΗΣ ΤΟΥ ΜΙΚΡΟΒΙΑΚΟΥ ΤΟΙΧΩΜΑΤΟΣ

Το τοίχωµα των Gram+, περιέχει πεπτιδογλυκάνη, η οποία αποτελείται από αλυσίδες


εναλλασσόµενων µορίων Ν-ακετυλο-γλυκοζαµίνης (NAG) και του παραγώγου της
Ν-ακετυλο-µουραµικού οξέος (NAM). Οι αλυσίδες αυτές είναι ενωµένες µε
πεπτιδικό δεσµό. Το ΝΑΜ συνδέεται µε ένα πενταπεπτίδιο στο οποίο προστίθεται
αργότερα µία πενταγλυκίνη. Το ένζυµο τρανσπεπτιδάση ενώνει την πενταγλυκίνη
ενός µορίου ΝΑΜ στη D-αλανίνη του πενταπεπτίδιου, ενός άλλου µορίου ΝΑΜ.

Συνοπτικά τα στάδια σύνθεσης του εξωτερικού τοιχώµατος είναι:


1. Φωσφοενολοπυρουβικό + Ν-ακετυλογλυκοζαµίνη (NAG) ⇒ΝΑΜ
1α. l-αλανίνη (ρακεµάση) ⇒ d-αλανίνη (συνθετάση) ⇒d-αλανινο-d-αλανίνη
2. ΝΑΜ +αµινοξέα+ d-αλανίνο-d-αλανίνη ⇒ ΝΑΜ-πενταπεπτίδιο
3. ΝΑΜ-πενταπεπτίδιο + NAG --(φορέας)-,συνθετάση ⇒ πεπτιδογλυκάνη
4. ∆ιασταυρούµενος δεσµός πεπτιδογλυκάνης (ένζυµο τρανσπεπτιδάση)

Οι β-λακτάµες αναστέλλουν τη δράση του ενζύµου τρανσπεπτιδάση (στάδιο 4) και


επίσης συνδέονται µε ένα αριθµό πρωτεϊνών που ονοµάζονται πενικιλινο-

120
συνδεόµενες πρωτεΐνες (PBP) 1A, 2B κ.ά., ο αριθµός των οποίων ποικίλλει µεταξύ
των µικροβίων, και είναι απαραίτητες για την σύνθεση του µικροβιακού τοιχώµατος.
Η φωσφοµυκίνη αναστέλλει τον σχηµατισµό του Ν-ακετυλο-µουραµικού οξέος
(στάδιο 1).
Η d-κυκλοσερίνη αναστέλλει τη µετατροπή της l-αλανίνης σε d-αλανίνη και την
σύνδεση των δυο µορίων προς σχηµατισµό d-αλανινο-d-αλανίνης στο πενταπεπτίδιο
(στάδιο 1α).
Η βανκοµυκίνη αναστέλλει τον πολυµερισµό της πεπτιδογλυκάνης (στάδιο 3).

2. ΕΠΙ∆ΡΑΣΗ ΣΤΗΝ ΠΛΑΣΜΑΤΙΚΗ ΜΕΜΒΡΑΝΗ

Η δράση ασκείται στη πλασµατική µεµβράνη καταστρέφοντας τη δοµική της υφή.


Η πολυµυξίνη Β καταστρέφει τη µεµβράνη, επειδή συνδέεται στα αρνητικά
φορτισµένα λιπίδια της κυτταρικής µεµβράνης.
Τα αντιµυκητικά φάρµακα συνδέονται στην εργοστερόλη, την κύρια στερόλη της
µεµβράνης των µυκήτων και δηµιουργούν πόρους µέσω των οποίων το περιεχόµενο
του κυττάρου εκχέεται στο περιβάλλον ή εµποδίζουν το σχηµατισµό εργοστερόλης
µε αποτέλεσµα την αλλοίωση της πλασµατικής µεµβράνης.

3. ΑΝΑΣΤΟΛΗ ΤΗΣ ΠΡΩΤΕΙΝΟΣΥΝΘΕΣΗΣ


Τα περισσότερα αντιµικροβιακά που δρουν µε αυτόν το µηχανισµό ασκούν την
ενέργειά τους σε επίπεδο ριβοσωµατίων και t-RNA.
Για παράδειγµα η χλωραµφαινικόλη αναστέλλει το ένζυµο πεπτιδυλική
τρανσφεράση και συνδέεται µε την υποµονάδα 50S. Η ερυθροµυκίνη συνδέεται µε
την υποµονάδα 50S και προκαλεί πρόωρη αποσύνδεση του peptidyl-tRNA από το
ριβόσωµα. Οι αµινογλυκοσίδες αναστέλλουν την 30S υποµονάδα των µικροβιακών
ριβοσωµατίων.

4. ΑΝΑΣΤΟΛΗ ΤΗΣ ΣΥΝΘΕΣΗΣ ΤΩΝ ΠΥΡΗΝΙΚΩΝ ΟΞΕΩΝ

Στην κατηγορία αυτήν ανήκουν τα ιοστατικά ιδοξουριδίνη, κυταραβίνη, ακυκλοβίρη,


τα αντιµικροβιακά κινολόνες, νοβοβιοκίνη, ριφαµπικίνη κ.ά. Οι σουλφοναµίδες και
η τριµεθοπρίµη επιδρούν έµµεσα στη βιοσύνθεση των πουρινών και πυριµιδινών
αναστέλλοντας τη σύνθεση του φυλλικού οξέος που είναι απαραίτητο για τη σύνθεση

121
πυρηνικών οξέων.

ΦΑΡΜΑΚΑ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΛΟΙΜΩΞΕΩΝ

• Αντιβακτηριακά
• Αντιµυκητικά
• Ιοστατικά
• Αντιπρωτοζωϊκά
• Ανθελµινθικά

ΑΝΤΙΒΑΚΤΗΡΙΑΚΑ
ΠΕΝΙΚΙΛΙΝΕΣ
Ανήκουν στις β-λακτάµες. Στις πενικιλίνες περιλαµβάνονται φυσικά και
ηµισυνθετικά αντιβιοτικά τα οποία περιέχουν 6-αµινο-πενικιλανικό οξύ. Είναι
µικροβιοκτόνα και ο µηχανισµός δράσης είναι η αναστολή του µικροβιακού
τοιχώµατος. Συγκεκριµένα αναστέλλουν τη δράση του ενζύµου τρανσπεπτιδάση
(στάδιο 4 σύνθεσης βακτηριακού τοιχώµατος) και επίσης συνδέονται µε ένα αριθµό
πρωτεϊνών που ονοµάζονται πενικιλινο-συνδεόµενες πρωτεΐνες (PBP) 1A, 2B κ.ά
Μικροβιακή αντίσταση. Πολλά µικρόβια παράγουν ένζυµα που υδρολύουν το
δακτύλιο της β-λακτάµης, και ονοµάζονται β-λακταµάσες. Η αντίσταση µέσω
παραγωγής ενζύµων γίνεται κυρίως µε πλασµίδια ή παράγοντες RT (Resistanse
Transfer Factors) που µεταφέρουν το γενετικό κώδικα για β-λακταµάσες. Η
ευαισθησία στις β-λακταµάσες των πενικιλλινών δεν είναι ίδια για όλες τις
πενικιλλίνες., δηλαδή άλλες πενικιλλίνες αδρανοποιούνται ευκολότερα και άλλες
είναι περισσότερο ανθεκτικές.

Οι πενικιλίνες είναι δυνατόν να διαχωριστούν σε φυσικές, ευρέος φάσµατος,


ανθεκτικές στην πενικιλινάση και αντιψευδοµοναδικές πενικιλίνες.

122
1. ΦΥΣΙΚΕΣ ΠΕΝΙΚΙΛΛΙΝΕΣ
Αντιµικροβιακό φάσµα Φαρµακοκινητική

Πενικιλλίνη δραστική εναντίον διαφόρων κόκκων Απορροφώνται καλά µετά per os χορήγηση
(πνευµονιόκοκκος, γονόκοκκος, εκτός από την πενικιλίνη G και συνδέονται σε
G στρεπτόκοκκοι, µηνιγγιτιδόκοκκος), αλλά και διαφορετικό βαθµό µε τις πρωτεΐνες. Η
Πενικιλλίνη εναντίον του άνθρακα, της διφθέριας, της µέγιστη συγκέντρωση στο πλάσµα
V λεπτόσπειρας, του τέτανου, της αεριογόνου επιτυγχάνεται περίπου σε 1 ώρα.
γάγγραινας, και της µπορέλλιας (νόσος Κατανέµονται σε όλο τον οργανισµό αλλά δεν
Lyme). περνούν τον αιµατοεγκεφαλικό φραγµό εκτός
Η πενικιλλίνη V για ήπιες λοιµώξεις αν φλεγµαίνουν οι µήνιγγες. Απεκκρίνονται
∆εν πρέπει να χορηγείται σε στα ούρα σε θεραπευτικές πυκνότητες µε
µηνιγγιτιδοκοκκικές ή γονοκοκκικές νεφρική διήθηση και σωληναριακή
λοιµώξεις απέκκριση. Ο Τ/2 είναι για τις περισσότερες
πενικιλίνες γύρω στη 1,5 ώρα.

Είναι φάρµακο εκλογής για την θεραπεία της Χορηγείται µόνο ενδοµυϊκά. Απορροφάται
σύφιλης αν και άλλοι προτιµούν την αργά από το σηµείο της ένεσης και διατηρεί
βενζαθινική πενικιλίνη. θεραπευτικά επίπεδα για ευαίσθητους
µικροοργανισµούς για περισσότερο από 12
ώρες.

Προκαϊνική για προφύλαξη από ρευµατικό πυρετό και την Παρατεταµένης δράσης. Χορηγείται
πενικιλλίνη θεραπεία της σύφιλης. ενδοµυϊκά

βενζαθινική
πενικιλίνη

Παρενέργειες Η σηµαντικότερη είναι η υπερευαισθησία που εµφανίζεται σε ποσοστό


1-10% και εκδηλώνεται µε κνησµώδες εξάνθηµα (ήπιες περιπτώσεις) ή και
αγγειονευρωτικό οίδηµα, λαρυγγόσπασµo, βρογχόσπασµο, και σπανιότερα µε
πολύµορφο ερύθηµα ή σύνδροµο Stevens-Johnson ή και αποφολιδωτική δερµατίτιδα.
Σπάνια παρενέργεια αποτελεί η εγκεφαλοπάθεια από εγκεφαλικό ερεθισµό, λόγω
υπερβολικά υψηλών δόσεων σε ασθενείς µε νεφρική δυσλειτουργία και µπορεί να
εκδηλωθεί µε εµφάνιση σπασµών. Εγκεφαλοπάθεια µπορεί να προκληθεί και από την
ενδορραχιαία χορήγηση πενικιλίνης, που γι΄ αυτό τον λόγο αντενδείκνυται.
Μια άλλη παρενέργεια µε την ενέσιµη πενικιλίνη είναι η υπερφόρτωση όγκου λόγω

123
συσσώρευσης νατρίου (ιδιαίτερα σε ασθενείς µε νεφρική δυσλειτουργία), καθώς τα
περισσότερα ενέσιµα σκευάσµατα πενικιλίνης περιέχουν υψηλές συγκεντρώσεις
νατρίου. Επίσης κολίτιδα από αντιβιοτικά, ηλεκτρολυτικές διαταραχές και
αιµατολογικές ανωµαλίες. Στη θεραπεία της σύφιλης µπορεί να συµβεί αντίδραση
Jarisch-Herxheimer.
Προσοχή/Προφυλάξεις Προσοχή χρειάζεται σε ιστορικό αλλεργιών και σε ασθενείς
µε νεφρική δυσλειτουργία. Οι πενικιλίνες παρατεταµένης δράσης, όπως η
βενζαθινική και η προκαϊνούχος, απαγορεύεται να χορηγηθούν ενδοφλέβια, υποδόρια
ή µέσα σε κοιλότητες του σώµατος.
Σε νεφρική ανεπάρκεια η καλιούχος πενικιλίνη σε υψηλές δόσεις µπορεί να
προκαλέσει θανατηφόρο υπερκαλιαιµία. Να χορηγούνται 1 ώρα πριν ή 2 ώρες µετά
το φαγητό στην από το στόµατος χορήγηση.

2. ΕΥΡΕΟΣ ΦΑΣΜΑΤΟΣ ΠΕΝΙΚΙΛΛΙΝΕΣ


Αντιµικροβιακό φάσµα Φαρµακοκινητική

Αµπικιλλίνη Λοιµώξεις από σιγκέλλα, σαλµονέλα, κολοβακτηρίδιο, Συνδέονται σε µικρό ποσοστό µε


στρεπτόκοκκο πνευµονίας και αιµόφιλο ινφλουέντζας πρωτείνες (20%) και απεκκρίνονται
Αµοξυκιλλίνη (εξάρσεις χρόνιας βρογχίτιδας και µέση ωτίτιδα) καθώς στη χολή και στα ούρα. είναι
και γονόκοκκο και ευαίσθητα στο φάρµακο Gram+. Ο
συνδυασµός του φαρµάκου µε σουλβακτάµη κατάλληλες για την
προλαµβάνει την αδρανοποίηση του φαρµάκου από την αντιµετώπιση λοιµώξεων
πενικιλινάση επεκτείνοντας έτσι το αντιµικροβιακό του των χοληφόρων και του
φάσµα σε χρυσίζοντα σταφυλόκοκκο, αιµόφιλο
ινφλουέντζας, αναερόβια (bacteroides fragilis) και ουροποιητικού. Κατανέµονται σε
αρκετά στελέχη κολοβακτηριδίου. όλο τον οργανισµό αλλά δεν περνούν
τον αιµατοεγκεφαλικό φραγµό εκτός
Οι κλινικές ενδείξεις της αµοξυκιλίνης είναι παρόµοιες αν φλεγµαίνουν οι µήνιγγες
µε της αµπικιλίνης, η αµοξυκιλίνη όµως εµφανίζει Ο χρόνος ηµιζωής είναι 1-2 ώρες
σηµαντική κλινική εφαρµογή στην προφύλαξη από Η προβενεσίδη αναστέλλει τη νεφρική
βακτηριακή ενδοκαρδίτιδα Χρησιµοποιείται επίσης για απέκκριση τους
την αντιµετώπιση της νόσου του Lyme σε παιδική
ηλικία, καθώς και στην εκρίζωση του ελικοβακτηριδίου
του πυλωρού
Ο συνδυασµός του φαρµάκου µε κλαβουλανικό οξύ
προλαµβάνει την αδρανοποίηση του φαρµάκου από την
πενικιλλινάση.

Παρενέργειες Παρόµοιες µε της πενικιλλίνης και επιπλέον κηλιδοβλατιδώδες


εξάνθηµα (συχνό σε ασθενείς µε λοιµώδη µονοπυρήνωση και χρόνια
λεµφοκυτταρική λευχαιµία καθώς και σε ασθενείς µε AIDS).
Με την αµοξυκιλλίνη έχει αναφερθεί χολοστατικός ίκτερος είτε κατά την διάρκεια,
είτε αµέσως µετά την θεραπεία µε αµοξυκιλίνη-κλαβουλανικό. Ο συνδυασµός
αµοξυκιλίνης-κλαβουλανικού έχει συσχετισθεί µε αγγειίτιδα, ζάλη, κεφαλαλγία,
σπασµούς

Προσοχή/Προφυλάξεις

124
Προσοχή χρειάζεται σε ιστορικό αλλεργιών και σε ασθενείς µε νεφρική
δυσλειτουργία.
Σε υποψία λοιµώδους µονοπυρήνωσης , σε χρόνια λεµφοκυτταρική λευχαιµία και σε
ασθενείς µε HIV (αυξηµένη επίπτωση εξανθήµατος).
Επιπλέον για την αµοξυκιλλίνη παρακολούθηση της ηπατικής λειτουργίας για την
αποφυγή εµφάνισης χολοστατικού ίκτερου. Συνιστάται να µην υπερβαίνει η θεραπεία
χρονικό διάστηµα 14 ηµερών.

3. ΑΝΘΕΚΤΙΚΕΣ ΣΤΗΝ ΠΕΝΙΚΙΛΙΝΑΣΗ ΠΕΝΙΚΙΛΛΙΝΕΣ

∆ιαχωρίζονται σε αντισταφυλοκοκκικές και σε κατά Gram -(εκτός ψευδοµονάδας)


που παράγουν πενικιλινάση. Στις πρώτες ανήκουν η κλοξακιλλίνη, η
δικλοξακιλλίνη, η φλουκλοξακιλλίνη, η µεθικιλίνη και ναφκιλίνη. Από αυτές
περιγράφεται η δικλοξακιλίνη η οποία αποτελεί χαρακτηριστικό εκπρόσωπο των
αντισταφυλοκοκκικών πενικιλινών.

ΑΝΤΙΣΤΑΦΥΛΟΚΟΚΚΙΚΕΣ
Αντιµικροβιακό φάσµα Φαρµακοκινητική
∆ικλοξακιλλίνη Σταφυλόκοκκος (περιλαµβανοµένων και αυτών Συνδέεται µε πρωτεϊνες σε ποσοστό 90-
που παράγουν πενικιλλινάση. 95% Αποβάλλεται από το νεφρό µε
σπειραµατική διήθηση αλλά και ενεργό
σωληναριακή απέκκριση. Η ταυτόχρονη
χορήγηση προβενεσίδης επιβραδύνει τη
νεφρική απέκκριση.

Παρενέργειες Παρόµοιες µε της πενικιλλίνης και επιπλέον αυξηµένη πιθανότητα


χολοστατικού ικτέρου ή και ηπατίτιδας.

Προσοχή/Προφυλάξεις
Προσοχή χρειάζεται σε ιστορικό αλλεργιών και σε ασθενείς µε νεφρική
δυσλειτουργία
Παρακολούθηση ηπατικής λειτουργίας ακόµη και εβδοµάδες µετά τη διακοπή της

4. ΑΝΤΙΨΕΥ∆ΟΜΟΝΑ∆ΙΚΕΣ ΠΕΝΙΚΙΛΛΙΝΕΣ

Η τικαρκιλλίνη είναι καρβοξυπενικιλλίνη που ενδείκνυται κυρίως για λοιµώξεις από


ψευδοµονάδα. Η τικαρκιλλίνη διατίθεται σε συνδυασµό µε κλαβουλανικό οξύ.
Η πιπερακιλλίνη είναι ουρεϊδοπενικιλλίνη κατά της ψευδοµονάδας, µε ευρύτερο
αντιµικροβιακό φάσµα
Συνδυάζεται µε ταζοβακτάµη.

Αντιµικροβιακό φάσµα Φαρµακοκινητική


Τικαρκιλλίνη Ψευδοµονάδα, πρωτέας, αναερόβια (Bacteroides Συνδέεται µε πρωτεϊνες σε ποσοστό
fragilis.) Ο συνδυασµός του φαρµάκου µε 45%. αποβάλλεται αµετάβλητο στα
κλαβουλανικό οξύ προλαµβάνει την αδρανοποίηση ούρα κατά 70%. Ο χρόνος ηµιζωής
του φαρµάκου από την πενικιλλινάση. είναι µία ώρα. Χορηγείται ΕΦ

Πιπερακιλλίνη Ευρύ αντιµικροβιακό φάσµα, ιδιαίτερα Gram- και Χορηγείται ΕΦ. Συνδέεται µε
αναερόβια. Ο συνδυασµός του φαρµάκου µε πρωτεϊνες σε ποσοστό 30%.
κλαβουλανικό οξύ προλαµβάνει την αδρανοποίηση Αποβάλλεται από το νεφρό σε
του φαρµάκου από την πενικιλλινάση. ποσοστό 70% και λίγο στη χολή. Ο
χρόνος ηµιζωής είναι 40-70 λεπτά.

125
Παρενέργειες Τικαρκιλλίνης. Παρόµοιες µε της πενικιλλίνης. Εχει αναφερθεί
χολοστατικός ίκτερος είτε κατά την διάρκεια, είτε αµέσως µετά την θεραπεία µε
τικαρκιλλίνη -κλαβουλανικό
Για τη πιπερακιλλίνη Παρόµοιες µε της πενικιλλίνης και επιπλέον υποκαλιαιµία
(αυξηµένη αποβολή καλίου στα ούρα).

Προσοχή/Προφυλάξεις Προσοχή χρειάζεται σε ιστορικό αλλεργιών και σε ασθενείς


µε νεφρική δυσλειτουργία. Προσοχή σε υποκαλιαιµία.
Παρακολούθηση ηπατικής λειτουργίας ακόµη και εβδοµάδες µετά τη διακοπή της
τικαρκιλλίνης
Χορηγούνται µε ΕΦ έγχυση.

ΚΕΦΑΛΟΣΠΟΡΙΝΕΣ, ΚΕΦΑΜΥΚΙΝΕΣ ΚΑΙ ΑΛΛΑ β-ΛΑΚΤΑΜΙΚΑ


ΑΝΤΙΒΙΟΤΙΚΑ

1. ΚΕΦΑΛΟΣΠΟΡΙΝΕΣ, ΚΕΦΑΜΥΚΙΝΕΣ
Οι κεφαλοσπορίνες είναι αντιβιοτικά ευρέως φάσµατος. Ανήκουν στις β-λακτάµες Η
χηµική τους δοµή και η φαρµακολογία τους οµοιάζει µε των πενικιλινών. Είναι
παράγωγα του 7-αµινο-κεφαλοσπορανικού οξέος.
∆ιακρίνονται σε τρεις γενεές ανάλογα µε την αντιµικροβιακή τους δραστικότητα
αλλά και χρονολογικά.
Ο µηχανισµός δράσης είναι παρόµοιος µε των πενικιλλινών.
Μικροβιακή αντίσταση Η αντίσταση γίνεται µε β-λακταµάσες (κεφαλοσπορινάσες)
που παράγουν τα ανθεκτικά µικρόβια.

Η πρώτη γενεά περιλαµβάνει τις κεφαλοσπορίνες στις οποίες έχει αναπτυχθεί λίγο ως
πολύ αντίσταση, και είναι δραστικές κυρίως κατά Gram+
Η δεύτερη γενεά περιλαµβάνει κεφαλοσπορίνες µε ευρύτερο φάσµα, δραστικές κατά
Gram+ και Gram-, αναερόβιων.
Οι κεφαλοσπορίνες τρίτης γενεάς κατανέµονται σε όλους του ιστούς εκτός από το
ΚΝΣ. Σε περίπτωση όµως φλεγµονής των µηνίγγων διέρχονται σε θεραπευτικές
συγκεντρώσεις εκτός από την κεφοπεραζόνη.
Κεφαλοσπορίνες Αντιµικροβιακό φάσµα Φαρµακοκινητική
α΄ γενεάς Κατανέµονται σε όλο των οργανισµό

126
κεφαδροξίλη Ηπιες λοιµώξεις από ευαίσθητα στο φάρµακο αλλά δεν διέρχονται τον
κεφαζολίνη κόκκους και εντεροβακτηριακά. αιµατοεγκεφαλικό φραγµό ακόµη και
κεφραδίνη όταν φλεγµαίνουν οι µήνιγγες.
κεφαπιρίνη Απεκκρίνονται από τους νεφρούς σε
ποσοστό 80-90%
Ο χρόνος ηµιζωής είναι 0,5-2 ώρες
β΄ γενεάς Κατανέµονται σε όλο των οργανισµό
κεφακλόρη Gram+ και Gram-, αναερόβια αλλά δεν διέρχονται τον
κεφαµανδόλη Λοιµώξεις ουροποιητικού, αναπνευστικού, αιµατοεγκεφαλικό φραγµό. Η
κεφορανίδη δέρµατος, παραρινοκολπίτιδα, χειρουργική κεφουροξίµη είναι η µόνη
κεφπροζίλη προφύλαξη κεφαλοσπορίνη β γενεάς που διέρχεται
τον αιµατοεγκεφαλικό φραγµό και
κεφουροξίµη Όπως παραπάνω και είναι η µόνη χρησιµοποιείται σε περιπτώσεις
κεφαλοσπορίνη β γενεάς που διέρχεται τον µηνιγγίτιδας από αιµόφιλο ινφλουέντζας
αιµατοεγκεφαλικό φραγµό και χρησιµοποιείται Απεκκρίνονται από τους νεφρούς Ο
σε περιπτώσεις µηνιγγίτιδας από αιµόφιλο χρόνος ηµιζωής είναι 1 ώρα, εκτός από
ινφλουέντζας κεφορανίδης που είναι 3 ώρες.
κεφοξιτίνη
Η κεφοξιτίνη είναι κεφαµυκίνη Ιδιαίτερα για
ενδοκοιλιακές λοιµώξεις, σηψαιµία
γυναικολογικές, φλεγµονώδη νόσο της πυέλου

Κεφαλοσπορίνες Αντιµικροβιακό φάσµα Φαρµακοκινητική


γ΄ γενεάς Κατανέµονται σε όλους του ιστούς εκτός
κεφοταξίµη Gram+ και περισσότερο Gram-, αναερόβια από το ΚΝΣ. Σε περίπτωση όµως
κεφτριαξόνη (ενδοκοιλιακές λοιµώξεις, γυναικολογικές φλεγµονής των µηνίγγων διέρχονται σε
κεφταζιδίµη λοιµώξεις, σηψαιµία, λοιµώξεις µαλακών θεραπευτικές συγκεντρώσεις εκτός από
µορίων, πνευµονία, µηνιγγίτιδα κ.ά.), την κεφοπεραζόνη. Απεκκρίνονται στους
χειρουργική προφύλαξη νεφρούς. Ο χρόνος ηµιζωής είναι 1-2
ώρες
κεφπροζίλη Λοιµώξεις ουροποιητικού, αναπνευστικού, Η κεφτριαξόνη απεκκρίνεται και στη
δέρµατος, παραρινοκολπίτιδα, χειρουργική χολή.
προφύλαξη Ο χρόνος ηµιζωής της είναι 6-9 ώρες

Παρενέργειες Γενικό χαρακτηριστικό όλων των κεφαλοσπορινών είναι η χαµηλή


τοξικότητα. Γενικά οι παρενέργειες είναι όπως των πενικιλλινών. Η σηµαντικότερη
παρενέργεια είναι η υπερευαισθησία και περίπου 7-10% των ατόµων που εµφανίζουν
ευαισθησία στην πενικιλίνη θα εµφανίσουν και στις κεφαλοσπορίνες. Αλλα
σηµαντική παρενέργεια είναι οι ανωµαλίες της πήξης που µπορεί να είναι σοβαρές
ιδιαίτερα µε κεφαλοσπορίνες β και γ γενεάς, και η αναστρέψιµη νεφροροξικότητα. Η
κεφτριαξόνη µπορεί να προκαλέσει χολολιθίαση.
Μία σηµαντική αλληλεπίδραση της κεφαµανδόλης, είναι η αντίδραση δισουλφιράµης
όταν ο ασθενής πίνει οινοπνευµατώδη, η οποία οφείλεται σε αναστολή της
αλδευδικής αφυδρογονάσης η οποία προκαλείται από µια πλάγια άλυσο
(µεθυλτετραζολθειόλη).
Προσοχή/Προφυλάξεις όταν χορηγούνται µαζί µε άλλα νεφροτοξικά φάρµακα
(φουροσεµίδη, αµινογλυκοσίδες, βανκοµυκίνη κ.ά.) επειδή αυξάνει ο κίνδυνος

127
νεφρικής βλάβης.
Προσοχή χρειάζεται σε ιστορικό αλλεργιών και σε ασθενείς µε νεφρική
δυσλειτουργία.
Ειδικά για τη κεφτριαξόνη απαιτείται επαρκής ενυδάτωση σε παρατεταµένη
χορήγηση, ιδιαίτερα σε ακινητοποιηµένους ασθενείς για την αποφυγή καθίζησης
αλάτων ασβεστίου της κεφτριαξόνης. Σε συµπτώµατα που υποδηλώνουν πιθανή
χολολιθίαση άµεση διακοπή του φαρµάκου.

Η κεφεπίµη είναι νεώτερη κεφαλοσπορίνη (δ΄ γενεάς) κατάλληλη για


νοσοκοµειακές λοιµώξεις από Gram-. Είναι ανθεκτική στις β-λακταµάσες.

2. ΑΛΛΑ ΑΝΤΙΒΙΟΤΙΚΑ β-ΛΑΚΤΑΜΗΣ

Η αζτρεονάµη είναι µονοβακτάµη δραστική κατά Gram- µικροβίων


(ψευδοµονάδα, ο αιµόφιλος της ινφλουέντσας, γονόκοκκος και µηνιγγιτιδόκοκκος).
Η δράση της αζτρεονάµης οφείλεται στην αναστολή της σύνθεσης του κυτταρικού
τοιχώµατος των βακτηρίων, µέσω υψηλής συγγένειας της ουσίας µε την ΡΒΡ3
(πρωτεΐνη 3, συνδέουσα τη πενικιλλίνη). Το χαρακτηριστικό της είναι ότι είναι
ανθεκτική στις β-λακταµάσες.
H Λορακαρµπέφη είναι συνθετικό αντιβιοτικό β-λακτάµης που χορηγείται
από το στόµα, και µοιάζει στη δράση µε τη κεφακλόρη
Η ιµιπενέµη είναι µια καρβαπενέµη µε ευρύτατο αντιµικροβιακό φάσµα, η
οποία συνδυάζεται µε σιλαστατίνη, η οποία εµποδίζει το µεταβολισµό της ιµιπενέµης
από τη διϋδροπεπτιδάση των νεφρών µε αποτέλεσµα αυξηµένη συγκέντρωση του µη
µεταβολισµένου φαρµάκου στα ούρα και λιγότερες παρενέργειες.
Η µεροπενέµη είναι παρόµοια µε την ιµιπενέµη, αλλά δίνεται µόνη.
Άλλες καρβαπενέµες είναι η βιαπενέµη, η πανιπενέµη, η ερταπενέµη, και η
λεναπενέµη. Από το στόµα χορηγούµενες είναι η σανφετρινέµη.

Αντιµικροβιακό φάσµα Φαρµακοκινητική


Αζτρεονάµη Gram- µικρόβια (κυρίως ψευδοµονάδα, ο Χορηγείται παρεντερικά. Απεκκρίνεται µε ενεργό
αιµόφιλος της ινφλουέντσας, γονόκοκκος σωληναριακή απέκκριση και σπειραµατική
και µηνιγγιτιδόκοκκος) διήθηση.
Ο χρόνος ηµιζωής είναι 1,5-2 ώρες
Λορακαρµπέφη Gram+ και Gram-, αναερόβια Χορηγείται από το στόµα. Σύνδεση µε πρωτεϊνες
Λοιµώξεις ουροποιητικού, 24%. Απεκκρίνεται στα ούρα κατά µεγάλο

128
αναπνευστικού, δέρµατος, ποσοστό αναλλοίωτο. Ο χρόνος ηµιζωής είναι 1
παραρινοκολπίτιδα, οξεία µέση ωτίτιδα ώρα.
Ιµιπενέµη ευρύτατο αντιµικροβιακό φάσµα (αερόβια Χορηγείται παρεντερικά. Σύνδεση µε πρωτεϊνες
και αναερόβια Gram-/+ µικρόβια) 20%. Απεκκρίνεται στα ούρα. Ο χρόνος ηµιζωής
παρόµοιο µε την ιµιπενέµη της ιµιπενέµης είναι 2-3 ώρες, και της
σιλαστατίνης είναι περίπου 1 ώρα.
Μεροπενέµη παρόµοιο µε την ιµιπενέµη
(Λοιµώξεις αναπνευστικού, Χορηγείται ΕΦ. Απεκκρίνεται στα ούρα. Ο
ουροποιητικού, ενδοκοιλιακές λοιµώξεις, χρόνος ηµιζωής της είναι 1 ώρα. Εµφανίζει
γυναικολογικές λοιµώξεις, εξαιρετική διεισδυτικότητα στους περισσότερους
περιλαµβανοµένων ενδοµητρίτιδας, ιστούς, περιλαµβανοµένου του εγκεφαλονωτιαίου
φλεγµονώδους νόσου της πυέλου κ.ά., υγρού
σηψαιµία, µηνιγγίτιδα, λοιµώξεις
µαλακών µορίων, και εµπειρική θεραπεία
λοιµώξεων σε ασθενείς µε
ουδετεροπενία).

Παρενέργειες Για την αζτρεονάµη Γατρεντερικές διαταραχές, διαταραχές ΚΝΣ,


αιµατολογικές, ήπατος και σπάνια αλλεργικές αντιδράσεις. Φλεβίτιδα και δυσανεξία
στο σηµείο ένεσης
Για τη λορακαρµπέφη. Γενικά οι παρενέργειες είναι όπως των πενικιλλινών. Η
σηµαντικότερη παρενέργεια είναι η υπερευαισθησία και περίπου 7-10% των ατόµων
που εµφανίζουν ευαισθησία στην πενικιλίνη θα εµφανίσουν και στη λορακαµπέφη.
Αλλα σηµαντική παρενέργεια είναι οι ανωµαλίες της πήξης, και οι ηπατικές
διαταραχές.
Για την ιµιπενέµη και µεροπενέµη γαστρεντερικές, αιµατολογικές, ηπατικές
διαταραχές, αλλεργικές αντιδράσεις, και σπασµοί, σύγχυση και διαταραχές του
θυµικού. Τοπικές αντιδράσεις στο σηµείο της ένεσης.

Προσοχή/Προφυλάξεις Προσοχή χρειάζεται σε ιστορικό αλλεργίας στις


πενικιλλίνες και σε ασθενείς µε νεφρική δυσλειτουργία ή ηπατική. Σε περίπτωση
επιλοίµωξης (µυκητίαση, ψευδοµεµβρανώδης εντεροκολίτιδα) άµεση διακοπή
φαρµάκου και χορήγηση κατάλληλης αγωγής
Για την ιµιπενέµη και µεροπενέµη απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή στην δοσολογία σε
ασθενείς µε προδιάθεση για εµφάνιση σπασµών.

129
ΑΜΙΝΟΓΛΥΚΟΣΙ∆ΕΣ

Είναι βακτηριοκτόνα αντιβιοτικά. Περιλαµβάνονται τα φάρµακα στρεπτοµυκίνη,


γενταµυκίνη, αµικασίνη, τοµπραµυκίνη, νετιλµικίνη, καναµυκίνη, νεοµυκίνη,
φραµυκητίνη.
Είναι αµινοσάκχαρα, πολυκατιόντα, υδατοδιαλυτές ενώσεις. ∆εν απορροφώνται από
το έντερο.
Μηχανισµός δράσης. Αρχικά η δηµιουργία ρωγµών (σχισµών) στο εξωτερικό
τοίχωµα της µεµβράνης µε αποτέλεσµα έκχυση του περιεχοµένου και αυξηµένη
πρόσληψη στο εσωτερικό του κυττάρου. Επίσης αναστέλλουν την 30S υποµονάδα
των µικροβιακών ριβοσωµατίων Προκαλούν δυσλειτουργία του σηµείου "Α" µε
αποτέλεσµα την παραγωγή ελαττωµατικών πρωτεϊνών για το µικρόβιο
Μικροβιακή αντίσταση γίνεται µέσω πλασµιδίων δια παραγωγής ενζύµων που
συνδέονται στις αµινογλυκοσίδες και τις αδρανοποιούν (ακετυλίωση,
φωσφορυλίωση, αδενυλίωση), µε παραγωγή αλλοιωµένης 30S ριβοσωµιακής
υποµονάδας, και µια τρίτη αιτία είναι ότι µερικά µικρόβια στερούνται του οξυγονο-
εξαρτώµενου µηχανισµού µέσω του οποίου το φάρµακο µεταφέρεται στο 30S
ριβόσωµα.

Αντιµικροβιακό φάσµα Φαρµακοκινητική


Στρεπτοµυκίνη Μόνη σε τουλαραιµία, στο µελιταίο πυρετό Χορηγείται ΕΜ, κατανέµεται σε όλους
µε τετρακυκλίνες, και στη φυµατίωση µαζί τους ιστούς αλλά όχι επαρκώς στον
µε άλλα αντιφυµατικά (3ης επιλογής εγκέφαλο. Απεκκρίνεται στους νεφρούς,
φάρµακο) µε χρόνο ηµιζωής 5-6 ώρες.
Γενταµυκίνη Υψηλές συγκεντρώσεις στα ούρα,
Αµικασίνη Μικρόβια Gram+/-, σταφυλόκοκκος. νεφρούς και αυτί και ικανοποιητικές σε
Τοµπραµυκίνη Η γενταµυκίνη, η αµικασίνη και η αρθρώσεις, υπεζωκότα και περιτόναιο.
Νετιλµικίνη τοµπραµυκίνη είναι δραστικές και κατά της ∆ιέρχονται ελάχιστα στο ΕΝΥ, οφθαλµό
ψευδοµονάδας ενώ η στρεπτοµυκίνη είναι και προστάτη και δεν απεκκρίνονται στις
δραστική και κατά του µυκοβακτηριδίου εκκρίσεις του αναπνευστικού. ∆ιέρχονται
της φυµατίωσης όπου και χρησιµοποιείται τον πλακούντα και µπορεί να
ως φάρµακο β ή γ εκλογής. Η δράση τους προκαλέσουν βλάβη της 8ης συζυγίας.
είναι εντονότερη σε αλκαλικό περιβάλλον. Η απέκκριση γίνεται στα ούρα µε
Καναµυκίνη Συνήθως χορηγούνται µαζί µε ένα σπειραµατική διήθηση κυρίως
Νεοµυκίνη αντιβιοτικό β-λακτάµης. αναλλοίωτου φαρµάκου Ο χρόνος
Φραµυκιτίνη Η νεοµυκίνη και φραµυκιτίνη δίνονται ηµιζωής είναι 2-2,5 ώρες.
τοπικά και για αποστείρωση εντέρου. Η
ί δ ί λέ

130
καναµυκίνη δεν χρησιµοποιείται πλέον

Παρενέργειες Οι κυριότερες είναι η νεφροτοξικότητα, όπου µπορεί να συµβεί οξεία


σωληναριακή νέκρωση και νεφρική ανεπάρκεια , ωτοτοξικότητα µε βλάβη ακοής και
διαταραχές ισορροπίας, και ο νευροµυικός αποκλεισµός, όπου µπορεί να προκαλέσει
διαταραχή στη νευροµυϊκή σύναψη και συνεπώς αντενδείκνυται σε ασθενείς µε
µυασθένεια. Το φάρµακο εµποδίζει την σύνδεση Ca++ και την απελευθέρωση
ακετυλχολίνης από τα τελικά άκρα των νευρικών απολήξεων.
Άλλες παρενέργειες είναι αύξηση τρανσαµινασών και αλκαλικής φωσφατάσης,
αντιδράσεις υπερευαισθησίας, νευρολογικές διαταραχές, και τοπικές αντιδράσεις στο
σηµείο της ΕΜ ένεσης. Παροδικός ερεθισµός επιπεφυκότων (όταν χορηγούνται
οφθαλµικές σταγόνες).

Προσοχή/Προφυλάξεις
Να µετρώνται τα επίπεδα του πλάσµατος ιδιαίτερα όταν χρησιµοποιούνται µεγάλες
δόσεις ή για διάστηµα µεγαλύτερο των 7 ηµερών καθώς και σε νεφρική ανεπάρκεια,
ηλικιωµένους, γυναίκες και αφυδατωµένους ασθενείς. Θα πρέπει να αποφεύγεται η
παράλληλη χορήγηση µε άλλα νεφροτοξικά ή ωτοτοξικά φάρµακα όπως η
φουροσεµίδη και το αιθακρυνικό οξύ, και αν αυτό είναι αναπόφευκτο, το
µεσοδιάστηµα µεταξύ της χορήγησης των δύο ουσιών πρέπει να είναι το µέγιστο
δυνατό. Σε ασθενείς µε νεφρική ανεπάρκεια και σε ηλικιωµένους καλό είναι να
γίνεται έλεγχος νεφρικής λειτουργίας και ακοόγραµµα πριν τη θεραπεία µε
αµινογλυκοσίδες

131
ΤΕΤΡΑΚΥΚΛΙΝΕΣ

Περιλαµβάνονται: τετρακυκλίνη, χλωροτετρακυκλίνη, οξυτετρακυκλίνη,


δεµεκλοκυκλίνη, δοξυκυκλίνη και µινοκυκλίνη. Είναι αντιβιοτικά ευρέως φάσµατος,
βακτηριοστατικά, αλλά η κατάχρηση τους έχει οδηγήσει σε ανάπτυξη αντίστασης.
Μηχανισµός δράσης Συνδέονται στο 30S αναστέλλοντας τη σύνδεση του
αµινοακυλ-t-RNA στη θέση Α, και επίσης συνδέονται στο Ca++ και Mg++.
Μικροβιακή αντίσταση αναπτύσσεται µε πλασµίδια και παραγωγή αλλοιωµένων
πρωτεϊνών που προλαµβάνουν την είσοδο του φαρµάκου.

Αντιµικροβιακό φάσµα Φαρµακοκινητική


Καλή απορρόφηση
Κατανοµή (ειδικά οστά, δόντια, ήπαρ)
Τετρακυκλίνη χλαµύδια (τράχωµα, ψιττάκωση, σαλπιγγίτιδα,
Απέκκριση στα ούρα, κόπρανα
∆οξυκυκλίνη ουρηθρίτιδα, αφροδίσιο λεµφοκοκκίωµα),
(Eίναι η Χρόνος ηµιζωής 8 ώρες για συµβατικές
ρικέτσιες (εξανθηµατικός τύφος, πυρετός Q,
σύγχρονη και
τετρακυκλίνη πυρετός βραχωδών ορέων), σπειροχαίτες (νόσος 16 ώρες για δεµεκλοκυκλίνη,
επιλογής) δοξυκυκλίνη και µινοκυκλίνη
του Lyme, σύφιλη σε περίπτωση αλλεργίας
στην πενικιλίνη, λεπτοσπείρωση κ.ά.),
Ο χρόνος ηµιζωής της δοξυκυκλίνης είναι
µυκόπλασµα, βρουκέλλα (µελιταίος πυρετός),
18-22 ώρες, κάτι που επιτρέπει ένα πιο
χρόνια βρογχίτιδα, πλευριτικό υγρό σε κακοήθη
απλουστευµένο δοσολογικό σχήµα, και
νεοπλάσµατα, γονόρροια, Pasteurella pestis
αποβάλλεται σχεδόν αµετάβλητη από
(πανώλης) και tularensis (τουλαραιµία), δονάκιο
τους νεφρούς και στα κόπρανα.
της χολέρας. Επίσης σε περιπτώσεις
αµοιβάδωσης (µαζί µε αµοιβαδοκτόνα)
Επιπλέον ενδείξεις της δοξυκυκλίνης είναι η
χρόνια προστατίτιδα και η κρανιοκολπίτιδα

Παρενέργειες Γαστρεντερικές διαταραχές, φωτοευαισθησία, εξάνθηµα διαταραχές


δέρµατος και βλεννογόνων ψευδοµεµβρανώδης κολίτιδα, ηπατική βλάβη
Στα παιδιά µπορεί να προκαλέσει δυσχρωσία οδόντων, εναπόθεση στα οστά και
αύξηση ενδοκρανιακής πίεσης (κυρίως σε νεαρά άτοµα).
Η µακροχρόνια χρήση µινοκυκλίνης σε δόση >200mg/ηµέρα µπορεί να προκαλέσει
δυσχρωσία οδόντων στους ενήλικες.
Προσοχή/Προφυλάξεις Σε ασθενείς µε ηπατική δυσλειτουργία. Αποφυγή έκθεσης
στον ήλιο (ιδιαίτερα µε δεµεκλοκυκλίνη). Γαλουχία (αποβάλλονται µε το µητρικό

132
γάλα). Σε εξασθενηµένα άτοµα (αντιαναβολική δράση των τετρακυκλινών)
Σε µακροχρόνια χρήση κίνδυνος επιλοιµώξεων.
Σε χορήγηση σκευασµάτων που έχει λήξει ο χρόνος χρήσης υπάρχει κίνδυνος
εµφάνισης συνδρόµου Fanconi*. Για οξυτετρακυκλίνη και δοξυκυκλίνη προσοχή σε
πορφυρία
Τα προϊόντα γάλακτος µειώνουν την απορρόφηση του φαρµάκου (εκτός
δοξυκυκλίνης και µινοκυκλίνης).
Αντιόξινα και σίδηρος. Σχηµατισµός συµπλόκων και µείωση απορρόφησης
τετρακυκλινών.

Η Tigecycline είναι ένα νέο ευρέως φάσµατος αντιβιοτικό και αντίθετα µε τις
υπάρχουσες τετρακυκλίνες χορηγείται µόνο ενδοφλέβια, δεν αναπτύσσεται εύκολα
αντίσταση από τα µικρόβια, και δεν απαιτείται προσαρµογή δοσολογίας σε νεφρική ή
ηπατική βλάβη.

ΧΛΩΡΑΜΦΑΙΝΙΚΟΛΗ
Είναι αντιβιοτικό ευρέος φάσµατος δραστικό σε Gram+/- µικρόβια, ιδιαίτερα για
σαλµονέλα τύφου και αιµόφιλο ινφλουέντζας, ρικέτσιες, ψιττάκωση, δονάκιο
χολέρας.
Πρέπει να φυλάσσεται για λοιµώξεις απειλητικές για τη ζωή του ασθενούς ιδιαίτερα
αιµόφιλο ινφλουέντζας και τυφοειδή πυρετό.
Μηχανισµός δράσης Συνδέεται µε το ένζυµο πεπτιδυλική τρανσφεράση στο 50S
ριβόσωµα του µικροβίου (αναστέλλει την πρόσληψη αµινοξέων) και αναστέλλει την
σύνθεση των πρωτεϊνών
Μικροβιακή αντίσταση Αντίσταση µε πλασµίδια (ένζυµο ακετυλτρανσφεράση).
Αντιµικροβιακό φάσµα Φαρµακοκινητική
Χλωραµφαινικόλη Gram+/- µικρόβια, ιδιαίτερα για σαλµονέλα Συνδέεται στις πρωτεΐνες κατά
τύφου και αιµόφιλο ινφλουέντζας, ρικέτσιες, 60%.
ψιττάκωση, δονάκιο χολέρας Κατανοµή σε όλους τους ιστούς η
Μηνιγγίτιδα από µηνιγγιτιδόκοκκο σε άτοµα συγκέντρωση της χλωραµφαινικόλης στο
µε αλλεργία στην πενικιλλίνη. εγκεφαλονωτιαίο υγρό είναι σχετικά
Τυφοειδής πυρετός (από σαλµονέλα), υψηλή ακόµη και σε απουσία φλεγµονής
µηνιγγίτιδα ή επιγλωττίτιδα (από αιµόφιλο των µηνίγγων
ινφλουέντζας) και λοιµώξεις από µικρόβια Μεταβολίζεται µε γλυκουρονιδοποίηση
ευαίσθητα στο φάρµακο όπου άλλα Απεκκρίνεται στα ούρα (70-90)
αντιβιοτικά δεν είναι αποτελεσµατικά Χρόνος ηµιζωής 4 ώρες

133
Παρενέργειες Απλαστική αναιµία Αναστρέψιµη, όπου ο σίδηρος δεν
ενσωµατώνεται στην αίµη µε αποτέλεσµα άνοδο σιδήρου στο αίµα και πρώιµες
ερυθροκυτταρικές µορφές.
Μη αναστρέψιµη µήνες ή εβδοµάδες µετά την θεραπεία και άσχετα µε την οδό
χορήγησης. Εµφανίζεται σε συνολική δόση >20gr.
Το «φαιό σύνδροµο» το οποίο παρουσιάζεται σε νεογνά λόγω ανεπάρκειας του
ενζύµου γλυκουρονική τρανσφεράση (το οποίο µεταβολίζει τη χλωραµφαινικόλη)
και λόγω µειωµένης νεφρικής απέκκρισης.
Άλλες παρενέργειες είναι αντίδραση υπερευαισθησίας (πυρετός, εξάνθηµα και
αντίδραση Herxheimer*), κεφαλαλγία, σύγχυση, οπτική νευρίτιδα, περιφερική
νευροπάθεια, γαστρεντερικές διαταραχές, καταστροφή εντερικής χλωρίδας
(επιλοιµώξεις).
Προσοχή/Προφυλάξεις Σε άτοµα µε πορφυρία ή χορήγηση χλωραµφαινικόλης
µπορεί να επάγει οξεία κρίση πορφυρίας. Επίσης Συχνός αιµατολογικός έλεγχος,
Μέτρηση επιπέδων φαρµάκου (σε νεογνά, ασθενείς µε σοβαρή ηπατική ή νεφρική
ανεπάρκεια ή λήψη φαρµάκων που επηρεάζουν τα επίπεδα). Η συνολική δόση να µη
υπερβαίνει τα 20gr ή >50mg/kg/ηµέρα

ΜΑΚΡΟΛΙ∆ΕΣ

Είναι αντιβιοτικά τα οποία περιέχουν ένα πολυµελή δακτύλιο λακτόνης.


Είναι βακτηριοστατικά και σε µεγάλες συγκεντρώσεις ορισµένα από αυτά είναι
βακτηριοκτόνα.
Tο πρώτο φάρµακο της σειράς αυτής είναι η ερυθροµυκίνη. Νεότερα φάρµακα είναι
η αζαλίδη αζιθροµυκίνη (15µελής δακτύλιος λακτόνης), και η κλαριθροµυκίνη, η
ροξιθροµυκίνη και η διρυθροµυκίνη (µε 14-16µελή δακτύλιο λακτόνης). Από τις
µακρολίδες προέρχεται και µία ιδιαίτερη οµάδα, οι κετολίδες που περιλαµβάνουν τη
τελιθροµυκίνη
Μηχανισµός δράσης Οι µακρολίδες συνδέονται σε µία περιοχή (Α2058-2062) του
23S ριβοσωµιακού RNA της υποµονάδας 50S του βακτηριδίου και διεγείρουν το
διαχωρισµό (πρόωρη αποσύνδεση) του peptidyl-tRNA από το ριβόσωµα.

134
Μικροβιακή αντίσταση Η αντίσταση των µικροβίων γίνεται µε παραγωγή ενζύµων
(erm ή erytromycin-resistant methylases) που διµεθυλιώνουν τη θέση Α2058
µπλοκάροντας τη σύνδεση των µακρολιδών (και της λινκοσαµίδης) στη περιοχή
Α2058, ή µε ριβοσωµιακή µετάλλαξη, ή µε παραγωγή άλλων ενζύµων που
αποµακρύνουν το φάρµακο ή µε αδρανοποίηση του αντιβιοτικού µε φωσφορυλίωση
ή γλυκοζυλίωση.
Αντιµικροβιακό φάσµα Φαρµακοκινητική
Το αντιµικροβιακό τους φάσµα Κατανοµή σε όλους τους ιστούς (εκτός ΕΝΥ).
περιλαµβάνει κυρίως Gram+ Μετατρέπονται στο ήπαρ σε νιτροζοαλκάνες που
µικρόβια, γονόκοκκο, χλαµύδια, σχηµατίζουν σύµπλεγµα µε το κυτόχρωµα CYP3A4
µυκοπλάσµατα, λεγιονέλλα, και το σίδηρο αδρανοποιώντας τη δράση του CYP3A4,
καµπυλοβακτηρίδιο, αιµόφιλο µε αποτέλεσµα τα φάρµακα τα οποία µεταβολίζονται
ινφλουέντζας, µυκόπλασµα από το CYP3A4 να µη µεταβολίζονται επαρκώς και να
πνευµονίας. Η αζιθροµυκίνη και η αυξάνονται τα επίπεδα τους στο πλάσµα και εποµένως
κλαριθροµυκίνη είναι δραστικά και η φαρµακολογική τους δράση.
για αναερόβια.
Ερυθροµυκίνη Εµφανίζει πτωχή δραστικότητα Σε άτοµα µε φυσιολογική ηπατική λειτουργία
έναντι του αιµόφιλου της συγκεντρώνεται στο ήπαρ και αποβάλλεται στην χολή.
ινφλουέντσας Κάτω του 5% αποβάλλεται στα ούρα. Χρόνος ηµιζωής
1-2 ώρες.
Κλαριθροµυκίνη
Επιπλέον ενδείξεις της Εισέρχεται στα πολυµορφοπύρηνα, στα λεµφοκύτταρα,
κλαριθροµυκίνης είναι θεραπεία στα µονοκύτταρα και στα κυψελιδικά µακροφάγα. Στα
εκρίζωσης του ελικοβακτηριδίου ούρα αποβάλλεται 30%. Χρόνος ηµιζωής 3-7 ώρες.
του πυλωρού και προφύλαξη και
θεραπεία λοιµώξεων από άτυπα
µυκοβακτηρίδια σε ασθενείς µε
Ροξιθροµυκίνη HIV
Αποβάλλεται στην χολή Ο χρόνος ηµιζωής είναι 12
∆ιρυθροµυκίνη Επιπλέον ένδειξη θεραπεία ώρες
εκρίζωσης του ελικοβακτηριδίου
του πυλωρού
Ευρίσκεται σε µεγάλη συγκέντρωση στα
πολυµορφοπύρηνα και τα µακροφάγα. Υφίσταται
Αζιθροµυκίνη περιορισµένο µεταβολισµό στο ήπαρ και απεκκρίνεται
κυρίως στη χολή. Ο χρόνος ηµιζωής είναι 8 ώρες

Απεκκρίνεται αναλλοίωτη στα κόπρανα. Ο χρόνος


∆ίνεται 500 mg άπαξ ηµερησίως ηµιζωής είναι 2-4 ηµέρες Εισέρχεται στα
για 3 ηµέρες από του στόµατος πολυµορφοπύρηνα, στα λεµφοκύτταρα, στα
µονοκύτταρα και στα κυψελιδικά µακροφάγα και
παραµένει σε υψηλές συγκεντρώσεις για ηµέρες, µετά
την ολοκλήρωση της θεραπείας
Τελιθροµυκίνη Ηπιες λοιµώξεις αναπνευστικού, Μεταβολίζεται στο έντερο και ήπαρ, αποβάλλεται χολή
οξεία ιγµορίτιδα και ούρα. Ο χρόνος ηµιζωής είναι 12 ώρες.

Παρενέργειες Γαστρεντερικές διαταραχές, χολοστατικός ίκτερος, και σπάνια


αλλεργική αντίδραση, καρδιακές παρενέργειες (περιλαµβανοµένου θωρακικού
άλγους και αρρυθµιών, παράταση Q-T), αναστρέψιµη απώλεια της ακοής έχει
αναφερθεί µετά από λήψη µεγάλων δόσεων. Η τελιθροµυκίνη προκαλεί επιπλέον
οπτικές διαταραχές, και σε ασθενείς µε µυασθένεια gravis έξαρση µυασθένειας µε
κατάληξη αναπνευστική παράλυση

135
Προσοχή/Προφυλάξεις προσοχή στην χορήγηση σε ασθενείς µε επιβάρυνση της
ηπατικής λειτουργίας, κσι σε ασθενείς που λαµβάνουν αντιαρρυθµικά (κίνδυνος
παράτασης του διαστήµατος QT και εµφάνισης κοιλιακής ταχυαρρυθµίας).
Επειδή οι µακρολίδες αναστέλλουν το ένζυµο CYP3A4 το οποίο µεταβολίζει πολλά
φάρµακα είναι δυνατόν να αυξηθούν τα επίπεδα άλλων φαρµάκων λόγω µείωσης του
µεταβολισµού τους και να προκύψει τοξικότητα τους.
Η αζιθροµυκίνη εµφανίζει σηµαντικά ευνοϊκό προφίλ αλληλεπιδράσεων σε σχέση µε
τις άλλες µακρολίδες, επειδή δεν επάγει το κυτόχρωµα Ρ450, µε αποτέλεσµα να µην
ενέχεται στον µεταβολισµό φαρµάκων τα οποία αλληλεπιδρούν µε τις άλλες
µακρολίδες.

Η σπιραµυκίνη κατατάσσεται στις µακρολίδες και κύριες ενδείξεις είναι οδοντικές


λοιµώξεις µε ή χωρίς µετρονιδαζόλη και επίσης η τοξοπλάσµωση κατά την κύηση.

ΛΙΝΚΟΣΑΜΙ∆ΕΣ
Περιλαµβάνονται η κλινδαµυκίνη και η λινκοµυκίνη. Πρόκειται για αντιµικροβιακά
περιορισµένης χρήσης εξαιτίας σοβαρών παρενεργειών και κυρίως της ψευδοµεµβρανώδους
κολίτιδας. Η κλινδαµυκίνη είναι περισσότερο δραστική και έχει σχεδόν υποκαταστήσει την
λινκοµυκίνη.

Κλινδαµυκίνη
Είναι βακτηριοστατικό αντιβιοτικό, παράγωγο της λινκοµυκίνης. ∆εν
χρησιµοποιείται συχνά λόγω των παρενεργειών της, και την αλληλοεπικάλυψη της
δράσης της κατά Gram-θετικών βακτηρίων και αναερόβιων από άλλα αντιβιοτικά.
Μηχανισµός δράσης Συνδέεται στη 50S ριβοσωµιακή υποµονάδα των βακτηριδίων
και καταστέλλει τη πρωτεϊνοσύνθεση.

Αντιµικροβιακό φάσµα Φαρµακοκινητική


Είναι δραστική σε Gram+ κόκκους (και Απορροφάται καλά από το στόµα, και έχει καλή
Κλινδαµυκίνη σταφυλόκοκκο ανθεκτικό στην συγκέντρωση στα οστά. Μεταβολίζεται στο ήπαρ
πενικιλινάση) και αναερόβια. και 10% απεκκρίνεται στα ούρα. Ο χρόνος
∆ίνεται σε οστεοµυελίτιδα από ηµιζωής είναι περίπου 2 ώρες.
σταφυλόκοκκο, σε περιτονίτιδα και
ενδοκοιλιακή σήψη, ειδικότερα από

136
Bacteroides fragilis.

Παρενέργειες. Ψευδοµεµβρανώδης κολίτιδα που µπορεί να είναι πολύ σοβαρή.


Επίσης γαστρεντερικές διαταραχές, δυσλειτουργία ήπατος, αιµατολογικές
διαταραχές, αλλεργικές σαντιδράσεις.
Προσοχή/Προφυλάξεις Απαιτείται άµεση διακοπή αν εµφανισθεί διάρροια ή
κολίτιδα, αν εµφανισθεί ηπατική ή νεφρική δυσπραγία. ∆εν εισέρχεται στο ΕΝΥ, δεν
χορηγείται σε µηνιγγίτιδα.

ΓΛΥΚΟΠΕΠΤΙ∆ΙΚΑ ΑΝΤΙΒΙΟΤΙΚΑ

1. ΒΑΝΚΟΜΥΚΙΝΗ
Η βανκοµυκίνη είναι τρικυκλικό γλυκοπεπτίδιο, µικροβιοκτόνο για Gram+ µικρόβια ειδικά
σταφυλόκοκκους και εντερόκοκκους.
Μηχανισµός δράσης Αναστολή σύνθεσης µικροβιακού τοιχώµατος. Επιπλέον επιδρά στη
διαπερατότητα της βακτηριακής κυτταρικής µεµβράνης, αλλά και στην σύνθεση
βακτηριακού RNA
Μικροβιακή αντίσταση Τα τελευταία χρόνια έχουν ανιχνευθεί στελέχη ανθεκτικά στη
βανκοµυκίνη, τα οποία αυξάνονται συνεχώς.

Αντιµικροβιακό φάσµα Φαρµακοκινητική


Βανκοµυκίνη Gram+ µικρόβια ειδικά σταφυλόκοκκοι και Συνδέεται κατά 50-60% στις πρωτεΐνες
εντερόκοκκοι. Χορηγείται µε αργή ενδοφλέβια έγχυση
Σοβαρές συστηµατικές λοιµώξεις από Gram- και απεκκρίνεται στα ούρα αναλλοίωτο.
θετικούς κόκκους, όπως η ενδοκαρδίτιδα, η Ο χρόνος ηµιζωής είναι 12 ώρες.
περιτονίτιδα σε ασθενείς σε περιτοναϊκή διάλυση, ∆εν απορροφάται από το στόµα, και γι΄
και άλλες σοβαρές λοιµώξεις από χρυσίζοντα αυτό δίνεται σε κολίτιδα από
σταφυλόκοκκο. αντιβιοτικά.
θεραπεία κολίτιδας από αντιβιοτικά (οφειλόµενης
σε σταφυλόκοκκο), και ψευδοµεµβρανώδους
κολίτιδας (οφειλόµενης στο Clostridium difficile),

Παρενέργειες Νεφροτοξικότητα, ωτοτοξικότητα, αιµατολογικές διαταραχές (σπάνια


ακοκκιοκυταραιµία), αλλεργικές αντιδράσεις και φλεβίτιδα στο σηµείο έγχυσης.
Ταχεία έγχυση µπορεί να προκαλέσει το σύνδροµο του κόκκινου ανθρώπου (red man
syndrom ή red neck syndrom) που προλαµβάνεται µε αντιϊσταµινικά όπως η
υδροξυζίνη, πριν την ΕΦ έγχυση της βανκοµυκίνης

137
Προσοχή/Προφυλάξεις ∆εν χορηγείται ενδοµυϊκά. Να αποφεύγεται η ταχεία έγχυση
λόγω κινδύνου αντιδράσεων αναφυλαξίας. Απαιτείται η παρακολούθηση της
συγκέντρωσης του φαρµάκου στο πλάσµα. Με προσοχή η συγχορήγηση µε
νεφροτοξικά ή ωτοτοξικά φάρµακα.

2. ΤΕΪΚΟΠΛΑΝΙΝΗ
Η τεϊκοπλανίνη αποτελεί νεώτερο αντιβιοτικό της κατηγορίας των γλυκοπεπτιδίων µε
σχεδόν ταυτόσηµη δράση µε αυτή της βανκοµυκίνης. Επιπλέον µπορεί να χορηγηθεί
και ενδοµυικά,και έχει ηπιότερες παρενέργειες.
Μηχανισµός δράσης Αναστολή σύνθεσης µικροβιακού τοιχώµατος. Επιπλέον
επιδρά στη διαπερατότητα της βακτηριακής κυτταρικής µεµβράνης, αλλά και στην
σύνθεση βακτηριακού RNA
Μικροβιακή αντίσταση Αναπτύσσεται σπάνια.

Αντιµικροβιακό φάσµα Φαρµακοκινητική


Τεϊκοπλανίνη Gram+ µικρόβια ειδικά σταφυλόκοκκοι και Συνδέεται κατά 90% στις πρωτεΐνες
εντερόκοκκοι. Χορηγείται µε αργή ενδοφλέβια έγχυση
Σοβαρές συστηµατικές λοιµώξεις από Gram- ή ΕΜ και απεκκρίνεται στα ούρα
θετικούς κόκκους, όπως η ενδοκαρδίτιδα, η αναλλοίωτο. ∆εν διέρχεται τον
περιτονίτιδα σε ασθενείς σε περιτοναϊκή διάλυση, αιµατοεγκεφαλικό φραγµό.
και άλλες σοβαρές λοιµώξεις από χρυσίζοντα ∆εν απορροφάται από το στόµα..
σταφυλόκοκκο. Προφυλακτικά σε ορθοπεδικές
επεµβάσεις.

Παρενέργειες Νεφροτοξικότητα, ωτοτοξικότητα, αιµατολογικές διαταραχές,


αλλεργικές αντιδράσεις και φλεβίτιδα στο σηµείο έγχυσης.
Προσοχή/Προφυλάξεις Με προσοχή η συγχορήγηση µε νεφροτοξικά ή ωτοτοξικά
φάρµακα.

ΟΞΑΖΟΛΙ∆ΙΝΟΝΕΣ
Οι οξαζολιδινόνες (oxazolidinones) είναι µία νέα κατηγορία αντιβιοτικών φαρµάκων
των οποίων η αντιµικροβιακή δράση τους είναι παρόµοια µε της βανκοµυκίνης.
Το πρώτο φάρµακο αυτής της κατηγορίας είναι η λινεζολίδη (Linezolid).
Πλεονέκτηµα µεταξύ άλλων είναι ότι η χορήγηση από το στόµα είναι σχεδόν το ίδιο
αποτελεσµατική µε την ενδοφλέβια χορήγηση.

138
Μηχανισµός δράσης Αναστέλλει τη βακτηριακή πρωτεϊνοσύνθεση, συνδεόµενη στο
50S ριβόσωµα.

Αντιµικροβιακό φάσµα Φαρµακοκινητική


Παρόµοιο µε της βανκοµυκίνης. Βιοδιαθεσιµότητα σχεδόν 100%. Σύνδεση µε
Λινεζολίδη πρωτεΐνες 31%. Μεταβολίζεται στο ήπαρ χωρίς
Για σοβαρές λοιµώξεις ανθεκτικές στη επίδραση του CYP3A4. Περίπου 35%
βανκοµυκίνη. Επίσης σε σοβαρές λοιµώξεις αποµακρύνεται στα ούρα αναλλοίωτο.Ο χρόνος
από χρυσίζοντα σταφυλόκοκκο και από ηµιζωής είναι περίπου 4,5 ώρες για την ΕΦ και
στρεπτόκοκκο 5,5 ώρες για την από του στόµατος χορήγηση.
(σύµφωνα µε FDA)

Παρενέργειες Οι συχνότερες (ποσοστό >10%) είναι διάρροια, ναυτία, κεφαλαλγία.


Μια σοβαρή παρενέργεια είναι η θροµβοπενία (2,4%) η οποία παρατηρήθηκε στη
φάση ΙΙΙ των κλινικών δοκιµών, όταν η διάρκεια της θεραπείας υπερέβαινε τις δύο
εβδοµάδες. Άλλες παρενέργειες είναι εξάνθηµα και φλεβίτιδα στο σηµείο έγχυσης.
Προσοχή/Προφυλάξεις Συχνός αιµατολογικός έλεγχος (ανά εβδοµάδα) επειδή
έχουν αναφερθεί περιπτώσεις µυελοκαταστολής. Συνιστάται η αποφυγή µεγάλης
κατανάλωσης τροφών που περιέχουν τυραµίνη, επειδή το φάρµακο είναι ασθενής
αναστολέας της ΜΑΟ. Ο ασθενής να µη παίρνει φάρµακα που περιέχουν
ψευδοεφεδρίνη (π.χ. ρινικά αποσυµφορητικά).

ΚΙΝΟΛΟΝΕΣ
Οι κινολόνες ή φθοριοκινολόνες είναι βακτηριοκτόνα αντιβιοτικά. Έχουν ευρύ
αντιµικροβιακό φάσµα. Οι φθοριοκινολόνες έχουν ένα φθόριο στη θέση 6. Με την
δηµιουργία νέων κινολονών οι οποίες δεν είναι φθοριωµένες η ονοµασία
φθοριοκινολόνες ίσως δεν είναι κατάλληλη. Αντ΄ αυτής η ονοµασία κινολόνες
αποδίδει καλύτερα τη σηµερινή εξέλιξη στη κατηγορία αυτών των αντιβιοτικών.
Μηχανισµός δράσης Αναστολή της DNA-gyrase (ή τοποϊσοµεράσης ΙΙ) και της
τοποϊσοµεράσης IV (σχηµατίζεται σύµπλοκο µε το φάρµακο, τα ένζυµα και το DNA)
µε αποτέλεσµα διακοπή της σύνθεσης του DNA και θάνατο του κυττάρου.
Μικροβιακή αντίσταση Η αντίσταση των µικροβίων γίνεται µε µετάλλαξη
εµποδίζοντας την είσοδο τους στο κύτταρο ή αναστέλλοντας την σύνδεση τους µε την
DNA gyrase. Λόγω της ευρείας χρήσης τους υπάρχει αυξανόµενη αντίσταση των
µικροβίων

139
Αντιµικροβιακό φάσµα Φαρµακοκινητική
Η φαρµακοκινητική των κινολονών
Σιπροφολοξασίνη Λοιµώξεις από ευαίσθητα Gram-αρνητικά βακτήρια όπως Salmonella, δεν είναι ίδια εντελώς µεταξύ τους.
Shigella, Campylobacter, Neisseria, και Pseudomonas. Επίσης σε µη Χορηγούµενες από το στόµα
επιπλεγµένη γονοκοκκική ουρηθρίτιδα, επιπλεγµένες ενδοκοιλιακές απορροφώνται γρήγορα µε χρόνο
λοιµώξεις (µαζί µε µετρονιδαζόλη). Θεραπεία εκλογής στην µέγιστης συγκέντρωσης στο αίµα
αντιµετώπιση του άνθρακα.Προφύλαξη από µηνιγγιτιδοκοκκική (Cmax) 1 ώρα. Η τροφή καθυστερεί
µηνιγγίτιδα την απορρόφηση τους και ο Cmax
µπορεί να φθάσει τις 2 ώρες.
Νορφλοξασίνη Λοιµώξεις ουροποιητικού, προστατίτιδα, γονοκοκκική ουρηθρίτιδα. Συνδέονται µε πρωτεΐνες 25-30%. Ο
Οφλοξασίνη Τ/2 τους διαφέρει και είναι από 2-16
ώρες. Κατανέµονται σε όλο το
Λεβοφλοξασίνη Λοιµώξεις ουροποιητικού, αναπνευστικού, δέρµατος ,γονοκοκκική σώµα. Απεκκρίνονται από τους
ουρηθρίτιδα. νεφρούς µε σωληναριακή απέκκριση
Γκατιφλοξασίνη Λοιµώξεις αναπνευστικού, ουροποιητικού, χρονία µικροβιακή και σπειραµατική διήθηση. Περίπου
προστατίτιδα. δέρµατος 20% µεταβολίζεται στο ήπαρ.
Μοξιφλοξασίνη Χρησιµοποιείται σε εξάρσεις χρόνιας βρογχίτιδας και λοιµώξεις
αναπνευστικού, αλλά δεν υπάρχει ακόµη συµφωνία σχετικά µε το αν θα
πρέπει να θεωρείται θεραπεία πρώτης γραµµής σε αυτές τις περιπτώσεις
Γεµιφλοξασίνη Πνευµονία της κοινότητας, εξάρσεις χρόνιας βρογχίτιδας

Παρενέργειες Οι συχνότερες είναι γαστρεντερικές διαταραχές, και λιγότερο συχνά


νευρολογικές διαταραχές, ψυχωτικές αντιδράσεις, εξάνθηµα και η παράταση του
διαστήµατος QT. Επίσης αιµατολογικές διαταραχές, αλλεργικές αντιδράσεις. Μία
σηµαντική παρενέργεια είναι η τενοντίτιδα ή και ορογονίτιδα, ιδιαίτερα σε
ηλικιωµένους ή άτοµα που λαµβάνουν κορτικοστεροειδή.
Για τη µοξιφλοξασίνη Η σηµαντικότερη κλινικά παρενέργεια είναι η παράταση του
διαστήµατος QT.
Για τη γεµιφλοξασίνη η σηµαντικότερη κλινικά παρενέργεια είναι το εξάνθηµα και η
παράταση του διαστήµατος QT.
Προσοχή/Προφυλάξεις Σε ασθενείς µε επιληψία, ιστορικό επιληψίας, ή
καταστάσεις που προδιαθέτουν σε σπασµούς, σε ασθενείς µε ψυχιατρικό νόσηµα,
σακχαρώδη διαβήτη Να αποφεύγεται η κατανάλωση ροφηµάτων που περιέχουν
καφεϊνη.
Να µη χορηγούνται σε ασθενείς µε γνωστή παράταση του διαστήµατος QT, σε
ασθενείς µε υποκαλιαιµία ή µε φάρµακα αντιαρρυθµικά της τάξης ΙΑ (κινιδίνη κ.ά.)
ή της τάξης ΙΙΙ (αµιωδαρόνη κ.ά).
Σοβαρές µέχρι και θανατηφόρες αντιδράσεις έχουν συµβεί σε ασθενείς που έχουν
λάβει σιπροφλοξασίνη µαζί µε θεοφυλλίνη. Απαγορεύεται η συγχορήγηση µε
θεοφυλλίνη. Αν η συγχορήγηση είναι αναπόφευκτη τότε να µετρώνται τα επίπεδα της
θεοφυλλίνης στο πλάσµα.

DAPTOMYCIN

140
Ανήκει σε µία νέα κατηγορία αντιβιοτικών που ονοµάζονται κυκλικά λιποπεπτίδια.
∆ίνεται σε λοιµώξεις από Gram+ που είναι ανθεκτικά στη µεθικιλλίνη, βανκοµυκίνη,
λινεζολίδη
Μηχανισµός δράσης Συνδέεται στη µικροβιακή µεµβράνη, προκαλεί ταχεία
εκπόλωση του δυναµικού, µε αποτέλεσµα αναστολή της σύνθεσης του DNA και
RNA, οδηγώντας σε καταστροφή του βακτηριακού τοιχώµατος

Αντιµικροβιακό φάσµα Φαρµακοκινητική


λοιµώξεις από Gram+ που είναι ανθεκτικά στη µεθικιλλίνη, Συνδέονται µε πρωτεΐνες 92%. Απεκκρίνεται
βανκοµυκίνη, λινεζολίδη από τους νεφρούς. Χρόνος ηµιζωής 8-9 ώρες.
Λοιµώξεις δέρµατος, µαλακών µορίων
(Staphylococcus aureus (including methicillin- resistant
strains), Streptococcus pyogenes, Streptococcus agalactiae,
Streptococcus dysgalactiae subsp. equisimilis and
Enterococcus faecalis (vancomycin-susceptible strains only).

ΌΧΙ Πνευµονία

Παρενέργειες ∆υσκοιλιότητα, Μυοπάθεια, Επιλοιµώξεις


Προσοχή/Προφυλάξεις Προσοχή σε νεφρική ανεπάρκεια, παρακολούθηση για
σηµεία µυοπάθειας (και µέτρηση CPK), χορήγηση µόνο αν είναι απόλυτη ανάγκη
(για να µη αναπτυχθεί αντίσταση).

ΣΟΥΛΦΟΝΑΜΙ∆ΕΣ
Οι σουλφοναµίδες είναι µικροβιοστατικά φάρµακα. Η πλειονότητα των
σουλφοναµιδών αποτελείται από παράγωγα της σουλφανιλαµίδης. Υποκατάσταση
των Η στις θέσεις R1 και R2 δίνει τις διάφορες σουλφοναµίδες. Η χρήση τους έχει
περιοριστεί λόγω ανάπτυξης εκτεταµένης µικροβιακής αντίστασης και εµφάνισης
νέων, ισχυρότερων, και λιγότερο τοξικών αντιβιοτικών
Οι χρησιµοποιούµενες σήµερα σουλφοναµίδες είναι η σουλφαδιαζίνη για πρόληψη
ρευµατικού πυρετού και για τοξοπλάσµωση (µαζί µε πυριµεθαµίνη) και η
σουλφαµεθοξαζόλη (SMZ ) η οποία χρησιµοποιείται σε συνδυασµό µε τριµεθοπρίµη
(TMP) και αναλογία 1 TMP: 5 SMZ.
Μηχανισµός δράσης Οι σουλφοναµίδες αναστέλλουν τη µικροβιακή σύνθεση του
φυλλικού οξέος, παρεκτοπίζοντας το π-αµινοβενζοϊκό οξύ µε το οποίο έχουν χηµική
οµοιότητα.
Η τριµεθοπρίµη αναστέλλει την αναγωγάση του διϋδροφυλλικού οξέος που

141
µετατρέπει το διϋδροφυλλικό οξύ σε τετραϋδροφυλλικό οξύ, το οποίο
χρησιµοποιείται για σύνθεση πουρινών και DNA από τα µικρόβια.
Μικροβιακή αντίσταση Αντίσταση των µικροβίων αναπτύσσεται ταχέως και
οφείλεται σε υπερπαραγωγή PABA, σε αντλίες εξόδου, σε δοµικές αλλαγές στη
συνθετάση του DHP, γενετικές αλλαγές στα γονίδια που κωδικοποιούν τα ένζυµα και
σε µειωµένη διαπερατότητα του τοιχώµατος του µικροβίου.
Αντιµικροβιακό φάσµα Φαρµακοκινητική
Ευρύ αντιµικροβιακό φάσµα. Κατανοµή σε όλο τον οργανισµό. Η
Σουλφαµεθοξαζόλη Η Βρετανική Επιτροπή για την Ασφαλή χρήση των σουλφαµεθοξαζόλη µεταβολίζεται µε
(µαζί µε Φαρµάκων (CSM, Committee on Safety of Medicines) σύζευξη και ακετυλίωση και αποβάλλεται στα
τριµεθοπρίµη συνιστά η χρήση να περιορίζεται σε νοσήµατα που ούρα. Η τριµεθοπρίµη µεταβολίζεται λίγο στο
υπάρχουν σαφείς ενδείξεις ότι ο συνδυασµός είναι ήπαρ και απεκκρίνεται στα ούρα. Ο χρόνος
προτιµότερος από άλλα (µικροβιακή ευαισθησία, µη ηµιζωής είναι 9-11 ώρες.
Σουλφαδιαζίνη ανταπόκριση σε άλλο αντιβιοτικό) και ως φάρµακο εκλογής
στη πνευµονία από πνευµονοκύστη carinii. Επίσης
ενδείκνυται στη τοξοπλάσµωση και στη νοκαρδίαση

Παρενέργειες Οι σηµαντικότερες παρενέργειες και των δύο φαρµάκων, και συνεπώς


και του συνδυασµού τους είναι οι αιµατολογικές (ουδετεροπενία, θροµβοπενία, και
σπανιότερα ακοκκιοκυτταραιµία και πορφύρα.) και οι δερµατολογικές παρενέργειες,
(κνίδωση, εξάνθηµα, δερµατίτιδα εξ επαφής και σύνδροµο Stevens-Johnson µέχρι και
τοξική επιδερµική νεκρόλυση), και παρατηρούνται µε αυξηµένη συχνότητα σε
ηλικιωµένους. Άλλες παρενέργειες είναι γαστρεντερικές διαταραχές, νεφρική βλάβη,
επιλοιµώξεις. Σε µακροχρόνια χορήγηση µείωση φυλλικού οξέος.

Προσοχή/Προφυλάξεις
Ενυδάτωση ασθενούς, µε προσοχή σε ασθενείς µε αιµατολογικές παθήσεις, και σε
ηπατική ή νεφρική δυσλειτουργία. Σε µακροχρόνια χορήγηση να δίνεται
συµπληρωµατικά φυλλικό οξύ.

ΑΝΤΙΦΥΜΑΤΙΚΑ
Η φυµατίωση (ΤΒ) οφείλεται στο µυκοβακτηρίδιο της φυµατίωσης (βάκιλλος
Calmette-Guerin)
Εκατοµµύρια νέες περιπτώσεις συµβαίνουν κάθε χρόνο και περίπου 3 εκατοµµύρια
θάνατοι. Μεγάλο ποσοστό είναι HIV θετικοί.
Στις αναπτυγµένες χώρες η αναζωπύρωση παλαιάς λοίµωξης είναι η κύρια αιτία της ΤΒ, ενώ

142
στις πτωχές χώρες η κύρια αιτία είναι η µετάδοση µέσω του αναπνευστικού (µη διάγνωση της
νόσου, έλλειψη φαρµάκων, ανεπαρκής θεραπεία). Το 90% των περιπτώσεων φυµατίωσης και
το 95% των θανάτων από ΤΒ συµβαίνει στις πτωχές χώρες, και σε αυτό συµµετέχει και η
ραγδαία αύξηση της HIV λοίµωξης. Ο κίνδυνος εξάπλωσης ανθεκτικών βακίλων
παγκοσµίως είναι πιθανός αν δεν τηρηθούν οι στρατηγικές αντιµετώπισης (DOTS πρόγραµµα
κ.ά.) και δεν βρεθούν νέα φάρµακα. Στη Βρετανία το ποσοστό ανθεκτικών στελεχών
αυξήθηκε από 0,6% το 1993 σε 1,7% το 1996. Στο Λονδίνο το ποσοστό αυτό ανέρχεται σε
2,5%. Στις ΗΠΑ το ποσοστό στις νέες περιπτώσεις ανέρχεται σε 1,9%. Η θεραπεία της
ανθεκτικής φυµατίωσης είναι πολύ δύσκολη και βασίζεται σε test ευαισθησίας στα
αντιφυµατικά, και στα δευτερεύοντα αντιφυµατικά. Οι µετανάστες από χώρες µε ελλιπή
προγράµµατα εµβολιασµού καθώς και οι πάσχοντες από AIDS αποτελούν παράγοντες
αύξησης της νόσου στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες

Η θεραπεία της φυµατίωσης γίνεται σε δυο φάσεις.


Χορήγηση 3 φαρµάκων συγχρόνως (ισονιαζίδη, ριφαµπικίνη, πυραζιναµίδη) ή και
εθαµβουτόλης σε σοβαρότερες περιπτώσεις (δευτερεύον στρεπτοµυκίνη) για
διάστηµα 2 µηνών και στη συνέχεια χορηγούνται ισονιαζίδη και ριφαµπικίνη για 4-10
ακόµη µήνες. Σε ανοσοκατασταλµένους ασθενείς η θεραπεία διαρκεί τουλάχιστον 9
µήνες. Σε φυµατιώδη µηνιγγίτιδα ή προσβολή των οστών η θεραπεία µπορεί να
διαρκέσει περισσότερο.

Η προτεινόµενη σήµερα από το Παγκόσµιο Οργανισµό Υγείας (WHO)


θεραπεία (DOTS, Directely Observed Therapy-Short course) ειδικά για τις πτωχές
χώρες συνίσταται στη βραχείας διάρκειας άµεσα ελεγχόµενη χορήγηση 4
αντιφυµατικών φαρµάκων για 2 µήνες (ισονιαζίδη, ριφαµπικίνη, πυραζιναµίδη, και
αιθαµβουτόλη ή στρεπτοµυκίνη), και ισονιαζίδη, ριφαµπικίνη για άλλους 4 µήνες.
Το θεραπευτικό αυτό σχήµα µε άµεση παρατήρηση, από το γιατρό ή το νοσηλευτή,
της λήψης του φαρµάκου από τον ασθενή, έχει δώσει πολύ καλά αποτελέσµατα στις
αναπτυσσόµενες χώρες και µικρές ‘κοινότητες’ µε ιδιαίτερα χαρακτηριστικά (π.χ.
τρόφιµοι φυλακών).

Τα περιγραφόµενα αντιφυµατικά φάρµακα είναι


ΙΣΟΝΙΑΖΙ∆Η
ΡΙΦΑΜΠΙΚΙΝΗ
ΠΥΡΑΖΙΝΑΜΙ∆Η

143
ΕΘΑΜΒΟΥΤΟΛΗ
ΣΤΡΕΠΤΟΜΥΚΙΝΗ (β΄ ή γ΄ εκλογής)

1. ΙΣΟΝΙΑΖΙ∆Η
Είναι υδραζίδη του ισονικοτινικού οξέος. Eίναι πρωτεύον αντιφυµατικό
αντιφυµατικό φάρµακο και το µόνο αντιφυµατικό που χορηγείται για πρόληψη της
νόσου. Είναι βακτηριοκτόνο για αναπτυσσόµενους οργανισµούς. Για
χηµειοπροφύλαξη δίνεται σε άτοµα µε µετατραπείσα αντίδραση PPD µέσα σε 2
χρόνια (θετική), σε στενή οικογενειακή ή νοσηλευτική επαφή µε ασθενείς, και σε
άτοµα επιρρεπή στη νόσο όπως διαβητικοί ή µε σιλίκωση.
Μηχανισµός δράσης Στον οργανισµό µετατρέπεται σε δραστική µορφή από το
γονίδιο katG. H ενεργοποιηµένη µορφή της ΙΝΗ συνδέεται µε NADH και στη
συνέχεια στο γονίδιο inhA . Το γονίδιο inhA κωδικοποιεί την αναγωγάση της enoyl-
acyl carrier protein (ACP) η οποία είναι απαραίτητη για το σχηµατισµό µυκολικού
οξέος (µακρά αλυσίδα λιπαρών οξέων), αναγκαίου για το τοίχωµα του
µυκοβακτηριδίου.
Μικροβιακή αντίσταση Αντίσταση συµβαίνει κυρίως λόγω µετάλλαξης του
γονιδίου inhA ή του katG. Αντίσταση αναπτύσσεται πολύ εύκολα από υπάρχοντα
ανθεκτικά στελέχη και πρόληψη εισόδου του φαρµάκου στο κύτταρο και για το λόγο
αυτό συνδυάζεται µε άλλα φάρµακα για τη θεραπεία της φυµατίωσης.

Αντιµικροβιακό φάσµα Φαρµακοκινητική


Ισονιαζίδη Θεραπεία και χηµειοπροφύλαξη της ∆ιαχέεται µε ευχέρεια σε όλους τους ιστούς (ΕΝΥ
φυµατίωσης 20%). Το 50-70% χορηγούµενης δόσης απεκκρίνεται
αµετάβλητη στους νεφρούς. Ο µεταβολισµός της γίνεται
κυρίως µε ακετυλίωση και υδροξυλίωση στο ήπαρ. Ο
µεταβολίτης ακετυλυδραζίνη προκαλεί βλάβη στο ήπαρ.
Ο χρόνος ηµιζωής είναι 3-6 ώρες

Παρενέργειες Η συχνότερη παρενέργεια είναι η περιφερική νευροπάθεια (προκαλεί


ανεπάρκεια βιταµίνης B6 σχηµατίζοντας υδραζόνες που αδρανοποιούν την B6 η
οποία είναι απαραίτητη για την παραγωγή νευροµεταβιβαστών, αλλά η χορήγηση
πυριδοξίνης 10-50mg/ηµέρα προφυλάσσει). Σπάνιες, παρενέργειες είναι η ηπατική
βλάβη, η οπτική νευρίτιδα, γαστρεντερικές διαταραχές, αντιδράσεις
υπερευαισθησίας, σύνδροµο ερυθυµατώδους λύκου.

144
Προσοχή/Προφυλάξεις Νεφρική βλάβη, ηπατική βλάβη, υπερευαισθησία (να
γίνεται διακοπή όλων των φαρµάκων και επανέναρξη της ΙΝΗ σε µικρές
αυξανόµενες δόσεις). Να γίνεται περιοδικός οφθαλµολογικός έλεγχος

2. ΡΙΦΑΜΠΙΚΙΝΗ
Είναι ηµισυνθετικό παράγωγο της ριφαµυκίνης. Αποτελεί πρωτεύον φάρµακο για τη
φυµατίωση και τη λέπρα. Επίσης σε φορείς µηνιγγιτιδόκοκκου µετάτην έξοδο τους
από το νοσοκοµείο.
Μηχανισµός δράσης Αναστολή της DNA-εξαρτηµένης RNA-πολυµεράσης
(καταστολή της πεπτιδικής αλύσου).
Μικροβιακή αντίσταση Αντίσταση αναπτύσσεται µε υπάρχοντα ανθεκτικά στελέχη
και παραγωγή αλλοιωµένης DNA-πολυµεράσης.

Αντιµικροβιακό φάσµα Φαρµακοκινητική


Ριφαµπικίνη Μυκοβακτηρίδιο φυµατίωσης Απορροφάται πλήρως χορηγούµενο p.os Είναι
Μυκοβακτηρίδιο λέπρας λιποδιαλυτή και κατανέµεται σε όλους τους ιστούς και
(Άλλες χρήσεις είναι στη στο ΕΝΥ. ∆ιέρχεται τον πλακούντα. Απεκκρίνεται στη
βρουκέλλωση, στη νόσο των χολή µε αποακετυλίωση. Στα ούρα απεκκρίνεται κατά
λεγεωναρίων, σε σοβαρές 30%. Επάγει τον µεταβολισµό της τις πρώτες 2
σταφυλοκοκκικές λοιµώξεις ως εβδοµάδες της θεραπείας. Ένα ποσοστό που
επικουρική αγωγή και προφύλαξη προσεγγίζει το 30% απεκκρίνεται στα ούρα, το ήµισυ µε
από αιµόφιλο της ινφλουέντσας την µορφή αµετάβλητης ριφαµπικίνης. Ο χρόνος
(τύπου β)) ηµιζωής κυµαίνεται, , µεταξύ 3 ½ και 5 ωρών.

Παρενέργειες Γαστρεντερικές διαταραχές, εξάνθηµα, πυρετός, πορτοκαλόχροα


ούρα, σίελος, δάκρυα, ιδρώτας (και φακοί επαφής µόνιµη χρώση), ηπατική
βλάβη, µυϊκή αδυναµία, νεφρική βλάβη, οπτικές διαταραχές, αιµατολογικές, ζάλη
κ.ά.
Σε διαλείπουσα χορήγηση εµφανίζεται σύνδροµο "γρίπης", συµπτώµατα από το
αναπνευστικό, κυκλοφορική καταπληξία, οξεία νεφρική ανεπάρκεια, θροµβοπενική
πορφύρα σε ποσοστό 20-30%.
Προσοχή/Προφυλάξεις Σε ασθενείς µε προϋπάρχουσα ηπατική νόσο απαιτείται
προσεκτική παρακολούθηση της ηπατικής λειτουργίας και άµεση διακοπή του
φαρµάκου επί εµφάνισης ηπατοτοξικότητας, ειδικότερα κατά τους πρώτους δύο
µήνες αγωγής. Προσοχή σε ασθενείς που λαµβάνουν άλλα φάρµακα που
µεταβολίζονται στο ήπαρ επειδή η ριφαµπικίνη επάγει τα µεταβολικά ένζυµα
επιταχύνοντας την αποµάκρυνση τους.

145
3. ΠΥΡΑΖΙΝΑΜΙ∆Η
Είναι πυραζινικό ανάλογο της νικοτιναµίδης, δραστική µόνο κατά του
µυκοβακτηριδίου της φυµατίωσης (κυρίως σε φάση µη ανάπτυξης). Είναι δραστική
σε ενδοκυττάριες µορφές και αποτελεσµατική για ΤΒ µηνιγγίτιδα. Πρωτεύον
αντιφυµατικό φάρµακο
Μηχανισµός δράσης διαταραχή της λειτουργίας της µεµβράνης του
µυκοβακτηριδίου και µείωση του δυναµικού της, που οδηγούν σε µείωση σύνθεσης
πρωτεϊνών και RNA.

Αντιµικροβιακό φάσµα Φαρµακοκινητική


Πυραζιναµίδη Μυκοβακτηρίδιο φυµατίωσης Κατανέµεται σε όλο τον οργανισµό, ενώ τα επίπεδα στο
ΕΝΥ είναι ίδια µε του πλάσµατος στη φυµατιώδη
µηνιγγίτιδα. Mεταβολίζεται στο ήπαρ µε υδρόλυση και
υδροξυλίωση και απεκκρίνεται στα ούρα. Ο χρόνος
ηµιζωής είναι 9-10 ώρες.

Παρενέργειες Ηπατική βλάβη, αρθραλγίες (αναστέλλει την απέκκριση του ουρικού


οξέος), σιδηροβλαστική αναιµία, κνίδωση.
Προσοχή/Προφυλάξεις Σε νεφρική ανεπάρκεια, ουρική αρθρίτιδα. Προϋπάρχουσα
υπερουριχαιµία να αντιµετωπίζεται µε αλλοπουρινόλη πριν την έναρξη θεραπείας. Σε
ασθενείς µε προϋπάρχουσα ηπατική νόσο απαιτείται προσεκτική παρακολούθηση της
ηπατικής λειτουργίας και άµεση διακοπή του φαρµάκου επί εµφάνισης
ηπατοτοξικότητας

4. ΕΘΑΜΒΟΥΤΟΛΗ
Η εθαµβουτόλη είναι αντιφυµατικό φάρµακο το οποίο χρησιµοποιείται πάντα, µαζί
µε τα άλλα αντιφυµατικά (ισονιαζίδη, ριφαµπικίνη, πυραζιναµίδη) σε φυµατιώδη
µηνιγγίτιδα ή σπονδυλίτιδα και συµπληρωµατικά σε άλλες µορφές, ειδικά όταν
υποψιαζόµαστε ανθεκτικά στελέχη.
Μηχανισµός δράσης Προκαλεί βλάβη στο µεταβολισµό του βακίλου κατά τη
διάρκεια ανάπτυξης του, σταµατώντας το πολλαπλασιασµό του, αποτέλεσµα
αναστολής του µικροβιακού τοιχώµατος (δρα στο µεταβολισµό της αραβινάνης)

Αντιµικροβιακό φάσµα Φαρµακοκινητική


Εθαµβουτόλη Μυκοβακτηρίδιο φυµατίωσης Απορροφάται κατά 75-80% από το στόµα και
απεκκρίνεται στα ούρα και χολή αναλλοίωτη. Ο T/2
είναι 6-8 ώρες.

146
Παρενέργειες Οπτικές διαταραχές (οπτικά πεδία, οπτική οξύτητα, χρώµατα),
περιφερική νευρίτιδα, γαστρεντερικές διαταραχές, αύξηση ουρικού οξέος, αλλεργικές
αντιδράσεις.
Προσοχή/Προφυλάξεις Να προηγείται οφθαλµολογική εξέταση. Προσοχή σε
ηπατική δυσλειτουργία (προκαλεί ηπατική βλάβη), και σε διαταραχές νεφρικές
(απεκκρίνεται από τους νεφρούς).

5 ΣΤΡΕΠΤΟΜΥΚΙΝΗ
Αποτελεί φάρµακο β ή γ εκλογής στη θεραπεία της φυµατίωσης
Βλέπε ΑΜΙΝΟΓΛΥΚΟΣΙ∆ΕΣ

ΑΝΤΙΛΕΠΡΙΚΑ
Η λέπρα οφείλεται στο µυκοβακτηρίδιο της λέπρας. ∆ιακρίνεται σε λεπρωµατώδη
µορφή, φυµατιώδη µορφή, και ενδιάµεση µορφή. Η λεπρωµατώδης µορφή
αναπτύσσεται σε άτοµα µε µειωµένη ανοσία. Η φυµατιώδης µορφή είναι πιο
καλοήθης και αναπτύσσεται σε άτοµα µε φυσιολογική ανοσία. Μεταξύ αυτών είναι η
ενδιάµεση.
Υπάρχουν 15 εκατοµµύρια άνθρωποι µε λέπρα
Τα 2 εκατοµµύρια ανάπηροι
500.000 νέες περιπτώσεις συµβαίνουν κάθε χρόνο
Η θεραπεία της λεπρωµατώδους µορφής και ενδιάµεσης γίνεται µε τη χορήγηση 3
φαρµάκων συγχρόνως ήτοι Ριφαµπικίνης, δαψόνης και κλοφαζιµίνης.
Η θεραπεία της φυµατιώδους γίνεται µε τη χορήγηση 2 φαρµάκων συγχρόνως ήτοι
Ριφαµπικίνης και δαψόνης.
Για ριφαµπικίνη δες ΑΝΤΙΦΥΜΑΤΙΚΑ

1. ∆ΑΨΟΝΗ
Η δαψόνη είναι αντιλεπρικό φάρµακο και χορηγείται επίσης για χηµειοπροφύλαξη
από πνευµονοκύστη C. carinii (β’ εκλογής).
Μηχανισµός δράσης Αναστέλλει τη σύνθεση του φυλλικού οξέος.
Αντίσταση αναπτύσσεται σε ποσοστό 5-40%.

147
Αντιµικροβιακό φάσµα Φαρµακοκινητική
∆αψόνη Μυκοβακτηρίδιο λέπρας Κατανοµή σε όλο τον οργανισµό. Μεταβολίζεται µε
Πνευµονοκύστη C. carinii ακετυλίωση και υδροξυλίωση και απεκκρίνεται στα
(χηµειοπροφύλαξη) ούρα. Ο χρόνος ηµιζωής είναι 20-30 ώρες
Με πυριµεθαµίνη ως ανθελονοσιακό
Ερπητοειδής δερµατίτιδα

Παρενέργειες. Εµφανίζονται κυρίως σε δόση>100mg/ηµέρα και είναι, αλλεργική


δερµατίτιδα, περιφερική νευροπάθεια, γαστρεντερικές διαταραχές, αϋπνία,
κεφαλαλγία, ταχυκαρδία και αναιµία.
Προσοχή/Προφυλάξεις Προσοχή σε ασθενείς µε ανεπάρκεια G6PD και πορφυρία.
Συχνός έλεγχος αίµατος, ήπατικών ενζύµων.

2. ΚΛΟΦΑΖΙΜΙΝΗ
Είναι αντιλεπρικό φάρµακο. Ενδείκνυται στη λεπρωµατώδη µορφή.
Μηχανισµός δράσης Αναστέλλει την ανάπτυξη του µυκοβακτηριδίου
συνδεόµενη στο DNA
Αντιµικροβιακό φάσµα Φαρµακοκινητική
Κλοφαζιµίνη Κατανέµεται σε όλο τον οργανισµό όπου παραµένει επί
µακρόν. Μεταβολίζεται στο ήπαρ και απεκκρίνεται στη
χολή. Ο χρόνος ηµιζωής είναι 70 ηµέρες.

Παρενέργειες Γαστρεντερικές διαταραχές, έντονος κοιλιακός πόνος που µπορεί να


οδηγήσει σε ερευνητική λαπαροτοµία, κεφαλαλγία, δυσχρωσία δέρµατος και
εκκρίσεων (βλάβες µε χρώµα κόκκινο ως καφέ-µπλε σκούρο), διάρροια.
Προσοχή/Προφυλάξεις Με προσοχή σε ασθενείς µε κοιλιακό πόνο και διάρροια. Η
δυσχρωσία δέρµατος µπορεί να προκαλέσει ψυχολογικά προβλήµατα. Οι ασθενείς να
προειδοποιούνται για τη δυσχρωσία δέρµατος και ότι αυτή παραµένει για αρκετό
χρόνο µετά το πέρας της θεραπείας.

148
ΑΝΤΙΜΥΚΗΤΙΚΑ
Η συχνότερα απαντώµενη µυκητίαση είναι η οφειλόµενη στη Candida, η οποία
µπορεί να εντοπίζεται τοπικά (δέρµα, βλεννογόνοι) ή να είναι συστηµατική. Η
στοµατική καντιντίαση οφείλεται συνήθως σε αντιβιοτικά ευρέως φάσµατος,
γλυκοκορτικοειδή, κυτταροστατικά ή άλλα ανοσοκατασταλτικά. Παρουσιάζεται
επίσης σε διαβητικούς και ανοσοκατασταλµένους ασθενείς. Άλλες εντοπισµένες
καντιντιάσεις είναι η βαλανοποσθίτιδα, η αιδιοκολπίτιδα, η παρωνυχία, η καντιντίαση
δέρµατος πτυχών (µηρογεννητικές, κάτω από τους µαστούς, µεσοδακτύλιες πτυχές,
µεσογλουτιαία αύλακα), η χρόνια δερµατοβλεννογόνιος. Συστηµατική µορφή είναι η
καντιντιασική οισοφαγίτιδα, η πνευµονία, και η γενικευµένη καντιντίαση.
Άλλες µυκητιάσεις είναι η κρυπτοκόκκωση (ιδιαίτερα σε ασθενείς µε AIDS), η
ιστοπλάσµωση, η βλαστοµύκωση, κοκκιδιοµύκωση κ.ά.

Περιλαµβάνονται τα πολυενικά αντιµυκητικά φάρµακα αµφοτερικίνη Β και


νυστατίνη, οι ιµιδαζόλες, κετοκοναζόλη, κλοτριµαζόλη, µικοναζόλη, εκοναζόλη,
ισοκοναζόλη, σουλκοναζόλη, τιοκοναζόλη, οι τριαζόλες ιτρακοναζόλη,
φλουκοναζόλη, τριακοναζόλη, και διάφορα άλλα όπως η φλουκυτοσίνη (φθοριοµένη
πυριµιδίνη), η γκριζεοφουλβίνη, και η αλλυλαµίνη τερβιναφίνη. Τα αντιµυκητικά
φάρµακα αλληλεπιδρούν µε πολλά άλλα φάρµακα µε κλινικό αποτέλεσµα συχνά
σηµαντικό.

149
Α. ΠΟΛΥΕΝΙΚΑ ΑΝΤΙΜΥΚΗΤΙΚΑ
Μηχανισµός δράσης Συνδέονται µε στερόλες του τοιχώµατος των µυκήτων.
Αποτέλεσµα είναι η δηµιουργία πόρων και η έξοδος ζωτικών συστατικών του
µύκητα.

Αντιµικροβιακό φάσµα Φαρµακοκινητική


Αµφοτερικίνη Ευρύ αντιµυκητικό φάσµα Χορηγείται ΕΦ. ∆εν απορροφάται από το στόµα ή µε ΕΜ
ένεση. Κατανέµεται σε όλους τους ιστούς επί φλεγµονής αλλά
Άλλη ένδειξη είναι η όχι αξιόπιστα στο ΚΝΣ. Απεκκρίνεται στα ούρα µε βραδύ
σπλαγχνική λεϊσµανίαση ρυθµό. Ο χρόνος ηµιζωής είναι αρχικά 30-40 ώρες και στη
(β ή γ εκλογής) συνέχεια 2 εβδοµάδες

Νυστατίνη πρόληψη και θεραπεία


στην καντιντίαση ∆εν απορροφάται χορηγούµενο από το στόµα. Απεκκρίνεται
στόµατος, οισοφάγου, αναλλοίωτο στα κόπρανα
εντέρου.

1. ΑΜΦΟΤΕΡΙΚΙΝΗ Β
Είναι πολυενικό αντιµυκητικό φάρµακο αδιάλυτο στο νερό. Η ΕΦ µορφή του είναι
κολλοειδές εναιώρηµα. Έχει σηµαντικές παρενέργειες και πρέπει να χρησιµοποιείται
µε προσοχή.

Παρενέργειες Ρίγος (>50%), εµετός, πυρετός (>30%), γαστρεντερικές διαταραχές,


υπόταση συνήθως µε την πρώτη δόση (ΕΦ), φλεβίτιδα στο σηµείο της έγχυσης,
νεφροτοξικότητα (προκαλεί φλοιώδη ισχαιµία, µείωση σπειραµατικής διήθησης µε
βλάβη νεφρικών σωληναρίων και διαταραχές ρύθµισης καλίου και µαγνησίου),

150
υποκαλιαιµία, καρδιακές αρρυθµίες. Επίσης αναιµία (αναστολή της ερυθροποιητίνης
από αµφοτερικίνη Β) και ηπατική βλάβη.
Αναφυλακτική αντίδραση (σπάνια).
Προσοχή/Προφυλάξεις Πρέπει να γίνεται έλεγχος νεφρικής λειτουργίας και καλίου
κάθε ηµέρα. Να µη προστίθενται άλλα φάρµακα στο ίδιο διάλυµα. ΟΧΙ αλατούχος
ορός.
Το φάρµακο να χορηγείται µε αργή ενδοφλέβια έγχυση (σε 5% δεξτρόζη).

3. ΝΥΣΤΑΤΙΝΗ
Παρενέργειες Σε µεγάλες δόσεις οι παρενέργειες είναι ναυτία, εµετός, διάρροια και
σπάνια βρογχόσπασµος, ταχυκαρδία ή µυαλγία όταν χορηγείται από το στόµα.
Προσοχή/Προφυλάξεις ∆εν χρησιµοποιείται σε συστηµατικές µυκητιάσεις.
Το φάρµακο πρέπει να παραµένει στη στοµατική κοιλότητα για αρκετά λεπτά

Β. ΙΜΙ∆ΑΖΟΛΕΣ

Μηχανισµός δράσης Αναστέλλουν τη δράση ενζύµου που µετατρέπει τη


λανοστερόλη σε εργοστερόλη, απαραίτητη για τη σύνθεση της κυτταρικής µεµβράνης
των µυκήτων (αναστέλλει το κυτόχρωµα P450 που αποµεθυλιώνει τη λανοστερόλη,
µε αποτέλεσµα συσσώρευση µεθυλιωµένων στερολών).
Μικροβιακή αντίσταση Αντίσταση αναπτύσσεται µέσω υπερπαραγωγής ενζύµων, ή
µε έξοδο του φαρµάκου από «αντλία» του µύκητα, ή πρόληψη εισόδου από τη
πλασµατική µεµβράνη ή έκκριση ενζύµων εξωκυττάρια που αδρανοποιούν το
φάρµακο κ.ά.

Αντιµικροβιακό φάσµα Φαρµακοκινητική


Κετοκοναζόλη Ευρύ αντιµυκητικό φάσµα Κατανέµεται σε όλους τους ιστούς (όχι καλά στο ΕΝΥ).
Μεταβολίζεται εκτεταµένα στο ήπαρ µε οξείδωση και
ακετυλίωση σε ανενεργούς µεταβολίτες και απεκκρίνεται
κυρίως στα κόπρανα. Ο χρόνος ηµιζωής είναι 2 ώρες αρχικά
και στη συνέχεια 8 ώρες.
Κλοτριµαζόλη Χρησιµοποιείται για
τοπική χρήση σε Απορροφάται από το κολπικό βλεννογόνο και υφίσταται
µυκητιάσεις δέρµατος, και εκτεταµένο µεταβολισµό στο ήπαρ, και απεκκρίνεται στους
για κολπική καντιντίαση νεφρούς.
∆ραστικό και κατά της
τριχοµονάδας, και άλλων
µικροβίων.
Μικοναζόλη
τοπικά σε κολπική
καντιντίαση, και σε ∆εν χρησιµοποιείται συστηµατικά. Tο ενδοφλέβιο διάλυµα

151
στοµατική µυκητίαση περιέχει πολυεθοξυλ-καστορέλαιο που συνδέεται µε
αναφυλακτικές αντιδράσεις.

1. ΚΕΤΟΚΟΝΑΖΟΛΗ
Είναι ευρέως φάσµατος αντιµυκητικό, διαλυτό σε όξινο υδατικό περιβάλλον. ∆ίνεται
σε συστηµατικές µυκητιάσεις (καντιντιάσεις, κοκκιδιοµύκωση,
παρακοκκιδιοµύκωση, βλαστοµύκωση και ιστοπλάσµωση) καθώς και δερµατόφυτα
µη ανταποκρινόµενα σε θεραπεία µε γκριζεοφουλβίνη.
Παρενέργειες Γαστρεντερικές διαταραχές (ναυτία, εµετός), κνησµός, εξάνθηµα,
ηπατική βλάβη
αναστολή σύνθεσης ανδρογόνων στους άρρενες σε δόσεις 400mg και άνω
(γυναικοµαστία, µειωµένη σεξουαλική επιθυµία κ.ά.).
Προσοχή/Προφυλάξεις Η κετοκοναζόλη δεν είναι κατάλληλη για µυκητιασική
µηνιγγίτιδα. Η γυναικοµαστία µπορεί να αποφευχθεί αν το φάρµακο χορηγείται µια
φορά την ηµέρα
Η ηµερήσια δόση να περιορίζεται σε 200mg εφάπαξ
Να γίνεται έλεγχος της ηπατικής λειτουργίας σε ασθενείς που παίρνουν το φάρµακο
για αρκετό χρόνο (σε περίπτωση δυσλειτουργίας ήπατος το φάρµακο διακόπτεται
αµέσως.
Επί αχλωρυδρίας τα δισκία να διαλύονται σε 4-5ml ελαφρά όξινο υδατικό διάλυµα
(0,2 Ν HCl) και να προσλαµβάνονται µε καλαµάκι για προστασία των οδόντων.

2. ΚΛΟΤΡΙΜΑΖΟΛΗ
Χρησιµοποιείται για τοπική χρήση σε µυκητιάσεις δέρµατος, και για κολπική
καντιντίαση
Παρενέργειες Σπάνιες σε τοπική χρήση. Σε κολπίτιδα, τοπικός ερεθισµός, κνησµός,
καύσος.
Προσοχή/Προφυλάξεις ∆εν χρησιµοποιείται σε συστηµατικές µυκητιάσεις.

3. ΜΙΚΟΝΑΖΟΛΗ
Χρησιµοποιείται κυρίως τοπικά σε κολπική καντιντίαση. Σε στοµατική µυκητίαση
επάλειψη της βλάβης µε gel (κράτηµα στο στόµα για 5 λεπτά και µετά κατάποση) ή
διάλυµα σε εντερική µυκητίαση
Παρενέργειες Σπάνιες σε τοπική χρήση. Σε κολπίτιδα, τοπικός ερεθισµός, κνησµός,

152
καύσος, συχνουρία.
Προσοχή/Προφυλάξεις ∆εν χρησιµοποιείται σε συστηµατικές µυκητιάσεις. Στη
κολπική καντιντίαση να µη διακόπτεται η θεραπεία µε τη βελτίωση των
συµπτωµάτων, αλλά να συνεχίζεται µέχρι να συµπληρωθούν 14 ηµέρες.

Γ. ΤΡΙΑΖΟΛΕΣ
Περιλαµβάνονται η ιτρακοναζόλη, η φλουκοναζόλη και η βορικοναζόλη
Μηχανισµός δράσης Αναστέλλουν την εξαρτώµενη από το p450- 14α-αποµεθυλάση
µε αποτέλεσµα συσσώρευση 14α-µεθυλιωµένων στερολών (λανοστερόλη κ.ά.) και
σχηµατισµό αλλοιωµένης πλασµατικής µεµβράνης
Μικροβιακή αντίσταση Αντίσταση αναπτύσσεται µέσω υπερπαραγωγής ενζύµων, ή
µε έξοδο του φαρµάκου από «αντλία» του µύκητα, ή πρόληψη εισόδου από τη
πλασµατική µεµβράνη ή έκκριση ενζύµων εξωκυττάρια που αδρανοποιούν το
φάρµακο κ.ά.

Αντιµικροβιακό φάσµα Φαρµακοκινητική


Ιτρακοναζόλη Ευρύ αντιµυκητικό φάσµα Κατανέµεται σε όλους τους ιστούς (όχι καλά στο ΕΝΥ).
Μεταβολίζεται στο ήπαρ από το p450 3A4 σε ανενεργούς
µεταβολίτες και απεκκρίνεται στα κόπρανα και στα ούρα
κυρίως ως ανενεργοί µεταβολίτες.. Ο χρόνος ηµιζωής είναι
15-25 ώρες.
Φλουκοναζόλη Ευρύ αντιµυκητικό φάσµα
Κατανέµεται σε όλους τους ιστούς. ∆ιέρχεται στο ΕΝΥ και
τον οφθαλµό Απεκκρίνεται στα ούρα αναλλοίωτο σε
θεραπευτικά επίπεδα . Ο χρόνος ηµιζωής είναι 20-50 ώρες
Βορικοναζόλη Ευρύ αντιµυκητικό φάσµα
∆ίνεται σε σοβαρές Κατανέµεται σε όλους τους ιστούς. Εισέρχεται στο ΕΝΥ. Η
µυκητιάσεις αύξηση της δόσης κατά 50% αυξάνει τα επίπεδα στο πλάσµα
πάνω από 2 φορές, επειδή παρουσιάζει κορεσµό στο
µεταβολισµό της. Μεταβολίζεται εκτεταµένα στο ήπαρ από
το p450. Οι µεταβολίτες απεκκρίνονται στα ούρα. Γενικά ο
χρόνος ηµιζωής είναι 6-9 ώρες

1. ΙΤΡΑΚΟΝΑΖΟΛΗ
Είναι ευρέως φάσµατος αντιµυκητικό. Xορηγείται τόσο από το στόµα όσο και ΕΦ.
Ενδείκνυται σε ουδετεροπενικούς ασθενείς όταν υπάρχει υποψία µυκητιασικής
λοίµωξης. Καντιντισιακή οισογαγίτιδα και στοµατοφαρυγγίτιδα. Επίσης για κολπική
καντιντίαση, δερµατόφυτα, ασπεργίλλωση, ιστοπλάσµωση βλαστοµύκωση
Παρενέργειες Γαστρεντερικές διαταραχές (ναυτία, εµετός), αλλεργικές αντιδράσεις,
Κεφαλαλγία, ρινίτιδα, ηπατική βλάβη, καρδιακή ανεπάρκεια
Προσοχή/Προφυλάξεις Να γίνεται έλεγχος της ηπατικής λειτουργίας σε ασθενείς

153
που παίρνουν το φάρµακο, δύο και τέσσερις εβδοµάδες µετά τη θεραπεία και στη
συνέχεια ανά µήνα. Απαγορεύεται η συγχορήγηση µε φάρµακα, όπως η τερφεναδίνη,
σιζαπρίδη, αστεµιζόλη κ.ά., των οποίων τα επίπεδα αυξάνονται από τη ιτρακοναζόλη,
και τα οποία µπορεί να προκαλέσουν σοβαρές κοιλιακές αρρυθµίες.

2. ΦΛΟΥΚΟΝΑΖΟΛΗ
Είναι ευρέως φάσµατος αντιµυκητικό. Xορηγείται τόσο από το στόµα όσο και ΕΦ.
Ενδείκνυται σε καντιντισιακή οισογαγίτιδα και στοµατοφαρυγγίτιδα. Επίσης για
κολπική καντιντίαση Καλό για καντιντίαση ουροποιητικού. Κρυπτοκοκκική
µηνιγγίτιδα.
Παρενέργειες γαστρεντερικές διαταραχές (ναυτία, εµετός), Αλλεργικές αντιδράσεις,
Κεφαλαλγία, ηπατική βλάβη, καρδιακή αρρυθµία, παράταση QT, αύξηση
χοληστερόλης , υποκαλιαιµία
Προσοχή/Προφυλάξεις Ο κίνδυνος ηπατικής βλάβης είναι αυξηµένος σε ασθενείς
που παίρνουν άλλα ηπατοτοξικά φάρµακα ή µε ιστορικό ηπατίτιδας. Με προσοχή σε
ασθενείς µε καρδιακή αρρυθµία Σε ασθενείς µε νεφρική ανεπάρκεια οι δόσεις πρέπει
να προσαρµόζονται.

3. ΒΟΡΙΚΟΝΑΖΟΛΗ
Είναι ευρέως φάσµατος αντιµυκητικό. . Xορηγείται τόσο από το στόµα όσο και ΕΦ.
Ενδείκνυται σε σοβαρές µυκητιάσεις ανθεκτικές (ασπεργίλλωση, καντιντίαση κ.ά.)
Παρενέργειες Οι συχνότερες είναι οπτικές διαταραχές (21%), εξάνθηµα (7%),
πυρετός, κεφαλαλγία, καρδιαγγειακές διαταραχές, Ηπατική βλάβη
Προσοχή/ΠροφυλάξειςΜε προσοχή σε ασθενείς µε καρδιακή αρρυθµία, Να γίνεται
έλεγχος της ηπατικής λειτουργίας. Όχι οδήγηση τη νύκτα.

∆. ΑΝΑΣΤΟΛΕΙΣ ΣΥΝΘΕΣΗΣ ΓΛΥΚΑΝΗΣ

ΚΑΣΠΟΦΟΥΝΤΖΙΝΗ
Η κασποφουντζίνη ανήκει στις εχινοκανδίνες. Είναι ευρέως φάσµατος αντιµυκητικό
και χορηγείται σε συστηµατικές µυκητιάσεις που είναι ανθεκτικές σε άλλα
αντιµυκητικά (ιδιαίτερα ασπεργίλλωση).
Μηχανισµός δράσης. Αναστέλλει τη σύνθεση της 1,3-γλυκάνης που αποτελεί

154
απαραίτητο συστατικό του τοιχώµατος πολλών µυκήτων.

Αντιµικροβιακό φάσµα Φαρµακοκινητική


Κασποφουντζίνη Ευρύ αντιµυκητικό φάσµα ∆εν απορροφάται από το στόµα. Χορηγείται
ενδοφλέβια. Μεταβολίζεται στο ήπαρ µε
υδροξυλίωση και Ν-ακετυλίωση, και
απεκκρίνεται αργά µέσω χολής και νεφρών.
Ο χρόνος ηµιζωής είναι 40-50 ώρες.

Παρενέργειες Αναφυλακτικές αντιδράσεις, ερυθρότητα προσώπου, γαστρεντερικές


διαταραχές (ναυτία, εµετός κ.ά.), φλεβίτιδα στο σηµείο της ενδοφλέβιας έγχυσης,
ηωσινοφιλία,
διαταραχές ήπατος
Προσοχή/Προφυλάξεις Χορηγείται µόνο µε ενδοφλέβια έγχυση. Να γίνεται γενική
αίµατος, και έλεγχος νεφρικής και ηπατικής λειτουργίας

Ε. ∆ΙΑΦΟΡΑ

1. ΓΚΡΙΖΕΟΦΟΥΛΒΙΝΗ
∆ίνεται για δερµατόφυτα (δέρµα, νύχια, τριχωτό της κεφαλής).
Μηχανισµός δράσης. Προκαλεί βλάβη στα µικροσωληνάρια της µιτωτικής ατράκτου
του µύκητα, µέσω των οποίων µεταφέρεται υλικό για τη σύνθεση του τοιχώµατος.
Αντιµικροβιακό φάσµα Φαρµακοκινητική
Γκριζεοφουλβίνη Τριχόφυτα, δερµατόφυτα Χορηγείται από το στόµα και απορροφάται
καλύτερα µε λιπαρή τροφή. Συγκεντρώνεται
στα πρόδροµα κύτταρα της κερατίνης.
Μεταβολίζεται στο ήπαρ, απεκκρίνεται στα
ούρα

Παρενέργειες Οι συχνότερες είναι αλλεργικές αντιδράσεις. Γαστρεντερικές


διαταραχές (ναυτία, εµετός κ.ά.). Αλλεργικές αντιδράσεις (µέχρι αγγειονευρωτικό
οίδηµα), φωτοευαισθησία, κεφαλαλγία
Προσοχή/Προφυλάξεις ∆εν είναι κατάλληλη για καντιντιάσεις, ή συστηµατικές
µυκητιάσεις. Οι ασθενείς να ερωτώνται αν είναι αλλεργικοί στη πενικιλλίνη.
Προσοχή σε ηπατική ανεπάρκεια και πορφυρία
2. ΦΛΟΥΚΥΤΟΣΊΝΗ
Είναι φθοριωµένη πυριµιδίνη Είναι µυκητοστατικό.

155
Μηχανισµός δράσης. Στον οργανισµό µετατρέπεται σε 5-φθοριοουρακίλη. ∆ρα
ανταγωνιστικά της ουρακίλης στο RNA του µύκητα.. Συνήθως συνδυάζεται µε
αµφοτερικίνη Β ή άλλα αντιµυκητικά επειδή αναπτύσσεται εύκολα αντίσταση.
Αντιµικροβιακό φάσµα Φαρµακοκινητική
Φλουκυτοσίνη Ευρύ αντιµυκητικό φάσµα Κατανέµεται σε όλο τον οργανισµό (και
ΕΝΥ). Στον οργανισµό µετατρέπεται σε 5-
φθοριοουρακίλη. Το 90% της δόσης
απεκκρίνεται στα ούρα αναλλοίωτο. Ο
χρόνος ηµιζωής είναι 3-4 ώρες

Παρενέργειες Γαστρεντερικές διαταραχές, αλλεργικές αντιδράσεις. Άλλες


παρενέργειες είναι διαταραχές αίµατος, ηπατική βλάβη που µπορεί να είναι σοβαρή,
µυελοκαταστολή.
Προσοχή/Προφυλάξεις Να γίνεται γενική αίµατος, και έλεγχος νεφρικής και
ηπατικής λειτουργίας πριν τη χορήγηση και στη διάρκεια της. Σε νεφρική
ανεπάρκεια προσαρµογή δοσολογίας.

4. ΤΕΡΒΙΝΑΦΙΝΗ
Ανήκει στις αλλυλαµίνες. Νεότερο φάρµακο για δερµατόφυτα και τριχόφυτα που δίνεται από
το στόµα. Μηχανισµός δράσης. Αναστέλλει τη βιοσύνθεση της εργοστερόλης στο επίπεδο
του σκουαλένιου (squalene) µε αποτέλεσµα συσσώρευση σκουαλένιου και θάνατο του
κυττάρου.
Αντιµικροβιακό φάσµα Φαρµακοκινητική
Τερβιναφίνη για δερµατόφυτα και Απορροφάται γρήγορα και κατανέµεται σε όλους τους
τριχόφυτα ιστούς. Μεταβολίζεται στο ήπαρ. Ο χρόνος ηµιζωής 16
ηµέρες

Παρενέργειες Γαστρεντερικές διαταραχές, αλλεργικές δερµατικές αντιδράσεις,


ηπατική βλάβη, αιµατολογικές και οπτικές διαταραχές, αγευσία
Προσοχή/Προφυλάξεις Να γίνεται έλεγχος νεφρικής και ηπατικής λειτουργίας πριν
τη χορήγηση και στη διάρκεια της. Σε νεφρική ανεπάρκεια προσαρµογή δοσολογίας.
Σε ασθενείς µε ψωρίαση µπορεί να συµβεί έξαρση της νόσου.

ΙΟΣΤΑΤΙΚΑ
Παρά τον πολύ µεγάλο αριθµό των ιογενών λοιµώξεων ο αριθµός των

156
φαρµάκων κατά των ιών είναι πολύ περιορισµένος και η δράση τους όχι πάντα
ικανοποιητική.
∆ΙΑΓΝΩΣΗ Η διάγνωση των ιογενών λοιµώξεων γίνεται είτε από την κλινική
εικόνα (π.χ. ιλαρά, παρωτίτιδα, ανεµευλογιά, έρπης) είτε µε τη βοήθεια
εργαστηριακών τεχνικών. Οι διαγνωστικές τεχνικές εφαρµόζονται όταν είναι
αναγκαία η σωστή διάγνωση για την περαιτέρω θεραπεία του ασθενούς όπως σε
υποψία ηπατίτιδας B ή C, µόλυνσης από HIV, λοιµώδη µονοπυρήνωση κ.ά.

Α ΙΟΣΤΑΤΙΚΑ ΦΑΡΜΑΚΑ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΕΡΠΗΤΟΪΩΝ

1. ΑΚΥΚΛΟΒΙΡΗ
Είναι ανάλογο της δεοξυγουανοσίνης. ∆ραστική κατά του έρπητα τύπου 1 και 2
καθώς και του ιού ανεµευλογιάς-έρπητα ζωστήρα. ∆ίνεται τοπικά, από το στόµα ή
ΕΦ.
Μηχανισµός δράσης Φωσφορυλιώνεται από τη ιϊκή κινάση της θυµιδίνης σε
µονοφωσφορικό προϊόν και στη συνέχεια από κυτταρικές κινάσες σε
τριφωσφορυλιωµένο, µετατρεπόµενο σε ακυκλο-GTP η οποία ενσωµατώνεται στην
άλυσο του DNA και τερµατίζει την σύνθεση του. Επιπρόσθετα αναστέλλει την ιϊκή
DNA-πολυµεράση για την οποία αποτελεί υπόστρωµα σε χαµηλότερα επίπεδα. Αυτό
σηµαίνει ότι το φάρµακο ενεργοποιείται µόνο µέσα στα κύτταρα που έχουν
προσβληθεί από τον ιό.

Αντιµικροβιακό φάσµα Φαρµακοκινητική


Ακυκλοβίρη Ερπης απλός, έρπης Συνδέεται ελάχιστα µε τις πρωτεϊνες. Τα επίπεδα στο ΕΝΥ
ζωστήρα-ανεµευλογιάς είναι το 50% του πλάσµατος. Απεκκρίνεται αναλλοίωτο
στα ούρα. Ο χρόνος ηµιζωής είναι 2,5 ώρες

Παρενέργειες Οι συχνότερες είναι φλεβίτιδα στο σηµείο της ένεσης (9%), ναυτία ή
και εµετός (7%) και λιγότερο συχνά κεφαλαλγία, εξάνθηµα, άλλες γαστρεντερικές
διαταραχές, νευρολογικές διαταραχές.
Προσοχή/Προφυλάξεις Σε νεφρική ανεπάρκεια η δόση πρέπει να προσαρµόζεται.
Το ενδοφλέβιο σκεύασµα να χορηγείται αργά (σε 1 ώρα) µε ενδοφλεβια έγχυση για
αποφυγή νεφρικής βλάβης. Σε ανεµευλογιά απαιτούνται υψηλότερες δόσεις και
χορηγούνται ΕΦ.

157
2. ΓANΣΙΚΛΟΒΙΡΗ
∆ίνεται σε λοίµωξη από κυταροµεγαλοϊό (CMV). Έχει παρόµοια χηµική δοµή µε ακυκλοβίρη
Μηχανισµός δράσης. Φωσφορυλιώνεται από τη κινάση της γουανοσίνης και αναστέλλει
τη DNA-πολυµεράση και τη σύνθεση του DNA.

Αντιµικροβιακό φάσµα Φαρµακοκινητική


Γανσικλοβίρη κυτταροµεγαλοϊός Χορηγείται ενδοφλέβια και από το στόµα. ∆ιέρχεται στο
ΕΝΥ. Απεκκρίνεται σχεδόν αναλλοίωτη από τους νεφρούς.
Ο χρόνος ηµιζωής είναι 3-5 ώρες.

Παρενέργειες καταστολή του µυελού (40% αναπτύσσουν ουδετεροπενία) που υποχωρεί σε


1-3 εβδοµάδες από τη διακοπή του φαρµάκου.
Προσοχή/Προφυλάξεις σε ασθενείς µε ιστορικό λευκοπενίας και σε όσους κάνουν
ακτινοθεραπεία. Το φάρµακο πρέπει να διακοπεί σε σοβαρή µείωση ουδετερόφιλων
(<500/mm3) ή αιµοπεταλίων (<25.000/mm3). Αιµατολογικός έλεγχος κάθε 1-2
ηµέρες τις πρώτες 2 εβδοµάδες.
Παρόµοιο φάρµακο είναι και η βαλγανσικλοβίρη η οποία µετατρέπεται στον
οργανισµό σε γανσικλοβίρη

3. ΦΩΣΚΑΡΝΕΤΗ
Είναι ανάλογο του πυροφωσφορικού οξέος.
Μηχανισµός δράσης Aνταγωνίζεται τη DNA-πολυµεράση των ιών έρπητα Ι και ΙΙ
και του CMV.
Αντιµικροβιακό φάσµα Φαρµακοκινητική
Φωσκαρνέτη Χοριοαµφιβληστροειδίτιδα από CMV σε Χορηγείται ενδοφλέβια. Απεκκρίνεται σχεδόν
ασθενείς µε AIDS στους οποίους η αναλλοίωτη από τους νεφρούς. O Τ/2 είναι 2-
γκανσικλοβίρη δεν µπορεί να 5 ώρες.
χρησιµοποιηθεί

Παρενέργειες Νεφροτοξικότητα, υπασβεστιαιµία, υποκαλιαιµία, µείωση Hb, ναυτία,


εµετός, κεφαλαλγία, θροµβοφλεβίτιδα, ανωµαλίες ηπατικών ενζύµων. Μπορεί να
προκαλέσει νεφρική βλάβη σε πάνω από το 50% των ασθενών.
Προσοχή/Προφυλάξεις Πρέπει να γίνεται έλεγχος ασβεστίου και κρεατινίνης κάθε
δεύτερη ηµέρα. Επαρκής ενυδάτωση. Προσαρµογή δοσολογίας ανάλογα µε τη
νεφρική λειτουργία.

158
Β. ΙΟΣΤΑΤΙΚΑ ΦΑΡΜΑΚΑ ΚΑΤΑ ΤΟΥ HPV
Τα στελέχη HPV 2, 1, 4, 26-29 προκαλούν τα κονδυλώµατα (warts) και τα στελέχη
HPV 16,18,31 καρκίνο του τραχήλου της µήτρας. Για τα κονδυλώµατα
χρησιµοποιούνται τοπικά η ποδοφυλλίνη ή η ποδοφυλλοτοξίνη.

ΠΟ∆ΟΦΥΛΛΙΝΗ Προέρχεται από είδη του φυτού Podophyllum και περιέχει


πολλές ουσίες µεταξύ των οποίων τις κυταροτοξικές λιγνάνες οι οποίες δρουν στη
µιτωτική άτρακτο. Εφαρµόζεται 1-2 φορές την εβδοµάδα τοπικά σε κονδυλώµατα
((warts)) γεννητικών οργάνων (µόλυνση από HPV) σε διάλυµα 20-25% αιθανόλης ή
βάµµατος βενζόης
Παρενέργειες. Μπορεί να προκαλέσει τοπικά καυστικό πόνο, οίδηµα, εξέλκωση.
Προσοχή/Προφυλάξεις ∆εν πρέπει να εφαρµόζεται σε µεγάλη έκταση για αποφυγή
κινδύνου συστηµατικής απορρόφησης και συστηµατικής τοξικότητας από Κ.Ν.Σ. και
το καρδιαγγειακό. Πρέπει να ξεπλένεται µε νερό µετά 4ώρες από την εφαρµογή.

Η ποδοφυλλοτοξίνη. Είναι περισσότερο δραστική (αλκοολικό διάλυµα 0,5% ή κρέµα


0,15-0,30) µε λιγότερες τοπικές αντιδράσεις. Εφαρµόζεται δύο φορές την ηµέρα για 3
ηµέρες και η θεραπεία µπορεί να επαναληφθεί

Γ. ΙΟΣΤΑΤΙΚΑ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΙΟΥ ΤΗΣ ΓΡΙΠΗΣ

Η γρίπη οφείλεται στον ιό γρίπης τύπου Α και Β. Στην επιφάνεια του ιού υπάρχουν
δύο γλυκοπρωτεϊνες : η αιµαγλουτινίνη (ΗΑ) και η νευραµινιδάση (ΝΑ).
Η ΗΑ αντιδρά µε υποδοχείς της επιφάνειας του κυττάρου που φέρουν Ν-τελικό
νευραµινικό οξύ επιτρέποντας την είσοδο του ιού στο κύτταρο και τη σύντηξη της
µεµβράνης και του ιού.
Η ΝΑ προκαλεί αποχωρισµό του τµήµατος Ν-τελικό νευραµινικό οξύ από τους
υποδοχείς στους οποίους συνδέεται η ΗΑ, κατά την έξοδο του νεοσχηµατιζόµενου
ιϊκού σωµατιδίου από το κύτταρο και απελευθερώνει τον ιό, διευκολύνοντας την
έξοδο του από το κύτταρο και την εξάπλωση του στις εκκρίσεις του αναπνευστικού.
Η πρόληψη γίνεται µε εµβολιασµό κατά του ιού.
Τα παρακάτω φάρµακα µειώνουν τη βαρύτητα της νόσου και την διάρκεια της.

159
ΑΜΑΝΤΑ∆ΙΝΗ
ΡΙΜΑΝΤΑ∆ΙΝΗ
ΖΑΝΑΜΙΒΙΡΗ
ΟΣΕΛΤΑΜΙΒΙΡΗ

1. ΑΜΑΝΤΑ∆ΙΝΗ
Είναι δραστική κατά του ιού της γρίπης τύπου Α2. Η αµανταδίνη είναι επίσης
ανταγωνιστής των NMDA υποδοχέων, και αυξάνει τον αριθµό των D2
ντοπαµινεργικών υποδοχέων στο εγκέφαλο γι΄ αυτό και δίνεται επίσης στη νόσο του
Parkinson. Χορηγείται από το στόµα.
Μηχανισµός ιοστατικής δράσης ∆ρα στη µεµβρανική πρωτεϊνη Μ2 του ιού
(αναστολέας), εµποδίζοντας το πολλαπλασιασµό του.
Αντίσταση Η ανάπτυξη αντίστασης στο φάρµακο είναι πιθανή και συµβαίνει µετά
3-4 ηµέρες από την έναρξη της θεραπείας.
Αντιµικροβιακό φάσµα Φαρµακοκινητική
Αµανταδίνη Ιός γρίππης τύπου Α Απορροφάται πλήρως, και απεκκρίνεται στα
ούρα κυρίως αναλλοίωτη (50% σε 20 ώρες). Ο
χρόνος ηµιζωής είναι 20-40 ώρες.

Παρενέργειες Ναυτία, ζάλη, αϋπνία και αδυναµία συγκέντρωσης (περίπου 10% των
ασθενών). Σπάνια κατάθλιψη, ορθοστατική υπόταση, λευκοπενία, περιφερικό οίδηµα,
λευκοπενία
Προσοχή/Προφυλάξεις η δόση της πρέπει να προσαρµόζεται ανάλογα µε τη κάθαρση της
κρεατινίνης (ΚΚ). Προσοχή σε ασθενείς µε καρδιαγγειακή, ηπατική ή νεφρική νόσο, µε
ιστορικό επιληψίας
Η ριµανταδίνη είναι παρόµοια µε αµανταδίνη και πιθανώς λιγότερο τοξικό.

2. Aναστολείς της νευραµινιδάσης


Νεότερα φάρµακα κατά του ιού της γρίπης είναι οι αναστολείς της νευραµινιδάσης.
Οι κυλοφορούντες αναστολείς της νευραµινιδάσης είναι η ζαναµιβίρη (zanamivir) και
η οσελταµιβίρη (oseltamivir). ∆ίνονται τόσο για προφύλαξη όσο και για θεραπεία.
Μηχανισµός ιοστατικής δράσης Η ΝΑ (νευραµινιδάση)προκαλεί αποχωρισµό του
τµήµατος Ν-τελικό νευραµινικό οξύ από τους υποδοχείς στους οποίους συνδέεται η
ΗΑ, κατά την έξοδο του νεοσχηµατιζόµενου ιϊκού σωµατιδίου από το κύτταρο και
απελευθερώνει τον ιό, διευκολύνοντας την έξοδο του από το κύτταρο και την

160
εξάπλωση του στις εκκρίσεις του αναπνευστικού. Οι αναστολείς της
νευραµινιδάσης εµποδίζουν αυτή τη δράση
Αντίσταση λόγω µετάλλαξης µε αλλοίωση αµινοξέων της ιϊκής νευραµινιδάσης ή
της αιµαγλουτινίνης
Αντιµικροβιακό φάσµα Φαρµακοκινητική
Ζαναµιβίρη Ιός γρίππης τύπου Α και Β Κατανέµεται στον ρινοφάρυγγα κατά 80% και
15% στο τραχειοβρογχικό δένδρο. ∆εν
µεταβολίζεται και απεκκρίνεται από τους
νεφρούς. Ο χρόνος ηµιζωής είναι 2,5-5 ώρες.
Οσελταµιβίρη
Ιός γρίππης τύπου Α και Β
Κατανέµεται στο αναπνευστικό σύστηµα
Μετατρέπεται στο ήπαρ σε καρβοξυλική
οσελταµιβίρη από εστεράσες. και έχει χρόνο
ηµιζωής 2 ώρες. ∆εν µεταβολίζεται περαιτέρω
και αποµακρύνεται από τους νεφρούς

Α. ΖΑΝΑΜΙΒΙΡΗ
Η ζαναµιβίρη χορηγείται µε εισπνοή. Η χορήγηση της µέσα σε 30 ώρες από την
έναρξη των συµπτωµάτων µειώνει τη διάρκεια και τη σοβαρότητα των συµπτωµάτων
Παρενέργειες Η κυριότερη είναι ο πιθανός βρογχόσπασµος. Εχουν αναφερθεί
αλλεργικές αντιδράσεις, αρρυθµίες, υπερδιέγερση, αίσθηση κακουχίας.
Προσοχή/Προφυλάξεις Σε ασθενείς, µε χρόνια αναπνευστική νόσο, αν
παρουσιασθεί βρογχόσπασµος ή επιδείνωση της δύσπνοιας το φάρµακο πρέπει να
διακόπτεται. Οι ασθενείς να προειδοποιούνται για το κίνδυνο βρογχόσπασµου, ειδικά
αν υφίσταται πνευµονική νόσος.

Β. ΟΣΕΛΤΑΜΙΒΙΡΗ
Η οσελταµιβίρη χορηγείται από το στόµα. Είναι προφάρµακο και µετατρέπεται στον
οργανισµό µε υδρόλυση στην δραστική καρβοξυλική οσελταµιβίρη. Η χορήγηση της
µέσα σε 24 ώρες από την έναρξη των συµπτωµάτων µειώνει τη διάρκεια και τη
σοβαρότητα των συµπτωµάτων.
Παρενέργειες Οι κυριότερες παρενέργειες είναι ναυτία και σπάνια έµετος, στη αρχή
της θεραπείας.
Προσοχή/Προφυλάξεις Σε προχωρηµένη νεφρική ανεπάρκεια απαιτείται
προσαρµογή της δοσολογίας

Doucette KE, Aoki FY. Oseltamivir: a clinical and pharmacological perspective.


Expert Opin Pharmacother 2001 Oct;2(10):1671-83

161
Englund JA. Antiviral therapy of influenza. Semin Pediatr Infect Dis 2002
Apr;13(2):120-8

∆ ΙΟΣΤΑΤΙΚΑ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΥ ΚΡΥΟΛΟΓΗΜΑΤΟΣ

∆ιάφοροι ιοί είναι υπεύθυνοι για το κοινό κρυολόγηµα (Αδενοϊοί, ρινοϊοί,


corona κ.ά.). Οι συχνότερα ανευρισκόµενοι ιοί είναι οι ρινοϊοί. Τα κυριότερα
συµπτώµατα του κοινού κρυολογήµατος είναι η ρινική απόφραξη και η ρινόρροια.
Ανευρίσκονται πολλοί διαµεσολαβητές φλεγµονής (κινίνες, κυτοκίνες κ.ά.). Η
συγκέντρωση της ιντερλευκίνης 6 και της 8 σχετίζεται µε τη σοβαρότητα των
συµπτωµάτων. Συχνά υπάρχει δυσλειτουργία του ευσταχιανού πόρου. Επιπλοκές
αποτελούν η οξεία µέση ωτίτιδα (στα παιδιά), οι λοιµώξεις του κατωτέρου
αναπνευστικού συστήµατος και η έξαρση βρογχικού άσθµατος.
Ιοστατικά φάρµακα κατά του κοινού κρυολογήµατος είναι η πλικοναρίλη (pleconaril)
και η ρουπριντριβίρη (ruprintrivir).

1. ΠΛΙΚΟΝΑΡΙΛΗ
Είναι δραστική κατά του κοινού κρυολογήµατος. Τα αποτελέσµατα ορατά από τη
δεύτερη ηµέρα. ∆ιάρκεια θεραπείας 5 ηµέρες.
Μηχανισµός ιοστατικής δράσης Η πλικοναρίλη συνδέεται στο ιϊκό καψίδιο (µε
αµινοξέα) αναστέλλοντας τη λειτουργία του, εµποδίζοντας τη προσκόλληση των
ρινοϊών και την απελευθέρωση του ιϊκού RNA των ρινοϊών και εντεροϊών..
Αντιµικροβιακό φάσµα Φαρµακοκινητική
Πλικοναρίλη Picorna ιοί Χορηγείται από το στόµα. Κατανέµεται σε όλο τον
οργανισµό, µεταβολίζεται στο ήπαρ και απεκκρίνεται
κυρίως µέσω της χολής.Ο χρόνος ηµιζωής είναι 2,5 ώρες.

Παρενέργειες Οι κυριότερες παρενέργειες σε µελέτες ήταν η ναυτία, κεφαλαλγία και


γαστρεντερικά συµπτώµατα. (κυρίως διάρροια). Επίσης διαταραχές της
εµµηνορυσίας.
Προσοχή/Προφυλάξεις Το φάρµακο να λαµβάνεται τη πρώτη ηµέρα των
συµπτωµάτων, µε τροφή για καλύτερη απορρόφηση. Ο ασθενής να ενηµερώνεται ότι
αν παρουσιασθεί πυρετός ή συµπτώµατα από το κατώτερο αναπνευστικό να
προσφύγει στο γιατρό του για τη πιθανότητα να µη έχει κοινό κρυολόγηµα αλλά
βακτηριακή λοίµωξη

162
FDA AVAC Briefing Document. Picovir (Pleconaril), NDA 21-245, 2002
Heikkinen T, Jarvinen A. The common cold. Lancet. 2003 Jan 4;361(9351):51-9.
Abdel-Rahman, S.M. and Kearns, G.L., 1999. Single oral dose escalation
pharmacokinetics of pleconaril (VP 63843) capsules in adults. J. Clin. Pharmacol. 39,
pp. 613–618.

Η ρουπριντριβίρη αναστέλλει τη 3C πρωτεάση των ρινοϊών. Χορηγήθηκε


ενδορρινικά σε απλή δόση 4 ή 8 mg κάθε 3 ώρες (6 δόσεις από τις 7.00 π.µ. –
10.00µ.µ.) για 7 ηµέρες. Υπήρξε βελτίωση των συµπτωµάτων. Ο χρόνος ηµιζωής
υπολογίσθηκε σε 2 ώρες περίπου. Ικανοποιητικά επίπεδα στο ρινικό βλεννογόνο
υπήρχαν και 9 ώρες µετά τη χορήγηση της πρώτης δόσης. Οι παρενέργειες ήταν
ρινίτιδα και φαρυγγίτιδα, µικρής διάρκειας.

Ε ΙΟΣΤΑΤΙΚΑ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΗΠΑΤΙΤΙ∆ΑΣ Β

ΕΝΤΕΚΑΒΙΡΗ
Η Entecavir είναι ένας νέος αναστολέας της αντιγραφής του DNA µε δράση κατά του
ιού της ηπατίτιδας Β . Είναι ανάλογο της γουανοσίνης και αναστέλλει την HBV-
πολυµεράση. ∆ίνεται στη χρόνια ηπατίτιδα.
Μηχανισµός ιοστατικής δράσης Η εντεκαβίρη τριφωσφορυλιώνεται
αντικαθιστώντας έτσι τη τριφωσφορική δεοξυγουανοσίνη και αναστέλλοντας την
HBV-πολυµεράση. Ο ενδοκυττάριος χρόνος ηµιζωής είναι 15 ώρες.
Αντίσταση λόγω µετάλλαξης HBV-πολυµεράσης, ιδιαίτερα σε ασθενείς που έχουν
αναπτύξει αντίσταση στη λαµιβουδίνη.
Αντιµικροβιακό φάσµα Φαρµακοκινητική
εντεκαβίρη Ιός ηπατίτιδας Β Απορροφάται πλήρως από το στόµα. Κατανέµεται σε όλους
τους ιστούς και µεταβολίζεται ελάχιστα στο ήπαρ.
Απεκκρίνεται σχεδόν αναλλοίωτο στα ούρα. Ο χρόνος
ηµιζωής είναι 140 ώρες

Παρενέργειες Οι συχνότερες είναι κεφαλαλγία, ζάλη, κόπωση, ναυτία.


Προσοχή/Προφυλάξεις Μπορεί να συµβεί γαλακτική οξέωση και ηπατοµεγαλία. Σε
νεφρική ανεπάρκεια απαιτείται προσαρµογή της δοσολογίας
Μετά διακοπή του φαρµάκου ενδέχεται να συµβεί αναζωπύρωση της ηπατίτιδας Β.

163
Baraclude (Bristol-Myers Squibb Company, March 2005)

ΣΤ. ΙΝΤΕΡΦΕΡΟΝΕΣ
Είναι γλυκοπρωτεϊνες που παράγονται από τα κύτταρα των θηλαστικών όταν
εκτεθούν σε ιούς, βακτηρίδια και άλλους παράγοντες. Υπάρχουν η ιντερφερόνη-α
(IFN-α) που παράγεται κυρίως από τα B λεµφοκύτταρα (και από ΝΚ κύτταρα και
µακροφάγα), η IFN-β παράγεται από ινοβλάστες, επιθηλιακά κύτταρα (και
µακροφάγα), και IFN-γ που παράγεται από τα Τ λεµφοκύτταρα. Συνθετικές
ιντερφερόνες παράγονται µε τη γενετική µηχανική.
Χορηγούνται ΕΜ ή υποδόρια
Μηχανισµός δράσης Αναστέλλουν τη σύνθεση DNA και πρωτεϊνών (των ιών) και
ενισχύουν τη φαγοκυτταρική δράση των µακροφάγων.
Παρενέργειες Σύνδροµο που οµοιάζει µε γρίπη (πυρετός, κεφαλαλγία, ρίγη, µυαλγία
ή κόπωση), δερµατικές αλλεργικές αντιδράσεις, γαστρεντερικές διαταραχές,
λευκοπενία, ανορεξία, διανοητική σύγχυση, και επίταση αυτοάνοσων νοσηµάτων.
Προσοχή/Προφυλάξεις Καλό είναι να χορηγείται λίγο πριν τον ύπνο και ο ασθενής
να πάρει ένα δισκίο (500-650mg) παρακεταµόλης προηγουµένως. Σε περίπτωση
πτώσης των λευκών κάτω από 2000/mm3 ή των αιµοπεταλίων κάτω από 50.000/mm3
το φάρµακο πρέπει να διακόπτεται. ΠΡΟΣΟΧΗ στην κατάθλιψη που προκαλεί το
φάρµακο και που µπορεί να οδηγήσει σε αυτοκτονία, ειδικά σε ασθενείς µε ιστορικό
κατάθλιψης.

Ζ. ΙΟΣΤΑΤΙΚΑ ΚΑΤΑ ΤΟΥ HIV.

O ιός της ανθρώπινης ανοσοανεπάρκειας (HIV) µέσω µιας επιφανειακής


γλυκοπρωτεϊνης (gp120) συνδέεται µε υποδοχείς (CD4) που υπάρχουν στην
επιφάνεια του κυττάρου. Επακολουθεί σύντηξη της ιϊκής και κυτταρικής µεµβράνης
και ο πυρήνας του ιού εισέρχεται στο κύτταρο. Tο ένζυµο αντίστροφη µεταγραφάση
(reverse transcriptase) µετατρέπει το ιϊκό RNA σε διπλής αλύσεως DNA που
εισέρχεται στον πυρήνα του κυττάρου και ενσωµατώνεται στο DNA του,
συµπεριφερόµενο ως κυτταρικό γονίδιο και χρησιµοποιώντας το κύτταρο για

164
αναπαραγωγή του ιού. Τα κύτταρα που προσβάλλονται κυρίως είναι τα Τ4-
λεµφοκύτταρα, τα µονοπύρηνα, τα µακροφάγα και τα κύτταρα Langerham της
επιδερµίδας. Η µε την πάροδο του χρόνου εκτεταµένη καταστροφή ή δυσλειτουργία
των Τ4 λεµφοκυττάρων προκαλεί πτώση της άµυνας του οργανισµού µε αποτέλεσµα
ανοσολογική ανεπάρκεια (AIDS).

ΦΑΡΜΑΚΑ ΚΑΤΑ ΤΟΥ HIV


Νουκλεοσιδικοί Μη νουκλεοσιδικοί ΑΝΑΣΤΟΛΕΙΣ της Αναστολείς εισόδου του
αναστολείς της αναστολείς της HIV-1 πρωτεάσης (PI) HIV
ανάστροφης ανάστροφης
µεταγραφάσης (NRTI). µεταγραφάσης
(ΝNRTI).
ΑΖΤ ή ζιδοβουδινη Νεβιραπίνη Ριτοναβιρη Enfuvirtide (Τ-20)
DDI ή διδεοξυ-ινοσινη ∆ελαβιρδινη Σακιναβιρη AMD-070
DDA ή διδεοξυ-αδενοσινη Εφαβιρενζ Ιντιναβιρη
DDC ή διδεοξυ-κυτιδινη Νελφιναβιρη
D4T ή Σταβουδινη Αµπρεναβιρη
3TC ή Λαµιβουδινη Λοπιναβίρη
Abacavir

Οι οδηγίες για έναρξη ή τροποποίηση της αντι-HIV αγωγής σύµφωνα µε διεθνείς


οδηγίες για το 2002, υποκείµενες σε αναθεώρηση κάθε 6 µήνες, βασίζονται σε

165
συνδυασµό 3 κριτηρίων
Ι. Κλινική εικόνα
ΙΙ Αριθµός CD4 λεµφοκυττάρων
ΙΙΙ Ιϊκό φορτίο στο περιφερικό αίµα

Η σύγχρονη θεραπεία (HAART, highly active anti-retroviral therapy) συνίσταται στη


χορήγηση ενός αναστολέα της πρωτεάσης (PI) + 2 νουκλεοσιδικούς αναστολείς της
ανάστροφης µεταγραφάσης (NRTI) ή 1 NNRTI (µη νουκλεοσιδικός αναστολέας της
ανάστροφης µεταγραφάσης) + 2 NRTI.
Σε γυναίκες µε προχωρηµένη νόσο είναι προτιµότερη η συνδυασµένη θεραπεία που
περιλαµβάνει ZDV. ∆εν υπάρχουν δεδοµένα για τη δοσολογία και την ασφάλεια της
HAART σε εγκύους.
Σε παιδιά συνιστώµενη θεραπεία είναι ένας αναστολέας της πρωτεάσης (PI) + 2
νουκλεοσιδικοί αναστολείς της ανάστροφης µεταγραφάσης (NRTI).

Οι αλληλεπιδράσεις των αντι-HIV φαρµάκων µε άλλα φάρµακα είναι πολλές και


χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή στην επιλογή των άλλων φαρµάκων.

ΝΕΕΣ Ο∆ΗΓΙΕΣ στη διεύθυνση (http://www.hivatis.org).

Α. Νουκλεοσιδικοί αναστολείς της ανάστροφης µεταγραφάσης


(NRTI)
Είναι νουκλεοσίδια στα οποία η 2' και 3'-ΟΗ οµάδες έχουν αντικατασταθεί από
υδρογόνο ή άλλη χηµική οµάδα
Μηχανισµός δράσης Μέσα στο κυτταρόπλασµα φωσφορυλιώνονται
(τριφωσφορυλιωµένα παράγωγα) και συναγωνίζονται τη σύνδεση των φυσιολογικών
νουκλεοτιδίων στην HIV-RNA εξαρτώµενη DNA-πολυµεράση των ρετροϊών. Η
φωσφορυλίωση αυτή καταλύεται από κινάσες των κυττάρων του ξενιστή
Αντίσταση µέσω µετάλλαξης του γονιδίου της ανάστροφης µεταγραφάσης.

Φαρµακοκινητική
ΑΖΤ ή ζιδοβουδινη Χορηγείται από το στόµα. Μεταβολίζεται στο ήπαρ (συνδέεται µε
γλυκουρονίδια) και απεκκρίνεται στα ούρα. Ο χρόνος ηµιζωής είναι 1 ώρα.

166
DDI ή διδεοξυ-ινοσινη Χορηγείται µε αντιόξινα επειδή το pH κενού στοµάχου αποδοµεί γρήγορα το
φάρµακο. Απεκκρίνεται στα ούρα Ο χρόνος ηµιζωής είναι 1,5 ώρα κατά
DDA ή διδεοξυ-αδενοσινη µέσον όρο.
DDC ή διδεοξυ-κυτοσινη
Χορηγείται από το στόµα Απεκκρίνεται στα ούρα κατά 80%.Ο χρόνος
D4T ή Σταβουδινη ηµιζωής είναι 2 ώρες
Χορηγείται από το στόµα .Απεκκρίνεται στα ούρα κατά 40%. Ο χρόνος
3TC ή Λαµιβουδινη ηµιζωής είναι 1,5 ώρα
Χορηγείται από το στόµα. Απεκκρίνεται στα ούρα. Ο χρόνος ηµιζωής είναι 5-
Abacavir 7 ώρες και ενδοκυττάρια 10-15 ώρες.
Μεταβολίζεται στο ήπαρ από την alcohol dehydrogenase και glucuronyl
transferase. Οι µεταβολίτες απεκκρίνονται στα ούρα. Ο χρόνος ηµιζωής είναι
1,5 ώρα
Τενοφοβίρη Χορηγείται από το στόµα και απεκκρίνεται κατά 80% αναλλοίωτο από τους
νεφρούς . Ο χρόνος ηµιζωής είναι 17 ώρες.

1. ΖΙ∆ΟΒΟΥ∆ΙΝΗ ή Αζιδοθυµιδίνη ή ΑΖΤ


∆ίνεται σε συνδυασµό µε άλλα αντιρετροϊικά αλλά και µόνη σε έγκυες γυναίκες HIV
θετικές, και νεογνά τις πρώτες 6 εβδοµάδες της ζωής τους. Προφυλακτικά, σε
νοσοκοµειακό προσωπικό συνήθως που έχουν τραυµατισθεί από βελόνη ή
χειρουργικά εργαλεία µολυσµένα από τον ιό HIV
Παρενέργειες Η σηµαντικότερη είναι η καταστολή µυελού µε αναιµία και
ουδετεροπενία που µπορεί να απαιτήσουν µετάγγιση αίµατος ή χορήγηση
ερυθροποιητίνης, filgrastim ή και προσωρινή διακοπή του φαρµάκου. Επίσης
ναυτία, εµετός, κεφαλαλγία και εύκολη κόπωση. Μετά από µήνες µπορεί να
εµφανισθεί µυαλγία και µυοπάθεια (βιοψία µυός) µε άνοδο της
κρεατινοφωσφοκινάσης (CPK)
Προσοχή/Προφυλάξεις Προσοχή όταν χορηγείται µε άλλα φάρµακα νεφροτοξικά,
κυτταροτοξικά ή που επιδρούν στα κύτταρα του αίµατος. Να γίνεται αιµατολογικός
έλεγχος κάθε 15-30 ηµέρες στην αρχή της θεραπείας και στη συνέχεια κάθε 1-2
µήνες. Σε υποψία µυοπάθειας βιοψία µυός.

2. ddI ή ∆Ι∆ΑΝΟΣΙΝΗ
∆ίνεται σε συνδυασµό µε άλλα αντιρετροϊικά φάρµακα στη θεραπεία του HIV-1. Το
ddI µετά την είσοδο του στο κύτταρο µετατρέπεται σρην ενεργό τριφωσφορική
διδεοξυαδενοσίνη (ddATP).
Παρενέργειες Παγκρεατίτιδα που µπορεί να αποβεί θανατηφόρος, γαλακτική οξέωση
µε ηπατοµεγαλία, περιφερική νευροπάθεια, υπερουριχαµία, αµφιβληστροειδοπάθεια,
γαστρεντερικές διαταραχές, αλλεργικές αντιδράσεις.
Προσοχή/Προφυλάξεις Αυξηµένος κίνδυνος παγκρεατίτιδας (ιδιαίτερα σε
ηλικιωµένους και όταν συνδυάζεται µε σταβουδίνη). Σε υποψία παγκρεατίτιδας

167
διακοπή του φαρµάκου. Να γίνεται περιοδικός έλεγχος οφθαλµών (βυθοσκόπηση).
Όταν συνδυάζεται µε φάρµακα που προκαλούν περιφερική νευροπάθεια ή
παγκρεατίτιδα αυξάνεται η τοξική του επίδραση

3. ddC (dideoxycytocine) ή ζαλκιταβίνη


∆ίνεται σε συνδυασµό µε άλλα αντιρετροϊικά φάρµακα.
Παρενέργειες Περιφερική νευροπάθεια στο 30% των ασθενών, Παγκρεατίτιδα
(σπάνια) που µπορεί να αποβεί θανατηφόρος, γαλακτική οξέωση, ηπατική βλάβη,
έλκη στόµατος, οισοφάγου, καρδιοµυοπάθεια, αλλεργικές αντιδράσεις,
γαστρεντερικές δοαταραχές, αιµατολογικές διαταραχές κ..ά.
Προσοχή/Προφυλάξεις ∆ιακοπή φαρµάκου σε περιφερική νευροπάθεια. Σε υποψία
παγκρεατίτιδας διακοπή του φαρµάκου. Όταν συνδυάζεται µε φάρµακα που
προκαλούν περιφερική νευροπάθεια ή παγκρεατίτιδα αυξάνεται η τοξική του
επίδραση. Προσοχή σε ασθενείς µε νεφρική ή ηπατική βλάβη.

3. ΣΤΑΒΟΥ∆ΙΝΗ (d4T)
Η σταβουδίνη είναι πυριµιδίνη και οµοιάζει χηµικά µε τη ζιδοβουζίνη. ∆ίνεται σε
συνδυασµό µε άλλα αντιρετροϊικά φάρµακα.
Παρενέργειες παγκρεατίτιδα ((ιδιαίτερα σε ηλικιωµένους και όταν συνδυάζεται µε
ddI), περιφερική νευροπάθεια, γαστρεντερικές διαταραχές, κεφαλαλγία και δερµατικό
εξάνθηµα. Επίσης αλλεργικές αντιδράσεις, διαταραχές του ΚΝΣ, ανακατανοµή
λίπους κ.ά.
Προσοχή/Προφυλάξεις ∆ιακοπή φαρµάκου σε περιφερική νευροπάθεια. Σε υποψία
παγκρεατίτιδας διακοπή του φαρµάκου. Όταν συνδυάζεται µε φάρµακα που
προκαλούν περιφερική νευροπάθεια ή παγκρεατίτιδα αυξάνεται η τοξική του
επίδραση. Προσοχή σε ασθενείς µε νεφρική ή ηπατική βλάβη.

5. ΛΑΜΙΒΟΥ∆ΙΝΗ (3TC)
∆ίνεται σε συνδυασµό µε άλλα αντιρετροϊικά φάρµακα ( π.χ. ZDV ή d4T και ενα
αναστολέα πρωτεάσης). Αντενδείκνυται η συγχορήγηση µε ζαλκιταβίνη επειδή το
ένα αναιρεί την ενδοκυττάρια φωσφορυλίωση του άλλου. Αναπτύσσεται ταχέως
αντίσταση. Η λαµιβουδίνη χρησιµοποιείται επίσης στην ηπατίτιδα Β.
Παρενέργειες Γαστρεντερικές διαταραχές, κεφαλαλγία, εξάνθηµα, και σπάνια

168
περιφερική νευροπάθεια, παγκρεατίτιδα, αλλεργικές αντιδράσεις, διαταραχές του
ΚΝΣ, ανακατανοµή λίπους κ.ά.
Προσοχή/Προφυλάξεις Σε υποψία παγκρεατίτιδας διακοπή του φαρµάκου. Όταν
συνδυάζεται µε φάρµακα που προκαλούν περιφερική νευροπάθεια ή παγκρεατίτιδα
αυξάνεται η τοξική του επίδραση. Προσοχή σε ασθενείς µε νεφρική ή ηπατική βλάβη.

6. ABACAVIR
∆ίνεται σε συνδυασµό µε άλλα αντιρετροϊικά φάρµακα.
Παρενέργειες Αντιδράσεις υπερευαισθησίας που µπορεί να είναι σοβαρές. Σπάνια
γαλακτική οξέωση, ηπατική βλάβη.
Προσοχή/Προφυλάξεις Σε εµφάνιση αλλεργικής αντίδρασης άµεση διακοπή του
φαρµάκου. Προσοχή σε ασθενείς µε νεφρική ή ηπατική βλάβη.

7. Τενοφοβίρη
∆ίνεται σε συνδυασµό µε άλλα αντιρετροϊικά φάρµακα.
Παρενέργειες Γαστρεντερικές διαταραχές, ζάλη οι συχνότερες. Σπανιότερα
γαλακτική οξέωση, ηπατική βλάβη, περιφερική νευροπάθεια, αλλεργικές αντιδράσεις,
διαταραχές του ΚΝΣ.
Προσοχή/Προφυλάξεις Προσοχή σε ασθενείς µε νεφρική βλάβη. Προσοχή σε
συµπτώµατα ηπατοτοξικότηταςή γακαλτικής οξέωσης. Με προσοχή ο συνδυασµός µε
διδανοσίνη επειδή αυξάνονται πολύ τα επίπεδα της τελευταίας. Μειώνει σηµαντικά
τα επίπεδα της αταναζαβίρης.

B. Μη-νουκλεοσιδικοί αναστολείς της ανάστροφης µεταγραφάσης

Μηχανισµός δράσης Η νεβιραπίνη και δελαβιρίνη συνδέονται απευθείας στη


ανάστροφη µεταγραφάση (RT) και αποκλείει τις δράσεις της RNA-εξαρτώµενης και
DNA-εξαρτώµενης πολυµεράσης προκαλώντας διάσπαση της καταλυτικής θέσης στο
ένζυµο.
Αντίσταση Μέσω µετάλλαξης ανάστροφης µεταγραφάσης (RT)

Φαρµακοκινητική
Νεβιραπίνη Χορηγείται από το στόµα. Μεταβολίζεται στο ήπαρ από το p450 σε
υδροξυλιωµένους µεταβολίτες και αποβάλλεται στα ούρα κατά 90%

169
συνδεδεµένο µε γλυκουρονίδια. Ο χρόνος ηµιζωής είναι 25-30 ώρες.
∆ελαβιρδίνη Χορηγείται από το στόµα. Μεταβολίζεται στο ήπαρ από το p450 και
αποβάλλεται στα ούρα κατά 50% και στα κόπρανα κατά 45%. Ο χρόνος
ηµιζωής είναι περίπου 7 ώρες.
Εφαβιρένζ Χορηγείται από το στόµα. Μεταβολίζεται στο ήπαρ από το p450 σε
υδροξυλιωµένους µεταβολίτες και αποβάλλεται συνδεδεµένο µε
γλυκουρονίδια κυρίως στα κόπρανα και λιγότερο στα ούρα. Ο χρόνος
ηµιζωής είναι 40-55 ώρες.

1. ΝΕΒΙΡΑΠΙΝΗ
∆ίνεται σε συνδυασµό µε άλλα αντιρετροϊικά φάρµακα.
Παρενέργειες Οι συχνότερες είναι γαστρεντερικές διαταραχές, κεφαλαλγία, ηπατική
βλάβη, δερµατικό εξάνθηµα.
Προσοχή/Προφυλάξεις Η νεβιραπίνη θα πρέπει να διακόπτεται εάν ο ασθενής
αναφέρει σοβαρό εξάνθηµα ή εξάνθηµα που συνοδεύεται από γενικότερα
συµπτώµατα.
Η χορήγηση του φαρµάκου θα πρέπει να διακόπτεται επίσης εάν ο ασθενής
παρουσιάσει µετρίου ή σοβαρού βαθµού ανωµαλίες των λειτουργικών δοκιµασιών
του ήπατος (εκτός από γ-GT), µέχρις ότου τα αυξηµένα επίπεδα τους επιστρέψουν
στο φυσιολογικό.

2. ∆ΕΛΑΒΙΡ∆ΙΝΗ
∆ίνεται σε συνδυασµό µε άλλα αντιρετροϊικά φάρµακα
Παρενέργειες Οι συνηθέστερες παρενέργειες είναι εξάνθηµα, συµπτώµατα από
ΚΝΣ (ζάλη, σύγχυση, αµνησία, κ.λ.π.).
Προσοχή/Προφυλάξεις Επειδή αναστέλλει το p450 αλληλεπιδρά µε πολλά φάρµακα
που µεταβολίζονται από αυτό.

3. ΕΦΑΒΙΡΕΝΖ (Efavirenz).
∆ίνεται σε συνδυασµό µε άλλα αντιρετροϊικά φάρµακα
Παρενέργειες Οι συνηθέστερες παρενέργειες είναι εξάνθηµα, συµπτώµατα από ΚΝΣ
(ζάλη, σύγχυση, αµνησία, κ.λ.π.) καθώς και ψυχιατρικά συµπτώµατα.
Προσοχή/Προφυλάξεις Προσοχή σε ασθενείς µε ιστορικό επιληψίας. Σε εµφάνιση
σοβαρού εξανθήµατος, ή επιµένουσας ανόδου ηπατικών ενζύµων ή χοληστερόλης
πιθανή διακοπή του φαρµάκου. Προσοχή σε συνδυασµό µε φάρµακα που
µεταβολίζονται από το p450 ή επιδρούν στο p450.

170
Γ. ΑΝΑΣΤΟΛΕΙΣ της HIV-1 πρωτεάσης
Χορηγούνται σε συνδυασµό µε ΑΖΤ και άλλα αντι- HIV φάρµακα.
Η HIV-1 πρωτεάση διασπά τις πολυπρωτεϊνες Gag και Gag-Pol σε πρωτεΐνες και
ένζυµα (ιντεγκράση, πρωτεάση) τα οποία είναι απαραίτητα για το κύκλο ζωής του
ιού.
Περιλαµβάνονται τα φάρµακα
Ριτοναβίρη, Σακιναβίρη, Ιντιναβίρη, Νελφιναβίρη, Αµπρεναβίρη, Λοπιναβίρη,
Αταναζαβίρη, Τιπραναβίρη

Μηχανισµός δράσης Η αναστολείς της HIV-1 πρωτεάσης εµποδίζουν τη διάσπαση


αυτή µε αποτέλεσµα την ανάπτυξη ατελών, µη λοιµωδών στελεχών του ιού.
Αντίσταση Μέσω µετάλλαξης του γονιδίου της HIV πρωτεάσης.
Προσοχή/Προφυλάξεις Αναστέλλουν το p450 και µπορεί να αυξήσουν σηµαντικά
τα επίπεδα άλλων φαρµάκων (π.χ αντιυπερλιπιδαιµικά αναστολείς HMG-CoA,
σιλδεναφίλη, αντιϊσταµινικάκ.ά.) ώστε η συγχορήγηση µε πολλά από αυτά
αντενδείκνυται. Πριν τη χορήγηση να ελέγχεται αυστηρά η αλληλεπίδραση µε άλλα
φάρµακα.

Φαρµακοκινητική
Ριτοναβίρη Χορηγείται από το στόµα. Μεταβολίζεται στο ήπαρ από το p450 και αποβάλλεται
κυρίως στα κόπρανα και λιγότερο στα ούρα. Ο χρόνος ηµιζωής είναι 3-4 ώρες
Σακιναβίρη Απορροφάται καλά από το πεπτικό και µεταβολίζεται από το p450 σε ανενεργούς
µεταβολίτες. Απεκκρίνεται στα ούρα. Ο χρόνος ηµιζωής είναι 1,8 ώρες.
Ιντιναβίρη. Χορηγείται από το στόµα. Μεταβολίζεται στο ήπαρ από το p450 και αποβάλλεται
κυρίως στα κόπρανα και λιγότερο στα ούρα. Ο χρόνος ηµιζωής είναι 1,8 ώρες.
Νελφιναβίρη Χορηγείται από το στόµα. Μεταβολίζεται στο ήπαρ από το p450 και αποβάλλεται
κυρίως στα κόπρανα και λιγότερο στα ούρα. Ο χρόνος ηµιζωής είναι 3,5-5 ώρες
Αµπρεναβίρη Χορηγείται από το στόµα. Μεταβολίζεται στο ήπαρ από το p450 και αποβάλλεται
κυρίως στα κόπρανα και λιγότερο στα ούρα. Ο χρόνος ηµιζωής είναι 7-10 ώρες
Λοπιναβίρη Χορηγείται από το στόµα σε συνδυασµό µε ριτοναβίρη η οποία αυξάνει σηµαντικά
τα επίπεδα του φαρµάκου (αναστέλλει το µεταβολισµό του από το p450) και
παρατείνει το χρόνο ηµιζωής. Α:ποβάλλεται κυρίως στα κόπρανα
Αταζαναβίρη Χορηγείται από το στόµα. Μεταβολίζεται στο ήπαρ από το p450 και αποβάλλεται
κυρίως στα κόπρανα και λιγότερο στα ούρα. Ο χρόνος ηµιζωής είναι 7 ώρες
Τριπραναβίρη Χορηγείται από το στόµα σε συνδυασµό µε ριτοναβίρη η οποία αυξάνει σηµαντικά
τα επίπεδα του φαρµάκου (αναστέλλει το µεταβολισµό του από το p450) και
παρατείνει το χρόνο ηµιζωής.. Μεταβολίζεται στο ήπαρ και στο λεπτό έντερο από το
p450 και αποβάλλεται κυρίως στα κόπρανα και λιγότερο στα ούρα. Ο χρόνος
ηµιζωής είναι 6 ώρες

1. ΡΙΤΟΝΑΒΙΡΗ

171
Παρενέργειες Οι συχνότερες παρενέργειες είναι η διάρροια και η κεφαλαλγία,
αλλοίωση γεύσης, παραισθησία, αύξηση λιπιδίων
Προσοχή/Προφυλάξεις Μεταβολίζεται από το p450 και αλληλεπιδρά µε πολλά
φάρµακα .
Σοβαρή νεφρική ή ηπατική βλάβη, σακχαρώδης διαβήτης

2. ΣΑΚΙΝΑΒΙΡΗ
Παρενέργειες γαστρεντερικές διαταραχές (διάρροια, ναυτία, δυσπεψία κ.ά.),
στοµατικές εξελκώσεις, φωτοευαισθησία, εξάνθηµα, πονοκέφαλος, αύξηση λιπιδίων,
παραισθησίες, και σπανιότερα ηπατική βλάβη, αιµατολογικές διαταραχές.
Προσοχή/Προφυλάξεις . Σοβαρή νεφρική ή ηπατική βλάβη, σακχαρώδης διαβήτης.
Να γίνεται καλή ενυδάτωση του ασθενούς. Μεταβολίζεται από το p450 και
αλληλεπιδρά µε πολλά φάρµακα.

3. ΙΝΤΙΝΑΒΙΡΗ
Παρενέργειες νεφρολιθίαση (4-34%), αύξηση χολερυθρίνης, τρανσαµινασών και
ουρικού οξέος, αύξηση λιπιδίων, κεφαλαλγία, συµπτώµατα γρίπης κ.ά.
Προσοχή/Προφυλάξεις Επαρκής ενυδάτωση για µείωση του κινδύνου
νεφρολιθίασης. Σοβαρή νεφρική ή ηπατική βλάβη, σακχαρώδης διαβήτης.
Μεταβολίζεται από το p450 και αλληλεπιδρά µε πολλά φάρµακα

4. ΝΕΛΦΙΝΑΒΙΡΗ
Παρενέργειες Η συνηθέστερη παρενέργεια είναι η διάρροια. Επίσης αύξηση
λιπιδίων
Προσοχή/Προφυλάξεις Σοβαρή νεφρική ή ηπατική βλάβη, σακχαρώδης διαβήτης
Προσοχή σε φαινυλκετονουρία.
Μεταβολίζεται από το p450 και αλληλεπιδρά µε πολλά φάρµακα

5. ΑΜΠΡΕΝΑΒΙΡΗ
Παρενέργειες γαστρεντερικές διαταραχές, εξάνθηµα, παραισθησίες στοµατικές,
αύξηση λιπιδίων. Σπάνια (1%) σύνδροµο Stevens-Johnson
Προσοχή/Προφυλάξεις Σοβαρή νεφρική ή ηπατική βλάβη, σακχαρώδης διαβήτης
Προσοχή το στοµατικό διάλυµα περιέχει προπυλενογλυκόλη
Μεταβολίζεται από το p450 και αλληλεπιδρά µε πολλά φάρµακα.

172
6. ΛΟΠΙΝΑΒΙΡΗ
Χρησιµοποιείται σε συσκευασία συνδυασµού µε ριτοναβίρη (σκεύασµα Kaletra). Η
προσθήκη της ritonavir σε µικρές δόσεις αυξάνει σηµαντικά τα επίπεδα της
lopinavir, λόγω αναστολής του p450 (CYP3A) από τη ritonavir
Παρενέργειες
Οι συχνότερες παρενέργειες χαλαρά κόπρανα ή και διάρροια, αύξηση λιπιδίων
σπάνια παγκρεατίτιδα, καθώς και πονοκέφαλος, αλλεργικές αντιδράσεις..
Προσοχή/Προφυλάξεις Σοβαρή ηπατική βλάβη, σακχαρώδης διαβήτης
Μεταβολίζεται από το p450 και αλληλεπιδρά µε πολλά φάρµακα

7. ΑΤΑΝΑΖΑΒΙΡΗ
Παρενέργειες Οι κύριες παρενέργειες είναι γαστρεντερικές διαταραχές, εξάνθηµα,
παράταση του PR στο ΗΚΓ, αύξηση λιπιδίων
Προσοχή/Προφυλάξεις Σοβαρή νεφρική ή ηπατική βλάβη, σακχαρώδης διαβήτης.
Προσοχή σε διαταραχές καρδιακού ρυθµού. Μεταβολίζεται από το p450 και
αλληλεπιδρά µε πολλά φάρµακα

8. ΤΙΙΙΡΑΝΑΒΙΡΗ
Χρησιµοποιείται σε συνδυασµό µε ριτοναβίρη η οποία αναστέλλει το µεταβολισµό
της τιπραναβίρης αυξάνοντας σηµαντικά τα επίπεδα της µε αποτέλεσµα µικρές δόσεις
τιπραναβίρης να αρκούν για θεραπευτικά επίπεδα.
Παρενέργειες Οι συχνότερες παρενέργειες είναι η διάρροια και η κεφαλαλγία,
αλλοίωση γεύσης, παραισθησία, αύξηση λιπιδίων και σπανιότερα σοβαρή ηπατική
βλάβη, αλλεργικές αντιδράσεις.
Προσοχή/Προφυλάξεις Προσοχή σε ασθενείς µε αλλεργία σε σουλφοναµίδες.
Σοβαρή ηπατική βλάβη, σακχαρώδης διαβήτης. Ελεγχος ηπατικών ενζύµων πριν τη
χορήγηση του φαρµάκου.
Μεταβολίζεται από το p450 και αλληλεπιδρά µε πολλά φάρµακα

173
∆. Αναστολείς εισόδου (fusion inhibitors)
Οι ουσίες αυτές δρουν µε διάφορους τρόπους εµποδίζοντας την είσοδο του ιού στο κύτταρο

1. ΕΝΦΟΥΒΙΡΤΙ∆Η
Είναι συνθετικό πεπτίδιο. Συνδυάζεται µε άλλα αντιρετροϊικά φάρµακα.
Μηχανισµός δράσης Συνδέεται σε µία περιοχή της gp41 αναστέλλοντας έτσι την
είσοδο του HIV-1 στο κύτταρο. Χορηγείται µε ένεση (ΕΦ ή Υ∆) δύο φορές την
ηµέρα και είναι πολύ καλά ανεκτή.
Αντίσταση µε µετάλλαξη στις θέσεις 36, 38 της gp41
Ενφουβιρτίδη Χορηγείται ΕΦ ή Υ∆. Ως πεπτίδιο διασπάται στον οργανισµό στα συστατικά
αµινοξέα. Ο χρόνος ηµιζωής είναι 4 ώρες.

Παρενέργειες Η συχνότερη είναι η τοπική αντίδραση στο σηµείο της ένεσης, συχνά
µε έντονο πόνο. Άλλες παρενέργειες είναι πνευµονία, αλλεργικές αντιδράσεις,
αϋπνία, νεφρική βλάβη, νευροπάθεια, µυικοί πόνοι, κ.ά.
Προσοχή/Προφυλάξεις Προσοχή σε ασθενείς επιρρεπείς σε πνευµονία. ∆εν
φαίνεται να αλληλεπιδρά µε άλλα φάρµακα.

2. Η ουσία AMD-070 αναστέλλει την είσοδο του HIV-1 στο κύτταρο, συνδεόµενη
µε το χηµειοϋποδοχέα CXCR-4. Σε υγιείς εθελοντές ο χρόνος ηµιζωής ήταν 3,5-5
ώρες µετά εφάπαξ ενδοφλέβια χορήγηση 80 µg/kg βάρους. Παρενέργειες ήπιες,
κυρίως γαστρεντερικές διαταραχές. ∆εν έχει λάβει ακόµη άδεια κυκλοφορίας.

Kaletra ( The Center for AIDS Information & Advocacy , Last updated November
2005).

APTIVUS® ©Copyright Boehringer Ingelheim International GmbH, 2005

174
ΑΝΤΙΠΡΩΤΟΖΩΪΚΑ

Ανθελονοσιακά Κατά της Λεϊσµανίασης


Αµοιβαδοκτόνα Κατά της Τοξοπλάσµωσης
Αντιλαµβλιακά Κατά της Πνευµονοκύστωσης

ΑΝΘΕΛΟΝΟΣΙΑΚΑ
Η ελονοσία είναι διαδεδοµένη νόσος ειδικά σε τροπικές περιοχές. Σύµφωνα
µε στοιχεία του Π.Ο.Υ. (2000) κάθε χρόνο υπάρχουν περίπου 300-500 εκατοµµύρια
νέες µολύνσεις στον κόσµο και 1-2 εκατοµµύρια θάνατοι από αυτή την αιτία, καθώς
και πολλά άτοµα µε κάποιο βαθµό αναπηρίας. Η προσβολή του εγκεφάλου είναι η
σοβαρότερη επιπλοκή της νόσου από P. falciparum και είναι θανατηφόρα σε ποσοστό
από 10-40%. Τα πλασµώδια της ελονοσίας µεταδίδονται στα θηλαστικά µέσω
νύγµατος από τον ανωφελή κώνωπα.
H θεραπεία της ελονοσίας εξαρτάται από τη σοβαρότητα της νόσου, την πιθανή
αντοχή του παρασίτου στο φάρµακο, την ηλικία αλλά και τη ανοχή του ασθενούς στο
φάρµακο.
Η προφύλαξη από τη νόσο για άτοµα που µεταβαίνουν σε περιοχές που ενδηµεί η
ελονοσία γίνεται µε προληπτική λήψη φαρµάκων, ανάλογα µε τη περιοχή που
επισκέπτονται. Οδηγίες και πληροφορίες δίνονται από την υγειονοµική υπηρεσία των
Νοµαρχιών.

Τα ανθελονοσιακά φάρµακα διακρίνονται σε 2 κατηγορίες:

Α. Σχιζοκτόνα
• Παράγωγα κινολίνης
• Ουσίες τύπου αρτεµισινίνης

Β. Αναστολείς πυρηνικού οξέος


• Ανταγωνιστές φυλλικού οξέος
• Ατοβακουόνη

175
Α. Σχιζοκτόνα
Α1. Παράγωγα κινολίνης

∆ρουν στην ενδοερυθροκυτταρική φάση. Ο ακριβής µηχανισµός δράσης δεν είναι


γνωστός. Η επικρατούσα θεωρία είναι ότι κεντρικός άξονας της δράσης της είναι η
αντίδραση µε την αίµη.

1. ΚΙΝΙΝΗ
Είναι αλκαλοειδές της κιγχόνης και δρα ως σχιζοκτόνο. ∆εν έχει επίδραση σε
εξωερυθροκυττάριες µορφές. Είναι γαµετοκτόνο για P. vivax και P. malariae αλλά όχι
για P. falciparum. ΟΧΙ για προφύλαξη
Μηχανισµός δράσης Η κινίνη σχηµατίζει σύµπλεγµα µε την αίµη (µέσα στα
κενοτόπια του πλασµωδίου) προλαµβάνοντας το σχηµατισµό αιµοζωϊνης, και επίσης
προκαλώντας συσσώρευση της αίµης στις µεµβράνες και αλλοίωση της σχέσης
Να+/Κ+ στο κυτταρόπλασµα
(Η αιµοσφαιρίνη προσλαµβάνεται από το ενδοερυθροκυτταρικό πλασµώδιο και
µεταφέρεται σε κενοτόπια (food vacuole) όπου απελευθερώνεται η αίµη. Παρουσία
οξυγόνου ο δισθενής σίδηρος της αίµης οξειδώνεται προς τρισθενή και σχηµατίζεται
β-αιµατίνη ή αιµοζωϊνη (κρυσταλλική µορφή). Με αυτό το τρόπο αδρανοποιείται η
αίµη η οποία είναι τοξική για το πλασµώδιο). Προκαλεί επίσης χάλαση των
σκελετικών µυών αυξάνοντας την ανερέθιστη περίοδο και ελαττώνει την
διεγερσιµότητα των τελικών κινητικών πλακών.
Αντίσταση λόγω µειωµένης εισόδου του φαρµάκου ή µειωµένης συσσώρευσης του
στα κενοτόπια του πλασµωδίου.
∆ράση Φαρµακοκινητική
Κινίνη 1. Σχιζοκτόνο. Θεραπεία ∆ίνεται από το στόµα ή ΕΦ. Μεταβολίζεται στο ήπαρ σε
ελονοσίας από στελέχη P. ανενεργείς µεταβολίτες. Μικρό ποσό απεκκρίνεται στα ούρα
Falciparum αναλλοίωτο. Ο χρόνος ηµιζωής είναι 11-12 ώρες σε υγιείς
2.Ως αντιαρρυθµικό αντί της και 18 ώρες σε εγκεφαλική ελονοσία.
κινιδίνης.
3. Μυικός σπασµός κνηµών

Παρενέργειες. Kιγχονισµός (εµβοές ώτων, ίλιγγος, κεφαλαλγία, ναυτία, κοιλιακός


πόνος, διαταραχές όρασης µε πιθανή παροδική τύφλωση, διπλωπία, µείωση οπτικών
πεδίων). Επίσης γαστρεντερικές διαταραχές, αιµατολογικές, και αλλεργικές
αντιδράσεις.

176
Προσοχή/Προφυλάξεις Με προσοχή σε καρδιακές παθήσεις (ιδίως σε κολπική
µαρµαρυγή και κολποκοιλιακό αποκλεισµό). ∆ιακοπή της κινίνης σε περίπτωση
εµφάνισης συµπτωµάτων υπερευαισθησίας.

2. ΜΕΦΛΟΚΙΝΗ
Είναι νεότερο φάρµακο ανάλογο της κινίνης. Κατάλληλο για προφύλαξη και
θεραπεία ελονοσίας από P. Falciparum ανθεκτικού σε χλωροκίνη ή και σε άλλα
φάρµακα.
Μηχανισµός δράσης και αντίσταση όπως η κινίνη
∆ράση Φαρµακοκινητική
Μεφλοκίνη προφύλαξη και θεραπεία ∆ίνεται από το στόµα Μεταβολίζεται στο ήπαρ. Ο χρόνος
ελονοσίας από P. Falciparum ηµιζωής είναι 20-30 ηµέρες

Παρενέργειες Κυρίως γαστρεντερικές διαταραχές (εµετός κ.ά.), ζάλη, ίλιγγος,


διαταραχές όρασης, διαταραχές ΚΝΣ.
Προσοχή/Προφυλάξεις Με προσοχή σε καρδιακές παθήσεις (ιδίως σε κολπική
µαρµαρυγή και κολποκοιλιακό αποκλεισµό). Προσοχή σε άτοµα µε ιστορικό
επιληψίας ή ψυχιατρικής νόσου.

3. ΑΛΟΦΑΝΤΡΙΝΗ
Αποτελεί εναλλακτικό φάρµακο αντί για κινίνη σε κακοήθη ελονοσία µη
επιπλεγµένη.
Μηχανισµός δράσης και αντίσταση όπως η κινίνη
∆ράση Φαρµακοκινητική
Αλοφαντρίνη σε κακοήθη ελονοσία µη ∆ίνεται από το στόµα. Η
τροφή αυξάνει
επιπλεγµένη
σηµαντικά τα επίπεδα της. Μεταβολίζεται
στο ήπα και απεκκρίνεται στη χολή. Ο
χρόνος ηµιζωής της είναι 6-10 ηµέρες

Παρενέργειες Γαστρεντερικές διαταραχές, κνησµός, αντίδραση υπερευαισθησίας


και καρδιακές αρρυθµίες. (Μπορεί να προκαλέσει επιµήκυνση του QT στο ΗΚΓ).
Προσοχή/Προφυλάξεις Με προσοχή σε καρδιακές παθήσεις (ιδίως σε κολπική
µαρµαρυγή και κολποκοιλιακό αποκλεισµό)

4. ΠΡΙΜΑΚΙΝΗ
∆ίνεται ως ριζική θεραπεία ελονοσίας από πλασµώδιο vivax και ovale για αποφυγή

177
υποτροπών και προφύλαξη σε άτοµα που επιστρέφουν από ενδηµικές περιοχές.
Μηχανισµός δράσης Προκαλεί βλάβη των µιτοχονδρίων των παρασίτων µε
αποτέλεσµα διαταραχές του µεταβολισµού των µε αναστολή των γαµετοκυττάρων
και των εξωερυθροκυτταρικών µορφών

∆ράση Φαρµακοκινητική
Πριµακίνη Ριζική θεραπεία Τα µέγιστα επίπεδα επιτυγχάνονται σε 2-3 ώρες.
Μεταβολίζεται στο ήπαρ και απεκκρίνεται στη χολή. Ο
ελονοσίας από χρόνος ηµιζωής είναι 6 ώρες περίπου.
πλασµώδιο vivax και
ovale

Παρενέργειες Γαστρεντερικές διαταραχές, κεφαλαλγία, κνησµός, αιµατολογικές


διαταραχές, διαταραχές όρασης. Αιµολυτική κρίση (σε άτοµα µε ένδεια G-6-PD).
Προσοχή/Προφυλάξεις Προσδιορισµός της G6PD πριν από τη χορήγηση του
φαρµάκου. Προσοχή σε ρευµατοειδή αρθρίτιδα, συστηµατικό ερυθυµατώδη λύκο,

5. ΧΛΩΡΟΚΙΝΗ
Η χλωροκίνη χρησιµοποιείται για προφύλαξη από όλες τις µορφές ελονοσίας και
θεραπεία όλων των µορφών εκτός από P. falciparum
Μηχανισµός δράσης Η χλωροκίνη σχηµατίζει σύµπλεγµα µε την αίµη (µέσα στα
κενοτόπια του πλασµωδίου) προλαµβάνοντας το σχηµατισµό αιµοζωϊνης, και επίσης
προκαλώντας συσσώρευση της αίµης στις µεµβράνες και αλλοίωση της σχέσης
Να+/Κ+ στο κυτταρόπλασµα
(Η αιµοσφαιρίνη προσλαµβάνεται από το ενδοερυθροκυτταρικό πλασµώδιο και
µεταφέρεται σε κενοτόπια (food vacuole) όπου απελευθερώνεται η αίµη. Παρουσία
οξυγόνου ο δισθενής σίδηρος της αίµης οξειδώνεται προς τρισθενή και σχηµατίζεται
β-αιµατίνη ή αιµοζωϊνη (κρυσταλλική µορφή). Με αυτό το τρόπο αδρανοποιείται η
αίµη η οποία είναι τοξική για το πλασµώδιο).
Αντίσταση λόγω µειωµένης εισόδου του φαρµάκου ή µειωµένης συσσώρευσης του
στα κενοτόπια του πλασµωδίου.
∆ράση Φαρµακοκινητική
Χλωροκίνη Χηµειοπροφύλαξη και θεραπεία Απορροφάται από το γαστρεντερικό και παραµένει για
ελονοσίας. Ρευµατοειδής αρκετό χρόνο στους ιστούς όπου η συγκέντρωση του
αρθρίτιδα, ερυθηµατώδης φαρµάκου είναι υψηλή, ιδιαίτερα στο ήπαρ τον σπλήνα,
λύκος. Η κακοήθης ελονοσία τους νεφρούς, την καρδιά και εγκέφαλο, και πολύ ισχυρά σε
(πλασµώδιο falciparum) είναι δοµές που περιέχουν µελανίνη (µάτια, δέρµα).
ανθεκτική στη χλωροκίνη. Μεταβολίζεται στο ήπαρ κυρίως στο δραστικό µεταβολίτη
Επίσης εξωεντερική δεσεθυλχλωροκίνη και απεκκρίνεται στα ούρα. Ο χρόνος
αµοιβάδωση ηµιζωής είναι 40-50 ηµέρες.

178
Παρενέργειες Οι πιό συχνές παρενέργειες είναι από το γαστρεντερικό (10-30%), και
οι πιό επίφοβες αλλά σπανιότερες, από τον αµφιβληστροειδή. Από το δέρµα οι
παρενέργειες είναι ο κνησµός, ο αποχρωµατισµός των τριχών, η αλωπεκία,
χρωµατικές διαταραχές, φωτοευαισθησία και σπανιότερα άλλες σοβαρές
δερµατολογικές διαταραχές. Αλλες παρενέργειες είναι πονοκέφαλος, διαταραχές από
την ακοή, µυοπάθεια ή νευροµυοπάθεια, και σπάνια ψυχωσικές αντιδράσεις και
αιµατολογικές διαταραχές
Προσοχή/Προφυλάξεις Πριν τη χορήγηση του φαρµάκου να προηγείται
οφθαλµολογική εξέταση (συµπεριλαµβανοµένης της εξέτασης του
αµφιβληστροειδούς)
Σε ψωρίαση και πορφυρία η χορήγηση της υδροξυχλωροκίνης µπορεί να προκαλέσει
έξαρση ή εµφάνιση των συµπτωµάτων. Συχνός οφθαλµολογικός έλεγχος. Αν
παρουσιασθεί µυϊκή αδυναµία (έλεγχος αντανακλαστικών γόνατος και αχίλλειου) να
γίνει διακοπή του φαρµάκου.

Α2. Ουσίες τύπου αρτεµισινίνης


Τα παράγωγα της αρτεµισινίνης είναι µία νέα κατηγορία ανθελονοσιακών φαρµάκων.
∆ρουν στον ασεξουαλικό κύκλο στα ερυθροκύτταρα στον άνθρωπο και στα νεαρά
γαµετοκύτταρα. Τα παράγωγα της αρτεµισινίνης είναι το υδατοδιαλυτό Artesunate
και τα λιπιοδιαλυτά Artemether και Arteether τα οποία µεταβολίζονται στον ενεργό
µεταβολίτη διϋδροαρτεµισινίνη. Συνδυάζονται µε άλλα ανθελονοσιακά, συνήθως µε
µεφλοκίνη.
Μηχανισµός δράσης Τα φάρµακα αυτά έχουν δεσµούς υπεροξειδίων τους οποίους
διασπά η αίµη (Fe(II)PPIX ή ferrous-protoporphyrin IX) µε αποτέλεσµα δηµιουγία
τοξικών ριζών οι οποίες αλκυλιώνουν βιοµόρια του παρασίτου και προκαλούν το
θάνατο του.
∆ράση Φαρµακοκινητική
Παράγωγα Ανθελονοσιακό Απορροφώνται γρήγορα από το έντερο και µεταβολίζονται
αρτεµισίνης Το Artemether κατά της στο ήπαρ Ο χρόνος ηµιζωής κυµαίνεται από 45 λεπτά µέχρι
σχιστοσωµίασης 2,5 ώρες

Παρενέργειες Τα φάρµακα αυτά είναι γενικώς καλά ανεκτά. Οι αναφερθείσες


παρενέργειες είναι πυρετός, κοιλιακοί πόνοι, διάρροια. Παροδικός κολποκοιλιακός
αποκλεισµός σε σχετικά µικρή συχνότητα.

179
Προσοχή/Προφυλάξεις Σε ασθενείς µε καρδιακές αρρυθµίες

Β. Αναστολείς πυρηνικών οξέων


Β1. Ανταγωνιστές φυλλικού οξέος
Η δράση τους ασκείται σε όλα τα στάδια του ασεξουαλικού κύκλου στα
ερυθροκύτταρα στον άνθρωπο και στα νεαρά γαµετοκύτταρα.
Μηχανισµός δράσης Αναστέλλουν την αναγωγάση του διϋδροφυλλικού
(συνδεόµενοι µε αυτή) προς τετραϋδροφυλλικό οξύ, το οποίο είναι απαραίτητο για τη
σύνθεση θυµιδιλικού, πουρινών κ.ά..
Αντίσταση συµβαίνει λόγω µετάλλαξης της αναγωγάσης του διϋδροφυλλικού.

1. ΠΥΡΙΜΕΘΑΜΙΝΗ

∆ράση Φαρµακοκινητική
Πυριµεθαµίνη Χρησιµοποιείται είτε σε συνδυασµό µε Απορροφάται καλά από το στόµα,
σουλφαδοξίνη (Fansidar) για θεραπεία συνδέεται µε πρωτεΐνες 87% µεταβολίζεται
ελονοσίας ή σε συνδυασµό µε δαψόνη στο ήπαρ και απεκκρίνεται στα ούρα. Ο
(Maloprim) για προφύλαξη µαζί µε χρόνος ηµιζωής είναι 60-125 ώρες αλλά
χλωροκίνη. Αποτελεί φάρµακο εκλογής στη δραστικά επίπεδα παραµένουν για περίπου
θεραπεία τοξοπλάσµωσης (σε συνδυασµό µε 2 εβδοµάδες.
σουλφαδιαζίνη).

Παρενέργειες. Καταστολή αιµοποιητικού σε µεγάλες δόσεις, εξάνθηµα


γαστρεντερικές διαταραχές, κεφαλαλγία, ανορεξία.
Προσοχή/Προφυλάξεις
. Με προσοχή σε νεφρική και ηπατική ανεπάρκεια, ανεπάρκεια φυλλικού οξέος.
Συχνές αιµατολογικές εξετάσεις. ΠΡΟΣΟΧΗ. Ο συνδυασµός µε σουλφαδοξίνη
αυξάνει την πιθανότητα εµφάνισης συνδρόµου Stevens-Johnson και τοξικής
επιδερµικής νεκρόλυσης.

2. ΠΡΟΓΟΥΑΝΙΛΗ HCl
Για χηµειοπροφύλαξη από ελονοσία µόνη της ή µε χλωροκίνη ανάλογα µε τη
γεωγραφική περιοχή. ∆ίνεται και σε εγκύους (µαζί µε φυλλικό οξύ).

∆ράση Φαρµακοκινητική
Προγουανίλη χηµειοπροφύλαξη από ελονοσία Απορροφάται καλά από το στόµα, συνδέεται µε
µόνη της ή µε χλωροκίνη πρωτεΐνες 75% µεταβολίζεται στο ήπαρ (CYP2C19)
και απεκκρίνεται κυρίως στα ούρα. Ο χρόνος ηµιζωής
είναι 20 ώρες

180
Παρενέργειες Γαστρεντερικές διαταραχές, εξάνθηµα και σπάνια αλωπεκία
αναστρέψιµη µε τη διακοπή του φαρµάκου.
Προσοχή/Προφυλάξεις Σε νεφρική ανεπάρκεια. Επίσης µρικά άτοµα δεν
µεταβολίζουν τα φάρµακα αυτά και απαντούν πτωχά.

Β2. Ατοβακουόνη

∆ραστική σε ερυθροκυτταρικές και εξωκυτταρικές µορφές ελονοσίας. Επειδή


αναπτύσσεται αντίσταση γρήγορα, χρησιµοποιείται σε συνδυασµό µε την
προγουανίλη.
Μηχανισµός δράσης Η ατοβακουόνη είναι ένα εκλεκτικός αναστολέας µεταφοράς
ηλεκτρονίων στα µιτοχόνδρια.
Αντίσταση αναπτύσσεται γρήγορα
∆ράση Φαρµακοκινητική
Ατοβακουόνη Σε συνδυασµό µε προγουανίλη για Απορροφάται καλά από το στόµα, συνδέεται µε
χηµειοπροφύλαξη από ελονοσία πρωτεΐνες 99% και απεκκρίνεται στα ούρα σχεδόν
(πλασµώδιο falciparum) όατν είναι αναλλοίωτη. Ο χρόνος ηµιζωής είναι 2-3 ηµέρες
ανθεκτική στη χλωροκίνη.
Ασθενείς µε AIDS για
προφύλαξη από
πνευµονία από
πνευµονοκύστη carinii
που δεν ανέχονται το
συνδυασµό TMP-SMZ

Παρενέργειες γαστρεντερικές διαταραχές (ιδιαίτερα διάρροια), εξάνθηµα,


πονοκέφαλος, αναιµία, υπονατριαιµία.
Προσοχή/Προφυλάξεις Να µη συνδυάζεται µε τετρακυκλίνη, ριφαµπικίνη,
µετοκλοπραµίδη επειδή µειώνονται σηµαντικά τα επίπεδα της ατοβακουόνης.

ΑΜΟΙΒΑ∆ΟΚΤΟΝΑ

Η αµοιβάδα είναι πρωτόζωο (Entamoeba histolytica) το οποίο µπορεί να


ενοικεί στο παχύ έντερο χωρίς να προκαλεί νόσο (χρόνιοι φορείς) ή να προκαλέσει
οξεία δυσεντερία ή χρόνια διάρροια ή και να προσβάλλει το ήπαρ αιµατογενώς
(απόστηµα ήπατος) και σπανιότερα άλλα όργανα (πνεύµονες, εγκέφαλο κ.α.).

181
Προσβάλλει ετησίως 50.000.000 άτοµα περίπου µε 50.000-100.000 θανάτους (σε
τροπικές κυρίως περιοχές). Υπάρχει σε δύο µορφές: τροφοζωϊτες οι οποίοι
καταστρέφονται στο όξινο pH του στοµάχου καθώς και στο περιβάλλον και σε
κυστική µορφή η οποία είναι ανθεκτική στο όξινο pH του στοµάχου και αντέχει για
εβδοµάδες έως µήνες στο περιβάλλον (έδαφος και νερό). Μεταδίδεται µέσω των
κοπράνων (µολυσµένη τροφή, χέρια κ.λ.π.). Μόνο οι κύστεις είναι µολυσµατικές. Η
θεραπεία εξαρτάται από την κλινική µορφή της νόσου
Η µετρονιδαζόλη είναι το φάρµακο εκλογής για οξεία νόσο χορηγούµενη για 10
ηµέρες ή για 5 ηµέρες και στη συνέχεια χορηγείται διλοξανίδη. Για ηπατικό
απόστηµα φάρµακο εκλογής η µετρονιδαζόλη (η διλοξανίδη δεν είναι
αποτελεσµατική). Η διλοξανίδη είναι φάρµακο εκλογής σε χρόνια εντερική
αµοιβάδωση. Η εµετίνη µπορεί να χρησιµοποιηθεί αλλά έχει πολλές παρενέργειες.

1. ∆ΙΛΟΞΑΝΙ∆Η ΦΟΥΡΟΙΚΗ
Η διλοξανίδη είναι φάρµακο εκλογής σε χρόνια εντερική αµοιβάδωση
Μηχανισµός δράσης. Εµποδίζει την ενσωµάτωση της αδενίνης στο RNA.

∆ράση Φαρµακοκινητική
∆ιλοξανίδη Οξεία και χρόνια αµοιβάφωση Χορηγείται µόνο από το στόµα και υδρολύεται στο έντερο.
Μεταβολίζεται στο ήπαρ και απεκκρίνεται στα ούρα.

Παρενέργειες. Οι παρενέργειες της είναι γαστρεντερικές διαταραχές, κνησµώδες


εξάνθηµα.
Προσοχή/Προφυλάξεις Για ηπατικό απόστηµα φάρµακο εκλογής η µετρονιδαζόλη
(η διλοξανίδη δεν είναι αποτελεσµατική).

ΑΝΤΙΛΑΜΒΛΙΑΚΑ

Η Giardia lamblia ενοικεί στη 12/κτυλο και στη νήστιδα. από τις πλέον κοινές παρασιτώσεις. Όπως µε
την αµοιβάδα µόνο οι κύστεις είναι µολυσµατικές. Η σηµαντικότητα της νόσου έγκειται στην αύξηση που
παρουσιάζει σε ασθενείς µε µειωµένη ανοσία. Συνήθως είναι ασυµπτωµατική, ή παρουσιάζεται µε διάρροια
(οξεία, χρόνια) και σύνδροµο δυσαπορρόφησης. Η διάγνωση γίνεται µε ανεύρεση των κύστεων ή των
τροφοζωϊτών στα κόπρανα ή στο δωδεκαδακτυλικό υγρό. Η θεραπεία γίνεται µε µετρονιδαζόλη ή µεπακρίνη ή
φουραζολιδόνη.

ΒΛΕΠΕ ΜΕΤΡΟΝΙ∆ΑΖΟΛΗ (Κεφάλαιο ΛΟΙΜΩΞΕΙΣ)

182
ΦΑΡΜΑΚΑ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΛΕΪΣΜΑΝΙΑΣΗΣ
Η νόσος οφείλεται σε είδη της Leishmania και µεταδίδεται από τα ζώα στον άνθρωπο
µε είδη µύγας (phlebotomus, lutzomyia). Yπάρχει η σπλαγχνική λεϊσµανίαση (kala
azar) που χαρακτηρίζεται από πτώση της κυτταρικής ανοσίας (αρνητικό test για
λεϊσµάνια) µε διήθηση του σπλήνα και άλλων ιστών από το παράσιτο, µε πυρετό,
αναιµία και ηπατοσπληνοµεγαλία, η δερµατική µε µονήρη ή πολλαπλές βλάβες (από
βλατίδες µέχρι έλκος) και η βλεννοδερµατική (espundia) που εντοπίζεται σε ρινική
και περιστοµατική περιοχή και αργότερα στους βλεννογόνους ρινός-στόµατος.
Η θεραπεία γίνεται µε στιµπογλυκονικό νάτριο και επί αποτυχίας δίνεται πενταµιδίνη
ισοθειονική.

ΣΤΙΜΠΟΓΛΥΚΟΝΙΚΟ ΝΑΤΡΙΟ
Είναι φάρµακο εκλογής Πεντασθενής ένωση αντιµονίου, έχει αντικαταστήσει τις
τρισθενείς ενώσεις αντιµονίου.
Μηχανισµός δράσης πιθανόν να αναστέλλει ένζυµα των παρασίτων (ATP, GTP).
∆ράση Φαρµακοκινητική
Στιµπογλυκονικό Φάρµακο εκλογής κατά της Μετά ΕΦ ή ΕM χορήγηση απεκκρίνεται από τους
νάτριο λεϊσµανίασης νεφρούς σχετικά γρήγορα.

Παρενέργειες δυσκαµψία αρθρώσεων η δυσφορία από το πεπτικό και ο πόνος στο


σηµείο της ένεσης.
Προσοχή/Προφυλάξεις Η ΕΦ χορήγηση να γίνεται αργά (πάνω από 5 λεπτά) για
αποφυγή τοπικής θρόµβωσης. Προσοχή µπορεί να προκαλέσει παράταση του QTc
διαστήµατος στο ΗΚΓ.
Σε περίπτωση µεγάλης παράτασης του QTc διακοπή του φαρµάκου.

Για τοπική χρήση (δερµατική λεϊσµανίαση) η παροµοµυκίνη µε χλωριούχο


βενζεθειόνιο που αυξάνει την διείσδυση έχει καλά αποτελέσµατα. Επίσης
κρυοθεραπεία ή ενδοδερµική κορτιζόνη ή συστηµατικά το στιµπογλυκονικό νάτριο
ΕΦ. Η αντιµονιακή µεγλουµίνη είναι µια άλλη ένωση αντιµονίου που
χρησιµοποιείται στη ίδια δόση όπως το στιµπογλυκονικό νάτριο.

183
ΦΑΡΜΑΚΑ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΤΟΞΟΠΛΑΣΜΩΣΗΣ

Η τοξοπλάσµωση οφείλεται στο Toxoplasma gondii, ένα ενδοκυττάριο


παράσιτο.
Στον άνθρωπο η νόσος είναι επίκτητη ή συγγενής. Η συγγενής τοξοπλάσµωση
εκδηλώνεται στα νεογέννητα µε εγκεφαλίτιδα, ηπατοµεγαλία, ίκτερο, εξάνθηµα κ.ά.
µε υψηλή θνησιµότητα. Η επίκτητη συνήθως είναι ασυµπτωµατική και δεν απαιτείται
θεραπεία, εκτός σε περιπτώσεις προσβολής του εγκεφάλου ή του οφθαλµού που
συµβαίνουν ιδιαίτερα σε ανοσοκατασταλµένους ασθενείς (π.χ. ασθενείς µε AIDS).

Η θεραπεία εκλογής για τοξοπλάσµωση είναι ο συνδυασµός πυριµεθαµίνης 50-


100mg/ηµέρα + σουλφαδιαζίνη 4-6 gr/ηµέρα. + φυλλικό οξύ 15mg/ηµέρα
Η πυριµεθαµίνη δεν είναι κατάλληλη για προφύλαξη από εγκεφαλίτιδα από
τοξοπλάσµωση σε ασθενείς µε AIDS.

(Βλέπε ΠΥΡΙΜΕΘΑΜΙΝΗ στο κεφάλαιο ΑΝΘΕΛΟΝΟΣΙΑΚΑ)

Σε εγκύους χορηγείται σπιραµυκίνη αντί πυριµεθαµίνης.


Εναλλακτικά µπορεί να δοθεί κλαριθριµυκίνη 2gr/ηµέρα ή ατοβακουόνη 750mg
X4/ηµέρα + πυριµεθαµίνη

ΦΑΡΜΑΚΑ ΚΑΤΑ ΤΗΣ


ΠΝΕΥΜΟΝΟΚΥΣΤΩΣΗΣ

Η πνευµονοκύστη carinii. υπάρχει σε 3 µορφές: κύστεις, σποροζωϊτες (οι οποίοι ευρίσκονται µέσα στις
κύστεις) και τροφοζωϊτες (εξωκυστική µορφή). Απαντάται σε πρόωρα ή εξασθενηµένα, κακώς διατρεφόµενα
νεογέννητα και σε ανοσοκατασταλµένους ασθενείς (κυρίως ασθενείς µε λοίµωξη HIV σε ποσοστό περίπου 80%).
Σε φυσιολογικά άτοµα συµβαίνει ασυµπτωµατική µόλυνση, όπως δείχνει η ανεύρεση αντισωµάτων στο γενικό
πληθυσµό. Μεταδίδεται µάλλον µέσω του αναπνευστικού. Περιορίζεται κυρίως στον πνεύµονα. Εκδηλώνεται µε
ταχύπνοια, δύσπνοια ταχέως εξελισσόµενη, ξηρό βήχα, αναπνευστική ανεπάρκεια, ± πυρετό. Η αρτηριακή πίεση
του Ο2 (PAO2) πέφτει κάτω από 80%.

Η θεραπεία εκλοφής είναι τριµεθοπρίµη-σουλφαµεθοξαζόλη (120mg/kg/ ηµέρα σε

184
διαιρεµένες δόσεις ή 960mg X2 ΕΦ) για 21 ηµέρες. Εναλλακτικά µπορεί να δοθεί
πενταµιδίνη, ενώ τρίτης επιλογής είναι η τριµετρεξάτη, όλα για 21 ηµέρες. Σε ήπια
έως µέτρια σοβαρότητα της νόσου µπορεί να χορηγηθεί ατοβακουόνη µε
πενταµιδίνη. Χορηγείται επίσης Ο2 σε περιεκτικότητα <50%. Για προφύλαξη
δίνεται TMP-SMZ, ή δαψόνη (100mg/ ηµέρα) ή πενταµιδίνη.

ΠΕΝΤΑΜΙ∆ΙΝΗ
Αντιπρωτοζωϊκό φάρµακο για πνευµονοκύστη carinii, βαβεσίωση, λεϊσµανίαση.
Μηχανισµός δράσης Αναστέλλει τη σύνθεση του DNA, RNA και των πρωτεϊνών
Φαρµακοκινητική ∆εν απορροφάται από το στόµα και δίνεται µε εισπνοές ή ΕΜ ή
ΕΦ.
Το 10% απεκκρίνεται αναλλοίωτο στα ούρα Ο χρόνος ηµιζωής είναι 6,5 ώρες µετά
ΕΦ χορήγηση, 9 ώρες µετά ΕΜ χορήγηση και 2 εβδοµάδες µετά εισπνοή. Τα επίπεδα
στους πνεύµονες (κυψελίδες) είναι 10 φορές περισσότερο από ότι στο πλάσµα.
Παρενέργειες Περίπου 60% των ασθενών παρουσιάζουν κάποια παρενέργεια µετά
χορήγηση πενταµιδίνης παρεντερικά. Η ΕΜ ή ΕΦ χορήγηση έχουν σοβαρές
παρενέργειες όπως λευκοπενία, θροµβοπενία, υπογλυκαιµία (σπανιότερα
υπεργλυκαιµία), νεφρική ανεπάρκεια, σύνδροµο Stevens-Johnson, υπόταση,
αρρυθµίες, υποκαλιαιµία (σπανιότερα υπερκαλιαιµία), υπασβεστιαιµία.
Η εισπνοή µπορεί να προκαλέσει βήχα και βρογχόσπασµο που µπορεί να
αντιµετωπισθεί µε εισπνοές βρογχοδιασταλτικών. Πιο συχνά κόπωση, µεταλλική
γεύση, µειωµένη όρεξη και λιγότερο συχνά διάρροια, πνευµοθώραξ, κεφαλαλγία,
αντιδράσεις υπερευαισθησίας, συµπτώµατα από ΚΝΣ και γαστρεντερικό.
Προσοχή/Προφυλάξεις Σε ασθενείς µε καρδιακές διαταραχές (επειδή µπορεί να
προκαλέσει παράταση του QT), µε υπόταση, υπογλυκαιµία, ηλεκτρολυτικές
διαταραχές. Προσοχή σε ηπατική ή νεφρική δυσλειτουργία. Γενική αίµατος,
σακχάρου, ηλεκτρολυτών πριν και κατά τη διάρκεια της θεραπείας

185
ΑΝΘΕΛΜΙΝΘΙΚΑ
Οι ελµινθιάσεις είναι αρκετά συχνές ειδικά στις τροπικές και υποτροπικές περιοχές.
ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΕΚΛΟΓΗΣ
A. ΝΗΜΑΤΩ∆ΕΙΣ ΕΝΤΕΡΙΚΟΙ
ΑΣΚΑΡΙΣ ΠΑΜΟΙΚΗ ΠΥΡΑΝΤΕΛΗ, ΜΕΒΑΝ∆ΑΖΟΛΗ

ΚΑΠΙΛΛΑΡΙΑ ΜΕΒΕΝ∆ΑΖΟΛΗ

ΤΡΙΧΙΟΥΡΟΙ ΜΕΒΕΝ∆ΑΖΟΛΗ

ΑΓΚΥΛΟΣΤΟΜΙΑΣΕΙΣ ΑΛΒΕΝ∆ΑΖΟΛΗ ΜΕΒΕΝ∆ΑΖΟΛΗ , ΠΑΜΟΙΚΗ ΠΥΡΑΝΤΕΛΗ

ΣΤΡΟΓΓΥΛΟΙ∆ΕΣ ΜΕΒΕΝ∆ΑΖΟΛΗ

ΟΞΥΟΥΡΟΙ ΜΕΒΕΝ∆ΑΖΟΛΗ , ΠΑΜΟΙΚΗ ΠΥΡΑΝΤΕΛΗ

Β. ΝΗΜΑΤΩ∆ΕΙΣ ΕΞΩΕΝΤΕΡΙΚΟΙ
ΤΡΙΧΙΝΕΛΛΑ ΘΕΙΑΒΕΝ∆ΑΖΟΛΗ, ΜΕΒΕΝ∆ΑΖΟΛΗ

ΦΙΛΑΡΙΑΣΗ (Wucheria bancrofti κ.ά.) ∆ΙΑΙΘΥΛΚΑΡΒΑΜΑΖΙΝΗ

Onchocerca (µήκος 10cm) ΙΒΕΡΜΕΚΤΙΝΗ


Loa-loa (µήκος 7 cm)

∆ΡΑΝΚΟΥΛΙΑΣΗ Αφαιρείται µε ειδική τεχνική, λίγα εκατοστά κάθε


(µήκος 70-120 cm) ηµέρα. ∆εν υπάρχουν φάρµακα. Η µετρονιδαζόλη βοηθά µειώνοντας τη
φλεγµονή και αντίδραση των ιστών. ΘΕΙΑΒΕΝ∆ΑΖΟΛΗ, ΜΕΒΕΝ∆ΑΖΟΛΗ

Γ. ΤΡΗΜΑΤΩ∆ΕΙΣ
ΣΧΙΣΤΟΣΩΜΑ (mansoni, ΠΡΑΖΙΚΟΥΑΝΤΕΛΗ
japonicum, haematobium)

ΚΛΟΝΟΡΧΙΣ ΦΑΣΙΟΛΑ (F. hepatica) ΠΡΑΖΙΚΟΥΑΝΤΕΛΗ, ΝΙΤΑΖΟΞΑΝΙ∆Η

ΠΑΡΑΓΟΝΙΜΟΣ ΠΡΑΖΙΚΟΥΑΝΤΕΛΗ

ΤΟΞΟΚΑΡΑ (toxocara canis) ΘΕΙΑΒΕΝ∆ΑΖΟΛΗ

∆. ΠΛΑΤΥΕΛΜΙΝΘΕΣ
ΤΑΙΝΙΑ SAGINATA
ΤΑΙΝΙΑ SOLIUM ΝΙΚΛΟΣΑΜΙ∆Η και για τις δύο ταινίες.

∆ΙΦΥΛΛΟΒΟΘΡΙΟΝ ΝΙΚΛΟΣΑΜΙ∆Η

ΥΝΕΝΟΛΕΠΙΣ ΠΡΑΖΙΚΟΥΑΝΤΕΛΗ

ΕΧΙΝΟΚΟΚΚΟΣ ΑΛΒΕΝ∆ΑΖΟΛΗ

Περιγράφονται η µεβενδαζόλη, η νικλοσαµίδη, η αλβενδαζόλη και η νιταζοξανίδη

186
1. ΜΕΒΕΝ∆ΑΖΟΛΗ
Μηχανισµός δράσης Προκαλεί βλάβη των µικροσωληναρίων στο κυτταρόπλασµα
των παρασίτων
Φαρµακοκινητική Ελάχιστα απορροφάται από το γαστρεντερικό και απεκκρίνεται
αναλλοίωτο στα κόπρανα.
Παρενέργειες. Σπάνια παροδικά κοιλιακά άλγη, διάρροια, κεφαλαλγία, κόπωση,
αντίδραση δισουλφιράµης.
Προσοχή/Προφυλάξεις Σε υψηλές δόσεις (όπως σε υδατιδική κύστη) να γίνεται
γενική αίµατος και έλεγχος ηπατικών ενζύµων

2. ΝΙΚΛΟΣΑΜΙ∆Η
Είναι φάρµακο εκλογής για τους κεστώδεις έλµινθες
Μηχανισµός δράσης Η νικλοσαµίδη ααναστέλλει την οξειδωτική φωσφορυλίωση
στα µιτοχόνδρια των κεστωδών .
Φαρµακοκινητική Η απορρόφηση από το πεπτικό είναι ελάχιστη
Είναι φάρµακο εκλογής για τους κεστώδεις έλµινθες (tapeworms) όπως ταινιάσεις,
διφυλλοβόθριος ο πλατύς, υµενολέπις. Χρησιµοποιείται επίσης στη σχιστοσωµίαση.
Παρενέργειες Ήπιες παρενέργειες από το πεπτικό, δέρµα, ΚΝΣ. .

3. ΑΛΒΕΝ∆ΑΖΟΛΗ
Σε υδατιδική κύστη όταν η εγχείρηση δεν είναι εφικτή και πριν την εγχείρηση για
προφύλαξη σε περίπτωση ρήξης της κύστης. Επίσης σε νευροκυστικέρκωση.
Μηχανισµός δράσης Προκαλεί βλάβη των µικροσωληναρίων στο κυτταρόπλασµα
των παρασίτων
Φαρµακοκινητική .Μετά χορήγηση από το στόµα µεταβολίζεται εκτεταµένα στο
ήπαρ σε σουλφοξείδιο και σουλφόνες. Ο σουλφοξείδιο µεταβολίτης είναι η δραστική
ουσία. Μέγιστα επίπεδα του δραστικού µεταβολίτη στο πλάσµα σε 2-3 ώρες.
Απέκκριση µέσω χολής.
Παρενέργειες Ηπιες γαστρεντερικές διαταραχές, κεφαλαλγία, διαταραχές ήπατος,
ουδετεροπενία ή πανκυτοπενία
Προσοχή/Προφυλάξεις Σε υψηλές δόσεις να γίνεται γενική αίµατος και έλεγχος
ηπατικών ενζύµων

187
4. ΝΙΤΑΖΟΞΑΝΙ∆Η
Η νιταζοξανίδη είναι ένα ευρέως φάσµατος αντιπαρασιτικό κατά της
cryptosporidiosis, giardiasis, κατά εντερικών ελµίνθων, και κατά της χρόνιας F.
Hepatica
Μηχανισµός δράσης Επιδρά στον αναερόβιο µεταβολισµο του παρασίτου.
Φαρµακοκινητική Μετά χορήγηση από το στόµα υφίσταται εκτεταµένο
µεταβολισµό και τα µέγιστα επίπεδα του δραστικού µεταβολίτη τιζοξανίδη (και του
συνδεδεµένου µε γλυκουρονίδιο ταζοξανίδη) σε 4 ώρες. Ο µεταβολίτης απεκκρίνεται
στα ούρα και κόπρανα
Παρενεργειες Οι κυριότερες είναι γαστρεντερικές διαταραχές και η κεφαλαλγία.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Foley M and Tilley L . Quinoline Antimalarials Mechanisms of Action and Resistance and Prospects
for New Agents Pharmacology & Therapeutics Volume 79, Issue 1, July 1998, Pages 55-87

P. Olliaro. Mode of action and mechanisms of resistance for antimalarial drugs. Pharmacology &
Therapeutics 89 (2001) 207- 219

R. S. PHILLIPS. Current Status of Malaria and Potential for Control. CLINICAL MICROBIOLOGY
REVIEWS, Jan. 2001, p. 208–226

Dhingra V., Rao K.V., and M.L. Narasu. Current Status of Artemisinin and its Derivarives as
Antimalarial Drugs. Life Sciences 2000, vol 66 (4), 279-300

A. Harder, G. Greif. A.Haberkorn. Chemotherapeutic approaches to protozoa: Giardia, Trichomonas,


and Entamoeba- current level of knowledge and outlook. Parasitol. Res.(2001), 87: 785-786

Henk D. F. H. Schallig and Linda Oskam. Review: Molecular biological applications in the diagnosis
and control of leishmaniasis and parasite identification. Tropical Medicine and International Health.
volume 7 no 8 pp 641–651, August 2002

Epling J. What is the best way to treat trichomoniasis in women? Am Fam Physician. 2001 Oct
1;64(7):1241-2, 1244.

Risk/benefit assessment for using praziquantel for the treatment of schistosomiasis in pregnant and
lactating women. WHO Pharmaceuticals Newsletter No. 2, 2002

Xiao Shuhua , Marcel Tanner, Eliezer K. N’Goran c ,Jurg Utzinger , Jacques Chollet , Robert
Bergquist , Chen Minggang , Zheng Jiang. Recent investigations of artemether, a novel agent for the
prevention of schistosomiasis japonica, mansoni and haematobia . Acta Tropica 82 (2002) 175–181

188
Nils Robert Bergquist. Schistosomiasis: from risk assessment to control. TRENDS in Parasitology
Vol.18 No.7 July 2002

MILAD CHRIEKI, Echinococcosis—An Emerging Parasite in the Immigrant Population Am Fam


Physician 2002;66:817-20, 821.

A. D. Dayan Albendazole, mebendazole and praziquantel. Review of non-clinical toxicity and


pharmacokinetics. Acta Tropica Volume 86, Issues 2-3 , May 2003, Pages 141-159

White CA Jr. Nitazoxanide: a new broad spectrum antiparasitic agent.Expert Rev Anti Infect Ther.
2004 Feb;2(1):43-9.

Ochoa TJ, White AC Jr. Nitazoxanide for treatment of intestinal parasites in children.
Pediatr Infect Dis J. 2005 Jul;24(7):641-2.

Alinia™ της Romark Laboratories, Tampa, FL 33607 USA

Conte JE Jr, Golden JA. Intrapulmonary and systemic pharmacokinetics of aerosolized pentamidine
used for prophylaxis of pneumocystis carinii pneumonia in patients infected with the human
immunodeficiency virus. J Clin Pharmacol. 1995 Dec;35(12):1166-73.

189
ΑΝΟΣΟΠΟΙΗΣΗ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΑΘΗΤΙΚΗ

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΑΝΟΣΟΠΟΙΗΣΗ

Οδός Τύπος Παρατηρήσεις


χορήγησης εµβολίου
ΑΙΜΟΦΙΛΟΣ ΙΝΦΛ Β ΕΜ Α∆Ρ Ολιγοσακχαρίδια αιµόφιλου Β
ΑΝΘΡΑΚΟΣ ΕΜ EΣ Σε άτοµα υψηλού κινδύνου (εκδοροσφαγείς κ.ά.)
ΑΝΕΜΕΥΛΟΓΙΑΣ ΕΣ Σε εγκύους ή βαριές µορφές
ΓΡΙΠΠΗΣ ΕΜ, Υ∆ Α∆Ρ Σε επιδηµίες γρίπης, εξασθενηµένα άτοµα
∆ΙΦΘΕΡΙΤΙ∆ΑΣ ΕΜ ΕΚΧ
∆ΙΦΘΕΡΙΤΙ∆ΑΣ-ΤΕΤΑΝΟΥ ΕΜ ΕΚΧ
∆ΙΦΘΕΡΙΤΙ∆ΑΣ- Το ονοµαζόµενο τριπλό εµβόλιο
ΤΕΤΑΝΟΥ-KOKKYTH
ΕΡΥΘΡΑΣ µόνο ΕΜ, Υ∆ ΕΣ Θήλεα που δεν έχουν κάνει MMR
ΙΛΑΡΑΣ µόνο Υ∆ ΕΣ
ΙΛΑΡΑΣ-ΠΑΡΩΤΙΤΙ∆ΑΣ- ΕΜ, Υ∆ ΕΣ Σε ηλικία 12-18 µηνών εφάπαξ
-ΕΡΥΘΡΑΣ (MMR)
ΕΥΛΟΓΙΑΣ Ε∆ ΕΣ Η νόσος έχει εξαλειφθεί πρακτικά.
Χορηγείται σε εργαζόµενους σε εργαστήρια που
µελετούν τον ιό λαο άτοµα που πιθανόν να έλθουν
σε επαφή µε τον ιό
ΗΠΑΤΙΤΙ∆ΑΣ Α ΕΜ Α∆Ρ Ταξίδι σε ενδηµικές περιοχές
ΗΠΑΤΙΤΙ∆ΑΣ Β ΕΜ Α∆Ρ Βιοσυνθετικό προϊόν ανασυνδυασµού DNA
ΚΙΤΡΙΝΟΥ ΠΥΡΕΤΟΥ Υ∆ ΕΣ Ταξίδι σε ενδηµικές περιοχές
ΚΟΚΚΥΤΟΥ ΕΜ, Υ∆ Α∆Ρ Αν δεν έχει γίνει το τριπλό
ΛΥΣΣΑΣ ΕΜ, Υ∆ ΕΣ Μετά δήγµα αγνώστων οικιακών ή άγριων ζώων
ή τρωκτικών
ΜΗΝΙΓΓΙΤΙ∆ΟΚΟΚΚΟΥ ΕΜ, Υ∆ Α∆Ρ Σε µερικές περιοχές αυξηµένου κινδύνου
(ΠΟΛΥΣΑΚΧΑΡ. A,C,Y,W- (Ασίας, Αφρικής κ.ά.)
135) Υ∆ ΕΣ
ΠΑΡΩΤΙΤΙ∆ΑΣ ΕΜ, Υ∆ Α∆Ρ Σε ασθενείς σε κίνδυνο (σπληνεκτοµή,
ΠΝΕΥΜΟΝΙΟΚΟΚΚΟΥ ανοσοκατασταλµένοι µε χρόνια νόσο, HIV,
λήπτες οργάνων (µεταµοσχεύσεις), κ.ά.).
(Sabin) Ανοσοποίηση πληθυσµού (παιδιά)
ΠΟΛΥΟΜΥΕΛΙΤΙ∆ΑΣ ΣΤΟΜΑ ΕΣ
ΠΟΛΥΟΜΥΕΛΙΤΙ∆ΑΣ ΕΜ, Υ∆ Α∆Ρ (Salk) Σε ανοσοκατασταλµένους, άτοµα ασχολού
µενα µε τον ιό ή σε κίνδυνο επαφής µε τον ιό
ΤΕΤΑΝΟΥ ΕΜ, Υ∆ ΕΚΧ Για προφύλαξη
ΤΥΦΟΕΙ∆ΟΥΣ ΠΥΡΕΤ Υ∆, ΕΜ Α∆Ρ Για προφύλαξη (ταξίδια κλπ)
ΦΥΜΑΤΙΩΣΗΣ (BCG) Ε∆ ΕΣ Για προφύλαξη
ΧΟΛΕΡΑΣ Υ∆, ΕΜ Α∆Ρ Όχι ικανοποιητική προφύλαξη
ΧΟΛΕΡΑΣ ΣΤΟΜΑ Σκεύασµα Mutacol®), και DukoralTM κατά
ΕΣ, Α∆Ρ
(enterotoxigenic Escherichia coli (ETEC)

Η καλύτερη πρόληψη είναι ο εµβολιασµός κυρίως σε παιδιά < 12 ετών, σε ταξιδιώτες προς ενδηµικές
περιοχές, στο προσωπικό βρεφονηπιακών σταθµών, εµπλεκόµενους σε παρασκευή ή διακίνηση
τροφίµων, χρήστες ΕΦ ναρκωτικών, εργαζόµενους σε νοσοκοµεία λοιµωδών και παιδιατρικά τµήµατα,
εργατών καθαριότητας, στρατιωτικού προσωπικού και άτοµα σε κίνδυνο µόλυνσης.
Αντένδειξη για εµβολιασµό αποτελεί οποιαδήποτε εµπύρετη νόσος καθώς και η λήψη
κορτικοστεροειδών τις τελευταίες εβδοµάδες ή πρωτοπαθής ανοσολογική ανεπάρκεια (όχι AIDS). Σε
άτοµα µε AIDS ή HIV+ γίνονται όλα τα εµβόλια εκτός από το BCG, κίτρινου πυρετού και τυφοειδούς
από το στόµα.

190
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΑΝΟΣΟΠΟΙΗΣΗ
Γίνεται µε αντισώµατα προερχόµενα είτε από άνθρωπο µε υψηλό επίπεδο
αντισωµάτων στο πλάσµα (ανοσοσφαιρίνες) είτε από ζώα (αντιορός). Η διάρκεια
της παθητικής ανοσοποίησης είναι λίγες εβδοµάδες. Η παθητική ανοσοποίηση
χρησιµοποιείται για:
1 Θεραπεία ορισµένων νόσων (αλλαντίαση, τέτανος κ.ά.)
2 Προφύλαξη πριν ή Μετά έκθεση σε λοιµογόνο παράγοντα
3 Πρόληψη ευαισθητοποίησης σε ασυµβατότητα Rhesus
4 Σε δήγµατα όφεων και άλλα δηλητήρια ζωικά
5 Αποκατάσταση αντισωµάτων σε ανεπάρκεια

Οδός Παρατηρήσεις
χορήγησης
ΑΛΛΑΝΤΙΚΗ αντιτοξίνη ΕΜ, ΕΦ Για θεραπεία αλλαντίασης
ΑΝΤΙΟΦΙΚΟΣ ΟΡΟΣ ΕΜ,ΕΦ,Υ∆ Αντίδοτο δηλητηρίου όφεως
ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΜ Προέρχεται από ανθρώπινο πλάσµα, περιέχει
ΑΝΟΣΟΣΦΑΙΡΙΝΗ αντισώµατα κατά ιλαράς, παρωτίτιδας,
ηπατίτιδας Α, ανεµευλογιάς, διφθερίτιδας κ.ά.

ΕΙ∆ΙΚΕΣ ΑΝΟΣΟΣΦΑΙΡΙΝΕΣ ΕΜ Σε ανοσοκατασταλµένους και νεογνά σε κίνδυνο. Έγκυος


ΑΝΕΜΕΥΛΟΓΙΑΣ- ΕΡΠΗΤΑ σε υποψία έκθεσης
ΖΩΣΤΗΡΑ ΕΜ Έγκυος σε υποψία έκθεσης
ΕΡΥΘΡΑΣ ΕΜ
ΗΠΑΤΙΤΙ∆ΑΣ Β ΕΜ
ΛΥΣΣΑΣ ΕΜ, ΕΦ
ΤΕΤΑΝΟΥ ΕΜ
ΑΝΤΙ-D (Rh0) Μετά τοκετό, µετάγγιση σε αρνητικό Rhο (D) µε
ΕΦ θετικό Rho (D)
ΜΟΝΟΚΛΩΝΙΚΑ Για σηψαιµία από Gram- µικρόβια
ΑΝΤΙΣΩΜΑΤΑ
HA-1A (IgM)

191
∆ΗΛΗΤΗΡΙΑΣΕΙΣ

∆ηλητηρίαση µπορούν να προκαλέσουν όχι µόνο ουσίες που απαντούν στην


φύση (φυτικές, ζωικές ή χηµικά στοιχεία και ενώσεις τους) αλλά και φάρµακα.
Υπάρχουν κατάλληλα ενηµερωµένα βιβλία τα οποία περιέχουν όλες τις
πληροφορίες για φάρµακα, χηµικές ουσίες που χρησιµοποιούνται στο σπίτι και στη
βιοµηχανία, περιβαλλοντικές τοξίνες καθώς και βιολογικές (φυτικές και ζωικές).
Στη Ελλάδα πληροφορίες για δηλητήρια και αντιµετώπιση τους παρέχονται από το
Κέντρο ∆ηλητηριάσεων στην ΑΘήνα (τηλ 7793777).

ΠΑΡΑ∆ΕΙΓΜΑΤΑ ∆ΗΛΗΤΗΡΙΑΣΕΩΝ

Αέρια
1. Απλά ασφυξιογόνα CO2, µεθάνιο κ.ά. Μειώνουν διαθέσιµο Ο2 και προκαλούν
2. Ερεθιστικά των HCl, αµµωνία, χλωρίνη υποξία
πνευµόνων κ.ά.) Μπορεί να προκαλέσουν βλάβη στο
πνεύµονα (HCl, αµµωνία) ή πνευµονίτιδα,
Κυανιούχα πνευµονικό οίδηµα (χλωρίνη κ.ά.)
3. Τοξικές ουσίες που δρουν Συνδέονται µε σίδηρο και επιδρούν στη
συστηµατικά Μονοξείδιο άνθρακα µεταφορά ηλεκτρονίων στο κυτοχρωµα α-α3
Συνδέεται µε αιµοσφαιρίνη 200 φορές
Βενζένιο, τολουένιο, ισχυρότερα από ότι το οξυγόνο
4. Οργανικοί διαλύτες πεντάνιο, εξάνιο κ.λ.π., Μετά εισπνοή ή απορρόφηση από το δέρµα
χλωροφόρµιο, συσσωρεύονται σε νεύρα και λιπώδη ιστό
τετραχλωράνθρακας
Βαρέα µέταλλα Μόλυβδος, αρσενικό, Συνδέονται σε διάφορα µακροµόρια του
υδράργυρος, κυττάρου, συσσωρεύονται στον οργανισµό
ψευδάργυρος, αντιόνιο, και προκαλούν βλάβη σε διάφορα όργανα
χρυσός, χαλκός, κ.ά.
Φάρµακα Αντιχολινεργικά Βλέπε αντίστοιχες ουσίες
Σαλικυλικά
Παρακεταµόλη
Βαρβιτουρικά
Βενζοδιαζεπίνες κ.ά

Φυτικές ουσίες Μανιτάρια, κουράριο, Βλέπε αντίστοιχες ουσίες


ψυλοκυβίνη, LSD κ.ά

Άλλες ουσίες Αιθυλενογλυκόλη


Μαγνήσιο,
Κάλιο. Ασβέστιο κ.α.

ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ∆ΗΛΗΤΗΡΙΑΣΕΩΝ
Επειδή για τα περισσότερα δηλητήρια δεν υπάρχουν ειδικά αντίδοτα είναι

192
απαραίτητο µέχρις ότου βρεθεί το αίτιο της δηλητηρίασης να ληφθούν υποστηρικτικά
µέσα ξεκινώντας µε την διατήρηση ανοικτής της αεροφόρου οδού και φλέβας για
χορήγηση υγρών και φαρµάκων εφόσον ο ασθενής βρίσκεται σε κώµα. Η πρώτη
µέριµνα είναι η διατήρηση της αναπνοής και της κυκλοφορίας και η συνεχής
παρακολούθηση ζωτικών σηµείων (αρτηριακή πίεση, καρδιά, αναπνοή, θερµοκρασία)
και της οξεοβασικής ισορροπίας. Στη συνέχεια πληροφορίες από το περιβάλλον του
ασθενούς ή η ύπαρξη φαρµακευτικών ουσιών στο σηµείο όπου ο ασθενής ανεβρεθεί
υποβοηθούν στο καθορισµό του δηλητηρίου.

Οι στόχοι της θεραπείας της οξείας δηλητηρίασης είναι:


1Α. Να εµποδισθεί η περαιτέρω απορρόφηση του δηλητηρίου (αν δεν έχει
ολοκληρωθεί),
Β. Να υποβοηθηθεί η αποµάκρυνση του από τον οργανισµό και
Γ. Να εξουδετερωθεί το δηλητήριο αν υπάρχει αντίδοτο

A. Πρόληψη απορρόφησης δηλητηρίου

Αποµάκρυνση του δηλητηρίου από το δέρµα (σαπούνι και νερό αφού αφαιρεθούν
τα ρούχα του ασθενούς), από τα µάτια (νερό βρύσης ή φυσιολογικός ορός).

Εµετος. Η πρόκληση εµέτου είναι ο καλύτερος τρόπος για να αποµακρυνθεί το


δηλητήριο. Αυτό επιτυγχάνεται µε τη χορήγηση σιροπίου ιπεκακουάνας

Ο έµετος αντενδείκνυται:

• σε κωµατώδεις ασθενείς ή σε ασθενείς που είναι πιθανόν να µεταπέσουν σε κώµα


γρήγορα,

• σε ασθενείς µε επιληψία ή που πρόκειται να την εµφανίσουν από το δηλητήριο,

• σε λήψη καυστικών ουσιών ή αιχµηρών αντικειµένων

• σε δηλητηρίαση µε προϊόντα απόσταξης πετρελαίου καθώς και

• σε ασθενείς µε απώλεια του αντανακλαστικού του βήχα.

Ενεργός άνθρακας

193
Σε ασθενείς όπου ο έµετος δεν αναµένεται να αποδώσει επειδή έχει παρέλθει
αρκετός χρόνος από τη λήψη του δηλητηρίου η χορήγηση ενεργού άνθρακα
προλαµβάνει την απορρόφηση του δηλητηρίου σε πολλές περιπτώσεις.
Πλύση στοµάχου. Η πλύση στοµάχου χρησιµοποιείται πιο πολύ σε ασθενείς που δεν
µπορούν να συνεργασθούν ή είναι σε κωµατώδη κατάσταση

ΙΠΕΚΑΚΟΥΑΝΑ ΣΙΡΟΠΙ
Προκαλεί έµετο µε τοπική (στοµάχι) και κεντρική δράση
∆ίνεται σε δόση 15-30ml σε ενήλικες και 5-15ml σε παιδιά. Αν δεν προκληθεί έµετος
σε 20 λεπτά η δόση επαναλαµβάνεται. Αν δεν υπάρχει ανταπόκριση και η
ιπεκακουάνα παραµείνει στο στοµάχι, απορροφάται και µπορεί να προκαλέσει
καρδιοτοξικότητα
Παρενέργειες. Ναυτία και άλλες διαταραχές από το γαστρεντερικό
Προσοχή. Το σιρόπι ιπεκακουάνας να µη συγχέεται µε το υγρό εκχύλισµα
ιπεκακουάνας το οποίο είναι 14 φορές ισχυρότερο.

Β. Επιτάχυνση αποβολής δηλητηρίου


Όταν ο Vd είναι ίσος ή µικρότερος από το συνολικό ύδωρ του σώµατος (0,6l/kg) τότε
η νεφρική αποµάκρυνση είναι αποτελεσµατική.
Η Αναγκαστική διούρηση (500-100mL/ώρα) Επιτυγχάνεται µε χορήγηση ικανών
ποσοτήτων υγρών ή διουρητικών (φουροσεµίδη) ή µαννιτόλης. Είναι αποτελεσµατική
για φάρµακα που συνδέονται ασθενώς µε πρωτεΐνες
Οξινοποίηση ή αλκαλοποίηση των ούρων. Εφαρµόζεται για φάρµακα που
ιονίζονται. H αλκαλοποίηση των ούρων για αποµάκρυνση ασθενών οξέων
(σαλικυλικά, φαινοβαρβιτάλη) και λιγότερο αποτελεσµατική η οξινοποίηση
(αµφεταµίνες).
Αιµοκάθαρση. Αποτελεσµατική για ουσίες µε µικρό όγκο κατανοµής και µικρό
µοριακό βάρος (< 500 daltons), υδρόφιλες µε ασθενή σύνδεση µε πρωτεΐνες
Αιµοδιάχυση, αιµοδιήθηση. Οι τοξική ουσία αποµακρύνεται µέσω άνθρακα ή
ρητίνης και είναι αποτελεσµατική και για υδρόφοβες ουσίες καθώς και για ουσίες
που συνδέονται ισχυρά µε πρωτεΐνες. Αντικατάσταση αίµατος όπου ποσότητα
αίµατος αντικαθίσταται µε φρέσκο αίµα (σοβαρή µεθαιµοσφαιριναιµία ή
δηλητηρίαση µε σίδηρο).

194
Γ. ΑΝΤΙ∆ΟΤΑ
Είναι οι χηµικές ουσίες που εξουδετερώνουν τα δηλητήρια είτε επειδή
ανταγωνίζονται την σύνδεση τους µε υποδοχείς (φαρµακολογικός ανταγωνισµός) είτε
ανταγωνίζονται τα αποτελέσµατα τους (φυσιολογικός ανταγωνισµός), είτε επειδή
αλλοιώνουν τη χηµική τους δοµή ή επιδρούν στο µεταβολισµό τους.. Ειδικά αντίδοτα
υπάρχουν µόνο για λίγες τοξικές ουσίες.

ΤΟΞΙΚΗ ΟΥΣΙΑ ΑΝΤΙ∆ΟΤΟ

ΑΝΤΙΧΟΛΙΝΕΡΓΙΚΑ ΦΥΣΟΣΤΙΓΜΙΝΗ
ΑΙΘΥΛΕΝΟΓΛΥΚΟΛΗ, Μαγνήσιο ΑΣΒΕΣΤΙΟ ΓΛΥΚΟΝΙΚΟ
ΑΤΡΟΠΙΝΗ ΦΥΣΟ∆ΤΙΓΜΙΝΗ
ΟΡΓΑΝΟΦΩΣΦΟΡΙΚΑ ΑΤΡΟΠΙΝΗ + 2-PAM
βΕΝΖΟ∆ΙΑΖΕΠΙΝΕΣ ΦΛΟΥΜΑΖΕΝΙΛΗ
∆ΙΓΟΞΙΝΗ Αντισώµατα (Fab κλάσµα)
ΗΠΑΡΙΝΗ ΠΡΩΤΑΜΙΝΗ
ΙΣΟΝΙΑΖΙ∆Η Βιτ. Β6
ΟΠΙΟΕΙ∆Η ΝΑΛΟΞΟΝΗ
ΠΑΡΑΚΕΤΑΜΟΛΗ Ν-ΑΚΕΤΥΛΚΥΣΤΕΙΝΗ
ΣΙ∆ΗΡΟΣ ∆ΕΣΦΕΡIΟΞΑΜΙΝΗ
ΚΥΑΝΙΟΥΧΑ ΝΙΤΡΩ∆Η, ∆ΙΚΟΒΑΛΤΙΟ κ.ά.
ΚΥΑΝΟΥ ΜΕΘΥΛΕΝΙΟΥ
ΜΑΝΙΤΑΡΙΑ ΦΥΣΟΣΤΙΓΜΙΝΗ, ΣΙΛΙΜΠΙΝΗ
ΜΕΘΑΙΜΟΣΦΑΙΡΙΝΑΙΜΙΑ ΑΙΘΑΝΟΛΗ Αναστέλλει το µεταβολισµό τους
ΜΕΘΑΝΟΛΗ, ΑΙΘΥΛΕΝΟ-
και ∆ΙΑΙΘΥΛΕΝΟ ΓΛΥΚΟΛΗ
ΤΕΤΡΑΧΛΩΡΑΝΘΡΑΞ και Ν-ΑΚΕΤΥΛΚΥΣΤΕΙΝΗ
ΧΛΩΡΟΦΟΡΜΙΟ Για πρόληψη ηπατοκυτταρικής βλάβης

ΑΡΣΕΝΙΚΟ, Υ∆ΡΑΡΓΥΡΟΣ BAL, ΠΕΝΙΚΙΛΛΑΜΙΝΗ


ΜΟΛΥΒ∆ΟΣ (Pb) Ca EDTA, BAL, DMSA, ΠΕΝΙΚΙΛΛΑΜΙΝΗ
ΧΑΛΚΟΣ ΠΕΝΙΚΙΛΛΑΜΙΝΗ, Ν-ΑΚΕΤΥΛΚΥΣΤΕΙΝΗ

∆ΙΜΕΡΚΑΠΡΟΛΗ (2-3-dimercapto-1-propanol) Είναι χηλικός παράγων. Για


δηλητηρίαση από αντιµόνιο, αρσενικό, βισµούθιο, υδράργυρο, χρυσό, θάλλιο και
µόλυβδο. Οι συχνότερες παρενέργειες είναι υπέρταση και ταχυκαρδία (στο 50% των
ασθενών)

ΠΕΝΙΚΙΛΛΑΜΙΝΗ Για δηλητηρίαση από χαλκό και µόλυβδο, νόσο WILSON,


ρευµατοειδή αρθρίτιδα H χρόνια χρήση του συνοδεύεται µε µεγάλο ποσοστό
παρενεργειών (>35%) που απαιτούν τη διακοπή του φαρµάκου στο 1/2 των ασθενών.

195
DMSA Είναι διθειόλη, ανάλογη της διµερκαπρόλης. ∆ίνεται από το στόµα σε
δηλητηρίαση από µόλυβδο µε τον οποίο σχηµατίζει χηλικό σύµπλεγµα. Επίσης είναι
αποτελεσµατικό σε δηλητηρίαση από αρσενικό µε το πλεονέκτηµα έναντι του BAL
οτι δεν προκαλεί συσσώρευση αρσενικού στον εγκέφαλο. Παρενέργειες είναι
γαστρεντερικές διαταραχές και εξάνθηµα.

∆ΕΣΦΕΡΡΙΟΞΑΜΙΝΗ ΜΕΘΑΝΟΣΟΥΛΦΟΝΙΚΗ ∆ίνεται παρεντερικά σε οξεία


δηλητηρίαση από σίδηρο. Χρόνια υπερφόρτωση σιδήρου από επανειληµµένες
µεταγγίσεις αίµατος (κυρίως σε αιµοσφαιρινοπάθειες) ή και ιδιοπαθή
αιµοχρωµάτωση.
Συναγωνίζεται την τρανσφερίνη για τον Fe3+ µε τον οποίο σχηµατίζει χηλική
ένωση και απεκκρίνεται στα ούρα συµπαρασύροντας τον.

Μία νέα ουσία η οποία χορηγείται από το στόµα σχηµατίζοντας χηλική ένωση µε το
σίδηρο είναι η Deferiprone, (σκεύασµα Ferriprox, Apotex Inc., Toronto,Canada)
ο µοναδικός από του στόµατος χηλικός παράγων για κλινική χρήση που δεσµεύει το
σίδηρο, στη χρόνια υπερφόρτωση σιδήρου.

ΑΣΒΕΣΤΙΟΕ∆ΕΤΙΚΟ ∆ΙΝΑΤΡΙΟ ∆ίνεται παρεντερικά σε δηλητηρίαση από


βαρέα µέταλλα και κυρίως µόλυβδο. Χηλικός παράγοντας που δεσµεύει δισθενή και
τρισθενή ιόντα βαρέων µετάλλων σχηµατίζοντας υδατοδιαλυτά σύµπλοκα τα οποία
απεκκρίνονται

Ε∆ΕΤΙΚΟ ∆ΙΚΟΒΑΛΤΙΟ ∆ίνεται σε οξεία δηλητηρίαση από κυανιούχα µε τα


οποία σχηµατίζει σταθερά σύµπλοκα. Μπορεί να προκαλέσει καρδιαγγειακές
διαταραχές

ΘΕΙΟΘΕΙΙΚΟ ΝΑΤΡΙΟ ∆ίνεται σε οξεία δηλητηρίαση από κυανιούχα. ∆ίνεται ΕΦ.

ΑΚΕΤΥΛΚΥΣΤΕΪΝΗ ∆ίνεται σε οξεία δηλητηρίαση από παρακεταµόλη


. Η Ν-ακετυλκυστεϊνη υδρολύεται σε κυστεϊνη η οποία είναι πρόδροµη ουσία για τη
σύνθεση της γλουταθειόνης µε αποτέλεσµα η γλουταθειόνη να αναγεννάται ταχύτερα
αδρανοποιώντας το τοξικό µεταβολίτη της παρακεταµόλης.

196
ΣΙΛΙΜΠΙΝΙΝΗ Προέρχεται από το φυτό Silybum marianum. Το κύριο συστατικό
του φυτού είναι η σιλυµαρίνη που συνίστατι από 4 ισοµερή, ένα από τα οποία είναι η
σιλιµπινίνη, το πλέον δραστικό. ∆ίνεται σε δηλητηρίαση από µανιτάρια του είδους
Phaloides για προστασία του ήπατος. ∆ίνεται σε ΕΦ έγχυση

ΒΕΝΤΟΝΙΤΗΣ Πρόκειται για ένυδρο κολλοειδές, από τις στάχτες ηφαιστίων


(περιέχει αργίλιο, πυρίτιο, µαγνήσιο) το οποίο έχει πολλές χρήσεις στη βιοµηχανία,
στη φαρµακευτική, στη παρασκευή χαρτιού κ.ά.), και δίνεται σε δηλητηρίαση από το
ζιζανιοκτόνο Paraquat.
Το Paraquat έχει ισχυρή τάση σύνδεσης στο βεντονίτη.

ΚΥΑΝΟΥΝ ΜΕΘΥΛΕΝΙΟΥ ∆ίνεται σε µεθαιµοσφαιριναιµία από διάφορες


ουσίες (ανιλίνη κ.ά.).

ΠΡΑΛΙ∆ΟΞΙΜΗ
∆ίνεται σε δηλητηρίαση από οργανοφωσφορικούς εστέρες

197
198
Π. Παππάς

Κλινική Φαρµακολογία ΙΙ
ΧΗΜΕΙΟΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΩΝ ΝΕΟΠΛΑΣΜΑΤΩΝ

Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Α. Γενικά. Ο καρκίνος και οι νεοπλασίες χαρακτηρίζονται από ανεξέλεγκτο


πολλαπλασιασµό, εισβολή και µετάσταση. Τα περισσότερα από τα
αντινεοπλασµατικά φάρµακα της κλινικής πράξης δρουν στη φάση του
πολλαπλασιασµού των κυττάρων και δευτερευόντως στο στάδιο του invasion
ή της µετάστασης.
1. Υπάρχουν πάνω από 100 διαφορετικοί τύποι καρκίνου, οι οποίοι έχουν
διαφορετικό τρόπο απόκρισης σε ένα φάρµακο. Η ευαισθησία ενός
καρκίνου σε ένα φάρµακο εξαρτάται από την εντόπιση, το βαθµό
διαφοροποίησης, το µέγεθός του, και, κυρίως, από άλλους βιοχηµικούς
παράγοντες οι οποίοι είναι ελάχιστα κατανοητοί.
2. Οι περισσότεροι καρκίνοι προκύπτουν από ένα µοναδικό κύτταρο, το
οποίο έχει υποστεί βλάβη. Η εξέλιξη του καρκίνου συχνά είναι
αποτέλεσµα µιας σειράς επίκτητων γενετικών αλλαγών µέσα στο
νεοπλασµατικό κλώνο, που βοηθούν στην ανάπτυξη άλλων
υποπληθυσµών καρκινικών κυττάρων µε ιδιαίτερα επιθετικά
χαρακτηριστικά. Εν µέρει, η ανάπτυξη αυτή µπορεί να συµβεί
γιατί ο γενετικός φάκελος των καρκινικών κυττάρων είναι µη-
φυσιολογικά ασταθές. Μία νέα κατηγορία «καρκινο-ανασταλτικών»
γονιδίων θεωρούνται ότι αναστέλλουν την ανάπτυξη του καρκίνου.
Έτσι, η απώλεια της φυσιολογικής κυτταρικής λειτουργικότητας, από
ένα συνδυασµό κληρονοµικών και σωµατικών απαλείψεων
(deletions) ή άλλων µηχανισµών, οδηγεί σε µη φυσιολογικό
πολλαπλασιασµό.

Β. Συνδυαστική θεραπεία.
1. Ο συνδυασµός θεραπείας µε αντικαρκινικά φάρµακα διαφορετικών
µηχανισµών δράσης χρησιµοποιείται συχνά για τη καταστροφή των
αντινεοπλασµατικών κυττάρων. Ακρωνύµια µε τα αρχικά γράµµατα
των φαρµάκων που αποτελούν τον συνδυασµό χρησιµοποιούνται σε
περιπτώσεις τέτοιας θεραπείας (π.χ. MOPP, για συνδυασµό
µεχλωραιθαµίνης, βινκριστίνης-ονκοβίνης, προκαρβαζίνης και
πρεδνιζόνης).
2. Τα αντινεοπλασµατικά σκοτώνουν σταθερό αριθµό κυττάρων και όχι
σταθερό ποσοστό κυττάρων. Επίσης, για την πληρέστερη

199
αντιµετώπιση κακοηθειών, συχνά, η αντινεοπλασµατική θεραπεία
χρησιµοποιείται επικουρικά µε χειρουργείο ή ακτινοβολία.

Γ. Κυτταρικός κύκλος και αντικαρκινική θεραπεία


1. Ο ρυθµός ανάπτυξης του όγκου εξαρτάται από το ποσοστό του
συνολικού κυτταρικού πληθυσµού που πολλαπλασιάζεται, τον χρόνο
διαίρεσης του κυττάρου (κυτταρικού κύκλου) και τον ρυθµό
κυτταρικής απώλειας.
2. Κυτταρικός κύκλος.
α. Η διαδικασία πολλαπλασιασµού τόσο των φυσιολογικών όσο και
των κακόηθων κυττάρων περιλαµβάνει τέσσερις διακριτές φάσεις.
(1) Τη φάση της µίτωσης ή φάση Μ,
(2) Τη φάση G1,
(3) Τη φάση της σύνθεσης του DNA, η φάση S, και
(4) Τη φάση G2.
β. Η φάση Go είναι η φάση ηρεµίας στην οποία τα κύτταρα δεν
πολλαπλασιάζονται.
3. Αντικαρκινικές θεραπείες
α. Μερικές τέτοιες θεραπείες, όπως η ακτινοβολία ή η θεραπεία µε
καρµουστίνη είναι κυτταροτοξικές για πολλαπλασιαστικά και µη-
πολλαπλασιαστικά κύτταρα. Αυτά τα ανεξάρτητα του
πολλαπλασιασµού φάρµακα σκοτώνουν τόσο καρκινικά όσο και
φυσιολογικά κύτταρα.
β. Τα περισσότερα αντικαρκινικά φάρµακα είναι τοξικά σε κύτταρα
που πολλαπλασιάζονται.
(1) Υπάρχουν δύο γενικές κατηγορίες:
(α) φάρµακα ειδικά ως προς τον κυτταρικό κύκλο τα οποία
δρουν σε συγκεκριµένες φάσεις του κύκλου, όπως η υδροξυ-
ουρία και η κυταραβίνη που σκοτώνουν κύτταρα στην φάση S.
(β) φάρµακα µη-ειδικά ως προς τον κύκλο, τα οποία
σκοτώνουν µεν κύτταρα που πολλαπλασιάζονται αλλά όχι σε
συγκεκριµένη φάση του κυτταρικού κύκλου. Παραδείγµατα
αποτελούν η 5-φθοριοουρακίλη και η κυκλοφωσφαµίδη.
(2) Μερικές ουσίες βέβαια παρουσιάζουν δράση όχι µόνο σε µία
αλλά και σε άλλες φάσεις του κυτταρικού κύκλου, µε
διαφορετικό βαθµό τοξικότητας.
(3) Επίσης άλλα φάρµακα έχουν (αυτορυθµιζόµενη) διπλή δράση
αφού ταυτόχρονα µε την ειδική στον κυτταρικό κύκλο δράση
µπορούν να µπλοκάρουν τον κυτταρικό πληθυσµό σε άλλη
φάση του κύκλου. Για παράδειγµα, η µεθοτρεξάτη θανατώνει
τα κύτταρα στη φάση S και ταυτόχρονα αναστέλλει τη
σύνθεση του DNA στις φάσεις G1 και G2.

∆. Τοξικότητα
1. Η τοξικότητα των αντινεοπλασµατικών φαρµάκων χαρακτηρίζεται
από µικρή εκλεκτικότητα ως προς τα καρκινικά σε αντιδιαστολή µε
τους φυσιολογικούς ιστούς. Αποτέλεσµα αυτού είναι πολλά
θεραπευτικά σχήµατα να προκαλούν τοξικές εκδηλώσεις και σε
φυσιολογικούς ιστούς.

200
2. Επειδή τα κύτταρα που πολλαπλασιάζονται ταχύτερα είναι αυτά που
κυρίως επηρεάζονται από τη δράση των φαρµάκων, οι παρενέργειες
που εκδηλώνονται είναι κυρίως:
α. µυελοκαταστολή
β. γαστρικό έλκος, ναυτία και έµετο
γ. αλωπεκία
δ. νεφροτοξικότητα
ε. τερατογένεση και αποβολές
στ. ανοσοκαταστολή
3. Τα αντικαρκινικά φάρµακα µπορούν επίσης να παρουσιάζουν
καρκινογόνο δράση.

Ε. Υπολογισµός δόσεων. Οι δόσεις συνήθως υπολογίζονται µε βάση την


επιφάνεια σώµατος του ασθενούς (σε m2) παρά µε βάση το σωµατικό βάρος.

ΣΤ. Κατηγορίες αντινεοπλασµατικών φαρµάκων. Οι κύριες κατηγορίες των


φαρµάκων αυτών έχει γίνει µε βάση τη χηµική δοµή, την πηγή προέλευσης
και τον µηχανισµό δράσης τους. Οι πέντε κύριες κατηγορίες είναι οι εξής:
1. Αλκυλιωτικές ουσίες
2. Αντιµεταβολίτες
3. Φυσικά προϊόντα
4. Ορµόνες και ανταγωνιστές αυτών
5. ∆ιάφορες ουσίες

ΙΙ. ΑΛΚΥΛΙΩΤΙΚΕΣ ΟΥΣΙΕΣ

Α. Γενικά
1. Οι αλκυλιωτικές ουσίες είτε έχουν είτε µπορούν να σχηµατίσουν µία
αλκυλ-οµάδα µε τη βοήθεια της οποίας συνδέονται οµοιοπολικά µε
κάποιο ενδοκυτταρικό συστατικό.
2. Όλα τα αλκυλιωτικά φάρµακα είναι ειδικά του κυτταρικού κύκλου.
Εκτός από την ικανότητα θανάτωσης των γρήγορα
πολλαπλασιαζόµενων κυττάρων, τα φάρµακα αυτά επιδρούν επίσης
και σε κύτταρα που δεν πολλαπλασιάζονται σαν αποτέλεσµα της
αλκυλιωτικής τους δράσης σε RNA, DNA και άλλες βασικές
πρωτεΐνες του κυττάρου. Έτσι, µερικές αζωτο-µουστάρδες είναι
ανεξάρτητες του πολλαπλασιασµού.
3. Η αλκυλίωση του DNA είναι υπεύθυνο για την αντινεοπλασµατική
δράση των περισσότερων αλκυλιωτικών ουσιών.
α. Τα Ν-7 και Ο-6 της γουανίνης είναι οι συνηθέστερες θέσεις
αλκυλίωσης του DNA.
β. Η παραπάνω αλκυλίωση ενεργοποιεί τα παρακάτω γεγονότα:
(1) Σταυροσύνδεση (cross linking). Αλκυλιωτικές ουσίες µε
περισσότερες δραστικές οµάδες µπορούν να σχηµατίσουν
δεύτερο δεσµό µε άλλη οµάδα του DNA, πρωτεΐνη ή RNA,
προκαλώντας αναστολή της αναδίπλωσης του DNA.
(2) Επιδιόρθωση κακόζευξης βάσεων (mispairing of bases). Οι
αλκυλιωµένες γουανίνες σχηµατίζουν ζεύγη βάσεων µε
θυµίνη παρά µε κυτοσίνη. Αυτό οδηγεί σε λανθασµένη

201
κωδικοποίηση του γονιδίου και, πιθανώς, παραγωγή
ελαττωµατικών πρωτεϊνών.
(3) Αποπουρίνωση του DNA. Αλκυλίωση του Ν-7 της γουανίνης
προκαλεί απελευθέρωση του ιµιδαζολικού δακτυλίου, που
οδηγεί σε αποδυνάµωση του δεσµού σακχάρου-φωσφόρου
του DNA και σπάσιµο της αλυσίδας.
4. Τα ένζυµα που εµπλέκονται στη διαδικασία επιδιόρθωσης του DNA
µπορούν να περιορίσουν την ανταπόκριση µερικών όγκων σε
αλκυλιωτικές ουσίες.
5. Οι κύριες οµάδες αλκυλιωτικών ουσιών είναι:
α. νιτρο-µουστάρδες
β. νιτροζουρίες
γ. αλκυλοθειϊκές
δ. τριαζένια

Β. Νιτρο-µουστάρδες
1. Μηχανισµός δράσης.
α. Κυκλοποίηση µιας χλωραιθυλικής οµάδας και απελευθέρωση
ιόντος χλωρίου.
β. Το δραστικό καρβανιόν που σχηµατίζεται συζεύγνειται µε
κάποια πυρηνόφιλη οµάδα πρωτεϊνών, DNA, RNA, ή άλλων
κυτταρικών συστατικών.
γ. Όπως όλες οι αλκυλιωτικές ουσίες, οι νιτρο-µουστάρδες είναι
µη-ειδικά του κυτταρικού κύκλου φάρµακα.
δ. Εξαιτίας της αυξηµένης κυτταρικής ικανότητας επιδιόρθωσης
του DNA µπορεί να αναπτυχθεί αντίσταση των κυττάρων στις
παραπάνω µουστάρδες µε αποτέλεσµα διασταυρούµενη
αντίσταση και σε άλλες αλκυλιωτικές ουσίες.
2. Η πρότυπη ουσία της κατηγορίας αυτής είναι η µεχλωραιθαµίνη.
α. Φαρµακοκινητική. Έχει χρόνο ηµιζωής στο πλάσµα, 10 λεπτά.
β. Θεραπευτική χρήση
(1) Χρησιµοποιείται στη νόσο Hodgkin καθώς και σε µη-
Hodgkin λεµφώµατα
(2) Στην πρώτη περίπτωση συνδυάζεται µε βινκριστίνη,
προκαρβαζίνη και πρεδνιζολόνη (MOPP).
(3) Χρησιµοποιείται επίσης τοπικά για θεραπεία από mycosis
fungoides.
γ. Οδός χορήγησης
(1) ∆ίνεται ενδοφλεβίως, µε γρήγορη σχετικά έγχυση
φυσιολογικού ορού.
(2) Προσοχή για αποφυγή εξαγγειώσεων κατά τη διάρκεια της
έγχυσης.
δ. Παρενέργειες
(1) µυελοκαταστολή
(2) ναυτία και έµετοι
(3) αλωπεκία
(4) διαταραχές εµµήνου ρύσης
3. Η κυκλοφωσφαµίδη είναι βασικό συστατικό πολλών συνδυαστικών
θεραπευτικών σχηµάτων.
α. Φαρµακοκινητική

202
(1) Είναι καλά απορροφήσιµο από του στόµατος.
Ενεργοποιείται στο ήπαρ από το µεικτό οξειδω-ενζυµικό
σύστηµα.
(2) Στους βασικούς µεταβολίτες της, φωσφοραµιδική
µουστάρδα και ακρολεϊνη, οφείλει τις κυτταροτοξικές της
δράσεις.
(3) Η αλκυλιωτική της ικανότητα παραµένει υψηλή για 2 – 10
ώρες.
(4) Η κυκλοφωσφαµίδη και οι µεταβολίτες της αποβάλλονται
από τους νεφρούς, οπότε η νεφρική ανεπάρκεια αυξάνει
την κατακράτηση.
β. Θεραπευτικές χρήσεις
(1) Η κυκλοφωσφαµίδη χρησιµοποιείται µόνη της ή σε
συνδυασµό µε άλλες ουσίες για τη θεραπεία διαφόρων
νεοπλασιών, όπως:
(α) νόσο του Hodgkin
(β) λέµφωµα Burkitt
(γ) καρκίνο της µήτρας και των πνευµόνων
(δ) νευροβλάστωµα
(ε) oat cell lung cancer
(2) Χρησιµοποιείται επίσης σαν ανοσοκατασταλτικό σε
περιπτώσεις µεταµόσχευσης οργάνων.
γ. Οδός χορήγησης
(1) Χορηγείται από του στόµατος και ενδοφλεβίως
(2) Ελέγχεται ο αριθµός των ολικών λευκοκυττάρων και η
δόση προσδιορίζεται αντίστοιχα.
δ. Παρενέργειες
(1) Αντίθετα µε τις άλλες νιτρο-µουστάρδες, η
κυκλοφωσφαµίδη αυξάνει την θροµβοκυτταροπενία
(2) Αλωπεκία
(3) Το 10% των ασθενών που λαµβάνουν το φάρµακο
αναπτύσσουν αιµορραγική κυστίτιδα, πιθανότατα, εξαιτίας
χηµικού ερεθισµού του βλεννογόνου της ουροδόχου
κύστης από τον µεταβολίτη, ακρολεϊνη. Η ελεύθερη λήψη
υγρών αραιώνει τη συγκέντρωση ακρολεϊνης και µειώνει
την παραπάνω παρενέργεια.
(4) Σε ορισµένες περιπτώσεις, η παρατεταµένη θεραπεία µε
κυκλοφωσφαµίδη µπορεί να προκαλέσει διάµεση
πνευµονική ίνωση, καθώς επίσης και καρδιοµυοπάθεια,
ιδιαίτερα όταν συγχορηγείται µε άλλα καρδιοτοξικά
φάρµακα.

Γ. Νιτροζουρίες
1. Χηµεία. Γενικά, είναι ασταθείς ενώσεις και αποσυντίθενται γρήγορα.
2. Μηχανισµοί δράσης
α. Σε υδατικά περιβάλλον, οι νιτροζουρίες µεταπίπτουν σε
αλκυλιωτικά και καρβαµυλικά ενδιάµεσα.
β. Η θεραπευτική και τοξική δράση των νιτροζουριών είναι
αποτέλεσµα τόσο της αλκυλίωσης του DNA και άλλων πυρηνόφιλων

203
ενδοκυτταρικών ουσιών όσο και της καρβαµυλίωσης των καταλοίπων
λυσίνης στις πρωτεΐνες.
γ. Οι συνέπειες της αλκυλίωσης του DNA από τις νιτροζουρίες είναι
παρόµοιες µε αυτές των αλκυλιωτικών ουσιών.
δ. Η υψηλή λιπο-ειδικότητα των νιτροζουριών βοηθά για την εύκολη
διάβασή τους από τον αιµατεγκεφαλικό φραγµό καθιστώντας τις
νιτροζουρίες χρήσιµες για κακοήθεις καταστάσεις του ΚΝΣ.
ε. Οι νιτροζουρίες είναι ανεξάρτητες του πολλαπλασιασµού.
3. Καρµουστίνη
α. Φαρµακοκινητική.
(1) Χορηγείται ενδοφλέβια εξαιτίας της γρήγορης κατανοµής
της στους ιστούς και το γρήγορο µεταβολισµό της.
(2) Ο χρόνος ηµιζωής της είναι 90 λεπτά και τα κύρια
µεταβολικά προϊόντα της αποβάλλονται στα ούρα.
β. Θεραπευτικές χρήσεις
(1) Νόσο του Hodgkin και µη-Hodgkin λέµφωµα.
(2) Πρωτοπαθείς και µεταστατικοί όγκοι εγκεφάλου.
(3) Πολλαπλό µυέλωµα.
(4) Κακόηθες µελάνωµα.
γ. Παρενέργειες
(1) Καθυστερηµένη καταστολή αιµοποιητικού.
(2) Ναυτία και έµετοι.
(3) Τοξικότητα ΚΝΣ.
(4) Πνευµονική ίνωση.
4. Λοµουστίνη
α. Χηµεία. Η λοµουστίνη είναι 1-(2-χλωραιθυλ)-3-κυκλοεξυλ-1-
νιτροζουρία (CCNU).
β. Φαρµακοκινητική
(1) Η λοµουστίνη, που δίνεται από του στόµατος, γρήγορα
απορροφάται από το γαστρεντερικό και µεταβολίζεται.
(2) Οι µεταβολίτες έχουν µεγάλο χρόνο ηµιζωής (περισσότερο
από 16 ώρες) και ανιχνεύονται στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό
(CSF).
γ. Θεραπευτικές χρήσεις
(1) Νόσο του Hodgkin και µη-Hodgkin λέµφωµα.
(2) Πρωτοπαθείς και µεταστατικοί όγκοι εγκεφάλου, νεφρών,
στοµάχου, ορθού και πνευµόνων.
δ. Παρενέργειες. Μυελοκαταστολή, ναυτία και έµετοι.

∆. Παράγωγα αλκυλοθειϊκών οµάδων

1. Χηµεία. Η πρωτότυπη ουσία είναι η βουσουλφάνη.


2. Μηχανισµός δράσης. Το σπάσιµο του δεσµού αλκυλίου και οξυγόνου
στο µόριο της βουσουλφάνης έχει σαν αποτέλεσµα το σχηµατισµό
ενός ηλεκτρονιόφιλου ενδιάµεσου το οποίο βοηθά στο σχηµατισµό
DNA σταυροσύνδεσµων.
3. Φαρµακοκινητική. Η βουσουλφάνη απορροφάται εύκολα ύστερα από
του στόµατος χορήγηση. Το φάρµακο απεκκρίνεται σχεδόν
ολοκληρωτικά από τα ούρα.
4. Θεραπευτικές χρήσεις. Χρόνια µυελοκυτταρική λευχαιµία.

204
5. Παρενέργειες
α. Μυελοκαταστολή είναι η πιο συχνή.
β. ∆υσλειτουργία ενδοκρινικού (ανικανότητα, στειρότητα και
αµηνόρροια).
γ. Υπερουριχαιµία.
δ. Μελάχρωση του δέρµατος και πνευµονική ίνωση.

ΙΙΙ. ΑΝΤΙΜΕΤΑΒΟΛΙΤΕΣ

Α. Γενικά
1. Οι αντιµεταβολίτες είναι ουσίες έχουν κάποια δοµική οµοιότητα µε
φυσικές ουσίες-υποστρώµατα, όπως βιταµίνες, αµινοξέα και πυρηνικά
οξέα.
2. Οι αντιµεταβολίτες ανταγωνίζονται µε τα φυσικά υποστρώµατα για το
ενεργό κέντρο ενζύµου ή υποδοχέα.
3. Μερικοί αντιµεταβολίτες ενσωµατώνονται στο DNA ή στο RNA και,
έτσι, διακόπτουν τη κυτταρική λειτουργία.
4. Οι περισσότεροι αντιµεταβολίτες είναι ειδικοί του κυτταρικού κύκλου
και δρουν κατά τη διάρκεια της σύνθεσης του DNA (φάση S).
5. Οι τρεις κύριες οµάδες αντιµεταβολιτών είναι:
α. ανάλογα του φυλλικού οξέος (κυρίως η µεθοτρεξάτη)
β. ανάλογα πουρινών και σχετικοί αναστολείς
γ. ανάλογα πυριµιδίνης

Β. Μεθοτρεξάτη
1. Μηχανισµός δράσης
α. Η µεθοτρεξάτη είναι ανάλογο του φυλλικού οξέος το οποίο
συναγωνιστικά αναστέλλει την αναγωγάση του
διϋδροφυλλικού οξέος, που καταλύει το σχηµατισµό
τετραϋδροφυλλικού από διϋδροφυλλικό.
(1) Φυσιολογικά, το τετραϋδροφυλλικό µετατρέπεται σε
διαφορετικά παράγωγα τα οποία είναι απαραίτητα για τις
αντιδράσεις µεταφοράς ενός άνθρακα, χαρακτηριστικών
για σύνθεση πουρινών, θυµιδυλίων, µεθειονίνης και
γλυκίνης.
(2) Έτσι, η µεθοτρεξάτη αναστέλλει το σχηµατισµό αυτών των
παραγόντων.
β. Η κύρια αιτία κυτταρικού θανάτου είναι το µπλοκάρισµα της
βιοσύνθεσης θυµιδυλίων και πουρινών που απαιτούνται για τη
σύνθεση DNA. Έτσι η µεθοτρεξάτη θανατώνει κύτταρα στη
φάση S.
γ. Εξαιτίας του γεγονότος ότι η µεθοτρεξάτη αναστέλλει επίσης
τη σύνθεση RNA και πρωτεϊνών, το φάρµακο µειώνει την
ταχύτητα µε την οποία εισέρχονται τα κύτταρα στη φάση S.
Για αυτό είναι ένα αυτορυθµιζόµενο για την φάση S φάρµακο.
δ. Η ανασταλτική δράση της µεθοτρεξάτης µπορεί να µαταιωθεί.
(1) Υποστρώµατα όπως η λευκοβορίνη (ή φυλλινικό οξύ) και η
θυµιδίνη µπορούν να µετατραπούν στα απαιτούµενα

205
θυµιδυλικά ή τετραϋδροφυλλικά παράγωγα, ακόµη και
παρουσία µεθοτρεξάτης.
(2) Αυτό επιτρέπει τη «διάσωση» των καρκινικών κυττάρων µε
επακόλουθο τη µείωση της τοξικότητας της µεθοτρεξάτης.
2. Φαρµακοκινητική
α. Απορροφάται εύκολα ύστερα από του στόµατος χορήγηση.
β. Αποβάλλεται κυρίως από τους νεφρούς και συνδέεται µε τις
πρωτεΐνες του πλάσµατος κατά 50%, περίπου.
(1) Ασθενή οξέα, όπως τα σαλικυλικά και οι σουλφοναµίδες,
αυξάνουν την τοξικότητα της µεθοτρεξάτης αναστέλλοντας
την έκκριση των νεφρικών σωληναρίων και
αντικαθιστώντας τη µεθοτρεξάτη στη σύνδεση µε τις
πρωτεΐνες του πλάσµατος.
(2) Υψηλές δόσεις µεθοτρεξάτης µπορεί να προκαλέσουν
υπερκορεσµό του απεκκριτικού συστήµατος των νεφρικών
οξέων µε σχηµατισµό του 7-υδροξυ-µεθοτρεξάτης. Αυτό
αποτελεί και την αιτιολογία της νεφροτοξικότητας.
γ. Η κυτταρική πρόσληψη του φαρµάκου γίνεται µέσω
ενεργητικής µεταφοράς, που ελέγχεται από αντίστοιχο φορέα.
δ. Ύστερα από ενδοφλέβια έγχυση του φαρµάκου, παρουσιάζει
τριφασική κινητική, µε χρόνο ηµιζωής τα 45 λεπτά για την
πρώτη φάση (κατανοµή), 3.5 ώρες για την δεύτερη (νεφρική
απέκκριση) και 27 ώρες για την τρίτη (τελική έκκριση).
ε. Η µεθοτρεξάτη αν δεν διαπερνά ικανοποιητικά τον
αιµατεγκεφαλικό φραγµό, είναι από τα λίγα φάρµακα που
χορηγούνται ενδορραχιαία για εγκεφαλική λευχαιµία.
3. Αντίσταση καρκινικών κυττάρων. Η κυτταρική αντίσταση στη
µεθοτρεξάτη οφείλεται:
α. Στη διαταραχή της κυτταρικής µεταφοράς.
β. Σε ένα διαφορετικό τύπο διϋδροφυλλικής αναγωγάσης που
σχηµατίζεται.
γ. Στην παραγωγή αυξηµένης συγκέντρωσης διϋδροφυλλικής
αναγωγάσης µέσω της γονιδιακής ενίσχυσης. Αυτό αποτελεί
και τον σηµαντικότερο µηχανισµό αντίστασης.
4. Θεραπευτικές χρήσεις
α. Η µεθοτρεξάτη χρησιµοποιείται σε συνδυασµό µε άλλες ουσίες
για τη θεραπεία οξείας λεµφικής λευχαιµίας, λέµφωµα Burkitt,
χοριοκαρκίνωµα, και καρκινώµατα µαστού, τραχήλου µήτρας,
κεφαλής και τραχήλου.
β. Είναι επίσης χρήσιµο στη θεραπεία σπογγοειδούς µυκητίασης
και ψωρίασης.
5. Οδός χορήγησης. Μπορεί να χορηγηθεί ενδοφλεβίως, ενδοαρτηριακά,
ενδορραχιαία ή από του στόµατος.
6. Παρενέργειες
α. Η καταστολή µυελού είναι σηµαντική, µε λευκοπενία και
θροµβοκυτταροπενία να εµφανίζονται 1-2 εβδοµάδες µετά τη
χορήγηση.
β. Γαστρεντερική τοξικότητα που ορίζεται από στοµατίτιδα και
διάρροια που µπορεί ακόµη και να διακόψει τη θεραπεία.
γ. Ναυτία και έµετοι.

206
δ. Χορήγηση χαµηλών δόσεων για µεγάλο διάστηµα προκαλεί
ηπατική δυσλειτουργία οδηγώντας σε κύρωση του ήπατος αν
δεν διακοπή η θεραπεία.
ε. Νεφρική ανεπάρκεια µπορεί να προκληθεί µε µεγάλες δόσεις
µεθοτρεξάτης, αποτέλεσµα καταβύθισης του φαρµάκου στα
νεφρικά σωληνάρια. Αλκαλίωση των ούρων εµποδίζει την
τοξικότητα. ∆εν χορηγείται σε ασθενείς µε φτωχή νεφρική
λειτουργία.
στ. ∆ερµατίτιδα.
ζ. Υπάρχουν αναφορές για νεκρωτική λευκοεγκεφαλοπάθεια αν η
χορήγηση µεθοτρεξάτης συνδυαστεί µε ακτινοθεραπεία.

Γ. Ανάλογα πουρινών
1. 6-Μερκαπτοπουρίνη
α. Χηµεία. Είναι ανάλογο της υποξανθίνης.
β. Μηχανισµός δράσης
(1) Η 6-µερκαπτοπουρίνη µετατρέπεται ενδοκυτταρικά σε
φωσφοριβόζη 6-µερκαπτοπουρίνης από φωσφοριβοσυλική
τρανσφεράση υποξανθίνης-γουανίνης (HGPRT). Η 6-
µερκαπτοπουρίνη µπορεί επίσης να µετατραπεί σε
ριβονουκλεοτίδιο της 6-µεθυλµερκαπτοπουρίνης.
(2) Η φωσφοριβόζη 6-µερκαπτοπουρίνης και το µεθυλιωµένο
νουκλεοτίδιο είναι κυτταροτοξικά κυρίως εξαιτίας της de
novo αναστολής της βιοσύνθεσης των πουρινών. Και τα
δύο προϊόντα µπλοκάρουν της αµινοτρανσφεράση που
είναι υπεύθυνη για το πρώτο στάδιο βιοσύνθεσης των
πουρινών, το σχηµατισµό του 5-φωσφοριβοσυλαµιδίου,
µέσω παλίνδροµης αναστολής.
(3) Επιπλέον, το φωσφοριβόζη 6-µερκαπτοπουρίνης
αναστέλλει τόσο τη αδενυλοηλεκτρική συνθετάση (που
µετατρέπει το ινοσινικό οξύ σε αδενυλοηλεκτρικό οξύ) όσο
και την ινοσινική αφυδρογονάση (που µετατρέπει ινοσινικό
οξύ σε ξανθινικό οξύ).
γ. Φαρµακοκινητική
(1) Η 6-µερκαπτοπουρίνη απορροφάται καλά χορηγούµενη
από του στόµατος ενώ το 50% βρίσκεται στα ούρα σε 24
ώρες, κυρίως ως ανόργανο θειικό και 6-θειουρικό οξύ.
(2) Ύστερα από ενδοφλέβια χορήγηση, ο χρόνος ηµιζωής στο
πλάσµα είναι περίπου 1 ώρα.
(3) Το φάρµακο είναι κατά 20% δεσµευµένο στις πρωτεΐνες
του πλάσµατος και δεν περνά τον αιµατεγκεφαλικό
φραγµό.
(4) Η 6-µερκαπτοπουρίνη µπορεί να απενεργοποιηθεί
µεταβολικά µέσω αποσουλφούρωσης αλλά και οξείδωσης
από την οξειδάση της ξανθίνης (σχηµατίζοντας 6-θειουρικό
οξύ).
δ. Αντίσταση καρκινικών κυττάρων. Μπορεί να εγκατασταθεί
αντίσταση είτε εξαιτίας της µειωµένης ενεργοποίησης του φαρµάκου
από την HGPRT είτε εξαιτίας της αυξηµένης απενεργοποίησης από
την αλκαλική φωσφατάση.

207
ε. Θεραπευτικές χρήσεις
(1) Η 6-µερκαπτοπουρίνη χρησιµοποιείται στη συντηρητική
θεραπεία των οξέων λεµφοκυτταρικών και
λεµφοβλαστικών λευχαιµιών.
(2) Είναι επίσης χρήσιµη στη θεραπεία οξέων και χρονίων
µυελογενών και κοκκιοκυτταρικών λευχαιµιών.
στ. Οδός χορήγησης. Χορηγείται από του στόµατος.
ζ. Παρενέργειες
(1) Μυελοκαταστολή. Σε σύγκριση µε την µεθοτρεξάτη, της 6-
µερκαπτοπουρίνης είναι κλιµακούµενη.
(2) Ανορεξία και ναυτία.
(3) Στο 30% των ασθενών µπορεί να προκαλέσει ίκτερο που
σχετίζεται µε χολική στάση και ηπατική νέκρωση. ∆ιακοπή
της θεραπείας αναστρέφει το αποτέλεσµα.
(4) Υπερουρικαιµία και υπερουρικουρία.
(α). Προκαλείται εξαιτίας της καταστροφής των κυττάρων
και της απελευθέρωσης πουρινών που µεταβολίζονται από
την οξειδάση της ξανθίνης.
(β). Η αλοπουρινόλη, αναστολέας της ξανθινοξειδάσης,
µπλοκάρει µεν τις υπερουρικαιµία και υπερουρικουρία,
αλλά ταυτόχρονα εµποδίζει και την απενεργοποίηση της 6-
µερκαπτοπουρίνης.
(γ). Έτσι, η δόση της 6-µερκαπτοπουρίνης πρέπει να
µειωθεί όταν ένας ασθενείς λαµβάνει ταυτόχρονα
αλοπουρινόλη προκειµένου να περιοριστεί η σηµαντική
τοξικότητα.
2. 6-Θειογουανίνη
α. Χηµεία. ∆οµικά είναι ανάλογο της γουανίνης, στην οποία έχει
αντικατασταθεί ένα σουλφυδρίλιο µε µία οµάδα υδροξυλίου στη θέση
6.
β. Μηχανισµός δράσης
(1) Όπως και η 6-µερκαπτοπουρίνη, η 6-θειογουανίνη
µετατρέπεται από την HGPRT σε νουκλεοτίδιο
(φωσφοριβόζη της 6-θειογουανίνης).
(2) Η κυτταροτοξικότητα της 6-θειογουανίνης πιθανώς να
οφείλεται στην παλίνδροµη αναστολή της σύνθεσης των
πουρινών από την φωσφοριβόζη της 6-γουανίνης.
(3) Εναλλακτικά, πιθανώς να οφείλεται στη µετατροπή της 6-
θειογουανίνης στο τριφωσφορικό δεοξυνουκλεοζίτη, ο
οποίος δεν ενσωµατώνεται µε DNA και RNA των
καρκινικών κυττάρων.
γ. Φαρµακοκινητική
(1) Απορροφάται αργά ύστερα από του στόµατος χορήγηση
και, 24 ώρες µετά τη χορήγηση, στα ούρα υπάρχει λιγότερο
από 50% της δόσης, µε τη µορφή µεταβολιτών.
(2) Επειδή η 6-θειογουανίνη δεν είναι υπόστρωµα για την
οξειδάση της ξανθίνης (αντίθετα από την 6-
µερκαπτοπουρίνη), ανιχνεύονται µικρές ποσότητες 6-
θειουρικού οξέος.

208
δ. Αντίσταση καρκινικών κυττάρων. Οι µηχανισµοί εγκατάστασης
αντίστασης που παρουσιάστηκαν για την 6-µερκαπτοπουρίνη αφορούν
και την 6-θειογουανίνη.
ε. Θεραπευτικές χρήσεις. Χρησιµοποιείται κυρίως στη θεραπεία
οξείας µυελογενούς λευχαιµίας.
στ. Οδός χορήγησης. Από του στόµατος.
ζ. Παρενέργειες.
(1) Μυελοκαταστολή είναι η συνηθέστερη.
(2) Ήπια µορφής ναυτία.
(3) Η ηπατοτοξικότητα είναι λιγότερο συνηθισµένη µε την 6-
θειογουανίνη παρά µε την 6-µερκαπτοπουρίνη.
3. Η πεντοστατίνη είναι πουρινικό ανάλογο που αναστέλλει ισχυρά την
αδενοσινική απαµινάση. Επίσης εµπλέκεται στη σύνθεση του NAD+,
µε αποτέλεσµα το σπάσιµο της αλυσίδας του DNA. Χρησιµοποιείται
σε καταστάσεις λευχαιµίας από τριχωτά κύτταρα.

∆. Πυριµιδινικά ανάλογα

1. 5-Φθοριουρακίλη
α. Χηµεία. Πρόκειται για ένα φθοριοµένο ανάλογο της ουρακίλης.
β. Μηχανισµός δράσης
(1) Όπως οι πουρινικοί αντιµεταβολίτες, η 5-φθοριουρακίλη
πρέπει να ενεργοποιηθεί µεταβολικά σε νουκλεοτίδιο, για
την περίπτωση σε 5-φθοριο-2’-δεοξυουριδινο-5’-
µονοφωσφορικό (FdUMP).
Υπάρχουν τρεις µηχανισµοί για το σχηµατισµό του
FdUMP:
(α) Η 5-φθοριουρακίλη µεταβολίζεται σε δεοξυνουκλεοζίτη
και αµέσως µετά φωσφορυλιώνεται από την κινάση της
θυµιδίνης.
(β) Η 5-φθοριουρακίλη µετατρέπεται σε 5-φθοριουριδινο-
5’-φωσφορικό από την πυριµιδινική φωσφοριβοσυλο-
τρανσφεράση και µετά στο δεοξυριβονουκλεοτίδιο από την
ριβονουκλεοτιδική αναγωγάση.
(γ) Το FdUMP µπορεί επίσης να σχηµατιστεί από την
µετατροπή της 5-φθοριουρακίλης σε φθοριουριδίνη, η
οποία αµέσως µετά φωσφορυλιώνεται από την
ουριδινοκινάση για να σχηµατίσει 5-φθοριουριδινο-5’-
φωσφορικό και αµέσως µετά FdUMP.
(2) Η κυτταροτοξικότητα της 5-φθοριουρακίλης οφείλεται
κυρίως στην αναστολή της σύνθεσης του DNA που
προκαλείται από το µπλοκάρισµα της θυµιδιλικής
συνθετάσης από το FdUMP.
(3) Ο φυσιολογικός ρόλος της θυµιδιλικής συνθετάσης είναι η
µεταφορά µιας µεθυλενικής οµάδας από το ανηγµένο
φυλλικό οξύ στο δεοξυ-ουριδυλικό µονοφωσφορικό οξύ
(dUMP) για να σχηµατιστεί θυµιδύλιο, που είναι
απαραίτητο για την σύνθεση του DNA.

209
(4) Η κυτταροτοξικότητα µπορεί επίσης να οφείλεται στην
ενσωµάτωση του 5-φθοριουριδινο-τριφωσφοριδίου στο
RNA, που οδηγεί σε απατηλό (fraudulent) RNA.
(5) Η 5-φθοριουρακίλη είναι µη-ειδική του κυτταρικού κύκλου
αφού θανατώσει κύτταρα όχι µόνο στη φάση S αλλά σε
κάθε στιγµή του κύκλου, πιθανώς εξαιτίας των παραπάνω
δράσεων στο RNA.
γ. Φαρµακοκινητική
(1) Χορηγείται ενδοφλεβίως αλλά και από του στόµατος, και
καταβολίζεται από το συκώτι.
(2) Το πρώτο, και ρυθµιστικό, ηπατικό ένζυµο που εµπλέκεται
στην καταβολική πορεία της 5-φθοριουρακίλης είναι η
αφυδρογονάση της διϋδροουρακίλης. Ύστερα από την
απόσπαση του πυριµιδικού δακτυλίου, τα τελικά προϊόντα
αποδόµισης είναι αµµωνία, ουρία, 2-φθοριο-3-αλανίνη και
CO2.
(3) Η 5-φθοριουρακίλη κατανέµεται σε όλο το σώµα, ακόµη
και στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό (CSF).
δ. Αντίσταση καρκινικών κυττάρων. Είναι αποτέλεσµα µιας από τις
παρακάτω αιτίες:
(1) Αυξηµένης σύνθεσης της θυµιδυλικής συνθετάσης.
(2) Μεταβαλλόµενης εκλεκτικότητας της θυµιδυλικής
συνθετάσης για FdUMP.
(3) Αυξηµένου ρυθµού καταβολισµού της 5-φθοριουρακίλης.
(4) Απάλειψης των ενζύµων που µετατρέπουν την 5-
φθοριουρακίλη στο δραστικό νουκλεοτίδιο.
(5) Αύξησης των αποθεµάτων δεοξυουριδυλικού οξέος.
ε. Θεραπευτικές χρήσεις
(1) Χρησιµοποιείται σε συνδυασµό µε άλλα φάρµακα για
θεραπεία του καρκίνου του µαστού.
(2) Έχει καταπραϋντική δράση σε αδενοκαρκινώµατα του
γαστρεντερικού.
(3) Χρησιµοποιείται επίσης για θεραπεία καρκίνων µήτρας,
ουροδόχου κύστης και προστάτη.
(4) Τοπική χρήση του φαρµάκου είναι χρήσιµη σε περιπτώσεις
προκαρκινικής κεράτωσης και βασικοκυτταρικού
καρκινώµατος του δέρµατος.
στ. Οδός χορήγησης. Χορηγούνταν ενδοφλεβίως αλλά τώρα πλέον
και από του στόµατος.
ζ. Παρενέργειες
(1) Μυελοκαταστολή, και ειδικότερα λευκοπενία.
(2) Στοµατίτιδα, διάρροια, ναυτία και αλωπεκία.
(3) Νευροτοξικότητα, σε 1-2% των ασθενών.
2. Κυταραβίνη
α. Χηµεία. Είναι ανάλογο της κυτιδίνης στην οποία η ριβόζη έχει
αντικατασταθεί από αραβινόζη.
β. Μηχανισµός δράσης
(1) Η κυταραβίνη πρέπει να ενεργοποιηθεί από την κινάση του
πυριµιδινικού νουκλεοτιδίου στο τριφωσφορικό
νουκλεοτίδιο, τριφωσφορική αρα-κυτοσινίνη.

210
(2) Το τριφωσφορικό νουκλεοτίδιο αναστέλλει
(ανταγωνιστικά) την πολυµεράση του DNA, µπλοκάροντας
έτσι τη σύνθεση του DNA και προκαλώντας κυτταρικό
θάνατο.
(3) Τα νουκλεοτίδια της κυταραβίνης µπορούν να
ενσωµατωθούν στο DNA και το RNA, χωρίς όµως να έχει
γίνει κατανοητή η βιολογική σηµασία αυτής της δράσης.
(4) Είναι ένα φάρµακο ειδικό για την φάση S του κυτταρικού
κύκλου.
γ. Φαρµακοκινητική
(1) Απορροφάται αργά ύστερα από του στόµατος χορήγηση.
(2) Μεταβολίζεται γρήγορα στο ήπαρ και άλλους ιστούς από
την απαµινάση της κυτιδίνης (cytidine).
(3) Έχει πολύ µικρό χρόνο ηµιζωής (10 λεπτά).
δ. Αντίσταση καρκινικών κυττάρων µπορεί να εµφανιστεί εξαιτίας:
(1) Μειωµένων επιπέδων της κινάσης που απαιτείται για την
ενεργοποίηση.
(2) Αυξηµένων επιπέδων της απαµινάσης που απενεργοποιεί
το φάρµακο.
ε. Θεραπευτικές χρήσεις. Η κυταραβίνη χρησιµοποιείται για την
οξεία µυελογενή λευχαιµία σε συνδυασµό µε µία ανθρακυκλίνη ή µε
θειογουανίνη. Χρησιµοποιείται επίσης για οξεία κοκκιοκυτταρική και
οξεία λεµφοκυτταρική λευχαιµία.
στ. Οδός χορήγησης
(1) Η κυταραβίνη χορηγείται µε ενδοφλέβια, ενδοµυϊκή ή
υποδόρια έγχυση.
(2) Επειδή είναι ειδικό του κυτταρικού κύκλου φάρµακο και
γρήγορα απενεργοποιείται, προτιµάται η συνεχή έγχυση.
ζ. Παρενέργειες. Σε αυτές περιλαµβάνονται µυελοκαταστολή, ναυτία
και βλεννογονίτιδα.

IV. ΦΥΣΙΚΑ ΠΡΟΪΟΝΤΑ

Α. Γενικά
1. Αντίθετα µε άλλες οµάδες αντινεοπλασµατικών φαρµάκων, η
κατηγοροποίηση αυτής της οµάδας των ουσιών βασίζεται στην
προέλευση της αντίστοιχης ουσίας.
2. Τα φυσικά προϊόντα που χρησιµοποιούνται στη χηµειοθεραπεία του
καρκίνου προέρχονται από διαφορετικά φυτά και κατώτερους
οργανισµούς.
3. Τα περισσότερα από αυτά τα προϊόντα έχουν πολύπλοκη χηµική δοµή.
4. Οι κυριότερες κατηγορίες στις οποίες χωρίζονται τα φυσικά προϊόντα
είναι:
α. αντιβιοτικά
β. αλκαλοειδή της βίνκα
γ. µετατροποιητές βιολογικής απόκρισης
δ. ένζυµα
ε. επιποδοφυλλοτοξίνες
στ. ταξόλες

211
Β. Αντιβιοτικά
1. Ακτινοµυκίνη D
α. Χηµεία
(1) Η ακτινοµυκίνη D αποµονώνεται από είδη Streptomyces.
(2) Περιέχει δύο κυκλικά πολυπεπτίδια τα οποία είναι
δεσµευµένα σε ένα χρωµοφόρο.
β. Μηχανισµός δράσης
(1) Η ακτινοµυκίνη D προσδένεται µη-οµοιοπολικά στη διπλή
έλικα του DNA και αναστέλλει την ρυθµιζόµενη από το
DNA σύνθεση RNA.
(2) Είναι µη-ειδικό του κυτταρικού κύκλου.
γ. Φαρµακοκινητική
(1) Αποµακρύνεται από το πλάσµα γρήγορα αλλά παραµένει
στο σώµα για µεγάλο χρονικό διάστηµα. Ακόµη και 7
ηµέρες µετά το τέλος της χορήγησης, 30% του φαρµάκου
βρίσκεται στα ούρα και τα κόπρανα.
(2) ∆εν περνά τον αιµατεγκεφαλικό φραγµό.
δ. Αντίσταση καρκινικών κυττάρων εµφανίζεται εξαιτίας της
µειωµένης ικανότητας των καρκινικών κυττάρων να προσλάβουν ή να
συγκρατήσουν το φάρµακο.
ε. Θεραπευτικές χρήσεις
(1) Χρησιµοποιείται σε συνδυασµό µε άλλα φάρµακα σε
καταστάσεις όπως καρκίνος Wilm, σάρκωµα Ewing
ραβδοµυοσάρκωµα, σάρκωµα Kaposi και σαρκώµατα
µαλακών ιστών.
(2) Εξαιτίας των λεµφολυτικών δράσεών της, η ακτινοµυκίνη
προκαλεί µυελοκαταστολή και έχει χρησιµοποιηθεί στη
µεταµόσχευση νεφρών.
στ. Οδός χορήγησης. Χορηγείται ενδοφλέβια.
ζ. Παρενέργειες
(1) Προκαλεί µυελοκαταστολή, ναυτία και έµετο.
(2) ∆ερµατικές βλάβες σε περιοχές που έχουν ακτινοβοληθεί.

2. Ανθρακυκλίνες
α. Χηµεία
(1) Η δοξορουβικίνη είναι η πρωτότυπη ουσία. Αποµονώνεται
από Streptomyces, περιέχει αµινοσάκχαρο και έναν
ανθρακυκλινικό δακτύλιο.
(2) Η δαουναροµπικίνη είναι δοµικά πανοµοιότυπη µε την
δοξορουβικίνη, διαφέροντας µόνο κατά ένα υδροξύλιο.
(3) Η µιτοξανθρόνη είναι συνθετικό ανθρακένιο που
σχετίζεται µε τις ανθρακυκλίνες.
β. Μηχανισµός δράσης
(1) Το µη υδατανθρακικό τµήµα του µορίου του φαρµάκου
παρεµβάλλεται στη δοµή του DNA και του RNA.
(2) Το υδατανθρακικό τµήµα του µορίου αντιδρά ιοντικά και
σταθεροποιεί την παρεµβολή.
(3) Ως αποτέλεσµα, κατά τη διάρκεια της σύνθεσης τους τα
µόρια του DNA και του RNA παραµορφώνονται.

212
(4) Η δράση αυτή είναι µη-ειδική του κύκλου.
(5) Πιθανώς έχουµε σχηµατισµό ελευθέρων ριζών, οι οποίες
είναι πιθανό να προκαλούν κυτταροτοξικότητα. Η
µιτοξανθρόνη προκαλεί περιορισµένη σύνθεση ελευθέρων
ριζών και λιπιδιακής υπεροξείδωσης από ότι η
δοξορουβικίνη, οπότε θεωρητικά θα είναι και λιγότερο
καρδιοτοξική.
γ. Φαρµακοκινητική
(1) Η δοξορουβικίνη και η δαουνορουβικίνη προσλαµβάνεται
γρήγορα από τους ιστούς εκτός του εγκεφάλου.
(2) ∆εσµεύονται σε µεγάλο βαθµό από κυτταρικά συστατικά
γι’ αυτό και παρουσιάζουν µεγάλο χρόνο ηµιζωής στο
πλάσµα.
(3) Και τα δύο φάρµακα µεταβολίζονται πρωτογενώς σε
υδροξυλιωµένα και συζευγµένα παράγωγα.
(4) Η µιτοξανθρόνη, ύστερα από ενδοφλέβια έγχυση,
δεσµεύεται σε µεγάλο βαθµό µε πρωτεϊνες του πλάσµατος
και των οστών. Ο χρόνος ηµιζωής ποικίλει αρκετά (3 ώρες
έως 12 ηµέρες). Οι υψηλότερες συγκεντρώσεις είναι στο
θυροειδή, ήπαρ και καρδιά. Μεταβολίζεται στο ήπαρ.
δ. Η αντίσταση καρκινικών κυττάρων σε δοξορουβικίνη και
δαουνορουβικίνη είναι αποτέλεσµα της µειωµένης κυτταρικής
πρόσληψης του φαρµάκου ή της γρήγορης αποµάκρυνσης του
ενδοκυτταρικού φαρµάκου.
ε. Θεραπευτικές χρήσεις
(1) Η δοξορουβικίνη είναι από τα πιο αποτελεσµατικά
φάρµακα για συµπαγείς καρκίνους. Είναι επίσης
αποτελεσµατικό κατά της οξείας λευχαιµίας και κακόηθων
λεµφωµάτων.
(2) Η δαουνορουβικίνη είναι πιο αποτελεσµατική σε οξεία
λεµφοκυτταρική και κοκκιοκυτταρική λευχαιµία. Έχει
µικρή δράση κατά συµπαγών όγκων.
(3) Η µιτοξανθρόνη είναι το ίδιο αποτελεσµατική όσο η
δαουνορουβικίνη αλλά και λιγότερο κυτταροτοξική όταν
συνδυαστεί µε κυταραβίνη για την έναρξη της θεραπείας
της οξείας µη-λεµφοκυτταρικής λευχαιµίας. Μπορεί επίσης
να είναι αποτελεσµατική σε ασθενείς µε επιθετικό καρκίνο
µαστού.
στ. Οδός χορήγησης
(1) Η δοξορουβικίνη χορηγείται ενδοφλεβίως. Εξαιτίας της
σοβαρής ιστικής νέκρωσης που προκαλεί, η δοξορουβικίνη
δεν πρέπει να ενεθεί υποδορίως ή ενδοµυϊκά. Απαιτείται
προσοχή για να αποφευχθεί εξαγγείωση κατά τη διάρκεια
της ενδοφλέβιας έγχυσης ή ένεσης.
(2) Η συσσώρευση δόσεων δοξορουβικίνης φαίνεται να είναι
σηµαντικός παράγοντας ανάπτυξης καρδιακών βλαβών. Η
συνολική δόση των 550mg/m2 επιφάνειας σώµατος
θεωρείται σαν οροφή για την αποφυγεί καρδιοτοξικότητας.
(3) Η δαουνορουβικίνη χορηγείται παρόµοια.

213
(4) Η µιτοξανθρόνη προκαλεί µικρότερης συχνότητας τοπικών
αντιδράσεων σε σύγκριση µε δοξορουβικίνη και
δαουνορουβικίνη.
ζ. Παρενέργειες
(1) Η δοξορουβικίνη, η δαουνορουβικίνη και η µιτοξανθρόνη
προκαλούν οξεία και χρονία καρδιοµυοπάθεια. Η
καταστολή της καρδιακής λειτουργίας, αποτέλεσµα των
επαναλαµβανόµενων δόσεων, καθορίζει την συνολική
ποσότητα του φαρµάκου που µπορεί να χορηγηθεί.
(2) Μυελοκαταστολή και ιδιαίτερα λευκοπενία.
(3) Αλωπεκία είναι η κυριότερη παρενέργεια.
(4) Ναυτία και έµετο.
(5) ∆ερµατίτιδα σε σηµεία που έχουν ακτινοβοληθεί.

3. Βλεοµυκίνη
α. Χηµεία
(1) Είναι οµάδα γλυκοπεπτιδίων που προέρχονται από είδη
Streptomyces.
(2) Κάθε ένα από τα µόρια βλεοµυκίνης έχουν ένα επίπεδο
άκρο και ένα αµινο-τελικό άκρο. Οι διαφορετικοί τύποι
βλεοµυκίνης αφορούν τις διαφορές των αµινο-τελικών
άκρων.
β. Μηχανισµός δράσης
(1) Το επίπεδο άκρο του µορίου της βλεοµυκίνης προκαλεί
παρεµβολή στο DNA.
(2) Το άλλο άκρο δεσµεύεται µε δισθενή ιόντα σιδήρου και
διευκολύνει την οξείδωσή του σε τρισθενές ιόν σιδήρου,
δηµιουργώντας έτσι µία ελεύθερη ρίζα.
(3) Η ελεύθερη ρίζα οξυγόνου προκαλεί σχίσιµο του DNA,
δρώντας ειδικά στην αλληλουχία πουρίνη-γουανοσίνη-
κυτοσίνη-πυριµιδίνη.
(4) Κύτταρα στις φάσεις Go και G2 είναι τα πιο ευαίσθητα.
γ. Φαρµακοκινητική
(1) Η βλεοµυκίνη έχει χρόνο ηµιζωής στο πλάσµα περίπου 1
ώρα.
(2) Περισσότερο από το µισό του φαρµάκου αποβάλλεται
αναλλοίωτο στα ούρα σε 24 ώρες.
(3) Απενεργοποιείται στους περισσότερους ιστούς, εκτός του
δέρµατος και των πνευµόνων, από την υδρολάση της
βλεοµυκίνης. Η τοξικότητα εµφανίζεται σε κάποιο ιστό
όταν η υδρολάση απενεργοποιηθεί.
δ. Αντίσταση καρκινικών κυττάρων
(1) Τα καρκινικά κύτταρα µπορεί να µην ανταποκριθούν
εξαιτίας υψηλών επιπέδων της υδρολάσης.
(2) Μπορεί να εκδηλωθούν µεταλλάξεις στα καρκινικά
κύτταρα που θα επηρεάσουν την συγκεκριµένη αλληλουχία
που είναι ευαίσθητη στην intercalation της βλεοµυκίνης.

214
(3) Η αντίσταση µπορεί επίσης να είναι αποτέλεσµα χαµηλής
συσσώρευσης της βλεοµυκίνης στο κύτταρο ή ταχείας
αποµάκρυνσης του φαρµάκου.
ε. Θεραπευτικές χρήσεις
(1) Χρησιµοποιείται µόνο σε συνδυασµό µε άλλα φάρµακα.
(2) Είναι αποτελεσµατικός ο συνδυασµός της µε σισπλατίνη
και βινβλαστίνη για τη θεραπεία καρκίνου των όρχεων.
(3) Χρησιµοποιείται επίσης στη νόσο Hodgkin, σε λέµφωµα
µη-Hodgkin και για καρκινώµατα πλακωδών κυττάρων
κεφαλής και αυχένα, τραχήλου και δέρµατος.
στ. Οδοί χορήγησης
(1) Χορηγείται ενδοφλεβίως ή ενδοµυϊκά.
(2) Η µέγιστη συνολική δόση 400 µονάδων συνιστάται για να
αποφευχθεί πνευµονική τοξικότητα.
ζ. Παρενέργειες
(1) Η βλεοµυκίνη προκαλεί πνευµονική τοξικότητα που
εξαρτάται από ηλικία και συνολική συσσωρευτική δόση.
Αυτή εκδηλώνεται σαν πνευµονία που µπορεί να
µετεξελιχθεί σε θανατηφόρο πνευµονκή ίνωση.
(2) Αντίθετα, δεν προκαλεί σοβαρή τοξικότητα µυελού των
οστών.

4. Μιτοµυκίνη
α. Χηµεία. Αποµονώνεται από Streptomyces και περιέχει αζιριδινικό
δακτύλιο όπως επίσης και µία ουρεθανική και µία κινονική οµάδα.
β. Μηχανισµός δράσης
(1) Η µιτοµυκίνη, αρχικά, ανάγεται ενδοκυτταρικά από µία
αναγωγάση που εξαρτάται από το ανηγµένο NADPH, και
στη συνέχεια αλκυλιώνει το DNA. Για τον λόγο αυτό θα
µπορούσε να κατηγοροποιηθεί και σαν αλκυλιωτική ουσία.
(2) Οι ελεύθερες ρίζες οξυγόνου που πιθανώς να
σχηµατιστούν, µπορούν να προκαλέσουν αλλοιώσεις στις
απλές αλυσίδες του DNA.
γ. Φαρµακοκινητική
(1) Ύστερα από ενδοφλέβια χορήγηση, η µιτοµυκίνη
εξαφανίζεται γρήγορα από το αίµα.
(2) ∆εν εισχωρεί στο CNS.
(3) Μεταβολίζεται σε µεγάλο βαθµό από το ήπαρ.
(4) ∆εν απορροφάται από τον βλεννογόνο της ουροδόχου
κύστης όταν δίνεται ενδοκυστικά.
δ. Θεραπευτικές χρήσεις
(1) Έχει περιορισµένη χρήση σε περιπτώσεις καρκίνου του
στοµάχου και της µήτρας.
(2) Χρησιµοποιείται επίσης για θεραπεία επιφανειακών
καρκινωµάτων της ουροδόχου κύστης.
ε. Οδοί χορήγησης
(1) Χορηγείται ενδοφλέβια µε µεγάλη ταχύτητα ροής.

215
(3) Επίσης χορηγείται µε ενδοσπλαχνική έγχυση σε
περιπτώσεις επιφανειακών καρκινωµάτων της ουροδόχου
κύστης.
στ. Παρενέργειες
(1) Η µυελοκαταστολή είναι η κύρια σε περιπτώσεις
ενδοφλέβιας έγχυσης.
(2) ∆ερµατική, πνευµονική, νεφρική και γαστρεντερική
τοξικότητα.
(3) Εξαγγείωση του φαρµάκου προκαλεί σοβαρή ιστική βλάβη.

Γ. Αλκαλοειδή της βίνκα


1. Χηµεία
α. Τα δύο κυριότερα παράγωγα του φυτού της βίνκα, και
κυριότεροι εκπρόσωποι της κατηγορίας αυτής, είναι η
βινκριστίνη και η βινβλαστίνη.
β. Έχουν πολύπλοκη δοµή και διαφέρουν µόνο σε µία αλδεϋδική
οµάδα.
γ. Παρά τις οµοιότητες, οι δύο ουσίες διαφέρουν τόσο στις
θεραπευτικές τους ιδιότητες όσο και στην τοξικότητα.
2. Μηχανισµός δράσης
α. Η δέσµευση στη τουµπουλίνη είναι ο στόχος και των δύο
αλκαλοειδών, όπου αλληλεπιδρούν µε αριθµό πρωτεϊνών της
ατράκτου κατά τη διάρκεια της µίτωσης.
β. Και τα δύο αλκαλοειδή είναι ειδικά της φάσης M του
κυτταρικού κύκλου, µπλοκάροντας τα πολλαπλασιασµένα
κύτταρα πριν από την είσοδό τους στη µετάφαση.
3. Φαρµακοκινητική
α. Συνδέονται µε ιστικά συστατικά σε µεγάλο βαθµό. Λιγότερο
από 30% µιας δόσης βινβλαστίνης ή των µεταβολιτών της
ανακτάται µετά από παρέλευση 6 ηµερών µετά από τη
χορήγηση.
β. Ελάχιστο ποσοστό της δόσης των αλκαλοειδών της βίνκα
εισέρχεται στον εγκέφαλο και το εγκεφαλονωτιαίο υγρό.
γ. Μεταβολίζονται στο ήπαρ και αποβάλλονται στη χολή.
4. Αντίσταση καρκινικών κυττάρων
α. Πιστεύεται ότι η αντίσταση στις δύο αυτές ουσίες είναι
αποτέλεσµα της µειωµένης ικανότητας των καρκινικών
κυττάρων να συγκρατούν το φάρµακο.
β. Αν και έχει παρατηρηθεί σε πειραµατικά µοντέλα καρκίνου,
εντούτοις διασταυρούµενη αντοχή ανάµεσα σε βινκριστίνη και
βινβλαστίνη δεν φαίνεται να αναπτύσσεται σε ανθρώπινους
όγκους.
5. Θεραπευτικές χρήσεις
α. Η βινβλαστίνη χρησιµοποιείται σε συνδυασµό µε βλεοµυκίνη
και σισπλατίνη για τη θεραπεία καρκίνου των όρχεων. Είναι
επίσης αποτελεσµατική κατά λεµφωµάτων, νευροβλαστώµατος
και νόσο Letterer-Siwe (ιστιοκύττωση Χ).
β. Βινκριστίνη

216
(1) Είναι αποτελεσµατική για οξεία λεµφοβλαστική λευχαιµία,
νόσο Hodgkin και λεµφώµατα µη-Hodgkin.
(2) Είναι επίσης χρήσιµη στη θεραπεία συµπαγών όγκων σε
παιδιά και για τους ενήλικες σε καρκίνους του µαστού,
πνεύµονα και µήτρας.
(3) Επειδή προκαλεί µυελοκαταστολή σε µικρότερο βαθµό,
προτιµάται από τη βινβλαστίνη για συγχορήγηση µε άλλα
µυελοκατασταλτικά φάρµακα στη θεραπεία λεµφωµάτων.
(4) Χρησιµοποιείται σε συνδυασµό µε τα κορτικοστεροειδή
πρεδνιζόνη, προκαρβαζίδη και ένα αλκυλιωτικό φάρµακο
(π.χ. µεχλωραιθαµίνη) στην αγωγή MOPP για τη νόσο
Hodgkin.
(5) Ο συνδυασµός της βινκριστίνης µε πρεδνιζόνη θεωρείται
θεραπεία επιλογής για περιορισµό λευχαιµίας σε παιδιά.
6. Οδός χορήγησης
α. Η βινβλαστίνη χορηγείται ενδοφλεβίως λαµβάνοντας ιδιαίτερα
υπόψη τον κίνδυνο εµφάνισης υποδόριας εξαγγείωσης.
β. Η βινκριστίνη χορηγείται επίσης ενδοφλέβια µε απουσία
εξαγγείωσης.
7. Παρενέργειες
α. Η βινβλαστίνη προκαλεί λευκοπενία σε 4-10 ηµέρες µετά την
έναρξη της θεραπείας. Ναυτία, έµετοι και παραισθησίες έχουν
αναφερθεί.
β. Η βινκριστίνη είναι περισσότερο τοξική ουσία µε κυριότερες
εκδηλώσεις παραισθησίες και κινητική αδυναµία. Οι
νευρολογικές αυτές εκδηλώσεις περιορίζονται µε τερµατισµό ή
ελάττωση της δόσης κατά τη διάρκεια πρώιµων συµπτωµάτων.

∆. Βιολογικοί τροποποιητές βιολογικών αποκρίσεων είναι ουσίες που δρουν


είτε απευθείας στα καρκινικά κύτταρα είτε όχι απευθείας αυξάνοντας την
ανοσολογική απόκριση σε νεοπλασµατικά κύτταρα.
1. Η ιντερλευκίνη-2 (IL-2) η οποία είναι η κυτταροκίνη που εκκρίνεται
από Τ-κύτταρα και που έχει δοκιµαστεί σε µονοθεραπεία αλλά και σε
συνδυασµό για τη θεραπεία µελανώµατος και όγκου νεφρών.
2. Οι ιντερφερόνες (α, β, γ). Οι α-ιντερφερόνες (INF-α) έχουν εγκριθεί
για θεραπεία λευχαιµίας εκ τριχωτών κυττάρων, σάρκωµα Kaposi σε
ασθενείς µε AIDS.

Ε. Ένζυµα. Η L-ασπαραγινάση καταλύει την υδρόλυση της L-ασπαραγίνης σε


ασπαρτικό οξύ και αµµωνία. Έλλειψη του σηµαντικού αµινοξέος της L-
ασπαραγίνης στα νεοπλασµατικά κύτταρα έχει σαν αποτέλεσµα καταστολή
της πρωτεϊνικής σύνθεσης και κυτταρικό θάνατο. Έχει σηµαντική
αποτελεσµατικότητα στη θεραπεία οξείας λεµφοκυτταρικής λευχαιµίας.

ΣΤ. Ποδοφυλλοτοξίνες (ετοποσίδη και τενιποσίδη). Είναι ηµισυνθετικές


γλυκοσίδες της ποδοφυλλοτιξίνης (που προέρχεται από το φυτό µανδραγόρα),
τα οποία είναι δραστικά σε αρκετές νεοπλασίες.

217
1. Μηχανισµός δράσης
α. Σε χαµηλές συγκεντρώσεις µπλοκάρουν τα κύτταρα στην φάση
S-G2.
β. Σε υψηλές συγκεντρώσεις, προκαλούν παύση (φάση G2).
γ. Ενεργοποιούν την τοποϊσοµεράση ΙΙ του DNA για τη σχάση
του RNA.
2. Φαρµακοκινητική
α. Η ετοποσίδη χορηγείται από του στόµατος αλλά και
ενδοφλέβια. Έχει χρόνο ηµιζωής 8 ώρες και 40% αποβάλλεται
από τα ούρα.
β. Η τενιποσίδη χορηγείται ενδοφλέβια µε χρόνο ηµιζωής 10-40
ώρες. Σε ποσοστό 80% ανακτάται µε τη µορφή µεταβολικών
προϊόντων.
3. Θεραπευτικές χρήσεις
α. Η ετοποσίδη χρησιµοποιείται για καρκίνο όρχεων, και σε
συνδυασµό µε σισπλατίνη για µικροκυτταρικό καρκίνο
πνευµόνων. Είναι δραστική σε αρκετές άλλες µορφές
καρκίνου, όπως µη-Hodgkin λέµφωµα, καρκίνο µαστού και
σάρκωµα Kaposi σε ασθενείς µε AIDS.
β. Η τενιποσίδη έχει µελετηθεί για τη θεραπεία της απλαστικής
οξείας λεµφοβλαστικής λευχαιµίας
4. Παρενέργειες
α. Η ετοποσίδη προκαλεί δοσο-ρυθµιζόµενη λευκοπενία.
β. Η τενιποσίδη προκαλεί µυελοκαταστολή.

Ζ. Πακλιταξέλη (ταξόλη). Είναι φυσικό προϊόν προερχόµενο από εκχύλισµα


του φυτού Taxus Brevifolia. Ηµισυνθετικό ανάλογο είναι η δοσεταξέλη.

1. Μηχανισµός δράσης
α. Η πακλιταξέλη προκαλεί τον σχηµατισµό σταθερών δεσµών µε
µικροσωληνίσκους επιδρώντας στην φάση G2 (µιτωτική) του
κυτταρικού κύκλου, αναστέλλοντας έτσι τον κυτταρικό
αναδιπλασιασµό.
β. Η πακλιταξέλη αναστέλλει την φάση G2 αναστέλλοντας έτσι
τον αναδιπλασιασµό του κυττάρου.
2. Φαρµακοκινητική
α. Ύστερα από ενδοφλέβια έγχυση, η πακλιταξέλη κατανέµεται
γρήγορα. ∆εν φτάνει όµως στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό (CSF).
β. Μικρά ποσά του φαρµάκου έχουν βρεθεί στα ούρα, ενώ
υψηλές συγκεντρώσεις του αρχικού φαρµάκου και
υδροξυλιωµένων µεταβολιτών του έχουν βρεθεί στη χολή.
3. Θεραπευτικές χρήσεις
α. Η πακλιταξέλη προκαλεί µία πρόσκαιρη απόκριση στο 33%
ασθενών που έχουν προηγούµενα λάβει θεραπεία για
µεταστατικό καρκίνο ωοθηκών, περιλαµβανοµένων και αυτών
που είναι ανθεκτικοί σε φάρµακα της πλατίνας (λευκοχρύσου).
β. Χρησιµοποιείται για µεταστατικό καρκίνο του µαστού,
επιθετικό µη-µικροκυτταρικό καρκίνο πνευµόνων, κακόηθες
µελάνωµα, και καρκίνο κεφαλής και τραχήλου.

218
4. Παρενέργειες
α. Αντιδράσεις υπερευαισθησίας. Μικρότερος ρυθµός έγχυσης
και προ-θεραπεία µε κορτικοστεροειδή και δεσµευτές
ισταµίνης µειώνουν τη συχνότητα και ένταση εµφάλισης των
αντιδράσεων.
β. Η κύρια τοξική εκδήλωση είναι η κοκκιοκυταροπενία, η οποία
µειώνεται µε την χρήση παράγοντα διέγερσης
κοκκιοκυτταρικών αποικιών (G-CSF).
γ. ∆οσο-ρυθµιστική περιφερική νευροπάθεια, αρθραλγία και
µυαλγία.
δ. Βραδυκαρδία και διαταραχές καρδιακής αγωγιµότητας.
ε. Απώλεια τροιχωτού καφελής, που όµως επανέρχεται µε τον
τερµατισµό της θεραπείας.
5. Αλληλεπιδράσεις. Ταυτόχρονη χορήγηση κετοκοναζόλης µπορεί να
αυξήσει την τοξικότητα της πακλιταξέλης.

V. ΟΡΜΟΝΕΣ ΚΑΙ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΕΣ

Α. Γενικά
1. Η θεραπεία µε ορµόνες στηρίζεται στην παρουσία υποδοχέων για
ενδογενείς ορµόνες που απαιτούνται για τον πολλαπλασιασµό των
κυττάρων.
2. Αντίθετα µε άλλες αντινεοπλασµατικές ουσίες – φάρµακα, τα µέλη της
κατηγορίας αυτής των φαρµάκων δεν προκαλούν σοβαρή τοξικότητα.

Β. Ταµοξιφαίνη
1. Χηµεία. Η ταµοξιφαίνη είναι µη-στεροειδική ουσία που περιέχει µια
τριφαινυλαιθυλενική οµάδα.
2. Μηχανισµός δράσης
α. Μερικοί καρκίνοι, ιδίως καρκίνοι µαστού, χρειάζονται οιστρογόνα
για τον πολλαπλασιασµό των κυττάρων.
(1) Το οιστρογόνο δένει σε κυτταροπλασµατικό υποδοχέα
πρωτεϊνικής µορφής και το σύµπλοκο [οιστρογόνο-υποδοχέας]
µεταφέρεται µέσα στον πυρήνα επάγοντας τη σύνθεση RNA.
(2) Οι υποδοχείς οιστρογόνων βρίσκονται στα 2/3 των όγκων
µαστού των εµµηνοπαυσιακών γυναικών.
β. Η ταµοξιφαίνη, ένας ανταγωνιστής των οιστρογονικών υποδοχέων,
είναι χρήσιµη σε γυναίκες των οποίων οι όγκοι περιέχουν τέτοιους
υποδοχείς.
(1) Η ταµοξιφαίνη ανταγωνίζεται µε το οιστρογόνο για τον
κυτταροπλασµατικό υποδοχέα, αν και διαθέτει µικρές έως και
καθόλου οιστρογονικές ιδιότητες.
(2) Η αντι-οιστρογονική δράση της ταµοξιφαίνης µπλοκάρει τα
αποτελέσµατα της δράσης του οιστρογόνου (ανάπτυξη όγκου)
στους οιστρογονο-εξαρτώµενους όγκους.
3. Φαρµακοκινητική
α. Απορροφάται όταν χορηγείται από του στόµατος.

219
β. Συγκεντρώνεται σε ιστούς µε οιστρογονικούς υποδοχείς, όπως
ωοθήκες, και µαστός, αλλά και σε όγκους που περιέχουν τέτοιους
υποδοχείς.
γ. Υπόκειται σε ηπατικό µεταβολισµό.
δ. Αφού µπει στην εντεροηπατική κυκλοφορία, αποβάλλεται µε τη
µορφή κάποιου µεταβολίτη στα κόπρανα.
4. Θεραπευτικές χρήσεις. Η ταµοξιφαίνη χρησιµοποιείται για
συντηρητική θεραπεία επιθετικού καρκίνου µαστού σε
εµµηνοπαυσιακές γυναίκες.
α. Αν και η απόκριση στη θεραπεία µε ταµοξιφαίνη ήταν θετική όχι
µόνο για τους πλούσιους αλλά και τους φτωχούς σε οιστρογονικούς
υποδοχείς καρκίνων των µαστών, εντούτοις αυτή ήταν πολλή
καλύτερη στους πρώτους (πλούσιοι σε οιστρογονικούς υποδοχείς
όγκοι).
β. Οι όγκοι επανεµφανίζονται µε την αποµάκρυνση του φαρµάκου.
5. Οδός χορήγησης. Η ταµοξιφαίνη χορηγείται από του στόµατος.
6. Παρενέργειες
α. Εξάψεις, ήπια κατακράτηση υγρών και ναυτία.
β. Με υψηλές δόσεις έχουν αναφερθεί αµφιβληστροειδοπάθεια και
θολερότητα κερατοειδούς.
γ. Υπερκαλιαιµία.

Γ. Ανδρογόνα και αντιανδρογόνα

1. Τα ανδρογόνα έχουν χρησιµοποιηθεί στη θεραπεία καρκίνου του


µαστού σε εµµηνοπαυσιακές γυναίκες.
α. Ο µηχανισµός δράσης δεν είναι πλήρως κατανοητός.
β. Από την κατηγορία αυτή ξεχωρίζουν η φλουοξυµεστερόνη, η
δροµοστανολόνη και η τεστοστερόνη. Είναι ισοδύναµα και
εµφανίζουν αποτέλεσµα µέσα σε 2 µήνες.
γ. Οι συνηθέστερες παρενέργειες είναι αρρενοποίηση και
κατακράτηση υγρών.
2. Αντιανδρογόνα (φλουταµίδη)
α. Η φλουταµίδη είναι αντιανδρογόνο από του στόµατος που έχει
χρησιµοποιηθεί ταυτόχρονα µε ένα ανάλογο της ορµόνης
έκκρισης ωχρινοτρόπου ορµόνης (LH-RH), όπως η
λευπρορελίνη, για τη θεραπεία του µεταστατικού καρκίνου του
προστάτη.
β. Η φλουταµίδη εµποδίζει τη σύνδεση των επινεφριδιακών
ανδρογόνων µε τους υποδοχείς ανδρογόνων στον προστατικό
αδένα και καρκινικά κύτταρα του προστάτη.
γ. Η φλουταµίδη συχνά προκαλεί γυναικοµαστία και µπορεί να
προκαλέσει ηπατίτιδα.

∆. Στεροειδή του φλοιού των επινεφριδίων


1. Τα κορτικοστεροειδή αναστέλλουν την πρωτεϊνική σύνθεση,
συνδεόµενα µε λειτουργικές πρωτεΐνες των λευχαιµικών
κυττάρων.

220
2. Η πρεδνιζόνη, ένα γλυκοκορτικοειδές, έχει χρησιµοποιηθεί
επιτυχώς σε συνδυασµό µε κυτταροτοξικά φάρµακα για την
αντιµετώπιση λεµφοβλαστικής και χρόνιας λεµφοκυτταρικής
λευχαιµίας.
3. Η πρεδνιζόνη είναι επίσης δραστική σε συνδυασµό µε άλλα
κυτταροτοξικά φάρµακα στη θεραπεία της νόσου Hodgkin
(συστατικό της MOPP αγωγής), του µη-Hodgkin λεµφώµατος
και πολλαπλού µυελώµατος.
4. Εξαιτίας της ικανότητάς της για µείωση της παραγωγής
ανδρογόνων καταστέλλοντας το φλοιό των επινεφριδίων, τα
κορτικοστεροειδή (π.χ. πρεδνιζολόνη) έχουν χρησιµοποιηθεί
στη θεραπεία του καρκίνου του µαστού.

Ε. Προγεσταγόνα
1. Τα προγεσταγόνα συνδέονται µε ειδικούς
κυτταροπλασµατικούς υποδοχείς (προγεσταγονικούς) και
προκαλούν ωρίµανση του ενδοµητρίου προς µια µη-
πολλαπλασιαστική εκκριτική κατάσταση. Για τον λόγο αυτό,
τα προγεσταγόνα χρησιµοποιούνται µερικές φορές για τη
θεραπεία µεταστατικού καρκίνου του ενδοµητρίου ο οποίος
δεν µπορεί να θεραπευτεί µε ακτινοβολία ή χειρουργείο.
2. Τα προγεσταγόνα που συνήθως χρησιµοποιούνται σαν
αντικαρκινικά φάρµακα είναι µεδροξυπρογεστερόνη, η οποία
δίνεται ενδοµυϊκά, και η µεγεστρόλη, που δίνεται από του
στόµατος.
3. Τα προγεσταγόνα έχουν επίσης περιορισµένη χρήση που
αφορά κυρίως τη θεραπεία µεταστατικού καρκίνου νεφρών. Ο
µηχανισµός δράσης για αυτόν τον τύπο καρκίνου είναι
άγνωστος.
4. Προκαλούν ήπια κατακράτηση υγρών και κολπική αιµορραγία.

VI. ∆ΙΑΦΟΡΑ ΑΝΤΙΝΕΟΠΛΑΣΜΑΤΙΚΑ ΦΑΡΜΑΚΑ

Α. Υδροξυουρία
1. Χηµεία. Είναι παράγωγο της ουρίας.
2. Μηχανισµός δράσης
α. Η υδροξυουρία αναστέλλει την αναγωγάση του
ριβονουκλεοτιδίου. Το ένζυµο αυτό είναι κρίσιµο για τη
βιοσύνθεση των δεοξυριβονουκλεοτιδίων που είναι βασικά για
το σχηµατισµό του DNA.
β. Η υδροξυουρία είναι ειδική για τη φάση S του κυτταρικού
κύκλου.
3. Φαρµακοκινητική
α. Απορροφάται γρήγορα από τον γαστρεντερικό σωλήνα.
β. Μεταβολίζεται στο ήπαρ το 20%, ενώ το υπόλοιπο
αποβάλλεται µέσω των νεφρών.
4. Θεραπευτικές χρήσεις

221
α. Η υδροξυουρία είναι εναλλακτική της βουσουλφάνης στη
θεραπεία της χρόνιας µυελογενούς λευχαιµίας.
β. Μειώνει τον υψηλό αριθµό λευκοκυττάρων του αίµατος
ασθενών µε οξεία µυελογενή λευχαιµία.
5. Οδός χορήγησης
α. Χορηγείται από του στόµατος ή ενδοφλέβια.
β. Εξαιτίας της αποβολής του από τους νεφρούς, χορήγησής της
σε ασθενείς µε νεφρική δυσλειτουργία απαιτεί ιδιαίτερη
προσοχή.
6. Παρενέργειες
α. Αναστρέψιµη µυελοκαταστολή είναι η κύρια παρενέργεια.
β. Γαστρεντερικές και δερµατικές διαταραχές εµφανίζονται
σποραδικά.

Β. Προκαρβαζίνη
1. Χηµεία. Η προκαρβαζίνη είναι υποκατεστηµένο υδραζινικό παράγωγο
µε δοµή παρόµοια µε αυτή αναστολέων της µονοάµινο
οξειδάσης (ΜΑΟ).
2. Μηχανισµός δράσης
α. Η προκαρβαζίνη υφίσταται αυτό-οξείδωση και σχηµατίζει
υδρογο-υπεροξείδια, που οδηγούν στην αποδόµιση του DNA.
β. Αναστέλλει επίσης τη σύνθεση DNA, RNA και πρωτεϊνών.
γ. Μπορεί επίσης να τρανσ-µεθυλιώσει το DNA στη Ν-7 της
γουανίνης.
3. Φαρµακοκινητική
α. Απορροφάται γρήγορα από το γαστρεντερικό.
β. Εγκαθίσταται γρήγορη ισορροπία µεταξύ πλάσµατος και
εγκεφαλονωτιαίου υγρού.
γ. Μεταβολίζεται γρήγορα και περίπου 40% αποβάλλεται στα
ούρα µέσα σε 24 ώρες, κυρίως µε τη µορφή µεταβολιτών.
4. Θεραπευτικές χρήσεις
α. Η κύρια χρήση της προκαρβαζίνης είναι σε συνδυασµό µε
µεχλωραιθαµίνη, βινκριστίνη και πρεδνιζόνη (π.χ. όπως στην
αγωγή MOPP) για τη θεραπεία της νόσου Hodgkin.
β. Η προκαρβαζίνη έχει επίσης κάποια αποτελεσµατικότητα στην
αντιµετώπιση του µικροκυτταρικού καρκίνου των πνευµόνων
(αδενοκαρκίνωµα ‘κεχροειδών κυττάρων’).
5. Οδός χορήγησης. Χορηγείται από του στόµατος µέχρι να εµφανιστεί
το επιθυµητό αποτέλεσµα ή να παρατηρηθεί (περιοριστική)
µορφή τοξικότητας.
6. Παρενέργειες
α. Λευκοπενία και θροµβοκυτταροπενία εµφανίζονται πιο συχνά.
β. Παρενέργειες από το γαστρεντερικό, καθώς επίσης ενίσχυση
άλλων εκδηλώσεων από το Κ.Ν.Σ.
γ. Επειδή είναι (όχι ισχυρός) αναστολέας της ΜΑΟ, µπορούν να
εµφανιστούν υπερτασικές εκδηλώσεις όταν συµπαθοµιµητικά,
τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά ή τρόφιµα πλούσια σε τυραµίνη
ληφθούν ταυτόχρονα.

222
Γ. Μιτοτάνη (o,p’-DDD)
1. Χηµεία. Η µιτοτάνη είναι παράγωγο του εντοµοκτόνου DDT.
2. Μηχανισµός δράσης
α. Εκλεκτικά καταστρέφει φυσιολογικά και νεοπλασµατικά
κύτταρα των επινεφριδίων µέσω ενός άγνωστου µηχανισµού.
β. Ρίχνει γρήγορα τα επίπεδα επινεφριδιακών κορτικοστεροειδών.
3. Φαρµακοκινητική
α. Απορροφάται µερικώς (~40%) από το γαστρεντερικό σωλήνα.
β. ∆ιατηρεί ανιχνεύσιµα επίπεδα στο πλάσµα έως και 9 µήνες
µετά το τέλος της θεραπείας.
γ. Έχει ευρεία κατανοµή, µε κύρια αποθήκη το λίπος των ιστών.
4. Θεραπευτικές χρήσεις. Χρησιµοποιείται σαν καταπραϋντική
θεραπεία για ανεγχείρητο καρκίνο του φλοιού των
επινεφριδίων.
5. Οδός χορήγησης. Χορηγείται από του στόµατος.
6. Παρενέργειες
α. Γαστρεντερικές διαταραχές, ληθαργικότητα και δερµατίτιδα.
β. Αν ασθενείς πάσχουν από νόσο Addison ή αν κατά τη διάρκεια
θεραπείας µε µιτοτάνη εµφανιστούν σοκ ή τραύµα, η
αντικατάσταση επινεφριδιακών κορτικοστεροειδών είναι
επιβεβληµένη.

∆. Σισπλατίνη
1. Χηµεία. Η σισπλατίνη είναι ένα ανόργανο σύµπλοκο λευκοχρύσου µε
επίπεδη διαµόρφωση. Η ενεργή µορφή του είναι µόνο η cis.
2. Μηχανισµός δράσης
α. Η σισπλατίνη συνδέεται στο DNA και δηµιουργεί
σταυροδεσµούς µεταξύ των δύο ελίκων, αλλά και µεταξύ
διαφορετικών σηµείων της ίδιας έλικας. ∆ηλαδή, η δράση της
είναι παρόµοια µε των αλκυλιωτικών ουσιών.
β. ∆εσµεύεται επίσης σε µεγάλο βαθµό σε πυρηνικές και
κυτταροπλασµατικές πρωτεΐνες.
γ. Είναι µη-ειδική του κυτταρικού κύκλου ουσία.
3. Φαρµακοκινητική
α. Ύστερα από ενδοφλέβια χορήγηση, το 90% δεσµεύεται µε
πρωτεϊνες του πλάσµατος.
β. Έχει χρόνο ηµιζωής µεγαλύτερο των 2 ηµερών.
γ. Εισχωρεί σε µικρό βαθµό στο CNS.
4. Θεραπευτικές χρήσεις
α. Η σισλπατίνη είναι από τα πιο αποτελεσµατικά φάρµακα για
συµπαγείς όγκους.
β. Είναι αποτελεσµατική σε µονοθεραπεία αλλά και σε
συνδυασµό µε βλεοµυκίνη και βινβλαστίνη στη θεραπεία
όγκων των όρχεων.
γ. Η σισπλατίνη είναι επίσης χρήσιµη στη θεραπεία καρκίνου των ωοθηκών.
5. Οδός χορήγησης. Χορηγείται ενδοφλέβια µε ισχυρή ενυδάτωση και
διούρηση για να αποφευχθεί νεφρική τοξικότητα.
6. Παρενέργειες

223
α. ∆οσο-ρυθµιζόµενη δυσλειτουργία των νεφρικών σωληναρίων.
Για τον λόγο αυτό δεν θα πρέπει να χρησιµοποιείται σε
ασθενείς µε νεφρική ανεπάρκεια.
β. Βαρηκοϊα υψηλών συχνοτήτων.
γ. Σοβαρή ναυτία και έµετο.
δ. Αναφύλαξη.

Ε. Καρβοπλατίνη
1. Χηµεία. Η καρβοπλατίνη είναι χηµικά συγγενής µε την σισπλατίνη.
2. Μηχανισµός δράσης. Όπως και η σισπλατίνη, δηµιουργεί
σταυροδεσµούς στο DNA µεταξύ των δύο ελίκων, αλλά και µεταξύ
διαφορετικών σηµείων της ίδιας έλικας.
3. Φαρµακοκινητική
α. Το φάρµακο αποµακρύνεται συνήθως από τους νεφρούς.
β. 60% µιας δόσης του φαρµάκου βρίσκεται στα ούρα τις πρώτες
24 ώρες.
4. Θεραπευτικές χρήσεις
α. Η καρβοπλατίνη µπορεί να χρησιµοποιηθεί σε µονοθεραπεία
ασθενών µε επίµονο ή επαναλαµβανόµενο (περιοδικό) καρκίνο
ωοθηκών.
β. Η θεραπευτική απόκριση είναι ελαφρώς υψηλότερη σε
ασθενείς που δεν έχουν λάβει προηγούµενα θεραπεία µε
σισπλατίνη και αρκετά χαµηλότερη σε εκείνους των οποίων οι
όγκοι δεν αποκρίνονται σε σισπλατίνη.
5. Οδός χορήγησης. Η καρβοπλατίνη χορηγείται µε ενδοφλέβια έγχυση
αλλά, αντίθετα από τη σισπλατίνη, δεν απαιτείται έντονη
ενυδάτωση ή διούρηση.
6. Παρενέργειες
α. Προκαλεί λιγότερα έντονη ναυτία και έµετο σε σύγκριση µε τη
σισπλατίνη.
β. Παρουσιάζει µικρότερη νεφροτοξικότητα, νευροτοξικότητα
και ωτοτοξικότητα σε σύγκριση µε τη σισπλατίνη.
γ. Υπάρχει επίσης µεγαλύτερη πιθανότητα δοσο-εξαρτώµενης
καταστολής µυελού των οστών, και ειδικότερα
θροµβοκυτταροπενίας, σε σύγκριση µε τη σισπλατίνη.
δ. Έχουν αναφερθεί αλλεργικές αντιδράσεις.

ΣΤ. Ιντερλευκίνη-2 (IL-2)


1. Η ανασυνδυασµένη IL-2 είναι µία λεµφοκίνη που διεγείρει την
ανάπτυξη των Τ-λεµφοκυττάρων. Η χρήση της είναι ακόµη
πειραµατική.
2. Μηχανισµός δράσης. Η επώαση περιφερικών Τ-λεµφοκυττάρων µε
IL-2 παράγει λεµφοκυτταρο-ενεργοποιηµένα θανατηφόρα κύτταρα τα
οποία in vitro προκαλούν λύση διαφόρων τύπων καρκινικών
κυττάρων. Η IL-2 µαζί µε τα φονικά κύτταρα (killer cells) µπορούν να
προκαλέσουν παλινδρόµηση των µεταστατικών καρκίνων σε
πειραµατόζωα.

224
3. Θεραπευτικές χρήσεις. Η IL-2 µπορεί να προσφέρει πλεονεκτήµατα
σε µικρό αριθµό ασθενών µε µεταστατικό καρκίνο νεφρών ή
µελανώµατος.
4. Οδός χορήγησης. Έχει δοθεί ενδοφλέβια bolus ή συνεχή έγχυση.
5. Παρενέργειες
α. Πυρετό.
β. Κατακράτηση υγρών που οδηγεί σε πνευµονικό οίδηµα.
γ. Υπόταση
δ. Καρδιακές αρρυθµίες.
ε. Απώλεια προσανατολισµού.

VII. ΑΝΤΙΕΜΕΤΙΚΑ ΓΙΑ ΚΑΡΚΙΝΟΠΑΘΕΙΣ

Α. Γενικά
1. Τα χηµειοθεραπευτικά µπορεί να αυξήσουν τον έµετο διεγείροντας
ντοπαµινεργικούς, σεροτονινεργικούς και οπιοειδείς υποδοχείς στο
κέντρο του εµέτου (χηµειοαισθητική ζώνη του προµήκη).
2. Η αποτελεσµατικότητα των αντιεµετικών διαφέρει ανάλογα µε:
α. οδό χορήγησης
β. χρόνο χορήγησης
γ. χρησιµοποιούµενο αντικαρκινικό φάρµακο
δ. δόση αντικαρκινικού φαρµάκου
ε. µηχανισµό δράσης

Β. Ονδανσετρόνη
1. Μηχανισµός δράσης. Η ονδανσετρόνη είναι ένας ανταγωνιστής των
υποδοχέων 5-HT3, ο οποίος επιδρά στις κεντροµόλες νευρικές ίνες του
πνευµονογαστρικού νεύρου από το ανώτερο τµήµα του
γαστρεντερικού σωλήνα προς το κέντρο του εµέτου στον προµήκη.
Αντίθετα από την µετοκλοπραµίδη ή τη προχλωροπεραζίνη, δεν
παρουσιάζει αντι-ντοπαµινεργική δράση και δεν προκαλεί
εξωπυραµιδικά συµπτώµατα.
2. Φαρµακοκινητική. Η ονδανσετρόνη µεταβολίζεται στο ήπαρ και οι
µεταβολίτες της αποβάλλονται στα ούρα.
3. Χορήγηση
α. Η ονδανσετρόνη είναι πιο αποτελεσµατική από την
µετοκλοπραµίδη όταν χορηγούνται ενδοφλέβια.
β. Η αποτελεσµατικότητα της ονδανσετρόνης αυξάνεται όταν
χορηγηθεί και δεξαµεθαζόνη, αλλά ο µηχανισµός µε τον οποίο
η τελευταία εµποδίζει τον έµετο δεν είναι ξεκάθαρος.
4. Παρενέργειες. Κεφαλαλγίες και δυσκοιλιότητα είναι οι πιο
συνηθισµένες.

Γ. Γρανισετρόνη
1. Μηχανισµός δράσης. Η γρανισετρόνη είναι ανταγωνιστής των
υποδοχέων 5-ΗΤ3 µε µηχανισµό παρόµοιο µε αυτόν της
ονδανσετρόνης.

225
2. Φαρµακοκινητική. Η γρανισετρόνη µεταβολίζεται στο ήπαρ και
αποβάλλεται στα ούρα και τα κόπρανα. Έχει χρόνο ηµιζωής 9 ώρες.
3. Χορήγηση. Η γρανισετρόνη χορηγείται ενδοφλεβίως. Η προσθήκη
δεξαµεθαζόνης φαίνεται να αυξάνει την αποτελεσµατικότητα της
γρανισετρόνης.
4. Παρενέργειες. Είναι παρόµοιες µε αυτές της ονδανσετρόνης.

∆. Μετοκλοπραµίδη
1. Μηχανισµός δράσης. Η µετοκλοπραµίδη είναι ανταγωνιστής της
ντοπαµίνης.
2. Χορήγηση. Χορηγείται ενδοφλέβια ή από του στόµατος.
α. ∆εν πρέπει να χορηγείται ταυτόχρονα µε άλλους ανταγωνιστές
ντοπαµίνης (π.χ. φαινοθειαζίνες, βουτυροφαινόνες) γιατί µε τον
τρόπο αυτό επιταχύνονται αντιδράσεις οξείας δυστονίας.
β. Χορηγούµενη σαν µονοθεραπεία, είναι λιγότερο
αποτελεσµατική σε σχέση µε την ονδασετρόνη ή την
γρανισετρόνη. Σε συνδυασµό µε δεξαµεθαζόνη ή λοραζεπάµη
αυξάνεται η αποτελεσµατικότητά της.
3. Παρενέργειες. Περιλαµβάνονται υπνηλία και εξωπυραµιδικές
αντιδράσεις (π.χ. παρκινσονικό σύνδροµο).

Ε. Ντροναµπινόλη. Είναι ένα τετραϋδροκανναβινολικό παράγωγο που


χρησιµοποιείται σε ασθενείς στους οποίους έχει αποτύχει προηγούµενη
συµβατική αντιεµετική θεραπεία.

ΣΤ. Φαινοθειαζίνες και βουτυροφαινόνες (Αλοπεριδόλη) είναι αποτελεσµατικές


όταν χορηγούνται ενδοφλέβια. Μπορεί να προκαλέσουν αντίδραση οξείας
δυστονίας, εξωπυραµιδικά συµπτώµατα και υπόταση.

226

You might also like