Professional Documents
Culture Documents
Παπαδοπούλου-Βελλή Χρυσάνθη- Η Αξιολόγηση Της Δημιουργικής Σκέψης Των Μαθητών
Παπαδοπούλου-Βελλή Χρυσάνθη- Η Αξιολόγηση Της Δημιουργικής Σκέψης Των Μαθητών
Α.Μ. 221031
2
τα βασικά χαρακτηριστικά της δημιουργικής διαδικασίας: Η παραγωγή συνειρμών
που είναι άφθονοι και μοναδικοί και η προσέγγιση του κάθε αντικειμένου με
παιγνιώδη και ελεύθερη διάθεση.
Ένας ακόμη αναλυτικός ορισμός της δημιουργικότητας είναι και αυτός των
Barron και Harrington (1981), σύμφωνα με τους οποίους υπάρχουν τρεις τρόποι να
ορίσει κανείς την δημιουργική σκέψη:
α) Είναι η σκέψη που οδηγεί στην παραγωγή δημιουργικού προϊόντος, του
οποίου τα διακριτικά χαρακτηριστικά είναι η πρωτοτυπία, η μοναδικότητα, η
ηγετικότητα, η εφευρετικότητα, η ευρύτητα κ.ά.
β) Είναι η σκέψη ως ένας ιδιαίτερος τρόπος επίλυσης προβλημάτων, η οποία
μέσα από την ευαισθησία στον εντοπισμό προβλημάτων, την ικανότητα σύνδεσης
απόμακρων εννοιολογικών στοιχείων και την διαισθητική δύναμη οδηγεί στην
εύρεση πολλαπλών λύσεων για το ίδιο πρόβλημα και σχετίζεται ή πολλές φορές
ταυτίζεται με την αποκλίνουσα σκέψη.
γ) Τέλος, η δημιουργική σκέψη είναι η ικανότητα που αποκαλύπτεται και
μετριέται μέσα από την επίδοση σε τεστ δημιουργικότητας.
Χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια, φαίνεται να επαληθεύεται αυταπόδεικτα το
σχόλιο του Davis (1992) πως «υπάρχουν άπειροι ορισμοί και ιδέες για τη
δημιουργικότητα, όσοι και οι άνθρωποι που έχουν γράψει τις ιδέες τους σ΄ ένα κομμάτι
χαρτί».
Ωστόσο, οι θέσεις που επικρατούν αναφορικά με τους ορισμούς της
δημιουργικότητας μπορούν να κατηγοριοποιηθούν σε δύο βασικές προσεγγίσεις. Η
πρώτη αφορά την παραδοσιακή άποψη, η οποία υποστηρίζει ότι υπάρχει ένας
αριθμός «ευφυών»,
«προικισμένων» ανθρώπων, όπου εντάσσονται άτομα με εξαιρετικό ταλέντο ή
κάποιες ξεχωριστές δεξιότητες που ξεχωρίζουν από τους υπόλοιπους κα σαν
παράδειγμα αναφέρουν προσωπικότητες όπως ο Μότσαρτ και ο Αϊνστάιν. Σύμφωνα
με αυτή την προσέγγιση, η δημιουργικότητα δεν είναι η ίδια σε όλους τους
ανθρώπους, άρα δεν καλλιεργείται. Η δεύτερη σύγχρονη άποψη, υποστηρίζει ότι το
ταλέντο είναι κυρίως αποτέλεσμα εξάσκησης και σκληρής δουλειάς και όλα τα άτομα
έχουν τη δυνατότητα να φτάσουν σ΄ ένα βαθμό δημιουργικότητας. Επομένως, οι
γνωστικές διεργασίες που ακολουθούνται στην ανάδειξη ιδεών δε διαφέρουν από τις
καθημερινές και συνεπώς η δημιουργικότητα μπορεί να καλλιεργηθεί (Σιούτας,
Ζημιανίτης, Κουταλέλη & Παναγοπούλου, 2011) .
Συνοπτικά, τα βασικά χαρακτηριστικά της δημιουργικής σκέψης φαίνονται να
είναι ότι :
α) Συνδέεται με την αποκλίνουσα σκέψη που αντιπροσωπεύει ένα ελεύθερο
τύπο πνευματικής διεργασίας σε σύγκριση με αυτόν της συγκλίνουσας.
β) Προσανατολίζεται προς όλες τις πιθανές ιδέες και λύσεις προκειμένου να
αντιμετωπίσει ένα πρόβλημα, ασκώντας ευρύτατη διερεύνηση.
γ) Χαρακτηρίζεται από ευχέρεια, νοητική ευελιξία και πρωτοτυπία κατά την
παραγωγή, ικανότητα σύνθεσης, μετασχηματισμού και επεξεργασίας των διαθέσιμων
πληροφοριών για το σχηματισμό νέων προϊόντων.
3
δ) Συνεργάζεται με τις υπόλοιπες νοητικές διεργασίες και βρίσκεται σε
δυναμική αλληλεπίδραση με τη μνήμη και την κριτική σκέψη. Η μετάβαση από τον
αποκλίνοντα στο συγκλίνοντα τρόπο σκέψης δεν σηματοδοτεί μια τομή, αλλά μια
αλληλοδιείσδυση (Ξανθάκου,1999).
4
Καθώς η ανάγκη σμίλευσης δημιουργικών μαθητών στα πλαίσια του σχολείου,
ικανών να προσαρμόζονται στις αλλαγές και να τις αντιμετωπίζουν με ψυχραιμία και
εφευρετικότητα γίνεται ολοένα και πιο επιτακτική, οι Σιούτας και συν. (2011) θέτουν
τα κριτήρια αναγνώρισης του δημιουργικού μαθητή. Θεωρούν δημιουργικό το
μαθητή που αναζητά νέες ιδέες και λύσεις χωρίς απαραίτητα την ύπαρξη
ερεθισμάτων, υιοθετεί άμεσα τις νέες ιδέες και θέτει υψηλούς στόχους, αλλά και
αμφισβητεί κάθε τι παλιό, καθώς επινοεί, προσαρμόζει, πειραματίζεται και εφαρμόζει
ό,τι θεωρεί καινοτόμο.
5
σκέψης, ασκήσεις αποκλίνουσας σκέψης, καταγραφή συμπεριφοράς και
ενδιαφερόντων των ατόμων, καταγραφή ιδιαίτερων στοιχείων προσωπικότητας,
βιογραφικές αναφορές, αλλά και διαφόρων τύπων ασκήσεις. Κάποιες από αυτές ήταν
οι ασκήσεις καταγραφής τίτλων πλοκής (δίνεται στους συμμετέχοντες η πλοκή μιας
ιστορίας και τους ζητείται η επινόηση πρωτότυπων τίτλων), γρήγορες αντιδράσεις σε
συσχετισμούς λέξεων (βαθμολογούνται οι ασυνήθιστες απαντήσεις), σύλληψη
σχημάτων και μορφών (παρουσιάζονται απλές ζωγραφιές ατόμων και αντικειμένων
και ζητείται η εύρεση κοινών ιδιοτήτων και χαρακτηριστικών ανά δύο ή
περισσοτέρων ζωγραφιών, ενώ η βαθμολόγηση γίνεται και πάλι με βάση τις
ασυνήθιστες απαντήσεις), ασυνήθιστες χρήσεις (δίνονται καθημερινά συνηθισμένα
αντικείμενα, π.χ. μια οδοντογλυφίδα και ζητούνται ασυνήθιστες εφαρμογές),
μακρινές συσχετίσεις (ζητείται από τους συμμετέχοντες να δημιουργήσουν μια νέα
λέξη από δύο άλλες απλές) και μακρινές επιπτώσεις (ζητείται η ενεργοποίηση μιας
λίστας συνεπειών μη αναμενόμενων γεγονότων).
Η δημιουργικότητα μπορεί να υπολογισθεί επίσης με βάση την αντίδραση –
απάντηση σε μια ποικιλία δοκιμαστικών σεναρίων, όπως είναι η έκφραση ιδεών, ο
συνδυασμός ιδεών με νέο τρόπο, η ανάδειξη νέων χρησιμοτήτων για ήδη υπάρχουσες
ιδέες, η διερεύνηση, η εστίαση/διάκριση και η αλλαγή προοπτικής (Mednick, 1963;
Wallach & Kogan, 1965; Johnson, 1972) . H έκφραση ιδεών αφορά την ικανότητα να
αναπτύσσεται με ευχέρεια μια ποικιλία συλλογισμών και συσχετισμών όταν
παρουσιάζεται μια απλή λέξη ή εικόνα. Ο συνδυασμός ιδεών με νέο τρόπο σχετίζεται
με την ανάπτυξη ενός ευρέος φάσματος καινοτόμων προσεγγίσεων και λύσεων, όταν
ζητείται η εξερεύνηση νέων δυνατοτήτων για ένα συνηθισμένο απλό αντικείμενο της
καθημερινότητάς (π.χ. ένα τούβλο). Το συγκεκριμένο σενάριο παρουσιάζει
ομοιότητες με την άσκηση ασυνήθιστων χρήσεων που είχε εντοπίσει ο Hocevar
(1981). Η ανάδειξη νέων χρησιμοτήτων για ήδη υπάρχουσες ιδέες πραγματοποιείται
με την ενεργοποίηση πρωτότυπων ιδεών ή λύσεων στηριγμένων στη βάση
προϋπαρχουσών ιδεών. Η διερεύνηση αφορά την ικανότητα επεξεργασίας μιας ιδέας,
ώστε να καταστεί πρακτικά λειτουργική, ενώ η εστίαση και διάκριση έχει να κάνει με
τον εντοπισμό των πιο σημαντικών στοιχείων μιας ιδέας και κατόπιν την προσέγγισή
τους στην προσπάθεια επίλυσης ενός προβλήματος με ταυτόχρονη αξιολόγηση των
δυσκολιών. Τέλος, η ανταλλαγή προοπτικής αποτελεί την ικανότητα να προτείνονται
τρόποι θεώρησης και επίλυσης ενός προβλήματος, υπό το πρίσμα διαφορετικών
προοπτικών (Σιούτας και συν., 2011).
Σύμφωνα με τα παραπάνω, η δημιουργικότητα φαίνεται να έχει να κάνει με
την ικανότητα του ατόμου να πραγματοποιεί μη συνηθισμένους συνειρμούς, δηλαδή
πρωτότυπους συνδυασμούς που θα είναι χρήσιμοι κάποτε. Ωστόσο, τα
προαναφερθέντα έργα μειονεκτούν, καθώς δεν μπορούν να προβλέψουν με ακρίβεια
τη μελλοντική επίδοση ενός ατόμου, αν και μετρούν δυνατότητες που δεν μπορούν να
βρεθούν με τα συνήθη τεστ. Παράλληλα, δεν αποσαφηνίζουν το ερώτημα αν μετρούν
την αποκλίνουσα σκέψη ή την πρωτοτυπία, καθώς δεν εξετάζουν τον τρόπο με τον
οποίο καταλήγει το άτομο σε μια απάντηση (Χάσκου, 2010).
Οι παραπάνω ψυχομετρικές προσπάθειες επικεντρώνονται στην μέτρηση και
αξιολόγηση της ικανότητας και του δημιουργικού προϊόντος. Επομένως, όλο και
6
περισσότερο επισημαίνεται η ανάγκη αξιοποίησης ψυχομετρικών εργαλείων που
αξιολογούν τη διαδικασία (Sternberg, 1985), δηλαδή την πορεία προς την
δημιουργική έκφραση, ώστε να καταστεί δυνατή η πληρέστερη κατανόηση του
φαινομένου της δημιουργικότητας. Η νεότερη ψυχομετρική έρευνα προσεγγίζει το
θέμα μέσα από την περιγραφή και μέτρηση του γνωστικού ύφους που ταιριάζει και
προάγει τη δημιουργική σκέψη, όπως είναι η «δημιουργική συνειρμική σύνδεση» και
η «χρήση αφηρημένων μορφών» και ακόμη το «σπάσιμο των νοητικών τάσεων», η
«αναβολή διατύπωσης κρίσης». Προσπαθεί, επίσης, να εντοπίσει τα διανοητικά
χαρακτηριστικά καθώς και τις γνωστικές δεξιότητες που εφαρμόζονται κατά τη
δημιουργική διαδικασία (Χάσκου, 2010).
7
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της κατηγορίας αποτελεί το Creative
Personality Scale for the Adjective Check List (Gough, 1979). O Gough δουλεύοντας
με 300 άτομα, τα οποία είχαν χαρακτηριστεί με άλλες κλίμακες δημιουργικά,
κατασκεύασε μια λίστα με 30 επίθετα, τα οποία έγκυρα διαχώριζαν τους περισσότερο
δημιουργικούς από τους λιγότερο δημιουργικούς ανθρώπους. Από τα 30 αυτά
επίθετα, τα 18 βρέθηκαν ότι σχετίζονται θετικά με τη δημιουργικότητα. Κάποια από
αυτά ήταν: ικανός, έξυπνος, πειστικός, εγωιστής, πονηρός, εφευρετικός, μη
συμβατικός κλπ. Κάποια από τα επίθετα που σχετίστηκαν αρνητικά με τη
δημιουργικότητα ήταν: κοινός, συντηρητικός, ανικανοποίητος, ειλικρινής, έντιμος
κ.ά.
Συμπληρωματικά, στον αμερικανικό χώρο έρευνας εντοπίζονται οι κλίμακες
αυτοαξιολόγησης: «Κλίμακα Δημιουργικής Συμπεριφοράς και Προδιάθεσης»
(Creative Behavior Disposition Scale, Taylor & Fish, 1979), η «Αξιολόγηση της
Δημιουργικής Τάσης της Πενσυλβάνια», (Pennsylvania Assessment of Creative
Tendency, Rookey, 1971), αλλά και «Το Ερωτηματολόγιο της Προσαρμογής-
Καινοτομίας της Kirton», (Kirton Adaptation-Innovation Inventory, Kirton, 1977).
Στην ίδια κατηγορία ανήκει κα το «Ομαδικό Ερωτηματολόγιο για την εύρεση
Δημιουργικού Ταλέντου» (Group Inventory for Finding Creative Talent, GIFT,
Rimm, 1976), ενώ αξίζει να αναφερθούν και οι κλίμακες: «Δήλωση Παρελθόντων
Δημιουργικών Ενεργειών» (Statement of Past Creative Activities, Bull, 1978) και το
γερμανικό «Ερωτηματολόγιο για την κατανόηση των Νέων Δημιουργικών
Δραστηριοτήτων» (Fragebogen zur Erfassung Kreativer Altagsaktivitäten, Krampen,
1993).
8
ρευστότητα των ιδεών, η δυνατότητα ευελιξίας, η πρωτοτυπία και η επεξεργασία των
ιδεών με γλωσσικά και οπτικά προβλήματα» (Guilford, 1966). Ορισμένα τυπικά
παραδείγματα τεστ του Guilford αποτελούν το τεστ Εναλλακτικών χρήσεων1, το τεστ
Ελεγχόμενων Συσχετίσεων2 και το τεστ Σκίτσων3 (Guilford, 1967).
Παρ’ όλα αυτά, τα δημοφιλέστερα ψυχομετρικά τεστ αξιολόγησης της
δημιουργικής σκέψης είναι αυτά του Torrance (1966, 1968, 1972, 1974, 1984, 1990,
2008), τα οποία αν και βασίζονται στα τεστ του Guilford, είναι πολύ πιο
επεξεργασμένα και μπορούν να χορηγηθούν σε άτομα από την νηπιακή ως την ώριμη
ηλικία τους. Το επικρατέστερο ψυχομετρικό τεστ ονομάζεται Torrance test of
Creative Thinking (TTCT) και η χορήγησή του ακολουθεί μια συγκεκριμένη
διαδικασία. Χορηγείται συνήθως ομαδικά και για όλες τις δραστηριότητες υπάρχει
αυστηρός περιορισμός χρόνου.
Οι απαντήσεις του τεστ βαθμολογούνται σύμφωνα με τα τέσσερα στοιχεία
που αποτελούν τη δημιουργικότητα, όπως προκύπτουν κυρίως από τη θεωρία του
Guilford. Τα κριτήρια αυτά είναι η λεκτική ευχέρεια, η οποία αναφέρεται στην
παραγωγή μεγάλου αριθμού ιδεών, η λεκτική ευλυγισία, η οποία αναφέρεται στην
παραγωγή μεγάλης ποικιλίας ιδεών, η επεξεργασία, η οποία αναφέρεται στην
πολυπλοκότητα και τελειοποίηση των ιδεών και η πρωτοτυπία, η οποία αναφέρεται
στη χρήση ιδεών, οι οποίες δεν είναι προφανείς, συνηθισμένες ή δε συναντιούνται
στατιστικά συχνά (Torrance, 1966).
Tα τεστ δημιουργικότητας του Torrance χωρίζονται σε δύο μέρη. Περιέχουν
ένα λεκτικό και ένα πρακτικό μέρος. Tο πρακτικό μέρος περιλαμβάνει α) τη σχεδίαση
μιας εικόνας, όπου δίνεται ένα αρχικό σχήμα και ζητείται από τους εξεταζόμενους να
δημιουργήσουν μια εικόνα και να την τιτλοφορήσουν με βάση αυτό, β) την
ολοκλήρωση εικόνων, κατά την οποία στους εξεταζόμενους δίνονται δέκα ημιτελή
σχήματα και ζητείται από εκείνους να τα ολοκληρώσουν, δημιουργώντας
τελειοποιημένα σχέδια και να δώσουν τίτλο σε κάθε ένα από αυτά και γ) τη
ζωγραφική με την χρήση προκαθορισμένων σχημάτων, όπου οι εξεταζόμενοι πρέπει
να δημιουργήσουν μια σειρά από νέες εικόνες χρησιμοποιώντας προκαθορισμένα
σχήματα και να δώσουν ένα τίτλο σε κάθε μια από τις ιδέες που ολοκληρώνουν
(Kaufman, Plucker & Baer, 2008).
Το λεκτικό μέρος περιλαμβάνει επτά υποκλίμακες, από τις οποίες οι τρεις
πρώτες βασίζονται σε κάποια από τις εικόνες που περιλαμβάνει το εγχειρίδιο του τεστ
στις πρώτες του σελίδες. Συνεπώς, ζητείται από τον εξεταζόμενο με βάση την εικόνα
εκλογής: α) να διατυπώσει όσες περισσότερες ερωτήσεις μπορεί για την εικόνα αυτή,
β) να μαντέψει όσο το δυνατόν περισσότερες αιτίες μπορεί να οδήγησαν σε αυτό που
δείχνει η εικόνα και γ) να μαντέψει, αντίστοιχα, όσες περισσότερες συνέπειες μπορεί
της εικόνας που βλέπει (Kaufman, Plucker & Baer, 2008).
1
Δοκιμασία Εναλλακτικών Χρήσεων (alternate uses task) (Guilford, 1967): Τα άτομα καλούνται να
σκεφτούν με ποιους τρόπους, εκτός του συνηθισμένου και συμβατικού τρόπου, θα μπορούσαν να
χρησιμοποιήσουν ένα απλό καθημερινό αντικείμενο ευρείας χρήσης.
2
Δοκιμασία Ελεγχόμενων Συσχετίσεων (controlled associations task) (Guilford, 1967): Στα άτομα
δίνονται οκτώ λέξεις, τις οποίες καλούνται να κατηγοριοποιήσουν βάσει της μεταξύ τους συνάφειας.
3
Δοκιμασία Σκίτσων (sketches) (Guilford, 1967): Τα άτομα καλούνται να ζωγραφίσουν όσα
περισσότερα σχέδια μπορούν, έχοντας ως εκκίνηση κάποιο βασικό σχήμα (π.χ. κύκλος).
9
Οι τελευταίες τέσσερις λεκτικές υποκλίμακες είναι ανεξάρτητες από εικόνες
και περιλαμβάνουν: α) τη βελτίωση αντικειμένων, β) τη δήλωση ασυνήθιστων
χρήσεων για αντικείμενα, γ) ερωτήσεις τύπου «Τι θα συνέβαινε αν…;» και δ)
ασυνήθιστες ερωτήσεις. Στη δοκιμασία βελτίωσης αντικειμένων, στους
εξεταζόμενους παρουσιάζεται η εικόνα ενός κοινού παιχνιδιού και τους ζητείται να
καταγράψουν τις ιδέες τους ώστε το συγκεκριμένο παιχνίδι να είναι περισσότερο
ελκυστικό και αστείο για να παίζει κανείς μαζί του. Η δήλωση ασυνήθιστων χρήσεων
για τα αντικείμενα ταυτίζεται με την αντίστοιχη δοκιμασία εναλλακτικών χρήσεων
του Guilford που περιγράφηκε παραπάνω και, τέλος, στις ερωτήσεις του τύπου «Τι
θα συνέβαινε αν…;»: ο εξεταζόμενος καλείται να απαριθμήσει τις συνέπειες μιας
συγκεκριμένης αλλά μη πραγματικής κατάστασης που του δίνεται. Αναφορικά με τις
ασυνήθιστες ερωτήσεις, αποτελεί μια υποκλίμακα η οποία έχει εξαιρεθεί από τις
μεταγενέστερες αναθεωρήσεις του τεστ, κατά την οποία ζητούνταν από τον
εξεταζόμενο να διατυπώσει όσο το δυνατόν περισσότερες ερωτήσεις για κάποιο κοινό
αντικείμενο (Kaufman, Plucker & Baer, 2008).
Επιπρόσθετα, αξίζει να αναφερθεί το τεστ των Wallach & Kogan (1965), το
οποίο βασίζεται στις θεωρίες του Guilford, και σε ιδέες που προέρχονται από την
Συνειρμική Ψυχολογία. Οι Wallach και Kogan υποστήριξαν ότι τα προηγούμενα τεστ
απέτυχαν να απομονώσουν την δημιουργική σκέψη, γεγονός που το απέδωσαν στην
ύπαρξη χρονικού περιορισμού και στην ατμόσφαιρα εξέτασης που επικρατούσε στη
χορήγηση τους. Οι ίδιοι κατασκεύασαν ψυχομετρικά τεστ μέτρησης της
δημιουργικότητας στα οποία δεν έθεσαν χρονικό περιορισμό και τα οποία
χορηγούνταν σε παιδιά, συνήθως από το δάσκαλο, με τη μορφή παιχνιδιού. Το τεστ
που επινόησαν περιέχει τρεις λεκτικές υποκλίμακες και δύο οπτικές, ενώ μετράει δύο
μεταβλητές: την μοναδικότητα και το πλήθος των απαντήσεων. Οι τρεις λεκτικές
υποκλίμακες περιλαμβάνουν τις δοκιμασίες των όμοιων κατηγοριών (απαρίθμηση
περιπτώσεων της ίδιας εννοιολογικής κατηγορίας, των εναλλακτικών χρήσεων
(εύρεση πιθανών χρήσεων κοινών αντικειμένων) και των ομοιοτήτων (εντοπισμός
ομοιοτήτων μεταξύ δύο αντικειμένων). Στα δύο οπτικά τεστ πριλαμβάνεται το
παιχνίδι των σχεδίων και το παιχνίδι των γραμμών (έκφραση πιθανών ερμηνειών σε
μια σειρά αφηρημένων σχεδίων και απλών γραμμικών σχημάτων αντίστοιχα). Το
μεγάλο πλεονέκτημα του συγκεκριμένου ψυχομετρικού εργαλείου είναι ότι έχει
παιγνιώδη χαρακτήρα, ενώ ζητά ρευστότητα ιδεών αλλά και πρωτοτυπία, η οποία
αξιολογείται με βάση το στοιχείο της μοναδικότητας (Χάσκου, 2010).
Τέλος, παρουσιάζεται το τεστ δημιουργικότητας «Τεστ Δημιουργικής
Σκέψης-Παραγωγή Ζωγραφιών» (Test for Creative Thinking-Drawing Production
TCT-DP, Urban & Jellen, 1993). Δύο είναι τα ουσιαστικά στοιχεία της θεωρητικής
βάσης αυτού του τεστ: η ελευθερία και η ψυχολογική ασφάλεια του ατόμου.
Σύμφωνα, λοιπόν, με τα προαναφερθέντα, υψηλή δημιουργικότητα θεωρείται η
δυνατότητα του ατόμου να παράγει ένα ασυνήθιστο έργο με το να επεξεργάζεται όσο
το δυνατόν περισσότερο τις πληροφορίες και με το να κάνει συνειρμούς. Οι
κατασκευαστές μάλιστα του συγκεκριμένου εργαλείου δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στο
ρόλο της φαντασίας για την αξιολόγηση της δημιουργικότητας. Ακόμα,
υπογραμμίζεται μέσα από αυτό το εργαλείο η ανάγκη του ατόμου να αναπτύξει τις
10
δημιουργικές του ικανότητες και τη δυνατότητα του συνδυασμού της ατομικής και
συλλογικής δημιουργικότητας, για την καλύτερη επίλυση των προβλημάτων.
Μάλιστα, αυτό το τεστ δεν περιέχει γλωσσικά ερεθίσματα, αλλά ζητά από το άτομο
να σχεδιάσει μια ζωγραφιά δίνοντας του κάποια μορφολογικά χαρακτηριστικά ως
σημείο εκκίνησης, ώστε να αποφευχθεί έτσι, η πολιτισμική προκατάληψη (Davis,
1995).
11
3.3 Η ελληνική πραγματικότητα: Ελληνική Προσαρμογή του Torrance
Tests of Creative Thinking
Το Torrance Tests of Creative Thinking προσαρμόστηκε στην ελληνική γλώσσα από
τη Χάσκου (2010) και αξιοποιήθηκε σε έρευνα στην οποία συμμετείχαν 130 μαθητές
Δημοτικής εκπαίδευσης (Ε’ και ΣΤ’ τάξης) που φοιτούσαν σε σχολεία της Αθήνας. Ο
ίδιος ο κατασκευαστής της κλίμακας επέλεξε τη δημιουργία μιας κλίμακας με
παιγνιώδη χαρακτήρα, προκειμένου να αποφύγει την απειλητική ατμόσφαιρα που
δημιουργεί η εξέταση (Kim,2006).
Αποτελείται από δύο υποκλίμακες, οι οποίες εξετάζουν τη λεκτική και την
πρακτική διάσταση της δημιουργικότητας. Η υποκλίμακα που εξετάζει τη λεκτική
διάσταση της δημιουργικότητας αποτελείται από έξι δραστηριότητες, α) τις
ερωτήσεις και υποθέσεις (δραστηριότητες 1 ως 3), β) την βελτίωση αντικειμένου
(δραστηριότητα 4), γ) τις ασυνήθιστες χρήσεις αντικειμένου (δραστηριότητα 5), δ)
τις υποθέσεις (δραστηριότητα 6). Ερέθισμα για κάθε δραστηριότητα αποτελεί μια
εικόνα, ενώ κάθε φορά οι μαθητές απαντούν γραπτώς σε αυτά που τους ζητούνται.
Για παράδειγμα, για τις τρεις πρώτες δραστηριότητες δίνεται στους μαθητές μια
εικόνα για την οποία τους ζητείται να διατυπώσουν ερωτήσεις και υποθέσεις σχετικά
με ότι διαδραματίζεται σε αυτή. Στην τέταρτη δραστηριότητα τους δίνεται η εικόνα
ενός παιχνιδιού και τους ζητείται να διατυπώσουν προτάσεις για τη βελτίωσή του.
Στην πέμπτη δραστηριότητα τους δίνεται η εικόνα ενός αλουμινένιου κουτιού από
αναψυκτικό και τους ζητείται να σκεφτούν άλλες χρήσεις – ασυνήθιστες – για αυτό
το αντικείμενο. Τέλος, στην έκτη δραστηριότητα τους δίνεται και πάλι μια εικόνα
μιας κατάστασης, η οποία είναι αδύνατο να συμβεί στην πραγματικότητα, τους
ζητείται να υποθέσουν ότι είναι αληθινή και να διατυπώσουν υποθέσεις σχετικά με
τις αλλαγές που θα επέλθουν. Η υποκλίμακα αυτή εμφανίζει υψηλή αξιοπιστία
εσωτερικής συνέπειας.
Η υποκλίμακα που εξετάζει την πρακτική διάσταση της δημιουργικότητας
αποτελείται από τρεις δραστηριότητες: α) την διαμόρφωση εικόνας (δραστ. 1), β) την
συμπλήρωση εικόνας (δραστ. 2), γ) τους επαναλαμβανόμενους κύκλους (δραστ. 3).
Στην πρώτη δραστηριότητα, οι μαθητές καλούνταν να δομήσουν μια εικόνα με βάση
ένα σχήμα που τους δίνονταν ως ερέθισμα. Στη δεύτερη δραστηριότητα δίνονταν
στους μαθητές δέκα ημιτελής εικόνες τις οποίες εκείνοι συμπλήρωναν,
μεταμορφώνοντας τες σε ό,τι εκείνοι ήθελαν. Στην τρίτη δραστηριότητα δίνονταν
στους μαθητές 36 όμοιοι κύκλοι και τους ζητούνταν να τους μεταμορφώσουν σε
διαφορετικές εικόνες είτε μεμονωμένα είτε συνδυάζοντάς τους. Και σε αυτή την
υποκλίμακα εμφανίζεται υψηλή αξιοπιστία εσωτερικής συνέπειας.
4. Επίλογος
Όπως φαίνεται από τα παραπάνω, η δημιουργικότητα αποτελεί μια πολυδιάστατη
έννοια και για το λόγο αυτό δεν είναι εύκολο να αξιολογηθεί με ένα μόνο τρόπο,
ποσοτικό ή ποιοτικό, υποκειμενικό ή ψυχομετρικό. Έχει προταθεί ότι η αξιολόγηση
της δημιουργικότητας δύσκολα επιτυγχάνεται με την χρήση ενός και μόνο οργάνου
μέτρησης (Fishkin & Johnson, 1998) και ότι τα τεστ δημιουργικότητας θα έπρεπε να
αποκαλούνται καλύτερα τεστ δυνητικής δημιουργικότητας -δημιουργικότητα δηλαδή
12
που είναι πιθανό να εμφανισθεί μελλοντικά-(Cropley, 2000). Περίπου το ίδιο,
δηλαδή, που ισχύει και για την παράμετρο της φαντασίας (Μακρή, 2006). Άλλωστε,
13
14
Βιβλιογραφία
15
Guilford, J. P. (1959). Traits of creativity, in Η. Η. Anderson (ed.), Creativity and its
cultivation, Harper, 142-161. Reprinted in P. E. Vernon (ed.), (1970).
Creativity. N. York: Penguin Books.
Guilford, J. P. (1966). Measurement and creativity. Theory into practice, 5(4), 185-
189.
Guilford, J. P. (1967). The nature of human intelligence. New York: McGraw-Hill.
Hennessey, B. A., & Amabile, T. M. (2000). Creativity. Annual Reviews of
Psychology, 61, 569- 598.
Hennessey, B.M., Amabile, T. M., & Mueller, J. S. (2011). Consensual assessment. In
M. A.
Runco & S. R. Pritzker (Eds.), Encyclopedia of Creativity, vol. 1 (pp. 253-260).
San Diego: Academic Press.
Hickey, M. (2001). An application of Amabile’s consensual assessment technique for
rating
the creativity of children’s musical compositions. Journal of Research in Music
Education, 49, 234–244.
Hocevar, D. (1981). Measurement of creativity: Review and critique. Journal of
Personality assessment, 45(5), 450-464.
Hunsaker, S.L. & Callahan, C.M. (1995). Creativity and giftness: Published
instrument uses and abuses. Gifted Child Quarterly, 39, 110-114.
Jaqoui, H. (1975), La Creativite, Seghers, Paris.
Johnson, D. A. (1972). A systematic introduction to the psychology of thinking. New
York: Harper and Row.
16
Μακρή, Α. (2006). Μελέτη των ψυχομετρικών χαρακτηριστικών του τεστ του
Torrance: “Thinking Creatively in Action and Movement”. Αδημοσίευτη
διπλωματική μεταπτυχιακή εργασία, Κομοτηνή: Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο
Θράκης
Μανωλάκος, Π. (2010). Αξιολόγηση του μαθητή. Εφαρμοσμένη Παιδαγωγική,
1/2010, 1-8.
Μαρμαρινός, Ι. (1978). Δημιουργικότητα και κοινωνικό-οικονομικόν επίπεδον.
Αδημοσίευτη Διδακτορική Διατριβή, Αθήνα.
Mednick, M. T. (1963). Research creativity in psychology graduate students. Journal
of Consulting Psychology, 27, 265-266.
Μπαμπάλης, Θ., Τσώλη, Κ. (2020). Σημειώσεις του μαθήματος «Καινοτομία και
δημιουργικότητα στην εκπαίδευση», Αθήνα: Εθνικό και Καποδιστριακό
Πανεπιστήμιο Αθηνών
Μπέλλου, Ε. (2017). Η αξιολόγηση της επίδοσης του μαθητή: ένας παράγοντας
διαμόρφωσης της αποτελεσματικότητας του εκπαιδευτικού έργου της σχολικής
μονάδας. Αδημοσίευτη Διπλωματική Μεταπτυχιακή Εργασία, Ιωάννινα:
Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων
Ξανθάκου, Γ. (1999). Η δημιουργικότητα στο σχολείο. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Ξανθάκου, Γ. (2011). Δημιουργικότητα και καινοτομία στο σχολείο και την κοινωνία
(επιμ. Γ. Ξανθάκου, F. Mönks, & Μ. Καΐλα). Αθήνα: Διάδραση.
Παρασκευόπουλος, Ι. Ν. (2004), Δημιουργική Σκέψη στο Σχολείο και στην
Οικογένεια, Αθήνα: Αυτοέκδοση.
Παρασκευόπουλος, Ι., & Παρασκευοπούλου, Π. (2009). Δημιουργική σκέψη: το
Aποπαίδι της
Eλληνικής Eκπαίδευσης. Αθήνα: Κοράλι.
Piaget, J. (1960), The child’s concept of the word, New Jersey: Helix Books, Rowan
and
Allend (1983 ed.).
Plucker, J. A., & Makel, M. C. (2010). Assessment of creativity. In R. J. Sternberg, &
J. C.
Kaufman (Eds.), The Cambridge handbook of creativity (pp. 48-73).
Cambridge:
Cambridge University Press.
Ρεκαλίδου, Γ. (2011). Αξιολόγηση της Μάθησης ή Αξιολόγηση με σκοπό τη Μάθηση;.
Αθήνα: Πεδίο.
Rimm, S. (1976). GIFT: An instrument for the identification and measurement of
creativity. Dissertation Abstracts International, 37,(5-A) 2804.
Rookey, T. J. (1971). Pennsylvania Assessment of Creative Tendency: Norms-
Technical Manual.
Runco, M.A. (1990). Implicit theories and ideational creativity. In M.A. Runco &
R.S. Albert (eds), Theories of creativity. Newbury Park, CA: Sage.
Schaefer, C.E. (1969). The prediction of creative achievement from a biographical
inventory. Educational and Psychological measurement, 29,431-437.
17
Σιούτας, Ν., Ζημιανίτης, Κ., Κουταλέλη, Ε., & Παναγοπούλου, Έ. (2011).
Δημιουργική Σκέψη–Παραγωγή Καινοτόμων και Πρωτότυπων Ιδεών.
Sternberg, R. J. (1985). Implicit theories of intelligence, creativity and wisdom.
Journal of Personality and Social Psychology, 49, 607-627.
Sternberg, R. J. (2003). Creative thinking in the classroom. Scandinavian Journal of
Educational Research, 47(3), 325-338.
Sternberg, R. J. (2012). The assessment of creativity: An investment-based approach.
Creativity Research Journal, 24, 3-12.
Taylor, I. A., & Fish, T. A. (1979). The Creative Behaviour Disposition Scale: A
Canadian validation. Canadian Journal of Behavioural Science/Revue
canadienne des sciences du comportement, 11(1), 95.
Torrance, E. P. (1966), Torrance tests of creative thinking, Bensenvill, IL: Scholastic
Testing
Service.
Torrance, E. P. (1968). A longitudinal examination of the fourth grade slump in
creativity. Gifted Child Quarterly, 12, 195–199.
Torrance, E. P. (1972a). Predictive validity of the Torrance tests of creative thinking.
Journal of Creative Behavior, 6, 236–252.
Torrance, E. P. (1972b). Torrance Tests of Creative Thinking: Directions manual and
scoring guide. Figural test booklet A (Rev. ed.). Bensenville, IL: Scholastic
Testing Service.
Torrance, E. P. (1974). Torrance Tests of Creative Thinking—Directions manual and
scoring guide. Verbal test booklet A. Bensenville, IL: Scholastic Testing
Service.
Torrance, E. P. (1988). The nature of creativity as manifest in its testing. In R. J.
Sternberg (Ed.), The nature of creativity (pp. 43–75). New York: Cambridge
University Press.
Torrance, E. P. (1990). The Torrance Tests of Creative Thinking—Norms— Technical
Manual—Figural (Streamlined) Forms A & B. Bensenville, IL: Scholastic
Testing Service.
Torrance, E. P. (2008). The Torrance Tests of Creative Thinking Norms- Technical
Manual Figural (Streamlined) Forms A & B. Bensenville, IL: Scholastic Testing
Service.
Torrance, E. P. & Khatena J. (1970). What kind of person are you? . The gifted child
quarterly, 14,71-75.
Urban, K. K., & Jellen, H. G. (1993). Test for Creative Thinking-DrawingProduction.
Hannover, Germany: University of Hannover, Institute for Special Education.
Wallach, M. & Kogan, N. (1965). Modes of Thinking in Young Children. A Study of
the Creativity-Intelligence Distinction. New York: Holt, Rinehardt and Winston.
Χάσκου, Σ. (2010). Νοημοσύνη και δημιουργικότητα μαθητών σχολικής ηλικίας,
Αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή. Αθήνα: Εθνικό και Καποδιστριακό
Πανεπιστήμιο Αθηνών
Young, G.J. (1985). What is creativity? The Journal of Creative Behavior, 19, 77-87.
18