You are on page 1of 32

ΧΑΛΥΒΕΣ ΟΠΛΙΣΜΟΥ ΣΚΥΡΟΔΕΜΑΤΟΣ

ΚΑΤΑ ΤΟ ΠΡΟΤΥΠΟ ΕΛΟΤ 1421 & ΤΟΝ ΚΤΧ-2007


Θ. Γ. Βουδικλάρης
Πολιτικός Μηχανικός
1. Σκοπός
Σκοπός του παρόντος είναι η γνωριμία του επιβλέποντος μηχανικού με το υλικό και
η παροχή των στοιχείων που αυτός χρειάζεται για τη διαπίστωση ή τον έλεγχο της
ποιότητας και των χαρακτηριστικών του χάλυβα σκυροδέματος (ως υλικού - όχι ως
εργασίας διαμορφώσεως οπλισμού) που θα χρησιμοποιήσει στο έργο του και θα τον
οδηγήσουν στην αποδοχή και παραλαβή του ή στην αιτιολογημένη απόρριψη.

2. Το υλικό
Οι χάλυβες σκυροδέματος, ως υλικό, θα μπορούσαν να χωρισθούν σε δύο μεγάλες
ομάδες.
Στην πρώτη ομάδα θα κατετάσσοντο οι χάλυβες που οφείλουν τις φυσικές ιδιότητες
και τα μηχανικά χαρακτηριστικά τους (τάση διαρροής, τάση θραύσεως, μήκυνση
θραύσεως κλπ.) στη “χημεία” του υλικού, στη σύνθεση του κράματος δηλαδή και τις
αναλογίες των συστατικών του. Στη δεύτερη ομάδα θα κατετάσσοντο οι χάλυβες που
οφείλουν τις ιδιότητές τους σε κάποια κατεργασία (εν θερμώ ή εν ψυχρώ), που δεν
επεμβαίνει στο κράμα και τις αναλογίες των συστατικών του.
Ως γενική παρατήρηση θα μπορούσε να σημειωθεί ότι οι κατεργασμένοι χάλυβες
πετυχαίνουν τις επιδόσεις ή αποκτούν τις επιθυμητές ιδιότητές τους με φθηνότερο τρόπο
(σε σύγκριση με τους χάλυβες “κράματος”), διατρέχουν όμως τον κίνδυνο απώλειας
(προσωρινής ή μόνιμης) των βελτιωμένων ιδιοτήτων τους σε ψηλές θερμοκρασίες και άρα
παρουσιάζουν αυξημένο κίνδυνο και αυξημένη ανάγκη προστασίας έναντι πυρκαγιάς.
2.1 Οι χάλυβες μέχρι χθες
Μέχρι πριν από λίγα χρόνια, ο πιο γνωστός τρόπος διακρίσεως των χαλύβων
σκυροδέματος ήταν (σε συμφωνία και με τους Γερμανικούς Κανονισμούς και τα DIN που
ακολουθούσε η χώρα μας) ο διαχωρισμός τους στις κατηγορίες St I , St III και St IV (η
κατηγορία St II είχε προ πολλού καταργηθεί και “ξεχαστεί”). Οι κατηγορίες St III και St IV
(οι “σκληροί” χάλυβες) διακρίνονταν σε υποκατηγορίες St IIIa , St IIIb και St IVa, St IVb
αντίστοιχα, όπου η ένδειξη a έδειχνε τους φυσικώς σκληρούς χάλυβες ενώ η ένδειξη b
τους εν ψυχρώ κατεργασμένους. Στην κατηγορία St I η τάση διαρροής ήταν 2200 kp/cm2
και η επιτρεπόμενη τάση λειτουργίας 1400 kp/cm2 , στην κατηγορία St III οι αντίστοιχες
τιμές ήταν 4200 kp/cm2 για τη διαρροή και 2400 kp/cm2 για την επιτρεπόμενη τάση και
στην κατηγορία St IV οι τιμές ήταν 5000 kp/cm2 και 2600 kp/cm2 ή 2800 kp/cm2
αντίστοιχα.
Στον Νέο Γερμανικό Κανονισμό Σκυροδέματος του 1972, οι συμβολισμοί
τροποποιήθηκαν σε BSt 22/34 ( για το St I ), BSt 42/50 ( για το St III ) και BSt 50/55 (για
το St IV), όπου ο αριθμητής του κλάσματος έδειχνε το εγγυημένο όριο διαρροής και ο
παρανομαστής το εγγυημένο όριο θραύσεως σε εφελκυσμό, π.χ. για το BSt 22/ 34
έδειχνε όριο διαρροής 2200 kp/cm2 και όριο θραύσεως 3400 kp/cm2. Άλλωστε με τον ίδιο
τρόπο εμφανιζόταν εξ αρχής και προ πολλού χρόνου ο χαρακτηρισμός των χαλύβων
προεντάσεως (ένδειξη διαρροής και θραύσεως).
Αργότερα η ποιότητα, οι διαστάσεις, οι ανοχές και οι λοιπές απαιτήσεις
χαρακτηριστικών που έπρεπε να ικανοποιούνται από τους χάλυβες του οπλισμού
σκυροδέματος που κυκλοφορούσαν στην Ελλάδα, προδιαγράφονταν στα Πρότυπα ΕΛΟΤ-
959 “Χάλυβες Οπλισμού Σκυροδέματος” και ΕΛΟΤ-971 “Συγκολλήσιμοι Χάλυβες Οπλισμού
Σκυροδέματος”, που έγιναν υποχρεωτικά με την υπ΄ αριθμ. Β 21538/2228/ 3-12-1987
(ΦΕΚ 702/Β/4-12-87) Απόφαση του Υπουργού Βιομηχανίας, όπως (ύστερα από διαδοχικές
τροποποιήσεις - καταργήσεις - επαναφορές) διαμορφώθηκε τελικά με την Υπουργική
Απόφαση 15283/Φ7/422/8-8-95 (ΦΕΚ 746/Β/30-8-95). Σύμφωνα με αυτά καθορίστηκαν

1
τρεις κατηγορίες χάλυβα οπλισμού σκυροδέματος με βάση την χαρακτηριστική τιμή του
ορίου διαρροής τους (εμφανούς ή συμβατικού, για παραμένουσα παραμόρφωση 0.2%), ήτοι
οι κατηγορίες S220, S400 και S400s, S500 και S500s, που κάθε μία τους είχε τάση ορίου
διαρροής 220 MPa (2200 kp/cm2), 400 MPa (4000 kp/cm2) και 500 MPa (5000 kp/cm2)
αντίστοιχα.
Η ένδειξη s έδειχνε τους συγκολλήσιμους χάλυβες. Για τον χάλυβα S220 δεν
υπήρχε ιδιαίτερη κατηγορία S220s, ήταν όμως σχεδόν πάντα συγκολλήσιμος. Οι λοιποί
χάλυβες S400 και S500 ήταν επίσης συγκολλήσιμοι, αλλά υπό προϋποθέσεις.
2.2 Οι χάλυβες σήμερα
Σήμερα ισχύει στη χώρα μας, από τον Νοέμβριο του 2006 (5 μήνες μετά τη
δημοσίευση της εγκριτικής Υπ. Αποφ. οικ.9529/645/10.5.2006 - ΦΕΚ 649/Β/24.5.06), το
Πρότυπο ΕΛΟΤ ΕΝ 10080 (που είναι ένα γενικό Πρότυπο - Πλαίσιο, για όλες τις χώρες
της ΕΕ) όπως έχει συμπληρωθεί με τα Πρότυπα ΕΛΟΤ 1421-2 και ΕΛΟΤ 1421-3, που
καλύπτουν τις απαιτήσεις «Εθνικού Κειμένου Προσαρμογής». Το Πρότυπο ΕΛΟΤ 1421-1,
που «μοιάζει να λείπει», ήταν πιστή απόδοση του ΕΝ 10080 και αντικαταστάθηκε στη
σχετική εγκριτική Υπουργική Απόφαση από το Ευρωπαϊκό Πρότυπο, μόλις αυτό εγκρίθηκε. Η
ως άνω Υπ. Απόφαση τροποποιήθηκε με τις Αποφάσεις 13092/843/23-6-2006 (ΦΕΚ
938/Β/18-7-06) και οικ.25535/150/27-10-06 (ΦΕΚ 1881/Β/
29-12-06), με τις οποίες η αποκλειστική διάθεση των νέων χαλύβων ορίστηκε για την 1 –
2 – 2007, ώστε να εξαντληθούν τα προηγούμενα αποθέματα.
Στο Πρότυπο - Πλαίσιο ΕΝ 10080 καθορίζονται γενικές απαιτήσεις για την παραγωγή
του προϊόντος, για το σύνολο των χαρακτηριστικών που πρέπει να εξετάζονται, για τις
συνθήκες ελέγχων και δοκιμών, τα όρια των συστατικών των κραμάτων, τα όρια των
ανεπιθύμητων στοιχείων, τη γεωμετρία των διατομών των νευρώσεων κλπ. Ορίζεται ότι
όλοι οι χάλυβες που χρησιμοποιούνται ως οπλισμός σκυροδέματος είναι
συγκολλήσιμοι.
Ο καθορισμός των κατηγοριών των χαλύβων και των ακριβέστερων μηχανικών τους
χαρακτηριστικών επαφίενται στα Εθνικά Πρότυπα κάθε χώρας. Έτσι, επαφίεται σε κάθε
χώρα το δικαίωμα επιλογής ορίου διαρροής και ολκιμότητας, δεν υπάρχει υποχρέωση για
τα αυτά όρια σε όλες τις χώρες, ούτε υποχρέωση κυκλοφορίας σε κάθε χώρα όλων των
κατηγοριών.
Στο Ευρωπαϊκό Πρότυπο (αναγκαστικά και στο ελληνικό) παρουσιάζεται η
απροσδόκητη «πρωτοτυπία», να διαφέρει ο συμβολισμός των τιμών των διαφόρων
χαρακτηριστικών καταστάσεων ή ιδιοτήτων του χάλυβα (διαρροή, θραύση, μήκυνση κλπ.),
από τον συμβολισμό που ορίζουν οι σχετικοί Ευρωκώδικες (κυρίως ο EC 2). Οι
αντιστοιχίες αναγράφονται στον επόμενο Πίνακα.
Αντιστοιχία Συμβόλων
ΕΝ 10080 ΕC 2
Re Όριο διαρροής fy
Rp0.2 Συμβατικό όριο διαρροής ε = 0,2% fp0.2
Rm Εφελκυστική αντοχή ft
Rm/Re Λόγος τάσεως αντοχής / ορίου διαρροής ft / fy
Agt Μήκυνση στο μέγιστο φορτίο εu
d Ονομαστική διάμετρος Φήd
Εισάγεται στο Πρότυπο αυτό η έννοια της ολκιμότητας, που δεν υπήρχε στα
προηγούμενα ΕΛΟΤ 959 και ΕΛΟΤ 971, και καθορίζονται τρεις κατηγορίες ολκιμότητας, η
χαμηλή ή μικρή (Α), η κανονική ή μέση (Β) και η υψηλή ή μεγάλη ολκιμότητα (C). Ο βαθμός
ολκιμότητας προσδιορίζεται από τη μήκυνση θραύσεως, που μετριέται πια στην περιοχή του
μεγίστου φορτίου και πρέπει να είναι (αδρομερώς) ≥ 2,5% για την κατηγορία «Α», ≥ 5,0%
για την κατηγορία «Β» και ≥ 7,5% για την κατηγορία ολκιμότητας «C». Προσοχή, οι τιμές

2
αυτές των μηκύνσεων δεν είναι συγκρίσιμες προς τις απαιτούμενες από
προηγούμενα Πρότυπα τιμές μηκύνσεων, υπάρχει διαφορά ορισμού.
Στο Εθνικό Πρότυπο (ΕΛΟΤ 1421-2 και ΕΛΟΤ 1421-3) η χώρα μας έχει επιλέξει για
το όριο διαρροής (που ορίζει την κατηγορία του χάλυβα) την τιμή των 500 MPa.
Όλες οι τιμές των μηχανικών χαρακτηριστικών που αναγράφονται στα Πρότυπα
είναι χαρακτηριστικές τιμές, έχουν δηλαδή πιθανότητα 5% να υπολείπονται ή να
υπερβάλλονται.
Η μέση ολκιμότητα (Β) έχει αποκλεισθεί για τους χάλυβες που χρησιμοποιούνται
στην Ελλάδα ως οπλισμός σκυροδέματος (εθνική επιλογή). Η μικρή ολκιμότητα (Α)
επιτρέπεται μόνο για τους χάλυβες τους χρησιμοποιούμενους σε πλέγματα και μόνο μέχρι
τη διάμετρο Φ8 (Πρότυπο ΕΛΟΤ 1421-2). Η σεισμικότητα της περιοχής μας υπεδείκνυε ή
και μας υποχρέωνε για χάλυβες μεγάλης ολκιμότητας, οι οποίοι επιτρέπουν μεγάλες
πλαστιμότητες φερόντων στοιχείων. Έτσι, ο κύριος, ραβδόμορφος οπλισμός αντοχής
που επιτρέπεται να χρησιμοποιείται στην Ελλάδα, είναι κατηγορίας B500C
(Πρότυπο ΕΛΟΤ 1421-3).
O πλήρης χαρακτηρισμός της κατηγορίας του χάλυβα οπλισμού σκυροδέματος γίνεται
με την ένδειξη του ορίου διαρροής σε MPa και της ολκιμότητας (π.χ. B500C). Δεν υπάρχει
πια ανάγκη αναφοράς στη συγκολλησιμότητα, αφού όλοι οι χάλυβες είναι συγκολλήσιμοι.
Δεν υπάρχει υποχρέωση ενδείξεως του τρόπου παραγωγής του χάλυβα, εκτός αν το
ζητήσει ο χρήστης - καταναλωτής. Υπάρχει πάντως διάκριση (και ειδική σήμανση) των
χαλύβων που προέρχονται ή παραδίδονται σε κουλούρα, δεδομένης της
πλαστικοποιήσεως ενός τμήματος της διατομής εκ της κάμψεως – καμπυλώσεως.
Δεν ορίζεται με άμεσο τρόπο κάποια υποχρεωτικώς ελάχιστη τάση θραύσεως. Ο
ορισμός της γίνεται εμμέσως, μέσω του λόγου της τάσεως θραύσεως (ft ή Rm) προς την
τάση διαρροής (fy ή Re). Αυτός ο λόγος πρέπει να είναι μεγαλύτερος του 1,15 για τον
χάλυβα B500C (αλλά μικρότερος του 1,35) και μεγαλύτερος του 1,05 για τον χάλυβα
Β500Α, ώστε να εξασφαλίζεται αξιόλογη ή και σημαντική «κράτυνση» του χάλυβα, να
«ενεργοποιείται» ή υπερστατικότητα του φορέα και η ανακατανομή της εντάσεως, και να
υπάρχει επαρκής προειδοποίηση για την επερχόμενη θραύση. Τόσο οι τιμές του ορίου
διαρροής όσο και οι τιμές της τάσεως θραύσεως υπολογίζονται επί τη βάσει της
ονομαστικής διατομής, πράγμα που απέχει λίγο από την αλήθεια, αλλά θεωρήθηκε ότι
είναι υπέρ της ασφάλειας του έργου και του συμφέροντος του χρήστη.
Το Πρότυπο εκτός από τις υποχρεωτικώς ελάχιστες τιμές που ορίζει για τις
μηχανικές ιδιότητες των χαλύβων, ορίζει και κάποιες μέγιστες τιμές, τις οποίες δεν πρέπει
αυτές να ξεπερνούν, ώστε να μην πραγματοποιούνται υπεραντοχές που θα «αχρήστευαν»
τους ικανοτικούς ελέγχους. Έτσι, για τους χάλυβες με (ονομαστικό, κατώτατο) όριο
διαρροής 500 MPa ορίζεται ανώτατη τιμή (ορίου διαρροής) 625 MPa (ήτοι +25%). Ορίζεται
ακόμα ότι η πραγματική τιμή του ορίου διαρροής (αυτή που μετριέται με δοκίμια στο
εργαστήριο, για συγκεκριμένα δείγματα) δεν πρέπει να είναι μεγαλύτερη από το 25% της
ονομαστικής (των 500 MPa για μας). Παρόμοιος είναι και ο περιορισμός ft / fy ≤ 1,35 για
τον λόγο τάσεως θραύσεως προς τάση διαρροής, που αναφέρθηκε προηγουμένως.
Στα Πρότυπα ΕΛΟΤ 1421-2 και ΕΛΟΤ 1421-3 έχουν τεθεί κάποιες «τιμές επιείκειας»,
για την περίπτωση των στοιχειωδών ελέγχων που δικαιούται να κάνει ο χρήστης, και για
να μην απορριφθούν παρτίδες χαλύβων λόγω μικρών υστερήσεων, που ίσως
διαπιστώνονται κατ’ αυτούς, χωρίς την τήρηση της πλήρους σειράς των ελέγχων που
προβλέπονται για τον έλεγχο της παραγωγής. Έτσι τίθεται ελάχιστη τιμή ορίου διαρροής
475 MPa για την κατηγορία Β500Α και 485 MPa για την κατηγορία B500C.
Στον επόμενο Πίνακα απεικονίζονται ενδεικτικά και πολύ συνοπτικά οι διαφορές
μεταξύ των παληών Προτύπων ΕΛΟΤ 959 και 971 και των νέων ΕΛΟΤ 1421.

ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΠΑΛΑΙΩΝ ΚΑΙ ΝΕΩΝ ΠΡΟΤΥΠΩΝ

3
Μηχανικά Πρότυπα ΕΛΟΤ 959 και ΕΛΟΤ 971 Πρότυπο ΕΛΟΤ 1421
χαρακτηριστικά (παληά - καταργημένα) (νέο – ισχύον)

S220 S400 S500 S400s S500s B500C B500A

Όριο διαρροής Re
220 400 500 400 500 500 500
ή fy (MPa)

έμμεσος έμμεσος
Εφελκυστική
ορισμός μέσω ορισμός μέσω
αντοχή 340 500 550 440 550 του λόγου του λόγου
Rm ή ft (MPa) Rm / Re ή ft / fy Rm / Re ή ft / fy

Ανηγμένη
παραμόρφωση 24 14 12 14 12 Δεν ορίζεται Δεν ορίζεται
A5 ή ε5 (%)

Ανηγμένη
παραμόρφωση στο Δεν Δεν Δεν Δεν Δεν
Agt ≥ 7.5% Agt ≥ 2.5%
μέγιστο φορτίο Agt ορίζεται ορίζεται ορίζεται ορίζεται ορίζεται
ή εsu (%)

Λόγος τάσεων
(MPa) Δεν Δεν Δεν 1.15 ≤ Rm/Re
1.05 1.05 Rm/Re ≥ 1.05
αντοχής/διαρροής ορίζεται ορίζεται ορίζεται Rm/Re ≤ 1.35
R m / Re ή ft / fy

Λόγος πραγματικού
προς ονομαστικό
Δεν Δεν Δεν Δεν Δεν (Re,act/Re,nom)
όριο διαρροής Δεν ορίζεται
ορίζεται ορίζεται ορίζεται ορίζεται ορίζεται ≤ 1.25
(Re,act / Re,nom
ή fy,act / fy,nom)

* οι τιμές των Re , Re,act , Rm ή fy , fy,act , ft στο Πρότυπο ΕΛΟΤ 1421


υπολογίζονται με βάση την ονομαστική διατομή και όχι την πραγματική

Οι νέες κατηγορίες Β500Α και B500C αντιστοιχούν, από πλευράς αντοχής, προς
αυτές των παληών χαλύβων St IV και S500 (αν και υπάρχουν σημαντικές διαφορές στη
σύνθεση των κραμάτων και ακόμα μεγαλύτερες στις μεθόδους παραγωγής, με επίπτωση
κυρίως στην συγκολλησιμότητα και την ολκιμότητα). Άλλωστε πολλοί ονόμαζαν μέχρι προ
ολίγου το S400 και το S500 με τα “παληά” τους ονόματα St III και St IV, ίσως και για τη
διευκόλυνση της συνεννόησης με τους τεχνίτες.
Οι χάλυβες οπλισμού σκυροδέματος παράγονται σε ράβδους κυκλικής ή πρακτικά
κυκλικής διατομής, με ένα από τους παρακάτω τρόπους, ο οποίος συμβολίζεται με τον
παρατιθέμενο συμβολισμό:
ΘΕ-Χ : θερμή έλαση χωρίς παραπέρα κατεργασία
ΘΕ-Θ : θερμή έλαση με άμεση θερμική κατεργασία
ΨΚ-Ο : ψυχρή κατεργασία με ολκή του αρχικού προϊόντος που προέρχονται από
ΨΚ-Σ : ψυχρή κατεργασία με στρέψη του αρχικού προϊόντος θερμή έλαση
Η μέθοδος παραγωγής επιλέγεται από τον παραγωγό, ο οποίος όμως υποχρεούται να
την γνωστοποιήσει στον χρήστη, αν του ζητηθεί. Οι χάλυβες χαρακτηρίζονται πάντως μόνο
από τις φυσικές και μηχανικές τους ιδιότητες, ανεξάρτητα από τη μέθοδο παραγωγής τους.

4
Από πλευράς μορφής επιφανείας, οι χάλυβες μπορούν, κατά το γενικό Πρότυπο ΕΝ
10080, να είναι λείοι, ανάγλυφοι (με εξέχουσες νευρώσεις) ή έγγλυφοι (με κοιλότητες).
Λείοι χάλυβες όμως δεν προβλέπονται και δεν καλύπτονται από τα Πρότυπα ΕΛΟΤ 1421-
2 και 1421-3. Εξ άλλου, έγγλυφοι χάλυβες (με κοιλότητες) δεν επιτρέπονται από τον
ΕΚΩΣ.
Επομένως, μόνο νευροχάλυβες Β500C, με εξέχουσες, ανάγλυφες νευρώσεις,
επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται στη χώρα μας, για φέρουσες κατασκευές. Οι νευρώσεις
έχουν σκοπό τη βελτίωση της ικανότητας συνάφειας - προσφύσεως του χάλυβα στο
σκυρόδεμα, ιδιαίτερα αναγκαίας στις σεισμικές περιοχές, στις οποίες υπάρχει πρόβλημα
απομειώσεως της συνάφειας από την εναλλασσόμενη φόρτιση.
Στα δομικά πλέγματα ο χρησιμοποιούμενος χάλυβας (Β500Α ή Β500C) πρέπει
επίσης να είναι νευροχάλυβας.
Όλοι οι χάλυβες που χρησιμοποιούνται παρουσιάζουν τα εξής χαρακτηριστικά, που δεν
διαφέρουν αισθητά από αυτά του σιδήρου:
* Μέτρο ελαστικότητας : Ε = 200 GPa (2.0 Χ 106 kp/cm2)
* Μέτρο ολισθήσεως (διατμήσεως) : G = 80 GPa (0.8 Χ 106 kp/cm2)
* Μέτρο διογκώσεως : Κ = 165 GPa (1.65 X 106 kp/cm2)
* Λόγο Poisson ν : ν = 0.30 (μεταξύ 0.27 και 0.33)
* Συντελεστή θερμικής διαστολής : α = 12 Χ 10-6 / grad
* Πυκνότητα : d = 7.85 kg/dm3 ή t/m3 ή g/cm3
Οι παραπάνω τιμές είναι οι χρησιμοποιούμενες για πρακτικές εφαρμογές και
ισχύουν για θερμοκρασία περί τους 20 0 C, μεταβαλλόμενες αισθητά υπό την επίδρασή
της (π.χ. τα Ε και G μειώνονται κατά 40% περίπου στους 650 0 C, ενώ ο συντελεστής α
της θερμικής διαστολής αυξάνει κατά 15% περίπου για την ίδια θερμοκρασία). Η μεταβολή
δεν είναι γραμμική.
Στις χαμηλές θερμοκρασίες δεν παρουσιάζεται σημαντική μεταβολή του ορίου
διαρροής και της εφελκυστικής αντοχής, μειώνεται όμως η παραμόρφωση θραύσεως (ο
χάλυβας γίνεται ψαθυρός) με συμπεριφορά που εξαρτάται από τη θερμοκρασία
μετάπτωσης, η οποία είναι μικρότερη από -30 0 C για τους χάλυβες Β500Α και Β500C.
2.3 Άλλα είδη χαλύβων
Στο εμπόριο κυκλοφορεί και ανοξείδωτος χάλυβας ωπλισμένου σκυροδέματος,
εισαγωγής, από κράμα πλούσιο σε Cr και Ni, με νευρώσεις, σε ράβδους και πλέγμα,
κατηγορίας Β500, που είναι δυνατόν να ικανοποιεί τα Πρότυπα ΕΛΟΤ (όχι όμως το
ισοδύναμο σε άνθρακα, που υπερβαίνεται λόγω υψηλής περιεκτικότητας σε Cr και Ni, άρα
ο χάλυβας αυτός δεν κατατάσσεται στους συγκολλήσιμους, κατά τα αναφερόμενα
παρακάτω). Η συγκόλληση αυτών των χαλύβων είναι δυνατή (στη θέση συγκολλήσεως
δημιουργείται πάντα σχετικώς αδύνατο σημείο), απαιτεί όμως ειδική τεχνική και ειδικά
ηλεκτρόδια, τα περιγραφόμενα στο Πρότυπο ΕΛΟΤ δεν είναι τα κατάλληλα. Ακόμα πιο
απαιτητική είναι η συγκόλλησή του με τους άλλους χάλυβες. Η τιμή του ανοξείδωτου
χάλυβα είναι περίπου πενταπλάσια της τιμής του συνήθους και χρησιμοποιείται σήμερα σε
μικρές ή πολύ μικρές ποσότητες, σε περιπτώσεις πολύ διαβρωτικού περιβάλλοντος,
θαλασσίων έργων, συντήρησης - ενίσχυσης μνημείων κλπ. Στο Παράρτημα 3 του νέου
ΚΤΧ-2007 δίδονται περισσότερες πληροφορίες για τους ανοξείδωτους χάλυβες, τις
κατηγορίες τους, την ονοματολογία τους και την αντιστοιχία της Ευρωπαϊκής προς την
Αμερικανική.
Υπογραμμίζεται πάντως η μεγάλη σημασία που δίνεται πλέον, διεθνώς, στην
ανθεκτικότητα των κατασκευών και στην αντοχή του χάλυβα σε διάβρωση, λόγω των
μεγάλων οικονομικών επιβαρύνσεων που έχουν προκύψει (σε όλο τον κόσμο) από την ανάγκη
επισκευής και συντηρήσεως παλαιών έργων. Μεγάλες απαιτήσεις ανθεκτικότητας έχει
επιβάλλει πρόσφατα και το Πρότυπο ΕΝ 206-1, για το οποίον απαιτείται η σύνταξη Εθνικού
Προσαρτήματος πριν τεθεί σε εφαρμογή και στη χώρα μας.

5
Για λόγους ανθεκτικότητας, στην Αμερική, σε περισσότερες από τις μισές Πολιτείες,
επιβάλλεται να χρησιμοποιείται στα δημόσια έργα (γεφυροποιία) αποκλειστικώς χάλυβας
MMFX, που είναι σχεδόν ανοξείδωτος (πολύ ανθεκτικώτερος του συνήθους σε
διάβρωση), και μόνον κατά 80% ακριβώτερος. Ο χάλυβας αυτός δεν υπάρχει ακόμα στην
Ελληνική αγορά, παρουσιάζει όμως σημαντικό ενδιαφέρον εν όψει των υποχρεώσεων
ανθεκτικότητας που επιβάλλει το ΕΝ 206-1, αλλά και λόγω των πολύ δυσμενών
οικονομικών επιπτώσεων (και κινδύνων ασφάλειας) που δημιουργεί η διάβρωση του
χάλυβα, κυρίως στα Δημόσια Έργα.
Ευρεία χρήση γίνεται, επίσης στην Αμερική, χαλύβων με εποξειδική επένδυση ή
επιψευδαργυρωμένων χαλύβων με ή χωρίς πρόσθετη εποξειδική επένδυση, για την
προστασία από τη διάβρωση.
Στα επόμενα δεν θα ασχοληθούμε περισσότερο με αυτούς τους «ειδικούς» χάλυβες
(τον ανοξείδωτο ή τους επενδεδυμένους με οποιονδήποτε τρόπο χάλυβες), των οποίων
πάντως η ύπαρξη και η δυνατότητα χρησιμοποιήσεως σε ειδικές περιπτώσεις, πρέπει να
είναι γνωστή στους μηχανικούς. Θα γίνει όμως ιδιαίτερη αναφορά για τους διάφορους
τρόπους προστασίας του συνήθους χάλυβα από τη διάβρωση.
Γενική Παρατήρηση : Οι χάλυβες οπλισμού σκυροδέματος είναι ένα υλικό δύσκολο,
γενικώς ευαίσθητο, συχνά “δύστροπο”, που αντιδρά στη δική μας συμπεριφορά με τρόπο
μερικές φορές απροσδόκητο, για τον μη γνωρίζοντα. Η θερμότητα, η κακή μηχανική
μεταχείριση, η καμπύλωση, οι κάμψεις και επαναφορές κλπ. μπορούν να επηρεάσουν τις
μηχανικές του ιδιότητες πολύ περισσότερο απ’ όσο θα περίμενε κανείς και ανάλογα με τον
τρόπο παραγωγής του (γι’ αυτό και πρέπει να αποφεύγεται η επανευθυγράμμιση διαμορ-
φωμένων ήδη, με κάμψεις, οπλισμών και, όταν αυτό δεν είναι οικονομικώς εφικτό, θα πρέπει
αυτές οι ράβδοι να θεωρούνται ως “μειωμένης αξιοπιστίας” και να χρησιμοποιούνται ως
κατασκευαστικός, μη φέρων ή δευτερεύων οπλισμός). Για τους λόγους αυτούς, η ακριβής
τήρηση των Προτύπων και των Προδιαγραφών και των κανόνων και στο εργοτάξιο είναι
αναγκαία, ιδιαίτερα όμως αναγκαία είναι αν πρόκειται για τους ελέγχους αποδοχής. Ο
επιβλέπων μηχανικός, ο ελεγκτής μηχανικός, ο πραγματογνώμονας, ο διαιτητής κλπ.
πρέπει να γνωρίζουν (κάτι που ισχύει για όλους τους εργαστηριακούς ελέγχους) ότι ο
έλεγχος πρέπει να γίνεται με απολύτως πιστή τήρηση των σχετικών Οδηγιών, αλλοιώς τα
λαμβανόμενα αποτελέσματα δεν είναι επαρκώς αξιόπιστα.

3. Διαστάσεις - Ανοχές
Οι χάλυβες οπλισμού σκυροδέματος παράγονται σε ράβδους κυκλικής ή πρακτικά
κυκλικής διατομής και παραδίδονται σε ευθύγραμμες ράβδους ή κουλούρες, ανάλογα με
τη διάμετρο και την κατηγορία τους. Κυκλοφορούν επίσης με τη μορφή πλεγμάτων που
συντίθενται από ευθύγραμμες ράβδους. Στο Πρότυπο ΕΛΟΤ 1421 και τον ΚΤΧ-2007
γίνεται διάκριση των προϊόντων που προέρχονται από την ευθυγράμμιση χάλυβα
κουλούρας.
Σε κουλούρες είναι δυνατόν να παραχθούν και να παραδοθούν χάλυβες μέχρι τη
διάμετρο Φ16. Οι κουλούρες παρουσιάζουν το πλεονέκτημα του μεγάλου μήκους
προϊόντος και της αποφυγής των «ρεταλιών» που συνεπάγονται συχνά οι ευθύγραμμες 12-
μετρες και 14-μετρες ράβδοι.
Το μήκος των ευθυγράμμων ράβδων και το βάρος κάθε κουλούρας και οι
αντίστοιχες ανοχές αποκλίσεως, συμφωνούνται μεταξύ παραγωγού και χρήστη. Για τα
τυποποιημένα πλέγματα, οι ανοχές καθορίζονται στο ΕΝ 10080 πργρ. 7.3.5 και στο Κεφ.
6 του ΚΤΧ-2007. Οι ευθύγραμμες ράβδοι έχουν συνήθως (δεν προσδιορίζεται από
κανονιστική διάταξη) στο εμπόριο μήκος 12.0 ή 14.0 m, με ανοχή ± 2,5% (μέχρι 0,30 m
περίπου).
Κατά το Πρότυπο ΕΛΟΤ 1421, οι “ονομαστικές” διάμετροι παραγωγής των χαλύβων
αυτών σε mm είναι οι επόμενες :
5.0 , 5.5 , 6.0 , 6.5 , 7.0 , 7.5 , 8 , 10 , 12, 14 , 16 , 18 , 20 , 22 , 25 , 28 , 32 και 40.

6
Από αυτές τις ονομαστικές διαμέτρους προκύπτουν υπολογιστικά η ονομαστική
διατομή και η ονομαστική μάζα, όπως εμφανίζονται στον Πίνακα 3-1 του ΚΤΧ-2007.
Στον ίδιο Πίνακα δίνονται επακριβώς και οι ανοχές (διατομής, μάζας) που είναι:
± 6% για τις διαμέτρους από 5.0 ως και 8.0 mm
± 4.5% για όλες τις υπόλοιπες
Ο έλεγχος τηρήσεως των ανοχών γίνεται ύστερα από προσδιορισμό της
πραγματικής διατομής, με τρία δοκίμια συνολικού βάρους μικροτέρου των 10 kg, των
οποίων μετριέται ακριβώς το μήκος και η μάζα, και ο μέσος όρος τους συγκρίνεται προς
το θεωρητικό μέγεθος της ονομαστικής διατομής. Αντιθέτως (και όπως έχει ήδη
αναγραφεί) οι τιμές του ορίου διαρροής και της τάσεως θραύσεως υπολογίζονται με βάση
την ονομαστική (όχι την πραγματική) διατομή.
Στους χάλυβες με νευρώσεις το παχύμετρο δίνει εσφαλμένη ένδειξη
διαμέτρου (μικρότερη ή μεγαλύτερη από την πραγματική, ανάλογα με τη θέση
τοποθετήσεώς του), καθώς στη διαμόρφωση και το μέγεθος της ονομαστικής
διατομής μετέχουν και οι νευρώσεις. Σ’ αυτήν την περίπτωση η πραγματική διάμετρος
της ράβδου προσδιορίζεται έμμεσα, από τη μάζα της, ως η διάμετρος που αντιστοιχεί σε
λεία ράβδο κυκλικής διατομής, ίσου μήκους και ίσης μάζας. Η πραγματική διατομή
υπολογίζεται από τη σχέση
Α = 127.4 Χ m/l
όπου Α είναι η πραγματική διατομή σε mm2 , m είναι η μάζα σε gr , l είναι το μήκος του
δοκιμίου σε mm και 127.4 = 1000 / 7.85 .
Σε περίπτωση πραγματογνωμοσύνης και ενσωματωμένων χαλυβδίνων ράβδων,
που δεν μπορούν να ζυγισθούν, μπορεί να μετρηθεί η διάμετρος του κυκλικού πυρήνα για
να συγκριθεί προς τις δηλούμενες από την βιομηχανία παραγωγής του χάλυβα για κάθε
ονομαστική διάμετρο, ώστε να προσδιορισθεί εκείνη η ονομαστική διάμετρος προς την
οποία αντιστοιχεί, λαμβανομένων υπ’ όψη και των επιτρεπομένων ανοχών. Ενδεικτικά και
προσεγγιστικά αναφέρεται ότι η διάμετρος του κυκλικού πυρήνα είναι μικρότερη της
ονομαστικής κατά 0.5 mm στη ράβδο Φ10 και κατά 1 mm στη ράβδο Φ25.

4. Σήμανση - Αναγνώριση
Οι χάλυβες (με νευρώσεις) που κυκλοφορούν πρέπει να δείχνουν τη χώρα
προέλευσης του προϊόντος, το εργοστάσιο (την μονάδα) παραγωγής του και την τεχνική
κατηγορία του χάλυβα. Η ένδειξη γίνεται με το πάχος των νευρώσεων και τον διαφορετικό
τρόπο διάταξης των νευρώσεων στην παράπλευρη επιφάνεια της ράβδου. Οι ελληνικές
βιομηχανίες, εκτός από την υποχρεωτική αυτή σήμανση, χρησιμοποιούν και πρόσθετο
αναγνωριστικό σύμβολο της Εταιρίας παραγωγής (Χ η Χαλυβουργική, ΕΧΘ η
Χαλυβουργία Ελλάδος και SD η Σιδενόρ).
Η προσπάθεια για μια, γενικής εφαρμογής, σήμανση, με τις γλυφές που
δημιουργούνται στην επιφάνεια των ράβδων, έχει ξεκινήσει εδώ και 35 σχεδόν χρόνια, με
τη EURONORM 80-69 και στη συνέχεια με την EURONORM 80-85 και το ENV 10080,
αλλά και το ISO 6935-2: 1991 και το DIN 488.
Γίνεται χρήση τριών ομάδων πλαγίων νευρώσεων A, B και C, που χωρίζονται
μεταξύ τους με μια ενισχυμένη (παχύτερη) νεύρωση και επαναλαμβάνονται ανά
διαστήματα σε όλο το μήκος της ράβδου. Η ομάδα Α (δύο ή τρεις συνεχόμενες παχειές
νευρώσεις) δείχνει μόνο την έναρξη της σήμανσης και την κατεύθυνση ανάγνωσης, η
ομάδα Β τη χώρα προέλευσης και ή ομάδα C την μονάδα παραγωγής. Το σύστημα A, B,
C επαναλαμβάνεται ανά 1,0 ως 1,50 m κατά μήκος της ράβδου.
Η σήμανση της έναρξης γίνεται με δύο ενισχυμένες (παχειές) νευρώσεις στις
ευθύγραμμες ράβδους οπλισμού και με τρεις παχειές νευρώσεις στους χάλυβες που
προέρχονται από κουλούρα, όπως φαίνεται στο παρατιθέμενο σκαρίφημα.

7
Η σήμανση της χώρας προέλευσης (ομάδα Β), γίνεται με τον αριθμό των νευρώσεων
συνήθους πάχους, της παράπλευρης επιφάνειας της ράβδου, και είναι η παρακάτω:
Αυστρία - Γερμανία - Πολωνία - Τσεχία - Σλοβακία : 1 γραμμή \
Βέλγιο - Ολλανδία - Λουξεμβούργο - Ελβετία : 2 γραμμές \\
Γαλλία - Ουγγαρία : 3 γραμμές \\\
Ιταλία - Μάλτα - Σλοβενία : 4 γραμμές \\\\
Βρεττανία - Ιρλανδία - Ισλανδία : 5 γραμμές \\\\\
Δανία - Σουηδία - Νορβηγία - Φινλανδία -
Εσθονία - Λευκορωσία - Λιθουανία : 6 γραμμές \\\\\\
Ισπανία - Πορτογαλία : 7 γραμμές \\\\\\\
Ελλάδα - Κύπρος : 8 γραμμές \\\\\\\\
Άλλες χώρες : 9 γραμμές \\\\\\\\\
Δεν θα πρέπει πάντως να αγνοείται ότι είναι δυνατόν να κυκλοφορούν ακόμα (και για
κάποιο χρονικό διάστημα) χάλυβες, με σήμανση αυτήν που ίσχυε «ανεπισήμως» μέχρι προ
τινος, σύμφωνα με την οποία κατά την EURONORM 80-85, με 8 γραμμές σημαίνεται η
Ελλάδα και η Τουρκία και κατά το ISO 6935-2: 1991 με 8 γραμμές σημαίνονται η Ελλάδα,
η Τουρκία και η Τσεχοσλοβακία.
Οι μονάδες παραγωγής έχουν, σε κάθε χώρα, ένα κωδικό αριθμό. Αν ο αριθμός
αυτός είναι σχετικά μικρός (π.χ. μικρότερος του 10), σημειώνεται με ίσο αριθμό πλαγίων
νευρώσεων στην ομάδα C. Αν είναι αρκετά ή πολύ μεγάλος (π.χ. 38) τότε η ομάδα
υποδιαιρείται εσωτερικά, με μια παχύτερη νεύρωση, σε υποομάδες που ο αριθμός
νευρώσεων κάθε μιας τους, δίνει το αντίστοιχο ψηφίο του κωδικού. Τα πολλαπλάσια του
10 αποφεύγονται ως κωδικοί εργοστασίου. Μονάδες παραγωγής διαφορετικών χώρων,
που έχουν κοινή σήμανση για τη χώρα προέλευσης, έχουν υποχρεωτικά διαφορετική
σήμανση των μονάδων παραγωγής.
Η τεχνική κατηγορία του χάλυβα σημαίνεται και αναγνωρίζεται από τη μορφή και τη
διάταξη των νευρώσεων, καθ’ όλο το μήκος της ράβδου.
Οι χάλυβες με ολκιμότητα Α (Β500Α) σημαίνονται με δύο σειρές πλαγίων νευρώσεων
(μία σε κάθε μισό της παράπλευρης επιφάνειας), της ίδιας φοράς, παράλληλες μεταξύ
τους, όπως φαίνεται στο παρατιθέμενο σκαρίφημα (ανάπτυγμα).
Οι χάλυβες με ολκιμότητα C (B500C) σημαίνονται με δύο σειρές πλαγίων διαδοχικών
νευρώσεων, με αντίθετη κλίση. Σε κάθε σειρά, οι διαδοχικές νευρώσεις έχουν
εναλλασσόμενες γωνίες κλίσεως ως προς τον διαμήκη άξονα της ράβδου, όπως φαίνεται
στο παρατιθέμενο σκαρίφημα.
Συνήθως, χωρίς αυτό να επιβάλλεται από το Πρότυπο, υπάρχουν και δύο
αντιδιαμετρικές νευρώσεις, κατά τον διαμήκη άξονα της ράβδου, που χωρίζουν την
παράπλευρη επιφάνειά της σε δύο ημίσεα. Το ύψος της νευρώσεως αυτής, όταν υπάρχει,
δεν επιτρέπεται να είναι μεγαλύτερο από 0,15Φ. Η διατομή της είναι γενικώς
τραπεζοειδής. Το Πρότυπο δεν προβλέπει δυνατότητα για τρεις διαμήκεις νευρώσεις
(«τρίφατση» ράβδος, με τρεις σειρές εγκαρσίων νευρώσεων).
Στο ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ του ΚΤΧ-2007 παρατίθεται ο Πίνακας Π7-5 που δείχνει τους
Κωδικούς των εργοστασίων, αλλά και τη σήμανση βιομηχανιών που δεν ακολουθούν τον
«Ευρωπαϊκό» τρόπο που προαναφέρθηκε, για τους εισαγόμενους χάλυβες που έχουν
κυκλοφορήσει στην Ελλάδα.

5. Γεωμετρία νευρώσεων
Η γεωμετρία των πλαγίων νευρώσεων έχει σχεδιασθεί με τρόπον ώστε να
εξασφαλίζεται η συνάφεια - πρόσφυση χάλυβα και σκυροδέματος, την οποία προβλέπει ο
Eurocode 2 και στην οποία στηρίζονται οι υπολογισμοί. Οι (μη υποχρεωτικές) διαμήκεις
ραβδώσεις δεν προσφέρουν στη συνάφεια.

8
Στο Πρότυπο και στον ΚΤΧ-2007 ορίζονται τα «περιθώρια» στα οποία πρέπει να
κινούνται οι τιμές των γεωμετρικών χαρακτηριστικών των νευρώσεων, όπως αναγράφονται
στα επόμενα και φαίνονται στα παρατιθέμενα σκαριφήματα.
• Οι νευρώσεις θα είναι ομοιόμορφα κατανεμημένες και σε ίσες αποστάσεις σε όλο το
μήκος της ράβδου
• Οι γωνίες κλίσεως β , β1 , β2 των πλαγίων νευρώσεων ως προς τον διαμήκη άξονα
θα κυμαίνονται μεταξύ 350 και 750
• Οι νευρώσεις θα έχουν το σχήμα μηνίσκου, με μέγιστο ύψος h στην κορυφή από
0,03Φ ως 0,15Φ, μήκος μηνίσκου s1 ή s2 (προβολή σε επίπεδο κάθετο στη ράβδο)
τουλάχιστον ίσο προς 0,375 πdnom και μεταξύ τους απόσταση c από 0,4Φ μέχρι
1,2Φ. Κάθε νεύρωση θα έχει ομαλή συναρμογή προς τον κορμό της ράβδου, τόσο
στα άκρα του μηνίσκου όσο και εγκαρσίως (στα «πρανή» της διατομής του).
• Η νεύρωση θα έχει, κατά την εγκάρσια έννοια, τραπεζοειδή διατομή με άνω βάση b
ίση περίπου προς 0,1Φ και κλίση πλευρών α μεγαλύτερη ή ίση προς 450 , με
καμπύλη συναρμογής προς τον κορμό της ράβδου.
Αν ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά c , β και h δεν ικανοποιεί τις απαιτήσεις, τότε η
ανηγμένη επιφάνεια αR προβολής των νευρώσεων, πρέπει να ικανοποιεί τις τιμές του πιο
κάτω Πίνακα:
Ελάχιστη τιμή της ανηγμένης επιφάνειας αR προβολής των νευρώσεων
Ονομαστική διάμετρος (mm) 5–6 6,5 – 8 10 ≥ 12
αR 0,039 0,045 0,052 0,056

Ο υπολογισμός της ανηγμένης επιφάνειας αR γίνεται με την επόμενη σχέση:

1 m
1 k ∑ AR⋅n⋅ j sin β nj
m j =1
aR =
πd

n =1 cn
p
=
AR ∑h
i =1
s ,i ∆L

είναι η επιφάνεια διαμήκους τομής της νεύρωσης


hs είναι το μέσο ύψος κάθε τμήματος μήκους ΔL μιας πλάγιας νεύρωσης, η οποία
έχει διαχωριστεί σε p μέρη (LR = pΔL)
β είναι η γωνία κλίσης των νευρώσεων ως προς τον άξονα της ράβδου
d είναι η ονομαστική διάμετρος της ράβδου
c είναι η απόσταση των νευρώσεων
k είναι ο αριθμός των σειρών των πλάγιων νευρώσεων
m είναι ο αριθμός των κλίσεων των νευρώσεων σε μία σειρά
n, j, i είναι μεταβλητές άθροισης
Ο έλεγχος της γεωμετρίας των νευρώσεων αλλά και ο υπολογισμός του αR δεν είναι
εύκολος ούτε ακόμα και από το (συνηθισμένο) εργαστήριο (το ΚΕΔΕ και η ΕΒΕΤΑΜ
μπορούν να εκτελέσουν τον έλεγχο). Πολύ περισσότερο, δεν μπορεί να γίνει από την
επίβλεψη στο εργοτάξιο.
Παρά ταύτα, ο επιβλέπων μηχανικός πρέπει να έχει τα μάτια του ανοικτά, ώστε να
διακρίνει την (όχι συχνή) περίπτωση κατά την οποία η φθορά στα ράουλα των ελάστρων,
παράγει χάλυβες για τους οποίους μπορείς να αναρωτηθείς αν είναι ανάγλυφοι ή λείοι, για να
ζητήσει τον εργαστηριακό έλεγχο ή και να αρνηθεί την παραλαβή της παρτίδας.

5. Κόπωση

9
Είναι γνωστό ότι, αν υποβάλλουμε ένα χαλύβδινο δοκίμιο σε σημαντικό αριθμό
κυκλικών μεταβολών τάσεων (εκ των οποίων η μία τουλάχιστον πρέπει να είναι
εφελκυστική), αυτό οδηγείται σε θραύση, για τιμές τάσεων μικρότερες από την τιμή της
τάσεως θραύσεώς του για στατική μονότονη φόρτιση. Η επιφάνεια θραύσεως είναι τότε
χαρακτηριστική (και δείχνει καθαρά ότι η θραύση οφείλεται στην κοπώση), ένα κομμάτι της
διατομής έχει λεία επιφάνεια και το υπόλοιπο έχει επιφάνεια με υφή κοκκώδη.
Ο αριθμός των κυκλικών μεταβολών τάσεως που μπορεί να αντέξει το υλικό και η
στάθμη της τάσεως θραύσεως, εξαρτώνται από το εύρος της διακύμανσης των τάσεων, από
την τιμή της μεγίστης τάσεως (πόσο πλησιάζει την τάση θραύσεως) και από την
συχνότητα μεταβολής του φορτίου.
Στα συνήθη οικοδομικά έργα, στα οποία τα κινητά (ωφέλιμα – μεταβαλλόμενα)
φορτία προκαλούν σχετικώς μικρό μέρος της επιβαλλομένης εντάσεως, δεν εμφανίζονται
προβλήματα κοπώσεως, λόγω μικρού εύρους διακύμανσης της φορτίσεως και λόγω
μικρού πλήθους επαναλήψεώς της. Ακόμα και σε ένα μεγάλο σεισμό, με μεγάλο εύρος
διακύμανσης τάσεων, ο αριθμός κύκλων είναι μικρός, και δεν προκαλούνται φαινόμενα
κόπωσης.
Ενδεχόμενο πρόβλημα μπορεί να προκύψει σε ειδικές κατασκευές (γέφυρες,
γερανογέφυρες, πλωτές κατασκευές, εδράσεις μηχανών, ιστούς σε ανεμοφόρτιση κλπ.), με
μεγάλο εύρος διακύμανσης τάσεων και μεγάλο αριθμό επαναλήψεων, και τότε πρέπει το
φαινόμενο να εξετάζεται.
Θεωρείται (Ευρωκώδικας 1) ότι στα έργα Πολιτικού Μηχανικού, το πλήθος των
κύκλων φόρτισης στο οποίο πρέπει να αντέχει ο χάλυβας δεν επιτρέπεται να είναι
μικρότερο του 2 Χ 106 και δεν απαιτείται να είναι μεγαλύτερο του 10 Χ 106.
Στο Πρότυπο ΕΛΟΤ 1421 και τον ΚΤΧ-2007 ορίζεται ότι έλεγχος κοπώσεως
εφαρμόζεται μόνο στους χάλυβες B500C. Κατ’ αυτά, οι χάλυβες οπλισμού σκυροδέματος
πρέπει να αντέχουν σε πλήθος 2 Χ 106 κύκλους αξονικής εφελκυστικής καταπόνησης
• με τάσεις ημιτονοειδώς μεταβαλλόμενες
• με εύρος διακύμανσης 2σΑ = σmax – σmin = 150 MPa
• με μέγιστη τάση σμαχ = 300 MPa
• με συχνότητα μεταβολής του φορτίου μικρότερη ή ίση προς 200 Hz.
Υποδεικνύεται μήκος δοκιμίου 14Φ και όχι μικρότερο των 140 mm.
Είναι προφανές ότι αν, για κάποιο ειδικό έργο, απαιτείται αντοχή σε κόπωση
μεγαλύτερη από 2 Χ 106, θα πρέπει αυτό να αναγράφεται στα σχέδια και τις
Προδιαγραφές του έργου, και να ζητείται ειδικώς η ικανοποίηση της απαιτήσεως από την
βιομηχανία παραγωγής του χάλυβα, στο Δελτίο Παραγγελίας.
O έλεγχος των πλεγμάτων σε κόπωση θα γίνεται όπως για τις ράβδους, αλλά με
εύρος διακύμανσης 2σΑ = 100 MPa και με δοκίμιο που πρέπει να φέρει τμήμα μιας
εγκαρσίως ηλεκτροσυγκολλημένης ράβδου, στην ελεγχόμενη ράβδο.

6. Απαιτήσεις - Δοκιμές
Δεν επιτρέπεται η παραγωγή χάλυβα οπλισμού σκυροδέματος με επανέλαση
ετοίμων προϊόντων, σιδηροτροχιών, χαλυβδοφύλλων κλπ.
Δεν επιτρέπεται η χρήση οπλισμού που παρουσιάζει στην εξωτερική του εμφάνιση
απολεπίσεις (από σφάλματα ελάσεως), παραμορφώσεις ή αλλοιώσεις, ρωγμές, χαλαρές
πλάκες σκουριάς ή κατάσταση που δείχνει προχωρημένη διάβρωση (αν αφεθεί μια
ράβδος να πέσει στο έδαφος από ένα ύψος π.χ. 1 m και εκτιναχθούν κομμάτια σκουριάς,
θεωρείται η διάβρωση προχωρημένη). Κατά τη διαχείριση του οπλισμού (μεταφορά,
αποθήκευση κλπ.) πρέπει να αποφεύγονται οι μηχανικές βλάβες (εγκοπές) ή πλαστικές
παραμορφώσεις, οι θραύσεις συγκολλήσεων των πλεγμάτων ή των “κλωβών” οπλισμών, οι
ρυπάνσεις που βλάπτουν τη συνάφεια, οι μειώσεις διατομών ή συνάφειας από διάβρωση,
η απώλεια της δυνατότητας αναγνώρισης ή πιστοποίησης του είδους των χαλύβων κλπ.

10
Η κοπή των χαλύβων πρέπει να γίνεται, κατά προτίμηση, με μηχανικά μέσα. Τα
άκρα ράβδων πού έχουν υποστεί κατεργασία εν ψυχρώ με συστροφή, πρέπει να
αφαιρούνται, ιδιαίτερα αν γίνεται συγκόλληση σ’ αυτά τα μη συνεστραμμένα άκρα.
Απαγορεύεται η παραγωγή, κατοχή, πώληση, διακίνηση οπλισμών σκυροδέματος που
δεν ανταποκρίνονται στις κατηγορίες Β500Α και B500C. Η κατηγορία πρέπει να
αναγράφεται στα παραστατικά έγγραφα εμπορίας και διακινήσεως του υλικού (τιμολόγια,
δελτία αποστολής, διασαφήσεις κλπ.).
Τα πιστοποιητικά ελέγχου ποιότητας εκδίδονται από τον ΕΛΟΤ. Οι δειγματοληψίες
ενεργούνται για τους εγχώριους χάλυβες στη μονάδα παραγωγής τους, για τους
εισαγόμενους τρίτων χωρών ή χωρών της AELE (Association Europeene Libre Echanges,
Ευρωπαϊκη Ζώνη Ελευθέρων Συναλλαγών – ΕΖΕΣ), που δεν προσεχώρησαν στην Ε.Ε.,
στα τελωνεία εισαγωγής τους, και για τους χάλυβες χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
στους χώρους αποθηκεύσεώς τους.
Από την παραπάνω υποχρέωση απαλλάσσονται τα προϊόντα που καλύπτονται ήδη
από Σήμα (συμμόρφωσης) Ποιότητας ή συνοδεύονται από Πιστοποιητικό Συμμόρφωσης
(Ποιότητας) που χορηγείται ή εκδίδεται από τον ΕΛΟΤ.
Από τον έλεγχο εξαιρούνται οι χάλυβες που παράγονται σε χώρα της Ευρωπαϊκής
Ένωσης ή της AELE, εφ’ όσον συντρέχουν οι πιο κάτω προϋποθέσεις:
• είναι σύμφωνοι με τα τεχνικά χαρακτηριστικά μιας των τεχνικών κατηγοριών που
αναφέρονται στα Πρότυπα ΕΛΟΤ ΕΝ 10080, ΕΛΟΤ 1421-2 και ΕΛΟΤ 1421-3
• η ανωτέρω συμφωνία πιστοποιείται, σύμφωνα με το ελληνικό σχήμα πιστοποίησης
χαλύβων οπλισμού σκυροδέματος ή άλλο ισοδύναμο σχήμα, από φορέα πιστοποίησης
τρίτου μέρους, ο οποίος είναι διαπιστευμένος από φορέα διαπίστευσης ενός κράτους
μέλους
Υποχρεούνται πάντως να αναγράφουν στα παραστατικά έγγραφα εμπορίας και
διακίνησής τους τις τεχνικές κατηγορίες που αναφέρονται στα Πρότυπα ΕΛΟΤ ΕΝ 10080,
ΕΛΟΤ 1421-2 και ΕΛΟΤ 1421-3.
Ο χρήστης διατηρεί το δικαίωμα να εκτελέσει και εκείνος δοκιμές και ελέγχους που
θα πιστοποιούν την ποιότητα του χρησιμοποιουμένου υλικού, οι έλεγχοι πάντως είναι
έλεγχοι εργαστηρίου και ΔΕΝ μπορούν να γίνουν από τον επιβλέποντα μηχανικό με
πρόχειρα μέσα. Οι αρμόδιες Υπηρεσίες μπορούν επίσης να ενεργήσουν, σε οποιοδήποτε
σημείο της χώρας και σε οποιοδήποτε στάδιο διακίνησης και εμπορίας, αυτεπάγγελτο
δειγματοληπτικό έλεγχο για τη διαπίστωση της πιστότητας του προϊόντος προς τα
χορηγηθέντα πιστοποιητικά ή συνοδευτικά έγγραφα. Σε περίπτωση διαπιστώσεως
αποκλίσεων ή υστερήσεων ή ακαταλληλότητας, ο εισαγωγέας ή ο διαθέτης υποχρεούται
στην επανεξαγωγή ή την καταστροφή του χάλυβα, με έξοδά του.
Η λήψη των προς έλεγχον δοκιμίων γίνεται με τον περιγραφόμενο στο ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
της υπ’ αρ. οικ.9529/645/10-5-2006 Υπ. Απόφασης τρόπο, που είναι πολύ συνοπτικά ο
επόμενος:
Η ελεγχόμενη παρτίδα δεν μπορεί να ξεπερνάει σε μέγεθος τους 100 τόννους και
περιλαμβάνει προϊόντα της ίδιας ποιότητας, της ίδιας ονομαστικής διαμέτρου, από το ίδιο
χυτήριο. Από κάθε παρτίδα λαμβάνονται 15 δοκίμια (60 δοκίμια όπου απαιτείται, κατά τα
επόμενα) από διαφορετικές ράβδους, για τον έλεγχο των μηχανικών ιδιοτήτων, 2 δοκίμια
από διαφορετικές ράβδους για τον έλεγχο της χημικής σύνθεσης τελικού προϊόντος και
(εφ’ όσον πρόκειται για χάλυβα Β500C) 5 δοκίμια από διαφορετικές ράβδους για τη
δοκιμή κόπωσης.
Το μήκος κάθε δοκιμίου θα είναι τουλάχιστον 20d, και πάντως αρκετά μεγάλο ώστε
να διατίθεται τουλάχιστον το μήκος ελέγχου της μήκυνσης θραύσεως, πλέον το
απαραίτητο για τη τοποθέτηση των σιαγόνων της μηχανής ελέγχου. Υποδεικνύεται
ελάχιστο (άνετο) μήκος δοκιμίου 60 cm για τις συνήθεις διαμέτρους, για κάθε δοκιμή, ή
120 cm μήκος δείγματος ώστε να προκύπτουν από το ίδιο τεμάχιο δείγματος και τα δύο

11
δοκίμια για τον έλεγχο εφελκυσμού και τον έλεγχο αναδίπλωσης (το δεύτερο είναι
προτιμώτερο, γιατί η εκτέλεση των δοκιμών σε κομμάτια της ίδιας ράβδου επιτρέπει
μερικές φορές τη συναγωγή χρήσιμων συμπερασμάτων).
Οι έλεγχοι πρέπει να προσδιορίσουν την ικανοποίηση ή όχι των επομένων
ιδιοτήτων, όπως αυτές ομαδοποιούνται στην προμνησθείσα Υπουργική Απόφαση.
Α) Έλεγχος μεταβλητών
α) όριο διαρροής Re ή fy ,
β) λόγος εφελκυστικής αντοχής προς όριο διαρροής Rm / Re ή ft / fy
γ) συνολική ανηγμένη μήκυνση στο μέγιστο φορτίο Agt ή εu
δ) λόγος πραγματικής προς ονομαστική τιμή του ορίου διαρροής Re,act / Re,nom ή
fy,act / fy,nom .
Β) Έλεγχος χαρακτηριστικών ( κατά ΕΛΟΤ ΕΝ 10080 και ΕΛΟΤ 1421-2 και 1421-3)
α) Ικανότητα αναδίπλωσης – Δοκιμή αναδίπλωσης κατά ΕΝ 10080 και ΕΛΟΤ 1421
β) Καταλληλότητα σε κόπωση, κατά ΕΛΟΤ ΕΝ 10080 και ΕΛΟΤ 1421-3
γ) Διαστάσεις – μάζα – ανοχές
δ) Συνάφεια και γεωμετρία νευρώσεων επιφανείας
Γ) Χημική σύνθεση τελικού προϊόντος
Η συγκολλησιμότητα του χάλυβα έχει ως προϋπόθεση την ικανοποίηση των
συγκεκριμένων περιορισμών που φαίνονται στον πιο κάτω Πίνακα, και αφορούν στην τιμή
του ισοδυνάμου του άνθρακος και στην περιεκτικότητα ορισμένων, κρισίμων χημικών
στοιχείων του κράματος
Η τιμή του ισοδυνάμου σε άνθρακα υπολογίζεται από τη σχέση
Ceq = C + 1/6 Mn + 1/5 (Cr + Mo + V) + 1/15 (Ni + Cu)
όπου τα σύμβολα των χημικών στοιχείων υποδηλώνουν την περιεκτικότητά τους επί τοις
εκατό ( % ) κατά βάρος, στο κράμα.
Οι μέγιστες τιμές αυτών των χημικών στοιχείων και του ισοδυνάμου άνθρακα δεν
πρέπει να ξεπερνούν τις τιμές του επομένου Πίνακα.

Μέγιστες επιτρεπόμενες τιμές για τη χημική σύσταση (% κατά βάρος)

Τιμή α
Άνθρακας α Θείο Φώσφορος Άζωτο β Χαλκός
ισοδύναμου
C S P N Cu
Άνθρακα
max max max max max
(Ceq)

Ανάλυση
0,22 0,05 0,050 0,012 0,80 0,50
χυτηρίου
Ανάλυση
0,24 0,055 0,055 0,014 0,85 0,52
προϊόντος
α Επιτρέπεται η υπέρβαση των μέγιστων τιμών για τον άνθρακα κατά 0,03 % κατά βάρος, με την
προϋπόθεση ότι το ισοδύναμο άνθρακα μειώνεται κατά 0,02% κατά βάρος
β Υψηλότερες περιεκτικότητες αζώτου είναι επιτρεπτές εάν υπάρχουν επαρκείς ποσότητες
στοιχείων που δεσμεύουν το άζωτο

Η αξιολόγηση των αποτελεσμάτων κάθε ελέγχου θα γίνεται κατά τον οριζόμενο τρόπο
στην παργρ. 3 του ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΟΣ της υπ’ αριθμ. οικ.9529/645/10-5-2006 Απόφασης, με
τήρηση της μαθηματικής στατιστικής θεωρίας, σύγκριση κάθε επί μέρους τιμής με την
απαίτηση των Προτύπων, υπολογισμό της μέσης τιμής και της τυπικής αποκλίσεως, με

12
ενδεχόμενη αύξηση του αριθμού των δοκιμίων σε 60, και με την εφαρμογή τεθέντων
κριτηρίων συμμόρφωσης.

7. Συγκολλήσεις
Οι χάλυβες είναι όλοι συγκολλήσιμοι ανεξαρτήτως συνθηκών (υπό οιεσδήποτε
συνθήκες) και επομένως η χημική τους σύνθεση ικανοποιεί «από χέρι» τις προαναφερθείσες
απαιτήσεις για το ισοδύναμο του άνθρακος και την περιεκτικότητα των κρισίμων στοιχείων.
Οι τύποι σύνδεσης (σταυρωτά, κατά παράθεση, μετωπικά, με λωρίδες, με άλλα
στοιχεία από συγκολλήσιμο χάλυβα) και ένα πλήθος μεθόδων συγκόλλησης (σημειακή με
ηλεκτρική αντίσταση, ημιαυτόματη σε προστατευτική ατμόσφαιρα CO2 / Ar, με
επενδεδυμένα ηλεκτρόδια, αυτογενής κλπ.) περιγράφονται στον ΚΤΧ-2007 και το
Παράρτημα 4 του Κανονισμού. Εδώ θα αναφερθούν μόνο οι συνηθέστερες.
Όταν μιλούμε για συγκόλληση των χαλύβων οπλισμού σκυροδέματος στο εργοτάξιο,
εννοούμε πάντα ηλεκτροσυγκόλληση. Απαγορεύεται η συγκόλληση με φλόγα οξυγόνου ή
ασετυλίνης, ή με σφυρηλάτηση.
Ο ΚΤΧ-2007 πργρ. 8.5.1 υποδεικνύει ή απαιτεί, οι συγκολλήσεις που γίνονται με το
χέρι ή με ημιαυτόματες μηχανές, να γίνονται από διπλωματούχους συγκολλητές
τουλάχιστον Α΄ τάξεως, επί πλέον πιστοποιημένους για συγκολλήσεις χαλύβων οπλισμού
σκυροδέματος. Σε κάθε περίπτωση ο συγκολλητής, πριν από την έναρξη μιας εργασίας,
πρέπει να αποδεικνύει την ικανότητά του, κατασκευάζοντας δοκίμια με εφαρμογή της
συγκεκριμένης μεθόδου, τα οποία θα ελέγχονται από ειδικευμένο εργαστήριο.
Η εκτέλεση συγκολλήσεων θα αποφεύγεται όταν οι καιρικές συνθήκες είναι δυσμενείς
(βροχή, χιόνι, άνεμος, εξαιρετικά χαμηλή θερμοκρασία κλπ.), εκτός αν ο χώρος καλύπτεται.
Γενικώς, τόσο ο χώρος όσο και οι επιφάνειες που θα συγκολληθούν, πρέπει να
προετοιμάζονται, με απομάκρυνση της υγρασίας, εξασφάλιση γειώσεων, προστασία από
τις διαρροές ηλεκτρικού ρεύματος κλπ.
Οι συγκολλήσεις διακρίνονται σε φέρουσες (που λαμβάνονται υπ’ όψη στον
σχεδιασμό και τον υπολογισμό της φέρουσας κατασκευής και μετέχουν στην αντοχή του
στοιχείου) και μη φέρουσες (που σκοπεύουν στην εξασφάλιση της διάταξης του οπλισμού, τη
συγκράτηση συνδετήρων, την προσωρινή στερέωση οπλισμού, τη δημιουργία κλωβού κλπ.)
και πρέπει πάντα να γίνονται υπό αυστηρή τήρηση των σχετικών μέτρων ασφαλείας, από
τεχνίτες πεπειραμένους και ικανούς. Η συγκόλληση πάντως επηρεάζει δυσμενώς, τοπικά,
την ολκιμότητα του χάλυβα.
Η θέση συγκολλήσεως καλόν είναι να επιλέγεται σε ευθύγραμμο τμήμα της ράβδου. Σε
περίπτωση που πρέπει να γίνει σε περιοχή καμπύλης, είναι σκόπιμο να προηγηθεί η
κάμψη της ράβδου και η συγκόλληση (κατά παράθεση ή μετωπική ή με λωρίδες) να γίνει
σε απόσταση τουλάχιστον 2d από την αρχή της καμπύλης και για τις σταυρωτές σε
απόσταση 4d.
Η ηλεκτροσυγκόλληση καθ’ υπερκάλυψη γίνεται με παράθεση των δύο ράβδων,
ονομαστικής διαμέτρου d, στην απόσταση που επιτρέπουν οι γλυφές (σχεδόν εν επαφή) και
εφαρμογή δύο ραφών συγκόλλησης, μήκους 4d καθεμιάς, με τρόπο που να μένει
ανάμεσά τους διάκενο τουλάχιστον 20 mm ή 2d (το μεγαλύτερο), κατά το Σχήμα 8-4 του
ΚΤΧ-2007. Οι συνδεόμενες ράβδοι επιτρέπεται να είναι διαφορετικής διαμέτρου.
Η εφαρμογή της ραφής ξεκινάει 10 mm από το άκρο της ράβδου (όπως εμφαίνεται στο
παρατιθέμενο σκαρίφημα), με κατεύθυνση από έξω προς τα μέσα (για κάθε τμήμα της και
για τοποθέτηση των ράβδων κατά την οριζόντια έννοια) και γίνεται από τη μία μόνο πλευρά.
Πάντως η αμφίπλευρη συγκόλληση επιτρέπεται από τον Structural Welding Code for
Reinforcing Steel της American Welding Society, και ο ΚΤΧ-2007 την επιτρέπει κατ’
ανοχήν (σχόλια στην πργρ. 8.4.3.1) στις περιπτώσεις που το διατιθέμενο μήκος δεν
επαρκεί για τα μήκη της μονόπλευρης συγκόλλησης. Τα επί μέρους μήκη της αμφίπλευρης
συγκόλλησης θα είναι τότε 2,5d αντί για 4d.

13
Για τοποθέτηση των ράβδων κατά την κατακόρυφη έννοια, η συγκόλληση πρέπει
πάντα να έχει κατεύθυνση εκ των κάτω προς τα άνω.
Παρόμοιες αρχές ισχύουν και για τις άλλες συγκολλήσεις με παράθεση ράβδων (π.χ.
με λωρίδες). Ισχύει και εδώ η «ανοχή» της κατ’ εξαίρεση αμφίπλευρης συγκόλλησης.
Στις μη φέρουσες συνδέσεις το μήκος ραφής δεν πρέπει να είναι μικρότερο από 2dmin.
Για το πάχος της ραφής ο ΚΤΧ-2007 υποδεικνύει dmin/3, που μπορεί να επιτευχθεί σε
ένα πέρασμα (για μικρές διαμέτρους) ή να γίνεται σε περισσότερα «πάσσα» για
διαμέτρους d > 16 mm.
Υπενθυμίζεται σχετικώς η (πρακτική - εμπειρική) υπόδειξη των Συστάσεων
Επισκευών, να καταναλώνεται όγκος ηλεκτροδίου τουλάχιστον 0.5 d3 για μήκος ραφής 5
d. Στην πράξη η συγκόλληση εφαρμόζεται συνήθως με τρόπο που να γεμίζει περίπου το
μεταξύ των ράβδων διάκενο, στα απαιτούμενα μήκη. Φυσικά ισχύει πάντα η απαίτηση για τις
συγκολλήσεις σιδηρών κατασκευών (που συνήθως υπερκαλύπτεται άνετα από την
προηγούμενη υπόδειξη και την επικρατούσα συνήθεια, ακόμα και όταν η μηχανική αντοχή
του υλικού του ηλεκτροδίου είναι λίγο μικρότερη από την αντοχή του χάλυβα των
συγκολλουμένων ράβδων), να μπορεί η ραφή να αναλάβει τη συνολική δύναμη
εφελκυσμού, όπου ως επιφάνεια ραφής θεωρείται το άθροισμα Σ(ali), όπου a το πάχος
της ραφής και li τα επί μέρους (παράλληλα προς την εφελκύουσα δύναμη) μήκη, για τάση
μικρότερη από την επιτρεπόμενη τάση διατμήσεως.
Η μετωπική ηλεκτροσυγκόλληση εκτελείται μόνο σε ράβδους με ονομαστική διάμετρο d
ίση ή μεγαλύτερη των 16 mm (κατά προτίμηση μεγαλύτερη των 20 mm – Ευρωκώδικας ΕΝ
1992-1-1). Τα προς συγκόλληση άκρα κόβονται έτσι ώστε να αποκτήσουν σχήμα άκρου
κατσαβιδιού και φέρονται σε απόσταση 2 - 3 mm περίπου. Το ενδιάμεσο γεμίζει με
διαδοχικές στρώσεις κολλήσεως (κορδόνια ή πάσσα), κατά τον εμφαινόμενο τρόπο στο
Σχήμα 8-2 του ΚΤΧ-2007. Επιτρέπεται η μετωπική συγκόλληση ράβδων διαφορετικής
διαμέτρου, αλλά η εκκεντρότητα στη διατομή συγκόλλησης δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το
0,1 dmin. Στη θέση συγκόλλησης η διάμετρος μπορεί να φθάσει μέχρι 1.2 dmin.
Για τη συγκόλληση πρέπει να χρησιμοποιηθούν ηλεκτρόδια με επένδυση όξινη,
διοξειδίου του τιτανίου (ρουτιλίου) ή με επένδυση βασική, με χαρακτηριστικά ανάλογα με
εκείνα του βασικού μετάλλου (το Πρότυπο εννοεί τα μηχανικά χαρακτηριστικά, όχι
σύνθεσης κράματος) και με διάμετρο ηλεκτροδίων που καθορίζεται από τη διάμετρο των
συνδεομένων ράβδων, ως εξής : για Φ5 ως Φ10 - ηλκτρδ. 2 mm, για Φ12 ως Φ14 -
ηλκτρδ. 2.5 mm , για Φ16 ως Φ20 - ηλκτρδ. 3.25 mm και για Φ22 και άνω - ηλκτρδ. 4 ως 5
mm. Με απλά λόγια, τα πιο εύκολα, τα πιο ενδεδειγμένα ηλεκτρόδια για συγκόλληση
ράβδων κατά παράθεση (την λιγώτερο απαιτητική), είναι αυτά του ρουτιλίου, που όμως
ως υλικό συγκολλήσεως ίσως δεν φτάνουν πάντα την αντοχή των χαλύβων Β500 (το όριο
διαρροής του υλικού τους δεν επιτρέπεται πάντως να είναι μικρότερο από 355 MPa - KTX
8.4.1). Ακόμα καλύτερα και πιο σίγουρα ως υλικό, πολύ καταλληλότερα (και ίσως κατ’
αποκλειστικότητα) για μετωπική συγκόλληση, αλλά και πολύ απαιτητικώτερα σε ποιότητα
εργασίας, είναι αυτά που η “πιάτσα” ονομάζει βασικά ηλεκτρόδια (καθόλου ακριβά, με
μικρές απαιτήσεις εντάσεως ηλεκτρικού ρεύματος), που έχουν όμως την πρόσθετη ανάγκη
να είναι «ξερά», χωρίς υγρασία.
Τα παραπάνω θα πρέπει να θεωρηθούν ισχύοντα κυρίως για τους χάλυβες που
προδιαγράφονται στα Πρότυπα ΕΛΟΤ ΕΝ 10080 και ΕΛΟΤ 1421. Πιθανές συγκολλήσεις
μεταξύ των χαλύβων αυτών με τους παληούς χάλυβες St I, St III και St IV, ή ακόμη S220,
S400, S500 που η ανάγκη τους είναι δυνατόν να προκύψει σε περιπτώσεις προσθηκών,
ενισχύσεων κλπ., προδιαγράφονται στον ΚΤΧ-2007 πργρ. 8.6 (υποδείξεις γίνονται και στο
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 7), και η λεπτομερής περιγραφή του τρόπου, της μεθοδολογίας και των υλικών
εκτελέσεώς τους ξεπερνάει τους στόχους του παρόντος. Για τη στοιχειώδη μόνο ενημέρωση
του αναγνώστη σημειώνεται:
α) Η τεχνική που θα εφαρμοστεί εξαρτάται από την περιεκτικότητα του χάλυβα σε C και
από το ισοδύναμο σε άνθρακα Ceq , που διαπιστώνονται φασματοσκοπικά

14
β) Η συγκόλληση καλόν είναι να γίνεται μόνο με παράθεση, όχι μετωπικά
γ) Η αντοχή της μπορεί να ανταποκρίνεται στη φέρουσα ικανότητα του ισχυρότερου από
τους συγκολλούμενους χάλυβες, που όμως σε εκείνη τη θέση θα θεωρείται στους
υπολογισμούς ως χάλυβας της κατώτερης, εκ των δύο, κατηγορίας
δ) Η πιθανώς απαιτούμενη επανευθυγράμμιση της παληάς ράβδου θα γίνεται μόνο με
σύγχρονη, προσεγμένη θέρμανσή της, ακόμα και αν πρόκειται για St I ή S220,
με κανόνες, τρόπους και προδιαγραφές που χρειάζονται ιδιαίτερη αναφορά.
ε) Η συγκόλληση θα γίνεται ύστερα από προθέρμανση των ράβδων (κάτω από 350
0
C), ώστε να επιβραδύνεται η απόψυξη.
Εξ άλλου είναι γνωστό ότι η σύνδεση διαφορετικών μετάλλων - που μπορεί να μην είναι
συγκόλληση - δημιουργεί γενικώς ευαίσθητες περιοχές λόγω φαινομένων ηλεκτρολύσεως.
Η ηλεκτροσυγκόλληση σταυρωτά γίνεται χωρίς προετοιμασία (δεν αφορά αυτήν που
γίνεται στο εργοστάσιο για την κατασκευή των πλεγμάτων), συνήθως για τη βελτίωση της
αγκύρωσης, και πρέπει τότε να μπορεί να αναλάβει δύναμη ίση προς 0.3 fykAs (Καν.
Σκυροδ. 3.1.5). Γενικά οι λοιπές συγκολλήσεις (σημειακή με ηλεκτρική αντίσταση, σε
ατμόσφαιρα αδρανούς αερίου κλπ.), γίνονται κατά τις υποδείξεις των κατασκευαστών των
μηχανών συγκόλλησης.
Σε όλους γενικώς τους τύπους συγκολλήσεων, η επαναφορά της θερμοκρασίας της
περιοχής συγκολλήσεως στη θερμοκρασία περιβάλλοντος πρέπει να είναι ήπια. Για τον
λόγο αυτόν η συγκόλληση είναι καλύτερη όταν δεν γίνεται σε περιβάλλον πολύ χαμηλής
θερμοκρασίας (π.χ. κάτω του μηδενός). Η απότομη ψύξη με κατάβρεγμα (για να
«ατσαλώσει» κατά την λαϊκή αντίληψη ή για να αποφευχθεί ο κίνδυνος
εγκαύματος), αποτελεί μικρό τεχνικό έγκλημα και επομένως απαγορεύεται.
Το ΠΔ 95/78 «Περί μέτρων υγιεινής και ασφαλείας των απασχολουμένων εις
εργασίας συγκολλήσεων» (ΦΕΚ 20/Α/17-2-1978) είναι το ειδικό νομοθέτημα Ασφάλειας
Εργαζομένων, που αφορά τους συγκολλητές και, πολύ συνοπτικά, περιλαμβάνει τις
απαιτήσεις για τα μέσα ατομικής προστασίας, την προστασία από το ηλεκτρικό ρεύμα και
τις ακτινοβολίες, την αποφυγή των κινδύνων πυρκαγιάς, ατυχημάτων κλπ.

8. Πλέγματα
Κατά τον ΚΤΧ-2007, ως πλέγμα ή ηλεκτροσυγκολλημένο πλέγμα ονομάζεται ένα
επίπεδο «φύλλο», αποτελούμενο από χαλύβδινες ράβδους, της αυτής ή όχι τεχνικής
κατηγορίας, της αυτής ή όχι διαμέτρου, του αυτού ή διαφόρου μήκους, διασταυρούμενες και
ηλεκτροσυγκολλημένες υπό ορθήν γωνίαν. Η ηλεκτροσυγκόλληση θα γίνεται αποκλειστικά
στο εργοστάσιο, και οι χρησιμοποιούμενες ράβδοι μπορούν να είναι ευθύγραμμες ή
ευθυγραμμισμένες από κουλούρα. Το πεδίο εφαρμογής διαμέτρων και τεχνικής
κατηγορίας ορίζεται στον Πίνακα 3-1 του ΚΤΧ-2007, ο χάλυβας Β500Α μπορεί να
χρησιμοποιηθεί μέχρι τη διάμετρο Φ8.
Ειδικώτερα, ως δομικό πλέγμα ονομάζεται το πλέγμα του οποίου οι διαμήκεις και οι
εγκάρσιες ράβδοι είναι της αυτής τεχνικής κατηγορίας, από νευροχάλυβες, με
προκαθορισμένη σχέση διαμέτρων, αποστάσεων και μήκους ράβδων, ικανό να παραλάβει
φορτία και κατά τις δύο διευθύνσεις. Οι διάμετροι των ράβδων των δύο διευθύνσεων
πρέπει να ικανοποιούν τη σχέση dmin ≥ 0,6dmax . Δεν προβλέπονται «δίδυμες» ράβδοι
κατά την μία διεύθυνση.
Τυποποιημένο δομικό πλέγμα, είναι το πλέγμα που παράγεται σύμφωνα με
καθορισμένα μορφολογικά χαρακτηριστικά, και επομένως είναι διαθέσιμο σε απόθεμα. Μη
τυποποιημένο δομικό πλέγμα, είναι το πλέγμα που κατασκευάζεται κατά τη συμφωνία
παραγωγού και χρήστη, για να ικανοποιεί συγκεκριμένες ανάγκες του χρήστη για τον οποίον
προορίζεται.
Πλέγμα ειδικού τύπου, είναι το κατασκευαζόμενο σύμφωνα με τις απαιτήσεις του
χρήστη. Συνήθως έχει ράβδους «αντοχής» Β500C κατά τη μία διεύθυνση και ράβδους από

15
συγκολλήσιμο χάλυβα (ενδεχομένως λείες και διαφορετικής κατηγορίας) κατά την άλλη
διεύθυνση, που χρησιμεύουν μόνο για τη συγκράτηση των ράβδων της κύριας διεύθυνσης
(στο εμπόριο κυκλοφορούν ως «μανδύας», «ρομποτάκι» ή και με άλλα ονόματα).
Η αποσύνδεση των ράβδων στα σημεία συγκόλλησης δεν γίνεται αποδεκτή. Η
αντοχή των «κόμβων» σε διάτμηση, για τα δομικά πλέγματα, πρέπει να είναι μεγαλύτερη από
0,25fy,nomA, όπου fy,nom είναι η ονομαστική τιμή του ορίου διαρροής του χάλυβα (500MPa),
και Α είναι η ονομαστική διατομή της ράβδου με τη μεγαλύτερη διάμετρο.
Όταν οι εγκαρσίως συγκολλημένες ράβδοι λαμβάνονται υπ’ όψη στον υπολογισμό της
αγκύρωσης, τότε η συγκόλληση πρέπει να αντέχει σε δύναμη 0,3fy,nomΑ (ΕΚΩΣ 3.1.5).

9. Ανθεκτικότητα – Διάβρωση
Σήμερα η διάβρωση του χάλυβα, του ενσωματωμένου σε παλαιότερες κατασκευές
σκυροδέματος, αποτελεί παγκόσμιο πρόβλημα, καθώς, στις περιπτώσεις που το έργο
βρίσκεται σε δυσμενείς περιβαλλοντικές συνθήκες, έχουν δημιουργηθεί σοβαρά
προβλήματα στατικής αντοχής του φορέα, λόγω διαβρώσεως του οπλισμού. Και η
επισκευή – ενίσχυση είναι δύσκολη και δαπανηρή.
Το Ευρωπαϊκό Πρότυπο ΕΝ 206-1 κατατάσσει τις περιβαλλοντικές συνθήκες
(δράσεις) στις εξής 6 Κατηγορίες Έκθεσης (σε διαβρωτικούς παράγοντες), κατά αύξουσα
διαβρωτικότητα: (ΧΟ) χωρίς κίνδυνο, (ΧC) κίνδυνος ενανθράκωσης, (XD) διάβρωση
λόγω χλωριόντων εκτός θαλασσίων, (XS) χλωριόντα θαλασσινού νερού, (XF) δράση
ψύξης - απόψυξης, (ΧΑ) χημική προσβολή. Κάθε κατηγορία μπορεί να υποδιαιρείται σε
υποκατηγορίες (π.χ. XC1, XC2, XC3, κλπ.) ανάλογα με τις συνθήκες που καθορίζουν την
ένταση της προσβολής. Για κάθε μια τους ορίζει τις απαιτήσεις ανθεκτικότητάς της, για
χρονικό διάστημα που εξαρτάται από τη χρήση και την σπουδαιότητά κάθε κατασκευής
(βοηθητικά κτίρια, κατοικίες, νοσοκομεία, μουσεία κλπ.). Επαφίεται σε κάθε χώρα να
προσδιορίσει, με το Εθνικό Προσάρτημα, σε ποια περιβαλλοντική συνθήκη (δράση)
βρίσκεται κάθε γεωγραφική (ή άλλης διακρίσεως) περιοχή της και με ποιο τρόπο θα
ικανοποιήσει τη σχετική απαίτηση ανθεκτικότητας.
Μέχρις εγκρίσεως του Εθνικού μας Προσαρτήματος, ισχύουν οι απαιτήσεις του
Κανονισμού Τεχνολογίας Σκυροδέματος ΚΤΣ-97 (με μερικές παραλλαγές, πργρ. 12.7), για
ελάχιστη περιεκτικότητα 330 kg τσιμέντου ανά κυβικό μέτρο σκυροδέματος, μικρό λόγο
Ν/Τ νερού – τσιμέντου κλπ., για κατασκευές που βρίσκονται σε παραθαλάσσιες περιοχές,
ήτοι σε απόσταση μέχρις 1 km από τη θάλασσα.
Η ευπάθεια των χαλύβων σε διάβρωση επηρεάζεται ή εξαρτάται από τη μέθοδο
παραγωγής τους, αλλά και από την εντατική τους κατάσταση – οι χάλυβες Tempcore (ΘΕ-
Θ) και οι χάλυβες υπό ένταση είναι περισσότερο ευάλωτοι.
Η διάβρωση μπορεί να είναι κατανεμημένη στην επιφάνεια της ράβδου ή να έχει την
μορφή βελονισμού.
Η προστασία του χάλυβα από τη διάβρωση πρέπει να αρχίζει από της παραγωγής του
στο εργοστάσιο και να συνεχίζεται κατά την μεταφορά και την απόθεσή του στο εργοτάξιο,
ή την αποθήκευσή τους στη «μάντρα». Ιδιαίτερα μεγάλη είναι η ανάγκη προστασίας όταν
η μεταφορά γίνεται δια θαλάσσης (με τον κίνδυνο διαβροχής τους με θαλασσινό νερό) ή
όταν παραμένουν στον χώρο αποθέσεως ή αποθηκεύσεως για μεγάλο χρονικό διάστημα,
ενδεχομένως σε παραθαλάσσια περιοχή ή σε λασπώδες έδαφος ή με τον κίνδυνο
ρυπάνσεως με ασβεστούχα κονιάματα, ή με οξέα, λάδια, ασφαλτικά κλπ.
Μερικές φορές, ο επιβλέπων μηχανικός αντιμετωπίζει το ερώτημα αν πρέπει να
αποδεχτεί τα «σίδερα» που του έφεραν στο εργοτάξιο ή να τα επιστρέψει ως διαβρωμένα, και
με ποια κριτήρια. Σε μερικές, πολύ λίγες, περιπτώσεις ένας νεαρός, άπειρος μηχανικός
ανησυχεί ακόμα και όταν ο οπλισμός έχει χρώμα «καφετί» και όχι «ασημί».
Είναι βέβαιο ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί διαβρωμένος (και δεν μπορεί να γίνει ούτε
σκέψη για την απόρριψή του) ο χάλυβας που έχει απλώς χρώμα καφετί. Αυτή η αρχή
οξειδώσεως μάλιστα, προκαλεί μια βελτίωση της προσφύσεως, που ίσως είναι επιθυμητή.

16
Άλλωστε ο εγκιβωτισμένος στο σκυρόδεμα χάλυβας, αυτής της καταστάσεως, υφίσταται
αναγωγή (το αντίστροφο της οξειδώσεως) στο αλκαλικό περιβάλλον του σκυροδέματος.
Αν γίνει αποκάλυψή του ύστερα από κάποιο χρονικό διάστημα λίγων μηνών, ο χάλυβας
που τοποθετήθηκε με χρώμα καφετί, θα έχει πλέον χρώμα ασημί.
Σοβαρή διάβρωση έχει ο χάλυβας μιας ράβδου, αν την αφήσουμε να πέσει από το
ύψος 1,0 m περίπου, και εκτιναχθούν από αυτήν κομμάτια «σκουριάς». Ο ΚΤΧ-2007 (πργρ.
10.2) δίνει ακριβέστερα στοιχεία για την εκτίμηση του βαθμού διαβρώσεως του χάλυβα, με
βάση το ποσόν των προϊόντων διάβρωσης ανά m2 της επιφανείας της ράβδου.
Επιλέγονται, στην περίπτωση αυτή, οι πιο διαβρωμένες περιοχές των ράβδων, και
αποκόπτονται έξι δείγματα ελαχίστου μήκους 0,25m, με προσπάθεια να μην
απομακρυνθούν (και δεν ληφθούν υπ’ όψη) τεμάχια του προϊόντος της διαβρώσεως. Κάθε
δοκίμιο ζυγίζεται με ακρίβεια 0,01gr, καθαρίζεται πλήρως (με χημικό τρόπο, στο εργαστήριο)
και ξαναζυγίζεται. Αν η μέση τιμή της διαφοράς βάρους (το διαβρωμένο υλικό) των έξι
δοκιμίων, αναγόμενη στο μέγεθος της παράπλευρης επιφάνειας της ελεγχομένης ράβδου,
δίνει τιμή μικρότερη από 300 gr/m2, τότε ο χάλυβας μπορεί να χρησιμοποιηθεί. Αν τιμή είναι
μεγαλύτερη από 300 gr/m2, τότε πρέπει να ερευνηθεί το ενδεχόμενο της ύπαρξης
βελονισμών.
Βελονισμός (pitting) είναι μια ειδική μορφή διάβρωσης, που εμφανίζεται τοπικά,
επιλεκτικά, στην επιφάνεια του μετάλλου, με τη μορφή τοπικής εγκοπής. Η εγκοπή
δημιουργεί κίνδυνο ψαθυρής θραύσεως, αν το βάθος της ξεπερνάει ένα κρίσιμο μέγεθος, το
οποίον (επί του παρόντος) δίνεται από την ημιεμπειρική σχέση hcrit = 0,125(√d – 1), όπου d
είναι η διάμετρος της ράβδου σε mm και hcrit το κρίσιμο βάθος βελονισμού σε mm. Ο
έλεγχος του βάθους γίνεται σε τρεις θέσεις και αν, στη μία μόνο, το βάθος βελονισμού
ξεπερνάει το κρίσιμο, η παρτίδα απορρίπτεται.
Αν διαπιστωθεί η ύπαρξη βελονισμού, αλλά το βάθος του είναι μικρότερο από το
κρίσιμο, τότε ο χάλυβας μπορεί να χρησιμοποιηθεί, αφού πρώτα γίνει μηχανικός
καθαρισμός του (π.χ. αμμοβολή), και αφού ληφθεί υπ’ όψη (για την προστασία του ως
εγκιβωτισμένου στο σκυρόδεμα), ότι ο χάλυβας αυτός θα παρουσιάζει μεγαλύτερη
ευαισθησία και ταχύτερους ρυθμούς διάβρωσης από τον συνηθισμένο.
Οι χάλυβες, μετά τον οποιονδήποτε καθαρισμό τους από τα προϊόντα διάβρωσης,
πρέπει να ικανοποιούν τις απαιτήσεις της γεωμετρίας των νευρώσεων.
Χάλυβες που είναι εκτεθειμένοι στο ύπαιθρο, για περισσότερους από έξι μήνες, χωρίς
προστασία, πρέπει να ελέγχονται πριν από τη χρήση τους. Διαμορφωμένοι χάλυβες, που
δεν διατηρούνται προστατευμένοι, πρέπει να χρησιμοποιούνται εντός διμήνου.
Εκτός όμως από αυτούς τους ελέγχους και τη φροντίδα προστασίας κατά τη
διακίνηση και τη διαμόρφωση, ο χάλυβας πρέπει να προστατευθεί από τη διάβρωση και
μετά την ενσωμάτωσή του στο σκυρόδεμα. Και πρέπει να λαμβάνεται υπ’ όψη ότι οι
απολεπίσεις, πληγές, παραμορφώσεις κλπ. επιταχύνουν τη διάβρωση.
Είναι βέβαιο ότι η καλύτερη λύση ενός προβλήματος είναι η κατάργησή του. Και
βέβαια η ανάγκη προστασίας του χάλυβα από τη διάβρωση καταργείται, όταν ο χάλυβας είναι
ανοξείδωτος.
Αντίστοιχα, η ανάγκη μειώνεται σημαντικά όταν ο χάλυβας είναι, από τη σύστασή
του, ανθεκτικώτερος του κοινού στη διάβρωση, ή προστατεύεται επιφανειακώς με
επένδυση κραμάτων ψευδαργύρου, ή ανοξείδωτου χάλυβα ή εποξειδικής ρητίνης, ή άλλου
δόκιμου υλικού, όπως αναφέρθηκαν στην παράγραφο 2.3 του παρόντος. Οι επενδύσεις
αυτές ενδεχομένως είναι ευαίσθητες στις κάμψεις, και ασφαλώς δεν αντέχουν στη
θερμοκρασία συγκόλλησης, γι’ αυτό απαιτείται τοπική επέμβαση – αποκατάσταση αν
εκτελεστεί συγκόλληση.
Στις συνήθεις κατασκευές, με κοινούς χάλυβες, καλείται το σκυρόδεμα που
περιβάλλει τον οπλισμό να τον προστατεύσει από τη διάβρωση. Αυτό γίνεται με την
δημιουργία ενός υμένα οξειδίων που περιβάλλει προστατευτικά τον χάλυβα, και που

17
οφείλεται στο αλκαλικό περιβάλλον που δημιουργεί το σκυρόδεμα, υπό την προϋπόθεση ότι
εξακολουθεί να διαθέτει (οριακά) pH > 9,5 (όσο μεγαλύτερο τόσο καλύτερα).
Η διάβρωση αρχίζει, όταν ο υμένας αυτός διαρραγεί ή καταστραφεί, από τα
χλωριόντα που θα καταφέρουν να διαπεράσουν την, εκ σκυροδέματος, στρώση της
επικαλύψεως του οπλισμού. Η μείωση της διαπερατότητας αυτής της στρώσεως (και άρα η
βελτίωση της προστασίας) μπορεί να επιτευχθεί με αύξηση του πάχους της, με μείωση της
αναλογίας του νερού, με τη χρήση προσθέτων, με αύξηση της περιεκτικότητας τσιμέντου,
με αύξηση της αντοχής, με πολύ καλή συμπύκνωση και συντήρηση, με χρήση αναστολέων
διάβρωσης. Η επίχριση του σκυροδέματος με ασβεστούχο κονίαμα (καλύτερα με την
παληά μέθοδο, με το χέρι) ή η επίχρωση με στεγανοποιητικά υλικά, οργανικά ή ανόργανα,
(ακρυλικά, εποξειδικά, υδρύαλο κλπ.) βελτιώνουν την προστασία.
Το ελάχιστο πάχος επικαλύψεως του οπλισμού προσδιορίζεται από τον Κανονισμό
Πυροπροστασίας, προσωρινώς δε και από τον ΕΚΩΣ (αναλόγως κατηγορίας περιβάλλοντος, ήτοι
ελάχιστα – μέτρια διαβρωτικού – παραθαλάσσιου – πολύ διαβρωτικού, αλλά και αναλόγως
διαμέτρου ράβδων), μέχρις εφαρμογής του ΕΝ 206-1 και του σχετικού Εθνικού
Προσαρτήματος. Υποδεικνύεται, η επικάλυψη των οπλισμών στους στύλους να μην είναι
ποτέ μικρότερη από 3cm. Για πάχη επικαλύψεως μεγαλύτερα από 5cm απαιτείται
επιδερμικός οπλισμός.
Σε ειδικές κατασκευές, υψηλών λειτουργικών απαιτήσεων ή απαιτήσεων μεγάλης
διάρκειας ζωής, εφαρμόζεται συνήθως (ολοένα και συχνότερα) η μέθοδος της καθοδικής
προστασίας του εγκιβωτισμένου χάλυβα.
Η οξείδωση – διάβρωση του χάλυβα είναι αποτέλεσμα μιας σύνθετης ηλεκτροχημικής
αντίδρασης στην οποία, συνήθως, ο χάλυβας αναλίσκεται ως άνοδος σε μια ηλεκτρολυτική
διαδικασία, στη οποία συμμετέχουν (και είναι απαραίτητα) το οξυγόνο και η ηλεκτρική
αγωγιμότητα του σκυροδέματος (την οποία γενικώς εξασφαλίζει το νερό των πόρων). Η
συνθετότητα και πολυπλοκότητα του φαινομένου είναι πάρα πολύ μεγαλύτερη, καθώς
μικρά, «τοπικά» γαλβανικά στοιχεία (μικροστοιχεία) μπορούν να σχηματισθούν πάνω στη
ίδια ράβδο, για διαφορετικές αιτίες σε κάθε θέση, όπως είναι η ύπαρξη εγκοπών στον
χάλυβα, ή διαφοράς βαθμού οξειδώσεως, ή επαφής με άλλο μέταλλο, ή διαφοράς
υγρασίας στο περιβάλλον σκυρόδεμα, ή ακόμα λόγω μικρών ανομοιομορφιών του κράματος
ή και διαφοράς τάσεως λειτουργίας. Μπορούν επίσης να δημιουργηθούν «μακροστοιχεία»
λόγω συνθηκών περιβάλλοντος, π.χ. λόγω διαχύσεως χλωριόντων στο επίπεδο οπλισμού
που βρίσκεται προς τη θάλασσα, ενώ το «προστατευμένο» πίσω επίπεδο μένει
απρόσβλητο ή λιγώτερο προσβαλλόμενο.
Όταν η είσοδος του οξυγόνου και της υγρασίας δια των πόρων του σκυροδέματος, δεν
μπορεί να αποτραπεί, η διάβρωση μπορεί να αποφευχθεί με την χρησιμοποίηση ενός
μετάλλου – ανόδου με μεγαλύτερο ηλεκτρικό δυναμικό από τον χάλυβα οπλισμού του
σκυροδέματος (π.χ. ψευδάργυρο), που θα θυσιάζεται και θα αναλίσκεται αντί γι’ αυτόν και
που θα πρέπει ή να αντικαθίσταται ανά χρονικά διαστήματα, ή να τοποθετείται εξ αρχής σε
τέτοια ποσότητα (υπολογιζόμενη) που να επαρκεί για όλη την προγραμματισμένη διάρκεια ζωής
του έργου. Αυτή η μέθοδος συνιστά την καθοδική προστασία.
Καθοδική προστασία επιτυγχάνεται επίσης με την ένταξη των χαλύβων του σκελετού
και τη σύνδεσή τους με τον αρνητικό πόλο, σε ένα ηλεκτρικό κύκλωμα συνεχούς ρεύματος
που θα λειτουργεί συνεχώς, καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του έργου. Ως βοηθητική
άνοδος χρησιμοποιείται πλέγμα τιτανίου, επιφανειακά καλυμμένου με οξείδια τιτανίου. Ο
έλεγχος της καλής λειτουργίας του συστήματος μπορεί να γίνει με ρύθμιση του δυναμικού
προστασίας (συνήθως πάνω από 500 mV), με τη βοήθεια ηλεκτροδίων αναφοράς,
ενσωματωμένων στο σκυρόδεμα.
Θεωρητικώς η καθοδική προστασία, εφαρμοζόμενη σωστά, μπορεί να αναστείλει και
να προστατεύσει πλήρως από τη διάβρωση. Η μέθοδος χρησιμοποιείται σε λίγες,
«απαιτητικές» περιπτώσεις, και πάντως δεν αποτελεί κτήμα του μέσου μηχανικού, για τον
οποίο χρειάζεται μεγαλύτερη ενημέρωση και χορήγηση πλήρων τεχνικών οδηγιών για την
εφαρμογή. Ασφαλώς συμβάλλουν και οι οικονομικοί λόγοι, αλλά ενδεχομένως και κάποιες

18
αποτυχίες της μεθόδου, που έχουν συμβεί ακριβώς για τον λόγο της εσφαλμένης
εφαρμογής.
Ανάγκη προστασίας από τη διάβρωση έχουν και οι, τόσον συνήθεις, αναμονές για
μελλοντική επέκταση, οι οποίες παραμένουν εκτεθειμένες στις περιβαλλοντικές συνθήκες
για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ο ΚΤΧ-2007 συνιστά επικάλυψή τους με οργανικά υλικά
(χρώμα, άσφαλτο, αστάρια κλπ.) που μπορούν να απομακρυνθούν σχετικώς ευχερώς ή,
εναλλακτικά και ακόμα καλύτερα, με εγκιβωτισμό και πλήρη κάλυψή τους με σκυρόδεμα.

10. Ο χάλυβας σκυροδέματος στην καθημερινή πράξη


Δεν προκύπτει από καμμιά διάταξη υποχρέωση του επιβλέποντος μηχανικού να
ελέγξει ή να διατάξει τον έλεγχο των χαλύβων που θα χρησιμοποιήσει στο έργο. Θα ήταν
άλλωστε παράλογο, την τελευταία στιγμή προ της χρήσεως, να απαιτείται ο έλεγχος ενός
βιομηχανικού υλικού στο εργοτάξιο ή η αποστολή του σε εργαστήριο, για τις μικρές
σχετικώς ποσότητες που χρησιμοποιούνται στη συνηθισμένη οικοδομή, ιδιαίτερα όταν ο
επιβλέπων μηχανικός δεν ερωτάται και δεν μετέχει στην προμήθεια του χάλυβα, που
συνήθως υφίσταται κατεργασία μακρυά από το έργο και αποτελείται από ράβδους που
προέρχονται από διαφορετικές “παρτίδες” και ίσως από διαφορετικά εργοστάσια. Σήμερα,
διεθνώς, η προστασία του καταναλωτή επιτυγχάνεται με άλλους τρόπους, με το Σήμα
Ποιότητας, με τη Διασφάλιση Ποιότητας, με τον Έλεγχο στην πηγή παραγωγής ή την
αποθήκη και με ανάληψη της πλήρους ευθύνης από τον παραγωγό ή τον εισαγωγέα, κατά
τα προαναφερθέντα.
Παρά ταύτα ο επιβλέπων μηχανικός, που ενδιαφέρεται για την ποιότητα του έργου
που κατασκευάζει και έχει επίγνωση του ότι χειρίζεται ένα “υλικό ασφαλείας”, πρέπει να
ξέρει τις απαιτήσεις των προδιαγραφών και των Κανονισμών και να έχει τα μάτια του
ανοιχτά, ώστε με την παραμικρή ανησυχητική ένδειξη ή υποψία, να εφαρμόσει το σχετικό
δικαίωμα του χρήστη και να προχωρήσει στην αναζήτηση των απαιτουμένων
Πιστοποιητικών ή την εφαρμογή ελέγχων. Παρόμοια ή και μεγαλύτερη ευαισθησία θα
πρέπει να επιδειχθεί ίσως και σε ένα μεγάλο έργο, δημόσιο ή ιδιωτικό, ιδίως αν πρόκειται
για έργο ιδιαίτερης σημασίας, από το οποίο εξαρτάται η ασφάλεια μεγάλου αριθμού
προσώπων ή σημαντικών λειτουργιών ή καλλιτεχνικών θησαυρών κλπ.
Αυτοί οι έλεγχοι πάντως, δεν απαιτείται να έχουν την έκταση όλων των θεσμοθετημένων για
τη χορήγηση του Πιστοποιητικού ελέγχων (σε αριθμό δοκιμίων, πλήθος διαμέτρων κλπ.),
αλλά μπορούν να έχουν διερευνητικό χαρακτήρα. Ο επιβλέπων μηχανικός θα μπορούσε
να διαλέξει τη διατομή ή τις διατομές που εκείνος θεωρεί “κρίσιμες” (π.χ. Φ16 και Φ20) για να
ελέγξει μερικά δοκίμια, όχι υποχρεωτικά 15, π.χ. μόνο 3 από κάθε μία. Τα αποτελέσματα
αυτής της διερεύνησης θα τον οδηγήσουν να την θεωρήσει επαρκή ή να προχωρήσει σε
περαιτέρω έλεγχο ή και απόρριψη, σύμφωνα με τα κριτήρια που καθορίζει ο ΚΤΧ-2007
πργρ. 4.5.
Διαφορετική είναι η υποχρέωση για τον επιχειρηματία ή τον εργολάβο ενός
σημαντικού (κυρίως δημόσιου) έργου, που πρέπει με τη Σύμβασή του με τον προμηθευτή ή
από τα Πιστοποιητικά ή και με τους προβλεπόμενους ελέγχους ή με συνδυασμό όλων, να
βεβαιωθεί για την ικανότητα και την καταλληλότητα του χάλυβα που θα ενσωματώσει στο
έργο και συγχρόνως να παρακολουθεί συνεχώς την πιστότητα και ταυτότητα του
χρησιμοποιούμενου χάλυβα προς τον ελεγχθέντα ή τον πιστοποιούμενο από τα
Πιστοποιητικά. Απορίας άξιον είναι βέβαια, πώς αυτός θα πεισθεί ότι τα επιδεικνυόμενα
Πιστοποιητικά αφορούν τον χάλυβα που παραλαμβάνει, αφού η τηρούμενη διαδικασία δεν
εξασφαλίζει τέτοια βεβαιότητα. Κάποια προσπάθεια για την επίλυση του προβλήματος έχει
κάνει ο ΚΤΧ, με το Τεχνικό Δελτίο Παράδοσης που πρέπει να συνοδεύει σε κάθε στάδιο
διακίνησης μια ποσότητα χαλύβων.
Πολύ συνοπτικά, οι υποδείξεις του ΚΤΧ-2007 για τους δειγματοληπτικούς ελέγχους και
την αξιολόγηση των αποτελεσμάτων τους είναι οι επόμενες:

19
Θα ελεγχθούν στα δοκίμια η διατομή, η γεωμετρία των νευρώσεων, ο εφελκυσμός, η
ικανότητα αναδίπλωσης, η χημική σύσταση, η αντοχή σε κόπωση και η διάβρωση.
Για την διατομή, την γεωμετρία των νευρώσεων, την αναδίπλωση και την
αντοχή της συγκόλλησης των κόμβων των πλεγμάτων, τα δοκίμια λαμβάνονται από τρία
διαφορετικά δείγματα της ίδιας παρτίδας, και η παρτίδα θεωρείται αποδεκτή αν και τα τρία
ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις. Αν έστω και ένα δεν τις ικανοποιεί, τότε λαμβάνονται άλλα
δέκα δοκίμια (πάντα από διαφορετικά δείγματα), και η παρτίδα γίνεται αποδεκτή, μόνον αν
όλα τα δοκίμια ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις. Η δοκιμή αναδίπλωσης θα γίνεται για γωνία
1800, γύρω από στέλεχος που έχει διάμετρο 3d για δοκίμιο με ονομαστική διάμετρο μέχρι
Φ16, και διάμετρο 6d για δοκίμιο με ονομαστική διάμετρο μεγαλύτερη από Φ16. Δεν πρέπει
να εμφανισθεί ρωγμή ή θραύση.
Ο έλεγχος σε εφελκυσμό θα γίνεται επίσης με τρία δοκίμια, από τρία διαφορετικά
δείγματα της ίδιας παρτίδας. Αν οι απαιτήσεις ικανοποιούνται και στα τρία δοκίμια, η
παρτίδα είναι αποδεκτή. Αν υστερεί έστω και ένα δοκίμιο, λαμβάνονται άλλα δέκα και
υπολογίζεται, για κάθε ελεγχόμενη ιδιότητα (διαρροή, μήκυνση, λόγους ft / fy κλπ.), η μέση
τιμή και εφαρμόζονται τα κριτήρια που προβλέπει ο ΚΤΧ-2007 πργρ. 4.5.4 για τις
μεμονωμένες τιμές και για τη μέση τιμή.
Για τη χημική σύσταση θα ληφθούν δύο δοκίμια, που θα πρέπει και τα δύο να
περάσουν επιτυχώς τον έλεγχο.
Ο έλεγχος σε κόπωση θα γίνεται, όταν απαιτείται, ανάλογα με τις απαιτήσεις του
έργου και τη συμφωνία μεταξύ παραγωγού και χρήστη.
Ο έλεγχος σε διάβρωση θα είναι κατ’ αρχήν οπτικός. Αν θεωρηθεί ότι υφίσταται
ανάγκη περαιτέρω ελέγχου, θα λαμβάνονται έξι δοκίμια και θα ακολουθείται η διαδικασία που
έχει ήδη περιγραφεί στο προηγούμενο Κεφ. 9 Ανθεκτικότητα – Διάβρωση του παρόντος.
Η κάμψη του χάλυβα για τη δημιουργία της κουλούρας μπορεί να προκαλέσει μικρή
μείωση της τάσεως διαρροής, ίσως 100 ως 200 kp/cm2, που ίσως είναι ασήμαντη για την
αντοχή του χάλυβα και τη λειτουργία του στο έργο, είναι όμως ικανή να τον βγάλει εκτός
προδιαγραφών αν βρίσκεται στην περιοχή των ορίων των απαιτήσεων (γι’ αυτό και
απαιτείται η τεχνητή γήρανση πριν από τον έλεγχο αποδοχής). Η ευθυγράμμιση του
χάλυβα της κουλούρας γίνεται τώρα πια με “ισιωτική” μηχανή ή ακόμα με το παληό
“τράβηγμα” που αποτελεί μια μορφή ψυχρής κατεργασίας, που ίσως προκαλεί και κάποια
βελτίωση. Σε αντίθετη περίπτωση, ένας σχολαστικός μηχανικός θα μπορούσε να
απαγορεύσει την κατασκευή των συνδετήρων του δικού του έργου από κουλούρα, για να
μη χάνει αυτή την αντοχή των 100 ως 200 kp/cm2.
Η συγκολλησιμότητα όλων των χαλύβων οπλισμού σκυροδέματος είναι ένα
πλεονέκτημα, που απαλλάσσει τον προϊστάμενο ενός εργοταξίου από τη φροντίδα
διαπιστώσεως αυτής της ιδιότητας, καθώς τα «ανοίγματα» των κατασκευών σήμερα είναι
συχνά σημαντικά, και τότε το μήκος των 14-μετρων ράβδων δεν επαρκεί και η ανάγκη
συγκολλήσεων γίνεται πιθανή.
Από το άλλο μέρος, η μέθοδος παραγωγής Τempcore (ΘΕ-Θ), με την οποία
επιτυγχάνεται τόσο η ολκιμότητα και η συγκολλησιμότητα των χάλυβων, όσο και οι μεγάλες
αντοχές, και η οποία έχει επικρατήσει και εφαρμόζεται σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα για την
παραγωγή τους, επιβαρύνει το προϊόν με ένα σημαντικό μειονέκτημα, που πρέπει να
συνεκτιμάται κατά την λήψη της αποφάσεως επιλογής του κατάλληλου χάλυβα. Οι χάλυβες
Tempcore είναι ιδιαίτερα ευαίσθητοι στις υψηλές θερμοκρασίες. Αν η θερμοκρασία τους
φτάσει ή ξεπεράσει τους 700 0 C, η υψηλή αντοχή τους χάνεται οριστικά στο μεγαλύτερο
μέρος της, και δεν επανέρχεται μετά την απόψυξη και επαναφορά τους στην συνηθισμένη
θερμοκρασία περιβάλλοντος, κατ’ αντίθεση προς τους χάλυβες κράματος (ΘΕ-Χ). Αυτό
πρέπει να λαμβάνεται υπ’ όψη, ώστε να αποφεύγεται η χρήση τους στις περιπτώσεις
αυξημένου κινδύνου τέτοιων θερμοκρασιών, ή να λαμβάνονται πρόσθετα μέτρα
ασφαλείας.

20
Η μέθοδος Tempcore συνίσταται, πολύ συνοπτικά και απλουστευτικά, στην
παρακάτω διαδικασία:
Η χαλύβδινη ράβδος φέρεται, αμέσως μετά τη θερμή έλαση, από μια θερμοκρασία περί
τους 1000 ως 1050 0 C, σε ταχεία, έντονη ψύξη, η οποία προκαλεί μια “βαφή” του
μετάλλου (με την έννοια που έχει η λέξη στη μεταλλουργία για την κατεργασία των
χαλύβων, με την επίτευξη επιφανειακής σκλήρυνσης κλπ.), σε βάθος 1.5 ως 2.0 mm ή
ίσως και 2.5 mm (ανάλογα με τη διάμετρο της ράβδου, μεταβαλλομένου βαθμού κατά την
ακτίνα), ενώ το εσωτερικό της διατομής παραμένει διάπυρο (κατά την κατεργασία),
ελατό και όλκιμο (στο τελικό αποτέλεσμα). Η διατηρούμενη με αυτόν τον τρόπο θερμότητα
στο εσωτερικό, εκλυόμενη σιγά - σιγά, προκαλεί ένα είδος ανόπτησης του υλικού, που
σταθεροποιεί έτσι τις κτηθείσες ιδιότητες, μεταξύ των οποίων είναι η ολκιμότητα, η
συγκολλησιμότητα και η αντοχή. Άλλη όμως θερμική κατεργασία ή καταπόνηση σε υψηλές
θερμοκρασίες δεν επιτρέπεται, γιατί διακινδυνεύεται η απώλεια των βελτιωμένων
μηχανικών ιδιοτήτων που αποκτήθηκαν. Η σύνθεση του αρχικού κράματος δεν επαρκεί,
μόνη της, για την απόκτηση της αντοχής, την επίτευξη της συγκολλησιμότητας και την
πρόσδοση της επιθυμητής ολκιμότητας. Ο ρυθμός και η ένταση της ψύξεως που
αναφέρθηκε στην περιγραφή της μεθόδου, μπορεί να ρυθμίσει και να διαφοροποιήσει το
βάθος “βαφής” και τις αποκτώμενες ιδιότητες. Δεν θα έπρεπε να περάσει απαρατήρητο, ότι
σε περίπτωση έντονης διάβρωσης, καταστρέφεται πρώτο το
ισχυρότερο μέρος της διατομής.
Άλλο ένα λεπτό σημείο υπάρχει στη διαδικασία
παραγωγής χαλύβων με τη μέθοδο Tempcore. Στην δημιουργία
των ιδιοτήτων του χάλυβα με την κατάλληλη σύνθεση του
κράματος, η εσφαλμένη δοσολογία είναι κάτι σχετικώς απίθανο, και
πάντως χωρίς καταστροφικές συνέπειες αν τυχόν συμβεί και
περάσει απαρατήρητο. Στη διαδικασία όμως της μεθόδου
Τempcore, το σφάλμα θερμοκρασίας ψύξεως ή μάλλον
ταχύτητας ψύξεως του διάπυρου χάλυβα είναι λιγώτερο
απίθανο και περισσότερο κρίσιμο, με συνέπεια (στην
Εγκάρσια τομή
περίπτωση σφάλματος) το τελικό προϊόν να παρουσιάζει
ράβδου
μειωμένη αντοχή ή ακόμα και ψαθυρότητα, κάτι που
συνεπάγεται ρωγμή στη θέση κάμψεως, πράγματα που πρέπει
να γνωρίζει ο επιβλέπων μηχανικός, ο τεχνίτης και ο χρήστης.
Στις υψηλές θερμοκρασίες είναι ευαίσθητοι όλοι οι χάλυβες, σε βαθμό που ποικίλλει. Ο
C.E.B. δίνει καμπύλες που συνδέουν τη θερμοκρασία του χάλυβα με την πτώση της
αντοχής του, διαφορετικές για τους χάλυβες τους κατεργασμένους εν θερμώ ή εν ψυχρώ
(σ’ αυτούς, τους δεύτερους με ταχύτερο ρυθμό). Η πτώση της αντοχής αρχίζει από τη
θερμοκρασία των 250 0 C και είναι γενικώς ραγδαία, η αντοχή πρακτικά εξαφανίζεται
(πέφτει περίπου στο 30%) στους 600 με 700 0 C, η πρόσφυση μειώνεται σε ακόμη μικρότερες
θερμοκρασίες. Ήδη αυτό και μόνο δείχνει την ανάγκη γνώσεως της μεθόδου παραγωγής και
των ιδιοτήτων του χρησιμοποιούμενου χάλυβα, για τη στάθμιση των πλεονεκτημάτων και
μειονεκτημάτων του σε κάθε περίπτωση. Πιθανώς το πλεονέκτημα της μεγάλης αντοχής ή
της ολκιμότητας ή της συγκολλησιμότητας ή και άλλο δεν μπορεί πάντα να αντισταθμίσει
το μειονέκτημα της απώλειας της αντοχής σε περίπτωση πυρκαγιάς.
Υπενθυμίζεται ότι ο Κανονισμός Πυροπροστασίας, δίνει τα απαιτούμενα πάχη
επικαλύψεως των οπλισμών, για χάλυβες των οποίων η κρίσιμη θερμοκρασία Tcr είναι
τουλάχιστον ίση προς 550 0 C (Παράρτημα Α, πργρ. 2). Κρίσιμη είναι η μέγιστη
θερμοκρασία στην οποία μπορεί να θερμανθεί ο χάλυβας ώστε, αποψυχόμενος εν
συνεχεία στη θερμοκρασία περιβάλλοντος, να έχει χάσει τμήμα της αντοχής του μικρότερο
από 15%. Απαίτηση όμως δηλώσεως από τη βιομηχανία ή ελέγχου από την πολιτεία, της
κρισίμου θερμοκρασίας των κυκλοφορούντων χαλύβων δεν έχει διατυπωθεί στα Πρότυπα
και τον ΚΤΧ, και έτσι κανένας σήμερα δεν γνωρίζει το χαρακτηριστικό αυτό για τον χάλυβα
που προμηθεύεται και χρησιμοποιεί. Για την κατ’ αρχήν ενημέρωση, θα μπορούσε να πει
κανείς ότι οι χάλυβες Τempcore, ικανοποιούν γενικώς την απαίτηση Tcr ≥ 550 0 C. Οι

21
χάλυβες κράματος δεν παρουσιάζουν καμμία μείωση (εκτός αν έχουν υποστεί ψυχρή
διαμόρφωση).
Πολύ χρήσιμες θα ήταν επίσης οι καμπύλες που θα έδειχναν τη μεταβολή (πτώση)
της αντοχής συναρτήσει της θερμοκρασίας, για διάρκεια εκθέσεως 30΄ , 60΄, 120΄ κλπ. ή
για τις διάφορες στάθμες θερμοκρασίας του χάλυβα, ήτοι κατά τη διάρκεια της πυρκαγιάς,
για να μπορεί κανείς να εκτιμήσει στοιχειωδώς τον κίνδυνο αμέσου καταρρεύσεως
(προστασία του πυροσβέστη). Γιατί τότε η πτώση της αντοχής είναι πολύ μεγαλύτερη από
15%, και όχι μόνο για τους χάλυβες Τempcore. Το Πρότυπο του ΕΛΟΤ και ο ΚΤΧ δεν
διατυπώνουν τέτοια απαίτηση, ούτε οι μονάδες παραγωγής των χαλύβων δίνουν τέτοια
στοιχεία.

9. Η Ελληνική αγορά σήμερα


Είναι αναγκαίο, ο μελετητής και ο επιβλέπων μηχανικός να γνωρίζουν όσο το
δυνατόν περισσότερα για το υλικό που χρησιμοποιούν, για τις συνθήκες που επικρατούν
στην ελληνική αγορά, για τις δικές τους δυνατότητες επιλογής, για τις δικές τους
υποχρεώσεις παρακολούθησης και ελέγχου των εγγράφων διακίνησης που τον
συνοδεύουν, για τους πιθανούς κινδύνους που καραδοκούν κλπ.
Ίσως ο πιο μεγάλος κίνδυνος που καραδοκεί, αφορά τους παρανόμως ή
ημιπαρανόμως εισαγόμενους χάλυβες, που διαθέτουν ψευδή ή παραπλανητικά
πιστοποιητικά συμμορφώσεως προς τα πρότυπα του ΕΛΟΤ και που ενδεχομένως
ρηγματώνονται στη θέση κάμψεως ή υστερούν σημαντικά ως προς το αναμενόμενο όριο
διαρροής και την ολκιμότητα. Η προσοχή των τεχνιτών που κατεργάζονται τις χαλύβδινες
ράβδους πρέπει να είναι συνεχής για τη διαπίστωση των ενδεχομένων ρηγματώσεων,
όσο συνεχής πρέπει να είναι και η επίκληση αυτής της προσοχής από τον επιβλέποντα
μηχανικό, αλλά και η προσοχή του ιδίου. Η αστυνόμευση των σχετικών εισαγωγών από
την πολιτεία, πρέπει να βελτιωθεί.
Μια άλλη αδυναμία που εμφανίζεται στην ελληνική αγορά, είναι η αδυναμία
εξακρίβωσης της ταυτότητας του χάλυβα για τον οποίο εκδόθηκαν τα (νόμιμα)
πιστοποιητικά του ΕΛΟΤ, προς τον προμηθευόμενο από τον χρήστη. Κανείς δεν μπορεί
να βεβαιώσει ότι τα πιστοποιητικά που εκδόθηκαν για μια συγκεκριμένη ποσότητα, δεν
επιδεικνύονται για πολλαπλάσια ποσότητα. Κανείς δεν μπορεί επίσης να βεβαιώσει ότι τα
επιδεικνυόμενα πιστοποιητικά, ανταποκρίνονται πράγματι στην παραδιδόμενη ποσότητα.
Πρόκειται επίσης για πρόβλημα, που επιχειρεί να επιλύσει ο ΚΤΧ με το Τεχνικό Δελτίο
Παράδοσης.
Εξ άλλου αξίζει να επισημανθεί ότι οι ελληνικές βιομηχανίες παραγωγής χάλυβα
ξεπερνούν σημαντικά την απαίτηση για ελάχιστη μήκυνση 7,5% στην περιοχή του
μέγιστου φορτίου, στον χάλυβα Β500C που παράγουν, φτάνοντας ανηγμένη μήκυνση που
πλησιάζει το 10%.
Στα επόμενα θα επιχειρηθεί η χορήγηση των σχετικών στοιχείων για τις εγχώριες
μονάδες παραγωγής χάλυβα οπλισμού σκυροδέματος, ήτοι ο κωδικός τους και η σήμανση
αναγνωρίσεώς τους. Ο τρόπος παραγωγής είναι για όλες ο ίδιος, η μέθοδος Tempcore,
χωρίς αυτό να σημαίνει αδυναμία παραγωγής χαλύβων κράματος, αν το ζητήσει ο
χρήστης. Σήμερα όλες οι ελληνικές μονάδες παράγουν μόνον (ραβδόμορφο) οπλισμό
κατηγορίας Β500C και βεβαίως πλέγματα.
Παρά το ότι η παραγωγή και η χρησιμοποίηση χαλύβων σκυροδέματος έχει
περιορισθεί στην κατηγορία του Β500C, είναι αναγκαία η δυνατότητα αναγνώρισης των
χαλύβων με παλαιότερη σήμανση, για τις περιπτώσεις των ήδη εκτελουμένων έργων και
για τις περιπτώσεις που ο μηχανικός ενεργεί ως διαιτητής ή πραγματογνώμονας και
εξετάζει υπάρχοντα, παληά έργα. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, καλό είναι ο μηχανικός
να αναζητήσει τον τρόπο σήμανσης της εποχής κατασκευής του έργου.
Η αναφορά που γίνεται παρακάτω στις μεγαλύτερες σχετικές ελληνικές βιομηχανίες,
τηρεί τη αύξουσα σειρά του κωδικού αριθμού τους. Σημειώνονται και οι διαφοροποιήσεις που

22
έχουν συμβεί στους κωδικούς των μονάδων, οι ενοποιήσεις εταιρειών και η δημιουργία
θυγατρικών, ώστε να είναι δυνατή η αναγνώριση και των προϊόντων παληότερης
παραγωγής.
Οι βιομηχανίες ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΧΑΛΥΒΟΥΡΓΙΑ Α.Ε. και ΧΑΛΥΒΟΥΡΓΙΑ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ
έχουν συνενωθεί, και από 1 – 12 – 2006 φέρονται με το ενιαίο όνομα ΧΑΛΥΒΟΥΡΓΙΑ
ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε. Οι παληοί κωδικοί όμως εξακολουθούν ισχύοντες, γιατί ο κωδικός
αναφέρεται στη μονάδα παραγωγής και όχι στη βιομηχανία.
1. ΧΑΛΥΒΟΥΡΓΙΚΗ Α.Ε.
Κωδικός Αριθμός : 12 (από το 2005)
Παλαιότερος κωδικός : 13
Αναγνωριστικό σύμβολο : Χ

2. ΣΙΔΕΝΟΡ Α.Ε.
Κωδικός Αριθμός : 14
Αναγνωριστικό σύμβολο : SD

3. ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΧΑΛΥΒΟΥΡΓΙΑ Α.Ε.


Κωδικός Αριθμός : 15
Αναγνωριστικό σύμβολο : ΕΧ

4. ΧΑΛΥΒΟΥΡΓΙΑ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ Α.Ε.


Κωδικός Αριθμός : 18
Αναγνωριστικό σύμβολο : ΧΘ

4α. ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΧΑΛΥΒΟΥΡΓΙΑ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ Α.Ε.


Αποτελεί συνένωση των δύο προηγουμένων βιομηχανιών υπ’ αρ. 3 και 4.
Αναγνωριστικό σύμβολο : ΕΧΘ

5. ΣΟΒΕΛ Α.Ε. (θυγατρική της ΣΙΔΕΝΟΡ)


Κωδικός Αριθμός : 24
Αναγνωριστικό σύμβολο : SD

11. Κόστος ελέγχων


Θα παρατεθούν κάποια στοιχεία των δαπανών ελέγχου του οπλισμού
σκυροδέματος, ώστε να φανεί ότι δεν είναι καθόλου αποτρεπτικές του ελέγχου και να
ενθαρρυνθεί ο επιβλέπων μηχανικός να τους υποδεικνύει και ο κύριος του έργου να τους
ενεργεί, για την καλύτερη εξασφάλιση της σωστής ποιότητας.
Το κόστος των ελέγχων που γίνονται από τα Εργαστήρια Δημοσίων Έργων
καθορίζεται σήμερα από το εγκεκριμένο Τιμολόγιο Εργαστηριακών και επί τόπου Δοκιμών
ΚΕΔΕ (ΦΕΚ 72/Β/28-1-2002), περιλαμβάνει και τους στατιστικούς υπολογισμούς και είναι
το αναγραφόμενο πιο κάτω. Στα ιδιωτικά εργαστήρια το κόστος είναι μεγαλύτερο και
ποικίλλει από εργαστήριο σε εργαστήριο.
έλεγχος εφελκυσμού (βάρος, διαστάσεις,
διαρροή, θραύση, μήκυνση θραύσης) 9,68 € ή δρχ 3300 ανά δοκίμιο
έλεγχος μηχανικών χαρακτηριστικών παρτίδας
για δεκάδα δοκιμίων 135.00 € ή δρχ 46000 ανά δεκάδα
για δεκαπεντάδα δοκιμίων 205.43 € ή δρχ 70000 ανά ομάδα
δοκιμή αναδίπλωσης 3.23 € ή δρχ 1000 ανά δοκίμιο
έλεγχος χημικής σύνθεσης (φασματοσκοπικός) 44.02 € ή δρχ 15000 ανά δοκιμή
έλεγχος διαβρώσεως (τρία δοκίμια) 29.35 € ή δρχ 15000 ανά τριάδα

23
Ο έλεγχος χημικής σύνθεσης εκτελείται (πλην του ΚΕΔΕ) από λίγα μόνο
εργαστήρια ακόμα, κυρίως τα εργαστήρια των Πολυτεχνείων, το Γενικό Χημείο του
Κράτους, την ΕΒΕΤΑΜ (θυγατρική της ΕΤΒΑ, διαπιστευμένο εργαστήριο) και τα
εργαστήρια των χαλυβουργείων. Μερικά ιδιωτικά εργαστήρια (κυρίως από τα ειδικευμένα σε
ναυπηγικές εργασίες) δηλώνουν ικανότητα εκτελέσεως του ελέγχου, δεν είναι όμως βέβαιο
ότι δεν παίζουν απλώς το ρόλο του μεσάζοντα. Η ανάλυση κοστίζει περί τις 40.000 με
50.000 δρχ. ή 120 ως 150 € ανά δοκιμή (Απρίλιος 2000).

12. Ο Κανονισμός Τεχνολογίας Χαλύβων


Τον Δεκέμβριο του 1998 συστάθηκε από τον Υφυπουργό ΠΕΧΩΔΕ Επιτροπή, για τη
σύνταξη Κανονισμού Τεχνολογίας Χαλύβων Οπλισμού Σκυροδέματος, με προθεσμία
ενός έτους για την περαίωση.
Η Επιτροπή συνέταξε ένα Κανονισμό, με επιδίωξη αυτός να βρίσκεται σε αρμονία με
τα Πρότυπα του ΕΛΟΤ, τους ελληνικούς Κανονισμούς, Ωπλισμένου Σκυροδέματος και
Αντισεισμικό, τους Ευρωκώδικες 2 και 8, το ευρωπαϊκό prEN 10080 - Jan. 1999 και τις
σύγχρονες τάσεις επί του αντικειμένου, ενώ συγχρόνως θα προετοιμάζει τις βιομηχανίες
παραγωγής και τους μηχανικούς για τις επικείμενες νέες απαιτήσεις.
Το Σχέδιο του Κανονισμού τέθηκε σε δημόσια κρίση τον Οκτώβριο του 1999 (ΕΔ
ΤΕΕ 2073/1-11-1999), και το τελικό κείμενο εγκρίθηκε με την υπ’ αριθμ. Δ14/36010/29-2-
2000 Υπουργική Απόφαση, δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 381/Β/24-3-2000 και ισχύει μετά
τρίμηνο από της δημοσιεύσεως, ήτοι από 25-6-2000. Δημοσιεύθηκε επίσης στο τεύχος
2100/8-5-2000 του ΕΔ του ΤΕΕ.

Θ. Γ. ΒΟΥΔΙΚΛΑΡΗΣ
Πολιτικός Μηχανικός

24
ΝΕΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ ΧΑΛΥΒΩΝ
Τροποποιήσεις του ΚΤΧ-2000

Θ. Γ. Βουδικλάρης
Πολιτικός Μηχανικός
1. Ιστορική ανασκόπηση – η εξέλιξη
1.1 Ο Κανονισμός Σκυροδέματος του 1954. Μέχρι πριν από λίγα χρόνια, οι χάλυβες που εχρησιμοποιούντο στη χώρα μας ως
οπλισμός του σκυροδέματος, ήταν σύμφωνοι προς τους Γερμανικούς Κανονισμούς και τα σχετικά DIN, διακρινόμενοι στις
κατηγορίες St I , St III και St IV (η κατηγορία St II είχε προ πολλού καταργηθεί και «ξεχαστεί»), με όρια διαρροής, αντοχές
και επιτρεπόμενες τάσεις λειτουργίας που έβαιναν αυξανόμενες κατά την ίδια σειρά. Οι κατηγορίες St III και St IV (οι
«σκληροί» χάλυβες, που τους ονόμαζαν επίσης «χάλυβες υψηλής αντοχής») διακρίνονταν σε υποκατηγορίες ST IIIa, St IIIb
και St IVa, St IVb αντίστοιχα, όπου η ένδειξη a έδειχνε τους φυσικώς σκληρούς χάλυβες, ενώ η ένδειξη b έδειχνε τους εν
ψυχρώ κατεργασμένους. Η βελτίωση των αντοχών των φυσικώς σκληρών χαλύβων επιτυγχανόταν κυρίως με αύξηση του
ποσοστού του περιεχομένου άνθρακα, που ίσως ξεπερνούσε το 0,4%, με κύριες δυσμενείς επιπτώσεις στην συγκολλησιμότητα
και την ψαθυρότητά τους. Οι εν ψυχρώ κατεργασμένοι χάλυβες έχουν ούτως ή άλλως πρόβλημα συγκολλήσεως και πάντως
η συγκόλλησή τους απαγορευόταν πλήρως από το ΒΔ 1954.
Στον Γερμανικό Κανονισμό Σκυροδέματος 1972, οι συμβολισμοί των χαλύβων τροποποιήθηκαν αλλά η σύσταση και
οι τρόποι παραγωγής τους παρέμειναν βασικά οι ίδιοι.
Στη χώρα μας οι “προδιαγραφές” των χαλύβων St I, St III και St IV περιλαμβάνονταν στον Κανονισμό για τη Μελέτη
και Εκτέλεση Οικοδομικών Έργων από Ωπλισμένο Σκυρόδεμα (ΒΔ 1954), με τρόπο στοιχειώδη, ατελή, ασαφή και όχι
αλάνθαστο, και πάντως ακολουθώντας τον αντίστοιχο Γερμανικό Κανονισμό και το DIN 488 της εποχής συντάξεώς του.
Ενδεικτικά αναφέρεται ότι, ως ελάχιστη μήκυνση επί του επιμετρουμένου μήκους του δοκιμίου (που ονομάζει «πρότυπο» ο
Κανονισμός χωρίς να το προσδιορίζει, υποθέτουμε ότι είναι το ε10 του Γερμανικού DIN), απητείτο για τον κοινό χάλυβα St I
και τους φυσικώς σκληρούς St IIIa και St IVa 18% και 16% αντίστοιχα, και 8% για τους εν ψυχρώ κατεργασμένους St IIIb και
St IVb.

1.2 Τα Πρότυπα του ΕΛΟΤ. Θετικό βήμα (αν και όχι όσο θα έπρεπε θαρραλέο και μεγάλο) έγινε το 1987, με την έκδοση των
Ελληνικών Προτύπων ΕΛΟΤ 959 και ΕΛΟΤ 971 για τους κοινούς και τους συγκολλήσιμους χάλυβες αντίστοιχα. Τα
η
Πρότυπα κυκλοφόρησαν το 1994 και σε 2 έκδοση, χωρίς βελτιώσεις, χωρίς διόρθωση των σφαλμάτων και χωρίς ένδειξη
αναζητήσεως της ποιότητας.
Αμέσως μετά την αρχική έκδοση των Προτύπων του ΕΛΟΤ, κυκλοφόρησε και η υπ’ αριθμ. Β 21538/2228/3-12-1987
(ΦΕΚ 702/Β/4-12-87) Απόφαση του Υπουργού Βιομηχανίας με την οποία τα Πρότυπα έγιναν υποχρεωτικά και έκτοτε σ’
αυτά προσαρμόσθηκαν και με αυτά ελέγχονται από την πολιτεία οι παραγωγοί χαλύβων οπλισμού σκυροδέματος στη χώρα
μας. Με τα Πρότυπα του ΕΛΟΤ και την προμνησθείσα Υπουργική Απόφαση, όπως αυτή τελικά διαμορφώθηκε (ύστερα από
διαδοχικές τροποποιήσεις - καταργήσεις - επαναφορές) με την υπ’ αριθμ. 15283/Φ7/422/8-8-95 όμοια (ΦΕΚ 746/Β/30-8-95),
καθορίζονται τρεις κατηγορίες χαλύβων S220, S400 και S500 με βάση την χαρακτηριστική τιμή σε MPa του ορίου διαρροής
τους (εμφανούς ή συμβατικού για μήκυνση 0.2%) και ανεξάρτητα από τη μέθοδο παραγωγής τους.
Συγχρόνως οι χάλυβες με όριο διαρροής 400 και 500 MPa, διακρίθηκαν σε S400 και S400s και αντίστοιχα S500 και
S500s, ανάλογα με την επιδεκτικότητά τους σε ηλεκτροσυγκόλληση, που είναι ενδεχόμενη και υπό προϋποθέσεις για τους
S400 και S500, και επιτρεπτή άνευ προϋποθέσεων για τους S400s και S500s. Για τους χάλυβες S220 δεν υπάρχει
κατηγορία S220s, είναι όμως στην συντριπτική πλειοψηφία των κυκλοφορούντων, συγκολλήσιμοι.

1.3 Η ευρωπαϊκή προσπάθεια. Στην Ευρώπη, ήδη από το 1969, επιχειρήθηκε η σύνταξη ενός κοινού, γενικής ισχύος
Προτύπου, αναγνωριζομένης της αξίας της τυποποιήσεως για τη διευκόλυνση του εμπορίου και την, όσο γίνεται
περισσότερο, ελεύθερη διακίνηση του υλικού στις χώρες αυτής της ηπείρου. Ας μην ξεχνάμε ότι ο Οργανισμός Άνθρακα και
Χάλυβα, αλλά και η Ευρωπαϊκή Ζώνη Ελευθέρων Συναλλαγών, ιδρύθηκαν νωρίτερα και απετέλεσαν τους πρόδρομους της
ΕΟΚ και της σημερινής Ευρωπαϊκής Ένωσης, και μάλιστα έχουν ως μέλη τους και χώρες που δεν ανήκουν στην Ε.Ε.
Δημιουργήθηκε έτσι το Πρότυπο EURONORM 80/69, στο οποίο, πλην της αντοχής, τέθηκαν απαιτήσεις και όρια και για την
ολκιμότητα των χαλύβων, με διάκρισή τους σε συνήθη και μεγάλη ολκιμότητα, ανάλογα με τον λόγο της τάσεως θραύσεως
προς την τάση διαρροής ft / fy . Το Πρότυπο αυτό αναθεωρήθηκε αργότερα με το EU 80/85, στην ίδια περίπου γενική
κατεύθυνση. Παρεμφερής προσπάθεια καθορισμού κοινών μεθόδων και διαδικασιών δοκιμής και ελέγχου γινόταν και από
τον οργανισμό ISO, με τα ISO 377, ISO 6935, ISO 7500, ISO 15630.

25
Ήδη από της συντάξεως του παραπάνω αρχικού Προτύπου επιχειρήθηκε επίσης ο καθορισμός μιας κοινής,
τυποποιημένης σημάνσεως στους χάλυβες, που θα προσδιόριζε τη χώρα προέλευσης, το εργοστάσιο παραγωγής, την
κατηγορία (τάση διαρροής), την συγκολλησιμότητα και την ολκιμότητα. Η προσπάθεια βρήκε πολλές δυσκολίες λόγω της
επιθυμίας κάθε μιας από τις μεγάλες χώρες να επιβάλλει τη δική της άποψη. Σήμερα μπορούμε να πούμε ότι οι απόψεις για
τα θέματα αυτά είναι, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, αποκρυσταλλωμένες, αλλά όχι ακόμη εγκεκριμένες και επίσημες.

1.4 Το Πρότυπο 10080 της ΕΟΚ – Ε.Ε. Προς την ίδια κατεύθυνση, του κοινού Προτύπου, έχει κινηθεί και η ΕΟΚ – Ε.Ε. με
το ΕΝ 10080, το οποίον βρέθηκε κάποια στιγμή στο στάδιο του ENV, οπισθοχώρησε πάλι στο prEN, αλλάζοντας «νοοτροπία»
και τελικά εγκρίθηκε πρόσφατα ως ΕΝ 10080. Αιτία και πάλι όλων αυτών των παλινωδιών, ήταν η ασυμφωνία των μεγάλων
και η άρνησή τους να υποχωρήσουν και να απομακρυνθούν από τα δικά τους εθνικά Πρότυπα.
Ήδη το ΕΝ 10080 έχει εγκριθεί στη χώρα μας ως ΕΛΟΤ ΕΝ 10080 και έχει αποδοθεί ως ΕΛΟΤ 1421-1, με
περιεχόμενο που θα παρουσιασθεί ιδιαιτέρως.
Τελικά η λύση δόθηκε δια της καταργήσεως του προβλήματος. Το ΕΝ 10080, όπως διαμορφώθηκε σήμερα, είναι
ένα γενικό κείμενο Πλαισίου – Προτύπου, μόνον για συγκολλήσιμους χάλυβες, που καθορίζει μόνον τις απαιτήσεις για
την παραγωγή του προϊόντος, για το σύνολο των χαρακτηριστικών που πρέπει να εξετάζονται, τις συνθήκες δοκιμών και
ελέγχων και τα κριτήρια συμμορφώσεως, τα όρια των συστατικών των κραμάτων και τα όρια των ανεπιθύμητων στοιχείων,
τη γεωμετρία των διατομών κλπ., ενώ ο καθορισμός των κατηγοριών των χαλύβων και τα ακριβέστερα μηχανικά τους
χαρακτηριστικά επαφέθηκαν να καθοριστούν με τα Εθνικά Πρότυπα κάθε χώρας. Πράγμα που σημαίνει ότι οδηγηθήκαμε σε
μια σύνταξη νέων ελληνικών Προτύπων που θα αντικαταστήσουν τα ΕΛΟΤ 959 και ΕΛΟΤ 971. Η πιστοποίηση του κωδικού
σήμανσης του εργοστασίου και του προϊόντος, θα χορηγείται από ευρωπαϊκό φορέα.

1.5 Ο Κανονισμός Τεχνολογίας Χαλύβων. Στο εν τω μεταξύ διάστημα, συντάχθηκε και εγκρίθηκε με την υπ΄ αριθμ.
Δ14/36010/29-2-2000 Υπουργική Απόφαση (ΦΕΚ 381/Β/24-3-2000) ο ελληνικός Κανονισμός Τεχνολογίας Χαλύβων
Οπλισμού Σκυροδέματος (ΚΤΧ-2000), που απετέλεσε πολύ σημαντικό γεγονός στην αγορά και τη χρήση των χαλύβων στη
χώρα μας.
Ο ΚΤΧ-2000 προσπάθησε, στα πλαίσια του νομικώς εφικτού, να εκσυγχρονίσει τα Πρότυπα ΕΛΟΤ 959 και 971,
πλησιάζοντας το Ευρωπαϊκό Πρότυπο 10080 (στη μορφή που είχε αυτό κατά τον χρόνο συντάξεως του Κανονισμού) και
συμμορφούμενος προς τους Ευρωκώδικες EC 2 και EC 8, αλλά και τους Ελληνικούς Κανονισμούς Σκυροδέματος και
Αντισεισμικό, κάνοντας μνεία των μεθόδων παραγωγής των χαλύβων και των διακρίσεων που αυτές συνεπάγονται,
εισάγοντας την ολκιμότητα και τις περί αυτήν απαιτήσεις, ορίζοντας τη μήκυνση υπό το μέγιστο φορτίο, καταγράφοντας τις
οριακές τιμές των στοιχείων που μετέχουν στην σύνθεση του κράματος και του ισοδύναμου σε άνθρακα, κάνοντας αναφορά
στην περιεκτικότητα του αζώτου και των στοιχείων που το δεσμεύουν, θέτοντας όρια στην περιεκτικότητα του χαλκού
(ευμενούς στοιχείου για τη διάβρωση αλλά δυσμενούς για τη συγκόλληση), ορίζοντας την πυκνότητα και τις γεωμετρικές
απαιτήσεις των νευρώσεων, υποδεικνύοντας όρια της διαβρώσεως του χάλυβα και επισημαίνοντας τον κίνδυνο της
ραδιενέργειας.

1.6 Το νέο Πρότυπα ΕΝ 1421. Μόλις εγκρίθηκε με την υπ’ αριθμ. οικ.9529/645 /10-5-2006 Υπουργική Απόφαση, το νέο
τρίπτυχο Προτύπου ΕΛΟΤ 1421-1, ΕΛΟΤ 1421-2 και ΕΛΟΤ 1421-3. Ακριβέστερα, στην Υπουργική Απόφαση, το ΕΛΟΤ 1421-
1 έχει αντικατασταθεί με το ΕΛΟΤ ΕΝ 10080, του οποίου άλλωστε αποτελεί πιστή απόδοση. Προφανώς τα Πρότυπα ΕΛΟΤ
959 και ΕΛΟΤ 971 καταργούνται.
Η παραγωγή χαλύβων οπλισμού σκυροδέματος από τις ελληνικές χαλυβουργικές βιομηχανίες, υπακούει πια σ’ αυτό
το Πρότυπο. Οι εισαγόμενοι χάλυβες στη Ελλάδα για χρησιμοποίησή τους ως οπλισμών σκυροδέματος, οφείλουν επίσης να
ικανοποιούν τις απαιτήσεις αυτού του Προτύπου, το οποίον άλλωστε συμπίπτει με το Ευρωπαϊκό Πρότυπο.

1.7 Ο Νέος Κανονισμός Τεχνολογίας Χαλύβων οπλισμού σκυροδέματος, συντάσσεται εδώ και ένα χρόνο, με κύριο σκοπό
να εκσυγχρονίσει τον υπάρχοντα και να αποτελέσει ένα κανονιστικό κείμενο συμβατό τόσο με το σχετικό ευρωπαϊκό όσο και
το ελληνικό Πρότυπο.
Όπως στον ΚΤΧ-2000, έτσι και περισσότερο στον καινούργιο Κανονισμό, το θεματολόγιο είναι πολύ ευρύτερο, σε
μια προσπάθεια να αποτελέσει το κύριο σώμα του, μαζί με τα παραρτήματα, ένα πολύ σημαντικό βοήθημα για το μηχανικό
της πράξης, όλων των ειδικοτήτων. Ενδεικτικά και πολύ συνοπτικά, θα περιέχει θέματα επί των πιο κάτω αντικειμένων:
• Συγκολλήσεις συγχρόνων χαλύβων μεταξύ τους ή με παλαιότερους
• Διάβρωση, συστάσεις και διατάξεις προστασίας
• Συμπεριφορά των χαλύβων σε υψηλές και χαμηλές θερμοκρασίες

26
• Κόπωση χαλύβων
• Διαμορφώσεις χαλύβων, κάμψεις κλπ. – εναρμόνιση με ΕΚΩΣ
• Ασφάλεια εργαζομένων στις φάσεις διακίνησης, διαμόρφωσης, τοποθέτησης, συγκόλλησης κλπ.
• Άλλα είδη χαλύβων, ανοξείδωτοι, προεντάσεως κλπ. (που πάντως δεν περιλαμβάνονται στο Πρότυπο)
• Διαδικασίες αυτοψιών, εκτίμηση βλαβών από διάφορες αιτίες
• Εκτίμηση υφισταμένης καταστάσεως, εργαστηριακοί έλεγχοι κλπ.
• Διαδικασίες και έλεγχοι αγοράς

2. Διαφοροποιήσεις του νέου Προτύπου από τα παληά

Στα επόμενα θα γίνει μια απλή, σύντομη αναφορά στις κυριώτερες διαφοροποιήσεις ιδιοτήτων (μερικές μόνο) που
παρουσιάζουν τα Πρότυπα ΕΝ 10080 και ΕΛΟΤ 1421 από τα ΕΛΟΤ 959 και ΕΛΟΤ 971 που ίσχυαν μέχρι προ ολίγου, και
τον ΚΤΧ-2000. Πολλές απ’ αυτές είναι τελείως καινούργιες και δεν περιλαμβάνονταν καθόλου στα παληά Πρότυπα. Μεγαλύτερη
ανάπτυξη θα γίνει από τους επόμενους ομιλητές. Έχει γίνει μια προσπάθεια να αποδοθούν μερικές από αυτές τις διαφορές,
σε Πίνακες που παρατίθενται στο τέλος.
2.1 Τα σύμβολα που χρησιμοποιούνται στο νέο Πρότυπο διαφέρουν, προς το παρόν, τόσο από τα χρησιμοποιούμενα
στον ΚΤΧ-2000, όσο και από τον Ευρωκώδικα EC 2. Για την εύκολη παρακολούθηση παρατίθεται η αντιστοιχία.

ΕΝ 10080 Μηχανικά χαρακτηριστικά EC 2


Re Όριο διαρροής fy
Rp0.2 Συμβατικό όριο διαρροής ε = 0,2% fp0.2
Rm Εφελκυστική αντοχή ft
Rm/Re Λόγος τάσεως αντοχής / ορίου διαρροής ft / fy
Agt Μήκυνση στο μέγιστο φορτίο εsu
d Ονομαστική διάμετρος Φ

2.2 Οι χάλυβες είναι πλέον μόνον συγκολλήσιμοι. Δεν επιτρέπεται η παραγωγή και η κυκλοφορία των χαλύβων που ήταν
«συγκολλήσιμοι υπό προϋποθέσεις». Γίνεται διάκριση των ευθυγραμμισμένων και προερχομένων από ρολό (κουλούρα)
χαλύβων (με πρόσθετη επισήμανση επί του προϊόντος) και ορίζονται οι προϋποθέσεις ελέγχου τους με τα κριτήρια
συμμορφώσεως. Εκτός από τους χάλυβες με ανάγλυφες νευρώσεις, προβλέπονται και χάλυβες με κοιλότητες. Εισάγεται η
έννοια του «ημι-ετοίμου» προϊόντος.
2.3 Πλέγματα. Καθορίζονται τα χαρακτηριστικά των πλεγμάτων, διαστάσεις, κατηγορίες χρησιμοποιουμένων χαλύβων,
απαιτήσεις συνδέσεως των ράβδων.
Δυνατότητες του χρήστη να παραγγείλει προϊόν με τις επιθυμητές από αυτόν παραμέτρους χρήσεως (διαστάσεις, «βήμα»
ράβδων κατά τις δύο διευθύνσεις, προεξοχές κλπ.). Τα πλέγματα πρέπει πλέον να έχουν Πιστοποιητικό Συμμόρφωσης όπως
οι ράβδοι και οι κουλούρες.
2.4 Ηλεκτροσυγκολλητά δικτυώματα (το όνομα δεν θεωρείται πολύ πετυχημένο). Πρόκειται για μια μορφή χαλύβων οπλισμού
σκυροδέματος σχετικώς νέα και ασυνήθιστη για τα κοινά έργα στη χώρα μας, που δεν υπήρχε στα προηγούμενα Πρότυπα του
ΕΛΟΤ και τον ΚΤΧ-2000. Ορίζονται η μορφή και οι διαστάσεις του δικτυώματος, οι κατηγορίες του χάλυβα πελμάτων και
διαγωνίων, το βήμα των διαγωνίων κλπ.
2.5 Ολκιμότητα. Από τις τρεις προβλεπόμενες στο Ευρωπαϊκό Πρότυπο κατηγορίες ολκιμότητας (Α – χαμηλή ολκιμότητα, Β –
μέση ή κανονική ολκιμότητα και C – υψηλή ολκιμότητα), το Ελληνικό Πρότυπο ορίζει και δέχεται δύο μόνο κατηγορίες
ολκιμότητας, για χάλυβες με το ίδιο όριο διαρροής των 500 MPa, ήτοι τους χάλυβες Β500A και Β500C. Εξ αυτών οι χάλυβες
Β500A χρησιμοποιούνται μόνο σε πλέγματα και ηλεκτροσυγκολλητά δικτυώματα, με διάμετρο μέχρι 8 mm. Είναι σαφής η
προτίμηση της (αποκλειστικής) χρήσεως χαλύβων υψηλής ολκιμότητας B500C στα κτιριακά (τουλάχιστον) έργα στην
Ελλάδα, λόγω σεισμού.
2.6 Τιμές των μηχανικών χαρακτηριστικών. Οι οριζόμενες τιμές των μηχανικών χαρακτηριστικών των χαλύβων είναι
χαρακτηριστικές τιμές, ήτοι έχουν πιθανότητα 5% να υπολείπονται ή να υπερβληθούν (κατά περίπτωση). Παρά ταύτα
ορίζονται επίσης μέγιστες και ελάχιστες τιμές, για διάφορους λόγους.

27
• Η χαρακτηριστική τιμή του ορίου διαρροής ορίζεται στα 500 MPa, ορίζεται όμως και ανώτατη τιμή 625 MPa, για
την αποφυγή υπεραντοχών που θα αχρήστευαν τους ικανοτικούς ελέγχους.
• Δεν ορίζεται με άμεσο τρόπο, υποχρεωτικώς ελάχιστη τάση θραύσεως. Ο ορισμός της γίνεται εμμέσως μέσω του
λόγου τάσεως θραύσεως προς τάση διαρροής (ft/fy ή Rm/Re). Αυτός ο λόγος ορίζεται ≥ 1.05 για τους χάλυβες Β500Α (≥1.03
για Φ< 6mm), ενώ αντίστοιχα για τους χάλυβες Β500C πρέπει να είναι ft/fy ή Rm/Re ≥1.15 και συγχρόνως ≤ 1.35 , για την
ίδια ως άνω αιτία (του ικανοτικού ελέγχου). Ο λόγος της πραγματικής προς την ονομαστική τιμή του ορίου διαρροής fy,act /
fy,nom πρέπει να είναι ≤ 1.25
• Η συνολική επιμήκυνση (που μετριέται πια στην περιοχή του μέγιστου φορτίου) πρέπει να είναι ≥ 2.5% για τους
χάλυβες Β500Α (≥ 2% για Φ<6mm), ενώ για τους χάλυβες Β500C πρέπει να είναι ≥ 7.5%. ΠΡΟΣΟΧΗ: οι τιμές αυτές των
μηκύνσεων δεν είναι συγκρίσιμες προς τις αναγραφόμενες τιμές στα παληότερα Πρότυπα ή Κανονισμούς, υπάρχει
διαφορά ορισμού.
• Ορίζονται και οριακές τιμές (μέγιστες ή ελάχιστες) για τα πιο πάνω μεγέθη, χωρίς να καταργείται η απαίτηση για
την χαρακτηριστική τιμή, για λόγους αποφυγής επιδείξεως υπερβολικής αυστηρότητας έναντι του παραγωγού, σε
περιπτώσεις αμφισβητήσεων επάρκειας του υλικού από τον χρήστη. Για το όριο διαρροής τίθενται οι ελάχιστες τιμές
475MPa και 485 MPa για τις κατηγορίες B500A και B500C αντίστοιχα. Για την ομοιόμορφη επιμήκυνση εsu ή Agt υπό το
μέγιστο φορτίο οι ελάχιστες τιμές είναι 2% και 7% για τις κατηγορίες Β500Α και B500C αντίστοιχα. Για τον λόγο ft/fy ή Rm/Re
οι ελάχιστες τιμές είναι 1.02 και 1.13 αντίστοιχα για τις κατηγορίες Β500Α και B500C, ενώ για την κατηγορία B500C υπάρχει
και η τιμή 1.37% ως μέγιστη τιμή του λόγου ft/fy.
• Οι τιμές του ορίου διαρροής και της τάσεως θραύσεως, θα υπολογίζονται επί τη βάσει της ονομαστικής διατομής της
ράβδου, και όχι της πραγματικής, πράγμα που απέχει λίγο από την αλήθεια αλλά ενδεχομένως βρίσκεται υπέρ της
ασφαλείας του έργου και του συμφέροντος του χρήστη.
2.7 Σήμανση . Θεσπίζεται υποχρεωτικό σύστημα σημάνσεως των χαλύβων, τόσο των λείων όσο και των χαλύβων με
νευρώσεις ή κοιλότητες, με το οποίον θα αναγνωρίζεται όχι μόνον η χώρα προελεύσεως και το εργοστάσιο παραγωγής,
αλλά επίσης η κατηγορία των χαλύβων. Προβλέπεται και σύστημα αναγνωρίσεως των χαλύβων που προέρχονται από
ευθυγράμμιση ρολού (κουλούρας). Επιτρέπεται η αναγνώριση του παραγωγού και με ανάγλυφους αριθμούς ή σύμβολα.
2.8 Χημική σύσταση, γεωμετρία νευρώσεων ή κοιλοτήτων κλπ. Υπάρχουν διαφοροποιήσεις στην χημική σύσταση του
κράματος και στην τιμή του «Ισοδύναμου Άνθρακα Ceq», της οποίας το μέγιστο γίνεται 0.52% αντί για 0.53% . Δίδεται η
δυνατότητα αυξήσεως του άνθρακα κατά 0.3% αν μειωθεί το Ceq. Τίθεται μέγιστη τιμή για τον χαλκό, που δεν προβλεπόταν.
Μικρές τροποποιήσεις υπάρχουν και στην γεωμετρία των νευρώσεων, σε σχέση με τον ΚΤΧ-2000. Τροποποιούνται οι
ανοχές μάζας για μικρές και μεγάλες διαμέτρους. Δίδεται η δυνατότητα για μεγάλη ποικιλία διαμέτρων ράβδων, κατόπιν
συμφωνίας παραγωγού και χρήστη.
2.9 Κόπωση. Ορίζεται η μέγιστη τάση ελέγχου, το εύρος, ο ρυθμός και η μορφή διακύμανσης και ο ελάχιστος αριθμός
«κύκλων» της δοκιμής.

Είναι προφανές ότι οι ως άνω επισημάνσεις των διαφοροποιήσεων του νέου Προτύπου των χαλύβων σε σχέση με τα
παληά Πρότυπα και τον ΚΤΧ-2000, δεν εξαντλούν το θέμα, απλώς αποτελούν μια προσπάθεια «πρώτης γνωριμίας» με το
αντικείμενο.

Αθήνα 13 Ιουνίου 2006


Για την Ημερίδα του ΤΕΕ

Ηλεκτροσυγκολλητά δικτυώματα

28
όπου
ΝL , Νc το πλήθος των διαμήκων και εγκαρσίων συρμάτων
PL , Pc το βήμα των διαμήκων και εγκαρσίων συρμάτων
dL , dc η διάμετρος των εγκαρσίων και διαμήκων συρμάτων
L το μήκος διαμήκους σύρματος
Β το μήκος εγκαρσίου σύρματος
u1 , u2 η προεξοχή των διαμήκων συρμάτων
u3 , u4 η προεξοχή των εγκαρσίων συρμάτων

Σύγκριση τιμών μεταξύ παλαιών και νέων Προτύπων

29
30
31
32

You might also like