Professional Documents
Culture Documents
DEPARTMENT OF PHARMACOLOGY
Medical School - University of Ioannina - University Campus - Ioannina
ΙΑΤΡΙΚΗ ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΑ ΙΙ
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Ιωάννινα 2006
1
Μ. Κωνσταντή
Κλινική Φαρµακολογία ΙΙ
ΦΑΡΜΑΚΑ ΤΟΥ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΚΟΥ
Α. ΚΑΡ∆ΙΟΤΟΝΩΤΙΚΑ
Εισαγωγή
Ως καρδιακή ανεπάρκεια ορίζεται η ανικανότητα της καρδιάς να ανταποκριθεί στις
µεταβολικές απαιτήσεις των περιφερικών συστηµάτων. Οφείλεται σε απώλεια
µυοκαρδιακών κυττάρων εξ αιτίας ισχαιµίας ή µυοπάθειας µε συνέπεια τον
περιορισµό της έκτασης της συστολής και διαστολής του µυοκαρδίου. Όταν η
καρδιά, υπό αυτές τις συνθήκες, καλείται να αντιµετωπίσει αυξηµένο φορτίο, το
αποµένον υγιές µυοκάρδιο υπερτρέφεται για να ανταποκριθεί στις ανάγκες της
περιφέρειας. Η υπερτροφία έχει σαν αποτέλεσµα την µείωση του όγκου παλµού και
την αύξηση της πίεσης στα τοιχώµατα του αριστερού κόλπου. Αυξάνονται οι
αντιστάσεις των περιφερικών αγγείων και αναπτύσσεται πνευµονική συµφόρηση.
Παράλληλα, αναπτύσσονται συµπληρωµατικοί µηχανισµοί αγγειοσύσπασης µε στόχο
να διατηρηθεί η οµαλή ροή στα εγκεφαλικά και στεφανιαία αγγεία.
1. ∆ιέγερση του συµπαθητικού νευρικού συστήµατος
2. ∆ιέγερση του συστήµατος ρενίνης-αγγειοτενσίνης
Οι ασθενείς µε καρδιακή ανεπάρκεια εµφανίζουν κυρίως αδυναµία, εύκολη κόπωση
και δύσπνοια.
ΚΑΡ∆ΙΟΤΟΝΩΤΙΚΕΣ ΓΛΥΚΟΣΙ∆ΕΣ
Αποµονώνονται από τα φύλλα των φυτών Digitalis purpurea (διγιτοξίνη) και Digitalis
lanata (διγοξίνη και διγιτοξίνη) καθώς και από τους σπόρους του φυτού Strophanthus
gratus (ουαµπαϊνη). Ο όρος “δακτυλίτιδα” που χρησιµοποιείται συχνά, περιλαµβάνει
όλη την οµάδα των καρδιοτονωτικών γλυκοσιδών. Στην κλινική πράξη
χρησιµοποιείται κυρίως η διγοξίνη γιατί έχει µικρότερο χρόνο ηµιζωής και ελέγχεται
καλύτερα. Στη νεφρική ανεπάρκεια προτιµάται η διγιτοξίνη.
∆ιγοξίνη
Φαρµακοκινητική
Απορροφάται από το πεπτικό κατά 75%. ∆ιέρχεται τον αιµατοπλακουντιακό
φραγµό και τον φραγµό αίµατος-µαζικού αδένα. Μεταβολίζεται στο ήπαρ,
2
απεκκρίνεται στην χολή από όπου επαναρροφάται (εντεροηπατικός κύκλος) και
απεκκρίνεται τελικά πολύ λίγο από τους νεφρούς. Έχει χρόνο ηµιζωής 36 ώρες.
Μηχανισµός δράσης
Οφείλει την θετική ινότροπο δράση της σε δύο µηχανισµούς:
Α. αναστέλλει την Νa+/Κ+ ΑΤP-άση, που ευρίσκεται στην µεµβράνη των
µυοκαρδιακών κυττάρων. Έτσι, περισσότερο Νa+ παραµένει µέσα στο κύτταρο
διαθέσιµο στην αντλία ανταλλαγής Na+/Ca++, γεγονός που προκαλεί αύξηση στο
ενδοκυττάριο Ca++.
Β. Κατά την διάρκεια του δυναµικού ενέργειας, η κίνηση των ιόντων Ca++ µέσα
στο κύτταρο προκαλεί αύξηση στο αργό ρεύµα εισόδου Ca++.
Θεραπευτικές χρήσεις
Συµφορητική καρδιακή ανεπάρκεια
Κολπική µαρµαρυγή
Κολπικός πτερυγισµός
Παροξυσµική κολπική ταχυκαρδία.
Αντενδείξεις
• Κοιλιακή µαρµαρυγή
• Κοιλιακή ταχυκαρδία,
• Κολποκοιλιακός αποκλεισµός,
• Νόσος Beri-Beri της καρδιάς
• Κολπική µαρµαρυγή όταν συνυπάρχει το σύνδροµο Wolff-Parkinson-White,
Υπερτροφική αποφρακτική καρδιοµυοπάθεια.
Ανεπιθύµητες ενέργειες
• Ναυτία, έµετος, ανορεξία
• Βραδυκαρδία
• Έκτακτες συστολές
Προσοχή! µπορεί να είναι πρόδροµα συµπτώµατα δηλητηρίασης από δακτυλίτιδα.
Σε βαρύτερη δηλητηρίαση: διαταραχές όρασης, διάρροια, αρρυθµίες, κοιλιακή
µαρµαρυγή, θάνατος.
Προφυλάξεις
Σε κύηση, γαλουχία, ηλικιωµένους, ασθενείς µε νεφρική ή ηπατική ανεπάρκεια,
υποκαλιαιµία, υπερασβεστιαιµία, υποµαγνησιαιµία, υπερ- ή υποθυρεοειδισµό,
βραδυκαρδία, πρόσφατο έµφραγµα µυοκαρδίου, κολποκοιλιακό αποκλεισµό.
Αλληλεπιδράσεις
1. Με φάρµακα που προκαλούν υποκαλιαιµία
∆ιουρητικά (θειαζιδικά, της αγκύλης)
3
Αντιαρρυθµικά (αµιωδαρόνη, β-αναστολείς)
Κορτικοστεροειδή
Καρβενοξολόνη
2. Με φάρµακα που κατακρατούν νάτριο
Κορτικοστεροειδή
NSAIDs
3. Με λίθιο αυξάνει τα επίπεδά του
4. Με κυκλοσπορίνη προκαλεί υπερκαλιαιµία
5. Με αντιχολινεργικά, ερυθροµυκίνη, τετρακυκλίνες, υδροχλωροκίνη,
βεραπαµίλη, νιφεδιπίνη, κινιδίνη µπορεί να προκύψει τοξικός δακτυλιδισµός.
6. Με β-αποκλειστές µειώνεται η ινότροπος δράση της δακτυλίτιδας στο
µυοκάρδιο και επιβραδύνεται περαιτέρω η αγωγιµότητα του φλεβόκοµβου.
• Καπτοπρίλη
• Εναλαπρίλη
Μηχανισµός δράσης
Μειώνουν την µετατροπή της αγγειοτενσίνης Ι σε αγγειοτενσίνη ΙΙ και
αναστέλλουν την διάσπαση της βραδυκινίνης, δηµιουργώντας ένα ευνοϊκό
αιµοδυναµικό περιβάλλον. Αυξάνουν την απόδοση της καρδιάς, µειώνοντας το
µεταφορτίo, τις περιφερικές αντιστάσεις, την πνευµονική αντίσταση και το προ-
φορτίο της καρδιάς.
Θεραπευτικές χρήσεις
Η προσθήκη ενός Α-ΜΕΑ στην θεραπεία µε διουρητικό και δακτυλίτιδα, αύξησε
το ποσοστό επιβίωσης µεταξύ ασθενών µε ήπια έως σοβαρή συµφορητική
4
καρδιακή ανεπάρκεια.
Μετά από έµφραγµα µυοκαρδίου, οι Α-ΜΕΑ µειώνουν την προοδευτική
µεγέθυνση του αριστερού κόλπου.
Ανεπιθύµητες ενέργειες
• Σοβαρός, επίµονος βήχας
• Υπόταση και νεφρική ανεπάρκεια, όταν συνδυάζονται µε διουρητικό.
• Υποκαλιαιµία και κοιλιακές αρρυθµίες όταν δίνονται σε συνδυασµό µε
διουρητικό ή διγοξίνη.
• Λευκοπενία
α-Α∆ΡΕΝΕΡΓΙΚΟΙ ΑΝΑΣΤΟΛΕΙΣ
Όταν χορηγούνται στην συµφορητική καρδιακή ανεπάρκεια, η αγγειοδιαστολή
που προκαλούν βελτιώνει την καρδιακή λειτουργία.
5
Β. ΑΝΤΙΑΡΡΥΘΜΙΚΑ
Εισαγωγή
Καρδιακές αρρυθµίες είναι ανωµαλίες στον ρυθµό, την κανονικότητα ή την θέση
προέλευσης µιας καρδιακής ώσης ή διαταραχή στη σύσπαση (impulse) ώστε η
φυσιολογική ακολουθία της ενεργοποίησης των κόλπων και των κοιλιών να
µεταβάλλεται.
Α. Αρρυθµίες µπορεί να προκληθούν από:
1. λανθασµένη έναρξη σύσπασης (impulse)
2. λανθασµένη σύσπαση (impulse)
3. συνδυασµό των ανωτέρω
Β. Η αλλαγή στην συστολή διαταράσσει την φυσιολογική σχέση µεταξύ της
διάρκειας της ανερέθιστης περιόδου και της ταχύτητας σύσπασης του µυοκαρδίου.
Μεταβολές στην φυσιολογική σχέση µεταξύ της ανερέθιστης περιόδου και της
ταχύτητας συστολής µπορεί να αποβούν κρίσιµες, εξαιτίας της ετερογένειας της
ηλεκτροφυσιολογίας και των µηχανικών ιδιοτήτων της καρδιάς.
Καρδιακή ηλεκτροφυσιολογία
B. Αυτοµατία
Στα κύτταρα του µυοκαρδίου, παρατηρείται επαναπόλωση κατά την φάση 4 έως ότου
προσεγγισθεί ο ουδός διέγερσης, οπότε ξεκινά η συστολή τους. Ανωµαλίες στον
καρδιακό ρυθµό εµφανίζονται από µεταβολές στην θέση της φυσιολογικής
αυτοµατίας και από την εµφάνιση έκτοπων θέσεων παραγωγής καρδιακών ώσεων.
6
επηρεάσουν τις ηλεκτροφυσιολογικές ιδιότητες της καρδιάς και εποµένως τον
καρδιακό ρυθµό. Μπορούν να διακόψουν έκτοπους ρυθµούς, αλλά και να
προκαλέσουν ή επιδεινώσουν προϋπάρχοντες ρυθµούς (προαρρυθµική δράση). Τα
αντιαρρυθµικά χορηγούνται για την αντιµετώπιση αρρυθµιών κοιλιακής ή
υπερκοιλιακής προέλευσης, αλλά και προληπτικά, υπό τον όρο ότι δεν υπάρχει
κίνδυνος προαρρυθµικής δράσης. Σε κοιλιακή ταχυκαρδία και µαρµαρυγή
ενδείκνυται η χορήγηση αντιαρρυθµικών φαρµάκων, επειδή ο κίνδυνος από τις
αρρυθµίες αυτού του τύπου είναι πολύ µεγαλύτερος από την πιθανότητα εµφάνισης
προαρρυθµικής δράσης. Η εµφάνιση όµως έκτοπων κοιλιακών παλµών µετά από
έµφραγµα µυοκαρδίου αποτελεί αντένδειξη για την χορήγηση αντιαρρυθµικών.
Εξαίρεση αποτελούν οι β-αποκλειστές και ενδεχοµένως η αµιωδαρόνη. Η χορήγηση
άλλων αντιαρρυθµικών συνδέθηκε µε αυξηµένη θνησιµότητα.
Κοινή αντένδειξη όλων των αντιαρρυθµικών φαρµάκων αποτελεί ο
κολποκοιλιακός και φλεβοκοµβοκολπικός αποκλεισµός, εφ’όσον δεν υπάρχει
τοποθετηµένος βηµατοδότης.
ΙΙ β-Αδρενεργικοί αναστολείς
IV Αναστολείς ασβεστίου
Βεραπαµίλη
V ∆ιάφορα
Αδενοσίνη, ατροπίνη, διγοξίνη
Αντιαρρυθµικά κατηγορίας Ι
Τα φάρµακα αυτής της κατηγορίας αναστέλλουν τους διαύλους Na+ κατά την φάση 0
του καρδιακού κύκλου στα κύτταρα των κοιλιών. Έτσι, τα φάρµακα αυτής της
κατηγορίας είναι αποτελεσµατικά στις κοιλιακές αρρυθµίες.
Κατηγορία ΙΑ
Κινιδίνη
Φαρµακολογικές ενέργειες
Από την καρδιά: Σε υψηλές συγκεντρώσεις, η κινιδίνη έχει άµεση επίδραση στο
µυοκάρδιο, ενώ σε χαµηλότερες δόσεις έχει έµµεση επίδραση λόγω της
αντιχολινεργικής της δράσης.
Μειώνει την ταχύτητα αγωγής και αυξάνει την ανερέθιστη περίοδο σε κόλπους
και κοιλίες. Μειώνει επίσης την αυτοµατία. Επειδή καταστέλλει την αγωγή στο
7
δεµάτιο του His και τις ίνες Purkinje, το QRS επιµηκύνεται. Χρειάζεται προσοχή
σε άτοµα µε διαταραχές της αγωγής, γιατί µπορεί να προκαλέσει κολποκοιλιακό
αποκλεισµό 3ου βαθµού.
Εξωκαρδιακή δράση: η κινιδίνη µειώνει τις περιφερικές αντιστάσεις
αναστέλλοντας τους α1-αδρενεργικούς υποδοχείς.
Θεραπευτικές χρήσεις
Υπερκοιλιακή ταχυκαρδία (αφού προηγηθεί θεραπεία µε διγοξίνη,
που προλαµβάνει την εµφάνιση κοιλιακής αρρυθµίας)
Κοιλιακές αρρυθµίες
Ελονοσία
Αντενδείξεις
• Βραδυκαρδία
• Κολποκοιλιακός αποκλεισµός 3ου βαθµού
• Συµφορητική καρδιακή ανεπάρκεια
• Υπερκαλιαιµία
• Υπόταση
Ανεπιθύµητες ενέργειες
• Κοιλιακές αρρυθµίες
• Καρδιακή ανεπάρκεια
• Κιγχονισµός (εµβοές ώτων, βαρηκοϊα, έµετος, διάρροια και σε σοβαρές
περιπτώσεις: πονοκέφαλος, διπλωπία, φωτοφοβία, σύγχυση, ψύχωση)
• Αιµατολογικές διαταραχές
• Γαστρεντερικές διαταραχές
• Υπόταση
• Σπάνια, συγκοπή οφειλόµενη σε πολύµορφη κοιλιακή αρρυθµία σε ασθενείς
µε παρατεταµένο QT.
Προφυλάξεις
Να γίνεται δοκιµαστική χορήγηση 200mg κινιδίνης για ανίχνευση αντίδρασης
υπερευαισθησίας
Αλληλεπιδράσεις
Η τοξικότητα της κινιδίνης αυξάνεται µε φάρµακα
1. που προκαλούν υποκαλιαιµία (π.χ. υποκαλιαιµικά διουρητικά)
2. που αυξάνουν το pH των ούρων (π.χ. ακεταζολαµίδη)
3. που αναστέλλουν τον µεταβολισµό της (π.χ. σιµετιδίνη)
4. που καταστέλλουν το µυοκάρδιο (συνέργεια µε βεραπαµίλη)
5. που επάγουν τον µεταβολισµό της (αντιεπιληπτικά, ριφαµπικίνη, νιφεδιπίνη).
Προσοχή!
Ο κίνδυνος κοιλιακής αρρυθµίας αυξάνεται, όταν η κινιδίνη συνδυάζεται µε
αµιωδαρόνη, τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά, αντιισταµινικά (αστεµιζόλη,
τερφεναδίνη), αλοφαντρίνη, µεφλοκίνη, φαινοθειαζίνες, σοταλόλη.
8
Αντιπηκτικών
Αντιχολινεργικών
∆ιγοξίνης (κίνδυνος τοξικού δακτυλιδισµού)
και µειώνει την δράση των χολινεργικών και της κωδεϊνης.
Φαρµακοκινητική
Απορροφάται καλά από το στόµα και µεταβολίζεται στο ήπαρ. Συνδέεται κατά 80-
90% µε πρωτεϊνες του πλάσµατος. Τ1/2: 6-8 ώρες.
Προκαϊναµίδη
Θεραπευτικές χρήσεις
Κοιλιακή αρρυθµία, ιδιαίτερα µετά από οξύ έµφραγµα του µυοκαρδίου
Κολπική ταχυκαρδία
Αντενδείξεις
• Μυασθένεια
• Ιστορικό υπερευαισθησίας
• Κολποκοιλιακός αποκλεισµός 3ου βαθµού
• Καρδιακή ανεπάρκεια
• Υπόταση
• Ερυθηµατώδης λύκος
Αλληλεπιδράσεις
Ενισχύει την υποτασική δράση των θειαζιδικών διουρητικών και των
αντιυπερτασικών.
Παρατηρείται συνέργεια µε αντιχολινεργικά.
Προσοχή σε
Βρογχικό άσθµα
Μυασθένεια
Νεφρική ανεπάρκεια
Φαρµακοκινητική
Μπορεί να χορηγηθεί από του στόµατος, ενδοφλέβια και ενδοµυικά. Σε κοιλιακές
αρρυθµίες απειλητικές για την ζωή, η προκαϊναµίδη χορηγείται µε αργή
ενδοφλέβια έγχυση. Όταν αποκατασταθεί ο καρδιακός ρυθµός, σταµατάει η
ενδοφλέβια έγχυση και συνεχίζεται η χορήγηση από του στόµατος.
Μετά από χορήγηση από το στόµα, απορροφάται ταχέως και η κορ στην
συγκέντρωση παρατηρείται σε µία ώρα. Όµως µετά από οξύ έµφραγµα του
µυοκαρδίου, η απορρόφηση της προκαϊναµίδης διαταράσσεται. Ο Τ1/2 είναι 3
ώρες. Μεταβολίζεται στο ήπαρ και αποβάλλεται από τους νεφρούς. Σε νεφρική
ανεπάρκεια µπορεί να προκληθεί τοξικότητα. Παρατηρείται µεταξύ των ατόµων
σηµαντική διαφορά στον ρυθµό µεταβολισµού και αποβολής του φαρµάκου. Το
50-60% αποβάλλεται αναλλοίωτο.
Ανεπιθύµητες ενέργειες
• Οξεία τοξικότητα από προκαϊναµίδη µπορεί να προκαλέσει κοιλιακή
9
αρρυθµία, κοιλιακή µαρµαρυγή και καρδιακή καταστολή.
• Ναυτία, εµετός και διάρροια παρατηρούνται µετά από του στόµατος
χορήγηση προκαϊναµίδης, όχι όµως τόσο συχνά όσο µετά χορήγηση κινιδίνης.
• ∆ιανοητική σύγχυση και ψύχωση έχουν αναφερθεί, λιγότερο όµως συχνά από
ότι µε την προκαϊνη και την λιδοκαϊνη.
• Αντιδράσεις υπερευαισθησίας εµφανίζονται πιο συχνά από ότι µε την
κινιδίνη.
• Θανατηφόρος ακοκκιοκυτταραιµία έχει επίσης παρατηρηθεί.
• Έχει εµφανισθεί σύνδροµο που µοιάζει µε ερυθηµατώδη λύκο και είναι
αναστρέψιµο µετά την διακοπή της θεραπείας µε προκαϊναµίδη.
• Υπόταση µπορεί να εµφανισθεί, ειδικά κατά την διάρκεια ενδοφλέβιας
έγχυσης.
• Μπορεί να εµφανισθεί επίσης γλαύκωµα και κατακράτηση ούρων
(αντιχολινεργική δράση).
∆ισοπυραµίδη
Φαρµακοκινητική
Απορροφάται καλά από του στόµατος (83%). Το 50% αποβάλλεται αναλλοίωτο
µε τα ούρα. Ο Τ1/2 είναι 5-7 ώρες. Σε ασθενείς µε νεφρική ανεπάρκεια είναι
µεγαλύτερος.
Θεραπευτικές χρήσεις
Χρησιµοποιείται σαν εναλλακτική θεραπεία στις κοιλιακές αρρυθµίες, όταν η
κινιδίνη και προκαϊναµίδη είναι αναποτελεσµατικές ή αντενδείκνυνται. Είναι
λιγότερο αποτελεσµατική στην υπερκοιλιακή ταχυκαρδία.
Ανεπιθύµητες ενέργειες
• Καρδιακή ασυστολία
• Υπόταση
• Αρνητική ινότροπη δράση, που µπορεί να έχει δυσάρεστες συνέπειες σε
ασθενείς µε προϋπάρχουσα κοιλιακή ανεπάρκεια.
• Αντιχολινεργικές ενέργειες (ξηρό στόµα, δυσκοιλιότητα, θολή όραση,
κατακράτηση ούρων)
• Υποκαλιαιµία
• Υπογλυκαιµία
• Αύξηση χοληστερόλης, τριγλυκεριδίων, κρεατινίνης, ουρίας, ηπατικών
ενζύµων.
Αλληλεπιδράσεις
Με υποκαλιαιµικά διουρητικά αυξάνεται ο κίνδυνος υποκαλιαιµίας. Με
ριφαµπικίνη ελαττώνονται τα επίπεδα δισοπυραµίδης στο πλάσµα, ενώ µε
ερυθροµυκίνη αυξάνονται.
Προσοχή
Σε περίπτωση καρδιακής ανεπάρκειας, κολπικής µαρµαρυγής ή πτερυγισµού να
προηγείται δακτυλιδισµός. Σε ευρύ QT να διακόπτεται η χορήγηση
δισοπυραµίδης. Σε κολποπκοιλιακό αποκλεισµό 2ου ή 3ου βαθµού επίσης να
10
διακόπτεται η χορήγησή της. Προσοχή απαιτείται επίσης σε κολποκοιλιακό
αποκλεισµό 1ου βαθµού, κύηση, γλαύκωµα, προστάτη, βαριά µυασθένεια, ηπατική
ή νεφρική ανεπάρκεια. Να µη χορηγείται σε ασθενείς µε γλαύκωµα και
κατακράτηση ούρων.
Κατηγορία ΙΒ
Περιλαµβάνει φάρµακα, τα οποία δεν προκαλούν σοβαρές ανεπιθύµητες ενέργειες.
Από αυτά, η λιδοκαϊνη, είναι το φάρµακο εκλογής σε παροξυσµό κοιλιακής
ταχυκαρδίας ή µαρµαρυγής, ισχαιµικής προέλευσης.
Λιδοκαϊνη
Φαρµακοκινητική
Η λιδοκαϊνη µεταβολίζεται τάχιστα από τα ηπατικά µικροσωµιακά ένζυµα.
Μείωση στην ηπατική αιµατική ροή ή λειτουργία µειώνει την κάθαρσή της στο
πλάσµα. Η βιοδιαθεσιµότητα της λιδοκαϊνης από το στόµα είναι πτωχή.
Συνήθως χορηγείται ενδοφλεβίως. Ο Τ1/2 είναι διφασικός. Ο αρχικός χρόνος
κατανοµής είναι 7-8 λεπτά και σε αυτόν οφείλεται ο βραχύς χρόνος δράσης της.
Συνήθως χορηγείται µε µεσοδιάστηµα 5-10 λεπτών. Ο τελικός Τ1/2 είναι 1-2
ώρες.
Θεραπευτικές χρήσεις
Κοιλιακές αρρυθµίες, ειδικά µετά από έµφραγµα µυοκαρδίου, εγχειρήσεις
ανοικτής καρδιάς και τοξικότητα από δακτυλίτιδα.
Αντενδείξεις
Αντενδείκνυται σε
• Όλους τους βαθµούςκολποκοιλιακού αποκλεισµού
• Σοβαρό φλεβοκολπικό αποκλεισµό
• Γνωστή αλλεργική αντίδραση στα τοπικά αναισθητικά (αµίδια)
• Υπερκοιλιακή ταχυκαρδία.
• Σύνδροµο Adams Stokes και Wolff Parkinson White
Ανεπιθύµητες ενέργειες
Είναι ατοξική.
• Σε µεγάλες όµως δόσεις µπορεί να εµφανισθεί πονοκέφαλος, ζάλη, σύγχυση,
ίλιγγος, διαταραχές οπτικές και της οµιλίας, εµβοές ώτων, βραδυκαρδία,
υπόταση.
• Σε υψηλότερα επίπεδα, έχει παρατηρηθεί ψύχωση και επιληψία, αναπνευστική
καταστολή και κυκλοφορική καταπληξία.
Προφυλάξεις σε
Ηπατική, καρδιακή και νεφρική ανεπάρκεια
Ηλεκτρολυτικές διαταραχές
Κύηση, παιδιά
Προσοχή ιδιαίτερα όταν συνυπάρχει βραδυκαρδία και κολποκοιλιακός
11
αποκλεισµός. Απαιτείται διόρθωση µε ατροπίνη ή ανάλογο φάρµακο.
Αλληλεπιδράσεις
Παρατηρείται
1. αναστολή µεταβολισµού και αύξηση των επιπέδων της λιδοκαϊνης µε
προπρανολόλη, µετοπρολόλη, σιµετιδίνη.
2. ανταγωνισµός της δράσης της από διουρητικά, λόγω υποκαλιαιµίας.
3. αύξηση της καταστολής στο µυοκάρδιο, όταν συνδυάζεται µε φαινυτοϊνη.
Τοκαϊνίδη
Είναι ανάλογο της λιδοκαϊνης και απορροφάται από το στόµα. Έχει χρόνο Τ1/2 14
ώρες.
Θεραπευτικές χρήσεις
Κοιλιακές αρρυθµίες απειλητικές για την ζωή, οι οποίες δεν απαντούν στην
λιδοκαϊνη ή άλλα αντιαρρυθµικά φάρµακα.
Ανεπιθύµητες ενέργειες
Ακοκκιοκυτταραιµία
Μεξιλετίνη
Θεραπευτικές χρήσεις
Κοιλιακές αρρυθµίες µετά από έµφραγµα µυοκαρδίου
Αντενδείξεις σε
• όλους τους βαθµούς κολποκοιλιακού αποκλεισµού
• σοβαρό φλεβοκολπικό αποκλεισµό
• γνωστή αλλεργική αντίδραση στα τοπικά αναισθητικά (αµίδια),
• υπερκοιλιακή ταχυκαρδία.
• σύνδροµο Adams Stokes και Wolff Parkinson White
Ανεπιθύµητες ενέργειες
• Βραδυκαρδία
• Υπόταση
• ∆υσαρθρία
• Νυσταγµός
• Τρόµος
• Ηπατίτιδα
• Γαστρεντερικές διαταραχές
• Αιµατολογικές διαταραχές
• Αλωπεκία
Φαινυτοϊνη
Φαρµακοκινητική
12
Απορροφάται από του στόµατος αργά. Αδρανοποιείται από τα ηπατικά
µικροσωµιακά ένζυµα µε σηµαντική διακύµανση στο επίπεδο µεταβολισµού
µεταξύ των διαφορετικών ατόµων. Τ1/2 17 ώρες.
Θεραπευτικές χρήσεις
Μοιάζει µε την λιδοκαϊνη και χρησιµοποιείται κυρίως σε κοιλιακές ή
υπερκοιλιακές αρρυθµίες, προερχόµενες από τοξικό δακτυλιδισµό ή έµφραγµα
µυοκαρδίου
Ανεπιθύµητες ενέργειες
• Από το ΚΝΣ (νυσταγµός, ίλιγγος, άµβλυνση της διανοητικής οξύτητας)
• Μεγάλες ενδοφλέβιες δόσεις µπορούν να προκαλέσουν αλλαγή στην
αιµοδυναµική λειτουργία και να οδηγήσουν σε µείωση του καρδιακού έργου,
σοβαρή υπόταση µε αποτέλεσµα τον θάνατο.
Κατηγορία ΙΓ
Φλεκαϊνίδη
Προπαφαινόνη
Θεραπευτικές χρήσεις
Κοιλιακές και υπερκοιλιακές αρρυθµίες, απειλητικές για την ζωή.
Αντενδείξεις σε
• µη ελεγχόµενη καρδιακή ανεπάρκεια
• καρδιογενή καταπληξία
• βραδυκαρδία
• διαταραχές αγωγιµότητας
• σύνδροµο βραδυκαρδίας-ταχυκαρδίας
• πνευµονοπάθεια
• ηλεκτρολυτικές διαταραχές
Ανεπιθύµητες ενέργειες
• Επιδείνωση καρδιακής ανεπάρκειας
• Πολύµορφη κοιλιακή ταχυκαρδία
• Κοιλιακή µαρµαρυγή
Κατηγορία ΙΙ
Σ’αυτή την κατηγορία ανήκουν ήπια αντιαρρυθµικά, όπως οι β-αδρενεργικοί
αναστολείς, οι οποίοι χρησιµοποιούνται σε υπερκοιλιακή ταχυκαρδία και σε
αρρυθµίες που εµφανίζονται συνήθως κατά την ισχαιµία του µυοκαρδίου ή
13
διέγερση του συµπαθητικού.
Εσµολόλη
Θεραπευτικές χρήσεις
Σε υπερκοιλιακή ταχυκαρδία (βραχεία διάρκεια δράσης)
Μετά την σταθεροποίηση του ρυθµού χορηγείται είτε προπρανολόλη είτε
βεραπαµίλη. Η διγοξίνη είναι επίσης µια καλή επιλογή.
Σε αντιυπερτασική αγωγή κατά την διάρκεια ισχαιµίας του µυοκαρδίου,
χορηγείται εσµολόλη σε συνδυασµό µε ένα αγγειοδιασταλτικό (π.χ.
νιτρογλυκερίνη ή νιτροπρωσσικό νάτριο)
Ανεπιθύµητες ενέργειες
• Βραδυκαρδία
• Ναυτία
Προπρανολόλη
Είναι ένας β1- και β2-αναστολέας. Η αντιαρρυθµική της δράση οφείλεται,
κατ’εξοχήν, στην δέσµευση των β1-αδρενεργικών υποδοχέων στο µυοκάρδιο, αλλά
και σε απ’ευθείας επίδρασή της στην κυτταρική µεµβράνη. Με την δέσµευση των β-
υποδοχέων και την µείωση των συµπαθητικών και ορµονικών επιδράσεων στον
κολποκοιλιακό κόµβο, καταστέλλει την διέγερσή του και προκαλεί βραδυκαρδία.
Καταστέλλεται επίσης η αυτοµατία στις ίνες Purkinje.
Κατηγορία ΙΙΙ
Αµιωδαρόνη
Φαρµακοκινητική
Απορροφάται καλά από το στόµα µε βιοδιαθεσιµότητα 50%. Κατανέµεται σε
όλους τους ιστούς, µεταβολίζεται στο ήπαρ και απεκκρίνεται στην χολή. Ο Τ1/2
είναι 28-45 ηµέρες και η δράση της διαρκεί για εβδοµάδες µετά την διακοπή της
χορήγησής της.
Θεραπευτικές χρήσεις
Σε ανθεκτικές περιπτώσεις Wolff-Parkinson-White, όπου παρατηρούνται
επαναλαµβανόµενες υπερκοιλιακές αρρυθµίες, απειλητικές για την ζωή.
14
Σε κολπική µαρµαρυγή και πτερυγισµό
Σε κοιλιακή µαρµαρυγή, µετά από τρεις ανεπιτυχείς προσπάθειες αποκατάστασης
µε απινιδωτή, η αµιωδαρόνη προτιµάται της λιδοκαϊνης.
Αντενδείξεις
• Σύνδροµο νοσούντος φλεβοκόµβου
• κολποκοιλιακός αποκλεισµός 2ου και 3ου βαθµού
• βραδυκαρδία
• παιδιά
Ανεπιθύµητες ενέργειες
Ελαφρές:
Βραδυκαρδία, κεφαλαλγία, αρθραλγίες, γαστρεντερικές διαταραχές, τρόµος,
ίλιγγος, εφιάλτες, φωτοευαισθησία, εξανθήµατα, κυανή χρώση δέρµατος
Μέσης βαρύτητας:
Υπερθυρεοϊδισµός, υποθυρεοϊδισµός, νεφροπάθεια, ηπατικές ανωµαλίες,
Βαριές(σπάνιες):
∆ιάµεση πνευµονίτιδα.
Η χορήγηση αµιωδαρόνης στην εγκυµοσύνη µπορεί να προκαλέσει θανατηφόρο
υποθυρεοϊδισµό στο έµβρυο ή νεογνό.
Προφυλάξεις
Να γίνεται περιοδική κλινική εξέταση και ακτινογραφία πνευµόνων.
Προσοχή στην κύηση, σε ηπατική, καρδιακή, νεφρική ανεπάρκεια, σε διαταραχές
της θυρεοϊδικής λειτουργίας καθώς και σε ηλεκτρολυτικές διαταραχές.
Αλληλεπιδράσεις
Η αµιωδαρόνη αυξάνει την δράση
1. της διγοξίνης
2. των αντιπηκτικών που χορηγούνται per os
3. της κινιδίνης
4. της προκαϊναµίδης
5. της φαινυτοϊνης.
Σοταλόλη
β-Αναστολέας
Θεραπευτικές χρήσεις
Χρησιµοποιείται κυρίως ως αντιαρρυθµικό, γιατί επιµηκύνει το διάστηµα QT.
Επίσης, χρησιµοποιείται για την πρόληψη εµφάνισης νέου εµφράγµατος.
Ανεπιθύµητες ενέργειες
• Είναι καλύτερα ανεκτή από τους αποκλειστές ασβεστίου.
• Έχει προαρρυθµική δράση, που περιλαµβάνει και ‘torsade de pointes’, δηλαδή
διαπλάτυνση του συµπλέγµατος QRS µε πολλαπλές αιχµές.
15
Η αµιωδαρόνη κατά κύριο λόγο αλλά και η σοταλόλη, θεωρούνται τα πλέον
αποτελεσµατικά φάρµακα στην αντιµετώπιση των κακοήθων κοιλιακών αρρυθµιών.
Φαρµακοκινητική
Η ιβουτιλίδη χορηγείται µε ενδοφλέβια έγχυση, ενώ η δοφετιλίδη απορροφάται
καλά από το στόµα. Κατανέµονται ταχύτατα. Μεταβολίζονται στο ήπαρ.
Θεραπευτικές χρήσεις
Χορηγούνται για άµεσο τερµατισµό του κολπικού πτερυγισµού και της κολπικής
µαρµαρυγής.
Προσοχή
Μπορεί να προκαλέσουν πολύµορφη κοιλιακή αρρυθµία, η οποία είναι
δοσοεξαρτώµενη.
Αντενδείκνυται η ταυτόχρονη χορήγηση φαρµάκων, τα οποία αυξάνουν τα
επίπεδα της δοφετιλίδης στο αίµα, όπως η σιµετιδίνη, κετοκοναζόλη,
τριµεθοπρίµη-σουλφαµεθοξαζόλη και βεραπαµίλη.
Κατηγορία IV
Στην κατηγορία αυτή ανήκουν οι αποκλειστές διαύλων Ca++ και κυρίως η
βεραπαµίλη και λιγότερο η διλτιαζέµη, που είναι αποτελεσµατικοί σε υπερκοιλιακές
αρρυθµίες. Η αντιαρρυθµική τους δράση στηρίζεται στην επιβράδυνση της αγωγής
στον φλεβόκοµβο και τον κολποκοιλιακό κόµβο.
Βεραπαµίλη
Θεραπευτικές χρήσεις
Υπέρταση
Σταθερή στηθάγχη
Υπερκοιλιακές αρρυθµίες µε στενό QRS
Υπεκοιλιακή ταχυκαρδία και σύνδροµο Wolff-Parkinson-White
Πτερυγισµός των κόλπων (σε συνδυασµό µε διγοξίνη)
Αντενδείξεις
• Υπόταση
• Σύνδροµο νοσούντος φλεβοκόµβου
• Κολποκοιλιακός αποκλεισµός 2ου και 3ου βαθµού
• Βραδυκαρδία
• Καρδιακή ανεπάρκεια
• Πτερυγισµός
• Κολπική µαρµαρυγή από WPW
Ανεπιθύµητες ενέργειες
• ∆υσκοιλιότητα, ναυτία, έµετοι
16
• Υπόταση, βραδυκαρδία, ασυστολία κυρίως µετά από ενδοφλέβια χορήγηση
• Συµφορητική καρδιακή ανεπάρκεια
• Κολποκοιλιακός αποκλεισµός 2ου και 3ου βαθµού
• Πνευµονικό οίδηµα
• Κεφαλαλγία, ζάλη
• Ηπατίτιδα
• Γυναικοµαστία
• Υπερπλασία ούλων
• Αλλεργικές αντιδράσεις
Αλληλεπιδράσεις
Η βεραπαµίλη µπορεί να αυξήσει την δράση της διγοξίνης, θεοφυλλίνης,
καρβαµαζεπίνης, των µη εκπολωτικών µυοχαλαρωτικών, του λιθίου και της
φαιντανύλης. Τα βαρβιτουρικά, η ριφαµπικίνη, τα άλατα ασβεστίου και η βιταµίνη
D, µειώνουν τα επίπεδα της βεραπαµίλης.
Προσοχή
Στην κύηση
Σε ασθενείς που λαµβάνουν β-αποκλειστές. Να διακόπτεται η χορήγησή τους
τουλάχιστον 8ώρες πριν την χορήγηση βεραπαµίλης.
Στο WPW, αν συνυπάρχει κολπική µαρµαρυγή, υπάρχει κίνδυνος κοιλιακής
ταχυκαρδίας.
Αδενοσίνη
Μηχανισµός δράσης:
Μειώνει την ταχύτητα αγωγής στον κολποκοιλιακό κόµβο.
Θεραπευτικές χρήσεις
1. Για την ταχεία επάνοδο σε φλεβοκοµβικό ρυθµό σε περιπτώσεις παροξυσµικών
υπερκοιλιακών αρρυθµιών (και Wolff-Parkinson-White). Σε ποσοστό
µεγαλύτερο του 0% επανέρχεται ο ρυθµός.
2. Για την διαφορική διάγνωση σύµπλοκων υπερκοιλιακών ταχυκαρδιών.
3. Για την ανακούφιση δερµατίτιδας εκ στάσεως από κιρσούς.
Αντενδείξεις
• Σύνδροµο νοσούντος φλεβοκόµβου (εκτός και αν υπάρχει βηµατοδότης)
• Κολποκοιλιακός αποκλεισµός 2ου και 3ου βαθµού
• Βρογχικό άσθµα
• Υπόταση (<100mm Hg)
• Αναποτελεσµατική σε κολπικό πτερυγισµό, κολπική µαρµαρυγή, κοιλιακές
αρρυθµίες
Ανεπιθύµητες ενέργειες
• Πόνοι στον θώρακα και αίσθηµα παλµών
• Σοβαρή βραδυκαρδία
17
• Παροδική κολπική µαρµαρυγή
• Βρογχόσπασµος, βρογχικό άσθµα
• Ναυτία, πονοκέφαλος, παροδικό ερύθηµα προσώπου
Πίνακας
ΥΠΕΡΚΟΙΛΙΑΚΕΣ
ΑΡΡΥΘΜΙΕΣ
Έκτακτες συστολές Ουδέν. Αγχολυτικό ή αν επιµένουν δίνουµε β-αναστολέα
Παροξυσµική ταχυκαρδία
Οξεία Χειρισµοί διέγερσης συµπαθητικού (Valsava, πίεση καρωτιδικού κόλπου)
Βεραπαµίλη, αδενοσίνη, εσµολόλη. Εναλλακτικά διγοξίνη, προκαϊναµίδη,
καρδιοµετατροπή
Χρόνια: ∆ιγοξίνη, κινιδίνη, βεραπαµίλη, β-αναστολέας. Εναλλακτικά προκαϊναµίδη,
δισοπυραµίδη, βηµατοδότης, διακοπή δεµατίου His µε διάφορους τρόπους.
Κοιλιακή µαρµαρυγή οξεία Θεραπεία δύσκολη. Aπινιδισµός, και µετά από 3 ανεπιτυχείς προσπάθειες
Αµιωδαρόνη
χρόνια Εµφύτευση απινιδωτή, β-αναστολείς, αµιωδαρόνη ή αφαίρεση
αρρυθµιογόνου εστίας.
Προσοχή!
Η αδενοσίνη µπορεί να προκαλέσει σύσπαση των βρόγχων σε ασθµατικούς
ασθενείς.
Αλληλεπιδράσεις
18
Η θεοφυλλίνη και καφφεϊνη ανταγωνίζονται την δράση της.
Ατροπίνη θειϊκή
Είναι χρήσιµη σε έντονη βραδυκαρδία µετά από έµφραγµα µυοκαρδίου (σφυγµός
<40).
∆ιγοξίνη
Είναι χρήσιµη σε υπερκοιλιακή αρρυθµία. ∆ρα µέσω διέγερσης του
πνευµονογαστρικού.
Γ. ΑΝΤΙΣΤΗΘΑΓΧΙΚΑ
Η ισχαιµική καρδιακή νόσος είναι από τις συχνότερες αιτίες θανάτου.
Σε περίπτωση αυξηµένων αναγκών του µυοκαρδίου σε οξυγόνο (άσκηση, υπέρταση
κ.ά.) ή µειωµένης παροχής οξυγόνου (σπασµός στεφανιαίων ή απόφραξή τους) η
ισχαιµία εκδηλώνεται µε οπισθοστερνικό πόνο. Μερικές φορές όµως, η ισχαιµία του
µυοκαρδίου είναι σιωπηλή.
Παράγοντες κινδύνου είναι η ηλικία, το κάπνισµα, το φύλλο, η
αθηροσκλήρωση, η υπέρταση και ο διαβήτης.
Κλινικές µελέτες έδειξαν, ότι η αντιστηθαγχική αγωγή µε ατενολόλη ή β-
αδρενεργικούς αναστολείς µείωσε ή και πρόλαβε δυσµενείς εξελίξεις σε περιπτώσεις
ασθενών µε σιωπηλή ισχαιµία του µυοκαρδίου.
Τα αντιστηθαγχικά φάρµακα χρησιµοποιούνται για την πρόληψη ή
ανακούφιση των στηθαγχικών κρίσεων. ∆εν επηρεάζουν όµως της πορεία της νόσου.
Κατηγορία Ι Νιτρικά
Τα ποικίλα νιτρώδη άλατα έχουν κοινές επιθυµητές και ανεπιθύµητες ενέργειες. Η
διαφορά τους έγκειται κυρίως στην ταχύτητα και την διάρκεια δράσης τους, την οδό
χορήγησης και την φαρµακοτεχνική µορφή.
Εκτός από την στηθάγχη, τα νιτρώδη µε ταχεία δράση χρησιµοποιούνται και
στην οξεία αριστερή καρδιακή ανεπάρκεια, γιατί µειώνουν τις περιφερικές
αντιστάσεις (µεταφορτίο) και την φλεβική επιστροφή (προφορτίο).
Νιτρογλυκερίνη
Μηχανισµός δράσης
1. ∆ρα ενδοκυττάρια απελευθερώνοντας νιτροζοθειόλη, η οποία ενεργοποιεί την
γλουταµυλική κυκλάση, γεγονός που έχει σαν συνέπεια την αύξηση της
σύνθεσης το cGMP. Στην συνέχεια διεγείρονται οι δίαυλοι Κ+ και εισέρχεται Κ+
ενδοκυττάρια. Εξέρχεται Na+ µε συνέπεια να µειώνεται η είσοδος Ca++ στο
κύτταρο. Με αυτό τον τρόπο προκαλείται γενική χάλαση των λείων µυικών
19
ινών των αγγείων, µε αποτέλεσµα την αγγειοδιαστολή αρτηριών και φλεβών
και µείωση της αρτηριακής πίεσης.
2. Μειώνει τις ανάγκες του µυοκαρδίου σε οξυγόνο.
3. Λόγω της εντονότερης διαστολής των φλεβών, µειώνει την επιστροφή του
αίµατος στην καρδιά και τον όγκο της αριστερής κοιλίας και έτσι την τάση του
καρδιακού τοιχώµατος και εν κατακλείδι, το καρδιακό έργο.
Φαρµακοκινητική
Απορροφάται από το στόµα, υπογλώσσια και από το δέρµα.
Όταν χορηγείται per os, υφίσταται εκτεταµένο µεταβολισµό στο ήπαρ. Με την
υπογλώσσια χορήγηση αποφεύγεται η διέλευσή της από το ήπαρ και η διάσπασή
της εκεί, µε συνέπεια την µεγαλύτερη αποτελεσµατικότητά της. Έχει Τ1/2 3min.
Τρόποι χορήγησης
Η νιτρογλυκερίνη χορηγείται συνήθως υπογλώσσια. Για µακροχρόνια δράση όµως
µπορεί να χορηγηθεί είτε από του στόµατος είτε τοπικά µέσω αλοιφής ή
αυτοκόλλητου, εµποτισµένου µε νιτρογλυκερίνη.
Μπορεί επίσης να χορηγηθεί ενδοφλεβίως σε σοβαρά ισχαιµικά επεισόδια.
Θεραπευτικές χρήσεις
Οξεία στηθάγχη (στηθαγχικές κρίσεις)
Προφύλαξη από στηθαγχική κρίση
Έλεγχος αρτηριακής πίεσης περιεγχειρητικά
Καρδιακή ανεπάρκεια µετά από έµφραγµα µυοκαρδίου
Σύνδροµο Raynaud
Προσοχή
Η υποχώρηση του πόνου δεν σηµαίνει απαραίτητα και υποχώρηση της ισχαιµίας.
Μπορεί να έχει µετατραπεί σε σιωπηλή στηθάγχη.
Αντενδείξεις
• Έντονη αναιµία
• Γλαύκωµα κλειστής γωνίας
• Τραύµα κεφαλής ή εγκεφαλική αιµορραγία
• Στηθάγχη οφειλόµενη σε αορτική στένωση
• Υπερευαισθησία στο φάρµακο
Ανεπιθύµητες ενέργειες
• Κεφαλαλγία, εξάψεις, ζάλη
• Υπόταση, ταχυκαρδία
• Αλλεργικές αντιδράσεις
• Γαστρεντερικές διαταραχές
• Μεθαιµοσφαιριναιµία
Προφυλάξεις σε
1. Υπόταση
2. Κύηση
3. Ασθενείς µε στένωση καρωτίδας, ή αρτηριοσκλήρυνση εγκεφαλικών αγγείων
4. Αορτική στένωση γιατί η νιτρογλυκερίνη µπορεί να προκαλέσει περιφερική
20
αγγειοδιαστολή, που µπορεί να οδηγήσει σε υπόταση και συγκοπή.
Αλληλεπιδράσεις
Με άλλα αγγειοδιασταλτικά και οινόπνευµα επιτείνεται το αγγειοδιασταλτικό
αποτέλεσµα της νιτρογλυκερίνης και οι συνέπειές του.
Η δυσοπυραµίδη, τα τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά και τα αντιµουσκαρινικά
φάρµακα που προκαλούν ξηροστοµία, µειώνουν την απορρόφηση της
νιτρογλυκερίνης.
Απαγορεύεται η σύγχρονη χορήγηση νιτρωδών και σιλδεναφίλης (Viagra),
γιατί µπορεί να προκύψει οξεία πτώση της αρτηριακής πίεσης και καρδιακή
ανακοπή.
Η νιτρογλυκερίνη µειώνει την αντιπηκτική δράση της ηπαρίνης.
∆ινιτρικός ισοσορβίτης
Χορηγείται υπογλώσσια, από το στόµα, i.v.
Ενδείξεις όπως νιτρογλυκερίνης.
Μονονιτρικός ισοσορβίτης
Η χορήγηση γίνεται µε δισκία, βραδείας απελευθέρωσης δισκία και κάψουλες.
Ενδείξεις: χορηγείται µόνο προφυλακτικά.
Ανταγωνίζονται την δράση της αδρεναλίνης και νοραδρεναλίνης καθώς και άλλων
ουσιών µε αδρενεργική δράση.
Λαβεταλόλη
(β1,β2 και α1-αδρενεργικός αναστολέας)
Προπρανολόλη
(µη εκλεκτικός β-αναστολέας)
21
Ατενολόλη, βεταξολόλη, εσµολόλη, µετοπρολόλη
Είναι καρδιοεκλεκτικοί β1-αδρενεργικοί αναστολείς. ∆ρουν όµως και στους β2-
αδρενεργικούς υποδοχείς (πολύ λιγότερο).
Φαρµακοκινητική
Ο χρόνος ηµιζωής κυµαίνεται µεταξύ 3 και 15 ωρών.
Τον µεγαλύτερο χρόνο ηµιζωής εµφανίζει η σοταλόλη (14 ώρες), η ναδολόλη (15-
24 ώρες) και η βηταξολόλη (20 ώρες).
Τον µικρότερο χρόνο ηµιζωής εµφανίζουν η ακεβουτολόλη, η λαβηταλόλη, η
µετοπρολόλη και η οξπρενολόλη (3 ώρες).
Θεραπευτικές χρήσεις
Υπέρταση
Στηθάγχη
Καρδιακές αρρυθµίες
Έµφραγµα µυοκαρδίου
Θυρεοτοξίκωση
Προφύλαξη από ηµικρανία
Ηρεµιστική δράση (σε αντίδραση πανικού)
Πυλαία υπέρταση
Φαιοχρωµοκύττωµα (σε συνδυασµό µε α-αναστολέα)
Τοπικά σε γλαύκωµα
Σε χρόνια σταθερή αριστερή καρδιακή ανεπάρκεια ήπιας έως µέτριας βαρύτητας,
ανθεκτική σε διουρητικά και ACE αναστολείς.
Αντενδείξεις
• Πρόσφατη αριστερή καρδιακή ανεπάρκεια
• Ιστορικό σοβαρών ασθµατικών κρίσεων
• Κολποκοιλιακός αποκλεισµός 2ου και 3ου βαθµού
Ανεπιθύµητες ενέργειες
Συνήθως είναι ήπιες.
Σε ορισµένες όµως περιπτώσεις παρατηρείται
• έντονη βραδυκαρδία
• βρογχόσπασµος
22
• κράµπες
• µειωµένη σεξουαλική επιθυµία και ικανότητα
• κόπωση
• υπόταση
• καρδιακή ανεπάρκεια
• γαστρεντερικές διαταραχές
• νευροψυχιατρικές διαταραχές
• διαταραχές στα επίπεδα της γλυκόζης του πλάσµατος
• µείωση στην νεφρική ροή
Προφυλάξεις
Προσοχή σε
• πρόσφατη καρδιακή ανεπάρκεια
• σύνδροµο WPW
• τελευταία στάδια κύησης, γαλουχία
• διαβήτη (να χρησιµοποιείται καρδιοεκλεκτικός β1-αναστολέας)
• περιφερική αγγειακή νόσο
• φαιοχρωµοκύττωµα (να χορηγείται συγχρόνως και α-αναστολέας)
• ηπατική ή νεφρική νόσο
• µυασθένεια Gravis
• οι β-αναστολείς αυξάνουν τα λιπίδια του πλάσµατος
Προσοχή
Η διακοπή του φαρµάκου να γίνεται σταδιακά σε όλους τους ασθενείς που
ευρίσκονται υπό αγωγή µε β-αναστολείς, και ειδικά σε εκείνους που έχουν
στεφανιαία ανεπάρκεια ή θυρεοτοξίκωση.
Αλληλεπιδράσεις
Με συµπαθητικοµιµητικές αµίνες και αµφεταµίνες κίνδυνος σοβαρής
υπέρτασης
Με κοκαϊνη κίνδυνος κοιλιακής αρρυθµίας
Με ρεζερπίνη υπόταση και βραδυκαρδία
Με αναστολείς ΜΑΟ να µη συνδυάζονται
Με δακτυλίτιδα µείωση της ινοτρόπου δράση της δακτυλίτιδας στο
µυοκάρδιο και καθυστέρηση της αγωγιµότητας στον φλεβόκοµβο
Με βεραπαµίλη αυξηµένη καταστολή µυοκαρδίου, επιβράδυνση
αγωγιµότητας
Με νιφεδιπίνη υπόταση, βραδυκαρδία
Με NSAIDs µείωση της αντιυπερτασικής δράσης
Με φάρµακα που επάγουν ηπατικά µικροσωµιακά ένζυµα (φαινοβαρβιτάλη,
ριφαµπικίνη κλπ) µειώνονται τα επίπεδά τους στο πλάσµα και συνεπώς η
δράση τους
Οι β-αναστολείς ενισχύουν την δράση της φαινοβαρβιτάλης και των
νευροµυικών αναστολέων και αναστέλλουν τον µεταβολισµό της θεοφυλλίνης, της
χλωροπροµαζίνης και της λιδοκαϊνης.
23
• Νιφεδιπίνη, νικαρδιπίνη, αµλοδιπίνη (διυδροπυριδίνες)
• Βεραπαµίλη
• ∆ιλτιαζέµη
Φαρµακοκινητική
Απορροφώνται πλήρως και τάχιστα από το στόµα, εκτός από την αµλοδιπίνη που
απορροφάται αργά.
Ο χρόνος στον οποίο παρατηρούνται υψηλά επίπεδα συγκέντρωσης στο πλάσµα:
1. Νιφεδιπίνη (30 min)
2. ∆ιλτιαζέµη (1 ώρα)
3. Βεραπαµίλη (1-2 ώρες)
4. Νικαρδιπίνη ( 8-9 ώρες)
5. Αµλοδιπίνη (6-12 ώρες)
Οδός χορήγησης:
Από του στόµατος. Σε επείγουσες καταστάσεις, η βεραπαµίλη µπορεί να
χορηγηθεί και ενδοφλεβίως.
Φαρµακολογικές ενέργειες
Καρδιαγγειακές επιδράσεις:
Με την µείωση της εισόδου των ιόντων Ca++ στα µυοκαρδιακά κύτταρα και τα
κύτταρα των λείων µυικών ινών των αγγείων, οι αναστολείς των διαύλων
ασβεστίου επηρεάζουν το καρδιαγγειακό σύστηµα.
Η βεραπαµίλη και η διλτιαζέµη µπορούν να καταστείλουν την συσταλτότητα και
αγωγιµότητα του µυοκαρδίου περισσότερο από ότι οι διυδροπυριδίνες.
Από την άλλη πλευρά, οι διυδροπυριδίνες είναι ισχυρότερες αγγειοδιασταλτικές
ουσίες από ότι η βεραπαµίλη και η διλτιαζέµη.
Θεραπευτικές χρήσεις
Στηθάγχη: Οι αποκλειστές των διαύλων ασβεστίου είναι αποτελεσµατικοί στην
θεραπεία της στηθάγχης, τόσο της Prinzmetal όσο και της κλασσικής. Ειδικά στην
περίπτωση της στηθάγχης Prinzmetal η νιφεδιπίνη φαίνεται να είναι πιο
αποτελεσµατική.
Υπέρταση: η βεραπαµίλη, η διλτιαζέµη, η νικαρδιπίνη και η αµλοδιπίνη είναι
αποτελεσµατικά αντιυπερτασικά φάρµακα.
Αρρυθµίες: η βεραπαµίλη χρησιµοποιείται για την αντιµετώπιση ορισµένων
αρρυθµιών.
Ηµικρανίες: οι αποκλειστές διαύλων ασβεστίου χρησιµοποιούνται προφυλακτικά
Προσοχή:
Η ισχαιµία του µυοκαρδίου επιδεινώνεται µετά από χρήση µεγάλων δόσεων των
κάτωθι αποκλειστών διαύλων Ca++:
Αµλοδιπίνη
Φελοδιπίνη
Νικαρδιπίνη
24
Νιτρενδιπίνη
Νιµοδιπίνη
Νιφεδιπίνη
Νιφεδιπίνη
Θεραπευτικές χρήσεις
Υπέρταση
Προφύλαξη και αγωγή στηθάγχης, κυρίως της Prinzmetal.
Αντενδείξεις
• Υπόταση
• Κύηση, γαλουχία
• Υπερευαισθησία στο φάρµακο
• Σοβαρή στένωση αορτικής βαλβίδας
• Καρδιογενής καταπληξία
• Πορφυρία
Ανεπιθύµητες ενέργειες
• Αντανακλαστική ταχυκαρδία
• Κεφαλαλγία, ζάλη
• Εύκολη κόπωση, αδυναµία
• Οίδηµα κάτω άκρων
• Ερύθηµα και αίσθηµα θερµότητας προσώπου
• Πόνος στα µάτια
• Υπερπλασία ούλων
• Συχνουρία
Σπανιότερα: ναυτία, εµβοές, ορθοστατική υπόταση, αρθραλγίες, τρόµος,
εξανθήµατα, πυρετός
Αλληλεπιδράσεις
1. Εµφανίζεται έντονη αρνητική ινότροπη δράση, όταν συνδυάζεται η νιφεδιπίνη
µε β-αποκλειστές και άλλα κατασταλτικά του µυοκαρδίου.
2. Η σιµετιδίνη και ρανιτιδίνη αυξάνουν την δράση της νιφεδιπίνης, γιατί
αναστέλλουν τον µεταβολισµό της µε αποτέλεσµα να αυξάνονται τα επίπεδά
της στο πλάσµα.
3. Η ερυθροµυκίνη και ο χυµός γκρέϋπ φρουτ, επίσης, αναστέλλουν τον
25
µεταβολισµό της νιφεδιπίνης.
4. Η νιφεδιπίνη αυξάνει την δράση της διγοξίνης
5. Απαιτείται µεγάλη προσοχή, όταν συνδυάζεται µε νιτρώδη. Μπορεί να
προκληθεί απότοµη, µεγάλη πτώση της αρτηριακής πίεσης µε κίνδυνο
καρδιακής ανακοπής.
Γ. ΑΝΤΙΥΠΕΡΤΑΣΙΚΑ
Εισαγωγή
Το αίτιο της υπέρτασης είναι συνήθως άγνωστο και γι αυτό η φαρµακευτική
αγωγή είναι εµπειρική και συχνά µη εξειδικευµένη. Η ανεπαρκής αντιµετώπιση
της υπέρτασης µπορεί να έχει σαν αποτέλεσµα πολύ σοβαρές επιπλοκές, όπως:
-συµφορητική καρδιακή ανεπάρκεια
-υπερτροφία της αριστερής κοιλίας
-ισχαιµικά επεισόδια
-ανεύρυσµα αορτής
-νεφρική ανεπάρκεια
-εγκεφαλικά επεισόδια.
Πίνακας
*Η καλύτερη για καρδιαγγειακούς ασθενείς, αλλά όχι πολύ χαµηλή (<100mm Hg)
(NIH PUBLICATION NO 98-4080, USA, NOVEMBER 1997)
26
Η µη φαρµακολογική προσέγγιση περιλαµβάνει:
1. Μείωση αλατιού (NaCl) στην διατροφή
2. Ήπια άσκηση
3. ∆ιακοπή καπνίσµατος
4. Περιορισµό κατανάλωσης αλκοολούχων ποτών
5. Μείωση βάρους στους υπέρβαρους ασθενείς
6. Τεχνικές χαλάρωσης για περιορισµό του stress
∆ΙΟΥΡΗΤΙΚΑ
Θειαζιδικά
Υδροχλωροθειαζίδη, χλωροθαλιδόνη
Αγκύλης
Φουροσεµίδη, βουµεταµίδη, αιθακρινικό οξύ
Καλιοσυντηρητικά
Σπειρονολακτόνη, τριαµτερένη, αµιλορίδη
β-Α∆ΡΕΝΕΡΓΙΚΟΙ ΑΝΑΣΤΟΛΕΙΣ
Μη εκλεκτικοί
Προπρανολόλη, τιµολόλη, ναδολόλη, *πινδολόλη
Καρδιοεκλεκτικοί
Μετοπρολόλη, *ακεβουτολόλη, ατενολόλη
ΑΛΛΑ
Βεραπαµίλη, διλτιαζέµη
27
ΑΓΓΕΙΟ∆ΙΑΣΤΑΛΤΙΚΑ
Υδραλαζίνη, διαζοξίδη, µινοξιδίλη
Νιτροπρωσσικό νάτριο
Πραζοσίνη
Κλονιδίνη, µεθυλντόπα,
Ρεζερπίνη, γουανεθιδίνη
*Έχουν και ενδογενή συµπαθοµιµητική δράση και µειώνουν την αρτηριακή πίεση,
χωρίς να µειώνουν το καρδιακό έργο και τον ρυθµό.
∆ΙΟΥΡΗΤΙΚΑ
Είναι πολύ αποτελεσµατικά αντιυπερτασικά φάρµακα είτε χορηγούνται µόνα τους
ή σε συνδυασµό µε άλλα φάρµακα των οποίων ενισχύουν το αντιυπερτασικό
αποτέλεσµα.
Θειαζιδικά διουρητικά
Είναι τα πλέον συχνά χορηγούµενα διουρητικά. Στην νεφρική ανεπάρκεια όµως,
δεν είναι αποτελεσµατικά σαν αντιυπερτασικά εκτός από την µετολαζόνη και την
ινδαπαµίδη.
Μηχανισµός δράσης
Μειώνουν την επαναρρόφηση του Na+ από τα άπω εσπειραµένα σωληνάρια και σε
µακροχρόνια χορήγηση προκαλούν µείωση στις περιφερικές αντιστάσεις.
Καλιοσυντηρητικά διουρητικά
Έχουν ήπιο διουρητικό και αντιυπερτασικό αποτέλεσµα και είναι χρήσιµα σε
συνδυασµό µε ένα θειαζιδικό διουρητικό, γιατί ενισχύουν την αντιυπερτασική τους
δράση και µειώνουν τον κίνδυνο υποκαλιαιµίας. Η σπειρονολακτόνη είναι
χρήσιµη για την αντιυπερτασική αγωγή ασθενών µε υπέρταση, που οφείλεται σε
αυξηµένη έκκριση αλατοκορτικοειδών.
β-Α∆ΡΕΝΕΡΓΙΚΟΙ ΑΝΑΣΤΟΛΕΙΣ
28
Είναι πολύ σηµαντικοί σαν αντιυπερτασικά φάρµακα. Είναι αποτελεσµατικοί είτε
σε µονοθεραπεία ή σε συνδυασµένη αντιυπερτασική αγωγή, κυρίως σε νέους,
λευκούς άνδρες. Αντίθετα, σε µαύρους και ηλικιωµένους ασθενείς είναι λιγότερο
αποτελεσµατικοί από τα θειαζιδικά διουρητικά
Ο µηχανισµός δράσης τους ως αντιυπερτασικών δεν είναι απολύτως γνωστός,
όµως ορισµένες ενέργειές τους φαίνεται να παίζουν ρόλο:
1. µειώνουν το καρδιακό έργο
2. αναστέλλουν την έκκριση ρενίνης από τους νεφρούς
Ανεπιθύµητες ενέργειες
• Οι β-αποκλειστές µπορεί να επιδεινώσουν το άσθµα και την χρόνια
αποφρακτική πνευµονοπάθεια, γιατί µπορεί να προκαλέσουν βρογχόσπασµο.
• Μπορεί να επιδεινώσουν την καρδιακή ανεπάρκεια
• Μπορεί να προκαλέσουν µυικό σπασµό (κράµπα)
• Μπορεί να συγκαλύψουν συµπτώµατα υπογλυκαιµίας σε ασθενείς µε
σακχαρώδη διαβήτη.
• Αυξάνουν τα τριγλυκερίδια και µειώνουν την HDL
• Η λαβεταλόλη, όταν χορηγείται µακροχρόνια µπορεί να προκαλέσει
ορθοστατική υπόταση και ανικανότητα, συχνότερα από τους άλλους β-
αποκλειστές.
• Οι ασθενείς µε ιστορικό αλλεργίας που ακολουθούν αγωγή µε β-αποκλειστές,
µπορεί να εκδηλώσουν πολύ σοβαρές αναφυλακτικές αντιδράσεις στα
αλλεργιογόνα.
Μηχανισµός δράσης
Η αµλοδιπίνη, διλτιαζέµη, βεραπαµίλη, φελοδιπίνη, ισραδιπίνη, νιφεδιπίνη και
νικαρδιπίνη αυξάνουν την αγγειοδιαστολή και µειώνουν τις περιφερικές
αντιστάσεις.
29
Φαρµακολογικές ενέργειες
Η βεραπαµίλη, η αµλοδιπίνη και η διλτιαζέµη προκαλούν µικρή µεταβολή στον
καρδιακό ρυθµό σε αντίθεση µε την νιφεδιπίνη.
Η διλτιαζέµη και η βεραπαµίλη δεν θα πρέπει να χρησιµοποιούνται µε β-
αποκλειστές.
ΑΓΓΕΙΟ∆ΙΑΣΤΑΛΤΙΚΑ ΑΝΤΙΥΠΕΡΤΑΣΙΚΑ
Προκαλούν άµεσα χάλαση των λείων µυικών ινών των αγγείων και ως εκ τούτου
µειώνουν τις περιφερικές αντιστάσεις και την αρτηριακή πίεση.
Υδραλαζίνη
Μειώνει περισσότερο την διαστολική από ότι την συστολική πίεση.
Φαρµακοκινητική
Απορροφάται καλά από το στόµα.
Υφίσταται ηπατικό µεταβολισµό, η έκταση του οποίου εξαρτάται από γενετικό
πολυµορφισµό.
Ο χρόνος δράσης της ποικίλει µεταξύ 2 και 6 ωρών.
Αναπτύσσεται αντοχή στην υδραλαζίνη µετά από 24 µήνες συνεχούς αγωγής.
Θεραπευτικές χρήσεις
Χρησιµοποιείται ως αντιυπερτασικό σε ήπιας έως µέτριας βαρύτητας υπέρταση.
Έχει επίσης χρησιµοποιηθεί σε οξεία και χρόνια καρδιακή ανεπάρκεια.
Ανεπιθύµητες ενέργειες
• Πονοκέφαλος, ναυτία, ζάλη
• Εφίδρωση, ανορεξία
• Επιδείνωση στεφανιαίας νόσου
• Εµφάνιση συνδρόµου ερυθηµατώδους λύκου.
Μινοξιδίλη
30
Προκαλεί άµεση αγγειοδιαστολή και µειώνει τις περιφερικές αντιστάσεις
περισσότερο από την υδραλαζίνη. Μειώνει τις αντιστάσεις των νεφρικών αγγείων,
ενώ διατηρεί παράλληλα την νεφρική αιµατική ροή και την σπειραµατική διήθηση.
Θεραπευτικές χρήσεις
Ενδείκνυται σε σοβαρή υπερτασική κρίση, η οποία δεν αποκρίνεται επαρκώς
στα συνηθισµένα αντιυπερτασικά.
Μπορεί να αποδειχθεί χρήσιµη σε σοβαρή υπέρταση, όταν συνυπάρχει νεφρική
ανεπάρκεια.
Απορροφάται καλά όταν χορηγείται από του στόµατος.
Πρέπει να συνδυάζεται µε β-αποκλειστές και διουρητικά για να προλαµβάνεται
η αντανακλαστική διέγερση του συµπαθητικού, καθώς και η κατακράτηση άλατος
και ύδατος.
Ανεπιθύµητες ενέργειες
• Η µινοξιδίλη, όπως και η υδραλαζίνη, µπορεί να προκαλέσει αντανακλαστική
διέγερση του συµπαθητικού και κατακράτηση άλατος και ύδατος.
• Έχει σοβαρές παρενέργειες από την καρδιά. Μπορεί να προκαλέσει
συσσώρευση περικαρδιακού υγρού και ταχυκαρδία. Επίσης, έχει αναφερθεί
οίδηµα, υπερτρίχωση και αλλεργία.
Νιτροπρωσσικό νάτριο
Θεραπευτικές χρήσεις
Έχει άµεση αγγειοδιασταλτική δράση που οφείλεται σε έκλυση ΝΟ και
χορηγείται µε συνεχή βραδεία ενδοφλέβια έγχυση σε πολύ σοβαρή υπερτασική
κρίση.
Προτιµάται σε περιπτώσεις ασθενών µε στεφανιαία ανεπάρκεια ή πνευµονικό
οίδηµα, γιατί µειώνει το καρδιακό προφορτίο και έτσι τις απαιτήσεις του
µυοκαρδίου σε οξυγόνο.
Μπορεί επίσης να χρησιµοποιηθεί για την πρόκληση ελεγχόµενης υπότασης σε
χειρουργικές επεµβάσεις µε στόχο την µείωση της αιµορραγίας.
Μπορεί να βελτιώσει την λειτουργία της αριστερής κοιλίας σε ασθενείς µε οξύ
έµφραγµα του µυοκαρδίου.
Ωφελεί επίσης τους ασθενείς µε καρδιακή ανεπάρκεια.
Ανεπιθύµητες ενέργειες
• Υπόταση, πονοκέφαλος, ναυτία, εξάντληση και οπισθοστερνικός πόνος µπορεί
να συµβούν µετά από ταχεία χορήγηση µεγάλων δόσεων νιτροπρωσσικού
νατρίου.
• ∆ηλητηρίαση από κυανίδια (CN-) µπορεί να παρατηρηθεί σε περιπτώσεις
παρατεταµένης αγωγής µε νιτροπρωσσικό νάτριο, όταν τα αποθέµατα θειικών
ριζών είναι χαµηλά.
31
• Κλονιδίνη
• Γουαναβένζη
Μηχανισµός δράσης
∆ρουν στο αγγειοκινητικό κέντρο του εγκεφάλου διεγείροντας κατ’εξοχήν τους
α2-αδρενεργικούς υποδοχείς. Το αποτέλεσµα είναι µειωµένη συµπαθητική εκροή
από το κεντρικό νευρικό σύστηµα.
Φαρµακοκινητική
Το αντιυπερτασικό τους αποτέλεσµα αναπτύσσεται σε 30-60 λεπτά µετά από
χορήγηση από του στόµατος. Η κορύφωση εµφανίζεται σε 2-4 ώρες και διαρκεί
περίπου 8 ώρες. Απαιτείται ως εκ τούτου χορήγησή τους δύο φορές την ηµέρα.
Φαρµακολογικές ενέργειες
Οι α2-αδρενεργικοί αγωνιστές µειώνουν την αρτηριακή πίεση και την έκκριση της
ρενίνης.
Μειώνουν το καρδιακό φορτίο, ενώ δεν µεταβάλλουν τις περιφερικές αντιστάσεις.
Θεραπευτικές χρήσεις
Η κλονιδίνη µπορεί να χρησιµοποιηθεί στην αγωγή της ήπιας υπέρτασης αλλά
και σε περιπτώσεις µέτριας έως σοβαρής υπέρτασης.
Μπορεί να χρησιµοποιηθεί σε µονοθεραπεία ή σε συνδυασµό µε άλλα
αντιυπερτασικά φάρµακα.
∆εν µπορεί να χορηγηθεί σαν αντιυπερτασικό σε ασθενείς που παίρνουν
τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά, γιατί έτσι αναστέλλεται το αντιυπερτασικό
αποτέλεσµα.
Η κλονιδίνη επιδεινώνει την κατάθλιψη.
Ανεπιθύµητες ενέργειες
• Ξηροστοµία, ζάλη, ελαφρά νάρκωση
• Υπερτασική κρίση, που προκαλείται σε περιπτώσεις απότοµης διακοπής της
λήψης της κλονιδίνης, ιδιαίτερα όταν το αντιυπερτασικό αυτό χορηγείται σε
µονοθεραπεία.
Μεθυλντόπα
Είναι αναστολέας της αποκαρβοξυλάσης της DOPA. Μεταβολίζεται µε
αποκαρβοξυλίωση και β-υδροξυλίωση στους αδρενεργικούς νευρώνες του ΚΝΣ. Ο
µεταβολίτης της, α-µεθυλνορεπινεφρίνη, διεγείρει τους α-αδρενεργικούς
υποδοχείς στον εγκέφαλο, αναστέλλοντας την συµπαθητική εκροή. Σε αυτή την
επίδραση στο ΚΝΣ πιστεύεται ότι οφείλεται η αντιυπερτασική δράση της
µεθυλντόπα. Μειώνει επίσης τις αντιστάσεις των νεφρικών αγγείων.
Φαρµακοκινητική
Απορροφάται πενιχρά από το στόµα. Η κορύφωση της δράσης της επέρχεται 4-6
ώρες µετά την χορήγηση και η επίδρασή της διαρκεί 24 ώρες. Απεκκρίνεται από
τους νεφρούς.
Φαρµακολογικές ενέργειες
32
Η µεθυλντόπα µειώνει την αρτηριακή πίεση και τις αντιστάσεις των
περιφερικών αρτηριών.
Έχει µικρή επίδραση στο καρδιακό έργο, την νεφρική ροή αίµατος και την
σπειραµατική διήθηση.
∆εν εµποδίζει τα συµπαθητικά αντανακλαστικά.
Θεραπευτικές χρήσεις
Η µεθυλντόπα χρησιµοποιείται σαν αντιυπερτασικό σε περιπτώσεις ήπιας
υπέρτασης και σε περιπτώσεις µέσης βαρύτητας έως σοβαρής υπέρτασης,
συνήθως σε συνδυασµό µε θειαζιδικά διουρητικά. Οι ανεπιθύµητες ενέργειές της
όµως περιορίζουν την χρήση της.
Χορηγείται από του στόµατος ή µε αργή ενδοφλέβια έγχυση.
Ανεπιθύµητες ενέργειες
• Η ελαφρά νάρκωση είναι σύνηθες φαινόµενο που µειώνεται µε την πάροδο του
χρόνου. Η µείωση όµως της πνευµατικής οξύτητας παραµένει.
• Μπορεί να προκαλέσει φαρµακογενή πυρετό.
• Αιµολυτική αναιµία που παρέρχεται µε διακοπή της αγωγής.
• Οίδηµα
• Υπερτασική κρίση όταν διακόπτεται απότοµα η αγωγή
• Ορθοστατική υπόταση
• Γαλακτόρροια
• Ανικανότητα ανδρών
• Καπτοπρίλη
• Εναλαπρίλη
• Κιναπρίλη
• Λισινοπρίλη
• Σιναζαπρίλη κ.α
Μηχανισµός δράσης
Οι αναστολείς του µετατρεπτικού ενζύµου είναι εκλεκτικοί αναστολείς της
πεπτιδυλικής διπεπτιδάσης, του ενζύµου που καταλύει την µετατροπή της
αγγειοτενσίνης Ι σε αγγειοτενσίνη ΙΙ.
Η αγγειοτενσίνη ΙΙ είναι αγγειοσυσπαστική ουσία και τα αντιυπερτασικά αυτής
της κατηγορίας αναστέλλουν την αγγειοσύσπαση.
Η αγγειοτενσίνη ΙΙ διεγείρει την έκκριση αλδοστερόνης, η οποία συντελεί στην
33
κατακράτηση νερού. Τα αντιυπερτασικά αναστέλλουν την κατακράτηση άλατος
και ύδατος και αυξάνουν ελαφρώς τα επίπεδα Κ+ στο πλάσµα.
Πιθανώς οι αναστολείς του µετατρεπτικού ενζύµου αυξάνουν την συγκέντρωση
της βραδυκινίνης, ενδογενούς αγγειοδιασταλτικής ουσίας, η οποία απελευθερώνει
ΝΟ που προκαλεί χάλαση των λείων µυικών ινών του αγγείου.
Φαρµακοκινητική
Η καπτοπρίλη απορροφάται ταχέως όταν χορηγείται από το στόµα και η
συγκέντρωσή της κορυφώνεται σε µία ώρα.Το 95% της δόσης αποµακρύνεται από
τους νεφρούς µέσα σε 24 ώρες.
Η εναλαπρίλη είναι πιο ισχυρή από την καπτοπρίλη. Η διάρκεια δράσης της είναι
περισσότερο από 24 ώρες. Έχει χρόνο ηµιζωής 11 ώρες.
Η λισινοπρίλη απορροφάται µε αργότερο ρυθµό από ότι η εναλαπρίλη και η
δράση της εκδηλώνεται αργότερα.
Η κιναπρίλη είναι προφάρµακο το οποίο µετατρέπεται ταχύτατα στην ενεργό του
µορφή στο λεπτό έντερο και το ήπαρ.
Φαρµακολογικές ενέργειες
Οι αναστολείς του µετατρεπτικού ενζύµου µειώνουν τις περιφερικές αντιστάσεις
και την µέση αρτηριακή πίεση. Επίσης, είτε δεν επηρεάζουν είτε έχουν ήπια
επίδραση στο καρδιακό έργο.
Θεραπευτικές χρήσεις
Υπάρχει η τάση ευρείας χρησιµοποίησης των ΑΜΕΑ ως αντιυτερτασικών σε
περιπτώσεις ήπιας και µέτριας υπέρτασης λόγω των ήπιων ανεπιθυµήτων
ενεργειών τους.
Είναι αποτελεσµατικά αντιυπερτασικά σε ασθενείς µε χαµηλά αλλά και υψηλά
επίπεδα ρενίνης πλάσµατος.
Είναι αποτελεσµατικά όταν χορηγούνται σε µονοθεραπεία, αλλά συνήθως
χορηγούνται σε συνδυασµό µε θειαζιδικά διουρητικά. Το αντιυπερτασικό
αποτέλεσµα είναι αθριστικό. Μπορούν να συνδυασθούν επίσης, ασφαλώς µε β-
ανταγωνιστές. Σε αυτή την περίπτωση το αντιυπερτασικό αποτέλεσµα είναι
µικρότερο από το αθριστικό. Επίσης συνδυάζονται µε αποκλειστές διαύλων
ασβεστίου και διουρητικά της αγκύλης.
Οι ΑΜΕΑ ανακουφίζουν την χρόνια καρδιακή ανεπάρκεια και το µεταφορτίο.
Είναι λιγότερο αποτελεσµατικά σαν αντιυπερτασικά στους µαύρους από ότι
στους λευκούς ασθενείς.
Ανεπιθύµητες ενέργειες
• Πρωτεϊνουρία, κυρίως σε ασθενείς µε έκπτωση της νεφρικής λειτουργίας.
Συνιστάται η παρακολούθηση των επιπέδων πρωτεϊνης στα ούρα.
• Αντενδείκνυται η χρήση ΑΜΕΑ σε ασθενείς µε αµφοτερόπλευρη στένωση της
νεφρικής αρτηρίας, γιατί µπορεί να προκληθεί νεφρική ανεπάρκεια.
• Ξηρός βήχας και βροχόσπασµος παρατηρούνται και αποτελούν αιτία διακοπής
της λήψης ΑΜΕΑ.
• Ουδετεροπενία (σπάνια µε εναλαπρίλη ή λισινοπρίλη, συχνότερη µε
καπτοπρίλη).
• Πονοκέφαλος, ζάλη και αίσθηµα κόπωσης αναφέρονται συνήθως όταν
χορηγείται εναλαπρίλη.
• Υπερκαλιαιµία
34
• Αγγειοίδηµα (σπάνια)
Προσοχή
Στην συγχορήγηση εναλαπρίλης και µη στεροειδών αντιφλεγµονωδών. Μπορεί να
προκληθεί νεφρική βλάβη.
Στην συγχορήγηση µε ριφαµπικίνη, γιατί µειώνονται τα επίπεδα της εναλαπρίλης
στο πλάσµα.
Στον συνδυασµό µε καλιοσυντηρητικά διουρητικά. Αυξάνεται ο κίνδυνος
υπερκαλιαιµίας.
• Λοσαρτάνη
• Βαλσαρτάνη
• Κανδεσαρτάνη
• Ιρβεσαρτάνη
Ανεπιθύµητες ενέργειες
Ζάλη, ρινική συµφόρηση, κράµπες, παραρινοκολπίτιδα
Εµφανίζονται λιγότερο συχνά γαστρεντερικές διαταραχές, βήχας, πόνος στην
οσφύ και το πόδι
Προσοχή
Να µη χορηγούνται σε εγκύους, γιατί υπάρχει κίνδυνος σοβαρής βλάβης και
θανάτου στο έµβρυο.
Να µη χορηγούνται επίσης, στην γαλουχία και σε παιδιά, ούτε σε ασθενείς µε
καρδιακή ανεπάρκεια, οι οποίοι είναι ήδη σε θεραπεία µε β-αποκλειστές.
Σαλαραζίνη
Χορηγείται µε ενδοφλέβια έγχυση και χρησιµοποιείται διαγνωστικά για ανίχνευση
υπέρτασης νεφρικής αιτιολογίας.
35
Σε οξείες υπερτασικές καταστάσεις (συστολική > 180mmHg και διαστολική
>120mmHg) µε εκδηλώσεις από διάφορα όργανα, όπως στην περίπτωση της
υπερτασικής εγκεφαλοπάθειας, εκλαµψίας, οξείας ισχαιµίας του µυοκαρδίου, οξείας
ανεπάρκειας της αριστερής κοιλίας, διαχωριστικού ανευρύσµατος αορτής,
φαιοχρωµοκυττώµατος, ενδοκρανιακής αιµορραγίας, οιδήµατος οπτικής θηλής,
πνευµονικού οιδήµατος κ.ά. συνιστάται ενδοφλέβια χορήγηση των κάτωθι
αντιυπερτασικών:
Νιτροπρωσσικό νάτριο
∆ιαζοξίδη
Υδραλαζίνη
Νιτρογλυκερίνη
Στόχος είναι σε λιγότερο από µία ώρα η αρτηριακή πίεση να φθάσει σε φυσιολογικά
επίπεδα.
Σε περιπτώσεις που δεν υπάρχουν εκδηλώσεις από όργανα, µπορεί να χορηγηθεί από
το στόµα νιφεδιπίνη ή φουροσεµίδη.
∆. ∆ΙΟΥΡΗΤΙΚΑ
Χορηγούνται για να αποβληθεί ύδωρ και να µειωθεί η ενυδάτωση του οργανισµού.
Χρησιµοποιούνται για να ανακουφισθεί ο ασθενής από οίδηµα οφειλόµενο σε
καρδιακή ανεπάρκεια ή άλλα αίτια. Τα διουρητικά είναι επίσης χρήσιµα σαν
αντιυπερτασικά, όταν χορηγούνται σε µικρές δόσεις.
∆ιακρίνονται σε:
Ι. ∆ιουρητικά που προκαλούν υποκαλιαιµία
ΙΙ ∆ιουρητικά που προκαλούν υπερκαλιαιµία
ΙΙΙ Άλλα
36
Ενδείξεις
Γλαύκωµα
Επιληψία σε παιδιά (β εκλογής)
β. Θειαζιδικά διουρητικά
• Υδροχλωροθειαζίδη
• Χλωροθειαζίδη
Μηχανισµός δράσης
∆ρουν στο αρχικό τµήµα των άπω εσπειραµένων νεφρικών σωληναρίων.
Προκαλούν αυξηµένη απέκκριση Na+ και ύδατος. Η αυξηµένη προσφορά Na+ στην
αντλία ανταλλαγής Na+/Κ+ συντελεί στην αυξηµένη απέκκριση ιόντων καλίου,
γεγονός που οδηγεί σε υποκαλιαιµία.
Θεραπευτικές χρήσεις
Είναι διουρητικά µε µέτρια ισχύ και χρησιµοποιούνται σε ήπια οιδήµατα,
κυρίως οφειλόµενα σε καρδιακή ανεπάρκεια.
Χρησιµοποιούνται ως αντιυπερτασικά είτε σε µονοθεραπεία είτε σε συνδυασµό
µε άλλα αντιυπερτασικά.
Χρησιµοποιούνται στην υπερασβεστιουρία σε µικρές δόσεις για την αποφυγή
σχηµατισµού λίθων στους νεφρούς.
Επίσης, χορηγούνται περιστασιακά στον άποιο διαβήτη.
Αντενδείξεις
• Υπερασβεστιαιµία
• Σοβαρή νεφρική και ηπατική ανεπάρκεια
• Πορφυρία
• Νόσος του Addison
• Υπερευαισθησία στις σουλφοναµίδες
Ανεπιθύµητες ενέργειες
Σε µεγάλες δόσεις και χρόνια χορήγηση µπορεί να εµφανισθεί
• Υποκαλιαιµία
• Υπονατριαιµία
• Υποµαγνησιαιµία
• Υποχλωραιµική αλκάλωση
• Υπερασβεστιαιµία
• Υπερουριχαιµία
• Υπεργλυκαιµία
• Υπερχοληστερολαιµία
Προφυλάξεις
Προσοχή, όταν χορηγείται επίσης δακτυλίτιδα, γιατί ο κίνδυνος σοβαρής
υποκαλιαιµία ς είναι µεγαλύτερος.
Να γίνεται τακτικά έλεγχος ηλεκτρολυτών, σακχάρου, ουρικού οξέος, LDL, HDL,
χοληστερόλης και ασβεστίου.
Αλληλεπιδράσεις
37
• Με καρδιοτονωτικές γλυκοσίδες αυξηµένος κίνδυνος
υποκαλιαιµίας
Αντιαρρυθµικά (αµιωδαρόνη)
β-αναστολείς (σοταλόλη)
κορτικοστεροειδή, καρβενοξολόνη
γ. Σουλφοναµιδικά διουρητικά
∆ιαφέρουν χηµικώς από τα θειαζιδικά διουρητικά λόγω του ετεροκυκλικού
δακτυλίου τους. Παρ’όλα αυτά είναι φαρµακολογικώς όµοια.
Χλωροθαλιδόνη
∆ρα όπως τα θειαζιδικά διουρητικά. Το πλεονέκτηµα είναι ότι έχει µεγαλύτερη
διάρκεια δράσης.
Μετοζαλόνη
Είναι πολύ αποτελεσµατική όταν συνδυάζεται µε διουρητικά της αγκύλης.
Ινδαπαµίδη
∆ρα όπως τα θειαζιδικά διουρητικά. Χρησιµοποιείται κυρίως στην ιδιοπαθή
υπέρταση.
Οδός χορήγησης
Τα θειαζιδικά παράγωγα χορηγούνται από το στόµα 1-2 φορές την ηµέρα.
Τα σουλφοναµιδικά χορηγούνται από το στόµα µία µόνο φορά την ηµέρα.
• Φουροσεµίδη
• Αιθακρινικό οξύ
• Βουµετανίδη
• Πιρετανίδη
Μηχανισµός δράσης
Είναι ισχυρά διουρητικά, τα οποία εµποδίζουν την επαναρρόφηση χλωριούχου
νατρίου στο ανιόν σκέλος της αγκύλης του Henle.
Οδός χορήγησης
∆ρουν ταχέως και η δράση τους διαρκεί 6 ώρες. Όταν χορηγούνται από το στόµα η
38
δράση τους εµφανίζεται σε µία ώρα, ενώ όταν χορηγούνται ενδοφλεβίως σε µισή
ώρα. Η φουροσεµίδη και η βουµετανίδη χορηγούνται κυρίως από το στόµα 1-2
φορές την ηµέρα. Μπορεί να χορηγηθούν επίσης και ενδοµυικά ή πιο συχνά
ενδοφλέβια. Το αιθακρινικό οξύ χορηγείται από το στόµα ή ενδοφλέβια 1-2 φορές
την ηµέρα.
Φουροσεµίδη
Θεραπευτικές χρήσεις
Η φουροσεµίδη είναι αποτελεσµατική στις ακόλουθες καταστάσεις:
Πνευµονικό οίδηµα που οφείλεται σε καρδιακή ανεπάρκεια ή νεφρωσικό
σύνδροµο και δεν αποκρίνεται σε ηπιότερα διουρητικά.
Οξύ πνευµονικό οίδηµα
Νεφρική ανεπάρκεια, όπου απαιτούνται συνήθως δόσεις 10πλάσιες από τις
συνηθισµένες.
Υπέρταση
Κίρρωση ήπατος µε ασκίτη
Υπερασβεστιαιµία
Οίδηµα ή ολιγουρία σε οξεία ή χρόνια νεφρική ανεπάρκεια
Μεγάλες δόσεις φουροσεµίδης ευνοούν την αποβολή ουρικού οξέος.
Αυξηµένη ενδοεγκεφαλική πίεση (µειώνει το οίδηµα)
Αντενδείξεις
Η φουροσεµίδη αντενδείκνυται σε
• Ηλεκτρολυτικές διαταραχές.
• Προκωµατώδεις καταστάσεις ηπατικής κίρρωσης
• Ανουρία
• Υπερευαισθησία στο φάρµακο
Ανεπιθύµητες ενέργειες
• Η υποκαλιαιµία είναι το πιο συνηθισµένο πρόβληµα, ιδίως όταν συνδυάζεται
µε δακτυλίτιδα.
• Υπονατριαιµία
• Υποχλωραιµική αλκάλωση
• Υπασβεστιαιµία
• Υποµαγνησιαιµία
• Υπεργλυκαιµία
• Υπερχοληστερολαιµία
• Υπερουριχαιµία, γιατί εµποδίζουν την αποβολή ουρικού οξέος
• Περιστασιακές εµβοές και βαρηκοϊα σε ταχεία ενδοφλέβια έγχυση
• Παροδική ουδετεροπενία
• Υπόταση
• Σοβαρός µυικός πόνος έχει αναφερθεί σε ασθενείς µε νεφρική ανεπάρκεια
Προφυλάξεις
Προσοχή στην χορήγηση, γιατί υπάρχει κίνδυνος αφυδάτωσης του ασθενούς,
κυρίως τους καλοκαιρινούς µήνες.
Σε υπερτροφία προστάτη µπορεί να προκληθεί κατακράτηση ούρων.
39
Να χορηγείται µετά το πρώτο τρίµηνο της κύησης και µόνο αν είναι απολύτως
απαραίτητη. Επί γαλουχίας, ο θηλασµός θα πρέπει να διακόπτεται.
Αλληλεπιδράσεις
1. Με δακτυλίτιδα, αντιαρρυθµικά (αµιωδαρόνη), κορτικοστεροειδή, β-
αποκλειστές υπάρχει κίνδυνος υποκαλιαιµίας
2. Αυξάνει τα επίπεδα του Li
3. Υπάρχει κίνδυνος ωτοτοξικότητας, όταν συγχορηγείται µε αµινογλυκοσίδες,
βανκοµυκίνη, σισπλατίνη, πολυµυξίνη
4. Υπάρχει κίνδυνος νεφροτοξικότητας, όταν χορηγείται παράλληλα µε
κεφαλοθίνη
5. Μειώνει το αποτέλεσµα αντιδιαβητικών
6. Αυξάνει το αποτέλεσµα αντιυπερτασικών
7. Με µετοζαλόνη αυξάνεται το διουρητικό αποτέλεσµα.
8. Ο συστηµατικός ερυθηµατώδης λύκος µπορεί να ενεργοποιηθεί ή να
παρουσιάσει έξαρση.
• Αµιλορίδη
• Τριαµτερένη
• Σπειρονολακτόνη
• Κανρενοϊκό κάλιο
Μηχανισµός δράσης
Το κάλιο, µετά την νεφρική σπειραµατική διήθηση, επαναρροφάται στο εγγύς
εσπειραµένο σωληνάριο και το ανιόν σκέλος της αγκύλης του Henle. Η αµιλορίδη
και η τριαµτερένη δρουν στο άπω εσπειραµένο σωληνάριο εµποδίζοντας την
επαναρρόφηση νατρίου. Η επαναρρόφηση καλίου παραµένει απρόσκοπτη στις
προαναφερθείσες περιοχές και ως εκ τούτου ευνοείται η πρόκληση
υπερκαλιαιµίας.
Οδός χορήγησης
Η τριαµτερένη χορηγείται από το στόµα δύο φορές την ηµέρα, ενώ η αµιλορίδη
χορηγείται από το στόµα µόνο µία φορά την ηµέρα.
Η σπειρονολακτόµη χορηγείται συνήθως από το στόµα τέσσερις φορές την ηµέρα.
Αµιλορίδη
40
Θεραπευτικές χρήσεις
Είναι αποτελεσµατική σε
Οίδηµα
Συµφορητική καρδιακή ανεπάρκεια
Υπέρταση
Η αµιλορίδη και η τριαµτερένη χορηγούνται σε συνδυασµό µε άλλα διουρητικά για
την ενίσχυση της νατριούρησης και την µείωση της αποβολής καλίου.
Αντενδείξεις
• Υπερκαλιαιµία
• Νεφρική ανεπάρκεια
Ανεπιθύµητες ενέργειες
• Υπερκαλιαιµία (περισσότερο συχνή σε ασθενείς µε διαβήτη ή νεφρική
ανεπάρκεια)
• Αναστρέψιµη αζωταιµία
• Γαστρεντερικές διαταραχές (ναυτία, έµετος)
• Κράµπες κνήµης
• Ζάλη, κεφαλαλγία
Προφυλάξεις
Σε σακχαρώδη διαβήτη
Αναπνευστική και µεταβολική οξέωση (αυξηµένο Κ+)
Κύηση
Ηλικιωµένους
Μετάγγιση αίµατος (το αίµα όταν διατηρείται πάνω από 10 ηµέρες περιέχει
µεγαλύτερες ποσότητες καλίου από το φυσιολογικό).
Αλληλεπιδράσεις
Με φάρµακα που προκαλούν κατακράτηση καλίου (π.χ. οι Α-ΜΕΑ) υπάρχει
κίνδυνος σοβαρής υπερκαλιαιµίας.
Η τριαµτερένη έχει διουρητική ισχύ ισοδύναµη µε της αµιλορίδης. Εκείνο όµως που
την διαφοροποιεί είναι το γεγονός ότι έχει παρατηρηθεί αύξηση ουρίας και
κρεατινίνης σε ασθενείς που τους έγινε αγωγή µε τριαµτερένη. Επίσης έχουν
αναφερθεί αιµατολογικές διαταραχές.
Σπειρονολακτόνη
Θεραπευτικές χρήσεις
Η σπειρονολακτόνη χρησιµοποιείται σε συνδυασµό µε άλλα διουρητικά για να
µειώσει την αποβολή καλίου στην αγωγή του πνευµονικού οιδήµατος.
Χρησιµοποιείται επίσης σε όγκους των επινεφριδίων, όπου παρατηρείται
αυξηµένη παραγωγή αλδοστερόνης
Σε οίδηµα συµφορητικής καρδιακής ανεπάρκειας χρησιµοποιείται σπάνια
(προτιµώνται άλλα διουρητικά)
Σε κίρρωση ή καρκίνο του ήπατος µε ασκίτη χρησιµοποιείται επίσης η
41
σπειρονολακτόνη.
Ανεπιθύµητες ενέργειες
• ∆ιάρροια
• Γυναικοµαστία
• Λήθαργος και διανοητική σύγχυση
• Υπερκαλιαιµία µπορεί να συµβεί σε ασθενείς µε νεφρική ανεπάρκεια. Η
χορήγηση σπειρονολακτόνης αντενδείκνυται σε ασθενείς µε οξεία νεφρική
ανεπάρκεια ή υπερκαλιαιµία. Επίσης δεν συνδυάζεται µε άλλα καλιοσυντηρητικά
διουρητικά.
Κανρενοϊκό κάλιο
Είναι µεταβολίτης της σπειρονολακτόνης.
Θεραπευτικές χρήσεις
Οίδηµα µε δευτεροπαθή αλδοστερινισµό, ηπατική ανεπάρκεια και µη
αντιρροπούµενη καρδιακή ανεπάρκεια.
Μαννιτόλη
Θεραπευτικές χρήσεις
Εγκεφαλικό οίδηµα
Φαρµακευτική δηλητηρίαση
Οξύ γλαύκωµα
Αντενδείξεις
• Πνευµονικό οίδηµα
• Αφυδάτωση
• Ενδοκρανιακή αιµορραγία
• Ανουρία
Ανεπιθύµητες ενέργειες
• Πονοκέφαλος, ναυτία, εµετός, ρίγος, πυρετός
• Ηλεκτρολυτικές διαταραχές
• Υπόταση
42
Αντιµετωπίζονται µε χορήγηση ηλεκτρολυτών, ενυδάτωση και αιµοκάθαρση, αν
είναι πολύ σοβαρή η κατάσταση του ασθενούς.
Προσοχή!
Στην κύηση και γαλουχία.
Σε καρδιακή και νεφρική ανεπάρκεια, όπου
συνιστάται παρακολούθηση του καλίου και νατρίου αίµατος.
V. ΞΑΝΘΙΝΕΣ
• Καφεϊνη
• Θεοβρωµίνη
• Θεοφυλλίνη
E. ΑΝΤΙΑΙΜΟΠΕΤΑΛΙΑΚΑ
Ως γνωστόν, τα αιµοπετάλια διαδραµατίζουν σηµαντικό ρόλο στην
παθοφυσιολογία του εµφράγµατος του µυοκαρδίου, της ασταθούς στηθάγχης και του
ισχαιµικού εγκεφαλικού επεισοδίου. Τα αντιαιµοπεταλιακά φάρµακα εµποδίζουν την
συσσώρευση (συγκόλληση) των αιµοπεταλίων στις αρτηρίες και ως εκ τούτου τον
σχηµατισµό λευκού θρόµβου, που αποτελεί την πρώτη φάση της πήξης. Τα
αντιπηκτικά φάρµακα έχουν πολύ µικρή επίδραση σ’αυτή την φάση.
Η χορήγηση αντιαιµοπεταλιακών φαρµάκων προληπτικά προστατεύει από
θροµβωτικά αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια και καρδιακά συµβάµατα. Έχει
παρατηρηθεί επίσης, ελάττωση της θνησιµότητας µετά από έµφραγµα του
µυοκαρδίου σε άτοµα που ακολούθησαν αγωγή µε αντιαιµοπεταλιακό, αµέσως µετά
το έµφραγµα και για ένα µήνα.
Αντιαιµοπεταλιακά
• Ασπιρίνη
• ∆ιπυριδαµόλη
• Τικλοπιδίνη Θειενοπυριδίνες
• Κλοπιδογρέλη
43
• Ανταγωνιστές υποδοχέων γλυκοπρωτεϊνης ΙΙb/IIIa
Τικλοπιδίνη
Μηχανισµός δράσης
Αναστέλλει εκλεκτικά την σύνδεση της φωσφορικής αδενοσίνης (ADP) στους
υποδοχείς της πάνω στα αιµοπετάλια µε συνέπεια την αποφυγή της ενεργοποίησής
τους. Την αλληλεπίδραση των αιµοπεταλίων και τον σχηµατισµό θρόµβου ρυθµίζει
επίσης η γλυκοπρωτεϊνη IIb/IIIa µέσω της σύνδεσής της µε τον υποδοχέα της.
Θεραπευτικές χρήσεις
Σε ασθενείς µε προδιάθεση για εµφάνιση θροµβωτικού εγκεφαλικού επεισοδίου,
που δεν ανέχονται καλά την ασπιρίνη.
Ανεπιθύµητες ενέργειες
• Σοβαρή ουδετεροπενία
• Αιµορραγική διάθεση
• Ακοκκιοκυτταραιµία
• Απλαστική αναιµία
• ∆ιάρροια
• Αλλεργία
Προσοχή!
Σε ηπατική ανεπάρκεια, κύηση και γαλουχία.
Επίσης, η ταυτόχρονη χορήγηση τικλοπιδίνης µε αντιπηκτικά, αντιαιµοπεταλιακά
και µη στεροειδή αντιφλεγµονώδη ενισχύει την δράση της. Κρίνεται απαραίτητη η η
αιµατολογική παρακολούθηση των εµµόρφων στοιχείων του αίµατος, ιδιαίτερα τους
πρώτους δύο µήνες.
Κλοπιδογρέλη
Μοιάζει µε την τικλοπιδίνη, είναι όµως ασφαλέστερη.
Σήµερα δοκιµάζονται νεότεροι ανταγωνιστές µε εφαρµογή την οξεία στεφανιαία
ανεπάρκεια, µε καλύτερα αποτελέσµατα από την κλοπιδογρέλη.
∆ιπυριδαµόλη
Μηχανισµός δράσης
Αναστέλλει την επαναπρόσληψη της αδενοσίνης από τα αιµοπετάλια και της
φωσφοδιεστεράσης του cAMP και cGMP ενδοκυττάρια. Αποτέλεσµα αυτού είναι
η µειωµένη σύνδεση του ADP στα αιµοπετάλια και ως εκ τούτου η αποφυγή της
συγκόλλησής τους. Από την άλλη πλευρά, η αυξηµένη συγκέντρωση cAMP και
cGMP ενδοκυττάρια συντελεί στην µείωση της µετακίνησης των ιόντων
ασβεστίου και την αύξηση του NO που προκαλεί χάλαση στο ενδοθήλιο των
αγγείων.
Θεραπευτικές χρήσεις
44
1. Προφυλακτικά σε ασθενείς µε προηγούµενο ισχαιµικό εγκεφαλικό επεισόδιο. Ο
συνδυασµός µε ασπιρίνη θεωρείται περισσότερο αποτελεσµατικός.
2. Για πρόληψη σχηµατισµού θρόµβου σε ασθενείς µε προσθετική βαλβίδα καρδιάς.
Σ’αυτή την περίπτωση η διπυριδαµόλη συνδυάζεται µε βαρφαρίνη.
Μηχανισµός δράσης
Στην επιφάνεια των αιµοπεταλίων υπάρχουν 50000-60000 υποδοχείς
γλυκοπρωτεϊνης IIb/IIIa. Το ινωδογόνο συνδέεται στους υποδοχείς
γλυκοπρωτεϊνης IIb/IIIa δύο διαφορετικών αιµοπεταλίων ταυτοχρόνως µε
αποτέλεσµα να προκαλείται συγκόλλησή τους.
Οδός χορήγησης
Το tirofiban και το eptifibatide χορηγούνται µε ενδοφλέβια έγχυση.
Ανεπιθύµητες ενέργειες
• Μπορεί να προκληθεί αιµορραγία στο σηµείο της ένεσης µετά από υποδόρια
ένεση.
• Θροµβοπενία (σοβαρότερη µε abciximab)
Προσοχή
Επειδή η θροµβοπενία συµβαίνει ταχέως, πρέπει να µετρώνται τα αιµοπετάλια
µέσα στις πρώτες 2-4 ώρες από την χορήγηση αναστολέων γλυκοπρωτεϊνης
IIb/IIIa, και καθ’όλην την διάρκεια της θεραπείας.
Εποπροστενόλη
Είναι συνθετική προστακυκλίνη
Θεραπευτικές χρήσεις
1. Χρησιµοποιείται στην αιµοκάθαρση, µόνη ή σε συνδυασµό µε ηπαρίνη.
2. Χρησιµοποιείται επίσης σε πνευµονική υπέρταση.
Μηχανισµός δράσης
∆ρα σε ειδικούς υποδοχείς πάνω στην κυτταροπλασµατική µεµβράνη των
αιµοπεταλίων µε αποτέλεσµα την αύξηση του cAMP και αναστολή της
συσσώρευσης των αιµοπεταλίων. Λόγω της έκλυσης ΝΟ προκαλεί επίσης
αγγειοδιαστολή.
Ανεπιθύµητες ενέργειες
• Κεφαλαλγία, ερυθρότητα δέρµατος
• Ναυτία
45
• ∆ιάρροια
Σε µακροχρόνια χορήγηση επί πνευµονικής υπέρτασης έχει παρατηρηθεί
• Θροµβοπενία
• Πόνος στο πόδι
• Απώλεια βάρους
• Ασκίτης
Ιλοπρόστη
Χορηγείται στην αποφρακτική θροµβαγγειίτιδα
Τοπικά σκληρυντικά
Ethanolamine oleate
Sodium tetradecylsulphate
Φαινόλη 5% σε έλαιο.
Θεραπευτικές χρήσεις: Χρησιµοποιείται σε αιµορροϊδες
ΣΤ. ΑΝΤΙΥΠΕΡΛΙΠΙ∆ΑΙΜΙΚΑ
Εισαγωγή
α. Εξωγενείς οδοί
1. Στον οργανισµό σχηµατίζονται χυλοµικρά από τριγλυκερίδια και χοληστερόλη
που προσλαµβάνονται µε την τροφή.
2. Στον λιπώδη ιστό και τους µύες το ένζυµο λιποπρωτεϊνική λιπάση
απελευθερώνει τριγλυκερίδια, αφήνοντας τα αποµεινάρια των χυλοµικρών να
περιέχουν άθικτους εστέρες χοληστερόλης.
3. Η χοληστερόλη αποθηκεύεται στα ηπατοκύτταρα σαν εστέρας.
4. Εκλύεται από την χολή σαν χοληστερόλη ή χολικό οξύ.
5. Χρησιµοποιηείται για τον σχηµατισµό µεµβρανών και ενδογενών
λιποπρωτεϊνών.
β. Ενδογενείς οδοί
1. Η πολύ χαµηλής πυκνότητας λιποπρωτεϊνη (VLDL) σχηµατίζεται στο ήπαρ από
τα τριγλυκερίδια και την χοληστερόλη σαν αποτέλεσµα υψηλής θερµιδικής
δίαιτας.
2. Η VLDL εκλύεται στο πλάσµα, όπου η λιποπρωτεϊνική λιπάση απελευθερώνει
46
τα τριγλυκερίδιά της.
3. Η υδρόλυση της VLDL παράγει ενδιάµεσης πυκνότητας λιποπρωτεϊνη (IDL),
της οποίας η µεταβολική τύχη είναι η ακόλουθη:
α. Κάποια µόρια IDL προσλαµβάνονται από το ήπαρ µέσω ενδοκύττωσης και
χρησιµοποιούνται για την παραγωγή ελεύθερης χοληστερόλης. Αυτή η
διαδικασία λαµβάνει χώρα µέσω των υποδοχέων της χαµηλής πυκνότητας
λιποπρωτεϊνης (LDL).
β. Κάποια µόρια IDL παραµένουν στην κυκλοφορία, όπου τα τριγλυκερίδια
αποµακρύνονται, έτσι ώστε η IDL µετατρέπεται σε LDL.
4. Η LDL εµπλέκεται στην µεταφορά της ενδογενούς χοληστερόλης στο ήπαρ ή
τους εξωηπατικούς ιστούς. Η LDL συνιστά το 60-70% της χοληστερόλης του
πλάσµατος. Η µεταβολική απαίτηση για χοληστερόλη (σύνθεση µεµβρανών,
χολικών οξέων και στεροειδών) ικανοποιείται µε την αυξηµένη σύνθεση
υποδοχέων LDL.
5. Οι απολιποπρωτεϊνες είναι είδος λιποπρωτεϊνών. Η απολιποπρωτεϊνη Β είναι η
κύρια δοµική πρωτεϊνη της LDL και της VLDL. Υψηλά επίπεδα
απολιποπρωτεϊνης Β έχουν συνδεθεί µε αυξηµένο κίνδυνο εµφάνισης
στεφανιαίας νόσου.
6. Η λιποπρωτεϊνη υψηλής πυκνότητας (HDL), εµπλέκεται στην µεταφορά της
χοληστερόλης από τα περιφερικά κύτταρα πίσω στο ήπαρ. Η ελεύθερη
χοληστερόλη που εκλύεται από τα κύτταρα απορροφάται από την HDL.
Υπερλιπιδαιµίες
Αίτια:
Η πρωτογενής υπερλιπιδαιµία ίσως είναι συγγενής, οφειλόµενη σε ένα γονίδιο ή σε
περισσότερα.
Η δευτερογενής υπερλιπιδαιµία εµφανίζεται στον διαβήτη, τον υποθυρεοειδισµό, τον
αλκοολισµό, την χολική κίρρωση, την νεφρική νόσο ή σε γυναίκες που παίρνουν
αντισυλληπτικά.
Αντιυπερλιπιδαιµικά φάρµακα
α. ΣΤΑΤΙΝΕΣ
• Συµβαστατίνη
47
• Πραβαστατίνη
• Λοβαστατίνη
• Φλουβαστατίνη
• Ατορβαστίνη
Είναι φάρµακα πιο ισχυρά από τις ρητίνες ανταλλαγής ιόντων για την µείωση της
LDL-χοληστερόλης, αλλά λιγότερο δραστικά στην µείωση των τριγλυκεριδίων και
την αύξηση της HDL-χοληστερόλης. Υπάρχουν ενδείξεις, ότι µειώνουν τα
στεφανιαία επεισόδια, το σύνολο των καρδιαγγειακών συµβαµµάτων καθώς και την
συνολική θνησιµότητα σε ασθενείς ηλικίας µεγαλύτερης των 70 ετών µε βεβαρηµένο
καρδιαγγειακό ιστορικό. Είναι επίσης φάρµακα που χρησιµοποιούνται στην
πρωτοπαθή πρόληψη της στεφανιαίας νόσου σε ασθενείς µε υπερχοληστερολαιµία.
Θεραπευτικές χρήσεις
Χορηγούνται
1. για την µείωση της ολικής χοληστερόλης και της LDL-χοληστερόλης
2. σε υπερλιποπρωτεϊναιµία τύπου ΙIα και τύπου ΙΙβ, όπου τα επίπεδα της IDL
και της ολικής χοληστερόλης είναι αυξηµένα.
3. σε ασθενείς µε δευτεροπαθή υπερλιποπρωτεϊναιµία, σαν αποτέλεσµα
σακχαρώδους διαβήτη και νεφρωσικού συνδρόµου.
Οι στατίνες είναι χρήσιµες σε ασθενείς µε αυξηµένη χοληστερόλη και
τριγλυκερίδια.
Αντενδείξεις
• Ενεργός ηπατική νόσος, αυξηµένα επίπεδα τρανσαµινασών
• Κύηση, γαλουχία
• Υπερευαισθησία στο φάρµακο
Ανεπιθύµητες ενέργειες
• Γαστρεντερικές διαταραχές (ναυτία, εµετός, διάρροια, δυσκοιλιότητα,
επιγαστρικό άλγος, µετεωρισµός)
• Κεφαλαλγία, ζάλη
• Ραβδοµυόλυση (αν συγχορηγούνται µε κλοφιβράτη, γεµφιβροζίλη, νικοτινικό
οξύ, κυκλοσπορίνη, ερυθροµυκίνη).
• Ηπατική βλάβη
• Νεφρική βλάβη
• ∆ιαταραχές από το αναπνευστικό (ρινίτιδα, λοιµώξεις του ανώτερου
αναπνευστικού)
48
• Μυϊκή βλάβη µε αύξηση CPK
• Σπάνια νευρολογικές διαταραχές, αλλεργική αντίδραση, καταρράκτης.
Προσοχή
Η σοβαρότερη παρενέργεια είναι η ραβδοµυόλυση, η οποία χαρακτηρίζεται από
νέκρωση µυϊκών κυττάρων και την έξοδο του περιεχοµένου τους στην
κυκλοφορία. Αυτό δηµιουργεί τον κίνδυνο εµφάνισης νεφρικής ανεπάρκειας,
καρδιακών αρρυθµιών και καρδιακής παύσης.
Συνιστάται η παρακολούθηση των τρανσαµινασών και της κρεατινικής
φωσφοκινάσης. Προσοχή απαιτείται επίσης, σε ασθενείς που ευρίσκονται υπό
στατίνες και έχουν ιστορικό ηπατοπάθειας ή είναι καταναλωτές µεγάλης
ποσότητας οινοπνευµατωδών.
Να γίνεται έλεγχος οφθαλµολογικός πριν ή αµέσως µετά την έναρξη της
θεραπείας µε στατίνες.
Στην κύηση πρέπει να γίνεται διακοπή της χορήγησης του φαρµάκου, γιατί
υπάρχει σοβαρός κίνδυνος για το έµβρυο.
Θεραπευτικές χρήσεις
Χρησιµοποιείται για τον έλεγχο ευρείας κλίµακας υπερλιποπρωτεϊναιµιών.
Κυρίως χρησιµοποιείται στις τύπου ΙΙα, ΙΙβ και V υπερλιποπρωτεϊναιµίες, όπου
παρατηρούνται αυξηµένα επίπεδα τριγλυκεριδίων και χυλοµικρών. Κύριος στόχος
είναι η µείωση της LDL.
Αντενδείξεις
• Σοβαρή υπόταση
• Κύηση, γαλουχία
Ανεπιθύµητες ενέργειες
• Αγγειοδιαστολή (δερµατικό ερύθηµα, έξαψη), κεφαλαλγία, ζάλη
• Έκτακτες συστολές
• Κνησµός
Προφυλάξεις
Πεπτικό έλκος ενεργό
Ηπατική βλάβη
Σακχαρώδης διαβήτης
49
Ουρική αρθρίτιδα
Αλληλεπιδράσεις
Με λοβαστατίνη αυξάνεται ο κίνδυνος µυοπάθειας ή και ραβδοµυόλυσης. ∆εν
έχουν αναφερθεί αλληλεπιδράσεις µε συµβαστατίνη, φλουβαστατίνη ή
πραβαστίνη.
γ. Ρητίνες ιοντοανταλλακτικές
Μηχανισµός δράσης
Είναι ρητίνες που συνδέονται µε τα χολικά οξέα στο έντερο, σχηµατίζοντας έτσι
αδιάλυτα σύµπλοκα, τα οποία απεκκρίνονται στα κόπρανα.
Η απέκκριση των χολικών αλάτων µε αυτό τον τρόπο οδηγεί στην αυξηµένη
µετατροπή της χοληστερόλης σε χολικά οξέα. Παρατηρείται επίσης αύξηση στους
ηπατικούς LDL υποδοχείς. Το αποτέλεσµα όλων αυτών των επιδράσεων είναι η
µείωση της LDL και της ολικής χοληστερόλης του πλάσµατος.
Θεραπευτικές χρήσεις
Ανεπιθύµητες ενέργειες
∆εν εµφανίζονται σοβαρές ανεπιθύµητες ενέργειες, γιατί δεν απορροφώνται.
• Οι πιο συνηθισµένες είναι η δυσκοιλιότητα, η ναυτία, ο εµετός και η δυσπεψία.
Σπάνια παρατηρείται διάρροια και στεατόρροια.
• Σε χρόνια χρήση υπάρχει περίπτωση να παρουσιασθεί αιµορραγία λόγω
δυσαπορρόφησης της βιταµίνης Κ.
Προσοχή
Μπορεί να απαιτηθεί συµπληρωµατική χορήγηση βιταµίνης Κ και φυλλικού οξέος
κατά την κύηση, την γαλουχία και σε µικρά παιδιά.
Αλληλεπιδράσεις
Η λήψη άλλων φαρµάκων θα πρέπει να γίνεται είτε 1 ώρα πριν ή 6 ώρες µετά την
λήψη χολεστυραµίνης, για να µη εµποδιστεί η απορρόφησή τους
Τέτοια φάρµακα είναι τα ακόλουθα:
δακτυλίτιδα, β-αποκλειστές, θειαζιδικά διουρητικά, παρακεταµόλη, θυροξίνη
µεταξύ άλλων.
50
Αντενδείξεις
• Πλήρης χολική απόφραξη
• Υπερευαισθησία στο φάρµακο
δ. ΦΙΒΡΑΤΕΣ
Μηχανισµός δράσης
∆ιεγείρουν την οξείδωση των λιπαρών οξέων στο ήπαρ, µειώνοντας την σύνθεση
τριγλυκεριδίων και την επακόλουθη απέκκριση της VLDL.
Κλοφιβράτη
Θεραπευτικές χρήσεις
Αυξάνει τον καταβολισµό της LDL και της VLDL και µειώνει την σύνθεση της
χοληστερόλης και της VLDL. Μειώνει επίσης τα επίπεδα των τριγλυκεριδίων.
∆εν χρησιµοποιείται ευρέως, γιατί αυξάνει τον κίνδυνο χολολιθίασης λόγω
αυξηµένης έκκρισης χολής. Η µόνη ένδειξή της είναι σε άτοµα µε
χολοκυστεκτοµή.
Γεµφιβροζίλη
Είναι ανάλογο της κλοφιβράτης.
Μηχανισµός δράσης
Αναστέλλει την περιφερική λιπόλυση και µειώνει την ηπατική παραγωγή
τριγλυκεριδίων. Αναστέλλει επίσης την αποπρωτεϊνη Β, φορέα της VLDL,
µειώνοντας την παραγωγή της VLDL. Προκαλεί άνοδο της HDL και αυξάνει την
αποβολή της χοληστερόλης από τα ούρα.
Θεραπευτικές χρήσεις
Σε υπερτριγλυκεριδαιµία ενηλίκων τύπου IVκαι V και σε τύπους ΙΙα, ΙΙβ, και ΙΙΙ
που έχουν χαµηλή HDL και υψηλά τριγλυκερίδια και δεν απαντούν σε άλλα
υπολιπιδαιµικά.
Θεωρείται ασφαλέστερη της κλοφιβράτης. Η χορήγησή της έχει συνδεθεί µε
σηµαντική µείωση σοβαρών στηθαγχικών συµβαµµάτων σε σύγκριση µε εικονικό
φάρµακο. Το βασικό όφελος είναι η άνοδος της HDL και η µείωση των θανάτων
από ισχαιµία του µυοκαρδίου.
Ανεπιθύµητες ενέργειες
51
• Γαστρεντερικές διαταραχές
• Κόπωση
• Κνησµός
• Εξάνθηµα
• Κεφαλαλγία, ζάλη
• Οπτικές διαταραχές
• Μυαλγία, αρθραλγία, πόνοι άκρων
• Αιµατολογικές και ηπατικές διαταραχές
Προφυλάξεις
Η γεµφιβροζίλη µπορεί να προκαλέσει χολολιθίαση λόγω αύξησης της έκκρισης
χοληστερόλης στην χολή.
Ταυτόχρονη χορήγηση γεµφιβροζίλης µε λοβαστατίνη ή παρόµοιο έχει συνδεθεί
µε εµφάνιση ραβδοµυόλυσης, µυοσφαιρινουρίας, αυξηµένης CPK και µυοσίτιδας.
Συνιστάται περιοδικός έλεγχος αιµατολογικός , γλυκόζης και οφθαλµών.
Όταν χορηγούνται συγχρόνως αντιπηκτικά απαιτείται συχνός έλεγχος
πηκτικότητας του αίµατος.
ε. ∆ΙΑΦΟΡΑ
∆εξτροθυροξίνη
Μηχανισµός δράσης
∆ιεγείρει τον µεταβολισµό της χοληστερόλης στο ήπαρ, µειώνοντας έτσι τα
επίπεδα της LDL και της ολικής χοληστερόλης.
Ωµέγα-3 τριγλυκερίδια
Ευρίσκονται σε ιχθυέλαια και προκαλούν µείωση των τριγλυκεριδίων. Υπάρχει όµως
πιθανότητα να αυξήσουν την χοληστερόλη
Μηχανισµός δράσης
Μειώνουν την σύνθεση των τριγλυκεριδίων στο ήπαρ και τον καταβολισµό των
λιπαρών οξέων στους περιφερικούς ιστούς.
Θεραπευτικές χρήσεις
Ενδείκνυνται σε σοβαρής µορφής υπερτριγλυκεριδαιµία, όταν υπάρχει σοβαρός
κίνδυνος εµφάνισης στεφανιαίας νόσου ή παγκρεατίτιδας.
52
53
Μ. Μαρσέλος
Κλινική Φαρµακολογία ΙΙ
ΕΝ∆ΟΚΡΙΝΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
ΕΙΣΑΓΩΓH
54
κυκλοφορία.
Η έκκριση της προλακτίνης από την αδενοϋπόφυση υπόκειται σε συνεχή
ανασταλτικό έλεγχο από την σωµατοστατίνη και την ντοπαµίνη του υποθαλάµου.
2. Υποφυσιακές Ορµόνες
Οι ορµόνες της υπόφυσης ταξινοµούνται σε τρεις κατηγορίες:
Α. Σωµατοµαµµοτροπίνες
Αυξητική ορµόνη
Προλακτίνη
Πλακουντιακό λακτογόνο
Β. Γλυκοπρωτεΐνες
Ωχρινοποιητική ορµόνη (LH)
Θυλακιοτρόπος ορµόνη (FSH)
Χοριονική γοναδοτροπίνη (CG)
Θερεοτροπίνη (TSH)
Γ. Κορτικοτροπίνη και συναφή πεπτίδια
Φλοιοεπινεφριδιοτρόπος ορµόνη (κορτικοτροπίνη, ACTH)
∆ιεγερτική ορµόνη των α-µελανοκυττάρων
∆ιεγερτική ορµόνη των β-µελανοκυττάρων
β-Λιποπρωτεΐνη (β-LPH)
γ-Λιποπρωτεΐνη (γ-LPH)
55
ΙΙΙ. Οι στεροειδείς ορµόνες συνδέονται µε υποδοχείς στην επιφάνεια της
κυτταρικής µεµβράνης, και κατόπιν το σύµπλεγµα ορµόνη-υποδοχέας εισέρχεται στο
κύτταρο µε ενδοκύτωση, όπου προσδένεται σε κυτταροπλασµατικά ή πυρηνικά
πρωτεϊνικά µεγαλοµόρια. Η τελική τους επίδραση ασκείται στο DNA.
Η σύνθεση και η έκκριση των περισσοτέρων ορµονών υπόκειται σε
µηχανισµούς παλίνδροµης ρύθµισης, η τροποποίηση των οποίων αξιοποιείται για
λόγους διαγνωστικούς ή θεραπευτικούς.
Θυρεοειδής αδένας
Υποθυρεοειδισµός των παιδιών (κρετινισµός)
Υποθυρεοειδισµός των ενηλίκων (µυξοίδηµα)
Υπερθυρεοειδισµός (θυρεοτοξίκωση ή νόσος του Graves)
Οξεία θυρεοειδική κρίση
Βρογχοκήλη
Θυρεοειδίτιδες (αυτοάνοση τουHashimoto, κοκκιωµατώδης, ινώδης του Riedel)
Επινεφρίδια
Ανεπάρκεια (πρωτοπαθής ή νόσος του Addison, και δευτεροπαθής από έλλειψη
ACTH))
Υπερλειτουργία (σύνδροµο Cushing, συγγενής υπερπλασία των επινεφριδίων,
56
ανδρογεννητικό σύνδροµο, υπεραλδοστερονισµός).
Φαιοχρωµοκύτωµα (υπερλειτουργία του µυελού των επινεφριδίων)
Αδενώµατα των επινεφριδίων χωρίς ενδοκρινική λειτουργία
Παραθυρεοειδείς
Υποπαραθυρεοειδισµός (µετεγχειρητική τετανία)
Υπερπαραθυρεοειδισµός
Γονάδες
Ανδρικός υπογοναδισµός
Σύνδροµο ορχικής θηλεοποίησης
Πρόωρη ενήβωση
57
λίπους και µείωση της περιφερικής χρήσης γλυκόζης.
Έλλειψη της GH παρατηρείται σε υποφυσιακή ανεπάρκεια των ενηλίκων
(σύνδροµο Sheehan, κρανιοφαρυγγίωµα ή ιδιοπαθής), καθώς και σε υποφυσιακό
νανισµό (ιδιοπαθής ανεπάρκεια κατά την παιδική ηλικία). Στις περιπτώσεις αυτές,
απαιτείται ορµονική θεραπεία υποκατάστασης, που γίνεται µε παρεντερική χορήγηση
βιοτεχνολογικής ορµόνη ανασυνδυασµού (σωµατροπίνη).
Παρενέργειες αναφέρονται σπανίως, και περιλαµβάνουν ήπια υπεργλυκαιµία,
γλυκοζουρία και αύξηση της ενδοκρανιακής πίεσης (µε οίδηµα της οπτικής θηλής).
Υπερέκκριση της GH παρατηρείται σε αδενώµατα της υπόφυσης και προκαλεί
γιγαντισµό (παιδιά και νεαρά άτοµα) ή ακροµεγαλία (ενήλικες). Αντιµετωπίζεται µε
οκτρεοτίδη, µία συνθετική σωµατοστατίνη µε Τ½ 50 min (η φυσική σωµατοστατίνη
δεν είναι χρήσιµη στην κλινική πράξη, επειδή έχει Τ½ 3 min). Η οκτρεοτίδη
ενδείκνυται επίσης για την συµπτωµατική αντιµετώπιση όγκων του πεπτικού
συστήµατος (καρκινοειδή, VIP-ώµατα και γλυκαγονώµατα), καθώς και των
αιµορραγιών του ανώτερου πεπτικού συστήµατος (κιρσοί οισοφάγου και πεπτικό
έλκος) επειδή περιορίζει την αιµάτωση των αντίστοιχων ιστών.
Στην ακροµεγαλία, καλά αποτελέσµατα δίνει και η βρωµοκρυπτίνη, µία
ντοπαµινεργική ουσία (αυτό αποτελεί φαρµακολογικό παράδοξο, δεδοµένου ότι στα
φυσιολογικά άτοµα η ντοπαµίνη διεγείρει την έκκριση GH).
Προλακτίνη
58
λακτόζης. Με το πέρας της κύησης, η απότοµη πτώση της προγεστερόνης πυροδοτεί
την έκλυση προλακτίνης. Με την έναρξη της γαλουχίας, ανατροφοδοτείται η έκκριση
προλακτίνης, ενώ αναστέλλεται η έκκριση γοναδοτροπινών και οιστρογόνων
(αµηνόρροια και αναστολή ωοθυλακιορρηξίας).
Υπερπρολακτιναιµία µπορεί να προκύψει από ποικίλα αίτια (λήψη
αντιντοπαµινεργικών φαρµάκων, λήψη οιστρογόνων, υποθυρεοειδισµός, αδενώµατα
της υπόφυσης, νεοπλάσµατα µε παρακρινική δράση, κ.ά.).
Η προλακτίνη δεν χρησιµοποιείται καθόλου στην κλινική πράξη. Αντίθετα, χρήσιµο
φάρµακο για την υπερπρολακτιναιµία είναι η βρωµοκρυπτίνη (ντοπαµινεργικός
αγωνιστής) και οι συναφείς ενώσεις περγολίδη, κιναγολίδη, λυσουρίδη, µετεργολίνη
και γκαρµπεγολίνη.
Γοναδοτροπίνες
59
Κατά την δεύτερη φάση του κύκλου (εκκριτική ή ωχρινική) αυξάνεται το
πάχος και η παρουσία εκκριτικών τροφικών στοιχείων του ενδοµητρίου. Οι
µεταβολές αυτές αποδίδονται στην παραγωγή προγεστερόνης από το ωχρό σωµάτιο.
Το τέλος του κύκλου χαρακτηρίζεται από την υποστροφή του ωχρού
σωµατίου, πτώση των επιπέδων της προγεστερόνης και εκφύλιση του ενδοµητρίου.
Με την έναρξη της αποκόλλησης και της αποβολής του ενδοµητρίου (εµµηνορρυσία)
σηµατοδοτείται η έναρξη του επόµενου κύκλου.
Το ωχρό σωµάτιο υποστρέφει υπό την επίδραση της προσταγλανδίνης F2α
(PGF2α), αν και υπάρχει η θεωρία ότι πρόκειται για µια αυτόµατη αποπτωτική
διαδικασία.
Η χοριονική γοναδοτροπίνη (hCG) εκκρίνεται από τα συγκυτιακά στοιχεία
της τροφοβλάστης που αποτελούν την απαρχή της δηµιουργίας του πλακούντα, ήδη
µετά από την πρώτη εβδοµάδα της εµφύτευσης του γονιµοποιηµένου ωαρίου. Η
ορµόνη αυτή διατηρεί την λειτουργία του ωχρού σωµατίου και ασκεί ανάδροµη
καταστολή στην έκκριση της LH. Είναι παρούσα στον οργανισµό καθ’όλη τη
διάρκεια της κύησης και ανιχνεύεται στα ούρα των εγκύων.
60
γοναδοτροπινών αναφέρεται στο Κεφ. ‘Γεννητικές ορµόνες’.
Αδρενορτικοτροπίνη
Αντιδιουρητική ορµόνη
61
ευοδώνει την επαναρρόφηση ύδατος, χωρίς παράλληλη επαναρρόφηση
ηλεκτρολυτών. Κύρια ερεθίσµατα για την έκκρισή της είναι η αύξηση της
ωσµωτικότητας (>280 mOsm/kg) ή η µείωση του όγκου των εξωκυττάριων υγρών.
Στον άποιο διαβήτη, δεν λειτουργούν αυτοί οι µηχανισµοί οµοιοστασίας, µε
αποτέλεσµα την πολυουρία και την πολυδιψία. Αντίθετα, υπάρχει περίπτωση
ανεξέλεγκτης υπερέκκρισης ADH, κυρίως από την παρακρινική δραστηριότητα
ορισµένων νεοπλασµάτων των πνευµόνων (‘σύνδροµο απρόσφορης έκκρισης ADH’).
Η ADH χρησιµοποιείται στον πρωτοπαθή άποιο διαβήτη, που είναι
κεντρικής αιτιολογίας και εµφανίζεται µετά από κρανιοεγκεφαλική κάκωση ή χωρίς
προφανή αιτία (ιδιοπαθής). Η χλωροπροπαµίδη (βλ. υπογλυκαιµικά φάρµακα) µπορεί
να βοηθήσει, επειδή προάγει την έκκριση ADH. Υπάρχει και ο νεφρογενής άποιος
διαβήτης (ιδιοπαθής ή από λοιµώξεις), όπου η έκκριση της ADH είναι φυσιολογική
αλλά τα νεφρικά σωληνάρια δεν απαντούν στην ορµόνη. Σε αυτή τη µορφή άποιου
διαβήτη, τα θειαζιδικά διουρητικά υδροχλωροθειαζίδη και χλωροθαλιδόνη ασκούν
αντιδιουρητική δράση. Το φαρµακολογικό αυτό παράδοξο αποδίδεται στη
δηµιουργία υπέρτονου διάµεσου υγρού στη µυελώδη µοίρα του νεφρικού
παρεγχύµατος, που οδηγεί στην παθητική επαναρρόφηση ύδατος από τον αυλό των
αθροιστικών σωληναρίων.
Εκτός από τον πρωτοπαθή άποιο διαβήτη, η ADH ενδείκνυται στην
αιµορραγία κιρσών του οισοφάγου (αγγειοσύσπαση µέσω των υποδοχέων V1).
Χορηγείται µόνον παρεντερικώς (i.m., i.v., s.c., ή ρινικό ψεκασµό).
Αντενδείξεις. Αγγειακά νοσήµατα (ιδιαίτερα στεφανιαία ανεπάρκεια) και
χρόνια νεφρίτιδα.
Παρενέργειες. Αλλεργικές αντιδράσεις, ωχρότητα, ναυτία, κράµπες, σύσπαση
µυοµητρίου.
Προφυλάξεις. Προσοχή απαιτείται σε άτοµα µε καρδιακή ή νεφρική
ανεπάρκεια, υπέρταση, άσθµα, επιληψία και συχνές ηµικρανίες. Επίσης κατά την
κύηση και την γαλουχία. Όταν γίνεται παρεντερική χορήγηση υγρών, επιβάλλεται
ανάλογη προσαρµογή για την αποφυγή υπερφόρτωσης του οργανισµού και
εµφάνισης έντονης υπονατριαιµίας.
Σήµερα, χορηγούνται συνήθως τα συνθετικά παράγωγα της ADH
(δεσµοπρεσσίνη, λυπρεσσίνη, τερλυπρεσσίνη). Χρησιµοποιούνται στον πρωτοπαθή
άποιο διαβήτη, στην ιδιοπαθή νυκτερινή ενούρηση και στην νυκτουρία που συνοδεύει
την κατά πλάκας σκλήρυνση. Η τερλυπρεσσίνη δίνεται κυρίως i.v., σε αιµορραγίες
62
από τους κιρσούς του οισοφάγου.
Στο ‘σύνδροµο απρόσφορης έκκρισης ADH’, καλά αποτελέσµατα δίνει η
δεµεκλοκυκλίνη (βλ. τετρακυκλίνες), επειδή ανταγωνίζεται τη δράση της ADH στους
υποδοχείς V2 του νεφρικού επιθηλίου.
Ωκυτοκίνη
63
Για την επαγωγή τοκετού, η ωκυτοκίνη µπορεί να συνδυασθεί µε τη
δινοπροστόνη, µία προσταγλανδίνη Ε2 µε µητροσυσπαστικές ιδιότητες
(αντενδείκνυται σε υπερτονική αδράνεια της µήτρας και σε καταστάσεις όπου δεν
είναι επιθυµητή υπερβολική σύσπαση µήτρας).
Για την πρόληψη και την αντιµετώπιση της αιµορραγίας της µήτρας µετά από
τοκετό, ή µετά από ατελή απόξεση δίνονται η ωκυτοκίνη και η εργοµητρίνη. Σε
περίπτωση αποτυχίας, λόγω ατονίας της µήτρας, µπορεί να χορηγηθεί η καρβοπρόστη
(έχει τον κίνδυνο να προκαλέσει βρογχόσπασµο, υπερθερµία, υπέρταση και
πνευµονικό οίδηµα).
Θυρεοειδικές ορµόνες
64
β. Αυξάνει τον βασικό µεταβολισµό. Αυτό εκφράζεται κυρίως µε την
ταχύτερη ανακύκλωση των υδατανθράκων και την επίταση της λιπόλυσης
(αποτέλεσµα της οποίας είναι και η µείωση των επιπέδων της χοληστερόλης του
πλάσµατος).
γ. ∆ιεγείρει την καρδιακή λειτουργία.
Στην κλινική πράξη, χρησιµοποιείται κυρίως η θυροξίνη (Τ4), η οποία
αποδίδει βραδέως στον οργανισµό την Τ3 και εξασφαλίζει παρατεταµένη και οµαλή
ορµονική δράση.
Η θυροξίνη έχει βιοδιαθεσιµότητα 50-80% και παρουσιάζει σηµαντική
πρωτεϊνική σύνδεση (99%). Αποµακρύνεται ως γλυκουρονίδιο και έχει Τ1/2 7
ηµέρες.
Ενδείξεις. Η Τ4 ενδείκνυται στον υποθυρεοειδισµό, στην πρόληψη του
κρετινισµού από νεογνικό υποθυρεοειδισµό, στη διάχυτη µη τοξική βρογχοκήλη, στη
θυρεοειδίτιδα Hashimoto και στον καρκίνο του θυρεοειδούς. Επίσης, συγχορηγείται
µε αντιθυρεοειδικά φάρµακα στον υπερθυρεοειδισµό (για την πρόληψη βρογχοκήλης
από τα αντιθυρεοειδικά φάρµακα). Η T3 ενδείκνυται στη θεραπεία του
µυξοιδηµατικού κώµατος, επειδή έχει πενταπλάσια ισχύ από την Τ4.
Παρενέργειες. Στη συνηθισµένη δοσολογία, οι σηµαντικότερες παρενέργειες
αφορούν στην καρδιακή λειτουργία (ταχυαρρυθµίες) και αντιµετωπίζονται µε έναν β-
αδρενεργικό αναστολέα. Σε περιπτώσεις υπερδοσολογίας, ή τοξικής άθροισης της Τ4,
προκύπτουν κλινικά σηµεία και συµπτώµατα υπερθυρεοειδισµού (αρρυθµίες, τρόµος
χειρών, υπερδιέγερση, απώλεια βάρους, εφιδρώσεις, διάρροια, µυϊκές κράµπες,
υπερασβεστιαιµία).
Αλληλεπιδράσεις. H θυροξίνη αυξάνει το αποτέλεσµα των αντιπηκτικών. Η
δράση της θυροξίνης µειώνεται από την χολεστυραµίνη (δέσµευση στον εντερικό
αυλό), την ριφαµπικίνη και τα αντιεπιληπτικά φάρµακα (επιτάχυνση του ηπατικού
µεταβολισµού).
Φάρµακα που περιέχουν ιώδιο, όπως το αντιαρρυθµικό αµιωδαρόνη, µπορεί
να προκαλέσουν υπερθυρεοειδισµό επειδή επιτείνουν την σύνεση και την έκλυση
θυρεοειδικών ορµονών. Αντίθετα, το ανθρακικό λίθιο προκαλεί βογχοκήλη, επειδή
ανταγωνίζεται το σύστηµα ενεργητικής µεταφοράς των ιόντων ιωδίου στα θυλακιώδη
κύτταρα του θυρεοειδούς (‘αντλία ιωδίου’).
65
Στην οµάδα αυτή περιλαµβάνονται η καρβιµαζόλη, η µεθιµαζόλη, η
προπυλθειουρακίλη και το ιώδιο.
Η καρβιµαζόλη και η µεθιµαζόλη αναστέλλουν την υπεροξειδάση που είναι
απαραίτητη για την οξείδωση του ιωδίου και την ενσωµάτωσή του στις τυροσίνες της
θυρεοσφαιρίνης. Μειώνουν επίσης την παραγωγή θυρεοδιεγερτικών
αυτοαντισωµάτων, που εµπλέκονται στην παθογένεια της ανάπτυξης διάχυτης
βρογχοκήλης (νόσος Graves-Basedow). Η καρβιµαζόλη έχει σχεδόν 100%
βιοδιαθεσιµότητα, δεν συνδέεται µε τις πρωτεΐνες του πλάσµατος, βιοµετατρέπεται
προς µεθιµαζόλη και καθηλώνεται εκλεκτικά στον θυρεοειδή. Έχει Τ ½ περίπου 9 h.
Ενδείξεις. Χρησιµοποιείται στον υπερθυρεοειδισµό, όπου λαµβάνεται
χρονίως. Επίσης, µπορεί να χορηγηθεί για την προετοιµασία των ασθενών που
πρόκειται να χειρουργηθούν για βρογχοκήλη.
Παρενέργειες. Είναι καλώς ανεκτό φάρµακο, αλλά ενδέχεται να προκαλέσει
σπανίως αλλεργικές αντιδράσεις όψιµου τύπου (ουδετεροπενία, θροµβοπενία,
νεφρωσικό σύνδροµο, αποφολιδωτική δερµατίτιδα, ορονοσία, υπογλυκαιµία από
αυτοάνοσο σύνδροµο ινσουλίνης). Επίσης, έχουν αναφερθεί γαστρεντερικές
διαταραχές, περιφερική νευροπάθεια, απωπεκία και ίκτερος.
Η σοβαρότερη παρενέργεια είναι η ουδετεροπενία (ποσοστό περίπου 0,3%)
που µπορεί να διαλάθει της προσοχής και να απειλήσει ακόµη και τη ζωή του
ασθενούς. Πρώιµα συµπτώµατα είναι ο πυρετός και ο πονόλαιµος, για τα οποία
πρέπει να ενηµερωθεί ο ασθενής, ώστε να τα αναφέρει αµέσως και να υποβληθεί
εγκαίρως σε αιµατολογικές εξετάσεις. Συνήθως, απαιτείται έλεγχος του θυρεοειδούς
και του αίµατος ανά 4-6 εβδοµάδες για τους πρώτους 3 µήνες. Όταν επιτευχθεί
ευθυρεοειδισµός, η δοσολογία µειώνεται και οι έλεγχοι γίνονται αραιότερα. Η µη
συχνή παρακολούθηση και η µη προσαρµογή της δοσολογίας µπορεί να καταλήξει σε
υποθυρεοειδισµό.
Αντενδείξεις. Η καρβιµαζόλη διέρχεται µε ευκολία τον αιµατοπλακουντιακό
και τον αιµατοµαζικό φραγµό και αντενδείκνυται στην κύηση και τη γαλουχία.
Προπυλθειουρακίλη
66
τον πλακούντα και γι’αυτό προτιµάται από την καρβιµαζόλη για τον έλεγχο του
υπερθυρεοειδισµού σε εγκύους.
Ιώδιο
Για την οµαλή λειτουργία του θυρεοειδούς απαιτούνται περίπου 150µg ιωδίου
ηµερησίως. Όταν δεν καλύπτονται αυτές οι ανάγκες, αναπτύσσεται υπερπλασία του
θυρεοειδούς (βρογχοκήλη) και τελικά υποθυρεοειδισµός. Προληπτικά, συνιστάται
ιωδίωση του νερού ή πρόσληψη ιωδίου µέσω άλλων πηγών (π.χ. ιωδιωµένο αλάτι).
Όταν λαµβάνονται µεγάλες δόσεις ιωδίου, αναστέλλεται η έκλυση ορµονών από τον
θυρεοειδή αδένα.
Ενδείξεις. Το ιώδιο χρησιµοποιείται προεγχειρητικά για την προετοιµασία
των ασθενών που πρόκειται να υποβληθούν σε θυρεοειδεκτοµή. Έχει διαπιστωθεί ότι
αφ’ενός µειώνει το µέγεθος της βρογχοκήλης και αφ’ετέρου περιορίζει την έκλυση
θυρεοειδικών ορµονών για αρκετές ηµέρες. Συνήθως χορηγείται ένα αντιθυρεοειδικό
φάρµακο, όπως η θειουρακίλη, και ακολουθεί αγωγή µε ιώδιο για περίπου δέκα
ηµέρες πριν από την επέµβαση. Χρησιµοποιείται το υδατικό διάλυµα Lugol
(περιεκτικότητα σε ιώδιο 130mg/ml, ως µοριακό ιώδιο ή ιωδιούχο κάλιο).
Παρενέργειες. Αλλεργικές αντιδράσεις (εξανθήµατα, αρθραλγίες, πυρετός),
διόγκωση και πόνος των σιελογόνων αδένων, κεφαλαλγία, επιπεφυκίτιδα,
λαρυγγίτιδα, βρογχίτιδα. Σε υπερδοσολογία, γαστρεντερικές διαταραχές µε πιθανή
διάβρωση στοµάχου, οίδηµα γλωττίδας ή λάρυγγος (ειδικό αντίδοτο είναι διάλυµα
1% θειοθειϊκού νατρίου).
Προφυλάξεις. Σε εγκύους και σε παιδιά πρέπει να δίνεται µόνον όταν είναι
ανάγκη, και ποτέ για διάστηµα µεγαλύτερο των δέκα ηµερών.
Ραδιενεργό ιώδιο
67
αδένα, όπου καταστρέφει τα θυλακιώδη κύτταρα (Τ1/2 8 ηµέρες).
Ενδείξεις. Χρησιµοποιείται στον καρκίνο του θυρεοειδούς (αφού προηγηθεί
χειρουργική αφαίρεση) και στον υπερθυρεοειδισµό. Επίσης, σε υποτροπιάζοντα
υπερθυρεοειδισµό, όταν αποτυγχάνουν τα συµβατικά αντιθυρεοειδικά φάρµακα. H
αντιθυρεοειδική αγωγή διακόπτεται 4-5 ηµέρες πριν από τη χορήγηση ραδιενεργού
ιωδίου.
Αντενδείξεις. Το 131I δεν χρησιµοποιείται σε άτοµα ηλικίας µικρότερης των
30 ετών. Η κύηση αποτελεί αντένδειξη για όλα γενικώς τα ραδιοφάρµακα
(διαγνωστικά ή θεραπευτικά).
Παρενέργειες. Το 131I µπορεί να προκαλέσει ακτινική νόσο, µε ναυτία,
παροδική καταστολή του µυελού, επώδυνη διόγκωση των τραχηλικών και των
σιελογόνων αδένων, εξάνθηµα, δυσκαταποσία και ακτινική κυστίτιδα (το ραδιενεργό
ιώδιο απεκκρίνεται µε τα ούρα). Υπάρχει επίσης κίνδυνος να αναπτυχθεί λευχαιµία.
Η καθήλωση του ραδιοϊσοτόπου σε τυχόν µεταστατικές εστίες των πνευµόνων,
µπορεί να προκαλέσει πνευµονική ίνωση.
Στον υπερθυρεοειδισµό, µπορεί να συµβεί ακτινική θυρεοειδίτιδα. Μετά από
µερικά χρόνια, µεγάλο ποσοστό ασθενών εµφανίζει υποθυρεοειδισµό.
Προφυλάξεις. Παρακολούθηση της λειτουργίας του θυρεοειδούς, και αγωγή
υποκατάστασης µε θυροξίνη σε περίπτωση υποθυρεοειδισµού.
Θυρεοκαλσιτονίνη (ή καλσιτονίνη)
68
οποία είναι λιγότερο αντιγονική. Χορηγείται παρεντερικώς (i.m., i.v., ρινικός
ψεκασµός) για την αναχαίτιση της υπερασβεστιαιµίας και της υπερφωσφαταιµίας σε
διάφορες καταστάσεις (υπερπαραθυρεοειδισµός, οστική φθορά από µεταστατικές
νεοπλασµατικές εστίες στα οστά, ιδιοπαθής υπερασβεστιαιαµία της κύησης,
υπερδοσολογία βιταµίνης D). Επίσης, στην µετεµµηνοπαυσιακή οστεοπόρωση. Στην
οστική µορφή της νόσου του Paget, η καλσιτονίνη έχει ευνοϊκά αποτελέσµατα, αλλά
µετά από αγωγή λίγων µηνών οι ασθενείς εµφανίζουν ένα είδος αντίστασης στην
επίδραση του φαρµάκου. Σε ασθενείς µε µεταστατικές αλλοιώσεις των οστών, η
καλσιτονίνη ενδέχεται να εµφανίσει και καταπράϋνση των πόνων.
Παρενέργειες. Ναυτία, έµετοι, αλλοίωση γεύσης, εξάψεις.
Παραθυρεοειδείς αδένες
69
Φάρµακα για την αντιµετώπιση της υπερασβεστιαιµίας
∆ιφωσφονικά παράγωγα
70
Η ετιδρονάτη την νόσο του Paget, στην µετεµµηνοπαυσιακή οστεοπόρωση και
στις ετερότοπες ασβεστώσεις (αποτιτανώσεις).
Η αλεδρονάτη και η ρισεδρονάτη στην µετεµµηνοπαυσιακή οστεοπόρωση.
Η παµιδρονάτη χορηγείται παρεντερικώς στην νόσο του Paget, στην
υπερασβεστιαιµία που οφείλεται σε µεταστατικές αλλοιώσεις των οστών και στις
ετερότοπες ασβεστώσεις.
Παρενέργειες. Ασυµπτωµατική υπασβεστιαιµία, οισοφαγικός καύσος µε
δυσκαταποσία και γαστρεντερικές διαταραχές, αλλεργικές αντιδράσεις (εξάνθηµα,
κνίδωση, φωτοευαισθησία κ.ά.). Με την µακροχρόνια χορήγηση ετιδρονάτης έχουν
αναφερθεί αυτόµατα κατάγµατα και αιµατολογικές διαταραχές (παροδική
λευκοπενία) και αυξηµένος κίνδυνος καταγµάτων.
Προφυλάξεις. Νεφρική ανεπάρκεια, φλεγµονώδεις νόσοι του πεπτικού
συστήµατος (παγκρεατίτις, κολίτις). Κύηση και γαλουχία.
Αλληλεπιδράσεις. Σκευάσµατα ασβεστίου ή σιδήρου είναι ασύµβατα µε τα
διφωσφονικά φάρµακα όταν χορηγούνται από του στόµατος. Επίσης, ασύµβατα είναι
και τα αντιόξινα φάρµακα.
71
επίπεδα των κορτικοειδών στο αίµα (αρνητική ανάδροµη ρύθµιση).
Γενικώς, τα γλυκοκορτικοειδή επηρεάζουν τον µεταβολισµό των
υδατανθράκων και των πρωτεϊνών. Υπό φυσιολογικές συνθήκες, εκκρίνονται
ηµερησίως 10-25 mg κορτιζόλης (ή υδροκορτιζόνης), 0.5-2 mg κορτιζόνης, και 30-
150 µg κορτικοστερόνης. Σε ακραίες καταστάσεις stress, τα επίπεδα των
γλυκορτικοειδών µπορεί ακόµη και να δεκαπλασιασθούν.
Τα αλατοκορτικοειδή (αλδοστερόνη και δεσοξυκορτικοστερόνη) συµµετέχουν
στην οµοιοστασία του ύδατος και των ηλεκτρολυτών. Η αλδοστερόνη είναι το
σηµαντικότερο αλατοκορτικοειδές, και η έκκρισή της εξαρτάται κυρίως από την
αγγειοτενσίνη και το κάλιο του πλάσµατος.
Μηχανισµός δράσης των κορτικοστεροειδών. Ασκούν τις επιδράσεις τους
συνδεόµενες µε υποδοχείς που τροποποιούν την έκφραση διαφόρων γονιδίων, και
τελικώς τη σύνθεση διαφόρων πρωτεϊνών. Η επίδρασή τους δεν είναι πανοµοιότυπη
σε όλους τους ιστούς, αλλά εξαρτάται από τον αριθµό και τον τύπο των υποδοχέων.
Υπάρχει κάποια µικρή αλληλεπικάλυψη στη δράση των γλυκοκορτικοειδών και των
αλατοκορτικοειδών.
Κινητική των κορτικοστεροειδών.
Τα κορτικοστεροειδή αποροφώνται ικανοποιητικά από το πεπτικό σύστηµα
(60-70%) και εµφανίζουν πρωτεϊνική σύνδεση σε ποσοστό 90%. Χορηγούνται
συνήθως το πρωΐ, ώστε να αποµιµούνται τις συνθήκες της φυσιολογικής έκκρισης.
Στο ήπαρ µεταβολίζονται κυρίως µε αντιδράσεις αναγωγής και υφίστανται σύζευξη
µε θειικό και γλυκουρονικό οξύ. Απεκκρίνονται κυρίως στα ούρα και εν µέρει στη
χολή.
Γλυκοκορτικοειδή
72
επιτρεπτική δράση στις κατεχολαµίνες, όσον αφορά την καρδιακή λειτουργία.
∆ιατηρούν την µυϊκή µάζα (στην νόσο του Addison εµφανίζεται µυϊκή καχεξία).
Επιτείνουν τη σύνθεση της αιµοσφαιρίνης και αυξάνουν τον αριθµό των
ερυθροκυττάρων.
Φαρµακολογικές επιδράσεις των γλυκορτικοειδών.
Σε µεγάλες δόσεις, τα γλυκοκορτικοειδή ασκούν έντονη αντιφλεγµονώδη και
ανοσοκατασταλτική δράση, η οποία ερµηνεύεται µε ποικίλες επί µέρους επιδράσεις.
Μειώνουν τον αριθµό των λεµφοκυττάρων, καθώς και των ηωσινοφίλων και
των βασεοφίλων λευκοκυττάρων. Ενώ αυξάνουν τον αριθµό των ουδετεροφίλων
λευκοκυττάρων, µειώνουν την διείσδυσή τους στα σηµεία ιστικής φλεγµονής και την
ικανότητά τους προς φαγοκυτάρωση. Επίσης, περιορίζουν την ικανότητα
φαγοκυττάρωσης των µονοκυτάρων. Οι δράσεις αυτές αποδίδονται στην ικανότητά
τους να σταθεροποιούν την µεµβράνη των λυσοσωµάτων. Αναστέλλουν την
ικανότητα των ινοβλαστών να συµµετέχουν στην επουλωτική διαδικασία µε την
παραγωγή κολλαγόνου και των πλασµατοκυττάρων να παράγουν αντισώµατα.
Μειώνουν την διαπερατότητα της µεµβράνης των τριχοειδών, αναστρέφοντας την
επίδραση της ισταµίνης. Αναστέλλουν τη σύνθεση προσταγλανδινών και
λευκοτριενίων και διακόπτουν τον φαύλο κύκλο της δράσης πολλών παραγόντων της
φλεγµονώδους αντίδρασης, όπως είναι οι κυτταροκίνες.
Στον οργανισµό, η κορτιζόνη µεταπίπτει στη δραστικότερη υδροκορτιζόλη
(κορτιζόλη), η οποία προτιµάται όταν προτιµάται η εξωγενής χορήγηση
γλυκοκορτικοειδών. Επίσης, στη σύγχρονη θεραπευτική συχνά προτιµώνται τα
ηµισυνθετικά ανάλογα (πρεδνιζολόνη, µεθυλπρεδνιζολόνη, τριαµσινολόνη,
βηταµεθαζόνη και δεξαµεθαζόνη), επειδή δεν διαθέτουν αλατοκορτικοειδικές
ιδιότητες (για την αποφυγή της κατακράτησης νατρίου).
73
ενδαρθρική ένεση.
Άλλες συχνές χρήσεις των κορτικοστεροειδών περιλαµβάνουν την ρευµατική
καρδίτιδα, το νεφρωσικό σύνδροµο, τις αγγειίτιδες, τις βαριές αλλεργικές
αντιδράσεις, τις φλεγµονώδεις οφθαλµίες, την ελκώδη κολίτιδα, το εγκεφαλικό
οίδηµα, καθώς και διάφορες δερµατοπάθειες (συνήθως µε τοπική εφαρµογή). Επίσης,
σε ορισµένα νεοπλασµατικά νοσήµατα, σε συνδυασµό µε κυτταροστατικά φάρµακα.
74
και εξάπλωση των (κάλυψη συµπτωµάτων σηψαιµίας ή φυµατίωσης).
Παρατεταµένη χορήγηση προκαλεί, µυϊκή αδυναµία (κυρίως των αντιβραχίων
και των µηρών), ανάσχεση της απορροής του υδατοειδούς υγρού (γλαύκωµα),
καταστολή της δράσης των οστεοβλαστών και επίταση της έκκρισης παραθορµόνης
(οστεοπόρωση, µε αυτόµατα κατάγµατα), και επιβράδυνση της σωµατικής ανάπτυξης
στα παιδιά (αρνητικό ισοζύγιο αζώτου).
Μακροχρόνια χορήγηση µεγάλων δόσεων (µεγαλύτερες από 15mg/ηµέρα
πρεδνιζολόνης ή ισοδύναµες δόσεις άλλων κορτικοστεροειδών) προκαλεί ιατρογενές
σύνδροµο Cushing, νέκρωση της κεφαλής του µηριαίου οστού και οπισθοφακική
θόλωση (καταρράκτης). Η σοβαρότερη παρενέργεια είναι η κατασταλτική δράση των
γλυκοκορτικοειδών στον άξονα υποθάλαµος-υπόφυση-επινεφρίδια, η οποία
εκφράζεται µε την απουσία ACTH και καταλήγει σε πλήρη ατροφία των
επινεφριδίων. Στην περίπτωση αυτή, τυχόν διακοπή του εξωγενούς φαρµάκου
προκαλεί συµπτώµατα οξείας φλοιοεπινεφριδιακής ανεπάρκειας (µυϊκή αδυναµία,
υπόταση, υπογλυκαιµία, ναυτία, εµέτους κ.ά.). Η διακοπή πρέπει να είναι βαθµιαία
(για εβδοµάδες ή µήνες, ανάλογα µε τη δόση και τη διάρκεια της θεραπείας).
Τα εισπνεόµενα γλυκοκρτικοειδή (ηµερήσιες δόσεις µέχρι 1500 mg σε
ενήλικες και 400 mg σε παιδιά) δεν προκαλούν ατροφία των επινεφριδίων και δεν
αναστέλλουν την ανάπτυξη των παιδιών.
Αντενδείξεις. Ενεργό έλκος στοµάχου και 12δακτύλου, απλός οφθαλµικός
έρπητας, αµέσως πριν και µετά από εµβολιασµούς. Χρόνιες µικροβιακές λοιµώξεις
και συστηµατικές µυκητιάσεις (εκτός εάν υπάρχει ταυτόχρονη κάλυψη του ασθενούς
µε τα αντίστοιχα χηµειοθεραπευτικά φάρµακα). Ηλικιωµένα άτοµα µε οστεοπόρωση.
Ασθενείς µε ιστορικό σχιζοφρένειας, γλαυκώµατος, χρονίας συµφορητικής
καρδιοπάθειας και σακχαρώδους διαβήτη.
Αλληλεπιδράσεις. Με αντιεπιληπτικά, ριφαµπικίνη και άλλους επαγωγής του
ηπατικού µεταβολισµού, µειώνεται η δραστικότητά τους. Με αλκοολούχα ποτά,
ασπιρίνη και λοιπά µη στεροειδή αντιφλεγµονώδη ενισχύεται η ελκογόνος δράση
τους. Με φάρµακα που προκαλούν υποκαλιαιµία (διουρητικά) επιτείνεται η
υποκαλιαιµία και αυξάνεται ο κίνδυνος τοξικού δακτυλιδισµού. Τα κορτικοστεροειδή
µειώνουν την αποτελεσµατικότητα των αντιδιαβητικών και των αντιυπερτασικών
φαρµάκων.
75
Η µετυραπόνη (µετοπιρόνη) αναστέλλει τη β-υδροξυλίωση που είναι
απαραίτητη για την σύνθεση της κορτιζόλης. Χρησιµοποιείται διαγνωστικά, επειδή η
αναστολή αυτή πρέπει κανονικά να προκαλέσει αντιρρροπιστική έκκριση ACTH,
εκτός εάν υπάρχει για υποφυσιακή ανεπάρκεια. Σε ασθενείς µε οριακή λειτουργία
των επινεφριδίων, υπάρχει κίνδυνος να προκληθεί οξεία επινεφριδιακή ανεπάρκεια.
Θεραπευτικά, έχει χρησιµοποιηθεί για την αναστολή της υπερέκκρισης
κορτιζόλης (σύνδροµο Cushing), από αυξηµένη παραγωγή έκτοπης ACTH (π.χ. σε
µικροκυτταρικό καρκίνο των βρόγχων µε παρακρινική δραστηριότητα).
Αλατοκορτικοειδή
Γεννητικές ορµόνες
76
ωοθήκες και τους όρχεις αντίστοιχα. Σε αµφότερα τα φύλα, µέρος των γεννητικών
ορµονών παράγονται και από τον φλοιό των επινεφριδίων, ενώ στον λιπώδη ιστό
είναι δυνατή η µετάπτωση των οιστρογόνων σε ανδρογόνα. Έχουν παρόµοια χηµική
δοµή και µηχανισµό δράσης µε τα κορτικοστεροειδή, δηλαδή τροποποιούν την
γονιδιακή έκφραση µετά από ενεργοποίηση ειδικών κυτταροπλασµατικών και
πυρηνικών υποδοχέων.
Οιστρογόνα
Τα φυσικά οιστρογόνα (οιστραδιόλη και οιστρόνη) παράγονται στις ωοθήκες
και από την περιφερική µετατροπή της ανδροστενεδιόνης σε οιστρόνη. Η δεύτερη
αυτή βιοχηµική οδός υπάρχει στους άνδρες, καθώς και στις γυναίκες µετά από την
εκφύλιση των ωοθηκών (εµµηνόπαυση). Τα οιστρογόνα είναι απαραίτητα για την
ανάπτυξη και την λειτουργία των γεννητικών οργάνων και των δευτερευόντων
χαρακτηριστικών του θήλεος. Επίσης, συµµετέχουν στη διατήρηση του ισοζυγίου
ύδατος, των ηλεκτρολυτών και του αζώτου, στην ανάπτυξη των οστών, στην
ελαστικότητα του δέρµατος κ.ά.
Στη θεραπευτική χρησιµοποιούνται φυσικά (οιστραδιόλη και οιστρόνη),
ηµισυνθετικά (αιθινυλοιστραδιόλη, µεστρανόλη, πιπεραζινική οιστρόνη,
πολυοιστραδιόλη κ.ά.), καθώς και συνθετικά οιστρογόνα (µη στεροειδή παράγωγα
του στιλβενίου, µε οιστρογονικές ιδιότητες, όπως π.χ. η στιλβεστρόλη και η
διαιθυλοστιλβεστρόλη). Τα οιστρογόνα απορροφώνται από το πεπτικό,
µεταβολίζονται από το ήπαρ και απεκκρίνονται από τους νεφρούς.
Ενδείξεις. Πρωτοπαθής αµηνόρροια, γυναικείος υπογοναδισµός (ιδιοπαθής
ανεπάρκεια του άξονα υποθάλαµος-υπόφυση-ωοθήκες), δευτεροπαθής έλλειψη
οιστρογόνων (ωοθηκεκτοµή), λειτουργικές µητρορραγίες, διόγκωση των µαστών
µετά τον τοκετό. Ως αντισυλληπτικά, για την αναστολή της φυσιολογικής
ωοθυλακιορρηξίας (αρνητική ανάδροµη ρύθµιση στον άξονα υποθάλαµος-υπόφυση-
ωοθήκες). Σε συνδυασµό µε κυτταροστατικά, για την ανακουφιστική θεραπεία σε
επιλεγµένες περιπτώσεις καρκίνου του µαστού, ή σε άνδρες µε προχωρηµένο
µεταστατικό καρκίνο του προστάτη. Ως αγωγή ορµονικής υποκατάστασης, για τα
αγγειοκινητικά συµπτώµατα της εµµηνόπαυσης, ή για την επιβράδυνση των
εκφυλιστικών αλλοιώσεων µετά από την εµµηνόπαυση (ατροφική κολπίτιδα,
κραύρωση του αιδοίου, οστεοπόρωση, αφυδάτωση του δέρµατος κ.λπ.)
Παρενέργειες. Ναυτία, εµετοί, ανορεξία, αύξηση βάρους, υπέρταση,
77
κεφαλαλγία, επώδυνη διόγκωση µαστών (µαστωδυνία), θροµβοφλεβίτιδα, διαταραχές
ηπατικής λειτουργίας, ίκτερος, αυξηµένη συχνότητα χολολιθίασης, εξάνθηµα και
χλόασµα, κατάθλιψη, αιµορραγία µετά τη διακοπή τους, επιδείνωση πορφυρίας,
αυξηµένος κίνδυνος καρκίνου του ενδοµητρίου (αναιρείται µε την παράλληλη
χορήγηση ενός προγεσταγόνου).
Αντενδείξεις. Κύηση, οιστρογονοεξαρτώµενος καρκίνος, αδιάγνωστη
αιµορραγία γεννητικών οργάνων, ιστορικό σοβαρής θροµβοεµβολικής νόσου,
ηπατίτιδας, σακχαρώδους διαβήτη, επιληψίας, κατάθλιψης, ηµικρανιών ή
ενδοµητρίωσης. Νεαρή ηλικία (δόσεις µεγαλύτερες από 100ng/kg/ ηµέρα µπορεί να
επηρεάσουν την σύγκλειση των επιφύσεων).
Αλληλεπιδράσεις. Aνταγωνίζονται τη δράση των αντιπηκτικών, των
αντιδιαβητικών, των αντιϋπερτασικών, των διουρητικών και των αντιλιπιδαιµικών.
Φάρµακα που επάγουν τα ηπατικά ένζυµα (αντιεπιληπτικά, ριφαµπικίνη κά.)
µειώνουν ή αναιρούν πλήρως τη δράση των οιστρογόνων.
78
ακολουθείται από εµµηνορρυσία.
H δράση της ασκείται στη µήτρα και τον µαστό, όπου µαζί µε τα οιστρογόνα
συµβάλλει στην προαγωγή των βασικών λειτουργιών της αναπαραγωγής. Η παρουσία
των οιστρογόνων ευαισθητοποιηθεί τους ιστούς και θεωρείται προϋπόθεση για τη
δραση της προγεστερόνης. Αναστέλλει την έκκριση γοναδοτροπινών.
Η προγεστερόνη και τα ηµισυνθετικά παράγωγά της (προγεσταγόνα ή
προγεστερονοειδή) απορροφώνται ικανοποιητικά από το πεπτικό, µεταβολίζονται στο
ήπαρ και απεκκρίνονται στα ούρα και τη χολή. Ορισµένοι µεταβολίτες των
προγεσταγόνων µεταβολίζονται προς οιστρογόνα και τεστοστερόνη, γεγονός που
ερµηνεύει µερικές από τις παρενέργειές τους. Σηµαντική ενδογενή ανδρογονική
δράση διαθέτουν τα προγεσταγόνα που είναι ηµισυνθετικά παράγωγα της 19-νορ-
τεστοστερόνης.
Μερικά από τα προγεσταγόνα που χρησιµοποιούνται σήµερα είναι η
αιθυλονοδιόλη, η γεστοδένη, η δεσογεστρέλη, η διϋδροπρογεστερόνη (ή
δυδρογεστερόνη), η υδροξυπρογεστερόνη, η µεδροξυπρογεστερόνη, η
λυνοιστρενόλη, η µεγεστρόλη, η νοραιθινδρόνη, η νοραιθιστερόνη, η νοργεστιµάτη
και η νοργεστρέλη.
Ενδείξεις. Η προγεστερόνη χρησιµοποιείται για τη ρύθµιση του κύκλου
(αµηνόρροια, διαταραχές της ωοθυλακιορρηξίας, ωχρινική ανεπάρκεια), σε
λειτουργικές αιµορραγίες της µήτρας και στην ενδοµητρίωση.
Τα προγεσταγόνα προτιµώνται σήµερα, σε συνδυασµό µε οιστρογόνα, για την
αναστολή της ωοθυλακιορρηξίας (αντισυλληπτικά δισκία). Στην οιστρογονική
υποκατάσταση µετά την εµµηνόπαυση, επιβάλλεται η προσθήκη ενός προγεσταγόνου
για την αποφυγή της υπερπλασίας του ενδοµητρίου που θεωρείται ως προκαρκινική
κατάσταση. Σε µεγάλες δόσεις, χορηγούνται προγεσταγόνα σε επιλεγµένες
περιπτώσεις καρκίνου του µαστού και του ενδοµητρίου, καθώς και στο
υπερνέφρωµα.
Αντενδείξεις. Αδιάγνωστη αιµορραγία από τον κόλπο, ιστορικό
θροµβοεµβολικής νόσου ή σοβαρής αρτηριακής νόσου, υψηλή χοληστερόλη,
καρκίνος µαστού, ατελής απόξεση του ενδοµητρίου, επιληψία, υπερασβεστιαιµία από
οστικές µεταστάσεις. Επίσης, κατά το πρώτο τετράµηνο της κύησης και κατά τη
γαλουχία.
Παρενέργειες. Η προγεστερόνη και τα παράγωγά της µπορεί να προκαλέσουν
µικρή πυρετική κίνηση, ακµή, κνησµό, κεφαλαλγία, ιλίγγους, οφθαλµικές
79
διαταραχές, κατάθλιψη, προεµµηνορυσιακό σύνδροµο, µεταβολές της γενετήσιας
ορµής, γαλακτόρροια και αϋπνία. Επίσης, αναφέρονται διαταραχές του κύκλου
(αιµορραγία εκ διαφυγής και αµηνόρροια), κατακράτηση υγρών και οιδήµατα.
Προφυλάξεις. Υπέρταση, καρδιακή, ηπατική ή νεφρική ανεπάρκεια,
υποκλινικός ή κλινικός διαβήτης, ιστορικό ηµικρανιών.
Αλληλεπιδράσεις. Με αντιεπιληπτικά φάρµακα και άλλους γνωστούς
επαγωγείς των ηπατικών ενζύµων (µείωση αποτελεσµατικότητας).
80
ελέγχονται σήµερα µε την ελαχιστοποίηση της χρησιµοποιούµενης περιεκτικότητας
σε οιστρογόνο.
Τα ‘διαδοχικού τύπου’ αντισυλληπτικά (οιστρογόνο για 14-16 ηµέρες,
κατόπιν οιστρογόνο και προγεσταγόνο για 5-6 ηµέρες) έχουν πρακτικώς
εγκαταλειφθεί, επειδή συσχετίσθηκαν µε αυξηµένη συχνότητα καρκίνου του
ενδοµητρίου.
Τα ‘διφασικά’ ή ‘τριφασικά’ αντισυλληπτικά είναι η εξελιγµένη µορφή των
σκευασµάτων ‘σταθερού συνδυασµού’. Περιέχουν µια σταθερή µικρή δόση
οιστρογόνου, ενώ το προγεσταγόνο ακολουθεί τη δοσολογία δύο ή τριών
διαφορετικών επιπέδων, που αποµιµούνται τις µεταβολές της προγεστερόνης στον
φυσιολογικό κύκλο. Η προσέγγιση αυτή περιορίζει την εµφάνιση ενδιάµεσης
αιµορραγίας ή άλλων ανωµαλιών του κύκλου.
Στο παρελθόν, είχε χρησιµοποιηθεί το καλούµενο ‘mini pill’, που περιείχε
µόνο προγεσταγόνο. Η αντισύλληψη οφειλόταν σε αύξηση της αυχενικής βλέννας, η
οποία περιορίζει την κίνηση των σπερµατοζωαρίων. Ωστόσο, σύντοµα διαπιστώθηκε
ότι υπήρχε πολύ µεγάλο ποσοστό αποτυχίας.
Το ‘χάπι της επόµενης ηµέρας’ περιέχει διαιθυλοστιλβεστρόλη (DES) και
χορηγείται µετά την συνουσία (µέσα στις πρώτες 72 ώρες και για 5 ηµέρες συνεχώς,
25 mg, δύο φορές την ηµέρα). Εάν η αντισύλληψη αποτύχει, συνήθως συνιστάται
έκτρωση, επειδή η DES είναι γνωστό διαπλακουντιακό καρκινογόνο για τα κορίτσια
που θα γεννηθούν (βλ. Κεφάλαιο ‘Ανεπιθύµητες Ενέργειες’).
Τα καλούµενα ‘ενδοµήτρια σπειράµατα’ αποτελούνται συνήθως από ένα
χάλκινο σύρµα σε σχήµα Τ, που τοποθετείται στη µήτρα και παρεµποδίζει την
εµφύτευση του γονιµοποιηµένου ωαρίου. Εκτός από µηχανικό µέσο αντισύλληψης,
το σπείραµα µεταβάλλει τις ιδιότητες του ενδοµητρίου µε την συνεχή απελευθέρωση
ιόντων χαλκού. Πρέπει να αλλάζονται κάθε 3-5 χρόνια και δεν συνιστώνται σε νεαρές
γυναίκες (κίνδυνος ενδοµητρίτιδας). Επίσης, έχουν αναπτυχθεί νεότερα σπειράµατα,
µε παρατεταµένη απελευθέρωση προγεστερόνης, που εκτός από αντισυλληπτικά
µέσα προσφέρουν βοήθεια σε περιπτώσεις ενδοµητρίωσης και σε ορισµένες
διαταραχές του κύκλου.
81
αναφέρονται διαταραχές της όρασης, εκνευρισµός, κατάθλιψη, καθώς και αυξηµένη
συχνότητα χολοκυστοπάθειας.
∆ιάφορες µορφές καρκίνου έχουν συσχετισθεί µε τη χρήση γεννητικών
ορµονών, αλλά τα συµπεράσµατα είναι σε αρκετές περιπτώσεις ασαφή, επειδή
υπεισέρχονται πολλοί συγχυτικοί παράγοντες. Ο κίνδυνος εµφάνισης καρκίνου του
µαστού από τα αντισυλληπτικά είναι ελαφρώς αυξηµένος σε γυναίκες νεότερες των
35 ετών. Όταν υπάρχει οικογενειακό ιστορικό καρκίνου του µαστού, πολυκυστική
µαστοπάθεια, ή ψηλαφητά οζίδια, η λήψη οιστρογόνων αντενδείκνυται. Η παρουσία
προγεσταγόνου αποτελεί ‘ασπίδα’ για την εµφάνιση καρκίνου του ενδοµητρίου από
την επίδραση του οιστρογόνου.
Κατά το πρώτο τρίµηνο της κύησης, τα αντισυλληπτικά µπορεί να
προκαλέσουν δυσπλασίες στο έµβρυο.
Τα ‘διφασικά’ και ‘τριφασικά’ αντισυλληπτικά έχουν ενοχοποιηθεί για
εµφάνιση καρδιαγγειακών παθήσεων (έµφραγµα του µυοκαρδίου). Η λήψη
αντισυλληπτικών πρέπει να συνοδεύεται από συχνούς ελέγχους της πηκτικότητας του
αίµατος και της ηπατικής λειτουργίας. Επίσης, συνιστάται η διακοπή του
καπνίσµατος, το οποίο επιτείνει τους κινδύνους από την αυξηµένη πηκτικότητα του
αίµατος.
Ανδρογόνα
82
είτε πρωτοπαθή (βλάβη των όρχεων) ή δευτεροπαθή (βλάβη πρόσθιου λοβού της
υπόφυσης). Στον δευτερογενή υπογοναδισµό, τα ανδρογόνα προκαλούν
αρρενοποίηση, αλλά δεν αποκαθιστούν τη φυσιολογική σπερµατογένεση, για την
οποία απαιτείται θεραπεία χοριονική γοναδοτροπίνη. Επίσης, χορηγούνται σε επίµονη
απλαστική αναιµία και στην καχεξία των βαρέως πασχόντων. Στις γυναίκες, έχουν
χρησιµοποιηθεί για τον µεταστατικό καρκίνο του µαστού και την
µετεµµηνοπαυσιακή οστεοπόρωση.
Παρόµοια δράση εµφανίζει το ανηγµένο παράγωγό της
(διϋδροτεστοστερόνη), που φαίνεται ότι παράγεται in situ σε αρκετούς ιστούς, όπου
και δρα (γεννητικά όργανα, δέρµα και θύλακοι των τριχών).
Τα ανδρογόνα γίνονται αντικείµενο κατάχρησης από αθλούµενα άτοµα, όταν
είναι επιθυµητή η αύξηση της µυϊκής µάζας. Εµφανίζουν σοβαρές παρενέργειες,
ιδιαίτερα σε νεαρά άτοµα όταν δεν έχει ακόµη ολοκληρωθεί η σωµατική ανάπτυξη
(σύγκλειση των επιφύσεων και πρώιµη αρρενοποίηση). Επίσης, προκαλούν
κατακράτηση νατρίου και ύδατος (οιδήµατα), γυναικοµαστία, συχνές και
παρατεταµένες στύσεις (πριαπισµός) µε µειωµένο όγκο εκσπερµάτισης και σε
µεγάλες δόσεις ολιγοσπερµία και καταστολή της σπερµατογένεσης, υπερτροφία
προστάτη, ακµή. Στις γυναίκες, διαταραχές του έµµηνου κύκλου ή πλήρη
αµηνόρροια, αναστολή της έκκρισης γοναδοτροπινών, ακµή, δασυτριχισµό, βράγχος
φωνής, υπερτροφία της κλειτορίδας, αύξηση της µυϊκής µάζας, αλωπεκία ανδρικού
τύπου. Η παρατεταµένη χορήγηση έχει συσχετισθεί µε την ανάπτυξη καλοήθων
ηπατικών αδενωµάτων.
Σε υπογοναδισµό, χρησιµοποιείται η µεστερολόνη (χορηγείται και per os).
Ως αναβολικά, χρησιµοποιούνται η νανδρολόνη και η οξυµεθολόνη (καχεξία,
µετεµµηνοπαυσιακή οστεοπόρωση και απλαστική αναιµία).
Ανταγωνιστές ανδρογόνων
Οι ουσίες κυπροτερόνη και φλουταµίδη είναι εκλεκτικοί αναστολείς των
ανδρογονικών υποδοχέων. Έχουν χρησιµοποιηθεί στην συντηρητική αγωγή του
καρκίνου του µαστού, σε σύνδροµα αρρενοποίησης και στην πρόωρη ήβη.
Η φιναστερίδη είναι ένα συνθετικό στεροειδές που αναστέλλει την 5α-
αναγωγάση, το ένζυµο που ευθύνεται για την τοπική παραγωγή διϋδροτεστοστερόνης
στον προστάτη. Η ουσία αυτή πιστεύεται ότι ευθύνεται για την καλοήθη υπερτροφία
του προστάτη, η οποία δεν εµφανίζεται στα άτοµα εκείνα που έχουν συγγενή έλλειψη
83
της 5α-αναγωγάσης. Λαµβάνεται από του στόµατος και απαιτείται αγωγή αρκετών
µηνών, µέχρις ότου εµφανισθούν ευνοϊκά αποτελέσµατα. Στην περίπτωση αυτή, η
αγωγή πρέπει να συνεχισθεί επ’άπειρον. Υπάρχουν ενδείξεις ότι η φιναστερίδη δρα
προληπτικά στην εµφάνιση καρκίνου του προστάτη.
Η γλυκόζη του αίµατος προέρχεται από τις τροφές, από την διάσπαση του
γλυκογόνου του ήπατος και των µυών (γλυκογονόλυση) και από την µετατροπή
αµινοξέων και λιπαρών οξέων (νεογλυκογένεση). Η µείωση της στο αίµα οφείλεται
στην είσοδό της στα περιφερικά κύτταρα, για την παραγωγή ενέργειας. Ένα µέρος
της αποθηκεύεται ως γλυκογόνο και ως λίπος. Η διατήρηση των επιπέδων της
γλυκόζης στο πλάσµα εντός φυσιολογικών ορίων (65-110mg/100ml ή 3,5-6mmol/L)
επιτυγχάνεται µε τη δράση της ινσουλίνης και της γλυκαγόνης που παράγονται και
εκκρίνονται από το πάγκρεας. Η ινσουλίνη παρεµποδίζει την εµφάνιση
υπεργλυκαιµίας, ενώ η γλυκαγόνη την εµφάνιση υπογλυκαιµίας. Τα επίπεδα της
γλυκόζης αυξάνονται επίσης από την αυξητική ορµόνη, τις θυρεοειδικές ορµόνες και
τα γλυκοκορτικοειδή.
Η ινσουλίνη και η γλυκαγόνη παράγονται στο πάγκρεας (β- και α-κύτταρα των
νησιδίων του Langerhans, αντίστοιχα).
Ο σακχαρώδης διαβήτης οφείλεται σε ανεπαρκή σύνθεση και έκκριση
ινσουλίνης, ή µείωση της δραστικότητάς της (‘αντίσταση στην ινσουλίνη’).
Υπάρχουν δύο τύποι σακχαρώδους διαβήτη, ο τύπος Ι (ινσουλινοεξαρτώµενος
ή νεανικός) και ο τύπος ΙΙ (µη-ινσουλινοεξαρτώµενος ή διαβήτης των ενηλίκων).
Ο διαβήτης τύπου Ι είναι σπανιότερος, αλλά είναι σοβαρότερης µορφής από τον
ΙΙ και απαιτεί την εξωγενή χορήγηση ινσουλίνης, επειδή το πάγκρεας αδυνατεί να
συνθέσει την ορµόνη. Έχει συσχετιστεί µε αντιγόνα ιστοσυµβατότητας HLA και στην
ανάπτυξη αυτοαντισωµάτων κατά της ινσουλίνης και κατά άλλων πρωτεϊνών των β-
κυττάρων. Εάν δεν αντιµετωπιστεί, οδηγεί σε βαριά υπεργλυκαιµία και µεταβολική
κετοξέωση.
Στον τύπο ΙΙ ανήκει η πλειονότητα των διαβητικών. Το πάγκρεας παράγει
µικρές ποσότητες ινσουλίνης, ή έχει αναπτυχθεί αντίσταση στην ορµόνη. Αποδίδεται
σε υπολειτουργία των υποδοχέων των β-κυττάρων, µε αποτέλεσµα να µην απαντούν
84
εγκαίρως και επαρκώς στα αυξηµένα επίπεδα γλυκόζης του αίµατος. ∆εν προκαλεί
µεταβολική κετοξέωση. Μεγάλο ποσοστό διαβητικών τύπου ΙΙ είναι υπέρβαρα
άτοµα, στα οποία είναι συνηθέστερη και η εµφάνιση αντίστασης στην ινσουλίνη, η
οποία συνοδεύεται από δυσλιπιδαιµία, υπέρταση και αυξηµένη πηκτικότητα του
αίµατος (κυρίως ως µειωµένη ικανότητα ινωδόλυσης).
Κοινό εύρηµα στα διαβητικά άτοµα είναι η πάχυνση της βασικής µεµβράνης
των τριχοειδών, µε αποτέλεσµα µία διάχυτη µικροαγγειοπάθεια. Αυτή η βλάβη
συνδέεται µε τις σοβαρότερες επιπλοκές του διαβήτη, που είναι η νεφροπάθεια, η
νευροπάθεια, η αµφιβληστροειδοπάθεια και η αρτηριοσκλήρυνση (εµφανίζεται
αρχικά στα κάτω άκρα, ως σκλήρυνση της κνηµιαίας και της περονιαίας αρτηρίας).
Ινσουλίνη
85
οξέων σε τριγλυκερίδια.
Μεταβολικές επιπτώσεις από την έλλειψη ινσουλίνης. Η αδυναµία της
γλυκόζης να εισέλθει στους περιφερικούς ιστούς, και ιδιαίτερα στους µυς, οδηγεί σε
ατελή παραγωγή ενέργειας. Παράλληλα, επειδή υπολειτουργεί το παρακύκλωµα της
πεντόζης, δηµιουργούνται συνθήκες οξέωσης από την έλλειψη ανηγµένων µονάδων
NADPH. Στα ηπατοκύτταρα, ενώ εισέρχεται γλυκόζη, δεν είναι δυνατή η µετατροπή
της σε γλυκογόνο. Οι επιδράσεις αυτές οδηγούν τελικώς σε βαριά υπργλυκαιµία. Σε
φυσιολογικές συνθήκες, η λιπάση των λιπαποθηκών ελέγχεται από την ινσουλίνη.
Στον διαβήτη, η έλλειψη της ινσουλίνης οδηγεί σε αυξηµένη λιπόλυση, µε αύξηση
των ελευθέρων λιπαρών οξέων και των προϊόντων καταβολισµού τους (‘κετονικά
σώµατα’), δηλαδή ευνοείται ακόµη περισσότερο η εγκατάσταση οξέωσης. Όσον
αφορά τις πρωτεΐνες, η έλλειψη γλυκόζης σε συνδυασµό µε την υπερέκκριση
γλυκαγόνης αυξάνει τον καταβολισµό τους κα την µετατροπή των αµινοξέων σε
γλυκόζη (νεογλυκογένεση). Αυτό επιτείνει την υπεργλυκαιµία και αυξάνει επίσης την
παραγωγή ουρίας και αµµωνίας.
Κινητική. Το κυριότερο ερέθισµα για την έκκριση ινσουλίνης είναι η
γλυκόζη του αίµατος, η οποία προκαλεί µία αρχική απότοµη άνοδο της ορµόνης µέσα
σε λίγα λεπτά και µία δεύτερη οµαλότερη αύξηση που κορυφώνεται σε περίπου 1 h..
Έκκριση ινσουλίνης προκαλούν επίσης ορισµένες ουσίες που εκκρίνονται κατά την
πέψη (γαστρίνη, εκκριµατίνη, παγκρεοενζυµίνη), τα αµινοξέα, τα ελεύθερα λιπαρά
οξέα και τα ‘κετονικά σώµατα’ (ακετοξικό και β-ΟΗ-βουτυρικό οξύ ). Τα β-
αδρενεργικά φάρµακα (π.χ. ισοπροτερενόλη) διεγείρουν την παραγωγή cAMP και
οδηγούν τελικώς σε αύξηση της εξωκυττάρωσης της ινσουλίνης από τα
αποθηκευτικά κυστίδια (που εξαρτάται επίσης από την εισροή Ca++). Όταν
προεξάρχει η α-αδρενεργική διέγερση (π.χ. νοραδρεναλίνη), η έκκριση αναστέλλεται.
Αντίθετες επιδράσεις ασκούν οι β- και οι α-αδρενεργικοί αναστολείς, αντίστοιχα.
∆ιέγερση του παγκρέατος προς έκκριση ινσουλίνης προκαλούν επίσης οι
σουλφονυλουρίες, ενώ η διαζοξίδη αναστέλλει την έκκρισή της.
Η εξωγενής ινσουλίνη χορηγείται s.c., εκτός από τις περιπτώσεις διαβητικής
κετοξέωσης όπου χορηγείται i.v. (µόνον η κρυσταλλική ινσουλίνη). Έχουν
δοκιµαστεί επίσης νέες φαρµακοτεχνικές µορφές για χορήγηση από του στόµατος ή
µε εισπνοές, αλλά ευρίσκονται ακόµη σε πειραµατική φάση. Ο τερµατισµός της
δράσης της ινσουλίνης οφείλεται σε πρωτεολυτική διάσπαση του µορίου της που
επισυµβαίνει κυρίως στο ήπαρ και τους νεφρούς.
86
Ενδείξεις. Η ινσουλίνη χρησιµοποιείται στον σακχαρώδη διαβήτη, για την
πρόληψη της υπεργλυκαιµίας, ή για την αποκατάσταση των φυσιολογικών επιπέδων
της γλυκόζης σε περίπτωση µη ελεγχόµενης υπεργλυκαιµίας και διαβητικού κώµατος.
Επειδή κατά την είσοδο της γλυκόζης στα κύτταρα συµπαρασύρεται κάλιο, η
ινσουλίνη χορηγείται επίσης σε καταστάσεις βαριάς υπερκαλιαιµίας.
Αντενδείξεις. Υπογλυκαιµία.
Παρενέργειες. Υπογλυκαιµία και υποκαλιαιµία. Η υπογλυκαιµία µπορεί να
οδηγήσει σε απώλεια της συνείδησης και σε γενικευµένους σπασµούς. Πρώιµα
συµπτώµατα είναι οι εφιδρώσεις και η ταχυκαρδία, που αποδίδονται στην
αντιρροπιστική έκκριση αδρεναλίνης.
Τοπική αντίδραση στο σηµείο της υποδόριας ένεσης (λιποδυστροφία), για την
αποφυγή της οποίας η ένεση πρέπει κάθε φορά να γίνεται σε διαφορετικό σηµείο
(συνήθως κοιλιά, µηροί) και να απέχει από την προηγούµενη θέση κατά 3cm.
Τα παλαιότερα σκευάσµατα µπορεί να προκαλέσουν αντιγονικότητα, η οποία
µειώνει το θεραπευτικό αποτέλεσµα ή προκαλεί ακόµη και αλλεργικές αντιδράσεις.
Τα προβλήµατα αυτά δεν υπάρχουν µε τα νέα προϊόντα ανασυνδυασµού.
Η συστηµατική χορήγηση ινσουλίνης ενδέχεται να προκαλέσει αύξηση του
σωµατικού βάρους.
Aλληλεπιδράσεις. Η υπογλυκαιµική δράση της ινσουλίνης επιτείνεται από
τους β-αδρενεργικούς αναστολείς (επειδή παρεµποδίζουν την γλυκογονόλυση, που
είναι µία β-αδρενεργική λειτουργία), από τα αλκοολούχα ποτά και από τα
υπολιπιδαιµικά φάρµακα του τύπου της κλοφιβράτης. Ιδιαίτερη προσοχή απαιτείται
για τους β-αναστολείς, επειδή εκτός από την υπογλυκαιµική συνέργεια ενδέχεται να
συγκαλύψουν τα πρώιµα συµπτώµατα της υπογλυκαιµίας (εφιδρώσεις, ταχυκαρδία,
τρόµος). Τα σαλικυλικά ενδέχεται να επιτείνουν το υπογλυκαιµικό αποτέλεσµα,
επειδή αναστέλλουν τα ένζυµα της νεογλυκογένεσης.
Ανταγωνισµό προς την ινσουλίνη εµφανίζουν φάρµακα µε γνωστές
υπεργλυκαιµικές ιδιότητες (γλυκοκορτικοειδή, αντισυλληπτικά, θειαζιδικά
διουρητικά, θυρεοειδικές ορµόνες και αυξητική ορµόνη).
Προφυλάξεις. Είναι σηµαντικό να γίνει διαφοροδιάγνωση µεταξύ του
υπογλυκαιµικού και του διαβητικού κώµατος (στο δεύτερο δεν υπάρχουν στοιχεία
συµπαθητικοτονίας).
Η σωµατική άσκηση µειώνει τις απαιτήσεις του οργανισµού σε ινσουλίνη,
επειδή πιστεύεται ότι αυξάνει τη διαπερατότητα των µυϊκών κυττάρων στην γλυκόζη.
87
Καταστάσεις φυσικής καταπόνησης του οργανισµού (πυρετός, λοιµώξεις,
τραυµατισµοί, χειρουργικές επεµβάσεις), όπως και το ψυχολογικό stress, αυξάνουν
τις απαιτήσεις σε ινσουλίνη (πιθανώς λόγω της έκκρισης αδρεναλίνης). Οι διαιτητικές
συνήθειες επηρεάζουν γενικώς τη δοσολογία της ινσουλίνης. Συνήθως συνιστώνται
µικρά γεύµατα σε τακτά και προγραµµατισµένα χρονικά διαστήµατα. Τα παχύσαρκα
φάρµακα απαιτούν µεγαλύτερες δόσεις ινσουλίνης, επειδή στον λιπώδη ιστό
υπάρχουν σηµεία προσκόλλησης και απενεργοποίησης της ορµόνης.
Μορφές ινσουλίνης.
Ινσουλίνη βραχείας δράσης. ∆ιαλυτή κρυσταλλική ινσουλίνη. Η µόνη που
χορηγείται i.v., σε διαβητική κετοξέωση, χειρουργικές επεµβάσεις σε διαβητικούς και
υπερκαλιαιµία (µαζί µε διάλυµα γλυκόζης). Επίσης, χορηγείται s.c. για την απλή
ρύθµιση του διαβήτη. Μέγιστη δράση 2-4 h, διάρκεια δράσης 5-7 h.
Ινσουλίνες ενδιάµεσης δράσης και διφασικές. Απλή ρύθµιση του διαβήτη.
Η ισοφανική ινσουλίνη είναι εναιώρηµα κρυσταλλικής ινσουλίνης µε πρωταµίνη,
κατάλληλο για χορήγηση σε δύο δόσεις. Η άµορφος ψευδαργυρούχος ινσουλίνη είναι
επίσης ένα εναιώρηµα µε ενδιάµεση διάρκεια δράσης, που χορηγείται σε δύο δόσεις.
Μέγιστη δράση 4-12 h, διάρκεια δράσης 24 h.
Ινσουλίνη παρατεταµένης δράσης (lente). Απλή ρύθµιση του διαβήτη. Η
πρωταµινική ψευδαργυρούχος ινσουλίνη (semilente) και το ψευδαργυρούχο
εναιώρηµα κρυσταλλικής ινσουλίνης (ultralente), χορηγούνται µόνον µία φορά την
ηµέρα. Μέγιστη δράση 12-24 h, διάρκεια δράσης 36 h.
Σουλφονυλουρίες
88
παράγωγα των σουλφοναµιδών, που έχουν την ιδιότητα να διεγείρουν την έκκριση
της ινσουλίνης. Αυξάνουν την ευαισθησία των β-κυττάρων του παγκρέατος στην
υπεργλυκαιµία (προάγοντας την εισροή Ca++), καθώς και την ευαισθησία και τον
αριθµό των υποδοχέων της ινσουλίνης στους περιφερικούς ιστούς. Αντίθετα,
µειώνουν την έκκριση της γλυκαγόνης.
Έχουν το πλεονέκτηµα ότι εµφανίζουν καλή βιοδιαθεσιµότητα µετά από p.o.
χορήγηση. Κυκλοφορούν συνδεδεµένες µε τις λευκωµατίνες του πλάσµατος (90-
99%), µεταβολίζονται στο ήπαρ και απεκκρίνονται προς τα ούρα και προς την χολή.
Οι σουλφονυλουρίες εµφανίζουν έντονη υπογλυκαιµική δράση, ως αποτέλεσµα
αλληλεπίδρασης µε άλλα φάρµακα που συνδέονται επίσης µε τις λευκωµατίνες. Όταν
πρόκειται για ενώσεις µε κατ’εξοχήν νεφρική κάθαρση, υπάρχει ο κίνδυνος
παρατεταµένης υπογλυκαιµίας σε περίπτωση υπολειτουργία των νεφρών. Η µέγιστη
δράση των σουλφονυλουριών παρατηρείται σε 1-4 h, ενώ η διάρκεια δράσης
ποικίλλει ανάλογα µε το φάρµακο.
Η χλωροπροπαµίδη έχει τη µεγαλύτερη διάρκεια (1,5-3 ηµέρες) και µπορεί
να προκαλέσει ευκολότερα υπογλυκαιµία.
Η τολβουταµίδη έχει τη µικρότερη διάρκεια δράσης (6-12 h). Για τα άλλα
φάρµακα αυτής της οµάδας, η διάρκεια δράσης κυµαίνεται µεταξύ 12 και 24 h.
Η γλιπιζίδη δεν έχει ενεργούς µεταβολίτες και µπορεί να δοθεί σε νεφρική
ανεπάρκεια. Είναι 100 φορές και πλέον ισχυρότερη της τολβουταµίδης και χορηγείται
1-2 φορές την ηµέρα. Αντίθετα η παρόµοια γλιβενκλαµίδη απεκκρίνεται σε ικανό
ποσοστό στα ούρα.
Ενδείξεις. Μη ινσουλινοεξαρτώµενος σακχαρώδης διαβήτης, όταν δεν δίνει
καλά αποτελέσµατα η διαβητική δίαιτα (περιορισµός υδατανθράκων). Η
χλωροπροπαµίδη δίνεται και σε πρωτοπαθή άποιο διαβήτη, επειδή διεγείρει την
έκκριση της αντιδιουρητικής ορµόνης.
Αντενδείξεις. Ινσουλινοεξαρτώµενος διαβήτης, διαβητική κετοξέωση και
κώµα. Σε ηπατοπαθείς ασθενείς απαιτείται αναπροσαρµογή της δοσολογίας. Σε
νεφροπαθείς ασθενείς προτιµάται η γλιπιζίδη. Μπορεί να αποδειχθούν ανεπαρκείς για
τον έλεγχο του διαβητικού ασθενούς σε οξείες καταστάσεις (έµφραγµα µυοκαρδίου,
σοβαρές λοιµώξεις, χειρουργικές επεµβάσεις ή βαρείς τραυµατισµοί) και κατά τη
διάρκεια της κύησης. Σε ασθενείς µε πορφυρία (διαταραχή µεταβολισµού των
πορφυρινών) χορηγείται η γλιπιζίδη.
Παρενέργειες. Πρόκειται για καλώς ανεκτά φάρµακα, µε ήπιες παρενέργειες.
89
Όταν τα γεύµατα δεν είναι επαρκή, µπορεί να εµφανισθούν συµπτώµατα
υπογλυκαιµίας (κυρίως µε τα φάρµακα παρατεταµένης δράσης). Σε περιπτώσεις
υπερδοσολογίας, ή όταν υπάρχει φαρµακοκινητική αλληλεπίδραση παρεκτόπισης από
τα πρωτεϊνικά σηµεία σύνδεσης, προεξάρχουν τα συµπτώµατα της έντονης
υπογλυκαιµίας (λήθαργος, µειωµένα αντανακλαστικά άκρων, υπέρπνοια, ταχυκαρδία,
κυκλοφορική ανεπάρκεια, εγκεφαλικό οίδηµα, κώµα). Η αντιµετώπιση γίνεται µε i.v.
γλυκόζη (50ml από διάλυµα 50%) και διαζοξίδη (εµποδίζει την απελευθέρωση
ινσουλίνης και αυξάνει τις κατεχολαµίνες). Η χλωροπροπαµίδη ενέχει τον θεωρητικό
κίνδυνο της υπονατριαιµίας (από την κατακράτηση υγρών, λόγω της αυξηµένης
έκκρισης ADH).
Aλληλεπιδράσεις. Η υπογλυκαιµική δράση των σουλφονυλουριών
επιτείνεται ή παρεµποδίζεται από ποικίλα φάρµακα, όπως έχει ήδη αναφερθεί
παραπάνω για την ινσουλίνη. Η γλιβενκλαµίδη εµφανίζει σπανιότερα την κινητική
αλληλεπίδραση της παρεκτόπισης από τα πρωτεϊνικά σηµεία σύνδεσης. Η
χλωροπροπαµίδη µπορεί να προκαλέσει έντονη αδιαθεσία από αλκοολούχα ποτά
(‘αντίδραση τύπου δισουλφιράµης’).
∆ιγουανίδια
Το φυτό Galega officinalis ήταν γνωστό για την αντιδιαβητική του δράση. Με
τροποποίηση του δραστικού του συστατικού (γουανιδίνη) προέκυψαν τα διγουανίδια
µετφορµίνη και φαινφορµίνη. Έχουν διαφορετικό µηχανισµό δράσης από τις
σουλφονυλουρίες. Ελαττώνουν την εντερική απορρόφηση της γλυκόζης, προάγουν
την πρόσληψή της από τους ιστούς (ενισχύει την δράση της ινσουλίνης) και
αναστέλλουν την νεογλυκογένεση. Η δράση τους προϋποθέτει την παρουσία
ινσουλίνης, έστω και σε µικρές ποσότητες. Στα πλεονεκτήµατα τους συγκαταλέγεται
η µη πρόκληση υπογλυκαιµίας σε µη διαβητικά άτοµα, καθώς και η µείωση των
τριγλυκεριδίων, της LDL-χοληστερόλης και της ολικής χοληστερόλης.
Μία από τις σοβαρότερες παρενέργειες αυτών των φαρµάκων είναι η
πρόκληση γαλακτικής οξέωσης, εξ αιτίας της οποίας αποφεύγεται η χρήση τους.
Χρησιµοποιούνται µόνον όταν δεν είναι δυνατή ή αποτελεσµατική η χρήση
σουλφονυλουριών. Συνήθως προτιµάται η µετφορµίνη, επειδή παρουσιάζει την
παρενέργεια αυτή σπανιότερα.
90
Η µετφορµίνη έχει βιοδιαθεσιµότητα περίπου 50%, δεν συνδέεται µε
πρωτεΐνες του πλάσµατος, απεκκρίνεται αναλλοίωτη από τους νεφρούς και έχει Τ½
2,5 h.
Ενδείξεις. Μη ινσουλινοεξαρτώµενος σακχαρώδης διαβήτης, όταν δεν δίνει
καλά αποτελέσµατα η διαβητική δίαιτα (περιορισµός υδατανθράκων) και δεν
µπορούν να χρησιµοποιηθούν οι σουλφονυλουρίες (µη καλώς ανεκτές, ανάπτυξη
αλλεργίας, έλλειψη αποτελεσµατικότητας κ.ά.). Η µετφορµίνη έχει δοθεί σε
συνδυασµό µε σουλφονυλουρίες. Σε παχύσαρκα άτοµα µπορεί να χρησιµοποιηθεί ως
φάρµακο πρώτης εκλογής.
Αντενδείξεις. Καταστάσεις που καθιστούν τον ασθενή περισσότερο
ευαίσθητο στην ανάπτυξη γαλακτικής οξέωσης, όπως ηλικία άνω των 65 ετών,
καρδιαγγειακά νοσήµατα, αναπνευστική ανεπάρκεια, λοιµώξεις, αλκοολισµός,
ηπατική ή νεφρική βλάβη (κρεατινίνη >1.5mg/100ml), ιστορικό γαλακτικής οξέωσης.
Κύηση και γαλουχία.
Παρενέργειες. Γαστρεντερικές διαταραχές (µεταλλική γεύση, ανορεξία,
ναυτία, έµετοι, διάρροια) σε ποσοστό µέχρι 50% στην αρχή της θεραπείας οι οποίες
συνήθως παρέρχονται. Σπανίως αναπτύσσεται γαλακτική οξέωση, που εκδηλώνεται
µε υπεραερισµό, σύγχυση και κώµα. Η θνησιµότητα από γαλακτική οξέωση είναι
υψηλή.
Μεγλιτιδίνες
91
δεν ληφθεί τροφή µετά το φάρµακο. Αύξηση της όρεξης, αίσθηµα αδυναµίας,
κεφαλαλγία, γαστρεντερικές διαταραχές.
Αλληλεπιδράσεις. Φάρµακα που επάγουν ή αναστέλλουν τα κυτοχρώµατα
CYP2C9 και CYP3A4 επηρεάζουν την κινητική της νατεγλινίδης. Η υπογλυκαιµική
δράση µειώνεται από διάφορους υπεργλυκαιµικούς παράγοντες (βλ. αλληλεπιδράσεις
της ινσουλίνης).
Θειαζολιδινοδιόνες
92
Αντενδείκνυνται σε ασθενείς µε σοβαρή ηπατική βλάβη, νεφροπάθεια,
φλεγµονώδεις νόσους του εντέρου ή ιστορικό εντερικής απόφραξης. Οι µη
απορροφούµενοι υδατάνθρακες προκαλούν µετεωρισµό (διάταση της κοιλίας µε
πόνο) και διάρροια. Σπανίως, οξεία ηπατική βλάβη (συνιστάται ο έλεγχος της
λειτουργίας του ήπατος, ανά τακτά χρονικά διαστήµατα). Οι ασθενείς δεν πρέπει να
χρησιµοποιούν κοινή ζάχαρη (σακζαρόζη) αλλά γλυκόζη.
93
94
Κ. Αντωνίου
Κλινική Φαρµακολογία ΙΙ
ΦΑΡΜΑΚΑ ΚΑΙ ΑΙΜΑ
Στο κεφάλαιο αυτό θα αναφερθούν οι παράγοντες οι οποίοι είναι χρήσιµοι για
την αντιµετώπιση τεσσάρων αιµατολογικών διαταραχών: αναιµία, ουδετεροπενία και
διαταραχές της αιµόστασης όπως θρόµβωση και αιµορραγία.
Α. Αναιµία
1. Σιδηροπενική αναιµία
Η έλλειψη σιδήρου είναι η πιο κοινή αιτία αναιµίας (απλαστική –
µικροκυτταρική).
Στοιχεία φυσιολογίας
95
αιµοσφαιρίνη. Ο σίδηρος είναι απαραίτητος για να σχηµατιστεί το µόριο της αίµης, η
οποία αποτελεί το συστατικό µεταφοράς οξυγόνου στην αιµοσφαιρίνη. Ειδικότερα, ο
σίδηρος συνδέεται µε αντιστρεπτό τρόπο µε το οξυγόνο και η τρισθενής µορφή του
συνδέεται λιγότερο µε το οξυγόνο συγκριτικά µε τη δισθενή µορφή του.
Ο στοιχειακός σίδηρος (δισθενής) απορροφάται κυρίως από τον
γαστρεντερικό σωλήνα. Οι άνδρες απαιτούν 0.5-1mg σιδήρου ηµερησίως (από τη
διατροφή) ενώ οι γυναίκες αντίστοιχα χρειάζονται περίπου 2mg σιδήρου ηµερησίως.
Ας σηµειωθεί ότι αν και οι γυναίκες κατά τη διάρκεια της εγκυµοσύνης και
ειδικότερα στα δύο τελευταία τρίµηνα, χρειάζονται περίπου 5-6 mg σιδήρου
ηµερησίως, δεν έχει επαρκώς αποδειχθεί ότι η χορήγηση σιδήρου, ως συµπλήρωµα,
(συνταγογράφηση ρουτίνας) συνεισφέρει στη βελτίωση της κλινικής εξέλιξης της
µητέρας, του εµβρύου ή του νεογνού.
Περίπου 1mg σιδήρου αποβάλλεται ηµερησίως από τα κόπρανα, τον ιδρώτα
και το δέρµα. Οι γυναίκες κατά την έµµηνο ρύση µπορεί να απωλέσουν µέχρι και
30mg σιδήρου. Οι γυναίκες κατά τη διάρκεια της εγκυµοσύνης µπορεί να απολέσουν
µέχρι και 500mg σιδήρου.
Περίπου 1g σιδήρου είναι αποθηκευµένο µε τη µορφή συµπλόκου -φερριτίνης
και αιµοσιδερίνης- στον µυελό των οστών, στο ήπαρ και στο σπλήνα. Αυτή η
αποθηκευµένη µορφή σιδήρου µπορεί να χρησιµοποιηθεί για τη σύνθεση της
αιµοσφαιρίνης στην περίπτωση αιµορραγίας.
Η µεταφορά του σιδήρου στο πλάσµα πραγµατοποιείται µέσω µιας
πρωτείνης-µεταφορέα, την τρανσφερίνη. Ας σηµειωθεί ότι µόνον το 0.1% του ολικού
σιδήρου κυκλοφορεί στο πλάσµα. Υποδοχείς τρανσφερίνης εντοπίζονται στην
επιφάνεια των κυττάρων οι οποίοι συµµετέχουν στην ενδοκύττωση του
συµπλέγµατος τρανσφερίνης-σιδήρου.
96
τιµή του λόγου αυτού είναι περίπου 35%±15%. Η δεδοµένη κατάσταση στη
σιδηροπενική αναιµία υποδηλώνει ότι η πρωτείνη-µεταφορέας του σιδήρου, η
τρανσφερίνη κορεννύεται σε ποσοστό µικρότερο του 10% µε µορφή συµπλόκου
τρανσφερίνη-σίδηρος.
∆ιάγνωση: Ευαίσθητη και ειδική διάγνωση της σιδηροπενικής αναιµίας είναι
η εξέταση των αποθεµάτων του σιδήρου στο µυελό των οστών.
Επιπλοκές: Η σοβαρή έλλειψη σιδήρου µπορεί να προκαλέσει σύνδροµο
Plummer-Vinson, το οποίο µπορεί να συνδυαστεί µε δυσφαγία, γαστρίτιδα και
υποχλωρυδρία.
Αιτιολογία: Η σιδηροπενική αναιµία συχνά προκαλείται από σοβαρή απώλεια
αίµατος. Πιθανές υποκείµενες διαταραχές οφείλουν να διερευνηθούν.
Αντιµετώπιση
97
Παρεντερική χορήγηση
Εάν η από του στόµατος χορήγηση σιδήρου δεν γίνεται ανεκτή, ο σίδηρος
µπορεί να χορηγηθεί παρεντερικά µε τη µορφή συµπλόκου σιδήρου-δεξτράνης
(ενδοµυϊκά ή ενδοφλέβια).
Η ενδοµυϊκή χορήγηση είναι επώδυνη και µπορεί να προκαλέσει αλλαγή του
χρώµατος του δέρµατος στο σηµείο της έγχυσης. Προτιµάται η ενδοφλέβια οδός
χορήγησης, η οποία όµως πρέπει να είναι βραδεία και υπό στενή παρακολούθηση
λόγω του κινδύνου σοβαρών αναφυλακτικών αντιδράσεων. Άλλες ανεπιθύµητες
ενέργειες περιλαµβάνουν πυρετό, αρθραλγίες, διόγκωση λεµφαδένων (αντίδραση
υπερευαισθησίας), ναυτία, έµετους, σπασµούς, υπόταση και δύσπνοια.
2. Μεγαλοβλαστική αναιµία
Στοιχεία παθοφυσιολογίας
Η ανεπάρκεια βιταµίνης Β12 (κοβαλαµίνης) και φυλλικού οξέος µπορεί να
οδηγήσει σε µεγαλοβλαστική αναιµία, η οποία χαρακτηρίζεται από µακροκυτταρικές
αλλαγές στα ερυθρά αιµοσφαίρια (µακροκυτταρική απλαστική αναιµία). Τόσο η Β12
όσο και το φυλλικό οξύ αποτελούν σηµαντικούς παράγοντες ενζυµατικών
αντιδράσεων για τη σύνθεση του DNA και η έλλειψη τους µπορεί να επηρεάσει
σηµαντικά το ρυθµό αιµοποίησης.
Η διάγνωση της µεγαλοβλαστικής αναιµίας πραγµατοποιείται µε µέτρηση
επιπέδων Β12 και φυλλικού οξέος στον ορό και την εφαρµογή του Schilling test
(διερεύνηση κακοήθους αναιµίας). Ευαίσθητο δείκτη έλλειψης Β12 αποτελεί η
αύξηση στο επίπεδο µεθυλοµαλονικού οξέος στον ορό. Άλλο χαρακτηριστικό για τη
διάγνωση αποτελεί η παρουσία στο αίµα µακροκυτταρικών ερυθρών αιµοσφαιρίων.
Φυλλικό οξύ
Το φυλλικό οξύ εντοπίζεται σε πολλές τροφές και κυρίως στο ήπαρ, και τα
φρέσκα λαχανικά Η ηµερήσια ανάγκη σε φυλλικό είναι περίπου 100µg. Κατά την
κύηση και το θηλασµό οι ανάγκες για φυλλικό οξύ είναι σηµαντικά αυξηµένες µέχρι
και 200µg ηµερησίως.
98
Στοιχεία φυσιολογίας
Ανεπιθύµητες ενέργειες
99
Βιταµίνη Β12
Η βιταµίνη Β12 είναι απαραίτητη για την ανάπτυξη των κυττάρων και τη
διατήρηση της µυελίνης. Επίσης είναι απαραίτητη για τις µεταβολικές αντιδράσεις
στις οποίες συµµετέχει το φυλλικό οξύ.
Στοιχεία φυσιολογίας
Η σύνθεση της βιταµίνης Β12 µπορεί να γίνει στον ειλεό, αλλά εκεί δεν µπορεί
να απορροφηθεί και έτσι οι ηµερήσιες ανάγκες Β12 (0.6-1.2mg) πρέπει να
λαµβάνονται από τη τροφή (γαλακτοκοµικά, αυγά, κρέας), ενώ απορροφώνται από
τον γαστρεντερικό σωλήνα. Η απορρόφηση πραγµατοποιείται µε τη βοήθεια ενός
ενδογενούς παράγοντα ο οποίος εκκρίνεται από τα τοιχωµατικά κύτταρα του
στοµάχου και το συγκεκριµένο σύµπλοκο απορροφάται από υποδοχείς στα
επιφανειακά κύτταρα του ειλεού. Κατόπιν της µεταφοράς στο αίµα, η βιταµίνη Β12
µεταφέρεται στους ιστούς συνδεόµενη µε τις τρανσκοβαλαµίνες και τη β-γλοβουλίνη.
Κυρίως αποθηκεύεται στο ήπαρ και ο βιολογικός χρόνος ηµίσειας ζωής είναι περίπου
1 έτος.
100
Κλινικές εφαρµογές βιταµίνης Β12
Στοιχεία Φυσιολογίας
101
είτε όχι.
Επίσης χορηγείται στην αναιµία πασχόντων από AIDS εάν οφείλεται στη
χορήγηση ζιδοβουδίνης (AZT).
Ενδείκνυται στη χηµειοθεραπεία µε πλατίνη για τη συντόµευση της διάρκειας
της αναιµίας και προληπτικά στην αναιµία των πρόωρων βρεφών.
Η πρόσθετη χορήγηση σιδήρου µπορεί να βελτιώσει την απόδοση του
φαρµάκου. ∆εν ενδείκνυται για άµεση βελτίωση σοβαρής αναιµίας.
Ανεπιθύµητες Ενέργειες
102
Οι αιµολυτικές αναιµίες είναι µια οµάδα νοσηµάτων, κληρονοµικών ή
επίκτητων, στις οποίες η επιβίωση των ερυθροκυττάρων µειώνεται είτε οξέως είτε
χρόνια. ∆εν αντιµετωπίζονται όλες µε µία ενιαία φαρµακευτική χορήγηση.
Τα κορτικοστεροειδή χρησιµοποιούνται στις αυτοάνοσες αιµολυτικές
αναιµίες.
Η δεφεροξαµίνη (χηλική ουσία) χρησιµοποιείται στην αποσιδήρωση
πασχόντων από διάφορες αιµοσφαιρινοπάθειες που συνοδεύονται κυρίως από
εναπόθεση σιδήρου στα διάφορα όργανα εξαιτίας επανειληµµένων µεταγγίσεων
αίµατος.
Η δεφεριπρόνη χρησιµοποιείται επίσης στη θεραπεία αποσιδήρωσης σε
πάσχοντες από µείζονα µεσογειακή αναιµία.
Το κυανούν του µεθυλενίου χρησιµοποιείται σε περιπτώσεις κληρονοµικής
µεθαιµοσφαιριναιµίας ή και ως αντίδοτο σε δηλητηριάσεις που προκαλούν
µεθαιµοσφαιριναιµία.
Η ανεπάρκεια της γλυκοζο-6-φωσφορικής δεϋδρογενάσης αποτελεί µια
αιµολυτική αναιµία. ∆εν υπάρχει ειδικό φάρµακο για τη νόσο για το άτοµο που φέρει
τη συγκεκριµένη ανεπάρκεια και θα πρέπει να αποφεύγει τη λήψη κυάµων και
ορισµένων φαρµάκων που προδιαθέτουν για αιµόλυση (ανθελονοσιακά, κάποια
παυσίπονα, σουλφοναµίδες και µερικά αντιβιοτικά.
Β. Ουδετεροπενία
Στοιχεία φυσιολογίας-παθοφυσιολογίας
103
Η υπερπλασία και η ωρίµανση των προγονικών κυττάρων του µυελού
ρυθµίζεται από ειδικές αιµοποιητικές ορµόνες (κυτοκίνες-γλυκοπρωτείνες) που
ονοµάζονται «παράγοντες διέγερσης αποικιών». Ο G-CSF (granulocyte–colony
stimulating factor) είναι ο παράγων ενεργοποίησης αποικιών κοκκιοκυττάρων και
διεγείρει εκλεκτικά την αύξηση και ωρίµανση των ουδετερόφιλων, ενώ ο παράγοντας
GM-CSF (granulocyte-macrophage factor) αφορά στην ενεργοποίηση αποικιών
µακροφάγων και κοκκιοκυττάρων και διεγείρει την ανάπτυξη ουδετερόφιλων και
µονοκυττάρων και µακροφάγων.
Αντιµετώπιση
Έχουν αναπτυχθεί ανασυνδυασµένες µορφές αυτών των παραγόντων:
- Φιλγραστίµη, Λενογραστίµη, Αµιφοστίνη ανασυνδυασµένος παράγοντας G-
CSF
- Μολγραµοστίνη , ανασυνδυασµένη γλυκοπρωτείνη ισοδύναµη µε τον
παράγοντα διέγερσης GM-CSF.
Φιλγραστίµη
Κλινικές εφαρµογές
104
αιµορραγία.
Αιµοστατικοί παράγοντες µπορούν να χρησιµοποιηθούν σε περιπτώσεις
αιµορραγίας.
Η θρόµβωση αφορά στη δηµιουργία θρόµβων στα αιµοφόρα αγγεία και
µπορεί να οδηγήσει σε αρτηριακή απόφραξη (έµφραγµα µυοκαρδίου, εγκεφαλικό
επεισόδιο, περιφερική ισχαιµία) ή φλεβική απόφραξη (σοβαρή φλεβική θρόµβωση
και πνευµονική εµβολή). Ο ενδοθηλιακός τραυµατισµός είναι η κύρια αιτία
αρτηριακής θρόµβωσης και ακολουθεί φαρµακευτική παρέµβαση, η οποία
συνίσταται στους αντιαιµοπεταλιακούς παράγοντες οι οποίοι συνήθως χορηγούνται
καθ’όλη τη διάρκεια ζωής. Η στάση και η υπερπηκτικότητα αποτελούν την κύρια
αιτία φλεβικής θρόµβωσης και ακολουθεί η φαρµακευτική παρέµβαση, η οποία
συνήθως συνίσταται στα αντιπηκτικά καθ’όλη τη διάρκεια ζωής. Επίσης,
θροµβολυτικοί παράγοντες χρησιµοποιούνται για θροµβώσεις απειλητικές για τη
ζωή του ανθρώπου (οξύ έµφραγµα του µυοκαρδίου, οξεία περιφερική αγγειακή
θρόµβωση, φλεβική εν τω βάθει θρόµβωση και εκτεταµένη πνευµονική εµβολή).
Β Αντιπηκτικά
Χρησιµοποιούνται για την πρόληψη και θεραπεία θρόµβων στο φλεβικό σκέλος της
κυκλοφορίας.
1. Παρεντερικά αντιπηκτικά
Ηπαρίνη
Φαρµακοκινητική
Φαρµακολογικές ιδιότητες
105
Η ηπαρίνη ενεργοποιεί την αντιθροµβίνη ΙΙΙ συνδεόµενη µαζί της και το
σύµπλεγµα αυτό αδρανοποιεί τους παράγοντες ΙΧ, Χα,ΧΙα,ΧΙΙ, τη θροµβίνη (ΙΙα) και
τον παράγοντα ΧΙΙΙ , που µετατρέπει το διαλυτό ινώδες σε αδιάλυτο.
Κλινικές εφαρµογές
Αλληλεπιδράσεις
106
Προφυλάξεις:
Η αντιπηκτική δράση ελαττώνεται µε καρδιακές γλυκοσίδες, τετρακυκλίνες,
νικοτίνη και αντιισταµινικά.
Προσδιορισµός αριθµού αιµοπεταλίων για να αποφευχθεί ο κίνδυνος
θροµβοπενίας.
Προσοχή σε κύηση και γαλουχία.
Να αποφεύγεται η ενδοµυική χορήγηση (προκαλεί αιµάτωµα).
Φαρµακοκινητικές ιδιότητες
Οι ΧΜΒΗς παρουσιάζουν µικρότερη σύνδεση µε τις πρωτεΐνες του
πλάσµατος, άρα και καλύτερη βιοδιαθεσιµότητα (περίπου 90%). Παρουσιάζουν
µεγαλύτερο χρόνο ηµιζωής, σχεδόν διπλάσιο από εκείνον της πρότυπης ηπαρίνης.
Φαρµακολογικές ιδιότητες
Οι ΧΜΒΗς συνδέονται µε την αντιθροµβίνη ΙΙΙ και το σύµπλεγµα αυτό
αδρανοποιεί απευθείας τον παράγοντα Χα χωρίς να είναι απαραίτητη η
αδρανοποίηση της θροµβίνης.
Κλινικές εφαρµογές
Εξίσου αποτελεσµατικές και ασφαλείς στις ενδείξεις που ήδη αναφέρθηκαν
για την πρότυπη ηπαρίνη. Στην ορθοπεδική είναι πιθανώς και πιο δραστικές.
Οι ανεπιθύµητες ενέργειες, αντενδείξεις και προφυλάξεις, ακολουθούν όσα
αναφέρθηκαν για την πρότυπη ηπαρίνη. Είναι πιθανόν να σχετίζονται µε λιγότερες
αιµορραγικές επιπλοκές. Προσοχή στην κύηση γιατί έχουν αναφερθεί περιπτώσεις
τερατογόνου επίδρασης.
* Η καθιερωµένη δόση για προφύλαξη δεν απαιτεί εργαστηριακή παρακολούθηση.
107
Παρουσιάζουν περισσότερο σταθερή αντιπηκτική δράση η οποία βασίζεται στη
ρύθµιση της δόσης ανάλογα µε το σωµατικό βάρος.
Ιρουδίνες
Η δεσιρουδίνη και η λεπιρουδίνη είναι ανασυνδυασµένες ιρουδίνες και
δρούν ως εκλεκτικοί αναστολείς της θροµβίνης.
∆εσιρουδίνη
Χρησιµοποιείται για την πρόληψη της εν τω βάθει φλεβικής θρόµβωσης σε
ασθενείς που υποβάλλονται σε επέµβαση ισχίου ή γόνατος.
Ακολουθεί τις αντενδείξεις της πρότυπης ηπαρίνης.
Λεπιρουδίνη
Χρησιµοποιείται σε ενήλικους µε θροµβοκυτοπενία από ηπαρίνη τύπου ΙΙ
(ανοσολογικής αρχής) και σε θροµβοεµβολική νόσο.
Οι ανεπιθύµητες ενέργειες είναι: αιµορραγικές εκδηλώσεις, αλλεργικές
αντιδράσεις-αναφυλαξία -σοκ, πυρετός, νεφρική ανεπάρκεια.
Αντενδείκνυται σε υπερευαισθησία, κύηση, γαλουχία.
Βαρφαρίνη
Κλινικές εφαρµογές
108
και προσθετικές βαλβίδες.
Αντενδείξεις
Ανεπιθύµητες ενέργειες
Αλληλεπιδράσεις
109
Η δράση των αντιπηκτικών µειώνεται µε:
- βαρβιτουρικά
- ριφαµπικίνη
- αντιεπιληπτικά
- οιστρογόνα
- χολεστυραµίνη
- αντιόξινα
* Η έναρξη θεραπείας και η ρύθµιση της δοσολογίας εξαρτάται από το χρόνο
προθροµβίνης και ειδικότερα από το INR (international normalized ratio), που είναι
ένας λόγος του χρόνου προθροµβίνης προς τον αντίστοιχο χρόνο µαρτύρων. Ο INR
οφείλει να είναι µεταξύ 2 και 3.
Ασενοκουµαρόλη
Γ. Θροµβολυτικά
110
δίδονται ενδοφλεβίως στις πρώτες 12 ώρες από την έναρξη των συµπτωµάτων.
Η θροµβόλυση αντενδείκνυται σε πρόσφατη αιµορραγία, τοκετό, τραύµα ή
χειρουργική επέµβαση, πεπτικό έλκος, ανωµαλίες πηκτικότητας του αίµατος, κιρσούς
οισοφάγου, κώµα και διαχωριστικό ανεύρυσµα αορτής.
Οι ανεπιθύµητες ενέργειες αφορούν κυρίως ναυτία, έµετοι, αιµορραγίες,
αντιδράσεις υπερευαισθησίας.
Προσοχή στη αντιµετώπιση βαριών αρρυθµιών λόγω της επαναιµάτωσης του
µυοκαρδίου. Είναι απαραίτητη η χορήγηση αντιπηκτικών ή αντιαιµοπεταλιακών
παραγόντων γιατί η θροµβόλυση δεν έχει σηµαντική επίπτωση στη θροµβίνη και τα
αιµοπετάλια που εµπλέκονται στο σχηµατισµό των θρόµβων και υπάρχει ο κίνδυνος
επαναπόφραξης µετά την επιτυχή επαναιµάτωση.
Στρεπτοκινάση
Θροµβώσεις τεχνητής αρτηριο-φλεβικής επικοινωνίας. Εν τω βάθει φλεβική
θρόµβωση, πνευµονική εµβολή, αρτηριακή θροµβοεµβολή, οξύ έµφραγµα
µυοκαρδίου. Είναι µια πρωτεΐνη χωρίς ενζυµική δραστηριότητα, η οποία παράγεται
από στρεπτοκοκκική καλλιέργεια, εγχύεται ενδοφλεβίως, ενώνεται µε το
πλασµινογόνο και το ενεργοποιεί προς πλασµίνη. Είναι ισχυρά αντιγονική.
Ανιστρεπλάση
Οξύ έµφραγµα του µυοκαρδίου. Τροποποιηµένη στρεπτοκινάση,
προσυνδεδεµένη µε ένα µόριο πλασµινογόνου. Ισχυρά αντιγονική. Παρουσιάζει 4
φορές µεγαλύτερο χρόνο ηµιζωής από τη στρεπτοκινάση. Μπορεί να χορηγηθεί
ενδοφλεβίως σε µορφή bolus.
Ουροκινάση
Θροµβώσεις τεχνητής αρτηριο-φλεβικής επικοινωνίας. Θροµβόλυση αγγείων
του οφθαλµού, εν τω βάθει θροµβοφλεβίτιδα, πνευµονική εµβολή, έµφραγµα
µυοκαρδίου
Σε πρόσθια εµφράγµατα µε έναρξη πριν από 4 ώρες ενδείκνυται η χορήγησή
της. Προέρχεται από ανθρώπινα νεφρικά κύτταρα, είναι ένζυµο και µετατρέπει το
πλασµινογόνο προς πλασµίνη. ∆εν παρουσιάζει αντιγονικότητα.
Αλτεπλάση
Οξύ έµφραγµα µυοκαρδίου, οξεία µαζική πνευµονική εµβολή.
Παράγεται µε τη τεχνική του ανασυνδυασµένου DNA, είναι ένζυµο, ισοδύναµο του
111
ιστικού ενεργοποιητή του πλασµινογόνου. ∆εν παρουσιάζει αλλεργικές αντιδράσεις
και αντιγονικότητα. Μικρός χρόνος ηµιζωής. Χορηγείται ενδοφλεβίως.
Ρετεπλάση
Οξύ έµφραγµα του µυοκαρδίου, παράγεται µε τεχνικές ανασυνδυασµού DNA
και έχει µικρό χρόνο ηµιζωής. Εµφανίζει καλύτερες φαρµακολογικές ιδιότητες από
την αλτεπλάση, λόγω µεγαλύτερης καθαρότητας και υψηλά εξειδικευµένης δράσης.
Ελλειψη αντιγονικότητας.
Τενεκτεπλάση
Οξύ έµφραγµα µυοκαρδίου. Παρόµοιες ιδιότητες µε την ρετεπλάση.
Εµφανίζει µεγαλύτερο χρόνο ηµιζωής από την αλτεπλάση και µπορεί να χορηγηθεί
σε µορφή bolus.
∆. Αντιαιµορραγικά – Αιµοστατικά
112
καλλικρείνη και την πλασµίνη. Χρησιµοποιείται κατά τη διάρκεια εγχειρήσεων
ανοικτής καρδιάς και στην εξωσωµατική κυκλοφορία.
Συµπυκνωµένα σκευάσµατα των παραγόντων VIII και IX
χρησιµοποιούνται στην αιµορροφιλία, τα οποία χαρακτηρίζονται τα τελευταία χρόνια
από υψηλή καθαρότητα και σκευάσµατα µε διαθέσιµους ανασυνδυασµένους
παράγοντες. Επίσης κατεργάζονται µε αποτελεσµατικές διαδικασίες ιικής µείωσης,
ώστε ο κίνδυνος µετάδοσης HIV και ηπατίτιδας C έχει σχεδόν µηδενιστεί. Επίσης η
έγχυση δεσµοπρεσσίνης (προκαλεί απελευθέρωση του παράγοντα von Willebrand και
του παράγοντα VIII από τις αποθήκες του οργανισµού) αποτελεί αποτελεσµατική
φαρµακευτική παρέµβαση σε ασθενείς µε διάφορους υποτύπους της νόσου von
Willebrand.
Τοπικά αιµοστατικά: σπόγγος, σκόνη ζελατίνης, οξειδωµένη κυτταρίνη και
αιµοστατικό κολλαγόνο µε χρήση στη χειρουργική.
113
114
Μ. Μάλαµας
Κλινική Φαρµακολογία ΙΙ
ΛΟΙΜΩΞΕΙΣ
Όταν ένα µικρόβιο έλθει σε επαφή µε τον άνθρωπο το αποτέλεσµα εξαρτάται από τον
αριθµό των µικροβίων και τη λοιµογόνο τους δύναµη και από την άµυνα του
ανθρώπινου οργανισµού.
Στον υγιή άνθρωπο ο µικροοργανισµός µπορεί να παρασιτεί στο δέρµα ή να
εισέλθει στο πεπτικό και να πολλαπλασιασθεί (αποικίες) χωρίς να προκαλεί νόσο.
Ανάλογα µε τον µικροοργανισµό ο ανθρώπινος οργανισµός µπορεί να αντιδράσει
παράγοντας αντισώµατα. Σε αυτή τη τελευταία περίπτωση έχουµε λοίµωξη.
115
λεµφοκίνες ως αποτέλεσµα της κυτταρικής ανοσίας. Τα µακροφάγα του σπλήνα προστατεύουν από
πνευµονιόκοκκο (για αυτό το λόγο σε περίπτωση σπληνεκτοµής ενδείκνυται ο εµβολιασµός κατά του
πνευµονιόκοκκου), ελονοσία, βαβεσίωση.
3. Αντισώµατα. Παράγονται µετά από έκθεση στον µικροοργανισµό µέσα σε 7-10 ηµέρες, και βοηθούν
στην εξουδετέρωση του µικροοργανισµού ή στην προστασία του ανθρώπου σε µελλοντική επαφή µε τον
µικροοργανισµό.
4. Συνεργασία κυττάρων (πολυµορφοπύρηνα, λεµφοκύτταρα, ηωσινόφιλα) µε αντισώµατα.
5. Συµπλήρωµα. Ο µηχανισµός του συµπληρώµατος θυµίζει το µηχανισµό της πήξης όπου διάφορα
ερεθίσµατα ( ανοσοσυµπλέγµατα, µικροβιακά προϊόντα κ.ά.) ενεργοποιούν C1, C4, C2, και τελικά το C3 το
οποίο συνδέεται µε το αίτιο και όλο το σύµπλεγµα αναγνωρίζεται από τα φαγοκύτταρα τα οποία και
φαγοκυταρώνουν το σύµπλεγµα. Στη συνέχεια ακολουθεί ενεργοποίηση των C5, C6, C7 και µαζί µε το
C8, C9 καταστρέφουν τη µεµβράνη µε αποτέλεσµα θάνατο του µικροβίου ή του κυττάρου
6. Ειδική κυτταρική ανοσία. Ευαισθητοποιηµένα Τ λεµφοκύτταρα (συνήθως CD8) φονεύουν
µικροοργανισµούς καταστρέφοντας συνήθως το κύτταρο µέσα στο οποίο ζουν. Ασθενείς µε µειωµένη
κυτταρική ανοσία είναι επιρρεπείς σε λοιµώξεις από µικρόβια, ιούς, µύκητες.
7. Λεµφοκύτταρα ΝΚ . Καταστρέφουν καρκινικά κύτταρα και µολυσµένα κύτταρα από διάφορα µικρόβια.
ΑΝΤΙΛΟΙΜΩ∆Η ΧΗΜΕΙΟΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΑ
ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ
116
σε σχέση µε τη δόση, εναντίον ενός συγκεκριµένου παθογόνου
µικροοργανισµού
• ΜΙΚΡΟΒΙΟΣΤΑΤΙΚΗ ∆ΡΑΣΗ σηµαίνει αναστολή του
πολλαπλασιασµού των µικροβίων
• ΜΙΚΡΟΒΙΟΚΤΟΝΟΣ ∆ΡΑΣΗ σηµαίνει την πλήρη καταστροφή των
µικροβίων
• ΣΥΝΕΡΓΕΙΑ Αναφέρεται στο θετικό αντιµικροβιακό αποτέλεσµα του
συνδυασµού δύο ή περισσοτέρων αντιµικροβιακών φαρµάκων.
∆ιαχωρίζεται σε
ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΗ το τελικό αποτέλεσµα είναι όσο το άθροισµα της ενέργειας
τους
∆ΥΝΑΜΙΚΗ το τελικό αποτέλεσµα είναι µεγαλύτερο από ότι θα αναµενόταν
από το άθροισµα της ενέργειας των δύο φαρµάκων ξεχωριστά
• ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΣ Αναφέρεται στο ανταγωνιστικό αντιµικροβιακό
αποτέλεσµα, δηλαδή το ένα αντιµικροβιακό φάρµακο εµποδίζει τη δράση
του άλλου.
ΕΜΠΕΙΡΙΚΗ ΧΗΜΕΙΟΘΕΡΑΠΕΙΑ
Αναφέρεται στην εµπειρική χρήση αντιµικροβιακών φαρµάκων όταν δεν
γνωρίζουµε τον υπεύθυνο µικροοργανισµό σε µια λοίµωξη και δεν υπάρχει
δυνατότητα εργαστηριακής ανίχνευσης του (αποµακρυσµένες περιοχές) ή εν αναµονή
των µικροβιολογικών εξετάσεων ανίχνευσης του µικροοργανισµού, για να µη
χάνεται πολύτιµος χρόνος.
Συχνά συµβαίνει κακή χρήση ή και κατάχρηση των αντιµικροβιακών φαρµάκων διότι
ο γιατρός θέλει να καλύψει τον ασθενή από πιθανά αίτια, επειδή δεν είναι βέβαιος για
τον υπεύθυνο µικροοργανισµό (π.χ. ιογενής βρογχίτιδα ή αµυγδαλίτιδα) ή ακόµη
επειδή θέλει να συµπεριλάβει ευρύ φάσµα µικροβίων Επίσης συχνά ο ασθενής πιέζει
το γιατρό να του δώσει αντιβιοτικό επειδή θέλει να είναι σίγουρος και ακόµη επειδή
η επίσκεψη στο ιατρείο συνδέεται από τον ασθενή µε τη χορήγηση κάποιου
φαρµάκου.
117
ΧΗΜΕΙΟΠΡΟΦΥΛΑΞΗ
Απαιτείται συχνά για τους παρακάτω λόγους
118
- Όταν το φάρµακο διακόπτεται λόγω παρενεργειών (συνήθως κάποια τοξική
αντίδραση
υπερευαισθησίας ιδιοσυγκρασιακή ή αλλεργική).
ΜΙΚΡΟΒΙΑΚΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ
119
β. κληρονοµούµενες γενετικές πληροφορίες µε τη µορφή πλασµιδίων αντίστασης.
120
συνδεόµενες πρωτεΐνες (PBP) 1A, 2B κ.ά., ο αριθµός των οποίων ποικίλλει µεταξύ
των µικροβίων, και είναι απαραίτητες για την σύνθεση του µικροβιακού τοιχώµατος.
Η φωσφοµυκίνη αναστέλλει τον σχηµατισµό του Ν-ακετυλο-µουραµικού οξέος
(στάδιο 1).
Η d-κυκλοσερίνη αναστέλλει τη µετατροπή της l-αλανίνης σε d-αλανίνη και την
σύνδεση των δυο µορίων προς σχηµατισµό d-αλανινο-d-αλανίνης στο πενταπεπτίδιο
(στάδιο 1α).
Η βανκοµυκίνη αναστέλλει τον πολυµερισµό της πεπτιδογλυκάνης (στάδιο 3).
121
πυρηνικών οξέων.
• Αντιβακτηριακά
• Αντιµυκητικά
• Ιοστατικά
• Αντιπρωτοζωϊκά
• Ανθελµινθικά
ΑΝΤΙΒΑΚΤΗΡΙΑΚΑ
ΠΕΝΙΚΙΛΙΝΕΣ
Ανήκουν στις β-λακτάµες. Στις πενικιλίνες περιλαµβάνονται φυσικά και
ηµισυνθετικά αντιβιοτικά τα οποία περιέχουν 6-αµινο-πενικιλανικό οξύ. Είναι
µικροβιοκτόνα και ο µηχανισµός δράσης είναι η αναστολή του µικροβιακού
τοιχώµατος. Συγκεκριµένα αναστέλλουν τη δράση του ενζύµου τρανσπεπτιδάση
(στάδιο 4 σύνθεσης βακτηριακού τοιχώµατος) και επίσης συνδέονται µε ένα αριθµό
πρωτεϊνών που ονοµάζονται πενικιλινο-συνδεόµενες πρωτεΐνες (PBP) 1A, 2B κ.ά
Μικροβιακή αντίσταση. Πολλά µικρόβια παράγουν ένζυµα που υδρολύουν το
δακτύλιο της β-λακτάµης, και ονοµάζονται β-λακταµάσες. Η αντίσταση µέσω
παραγωγής ενζύµων γίνεται κυρίως µε πλασµίδια ή παράγοντες RT (Resistanse
Transfer Factors) που µεταφέρουν το γενετικό κώδικα για β-λακταµάσες. Η
ευαισθησία στις β-λακταµάσες των πενικιλλινών δεν είναι ίδια για όλες τις
πενικιλλίνες., δηλαδή άλλες πενικιλλίνες αδρανοποιούνται ευκολότερα και άλλες
είναι περισσότερο ανθεκτικές.
122
1. ΦΥΣΙΚΕΣ ΠΕΝΙΚΙΛΛΙΝΕΣ
Αντιµικροβιακό φάσµα Φαρµακοκινητική
Πενικιλλίνη δραστική εναντίον διαφόρων κόκκων Απορροφώνται καλά µετά per os χορήγηση
(πνευµονιόκοκκος, γονόκοκκος, εκτός από την πενικιλίνη G και συνδέονται σε
G στρεπτόκοκκοι, µηνιγγιτιδόκοκκος), αλλά και διαφορετικό βαθµό µε τις πρωτεΐνες. Η
Πενικιλλίνη εναντίον του άνθρακα, της διφθέριας, της µέγιστη συγκέντρωση στο πλάσµα
V λεπτόσπειρας, του τέτανου, της αεριογόνου επιτυγχάνεται περίπου σε 1 ώρα.
γάγγραινας, και της µπορέλλιας (νόσος Κατανέµονται σε όλο τον οργανισµό αλλά δεν
Lyme). περνούν τον αιµατοεγκεφαλικό φραγµό εκτός
Η πενικιλλίνη V για ήπιες λοιµώξεις αν φλεγµαίνουν οι µήνιγγες. Απεκκρίνονται
∆εν πρέπει να χορηγείται σε στα ούρα σε θεραπευτικές πυκνότητες µε
µηνιγγιτιδοκοκκικές ή γονοκοκκικές νεφρική διήθηση και σωληναριακή
λοιµώξεις απέκκριση. Ο Τ/2 είναι για τις περισσότερες
πενικιλίνες γύρω στη 1,5 ώρα.
Είναι φάρµακο εκλογής για την θεραπεία της Χορηγείται µόνο ενδοµυϊκά. Απορροφάται
σύφιλης αν και άλλοι προτιµούν την αργά από το σηµείο της ένεσης και διατηρεί
βενζαθινική πενικιλίνη. θεραπευτικά επίπεδα για ευαίσθητους
µικροοργανισµούς για περισσότερο από 12
ώρες.
Προκαϊνική για προφύλαξη από ρευµατικό πυρετό και την Παρατεταµένης δράσης. Χορηγείται
πενικιλλίνη θεραπεία της σύφιλης. ενδοµυϊκά
βενζαθινική
πενικιλίνη
123
συσσώρευσης νατρίου (ιδιαίτερα σε ασθενείς µε νεφρική δυσλειτουργία), καθώς τα
περισσότερα ενέσιµα σκευάσµατα πενικιλίνης περιέχουν υψηλές συγκεντρώσεις
νατρίου. Επίσης κολίτιδα από αντιβιοτικά, ηλεκτρολυτικές διαταραχές και
αιµατολογικές ανωµαλίες. Στη θεραπεία της σύφιλης µπορεί να συµβεί αντίδραση
Jarisch-Herxheimer.
Προσοχή/Προφυλάξεις Προσοχή χρειάζεται σε ιστορικό αλλεργιών και σε ασθενείς
µε νεφρική δυσλειτουργία. Οι πενικιλίνες παρατεταµένης δράσης, όπως η
βενζαθινική και η προκαϊνούχος, απαγορεύεται να χορηγηθούν ενδοφλέβια, υποδόρια
ή µέσα σε κοιλότητες του σώµατος.
Σε νεφρική ανεπάρκεια η καλιούχος πενικιλίνη σε υψηλές δόσεις µπορεί να
προκαλέσει θανατηφόρο υπερκαλιαιµία. Να χορηγούνται 1 ώρα πριν ή 2 ώρες µετά
το φαγητό στην από το στόµατος χορήγηση.
Προσοχή/Προφυλάξεις
124
Προσοχή χρειάζεται σε ιστορικό αλλεργιών και σε ασθενείς µε νεφρική
δυσλειτουργία.
Σε υποψία λοιµώδους µονοπυρήνωσης , σε χρόνια λεµφοκυτταρική λευχαιµία και σε
ασθενείς µε HIV (αυξηµένη επίπτωση εξανθήµατος).
Επιπλέον για την αµοξυκιλλίνη παρακολούθηση της ηπατικής λειτουργίας για την
αποφυγή εµφάνισης χολοστατικού ίκτερου. Συνιστάται να µην υπερβαίνει η θεραπεία
χρονικό διάστηµα 14 ηµερών.
ΑΝΤΙΣΤΑΦΥΛΟΚΟΚΚΙΚΕΣ
Αντιµικροβιακό φάσµα Φαρµακοκινητική
∆ικλοξακιλλίνη Σταφυλόκοκκος (περιλαµβανοµένων και αυτών Συνδέεται µε πρωτεϊνες σε ποσοστό 90-
που παράγουν πενικιλλινάση. 95% Αποβάλλεται από το νεφρό µε
σπειραµατική διήθηση αλλά και ενεργό
σωληναριακή απέκκριση. Η ταυτόχρονη
χορήγηση προβενεσίδης επιβραδύνει τη
νεφρική απέκκριση.
Προσοχή/Προφυλάξεις
Προσοχή χρειάζεται σε ιστορικό αλλεργιών και σε ασθενείς µε νεφρική
δυσλειτουργία
Παρακολούθηση ηπατικής λειτουργίας ακόµη και εβδοµάδες µετά τη διακοπή της
4. ΑΝΤΙΨΕΥ∆ΟΜΟΝΑ∆ΙΚΕΣ ΠΕΝΙΚΙΛΛΙΝΕΣ
Πιπερακιλλίνη Ευρύ αντιµικροβιακό φάσµα, ιδιαίτερα Gram- και Χορηγείται ΕΦ. Συνδέεται µε
αναερόβια. Ο συνδυασµός του φαρµάκου µε πρωτεϊνες σε ποσοστό 30%.
κλαβουλανικό οξύ προλαµβάνει την αδρανοποίηση Αποβάλλεται από το νεφρό σε
του φαρµάκου από την πενικιλλινάση. ποσοστό 70% και λίγο στη χολή. Ο
χρόνος ηµιζωής είναι 40-70 λεπτά.
125
Παρενέργειες Τικαρκιλλίνης. Παρόµοιες µε της πενικιλλίνης. Εχει αναφερθεί
χολοστατικός ίκτερος είτε κατά την διάρκεια, είτε αµέσως µετά την θεραπεία µε
τικαρκιλλίνη -κλαβουλανικό
Για τη πιπερακιλλίνη Παρόµοιες µε της πενικιλλίνης και επιπλέον υποκαλιαιµία
(αυξηµένη αποβολή καλίου στα ούρα).
1. ΚΕΦΑΛΟΣΠΟΡΙΝΕΣ, ΚΕΦΑΜΥΚΙΝΕΣ
Οι κεφαλοσπορίνες είναι αντιβιοτικά ευρέως φάσµατος. Ανήκουν στις β-λακτάµες Η
χηµική τους δοµή και η φαρµακολογία τους οµοιάζει µε των πενικιλινών. Είναι
παράγωγα του 7-αµινο-κεφαλοσπορανικού οξέος.
∆ιακρίνονται σε τρεις γενεές ανάλογα µε την αντιµικροβιακή τους δραστικότητα
αλλά και χρονολογικά.
Ο µηχανισµός δράσης είναι παρόµοιος µε των πενικιλλινών.
Μικροβιακή αντίσταση Η αντίσταση γίνεται µε β-λακταµάσες (κεφαλοσπορινάσες)
που παράγουν τα ανθεκτικά µικρόβια.
Η πρώτη γενεά περιλαµβάνει τις κεφαλοσπορίνες στις οποίες έχει αναπτυχθεί λίγο ως
πολύ αντίσταση, και είναι δραστικές κυρίως κατά Gram+
Η δεύτερη γενεά περιλαµβάνει κεφαλοσπορίνες µε ευρύτερο φάσµα, δραστικές κατά
Gram+ και Gram-, αναερόβιων.
Οι κεφαλοσπορίνες τρίτης γενεάς κατανέµονται σε όλους του ιστούς εκτός από το
ΚΝΣ. Σε περίπτωση όµως φλεγµονής των µηνίγγων διέρχονται σε θεραπευτικές
συγκεντρώσεις εκτός από την κεφοπεραζόνη.
Κεφαλοσπορίνες Αντιµικροβιακό φάσµα Φαρµακοκινητική
α΄ γενεάς Κατανέµονται σε όλο των οργανισµό
126
κεφαδροξίλη Ηπιες λοιµώξεις από ευαίσθητα στο φάρµακο αλλά δεν διέρχονται τον
κεφαζολίνη κόκκους και εντεροβακτηριακά. αιµατοεγκεφαλικό φραγµό ακόµη και
κεφραδίνη όταν φλεγµαίνουν οι µήνιγγες.
κεφαπιρίνη Απεκκρίνονται από τους νεφρούς σε
ποσοστό 80-90%
Ο χρόνος ηµιζωής είναι 0,5-2 ώρες
β΄ γενεάς Κατανέµονται σε όλο των οργανισµό
κεφακλόρη Gram+ και Gram-, αναερόβια αλλά δεν διέρχονται τον
κεφαµανδόλη Λοιµώξεις ουροποιητικού, αναπνευστικού, αιµατοεγκεφαλικό φραγµό. Η
κεφορανίδη δέρµατος, παραρινοκολπίτιδα, χειρουργική κεφουροξίµη είναι η µόνη
κεφπροζίλη προφύλαξη κεφαλοσπορίνη β γενεάς που διέρχεται
τον αιµατοεγκεφαλικό φραγµό και
κεφουροξίµη Όπως παραπάνω και είναι η µόνη χρησιµοποιείται σε περιπτώσεις
κεφαλοσπορίνη β γενεάς που διέρχεται τον µηνιγγίτιδας από αιµόφιλο ινφλουέντζας
αιµατοεγκεφαλικό φραγµό και χρησιµοποιείται Απεκκρίνονται από τους νεφρούς Ο
σε περιπτώσεις µηνιγγίτιδας από αιµόφιλο χρόνος ηµιζωής είναι 1 ώρα, εκτός από
ινφλουέντζας κεφορανίδης που είναι 3 ώρες.
κεφοξιτίνη
Η κεφοξιτίνη είναι κεφαµυκίνη Ιδιαίτερα για
ενδοκοιλιακές λοιµώξεις, σηψαιµία
γυναικολογικές, φλεγµονώδη νόσο της πυέλου
127
νεφρικής βλάβης.
Προσοχή χρειάζεται σε ιστορικό αλλεργιών και σε ασθενείς µε νεφρική
δυσλειτουργία.
Ειδικά για τη κεφτριαξόνη απαιτείται επαρκής ενυδάτωση σε παρατεταµένη
χορήγηση, ιδιαίτερα σε ακινητοποιηµένους ασθενείς για την αποφυγή καθίζησης
αλάτων ασβεστίου της κεφτριαξόνης. Σε συµπτώµατα που υποδηλώνουν πιθανή
χολολιθίαση άµεση διακοπή του φαρµάκου.
128
αναπνευστικού, δέρµατος, ποσοστό αναλλοίωτο. Ο χρόνος ηµιζωής είναι 1
παραρινοκολπίτιδα, οξεία µέση ωτίτιδα ώρα.
Ιµιπενέµη ευρύτατο αντιµικροβιακό φάσµα (αερόβια Χορηγείται παρεντερικά. Σύνδεση µε πρωτεϊνες
και αναερόβια Gram-/+ µικρόβια) 20%. Απεκκρίνεται στα ούρα. Ο χρόνος ηµιζωής
παρόµοιο µε την ιµιπενέµη της ιµιπενέµης είναι 2-3 ώρες, και της
σιλαστατίνης είναι περίπου 1 ώρα.
Μεροπενέµη παρόµοιο µε την ιµιπενέµη
(Λοιµώξεις αναπνευστικού, Χορηγείται ΕΦ. Απεκκρίνεται στα ούρα. Ο
ουροποιητικού, ενδοκοιλιακές λοιµώξεις, χρόνος ηµιζωής της είναι 1 ώρα. Εµφανίζει
γυναικολογικές λοιµώξεις, εξαιρετική διεισδυτικότητα στους περισσότερους
περιλαµβανοµένων ενδοµητρίτιδας, ιστούς, περιλαµβανοµένου του εγκεφαλονωτιαίου
φλεγµονώδους νόσου της πυέλου κ.ά., υγρού
σηψαιµία, µηνιγγίτιδα, λοιµώξεις
µαλακών µορίων, και εµπειρική θεραπεία
λοιµώξεων σε ασθενείς µε
ουδετεροπενία).
129
ΑΜΙΝΟΓΛΥΚΟΣΙ∆ΕΣ
130
καναµυκίνη δεν χρησιµοποιείται πλέον
Προσοχή/Προφυλάξεις
Να µετρώνται τα επίπεδα του πλάσµατος ιδιαίτερα όταν χρησιµοποιούνται µεγάλες
δόσεις ή για διάστηµα µεγαλύτερο των 7 ηµερών καθώς και σε νεφρική ανεπάρκεια,
ηλικιωµένους, γυναίκες και αφυδατωµένους ασθενείς. Θα πρέπει να αποφεύγεται η
παράλληλη χορήγηση µε άλλα νεφροτοξικά ή ωτοτοξικά φάρµακα όπως η
φουροσεµίδη και το αιθακρυνικό οξύ, και αν αυτό είναι αναπόφευκτο, το
µεσοδιάστηµα µεταξύ της χορήγησης των δύο ουσιών πρέπει να είναι το µέγιστο
δυνατό. Σε ασθενείς µε νεφρική ανεπάρκεια και σε ηλικιωµένους καλό είναι να
γίνεται έλεγχος νεφρικής λειτουργίας και ακοόγραµµα πριν τη θεραπεία µε
αµινογλυκοσίδες
131
ΤΕΤΡΑΚΥΚΛΙΝΕΣ
132
γάλα). Σε εξασθενηµένα άτοµα (αντιαναβολική δράση των τετρακυκλινών)
Σε µακροχρόνια χρήση κίνδυνος επιλοιµώξεων.
Σε χορήγηση σκευασµάτων που έχει λήξει ο χρόνος χρήσης υπάρχει κίνδυνος
εµφάνισης συνδρόµου Fanconi*. Για οξυτετρακυκλίνη και δοξυκυκλίνη προσοχή σε
πορφυρία
Τα προϊόντα γάλακτος µειώνουν την απορρόφηση του φαρµάκου (εκτός
δοξυκυκλίνης και µινοκυκλίνης).
Αντιόξινα και σίδηρος. Σχηµατισµός συµπλόκων και µείωση απορρόφησης
τετρακυκλινών.
Η Tigecycline είναι ένα νέο ευρέως φάσµατος αντιβιοτικό και αντίθετα µε τις
υπάρχουσες τετρακυκλίνες χορηγείται µόνο ενδοφλέβια, δεν αναπτύσσεται εύκολα
αντίσταση από τα µικρόβια, και δεν απαιτείται προσαρµογή δοσολογίας σε νεφρική ή
ηπατική βλάβη.
ΧΛΩΡΑΜΦΑΙΝΙΚΟΛΗ
Είναι αντιβιοτικό ευρέος φάσµατος δραστικό σε Gram+/- µικρόβια, ιδιαίτερα για
σαλµονέλα τύφου και αιµόφιλο ινφλουέντζας, ρικέτσιες, ψιττάκωση, δονάκιο
χολέρας.
Πρέπει να φυλάσσεται για λοιµώξεις απειλητικές για τη ζωή του ασθενούς ιδιαίτερα
αιµόφιλο ινφλουέντζας και τυφοειδή πυρετό.
Μηχανισµός δράσης Συνδέεται µε το ένζυµο πεπτιδυλική τρανσφεράση στο 50S
ριβόσωµα του µικροβίου (αναστέλλει την πρόσληψη αµινοξέων) και αναστέλλει την
σύνθεση των πρωτεϊνών
Μικροβιακή αντίσταση Αντίσταση µε πλασµίδια (ένζυµο ακετυλτρανσφεράση).
Αντιµικροβιακό φάσµα Φαρµακοκινητική
Χλωραµφαινικόλη Gram+/- µικρόβια, ιδιαίτερα για σαλµονέλα Συνδέεται στις πρωτεΐνες κατά
τύφου και αιµόφιλο ινφλουέντζας, ρικέτσιες, 60%.
ψιττάκωση, δονάκιο χολέρας Κατανοµή σε όλους τους ιστούς η
Μηνιγγίτιδα από µηνιγγιτιδόκοκκο σε άτοµα συγκέντρωση της χλωραµφαινικόλης στο
µε αλλεργία στην πενικιλλίνη. εγκεφαλονωτιαίο υγρό είναι σχετικά
Τυφοειδής πυρετός (από σαλµονέλα), υψηλή ακόµη και σε απουσία φλεγµονής
µηνιγγίτιδα ή επιγλωττίτιδα (από αιµόφιλο των µηνίγγων
ινφλουέντζας) και λοιµώξεις από µικρόβια Μεταβολίζεται µε γλυκουρονιδοποίηση
ευαίσθητα στο φάρµακο όπου άλλα Απεκκρίνεται στα ούρα (70-90)
αντιβιοτικά δεν είναι αποτελεσµατικά Χρόνος ηµιζωής 4 ώρες
133
Παρενέργειες Απλαστική αναιµία Αναστρέψιµη, όπου ο σίδηρος δεν
ενσωµατώνεται στην αίµη µε αποτέλεσµα άνοδο σιδήρου στο αίµα και πρώιµες
ερυθροκυτταρικές µορφές.
Μη αναστρέψιµη µήνες ή εβδοµάδες µετά την θεραπεία και άσχετα µε την οδό
χορήγησης. Εµφανίζεται σε συνολική δόση >20gr.
Το «φαιό σύνδροµο» το οποίο παρουσιάζεται σε νεογνά λόγω ανεπάρκειας του
ενζύµου γλυκουρονική τρανσφεράση (το οποίο µεταβολίζει τη χλωραµφαινικόλη)
και λόγω µειωµένης νεφρικής απέκκρισης.
Άλλες παρενέργειες είναι αντίδραση υπερευαισθησίας (πυρετός, εξάνθηµα και
αντίδραση Herxheimer*), κεφαλαλγία, σύγχυση, οπτική νευρίτιδα, περιφερική
νευροπάθεια, γαστρεντερικές διαταραχές, καταστροφή εντερικής χλωρίδας
(επιλοιµώξεις).
Προσοχή/Προφυλάξεις Σε άτοµα µε πορφυρία ή χορήγηση χλωραµφαινικόλης
µπορεί να επάγει οξεία κρίση πορφυρίας. Επίσης Συχνός αιµατολογικός έλεγχος,
Μέτρηση επιπέδων φαρµάκου (σε νεογνά, ασθενείς µε σοβαρή ηπατική ή νεφρική
ανεπάρκεια ή λήψη φαρµάκων που επηρεάζουν τα επίπεδα). Η συνολική δόση να µη
υπερβαίνει τα 20gr ή >50mg/kg/ηµέρα
ΜΑΚΡΟΛΙ∆ΕΣ
134
Μικροβιακή αντίσταση Η αντίσταση των µικροβίων γίνεται µε παραγωγή ενζύµων
(erm ή erytromycin-resistant methylases) που διµεθυλιώνουν τη θέση Α2058
µπλοκάροντας τη σύνδεση των µακρολιδών (και της λινκοσαµίδης) στη περιοχή
Α2058, ή µε ριβοσωµιακή µετάλλαξη, ή µε παραγωγή άλλων ενζύµων που
αποµακρύνουν το φάρµακο ή µε αδρανοποίηση του αντιβιοτικού µε φωσφορυλίωση
ή γλυκοζυλίωση.
Αντιµικροβιακό φάσµα Φαρµακοκινητική
Το αντιµικροβιακό τους φάσµα Κατανοµή σε όλους τους ιστούς (εκτός ΕΝΥ).
περιλαµβάνει κυρίως Gram+ Μετατρέπονται στο ήπαρ σε νιτροζοαλκάνες που
µικρόβια, γονόκοκκο, χλαµύδια, σχηµατίζουν σύµπλεγµα µε το κυτόχρωµα CYP3A4
µυκοπλάσµατα, λεγιονέλλα, και το σίδηρο αδρανοποιώντας τη δράση του CYP3A4,
καµπυλοβακτηρίδιο, αιµόφιλο µε αποτέλεσµα τα φάρµακα τα οποία µεταβολίζονται
ινφλουέντζας, µυκόπλασµα από το CYP3A4 να µη µεταβολίζονται επαρκώς και να
πνευµονίας. Η αζιθροµυκίνη και η αυξάνονται τα επίπεδα τους στο πλάσµα και εποµένως
κλαριθροµυκίνη είναι δραστικά και η φαρµακολογική τους δράση.
για αναερόβια.
Ερυθροµυκίνη Εµφανίζει πτωχή δραστικότητα Σε άτοµα µε φυσιολογική ηπατική λειτουργία
έναντι του αιµόφιλου της συγκεντρώνεται στο ήπαρ και αποβάλλεται στην χολή.
ινφλουέντσας Κάτω του 5% αποβάλλεται στα ούρα. Χρόνος ηµιζωής
1-2 ώρες.
Κλαριθροµυκίνη
Επιπλέον ενδείξεις της Εισέρχεται στα πολυµορφοπύρηνα, στα λεµφοκύτταρα,
κλαριθροµυκίνης είναι θεραπεία στα µονοκύτταρα και στα κυψελιδικά µακροφάγα. Στα
εκρίζωσης του ελικοβακτηριδίου ούρα αποβάλλεται 30%. Χρόνος ηµιζωής 3-7 ώρες.
του πυλωρού και προφύλαξη και
θεραπεία λοιµώξεων από άτυπα
µυκοβακτηρίδια σε ασθενείς µε
Ροξιθροµυκίνη HIV
Αποβάλλεται στην χολή Ο χρόνος ηµιζωής είναι 12
∆ιρυθροµυκίνη Επιπλέον ένδειξη θεραπεία ώρες
εκρίζωσης του ελικοβακτηριδίου
του πυλωρού
Ευρίσκεται σε µεγάλη συγκέντρωση στα
πολυµορφοπύρηνα και τα µακροφάγα. Υφίσταται
Αζιθροµυκίνη περιορισµένο µεταβολισµό στο ήπαρ και απεκκρίνεται
κυρίως στη χολή. Ο χρόνος ηµιζωής είναι 8 ώρες
135
Προσοχή/Προφυλάξεις προσοχή στην χορήγηση σε ασθενείς µε επιβάρυνση της
ηπατικής λειτουργίας, κσι σε ασθενείς που λαµβάνουν αντιαρρυθµικά (κίνδυνος
παράτασης του διαστήµατος QT και εµφάνισης κοιλιακής ταχυαρρυθµίας).
Επειδή οι µακρολίδες αναστέλλουν το ένζυµο CYP3A4 το οποίο µεταβολίζει πολλά
φάρµακα είναι δυνατόν να αυξηθούν τα επίπεδα άλλων φαρµάκων λόγω µείωσης του
µεταβολισµού τους και να προκύψει τοξικότητα τους.
Η αζιθροµυκίνη εµφανίζει σηµαντικά ευνοϊκό προφίλ αλληλεπιδράσεων σε σχέση µε
τις άλλες µακρολίδες, επειδή δεν επάγει το κυτόχρωµα Ρ450, µε αποτέλεσµα να µην
ενέχεται στον µεταβολισµό φαρµάκων τα οποία αλληλεπιδρούν µε τις άλλες
µακρολίδες.
ΛΙΝΚΟΣΑΜΙ∆ΕΣ
Περιλαµβάνονται η κλινδαµυκίνη και η λινκοµυκίνη. Πρόκειται για αντιµικροβιακά
περιορισµένης χρήσης εξαιτίας σοβαρών παρενεργειών και κυρίως της ψευδοµεµβρανώδους
κολίτιδας. Η κλινδαµυκίνη είναι περισσότερο δραστική και έχει σχεδόν υποκαταστήσει την
λινκοµυκίνη.
Κλινδαµυκίνη
Είναι βακτηριοστατικό αντιβιοτικό, παράγωγο της λινκοµυκίνης. ∆εν
χρησιµοποιείται συχνά λόγω των παρενεργειών της, και την αλληλοεπικάλυψη της
δράσης της κατά Gram-θετικών βακτηρίων και αναερόβιων από άλλα αντιβιοτικά.
Μηχανισµός δράσης Συνδέεται στη 50S ριβοσωµιακή υποµονάδα των βακτηριδίων
και καταστέλλει τη πρωτεϊνοσύνθεση.
136
Bacteroides fragilis.
ΓΛΥΚΟΠΕΠΤΙ∆ΙΚΑ ΑΝΤΙΒΙΟΤΙΚΑ
1. ΒΑΝΚΟΜΥΚΙΝΗ
Η βανκοµυκίνη είναι τρικυκλικό γλυκοπεπτίδιο, µικροβιοκτόνο για Gram+ µικρόβια ειδικά
σταφυλόκοκκους και εντερόκοκκους.
Μηχανισµός δράσης Αναστολή σύνθεσης µικροβιακού τοιχώµατος. Επιπλέον επιδρά στη
διαπερατότητα της βακτηριακής κυτταρικής µεµβράνης, αλλά και στην σύνθεση
βακτηριακού RNA
Μικροβιακή αντίσταση Τα τελευταία χρόνια έχουν ανιχνευθεί στελέχη ανθεκτικά στη
βανκοµυκίνη, τα οποία αυξάνονται συνεχώς.
137
Προσοχή/Προφυλάξεις ∆εν χορηγείται ενδοµυϊκά. Να αποφεύγεται η ταχεία έγχυση
λόγω κινδύνου αντιδράσεων αναφυλαξίας. Απαιτείται η παρακολούθηση της
συγκέντρωσης του φαρµάκου στο πλάσµα. Με προσοχή η συγχορήγηση µε
νεφροτοξικά ή ωτοτοξικά φάρµακα.
2. ΤΕΪΚΟΠΛΑΝΙΝΗ
Η τεϊκοπλανίνη αποτελεί νεώτερο αντιβιοτικό της κατηγορίας των γλυκοπεπτιδίων µε
σχεδόν ταυτόσηµη δράση µε αυτή της βανκοµυκίνης. Επιπλέον µπορεί να χορηγηθεί
και ενδοµυικά,και έχει ηπιότερες παρενέργειες.
Μηχανισµός δράσης Αναστολή σύνθεσης µικροβιακού τοιχώµατος. Επιπλέον
επιδρά στη διαπερατότητα της βακτηριακής κυτταρικής µεµβράνης, αλλά και στην
σύνθεση βακτηριακού RNA
Μικροβιακή αντίσταση Αναπτύσσεται σπάνια.
ΟΞΑΖΟΛΙ∆ΙΝΟΝΕΣ
Οι οξαζολιδινόνες (oxazolidinones) είναι µία νέα κατηγορία αντιβιοτικών φαρµάκων
των οποίων η αντιµικροβιακή δράση τους είναι παρόµοια µε της βανκοµυκίνης.
Το πρώτο φάρµακο αυτής της κατηγορίας είναι η λινεζολίδη (Linezolid).
Πλεονέκτηµα µεταξύ άλλων είναι ότι η χορήγηση από το στόµα είναι σχεδόν το ίδιο
αποτελεσµατική µε την ενδοφλέβια χορήγηση.
138
Μηχανισµός δράσης Αναστέλλει τη βακτηριακή πρωτεϊνοσύνθεση, συνδεόµενη στο
50S ριβόσωµα.
ΚΙΝΟΛΟΝΕΣ
Οι κινολόνες ή φθοριοκινολόνες είναι βακτηριοκτόνα αντιβιοτικά. Έχουν ευρύ
αντιµικροβιακό φάσµα. Οι φθοριοκινολόνες έχουν ένα φθόριο στη θέση 6. Με την
δηµιουργία νέων κινολονών οι οποίες δεν είναι φθοριωµένες η ονοµασία
φθοριοκινολόνες ίσως δεν είναι κατάλληλη. Αντ΄ αυτής η ονοµασία κινολόνες
αποδίδει καλύτερα τη σηµερινή εξέλιξη στη κατηγορία αυτών των αντιβιοτικών.
Μηχανισµός δράσης Αναστολή της DNA-gyrase (ή τοποϊσοµεράσης ΙΙ) και της
τοποϊσοµεράσης IV (σχηµατίζεται σύµπλοκο µε το φάρµακο, τα ένζυµα και το DNA)
µε αποτέλεσµα διακοπή της σύνθεσης του DNA και θάνατο του κυττάρου.
Μικροβιακή αντίσταση Η αντίσταση των µικροβίων γίνεται µε µετάλλαξη
εµποδίζοντας την είσοδο τους στο κύτταρο ή αναστέλλοντας την σύνδεση τους µε την
DNA gyrase. Λόγω της ευρείας χρήσης τους υπάρχει αυξανόµενη αντίσταση των
µικροβίων
139
Αντιµικροβιακό φάσµα Φαρµακοκινητική
Η φαρµακοκινητική των κινολονών
Σιπροφολοξασίνη Λοιµώξεις από ευαίσθητα Gram-αρνητικά βακτήρια όπως Salmonella, δεν είναι ίδια εντελώς µεταξύ τους.
Shigella, Campylobacter, Neisseria, και Pseudomonas. Επίσης σε µη Χορηγούµενες από το στόµα
επιπλεγµένη γονοκοκκική ουρηθρίτιδα, επιπλεγµένες ενδοκοιλιακές απορροφώνται γρήγορα µε χρόνο
λοιµώξεις (µαζί µε µετρονιδαζόλη). Θεραπεία εκλογής στην µέγιστης συγκέντρωσης στο αίµα
αντιµετώπιση του άνθρακα.Προφύλαξη από µηνιγγιτιδοκοκκική (Cmax) 1 ώρα. Η τροφή καθυστερεί
µηνιγγίτιδα την απορρόφηση τους και ο Cmax
µπορεί να φθάσει τις 2 ώρες.
Νορφλοξασίνη Λοιµώξεις ουροποιητικού, προστατίτιδα, γονοκοκκική ουρηθρίτιδα. Συνδέονται µε πρωτεΐνες 25-30%. Ο
Οφλοξασίνη Τ/2 τους διαφέρει και είναι από 2-16
ώρες. Κατανέµονται σε όλο το
Λεβοφλοξασίνη Λοιµώξεις ουροποιητικού, αναπνευστικού, δέρµατος ,γονοκοκκική σώµα. Απεκκρίνονται από τους
ουρηθρίτιδα. νεφρούς µε σωληναριακή απέκκριση
Γκατιφλοξασίνη Λοιµώξεις αναπνευστικού, ουροποιητικού, χρονία µικροβιακή και σπειραµατική διήθηση. Περίπου
προστατίτιδα. δέρµατος 20% µεταβολίζεται στο ήπαρ.
Μοξιφλοξασίνη Χρησιµοποιείται σε εξάρσεις χρόνιας βρογχίτιδας και λοιµώξεις
αναπνευστικού, αλλά δεν υπάρχει ακόµη συµφωνία σχετικά µε το αν θα
πρέπει να θεωρείται θεραπεία πρώτης γραµµής σε αυτές τις περιπτώσεις
Γεµιφλοξασίνη Πνευµονία της κοινότητας, εξάρσεις χρόνιας βρογχίτιδας
DAPTOMYCIN
140
Ανήκει σε µία νέα κατηγορία αντιβιοτικών που ονοµάζονται κυκλικά λιποπεπτίδια.
∆ίνεται σε λοιµώξεις από Gram+ που είναι ανθεκτικά στη µεθικιλλίνη, βανκοµυκίνη,
λινεζολίδη
Μηχανισµός δράσης Συνδέεται στη µικροβιακή µεµβράνη, προκαλεί ταχεία
εκπόλωση του δυναµικού, µε αποτέλεσµα αναστολή της σύνθεσης του DNA και
RNA, οδηγώντας σε καταστροφή του βακτηριακού τοιχώµατος
ΌΧΙ Πνευµονία
ΣΟΥΛΦΟΝΑΜΙ∆ΕΣ
Οι σουλφοναµίδες είναι µικροβιοστατικά φάρµακα. Η πλειονότητα των
σουλφοναµιδών αποτελείται από παράγωγα της σουλφανιλαµίδης. Υποκατάσταση
των Η στις θέσεις R1 και R2 δίνει τις διάφορες σουλφοναµίδες. Η χρήση τους έχει
περιοριστεί λόγω ανάπτυξης εκτεταµένης µικροβιακής αντίστασης και εµφάνισης
νέων, ισχυρότερων, και λιγότερο τοξικών αντιβιοτικών
Οι χρησιµοποιούµενες σήµερα σουλφοναµίδες είναι η σουλφαδιαζίνη για πρόληψη
ρευµατικού πυρετού και για τοξοπλάσµωση (µαζί µε πυριµεθαµίνη) και η
σουλφαµεθοξαζόλη (SMZ ) η οποία χρησιµοποιείται σε συνδυασµό µε τριµεθοπρίµη
(TMP) και αναλογία 1 TMP: 5 SMZ.
Μηχανισµός δράσης Οι σουλφοναµίδες αναστέλλουν τη µικροβιακή σύνθεση του
φυλλικού οξέος, παρεκτοπίζοντας το π-αµινοβενζοϊκό οξύ µε το οποίο έχουν χηµική
οµοιότητα.
Η τριµεθοπρίµη αναστέλλει την αναγωγάση του διϋδροφυλλικού οξέος που
141
µετατρέπει το διϋδροφυλλικό οξύ σε τετραϋδροφυλλικό οξύ, το οποίο
χρησιµοποιείται για σύνθεση πουρινών και DNA από τα µικρόβια.
Μικροβιακή αντίσταση Αντίσταση των µικροβίων αναπτύσσεται ταχέως και
οφείλεται σε υπερπαραγωγή PABA, σε αντλίες εξόδου, σε δοµικές αλλαγές στη
συνθετάση του DHP, γενετικές αλλαγές στα γονίδια που κωδικοποιούν τα ένζυµα και
σε µειωµένη διαπερατότητα του τοιχώµατος του µικροβίου.
Αντιµικροβιακό φάσµα Φαρµακοκινητική
Ευρύ αντιµικροβιακό φάσµα. Κατανοµή σε όλο τον οργανισµό. Η
Σουλφαµεθοξαζόλη Η Βρετανική Επιτροπή για την Ασφαλή χρήση των σουλφαµεθοξαζόλη µεταβολίζεται µε
(µαζί µε Φαρµάκων (CSM, Committee on Safety of Medicines) σύζευξη και ακετυλίωση και αποβάλλεται στα
τριµεθοπρίµη συνιστά η χρήση να περιορίζεται σε νοσήµατα που ούρα. Η τριµεθοπρίµη µεταβολίζεται λίγο στο
υπάρχουν σαφείς ενδείξεις ότι ο συνδυασµός είναι ήπαρ και απεκκρίνεται στα ούρα. Ο χρόνος
προτιµότερος από άλλα (µικροβιακή ευαισθησία, µη ηµιζωής είναι 9-11 ώρες.
Σουλφαδιαζίνη ανταπόκριση σε άλλο αντιβιοτικό) και ως φάρµακο εκλογής
στη πνευµονία από πνευµονοκύστη carinii. Επίσης
ενδείκνυται στη τοξοπλάσµωση και στη νοκαρδίαση
Προσοχή/Προφυλάξεις
Ενυδάτωση ασθενούς, µε προσοχή σε ασθενείς µε αιµατολογικές παθήσεις, και σε
ηπατική ή νεφρική δυσλειτουργία. Σε µακροχρόνια χορήγηση να δίνεται
συµπληρωµατικά φυλλικό οξύ.
ΑΝΤΙΦΥΜΑΤΙΚΑ
Η φυµατίωση (ΤΒ) οφείλεται στο µυκοβακτηρίδιο της φυµατίωσης (βάκιλλος
Calmette-Guerin)
Εκατοµµύρια νέες περιπτώσεις συµβαίνουν κάθε χρόνο και περίπου 3 εκατοµµύρια
θάνατοι. Μεγάλο ποσοστό είναι HIV θετικοί.
Στις αναπτυγµένες χώρες η αναζωπύρωση παλαιάς λοίµωξης είναι η κύρια αιτία της ΤΒ, ενώ
142
στις πτωχές χώρες η κύρια αιτία είναι η µετάδοση µέσω του αναπνευστικού (µη διάγνωση της
νόσου, έλλειψη φαρµάκων, ανεπαρκής θεραπεία). Το 90% των περιπτώσεων φυµατίωσης και
το 95% των θανάτων από ΤΒ συµβαίνει στις πτωχές χώρες, και σε αυτό συµµετέχει και η
ραγδαία αύξηση της HIV λοίµωξης. Ο κίνδυνος εξάπλωσης ανθεκτικών βακίλων
παγκοσµίως είναι πιθανός αν δεν τηρηθούν οι στρατηγικές αντιµετώπισης (DOTS πρόγραµµα
κ.ά.) και δεν βρεθούν νέα φάρµακα. Στη Βρετανία το ποσοστό ανθεκτικών στελεχών
αυξήθηκε από 0,6% το 1993 σε 1,7% το 1996. Στο Λονδίνο το ποσοστό αυτό ανέρχεται σε
2,5%. Στις ΗΠΑ το ποσοστό στις νέες περιπτώσεις ανέρχεται σε 1,9%. Η θεραπεία της
ανθεκτικής φυµατίωσης είναι πολύ δύσκολη και βασίζεται σε test ευαισθησίας στα
αντιφυµατικά, και στα δευτερεύοντα αντιφυµατικά. Οι µετανάστες από χώρες µε ελλιπή
προγράµµατα εµβολιασµού καθώς και οι πάσχοντες από AIDS αποτελούν παράγοντες
αύξησης της νόσου στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες
143
ΕΘΑΜΒΟΥΤΟΛΗ
ΣΤΡΕΠΤΟΜΥΚΙΝΗ (β΄ ή γ΄ εκλογής)
1. ΙΣΟΝΙΑΖΙ∆Η
Είναι υδραζίδη του ισονικοτινικού οξέος. Eίναι πρωτεύον αντιφυµατικό
αντιφυµατικό φάρµακο και το µόνο αντιφυµατικό που χορηγείται για πρόληψη της
νόσου. Είναι βακτηριοκτόνο για αναπτυσσόµενους οργανισµούς. Για
χηµειοπροφύλαξη δίνεται σε άτοµα µε µετατραπείσα αντίδραση PPD µέσα σε 2
χρόνια (θετική), σε στενή οικογενειακή ή νοσηλευτική επαφή µε ασθενείς, και σε
άτοµα επιρρεπή στη νόσο όπως διαβητικοί ή µε σιλίκωση.
Μηχανισµός δράσης Στον οργανισµό µετατρέπεται σε δραστική µορφή από το
γονίδιο katG. H ενεργοποιηµένη µορφή της ΙΝΗ συνδέεται µε NADH και στη
συνέχεια στο γονίδιο inhA . Το γονίδιο inhA κωδικοποιεί την αναγωγάση της enoyl-
acyl carrier protein (ACP) η οποία είναι απαραίτητη για το σχηµατισµό µυκολικού
οξέος (µακρά αλυσίδα λιπαρών οξέων), αναγκαίου για το τοίχωµα του
µυκοβακτηριδίου.
Μικροβιακή αντίσταση Αντίσταση συµβαίνει κυρίως λόγω µετάλλαξης του
γονιδίου inhA ή του katG. Αντίσταση αναπτύσσεται πολύ εύκολα από υπάρχοντα
ανθεκτικά στελέχη και πρόληψη εισόδου του φαρµάκου στο κύτταρο και για το λόγο
αυτό συνδυάζεται µε άλλα φάρµακα για τη θεραπεία της φυµατίωσης.
144
Προσοχή/Προφυλάξεις Νεφρική βλάβη, ηπατική βλάβη, υπερευαισθησία (να
γίνεται διακοπή όλων των φαρµάκων και επανέναρξη της ΙΝΗ σε µικρές
αυξανόµενες δόσεις). Να γίνεται περιοδικός οφθαλµολογικός έλεγχος
2. ΡΙΦΑΜΠΙΚΙΝΗ
Είναι ηµισυνθετικό παράγωγο της ριφαµυκίνης. Αποτελεί πρωτεύον φάρµακο για τη
φυµατίωση και τη λέπρα. Επίσης σε φορείς µηνιγγιτιδόκοκκου µετάτην έξοδο τους
από το νοσοκοµείο.
Μηχανισµός δράσης Αναστολή της DNA-εξαρτηµένης RNA-πολυµεράσης
(καταστολή της πεπτιδικής αλύσου).
Μικροβιακή αντίσταση Αντίσταση αναπτύσσεται µε υπάρχοντα ανθεκτικά στελέχη
και παραγωγή αλλοιωµένης DNA-πολυµεράσης.
145
3. ΠΥΡΑΖΙΝΑΜΙ∆Η
Είναι πυραζινικό ανάλογο της νικοτιναµίδης, δραστική µόνο κατά του
µυκοβακτηριδίου της φυµατίωσης (κυρίως σε φάση µη ανάπτυξης). Είναι δραστική
σε ενδοκυττάριες µορφές και αποτελεσµατική για ΤΒ µηνιγγίτιδα. Πρωτεύον
αντιφυµατικό φάρµακο
Μηχανισµός δράσης διαταραχή της λειτουργίας της µεµβράνης του
µυκοβακτηριδίου και µείωση του δυναµικού της, που οδηγούν σε µείωση σύνθεσης
πρωτεϊνών και RNA.
4. ΕΘΑΜΒΟΥΤΟΛΗ
Η εθαµβουτόλη είναι αντιφυµατικό φάρµακο το οποίο χρησιµοποιείται πάντα, µαζί
µε τα άλλα αντιφυµατικά (ισονιαζίδη, ριφαµπικίνη, πυραζιναµίδη) σε φυµατιώδη
µηνιγγίτιδα ή σπονδυλίτιδα και συµπληρωµατικά σε άλλες µορφές, ειδικά όταν
υποψιαζόµαστε ανθεκτικά στελέχη.
Μηχανισµός δράσης Προκαλεί βλάβη στο µεταβολισµό του βακίλου κατά τη
διάρκεια ανάπτυξης του, σταµατώντας το πολλαπλασιασµό του, αποτέλεσµα
αναστολής του µικροβιακού τοιχώµατος (δρα στο µεταβολισµό της αραβινάνης)
146
Παρενέργειες Οπτικές διαταραχές (οπτικά πεδία, οπτική οξύτητα, χρώµατα),
περιφερική νευρίτιδα, γαστρεντερικές διαταραχές, αύξηση ουρικού οξέος, αλλεργικές
αντιδράσεις.
Προσοχή/Προφυλάξεις Να προηγείται οφθαλµολογική εξέταση. Προσοχή σε
ηπατική δυσλειτουργία (προκαλεί ηπατική βλάβη), και σε διαταραχές νεφρικές
(απεκκρίνεται από τους νεφρούς).
5 ΣΤΡΕΠΤΟΜΥΚΙΝΗ
Αποτελεί φάρµακο β ή γ εκλογής στη θεραπεία της φυµατίωσης
Βλέπε ΑΜΙΝΟΓΛΥΚΟΣΙ∆ΕΣ
ΑΝΤΙΛΕΠΡΙΚΑ
Η λέπρα οφείλεται στο µυκοβακτηρίδιο της λέπρας. ∆ιακρίνεται σε λεπρωµατώδη
µορφή, φυµατιώδη µορφή, και ενδιάµεση µορφή. Η λεπρωµατώδης µορφή
αναπτύσσεται σε άτοµα µε µειωµένη ανοσία. Η φυµατιώδης µορφή είναι πιο
καλοήθης και αναπτύσσεται σε άτοµα µε φυσιολογική ανοσία. Μεταξύ αυτών είναι η
ενδιάµεση.
Υπάρχουν 15 εκατοµµύρια άνθρωποι µε λέπρα
Τα 2 εκατοµµύρια ανάπηροι
500.000 νέες περιπτώσεις συµβαίνουν κάθε χρόνο
Η θεραπεία της λεπρωµατώδους µορφής και ενδιάµεσης γίνεται µε τη χορήγηση 3
φαρµάκων συγχρόνως ήτοι Ριφαµπικίνης, δαψόνης και κλοφαζιµίνης.
Η θεραπεία της φυµατιώδους γίνεται µε τη χορήγηση 2 φαρµάκων συγχρόνως ήτοι
Ριφαµπικίνης και δαψόνης.
Για ριφαµπικίνη δες ΑΝΤΙΦΥΜΑΤΙΚΑ
1. ∆ΑΨΟΝΗ
Η δαψόνη είναι αντιλεπρικό φάρµακο και χορηγείται επίσης για χηµειοπροφύλαξη
από πνευµονοκύστη C. carinii (β’ εκλογής).
Μηχανισµός δράσης Αναστέλλει τη σύνθεση του φυλλικού οξέος.
Αντίσταση αναπτύσσεται σε ποσοστό 5-40%.
147
Αντιµικροβιακό φάσµα Φαρµακοκινητική
∆αψόνη Μυκοβακτηρίδιο λέπρας Κατανοµή σε όλο τον οργανισµό. Μεταβολίζεται µε
Πνευµονοκύστη C. carinii ακετυλίωση και υδροξυλίωση και απεκκρίνεται στα
(χηµειοπροφύλαξη) ούρα. Ο χρόνος ηµιζωής είναι 20-30 ώρες
Με πυριµεθαµίνη ως ανθελονοσιακό
Ερπητοειδής δερµατίτιδα
2. ΚΛΟΦΑΖΙΜΙΝΗ
Είναι αντιλεπρικό φάρµακο. Ενδείκνυται στη λεπρωµατώδη µορφή.
Μηχανισµός δράσης Αναστέλλει την ανάπτυξη του µυκοβακτηριδίου
συνδεόµενη στο DNA
Αντιµικροβιακό φάσµα Φαρµακοκινητική
Κλοφαζιµίνη Κατανέµεται σε όλο τον οργανισµό όπου παραµένει επί
µακρόν. Μεταβολίζεται στο ήπαρ και απεκκρίνεται στη
χολή. Ο χρόνος ηµιζωής είναι 70 ηµέρες.
148
ΑΝΤΙΜΥΚΗΤΙΚΑ
Η συχνότερα απαντώµενη µυκητίαση είναι η οφειλόµενη στη Candida, η οποία
µπορεί να εντοπίζεται τοπικά (δέρµα, βλεννογόνοι) ή να είναι συστηµατική. Η
στοµατική καντιντίαση οφείλεται συνήθως σε αντιβιοτικά ευρέως φάσµατος,
γλυκοκορτικοειδή, κυτταροστατικά ή άλλα ανοσοκατασταλτικά. Παρουσιάζεται
επίσης σε διαβητικούς και ανοσοκατασταλµένους ασθενείς. Άλλες εντοπισµένες
καντιντιάσεις είναι η βαλανοποσθίτιδα, η αιδιοκολπίτιδα, η παρωνυχία, η καντιντίαση
δέρµατος πτυχών (µηρογεννητικές, κάτω από τους µαστούς, µεσοδακτύλιες πτυχές,
µεσογλουτιαία αύλακα), η χρόνια δερµατοβλεννογόνιος. Συστηµατική µορφή είναι η
καντιντιασική οισοφαγίτιδα, η πνευµονία, και η γενικευµένη καντιντίαση.
Άλλες µυκητιάσεις είναι η κρυπτοκόκκωση (ιδιαίτερα σε ασθενείς µε AIDS), η
ιστοπλάσµωση, η βλαστοµύκωση, κοκκιδιοµύκωση κ.ά.
149
Α. ΠΟΛΥΕΝΙΚΑ ΑΝΤΙΜΥΚΗΤΙΚΑ
Μηχανισµός δράσης Συνδέονται µε στερόλες του τοιχώµατος των µυκήτων.
Αποτέλεσµα είναι η δηµιουργία πόρων και η έξοδος ζωτικών συστατικών του
µύκητα.
1. ΑΜΦΟΤΕΡΙΚΙΝΗ Β
Είναι πολυενικό αντιµυκητικό φάρµακο αδιάλυτο στο νερό. Η ΕΦ µορφή του είναι
κολλοειδές εναιώρηµα. Έχει σηµαντικές παρενέργειες και πρέπει να χρησιµοποιείται
µε προσοχή.
150
υποκαλιαιµία, καρδιακές αρρυθµίες. Επίσης αναιµία (αναστολή της ερυθροποιητίνης
από αµφοτερικίνη Β) και ηπατική βλάβη.
Αναφυλακτική αντίδραση (σπάνια).
Προσοχή/Προφυλάξεις Πρέπει να γίνεται έλεγχος νεφρικής λειτουργίας και καλίου
κάθε ηµέρα. Να µη προστίθενται άλλα φάρµακα στο ίδιο διάλυµα. ΟΧΙ αλατούχος
ορός.
Το φάρµακο να χορηγείται µε αργή ενδοφλέβια έγχυση (σε 5% δεξτρόζη).
3. ΝΥΣΤΑΤΙΝΗ
Παρενέργειες Σε µεγάλες δόσεις οι παρενέργειες είναι ναυτία, εµετός, διάρροια και
σπάνια βρογχόσπασµος, ταχυκαρδία ή µυαλγία όταν χορηγείται από το στόµα.
Προσοχή/Προφυλάξεις ∆εν χρησιµοποιείται σε συστηµατικές µυκητιάσεις.
Το φάρµακο πρέπει να παραµένει στη στοµατική κοιλότητα για αρκετά λεπτά
Β. ΙΜΙ∆ΑΖΟΛΕΣ
151
στοµατική µυκητίαση περιέχει πολυεθοξυλ-καστορέλαιο που συνδέεται µε
αναφυλακτικές αντιδράσεις.
1. ΚΕΤΟΚΟΝΑΖΟΛΗ
Είναι ευρέως φάσµατος αντιµυκητικό, διαλυτό σε όξινο υδατικό περιβάλλον. ∆ίνεται
σε συστηµατικές µυκητιάσεις (καντιντιάσεις, κοκκιδιοµύκωση,
παρακοκκιδιοµύκωση, βλαστοµύκωση και ιστοπλάσµωση) καθώς και δερµατόφυτα
µη ανταποκρινόµενα σε θεραπεία µε γκριζεοφουλβίνη.
Παρενέργειες Γαστρεντερικές διαταραχές (ναυτία, εµετός), κνησµός, εξάνθηµα,
ηπατική βλάβη
αναστολή σύνθεσης ανδρογόνων στους άρρενες σε δόσεις 400mg και άνω
(γυναικοµαστία, µειωµένη σεξουαλική επιθυµία κ.ά.).
Προσοχή/Προφυλάξεις Η κετοκοναζόλη δεν είναι κατάλληλη για µυκητιασική
µηνιγγίτιδα. Η γυναικοµαστία µπορεί να αποφευχθεί αν το φάρµακο χορηγείται µια
φορά την ηµέρα
Η ηµερήσια δόση να περιορίζεται σε 200mg εφάπαξ
Να γίνεται έλεγχος της ηπατικής λειτουργίας σε ασθενείς που παίρνουν το φάρµακο
για αρκετό χρόνο (σε περίπτωση δυσλειτουργίας ήπατος το φάρµακο διακόπτεται
αµέσως.
Επί αχλωρυδρίας τα δισκία να διαλύονται σε 4-5ml ελαφρά όξινο υδατικό διάλυµα
(0,2 Ν HCl) και να προσλαµβάνονται µε καλαµάκι για προστασία των οδόντων.
2. ΚΛΟΤΡΙΜΑΖΟΛΗ
Χρησιµοποιείται για τοπική χρήση σε µυκητιάσεις δέρµατος, και για κολπική
καντιντίαση
Παρενέργειες Σπάνιες σε τοπική χρήση. Σε κολπίτιδα, τοπικός ερεθισµός, κνησµός,
καύσος.
Προσοχή/Προφυλάξεις ∆εν χρησιµοποιείται σε συστηµατικές µυκητιάσεις.
3. ΜΙΚΟΝΑΖΟΛΗ
Χρησιµοποιείται κυρίως τοπικά σε κολπική καντιντίαση. Σε στοµατική µυκητίαση
επάλειψη της βλάβης µε gel (κράτηµα στο στόµα για 5 λεπτά και µετά κατάποση) ή
διάλυµα σε εντερική µυκητίαση
Παρενέργειες Σπάνιες σε τοπική χρήση. Σε κολπίτιδα, τοπικός ερεθισµός, κνησµός,
152
καύσος, συχνουρία.
Προσοχή/Προφυλάξεις ∆εν χρησιµοποιείται σε συστηµατικές µυκητιάσεις. Στη
κολπική καντιντίαση να µη διακόπτεται η θεραπεία µε τη βελτίωση των
συµπτωµάτων, αλλά να συνεχίζεται µέχρι να συµπληρωθούν 14 ηµέρες.
Γ. ΤΡΙΑΖΟΛΕΣ
Περιλαµβάνονται η ιτρακοναζόλη, η φλουκοναζόλη και η βορικοναζόλη
Μηχανισµός δράσης Αναστέλλουν την εξαρτώµενη από το p450- 14α-αποµεθυλάση
µε αποτέλεσµα συσσώρευση 14α-µεθυλιωµένων στερολών (λανοστερόλη κ.ά.) και
σχηµατισµό αλλοιωµένης πλασµατικής µεµβράνης
Μικροβιακή αντίσταση Αντίσταση αναπτύσσεται µέσω υπερπαραγωγής ενζύµων, ή
µε έξοδο του φαρµάκου από «αντλία» του µύκητα, ή πρόληψη εισόδου από τη
πλασµατική µεµβράνη ή έκκριση ενζύµων εξωκυττάρια που αδρανοποιούν το
φάρµακο κ.ά.
1. ΙΤΡΑΚΟΝΑΖΟΛΗ
Είναι ευρέως φάσµατος αντιµυκητικό. Xορηγείται τόσο από το στόµα όσο και ΕΦ.
Ενδείκνυται σε ουδετεροπενικούς ασθενείς όταν υπάρχει υποψία µυκητιασικής
λοίµωξης. Καντιντισιακή οισογαγίτιδα και στοµατοφαρυγγίτιδα. Επίσης για κολπική
καντιντίαση, δερµατόφυτα, ασπεργίλλωση, ιστοπλάσµωση βλαστοµύκωση
Παρενέργειες Γαστρεντερικές διαταραχές (ναυτία, εµετός), αλλεργικές αντιδράσεις,
Κεφαλαλγία, ρινίτιδα, ηπατική βλάβη, καρδιακή ανεπάρκεια
Προσοχή/Προφυλάξεις Να γίνεται έλεγχος της ηπατικής λειτουργίας σε ασθενείς
153
που παίρνουν το φάρµακο, δύο και τέσσερις εβδοµάδες µετά τη θεραπεία και στη
συνέχεια ανά µήνα. Απαγορεύεται η συγχορήγηση µε φάρµακα, όπως η τερφεναδίνη,
σιζαπρίδη, αστεµιζόλη κ.ά., των οποίων τα επίπεδα αυξάνονται από τη ιτρακοναζόλη,
και τα οποία µπορεί να προκαλέσουν σοβαρές κοιλιακές αρρυθµίες.
2. ΦΛΟΥΚΟΝΑΖΟΛΗ
Είναι ευρέως φάσµατος αντιµυκητικό. Xορηγείται τόσο από το στόµα όσο και ΕΦ.
Ενδείκνυται σε καντιντισιακή οισογαγίτιδα και στοµατοφαρυγγίτιδα. Επίσης για
κολπική καντιντίαση Καλό για καντιντίαση ουροποιητικού. Κρυπτοκοκκική
µηνιγγίτιδα.
Παρενέργειες γαστρεντερικές διαταραχές (ναυτία, εµετός), Αλλεργικές αντιδράσεις,
Κεφαλαλγία, ηπατική βλάβη, καρδιακή αρρυθµία, παράταση QT, αύξηση
χοληστερόλης , υποκαλιαιµία
Προσοχή/Προφυλάξεις Ο κίνδυνος ηπατικής βλάβης είναι αυξηµένος σε ασθενείς
που παίρνουν άλλα ηπατοτοξικά φάρµακα ή µε ιστορικό ηπατίτιδας. Με προσοχή σε
ασθενείς µε καρδιακή αρρυθµία Σε ασθενείς µε νεφρική ανεπάρκεια οι δόσεις πρέπει
να προσαρµόζονται.
3. ΒΟΡΙΚΟΝΑΖΟΛΗ
Είναι ευρέως φάσµατος αντιµυκητικό. . Xορηγείται τόσο από το στόµα όσο και ΕΦ.
Ενδείκνυται σε σοβαρές µυκητιάσεις ανθεκτικές (ασπεργίλλωση, καντιντίαση κ.ά.)
Παρενέργειες Οι συχνότερες είναι οπτικές διαταραχές (21%), εξάνθηµα (7%),
πυρετός, κεφαλαλγία, καρδιαγγειακές διαταραχές, Ηπατική βλάβη
Προσοχή/ΠροφυλάξειςΜε προσοχή σε ασθενείς µε καρδιακή αρρυθµία, Να γίνεται
έλεγχος της ηπατικής λειτουργίας. Όχι οδήγηση τη νύκτα.
ΚΑΣΠΟΦΟΥΝΤΖΙΝΗ
Η κασποφουντζίνη ανήκει στις εχινοκανδίνες. Είναι ευρέως φάσµατος αντιµυκητικό
και χορηγείται σε συστηµατικές µυκητιάσεις που είναι ανθεκτικές σε άλλα
αντιµυκητικά (ιδιαίτερα ασπεργίλλωση).
Μηχανισµός δράσης. Αναστέλλει τη σύνθεση της 1,3-γλυκάνης που αποτελεί
154
απαραίτητο συστατικό του τοιχώµατος πολλών µυκήτων.
Ε. ∆ΙΑΦΟΡΑ
1. ΓΚΡΙΖΕΟΦΟΥΛΒΙΝΗ
∆ίνεται για δερµατόφυτα (δέρµα, νύχια, τριχωτό της κεφαλής).
Μηχανισµός δράσης. Προκαλεί βλάβη στα µικροσωληνάρια της µιτωτικής ατράκτου
του µύκητα, µέσω των οποίων µεταφέρεται υλικό για τη σύνθεση του τοιχώµατος.
Αντιµικροβιακό φάσµα Φαρµακοκινητική
Γκριζεοφουλβίνη Τριχόφυτα, δερµατόφυτα Χορηγείται από το στόµα και απορροφάται
καλύτερα µε λιπαρή τροφή. Συγκεντρώνεται
στα πρόδροµα κύτταρα της κερατίνης.
Μεταβολίζεται στο ήπαρ, απεκκρίνεται στα
ούρα
155
Μηχανισµός δράσης. Στον οργανισµό µετατρέπεται σε 5-φθοριοουρακίλη. ∆ρα
ανταγωνιστικά της ουρακίλης στο RNA του µύκητα.. Συνήθως συνδυάζεται µε
αµφοτερικίνη Β ή άλλα αντιµυκητικά επειδή αναπτύσσεται εύκολα αντίσταση.
Αντιµικροβιακό φάσµα Φαρµακοκινητική
Φλουκυτοσίνη Ευρύ αντιµυκητικό φάσµα Κατανέµεται σε όλο τον οργανισµό (και
ΕΝΥ). Στον οργανισµό µετατρέπεται σε 5-
φθοριοουρακίλη. Το 90% της δόσης
απεκκρίνεται στα ούρα αναλλοίωτο. Ο
χρόνος ηµιζωής είναι 3-4 ώρες
4. ΤΕΡΒΙΝΑΦΙΝΗ
Ανήκει στις αλλυλαµίνες. Νεότερο φάρµακο για δερµατόφυτα και τριχόφυτα που δίνεται από
το στόµα. Μηχανισµός δράσης. Αναστέλλει τη βιοσύνθεση της εργοστερόλης στο επίπεδο
του σκουαλένιου (squalene) µε αποτέλεσµα συσσώρευση σκουαλένιου και θάνατο του
κυττάρου.
Αντιµικροβιακό φάσµα Φαρµακοκινητική
Τερβιναφίνη για δερµατόφυτα και Απορροφάται γρήγορα και κατανέµεται σε όλους τους
τριχόφυτα ιστούς. Μεταβολίζεται στο ήπαρ. Ο χρόνος ηµιζωής 16
ηµέρες
ΙΟΣΤΑΤΙΚΑ
Παρά τον πολύ µεγάλο αριθµό των ιογενών λοιµώξεων ο αριθµός των
156
φαρµάκων κατά των ιών είναι πολύ περιορισµένος και η δράση τους όχι πάντα
ικανοποιητική.
∆ΙΑΓΝΩΣΗ Η διάγνωση των ιογενών λοιµώξεων γίνεται είτε από την κλινική
εικόνα (π.χ. ιλαρά, παρωτίτιδα, ανεµευλογιά, έρπης) είτε µε τη βοήθεια
εργαστηριακών τεχνικών. Οι διαγνωστικές τεχνικές εφαρµόζονται όταν είναι
αναγκαία η σωστή διάγνωση για την περαιτέρω θεραπεία του ασθενούς όπως σε
υποψία ηπατίτιδας B ή C, µόλυνσης από HIV, λοιµώδη µονοπυρήνωση κ.ά.
1. ΑΚΥΚΛΟΒΙΡΗ
Είναι ανάλογο της δεοξυγουανοσίνης. ∆ραστική κατά του έρπητα τύπου 1 και 2
καθώς και του ιού ανεµευλογιάς-έρπητα ζωστήρα. ∆ίνεται τοπικά, από το στόµα ή
ΕΦ.
Μηχανισµός δράσης Φωσφορυλιώνεται από τη ιϊκή κινάση της θυµιδίνης σε
µονοφωσφορικό προϊόν και στη συνέχεια από κυτταρικές κινάσες σε
τριφωσφορυλιωµένο, µετατρεπόµενο σε ακυκλο-GTP η οποία ενσωµατώνεται στην
άλυσο του DNA και τερµατίζει την σύνθεση του. Επιπρόσθετα αναστέλλει την ιϊκή
DNA-πολυµεράση για την οποία αποτελεί υπόστρωµα σε χαµηλότερα επίπεδα. Αυτό
σηµαίνει ότι το φάρµακο ενεργοποιείται µόνο µέσα στα κύτταρα που έχουν
προσβληθεί από τον ιό.
Παρενέργειες Οι συχνότερες είναι φλεβίτιδα στο σηµείο της ένεσης (9%), ναυτία ή
και εµετός (7%) και λιγότερο συχνά κεφαλαλγία, εξάνθηµα, άλλες γαστρεντερικές
διαταραχές, νευρολογικές διαταραχές.
Προσοχή/Προφυλάξεις Σε νεφρική ανεπάρκεια η δόση πρέπει να προσαρµόζεται.
Το ενδοφλέβιο σκεύασµα να χορηγείται αργά (σε 1 ώρα) µε ενδοφλεβια έγχυση για
αποφυγή νεφρικής βλάβης. Σε ανεµευλογιά απαιτούνται υψηλότερες δόσεις και
χορηγούνται ΕΦ.
157
2. ΓANΣΙΚΛΟΒΙΡΗ
∆ίνεται σε λοίµωξη από κυταροµεγαλοϊό (CMV). Έχει παρόµοια χηµική δοµή µε ακυκλοβίρη
Μηχανισµός δράσης. Φωσφορυλιώνεται από τη κινάση της γουανοσίνης και αναστέλλει
τη DNA-πολυµεράση και τη σύνθεση του DNA.
3. ΦΩΣΚΑΡΝΕΤΗ
Είναι ανάλογο του πυροφωσφορικού οξέος.
Μηχανισµός δράσης Aνταγωνίζεται τη DNA-πολυµεράση των ιών έρπητα Ι και ΙΙ
και του CMV.
Αντιµικροβιακό φάσµα Φαρµακοκινητική
Φωσκαρνέτη Χοριοαµφιβληστροειδίτιδα από CMV σε Χορηγείται ενδοφλέβια. Απεκκρίνεται σχεδόν
ασθενείς µε AIDS στους οποίους η αναλλοίωτη από τους νεφρούς. O Τ/2 είναι 2-
γκανσικλοβίρη δεν µπορεί να 5 ώρες.
χρησιµοποιηθεί
158
Β. ΙΟΣΤΑΤΙΚΑ ΦΑΡΜΑΚΑ ΚΑΤΑ ΤΟΥ HPV
Τα στελέχη HPV 2, 1, 4, 26-29 προκαλούν τα κονδυλώµατα (warts) και τα στελέχη
HPV 16,18,31 καρκίνο του τραχήλου της µήτρας. Για τα κονδυλώµατα
χρησιµοποιούνται τοπικά η ποδοφυλλίνη ή η ποδοφυλλοτοξίνη.
Η γρίπη οφείλεται στον ιό γρίπης τύπου Α και Β. Στην επιφάνεια του ιού υπάρχουν
δύο γλυκοπρωτεϊνες : η αιµαγλουτινίνη (ΗΑ) και η νευραµινιδάση (ΝΑ).
Η ΗΑ αντιδρά µε υποδοχείς της επιφάνειας του κυττάρου που φέρουν Ν-τελικό
νευραµινικό οξύ επιτρέποντας την είσοδο του ιού στο κύτταρο και τη σύντηξη της
µεµβράνης και του ιού.
Η ΝΑ προκαλεί αποχωρισµό του τµήµατος Ν-τελικό νευραµινικό οξύ από τους
υποδοχείς στους οποίους συνδέεται η ΗΑ, κατά την έξοδο του νεοσχηµατιζόµενου
ιϊκού σωµατιδίου από το κύτταρο και απελευθερώνει τον ιό, διευκολύνοντας την
έξοδο του από το κύτταρο και την εξάπλωση του στις εκκρίσεις του αναπνευστικού.
Η πρόληψη γίνεται µε εµβολιασµό κατά του ιού.
Τα παρακάτω φάρµακα µειώνουν τη βαρύτητα της νόσου και την διάρκεια της.
159
ΑΜΑΝΤΑ∆ΙΝΗ
ΡΙΜΑΝΤΑ∆ΙΝΗ
ΖΑΝΑΜΙΒΙΡΗ
ΟΣΕΛΤΑΜΙΒΙΡΗ
1. ΑΜΑΝΤΑ∆ΙΝΗ
Είναι δραστική κατά του ιού της γρίπης τύπου Α2. Η αµανταδίνη είναι επίσης
ανταγωνιστής των NMDA υποδοχέων, και αυξάνει τον αριθµό των D2
ντοπαµινεργικών υποδοχέων στο εγκέφαλο γι΄ αυτό και δίνεται επίσης στη νόσο του
Parkinson. Χορηγείται από το στόµα.
Μηχανισµός ιοστατικής δράσης ∆ρα στη µεµβρανική πρωτεϊνη Μ2 του ιού
(αναστολέας), εµποδίζοντας το πολλαπλασιασµό του.
Αντίσταση Η ανάπτυξη αντίστασης στο φάρµακο είναι πιθανή και συµβαίνει µετά
3-4 ηµέρες από την έναρξη της θεραπείας.
Αντιµικροβιακό φάσµα Φαρµακοκινητική
Αµανταδίνη Ιός γρίππης τύπου Α Απορροφάται πλήρως, και απεκκρίνεται στα
ούρα κυρίως αναλλοίωτη (50% σε 20 ώρες). Ο
χρόνος ηµιζωής είναι 20-40 ώρες.
Παρενέργειες Ναυτία, ζάλη, αϋπνία και αδυναµία συγκέντρωσης (περίπου 10% των
ασθενών). Σπάνια κατάθλιψη, ορθοστατική υπόταση, λευκοπενία, περιφερικό οίδηµα,
λευκοπενία
Προσοχή/Προφυλάξεις η δόση της πρέπει να προσαρµόζεται ανάλογα µε τη κάθαρση της
κρεατινίνης (ΚΚ). Προσοχή σε ασθενείς µε καρδιαγγειακή, ηπατική ή νεφρική νόσο, µε
ιστορικό επιληψίας
Η ριµανταδίνη είναι παρόµοια µε αµανταδίνη και πιθανώς λιγότερο τοξικό.
160
εξάπλωση του στις εκκρίσεις του αναπνευστικού. Οι αναστολείς της
νευραµινιδάσης εµποδίζουν αυτή τη δράση
Αντίσταση λόγω µετάλλαξης µε αλλοίωση αµινοξέων της ιϊκής νευραµινιδάσης ή
της αιµαγλουτινίνης
Αντιµικροβιακό φάσµα Φαρµακοκινητική
Ζαναµιβίρη Ιός γρίππης τύπου Α και Β Κατανέµεται στον ρινοφάρυγγα κατά 80% και
15% στο τραχειοβρογχικό δένδρο. ∆εν
µεταβολίζεται και απεκκρίνεται από τους
νεφρούς. Ο χρόνος ηµιζωής είναι 2,5-5 ώρες.
Οσελταµιβίρη
Ιός γρίππης τύπου Α και Β
Κατανέµεται στο αναπνευστικό σύστηµα
Μετατρέπεται στο ήπαρ σε καρβοξυλική
οσελταµιβίρη από εστεράσες. και έχει χρόνο
ηµιζωής 2 ώρες. ∆εν µεταβολίζεται περαιτέρω
και αποµακρύνεται από τους νεφρούς
Α. ΖΑΝΑΜΙΒΙΡΗ
Η ζαναµιβίρη χορηγείται µε εισπνοή. Η χορήγηση της µέσα σε 30 ώρες από την
έναρξη των συµπτωµάτων µειώνει τη διάρκεια και τη σοβαρότητα των συµπτωµάτων
Παρενέργειες Η κυριότερη είναι ο πιθανός βρογχόσπασµος. Εχουν αναφερθεί
αλλεργικές αντιδράσεις, αρρυθµίες, υπερδιέγερση, αίσθηση κακουχίας.
Προσοχή/Προφυλάξεις Σε ασθενείς, µε χρόνια αναπνευστική νόσο, αν
παρουσιασθεί βρογχόσπασµος ή επιδείνωση της δύσπνοιας το φάρµακο πρέπει να
διακόπτεται. Οι ασθενείς να προειδοποιούνται για το κίνδυνο βρογχόσπασµου, ειδικά
αν υφίσταται πνευµονική νόσος.
Β. ΟΣΕΛΤΑΜΙΒΙΡΗ
Η οσελταµιβίρη χορηγείται από το στόµα. Είναι προφάρµακο και µετατρέπεται στον
οργανισµό µε υδρόλυση στην δραστική καρβοξυλική οσελταµιβίρη. Η χορήγηση της
µέσα σε 24 ώρες από την έναρξη των συµπτωµάτων µειώνει τη διάρκεια και τη
σοβαρότητα των συµπτωµάτων.
Παρενέργειες Οι κυριότερες παρενέργειες είναι ναυτία και σπάνια έµετος, στη αρχή
της θεραπείας.
Προσοχή/Προφυλάξεις Σε προχωρηµένη νεφρική ανεπάρκεια απαιτείται
προσαρµογή της δοσολογίας
161
Englund JA. Antiviral therapy of influenza. Semin Pediatr Infect Dis 2002
Apr;13(2):120-8
1. ΠΛΙΚΟΝΑΡΙΛΗ
Είναι δραστική κατά του κοινού κρυολογήµατος. Τα αποτελέσµατα ορατά από τη
δεύτερη ηµέρα. ∆ιάρκεια θεραπείας 5 ηµέρες.
Μηχανισµός ιοστατικής δράσης Η πλικοναρίλη συνδέεται στο ιϊκό καψίδιο (µε
αµινοξέα) αναστέλλοντας τη λειτουργία του, εµποδίζοντας τη προσκόλληση των
ρινοϊών και την απελευθέρωση του ιϊκού RNA των ρινοϊών και εντεροϊών..
Αντιµικροβιακό φάσµα Φαρµακοκινητική
Πλικοναρίλη Picorna ιοί Χορηγείται από το στόµα. Κατανέµεται σε όλο τον
οργανισµό, µεταβολίζεται στο ήπαρ και απεκκρίνεται
κυρίως µέσω της χολής.Ο χρόνος ηµιζωής είναι 2,5 ώρες.
162
FDA AVAC Briefing Document. Picovir (Pleconaril), NDA 21-245, 2002
Heikkinen T, Jarvinen A. The common cold. Lancet. 2003 Jan 4;361(9351):51-9.
Abdel-Rahman, S.M. and Kearns, G.L., 1999. Single oral dose escalation
pharmacokinetics of pleconaril (VP 63843) capsules in adults. J. Clin. Pharmacol. 39,
pp. 613–618.
ΕΝΤΕΚΑΒΙΡΗ
Η Entecavir είναι ένας νέος αναστολέας της αντιγραφής του DNA µε δράση κατά του
ιού της ηπατίτιδας Β . Είναι ανάλογο της γουανοσίνης και αναστέλλει την HBV-
πολυµεράση. ∆ίνεται στη χρόνια ηπατίτιδα.
Μηχανισµός ιοστατικής δράσης Η εντεκαβίρη τριφωσφορυλιώνεται
αντικαθιστώντας έτσι τη τριφωσφορική δεοξυγουανοσίνη και αναστέλλοντας την
HBV-πολυµεράση. Ο ενδοκυττάριος χρόνος ηµιζωής είναι 15 ώρες.
Αντίσταση λόγω µετάλλαξης HBV-πολυµεράσης, ιδιαίτερα σε ασθενείς που έχουν
αναπτύξει αντίσταση στη λαµιβουδίνη.
Αντιµικροβιακό φάσµα Φαρµακοκινητική
εντεκαβίρη Ιός ηπατίτιδας Β Απορροφάται πλήρως από το στόµα. Κατανέµεται σε όλους
τους ιστούς και µεταβολίζεται ελάχιστα στο ήπαρ.
Απεκκρίνεται σχεδόν αναλλοίωτο στα ούρα. Ο χρόνος
ηµιζωής είναι 140 ώρες
163
Baraclude (Bristol-Myers Squibb Company, March 2005)
ΣΤ. ΙΝΤΕΡΦΕΡΟΝΕΣ
Είναι γλυκοπρωτεϊνες που παράγονται από τα κύτταρα των θηλαστικών όταν
εκτεθούν σε ιούς, βακτηρίδια και άλλους παράγοντες. Υπάρχουν η ιντερφερόνη-α
(IFN-α) που παράγεται κυρίως από τα B λεµφοκύτταρα (και από ΝΚ κύτταρα και
µακροφάγα), η IFN-β παράγεται από ινοβλάστες, επιθηλιακά κύτταρα (και
µακροφάγα), και IFN-γ που παράγεται από τα Τ λεµφοκύτταρα. Συνθετικές
ιντερφερόνες παράγονται µε τη γενετική µηχανική.
Χορηγούνται ΕΜ ή υποδόρια
Μηχανισµός δράσης Αναστέλλουν τη σύνθεση DNA και πρωτεϊνών (των ιών) και
ενισχύουν τη φαγοκυτταρική δράση των µακροφάγων.
Παρενέργειες Σύνδροµο που οµοιάζει µε γρίπη (πυρετός, κεφαλαλγία, ρίγη, µυαλγία
ή κόπωση), δερµατικές αλλεργικές αντιδράσεις, γαστρεντερικές διαταραχές,
λευκοπενία, ανορεξία, διανοητική σύγχυση, και επίταση αυτοάνοσων νοσηµάτων.
Προσοχή/Προφυλάξεις Καλό είναι να χορηγείται λίγο πριν τον ύπνο και ο ασθενής
να πάρει ένα δισκίο (500-650mg) παρακεταµόλης προηγουµένως. Σε περίπτωση
πτώσης των λευκών κάτω από 2000/mm3 ή των αιµοπεταλίων κάτω από 50.000/mm3
το φάρµακο πρέπει να διακόπτεται. ΠΡΟΣΟΧΗ στην κατάθλιψη που προκαλεί το
φάρµακο και που µπορεί να οδηγήσει σε αυτοκτονία, ειδικά σε ασθενείς µε ιστορικό
κατάθλιψης.
164
αναπαραγωγή του ιού. Τα κύτταρα που προσβάλλονται κυρίως είναι τα Τ4-
λεµφοκύτταρα, τα µονοπύρηνα, τα µακροφάγα και τα κύτταρα Langerham της
επιδερµίδας. Η µε την πάροδο του χρόνου εκτεταµένη καταστροφή ή δυσλειτουργία
των Τ4 λεµφοκυττάρων προκαλεί πτώση της άµυνας του οργανισµού µε αποτέλεσµα
ανοσολογική ανεπάρκεια (AIDS).
165
συνδυασµό 3 κριτηρίων
Ι. Κλινική εικόνα
ΙΙ Αριθµός CD4 λεµφοκυττάρων
ΙΙΙ Ιϊκό φορτίο στο περιφερικό αίµα
Φαρµακοκινητική
ΑΖΤ ή ζιδοβουδινη Χορηγείται από το στόµα. Μεταβολίζεται στο ήπαρ (συνδέεται µε
γλυκουρονίδια) και απεκκρίνεται στα ούρα. Ο χρόνος ηµιζωής είναι 1 ώρα.
166
DDI ή διδεοξυ-ινοσινη Χορηγείται µε αντιόξινα επειδή το pH κενού στοµάχου αποδοµεί γρήγορα το
φάρµακο. Απεκκρίνεται στα ούρα Ο χρόνος ηµιζωής είναι 1,5 ώρα κατά
DDA ή διδεοξυ-αδενοσινη µέσον όρο.
DDC ή διδεοξυ-κυτοσινη
Χορηγείται από το στόµα Απεκκρίνεται στα ούρα κατά 80%.Ο χρόνος
D4T ή Σταβουδινη ηµιζωής είναι 2 ώρες
Χορηγείται από το στόµα .Απεκκρίνεται στα ούρα κατά 40%. Ο χρόνος
3TC ή Λαµιβουδινη ηµιζωής είναι 1,5 ώρα
Χορηγείται από το στόµα. Απεκκρίνεται στα ούρα. Ο χρόνος ηµιζωής είναι 5-
Abacavir 7 ώρες και ενδοκυττάρια 10-15 ώρες.
Μεταβολίζεται στο ήπαρ από την alcohol dehydrogenase και glucuronyl
transferase. Οι µεταβολίτες απεκκρίνονται στα ούρα. Ο χρόνος ηµιζωής είναι
1,5 ώρα
Τενοφοβίρη Χορηγείται από το στόµα και απεκκρίνεται κατά 80% αναλλοίωτο από τους
νεφρούς . Ο χρόνος ηµιζωής είναι 17 ώρες.
2. ddI ή ∆Ι∆ΑΝΟΣΙΝΗ
∆ίνεται σε συνδυασµό µε άλλα αντιρετροϊικά φάρµακα στη θεραπεία του HIV-1. Το
ddI µετά την είσοδο του στο κύτταρο µετατρέπεται σρην ενεργό τριφωσφορική
διδεοξυαδενοσίνη (ddATP).
Παρενέργειες Παγκρεατίτιδα που µπορεί να αποβεί θανατηφόρος, γαλακτική οξέωση
µε ηπατοµεγαλία, περιφερική νευροπάθεια, υπερουριχαµία, αµφιβληστροειδοπάθεια,
γαστρεντερικές διαταραχές, αλλεργικές αντιδράσεις.
Προσοχή/Προφυλάξεις Αυξηµένος κίνδυνος παγκρεατίτιδας (ιδιαίτερα σε
ηλικιωµένους και όταν συνδυάζεται µε σταβουδίνη). Σε υποψία παγκρεατίτιδας
167
διακοπή του φαρµάκου. Να γίνεται περιοδικός έλεγχος οφθαλµών (βυθοσκόπηση).
Όταν συνδυάζεται µε φάρµακα που προκαλούν περιφερική νευροπάθεια ή
παγκρεατίτιδα αυξάνεται η τοξική του επίδραση
3. ΣΤΑΒΟΥ∆ΙΝΗ (d4T)
Η σταβουδίνη είναι πυριµιδίνη και οµοιάζει χηµικά µε τη ζιδοβουζίνη. ∆ίνεται σε
συνδυασµό µε άλλα αντιρετροϊικά φάρµακα.
Παρενέργειες παγκρεατίτιδα ((ιδιαίτερα σε ηλικιωµένους και όταν συνδυάζεται µε
ddI), περιφερική νευροπάθεια, γαστρεντερικές διαταραχές, κεφαλαλγία και δερµατικό
εξάνθηµα. Επίσης αλλεργικές αντιδράσεις, διαταραχές του ΚΝΣ, ανακατανοµή
λίπους κ.ά.
Προσοχή/Προφυλάξεις ∆ιακοπή φαρµάκου σε περιφερική νευροπάθεια. Σε υποψία
παγκρεατίτιδας διακοπή του φαρµάκου. Όταν συνδυάζεται µε φάρµακα που
προκαλούν περιφερική νευροπάθεια ή παγκρεατίτιδα αυξάνεται η τοξική του
επίδραση. Προσοχή σε ασθενείς µε νεφρική ή ηπατική βλάβη.
5. ΛΑΜΙΒΟΥ∆ΙΝΗ (3TC)
∆ίνεται σε συνδυασµό µε άλλα αντιρετροϊικά φάρµακα ( π.χ. ZDV ή d4T και ενα
αναστολέα πρωτεάσης). Αντενδείκνυται η συγχορήγηση µε ζαλκιταβίνη επειδή το
ένα αναιρεί την ενδοκυττάρια φωσφορυλίωση του άλλου. Αναπτύσσεται ταχέως
αντίσταση. Η λαµιβουδίνη χρησιµοποιείται επίσης στην ηπατίτιδα Β.
Παρενέργειες Γαστρεντερικές διαταραχές, κεφαλαλγία, εξάνθηµα, και σπάνια
168
περιφερική νευροπάθεια, παγκρεατίτιδα, αλλεργικές αντιδράσεις, διαταραχές του
ΚΝΣ, ανακατανοµή λίπους κ.ά.
Προσοχή/Προφυλάξεις Σε υποψία παγκρεατίτιδας διακοπή του φαρµάκου. Όταν
συνδυάζεται µε φάρµακα που προκαλούν περιφερική νευροπάθεια ή παγκρεατίτιδα
αυξάνεται η τοξική του επίδραση. Προσοχή σε ασθενείς µε νεφρική ή ηπατική βλάβη.
6. ABACAVIR
∆ίνεται σε συνδυασµό µε άλλα αντιρετροϊικά φάρµακα.
Παρενέργειες Αντιδράσεις υπερευαισθησίας που µπορεί να είναι σοβαρές. Σπάνια
γαλακτική οξέωση, ηπατική βλάβη.
Προσοχή/Προφυλάξεις Σε εµφάνιση αλλεργικής αντίδρασης άµεση διακοπή του
φαρµάκου. Προσοχή σε ασθενείς µε νεφρική ή ηπατική βλάβη.
7. Τενοφοβίρη
∆ίνεται σε συνδυασµό µε άλλα αντιρετροϊικά φάρµακα.
Παρενέργειες Γαστρεντερικές διαταραχές, ζάλη οι συχνότερες. Σπανιότερα
γαλακτική οξέωση, ηπατική βλάβη, περιφερική νευροπάθεια, αλλεργικές αντιδράσεις,
διαταραχές του ΚΝΣ.
Προσοχή/Προφυλάξεις Προσοχή σε ασθενείς µε νεφρική βλάβη. Προσοχή σε
συµπτώµατα ηπατοτοξικότηταςή γακαλτικής οξέωσης. Με προσοχή ο συνδυασµός µε
διδανοσίνη επειδή αυξάνονται πολύ τα επίπεδα της τελευταίας. Μειώνει σηµαντικά
τα επίπεδα της αταναζαβίρης.
Φαρµακοκινητική
Νεβιραπίνη Χορηγείται από το στόµα. Μεταβολίζεται στο ήπαρ από το p450 σε
υδροξυλιωµένους µεταβολίτες και αποβάλλεται στα ούρα κατά 90%
169
συνδεδεµένο µε γλυκουρονίδια. Ο χρόνος ηµιζωής είναι 25-30 ώρες.
∆ελαβιρδίνη Χορηγείται από το στόµα. Μεταβολίζεται στο ήπαρ από το p450 και
αποβάλλεται στα ούρα κατά 50% και στα κόπρανα κατά 45%. Ο χρόνος
ηµιζωής είναι περίπου 7 ώρες.
Εφαβιρένζ Χορηγείται από το στόµα. Μεταβολίζεται στο ήπαρ από το p450 σε
υδροξυλιωµένους µεταβολίτες και αποβάλλεται συνδεδεµένο µε
γλυκουρονίδια κυρίως στα κόπρανα και λιγότερο στα ούρα. Ο χρόνος
ηµιζωής είναι 40-55 ώρες.
1. ΝΕΒΙΡΑΠΙΝΗ
∆ίνεται σε συνδυασµό µε άλλα αντιρετροϊικά φάρµακα.
Παρενέργειες Οι συχνότερες είναι γαστρεντερικές διαταραχές, κεφαλαλγία, ηπατική
βλάβη, δερµατικό εξάνθηµα.
Προσοχή/Προφυλάξεις Η νεβιραπίνη θα πρέπει να διακόπτεται εάν ο ασθενής
αναφέρει σοβαρό εξάνθηµα ή εξάνθηµα που συνοδεύεται από γενικότερα
συµπτώµατα.
Η χορήγηση του φαρµάκου θα πρέπει να διακόπτεται επίσης εάν ο ασθενής
παρουσιάσει µετρίου ή σοβαρού βαθµού ανωµαλίες των λειτουργικών δοκιµασιών
του ήπατος (εκτός από γ-GT), µέχρις ότου τα αυξηµένα επίπεδα τους επιστρέψουν
στο φυσιολογικό.
2. ∆ΕΛΑΒΙΡ∆ΙΝΗ
∆ίνεται σε συνδυασµό µε άλλα αντιρετροϊικά φάρµακα
Παρενέργειες Οι συνηθέστερες παρενέργειες είναι εξάνθηµα, συµπτώµατα από
ΚΝΣ (ζάλη, σύγχυση, αµνησία, κ.λ.π.).
Προσοχή/Προφυλάξεις Επειδή αναστέλλει το p450 αλληλεπιδρά µε πολλά φάρµακα
που µεταβολίζονται από αυτό.
3. ΕΦΑΒΙΡΕΝΖ (Efavirenz).
∆ίνεται σε συνδυασµό µε άλλα αντιρετροϊικά φάρµακα
Παρενέργειες Οι συνηθέστερες παρενέργειες είναι εξάνθηµα, συµπτώµατα από ΚΝΣ
(ζάλη, σύγχυση, αµνησία, κ.λ.π.) καθώς και ψυχιατρικά συµπτώµατα.
Προσοχή/Προφυλάξεις Προσοχή σε ασθενείς µε ιστορικό επιληψίας. Σε εµφάνιση
σοβαρού εξανθήµατος, ή επιµένουσας ανόδου ηπατικών ενζύµων ή χοληστερόλης
πιθανή διακοπή του φαρµάκου. Προσοχή σε συνδυασµό µε φάρµακα που
µεταβολίζονται από το p450 ή επιδρούν στο p450.
170
Γ. ΑΝΑΣΤΟΛΕΙΣ της HIV-1 πρωτεάσης
Χορηγούνται σε συνδυασµό µε ΑΖΤ και άλλα αντι- HIV φάρµακα.
Η HIV-1 πρωτεάση διασπά τις πολυπρωτεϊνες Gag και Gag-Pol σε πρωτεΐνες και
ένζυµα (ιντεγκράση, πρωτεάση) τα οποία είναι απαραίτητα για το κύκλο ζωής του
ιού.
Περιλαµβάνονται τα φάρµακα
Ριτοναβίρη, Σακιναβίρη, Ιντιναβίρη, Νελφιναβίρη, Αµπρεναβίρη, Λοπιναβίρη,
Αταναζαβίρη, Τιπραναβίρη
Φαρµακοκινητική
Ριτοναβίρη Χορηγείται από το στόµα. Μεταβολίζεται στο ήπαρ από το p450 και αποβάλλεται
κυρίως στα κόπρανα και λιγότερο στα ούρα. Ο χρόνος ηµιζωής είναι 3-4 ώρες
Σακιναβίρη Απορροφάται καλά από το πεπτικό και µεταβολίζεται από το p450 σε ανενεργούς
µεταβολίτες. Απεκκρίνεται στα ούρα. Ο χρόνος ηµιζωής είναι 1,8 ώρες.
Ιντιναβίρη. Χορηγείται από το στόµα. Μεταβολίζεται στο ήπαρ από το p450 και αποβάλλεται
κυρίως στα κόπρανα και λιγότερο στα ούρα. Ο χρόνος ηµιζωής είναι 1,8 ώρες.
Νελφιναβίρη Χορηγείται από το στόµα. Μεταβολίζεται στο ήπαρ από το p450 και αποβάλλεται
κυρίως στα κόπρανα και λιγότερο στα ούρα. Ο χρόνος ηµιζωής είναι 3,5-5 ώρες
Αµπρεναβίρη Χορηγείται από το στόµα. Μεταβολίζεται στο ήπαρ από το p450 και αποβάλλεται
κυρίως στα κόπρανα και λιγότερο στα ούρα. Ο χρόνος ηµιζωής είναι 7-10 ώρες
Λοπιναβίρη Χορηγείται από το στόµα σε συνδυασµό µε ριτοναβίρη η οποία αυξάνει σηµαντικά
τα επίπεδα του φαρµάκου (αναστέλλει το µεταβολισµό του από το p450) και
παρατείνει το χρόνο ηµιζωής. Α:ποβάλλεται κυρίως στα κόπρανα
Αταζαναβίρη Χορηγείται από το στόµα. Μεταβολίζεται στο ήπαρ από το p450 και αποβάλλεται
κυρίως στα κόπρανα και λιγότερο στα ούρα. Ο χρόνος ηµιζωής είναι 7 ώρες
Τριπραναβίρη Χορηγείται από το στόµα σε συνδυασµό µε ριτοναβίρη η οποία αυξάνει σηµαντικά
τα επίπεδα του φαρµάκου (αναστέλλει το µεταβολισµό του από το p450) και
παρατείνει το χρόνο ηµιζωής.. Μεταβολίζεται στο ήπαρ και στο λεπτό έντερο από το
p450 και αποβάλλεται κυρίως στα κόπρανα και λιγότερο στα ούρα. Ο χρόνος
ηµιζωής είναι 6 ώρες
1. ΡΙΤΟΝΑΒΙΡΗ
171
Παρενέργειες Οι συχνότερες παρενέργειες είναι η διάρροια και η κεφαλαλγία,
αλλοίωση γεύσης, παραισθησία, αύξηση λιπιδίων
Προσοχή/Προφυλάξεις Μεταβολίζεται από το p450 και αλληλεπιδρά µε πολλά
φάρµακα .
Σοβαρή νεφρική ή ηπατική βλάβη, σακχαρώδης διαβήτης
2. ΣΑΚΙΝΑΒΙΡΗ
Παρενέργειες γαστρεντερικές διαταραχές (διάρροια, ναυτία, δυσπεψία κ.ά.),
στοµατικές εξελκώσεις, φωτοευαισθησία, εξάνθηµα, πονοκέφαλος, αύξηση λιπιδίων,
παραισθησίες, και σπανιότερα ηπατική βλάβη, αιµατολογικές διαταραχές.
Προσοχή/Προφυλάξεις . Σοβαρή νεφρική ή ηπατική βλάβη, σακχαρώδης διαβήτης.
Να γίνεται καλή ενυδάτωση του ασθενούς. Μεταβολίζεται από το p450 και
αλληλεπιδρά µε πολλά φάρµακα.
3. ΙΝΤΙΝΑΒΙΡΗ
Παρενέργειες νεφρολιθίαση (4-34%), αύξηση χολερυθρίνης, τρανσαµινασών και
ουρικού οξέος, αύξηση λιπιδίων, κεφαλαλγία, συµπτώµατα γρίπης κ.ά.
Προσοχή/Προφυλάξεις Επαρκής ενυδάτωση για µείωση του κινδύνου
νεφρολιθίασης. Σοβαρή νεφρική ή ηπατική βλάβη, σακχαρώδης διαβήτης.
Μεταβολίζεται από το p450 και αλληλεπιδρά µε πολλά φάρµακα
4. ΝΕΛΦΙΝΑΒΙΡΗ
Παρενέργειες Η συνηθέστερη παρενέργεια είναι η διάρροια. Επίσης αύξηση
λιπιδίων
Προσοχή/Προφυλάξεις Σοβαρή νεφρική ή ηπατική βλάβη, σακχαρώδης διαβήτης
Προσοχή σε φαινυλκετονουρία.
Μεταβολίζεται από το p450 και αλληλεπιδρά µε πολλά φάρµακα
5. ΑΜΠΡΕΝΑΒΙΡΗ
Παρενέργειες γαστρεντερικές διαταραχές, εξάνθηµα, παραισθησίες στοµατικές,
αύξηση λιπιδίων. Σπάνια (1%) σύνδροµο Stevens-Johnson
Προσοχή/Προφυλάξεις Σοβαρή νεφρική ή ηπατική βλάβη, σακχαρώδης διαβήτης
Προσοχή το στοµατικό διάλυµα περιέχει προπυλενογλυκόλη
Μεταβολίζεται από το p450 και αλληλεπιδρά µε πολλά φάρµακα.
172
6. ΛΟΠΙΝΑΒΙΡΗ
Χρησιµοποιείται σε συσκευασία συνδυασµού µε ριτοναβίρη (σκεύασµα Kaletra). Η
προσθήκη της ritonavir σε µικρές δόσεις αυξάνει σηµαντικά τα επίπεδα της
lopinavir, λόγω αναστολής του p450 (CYP3A) από τη ritonavir
Παρενέργειες
Οι συχνότερες παρενέργειες χαλαρά κόπρανα ή και διάρροια, αύξηση λιπιδίων
σπάνια παγκρεατίτιδα, καθώς και πονοκέφαλος, αλλεργικές αντιδράσεις..
Προσοχή/Προφυλάξεις Σοβαρή ηπατική βλάβη, σακχαρώδης διαβήτης
Μεταβολίζεται από το p450 και αλληλεπιδρά µε πολλά φάρµακα
7. ΑΤΑΝΑΖΑΒΙΡΗ
Παρενέργειες Οι κύριες παρενέργειες είναι γαστρεντερικές διαταραχές, εξάνθηµα,
παράταση του PR στο ΗΚΓ, αύξηση λιπιδίων
Προσοχή/Προφυλάξεις Σοβαρή νεφρική ή ηπατική βλάβη, σακχαρώδης διαβήτης.
Προσοχή σε διαταραχές καρδιακού ρυθµού. Μεταβολίζεται από το p450 και
αλληλεπιδρά µε πολλά φάρµακα
8. ΤΙΙΙΡΑΝΑΒΙΡΗ
Χρησιµοποιείται σε συνδυασµό µε ριτοναβίρη η οποία αναστέλλει το µεταβολισµό
της τιπραναβίρης αυξάνοντας σηµαντικά τα επίπεδα της µε αποτέλεσµα µικρές δόσεις
τιπραναβίρης να αρκούν για θεραπευτικά επίπεδα.
Παρενέργειες Οι συχνότερες παρενέργειες είναι η διάρροια και η κεφαλαλγία,
αλλοίωση γεύσης, παραισθησία, αύξηση λιπιδίων και σπανιότερα σοβαρή ηπατική
βλάβη, αλλεργικές αντιδράσεις.
Προσοχή/Προφυλάξεις Προσοχή σε ασθενείς µε αλλεργία σε σουλφοναµίδες.
Σοβαρή ηπατική βλάβη, σακχαρώδης διαβήτης. Ελεγχος ηπατικών ενζύµων πριν τη
χορήγηση του φαρµάκου.
Μεταβολίζεται από το p450 και αλληλεπιδρά µε πολλά φάρµακα
173
∆. Αναστολείς εισόδου (fusion inhibitors)
Οι ουσίες αυτές δρουν µε διάφορους τρόπους εµποδίζοντας την είσοδο του ιού στο κύτταρο
1. ΕΝΦΟΥΒΙΡΤΙ∆Η
Είναι συνθετικό πεπτίδιο. Συνδυάζεται µε άλλα αντιρετροϊικά φάρµακα.
Μηχανισµός δράσης Συνδέεται σε µία περιοχή της gp41 αναστέλλοντας έτσι την
είσοδο του HIV-1 στο κύτταρο. Χορηγείται µε ένεση (ΕΦ ή Υ∆) δύο φορές την
ηµέρα και είναι πολύ καλά ανεκτή.
Αντίσταση µε µετάλλαξη στις θέσεις 36, 38 της gp41
Ενφουβιρτίδη Χορηγείται ΕΦ ή Υ∆. Ως πεπτίδιο διασπάται στον οργανισµό στα συστατικά
αµινοξέα. Ο χρόνος ηµιζωής είναι 4 ώρες.
Παρενέργειες Η συχνότερη είναι η τοπική αντίδραση στο σηµείο της ένεσης, συχνά
µε έντονο πόνο. Άλλες παρενέργειες είναι πνευµονία, αλλεργικές αντιδράσεις,
αϋπνία, νεφρική βλάβη, νευροπάθεια, µυικοί πόνοι, κ.ά.
Προσοχή/Προφυλάξεις Προσοχή σε ασθενείς επιρρεπείς σε πνευµονία. ∆εν
φαίνεται να αλληλεπιδρά µε άλλα φάρµακα.
2. Η ουσία AMD-070 αναστέλλει την είσοδο του HIV-1 στο κύτταρο, συνδεόµενη
µε το χηµειοϋποδοχέα CXCR-4. Σε υγιείς εθελοντές ο χρόνος ηµιζωής ήταν 3,5-5
ώρες µετά εφάπαξ ενδοφλέβια χορήγηση 80 µg/kg βάρους. Παρενέργειες ήπιες,
κυρίως γαστρεντερικές διαταραχές. ∆εν έχει λάβει ακόµη άδεια κυκλοφορίας.
Kaletra ( The Center for AIDS Information & Advocacy , Last updated November
2005).
174
ΑΝΤΙΠΡΩΤΟΖΩΪΚΑ
ΑΝΘΕΛΟΝΟΣΙΑΚΑ
Η ελονοσία είναι διαδεδοµένη νόσος ειδικά σε τροπικές περιοχές. Σύµφωνα
µε στοιχεία του Π.Ο.Υ. (2000) κάθε χρόνο υπάρχουν περίπου 300-500 εκατοµµύρια
νέες µολύνσεις στον κόσµο και 1-2 εκατοµµύρια θάνατοι από αυτή την αιτία, καθώς
και πολλά άτοµα µε κάποιο βαθµό αναπηρίας. Η προσβολή του εγκεφάλου είναι η
σοβαρότερη επιπλοκή της νόσου από P. falciparum και είναι θανατηφόρα σε ποσοστό
από 10-40%. Τα πλασµώδια της ελονοσίας µεταδίδονται στα θηλαστικά µέσω
νύγµατος από τον ανωφελή κώνωπα.
H θεραπεία της ελονοσίας εξαρτάται από τη σοβαρότητα της νόσου, την πιθανή
αντοχή του παρασίτου στο φάρµακο, την ηλικία αλλά και τη ανοχή του ασθενούς στο
φάρµακο.
Η προφύλαξη από τη νόσο για άτοµα που µεταβαίνουν σε περιοχές που ενδηµεί η
ελονοσία γίνεται µε προληπτική λήψη φαρµάκων, ανάλογα µε τη περιοχή που
επισκέπτονται. Οδηγίες και πληροφορίες δίνονται από την υγειονοµική υπηρεσία των
Νοµαρχιών.
Α. Σχιζοκτόνα
• Παράγωγα κινολίνης
• Ουσίες τύπου αρτεµισινίνης
175
Α. Σχιζοκτόνα
Α1. Παράγωγα κινολίνης
1. ΚΙΝΙΝΗ
Είναι αλκαλοειδές της κιγχόνης και δρα ως σχιζοκτόνο. ∆εν έχει επίδραση σε
εξωερυθροκυττάριες µορφές. Είναι γαµετοκτόνο για P. vivax και P. malariae αλλά όχι
για P. falciparum. ΟΧΙ για προφύλαξη
Μηχανισµός δράσης Η κινίνη σχηµατίζει σύµπλεγµα µε την αίµη (µέσα στα
κενοτόπια του πλασµωδίου) προλαµβάνοντας το σχηµατισµό αιµοζωϊνης, και επίσης
προκαλώντας συσσώρευση της αίµης στις µεµβράνες και αλλοίωση της σχέσης
Να+/Κ+ στο κυτταρόπλασµα
(Η αιµοσφαιρίνη προσλαµβάνεται από το ενδοερυθροκυτταρικό πλασµώδιο και
µεταφέρεται σε κενοτόπια (food vacuole) όπου απελευθερώνεται η αίµη. Παρουσία
οξυγόνου ο δισθενής σίδηρος της αίµης οξειδώνεται προς τρισθενή και σχηµατίζεται
β-αιµατίνη ή αιµοζωϊνη (κρυσταλλική µορφή). Με αυτό το τρόπο αδρανοποιείται η
αίµη η οποία είναι τοξική για το πλασµώδιο). Προκαλεί επίσης χάλαση των
σκελετικών µυών αυξάνοντας την ανερέθιστη περίοδο και ελαττώνει την
διεγερσιµότητα των τελικών κινητικών πλακών.
Αντίσταση λόγω µειωµένης εισόδου του φαρµάκου ή µειωµένης συσσώρευσης του
στα κενοτόπια του πλασµωδίου.
∆ράση Φαρµακοκινητική
Κινίνη 1. Σχιζοκτόνο. Θεραπεία ∆ίνεται από το στόµα ή ΕΦ. Μεταβολίζεται στο ήπαρ σε
ελονοσίας από στελέχη P. ανενεργείς µεταβολίτες. Μικρό ποσό απεκκρίνεται στα ούρα
Falciparum αναλλοίωτο. Ο χρόνος ηµιζωής είναι 11-12 ώρες σε υγιείς
2.Ως αντιαρρυθµικό αντί της και 18 ώρες σε εγκεφαλική ελονοσία.
κινιδίνης.
3. Μυικός σπασµός κνηµών
176
Προσοχή/Προφυλάξεις Με προσοχή σε καρδιακές παθήσεις (ιδίως σε κολπική
µαρµαρυγή και κολποκοιλιακό αποκλεισµό). ∆ιακοπή της κινίνης σε περίπτωση
εµφάνισης συµπτωµάτων υπερευαισθησίας.
2. ΜΕΦΛΟΚΙΝΗ
Είναι νεότερο φάρµακο ανάλογο της κινίνης. Κατάλληλο για προφύλαξη και
θεραπεία ελονοσίας από P. Falciparum ανθεκτικού σε χλωροκίνη ή και σε άλλα
φάρµακα.
Μηχανισµός δράσης και αντίσταση όπως η κινίνη
∆ράση Φαρµακοκινητική
Μεφλοκίνη προφύλαξη και θεραπεία ∆ίνεται από το στόµα Μεταβολίζεται στο ήπαρ. Ο χρόνος
ελονοσίας από P. Falciparum ηµιζωής είναι 20-30 ηµέρες
3. ΑΛΟΦΑΝΤΡΙΝΗ
Αποτελεί εναλλακτικό φάρµακο αντί για κινίνη σε κακοήθη ελονοσία µη
επιπλεγµένη.
Μηχανισµός δράσης και αντίσταση όπως η κινίνη
∆ράση Φαρµακοκινητική
Αλοφαντρίνη σε κακοήθη ελονοσία µη ∆ίνεται από το στόµα. Η
τροφή αυξάνει
επιπλεγµένη
σηµαντικά τα επίπεδα της. Μεταβολίζεται
στο ήπα και απεκκρίνεται στη χολή. Ο
χρόνος ηµιζωής της είναι 6-10 ηµέρες
4. ΠΡΙΜΑΚΙΝΗ
∆ίνεται ως ριζική θεραπεία ελονοσίας από πλασµώδιο vivax και ovale για αποφυγή
177
υποτροπών και προφύλαξη σε άτοµα που επιστρέφουν από ενδηµικές περιοχές.
Μηχανισµός δράσης Προκαλεί βλάβη των µιτοχονδρίων των παρασίτων µε
αποτέλεσµα διαταραχές του µεταβολισµού των µε αναστολή των γαµετοκυττάρων
και των εξωερυθροκυτταρικών µορφών
∆ράση Φαρµακοκινητική
Πριµακίνη Ριζική θεραπεία Τα µέγιστα επίπεδα επιτυγχάνονται σε 2-3 ώρες.
Μεταβολίζεται στο ήπαρ και απεκκρίνεται στη χολή. Ο
ελονοσίας από χρόνος ηµιζωής είναι 6 ώρες περίπου.
πλασµώδιο vivax και
ovale
5. ΧΛΩΡΟΚΙΝΗ
Η χλωροκίνη χρησιµοποιείται για προφύλαξη από όλες τις µορφές ελονοσίας και
θεραπεία όλων των µορφών εκτός από P. falciparum
Μηχανισµός δράσης Η χλωροκίνη σχηµατίζει σύµπλεγµα µε την αίµη (µέσα στα
κενοτόπια του πλασµωδίου) προλαµβάνοντας το σχηµατισµό αιµοζωϊνης, και επίσης
προκαλώντας συσσώρευση της αίµης στις µεµβράνες και αλλοίωση της σχέσης
Να+/Κ+ στο κυτταρόπλασµα
(Η αιµοσφαιρίνη προσλαµβάνεται από το ενδοερυθροκυτταρικό πλασµώδιο και
µεταφέρεται σε κενοτόπια (food vacuole) όπου απελευθερώνεται η αίµη. Παρουσία
οξυγόνου ο δισθενής σίδηρος της αίµης οξειδώνεται προς τρισθενή και σχηµατίζεται
β-αιµατίνη ή αιµοζωϊνη (κρυσταλλική µορφή). Με αυτό το τρόπο αδρανοποιείται η
αίµη η οποία είναι τοξική για το πλασµώδιο).
Αντίσταση λόγω µειωµένης εισόδου του φαρµάκου ή µειωµένης συσσώρευσης του
στα κενοτόπια του πλασµωδίου.
∆ράση Φαρµακοκινητική
Χλωροκίνη Χηµειοπροφύλαξη και θεραπεία Απορροφάται από το γαστρεντερικό και παραµένει για
ελονοσίας. Ρευµατοειδής αρκετό χρόνο στους ιστούς όπου η συγκέντρωση του
αρθρίτιδα, ερυθηµατώδης φαρµάκου είναι υψηλή, ιδιαίτερα στο ήπαρ τον σπλήνα,
λύκος. Η κακοήθης ελονοσία τους νεφρούς, την καρδιά και εγκέφαλο, και πολύ ισχυρά σε
(πλασµώδιο falciparum) είναι δοµές που περιέχουν µελανίνη (µάτια, δέρµα).
ανθεκτική στη χλωροκίνη. Μεταβολίζεται στο ήπαρ κυρίως στο δραστικό µεταβολίτη
Επίσης εξωεντερική δεσεθυλχλωροκίνη και απεκκρίνεται στα ούρα. Ο χρόνος
αµοιβάδωση ηµιζωής είναι 40-50 ηµέρες.
178
Παρενέργειες Οι πιό συχνές παρενέργειες είναι από το γαστρεντερικό (10-30%), και
οι πιό επίφοβες αλλά σπανιότερες, από τον αµφιβληστροειδή. Από το δέρµα οι
παρενέργειες είναι ο κνησµός, ο αποχρωµατισµός των τριχών, η αλωπεκία,
χρωµατικές διαταραχές, φωτοευαισθησία και σπανιότερα άλλες σοβαρές
δερµατολογικές διαταραχές. Αλλες παρενέργειες είναι πονοκέφαλος, διαταραχές από
την ακοή, µυοπάθεια ή νευροµυοπάθεια, και σπάνια ψυχωσικές αντιδράσεις και
αιµατολογικές διαταραχές
Προσοχή/Προφυλάξεις Πριν τη χορήγηση του φαρµάκου να προηγείται
οφθαλµολογική εξέταση (συµπεριλαµβανοµένης της εξέτασης του
αµφιβληστροειδούς)
Σε ψωρίαση και πορφυρία η χορήγηση της υδροξυχλωροκίνης µπορεί να προκαλέσει
έξαρση ή εµφάνιση των συµπτωµάτων. Συχνός οφθαλµολογικός έλεγχος. Αν
παρουσιασθεί µυϊκή αδυναµία (έλεγχος αντανακλαστικών γόνατος και αχίλλειου) να
γίνει διακοπή του φαρµάκου.
179
Προσοχή/Προφυλάξεις Σε ασθενείς µε καρδιακές αρρυθµίες
1. ΠΥΡΙΜΕΘΑΜΙΝΗ
∆ράση Φαρµακοκινητική
Πυριµεθαµίνη Χρησιµοποιείται είτε σε συνδυασµό µε Απορροφάται καλά από το στόµα,
σουλφαδοξίνη (Fansidar) για θεραπεία συνδέεται µε πρωτεΐνες 87% µεταβολίζεται
ελονοσίας ή σε συνδυασµό µε δαψόνη στο ήπαρ και απεκκρίνεται στα ούρα. Ο
(Maloprim) για προφύλαξη µαζί µε χρόνος ηµιζωής είναι 60-125 ώρες αλλά
χλωροκίνη. Αποτελεί φάρµακο εκλογής στη δραστικά επίπεδα παραµένουν για περίπου
θεραπεία τοξοπλάσµωσης (σε συνδυασµό µε 2 εβδοµάδες.
σουλφαδιαζίνη).
2. ΠΡΟΓΟΥΑΝΙΛΗ HCl
Για χηµειοπροφύλαξη από ελονοσία µόνη της ή µε χλωροκίνη ανάλογα µε τη
γεωγραφική περιοχή. ∆ίνεται και σε εγκύους (µαζί µε φυλλικό οξύ).
∆ράση Φαρµακοκινητική
Προγουανίλη χηµειοπροφύλαξη από ελονοσία Απορροφάται καλά από το στόµα, συνδέεται µε
µόνη της ή µε χλωροκίνη πρωτεΐνες 75% µεταβολίζεται στο ήπαρ (CYP2C19)
και απεκκρίνεται κυρίως στα ούρα. Ο χρόνος ηµιζωής
είναι 20 ώρες
180
Παρενέργειες Γαστρεντερικές διαταραχές, εξάνθηµα και σπάνια αλωπεκία
αναστρέψιµη µε τη διακοπή του φαρµάκου.
Προσοχή/Προφυλάξεις Σε νεφρική ανεπάρκεια. Επίσης µρικά άτοµα δεν
µεταβολίζουν τα φάρµακα αυτά και απαντούν πτωχά.
Β2. Ατοβακουόνη
ΑΜΟΙΒΑ∆ΟΚΤΟΝΑ
181
Προσβάλλει ετησίως 50.000.000 άτοµα περίπου µε 50.000-100.000 θανάτους (σε
τροπικές κυρίως περιοχές). Υπάρχει σε δύο µορφές: τροφοζωϊτες οι οποίοι
καταστρέφονται στο όξινο pH του στοµάχου καθώς και στο περιβάλλον και σε
κυστική µορφή η οποία είναι ανθεκτική στο όξινο pH του στοµάχου και αντέχει για
εβδοµάδες έως µήνες στο περιβάλλον (έδαφος και νερό). Μεταδίδεται µέσω των
κοπράνων (µολυσµένη τροφή, χέρια κ.λ.π.). Μόνο οι κύστεις είναι µολυσµατικές. Η
θεραπεία εξαρτάται από την κλινική µορφή της νόσου
Η µετρονιδαζόλη είναι το φάρµακο εκλογής για οξεία νόσο χορηγούµενη για 10
ηµέρες ή για 5 ηµέρες και στη συνέχεια χορηγείται διλοξανίδη. Για ηπατικό
απόστηµα φάρµακο εκλογής η µετρονιδαζόλη (η διλοξανίδη δεν είναι
αποτελεσµατική). Η διλοξανίδη είναι φάρµακο εκλογής σε χρόνια εντερική
αµοιβάδωση. Η εµετίνη µπορεί να χρησιµοποιηθεί αλλά έχει πολλές παρενέργειες.
1. ∆ΙΛΟΞΑΝΙ∆Η ΦΟΥΡΟΙΚΗ
Η διλοξανίδη είναι φάρµακο εκλογής σε χρόνια εντερική αµοιβάδωση
Μηχανισµός δράσης. Εµποδίζει την ενσωµάτωση της αδενίνης στο RNA.
∆ράση Φαρµακοκινητική
∆ιλοξανίδη Οξεία και χρόνια αµοιβάφωση Χορηγείται µόνο από το στόµα και υδρολύεται στο έντερο.
Μεταβολίζεται στο ήπαρ και απεκκρίνεται στα ούρα.
ΑΝΤΙΛΑΜΒΛΙΑΚΑ
Η Giardia lamblia ενοικεί στη 12/κτυλο και στη νήστιδα. από τις πλέον κοινές παρασιτώσεις. Όπως µε
την αµοιβάδα µόνο οι κύστεις είναι µολυσµατικές. Η σηµαντικότητα της νόσου έγκειται στην αύξηση που
παρουσιάζει σε ασθενείς µε µειωµένη ανοσία. Συνήθως είναι ασυµπτωµατική, ή παρουσιάζεται µε διάρροια
(οξεία, χρόνια) και σύνδροµο δυσαπορρόφησης. Η διάγνωση γίνεται µε ανεύρεση των κύστεων ή των
τροφοζωϊτών στα κόπρανα ή στο δωδεκαδακτυλικό υγρό. Η θεραπεία γίνεται µε µετρονιδαζόλη ή µεπακρίνη ή
φουραζολιδόνη.
182
ΦΑΡΜΑΚΑ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΛΕΪΣΜΑΝΙΑΣΗΣ
Η νόσος οφείλεται σε είδη της Leishmania και µεταδίδεται από τα ζώα στον άνθρωπο
µε είδη µύγας (phlebotomus, lutzomyia). Yπάρχει η σπλαγχνική λεϊσµανίαση (kala
azar) που χαρακτηρίζεται από πτώση της κυτταρικής ανοσίας (αρνητικό test για
λεϊσµάνια) µε διήθηση του σπλήνα και άλλων ιστών από το παράσιτο, µε πυρετό,
αναιµία και ηπατοσπληνοµεγαλία, η δερµατική µε µονήρη ή πολλαπλές βλάβες (από
βλατίδες µέχρι έλκος) και η βλεννοδερµατική (espundia) που εντοπίζεται σε ρινική
και περιστοµατική περιοχή και αργότερα στους βλεννογόνους ρινός-στόµατος.
Η θεραπεία γίνεται µε στιµπογλυκονικό νάτριο και επί αποτυχίας δίνεται πενταµιδίνη
ισοθειονική.
ΣΤΙΜΠΟΓΛΥΚΟΝΙΚΟ ΝΑΤΡΙΟ
Είναι φάρµακο εκλογής Πεντασθενής ένωση αντιµονίου, έχει αντικαταστήσει τις
τρισθενείς ενώσεις αντιµονίου.
Μηχανισµός δράσης πιθανόν να αναστέλλει ένζυµα των παρασίτων (ATP, GTP).
∆ράση Φαρµακοκινητική
Στιµπογλυκονικό Φάρµακο εκλογής κατά της Μετά ΕΦ ή ΕM χορήγηση απεκκρίνεται από τους
νάτριο λεϊσµανίασης νεφρούς σχετικά γρήγορα.
183
ΦΑΡΜΑΚΑ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΤΟΞΟΠΛΑΣΜΩΣΗΣ
Η πνευµονοκύστη carinii. υπάρχει σε 3 µορφές: κύστεις, σποροζωϊτες (οι οποίοι ευρίσκονται µέσα στις
κύστεις) και τροφοζωϊτες (εξωκυστική µορφή). Απαντάται σε πρόωρα ή εξασθενηµένα, κακώς διατρεφόµενα
νεογέννητα και σε ανοσοκατασταλµένους ασθενείς (κυρίως ασθενείς µε λοίµωξη HIV σε ποσοστό περίπου 80%).
Σε φυσιολογικά άτοµα συµβαίνει ασυµπτωµατική µόλυνση, όπως δείχνει η ανεύρεση αντισωµάτων στο γενικό
πληθυσµό. Μεταδίδεται µάλλον µέσω του αναπνευστικού. Περιορίζεται κυρίως στον πνεύµονα. Εκδηλώνεται µε
ταχύπνοια, δύσπνοια ταχέως εξελισσόµενη, ξηρό βήχα, αναπνευστική ανεπάρκεια, ± πυρετό. Η αρτηριακή πίεση
του Ο2 (PAO2) πέφτει κάτω από 80%.
184
διαιρεµένες δόσεις ή 960mg X2 ΕΦ) για 21 ηµέρες. Εναλλακτικά µπορεί να δοθεί
πενταµιδίνη, ενώ τρίτης επιλογής είναι η τριµετρεξάτη, όλα για 21 ηµέρες. Σε ήπια
έως µέτρια σοβαρότητα της νόσου µπορεί να χορηγηθεί ατοβακουόνη µε
πενταµιδίνη. Χορηγείται επίσης Ο2 σε περιεκτικότητα <50%. Για προφύλαξη
δίνεται TMP-SMZ, ή δαψόνη (100mg/ ηµέρα) ή πενταµιδίνη.
ΠΕΝΤΑΜΙ∆ΙΝΗ
Αντιπρωτοζωϊκό φάρµακο για πνευµονοκύστη carinii, βαβεσίωση, λεϊσµανίαση.
Μηχανισµός δράσης Αναστέλλει τη σύνθεση του DNA, RNA και των πρωτεϊνών
Φαρµακοκινητική ∆εν απορροφάται από το στόµα και δίνεται µε εισπνοές ή ΕΜ ή
ΕΦ.
Το 10% απεκκρίνεται αναλλοίωτο στα ούρα Ο χρόνος ηµιζωής είναι 6,5 ώρες µετά
ΕΦ χορήγηση, 9 ώρες µετά ΕΜ χορήγηση και 2 εβδοµάδες µετά εισπνοή. Τα επίπεδα
στους πνεύµονες (κυψελίδες) είναι 10 φορές περισσότερο από ότι στο πλάσµα.
Παρενέργειες Περίπου 60% των ασθενών παρουσιάζουν κάποια παρενέργεια µετά
χορήγηση πενταµιδίνης παρεντερικά. Η ΕΜ ή ΕΦ χορήγηση έχουν σοβαρές
παρενέργειες όπως λευκοπενία, θροµβοπενία, υπογλυκαιµία (σπανιότερα
υπεργλυκαιµία), νεφρική ανεπάρκεια, σύνδροµο Stevens-Johnson, υπόταση,
αρρυθµίες, υποκαλιαιµία (σπανιότερα υπερκαλιαιµία), υπασβεστιαιµία.
Η εισπνοή µπορεί να προκαλέσει βήχα και βρογχόσπασµο που µπορεί να
αντιµετωπισθεί µε εισπνοές βρογχοδιασταλτικών. Πιο συχνά κόπωση, µεταλλική
γεύση, µειωµένη όρεξη και λιγότερο συχνά διάρροια, πνευµοθώραξ, κεφαλαλγία,
αντιδράσεις υπερευαισθησίας, συµπτώµατα από ΚΝΣ και γαστρεντερικό.
Προσοχή/Προφυλάξεις Σε ασθενείς µε καρδιακές διαταραχές (επειδή µπορεί να
προκαλέσει παράταση του QT), µε υπόταση, υπογλυκαιµία, ηλεκτρολυτικές
διαταραχές. Προσοχή σε ηπατική ή νεφρική δυσλειτουργία. Γενική αίµατος,
σακχάρου, ηλεκτρολυτών πριν και κατά τη διάρκεια της θεραπείας
185
ΑΝΘΕΛΜΙΝΘΙΚΑ
Οι ελµινθιάσεις είναι αρκετά συχνές ειδικά στις τροπικές και υποτροπικές περιοχές.
ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΕΚΛΟΓΗΣ
A. ΝΗΜΑΤΩ∆ΕΙΣ ΕΝΤΕΡΙΚΟΙ
ΑΣΚΑΡΙΣ ΠΑΜΟΙΚΗ ΠΥΡΑΝΤΕΛΗ, ΜΕΒΑΝ∆ΑΖΟΛΗ
ΚΑΠΙΛΛΑΡΙΑ ΜΕΒΕΝ∆ΑΖΟΛΗ
ΤΡΙΧΙΟΥΡΟΙ ΜΕΒΕΝ∆ΑΖΟΛΗ
ΣΤΡΟΓΓΥΛΟΙ∆ΕΣ ΜΕΒΕΝ∆ΑΖΟΛΗ
Β. ΝΗΜΑΤΩ∆ΕΙΣ ΕΞΩΕΝΤΕΡΙΚΟΙ
ΤΡΙΧΙΝΕΛΛΑ ΘΕΙΑΒΕΝ∆ΑΖΟΛΗ, ΜΕΒΕΝ∆ΑΖΟΛΗ
Γ. ΤΡΗΜΑΤΩ∆ΕΙΣ
ΣΧΙΣΤΟΣΩΜΑ (mansoni, ΠΡΑΖΙΚΟΥΑΝΤΕΛΗ
japonicum, haematobium)
ΠΑΡΑΓΟΝΙΜΟΣ ΠΡΑΖΙΚΟΥΑΝΤΕΛΗ
∆. ΠΛΑΤΥΕΛΜΙΝΘΕΣ
ΤΑΙΝΙΑ SAGINATA
ΤΑΙΝΙΑ SOLIUM ΝΙΚΛΟΣΑΜΙ∆Η και για τις δύο ταινίες.
∆ΙΦΥΛΛΟΒΟΘΡΙΟΝ ΝΙΚΛΟΣΑΜΙ∆Η
ΥΝΕΝΟΛΕΠΙΣ ΠΡΑΖΙΚΟΥΑΝΤΕΛΗ
ΕΧΙΝΟΚΟΚΚΟΣ ΑΛΒΕΝ∆ΑΖΟΛΗ
186
1. ΜΕΒΕΝ∆ΑΖΟΛΗ
Μηχανισµός δράσης Προκαλεί βλάβη των µικροσωληναρίων στο κυτταρόπλασµα
των παρασίτων
Φαρµακοκινητική Ελάχιστα απορροφάται από το γαστρεντερικό και απεκκρίνεται
αναλλοίωτο στα κόπρανα.
Παρενέργειες. Σπάνια παροδικά κοιλιακά άλγη, διάρροια, κεφαλαλγία, κόπωση,
αντίδραση δισουλφιράµης.
Προσοχή/Προφυλάξεις Σε υψηλές δόσεις (όπως σε υδατιδική κύστη) να γίνεται
γενική αίµατος και έλεγχος ηπατικών ενζύµων
2. ΝΙΚΛΟΣΑΜΙ∆Η
Είναι φάρµακο εκλογής για τους κεστώδεις έλµινθες
Μηχανισµός δράσης Η νικλοσαµίδη ααναστέλλει την οξειδωτική φωσφορυλίωση
στα µιτοχόνδρια των κεστωδών .
Φαρµακοκινητική Η απορρόφηση από το πεπτικό είναι ελάχιστη
Είναι φάρµακο εκλογής για τους κεστώδεις έλµινθες (tapeworms) όπως ταινιάσεις,
διφυλλοβόθριος ο πλατύς, υµενολέπις. Χρησιµοποιείται επίσης στη σχιστοσωµίαση.
Παρενέργειες Ήπιες παρενέργειες από το πεπτικό, δέρµα, ΚΝΣ. .
3. ΑΛΒΕΝ∆ΑΖΟΛΗ
Σε υδατιδική κύστη όταν η εγχείρηση δεν είναι εφικτή και πριν την εγχείρηση για
προφύλαξη σε περίπτωση ρήξης της κύστης. Επίσης σε νευροκυστικέρκωση.
Μηχανισµός δράσης Προκαλεί βλάβη των µικροσωληναρίων στο κυτταρόπλασµα
των παρασίτων
Φαρµακοκινητική .Μετά χορήγηση από το στόµα µεταβολίζεται εκτεταµένα στο
ήπαρ σε σουλφοξείδιο και σουλφόνες. Ο σουλφοξείδιο µεταβολίτης είναι η δραστική
ουσία. Μέγιστα επίπεδα του δραστικού µεταβολίτη στο πλάσµα σε 2-3 ώρες.
Απέκκριση µέσω χολής.
Παρενέργειες Ηπιες γαστρεντερικές διαταραχές, κεφαλαλγία, διαταραχές ήπατος,
ουδετεροπενία ή πανκυτοπενία
Προσοχή/Προφυλάξεις Σε υψηλές δόσεις να γίνεται γενική αίµατος και έλεγχος
ηπατικών ενζύµων
187
4. ΝΙΤΑΖΟΞΑΝΙ∆Η
Η νιταζοξανίδη είναι ένα ευρέως φάσµατος αντιπαρασιτικό κατά της
cryptosporidiosis, giardiasis, κατά εντερικών ελµίνθων, και κατά της χρόνιας F.
Hepatica
Μηχανισµός δράσης Επιδρά στον αναερόβιο µεταβολισµο του παρασίτου.
Φαρµακοκινητική Μετά χορήγηση από το στόµα υφίσταται εκτεταµένο
µεταβολισµό και τα µέγιστα επίπεδα του δραστικού µεταβολίτη τιζοξανίδη (και του
συνδεδεµένου µε γλυκουρονίδιο ταζοξανίδη) σε 4 ώρες. Ο µεταβολίτης απεκκρίνεται
στα ούρα και κόπρανα
Παρενεργειες Οι κυριότερες είναι γαστρεντερικές διαταραχές και η κεφαλαλγία.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Foley M and Tilley L . Quinoline Antimalarials Mechanisms of Action and Resistance and Prospects
for New Agents Pharmacology & Therapeutics Volume 79, Issue 1, July 1998, Pages 55-87
P. Olliaro. Mode of action and mechanisms of resistance for antimalarial drugs. Pharmacology &
Therapeutics 89 (2001) 207- 219
R. S. PHILLIPS. Current Status of Malaria and Potential for Control. CLINICAL MICROBIOLOGY
REVIEWS, Jan. 2001, p. 208–226
Dhingra V., Rao K.V., and M.L. Narasu. Current Status of Artemisinin and its Derivarives as
Antimalarial Drugs. Life Sciences 2000, vol 66 (4), 279-300
Henk D. F. H. Schallig and Linda Oskam. Review: Molecular biological applications in the diagnosis
and control of leishmaniasis and parasite identification. Tropical Medicine and International Health.
volume 7 no 8 pp 641–651, August 2002
Epling J. What is the best way to treat trichomoniasis in women? Am Fam Physician. 2001 Oct
1;64(7):1241-2, 1244.
Risk/benefit assessment for using praziquantel for the treatment of schistosomiasis in pregnant and
lactating women. WHO Pharmaceuticals Newsletter No. 2, 2002
Xiao Shuhua , Marcel Tanner, Eliezer K. N’Goran c ,Jurg Utzinger , Jacques Chollet , Robert
Bergquist , Chen Minggang , Zheng Jiang. Recent investigations of artemether, a novel agent for the
prevention of schistosomiasis japonica, mansoni and haematobia . Acta Tropica 82 (2002) 175–181
188
Nils Robert Bergquist. Schistosomiasis: from risk assessment to control. TRENDS in Parasitology
Vol.18 No.7 July 2002
White CA Jr. Nitazoxanide: a new broad spectrum antiparasitic agent.Expert Rev Anti Infect Ther.
2004 Feb;2(1):43-9.
Ochoa TJ, White AC Jr. Nitazoxanide for treatment of intestinal parasites in children.
Pediatr Infect Dis J. 2005 Jul;24(7):641-2.
Conte JE Jr, Golden JA. Intrapulmonary and systemic pharmacokinetics of aerosolized pentamidine
used for prophylaxis of pneumocystis carinii pneumonia in patients infected with the human
immunodeficiency virus. J Clin Pharmacol. 1995 Dec;35(12):1166-73.
189
ΑΝΟΣΟΠΟΙΗΣΗ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΑΘΗΤΙΚΗ
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΑΝΟΣΟΠΟΙΗΣΗ
Η καλύτερη πρόληψη είναι ο εµβολιασµός κυρίως σε παιδιά < 12 ετών, σε ταξιδιώτες προς ενδηµικές
περιοχές, στο προσωπικό βρεφονηπιακών σταθµών, εµπλεκόµενους σε παρασκευή ή διακίνηση
τροφίµων, χρήστες ΕΦ ναρκωτικών, εργαζόµενους σε νοσοκοµεία λοιµωδών και παιδιατρικά τµήµατα,
εργατών καθαριότητας, στρατιωτικού προσωπικού και άτοµα σε κίνδυνο µόλυνσης.
Αντένδειξη για εµβολιασµό αποτελεί οποιαδήποτε εµπύρετη νόσος καθώς και η λήψη
κορτικοστεροειδών τις τελευταίες εβδοµάδες ή πρωτοπαθής ανοσολογική ανεπάρκεια (όχι AIDS). Σε
άτοµα µε AIDS ή HIV+ γίνονται όλα τα εµβόλια εκτός από το BCG, κίτρινου πυρετού και τυφοειδούς
από το στόµα.
190
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΑΝΟΣΟΠΟΙΗΣΗ
Γίνεται µε αντισώµατα προερχόµενα είτε από άνθρωπο µε υψηλό επίπεδο
αντισωµάτων στο πλάσµα (ανοσοσφαιρίνες) είτε από ζώα (αντιορός). Η διάρκεια
της παθητικής ανοσοποίησης είναι λίγες εβδοµάδες. Η παθητική ανοσοποίηση
χρησιµοποιείται για:
1 Θεραπεία ορισµένων νόσων (αλλαντίαση, τέτανος κ.ά.)
2 Προφύλαξη πριν ή Μετά έκθεση σε λοιµογόνο παράγοντα
3 Πρόληψη ευαισθητοποίησης σε ασυµβατότητα Rhesus
4 Σε δήγµατα όφεων και άλλα δηλητήρια ζωικά
5 Αποκατάσταση αντισωµάτων σε ανεπάρκεια
Οδός Παρατηρήσεις
χορήγησης
ΑΛΛΑΝΤΙΚΗ αντιτοξίνη ΕΜ, ΕΦ Για θεραπεία αλλαντίασης
ΑΝΤΙΟΦΙΚΟΣ ΟΡΟΣ ΕΜ,ΕΦ,Υ∆ Αντίδοτο δηλητηρίου όφεως
ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΜ Προέρχεται από ανθρώπινο πλάσµα, περιέχει
ΑΝΟΣΟΣΦΑΙΡΙΝΗ αντισώµατα κατά ιλαράς, παρωτίτιδας,
ηπατίτιδας Α, ανεµευλογιάς, διφθερίτιδας κ.ά.
191
∆ΗΛΗΤΗΡΙΑΣΕΙΣ
ΠΑΡΑ∆ΕΙΓΜΑΤΑ ∆ΗΛΗΤΗΡΙΑΣΕΩΝ
Αέρια
1. Απλά ασφυξιογόνα CO2, µεθάνιο κ.ά. Μειώνουν διαθέσιµο Ο2 και προκαλούν
2. Ερεθιστικά των HCl, αµµωνία, χλωρίνη υποξία
πνευµόνων κ.ά.) Μπορεί να προκαλέσουν βλάβη στο
πνεύµονα (HCl, αµµωνία) ή πνευµονίτιδα,
Κυανιούχα πνευµονικό οίδηµα (χλωρίνη κ.ά.)
3. Τοξικές ουσίες που δρουν Συνδέονται µε σίδηρο και επιδρούν στη
συστηµατικά Μονοξείδιο άνθρακα µεταφορά ηλεκτρονίων στο κυτοχρωµα α-α3
Συνδέεται µε αιµοσφαιρίνη 200 φορές
Βενζένιο, τολουένιο, ισχυρότερα από ότι το οξυγόνο
4. Οργανικοί διαλύτες πεντάνιο, εξάνιο κ.λ.π., Μετά εισπνοή ή απορρόφηση από το δέρµα
χλωροφόρµιο, συσσωρεύονται σε νεύρα και λιπώδη ιστό
τετραχλωράνθρακας
Βαρέα µέταλλα Μόλυβδος, αρσενικό, Συνδέονται σε διάφορα µακροµόρια του
υδράργυρος, κυττάρου, συσσωρεύονται στον οργανισµό
ψευδάργυρος, αντιόνιο, και προκαλούν βλάβη σε διάφορα όργανα
χρυσός, χαλκός, κ.ά.
Φάρµακα Αντιχολινεργικά Βλέπε αντίστοιχες ουσίες
Σαλικυλικά
Παρακεταµόλη
Βαρβιτουρικά
Βενζοδιαζεπίνες κ.ά
ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ∆ΗΛΗΤΗΡΙΑΣΕΩΝ
Επειδή για τα περισσότερα δηλητήρια δεν υπάρχουν ειδικά αντίδοτα είναι
192
απαραίτητο µέχρις ότου βρεθεί το αίτιο της δηλητηρίασης να ληφθούν υποστηρικτικά
µέσα ξεκινώντας µε την διατήρηση ανοικτής της αεροφόρου οδού και φλέβας για
χορήγηση υγρών και φαρµάκων εφόσον ο ασθενής βρίσκεται σε κώµα. Η πρώτη
µέριµνα είναι η διατήρηση της αναπνοής και της κυκλοφορίας και η συνεχής
παρακολούθηση ζωτικών σηµείων (αρτηριακή πίεση, καρδιά, αναπνοή, θερµοκρασία)
και της οξεοβασικής ισορροπίας. Στη συνέχεια πληροφορίες από το περιβάλλον του
ασθενούς ή η ύπαρξη φαρµακευτικών ουσιών στο σηµείο όπου ο ασθενής ανεβρεθεί
υποβοηθούν στο καθορισµό του δηλητηρίου.
Αποµάκρυνση του δηλητηρίου από το δέρµα (σαπούνι και νερό αφού αφαιρεθούν
τα ρούχα του ασθενούς), από τα µάτια (νερό βρύσης ή φυσιολογικός ορός).
Ο έµετος αντενδείκνυται:
Ενεργός άνθρακας
193
Σε ασθενείς όπου ο έµετος δεν αναµένεται να αποδώσει επειδή έχει παρέλθει
αρκετός χρόνος από τη λήψη του δηλητηρίου η χορήγηση ενεργού άνθρακα
προλαµβάνει την απορρόφηση του δηλητηρίου σε πολλές περιπτώσεις.
Πλύση στοµάχου. Η πλύση στοµάχου χρησιµοποιείται πιο πολύ σε ασθενείς που δεν
µπορούν να συνεργασθούν ή είναι σε κωµατώδη κατάσταση
ΙΠΕΚΑΚΟΥΑΝΑ ΣΙΡΟΠΙ
Προκαλεί έµετο µε τοπική (στοµάχι) και κεντρική δράση
∆ίνεται σε δόση 15-30ml σε ενήλικες και 5-15ml σε παιδιά. Αν δεν προκληθεί έµετος
σε 20 λεπτά η δόση επαναλαµβάνεται. Αν δεν υπάρχει ανταπόκριση και η
ιπεκακουάνα παραµείνει στο στοµάχι, απορροφάται και µπορεί να προκαλέσει
καρδιοτοξικότητα
Παρενέργειες. Ναυτία και άλλες διαταραχές από το γαστρεντερικό
Προσοχή. Το σιρόπι ιπεκακουάνας να µη συγχέεται µε το υγρό εκχύλισµα
ιπεκακουάνας το οποίο είναι 14 φορές ισχυρότερο.
194
Γ. ΑΝΤΙ∆ΟΤΑ
Είναι οι χηµικές ουσίες που εξουδετερώνουν τα δηλητήρια είτε επειδή
ανταγωνίζονται την σύνδεση τους µε υποδοχείς (φαρµακολογικός ανταγωνισµός) είτε
ανταγωνίζονται τα αποτελέσµατα τους (φυσιολογικός ανταγωνισµός), είτε επειδή
αλλοιώνουν τη χηµική τους δοµή ή επιδρούν στο µεταβολισµό τους.. Ειδικά αντίδοτα
υπάρχουν µόνο για λίγες τοξικές ουσίες.
ΑΝΤΙΧΟΛΙΝΕΡΓΙΚΑ ΦΥΣΟΣΤΙΓΜΙΝΗ
ΑΙΘΥΛΕΝΟΓΛΥΚΟΛΗ, Μαγνήσιο ΑΣΒΕΣΤΙΟ ΓΛΥΚΟΝΙΚΟ
ΑΤΡΟΠΙΝΗ ΦΥΣΟ∆ΤΙΓΜΙΝΗ
ΟΡΓΑΝΟΦΩΣΦΟΡΙΚΑ ΑΤΡΟΠΙΝΗ + 2-PAM
βΕΝΖΟ∆ΙΑΖΕΠΙΝΕΣ ΦΛΟΥΜΑΖΕΝΙΛΗ
∆ΙΓΟΞΙΝΗ Αντισώµατα (Fab κλάσµα)
ΗΠΑΡΙΝΗ ΠΡΩΤΑΜΙΝΗ
ΙΣΟΝΙΑΖΙ∆Η Βιτ. Β6
ΟΠΙΟΕΙ∆Η ΝΑΛΟΞΟΝΗ
ΠΑΡΑΚΕΤΑΜΟΛΗ Ν-ΑΚΕΤΥΛΚΥΣΤΕΙΝΗ
ΣΙ∆ΗΡΟΣ ∆ΕΣΦΕΡIΟΞΑΜΙΝΗ
ΚΥΑΝΙΟΥΧΑ ΝΙΤΡΩ∆Η, ∆ΙΚΟΒΑΛΤΙΟ κ.ά.
ΚΥΑΝΟΥ ΜΕΘΥΛΕΝΙΟΥ
ΜΑΝΙΤΑΡΙΑ ΦΥΣΟΣΤΙΓΜΙΝΗ, ΣΙΛΙΜΠΙΝΗ
ΜΕΘΑΙΜΟΣΦΑΙΡΙΝΑΙΜΙΑ ΑΙΘΑΝΟΛΗ Αναστέλλει το µεταβολισµό τους
ΜΕΘΑΝΟΛΗ, ΑΙΘΥΛΕΝΟ-
και ∆ΙΑΙΘΥΛΕΝΟ ΓΛΥΚΟΛΗ
ΤΕΤΡΑΧΛΩΡΑΝΘΡΑΞ και Ν-ΑΚΕΤΥΛΚΥΣΤΕΙΝΗ
ΧΛΩΡΟΦΟΡΜΙΟ Για πρόληψη ηπατοκυτταρικής βλάβης
195
DMSA Είναι διθειόλη, ανάλογη της διµερκαπρόλης. ∆ίνεται από το στόµα σε
δηλητηρίαση από µόλυβδο µε τον οποίο σχηµατίζει χηλικό σύµπλεγµα. Επίσης είναι
αποτελεσµατικό σε δηλητηρίαση από αρσενικό µε το πλεονέκτηµα έναντι του BAL
οτι δεν προκαλεί συσσώρευση αρσενικού στον εγκέφαλο. Παρενέργειες είναι
γαστρεντερικές διαταραχές και εξάνθηµα.
Μία νέα ουσία η οποία χορηγείται από το στόµα σχηµατίζοντας χηλική ένωση µε το
σίδηρο είναι η Deferiprone, (σκεύασµα Ferriprox, Apotex Inc., Toronto,Canada)
ο µοναδικός από του στόµατος χηλικός παράγων για κλινική χρήση που δεσµεύει το
σίδηρο, στη χρόνια υπερφόρτωση σιδήρου.
196
ΣΙΛΙΜΠΙΝΙΝΗ Προέρχεται από το φυτό Silybum marianum. Το κύριο συστατικό
του φυτού είναι η σιλυµαρίνη που συνίστατι από 4 ισοµερή, ένα από τα οποία είναι η
σιλιµπινίνη, το πλέον δραστικό. ∆ίνεται σε δηλητηρίαση από µανιτάρια του είδους
Phaloides για προστασία του ήπατος. ∆ίνεται σε ΕΦ έγχυση
ΠΡΑΛΙ∆ΟΞΙΜΗ
∆ίνεται σε δηλητηρίαση από οργανοφωσφορικούς εστέρες
197
198
Π. Παππάς
Κλινική Φαρµακολογία ΙΙ
ΧΗΜΕΙΟΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΩΝ ΝΕΟΠΛΑΣΜΑΤΩΝ
Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Β. Συνδυαστική θεραπεία.
1. Ο συνδυασµός θεραπείας µε αντικαρκινικά φάρµακα διαφορετικών
µηχανισµών δράσης χρησιµοποιείται συχνά για τη καταστροφή των
αντινεοπλασµατικών κυττάρων. Ακρωνύµια µε τα αρχικά γράµµατα
των φαρµάκων που αποτελούν τον συνδυασµό χρησιµοποιούνται σε
περιπτώσεις τέτοιας θεραπείας (π.χ. MOPP, για συνδυασµό
µεχλωραιθαµίνης, βινκριστίνης-ονκοβίνης, προκαρβαζίνης και
πρεδνιζόνης).
2. Τα αντινεοπλασµατικά σκοτώνουν σταθερό αριθµό κυττάρων και όχι
σταθερό ποσοστό κυττάρων. Επίσης, για την πληρέστερη
199
αντιµετώπιση κακοηθειών, συχνά, η αντινεοπλασµατική θεραπεία
χρησιµοποιείται επικουρικά µε χειρουργείο ή ακτινοβολία.
∆. Τοξικότητα
1. Η τοξικότητα των αντινεοπλασµατικών φαρµάκων χαρακτηρίζεται
από µικρή εκλεκτικότητα ως προς τα καρκινικά σε αντιδιαστολή µε
τους φυσιολογικούς ιστούς. Αποτέλεσµα αυτού είναι πολλά
θεραπευτικά σχήµατα να προκαλούν τοξικές εκδηλώσεις και σε
φυσιολογικούς ιστούς.
200
2. Επειδή τα κύτταρα που πολλαπλασιάζονται ταχύτερα είναι αυτά που
κυρίως επηρεάζονται από τη δράση των φαρµάκων, οι παρενέργειες
που εκδηλώνονται είναι κυρίως:
α. µυελοκαταστολή
β. γαστρικό έλκος, ναυτία και έµετο
γ. αλωπεκία
δ. νεφροτοξικότητα
ε. τερατογένεση και αποβολές
στ. ανοσοκαταστολή
3. Τα αντικαρκινικά φάρµακα µπορούν επίσης να παρουσιάζουν
καρκινογόνο δράση.
Α. Γενικά
1. Οι αλκυλιωτικές ουσίες είτε έχουν είτε µπορούν να σχηµατίσουν µία
αλκυλ-οµάδα µε τη βοήθεια της οποίας συνδέονται οµοιοπολικά µε
κάποιο ενδοκυτταρικό συστατικό.
2. Όλα τα αλκυλιωτικά φάρµακα είναι ειδικά του κυτταρικού κύκλου.
Εκτός από την ικανότητα θανάτωσης των γρήγορα
πολλαπλασιαζόµενων κυττάρων, τα φάρµακα αυτά επιδρούν επίσης
και σε κύτταρα που δεν πολλαπλασιάζονται σαν αποτέλεσµα της
αλκυλιωτικής τους δράσης σε RNA, DNA και άλλες βασικές
πρωτεΐνες του κυττάρου. Έτσι, µερικές αζωτο-µουστάρδες είναι
ανεξάρτητες του πολλαπλασιασµού.
3. Η αλκυλίωση του DNA είναι υπεύθυνο για την αντινεοπλασµατική
δράση των περισσότερων αλκυλιωτικών ουσιών.
α. Τα Ν-7 και Ο-6 της γουανίνης είναι οι συνηθέστερες θέσεις
αλκυλίωσης του DNA.
β. Η παραπάνω αλκυλίωση ενεργοποιεί τα παρακάτω γεγονότα:
(1) Σταυροσύνδεση (cross linking). Αλκυλιωτικές ουσίες µε
περισσότερες δραστικές οµάδες µπορούν να σχηµατίσουν
δεύτερο δεσµό µε άλλη οµάδα του DNA, πρωτεΐνη ή RNA,
προκαλώντας αναστολή της αναδίπλωσης του DNA.
(2) Επιδιόρθωση κακόζευξης βάσεων (mispairing of bases). Οι
αλκυλιωµένες γουανίνες σχηµατίζουν ζεύγη βάσεων µε
θυµίνη παρά µε κυτοσίνη. Αυτό οδηγεί σε λανθασµένη
201
κωδικοποίηση του γονιδίου και, πιθανώς, παραγωγή
ελαττωµατικών πρωτεϊνών.
(3) Αποπουρίνωση του DNA. Αλκυλίωση του Ν-7 της γουανίνης
προκαλεί απελευθέρωση του ιµιδαζολικού δακτυλίου, που
οδηγεί σε αποδυνάµωση του δεσµού σακχάρου-φωσφόρου
του DNA και σπάσιµο της αλυσίδας.
4. Τα ένζυµα που εµπλέκονται στη διαδικασία επιδιόρθωσης του DNA
µπορούν να περιορίσουν την ανταπόκριση µερικών όγκων σε
αλκυλιωτικές ουσίες.
5. Οι κύριες οµάδες αλκυλιωτικών ουσιών είναι:
α. νιτρο-µουστάρδες
β. νιτροζουρίες
γ. αλκυλοθειϊκές
δ. τριαζένια
Β. Νιτρο-µουστάρδες
1. Μηχανισµός δράσης.
α. Κυκλοποίηση µιας χλωραιθυλικής οµάδας και απελευθέρωση
ιόντος χλωρίου.
β. Το δραστικό καρβανιόν που σχηµατίζεται συζεύγνειται µε
κάποια πυρηνόφιλη οµάδα πρωτεϊνών, DNA, RNA, ή άλλων
κυτταρικών συστατικών.
γ. Όπως όλες οι αλκυλιωτικές ουσίες, οι νιτρο-µουστάρδες είναι
µη-ειδικά του κυτταρικού κύκλου φάρµακα.
δ. Εξαιτίας της αυξηµένης κυτταρικής ικανότητας επιδιόρθωσης
του DNA µπορεί να αναπτυχθεί αντίσταση των κυττάρων στις
παραπάνω µουστάρδες µε αποτέλεσµα διασταυρούµενη
αντίσταση και σε άλλες αλκυλιωτικές ουσίες.
2. Η πρότυπη ουσία της κατηγορίας αυτής είναι η µεχλωραιθαµίνη.
α. Φαρµακοκινητική. Έχει χρόνο ηµιζωής στο πλάσµα, 10 λεπτά.
β. Θεραπευτική χρήση
(1) Χρησιµοποιείται στη νόσο Hodgkin καθώς και σε µη-
Hodgkin λεµφώµατα
(2) Στην πρώτη περίπτωση συνδυάζεται µε βινκριστίνη,
προκαρβαζίνη και πρεδνιζολόνη (MOPP).
(3) Χρησιµοποιείται επίσης τοπικά για θεραπεία από mycosis
fungoides.
γ. Οδός χορήγησης
(1) ∆ίνεται ενδοφλεβίως, µε γρήγορη σχετικά έγχυση
φυσιολογικού ορού.
(2) Προσοχή για αποφυγή εξαγγειώσεων κατά τη διάρκεια της
έγχυσης.
δ. Παρενέργειες
(1) µυελοκαταστολή
(2) ναυτία και έµετοι
(3) αλωπεκία
(4) διαταραχές εµµήνου ρύσης
3. Η κυκλοφωσφαµίδη είναι βασικό συστατικό πολλών συνδυαστικών
θεραπευτικών σχηµάτων.
α. Φαρµακοκινητική
202
(1) Είναι καλά απορροφήσιµο από του στόµατος.
Ενεργοποιείται στο ήπαρ από το µεικτό οξειδω-ενζυµικό
σύστηµα.
(2) Στους βασικούς µεταβολίτες της, φωσφοραµιδική
µουστάρδα και ακρολεϊνη, οφείλει τις κυτταροτοξικές της
δράσεις.
(3) Η αλκυλιωτική της ικανότητα παραµένει υψηλή για 2 – 10
ώρες.
(4) Η κυκλοφωσφαµίδη και οι µεταβολίτες της αποβάλλονται
από τους νεφρούς, οπότε η νεφρική ανεπάρκεια αυξάνει
την κατακράτηση.
β. Θεραπευτικές χρήσεις
(1) Η κυκλοφωσφαµίδη χρησιµοποιείται µόνη της ή σε
συνδυασµό µε άλλες ουσίες για τη θεραπεία διαφόρων
νεοπλασιών, όπως:
(α) νόσο του Hodgkin
(β) λέµφωµα Burkitt
(γ) καρκίνο της µήτρας και των πνευµόνων
(δ) νευροβλάστωµα
(ε) oat cell lung cancer
(2) Χρησιµοποιείται επίσης σαν ανοσοκατασταλτικό σε
περιπτώσεις µεταµόσχευσης οργάνων.
γ. Οδός χορήγησης
(1) Χορηγείται από του στόµατος και ενδοφλεβίως
(2) Ελέγχεται ο αριθµός των ολικών λευκοκυττάρων και η
δόση προσδιορίζεται αντίστοιχα.
δ. Παρενέργειες
(1) Αντίθετα µε τις άλλες νιτρο-µουστάρδες, η
κυκλοφωσφαµίδη αυξάνει την θροµβοκυτταροπενία
(2) Αλωπεκία
(3) Το 10% των ασθενών που λαµβάνουν το φάρµακο
αναπτύσσουν αιµορραγική κυστίτιδα, πιθανότατα, εξαιτίας
χηµικού ερεθισµού του βλεννογόνου της ουροδόχου
κύστης από τον µεταβολίτη, ακρολεϊνη. Η ελεύθερη λήψη
υγρών αραιώνει τη συγκέντρωση ακρολεϊνης και µειώνει
την παραπάνω παρενέργεια.
(4) Σε ορισµένες περιπτώσεις, η παρατεταµένη θεραπεία µε
κυκλοφωσφαµίδη µπορεί να προκαλέσει διάµεση
πνευµονική ίνωση, καθώς επίσης και καρδιοµυοπάθεια,
ιδιαίτερα όταν συγχορηγείται µε άλλα καρδιοτοξικά
φάρµακα.
Γ. Νιτροζουρίες
1. Χηµεία. Γενικά, είναι ασταθείς ενώσεις και αποσυντίθενται γρήγορα.
2. Μηχανισµοί δράσης
α. Σε υδατικά περιβάλλον, οι νιτροζουρίες µεταπίπτουν σε
αλκυλιωτικά και καρβαµυλικά ενδιάµεσα.
β. Η θεραπευτική και τοξική δράση των νιτροζουριών είναι
αποτέλεσµα τόσο της αλκυλίωσης του DNA και άλλων πυρηνόφιλων
203
ενδοκυτταρικών ουσιών όσο και της καρβαµυλίωσης των καταλοίπων
λυσίνης στις πρωτεΐνες.
γ. Οι συνέπειες της αλκυλίωσης του DNA από τις νιτροζουρίες είναι
παρόµοιες µε αυτές των αλκυλιωτικών ουσιών.
δ. Η υψηλή λιπο-ειδικότητα των νιτροζουριών βοηθά για την εύκολη
διάβασή τους από τον αιµατεγκεφαλικό φραγµό καθιστώντας τις
νιτροζουρίες χρήσιµες για κακοήθεις καταστάσεις του ΚΝΣ.
ε. Οι νιτροζουρίες είναι ανεξάρτητες του πολλαπλασιασµού.
3. Καρµουστίνη
α. Φαρµακοκινητική.
(1) Χορηγείται ενδοφλέβια εξαιτίας της γρήγορης κατανοµής
της στους ιστούς και το γρήγορο µεταβολισµό της.
(2) Ο χρόνος ηµιζωής της είναι 90 λεπτά και τα κύρια
µεταβολικά προϊόντα της αποβάλλονται στα ούρα.
β. Θεραπευτικές χρήσεις
(1) Νόσο του Hodgkin και µη-Hodgkin λέµφωµα.
(2) Πρωτοπαθείς και µεταστατικοί όγκοι εγκεφάλου.
(3) Πολλαπλό µυέλωµα.
(4) Κακόηθες µελάνωµα.
γ. Παρενέργειες
(1) Καθυστερηµένη καταστολή αιµοποιητικού.
(2) Ναυτία και έµετοι.
(3) Τοξικότητα ΚΝΣ.
(4) Πνευµονική ίνωση.
4. Λοµουστίνη
α. Χηµεία. Η λοµουστίνη είναι 1-(2-χλωραιθυλ)-3-κυκλοεξυλ-1-
νιτροζουρία (CCNU).
β. Φαρµακοκινητική
(1) Η λοµουστίνη, που δίνεται από του στόµατος, γρήγορα
απορροφάται από το γαστρεντερικό και µεταβολίζεται.
(2) Οι µεταβολίτες έχουν µεγάλο χρόνο ηµιζωής (περισσότερο
από 16 ώρες) και ανιχνεύονται στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό
(CSF).
γ. Θεραπευτικές χρήσεις
(1) Νόσο του Hodgkin και µη-Hodgkin λέµφωµα.
(2) Πρωτοπαθείς και µεταστατικοί όγκοι εγκεφάλου, νεφρών,
στοµάχου, ορθού και πνευµόνων.
δ. Παρενέργειες. Μυελοκαταστολή, ναυτία και έµετοι.
204
5. Παρενέργειες
α. Μυελοκαταστολή είναι η πιο συχνή.
β. ∆υσλειτουργία ενδοκρινικού (ανικανότητα, στειρότητα και
αµηνόρροια).
γ. Υπερουριχαιµία.
δ. Μελάχρωση του δέρµατος και πνευµονική ίνωση.
ΙΙΙ. ΑΝΤΙΜΕΤΑΒΟΛΙΤΕΣ
Α. Γενικά
1. Οι αντιµεταβολίτες είναι ουσίες έχουν κάποια δοµική οµοιότητα µε
φυσικές ουσίες-υποστρώµατα, όπως βιταµίνες, αµινοξέα και πυρηνικά
οξέα.
2. Οι αντιµεταβολίτες ανταγωνίζονται µε τα φυσικά υποστρώµατα για το
ενεργό κέντρο ενζύµου ή υποδοχέα.
3. Μερικοί αντιµεταβολίτες ενσωµατώνονται στο DNA ή στο RNA και,
έτσι, διακόπτουν τη κυτταρική λειτουργία.
4. Οι περισσότεροι αντιµεταβολίτες είναι ειδικοί του κυτταρικού κύκλου
και δρουν κατά τη διάρκεια της σύνθεσης του DNA (φάση S).
5. Οι τρεις κύριες οµάδες αντιµεταβολιτών είναι:
α. ανάλογα του φυλλικού οξέος (κυρίως η µεθοτρεξάτη)
β. ανάλογα πουρινών και σχετικοί αναστολείς
γ. ανάλογα πυριµιδίνης
Β. Μεθοτρεξάτη
1. Μηχανισµός δράσης
α. Η µεθοτρεξάτη είναι ανάλογο του φυλλικού οξέος το οποίο
συναγωνιστικά αναστέλλει την αναγωγάση του
διϋδροφυλλικού οξέος, που καταλύει το σχηµατισµό
τετραϋδροφυλλικού από διϋδροφυλλικό.
(1) Φυσιολογικά, το τετραϋδροφυλλικό µετατρέπεται σε
διαφορετικά παράγωγα τα οποία είναι απαραίτητα για τις
αντιδράσεις µεταφοράς ενός άνθρακα, χαρακτηριστικών
για σύνθεση πουρινών, θυµιδυλίων, µεθειονίνης και
γλυκίνης.
(2) Έτσι, η µεθοτρεξάτη αναστέλλει το σχηµατισµό αυτών των
παραγόντων.
β. Η κύρια αιτία κυτταρικού θανάτου είναι το µπλοκάρισµα της
βιοσύνθεσης θυµιδυλίων και πουρινών που απαιτούνται για τη
σύνθεση DNA. Έτσι η µεθοτρεξάτη θανατώνει κύτταρα στη
φάση S.
γ. Εξαιτίας του γεγονότος ότι η µεθοτρεξάτη αναστέλλει επίσης
τη σύνθεση RNA και πρωτεϊνών, το φάρµακο µειώνει την
ταχύτητα µε την οποία εισέρχονται τα κύτταρα στη φάση S.
Για αυτό είναι ένα αυτορυθµιζόµενο για την φάση S φάρµακο.
δ. Η ανασταλτική δράση της µεθοτρεξάτης µπορεί να µαταιωθεί.
(1) Υποστρώµατα όπως η λευκοβορίνη (ή φυλλινικό οξύ) και η
θυµιδίνη µπορούν να µετατραπούν στα απαιτούµενα
205
θυµιδυλικά ή τετραϋδροφυλλικά παράγωγα, ακόµη και
παρουσία µεθοτρεξάτης.
(2) Αυτό επιτρέπει τη «διάσωση» των καρκινικών κυττάρων µε
επακόλουθο τη µείωση της τοξικότητας της µεθοτρεξάτης.
2. Φαρµακοκινητική
α. Απορροφάται εύκολα ύστερα από του στόµατος χορήγηση.
β. Αποβάλλεται κυρίως από τους νεφρούς και συνδέεται µε τις
πρωτεΐνες του πλάσµατος κατά 50%, περίπου.
(1) Ασθενή οξέα, όπως τα σαλικυλικά και οι σουλφοναµίδες,
αυξάνουν την τοξικότητα της µεθοτρεξάτης αναστέλλοντας
την έκκριση των νεφρικών σωληναρίων και
αντικαθιστώντας τη µεθοτρεξάτη στη σύνδεση µε τις
πρωτεΐνες του πλάσµατος.
(2) Υψηλές δόσεις µεθοτρεξάτης µπορεί να προκαλέσουν
υπερκορεσµό του απεκκριτικού συστήµατος των νεφρικών
οξέων µε σχηµατισµό του 7-υδροξυ-µεθοτρεξάτης. Αυτό
αποτελεί και την αιτιολογία της νεφροτοξικότητας.
γ. Η κυτταρική πρόσληψη του φαρµάκου γίνεται µέσω
ενεργητικής µεταφοράς, που ελέγχεται από αντίστοιχο φορέα.
δ. Ύστερα από ενδοφλέβια έγχυση του φαρµάκου, παρουσιάζει
τριφασική κινητική, µε χρόνο ηµιζωής τα 45 λεπτά για την
πρώτη φάση (κατανοµή), 3.5 ώρες για την δεύτερη (νεφρική
απέκκριση) και 27 ώρες για την τρίτη (τελική έκκριση).
ε. Η µεθοτρεξάτη αν δεν διαπερνά ικανοποιητικά τον
αιµατεγκεφαλικό φραγµό, είναι από τα λίγα φάρµακα που
χορηγούνται ενδορραχιαία για εγκεφαλική λευχαιµία.
3. Αντίσταση καρκινικών κυττάρων. Η κυτταρική αντίσταση στη
µεθοτρεξάτη οφείλεται:
α. Στη διαταραχή της κυτταρικής µεταφοράς.
β. Σε ένα διαφορετικό τύπο διϋδροφυλλικής αναγωγάσης που
σχηµατίζεται.
γ. Στην παραγωγή αυξηµένης συγκέντρωσης διϋδροφυλλικής
αναγωγάσης µέσω της γονιδιακής ενίσχυσης. Αυτό αποτελεί
και τον σηµαντικότερο µηχανισµό αντίστασης.
4. Θεραπευτικές χρήσεις
α. Η µεθοτρεξάτη χρησιµοποιείται σε συνδυασµό µε άλλες ουσίες
για τη θεραπεία οξείας λεµφικής λευχαιµίας, λέµφωµα Burkitt,
χοριοκαρκίνωµα, και καρκινώµατα µαστού, τραχήλου µήτρας,
κεφαλής και τραχήλου.
β. Είναι επίσης χρήσιµο στη θεραπεία σπογγοειδούς µυκητίασης
και ψωρίασης.
5. Οδός χορήγησης. Μπορεί να χορηγηθεί ενδοφλεβίως, ενδοαρτηριακά,
ενδορραχιαία ή από του στόµατος.
6. Παρενέργειες
α. Η καταστολή µυελού είναι σηµαντική, µε λευκοπενία και
θροµβοκυτταροπενία να εµφανίζονται 1-2 εβδοµάδες µετά τη
χορήγηση.
β. Γαστρεντερική τοξικότητα που ορίζεται από στοµατίτιδα και
διάρροια που µπορεί ακόµη και να διακόψει τη θεραπεία.
γ. Ναυτία και έµετοι.
206
δ. Χορήγηση χαµηλών δόσεων για µεγάλο διάστηµα προκαλεί
ηπατική δυσλειτουργία οδηγώντας σε κύρωση του ήπατος αν
δεν διακοπή η θεραπεία.
ε. Νεφρική ανεπάρκεια µπορεί να προκληθεί µε µεγάλες δόσεις
µεθοτρεξάτης, αποτέλεσµα καταβύθισης του φαρµάκου στα
νεφρικά σωληνάρια. Αλκαλίωση των ούρων εµποδίζει την
τοξικότητα. ∆εν χορηγείται σε ασθενείς µε φτωχή νεφρική
λειτουργία.
στ. ∆ερµατίτιδα.
ζ. Υπάρχουν αναφορές για νεκρωτική λευκοεγκεφαλοπάθεια αν η
χορήγηση µεθοτρεξάτης συνδυαστεί µε ακτινοθεραπεία.
Γ. Ανάλογα πουρινών
1. 6-Μερκαπτοπουρίνη
α. Χηµεία. Είναι ανάλογο της υποξανθίνης.
β. Μηχανισµός δράσης
(1) Η 6-µερκαπτοπουρίνη µετατρέπεται ενδοκυτταρικά σε
φωσφοριβόζη 6-µερκαπτοπουρίνης από φωσφοριβοσυλική
τρανσφεράση υποξανθίνης-γουανίνης (HGPRT). Η 6-
µερκαπτοπουρίνη µπορεί επίσης να µετατραπεί σε
ριβονουκλεοτίδιο της 6-µεθυλµερκαπτοπουρίνης.
(2) Η φωσφοριβόζη 6-µερκαπτοπουρίνης και το µεθυλιωµένο
νουκλεοτίδιο είναι κυτταροτοξικά κυρίως εξαιτίας της de
novo αναστολής της βιοσύνθεσης των πουρινών. Και τα
δύο προϊόντα µπλοκάρουν της αµινοτρανσφεράση που
είναι υπεύθυνη για το πρώτο στάδιο βιοσύνθεσης των
πουρινών, το σχηµατισµό του 5-φωσφοριβοσυλαµιδίου,
µέσω παλίνδροµης αναστολής.
(3) Επιπλέον, το φωσφοριβόζη 6-µερκαπτοπουρίνης
αναστέλλει τόσο τη αδενυλοηλεκτρική συνθετάση (που
µετατρέπει το ινοσινικό οξύ σε αδενυλοηλεκτρικό οξύ) όσο
και την ινοσινική αφυδρογονάση (που µετατρέπει ινοσινικό
οξύ σε ξανθινικό οξύ).
γ. Φαρµακοκινητική
(1) Η 6-µερκαπτοπουρίνη απορροφάται καλά χορηγούµενη
από του στόµατος ενώ το 50% βρίσκεται στα ούρα σε 24
ώρες, κυρίως ως ανόργανο θειικό και 6-θειουρικό οξύ.
(2) Ύστερα από ενδοφλέβια χορήγηση, ο χρόνος ηµιζωής στο
πλάσµα είναι περίπου 1 ώρα.
(3) Το φάρµακο είναι κατά 20% δεσµευµένο στις πρωτεΐνες
του πλάσµατος και δεν περνά τον αιµατεγκεφαλικό
φραγµό.
(4) Η 6-µερκαπτοπουρίνη µπορεί να απενεργοποιηθεί
µεταβολικά µέσω αποσουλφούρωσης αλλά και οξείδωσης
από την οξειδάση της ξανθίνης (σχηµατίζοντας 6-θειουρικό
οξύ).
δ. Αντίσταση καρκινικών κυττάρων. Μπορεί να εγκατασταθεί
αντίσταση είτε εξαιτίας της µειωµένης ενεργοποίησης του φαρµάκου
από την HGPRT είτε εξαιτίας της αυξηµένης απενεργοποίησης από
την αλκαλική φωσφατάση.
207
ε. Θεραπευτικές χρήσεις
(1) Η 6-µερκαπτοπουρίνη χρησιµοποιείται στη συντηρητική
θεραπεία των οξέων λεµφοκυτταρικών και
λεµφοβλαστικών λευχαιµιών.
(2) Είναι επίσης χρήσιµη στη θεραπεία οξέων και χρονίων
µυελογενών και κοκκιοκυτταρικών λευχαιµιών.
στ. Οδός χορήγησης. Χορηγείται από του στόµατος.
ζ. Παρενέργειες
(1) Μυελοκαταστολή. Σε σύγκριση µε την µεθοτρεξάτη, της 6-
µερκαπτοπουρίνης είναι κλιµακούµενη.
(2) Ανορεξία και ναυτία.
(3) Στο 30% των ασθενών µπορεί να προκαλέσει ίκτερο που
σχετίζεται µε χολική στάση και ηπατική νέκρωση. ∆ιακοπή
της θεραπείας αναστρέφει το αποτέλεσµα.
(4) Υπερουρικαιµία και υπερουρικουρία.
(α). Προκαλείται εξαιτίας της καταστροφής των κυττάρων
και της απελευθέρωσης πουρινών που µεταβολίζονται από
την οξειδάση της ξανθίνης.
(β). Η αλοπουρινόλη, αναστολέας της ξανθινοξειδάσης,
µπλοκάρει µεν τις υπερουρικαιµία και υπερουρικουρία,
αλλά ταυτόχρονα εµποδίζει και την απενεργοποίηση της 6-
µερκαπτοπουρίνης.
(γ). Έτσι, η δόση της 6-µερκαπτοπουρίνης πρέπει να
µειωθεί όταν ένας ασθενείς λαµβάνει ταυτόχρονα
αλοπουρινόλη προκειµένου να περιοριστεί η σηµαντική
τοξικότητα.
2. 6-Θειογουανίνη
α. Χηµεία. ∆οµικά είναι ανάλογο της γουανίνης, στην οποία έχει
αντικατασταθεί ένα σουλφυδρίλιο µε µία οµάδα υδροξυλίου στη θέση
6.
β. Μηχανισµός δράσης
(1) Όπως και η 6-µερκαπτοπουρίνη, η 6-θειογουανίνη
µετατρέπεται από την HGPRT σε νουκλεοτίδιο
(φωσφοριβόζη της 6-θειογουανίνης).
(2) Η κυτταροτοξικότητα της 6-θειογουανίνης πιθανώς να
οφείλεται στην παλίνδροµη αναστολή της σύνθεσης των
πουρινών από την φωσφοριβόζη της 6-γουανίνης.
(3) Εναλλακτικά, πιθανώς να οφείλεται στη µετατροπή της 6-
θειογουανίνης στο τριφωσφορικό δεοξυνουκλεοζίτη, ο
οποίος δεν ενσωµατώνεται µε DNA και RNA των
καρκινικών κυττάρων.
γ. Φαρµακοκινητική
(1) Απορροφάται αργά ύστερα από του στόµατος χορήγηση
και, 24 ώρες µετά τη χορήγηση, στα ούρα υπάρχει λιγότερο
από 50% της δόσης, µε τη µορφή µεταβολιτών.
(2) Επειδή η 6-θειογουανίνη δεν είναι υπόστρωµα για την
οξειδάση της ξανθίνης (αντίθετα από την 6-
µερκαπτοπουρίνη), ανιχνεύονται µικρές ποσότητες 6-
θειουρικού οξέος.
208
δ. Αντίσταση καρκινικών κυττάρων. Οι µηχανισµοί εγκατάστασης
αντίστασης που παρουσιάστηκαν για την 6-µερκαπτοπουρίνη αφορούν
και την 6-θειογουανίνη.
ε. Θεραπευτικές χρήσεις. Χρησιµοποιείται κυρίως στη θεραπεία
οξείας µυελογενούς λευχαιµίας.
στ. Οδός χορήγησης. Από του στόµατος.
ζ. Παρενέργειες.
(1) Μυελοκαταστολή είναι η συνηθέστερη.
(2) Ήπια µορφής ναυτία.
(3) Η ηπατοτοξικότητα είναι λιγότερο συνηθισµένη µε την 6-
θειογουανίνη παρά µε την 6-µερκαπτοπουρίνη.
3. Η πεντοστατίνη είναι πουρινικό ανάλογο που αναστέλλει ισχυρά την
αδενοσινική απαµινάση. Επίσης εµπλέκεται στη σύνθεση του NAD+,
µε αποτέλεσµα το σπάσιµο της αλυσίδας του DNA. Χρησιµοποιείται
σε καταστάσεις λευχαιµίας από τριχωτά κύτταρα.
∆. Πυριµιδινικά ανάλογα
1. 5-Φθοριουρακίλη
α. Χηµεία. Πρόκειται για ένα φθοριοµένο ανάλογο της ουρακίλης.
β. Μηχανισµός δράσης
(1) Όπως οι πουρινικοί αντιµεταβολίτες, η 5-φθοριουρακίλη
πρέπει να ενεργοποιηθεί µεταβολικά σε νουκλεοτίδιο, για
την περίπτωση σε 5-φθοριο-2’-δεοξυουριδινο-5’-
µονοφωσφορικό (FdUMP).
Υπάρχουν τρεις µηχανισµοί για το σχηµατισµό του
FdUMP:
(α) Η 5-φθοριουρακίλη µεταβολίζεται σε δεοξυνουκλεοζίτη
και αµέσως µετά φωσφορυλιώνεται από την κινάση της
θυµιδίνης.
(β) Η 5-φθοριουρακίλη µετατρέπεται σε 5-φθοριουριδινο-
5’-φωσφορικό από την πυριµιδινική φωσφοριβοσυλο-
τρανσφεράση και µετά στο δεοξυριβονουκλεοτίδιο από την
ριβονουκλεοτιδική αναγωγάση.
(γ) Το FdUMP µπορεί επίσης να σχηµατιστεί από την
µετατροπή της 5-φθοριουρακίλης σε φθοριουριδίνη, η
οποία αµέσως µετά φωσφορυλιώνεται από την
ουριδινοκινάση για να σχηµατίσει 5-φθοριουριδινο-5’-
φωσφορικό και αµέσως µετά FdUMP.
(2) Η κυτταροτοξικότητα της 5-φθοριουρακίλης οφείλεται
κυρίως στην αναστολή της σύνθεσης του DNA που
προκαλείται από το µπλοκάρισµα της θυµιδιλικής
συνθετάσης από το FdUMP.
(3) Ο φυσιολογικός ρόλος της θυµιδιλικής συνθετάσης είναι η
µεταφορά µιας µεθυλενικής οµάδας από το ανηγµένο
φυλλικό οξύ στο δεοξυ-ουριδυλικό µονοφωσφορικό οξύ
(dUMP) για να σχηµατιστεί θυµιδύλιο, που είναι
απαραίτητο για την σύνθεση του DNA.
209
(4) Η κυτταροτοξικότητα µπορεί επίσης να οφείλεται στην
ενσωµάτωση του 5-φθοριουριδινο-τριφωσφοριδίου στο
RNA, που οδηγεί σε απατηλό (fraudulent) RNA.
(5) Η 5-φθοριουρακίλη είναι µη-ειδική του κυτταρικού κύκλου
αφού θανατώσει κύτταρα όχι µόνο στη φάση S αλλά σε
κάθε στιγµή του κύκλου, πιθανώς εξαιτίας των παραπάνω
δράσεων στο RNA.
γ. Φαρµακοκινητική
(1) Χορηγείται ενδοφλεβίως αλλά και από του στόµατος, και
καταβολίζεται από το συκώτι.
(2) Το πρώτο, και ρυθµιστικό, ηπατικό ένζυµο που εµπλέκεται
στην καταβολική πορεία της 5-φθοριουρακίλης είναι η
αφυδρογονάση της διϋδροουρακίλης. Ύστερα από την
απόσπαση του πυριµιδικού δακτυλίου, τα τελικά προϊόντα
αποδόµισης είναι αµµωνία, ουρία, 2-φθοριο-3-αλανίνη και
CO2.
(3) Η 5-φθοριουρακίλη κατανέµεται σε όλο το σώµα, ακόµη
και στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό (CSF).
δ. Αντίσταση καρκινικών κυττάρων. Είναι αποτέλεσµα µιας από τις
παρακάτω αιτίες:
(1) Αυξηµένης σύνθεσης της θυµιδυλικής συνθετάσης.
(2) Μεταβαλλόµενης εκλεκτικότητας της θυµιδυλικής
συνθετάσης για FdUMP.
(3) Αυξηµένου ρυθµού καταβολισµού της 5-φθοριουρακίλης.
(4) Απάλειψης των ενζύµων που µετατρέπουν την 5-
φθοριουρακίλη στο δραστικό νουκλεοτίδιο.
(5) Αύξησης των αποθεµάτων δεοξυουριδυλικού οξέος.
ε. Θεραπευτικές χρήσεις
(1) Χρησιµοποιείται σε συνδυασµό µε άλλα φάρµακα για
θεραπεία του καρκίνου του µαστού.
(2) Έχει καταπραϋντική δράση σε αδενοκαρκινώµατα του
γαστρεντερικού.
(3) Χρησιµοποιείται επίσης για θεραπεία καρκίνων µήτρας,
ουροδόχου κύστης και προστάτη.
(4) Τοπική χρήση του φαρµάκου είναι χρήσιµη σε περιπτώσεις
προκαρκινικής κεράτωσης και βασικοκυτταρικού
καρκινώµατος του δέρµατος.
στ. Οδός χορήγησης. Χορηγούνταν ενδοφλεβίως αλλά τώρα πλέον
και από του στόµατος.
ζ. Παρενέργειες
(1) Μυελοκαταστολή, και ειδικότερα λευκοπενία.
(2) Στοµατίτιδα, διάρροια, ναυτία και αλωπεκία.
(3) Νευροτοξικότητα, σε 1-2% των ασθενών.
2. Κυταραβίνη
α. Χηµεία. Είναι ανάλογο της κυτιδίνης στην οποία η ριβόζη έχει
αντικατασταθεί από αραβινόζη.
β. Μηχανισµός δράσης
(1) Η κυταραβίνη πρέπει να ενεργοποιηθεί από την κινάση του
πυριµιδινικού νουκλεοτιδίου στο τριφωσφορικό
νουκλεοτίδιο, τριφωσφορική αρα-κυτοσινίνη.
210
(2) Το τριφωσφορικό νουκλεοτίδιο αναστέλλει
(ανταγωνιστικά) την πολυµεράση του DNA, µπλοκάροντας
έτσι τη σύνθεση του DNA και προκαλώντας κυτταρικό
θάνατο.
(3) Τα νουκλεοτίδια της κυταραβίνης µπορούν να
ενσωµατωθούν στο DNA και το RNA, χωρίς όµως να έχει
γίνει κατανοητή η βιολογική σηµασία αυτής της δράσης.
(4) Είναι ένα φάρµακο ειδικό για την φάση S του κυτταρικού
κύκλου.
γ. Φαρµακοκινητική
(1) Απορροφάται αργά ύστερα από του στόµατος χορήγηση.
(2) Μεταβολίζεται γρήγορα στο ήπαρ και άλλους ιστούς από
την απαµινάση της κυτιδίνης (cytidine).
(3) Έχει πολύ µικρό χρόνο ηµιζωής (10 λεπτά).
δ. Αντίσταση καρκινικών κυττάρων µπορεί να εµφανιστεί εξαιτίας:
(1) Μειωµένων επιπέδων της κινάσης που απαιτείται για την
ενεργοποίηση.
(2) Αυξηµένων επιπέδων της απαµινάσης που απενεργοποιεί
το φάρµακο.
ε. Θεραπευτικές χρήσεις. Η κυταραβίνη χρησιµοποιείται για την
οξεία µυελογενή λευχαιµία σε συνδυασµό µε µία ανθρακυκλίνη ή µε
θειογουανίνη. Χρησιµοποιείται επίσης για οξεία κοκκιοκυτταρική και
οξεία λεµφοκυτταρική λευχαιµία.
στ. Οδός χορήγησης
(1) Η κυταραβίνη χορηγείται µε ενδοφλέβια, ενδοµυϊκή ή
υποδόρια έγχυση.
(2) Επειδή είναι ειδικό του κυτταρικού κύκλου φάρµακο και
γρήγορα απενεργοποιείται, προτιµάται η συνεχή έγχυση.
ζ. Παρενέργειες. Σε αυτές περιλαµβάνονται µυελοκαταστολή, ναυτία
και βλεννογονίτιδα.
Α. Γενικά
1. Αντίθετα µε άλλες οµάδες αντινεοπλασµατικών φαρµάκων, η
κατηγοροποίηση αυτής της οµάδας των ουσιών βασίζεται στην
προέλευση της αντίστοιχης ουσίας.
2. Τα φυσικά προϊόντα που χρησιµοποιούνται στη χηµειοθεραπεία του
καρκίνου προέρχονται από διαφορετικά φυτά και κατώτερους
οργανισµούς.
3. Τα περισσότερα από αυτά τα προϊόντα έχουν πολύπλοκη χηµική δοµή.
4. Οι κυριότερες κατηγορίες στις οποίες χωρίζονται τα φυσικά προϊόντα
είναι:
α. αντιβιοτικά
β. αλκαλοειδή της βίνκα
γ. µετατροποιητές βιολογικής απόκρισης
δ. ένζυµα
ε. επιποδοφυλλοτοξίνες
στ. ταξόλες
211
Β. Αντιβιοτικά
1. Ακτινοµυκίνη D
α. Χηµεία
(1) Η ακτινοµυκίνη D αποµονώνεται από είδη Streptomyces.
(2) Περιέχει δύο κυκλικά πολυπεπτίδια τα οποία είναι
δεσµευµένα σε ένα χρωµοφόρο.
β. Μηχανισµός δράσης
(1) Η ακτινοµυκίνη D προσδένεται µη-οµοιοπολικά στη διπλή
έλικα του DNA και αναστέλλει την ρυθµιζόµενη από το
DNA σύνθεση RNA.
(2) Είναι µη-ειδικό του κυτταρικού κύκλου.
γ. Φαρµακοκινητική
(1) Αποµακρύνεται από το πλάσµα γρήγορα αλλά παραµένει
στο σώµα για µεγάλο χρονικό διάστηµα. Ακόµη και 7
ηµέρες µετά το τέλος της χορήγησης, 30% του φαρµάκου
βρίσκεται στα ούρα και τα κόπρανα.
(2) ∆εν περνά τον αιµατεγκεφαλικό φραγµό.
δ. Αντίσταση καρκινικών κυττάρων εµφανίζεται εξαιτίας της
µειωµένης ικανότητας των καρκινικών κυττάρων να προσλάβουν ή να
συγκρατήσουν το φάρµακο.
ε. Θεραπευτικές χρήσεις
(1) Χρησιµοποιείται σε συνδυασµό µε άλλα φάρµακα σε
καταστάσεις όπως καρκίνος Wilm, σάρκωµα Ewing
ραβδοµυοσάρκωµα, σάρκωµα Kaposi και σαρκώµατα
µαλακών ιστών.
(2) Εξαιτίας των λεµφολυτικών δράσεών της, η ακτινοµυκίνη
προκαλεί µυελοκαταστολή και έχει χρησιµοποιηθεί στη
µεταµόσχευση νεφρών.
στ. Οδός χορήγησης. Χορηγείται ενδοφλέβια.
ζ. Παρενέργειες
(1) Προκαλεί µυελοκαταστολή, ναυτία και έµετο.
(2) ∆ερµατικές βλάβες σε περιοχές που έχουν ακτινοβοληθεί.
2. Ανθρακυκλίνες
α. Χηµεία
(1) Η δοξορουβικίνη είναι η πρωτότυπη ουσία. Αποµονώνεται
από Streptomyces, περιέχει αµινοσάκχαρο και έναν
ανθρακυκλινικό δακτύλιο.
(2) Η δαουναροµπικίνη είναι δοµικά πανοµοιότυπη µε την
δοξορουβικίνη, διαφέροντας µόνο κατά ένα υδροξύλιο.
(3) Η µιτοξανθρόνη είναι συνθετικό ανθρακένιο που
σχετίζεται µε τις ανθρακυκλίνες.
β. Μηχανισµός δράσης
(1) Το µη υδατανθρακικό τµήµα του µορίου του φαρµάκου
παρεµβάλλεται στη δοµή του DNA και του RNA.
(2) Το υδατανθρακικό τµήµα του µορίου αντιδρά ιοντικά και
σταθεροποιεί την παρεµβολή.
(3) Ως αποτέλεσµα, κατά τη διάρκεια της σύνθεσης τους τα
µόρια του DNA και του RNA παραµορφώνονται.
212
(4) Η δράση αυτή είναι µη-ειδική του κύκλου.
(5) Πιθανώς έχουµε σχηµατισµό ελευθέρων ριζών, οι οποίες
είναι πιθανό να προκαλούν κυτταροτοξικότητα. Η
µιτοξανθρόνη προκαλεί περιορισµένη σύνθεση ελευθέρων
ριζών και λιπιδιακής υπεροξείδωσης από ότι η
δοξορουβικίνη, οπότε θεωρητικά θα είναι και λιγότερο
καρδιοτοξική.
γ. Φαρµακοκινητική
(1) Η δοξορουβικίνη και η δαουνορουβικίνη προσλαµβάνεται
γρήγορα από τους ιστούς εκτός του εγκεφάλου.
(2) ∆εσµεύονται σε µεγάλο βαθµό από κυτταρικά συστατικά
γι’ αυτό και παρουσιάζουν µεγάλο χρόνο ηµιζωής στο
πλάσµα.
(3) Και τα δύο φάρµακα µεταβολίζονται πρωτογενώς σε
υδροξυλιωµένα και συζευγµένα παράγωγα.
(4) Η µιτοξανθρόνη, ύστερα από ενδοφλέβια έγχυση,
δεσµεύεται σε µεγάλο βαθµό µε πρωτεϊνες του πλάσµατος
και των οστών. Ο χρόνος ηµιζωής ποικίλει αρκετά (3 ώρες
έως 12 ηµέρες). Οι υψηλότερες συγκεντρώσεις είναι στο
θυροειδή, ήπαρ και καρδιά. Μεταβολίζεται στο ήπαρ.
δ. Η αντίσταση καρκινικών κυττάρων σε δοξορουβικίνη και
δαουνορουβικίνη είναι αποτέλεσµα της µειωµένης κυτταρικής
πρόσληψης του φαρµάκου ή της γρήγορης αποµάκρυνσης του
ενδοκυτταρικού φαρµάκου.
ε. Θεραπευτικές χρήσεις
(1) Η δοξορουβικίνη είναι από τα πιο αποτελεσµατικά
φάρµακα για συµπαγείς καρκίνους. Είναι επίσης
αποτελεσµατικό κατά της οξείας λευχαιµίας και κακόηθων
λεµφωµάτων.
(2) Η δαουνορουβικίνη είναι πιο αποτελεσµατική σε οξεία
λεµφοκυτταρική και κοκκιοκυτταρική λευχαιµία. Έχει
µικρή δράση κατά συµπαγών όγκων.
(3) Η µιτοξανθρόνη είναι το ίδιο αποτελεσµατική όσο η
δαουνορουβικίνη αλλά και λιγότερο κυτταροτοξική όταν
συνδυαστεί µε κυταραβίνη για την έναρξη της θεραπείας
της οξείας µη-λεµφοκυτταρικής λευχαιµίας. Μπορεί επίσης
να είναι αποτελεσµατική σε ασθενείς µε επιθετικό καρκίνο
µαστού.
στ. Οδός χορήγησης
(1) Η δοξορουβικίνη χορηγείται ενδοφλεβίως. Εξαιτίας της
σοβαρής ιστικής νέκρωσης που προκαλεί, η δοξορουβικίνη
δεν πρέπει να ενεθεί υποδορίως ή ενδοµυϊκά. Απαιτείται
προσοχή για να αποφευχθεί εξαγγείωση κατά τη διάρκεια
της ενδοφλέβιας έγχυσης ή ένεσης.
(2) Η συσσώρευση δόσεων δοξορουβικίνης φαίνεται να είναι
σηµαντικός παράγοντας ανάπτυξης καρδιακών βλαβών. Η
συνολική δόση των 550mg/m2 επιφάνειας σώµατος
θεωρείται σαν οροφή για την αποφυγεί καρδιοτοξικότητας.
(3) Η δαουνορουβικίνη χορηγείται παρόµοια.
213
(4) Η µιτοξανθρόνη προκαλεί µικρότερης συχνότητας τοπικών
αντιδράσεων σε σύγκριση µε δοξορουβικίνη και
δαουνορουβικίνη.
ζ. Παρενέργειες
(1) Η δοξορουβικίνη, η δαουνορουβικίνη και η µιτοξανθρόνη
προκαλούν οξεία και χρονία καρδιοµυοπάθεια. Η
καταστολή της καρδιακής λειτουργίας, αποτέλεσµα των
επαναλαµβανόµενων δόσεων, καθορίζει την συνολική
ποσότητα του φαρµάκου που µπορεί να χορηγηθεί.
(2) Μυελοκαταστολή και ιδιαίτερα λευκοπενία.
(3) Αλωπεκία είναι η κυριότερη παρενέργεια.
(4) Ναυτία και έµετο.
(5) ∆ερµατίτιδα σε σηµεία που έχουν ακτινοβοληθεί.
3. Βλεοµυκίνη
α. Χηµεία
(1) Είναι οµάδα γλυκοπεπτιδίων που προέρχονται από είδη
Streptomyces.
(2) Κάθε ένα από τα µόρια βλεοµυκίνης έχουν ένα επίπεδο
άκρο και ένα αµινο-τελικό άκρο. Οι διαφορετικοί τύποι
βλεοµυκίνης αφορούν τις διαφορές των αµινο-τελικών
άκρων.
β. Μηχανισµός δράσης
(1) Το επίπεδο άκρο του µορίου της βλεοµυκίνης προκαλεί
παρεµβολή στο DNA.
(2) Το άλλο άκρο δεσµεύεται µε δισθενή ιόντα σιδήρου και
διευκολύνει την οξείδωσή του σε τρισθενές ιόν σιδήρου,
δηµιουργώντας έτσι µία ελεύθερη ρίζα.
(3) Η ελεύθερη ρίζα οξυγόνου προκαλεί σχίσιµο του DNA,
δρώντας ειδικά στην αλληλουχία πουρίνη-γουανοσίνη-
κυτοσίνη-πυριµιδίνη.
(4) Κύτταρα στις φάσεις Go και G2 είναι τα πιο ευαίσθητα.
γ. Φαρµακοκινητική
(1) Η βλεοµυκίνη έχει χρόνο ηµιζωής στο πλάσµα περίπου 1
ώρα.
(2) Περισσότερο από το µισό του φαρµάκου αποβάλλεται
αναλλοίωτο στα ούρα σε 24 ώρες.
(3) Απενεργοποιείται στους περισσότερους ιστούς, εκτός του
δέρµατος και των πνευµόνων, από την υδρολάση της
βλεοµυκίνης. Η τοξικότητα εµφανίζεται σε κάποιο ιστό
όταν η υδρολάση απενεργοποιηθεί.
δ. Αντίσταση καρκινικών κυττάρων
(1) Τα καρκινικά κύτταρα µπορεί να µην ανταποκριθούν
εξαιτίας υψηλών επιπέδων της υδρολάσης.
(2) Μπορεί να εκδηλωθούν µεταλλάξεις στα καρκινικά
κύτταρα που θα επηρεάσουν την συγκεκριµένη αλληλουχία
που είναι ευαίσθητη στην intercalation της βλεοµυκίνης.
214
(3) Η αντίσταση µπορεί επίσης να είναι αποτέλεσµα χαµηλής
συσσώρευσης της βλεοµυκίνης στο κύτταρο ή ταχείας
αποµάκρυνσης του φαρµάκου.
ε. Θεραπευτικές χρήσεις
(1) Χρησιµοποιείται µόνο σε συνδυασµό µε άλλα φάρµακα.
(2) Είναι αποτελεσµατικός ο συνδυασµός της µε σισπλατίνη
και βινβλαστίνη για τη θεραπεία καρκίνου των όρχεων.
(3) Χρησιµοποιείται επίσης στη νόσο Hodgkin, σε λέµφωµα
µη-Hodgkin και για καρκινώµατα πλακωδών κυττάρων
κεφαλής και αυχένα, τραχήλου και δέρµατος.
στ. Οδοί χορήγησης
(1) Χορηγείται ενδοφλεβίως ή ενδοµυϊκά.
(2) Η µέγιστη συνολική δόση 400 µονάδων συνιστάται για να
αποφευχθεί πνευµονική τοξικότητα.
ζ. Παρενέργειες
(1) Η βλεοµυκίνη προκαλεί πνευµονική τοξικότητα που
εξαρτάται από ηλικία και συνολική συσσωρευτική δόση.
Αυτή εκδηλώνεται σαν πνευµονία που µπορεί να
µετεξελιχθεί σε θανατηφόρο πνευµονκή ίνωση.
(2) Αντίθετα, δεν προκαλεί σοβαρή τοξικότητα µυελού των
οστών.
4. Μιτοµυκίνη
α. Χηµεία. Αποµονώνεται από Streptomyces και περιέχει αζιριδινικό
δακτύλιο όπως επίσης και µία ουρεθανική και µία κινονική οµάδα.
β. Μηχανισµός δράσης
(1) Η µιτοµυκίνη, αρχικά, ανάγεται ενδοκυτταρικά από µία
αναγωγάση που εξαρτάται από το ανηγµένο NADPH, και
στη συνέχεια αλκυλιώνει το DNA. Για τον λόγο αυτό θα
µπορούσε να κατηγοροποιηθεί και σαν αλκυλιωτική ουσία.
(2) Οι ελεύθερες ρίζες οξυγόνου που πιθανώς να
σχηµατιστούν, µπορούν να προκαλέσουν αλλοιώσεις στις
απλές αλυσίδες του DNA.
γ. Φαρµακοκινητική
(1) Ύστερα από ενδοφλέβια χορήγηση, η µιτοµυκίνη
εξαφανίζεται γρήγορα από το αίµα.
(2) ∆εν εισχωρεί στο CNS.
(3) Μεταβολίζεται σε µεγάλο βαθµό από το ήπαρ.
(4) ∆εν απορροφάται από τον βλεννογόνο της ουροδόχου
κύστης όταν δίνεται ενδοκυστικά.
δ. Θεραπευτικές χρήσεις
(1) Έχει περιορισµένη χρήση σε περιπτώσεις καρκίνου του
στοµάχου και της µήτρας.
(2) Χρησιµοποιείται επίσης για θεραπεία επιφανειακών
καρκινωµάτων της ουροδόχου κύστης.
ε. Οδοί χορήγησης
(1) Χορηγείται ενδοφλέβια µε µεγάλη ταχύτητα ροής.
215
(3) Επίσης χορηγείται µε ενδοσπλαχνική έγχυση σε
περιπτώσεις επιφανειακών καρκινωµάτων της ουροδόχου
κύστης.
στ. Παρενέργειες
(1) Η µυελοκαταστολή είναι η κύρια σε περιπτώσεις
ενδοφλέβιας έγχυσης.
(2) ∆ερµατική, πνευµονική, νεφρική και γαστρεντερική
τοξικότητα.
(3) Εξαγγείωση του φαρµάκου προκαλεί σοβαρή ιστική βλάβη.
216
(1) Είναι αποτελεσµατική για οξεία λεµφοβλαστική λευχαιµία,
νόσο Hodgkin και λεµφώµατα µη-Hodgkin.
(2) Είναι επίσης χρήσιµη στη θεραπεία συµπαγών όγκων σε
παιδιά και για τους ενήλικες σε καρκίνους του µαστού,
πνεύµονα και µήτρας.
(3) Επειδή προκαλεί µυελοκαταστολή σε µικρότερο βαθµό,
προτιµάται από τη βινβλαστίνη για συγχορήγηση µε άλλα
µυελοκατασταλτικά φάρµακα στη θεραπεία λεµφωµάτων.
(4) Χρησιµοποιείται σε συνδυασµό µε τα κορτικοστεροειδή
πρεδνιζόνη, προκαρβαζίδη και ένα αλκυλιωτικό φάρµακο
(π.χ. µεχλωραιθαµίνη) στην αγωγή MOPP για τη νόσο
Hodgkin.
(5) Ο συνδυασµός της βινκριστίνης µε πρεδνιζόνη θεωρείται
θεραπεία επιλογής για περιορισµό λευχαιµίας σε παιδιά.
6. Οδός χορήγησης
α. Η βινβλαστίνη χορηγείται ενδοφλεβίως λαµβάνοντας ιδιαίτερα
υπόψη τον κίνδυνο εµφάνισης υποδόριας εξαγγείωσης.
β. Η βινκριστίνη χορηγείται επίσης ενδοφλέβια µε απουσία
εξαγγείωσης.
7. Παρενέργειες
α. Η βινβλαστίνη προκαλεί λευκοπενία σε 4-10 ηµέρες µετά την
έναρξη της θεραπείας. Ναυτία, έµετοι και παραισθησίες έχουν
αναφερθεί.
β. Η βινκριστίνη είναι περισσότερο τοξική ουσία µε κυριότερες
εκδηλώσεις παραισθησίες και κινητική αδυναµία. Οι
νευρολογικές αυτές εκδηλώσεις περιορίζονται µε τερµατισµό ή
ελάττωση της δόσης κατά τη διάρκεια πρώιµων συµπτωµάτων.
217
1. Μηχανισµός δράσης
α. Σε χαµηλές συγκεντρώσεις µπλοκάρουν τα κύτταρα στην φάση
S-G2.
β. Σε υψηλές συγκεντρώσεις, προκαλούν παύση (φάση G2).
γ. Ενεργοποιούν την τοποϊσοµεράση ΙΙ του DNA για τη σχάση
του RNA.
2. Φαρµακοκινητική
α. Η ετοποσίδη χορηγείται από του στόµατος αλλά και
ενδοφλέβια. Έχει χρόνο ηµιζωής 8 ώρες και 40% αποβάλλεται
από τα ούρα.
β. Η τενιποσίδη χορηγείται ενδοφλέβια µε χρόνο ηµιζωής 10-40
ώρες. Σε ποσοστό 80% ανακτάται µε τη µορφή µεταβολικών
προϊόντων.
3. Θεραπευτικές χρήσεις
α. Η ετοποσίδη χρησιµοποιείται για καρκίνο όρχεων, και σε
συνδυασµό µε σισπλατίνη για µικροκυτταρικό καρκίνο
πνευµόνων. Είναι δραστική σε αρκετές άλλες µορφές
καρκίνου, όπως µη-Hodgkin λέµφωµα, καρκίνο µαστού και
σάρκωµα Kaposi σε ασθενείς µε AIDS.
β. Η τενιποσίδη έχει µελετηθεί για τη θεραπεία της απλαστικής
οξείας λεµφοβλαστικής λευχαιµίας
4. Παρενέργειες
α. Η ετοποσίδη προκαλεί δοσο-ρυθµιζόµενη λευκοπενία.
β. Η τενιποσίδη προκαλεί µυελοκαταστολή.
1. Μηχανισµός δράσης
α. Η πακλιταξέλη προκαλεί τον σχηµατισµό σταθερών δεσµών µε
µικροσωληνίσκους επιδρώντας στην φάση G2 (µιτωτική) του
κυτταρικού κύκλου, αναστέλλοντας έτσι τον κυτταρικό
αναδιπλασιασµό.
β. Η πακλιταξέλη αναστέλλει την φάση G2 αναστέλλοντας έτσι
τον αναδιπλασιασµό του κυττάρου.
2. Φαρµακοκινητική
α. Ύστερα από ενδοφλέβια έγχυση, η πακλιταξέλη κατανέµεται
γρήγορα. ∆εν φτάνει όµως στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό (CSF).
β. Μικρά ποσά του φαρµάκου έχουν βρεθεί στα ούρα, ενώ
υψηλές συγκεντρώσεις του αρχικού φαρµάκου και
υδροξυλιωµένων µεταβολιτών του έχουν βρεθεί στη χολή.
3. Θεραπευτικές χρήσεις
α. Η πακλιταξέλη προκαλεί µία πρόσκαιρη απόκριση στο 33%
ασθενών που έχουν προηγούµενα λάβει θεραπεία για
µεταστατικό καρκίνο ωοθηκών, περιλαµβανοµένων και αυτών
που είναι ανθεκτικοί σε φάρµακα της πλατίνας (λευκοχρύσου).
β. Χρησιµοποιείται για µεταστατικό καρκίνο του µαστού,
επιθετικό µη-µικροκυτταρικό καρκίνο πνευµόνων, κακόηθες
µελάνωµα, και καρκίνο κεφαλής και τραχήλου.
218
4. Παρενέργειες
α. Αντιδράσεις υπερευαισθησίας. Μικρότερος ρυθµός έγχυσης
και προ-θεραπεία µε κορτικοστεροειδή και δεσµευτές
ισταµίνης µειώνουν τη συχνότητα και ένταση εµφάλισης των
αντιδράσεων.
β. Η κύρια τοξική εκδήλωση είναι η κοκκιοκυταροπενία, η οποία
µειώνεται µε την χρήση παράγοντα διέγερσης
κοκκιοκυτταρικών αποικιών (G-CSF).
γ. ∆οσο-ρυθµιστική περιφερική νευροπάθεια, αρθραλγία και
µυαλγία.
δ. Βραδυκαρδία και διαταραχές καρδιακής αγωγιµότητας.
ε. Απώλεια τροιχωτού καφελής, που όµως επανέρχεται µε τον
τερµατισµό της θεραπείας.
5. Αλληλεπιδράσεις. Ταυτόχρονη χορήγηση κετοκοναζόλης µπορεί να
αυξήσει την τοξικότητα της πακλιταξέλης.
Α. Γενικά
1. Η θεραπεία µε ορµόνες στηρίζεται στην παρουσία υποδοχέων για
ενδογενείς ορµόνες που απαιτούνται για τον πολλαπλασιασµό των
κυττάρων.
2. Αντίθετα µε άλλες αντινεοπλασµατικές ουσίες – φάρµακα, τα µέλη της
κατηγορίας αυτής των φαρµάκων δεν προκαλούν σοβαρή τοξικότητα.
Β. Ταµοξιφαίνη
1. Χηµεία. Η ταµοξιφαίνη είναι µη-στεροειδική ουσία που περιέχει µια
τριφαινυλαιθυλενική οµάδα.
2. Μηχανισµός δράσης
α. Μερικοί καρκίνοι, ιδίως καρκίνοι µαστού, χρειάζονται οιστρογόνα
για τον πολλαπλασιασµό των κυττάρων.
(1) Το οιστρογόνο δένει σε κυτταροπλασµατικό υποδοχέα
πρωτεϊνικής µορφής και το σύµπλοκο [οιστρογόνο-υποδοχέας]
µεταφέρεται µέσα στον πυρήνα επάγοντας τη σύνθεση RNA.
(2) Οι υποδοχείς οιστρογόνων βρίσκονται στα 2/3 των όγκων
µαστού των εµµηνοπαυσιακών γυναικών.
β. Η ταµοξιφαίνη, ένας ανταγωνιστής των οιστρογονικών υποδοχέων,
είναι χρήσιµη σε γυναίκες των οποίων οι όγκοι περιέχουν τέτοιους
υποδοχείς.
(1) Η ταµοξιφαίνη ανταγωνίζεται µε το οιστρογόνο για τον
κυτταροπλασµατικό υποδοχέα, αν και διαθέτει µικρές έως και
καθόλου οιστρογονικές ιδιότητες.
(2) Η αντι-οιστρογονική δράση της ταµοξιφαίνης µπλοκάρει τα
αποτελέσµατα της δράσης του οιστρογόνου (ανάπτυξη όγκου)
στους οιστρογονο-εξαρτώµενους όγκους.
3. Φαρµακοκινητική
α. Απορροφάται όταν χορηγείται από του στόµατος.
219
β. Συγκεντρώνεται σε ιστούς µε οιστρογονικούς υποδοχείς, όπως
ωοθήκες, και µαστός, αλλά και σε όγκους που περιέχουν τέτοιους
υποδοχείς.
γ. Υπόκειται σε ηπατικό µεταβολισµό.
δ. Αφού µπει στην εντεροηπατική κυκλοφορία, αποβάλλεται µε τη
µορφή κάποιου µεταβολίτη στα κόπρανα.
4. Θεραπευτικές χρήσεις. Η ταµοξιφαίνη χρησιµοποιείται για
συντηρητική θεραπεία επιθετικού καρκίνου µαστού σε
εµµηνοπαυσιακές γυναίκες.
α. Αν και η απόκριση στη θεραπεία µε ταµοξιφαίνη ήταν θετική όχι
µόνο για τους πλούσιους αλλά και τους φτωχούς σε οιστρογονικούς
υποδοχείς καρκίνων των µαστών, εντούτοις αυτή ήταν πολλή
καλύτερη στους πρώτους (πλούσιοι σε οιστρογονικούς υποδοχείς
όγκοι).
β. Οι όγκοι επανεµφανίζονται µε την αποµάκρυνση του φαρµάκου.
5. Οδός χορήγησης. Η ταµοξιφαίνη χορηγείται από του στόµατος.
6. Παρενέργειες
α. Εξάψεις, ήπια κατακράτηση υγρών και ναυτία.
β. Με υψηλές δόσεις έχουν αναφερθεί αµφιβληστροειδοπάθεια και
θολερότητα κερατοειδούς.
γ. Υπερκαλιαιµία.
220
2. Η πρεδνιζόνη, ένα γλυκοκορτικοειδές, έχει χρησιµοποιηθεί
επιτυχώς σε συνδυασµό µε κυτταροτοξικά φάρµακα για την
αντιµετώπιση λεµφοβλαστικής και χρόνιας λεµφοκυτταρικής
λευχαιµίας.
3. Η πρεδνιζόνη είναι επίσης δραστική σε συνδυασµό µε άλλα
κυτταροτοξικά φάρµακα στη θεραπεία της νόσου Hodgkin
(συστατικό της MOPP αγωγής), του µη-Hodgkin λεµφώµατος
και πολλαπλού µυελώµατος.
4. Εξαιτίας της ικανότητάς της για µείωση της παραγωγής
ανδρογόνων καταστέλλοντας το φλοιό των επινεφριδίων, τα
κορτικοστεροειδή (π.χ. πρεδνιζολόνη) έχουν χρησιµοποιηθεί
στη θεραπεία του καρκίνου του µαστού.
Ε. Προγεσταγόνα
1. Τα προγεσταγόνα συνδέονται µε ειδικούς
κυτταροπλασµατικούς υποδοχείς (προγεσταγονικούς) και
προκαλούν ωρίµανση του ενδοµητρίου προς µια µη-
πολλαπλασιαστική εκκριτική κατάσταση. Για τον λόγο αυτό,
τα προγεσταγόνα χρησιµοποιούνται µερικές φορές για τη
θεραπεία µεταστατικού καρκίνου του ενδοµητρίου ο οποίος
δεν µπορεί να θεραπευτεί µε ακτινοβολία ή χειρουργείο.
2. Τα προγεσταγόνα που συνήθως χρησιµοποιούνται σαν
αντικαρκινικά φάρµακα είναι µεδροξυπρογεστερόνη, η οποία
δίνεται ενδοµυϊκά, και η µεγεστρόλη, που δίνεται από του
στόµατος.
3. Τα προγεσταγόνα έχουν επίσης περιορισµένη χρήση που
αφορά κυρίως τη θεραπεία µεταστατικού καρκίνου νεφρών. Ο
µηχανισµός δράσης για αυτόν τον τύπο καρκίνου είναι
άγνωστος.
4. Προκαλούν ήπια κατακράτηση υγρών και κολπική αιµορραγία.
Α. Υδροξυουρία
1. Χηµεία. Είναι παράγωγο της ουρίας.
2. Μηχανισµός δράσης
α. Η υδροξυουρία αναστέλλει την αναγωγάση του
ριβονουκλεοτιδίου. Το ένζυµο αυτό είναι κρίσιµο για τη
βιοσύνθεση των δεοξυριβονουκλεοτιδίων που είναι βασικά για
το σχηµατισµό του DNA.
β. Η υδροξυουρία είναι ειδική για τη φάση S του κυτταρικού
κύκλου.
3. Φαρµακοκινητική
α. Απορροφάται γρήγορα από τον γαστρεντερικό σωλήνα.
β. Μεταβολίζεται στο ήπαρ το 20%, ενώ το υπόλοιπο
αποβάλλεται µέσω των νεφρών.
4. Θεραπευτικές χρήσεις
221
α. Η υδροξυουρία είναι εναλλακτική της βουσουλφάνης στη
θεραπεία της χρόνιας µυελογενούς λευχαιµίας.
β. Μειώνει τον υψηλό αριθµό λευκοκυττάρων του αίµατος
ασθενών µε οξεία µυελογενή λευχαιµία.
5. Οδός χορήγησης
α. Χορηγείται από του στόµατος ή ενδοφλέβια.
β. Εξαιτίας της αποβολής του από τους νεφρούς, χορήγησής της
σε ασθενείς µε νεφρική δυσλειτουργία απαιτεί ιδιαίτερη
προσοχή.
6. Παρενέργειες
α. Αναστρέψιµη µυελοκαταστολή είναι η κύρια παρενέργεια.
β. Γαστρεντερικές και δερµατικές διαταραχές εµφανίζονται
σποραδικά.
Β. Προκαρβαζίνη
1. Χηµεία. Η προκαρβαζίνη είναι υποκατεστηµένο υδραζινικό παράγωγο
µε δοµή παρόµοια µε αυτή αναστολέων της µονοάµινο
οξειδάσης (ΜΑΟ).
2. Μηχανισµός δράσης
α. Η προκαρβαζίνη υφίσταται αυτό-οξείδωση και σχηµατίζει
υδρογο-υπεροξείδια, που οδηγούν στην αποδόµιση του DNA.
β. Αναστέλλει επίσης τη σύνθεση DNA, RNA και πρωτεϊνών.
γ. Μπορεί επίσης να τρανσ-µεθυλιώσει το DNA στη Ν-7 της
γουανίνης.
3. Φαρµακοκινητική
α. Απορροφάται γρήγορα από το γαστρεντερικό.
β. Εγκαθίσταται γρήγορη ισορροπία µεταξύ πλάσµατος και
εγκεφαλονωτιαίου υγρού.
γ. Μεταβολίζεται γρήγορα και περίπου 40% αποβάλλεται στα
ούρα µέσα σε 24 ώρες, κυρίως µε τη µορφή µεταβολιτών.
4. Θεραπευτικές χρήσεις
α. Η κύρια χρήση της προκαρβαζίνης είναι σε συνδυασµό µε
µεχλωραιθαµίνη, βινκριστίνη και πρεδνιζόνη (π.χ. όπως στην
αγωγή MOPP) για τη θεραπεία της νόσου Hodgkin.
β. Η προκαρβαζίνη έχει επίσης κάποια αποτελεσµατικότητα στην
αντιµετώπιση του µικροκυτταρικού καρκίνου των πνευµόνων
(αδενοκαρκίνωµα ‘κεχροειδών κυττάρων’).
5. Οδός χορήγησης. Χορηγείται από του στόµατος µέχρι να εµφανιστεί
το επιθυµητό αποτέλεσµα ή να παρατηρηθεί (περιοριστική)
µορφή τοξικότητας.
6. Παρενέργειες
α. Λευκοπενία και θροµβοκυτταροπενία εµφανίζονται πιο συχνά.
β. Παρενέργειες από το γαστρεντερικό, καθώς επίσης ενίσχυση
άλλων εκδηλώσεων από το Κ.Ν.Σ.
γ. Επειδή είναι (όχι ισχυρός) αναστολέας της ΜΑΟ, µπορούν να
εµφανιστούν υπερτασικές εκδηλώσεις όταν συµπαθοµιµητικά,
τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά ή τρόφιµα πλούσια σε τυραµίνη
ληφθούν ταυτόχρονα.
222
Γ. Μιτοτάνη (o,p’-DDD)
1. Χηµεία. Η µιτοτάνη είναι παράγωγο του εντοµοκτόνου DDT.
2. Μηχανισµός δράσης
α. Εκλεκτικά καταστρέφει φυσιολογικά και νεοπλασµατικά
κύτταρα των επινεφριδίων µέσω ενός άγνωστου µηχανισµού.
β. Ρίχνει γρήγορα τα επίπεδα επινεφριδιακών κορτικοστεροειδών.
3. Φαρµακοκινητική
α. Απορροφάται µερικώς (~40%) από το γαστρεντερικό σωλήνα.
β. ∆ιατηρεί ανιχνεύσιµα επίπεδα στο πλάσµα έως και 9 µήνες
µετά το τέλος της θεραπείας.
γ. Έχει ευρεία κατανοµή, µε κύρια αποθήκη το λίπος των ιστών.
4. Θεραπευτικές χρήσεις. Χρησιµοποιείται σαν καταπραϋντική
θεραπεία για ανεγχείρητο καρκίνο του φλοιού των
επινεφριδίων.
5. Οδός χορήγησης. Χορηγείται από του στόµατος.
6. Παρενέργειες
α. Γαστρεντερικές διαταραχές, ληθαργικότητα και δερµατίτιδα.
β. Αν ασθενείς πάσχουν από νόσο Addison ή αν κατά τη διάρκεια
θεραπείας µε µιτοτάνη εµφανιστούν σοκ ή τραύµα, η
αντικατάσταση επινεφριδιακών κορτικοστεροειδών είναι
επιβεβληµένη.
∆. Σισπλατίνη
1. Χηµεία. Η σισπλατίνη είναι ένα ανόργανο σύµπλοκο λευκοχρύσου µε
επίπεδη διαµόρφωση. Η ενεργή µορφή του είναι µόνο η cis.
2. Μηχανισµός δράσης
α. Η σισπλατίνη συνδέεται στο DNA και δηµιουργεί
σταυροδεσµούς µεταξύ των δύο ελίκων, αλλά και µεταξύ
διαφορετικών σηµείων της ίδιας έλικας. ∆ηλαδή, η δράση της
είναι παρόµοια µε των αλκυλιωτικών ουσιών.
β. ∆εσµεύεται επίσης σε µεγάλο βαθµό σε πυρηνικές και
κυτταροπλασµατικές πρωτεΐνες.
γ. Είναι µη-ειδική του κυτταρικού κύκλου ουσία.
3. Φαρµακοκινητική
α. Ύστερα από ενδοφλέβια χορήγηση, το 90% δεσµεύεται µε
πρωτεϊνες του πλάσµατος.
β. Έχει χρόνο ηµιζωής µεγαλύτερο των 2 ηµερών.
γ. Εισχωρεί σε µικρό βαθµό στο CNS.
4. Θεραπευτικές χρήσεις
α. Η σισλπατίνη είναι από τα πιο αποτελεσµατικά φάρµακα για
συµπαγείς όγκους.
β. Είναι αποτελεσµατική σε µονοθεραπεία αλλά και σε
συνδυασµό µε βλεοµυκίνη και βινβλαστίνη στη θεραπεία
όγκων των όρχεων.
γ. Η σισπλατίνη είναι επίσης χρήσιµη στη θεραπεία καρκίνου των ωοθηκών.
5. Οδός χορήγησης. Χορηγείται ενδοφλέβια µε ισχυρή ενυδάτωση και
διούρηση για να αποφευχθεί νεφρική τοξικότητα.
6. Παρενέργειες
223
α. ∆οσο-ρυθµιζόµενη δυσλειτουργία των νεφρικών σωληναρίων.
Για τον λόγο αυτό δεν θα πρέπει να χρησιµοποιείται σε
ασθενείς µε νεφρική ανεπάρκεια.
β. Βαρηκοϊα υψηλών συχνοτήτων.
γ. Σοβαρή ναυτία και έµετο.
δ. Αναφύλαξη.
Ε. Καρβοπλατίνη
1. Χηµεία. Η καρβοπλατίνη είναι χηµικά συγγενής µε την σισπλατίνη.
2. Μηχανισµός δράσης. Όπως και η σισπλατίνη, δηµιουργεί
σταυροδεσµούς στο DNA µεταξύ των δύο ελίκων, αλλά και µεταξύ
διαφορετικών σηµείων της ίδιας έλικας.
3. Φαρµακοκινητική
α. Το φάρµακο αποµακρύνεται συνήθως από τους νεφρούς.
β. 60% µιας δόσης του φαρµάκου βρίσκεται στα ούρα τις πρώτες
24 ώρες.
4. Θεραπευτικές χρήσεις
α. Η καρβοπλατίνη µπορεί να χρησιµοποιηθεί σε µονοθεραπεία
ασθενών µε επίµονο ή επαναλαµβανόµενο (περιοδικό) καρκίνο
ωοθηκών.
β. Η θεραπευτική απόκριση είναι ελαφρώς υψηλότερη σε
ασθενείς που δεν έχουν λάβει προηγούµενα θεραπεία µε
σισπλατίνη και αρκετά χαµηλότερη σε εκείνους των οποίων οι
όγκοι δεν αποκρίνονται σε σισπλατίνη.
5. Οδός χορήγησης. Η καρβοπλατίνη χορηγείται µε ενδοφλέβια έγχυση
αλλά, αντίθετα από τη σισπλατίνη, δεν απαιτείται έντονη
ενυδάτωση ή διούρηση.
6. Παρενέργειες
α. Προκαλεί λιγότερα έντονη ναυτία και έµετο σε σύγκριση µε τη
σισπλατίνη.
β. Παρουσιάζει µικρότερη νεφροτοξικότητα, νευροτοξικότητα
και ωτοτοξικότητα σε σύγκριση µε τη σισπλατίνη.
γ. Υπάρχει επίσης µεγαλύτερη πιθανότητα δοσο-εξαρτώµενης
καταστολής µυελού των οστών, και ειδικότερα
θροµβοκυτταροπενίας, σε σύγκριση µε τη σισπλατίνη.
δ. Έχουν αναφερθεί αλλεργικές αντιδράσεις.
224
3. Θεραπευτικές χρήσεις. Η IL-2 µπορεί να προσφέρει πλεονεκτήµατα
σε µικρό αριθµό ασθενών µε µεταστατικό καρκίνο νεφρών ή
µελανώµατος.
4. Οδός χορήγησης. Έχει δοθεί ενδοφλέβια bolus ή συνεχή έγχυση.
5. Παρενέργειες
α. Πυρετό.
β. Κατακράτηση υγρών που οδηγεί σε πνευµονικό οίδηµα.
γ. Υπόταση
δ. Καρδιακές αρρυθµίες.
ε. Απώλεια προσανατολισµού.
Α. Γενικά
1. Τα χηµειοθεραπευτικά µπορεί να αυξήσουν τον έµετο διεγείροντας
ντοπαµινεργικούς, σεροτονινεργικούς και οπιοειδείς υποδοχείς στο
κέντρο του εµέτου (χηµειοαισθητική ζώνη του προµήκη).
2. Η αποτελεσµατικότητα των αντιεµετικών διαφέρει ανάλογα µε:
α. οδό χορήγησης
β. χρόνο χορήγησης
γ. χρησιµοποιούµενο αντικαρκινικό φάρµακο
δ. δόση αντικαρκινικού φαρµάκου
ε. µηχανισµό δράσης
Β. Ονδανσετρόνη
1. Μηχανισµός δράσης. Η ονδανσετρόνη είναι ένας ανταγωνιστής των
υποδοχέων 5-HT3, ο οποίος επιδρά στις κεντροµόλες νευρικές ίνες του
πνευµονογαστρικού νεύρου από το ανώτερο τµήµα του
γαστρεντερικού σωλήνα προς το κέντρο του εµέτου στον προµήκη.
Αντίθετα από την µετοκλοπραµίδη ή τη προχλωροπεραζίνη, δεν
παρουσιάζει αντι-ντοπαµινεργική δράση και δεν προκαλεί
εξωπυραµιδικά συµπτώµατα.
2. Φαρµακοκινητική. Η ονδανσετρόνη µεταβολίζεται στο ήπαρ και οι
µεταβολίτες της αποβάλλονται στα ούρα.
3. Χορήγηση
α. Η ονδανσετρόνη είναι πιο αποτελεσµατική από την
µετοκλοπραµίδη όταν χορηγούνται ενδοφλέβια.
β. Η αποτελεσµατικότητα της ονδανσετρόνης αυξάνεται όταν
χορηγηθεί και δεξαµεθαζόνη, αλλά ο µηχανισµός µε τον οποίο
η τελευταία εµποδίζει τον έµετο δεν είναι ξεκάθαρος.
4. Παρενέργειες. Κεφαλαλγίες και δυσκοιλιότητα είναι οι πιο
συνηθισµένες.
Γ. Γρανισετρόνη
1. Μηχανισµός δράσης. Η γρανισετρόνη είναι ανταγωνιστής των
υποδοχέων 5-ΗΤ3 µε µηχανισµό παρόµοιο µε αυτόν της
ονδανσετρόνης.
225
2. Φαρµακοκινητική. Η γρανισετρόνη µεταβολίζεται στο ήπαρ και
αποβάλλεται στα ούρα και τα κόπρανα. Έχει χρόνο ηµιζωής 9 ώρες.
3. Χορήγηση. Η γρανισετρόνη χορηγείται ενδοφλεβίως. Η προσθήκη
δεξαµεθαζόνης φαίνεται να αυξάνει την αποτελεσµατικότητα της
γρανισετρόνης.
4. Παρενέργειες. Είναι παρόµοιες µε αυτές της ονδανσετρόνης.
∆. Μετοκλοπραµίδη
1. Μηχανισµός δράσης. Η µετοκλοπραµίδη είναι ανταγωνιστής της
ντοπαµίνης.
2. Χορήγηση. Χορηγείται ενδοφλέβια ή από του στόµατος.
α. ∆εν πρέπει να χορηγείται ταυτόχρονα µε άλλους ανταγωνιστές
ντοπαµίνης (π.χ. φαινοθειαζίνες, βουτυροφαινόνες) γιατί µε τον
τρόπο αυτό επιταχύνονται αντιδράσεις οξείας δυστονίας.
β. Χορηγούµενη σαν µονοθεραπεία, είναι λιγότερο
αποτελεσµατική σε σχέση µε την ονδασετρόνη ή την
γρανισετρόνη. Σε συνδυασµό µε δεξαµεθαζόνη ή λοραζεπάµη
αυξάνεται η αποτελεσµατικότητά της.
3. Παρενέργειες. Περιλαµβάνονται υπνηλία και εξωπυραµιδικές
αντιδράσεις (π.χ. παρκινσονικό σύνδροµο).
226