You are on page 1of 157

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ

ΣΧΟΛΗ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΣΤΗΝ


ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΣΤΙΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΤΗΣ


ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ

ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ: ΛΟΓΟΣ, ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

Διπλωματική Εργασία

Θέμα: «Τα διηγήματα από τα Κείμενα


Νεοελληνικής Λογοτεχνίας της Α΄ Γυμνασίου σύμφωνα
με τη Δομική Αφηγηματολογία του Claude Bremond»

Ευθυμία Σταυρογιαννοπούλου
Α.Μ. 307

Επιβλέπων: Δημήτρης Πολίτης


ΠΑΤΡΑ 2012
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Περίληψη ........................................................................................................... 4
Abstract ............................................................................................................. 4
Προλογικό σημείωμα .......................................................................................... 5

Α΄ ΜΕΡΟΣ. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ-ΘΕΩΡΗΤΙΚΑ ............................................................ 6

Ι. Εισαγωγικά ..................................................................................................... 6
1. Προβληματική της μελέτης ........................................................................... 6
2. Λόγοι επιλογής του συγκεκριμένου λογοτεχνικού υλικού ................................. 9
3. Στόχοι ....................................................................................................... 11
4. Μέθοδος μελέτης ....................................................................................... 12

II. Θεωρητικό πλαίσιο: Η Δομική Αφηγηματολογία του Claude Bremond .............. 14


1. Δομισμός .................................................................................................. 14
2. Η Κληρονομιά του Vladimir Propp .............................................................. 16
α. Η θεωρία του Vladimir Propp .................................................................. 16
β. Κριτική της θεωρίας του Propp από τον Bremond ...................................... 18
γ. Οι άλλοι θεωρητικοί ................................................................................ 20
3. Οι κύριοι αφηγηματικοί ρόλοι κατά τον Bremond ......................................... 22
α. Το πάσχον υποκείμενο ............................................................................ 25
β. Το δρων υποκείμενο............................................................................... 30
i. Το δρων υποκείμενο που επηρεάζει ......................................................... 38
ii. Το δρων υποκείμενο που βελτιώνει και το δρων υποκείμενο που υποβαθμίζει40
iii. Το δρων υποκείμενο που αποκτά αξία (δικαιώνεται) και το δρων υποκείμενο
που ανταποδίδει........................................................................................ 43
4. Η κωδικοποίηση της αφήγησης ................................................................... 46

2
Β΄ ΜΕΡΟΣ. ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ –ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΕΥΡΗΜΑΤΩΝ ΤΗΣ
ΜΕΛΕΤΗΣ ...................................................................................................... 56

Ι. Ανάλυση των διηγημάτων της Α΄ Γυμνασίου σύμφωνα με το μοντέλο του Βremond56


1. «Ο παππούς και το εγγονάκι» του Λ. Τολστόι ............................................... 56
2. «Η έξοδο» του Γιάννη Βλαχογιάννη ............................................................ 59
3. «Οι πιτσιρίκοι» του Δημήτρη Ψαθά ............................................................. 61
4. «Τα κόκκινα λουστρίνια» της Ειρήνης Μάρρα .............................................. 64
5. «Ο Κωνσταντής» της Λίτσας Ψαραύτη ........................................................ 67
6. «Ο Βάνκας » του Άντον Τσέχωφ ................................................................. 73
7. «Το μνήμα της μάνας» του Ανδρέα Καρκαβίτσα ........................................... 78
8. «Η Δάφνη» του Ηλία Βενέζη ...................................................................... 84
9. «Στρίγγλα και καλλονή» της Λιλής Ζωγράφου .............................................. 87
10. «Η Βαγγελιώ-δεν-είσαι-εντάξει» του Γιώργου Σκαμπαρδώνη ....................... 90

II. Ρόλοι και διαδικασίες στα διηγήματα της Α΄ Γυμνασίου ................................... 93


1. Ρόλοι δρώντων ή πασχόντων υποκειμένων: εναλλαγή ρόλων ......................... 93
2. Εκούσια ή ακούσια δράση .......................................................................... 94
3. Κίνητρα .................................................................................................... 95
4. Συναισθήματα............................................................................................ 97
5. Εμπόδια, αντίπαλοι, σύμμαχοι ..................................................................... 98
6. Φάσεις διαδικασιών.................................................................................... 99
7. Μέσα ........................................................................................................ 99
8. Διαδικασίες ............................................................................................. 100

ΙΙI. Γενικά Συμπεράσματα-Προτάσεις ............................................................... 102

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ............................................................................................ 104

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ............................................................................................... 114

3
Περίληψη
Η παρούσα εργασία επικεντρώνει το ενδιαφέρον της στην προσέγγιση των διηγημάτων
που περιέχονται στα Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας της Α΄ τάξης του Γυμνασίου. Η
προσέγγιση αυτή γίνεται με βάση τη «στρουκτουραλιστική εκδοχή» της Αναγνωστικής
Θεωρίας και συγκεκριμένα τη θεωρία του Γάλλου σημειολόγου/αφηγηματολόγου
Claude Bremond. Γίνεται μια προσπάθεια ανάδειξης της σύνδεσης ανάμεσα στην
Αφηγηματολογία και στην ερμηνεία κειμένων που διδάσκονται στο Γυμνάσιο. Η
εργασία οργανώνεται σε δύο μέρη. Στο πρώτο κεφάλαιο του πρώτου μέρους εκτίθεται η
προβληματική της έρευνας, οι στόχοι και η μέθοδος που ακολουθείται. Στο δεύτερο
κεφάλαιο εκτίθεται αναλυτικά το θεωρητικό μοντέλο που προτείνει ο Bremond για την
ανάλυση κάθε είδους αφηγηματικών κειμένων. Βασικές έννοιες του μοντέλου του είναι
οι ρόλοι δρώντων και πασχόντων υποκειμένων και οι διαδικασίες, οι οποίες συνδέονται
μεταξύ τους αλλά και με τους ρόλους. Στο δεύτερο μέρος γίνεται η ανάλυση του
λογοτεχνικού υλικού, το οποίο περιλαμβάνει δέκα διηγήματα, σύμφωνα με το
θεωρητικό μας εργαλείο. Τέλος, με αφορμή τα συγκεκριμένα διηγήματα γίνονται
κάποιες προτάσεις για τη διδακτική αξιοποίηση του μοντέλου του Bremond στο
Γυμνάσιο.

Abstract
The present work focuses on the approach of short stories contained in the Texts of
Modern Greek Literature taught at the first class of the Greek High School. This
approach is based on the “structuralist version” of the Reader-Response Theory and,
specifically, on the theory of the French semiologist/narratologist Claude Bremond. An
effort has been made to show the connection between Narratology and the interpretation
of texts taught at the Greek High School. The work consists of two parts. In the first
chapter of the first part the research problems, the objectives and the used methodology
are analyzed. In the second chapter, Bremond’s theoretical model for the analysis of all
kinds of narrating texts is examined thoroughly. The basic concepts of his model are the
roles of the agents, the roles of the patients and the processes, which are connected with
each other as well as with the roles. The second part includes the analysis of the
Literature material, which consists of ten short stories, using the theoretical tool.
Finally, having in mind these particular short stories, certain suggestions for the
educational use of Bremond’s model at the Greek High School are made.

4
Προλογικό σημείωμα

Στο σημείο αυτό, θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά για την ευκαιρία που μου
έδωσε να ασχοληθώ με ένα ενδιαφέρον θέμα τον κ. Πολίτη Δημήτρη, Λέκτορα του
Τ.Ε.Ε.Α.Π.Η. του Παν/μίου Πατρών, ο οποίος ανέλαβε την επίβλεψη της παρούσας
εργασίας. Η επιστημονική του καθοδήγηση σε όλη τη διάρκεια της συγγραφής της
εργασίας, με σημαντικές υποδείξεις και διορθώσεις, συνέβαλε καθοριστικά στην
ολοκλήρωσή της. Επίσης, ευχαριστώ τα υπόλοιπα Μέλη της Τριμελούς Επιτροπής, την
κα Κονδύλη Μαριάννα, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια του Τ.Ε.Ε.Α.Π.Η. του Παν/μίου
Πατρών, και την κα Μουρίκη Αλεξάνδρα, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια του
Τ.Ε.Ε.Α.Π.Η. του Παν/μίου Πατρών, για τη δημιουργική επικοινωνία που είχαμε κατά
τη διάρκεια διεξαγωγής των μαθημάτων στο Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών του
συγκεκριμένου τμήματος, καθώς και για την πρόθυμη συμμετοχή τους στην Τριμελή
Επιτροπή και στη διαδικασία υποστήριξης της εργασίας μου.
Ιδιαίτερες ευχαριστίες θα ήθελα να εκφράσω προς την οικογένειά μου και
ιδιαίτερα προς το σύζυγό μου και τους τρεις γιους μου για την κατανόηση και τη
συμπαράσταση που μου παρέχουν.

5
Α΄ ΜΕΡΟΣ. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ-ΘΕΩΡΗΤΙΚΑ

Ι. Εισαγωγικά

1. Προβληματική της μελέτης


Η παρούσα εργασία βασίζεται στην παραδοχή ότι οι θεωρίες της Λογοτεχνίας
είναι απαραίτητες στον εκπαιδευτικό και της Πρωτοβάθμιας και της Δευτεροβάθμιας
Εκπαίδευσης που επιδιώκει να ερμηνεύσει τα διδασκόμενα λογοτεχνικά κείμενα και να
οδηγήσει τους μαθητές του σε ασφαλή επικοινωνία με αυτά, ώστε να τα κατανοήσουν
και να τα απολαύσουν ως πολυφωνικά αντικείμενα που προβάλλουν πανανθρώπινες
ιδέες και αξίες (Κατσίκη-Γκίβαλου 2005, 22). Η γνώση των θεωριών της Λογοτεχνίας
από τον εκπαιδευτικό ασφαλώς δεν είναι πανάκεια ούτε αυτοσκοπός, αλλά αποτελεί το
μέσο για μια επιτυχημένη διδασκαλία, η οποία, όμως, δεν είναι εύκολη υπόθεση, καθώς
η διδασκαλία του μαθήματος της Λογοτεχνίας είναι μια πολυσύνθετη επικοινωνιακή
πράξη, η οποία μοιάζει με θεατρικό δρώμενο που απαιτεί τη συμμετοχή του αποδέκτη-
αναγνώστη και επιζητά να τον μετατρέψει σε διά βίου φιλαναγνώστη της Λογοτεχνίας
(Αργυροπούλου 2009, 11).
«Τα εργαλεία που παρέχουν οι θεωρίες Λογοτεχνίας μπορούν να εφαρμοστούν
προσαρμοσμένα και στην Παιδική Λογοτεχνία» (Παπαντωνάκης 2008), κείμενα της
οποίας συναντούμε στα σχολικά βιβλία του Δημοτικού Σχολείου και των πρώτων
τάξεων του Γυμνασίου, και φυσικά στη Λογοτεχνία για ενηλίκους. Η γνώση και η
χρήση αυτών των εργαλείων πιστεύουμε πως θα απάλλασσε τον εκπαιδευτικό από την
αμηχανία, με την οποία συχνά αντιμετωπίζει το μάθημα της Λογοτεχνίας και την οποία
προσπαθεί να ξεπεράσει, καταφεύγοντας στα σχολικά βοηθήματα του εμπορίου, εφόσον
οι οδηγίες του Υπουργείου τού φαίνονται ασαφείς και ανεπαρκείς (Κανταρτζής 2009,
2).
Καθώς, λοιπόν, στην ελληνική βιβλιογραφία δεν υπάρχουν μελέτες των
διηγημάτων που συμπεριλαμβάνονται στο σχολικό εγχειρίδιο Κείμενα Νεοελληνικής
Λογοτεχνίας της Α΄ Γυμνασίου, εκτός από τις αναλύσεις των σχολικών βοηθημάτων που
δεν ακολουθούν όμως κάποια ειδική ορολογία ή μέθοδο και δεν απορρέουν από μια
συστηματική αφηγηματολογική ανάλυση, αποφασίσαμε να εφαρμόσουμε μια
στρουκτουραλιστική θεωρία, αυτή του Γάλλου σημειολόγου/αφηγηματολόγου Claude

6
Bremond, στα παραπάνω διηγήματα, σε μια προσπάθεια να τα “φωτίσουμε”
περισσότερο. Έχουμε επιλέξει αυτή τη θεωρία, επειδή ο συγκεκριμένος Γάλλος
σημειολόγος επιχείρησε να διαμορφώσει ένα μοντέλο γενικής εφαρμογής, κατάλληλο
για κάθε είδους αφήγημα, πολλά στοιχεία του οποίου, κατά τη γνώμη μας, μπορεί να
αξιοποιήσει μέσα στην τάξη ο εκπαιδευτικός που καλείται να διδάξει λογοτεχνικά
κείμενα, είτε στην Πρωτοβάθμια είτε στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Και η Rebecca
Lucens στο βιβλίο της A Critical Handbook of Children’s Literature προτιμά «τη
στρουκτουραλιστική προσέγγιση των κειμένων για παιδιά, θεωρώντας ότι μια τέτοια
προσέγγιση προσφέρει την κατανόηση όλων εκείνων των (αρχετυπικών) λογοτεχνικών
συστατικών που υπάρχουν σε όλα τα λογοτεχνικά κείμενα» (Πολίτης 2010, 26).
Πρόκειται για μια σχετικά απλή θεωρία, η οποία μπορεί να χρησιμοποιηθεί όχι
μόνο για την αποκωδικοποίηση λογοτεχνικών αφηγηματικών κειμένων αλλά και για την
παραγωγή λόγου εκ μέρους των μαθητών, καθώς έχει εμφανείς ομοιότητες με το
Κειμενοκεντρικό-Διαδικαστικό Μοντέλο Παραγωγής Γραπτού Λόγου.1 Η θεωρία του
Bremond δεν είναι πολύ γνωστή, ιδίως στον αγγλόφωνο χώρο. Δεν έχουν γίνει πολλές
μελέτες παγκοσμίως βάσει του μοντέλου του, ενώ απλές αναφορές στο έργο του
υπάρχουν αρκετές. Στη χώρα μας έχει εφαρμοστεί αυτό το μοντέλο από τον καθηγητή
Γιώργο Κεχαγιόγλου σε μελέτες του για βυζαντινά και νεοελληνικά κείμενα,
συγκεκριμένα για τον Απόκοπο του Μπεργαδή, για έργα του Παπαδιαμάντη, κ.ά.
(Τζιόβας 1993). Βρήκαμε, επίσης, σε ελληνικές ιστοσελίδες μια εισήγηση, στην οποία η
φιλόλογος Χρυσάνθη Πετρωτού (χ.χ.) ερμηνεύει το Γιούγκερμαν του Καραγάτση,
χρησιμοποιώντας την τυπολογία των κινήτρων του Bremond, και ένα άρθρο της
Μαρίτας Παπαρούση (2005) για τη διδακτική αξιοποίηση της θεωρίας του Bremond (σε
συνδυασμό με την τυπολογία του Jean-Michel Adam και του Paul Larivaille) στο
Δημοτικό Σχολείο με αναφορές στα κείμενα Αστραδενή και Βαγγελίτσα.
Επίσης, από μια έρευνα που κάναμε στο διαδίκτυο, εντοπίσαμε μια εργασία που
έγινε στο Κεμπέκ το 1989, στην οποία η συγγραφέας της εξετάζει τρία αστυνομικά

1
Το μοντέλο αυτό αναδεικνύει τα δομικά στοιχεία των κειμένων και αποσκοπεί να καταστήσει «τους
μαθητές αποτελεσματικούς αναγνώστες» και να «τους διευκολύνει στη διαδικασία παραγωγής γραπτού
λόγου» (Ματσαγγούρας 1999, 671). «Σταθερά δομικά στοιχεία όλων των αναπτυγμένων αφηγημάτων»
θεωρούνται τα παρακάτω δέκα στοιχεία που είχαν επισημάνει οι Stein και Glenn (1979) και τα οποία
«συνιστούν την υπερδομή του αφηγηματικού κειμένου»: χωροχρονικό πλαίσιο (setting), στόχοι (goals),
αρχικό επεισόδιο (initial event), εμπόδια (complications), εσωτερικές αντιδράσεις ηρώων (internal
reactions), προσπάθειες επίλυσης προβλήματος (attempts), αποτελέσματα (results), εξωτερικές
αντιδράσεις (reactions), άλλα γεγονότα (other events), λύση μύθου (story ending) (Ματσαγγούρας 1999,
622).
7
μυθιστορήματα υπό το φως του μοντέλου του Bremond και διερευνά το ρόλο των
γυναικών σε αυτά αλλά και την επίδραση του Φεμινισμού (Desbiens 1989).
Εντοπίσαμε, ακόμη, δύο πρόσφατες μικρότερης έκτασης εργασίες στο Πανεπιστήμιο
Université de Yaoundé 1 του Καμερούν: στη μία αναλύεται ένα διήγημα (Mawaffo
2010), γραμμένο στην αφρικανική αυτή χώρα, και στην άλλη αναλύεται ένας
προφορικός μύθος των Moundang (μιας αφρικανικής φυλής που ζει στα νότια του
Καμερούν), ο οποίος περιγράφεται δομικά βάσει του μοντέλου του Bremond και στη
συνέχεια εξετάζεται εθνολογικά (Noke 2011).
Αυτό, όμως, που μας εντυπωσίασε είναι ότι η θεωρία του Bremond
χρησιμοποιείται από μηχανικούς που ασχολούνται με τη διαδραστική αφήγηση.
«Πρόκειται για εφαρμογές υπολογιστικών συστημάτων, όπου οι διαδράσεις του χρήστη
έχουν σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός αφηγήματος, στο οποίο ο χρήστης είναι ο
πρωταγωνιστής» (Παναγιωτίδης 2009, 1) ή αλλιώς για «ένα νέο είδος λογοτεχνίας µε
προορισµό τα ηλεκτρονικά µέσα επικοινωνίας και κύριο χαρακτηριστικό την άµεση και
ενεργό συµµετοχή (σε κάποιο βαθµό) του “αναγνώστη” στη διαµόρφωση και την
εξέλιξη µιας ιστορίας. Ο όρος αντιδιαστέλλεται από αυτούς της δράσης και της απλής
αλληλεπίδρασης και αποκτά το περιεχόµενο της δυναµικής αλληλεπίδρασης µε την
έννοια της παροχής άµεσης ανάδρασης από τον αναγνώστη-χρήστη στον αφηγητή µέσα
από µια τεχνολογική δοµή που επιτρέπει την ενσωµάτωση αυτής της ανάδρασης στην
εξέλιξη της ιστορίας» (Κεκές και Μυλωνάκου-Κεκέ 2002, 766). Η λογική του Bremond
παρέχει λεπτομερή περιγραφή του πλήθους των ενεργειών που εμφανίζονται στην
αφήγηση και έτσι είναι πιο άμεσα εφαρμόσιμη στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές, σε
σύγκριση με τις θεωρίες των άλλων αφηγηματολόγων, όπως του Algidras Greimas
(Szilas 2002). Γενικά, χρησιμοποιούνται οι θεωρίες των Ευρωπαίων σημειολόγων
(Bremond, Greimas, Umberto Eco) από τους προγραμματιστές όχι μόνο σαν ένα γενικό
θεωρητικό υπόβαθρο αλλά και ως πρακτική βάση του προγραμματισμού (Andersen,
Holmqvist and Jensen 1993, 148). Ιδιαίτερα χρήσιμη αποδεικνύεται για αυτούς η θέση
του Bremond ότι ένα γεγονός παρουσιάζεται σαν πιθανό ή μη πιθανό. Αν είναι πιθανό,
μπορεί να πραγματοποιηθεί ή όχι, και αν πραγματοποιηθεί, να έχει επιτυχία ή αποτυχία
(Andersen, Holmqvist and Jensen 1993, 165).
Θα εφαρμόσουμε, λοιπόν, τη θεωρία του Bremond σε διηγήματα, τα οποία
αφενός μεν έχουν δυνητικά παιδαγωγική αξία, αφού είναι αφηγήσεις και σύμφωνα με
ορισμένους γνωστικούς ψυχολόγους και θεωρητικούς του πολιτισμού «η αφήγηση
διαφόρων ιστοριών για το πώς ένα πράγμα οδηγεί σε κάτι άλλο είναι το βασικό μέσο με
8
το οποίο κατανοούμε τον κόσμο, δίνουμε νόημα στις εμπειρίες μας και οργανώνουμε τη
ζωή μας» (Abrams 2010, 60), και αφετέρου είναι ολοκληρωμένα έργα τέχνης.

2. Λόγοι επιλογής του συγκεκριμένου λογοτεχνικού υλικού


Η διδασκαλία διηγημάτων στο πλαίσιο του μαθήματος της Νεοελληνικής
Λογοτεχνίας στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση και συγκεκριμένα στην Α΄ Γυμνασίου,
την προηγούμενη σχολική χρονιά (2010-2011), μας οδήγησαν στην προσπάθεια
εφαρμογής της θεωρίας του Bremond στα διηγήματα αυτής της τάξης.
Το σχολικό βιβλίο της Α΄ Γυμνασίου είναι χωρισμένο σε Θεματικές Ενότητες.2
Σε κάθε ενότητα περιλαμβάνονται τρία έως οκτώ (3-8) κείμενα, πεζά τα περισσότερα.
Μεταξύ των άλλων κειμένων υπάρχουν τα εξής διηγήματα, τα οποία είναι ολόκληρα:
«Ο παππούς και το εγγονάκι» (43)3 του Λ. Τολστόι (από την ενότητα «Οικογενειακές
σχέσεις»), «Η έξοδο» (74-75) του Γιάννη Βλαχογιάννη και «Οι πιτσιρίκοι» (82) του
Δημήτρη Ψαθά (από την ενότητα «Εθνική ζωή»), «Τα κόκκινα λουστρίνια» (160) της
Ειρήνης Μάρρα και «Ο Κωνσταντής» (165) της Λίτσας Ψαραύτη (από την ενότητα «Η
αγάπη για τους συνανθρώπους μας»), «Ο Βάνκας» (190) του Άντον Τσέχωφ (από την
ενότητα «Η βιοπάλη»), «Το μνήμα της μάνας» (216) του Ανδρέα Καρκαβίτσα, «Η
Δάφνη» (227) του Ηλία Βενέζη, «Στρίγγλα και καλλονή» (235) της Λιλής Ζωγράφου,
και «Η Βαγγελιώ-δεν-είσαι-εντάξει» (241) του Γιώργου Σκαμπαρδώνη (από την
ενότητα «Οι φίλοι μας τα ζώα»).
Μέσα από τη διδασκαλία του διηγήματος «Ο παππούς και το εγγονάκι» (43) οι
μαθητές έχουν την ευκαιρία «να συνειδητοποιήσουν την περιπλοκότητα των σχέσεων
που αναπτύσσονται στο εσωτερικό του οικογενειακού θεσμού» (Δ.Ε.Π.Π.Σ. 2003, 67).
Βασικός στόχος της διδασκαλίας των δύο διηγημάτων από την ενότητα «Εθνική ζωή»
είναι η «ανάπτυξη ιστορικής συνείδησης» (Δ.Ε.Π.Π.Σ. 2003, 67). Μέσα από τη
διδασκαλία των δύο διηγημάτων από την ενότητα «Η αγάπη για τους συνανθρώπους
μας» και του διηγήματος από την ενότητα «Η βιοπάλη» επιδιώκεται να κατανοήσουν οι
μαθητές ότι τα λογοτεχνικά κείμενα αποκαλύπτουν «ορισμένες θεμελιώδεις υπαρξιακές

2
Οι Θεματικές Ενότητες είναι κατά σειρά: «Ο άνθρωπος και η φύση», «Λαογραφικά», «Οικογενειακές
σχέσεις», «Θρησκευτική ζωή», «Εθνική ζωή», «Παλαιότερες μορφές ζωής», «Ταξιδιωτικά κείμενα», «Η
αποδημία», «Αθλητισμός», «Η αγάπη για τους συνανθρώπους μας», «Η βιοπάλη», «Προβλήματα της
σύγχρονης ζωής», «Οι φίλοι μας τα ζώα».
3
Η παραπομπή στα διηγήματα του σχολικού βιβλίου θα γίνεται στο εξής για συντομία με τη χρήση του
αριθμού της σελίδας.
9
διαθέσεις του ανθρώπου, όπως τον τρόπο να βιώνει τη σχέση με τους άλλους, να
εξερευνά τον εαυτό του», αλλά και «να ευαισθητοποιηθούν στην οδύνη των άλλων
ανθρώπων» (Δ.Ε.Π.Π.Σ. 2003, 70) και να προβληματιστούν για το μεγάλο πρόβλημα
της εκμετάλλευσης της παιδικής εργασίας. Τέλος, με τη διδασκαλία των διηγημάτων
από την ενότητα «Οι φίλοι μας τα ζώα» επιδιώκεται να αντιληφθούν οι μαθητές «τον
άνθρωπο ως μέρος του ευρύτερου οικοσυστήματος και να αναπτύξουν στάση σεβασμού
απέναντι στο βιοφυσικό περιβάλλον» (Δ.Ε.Π.Π.Σ. 2003, 67).
Θεωρούμε, λοιπόν, πως το συγκεκριμένο λογοτεχνικό υλικό έχει δυνητικά
παιδαγωγική αξία, αν εξυπηρετηθούν οι διδακτικοί στόχοι που προαναφέρθηκαν και
εφόσον χαρακτηρίζονται από τα ιδιαίτερα γνωρίσματα του είδους του διηγήματος. H
γραμματολόγος Ruby Redinger ορίζει το διήγημα ως σύντομο αφήγημα «που προβάλλει
μια σειρά από γεγονότα ή περιστατικά ή ένα μόνο περιστατικό ή επεισόδιο και εικονίζει
τους ήρωές του σε στιγμές πνευματικής ή φυσικής δράσης» (Βαλέτας 1983, 11). Ένα
χαρακτηριστικό του είναι το ότι μέσα από τη ροή της ζωντανής πραγματικότητας, μέσα
από τη δράση και την ψυχολογία των ηρώων δίνεται στον αναγνώστη μια ερμηνεία
ζωής. Ένα δεύτερο χαρακτηριστικό είναι ότι «ζητά τα αλλόκοτα, τα παράξενα, τα
ασυνήθιστα, τα δραματικά και τα ανώμαλα που παρουσιάζει η ζωή και ο άνθρωπος, για
να υψωθεί μέσα από αυτά στην ανθρώπινη μοίρα του θανάτου, του πόνου, της αδικίας,
της ψευτιάς, της ρουτίνας, της ματαιότητας, της αποκαρτέρησης κ.λ.π.» (Βαλέτας 1983,
15). Το διήγημα ως προς την τεχνοτροπία μπορεί να χαρακτηριστεί ρεαλιστικό ή
φανταστικό, ενώ ως προς το θέμα μπορεί να είναι κοινωνικό, ψυχογραφικό,
αστυνομικό, κλπ. Όσον αφορά την τεχνική του διηγήματος, η αφαίρεση, η συμπύκνωση
και η αποκορύφωση είναι τα βασικά στοιχεία της. Κάθε διήγημα, όπως και κάθε έργο
τέχνης, «είναι ένα κλειστό οικοδόμημα που τα κλειδιά του τα παραδίνει ο συγγραφέας
στον αναγνώστη του, αλλά πρέπει ο αναγνώστης να ξέρει να τα χρησιμοποιήσει και να
μην περιοριστεί μόνο στην κεντρική είσοδο, αλλά να προχωρήσει σε όλες τις αίθουσες,
όπου τον περιμένουν ονειρεμένοι κόσμοι» (Βαλέτας 1983, 21).
Τα διηγήματα, γενικά, χρησιμοποιούν τη γλώσσα της καθημερινής ζωής (Γκίκας
1996, 15) που είναι πιο προσιτή στους μαθητές του Γυμνασίου, σε σύγκριση με τη
γλώσσα των ποιημάτων. Επιπλέον, έχουν σχέση με την καθημερινή πραγματικότητα,
περισσότερο από τα μυθιστορήματα, και για αυτό είναι πιο πειστικά. Η μορφωτική
επίδρασή τους θεωρείται πιο άμεση και πιο δραστική, σε σύγκριση με τα κείμενα που
ανήκουν στα άλλα είδη του πεζού λόγου, λόγω της συντομίας τους. Ο διηγηματογράφος
ξεχωρίζει το μοναδικό χτυπητό περιστατικό και από αυτό «προβάλλει το
10
αντιπροσωπευτικό, το κοινωνικά τυπικό, δηλαδή εκείνο που δεν είναι μια απλή ατομική
ανεπανάληπτη περιπέτεια, αλλά υψώνεται σε σύμβολο» (Βαλέτας 1983, 16).
Επιπλέον, τα διηγήματα του σχολικού εγχειριδίου είναι ολοκληρωμένα
αφηγήματα και όχι σε αποσπασματική μορφή, όπως είναι τα αποσπάσματα των
μυθιστορημάτων, και για αυτό το λόγο προσφέρονται, κατά τη γνώμη μας, για ανάλυση
σύμφωνα με τις αρχές της Αφηγηματολογίας και συγκεκριμένα σύμφωνα με το
θεωρητικό μοντέλο του Bremond.
Τέλος, τα διηγήματα του σχολικού εγχειριδίου της Α΄ Γυμνασίου, τα οποία
αναλύουμε στην παρούσα μελέτη, μπορούν να ενταχθούν στις διδακτικές ενότητες που
προτείνονται στο νέο Πρόγραμμα Σπουδών (2011). Συγκεκριμένα στη θεματική ενότητα
«Φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον» της Α΄ Γυμνασίου μπορούν να διδαχθούν τα
διηγήματα «Το μνήμα της μάνας» (216), «Η Δάφνη» (227), «Στρίγγλα και καλλονή»
(235) και «Η Βαγγελιώ-δεν-είσαι-εντάξει» (241). Στη θεματική ενότητα «Πορτρέτα
εφήβων» της Β΄ Γυμνασίου μπορούν να διδαχθούν «Τα κόκκινα λουστρίνια» (160) και
στη θεματική ενότητα «Ετερότητα στη Λογοτεχνία» (επίσης της Β΄ Γυμνασίου) τα
διηγήματα «Ο παππούς και το εγγονάκι» (43), «Ο Κωνσταντής» (165) και «Ο Βάνκας»
(190). Τέλος, στη θεματική ενότητα «Άτομο και κοινωνία» της Γ΄ Γυμνασίου μπορούν
να διδαχθούν, αν δεν έχουν διδαχθεί στις προηγούμενες τάξεις, «Ο Κωνσταντής» (165),
«Ο Βάνκας» (190) και «Τα κόκκινα λουστρίνια» (160), διηγήματα που θίγουν το
πρόβλημα της παιδικής εργασίας και της φτώχειας.

3. Στόχοι
Βασικός στόχος της παρούσας μελέτης είναι να προσφέρουμε στον
εκπαιδευτικό/φιλόλογο του Γυμνασίου μια συστηματική αφηγηματολογική ανάλυση για
τα δέκα διηγήματα που συμπεριλαμβάνονται στο σχολικό εγχειρίδιο Κείμενα
Νεοελληνικής Λογοτεχνίας της Α΄ Γυμνασίου. Πιστεύουμε πως μια τέτοια ανάλυση
μπορεί να συμβάλει στην ανάδειξη ορισμένων πλευρών αυτών των κειμένων, οι οποίες
συνήθως μένουν απαρατήρητες ή δεν προβάλλονται με τους υπάρχοντες τρόπους
προσέγγισης.
Δεύτερος στόχος μας είναι να ελέγξουμε τη δυναμική του μοντέλου του
Bremond και να διαπιστώσουμε αν όντως πρόκειται για ένα μοντέλο που μπορεί να
εφαρμοστεί σε κάθε αφηγηματικό κείμενο, όπως υποστηρίζει ο ίδιος ο Γάλλος

11
αφηγηματολόγος. Επίσης, επιθυμούμε να κάνουμε γνωστό αυτό το μοντέλο στον
Έλληνα εκπαιδευτικό που ενδέχεται να το βρει χρήσιμο και να το αξιοποιήσει στη
διδασκαλία όχι μόνο των δέκα διηγημάτων που αναλύονται στην παρούσα μελέτη αλλά
και οποιουδήποτε αφηγηματικού κειμένου.

4. Μέθοδος μελέτης
Στην παρούσα μελέτη θα εφαρμόσουμε τη θεωρία του Bremond, όπως αυτή
μορφοποιείται από τις μελέτες που δημοσίευσε την περίοδο 1964-1973. Ο Bremond
κινείται στο πλαίσιο της Σημειωτικής, δηλαδή της συστηματικής μελέτης των σημείων
που λειτουργούν σε κάθε πεδίο της ανθρώπινης εμπειρίας (Αbrams 2010, 433), αλλά και
του Δομισμού.
Όσον αφορά τη Λογοτεχνία, ο Δομισμός, όπως και ο Φορμαλισμός4 ή η
Νεοκριτική θεωρία,5 επικεντρώνει το ενδιαφέρον του στα ενδοκειμενικά στοιχεία,
αναζητώντας και ερμηνεύοντας τις δομές του κειμένου. Στόχος του Δομισμού στη
Λογοτεχνία είναι να διασαφηνίσει την «άρρητη γραμματική», δηλαδή το σύστημα
κωδίκων και κανόνων που διέπει τις μορφές και τα νοήματα κάθε λογοτεχνικής
παραγωγής (Αbrams 2010, 95-96). Το κείμενο έχει, σύμφωνα με το στρουκτουραλιστή
Τσβεντάν Τοντόροφ (Tzvetan Todorov), τρεις πλευρές: τη συντακτική (σχέσεις
ανάμεσα σε στοιχεία παρόντα, σχέσεις in praesentia ή αλλιώς συνταγματικές σχέσεις),
τη σημασιολογική (σχέσεις ανάμεσα σε στοιχεία παρόντα και απόντα, σχέσεις in
absentia ή παραδειγματικές σχέσεις) και τη λεκτική (σχέσεις που προκύπτουν από το
γεγονός ότι η Λογοτεχνία είναι δευτεροβάθμιο σύστημα σημείωσης, «χρησιμοποιεί ως
πρώτη ύλη ένα ήδη υπάρχον σύστημα σημείωσης, τη γλώσσα») (Τοντόροφ 1989, 44). Η
συντακτική πλευρά μάλιστα «ήταν η πιο παραμελημένη έως ότου υποβλήθηκε σε
προσεκτική μελέτη από τους Ρώσους Φορμαλιστές στη δεκαετία 1920-1930. Από τότε
βρέθηκε στο επίκεντρο της προσοχής των ερευνητών, ιδίως εκείνων που εγγράφονται
στη “δομική” τάση» (Τοντόροφ 1989, 44).

4
Ο Φορμαλισμός εμφανίστηκε στις αρχές του εικοστού αιώνα, διαμορφώθηκε από τους Ρώσους
Φορμαλιστές (Roman Jakobson, Boris Eichenbaum και Viktor Shklovsky) και αποτελεί την πρώτη
κειμενοκεντρική θεώρηση του κειμένου στη θεωρία της Λογοτεχνίας. Οι οπαδοί του επικεντρώνουν το
ενδιαφέρον τους στη λογοτεχνικότητα του κειμένου, την οποία ανακαλύπτουν στις λεκτικές στρατηγικές
με την οποία επιτυγχάνεται η ανοικείωση ή αποεξοικείωση (Culler 2003, 170).
5
Η Νέα Κριτική αναδύθηκε στις Η.Π.Α στις δεκαετίες 1930-1940, «αντιμετώπισε τα ποιήματα μάλλον
ως αισθητικά αντικείμενα παρά ως ιστορικά ντοκουμέντα και εξέτασε τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ των
λεκτικών τους γνωρισμάτων και των επακόλουθων νοηματικών προεκτάσεων» (Culler 2003, 171).
12
Ο Bremond επιχειρεί, όπως και ο Τοντόροφ, να περιγράψει το δομικό επίπεδο
του αφηγήματος με κατηγορίες συντακτικές (Καψωμένος 2010, 13). Αφού
παρουσιάσουμε, λοιπόν, τη θεωρία του Bremond, ο οποίος είναι επηρεασμένος από τη
θεωρία του Ρώσου Φορμαλιστή Vladimir Propp,6 στη συνέχεια θα προσπαθήσουμε να
την εφαρμόσουμε στα διηγήματα της Α΄ Γυμνασίου. Eνώ, όμως, το σχήμα του Propp
δεν ταιριάζει σε άλλους τύπους μύθων (Bremond 1973), παρά μόνο στα ρωσικά μαγικά
παραμύθια, η θεωρία του Bremond είναι κατάλληλη για κάθε είδους αφήγημα (αυτός
τουλάχιστον είναι ο στόχος του). Ο Bremond, όπως και ο Greimas, χρησιμοποιούν τη
θεωρία του Propp ως βάση για πιο ολοκληρωμένες θεωρίες (Martin 1986, 94). Βασικές
έννοιες στη θεωρία του είναι οι ρόλοι και οι διαδικασίες. Όσον αφορά τους ρόλους
υπάρχουν τα δρώντα και τα πάσχοντα υποκείμενα (και οι διάφοροι τύποι τους), ενώ
όσον αφορά τις διαδικασίες παρουσιάζει περίπου πενήντα αφηγηματικές διαδικασίες, τις
οποίες όμως ομαδοποιεί. Συνδέει τις διαδικασίες μεταξύ τους με συντακτικές σχέσεις,
αλλά και τους ρόλους με τις διαδικασίες. Μάλιστα συγκρίνει τη σχέση μεταξύ ρόλου και
διαδικασίας με τη σχέση υποκειμένου-κατηγορήματος.7
Ο Bremond, προκειμένου να τεκμηριώσει τη θεωρία του, χρησιμοποιεί
παραδείγματα από ποικίλα αφηγηματικά κείμενα.8 Στο θεωρητικό του μοντέλο έχει
ασκήσει κριτική ο Ρώσος σημειολόγος Jeleazar Moisejevič Meletinskij, ο οποίος
αναφέρει πως «η ανάλυση του Bremond είναι πολύ αφηρημένη (και γι’ αυτό πολύ
ανεπαρκής)», πράγμα που «αποβαίνει σε βάρος μιας προσέγγισης προσανατολισμένης
σ’ ένα λογοτεχνικό είδος» (Fokkema 1997, 114). Παρόλα αυτά πιστεύουμε πως η
περιγραφή9 του λογοτεχνικού κειμένου, η οποία προκύπτει από μια δομιστική ανάλυση,
είναι απαραίτητη στη σχολική τάξη, εφόσον είναι το πρώτο βήμα που θα μας φέρει πιο
κοντά στην επιδιωκόμενη επικοινωνία των μαθητών με το κείμενο.

6
«Η έρευνα των κανόνων που καθορίζουν τη συνταγματική οργάνωση των αφηγηματικών μονάδων
περνάει για αυτόν (ενν. τον Bremond) μέσα από τον επαναορισμό της λειτουργίας του Propp» (Cerquiglini
1974, 758).
7
Το κατηγόρημα (prédicat) στη γαλλική Γραμματική, όπως και στο Συντακτικό της ελληνικής γλώσσας,
είναι η λειτουργία του ρηματικού συνόλου με τους προσδιορισμούς του.
8
Στο έργο του Logique du récit (1973) αντλεί παραδείγματα από την Οδύσσεια (159, 199, 224, 260, 262,
266), την Iλιάδα (174), την Aινειάδα (166, 254), από τους μύθους των Grimm (171) και του La Fontaine
(172, 193, 216, 222, 226, 227, 230, 238, 240, 249, 250, 251, 258, 277), τις τραγωδίες του Σοφοκλή και
του Αnouih (175), του Ρακίνα (290) το Δον Κιχώτη (178), την Αγία Γραφή (190, 236, 245, 293), νουβέλες
του Εdgar Alan Poe (211, 218, 221, 232, 303), το Γύρο του κόσμου σε 80 ημέρες (216), τις Χίλιες και μια
νύχτες (218, 226, 231, 232, 234, 239, 303), μια νουβέλα του Σαρτρ (263) και τη Μαχαμπχαράτα (271).
9
Ο Στρουκτουραλιστής, σύμφωνα με τον Barthes, δεν ερμηνεύει ένα έργο, αλλά το περιγράφει,
προκειμένου να το κάνει κατανοητό (Suleiman 1980, 12).
13
II. Θεωρητικό πλαίσιο: Η Δομική Αφηγηματολογία του
Claude Bremond

1. Δομισμός
Ο Δομισμός (ή Στρουκτουραλισμός) αναπτύχθηκε στην Ευρώπη, και κυρίως στη
Γαλλία, τις δεκαετίες του 1960 και 1970.10 Εγκαινιάστηκε από τον Claude Lévi-Strauss
που εφάρμοσε το σοσσυριανό γλωσσολογικό μοντέλο στην ανάλυση πολιτισμικών
φαινομένων, όπως είναι η μυθολογία, οι σχέσεις συγγένειας και η παρασκευή τροφής.
«Τα στοιχειώδη πολιτισμικά φαινόμενα ─όπως και τα γλωσσικά στοιχεία στην ανάλυση
του Saussure─ δε συνιστούν αντικειμενικά γεγονότα, αναγνωρίσιμα με βάση εγγενείς
ιδιότητες, αλλά αμιγώς “συσχεσιακές” οντότητες, δηλαδή η ταυτότητά τους ως σημείων
οφείλεται στις διαφορικές και αντιθετικές σχέσεις που αναπτύσσουν με άλλα στοιχεία
εντός του ίδιου πολιτισμικού συστήματος» (Abrams 2010, 95).
Ο γαλλικός Δομισμός έχει τρεις χαρακτηριστικές τάσεις, τη «Δομική Κριτική»,
τη «Δομική Αφηγηματολογία» και τη «Γλωσσολογική-Δομική περιγραφή κειμένου».
Στην πρώτη τοποθετείται η σκέψη του Rοland Barthes που είναι επηρεασμένος από τον
Ανθρωπολογικό Δομισμό του Lévi-Strauss και τη Φαινομενολογία του Maurice
Μerleau-Ponty. O Barthes, με την πνευματική ευρύτητα που διαθέτει, θα μπορούσε να
συμπεριληφθεί και στη δεύτερη ομάδα του γαλλικού Δομισμού, τη Δομική
Αφηγηματολογία, με την οποία θα ασχοληθούμε στην παρούσα εργασία. Στη
Γλωσσολογική-Δομική περιγραφή κειμένου πρωταγωνιστούν ο Roman Jakobson με το
Lévi-Strauss (Fokemma 1997, 101-138).
Αντικείμενο της Αφηγηματολογίας είναι η «γενική θεωρία και πρακτική της
αφήγησης σε κάθε λογοτεχνική μορφή» (Αbrams 2010, 59). Αφήγηση είναι «η
ακολουθία ενός πριν και ενός μετά, ένας μετέωρος συνδυασμός χρονικότητας και
αιτιότητας» (Barthes 2005, 227). Η Αφηγηματολογία χρησιμοποιεί αναλυτικές
μεθόδους που προέκυψαν από τις εξελίξεις του Ρωσικού Φορμαλισμού και του
Γαλλικού Δομισμού (Αbrams 2010, 59). Συνιστά υποσύνολο της Σημειωτικής, δηλαδή
της συστηματικής μελέτης των σημείων, όπως αυτά λειτουργούν σε κάθε πεδίο της
ανθρώπινης εμπειρίας (Αbrams 2010, 433). Επικεντρώνεται στην αφηγηματική γλώσσα

10
Και στις Ηνωμένες Πολιτείες η Σημειωτική είναι επηρεασμένη από τους Γάλλους Δομιστές (Bremond,
Greimas, Barthes, Τοντόροφ) (Budniakiewicz 1992, 1).
14
και «σκιαγραφεί ένα είδος αφηγηματικού ασυνειδήτου» (Prince 2005, 162). Το 1966,
όταν κυκλοφόρησε ένα ειδικό τεύχος του περιοδικού Communications (αφιερωμένο στη
δομική ανάλυση της αφήγησης) με κείμενα των Τοντόροφ, Bremond, Greimas, Barthes,
Gerard Genette, η Aφηγηματολογία πήρε το χαρακτήρα επιστημονικού κλάδου (Prince
2005, 163).
Κάθε λογοτεχνικό έργο, όπως και κάθε μήνυμα, περιλαμβάνει δύο επίπεδα:
«ένα επίπεδο έκφρασης, ή επίπεδο σημαινόντων, και ένα επίπεδο περιεχομένου, ή
επίπεδο σημαινομένων» (Barthes 2005, 117). Πολλοί αφηγηματολόγοι επέλεξαν να
εμβαθύνουν στα περιεχόμενα της αφήγησης (εστιάζουν στο επίπεδο των
σημαινομένων), ακολουθώντας το δρόμο του Propp και του Lévi-Strauss (μεταξύ αυτών
είναι και ο Bremond), ενώ άλλοι υποστήριξαν πως η αφήγηση είναι ένας τρόπος
παρουσίασης των γεγονότων και ότι καθήκον τους είναι να εξετάσουν το λόγο της
αφήγησης (εστιάζουν κυρίως στο σημαίνον). Επιφανέστερος εκπρόσωπος της δεύτερης
τάσης είναι ο Genette.
Ο Genette εισηγείται τη διάκριση μεταξύ ιστορίας (histoire), αφηγήματος (récit)
και αφήγησης (narration). Η ιστορία είναι το σύνολο των γεγονότων που αφηγείται ο
αφηγητής, τα σημαινόμενα. Το αφήγημα είναι η ρηματική αναπαράσταση των
γεγονότων, ο προφορικός ή γραπτός λόγος που τα αφηγείται, τα σημαίνοντα. Η
αφήγηση, τέλος, είναι η αληθινή ή πλαστή ενέργεια που παράγει το λόγο, η ίδια η πράξη
του αφηγείσθαι. Για το Genette, το αφήγημα ως γλωσσική παραγωγή μπορεί να
θεωρηθεί ανάπτυξη μιας ρηματικής μορφής (Τζούμα 1997, 43). Έτσι εισηγείται τρεις
κατηγορίες, τις οποίες δανείζεται από τη γραμματική τυπολογία του ρήματος και
σύμφωνα με τις οποίες διευθετούνται τα αφηγηματικά περιεχόμενα μέσα στο κείμενο:
το χρόνο, την έγκλιση και τη φωνή. Ο Genette αναλύει και υποκατηγοριοποιεί διεξοδικά
καθεμιά από τις τρεις κατηγορίες. Η κατηγορία του χρόνου μελετά τη σχέση ανάμεσα
στο χρόνο της ιστορίας, τη φυσική δηλαδή διαδοχή των γεγονότων, και στο χρόνο του
αφηγήματος. Η έγκλιση εξετάζει την οργάνωση του αφηγηματικού υλικού ανάλογα με
την απόσταση που υιοθετείται από αυτό και με την οπτική γωνία/προοπτική από την
οποία δίνεται. Η προοπτική ή εστίαση δηλώνει την οπτική γωνία του προσώπου μέσα
από την οποία δίνονται τα γεγονότα και, επομένως, τα μάτια του προσώπου, με τα
οποία βλέπει και μαθαίνει ο αναγνώστης. Η φωνή αφορά τον αφηγητή. Μελετώνται δύο
βασικά στοιχεία: το πρώτο είναι αν συμμετέχει ή όχι ο αφηγητής στην αφηγούμενη
ιστορία και το δεύτερο είναι τα αφηγηματικά επίπεδα στα οποία ανήκει κάθε αφηγητής
(Θωμαΐδου 2010, 51-53).
15
2. Η Κληρονομιά του Vladimir Propp
α. Η θεωρία του Vladimir Propp
Ο Bremond επηρεάστηκε από τη θεωρία του Propp, Ρώσου εκπροσώπου του
Φορμαλισμού. Ο Φορμαλισμός εστιάζει στα μορφικά σχήματα και στα επινοητικά
τεχνάσματα της λογοτεχνίας (Αbrams 2010, 511). O Propp στη μελέτη του Μορφολογία
του παραμυθιού (1987) 11 ανέλυσε τη δομή των ρωσικών μαγικών παραμυθιών. Βασικός
του στόχος ήταν να ανακαλύψει µια αρχή ταξινόμησης όχι σύμφωνα µε την υπόθεση
και τα μοτίβα αλλά µε βάση τη δομή του παραμυθιού. Με την ανάλυση που εφάρμοσε
προσπάθησε να αποδείξει πως η ίδια ενέργεια μπορεί να επιτελεστεί από διαφορετικά
πρόσωπα. Αν µια ομάδα ενεργειών παρουσιάζει ομοιότητες ως προς το περιεχόμενο,
ασχέτως αν τα πρόσωπα που επιτελούν τις ενέργειες είναι διαφορετικά, οι ενέργειες
απαρτίζουν µια ενότητα την οποία ονόμασε λειτουργία. Ως λειτουργία, λοιπόν, εννοείται
«η ενέργεια ενός δρώντος προσώπου που ορίζεται από την άποψη της σημασίας της για
την πορεία της δράσης». Ο Propp κατέληξε στο συµπέρασµα ότι υπήρχε ένας
περιορισμένος αριθμός λειτουργιών (συγκεκριμένα εντόπισε τριανταμία λειτουργίες),
επειδή ακριβώς καθεμιά από αυτές μπορεί να μετακινείται από πρόσωπο σε πρόσωπο
και από παραμύθι σε παραμύθι. Για τον Propp οι λειτουργίες είναι οι μονάδες της
δραματικής πλοκής. Η ακολουθία των λειτουργιών είναι καθορισμένη, αλλά αυτό δε
σημαίνει ότι και οι τριανταμία λειτουργίες βρίσκονται σε κάθε παραμύθι, αλλά όσες
υπάρχουν ακολουθούν µια προκαθορισμένη σειρά. Ας δούμε, λοιπόν, ποιες είναι αυτές
οι λειτουργίες (Καψωμένος 72010, 49-51):
Προπαρασκευαστικές λειτουργίες:
α. Αρχική κατάσταση (Παρουσιάζονται τα μέλη μιας οικογένειας ή μιας
κοινότητας και η κατάστασή τους. Ανάμεσα σ’ αυτά βρίσκεται και ο πρωταγωνιστής,
που θα γίνει ήρωας).
β. Αναχώρηση από το σπίτι / Απουσία (Ένα από τα μέλη της οικογένειας
απουσιάζει από το σπίτι ή η οικογένεια στερείται κάτι).
γ. Απαγόρευση (Στον ήρωα επιβάλλεται μια απαγόρευση).
δ. Παραβίαση της απαγόρευσης (Ο ήρωας παραβαίνει την απαγόρευση).
ε. Ερώτηση (Ο ανταγωνιστής/«μοχθηρός» επιχειρεί να κάνει ανίχνευση).

11
Το έργο του Propp δημοσιεύτηκε στη Σοβιετική Ένωση το 1928 (Пропп, Владимир Яковлевич. 1928.
Морфология сказки.Ленинград.). Έγινε γνωστό στην Ευρώπη, όταν μεταφράστηκε στα Αγγλικά το
1958, και ενέπνευσε τις μελέτες των Lévi-Strauss, Dundes, Bremond (1964) και Greimas. Στην ελληνική
γλώσσα κυκλοφόρησε το 1987.
16
ζ. Πληροφόρηση (Στον ανταγωνιστή δίδονται πληροφορίες για το θύμα του).
η. Εξαπάτηση (Ο ανταγωνιστής επιχειρεί να ξεγελάσει το θύμα του, για να γίνει
αυτός κύριος των υπαρχόντων του ήρωα ή και να αιχμαλωτίσει τον ίδιο τον ήρωα).
θ. Συνενοχή ακούσια του θύματος (Το θύμα πέφτει στην παγίδα και βοηθά
άθελά του τον εχθρό).
Λειτουργίες
A) Αδίκημα (Βλάβη/Προδοσία) (Ο ανταγωνιστής αρπάζει κάτι και έτσι ζημιώνει
ή προσβάλλει ένα από τα μέλη της οικογένειας. Αυτό συνήθως προκαλεί έντονη
στέρηση, είναι αντικείμενο επιθυμίας μέλους ή μελών της οικογένειας).
B) Μεταβίβαση είδησης / παράκληση / εντολή στον ήρωα-ιχνευτή (Η δυστυχία
ή η έλλειψη γνωστοποιείται, απευθύνουν στον ήρωα παράκληση ή εντολή).
C) Αποδοχή εντολής / Απόφαση για δράση (Ο ήρωας-αναζητητής συμφωνεί ή
αποφασίζει να αναλάβει δράση).
↑ Αναχώρηση (Ο ήρωας εγκαταλείπει το σπίτι του και πηγαίνει προς τον
δωρητή).
D) Πρώτη λειτουργία του δωρητή (Ο ήρωας δοκιμάζεται από το δωρητή που του
υποβάλλει ερωτήματα και προετοιμάζεται η λήψη μαγικού μέσου ή βοηθού) .
E) Ανταπόκριση του ήρωα (Ο ήρωας αντιδρά στις πράξεις του μελλοντικού
δωρητή. Αντέχει στις δοκιμασίες του και προσφέρει ποικίλες υπηρεσίες, για να
αποδείξει ότι είναι ικανός).
F) Απόκτηση του μαγικού αντικειμένου (Ο ήρωας παίρνει το μαγικό μέσο).
G) Μετατόπιση στο χώρο της δράσης (Ο ήρωας μεταφέρεται, παραδίδεται ή
οδηγείται στον τόπο όπου βρίσκεται το αντικείμενο της αναζήτησης).
H) Αγώνας (Ο ήρωας και ο ανταγωνιστής συναντώνται και παλεύουν).
I) Σημάδεμα (Ο ήρωας σημαδεύεται).
J) Νίκη (Ο ανταγωνιστής νικιέται).
K) Αποκατάσταση αδικίας (Η αρχική δυστυχία ή έλλειψη εξαλείφεται).
↓(Ο ήρωας επιστρέφει).
Pr) Καταδίωξη του ήρωα (Ο ήρωας καταδιώκεται).
Rs) Βοήθεια στον ήρωα / Επέμβαση / Μεταμόρφωση / Απόκρυψη (Ο ήρωας
σώζεται από την καταδίωξη).
O) Άφιξη incognito (Ο ήρωας φτάνει αγνώριστος στο σπίτι του ή σε άλλη χώρα).
L) Προσπάθεια σφετερισμού από τον ψευτοήρωα (Ο ψεύτικος ήρωας προβάλλει
αβάσιμες απαιτήσεις).
17
M) Πρόσκληση σε δύσκολο κατόρθωμα (Στον ήρωα τίθεται ένα δύσκολο
πρόβλημα).
N) Επιτυχία του ήρωα (Το πρόβλημα λύνεται).
Q) Ξεμασκάρεμα του ψευτοήρωα (Αναγνωρίζεται ο ήρωας. Αποκάλυψη του
ψεύτικου ήρωα και του κακοποιού).
T) Μεταμόρφωση του ήρωα (Ο ήρωας αποκτά νέα όψη).
U) Τιμωρία του εχθρού.
W) Ανταμοιβή του ήρωα (Ο ήρωας παντρεύεται και ανεβαίνει στο θρόνο).

β. Κριτική της θεωρίας του Propp από τον Bremond


Ο Bremond, στην πρώτη του μελέτη με τίτλο «Le message narratif» («Το
αφηγηματικό μήνυμα»12) (1964), η οποία συμπεριλαμβάνεται και στο βιβλίο του
Logique du récit (Λογική του αφηγήματος) (1973), ξεκινάει με το ερώτημα αν μπορεί να
υπάρξει μια αυτόνομη σημειολογία του αφηγήματος και, για να απαντήσει, εξετάζει τις
αρχές του Propp, του οποίου η θεωρία έδινε την εντύπωση στον Bremond ότι μπορεί να
επεκταθεί και να εφαρμοστεί και σε άλλα λογοτεχνικά είδη, όχι μόνο στο ρωσικό
μαγικό παραμύθι. Αρχικά αναφέρει τις απόψεις δυο ερευνητών του Joseph Bedier και
του Alexander Nikolayevich Veselovski σχετικά με τη δομή των λαϊκών αφηγημάτων.
Ο Bedier περιγράφει την αφήγηση σαν μια αλυσίδα μεταβλητών και αμετάβλητων
όρων. Ο Veselovski ορίζει την πλοκή σαν ένα μωσαϊκό από μοτίβα. Το αφηγηματικό
“άτομο” για αυτόν είναι το μοτίβο (παράδειγμα μοτίβου: «ένας δράκος παίρνει μαζί του
την κόρη του βασιλιά»). Ο Propp, όμως, επισημαίνει ότι τα ονόματα των προσώπων
μπορεί να αλλάζουν. Αυτό που δεν αλλάζει είναι οι πράξεις, οι λειτουργίες. Αυτό που
πρέπει να προσέξουμε είναι αυτό που κάνει ένα πρόσωπο, ποια λειτουργία εκπληρώνει.
Η λειτουργία, σύμφωνα με τον Propp, πρέπει να γίνει κατανοητή σαν μια πράξη των
προσώπων που ορίζεται από τη σημασία της για την εξέλιξη της δράσης του μύθου, την
οποία θεωρούμε σαν σύνολο. Σε αντίθεση με το Veselovski, ο Propp υποστηρίζει πως η
διαδοχή των λειτουργιών δεν μπορεί να είναι ελεύθερη και καταλήγει στη σειρά των
λειτουργιών που είδαμε πιο πάνω.

12
Όπου δεν αναφέρεται μεταφραστής, η μετάφραση κειμένων, όρων και φράσεων είναι δική μας.

18
O Bremond ασκεί κριτική στον Propp, επειδή η σειρά που προτείνει δεν αφήνει
το περιθώριο για εναλλακτικές λύσεις (π.χ. για τον Propp η μάχη θα οδηγήσει στη νίκη
του ήρωα). Μάλιστα, όταν εμφανίζεται μια πράξη που επιτελεί διαφορετική λειτουργία,
ο Propp δεν τη λαμβάνει υπόψη, με τη δικαιολογία ότι δεν παίζει ρόλο στη δομή του
αφηγήματος, ότι λειτουργεί επιβραδυντικά. Το ίδιο ισχυρίζεται και στην περίπτωση του
«τριπλασιασμού», όταν επαναλαμβάνεται τρεις φορές η ίδια σειρά λειτουργιών (με
αυξανόμενη ένταση, crescendo), όταν για παράδειγμα ο ήρωας αντιμετωπίζει τρεις
δοκιμασίες ή όταν τρεις νέοι συναγωνίζονται σε κάτι και πετυχαίνει μόνο ο τρίτος που
είναι και ο βασικός ήρωας. Ενώ, λοιπόν, ο Propp τέτοιες αντιθέσεις τις προσπερνά, ο
Bremond θεωρεί ότι αποτελούν στοιχείο δομής. Επίσης, για τον Propp τα κίνητρα δεν
έχουν σημασία για τη δομή του αφηγήματος, ενώ για τον Bremond παίζουν ρόλο, και η
ακολουθία των λειτουργιών μπορεί να δηλώσει την ψυχολογική ή ηθική εξέλιξη ενός
προσώπου. Κατηγορεί τον Propp, επειδή οι λειτουργίες του έχασαν την κινητικότητα
που είχαν τα μοτίβα του Veselovski και επειδή υποστηρίζει μια τελολογική σύλληψη, η
οποία θυσιάζει τα μέρη για χάρη του όλου. Επισημαίνει, ακόμα, ο Bremond πως ο
Veselovski έχει δίκιο που παραδέχεται ότι υπάρχει μια ελευθερία στο συνδυασμό των
λειτουργιών και από την άλλη μεριά ο Propp έχει δίκιο απέναντι στο Veselovski ως προς
την άποψη ότι οι λειτουργίες ομαδοποιούνται σαν ακολουθίες με χρονολογική σειρά.
Λέει, δηλαδή, πως οι λειτουργίες συνδυάζονται σε ακολουθίες, σε ομάδες των δύο ή
των τριών. Τέλος, ο Bremond συμπεραίνει πως υπάρχουν δύο τύποι σύνδεσης των
λειτουργιών είτε σύμφωνα με μια αναγκαιότητα είτε σύμφωνα με σχέσεις δυνητικής
συχνότητας που έχει σχέση με συνήθειες, τρόπους σκέψης ή αντιδράσεις πολιτισμικού
χαρακτήρα (Bremond 1964, 4-17).
«Απέναντι στο μονογραμμικό σχήμα που προτείνει ο Propp [...], ο Bremond
αντιπροτείνει ένα σχήμα που περιλαμβάνει περισσότερα επίπεδα, διαφορετικά»
(Καψωμένος 72010, 89).
Θα μπορούσαν οι ακολουθίες να προχωρούν όχι έτσι (όπως λέει ο Propp) :
Α Β C D ....................................... 

αλλά κάπως έτσι :

19
Α .... Β ...................................................... G ..................... 

........... C .......................................F ............ H .... 

................. D ....... E .................... I ........... 

Και ο Δημήτρης Τζιόβας συγκρίνοντας τον Propp με τον Bremond, επισημαίνει


πως:
«ενώ στη θεωρία του Propp υπάρχει μια μονόδρομη και απαρέγκλιτη
μετάβαση από τη μια λειτουργία στην άλλη, ο Bremond τροποποιεί αυτή τη
μοιρολατρική κατά κάποιο τρόπο εξέλιξη, εισάγοντας το στοιχείο του
ενδεχόμενου και του διλήμματος. Αυτό είναι κάτι που χρειάζεται να το
προσέξουμε ιδιαίτερα, γιατί πιθανώς να καθορίζει την ιδιομορφία μιας
αφήγησης και να συμβάλλει στην ερμηνευτική της δυσκολία» (Τζιόβας 1993,
229).

γ. Οι άλλοι θεωρητικοί
Ο Bremond αφιερώνει, όπως είδαμε πριν, το πρώτο μέρος του βιβλίου του
(Logique du récit, 1973) αρχικά στον Propp. Στη συνέχεια του πρώτου μέρους
αναφέρεται στους: Bedier, Alan Dundes, Greimas και Todorov, από τους οποίους
επίσης έχει δεχτεί επιρροές.
Ο Bedier (1864-1938) ήταν Γάλλος συγγραφέας και ιστορικός που ασχολήθηκε
με έργα της μεσαιωνικής Γαλλίας.13 Ο Propp αναγνωρίζει ως σημαντική τη διάκριση
που κάνει ο Bedier ανάμεσα σε βασικά και σε δευτερεύοντα στοιχεία στις ιστορίες. Ο
Bremond θεωρεί το Bedier ως πρόδρομο της στρουκτουραλιστικής ανάλυσης των
αφηγήσεων. Οι «μικροί μύθοι» (fabliaux) που απασχολούν τον Bedier είναι αφηγήματα
100-200 οκτασύλλαβων στίχων με δύο, τρία ή τέσσερα πρόσωπα στο πλαίσιο της
καθημερινής ζωής. Οι μύθοι αυτοί, οι οποίοι ανήκουν στην προφορική λογοτεχνία,
αποσκοπούν στην πρόκληση του γέλιου. Ο Bremond προβάλλει το ερώτημα που
απασχόλησε πολλούς: πώς γίνεται και βρίσκουμε τις ίδιες πλοκές από τη μια άκρη του

13
Από τα πιο γνωστά του έργα είναι: Les fabliaux, études de littérature populaire et d’histoire littéraire
du Moyen Âge (1893).
20
πλανήτη στην άλλη, ενώ αναφέρει και τις απαντήσεις που δόθηκαν κατά καιρούς σε
αυτό το ερώτημα.
Ο Bedier προτείνει μια μέθοδο αφαίρεσης όλων των στοιχείων που δεν είναι
σημαντικά για την πλοκή, για να συγκρίνει κανείς τις εκδοχές ενός μύθου. Λέει πως
«ένας μύθος είναι ένας ζωντανός οργανισμός [...] αποτελείται από ένα σύνολο οργάνων
που είναι αδύνατο να πειράξεις ένα από αυτά χωρίς να τον σκοτώσεις» (Bremond 1973,
51). Την ουσία του μύθου τη συμβολίζει με το ελληνικό γράμμα Ω, ενώ τα
δευτερεύοντα χαρακτηριστικά με τους λατινικούς χαρακτήρες a, b, c…
Ο Αμερικανός ανθρωπολόγος Dundes, στη μελέτη του The Morphology of North
American Indian Folktales (1964), ελέγχει τη μέθοδο του Propp εφαρμόζοντάς την σε
Ινδιάνικα παραμύθια και, χωρίς να επιφέρει καμιά ριζική αλλαγή στις αρχές του Propp,
αποδεικνύει την ευελιξία και τη γονιμότητα αυτής της μεθόδου (Bremond 1973, 60).
Ο Greimas συμβάλλει στο πεδίο της Αφηγηματολογίας «με μια μέθοδο
σημασιακής ανάλυσης των περιεχομένων που αναδείχνει το ενυπάρχον σύστημα αξιών
και επιτρέπει μια ιδεολογική οργάνωση του κειμένου» (Καψωμένος 72010, 113).
Υποστηρίζει πως σε κάθε αφήγημα μπορούμε να διακρίνουμε δύο επίπεδα ανάλυσης,
ένα εξωτερικό και ένα εσωτερικό-δομικό επίπεδο (Bremond 1973, 82). Εισάγει
το σημειωτικό τετράγωνο, προκειμένου να αναλύει ζεύγη εννοιών και ορίζει έξι δρώσες
δυνάμεις (Υποκείμενο-Αντικείμενο, Πομπός-Δέκτης, Βοηθός-Αντίμαχος) (Καψωμένος
7
2010, 125). Και ο Bremond δέχεται τα δύο επίπεδα ανάλυσης του αφηγήματος του
Greimas, για τα οποία χρησιμοποιεί διαφορετικούς όρους (récit racontant, récit raconté)
(Bremond 1973, 102).
Τέλος, ο Τοντόροφ στο έργο του διαμορφώνει ένα μοντέλο ερμηνείας της
αφηγηματικής δομής που βασίζεται στις αρχές της σημασιολογίας και της σύνταξης
(Καψωμένος 72010, 101). Αναγνωρίζει τρεις πρωταρχικές κατηγορίες: τα κύρια ονόματα
(που από την οπτική γωνία των δομών της πλοκής είναι υποκείμενα προτάσεων χωρίς
εσωτερικά χαρακτηριστικά), τα επίθετα (διαιρούνται σε περιστάσεις, χαρακτηριστικές
ιδιότητες και καταστάσεις) και τα ρήματα (τρεις είναι οι τύποι ρημάτων: τροποποιώ μια
κατάσταση, διαπράττω ένα παράπτωμα, τιμωρώ). Το ρήμα μπορεί να βρίσκεται ή στην
οριστική ή σε μια από τις εγκλίσεις που δηλώνουν βούληση (προστακτική που δηλώνει
το υποχρεωτικό, ευκτική που δηλώνει το ευχετικό) ή από αυτές που δηλώνουν υπόθεση:
το δυνητικό ή το προσδοκώμενο. Οι σχέσεις που συνδέουν δυο προτάσεις είναι ή
αιτιακές ή χρονικές ή χωρικές.

21
3. Οι κύριοι αφηγηματικοί ρόλοι κατά τον Bremond
Κάποια από τα βασικά σημεία της θεωρίας του Bremond φάνηκαν ήδη στην
πρώτη του μελέτη, «Le message narratif» (1964), αλλά αναδεικνύονται καλύτερα στη
μελέτη του «Η λογική των αφηγηματικών πιθανοτήτων» (1991)14 και φυσικά
αναλύονται πληρέστερα στο βιβλίο του Logique du récit (1973). Σύμφωνα, λοιπόν, με
τον Bremond «Αφήγημα (récit)15 είναι λόγος εμπεριέχων διαδοχή γεγονότων
ανθρωποκεντρικών που εκτυλίσσονται στα πλαίσια της ίδιας ενιαίας δράσης» (Bremond
1991, 129). Το αφηγηματικό μόριο είναι η λειτουργία σε συνάρτηση με τις πράξεις και
τα γεγονότα. Διατηρεί για αυτήν τον ορισμό που της έδωσε ο Propp σαν την πράξη ενός
προσώπου που ορίζεται από τη σημασία της για την εκτύλιξη της πλοκής.16
Με τη συνένωση τριών λειτουργιών παράγεται η βασική ακολουθία.17 Η τριάδα
λειτουργιών αντιστοιχεί στις τρεις υποχρεωτικές φάσεις κάθε αφηγηματικής
πορείας/διαδικασίας: Πιθανότητα/Ενδεχόμενο ─ Πραγμάτωση της πιθανότητας ─
Αποτέλεσμα. Σε αυτήν την τριάδα κάθε μεταγενέστερος όρος προϋποθέτει τον
προηγούμενο: δεν μπορεί να υπάρξει αποτέλεσμα, αν δεν έχει υπάρξει πέρασμα στην
πράξη, και δεν μπορεί να υπάρξει πέρασμα στην πράξη, αν δεν έχει υπάρξει πιθανότητα.
Ποτέ, όμως, ο προηγούμενος όρος δε συνεπάγεται τον επόμενο. Ύστερα από κάθε
λειτουργία, ανοίγεται μια εναλλακτική δυνατότητα. Η πιθανότητα μπορεί να μετατραπεί
σε πράξη ή να διατηρηθεί σαν πιθανότητα. Το πέρασμα στην πράξη μπορεί να πετύχει ή
όχι το στόχο του (Bremond 1973, 131). Σχετική είναι και η άποψη του Τοντόροφ πως
«μια πράξη μπορεί να μας παρουσιαστεί στην αρχή της, κατά τη διάρκεια της εξέλιξής
της και ως περατωμένη» (Τοντόροφ 1989, 101).
Οπότε έτσι δημιουργείται το παρακάτω μοντέλο:

14
Η μελέτη αυτή δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1966.
15
Τον όρο αφήγημα χρησιμοποιούμε για το récit, όπως και ο Γ. Βελουδής και ο Ε. Γ. Καψωμένος, ενώ
για το narration θα χρησιμοποιούμε τον όρο αφήγηση, όπως ο Γ. Βελουδής (Καλλίνης 2005, 15).
16
Την άποψη του Propp και του Bremond για τη λειτουργία αξιοποιεί και ο Barthes, ο οποίος ξεχωρίζει
«στο αφηγηματικό έργο, τρία επίπεδα περιγραφής: το επίπεδο των λειτουργιών (με την έννοια που η λέξη
αυτή έχει στον Propp και στον Bremond), το επίπεδο των δράσεων (με την έννοια που η λέξη αυτή έχει
στον Greimas, όταν μιλά για τα πρόσωπα ως δρώντες), και το επίπεδο της αφήγησης (που είναι χονδρικά
το επίπεδο του έλλογου λόγου στον Τοντόροφ)» (Barthes 2007, 101). Τη λειτουργία ονομάζει ο Barthes και
αφηγηματική ενότητα και διαβεβαιώνει πως «ένα αφήγημα αποτελείται πάντα από λειτουργίες: όλα, σε
διάφορους βαθμούς σημαίνουν κάτι» (Barthes 2007, 102).
17
Τη βασική ακολουθία ο Barthes την ονομάζει σειρά όρων και την ορίζει σαν «μία λογική σειρά
πυρήνων, οι οποίοι ενώνονται μεταξύ τους με μία σχέση αλληλεγγύης (με τη σημασία της διπλής
εξυπονόησης του Louis Hjelmslev: δύο όροι αλληλοεξυπακούονται), η σειρά ανοίγει όταν ένας από τους
όρους της δεν έχει αλληλέγγυο προγενέστερο, και κλείνει, όταν ένας άλλος από τους όρους της δεν έχει
πια παρεπόμενο» (Barthes 2007, 113).
22
Επίτευξη στόχου
Πραγμάτωση της πιθανότητας
Πιθανότητα Μη επίτευξη στόχου
Μη πραγμάτωση της πιθανότητας

Από το σχήμα αυτό του Bremond επηρεάστηκαν αργότερα και άλλοι θεωρητικοί, όπως
είναι ο Paul Larivaille (1974), ο Jean-Michel Adam (1976),18 ο William Labov
(1972),19 και διαμόρφωσαν τις αφηγηματικές τους τυπολογίες, οι οποίες κάνουν
κατανοητή τη λογική της αφήγησης, σύμφωνα με την οποία, η ισορροπία της αρχικής
κατάστασης διαταράσσεται με την εισαγωγή κάποιων «δυναμικών» μοτίβων που,

18
Ακολουθούν οι τυπολογίες τους διαγραμματικά (Παπαρούση 2005):

19
Μια ολοκληρωμένη αφήγηση αποτελείται, σύμφωνα με τον Labov (1972) απó πέντε δομικά
συστατικά: την περíληψη, τον προσανατολıσμó, την πράξη επıπλοκής, την επíλυση, το επıμύθıο και
την αξıολóγηση. Συγκεκριμένα:
Περíληψη (Abstract): Συγκεφαλαιώνει το σκοπó της ιστορίας και μπορεί να είναι μια σύνοψη της
αφήγησης. Προσανατολıσμóς (Orientation): Προσδιορίζει το χωροχρονικó πλαίσιο, τους χαρακτήρες και
τις καταστάσεις πριν την έναρξη της δράσης. Πράξη επıπλοκής (Complicating Action): Τα συμβάντα της
ιστορίας διατάσσονται σε μια χρονική ακολουθία. Κάποιο απó αυτά διαταράσσει τη συνήθη ισορροπία
οδηγώντας σε ένα ή περισσóτερα σημεία κορύφωσης της ιστορίας. Επíλυση ( Resolution): Αναφέρεται
στο πώς επιλύθηκε η επιπλοκή. Παρουσιάζονται οι επιπτώσεις της διατάραξης της συνήθους ισορροπίας.
Σηματοδοτεί τη λήξη της αφήγησης. Επıμύθıο(Coda): Ο συγγραφέας κλείνει την ιστορία. Επιχειρείται η
μετάβαση απó τον παρελθοντικó κóσμο της ιστορίας στον παροντικó κóσμο της συνομιλίας. Αξıολóγηση
(Evaluation): Υπάρχει διάσπαρτη στο κείμενο κατά την εξιστóρηση των γεγονóτων και δείχνει τη
σημασία τους, καθώς επίσης και τη στάση του αφηγητή απέναντι σε αυτά. Η αξιολóγηση μπορεί να
είναι εξωτερıκή, δηλαδή ο αφηγητής να αναστέλλει την αφήγησή του, για να σχολιάσει ρητά τα γεγονóτα,
ή εσωτερıκή, κατά την οποία ο σχολιασμóς δεν είναι ρητóς, αλλά υποδεικνύεται με διάφορες αποκλίσεις
απó την αφηγηματική σύνταξη (παραγλωσσικοί τρóποι, óπως ο επιτονισμóς ή παρεμβολή λεξικών και
συντακτικών δομών, óπως τα επίθετα). Ένας ενδιάμεσος μηχανισμóς είναι η ενσωμάτωση της
αξιολóγησης στην αφήγηση, που περιλαμβάνει αναφορές στη σκέψη και στα λóγια του αφηγητή και των
χαρακτήρων καθώς και αξιολóγηση των πράξεών τους (Μπούσια 2010, 15-16 / Γιακουµέλου 2009, 8).
23
δημιουργώντας μια περιπλοκή (περιπέτεια), τη μετασχηματίζουν και την οδηγούν προς
την εξεύρεση μιας νέας ισορροπίας (Παπαρούση 2005).
Από το συνδυασμό βασικών ακολουθιών προκύπτουν σύνθετες ακολουθίες, των
οποίων ο συνδυασμός πραγματώνεται συνήθως με έναν από τους τρεις τρόπους20
(Bremond 1973, 132):
α. Αλυσιδωτή σύνδεση: μια δράση που είναι καταληκτικό σημείο μιας διαδικασίας
αποτελεί ταυτόχρονα αφετηρία μιας άλλης διαδικασίας.
β. Ενθετική σύνδεση: μια διαδικασία περικλείει μια άλλη, προκειμένου να φτάσει στην
τελείωσή της.
γ. Συζευκτική σύνδεση: το ίδιο γεγονός εκπληρώνει άλλη λειτουργία για το Α υποκείμενο
και άλλη για το Β.
Ο Bremond τονίζει, συμπληρώνοντας τη θεωρία του Propp, πως η λειτουργία
ορίζεται όχι μόνο σε σχέση με την πράξη (που την ονομάζει διαδικασία) αλλά και από
τη σχέση ενός προσώπου-υποκειμένου και μιας διαδικασίας-κατηγορήματος. Η
λειτουργία μιας πράξης δεν μπορεί να οριστεί παρά μόνο στην προοπτική των
συμφερόντων ή των πρωτοβουλιών ενός προσώπου που είναι το πάσχον ή το δρων
υποκείμενο. Περισσότερες λειτουργίες δε συνδέονται, παρά μόνο αν υποθέσουμε ότι
αφορούν την ιστορία του ίδιου προσώπου (έτσι η Νίκη δε διαδέχεται πάντα τη Μάχη,
παρά μόνο αν δεχτούμε ότι το ίδιο πρόσωπο είναι πρώτα μαχητής και μετά νικητής). Για
τον Bremond «η δομή του αφηγήματος στηρίζεται όχι σε μια ακολουθία πράξεων αλλά
σε μια διάταξη ρόλων» (1973, 133). Συμπληρώνει πως η σειρά των λειτουργιών δεν
είναι γραμμική: κάθε εξέλιξη της πλοκής επηρεάζει ταυτόχρονα είτε το ίδιο πρόσωπο,
από διάφορες απόψεις, είτε περισσότερα πρόσωπα που τα αφορά με διαφορετικό τρόπο.
Συνήθως στην αρχή ενός αφηγήματος σε έναν ήρωα αποδίδονται ορισμένες
ιδιότητες (σχετικά με την ηλικία, το φύλο, την κοινωνική κατάσταση, την εξωτερική
εμφάνιση κλπ.). Κάποιες από αυτές είναι περιγραφικές, χωρίς λειτουργία στην πλοκή,
ενώ άλλες δε θα μπορούσαν να παραλειφθούν, καθώς συμβάλλουν στην πλοκή με δυο
τρόπους: είτε επηρεάζονται από την εξέλιξη των πραγμάτων είτε την επηρεάζουν. Οι
ιδιότητες αυτές, λοιπόν, χαρακτηρίζουν τους ήρωες και τους καθιστούν ικανούς να
παίξουν το ρόλο του πάσχοντος ή του δρώντος υποκειμένου (Bremond 1973, 137).

20
Για τρεις τύπους συνδυασμού ακολουθιών μιλάει και ο Τοντόροφ (1989, 98): την αφήγηση-αλυσίδα
(που ταυτίζεται με την αλυσιδωτή σύνδεση του Bremond), τον εγκιβωτισμό (που ταυτίζεται με την
ενθετική σύνδεση του Bremond) και την «εναλλαγή ή συμπλοκή, όπου εναλλάσσονται πότε μία πρόταση
της πρώτης ακολουθίας και πότε μία πρόταση της δεύτερης» (Τοντόροφ 1989, 99).
24
Δύο, λοιπόν, είναι οι βασικοί αφηγηματικοί ρόλοι σε κάθε διαδικασία: το πάσχον
υποκείμενο (παθητικός αποδέκτης, αντικείμενο ή θύμα) (patient), το οποίο επηρεάζεται
από διαδικασίες που τροποποιούν ή διατηρούν την κατάστασή του, και το δρων
υποκείμενο (ή πράκτορας) (agent), το οποίο έχει την πρωτοβουλία για αυτές τις
διαδικασίες.
«Η ιστορία του πάσχοντος υποκειμένου είναι συχνά (αλλά όχι πάντα)
συνδεδεμένη με αυτήν ενός ή περισσοτέρων δρώντων υποκειμένων» (Bremond 1973,
145). Η τύχη ενός προσώπου, που θεωρείται πάσχον υποκείμενο, εξαρτάται σε μεγάλο
βαθμό από τις πρωτοβουλίες που παίρνει το ίδιο (ως δρων υποκείμενο) ή ακόμα από τις
πρωτοβουλίες άλλων προσώπων που το επηρεάζουν. Μπορούμε, λοιπόν, να κάνουμε
διάκριση ανάμεσα στο δρων υποκείμενο που δρα εκούσια και σε αυτό που δρα ακούσια,
αλλά και στο δρων υποκείμενο που επηρεάζει τη δικιά του κατάσταση και σε αυτό που
επηρεάζει την τύχη ενός άλλου προσώπου.

α. Το πάσχον υποκείμενο
Η εξέταση του ρόλου του πάσχοντος υποκειμένου μας οδηγεί να
αντιμετωπίσουμε δυο τύπους επιδράσεων που υφίσταται: τις επιδράσεις που ασκούνται
στην υποκειμενική συνείδηση του πάσχοντος υποκειμένου για την τύχη του (και από τις
οποίες εφοδιάζεται ή όχι με πληροφορίες, με ικανοποιήσεις ή το αντίθετό τους, με
ελπίδες ή με φόβους) και τις επιδράσεις που ασκούνται αντικειμενικά στην τύχη του
πάσχοντος υποκειμένου, είτε για να την αλλάξουν (βελτίωση, υποβάθμιση) είτε για να τη
διατηρήσουν στην ίδια κατάσταση (προστασία, στέρηση).
Ας ξεκινήσουμε με τις τελευταίες διαδικασίες (τροποποίησης ή διατήρησης) που
αναφέραμε. Για τον Bremond (1973, 140) η αντικατάσταση μιας αρχικής κατάστασης Α
από μια τροποποιημένη κατάσταση δε συμβαίνει αυθόρμητα ή στιγμιαία. Για να
πραγματοποιηθεί, απαιτούνται δυο προϋποθέσεις: αρχικά η εμφάνιση μιας διαδικασίας
ικανής να τροποποιήσει την αρχική κατάσταση Α και στη συνέχεια η περάτωση αυτής
της διαδικασίας. Η διαδικασία αυτή απαιτεί κάποια διάρκεια, για να παράξει το
αποτέλεσμά της: αναπτύσσεται μεταξύ δυο πόλων, ένα terminus a quo που
αντιπροσωπεύει την αρχική κατάσταση και ένα terminus ad quem που αντιπροσωπεύει
την τελική κατάσταση, το αποτέλεσμα της εξέλιξής της. Ενδέχεται μάλιστα μια
διαδικασία να διακοπεί, προτού παράξει το αποτέλεσμά της. Μπορεί, λοιπόν, το πάσχον

25
υποκείμενο να παραμείνει στην αρχική του κατάσταση, αν δεν υπάρξει πέρασμα στην
πράξη ή αν δεν ολοκληρωθεί η διαδικασία τροποποίησης.
Ενδέχεται η παραμονή του πάσχοντος υποκειμένου στην αρχική του κατάσταση
να είναι αποτέλεσμα κάποιας δράσης, μιας αντιθετικής (στην τροποποίηση) διαδικασίας
διατήρησης. Η εξέλιξη του ρόλου του πάσχοντος υποκειμένου ορίζεται από το παιχνίδι
δύο τύπων ανταγωνιστικών διαδικασιών: των εξελικτικών διαδικασιών που τείνουν να
τροποποιήσουν την αρχική κατάσταση του πάσχοντος υποκειμένου και των αντι-
εξελικτικών διαδικασιών που τείνουν να διατηρήσουν αυτήν την κατάσταση (πιο κάτω
θα δούμε πιο αναλυτικά ποιες είναι αυτές).
Ο Bremond αναφέρεται και σε μια ιδιαίτερη περίπτωση τροποποίησης ή
διατήρησης που εντοπίζεται σε ορισμένα αφηγήματα: σε αυτά η μοίρα καθορίζει το
μέλλον του ρόλου, καθιστώντας αναπόφευκτη την τροποποίηση ή τη διατήρηση μιας
κατάστασης του πάσχοντος υποκειμένου και υποδεικνύοντας με ακρίβεια τις διαδικασίες
που παρεμβαίνουν ως παράγοντες που τροποποιούν ή διατηρούν την κατάσταση του
πάσχοντος υποκειμένου (αυτό συμβαίνει για παράδειγμα στο παραμύθι Ωραία
κοιμωμένη). Όποιες προφυλάξεις κι αν πάρει κανείς σε αυτά τα αφηγήματα, για να
αποτρέψει το μοιραίο, αποτυγχάνουν (Bremond 1973, 144).
Είπαμε πριν πως υπάρχουν επιδράσεις που ασκούνται στην υποκειμενική
συνείδηση του πάσχοντος υποκειμένου για την τύχη του. Παρατηρούμε, λοιπόν, πως σε
άλλα αφηγήματα το πάσχον υποκείμενο έχει κάποια συνείδηση της κατάστασης που το
επηρεάζει και σε άλλα δεν έχει. Στην πρώτη περίπτωση, αν βρίσκεται σε μια κατάσταση
Α, ανάλογα με την πληροφόρηση που έχει (αληθινή ή ψευδή), μπορεί να έχει συνείδηση
Α ή μη-Α ή να διστάζει μεταξύ του Α και του μη-Α, αν η πληροφορία που λαμβάνει
είναι διφορούμενη. Οι παραπάνω ρόλοι του πάσχοντος υποκειμένου συχνά
εναλλάσσονται. Μπορεί να υπάρχει εξέλιξη από τον ένα στον άλλο: από την απουσία
συνείδησης σε μια πίστη ή έστω αμφιβολία (μέσω μιας πληροφόρησης), από μια πίστη
σε μια αντίστροφη πίστη (μέσω μιας διάψευσης), από μια πίστη σε μια κατάσταση
αμφιβολίας (μέσω δισταγμού), από τη συνείδηση στην απουσία συνείδησης (μέσω
απόσπασης προσοχής / λήθης), από την αμφιβολία σε μια πίστη (μέσω αναίρεσης της
αμφιβολίας). Τη διαδικασία της πληροφόρησης μπορεί να εμποδίσει η αντίθετη σε αυτήν
διαδικασία, αυτή της απόκρυψης, η οποία αποβλέπει στο να κρατήσει το πάσχον
υποκείμενο στην αρχική του άγνοια. Επίσης, δύο αντίθετες διαδικασίες πληροφόρησης
μπορεί να το κάνουν να διστάζει ανάμεσα στις δυο γνώμες. Το πάσχον υποκείμενο
μπορεί, λοιπόν, να χάσει τη γνώμη ότι επηρεάζεται από μια κατάσταση, αν παρέμβει μια
26
διαδικασία απόσπασης προσοχής / λήθης (που μπορεί να αποτύχει λόγω μιας διαδικασίας
υπενθύμισης) ή μια διαδικασία διάψευσης (που επίσης μπορεί να αποτύχει λόγω μιας
διαδικασίας επιβεβαίωσης) ή μια διαδικασία πρόκλησης δισταγμού. Εάν πάλι το πάσχον
υποκείμενο αμφιβάλλει για το αν επηρεάζεται από μια κατάσταση, μπορεί να βγει από
την αβεβαιότητα με την παρέμβαση μιας διαδικασίας απόσπασης προσοχής (μιας
διαδικασίας λήθης, εξαιτίας της οποίας σταματάει να αναρωτιέται) ή μιας διαδικασίας
επιβεβαίωσης ή διάψευσης.
Σπανίως σε ένα αφήγημα δε γνωρίζουμε αν οι ιδέες που υιοθετεί ή απορρίπτει,
διατηρεί ή εγκαταλείπει το πάσχον υποκείμενο είναι αληθείς ή ψευδείς. Συνήθως
δηλώνεται ο βαθμός συμμόρφωσής τους με την πραγματικότητα. Ο Bremond ονομάζει
αποκάλυψη κάθε διαδικασία που αποβλέπει στο να κάνει το πάσχον υποκείμενο να
αποκτήσει αληθινή συνείδηση της κατάστασής του και καθοδήγηση προς το λάθος κάθε
διαδικασία πληροφόρησης που αποβλέπει στο να κάνει το πάσχον υποκείμενο να
αποκτήσει μια ψευδή συνείδηση (Bremond 1973, 152).
Οι προαναφερθείσες διαδικασίες μπορεί να προκύπτουν ως αποτέλεσμα μιας
διαδοχής περιστάσεων, στην οποία κανένα ανθρωπόμορφο δρων υποκείμενο δεν
εμφανίζεται στο αφήγημα σαν να έχει μέρος ευθύνης, ή μπορεί να αποδίδονται στην
παρέμβαση ενός δρώντος υποκειμένου που πληροφορεί κλπ. (Bremond 1973, 152-3).
Το πάσχον υποκείμενο που έχει αντίληψη της κατάστασής του μπορεί να την
κρίνει ικανοποιητική ή μη ικανοποιητική. Αν του προκαλεί μια άμεση ευχαρίστηση, τη
θεωρεί ικανοποιητική και τότε μιλάμε για μια επίδραση ηδονικής τάξης. Ενδέχεται,
όμως, να μην του προκαλεί μια άμεση ευχαρίστηση, αλλά να τη βλέπει σαν το μέσο να
αποκτήσει μια ικανοποίηση, η οποία τοποθετείται σε έναν άλλο χρόνο από την
κατάσταση που χρησιμεύει ως μέσο. Τοποθετείται είτε υστερόχρονα σε σχέση με την
κατάσταση-μέσο (το πάσχον υποκείμενο υπολογίζει πως αυτή θα το φέρει πιο κοντά σε
μια επιθυμητή ικανοποίηση, οπότε μιλάμε για μια ικανοποίηση ρεαλιστικής τάξης) είτε
προτερόχρονα σε σχέση με την κατάσταση-μέσο (η ικανοποίηση-στόχος έχει ήδη
αποκτηθεί ως αντάλλαγμα μιας δέσμευσης εκ μέρους του πάσχοντος υποκειμένου, το
οποίο αντιλαμβάνεται την παρούσα κατάσταση σαν μέσο να εξοφλήσει το χρέος του,
οπότε στην περίπτωση αυτή μιλάμε για μια ικανοποίηση ηθικής τάξης, η οποία
ταυτίζεται με τη συνείδηση του εκτελεσμένου καθήκοντος) (Bremond 1973, 154).
Ενδέχεται, όμως, το πάσχον υποκείμενο να δοκιμάσει όχι ικανοποίηση αλλά
δυσαρέσκεια από μια κατάσταση που είναι από μόνη της δυσάρεστη (δυσαρέσκεια

27
ηδονικής τάξης), να συνειδητοποιήσει το μειονέκτημα μιας κατάστασης (δυσαρέσκεια
ρεαλιστικής τάξης) ή να νιώσει το παράπτωμά του (δυσαρέσκεια ηθικής τάξης).
Μπορεί, επίσης, το πάσχον υποκείμενο να μη νιώθει ούτε ικανοποίηση, ούτε
δυσαρέσκεια αλλά αδιαφορία ή και ανάμικτα συναισθήματα (Bremond 1973, 155). Τα
συναισθήματα του πάσχοντος υποκειμένου συχνά εξελίσσονται. Μπορεί αρχικά να
βρίσκεται σε μια κατάσταση αδιαφορίας και στη συνέχεια να υποστεί μια επίδραση που
να του προκαλέσει ικανοποίηση ή δυσαρέσκεια.
Αν πάλι πληροφορηθεί το πάσχον υποκείμενο για την πιθανή πραγματοποίηση
ενός μελλοντικού γεγονότος, θα αντιμετωπίσει αυτή την πιθανότητα είτε με ελπίδα είτε
με φόβο είτε με ανάμικτα συναισθήματα είτε με αδιαφορία. Πίσω από την ελπίδα
μπορεί να υπάρχει η επιθυμία (η ελπίδα μιας ευχαρίστησης: ηδονικό κίνητρο) ή η
συνείδηση της υποχρέωσης (ηθικό κίνητρο) ή ένας ευνοϊκός υπολογισμός (η ελπίδα
ενός πλεονεκτήματος, το οποίο θα οδηγήσει στην επίτευξη ενός στόχου: ρεαλιστικό
κίνητρο). Αντίστοιχα, υπάρχουν και τριών ειδών κίνητρα που μπορεί να κάνουν το
πάσχον υποκείμενο να φοβηθεί την πραγματοποίηση ενός μελλοντικού γεγονότος. Και
στα συναισθήματα της ελπίδας και του φόβου υπάρχει εξέλιξη: γεννιούνται,
εξαφανίζονται, μεγαλώνουν ή μειώνονται. Και ασφαλώς επαληθεύονται ή ακυρώνονται,
όταν πραγματοποιείται ή όχι το γεγονός που αντιμετωπιζόταν ως πιθανό. Έτσι, το
πάσχον υποκείμενο νιώθει ικανοποίηση/ανακούφιση ή δυσαρέσκεια/απογοήτευση ή
ανάμικτα συναισθήματα ή τίποτα από τα δύο.
Τα κίνητρα του πάσχοντος υποκειμένου, οι ελπίδες ή οι φόβοι του είναι τα ίδια
αποτέλεσμα προηγούμενων γεγονότων, τα οποία επηρέασαν το πάσχον υποκείμενο. Για
αυτές τις επιδράσεις μπορεί η αφήγηση να μην αποκαλύπτει τίποτα, οπότε ο
αναγνώστης/ακροατής/θεατής έχει την ελευθερία να κάνει τις δικές του υποθέσεις.
Μπορεί, όμως, να συμβεί και το αντίθετο: ο αφηγητής να διευκρινίζει τις επιδράσεις που
προηγήθηκαν των κινήτρων. Έτσι, αποκαλύπτοντας την επίδραση, ο αφηγητής εξηγεί το
κίνητρο και, αποκαλύπτοντας το κίνητρο, εξηγεί την πράξη.
Σύμφωνα με τα παραπάνω, τα κίνητρα εντάσσονται σε τρεις κατηγορίες
(ηδονικά, ηθικά, ρεαλιστικά) και υπάρχουν τέσσερις πιθανοί τύποι επίδρασης που
ασκούνται σε ένα πάσχον υποκείμενο:
1. η προτρεπτική επίδραση, η οποία ωθεί το πάσχον υποκείμενο να ελπίζει για ένα
γεγονός και ενδεχομένως να γίνει δρων υποκείμενο και να περάσει στην πράξη, για να
το κάνει να συμβεί, είτε από επιθυμία για αυτό το γεγονός που θεωρείται ευχάριστο από
μόνο του (στην περίπτωση αυτή, η επίδραση ονομάζεται γοητεία από το Γάλλο
28
αφηγηματολόγο) είτε από τη συνειδητοποίηση μιας υποχρέωσης είτε από τη
συνειδητοποίηση των πλεονεκτημάτων, τα οποία το πάσχον υποκείμενο θα αποκομίσει
από το πιθανό γεγονός,
2. η αποτρεπτική επίδραση, η οποία αποτρέπει το πάσχον υποκείμενο να περάσει
στην πράξη είτε από φόβο για ένα γεγονός δυσάρεστο από μόνο του (απειλή) είτε από
τη συνειδητοποίηση μιας απαγόρευσης, της οποίας η παραβίαση θα ήταν παράπτωμα,
είτε από τη συνειδητοποίηση των μειονεκτημάτων που θα προέκυπταν από ένα γεγονός,
αν αυτό πραγματοποιούνταν,
3. η εξουδετέρωση, η οποία κάνει το πάσχον υποκείμενο να αντιμετωπίζει με
αδιαφορία ένα πιθανό γεγονός, και
4. η επίδραση, η οποία προκαλεί ταυτόχρονα και ελπίδα και φόβο.
Έτσι, ο Bremond (1973, 160), παραλείποντας τις δυο τελευταίες επιδράσεις,
προκειμένου να απλοποιήσει το σχήμα του, προτείνει τον ακόλουθο πίνακα με τις πιο
σημαντικές επιδράσεις που ασκούνται σε ένα πάσχον υποκείμενο και επηρεάζουν τα
κίνητρά του:
ΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ: ΠΡΟΤΡΕΠΤΙΚΕΣ ΑΠΟΤΡΕΠΤΙΚΕΣ
ΚΙΝΗΤΡΑ :
Ηδονικά Γοητεία Εκφοβισμός/απειλή
Ηθικά Υποχρέωση Απαγόρευση
Ρεαλιστικά Συμβουλή Αποτροπή

Όπως έχουμε ξαναπεί, η επίδραση μπορεί να παρουσιάζεται από τον αφηγητή


σαν τυχαίο γεγονός ή να προκύπτει ως αποτέλεσμα της (εκούσιας ή ακούσιας)
παρέμβασης ενός δρώντος υποκειμένου.
Ανάλογα με τις ικανοποιήσεις που δοκιμάζει το πάσχον υποκείμενο
αντιλαμβάνεται το ρόλο του ως ευεργετούμενο/επωφελούμενο υποκείμενο ή ως θύμα
(πρόκειται για υποκειμενική αντίληψη, για την αλήθεια της οποίας θα αποφανθεί η
αφήγηση). Αφήνοντας στην άκρη τις υποκειμενικές ερμηνείες του πάσχοντος
υποκειμένου, μπορούμε να δούμε αντικειμενικά την εξέλιξη του ρόλου του και πώς
επηρεάζεται από τις διαδικασίες βελτίωσης ή υποβάθμισης. Έχουμε ξαναπεί πως η
εξέλιξη του ρόλου του πάσχοντος υποκειμένου ορίζεται από το παιχνίδι δύο τύπων
ανταγωνιστικών διαδικασιών: των εξελικτικών διαδικασιών, οι οποίες τείνουν να
τροποποιήσουν την αρχική κατάσταση του πάσχοντος υποκειμένου, και των αντι-

29
εξελικτικών διαδικασιών, οι οποίες τείνουν να διατηρήσουν αυτήν την κατάσταση.
Μεταξύ των εξελικτικών διαδικασιών ο Bremond τοποθετεί δύο είδη κύριων
τροποποιήσεων: τη βελτίωση, η οποία τείνει να κάνει ένα πάσχον υποκείμενο να περάσει
από μια αρχική μη ικανοποιητική κατάσταση σε μια τελική πιο ικανοποιητική
κατάσταση, και την υποβάθμιση, η οποία επιχειρεί το πέρασμα, αντιστρόφως, από μια
αρχική ικανοποιητική κατάσταση σε μια τελική λιγότερο ικανοποιητική κατάσταση.
Μεταξύ των αντι-εξελικτικών διαδικασιών ο Bremond τοποθετεί δύο είδη διατήρησης:
την προστασία, η οποία τείνει να κάνει να αποτύχει μια διαδικασία υποβάθμισης και
μετά να διατηρήσει μια ικανοποιητική κατάσταση, και τη στέρηση, η οποία τείνει να
κάνει να αποτύχει μια διαδικασία βελτίωσης και έτσι να διατηρήσει μια μη
ικανοποιητική κατάσταση. Θα μπορούσε, όμως, να γίνει και μια άλλη κατηγοριοποίηση:
από τη μια μεριά να ενταχθούν η βελτίωση και η προστασία ως διαδικασίες που ευνοούν
το πάσχον υποκείμενο και από την άλλη μεριά να ενταχθούν η υποβάθμιση και η
στέρηση ως διαδικασίες που δεν ευνοούν το πάσχον υποκείμενο. Αν υποθέσουμε ότι για
αυτές τις διαδικασίες είναι υπεύθυνα κάποια δρώντα υποκείμενα, η βελτίωση και η
προστασία μοιάζουν με εξυπηρέτηση/συνεισφορά, ενώ η υποβάθμιση και η στέρηση με
τιμωρία/παρεμπόδιση (Bremond 1973, 167).
Συμπερασματικά, το πάσχον υποκείμενο μπορεί να είναι ευεργετούμενο/
επωφελούμενο υποκείμενο χάρη σε μια διαδικασία βελτίωσης ή προστασίας ή να είναι
θύμα εξαιτίας μιας διαδικασίας υποβάθμισης ή στέρησης (με ή χωρίς την παρέμβαση
ενός δρώντος υποκειμένου, το οποίο μπορεί να είναι το ίδιο ή διαφορετικό πρόσωπο από
το πάσχον υποκείμενο) και να έχει συνειδητοποιήσει το ίδιο ότι βρίσκεται σε μια
ικανοποιητική ή μη ικανοποιητική κατάσταση ή να μην το έχει συνειδητοποιήσει.

β. Το δρων υποκείμενο
«Η πλειονότητα των προσώπων που παρουσιάζονται σε ένα αφήγημα
αναλαμβάνουν εναλλάξ ρόλο πάσχοντος υποκειμένου και ρόλο δρώντος
υποκειμένου: το πάσχον υποκείμενο είναι ένα πιθανό δρων υποκείμενο στο
μέτρο που υποβάλλεται σε επιδράσεις που μπορούν να προκαλέσουν ένα
πέρασμα στην πράξη, με τη μορφή της αντίδρασης στην κατάσταση, στην
οποία νιώθει τοποθετημένο. Το δρων υποκείμενο είναι ένα πιθανό πάσχον
υποκείμενο στο μέτρο που η διαδικασία, την οποία προκαλεί, θα έχει ως
αποτέλεσμα μια τροποποίηση της κατάστασής του, επομένως μια καινούρια

30
κατάσταση για το πρόσωπό του. Η ιστορία ενός προσώπου αναπτύσσεται
συνήθως σύμφωνα με το σχήμα: Πάσχον υποκείμενο (πιθανό δρων
υποκείμενο) → Δρων υποκείμενο (πιθανό πάσχον υποκείμενο) → Πάσχον
υποκείμενο (πιθανό δρων υποκείμενο), κλπ. Φυσικά, μπορούμε να
αντιληφθούμε ρόλους πασχόντων υποκειμένων που δε μετατρέπονται σε
δρώντα υποκείμενα. Αρκεί να φανταστούμε ένα πρόσωπο που παραμένει
χωρίς αντίδραση μπροστά σε γεγονότα που το επηρεάζουν: είτε επειδή δεν τα
συνειδητοποιεί είτε επειδή δε νιώθει κανένα κίνητρο, για να αντιδράσει, είτε
επειδή μια παντελής αδυναμία το εμποδίζει» (Bremond 1973, 174).

Στη συνέχεια, αναρωτιέται ο Bremond αν μπορούμε να βρούμε ένα ρόλο


δρώντος υποκειμένου που να μην έχει την αφετηρία και το τέρμα του σε ένα ρόλο
πάσχοντος υποκειμένου. Και απαντά πως όχι: το πέρασμα στην πράξη εμπεριέχει μια
επίδραση που έχει ασκηθεί προηγουμένως, ένα ερέθισμα στο οποίο απαντά η πράξη. Η
ολοκλήρωση της πράξης συνεπάγεται μια τροποποίηση της κατάστασης του δρώντος
υποκειμένου (το συναίσθημα της ευχαρίστησης, την περηφάνια από την επιτυχία ή την
ντροπή από την αποτυχία κλπ.). Βέβαια, συμβαίνει συχνά ο αφηγητής να κάνει να
παρέμβουν δρώντα υποκείμενα-«κομπάρσοι», χωρίς να μας πει γιατί αποφάσισαν να
δράσουν ούτε ποια τροποποίηση της τύχης τους συνεπάγεται η πράξη τους (Bremond
1973, 174).
Οι ρόλοι των δρώντων υποκειμένων έχουν μικρότερη έκταση από τους ρόλους
των πασχόντων υποκειμένων: κάθε δρων υποκείμενο είναι ένα παλιό και ένα
μελλοντικό πάσχον υποκείμενο, ενώ η κατάσταση του πάσχοντος υποκειμένου μπορεί να
είναι μια αρχή και ένα τέλος. Πάντως, μετά το ρόλο του πάσχοντος υποκειμένου ο ρόλος
του δρώντος υποκειμένου είναι ο πιο γενικός που μπορούμε να αντιληφθούμε, καθώς
συμπεριλαμβάνει όλους τους ρόλους που σχετίζονται με την ολοκλήρωση ενός έργου ή
με μια ενέργεια που τυχαία οδηγήθηκε σε ένα αποτέλεσμα, το οποίο δεν είχε επιλεγεί ως
στόχος αυτής της ενέργειας (Bremond 1973, 175).
Στους ρόλους του πάσχοντος υποκειμένου (που επηρεάζεται, επωφελείται ή είναι
θύμα),τους οποίους αναφέραμε πιο πάνω, αντιστοιχούν οι τύποι του δρώντος
υποκειμένου: υπάρχει το δρων υποκείμενο που επιδρά, αυτό που βελτιώνει, αυτό που
υποβαθμίζει, αυτό που προστατεύει και αυτό που στερεί (Bremond 1973, 134 και 175).
Η ανάλυση του ρόλου του δρώντος υποκειμένου μας οδηγεί σε μια πρώτη διάκριση
ανάμεσα στο υποκείμενο που δρα εκούσια (έχει την πρωτοβουλία κάποιων διαδικασιών,

31
προκειμένου να πετύχει ένα στόχο) και σε αυτό που δρα ακούσια. Το δρων υποκείμενο
που δρα εκούσια παρεμβαίνει με την πρόθεση να επηρεάσει το πάσχον υποκείμενο με
την τροποποίηση (ή τη διατήρηση) που είναι αποτέλεσμα της δράσης του, ενώ αυτό που
δε δρα εκούσια παρεμβαίνει με μια άλλη πρόθεση από αυτή του πρώτου (Bremond
1973, 146). Το πάσχον υποκείμενο, όπως είπαμε και πιο πάνω, μπορεί να είναι και το
ίδιο πρόσωπο με το δρων υποκείμενο ή διαφορετικό. Η δράση (εκούσια ή ακούσια) του
δρώντος υποκειμένου μπορεί σε κάθε περίπτωση να διαιρεθεί σε τρεις χρόνους:
πιθανότητα/ενδεχόμενο - πραγμάτωση της πιθανότητας - αποτέλεσμα.
Υπάρχει, λοιπόν, το πιθανό δρων υποκείμενο που θέλει να δράσει, προκειμένου
να βελτιώσει μια δυσάρεστη κατάσταση ενός πάσχοντος υποκειμένου (θύματος). Για να
συμβεί αυτό, απαιτούνται οι ακόλουθες τρεις προϋποθέσεις: α. το πιθανό δρων
υποκείμενο να φανταστεί ότι θα μπορούσε να αναλάβει το έργο, όταν του προσφερθεί η
ευκαιρία, β. να έχει κάποιο κίνητρο να αναλάβει το έργο, να ελπίζει ότι θα κερδίσει
κάποια ικανοποίηση και γ. να κρίνει ότι έχει τα μέσα να αναλάβει την εκτέλεση του
έργου (Bremond 1973, 177). Αν αμφιβάλλει για κάτι από τα παραπάνω, μπορεί να μην
περάσει στην πράξη. Κάποιες διαδικασίες μπορεί να τον κρατήσουν σε κατάσταση
αβεβαιότητας.
Το πιθανό δρων υποκείμενο μπορεί, λοιπόν, να έχει κάποιο κίνητρο να
επιχειρήσει ένα έργο, με την ελπίδα ότι θα βελτιώσει την κατάστασή του, αλλά επίσης
μπορεί να έχει κίνητρο να απόσχει από την επιχείρηση ενός έργου, από το φόβο μήπως
υποβαθμίσει την κατάστασή του. Η κατηγοριοποίηση των κινήτρων σε τρεις κατηγορίες
(ηδονικά, ηθικά, ρεαλιστικά) που ίσχυαν για το πάσχον υποκείμενο ισχύουν και για το
δρων υποκείμενο. Η τυπολογία των κινήτρων του Bremond παρουσιάζεται στη μελέτη
του «Le rôle de l’ influenceur» («Ο ρόλος του δρώντος προσώπου που επηρεάζει»)
(1970) αλλά και αργότερα στο βιβλίο του (Logique du récit 1973, 187).
Για να γίνει πιο σαφής η θεωρία του για τα κίνητρα, ο Bremond χρησιμοποιεί
τρία παραδείγματα με το Σωκράτη:
1. Στο εύθυμο συνδαιτυμόνα Σωκράτη άρεσε να πίνει ως την αυγή.
2. Ο άρρωστος Σωκράτης συμφώνησε να πιει το φάρμακο, για να ξαναβρεί την
υγεία του.
3. Ο Σωκράτης, καταδικασμένος από τους δικαστές της Αθήνας, ήθελε
περισσότερο να πιει το κώνειο παρά να δραπετεύσει περιφρονώντας τους νόμους.
Στην πρώτη περίπτωση, ο Σωκράτης αποφασίζει να πιει και δεν ψάχνει άλλη
ικανοποίηση από αυτή που παίρνει από την ολοκλήρωση αυτής της δράσης. Εδώ,
32
λοιπόν, μιλάμε για ένα κίνητρο ηδονικό, ένα επιθυμητό καθήκον, ευχάριστο από μόνο
του. Στη δεύτερη περίπτωση, ο Σωκράτης και πάλι αποφασίζει να πιει, αλλά με αυτό
δεν ικανοποιεί κάποια επιθυμία του. Απεναντίας, είναι για αυτόν κάτι που του προκαλεί
δυσαρέσκεια, όμως είναι χρήσιμο, για να βρει την υγεία του. Πρόκειται για ένα
ρεαλιστικό κίνητρο. Στην τελευταία περίπτωση, ο Σωκράτης αποφασίζει να πιει, επειδή
οφείλει να το κάνει, δεν του προκαλεί καμιά ευχαρίστηση ούτε περιμένει ότι θα έχει
κάποιο πλεονέκτημα στον άλλο κόσμο ή στη μνήμη των ανθρώπων. Κάνει αυτό που
θεωρεί υποχρέωσή του. Πρόκειται, λοιπόν, για ηθικό κίνητρο, για μια επιλογή που την
υλοποιεί, επειδή έχει συνείδηση της υποχρέωσής του (Bremond 1973, 187).
Στα παραπάνω προτρεπτικά κίνητρα αντιτίθενται τρεις κατηγορίες
ανασταλτικών κινήτρων (αντικινήτρων). Στην επιθυμία αντιστοιχεί η αποστροφή, στον
ευνοϊκό υπολογισμό αντιστοιχεί ο μη ευνοϊκός υπολογισμός και στη συνείδηση της
υποχρέωσης αντιστοιχεί η συνείδηση της απαγόρευσης.
Ο αφηγητής, βέβαια, μπορεί να μην αναφέρει τίποτα για κίνητρα ή αντικίνητρα,
τα οποία επηρεάζουν την απόφαση ενός υποκειμένου σχετικά με την ανάληψη ή μη ενός
καθήκοντος, οπότε η αφήγηση εδώ αφήνει ένα “κενό”. Στην περίπτωση αυτή
περιορίζεται στο να περιγράψει το αποτέλεσμα, δηλαδή το πέρασμα στην πράξη ή την
αποχή από την πράξη. Μπορεί, όμως, ο αφηγητής να υποδεικνύει γενικά την ελπίδα
ικανοποίησης ή το φόβο μη ικανοποίησης. Μπορεί, επίσης, να ορίσει την απουσία
κινήτρων που να ανήκουν σε μια από τις τρεις κατηγορίες (Bremond 1973, 188).
Ακόμη, ενδέχεται ένα προτρεπτικό κίνητρο να έρθει σε σύγκρουση με ένα
ανασταλτικό κίνητρο. Τότε το δρων υποκείμενο έχει ρόλο διαιτητή, προκειμένου να
κάνει να υπερισχύσει το ένα από τα δύο κίνητρα (Bremond 1973, 189).
Τα κίνητρα συνδέονται με τις συνέπειες της πράξης που ενθαρρύνουν ή
αναστέλλουν. Τα κίνητρα που ωθούν το υποκείμενο να αναλάβει ένα καθήκον
προβλέπουν ένα επιθυμητό αποτέλεσμα (ευχαρίστηση στην περίπτωση της επιθυμίας ή
απαλλαγή στην περίπτωση της υποχρέωσης ή πλεονέκτημα στην περίπτωση του
ευνοϊκού υπολογισμού). Από την άλλη τα κίνητρα που ωθούν το υποκείμενο να απόσχει
από ένα καθήκον προβλέπουν ένα αποτέλεσμα αποφευκταίο. Έχουν, λοιπόν, τα κίνητρα
μια «προφητική αξία» και μπορεί να επαληθευτούν ή όχι. Χρειάζεται, όμως, και η
εγγύηση του αφηγητή, για να είμαστε βέβαιοι ότι
«αυτό το αποτέλεσμα είναι η κανονική συνέπεια, ή να πούμε καλύτερα η
αληθοφανή (συνέπεια), της δράσης που έχει επιχειρηθεί. Μπορεί πράγματι να
συμβεί η παρέμβαση ενός παράδοξου τυχαίου περιστατικού να παραμορφώσει
33
την αληθοφανή αλληλουχία των αιτίων και των αποτελεσμάτων, αυτή που θα
μπορούσε κανείς να προβλέψει τη στιγμή της απόφασης, καταλήγοντας έτσι
να καταστρέψει τις ελπίδες ενός καλά πληροφορημένου δρώντος υποκειμένου
ή να το γλυτώσει από την πραγματοποίηση ενός φόβου τέλεια
δικαιολογημένου και να επαληθεύσει σε αντιστάθμισμα τις ελπίδες ή τους
χιμαιρικούς φόβους ενός κακώς πληροφορημένου δρώντος υποκειμένου. Μια
καταφυγή για βοήθεια στο λόγο του αφηγήματος είναι πάντα απαραίτητη, για
να αποφασίσουμε για τον κανονικό ή παρεκκλίνοντα χαρακτήρα των
αποτελεσμάτων από το πέρασμα στη πράξη» (Bremond 1973, 191).

Ο αφηγητής, λοιπόν, κατά τον Bremond, είναι αυτός που θα δηλώσει το


χαρακτήρα των κινήτρων αλλά και την άγνοια, κάποιες φορές, εκ μέρους του πιθανού
δρώντος υποκειμένου, κάποιων κινήτρων που θα μπορούσαν να φωτίσουν την απόφασή
του ή να την αλλάξουν.
Τα κίνητρα ενδέχεται να αφορούν τη διαδικασία ολοκλήρωσης του έργου σε όλη
της τη διάρκεια, συμπεριλαμβανομένης δηλαδή της φάσης του σχεδίου, αυτής του
περάσματος στην πράξη και αυτής του αποτελέσματος. Εξίσου πιθανό, όμως, είναι να
αφορούν μόνο κάποια συγκεκριμένη φάση. Μπορεί για παράδειγμα το πιθανό δρων
υποκείμενο να έχει το κίνητρο να σχεδιάσει ή να επιχειρήσει ένα καθήκον, αλλά όχι να
το πετύχει, όπως είναι η περίπτωση της Πηνελόπης στην Οδύσσεια, η οποία δεν επιθυμεί
να ολοκληρώσει το υφαντό της (Bremond 1973, 192).
«Κάποιοι από αυτούς τους τύπους αντιστοιχούν σε συχνές καταστάσεις: ο
ρόλος του ενδεχόμενου δρώντος υποκειμένου, που έχει κίνητρο να σχεδιάσει
ένα έργο από επιθυμία να απολαύσει αυτό το σχέδιο, αλλά επίσης να απέχει
από το να το επιχειρήσει από απέχθεια και/ή απαγόρευση και/ή ρεαλιστικό μη
ευνοϊκό υπολογισμό, εικονογραφεί την πιο πεζή λειτουργία της φαντασίας και
της ονειροπόλησης. Ο τύπος του παίκτη που δεν παίζει, για να κερδίσει, αλλά
για την ευχαρίστησή του να παίζει, είναι ένα μοντέλο του ενδεχόμενου
δρώντος υποκειμένου που έχει κίνητρο να επιχειρήσει ένα έργο από επιθυμία
να το εκτελέσει, όχι να το πετύχει. Στην ηθική τάξη θα μπορούσαμε να
διακρίνουμε το ενδεχόμενο δρων υποκείμενο που έχει κίνητρο να σχεδιάσει
ένα έργο από υποχρέωση να θέλει αυτό το σχέδιο, το ενδεχόμενο δρων
υποκείμενο που έχει κίνητρο να επιχειρήσει ένα έργο από υποχρέωση να το
επιχειρήσει (δεν είναι απαραίτητο να ελπίζει να το πετύχει), το ενδεχόμενο

34
δρων υποκείμενο που έχει κίνητρο να πετύχει ένα έργο από υποχρέωση να το
πετύχει (είναι η περίπτωση όπου “δεν έχουμε το δικαίωμα να αποτύχουμε”)»
(Bremond 1973, 192-3).

Στη συνέχεια, ο Bremond επισημαίνει πως η ένδειξη των κινήτρων της πράξης
υποδεικνύει τις τάσεις του χαρακτήρα του προσώπου. Ο αφηγητής αποδίδει στα
πρόσωπα ορισμένα ποιοτικά χαρακτηριστικά, των οποίων το άθροισμα-σύνολο συνθέτει
το ηθικό πορτρέτο των προσώπων. Άλλα χαρακτηριστικά αντανακλούν ικανότητες ή
ανικανότητες και άλλα «αναφέρονται σε τάσεις, φυσικές ή επίκτητες, σταθερές ή
προσωρινές, οι οποίες δε συνιστούν ικανότητες αλλά προτιμήσεις» (Bremond 1973,
193). Τα δεύτερα ενδέχεται να ταυτίζονται με τη γνωστοποίηση ενός ηδονικού
κινήτρου, ενώ η γνωστοποίηση ικανοτήτων ή ανικανοτήτων να ταυτίζεται με ένα
ρεαλιστικό κίνητρο, υπό την προϋπόθεση ότι το πρόσωπο τις έχει συνειδητοποιήσει.
Ακόμη, όμως, και στην περίπτωση της μη συνειδητοποίησης της ανικανότητας, «η
γνωστοποίηση της ανικανότητας παραμένει ένας παράγοντας που εξηγεί τη
συμπεριφορά: δικαιολογεί την πιθανότητα σαφώς μη λογικών επιχειρήσεων και είναι
ένδειξη της μελλοντικής αποτυχίας τους» (Bremond 1973, 194). Ωστόσο, η απόδοση
ενός χαρακτηριστικού ή μιας ικανότητας δεν επιτρέπει να προβλέψουμε με σιγουριά τη
συμπεριφορά του προσώπου: οι προτιμήσεις μπορεί να εξουδετερωθούν από πιο δυνατά
ηθικά ή ρεαλιστικά κίνητρα. Τέλος, τα χαρακτηριστικά του χαρακτήρα που
αντιστοιχούν σε ηθικά κίνητρα (η έννοια του καθήκοντος, της τιμής, η αξιοπρέπεια, η
ευγένεια της ψυχής) υπόκεινται στην ίδια αβεβαιότητα.
Αντιστρόφως, η υιοθέτηση ενός ρόλου δεν επιτρέπει να συμπεράνουμε με
σιγουριά την ύπαρξη ενός χαρακτηριστικού του χαρακτήρα του ήρωα, αφού διάφορα
είδη κινήτρων μπορεί να εξηγήσουν την ίδια επιλογή. Αυτή η δισημία αποκτά μεγάλη
σημασία από τη στιγμή που ο αφηγητής αποφεύγει να χαρακτηρίσει ρητά τον ήρωα, είτε
επειδή η τεχνική της αφήγησης που χρησιμοποιεί δεν προσφέρεται για κάτι τέτοιο (είναι
η περίπτωση του θεάτρου και του κινηματογράφου) είτε επειδή προτιμά να αφήσει στο
κοινό του τη φροντίδα να σχηματίσει μόνο του το πορτρέτο του ήρωα. «Η αφήγηση
τοποθετεί, λοιπόν, τον ήρωά της σε διάφορες κρίσιμες καταστάσεις, οι οποίες επιτελούν
τη λειτουργία των δοκιμασιών, και καθιστά τον αναγνώστη, ακροατή ή θεατή, μάρτυρα
ή κριτή των επιλογών του ήρωα. Αυτές πρέπει να αποκωδικοποιηθούν σαν ενδείξεις
περισσότερο ή λιγότερο πιθανές ορισμένων χαρακτηριστικών διαθέσεων» (Bremond
1973, 194).

35
Μόνο μια επιλογή που έχει προκληθεί από ένα ηδονικό κίνητρο μπορεί να
θεωρηθεί αποκαλυπτική για τη φύση του ήρωα, για τις προτιμήσεις του. Η υιοθέτηση
ενός ρόλου δεν έχει αξία βέβαιης ένδειξης του χαρακτήρα, παρά μόνο αν η αφήγηση
εξηγεί ολοκληρωμένα το παιχνίδι των κινήτρων που οδήγησαν σε αυτήν την επιλογή.
Υπάρχουν οι εξής περιπτώσεις:
1. Η αφήγηση δε δίνει καμία ένδειξη για τα κίνητρα που οδήγησαν στην επιλογή
του ρόλου. Χωρίς συμπληρωματική πληροφορία δεν μπορούμε να μιλήσουμε για το
χαρακτήρα του ήρωα.
2. Η αφήγηση υποδεικνύει την παρουσία ενός ηδονικού κινήτρου μεταξύ των
επιδράσεων που καθόρισαν την επιλογή του ρόλου, αλλά υποδεικνύει επίσης την
ύπαρξη ρεαλιστικών ή ηθικών κινήτρων.
3. Η αφήγηση υποδεικνύει ότι η απόφαση ελήφθη, ενώ απουσίαζαν τα
ρεαλιστικά ή ηθικά κίνητρα ή παρά τα αντίθετα ρεαλιστικά ή ηθικά κίνητρα.
4. Η αφήγηση υπογραμμίζει ότι η απόφαση ελήφθη, ενώ δεν υπήρχε κανένα
ευνοϊκό ηδονικό κίνητρο ή ακόμα παρά τα αντίθετα ηδονικά κίνητρα. Σε αυτήν την
περίπτωση ο ρόλος που αναλαμβάνει ο ήρωας έχει αξία ένδειξης: δείχνει ότι θυσιάζει τις
προτιμήσεις του και έχει ένα πιο μακρινό συμφέρον ή ότι είναι άνθρωπος του
καθήκοντος (Bremond 1973, 195-196).
Το πιθανό δρων υποκείμενο που θέλει να δράσει «δεν αρκεί να έχει συνείδηση
ότι θέλει, αλλά να έχει συνείδηση ότι μπορεί» (Bremond 1973, 196). Κάθε ολοκλήρωση
ενός έργου απαιτεί τη χρησιμοποίηση κάποιων μέσων ή, για να το πούμε αλλιώς, την
εκτέλεση δευτερευόντων έργων απαραίτητων για την εκτέλεση του βασικού έργου, τα
οποία μπορεί να απαιτούν την εκτέλεση τριτευόντων έργων κλπ. Έτσι, «η παραγωγή
μιας οποιασδήποτε δράσης μπορεί να αναλυθεί σε έναν απεριόριστο εγκιβωτισμό
σκοπών και μέσων» (Bremond 1973, 196).
Τη στιγμή που το πιθανό δρων υποκείμενο πρέπει να περάσει στην πράξη,
βρίσκεται σε μια από τις ακόλουθες καταστάσεις: ή δε συλλαμβάνει κανένα πρόγραμμα
ή συλλαμβάνει ένα ή περισσότερα προγράμματα, για να εκτελέσει το έργο (Bremond
1973, 197) . Στο μυαλό του φαντάζεται ότι μπορεί να συναντήσει εμπόδια που πρέπει να
εξουδετερώσει ή αντιπάλους που πρέπει να μεταπείσει ή να βρει πιθανούς συμμάχους,
τους οποίους πρέπει να πείσει να του προσφέρουν βοήθεια. Πρέπει, ακόμα, να διαλέξει
ποιο μέσο θα χρησιμοποιήσει. Αν είναι να επιλέξει μεταξύ δύο στρατηγικών και δεν
μπορεί να αποκλείσει καμία, μπορεί να αποφασίσει να τις δοκιμάσει διαδοχικά
(Bremond 1973, 205).
36
Το πέρασμα στην πράξη μπορεί η αφήγηση απλώς να το αναφέρει και να περάσει
στη διαπίστωση της επιτυχίας ή της αποτυχίας της. Μπορεί, όμως, να προχωρήσει σε
λεπτομέρειες σχετικά με τα έργα-μέσα που μπήκαν σε εφαρμογή για την επίτευξη του
στόχου: η εφαρμογή του σχεδίου που είχε καταστρώσει το πιθανό δρων υποκείμενο
συνιστά αυτό που ονομάζει ο Bremond «ενεργητική» άποψη του ρόλου του δρώντος
υποκειμένου (Bremond 1973, 206).
Η αφήγηση μπορεί να περιγράφει διάφορες περιπέτειες που επηρεάζουν την
εξέλιξη του έργου, την ευνοούν ή την εμποδίζουν. Εξάλλου, η ολοκλήρωση ενός
σχεδίου δεν περιορίζεται στη στιγμιαία εφαρμογή του. Κάθε στιγμή το δρων υποκείμενο
που έχει περάσει στην πράξη θεωρείται ταυτόχρονα σαν δρων υποκείμενο που έχει
πετύχει, μερικώς, αποτελέσματα (τις επιτυχίες ή αντιξοότητες των σταδίων που έχει
περάσει) και σαν πιθανό δρων υποκείμενο του έργου που μένει να κάνει. Ως δρων
υποκείμενο που έχει πετύχει, μερικώς, αποτελέσματα θεωρείται και πάσχον υποκείμενο
επωφελούμενο (από τις επιτυχίες του) ή θύμα (από τις αντιξοότητες που έχει υποστεί).
Ως πιθανό δρων υποκείμενο του έργου που μένει να κάνει είναι εκτεθειμένο σε διάφορες
επιδράσεις (στις διαδικασίες της βελτίωσης, προστασίας ή υποβάθμισης, στέρησης, για τις
οποίες ενδέχεται να ευθύνεται το ίδιο το δρων υποκείμενο ή ένα άλλο δρων υποκείμενο,
που λειτουργεί ως σύμμαχος ή ως αντίπαλος, και οι οποίες το επηρεάζουν), οι οποίες
τείνουν να επιβεβαιώσουν ή να ξαναθέσουν υπό συζήτηση είτε το επιλεγμένο
πρόγραμμα εκτέλεσης του έργου είτε την απόφαση να φτάσει μέχρι το τέλος. Τα
αποτελέσματα που έχει πετύχει το δρων υποκείμενο είτε το φέρνουν πιο κοντά είτε το
απομακρύνουν από το στόχο του και μπορεί να ενισχύσουν ή να μειώσουν την ορμή
του, να αλλάξουν την ισορροπία των κινήτρων που το οδήγησαν στην απόφαση να
δράσει και στην επιλογή των μέσων. Όλα αυτά συνιστούν την «παθητική» άποψη του
ρόλου του δρώντος υποκειμένου (Bremond 1973, 206).
Οι ευνοϊκές ή δυσμενείς περιστάσεις που συνοδεύουν την εκτέλεση του έργου,
αν είχαν προβλεφθεί από το δρων υποκείμενο, δεν είναι έκπληξη και δεν προσφέρουν
τίποτα στις ελπίδες ή τους φόβους του. Αν, όμως, δεν είχαν προβλεφθεί, δημιουργούν
μια καινούρια κατάσταση και το δρων υποκείμενο οφείλει να επανεκτιμήσει τις
πιθανότητες επιτυχίας ή αποτυχίας και να πάρει απόφαση αν θα συνεχίσει ή θα διακόψει
το έργο του (Bremond 1973, 212). Τέλος, το δρων υποκείμενο μπορεί να πετύχει χάρη
σε μια ευνοϊκή περίσταση ή στην παρέμβαση ενός συμμάχου, ίσως παρά τα εμπόδια που
συνάντησε. Μπορεί, όμως, να αποτύχει εξαιτίας εμποδίων και ίσως παρά κάποια
ευνοϊκή περίσταση.
37
Ένα δρων υποκείμενο μπορεί να προβεί σε μια ενέργεια παρά τη θέλησή του,
τυχαία, ενώ προσανατολιζόταν σε άλλο στόχο. Η εμπιστοσύνη σε μια πληροφορία
λανθασμένη μπορεί, επίσης, να το οδηγήσει σε μια τέτοια ενέργεια. Το αποτέλεσμα
ενδέχεται να είναι, κατά τύχη, παρόμοιο με το επιδιωκόμενο ή αντίθετο (Bremond 1973,
241). Οι ρόλοι του δρώντος υποκειμένου που δρα ακούσια είναι ίδιοι με αυτούς του
δρώντος υποκειμένου που δρα εκούσια: μπορεί να βελτιώνει ή να υποβαθμίζει την
κατάσταση κάποιου άλλου ή τη δική του κλπ.

i. Το δρων υποκείμενο που επηρεάζει


Ο ρόλος του δρώντος υποκειμένου που επηρεάζει αποτελεί για τον Bremond μια
ξεχωριστή περίπτωση και δεν το εντάσσει στις μεγάλες κατηγορίες αυτού που βελτιώνει
και αυτού που υποβαθμίζει, αν και η άσκηση επίδρασης είναι συχνά το μέσο μιας
βελτίωσης ή μιας υποβάθμισης. Πρακτικά, «η δράση αυτού που επηρεάζει μπορεί να
θεωρηθεί σαν να ασκείται σε ένα πιθανό δρων υποκείμενο, δηλαδή σε ένα πάσχον
υποκείμενο, το οποίο υποθέτουμε πως είναι ικανό να αντιδράσει σε μια επίδραση που
του ασκείται» (Bremond 1973, 242). Μπορεί ο στόχος αυτού που επηρεάζει να είναι να
πείσει ένα πιθανό δρων υποκείμενο να περάσει στη πράξη ή να απόσχει από αυτή (με τη
θέλησή του ή παρά τη θέλησή του). Ξεκινάει, λοιπόν, μεταδίδοντάς του την ιδέα ότι του
προσφέρεται (ή όχι) μια ευκαιρία του έργου (δηλαδή με την πληροφόρηση), στη
συνέχεια προσπαθεί να του δημιουργήσει ευνοϊκά κίνητρα να αναλάβει το έργο ή να του
δημιουργήσει φόβο, ώστε να απόσχει από την εκτέλεση ενός έργου.
Μάλιστα, ένα δρων υποκείμενο μπορεί να οδηγήσει έμμεσα κάποιον να
διαπράξει παρά τη θέλησή του μια πράξη. Πρόκειται για παγίδα, για την
πραγματοποίηση της οποίας απαιτούνται δύο προϋποθέσεις:
1. η ύπαρξη μιας κατάστασης τύφλωσης στο πάσχον υποκείμενο, το οποίο αγνοεί
ότι του προσφέρεται η ευκαιρία να προχωρήσει σε μια πράξη χ. Σε αυτή την κατάσταση
μπορεί να βρίσκεται πριν από την παρέμβαση του δρώντος υποκειμένου, το οποίο
προσπαθεί να την εκμεταλλευτεί, ή μπορεί αυτή η κατάσταση τύφλωσης να προκύψει
από χειρισμούς του δρώντος υποκειμένου, το οποίο θέλει να διατηρήσει το πάσχον
υποκείμενο σε κατάσταση άγνοιας (κρύβοντάς του την αλήθεια) ή να το εξαπατήσει
(οδηγώντας το στο λάθος) και

38
2. η πρωτοβουλία που παίρνει το πάσχον υποκείμενο / πιθανό δρων υποκείμενο
να αναλάβει ή να απόσχει από ένα έργο ψ, με ή χωρίς την προτροπή του δρώντος
υποκειμένου που του έχει στήσει παγίδα (Bremond 1973, 252).
Στόχος του δρώντος υποκειμένου μπορεί να είναι η βελτίωση/προστασία, η πειθώ
ή η αλλαγή γνώμης, η υποβάθμιση/στέρηση είτε του πάσχοντος υποκειμένου (θύματος)
είτε του ίδιου του δρώντος υποκειμένου (απατεώνα) είτε ενός τρίτου προσώπου
(Bremond 1973, 258).
Το δρων υποκείμενο που επιδρά εξειδικεύεται σε διάφορους τύπους: υπάρχει το
δρων υποκείμενο που πληροφορεί και αυτό που προσποιείται (παρόμοιοι τύποι είναι το
δρων υποκείμενο που επιβεβαιώνει και αυτό που αρνείται μια πληροφορία,
επιχειρηματολογώντας, το δρων υποκείμενο που αποκαλύπτει την αλήθεια και αυτό που
οδηγεί στο λάθος), υπάρχει το δρων υποκείμενο που γοητεύει και αυτό που
απειλεί/εκφοβίζει, το δρων υποκείμενο που υποχρεώνει και αυτό που απαγορεύει, το
δρων υποκείμενο που συμβουλεύει και αυτό που αποτρέπει.
Σύμφωνα με τον Bremond (1973, 267) ένα δρων υποκείμενο (αυτό που γοητεύει
ή απειλεί) ενδέχεται να προκαλεί στο πάσχον υποκείμενο την επιθυμία/ελπίδα για μια
ευχάριστη κατάσταση ή το φόβο για μια δυσάρεστη κατάσταση. Αυτό το δρων
υποκείμενο μπορεί να υιοθετήσει τρεις στάσεις, αφού προκαλέσει την ελπίδα (ή το
φόβο) στο πάσχον υποκείμενο: α. να του αφήσει τη φροντίδα να βρει πώς θα
ικανοποιήσει την επιθυμία του (ή πώς θα αποφύγει την επαλήθευση των φόβων του), β.
να το αποτρέψει από το να βρει μια λύση για το πρόβλημά του, γ. να το συμβουλεύσει
με ποιο μέσο θα ικανοποιήσει την επιθυμία του (ή θα αποφύγει κάτι που θα το
δυσαρεστούσε). Η τρίτη είναι και η πιο συνηθισμένη περίπτωση (Bremond 1973, 269).
Μπορεί, ακόμη, το δρων υποκείμενο (αυτό που υποχρεώνει ή αυτό που
απαγορεύει) να έχει την εξουσία και το δικαίωμα, ώστε να υποχρεώνει το πάσχον
υποκείμενο να εκτελέσει ένα καθήκον ή να το κάνει να συνειδητοποιήσει μια
απαγόρευση που πρέπει να σεβαστεί. «Λογικά, επιτρέπεται να θεωρήσουμε ότι αυτοί οι
δυο ρόλοι δεν είναι παρά ένας: η υποχρέωση είναι απαγόρευση του να μην κάνεις, η
απαγόρευση είναι υποχρέωση να μην κάνεις» (Bremond 1973, 270). Μπορεί κάποιος να
υποχρεώνει κάποιον άλλο ή τον ίδιο του τον εαυτό και έτσι να προκαλεί στο πάσχον
υποκείμενο ένα ηθικό κίνητρο να αναλάβει ή να απορρίψει ένα έργο (Bremond 1973,
275). Μπορεί, επίσης, αυτό το δρων υποκείμενο είτε να μη δικαιολογεί το δικαίωμά του
είτε να αναπτύσσει μια επιχειρηματολογία, για να νομιμοποιήσει τη διαταγή ή την
απαγόρευση που απευθύνει στο πάσχον υποκείμενο, βάσει ενός δικαιώματος που είχε
39
αποκτήσει παλιότερα (ως επωφελούμενο υποκείμενο) και συμπληρωματικά βάσει της
υποχρέωσης του πάσχοντος υποκειμένου να υπακούει (που μπορεί και να την είχε
ξεχάσει, οπότε το δρων υποκείμενο του την υπενθυμίζει) (Bremond 1973, 276).
Παρεμφερής με το ρόλο του δρώντος υποκειμένου που υποχρεώνει ή αυτού που
απαγορεύει είναι και ο ρόλος αυτού που δίνει την άδεια στο πάσχον υποκείμενο να κάνει
κάτι, ακυρώνοντας για χάρη του μια απαγόρευση, ή να μη κάνει κάτι, ακυρώνοντας για
χάρη του μια υποχρέωση (Bremond 1973, 278).

ii. Το δρων υποκείμενο που βελτιώνει και το δρων υποκείμενο που


υποβαθμίζει
Ο ενεργητικός ρόλος του δρώντος υποκειμένου που βελτιώνει συνεπάγεται ένα
συμπληρωματικό παθητικό ρόλο του επωφελούμενου της βελτίωσης. Μπορεί η δράση
που αποσκοπεί στη βελτίωση να συναντήσει διάφορα εμπόδια ή αντιπάλους. Μπορεί,
όμως, να συμβεί και το αντίθετο και να βοηθηθεί από συμμάχους (Bremond 1973, 283).
Ο ενεργητικός ρόλος του δρώντος υποκειμένου που υποβαθμίζει συνεπάγεται
ένα συμπληρωματικό παθητικό ρόλο του θύματος της υποβάθμισης. Μπορεί η δράση
που αποσκοπεί στην υποβάθμιση να συναντήσει διάφορα εμπόδια ή αντιπάλους (που
λειτουργούν σαν προστάτες για το θύμα της υποβάθμισης). Μπορεί, όμως, να συμβεί και
το αντίθετο και να βοηθηθεί από συμμάχους στην υποβάθμιση.21
Οι φάσεις υποβάθμισης και οι φάσεις βελτίωσης (στις οποίες ταξινομούνται τα
αφηγηματικά γεγονότα) διαδέχονται η μία την άλλη είτε με:
α. αλυσιδωτή διαδοχή (η κατάληξη μιας φάσης υποβάθμισης αποτελεί το
εναρκτήριο σημείο για μια φάση βελτίωσης ή το αντίστροφο),
β. ενθετική διαδοχή (μια διαδικασία βελτίωσης ή υποβάθμισης δε φτάνει στο
τέλος της λόγω μιας εμβόλιμης αντίστροφης διαδικασίας),
γ. συζευκτική διαδοχή (ένα γεγονός που αφορά δύο πρόσωπα με αντιτιθέμενα
συμφέροντα ανήκει στη φάση βελτίωσης για το ένα πρόσωπο και στη φάση
υποβάθμισης για το άλλο) (Bremond 1991, 130-132).

21
Πιο αναλυτικά για τις διαδικασίες βελτίωσης και υποβάθμισης μιλάει ο Bremond στο άρθρο
του «Η λογική των αφηγηματικών πιθανοτήτων» που βρίσκεται μεταφρασμένο στο συλλογικό έργο:
Θεωρία της αφήγησης (1991). Σε αυτό, λοιπόν, μιλάει και για την παρέμβαση του συμμάχου αλλά και για
τον αποκλεισμό του αντιπάλου.

40
Έτσι προκύπτει ο ΚΥΚΛΟΣ ΤΗΣ ΑΦΗΓΗΣΗΣ (Bremond 1991, 155) (τα βέλη
μπορεί να έχουν και την αντίθετη φορά) :

ΒΕΛΤΙΩΣΗ ΥΠΟΒΑΘΜΙΣΗ

ΑΠΟΚΑΤΑΣΤ
ΑΣΗ

Στη διαδικασία βελτίωσης ενδέχεται να υπάρχει κάποιο εμπόδιο (που μπορεί να


είναι και κάποιο δρων υποκείμενο / αντίπαλος) που εξαλείφεται είτε τυχαία, είτε χάρη
στην παρέμβαση ενός άλλου δρώντος υποκειμένου (συμμάχου) που επωμίζεται τη
διαδικασία βελτίωσης, η οποία παίρνει τότε τη μορφή ενός προς εκπλήρωση
καθήκοντος.
Η παρέμβαση του συμμάχου μπορεί να μην αιτιολογείται από τον αφηγητή ή να
αιτιολογείται. Στη δεύτερη περίπτωση η βοήθεια είναι μια συναινετική θυσία στο
πλαίσιο μιας ανταλλαγής υπηρεσιών, η οποία μπορεί να είναι: α. μια αμοιβαία
ανταλλαγή υπηρεσιών ή β. να προσφέρεται από το σύμμαχο σαν αναγνώριση παλιάς
εξυπηρέτησης (οπότε ο σύμμαχος θεωρείται οφειλέτης) ή γ. να προσφέρεται από το
σύμμαχο, επειδή περιμένει ανταμοιβή στο μέλλον (οπότε ο σύμμαχος θεωρείται
πιστωτής). Η σύμβαση που κανονίζει την ανταλλαγή υπηρεσιών άλλοτε θεωρείται
αυτονόητη και άλλοτε είναι αποτέλεσμα διαπραγματεύσεων (Bremond 1991, 136-139).
Ο αποκλεισμός του αντιπάλου από το δρων υποκείμενο γίνεται: α. ειρηνικά
(κατόπιν διαπραγμάτευσης και στην περίπτωση αυτή τα μέσα που μπορεί να
μεταχειριστεί το δρων υποκείμενο είναι η γοητεία ή ο εκφοβισμός) ή β. εχθρικά (επίθεση
με στόχο την κατάργηση του αντιπάλου). Η επίθεση μπορεί να πάρει τη μορφή της
παγίδευσης που έχει τρεις φάσεις: την εξαπάτηση του θύματος (που περιλαμβάνει δυο
διαδικασίες: την απόκρυψη και την υπόκριση που γίνεται με πολλούς τρόπους: υπόκριση
απουσίας, ειρηνικών διαθέσεων, επιθετικών διαθέσεων), το λάθος του θύματος και την
εκμετάλλευση του λάθους από τον απατεώνα (Bremond 1991, 139-144). Όπως η
41
ανταπόδοση των υπηρεσιών, έτσι και η ανταπόδοση των αδικιών (εκδίκηση) είναι
αποτέλεσμα ή σιωπηρής συμφωνίας ή μιας ιδιαίτερης συμφωνίας που εμπεριέχει απειλή
σε περίπτωση παράβασης του συμβολαίου (Bremond 1991, 146).
Στις μορφές βελτίωσης που προαναφέρθηκαν (για παράδειγμα στη βελτίωση που
επιτυγχάνεται μετά από την εξυπηρέτηση ενός συμμάχου-πιστωτή ή μετά από
επιτευχθείσα εκδίκηση) αντιστοιχούν μορφές υποβάθμισης που είναι συμπληρωματικές
(για παράδειγμα η υποβάθμιση που είναι αποτέλεσμα της θυσίας προς όφελος ενός
συμμάχου-οφειλέτη ή αποτέλεσμα μιας επιβληθείσας τιμωρίας) και αναδεικνύονται με
την αλλαγή προοπτικής. Μπορεί, λοιπόν, μια διαδικασία υποβάθμισης να ξεκινήσει
λόγω ανοργάνωτων παραγόντων ή λόγω της πρωτοβουλίας ενός υπεύθυνου δρώντος
υποκειμένου: του επωφελούμενου της βοήθειας υποκειμένου, όταν κάνει ένα λάθος, ή
του επιτιθέμενου ή ενός οφειλέτη (στον οποίο το επωφελούμενο υποκείμενο έχει να
εξοφλήσει ένα χρέος) ή ενός πιστωτή (υπέρ του οποίου το επωφελούμενο υποκείμενο
επιλέγει να θυσιαστεί). Η διαδικασία υποβάθμισης μπορεί να μη συναντήσει εμπόδια ή
να συναντήσει εμπόδια (που τώρα λειτουργούν προστατευτικά) που μπορεί να
αποτύχουν ή να πετύχουν. Έτσι εγκαινιάζονται κάποιες διαδικασίες αναβάθμισης, οι
οποίες μπορεί να πάρουν τη μορφή της επανόρθωσης (Bremond 1991, 147-148).
Σε μια φάση υποβάθμισης υπάρχουν συχνά οι εξής διαδικασίες: το λάθος, η
υποχρέωση, η θυσία, η επιτελεσθείσα επίθεση και η τιμωρία. Η διαδικασία του λάθους
είναι σαν αρνητικά επιτελεσμένο καθήκον. Σε αυτήν την περίπτωση οι κανόνες (οι
κατάλληλοι για τη διατήρηση ενός πλεονεκτήματος) αποκαλούνται εμπόδια και είναι
είτε αντικειμενικοί (απόρροια της φύσης των πραγμάτων) είτε προερχόμενοι από τη
θέληση ενός νομοθέτη. Ο σύμμαχος που θυμίζει τον κανόνα θεωρείται αντίπαλος (όπως
ο Τειρεσίας στον Οιδίποδα τύραννο) και ο αντίπαλος (ο οποίος μπορεί να αγνοεί ή να
γνωρίζει τις συνέπειες της ψευτοβοήθειας που παρέχει) αντιμετωπίζεται σαν σύμμαχος.
Ο ήρωας στο τέλος είτε ταπεινώνεται είτε επανορθώνει τις συνέπειες του λάθους του.
(Bremond 1991, 148-150).
Όσον αφορά τη διαδικασία της υποχρέωσης το υποχρεωμένο υποκείμενο
καλείται να επιτελέσει ένα χρέος (για χάρη ενός συμμάχου-πιστωτή) που του στοιχίζει.
Η υποχρέωση αυτή είτε είναι συνέπεια ενός επίσημου συμβολαίου είτε απορρέει από τις
«φυσικές» διατάξεις μιας κοινωνικής συνθήκης. Το υποχρεωμένο υποκείμενο μπορεί να
προσπαθήσει α. να μην εκπληρώσει το χρέος του με το να αποφύγει τον πιστωτή, ή να
τον πείσει να επανεξετάσουν το συμβόλαιο ή να καταφύγει σε επιθετικά μέσα (ειδικά αν

42
θεωρεί ότι υπήρξε θύμα απάτης), β. να το εκπληρώσει με τη θέληση του ή μη (Bremond
1991, 150-151).
Εδώ μπορεί να τελειώσει η αφήγηση ή να προστρέξει ο αφηγητής σε κάποια
μορφή βελτίωσης, παραδείγματος χάριν στο μετασχηματισμό της εκπλήρωσης του
καθήκοντος σε θυσία (ανταπόδοση). Πρόκειται για ηθελημένη συμπεριφορά, την οποία
επιφορτίζεται κάποιος με προοπτική την καταξίωσή του ή την ανταπόδοση, ή αλλιώς
για μια ηθελημένη υποβάθμιση, «η οποία προορίζεται να πληρώσει το αντίτιμο μιας
βελτίωσης» (Bremond 1991, 137).
Κατά τη διαδικασία της επιτελεσθείσας επίθεσης (της οποίας στόχος είναι η
ζημία του αντιπάλου), ο επιτιθέμενος δρα είτε άμεσα είτε με πλάγια μέσα. Ο
υφιστάμενος την επίθεση μπορεί να υποταχθεί ή να προστατευτεί με τη φυγή ή τη
διαπραγμάτευση ή την αντεπίθεση-επίδειξη δύναμης (Bremond 1991, 152-153).
Τέλος, στη διαδικασία της τιμωρίας (μετά από πρόκληση ζημίας) ο υπόδικος
μπορεί να χρησιμοποιήσει μια από τις τρεις προηγούμενες στρατηγικές (φυγή,
διαπραγμάτευση, επίδειξη δύναμης). Στη δεύτερη περίπτωση (της διαπραγμάτευσης)
μπορεί να αποχαρακτηριστεί το θύμα μέσω της συγγνώμης (οπότε η ζημία μεταβάλλεται
σε αποδόσιμη εξυπηρέτηση) (Bremond 1991, 153-154).

iii. Το δρων υποκείμενο που αποκτά αξία (δικαιώνεται) και το δρων


υποκείμενο που ανταποδίδει
Η βελτίωση, για την οποία ήδη μιλήσαμε, μπορεί να πάρει την έννοια της
ανταμοιβής, ενώ η υποβάθμιση την έννοια της τιμωρίας και αυτές έρχονται σαν
αποτέλεσμα μιας αξιοπρεπούς (αξιόλογης/αξιόμισθης) ή αναξιοπρεπούς (αξιόποινης)
πράξης που το δρων υποκείμενο με ή χωρίς τη θέλησή του διέπραξε, οπότε θεωρείται ή
υποκείμενο επωφελούμενο αξίας ή θύμα απαξίας. «Από την οπτική του πιθανού δρώντος
υποκειμένου αυτή η απόκτηση αξίας ή απαξίας μπορεί να ιδωθεί με δύο τρόπους: είτε
σαν στόχος/αποτέλεσμα (επιθυμητό ή όχι), του οποίου το αξιόλογο (ή μη) έργο είναι το
μέσο, είτε σαν συνέπεια αποδεκτή (ή όχι), της οποίας το αξιόλογο (ή μη) έργο είναι η
αιτία» (Bremond 1973, 300). Η απόκτηση αξίας ή απαξίας μπορεί να ακυρωθεί από μια
αντίστροφη διαδικασία: την απώλεια αξίας ή απαξίας.
Η βελτίωση που συνίσταται από την ανταμοιβή και η υποβάθμιση που συνίσταται
από την τιμωρία μπορεί να παρουσιαστούν από την αφήγηση είτε σαν τυχαία γεγονότα

43
είτε σαν δράσεις που έχουν ένα υπεύθυνο δρων υποκείμενο: έτσι έχουμε ένα καινούριο
ρόλο, το ρόλο αυτού που ανταποδίδει (μπορεί να είναι ή το ίδιο το πάσχον υποκείμενο ή
ένα άλλο πρόσωπο που αποβλέπει στο να ανταμείψει ή να τιμωρήσει το πάσχον
υποκείμενο) (Bremond 1973, 306).

Συνοψίζοντας όλα τα παραπάνω σχετικά με τους τύπους του δρώντος και του
πάσχοντος υποκειμένου δημιουργήσαμε τον παρακάτω πίνακα:
Τύποι δρώντος υποκειμένου Τύποι πάσχοντος υποκειμένου
(agents) (patients)
Το δρων υποκείμενο που επιδρά (influenceur) Ο υποκειμενικά επηρεαζόμενος από:
στο γνωστικό τομέα του πάσχοντος
υποκειμένου: γνωστοποιώντας ή πληροφόρηση ή
επιβεβαιώνοντας μια πληροφορία
(informateur) ή
αποκλείοντας μια πληροφορία μη πληροφόρηση
(dissimulateur)
στο συναισθηματικά τομέα:
επιδρώντας (με τη θέλησή του ή όχι) στα
κίνητρα του πάσχοντος υποκειμένου (του
εαυτού του ή άλλου):
προκαλεί την επιθυμία στο πάσχον ελπίδα για ικανοποίηση ή
υποκείμενο για μια ευχάριστη κατάσταση
(séducteur) ή
προκαλεί το φόβο στο πάσχον υποκείμενο για φόβο για μη ικανοποίηση
μια δυσάρεστη κατάσταση (intimidateur)
στις αποφάσεις του πάσχοντος
υποκειμένου:
με το να το υποχρεώνει να εκτελέσει ένα
καθήκον ( obligateur) ή
κάνοντάς το να συνειδητοποιήσει μια υποχρέωση ή
απαγόρευση που πρέπει να σεβαστεί
(interdicteur). απαγόρευση
Συμβουλεύοντας το πάσχον
υποκείμενο να αναλάβει ένα καθήκον, για να
αποκτήσει κάποια πλεονεκτήματα
(conseilleur) ή

44
αποτρέποντας το πάσχον υποκείμενο από συμβουλή ή
κάποιο έργο, για να αποφύγει κάποια
μειονεκτήματα που προκύπτουν από την
εκτέλεση του έργου (déconseilleur) με αποτροπή
επιχειρήματα (επίκληση στη λογική)

Το δρων υποκείμενο που τροποποιεί Ο αντικειμενικά επηρεαζόμενος από :


1. αυτό που βελτιώνει (améliorateur) / τροποποίηση
ανταμείβει 1. βελτίωση, οπότε είναι επωφελούμενο της
2. αυτό που υποβαθμίζει (dégradateur) βελτίωσης υποκείμενο (beneficiaire d’
/ τιμωρεί amélioration)
αυτό που διατηρεί 2. υποβάθμιση, οπότε είναι θύμα
1. αυτό που προστατεύει υποβάθμισης (victime de dégradation)
2. αυτό που στερεί.
διατήρηση
1. προστασία (protection)
2. στέρηση (frustration)

Το δρων υποκείμενο μπορεί να δρα :


Α. εκούσια
1. στη φάση της πιθανότητας
όντας πληροφορημένο ή μη πληροφορημένο για ένα καθήκον
με κίνητρο ή χωρίς κίνητρο να εκπληρώσει το καθήκον
προγραμματίζοντας την εκπλήρωση ή τη μη εκπλήρωση του
καθήκοντος
2. στη φάση της εξέλιξης της δράσης
έχει παθητικό ρόλο ή
έχει ενεργητικό ρόλο
3. στη φάση του αποτελέσματος
έχει επιτυχία
δεν έχει επιτυχία
Β. ακούσια
1. χαρακτηρίζεται από τις αιτίες της άγνοιάς του
2. χαρακτηρίζεται από μία σχέση προς μια προγραμματισμένη δράση.

45
4. Η κωδικοποίηση της αφήγησης
Ο Bremond ορίζει την πλοκή «σαν μια ακολουθία γεγονότων που συνδέονται
στην ενότητα μιας ίδιας ιστορίας», επισημαίνοντας, όμως, ότι δεν υπάρχει σχεδόν
κανένα αφηγηματικό κείμενο που να περιορίζεται σε μια τέτοια ακολουθία. Υπάρχουν
πληροφορίες που δεν μπορούν να περιοριστούν στις αφηγηματικές προτάσεις, που δεν
εκφράζουν γεγονότα και οι οποίες ωστόσο δεν είναι λιγότερο σημαντικές για την
αντίληψη του μηνύματος, όπως οι περιγραφές προσώπων, οι λυρικές εξάρσεις, τα
διδακτικά αποσπάσματα, οι φιλοσοφικές σκέψεις. Συχνά αυτά είναι το αληθινό κείμενο
του οποίου η πλοκή είναι το «προ-κείμενο», το πρόσχημα (Bremond 1973, 322).
Επίσης, τονίζει ότι δεν αμφισβητεί την πολυπλοκότητα του αφηγηματικού
κειμένου, στο οποίο εμπλέκονται πολλοί κώδικες, ένας από τους οποίους είναι ο
κώδικας των ρόλων, που είναι και ο πιο εύκολα αποκωδικοποιήσιμος, ο πιο
ευανάγνωστος αλλά ταυτόχρονα και ο πιο δεσμευτικός. Θεωρεί την ανάλυση αυτού του
κώδικα ως προαπαιτούμενο, προκειμένου να τεθεί μια μεθοδική ερώτηση των σημασιών
που παραχωρούνται από τους άλλους κώδικες και να γίνει η σύνθεση της έννοιας
(μοναδικής ή πολλαπλής) του κειμένου. Ακόμη, υποστηρίζει πως η προτεινόμενη από
αυτόν κωδικοποίηση των ρόλων προσφέρει ένα οικουμενικό πλαίσιο αναφοράς για την
εκτίμηση του βαθμού πρωτοτυπίας κάθε αφηγήματος. «Δεν πιστεύουμε πως μπορεί
κανείς να “πολιορκήσει” την έννοια ενός αφηγηματικού κειμένου χωρίς να αναφέρεται
μόνιμα σε ένα σύστημα ρόλων» λέει ο Bremond (1973, 335) και πιο κάτω πως «η
λογική των ρόλων επιβάλλεται παντού και πάντα σαν τη μόνη αρχή μιας συνεκτικής
οργάνωσης των γεγονότων μέσα στην πλοκή».
Το αφήγημα είναι ένα σύμπλεγμα ρόλων ταυτόχρονων ή διαδοχικών. Κάθε
ρόλος αναλύεται σε συνδυασμό με τις διαδικασίες. Κάθε διαδικασία μπορεί να γίνει
αντιληπτή στα τρία στάδια της ανάπτυξής της (πιθανότητα, πέρασμα στην πράξη,
ολοκλήρωση) και μπορεί το αφήγημα να κάνει αναφορά σε μια διαδικασία, όχι για να
επισημάνει την πιθανότητα, το πέρασμα στην πράξη ή την ολοκλήρωσή της, αλλά για να
τα αρνηθεί. Οι διαδικασίες που συνδυάζονται, για να ορίσουν το ρόλο, διατηρούν
μεταξύ τους κάποιες συντακτικές σχέσεις (διαδοχή, συγχρονία / το ταυτόχρονο,
αιτιότητα, συνεπαγωγή). Εξάλλου κάθε διαδικασία διατηρεί μια σχέση κατηγορουμένου
με υποκείμενο με ένα ή περισσότερα πρόσωπα (που στο αφήγημα έχουν ένα κύριο
όνομα), που μπορούν να είναι πάσχοντα ή δρώντα υποκείμενα αυτής της διαδικασίας. Τα

46
δρώντα υποκείμενα με τη σειρά τους μπορούν να προκαλούν με τη θέλησή τους ή όχι
αυτή τη διαδικασία (Bremond 1973, 309).
Στη συνέχεια χρησιμοποιώντας την ορολογία του Τοντόροφ, ο Bremond
αναφέρεται στη βασική αφηγηματική πρόταση. Οι πληροφορίες που αναφέρονται σε
αυτή μπορούν να ενωθούν στον παρακάτω πίνακα:

όνομα των
προσώπων

συντακτική διαδικασία φάση της διαδικασίας: βούληση: δρων πάσχον


σχέση  πιθανότητα,  εκούσια υποκείμενο υποκείμενο
 πέρασμα στην  ακούσια
πράξη,
 ολοκλήρωση

Προκειμένου, λοιπόν, να αναλύσει κάποιος την πλοκή σε ένα αφήγημα σύμφωνα


με τη θεωρία του Bremond, πρέπει να διευκρινίσει τις διαδικασίες δράσης και να
συνδέσει αυτές τις διαδικασίες και τα στοιχεία τους με συντακτικές σχέσεις. Οι ρόλοι, οι
αφηγηματικές διαδικασίες (ή διαδικασίες δράσης) και οι φάσεις των διαδικασιών είναι
αλληλοσυνδεόμενα στοιχεία.
Μεταξύ δύο αφηγηματικών προτάσεων που αφορούν διαφορετικές διαδικασίες,
υπάρχουν σχέσεις χρονολογικής τάξης, φυσικής αιτιότητας ή λογικής σχέσης22
(Bremond 1973, 315).
Πιο συγκεκριμένα, όταν η αφήγηση παρουσιάζει δύο γεγονότα της ιστορίας,
χωρίς να εγκαθιστά μια σχέση μεταξύ τους (όταν δηλαδή δεν εξαρτάται η ύπαρξη του
ενός από την ύπαρξη του άλλου) έχουν μόνο χρονολογική σχέση: μπορεί να συμβαίνουν
ταυτόχρονα ή διαδοχικά.
Όταν μια διαδικασία Α παρουσιάζεται σαν να συμβάλλει, ώστε μια άλλη
διαδικασία Β να περάσει στην πράξη ή να ολοκληρωθεί, τότε η σχέση μεταξύ των δύο

22
Και ο Τοντόροφ (1989, 83) παραδέχεται πως «η πλειονότητα των βιβλίων μυθοπλασίας οργανώνονται
σύμφωνα με μια τάξη που μπορούμε να χαρακτηρίσουμε ταυτόχρονα χρονική και λογική» και
συμπληρώνει πως «η λογική σχέση, η οποία συνήθως μας έρχεται στο νου είναι η συνεπαγωγή ή, όπως
λέμε απλά, η αιτιότητα». Αιτιότητα και χρονικότητα είναι στενά δεμένες για τον Τοντόροφ.

47
διαδικασιών είναι σχέση αιτίου-αποτελέσματος. Υπάρχει και μια ιδιαίτερη περίπτωση
αιτιότητας: η σχέση μέσου-σκοπού, όταν δηλαδή μια διαδικασία Α λειτουργεί ως μέσο,
ώστε να προχωρήσει ή να ολοκληρωθεί μια διαδικασία Β. Υπάρχει και μια άλλη
ιδιαίτερη περίπτωση αιτιότητας: η σχέση εμποδίου-σκοπού, όταν δηλαδή μια διαδικασία
Α λειτουργεί ως εμπόδιο, που δεν αφήνει να προχωρήσει στην πράξη ή να ολοκληρωθεί
μια άλλη διαδικασία Β.
Υπάρχουν, επίσης, σχέσεις ανάμεσα στις διαδικασίες επίδρασης και στις ιδέες
που μεταδίδονται από αυτές τις διαδικασίες, αφού η ιδιότητα των διαδικασιών
επίδρασης είναι ότι αποβλέπουν να μεταδώσουν στο πάσχον υποκείμενο που
επηρεάζεται την ιδέα μιας άλλης διαδικασίας (πιθανής …): πληροφόρησης, πρόκλησης
επιθυμίας, απαγόρευσης, συμβουλής κλπ. Για την ιδέα, λοιπόν, που μεταδίδεται
σημειώνει ο Bremond στην πρώτη στήλη της συντακτικής σχέσης ότι αποτελεί το
«περιεχόμενο» της διαδικασίας επίδρασης. Μια ιδιαίτερη περίπτωση αυτής της σχέσης
είναι όταν μια διαδικασία επίδρασης Α μεταδίδει σε ένα πάσχον υποκείμενο την υπόθεση
μιας διαδικασίας Β η οποία, αν πραγματοποιηθεί, θα έχει κάποια αποτελέσματα Γ. Σε
αυτήν την περίπτωση για τη διαδικασία Β σημειώνουμε στην πρώτη στήλη την ένδειξη
«υπόθεση» και για τη συνέπειά της την ένδειξη «αποτέλεσμα αν» (Bremond 1973, 319).
Υπάρχει και μια άλλη σχέση μεταξύ δύο αφηγηματικών προτάσεων: όταν μια
φάση μιας διαδικασίας Α εμπεριέχει μια φάση μιας διαδικασίας Β. Για παράδειγμα, «η
πιθανότητα μιας διαδικασίας υποβάθμισης προκαλεί για το απειλούμενο πάσχον
υποκείμενο, την πιθανότητα μιας διαδικασίας προστασίας» (Bremond 1973, 319). Στην
περίπτωση αυτή ο Bremond σημειώνει στην πρώτη στήλη της δεύτερης διαδικασίας το
όνομα της πρώτης και το λατινικό vel.
Mια ιδιαίτερη περίπτωση σχέσης είναι η σχέση ανάμεσα στην απόκτηση
συμμάχου και στη συνεισφορά και η σχέση ανάμεσα στην εξουδετέρωση εμποδίου και
την παρεμπόδιση. Η απόκτηση συμμάχου και η εξουδετέρωση εμποδίου έχουν μια
ιδιαιτερότητα, απαιτούν ένα δρων υποκείμενο, αλλά δεν έχουν πάσχον υποκείμενο. Από
την άλλη έχουν ως συμπλήρωμα (συμπλ.) τις διαδικασίες της συνεισφοράς και της
παρεμπόδισης.
Σύμφωνα με τα παραπάνω οι συντακτικές σχέσεις των αφηγηματικών προτάσεων
μπορούν να παρασταθούν ως εξής (Bremond 1973, 321):

48
Ανεξάρτητες 1. Ταυτόχρονες
2. διαδοχικές
Εξαρτημένες 1) ταυτόχρονες
 λογικές
 φυσικές
2) διαδοχικές
 λογικές
 φυσικές
( η Α αιτία της Β)
 θετική αιτία
(η Α μέσο για την
Β)
 αρνητική αιτία
(η Α εμπόδιο για
την Β)

Οι αφηγηματικές διαδικασίες (Bremond 1973, 335) είναι οι εξής:


1. Απόκτηση αξίας (ή το αντίθετο: απόκτηση απαξίας / αναξιότητας): προηγείται
λογικά από την απόδοση ανταμοιβής (ή τιμωρίας) και μπορεί να εξομοιωθεί με μια
πρώτη βελτίωση (ή υποβάθμιση) της κατάστασης ενός πάσχοντος υποκειμένου, η οποία
προετοιμάζει μια δεύτερη βελτίωση που παίρνει τη μορφή της ανταμοιβής (ή μια δεύτερη
υποβάθμιση που παίρνει τη μορφή της τιμωρίας) (Bremond 1973, 295).
2. Δράση: σχετίζεται με την πρωτοβουλία ενός δρώντος υποκειμένου, με την
επιχείρηση εκτέλεσης ενός έργου για την επίτευξη ενός στόχου, αντιτίθεται στο πάθος
και μπορεί να είναι εκούσια ή ακούσια.
3. Εξασθένηση του φόβου: «άσκηση επίδρασης που αποβλέπει να πείσει (ή
αντιθέτως να μεταπείσει, να αποτρέψει) ένα πιθανό δρων υποκείμενο να επιχειρήσει ένα
έργο» (Bremond 1973, 335). Πιο συγκεκριμένα, προκειμένου το δρων υποκείμενο (που
επιδρά) να πείσει ένα πιθανό δρων υποκείμενο να επιχειρήσει ένα έργο, προσπαθεί να
εξασθενήσει ή να εξουδετερώσει εντελώς το φόβο μη ικανοποίησης εξαιτίας της
εκτέλεσης αυτού του έργου (ή εξαιτίας της αποχής από την εκτέλεση του έργου)
(Bremond 1973, 246).

49
4. Εξασθένηση της ελπίδας: «άσκηση επίδρασης που αποβλέπει να πείσει (ή να
μεταπείσει, να αποτρέψει) ένα πιθανό δρων υποκείμενο να επιχειρήσει ένα έργο»
(Bremond 1973, 335). Προκειμένου το δρων υποκείμενο (που επιδρά) να πείσει ένα
πιθανό δρων υποκείμενο να επιχειρήσει ένα έργο προσπαθεί να εξασθενήσει ή να
εξουδετερώσει εντελώς την ελπίδα ικανοποίησης εξαιτίας της αποχής από ένα έργο (ή
από την εκτέλεσή του) (Bremond 1973, 246).
5. Βελτίωση: αποτελεί μία από τις δύο εξειδικεύσεις της τροποποίησης (μαζί με
την υποβάθμιση) και μία από τις δύο εξειδικεύσεις της συνεισφοράς (μαζί με την
προστασία).
6. Κατάσταση του ευεργετούμενου: το πάσχον υποκείμενο γίνεται αντιληπτό σαν
επωφελούμενο υποκείμενο από μια ικανοποιητική κατάσταση, βελτίωσης ή προστασίας.
7. Επιβεβαίωση: προϋποθέτει μια πληροφόρηση αξιόπιστη ή μη, ανάλογα με το
αν επιβεβαιώνει μια αληθινή ή μια ψευδή πληροφορία.
8. Συμβουλή: «κάθε επίδραση που προτρέπει ένα πάσχον υποκείμενο να
επιχειρήσει ένα έργο για να αποκτήσει κάποια πλεονεκτήματα που παρουσιάζονται σαν
επακόλουθα της εκτέλεσης του έργου» (Bremond 1973, 278). Αποτελεί εξειδίκευση της
πρόκλησης ελπίδας.
9. Διατήρηση: μαζί με την τροποποίηση, στην οποία αντιτίθεται, ανήκει στο
πάθος.
10. Διάψευση φόβου: το πάσχον υποκείμενο που αντιμετώπιζε με φόβο μια
πιθανότητα νιώθει ανακουφισμένος από τη μη πραγματοποίησή της.
11. Διάψευση ελπίδας: το πάσχον υποκείμενο που αντιμετώπιζε με ελπίδα μια
πιθανότητα νιώθει απογοητευμένος από τη μη πραγματοποίησή της.
12. Αποτροπή (το αντίθετο της συμβουλής): «κάθε επίδραση που προτρέπει ένα
πάσχον υποκείμενο να απόσχει από ένα έργο, για να αποφύγει κάποια μειονεκτήματα που
παρουσιάζονται σαν επακόλουθα της εκτέλεσης του έργου» (Bremond 1973, 278).
Αποτελεί εξειδίκευση της πρόκλησης φόβου.
13. Υποβάθμιση/Επιδείνωση: αποτελεί μία από τις δύο εξειδικεύσεις της
τροποποίησης (μαζί με τη βελτίωση). Όταν το πάσχον υποκείμενο νιώθει ανικανοποίητο
/δυσαρεστημένο, θεωρείται θύμα υποβάθμισης της τύχης του.
14. Απόκρυψη/Προσποίηση: παρεμποδίζει την πληροφόρηση, είναι «κάθε
επίδραση που τείνει να αποκλείσει μια πληροφορία από ένα πάσχον υποκείμενο»
(Bremond 1973, 259).

50
15. “Μετάπεισις”/Αποτροπή: αντιτίθεται στην πειθώ και αποτελεί ειδίκευση της
άσκησης επίδρασης.
16. Απόσπαση προσοχής/Λήθη: για να ξεχάσει ένα δρων υποκείμενο το καθήκον
του.
17. Δισταγμός/Αμφιταλάντευση: αποτέλεσμα δύο αντιφατικών διαδικασιών
πληροφόρησης, από τις οποίες η μία αναιρεί την άλλη.
18. Πρόκληση φόβου: ανήκει στα αποτρεπτικά κίνητρα που οδηγούν στην αποχή
από ένα έργο. Ο φόβος αντιτίθεται στην ελπίδα, μπορεί να επαληθευτεί ή να διαψευστεί
και εξειδικεύεται σε απέχθεια (φόβος μιας δυσαρέσκειας), συνείδηση απαγόρευσης, μη
ευνοϊκή εκτίμηση (φόβος μειονεκτήματος).
19. Πρόκληση ελπίδας: προτρεπτικό κίνητρο που οδηγεί στην ανάληψη ενός
έργου. Η ελπίδα, δηλ. η προσμονή μιας μελλοντικής ικανοποίησης, αντιτίθεται στο φόβο
και εξειδικεύεται σε επιθυμία, συνείδηση υποχρέωσης, ευνοϊκή εκτίμηση (Bremond
1973, 338).
20. Αποστέρηση: διαδικασία διατήρησης που αποβλέπει να κρατάει σε μια μη
ικανοποιητική κατάσταση ένα πάσχον υποκείμενο που θα μπορούσε να επωφεληθεί από
μια βελτίωση.
21. Καθοδήγηση προς το λάθος (εξαπάτηση): πληροφόρηση που αποβλέπει να
μεταδώσει σε ένα πάσχον υποκείμενο μια ψευδή συνείδηση της κατάστασής του.
Αντιτίθεται στην αποκάλυψη.
22. Άσκηση επίδρασης: αποβλέπει να κινητοποιήσει ένα πάσχον υποκείμενο ή να
επηρεάσει ένα πιθανό δρων υποκείμενο, ώστε να περάσει στην πράξη (ή να απόσχει από
ένα έργο), ή ένα δρων υποκείμενο που έχει περάσει στην πράξη να τροποποιήσει τις
αποφάσεις που έχει πάρει σε σχέση με ένα έργο.
23. Πληροφόρηση: «κάθε επίδραση που τείνει να μεταδώσει σε ένα πάσχον
υποκείμενο τη συνείδηση μιας άποψης της κατάστασης, όπου βρίσκεται αυτή τη στιγμή
της ιστορίας» (Bremond 1973, 259).
24. Μη ικανοποίηση: συνοδεύει την αντίληψη του πάσχοντος υποκειμένου για την
παρούσα κατάστασή του. Αντιτίθεται στην ικανοποίηση και μπορεί να είναι ηδονική,
ρεαλιστική ή ηθική. Από το φόβο της μη ικανοποίησης το πιθανό δρων υποκείμενο
μπορεί να απόσχει από ένα έργο. Αν πάλι το δρων υποκείμενο θεωρεί ότι απέτυχε στο
έργο του νιώθει το συναίσθημα της μη ικανοποίησης.
25. Απαγόρευση: επίδραση που επιβάλλει σε ένα πάσχον υποκείμενο τη συνείδηση
μιας απαγόρευσης.
51
26. Απειλή: «η άσκηση μιας επίδρασης που τείνει να προκαλέσει σε ένα πάσχον
υποκείμενο το φόβο μιας δυσάρεστης κατάστασης και συμπληρωματικά την άρνηση μιας
πράξης που θεωρείται βοηθητική για την πραγματοποίηση αυτής της κατάστασης»
(Bremond 1973, 264).
27. Εξάλειψη αμφιβολίας: διαδικασία που αποβλέπει στο πέρασμα από την
αμφιβολία στην πίστη/πεποίθηση.
28. Χρησιμοποίηση έργου-μέσου, προκειμένου να επιτευχθεί το έργο-σκοπός.
29. Τροποποίηση: αποτελεί ειδίκευση του πάθους και αντιτίθεται στη διατήρηση.
Εξειδικεύεται στη βελτίωση και στην υποβάθμιση.
30. Εξουδετέρωση (εμποδίου): αποτελεί εξειδίκευση μέσου για την εκτέλεση ενός
έργου.
31. Υποχρέωση: επίδραση που επιβάλλει σε ένα πάσχον υποκείμενο τη συνείδηση
ενός καθήκοντός του.
32. Παρεμπόδιση/Κωλυσιεργία: εξειδικεύεται στην υποβάθμιση και στη στέρηση.
33. Απόκτηση συμμάχου: αποτελεί εξειδίκευση μέσου για την εκτέλεση ενός
έργου.
34. Πάθος: αντιτίθεται στη δράση, εξειδικεύεται στην τροποποίηση και στη
διατήρηση.
35. Άδεια: το δρων υποκείμενο που δίνει την άδεια αντιτίθεται στο δρων
υποκείμενο που υποχρεώνει και σε αυτό που απαγορεύει.
36. Πειθώ: μία από τις στρατηγικές επιλογές που αποβλέπουν στην απόκτηση
ενός πιθανού πάροχου βοήθειας / συμμάχου.
37. Απώλεια της αναξιότητας (ή εξαγορά): διαδικασία που αποβλέπει στην
ακύρωση της απόκτησης απαξίας.
38. Απώλεια της αξίας: διαδικασία που αποβλέπει στην ακύρωση της απόκτησης
αξίας.
39. Παγίδα: άσκηση επίδρασης που αποβλέπει στην εξαπάτηση.
40. Συνεισφορά: εδώ ανήκουν η βελτίωση και η προστασία.
41. Προστασία: διαδικασία διατήρησης που αποβλέπει να διατηρήσει σε μια
ικανοποιητική κατάσταση ένα πάσχον υποκείμενο που κινδυνεύει να γίνει θύμα μιας
υποβάθμισης.
42. Ψευτο-καθήκον: μια επιχείρηση, της οποίας δεν προσφέρεται η ευκαιρία στην
πραγματικότητα.
43. Τιμωρία: απόδοση απαξίας μέσω υποβάθμισης ή στέρησης.
52
44. Υπενθύμιση: διαδικασία που αποβλέπει να κάνει την απόσπαση προσοχής /
λήθη να αποτύχει. Προϋποθέτει την πληροφόρηση.
45. Ανταμοιβή: απόδοση αξίας μέσω βελτίωσης ή προστασίας για το
επωφελούμενο της βελτίωσης υποκείμενο.
46. Διάψευση / Ανασκευή πληροφορίας: διαδικασία που αποβλέπει να κάνει την
πληροφόρηση να αποτύχει. Μπορεί να υπάρξει απατηλή διάψευση μιας αληθινής
πληροφορίας ή πραγματική διάψευση μιας ψεύτικης πληροφορίας.
47. Εξόφληση: προϋποθέτει την απόκτηση αξίας ή απαξίας. Εξειδικεύεται σε
ανταμοιβή (απόδοση αξίας) και τιμωρία (απόδοση απαξίας).
48. Αποκάλυψη: πληροφόρηση που αποβλέπει να μεταδώσει σε ένα πάσχον
υποκείμενο μια αληθινή συνείδηση της κατάστασής του. Αντιτίθεται στην καθοδήγηση
προς το λάθος.
49. Ικανοποίηση: Αντιτίθεται στη μη ικανοποίηση και μπορεί να είναι ηδονική,
ρεαλιστική ή ηθική.
50. Γοητεία: «η άσκηση μιας επίδρασης που τείνει να προκαλέσει σε ένα πάσχον
υποκείμενο την επιθυμία μιας ευχάριστης κατάστασης και συμπληρωματικά τη θέληση
μιας πράξης που θεωρείται βοηθητική για την πραγματοποίηση αυτής της κατάστασης»
(Bremond 1973, 264).
51. Υποψία: διαδικασία που αποβλέπει στο πέρασμα από την άγνοια στην
αμφιβολία.
52. Εκπλήρωση καθήκοντος: συνδέεται με την εκούσια δράση.
53. Επαλήθευση φόβου: το πάσχον υποκείμενο βλέπει να επαληθεύεται η
πιθανότητα μιας μη ικανοποιητικής κατάσταση που φοβόταν.
54. Επαλήθευση ελπίδας: το πάσχον υποκείμενο βλέπει να επαληθεύεται η
πιθανότητα μιας ικανοποιητικής κατάσταση που ήλπιζε.
55. Κατάσταση του θύματος: το πάσχον υποκείμενο θεωρείται θύμα μιας μη
ικανοποιητικής κατάστασης, μπορεί να είναι θύμα υποβάθμισης ή στέρησης και
αντιτίθεται στο επωφελούμενο μιας ικανοποιητικής κατάστασης υποκείμενο.

Ο Bremond παραδέχεται ότι υπάρχουν κενά και ατέλειες στον παραπάνω


κατάλογο και προσπαθεί να ομαδοποιήσει τις διαδικασίες (1973, 313).
1) Εξειδικεύει το πάθος, την κατάσταση του πάσχοντος υποκειμένου, στην
τροποποίηση και τη διατήρηση. Η τροποποίηση, από τη μια μεριά, εξειδικεύεται σε
βελτίωση και υποβάθμιση. Η διατήρηση, από την άλλη μεριά, εξειδικεύεται σε
53
προστασία και στέρηση. Αυτές οι τέσσερις διαδικασίες αποτελούν το πεδίο εξέλιξης
του πάσχοντος υποκειμένου.
2) Όσον αφορά τις διαδικασίες επίδρασης υπάρχουν δυο ομάδες:
Τη μια ομάδα αποτελούν οι αντικειμενικές διαδικασίες που περιλαμβάνουν:
πληροφόρηση και απόκρυψη, απόσπαση προσοχής και υπενθύμιση, ανασκευή
πληροφορίας και επιβεβαίωση, αποκάλυψη και καθοδήγηση προς το λάθος (εξαπάτηση).
Τη δεύτερη ομάδα αποτελούν οι υποκειμενικές διαδικασίες, οι οποίες αφορούν
είτε την παρούσα συνείδηση της παρούσας κατάστασης (ικανοποίηση ή μη
ικανοποίηση / δυσαρέσκεια και τις όψεις της: ηδονική, ηθική ή ρεαλιστική), είτε την
παρούσα συνείδηση μιας μελλοντικής κατάστασης: όπως είναι η πρόκληση φόβου και
οι εξειδικεύσεις της (απειλή/φοβέρα, απαγόρευση, αποτροπή), η πρόκληση ελπίδας και
οι εξειδικεύσεις της (γοητεία, υποχρέωση, συμβουλή), η επαλήθευση του φόβου ή της
ελπίδας και η ακύρωση του φόβου ή της ελπίδας.
Στο πεδίο της επίδρασης θα ταίριαζαν εξίσου οι διαδικασίες πειθούς,
“μεταπείσεως” και η ιδιαίτερη περίπτωση της παγίδας.
3) Δίνοντας στο πρόσωπο-υποκείμενο τη δυνατότητα της πρωτοβουλίας η
αφήγηση μπαίνει στο πεδίο των δράσεων (είτε ακούσιων είτε εκούσιων, όπως το
καθήκον και το ψευτο-καθήκον). Με το καθήκον συνδέονται οι διαδικασίες της
παρεμπόδισης/κωλυσιεργίας και της συνεισφοράς και οι έννοιες της χρησιμοποίησης
έργου-μέσου, της απόκτησης βοήθειας και της εξουδετέρωσης της
παρεμπόδισης/κωλυσιεργίας.
4) Δίνοντας στο πρόσωπο-υποκείμενο μια ικανότητα αξιοπρέπειας ή
αναξιοπρέπειας η αφήγηση μπαίνει σε αυτό που ονομάζουμε πεδίο των
ανταποδόσεων: η απόκτηση αξίας μπορεί να οδηγήσει στην ανταμοιβή, ενώ η
απόκτηση απαξίας μπορεί να οδηγήσει στην τιμωρία (Bremond 1973, 314).

Ακολουθεί ένα σχηματικό διάγραμμα με τα βασικά σημεία του μοντέλου του


Bremond :

54
ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΩΝ
ΚΙΝΗΤΡΑ - χρόνου (διαδοχικές-ταυτόχρονες)
 Ηδονικά - αιτιότητας - λογική σχέση
 Ηθικά
 Ρεαλιστικά

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ Α ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ Β
ΦΑΣΕΙΣ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ

ΡΟΛΟΙ
Πιθανότητα Αποτέλεσμα
Δρων Πάσχον
υποκείμενο υποκείμενο
(εκούσια ή Πραγμάτωση
ακούσια) (ή μη
- ανταμείβει πραγμάτωση)
- τιμωρεί της
πιθανότητας
επηρεάζει: - επωφελούμενο (πέρασμα
-πληροφορώντας ανταμοιβής στην πράξη)
ή όχι/ - θύμα τιμωρίας
-προκαλώντας
επιθυμία ή φόβο/
-υποχρεώνοντας
υφίσταται
ή επηρεάζεται (επί)δραση
απαγορεύοντας/ (υποκειμενικά) (αντικειμενικά
-συμβουλεύοντας -από τη )
ή αποτρέποντας δοθείσα -από
πληροφορία τροποποιημένη
-από πρόκληση κατάσταση
ικανοποίησης ή βελτίωσης ή
τροποποιεί δυσαρέσκειας υποβάθμισης
- βελτιώνει - από πρόκληση -από
- υποβαθμίζει ελπίδας ή φόβου κατάσταση
ή διατηρεί διατήρησης:
- προστατεύει προστασίας ή
- στερεί στέρησης

(και στις δυο


περιπτώσεις το
πάσχον
υποκείμενο
είναι
επωφελούμενο
ή θύμα )

Διάγραμμα : Το αφηγηματικό μοντέλο του Bremond.

55
Β΄ ΜΕΡΟΣ. ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ –
ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΕΥΡΗΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ

Ι. Ανάλυση των διηγημάτων της Α΄ Γυμνασίου


σύμφωνα με το μοντέλο του Βremond

Μετά την ανάλυση καθενός από τα δέκα διηγήματα της Α΄ Γυμνασίου θα


προχωρήσουμε σε μια κωδικοποίηση τους, σύμφωνα πάντα με το μοντέλο του
Bremond.
Στην πρώτη στήλη του πίνακα (συντακτικές σχέσεις) σημειώνουμε αν υπάρχει
χρονική σχέση μεταξύ δύο διαδικασιών, αν συμβαίνουν ταυτόχρονα (ταυτ.) ή διαδέχεται
(διαδ.) η μία την άλλη. Σημειώνουμε, επίσης, αν μια διαδικασία είναι αποτέλεσμα
(αποτ.) μιας άλλης ή μέσο, για να προχωρήσει η άλλη διαδικασία, ή εμπόδιο (εμποδ.)
για την άλλη διαδικασία, αν δηλαδή υπάρχει μεταξύ τους σχέση αιτιότητας.
Στη δεύτερη στήλη σημειώνουμε τις διαδικασίες που εντοπίσαμε σε κάθε
διήγημα και σε ποια φάση φτάνει η κάθε μία, αν δηλαδή μένει στη φάση της
πιθανότητας ή υπάρχει πέρασμα στην πράξη και αν έχει επιτευχθεί ο στόχος, δηλαδή
υπάρχει ολοκλήρωση (ολ.) ή όχι (μη ολ.).
Στην τέταρτη στήλη σημειώνουμε αν οι διαδικασίες προκαλούνται με τη θέληση
(εκούσια) ή παρά τη θέληση (ακούσια) των δρώντων υποκειμένων. Στις δύο τελευταίες
στήλες γράφουμε τα ονόματα των ηρώων που παίζουν τους ρόλους των δρώντων ή των
πασχόντων υποκειμένων σε κάθε διήγημα.

1. «Ο παππούς και το εγγονάκι» του Λ. Τολστόι


Υπόθεση: Ένας παππούς είχε γεράσει πολύ και δεν τον έβαζαν ο γιος του και η
νύφη του να τρώει μαζί τους στο τραπέζι. Όταν μια μέρα του έπεσε το πήλινο πιάτο του
και έσπασε, του είπαν πως στο εξής θα τρώει από την ξύλινη γαβάθα. Κάποια άλλη
μέρα είδαν το γιο τους, το Μίσα, να σκαλίζει ένα κούτσουρο, τον ρώτησαν τι κάνει και
αυτός τους είπε πως φτιάχνει μια ξύλινη γαβάθα, για να τους ταΐζει από εκεί, όταν
γεράσουν. Ύστερα από αυτό οι γονείς του Μίσα ντράπηκαν για τη συμπεριφορά προς
τον παππού και από τότε τον έβαζαν μαζί τους στο τραπέζι και τον περιποιούνταν.
56
Ανάλυση του διηγήματος σύμφωνα με το μοντέλο του Bremond
Σε αυτό το μικρό αφήγημα πάσχον υποκείμενο είναι ο παππούς, ο οποίος έχει
γεράσει πολύ και έχει προβλήματα με τα πόδια του, τα μάτια του, τα αυτιά του
(υποβάθμιση λόγω ηλικίας). Γι΄ αυτό δεν τον έβαζαν ο γιος του και η νύφη του (δρώντα
υποκείμενα που ασκούν επίδραση στον παππού, ορίζοντάς του τι είναι υποχρεωμένος να
κάνει) να τρώει μαζί τους στο τραπέζι (υποβάθμιση της κατάστασης του παππού λόγω
της συμπεριφοράς των δρώντων υποκειμένων). Μια μέρα που του έπεσε το πήλινο
πιάτο του και έσπασε (λάθος), του είπαν πως στο εξής θα τρώει από την ξύλινη γαβάθα
(τιμωρία παππού / πάσχοντος υποκειμένου από τα δρώντα υποκείμενα) και αυτός δεν
αντέδρασε (υποταγή παππού / πάσχοντος υποκειμένου). Όταν ο γιος του παππού και η
γυναίκα του είδαν το γιο τους (δρων υποκείμενο που με έμμεσο τρόπο αποτρέπει τους
γονείς του από το να συνεχίσουν τη λανθασμένη τους συμπεριφορά) να σκαλίζει ένα
κούτσουρο, τον ρώτησαν τι κάνει και αυτός τους είπε πως φτιάχνει μια ξύλινη γαβάθα,
για να τους ταΐζει από εκεί, όταν γεράσουν. Μετά από αυτό οι γονείς του (που
επηρεάζονται από τα λόγια του γιου τους και σε αυτό το σημείο μετατρέπονται σε
πάσχοντα υποκείμενα) «κοιτάχτηκαν και δάκρυσαν» (43), ντράπηκαν για τη
συμπεριφορά τους προς τον παππού και από τότε τον έβαζαν μαζί τους στο τραπέζι και
τον περιποιούνταν (και πάλι γίνονται δρώντα υποκείμενα και η τροποποίηση της
συμπεριφοράς τους επέφερε και τροποποίηση/βελτίωση της κατάστασης του παππού /
πάσχοντος υποκειμένου). «Τον πρόσεχαν όπως πρέπει» (43) σχολιάζει ο αφηγητής στο
τέλος της ιστορίας, τονίζοντας έτσι το καθήκον προς τους ανθρώπους της τρίτης
ηλικίας.
Ανήμπορος να δράσει και να αντιδράσει ο παππούς αυτού του διηγήματος
παίζει σε όλο το αφήγημα το ρόλο του πάσχοντος υποκειμένου. Όμως χάρη στην
πετυχημένη επίδραση του εγγονού στους γονείς του, ο παππούς, ενώ αρχικά έχει το
ρόλο του πάσχοντος υποκειμένου / θύματος, στη συνέχεια παίρνει το ρόλο του
πάσχοντος υποκειμένου / επωφελούμενου υποκειμένου. Ο αφηγητής δε διευκρινίζει αν ο
εγγονός έχει συνείδηση της επίδρασης που θα έχει η πράξη του στους γονείς του ή είναι
τυχαία.
Ακολουθεί η κωδικοποίηση του διηγήματος σύμφωνα με το μοντέλο του
Bremond.

57
Συντακτικές Διαδικασίες Φάσεις της βούληση Δρώντα Πάσχοντα
σχέσεις ↓ διαδικασίας (εκούσια υποκείμενα υποκείμενα
διαδικασιών (πιθανότητα, ή ↓ ↓
↓ πέρασμα στην ακούσια)
πράξη, ↓
ολοκλήρωση)↓
τροποποίηση: ολ. (φυσικοί ο παππούς
υποβάθμιση(1) παράγοντες)

αποτ. απόκτηση μη ολ. εκ. ο γιος του ο παππούς


τροποποίησης: απαξίας παππού και η
υποβάθμιση(1) γυναίκα του
γιου
αποτ. εξόφληση: μη ολ. εκ. ο γιος του ο παππούς
απόκτηση τιμωρία παππού και η
απαξίας (απόδοση γυναίκα του
απαξίας) γιου
αποτ. τιμωρίας τροποποίηση: μη ολ. εκ. ο γιος του ο παππούς
υποβάθμιση παππού και η
(2) γυναίκα του
γιου
αποτ. απόκτηση πιθ. εκ(;) εγγονάκι ο γιος του
τροποποίησης: απαξίας παππού και
υποβάθμιση η γυναίκα
(2) του γιου
μέσο άσκησης δράση ολ. εκ. εγγονάκι
επίδρασης:
αποτροπή
μέσο άσκηση ολ. εκ.(;) εγγονάκι ο γιος του
τροποποίησης: επίδρασης: παππού και
βελτίωση αποτροπή η γυναίκα
του γιου
αποτ. άσκησης τροποποίηση: ολ. εκ. ο γιος του παππούς
επίδρασης: βελτίωση παππού και η
αποτροπή γυναίκα του
γιου

58
Προτεινόμενες δραστηριότητες:
Η αφηγηματολογική ανάλυση του διηγήματος βάσει του μοντέλου του Bremond
μπορεί να βοηθήσει το μαθητή να επεξεργαστεί την 1η, 2η και 3η ερώτηση του σχολικού
βιβλίου.23 Επίσης, μπορούμε να του ζητήσουμε:
1. Να αναρωτηθεί αν το εγγονάκι έχει επίγνωση της επίδρασης που θα ασκήσει
στους γονείς του η πράξη του.
2. Να κρίνει τη συμπεριφορά των παιδιών απέναντι στον ηλικιωμένο πατέρα.

2. «Η έξοδο» του Γιάννη Βλαχογιάννη


Υπόθεση: Μια Μεσολογγίτισσα μάνα ετοιμάζεται για την έξοδο και φοράει την
αιματοβαμμένη στολή του άντρα της. Σηκώνει την άρρωστη κόρη της και τη
συμβουλεύει να κρατάει σφιχτά τη φουστανέλα, ενώ αυτή θα ανοίγει δρόμο με το σπαθί
της. Κατά τη διάρκεια της εξόδου, όμως, η κόρη χάνεται.
Ανάλυση του διηγήματος σύμφωνα με το μοντέλο του Bremond
Σε αυτό το διήγημα δρων υποκείμενο είναι η μάνα/χήρα και πάσχον υποκείμενο
η κόρη της, η Ανθή. Η Μεσολογγίτισσα μάνα ετοιμάζεται για την έξοδο και φοράει την
αιματοβαμμένη στολή του άντρα της (δράση). Στόχος της (και όλων των αντροντυμένων
γυναικών) φαίνεται πως είναι να εξαπατήσει τον εχθρό, ώστε να τη θεωρήσει άντρα, και
να του προκαλέσει φόβο [«Και πρέπει να’ ναι τόσο τρομερή κι η όψη κι η ματιά της,
που θα’ διωχνε ακόμα και του χωρατού τον ίσκιο από μπροστά της» (74)], αν και η ίδια
νιώθει «άχαρη» και «κωμική» (στόχος η εξαπάτηση του αντιπάλου και η πρόκληση
φόβου σε αυτόν).
Σηκώνει την άρρωστη κόρη της (η αδυναμία της οποίας αποτελεί εμπόδιο για
αυτό που πρόκειται να ακολουθήσει) από το κρεβάτι, «μα στην αγκαλιά να τη σηκώσει
δεν μπορεί» (74) (άρα και η ίδια η μάνα δεν είναι πολύ δυνατή, οπότε υπάρχει
πιθανότητα να μην τα καταφέρει). Λειτουργεί σαν δρων υποκείμενο που προσπαθεί να
επηρεάσει την κόρη της (πάσχον υποκείμενο) με δυο τρόπους: και προκαλώντας της
φόβο με τη φωνή της, αφού «άγρια και βραχνερά την άμοιρη μικρούλα θέλει να
ορμηνέψει» (74), αλλά και συμβουλεύοντάς την τι θα κάνει την κρίσιμη ώρα της εξόδου

23
«Ερωτήσεις: 1. Πώς φέρονται οι γονείς του Μίσα στο γέρο παππού του και πώς αντιδρά εκείνος; 2.
Ποιο γεγονός έκανε τους γονείς του Μίσα να αλλάξουν τη στάση τους απέναντι στον παππού και πώς
εξηγείτε αυτή την αλλαγή; 3. Στο διήγημα παρουσιάζεται ο κύκλος της ανθρώπινης ζωής μέσα από τις
τρεις ηλικιακές φάσεις της. Ποια χαρακτηριστικά κάθε φάσης διακρίνετε;» (44).

59
από το πολιορκημένο Μεσολόγγι (προσπάθεια επίδρασης και στο συναίσθημα της κόρης
με την πρόκληση φόβου και στη λογική με τις συμβουλές). Τη συμβουλεύει, λοιπόν, να
την κρατάει σφιχτά από τη φουστανέλα, ενώ αυτή θα ανοίγει δρόμο με το σπαθί της,
λέγοντάς της «σφιχτά να μου κρατείς τη φουστανέλα. Τίποτ’ άλλο να μη βλέπεις και να
μην ακούς: τη φουστανέλα να μη χάσεις από τα χέρια σου!» (75). Καθώς, όμως,
«πλάκωσε το κύμα το τρανό» (75), δηλαδή οι εχθροί (αντίπαλος), η κόρη χάθηκε (η
απώλειά της συνιστά υποβάθμιση της κατάστασης και της κόρης αλλά και της μάνας). Ο
φόβος της μάνας (που διακρίνεται μέσα από τις συμβουλές της) ότι μπορεί να χαθεί η
Ανθή την ώρα της μάχης επαληθεύεται (επαλήθευση φόβου).
Στόχος της μάνας και όλων των πολιορκημένων είναι η τροποποίηση/βελτίωση
της ζωής τους. Είναι γνωστό ότι θα πέθαιναν από την πείνα, εφόσον «της πείνας το
θεριό είν’ ανίκητο» (74), μέσα στο πολιορκημένο Μεσολόγγι, αν δεν αποφάσιζαν την
έξοδο. Για την κόρη, όμως, η διαδικασία της βελτίωσης δεν ολοκληρώνεται, ούτε βέβαια
και για τη μάνα που επιβιώνει η ίδια, αλλά χάνει την κόρη της (υποβάθμιση).
Ακολουθεί η κωδικοποίηση του διηγήματος σύμφωνα με το μοντέλο του
Bremond.
Συντακτικές Διαδικασίες Φάσεις της βούληση Δρώντα Πάσχοντα
σχέσεις ↓ διαδικασίας (εκούσια υποκείμενα υποκείμενα
διαδικασιών (πιθανότητα, ή ↓ ↓
↓ πέρασμα ακούσια)
στην πράξη, ↓
ολοκλήρωση)

τροποποίηση: μη ολ. εκ. Μεσολογγίτισσα Μεσολογγίτισσα
βελτίωση μάνα μάνα και η κόρη
της
μέσο δράση(1) ολ. εκ. Μεσολογγίτισσα
βελτίωσης (μεταμφίεση) μάνα

μέσο άσκηση ολ. εκ. Μεσολογγίτισσα κόρη


βελτίωσης επίδρασης: μάνα
πρόκληση
φόβου

60
μέσο άσκηση ολ. εκ. Μεσολογγίτισσα κόρη
βελτίωσης επίδρασης: μάνα
υποχρέωση +
συμβουλή
διαδ. δράση(2) ολ. εκ. Μεσολογγίτισσα
δράση(1) (έξοδος) μάνα, η κόρη

μέσο της και οι άλλοι

βελτίωσης Μεσολογγίτες

αποτ. τροποποίηση: ολ. εκ. εχθροί Μεσολογγίτισσα


δράσης(2) υποβάθμιση μάνα και η κόρη
(απώλεια της
κόρης)
πιθ. εμποδ. άσκηση ολ. (συνθήκες) Μεσολογγίτισσα
δράσης(2) επίδρασης: μάνα
πρόκληση
φόβου
αποτ. επαλήθευση ολ. Μεσολογγίτισσα
υποβάθμισης φόβου μάνα

Προτεινόμενες δραστηριότητες:
Η αφηγηματολογική ανάλυση του διηγήματος βάσει του μοντέλου του Bremond
μπορεί να βοηθήσει το μαθητή να επεξεργαστεί την 3η ερώτηση του σχολικού βιβλίου.24
Επίσης, μπορούμε να του ζητήσουμε να αναρωτηθεί ποια είναι τα κίνητρα της
Μεσολογγίτισσας μάνας και των υπόλοιπων Μεσολογγιτών που επιχειρούν την έξοδο.

3. «Οι πιτσιρίκοι» του Δημήτρη Ψαθά


Υπόθεση: Το Ιανουάριο του 1942 ένας πιτσιρίκος πιάνει κουβέντα με ένα
Γερμανό. Όταν φεύγει ο μικρός, ο Γερμανός διαπιστώνει πως του έχουν κάνει σαμποτάζ
στο αυτοκίνητο.
Ανάλυση του διηγήματος σύμφωνα με το μοντέλο του Bremond

24
«3. Περιγράψτε σε μια παράγραφο την ψυχολογική κατάσταση της μάνας, καθώς ετοιμάζεται για τη
μεγάλη Έξοδο» (75).

61
Στο διήγημα αυτό κυρίως οι πιτσιρίκοι είναι τα δρώντα υποκείμενα και οι
Γερμανοί τα πάσχοντα. Εξαίρεση αποτελεί ένα περιστατικό που παρεμβάλλεται με μια
αναδρομική αφήγηση: κάποια παιδιά (δρώντα υποκείμενα) πετροβόλησαν ένα
αυτοκίνητο Γερμανών (δράση: επίθεση με άμεσα μέσα, με στόχο τη ζημία του
αντιπάλου, άρα την υποβάθμισή του). Ο Γερμανός (Χ), όμως, (ο οποίος από πάσχον
μετατρέπεται σε δρων υποκείμενο) κατέβηκε από το αυτοκίνητο και έπιασε ένα παιδί
(πάσχον υποκείμενο) του οποίου έσπασε το χέρι (αντεπίθεση / επίδειξη δύναμης από τον
υφιστάμενο την αρχική επίθεση).
Ο αφηγητής μας μεταφέρει στο Γενάρη του 1942. Ένας Γερμανός (Ψ) προσέχει
το φορτηγό και έχει ανάψει τα φώτα. Ο μικρός (δρων υποκείμενο) πάει με ένα τσιγάρο
και προσπαθεί να το ανάψει από τα φώτα του αυτοκινήτου του Γερμανού (απόσπαση
προσοχής). Πιάνουν κουβέντα και ο Γερμανός, που παρομοιάζεται από τον αφηγητή με
το «φοβερό Κύκλωπα» (83), τον Πολύφημο, διασκεδάζει με τα καμώματα του μικρού
που παρομοιάζεται με τον Οδυσσέα (υπόκριση ειρηνικών διαθέσεων από το παιδί / δρων
υποκείμενο με στόχο την εξαπάτηση25 του Γερμανού / αντιπάλου / πάσχοντος
υποκειμένου). Όταν χαιρετιούνται και ο Γερμανός πηγαίνει στο πίσω μέρος του
αυτοκινήτου, κατάπληκτος διαπιστώνει το σαμποτάζ που έκαναν οι φίλοι του πιτσιρίκου
(δρώντα υποκείμενα που υποβαθμίζουν την κατάσταση του Γερμανού), οι οποίοι
εκμεταλλεύτηκαν το λάθος του Γερμανού να αστειεύεται με το μικρό, νιώθοντας «την
απέραντη υπεροχή του απέναντι σε αυτό το μικροσκοπικό χαζόπραμα» (84), και να μην
προσέχει το αυτοκίνητό του (εκμετάλλευση λάθους → αποκλεισμός του αντιπάλου με
εχθρικά μέσα). «Λυσσά. Γαβγίζει. Τραβά το πιστόλι» ο Γερμανός (84) (επιθυμία
αντεπίθεσης-τιμωρίας), αλλά οι πιτσιρίκοι έχουν χαθεί.
Ακολουθεί η κωδικοποίηση του διηγήματος σύμφωνα με το μοντέλο του
Bremond.

25
Η εξαπάτηση, σύμφωνα με το μοντέλο του Bremond, είναι η πρώτη από τις τρεις φάσεις του
αποκλεισμού του αντιπάλου με εχθρικά μέσα, δηλ. της παγίδευσης. Οι άλλες δυο είναι το λάθος και η
εκμετάλλευση του λάθους.

62
Συντακτικές Διαδικασίες Φάσεις της βούληση Δρώντα Πάσχοντα
σχέσεις ↓ διαδικασίας (εκούσια υποκείμενα υποκείμενα
διαδικασιών (πιθανότητα, ή ↓ ↓
↓ πέρασμα στην ακούσια)
πράξη, ↓
ολοκλήρωση)↓
δράση (1): ολ. εκ. παιδιά Γερμανοί
επίθεση

αποτ. τροποποίηση: ολ. εκ. παιδιά Γερμανοί


δράσης(1) υποβάθμιση(1)

αποτ. μη ολ. εκ. παιδιά Γερμανός(Χ)


δράσης(1) ικανοποίηση

δράση (2) ολ. εκ. Γερμανός(Χ) ένα παιδί


(σπάσιμο
χεριού του
παιδιού)
αποτ. τροποποίηση: ολ. εκ. Γερμανός ένα παιδί
δράσης(2) υποβάθμιση(2) (Χ)

μέσο δράση (3) ολ. εκ. πιτσιρίκος Γερμανός(Ψ)


παγίδευσης (κουβέντα)

αποτ. απόσπαση ολ. εκ. πιτσιρίκοι Γερμανός(Ψ)


δράσης(3) προσοχής,

μέσο παγίδευση

υποβάθμισης(3)
αποτ. τροποποίηση: ολ. εκ. πιτσιρίκοι Γερμανός(Ψ)
παγίδευσης υποβάθμιση(3)
(εξαπάτηση)
αποτ. δράση (4): πιθ. εκ. Γερμανός(Ψ) πιτσιρίκοι
τροποποίησης: αντεπίθεση
υποβάθμιση (3)
(εξαπάτηση)

63
διαδ. δράση (5): ολ. εκ. πιτσιρίκοι
εξαπάτηση φυγή

αποτ. άσκηση ολ. εκ. πιτσιρίκοι Γερμανός(Ψ)


δράσης(5): επίδρασης: μη
φυγής ικανοποίηση

Προτεινόμενες δραστηριότητες:
Η αφηγηματολογική ανάλυση του διηγήματος βάσει του μοντέλου του Bremond
μπορεί να βοηθήσει το μαθητή να επεξεργαστεί την 2η ερώτηση του σχολικού βιβλίου.26
Επίσης, μπορεί να του ζητηθεί να βρει τα στάδια της παγίδευσης του εχθρού από τους
πιτσιρίκους.

4.«Τα κόκκινα λουστρίνια» της Ειρήνης Μάρρα


Υπόθεση: Ένας νεαρός που δουλεύει σε εργαστήριο κατασκευής παπουτσιών
φτιάχνει ένα ζευγάρι κόκκινα λουστρίνια, για να το χαρίσει στην κοπέλα που αγαπάει,
την κόρη του δασκάλου. Τελικά, όμως, το χαρίζει στην αδελφή του.
Ανάλυση του διηγήματος σύμφωνα με το μοντέλο του Bremond
Βασικό δρων (αλλά και πάσχον) υποκείμενο του διηγήματος αυτού είναι ένας
νεαρός βιοπαλαιστής που δουλεύει σε ένα τσαγκαράδικο. Είναι ερωτευμένος με την
κόρη του δασκάλου (δρων υποκείμενο που χωρίς να το γνωρίζει και να το θέλει επιδρά
στο νεαρό γοητεύοντάς τον) και θέλει να την κάνει να τον συμπαθήσει (κίνητρο), γι’
αυτό αποφασίζει να της κάνει δώρο ένα ζευγάρι παπούτσια. Μαζεύει χρήματα (δράση 1)
κρυφά από τους άλλους (πιθανά δρώντα υποκείμενα → ακούσια πρόκληση φόβου), γιατί
φοβάται πως θα τον κορόιδευαν. Έχει μετρήσει με την παλάμη του το παπούτσι της
κοπέλας (δράση 2). Αγοράζει (δράση 3) το δέρμα, το λουστρίνι, από τον ταμπάκη.
Δουλεύει μετά το κλείσιμο του μαγαζιού και φτιάχνει τα παπούτσια (δράση 4). Πιστεύει
ότι με αυτό το δώρο η κοπέλα «θα τον συμπάθαγε, και άμα τον συμπάθαγε, ποιος
ξέρει…» (161) (στόχος του η άσκηση επίδρασης/γοητείας στην κοπέλα). Θα
χρησιμοποιούσε, λοιπόν, τα παπούτσια ως μέσο, για να την προσεγγίσει, να τη

26
«2. Πώς παρουσιάζονται οι Γερμανοί στο διήγημα; Απαντήστε με αναφορά σε συγκεκριμένα σημεία
του κειμένου» (85).

64
γοητεύσει (χρησιμοποίηση μέσου) και να μειώσει ίσως την κοινωνική διαφορά που τους
χώριζε (ας μην ξεχνάμε, ήταν ο γιος της παραδουλεύτρας) (εξουδετέρωση εμποδίου).
Και ενώ έχει έτοιμα τα παπούτσια, παρατηρεί την αδελφή του με το ξεθωριασμένο
φόρεμα και τα εξώφτερνα παπούτσια (η οποία χωρίς να το θέλει και να το γνωρίζει
επιδρά στον αδελφό της κάνοντάς τον να συνειδητοποιήσει μια υποχρέωσή του) και «σε
μια στιγμή κατάλαβε πολλά και σβήστηκε μονοκοντυλιά η κόρη του δασκάλου. Έδωσε
τα λουστρινένια γοβάκια στην αδελφή» (δράση). Με την πράξη του αυτή επιφέρει
βελτίωση στην κατάσταση της αδελφής του (πάσχον υποκείμενο). «Χιλιάδες ήλιοι
φώτισαν τα καφετιά ματάκια και μύρια αστέρια μπερδεύτηκαν στην πλεξούδα της.
Πουλιά τρελά τιριτίριζαν στ’ αυτιά της και η καρδιά της μεθυσμένη χόρευε» (162)
(ικανοποίηση πάσχοντος υποκειμένου). Ικανοποίηση, όμως, ένιωσε και ο αδελφός της
από την πράξη του (εκπλήρωση καθήκοντος) και έτσι την άλλη μέρα «πήγε στη δουλειά
πιο μεστωμένος» (162) και πιο χαρούμενος («έπιασε τη φαλτσέτα με το τραγούδι»).
Ο νεαρός τσαγκάρης έχει ως στόχο να επιφέρει βελτίωση στη ζωή του όσον
αφορά την προσωπική του ζωή. Αν και στο τέλος τροποποιεί το σχέδιό του, επέρχεται
μια διαφορετική βελτίωση και για αυτόν αλλά και για την αδελφή του.
Ακολουθεί η κωδικοποίηση του διηγήματος σύμφωνα με το μοντέλο του
Bremond.
Συντακτικές Διαδικασίες Φάσεις της βούληση Δρώντα Πάσχοντα
σχέσεις ↓ διαδικασίας (εκούσια υποκείμενα υποκείμενα
διαδικασιών (πιθανότητα, ή ↓ ↓
↓ πέρασμα στην ακούσια)
πράξη, ↓
ολοκλήρωση)

άσκηση ολ. ακ. κόρη του νεαρός
επίδρασης(1): δασκάλου τσαγκάρης
γοητεία
αποτ. άσκηση δράσεις ολ. εκ. νεαρός -
επίδρασης (1) (1,2,3,4) τσαγκάρης

μέσα γοητείας
πιθ. (3)

65
εμπόδιο άσκηση πιθ. ακ. οι άλλοι νεαρός
δράσεων επίδρασης (2): τσαγκάρηδες τσαγκάρης
πρόκληση
φόβου
μέσο άσκηση δράση (5): πιθ. εκ. νεαρός κόρη του
επίδρασης (3): προσφορά τσαγκάρης δασκάλου
γοητεία δώρου
αποτ. δράσης άσκηση πιθ. εκ. νεαρός κόρη του
(5) επίδρασης (3): τσαγκάρης δασκάλου
γοητεία
μέσο δράσης άσκηση ολ. εκ. νεαρός νεαρός
(6), βελτίωσης επίδρασης (5): τσαγκάρης τσαγκάρης
(1,2) υποχρέωση
αποτ. άσκηση δράση (6): ολ. εκ. νεαρός αδελφή του
επίδρασης (5) προσφορά τσαγκάρης τσαγκάρη
δώρου
αποτ. άσκηση ολ. εκ. νεαρός αδελφή του
δράσης(6) επίδρασης (6): τσαγκάρης τσαγκάρη
ικανοποίηση
αποτ. άσκηση ολ. ακ. νεαρός νεαρός
δράσης(6) επίδρασης (7): τσαγκάρης τσαγκάρης

ταυτ. άσκηση ικανοποίηση

επίδρασης (6) (ηθική)

αποτ. τροποποίηση: ολ. εκ. νεαρός αδελφή του


δράσης(6) βελτίωση (1) τσαγκάρης τσαγκάρη

αποτ. τροποποίηση: ολ. ακ. νεαρός νεαρός


δράσης(6) βελτίωση (2) τσαγκάρης τσαγκάρης
(ωρίμανση)

Προτεινόμενες δραστηριότητες:

66
Η αφηγηματολογική ανάλυση του διηγήματος βάσει του μοντέλου του Bremond
μπορεί να βοηθήσει το μαθητή να επεξεργαστεί την 2η, 3η και 4η ερώτηση του σχολικού
βιβλίου.27 Επίσης, μπορούμε να του ζητήσουμε:
1. Να αναρωτηθεί ποια είναι τα κίνητρα του νεαρού τσαγκάρη, όταν ετοιμάζει τα
λουστρίνια και όταν αποφασίζει να αλλάξει τον αποδέκτη του δώρου.
2. Να σκιαγραφήσει το χαρακτήρα του ήρωα, του νεαρού τσαγκάρη.

5. «Ο Κωνσταντής» της Λίτσας Ψαραύτη


Υπόθεση: Είναι Μ. Σάββατο και η κυρία Δέσποινα, μια γυναίκα που ζει μόνη
της, γιατί η οικογένεια του παιδιού της ζει στην Αμερική, παρατηρεί ένα παιδάκι που
αγωνίζεται για το ψωμί του στα φανάρια των δρόμων. Της θυμίζει τον εγγονό της και το
καλεί στο σπίτι της, όπου του δίνει καθαρά ρούχα να ντυθεί και φαγητό. Το παιδί της
λέει ότι τους γονείς του η αστυνομία τους έστειλε πίσω στην Αλβανία. Ενώ το παιδί
αποκοιμιέται στον καναπέ, η κυρία Δέσποινα πηγαίνει στην εκκλησία, αλλά δεν κάθεται
ως το τέλος της λειτουργίας, γιατί βιάζεται να γυρίσει και να φάει μαζί με τον
Κωνσταντή τη μαγειρίτσα.
Ανάλυση του διηγήματος σύμφωνα με το μοντέλο του Bremond
Στο διήγημα αυτό ένα παιδάκι (πιθανό δρων υποκείμενο που θα επιφέρει
βελτίωση της ζωής του) στα φανάρια του δρόμου προσπαθεί να πουλήσει (δράση: έργο-
μέσο, προκειμένου να επιβιώσει, άρα να επιφέρει τροποποίηση/βελτίωση της
κατάστασής του) την «πραμάτεια» του, ενώ πέφτει σιγανή βροχή (η βροχή είναι ένας
φυσικός παράγοντας που αποτελεί εμπόδιο στο έργο του). Οι οδηγοί (και αυτοί πιθανά
δρώντα υποκείμενα που θα μπορούσαν να επιφέρουν βελτίωση της ζωής του παιδιού)
του δίνουν το «κατιτί» τους, αλλά κλείνουν γρήγορα το τζάμι, «για να γλυτώσουν από
την ενοχλητική παρουσία του» (165) (λειτουργούν σαν σύμμαχοι για το παιδί, παρά τη
θέλησή τους όμως, σαν να είναι καθήκον/υποχρέωσή τους να το βοηθήσουν). Το παιδί
κοιτάζει λαίμαργα τις σακούλες με τα παιχνίδια και τα σοκολατένια λαγουδάκια
(πρόκληση επιθυμίας, μη ικανοποίηση) που δείχνει πόσο του λείπουν αυτά τα πράγματα
που για τα άλλα παιδιά θεωρούνται αυτονόητα τις ημέρες των γιορτών (κατάσταση

27
« 2. Γιατί το νεαρό τσαγκαρόπουλο χάρισε τελικά τα κόκκινα γοβάκια στην αδελφή του; 3. Σχολιάστε
την τελευταία παράγραφο του κειμένου. Γιατί ο ήρωας είναι στο τέλος «πιο μεστωμένος»; 4. Δώστε
γραπτά μια άλλη εξέλιξη στο διήγημα, υποθέτοντας, για παράδειγμα, ότι ο νεαρός χαρίζει τελικά τα
γοβάκια στην κόρη του δασκάλου» (162).

67
στέρησης για το παιδί), πράγμα που προκαλεί αμηχανία και δυσαρέσκεια στους οδηγούς
(μη ικανοποίηση των οδηγών που βλέπουν το παιδί σαν αντίπαλο). Η κυρία Δέσποινα
(πάσχον υποκείμενο λόγω της μοναξιάς της αλλά και πιθανό δρων υποκείμενο βελτίωσης
και της δικής της κατάστασης και της κατάστασης του παιδιού) κοιτάζει την κίνηση
στους δρόμους, για να ξεχάσει τη μοναξιά της (κατάσταση στέρησης) και παρατηρεί και
το παιδί. Όταν βραδιάζει, το παιδί μπαίνει στην είσοδο της πολυκατοικίας και η κυρία
Δέσποινα, ανοίγοντας την πόρτα, το βλέπει από κοντά και της θυμίζει τον εγγονό της.
Το καλεί, λοιπόν, μέσα (εκούσια δράση), για να ζεσταθεί, όπως του λέει (πρόκληση
ελπίδας στο παιδί / πάσχον υποκείμενο). Το παιδί την κοιτάζει καχύποπτα, αφού η
πρόσκληση από ένα άγνωστο πρόσωπο προκαλεί φόβο στο παιδί (πάσχον υποκείμενο),
άρα η κυρία Δέσποινα λειτουργεί και ως δρων υποκείμενο που επιδρά στο παιδί εκούσια
προκαλώντας του ελπίδα αλλά και ως δρων υποκείμενο που επιδρά στο παιδί ακούσια
προκαλώντας του φόβο (αυτή η διαδικασία πρόκλησης φόβου ενδέχεται να λειτουργήσει
σαν εμπόδιο στη διαδικασία βελτίωσης της κατάστασης του παιδιού και της ίδιας), αλλά
τελικά το παιδί μπαίνει στο σπίτι (έναρξη φάσης βελτίωσης και των δύο προσώπων),
αφού το καλοσυνάτο πρόσωπο της κυρίας Δέσποινας (δρων υποκείμενο που
επιδρά/γοητεύει), η μυρωδιά της μαγειρίτσας και η ζεστασιά που βγαίνει από το
διαμέρισμα παραμερίζουν τους φόβους του (αποτελούν τα μέσα για την εξουδετέρωση
του εμποδίου, του φόβου του παιδιού μπροστά σε έναν άγνωστο άνθρωπο). Η κυρία
Δέσποινα, λοιπόν, λειτουργεί σαν σύμμαχος για το μικρό παιδί, αφού του ανοίγει το
σπίτι της εκείνο το βροχερό Μ. Σάββατο και το φιλοξενεί (επωμίζεται με τη θέλησή της
τη διαδικασία τροποποίησης/βελτίωσης της κατάστασης του παιδιού / πάσχοντος
υποκειμένου). Η παρέμβασή της αιτιολογείται από τον αφηγητή, εφόσον μας λέει ότι ο
Κωνσταντής μοιάζει στον εγγονό της κυρίας Δέσποινας, τον Αντωνάκη, που ζει με τους
γονείς του στη Βαλτιμόρη και μόλις τον είδε «η καρδιά της λαχτάρησε» (165).
Ρωτώντας το παιδί για τη ζωή του, η κυρία Δέσποινα μαθαίνει ότι τους γονείς
του τους πήραν οι κλούβες της αστυνομίας (, η οποία λειτουργεί σαν αντίπαλος για το
παιδί και τους γονείς του και σαν δρων υποκείμενο που ακούσια υποβαθμίζει τη ζωή του
παιδιού, ενώ στόχος της είναι η εκτέλεση του καθήκοντός της) στην Αλβανία (από τότε
που μένει μόνο του στην Αθήνα φαίνεται να ξεκινά η φάση υποβάθμισης για το παιδί).
Η κυρία Δέσποινα το στέλνει στο μπάνιο να πλυθεί, του βρίσκει καθαρά ρούχα και του
βάζει φαγητό (μέσα βελτίωσης της κατάστασης του παιδιού). Το παιδί, αφού φάει,
αποκοιμιέται στον καναπέ και η κυρία Δέσποινα πηγαίνει στην εκκλησία για την
αναστάσιμη λειτουργία, αλλά βιάζεται να γυρίσει, για «να τσουγκρίσει τα κόκκινα αυγά
68
με τον Κωνσταντή, να φάνε μαζί μαγειρίτσα…» (166). Έτσι, λοιπόν, δε θα περάσει
μόνη της το Πάσχα, άρα επέρχεται βελτίωση της κατάστασής της, αφού το βασικό της
πρόβλημα είναι η μοναξιά.
Συμπερασματικά, στο συγκεκριμένο διήγημα δύο είναι τα κύρια πρόσωπα: η
κυρία Δέσποινα και το μικρό Αλβανάκι, ο Κωνσταντής. Η κυρία Δέσποινα παίζει το
ρόλο του βασικού δρώντος υποκειμένου, που είναι υπεύθυνη για την τροποποίηση/
βελτίωση της κατάστασης του Κωνσταντή. Ο Κωνσταντής, ενώ στην αρχή παίζει το
ρόλο του δρώντος υποκειμένου, καθώς αγωνίζεται να επιβιώσει, στη συνέχεια παίζει το
ρόλο του πάσχοντος υποκειμένου / ευεργετούμενου, που επωφελείται από τις ενέργειες/
δράσεις της κυρίας Δέσποινας. Μια φάση βελτίωσης, λοιπόν, για τον Κωνσταντή
διαδέχεται τη φάση υποβάθμισης (αλυσιδωτή διαδοχή) που ξεκίνησε από τη στιγμή που
έμεινε μόνος στην Αθήνα, αφού οι κλούβες της Αστυνομίας πήραν τους γονείς του για
την Αλβανία, όπως λέει ο ίδιος στην κυρία Δέσποινα. Από τη δράση της κυρίας
Δέσποινας ασφαλώς ωφελείται ο Κωνσταντής (πάσχον υποκείμενο), αλλά ταυτόχρονα
επωφελείται και η ίδια (πάσχον υποκείμενο / επωφελούμενο υποκείμενο και αυτή),
εφόσον δε θα γιορτάσει μόνη της το Πάσχα (μοιάζει, λοιπόν, η σχέση των δύο ηρώων
με αμοιβαία ανταλλαγή υπηρεσιών). Ο Κωνσταντής, λοιπόν, δεν είναι απλώς
ευεργετούμενος, αλλά λειτουργεί και σαν σύμμαχος (δρων υποκείμενο που επιδρά/
«γοητεύει», προκαλώντας την επιθυμία για συντροφιά) για την κυρία Δέσποινα.
Ακολουθεί η κωδικοποίηση του διηγήματος σύμφωνα με το μοντέλο του
Bremond.

Συντακτικές Διαδικασίες Φάσεις της βούληση Δρώντα Πάσχοντα


σχέσεις ↓ διαδικασίας (εκούσια υποκείμενα υποκείμενα
διαδικασιών (πιθανότητα, ή ↓ ↓
↓ πέρασμα στην ακούσια)
πράξη, ↓
ολοκλήρωση)

υποχρέωση(1) ολ. εκ. (Κράτος) Αστυνομία

69
αποτ. δράση (1) ολ. εκ. Αστυνομία Γονείς
υποχρέωσης(1) (απέλαση Κωνσταντή
γονιών
Κωνσταντή)
αποτ. δράσης(1) υποβάθμιση ολ. ακ. Αστυνομία Κωνσταντής
(1)

αποτ. δράση (2) ολ. εκ. Κωνσταντής


υποβάθμισης (πωλήσεις στα
(1) φανάρια)
αποτ. δράσης(2) τροποποίηση: π.π./ μη ολ. εκ. Κωνσταντής Κωνσταντής
βελτίωση (1)

υποχρέωση(2) ολ. - - Οδηγοί

άσκηση μη ολ. ακ. Οδηγοί Κωνσταντής


επίδρασης: (μη
πρόκληση ικανοποίηση)
επιθυμίας (1)
διαδ. πρόκληση άσκηση ολ. ακ. Κωνσταντής Οδηγοί
επιθυμίας (1) επίδρασης: μη
ικανοποίηση
αποτ. τροποποίηση: π.π./ μη ολ. εκ. Οδηγοί Κωνσταντής
υποχρέωσης (2) βελτίωση(2)

αποστέρηση μη ολ. - - κα Δέσποινα


(οικογένειας)

μέσο δράση(3) ολ. εκ. κα Δέσποινα Κωνσταντής


βελτίωσ.(3,4) (πρόσκληση
αποτ. Κωνσταντή)
αποστέρησης

70
αποτ. δράσης άσκηση ολ. εκ. κα Δέσποινα Κωνσταντής
(3) επίδρασης: (επαλήθευση
μέσο βελτίωσης πρόκληση ελπίδας)
(3,4) επιθυμίας (2)
αποτ. δράσης άσκηση μη ολ. ακ. κα Δέσποινα Κωνσταντής
(3) επίδρασης: (διάψευση
ταυτ. πρόκληση πρόκληση φόβου)
επιθυμίας (2) φόβου
εμποδ. βελτίωσ.
(3,4)
αποτ. δράσης δράση (4) ολ. εκ. Κωνσταντής κα Δέσποινα
(3) (αποδοχή
μέσο πρόσκλησης
βελτίωσ.(3,4) κας
Δέσποινας)
μέσα δράση (5) ολ. εκ. κα Δέσποινα Κωνσταντής
βελτίωσ.(3,4) (παροχή
φιλοξενίας)
διαδ. τροποποίηση: ολ. εκ. κα Δέσποινα Κωνσταντής
υποβάθμ.(1) βελτίωση(3)

αποτ. δράσης
(3,4,5)

διαδ. τροποποίηση: ολ. ακ. Κωνσταντής κα Δέσποινα


αποστέρηση βελτίωση(4)

αποτ. δράσης
(4)
ταυτ.
βελτίωση(3)

Προτεινόμενες δραστηριότητες:
Η αφηγηματολογική ανάλυση του διηγήματος βάσει του μοντέλου του Bremond
μπορεί να βοηθήσει το μαθητή να επεξεργαστεί την 1η και 2η ερώτηση του σχολικού

71
βιβλίου28 που θεωρούνται φορμαλιστικές ερωτήσεις. Με αυτόν τον όρο
χαρακτηρίζονται οι ερωτήσεις, οι οποίες ζητούν από το μαθητή να εντοπίσει φράσεις
που να εκφράζουν κάτι συγκεκριμένο, ή οι οποίες ρωτάνε πώς εκφράζεται κάτι
συγκεκριμένο από τα στοιχεία του κειμένου, οι ερωτήσεις για σχήματα λόγου και
λογοτεχνικά είδη ή εκείνες που ζητούν σύγκριση κειμένων ως προς τη δομή τους.
Γενικά, η φορμαλιστική προσέγγιση στοχεύει στην ερμηνεία του λογοτεχνικού κειμένου
που το βλέπει ως αυτόνομο έργο τέχνης και σχετίζεται με την κυρίαρχη Θεωρία
Λογοτεχνίας των αρχών του 20ου αιώνα, το Φορμαλισμό (Μπόκλουντ-Λαγοπούλου
1999, 180). Ο/Η εκπαιδευτικός, όμως, δεν πρέπει να αρκεστεί στις ερωτήσεις του
βιβλίου και γι’ αυτό θα προτείνουμε στη συνέχεια κάποιες δραστηριότητες:
1. Μετά την επεξεργασία του κειμένου στην τάξη μπορεί να ζητηθεί από τους
μαθητές να συνεχίσουν γραπτώς την ιστορία.29
2. Μπορεί, επίσης, να επιχειρήσουν μια συγκριτική ανάγνωση του «Κωνσταντή»
με το «Βάνκα» του Τσέχωφ, διήγημα που επίσης περιέχεται στο σχολικό εγχειρίδιο της
Α΄ Γυμνασίου. Τα δυο κείμενα, αν και γραμμένα με απόσταση ενός αιώνα, θίγουν το
φαινόμενο της παιδικής βιοπάλης. Υπάρχουν και άλλες ομοιότητες που μπορούν να
εντοπίσουν οι μαθητές στη δομή των δύο αυτών διηγημάτων (π.χ. και τα δυο παιδιά
είναι χωρίς την προστασία των γονιών, στερούνται τα βασικά, είναι αντιμέτωπα με
σκληρή εργασία και άσχημη αντιμετώπιση από τους περισσότερους ανθρώπους και δυο
ηλικιωμένα πρόσωπα παρουσιάζονται δυνητικά ως λυτρωτές τους, η κυρία Δέσποινα
στο πρώτο και ο παππούς στο δεύτερο). Υπάρχουν, όμως, και διαφορές, για παράδειγμα
ο Βάνκας είναι εσωτερικός μετανάστης, ενώ ο Κωνσταντής αλλοεθνής.
3. Να ξαναγράψουν το διήγημα από την οπτική του Κωνσταντή, εφόσον στο
διήγημα αναφέρονται μόνο οι σκέψεις της κυρίας Δέσποινας.30

28
« 1. Ποιες διαφορές και ποιες ομοιότητες διακρίνετε στη ζωή της κυρίας Δέσποινας και του μικρού
Κωνσταντή; 2. Τι είδους σκέψεις και συναισθήματα οδήγησαν τη γυναίκα να ανοίξει το σπίτι της και την
καρδιά της στο μικρό Κωνσταντή; Αιτιολογήστε την απάντησή σας με αναφορές σε συγκεκριμένα σημεία
του κειμένου» (167).
29
Το κάναμε στην τάξη μας, κατά τη διάρκεια διδασκαλίας του συγκεκριμένου κειμένου το σχολικό έτος
2010-2011, και κάθε μαθητής έδωσε μια διαφορετική συνέχεια. Αξιοπρόσεκτα θεωρήσαμε τα κείμενα
τριών μαθητών, τα οποία, κατά τη γνώμη μας, φανερώνουν ρατσισμό και ξενοφοβία και χρήζουν
ερμηνείας. Στα κείμενα δύο μαθητριών, όταν η κυρία Δέσποινα επέστρεψε από την εκκλησία, δε βρήκε
ούτε τον Κωνσταντή στο σπίτι, ούτε τα χρήματά της, ενώ στο τρίτο κείμενο η κυρία Δέσποινα, όταν
πληροφορήθηκε για ένα ατύχημα του εγγονού της, θεώρησε τον Κωνσταντή υπεύθυνο, με την ιδέα ότι
είχε φέρει γρουσουζιά. Μετά την ανάγνωση των κειμένων των παιδιών είναι απαραίτητο να κάνει κανείς
μια συζήτηση σχετικά με αυτά τα κοινωνικά θέματα.
30
Από τα κείμενα των παιδιών που τους ζητήσαμε να γράψουν στα πλαίσια της πρώτης από τις δικές μας
προτεινόμενες δραστηριότητες, μόνο σε ένα κείμενο (που ανήκει μάλιστα σε μαθητή αλβανικής
72
4. Μπορούμε, επίσης, να τους ζητήσουμε να συζητήσουν ή να γράψουν γιατί οι
άνθρωποι συμπεριφέρονται με αυτόν τον τρόπο που περιγράφει η συγγραφέας (με
καχυποψία ...) στα παιδιά των φαναριών, ποια είναι τα κίνητρά τους,31 με αφορμή την
3η ερώτηση32 του σχολικού βιβλίου, η οποία είναι επικοινωνιακή ερώτηση, και τις
απαντήσεις των παιδιών σε αυτήν. Η επικοινωνιακή προσέγγιση ζητά τη συμμετοχή του
αναγνώστη, τις προσωπικές του αντιδράσεις αλλά και τα συναισθήματα του αφηγητή
και προκαλεί συζήτηση στην τάξη (σχετίζεται με τη λογοτεχνική Θεωρία της
Ανταπόκρισης που θεωρεί ότι το λογοτεχνικό κείμενο δεν ολοκληρώνεται παρά μόνο
όταν ερμηνευτεί από έναν αναγνώστη). Αυτή η προσέγγιση εκδηλώνεται στην ερώτηση
με ένα «Γιατί;», με το «Πώς φαντάζεστε; » ή «Τι εννοεί ο συγγραφέας;» (Μπόκλουντ-
Λαγοπούλου 1999, 182).
5. Τέλος, μπορούμε να ζητήσουμε από τους μαθητές να αναρωτηθούν ποια είναι
τα κίνητρα της κυρίας Δέσποινας που φιλοξενεί και εμπιστεύεται ένα άγνωστο σε αυτήν
παιδάκι.

6. «Ο Βάνκας » του Άντον Τσέχωφ


Στα Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας της Α΄ Γυμνασίου συμπεριλαμβάνεται
ένα διήγημα του μεγάλου Ρώσου συγγραφέα, του Τσέχωφ.33

καταγωγής, που είναι και ο πιο αδύναμος στο τμήμα του) υιοθετείται η οπτική του Κωνσταντή και
εκφράζονται σκέψεις και συναισθήματα του παιδιού: «Ο Κωνσταντής δεν είχε ξαναφάει
μαγειρίτσα...ήταν πολύ χαρούμενος, γιατί είχε κάποιον να νοιάζεται γι΄ αυτόν». (Βέβαια στην πρώτη
άσκηση δε ζητήθηκε από τα παιδιά αλλαγή της οπτικής γωνίας, άρα αυτό έγινε αυθόρμητα από το
συγκεκριμένο μαθητή).
31
Η ερώτηση αυτή αποτέλεσε μέρος του διαγωνίσματος των προαγωγικών εξετάσεων στο σχολείο μας
και οι απαντήσεις είναι αρκετά ενδιαφέρουσες. Πολλά παιδιά θεώρησαν το ρατσισμό, τη ξενοφοβία, τις
προκαταλήψεις ως αιτίες της συμπεριφοράς των οδηγών («τους θεωρούν κατώτερους και δεν τους
συμπαθούν», «φοβούνται μήπως κολλήσουν κάποια αρρώστια», «είναι ρατσιστές και δε θέλουν να
υπάρχουν ξένοι στον τόπο τους»), άλλα όμως έριξαν τις ευθύνες στους μετανάστες και έτσι
δικαιολόγησαν την επιφυλακτικότητα/καχυποψία των οδηγών («πολλοί μετανάστες, προκειμένου να
ζήσουν, κάνουν κακά πράγματα, όπως έκλεβαν»). Ένας μαθητής, μάλιστα, (που τυχαίνει να είναι παιδί
αλβανικής καταγωγής) απάντησε ότι οι οδηγοί συμπεριφέρονται έτσι, «επειδή τα πιο πολλά παιδιά είναι
βρώμικα και ενοχλούν πάρα πολύ». Υπάρχει και ένας μαθητής που εξέφρασε την εξής ρεαλιστική άποψη:
«πολλοί περαστικοί πιστεύουν ότι αυτά τα παιδιά τα εκμεταλλεύεται κάποιος και έτσι επιλέγουν να μην
τους δώσουν χρήματα», ενώ μια μαθήτρια λέει: «είναι πάρα πολλά αυτά τα παιδιά και παρόλα αυτά
έχουμε και εμείς τα δικά μας προβλήματα, για να μοιράζουμε πράγματα εδώ και εκεί».
32
«3. «πόσα είχε διδαχτεί από τη “φιλανθρωπία” των ανθρώπων»: Προσπαθήστε να φανταστείτε ποιες
καταστάσεις έκαναν τον Κωνσταντή καχύποπτο και επιφυλακτικό απέναντι στους ανθρώπους» (167).
33
«Τα διηγήματά του (Τσέχωφ) κινούνται στο χώρο της πεζής καθημερινότητας, είναι σύντομα, και
πολλές φορές χωρίς πλοκή και χωρίς δράση. Και όμως, η απήχηση αυτών των απλών και σχεδόν
απογυμνωμένων χρονικών της ζωής, παίρνει απεριόριστες προεκτάσεις στην ψυχή του κάπως
κατατοπισμένου αναγνώστη, που έχει την ικανότητα να προχωρήσει μόνος του πέρ' απ' το κείμενο και να
βρει βαθύτερες σχέσεις. Απ΄ τα πράγματα, τα γεγονότα ή τα πρόσωπα κρατά ο συγγραφέας αυτός στη
διήγησή του μόνο τα στοιχεία τα πιο αντιπροσωπευτικά, και στηριγμένος σ' αυτά δίνει υπέροχες
73
Υπόθεση: Ο Βάνκας είναι ένα ορφανό παιδάκι εννιά ετών που δουλεύει σε ένα
τσαγκαράδικο στη Μόσχα. Την παραμονή των Χριστουγέννων που έμεινε μόνος στο
μαγαζί κάθισε και έγραψε ένα γράμμα στον παππού του στο χωριό σχετικά με τη ζωή
του εκεί και στο τέλος τον παρακαλεί να έρθει να τον πάρει, γιατί τον
κακομεταχειρίζονται. Το πηγαίνει να το ταχυδρομήσει, αλλά στο φάκελο γράφει μόνο
το όνομα του παππού χωρίς τη διεύθυνση.
Ανάλυση του διηγήματος σύμφωνα με το μοντέλο του Bremond
Ο τριτοπρόσωπος αφηγητής αναφέρεται στο Βάνκα (το βασικό δρων αλλά και
πάσχον υποκείμενο του διηγήματος), ένα παιδάκι εννέα ετών που, όταν μένει μόνο στο
μαγαζί όπου δουλεύει, ετοιμάζεται να γράψει ένα γράμμα στον παππού του (εκούσια
δράση). Μετά το πρώτο απόσπασμα της επιστολής του παιδιού με την προσφώνηση και
τις ευχές για καλά Χριστούγεννα θυμάται τον παππού και τα σκυλιά του, τα πειράγματα
του παππού στην καμαριέρα και στη μαγείρισσα. Συνεχίζει το γράμμα του και
αναφέρεται σε ένα περιστατικό που του συνέβη την προηγούμενη ημέρα: καθώς
κουνούσε το μωρό του αφεντικού (υποχρέωση πάσχοντος υποκειμένου), τον πήρε ο
ύπνος (λάθος) και το αφεντικό (δρων υποκείμενο που εκούσια υποβαθμίζει τη ζωή του
παιδιού) τον τράβηξε από τα μαλλιά και τον έδειρε (άμεση επίθεση: τιμωρία του παιδιού
/ πάσχοντος υποκειμένου / θύματος). Μια άλλη μέρα η γυναίκα του αφεντικού (και αυτή
δρων υποκείμενο που εκούσια επηρεάζει τη ζωή του παιδιού υποχρεώνοντάς το να
εκτελέσει ένα έργο που δε γνωρίζει) τον έβαλε να καθαρίσει μια ρέγγα και, επειδή το
παιδί ξεκίνησε από την ουρά (λάθος), αυτή του έτριψε τη ρέγγα στο πρόσωπο (άμεση
επίθεση: τιμωρία του παιδιού / πάσχοντος υποκειμένου / θύματος → υποβάθμιση).
Επίσης, οι άλλοι καλφάδες του μαγαζιού (δρώντα υποκείμενα που εκούσια επιδρούν στο
παιδί / πάσχον υποκείμενο υποχρεώνοντάς το να κάνει κάτι που κανονικά απαγορεύεται)
τον βάζουν να κλέβει το τουρσί του αφεντικού και εκείνο, όταν πιάνει το Βάνκα, τον
χτυπάει με ό,τι βρει (τιμωρίες: επιδείνωση της κατάστασης του παιδιού / πάσχοντος
υποκειμένου / θύματος → υποβάθμιση). Με τις πληροφορίες που δίνει στον παππού του
για τις άσχημες συνθήκες της ζωής του στη Μόσχα, ο Βάνκας λειτουργεί ως πιθανό
δρων υποκείμενο που θα επηρεάσει τον παππού του, για να τον πείσει να έρθει να τον
πάρει πίσω στο χωριό (χρησιμοποιεί, λοιπόν, ως μέσο πειθούς την αποκάλυψη της
αλήθειας). Στη συνέχεια του γράμματός του το παιδί υπόσχεται στον παππού ότι, αν το

σκιαγραφίες των χαρακτήρων και των τύπων, που στο βάθος τους κατορθώνει, με τη ψυχολογική του
εμπειρία, ν' αποκαλύπτει πτυχές δραματικές και μορφές πανανθρώπινες» (Βαλέτας 1983, 19).
74
πάρει από εκεί, θα του τρίβει ταμπάκο, θα κάνει δουλειές, θα τον προσέχει, όταν
μεγαλώσει, και θα προσεύχεται για την ψυχή του, όταν πεθάνει ο παππούς. Οι
υποσχέσεις είναι το μέσο που χρησιμοποιεί τώρα με στόχο τη γοητεία (που ανήκει στις
προτρεπτικές επιδράσεις, όπως η υποχρέωση και η συμβουλή), δηλαδή την πρόκληση
ελπίδας για ανταμοιβή στον παππού / πιθανό πάσχον υποκείμενο. Ο Βάνκας, λοιπόν,
βλέπει τον παππού σαν σύμμαχο, σαν σωτήρα, στον οποίο θα χρωστάει ευγνωμοσύνη,
αν το πάρει πίσω στο χωριό, και σαν οφειλέτης υπόσχεται ότι σε όλη του τη ζωή θα
προσπαθεί να του ανταποδώσει την εξυπηρέτηση. Η φυγή από τη Μόσχα φαντάζει σαν
μόνη λύση, αλλά μόνο του το παιδί δεν μπορεί να γυρίσει με τα πόδια στο χωριό, γιατί,
όπως λέει, δεν έχει παπούτσια και φοβάται το κρύο (εμπόδια). Στη συνέχεια του
γράμματος το παιδί περιγράφει τη Μόσχα και τα μαγαζιά της και μετά σταματάει για
λίγο να γράφει, καθώς θυμάται τότε που πήγαινε με τον παππού στο δάσος να κόψουν
έλατο για τα Χριστούγεννα. Θυμάται και τη δεσποινίδα ΄Ολγα (δρων υποκείμενο που
εκούσια τροποποιεί τη ζωή του Βάνκα) η οποία, όσο ζούσε η μητέρα του παιδιού, που
δούλευε στο σπίτι της δεσποινίδας Όλγας ως καμαριέρα, του μάθαινε να διαβάζει, να
λογαριάζει, αλλά και να χορεύει (τροποποίηση: βελτίωση της ζωής του παιδιού /
πάσχοντος υποκειμένου / επωφελούμενου της βελτίωσης). Στο τέλος του γράμματος
παρακαλεί και πάλι τον παππού να πάει γρήγορα να τον πάρει, γιατί αλλιώς θα πεθάνει
(προσπαθεί να τον εκφοβίσει, λειτουργώντας και πάλι σαν πιθανό δρων υποκείμενο που
θα επιδράσει, προκαλώντας φόβο στον παππού / πάσχον υποκείμενο για τη ζωή του
εγγονού του). Στη συνέχεια διπλώνει το γράμμα και το βάζει σε ένα φάκελο που είχε
αγοράσει. Απ’ έξω γράφει «για τον παππού, στο χωριό» (193) και, αφού σκέφτεται λίγο,
προσθέτει το όνομα του παππού και πάει και το ρίχνει σε ένα κουτί (εκούσια δράση,
μέρος του σχεδίου του). Στο τέλος της αφήγησης το παιδί κοιμάται και ονειρεύεται τον
παππού του να διαβάζει το γράμμα.
Σε κάθε αφήγημα, σύμφωνα με τον Bremond, υπάρχουν φάσεις υποβάθμισης και
φάσεις βελτίωσης (στις οποίες ταξινομούνται τα αφηγηματικά γεγονότα) που
διαδέχονται η μία την άλλη με αλυσιδωτή ή με ενθετική ή με συζευκτική διαδοχή. Στην
περίπτωση του Βάνκα η φάση βελτίωσης διακόπτεται με το θάνατο της μητέρας του και
η μεταφορά του στη Μόσχα αποτελεί το εναρκτήριο σημείο για μια φάση υποβάθμισης
(ενθετική διαδοχή: στην περίπτωση αυτή μια διαδικασία βελτίωσης ή υποβάθμισης δε
φτάνει στο τέλος της λόγω μιας εμβόλιμης αντίστροφης διαδικασίας).
Το παιδί γράφοντας το γράμμα στον παππού του μεταβάλλεται από πάσχον σε
πιθανό δρων υποκείμενο που μπορεί να επιδράσει στην ίδια του τη ζωή (αποφασίζει να
75
πάρει την τύχη του στα χέρια του, να παίξει ενεργητικό ρόλο, με στόχο να
τροποποιήσει/βελτιώσει τη ζωή του). Γράφει, λοιπόν, το γράμμα που απευθύνεται και
στη λογική και στο συναίσθημα του παππού, αφού περιγράφει και την άσχημη
συμπεριφορά των άλλων απέναντί του εκεί στη Μόσχα, και του υπόσχεται ότι θα κάνει
δουλειές στο χωριό, για να τον πείσει να πάει να τον πάρει γρήγορα από εκεί (εκούσιες
δράσεις που αποτελούν τα μέσα για την επίτευξη του ενδιάμεσου στόχου του, που είναι
η άσκηση πειθούς στον παππού, και του τελικού στόχου του, που είναι η κατάργηση της
υποβάθμισης και η βελτίωση της ζωής του). Στη συνέχεια παίρνει πληροφορίες από
άλλα παιδιά πού πρέπει να ρίξει το γράμμα, αγοράζει από την προηγούμενη μέρα το
φάκελο και ρίχνει το γράμμα στο κουτί του ταχυδρομείου. Κάνει, λοιπόν, ό,τι μπορεί,
προκειμένου να αλλάξει τη ζωή του. Η πιθανότητα να έρθει ο παππούς του να το πάρει
από εκεί, ακυρώνεται στο τέλος του διηγήματος, εφόσον το παιδί δεν ξέρει κάτι πολύ
βασικό, ότι πρέπει να γράψει και το όνομα του χωριού του παππού του (μη επίτευξη
στόχου λόγω της άγνοιας του δρώντος υποκειμένου).
Ακολουθεί η κωδικοποίηση του διηγήματος σύμφωνα με το μοντέλο του
Bremond.

Συντακτικές Διαδικασίες Φάσεις της βούληση Δρώντα Πάσχοντα


σχέσεις ↓ διαδικασίας (εκούσια υποκείμενα υποκείμενα
διαδικασιών (πιθανότητα, ή ↓ ↓
↓ πέρασμα στην ακούσια)
πράξη, ↓
ολοκλήρωση)

τροποποίηση: ολ. εκ. δεσποινίδα Βάνκας
βελτίωση (1) ΄Ολγα

άσκηση ολ. εκ. αφεντικό, Βάνκας


επίδρασης (1): γυναίκα του
υποχρέωση αφεντικού,
καλφάδες
διαδ. άσκηση δράσεις: ολ. ακ. Βάνκας
επίδρασης: λάθος
υποχρέωση

76
αποτ. λάθους υποβάθμιση: ολ. εκ. αφεντικό, Βάνκας
τιμωρία γυναίκα του
αφεντικού
μέσο ασκ. δράση: γραφή Βάνκας
επιδρ. (1,2,3) γράμματος
στον παππού
μέσο άσκηση πιθ. εκ. Βάνκας παππούς
βελτίωσης (2) επίδρασης (2):
πειθώ
μέσο άσκηση πιθ. Εκ. Βάνκας παππούς
βελτίωσης (2) επίδρασης (3):

διαδ. ασκ. γοητεία


επιδρ. (2)
μέσο άσκηση πιθ. Εκ. Βάνκας παππούς
βελτίωσης(2) επίδρασης(4):

διαδ. ασκ. πρόκληση

επιδρ. (3) φόβου

αποτ. ασκ. τροποποίηση: πιθ. (εκ.) παππούς Βάνκας


επιδρ. (2,3,4) βελτίωση (2)

μέσα δράσεις ολ. εκ. Βάνκας -


βελτίωσ.(3) (αγορά
γραμματοσήμ
ου, αποστολή
γράμματος)
αποτ. δράσεων τροποποίηση: μη ολ. εκ. Βάνκας Βάνκας
βελτίωση (3)

εμπ. άγνοια ολ. Βάνκας


βελτίωσης
(2,3)

Προτεινόμενες δραστηριότητες:

77
Η αφηγηματολογική ανάλυση του διηγήματος βάσει του μοντέλου του Bremond
μπορεί να βοηθήσει το μαθητή να επεξεργαστεί την 2η ερώτηση34 του σχολικού βιβλίου.
Επίσης, μπορούμε να του ζητήσουμε:
1. Να αναρωτηθεί ποια είναι τα κίνητρα του παιδιού που γράφει το γράμμα στον
παππού του, της δεσποινίδας Όλγας που τον βοηθούσε να μάθει να διαβάζει, του
αφεντικού και της γυναίκας του που τον τιμωρούν για κάθε λάθος του.
2. Να βρει στο κείμενο τα περιστατικά που δείχνουν τη σκληρότητα των ενηλίκων
απέναντι στο μικρό παιδί και να τα σχολιάσει.

7. «Το μνήμα της μάνας» του Ανδρέα Καρκαβίτσα


Υπόθεση: Το διήγημα αυτό «έχει κεντρικό θέμα την αυτοθυσία μιας
γαϊδουρίτσας» (Πυλαρινός 2010, 216). Ξεκινά με το διάλογο της Σμαράγδας με τον
άντρα της, στον οποίο υποδεικνύει να μην αφήσουν έξω τη γαϊδουρίτσα τους, για να μη
τη φάει κανένας λύκος. Ο άντρας της δεν πείστηκε, γιατί δεν είχε εμφανιστεί λύκος τα
τελευταία χρόνια στο δικό τους χωριό. Σε ένα άλλο χωριό δυο λύκοι είχαν φάει κάποια
πρόβατα και μια φοράδα. Αυτοί οι λύκοι συνάντησαν μια αλεπού, η οποία τους είπε να
πάνε να κυνηγήσουν στη στάνη του Τάση που δεν είχε σκυλιά. Αυτοί ακολούθησαν τη
συμβουλή της, αλλά τελικά υπήρχαν σκυλιά που τους επιτέθηκαν. Ο ένας λύκος
μπόρεσε να γλυτώσει αλλά ο άλλος όχι. Αυτός που γλύτωσε βρέθηκε σε ένα λιβάδι
όπου έβοσκαν άλογα, βόδια και η γαϊδουρίτσα του Τσιρίμπαση με το πουλαράκι της. Τα
άλογα και τα βόδια δεν τον άφησαν να πλησιάσει και αυτός αποφάσισε να ορμήσει στο
πουλαράκι. Η μάνα του, όμως, η γαϊδουρίτσα το υπερασπίστηκε. Εν τω μεταξύ ένα
σκυλάκι ειδοποίησε τον Τσιρίμπαση, ο οποίος έτρεξε και τουφέκισε το λύκο. Το
πουλαράκι γλύτωσε, η μάνα του όμως όχι. Είχε παλέψει με το λύκο, αλλά τελικά
υπέκυψε στα τραύματα της. Ένας χωριανός πρότεινε να τη θάψουν, για να μη τη φάνε
τα κοράκια. Έτσι έκαναν και το μέρος εκείνο λεγόταν από τότε «το μνήμα της μάνας».
Ανάλυση του διηγήματος σύμφωνα με το μοντέλο του Bremond
Στο συγκεκριμένο διήγημα τους ρόλους των πασχόντων και των δρώντων
υποκειμένων παίζουν και οι άνθρωποι αλλά και τα ζώα. Η Σμαράγδα (πάσχον
υποκείμενο) φοβάται για τη γαϊδουρίτσα της μην τη φάει κανένας λύκος, γιατί είχε μάθει
πως σε ένα άλλο χωριό είχε συμβεί ένα παρόμοιο περιστατικό (πληροφόρηση →

34
«2. Συγκρίνετε τη ζωή του Βάνκα στη Μόσχα με εκείνη που ζούσε στο χωριό του. Ποιες διαφορές
εντοπίζετε;» (194).
78
πρόκληση φόβου) και προσπαθεί επιχειρηματολογώντας (μετατρέπεται σε δρων
υποκείμενο) να πείσει τον άντρα της (πιθανό πάσχον υποκείμενο) να μην αφήσουν έξω
τη γαϊδουρίτσα (απόπειρα πειθούς). Όμως δεν τον πείθει και έτσι αυτό που στην αρχή
εμφανίζεται σαν πιθανότητα στο τέλος του διηγήματος γίνεται πράξη (ο λύκος πράγματι
τρώει τη γαϊδουρίτσα). Δυο λύκοι που κυνηγάνε μαζί συνάντησαν στο δρόμο τους μια
αλεπού. Η αλεπού εδώ είναι το δρων υποκείμενο που επηρεάζει τους λύκους (πάσχοντα
υποκείμενα) δίνοντάς τους μια συμβουλή (να κυνηγήσουν στου Τάση τη στάνη) και μια
πληροφορία (ότι δεν έχει σκυλιά). Η πληροφορία που τους δίνει, όμως, είναι ψευδής και
έτσι τους εξαπατά (εξαπάτηση των πασχόντων υποκειμένων). Οι λύκοι (πάσχοντα
υποκείμενα) ακολουθούν τη συμβουλή της αλεπούς, αλλά ξέρουν ότι δεν πρέπει να
έχουν εμπιστοσύνη στα λόγια της και έτσι καταστρώνουν το σχέδιό τους: ο ένας να
ριχτεί στο μαντρί και, αν έχει σκυλιά, να τα βάλει μαζί τους και ο άλλος να αρπάξει ένα
πρόβατο και να φύγει μακριά (μετατρέπονται σε δρώντα υποκείμενα). Βάζουν το σχέδιό
τους σε εφαρμογή και μόλις επιτίθενται (δράση) στο κοπάδι εμφανίζονται οι αντίπαλοί
τους, οι σκύλοι (των οποίων η δράση αποτελεί εμπόδιο για τους λύκους), και τους
κυνηγούν (λειτουργούν έτσι ως δρώντα υποκείμενα που από τη μια μεριά προστατεύουν
το κοπάδι και από την άλλη στερούν από τους λύκους το φαγητό τους). Από τα πρόβατα
(πάσχοντα υποκείμενα) μπροστά στην επίθεση των λύκων, άλλα έμειναν εκεί τρέμοντας
(υποταγή) και άλλα «πήδησαν το φράχτη και σκόρπισαν στο σκοτάδι» (φυγή). Τότε
ξύπνησε και ο βοσκός (και άλλος αντίπαλος για τους λύκους) και «άρχισε να
πυροβολεί» (218) (το όπλο αποτελεί μέσο αποκλεισμού των λύκων/εχθρών). Στη
συνέχεια ο αφηγητής αφηγείται την περιπέτεια του ενός λύκου που άρπαξε ένα
πρόβατο, αλλά λίγο μετά αναγκάστηκε να το αφήσει, γιατί ένας σκύλος τον
ακολουθούσε από κοντά (αντεπίθεση). Αργότερα, βρήκε το πτώμα του συντρόφου του,
του άλλου λύκου και αυτός συνέχισε το δρόμο του. Ο λύκος (δρων υποκείμενο) βρέθηκε
σε ένα λιβάδι, όπου έβοσκαν άλογα και βόδια (πάσχοντα υποκείμενα) και αποφασίζει να
τους επιτεθεί (επίθεση προκειμένου να βρει φαγητό, άρα να βελτιώσει τη ζωή του). Τα
άλογα κάνουν κύκλο και κλωτσάνε με τα πίσω πόδια τους (αντεπίθεση με στόχο την
προστασία τους). Τα βόδια, επίσης, κάνουν κύκλο και βάζουν μέσα τα πιο αδύναμα, και
αντιμετωπίζουν το λύκο με τα κέρατά τους (αντεπίθεση με στόχο την προστασία των πιο
αδύναμων). Αυτός στρέφεται τότε στη γαϊδουρίτσα του Τσιρίμπαση που ήταν πιο πέρα
με το πουλαράκι της. Αυτή δεν καταφέρνει να φτάσει στα άλογα και κλωτσά το λύκο
που θέλει να ορμήσει στο πουλαράκι (αντεπίθεση με στόχο την προστασία του παιδιού
της). Το πουλαράκι (πάσχον υποκείμενο στο οποίο ο λύκος / δρων υποκείμενο προκαλεί
79
φόβο) είναι τόσο φοβισμένο που δε συνεργάζεται με τη μάνα του, η οποία προσπαθεί να
το βάλει στην κουφάλα ενός δέντρου. Ένα σκυλάκι (σύμμαχος για τη γαϊδουρίτσα)
ειδοποιεί τον Αράπη, ένα μεγάλο μαντρόσκυλο (δεύτερος σύμμαχος για τη γαϊδουρίτσα)
και αυτός με τη σειρά του τον Τσιρίμπαση, τον άντρα της Σμαράγδας που παίρνει το
όπλο του (τρίτος σύμμαχος για τη γαϊδουρίτσα), ο οποίος τελικά πυροβολεί και
σκοτώνει το λύκο (αποκλεισμός αντιπάλου). Η γαϊδουρίτσα θανάσιμα πληγωμένη από
τις δαγκωματιές του λύκου ξεψυχάει και αυτή. Έχει θυσιαστεί, για να σώσει τη ζωή του
παιδιού της (εκούσια θυσία), γι’ αυτό και οι άνθρωποι αποφάσισαν να τη θάψουν
(αναγνώριση της αξίας της πράξης της).
Ακολουθεί η κωδικοποίηση του διηγήματος σύμφωνα με το μοντέλο του
Bremond.
Συντακτικές Διαδικασίες Φάσεις της βούληση Δρώντα Πάσχοντα
σχέσεις ↓ διαδικασίας (εκούσια υποκείμενα υποκείμενα
διαδικασιών (πιθανότητα, ή ↓ ↓
↓ πέρασμα στην ακούσια)
πράξη, ↓
ολοκλήρωση)

άσκηση ολ. Σμαράγδα
επίδρασης (1):
πληροφόρηση

αποτ. άσκηση άσκηση ολ. Σμαράγδα


επίδρασης (1): επίδρασης (2):
πρόκληση
φόβου
αποτ. άσκησης άσκηση ολ. εκ. Σμαράγδα Τσιρίμπασης
επίδρασης (1,2) επίδρασης (3): (άντρας της
συμβουλή Σμαράγδας)
διαδ. άσκηση άσκηση πιθ. εκ. Σμαράγδα Τσιρίμπασης
επίδρασης (3) επίδρασης (4):
πρόκληση
φόβου

80
διαδ. άσκηση άσκηση ολ. εκ. Σμαράγδα Τσιρίμπασης
επίδρασης (4) επίδρασης (5):
πληροφόρηση
μέσο άσκησης άσκηση ολ. εκ. αλεπού δυο λύκοι
επίδρασης(8): επίδρασης (6):
καθοδήγηση στο πληροφόρηση
λάθος
μέσο άσκησης άσκηση ολ. εκ. αλεπού δυο λύκοι
επίδρασης (8): επίδρασης (7):
καθοδήγηση στο συμβουλή
λάθος
αποτ. άσκησης άσκηση ολ. εκ. αλεπού δυο λύκοι
επίδρασης (6,7) επίδρασης (8):
καθοδήγηση
στο λάθος
αποτ. άσκησης δράση (1) ολ. εκ. δυο λύκοι κοπάδι
επίδρασης (6,7,8) (επίθεση) προβάτων

αποτ. δράσης(1): βελτίωση (1) μη ολ. εκ. δυο λύκοι δυο λύκοι
(εύρεση
τροφής)
εμπ. βελτίωσης δράση (2) ολ. εκ. σκύλοι δυο λύκοι
(1) (επίθεση)

αποτ. δράσης (2) προστασία (1) ολ. εκ. σκύλοι κοπάδι


προβάτων

αποτ. δράσης (2) στέρηση ολ. εκ. σκύλοι δυο λύκοι

ταυτ. προστασία
(1)
εμπ. βελτίωσης στέρηση ή ολ. εκ. βοσκός δυο λύκοι
(1) αποτροπή

81
αποτ. δράσης (2) υποβάθμιση ολ. ο ένας λύκος
(επίθεση) (1) (θάνατος)

μέσο δράση (3) εκ. ο άλλος άλογα και


τροποποίησης: (επίθεση) λύκος βόδια
βελτίωσης (2)
εμπ. βελτίωσης προστασία (2) ολ. εκ. άλογα και άλογα και
(2) βόδια βόδια

αποτ. δράσης (3) τροποποίηση: μη ολ. εκ. ο λύκος ο λύκος


βελτίωση (2)
(εύρεση
τροφής)
μέσο δράση (4) εκ. ο λύκος πουλαράκι,
τροποποίησης: (επίθεση) γαϊδουρίτσα
βελτίωσης (2)
αποτ. δράσης (4) τροποποίηση: μη ολ. εκ. ο λύκος ο λύκος
βελτίωση (3)
(εύρεση
τροφής)
εμπ. προστασίας άσκηση ολ. εκ. ο λύκος πουλαράκι
(3) επίδρασης:
πρόκληση
φόβου
αποτ. δράσης (4) τροποποίηση: πιθ. εκ. ο λύκος πουλαράκι
υποβάθμιση
(2)
εμπ. προστασία (3) ολ. εκ. γαϊδουρίτσα πουλαράκι
τροποποίησης:
βελτίωσης (3)
(εύρεση τροφής)
αποτ. δράσης (4) τροποποίηση: ολ. εκ. ο λύκος γαϊδουρίτσα
(επίθεσης) υποβάθμιση
(3)
(τραυματισμός,
θάνατος)

82
διαδ. δράσης (4) άσκηση ολ. εκ. το σκυλάκι, ο Αράπης,
(επίθεσης) επίδρασης (9):
πληροφόρηση
διαδ. άσκηση άσκηση ολ. εκ. ο Αράπης, ο
επίδρασης (9): επίδρασης Τσιρίμπασης
πληροφόρηση (10):
πληροφόρηση
αποτ. άσκησης δράση (4) ολ. εκ. ο Αράπης, ο ο λύκος
επίδρασης (9,10): (επίθεση) Τσιρίμπασης
πληροφόρηση
αποτ. δράσης (4) τροποποίηση: ολ. εκ. το σκυλάκι, ο λύκος
(επίθεση) υποβάθμιση ο Αράπης, ο
(4) (θάνατος Τσιρίμπασης
λύκου)
αποτ. δράσης (4) προστασία (4) ολ. εκ. το σκυλάκι, πουλαράκι
(επίθεση) ο Αράπης, ο
Τσιρίμπασης
αποτ. αναγνώριση ολ. εκ. οι άνθρωποι γαϊδουρίτσα
προστασίας(3): αξίας
(ανταμοιβή)

Προτεινόμενες δραστηριότητες:
Η αφηγηματολογική ανάλυση του διηγήματος βάσει του μοντέλου του Bremond
μπορεί να βοηθήσει το μαθητή να επεξεργαστεί την 3η και την 4η ερώτηση του σχολικού
βιβλίου.35 Επίσης, μπορούμε να του ζητήσουμε:
1. Να προβληματιστεί για τα κίνητρα των λύκων, της αλεπούς, των σκύλων, των
αλόγων και των βοδιών.
2. Να αναρωτηθεί αν οι χωριανοί έκαναν καλά που έθαψαν τη γαιδουρίτσα.

35
«3. Άνθρωποι εμφανίζονται στην αρχή και στο τέλος του διηγήματος. Βρείτε τα χωρία στα οποία
φαίνεται η σχέση τους με τα ζώα, τόσο τα κατοικίδια όσο και τα άγρια. 4. Γιατί, κατά τη γνώμη σας, ο
Ανδρέας Καρκαβίτσας έδωσε στο διήγημα έναν τίτλο που παραπέμπει σε ανθρώπινες συνήθειες; Ποιες
ανθρώπινες εκδηλώσεις παρουσιάζουν τα ζώα του αφηγήματος;» (221).

83
8. « Η Δάφνη » του Ηλία Βενέζη
Υπόθεση: Ένα κοριτσάκι, η Δάφνη, βρίσκει ένα αετόπουλο και το πηγαίνει στην
ταβέρνα του Θωμά. Εκεί το βάζουν σε ένα κλουβί, αλλά επειδή δεν τρώει, αποφασίζουν
να βάλουν μαζί του και μια πέρδικα. Όταν μαθεύτηκε το νέο, αυξήθηκε και η πελατεία
της ταβέρνας, η οποία ήταν περίεργη για την εξέλιξη της σχέσης των δύο πουλιών.
Όταν μεγάλωσε το αετόπουλο, η Δάφνη και ο Θωμάς αποφάσισαν να το αφήσουν
ελεύθερο. Εν τω μεταξύ και οι νέοι πελάτες, οι οποίοι περίμεναν πως το αετόπουλο θα
κατασπαράξει την πέρδικα, βαρέθηκαν και σταμάτησαν να πηγαίνουν στην ταβέρνα.
Ανάλυση του διηγήματος σύμφωνα με το μοντέλο του Bremond
Σε αυτό το διήγημα το πιο βασικό δρων υποκείμενο είναι η Δάφνη, κόρη
καλλιτέχνη, στην οποία αρέσει να ονειροπολεί και να περιπλανιέται στο λόφο του
Στρέφη. Εκεί κάποιοι «μάγκες της Νεάπολης» (δρώντα υποκείμενα) είχαν μεταφέρει μια
φωλιά με ένα αετόπουλο μέσα (πάσχον υποκείμενο του οποίου υποβαθμίζεται η
κατάσταση με τη μεταφορά της φωλιάς του), το οποίο είχαν βρει στα νταμάρια του
Λυκαβηττού, από περιέργεια για το αν θα το βρει εκεί ο μεγάλος αετός. Η Δάφνη μετά
από ένα όνειρο που είδε πίστεψε πως δε θα έρθει ο μεγάλος αετός και ότι οι μάγκες,
όταν ξανάρθουν, θα το βασανίσουν το αετόπουλο (νιώθει φόβο για την τύχη του
αετόπουλου και θεωρεί τους «μάγκες» αντιπάλους του). Έτσι αποφάσισε να πάει να το
πάρει, για να το σώσει από αυτούς (η Δάφνη εδώ παίζει το ρόλο αυτού που
παρεμποδίζει τα άλλα δρώντα υποκείμενα να βλάψουν το αετόπουλο, εξουδετερώνει την
πιθανή ενέργεια των «μαγκών»/αντιπάλων. Στόχος της είναι η προστασία και γιατί όχι η
βελτίωση της κατάστασής του αετόπουλου). Στη συνέχεια το πηγαίνει στο Θωμά
(σύμμαχος) με την ταβέρνα που είχε πολλά πουλιά και τα αγαπούσε. Εκεί το έβαλαν σε
ένα κλουβί και του έβαλαν και φαγητό και νερό. Όμως αυτό δεν άγγιζε τίποτα (εμπόδιο
για το σχέδιο του κοριτσιού: ο φόβος του αετόπουλου / πάσχοντος υποκειμένου που έχει
βρεθεί σε ένα κλουβί, αφύσικο περιβάλλον για αετούς). Υποθέτοντας πως του λείπει η
μάνα του, η Δάφνη σκέφτηκε να βάλουν μαζί του μια πέρδικα σε ρόλο μάνας (για να
λειτουργήσει ως σύμμαχος για τους ανθρώπους και ως ευεργέτης του αετόπουλου), η
οποία πράγματι σε λίγες μέρες πλησίασε το αετόπουλο και έφαγε από την τροφή του (η
πέρδικα λοιπόν παίζει το ρόλο του δρώντος υποκειμένου που ασκεί επίδραση στο
αετόπουλο / πάσχον υποκείμενο, είναι σαν να το συμβουλεύει για το τι πρέπει να κάνει).
Τότε άρχισε να τρώει και αυτό (πρώτο θετικό μερικό αποτέλεσμα της δράσης της
Δάφνης που τη φέρνει πιο κοντά στην εκπλήρωση του σκοπού της και περαιτέρω

84
βελτίωση της κατάστασης του αετόπουλου). Νέοι πελάτες άρχισαν να έρχονται στην
ταβέρνα (βελτίωση και της κατάστασης του μπαρμπα-Θωμά: πάσχον υποκείμενο /
ευεργετούμενος), περίεργοι στην αρχή για το αν θα αγαπηθούν τα δυο πουλιά και, στη
συνέχεια, αν μεγαλώνοντας το αετόπουλο κατασπαράξει την πέρδικα (υπάρχει αυτή η
πιθανότητα σύμφωνα με τους νόμους της φύσης). Περνώντας ο καιρός έβλεπαν ότι το
αετόπουλο δεν πείραζε την πέρδικα (μη εκπλήρωση της πιθανότητας) και βαρέθηκαν.
Μάλιστα ένας πελάτης μεθυσμένος (αντίπαλος) έβαλε το χέρι του στο κλουβί, έπιασε το
αετόπουλο και του φώναζε. Ο μπαρμπα-Θωμάς τον τράβηξε και παραλίγο «να’ ρθουν
στα χέρια» (234) (αποκλεισμός αντιπάλου με εχθρικό τρόπο → προστασία αετόπουλου).
Από τότε σταμάτησαν να έρχονται οι ξένοι πελάτες (υποβάθμιση για τον μπαρμπα-
Θωμά που όμως δε φαίνεται να τον δυσαρεστεί). Η Δάφνη αποφάσισε σε λίγο καιρό
πως μπορούν να αφήσουν τον αετό να φύγει. Έτσι κι έκαναν (η τελευταία δράση των
δρώντων υποκειμένων επιφέρει τροποποίηση της κατάστασης του αετόπουλου /
πάσχοντος υποκειμένου / ευεργετούμενου: επαναφορά στη φυσική κατάσταση).
Η ελπίδα της Δάφνης να επιβιώσει το μικρό αετόπουλο μακριά από τους γονείς
του έχει επαληθευτεί (επαλήθευση ελπίδας του δρώντος υποκειμένου). Δικαιολογημένα ο
συγγραφέας έδωσε το όνομα της ηρωίδας στο διήγημα, εφόσον η Δάφνη είναι το πιο
σημαντικό από τα δρώντα πρόσωπα. Είναι ένα δρων υποκείμενο που επιχειρεί να
εκτελέσει το καθήκον της (στη φάση της πιθανότητας) και το εκτελεί με επιτυχία.
Αποφασισμένη να σώσει το μικρό αετόπουλο από ηθικό κίνητρο, από τη μεγάλη της
αγάπη για τη φύση και τα ζώα, συλλαμβάνει και το πρόγραμμα της σωτηρίας του (έργο/
καθήκον-σκοπός36). Ο μπαρμπα-Θωμάς, αν και πιο μεγάλος και έμπειρος, ακολουθεί τις
συμβουλές του κοριτσιού όσον αφορά την αντιμετώπιση του αετόπουλου. Η Δάφνη είναι
αυτή που θα βάλει την πέρδικα κοντά στο αετόπουλο (δράση), για να το βοηθήσει να
εγκλιματιστεί στο αφύσικο περιβάλλον του κλουβιού, να αρχίσει να τρώει και να
επιβιώσει. Τέλος, είναι αυτή που παίρνει την τελική απόφαση για την απελευθέρωσή
του.
Ακολουθεί η κωδικοποίηση του διηγήματος σύμφωνα με το μοντέλο του
Bremond.

36
Ο Bremond διαφοροποιεί το έργο-μέσο από το έργο-σκοπό, το οποίο όμως παίρνει τις ίδιες
εξειδικεύσεις: βελτίωση, υποβάθμιση, προστασία, άσκηση επίδρασης κλπ. (1973, 199).

85
Συντακτικές Διαδικασίες Φάσεις της βούληση Δρώντα Πάσχοντα
σχέσεις ↓ διαδικασίας (εκούσια υποκείμενα υποκείμενα
διαδικασιών (πιθανότητα, ή ↓ ↓
↓ πέρασμα στην ακούσια)
πράξη, ↓
ολοκλήρωση)↓
δράση (1) ολ. εκ. «μάγκες»
(μεταφορά
φωλιάς
αετόπουλου)
αποτ. δράσης τροποποίηση: μη ολ. εκ. «μάγκες» αετόπουλο
(1) υποβάθμιση (1)

μέσο άσκηση ολ. (όνειρο) Δάφνη


προστασίας επίδρασης:
πρόκληση
φόβου
διαδ. δράση (2) ολ. εκ. Δάφνη
πρόκληση (μεταφορά
φόβου αετόπουλου
στην ταβέρνα)
αποτ. προστασία ολ. εκ. Δάφνη αετόπουλο
πρόκλησης
φόβου
άσκηση ολ. εκ. Δάφνη μπαρμπα-
επίδρασης: Θωμάς
συμβουλή
αποτ. βελτίωση (1) ολ. εκ. Δάφνη, αετόπουλο
άσκησης (επιβίωση του μπαρμπα-
επίδρασης: αετόπουλου) Θωμάς,
συμβουλής πέρδικα
αποτ. επαλήθευση ολ. Δάφνη
βελτίωσης (1) ελπίδας

86
διαδ. δράση (2) ολ. εκ. Δάφνη, αετόπουλο
βελτίωση (1) (απελευθέρωση μπαρμπα-
αετόπουλου) Θωμάς
αποτ. δράσης βελτίωση (2) ολ. εκ. Δάφνη, αετόπουλο
(2) μπαρμπα-
Θωμάς

Προτεινόμενες δραστηριότητες:
Η αφηγηματολογική ανάλυση του διηγήματος βάσει του μοντέλου του Bremond
μπορεί να βοηθήσει το μαθητή να επεξεργαστεί την 1η και την 4η ερώτηση του σχολικού
βιβλίου.37 Επίσης, μπορούμε να του ζητήσουμε:
1. Να αναρωτηθεί ποια είναι τα κίνητρα της Δάφνης και του μπαρμπα-Θωμά,
που προστατεύουν το αετόπουλο και να συγκρίνει τους χαρακτήρες των δύο αυτών
προσώπων.
2. Να σκεφτεί τους λόγους που η πελατεία του μπαρμπα-Θωμά περίμενε με
αδημονία τη στιγμή που ο αετός θα κατασπάρασσε την πέρδικα.

9. «Στρίγγλα και καλλονή» της Λιλής Ζωγράφου


Υπόθεση: Η αφηγήτρια μιλάει για το σκυλίτσας της, τη Νίνα, πώς την απέκτησε
στο Παρίσι, περιγράφει το χαρακτήρα της, το θάνατό της και όλες τις σκέψεις και τα
συναισθήματα που ο θάνατος της σκυλίτσας της προκάλεσε.
Ανάλυση του διηγήματος σύμφωνα με το μοντέλο του Bremond
Η αφηγήτρια, κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, βρίσκεται στο Παρίσι και
εργάζεται σε ένα Λύκειο. Πλησιάζουν Χριστούγεννα και νιώθει μόνη (κατάσταση
στέρησης). Έτσι αποφασίζει να μπει σε ένα μαγαζί με ζώα και να αγοράσει ένα ζωάκι
(λειτουργεί ως πιθανό δρων υποκείμενο που θέλει να επιφέρει βελτίωση της κατάστασής
της). Βρίσκει ένα μικρό θηλυκό κουταβάκι, το οποίο της αρέσει (το κουταβάκι: δρων
υποκείμενο που ασκεί επίδραση/γοητεία στην αφηγήτρια / πάσχον υποκείμενο), όμως
είναι ακριβό και δεν μπορεί να διαθέσει τόσα χρήματα (διάψευση ελπίδας για την

37
«1. Χαρακτηρίστε τη Δάφνη και τον μπαρμπα-Θωμά από τις ενέργειές τους αλλά και από τον τρόπο
που σκέφτονται, κάνοντας αναφορά σε συγκεκριμένα σημεία του κειμένου. 4. Δοκιμάστε να δώσετε
διαφορετική εξέλιξη στη συμβίωση των δύο πουλιών και εξηγήστε γιατί επιλέξατε αυτή την εκδοχή»
(234).
87
απόκτηση ενός κατοικίδιου). Οι φίλοι της, όμως, την παρηγόρησαν λέγοντάς της πως
μετά τις γιορτές οι τιμές πέφτουν (πληροφόρηση → πρόκληση ελπίδας). Έτσι την
παραμονή των Χριστουγέννων πηγαίνει ξανά στο μαγαζί, για να βεβαιωθεί πως το
κουταβάκι δεν έχει πουληθεί. Πράγματι το βλέπει εκεί (εξασθένιση φόβου). Τελικά, την
επόμενη μέρα των Χριστουγέννων, όταν ξαναπηγαίνει στο μαγαζί, ο γάλλος
μαγαζάτορας (σύμμαχος) της λέει να το πάρει δίνοντας όσα χρήματα έχει. Έτσι το
αγοράζει «τρελή από χαρά» (237) (ικανοποίηση και βελτίωση της κατάστασής της). Το
σκυλάκι αυτό το έχει έντεκα χρόνια. Το χαρακτηρίζει στρίγγλα, γιατί αποδείχτηκε πολύ
δύστροπο. Μια φορά η κοπέλα αποφάσισε να λείψει για πέντε μέρες και, όταν γύρισε,
δεν το βρήκε ζωντανό. Η αφηγήτρια πιστεύει πως επίτηδες δεν έτρωγε, για να την
τιμωρήσει που το άφησε μόνο του (υποβάθμιση: εκδίκηση/τιμωρία της αφηγήτριας).
Ακολουθεί η κωδικοποίηση του διηγήματος σύμφωνα με το μοντέλο του
Bremond.
Συντακτικές Διαδικασίες Φάσεις της βούληση Δρώντα Πάσχοντα
σχέσεις ↓ διαδικασίας (εκούσια υποκείμενα υποκείμενα
διαδικασιών (πιθανότητα, ή ↓ ↓
↓ πέρασμα στην ακούσια)
πράξη, ↓
ολοκλήρωση)

διατήρηση: μη ολ. η
στέρηση αφηγήτρια
(οικογένειας,
παρέας)
αποτ. πρόκληση ολ. η
στέρησης επιθυμίας αφηγήτρια

μέσο δράσης
(1)
μέσο δράσης άσκηση ολ. ακ. το σκυλάκι η
(1) επίδρασης (1): αφηγήτρια
γοητεία
διαδ. άσκηση μη ικανοποίηση μη ολ. η
επίδρασης (1): (έλλειψη αφηγήτρια
γοητεία χρημάτων)

88
διαδ. μη άσκηση ολ. εκ. οι φίλοι η
ικανοποίηση επίδρασης (2): αφηγήτρια
πληροφόρηση
(πτώση τιμών)
διαδ. άσκηση άσκηση ολ. εκ. οι φίλοι η
επίδρασης (2): επίδρασης (3): αφηγήτρια
πληροφόρηση πρόκληση
ελπίδας
διαδ. άσκηση τροποποίηση: ολ. εκ. ο Γάλλος η
επίδρασης (3) βελτίωση (1) μαγαζάτορας αφηγήτρια
(παροχή
έκπτωσης)
διαδ. βελτίωση δράση (1) ολ. εκ. η αφηγήτρια
(1) (αγορά ζώου)

μέσο
βελτίωσης (2)
αποτ. δράσης τροποποίηση: ολ. εκ. η αφηγήτρια η
(1) βελτίωση (2) αφηγήτρια
(απόκτηση
παρέας)
τροποποίηση: ολ. ακ. η αφηγήτρια το σκυλάκι
υποβάθμιση(1)
(ολιγοήμερη
εγκατάλειψη)
αποτ. μη ικανοποίηση το σκυλάκι
τροποποίησης:
υποβάθμιση(1)
αποτ. μη τροποποίηση: ολ. εκ. το σκυλάκι η
ικανοποίησης υποβάθμιση(2): αφηγήτρια
τιμωρία

Προτεινόμενες δραστηριότητες:

89
Η αφηγηματολογική ανάλυση του διηγήματος βάσει του μοντέλου του Bremond
μπορεί να βοηθήσει το μαθητή να επεξεργαστεί την 1η ερώτηση38 του σχολικού βιβλίου.
Επίσης, μπορούμε να του ζητήσουμε να παρακολουθήσει τα στάδια της συμπεριφοράς
και της εξέλιξης των συναισθημάτων της αφηγήτριας έως ότου αγοράσει τη σκυλίτσα.

10. «Η Βαγγελιώ-δεν-είσαι-εντάξει» του Γιώργου Σκαμπαρδώνη


Υπόθεση: Ο αφηγητής αναφέρεται στη γάτα του με το παράξενο όνομα
Βαγγελιώ-δεν-είσαι-εντάξει, η οποία έπαιζε ένα θανάσιμο παιχνίδι: έβγαινε στο δρόμο
και τιναζόταν στο απέναντι πεζοδρόμιο, μόλις κάποιο αυτοκίνητο πλησίαζε. Ένα βράδυ,
όμως, αυτό το παιχνίδι της στοίχησε τη ζωή.
Ανάλυση του διηγήματος σύμφωνα με το μοντέλο του Bremond
Ο αφηγητής κάθεται στη βεράντα του και θυμάται τη γάτα του με το παράξενο
όνομα Βαγγελιώ-δεν-είσαι-εντάξει που σκοτώθηκε πριν από δεκατέσσερις μήνες.
Περιγράφει πώς η γάτα (δρων υποκείμενο) προσπαθούσε να περάσει τον κήπο χωρίς να
τη δουν και έβγαινε στο δρόμο. Ο αφηγητής (σύμμαχος) την έβλεπε, αλλά δεν την
εμπόδιζε, αν και παραδέχεται ότι ήξερε πως αυτό που έκανε η γάτα ήταν επικίνδυνο
(πρόκληση φόβου). Αυτή στεκόταν στο πεζοδρόμιο και, όταν πλησίαζε κάποιο
αυτοκίνητο στο φως των προβολέων, προσπαθούσε να διακρίνει κάποιο κουνούπι. Τότε
πεταγόταν και το κατάπινε (δράση). Ο αφηγητής προσπαθεί να εξηγήσει τη
συμπεριφορά της. Ασφαλώς δεν το κάνει από πείνα αυτό το παιχνίδι, εφόσον την
ταΐζουν καλά (αποκλείεται το ρεαλιστικό κίνητρο). Ένα βράδυ, όμως, ερχόταν κι άλλο
αυτοκίνητο (ο οδηγός του αυτοκινήτου: αντίπαλος για τη γάτα, χωρίς τη θέλησή του –
ακούσια δράση) από την αντίθετη κατεύθυνση και έτσι σκοτώθηκε η γάτα (υποβάθμιση).
Ο αφηγητής, του οποίου επαληθεύτηκε ο φόβος (επαλήθευση φόβου), κρατάει το χρυσό
καρφί που είχε βάλει ο κτηνίατρος στο σπασμένο της πόδι και το πέρασε με κρίκο στο
μπρελόκ του, για να τη θυμάται.
Ακολουθεί η κωδικοποίηση του διηγήματος σύμφωνα με το μοντέλο του
Bremond.

38
«1. Η αφηγήτρια αισθάνεται ένοχη. Βρείτε τα σχετικά χωρία και εξηγήστε γιατί νιώθει έτσι» (240).

90
Συντακτικές Διαδικασίες Φάσεις της βούληση Δρώντα Πάσχοντα
σχέσεις ↓ διαδικασίας (εκούσια υποκείμενα υποκείμενα
διαδικασιών (πιθανότητα, ή ↓ ↓
↓ πέρασμα στην ακούσια)
πράξη, ↓
ολοκλήρωση)

δράση (1) ολ. εκ. ο αφηγητής γάτα
(φροντίδα
τραυματισμένης
γάτας στο
παρελθόν)
αποτ. δράσης τροποποίηση: ολ. εκ. ο αφηγητής γάτα
(1) βελτίωση

δράση (2) ολ. εκ. γάτα


(επικίνδυνο
παιχνίδι στο
δρόμο)
αποτ. δράσης άσκηση ολ. ακ. γάτα ο αφηγητής
(2) επίδρασης (1):
πρόκληση
φόβου
αποτ. δράσης άσκηση ολ. ακ. γάτα ο αφηγητής
(2) επίδρασης (2):
γοητεία
αποτ. δράσης τροποποίηση: ολ. ακ. οδηγός γάτα
(2) υποβάθμιση(1)
(θάνατος γάτας)
αποτ. επαλήθευση ολ. ακ. ο αφηγητής
τροποποίησης: φόβου
υποβάθμισης(1)
ταυτ. τροποποίηση: ολ. ακ. οδηγός ο αφηγητής
υποβάθμιση(1) υποβάθμιση(2)

91
Προτεινόμενες δραστηριότητες:
Η αφηγηματολογική ανάλυση του διηγήματος βάσει του μοντέλου του Bremond
μπορεί να βοηθήσει το μαθητή να επεξεργαστεί την 3η ερώτηση39 του σχολικού βιβλίου.
Επίσης, μπορούμε να του ζητήσουμε να κρίνει την απόφαση του αφηγητή να φροντίσει
την τραυματισμένη γάτα στο παρελθόν και να πει τι συμπεραίνει για το χαρακτήρα του
αφηγητή.

39
«3. Δοκιμάστε να γράψετε την ιστορία της Βαγγελιώς-δεν-είσαι-εντάξει με τη χρονολογική σειρά των
γεγονότων. Ποια σειρά αφήγησης της ιστορίας σάς αρέσει περισσότερο και γιατί;» (244).
92
II. Ρόλοι και διαδικασίες στα διηγήματα της Α΄
Γυμνασίου

Θα δούμε στη συνέχεια κάποια βασικά σημεία της θεωρίας του Bremond και θα
ελέγξουμε αν εμφανίζονται στα περισσότερα από τα διηγήματα που αναλύσαμε, θα
προχωρήσουμε δηλαδή σε μια οριζόντια αναφορά-κωδικοποίηση.

1. Ρόλοι δρώντων ή πασχόντων υποκειμένων: εναλλαγή ρόλων


Μια πρώτη βασική θέση του Bremond είναι η ύπαρξη δύο βασικών ρόλων σε
κάθε αφήγημα: ο ρόλος του πάσχοντος και ο ρόλος του δρώντος υποκειμένου. Τα
περισσότερα από τα πρόσωπα του αφηγήματος εναλλάσσονται σε αυτούς τους ρόλους.
Το ίδιο πρόσωπο πότε παίζει το ρόλο του πάσχοντος και πότε το ρόλο του δρώντος
υποκειμένου. Αυτό το βλέπουμε σχεδόν σε όλα τα διηγήματα. Για παράδειγμα ο νεαρός
τσαγκάρης είναι δρων υποκείμενο, το οποίο βελτιώνει τη ζωή του με τη δράση του, και
ταυτόχρονα πάσχον υποκείμενο, επωφελούμενο της βελτίωσης που το ίδιο έχει επιτύχει
(«Τα κόκκινα λουστρίνια»). Επίσης, ο Κωνσταντής και η κα Δέσποινα («Ο
Κωνσταντής»), ο Βάνκας και ο παππούς (ο οποίος είναι πιθανό πάσχον και πιθανό δρων
υποκείμενο) («Ο Βάνκας»), ο λύκος και η γαϊδουρίτσα («Το μνήμα της μάνας»), η
αφηγήτρια στο «Στρίγγλα και καλλονή» παίζουν και τους δύο ρόλους.
Υπάρχουν, βέβαια, ρόλοι πασχόντων υποκειμένων που δε μετατρέπονται σε
δρώντα υποκείμενα. Μπορεί ένα πρόσωπο να παραμένει χωρίς αντίδραση μπροστά σε
γεγονότα που το επηρεάζουν: είτε επειδή δεν τα συνειδητοποιεί είτε επειδή δε νιώθει
κανένα κίνητρο, για να αντιδράσει, είτε επειδή μια παντελής αδυναμία το εμποδίζει
(Bremond 1973, 174). Ένα τέτοιο πρόσωπο είναι ο παππούς, ο οποίος φαίνεται εντελώς
ανήμπορος να αντιδράσει μπροστά στη συμπεριφορά του γιου του που τον υποτιμά («ο
παππούς αναστέναξε μόνο και δεν είπε τίποτα») («Ο παππούς και το εγγονάκι»).
Η τύχη ενός προσώπου, που θεωρείται πάσχον υποκείμενο, εξαρτάται σε μεγάλο
βαθμό από τις πρωτοβουλίες που παίρνει το ίδιο (ως δρων υποκείμενο) ή ακόμα από τις
πρωτοβουλίες άλλων προσώπων που το επηρεάζουν. Η τύχη του Κωνσταντή, για
παράδειγμα, εξαρτάται και από τις δικές του πρωτοβουλίες (δουλεύει, για να επιβιώσει,
αποδέχεται την πρόσκληση της κυρίας Δέσποινας) και από τις πρωτοβουλίες άλλων
προσώπων (της αστυνομίας, των οδηγών και κυρίως της κυρίας Δέσποινας) («Ο

93
Κωνσταντής»). Η τύχη του Βάνκα εξαρτάται από τις πρωτοβουλίες των άλλων: του
αφεντικού του (στη φάση της ολοκλήρωσης της υποβάθμισης της κατάστασης του
παιδιού), του παππού του (στη φάση της πιθανότητας) αλλά και του ίδιου του Βάνκα
(στη φάση της πιθανότητας).
Σε έναν ήρωα αποδίδονται ορισμένες ιδιότητες (σχετικά με την ηλικία, το φύλο,
την κοινωνική κατάσταση, την εξωτερική εμφάνιση κλπ.). Κάποιες από αυτές είναι
περιγραφικές, χωρίς λειτουργία στην πλοκή, ενώ άλλες δε θα μπορούσαν να
παραλειφθούν, καθώς συμβάλλουν στην πλοκή με δυο τρόπους: είτε επηρεάζονται από
την εξέλιξη των πραγμάτων είτε την επηρεάζουν. Οι ιδιότητες αυτές, λοιπόν,
χαρακτηρίζουν τους ήρωες και τους καθιστούν ικανούς να παίξουν το ρόλο του
πάσχοντος ή του δρώντος υποκειμένου. Για παράδειγμα η Δάφνη, με τα «παράξενα
πράσινα μάτια» (άρα ένα μη συνηθισμένο κορίτσι), κόρη φτωχού καλλιτέχνη που
«έμαθε από μικρή να κάθεται μονάχη και να ονειρεύεται» (228) που άκουγε «την
παράξενη φωνή της γης, το ψιθύρισμα των βράχων, το φλοίσβισμα του θυμαριού»
(229), έγινε δρων υποκείμενο με δράση καθοριστική για την τύχη του αετόπουλου.
Υποθέτουμε πως, αν η ηρωίδα δεν είχε αυτές τις ιδιότητες, αλλά ήταν πλούσια, χωρίς
επαφή με τη φύση, δε θα μπορούσε να ασχοληθεί και να σώσει το μικρό αετόπουλο («Η
Δάφνη»).

2. Εκούσια ή ακούσια δράση


Μπορούμε, ακόμα, να κάνουμε διάκριση ανάμεσα στο δρων υποκείμενο που δρα
εκούσια και σε αυτό που δρα ακούσια. Τα περισσότερα πρόσωπα δρουν με τη θέλησή
τους και επιδιώκουν κάποιο στόχο. Στην περίπτωση, όμως, του εγγονού («Ο παππούς
και το εγγονάκι») ο αφηγητής δε μας δίνει πληροφορίες για τα κίνητρα της δράσης του.
Αν υποθέσουμε ότι προσπαθεί με έμμεσο τρόπο να βελτιώσει την κατάσταση του
παππού του, τον οποίο οι γονείς του παιδιού έχουν παραγκωνίσει, υποδεικνύοντάς τους,
με την κατασκευή της ξύλινης γαβάθας ούτε λίγο ούτε πολύ πως και αυτοί θα έχουν την
ίδια αντιμετώπιση από αυτό, όταν γεράσουν, τότε θεωρείται δρων υποκείμενο που δρα
εκούσια. Εάν, όμως, υποθέσουμε πως, λόγω της ηλικίας του, το εγγονάκι δεν
αντιλήφθηκε την υποβάθμιση της κατάστασης του παππού και θεώρησε ότι θα
ευχαριστήσει τους γονείς του, τότε θα το θεωρήσουμε δρων υποκείμενο που δρα
ακούσια, αφού, χωρίς να το καταλάβει και να το επιδιώξει, προκαλεί την αλλαγή της

94
συμπεριφοράς των γονιών του προς όφελος του παππού (άλλο στόχο επεδίωκε και
άλλον πέτυχε, με την ίδια δράση).
Ο Κωνσταντής παρά τη θέλησή του προκαλεί δυσαρέσκεια στους οδηγούς των
αυτοκινήτων, καθώς κοιτάζει με λαιμαργία τις σακούλες με τα σοκολατένια
λαγουδάκια. Επίσης, χωρίς να το επιδιώκει βελτιώνει τη ζωή της κυρίας Δέσποινας, που
αλλιώς θα γιόρταζε μόνη της τη γιορτή του Πάσχα («Ο Κωνσταντής»). Τις
περισσότερες φορές, όμως, τα πρόσωπα των διηγημάτων με τη θέλησή τους σχεδιάζουν
ή προκαλούν μια διαδικασία τροποποίησης ή διατήρησης. Αυτό ισχύει για τους
πιτσιρίκους που κάνουν σαμποτάζ στους Γερμανούς («Οι πιτσιρίκοι»), το φτωχό
τσαγκάρη («Τα κόκκινα λουστρίνια»), την κυρία Δέσποινα («Ο Κωνσταντής»), το
Βάνκα, τους λύκους που αναζητούν τροφή και τη γαϊδουρίτσα που προστατεύει το
πουλαράκι της («Το μνήμα της μάνας») και τη Δάφνη που σώζει το αετόπουλο («Η
Δάφνη»).

3. Κίνητρα
Τα κίνητρα του πάσχοντος υποκειμένου ή του δρώντος υποκειμένου, οι ελπίδες ή
οι φόβοι του είναι αποτέλεσμα προηγούμενων γεγονότων που επηρέασαν το πάσχον
υποκείμενο ή το δρων υποκείμενο. Για αυτές τις επιδράσεις μπορεί η αφήγηση να μην
αποκαλύπτει τίποτα, οπότε ο αναγνώστης/ακροατής/θεατής έχει την ελευθερία να κάνει
τις δικές του υποθέσεις. Μπορεί, όμως, να συμβεί και το αντίθετο: ο αφηγητής να
διευκρινίζει τις επιδράσεις που προηγήθηκαν των κινήτρων. Έτσι, αποκαλύπτοντας την
επίδραση, ο αφηγητής εξηγεί το κίνητρο και αποκαλύπτοντας το κίνητρο εξηγεί την
πράξη.
Πράγματι στην περίπτωση του Κωνσταντή, ο φόβος που δείχνει, όταν η κυρία
Δέσποινα τον καλεί μέσα στο σπίτι, έμμεσα δικαιολογείται από τον αφηγητή που λέει
«το παιδί την κοίταξε καχύποπτα και ψυχρά, ποιος ξέρει τι είχαν δει τα μάτια του
ολημερίς στο δρόμο και πόσα είχε διδαχτεί από τη “φιλανθρωπία” των ανθρώπων»
(166). Υπαινίσσεται, λοιπόν, ο αφηγητής ότι κάποια προηγούμενα γεγονότα, που
σχετίζονται με την έλλειψη φιλανθρωπίας των ανθρώπων (η λέξη «φιλανθρωπία» εντός
εισαγωγικών χρησιμοποιείται ειρωνικά), επηρέασαν συναισθηματικά τον Κωνσταντή.
Μάλιστα υπάρχει και ερώτηση στο σχολικό βιβλίο που καλεί τους μαθητές να
φανταστούν ποιες καταστάσεις έκαναν τον Κωνσταντή επιφυλακτικό απέναντι στους
ανθρώπους («Ο Κωνσταντής»).

95
Τα κίνητρα των ηρώων είναι ή ρεαλιστικά ή ηθικά ή ηδονικά, σύμφωνα με τον
Bremond. Ρεαλιστικό είναι το κίνητρο που κάνει τη Μεσολογγίτισσα μάνα και όλους
τους Μεσολογγίτες να επιχειρήσουν την έξοδο: δεν υπάρχει άλλος τρόπος να
επιβιώσουν (να γλυτώσουν από την πείνα), χωρίς να υποταχθούν στους Τούρκους.
Ηθικό είναι το κίνητρο που τους κάνει να μην παραδοθούν στους εχθρούς, όπως
γνωρίζουμε από την ιστορία αλλά και τη λογοτεχνία, αλλά δεν τονίζεται στο
συγκεκριμένο διήγημα («Η έξοδο»).
Το κίνητρο του νεαρού τσαγκάρη αρχικά ήταν ρεαλιστικό. Πίστευε ότι θα
κερδίσει με το δώρο του τη συμπάθεια της κόρης του δασκάλου (η οποία θα γινόταν
οφειλέτης). Στη συνέχεια, όμως, αλλάζει τον αποδέκτη του δώρου, από ηθικό κίνητρο.
Θεωρεί καθήκον του να δώσει χαρά στην αδελφή του και μάλιστα χωρίς να περιμένει
ανταλλάγματα. Η πράξη του αυτή τον κάνει να νιώθει πιο ώριμος, οπότε πράγματι
πετυχαίνει τη βελτίωση στη ζωή του, με διαφορετικό τρόπο απ’ ότι είχε σχεδιάσει στην
αρχή. Επίσης ασκεί ηδονική επίδραση στην αδελφή του με το αναπάντεχο δώρο του
(«Τα κόκκινα λουστρίνια»).
Τα κίνητρα της κυρίας Δέσποινας θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ηθικά
(διάθεση ανιδιοτελούς προσφοράς), εφόσον ανοίγει την πόρτα στο παιδί, για να το
βοηθήσει, προτού δει ότι μοιάζει με τον εγγονό της, αλλά και ηδονικά, εφόσον η παρέα
του παιδιού αυτού που μοιάζει με τον εγγονό της φαίνεται να της προκαλεί χαρά. Όσον
αφορά τον Κωνσταντή το φόβο και την καχυποψία του νικάει η επιθυμία για φαγητό και
ζεστασιά (η ελπίδα μιας ευχαρίστησης). Άρα σε αυτόν κυριαρχεί το ηδονικό κίνητρο. Οι
οδηγοί δίνουν μια μικρή χρηματική βοήθεια στο μικρό βιοπαλαιστή, γιατί προφανώς
αισθάνονται ότι έχουν υποχρέωση να τον βοηθήσουν (έχουν ηθικό κίνητρο και
λειτουργούν ως πάσχοντα υποκείμενα που έχουν υποστεί επίδραση, τη συνειδητοποίηση
μιας υποχρέωσης), αν και η πράξη τους δεν τους προκαλεί ικανοποίηση (απουσία
ηδονικού κινήτρου), σε αντίθεση με την κυρία Δέσποινα που αισθάνεται ικανοποιημένη
από την πράξη της («Ο Κωνσταντής»).
Τα κίνητρα του Βάνκα, όταν γράφει το γράμμα στον παππού του, είναι
ρεαλιστικά, υπολογίζει ότι με αυτό θα καταφέρει μια θετική αλλαγή στη ζωή του. Τα
κίνητρα της δεσποινίδας Όλγας, η οποία αφιλοκερδώς του έκανε μάθημα, θα
μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι είναι ηθικά, ενώ αυτά του αφεντικού και της γυναίκας
του που τιμωρούν το Βάνκα για τα λάθη του μάλλον είναι ρεαλιστικά, ίσως νομίζουν
πως με την τιμωρία θα αποτρέψουν το Βάνκα να επαναλάβει τα ίδια λάθη («Ο
Βάνκας»).
96
Τα κίνητρα των λύκων είναι ρεαλιστικά: επιτίθενται στα άλλα ζώα, επειδή έτσι
εξασφαλίζουν την τροφή τους, αν και γνωρίζουν τους κινδύνους που εγκυμονεί η πράξη
τους (ο ευνοϊκός υπολογισμός που σχετίζεται με την εύρεση της τροφής και την
επιβίωσή τους βαραίνει περισσότερο από την πιθανή απειλή από τα σκυλιά και τον
τσοπάνη). Ρεαλιστικά είναι και τα κίνητρα των ζώων (των αλόγων και των βοδιών) που
αμύνονται, προκειμένου να αποτρέψουν την επίθεση του λύκου και να σωθούν τα ίδια
από τα δόντια του, προστατεύοντας παράλληλα τα πιο αδύναμα από αυτά. Ηθικά,
μάλλον, πρέπει να χαρακτηρίσουμε τα κίνητρα των σκύλων που έχουν
συνειδητοποιήσει την υποχρέωσή τους να προστατεύουν τα άλλα ζώα από τους λύκους.
Τέλος, όσον αφορά την αλεπού που δίνει παραπλανητικές πληροφορίες στους λύκους
μάλλον ευχαριστιέται λόγω της φύσης της να ξεγελά τους άλλους (ηδονικό κίνητρο),
εφόσον ούτε υποχρεωμένη είναι να το κάνει (ώστε να μιλήσουμε για ηθικό κίνητρο),
ούτε φαίνεται ότι θα κερδίσει κάτι από αυτό (ώστε να μιλήσουμε για ρεαλιστικό
κίνητρο) («Το μνήμα της μάνας»).
Τέλος, και η Δάφνη και ο μπαρμπα-Θωμάς νιώθουν ότι είναι υποχρέωσή τους να
προστατεύσουν το αετόπουλο, άρα το ηθικό κίνητρο είναι αυτό που καθορίζει τη
συμπεριφορά τους («Η Δάφνη»).
Από τα παραπάνω συμπεραίνουμε πως στα διηγήματα της Α΄ Γυμνασίου
υπερτερούν τα ρεαλιστικά και τα ηθικά κίνητρα σε σύγκριση με τα ηδονικά κίνητρα.

4. Συναισθήματα
Στα συναισθήματα της ελπίδας και του φόβου υπάρχει εξέλιξη: γεννιούνται,
εξαφανίζονται, μεγαλώνουν ή μειώνονται. Και ασφαλώς επαληθεύονται ή ακυρώνονται,
όταν πραγματοποιείται ή όχι το γεγονός που αντιμετωπιζόταν ως πιθανό. Έτσι, το
πάσχον υποκείμενο νιώθει ικανοποίηση/ανακούφιση ή δυσαρέσκεια/απογοήτευση ή
ανάμικτα συναισθήματα ή τίποτα από τα δύο. Στην περίπτωση του Κωνσταντή είδαμε
ότι ένιωσε ταυτόχρονα ελπίδα αλλά και φόβο από την πρόσκληση της κυρίας
Δέσποινας. Ο μεν φόβος του εξαφανίστηκε στη συνέχεια, ενώ η ελπίδα του
επαληθεύτηκε («Ο Κωνσταντής»). Η ελπίδα της Δάφνης για το αετόπουλο επίσης
επαληθεύτηκε («Η Δάφνη»), όπως επαληθεύτηκε και ο φόβος του αφηγητή για το
επικίνδυνο παιχνίδι που έπαιζε η γάτα του, το οποίο τελικά της στοίχισε τη ζωή («Η
Βαγγελιώ-δεν-είσαι-εντάξει»).

97
5. Εμπόδια, αντίπαλοι, σύμμαχοι
Μπορεί η δράση που αποσκοπεί στη βελτίωση να συναντήσει διάφορα εμπόδια ή
αντιπάλους. Μπορεί, όμως, να συμβεί και το αντίθετο και να βοηθηθεί από συμμάχους.
Εμπόδιο για τον παππού να διατηρήσει ένα καλό επίπεδο διαβίωσης είναι η φυσική
αδυναμία του. Βρίσκει, όμως, σύμμαχο και προστάτη το εγγονάκι του («Ο παππούς και
το εγγονάκι»). Εμπόδιο για τη Μεσολογγίτισσα μάνα να βελτιώσει τη ζωή της και τη
ζωή της κόρης της είναι η αδυναμία της κόρης που, καθώς είναι πολύ άρρωστη [«εφτά
χρονώ μικρούλα κι άρρωστη, στα βάσανα μπασμένη από την πείνα αγνώριστη,
φάντασμα ζωντανό, κι ήμερο κι ιλαρό σαν άλλου κόσμου πλάσμα» (74)], δεν μπορεί να
την ακολουθήσει την ώρα της εξόδου και της μάχης με τους εχθρούς, οι οποίοι
λειτουργούν σαν αντίπαλοι («Η έξοδο»). Εμπόδιο για τον Κωνσταντή να βελτιώσει τη
ζωή του θα μπορούσε να είναι ο φόβος του μπροστά στην άγνωστη γυναίκα που τον
προσκαλεί στο σπίτι της, αλλά τελικά υπερισχύουν τα θετικά συναισθήματα («Ο
Κωνσταντής»).
Η προσπάθεια του Βάνκα να βελτιώσει τη ζωή του βρίσκει εμπόδιο την άγνοιά
του. Θεωρεί σύμμαχό του τον παππού, ο οποίος όμως ποτέ δε θα λάβει το γράμμα του
εγγονού του, ώστε να τον βοηθήσει («Ο Βάνκας»). Επίσης, στην προσπάθεια της
Δάφνης να προστατεύσει το αετόπουλο εμπόδιο είναι ο φόβος του πουλιού (πάσχον
υποκείμενο που βρίσκεται στο αφύσικο περιβάλλον του κλουβιού μακριά από τους
γονείς του), ο οποίος το οδηγεί στην αποχή από το φαγητό. Είχε και αντιπάλους τους
πελάτες του μπαρμπα-Θωμά που πίστευαν πως μεγαλώνοντας το αετόπουλο θα
κατασπάραζε την πέρδικα και έτσι πιθανολογούμε πως δημιουργούσαν αμφιβολία στη
Δάφνη σχετικά με την αίσια έκβαση του σχεδίου της. Η Δάφνη μόνη της δε θα
μπορούσε να σώσει το αετόπουλο, αν δεν έβρισκε σύμμαχο τον μπαρμπα-Θωμά (αλλά
και την πέρδικα) («Η Δάφνη»). Σύμμαχοι υπάρχουν και σε άλλα δύο διηγήματα. Ο
γάλλος μαγαζάτορας θα μπορούσε να θεωρηθεί σύμμαχος για τη φοιτήτρια, αφού της
επιτρέπει να αγοράσει το κουταβάκι με λιγότερα χρήματα από την αρχική τιμή
(«Στρίγγλα και καλλονή»). Τέλος, σύμμαχοι των αδύναμων προβάτων μπροστά στην
επίθεση των λύκων είναι οι σκύλοι, ενώ σύμμαχοι της γαϊδουρίτσας είναι οι σκύλοι και
οι άνθρωποι («Το μνήμα της μάνας»).

98
6. Φάσεις διαδικασιών
Η ολοκλήρωση ενός σχεδίου δεν περιορίζεται στη στιγμιαία εφαρμογή του.
Είδαμε πως πρώτα συλλαμβάνεται η ιδέα του σχεδίου ενός έργου και υπάρχει σαν
πιθανότητα, μετά το δρων υποκείμενο περνάει (ή δεν περνάει) στη δράση και τέλος
πετυχαίνει ή όχι το στόχο του (επίτευξη του στόχου). Πολύ ξεκάθαρα φαίνεται αυτό
κυρίως στα διηγήματα «Τα κόκκινα λουστρίνια» και «Ο Βάνκας». Ο νεαρός τσαγκάρης
αποσκοπεί να κάνει την κόρη του δασκάλου να τον συμπαθήσει, οπότε σκέφτεται πως
με ένα δώρο θα καταφέρει το στόχο του. Περνάει στην πράξη, ετοιμάζει συστηματικά
τα κόκκινα λουστρίνια που θέλει να δωρίσει, αλλά στο τέλος αλλάζει γνώμη και δεν τα
δωρίζει στην κόρη του δασκάλου αλλά στην αδελφή του. Έτσι με τη θέλησή του δεν
πετυχαίνει τον αρχικό του στόχο («Τα κόκκινα λουστρίνια»). Ο Βάνκας θέλει να
βελτιώσει τη ζωή του και για αυτό γράφει ένα γράμμα στον παππού του με το οποίο
προσπαθεί παντοιοτρόπως να τον πείσει να πάει στη Μόσχα και να τον πάρει μαζί του
πίσω στο χωριό, αγοράζει το φάκελο και γραμματόσημο, γράφει πάνω το όνομα του
παππού, αλλά δεν ξέρει ότι πρέπει να γράψει και το όνομα του χωριού, οπότε τελικά δεν
υπάρχει επίτευξη του στόχου του («Ο Βάνκας»).

7. Μέσα
Κάθε ολοκλήρωση ενός έργου απαιτεί τη χρησιμοποίηση κάποιων μέσων ή, για
να το πούμε αλλιώς, την εκτέλεση δευτερευόντων έργων (απαραίτητων για την
εκτέλεση του βασικού έργου) που μπορεί να απαιτούν την εκτέλεση τριτευόντων έργων
κλπ. Έτσι, «η παραγωγή μιας οποιασδήποτε δράσης μπορεί να αναλυθεί σε έναν
απεριόριστο εγκιβωτισμό σκοπών και μέσων» (Bremond 1973, 196). Για παράδειγμα ο
βασικός στόχος του Βάνκα είναι να βελτιώσει τη ζωή του ή, για να είμαστε πιο
ακριβείς, να σταματήσει την υποβάθμισή της λόγω της κακομεταχείρισης που υφίσταται
από το αφεντικό του και τη γυναίκα του αφεντικού (βασικό έργο-σκοπός). Για να
συμβεί αυτό πρέπει να φύγει από τη Μόσχα (έργο-μέσο1). Λόγω, όμως, της μικρής του
ηλικίας δεν μπορεί να φύγει μόνος του. Πρέπει, λοιπόν, να έρθει ένας δικός του
άνθρωπος να τον πάρει. Ο μόνος συγγενής του που ζει είναι ο παππούς του. Αυτόν,
λοιπόν, πρέπει να πείσει να πάει να τον πάρει (έργο-μέσο2 που θα εξυπηρετήσει το
προηγούμενο έργο-μέσο1). Για να τον πείσει, πρέπει να επικοινωνήσει μαζί του και
(εκείνη την εποχή) δεν έχει άλλο μέσο από τη χρήση του ταχυδρομείου. Γράφει, λοιπόν,
μια επιστολή, όπου περιγράφει τις συνθήκες ζωής του στη Μόσχα, επιχειρηματολογεί

99
και προσπαθεί να πείσει τον παππού κάνοντας επίκληση και στη λογική και στο
συναίσθημα (έργο-μέσο3 που θα εξυπηρετήσει το προηγούμενο έργο-μέσο2). Ρωτάει
κάποια παιδιά πώς μπορεί να στείλει ένα γράμμα, αγοράζει φάκελο και γραμματόσημο,
γράφει πάνω το όνομα του παππού και το ρίχνει στο κουτί του ταχυδρομείου (έργο-
μέσο4 που θα εξυπηρετήσει το προηγούμενο έργο-μέσο3) («Ο Βάνκας»). Η αγορά της
σκυλίτσας από την αφηγήτρια που μένει μόνη στο Παρίσι είναι το μέσο για τη βελτίωση
της ζωής της, αφού έτσι αποκτά παρέα και δε νιώθει πια μοναξιά («Στρίγγλα και
καλλονή»).

8. Διαδικασίες
Η διαδικασία της βελτίωσης και η διαδικασία της υποβάθμισης συναντώνται σε
όλα τα διηγήματα της Α΄ Γυμνασίου. Μάλιστα, κάθε εξέλιξη της πλοκής μπορεί να
επιφέρει βελτίωση ή υποβάθμιση σε περισσότερα πρόσωπα. Ας δούμε κάποια
παραδείγματα. Τα κόκκινα λουστρίνια που χαρίζει ο νεαρός τσαγκάρης στην αδελφή
του θα δώσουν χαρά και στο κορίτσι αλλά και στον ίδιο, αφού νιώθει ικανοποιημένος
από την πράξη του και πιο ώριμος («Τα κόκκινα λουστρίνια»). Η πρόσκληση (δράση-
μέσο) που απευθύνει η κυρία Δέσποινα στο παιδί αλλά και η αποδοχή της πρόσκλησης
από το παιδί θα επιφέρει τροποποίηση και της κατάστασης του παιδιού, αλλά θα
βελτιώσει τελικά και τη δική της κατάσταση («Ο Κωνσταντής»). Η γαϊδουρίτσα που
αμύνεται στην επίθεση του λύκου ταυτόχρονα προστατεύει το μικρό της πουλαράκι,
εμποδίζει το λύκο από την εύκολη εύρεση τροφής (άρα από τη βελτίωση της
κατάστασής του), αλλά και υποβαθμίζει τη δική της κατάσταση, αφού πληγώνεται
θανάσιμα από τις δαγκωνιές του λύκου («Το μνήμα της μάνας»). Η αγορά του μικρού
σκυλιού από τη φοιτήτρια στο Παρίσι βελτιώνει και τη δική της κατάσταση αλλά και
την κατάσταση του σκυλιού («Στρίγγλα και καλλονή»). Τέλος, στο διήγημα «Οι
πιτσιρίκοι» αυτό που είναι δόλος εκ μέρους των παιδιών (δρώντων υποκειμένων) είναι
εξαπάτηση40 και άρα υποβάθμιση για τον Γερμανό (πάσχον υποκείμενο). Το ίδιο ισχύει
και στην περίπτωση των λύκων που εξαπατήθηκαν από την αλεπού («Το μνήμα της
μάνας»).41

40
Σύμφωνα με τον Culler ο δόλος ή η εξαπάτηση καθίσταται βασικό δομικό τέχνασμα στην αφήγηση από
τα πολιτισμικά μας μοντέλα (Τοντόροφ 1989, 146).
41
«Για τον Bremond, το κάθε πρόσωπο μπορεί να είναι ο φορέας σειρών δράσεων οι οποίες του
προσιδιάζουν. Όταν μία μόνη σειρά εμπεριέχει δυο πρόσωπα, η σειρά περιλαμβάνει δύο προοπτικές ή, αν
100
Χρονικές σχέσεις διαδικασιών
Κάποιες διαδικασίες διαδέχονται η μία την άλλη και άλλες συμβαίνουν ταυτόχρονα. Η
βελτίωση της κατάστασης του Κωνσταντή διαδέχεται την προηγούμενη κατάσταση
υποβάθμισης, στην οποία είχε περιέλθει μετά την απέλαση των γονιών του. Το ίδιο και η
κατάσταση της κυρίας Δέσποινας από την υποβάθμιση περνάει στη βελτίωση, καθώς
βλέπει στο πρόσωπο του παιδιού τον εγγονό της που ζει στην Αμερική. Ταυτόχρονα,
όμως, συμβαίνει η διαδικασία βελτίωσης και του ενός προσώπου και του άλλου («Ο
Κωνσταντής»).

Αιτιακές σχέσεις διαδικασιών


Οι διαδικασίες έχουν συχνά σχέση αιτίου-αποτελέσματος. Για παράδειγμα, τα
λάθη του Βάνκα έχουν ως αποτέλεσμα τη σκληρή τιμωρία του από το αφεντικό του και
τη γυναίκα του αφεντικού του. Επίσης, οι προσπάθειές του να επηρεάσει τον παππού
του (με κάθε τρόπο) με το γράμμα που του γράφει θα είχε ως αποτέλεσμα τη βελτίωση
της ζωής του («Ο Βάνκας»). Το επικίνδυνο παιχνίδι της γάτας στο δρόμο έχει ως
αποτέλεσμα την πρόκληση φόβου στον αφηγητή/ιδιοκτήτη της γάτας αλλά ταυτόχρονα
και την πρόκληση γοητείας στον ίδιο («Η Βαγγελιώ-δεν-είσαι-εντάξει»).

προτιμάτε, δύο ονόματα (ό,τι είναι “Δόλος” για το ένα είναι “Εξαπάτηση” για το άλλο. Με δυο λόγια, το
κάθε πρόσωπο, ακόμα και δευτερεύον, είναι ο ήρωας της δικής του σειράς» (Barthes 2007, 118).
101
ΙΙI. Γενικά Συμπεράσματα-Προτάσεις

Από την εφαρμογή των θεωρητικών αρχών του Bremond στα διηγήματα της Α΄
Γυμνασίου συμπεραίνουμε πως ο στόχος του να δημιουργήσει ένα μοντέλο κατάλληλο
να εφαρμοστεί σε κάθε αφήγημα έχει εκπληρωθεί, εφόσον αναδεικνύει το αφηγηματικό
περιεχόμενο και των δέκα διηγημάτων που μελετήσαμε. Εάν, λοιπόν, ένας μελετητής ή
εκπαιδευτικός επιθυμεί να εφαρμόσει το συγκεκριμένο θεωρητικό μοντέλο σε ένα
κείμενο αφηγηματικού χαρακτήρα, οφείλει να εξετάσει πότε τα πρόσωπα του
αφηγήματος παίζουν το ρόλο του πάσχοντος και πότε το ρόλο του δρώντος υποκειμένου,
ποιες διαδικασίες τα επηρεάζουν, αν δρουν με τη θέλησή τους ή παρά τη θέλησή τους
και ποια είναι τα κίνητρά τους (αν είναι ρεαλιστικά, ηθικά ή ηδονικά). Επίσης, μπορεί
να αναρωτηθεί αν υπάρχει εξέλιξη στα συναισθήματα (ελπίδας ή φόβου) των προσώπων
του αφηγήματος και αν η δράση τους συναντάει διάφορα εμπόδια ή αντιπάλους ή
δέχεται βοήθεια από συμμάχους. Πρέπει να είναι σαφές πως πρώτα συλλαμβάνεται η
ιδέα του σχεδίου ενός έργου και υπάρχει σαν πιθανότητα, μετά το δρων υποκείμενο
περνάει (ή δεν περνάει) στη δράση και τέλος πετυχαίνει ή όχι το στόχο του. Ο
μελετητής, λοιπόν, οφείλει να δείξει αν ολοκληρώνεται ή όχι κάθε διαδικασία και στη
συνέχεια να διευκρινίσει πώς συνδέονται μεταξύ τους οι διαδικασίες (με χρονικές ή
αιτιακές σχέσεις).
Πιστεύουμε πως η θεωρία του Bremond μπορεί να χρησιμοποιηθεί στη σχολική
τάξη και στην Πρωτοβάθμια και στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, για να γίνει πιο
εύληπτη η δομή του αφηγήματος. Βέβαια, σε καμιά περίπτωση δεν εξαντλείται η
ερμηνεία του αφηγήματος σε μια δομική ανάλυση. Δεν μπορούμε, για παράδειγμα, να
παραβλέψουμε τα κοινωνιολογικά στοιχεία των οποίων είναι έντονη η παρουσία σε
ορισμένα κείμενα. Επίσης, στα δύο τελευταία διηγήματα («Στρίγγλα και καλλονή» και
«Η Βαγγελιώ-δεν-είσαι-εντάξει»), όπου είναι πιο έντονο το διδακτικό και το λυρικό
στοιχείο, η ανάλυσή τους σύμφωνα με το μοντέλο του Bremond μοιάζει πενιχρή, επειδή
φωτίζει κάποιες πλευρές μόνο των κειμένων. Ακόμη, δεν πρέπει να αγνοεί κανείς τις
τεχνικές της αφηγηματικής πράξης, για την ανάλυση των οποίων θα μπορούσε να φανεί
χρήσιμη η θεωρία ενός άλλου Γάλλου Δομιστή, του Genette.
Πιστεύουμε πως το θεωρητικό μοντέλο του Bremond μπορεί να λειτουργήσει
σαν έναυσμα δημιουργίας/σύνθεσης από τους μαθητές παρόμοιων αφηγημάτων, κυρίως
στο πλαίσιο του μαθήματος της Νεοελληνικής Γλώσσας (ειδικά στην Α΄ Γυμνασίου και

102
στην Α΄ Λυκείου: στα σχολικά εγχειρίδια αυτών των τάξεων υπάρχουν ενότητες για την
Αφήγηση). Στην περίπτωση αυτή πρέπει να τονίσει ο εκπαιδευτικός στους μαθητές ότι,
για να είναι ένα κείμενο ενδιαφέρον, πρέπει τα δρώντα πρόσωπα να αντιμετωπίσουν
κάποιο/α εμπόδιο/α (εσωτερικά ή εξωτερικά). Για να τα ξεπεράσουν, εμπλέκονται σε
ένα ή περισσότερα επεισόδια, μπορεί να έχουν κάποιον σύμμαχο ή κάποιους
αντιπάλους, ενώ στο τέλος δίνεται κάποια λύση.
Μπορούμε, επίσης, να ζητήσουμε από τους μαθητές να προτείνουν διαφορετικές
καταλήξεις της ιστορίας να συγκρίνουν διαφορετικά αφηγηματικά κείμενα και να
αναζητήσουν τα κοινά δομικά τους στοιχεία, να αναρωτηθούν αν η πλειονότητα των
ιστοριών αναφέρεται σε προσπάθειες που έχουν επιτυχία ή όχι, να προβληματιστούν για
τα μέσα που χρησιμοποιούν τα δρώντα πρόσωπα, προκειμένου να πετύχουν τους
στόχους τους, και για τα κίνητρά τους (αν είναι ρεαλιστικά, ηθικά ή ηδονικά) και να
ξαναγράψουν την ιστορία, υιοθετώντας τη διαφορετική οπτική γωνία των προσώπων
που μπορεί να μην έχουν ενεργητικό ρόλο.
Τέλος, πιστεύουμε πως η εφαρμογή του θεωρητικού μοντέλου του Bremond
μπορεί να επεκταθεί και στα άλλα αφηγηματικά κείμενα και των τριών τάξεων του
Γυμνασίου αλλά και του Λυκείου. Βέβαια, είναι απαραίτητο να τονίσουμε ξανά πως η
θεωρία του Bremond, όπως και κάθε θεωρία, πρέπει να χρησιμοποιείται με φειδώ. Σε
καμιά περίπτωση δεν είναι καλό να περιοριστεί ο εκπαιδευτικός στην προσέγγιση των
λογοτεχνικών κειμένων βάσει ενός μοντέλου από το χώρο της Αφηγηματολογίας και να
τυποποιήσει τη διδασκαλία του. Αν, όμως, το γνωρίζει επαρκώς, πιστεύουμε πως μπορεί
στη συνέχεια να επινοήσει τρόπους για τη διδακτική αξιοποίησή του, μέσα από
δραστηριότητες που θα ανταποκρίνονται στα ενδιαφέροντα και στο επίπεδο των
μαθητών.

103
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

ΠΡΩΤΟΓΕΝΕΙΣ ΠΗΓΕΣ

Πυλαρινός, Θεοδόσης, Σοφία Χατζηδημητρίου και Λάμπρος Βαρελάς. 22010. Κείμενα


Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Α΄ Τεύχος, Α΄ Τάξη Γυμνασίου. Αθήνα: Παιδαγωγικό
Ινστιντούτο.

ΔΕΥΤΕΡΟΓΕΝΕΙΣ ΠΗΓΕΣ

A. ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

I. ΒΙΒΛΙΑ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ

Αποστολίδου, Βενετία, Βικτωρία Καπλάνη, και Ελένη Χοντολίδου (επιμ.). 2004.


Διαβάζοντας Λογοτεχνία στο σχολείο...:μια νέα πρόταση διδασκαλίας. Αθήνα:
Τυπωθήτω, Γιώργος Δαρδανός.

Αποστολίδου, Βενετία, και Ελένη Χοντολίδου (επιμ.). 1999. Λογοτεχνία και εκπαίδευση.
Αθήνα: Τυπωθήτω.

Αργυροπούλου, Χριστίνα, Αναστασία Πατούνα, και Ευαγγελία Βαρέση. 2009.


Πανελλαδική έρευνα για το μάθημα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας στο Γυμνάσιο.
Αθήνα: Παιδαγωγικό Ινστιτούτο.

Βαλέτας, Γεώργιος. 1983. Το Ελληνικό Διήγημα: Η Θεωρία και η Ιστορία του. Αθήνα:
Φιλιππότη.

Γιακουµέλου, Μαρία. 2009. Ανάλυση Χιουµοριστικών Αφηγήσεων µε έµφαση στα


Προσωδιακά Χαρακτηριστικά. (Ανέκδοτη Μεταπτυχιακή Εργασία. ΜΠΣ: Συγκριτική
Γλωσσολογία και Γλωσσική Ποικιλία). Πανεπιστήµιο Πατρών, Σχολή Ανθρωπιστικών
και Κοινωνικών Επιστηµών, Τµήµα Φιλολογίας. Πάτρα.

Γκίκας, Σωκράτης. 1996. Θεωρία Λογοτεχνίας. Αθήνα: Σαββάλας.

Δημόπουλος, Αριστείδης. 2010. Αφηγηματικές τεχνικές στο διηγηματογραφικό έργο του


Γ. Βιζυηνού. (Ανέκδοτη Διπλωματική Εργασία. ΠΜΣ: Λόγος, τέχνη και πολιτισμός
104
στην εκπαίδευση). Πανεπιστήµιο Πατρών, Σχολή Ανθρωπιστικών και Κοινωνικών
Επιστηµών, Τ.Ε.Ε.Α.Π.Η. . Πάτρα.

Θωμαΐδου, Μαρία. 2010. Η έννοια του ξένου στα Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του
Γυμνασίου. (Ανέκδοτη Διπλωματική Εργασία. ΠΜΣ: Λόγος, τέχνη και πολιτισμός στην
εκπαίδευση). Πανεπιστήµιο Πατρών, Σχολή Ανθρωπιστικών και Κοινωνικών
Επιστηµών, Τ.Ε.Ε.Α.Π.Η.. Πάτρα.

Καλλίνης, Γιώργος. 2005. Εγχειρίδιο Αφηγηματολογίας. Εισαγωγή στην τεχνική της


αφήγησης. Αθήνα: Μεταίχμιο.

Καλογήρου, Τζίνα, και Κική Λαλαγιάννη (επιμ.). 2005. Η Λογοτεχνία στο Σχολείο.
Αθήνα: Τυπωθήτω.

Κανταρτζής, Φώτης. 2009. Διδάσκοντας για τον έρωτα στο Γυμνάσιο: ένα project για τη
διδασκαλία της Λογοτεχνίας. (Ανέκδοτη Μεταπτυχιακή Εργασία). Πανεπιστήμιο
Θεσσαλονίκης, Φιλοσοφική σχολή, Τμήμα Φιλοσοφίας και Παιδαγωγικής, Τομέας
Παιδαγωγικής. Θεσσαλονίκη.

Καψωμένος, Ερατοσθένης. 72010. Αφηγηματολογία. Θεωρία και μέθοδοι ανάλυσης της


αφηγηματικής πεζογραφίας. Αθήνα: Πατάκης.

Κυρκίνη, Αναστασία, Βασίλειος Τσάφος, Ελένη Βλαχογιάννη, Μαρία Καλλιάδου, και


Ανδρέας Παπαδαντωνάκης. 2006. Επιμορφωτικό υλικό για το Ειδικό μέρος του
Προγράμματος Σπουδών Ειδικότητα ΠΕ02. Αθήνα: Παιδαγωγικό Ινστιντούτο.
[<hermes.di.uoa.gr/pake/PE02.doc> (προσπ. 29/05/2011)].

Ματσαγγούρας, Ηλίας Γ. 1999. Η σχολική τάξη. Θεωρία και πράξη της διδασκαλίας:
Χώρος, ομάδα, πειθαρχία, μέθοδος. Αθήνα: Γρηγόρης.

Μπαμπινιώτης, Γεώργιος. 1986. Γλωσσολογία και Λογοτεχνία. Από την τεχνική στην
τέχνη του λόγου. Αθήνα.

Μπούσια, Ευγενία. 2010. Τα αφηγηματικά κείμενα. Δομή και τεχνικές της ανεπτυγμένης
αφήγησης. Μια διδακτική πρόταση: Εφαρμογή της αφηγηματικής υπερδομής στο «Μικρό
Πρίγκιπα» του Antoine de Saint-Exupéry. (Ανέκδοτη μεταπτυχιακή εργασία).
Πανεπιστήμιο Πατρών. Σχολή Ανθρωπιστικών και Κοινωνικών Επιστημών.
Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης. Πάτρα.

[Παιδαγωγικό Ινστιτούτο]. 2011. Πρόγραμμα σπουδών για τη διδασκαλία της


Λογοτεχνίας στην υποχρεωτική εκπαίδευση. Oδηγός για τον εκπαιδευτικό. (ΕΣΠΑ 2007-
105
13\Ε.Π. Ε&ΔΒΜ\Α.Π. 1-2-3. «ΝΕΟ ΣΧΟΛΕΙΟ (Σχολείο 21ου αιώνα) – Νέο
Πρόγραμμα Σπουδών, Οριζόντια Πράξη» MIS: 295450). Αθήνα: Παιδαγωγικό
Ινστιτούτο. [<http://www.school.gr/pdf/logotexnia.pdf> (προσπ. 10/02/2012)].

Παναγιωτίδης, Ιωνάθαν-Γιάννης. 2009. Σχεδιασμός διαχειριστή σεναρίου για σύστημα


διαδραστικής αφήγησης με βάση την προσέγγιση των μεταβλητών τμημάτων.
Πανεπιστήμιο Αιγαίου. Σύρος. [<http://www.syros.aegean.gr/de/dpsd01044.pdf>
(προσπ. 31/12/2010)].

Σκούρα, Θεοδώρα. 2007. Καλλιέργεια της αφηγηματικής ικανότητας των μαθητών/τριών


στο πλαίσιο της σχολικής τάξης: Αποτελέσματα μιας Κειμενοκεντρικής προσέγγισης.
(Ανέκδοτη Μεταπτυχιακή εργασία στις Επιστήμες της Αγωγής στην κατεύθυνση
«Διδακτική των Κοινωνικών Επιστημών» της Παιδαγωγικής Σχολής του Α.Π.Θ.).
Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης. Θεσσαλονίκη.

Τζιόβας, Δημήτρης. 22003. Μετά την Αισθητική: Θεωρητικές Δοκιμές και Ερμηνευτικές
Αναγνώσεις της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Αθήνα: Οδυσσέας.

Τζιόβας, Δημήτρης. 1993. Το παλίμψηστο της ελληνικής αφήγησης. Από την


Αφηγηματολογία στη Διαλογικότητα. Αθήνα: Οδυσσέας.

Τζούμα, Άννα. 1997. Εισαγωγή στην Αφηγηματολογία. Αθήνα: Συμμετρία.

ΙI. ΒΙΒΛΙΑ ΞΕΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ (ΑΠΟ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ)

Αbrams, M.H. 2010. Λεξικό Λογοτεχνικών Όρων: Θεωρία, Ιστορία, Κριτική


Λογοτεχνίας. Μτφρ. Γ. Δεληβοριά-Σ. Χατζηιωαννίδου. Αθήνα: Πατάκης.

Barthes, Roland. 2005. Aπόλαυση-Γραφή-Ανάγνωση. Μτφρ. Αρχοντή Κόρκα. Αθήνα:


Πλέθρον.

Barthes, Roland. 2007. Εικόνα-Μουσική-Κείμενο. Μτφρ. Γιώργος Σπανός. Αθήνα:


Πλέθρον.

Culler, Jonathan. 2003. Λογοτεχνική θεωρία: Μία συνοπτική εισαγωγή. Μτφρ. Καίτη
Διαμαντάκου. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.

Fokemma, Douwe, και Elroud Ibsch. 1997. Θεωρίες Λογοτεχνίας του Εικοστού Αιώνα:
Δομισμός, Μαρξισμός, Αισθητική της Πρόσληψης, Σημειωτική. Μτφρ. Γιάννης Παρίσης.
Αθήνα: Πατάκης.

106
Ήγκλετον, Τέρι. 1996. Εισαγωγή στη Θεωρία της Λογοτεχνίας. Μτφρ. Μιχάλης
Μαυρωνάς. Εισ. Δ. Τζιόβας. Αθήνα: Οδυσσέας.

Holub, Robert C. 2001. Θεωρία της Πρόσληψης: Μια Κριτική Εισαγωγή. Μτφρ. Κων/να
Τσακοπούλου. Αθήνα: Μεταίχμιο.

Προπ, Βλαντιμίρ Γ. 1987. Μορφολογία του παραμυθιού. Η διαμάχη με τον Κλωντ Λεβί-
Στρως και άλλα κείμενα. Μτφρ. Αριστέα Παρίση. Αθήνα: Καρδαμίτσας.

Selden, Raman (επιμ). 2005. Από τον Φορμαλισμό στον Μεταδομισμό. Μτφρ. Μ.
Πεχλιβανίδης-Μιχάλης Χρυσανθόπουλος. Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών
Σπουδών, Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη, Α.Π.Θ.

Τοντόροφ, Τσβετάν. 1989. Ποιητική. Μτφρ. Aγγ. Καστρινάκη. Αθήνα: Γνώση.

Τοντόροφ, Τσβετάν. 1991. Εισαγωγή στη φανταστική Λογοτεχνία. Μτφρ. Aριστέα


Παρίση. Αθήνα: Οδυσσέας.

ΙΙΙ. ΑΡΘΡΑ-ΜΕΛΕΤΕΣ

Bremond, Claude. 1991. «Η λογική των αφηγηματικών πιθανοτήτων». Μτφρ. Καίτη


Παπουτσά. Στο: Bremond, Claude, Algirdas J. Greimas, Franz K. Stanzel, Jaap Lintvelt,
Wallace Martin, Gerald Prince, and Seymour Chatman (επιμ.). Θεωρία της αφήγησης,
σσ. 125-157. Αθήνα: Εξάντας.

Γκέκα, Βάγια. 2009. «Αφηγηματολογική και Γραμματολογική προσέγγιση του βιβλίου


της J.K. Rowling Χάρι Πότερ. Μια απόπειρα σύγκρισης με το βιβλίο του Ευγενίου
Τριβιζά Τα μαγικά μαξιλάρια». Στο: Φιλολογικά, Ιούλιος 7.
[<www.laventer.blogspot.com/.../jk-rowling.html> (προσπ. 31/12/2010)].

Κατσίκη-Γκίβαλου, Άντα. 2005. «Η θέση της Λογοτεχνίας στην Πρωτοβάθμια


Εκπαίδευση. Ζητήματα και προοπτικές της διδακτικής της». Στο: Τζίνα Καλογήρου και
Κική Λαλαγιάννη (επιμ.). Η Λογοτεχνία στο Σχολείο, σσ. 11-25. Αθήνα: Τυπωθήτω.

Κεκές, Ιωάννης, και Ηρώ Μυλωνάκου-Κεκέ. 2002. «∆ιαδραστικές “Αφηγήσεις”:


∆υνατότητες και Εκπαιδευτικές Προεκτάσεις της Μοντελοποίησης Μη Γραµµικών
∆υναµικών Συστηµάτων στον Υπολογιστή». Στο: ∆ηµητρακοπούλου, Αγγελική (επιµ.).
Οι ΤΠΕ στην Εκπαίδευση, Τόµος Α΄ (Πρακτικά 3ου Συνεδρίου ΕΤΠΕ, 26-29/9/2002,
Πανεπιστήµιο Αιγαίου, Ρόδος: 26-29/9/2002). Αθήνα: Kastaniotis-Inter@ctive.

107
Κιοσσές, Σπύρος. 2008. «Η Αφηγηματολογία ως μέσο προώθησης της κριτικής
ανάγνωσης της Λογοτεχνίας: εστιάζοντας στο διήγημα του Αντώνη Σαμαράκη “Σ’ ένα
συνοριακό σταθμό”». Στο: Κείμενα, Τεύχος 8, Δεκέμβριος (ISSN: 1790-17).

Μπενάτσης, Απόστολος. 2003. «Όνειρο στο κύμα: μια σημειωτική ανάγνωση». Στο:
Διαπολιτισμός, Νοέμβριος 21.

[<http://www.scribd.com/doc/11071851/%CE%9F%CE%9D%CE%95%CE%99%CE%
A1%CE%9F-%CE%A3%CE%A4%CE%9F-%CE%9A%CE%A5%CE%9C%CE%91-
%CE%9C%CE%99%CE%91-
%CE%A3%CE%97%CE%9C%CE%95%CE%99%CE%A9%CE%A4%CE%99%CE%
9A%CE%97-
%CE%91%CE%9D%CE%91%CE%93%CE%9D%CE%A9%CE%A3%CE%97-
%CE%91%CE%A0%CE%9F%CE%A3%CE%A4%CE%9F%CE%9B%CE%9F%CE%
A3-
%CE%9C%CE%A0%CE%95%CE%9D%CE%91%CE%A4%CE%A3%CE%97%CE%
A3> (προσπ. 31/12/2010)].

Μπόκλουντ-Λαγοπούλου, Κατρίν. 1999. «Διδασκαλία και Θεωρία Λογοτεχνίας: οι


θεωρητικές προσεγγίσεις στα Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας». Στο: Αποστολίδου,
Βενετία και Ελένη Χοντολίδου (επιμ.). Λογοτεχνία και εκπαίδευση, σσ. 177-187. Αθήνα:
Τυπωθήτω.

[Παιδαγωγικό Ινστιτούτο]. 2003. «∆ιαθεματικό Ενιαίο Πλαίσιο Προγράμματος


Σπουδών Νεοελληνικής Λογοτεχνίας για το Γυμνάσιο». Στο: Διαθεματικό Ενιαίο
Πλαίσιο Προγραμμάτων Σπουδών (Δ.Ε.Π.Π.Σ.), σσ. 64-77. Αθήνα: Παιδαγωγικό
Ινστιτούτο. [<http://www.pi-
schools.gr/download/programs/depps/4deppsaps_Logotexnias_Gymnasiou.pdf>].

[Παιδαγωγικό Ινστιτούτο Κύπρου]. 2010. «Λογοτεχνία». Στο: Αναλυτικά Προγράμματα


για τα δημόσια σχολεία της κυπριακής δημοκρατίας, σσ. 34-54. Λευκωσία: Υπουργείο
Παιδείας και Πολιτισμού.
[<http://www.paideia.org.cy/upload/analytika_programmata_2010/0.siniptikaanalitikapr
ogrammata.pdf> (προσπ. 29/05/2011)].

Παπαντωνάκης, Γεώργιος. 2008. «Διδάσκοντας Παιδική Λογοτεχνία στην


Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση. Τζιάνι Ροντάρι. Περιπέτεια με την τηλεόραση». Στο:

108
Kείμενα, Τεύχος 8, Δεκέμβριος (ISSN: 1790-1782). [<http://keimena.ece.uth.gr>
(προσπ. 4/10/2011)].

Παπαρούση, Μαρίτα. 2005. «Η δοµή της λογοτεχνικής αφήγησης: Σκέψεις για µια
διδακτική αξιοποίηση». Στο: Κείμενα, Τεύχος 2, Ιούνιος, σσ. 1-11 (ISSN : 1790-1782).
[<www.keimena.ece.uth.gr/t2/arthra/tefxos2/downloads/arthro_paparousi.pdf> (προσπ.
31/12/2010)].

Πολίτης, Δημήτρης. 2010. «Η Λογοτεχνία για Παιδιά και Νέους στην Προοπτική της
Θεωρίας: Οι Αξιώσεις της Λογοτεχνικής Γραφής και οι Δυνατότητες Θεώρησής τους».
Στο: Φρέρης, Γιώργος (εκδ.). Δια-κείμενα. (Η παιδική Λογοτεχνία σήμερα: τάσεις και
προτάσεις). Eτήσια έκδοση Eργαστηρίου Συγκριτικής Γραμματολογίας A.Π.Θ., Τεύχος
12, σσ. 15-27. [<http://dia-
keimena.frl.auth.gr/site/images/stories/intertextes-12.pdf> (προσπ. 31/12/2010)].

Prince, Gerard. «Αφηγηματολογία». 2005. Στο: Selden, Raman (επιμ.). Από τον
Φορμαλισμό στον Μεταδομισμό, σσ. 161-189. Μτφρ. Μ. Πεχλιβανίδης-Μιχάλης
Χρυσανθόπουλος. Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών, Ίδρυμα Μανόλη
Τριανταφυλλίδη, Α.Π.Θ.

IV. ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΕΣ

Αργυροπούλου, Χριστίνα. χ.χ. «Η διδασκαλία της Λογοτεχνίας στη Δευτεροβάθµια


Εκπαίδευση µέσα από διάφορες µαθητοκεντρικές πρακτικές µε ενδεικτικά διδακτικά
παραδείγματα». [ <srv-ipeir.pde.sch.gr/educonf/1/04_.pdf > (προσπ. 4/10/2011)].

Γεωργιάδου, Αγάθη. 2007. «Ενημερωτικές συναντήσεις Σχολικών Συμβούλων-


Φιλολόγων Λυκείων Ανατ. Αττικής», Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 2007. [<dide-
anatol.att.sch.gr/tte/nea/sumbouloi/filologikalyk.ppt> (προσπ. 31/12/2010)].

Πετρωτού, Χρυσάνθη (εισήγηση). χ.χ. «Η κατά Bremond “λογική του αφηγήµατος”


στον Γιούγκερμαν του Μ. Καραγάτση».
[<www.larissa.gr/data/synekdil/karag07%5C04.ΠΕΤΡΩΤΟΥ.pdf> (προσπ.
31/12/2010)].

Πύλη για την ελληνική γλώσσα. «Άσκηση». χ.χ. [<http://www.greek-


language.gr/greekLang/modern_greek/tools/corpora/pi/content.html?c=6&t=3,6855>
(προσπ. 31/12/2010)].

109
B. ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

I. ΒΙΒΛΙΑ

Andersen, Peter Bøgh, Berit Holmqvist, and Jens F. Jensen. 1993. The Computer as
medium. Cambridge: Cambridge University Press.

Bortolussi, Marisa, and Peter Dixon. 2003. Psychonarratology: foundations for the
empirical study of literary response. New York: Cambridge University Press.

Bremond, Claude. 1973. Logique du récit. Paris: Éditions du Seuil.

Bucher, Cornelius J. 1990. Three models on a rocking horse: a comparative study in


narratology. bingen: Gunter Narr Verlag.

Budniakiewicz, Therese. 1992. Fundamentals of story logic: introduction to


Greimassian semiotics. Amsterdam/Philadelphia: John Benjamins Publishing
Company.

Desbiens, Νancy. 1989. L'évolution du rôle de la femme dans trois romans policiers
Québécois (étude narratοlοgique). (Mémoire de maîtrise). Chicoutimi: Université du
Québec à Chicoutimi. [<http://bibvir.uqac.ca/theses/1461688/1461688.pdf> (προσπ.
31/12/2010)].

Fludernik, Monika. 1996. Towards a «natural» narratology. London: Routledge.

Ghellal, Abdelkader M. 1999. Étude Discursive Espace-Temps dans le Roman " Le


Privilège du Phenix" de Mohammed Moulesshoul. (Mémoire de D.E.A. en Littérature).
Université Paris-Nord, Centre d' Études littéraires francophones et comparées U. F. R.
Lettres. Paris. [<http://www.Limag.Refer.Org/Theses/Deaghellal.Pdf> (προσπ.
31/12/2010)].

Göbel Stefan, Rainer Malkewitz and Ido Iurgel (eds). 2006. Technologies for interactive
digital storytelling and entertainment. Third International Conference, TIDSE 2006,
Darmstadt, Germany, December 4-6, 2006: proceedings. Berlin: :Springer.

Goldenstein, Jean-Pierre. 1999. Lire le roman. Brusseles: De Βoeck Duculot.

Makaryk, Irena (ed.). 1993. Encyclopedia of Contemporary literary Theory:


Approaches, Scholars, Terms. Toronto: University of Toronto press.
[<books.google.gr/books?isbn=080206860X...> (προσπ. 31/12/2010)].

110
Martin, Wallace. 1986. Recent theories of narrative. Ithaca: Cornell University Press.

II. ΑΡΘΡΑ-ΜΕΛΕΤΕΣ

Adam, Jean-Michel. 1978. «La cohésion des séquences de propositions dans la macro-
structure narrative». Langue française, Vol. 38, n°1, Μay, pp. 101-117. (doi:
10.3406/lfr.1978.6122).
[<http://www.persee.fr/web/revues/home/prescript/article/lfr_0023-
8368_1978_num_38_1_6122> (προσπ. 12/10/2011)].

Bremond, Claude. 1988. «En lisant une fable». Communications, no 47, pp. 41-62.
[<http://www.persee.fr/web/revues/home/prescript/search/?p_p_action=1&> (προσπ.
31/12/2010)].

Bremond, Claude. 1966. «La logique des possibles narratives». Communications, no 8,


pp. 60-76. (doi: 10.3406/comm.1966.1115).
[http://www.persee.fr/web/revues/home/prescript/article/comm_0588-
8018_1966_num_8_1_1115 (προσπ. 31/12/2010)].

Bremond, Claude. 1964. «Le message narrative». Communications, no 4, pp. 4-32.

Bremond, Claude. 1970. «Le rôle de l’influenceur». Communications, nο 16, pp. 60-69.

Bremond, Claude. 2005. «Le texte du récit ou la narrativité du texte». Les Cahiers du
Centre de Recherches Historiques, no 35 (doi: 10.4000/ccrh.3016).
[<http://ccrh.revues.org/3016 > (προσπ. 27/9/2011)].

Carnielli, Efrem, and Fabio Pittarello. 2009. «Interactive stories on the net: a model and
an architecture for X3D worlds».Web3D 2009, Darmstadt, Germany, June 16-17.
[<http://diglib.eg.org/EG/DL/PE/WEB3D09/091-100.pdf.abstract.pdf> (προσπ.
10/10/2011)].

Cavazza, Marc, and David Pizzi. 2006. «Narratology for Interactive Storytelling: A
Critical Introduction». S. Göbel, R. Malkewitz, and I. Iurgel (Eds.): IDSE 2006, LNCS
4326, pp. 72-83.
[ <www-scm.tees.ac.uk/f.charles/publications/.../Cavazza_Pizzi_TIDSE06.pdf> (προσπ.
10/1/2011)].

111
Cerquiglini, Bernard. 1974. «Claude Brémond, Logique du récit». Annales: Économies,
Sociétés, Civilisations, Vol. 29, n° 3, pp. 757-760.
[<http://www.persee.fr/web/revues/home/prescript/article/ahess_0395-
2649_1974_num_29_3_293507_t1_0757_0000_003> (προσπ. 28/9/2011)].

Frasca, Gonzalo. 1999. «Ludology meets Narratology: Similitude and differences


between (video) games and narrative» (Finnish version originally published in
Parnasso#3). Helsinki. [<www.ludology.org> (προσπ. 10/1/2011)].

Noke, Simon Francis. 2011. «Littérature orale africaine et méthodes d’analyse textuelle
occidentale: méthodes structurales formelle et génétique». Αvril 5.
[<http://whisperingsfalls.over-blog.com/article-litterature-orale-africaine-et-methodes-d-
analyse-textuelle-occidentale-methodes-structurales-formelle-et-genetique-
71055090.html > (προσπ. 1/10/2011)].

Rimmon-Kenan, Shlomith. 2006. «Concepts of Narrative». In: Hyvärinen, Matti, Anu


Korhonen, and Juri Mykkänen (eds.). Collegium (Studies across Disciplines in the
Humanities and Social Sciences), Vol. 1 (« he ravelling Concept of Narrative»).
Helsinki: Helsinki Collegium for Advanced Studies, pp. 10–19.
[<http://www.helsinki.fi/collegium/e-
series/volumes/volume_1/001_03_rimmon_kenan.pdf> (προσπ. 10/10/2011)].

Ryan, Marie-Laure. 2009. Narrativity and its modes as culture-transcending analytical


categories. Japan Forum 21(3), pp. 307–323. ISSN: 0955–5803 print/1469–932X online
Copyright 2009 BAJS (Doi: 10.1080/0955580100377371).
[<users.frii.com/mlryan/japantext.pdf> - Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής (προσπ.
10/10/2011)].

Schneider, Daniel K. 1983. Texte et politique 1: Prolégomènes pour l'analyse du texte


narratif en science politique: un examen critique des écoles contemporaines de l'analyse
et de la théorie du récit. Département de science politique, Université de Genève.
[<http://tecfa.unige.ch/tecfa/publicat/schneider/story/node1.html> (προσπ. 31/12/2010)].

Szilas, Nicolas. 2002. «Structural Models for Interactive Drama». In the proceedings of
the 2nd International Conference on Computational Semiotics for Games and New
Media, pp. 22-27. Augsburg, Germany.
[<http://www.stanford.edu/dept/HPS/154/Workshop/SzilasStructural%20Models%20for
%20Interactive%20Drama.pdf > (προσπ. 10/1/2011)].

112
ΙΙI. ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΕΣ

«Analyse de texts». 2006. [<http://asalec.univbiskra.net/analyse_de_textes.pdf > (προσπ.


31/12/2010)].

«La fiction interactive ou le paradoxe de fusionner interactivité et narration». χ.χ.


[<http://expomedias2009.uqam.ca/profs/lcp/dramat/V2/docs/Donikian.pdf> (προσπ.
31/12/2010)].

«La narration interactive». χ.χ. [< http://m2pro.thiel.fr/Narratologie/NRT4.pdf> (προσπ.


31/12/2010)].

«Les Outils d’Analyse du Conte». χ.χ. [<http://www.ac-nancy-


metz.fr/ia54/gtdmaternelle/conte/pdf/outils-analyse.pdf> (προσπ. 10/1/2011)].

Mawaffo Djontu, Estelle-Ariane. 2010. «Structuralisme et critique littéraire».


[ <http://mawaffoariane.kazeo.com/litterature/claude-bremond,a1974493.html> (προσπ.
10/11/2011)].

Onodera, Susumu. χ.χ. «Greimas’s Actantial Model and the Cinderella Story - The
Simplest Way for the Structural Analysis of Narratives». Hirosaki University.
[<http://repository.ul.hirosaki-
u.ac.jp/dspace/bitstream/10129/3788/1/JinbunShakaiRonso_J24_L13.pdf> (προσπ.
10/1/2011)].

Wikipedia. «Narratology». χ.χ. [<http://en.wikipedia.org/wiki/Narratology> (προσπ.


10/1/2011)].

113
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

(Τα Διηγήματα στα Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας


της Α΄ Γυμνασίου)

114
115
116
117
118
119
120
121
122
123
124
125
126
127
128
129
130
131
132
133
134
135
136
137
138
139
140
141
142
143
144
145
146
147
148
149
150
151
152
153
154
155
156
157

You might also like