Professional Documents
Culture Documents
«Εάν υπό τον όρο φιλοσοφία αντιλαμβανόμαστε τις αναζητήσεις της γνώσης στην
πλέον γενική και στην πλέον ευρεία μορφή, τότε αυτή, προφανώς μπορεί να
θεωρείται η μητέρα όλων των επιστημονικών αναζητήσεων».
Άλμπερτ Αϊνστάιν.
«Εάν η εξωτερική όψη των πραγμάτων ταυτιζόταν με την ουσία τους, καμία
επιστήμη δεν θα χρειαζόταν».
Καρλ Μαρξ.
Χανιά 2015
1
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 2ο.
• Η κοινωνική ευθύνη των επιστημόνων (Από το άρθρο του Joseph
Rotblat).189.
• Η λογική της ελεύθερης έρευνας και η υπαγωγή επιστήμης και
παιδείας στο κεφάλαιο.193.
• Μ. Δαφέρμος Επιστήμη και δημιουργικότητα: μια απόπειρα
επιστημολογικής-ψυχολογικής ανάλυσης.210.
• Αγώνας για την επιστήμη, το πανεπιστήμιο και την
κοινωνία.272
3
• Η διάκριση των ουσιωδών πλευρών του αντικειμένου
ως αναγκαίος και ικανός όρος μετασχηματισμού του.
• Σκοποθεσία και γνώση
• Η ανάδειξη της σκοποθεσίας, της εποπτείας, του ελέγχου
και της διοίκησης ως σχετικά αυτοτελούς πόλου του αντιφατικού
καταμερισμού της εργασίας.
2. Το κοινωνικό συνειδέναι και οι μορφές του.
Φιλοσοφία, επιστήμες και λοιπές μορφές της κοινωνικής
συνείδησης. Η φιλοσοφία ως επιστημονική κοσμοθεωρία. Η επιστήμη
ως μoρφή κοινωνικής συνείδησης.
• Ο διττός χαρακτήρας της επιστήμης (γνώση – συνείδηση).
3. Η επιστήμη ως:
• Ερευνητική δραστηριότητα (παραγωγή – αναπαραγωγή –
διάδοση γνώσης).
• Αποτελέσματα – κεκτημένα (γνώσεις).
• Θεσμός – οργάνωση – ιεραρχία – σχέσεις μεταξύ
ανθρώπων εντός και εκτός επιστήμης.
• Παραγωγική δύναμη.
4. Ο χαρακτήρας της επιστημονικής δραστηριότητας. Η
επιστήμη ως “καθολική
εργασία”.
5
• Το γίγνεσθαι των επιστημών. Ταξινόμηση των επιστημών
ως προς το αντικείμενο.
• Διαφοροποίηση και ολοκλήρωση της επιστημονικής
γνώσης.
• Η συνθετική προοπτική των επιστημών στα πλαίσια του
συνειδέναι ολόπλευρα αναπτυσσόμενων προσωπικοτήτων.
• Το πρόβλημα της ιστορικής ανασύνθεσης. Ιστορικό και
λογικό.
6
ΓΝΩΣΗ - ΝΟΗΣΗ - ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ
του Δημήτρη Σ. Πατέλη.
1
Αποφασιστική στη διερεύνιση της ανάδειξης της συνείδησης στην ανθρωποκοινωνιογένεση είναι η
συμβολή της Πολιτισμικής Ιστορικής Ψυχολογίας που αναπτύχθηκε στην ΕΣΣΔ. Αξίζει εδώ να
αναφέρουμε ερευνητές όπως οι: Βιγκότσκι Λ.Σ., Ρουμπινστάιν Σ.Λ, Λεόντιεφ Α.Ν., Λούρια Α.Ρ. κ.α.
7
και αντικειμενοποιείτε σε υλικά και ιδεατά αντικείμενα που έχουν
παραχθεί από τον άνθρωπο (συμπεριλαμβανόμενων και των
συστημάτων σημάτων όπως η γλώσσα). Η ύπαρξη ορισμένης
διαμεσολαβημένης και ενεργά μετασχηματιζόμενης αντιστοιχίας
μεταξύ της αντανάκλασης και των αντικειμενικών χαρακτηριστικών
της πηγής της, μεταξύ της επεξεργασίας των νευρικών ερεθισμάτων
στον εγκέφαλο και των ψυχικών μορφωμάτων του διασφαλίζει
ορισμένη αποτελεσματικότητα στη δραστηριότητα του υποκείμενου.
Η επιστημονική έρευνα αποσκοπεί στη βέλτιστη δυνατή
αντανάκλαση του αντικειμένου, στην αληθή αναπαράσταση των νόμων
που το διέπουν με εγγύτερο ή απώτερο στόχο τον δημιουργικό
μετασχηματισμό του. Η αισθητική αντανάκλαση μέσω αισθητηριακών
απεικασμάτων - αισθητηριακών ισοδυνάμων της ουσίας (της
αρτιότητας, της νομοτέλειας κλπ.) των αντικείμενων, συγκροτεί ένα
πεδίο που απαρτίζεται από την αισθητική μορφή της συνείδησης
(συνδεόμενη στενά και με τη γνωστική λειτουργία της νόησης), από
την αισθητική σχέση προς την πραγματικότητα, από τα αισθητικά.
βιώματα και την αισθητική δημιουργία (παρούσα σε κάθε δημιουργική
δραστηριότητα).
Η ανάπτυξη της πληροφορικής και της κυβερνητικής παρέχει τη
δυνατότητα μοντελοποίησης - τυποποίησης και εμπειρικής - μετρικής
προσέγγισης των διαφορών μορφών και επιπέδων της αντανάκλασης
από τη σκοπιά της παραγωγής, επεξεργασίας και μετάδοσης
πληροφοριών.
Η παράδοση του εμπειρισμού εξετάζει την αντανάκλαση κατ' εξοχήν
ως παθητική διαδικασία εμπλουτισμού της ψυχής μέσω της εμπειρίας
και των παραστάσεων. Οι Στωικοί και αργότερα οι αισθήσιοκράτες
αποκαλούσαν την ψυχή του νεογνού tabula rasa (άγραφο πίνακα). Η
γραμμική, μηχανιστική και μονόπλευρη θεώρηση της αντανάκλασης
ανήγαγε το πρόβλημα στον απλό αντικατοπτρισμό. Η γερμανική
κλασική φιλοσοφία έθεσε το ζήτημα του ανακλαστικού χαρακτήρα της
συσχετικότητας των προσδιορισμών του αντικειμένου στο επίπεδο της
ουσίας, ανάγοντας το τελικά στον αναστοχασμό και στην ανασκοπική
λειτουργία της υποστασιοποιημένης νόησης (reflexion στον Χέγκελ).
Ο διαλεκτικός υλισμός ανέδειξε τη διαβάθμιση των τύπων της
αντανάκλασης, στα πλαίσια της καθολικής αλληλεπίδρασης, ως
πυρήνα της γνωσιολογίας (Β. Ι. Λένιν). Διάφορες νεομαρξιστικές
προσεγγίσεις προσάπτουν στη λενινιστική θεώρηση μηχανιστικά
χαρακτηριστικά αντιπαραθέτοντας σ' αυτή την υποκειμενικά νοούμενη
πράξη (βλ. σχολή της Πράξης). Η υπερεκτίμηση της εξάρτησης του
περιεχόμενου της αντανάκλασης από τις νευροφυσιολογικές
ιδιαιτερότητες των αισθητηρίων οργάνων χαρακτηρίζει τον
φυσιολογικό ιδεαλισμό (Μuller J.). Για τη θεωρία των ιερόγλυφων τα
απεικάσματα της αντανάκλασης είναι σύμβολα, σημεία των
πραγμάτων συμβατικού χαρακτήρα (Ο. Helmholtz).
Η αντανάκλαση αποτελεί το αντικείμενο διεπιστημονικών
προσεγγίσεων (βλ. και: ψυχισμός, συνείδηση, αυτοσυνείδηση, θεωρία
της γνώσης).
Πότε εμφανίζεται ο ψυχισμός; Ο ψυχισμός εμφανίζεται εάν και
εφ’ όσον το έμβιο ον αποκτά σώμα, δηλαδή διακριτή και όχι διάχυτη ή
συγχωνευμένη με το περιβάλλον ύπαρξη. Η απόσπαση του σώματος
του οργανισμού από το θρεπτικό του περιβάλλον τον ωθεί σε
8
αναζήτηση ενός προσανατολιστικού μηχανισμού διευθέτησης στο
χώρο και το χρόνο. Κατ’ αυτόν το τρόπο ανακύπτει ως
διαμεσολαβημένη σχέση του σώματος με το περιβάλλον μια
προτρέχουσα αντανάκλαση που επιτρέπει την αναγκαία (προς αποφυγή
κινδύνου, δυσμενούς, καταστρεπτικού ή επιβλαβούς και προς ανεύρεση
ευμενούς, ευεργετικού ή επωφελούς περιβάλλοντος) μετατόπιση.
Συνδέεται λοιπόν ο ψυχισμός με την κίνηση που χαρακτηρίζει τον
ζωικό κόσμο. Στο ζωικό κόσμο ο ψυχισμός είναι ένα ασυνείδητο
πλέγμα λειτουργιών - ανταποκρίσεων σε ερεθίσματα, οι οποίες
εξασφαλίζουν την ικανοποίηση των ενστικτωδώς κωδικοποιημένων
αναγκών του οργανισμού, για την υποστήριξη της βιολογικής του
ύπαρξης στα πλαίσια του «πρώτου συστήματος σήμανσης»2 Το
ασυνείδητο του ζωώδους ψυχισμού έγκειται κυρίως στην αδυναμία του
ζώου να διακρίνει τον εαυτό του απ’ τον περίγυρό του: εδώ
περιβάλλον, ερέθισμα και ενέργεια - ανταπόκριση στο ερέθισμα,
προσλαμβάνονται ως ενιαίο όλο.
Βιβλιογρ.: .Παβλοφ Τ.. θεωρία της αντανάκλασης. Δωδώνη..- Θ.
Βακαλιος, Είναι και συνείδηση, γνώση και αλήθεια, Αθ.. 1986.- Ε.
Ξενόπουλος, Η διαλεκτική της συνείδησης, Ιωλκος, Αθ., 1979.
Η συνείδηση
4
Λεόντιεφ Α.Ν. Ντεϊτελνοστ - σοζνάνιε - λιτσνοστ. Μόσχα. 1977 του ίδιου: Προμπλέμι ραζβίτιγια ψυχικι.
Μόσχα, 1981.
5
Klix Fr. Ernwachendes Denken, Berlin 1982, Ρωσ. Εκδ. Μόσχα 1983.
12
χειρονομίες, άναρθρες κραυγές κλπ) βαθμιαία, με την διάκριση και
διαμόρφωση του προφορικού λόγου, αντικαθίσταται από
διαμεσολαβημένη συμβολική ονοματοθεσία. Στη θέση της άμεσης
σήμανσης εσωτερικών καταστάσεων (αντιλήψεων, παραστάσεων,
εννοιών, βιωμάτων, αξιολογήσεων, είτε σχημάτων δράσης),
αναπτύσσονται συμβολικά συστήματα σημείων (γλώσσα) ως έναρθρος
λόγος (φθογγότυποι, συλλαβές, λέξεις κλπ), καθιστώντας την
ανθρώπινη συνείδηση κατ’ εξοχήν συμβολική, και παρέχοντας
τεράστιες δυνατότητες γενίκευσης, αφαίρεσης συνδιασμών και
ευελιξίας στη διαμεσολαβημένη ιδεατή και πραγματική αφομοίωση
της πραγματικότητας. Το φάσμα λειτουργικών και δημιουργικών
δυνατοτήτων του ανθρώπινου ψυχισμού διευρύνεται
πολλαπλασιαστικά, εμπεριέχοντας δυνατότητες ανάπτυξης,
αυτοανάπτυξης, αλλά και εμπλοκής, αντιστροφής, στρέβλωσης, ακόμα
και καταστροφής. Οι ασυνείδητες λειτουργίες του ανθρώπινου
ψυχισμού - στο βαθμό που ο τελευταίος είναι ανθρώπινος, δηλαδή στο
βαθμό που διαθέτει συνείδηση και αυτοσυνείδηση - μετασχηματίζονται
ουσιαστικά σε υποταγμένη πτυχή του ψυχισμού της προσωπικότητας
(εφ’ όσον ο άνθρωπος είναι κοινωνικό και όχι απλώς βιολογικό ον) 6.
6
Το γεγονός αυτό αγνοείται ή υποβαθμίζεται από την παράδοση της ψυχανάλυσης, η οποία ανάγει εν
πολλοίς το ανθρώπινο ασυνείδητο σε ενστικτώδη παρόρμηση.
13
Η γνώση (ειδέναι) δεν αποτελεί απλό αντικατοπτρισμό του «είναι
ως έχει», αλλά προσοικείωση πραγμάτων, καταστάσεων και
διαδικασιών από την άποψη των δυνατοτήτων αλλαγής,
μετασχηματισμού τους. Και η καθ’ εαυτώ συν - είδηση δεν συνιστά
απλή στατική αποτύπωση της υλικής ζωής, των σχέσεων παραγωγής
και των λοιπών κοινωνικών σχέσεων, αλλά συνειδητοποίηση της
δυναμικής που εμπεριέχουν, ως διαδικασία ανάπτυξης επιδεκτική
συνειδητών παρεμβάσεων και μετασχηματισμών εκ μέρους των
ανθρώπων που διαθέτουν συνείδηση και αυτοσυνείδηση και με αυτή
τους την ιδιότητα προβάλλουν (ατομικά και συλλογικά) ως υποκείμενα
αυτής της δυναμικής.
Οι βασικές μορφές της κοινωνικής συν - είδησης.
7
Η αναγωγή της ηθικής, αλλά και του συνόλου του πνευματικού πολιτισμού στην αξιολογική
προβληματική, θέτει ουσιαστικούς φραγμούς στην επιστημονική - ιστορική έρευνα. Βλ. σχετικά: Πατέλη
Δ. Αξίες και «Κομμουνιστική προοπτική». Αριστερή Ανασύνταξη, Νο, 10, 1996, σ69 - 75.
14
Η ηθική δεν ανάγεται μόνο σε πράξεις. Οι πράξεις ορμώνται είτε
από αισθήματα, συναισθήματα, βιώματα, είτε από σκέψεις,
(κατανόηση της ωφέλειας ή της βλάβης τους), είτε και από συνδυασμό
των μεν με τις δε. Στις ανταγωνιστικές κοινωνίες τα συναισθηματικά -
βιωματικά κίνητρα όσων αδυνατούν να υπερβούν το πλαίσιο των
κυρίαρχων σχέσεων, οδηγούν ταυτόχρονα σε τάσεις φυγής και
υποταγής (συγκρότηση απόλυτης ηθικής δεοντολογίας που αντλεί
θεμέλια από κάποια επέκεινα, με το ηθικό συναίσθημα να λειτουργεί
ως δίαυλος συνδετικός μεταξύ ηθικής και θρησκείας), δηλωτικές της
ανωριμότητας της προσωπικότητας προς ηθικώς πράττειν κατά
συνείδηση, χωρίς το δέος και την εποπτεία υπερφυσικών δυνάμεων.
Κατ’ αντίστοιχο τρόπο οι ηθικές σκέψεις της ίδιας κατηγορίας
ανθρώπων ανάγονται σε απαγωγικές κρίσεις βάσει άκαμπτων
κανονιστικών πλαισίων είτε (και) υπολογιστικών χρησιμοθηρικών
σκοπιμοτήτων.
Οι προαναφερθείσες παράγωγες της ηθικής μορφής εκφάνσεις
της κοινωνικής συνείδησης είναι εν πολλοίς αντεστραμμένες μορφές
και υποκατάστατα της ανάγκης για αυθεντική (ώριμη) ηθική
συνείδηση, οι οποίες σε διάφορες συγκυρίες βρίσκονται με τη
τελευταία σε σχέσεις επαλλάσσουσες ή υπάλληλες. Η πολιτική είναι
ένα περίπλοκο συγκρουσιακό πεδίο αισθημάτων, συναισθημάτων,
βιωμάτων, σκέψεων, σχέσεων, αλλά κατά κύριο λόγο πράξεων,
ορμώμενων από τη συνειδητοποίηση της ουσιώδους διαφοράς,
αντίθεσής και αντίφασης του δρώντος έναντι του αποδέκτη της
δράσης, για την επίτευξη (ικανοποίηση, εδραίωση κ.λ.π.) υλικών
συμφερόντων (γι΄αυτό και ο πόλεμος αποτελεί ακραίο τρόπο άσκησης
πολιτικής μέσω του οποίου προωθείται μεν στο έπακρο η σκοπιμότητα
ορισμένων υλικών συμφερόντων, αλλά και αναδεικνύεται εν πολλοίς
αποκάλυπτα η αντιφατικότητα αυτών των συμφερόντων με τον
επαναπροσδιορισμό τους). Οι εκάστοτε νικητές αυτού του
συσχετισμού και της διαπάλης, οι φορείς των κυρίαρχων υλικών
συμφερόντων, επιβάλλουν στην ηττημένη, στην υποταγμένη πλευρά τα
δικά τους υλικά συμφέροντα, ως δήθεν κοινά (κοινωνικά, δημόσια,
εθνικά κ.λ.π.) συμφέροντα νικητών και νικημένων κυρίως μέσω του
δικαίου (εθνικού και διεθνούς) με την κατάλληλη για κάθε ιστορική
συγκυρία συνδυαστική χρήση καταστολής και συναίνεσης.
Η πολιτική και το δίκαιο ως εκφάνσεις και τρόποι ύπαρξης και
λειτουργίας των σχέσεων κυριαρχίας και υποταγής, μέσω αντίστοιχων
τύπων κανονιστικών - ρυθμιστικών πλαισίων της ανθρώπινης
συμπεριφοράς, είναι δυνάμεις κατ’ εξοχήν αλλοτριωμένες και
αλλοτριωτικές. Με αυτή την ιδιότητά τους προσφέρονται για
ανορθολογικές μυστικοποιήσεις, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι καθ’
ολοκληρία ένα πεδίο λογικό και μυστικιστικό. Το ανορθολογικό και
μυστικιστικό στοιχείο προβάλλει στο προσκήνιο εφ’ όσον πολιτική και
δίκαιο δεν εξετάζονται ως ιστορικά παροδικά μορφώματα, αλλά ως
υπεριστορικές οντότητες αναγκαίες στο διηνεκές (βλ. π.χ. τα περί
«αιώνιων δημοκρατικών αξιών» ιδεολογήματα)...
Αυτή η πρακτική αυταπάτη (που αποτελεί και τη βάση της
γενικευμένης ταύτισης της συνείδησης με τη συλλογική συνείδηση και
τη συνοχή της κοινωνίας στον κοινωνιολογισμό τύπου Ντυρκάιμ) έχει
συγκεκριμένες ιστορικές πηγές. Όλη η ιστορική διαδικασία της
πρωταρχικής εμφάνισης και διαμόρφωσης της κοινωνίας, είναι μια
15
διαδικασία βαθμιαίας διάκρισης των κοινωνικών σχέσεων από τις
φυσικές, μετατροπής των «κοινωνικών ζώων» που προαναφέραμε σε
προσωπικότητες. Αυτό αφορά ιδιαίτερα τα στάδια ανάπτυξης της
κοινωνίας, όπου οι άνθρωποι προσπορίζονται τα προς το ζειν με
παραγωγικές δυνάμεις άμεσα δεδομένες απ’ τη φύση (βλ. πχ άγρα,
γεωργία, κτηνοτροφία) και συνεπώς σε αρκετές ουσιώδεις σχέσεις
τους δεν διέκριναν τον εαυτό τους απ’ τη φύση (δουλοκτησία,
φεουδαρχία). Καθ’ όλο αυτό το διάστημα οι άνθρωποι δεν είναι
προσωπικότητες και δεν συνειδητοποιούν εαυτούς ως
προσωπικότητες, ενώ η ηθική συνείδηση παραμένει πλευρά της υπό
διαμόρφωση κοινωνικής συνείδησης, δυσδιάκριτη από τις υπόλοιπες
πλευρές της. Η ελευθερία και η ισότητα των ανθρώπων (προϋποθέσεις
αναγκαίες για την διάκριση της ώριμης ηθικής συνείδησης)
διακηρύσσονται με την άνοδο της κεφαλαιοκρατίας, οπότε και
καθίσταται εφικτή για φορά η πρωταρχική διάκριση της ηθικής, ως
καθολικής σχέσης. Επί κεφαλαιοκρατίας όμως οι διακηρυσσόμενες
ισότητα και ελευθερία σε επίπεδο κοινωνικής συνείδησης αφ’ ενός μεν
προβάλλουν ως μετεξέλιξη - τροποποίηση της μεταφυσικής -
μυστικιστικής αντίληψης περί ισότητας και ελευθερία των ανθρώπων
ενώπιον του θεού (βλ. εκκοσμίκευση), αφ’ ετέρου δε - λόγω της
μεγιστοποίησης της αντιφατικότητας των υλικών συμφερόντων - είναι
τυπικές διακηρύξεις, υποκατάστατα αυθεντικών σχέσεων
προσωπικοτήτων υπό το κράτος της πολιτικής και του δικαίου, στα
πλαίσια των οποίων έχουν κατ’ εξοχήν αρνητικό - αποφατικό
χαρακτήρα (βλ. δικαιώματα, υποχρεώσεις κ.λ.π.). Εξ’ ου και η
δογματική προσκόλληση των ατόμων και ομάδων που αδυνατούν να
υπερβούν τον ορίζοντα των αστικών σχέσεων στη στενά πολιτική και
δικαιϊκή θεώρηση της ελευθερίας και της ισότητας. Η απολογητική
λειτουργία αυτής της αυταπάτης - φενάκης της δέσμιας των
κεφαλαιοκρατικών σχέσεων συνείδησης συνδέεται με τη γενικευμένη
επίφαση «ισότητας» και «ελευθερίας» του συνόλου των
κεφαλαιοκρατικών σχέσεων, οι οποίες - στα εν λόγω πλαίσια -
προβάλλουν ως βουλητικές πράξεις - επιλογές στις συναλλαγές -
δικαιοπραξίες των ατόμων - «λελογισμένων» εγωιστών...
Η αισθητική μορφή συγκροτείται από τη διάθλαση του
περιεχόμενου της κοινωνικής συνείδησης κατ' εξοχήν μέσω του
πρίσματος των αισθημάτων (αισθήσεων, συναισθημάτων), ως
αντανάκλαση σε αισθητηριακά ισοδύναμα της ουσίας (απεικάσματα,
παραστάσεις κ.λ.π.) των νομοτελειών των κοινωνικών σχέσεων
(κάλλος, ωραίο κ.λ.π.). Εδώ η αντικειμενικότητα, η πληρότητα, η
αρτιότητα του κόσμου, το καθολικό, το ουσιώδες και το αναγκαίο
εκφράζεται σε καθολικές μορφές, παραστάσεις μέσω των οποίων η
προσωπικότητα προσοικειώνεται και βιωματικά τον κόσμο,
μετατρέποντάς τον από αντικείμενο της συνείδησης σε αντικείμενο
της αυτοσυνείδησης. Ιστορικά παροδικού χαρακτήρα επιπλέον
αναγκαία (σ' ορισμένες βαθμίδες) έκφανση της εν λόγω μορφής είναι η
θρησκευτική συνείδηση, ως "άμεση, δηλαδή συναισθηματική μορφή
σχέσης των ανθρώπων προς τις κυριαρχούσες επί αυτών αλλότριες
δυνάμεις, φυσικές και κοινωνικές" (Ενγκελς). Κατά παρόμοιο τρόπο με
την πολιτική και το δίκαιο που ως εκφάνσεις, παραπληρωματικά
υποκάταστατα της ελλείπουσας αυθεντικά ανθρώπινης ηθικής, των
αυθεντικά ανθρώπινων σχέσεων, διαφέρουν απ’ την ηθική συνείδηση
16
κατά κύριο λόγο ως προς το περιεχόμενο και όχι ως προς τη μορφή (αν
και η επικέντρωσή τους στο περιεχόμενο των εξουσιαστικών σχέσεων
κυριαρχίας - υποταγής τις καθιστά διαφορετικές και ως προς τη
μορφή, ανάγοντας την τελευταία εν πολλοίς σε τυπικό - θεσμικό
πλαίσιο) και η θρησκευτική συνείδηση, διαφέρει από την αισθητική
συνείδηση κατά κύριο λόγο ως προς το περιεχόμενο (αν και εδώ οι
διαφορές αυτές όπως θα διαπιστώσουμε διαφορίζουν και τη μορφή).
Αναφέραμε ήδη ότι η αισθητική συνείδηση συνιστά
πρόσληψη της πραγματικής ουσίας, της νομοτέλειας κλπ. μέσω
αισθητηριακών ισοδυνάμων. Για να γίνει αυτό επιστρατεύεται η
δημιουργική δύναμη της φαντασίας (τόσο κατά την αισθητική
δημιουργία όσο και κατά την πρόσληψή της), η οποία διαρρηγνύοντας
τους φραγμούς της φαινομενικότητας, αναδεικνύει αισθητικά τη
δυναμική ουσία της πραγματικότητας, έχοντας επίγνωση του
γεγονότος ότι τα όποια απεικάσματα - αισθητηριακά ισοδύναμα
συνιστούν αντανάκλαση αυτής της πραγματικότητας. Τα
απεικάσματα, οι μορφές της, αποκαλύπτουν την ουσία της κοινωνικής
δυναμικής, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει το υποκείμενο σε
δημιουργική - επαναστατική στάση ζωής.
Η φιλοσοφία, η πλέον διαμεσολαβημένα συνδεόμενη με το
κοινωνικό Είναι και ταυτόχρονα η βαθύτερη μορφή της κοινωνικής
συνείδησης, συνιστά αντανάκλαση κατά κύριο λόγο μέσω της σκέψης,
του στοχασμού και σε καθολικές μορφές, της σχέσης μεταξύ
κοινωνικής συνείδησης και κοινωνικού Είναι, καθώς και τη
συνειδητοποίηση της συνείδησης συνολικά, του ρόλου της στην
ανάπτυξη της κοινωνίας. Η αυθεντική φιλοσοφία, η επιστημονική
φιλοσοφία δεν υποκαθιστά τις επιστήμες ως "Φυσική Φιλοσοφία" και
"Επιστήμη των επιστημών", ούτε λειτουργεί ως ουραγός των
επιστημών με πεδίο αναφοράς τον διαρκώς συρρικνούμενο από την
πρόοδο των επί μέρους επιστημών χώρο των "πλέον γενικών νόμων...",
σε μια φθίνουσα "κακή απειρία"5. Είναι η μορφή εκείνη της κοινωνικής
συνείδησης που αποτελεί συνάμα και επιστημονική γνώση, δηλαδή
αντανάκλαση μέσω του στοχασμού της ουσίας και των νομοτελειών
που διέπουν τη σχέση μεταξύ κοινωνικής συνείδησης και κοινωνικού
Είναι (και μόνο υπό το πρίσμα αυτής της σχέσης εξετάζει την φύση,
την κοινωνία ως ολότητα και την ανθρώπινη συνείδηση)8.
Κατ' αυτό τον τρόπο η αντάξια του προορισμού της
Φιλοσοφία, ως "διάθλαση" του περιεχομένου της κοινωνικής
συνείδησης κατ' εξοχήν μέσω της νόησης, ήταν εξ αρχής, ουσιωδώς
συγγενής με την επιστήμη και η συγγένεια αυτή αποκαλύπτεται
σαφέστερα στο βαθμό που οι μορφές της κοινωνικής συνείδησης
διακρίνονται και διαχωρίζονται αμοιβαία. Η πρώτη και η δεύτερη
μορφές (ομάδες) κοινωνικής συνείδησης αφ' εαυτές δεν μπορούν να
καταστούν επιστημονική συνείδηση και παραμένουν κατ' εξοχήν μη-
επιστημονικές (η θρησκεία μάλιστα-αντιεπιστημονική). Οι επιστήμες
που ανακύπτουν, διαμορφώνονται και αναπτύσσονται σε ορισμένη
βαθμίδα της ανάπτυξης των εν λόγω μορφών (ηθική, πολιτική
επιστήμη, περί δικαίου επιστήμη, αισθητική, θρησκειολογία κ.λ.π.),
είναι κατ' εξοχήν διακριτές από τις μορφές εκείνες της κοινωνικής
συνείδησης, τις οποίες εξετάζουν ως αντικείμενο, χωρίς να ανάγονται
8
Bλ. σχ. Επιστήμες, πολιτική και επιστημονική φιλοσοφία: σχέσεις ανάπτυξης ή έκπτωσης; στο
Φιλοσοφία, Επιστήμες και πολιτική, εκδ. Τυποθήτω, Αθήνα, 1998μ σελ. 327-350.
17
(στο βαθμό που συνιστούν επιστήμη, θεωρία) σε αυτές. Η φιλοσοφία
είναι η κατ' εξοχήν επιστημονική, στοχαστική, θεωρητική μορφή της
κοινωνικής συνείδησης, (εφ' όσον διερευνά την ουσία, τις νομοτέλειες
που διέπουν τη σχέση της κοινωνικής συνείδησης προς το κοινωνικό
είναι, και μέσω αυτής τις δυνατότητες μετασχηματισμού των υλικών
όρων ύπαρξης και ανάπτυξης της κοινωνίας ως ολότητας), χωρίς
ωστόσο να ανάγεται στην επιστήμη (δεδομένου ότι συνιστά επίσης
"ιδεολογία", δηλ. σύνολο ιδεών, αναγκαίων για την επίδραση
πρωτίστως στις σκέψεις, αλλά και στα αισθήματα και στις πράξεις
των ανθρώπων).
Διαπιστώνουμε λοιπόν μία διαμεσολαβημένη και
ανατροφοδοτούμενη σχέση μεταξύ επιστήμης (ανώτερης βαθμίδας του
ειδέναι), μορφών κοινωνικής συνείδησης και φιλοσοφίας. Η σχέση αυτή
προσδιορίζεται σημαντικά από την αναστοχαστική, λογική-
μεθοδολογική και ευρετική λειτουργία της κατ' εξοχήν θεωρητικής
μορφής του συν-ειδέναι, οργανικά συνδεόμενη με τη γνωσιοθεωρητική
διερεύνηση της δομής και της ιστορίας των επιστημών και της
κοινωνικής συνείδησης.
11
Σιλβέστροφ, ο.π.257.
12
Eliade M. Πραγματεία πάνω στην ιστορία των θρησκειών. Εκδ. Χατζηνικολή, Αθήνα, 1981. Smith H. Οι
θρησκείες του κόσμου εκδ. Γκοβόστη, Αθήνα, 1995, Joseph Cambell. Ο ήρωας με τα χίλια πρόσωπα εκδ.
Ιαμβλίχος. Αθήνα, 1990, Λεκατσά Π. Η ψυχή, εκδ. Ινστ. Αθηνών, Αθήνα 1957, του ίδιου, Το θείο δράμα.
Αθήνα, 1976.
19
πρωταρχική μήτρα από τον μετασχηματισμό και την υπέρβαση της
οποίας προήλθαν όλες οι μετέπειτα μορφές του συνειδέναι.
Στον αντίποδα της μυθολογικής - θρησκευτικής κατεύθυνσης
του συνειδέναι και σε συνδυασμό με αυτήν, αναπτύσσεται η ενιαία και
αδιαφοροποίητη αρχικά επιστημονική - φιλοσοφική θεώρηση του
κόσμου. Η φιλοσοφία «διαμορφώνεται αρχικά στα πλαίσια της
θρησκευτικής μορφής της συνείδησης κατ’ αυτόν τον τρόπο αφ’ ενός
μεν εκμηδενίζει τη θρησκεία ως τέτοια, αφ’ ετέρου δε ως προς το
θετικό της περιεχόμενο και η ίδια κινείται πλέον θετικά μόνο σ’ αυτή
την εξιδανικευμένη, νοερώς αναγμένη θρησκευτική σφαίρα» 14. Κατ’
αντίστοιχο τρόπο αναπτύσσεται και η αισθητική συνείδηση ως
αυτονομούμενη πλευρά του εν λόγω καταμερισμού της εργασίας
(τέχνη).
Η ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ
27
Κάθε επιστήμη εμπεριέχει δυνατότητες προοδευτικής
ανάπτυξης: 1) μέχρι την επίτευξη πλήρους και επαρκούς για την
τελέσφορη πρακτική παρέμβαση γνώσης των εσωτερικών αμοιβαίων
δεσμών του αντικειμένου (δηλ. μέχρι να εξαντληθούν οι γνωστικές
δυνατότητες στο επίπεδο της ανεπτυγμένης διαλεκτικής νόησης, στο
επίπεδο του λόγου), 2) όσο η αυτοτέλεια των συστατικών στοιχείων
της (τάσεων, πτυχών, κατευθύνσεων) παραμένει σχετική ως προς την
εσωτερική συνοχή τους και υπάγεται σε αυτήν. Συνεπώς η επιστήμη
εμπεριέχει τάσεις αυτοκαταστροφής ως δυνατότητες από τα πρώιμα
στάδια της ανάπτυξης της, ακόμα και αν δεν έχει φθάσει στο επίπεδο
της ωριμότητάς της.
Το φάσμα δυνατοτήτων που εμπεριέχει η εκάστοτε
γνωσιακή συγκυρία περιλαμβάνει τόσο γόνιμες, δημιουργικές όσο και
άγονες αυτοκαταστροφικές τάσεις. Το δίπολο δημιουργικών και
αυτοκαταστροφικών τάσεων, προβάλλει ιδιαίτερα έντονα κατά τις
κρισιακές γνωσιακές συγκυρίες. Οι συγκυρίες αυτές ανακύπτουν στην
ιστορία των επιστημών και της φιλοσοφίας ως περίπλοκα και
πολυεπίπεδα φαινόμενα, προϊόν εσωτερικών
(ενδοεπιστημονικών) και εξωτερικών (κοινωνικο -οικονομικών
πολιτικών, ιδεολογικών κ.λ.π.) παραγόντων Είναι γνωστές λ.χ. οι
περιπτώσεις κατά τις οποίες σκοπιμότητες πολυεθνικών οικονομικών
ομίλων θέτουν φραγμούς σε έρευνες εφαρμοσμένων και τεχνικών
επιστημών, οι ανακαλύψεις των οποίων αντιστρατεύονται εκ των
πραγμάτων τον σχεδιασμό αυτών των ομίλων. Ως φραγμός στην
ανάπτυξη των παραγωγικών-δημιουργικών δυνατοτήτων του
ανθρώπου (δηλ. της βασικής παραγωγικής δύναμης) λειτουργούν οι
περικοπές των δαπανών για βασική έρευνα, λόγω της μη άμεσης
σύνδεσής τους με την "παραγωγικότητα" (κερδοφορία). Εδώ η κρίση
οφείλεται σε άμεση επιβολή εξωτερικών σκοπιμοτήτων.
Οι μείζονος σημασίας κρισιακές συγκυρίες στην ιστορία
ιδιαίτερα των κοινωνικών επιστημών και της Φιλοσοφίας οφείλονται
συνήθως σε συνδυασμό εσωτερικών και εξωτερικών παραγόντων. Οι
εσωτερικοί παράγοντες συνδέονται κατ' εξοχήν με την προσέγγιση
των ορίων ορισμένου επιστημονικού κεκτημένου, με την εξάντληση
των δυνατοτήτων εξήγησης του μέρους εκείνου του επιστητού που
αποτελεί το αντικείμενο της έρευνας, με την εμφάνιση νέων
δεδομένων, γεγονότων κ.λ.π. Οι εξωτερικοί παράγοντες αφορούν
την περιρρέουσα ιστορική-πολιτισμική συγκυρία, ποιοτικές και
ουσιώδεις μεταβολές των κοινωνικών αναγκών και των συσχετισμών
των δυνάμεων. Η κρίση των φυσικών επιστημών στα τέλη του 19ου -
αρχές του 20ου αι. φανέρωσε έντονα τον συνδυασμό των εν λόγω
παραγόντων, ενώ εκδηλώθηκε παράλληλα και ως κρίση των
φιλοσοφικών θεμελίων των επιστημών25.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, -μοναδικό από την άποψη της
αλληλοδιαπλοκής κοινωνικών επιστημών, φιλοσοφίας και πολιτικής-
παρουσιάζει η κρίση της αστικής πολιτικής οικονομίας κατά το
πρώτο ήμισυ του 19ου αιώνα. Πρόκειται για μια γενικευμένη κρίση
προσανατολισμών, η οποία ανέκυψε όταν ολοκληρώθηκε μια ιστορική
εποχή κατά την οποία η κλασική αστική σκέψη ως ιστορικά
συγκεκριμένο και εσωτερικά ενιαίο μόρφωμα κοινωνικό-φιλοσοφικών,
πολιτικο -οικονομικών και γνωσεολογικών-μεθοδολογικών αντιλήψεων
έπαψε να υφίσταται. Κατά τη δεκαετία του 1830 η αστική τάξη
28
κατακτά την πολιτική εξουσία στη Γαλλία και την Αγγλία. Από τότε "η
ταξική πάλη αποκτούσε πρακτικά και θεωρητικά όλο και πιο έκδηλες
και απειλητικές μορφές. Σήμανε η νεκρώσιμη καμπάνα της
επιστημονικής αστικής πολιτικής οικονομίας. Στο εξής το θέμα δεν
έγκειται πλέον στην ορθότητα ή μη του μεν είτε του δε θεωρήματος,
αλλά στο αν είναι ωφέλιμο ή επιζήμιο για το κεφάλαιο, αν είναι βολικό
ή όχι στο κεφάλαιο, αν συμμορφούται προς τις αστυνομικές διατάξεις
ή όχι. Η ανιδιοτελής έρευνα παραχωρεί τη θέση της στους
διαπληκτισμούς των μίσθαρνων κονδυλοφόρων, οι αμερόληπτες
επιστημονικές αναζητήσεις αντικαθίστανται από την προκατειλημμένη
απολογητική των κολάκων"26. Κατά εκπληκτικά παρεμφερή τρόπο, η
νεκρώσιμη καμπάνα σήμανε για το σύνολο των θεμελιωδών
κοινωνικών επιστημών και της επιστημονικής φιλοσοφίας εφ' όσον οι
"διάκονοί" τους υιοθετούσαν τη σκοπιά της κυρίαρχης πλέον και
πολιτικά αστικής τάξης.
Ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζουν ορισμένες κρισιακές
συγκυρίες στο πεδίο των λογικών-μεθοδολογικών ερευνών και της
φιλοσοφικής θεμελίωσης της πολιτικής οικονομίας του σοσιαλισμού
και της κοινωνικής θεωρίας, οι οποίες εκδηλώθηκαν ιδιαίτερα έντονα
κατά τις δεκαετίες του 1960-1970 στην τέως Ε.Σ.Σ.Δ., λόγω της
ανάπτυξης των σχετικών επιστημονικών αναζητήσεων σε συνδυασμό
με θεμελιωδώς νέες ανάγκες της εν λόγω κοινωνίας. Η πορεία και η
έκβαση των συγκρούσεων μεταξύ των δημιουργικών θεωρητικών
τάσεων και των κυρίαρχων τότε επίσημων απολογητικών
ιδεολογημάτων απαιτεί συστηματική ανάλυση (πόσο μάλλον σε χώρες
όπως η δική μας, όπου η προβληματική αυτή παραμένει παντελώς
άγνωστη)27.
Κατά τη γνώμη μου η πλέον περίπλοκη και μείζονος
εμβέλειας κρισιακή γνωσιακή συγκυρία του αιώνα εκτυλίσσεται στις
μέρες μας και συνδέεται με την πορεία της συσχέτισης επανάστασης
και αντεπανάστασης, με την εδραίωση της τελευταίας, από τα τέλη
της δεκαετίας του 1980, σε χώρες του πρώτου ρεύματος των
σοσιαλιστικών επαναστάσεων (κεφαλαιοκρατική παλινόρθωση) με τη
ριζική αλλαγή του συσχετισμού των κοινωνικών δυνάμεων σε
παγκόσμια κλίμακα και τη συνακόλουθη απώλεια προσανατολισμού του
επαναστατικού και ευρύτερα του προοδευτικού κινήματος. Τα
παραπάνω εκδηλώνονται κατ' εξοχήν ως κρίση του μαρξισμού, εφ'
όσον με αυτόν συνδέεται κυρίως η επιστημονικότητα των
θεμελιωδών κεκτημένων των κοινωνικών επιστημών, των
μεθοδολογικών ερευνών και της Φιλοσοφίας. Οι δύο τελευταίες
κρισιακές γνωσιακές συγκυρίες (και ιδιαίτερα η κρίση των ημερών
μας) καθιστούν ζωτικής σημασίας ζητούμενο της εποχής μας τη
διαλεκτική ανάπτυξη-άρση του μαρξισμού, σε μια νέα σύνθεση
που δε θα συνιστά πλέον απλώς θεωρία της άρνησης του παρελθόντος
(αρνητικά προσδιοριζόμενη από αυτό το παρελθόν) αλλά θα εξετάζει
την ανθρωπότητα από τη σκοπιά των θετικών αναγκών της
αναπτυγμένης αταξικής κοινωνίας28. Η πρώτη επιστημονική
θεμελίωση αυτής της άρσης συνδέεται με το εγχείρημα της "Λογικής
της Ιστορίας", το οποίο ανέκυψε ως γόνιμη χρησιμοποίηση-ανάπτυξη
της διαλεκτικής λογικής και μεθοδολογίας του μαρξισμού 29. Ωστόσο
η άρση της πρωτοφανούς κρίσης της κοινωνικής θεωρίας και
φιλοσοφίας των ημερών μας παραμένει ζητούμενο. Το μόνο δεδομένο
29
προς το παρόν είναι αφ' ενός μεν οι συνδεόμενες με το προαναφερθέν
εγχείρημα δημιουργικές τάσεις ανάπτυξης της θεωρίας, αφ' ετέρου δε
η χαώδης ποικιλομορφία τάσεων αποδόμησης, εκφυλισμού και
έκπτωσης (με όλη την πολυσημία του όρου: υποβάθμιση της
επιστημονικής ισχύος, απαξίωση-υποτίμηση της αγοραίας τιμής, λόγω
της υπερδιαθεσιμότητας ορισμένων "επιστημόνων" για εκποίηση-
έκδοση, κοινωνική και ηθική μείωση και ανυποληψία...).
Κατ' αυτό τον τρόπο οι κρισιακές γνωσιακές συγκυρίες
είναι οι ιστορικές εκείνες στιγμές κατά τις οποίες κυοφορούνται
μεγάλες επιστημονικές-φιλοσοφικές τομές. Συνοδεύονται από επίπονες
επιπλοκές, "οδύνες του τοκετού", πληθώρα τερατογονιών και
εκτρωμάτων, αμφίβολες πατρότητες κ.λ.π. Τηρουμένων των
αναλογιών, μπορούμε να πούμε ότι οι συγκυρίες αυτές εκδηλώνονται
αντικειμενικά, παρόμοια με τις επαναστατικές καταστάσεις στην
ιστορία της κοινωνίας, οι οποίες αποτελούν μεν τον αναγκαίο, πλην
όμως όχι ικανό όρο τελέσφορων και νικηφόρων επαναστάσεων. Η
βαθμιαία κλιμάκωση της κρισιακής γνωσιακής συγκυρίας δεν οδηγεί
αυτόματα στο θρίαμβο της επικείμενης επιστημονικής επανάστασης
αν δεν συνοδεύεται από τους κατάλληλους υποκειμενικούς όρους
και κυρίως από την συγκρότηση νέου υποκειμένου της έρευνας
μέσω της χάραξης στρατηγικής και τακτικής του ανώτερου
φάσματος ερευνητικών προγραμμάτων. Αυτό επιτυγχάνεται
αρχικά μέσου του αρνητικού αυτοπροσδιορισμού της νέας
θεωρητικής σύλληψης (ανάδειξη των αδυναμιών, της ανεπάρκειας και
συνολική κριτική αποτίμησης της προηγούμενης θεωρίας , ερμηνεία
των αιτίων ανεπάρκειας αυτής, της θεωρίας) και βαθμιαία, μέσω της
θετικής εδραίωσης-καταξίωσης της νέας (Φιλοσοφική-
μεθοδολογική θεμελίωση, αναβάθμιση της έρευνας μέσω της
διεύρυνσης και εμβάθυνσής της), μέσω της θετικής πλέον διευθέτησης
των ερευνητικών ζητημάτων στα οποία προσέκρουε χωρίς προοπτική
η προγενέστερη θεωρία και συνεπώς μέσω του προσδιορισμού του
πεδίου ισχύος-εφαρμοσιμότητας της τελευταίας, η οποία "αίρεται"
διαλεκτικά από την νέα θεωρία.. Πρόκειται για μια διαδικασία
περίπλοκη και συχνά μακροχρόνια, δεδομένου ότι η απαιτούμενη
συγκρότηση του νέου υποκειμένου απαιτεί θεμελιώδες συστηματικό
έργο υποδομής, το οποίο προσκρούει κατά κανόνα σ' ένα άκρως
δυσμενές και εχθρικό κλίμα που συγκροτούν οι χυδαίες-αγοραίες
αποδομητικές τάσεις από κοινού με τις άμεσα χειραγωγικές
ιδεολογικές και πολιτικές παρεμβάσεις.
Δημήτρης Σ. Πατέλης*
1. Εισαγωγή
Στις μέρες μας όλο και πιο συχνά γίνεται λόγος για κρίση στην
επιστήμη. Όλο και πιο πολλοί επιστήμονες, ερευνητές των πλέον
διαφορετικών ειδικοτήτων (φυσικών, μαθηματικών, κοινωνικών
επιστημών, φιλοσοφίας της επιστήμης) διαπιστώνουν κρισιακά
φαινόμενα και συμπτώματα, βιώνουν αδιέξοδα. Σήμερα δεν υπάρχει
ούτε ένας τομέας της θεωρίας και της πρακτικής που να μη τίθεται
υπό αμφισβήτηση. Η σύγχρονη διεθνής κοινωνικοπολιτική και
ιδεολογική συγκυρία επιδεινώνει την κρίση όλου του πλέγματος των
κοινωνικών επιστημών (ιδιαίτερα των φιλοσοφικών και μεθοδολογικών
θεμελίων τους), οδηγεί συχνά σε καταστροφικές για την επιστημονική
νόηση συνέπειες, στην απόρριψη των κεκτημένων της επιστήμης σε
μια πρωτοφανή τάση ενίσχυσης του έρποντος εμπειρισμού, του
ανορθολογισμού, αλλά και του μυστικισμού.
Η άρση της πρωτοφανούς κρίσης της κοινωνικής θεωρίας και
φιλοσοφίας των ημερών μας παραμένει ζητούμενο. Το μόνο δεδομένο
προς το παρόν είναι, αφ’ ενός μεν, ορισμένες δημιουργικές τάσεις
ανάπτυξης της θεωρίας και μεθοδολογίας, αφ’ ετέρου δε, η χαώδης
ποικιλομορφία τάσεων αποδόμησης, εκφυλισμού και έκπτωσης 16.
Η συγκυρία αυτή εγείρει πληθώρα προβλημάτων και ερωτημάτων. Τι
είναι η γνώση, από πού προκύπτει, πως συνδέεται με την συνείδηση και
πως επιτυγχάνεται; Τι είναι η επιστήμη και πως συγκροτείται; Τι
σημαίνει επιστημονική μέθοδος και μεθοδολογία; Ποια είναι η
μεθοδολογία του οργανικού όλου; Σε τι συνίσταται η κρίση της
επιστήμης; Από τι γνωρίσματα σηματοδοτείται; Συνδέεται άραγε με το
πρόβλημα της μεθόδου και της μεθοδολογίας;
16
Έκπτωσης με όλη την πολυσημία του όρου: υποβάθμιση της επιστημονικής ισχύος, απαξίωση-υποτίμηση της αγοραίας τιμής,
λόγω της υπερδιαθεσιμότητας ορισμένων «επιστημόνων» για εκποίηση-έκδοση, κοινωνική και ηθική μείωση και ανυποληψία...
36
Για να διευκρινίσουμε αυτά τα ερωτήματα, επιτρέψτε μου να
παραθέσω δυο παραδείγματα. Θιασώτες των ψυχομετρικών
δοκιμασιών (στην ακραία εκδοχή τους) απαντούν στο ερώτημα «τι
είναι η νοημοσύνη;» καθαρά οπερασιοναλιστικά: «νοημοσύνη είναι
αυτό που μετρώ με το (σταθμισμένο κ.ο.κ.) Test μου»! Τι θα λέγατε για
ένα φυσικό που θα ισχυριζόταν ότι «θερμοκρασία είναι αυτό που
μετρώ με το θερμόμετρό μου»; Πράγματι, για τον οπερασιοναλισμό, η
σημασία ή η πραγματικότητα ενός γεγονότος (ενός φαινομένου ή μιας
θεωρίας) είναι σύμφυτη με τις διεργασίες, τις ενέργειες του
υποκειμένου που το οικοδομούν, διαχέεται απόλυτα μέσα σε αυτές,
τελικά, ανάγεται σε αυτές. Επιτρέπει άραγε η εμπειρία της μέχρι τώρα
χρήσης των δοκιμασιών νοημοσύνης να τις θεωρούμε τόσο αξιόπιστο
εργαλείο, μέσω του οποίου και μόνο είναι εφικτός ο προσδιορισμός
των νοητικών λειτουργιών; Ορίζουν άραγε, προσδιορίζουν, διαυγάζουν
τις ιδιότητες, την ουσιώδη συνάφεια και τους νόμους που διέπουν το
υπό διερεύνηση φαινόμενο οι όποιες «ακριβείς» μετρήσεις; Τι μας
παρέχουν οι ακριβείς μετρήσεις αντικειμένων την υφή, το ποιόν, την
ουσία των οποίων αδυνατούμε (είτε αποφεύγουμε, απαξιούμε, κ.ο.κ.)
να προσδιορίσουμε θετικά;
Άλλο παράδειγμα είναι αυτό του εκπροσώπου των κοινωνικών και
ανθρωπιστικών επιστημών, ο οποίος, επειδή έχει απηυδήσει από τις
εργαλειακές ποσοτικοποιήσεις, καταφεύγει στην αποκλειστική χρήση
των λεγόμενων ποιοτικών μεθόδων, π.χ. πραγματοποιεί συνεντεύξεις,
σε συνθήκες «πλήρους» διάχυσης του ερευνητή στο πεδίο,
αποκρυσταλλώνει επισταμένως την έκφραση του βιώματος του
συνεντευξιαζόμενου, κ.ο.κ. Φερ’ ειπείν, ως ανθρωπολόγος επιχειρεί να
αναδείξει παραστάσεις, αναπαραστάσεις του εαυτού. Ποιες είναι όμως
αυτές οι αναπαραστάσεις; Ποιον εαυτό, ποιο «εγώ», ποια ταυτότητα
απεικονίζουν; Υπάρχει βέβαια μια αντίληψη, μια παράσταση, μια
συναίσθηση που διαθέτει ο καθ’ ένας μας για τον εαυτό του, μια άλλη
παράσταση που έχουν άνθρωποι του περίγυρού μας για τον εαυτό μας,
η επιθυμητή από εμάς ταυτότητα-εξιδανίκευση του εαυτού μας, η
εικόνα που θέλουμε να προβάλλουμε για τον εαυτό μας, οι προσδοκίες
των άλλων (θετικές ή αρνητικές) ως τυπικής είτε άτυπης ομάδας
αναφοράς, κ.ο.κ. Εγείρεται πληθώρα ερωτημάτων. Κατά πόσο οι ως
άνω παραστάσεις ανταποκρίνονται επακριβώς στην αντικειμενικά
προσδιορίσιμη ταυτότητα που συγκροτείται από την ψυχοσωματική
μας οντότητα, όπως αυτή εκφράζεται στο πλέγμα των
δραστηριοτήτων, των σχέσεων, της επικοινωνίας, της θέσης και του
ρόλου μας στην ολότητα της κοινωνίας; Κατά πόσο μπορούν οι
άνθρωποι κατά τις απόπειρες αυτογνωσίας και αυτοσυνειδησίας τους
να μένουν ανεπηρέαστοι από ποικίλες επιφάσεις και πλάνες της
φαινομενικότητας και της αλλοτρίωσης (μυθοπλασίες, ιδεολογήματα,
στερεότυπα, προκαταλήψεις, κ.ο.κ.); (βλ. σχετικά Γκόφμαν, 2006).
Ας δούμε όμως τι είναι η γνωστική διαδικασία, η γνώση και η
επιστήμη.
18
Δυστυχώς, κατά τα φαινόμενα, θα περάσουν πολλά χρόνια μέχρι να συνειδητοποιηθεί η μεθοδολογική σημασία της διάγνωσης της
υφής του γνωστικού αντικειμένου των ιατροβιολογικών επιστημών και του επιπέδου ανάπτυξης της κεκτημένης γνώσης, γεγονός που
επιτείνει την χρονίζουσα κρίση, με δραματικές συνέπειες για τη φύση και τον άνθρωπο. Η εμπλοκή της ιατρικής σε αναλυτικές
μονομέρειες, σε συμπτωματολογία, σε κατακερματισμό του αντικειμένου, σε βιολογικούς, βιοχημικούς και χημικούς αναγωγισμούς,
κ.ο.κ., σε συνδυασμό με τον έλεγχό της από φαρμακευτικούς μονοπωλιακούς ομίλους, επιτείνει τα κρισιακά φαινόμενα. Η αλόγιστη
εισαγωγή από τους ομίλους των βιοτεχνολογιών γενετικά τροποποιημένων οργανισμών στο περιβάλλον και στην τροφική αλυσίδα
χωρίς σαφή γνώση των επιπτώσεών τους, εγκυμονεί καταστροφικούς κινδύνους.
49
προδιαλεκτικής νόησης, της διάνοιας (Verstand), δηλαδή κινείται από
την κατ’ αίσθηση χαώδη περί του όλου αντίληψη, προς διαφόρων
βαθμών αφαιρέσεις και γενικεύσεις (ποσοτικού, μετρικού και τυπικού
χαρακτήρα) του εμπειρικού υλικού, των δεδομένων των αισθήσεων.
Για τη διακρίβωση του επιπέδου της έρευνας, οφείλουμε να
διαγνώσουμε τον χαρακτήρα και το επίπεδο της κεκτημένης γνώσης,
να την επανεπεξεργαστούμε κριτικά σε διαρκή αντιπαραβολή με το
ίδιο το αντικείμενο και την ικανότητά της να επιτελεί τις τρεις
βασικές λειτουργίες της επιστήμης: περιγραφή, εξήγηση και
πρόγνωση.
Το έργο αυτό δυσχεραίνεται, ιδιαίτερα στις κοινωνικές επιστήμες,
λόγω της πληθώρας θεωριών και προσεγγίσεων. Οφείλουμε, με βάση
τα παραπάνω, να διακριβώσουμε τα αίτια της ύπαρξης πολλών και
διαφόρων θεωριών και μεθοδολογιών. Οφείλεται άραγε αυτή η
πληθώρα αμιγώς στην –κατά τα λοιπά, καθ’ όλα νόμιμη και σύμμορφη
της πολυμορφίας και του πολυεπίπεδου του ίδιου του αντικειμένου–
πληθώρα προσεγγίσεων, πτυχών, επιπέδων και πλευρών του
αντικειμένου, ή σε εμφάσεις κατά τα ερευνητικά ενδιαφέροντα του
υποκειμένου; Ή μήπως εμπλέκονται εδώ και μεθοδολογικές-
κοσμοθεωρητικές επιλογές που συνδέονται με εξωγενή ως προς την
ίδια τη νομοτελή πορεία της έρευνας συμφέροντα και παρεμβάσεις;
Μήπως σημαντικό μέρος αυτής της «πλουραλιστικής» πολυφωνίας
συνδέεται με επιστημονικοφανείς λεκτικοποιήσεις συγκεκριμένων
στάσεων; Ποιες είναι λ.χ. οι λανθάνουσες φιλοσοφικές, ιδεολογικές και
μεθοδολογικές προκείμενες των «νεοκλασικών» οικονομικών του
νεοφιλελευθερισμού (βλ. και Σταμάτη, 2007, 2008), του φροϋδισμού, ή
του «μεταμοντέρνου»;
Τρίτον, συνδέονται με το επίπεδο γνωστικής και μεθοδολογικής
ανάπτυξης της «οντογένεσης» του συγκεκριμένου υποκειμένου της
έρευνας (ατομικού ή και συλλογικού), το επίπεδο θεωρητικής και
λογικής του συγκρότησης, δηλαδή η ικανότητά του να διαγνώσει τόσο
την ιδιοτυπία και το επίπεδο ανάπτυξης του γνωστικού αντικειμένου,
όσο και το επίπεδο ανάπτυξης (το επίπεδο της ιστορικά
προσδιορισμένης επάρκειας ή ανεπάρκειας) των περί του αντικειμένου
κεκτημένων γνώσεων. Οι ιδιότητες αυτές του υποκειμένου συνδέονται
με τον τύπο προσωπικότητάς του και με την στάση ζωής του, με την
ικανότητά του να εξετάζει κριτικά τόσο το αντικείμενο, όσο και την
κεκτημένη γνώση και μεθοδολογία, με την ικανότητά του να
αντιλαμβάνεται τις ερευνητικές ανάγκες, την εσωτερική λογική της
ανάπτυξης της έρευνας και να διαθλά υπό το πρίσμα της τελευταίας
τις πραγματικές ανάγκες της ανθρωπότητας. Εδώ το είδος του
υποκειμένου της έρευνας εξετάζεται υπό το πρίσμα της σύνδεσης
μεθόδου και στάσης ζωής 19. Για να μπορέσει το υποκείμενο να
εμπλακεί στην ανάπτυξη της γνωστικής διαδικασίας με όρους
μεθοδολογικά ευρετικούς, γόνιμους και δημιουργικούς, που θα
ανοίξουν δρόμους στην επιστήμη, οφείλει να κατέχει την
προγενέστερη θεωρία και να διάκειται προς αυτήν κριτικά, σε
συνδυασμό με μια κριτική, μετασχηματιστική, ανατρεπτική στάση
προς το αντικείμενο. Δεν αρκούν όμως αυτά. Μπορείς άραγε να
διαγνώσεις θεμελιωδώς, εις βάθος ένα αντικείμενο, η παρούσα μορφή
19
Για μια τυπολογία προσωπικοτήτων της επιστήμης και της συμβολής τους στην ανάπτυξη ή στη φθορά της επιστήμης, με κριτήριο
τη στάση τους έναντι της κοινωνίας, του γνωστικού αντικειμένου και της κεκτημένης γνώσης, βάσει της γενίκευσης της ιστορίας της
προμαρξικής πολιτικής οικονομίας, βλ. Πατέλη, 1998α.
50
ύπαρξης του οποίου προβάλλει για εσένα ως ανυπέρβλητη, αιώνια και
κατά βάση αμετάβλητη; Ή μήπως είναι εφικτός ο (ριζικός)
μετασχηματισμός ενός περίπλοκου και πολυεπίπεδου ιστορικού
αντικειμένου χωρίς η πράξη να καθοδηγείται από την ουσιώδη γνώση;
Χρειάζεται μια στάση ζωής που θα είναι συνάμα και μεθοδολογική
στάση. Δεδομένου ότι μέθοδος είναι οι τρόποι και τα μέσα νοητικής
προσοικείωσης (δια του νοητικού μετασχηματισμού-ανασύστασης) του
γνωστικού αντικειμένου, προσπορισμού γνώσης περί αυτού, εάν η
στάση ζωής του επιστήμονα δεν είναι τέτοια που να του επιτρέπει να
θεωρήσει το γνωστικό του αντικείμενο από τη σκοπιά του ριζικού
μετασχηματισμού του, τότε το υποκείμενο αυτό, εκουσίως ή ακουσίως,
συνειδητά ή ασυνείδητα, θα αρκείται να ολισθαίνει στην επιφάνεια,
στα επιφαινόμενα, στην φαινομενικότητα του αντικειμένου,
αναπαράγοντας και στερεότυπα, ιδεολογήματα, αγοραίες
προκαταλήψεις της καθημερινότητας, κ.ο.κ. Αυτού του τύπου το
υποκείμενο αδυνατεί εξ υπαρχής να εμβαθύνει στη γνώση.
Ιδιαίτερη περιπλοκότητα παρουσιάζει η διακρίβωση της γνωσιακής
συγκυρίας στις κοινωνικές επιστήμες, ιδιαίτερα όσο αυτές
αναπτύσσονται σε κοινωνίες στις οποίες ατομικά, ομαδικά και
πανανθρώπινα συμφέροντα δεν ταυτίζονται.
Ίδιον της κοινωνικής επιστήμης είναι το γεγονός ότι το αντικείμενό
της συνιστά ταυτοχρόνως και υποκείμενο. Αυτό είναι μια ανυπέρβλητη
πραγματικότητα, την οποία οφείλουμε να αναστοχαστούμε
μεθοδολογικά ώστε να προαγάγουμε την γνώση. Και αυτό είναι εφικτό
μόνο στην περίπτωση που θα υιοθετήσουμε την σκοπιά, την οπτική, τη
στάση ζωής εκείνων των μερών της κοινωνίας, τα υλικά πραγματικά
συμφέροντα των οποίων συνάδουν με τις προοπτικές ενοποίησης της
ανθρωπότητας. Αυτό δεν συνιστά ευχολόγιο, ούτε πολιτική διακήρυξη,
αλλά προαπαιτούμενο της απρόσκοπτης εμβάθυνσης της έρευνας
μέχρι τον ενδότερο πυρήνα της κοινωνικής δομής, μέχρι τα βαθύτερα
προβλήματα των ανθρώπων, που συνδέονται με τις θεμελιώδεις
αντιφάσεις της κοινωνίας. Δεν είναι απλή αναγωγή της μεθοδολογίας
σε αξιολογικές επιλογές του επιστήμονα, αλλά αντικειμενική αξίωση
που προβάλλει η λογική του ίδιου του αντικειμένου της κοινωνικής
επιστήμης προς το υποκείμενο. Δεν αρκεί όμως η υιοθέτηση αυτής της
κοινωνικοπολιτικής τοποθέτησης, ή μάλλον της στάσης ζωής, που
εκφράζεται φερ’ ειπείν στη σύγχρονη κεφαλαιοκρατία, με την
συνειδητή απόρριψη των επιταγών των ιδιοτελών συμφερόντων των
εκάστοτε ισχυρών, και την υιοθέτηση της οπτικής των συμφερόντων
του πόλου της εργασίας (της χειραφέτησης της εργασίας) έναντι του
κεφαλαίου. Χρειάζεται επιπλέον να διαγνώσει το υποκείμενο της
έρευνας και εκείνα τα στοιχεία, εκείνες τις μη αναγώγιμες στο
σύγχρονο δίπολο της ταξικής πάλης τάσεις, που έλκουν την καταγωγή
τους από την προταξική αφετηρία του κοινωνικού γίγνεσθαι, ως
κλιμάκωσης της άρσης του φυσικού απ’ το κοινωνικό και (δια της
συνολικής διαλεκτικής άρσης αυτού του γίγνεσθαι) οδηγούν στην
ενοποίηση της ανθρωπότητας. Τα στοιχεία αυτά, σαφώς δεν
εκφράζονται αρκούντως μέσα από την αυθόρμητη στάση του πόλου
της εργασίας έναντι του πόλου του κεφαλαίου, αλλά ούτε και μέσω
της κλασικής ταξικής προσέγγισης του μαρξισμού, δεδομένου ότι και
ο τελευταίος εν πολλοίς διαμορφώθηκε μέσω του ετεροπροσδιορισμού
του έναντι του κεφαλαίου (βασικό πρόταγμα της εποχής του Marx,
51
ήταν η άρνηση αυτού που υπήρχε ως κυρίαρχο). Βάσει των παραπάνω,
η αναγωγή της φιλοσοφίας σε πολιτική, σε «ταξική πάλη στο χώρο της
θεωρίας» (Althusser, 1977: 51) είναι άκρως άγονη, και τελικά
υπονομευτική για την κοινωνική θεωρία20.
Ωστόσο, δεν αρκεί η ως άνω στάση ζωής. Πολλώ μάλλον δε, που η
τελευταία δεν ανάγεται σε υιοθέτηση αξιών, είτε σε συγκυριακή
ταξική-πολιτική τοποθέτηση. Είναι πολύ βαθύτερο θέμα, διότι η στάση
ζωής, η συνείδηση και η επιστήμη (ως καθολική δύναμη της
ανθρωπότητας) είναι πολύ βαθύτερες συνιστώσες της δυναμικής του
πολιτισμού, με ορίζοντα που υπερβαίνει κατά πολύ την ιστορική
εμβέλεια του κόσμου των αξιών, της όποιας πολιτικής και της
πολιτικής εν γένει. Έχει να κάνει λοιπόν με το εάν και κατά πόσο
διέπει την ζωή του ερευνητή αυτό που πρεσβεύει ως θεωρητικός. Ο
πραγματικός επιστήμονας δεν «ποζάρει», δεν βλέπει την επιστήμη ως
πεδίο αυτοπροβολής του, δεν ανάγει την δραστηριότητά του σε
παραγωγή “papers” με αγοραία μετρήσιμα κριτήρια, δεν
προσανατολίζει την έρευνα βάσει του εκάστοτε ιδεολογικού κλίματος
και της μόδας. Εκείνο που νοηματοδοτεί θεμελιωδώς την ζωή του,
είναι η ενασχόληση με τα ζωτικότερα και καιριότερα ζητήματα της
κοινωνίας της εποχής του, όπως αυτά διαθλώνται υπό το πρίσμα του
θεωρητικού και μεθοδολογικού εξοπλισμού της επιστήμης του. Δεν
εισάγει εξωεπιστημονικά κριτήρια. Η σχέση της επιστήμης με την
εμπειρική πραγματικότητα είναι πάντα διαμεσολαβημένη. Γι’ αυτό
απαιτείται ένας υψηλός βαθμός ανεξαρτησίας της επιστημονικής
στάσης, η οποία, λόγω του βάθους της, επ’ ουδενί λόγω δεν μπορεί να
ανάγεται σε μία τρέχουσα πολιτική διακήρυξη.
Τα παραπάνω δεν συνιστούν αναγωγή μεθοδολογικών όρων της
έρευνας σε υποκειμενικές αξιολογικές επιλογές, σε ηθικολογικού
χαρακτήρα δεοντολογικές αρχές, σε ψυχολογικές ιδιαιτερότητες,
κ.ο.κ. Τα εν λόγω κριτήρια αποκτούν την ισχύ αντικειμενικής
μεθοδολογικής αρχής, δεδομένου ότι επιβάλλονται εκ των πραγμάτων
στατιστικά στην ιστορία της επιστήμης μέσω ενός μηχανισμού δίκην
«φυσικής επιλογής» των ερευνητών που συνεισφέρουν πραγματικά
στην ανάπτυξη της βασικής αρτηρίας της νομοτελούς πορείας της
επιστήμης.
Τέταρτον, συνδέονται με την περιρρέουσα ιστορική-πολιτισμική
ατμόσφαιρα, η οποία επιδρά άμεσα ή έμμεσα στην έρευνα (ως προς το
τι, πώς, γιατί και σε ποια κατεύθυνση, με ποια σκοπιμότητα,
προτεραιότητα και ιεράρχηση πρέπει να διερευνηθεί). Δεδομένου ότι η
επιστήμη ως κατ’ εξοχήν ειδέναι έλκει την καταγωγή της από την
πρακτική μετασχηματιστική δραστηριότητα του ανθρώπου, η
πρακτική προβάλλει ως το αφετηριακό σημείο, το κριτήριο της
αλήθειας και ο τελικός προορισμός της (Kursanov: 225-268). Η
ιστορία της επιστήμης βρίθει σχετικών παραδειγμάτων.
Η παραγωγική χρήση της ατμομηχανής (και αργότερα του κινητήρα
εσωτερικής καύσης) έδωσε ώθηση στην ανάπτυξη της
20
Υπονομεύει και την ίδια την πολιτική (την οποία υποτίθεται ότι εξυπηρετεί με κραυγαλέα στράτευση), δεδομένου ότι της στερεί τη
δυνατότητα θεωρητικής και μεθοδολογικής θεμελίωσης της όποιας στρατηγικής και τακτικής, η οποία είναι ανέφικτη χωρίς την
προτρέχουσα και σχετικά αυτοτελή (αποστασιοποιημένη από το «βλέποντας και κάνοντας» και την εμπλοκή στο εκάστοτε «εδώ και
τώρα» του πολιτικού ακτιβισμού) θεωρητική-φιλοσοφική έρευνα. Η αυθεντική κοινωνική θεωρία που χαράσσει δρόμους, παρά τις
περί του αντιθέτου αγκυλώσεις, δεν ανάγεται σε έρποντα εμπειρισμό, που στην καλύτερη περίπτωση συνιστά «γενίκευση της
πρακτικής», δηλαδή, εξ ορισμού, πάντα έπεται της όποιας πρακτικής. Η επιφύλαξη: «σε τελική ανάλυση», δεν σώζει την κατάσταση,
διότι, εάν έχει κάτι να υποδηλώσει, δεν είναι τίποτε άλλο από κοινότοπη αναφορά στην επίδραση της πάλης των τάξεων σε όλες τις
εκφάνσεις της συνείδησης και της πνευματικής δημιουργίας σε ταξική κοινωνία...
52
θερμοδυναμικής. Η περιπλοκή της σχέσης άνθρωπος-μηχανή και οι
συνακόλουθες ανάγκες επιστημονικής οργάνωσης της εργασίας,
έδωσαν ώθηση στην ανάπτυξη των ψυχολογικών ερευνών της
προσοχής, της εργονομίας, κ.ο.κ.
Δεδομένου, επίσης, και του γεγονότος ότι η επιστήμη συνιστά
καθολική δημιουργική (και ενίοτε καταστροφική) δύναμη της
ανθρωπότητας, θα πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν τον τρόπο με τον οποίο
οι εκάστοτε κοινωνικές ανάγκες ενσωματώνονται στο corpus της
επιστημονικής έρευνας, μέσω μιας ιδιότυπης «διήθησης» και
αναψηλάφησης του εάν, τι, με τι τρόπο και κατά πόσο εμπίπτει στο
πεδίο του γνωστικού αντικειμένου. Ωστόσο, οφείλουμε να
επισημάνουμε ότι στις ανταγωνιστικές κοινωνίες οι (συνδεόμενες με
τα κυρίαρχα συμφέροντα) εκάστοτε δεσπόζουσες μορφές κοινωνικής
ζήτησης (π.χ. οι ανάγκες μεγιστοποίησης της κερδοφορίας του
κεφαλαίου) ως κριτήριο επιλογής προοπτικής μέσα από το φάσμα
δυνατοτήτων της γνωσιακής συγκυρίας, δεν ταυτίζονται με τις
βαθύτερες πραγματικές ανάγκες της ανθρωπότητας και με τις
ανάγκες της εσωτερικής λογικής της ανάπτυξης της έρευνας.
Ο προσδιορισμός της γνωσιακής συγκυρίας ως συγκεκριμένης
ιστορικής στιγμής στο φάσμα δυνατοτήτων της νομοτελούς πορείας
της επιστήμης, είναι εκ των ων ουκ άνευ όρος για την συνειδητή
εμπλοκή του υποκειμένου στην ερευνητική διαδικασία, για την χάραξη
στρατηγικών και τακτικών της έρευνας. Το φάσμα δυνατοτήτων που
εμπεριέχει η εκάστοτε γνωσιακή συγκυρία περιλαμβάνει κινδύνους
άγονης δογματικής αγκύλωσης, μονομερούς παραμόρφωσης,
σκεπτικιστικής-σχετικοκρατικής διάλυσης, καταστροφής κ.λπ., αλλά
και γόνιμες προοπτικές δημιουργικής ανάπτυξης της επιστήμης. Το
δίπολο δημιουργικών και αυτοκαταστροφικών τάσεων, προβάλλει
ιδιαίτερα έντονα κατά τις κρισιακές γνωσιακές συγκυρίες.
53
Σε διάφορες φάσεις ανάπτυξης της επιστήμης, μπορούμε να
διαπιστώσουμε λοιπόν, ότι η κεκτημένη γνώση (το θεωρητικό
κεκτημένο της επιστήμης) δεν μπορεί να επιτελεί πλέον λειτουργίες
τις οποίες επιτελούσε μέχρι πρότινος με ορισμένη πληρότητα και
επάρκεια. Κρισιακή γνωσιακή συγκυρία αποκαλούμε εκείνη την
συγκυρία, στο πλαίσιο της οποίας, η κεκτημένη γνώση αδυνατεί να
μας παράσχει έγκυρη περιγραφή και κυρίως θεωρητική εξήγηση και
επιστημονική πρόβλεψη-πρόγνωση της δομής και της ανάπτυξης του
αντικειμένου. Νέες πτυχές, πλευρές, εμπειρικά γεγονότα κ.ο.κ. που
αφορούν το γνωστικό αντικείμενο εγείρονται στο προσκήνιο της
έρευνας, χωρίς να είναι η κεκτημένη γνώση σε θέση να τα περιγράψει,
να τα εξηγήσει και να προβλέψει την προοπτική τους με πληρότητα,
αντικειμενικότητα και επάρκεια.
Αυτή η αναντιστοιχία της κεκτημένης γνώσης προς τις νέες
ερευνητικές ανάγκες λειτουργεί ως κινητήριος αντίφαση, ως
γονιμοποιό κίνητρο για την περαιτέρω ανάπτυξη της έρευνας, για την
περαιτέρω διεύρυνση και εμβάθυνση της γνώσης. Η τελευταία δεν
είναι δεδομένη αυτομάτως και αυθορμήτως. Απαιτείται ενεργοποίηση
του υποκειμένου για την διακρίβωση της γνωσιακής συγκυρίας από
λογικής και μεθοδολογικής σκοπιάς.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η ερευνητική δραστηριότητα έχει πάντοτε
διττή κατεύθυνση: (1) προς το αντικείμενο (για την νοητική
αφομοίωση και τον μετασχηματισμό του) και (2) προς την κεκτημένη
γνώση (αρχικά προεκβαλλόμενη στο εισέτι μη εγνωσμένο πεδίο, ως
μέθοδο προσπορισμού νέας γνώσης και –εφ’ όσον διαπιστώνεται η
ανεπάρκειά της– ως αντικείμενο προς μετασχηματισμό, μέσω κριτικού
μεθοδολογικού αναστοχασμού). Το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα της
έρευνας νοείται εξ’ αρχής ως ελλείπον στοιχείο του συστήματος
γνώσεων που διαθέτει το επιστημονικό κεκτημένο. Και μάλιστα η
αναπλήρωση αυτού του ελλείποντος στοιχείου συνδέεται οργανικά με
τον μετασχηματισμό του κεκτημένου.
Υπάρχουν λοιπόν κρισιακές γνωσιακές συγκυρίες που ποικίλουν ως
προς το εύρος, το βάθος και την ένταση της αντιφατικότητας που τις
χαρακτηρίζει. Οι συγκυρίες αυτές ανακύπτουν στην ιστορία των
επιστημών και της φιλοσοφίας ως περίπλοκα και πολυεπίπεδα
φαινόμενα, προϊόν εσωτερικών και εξωτερικών παραγόντων. Υπάρχουν
κρισιακές γνωσιακές συγκυρίες που οφείλονται σε χονδροειδείς
εξωτερικές επεμβάσεις στο έργο της επιστήμης (μέσω θεσμικών
παρεμβάσεων, απαγορεύσεων, εξαγορών, επιλεκτικών
χρηματοδοτήσεων ή υποχρηματοδοτήσεων, κ.ο.κ.), σε εκ των
πραγμάτων εξάντληση του ερευνητικού δυναμικού ορισμένης
κεκτημένης γνώσης, είτε (κατά κανόνα) σε συνδυασμό των παραπάνω.
Σε κάθε περίπτωση εγείρεται στο προσκήνιο το ζήτημα του ελέγχου
της γνώσης, όπου οφείλουμε να διακρίνουμε δύο πτυχές: η μία έχει να
κάνει με τον (εμπειρικό και θεωρητικό) έλεγχο αντικειμενικότητας,
αλήθειας, αποδεικτικότητας, πληρότητας και επάρκειας της
κεκτημένης γνώσης, ενώ ή άλλη αφορά τους αντικειμενικούς
κοινωνικο-οικονομικούς και θεσμικούς-πολιτικούς όρους διεξαγωγής
της έρευνας.
Η δεύτερη πτυχή, στην εποχή μας, συνδέεται άμεσα με το ποιος,
πως, πότε, πού, με τι κριτήρια και γιατί χρηματοδοτεί (ή δεν
χρηματοδοτεί) κάποια έρευνα, συνδέεται με το τι επιτρέπεται ή τι
54
απαγορεύεται να διερευνά η επιστήμη. Είναι τυχαίο φερ’ ειπείν το
γεγονός ότι επί μακρόν στο χώρο των ιατροβιολογικών επιστημών η
μερίδα του λέοντος των πόρων στρέφεται στην καταπολέμηση της
τριχόπτωσης; Πόσο αντικειμενικές και αμερόληπτες μπορούν να είναι
οι έρευνες για τις επιπτώσεις των μη ιονιζουσών ηλεκτρομαγνητικών
ακτινοβολιών στην υγεία, που χρηματοδοτούνται από τις εταιρείες
κινητής τηλεφωνίας (Γεωργίου, 2009), ή οι έρευνες για τις επιπτώσεις
των ορυκτών καυσίμων στο περιβάλλον που χρηματοδοτούνται από
πετρελαϊκές εταιρείες; Είναι σαφές πλέον ότι υπάρχουν τεράστια
συμφέροντα και διάφοροι πόλοι εξουσίας οι οποίοι πολεμούν γι’ αυτά21.
Είναι άραγε άσχετο αυτό με το γεγονός ότι για την κυρίαρχη
κοινωνικο-οικονομική σχέση που λέγεται κεφάλαιο, οι όποιες
κοινωνικές ανάγκες δεν ιεραρχούνται υπό το πρίσμα της ζωτικής
σημασίας τους για την ανθρωπότητα, αλλά μέσω της εκάστοτε
φερέγγυας ζήτησης, ως πηγής κερδοφορίας; Έχει άραγε αυτή η
ιεράρχηση προτεραιοτήτων που υπαγορεύει στην επιστήμη το
κεφάλαιο καμία σχέση με τις πραγματικές ανάγκες της ανθρωπότητας
και με την εσωτερική λογική της ερευνητικής διαδικασίας;
Πληθώρα επιστημόνων ασχολείται με εφαρμογές της γενετικής
μηχανικής για λογαριασμό κολοσσιαίων οικονομικών ομίλων. Η
επιβαλλόμενη από τους τελευταίους, καθώς και από τα εθνικά και
υπερεθνικά πολιτικά όργανα που προωθούν τα συμφέροντά τους,
ραγδαία εξάπλωση γενετικά τροποποιημένων οργανισμών, με
άγνωστες επιπτώσεις στην χλωρίδα και την πανίδα του πλανήτη, θέτει
υπό απειλή τους ίδιους τους όρους βιολογικής ύπαρξης των
επερχόμενων γενεών της ανθρωπότητας 22. Η άμεση υπαγωγή της
επιστήμης στο κεφάλαιο, δεδομένης της (δημιουργικής αλλά και
καταστροφικής) ισχύος και της εμβέλειας των αποτελεσμάτων της
επιστήμης, δεν καταστρέφει μόνο την επιστήμη, δεν ακυρώνει μόνο
την ανιδιοτελή αναζήτηση της αλήθειας ως αρχή της επιστημονικής
δραστηριότητας που θέτει εαυτόν στην υπηρεσία της ανθρωπότητας,
αλλά απειλεί και την ίδια την ύπαρξη της ανθρωπότητας.
Ειδική περίπτωση κραυγαλέας χειραγώγησης της επιστήμης, είναι η
στρατιωτικοποίηση της επιστήμης και της τεχνολογίας από το
στρατιωτικό-βιομηχανικό σύμπλεγμα (βλ. Πατέλης, 2003α). Το
φαινόμενο δεν αφορά μόνο τις φυσικές επιστήμες και την τεχνολογία,
αλλά και τις κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες, η συμβολή των
οποίων για την αποτελεσματικότητα πολεμικών επιχειρήσεων και για
τη χειραγώγηση πληθυσμών, θεσμοποιείται και επεκτείνεται, όπως
φαίνεται και από τα πεδία του εν εξελίξει Τρίτου Παγκοσμίου Πολέμου
(βλ. σχετικά: Gonzalez, 2007· Smith, 2006· “Ιός”, 2008· McFate &
Jackson, 2005).
Άλλο παράδειγμα: χρηματοδοτούν αφειδώς έρευνες για τις
σεξουαλικές μειονότητες, για το φύλο, για το θρήσκευμα, κ.ο.κ.
Προφανώς, οι εμφάσεις των όποιων εθνικών και υπερεθνικών θεσμικών
21
Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα της Exxon Mobil, η οποία, όπως απεδείχθη, χρηματοδοτεί συγκεκριμένα ερευνητικά
προγράμματα για να αντιμετωπίζουν τις θέσεις περί κινδύνων κλιματικής αλλαγής, υπό το πρίσμα των συμφερόντων των πετρελαϊκών
βιομηχανιών, είτε, τουναντίον, η χρηματοδότηση από την κυβέρνηση της M. Thatcher ερευνών για την ενοχοποίηση των
υδρογονανθράκων και την προαγωγή της πυρηνικής ενέργειας ως «φιλικής προς το περιβάλλον», μεσούσης της ηρωικής απεργίας
των ανθρακορύχων για την προώθηση ενός θέματος παγκόσμιας πολιτικής (βλ. σχετικά: Scientists’ Report..., 2007 και Courtney, χχ).
22
Τραγική ήταν η τύχη ερευνητικής ομάδας του πανεπιστημίου της Σκωτίας τον υπό τον καθηγητή Arpad Pusztai, που διεξήγαγε
έρευνα για τις επιπτώσεις στην υγεία (νεοπλασίες, πτώση του ανοσοποιητικού συστήματος, κ.ά.) των γενετικά τροποποιημένων
οργανισμών. Η ομάδα διαλύθηκε κατόπιν εντολής του πρωθυπουργού T. Blair (14.8.1998), κατεσχέθησαν δια κλοπής τα δεδομένα,
έκλεισε το εργαστήριο και απαγορεύτηκε η περαιτέρω έρευνα και επικοινωνία του κ. Pusztai με τους ερευνητές! (βλ. Κούλογλου,
2007 και Genetically Manipulated Plants Used for Food, 2009).
55
φορέων της εξουσίας, γίνονται με συγκεκριμένη στόχευση, δεδομένου
ότι οι χρηματοδοτούμενες π.χ. μέσω σχετικών προγραμμάτων της Ε.Ε.
έρευνες, δημοσιοποιούμενες και μέσω της χρήσης τους σε πολιτικές
διαχείρισης ταυτοτήτων (μέσω της «πολυπολιτισμικότητας», είτε
εμπέδωσης και εδραίωσης της συναίνεσης, μέσω εκδήλωσης
«ενδιαφέροντος» για τις πραγματικές ή φανταστικές «μειονότητες»
και αντίστοιχης αναπαραγωγής του «διαίρει και βασίλευε»), μπορεί να
οδηγούν στην πλήρη αποσιώπηση ουσιωδών χαρακτηριστικών του
κυρίαρχου συστήματος, όπως είναι η εκμετάλλευση της εργασίας απ’
το κεφάλαιο και οι ταξικές αντιθέσεις, οι κοινωνικές ανισότητες, οι
φραγμοί στην ανάπτυξη της προσωπικότητας, οι προοπτικές της
ανθρωπότητας, κ.ο.κ. Το γεγονός ότι με παρόμοια διαχείριση της
δραστηριότητας των επιστημόνων μένουν στο παρασκήνιο (ως μη
επιλέξιμα και μη χρηματοδοτούμενα, άρα ως μη επίκαιρα) ουσιώδη και
κομβικά ζητήματα της έρευνας και της κοινωνίας, συνιστά χονδροειδή
έλεγχο και χειραγώγηση της επιστήμης.
Η συναινετική στάση των επιστημόνων σε τέτοιου είδους
ιεραρχήσεις, επιτυγχάνεται στατιστικά με ένα μηχανισμό θεσμικής-
εξωθεσμικής επιβολής ορισμένου έθους, που διαχέεται και
αναπαράγεται με την κομφορμιστική προσαρμογή σε παγιωμένες
γραφειοκρατικές δομές της έρευνας και της εκπαίδευσης, που οδηγεί
τελικά σε φθορά και απώλεια της προσωπικότητας (βλ. Πατέλης,
2003β, 2ο μέρος: 151-160). Η θεσμική εμπέδωση αυτού του
μηχανισμού επιτυγχάνεται με την επιβολή εν πολλοίς
εξωεπιστημονικών-επιστημονικοφανών κριτηρίων εκλογής,
αξιολόγησης και εξέλιξης επιστημόνων (ranking lists περιοδικών και
Ιδρυμάτων, που καταρτίζονται ή ελέγχονται από εταιρείες,
ελεγχόμενες συνθέσεις συντακτικών επιτροπών, θεματικές και
προσεγγίσεις που αναπαράγονται σχολαστικά, με αντίστοιχα κριτήρια
impact factor, citation index, κ.ο.κ., βλ. Σταμάτη, 2008). Ιδιαίτερα η
κοινωνική επιστήμη, ωθείται συχνά σε άγονες κατευθύνσεις,
κατακερματίζεται και χειραγωγείται, ώστε να χρησιμοποιείται
εργαλειακά ως μέσο χειραγώγησης των μαζών και ως ιδεολογικό
όπλο.
Εδώ απαιτείται αγώνας για ανεξάρτητη έρευνα των επιστημόνων, με
αντίστοιχη ευαισθητοποίηση της ευρύτερης κοινωνίας και
διεκδικήσεις σε θεσμικό επίπεδο23.
Η έγκαιρη διάγνωση των χαρακτηριστικών μιας κρισιακής
γνωσιακής συγκυρίας, μπορεί να οδηγήσει σε γόνιμη υπέρβασή της
μέσω της προώθησης συγκεκριμένου φάσματος ερευνητικών
προγραμμάτων.
Κάθε συγκυρία που απαιτεί αναστοχασμό επί των γνωστικών μέσων
και προδιαγραφών, η συγκυρία εκείνη που εγείρει στο προσκήνιο την
ενεργό εμπλοκή της συνείδησης του υποκειμένου της έρευνας, που
23
Τα συνδεόμενα με την διαδικασία της Μπολόνια διακυβεύματα της επιχειρούμενης αντιμεταρρύθμισης στους θεσμούς του
πανεπιστημίου, της έρευνας και της τεχνολογίας, αφορούν την περαιτέρω και αμεσότερη υπαγωγή της επιστήμης και της παιδείας στο
κεφάλαιο και στα πολιτικά του όργανα.
Η πολιτική που εφαρμόζει αυτή την στρατηγική αναμόρφωσης της έρευνας, αποσκοπεί σαφώς στην ακύρωση των όποιων θεσμικά
κατοχυρωμένων μηχανισμών αυτονομίας, ασυλίας και κοινωνικού ελέγχου της ελεύθερης έρευνας (όπου θα μπορούσε να υπόκειται σε
τρόπον τινά δημοκρατικό έλεγχο, ώστε να στρέφεται στις πραγματικές ανάγκες της κοινωνίας), και στην μετάθεση αυτού του ελέγχου
στην ιδιωτική σφαίρα, όπου ο μόνος εφικτός «έλεγχος» είναι αυτός που ασκείται εμμέσως, δια των μηχανισμών της αγοράς (Dickson,
1988), δηλαδή, αυτός που διασφαλίζει την κυριαρχία του ισχυρότερου κεφαλαίου.
Ο αγώνας σήμερα για την σχετική αυτονομία της παιδείας εντός του κεφαλαιοκρατικού συστήματος, είναι αγώνας για την διατήρηση
και ανάπτυξη εκείνων των καθολικών χαρακτηριστικών, που ανταποκρίνονται στην εσωτερική λογική της ανάπτυξης της επιστήμης, στις
πραγματικές ανάγκες της κοινωνίας και στην προοπτική ενοποίησης της ανθρωπότητας. Είναι αγώνας για να μπορεί η επιστήμη να
αίρεται στο επίπεδο των βαθύτερων και πραγματικών αναγκών της ανθρωπότητας πέρα από ιδιοτελείς σκοπιμότητες.
56
προϋποθέτει τη διάλυση της αφελούς και μη αναστοχαστικής στάσης
της συγχώνευσης υποκειμένου και αντικειμένου, εμπεριέχει δυνητικά
τη φιλοσοφική προβληματική που αφορά τη σχέση γνώσης και
πραγματικότητας, υποκειμένου – αντικειμένου κ.λπ.
Σε μικρής εμβέλειας και βάθους κρισιακές συγκυρίες, η λύση της
αντίφασης που προαναφέραμε (αναντιστοιχία της κεκτημένης γνώσης
προς τις νέες ερευνητικές ανάγκες) επιτυγχάνεται με ανάπτυξη της
γνώσης στο πλαίσιο των αρχών της κεκτημένης γνώσης, με
ενδεχόμενες αλλαγές στον εννοιολογικό και κατηγοριακό εξοπλισμό
της θεωρίας.
Όταν όμως οι κρισιακές συγκυρίες είναι μεγάλης εμβέλειας και
βάθους, απαιτούν επιστημονικές επαναστάσεις, οι οποίες δεν αφορούν
μόνο την κατ’ αρχήν ποιοτική και ουσιώδη αναβάθμιση της θεωρίας
και της μεθοδολογίας, αλλά θίγουν και τα θεμέλια των επιστημών
(την «επιστημονική εικόνα του κόσμου», τα ιδεώδη, τους κανόνες και
τα πρότυπα επιστημονικότητας και την όλη λανθάνουσα ή συνειδητά
επιλεγόμενη κοσμοθεωρητική και φιλοσοφική θεμελίωση της γνώσης),
κυοφορούν επιστημονικές επαναστάσεις. Υπάρχουν όμως και
χρονίζουσες, «κακοφορμίζουσες» κρισιακές γνωσιακές συγκυρίες, οι
οποίες προβάλλουν επί μακρόν και βιώνονται ως αδιέξοδα, που δεν
θέτουν εν αμφιβόλω μόνο την αξιοπιστία της επιστήμης, αλλά και την
ίδια την γνωσιολογική αισιοδοξία και τον ορθολογισμό (βλ.
Feyerabend, χχ).
Κατ’ αυτό τον τρόπο οι κρισιακές γνωσιακές συγκυρίες είναι οι
ιστορικές εκείνες στιγμές κατά τις οποίες κυοφορούνται
επιστημονικές-φιλοσοφικές τομές. Η βαθμιαία κλιμάκωση της
κρισιακής γνωσιακής συγκυρίας δεν οδηγεί αυτομάτως στο θρίαμβο
της επικείμενης επιστημονικής επανάστασης, αν δεν συνοδεύεται από
τους κατάλληλους υποκειμενικούς όρους και κυρίως, από την
συγκρότηση νέου υποκειμένου της έρευνας μέσω της χάραξης
στρατηγικής και τακτικής του ανώτερου φάσματος ερευνητικών
προγραμμάτων.
Αυτό επιτυγχάνεται αρχικά μέσω του αρνητικού αυτοπροσδιορισμού
της νέας θεωρητικής σύλληψης (μέσω της ανάδειξης των αδυναμιών,
της ανεπάρκειας και τη συνολική κριτική αποτίμησης της
προηγούμενης θεωρίας, μέσω της ερμηνείας των αιτίων ανεπάρκειας
αυτής της θεωρίας) και βαθμιαία, μέσω της θετικής εδραίωσης-
αποδεικτικής καταξίωσης της νέας (με αντίστοιχη φιλοσοφική-
μεθοδολογική θεμελίωση, με αναβάθμιση της έρευνας μέσω της
διεύρυνσης και εμβάθυνσής της), μέσω της θετικής πλέον
διευθέτησης των ερευνητικών ζητημάτων στα οποία προσέκρουε
χωρίς προοπτική η προγενέστερη θεωρία και συνεπώς μέσω του
επαναπροσδιορισμού του πεδίου ισχύος-εφαρμοσιμότητας της
τελευταίας, η οποία «αίρεται» διαλεκτικά από την νέα θεωρία.
Πρόκειται για μια διαδικασία περίπλοκη και συχνά μακροχρόνια,
δεδομένου ότι η συγκρότηση του νέου υποκειμένου απαιτεί θεμελιώδες
συστηματικό έργο υποδομής, το οποίο προσκρούει, κατά κανόνα, σε
δυνάμεις αδράνειας, συντήρησης και αντίδρασης, σ’ ένα άκρως
δυσμενές και εχθρικό κλίμα που συγκροτούν οι χυδαίες-αγοραίες
αποδομητικές τάσεις από κοινού με τις άμεσα χειραγωγικές
ιδεολογικές και πολιτικές παρεμβάσεις (βλ. σχετικά και: Γιαννούτσου,
2005).
57
Η ανάπτυξη της επιστήμης στην ιστορία δεν ακολουθεί μιαν
ευθύγραμμη πορεία. Περνά μέσα από αντιφάσεις, παλινδρομήσεις,
κρίσεις, αδιέξοδα και επαναστάσεις.
Ως επανάσταση στην επιστήμη εννοείται η ριζική αλλαγή στις
μορφές, στα μέσα, στους τρόπους και στις μεθόδους προσπορισμού
και οργάνωσης της γνώσης. Συνιστά ορισμένη υπέρβαση μέχρι
πρότινος ισχυουσών θεμελιωδών παραδοχών, που αποτελούσαν τη
βάση της θεωρητικής δραστηριότητας των ερευνητών.
Οι προηγούμενες θεωρίες παραχωρούν τη θέση τους σε νέες,
αποδοτικότερες και «παραγωγικότερες» θεωρίες. Αυτά έχουν ως
επακόλουθα:
• Αλλαγές (ως προς το εύρος και το βάθος) των περιοχών των
γνωστικών αντικειμένων.
• Αλλαγές στις οπτικές γωνίες εξέτασης του αντικειμένου.
• Αλλαγές στις μεθόδους (στα μέσα και στους τρόπους) άσκησης της
επιστημονικής πρακτικής.
Η ανάγκη αυτού του μετασχηματισμού ανακύπτει, όπως
διαπιστώσαμε, από την εξάντληση του ευρετικού δυναμικού της
προηγούμενης θεωρητικής βάσης της έρευνας (των θεωρητικών
μέσων που παρείχαν ορισμένου επιπέδου αντικειμενικότητας,
πληρότητας, επάρκειας κ.λπ. περιγραφή, ερμηνεία και πρόγνωση
ορισμένης γνωστικής περιοχής).
Η επιστήμη δεν αναπτύσσεται μέσω συσσωρευτικών προσαυξήσεων,
αλλά μέσω δραματικών επαναστατικών μετασχηματισμών (βλ. π.χ. τα
παράδοξα της θεωρίας των συνόλων, της κβαντομηχανικής θεωρίας,
της ειδικής θεωρίας της σχετικότητας, της κλασικής αστικής
«θεωρίας της αξίας» στην πολιτική οικονομία, κ.ά.). Τα παράδοξα
προκύπτουν από αντινομίες-αντιφάσεις της γνωστικής διαδικασίας
(που δεν αποτελούν παραλογισμούς, λογικές ασυνέπειες), οι οποίες
στοιχειοθετούν την προβληματική-κρισιακή γνωσιακή συγκυρία που
προαναφέραμε. Στον πυρήνα της τελευταίας βρίσκονται τέτοιου
είδους προβλήματα τα οποία θέτουν σε δοκιμασία το θεωρητικό
κεκτημένο. Φερ’ ειπείν, τα παράδοξα της θεωρίας των συνόλων
έδωσαν ώθηση σε μια σειρά προγραμμάτων θεμελίωσης των
μαθηματικών και επεξεργασίας της μαθηματικής λογικής. Η κρίση και
τα αδιέξοδα της Ψυχολογίας κατά τις δεκαετίες του 1920 και 1930,
μέσω του διαλεκτικού μεθοδολογικού αναστοχασμού, οδήγησε στην
εμφάνιση της πολιτισμικής-ιστορικής ψυχολογίας (βλ. σχετικά
Δαφέρμος, 2002).
Κάθε νέα ανακάλυψη, η οποία κατά τον Α ή Β τρόπο θίγει τα θεμέλια
της επιστήμης, κάθε νέα θεωρία που προβλέπει άγνωστα φαινόμενα –
αντιφάσκει με τις προηγούμενες. Πριν από κάθε μεγάλη ανακάλυψη
υπάρχουν παράδοξες, ως προς τη μορφή ανεπίλυτες συγκυρίες:
συγκυρίες κατά τις οποίες διαπιστώνεται το ανέφικτο της χρήσης των
διαθέσιμων κεκτημένων (μέσων, γνώσεων, μεθόδων) για την επίλυση
προβλημάτων. Δεν πρόκειται λοιπόν για ανώμαλα φαινόμενα που
οφείλονται σε πλάνες των ερευνητών, αλλά για νομοτελή στιγμή της
επιστημονικής δραστηριότητας.
Επανάσταση στην επιστήμη σημαίνει άρση της αντίφασης, επίλυση
αυτής της παράδοξης κρισιακής συγκυρίας και δρομολόγηση της
μετάβασης σε άλλη μορφή πρόσκτησης και οργάνωσης της γνώσης.
58
Σε κάθε απόπειρα ερμηνείας της ιστορίας της επιστήμης ελλοχεύουν
δύο μονομερείς ακρότητες:
1. Κίνδυνος απολυτοποίησης της επανάστασης ως άρνησης –
συλλήβδην απόρριψης του επιστημονικού κεκτημένου του
παρελθόντος, με έμφαση στο στοιχείο της ασυνέχειας, της τομής
(βλ. Althusser, 1977, 1983· Kuhn, 1981, 1993α, 1993β).
2. Κίνδυνος απολυτοποίησης της εξέλιξης (με τη μορφή της
συσσώρευσης-προσαύξησης γνώσης, χωρίς ποιοτικές και ουσιώδεις
αλλαγές) – έμφαση στο στοιχείο της συνέχειας (θετικιστική αντίληψη
περί γραμμικής-αθροιστικής πορείας της γνώσης-πληροφορίας).
Οι σχέσεις μεταξύ προγενέστερων και επόμενων θεωρητικών
κεκτημένων δεν είναι μηχανικού-γραμμικού χαρακτήρα. Για την
ερμηνεία τους οι ερευνητές εισήγαγαν την «Αρχή της αντιστοιχίας»:
στην επιστήμη κάθε θεωρία που θίγει ούτως ή άλλως τις θεμελιώδεις
αρχές και νόμους, οφείλει να προβάλλει ως λογική γενίκευση της
προγενέστερης θεωρίας.
Αυτό προϋποθέτει τόσο την αντιπαράθεση όσο και την
αντιπαραβολή των θεωριών. Κατά τον I. V. Kuznetsov:
67
Ο λογικός τρόπος προσέγγισης ως θεωρητική αντανάκλαση του
αντικειμένου μέσω της ανάβασης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο
είναι εφικτός και αναγκαίος στον βαθμό που έχει ωριμάσει η
διαδικασία της ανάπτυξης του εν λόγω αντικειμένου και συνιστά
οργανικό όλο. Συνεπώς, το όλο πρόβλημα ανάγεται στην εξέταση των
σταδίων ανάπτυξης του πραγματικού οργανικού όλου και των
κατ’ αναγκαιότητα καθοριζόμενων από αυτά σταδίων ανάπτυξης
της γνωστικής διαδικασίας.
• Κατ’ αρχήν, ανακύπτουν οι αναγκαίες προϋποθέσεις
εμφάνισης του εν λόγω αντικειμένου, η «αφετηρία» της οργανικής
ολότητας, χωρίς ακόμα να έχει εμφανισθεί το ίδιο το αντικείμενο (π.χ.
οι προκεφαλαιοκρατικές εμπορευματικές και χρηματικές σχέσεις).
• Κατά το δεύτερο στάδιο (βαθμίδα) σχηματίζεται για πρώτη φορά
το ίδιο το αντικείμενο, είναι η «πρωταρχική εμφάνιση του εν
λόγω οργανικού όλου» (π.χ. η πρωταρχική εμφάνιση του
εμπορεύματος «εργασιακή δύναμη» για την κεφαλαιοκρατία).
• Στη συνέχεια, αρχίζει ο μετασχηματισμός από αυτό το νέο
οργανικό όλο του κληροδοτημένου συστήματος από το οποίο και βάσει
του οποίου αυτό ανέκυψε. Πρόκειται για τη «διαδικασία
διαμόρφωσης» του νέου οργανικού όλου.
• Η ολοκλήρωση του μετασχηματισμού της κληροδοτημένης
βάσης από το σχηματιζόμενο νέο οργανικό όλο συνιστά την
«ωριμότητα» του ως βαθμίδα κατά την οποία αποκαλύπτονται σαφώς
οι αντιφάσεις του, που οδηγούν στον μετασχηματισμό του σ’ ένα νέο
αντικείμενο (π.χ. ώριμη κεφαλαιοκρατία).
Στο καθένα από τα προαναφερθέντα στάδια το νέο οργανικό όλο
έχει διαφορετικό βαθμό και τρόπο συγκρότησης, συσχέτισης τυχαίου
και αναγκαιότητας, εσωτερικής και εξωτερικής αναγκαιότητας,
αυτοπροσδιορισμού και ετερο-προσδιορισμού, διαφορετικό επίπεδο
ανάπτυξης της ουσίας του, της εσωτερικής αντιφατικότητάς του σε
συνδυασμό με την εξωτερική αντιφατικότητά του, και συνεπώς
συνιστά διαφορετικό βαθμό και τρόπο άρνησης (ως προς το ποιόν και
την ουσία) του παλαιού, διαφορετικό βαθμό αρνητικού και θετικού
προσδιορισμού κ.λπ. Τα στάδια ανάπτυξης του οργανικού όλου, από
την πρωταρχική του εμφάνιση μέχρι προ της ωριμότητάς του,
αποτελούν το «γίγνεσθαί» του.
Στο καθένα από τα προαναφερθέντα στάδια προοδευτικής
ανάπτυξης του αντικειμένου αντιστοιχούν ορισμένα στάδια ανάπτυξης
της γνωστικής διαδικασίας. Στα στάδια του γίγνεσθαι του οργανικού
όλου η νοητική απεικόνισή του πραγματοποιείται κατ' εξοχήν στο
πλαίσιο της κίνησης από τη χαώδη περί του όλου αντίληψη, από το
αισθητηριακό συγκεκριμένο προς το αφηρημένο, ενώ η ανάβαση από
το αφηρημένο στο συγκεκριμένο διαδραματίζει υποδεέστερο ρόλο.
Η ευθέως αντίστροφη τάση υπερτερεί κατά την απεικόνιση του
ώριμου οργανικού όλου (υπό τον όρο ότι και το γνωστικό
υποκείμενο -συλλογικό και ατομικό- έχει επιτύχει την αντίστοιχη
νοητική-θεωρητική ωριμότητα): εδώ δεσπόζει πλέον η ανάβαση από το
αφηρημένο στο συγκεκριμένο, ενώ η κίνηση από τη χαώδη αντίληψη
κ.λπ. προς το αφηρημένο μετατρέπεται σε υποδεέστερη, σε ανηρημένη
στιγμή. Η ανάβαση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο οφείλει να
αντανακλά το παρόν του ώριμου σταδίου ανάπτυξης του αντικειμένου,
έτσι ώστε να αντανακλάται και το ανηρημένο παρελθόν, αλλά και η
68
ενυπάρχουσα στο παρόν δυναμική του μέλλοντος (όπως αυτά
υπάρχουν σχετικά αυτοτελώς στο παρόν).
Το ώριμο στάδιο ανασυγκροτείται νοητά μέσω της κίνησης της
νόησης οπό την επιφάνεια (είναι) προς την ουσία, αλλά κατά κύριο
λόγο μέσω της κίνησης από την ουσία προς το φαινόμενο και την
πραγματικότητα. Η δεύτερη κίνηση συνιστά ταυτόχρονα
αναπαραγωγή σε ανηρημένη μορφή και της ιστορίας του γίγνεσθαι
του, του μετασχηματισμού της κληροδοτημένης βάσης από το νέο
οργανικό όλο. Η πρώτη κίνηση, μαζί με την αμεσότητα του
αντικειμένου, αναπαράγει σε ανηρημένη μορφή τη διαδικασία
διαμόρφωσης των αναγκαίων ιστορικών προϋποθέσεων και
πρωταρχικής εμφάνισης του δεδομένου οργανικού όλου (π.χ. στο
Κεφάλαιο του Marx (1978) η έκθεση των αποτελεσμάτων της έρευνας
κινείται από το κεφαλαιοκρατικό εμπόρευμα στο χρήμα και στη
μετατροπή του χρήματος σε κεφάλαιο).
Το παρελθόν δεν υπόκειται απλώς σε μετασχηματισμό, αλλά
διατηρείται σε ανηρημένη μορφή στο παρόν. Το παρόν δεν
συσχετίζεται με το παρελθόν κατά τρόπο που στερεί κάθε αυτοτέλεια
από το παρελθόν. Η μονομερής αυτή προσέγγιση χαρακτηρίζει την
αντίληψη του Χέγκελ για τη συσχέτιση παρελθόντος και παρόντος,
ιστορικού και λογικού. Σύμφωνα με αυτή την προσέγγιση το παρόν
αποβαίνει τελεολογικά εννοούμενος σκοπός της ιστορίας. Κατά τη
μαρξιστική αντίληψη το παρελθόν ποτέ δεν εξαφανίζεται, δεν
ενσωματώνεται πλήρως και απόλυτα στο παρόν, κατά τον ίδιο τρόπο
με τον οποίο και το μέλλον δεν ανάγεται πλήρως στο παρόν. Συνεπώς,
υπάρχει πάντοτε ορισμένη σχετική σύμπτωση, ταύτιση μεταξύ
παρελθόντος και παρόντος ιστορικού και λογικού, αλλά και ορισμένη
διάσταση, διαφορά, που υπαγορεύει το μη αναγώγιμο των μεν στα δε
(και αντίστροφα).
Ανακύπτουν ορισμένες ιδιότυπες πτυχές συσχετίσεων μεταξύ
ιστορικού και λογικού, η απουσία διάκρισης των οποίων οδηγεί σε
λογικές και μεθοδολογικές συγχύσεις:
•Η συσχέτιση του (ώριμου) παρόντος του αντικειμένου με το
παρελθόν του,
•η συσχέτιση της νοητικής απεικόνισης του αντικειμένου με το ίδιο
το αντικείμενο,
•η συσχέτιση της ώριμης νοητικής απεικόνισης της διάρθρωσης του
ώριμου αντικειμένου με την ώριμη νοητική απεικόνιση της ιστορίας
του αντικειμένου,
•η συσχέτιση της ιστορίας της (ανώριμης) περί του αντικειμένου
θεωρίας με την ώριμη θεωρία,
•η συσχέτιση της «φυλογένεσης» της θεωρίας (της ιστορίας της εν
λόγω επιστημονικής γνωστικής διαδικασίας) με την «οντογένεσή» της
(την ατομική θεωρητική ανάπτυξη του καινοτόμου ερευνητή),
•η συσχέτιση μεταξύ ερευνητικής διαδικασίας και συστηματικής,
συγκροτημένης έκθεσης των αποτελεσμάτων της (άρτιας) έρευνας.
Η ορθή διευθέτηση των εν λόγω ζητημάτων είναι αναγκαία για τον
συνειδητό, ριζικό πρακτικό μετασχηματισμό του γνωστικού
αντικειμένου, για τη συνειδητή παρέμβαση του υποκειμένου στην
ανάπτυξη του οργανικού όλου.
69
4.6. Οι Κίνδυνοι που Συνδέονται με Εκδοχές του
Αναγωγισμού
24
Στη θέση της παραπάνω κατάταξης των επιστημών με κριτήριο την ιδιοτυπία των γνωστικών αντικειμένων, το εκπαιδευτικό
σύστημα και το σύστημα θεσμικής οργάνωσης της επιστήμης στη χώρα μας (κατά τα αγγλοσαξονικά πρότυπα) δομείται με γνώμονα
την προ πολλού χρεοκοπημένη θετικιστική αντίληψη περί «θετικών» επιστημών. Λογικά και εννοιολογικά το αντίθετο του θετικού
είναι σε κάθε γλώσσα το αρνητικό. Αλήθεια, στον αντίποδα των «θετικών» επιστημών βρίσκονται οι «αρνητικές»; Το σύστημα
ταξινόμησης και θεσμικής οργάνωσης επιστήμης και παιδείας της χώρας μας, πιστό στα σκωληκόβρωτα θετικιστικά ιδεολογήματα,
θεωρεί τις λοιπές επιστήμες απλώς «θεωρητικές»... Βλέπετε και στην καθομιλουμένη, αγγλιστί “Theory” σημαίνει και κάθε λογής
εικασία ή λεκτικοποίηση φανταστικών ή πραγματικών παραστάσεων. Αυτή είναι η λανθάνουσα αξιολογική αντίληψη που αποπνέει η
θεσμική οργάνωση της παιδείας μας όσον αφορά την επιστημονικότητα των κοινωνικών επιστημών, της φιλοσοφίας, κ.ο.κ. Ωστόσο,
δεν αντιλαμβάνονται οι ιθύνοντες τις κωμικοτραγικές κραυγαλέες αντιφάσεις της ταξινόμησής τους, ακόμα και για τον «σκληρό
πυρήνα» των κατά θετικισμόν επιστημών-προτύπων; Τι να κάνουμε με τη θεωρία της σχετικότητας, με την ενοποιημένη κβαντική
θεωρία του πεδίου, με τη θεωρία των συνόλων, κ.ο.κ.;
70
παρατηρείται συχνά ευρετικό δυναμικό (φυσικοχημεία, μοριακή
βιολογία, βιοχημεία, ιατρική, βιοϊατρικές επιστήμες, νευροφυσιολογία,
διεπιστημονικές έρευνες, κ.ο.κ.). Όπως θα δούμε παρακάτω, μόνο
λαμβάνοντας υπ’ όψιν την ιδιοτυπία των φαινομένων του κάθε
επιπέδου αλληλεπιδράσεων αναπτύσσεται και η εφαρμοσμένη εκδοχή
διεπιστημονικών πειθαρχιών (π.χ. εφαρμοσμένα μαθηματικά). Όπως
είναι φυσικό, κατά την εξέταση περίπλοκων φαινομένων, ο ερευνητής
επιχειρεί διάφορες αναγωγές σε απλούστερες μορφές, δομές,
συναρτήσεις, μοντέλα, κ.ο.κ. Ωστόσο, οι όποιες αναγωγές
συνθετότερων σε απλούστερες μορφές, ανώτερων σε κατώτερες, είναι
γόνιμες μόνο στο βαθμό που ο ερευνητής έχει επίγνωση της ιδιοτυπίας
του αντικειμένου, των όρων και των ορίων αυτών των αναγωγών, οι
οποίες πάντοτε τίθενται υπό αίρεση, ως βοηθητικά-επικουρικά
εργαλεία διακρίβωσης πλευρών και πτυχών περίπλοκων αντικειμένων.
Αναγωγισμός (reductionism, από το λατιν. reductio = επαναγωγή,
αποκατάσταση, αναγωγή, υπαγωγή), είναι μια μεθοδολογική αρχή η
οποία απολυτοποιεί τον (κατά τα λοιπά γόνιμο υπό ορισμένους
όρους και μέχρις ενός ορίου) ρόλο της αναγωγής, θεωρώντας
εφικτή και αναγκαία την πλήρη αναγωγή ανώτερων
(συνθετότερων, περιπλοκότερων κ.λπ.) φαινομένων σε
κατώτερα (απλούστερα, θεμελιώδη κ.λπ.). Ωστόσο, παρά το
γεγονός ότι οι ανώτερες μορφές συγκρότησης και ανάπτυξης της
αντικειμενικής πραγματικότητας ανακύπτουν από κατώτερες και
διατηρούν εντός τους τις τελευταίες σε «ανηρημένη» (υποταγμένη,
μετασχηματισμένη κ.λπ.) μορφή, είναι μη αναγώγιμες σε αυτές. Ο
αναγωγισμός βασίζεται σε μια μηχανιστικού χαρακτήρα γραμμική
αντίληψη περί των επιπέδων της πραγματικότητας, δίκην ομοιογενούς
συνεχούς άνευ όρων και ορίων, στην οποία οι ποιοτικές και ουσιώδεις
διαφορές υποβαθμίζονται είτε αγνοούνται παντελώς και ανάγονται σε
ποσοτικές (π.χ. τάξης μεγέθους) και μορφικές (δομικές κ.λπ.).
Χονδροειδής αντιεπιστημονική αναγωγή είναι η μη διαφοροποίηση
αγέλης και κοινωνίας, ζώου και ανθρώπου 25, ζωώδους ψυχισμού και
ανθρώπινης συνείδησης, γνωστή ως βιολογισμός. Ο τελευταίος
αναγορεύεται συχνά σε μεταφυσικού τύπου μεθοδολογική αρχή, όπου
και όποτε επιχειρείται η επιβολή a priori ανιστορικών θέσεων κατά
τρόπο αντίστοιχο με την επίκληση του θεού στη μεσαιωνική θεολογία
(π.χ. το δήθεν ανυπέρβλητο της εκμεταλλευτικής δομής της
κεφαλαιοκρατίας, των ανισοτήτων, του πολέμου, κ.ο.κ. «εξηγείται»
δια της επίκλησης της δήθεν βιολογικά προκαθορισμένης
«ανταγωνιστικής» φύσης του ανθρώπου και των ενστίκτων...). Ο
αναγωγισμός εκδηλώνεται π.χ. στην εξέταση του ψυχισμού ως
αποκλειστικού αποτελέσματος της φυσιολογίας, πληροφοριακών
διαδικασιών κ.λπ., στη βιολογικοποίηση της κοινωνικής ζωής, στον
οικονομισμό, στην τεχνική αιτιοκρατία κ.λπ. Ακραίος αναγωγισμός
είναι και η αναγωγή ψυχικών λειτουργιών σε χημεία του εγκεφάλου και
του νευρικού συστήματος με τη συνακόλουθη παντελή αδυναμία
διάκρισης αιτίου-αιτιατού.
Χαρακτηριστική ως προς τα αδιέξοδά της, είναι εκείνη η μορφή του
αναγωγισμού, που εδράζεται σε στοιχεία της επιστημονικής εικόνας
του κόσμου, τα οποία προέκυψαν από την ευρεία διάδοση των
Ηλεκτρονικών Υπολογιστών (Η.Υ.) και της πληροφορικής. Είναι
25
H σύγχυση επιτείνεται και με τον αγγλικό όρο: “social animals”.
71
διαδεδομένη η τάση εξέτασης του ψυχισμού, των νοητικών
λειτουργιών, κ.ο.κ., κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν της αρχιτεκτονικής
και των λειτουργιών του εν πολλοίς θεοποιούμενου Η.Υ. Η τάση αυτή
συνάδει με την τρέχουσα αντίληψη, κατά την οποία η
επιστημονικότητα διασφαλίζεται με την χρήση και μόνο “High-Tech”
συνδηλωτικών στοιχείων αίγλης στην όποια δραστηριότητα. Εδώ, η
τεχνολογική διάταξη, η οποία εξ υπαρχής εδράζεται στη μερική
προσομοίωση λειτουργιών, πλευρών, πτυχών της νόησης (που είναι
δημιούργημα του ανθρώπου σε ορισμένη βαθμίδα ανάπτυξης της
τεχνολογικής-κατασκευαστικής του δυνατότητας), με αντίστοιχη
αναγωγή περιεκτικών δομών και λειτουργιών σε αλγοριθμοποιούμενες
ποσοτικές ροές πληροφορίας, φετιχοποιείται και αναγορεύεται σε
πρότυπο-μέτρο διερεύνησης του ανθρώπινου ψυχισμού εν γένει.
Φυσικά και είναι απαραίτητη η χρήση της ως άνω τεχνολογίας για τη
διερεύνηση μετρήσιμων και αλγοριθμοποιήσιμων πτυχών λειτουργιών
του ψυχισμού (π.χ. με γραμμικά και μη γραμμικά μοντέλα με συζεύξεις,
εσωτερικούς και εξωτερικούς βρόγχους, κ.ο.κ.). Η χρήση περίπλοκων
δυναμικών πληροφοριακών μοντέλων μπορεί να συνεισφέρει θετικά
στη διεπιστημονική διερεύνηση νοητικών διεργασιών, στο πεδίο των
λεγομένων «Γνωσιακών Επιστημών», στο πεδίο σύγκλισης αντιλήψεων,
τεχνικών και προσεγγίσεων δομικής γλωσσολογίας, πληροφορικής,
νευροφυσιολογίας, ανθρωπολογίας και φιλοσοφίας (βλ. και Ganascia,
1998). Με απολυτοποίηση αυτών των μοντέλων συνδέεται και η
κυρίαρχη μέσα στο πλαίσιο της αναλυτικής φιλοσοφίας και της
Γνωσιακής Επιστήμης η «θεωρία του λειτουργισμού», βάσει της
οποίας, οι νοητικές καταστάσεις πρέπει να εξηγηθούν με όρους
λειτουργικών καταστάσεων, βάσει του μοντέλου του Η.Υ. Ο ίδιος ο
νους, υπό το πρίσμα αυτής της «θεωρίας», εκλαμβάνεται ως ένας
ψηφιακός υπολογιστής που επιτελεί ένα σύνολο λειτουργιών (ασχέτως
του υλικού κατασκευής του). Παρόμοιος αναγωγισμός χαρακτηρίζει
και το κυρίαρχο φιλοσοφικό πλαίσιο της «Γνωσιακής Επιστήμης», τη
λεγόμενη «αναπαραστασιακή και υπολογιστική θεωρία του νου», η
οποία, εκτός από το μοντέλο του υπολογιστή, επιχειρεί την αναγωγή
των νοητικών λειτουργιών σε τυπικές γλώσσες, σε κατοχή και
υπολογιστικό χειρισμό νοητικών αναπαραστάσεων γλωσσικής
μορφής26.
Ωστόσο, είναι χονδροειδής αναγωγισμός η πλήρης αναγωγή του
ψυχισμού στο πρότυπο λειτουργίας του Η.Υ. Ενδιαφέρον παρουσιάζει
το γεγονός, ότι ορισμένοι θιασώτες αυτού του αναγωγισμού
περιπίπτουν σε ακρότητες που εκλαμβάνονται ως χονδροειδείς ακόμα
και υπό το πρίσμα της πληροφορικής. Δεν υπάρχει προγραμματιστής
είτε μηχανικός Η.Υ. που θα αγνοούσε τη διαφορά μεταξύ υλικοτεχνικής
υποδομής (υποστρώματος) των Η.Υ. (Computer hardware) και
λογισμικού (Computer software). Και όμως, βρίσκονται κάποιοι
ψυχολόγοι και ψυχίατροι, οι οποίοι ανάγουν πλήρως τις λειτουργίες
του ανθρώπινου ψυχισμού στο νευροφυσιολογικό (ενδοκρινικό, κ.ο.κ.)
του υπόστρωμα! Εδώ ο υπερβάλλον ζήλος του αναγωγισμού οδηγεί σε
εθελοτυφλία.
Οι αναγωγισμοί αυτού του τύπου, συνδέονται με λανθάνουσες μεν
αλλά σαφείς κοινωνικοφιλοσοφικές παραδοχές οντολογικού
26
Αυτό που απέτυχε ακόμα και ως μοντέλο με εφαρμογή στις μαθηματικοποιημένες θεωρίες στο πλαίσιο της χρεοκοπίας του
προγράμματος του λογικού θετικισμού (όπως θα δούμε παρακάτω) ανασύρεται σε ένα πεδίο απείρως περιεκτικότερο και
περιπλοκότερο ως μεθοδολογική καινοτομία.
72
χαρακτήρα, με τις συνακόλουθες γνωσιοθεωρητικές τους
προεκτάσεις. Εκκινούν από την τετριμμένη ροβινσωνιάδα, από την
αντίληψη δηλαδή που ανάγει την κοινωνία σε συνονθύλευμα
αποκομμένων ατόμων και τον συνακόλουθο εντοπισμό του νου και του
ψυχισμού αποκλειστικά εντός του εγκεφάλου ή του σώματος ενός
εκάστου των μεμονωμένων ατόμων. Τι απομένει αν αποκοπεί ο
άνθρωπος από το κοινωνικό όλο; Τίποτε άλλο εκτός από τις
νευροφυσιολογικές, βιολογικές, κ.ο.κ. δομές του οργανισμού του. Αυτή
είναι η ουσία της φυσιοκρατικής παράδοσης της αναλυτικών
καταβολών «φιλοσοφίας του νου» και της «θεωρίας της ταυτότητας»,
δηλαδή της αναγωγής των νοητικών καταστάσεων σε εγκεφαλικές.
Η αδιέξοδη εμπλοκή αυτών των τάσεων στην πρωτόγονη εκδοχή
ροβινσωνιάδας του κοινού νου, που ακυρώνει κάθε σοβαρό θεωρητικό-
μεθοδολογικό εγχείρημα διάγνωσης του ανθρώπινου ψυχισμού και της
συνείδησης, εκδηλώνεται ανάγλυφα και όταν επιχειρούν να εισαγάγουν
«φιλοσοφική προβληματική» στα εγχειρήματά τους, επικαλούμενοι
δυσκολίες που συνδέονται με ψευδοπροβλήματα της γνωσιολογικής
ροβινσωνιάδας. Πιστοί στην παράδοση του θετικισμού, επικαλούνται
λοιπόν ατομοκεντρικού χαρακτήρα προβλήματα που συνδέονται με την
αποβλεπτικότητα (intentionality), το φαιδρό «επιχείρημα του κινέζικου
δωματίου» του γλωσσολόγου J. Sarle (βλ. και Ganascia, 1998: 63-64),
τις «φαινόμενες ποιότητες» (τα αναγόμενα στην εμπειρία του
υποκειμένου qualia), και το «μυστήριο» της αυτοσυνείδησης, το οποίο
ανάγουν πρωτόγονα στη βεβαιότητα των ιδίων νοητικών
καταστάσεων του «εγώ» (βλ. Jackson & Rey, 2005).
Οι φορείς αυτού του αναγωγισμού αδυνατούν να συλλάβουν το νου
και τον ψυχισμό ως ιστορικά πολιτισμικά φαινόμενα, λειτουργικά και
μορφολογικά απότοκα της τεχνολογικής και κοινωνικής
διαμεσολάβησης των σχέσεων των ανθρώπων με τη φύση και προς
αλλήλους. Αδυνατούν να αντιληφθούν ότι υπό αυτή την έννοια,
φαινόμενα όπως ο νους, ο ψυχισμός και η συνείδηση, δεν είναι
ούτε μυστηριώδεις ιδεοκρατικές υποστάσεις, ούτε απλές
εκδηλώσεις προδιαγεγραμμένων στο νευροφυσιολογικό
υπόστρωμα, κ.ο.κ. δομών, αλλά τοποθετούνται εντός και εκτός
του σώματος ενός εκάστου των κοινωνικών ατόμων, που
γεννώνται, διαμορφώνονται και αναπτύσσονται εντός του
εκάστοτε ιστορικά συγκεκριμένου πλέγματος πολιτισμικών
αλληλεπιδράσεων (δραστηριοτήτων, σχέσεων και επικοινωνιών). Οι
τελευταίες εκτυλίσσονται νομοτελώς μέσω των γενικευμένων-
καθολικών εμπράγματων και ιδεατών (νοητικών) μέσων και τρόπων
προσοικείωσης της πραγματικότητας από τον άνθρωπο, δια των
οποίων μεταλλάσσεται διαγενεακά στην ανθρωποκοινωνιογένεση,
ενεργοποιείται και διαμορφώνεται αντίστοιχα και το εκπληκτικά
εύπλαστο νευροφυσιολογικό υπόστρωμα του εγκεφάλου του ατόμου
(καταμερισμός λειτουργιών μεταξύ αριστερού και δεξιού ημισφαιρίου
-ενώ στα ζώα υπάρχει απλώς συμμετρικός διπλασιασμός αυτών των
λειτουργιών-, καταμερισμός λειτουργιών μεταξύ κέντρων,
ενεργοποίηση συνάψεων, κ.ο.κ.). Ο νους, ο ψυχισμός, η συνείδηση του
κάθε ανθρώπου (στο βαθμό που ο τελευταίος δεν είναι απομονωμένο
ζώο, αλλά κοινωνικοποιημένη προσωπικότητα) συνιστά «διάθλαση»
αυτής της καθολικής κοινωνικότητας μέσω της ατομικότητάς του (η
οποία είναι και ενσώματος, συμπεριλαμβάνει και τη βιολογική,
73
νευροφυσιολογική, κ.ο.κ. δομή του), ενεργό «εσωτερίκευση» και
«εξωτερίκευση» εμπράγματων και ιδεατών δράσεων, σχέσεων και
επικοινωνιών. Φυσικά και δεν είναι άσχετος ο χαρακτήρας αυτής της
πολιτισμικής ιστορικής «διάθλασης» με την ιδιοσυστασία του οργάνου
(π.χ. με τον τύπο του κληρονομούμενου νευρικού συστήματος), του
υλικού υποστρώματος δια του οποίου λαμβάνει χώρα η «διάθλαση». Ως
εκ τούτου, η διερεύνηση των λειτουργιών αυτού του οργάνου, είναι
ιδιαίτερα πολύτιμη για την επιστημονική γνώση. Ωστόσο, η τελευταία,
δεν μπορεί να προβάλλει αξιώσεις πληρότητας και επάρκειας όσο
παραμένει δέσμια αυτών των άνευ όρων και ορίων αναγωγισμών.
Κορυφαία εκδοχή αναγωγισμού είναι η ταχυδακτυλουργική απαλοιφή
των νοητικών φαινομένων από το λεγόμενο «εξαλειπτικό υλισμό»
(eliminative materialism ή eliminativism), οι εκπρόσωποι του οποίου,
στο πνεύμα των παραδόσεων του χυδαίου υλισμού, διατείνονται ότι
αυτά απλώς δεν υφίστανται παρά μόνο στη «δημώδη ψυχολογία» (folk
psychology), η οποία πρέπει να εγκαταλειφθεί (βλ. Greenwood, 1991).
Τι θα λέγατε για έναν οικονομολόγο που θα προέβαινε σε χημική
ανάλυση του χαρτονομίσματος, ή σε ανάλυση των ηλεκτρονικών
λειτουργιών του μικροεπεξεργαστή της πιστωτικής κάρτας για να
διαυγάσει την αξία και την υπεραξία ως σχέσεις παραγωγής; Η
αναλογία μπορεί να φαίνεται ακραία, αλλά δεν είναι εντελώς άσχετη
με πολλές εκδοχές αναγωγισμού που εκδηλώνονται στις κοινωνικές
επιστήμες.
Διαδεδομένη μορφή αναγωγισμού είναι (όπως θα δούμε παρακάτω) η
θετικιστική τάση «απαλλαγής της φιλοσοφίας από τη μεταφυσική»
μέσω της αναγωγής της γνώσης σε προτάσεις-κρίσεις περί των
εμπειρικών δεδομένων, των πειραματικών δεδομένων, των μετρήσεων
(φαινομεναλισμός, φυσικαλισμός) είτε σε τυπικο-λογική ανάλυση της
επιστημονικής γλώσσας (νεοθετικισμός). Η ίδια η «γλωσσική στροφή»
συνολικά, παρά τα επιμέρους θετικά κεκτημένα της ως προς τη
διακρίβωση πτυχών της δομής και των λειτουργιών της γλώσσας,
συνιστά τελικά εκδοχή άγονου φορμαλιστικού αναγωγισμού,
υπεκφυγής από τα ουσιώδη προβλήματα της επιστημονικής
φιλοσοφίας.
Απαιτεί ξεχωριστή μελέτη η (συνδεόμενη με την κρατούσα στην
εκάστοτε ιστορική συγκυρία επιστημονική εικόνα του κόσμου)
ανάδειξη και επικράτηση διαφόρων τύπων αναγωγισμού μεταξύ
ομάδων και κατηγοριών της επιστημονικής κοινότητας και των
συνακόλουθων ιδεολογημάτων.
Προϊόν γόνιμης και δημιουργικής αναγωγής (μετά λόγου γνώσεως
των εκάστοτε όρων και ορίων εφαρμογής) είναι οι τυποποιήσεις, οι
εξιδανικεύσεις, οι τεχνητές τυποποιημένες γλώσσες, η κυβερνητική, η
γενική θεωρία των συστημάτων κ.λπ., παρά τις εξηγήσιμες συχνά
υπέρμετρες αξιώσεις των θεμελιωτών και οπαδών τους αναφορικά με
την εμβέλεια και το πεδίο εφαρμοσιμότητάς τους.
77
Το επόμενο μεγάλο βήμα χρησιμοποίησης, τροποποίησης και
ανάπτυξης της διαλεκτικής λογικής συνδέεται με την ανάπτυξη της
κοινωνικής θεωρίας ως ολότητας, με τη Λογική της Ιστορίας
(Βαζιούλιν, 2004), στην οποία πραγματοποιείται και η πρώτη στην
ιστορία της διαλεκτικής λογικής απόπειρα θεωρητικής
περιοδολόγησης της ιστορίας συγκεκριμένου γνωστικού αντικειμένου
που συνιστά οργανικό όλο.
Η προβληματική της διαλεκτικής λογικής συγκροτεί ένα υπόδειγμα
προσέγγισης της επιστημονικής γνώσης, μεθοδολογικού και ευρετικού
χαρακτήρα, που επιτρέπει τη συνειδητή παρέμβαση στην ανάπτυξη
των επιστημών μέσω της χάραξης στρατηγικής και τακτικής των
ερευνών.
27
Από τον όρο «σύγκρασις».
80
Η σχετική ανάπτυξη του ενδοεπιστημονικού μεθοδολογικού
αναστοχασμού, σε συνδυασμό με την ανάπτυξη και τις προτεραιότητες
ορισμένων επιστημών και με την κρίση της παραδοσιακής φιλοσοφικής
συνείδησης των αρχών του 20ου αιώνα, οδήγησε ορισμένη θετικιστική
αντίληψη, κατά την οποία η σημασία της φιλοσοφίας ως
κοσμοθεωρητικού αναστοχασμού εκπίπτει παντελώς.
Η θετικιστική αντίληψη θεωρεί τη φιλοσοφία
προεπιστημονική μορφή νόησης, η οποία γίνεται άχρηστη με
την πρόοδο της ακριβούς επιστήμης. Ωστόσο, η όποια
πρόοδος της επιστήμης δεν αίρει τη φιλοσοφική
προβληματική, αλλά τουναντίον την αναπαράγει, την
επανατοποθετεί σε άλλο επίπεδο. Επανεγείρονται διαρκώς
ερωτήματα κοσμοθεωρητικού επιπέδου, αναφορικά με τα
επίπεδα συγκρότησης-αλληλεπίδρασης και τις μορφές κίνησης,
με την υφή της αιτιοκρατίας, τις πηγές της ανάπτυξης, τις
σχέσεις φύσης-κοινωνίας, τη σχέση είναι-συνείδησης, τη φύση
της αλήθειας, τη σχέση υποκειμένου-αντικειμένου στη
γνωστική διαδικασία, κ.λπ.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του λογικού θετικισμού ή
νεοθετικισμού. Λογικός θετικισμός (logical positivism). Είναι μια
κατεύθυνση του νεοθετικισμού που συγκροτήθηκε ως δέσμη
ερευνητικών προγραμμάτων με τον Κύκλο της Βιέννης (R. Carnap, O.
Neurath, P. Frank, H. Feigl, H. Reihenbah, βλ. σχετικά: Kraft, 1986,
Πάνου, 1980). Διαδίδεται σε ευρεία κλίμακα στα τέλη της δεκαετίας
του 1920 - αρχές της δεκαετίας του 1930, ενώ από τα τέλη της
δεκαετίας του 1930 το κέντρο του μετατίθεται στις Η.Π.Α., όπου με
ορισμένες τροποποιήσεις διαδίδεται ως λογικός εμπειρισμός. Ο
λογικός θετικισμός έχει ως θεωρητικές πηγές την παράδοση του
θετικιστικού υποκειμενικού ιδεαλισμού (Berkeley, Hume, μαχισμός,
εμπειριοκριτικισμός), με τη χαρακτηριστική άρνηση του
κοσμοθεωρητικού και κοινωνικά στρατευμένου χαρακτήρα της
φιλοσοφίας, με την αναγωγή της επιστήμης στη μελέτη του «άμεσα
δεδομένου» στην εμπειρία του υποκειμένου κ.λπ. και τη μέθοδο της
λεγόμενης «λογικής ανάλυσης».
Κατά τον λογικό θετικισμό η αυθεντικά επιστημονική φιλοσοφία
είναι εφικτή μόνον ως λογική ανάλυση της γλώσσας της επιστήμης,
που επιδιώκει την «κάθαρση» της επιστήμης από κάθε «μεταφυσική»
(από το σύνολο του παραδοσιακού φιλοσοφικού προβληματισμού) και
τη μελέτη της (τυπικό-) λογικής δομής της επιστημονικής γνώσης. Η
τελευταία αποσκοπεί στην αποκάλυψη του «άμεσα δεδομένου» είτε
εμπειρικά επαληθεύσιμου και ελεγχόμενου περιεχομένου των
επιστημονικών εννοιών και προτάσεων. Το πρόβλημα της συσχέτισης
εμπειρίας και θεωρίας ανάγεται σε πρόβλημα συσχέτισης εμπειρικής
και θεωρητικής γλώσσας, ως σχέση λογικής συνεπαγωγής: από κάθε
θεωρητική πρόταση πρέπει να συνεπάγονται οι «προτάσεις του
πρωτοκόλλου» (και μάλιστα ερμηνευόμενες ως αναφερόμενες μόνο
στην πιθανή εμπειρία). Αυτό όμως είναι εφικτό μόνο για τις προτάσεις
που έχουν επαγωγική προέλευση. Η θέση αυτή είναι ανεδαφική για τις
περισσότερες προτάσεις της επιστήμης που αναφέρονται σε
αντικείμενα μη προσπελάσιμα από την αισθητηριακή πρόσληψη είτε σε
ιδεατοποιημένα αντικείμενα. Οι προτάσεις αυτές είναι κατά τη
νεοθετικιστική σημασιολογία άνευ νοήματος, καθ' ότι για τους
81
λογικούς θετικιστές το κριτήριο της επαληθευσιμότητας είναι
κριτήριο νοήματος. Αν ισχύει αυτή η θέση, δεν αποβαίνει άνευ
νοήματος μόνο η φιλοσοφία, αλλά και το σύνολο της επιστήμης, εκτός
των επαγωγικών γενικεύσεων.
Η φιλοσοφία ανάγεται σε «λογική της επιστήμης», σε «λογική
σύνταξη της γλώσσας της επιστήμης» (Carnap, χ.χ.) και υπό αυτή την
έννοια καλείται να διαδραματίζει τον ρόλο ενός ιδιότυπου λογοκριτή,
ενός «διανοητικού αστυνομικού» (A. Ayer, 1994), που ελέγχει την
επιστημονική δραστηριότητα για να αποτρέψει τυχόν παραβιάσεις των
ορίων και ένταξη στο πεδίο της «μεταφυσικής». Οι προτάσεις της
τελευταίας, κατά τους εκπροσώπους του λογικού θετικισμού, δεν
έχουν γνωστική σημασία και δεδομένου ότι δεν αποτελούν
ταυτολογίες (όπως οι προτάσεις της τυπικής λογικής, της μόνης
λογικής που αναγνωρίζουν, και των μαθηματικών) και δεν συνιστούν
εμπειρικές πραγματολογικές προτάσεις, θεωρούνται απλώς ανόητες
(άνευ νοήματος, ψευδοπροβλήματα κ.λπ.). Κατ’ αυτό τον τρόπο, ο
λογικός θετικισμός, δέσμιος της προδιαλεκτικής βαθμίδας της
νόησης, της διάνοιας (αγνοόντας παντελώς τη νομοτελή μετάβαση
του νοείν στο λόγο), προσδίδει στον επιστημονισμό του μονόπλευρο
και περιορισμένο χαρακτήρα, κινούμενος αφ’ ενός μεν, στο πλαίσιο
ενός έρποντα εμπειρισμού-φαινομεναλισμού, αφ’ ετέρου δε, στο
πλαίσιο μιας (κληροδοτημένης από τον λογικό ατομισμό) άκριτης
υποστασιοποίησης, οντολογικοποίησης και άνευ όρων και ορίων
προεκβολής της τυπικής και της μαθηματικής λογικής σε όλα τα πεδία
της ανθρώπινης γνώσης. Ταυτόχρονα, αποτρέπει τον φιλοσοφικό
στοχασμό από τη διερεύνηση της ανακάλυψης νέας γνώσης,
περιορίζοντάς τον στην τυπικο-λογική ανάλυση της έτοιμης
επιστημονικής γνώσης.
Προς τα τέλη της δεκαετίας του 1930 ο λογικός θετικισμός
επιχειρεί σχετική άμβλυνση ορισμένων από τα αρχικά του δόγματα,
την οποία προβάλλει αργότερα ως ανάπτυξη και φιλελευθεροποίηση.
Αντικαθιστά λόγου χάρη την αρχή της αναγωγιμότητας της
επιστημονικής γνώσης στα εμπειρικά δεδομένα με την αρχή της
δυνατότητας εμπειρικής ερμηνείας του συστήματος, την αξίωση της
πλήρους επαληθευσιμότητας με τον όρο της δυνατότητας μερικής
έμμεσης επιβεβαιωσιμότητας. Παρ’ όλα αυτά, στον ύστερο λογικό
θετικισμό γίνεται πιο έκδηλη η αντιφατικότητα και ο εκλεκτικισμός
του όλου εγχειρήματος. Οι ερευνητικοί στόχοι του αποδείχθηκαν
μάλλον ανέφικτοι, δεδομένου ότι οι «μεταφυσικές προτάσεις» και η
σχετική με αυτές προβληματική αποτελούν εκ των ων ουκ άνευ
στοιχεία όχι μόνο της παραδοσιακής φιλοσοφίας αλλά και κάθε
βασικής θεωρητικής έρευνας. Ανέφικτη αποδείχθηκε και η πλήρης
τυποποίηση της γλώσσας της επιστήμης. Όπως κατέστη σαφές με τα
θεωρήματα της μη πληρότητας και μή αντιφατικότητας του Gödel,
ίδια η ιδέα της πλήρως τυποποιημένης θεωρίας συνιστά ακραίου τύπου
εξιδανίκευση, μη ανταποκρινόμενη στη λειτουργία και ανάπτυξη όχι
μόνο των κοινωνικών και φυσικών επιστημών, αλλά ούτε καν των
μαθηματικών επιστημών (βλ. Gödel, 2000). Η συνδεόμενη με τα
παραπάνω κρίση του λογικού θετικισμού και η συνακόλουθη κάθετη
πτώση της απήχησής του (δεκαετίες 1950-1960) οδήγησαν στη
μετατροπή του σε μια (μη αυτοτελή πλέον) τάση στο πλαίσιο της
«αναλυτικής φιλοσοφίας» και του νεοθετικισμού (βλ. Βέικος, 1990,
82
233-260). Μετεξελίσσεται αρχικά σε «σημαντικό θετικισμό»
(εντάσσοντας στην προβληματική του στοιχεία λογικής σημαντικής,
πραγματολογίας κ.λπ., βλ. και Quine, 1993) και αργότερα σε
γλωσσολογική ανάλυση (φιλοσοφία της καθομιλουμένης γλώσσας).
Άσχετα με τις αρχικές, καθολικού φιλοσοφικού χαρακτήρα αξιώσεις
τους, ορισμένοι εκπρόσωποι του λογικού θετικισμού συνέβαλαν
ιδιαίτερα στον τομέα των ερευνών της τυπικής και μαθηματικής
λογικής.
Είναι γεγονός ότι η ανάπτυξη των μεθόδων ανάλυσης της τυπικής
λογικής, η χρήση λογικών τυποποιήσεων (φορμαλισμών προς
διευκόλυνση του προτασιακού λογισμού, της λογικής των
κατηγορημάτων), κ.ο.κ. προώθησε σημαντικές πτυχές της
μεθοδολογίας της επιστήμης. Ωστόσο, η απολυτοποίηση αυτών των
προσεγγίσεων και η απόπειρα συγκρότησης καθολοκής κανονιστικής
ισχύος μεθοδολογίας βάσει της λεγόμενης λογικής ανάλυσης της
γλώσσας της επιστήμης, οδήγησαν σε αδιέξοδα. Βασική αιτία της εξ’
υπαρχής αυτό-υπονόμευσης αυτών των εγχειρημάτων, ήταν η
μονομερής ενασχόληση με ορισμένο επιστημονικό πρότυπο και η
αποκοπή από την πραγματική ιστορική πορεία ανάπτυξης του συνόλου
των επιστημών (φυσικών και κοινωνικών). Η στατική αντιμετώπιση
της επιστήμης ως τυπικού απαγωγικού συστήματος, με την αρχική
πληροφορία-γνώση διατυπωμένη σε αξιώματα και θεωρήματα
(αποδεκτές προκείμενες) και αντίστοιχη αναγωγή της ερευνητικής
δραστηριότητας στη συναγωγή όλων των πιθανών αποτελεσμάτων δια
των κανόνων συμπερασμού, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματική
ιστορική πορεία της έρευνας και αδυνατεί να περιγράψει και να
εξηγήσει την παραγωγή νέας γνώσης.
Με τον λογικό θετικισμό οι εμφάσεις της μεθοδολογικής έρευνας
μετατίθενται από την διερεύνηση της πραγματικής ερευνητικής
δραστηριότητας εντός της συγκεκριμένης ιστορικής
πραγματικότητας, στην τυπικολογική ανάλυση της γλώσσας της
επιστήμης, γεγονός που σηματοδοτεί μια γενικότερη μεταστροφή της
φιλοσοφικής προβληματικής στη γλώσσα, ως εν πολλοίς αυθύπαρκτη
πραγματικότητα. Πρόκειται για μια “γλωσσική στροφή” στη
φιλοσοφία, με πολλές και διάφορες προεκτάσεις. Εδώ “ο σολιψισμός
γίνεται γλωσσικός, “λογικός”, παραμένοντας πάντα αντιφατικός και
μη υπερασπίσιμος” (Μπιτσάκης, 2005, 38, του ίδιου, 1998, 73-77), ενώ
πολλοί στους ακαδημαϊκούς κύκλους εμμένουν σε αυτή την απόμακρη
ενασχόληση υπό τον “αστερισμό του Tractatus”...(Μπιτσάκης, 1998,
129). Η τάση αυτή ενισχύεται επιπροσθέτως με τον δομισμό στη
φιλοσοφία και στη γλωσσολογία.
Τα αδιέξοδα του λογικού θετικισμού προσπαθεί να άρει ο λεγόμενος
«μεταθετικισμός».
87
Η θεωρητική ανάπτυξη της γνώσης προκαθορίζεται αυτομάτως απ’
την εμπειρική αύξουσα αληθοφάνεια, προσμετρώμενη με τη σύγκριση
του εμπειρικού περιεχομένου της θεωρίας.
Οφείλουμε ωστόσο να επισημάνουμε τα εξής:
4. Η βιολογική εξέλιξη δεν είναι συγκρίσιμη με αυτή της
επιστήμης. Η επιστήμη είναι καθολική ανθρώπινη δραστηριότητα,
απώτερο αποτέλεσμα ριζικά διαφορετικής «στρατηγικής επιβίωσης»,
δεδομένου ότι ο άνθρωπος δεν προσαρμόζεται απλώς στο φυσικό
περιβάλλον, αλλά τουναντίον προσαρμόζει το περιβάλλον
μετασχηματίζοντάς το κατά τις ανάγκες του. Καθολικής εμβέλειας
όρος αυτού του μετασχηματισμού είναι η επιστήμη. Φυσικά, η
δεδηλωμένη απέχθεια του Popper προς τη διαλεκτική και τον
μαρξισμό, δεν του επέτρεπε να προβεί στην ως άνω θεμελιώδη
επιστημονική και φιλοσοφική θέση.
5. Είναι ανεδαφική η αναγόρευση της εμπειρικής πίεσης των
γεγονότων σε βασικό παράγοντα της «φυσικής επιλογής» θεωριών.
Αυτό θα ίσχυε μόνο στην περίπτωση που τα γεγονότα θα ήταν εντελώς
ανεξάρτητα απ’ τη θεωρητική γνώση, τη στιγμή που υπάρχει οργανική
σχέση θεωρίας – γεγονότων (επιλογή – ερμηνεία – τρόπος ανάδειξης
γεγονότων). Τα γεγονότα δεν αποτελούν το «εξωτερικό περιβάλλον»
του σώματος των θεωριών όπως θέλει η ποππεριανή αντίληψη.
6. Η αντίληψή του δεν εναρμονίζεται καν με τη σύγχρονη
συνθετική θεωρία της εξέλιξης. Εδώ έχουμε μάλλον μια παράκαμψη
ακανθωδών ζητημάτων της γνωσιοθεωρίας μέσω της αναγωγής στη
βιολογία, ενώ ο Popper παρακάμπτει τα προβλήματα της τελευταίας,
παραπέμποντας στη γνωσιοθεωρία.
7. Η δια της διαψευσιμότητας σχέση προς την εμπειρική θεμελίωση
της επιστημονικής γνώσης (για τη σωτηρία της αρχής του
εμπειρισμού στη μεθοδολογία), εισάγει ένα στοιχείο
συμβασιοκρατικής ερμηνείας της εμπειρικής βάσης, που θέτει ως
αίτημα μόνο την αρνητική εξάρτηση της θεωρίας απ’ τα γεγονότα.
Βεβαίως, σε αντιδιαστολή με τη θετικιστική αρχή της
επαληθευσιμότητας, εδώ η διαψευσιμότητα λειτουργεί ως κριτήριο
οριοθέτησης της εγκυρότητας της επιστήμης και όχι του νοήματος,
κατά τρόπο ώστε οι φιλοσοφικές προτάσεις να έχουν νόημα για το
“μεταφυσικό ρεαλιστή” Popper. Ωστόσο, η αρνητική λογική εξάρτηση
της θεωρίας απ’ την εμπειρία δεν αποτελεί φερέγγυο βάση για την
εμπειρική θεμελίωση της θεωρητικής γνώσης. Έτσι, η σιωπηρή
απόρριψη της θέσης του εμπειρισμού οδηγεί εκ των πραγμάτων σε
διολίσθηση στις θέσεις της συμβασιοκρατίας. Έχουμε κατ’ αυτό τον
τρόπο άρση του προβλήματος της εμπειρικής θεμελίωσης ως είχε στο
θετικισμό.
8. Προκύπτει μια αντίφαση ως προς την εμπειρική θεμελίωση της
μεθόδου: αφ’ ενός μεν, ο Popper θεωρεί ότι μόνον η ερμηνεία της
επιστημονικής μεθόδου (ως μεθόδου εικασιών και διαψεύσεων) την
καθιστά αυθεντικά εμπειρική. Αφ’ ετέρου, προσάπτει στους ίδιους
τους κανόνες της μεθόδου συμβατικό χαρακτήρα. Και η ίδια η επιλογή
από τον επιστήμονα θεωρίας βάσει αυτής της αξιολόγησης συνιστά
σύμβαση. Στη θέση του παραδοσιακού αγνωστικισμού του εμπειρισμού
τίθεται ο εγγενώς εικοτολογικός χαρακτήρας της γνώσης, θέση που
χαρακτηρίζει έναν λογικά εκλεπτυσμένο σκεπτικισμό, που φλερτάρει
ανοικτά με τον ανορθολογισμό: “δεν ξέρουμε τίποτε, δηλαδή δεν
88
μπορούμε ποτέ να αιτιολογήσουμε τις θεωρίες μας ορθολογικά”!
(Popper, 1993, 516).
9. Η αρχή της διαψευσιμότητας, συνιστά απολυτοποίηση της αρχής
του εμπειρισμού μέσω της απολυτοποίησης του ρόλου των εμπειρικών
διαψεύσεων και της λογικής ανάλυσης στην επίλυση μεθοδολογικών
προβλημάτων, αγνοώντας τη γνωσιολογική προβληματική. Υπάρχει
εδώ σαφής υποτίμηση των κοινωνικών πτυχών της γνωστικής
δραστηριότητας.
Η προβολή της οποίας χαίρει ο Popper και η εντυπωσιακή εδραίωση
οπαδών του σε ακαδημαϊκούς θεσμούς (πανεπιστήμια, συντακτικές
επιτροπές, κ.ο.κ.), δεν είναι άσχετη με τις κοινωνικοπολιτικές απόψεις
που πρέσβευε. Πολέμιος του μαρξισμού (στον οποίο προσάπτει
“μεσσιανισμό”) και του ιστορισμού, απορρίπτει την ύπαρξη
αντικειμενικών νόμων που διέπουν την κοινωνική ανάπτυξη και τη
δυνατότητα κοινωνικής πρόγνωσης. Γίνεται απροκάλυπτα απολογητής
της κεφαλαιοκρατίας και του αστικού κοινοβουλευτισμού, της
“ανοικτής κοινωνίας” (βλ. Popper, 1980), στην οποία αντιπαραθέτει
κάθε “ολοκληρωτισμό”, δηλ. το σοσιαλισμό και κάθε εγχείρημα ριζικού
μετασχηματισμού της κοινωνίας.
Η βασική συνεισφορά του Popper (σε κύκλους στους οποίους η
διαλεκτική λογική και μεθοδολογία παραμένουν terra incognita),
έγκειται στο ότι έθεσε προβλήματα αδιανόητα στη θετικιστική
παράδοση, όπως: η “αύξηση” της γνώσης (σε αντιδιαστολή με τη
διαλεκτική ανάπτυξη), ο ρόλος των υποθέσεων, η οριοθέτηση της
επιστήμης, κ.ά.
28
Έχω γίνει μάρτυρας “διαλόγων”, όπου η όποια κριτική περί των κατευθύνσεων, των όρων και των ορίων
της έρευνας, κατακεραυνώνεται από πανεπιστημιακούς εργολάβους-εργοδότες (κραυγαλέα
διαπλεκόμενους με το στρατιωτικό-βιομηχανικό σύμπλεγμα ιμπεριαλιστικών χωρών, οι οποίοι επαίρονται
για αυτή τη διαπλοκή τους και την ανταμοιβή τους, ως αξιολόγηση του “επαγγελματισμού” τους, και
επιθυμούν να επιβάλλουν παρόμοια αξιολόγηση σε όλους), ως “καταπάτηση της ακαδημαϊκής τους
ελευθερίας και του ασύλου”!...
96
Η ανάπτυξη της γνώσης δεν επιτυγχάνεται μέσω της αδιέξοδης
αντιπαράθεσης προσεγγίσεων που επικεντρώνουν και απολυτοποιούν
την αναφορά τους σε «εσωτερικούς» (που αφορούν την ενδογενή
λογική συγκρότηση και ανάγονται τελικά σε τυπικο-λογικούς) είτε σε
«εξωτερικούς» (εξωγενείς πολιτισμικούς, κοινωνικούς, ψυχολογικούς,
κ.ο.κ.) παράγοντες της έρευνας, αλλά μέσω της διάγνωσης της
διαλεκτικής αλληλεπίδρασης και αλληλοδιείσδυσης των
προαναφερθεισών δυναμικών συνιστωσών της γνωσιακής συγκυρίας,
διότι σε κάθε φάση της τελευταίας, ο αυθεντικός ερευνητής
χαρακτηρίζεται από μια διττή αποβλεπτικότητα: αφ’ ενός μεν έχει μια
κριτική στάση προς το γνωστικό αντικείμενο (ώστε αυτό να μη
συνιστά ανυπέρβλητο και αμετάβλητο «είναι ως έχει» αλλά να
καταστεί «είναι δι ημάς» μέσω της νοητικής προσοικείωσής του), αφ’
ετέρου δε, μια κριτική στάση προς την (επαρκή ή ανεπαρκή)
κεκτημένη θεωρητική και μεθοδολογική γνώση. Και οι δύο πλευρές
διαμεσολαβούνται από τις σχέσεις εκείνες που χαρακτηρίζουν την
επιστήμη ως παραγωγική δύναμη, και ως θεσμό (με υλικά και ιδεατά
μέσα, ιεραρχία και οργάνωση).
Στο πλαίσιο της διαλεκτικής λογικής και μεθοδολογίας
αναδεικνύεται η σημασία της ιστορικής διερεύνησης της
επιστημονικής γνώσης σε διαλεκτική συσχέτιση της εσωτερικής
λογικής της επιστημονικής έρευνας με την εξέταση της επιστήμης
εντός της εκάστοτε κοινωνικής και πολιτισμικής πραγματικότητας.
Αυτό απαιτεί την ανάδειξη της διαμεσολαβημένης σχέσης της
εκάστοτε γνωστικής διαδικασίας με τις ανάγκες της κοινωνίας και
της πρακτικής και των τρόπων με τους οποίους αυτές αλληλεπιδρούν.
Στην αντίθετη περίπτωση έχουμε απολυτοποίηση της αφαίρεσης της
γνωστικής σχέσης και του γνωστικού υποκειμένου, η οποία εύκολα
οδηγεί στη δαιμονοποίηση της επιστήμης, ως εκ προοιμίου αλλότριας
στον άνθρωπο εχθρικής δύναμης (όπως συμβαίνει π.χ. στην κριτική
που ασκείται στην επιστήμη απ’ τη σχολή της Φρανκφούρτης).
Ο κοινωνιολογισμός στην ιστορία και φιλοσοφία της επιστήμης
συνδέεται με το ρεύμα του «εξτερναλισμού», το οποίο (σε
αντιδιαστολή με τον «ιντερναλισμό») απολυτοποιεί τον ρόλο των
εξωεπιστημονικών (των κοινωνικών, των πολιτισμικών, των
εξουσιαστικών, των συμβολικών κατασκευών κ.ο.κ.) παραγόντων,
απορρίπτοντας την ύπαρξη εσωτερικής λογικής της επιστήμης. Στον
αντίποδα του θετικιστικού μεθοδολογισμού εγείρεται ο αγοραίος
κοινωνιολογισμός, ο οποίος αγνοεί παντελώς την ύπαρξη εσωτερικής
λογικής και νομοτέλειας στην ανάπτυξη της επιστήμης. Η ύπαρξη
διαφόρων εκδοχών του αγοραίου κοινωνιολογισμού, ουδόλως μειώνει
την σημασία της επιστημονικής κοινωνιολογίας της γνώσης και της
επιστήμης, ως τομέα της κοινωνιολογίας και της κοινωνικής
φιλοσοφίας που μελετά τις κοινωνικές πτυχές και τους κοινωνικούς
παράγοντες που συντελούν στην παραγωγή, συστηματοποίηση,
αναπαραγωγή, διάδοση και χρησιμοποίηση διαφόρων τύπων γνώσης
από άτομα, κοινωνικές ομάδες και θεσμοθετημένες μορφές
λειτουργίας και ανάπτυξης των γνωστικών διαδικασιών.
Οι απαρχές των εν λόγω αναζητήσεων πρέπει να αναζητηθούν στις
περί ειδώλων απόψεις του F. Bacon (βλ. Woolhouse, 2000, 29-34) και
στην έννοια «ιδεολογία» του Destutt de Tracy. Ωστόσο, ιδιαίτερη ήταν
η συμβολή σ’ αυτό τον τομέα του μαρξισμού, ο οποίος αποκάλυψε τον
97
κοινωνικό και ιστορικό προσδιορισμό της συνείδησης και της γνώσης,
τους κοινωνικούς και ταξικούς όρους δημιουργικής προώθησης της
αντικειμενικής-αληθούς γνώσης, αλλά και τις ιδεολογικές φενάκες που
ενισχύουν και επαυξάνουν τις νομοτελώς ανακύπτουσες πλάνες της
γνωστικής διαδικασίας, τις ταξικές ρίζες της ιδεολογίας, τον ρόλο
διαφόρων δοξασιών, νοοτροπιών, προδιαθέσεων, στερεοτύπων, κ.λπ. Η
μαρξική προσέγγιση (ιδιαίτερα μέσω της διερεύνησης του συνδυασμού
εσωτερικών και εξωτερικών νομοτελειών που διέπουν την ανάπτυξη
συγκεκριμένων γνωστικών διαδικασιών, π.χ. της ιστορίας της
πολιτικής οικονομίας) απορρίπτει τον αγοραίο κοινωνικο-οικονομικό
(ταξικό) αναγωγισμό, αλλά και τις σχετικοκρατικές,
«κατασκευαστικές», ιδεοκρατικού και ανορθολογικού χαρακτήρα,
θεωρήσεις της γνώσης.
Η μετέπειτα μη μαρξιστική κοινωνιολογία εστίαζε την προσοχή της
σε διάφορες πτυχές και παραμέτρους της εν λόγω προβληματικής.
Χαρακτηριστικές είναι οι τάσεις αποϊδεολογικοποίησης και
ιδεολογικοποίησης της επιστήμης που κινούνται στο πλαίσιο μιας
μεταφυσικά διαζευκτικής συσχέτισης μεταξύ επιστήμης και ιδεολογίας
(Popper, Althusser, κ.ά.)29.
Οι σημερινές «μεταμοντέρνες» εκδοχές της προαιώνιας παράδοσης
των παρασιτούντων παρά την επιστήμη επιγόνων, με την
«αποδόμηση» και τη διάλυση των πάντων στη «διακειμενικότητα»,
οδηγούνται σε κωμικοτραγικά ακατάληπτα φληναφήματα, εκφάνσεις
μιας θορυβώδους ψευδοεπιστήμης. Όπως έγραφε ο Ενγκελς το 1878:
“Ο καθένας μπορεί να γράψει για οτιδήποτε και η «ελευθερία της
επιστήμης» εννοείται ακριβώς ως δικαίωμα του ανθρώπου να γράφει
ιδιαίτερα για αυτό που δεν μελέτησε ποτέ και να το παρουσιάζει αυτό
ως τη μοναδική, αυστηρά επιστημονική μέθοδο…” (Engels, 1997, 24).
Τα παραπάνω λαμβάνουν χώρα προνομιακά στο περιβάλλον μιας
“θορυβώδους ψευδοεπιστήμης” που είναι ικανή να “πνίγει το κάθε τι
μέσα στην ηχηρή εξαίσια ανοησία... στην καθηγητική έδρα και στο
βήμα” (Engels, ό.π.).
Με τη ραγδαία εισαγωγή της πληροφορικής σε όλα τα πεδία της
δραστηριότητας η «γλωσσική στροφή» γίνεται «πληροφορική
στροφή». Η πληροφορία αρχίζει να εξετάζεται ως αυταξία,
ανεξαρτήτως της εφαρμοσιμότητάς της στην παραγωγική διαδικασία
και του περιεχομένου της. Στο βαθμό που ενισχύεται αυτή η τάση, η
πληροφορία όλο και πιο πολύ αποκόπτεται από την γνωστική-
περιεκτική της διάσταση, ανεξαρτοποιείται από την πραγματική
νοηματοδότησή της. Η «μεταμοντέρνα» αντίληψη περί γλώσσας, ως
αυτόνομου από κάθε νόημα παιγνίου λέξεων, συνάδει με την εν λόγω
τάση, όπως αυτή βιώνεται εν πολλοίς στους κύκλους των κατ’
επάγγελμα ασχολούμενων με αυτήν. Ως εκ τούτου, η προσοχή τείνει να
επικεντρώνεται στην τεχνολογία κωδικοποίησης-αποκωδικοποίησης
της πληροφορίας, στην αύξηση του όγκου της και κυρίως, στην
ανάπτυξη μιας ιδιότυπης επικοινωνίας, που ανάγεται στην διοίκηση
(management) των ροών πληροφορίας, γεγονός που συνεπιφέρει τον
βαθμιαίο εκτοπισμό του ζητήματος του περιεχομένου και του
νοήματος αυτής της πληροφορίας. Σε αντιδιαστολή με την (δυνητικά
κοσμοθεωρητικής εμβέλειας) καθολική γενίκευση της εμπειρικής
πραγματικότητας που χαρακτηρίζει κατά παράδοση την βασική
29
Για τα αδιέξοδα της μεταφυσικής αντιδιαστολής επιστήμης – ιδεολογίας, βλ. Μπιτσάκη, 2005, 131-139.
98
έρευνα, η σύγχρονη ερευνητική δραστηριότητα ανάγεται σε
τεχνολογία παραγωγής γεγονότων και δεδομένων, ο αναστοχασμός
επί των οποίων (ιδιαίτερα αν είναι κοσμοθεωρητικού-φιλοσοφικού
χαρακτήρα) τίθεται πλέον εκτός του πλαισίου της επιστημονικής
δραστηριότητας. Βρισκόμαστε λοιπόν ενώπιον μιας ριζικής αλλαγής
υποδείγματος, με «μεθοδολογικές» αξιώσεις. Εάν για την κλασική
επιστήμη η θεωρία ήταν αναβαθμός της γνωστικής διαδικασίας,
σύστημα προσέγγισης και διάγνωσης των νόμων που διέπουν το
επιστητό, η «μεταμοντέρνα» κατάσταση της επιστήμης τείνει να
ορίζει την επιστημονική αλήθεια συμβασιοκρατικά, ως σύμβαση (εν
πολλοίς μηχανικά επικυρούμενη δια της επίκλησης τελετουργικών
επιστημομετρικών διαπιστευτηρίων) της επιστημονικής κοινότητας.
Η προεργασία αυτής της διαδικασίας σε επίπεδο μεθοδολογίας και
φιλοσοφίας της επιστήμης έχει μακρά ιστορία. Ξεκινά από την
έκπτωση της επιστημονικής εικόνας του κόσμου, από τον εξοβελισμό
της κοσμοθεωρητικής προβληματικής ως «μεταφυσικής», από την
γενικότερη υποβάθμιση του κύρους της θεωρίας και τη λατρεία των
«αντικειμενικών γεγονότων» και των «δεδομένων» στο πλαίσιο του
θετικισμού. Η μετεξέλιξη του τελευταίου από την αναλυτική της
παράστασης στην αναλυτική της γλώσσας, η πορεία του
μεταθετικισμού προς τον ανορθολογισμό, μαζί με την έκπτωση του
δομισμού στον μεταδομισμό, άνοιξαν το δρόμο στη «μεταμοντέρνα»
αποδόμηση και στην διάλυση των πάντων στην «διακειμενικότητα»,
υπό το πρίσμα της οποίας εξοβελίζεται πλέον και το ίδιο το
«αντικειμενικό γεγονός».
Και η ίδια η επιστημονική δραστηριότητα ενός εκάστου των
εμπλεκομένων σε αυτήν υποκειμένων, τείνει να προβάλλει ως τυπικό
αυτοαναφορικό σημείο. Πράγματι, εάν η αλήθεια προσδιορίζεται
συμβασιοκρατικά, τότε εκπίπτει η ανάγκη συγκροτημένης
μεθοδολογικής θεμελίωσης, μιας και το ίδιο το επιστημονικό γεγονός
ορίζεται κατά τα ειωθότα, εντός της συναινετικά δικτυωμένης
επιστημονικής κοινότητας, βάσει των εκάστοτε παραδεδεγμένων
κανόνων ενδοεπικοινωνίας του σχετικού δικτύου. Συνεπώς, και η
επιστημονική δημοσίευση, τείνει να εκλαμβάνεται μάλλον ως σημείο,
δηλωτικό της δημοτικότητας (ή και της συγκυριακής αγοραίας
ζήτησης) στο πλαίσιο των συμβατικών κανόνων αυτοαναφορικών
δικτύων, χωρίς την αξίωση της όποιας συσχέτισης με κάποια εκτός
του ως άνω πεδίου επικοινωνιακής αλληλεπίδρασης κείμενη
πραγματικότητα (βλ. Stroev). Η θεσμική επιβολή, εδραίωση, διεύρυνση
και αναπαραγωγή αυτών των τάσεων, ως συστατικών στοιχείων της
περαιτέρω υπαγωγής της επιστήμης και του συνόλου της πνευματικής
παραγωγής στο κεφάλαιο, συνδέεται με τις αναδιαρθρώσεις στην
εκπαίδευση (διαδικασία της διακήρυξης της Μπολόνια) και στην
έρευνα (βλ. Πατέλης, 2008α).
Η επιστημονική δραστηριότητα απομακρύνεται από τη συνεπή και
συστηματική επιδίωξη της νοητικής ανασύστασης του γνωστικού
αντικειμένου. Οι «ερευνητές» αναλίσκονται συχνά σε
επιστημονικοφανείς λεκτικοποιήσεις παραστάσεων, σε
αποσπασματικές περιγραφές, σε διαχείριση του λόγου (του κειμένου),
σε συνειρμικές (ή και ασυνάρτητες) αναφορές και «θεματοποιήσεις»,
σε «πλαισιώσεις» και «αναπλαισιώσεις» κατά το δοκούν, κ.ο.κ. εντός
ενός τελετουργικά προσδιορισμένου πλαισίου βερμπαλισμών και
99
λεξιλαγνείας. Η εκρηκτικών διαστάσεων «πληροφορική βόμβα»
(Varilio, 2000) στο χώρο της επιστήμης, συνδέεται άμεσα με αυτόν τον
φαύλο βρόγχο θετικής ανάδρασης, σύμπτωμα του οποίου είναι η όλο
και διευρυνόμενη αναπαραγωγή της τιποτολογίας. Η τάση αυτή (αν
δεν αναστραφεί) μας δίνει την εικόνα μιας επιστημονικής κοινότητας,
η οποία δεν θα εδράζεται στην πραγματική διερεύνηση των νόμων του
αντικειμενικού κόσμου, ούτε και σε κάποιον εμπράγματο καταμερισμό
εργασίας. Στην καλλίτερη περίπτωση, θα λειτουργεί ως επικοινωνιακή
κοινότητα με σύστημα αναφοράς ορισμένους πληροφοριακούς
διαύλους επικοινωνίας.
Μεθοδολογική αφετηρία αυτής της έκπτωσης είναι η αδυναμία
υπέρβασης της προδιαλεκτικής βαθμίδας της νόησης, της διάνοιας
και η συνακόλουθη παραδοχή μίας και μοναδικής λογικής: της
τυπικής. Στα πλαίσια αυτά είναι ανέφικτη η ορθολογική μεθοδολογική
εξήγηση των νομοτελειών της ανάπτυξης της θεωρητικής γνώσης. Οι
φορείς αυτής της μεθοδολογικής αγκύλωσης, αδυνατούν να
συλλάβουν άλλη σύνθεση, πέραν αυτής που προέρχεται από θυμικές,
φαντασιακές, κ.ο.κ. διεργασίες, οι οποίες ανάγονται εύκολα σε
ανορθολογικές αυθαιρεσίες. Εξ ου και η μεταφυσικές που εδράζονται
στη φετιχοποίηση της τυπικής λογικής και του φορμαλιστικού
ορθολογισμού της διάνοιας. Οι περιορισμοί και τα αδιέξοδα του
τελευταίου αναζητούν εύκολα ως alter ego αυτής της “ψυχρής”
ορθολογικότητας τον “θερμό” ανορθολογισμό του βιώματος και της
κατασκευαστικής αυθαιρεσίας. Έτσι εξηγείται η σχετικά εύκολη
στροφή ορισμένων κύκλων της πανεπιστημιακής διανόησης: από τη
φετιχοποίηση εκδοχών της τυπικής λογικής και της αυστηρότητας
των φορμαλισμών της στην “αναρχία” της συστηματικής
αντισυστημικότας του μεταμοντέρνου.
Ωστόσο, η διαλεκτική λογική και μεθοδολογία αίρει τους ως άνω
περιορισμούς και δρομολογεί σε γερά ορθολογικά θεμέλια μια ριζικά
διαφορετική επιστημολογία.
Για να διευκρινίσουμε την θέση και τον ρόλο των ποιοτικών και
ποσοτικών μεθόδων στις κοινωνικές επιστήμες, οφείλουμε να
αναφερθούμε στις φιλοσοφικές κατηγορίες ποιότητα (ή ποιόν) και
ποσότητα (ή ποσόν). Οι κατηγορίες αυτές, επισημαίνουν σημαντικές
πλευρές της αντικειμενικής πραγματικότητας (διαλεκτική προσέγγιση
αυτών των κατηγοριών βλ. σε Hegel, 1991, παρ. 84-111: 201-248,
Vazjulin, 2002, 2005: 43-187 και Βαζιούλιν, 2004: 86-89, 101-129). Ο
κόσμος δεν συνιστά μια παγιωμένη κατάσταση έτοιμων, δεδομένων
πραγμάτων, αλλά συγκροτεί ένα σύνολο διαδικασιών στις οποίες τα
πράγματα (τα αντικείμενα) διαρκώς εμφανίζονται, μεταβάλλονται και
καταστρέφονται. Αυτό όμως δεν σημαίνει επ’ ουδενί λόγω ότι τα
πράγματα στερούνται ορισμένης μορφής ύπαρξης, ότι είναι απόλυτα
ασταθή και μη διακριτά μεταξύ τους (όπως ισχυρίζονται οι θιασώτες
της σχετικοκρατίας). Παρά τις όποιες μεταβολές του μέχρις
100
ορισμένου σημείου, το κάθε πράγμα παραμένει το αυτό, και όχι άλλο,
ποιοτικά προσδιορισμένο αντικείμενο.
Ποιοτικός προσδιορισμός των αντικειμένων και των φαινομένων
είναι εκείνο που τα καθιστά σταθερά, που τα οριοθετεί και δημιουργεί
την απέραντη ποικιλομορφία του κόσμου. Ποιόν είναι ο ουσιώδης
προσδιορισμός ορισμένου αντικειμένου (πράγματος) χάριν του οποίου
αυτό είναι το δεδομένο, και όχι άλλο, αντικείμενο, και διαφέρει από
άλλα αντικείμενα. Το ποιόν του αντικειμένου κατά κανόνα δεν
ανάγεται σε ξεχωριστές ιδιότητές του (οι οποίες συνιστούν
αντανάκλαση της ποιότητας του πράγματος στην ποιότητα άλλου ή
άλλων πραγμάτων).
Το ποιόν συνδέεται με το αντικείμενο ως όλο (ολότητα), το
περικλείει πλήρως και είναι αναπόσπαστο από αυτό, γεγονός που
συνδέει την κατηγορία «ποιότητα» με το Είναι, με την ύπαρξη του
αντικειμένου, αλλά και με την άμεσα αισθητηριακή-εμπειρική βαθμίδα
της γνώσης περί του αντικειμένου.
Ένα αντικείμενο δεν μπορεί να παραμένει ένα και το αυτό έχοντας
απολέσει το ποιόν του, εφ’ όσον έχει υποστεί ποιοτικές μεταλλάξεις.
Δεδομένου ότι οι διάφορες ιδιότητες (είτε ομάδες ιδιοτήτων) ενός
αντικειμένου εκδηλώνονται στις σχέσεις του με άλλα αντικείμενα,
μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει πληθώρα ποιοτήτων σε κάθε
αντικείμενο ή φαινόμενο.
Όλα τα αντικείμενα διαθέτουν (εκτός από τον ποιοτικό) και
ποσοτικό προσδιορισμό: ορισμένο μέγεθος, αριθμό, έκταση, όγκο,
ρυθμό εκτύλιξης των διαδικασιών, βαθμό ανάπτυξης των ιδιοτήτων
τους, χωρο-χρονικές πτυχές κ.λπ. Ποσότητα (ποσόν) είναι ο
προσδιορισμός εκείνος του πράγματος χάριν του οποίου αυτό μπορεί
να διαιρεθεί (πραγματικά ή νοητά) σε ομοιογενή μέρη, που μπορούν με
τη σειρά τους να ενοποιηθούν. Η ομοιογένεια (ομοιότητα,
ομοιομορφία, ποιοτική ταυτότητα κ.λπ.) πραγμάτων είτε μερών είναι
το απαραίτητο διακριτικό γνώρισμα της ποσότητας και αναγκαίος
όρος της συγκρισιμότητας, της αντιπαραβολής που χαρακτηρίζει την
ποσοτική προσέγγιση. Οι διαφορές μεταξύ ανομοιογενών (ανόμοιων
κ.λπ.) πραγμάτων είναι ποιοτικού χαρακτήρα (ως προς το ποιόν), ενώ
οι διαφορές μεταξύ ομοιογενών πραγμάτων είναι ποσοτικού (ως προς
το ποσόν).
Σε αντιδιαστολή με την ποιότητα, η ποσότητα δεν συνδέεται και
τόσο στενά με το είναι του πράγματος. Οι ποσοτικές αλλαγές, οι
αυξομειώσεις, δεν οδηγούν αμέσως σε καταστροφή είτε σε ουσιώδη
αλλαγή του αντικειμένου. Οι ποσοτικές αλλαγές προκαλούν ποιοτικές
μόνον εφ’ όσον φτάσουν ένα ορισμένο για κάθε αντικείμενο όριο, ένα
μέτρο.
Το μέτρο, εκφράζει το ανώτατο (ή κατώτατο) όριο (άκρο, τέρμα)
μεταβολής των ποσοτικών προσδιορισμών -εκτατικών και εντατικών-
στο πλαίσιο της εν λόγω ποιοτικής ιδιοτυπίας ενός πράγματος,
οριοθετεί δηλαδή το σημείο μετάπτωσης των ποσοτικών αλλαγών σε
ποιοτικές και αντιστρόφως. Με αυτή την έννοια ο ποσοτικός
προσδιορισμός (σε αντιδιαστολή με τον ποιοτικό) χαρακτηρίζεται από
μιαν εξωτερική σχέση προς την υφή, προς τη φύση των αντικειμένων.
Γι’ αυτό και μπορεί κατά τη γνωστική διαδικασία να αποσπασθεί μέσω
αφαίρεσης από το περιεχόμενο (από το ποιόν κ.λπ.) σαν να πρόκειται
για αδιάφορη (γι’ αυτή τη διαδικασία) υπόθεση (όπως συμβαίνει π.χ.
101
στα «καθαρά» μαθηματικά, σε αντιδιαστολή με τα εφαρμοσμένα). Η
εξαιρετικά ευρείας κλίμακας χρήση των ποσοτικών μεθόδων και των
μαθηματικών θεωριών σε διαφορετικούς ως προς το συγκεκριμένο
περιεχόμενο τους τομείς της φυσιογνωσίας, της τεχνικής και των
κοινωνικών επιστημών, εξηγείται από το γεγονός ότι τα μαθηματικά
εξετάζουν κατ’ εξοχήν ποσοτικές-μετρικές σχέσεις και συσχετίσεις.
Κατ' αυτό τον τρόπο, συγκροτούνται οι διάφορες εκδοχές
εφαρμοσμένων και υπολογιστικών μαθηματικών (της φυσικής, της
χημείας, της βιολογίας, των οικονομικών, της κοινωνιολογίας, της
ψυχολογίας, κ.ο.κ. Βλ. και: Λαμπίρη-Δημάκη, & Κελπερής, 1995) ως
συνιστώσες των επιμέρους επιστημονικών ερευνητικών πεδίων. Η
επιστημονική διάγνωση των ποσοτικών-μετρικών σχέσεων του κάθε
επιμέρους αντικειμένου, είναι απαραίτητος όρος της γνώσης και του
σκόπιμου πρακτικού μετασχηματισμού της πραγματικότητας.
Ωστόσο, η γνώση δεν εξαντλείται με την ποσοτική προσέγγιση της
πραγματικότητας. Ο μονόπλευρος προσανατολισμός της γνώσης στην
εξέταση της ποσότητας συνδέεται με την προσκόλληση της νόησης
στην προδιαλεκτική βαθμίδα της (διάνοια), με μια μηχανιστική-
φορμαλιστική κοσμοαντίληψη, με την μεταφυσική (όπως συμβαίνει π.χ.
στον μηχανιστικό υλισμό, στον θετικισμό, κ.λπ.).
Η ποιότητα επ’ ουδενί λόγω δεν μπορεί να αναχθεί στην ποσότητα,
παρά τις όποιες απόπειρες των μεταφυσικών. Μάλιστα οι μονομερείς
απόπειρες βαθμολογικής αξιολόγησης ποικιλόμορφων στην ιδιοτυπία
τους προσωπικοτήτων, μόνον ως μέσα συμβατικού (και εν πολλοίς
χειραγωγικού-πειθαναγκαστικού) χαρακτήρα και ως λειτουργίες
αναπαραγωγής αλλοτριωτικών κοινωνικών σχέσεων έχουν νόημα.
Κανένα αντικείμενο (είτε υποκείμενο) δεν διαθέτει μόνο ποιοτικό είτε
μόνο ποσοτικό προσδιορισμό. Κάθε αντικείμενο συνιστά ενότητα
ορισμένης ποιότητας και ποσότητας, αποτελεί ποιοτικό μέγεθος
(ποσόν) και ποσοτικά προσδιορισμένο ποιόν. Η παραβίαση (υπέρβαση)
του μέτρου οδηγεί σε αλλαγή του δεδομένου αντικειμένου είτε
φαινομένου, στη μετατροπή του σε άλλο αντικείμενο είτε φαινόμενο.
Η μετατροπή των ποσοτικών αλλαγών σε ποιοτικές αφορά μια
από τις βασικές μορφές καθολικής συνάφειας και αλληλεπίδρασης,
έναν από τους κύριους τρόπους (τύπους, «μηχανισμούς») ανάπτυξης
και αυτοανάπτυξης των αντικειμένων εκείνων της πραγματικότητας
που συνιστούν οργανικό όλο. Δεδομένου δε ότι η καθολική συνάφεια
του αναπτυσσόμενου οργανικού όλου συνιστά το αντικείμενο της
διαλεκτικής (ως επιστημονικής φιλοσοφίας), το πέρασμα των
ποσοτικών αλλαγών σε ποιοτικές είναι ένας από τους τρεις βασικούς
νόμους της διαλεκτικής (μαζί με την ενότητα και πάλη των αντιθέτων
και τον νόμο «της άρνησης της άρνησης»).
Ο νόμος αυτός (όχι ως δογματικά και σχηματικά εννοούμενη a priori
νοητική κατασκευή, «καλούπι», αλλά ως ενότητα καθολικών και
ειδικών στιγμών, δηλαδή ως νόμος σχετικά τροποποιούμενος από την
ιδιοτυπία της εκάστοτε υπό εξέταση αναπτυξιακής διαδικασίας, από
τη συγκεκριμένη επιστημονική έρευνα) διέπει τα αντικείμενα της
πραγματικότητας που δυνάμει ή ενεργεία συνιστούν το κοινωνικό
είναι, υπό το πρίσμα της αλληλεπίδρασης μεταξύ κοινωνικού είναι και
κοινωνικής συνείδησης.
Δεν συνιστά δηλαδή νόμο που διέπει «τον κόσμο στο σύνολό του»,
είτε «γενικό νόμο της φύσης, της κοινωνίας και της συνείδησης»
102
(όπως θα διακήρυσσε μια μεταφυσική περί του «καθ’ όλου» φυσική
φιλοσοφία προμαρξικού τύπου, μια «επιστήμη των επιστημών», είτε
μια φιλοσοφική θεώρηση η οποία δεν έχει ακόμα συνειδητοποιήσει την
διαφορά της από τις υπόλοιπες μορφές κοινωνικής συνείδησης),
δεδομένου ότι η αντανάκλαση του μη κοινωνικού είναι καθίσταται
εφικτή μόνον υπό το πρίσμα του κοινωνικού είναι (των κοινωνικών
αναγκών, των σχέσεων μεταξύ κοινωνίας και φύσης, κ.ο.κ.). Συνεπώς,
ο νόμος αυτός εκφράζει τη νοητική σύλληψη των πτυχών της
ανάπτυξης του οργανικού όλου, κυρίως μέσω της συνάφειας των
φιλοσοφικών κατηγοριών (δηλαδή των ιστορικά συγκεκριμένων
καθολικών μορφών πρακτικής και νοητικής δραστηριότητας): της
ποσότητας, της ποιότητας και του μέτρου.
Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, μπορούμε να επισημάνουμε τη
σχετική (και επ’ ουδενί λόγω απόλυτη) διάκριση μεταξύ
«οντολογικής», «γνωσιοθεωρητικής» και «λογικής» εμβέλειας του εν
λόγω νόμου της διαλεκτικής, δεδομένου ότι ο νόμος αυτός διέπει
αντικειμενικές αναπτυξιακές διαδικασίες (ανεξάρτητα από το
γνωστικό ή πρακτικό υποκείμενο), την ανάπτυξη της γνωστικής
διαδικασίας και τη νοητική ανασύσταση του αναπτυσσόμενου
οργανικού όλου (όπως είδαμε στη διαλεκτική λογική).
Ο νόμος αυτός υπερτερεί κατά τον ιστορικό τρόπο προσέγγισης,
ενώ κατά τον λογικό τρόπο προσέγγισης προβάλλει ως υπηγμένη
στιγμή της εξέτασης της ουσίας του αντικειμένου, ιδιαίτερα κατά την
κίνηση της γνώσης από την επιφάνεια στην ουσία. Ο νόμος της
μετάβασης (μετάπτωσης, αναβάθμισης, υποβάθμισης κ.λπ.) των
ποσοτικών αλλαγών σε ποιοτικές επισημαίνει ότι οι ποσοτικές αλλαγές
ποιοτικά καθορισμένων αντικειμένων, φαινομένων και διαδικασιών
οδηγούν σ’ ένα ορισμένο σημείο στην αλματώδη μετάπτωση της
παλαιάς σε μια νέα ποιότητα, σε καταστροφή είτε σε ουσιώδη αλλαγή
του αντικειμένου.
Η πρώτη συστηματική φιλοσοφική ανάπτυξη αυτού του νόμου
απαντάται στην Επιστήμη της Λογικής του Χέγκελ (βλ. Hegel, 1915,
1991) ως μορφή αυτοανάπτυξης της νόησης στην πορεία προς την
απόλυτη ιδέα. Ο Κ. Marx (1978) στο Κεφάλαιο εξετάζει αυτό τον νόμο
ως νόμο της αυτοανάπτυξης ιστορικά συγκεκριμένων σχέσεων
παραγωγής, χωρίς μάλιστα να περιορίζει την ισχύ του στο επίπεδο της
επιφάνειας, του είναι (όπως κάνει ο Χέγκελ). Εδώ αποδεικνύεται ότι η
ποιότητα της σφαίρας του είναι αίρεται στην ταυτότητα της σφαίρας
της ουσίας, η ποσότητα στη διάκριση (διαφορά, αντίθεση) και το
μέτρο στην καθαυτό αντίφαση.
Δεδομένου μάλιστα ότι η καθαυτή αντίφαση συνιστά την ώριμη
μορφή άρνησης της ουσίας του αντικειμένου από τον ίδιο τον εαυτό
του, ο εν λόγω νόμος, κατά τον Marx, προβάλλει στη σφαίρα της
ουσίας ως αυτοάρνηση της ουσίας, συγκεκριμενοποιώντας την
ιστορική συσχέτιση μεταξύ παρελθόντος, παρόντος και μέλλοντος του
αντικειμένου.
Άλμα αποκαλείται στη διαλεκτική φιλοσοφία και μεθοδολογία η
διαδικασία διαλεκτικής μετατροπής των ποσοτικών αλλαγών σε
ποιοτικές, αλλά και η μετάβαση από μιαν ορισμένη ποιότητα σε μιαν
άλλη, όταν το αναπτυσσόμενο αντικείμενο φτάνει στα όρια του
«μέτρου».
Κατά τον Χέγκελ, το βαθμιαίο, το συνεχές της αλλαγής, αφορά μόνο
103
την εξωτερική ποσοτική πλευρά της. Από ποιοτικής όμως πλευράς
εκδηλώνεται η απόλυτη ασυνέχεια, η διακοπή της καθαρά ποσοτικής
κίνησης προς τα εμπρός. Και εφόσον ή εμφανιζόμενη νέα ποιότητα ως
προς την καθαρά ποσοτική συσχέτιση της συνιστά, σε σύγκριση με την
εκλείπουσα, ένα απροσδιόριστο έτερο, μιαν αδιάφορη ποιότητα, η
μετάβαση συνιστά άλμα (Sprung) και οι δύο ποιότητες είναι
τεθειμένες ως εντελώς εξωτερικές μεταξύ τους (Επιστήμη της
Λογικής, μέρος 3ο, Κεφάλαιο 2ο, υποκεφάλαιο Β').
Κατά τον φιλόσοφο, η διάνοια (βλ. παραπάνω διάνοια και λόγος)
αδυνατεί να συλλάβει το άλμα που έγκειται στην ποιοτική μετάβαση
ενός αντικειμένου, ενός πράγματος στην ετερότητά του, στο αντίθετό
του, γι’ αυτό και βαυκαλίζεται με την παράσταση περί ταυτότητας και
περί αλλαγής ως αδιάφορης εξωτερικής, ποσοτικής, δηλαδή
εξελικτικής αλλαγής (όπως συμβαίνει π.χ. στον εξελικτισμό). Το άλμα
είναι στιγμή της αυτοανάπτυξης του όλου και όχι προϊόν εξωτερικής
παρέμβασης.
Ο Marx, εφόσον εξετάζει ιστορικά συγκεκριμένα αντικείμενα (π.χ. τις
σχέσεις παραγωγής της κεφαλαιοκρατίας), σε αντιδιαστολή με τον
Χέγκελ, δεν βλέπει στο άλμα στιγμή, αναβαθμό της νόησης στην
πορεία προς την απόλυτη ιδέα, αλλά στιγμή της αυτοανάπτυξης του
αντικειμενικά υπαρκτού όλου.
108
Μήπως το δίπολο: «σκέψη – αίσθημα, συναίσθημα» συνιστά μιαν
ανυπέρβλητη αντίφαση; Μήπως, κατ’ αντιστοιχία με το παραπάνω
δίπολο λειτουργούν και άλλα συγγενή νοηματικά δίπολα: χειραγώγηση
– ενατένιση, λογική – παρόρμηση, επιστημονισμός –
αντιεπιστημονισμός, ορθολογισμός – ανορθολογισμός, ποσότητα –
ποιότητα, κ.ά.;
Ο θαυμασμός του ανθρώπου για τα επιτεύγματα της επιστήμης και
της τεχνολογίας εναλλάσσεται με ανησυχία, φόβο και δέος (βλ.
σχετικά: Δαφέρμος & Ραφίκ). Μήπως ό,τι αλλότριο, ακατάληπτο,
ανεξέλεγκτο και καταστροφικό μας περιβάλλει είναι αποτέλεσμα
κάποιων σχεδίων, που βασίζονται σε «κατά σκοπόν ορθολογική»
δραστηριότητα (κατά M. Weber, 1996: 137-188), σε υπαγορευόμενες
από «ψυχρή λογική» και ιδιοτελή ποσοτικό υπολογισμό τεχνικές
χειραγώγησης; Μήπως τα μέσα, τα αντικείμενα και οι θεσμοί που
δημιουργήθηκαν με βασικό προορισμό την εξυπηρέτηση του ανθρώπου,
γίνονται πλέον δυνάμεις ανεξέλεγκτες, ακατάληπτες και
καταστροφικοί δυνάστες; Και εάν ισχύουν αυτά, υπάρχει αντίδοτο;
Μήπως ο άνθρωπος ακολούθησε στην ροή της ιστορίας λάθος δρόμο
για την επιστήμη και γενικότερα για τον πολιτισμό; Μήπως στη θέση
του λογικού και του υπολογιστικού κατασκευαστικού νου θα έπρεπε να
προτάξει το αίσθημα, το συναίσθημα, το βίωμα, την καλλιτεχνική
αυτοέκφραση, το ένστικτο και την παρόρμηση; Και εάν ισχύουν όλα
αυτά τι μας απομένει; Να παρηγορηθούμε, αμβλύνοντας τον πόνο που
μας προκαλεί η κυριαρχία αυτής της απρόσωπης (τεχνολογικής και
γραφειοκρατικής) μηχανής και τη θλίψη του «μοναχικού πλήθους»,
βρίσκοντας διέξοδο στην αγκαλιά του βιώματος, της τέχνης και της
φαντασίας; Στροφή λοιπόν από τον Απόλλωνα στο Διόνυσο;
Το ζεύγος αυτών των εννοιών (απολλώνιο και διονυσιακό)
διατυπώθηκε αρχικά από τον W. J. Schelling (2004), υιοθετήθηκε από
τον Hegel και τον στοχαστή μουσικοσυνθέτη Richard Wagner (βλ.
σχετικά: Μανιάτης, 2004) και αναπτύχθηκε κυρίως από τον F.
Nietzsche (χχ) στο έργο του Η Γένεση της Τραγωδίας. Με αυτό το
ζεύγος συνδέεται και η αντίληψη περί του χάσματος ανάμεσα στους
δύο πολιτισμούς: από τη μια πλευρά των φυσικών επιστημών και της
τεχνολογίας και από την άλλη, των τεχνών ή των γραμμάτων (Snow,
1995).
Ο Nietzsche αντιπαραθέτει στον αρχαϊκό θεό Διόνυσο τον φωτεινό
θεό Απόλλωνα. Ο Διόνυσος είναι το σκοτεινό, το παρορμητικό, το
ασύνειδο, το ενστικτώδες, η δύναμη της ζωής, το οργιαστικό, το
ατελεύτητο στοιχείο - η εκστατική, όλη πάθος, άλογη αρχή. Ο
Απόλλων είναι το φως, το μέτρο, η τάξη και η αρμονία, το λογικό, η
ομορφιά.
Η ενότητα των δύο αυτών στοιχείων συνιστά, κατά τον Schelling
«το μυστικό της αληθινής ποίησης» και, κατά τον Nietzsche, γεννά τη
μεγαλειώδη καλλιτεχνική αποκάλυψη (στην κλασική Ελλάδα με την
αττική Τραγωδία, στη σύγχρονη του Nietzsche Γερμανία με το
βαγκνερικό μουσικόδραμα) της πρωτογενούς αντιφατικής ενότητας
του κόσμου.
Στον Σωκράτη και στον χριστιανισμό επιρρίπτει ο Nietzsche την
ευθύνη για την καταστολή του διονυσιακού πνεύματος και τη
συνακόλουθη παρακμή της κλασικής Ελλάδας και, παραπέρα, την
κατάπτωση του δυτικού πολιτισμού, τον πεσιμισμό και τον
109
«ευρωπαϊκό μηδενισμό», που διακρίνεται για μιαν εχθρική προς τη
ζωή ηθική.
Η «θεωρία» του Nietzsche για το διονυσιακό και το απολλώνιο
άσκησε ευρύτατη επίδραση στη φιλοσοφική και κοινωνιολογική σκέψη
του 20ού αιώνα (γερμανικός υπαρξισμός, O. Spengler, κ.ά.), αλλά και
στην ανθρωπολογία και, ειδικά, στον νέο σχετικά κλάδο της, την
πολιτισμική ανθρωπολογία. Ενισχύθηκε ιδιαίτερα και από τη φροϋδική
ερμηνεία της τέχνης μέσω του αναγόμενου στην ενστικτώδη
«λίμπιντο» ασυνειδήτου.
Αυτό το αντιφατικό δίπολο, υπό το πρίσμα του οποίου εξετάζεται,
συχνά, η πορεία του πολιτισμού, εδραιώνεται και διαδίδεται
περαιτέρω και μέσω των διαφόρων εκδοχών του φροϋδισμού, της
ψυχανάλυσης, του υπαρξισμού, του περσοναλισμού και του
μεταμοντέρνου.
Η ύπαρξη αυτών των πλευρών, πτυχών και τάσεων στην ανθρώπινη
συνείδηση, στην επιστημονική έρευνα και σε όλες τις μορφές της
δημιουργίας είναι γεγονός. Είναι επίσης γεγονός και η ροπή, η
προτίμηση διαφόρων τύπων προσωπικότητας για εμφατική αναφορά
και ενασχόληση σε μίαν από τις προαναφερθείσες τάσεις. Ωστόσο, εάν
μας ενδιαφέρει, από μεθοδολογικής απόψεως, η νομοτελής ανάπτυξη
της επιστημονικής έρευνας και της δημιουργικότητας, θα
διαπιστώσουμε ότι οι εν λόγω τάσεις του ανθρώπινου ψυχισμού, από
τις απαρχές του πολιτισμού συνυπάρχουν δημιουργικά, έστω και εάν οι
εμφάσεις διαφέρουν στην εκάστοτε γνωσιακή και πρακτική συγκυρία.
Οι τάσεις αυτές, δεν συνιστούν μεταφυσικό δίπολο, δεν υφίσταται
άβυσσος μεταξύ τους.
Η μεταφυσική υποστασιοποίηση της διαφοράς τους από την
καθημερινή συνείδηση, τον κοινό νου και από ορισμένους διανοητές,
εκκινεί από την μονομερή αντίληψη, κατά την οποία μία και μόνο
λογική υπάρχει και κυριαρχεί: η «ψυχρή λογική» του ιδιοτελούς
χειραγωγικού υπολογισμού, του ορθολογισμού της κατασκευής
αλλότριων, ανεξέλεγκτων και ακατάληπτων μηχανισμών
(τεχνολογικών και διοικητικών-γραφειοκρατικών). Και η λογική αυτή
δεν μπορεί να υπερβεί τα όρια της προδιαλεκτικής σκέψης, της
διάνοιας. Στο πλαίσιο αυτής της αντίληψης, το μόνο αντιστάθμισμα
στην καταπιεστική ισχύ αυτής της «ψυχρής λογικής», είναι το
ανορθολογικά εννοούμενο βίωμα, η «θερμή» παρόρμηση, η αισθητική
σχέση. Στην «φιλοσοφία της ζωής», και ιδιαίτερα στη νιτσεϊκή
αντίληψη (για να μη αναφερθούμε στις πράξεις που αυτή ενέπνευσε
στη ιστορία του 20ου αιώνα) αυτό το «θερμό αντιστάθμισμα» γίνεται
προτροπή για βίαιη κατίσχυση της της κτηνώδους «θέλησης για ισχύ»
του «υπερανθρώπου». Οπότε γίνεται πράγματι δύσκολο να
αποφανθούμε τι είναι πιο απάνθρωπο: η χειραγώγηση μέσω της
απρόσωπης μηχανής της ιδιοτελούς υπολογιστικής «ψυχρής λογικής»,
ή μήπως η καταδυνάστευση από την ανορθολογική, «θερμή» και
ενστικτώδη «θέληση για δύναμη» του κτήνους που προτάσσει
καταστροφικά το βίωμά του; Η ιστορική εμπειρία του 20ου αιώνα και
των αρχών του 21ου, απέδειξε ότι οι δύο αυτές εκ πρώτης όψεως
αλληλοαποκλειόμενες ακρότητες μπορούν να συνυπάρξουν κάλλιστα
στην πράξη, με δραματικές επιπτώσεις, ως ιδεολογικά περιβλήματα
εγχειρημάτων μαζικής καταστροφής. Ένα αποτρόπαιο έργο, είτε
εκτελείται «εν θερμώ», είτε «εν ψυχρώ», παραμένει αποτρόπαιο.
110
Βλέπετε, π.χ. και ο νιτσεϊκών καταβολών ναζισμός, επέδειξε
εκπληκτικό υπολογιστικό «ψυχρό» ορθολογισμό στην συγκρότηση και
εκδίπλωση της διοικητικής και τεχνικής πολεμικής μηχανής του, στην
«ορθολογική» διαχείριση «ανθρωπίνων πόρων» στα στρατόπεδα
συγκέντρωσης, κ.ο.κ.
Στο χώρο των κοινωνικών επιστημών και των ανθρωπιστικών
σπουδών, η αντίληψη αυτή ανάγεται σε μεθοδολογική αρχή,
ενισχυόμενη σήμερα και από την μεταμοντέρνα διάχυση της
αισθητικοποίησης του λόγου του υποκειμενισμού, από τη
σχετικοποίηση των πάντων στη διακειμενικότητα. Με αυτή την
αντίληψη συνδέεται και η άκριτη και άνευ όρων και ορίων εμμονή στην
συμφυρματική αισθητικοποιημένη αφηγηματική «ποιοτική» προσέγγιση
επιμέρους πτυχών, πλευρών και εκφάνσεων της πραγματικότητας, ως
αντιστάθμισμα στα εγχειρήματα επιβολής θετικιστικά-τεχνοκρατικά
εννοούμενων ποσοτικών μεθόδων.
Ωστόσο, όπως είδαμε παραπάνω, δεν ανάγεται η λογική του
ανθρώπου στην ως άνω αντίληψη. Ανώτερος τύπος λογικής είναι η
διαλεκτική λογική, στο πλαίσιο της οποίας, το σύνολο των
συνειδησιακών και νοητικών λειτουργιών του ανθρώπου αναπτύσσεται
συγκροτημένα και ολόπλευρα. Υπάρχει άραγε επιστημονική έρευνα που
μπορεί να καινοτομεί, να ανοίγει δρόμους στην ανθρωπότητα, χωρίς
συναίσθημα, χωρίς βίωμα και πάθος; Υπάρχει άραγε κατασκευαστική
χρηστική λειτουργικότητα για τον άνθρωπο, χωρίς αισθητική
αρτιότητα;
Όπως αποδεικνύεται στη θεωρία και μεθοδολογία της Λογικής της
Ιστορίας, ο διαλεκτικός λόγος δεν απορρίπτει, αλλά εντάσσει
οργανικά στην κίνηση του νοείν το αίσθημα, το συναίσθημα και το
βίωμα, όχι ως ανεξέλεγκτες υποστάσεις, αλλά ως λελογισμένες
στιγμές της ενιαίας συνειδητής πρόσκτησης και του μετασχηματισμού
της πραγματικότητας. Η κίνηση αυτή καταδεικνύει το εφικτό και το
αναγκαίο της προοπτικής της ολόπλευρης ανάπτυξης της
προσωπικότητας, ως συνθετικής ενότητας νοείν, αισθάνεσθαι, ποιείν
και πράττειν, ως ενότητας αλήθειας, καλαισθησίας και αρετής.
7. Ορισμένα Συμπεράσματα
112
Στη σύγχρονη φιλοσοφική και μεθοδολογική προβληματική
εκδηλώνεται όλο και πιο έντονα μια ανεπίλυτη στο πλαίσιο της μη
διαλεκτικής σκέψης αντίφαση. Η ανάπτυξη των επιστημών εκ των
πραγμάτων υπαγορεύει την ανάγκη συνθετικής σκέψης, την ανάγκη
εξέτασης των φαινομένων ως αλληλένδετων, στις αλληλεπιδράσεις,
στην κίνηση, στην εξέλιξη, στην ανάπτυξή τους, δηλαδή την ανάγκη
της διαλεκτικής μεθοδολογίας. Η ανάγκη αυτή εκφράζεται με την όλο
και πιο έντονη συνειδητοποίηση της χρησιμότητας των
διεπιστημονικών ερευνών, αλλά και με την υιοθέτηση στοιχείων
αυθόρμητης διαλεκτικής από τους ερευνητές. Ωστόσο, ο κυρίαρχος
καταμερισμός της εργασίας εντός και εκτός της επιστήμης και η
υπαγωγή της έρευνας στις εφαρμοσμένες και τεχνολογικές διεξόδους
μεγιστοποίησης της κερδοφορίας του κεφαλαίου, οδηγούν στην
επιβολή και επικράτηση της κατ’ εξοχήν αναλυτικής σκέψης, της
εργαλειακής-μηχανικής εξέτασης των φαινομένων αποσπασματικά,
εκτός της ευρύτερης διασύνδεσης και των αλληλεπιδράσεών τους,
εκτός της κίνησης, της εξέλιξης και της ανάπτυξής τους. Μόνο μίαν
«ανάπτυξη» αντιλαμβάνεται η κυρίαρχη ιδεολογία επί
κεφαλαιοκρατίας: αυτή της διαιώνισης της κυριαρχίας και της
αύξησης-μεγιστοποίησης της κερδοφορίας του κεφαλαίου. Εξ’ ου και οι
μονομερείς τάσεις τυποποίησης-ποσοτικοποίησης, ή εμπειρικής και
αποσπασματικής αναφοράς σε ποιοτικές πτυχές των αντικειμένων, η
πολυειδίκευση, ο κατακερματισμός γνωστικών αντικειμένων και ο
ερευνητικός μινιμαλισμός.
Η διαλεκτική μεθοδολογία απορρίπτεται και υποβαθμίζεται με κάθε
τρόπο από τους φορείς της κυρίαρχης ιδεολογίας και από τους
θεσμούς τους, διότι (για να θυμηθούμε τον Marx) τους προκαλεί φόβο
και δέος, μιας και αποκαλύπτει τον δυναμισμό της ανάπτυξης και τον
ιστορικά παροδικό χαρακτήρα του εκάστοτε κυρίαρχου σχηματισμού
και ως εκ τούτου, είναι κριτική και επαναστατική.
Διαπιστώσαμε λοιπόν ότι με την συνειδητή εφαρμογή-ανάπτυξη της
μεθοδολογίας του οργανικού όλου, ιδιαίτερα στις κοινωνικές
επιστήμες, αίρεται διαλεκτικά το δίπολο ποιοτικών και ποσοτικών
προσεγγίσεων. Η μεθοδολογία του οργανικού όλου κινείται πέραν του
διπόλου ποιοτικών και ποσοτικών μονομερειών και προσανατολίζει την
έρευνα, κατά τρόπο ώστε τα φαινόμενα να εξετάζονται και να
διερευνώνται ως ενότητα των ποιοτικών και ποσοτικών πτυχών τους,
ώστε να αναδεικνύεται η αλληλεπίδραση αυτών των πτυχών, καθώς
και οι αλλαγές στις μεταξύ τους συσχετίσεις στα διάφορα επίπεδα της
δομής, της ανάπτυξης και της διάγνωσής τους. Η υιοθέτηση της εν
λόγω μεθοδολογίας εγείρει στο προσκήνιο της επιστημονικής έρευνας
θεμελιώδη ζητήματα των προοπτικών της έρευνας και της κοινωνίας.
Η ως άνω προβληματική θέτει επιτακτικά το ερώτημα: «ποια
επιστήμη, σε ποια κοινωνία;».
Βιβλιογραφία
118
Popper, K. (1959). The Logic of Scientific Discovery. London:
Hutchinson.
Popper, K. (1963). Conjectures and Refutations: The Growth of
Scientific Knowledge. London: Routledge.
Popper, K. (1974). Objective Knowledge. An Evolutionary Approach.
London: Oxford University Press.
Popper, K. (1980). Η Ανοιχτή Κοινωνία και οι Εχθροί της. Αθήνα:
Δωδώνη.
Popper, K. (1993). Η λογική των κοινωνικών επιστημών. Στο Γ.
Κουζέλης (Επιμ.), Επιστημολογία. Κείμενα (σσ. 496-516). Αθήνα:
Νήσος.
Popper, K. (1996). H Λογική των Κοινωνικών Επιστημών. Στο Γ.
Kουζέλης & K. Ψυχοπαίδης (Επιμ.), Eπιστημολογία των Κοινωνικών
Επιστημών. Kείμενα. Aθήνα: Nήσος.
Quine, W. V. (1993). Φιλοσοφία της Λογικής (μτφρ. Γ. Ρουσόπουλος).
Αθήνα: Δαίδαλος - Ι. Ζαχαρόπουλος.
Ρόζενταλ, Μ. (1962). Αρχές Διαλεκτικής Λογικής (μτφρ. Β.
Καμπίτση). Αθήνα: Γνώσεις.
Ρόζενταλ, Μ. (χ.χ.). Τα Προβλήματα Διαλεκτικής στο Κεφάλαιο του
Μαρξ (μτφρ. Γ. Βιστάκη). Αθήνα: Αναγνωστίδη.
Ρουσόπουλος, Γ. (1998). Αναλυτική της Παράστασης. Αθήνα:
Ελληνικά Γράμματα.
Ruzavin, G. I. (2000-2001). Matematizatsia Nautsnogo Znanija
(Μαθηματικοποίηση της Επιστημονικής Γνώσης). Στο: Novaja
Filosofskaja Enchiklopedija, τ. 2., σσ. 505-507. Moscow: Misl.
Schaff, A. (χ.χ.). Γλώσσα και Gνώση. Αθήνα: Ζαχαρόπουλος.
Scheler, Μ. (1989). Η Θέση του Aνθρώπου στον Kόσμο
(μτφρ. Χ. Μπακονικόλα-Γεωργοπούλου & Θ. Λουπασάκης).
Αθήνα: Ροές.
Schelling, W. J. (2004). Φιλοσοφία της Aποκαλύψεως (μτφρ.
Θ. Λουπασάκης). Αθήνα: Ροές.
Schvirev V. S. (2000-2001). Metod, Metodologia (Μέθοδος,
Μεθοδολογία). Στο: Novaja Filosofskaja Enchiklopedija, τ. 2., σσ. 551-
554. Moscow: Misl.
Scientists’ Report Documents Exxon Mobil’s Tobacco-like
Disinformation Campaign on Global Warming Science. Oil
Company Spent Nearly $16 Million to Fund Skeptic Groups,
Create. (2007).
Confusion.http://www.ucsusa.org/news/press_release/ExxonMo
bil-GlobalWarming-tobacco.html (ημερομηνία ανάκτησης:
24.8.2009).
Shviriov, V. S. (1988). Analiz Nauchnogo Poznanija (Ανάλυση της
Επιστημονικής Γνώσης). Moscow: Nauka.
Smith, D. κ.ά. (2006). The Human Terrain System: A Cords for
the 21st Century. Military Review, 9-10, 8-15.
Snow, C. P. (1995). Οι Δύο Κουλτούρες (μτφρ. Μ. Τζιαντζή). Αθήνα:
Ελληνικά Γράμματα.
Sorokin, P. (1959). Social and Cultural Mobility. New York:
The Free Press.
Spirkin, A. & Kopnin, P. (1964). Metodologija (Μεθοδολογία). Στο:
Filosofskaja Enchiklopedija, τ. 3, σσ. 420-421. Moscow: Sovietskaja
Enchiklopedija .
119
Spirkin, A., Kopnin, P. & Tourovski, M. (1964). Metod (Μέθοδος). Στο:
Filosofskaja Enchiklopedija, τ. 3, σσ. 409-416. Moscow: Sovetskaja
Entsiklopedia.
Σταμάτη, Γ. (2007). Περί Νεοφιλελευθερισμού. Αθήνα: ΚΨΜ.
Σταμάτη, Γ. (2008). Ο Νεοφιλελεύθερος Εναγκαλισμός του
Πανεπιστημίου. Αθήνα: ΚΨΜ.
Stark, W. (1991). The Sociology of Knowledge: Toward a Deeper
Understanding of the History of Ideas. New Brunswick, N.J.: Transaction
Publishers.
Stroev, S. (2009). Postindustrialnii Simulakr: Dobro Pozalovat v
Rolevuju Igru (Η Μεταβιομηχανική Απομίμηση: Καλώς Ήλθατε στο
Παίγνιο των Ρόλων) http://www.contr-tv.ru/common/2263/ (ημερομηνία
ανάκτησης: 24.8.2009).
Toulmin, S. (1967). The Evolutionary Development of Natural
Science. American Scientists, vol. 55, 456-471.
Varilio, P. (2000). Η Πληροφορική Βόμβα (μτφρ. Β. Τομανάς). Αθήνα:
Νησίδες.
Vazjulin V. A. (1964). K Voprosu o “Mexanisme” Rasvitija
Teoreticheskogo Znanija (Περί του Ζητήματος του «Μηχανισμού»
Ανάπτυξης της Θεωρητικής Γνώσης). Vestnic Moskofskovo
Universiteta, Ser. 8, Νο 2: 48-59 και:
http://www.ilhs.tuc.gr/ru/stat2.htm (ημερομηνία ανάκτησης:
24.8.2009).
Vazjulin V. A. (2002). Logika Kapitala K. Marksa (Η Λογική του
Κεφαλαίου του Κ. Μαρξ). Μόσχα: S.G.U. και
http://www.ilhs.tuc.gr/ru/lk.htm (ημερομηνία ανάκτησης: 24.8.2009).
Vazjulin V. A. (2005). Die Logik des "Kapitals" von Karl Marx (russ.
1968, 2002). Deutsche: Auflage.
Weber, M. (1978). Η Προτεσταντική Ηθική και το Πνεύμα του
Καπιταλισμού. Αθήνα: Gutenberg.
Weber, M. (1996). Σχετικά με Ορισμένες Κατηγορίες της
Κατανοούσας Κοινωνιολογίας. Στο Γ. Κουζέλης & Κ. Ψυχοπαίδης
(Επιμ.), Επιστημολογία των Κοινωνικών Επιστημών Κείμενα (σσ. 137-
190). Αθήνα: Νήσος.
Woolhouse, R. S. (2000). Φιλοσοφία της Επιστήμης. Β': Οι
Εμπειριστές. Αθήνα: Στάχυ.
Znaniecki, F. (1940). The Social Role of the Man of Knowledge. New
York.
Znaniecki, F.(1968). The Social Role of the Man of Knowledge. New
York: Harper Torchbook.
Φάλκος-Αρβανιτάκης, Τ. (1999). Ηράκλειτος. Άπαντα. Θεσσαλονίκη:
Ζήτρος.
Φίλιας Β., κ.ά. (1977). Εισαγωγή στη Μεθοδολογία και τις Τεχνικές
των Κοινωνικών Ερευνών. Αθήνα: Gutenberg.
Φραγκόπουλος, Σ. (2008). Ιστορία της Τεχνολογίας.
http://sfrang.com/historia/default.htm#per (ημερομηνία ανάκτησης:
24.8.2009).
121
ΕΠΟΠΤΙΚΑ – ΕΠΕΞΗΓΗΜΑΤΙΚΑ ΣΧΗΜΑΤΑ
περιβάλλον.
122
123
δραστηριότητας.
Σκοπός Συντονισμός
αποτέλεσμα)
Αντικείμενο
124
αποβλεπτικότητα).
Αυτοσυνείδηση
αντικειμένου
Γνώση
Αντικείμενο
125
Η επιστήμη ως:
• Επιστημονική έρευνα (δραστηριότητα-γνωστική διαδικασία).
Παραγωγή, αναπαραγωγή και διάδοση – εφαρμογές γνώσης.
•Αποτελέσματα έρευνας – Κεκτημένα (γνώσεις)
•Θεσμός – Οργάνωση – Ιεραρχία – σχέσεις μεταξύ ανθρώπων εντός και
εκτός επιστήμης.
•Παραγωγική δύναμη.
Ερμηνεία.
Με την ευρεία έννοια η εξήγηση, η διασαφήνιση, η ανάπτυξη του νοήματος
μιας έννοιας, το σύνολο των χειρισμών οι οποίοι αποσκοπούν στο να
καταστήσουν κατανοητό ορισμένο φαινόμενο, γεγονός, πρόταση, συλλογισμό
κλπ. με τη βοήθεια παραστάσεων, γνώσεων κλπ. που ήδη υπάρχουν. Συνιστά
μέσο, λειτουργία και συστατικό στοιχείο της ανθρώπινης γνώσης, ιδιαίτερα
της επιστημονικής, και κατ' εξοχήν στη θεωρητική βαθμίδα της (σε
αντιδιαστολή με την εμπειρική όπου δεσπόζει η αλληλένδετη με την ερμηνεία
περιγραφή).
Στην επιστήμη ερμηνεία είναι η αποκάλυψη των νόμων, των
νομοτελειών που διέπουν το γνωστικό αντικείμενο*, και συνδέεται με
τη συγκρότηση της ιδεατής θεωρητικής αναπαραγωγής του εν λόγω
αντικειμένου. Στις ιστορικές - ανθρωπιστικές σπουδές η ερμηνεία εννοείται
συχνά ως εξήγηση κειμένων που αποσκοπεί στην κατανόηση του νοηματικού
περιεχομένου τους. Στη μαθηματική λογική, και σ' ορισμένες εκδοχές
130
Θεμελίωση.
Αναγκαία πλευρά της επιστημονικής δραστηριότητας, και ιδιαίτερα της
λογικής και μεθοδολογίας της επιστήμης, η οποία συνίσταται στη διαδικασία
αποτίμησης διαφόρων λογικών, νοητικών μορφών της γνώσης (βεβαιώσεων,
υποθέσεων, θεωριών κ.λπ.) ως συστατικών στοιχείων του συστήματος της
επιστημονικής γνώσης από τη σκοπιά της αντιστοιχίας τους προς τις
λειτουργίες, τους στόχους και τα ζητούμενα αυτού του συστήματος.
Η θεμελίωση προϋποθέτει την εξέταση και τον έλεγχο της νομιμότητας και
131
οποίος εδράζεται στη φυσική αρχή της κυριαρχίας και της υποταγής.
Στη θεωρία της επιστήμης μέρος της Διανόησης
εξετάζεται ως "επιστημονική κοινότητα" που περιλαμβάνει το σύνολο των
ειδικευμένων ερευνητών με παρεμφερή κατάρτιση και ενιαία αντίληψη για
τους σκοπούς της επιστήμης και τη σχέση της με την κοινωνία (Κουν,
Πόλανι).Το πρόβλημα της σχέσης της επιστημονικής και καλλιτεχνικής
διανόησης με την οικονομική και πολιτική εξουσία βρίσκεται στο επίκεντρο
των περισσότερων τεχνοκρατικών και αντιτεχνοκρατικών αντιλήψεων.
Βιβλιογρ.: Mills Ch. R., White collar. The American middle classes.
N. Y.. 1951.- του ίδιου, Power politics and people. N. Y.. 1963.- Bodin L. Les
Intellectuels. 2 ed. Paris, 1964.-de Hustar G. В.. The Intellectuals. Glencoe,
1960.- Zna-niecki F., The Social Role of the Man of Knowledge, N. Y., 1940.-
Πουλαντζάς Ν., Οι κοινωνικές τάξεις στον σύγχρονο καπιταλισμό, θεμέλιο,
Αθήνα, 1984.- Γκράμσι Α.. Οι διανοούμενοι. Στοχαστής, Αθήνα. 1972.
Αγνωστικισμός ή αννωσιαρχία.
Φιλοσοφική αντίληψη η οποία αρνείται, ολοκληρωτικά ή εν μέρει, τη
γνωσιμότητα του κόσμου και τη δυνατότητα συγκρότησης επιστημονικής
φιλοσοφίας. Αρνείται τη δυνατότητα αντικειμενικής γνώσης του συνόλου του
επιστητού το οποίο δεν αντανακλάται στην εμπειρία, και συνεπώς των αιτίων
της αντικειμενικής πραγματικότητας, του θεού, της ουσίας των όντων και
του συνόλου των "μεταφυσικών" ουσιών. Ο αγνωστικισμός πρωτοεμφανίστηκε
ως σκεπτικισμός κατά την αρχαιότητα. Ο Πυρρών ο Ηλείος, θεωρεί αδύνατη
τη βέβαιη γνώση και προτρέπει τον εχέφρονα άνθρωπο να αποφεύγει τις
κρίσεις και να επιδιώκει την αταραξία της ισορροπίας. Ο Χιούμ θεωρούσε
ανέφικτη τη διέξοδο της γνώσης από τα πλαίσια των γεγονότων της
υποκειμενικής εμπειρίας, άρα και τη δυνατότητα του ανθρώπου να κρίνει για
τη σχέση εμπειρίας και πραγματικότητας. Ο Καντ, αν και παραδεχόταν την
αντικειμενική ύπαρξη των πραγμάτων, με τη διχοτομία "πράγματος καθ'
εαυτό" και "φαινομένου" που εισήγαγε θεωρούσε την ουσία των πραγμάτων
απροσπέλαστη για τη γνώση.
Όλα τα μετέπειτα ρεύματα του αγνωστικισμού, υιοθετώντας ουσιαστικά τη
βασική επιχειρηματολογία των Χιούμ και Καντ, παραιτούνται από την επίλυση
όλων των παραδοσιακών κοσμοθεωρητικών ζητημάτων μετατρέποντας αυτή
την παραίτηση τους σε κοσμοθεωρητική τοποθέτηση. Ο αγνωστικισμός
απολυτοποιεί την έλλειψη πληρότητας και επάρκειας, τον περιορισμένο
χαρακτήρα και τις δυσκολίες της γνωστικής διαδικασίας σε διάφορες
βαθμίδες της γνώσης, τη διάσταση μεταξύ φαινομένου (φαινομενικότητας)
και ουσίας.
Ο άγγλος φυσιοδίφης Τζοϋλιαν Χάξλευ εισάγει τον όρο "αγνωστικισμός"
(1869) για να ορίσει την κοσμοθεωρητική του στάση στις θρησκευτικές
συζητήσεις της εποχής του. Πριν από αυτόν ο Σερ Γουίλιαμ Χάμιλτον, στο
άρθρο του Η φιλοσοφία του απροσδιόριστου (1829), θεωρεί ανέφικτη τη
γνώση του απόλυτου και αδικαιολόγητο το γεγονός ότι η επιστήμη
αποκαλύπτει μια πραγματικότητα η ουσία της οποίας παραμένει άγνωστη. Ο
θεμελιωτής του θετικισμού Α. Κοντ θεωρεί την αποκάλυψη της ουσίας των
πραγμάτων μάταιη προσδοκία και ένδειξη της αδυναμίας του ανθρώπινου
πνεύματος. Ο Χ. Σπένσερ, διακρίνοντας τα όρια του νου από τα όρια του
πραγματικού σχετικά με την έσχατη φύση και την αρχή των πραγμάτων,
δηλώνει: "Δεν γνωρίζω τίποτε, γι' αυτό και πρέπει να είμαι ευχαριστημένος.
136
Αιτιοκρατία (ντετερμινισμός ).
Φιλοσοφική θεωρία η οποία παραδέχεται την ύπαρξη της
αιτιότητας*, την καθολική αιτιώδη και νομοτελή συνάφεια όλων των
φαινομένων. Το ευθέως αντίθετο της αιτιοκρατίας πρεσβεύει ο
ιντετερμινισμός* (αναιτιοκρατία).
Οι απαρχές της αιτιοκρατίας απαντώνται στην αρχαία ατομιστική. Κατά
τον Αριστοτέλη "Δημόκριτος δε το ου ένεκα αφείς λέγειν πάντα ανάγει εις την
ανάγκην οις χρήται η φύσις" (Περί ζώων γενέσεως, 789β 2). θέσεις οι οποίες
αναπτύχθηκαν από τους επικούρειους" και τον Λουκρήτιο". Η περαιτέρω
εξέλιξη της αιτιοκρατίας συνδέεται με τη φυσιογνωσία και τη φιλοσοφία των
νέων χρόνων (Φ. Μπέικον, Γαλιλαίος, Ντεκάρτ, Νεύτων, Λομονόσοφ, Λαπλάς,
Σπινόζα, γάλλοι υλιστές του 18ου αϊ.). Ο μηχανιστικός και αφηρημένος
χαρακτήρας των εν λόγω περί αιτιοκρατίας αντιλήψεων εκφράζεται με την
απολυτοποίηση της μορφής της αιτιοκρατίας (η οποία περιγράφεται από τους
αυστηρά δυναμικούς νόμους της μηχανικής) και συνεπώς με την ταύτιση της
αιτιοκρατίας με την αναγκαιότητα" και την απόρριψη του αντικειμενικού
χαρακτήρα της τυχαιότητας (ενδεχομενικότητας κλπ.). Κατά τον
ντετερμινισμό του Λαπλάς έχει καθολική ισχύ η αναγωγή των σύνθετων
φαινομένων σε απλά, των ποιοτικών διαφορών σε ποσοτικές, όλων των
κινήσεων της ύλης στην απλή μηχανική μετατόπιση σωματίων, ενώ η γνώση
των συντεταγμένων και της κινητικής κατάστασης όλων των σωματίων του
σύμπαντος τη δεδομένη στιγμή καθορίζει μονοσήμαντα την κατάσταση του σε
137
Αιτιότητα.
Φιλοσοφική κατηγορία που επισημαίνει την αναγκαία γενετική και
εσωτερική συνάφεια μεταξύ φαινομένων, από τα οποία το μεν
οροθετεί το δε, το ένα τίθεται ως όρος του άλλου (βλ. αίτιο και
αποτέλεσμα / αιτιατό). Η οντική αιτιότητα που διέπει την αντικειμενική
πραγματικότητα συνιστά τη βάση της αιτιότητας ως φιλοσοφικής,
γνωσεολογικής και επιστημολογικής αρχής (γνωσιμότητας, πρόγνωσης κλπ.),
αλλά και του συνόλου της υλικής και πνευματικής δραστηριότητας του
ανθρώπου. Είναι μορφή της αμοιβαίας συνάφειας, σχέσης και αλληλεξάρτησης
των φαινομένων, η οποία, συναρτώντας το (προ)ηγούμενο με το επόμενο, το
"είναι" με το "γίγνεσθαι", το "ενεργεία" με το "δυνάμει" κλπ., διαφέρει από τις
υπόλοιπες διατακτικού χαρακτήρα συσχετίσεις πραγμάτων, σχέσεων και
διαδικασιών. Η αμοιβαία εσωτερική συνάφεια αλλεπαλλήλων φαινομένων
ονομάζεται αιτιακή ακολουθία (ή αλυσίδα) και χαρακτηρίζεται από μεταφορά
(μετασχηματισμό) ύλης, ενέργειας, κίνησης, δομής και πληροφορίας. Στην
αιτιώδη σχέση το ίδιο το αποτέλεσμα αντεπιδρά στο αίτιο του, γεγονός που
χαρακτηρίζει τα αναδραστικά και αυτορρυθμιζόμενα συστήματα.
Ο μη γραμμικός χαρακτήρας της χρονικής αλληλουχίας της αιτιότητας
εκδηλώνεται στα αναπτυσσόμενο συστήματα με τη δυνητική ύπαρξη του
αιτιατού στο αίτιο (πριν αυτό καταστεί κυριολεκτικά αίτιο του εν λόγω
αιτιατού) με τη δυναμική συνύπαρξη-μετασχηματισμό αιτίου-αιτιατού κατά το
γίγνεσθαι του δεύτερου και με την εμφάνιση στο ώριμο αιτιατό των
138
Κοινωνική νομοτέλεια
Κοινωνική νομοτέλεια είναι η νομοτέλεια που διέπει την πλέον περίπλοκη
βαθμίδα αλληλεπίδρασης, συγκρότησης και ανάπτυξης της πραγματικότητας,
την ανθρώπινη κοινωνία ως ολότητα. Αφορά το σύνολο των αλληλένδετων ως
προς το περιεχόμενο τους αιτιωδών συναρτήσεων και νόμων, που
διασφαλίζουν τη σταθερή τάση είτε την κατεύθυνση των μεταβολών της
κοινωνίας. Είναι η ουσιώδης, αντικειμενικά υπαρκτή (και μόνον εν μέρει
επαναλαμβανόμενη) συνάφεια των φαινομένων της κοινωνικής ζωής, από την
άποψη της διάρθρωσης και της ιστορικής τους ανάπτυξης. Η συνειδητοποίηση
της ισχύος και η θεωρητική σύλληψη της κοινωνικής νομοτέλειας συνδέεται
άμεσα με τα προβλήματα της διατήρησης ή της μεταβολής του εκάστοτε
κοινωνικοοικονομικού συστήματος, της ελευθερίας και της αναγκαιότητας
και με τον ρόλο του (ατομικού και συλλογικού) υποκειμένου στην ιστορία.
Η παραίτηση από τη διερεύνηση των κοινωνικών νομοτελειών, η απόρριψη
της ιστορικής νομοτέλειας, συνδέεται οργανικά με την κοινωνική στάση
εκείνων που θεωρούν το εκάστοτε κοινωνικοοικονομικό καθεστώς ως
ανυπέρβλητο (ακόμα και αν φραστικά ισχυρίζονται το αντίθετο). Η
πολυμορφία, το περίπλοκο, η μη γραμμικότητα και η πολλαπλότητα της
κοινωνικής πραγματικότητας (στοιχεία που όλο και περισσότερο
χαρακτηρίζουν την κοινωνική ανάπτυξη), δεν συνιστούν απόδειξη της
απουσίας νόμων και νομοτελειών στην κοινωνία. Χαρακτηριστικό των
επιστημών είναι ότι αποκαλύπτουν διαρκώς νόμους και νομοτέλειες που
διέπουν όλο και πιο περίπλοκα και απόμακρα από την άμεση ανθρώπινη
εμπειρία αντικείμενα, διακρίνοντας νομοτέλειες όχι μόνο δυναμικού
χαρακτήρα, αλλά και στατιστικού - πιθανοκρατικού χαρακτήρα, νόμους που
εμπεριέχουν την ενδεχομενικότητα, την τυχαιότητα, ακόμα και νόμους που
διέπουν το χάος. Οι κοινωνικές νομοτέλειες έχουν τον χαρακτήρα τάσεων,
δεδομένου ότι συγκροτούνται από τη διαπλοκή πληθώρας αντιφατικών μεταξύ
τους τυχαιοτήτων, οι οποίες σε κάθε συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία
προβάλλουν ως αντικειμενικά οροθετημένο φάσμα δυνατοτήτων, ως πλήθος
εναλλακτικών λύσεων. Οι κοινωνικές νομοτέλειες προωθούνται ως
δεσπόζουσα τάση μέσα από το εν λόγω φάσμα δυνατοτήτων, ως
φυσικοϊστορική διαδικασία υλοποιούμενη από τη δραστηριότητα
(ακριβέστερα: από τη συνισταμένη των δραστηριοτήτων) των ανθρώπων ως
υποκειμένων.
Στην εποχή μας λ.χ. υπάρχουν τάσεις, δυνατότητες προόδου,
δημιουργικότητας κ.λ.π., αλλά και τάσεις οπισθοδρόμησης, καταστροφής και
αυτοκαταστροφής της ανθρωπότητας (οικολογικής, πολεμικής κ.λ.π.), τάσεις
πλανητικής ενοποίησης της ανθρωπότητας, αλλά και τάσεις κατακερματισμού
και επίτασης της ανισομέρειας της ανάπτυξης των μερών της, τάσεις
κοινωνικής επανάστασης αλλά και αντεπανάστασης, κ.ο.κ.
Η μεταφυσική και θετικιστική νόηση (εσωτερικά συνδεόμενη με τη στάση
της παραδοχής της αιωνιότητας της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων) αδυνατεί
να συλλάβει την ενότητα αυτής της κατάστασης, τη νομοτέλεια που τη
διέπει, δεδομένου ότι ως ενότητα και νομοτέλεια θεωρεί μόνο τη μονότονη
ομοιομορφία και ομοιογένεια της εμπειρικής πραγματικότητας (βλ. π.χ. τη
«νομοθετική μέθοδο» είτε τους ιδεότυπους). Παρά το γεγονός ότι η ανάπτυξη
της φυσικής αλλά και του συνόλου των επιστημών έχει ανατρέψει προ πολλού
το λαπλασιανό κοσμοείδωλο, συχνά μέχρι σήμερα ως αιτιοκρατία και
νομοτέλεια εννοείται ο λαπλασιανού τύπου ντετερμινισμός. Ωστόσο, η
επίκληση της χονδροειδούς μονομέρειας αυτού του κοσμοειδώλου, δεν μπορεί
να φέρεται ως αποχρών λόγος για την απόρριψη της επεξεργασίας της
διαλεκτικής αντίληψης περί νομοτέλειας.
140
Αναίρεση (ανασκευή).
Λογική πράξη της απόδειξης, της θεμελίωσης του ψεύδους ή του
εσφαλμένου προβαλλόμενων ισχυρισμών (κρίσεων, απόψεων, προτάσεων,
αποδείξεων ή θεωριών). Μπορεί να επιτευχθεί μέσω της επίκλησης γεγονότος
μη συμβατού με την ορθότητα ορισμένης κρίσης (βλ. γεγονός, πείραμα). Η
αναίρεση της απόδειξης επιτυγχάνεται μέσω:
1) της αναίρεσης του συμπεράσματος της απόδειξης αποδεικνύοντας το
ψεύδος του ή το αληθές αντίθετης προς αυτό πρότασης·
2) της αναίρεσης των προκείμενων (των επιχειρημάτων) της απόδειξης·
3) της αναίρεσης του τρόπου, της μορφής της απόδειξης, καθιστώντας
σαφές ότι το συμπέρασμα δεν συνάγεται λογικά από τις προκείμενες
προτάσεις. Οι περιπτώσεις 2 και 3 ανασκευάζουν τη δεδομένη απόδειξη
αφήνοντας ανοικτό το ζήτημα της δυνατότητας ορθής απόδειξης του εν λόγω
συμπεράσματος (βλ. επίσης λ. απόδειξη).
142
Αντικειμενική πραγματικότητα.
Το σύνολο του υλικού κόσμου με όλη την πολλαπλότητα των μορφών και
εκφάνσεων του. Η αντικειμενική πραγματικότητα ως ανεξάρτητη από τη
συνείδηση του υποκειμένου ταυτίζεται συχνά με τις έννοιες "ύλη", "υλικός
κόσμος", "Είναι". Κρίνεται όμως σκόπιμο να διακρίνονται οι έννοιες
«αντικειμενική πραγματικότητα» και «ύλη», ιδιαίτερα όταν γίνεται λόγος για
τα φαινόμενα της κοινωνικής συνείδησης και του εποικοδομήματος. Τα εν
λόγω φαινόμενα, γενετικά (ως προς την εμφάνιση, διαμόρφωση και ανάπτυξη
τους), προβάλλουν από την άποψη του υλικού καθορισμού τους. Ωστόσο, εφ"
όσον έχουν πλέον ανακύψει, προβάλλουν στην κάθε νέα γενεά ατόμων ως κάτι
το δεδομένο, ως αντικειμενική πραγματικότητα, χωρίς όμως να μπορούν να
αναχθούν στην κατηγορία των υλικών φαινομένων (των υλικών κοινωνικών
σχέσεων κλπ.). Την ύπαρξη της αντικειμενικής πραγματικότητας
παραδέχονται οι φιλοσοφίες του υλισμού, του αντικειμενικού ιδεαλισμού και
του ρεαλισμού.
Δ. Πατέλης
Αντικείμενο.
Φιλοσοφική έννοια η οποία, μαζί με τη συσχετική της έννοια «υποκείμενο»*,
υποδηλώνει τις δύο αντίθετες πλευρές κάθε ανθρώπινης δραστηριότητας.
Είναι το μέρος της «αντικειμενικής πραγματικότητας"* με το οποίο
αλληλεπιδρά το υποκείμενο στρέφοντας προς αυτό την ενεργό δραστηριότητα
του ως πρακτική* ή ως γνώση*. "Δυνάμει αντικείμενο" του ανθρώπου ως
κοινωνικού υποκειμένου είναι το σύνολο της υλικής και ιδεατής
πραγματικότητας, όλα τα φυσικά, κοινωνικά και συνειδησιακά φαινόμενα,
δηλαδή καθετί το επιστητό. "Ενεργεία αντικείμενο" είναι το μέρος εκείνο του
επιστητού που εντάσσεται στην τροχιά της εμπράγματης μετασχηματίζουσας
δραστηριότητας, αλλά και της πνευματικής οικειοποίησης του ανθρώπου, το
βάθος και η εμβέλεια των οποίων είναι συνάρτηση του ιστορικού επιπέδου
ανάπτυξης του υλικού και πνευματικού πολιτισμού.
"Αντικείμενο της εργασίας" είναι το υλικό στο οποίο επενεργεί το
υποκείμενο της εργασίας με τη βοήθεια μέσων για την παραγωγή ορισμένου
προϊόντος. Αρχικά ο άνθρωπος χρησιμοποιούσε ως αντικείμενο υλικό
δεδομένο οπό τη φύση. Στη συνέχεια επεξεργάζεται το υλικό προσδίδοντας
του ορισμένες ιδιότητες (εκτός από τις φυσικές ιδιότητες που διατηρεί), για
να φθάσει τελικά στη χρήση τεχνητών υλικών με προκαθορισμένες ιδιότητες.
Δηλαδή ο άνθρωπος δεν προσαρμόζεται απλώς στο αντικείμενο ως φυσικό
υλικό, αλλά το μετασχηματίζει σύμφωνα με τις ανάγκες του και σύμφωνα με
τις ανάγκες της παραγωγής.
Το αντικείμενο της γνώσης (μελέτης, έρευνας) ή γνωστικό αντικείμενο,
αρχικά υποπίπτει στις αισθήσεις από τις οποίες ξεκινά η «γνωστική
διαδικασία*», η οποία παρέχει στο υποκείμενο εμπειρική και θεωρητική γνώση
των ιδιοτήτων, των πλευρών και των νομοτελειών που το διέπουν. Στον
βαθμό που η γνωστική διαδικασία ανεξαρτητοποιείται, αυτονομείται σχετικά
και αποκτά διαμεσολαβημένη σχέση με την πρακτική, ανεξαρτητοποιείται
145
Απόδειξη.
Είναι η επιβεβαίωση του αληθούς (της ισχύος) ή του αναληθούς (της μη
ισχύος), η τεκμηρίωση της ορθότητας μιας πρότασης (κρίσης, απόφανσης)
μέσω πραγματικών ή λογικών επιχειρημάτων. Απόδειξη, με την ευρεία έννοια
του όρου, θεωρείται η επιβεβαίωση, η επαλήθευση μιας πρότασης (θέσης,
συμπεράσματος, θεωρίας) στη βάση όχι μόνο λογικών διαλογισμών αλλά και
εμπειρικών δεδομένων που προέρχονται από την παρατήρηση και το πείραμα
ή η αναίρεση (ανασκευή) ή διάψευση αυτής της πρότασης κατά τον ίδιο
τρόπο.
Με τη στενή έννοια απόδειξη είναι η λογική διαδικασία, κατά την οποία η
αλήθεια μιας πρότασης είναι λογικό επακόλουθο, δηλαδή προκύπτει από μια
πεπερασμένη ακολουθία-αλυσίδα λογικών συλλογισμών, ορθών συναγωγών,
που οδηγούν από ορθές προκείμενες (αξιώματα, ορισμούς, προτάσεις,
εγνωσμένης ήδη αλήθειας) σε αποδεικνυόμενα συμπεράσματα. Η απόδειξη
αυτή εφαρμόζεται στα "τυπικά αξιωματικά συστήματα" της λογικής, των
μαθηματικών και των τυποποιημένων και μαθηματικοποιημένων μερών της
θεωρητικής φυσικής. Στο μεταίχμιο του 19ου και 20ού αϊ. ο Χίλμπερτ
146
Επιστημονικοτεχνική επανάσταση.
Ο όρος επιστημονικοτεχνική επανάσταση, τον οποίο καθιέρωσε ο άγγλος
φυσικός και φιλόσοφος Τζων Μπέρναλ*, δηλώνει το νέο ποιοτικά στάδιο της
επιστημονικής και τεχνικής προόδου που ξεκινάει στο δεύτερο τρίτο του 20ού
αϊ. και που χαρακτηρίζεται από μια επιταχυνόμενη και αλληλένδετη ανάπτυξη
της σύγχρονης επιστήμης και τεχνικής. Σ' αυτό το πλέγμα η επιστήμη*
βρίσκεται επικεφαλής της τεχνικής προόδου, μεταβάλλεται ολοένα και
περισσότερο σε άμεση παραγωγική δύναμη και συμβάλλει αποφασιστικά στην
επαναστατικοποίηση των παραγωγικών δυνάμεων, ενώ η τεχνική* αποτελεί
τον κύριο τομέα υλοποίησης της επιστημονικής σκέψης, επιφέροντας βαθιές
αλλαγές στη φυσιογνωμία του σύγχρονου πολιτισμού.
Το περιεχόμενο της επανάστασης στην επιστήμη συνίσταται στα μεγάλα
θεωρητικά επιτεύγματα σε διάφορους κλάδους των φυσικών επιστημών
(φυσικής, χημείας, βιολογίας) και ιδιαίτερα σε νεότερους που προέκυψαν από
αλληλοδιείσδυση (βιοφυσική, φυσική χημεία, βιοχημεία κλπ.), όπως η
ανακάλυψη νέων επιπέδων στη δομή της ύλης που διέπονται από ειδικούς
νόμους μη περιλαμβανόμενους στον πίνακα των επιστημών του 19ου αϊ.
Η επανάσταση στην τεχνική, ιδιαίτερα στην τεχνική της υλικής παραγωγής,
συνίσταται: α) στις ριζικές αλλαγές που επήλθαν στον τομέα των
αντικειμένων της εργασίας και στην τεχνολογία, με την τεχνική υλοποίηση
των επιστημονικών ανακαλύψεων και, κυρίως, με την πολυσύνθετη
αυτοματοποίηση της διαδικασίας της παραγωγής καθώς και της διεύθυνσης
αυτής της διαδικασίας, β) στην ευρεία χρήση ηλεκτρονικών υπολογιστών, γ)
στη χημικοποίηση της παραγωγής, δ) στη χρησιμοποίηση νέων πηγών
ενέργειας κλπ.
Οι βαθιές αλλαγές που σημειώθηκαν στην περιοχή της επιστήμης και της
τεχνικής δημιουργούν τις προϋποθέσεις για μια νέα "βιομηχανική
επανάσταση" και, μέσω αυτής, για μια νέα γοργή πρόοδο στη σφαίρα της
υλικής παραγωγής. Η επιστημονικοτεχνική επανάσταση, χάρη στην ώθηση που
δίνει στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, επισπεύδει την ωρίμανση
της αντικειμενικής αναγκαιότητας ορισμένων αλλαγών στη σφαίρα των
σχέσεων παραγωγής, που διαφέρουν, βέβαια, από χώρα σε χώρα. Η
επιστημονικοτεχνική επανάσταση οδηγεί όχι μόνο στην τεράστια διεύρυνση
της υλικής παραγωγής, αλλά και στη δημιουργία νέων κλάδων της
βιομηχανίας, της οικονομίας εν γένει, καθώς και στη σημαντική αύξηση της
παραγωγικότητας της κοινωνικής εργασίας. Απελευθερώνοντας σε μεγάλο
150
Κατηγοριακή σκέψη.
Η νοητική διαδικασία κατά την οποία το υποκείμενο της γνώσης*
αναπαριστά το γνωστικό αντικείμενο μέσω ενός συστήματος αλληλένδετων
κατηγοριών και εννοιών. Αποτελεί την ανώτερη βαθμίδα της νόησης, τον
λόγο, η μετάβαση στην οποία προϋποθέτει την κριτική αφομοίωση - άρση των
κατώτερων επιπέδων (εμπειρίας, διάνοιας κλπ.). Η κατηγοριακή σκέψη απαιτεί
βαθιά παιδεία και αφομοίωση του πολιτισμού. Σε αντίθετη περίπτωση, για τον
επιστημονικά και φιλοσοφικά αδαή, κάθε κατηγοριακή σκέψη προβάλλει ως
άγονος σχολαστικισμός, ως άχρηστη και ακατάληπτη ενασχόληση με
τεχνητές νοητικές κατασκευές (βλ. επίσης: ανάβαση από το αφηρημένο στο
συγκεκριμένο, διάνοια και λόγος, διαλεκτική λογική).
Νοοσφαίρα.
Όρος με τον οποίο υποδηλώνεται το μέρος εκείνο του πλανήτη μας και
του εγγύς χώρου του, το οποίο φέρει τη σφραγίδα της έλλογης
δραστηριότητας του ανθρώπου, της ανθρώπινης νόησης. Εισηγητές
του ορού είναι οι Λ. Τεγιάρ ντε Σαρντέν και Ε. Λερουά.
Ο Βερνάτσκι εξετάζει τη νοοσφαίρα ως ανώτερο στάδιο της βιόσφαιρας. Τα
αποτελέσματα της επιστημονικής και ερευνητικής δραστηριότητας του
ανθρώπου ασκούν μια διαρκώς διευρυνόμενη και εντατικοποιούμενη επίδραση
στην κατάσταση του φυσικού περιβάλλοντος. Είναι έκδηλα π.χ. στη σύνθεση
της ατμόσφαίρας και των υδάτων, στο έδαφος και στο υπέδαφος της γης,
στις ποικίλες ακτινοβολίες που εκπέμπονται από αυτήν κλπ. Η διευρυνόμενη
παρουσία της νοοσφαίρας μετατρέπεται σε ιδιότυπο δομικό στοιχείο του
«Σύμπαντος». Με τον όρο αυτό επισημαίνεται και η μελλοντική προοπτική της
"εκπολιτιζόμενης" φύσης, κατά την οποία ο τεράστιος βαθμός (κατά κανόνα
152
Πρόβλεψη επιστημονική:
Επιστημονικές υποθέσεις ή εικασίες, οι οποίες βασίζονται στη γενίκευση
πειραματικού και θεωρητικών δεδομένων και στη γνώση των αντικειμενικών
νομοτελειών της ανάπτυξης, και αφορούν μη παρατηρούμενα, εμπειρικά μη
εντοπισμένα προς το παρόν φυσικά και κοινωνικά φαινόμενα. Κάποιες
επιστημονικές προβλέψεις αναφέρονται σε άγνωστα, εμπειρικά μη
καταχωρημένα πλην όμως υπαρκτά φαινόμενα (π.χ. η πρόβλεψη των
αντισωματίων, νέων χημικών στοιχείων, κοιτασμάτων ορυκτών κλπ.). Άλλες
επιστημονικές προβλέψεις αφορούν φαινόμενα τα οποία υπό ορισμένες
προϋποθέσεις (όρους) θα ανακύψουν στο μέλλον (π.χ. η πρόβλεψη των
δυνατοτήτων διεξόδου του ανθρώπου στο διάστημα, των δυνατοτήτων
αποκωδικοποίησης του DNA, της αταξικής κοινωνίας του Μαρξ και Ένγκελς
κλπ.).
Η επιστημονική πρόβλεψη εδράζεται συνήθως στην επέκταση (βλ.
προεκβολή) εγνωσμένων νόμων και νομοτελειών της φύσης και της
κοινωνίας σ' ένα πεδίο φαινομένων τα οποία είτε είναι άγνωστα είτε
δεν έχουν ανακύψει ακόμα. Εμπεριέχει αναπόφευκτα και πιθανολογικά
στοιχεία ενδεχομενικότητας, η αναγκαιότητα των οποίων πρέπει να
συνειδητοποιείται, ώστε οι αρχικές υποθέσεις να μετασχηματίζονται ανάλογα
στην πορεία θεωρητικής διακρίβωσης και θεμελίωσης τους. Η άρνηση των
αντικειμενικών νομοτελειών (αγνωστικισμός, σκεπτικισμός) οδηγεί στην
απόρριψη της επιστημονικής πρόβλεψης. Βλ. επίσης: πρόγνωση, ευρετική.
θεωρία.
Πρόγνωση.
Η εκ των προτέρων γνώση, ο κατά το δυνατόν προσδιορισμός της
κατεύθυνσης, της διάρκειας, της έκβασης, του περιεχόμενου, των σχέσεων
κλπ. ορισμένου φαινομένου στο μέλλον. Το είδος εκείνο επιστημονικής
πρόβλεψης που αφορά την ειδική διερεύνηση των προοπτικών ανάπτυξης
κάποιου φαινομένου. Διατυπώνεται σε πιθανολογικές κρίσεις και επιστημονικά
θεμελιωμένες προτάσεις, βάσει της γνώσης των νόμων που διέπουν την
αφετηρία ή την εκάστοτε κατάσταση του αντικειμένου, βάσει των τάσεων που
διαφαίνονται στο παρελθόν και το παρόν του και βάσει των όρων του
περίγυρου του.
Η πρόγνωση συνιστά οργανική πλευρά και λειτουργία της επιστημονικής
γνώσης*, η οποία προωθεί την ίδια τη "γνωστική διαδικασία"* αλλά και την
αποτελεσματικότητα της πρακτικής* παρέμβασης στις διαδικασίες της
ανάπτυξης. Συχνά συνδέεται με ποσοτικές εκτιμήσεις και με εκτιμήσεις
αναφορικά με τις προθεσμίες αλλαγών του υπό εξέταση φαινομένου (τυπικό
παρά δείγμα: η μετεωρολογική πρόγνωση).
Ιδιαίτερη σημασία για τη δραστηριότητα των ανθρώπων έχουν οι
κοινωνικές προγνώσεις, οι οποίες, βάσει των εγνωσμένων κοινωνικών
νομότελειών - τάσεων και του εκάστοτε επιπέδου της κοινωνικής ανάπτυξης,
αναβαθμίζουν την επιστημονική θεμελίωση και την αποτελεσματικότητα της
κοινωνικής πρακτικής, της διατήρησης ή του μετασχηματισμού της κοινωνίας
(μέσω του προγραμματισμού, της σχεδιοποίησης, της διοίκησης, της
κοινωνικής επανάστασης κλπ.). Η κοινωνική πρόγνωση συνιστά ένα από τα
πλέον περίπλοκα προβλήματα της επιστήμης. Εδώ η πρόγνωση
πραγματοποιείται ως διάκριση της πλέον πιθανής προοπτικής από το
εκάστοτε φάσμα εναλλακτικών δυνατοτήτων που αναδεικνύει νομοτελώς η
156
Προεκβολή.
Η επέκταση (προέκταση) των συμπερασμάτων που αφορούν ένα μέρος του
γνωστικού αντικειμένου σε άλλο τμήμα του, στο σύνολο του αντικειμένου, σε
άλλα αντικείμενα, στο μέλλον κλπ.
Στα μαθηματικά και στη στατιστική πραγματοποιείται με καθορισμένους
τύπους (π.χ. η πρόβλεψη της εξέλιξης δημογραφικών φαινομένων βάσει των
τάσεων του παρελθόντος και του παρόντος).
Στην κοινωνιολογία προβάλλει ως επέκταση της ισχύος δεδομένων
ορισμένου δείγματος σε ευρύτερες κοινωνικές ομάδες κλπ.
Η προεκβολή συνιστά σημαντικό τρόπο ανάπτυξης της εκάστοτε
κεκτημένης γνώσης μέσω της επέκτασης της σε άγνωστα πεδία της
πραγματικότητας (στο «εισέτι μη εγνωσμένο») και του περαιτέρω
μετασχηματισμού αυτής της γνώσης, εφ' όσον διακριβωθούν τα όρια ισχύος
(εφαρμοσιμότητάς) της. Οι προεκβολές (ιδιαίτερα στην εμπειρική βαθμίδα
της γνώσης) αισθητηριακά άμεσων και επιμέρους γνώσεων οδηγούν σε
νομοτελείς πλάνες*.
Σύγκριση.
Η μέσω της αντιπαραβολής (παραλληλισμού, αντιπαράθεσης) ανεύρεση
ομοιοτήτων (ταυτότητας, ισότητας) και διακρίσεων (διαφορών, αντιθέσεων,
αντιφάσεων*) μεταξύ αντικειμένων και διαδικασιών, τα πορίσματα της οποίας
εκφέρονται μέσω συγκριτικών κρίσεων. Είναι μια από τις αφετηριακές
γνωσιακές πράξεις, που χαρακτηρίζει ιδιαίτερα το εμπειρικό επίπεδο (βλ.
εμπειρικό και θεωρητικό) της "γνωστικής διαδικασίας"* και την
προδιαλεκτική βαθμίδα της νόησης*, τη διάνοια (βλ. διάνοια και λόγος).
Δεδομένου ότι η σύγκριση συνιστά πάντοτε συσχέτιση διακεκριμένων ως
άμεσα δεδομένων, στη βαθμίδα της διάνοιας το κοινό, η ενότητα
προσλαμβάνεται ως ομοιότητα (ή διαφορά) ξεχωριστών, μοναδικών και
μεμονωμένων αντικειμένων, ως υφιστάμενη και ενυπάρχουσα στα ίδια τα
πράγματα ιδιότητα, ως άμεσα ταυτόσημη με το μεμονωμένο. Μόνο με την
ολοκλήρωση της γνωστικής διαδικασίας μέσω της "ανάβασης από το
αφηρημένο στο συγκεκριμένο"* η νόηση συλλαμβάνει το αντικείμενο ως
ενότητα πολλαπλών προσδιορισμών και διακριβώνει τα όρια και τα κριτήρια
του πεδίου συγκρισιμότητας και τον ουσιώδη ή επουσιώδη χαρακτήρα των
γνωρισμάτων (βλ. ουσία και φαινόμενο). Η σύγκριση συνιστά προϋπόθεση της
συνείδησης*.
Η αναγωγή της συγκριτικής αντιπαραβολής (αξιολόγησης) και της
ποσοτικοποίησης ποιοτικών και ουσιωδών γνωρισμάτων σε κυρίαρχο
γνώρισμα του ενσυνείδητου βίου χαρακτηρίζει την κοινωνία στην οποία
κυριαρχούν οι εμπορευματικές και χρηματικές σχέσεις (κεφαλαιοκρατία), η
ανταλλαγή των προϊόντων της εργασίας*, η σύγκριση πραγμάτων και,
προπαντός, η συγκριτική εξίσωση του ουσιωδέστερου εμπορεύματος: της
εργασιακής δύναμης διαφόρων ανθρώπων. Απότοκο αυτής της καθολικής
συγκρισιμότητας "αξιών" είναι η ιδέα της ισότητας, της ομοιότητας
157
Σύνθεση.
Η διαδικασία της πρακτικής ή νοητικής συνένωσης, δημιουργίας,
απαρτισμού κάποιου όλου (συστήματος) από τα μέρη, τις πλευρές και τα
στοιχεία του. Ο τρόπος (η μέθοδος) κατά τον οποίο τα μέρη, τα στοιχεία
ενώνονται αμοιβαία αλλά και το αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας, το
συντεθειμένο όλο. Συγκεκριμένη γνώση* της θέσης, του ρόλου, των τύπων και
των επιπέδων της σύνθεσης στη "γνωστική διαδικασία"* παρέχει η
μεθοδολογία της "ανάβασης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο"*.
Η γνώση ξεκινώντας από τη χαώδη περί του όλου αντίληψη (αισθητηριακά
συγκεκριμένο) κινείται προς όλο και απλούστερους ορισμούς μέχρι να
διακρίνει την απλούστερη πλευρά (σχέση) του όλου. Σε αυτή τη διαδικασία
υπερτερεί η ανάλυση, ενώ ο αντίποδας της, η σύνθεση, προβάλλει κατ' εξοχήν
ως εντοπισμός της απλής συνύπαρξης των πλευρών του αντικειμένου είτε ως
αλληλουχία τους, ως μέσω της σύγκρισης* αναδεικνυόμενη ομοιότητα,
δηλαδή ως εξωτερική συνάφεια απομονωμένων πλευρών. Η ανάλυση
πραγματοποιείται στην ενότητα της με τη σύνθεση, ενώ ανακύπτει αντίφαση
μεταξύ των εκάστοτε συνθετικών εικασιών (κάθε άλλο παρά πάντοτε ορθών)
περί της ουσίας του όλου και του αντικειμένου ως άμεσα δεδομένου. Η εν
λόγω γνωσιακή συγκυρία που χαρακτηρίζει τη διαμόρφωση της επιστημονικής
γνώσης οδηγεί νομοτελώς σε συνθετικά εγχειρήματα, στα οποία η συσχέτιση
μεταξύ των πλευρών του αντικειμένου νοείται ως αναγωγή (βλ. αναγωγισμός)
είτε ως προεκβολή*.
Η σύνθεση υπερτερεί κατά την καθαυτό ανάβαση από το αφηρημένο στο
συγκεκριμένο, αλλά τώρα πλέον στην εσωτερική της ενότητα με την ανάλυση.
Εδώ το κυρίως ζητούμενο είναι η αποκατάσταση της εσωτερικής συνάφειας,
της ενότητας, της αλληλεπίδρασης των διακεκριμένων πλευρών του
ιεραρχημένου και διατεταγμένου όλου, το (ανα-)συντεθειμένο όλο ως ενότητα
πολλαπλών προσδιορισμών. Στην ιστορία της γνώσης* και της φιλοσοφίας
παρατηρούνται δύο τυπικές από την άποψη της συσχέτισης ανάλυσης -
σύνθεσης πλάνες: 1) η προσκόλληση στην πρώτη (εμπειρισμός, θετικισμός
κλπ.) και 2) η αποκοπή της δεύτερης από την πρώτη (νοησιαρχία, ιδεαλισμός).
Βλ. επίσης: διάνοια και λόγος, ιστορικό και λογικό, εμπειρικό και θεωρητικό.
Τεχνική.
Το αναπτυσσόμενο σύστημα των τεχνητών (παρηγμένων από τον άνθρωπο)
αντικειμένων (υλικών) και μέσων (εργαλείων, μηχανισμών, διαδικασιών) της
ανθρώπινης δραστηριότητας και επικοινωνίας. Ο όρος τεχνική, από αυτή την
άποψη, αναφέρεται κατ' εξοχήν στα εμπράγματα συστατικά στοιχεία, στους
εμπράγματους όρους - παράγοντες της δραστηριότητας και της επικοινωνίας,
σε αντιδιαστολή με τον προσωπικό παράγοντα (τον άνθρωπο και τις
ικανότητες του). Από άλλη (διασταλτική) άποψη, στην τεχνική, εκτός από τα
προαναφερθέντα, συμπεριλαμβάνεται και ο τρόπος (σύνολο κανόνων,
μεθόδων, δεξιοτήτων, ικανοτήτων, χειρισμών κλπ.) με τον οποίο επιτελείται
158
Βιβλιογρ.: S. Lllley, Men, machines and history, London, 1965.- Κόζλοφ Μπ.,
Η εμφάνιση και ανάπτυξη των τεχνικών επιστημών, Λένινγκραντ, 1988.-
Βαζιούλιν Β. Α., Η λογική της ιστορίας, Μόσχα, 1988.
Τεχνοκρατία (αγγλ. technocracy).
1. Κοινωνικό στρώμα των ανώτερων αξιωματούχων - λειτουργών, των
διαχειριστών - διευθυντών του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα των βιομηχανικά
ανεπτυγμένων χωρών, το οποίο εντάσσεται ουσιαστικά στην κυρίαρχη τάξη
και στη διοικούσα ελίτ* της σύγχρονης κεφαλαιοκρατίας*.
2. θεωρητική και ιδεολογική κατεύθυνση, n οποία συνιστά την λογικά
πληρέστερη εκδοχή αισιόδοξης ερμηνείας του "τεχνολογικού
ντετερμινισμού"* - τεχνικισμού. Στα πλαίσια αυτής της κατεύθυνσης το
προανεφερθέν κοινωνικό στρώμα των τεχνοκρατών, λόγω της θέσης και της
μόρφωσης του, αποτελεί τον αντικειμενικό φορέα της τεχνικής
ορθολογικότητας, συντελεί στην αυτοανάπτυξή της και κατ' αυτό τον τρόπο
μπορεί να ασκεί εξουσία εξ ονόματος της τεχνικής* και βάσει τεχνικών μέσων
- χειρισμών. Στα ουτοπικά σχεδιάσματα της τεχνοκρατίας προτάσσεται η
αναγκαιότητα μετάβασης της εξουσίας* και της διοίκησης* από τους
πολιτικούς στους τεχνοκράτες - ειδικούς και εμπειρογνώμονες, οι οποίοι και
μόνο είναι δήθεν ικανοί να απαλλάξουν τη σύγχρονη (κεφαλαιοκρατική)
κοινωνία από τις δυσλειτουργίες και τις αντιφάσεις της. Η απολυτοποίηση του
ρόλου της τεχνικής και η μηχανιστική αναγωγή των οικονομικών, κοινωνικών
και πολιτικών ζητημάτων σε προβλήματα τεχνικών - χειραγωγικών
διευθετήσεων καθιστούν τις τεχνοκρατικές αντιλήψεις αντιδραστικά
ιδεολογήματα, που συγκαλύπτουν τον ταξικό χαρακτήρα της
κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας, στη διαιώνιση της οποίας αποσκοπούν,
προβάλλοντας μονόπλευρα και εξωιστορικά ορισμένη βαθμίδα της "αντίθεσης
χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας"* από την οπτική των συμφερόντων
της τεχνοκρατικής ελίτ. Κύριοι εκπρόσωποι της εν λόγω κατεύθυνσης είναι οι
Τ.Β. Veblen, A. BerI, A. Fris, J. Galbraith*, D. Bell* κ.ά. Νεότερες εκδοχές
τεχνοκρατικού φετιχισμού* είναι οι απόψεις περί "κυβερνητικής ελίτ" και περί
"πληροφορικής δημοκρατίας".
3. Κοινωνικό κίνημα των αρχών της δεκαετίας του '30, οι οργανωτικές και
προγραμματικές θέσεις του οποίου εδράζονταν στις ιδέες του Veblen. Βλ.
επίσης: αξιοκρατία, ελίτ θεωρίες.
Βιβλιογρ.: Th. Veblen, The engineers and the price system, 1921.- G.
Gurvitch, Industrialisation et Technocratic, Paris, 1949.- Elsner H., The
technocrats. Prophets of automation, Syracuse N. J., 1967.- Π. Νούτσου, Η
τεχνοκρατία ως δεσπόζουσα παράμετρος της ιδεολογίας του σύγχρονου
καπιταλισμού, στο "Κ. Μαρξ. Ο κριτικός της ιδεολογίας", Αθήνα, 1988.- Ε.
Ιλιένκοφ, Τεχνοκρατία και ανθρώπινα ιδεώδη, Οδυσσέας, Αθήνα, 1976.
Τεχνολογικός ντετερμινισμός (από το λατ. determinare).
Αγοραία αντίληψη κατά την οποία το επίπεδο ανάπτυξης της τεχνικής
160
καθορίζει άμεσα τον τύπο της κοινωνίας*, του πολιτισμού* κλπ. Ταυτόχρονα η
τεχνική* αποσπάται τεχνητά από τις κοινωνικές σχέσεις, τοποθετείται στην
ίδια σειρά με τα φυσικά φαινόμενα και εξετάζεται ως αυθύπαρκτο,
υπερκοινωνικό και υπερανθρώπινο "είναι ως έχει". Ως ιδιότυπος φετιχισμός*,
θεοποίηση και μυθοποίηση της τεχνικής χαρακτηρίζει εξ ίσου τον τεχνικισμό
και τον αντιτεχνικισμό, οι οποίοι διαφέρουν μόνο ως προς την εκτίμηση
(θετική ή αρνητική, αισιόδοξη ή απαισιόδοξη) των λογικών πορισμάτων που
απορρέουν από τον τεχνολογικό ντετερμινισμό. Βλ. επίσης: τεχνοκρατία,
τεχνική.
Τεχνοφοβία.
Έννοια που επισημαίνει τη συγκυρία κατά την οποία ο αποξενωμένος κόσμος
των τεχνικών χειρισμών και αντικειμένων εκλαμβάνεται από τον άνθρωπο ως
απειλή της ύπαρξης του. Είναι η απαισιόδοξη και δαιμονολογική εκδοχή του
"τεχνολογικού ντετερμινισμού" (αντιτεχνικισμός), η οποία επικρίνει τον
αλλοτριωτικό ρόλο και τα παραπροϊόντα της τεχνικής, προτάσσοντας τα
ανθρωπιστικά ιδεώδη και (είτε) ρομαντικές ουτοπίες. Χαρακτηρίζει αρκετούς
εκπροσώπους του οικολογικού κινήματος, του νεομαρξισμού* αλλά και του
νεοσυντηρητισμού (Ζ. Ellul, Αντόρνο, Μαρκούζε κ.α.).
συνείδηση και αυτοσυνείδηση. Το ζήτημα του υποκειμένου και της σχέσης του
με το αντικείμενο αποτελεί κεντρικό θέμα της διαπάλης μεταξύ
(υποκειμενικού και αντικειμενικού) ιδεαλισμού και υλισμού στην ιστορία της
φιλοσοφίας. Βλ. επίσης: άνθρωπος, κοινωνία, Εργασία, πρακτική,
δραστηριότητα, συνείδηση, υποκειμενισμός και τη βιβλιογραφία σε αυτά.
Φαινομενικότητα, επίφαση (γερμ. Schein).
Φιλοσοφική κατηγορία η οποία υποδηλώνει τον διττό χαρακτήρα
εκδήλωσης-συγκάλυψης (αλλοίωσης, αντιστροφής κλπ.) των αντικειμενικών-
ουσιωδών γνωρισμάτων του γνωστικού αντικειμένου* (διαδικασίας, οργανικού
όλου) στο επίπεδο του φαινομένου. Η φαινομενικότητα της ουσίας έχει θέση
μόνο σε ορισμένο στάδιο ανάπτυξης του αντικειμένου κατά το οποίο το
αντικείμενο συνιστά ένα σύνολο σχετικά αυτοτελών πραγμάτων*. Η
αντικειμενική φαινομενικότητα δεν είναι υποκειμενικού χαρακτήρα αυταπάτη,
αλλά η αποκάλυψη της ουσίας του πράγματος στην επιφάνεια με τη μορφή του
αντίποδα της: της αισθητηριακής αμεσότητας. Σε αυτή την περίπτωση, όταν
η γνωρίζουσα συνείδηση περιορίζεται στους (συγκεκριμένους ιστορικά) όρους
ύπαρξης της αντικειμενικής φαινομενικότητας, τους οποίους δεν εξετάζει
ιστορικά και δεν εμβαθύνει στην ουσία του αντικειμένου, νομοτελώς
ανακύπτει η αυταπάτη που αντιστρέφει την πραγματική κατάσταση: η τυχαία
εξωτερική κίνηση, η εξωτερική όψη του πράγματος, απολυτοποιείται και από
αυτή την άποψη εξηγείται η εσωτερική κίνηση, η ουσία.
Η φαινομενικότητα "είναι n ίδια η διαμεσολάβηση, αλλά οι στερούμενες
ερείσματος στιγμές της έχουν στο φαινόμενο την όψη της άμεσης
αυτοτέλειας" (Χέγκελ, Επιστήμη της λογικής). Και αυτή η μορφή εκδήλωσης
της ουσίας δεν εξαλείφεται μετά την επιστημονική διάγνωση της. Η
κατηγοριακή ανάλυση της φαινομενικότητας της κοινωνίας, στην οποία
κυριαρχούν οι εμπορευματικές και χρηματικές σχέσεις (κεφαλαιοκρατία)
συνιστά ένα από τα σημαντικότερα θεωρητικά επιτεύγματα του Κ. Μαρξ και
οδήγησε στην αποκάλυψη του "μηχανισμού" παραγωγής και αναπαραγωγής
πληθώρας πρακτικά λειτουργικών αυταπατών (βλ. σχετικά την ανάλυση του
φετιχισμού στο Κεφαλαίο).
Η επιστήμη στην αντιφατική κίνηση της από τις εξωτερικές φαινομενικές
συναρτήσεις προς την εσωτερική συνάφεια οδηγείται νομοτελώς σε πλάνες*
(σχηματοποιήσεις, μονομέρειες κλπ.), τις οποίες αίρει με την περαιτέρω
ανάπτυξη της. Τουναντίον η χυδαία "επιστήμη" (φιλοσοφία, κοινωνική
θεωρία κλπ.), παρά την ύπαρξη των όρων περαιτέρω εμβάθυνσης της
"γνωστικής διαδικασίας"*, παγιώνει τις παρωχημένες πλάνες, προσκολλάται
στο επίπεδο των κατ' επίδραση γνώσεων, των εξωτερικών φαινομενικών
σχέσεων, ερμηνεύοντας το αντικείμενο σύμφωνα με τα ιδιοτελή συμφέροντα
που εξυπηρετεί. Βλ. επίσης: Ουσία και φαινόμενο, ανάβαση από то αφηρημένο
στο συγκεκριμένο, ιστορικό και λογικό.
Φετιχισμός (γαλ. fetichisme από το fetiche = είδωλο, φυλακτό).
1. Η πίστη ότι ορισμένα αντικείμενα, τα φετίχ, διαθέτουν μαγική-
υπερφυσική ισχύ. Εισηγητής του όρου ήταν ο ολλανδός Β. Μπόσμαν στις αρχές
του 18ου αϊ. Ο γάλλος Σ. ντε Μπρος στο έργο του Η λατρεία των θεών-φετίχ
(1760) ερευνά τον φετιχισμό των αρχαίων θρησκειών. Κατά τον Ε. Μπ.
Τάυλορ, φετιχισμός είναι η πίστη σε πνεύματα ταυτιζόμενα προς ορισμένα
162
επιστήμη που ερευνά τις σχέσεις παραγωγής, είτε σε οποιαδήποτε άλλη επί
μέρους επιστήμη.
Η διαλεκτική λογική και μεθοδολογία ως επιστημονική διερεύνηση των
νομοτελειών που διέπουν την κατηγοριακή πλευρά της γνωστικής
διαδικασίας, την ιστορικά προσδιοριζόμενη δομή της νόησης, αποτελεί
οργανικό συστατικό στοιχείο της επιστημονικής φιλοσοφίας και ταυτόχρονα
πεδίο δημιουργικής, αμοιβαία ανατροφοδοτούμενης, διαμεσολαβημένης
αλληλεπίδρασης φιλοσοφίας και επιστημών (φυσικών και κοινωνικών). Είναι
μια επιστήμη φιλοσοφικού και μεθοδολογικού χαρακτήρα,
αντικείμενο της οποίας είναι η περί του αναπτυσσόμενου
αντικειμένου νόηση, η νοητική ανασύσταση του αναπτυσσόμενου
οργανικού όλου. Ερευνά προ παντός την κατηγοριακή πλευρά της
γνωστικής διαδικασίας, το σύστημα των διατεταγμένων και
ιεραρχημένων κατηγοριών ως αποτελεσμάτων της γνωστικής
διαδικασίας, την κίνηση από κατηγορία σε κατηγορία. Είναι η λογική
της αναπτυσσόμενης, δηλαδή της εν ενεργεία νοητικής γνωστικής
διαδικασίας, που εξετάζει την κίνηση από λιγότερο ανεπτυγμένες.
αφηρημένες κατηγορίες προς περισσότερο ανεπτυγμένες, συγκεκριμένες
κατηγορίες.
Οι κατηγορίες εξετάζονται εδώ ως ιστορικά προσδιορισμένες και
παροδικές πλευρές, στιγμές, επίπεδα κ.λπ. ανάπτυξης της γνωστικής
διαδικασίας, θεμελιώδης παραδοχή, υπόθεση εργασίας, που επιτρέπει τη
διάκριση της διαλεκτικής λογικής από τη διαλεκτική της γνωστικής
διαδικασίας, είναι η διερεύνηση της τελευταίας και των αποτελεσμάτων
της, στον βαθμό που αυτά συνιστούν (με τη σχετική πληρότητα και αρτιότητα
τους) άρση της γνωστικής διαδικασίας και μπορούν προσωρινά να θεωρηθούν
ως ταυτιζόμενα με το γνωστικό αντικείμενο. Η εν λόγω προσωρινή ταύτιση,
ως αναγκαία γνωστική εξιδανίκευση ορισμένης στιγμής (της στιγμής της
απόλυτης αλήθειας), ως ένας από τους αντίθετους χειρισμούς της νόησης,
και υπό τον όρο ότι στο επόμενο στάδιο της έρευνας θα προβάλλει με τη
σειρά του ως ανηρημένη στιγμή (της μη σύμπτωσης, της κατά προσέγγιση,
της σχετικής σύμπτωσης της νόησης, των κατηγοριών με το απεικονιζόμενο
αντικείμενο), επιτρέπει την εξιδανικευμένη διάκριση της νόησης σε
καθαρή μορφή, ώστε να αποκαλυφθεί ο τρόπος με τον οποίο η νόηση
αναπαριστά την ουσία, τις εσωτερικές συνάφειες κ.λπ. του αντικειμένου,
Η διαλεκτική λογική διακρίνεται σε:
1. "αντικειμενική λογική" (εξετάζει το αντικείμενο της απεικόνισης, τη
νόηση από την άποψη του "τι" αντανακλά) με κύριες κατηγορίες: το είναι, την
ουσία, το φαινόμενο, την πραγματικότητα κ.λπ.. και
2. "υποκειμενική λογική" (εξετάζει τη νόηση από την άποψη του
"τρόπου", του "με τι", "μέσω τίνος" και "πώς" αντανακλάται σ' αυτήν το
αντικείμενο) με κύριες κατηγορίες: έννοιες, κρίσεις, συλλογισμούς κ.λπ. Η
διάκριση αυτή ανακαλύφθηκε αρχικά από τον Χέγκελ.
Στη συγκεκριμένη επιστημονική έρευνα η αντικειμενική λογική προβάλλει
στο προσκήνιο όταν ο ερευνητής μελετά το αντικείμενο της έρευνας, ενώ η
υποκειμενική όταν ερευνά τον χαρακτήρα, το επίπεδο, την εγκυρότητα κ.λπ.
του διαθέσιμου νοητικού "υλικού", των γνώσεων που έχουν κληροδοτηθεί από
τους προγενέστερους ερευνητές, είτε την ανάπτυξη των δικών του γνώσεων
(π.χ. οι τρεις πρώτοι θεωρητικοί τόμοι του Κεφαλαίου του Κ. Μαρξ αφορούν
κατ' εξοχήν στην αντικειμενική λογική, ενώ οι "θεωρίες για την υπεραξία"
165
Β.Σ. Αφανάσιεφ, Φ.Γ. Πολιάνσκι κ. α..), η οποία ωστόσο φωτίζει ανεπαρκώς την
λογικο -μεθοδολογική και φιλοσοφική πλευρά. Πολύ περιορισμένη είναι η
φιλοσοφική βιβλιογραφία που αφορά την κατηγοριακή ανάλυση της
οικονομικής σκέψης. Διάφορες πτυχές της προμαρξικής οικονομικής σκέψης
φωτίζονται σε εργασίες των: Β. Α. Βαζιούλιν (νομοτέλειες και κυρίως
αντιφάσεις της διαδικασίας της γνώσης στην ιστορία της επιστήμης), Β. Γκ.
Γκολομπόκοφ (η εξάρτηση της γνώσης από τον βαθμό ανάπτυξης του
αντικειμένου της),Γ. Β. Σταρκ (κοινωνικές πτυχές της γνωστικής
διαδικασίας), Μ.Α. Μπουλάτοφ κ.α.
Σε μια σειρά φιλοσοφικών μελετών (J. Bernal, L. Zivkovic, Ε.Β. Ιλιένκοφ, G.
Lukacs, M. K. Μαμαρντασβίλι, Μεζούγιεφ, Ν. Β. Μοτροσίλοβα, Β. Ν. Τολστίχ
κ.α.) εξετάζονται διάφορες πτυχές και προβλήματα του κοινωνικού
χαρακτήρα και της κοινωνικής οροθέτησης της γνωστικής διαδικασίας και
της επιστήμης. Ωστόσο παραμένει προς το παρόν ανεπαρκώς επεξεργασμένο
το πρόβλημα της εσωτερικής και αμφίδρομης αλληλεπίδρασης αυτών των
πτυχών και προβλημάτων με τη μεθοδολογία της γνώσης στην ιστορία της
επιστήμης.
Στο παρόν κείμενο εκτίθενται στοιχεία μιας έρευνας η οποία έχει ως στόχο
της την ανάδειξη της λογικής, των νομοτελειών της εμφάνισης και
διαμόρφωσης (δηλ. του γίγνεσθαι) της οικονομικής επιστήμης, της
επιστημονικής νόησης που αντανακλά τις σχέσεις παραγωγής της
κεφαλαιοκρατίας. Η υλοποίηση του παραπάνω στόχου προϋποθέτει την
επίλυση των εξής βασικών και αλληλένδετων ζητημάτων:
κλειδί στο ενεργητικό των πολυεθνικών και ιδιαίτερα στους τομείς της
φαρμακευτικής, βιοτεχνολογίας, και πληροφορικής.
Αν και δεν υπάρχουν συγκεντρωτικά ακριβή στοιχεία από τα επιμέρους
συνάγεται μία χονδρική εκτίμηση του μεγέθους της συγκέντρωσης των
πνευματικών «δικαιωμάτων». Στο τέλος του 1995, η μετοχική αξία των 500
μεγαλύτερων επιχειρήσεων στις ΗΠΑ αναλογούσε στο 26% της τιμής κοινής
αποδοχής. Το άϋλο ενεργητικό ήταν τριπλάσιο του υλικού(Perelman 2004).
Βέβαια όλο το άϋλο ενεργητικό δεν αντιστοιχεί στα «Πνευματικά
Δικαιώματα» αλλά ένα σημαντικό ποσοστό τα αντιπροσωπεύει.
Στον ΠΙΝΑΚΑ 1 φαίνεται η σύνθεση των επενδύσεων σε «άϋλο» και υλικό
ενεργητικό πολύ μεγάλων και γνωστών Ιαπωνικών επιχειρήσεων κατά το
οικονομικό έτος 2000. Παρατηρούμε ότι στις φαρμακευτικές και τις
τηλεπικοινωνίες/παιχνίδια οι επενδύσεις για Έρευνα και Ανάπτυξη (άϋλο)
ξεπερνούν κατά πολύ τις επενδύσεις σε Εργοστάσια και Εξοπλισμό (υλικό).
Ακόμη και στην αυτοκινητοβιομηχανία, που παράγει προϊόντα, που
εμπεριέχουν πολύ πρώτη ύλη και δαπανηρές κατεργασίες οι επενδύσεις για
Έρευνα και Ανάπτυξη είναι υψηλότερες από ότι για Εργοστάσια και Εξοπλισμό.
Πιθανά να υπάρχει υπερκοστολόγηση της Έρευνας και Ανάπτυξης αλλά η τάση
είναι σαφής. Η σημασία των «άϋλων» επενδύσεων που στηρίζονται κυρίως
στην απλήρωτη επιστημονική εργασία προηγούμενων εποχών ή επιστημόνων
που εργάζονται στις εν λόγω εταιρείες η σε πανεπιστήμια ερευνητικά
ινστιτούτα συνεργαζόμενα με τις εταιρείες γίνεται όλο και μεγαλύτερη.
Εκείνο που έχει αξία να τονιστεί ότι οι επενδύσεις για Έρευνα και Ανάπτυξη σε
όλες τις χώρες και την Ευρωπαϊκή Ένωση γίνεται κυρίως με κρατικές
επιδοτήσεις ενώ οι παροικούντες στην Ιερουσαλήμ γνωρίζουν πολύ καλά ότι η
συμμετοχή των εταιρειών είναι υπερκοστολογημένη. Μια ακόμη απόδειξη ότι
οι πατέντες προστατεύουν την ιδιοκτησία των κατεχόντων τα μέσα
παραγωγής χωρίς να τους ανήκει.
ΠΙΝΑΚΑΣ 1:Επενδύσεις σε «άϋλο» και «υλικό» ενεργητικό κατά το
οικονομικό έτος 2000 (Nagaoka 2005)
Βιομηχανία Εταιρε Ερευνα Διαφήμισ Εργοστ Συνολικη
ία και η (%) άσιο & επένδυση σε
Ανάπτυξη Εξοπλισμ δισεκατ. Γιεν
(%) ός (%)
Φαρμακευτ Taked 70.10 16.10 13.80 113.3
ικές a
Eisai 75.90 12.40 11.70 61.3
Τηλεπικοιν NTT 80.70 1.30 18.10 255.7
ω-
νίες/παιχνίδι
α
Squar 74.30 11.80 13.80 19.6
e
κυμαίνεται από 1 έως 5 εκατομμύρια δολάρια. Στις αρχές της δεκαετίας του
90 εκτιμάται ότι ο ετήσιος προϋπολογισμός για δικαστικά έξοδα της Intel
ανέρχονταν στο ποσό των 100 εκατομμυρίων δολαρίων, το οποίο σήμερα έχει
αυξηθεί σημαντικά.
Εταιρείες όπως οι Νike, Microsoft, και Pfizer πουλούν τα προϊόντα τους σε
τιμές πολύ πάνω από το κόστος και έχουν τεράστια κέρδη επειδή το σύστημα
προστασίας των πνευματικών δικαιωμάτων και ευρεσιτεχνιών τους
εξασφαλίζει μονοπωλιακή θέση στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας και
αγορών. Η νομική κατοχύρωση της ιδιωτικής πνευματικής ιδιοκτησίας είναι η
νομική έκφραση των καπιταλιστικών σχέσεων ιδιοκτησίας στα σύγχρονα
«άυλα» μέσα παραγωγής (Ρούσης 2005). Όμως σήμερα και τα «υλικά» μέσα
παραγωγής ενσωματώνουν σε πολύ μεγάλο βαθμό επιστημονική γνώση, γι’
αυτό η μονοπωλιακή κατοχύρωση της ιδιοκτησίας στα σύγχρονα μέσα
παραγωγής δεν γίνεται μόνο στον κλάδο του λογισμικού αλλά και σε
παραδοσιακούς κλάδους βιομηχανικής παραγωγής εξελισσόμενους
τεχνολογικά με ταχύτατους ρυθμούς , όπως η αυτοκινητοβιομηχανία.
Η δεσμευμένη έρευνα στα πανεπιστήμια.
Το δρόμο για την ιδιωτικοποίηση των αποτελεσμάτων της έρευνας που
γίνεται σε πανεπιστήμια και κρατικά ερευνητικά κέντρα άνοιξε ο νόμος Bayh-
Dole (1980) στις ΗΠΑ. Ο νόμος αυτός κατευθύνει τα αμερικάνικα
πανεπιστήμια να κατοχυρώνουν τις ανακαλύψεις τους με διπλώματα
ευρεσιτεχνίας τις οποίες εκμεταλλεύονται εμπορικά. Όπως φαίνεται στον
ΠΙΝΑΚΑ 2, τα έσοδα από πατέντες των 5 από μεγαλύτερα και διασημότερα
πανεπιστήμια των ΗΠΑ είναι πολύ μικρά σε σχέση με το σύνολο των εσόδων
τους ενώ στα υπόλοιπα είναι μηδενικό. Επόμενα ας μην περιμένουμε να
βελτιωθούν τα οικονομικά των πανεπιστημίων με την εκμετάλλευση των
πατεντών όπως υποστηρίζουν οι καλοθελητές, αφού στα περισσότερα
ερευνητικά έργα ο φορέας χρήστης είναι αυτός που δικαιούται και το
κυριότερο έχει τα μέσα να εκμεταλλευτεί τα ερευνητικά αποτελέσματα. Είναι
η καλοστημένη προπαγάνδα των πολυεθνικών για να στρατολογήσουν το
πανεπιστημιακό κατεστημένο στα εγκλήματα που διαπράττουν σε βάρος της
ανθρωπότητας για να κερδίζουν δισεκατομμύρια δολάρια το χρόνο μέσω της
πατέντας ενός φάρμακου, ή ενός σπόρου, ενώ θα μπορούσαν να γλιτώσουν
από τις ασθένειες, το θάνατο ή την πείνα εκατομμύρια άνθρωποι. Εκείνο που
δεν φαίνεται στον πίνακα είναι πόσες πατέντες κατοχύρωσαν οι πολυεθνικές
και πόσα κέρδισαν από την δουλειά των ερευνητών στα πανεπιστήμια.
ΠΙΝΑΚΑΣ 2: ΕΣΟΔΑ ΤΟΥ ΣΥΝΟΛΟΥ ΚΑΙ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΩΝ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΩΝ ΤΩΝ
ΗΠΑ (εκατομμύρια δολάρια) (Benkler 2004)
Πανεπιστήμιο Σύνολο Από Κρατικά
πατέντες ερευνητικά
Προγράμματα
Όλα τα 227.000 1.270 31.430
πανεπιστήμια
Παν. 14.166 81 2.372
Καλιφορνίας
Χάρβαρντ 2.473 48 416
Στανφορντ 3.475 43 860
Παν. Μινεσότα 1.237 39 324
Φλόριντα 2.646 36 238
(κρατ.)
Cal Tech 531 27 268
184
Από το 1980 και μετά νομικές και δικαστικές μεταρρυθμίσεις διεύρυναν την
προστασία των πατεντών και αυτή η τάση πέρασε σε διεθνές επίπεδο μέσω
των εμπορικών συμφωνιών. Εξασκείται μία πίεση στους πανεπιστήμια και
στους πανεπιστημιακούς είτε διοικητικά είτε μέσω κινήτρων για την στροφή
στην επιχειρηματικότητα και ειδικά στην κατοχύρωση της ιδιοκτησίας της
γνώσης με πατέντες (Kirby et al 2006, Renault 2006)
Δεν πρόκειται για εμπορευματοποίηση της γνώσης, αλλά μετατροπή των
πανεπιστημίων και ερευνητικών κέντρων δημόσιων και ιδιωτικών σε μοντέρνα
«εργοστάσια» παραγωγής νέων τεχνολογικών προϊόντων. Σαν πρώτη ύλη
αναλώνεται η επιστημονική γνώση που παρήγαγαν οι επιστήμονες ανά τους
αιώνες αφού ουσιαστικά δεν χρηματοδοτείται πλέον η βασική έρευνα και
μετατρέπεται σε προϊόν κατά παραγγελία με βάση την ερευνητικό έργο
(πρόγραμμα)που αναλαμβάνει εργολαβικά η ερευνητική ομάδα. Όχι μόνο δεν
πληρώνεται η «πρώτη ύλη», το έργο επιδοτείται με δημόσιο χρήμα και οι
συνθήκες απασχόλησης των ερευνητών θυμίζουν σύγχρονο κάτεργο, όμως ο
«φορέας χρήστης» έχει όλα τα δικαιώματα για την εκμετάλλευση του
προϊόντος. Χτίζεται ένα σύστημα ιδιοποίησης του κοινωνικού επιστημονικού
και πολιτιστικού πλούτου μέσω των πανεπιστημίων.
Και το χειρότερο, το παραγόμενο ερευνητικό προϊόν με την κατά
παραγγελία έρευνα δεν βελτιώνει τις συνθήκες ζωής των εργαζομένων αφού
παρά την τεράστια αύξηση της παραγωγικότητας και την αύξηση του όγκου
της παραγωγής σε όλο το εύρος της οικονομίας η ανεργία αυξάνει,
καταργούνται εργασιακά και ασφαλιστικά δικαιώματα το άγχος και η
ανασφάλεια του σύγχρονου εργαζόμενου δεν έχουν προηγούμενο. Ταυτόχρονα
έχουμε έξαρση των κατακτητικών πολέμων με όπλα υψηλής τεχνολογίας.
Αποκλεισμό μεγάλου μέρους της ανθρωπότητας από την πρόσβαση στην υγεία
με την εγκληματική κατοχύρωση των «πνευματικών δικαιωμάτων» από τις
πολυεθνικές. Αν ήταν ελεύθερη η επιστημονική γνώση θα μπορούσαν οι
αναπτυσσόμενες χώρες να παράγουν τα αντίστοιχα φάρμακα με πολύ μικρό
κόστος.
Η αντίσταση κατά της πατέντας
Πολλοί επιστήμονες και ειδικά στις ανεπτυγμένες χώρες είτε ατομικά είτε
συλλογικά αντιστέκονται στην ιδιωτικοποίηση των αποτελεσμάτων της
έρευνας. Αρθρογραφούν, συγκροτούν συλλογικότητες ή με άλλες μορφές
προσπαθούν να κινητοποιήσουν συναδέλφους ή να επικοινωνήσουν με την
κοινωνία για να δείξουν την επίδραση του συστήματος της πατέντας στην
επιστήμη και την κοινωνία. Υποστηρίζουν μορφές κοινής παραγωγής (peer
production) και αναδεικνύουν την βάσεις της κοινοκτημοσύνης(commons-
based) (Benkler 2004) και της ελεύθερης-ανοιχτής (open-science) (David
2004, Lakhani et al 2006) επιστήμης, που συντέλεσαν στην τεράστια πρόοδο.
Μια ερευνητική εργασία (Lakhani et al 2006) δείχνει την υψηλή
αποτελεσματικότητα στην εύρεση της καλύτερης λύσης σε επιστημονικά
προβλήματα όταν ανακοινώνεται το πρόβλημα σε πολλούς ερευνητές ή
ομάδες ερευνητών ανά τον κόσμο, που δεν λύθηκαν στο εσωτερικό κάποιας
εταιρείας, ινστιτούτου ή πανεπιστημίου. Η πολύ ενδιαφέρουσα δημοσίευση
(Benkler 2004) παραθέτει παρά πολλά παραδείγματα συλλογικών ερευνητικών
έργων, που βασίζονται στην εθελοντική εργασία χιλιάδων επιστημόνων ανά
τον κόσμο (peer production) και στα αποτελέσματα τους έχουν ανοιχτή
πρόσβαση όλοι γιατί δεν ανήκουν σε κανέναν, ούτε σε επιχείρηση, ούτε στην
συλλογικότητα που τα παρήγαγε (nonproprietary production), όπως ανοιχτό
λογισμικό (Linux), η Wikipedia (ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια διαθέσιμη στο δίκτυο
που γράφεται από΄20.000 εθελοντές), βάσεις δεδομένων με πληροφορίες
βιοτεχνολογίας, εθελοντική προσφορά 572.000 υπολογιστών από 272.000
185
Βιβλιογραφία
ιδανικού, η απώλεια του νοήματος της ζωής οδηγεί στην αύξηση του αριθμού
των αυτοκτονιών, στην εξάπλωση της βίας και της εγκληματικότητας,
ιδιαίτερα στη νεολαία, η οποία σαν βαρόμετρο αντανακλά την παρακμή της
κοινωνίας.
Μ' άλλα λόγια, η σχέση που υπάρχει ανάμεσα στην επιστημονικοτεχνική,
ηθική και κοινωνική πρόοδο δεν είναι μια σχέση μονοσήμαντου και
ευθύγραμμου καθορισμού, αλλά μια σύνθετη και αντιφατική αλληλεπίδραση.
Ιστορικά διαμορφώθηκαν δύο βασικές προσεγγίσεις οι οποίες απολυτοποιούν
τη μία ή την άλλη πλευρά αυτής της αλληλεπίδρασης: η θετικιστική-
αντικειμενιστική και η ανθρωπολογική-υποκειμενιστική προσέγγιση.
ασκεί κριτική στις «κακές πλευρές» του καπιταλισμού και την ίδια στιγμή
επιδιώκει να διατηρήσει τις «καλές πλευρές» του. Ο «εξανθρωπισμός» αυτός
αποτελεί αντεστραμμένη, ιδεολογική μορφή έκφρασης της ουτοπικής
προσπάθειας ταξικού συμβιβασμού, άρσης των ταξικών αντιθέσεων στο
πλαίσιο της ηθικής συνείδησης του σύγχρονου φιλισταίου. Είναι το φαινόμενο
της «διπλής συνείδησης», του διχασμού ανάμεσα στην «κοινωνική» και
«ατομική» ηθική (στην ηθική «για τους άλλους» και στην ηθική «για τον
εαυτό μας») πράγμα το οποίο αποτελεί οργανικό στοιχείο της στάσης ζωής
αυτού του φιλισταίου.
Τόσο ο θετικισμός όσο και ο ανθρωπολογισμός - παρ' όλες τις διαφορές τους
- κινούνται στο πλαίσιο της ίδιας μεταφυσικής λογικής, η οποία
υπερδιογκώνει, απολυτοποιεί τη μια ή την άλλη πλευρά της πραγματικής
αλληλεπίδρασης και, σε τελευταία ανάλυση, οδηγούν στην απολογητική των
φετιχοποιημένων, των αλλοτριωμένων κοινωνικών σχέσεων. Και οι δύο
αντιδιαλεκτικές προσεγγίσεις έχουν ως προϋπόθεση την αποδοχή της
αντίθεσης επιστήμης-ανθρωπισμού ως δεδομένης κατάστασης, δίχως να
εξηγούν τις αιτίες που προκάλεσαν τη γέννηση της και τις δυνατότητες
άρσης της στο μέλλον.
Με την οριακώς ευρεία έννοια του όρου, φύση θεωρείται κάθε τι υπαρκτό
(«το τι εστί», Αριστοτέλης), ο κόσμος όλος με την ποικιλομορφία του. Υπό
αυτή την έννοια η «φύση» είναι συνώνυμη με τις έννοιες «ύλη», «Σύμπαν»,
«κόσμος», «αντικειμενική πραγματικότητα», κ.ο.κ. Με την στενή
επιστημολογική έννοια του όρου, φύση είναι ότι συνιστά το αντικείμενο της
επιστήμης και ακριβέστερα το κοινό αντικείμενο των φυσικών επιστημών
(«επιστημών της φύσης»). Συνολικά, φύση είναι η γενική έννοια του
αντικειμένου, η οποία δίνει το βασικό σχήμα της κατανόησης και ερμηνείας
του ενός ή του άλλου συγκεκριμένου αντικειμένου μελέτης (π.χ., τις ιδέες
περί του χώρου και του χρόνου, της κίνησης, της αιτιότητας κ.ά.). Αυτή η
γενική έννοια της φύσης είναι αντικείμενο προς διερεύνηση στα πλαίσια της
φιλοσοφίας και της μεθοδολογίας της επιστήμης, οι οποίες και
αποκαλύπτουν τα βασικά της χαρακτηριστικά, στηριζόμενες προς τούτο στα
αποτελέσματα των θετικών επιστημών.
Η πιο εύχρηστη είναι η ερμηνεία της έννοιας «φύση» ως του συνόλου των
φυσικών προϋποθέσεων και όρων ύπαρξης της ανθρώπινης κοινωνίας. Με
τούτη τη σημασία, η έννοια «φύση» χαρακτηρίζει τη θέση και το ρόλο της
φύσης στο σύστημα των ιστορικά μεταβαλλόμενων σχέσεων του ανθρώπου
198
Από την πλευρά της ίδιας της κοινωνίας η αναγκαιότητα συνειδητής και
ορθολογικά σχεδιοποιημένης ρύθμισης της σχέσης της κοινωνίας προς τη
199
Για τον πρωτόγονο άνθρωπο, που είναι σχεδόν εντελώς αδιαφόριστος από
τη φύση, είναι χαρακτηριστική πρόσληψή της ως έμψυχης (ανιμισμός). Η
μυθολογική σκέψη δε διαθέτει ακόμα τις βάσεις για μια σαφή αντιπαραβολή
φύσης και ανθρώπου. Η καθαυτό θεωρητική σχέση προς τη φύση
διαμορφώνεται για πρώτη φορά όταν η φιλοσοφία διαχωρίζεται από τη
μυθολογία, όταν δηλαδή εμφανίζεται ο καθαυτό θεωρητικός στοχασμός. Στο
αξιολογικό επίπεδο η σχέση αυτή είναι διττή: το τμήμα της φύσης που έχει
εισαχθεί στην τροχιά της δραστηριότητας του ανθρώπου, ερμηνεύεται από
την ωφελιμιστική - πραγματιστική σκοπιά ως καταναλωτική αξία, ως πηγή
πόρων για τον άνθρωπο και το χώρο διαβίωσης του (αυτή η αξιολογική
άποψη διατηρείται ως τα μέσα του 20ού αιώνα)· η ίδια η φύση, γενικά, για
μεγάλο διάστημα είναι απροσμέτρητα ανώτερη από τον άνθρωπο δύναμη και
για τούτο αποτελεί το ιδεώδες της αρμονίας, της τελειότητας. Αυτός ο
τύπος αξιολόγησης καθορίζει και τον προσανατολισμό του θεωρητικού
στοχασμού για τη φύση. Σ’ όλη την αρχαία φιλοσοφία η φύση ερμηνεύεται ως
η τελειότητα, ως το επίκεντρο του (ορθού) λόγου. Η αρχαία σκέψη βλέπει τη
φύση ως το γνώμονα της οργάνωσης, ως το μέτρο της σοφίας, και η ζωή που
ακολουθεί τη φύση και τους νόμους της εκτιμάται συνήθως εδώ ως η πιο
ευτυχισμένη και επιθυμητή.
Δημήτρης Πατέλης.
Στην εποχή μας, με την ραγδαία ανάπτυξη των επιστημών και της
τεχνολογίας, είναι πιο έντονη η αίσθηση της ασυναρτησίας της κυρίαρχης
μεταφυσικής, που επιτείνεται από τις «φιλοσοφίες» της μόδας. Από την εποχή
του Ένγκελς «η εμπειρική φυσιογνωσία συγκέντρωσε τόσο ασύλληπτη μάζα
θετικού υλικού, ώστε σε κάθε ξεχωριστή περιοχή της έρευνας έγινε απόλυτα
επιτακτική η ανάγκη να τεθεί αυτό το υλικό σε τάξη συστηματικά και
σύμφωνα με την εσωτερική του συνάφεια» (Ένγκελς, σ. 25). Η υπέρβαση της
μεταφυσικής προϋποθέτει την ικανότητα θεωρητικής σκέψης και χρήσης της
διαλεκτικής μεθόδου. Για την καλλιέργεια αυτής της ικανότητας δεν υπάρχει
μέχρι σήμερα άλλο μέσο, εκτός από τη μελέτη όλης της προγενέστερης
φιλοσοφίας και ιδιαίτερα των δύο πλέον γόνιμων ιστορικών μορφών της
διαλεκτικής φιλοσοφίας: της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας και της κλασικής
γερμανικής φιλοσοφίας (ό. π., σ. 28-31). Γι’ αυτό και ο Ε. Μπιτσάκης ξεκινά
την παρουσίαση της υπό εξέταση προβληματικής από την αρχαία ελληνική
φιλοσοφία, με ιδιαίτερη έμφαση στους προσωκρατικούς φιλοσόφους, «τους
μεγάλους στοχαστές που στην αυγή της ιστορίας διατύπωσαν τα θεμελιώδη
φιλοσοφικά ερωτήματα», και στον Αριστοτέλη. Προχωρά στην κορύφωση της
προμαρξικής διαλεκτικής σκέψης (Χέγκελ), για να προβεί σε εκτενή και
εμπεριστατωμένη ανάλυση της διαλεκτικής προσέγγισης της φύσης στο έργο
των Κ. Μαρξ, Φ. Ένγκελς και Β. Ι. Λένιν. Η αναδρομή στην ιστορία της σκέψης
κλείνει με την αναφορά στο έργο ενός «φυσικού-φιλοσόφου» και ανθρωπιστή,
του Π. Λανζεβέν, που μέσα από τον αναστοχασμό του περάσματος από την
κλασική στη σχετικιστική και κβαντική φυσική και τον ανθρωπισμό του,
προσέγγισε τη μαρξιστική διαλεκτική.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1ο
Χωρία από την «Διαλεκτική της Φύσης» του Φρίντριχ Ένγκελς.
[Οι περιπέτειες των φυσικών επιστημόνων και μηχανικών που
αγνοούν την φιλοσοφία]
και σύνθεσε τους στίχους και τη μουσική του θριαμβικού εκείνου ύμνου που
έγινε η Μασσαλιώτιδα του 16ου αιώνα." Οι ήρωες εκείνου του καιρού δεν
είχαν γίνει δούλοι του καταμερισμού της εργασίας, που τόσο συχνά
αισθανόμαστε τους περιορισμούς που επιβάλλει στους διαδόχους τους και τη
στενότητα αντιλήψεων που γεννάει. Αλλά αυτό που προπαντός τους
ξεχωρίζει, είναι ότι σχεδόν χωρίς εξαίρεση όλοι τους ζουν και δρουν μέσα στα
κινήματα του καιρού τους, στον πρακτικό αγώνα. Συμμετέχουν, μπαίνουν στη
μάχη, τούτος με το λόγο και την πέννα, εκείνος με το σπαθί, συχνά και με τα
δυό. Απ'αυτού προέρχεται η πληρότητα και η δύναμη του χαρακτήρα, που
τους κάνει ακέραιους ανθρώπους. Οι σοφοί του σπουδαστηρίου είναι η
εξαίρεση: ήταν είτε άνθρωποι δεύτερης ή τρίτης τάξης, είτε συνετοί
στενοκέφαλοι (φιλισταίοι) που δεν ήθελαν να κάψουν τα δάκτυλα τους.
Την εποχή εκείνη η έρευνα της φύσης αναπτυσσόταν επίσης μέσα στη γενική
επανάσταση και ήταν και η ίδια επαναστατική από τη μιαν άκρη ώς την άλλη,
γιατί έπρεπε να κερδίσει το δικαίωμα ύπαρξης με τον αγώνα. Χέρι-χέρι με
τους μεγάλους Ιταλούς, από τους οποίους χρονολογείται η νεώτερη
φιλοσοφία, έδοσε τους μάρτυρες της στις φλόγες και στα μπουντρούμια της
Ιερής Εξέτασης. Και είναι χαρακτηριστικό ότι οι διαμαρτυρόμενοι ξεπέρασαν
τους καθολικούς στην καταδίωξη της ελεύθερης σπουδής της φύσης. Ο
Καλβίνος έκαψε τον Σερβέ στην πυρά, τη στιγμή πού βρισκόταν στο σημείο να
ανακαλύψει την κυκλοφορία του αίματος, και μάλιστα τον άφηνε να ψήνεται
ζωντανός δυό ολάκερες ώρες. Τουλάχιστον η Ιερή Εξέταση αρκέστηκε να
κάψει ζωντανό τον Τζιορντάνο Μπρούνο.
* Στην κυριολεξία κύκλος εδαφών. ' Ετσι ονόμαζαν οι Ρωμαίοι τον κόσμο, τη
γη. (Σύντ.).
* Δηλαδή τον 16ο αιώνα (Σύντ.).
Αλλά τι καλό μπορούσε να προκύψει από τη φιλοσοφία; Το έργο του Καντ δεν
έδοσε άμεσα αποτελέσματα, μέχρι την ημέρα που, πολλά χρόνια αργότερα, ο
Λαπλάς και ο Χέρσελ ανάπτυξαν το περιεχόμενο της και τη θεμελίωσαν
βαθύτερα, δίνοντας σιγά-σιγά ευνοϊκή θέση στην «υπόθεση του
νεφελώματος». Την έκαναν να θριαμβεύσει τελικά κι άλλες ανακαλύψεις, που
οι σπουδαιότερες ήταν η ίδια κίνηση των απλανών, η απόδειξη για την ύπαρξη
ενός ανθιστάμενου μέσου στο κοσμικό διάστημα, η απόδειξη, με τη
φασματοσκοπική ανάλυση, της χημικής ταυτότητας της ύλης του σύμπαντος
και της ύπαρξης διάπυρων νεφελωμάτων, όπως είχε υποθέσει ο Κάντ*.
Μπορούμε ωστόσο να αμφιβάλλουμε αν η πλειοψηφία των επιστημόνων θα
συνειδητοποιούσε τόσο γρήγορα την αντίφαση ανάμεσα σε μιά γη που
μεταβάλλεται και που έχει αμετάβλητους οργανισμούς, αν η αντίληψη που
γεννιότανε, για μια φύση που δεν είναι αλλά γίνεται και εξαφανίζεται, δεν
δεχόταν ενισχύσεις από άλλη μεριά. Η γεωλογία γεννήθηκε και αποκάλυψε όχι
μόνο τα γεωλογικά στρώματα που διαμορφώθηκαν διαδοχικά και που
επικάθιζαν το ένα στο άλλο αλλά και μέσα στα στρώματα ανακάλυψε τα
κελύφη και τους σκελετούς ζώων που εξαφανίστηκαν, τους κορμούς, τα φύλλα
και τους καρπούς φυτών που δεν υπάρχουν πια. Πρέπει λοιπόν να
αναγνωριστεί ότι όχι μονάχα η γη στο σύνολο της, αλλά και η τωρινή της
επιφάνεια και τα φυτά και τα ζώα που ζουν σ'αυτήν, έχουν μια ιστορία μέσα
στο χρόνο. Στην αρχή η αναγνώριση αυτή έγινε με αρκετή απροθυμία. Η
θεωρία του Κυβιέ για τις ανατροπές πάνω στη γη, ήταν επαναστατική στα
λόγια και αντιδραστική στην ουσία. Η θεωρία αυτή αντικαθιστούσε τη
μοναδική θεία δημιουργία με μια ολόκληρη σειρά διαδοχικές δημιουργίες,
κάνοντας το θαύμα ουσιαστικό παράγοντα της φύσης. Χρειάστηκε ο Λάιελ για
να μπάσει τη λογική στη γεωλογία, αντικαθιστώντας τις ξαφνικές ανατροπές
που οφείλονταν στα καπρίτσια του δημιουργού, με τα βαθμιαία αποτελέσματα
ενός αργού μετασχηματισμού της γης***.
Η θεωρία του Λάιελ ήταν ακόμα πιο ασυμβίβαστη από τις προηγούμενες, με
την αποδοχή των σταθερών οργανικών ειδών. Η βαθμιαία μεταβολή της
επιφάνειας της γης και όλων των συνθηκών της ζωής, οδηγούσε άμεσα στο
βαθμιαίο μετασχηματισμό των οργανισμών και στην προσαρμογή τους στο
μεταβαλλόμενο περιβάλλον: οδηγούσε στη μεταβλητότητα των ειδών. Αλλά η
παράδοση δεν είναι δύναμη μονάχα στην καθολική εκκλησία. Είναι και στις
φυσικές επιστήμες. Για χρόνια ολόκληρα ούτε ο Λάιελ, ούτε πολύ περισσότερο
οι μαθητές του, δεν αντιλήφθηκαν την αντίφαση. Το πράγμα θα ήταν
ανεξήγητο, χωρίς την κυριαρχική θέση που πήρε στο μεταξύ ο καταμερισμός
της εργασίας στις φυσικές επιστήμες, που περιορίζοντας λίγο-πολύ τον
καθένα στην ειδικότητα του, στερούσε από τους περισσότερους ερευνητές
την ικανότητα για μια συνολική αντίληψη.
* Στο περιθώριο υπάρχει γραμμένο με μολύβι: Η ακαμψία της παλιάς
αντίληψης για τη φύση, είναι αυτό που έδοσε τη βάση για να θεωρηθούν οι
φυσικές επιστήμες σαν ένα ενιαίο όλον. Οι γάλλοι εγκυκλοπαιδιστές, καθαρά
μηχανιστές ακόμα, παράπλευρα ο ένας στον άλλο. Σε συνέχεια ο Σαιν-Σιμόν
και η γερμανική φιλοσοφία της φύσης, τελειοποιημένη από τον Χέγκελ (Σνντ.).
** Το κλασικό κείμενο που παραθέτουμε, δείχνει τι ατράνταχτη πίστη σ'αυτή
την αντίληψη είχε ακόμα το 1861 ένας άνθρωπος, που οι επιστημονικές του
εργασίες συνέβαλαν πολύ στην εξαφάνιση της: «Ολόκληρη η διάταξη του
ηλιακού μας συστήματος, στο μέτρο που μπορούμε να την κατανοήσουμε,
αποσκοπεί στη διατήρηση αυτού που υπάρχει και στη συνέχιση του χωρίς
αλλαγή. Όπως από τους πιο μακρινούς καιρούς δεν βελτιώθηκε ή γενικά δεν
άλλαξε κανένα ζώο ή φυτό πάνω στη γη, όπως σ'όλους τους οργανισμούς δεν
συναντάμε παρά μια σειρά επάλληλα και όχι διαδοχικά στάδια, όπως το ίδιο
213
μας το γένος έμεινε πάντα το ίδιο, από σωματική άποψη, έτσι κι η πιο μεγάλη
ποικιλία των ουράνιων σωμάτων δεν μας δίνει το δικαίωμα να δεχτούμε πως
οι μορφές αυτές είναι απλώς διαφορετικά στάδια μιας εξέλιξης· αντίθετα, όλα
τα δημιουργήματα είναι καθεαυτό, τέλεια» (Μέντλερ: Εκλαϊκευμένη
αστρονομία, Βερολίνο 1861, 5η έκδ., σελ. 316).
*** Σημείωση του Ένγκελς με μολύβι, στο περιθώριο: «Μονάχα τώρα
κατανοείται η ανακάλυψη, πάλι από τον Καντ, της επιβράδυνσης της
περιστροφής της γης, που δημιουργείται από τις παλλίροιες (Σύντ.).
για τις διάφορες χλωρίδες και- πανίδες. Από την άλλη, συγκρίνανε αναμεταξύ
τους τους διάφορους οργανισμούς στα ομόλογα τους όργανα κι αυτό όχι
μονάχα στο στάδιο της ωριμότητας, αλλά και σ' όλα τα στάδια της
ανάπτυξης τους. Όσο βαθύτερα και ακριβέστερα διεξαγόταν αυτή η έρευνα,
τόσο πιο πολύ κατάρρεε το αλύγιστο σύστημα μιας οργανικής φύσης
αμετάβλητα σταθερής. Τα διάφορα φυτικά και ζωικά είδη, όχι μονάχα
ανακατεύονταν αξεδιάλυτα το ένα με τ' άλλο, αλλά εμφανίστηκαν και νέα
ζωικά είδη, όπως ο αμφίοξος και η λεπιδοσειρήνα 17, εξευτέλισαν όλες τις
προηγούμενες ταξινομήσεις**. Τελικά συναντούσαν οργανισμούς, που δεν
μπορούσαν καν να πουν αν ανήκαν στο φυτικό ή στο ζωικό βασίλειο. Οι
ελλείψεις της παλαιοντολογίας συμπληρώνονταν όλο και πιο πολύ,
υποχρεώνοντας και τους πιο δύστροπους να αναγνωρίσουν το χτυπητό
παραλληλισμό που υπάρχει ανάμεσα στην ιστορία της εξέλιξης του οργανικού
κόσμου συνολικά, και στην εξέλιξη του ξεχωριστού οργανισμού, παραλληλισμό
που σαν μίτος της Αριάδνης θα οδηγούσε έξω από το λαβύρινθο, όπου
φαινόταν να έχουν χαθεί όλο και πιο βαθιά, η βοτανική και η ζωολογία. Είναι
χαρακτηριστικό ότι σχεδόν την ίδια στιγμή με την επίθεση του Καντ στην
αιωνιότητα του ηλιακού συστήματος, το 1759, ο Κ. Φ. Βολφ είχε εξαπολύσει
την πρώτη επίθεση στη σταθερότητα των ειδών και είχε διακηρύξει τη
θεωρία της καταγωγής. Αλλά αυτό που στην περίπτωση του Βολφ δεν ήταν
παρά μια μεγαλοφυής διαίσθηση, μορφοποιήθηκε με τους Όκεν, Λαμάρκ,
Μπαιρ, για να επιβληθεί νικηφόρα εκατό χρόνια αργότερα — το 1859 — με τον
Δαρβίνο19. Σχεδόν ταυτόχρονα πιστοποιήθηκε ότι το πρωτόπλασμα και το
κύτταρο, που είχε αποδειχτεί προηγούμενα πως ήταν τα έσχατα συστατικά
στοιχεία όλων των οργανισμών, συναντιόνται σαν οι κατώτερες μορφές
οργανικής ζωής, με αυτοτελή ύπαρξη. Κι έτσι, από τη μιά μεριά περιορίστηκε
στο ελάχιστο το χάσμα ανάμεσα στην οργανική και στην ανόργανη φύση, ενώ
από την άλλη εξαφανίστηκε μιά από τις ουσιαστικές δυσκολίες που υπήρχαν
μέχρι τότε στη θεωρία της καταγωγής των οργανισμών. Η νέα αντίληψη για
τη φύση είχε συμπληρωθεί στα κύρια χαρακτηριστικά της: η ακαμψία είχε
διαλυθεί, εξατμίστηκε η σταθερότητα, έγινε μεταβατικό ό,τι νομιζόταν
αιώνιο. Αποδείχτηκε πως η φύση ολόκληρη βρίσκεται σε άμεση ροή και σε
κυκλική πορεία.
Έτσι ξαναγυρίσαμε στον τρόπο που έβλεπαν τα πράγματα οι μεγάλοι
θεμελιωτές της ελληνικής φιλοσοφίας, στην αντίληψη ότι ολόκληρη η φύση,
από το μικρότερο στοιχείο ώς το μεγαλύτερο, από το σπυρί της άμμου ώς
τους ήλιους, από τα πρωτόζωα ώς τον άνθρωπο, συνίσταται σε μιαν αδιάκοπη
γέννηση και φθορά, σε μιαν αδιάκοπη ροή, σε μιαν ακατάπαυστη κίνηση και
αλλαγή. Όμως με τούτη την ουσιαστική διαφορά: εκείνο που στους Έλληνες
ήταν μεγαλοφυής διαίσθηση, είναι για μας αποτέλεσμα αυστηρά
επιστημονικών ερευνών σε συμφωνία με το πείραμα και κατά συνέπεια
εμφανίζεται με πιο οριστική και καθαρή μορφή. Βέβαια δεν λείπουν εντελώς
τα κενά απ'αυτή την εμπειρική απόδειξη της κυκλικής αυτής πορείας, αλλά τα
κενά αυτά είναι ασήμαντα σε σύγκριση με κείνο που έχει βεβαιωθεί, και κάθε
χρόνο συμπληρώνονται όλο και πιο πολύ. Και πώς θα μπορούσε η απόδειξη να
μην έχει ελλείψεις στις λεπτομέρειες, αν σκεφτεί κανείς ότι οι σημαντικότεροι
κλάδοι της επιστήμης —η διαπλανη-
• Στο περιθώριο με μολύβι: «Εμβρυολογία» (Σύντ.).
• ** Στο περιθώριο: «Κερατώδης το ίδιο όπως Αργαιοπτέρυξ» 18 (Σύντ.).
τική αστρονομία, η χημεία, η γεωλογία — μόλις έχουν έναν αιώνα ζωή, η
συγκριτική μέθοδος στη φυσιολογία μόλις πενήντα χρόνια και πως το
κύτταρο, η θεμελιώδης μορφή όλης σχεδόν της ανάπτυξης της ζωής,
ανακαλύφτηκε λιγότερο από σαράντα χρόνια πριν*.
215
Και ο άνθρωπος προκύπτει από διαφοροποίηση. Αυτό ισχύει όχι μόνο ατομικά
— από ανάπτυξη από ένα μοναδικό κύτταρο ωάριο, μέχρι τον πιο περίπλοκο
οργανισμό που παράγει η φύση — αλλά και με την ιστορική έννοια. Όταν
ύστερα από χιλιάδες χρόνια αγώνων*, διαφοροποιήθηκε οριστικά το χέρι από
το πόδι και εξασφαλίστηκε τελικά η όρθια στάση, που ο άνθρωπος ξεχώρισε
από τον πίθηκο και μπήκαν οι βάσεις για τη διαμόρφωση του έναρθρου λόγου
και της θαυμαστής τελειοποίησης του εγκεφάλου που έκαμε σε συνέχεια
αγεφύρωτο το χάσμα ανάμεσα στον άνθρωπο και τον πίθηκο. Η ειδίκευση του
χεριού σημαίνει εμφάνιση του εργαλείου, και εργαλείο σημαίνει ειδικά
ανθρώπινη δραστηριότητα, τροποποιητική επίδραση του ανθρώπου στη φύση -
παραγωγή. Υπάρχουν και ζώα, με τη στενή έννοια της λέξης, όπως το
μυρμήγκι, η μέλισσα, ο κάστορας, που έχουν εργαλεία, αλλά τα εργαλεία αυτά
είναι μέρη του σώματος τους. Υπάρχουν επίσης ζώα που παράγουν, αλλά η
παραγωγική τους επίπτωση στο φυσικό τους περιβάλλον είναι σχεδόν
μηδενική μπροστά στη φύση. Μόνο ο άνθρωπος μπόρεσε να βάλει τη σφραγίδα
του πάνω στη φύση, όχι μονάχα μετατοπίζοντας φυτικά και ζωικά είδη, αλλά
και μεταμορφώνοντας την όψη και το κλίμα του τόπου της διαμονής του,
ακόμα και τα ζώα και τα φυτά και αυτό σε τέτοιο βαθμό, ώστε οι συνέπειες
της δραστηριότητας του δεν μπορούν να εξαφανιστούν παρά με γενική
καταστροφή της γήινης σφαίρας. Κι αυτό το κατόρθωσε πρώτα απ' όλα και
217
Και τι θα συμβεί όταν ένα τέτοιο ηλιακό σύστημα θα έχει συμπληρώσει την
ιστορία του και θα υποκύψει στο πεπρωμένο κάθε πεπερασμένου πράγματος,
στο θάνατο; Το πτώμα του ήλιου που θα κυλάει αιώνια μέσα στον άπειρο χώρο
και οι κάποτε άπειρα διαφοροποιημένες φυσικές δυνάμεις, θα καταλήξουν σε
μια και μόνο μορφή κίνησης, την έλξη;
«Ή», όπως ερωτά ο Σέκκι (σελ. 810), «υπάρχουν στη φύση δυνάμεις που
μπορούν να .ξαναφέρουν το νεκρό σύστημα στην αρχική κατάσταση του
διάπυρου νεφελώματος και να ξυπνήσουν μια νέα ζωή; Αυτό δεν το ξέρουμε».
Ασφαλώς δεν το ξέρουμε, όπως ξέρουμε ότι 2*2 = 4, ή ότι η έλξη της ύλης
μεταβάλλεται με το τετράγωνο της απόστασης. Όμως στη θεωρητική
επιστήμη, που οργανώνει κατά το δυνατό τις αντιλήψεις της για τη φύση σε
ένα αρμονικό σύνολο, και που χωρίς αυτή δεν θα μπορούσε να προοδεύσει
στην εποχή μας ακόμα και ο πιο αστόχαστος εμπειριστής, έχουμε να κάνουμε
πολύ συχνά με ατελώς γνωστά μεγέθη, και κάθε φορά χρειάζεται να
συμπληρώσει η λογική αυστηρότητα την ατέλεια των γνώσεων. Οι νεώτερες
φυσικές επιστήμες χρειάστηκε να δανειστούν από τη φιλοσοφία την αρχή της
αφθαρσίας της κίνησης, και χωρίς αυτή δεν μπορούν να υπάρξουν. Αλλά
κίνηση της ύλης δεν είναι μόνο η χονδροειδής μηχανική κίνηση, η απλή
μετατόπιση· είναι η θερμότητα και το φως, η ηλεκτρική και μαγνητική τάση, η
χημική σύνθεση και αποσύνθεση, η ζωή και τελικά η συνείδηση. Το να πούμε
πως σ' όλη την απεριόριστη ύπαρξη της μέσα στο χρόνο, η ύλη βρίσκεται
μονάχα μια φορά, και για ένα απεριόριστο — σε σχέση με την αιωνιότητα —
χρονικό διάστημα, σε θέση να διαφοροποιήσει την κίνηση της και να
ξεδιπλώσει μ' αυτό τον τρόπο ολόκληρο τον πλούτο αυτής της κίνησης, το να
πούμε πώς πριν και μετά περιορίζεται στον αιώνα τον άπαντα στη
μετατόπιση, αυτό θα σήμαινε πως ισχυριζόμαστε ότι η ύλη είναι θνητή και η
κίνηση προσωρινή. Η αφθαρσία της κίνησης δεν μπορεί να νοηθεί μονάχα
ποσοτικά, αλλά και ποιοτικά. Η ύλη, που η καθαρή μηχανική της μετατόπιση
έχει τη δυνατότητα να μετατραπεί, κάτω από ευνοϊκές συνθήκες, σε
θερμότητα, ηλεκτρισμό, χημική δράση, ζωή, αλλά που δεν μπορεί να
δημιουργήσει μόνη της αυτές τις συνθήκες έχει χάσει κίνηση. Μια κίνηση που
έχει χάσει την ικανότητα να μεταμορφώνεται στις διάφορες μορφές που
219
προσιδιάζουν σ' αυτή, έχει βέβαια ακόμα δύναμη*, αλλά όχι και ενέργεια** και
έχει συνεπώς καταστραφεί μερικά. Αλλά και το ένα και το άλλο είναι
ακατανόητα.
Εν πάση περιπτώσει, ένα πράγμα είναι βέβαιο: υπήρξε μια εποχή όπου η ύλη
της συμπαντικής μας νησίδας είχε μετατρέψει σε θερμότητα μια τέτοια
ποσότητα κίνησης — δεν ξέρουμε ακόμα τι είδους — ώστε από κει και πέρα
μπόρεσαν να αναπτυχθούν τα ηλιακά συστήματα που αντιστοιχούν (σύμφωνα
με τον Μέντλερ) τουλάχιστον σε είκοσι εκατομμύρια άστρα, συστήματα που η
βαθμιαία τους εξαφάνιση είναι εξίσου εξασφαλισμένη. Πώς πραγματοποιήθηκε
αυτή η μετατροπή; Δεν ξέρουμε περισσότερα απ' ό,τι ξέρει ο πατήρ Σέκκι, για
το αν το μελλοντικό caput mortum* του ηλιακού μας συστήματος θα
μετατραπεί μια μέρα σε
• Στην κυριολεξία: νεκρό κεφάλι. Μεταφορικά: νεκρά κατάλοιπα, υπόλοιπο
χημικής αντίδρασης. Εδώ ο Ένγκελς υπονοεί τον άψυχο ήλιο με τους νεκρούς
πλανήτες που έχουν πέσει πάνω του (Σύντ.)
πρώτη ύλη νέων ηλιακών συστημάτων. Αλλά σ' αυτό το σημείο, ή πρέπει να
καταφύγουμε στο Δημιουργό, ή είμαστε υποχρεωμένοι να συμπεράνουμε πως η
διάπυρη πρώτη ύλη των ηλιακών συστημάτων της συμπαντικής μας νησίδας
δημιουργήθηκε με φυσικό τρόπο, με μετασχηματισμούς, της κίνησης που είναι
από τη φύση της σύμφυτη με την κινούμενη ύλη και που οι συνθήκες τους
πρέπει να αναπαράγονται επίσης από την ύλη, έστω και σ' εκατομμύρια κι
εκατομμύρια χρόνια και λίγο-πολύ στην τύχη, αλλά με την αναγκαιότητα που
είναι επίσης, σύμφυτη με την τύχη.
Η δυνατότητα για μια τέτοια μετατροπή γίνεται όλο και περισσότερο
αποδεκτή. Ορισμένοι καταλήγουν στην ιδέα ότι τα ουράνια σώματα
προορίζονται, σε τελευταία ανάλυση, να πέσουν το ένα πάνω στο άλλο και
υπολογίζουν ακόμα και την ποσότητα της θερμότητας που πρέπει να παραχτεί
απ' αυτές τις συγκρούσεις. Η απότομη εμφάνιση καινούργιων άστρων, η
εξίσου εντελώς ξαφνική αύξηση της φωτεινότητας συνηθισμένων άστρων,
φαινόμενο που μας το γνωρίζει η αστρονομία, εξηγείται πιο εύκολα με τέτοιες
συγκρούσεις*. Επιπλέον, όχι μονάχα η ομάδα των πλανητών μας στρέφεται
γύρω από τον ήλιο και ο ήλιος μας στο εσωτερικό της συμπαντικής μας
νησίδας, αλλά και ολόκληρη η συμπαντική νησίδα μας κινείται στο χώρο σε
σχετική και προσωρινή ισορροπία με τις άλλες συμπαντικές νησίδες, γιατί
ακόμα και η σχετική ισορροπία σωμάτων που κινούνται ελεύθερα δεν μπορεί
να υπάρξει παρά μόνο όπου η κίνηση καθορίζεται αμοιβαία. Από την άλλη
μεριά, μερικοί παραδέχονται πως η θερμοκρασία δεν είναι παντού η ίδια, στα
διαστρικά διαστήματα. Ξέρουμε τέλος, ότι εκτός από ένα απειροελάχιστο
μέρος της, η θερμότητα των αναρίθμητων ήλιων της συμπαντικής νησίδας
μας χάνεται μέσα στο χώρο, χωρίς να μπορεί να ανεβάσει τη θερμοκρασία
του, έστω και κατά ένα εκατομμυριοστό του βαθμού. Τι γίνεται αυτή η
τεράστια ποσότητα θερμότητας; Καταναλίσκεται για πάντα στην προσπάθεια
να θερμάνει το συμπαντικό χώρο, έπαψε να υπάρχει πρακτικά και δεν υπάρχει
παρά μόνο θεωρητικά μέσα στο γεγονός ότι ο χώρος θερμάνθηκε κατά ένα
μέρος του βαθμού που αρχίζει με δέκα μηδενικά και περισσότερο; Μια τέτοια
υπόθεση αρνείται την αφθαρσία της κίνησης. Παραδέχεται ότι είναι δυνατό,
ύστερα από τη διαδοχική πτώση του ενός ουράνιου σώματος πάνω στ' άλλο,
ολόκληρη η μηχανική κίνηση που υπάρχει να μετατραπεί σε θερμότητα και
πως αυτή θα ακτινοβοληθεί στον συμπαντικό χώρο,
* Σήμερα τα φαινόμενα αυτά εξηγούνται με βάση πυρηνικές
μεταστοιχειώσεις και όχι μηχανικές συγκρούσεις (Σ.Γ.Ε.).
κι έτσι, παρ' όλη την «αφθαρσία της δύναμης» κάθε κίνηση γενικά θά
σταματούσε. (Ας σημειωθεί με την ευκαιρία πόσο λαθεμένη είναι η διατύπωση:
220
αφθαρσία της δύναμης, αντί για: αφθαρσία της κίνησης). Φτάνουμε λοιπόν
στο συμπέρασμα ότι με κάποιο τρόπο, που ανήκει στους μελλοντικούς
επιστήμονες να τον φέρουν στο φως, πρέπει αναγκαστικά η θερμότητα που
ακτινοβολείται στο χώρο, να έχει τη δυνατότητα να μετατρέπεται σε άλλη
μορφή κίνησης, με την οποία θα μπορεί να συσσωρευθεί για άλλη μια φορά και
να ξαναγίνει ενεργή. Έτσι εξαφανίζεται η ουσιαστική δυσκολία για τη
μετατροπή νεκρών ήλιων σε διάπυρο νεφέλωμα23.
Κατά τα άλλα, η αιώνια επαναλαμβανόμενη διαδοχή των κόσμων μέσα στον
άπειρο χρόνο, δεν είναι παρά το λογικό συμπλήρωμα της συνύπαρξης
αναρίθμητων κόσμων μέσα στον άπειρο χρόνο - αρχή που η αναγκαιότητα της
επιβάλλεται ακόμα και στο μυαλό του αντιθεωρητικού γιάνκη, Ντρέιπερ*.
Η ύλη κινείται σ' έναν αιώνιο κύκλο, που τον διαγράφει βέβαια σε διάρκειες
για τις οποίες το γήινο έτος μας δεν είναι κατάλληλο μέτρο, κύκλο στον οποίο
η στιγμή της ανώτατης ανάπτυξης, η ώρα της οργανικής ζωής, και ακόμα
περισσότερο η στιγμή των όντων με συνείδηση του εαυτού των και της
φύσης, είναι τόσο περιορισμένη, όσο και ο χώρος που μέσα του υπάρχει η ζωή
και η αυτοσυνείδηση, κύκλο που μέσα του κάθε πεπερασμένος τρόπος ύπαρξης
της ύλης — ήλιος ή νεφέλωμα ατμών, μοναχικό ζώο ή ζωικό γένος, χημική
σύνθεση ή αποσύνθεση — είναι εξίσου μεταβατικός και όπου δεν υπάρχει
τίποτα αιώνιο εκτός από την αιώνια μεταβαλλόμενη και κινούμενη ύλη και
τους νόμους σύμφωνα με τους οποίους κινείται και μεταβάλλεται. Αλλά όποια
κι αν είναι η συχνότητα και η αδυσώπητη αυστηρότητα με την οποία τούτος ο
κύκλος συμπληρώνεται μέσα στο χρόνο και στο χώρο, όσα κι αν είναι τα
εκατομμύρια των ήλιων και των πλανητών που γεννιούνται και χάνονται, όσο
καιρό κι αν χρειαστεί για να δημιουργηθούν συνθήκες ζωής σ' ένα ηλιακό
σύστημα, έστω και σ' έναν πλανήτη μονάχα, όσο αναρίθμητα και νά'ναι τα
οργανικά όντα που πρέπει να εμφανιστούν και να χαθούν πριν ξεπηδήσουν από
μέσα τους ζώα με εγκέφαλο ικανό για σκέψη και να βρεθούν για ένα μικρό
χρονικό διάστημα συνθήκες κατάλληλες για τη ζωή τους, για να
εξολοθρευτούν κι αυτά με τη σειρά τους χωρίς έλεος —
* «Η πολλαπλότητα των κόσμων μέσα στον άπειρο χώρο, οδηγεί στην
αντίληψη μιας διαδοχής των κόσμων μέσα στον άπειρο χρόνο» (Ντρέιπερ:
Ιστορία της πνευματικής ανάπτυξης της Ευρώπης. Τομ. II, σ. 325). [Σημ.
"Ενγκελς],
έχουμε τη βεβαιότητα, ότι σ' όλους αυτούς τους μετασχηματισμούς η ύλη
μένει αιώνια η ίδια, πώς καμιά από τις ιδιότητες της δεν μπορεί ποτέ να χαθεί
και πως κατά συνέπεια, αν πρέπει κάποια μέρα να χαθεί από τη γη με
σιδερένια αναγκαιότητα η ανώτερη της άνθηση, το σκεπτόμενο πνεύμα, θα
πρέπει με την ίδια αναγκαιότητα να αναδημιουργηθεί κάπου αλλού και κάποια
άλλη ώρα.
από την αρχή του 1877 στο «Vorwarts» της Λειψίας και που συγκεντρώθηκαν
σε μια ενότητα εδώ. Δυο περιστατικά μπορεί να συγχωρήσουν το γεγονός ότι
δόθηκε με τόσες λεπτομέρειες η κριτική ενός συστήματος τόσο ασήμαντου,
παρ' όλα τα αυτοπαινέματά του. Από τη μια μεριά η κριτική αυτή μου έδινε
την ευκαιρία να παρουσιάσω σε διάφορες περιοχές, μια θετική έκθεση των
αντιλήψεων μου για προβλήματα που σήμερα παρουσιάζουν γενικό
επιστημονικό ή πρακτικό ενδιαφέρον. Κι όσο λίγο και να μη μου έρθει η ιδέα
να αντιτάξω στο σύστημα του κ. Ντύρινγκ ένα άλλο σύστημα, ελπίζω πως
παρ'όλη την ποικιλία των θεμάτων, δε θα ξεφύγει από τον αναγνώστη ο
εσωτερικός δεσμός που συνδέει μεταξύ τους τις ιδέες που παρουσιάζω.
Από την άλλη μεριά, ο κ. Ντύρινγκ, σαν «δημιουργός συστήματος», δεν είναι
καθόλου μεμονωμένο φαινόμενο στη σημερινή Γερμανία. Από κάμποσο καιρό
τα φιλοσοφικά συστήματα, και προπαντός τα συστήματα της φιλοσοφίας της
φύσης, φυτρώνουν από τη μια μέρα στην άλλη στη Γερμανία με τη δωδεκάδα,
σαν μανιτάρια, χωρίς να μιλήσουμε για τα αναρίθμητα νέα πολιτικά,
οικονομικά κλπ., συστήματα. Ακριβώς όπως στο σύγχρονο κράτος, κάθε
πολίτης υποτίθεται πως είναι ώριμος να εκφέρει κρίση σε όλα τα προβλήματα
για τα οποία καλείται να ψηφίσει, όπως στην οικονομία παραδέχονται ότι ο
κάθε καταναλωτής είναι τέλειος γνώστης όλων των εμπορευμάτων που
πρόκειται να αγοράσει για τη συντήρηση του, με τον ίδιο τρόπο γίνονται
τώρα παρόμοιες παραδοχές και για την επιστήμη.
Ο καθένας μπορεί να γράψει για οτιδήποτε και η «ελευθερία της επιστήμης»
συνίσταται ακριβώς στο ότι ο οιοσδήποτε γράφει για οτιδήποτε που δεν το
έμαθε ποτέ και πως τα παρουσιάζει σαν τη μοναδική, αυστηρά επιστημονική
μέθοδο. Όσο για τον κ. Ντύρινγκ, είναι ένας από τους πιο αντιπροσωπευτικούς
τύπους αυτής της θορυβώδικης ψευτοεπιστήμης, που στη σημερινή Γερμανία
προωθείται παντού στην πρώτη γραμμή και πνίγει το καθετί μέσα στην ηχηρή,
εξαίσια ανοησία. Εξαίσια ανοησία στην ποίηση, στη φιλοσοφία, στην πολιτική,
στην οικονομία, στην ιστοριογραφία. Εξαίσια ανοησία στην καθηγητική έδρα
και στο βήμα, εξαίσια ανοησία παντού. Εξαίσια ανοησία με αξιώσεις
ανωτερότητας και βάθους σκέψης, που ξεχωρίζει από την απλή, κοινότυπη
ανοησία άλλων εθνών. Εξαίσια ανοησία που είναι το πιο χαρακτηριστικό και
μαζικό προϊόν της πνευματικής βιομηχανίας της Γερμανίας, φτηνό πράμα
αλλά κακής ποιότητας, ακριβώς όπως κι άλλα βιομηχανικά προϊόντα της
Γερμανίας, μόνο που δυστυχώς δεν αντιπροσωπεύτηκε πλάι τους στην έκθεση
της Φιλαδέλφειας25. Ακόμα και ο γερμανικός σοσιαλισμός βάζει τώρα
τελευταία, και ιδιαίτερα ύστερα από το κακό παράδειγμα που έδοσε ο κ.
Ντύρινγκ, τα δυνατά του, να δώσει μια σημαντική ποσότητα εξαίσιας
ανοησίας. Το γεγονός ότι το πρακτικό κίνημα της σοσιαλδημοκρατίας δεν
αφήνεται να γοητευτεί απ' αυτές τις εξαίσιες ανοησίες, είναι άλλη μια
απόδειξη για τον αξιοσημείωτα υγιή χαρακτήρα της εργατικής μας τάξης, σε
μια χώρα όπου τα πάντα, εκτός από τις φυσικές επιστήμες, είναι μάλλον
άρρωστα τούτη τη στιγμή.
Για να εκφράσει ο Νέγκελι, στην ομιλία του μπροστά στους γερμανούς
φυσιοδίφες στη συνάντηση του Μονάχου, τη γνώμη πως η ανθρώπινη γνώση
δεν θα αποκτούσε ποτέ το χαρακτήρα παντογνωσίας 26, θα πρέπει
αναμφισβήτητα να μη γνώριζε τις επιδόσεις του κ. Ντύρινγκ. Τα
κατορθώματα αυτά με υποχρέωσαν να τον παρακολουθήσω σε μια ολόκληρη
σειρά περιοχές, όπου μπορώ να κινηθώ, στην καλύτερη περίπτωση, μόνο σαν
ερασιτέχνης. Αυτό ισχύει προπαντός στην περίπτωση των διάφορων κλάδων
των φυσικών επιστημών, όπου θεωρούνταν συχνά ώς τώρα σαν κάτι
περισσότερο από αλαζονεία αν κάποιος «αδαής» τολμούσε να πει τη γνώμη
του. Ωστόσο, παίρνω λίγο κουράγιο, από μια κουβέντα που ειπώθηκε κι αυτή
222
θεωρητικές φυσικές επιστήμες, για τον πρόσθετο λόγο ότι παρέχει ένα
κριτήριο για τις θεωρίες που προβάλλονται από την ίδια την επιστήμη. Απλά η
έλλειψη εξοικείωσης με την ιστορία της φιλοσοφίας γίνεται αισθητή εδώ
αρκετά συχνά και χτυπά. Προτάσεις που διατυπώθηκαν από αιώνες στη
φιλοσοφία και που φιλοσοφικά έχουν αρκετά συχνά απορριφθεί από καιρό,
παρουσιάζονται συχνά σαν ολοκαίνουργια σοφία από φυσικούς επιστήμονες
που επιδίδονται στη θεωρία και μάλιστα βλέπουμε να γίνονται της μόδας για
κάμποσο καιρό. Αναμφισβήτητα είναι μεγάλη επιτυχία της μηχανικής θεωρίας
της θερμότητας, ότι ενίσχυσε με νέες αποδείξεις την αρχή της διατήρησης
της ενέργειας και την ξαναέφερε στην πρώτη γραμμή. Αλλά η αρχή αυτή θα
μπορούσε να έχει εμφανιστεί σαν κάτι εντελώς νέο, αν οι κύριοι φυσικοί
θυμούνταν πως η αρχή αυτή είχε ήδη διατυπωθεί από τον Καρτέσιο. Από τότε
που η φυσική και η χημεία ξανάρχισαν να λειτουργούν σχεδόν αποκλειστικά με
μόρια και με άτομα, ξανάρθε αναγκαστικά στην πρώτη γραμμή η ατομική
θεωρία των αρχαίων Ελλήνων. Έτσι ο Κεκυλέ αναφέρει (Σκοποί και
αποτελέσματα της χημείας) ότι η θεωρία αυτή προέρχεται από τον Δημόκριτο
(αντί να πει από τον Λεύκιππο) και ισχυρίζεται ότι ο Δάλτωνας ήταν ο πρώτος
που δέχτηκε την ύπαρξη στοιχειωδών ατόμων ποιοτικά διαφορετικών, και ότι
ήταν ο πρώτος που τους απέδωσε διαφορετικά βάρη 29, χαρακτηριστικά για τα
διάφορα στοιχεία. Ωστόσο ο καθένας μπορεί να διαβάσει στον Διογένη τον
Λαέρτιο (Χ, 1 § 43-44 και 61) πως ήδη ο Επίκουρος απέδιδε στα άτομα
διαφορές όχι μονάχα στο μέγεθος και στη μορφή αλλά και στο βάρος, ότι
γνώριζε λοιπόν με τον τρόπο του το ατομικό βάρος και τον ατομικό όγκο.
Το 1848, που κατά τα άλλα δεν ολοκλήρωσε τίποτα στη Γερμανία,
δημιούργησε στη χώρα αυτή μια συνολική επανάσταση μόνο στο φιλοσοφικό
πεδίο. Ενώ το έθνος ριχνόταν στην πράξη, θεμελιώνοντας εδώ τα πρώτα
στοιχεία της μεγάλης βιομηχανίας και της κερδοσκοπίας, εγκαινιάζοντας εκεί
χάρη στους πλανόδιους κήρυκες και στις καρικατούρες τύπου Φόχτ, Μπύχνερ
κλπ., την ισχυρή ανάπτυξη που πήραν κατοπινά οι φυσικές επιστήμες στη
Γερμανία, το έθνος έστρεφε την πλάτη στην κλασική γερμανική φιλοσοφία που
χανόταν μέσα στους άμμους του παλιού χεγκελιανισμού του Βερολίνου. Ο
παλιός χεγκελιανισμός του Βερολίνου άξιζε δίκαια αυτή την τύχη. Αλλά ένα
έθνος που θέλει να σκαρφαλώσει στην κορυφή της επιστήμης, δεν μπορεί να
το πετύχει χωρίς θεωρητική σκέψη. Μαζί με τον χεγκελιανισμό, πέταξαν και
τη διαλεκτική στη θάλασσα — κι αυτό ακριβώς τη στιγμή που επιβαλλόταν
ακάθεκτα στα μυαλά ο διαλεκτικός χαρακτήρας των φαινομένων της φύσης,
όταν κατά συνέπεια μόνο η διαλεκτική θα μπορούσε να βοηθήσει τις φυσικές
επιστήμες να αντιμετωπίσουν το βουνό της θεωρίας — κι έτσι ξανάπεσαν
αβοήθητοι στην παλιά μεταφυσική. Αυτό που επικράτησε στο κοινό έκτοτε,
ήταν από τη μια μεριά οι επιπόλαιες σκέψεις του Σοπενχάουερ και αργότερα
ακόμα και οι σκέψεις του Χάρτμαν που είχαν κοπεί στα μέτρα των
στενοκέφαλων. Από την άλλη ο χυδαίος υλισμός των πλανόδιων κηρύκων,
ενός Φοχτ και ενός Μπύχνερ. Στα πανεπιστήμια συναγωνίζονταν μεταξύ τους
τα πιο διάφορα είδη εκλεκτικισμού, που είχαν ένα κοινό μονάχα: ότι όλα τους
ήταν συρραφές φτιαγμένες αποκλειστικά από κατάλοιπα από παλαιές
φιλοσοφίες και όλα τους ήταν το ίδιο μεταφυσικά. Από τα κατάλοιπα της
κλασικής φιλοσοφίας, γλίτωσε μονάχα κάποιος νεοκαντιανισμός, που η
τελευταία του λέξη ήταν το αιώνια ακατανόητο πράγμα καθαυτό, δηλαδή ό,τι
άξιζε λιγότερο να διατηρηθεί από τον Καντ. Το τελικό αποτέλεσμα ήταν η
ασυναρτησία και η σύγχυση που βασιλεύουν σήμερα στη θεωρητική σκέψη.
Είναι δύσκολο να πιάσουμε στα χέρια μας οποιοδήποτε θεωρητικό βιβλίο
των φυσικών επιστημών, χωρίς να μας δημιουργηθεί η εντύπωση ότι και οι
ίδιοι οι επιστήμονες αισθάνονται σε ποιο βαθμό κυριαρχούνται απ' αυτή την
224
ασυναρτησία και τη σύγχυση και ότι η λεγόμενη φιλοσοφία της μόδας δεν
τους προσφέρει καμιά απολύτως διέξοδο. Και δεν υπάρχει πράγματι άλλη
διέξοδος, άλλη δυνατότητα να επιτύχουμε στη σαφήνεια, από την επιστροφή,
με τούτη ή εκείνη τη μορφή, από τη μεταφυσική στη διαλεκτική σκέψη.
Η επιστροφή αυτή μπορεί να γίνει από διαφορετικούς δρόμους. Μπορεί να
πραγματοποιηθεί αυθόρμητα, με μόνη τη δύναμη των ανακαλύψεων των ίδιων
των φυσικών επιστημών, που δεν ανέχονται πια να ρίχνονται με τη βία στο
κρεβάτι του Προκρούστη της παλαιάς μεταφυσικής. Αλλά αυτή είναι μια
μακριά και οδυνηρή πορεία, που στη διάρκεια της πρέπει να ξεπεραστεί ένα
τεράστιο πλήθος από περιττές τριβές.
Αυτό γίνεται κιόλας, σε μεγάλη έκταση, κυρίως στη βιολογία. Η πορεία
μπορεί να συντομευτεί πάρα πολύ, αν οι θεωρητικοί στο χώρο των φυσικών
επιστημών θελήσουν να ενδιαφερθούν κάπως από πιο κοντά για τη διαλεκτική
φιλοσοφία, με τις υπάρχουσες ιστορικές μορφές της. Απ' αυτές τις μορφές,
δυο θα είναι ιδιαίτερα .γόνιμες για τις σύγχρονες φυσικές επιστήμες.
Πρώτη είναι η ελληνική φιλοσοφία. Εδώ η διαλεκτική σκέψη παρουσιάζεται
ακόμα με την αρχέγονη της απλότητα, αδιατάρακτη ακόμα από τα γοητευτικά
εμπόδια30 που ύψωσε στον ίδιο της το δρόμο η μεταφυσική του 17ου και του
18ου αιώνα — ο Μπέικον και ο Λοκ στην Αγγλία, ο Βολφ στη Γερμανία — και
με τα οποία εμποδίστηκε η ίδια της η πρόοδος: το πέρασμα από την
κατανόηση του ειδικού στην κατανόηση του συνόλου, στην κατανόηση της
γενικής αλληλοσύνδεσης των πραγμάτων. Οι Έλληνες είδαν τη φύση σαν
ενιαίο όλο, γενικά, ακριβώς επειδή δεν είχαν φτάσει ακόμα στο κομμάτιασμα,
στην ανάλυση της. Η καθολική σύνδεση των φαινομένων της φύσης δεν έχει
αποδειχτεί στις λεπτομέρειες, αλλά για τους Έλληνες είναι το αποτέλεσμα
της άμεσης θέασης. Σ' αυτό βρίσκεται η ανεπάρκεια της ελληνικής
φιλοσοφίας, ανεπάρκεια που την υποχρέωσε σε συνέχεια να δώσει τη θέση της
σε άλλους τρόπους θεώρησης. Αλλά σ' αυτό βρίσκεται κι η ανωτερότητα της
σε σχέση με όλους τους μεταγενέστερους μεταφυσικούς αντιπάλους της. Αν
σε σχέση με τους Έλληνες η μεταφυσική ήταν ορθότερη στο ειδικό, σε σχέση
με τη μεταφυσική οι Έλληνες είχαν δίκιο στο γενικό. Αυτός είναι ο πρώτος
λόγος για τον οποίο είμαστε υποχρεωμένοι, τόσο στη φιλοσοφία, όσο
και σε τόσες άλλες περιοχές να επιστρέφουμε ασταμάτητα στα
επιτεύγματα αυτού του μικρού λαού, που τα καθολικά του ταλέντα και
η δραστηριότητα, του εξασφάλισαν στην ιστορία της εξέλιξης της
ανθρωπότητας μια τέτοια θέση που δεν θα μπορούσε ποτέ να τη
διεκδικήσει άλλος λαός. Η άλλη αιτία είναι ότι στις πολλαπλές μορφές της
ελληνικής φιλοσοφίας βρίσκονται ήδη σαν έμβρυο ή στην πορεία της
εμφάνισης τους, όλοι σχεδόν οι μεταγενέστεροι τρόποι θεώρησης του κόσμου.
Η θεωρητική φυσική επιστήμη είναι λοιπόν υποχρεωμένη να ανατρέχει στους
Έλληνες, αν θέλει να παρακολουθήσει την ιστορία της γέννησης και της
ανάπτυξης των σημερινών γενικών της αρχών. Και η ιδέα αυτή κερδίζει όλο
και πιο πολύ έδαφος. Όλο και λιγότερο βρίσκονται επιστήμονες, που ενώ οι
ίδιοι μεταχειρίζονται αποσπάσματα της ελληνικής φιλοσοφίας — όπως την
ατομική θεωρία — σαν αιώνιες αλήθειες, ωστόσο βλέπουν τους Έλληνες, με
μια εντελώς βακωνική αλαζονεία, γιατί αυτοί δεν είχαν εμπειρικές φυσικές
επιστήμες. Θα ήταν ευκταίο αν αυτή η αντίληψη οδηγούσε σε μια πραγματική
εξοικείωση με την ελληνική φιλοσοφία.
Η δεύτερη μορφή διαλεκτικής, αυτή που είναι πιο γνώριμη στους Γερμανούς
φυσιοδίφες, είναι η κλασική γερμανική Φιλοσοφία του Καντ και του Χέγκελ,
Εδώ έγιναν κιόλας τα πρώτα βήματα, γιατί ακόμα κι έξω από το νεοκαντισμό
που αναφέραμε, ξαναγίνεται της μόδας η επιστροφή στον Καντ. Και από τότε
που ανακαλύφτηκε πως ο Καντ είναι ο δημιουργός δυο μεγαλοφυών
225
ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ
(Να αναπτυχθεί ο γενικός χαρακτήρας της διαλεκτικής ως επιστήμης των
αλληλεξαρτήσεων, σε αντίθεση με τη μεταφυσική).
Από την ιστορία συνεπώς της φύσης και της ανθρώπινης κοινωνίας,
συνάγονται οι νόμοι της διαλεκτικής. Γιατί δεν είναι τίποτα άλλο, παρά οι
πιο γενικοί νόμοι αυτών των δυο όψεων της ιστορικής ανάπτυξης, καθώς και
της ίδιας της σκέψης. Και πράγματι, μπορούν ουσιαστικά να αναχθούν στους
τρεις ακόλουθους νόμους:
το νόμο της μετατροπής της ποσότητας σε ποιότητα και
αντίστροφα-
το νόμο της αλληλοδιείσδυσης των αντιθέτων
το νόμο της άρνησης της άρνησης.
Κι οι τρεις νόμοι αναπτύχθηκαν από τον Χέγκελ με τον ιδεαλιστικό του
τρόπο, σαν απλοί νόμοι της νόησης: Ο πρώτος στο πρώτο μέρος της Λογικής,
στη θεωρία του Είναι. Ο δεύτερος καλύπτει ολόκληρο το κατά πολύ
227
σπουδαιότερο δεύτερο μέρος της Λογικής του, τη θεωρία της ουσίας. Τέλος ο
τρίτος παρουσιάζεται σαν ο θεμελιώδης νόμος για την οικοδόμηση ολόκληρου
του συστήματος. Το λάθος βρίσκεται στο ότι οι νόμοι αυτοί επιβάλλονται στη
φύση και στην ιστορία σαν νόμοι της νόησης, αντί να συνάγονται απ'αυτές.
Από εδώ προέρχεται ολόκληρη εκείνη η βιασμένη κατασκευή, που προκαλεί
συχνά την αγανάκτηση: Το σύμπαν, θέλοντας και μη, οφείλει να συμμορφωθεί
σ' ένα σύστημα σκέψης, που το ίδιο δεν είναι παρά προϊόν κάποιου σταδίου
ανάπτυξης της ανθρώπινης νόησης. Αν αντιστρέψουμε τα πράγματα, το
καθετί παίρνει απλούστατη όψη, και οι νόμοι της διαλεκτικής που φαίνονται
εξαιρετικά μυστηριώδεις στην ιδεαλιστική φιλοσοφία, γίνονται αμέσως απλοί
και φωτεινοί σαν τη μέρα.
Κατά τα άλλα, οποιοσδήποτε είναι εξοικειωμένος έστω και λίγο με τον
Χέγκελ, γνωρίζει ότι σε εκατοντάδες χωρία, ο Χέγκελ κατορθώνει να δώσει
τις πιο παραστατικές εξατομικευμένες απεικονίσεις των διαλεκτικών νόμων
από τη φύση και την ιστορία.
Δε σκοπεύουμε να συντάξουμε εδώ ένα εγχειρίδιο διαλεκτικής, αλλά μόνο να
δείξουμε πως οι νόμοι της διαλεκτικής είναι πραγματικοί νόμοι ανάπτυξης της
φύσης, και πως ισχύουν συνεπώς και για τις θεωρητικές φυσικές επιστήμες. Γι'
αυτό δεν μπορούμε να μπούμε στη λεπτομερειακή εξέταση των εσωτερικών
αλληλεξαρτήσεων αυτών των νόμων.
1. Νόμος της μετατροπής της ποσότητας σε ποιότητα και αντίστροφα. Για
το σκοπό που επιδιώκουμε, μπορούμε να εκφράσουμε αυτό το νόμο, λέγοντας
ότι στη φύση, με τρόπο αυστηρά καθορισμένο για κάθε ξεχωριστή περίπτωση,
δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν οι ποιοτικές αλλαγές, παρά με ποσοτική
πρόσθεση ή αφαίρεση ύλης ή κίνησης (της λεγόμενης ενέργειας). Όλες οι
ποιοτικές διαφορές στη φύση, βασίζονται είτε σε διαφορετική χημική
σύσταση, είτε σε διαφορετικές μορφές ή ποσότητες κίνησης (ενέργειας), είτε
και στις δυο ταυτόχρονα πράγμα που συμβαίνει σχεδόν πάντοτε. Είναι λοιπόν
αδύνατο να μεταβάλλουμε την ποιότητα οποιουδήποτε σώματος, χωρίς
προσθήκη ή αφαίρεση ύλης ή κίνησης, δηλαδή χωρίς ποσοτική αλλοίωση του
σώματος αυτού. Μ' αυτή τη μορφή λοιπόν, η μυστηριώδης αρχή του Χέγκελ
εμφανίζεται όχι μονάχα εντελώς ορθολογικά, αλλά και μάλλον προφανής.
Αναμφίβολα δεν χρειάζεται να αποδείξουμε ότι ακόμα και οι διάφορες
αλλοτροπικές και συσσωρευτικές καταστάσεις των σωμάτων, στηρίζονται —
μια και εξαρτώνται από διαφορετικούς συνδυασμούς μορίων — σε μια
λιγότερο ή περισσότερο μεγάλη ποσότητα κίνησης που μεταδίδεται σ' αυτά τα
σώματα.
Αλλά τι να πούμε για τη μεταβολή της μορφής της κίνησης, ή της λεγόμενης
ενέργειας; Όταν μετατρέπουμε τη θερμότητα σε μηχανική κίνηση ή
αντίστροφα, δε μεταβάλλεται η ποιότητα, ενώ η ποσότητα μένει η ίδια;
Ακριβώς! Με τη μεταβολή της μορφής της κίνησης, συμβαίνει ό,τι και με το
βίτσιο του Χάινε: καθένας μονάχος μπορεί να είναι ενάρετος, αλλά για το
βίτσιο χρειάζονται πάντοτε δυο51. Η μεταβολή της μορφής της κίνησης, είναι
πάντα μια διαδικασία που πραγματοποιείται τουλάχιστον ανάμεσα σε δυο
σώματα, από τα οποία το ένα χάνει μια ορισμένη ποσότητα κίνησης της
πρώτης ποιότητας (π.χ. θερμότητα), ενώ το άλλο κερδίζει μια αντίστοιχη
ποσότητα κίνησης της άλλης ποιότητας, (μηχανική κίνηση, ηλεκτρισμός,
χημική αποσύνθεση). Εδώ λοιπόν η ποσότητα και ποιότητα αντιστοιχούν
αμοιβαία η μια στην άλλη. Μέχρι τώρα δεν πέτυχαν να μετατρέψουν μια
μορφή κίνησης σε άλλη, στο εσωτερικό ενός μοναδικού, απομονωμένου
σώματος.
228
Εδώ ενδιαφερόμαστε μόνο για άζωα σώματα. Ο ίδιος νόμος ισχύει και για τα
έμψυχα, αλλά σ' αυτά λειτουργεί μέσα σε πολύ πολύπλοκες συνθήκες, και
σήμερα είναι συχνά αδύνατη η ποσοτική μέτρηση.
Ας φανταστούμε ένα οποιοδήποτε άψυχο σώμα που διαιρείται σε όλο και πιο
μικρά σωματίδια. Στην αρχή δεν συμβαίνει καμιά ποιοτική αλλαγή. Αλλά
υπάρχει κάποιο όριο: αν κατορθώσουμε όπως στην εξάτμιση, να πετύχουμε
απομονωμένα μόρια, σε ελεύθερη κατάσταση, μπορούμε βέβαια στις
περισσότερες περιπτώσεις να τα διαιρέσουμε παραπέρα, αλλά μόνο με μια
ολική μεταβολή της ποιότητας. Το μόριο αποσυνθέτεται στα άτομα του, που
το καθένα ξεχωριστά έχει εντελώς διαφορετικές ιδιότητες από το μόριο. Στην
περίπτωση μορίων που αποτελούνται από διαφορετικά χημικά στοιχεία, το
σύνθετο μόριο αντικαθίσταται από μόρια ή άτομα αυτών των απλών
σωμάτων. Στην περίπτωση των μορίων στοιχείων, εμφανίζονται τα ελεύθερα
άτομα, που έχουν εντελώς διαφορετικά ποιοτικά αποτελέσματα: τα ελεύθερα
άτομα οξυγόνου «εν τω γενάσθαι», μπορούν να πιάνουν εύκολα εκείνο που τα
άτομα του ατμοσφαιρικού οξυγόνου που είναι δεμένα μαζί σε μόρια, δεν
πραγματοποιούν ποτέ.
Αλλά και το ίδιο το μόριο είναι ποιοτικά διαφορετικό από τη μάζα του
φυσικού σώματος στο οποίο ανήκει. Μπορεί να εκτελεί κινήσεις ανεξάρτητα
απ' αυτή τη μάζα, π.χ. θερμικές κινήσεις, ενώ η μάζα αυτή φαινομενικά
ηρεμεί. Μπορεί, χάρη σε μια αλλαγή θέσης ή σύνδεσης με τα γειτονικά μόρια,
να μεταβάλει το σώμα σε αλλοτροπική μορφή ή σε διαφορετική κατάσταση
συσσώρευσης κλπ.
Βλέπουμε λοιπόν ότι η καθαρά ποσοτική λειτουργία της διαίρεσης έχει ένα
όριο, όπου μετατρέπεται σε ποιοτική διαφορά: η μάζα αποτελείται από μόρια,
αλλά είναι κάτι ουσιαστικά διαφορετικό από το μόριο, όπως και αυτό είναι με
τη σειρά του διαφορετικό από το άτομο. Σ'αυτή τη διαφορά στηρίζεται ο
χωρισμός της μηχανικής σαν επιστήμης των ουράνιων και γήινων μαζών, από
τη φυσική-μηχανική των μορίων - και από τή χημεία - φυσική των ατόμων.
Στη μηχανική δεν συναντιόνται ποιότητες· το πολύ-πολύ καταστάσεις, όπως
η ισορροπία, η κίνηση, η δυναμική-ενέργεια, που όλες τους στηρίζονται στη
μετρήσιμη μεταφορά κίνησης και που οι ίδιες μπορούν να εκφραστούν
ποσοτικά. Στο μέτρο λοιπόν που παράγεται μια ποιοτική αλλαγή, καθορίζεται
από μια αντίστοιχη ποσοτική αλλαγή.
Η φυσική αντιμετωπίζει τα σώματα σαν χημικά αμετάβλητα ή αδιάφορα.
Έχουμε να κάμουμε με αλλαγές της μοριακής τους κατάστασης και με αλλαγή
της μορφής της κίνησης, αλλαγή που σ' όλες τις περιπτώσεις κινητοποιεί τα
μόρια, τουλάχιστον της μιας πλευράς. Εδώ κάθε αλλαγή είναι μετατροπή από
την ποσότητα στην ποιότητα, συνέπεια της ποσοτικής αλλαγής της
ποσότητας κίνησης, που ενυπάρχει στο σώμα ή του μεταδίδεται, από μια
μορφή σε άλλη.
«Έτσι, π.χ., η θερμοκρασία του νερού στην αρχή δεν έχει συνέπειες στη
ρευστότητα του. Αλλά αν αυξάνουμε ή ελαττώνουμε τη θερμοκρασία του
υγρού νερού, φτάνουμε σ' ένα σημείο όπου η κατάσταση συνοχής αλλοιώνεται,
και όπου το νερό μεταβάλλεται σε ατμό στη μια μεριά, και σε πάγο στην άλλη
(Χέγκελ: Εγκυκλοπ., πλήρης έκδ. τόμ. VI52, σελ. 217).
Παρόμοια χρειάζεται μια ελάχιστη, καθορισμένη ποσότητα ρεύματος για να
λευκοπυρώσει το πλατινένιο σύρμα (του ηλεκτρικού λαμπτήρα) και κάθε
μέταλλο έχει τη δικιά του θερμοκρασία λευκοπύρωσης και τήξης, κάθε υγρό
έχει καθορισμένο σημείο 1 πήξης και βρασμού, για δεδομένη πίεση - στο μέτρο
που τα μέσα μας επιτρέπουν να πραγματοποιήσουμε αυτή τη θερμοκρασία.
Τέλος, κάθε αέριο έχει το δικό του κρίσιμο σημείο, όπου μπορεί να
υγροποιηθεί με πίεση και ψύξη. Με μια λέξη, οι λεγόμενες φυσικές σταθερές,
229
παραφινών υπάρχουν δυο ισομερή για το C4H10 και τρία για το C5H,2. Για τα
ανώτερα μέλη ο αριθμός των ισομερών αυξάνει ταχύτατα. Και πάλι λοιπόν η
ποσότητα των ατόμων του μορίου, καθορίζει τη δυνατότητα, και στο μέτρο
που αποδεικνύεται από το πείραμα, την πραγματική ύπαρξη τέτοιων ισομερών
σωμάτων, ποιοτικά διαφορετικών.
Κι ακόμα: Από την αναλογία των σωμάτων που μας είναι γνωστά σε κάθε
σειρά, μπορούμε να βγάλουμε συμπεράσματα για φυσικές ιδιότητες των
άγνωστων ακόμα μελών της σειράς και να προβλέψουμε με αρκετή
βεβαιότητα αυτές τις ιδιότητες, το σημείο βρασμού κλπ., τουλάχιστον για τα
μέλη που ακολουθούν άμεσα τα γνωστά μέλη.
Τέλος ο νόμος του Χέγκελ δεν ισχύει μονάχα για τα σύνθετα σώματα, αλλά
και για τα ίδια τα χημικά στοιχεία. Ξέρουμε σήμερα
«πως οι χημικές ιδιότητες των στοιχείων είναι περιοδική συνάρτηση των
ατομικών βαρών τους» (Ρόσκο-Σόρλεμερ, Λεπτομερές εγχειρίδιο χημείας, τόμ.
II, σελ. 823)54,
και πως συνεπώς η ποιότητα τους καθορίζεται από το ατομικό τους βάρος.
Τα παραπάνω επιβεβαιώθηκαν λαμπρά. Ο Μεντελέγεφ απέδειξε πως στις
σειρές των συγγενικών στοιχείων που κατατάσσονται με αυξανόμενο ατομικό
βάρος, συναντιόνται διάφορα κενά, πράγμα που σημαίνει ότι υπάρχουν νέα
στοιχεία που μένει να ανακαλυφτούν. Ο Μεντελέγεφ περίγραψε προκαταβολικά
τις γενικές χημικές ιδιότητες ενός απ' αυτά τα άγνωστα στοιχεία που το
ονόμασε Eka-aluminium, γιατί έρχεται μετά το αργίλιο στη σειρά που αρχίζει
μ'αυτό το στοιχείο και προείπε κατά προσέγγιση το ειδικό και το ατομικό του
βάρος καθώς και τον ατομικό του όγκο. Μερικά χρόνια αργότερα ο Λεκόκ ντε
Μπουαμποντράν ανακάλυψε πραγματικά αυτό το στοιχείο, και οι προβλέψεις
του Μεντελέγεφ αποδείχτηκαν ακριβείς, με ελαφρότατες αποκλίσεις. To Eka-
aluminium έγινε γάλλιο (στο ίδιο, σελ. 828). Χάρη στην — ασυνείδητη —
εφαρμογή του εγελιανού νόμου της μετατροπής της ποσότητας σε ποιότητα 55,
ο Μεντελέγεφ είχε πραγματοποιήσει ένα επιστημονικό κατόρθωμα που μπορεί
να τοποθετηθεί θαρραλέα πλάι στο κατόρθωμα του Λεβεριέ που υπολόγιζε την
τροχιά του άγνωστου ακόμα πλανήτη Ποσειδώνα56.
Ο ίδιος νόμος επαληθεύεται σε κάθε βήμα στη βιολογία καθώς και στην
ιστορία της ανθρώπινης κοινωνίας, αλλά θέλουμε να περιοριστούμε εδώ σε
παραδείγματα παρμένα από τις θετικές επιστήμες, γιατί εδώ μπορούμε να
μετρήσουμε και να παρακολουθήσουμε με ακρίβεια τις ποσότητες.
Πιθανόν οι ίδιοι αυτοί κύριοι, που μέχρι τώρα κατηγορούσαν το
μετασχηματισμό της ποσότητας, σε ποιότητα σαν μυστικισμό και ακατανόητο
υπερβατισμό το νόμο της μετάβασης από την ποσότητα στην ποιότητα, θα
θελήσουν να διακηρύξουν τώρα πως 'πρόκειται για κάτι ολοφάνερο,
τετριμμένο και κοινότυπο, που το χρησιμοποιούσαν από Katpo και πως μ' αυτό
τον τρόπο δεν τους μάθανε τίποτα καινούριο. Αλλά θα παραμείνει πάντα
γεγονός ιστορικής σημασίας το ότι διατυπώθηκε για πρώτη φορά ένας
γενικός νόμος της εξέλιξης της φύσης της κοινωνίας και της νόησης, με την
καθολικά ισχύουσα μορφή του. Κι αν αυτοί οι κύριοι από χρόνια δεν έκαναν
άλλο από το να μετατρέπουν την ποσότητα σε ποιότητα και αντίστροφα,
χωρίς να ξέρουν τι κάνουν, θα πρέπει να παρηγορηθούν με τον κύριο
Ζουρνταίν του Μολιέρου, που κι αυτός έκανε πρόζα σ'όλη του τη ζωή, χωρίς
νά'χει την παραμικρή ιδέα γι'αυτό57.
σωμάτων. Δεν μπορούμε να πούμε τίποτα για ένα σώμα που δεν κινείται. Από
τις μορφές της κίνησης απορρέει λοιπόν η φύση των κινούμενων σωμάτων.
1. Η πρώτη, απλούστερη μορφή κίνησης, είναι η μηχανική κίνηση, η καθαρή
μετατόπιση.
α) Η κίνηση ενός ξεχωριστού σώματος δεν υπάρχει — [δεν μπορεί να μιλάει
κανείς γι'αυτή] παρά με σχετική έννοια — πτώση.
β) Κίνηση χωριστών σωμάτων: τροχιά, αστρονομία — φαινομενική
ισορροπία — το τέλος είναι πάντα η επαφή.
γ) Σχετική κίνηση σωμάτων σε επαφή, σε αμοιβαία σχέση — πίεση. Στατική.
Υδροστατική και αέρια. Μοχλός και άλλες μορφές της καθαυτό μηχανικής που
όλες ανάγονται στην απλούστερη μορφή επαφής, στην τριβή και στην κρούση
που δεν διαφέρουν μεταξύ τους παρά σε βαθμούς. Αλλά η τριβή και η κρούση,
στην πραγματικότητα επαφή, έχουν κι άλλες συνέπειες που ποτέ δεν
αναφέρθηκαν από τους φυσικούς επιστήμονες: κάτω από ορισμένες συνθήκες
παράγουν ήχο, θερμότητα, φως, ηλεκτρισμό, μαγνητισμό245.
2. Αυτές οι διάφορες δυνάμεις (εκτός απ'τον ήχο) — φυσική των ουράνιων
σωμάτων.
α) αλληλομετατρέπονται και αλληλοϋποκατασταίνονται και β) Σε κάποιο
βαθμό ποσοτικής ανάπτυξης κάθε δύναμης, διαφορετικό για κάθε σώμα, στα
σώματα που υφίστανται την επίδραση τους — είτε είναι χημικά σύνθετα
σώματα, είτε περισσότερα χημικά στοιχεία, πραγματοποιούνται χημικές
μεταβολές και περνάμε στο βασίλειο της χημείας. Χημεία των ουράνιων
σωμάτων. Η κρυσταλλογραφία — τμήμα της χημείας.
3. Η φυσική θα έπρεπε ή θα μπορούσε να αφήσει κατά μέρος τα ζωντανά
οργανικά σώματα. Η χημεία βρίσκει μόνο στην έρευνα των οργανικών
ενώσεων, το πραγματικό κλειδί για την αληθινή φύση των σπουδαιότερων
σωμάτων και από την άλλη μεριά συνθέτει σώματα που συναντιούνται μόνο
στην ενόργανη φύση. Εδώ η χημεία οδηγεί στην οργανική ζωή και έχει
προχωρήσει αρκετά μακριά, ώστε να μας δίνει τη βεβαιότητα πως μόνο αυτή
θα μας εξηγήσει το διαλεκτικό πέρασμα στον οργανισμό.
4. Αλλά το πραγματικό πέρασμα είναι μόνο στην ιστορία — του ηλιακού
συστήματος της γης. Ο πραγματικός προκαταρκτικός όρος της οργανικής
φύσης.
5. Οργανική φύση.
** *
Κατάταξη των επιστημών, που καθεμιά τους αναλύει μια ειδική μορφή
κίνησης, ή μια σειρά συγγενικών μορφών που μετατρέπονται αμοιβαία, είναι
συνεπώς η κατάταξη, η τοποθέτηση αυτών των ίδιων των μορφών κίνησης,
σύμφωνα με την εσωτερική τους διαδοχή και σ' αυτό βρίσκεται η
σπουδαιότητα της.
Στο τέλος του περασμένου αιώνα [18ου], ύστερ' από τους Γάλλους υλιστές
που στην πλειοψηφία τους ήταν μηχανιστές, έγινε φανερή η ανάγκη για μια
εγκυκλοπαιδική σύνθεση, ολόκληρης της φυσικής επιστήμης της παλιάς
σχολής Νεύτωνα-Λινναίου και αυτό το ανέλαβαν δυο από τις πιο μεγάλες
ιδιοφυίες: ο Σαιν-Σιμόν (που δεν τέλειωσε) και ο Χέγκελ. Σήμερα που η νέα
αντίληψη των φυσικών επιστημών, έχει συμπληρωθεί στα βασικά της
χαρακτηριστικά, γίνεται αισθητή η ίδια ανάγκη και γίνονται απόπειρες προς
αυτή την κατεύθυνση. Αλλά εφόσον έχει αποδειχτεί τώρα η γενική εξελικτική
αλληλεξάρτηση στη φύση, η εξωτερική παρα-τακτική κατάταξη του υλικού,
είναι τόσο ανεπαρκής, όσο και τα διαλεκτικά περάσματα που κατασκεύασε
τεχνητά ο Χέγκελ. Τα περάσματα πρέπει να πραγματοποιούνται μόνα τους,
πρέπει να είναι φυσικά. Όπως η μια μορφή κίνησης προκύπτει από μια άλλη,
232
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 2ο
Τούτη η νοοτροπία απομόνωσης ήταν ίσως ανεκτή στο παρελθόν, τότε που
τα επιστημονικά ευρήματα διαχωρίζονταν σαφώς από τις πρακτικές τους
εφαρμογές στο χρόνο και το χώρο. Έπειτα από μια ανακάλυψη απαιτούνταν
δεκαετίες για να βρεθεί μια εφαρμογή της, και αυτή πάλι θα την αναλάμβαναν
άλλοι, κυρίως μηχανικοί των πολυτεχνικών σχολών ή των βιομηχανικών
εργαστηρίων.
Και στη διάλεξη Schrodinger αλλά και στην ομιλία του ως προέδρου της
Βασιλικής Εταιρείας του Λονδίνου, ο Atiyah τόνισε ότι οι επιστήμονες πρέπει
να αναλάβουν την ευθύνη των έργων τους και για έναν ακόμη λόγο: τις
συνέπειες μιας άσχημης δημόσιας εικόνας για την επιστήμη. Το κοινό θεωρεί
τους επιστήμονες υπεύθυνους για τους κινδύνους που συνεπάγεται η
επιστημονική πρόοδος: Τα πυρηνικά όπλα αποτελούν σοβαρή απειλή, και
ορθώς κατηγορούνται οι επιστήμονες. Η κλωνοποίηση ανθρώπων είναι
απεχθής και αντιμετωπίζεται ως ανήθικη- το αποτέλεσμα, η επιστήμη
συνολικά δέχεται κατηγορίες εξαιτίας λίγων επιστημόνων που θέλουν να την
αναπτύξουν.
μεριμνά για τη δημόσια εικόνα της, διότι έτσι εμπνέει σεβασμό για την
ακεραιότητα της και κερδίζει την εμπιστοσύνη του κοινού στις εξαγγελίες και
τους στόχους της. Οι επιστήμονες πρέπει με τη συμπεριφορά τους να
αποδείξουν ότι μπορούν να συνδυάζουν τη δημιουργικότητα με την
ευσπλαχνία, ότι τη στιγμή που αφήνουν ελεύθερη τη φαντασία τους
εξακολουθούν να ενδιαφέρονται για τους συνανθρώπους τους, και ότι είναι
πλήρως υπεύθυνοι για τις πράξεις τους όταν παλεύουν με το άγνωστο.
Στα 42 χρόνια της ύπαρξης της, η κίνηση Pugwash έχει συγκεντρώσει, απ'
όλο τον κόσμο, επιστήμονες, διανοούμενους και ανθρώπους με εμπειρία σε
κυβερνητικά, διπλωματικά και στρατιωτικά ζητήματα. Σκοπός της είναι η
μείωση του κινδύνου ένοπλης σύγκρουσης και η εύρεση συνεργατικών λύσεων
σε παγκόσμια προβλήματα που άπτονται της επιστήμης και των διεθνών
υποθέσεων.
θα πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν τον τρόπο με τον οποίο οι εκάστοτε κοινωνικές
ανάγκες ενσωματώνονται στο corpus της επιστημονικής έρευνας, μέσω μιας
ιδιότυπης «διήθησης» και αναψηλάφησης του εάν, τι, με τι τρόπο και κατά
πόσο εμπίπτει στο πεδίο του γνωστικού αντικειμένου. Ωστόσο, οφείλουμε να
επισημάνουμε ότι στις ανταγωνιστικές κοινωνίες οι (συνδεόμενες με τα
κυρίαρχα συμφέροντα) εκάστοτε δεσπόζουσες μορφές κοινωνικής ζήτησης
(π.χ. οι ανάγκες μεγιστοποίησης της κερδοφορίας του κεφαλαίου) ως κριτήριο
επιλογής προοπτικής μέσα από το φάσμα δυνατοτήτων της γνωσιακής
συγκυρίας, δεν ταυτίζονται με τις βαθύτερες πραγματικές ανάγκες της
ανθρωπότητας και με τις ανάγκες της εσωτερικής λογικής της ανάπτυξης
της έρευνας.
Ο προσδιορισμός της γνωσιακής συγκυρίας ως συγκεκριμένης ιστορικής
στιγμής στο φάσμα δυνατοτήτων της νομοτελούς πορείας της επιστήμης,
είναι εκ των ων ουκ άνευ όρος για την συνειδητή εμπλοκή του υποκειμένου
στην ερευνητική διαδικασία, για την χάραξη στρατηγικών και τακτικών της
έρευνας. Το φάσμα δυνατοτήτων που εμπεριέχει η εκάστοτε γνωσιακή
συγκυρία περιλαμβάνει κινδύνους άγονης δογματικής αγκύλωσης, μονομερούς
παραμόρφωσης, σκεπτικιστικής-σχετικοκρατικής διάλυσης, καταστροφής
κ.λπ., αλλά και γόνιμες προοπτικές δημιουργικής ανάπτυξης της επιστήμης.
Το δίπολο δημιουργικών και αυτοκαταστροφικών τάσεων, προβάλλει ιδιαίτερα
έντονα κατά τις κρισιακές γνωσιακές συγκυρίες.
Οι κρισιακές γνωσιακές συγκυρίες.
Σε διάφορες φάσεις ανάπτυξης της επιστήμης, μπορούμε να διαπιστώσουμε
ότι η κεκτημένη γνώση (το θεωρητικό κεκτημένο της επιστήμης) δεν μπορεί
να επιτελεί πλέον λειτουργίες τις οποίες επιτελούσε μέχρι πρότινος με
ορισμένη πληρότητα και επάρκεια. Κρισιακή γνωσιακή συγκυρία αποκαλούμε
εκείνη την συγκυρία, στα πλαίσια της οποίας η κεκτημένη γνώση αδυνατεί να
μας παράσχει έγκυρη περιγραφή και κυρίως, θεωρητική εξήγηση και
επιστημονική πρόβλεψη – πρόγνωση της δομής και της ανάπτυξης του
αντικειμένου. Νέες πτυχές, πλευρές, εμπειρικά γεγονότα κ.ο.κ. που αφορούν
το γνωστικό αντικείμενο εγείρονται στο προσκήνιο της έρευνας, χωρίς να
είναι η κεκτημένη γνώση εις θέση να τα περιγράψει, να τα εξηγήσει και να
προβλέψει την προοπτική τους με πληρότητα, αντικειμενικότητα και
επάρκεια. Αυτή η αναντιστοιχία της κεκτημένης γνώσης προς τις νέες
ερευνητικές ανάγκες λειτουργεί ως κινητήριος αντίφαση, ως γονιμοποιό
κίνητρο για την περαιτέρω ανάπτυξη της έρευνας, για την περαιτέρω
διεύρυνση και εμβάθυνση της γνώσης. Η τελευταία δεν είναι δεδομένη
αυτομάτως και αυθορμήτως. Απαιτείται ενεργοποίηση του υποκειμένου για
την διακρίβωση της γνωσιακής συγκυρίας από λογικής και μεθοδολογικής
σκοπιάς. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η ερευνητική δραστηριότητα έχει πάντοτε
διττή κατεύθυνση: 1) προς το αντικείμενο (για την νοητική αφομοίωση και
τον μετασχηματισμό του), 2) προς την κεκτημένη γνώση (αρχικά
προεκβαλλόμενη στο εισέτι μη εγνωσμένο πεδίο, ως μέθοδος προσπορισμού
νέας γνώσης και –εφ’ όσον διαπιστώνεται η ανεπάρκειά της– ως αντικείμενο
προς μετασχηματισμό μέσω κριτικού μεθοδολογικού αναστοχασμού). Το
επιδιωκόμενο αποτέλεσμα της έρευνας νοείται εξ’ αρχής ως ελλείπον
στοιχείο του συστήματος γνώσεων που διαθέτει το επιστημονικό κεκτημένο.
Και μάλιστα η αναπλήρωση αυτού του ελλείποντος στοιχείου συνδέεται
οργανικά με τον μετασχηματισμό αυτού του κεκτημένου.
Η ανάπτυξη της γνώσης επιτυγχάνεται μέσω της διάγνωσης της
διαλεκτικής αλληλεπίδρασης και αλληλοδιείσδυσης των προαναφερθεισών
δυναμικών συνιστωσών της γνωσιακής συγκυρίας, διότι σε κάθε φάση της
τελευταίας, ο αυθεντικός ερευνητής χαρακτηρίζεται από μια διττή
242
αποβλεπτικότητα: αφ’ ενός μεν έχει μια κριτική στάση προς το γνωστικό
αντικείμενο (ώστε αυτό να μη συνιστά ανυπέρβλητο και αμετάβλητο «είναι
ως έχει» αλλά να καταστεί «είναι δι ημάς» μέσω της νοητικής προσοικείωσής
του), αφ’ ετέρου δε, μια κριτική στάση προς την (επαρκή ή ανεπαρκή)
κεκτημένη θεωρητική και μεθοδολογική γνώση. Και οι δύο πλευρές
διαμεσολαβούνται από τις σχέσεις εκείνες που αναφέραμε εξετάζοντας την
επιστήμη ως παραγωγική δύναμη, και ως θεσμό (με υλικά και ιδεατά μέσα,
ιεραρχία και οργάνωση).
Υπάρχουν λοιπόν κρισιακές γνωσιακές συγκυρίες που ποικίλουν ως προς το
εύρος, το βάθος και την ένταση της αντιφατικότητας που τις χαρακτηρίζει.
Οι συγκυρίες αυτές ανακύπτουν στην ιστορία των επιστημών και της
φιλοσοφίας ως περίπλοκα και πολυεπίπεδα φαινόμενα, προϊόν εσωτερικών και
εξωτερικών παραγόντων. Υπάρχουν κρισιακές γνωσιακές συγκυρίες που
οφείλονται σε χονδροειδείς εξωτερικές επεμβάσεις στο έργο της επιστήμης
(μέσω θεσμικών παρεμβάσεων, απαγορεύσεων, εξαγορών, επιλεκτικών
χρηματοδοτήσεων ή υποχρηματοδοτήσεων κ.ο.κ.), σε εκ των πραγμάτων
εξάντληση του ερευνητικού δυναμικού ορισμένης κεκτημένης γνώσης, είτε
(κατά κανόνα) σε συνδυασμό των παραπάνω (βλ, Σαλομόν, Jordan, κ.ά.).
Η βαθμιαία κλιμάκωση της αντικειμενικά ανακύπτουσας κρισιακής
γνωσιακής συγκυρίας δεν οδηγεί αυτομάτως στο θρίαμβο της νέας γνώσης,
της επικείμενης επιστημονικής επανάστασης, εάν δεν συνοδεύεται από τους
κατάλληλους υποκειμενικούς όρους και κυρίως, από την συγκρότηση νέου
υποκειμένου της έρευνας μέσω της επαναχάραξης στρατηγικής και τακτικής
ενός ανώτερου φάσματος ερευνητικών προγραμμάτων (βλ. και Πατέλης
1998).
Σε μικρής εμβέλειας και βάθους κρισιακές συγκυρίες, η λύση της αντίφασης
επιτυγχάνεται με ανάπτυξη της γνώσης στα πλαίσια των αρχών της
κεκτημένης γνώσης, με ενδεχόμενες αλλαγές στον εννοιολογικό και
κατηγοριακό εξοπλισμό της θεωρίας. Όταν όμως οι κρισιακές συγκυρίες είναι
μεγάλης εμβέλειας και βάθους, απαιτούν επιστημονικές επαναστάσεις, οι
οποίες δεν αφορούν μόνο την κατ’ αρχήν ποιοτική και ουσιώδη αναβάθμιση
της θεωρίας και της μεθοδολογίας, αλλά θίγουν και τα θεμέλια των
επιστημών (την «επιστημονική εικόνα του κόσμου», τα ιδεώδη, τους κανόνες
και τα πρότυπα επιστημονικότητας και την όλη λανθάνουσα ή συνειδητά
επιλεγόμενη κοσμοθεωρητική και φιλοσοφική θεμελίωση της γνώσης). Όπως
θα δούμε παρακάτω, υπάρχουν και χρονίζουσες, «κακοφορμίζουσες» κρισιακές
γνωσιακές συγκυρίες, οι οποίες προβάλλουν επί μακρόν και βιώνονται ως
αδιέξοδα, που δεν θέτουν εν αμφιβόλω μόνο την αξιοπιστία της επιστήμης,
αλλά και την ίδια την γνωσιολογική αισιοδοξία και τον ορθολογισμό (βλ.
Φεγιεράμπεντ).
Η έγκαιρη διάγνωση των χαρακτηριστικών μιας κρισιακής γνωσιακής
συγκυρίας, μπορεί να οδηγήσει σε γόνιμη υπέρβασή της μέσω της προώθησης
συγκεκριμένου φάσματος ερευνητικών προγραμμάτων.
Επιστήμη, εκπαίδευση και αγορά επί κεφαλαιοκρατίας.
Επί κεφαλαιοκρατίας παρατηρείται μια αναβάθμιση του ρόλου της
επιστήμης και της παιδείας, που αφορά κατ’ εξοχήν τη στενότερη σύνδεσή
τους με τις ανάγκες της παραγωγής (στο ερευνητικό πεδίο και από την άποψη
της παιδείας - εκπαίδευσης του υποκειμένου της εργασίας, ικανού
τουλάχιστον για χειρισμό μηχανών), αλλά και μια οργανικότερη σύνδεση με το
μηχανισμό παραγωγής και αναπαραγωγής του όλου πλέγματος των σχέσεων
παραγωγής, που εδράζονται στην εκμετάλλευση της μισθωτής εργασίας μέσω
της άντλησης υπεραξίας. Από τα παραπάνω συνάγεται, ότι επί
κεφαλαιοκρατίας, η παιδεία, ως θεσμός παραγωγής και αναπαραγωγής του
243
υποκειμένου της εργασίας, αλλά και του συνόλου των κοινωνικών σχέσεων δια
του συνειδέναι (της συνείδησης), προσανατολίζεται πρωτίστως στην
παραγωγή και αναπαραγωγή του κοινωνικά αναγκαίου φάσματος παραλλαγών
και διαβαθμίσεων του εμπορεύματος «εργασιακή δύναμη». Η επεξεργασία
γνώσεων και ανθρώπων γίνεται στο έπακρο κατακερματισμένη,
διαβαθμισμένη και πολυεπίπεδη, ώστε να ανταποκρίνεται πρωτίστως στις
ποικίλες ανάγκες του αντίστοιχου καταμερισμού της εργασίας (ποικίλων
βαθμών ειδίκευσης, συνθετότητας και περιπλοκότητας), αλλά και στην
κοινωνική διαστρωμάτωση, ως έκφανση αυτού του καταμερισμού. Η
κατακερματισμένη γνώση, υποβαθμιζόμενη σε πληροφορία προς
αναπαραγωγή, εγκεκριμένη και ταξινομημένη κατά μαθήματα, υπονομεύει τις
δυνατότητες δημιουργικής κοσμοθεωρητικής σύνθεσης. Οι παρεχόμενες
γνώσεις υπάγονται πλέον σαφέστερα σε εξωεπιστημονικά κριτήρια κερδώας
αποδοτικότητας, κατακερματίζονται σε βραχύβιες ενότητες
προσανατολισμένες εργαλειακά στα συγκυριακά κελεύσματα της αγοράς. Στο
προσκήνιο προβάλλει ο τεχνοκρατικά-χρησιμοθηρικά εννοούμενος
«επαγγελματισμός», ο εμπειρισμός και η αποσπασματικότητα, ενώ η
παιδαγωγική αλληλεπίδραση σε μαζική κλίμακα υπάγεται σε προπονητικές
αρχές, στη δάμαση, τιθάσευση και καταστολή εκπαιδευτικών και
εκπαιδευομένων, που οδηγεί σε διανοητικό ευνουχισμό, σε ηθική κενότητα και
σε πολιτισμική σχιζοφρένεια.
Τα προβλήματα αυτά επιτείνονται στη σύγχρονη παγκόσμια συγκυρία
χαρακτηριστικό της οποίας είναι η αύξουσα ανισομέρεια μέσω της
κλιμάκωσης της ροής υπεραξίας από τομείς «εντάσεως εργασίας» σε τομείς
«εντάσεως κεφαλαίου». Η ανισομέρεια των παραγωγικών διαδικασιών (των
τεχνολογιών, των υποδομών) γίνεται μέσο για την υπερεκμετάλλευση του
συνόλου της εργασιακής δύναμης σε πλανητικό επίπεδο, γεγονός που δεν
μπορεί παρά να υπαγορεύει στο κεφάλαιο αναδιάρθρωση της εκπαίδευσης για
την επίτευξη των στόχων του και μέσω αυτής. Υποβαθμίζεται ο ρόλος του
κράτους στην εκπαίδευση έναντι της δραστηριοποίησης των άμεσα
ενδιαφερόμενων για συγκεκριμένου τύπου εργαζόμενους κεφαλαίων. Η
εκπαίδευση, από υπόθεση του «συνολικού κεφαλαιοκράτη» (ως δημόσια
υπόθεση) τείνει να γίνει αυστηρά ιδιωτική επένδυση του ατόμου, του ίδιου
του εργαζόμενου σε «μορφωτικό κεφάλαιο» είτε (και) των όποιων άμεσα
ενδιαφερόμενων «χορηγών»... Τα εξατομικευμένα προγράμματα σπουδών και
οι προωθούμενοι μηχανισμοί «δια βίου κατάρτισης» ανταποκρίνονται στην
ανάγκη της παγκοσμιοποιούμενης κεφαλαιοκρατικής διαχείρισης και ελέγχου
της λεπτής και εύκαμπτης ισορροπίας μεταξύ απασχόλησης και ανεργίας,
μέσω του κατακερματισμού και της χειραγώγησης της εργατικής τάξης.
Βασικός σκοπός τους: η δημιουργία δια βίου καταρτιζόμενων και παντίοις
τρόποις διαθέσιμων απασχολήσιμων, οι οποίοι δεν θα επωμίζονται όλο και πιο
πολύ μόνο το κόστος (υλικό και ηθικό) των σπουδών τους, αλλά και το κόστος
της ανεργίας, της μερικής απασχόλησης κ.ο.κ.Οι τάσεις αυτές θα μπορούσαν
να χαρακτηρισθούν ως κινήσεις άμεσης υπαγωγής της εκπαίδευσης στα πλέον
επιθετικά και ανταγωνιστικά τμήματα του κεφαλαίου και ως τροποποίηση του
κρατικού παρεμβατισμού (φορέα των συμφερόντων του συλλογικού
κεφαλαίου) σε αυτή την κατεύθυνση. Οι εθνικοί και υπερεθνικοί κρατικοί
θεσμοί (ΥΠ.Ε.Π.Θ., Ο.Ο.Σ.Α., Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Ευρωπαϊκό Ταμείο
Περιφερειακής Ανάπτυξης, κ.λπ.) δεν λειτουργούν πλέον μόνον ως μηχανισμοί
εκπόνησης και επιβολής των στρατηγικών επιλογών των δυναμικότερων
μερίδων του κεφαλαίου, αλλά και ως απ’ ευθείας εργολάβοι, επιτηρητές και
αξιολογητές των προγραμμάτων άμεσης υπαγωγής της εκπαίδευσης και της
επιστήμης στο κεφάλαιο, στην αγορά, ώστε το Πανεπιστήμιο «να
244
δυνάμεις της αγοράς. Οι δύο αυτές κατηγορίες ανθρώπων της επιστήμης (με
την ευρεία έννοια, διότι ο ασκών την διοίκηση, κατά κανόνα δεν προλαβαίνει
και ίσως δεν μπορεί πλέον να ασχολείται πρωτίστως με την έρευνα, άρα
προτάσσει το διοικητικό του αξίωμα ως κατ’ εξοχήν πεδίο κοινωνικής
καταξίωσης) ομιλούν τελικά σε διαφορετικές γλώσσες.
Όλο και πιο πολλοί επιστήμονες προειδοποιούν για τον εκφυλισμό της
επιστημονικής έρευνας και εκφράζουν την ανησυχία τους για το μέλλον που
επιφυλάσσει στην έρευνα η «πίεση των μετόχων για βραχυπρόθεσμα
αποτελέσματα» και το γεγονός ότι οι επιχειρήσεις επενδύουν πολύ λιγότερο
στην έρευνα και την εξειδικεύουν σε τομείς με άμεση κερδοφορία... Ο Πιερ-Ζιλ
ντε Ζεν αναφέρει χαρακτηριστικά: «...ο χρηματιστηριακός πυρετός μετέφερε
τη λήψη αποφάσεων σε επενδυτές άσχετους με το έργο […] η έρευνα έγινε
επιπόλαιη. Τα πάντα κρίνονται σε χρονικό ορίζοντα τριών ετών, γιατί έτσι
επιτάσσουν τα οικονομικά επιτελεία, οπότε αποτελέσματα που χρειάζονται
μεγαλύτερο χρόνο ωρίμανσης πετιούνται στο καλάθι των αχρήστων.
Ενέσκηψε και η μόδα της "συνέργειας": Βιομηχανικοί κολοσσοί συνδυάζουν τις
δυνάμεις τους για την επίτευξη πολλαπλασιαστικού οφέλους. Τι σημαίνει αυτό
στην πράξη; Ότι εξαίρετα ερευνητικά εργαστήρια κλείνουν και πολύπειροι
ερευνητές απολύονται, ως υπεράριθμοι! Ή, όπως έγινε στην περίπτωση της
Rhone Poulenc, εγκαταλείπεται η έρευνα στα αγροτικά προϊόντα για χάρη των
φαρμακευτικών που είναι πιο κερδοφόρα. Φοβάμαι ότι σύντομα θα αρχίσουμε
να υφιστάμεθα τις συνέπειες αυτής της τυφλής υπαγωγής της επιστήμης στο
κυνήγι του άμεσου κέρδους». Η άκριτη υιοθέτηση των δογμάτων του
νεοφιλελευθερισμού, οδηγεί τους νεόκοπους προφήτες της επιφητίσεως του
Αγίου Πνεύματος της «Αοράτου Χειρός» της αγοράς σε έναν θρησκευτικών
χαρακτηριστικών λόγο. «Στις μέρες μας ο λόγος καλείται να τεκμηριώνει το
κύρος και την ισχύ του μέσω της απτής εργαλειακής ωφελιμότητάς του. H
επιστημονική γνώση μπορεί να θεωρείται ως το κατ’ εξοχήν πολύτιμο
εμπόρευμα της εποχής μας μόνον επειδή και στο μέτρο που αποδεικνύει
εμπράκτως πως είναι σε θέση να συναγωνίζεται επιτυχώς τους πολεμίους,
αρνητές και «ανταγωνιστές» της στον επαληθεύσιμο δημοκρατικό στίβο της
παραγωγής και της παραγωγικότητας. Υπό τους όρους αυτούς, η ενεργός
ζήτηση των προϊόντων και των υπηρεσιών λειτουργεί ως οιονεί θεοδικία. Ο
κυρίαρχος ελεύθερος καταναλωτής είναι πλέον ο μόνος αρμόδιος να χωρίζει
ακριβοδίκαια ζώντες και νεκρούς και να επιβραβεύει αδιακρίτως καινοτόμους
και τσαρλατάνους. Έτσι, ως σύγχρονη Πυθία, η αγοραία ετυμηγορία δεν
διαιτητεύει μόνον τις οικονομικές ροές, αλλά αναλαμβάνει και τους ρόλους
του ύπατου κριτή της αλήθειας και του Ombudsman του ορθού λόγου. Και αν
η αγορά είναι ο Θεός, τα MME είναι οι προφήτες του» (Τσουκαλάς).
του πληθυσμού κατανέμονται μεταξύ του τομέα των υπηρεσιών και της
παραγωγής, επεξεργασίας, διακίνησης, κ.ο.κ. πληροφορίας.
Η ίδια η πληροφορία, κατ’ αρχάς εξεταζόταν –και εξακολουθεί εν πολλοίς να
εξετάζεται– ως συνιστώσα της διοίκησης τεχνολογικών διαδικασιών της
βιομηχανίας, και κυρίως υπό αυτήν την ιδιότητά της εντάσσεται στο όλο
πλέγμα του κεφαλαιοκρατικού κοινωνικού τρόπου παραγωγής.
Στις μέρες μας προβάλλει όλο και πιο έντονα και μια άλλη τάση
(αλληλένδετη με την προαναφερθείσα, αλλά όλο και πιο διακριτή και
διαφοροποιούμενη, σε βαθμό που συμπαρασύρει και την αρχική), τις λογικές
προεκτάσεις της οποίας και τους κινδύνους που εγκυμονεί θα επιχειρήσω να
σκιαγραφήσω αδρομερώς, υπερτονίζοντας σκοπίμως λανθάνουσες πτυχές της,
οι οποίες δεν είναι έκδηλες σε καθαρή μορφή.
Η πληροφορία αρχίζει να εξετάζεται ως αυταξία, ανεξαρτήτως της
εφαρμοσιμότητάς της στην παραγωγική διαδικασία. Στο βαθμό που ενισχύεται
αυτή η τάση, η πληροφορία όλο και πιο πολύ αποκόπτεται από την γνωστική-
περιεκτική της διάσταση, ανεξαρτοποιείται από την πραγματική
νοηματοδότησή της. Η «μεταμοντέρνα» αντίληψη περί γλώσσας ως
αυτόνομου από κάθε νόημα παιγνίου λέξεων, συνάδει με αυτήν την τάση, όπως
αυτή βιώνεται εν πολλοίς στους κύκλους των κατ’ επάγγελμα ασχολούμενων
με αυτήν. Ως εκ τούτου, η προσοχή τείνει να επικεντρώνεται στην τεχνολογία
κωδικοποίησης-αποκωδικοποίησης της πληροφορίας, στην αύξηση του όγκου
της και κυρίως, στην ανάπτυξη μιας ιδιότυπης επικοινωνίας, που ανάγεται
στην διοίκηση (management) των ροών πληροφορίας, γεγονός που
συνεπιφέρει τον βαθμιαίο εκτοπισμό του ζητήματος του περιεχομένου και του
νοήματος αυτής της πληροφορίας. Η ραγδαία αύξηση του όγκου της
πληροφορίας, που συνοδεύεται από επιτάχυνση και περιπλοκή των ροών της,
προβάλλει πλέον ως αυθύπαρκτος κοινωνικοποιητικός παράγων, ανεξαρτήτως
της ύπαρξης ή της απουσίας κάποιου περιεκτικού νοήματος σε αυτές.
Εκείνο που προτάσσεται είναι η ίδια η διαδικασία αυτής της «επικοινωνίας»,
ως πηγής εδραίωσης αυτής της νέας δυναμικά αναπτυσσόμενης δικτυακής
κοινωνικής δομής, αυτού του δυναμικού συστήματος, εντός του οποίου η
πληροφορία προβάλλει ως η κατ’ εξοχήν ανεξάρτητη μεταβλητή. Οι τάσεις
αυτές, στο βαθμό που ενισχύονται, συνδέονται με αντιφάσεις μείζονος
σημασίας για την κοινωνία, η μη επίλυση των οποίων οδηγεί σε έντονα
κρισιακά φαινόμενα. Τα τελευταία εκδηλώνονται με την πρωτοφανή πλέον
διόγκωση και κυριαρχία μιας εγγενούς ιδιότητας των κεφαλαιοκρατικών
σχέσεων: της καθολικής συγκρισιμότητας και της μονομερούς ποσοτικής
αποτίμησης των πάντων. Παρ’ όλες τις αναφορές στην ποιότητα, η κυρίαρχη
τάση είναι η επιταχυνόμενη αύξηση των ποσοτικών χαρακτηριστικών κάθε
κοινωνικά σημαίνουσας σφαίρας της ανθρώπινης ύπαρξης.
Πως εκδηλώνονται όλα αυτά στη σύγχρονη επιστημονική δραστηριότητα;
Ζούμε στην εποχή του θριάμβου των επιστημομετρικών δεικτών,
προεξαρχούσης της εκθετικής αύξησης των επιστημονικών δημοσιεύσεων.
Εξυπακούεται ότι, οι δυνατότητες αποκωδικοποίησης, γενίκευσης και
αναστοχαστικής διακρίβωσης της πραγματικής συνεισφοράς μιας εκάστης
των δημοσιεύσεων στην προαγωγή της έρευνας, είναι νομοτελώς
αντιστρόφως ανάλογες του όγκου και των ρυθμών αύξησής τους. Η φθίνουσα
δυνατότητα γενίκευσης, συρρικνώνει τις δυνατότητες σφαιρικής κριτικής
αποτίμησης του επιστημονικού κεκτημένου, οδηγεί σε κατακερματισμό και
αποσπασματικότητα της επιστημονικής εικόνας του κόσμου, αποτρέπει από
τον κοσμοθεωρητικό, μεθοδολογικό και φιλοσοφικό αναστοχασμό, επιτείνει τα
φαινόμενα συρρίκνωσης γνωστικών αντικειμένων, ερευνητικού μινιμαλισμού
και «επαγγελματικού κρετινισμού».
251
Υπάρχει διέξοδος από αυτόν τον φαύλο κύκλο; Το θέμα δεν έγκειται στην
επιδίωξη της καλύτερης επίδοσης (βάσει προδιαγεγραμμένων κριτηρίων) σε
κάποιον από τους επιβεβλημένους ρόλους (του ψηφοφόρου, του οπαδού, του
καταναλωτή, του καταξιωμένου επιχειρηματία «επιστήμονα», κ.ο.κ.), ούτε και
στην εναγώνια εναλλαγή υιοθετούμενων ρόλων της εκλαμβανόμενης ως
ανυπέρβλητης εικονικής πραγματικότητας από το προδιαγεγραμμένο φάσμα
του ενός ή του άλλου δικτύου διακίνησης αυτοανακυκλούμενης και
αυτοαναδιατασσόμενης πληροφορίας. Η διαχωριστική γραμμή της
συνειδητοποίησης που οδηγεί στην χειραφέτηση από την εμπλοκή στον κόσμο
των υποκαταστάτων, περνά μεταξύ εκείνων που βαυκαλίζονται άκριτα και
αυτάρεσκα με την κατανάλωση των προτεινόμενων από το ως άνω σύστημα
σεναρίων και παιγνίων ρόλων, και εκείνων που αντιλαμβανόμενοι την
εικονικότητα των ως άνω χειραγωγικών μηχανισμών αναδεικνύουν την υφή
των υποκαταστάτων και της απομίμησης ζωής, και δεν εκτονώνονται στις
προδιαγεγραμμένες ψευδοαντιπαλότητες του κυρίαρχου σεναρίου, αλλά
επιδιώκουν την ανατροπή και υπέρβασή του.
Υπάρχει διέξοδος;
Η επιστήμη (όπως και η συνδεόμενη με αυτήν οργανωμένη εκπαίδευση)
υπάγεται εν πολλοίς στην εκμετάλλευση του κεφαλαίου. Η επιλογή
κατεύθυνσης της περαιτέρω ανάπτυξης της έρευνας από το εκάστοτε φάσμα
δυνατοτήτων, δεν γίνεται πάντοτε βάσει της εσωτερικής λογικής της εν λόγω
255
απ’ όλα, με το χαρακτήρα της δραστηριότητας του ανθρώπου και τον τύπο
των σχέσεών του με τους άλλους ανθρώπους.
Μεγάλο μέρος των προσπαθειών κατανόησης της επίδρασης που ασκούν οι
βιολογικοί παράγοντες στη διαμόρφωση των πνευματικών ικανοτήτων των
ανθρώπων έχουν οδηγήσει σε απλουστευτικές ερμηνείες στη βάση του
βιολογικού ντετερμινισμού. Έτσι, οι αντιλήψεις ότι ο σωματότυπος
προκαθορίζει την ιδιοσυγκρασία το ψυχολογικό προφίλ του ατόμου αποτελούν
χαρακτηριστικό δείγμα νατουραλιστικής ερμηνείας του ανθρώπου.
Χαρακτηριστική από αυτή την άποψη είναι η θεωρία του W. Sheldon ότι ο
σωματότυπος έχει γενετική προέλευση και προκαθορίζει την ιδιοσυγκρασία
του ατόμου. Σύμφωνα με αυτή την θεώρηση τα ενδομορφικά άτομα
(στρογγυλοί, παχιοί, κοντοί) χαρακτηρίζονται από σπλαχνοτονία
(συναισθηματικός δεσμός, θερμοί, παθητικοί), τα μεσομορφικά άτομα
(τετράγωνοι, μυώδεις, αθλητικοί) – από σωματοτονία (επιθετικότητα,
εξωστρέφεια, κυριαρχία, ενεργητικότητα), ενώ τα εκτομορφικά (ψηλοί,
λεπτοί) από εγκαφαλοτονία (διανοούμενοι, εσωστρεφείς, ντροπαλοί,
υπερευαίσθητοι, κλπ). Όμως, ο W. Sheldon δεν κατάφερε με πειστικό τρόπο να
απαντήσει σε κρίσιμα ερωτήματα, όπως για παράδειγμα: ο σωματότυπος
μπορεί να αλλάξει κατά τη διάρκεια της ζωής του ατόμου; Η ορμονική
θεραπεία ή η άσκηση μπορεί να επιδράσει στον σωματότυπο του ατόμου;
(Shipman, 1998, 310).
Η ιδιοσυγκρασία εκφράζει τις φυσικές ιδιαιτερότητες που αφορούν την
δυναμική, το ρυθμό και την ισορροπία του νευρικού συστήματος που
χαρακτηρίζει κάποιο συγκεκριμένο άτομο και ασκεί σημαντική επίδραση
στους ρυθμούς και τους τρόπους ρύθμισης της δραστηριότητα του
οργανισμού (Asmolov, 1990). Οι τυπολογικές ιδιαιτερότητες του νευρικού
συστήματος δεν προκαθορίζουν τη συμπεριφορά του οργανισμού ακόμα και
στα ζώα: πχ. ένας σκύλος με ισχυρό νευρικό σύστημα μπορεί να γίνει
φοβητσιάρης εξαιτίας των δυσμενών συνθηκών ζωής του. Ο I.Pavlov διέκρινε
το γενότυπο, τις έμφυτες ιδιαιτερότητες του νευρικού συστήματος από το
φαινότυπο που εκφράζει τον τρόπο συμπεριφοράς του οργανισμού ως
αποτέλεσμα σύμμειξης του έμφυτου και του αποκτημένου κατά τη διάρκεια
της ζωής (Pavlov, 1996). Κάτω από την επίδραση του τρόπου ζωής η
ιδιοσυγκρασία του συγκεκριμένου ατόμου ως ένα βαθμό μπορεί να
μετασχηματιστεί, αλλά όχι να καταργηθεί πλήρως. Από αυτή την άποψη η
αναζήτηση κάποιων «γονιδίων ευφυΐας» για την ερμηνεία του φαινομένου της
δημιουργικότητας αποτελεί απλοποιητικό βιολογικό αναγωγισμό που
αντιβαίνει στα συμπεράσματα της σύγχρονης Βιολογίας (Ζακάρ, 1999
Lewontin, 2001).
Ποιος τύπος ιδιοσυγκρασίας είναι ιδανικός για την επιστημονική
δημιουργικότητα; Παλιότερα θεωρούσαν ότι ο ισχυρός, ισόρροπος, ευκίνητος
τύπος νευρικού συστήματος προσφέρεται για την πραγματοποίηση
σημαντικών επιδόσεων στην εκπαίδευση, στην εργασία, κλπ, εξαιτίας του
ισχυρού ενεργειακού δυναμικού του ατόμου και της υψηλής αντοχής του σε
ισχυρές καταπονήσεις. Αυτή η προσέγγιση είναι, κατά την άποψή μας,
μονόπλευρη και άκρως περιοριστική. Έτσι, για παράδειγμα τα άτομα με
αδύνατο τύπο νευρικού συστήματος παρουσιάζουν αυξημένη αισθαντικότητα
σε ερεθίσματα που παραμένουν απαρατήρητα για τον άνθρωπο με ισχυρό τύπο
νευρικού συστήματος με αποτέλεσμα να καταφέρνουν να αναδείξουν
σημαντικές πτυχές της πραγματικότητας που παραμένουν απαρατήρητες για
τους άλλους (Ilin, 2001). Δεν υπάρχουν «ιδανικοί» τύποι νευρικού συστήματος
για την πραγματοποίηση μιας δημιουργικής δραστηριότητα. Καταρχήν, ο
τύπος του νευρικού συστήματος προσδιορίζει μόνο το ρυθμό των νευρικών
263
σκεφτεί ότι η ροπή προς το παιχνίδι, όπως και η περιέργεια που αποτελεί
φυσική κλίση του παιδιού, παρόλο που δεν αποτελεί κάτι παιδαριώδες (με το
περιφρονητικό νόημα της λέξης), δεν συμβάλλουν επίσης στην ανάπτυξη της
επιστήμης;» (Broglie, 1962, 290). Ο ίδιος ισχυρίζεται ότι η επίλυση κάποιου
προβλήματος μοιάζει με την συμπλήρωση των κενών τετραγωνιδίων κάποιου
σταυρόλεξου. Ο επιστήμονας υποθέτει ότι τα φαινόμενα υποτάσσονται σε
νόμους που μπορούμε μέσω του επιστημονικού λόγου να τους κατανοήσουμε
(Broglie, 1962, 291).
Σύμφωνα με τον L.Vygotsky το παιχνίδι οδηγεί στην απόσπαση, την
αφαίρεση από την άμεση σύλληψη της πραγματικότητα που της δεν είναι
αυθαίρετη, αλλά υποτάσσεται σε συγκεκριμένους νόμους: «το παιδί φτάνει σ’
ένα σημείο όπου αρχίζει να ενεργεί ανεξάρτητα από αυτά που βλέπει»
(Vygotsky, 1997, 164). Ταυτόχρονα, το παιχνίδι χωρίς κανόνες δεν είναι
πραγματικό παιχνίδι και όσο πιο σκληροί είναι οι κανόνες τόσο πιο ενδιαφέρον
γίνεται. Ο αυτοέλεγχος και η τήρηση των κανόνων του παιχνιδιού, η δράση
του παιδιού που υποτάσσεται στο νόημα των πραγμάτων συμβάλλει στην
ανάπτυξη της βούλησης, της νόησης, του συνόλου των ψυχικών λειτουργιών
του παιδιού (Vygotsky, 1997, 168). Η δημιουργική επιστημονική εργασία
προϋποθέτει την ανάπτυξη της φαντασίας, την αποδέσμευση της πρόσληψης
της πραγματικότητας από επιφανειακές, φαινομενολογικές προσεγγίσεις του
γνωστικού αντικειμένου και, ταυτόχρονα, την κατανόηση και τον υπολογισμό
των συγκεκριμένων νόμων που διέπουν την ανάπτυξη της επιστημονικής
γνώσης.
Πραγματικά, η επιστήμη, εκ πρώτης όψεως, μοιάζει με ένα παιχνίδι ιδεών
που απαιτεί, όπως και το παιδικό παιχνίδι, αμεσότητα, πλήρη αφοσίωση,
ικανοποίηση του επιστήμονα από την ίδια την δραστηριότητά του.
Ταυτόχρονα, όμως, η επιστήμη διαφέρει από το παιχνίδι, διότι απαιτεί
επίπονη, εντατική εργασία και δεν μπορεί να αναχθεί σε ένα ελεύθερο και
απρόσκοπτο παιχνίδι. Πέραν τούτου, το αποτέλεσμα της επιστημονικής
εργασίας προάγει σε ένα νέο, ανώτερο επίπεδο την επιστημονική γνώση και
δημιουργεί ευρύτατο φάσμα δυνατοτήτων για τον μετασχηματισμό της
σχέσης κοινωνίας – φύσης.
του οποίου προϋποθέτει την διερεύνηση του τρόπου διάθλασης της δομής της
κοινωνίας στην διαμόρφωση του υποκειμένου, του αντικειμένου και της
εσωτερικής διάρθρωσης της επιστημονικής δραστηριότητας.
Βιβλιογραφία
Allaxverdian, A., Moshova, G., Jourevish, A. & Jaroshevski, M. (1998).
Ψυχολογία της επιστήμης. Mόσχα: Flinta.
Asmolov, A. (1990). Ψυχολογία της προσωπικότητας. Μόσχα: MGU.
Broglie, L. (1962). Στα μονοπάτια της επιστήμης. Μόσχα: Inostranaja
Literatura.
Volkov, G. (1968). Κοινωνιολογία της επιστήμης. Μόσχα: Izd.Polit.Literatura.
Βαζιούλιν, В.А. (1985). Λογική της Ιστορίας. Μόσχα: Misl.
Βαζιούλιν, В.А. (1985). Η διάνοια και ο λόγος στην ανάπτυξη της γνώσης. In
М.Ν.Аlekseiev &А.М. Кorshunov (eds), Dialektika poznavatenlova protsesa [Η
διαλεκτική της γνωστικής διαδικασίας] (σ.173 – 197). Moscow: MGU.
Βυγκότσκι, Λ. (1997). Νους στην κοινωνία: η ανάπτυξη των ανώτερων
ψυχολογικών διαδικασιών. Αθήνα: Gutenberg.
Vazulin, V. (1988). Η Λογική της Ιστορίας. Αθήνα: Misl.
Volkov, G.(1968). Κοινωνιολογία της επιστήμης. Μ.: Politliteratura.
Guilford, J. (1950). Creativity. It’s measurement and development. American
Psychologist, 5 pp.444-445.
Γκαίτε (1988). Συζητήσεις με τον Ekkerman. Erevan: Aiastan.
Gorman, M. (1996). Psychology of science, in W.Donohue& R. Kitchener (eds)
The Philosophy of Psychology (pp.50 –65). London: SAGE Publication.
Δήμα, Α. (2002). Ιδιοφυΐες με ειδικές ανάγκες. Βήμαgazino, 1-9, αρ.99.
Δημόκριτος, Διόδωρος I 8.7 (DK 68 B III-VI.5).
Δαφέρμος, Μ. (1995). Το πρόβλημα της αλληλεπίδρασης επιστήμης και
ηθικής. Μόσχα: MGU.
Δαφέρμος, Μ. (2001). Διανόηση: η περίπτωση των ρώσων επαναστατών -
δημοκρατών της δεκαετίας του 1860, ΟΥΤΟΠΙΑ,
Δαφέρμος, Μ. (2002). Η πολιτισμική-ιστορική θεωρία του L.Vygotsky. Αθήνα:
Ατραπός.
Ζακάρ, Α. (1999). Παγίδες και απειλές της επιστήμης. Αθήνα: Δρομέας.
Ιλιένκοφ, Ε.(1976). Τεχνοκρατία και ανθρώπινα ιδεώδη στο σοσιαλισμό.
Αθήνα: Οδυσσέας.
Ilin, E. (2001). Ψυχοφυσιολογία των ατομικών διαφορών. Sankt Peterburg:
Piter.
Kandel, E., Schwartz, J. & Jessel, Th. (1999). Νευροεπιστήμη και
συμπεριφορά. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.
Kitchener, R. (1996). Genetic Epistemology and Cognitive Psychology of
Science, in W.Donohue& R. Kitchener (eds), The Philosophy of Psychology
(pp.66 –77). London: SAGE Publication.
Klauzewitz, Κ. (1991). Περί πολέμου. Θεσσαλονίκη: Βάνιας.
Lewontin, R. (2002). Δεν είναι απαραίτητα έτσι. Αθήνα: Κάτοπτρο.
Λούρια, Α. (1999). Η λειτουργία του εγκεφάλου. Εισαγωγή στην
Νευροψυχολογία. Αθήνα:
Καστανιώτη.
Μαρξ, Κ. (1978). Το Κεφάλαιο ( τ.3). Αθήνα: Σύγχρονη εποχή.
Mayer, R. (1983). Thinking, problem solving, cognition. New York: W.H.
Freeman and Company.
Maslow, A. (2002). Toward a Psychology of being. Religious, values and Peak
Experiences. Moscow: Escimo Press.
Mey, R.(2001). Το θάρρος να δημιουργείς. Moscow: Psychologiavera.
276
φωνές του παρελθόντος” κ.ο.κ. Ωστόσο, η σύγκρουση αυτή, αφορά θεμελιώδη ερωτήματα για τις
προοπτικές της ανθρωπότητας, τα οποία συνοψίζονται στο εξής: “ποια επιστήμη, ποιο
πανεπιστήμιο σε ποια κοινωνία”.
Το πανεπιστήμιο είναι ένας χώρος που επιτελεί την κοινωνική του αποστολή, ως πεδίο
δημιουργικής σύζευξης της ελεύθερης επιστημονικής έρευνας με τη διαπαιδαγώγηση
ολόπλευρα αναπτυσσόμενων νέων επιστημόνων. Είναι ένας χώρος, όπου με μακραίωνους
αγώνες και θυσίες έχει κατακτηθεί το προνόμιο και καθήκον της πανεπιστημιακής
κοινότητας να στοχάζεται κριτικά και ορθολογικά πάνω στα θεμελιωδέστερα προβλήματα
της κοινωνίας. Και όπως έλεγε ο Ρήγας Φεραίος: «Ὅποιος ἐλεύθερα συλλογᾶται, συλλογᾶται
καλά».
Τα τελευταία χρόνια λοιπόν, μέσα στη σύγκρουση για τους θεσμούς, τις λειτουργίες, το
χαρακτήρα και τις προοπτικές του πανεπιστημίου, έχουν διαμορφωθεί με αρκετή σαφήνεια δύο
αντιμαχόμενα στρατόπεδα:
το στρατόπεδο της πιο άμεσης και απροκάλυπτης υπαγωγής επιστήμης και
πανεπιστημίου στις “δυνάμεις της αγοράς”, στο κεφάλαιο, της μετατροπής του πανεπιστημίου
σε “επιχειρηματικό πανεπιστήμιο” είτε ακόμα και της μετατροπής του σε αυταρχικό
εκπαιδευτήριο-επιχείρηση, με δομή διοίκησης που θα προσιδιάζει σε αυτήν μιας Α.Ε., με
Διοικητικά Συμβούλια και μονοπρόσωπα όργανα εκτός λογοδοσίας και ελέγχου, που θα
συμπεριλαμβάνουν φορείς του κεφαλαίου και των πολιτικών του υπαλλήλων, με υποβάθμιση ή/και
απάλειψη της βασικής έρευνας, των κοινωνικών – ανθρωπιστικών επιστημών και της φιλοσοφίας,
με αναγωγή της διδασκαλίας σε μετάδοση χρηστικών πακέτων “συνταγών”, πληροφορίας και
δεξιοτήτων με ημερομηνία λήξης, με αγοραία-αυταρχική αξιολόγηση και λογοκρισία, με
εξέταστρα, δίδακτρα, πιστωτικές μονάδες κ.ο.κ. Σύνθημα αυτού του στρατοπέδου: “επιστήμη και
πανεπιστήμιο στην υπηρεσία της αγοράς και του κεφαλαίου”.
το στρατόπεδο που αντιπαλεύει τα δεινά και τα εκφυλιστικά φαινόμενα στα ΑΕΙ, εμμένει
στο δημόσιο και δωρεάν χαρακτήρα του Πανεπιστημίου. Ενός πανεπιστημίου, όπου η ίδια η
κοινότητα και κατ' επέκταση – η κοινωνία, με όρους αντικειμενικής-ορθολογικής
τεκμηρίωσης, ελευθερίας, ελέγχου, λογοδοσίας και αυτοδιοίκησης-αυτοδιαχείρισης, θα
προτάσσει ερευνητικές και εκπαιδευτικές κατευθύνσεις, όχι στη βάση ιδιοτελών κερδώων
συμφερόντων και σκοπιμοτήτων, ούτε στη βάση αυταρχικών θεσμικών και εξωθεσμικών
επιβολών, αλλά με γνώμονα την ίδια τη λογική της επιστημονικής έρευνας και των
βαθύτερων αναγκών της κοινωνίας, όπως αυτές διαθλώνται υπό το πρίσμα της επιστήμης,
της λογικής του ίδιου του γνωστικού αντικειμένου. Ως προς τον χαρακτήρα, το περιεχόμενο
και τα κίνητρά της, η επιστημονική και παιδαγωγική δημιουργική δραστηριότητα, απαιτεί
έμφαση στα εσωτερικά κίνητρα (ανιδιοτελή αφοσίωση, προσήλωση στη λογική της έρευνας,
ανθρωπισμός, αφοσίωση στην υπηρεσία της ανθρωπότητας, αγώνας με αυταπάρνηση για την
αλήθεια κ.ο.κ.). Κάθε προσπάθεια αναγωγής αυτής της δραστηριότητας σε επιχειρηματική
(με αντίστοιχες εμφάσεις στην ανταγωνιστικότητα, στις αγοραίες αξιολογήσεις κ.ο.κ.),
υπονομεύει και τελικά καταστρέφει τόσο την επιστήμη, όσο και το υποκείμενό της
(συλλογικό και ατομικό). Η επιχειρηματική δραστηριότητα είναι εξ υπαρχής ιδιοτελής,
μονομερής και κοντόφθαλμη: δεν αποσκοπεί στην ανάπτυξη της επιστήμης και στις ανάγκες
της ανθρωπότητας, αλλά αποκλειστικά στη μεγιστοποίηση της κερδοφορίας. Είναι
απαραίτητος λοιπόν ο αγώνας για επιστήμη και παιδεία ανοικτή στην κοινωνία,
προσπελάσιμη από όλα τα παιδιά του λαού και όχι μόνο απ' την ελίτ του πλούτου. Σύνθημα
αυτού του στρατοπέδου: “επιστήμη και πανεπιστήμιο στην υπηρεσία του ανθρώπου και της
ανθρωπότητας”.
Από τους φορείς του δεύτερου στρατοπέδου, έχει αναπτυχθεί εξαιρετικά γόνιμη
επιστημονική έρευνα και εκλαΐκευση των αποτελεσμάτων της. Έρευνα διεπιστημονική
(ιστορία, φιλοσοφία, κοινωνιολογία και ψυχολογία της επιστήμης και της τεχνολογίας, λογική και
μεθοδολογία της επιστημονικής έρευνας, αναπτυξιακή ψυχολογία, ψυχοπαιδαγωγική, γνωσιακές
επιστήμες κ.ά.), που θεμελιώνει την ανάγκη επιστημονικής οργάνωσης της θεσμικής δομής, του
χαρακτήρα, του περιεχομένου και των προσανατολισμών του πανεπιστημίου. Έρευνα που
278