You are on page 1of 13

Ανελαστική Ανάλυση Κατασκευών από Οπλισμένο Σκυρόδεμα

Τμήμα Πολιτικών Μηχανικών ΑΠΘ - 10ο εξάμηνο


Διδάσκοντες : Α. Κάππος, Β. Παπανικολάου

Μέθοδοι προσομοίωσης φορέων Ο/Σ για ανάλυση σε δύο και τρεις διαστάσεις

1. Γενική παρουσίαση μεθόδων προσομοίωσης


Υπάρχει μια μεγάλη ποικιλία μεθόδων που έχουν αναπτυχθεί για την προσομοίωση (2D και 3D)
των δομικών στοιχείων και (υπό προϋποθέσεις) των φερουσών κατασκευών από σκυρόδεμα
ή/και οπλισμένο σκυρόδεμα (Ο/Σ). Διαφέρουν ως προς την αφετηρία και τις παραδοχές τους, και
τελικώς ως προς τον βαθμό πολυπλοκότητάς τους. Τα κυριότερα αναλυτικά μοντέλα του
συνεχούς μέσου (continuum)που χρησιμοποιούνται για το σκυρόδεμα στο πλαίσιο της ανάλυσης
φορέων Ο/Σ με τη μέθοδο των πεπερασμένων στοιχείων (FEM) παρουσιάζονται στη συνέχεια.
Σημειώνεται ότι δεν γίνεται εδώ αναφορά σε μια άλλη ενδιαφέρουσα κατηγορία μοντέλων που
θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως του «ασυνεχούς μέσου» ή διακριτά (discrete) και στην
οποία εντάσσονται τα διάφορα μοντέλα δικτυώματος και (υποκατάστατων) θλιπτήρων -
ελκυστήρων (βλ. και §1.2 Σημειώσεων1) χρησιμοποιούνται για την ανάλυση φορέων Ο/Σ (και
όχι για το σκυρόδεμα καθεαυτό). Επίσης, να διευκρινιστεί ότι όπου αναφέρεται παρακάτω
«μοντέλα» εννοείται, ενγένει, «καταστατικοί νόμοι».

• Γραμμικά-ελαστικά ως τη θραύση μοντέλα


Είναι τα απλούστερα όλων και βασίζονται στην θεμελιώδη παραδοχή της ελαστικής
συμπεριφοράς (γενικευμένος νόμος Hook) που εκφράζεται από τη σχέση:
{σ} = [D]{ε} (1.1)
όπου {σ} το μητρώο των τάσεων που συνδέονται μονοσήμαντα με τις παραμορφώσεις {ε} μέσω
του μητρώου ελαστικότητας [D] (ή καταστατικού μητρώου υλικού), το οποίο, στη συνήθη
περίπτωση της ισότροπης συμπεριφοράς, περιλαμβάνει δύο μόνο ελαστικές σταθερές, το μέτρο
ελαστικότητας (Ε) και τον λόγο Poisson (ν), άρα τελικώς η σχέση σ – ε είναι γραμμικά ελαστική.
Με χρήση τανυστικού λογισμού η σχέση (1.1) γράφεται:
σij = Dijkl ⋅ εkl (1.2)
Η παραδοχή της γραμμικά ελαστικής και ισότροπης συμπεριφοράς είναι εύλογη όταν η κύρια
εφελκυστική τάση στο σκυρόδεμα δεν ξεπερνά την αντίστοιχη αντοχή (fct) και η κύρια θλιπτική
τάση δεν ξεπερνά το 50% περίπου της θλιπτικής αντοχής (fc) (η ανελαστική συμπεριφορά
αρχίζει στο 30-40% της fc). Συνεπώς τα γραμμικά ελαστικά μοντέλα είναι (καταρχήν)
κατάλληλα μόνο για κυριαρχούντα εφελκυσμό ως τη ‘θραύση’ (σct >fct), ενώ στην περίπτωση
της κυριαρχούσας θλίψης είναι κατάλληλα μόνο στην περίπτωση χαμηλών τάσεων (π.χ. υπό
συνήθη φορτία λειτουργίας). Στην πρακτική εφαρμογή τους (ανάλυση με FEM), είναι
απαραίτητο, εφόσον επιδιώκεται η προσομοίωση της συμπεριφοράς και μετά την εμφάνιση των
πρώτων ρωγμών, να μειώνεται κατάλληλα το μητρώο [D] των (πεπερασμένων) στοιχείων που
έχουν ρηγματωθεί (βλ. μαθήματα 8 και 9).

1
‘Σύγχρονες τάσεις στο σχεδιασμό κατασκευών απο σκυρόδεμα’ (Α. Ι. Κάππος, 2003).

1
• Μη-γραμμικά ελαστικά μοντέλα
Πρόκειται για μια σειρά από μοντέλα, κύριο χαρακτηριστικό των οποίων είναι ότι οι τάσεις
προσδιορίζονται μονοσήμαντα από τις παραμορφώσεις (το μητρώο των τάσεων εκφράζεται ως
συνάρτηση του μητρώου των παραμορφώσεων), αλλά η μεταξύ τους σχέση δεν πλέον γραμμική
(όπως σ’ εκείνα της προηγούμενης ενότητας). Διακρίνονται σε δύο κατηγορίες:
− Τα μοντέλα ‘υποελαστικού’ (hypoelastic) ή μικροαυξητικού (incremental) τύπου, στα οποία
η γραμμική σχέση τάσεων – παραμορφώσεων ισχύει μόνο για κάθε επιμέρους βήμα
φόρτισης, δηλ. μεταξύ των μικροαυξήσεων των σ και ε
{dσ} = [DΤ]{dε} (ή, με χρήση τανυστικού λογισμού: dσij = Dijkl ⋅ dεkl) (1.3)
όπου [DΤ] είναι το εφαπτομενικό μητρώο ελαστικότητας, το οποίο περιλαμβάνει όρους
εξαρτώμενους από το μέτρο ελαστικότητας και τον λόγο Poisson (ή το μέτρο ολίσθησης G),
οι οποίοι όμως δεν είναι πλέον σταθεροί, αλλά εξαρτώνται από τη μέγιστη παραμόρφωση.
Τα μοντέλα αυτά είναι τα πλέον συνήθη της κατηγορίας και χρησιμοποιούνται συχνά (καί
σε προγράμματα Η/Υ), ιδιαίτερα για την περίπτωση της διαξονικής έντασης.
− Tα μοντέλα ‘υπερελαστικού’ (hyperelastic) τύπου, που στηρίζονται στη χρήση του
επιβατικού μητρώου ελαστικότητας [DS], οι όροι του οποίου εξαρτώνται μονοσήμαντα από
τις συνολικές παραμορφώσεις του υλικού (άρα αγνοείται η επιρροή του ιστορικού φόρτισης).
Για την κατάστρωσή τους γίνεται η παραδοχή ότι υπάρχει ένα ελαστικό δυναμικό (elastic
potential) ή αλλιώς μια συνάρτηση πυκνότητας ενέργειας παραμόρφωσης (strain energy
density function) W, ή η αντίστοιχη συμπληρωματική συνάρτηση (complementary energy
density function, Ω), τέτοιες ώστε οι τανυστές των τάσεων (σij) ή των παραμορφώσεων (εij)
να προκύπτουν από τις σχέσεις
∂W ∂Ω
σ ij = και ε ij = (1.4)
∂ε ij ∂σ ij

όπου
ε σ
W = ∫0 ij σ ijdε ij , Ω = ∫0 ij ε ijdσ ij (1.5)

Τα μοντέλα αυτά είναι τα πλέον συνεπή της κατηγορίας (διότι διασφαλίζουν ότι δεν
παράγεται ενέργεια στη διάρκεια των κύκλων φόρτισης) αλλά χρησιμοποιούνται λιγότερο
συχνά από τα υποελαστικά. Οι συναρτήσεις W, Ω εκφράζονται κατά κανόνα σε όρους των
αναλλοίωτων των τανυστών σij ή εij, π.χ. Ω=f(I1, I2, I3).
Και οι δύο κατηγορίες μοντέλων μη-γραμμικής ελαστικότητας συνδυάζονται κατά κανόνα με
ένα κριτήριο (2D ή 3D επιφάνεια) αστοχίας για τον προσδιορισμό της μέγιστης αντοχής του
σκυροδέματος (υπό πολυαξονική επιπόνηση). Για να μπορούν να εφαρμοστούν τα μη-γραμμικά
ελαστικά μοντέλα και σε περιπτώσεις μη-μονότονης φόρτισης (δηλ. επαναλαμβανόμενης ή και
ανακυκλιζόμενης), είναι απαραίτητο να συνοδεύονται από κατάλληλα κριτήρια φόρτισης –
αποφόρτισης. Αντιθέτως, λιγότερο κρίσιμο είναι να μπορούν να προσομοιώσουν τη σύζευξη
ογκομετρικών τάσεων και παραμορφώσεων με αντίστοιχες εκτροπής (deviatoric stresses or
strains).

2
• Μοντέλα ιδεατής πλαστικότητας (perfect plasticity)
Βασικό στοιχείο όλων των μοντέλων πλαστικότητας είναι ότι το μικροαυξητικό διάνυσμα των
συνολικών παραμορφώσεων (dε) του υλικού διαχωρίζεται σε δύο ανεξάρτητα μεταξύ τους
μερίδια, το ελαστικό μερίδιο (dεe) και το πλαστικό μερίδιο (dεp), ήτοι:
{dε} = {dεe} + {dεp} (1.6)
Τα μοντέλα ιδεατής πλαστικότητας ενδείκνυνται για την ανάλυση της συμπεριφοράς του
σκυροδέματος μόνο υπό (κυριαρχούσα) θλίψη. Η σχέση (συνολικής) σ – ε για το σκυρόδεμα υπό
θλίψη είναι ελαστοπλαστική χωρίς κράτυνση, κάνοντας την (πολύ προσεγγιστική) παραδοχή ότι
η τάση διαρροής του σκυροδέματος ισούται με την αντοχή του σε θλίψη (σcy ≈ fc). Για τον
προσδιορισμό της παραμόρφωσης μετά τη ‘διαρροή’ χρησιμοποιείται η κλασική θεωρία της
πλαστικότητας (βλ. Μάθημα 10), σύμφωνα με την οποία το διάνυσμα dεp είναι κάθετο στην
επιφάνεια διαρροής, η μορφή της οποίας εξαρτάται από τον τύπο της φόρτισης (διαξονική ή
τριαξονική, βλ. §4.6, 4.8 Σημειώσεων). Η τελική αστοχία του σκυροδέματος (υπό θλίψη)
θεωρείται ότι επέρχεται όταν η παραμόρφωση υπερβεί μια προκαθορισμένη τιμή, πέρα από την
οποία η τάση μηδενίζεται.

• Μοντέλα οριακής ανάλυσης (limit analysis)


Η οριακή ανάλυση βασίζεται στα γνωστά θεωρήματα (άνω ορίου, κάτω ορίου, και
μοναδικότητας, βλ. §2.2 Σημειώσεων) της ιδεατής πλαστικότητας και χρησιμοποιείται για τον
υπολογισμό άνω και κάτω ορίων του φορτίου αστοχίας. Η πρακτική της εφαρμογή γίνεται
κυρίως στους γραμμικούς (πλαισιακούς) φορείς.

• Μοντέλα πλαστικότητας με κράτυνση (work-hardening plasticity)


Βασική διαφορά τους με τα μοντέλα ιδεατής πλαστικότητας είναι ότι το σκυρόδεμα θεωρείται
ότι ‘διαρρέει’ από τη στιγμή που η συμπεριφορά του παύει να είναι γραμμικά ελαστική (όταν η
τάση του υπερβαίνει το 30-50% της fc για μονοαξονική φόρτιση, ή την αρχική επιφάνεια
διαρροής στη γενική περίπτωση) και από κει και πέρα κρατύνεται ακολουθώντας μια κατάλληλα
ορισμένη επιφάνεια φόρτισης (βλ. Μάθημα 10). Η πλαστική παραμόρφωση ξεκινά μετά την
αρχική διαρροή και ακολουθεί έναν (μη συσχετισμένο) νόμο πλαστικής ροής. Με άλλα λόγια,
στα μοντέλα αυτά το κριτήριο διαρροής αποκτά κινητότητα στο χώρο των κυρίων τάσεων και
είναι πλέον ικανό να περιγράψει την κράτυνση αλλά (στα πλέον προχωρημένα σχετικά μοντέλα)
και την χαλάρωση του υλικού. Η τελευταία συμβαίνει μετά την «αστοχία» του σκυροδέματος
που ορίζεται από κατάλληλη επιφάνεια αστοχίας (υπό διαξονική ή τριαξονική φόρτιση, βλ. §4.6,
4.8 Σημειώσεων).
Τα μοντέλα πλαστικότητας με κράτυνση και κριτήρια φόρτισης – αποφόρτισης είναι η
καταλληλότερη και συνηθέστερη (σήμερα) επιλογή για την ανάλυση της τριαξονικής
συμπεριφοράς του σκυροδέματος υπό (κυριαρχούσα) θλίψη, ιδιαίτερα όταν συνδυάζονται και με
μοντέλα βλάβης (βλ. παρακάτω).

• Μοντέλα βλάβης του συνεχούς μέσου (continuum damage models)


Βασικό στοιχείο των μοντέλων αυτών είναι ο καθορισμός μιας παραμέτρου (ή δείκτη) βλάβης
(βαθμωτό μέγεθος) που εξαρτάται, κατά κανόνα από κάποιο παραμορφωσιακό (ή ενεργειακό)
μέγεθος, με βάση την οποία μειώνονται οι όροι του καταστατικού μητρώου του υλικού (D). Η

3
απλούστερη μορφή είναι το ισότροπο μοντέλο βλάβης, στο οποίο το ελαστικό μητρώο [D]
πολλαπλασιάζεται με μια παράμετρο βλάβης (<1). Ένα γενικότερο ισότροπο μοντέλο
περιλαμβάνει δύο παραμέτρους βλάβης, μία για κάθε ελαστική «σταθερά» (Ε και ν ή G), ενώ
έχουν προταθεί και μοντέλα με περισσότερες παραμέτρους. Το πλεονέκτημα των μοντέλων
βλάβης είναι η δυνατότητά τους να προσομοιώσουν την πτώση της δυσκαμψίας αλλά και
αντοχής του σκυροδέματος κατά την αποφόρτιση/ανακύκλιση, αλλά δεν μπορούν να
περιγράψουν τις μόνιμες πλαστικές παραμορφώσεις και την ανελαστική διόγκωση του υλικού.
Μια πολύ ενδιαφέρουσα και χρήσιμη κατηγορία μοντέλων είναι εκείνη που συνδυάζει μια από
τις βασικές κατηγορίες, π.χ. τα μοντέλα πλαστικότητας, με παραμέτρους βλάβης, οι οποίες
καθορίζουν την μείωση της κλίσης των κλάδων αποφόρτισης σε σχέση με την ελαστική.
Γενικώς, ο συνδυασμός χαρακτηριστικών από τις επιμέρους κατηγορίες μοντέλων όχι μόνον δεν
είναι ασυνήθης (ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια), αλλά συχνά αποτελεί και την πλέον κατάλληλη
λύση (από την άποψη, κυρίως, της ακρίβειας των αποτελεσμάτων).

• Ενδοχρονικά μοντέλα
Βασικό στοιχείο των μοντέλων αυτών (που αρχικά είχαν αναπτυχθεί για τα μέταλλα) είναι η
συνεχής περιγραφή της συμπεριφοράς του υλικού, σε αντιδιαστολή με τις μικροαυξητικές
μεθόδους. Αυτό επιτυγχάνεται με την αντικατάσταση των επιφανειών διαρροής ή αστοχίας μέσω
της εισαγωγής μιας κλίμακας πλασματικού χρόνου (intrinsic or endochronic time) που ορίζεται
σε όρους παραμορφώσεων ή τάσεων και χρησιμοποιείται για τη μέτρηση του βαθμού βλάβης
στην εσωτερική δομή του σκυροδέματος. Για τον καθορισμό των μοντέλων αυτού του τύπου
απαιτούνται πολυάριθμοι αριθμητικοί συντελεστές (περίπου 40) που πρέπει να εκτιμηθούν με
βάση πειραματικά δεδομένα. Τα ενδοχρονικά μοντέλα αναπτύχθηκαν κυρίως τη δεκαετία 1975-
1985, αλλά μάλλον εγκαταλείφθηκαν εδώ και 25 περίπου χρόνια.

Στη βιβλιογραφία απαντώνται και άλλες, ενγένει πολυπλοκότερες ή ‘εσωτερικότερες’,


κατηγορίες μοντέλων, όπως τα μοντέλα μικροεπιπέδων (microplane models), οι διαφόρων
μορφών μη-τοπικές διατυπώσεις (non-local models), κ.ά. που εκφεύγουν των ορίων του
παρόντος μαθήματος.

2. Μοντέλα μη-γραμμικής ελαστικότητας

Στην ενότητα αυτή παρουσιάζονται οι δύο κυριότερες (και δημοφιλέστερες) προσεγγίσεις που
ακολουθούνται στην περίπτωση των μοντέλων μη-γραμμικής ελαστικότητας, μία που βασίζεται
στην παραδοχή ορθότροπου υλικού και στην έννοια της ισοδύναμης μονοαξονικής
παραμόρφωσης, και μία που βασίζεται στις οκταεδρικές τάσεις και παραμορφώσεις.

• Μη-γραμμικά ελαστικό μοντέλο με βάση τις οκταεδρικές τάσεις-παραμορφώσεις


Για θεωρητικούς λόγους, αλλά και για λόγους ευχερέστερης βαθμονόμησης (με βάση πειραμα-
τικά αποτελέσματα) είναι σκόπιμος ο διαχωρισμός της παραμόρφωσης του σκυροδέματος σε
ογκομετρική (αλλαγή όγκου) και διατμητική (αλλαγή σχήματος). Αυτό μπορεί να γίνει με την

4
εισαγωγή των οκταεδρικών 2 τάσεων (Σχήμα 2.1) και των αντίστοιχων παραμορφώσεων, που
ορίζονται συναρτήσει των κυρίων τάσεων και παραμορφώσεων από τις σχέσεις
1
σ oct = (σ 1 + σ 2 + σ 3 ) = σ m
3
1
ε oct = (ε 1 + ε 2 + ε 3 )
3
(2.1)
1
τ oct = (σ 1 − σ 2 )2 + (σ 2 − σ 3 )2 + (σ 3 − σ 1 )2
3
1
γ oct = (ε 1 − ε 2 )2 + (ε 2 − ε 3 )2 + (ε 3 − ε 1 )2
3

Σχήμα 2.1. Οκταεδρικά επίπεδα και


αντίστοιχες τάσεις.

Η γενική σχέση που συνδέει τις οκταεδρικές τάσεις και παραμορφώσεις μπορεί να γραφεί σε
μικροαυξητική μορφή (κατάλληλη για μοντέλα μη-γραμμικής ελαστικότητας) [Stankowski &
Gerstle, CEB 1991, Kotsovos & Pavlovic 1995]

⎧Δε oct ⎫ ⎡K / 3 1 / H ⎤ ⎧Δσ oct ⎫


⎨ ⎬=⎢ ⎥⎨ ⎬ (2.2)
⎩ oct ⎭ ⎣1 / Y 1 /(2G )⎦ ⎩ Δτ oct ⎭
Δγ
όπου Κ το μέτρο διόγκωσης (bulk modulus) που περιγράφει την ογκομετρική μεταβολή και (για
ισότροπο υλικό) δίνεται από τη σχέση
E
K= (2.3)
3(1 − 2ν )
G το γνωστό μέτρο ολίσθησης (shear modulus), Η το μέτρο σύζευξης (coupling modulus) το
οποίο εκφράζει το πειραματικά επαληθευμένο γεγονός της μεταβολής του όγκου του σκυρο-
δέματος κατά την επιβολή τάσεων εκτροπής (διατμητικών) στην ανελαστική περιοχή, ενώ το
αντίστοιχο μέτρο σύζευξης Υ που εκφράζει την αλλαγή σχήματος κατά την επιβολή ορθών
τάσεων (σoct) κατά κανόνα αγνοείται (δηλ. 1/Υ=0 στην εξίσωση 2.2).

2
Λέγονται έτσι διότι βρίσκονται επί της, και κάθετα προς, την πλευρά ενός επιπέδου, το κάθετο διάνυσμα
του οποίου σχηματίζει ίσες γωνίες με καθέναν από τους άξονες των κυρίων τάσεων. Τα επίπεδα αυτά
σχηματίζουν το οκτάεδρο που φαίνεται στο Σχήμα 2.1.

5
Είναι σαφές ότι εφόσον οριστούν κατάλληλες εφαπτομενικές τιμές των μέτρων Κ, G, H είναι
δυνατή η επίλυση του προβλήματος ισότροπης μη-γραμμικής ελαστικότητας που εκφράζει η
μητρωική σχέση 2.2. Η επίλυση του τελικού προβλήματος, που είναι, βεβαίως, η εύρεση των
μικροαυξήσεων των παραμορφώσεων (Δε1, Δε2, Δε3) για δεδομένες Δσ1, Δσ2, Δσ3 μπορεί να
γίνει, στην περίπτωση αναλογικής φόρτισης, με τα παρακάτω βήματα [Gerstle, 1981a,b]:
1. Υπολογισμός των (μικροαυξήσεων των) οκταεδρικών τάσεων Δσoct, Δτoct, από τις
αντίστοιχες Δσ1, Δσ2, Δσ3, με βάση την πρώτη και την τρίτη από τις εξισώσεις (2.1).
2. Υπολογισμός των οκταεδρικών παραμορφώσεων Δεoct, Δγoct, από τις αντίστοιχες Δσoct,
Δτoct, και τις εξισώσεις (2.2), εισάγοντας κατάλληλες τιμές (εφαπτομενικές) των
ελαστικών «σταθερών». Θεωρώντας 1/Υ=0 προκύπτει
Δσ oct Δτ oct
Δε oct = +
3K (σ oct ) H(σ oct )
(2.4)
Δτ oct
Δγ oct =
2G (τ oct )
3. Υπολογισμός των παραμορφώσεων Δε1, Δε2, Δε3 από τις αντίστοιχες οκταεδρικές Δεoct,
Δγoct. Δεδομένου ότι καταρχήν διατίθενται μόνο δύο εξισώσεις, η δεύτερη και η τέταρτη
από τις (2.1), απαιτείται μία ακόμη, η οποία μπορεί να προκύψει από την παραδοχή ότι
τα διανύσματα των τάσεων εκτροπής και των αντίστοιχων παραμορφώσεων είναι
παράλληλα, ήτοι
Δs 2 Δe 2 Δσ 2 − Δσ m Δε 2 − Δε oct
= ή = =B (2.5)
Δs1 Δe1 Δσ 1 − Δσ m Δε 1 − Δε oct

(η μέση ογκομετρική τάση σm ταυτίζεται με την σoct, βλ. και 1η εξίσωση 2.1).
Επιλύοντας το σύστημα των τριών εξισώσεων, (2.5) και δεύτερης και τέταρτης από τις
(2.1), και ορίζοντας τη σταθερά C = 3 / 2 + 1 /(1 + B + B 2 ) , προκύπτουν τελικώς οι
ζητούμενες παραμορφώσεις
Δε 1 = Δε oct + C ⋅ Δγ oct
Δε 2 = Δε oct + B ⋅ C ⋅ Δγ oct (2.6)
Δε 3 = Δε oct − (B + 1) ⋅ C ⋅ Δγ oct

H ανωτέρω διαδικασία είναι (τηρουμένων των αναλογιών) απλή και μπορεί να εφαρμοστεί τόσο
στην περίπτωση διαξονικής [Gerstle, 1981a] όσο και τριαξονικής [Gerstle, 1981b] επιπόνησης,
στη δεύτερη περίπτωση μόνο για τη συμπεριφορά σε θλίψη. Κρίσιμο, βεβαίως, σημείο της είναι
ο καθορισμός κατάλληλων τιμών των εφαπτομενικών Κ, G και Η. Στη συνέχεια περιγράφεται με
συντομία η διαδικασία καθορισμού των εφαπτομενικών μέτρων για την περίπτωση της
διαξονικής επιπόνησης, στην οποία μπορεί να αγνοηθεί η επιρροή της σύζευξης (Η ≈ ∞), κάτι
που γενικώς ισχύει όταν σoct≤15ΜPa [Gerstle, 1981b], περιοχή που καλύπτει όλες τις συνήθεις
περιπτώσεις διαξονικής επιπόνησης.
Για την γενική περίπτωση φόρτισης (μη-αναλογική), πρέπει να οριστούν κατάλληλοι κανόνες
φόρτισης – αποφόρτισης, ώστε να επεκταθεί το ανωτέρω μοντέλο. Ενγένει γίνεται η παραδοχή
ότι η αποφόρτιση και η επαναφόρτιση γίνονται με ελαστικό τρόπο, δηλ. οι κλίσεις των

6
καμπυλών σoct-εoct και τoct-γoct (βλ. και §4.8 Σημειώσεων) κατά την φόρτιση ή αποφόρτιση είναι
ίδιες με τις αρχικές (ελαστικές) κλίσεις. Η πειραματική επαλήθευση του κανόνα αυτού έχει γίνει
μόνο για την περιοχή πολυαξονικής φόρτισης μέχρι τη μέγιστη αντοχή, ενώ για την περιοχή της
χαλάρωσης αναμένεται (κατ’ αναλογία προς τη μονοαξονική επιπόνηση) να υπάρχει κάποια
μείωση των κλίσεων. Η συζευγμένη παραμόρφωση Δεoct=Δτoct/Η(σoct) θεωρείται ότι είναι μη
αντιστρέψιμη, δηλ. δεν έχει ελαστικό τμήμα [Stankowski & Gerstle 1985, CEB 1991].

Καθορισμός εφαπτομενικών μέτρων στην περίπτωση διαξονικής επιπόνησης


Το εφαπτομενικό μέτρο ολίσθησης Gt μπορεί να προκύψει εκκινώντας από μια παραδοχή για τη
σχέση τoct - γoct που να συμφωνεί με τα πειραματικά αποτελέσματα (π.χ. εκθετικής μορφής), ως
Gt = dτoct/2dγoct. Μια τέτοια σχέση [Gerstle, 1981a], μεταξύ των πολλών αντίστοιχων που
διατίθενται στη βιβλιογραφία [π.χ. Chen 1982, CEB 1991], είναι η παρακάτω
( −2 G 0 / τ oct , u )γ oct
G t = G 0e (2.7)

όπου τoct,u είναι η μέγιστη οκταεδρική διατμητική τάση (στην αστοχία). Απαλείφοντας το γoct
από τις σχέσεις τoct(γoct) και (2.7), προκύπτει το εφαπτομενικό μέτρο ολίσθησης συναρτήσει
μόνο των (οκταεδρικών) διατμητικών τάσεων
⎛ τ ⎞
G t = G 0 ⎜⎜1 − oct ⎟
⎟ (2.8)
⎝ τ oct ,u ⎠
Η εφαρμογή της σχέσης (2.8) απαιτεί τη γνώση του αρχικού μέτρου G0 και της αντοχής τoct,u. Το
G0 υπολογίζεται εύκολα από τις αρχικές τιμές των ελαστικών σταθερών (Ε, ν) που εκτιμώνται
από την τυπική δοκιμή της μονοαξονικής θλίψης (ή και από σχέσεις κανονισμών). Η διατμητική
αντοχή μπορεί να εκτιμηθεί από την περιβάλλουσα της διαξονικής αντοχής (βλ. Σχήμα 2.2). Για
διαξονική φόρτιση, η τρίτη από τις εξισώσεις (2.1), θέτοντας σ3=0 και σ2/σ1=α, γίνεται

2
τ oct ,u = 1 − α + α 2 ⋅ σ 1u (2.9)
3

Σχ. 2.2. Περιβάλλουσα διαξονικής


αντοχής σκυροδέματος, από τα
πειραματικά αποτελέσματα των
Kupfer et al. (1969)

7
όπου σ1u η τιμή της κύριας τάσης σ1 κατά τη αστοχία, για τον δεδομένο λόγο α, η οποία υπολογί-
ζεται από την περιβάλλουσα του Σχήματος 2.2.
Το εφαπτομενικό μέτρο διόγκωσης Κt μπορεί να εκτιμηθεί με βάση πειραματικά προσδιορι-
σμένα διαγράμματα σoct - εoct τα οποία μπορούν να προκύψουν μόνο από δοκιμές πολυαξονικής
φόρτισης [π.χ. Gerstle et al. 1980] σαν αυτές που περιγράφονται στην §4.2.2 των Σημειώσεων.
Επισημαίνεται ότι, πέρα του ό,τι είναι δύσκολες και ακριβές (ιδιαίτερα οι τριαξονικές), οι
δοκιμές αυτές παρουσιάζουν και σημαντική διασπορά αναφορικά με παραμορφωσιακά μεγέθη
(όπως η εoct). Στο Σχήμα 2.3 δίνονται τα αποτελέσματα τέτοιων μετρήσεων από τα πειράματα
που έγιναν στο πλαίσιο σχετικού προγράμματος διεθνούς συνεργασίας [Gerstle et al. 1980] για
κοινή ποιότητα σκυροδέματος (περίπου C30) . Μια συνήθης (αδρομερής) προσέγγιση για το Κ,
με βάση πειραματικά αποτελέσματα αυτού του τύπου, δίνεται από τη σχέση [CEB 1991]
Kt = K0⋅ (1 – Ck⋅σoct) (2.10)
όπου Ck εμπειρικός συντελεστής που προκύπτει από προσαρμογή στα πειραματικά αποτελέ-
σματα. Π.χ. οι Stankowski-Gerstle (1985) προτείνουν, για την περίπτωση σκυροδεμάτων
συνήθους αντοχής (Κ0 ≈14,500 MPa), την τιμή Ck=0.025.

Σχήμα 2.3. Καμπύλες


οκταεδρικών τάσεων –
παραμόρφωσεων που
προέκυψαν από πειράματα
διαξονικής φόρτισης (οι
αριθμοί παραπέμπουν σε
εργαστήρια όπου έγιναν οι
δοκιμές).

• Μη-γραμμικά ελαστικό ορθότροπο μοντέλο


H παραδοχή ισότροπης συμπεριφοράς είναι εύλογη εφόσον το σκυρόδεμα παραμένει στην
ελαστική περιοχή. Ωστόσο, μετά την ανελαστικοποίηση (π.χ. από μικρορηγμάτωση) και εφόσον
οι κύριες τάσεις (π.χ. σ1, σ2 για διαξονική επιπόνηση) διαφέρουν ουσιωδώς, όπως άλλωστε
συμβαίνει κατά κανόνα, η συμπεριφορά παύει να είναι ισότροπη και το σκυρόδεμα γίνεται
λιγότερο δύσκαμπτο στη μια από τις δύο διευθύνσεις του. Μάλιστα, στην περίπτωση διακριτών
ρωγμών (από εφελκυσμό) το μέτρο ελαστικότητας μπορεί να είναι (πρακτικώς) μηδενικό
εγκάρσια προς τις ρωγμές. Στη γενική αυτή περίπτωση μια εύλογη παραδοχή είναι ότι το υλικό
γίνεται ορθότροπο δηλ. Εx≠ Ey, νx ≠ νy και
σx σy σy σx
εx = −ν y , εy = −ν x (2.11)
Ex ExEy Ey ExEy

8
Επειδή για λόγους ενεργειακής συμμετρίας είναι νxEy= νyEx και θεωρώντας (απλοποιητικά και
ελλείψει άλλων στοιχείων για τα νx, νy) έναν ισοδύναμο λόγο Poisson ν = v x v y (συνάρτηση
του λόγου σx/σy), λαμβάνοντας δε υπόψη και τη διατμητική παραμόρφωση, προκύπτει τελικώς
από την (2.11) η μητρωική σχέση για ισότροπο υλικό υπό διαξονική επιπόνηση:

⎧σ x ⎫ ⎡ Εx v ΕxEy 0 ⎤⎧ ε x ⎫
⎪ ⎪ 1 ⎢ ⎥⎪ ⎪
⎨σ y ⎬ = ⎢v Ε x E y Ey 0 ⎥⎨ ε y ⎬ (2.12)
⎪τ ⎪ 1 − v
2

⎩ xy ⎭
⎢ 0 0 (1 − v )G ⎥ ⎪⎩γ xy ⎪⎭
2
⎣ ⎦

E x + E y − 2v E x E y
όπου G = .
4(1 − v 2 )

Πρέπει να σημειωθεί ότι, σε αντίθεση με άλλα υλικά (όπως π.χ. τα στρωματοποιημένα) που
είναι εκ φύσεως ορθότροπα, στο σκυρόδεμα παρουσιάζεται μια ορθοτροπία λόγω εντατικής
κατάστασης (stress-induced anisotropy, βλ. και Darwin & Pecknold, 1976, 1977).
Θέτοντας την (2.12) υπό μορφή κατάλληλη για μοντέλα μη-γραμμικής ελαστικότητας
(‘υποελαστικού’ τύπου), η μητρωική εξίσωση διατυπώνεται σε μικροαυξητική μορφή ως εξής

⎧ dσ x ⎫ ⎡ Ex ν ExEy 0 ⎤ ⎧ dε x ⎫
⎪ ⎪ 1 ⎢ ⎥⎪ ⎪
⎨ dσ y ⎬ = ⎢ Ey 0 ⎥ ⎨ dε y ⎬ (2.13)
⎪dτ ⎪ 1 − ν
2

⎩ xy ⎭
⎢(συμ )
⎣ (1 − ν 2 )G ⎥⎦ ⎪⎩dγ xy ⎪⎭

Δεδομένου ότι η ανελαστική συμπεριφορά θα προκύψει όταν μία από τις κύριες τάσεις υπερβεί
την κρίσιμη τιμή της, και επίσης ότι οι καταστατικοί νόμοι διατυπώνονται (όπως φάνηκε και
στις προηγούμενες ενότητες) ενγένει σε όρους κυρίων τάσεων (ή των αναλλοίωτών τους), η
(2.13) διατυπώνεται αναφορικά με τη διεύθυνση των κυρίων αξόνων που αποτελούν, υπό τις
ανωτέρω προϋποθέσεις, και τους άξονες ορθοτροπίας (λόγω έντασης) του υλικού:

⎧ dσ 1 ⎫ ⎡E 1 ν E 1 E 2 0 ⎤ ⎧ dε ⎫
⎪ ⎪ 1 ⎢ ⎥⎪ 1 ⎪
⎨dσ 2 ⎬ = ⎢ E2 0 ⎥ ⎨dε 2 ⎬ (2.14)
⎪dτ ⎪ 1 − ν
2

⎩ 12 ⎭

⎣ (1 − ν )G ⎥⎦ ⎪⎩dγ 12 ⎪⎭
2

Σημειώνεται ότι λόγω της προαναφερθείσας ορθοτροπίας λόγω εντατικής κατάστασης, στην
(2.14) παραμένει και όρος διάτμησης (σε ένα ισότροπο υλικό δεν θα υπήρχαν διατμητικές τάσεις
στη διεύθυνση των κυρίων αξόνων).
Τα Ε1, Ε2, ν εξαρτώνται από τη στάθμη της έντασης, Εi=E(σi). Οι σχέσεις σi - εi για φορτίσεις
πλην της μονοτονικής είναι δύσκολο (και ακριβό) να προσδιοριστούν, αλλά και να εισαχθούν
στον υπολογιστικό αλγόριθμο. Έτσι, οι Darwin & Pecknold (1976, 1977) πρότειναν οι τιμές των
Ε1, Ε2 να προσδιορίζονται από τη σχέση τάσης – ισοδύναμης μονοαξονικής παραμόρφωσης (σi-
εi,un). Όπως φαίνεται στο Σχήμα 2.4, η εi,un είναι η παραμόρφωση που αναπτύσσεται στην
(κύρια) διεύθυνση i λόγω τάσης σi και διαφέρει από την (πραγματική) παραμόρφωση εi που
αναπτύσσεται λόγω πολυαξονικής φόρτισης (π.χ. στην περίπτωση διαξονικής φόρτισης, η κλίση
του διαγράμματος σi - εi ισούται με Ε(1-αν), όπου α=σ2/σ1).

9
Σχήμα 2.4. Ορισμός ισοδύναμης
μονοαξονικής παραμόρφωσης
(τροπής) εi,un

Η εi,un είναι ένα ιδεατό μέγεθος που χρησιμοποιείται για να διαχωριστεί η εκτίμηση του λόγου
Poisson (δηλ. της διαξονικής φόρτισης) από εκείνη των μέτρων Ε1, Ε2 που επηρεάζονται από
την ανελαστική συμπεριφορά, επιτρέποντας επίσης και μια βολική αξιοποίηση των πειραμα-
τικών αποτελεσμάτων (βλ. παρακάτω). Οι μεταβολές στις τάσεις dσ1, dσ2 μπορεί τώρα να
εκφραστούν συναρτήσει των dε1un, dε2un

⎧ dσ 1 ⎫ ⎡ E 1 0 ⎤ ⎧ dε 1un ⎫
⎨ ⎬=⎢ ⎨ ⎬ (2.15)
⎩dσ 2 ⎭ ⎣ 0 E 2 ⎥⎦ ⎩dε 2 un ⎭

Για γραμμικά ελαστική συμπεριφορά η ισοδύναμη μονοαξονική παραμόρφωση εi,un=σi/Εi, ενώ


για μη-γραμμική συμπεριφορά ισχύει dεi,un=dσi/Εi, όπου Εi το εφαπτομενικό μέτρο ελαστικό-
τητας (η κλίση του κλάδου της καμπύλης σi-εi,un, βλ. και Σχ. 2.4). Η συνολική τιμή της εi,un σε
συγκεκριμένο βήμα της μικροαυξητικής διαδικασίας προκύπτει αθροίζοντας τις διαδοχικές dεi,un

εi,un = Σ(dεi,un) = Σ(Δσi/Εi) (2.16)

Τελικός στόχος της διαδικασίας είναι, βεβαίως, ο υπολογισμός των (πραγματικών) μικροαυξή-
σεων dε1, dε2. Συγκρίνοντας τις σχέσεις (2.14), (2.15) προκύπτει ότι:
dε1un=Β11dε1 +Β12dε2 (2.17a)
dε2u=Β21dε1 +Β22dε2 (2.17b)

1 v E2
όπου Β11= , Β12=
1− v2 1− v2 E1

1
Β21=Β12 Β22= = B11
1− v2
συνεπώς, αφού η ανελαστική ανάλυση γίνει καταρχήν σε όρους της ιδεατής dεi,un, οι
πραγματικές παραμορφώσεις dε1, dε2 (υπό διαξονική φόρτιση) μπορεί να υπολογισθούν βάσει
των ανωτέρω σχέσεων (2.17).
Παρατηρείται ότι στην ειδική περίπτωση ελαστικού και ισότροπου υλικού η ισοδύναμη
παραμόρφωση

1 v Ε2 1 E
ε1un= ε +
2 1
ε2 = (ε 1 + v 2 ε 2 )
1− v 1− v2 Ε1 1− v 2
E1

10
γίνεται (εφόσον Ε1=Ε2):

1 σ
ε1un= (ε 1 + vε 2 ) = i
1− v 2
E

ταυτίζεται δηλαδή με τη γνωστή σχέση της διαξονικής έντασης (βλ. §4.6 Σημειώσεων).
Για την εφαρμογή της γενικής σχέσης (2.15), οι τιμές των Ε1, Ε2 λαμβάνονται από τις κλίσεις
του διαγράμματος σi - εi,un (οικογένειες καμπυλών σi- εi,un,, μια για κάθε α = σ 1 ή σ2 ,
σ2 σ1
αντίστοιχα προς τις διευθύνσεις 2 και 1). Η μορφή των καμπυλών αυτών λαμβάνεται από
κατάλληλο νόμο (εξίσωση) μονοαξονικής σ – ε, αρκεί αυτός να επιτρέπει την εισαγωγή
κατάλληλων τιμών των Ε0, εif και σif (αρχικό μέτρο ελαστικότητας, και ζεύγος τάσεων –
παραμορφώσεων στην κορυφή του διαγράμματος, βλ. και Σχ. 2.5), κάτι που δεν συμβαίνει με
παλιότερες εξισώσεις όπως η παραβολή Hognestad (§4.1 Σημειώσεων), ενώ συμβαίνει με
νεότερες σχέσεις όπως αυτή του CEB (1993) MC90. Οι Darwin & Pecknold (1976) έκαναν τη
σημαντική παρατήρηση ότι αν οι διάφορες διαξονικές καμπύλες (για διάφορους λόγους α), όπως
αυτές των Kupfer et al. (1969), ομαλοποιηθούν ως προς τις εif και σif, δεν διαφέρουν ουσιωδώς
ως προς το σχήμα τους. Άρα, οι καμπύλες σi - εi,un μπορούν να οριστούν αξιόπιστα, για
οποιονδήποτε λόγο α, βάσει μόνο των Ε0, εif και σif.
Οι αντοχές σif (που εξαρτώνται από το λόγο α) λαμβάνονται από την καμπύλη Kupfer – CEB
(Σχ. 2.2), ενώ για τις παραμορφώσεις εif η CEB (1993) δίνει τις ακόλουθες τιμές:
σ1f
ƒ Για διαξονική σύνθλιψη: ε1f = 2.2‰ (-3 − 2)
f cm

σ2f
ε2f = 2.2‰ (-3 − 2)
f cm

ƒ Για διαξονικό εφελκυσμό: εif = εct1 = 0.15‰


ƒ Για συνδυασμό εφελκυσμού (σ2) – σύνθλιψης (σ1):
⎧⎪ ⎛ −σ 2f ⎞
3
⎛ −σ 2f ⎞
2
⎛ −σ 2f ⎞⎫⎪
ε2f = ε c1 ⎨− 1.6⎜⎜ ⎟⎟ + 2.25⎜⎜ ⎟⎟ + 0.35⎜⎜ ⎟⎟⎬
⎪⎩ ⎝ f cm ⎠ ⎝ f cm ⎠ ⎝ f cm ⎠⎪⎭

ε1f =εct1= 0.15‰


Για τον λόγο Poissson ν(σ), που ορίζεται, με βάση τα προηγούμενα ως ν 1ν 2 , η CEB (1993)
δέχεται σταθερή τιμή ν=0.2 για διαξονική σύνθλιψη και διαξονικό εφελκυσμό, ενώ για την
(δύσκολη, αλλά συνήθη) περιοχή συνδυασμένης σύνθλιψης και εφελκυσμού δίνει τη σχέση:
4 4
⎛ −σ 2 ⎞ ⎛σ ⎞
ν(σ) = 0.2+0.6 ⎜⎜ ⎟⎟ + 0.4⎜⎜ 1 ⎟⎟ ≯0.99 (2.18)
⎝ f cm ⎠ ⎝ f ctm ⎠

(για σi=σif → ν≃0.35÷0.40)

11
Το ορθότροπο υποελαστικό μοντέλο που περιγράφηκε εδώ για την περίπτωση της διαξονικής
φόρτισης έχει επεκταθεί και για την περίπτωση της τριαξονικής φόρτισης [Elwi & Murray,
1979].

Περίπτωση ανακυκλιζόμενης διαξονικής έντασης


Το σημαντικότερο πλεονέκτημα του μοντέλου Darwin - Pecknold είναι ότι, λόγω της εισαγωγής
του ισοδύναμου μονοαξονικού νόμου σi - εi,un, προσφέρεται ιδιαίτερα για τυχόντα ιστορικά
φόρτισης (συμπεριλαμβανόμενης της ανακυκλιζόμενης) γι’ αυτό άλλωστε και υιοθετήθηκε από
τον (πολύ μεταγενέστερο) MC της CEB (1993).
H περιβάλλουσα της καμπύλης της ανακυκλιζόμενης φόρτισης μπορεί να ληφθεί από τις
αντίστοιχες σχέσεις της μονότονης φόρτισης, π.χ. όπως στον MC 90 (CEB 1993). Στο Σχ. 2.5
δίνεται το πλήρες μοντέλο που πρότειναν οι Darwin & Pecknold (1976, 1977), αλλά προφανώς
το ορθότροπο ανελαστικό μοντέλο που περιγράφηκε στις προηγούμενες παραγράφους μπορεί να
συνδυαστεί και με άλλους κανόνες υστερητικής συμπεριφοράς. Πρέπει να σημειωθεί, ωστόσο,
ότι για τέτοιου τύπου μοντέλα γίνεται η παραδοχή ότι για τη σχέση σi-εi,un υπό ανακυκλιζόμενη
φόρτιση ισχύει ό,τι και για την αντίστοιχη μονοαξονική σχέση (π.χ. το μοντέλο Darwin –
Pecknold στηρίζεται στα πειραματικά αποτελέσματα μονοαξονικής φόρτισης των Karsan & Jirsa
1969).

Σχήμα 2.5. Σχέση τάσης -


ισοδύναμης μονοαξονικής
παραμόρφωσης για
ανακυκλιζόμενη ένταση

Αναφερόμενοι στο Σχ. 2.5, η αποφόρτιση από τυχόν σημείο της περιβάλλουσας γίνεται ως εξής:
− ο αρχικός κλάδος ακολουθεί την ελαστική κλίση Εο
− ο δεύτερος κλάδος είναι παράλληλος προς τον κλάδο επαναφόρτισης
− ο τρίτος κλάδος βρίσκεται πάνω στον άξονα των εi,un μέχρι την τιμή εp (‘πλαστική
παραμόρφωση’) που υπολογίζεται από τη σχέση
2
εp ⎛ε ⎞ ⎛ ⎞
= 0.145⎜ a ⎟ + 0.13⎜ ε a ⎟ (2.19)
nε if ⎜ε ⎟ ⎜ε ⎟
⎝ if ⎠ ⎝ if ⎠
H επαναφόρτιση γίνεται από το σημείο (0, εp) προς το σημείο τομής των δύο κλάδων
(αποφόρτισης και επαναφόρτισης), οι συντεταγμένες του οποίου προσδιορίζονται από
εμπειρικές σχέσεις συναρτήσει της ενέργειας που έχει εκλυθεί κατά την ανακύκλιση [Darwin &
Pecknold 1976].

12
Τέλος, μετά τη ρηγμάτωση από εφελκυσμό (σ1) είναι Ε1 = 0 (εγκάρσια προς τη ρωγμή) και G =
Ε2/4≈0.6G0 (μειωμένο μέτρο ολίσθησης).

• Τελικές παρατηρήσεις
Κλείνοντας, θα πρέπει να αναφερθεί ότι μοντέλα μη-γραμμικής ελαστικότητας όπως αυτά που
περιγράφηκαν προηγουμένως δίνουν ενγένει ικανοποιητικά αποτελέσματα, συμβατά με την
ακρίβεια με την οποία είναι δυνατό να μετρηθούν οι διάφορες παράμετροι υλικού που
απαιτούνται για την εφαρμογή τους. Η ακρίβεια είναι μεγαλύτερη στην περίπτωση διαξονικής
επιπόνησης γι’αυτό και σύγχρονα προγράμματα, όπως το ΑΤΕΝΑ (Červenka et al. 2009),
επιλέγουν τέτοια μοντέλα για την ανάλυση της διαξονικής συμπεριφοράς του σκυροδέματος. Για
την περίπτωση της τριαξονικής επιπόνησης σε σύνθλιψη προτιμώνται συνήθως μοντέλα πλαστι-
κότητας (με κράτυνση αλλά και χαλάρωση) τα οποία μπορεί να εμπλουτίζονται και με
παραμέτρους βλάβης (βλ. σχετική ενότητα του παρόντος), σε συνδυασμό με (απλούστερα)
μοντέλα για (κυριαρχούντα) εφελκυσμό. Ένα τέτοιο ‘συνδυασμένο’ μοντέλο πλαστικότητας –
θραύσης προτείνεται από τους Červenka & Papanikolaou (2008) και έχει ενσωματωθεί στο
ΑΤΕΝΑ.

Βιβλιογραφικές παραπομπές
CEB (1991) Behavior and analysis of reinforced concrete structures under alternate actions inducing
inelastic response - Vol. 1: General models. CEB Bull. d’ Inf., 210, Lausanne.
CEB (1993) CEB-FIP Model Code 1990. CEB Bull. d’ Inf., 213/214, Lausanne.
Červenka, J. and Papanikolaou, V.K. (2008) Three dimensional combined fracture–plastic material model
for concrete. Int. Jnl of Plasticity, 24 (12), 2192–2220.
Červenka, V., Jendele, L., and Červenka, J. (2009) “ATENA Program Documentation. Part 1: Theory”,
Červenka Consulting, Prague, Czech Republic.
Chen, W.F. (1982) Plasticity in reinforced concrete. McGraw-Hill, New York.
Darwin, D. and Pecknold, D.A. (1976) Analysis of RC shear panels under cyclic loading. Journal of the
Structural Division, ASCE, 102 (ST2), 355-369.
Darwin, D. and Pecknold, D.A. (1977) Analysis of cyclic loading of plane R/C structures. Computers &
Structures, 7 (1), 137-147.
Elwi, A.A. and Murray, D.W. (1979) A 3D hypoelastic concrete constitutive relationship. Journal of the
Eng. Mech. Division, ASCE, 105 (EM4), 623-641.
Gerstle, K., et al. (1980) Behavior of concrete under multiaxial stress states. Journal of the Eng. Mech.
Division, ASCE, 106 (EM6), 1383-1403.
Gerstle, Κ. (1981a) Simple formulation of biaxial concrete behavior. ACI Structural Jnl, 78 (1), 62-68.
Gerstle, Κ. (1981b) Simple formulation of triaxial concrete behavior. ACI Structural Jnl, 78 (5), 382-387.
Karsan, I.D. and Jirsa, J.O. (1969) Behavior of concrete under compressive loadings. Journal of the
Structural Division, ASCE, 95 (12), 2543-2563.
Kotsovos, M.D. and Pavlovic, M.Ν. (1995) Structural Concrete – Finite-element analysis for limit-state
design. T. Telford, London.
Kupfer, H., Hilsdorf, H.K. and Rüsch, H. (1969) Behavior of concrete under biaxial stresses. Journal of
the ACI, 66 (8), 656-666.
Stankowski, T. and Gerstle, K.H. (1985) Simple formulation of concrete behavior under multiaxial load
histories. Journal of the ACI, 82 (2), 213-221.

13

You might also like