You are on page 1of 69

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1.

ΧΗΜΙΚΟΙ ΔΕΣΜΟΙ
ΧΗΜΙΚΟΙ ΔΕΣΜΟΙ
1. Ομοιοπολικοί Δεσμοί
Σχηματίζονται με το μοίρασμα ενός ζεύγους ηλεκτρονίων μεταξύ γειτονικών ατόμων.
μήκος 1,54 A, ενέργεια 85 kcal/mol
Επειδή η ενέργεια είναι σχετικά μεγάλη, χρειάζεται αρκετή ενέργεια για διάσπαση
Υπάρχουν και πολλαπλοί ομοιοπολικοί δεσμοί

Μη Ομοιοπολικοί Δεσμοί:

2.Ηλεκτροστατικές Αλληλεπιδράσεις
Εξαρτάται από τα ηλεκτρικά φορτία των ατόμων
Νόμος Coulomb E=kq1q2/Dr
D διηλεκτρική σταθερά, q1, q2 τα φορτία των ατόμων, k σταθερά για να προκύψουν οι
σωστές μονάδες, r απόσταση μεταξύ τους

3. Δεσμοί Υδρογόνου
Σχετικά ασθενείς αλληλεπιδράσεις, που όμως είναι σημαντικές για τα βιολογικά
μακρομόρια, όπως οι πρωτείνες και το DNA. Υπάρχουν ο δότης και ο δέκτης υδρογόνου.
Δότης είναι η ομάδα που περιέχει το άτομο υδρογόνου όσο και το άτομο στο οποίο το
υδρογόνο είναι πιο ισχυρά δεσμευμένο. Δέκτης είναι το άτομο με την ασθενέστερη
δέσμευση.
Ουσιαστικά είναι ηλεκτροστατικές αλληλεπιδράσεις.
Είναι πολύ ασθενέστεροι από τους ομοιοπολικούς δεσμούς.
Οι πιο ισχυροί έχουν την τάση να είναι σχεδόν ευθείς, δηλαδή τα άτομα υδρογόνου, δέκτη
και δότη να βρίσκονται σε ευθεία γραμμή.

4. Αλληλεπιδράσεις van der Waals


Η βάση τους είναι το ότι η κατανομή των ηλεκτρονικών φορτίων γύρω από ένα άτομο
αλλάζει με την πάροδο του χρόνου. Σε μια δεδομένη στιγμή, η κατανομή φορτίου δεν είναι
απολύτως συμμετρική. Αυτή η πρόσκαιρη ασυμμετρία προκαλεί, μέσω ηλεκτροστατικών
αλληλεπιδράσεων, μια συμπληρωματική ασσυμετρία στην κατανομή ηλεκτρονίων γύρω
από τα γειτονικά άτομα. Η έλξη μεταξύ ενός ζεύγους ατόμων αυξάνεται καθώς αυτά
πλησιάζουν, μέχρι να φτάσουν σε απόσταση επαφής van der Waals.
Η ενέργεια τους είναι πολύ μικρή.
Όταν όμως δύο μεγάλες επιφάνειες μορίων πλησιάζουν και προκύπτει ένας μεγάλος
αριθμός επαφών van der Waals, τότε η ενέργειά τους μπορεί να είναι σημαντική.

Νερό. Ιδιότητες του Νερού.


Η πλειονότητα των βιολογικών αλληλεπιδράσεων λαμβάνουν χώρα στο νερό.

1. Το νερό είναι πολικό μόριο. Το σχήμα του μορίου είναι τριγωνικό και όχι ευθύγραμμο και
επομένως υπάρχει ασύμμετρη κατανομή φορτίων. Ο πυρήνας του οξυγόνου έλκει
ηλεκτρόνια μακρυά από τους πυρήνες του υδρογόνου και αφήνει την περιοχή γύρω από
τους πυρήνες θετικά φορτισμένη. Έτσι το μόριο του νερού είναι ηλεκτρικά πολωμένη
ένωση.

2. Το νερό έχει πολύ μεγάλη συνοχή. Τα μόριά του αλληλεπιδρούν σθεναρά μέσω δεσμών
υδρογόνου.

1
Η πολικότητα και η δυνατότητα του νερού να σχηματίζει δεσμούς υδρογόνου επιτρέπουν
στο μόριο ύδατος να αλληλεπιδρά πολύ εύκολα με άλλα μόρια. Το νερό είναι ένας
εκπληκτικός διαλύτης για πολικά μόρια. Ο λόγος είναι πως το νερό αποδυναμώνει τις
ηλεκτροστατικές δυνάμεις και τους δεσμούς υδρογόνου μεταξύ πολικών μορίων με το να
συναγωνίζεται τις θέσεις της μεταξύ τους έλξης.
Στα βιολογικά συστήματα, τα προβλήματα που προκύπτουν από την εξαιρετική
διαλυτότητα των βιομορίων στο νερό, λύνονται με την δημιουργία μικροπεριβάλλοντων, τα
οποία είναι ελεύθερα νερού και όπου οι πολικές αλληλεπιδράσεις εμφανίζουν τη μέγιστη
τιμή.

ΕΝΤΡΟΠΙΑ. ΝΟΜΟΙ ΘΕΡΜΟΔΥΝΑΜΙΚΗΣ


1ος Νόμος:
Ως σύστημα θεωρούμε την ύλη που βρίσκεται σε μια καλά καθορισμένη περιοχή του
χώρου. Η ύλη στο υπόλοιπο σύμπαν θεωρείται ως το περιβάλλον. Σύμφωνα με τον πρώτο
νόμο της θερμοδυναμικής, η συνολική ενέργεια ενός συστήματος και του περιβάλλοντός
του παραμένει σταθερή. Με άλλα λόγια, η ενέργεια που υπάρχει στο σύμπαν παραμένει
σταθερή. Δεν είναι δυνατό να παραχθεί ενέργεια από το μηδέν, αλλά ούτε και να
εκμηδενιστεί μια ποσότητα ενέργειας. Ωστόσο, μπορεί να έχει διαφορετικές μορφές.
Ο πρώτος νόμος απαιτεί η ενέργεια που απελευθερώνεται από τον σχηματισμό κάποιων
δεσμών να χρησιμοποιηθεί για τη διάσπαση κάποιων άλλων δεσμών, ή να απελευθερωθεί
ως θερμότητα, ή να αποθηκευθεί με μια άλλη μορφή ενέργειας.

2ος Νόμος:
Η εντροπία είναι ένα μέτρο της τυχαιότητας ή της αταξίας ενός συστήματος. Σύμφωνα με
τον δεύτερο νόμο, η συνολική εντροπία ενός συστήματος και του περιβάλλοντός του
πάντοτε αυξάνεται σε μια αυθόρμητη διαδικασία.

2
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3. ΠΡΩΤΕΪΝΕΣ
Βασικές Ιδιότητες Πρωτεινών:
1. Είναι γραμμικά πολυμερή δομούμενα από μονομερή αμινοξέων. Η λειτουργία τους
εξαρτάται άμεσα από την αλληλουχία τους αλλά και από την τρισδιάστατη δομή τους.
Αντιπροσωπεύουν τη μετάβαση από τον μονοδιάστατο κόσμο των αλληλουχιών στον
τρισδιάστατο κόσμο των μορίων που παρουσιάζουν μεγάλο εύρος λειτουργιών.

2. Περιέχουν μια μεγάλη σειρά λειτουργικών ομάδων. Αλκοόλες, θειόλες, θειοαιθέρες,


καρβοξυλικές ομάδες, καρβαμίδια και ποικιλία βασικών ομάδων.

3. Μπορούν να αλληλεπιδράσουν μεταξύ τους και με άλλα βιολογικά μακρομόρια, για να


δημιουργήσουν πολύπλοκα συσσωματώματα.

4. Μερικές είναι σχεδόν άκαμπτες, ενώ άλλες εμφανίζουν σχετική ευκαμψία. Οι άκαμπτες
μπορούν να λειτουργήσουν ως δομικά στοιχεία του κυτταρικού σκελετού ή του συνδετικού
ιστού. Οι πιο εύκαμπτες μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως αρθρωτά τμήματα, ελατήρια, ή
μοχλοί, απαραίτητα για την λειτουργία τους, την σύνδεση τους αλλά και τη μεταβίβαση
πληροφοριών.

ΑΜΙΝΟΞΕΑ
Είναι οι δομικές μονάδες των πρωτεινών. Ένα α-αμινοξύ αποτελείται από:
ένα κεντρικό άτομο άνθρακα, που λέγεται α-άνθρακας, συνδεδεμένο με μια
αμινική ομάδα,
μια καρβοξυλική ομάδα,
ένα άτομο υδρογόνου και
μια χαρακτηριστική ομάδα R, που λέγεται και πλευρική αλυσίδα.
Έχοντας 4 διαφορετικές ομάδες συνδεδεμένες στο τετράεδρο του ατόμου του α-άνθρακα,
τα α-αμινοξέα είναι χειρόμορφα. Τα δύο κατοπτρικά είδωλα ονομάζονται L- και D-
ισομερές.

Στις πρωτείνες απαντώνται μόνο L-αμινοξέα. Για όλα σχεδόν τα αμινοξέα το ισομερές έχει
διαμόρφωση S και όχι R. Δεν υπάρχει ικανοποιητική εξήγηση για αυτή τη διαμόρφωση.

Σε διάλυμα με ουδέτερο pH τα αμινοξέα συμπεριφέρονται σαν δίπολα ιόντα (που


ονομάζονται και αμφοτερικά ιόντα).

Υπάρχουν 20 είδη πλευρικών αλυσίδων στις πρωτείνες, που διαφέρουν μεταξύ τους ως
προς:
το μέγεθος
το σχήμα
το φορτίο
τη δεσμευτική συγγένεια υδρογόνου
την υδροφοβικότητα
τη χημική αντιδραστικότητα
Όλες οι πρωτείνες, σε όλα τα είδη, βακτηριακές, αρχαϊκές και ευκαρυωτικές είναι
δομημένες από τα ίδια 20 αμινοξέα.

3
1.Γλυκίνη
Το απλούστερο αμινοξύ, δεν έχει πλευρική αλυσίδα, αλλά ένα ακόμη άτομο υδρογόνου
συνδέεται με τον α-άνθρακα. Είναι μοναδική διότι δεν είναι χειρόμορφη.

2. Αλανίνη
είναι το επόμενο απλούστερο αμινοξύ, έχει μία μεθυλική ομάδα για πλευρική αλυσίδα.

Αμινοξέα με αλειφατικές πλευρικές αλυσίδες.

3. Βαλίνη
4. Λευκίνη
5. Ισολευκίνη
6. Μεθειονίνη
Η μεθειονίνη έχει μία πλευρική αλυσίδα που είναι κυρίως αλειφατική και περιλαμβάνει
έναν θειοαιθέρα (-S-).

Οι μεγαλύτερες αλειφατικές πλευρικές αλυσίδες είναι υδρόφοβες, έχουν δηλαδή την τάση
να δημιουργούν συσσωματώματα μεταξύ τους παρά να έρχονται σε επαφή με το νερό.

4
7. Προλίνη
έχει επίσης αλειφατική πλευρική αλυσίδα, διαφέρει όμως από τα υπόλοιπα αμινοξέα, διότι
η πλευρική αλυσίδα της συνδέεται και με το άτομο αζώτου και με το άτομο του α-άνθρακα.
Μπορεί να επηρεάσει ιδιαίτερα την πρωτεινική αρχιτεκτονική διότι ο δακτύλιος της δομής
της την κάνει πιο άκαμπτη από τα άλλα αμινοξέα.

5
Αμινοξέα με απλές αρωματικές πλευρικές αλυσίδες
8.Φαινυλαλανίνη (καθαρά υδρόφοβη, ενώ τα άλλα δύο λιγότερο)
περιέχει έναν φαινολικό δακτύλιο συνδεδεμένο στη θέση ενός από τα υδρογόνα της
αλανίνης. Είναι καθαρά υδρόφοβη.
9.Τυροσίνη
Ο αρωματικός της δακτύλιος περιέχει υδροξύλιο. Το υδροξύλιο εμφανίζει
αντιδραστικότητα, σε αντίθεση με τις πλευρικές αλυσίδες άλλων αμινοξέων, οι οποίες είναι
μάλλον αδρανείς. Λιγότερο υδρόφοβη λόγω υδροξυλίου.
10. Θρυπτοφάνη
έχει έναν ινδολικό δακτύλιο συνδεδεμένο σε μία μεθυλενική ομάδα (-CH2-). Η ινδολική
ομάδα αποτελείται από δύο συνδεδεμένους δακτύλιους και μία ομάδα NH. Λιγότερο
υδρόφοβη λόγω NH.

6
Αμινοξέα με αλειφατικές υδροξυλικές ομάδες.
11.Σερίνη
Μπορεί να θεωρηθεί μια υδροξυλιωμένη αλανίνη
12. Θρεονίνη
Μοιάζει με τη βαλίνη με μια υδροξυλική ομάδα στη θέση μιας μεθυλικής ομάδας της
βαλίνης.

Τα υδροξύλιά τους έχουν ως αποτέλεσμα τα αμινοξέα αυτά να είναι πολύ πιο υδρόφιλα και
εύκολα στο να αντιδρούν σε σχέση με την αλανίνη και τη βαλίνη.

13. Κυστείνη
Είναι δομικώς όμοια με τη σερίνη αλλά περιέχει μια σουλφυδρυλική, ή θειολική (-SH)
ομάδα, στη θέση της υδροξυλικής ομάδας (-OH). Η υδροξυλική ομάδα είναι πολύ πιο
δραστική. Τα ζεύγη των σουλφυδρυλικών ομάδων μπορεί να ενωθούν για να δώσουν
δισουλφιδικούς δεσμούς, που είναι ιδιαίτερα σημαντικοί στη σταθεροποίηση μερικών
πρωτεινών.

7
Αμινοξέα με ιδιαίτερα πολικές πλευρικές αλυσίδες, που τα καθιστούν ιδιαίτερα υδρόφιλα.

14.Λυσίνη
Η λυσίνη και η αργινίνη έχουν σχετικά μακριές πλευρικές αλυσίδες, που τελειώνουν με
ομάδες θετικά φορτισμένες σε ουδέτερο pH.
Τελειώνει σε αμινική ομάδα.
15. Αργινίνη
Η λυσίνη και η αργινίνη έχουν σχετικά μακριές πλευρικές αλυσίδες, που τελειώνουν με
ομάδες θετικά φορτισμένες σε ουδέτερο pH.
Τελειώνει σε ομάδα γουανιδίνης.
16. Ιστιδίνη
Περιέχει μια ομάδα ιμιδαζολίου, έναν αρωματικό δακτύλιο που μπορεί φορτιστεί. Πολύ
συχνά απαντάται στο ενεργό κέντρο των ενζύμων, όπου το ιμιδαζόλιο μπορεί να δεσμεύει
και να απελευθερώνει πρωτόνια κατά τη διάρκεια των ενζυμικών αντιδράσεων.

8
Αμινοξέα με όξινες πλευρικές αλυσίδες
17. Ασπαραγινικό Οξύ
18. Γλουταμινικό Οξύ
19. Ασπαραγίνη
20. Γλουταμίνη

Λέγονται συνήθως ασπαραγινικό και γλουταμινικό για να τονιστεί ότι οι πλευρικές


αλυσίδες τους είναι τις πιο πολλές φορές αρνητικά φορτισμένες σε φυσιολογικό pH.
Όμως, σε μερικές περιπτώσεις οι πλευρικές αλυσίδες αυτές δέχονται πρωτόνια, και αυτή η
ικανότητά τους είναι συχνά ιδιαίτερα σημαντική από λειτουργική άποψη. Στην ομάδα αυτή
υπάρχουν επίσης τα μη φορτισμένα παράγωγα του ασπαραγινικού και γλουταμινικού, η
ασπαραγίνη και η γλουταμίνη, που περιέχουν τελική ομάδα καρβοξυλαμιδίου αντι
καρβοξυλίου.

9
ΠΡΩΤΟΤΑΓΗΣ ΔΟΜΗ
Οι πρωτείνες είναι γραμμικά πολυμερή που δημιουργούνται δεσμεύοντας την α-
καρβοξυλική ομάδα ενός αμινοξέος στην α-αμινική ομάδα ενός άλλου αμινοξέος με έναν
πεπτιδικό δεσμό (που λέγεται και αμιδικός δεσμός), που συνοδεύεται από την απώλεια
ενός μορίου νερού.
Η ισορροπία της αντίδρασης βρίσκεται προς την πλευρά της υδρόλυσης, παρά της
σύνθεσης. Επομένως η βιοσύνθεση του πεπτιδικού δεσμού χρειάζεται προσθήκη
ελεύθερης ενέργειας. Όμως οι πεπτιδικοί δεσμοί είναι αρκετά σταθεροί κινητικά.
Μια σειρά αμινοξέων που ενώνονται με πεπτιδικούς δεσμούς δημιουργούν μια
πολυπεπτιδική αλυσίδα, και κάθε μονάδα αμινοξέος στο πολυπεπτίδιο ονομάζεται
κατάλοιπο. Μια πολυπεπτιδική αλυσίδα έχει πολικότητα, επειδή τα δύο άκρα της είναι
διαφορετικά: μια α-αμινική ομάδα στο ένα και μια α-καρβοξυλική ομάδα στο άλλο.
Συμβατικά έχουμε δεχθεί ότι το αμινο-τελικό άκρο θεωρείται η αρχή της πολυπεπτιδικής
αλυσίδας.

Μια πολυπεπτιδική αλυσίδα αποτελείται από ένα σταθερά επαναλαμβανόμενο τμήμα, την
κύρια αλυσίδα, ή κορμός και ένα μεταβλητό τμήμα που αποτελείται από τις διαφορετικές
πλευρικές αλυσίδες. Ο κορμός έχει πολλές δυνατότητες δημιουργίας δεσμών υδρογόνου.

ΔΕΥΤΕΡΟΤΑΓΗΣ ΔΟΜΗ
Η κατανομή της πρωτεινικής αλυσίδας σε α-έλικες, β-πτυχώσεις, στροφές και θηλιές,
ονομάζεται δευτεροταγής δομή.

Α-Έλικα
Είναι μια δομή σπειράματος που σταθεροποιείται με ενδομοριακούς δεσμούς υδρογόνου.
Είναι μια ραβδόμορφη δομή. Ο κορμός, που έχει σχήμα σπειράματος, σχηματίζει το
εσωτερικό της ράβδου και οι πλευρικές αλυσίδες εκτείνονται προς τα έξω, σε ελικοειδή
διάταξη. Η α-έλικα σταθεροποιείται από δεσμούς υδρογόνου μεταξύ των ομάδων NH και
CO της κύριας αλυσίδας. Συγκεκριμένα, η ομάδα CO κάθε αμινοξέος σχηματίζει έναν δεσμό
υδρογόνου με την ομάδα NH του αμινοξέος που βρίσκεται τέσσερα κατάλοιπα μπροστά
στην αλληλουχία. Έτσι στη δομή αυτή όλες οι ομάδες CO και NH του πολυπεπτιδικού
κορμού συνδέονται με δεσμούς υδρογόνου, εκτός από εκείνες που βρίσκονται στα άκρα
της έλικας. Κάθε κατάλοιπο απέχει από το επόμενο 1,5 Α κατά μήκος του άξονα της έλικας
και είναι περιεστραμμένο κατά 100 μοίρες, δίνοντας 3,6 κατάλοιπα αμινοξέων ανά στροφή
της έλικας.
Το βήμα της α-έλικας που ισούται με το προιόν της μετατόπισης (1,5 Α) επί τον αριθμό των
καταλοίπων ανά στροφή (3,6) είναι 5,4 Α. Η στροφή της έλικας μπορεί να είναι δεξιόστροφη
ή αριστερόστροφη. Οι δεξιόστροφες είναι πιο ευνοούμενες ενεργειακά, διότι
παρουσιάζουν λιγότερες στερικές συγκρούσεις μεταξύ των πλευρικών αλυσίδων και του
κορμού. Ουσιαστικά όλες οι α-έλικες που απαντώνται στις πρωτείνες είναι δεξιόστροφες.

Β-Πτυχωτή επιφάνεια (β-επιφάνεια, β-πτύχωση)


Σταθεροποιείται με δεσμούς υδρογόνου μεταξύ των πολυπεπτιδικών αλυσίδων.
Μια πολυπεπτιδική αλυσίδα, που ονομάζεται β-πτύχωση, σε μια β-επιφάνεια είναι σχεδόν
απόλυτα απλωμένη, αντίθετα από το σφιχτό σπείραμα της α-έλικας.
Η απόσταση μεταξύ γειτονικών αμινοξέων σε μια β-πτύχωση είναι 3,5 Α.
Οι πλευρικές αλυσίδες των γειτονικών αμινοξέων έχουν αντίθετη κατεύθυνση.
Μια β-επιφάνεια, δημιουργείται όταν δύο ή περισσότερες β-πτυχώσεις συνδεθούν με
δεσμούς υδρογόνου.

10
Οι διαδοχικές β-πτυχώσεις στη β-επιφάνεια μπορεί να έχουν την ίδια κατεύθυνση
(παράλληλη β-επιφάνεια) ή αντίθετη κατεύθυνση (αντιπαράλληλη β-επιφάνεια).
Στην αντιπαράλληλη β-επιφάνεια, οι ομάδες ΝΗ και CO ενός αμινοξέος συνδέονται
αντίστοιχα με δεσμούς υδρογόνου με τις ομάδες CO και ΝΗ του αμινοξέος της γειτονικής β-
πτύχωσης. Για κάθε αμινοξύ η ομάδα ΝΗ συνδέεται στο CO του αμινοξέος της γειτονικής β-
πτύχωσης, ενώ η ομάδα CO συνδέεται στο ΝΗ του αμινοξέος που βρίσκεται δύο κατάλοιπα
πιο κάτω στην αλυσίδα.
Πολλές πτυχώσεις, συνήθως 4-5, αλλά μπορεί και 10 ή περισσότερες, συνδέονται για να
δημιουργήσουν β-επιφάνειες και μπορεί να είναι είτε καθαρά παράλληλες είτε
αντιπαράλληλες, είτε μεικτές.

Στροφές. Θηλιές.
Οι πιο πολλές πρωτείνες έχουν συμπαγές σφαιρικό σχήμα και επομένως για τη δημιουργία
τους απαιτούνται αναστροφές της πολυπεπτιδικής αλυσίδας τους.

Αυτές επιτυγχάνονται με ένα κοινό δομικό στοιχείο που ονομάζεται στροφή αναστροφής
(β-στροφή ή κάμψη φουρκέτας)

Υπάρχουν περιπτώσεις που η αναστροφή της αλυσίδας γίνεται μέσω πιο πολύπλοκων
δομών, που ονομάζονται θηλιές ή και Ω-θηλιές, λόγω του σχήματός τους. Οι θηλιές σε
αντίθεση με τις α-έλικες και τις β-επιφάνειες, δεν έχουν κανονικές περιοδικές δομές.
Παρ’όλα αυτά και οι δομές θηλιάς έχουν συχνά σταθερή και απόλυτα καθορισμένη δομή.

ΤΡΙΤΟΤΑΓΗΣ ΔΟΜΗ
Η διαδρομή που ακολουθεί ο η πολυπεπτιδική αλυσίδα μιας πρωτείνης στον χώρο
ονομάζεται τριτοταγής δομή.

Δομή της Μυοσφαιρίνης.

Η μυοσφαιρίνη, φορέας του οξυγόνου στους μυς, είναι μια πολυπεπτιδική αλυσίδα 153
αμινοξέων. Η ικανότητά της να δεσμεύει οξυγόνο εξαρτάται από την παρουσία της αίμης,
μιας μη πολυπεπτιδικής προσθετικής (βοηθητικής) ομάδας που αποτελείται από
πρωτοπορφυρίνη ΙΧ και από ένα κεντρικό άτομο σιδήρου. Η μυοσφαιρίνη είναι μια
εξαιρετικά συμπαγής πρωτείνη. Το 70% βρίσκεται σε 8 α-έλικες, ενώ η υπόλοιπη αλυσίδα
δημιουργεί στροφές και θηλιές μεταξύ των ελικών.
Η αναδίπλωση της κύριας αλυσίδας της μυοσφαιρίνης, όπως συμβαίνει και σε πολλές άλλες
πρωτείνες, είναι πολύπλοκη και στερείται συμμετρίας. Η διαδρομή που ακολουθεί ο η
πολυπεπτιδική αλυσίδα μιας πρωτείνης στον χώρο ονομάζεται τριτοταγής δομή.
Τα μη πολικά αμινοξέα (πχ λευκίνη, βαλίνη, μεθεινονίνη, φαινυλαλανίνη) βρίσκονται στο
εσωτερικό της δομής. Φορτισμένα κατάλοιπα (γλουταμινικό, ασπαραγινικό, λυσίνη,
αργινίνη) δεν υπάρχουν στο εσωτερικό της μυοσφαρίνης.
Τα μόνα φορτισμένα κατάλοιπα στο εσωτερικό είναι δύο κατάλοιπα ιστιδίνης με ιδιαίτερο
ρόλο στη λειτουργία δέσμευσης σιδήρου και οξυγόνου.
Το εξωτερικό της μυοσφαιρίνης περιέχει πολικά και μη πολικά κατάλοιπα, ενώ το
χωροπληρωτικό μοντέλο αποκαλύπτει ότι υπάρχει ελάχιστος κενός χώρος στο εσωτερικό
της.
Στο υδάτινο περιβάλλον, η δόμηση των πρωτεινών διαμορφώνεται από την τάση των
υδρόφοβων αμινοξέων να απομακρύνονται από το νερό.
Η πολυπεπτιδική αλυσίδα αναδιπλώνεται έτσι ώστε οι υδρόφοβες πλευρικές αλυσίδες να

11
θάβονται στο εσωτερικό της ενώ συγχρόνως οι φορτισμένες αλυσίδες να βρίσκονται
εκτεθειμένες στην επιφάνεια.

ΤΕΤΑΡΤΟΤΑΓΗΣ ΔΟΜΗ

Η πρωτοταγής δομή αναφέρεται στην αλληλουχία αμινοξέων.

Η δευτεροταγής δομή αναφέρεται στη χωροταξική τοποθέτηση των αμινοξέων που


γειτονεύουν στην πρωτοταγή δομή.

Η τριτοταγής δομή αναφέρεται στη χωροταξική σχέση αμινοξέων που απέχουν μεταξύ τους
στην αλληλουχία και στη θέση των δισουλφιδικών δεσμών.

Ας μελετήσουμε τώρα πρωτείνες με περισσότερες από μία πολυπεπτιδικές αλυσίδες.


Κάθε πολυπεπτιδική αλυσίδα σε αυτές ονομάζεται υπομονάδα.

Η τεταρτοταγής δομή αναφέρεται στη χωροδιάταξη των υπομονάδων και τα είδη των
αλληλεπιδράσεων που εμφανίζουν.
Η απλούστερη δομή είναι το διμερές, που αποτελείται από δύο ίδιες υπομονάδες.
Η ανθρώπινη αιμοσφαιρίνη (η πρωτείνη που μεταφέρει το οξυγόνο στο αίμα), έχει δύο
υπομονάδες α και δύο υπομονάδες β. Επομένως το μόριό της είναι τετραμερές α2β2.
Ανεπαίσθητες αλλαγές στο εσωτερικό της, επιτρέπουν την μεταφορά, με ιδιαίτερα
αποδοτικό τρόπο, οξυγόνου από τους πνεύμονες στους ιστούς.

12
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4. ΕΞΕΡΕΥΝΩΝΤΑΣ ΤΙΣ ΠΡΩΤΕΙΝΕΣ

ΜΕΘΟΔΟΙ ΑΠΟΜΟΝΩΣΗΣ ΠΡΩΤΕΙΝΩΝ (ΚΑΘΑΡΙΣΜΟΣ)

ΦΥΓΟΚΕΝΤΡΗΣΗ

Ξεκινάμε με ομογενοποίημα καταστρέφοντας την κυτταρική μεμβράνη και στη συνέχεια το


μείγμα κλασματώνεται με φυγοκέντρηση, δίνοντας ένα ίζημα στον πυθμένα του
φυγοκεντρικού σωλήνα και ένα ελαφρύτερο διαλυτό υπερκείμενο επάνω από το ίζημα.
Το υπερκείμενο φυγοκεντρείται και πάλι σε μεγαλύτερη ταχύτητα και διαχωρίζεται σε νέο
ίζημα και νέο υπερκείμενο.
Η διαδικασία αυτή ονομάζεται διαφορική φυγοκέντρηση.
Το αποτέλεσμα είναι δημιουργία κλασμάτων ελαττούμενης πυκνότητας τα οποία περιέχουν
χιλιάδες διαφορετικές πρωτείνες και τα οποία δοκιμάζονται για τη δραστικότητα που
προσπαθούμε να απομονώσουμε. Συνήθως ένα από αυτά θα έχει αυξημένη δραστικότητα
και αυτό θα χρησιμοποιηθεί για τον περαιτέρω καθαρισμό με άλλες πιο ευαίσθητες
τεχνικές.

ΕΞΑΛΑΤΩΣΗ

Οι περισσότερες πρωτείνες παρουσιάζουν μικρότερη διαλυτότητα σε υψηλή συγκέντρωση


άλατος, φαινόμενο που ονομάζεται εξαλάτωση (salting out).
Η συγκέντρωση άλατος που απαιτείται για να εξαλατωθεί μια πρωτείνη διαφέρει από
πρωτείνη σε πρωτείνη.
Επομένως η εξαλάτωση μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μέθοδος κλασμάτωσης των
πρωτεινών. (η πρωτείνη καθιζάνει σε διάλυμα άλατος)
Είναι επίσης χρήσιμη ως μέθοδος αύξησης της συγκέντρωσης πρωτεινών που προέρχονται
από άλλα στάδια καθαρισμού και βρίσκονται σε αραιά διαλύματα.
Μπορούμε επίσης να χρησιμοποιήσουμε και τη μέθοδο της διαπίδυσης προκειμένου να
απομακρύνουμε το άλας από ένα διάλυμα αν αυτό είναι αναγκαίο.

ΔΙΑΠΙΔΥΣΗ (εγώ την λέω κοσκίνισμα)

Οι πρωτείνες είναι δυνατόν να διαχωριστούν από μικρότερα μόρια με τη μέθοδο της


διαπίδυσης (dialysis) μέσα από μία ημιδιαπερατή μεμβράνη, όπως μια μεμβράνη
κυτταρίνης με πόρους. Τα μόρια που έχουν σημαντικά μεγαλύτερο μέγεθος από τη
διάμετρο των πόρων διατηρούνται μέσα στο σάκο διαπίδυσης, ενώ τα μικρότερα μόρια και
τα ιόντα περνούν από τους πόρους της μεμβράνης και εμφανίζονται στο διάλυμα εκτός
σάκου.
Η τεχνική αυτή είναι χρήσιμη για την απομάκρυνση του άλατος ή άλλων μικρών μορίων,
δεν είναι αποδοτική, όμως, για τον διαχωρισμό των πρωτεϊνών.

ΧΡΩΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑ ΔΙΗΘΗΣΗΣ ΣΕ ΠΗΚΤΗ

13
Ο καλύτερος διαχωρισμός βάσει μεγέθους.
Το δείγμα τοποθετείται στην κορυφή μιας στήλης που αποτελείται από πορώδεις κόκκους
από αδιάλυτο πολυμερές, που μπορεί όμως να συγκρατήσει πολύ νερό (π.χ δεξτράνη,
αγαρόζη, πολυακρυλαιμίδιο). Μικρά μόρια περνούν μέσα από αυτούς τους κόκκους, αλλά
τα μεγάλα αδυνατούν να περάσουν. Αποτέλεσμα είναι ότι τα μικρά μόρια κατανέμονται
στο υδάτινο περιβάλλον μέσα στους κόκκους και μεταξύ τους, ενώ τα μεγάλα μόρια
βρίσκονται μόνο μεταξύ των κόκκων. Τα μεγάλα μόρια περνούν πιο εύκολα μέσα από τη
στήλη και εμφανίζονται πρώτα, διότι βρίσκονται σε μικρότερο όγκο υγρού. Τα μόρια με
ενδιάμεσο μέγεθος που τους επιτρέπει να περνούν περιστασιακά θα εκλουστούν σε
ενδιάμεσο χρόνο, ενώ τα μικρά θα εκλουστούν τελευταία, διότι ακολουθούν μια
δαιδαλώδη διαδρομή μέσα από κόκκους.

ΧΡΩΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑ ΙΟΝΤΟΑΝΤΑΛΛΑΓΗΣ

Οι πρωτείνες είναι δυνατόν να διαχωριστούν και βάσει των φορτίων τους (ion exchange
chromatography). Αν το καθαρό φορτίο της πρωτείνης σε pH 7 είναι θετικό, αυτή συνήθως
θα δεσμευθεί σε στήλη από κόκκους που περιέχουν καρβοξυλικά ιόντα, ενώ μια αρνητικά
φορτισμένη πρωτείνη δεν θα δεσμευθεί στη στήλη αυτή. Μια θετικά φορτισμένη πρωτείνη
που είναι δεσμευμένη σε μια τέτοια στήλη, μπορεί στη συνέχεια να εκλουστεί
(απελευθερωθεί) με αύξηση της συγκέντρωσης του χλωριούχου νατρίου ή άλλου άλατος
στο ρυθμιστικό διάλυμα έκλουσης. Τα ιόντα νατρίου συναγωνίζονται με τα θετικά φορτία
της πρωτείνης για τη δέσμευση στη στήλη. Οι πρωτείνες που έχουν χαμηλή συγκέντρωση
θετικών φορτίων θα εμφανιστούν πρώτες, ακολουθούμενες από εκείνες με υψηλότερη
συγκέντρωση θετικών φορτίων. Αρνητικά φορτισμένες πρωτείνες (ανιοντικές πρωτείνες)
είναι δυνατόν να διαχωριστούν με χρωματογραφία σε θετικά φορτισμένη διαιθυλο-
αμινοαιθυλο-κυτταρίνη (DEAE- κυτταρίνη). Αντίθετα, θετικά φορτισμένες πρωτείνες
(κατιοντικές) είναι δυνατόν να διαχωριστούν σε αρνητικά φορτισμένη καρβοξυμεθυλο-
κυτταρίνη (CM- κυτταρίνη).

ΧΡΩΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑ ΣΥΓΓΕΝΕΙΑΣ

Μια ακόμη μέθοδος που χρησιμοποιείται γενικά για τον καθαρισμό πρωτεινών. Η τεχνική
αυτή εκμεταλλεύεται την υψηλή συγγένεια πολλών πρωτεινών για ειδικές χημικές ομάδες.
ΠΧ η φυτική πρωτείνη κονκαναβαλίνη Α, μπορεί να καθαριστεί με το πέρασμα ενός
μείγματος μέσω μιας στήλης από κόκκους που περιέχουν ομοιοπολικά δεσμευμένη
γλυκόζη. Η κονκαναβαλίνη Α δεσμεύεται στη στήλη αυτή διότι έχει συγγένεια με τη
γλυκόζη, ενώ οι περισσότερες άλλες πρωτείνες δεν έχουν. Η δεσμευμένη κονκαναβαλίνη Α
μπορεί να απελευθερωθεί από τη στήλη με προσθήκη γλυκόζης σε υψηλή συγκέντρωση. Η
γλυκόζη στο διάλυμα αντικαθιστά τη γλυκόζη της στήλης στις θέσεις όπου αυτή δεσμεύεται
στην κονκαναβαλίνη Α.

Η χρωματογραφία συγγένειας είναι η μέθοδος επιλογής για την απομόνωση παραγόντων

14
μεταγραφής, πρωτεινών δηλαδή που ρυθμίζουν την γονιδιακή έκφραση, δεσμευόμενες σε
ειδικές θέσεις στο DNA.

Γενικά η χρωματογραφία συγγένειας μπορεί να χρησιμοποιηθεί αποτελεσματικά στην


απομόνωση πρωτεινών που αναγνωρίζουν μια ομάδα Χ, ως εξής:
1. Ομοιοπολική δέσμευση του Χ ή παραγώγου του σε στήλη
2. Προσθήκη του μείγματος των πρωτεινών στη στήλη, που στη συνέχεια ξεπλένεται με
ρυθμιστικό διάλυμα για να απομακρυνθούν οι πρωτείνες οι οποίες δεν δεσμεύθηκαν
3. Έκλουση της επιθυμητής πρωτείνης με προσθήκη υψηλής συγκέντρωσης διαλυτής
μορφής του Χ.
Είναι ιδιαίτερα αποτελεσματική, όταν οι αλληλεπιδράσεις της πρωτείνης και του μορίου
που χρησιμοποιείται ως δόλωμα είναι πολύ εξειδικευμένες.

ΥΓΡΗ ΧΡΩΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑ ΥΨΗΛΗΣ ΠΙΕΣΗΣ

Όλες οι μέθοδοι χρωματογραφίας αποκτούν καλύτερη διαχωριστική ικανότητα όταν


χρησιμοποιούμε την τεχνική της υγρής χρωματογραφίας υψηλής πίεσης. Με την τεχνική
αυτή, επιτυγχάνουμε την ενίσχυση των άλλων μεθόδων που στηρίζονται σε διαχωρισμό
στήλης.
Το υλικό της στήλης αυτής είναι πολύ λεπτό και επομένως προσφέρει περισσότερες θέσεις
αλληλεπίδρασης και άρα μεγαλύτερη διαχωριστική ικανότητα. Επειδή το υλικό είναι τόσο
λεπτόκοκκο πρέπει να εφαρμοστεί πίεση προκειμένου να επιτευχθεί ικανοποιητική ροή. Το
τελικό αποτέλεσμα είναι υψηλή διαχωριστική ικανότητα, αλλά και γρήγορος διαχωρισμός.

ΗΛΕΚΤΡΟΦΟΡΗΣΗ ΣΕ ΠΗΚΤΗ
Μας βοηθά να αποφασίσουμε εάν ένα πρωτόκολλο καθαρισμού είναι αποτελεσματικό,
παρακολουθώντας τα αποτελέσματα, δηλαδή εξετάζοντας τις πρωτείνες που εμφανίζονται
σε κάθε στάδιο καθαρισμού.

Ένα μόριο με καθαρό φορτίο θα μετακινηθεί, αν βρεθεί σε ηλεκτρικό πεδίο. Το φαινόμενο


αυτό λέγεται ηλεκτροφόρηση και είναι ένας αναλυτικός τρόπος για να διαχωριστούν
πρωτείνες και άλλα μακρομόρια (όπως DNA, RNA). Η ταχύτητα μετακίνησης (υ) της
πρωτείνης (ή κάθε μορίου) σε ένα ηλεκτρικό πεδίο εξαρτάται από την ένταση του
ηλεκτρικού πεδίου (Ε), το καθαρό φορτίο της πρωτείνης (z) και τον συντελεστή τριβής (f).

υ = Ez/f

Η ηλεκτροφόρηση γίνεται σχεδόν πάντοτε σε πηκτή ( ή άλλο σταθερό υπόβαθρο, όπως


χαρτί), διότι η πηκτή λειτουργεί ως μοριακός ηθμός που ενισχύει τον διαχωρισμό.
Τα μόρια που είναι μικρά σε σχέση με τους πόρους της πηκτής μετακινούνται εύκολα
διαμέσου της πηκτής, ενώ τα μεγάλα μόρια μένουν σχεδόν ακίνητα.
Μόρια ενδιάμεσου μεγέθους μετακινούνται μέσα από την πηκτή με διαφορετικές
ταχύτητες.
Η ηλεκτροφόρηση πραγματοποιείται σε μια λεπτή κατακόρυφη πλάκα πολυακρυλαμιδίου.
Η κατεύθυνση ροής είναι από πάνω προς τα κάτω.

15
Προτιμάται η πηκτή πολυακρυλαμιδίου διότι είναι χημικά ουδέτερο και η παρασκευή της
πηκτής εύκολη.
Σε μια ηλεκτροφόρηση πολυακρυλαμιδίου κάτω από συνθήκες αποδιάταξης, οι πρωτείνες
είναι δυνατόν να διαχωριστούν κυρίως βάσει της μάζας τους.
1. Το μείγμα πρωτεινών διαλύεται σε διάλυμα δωδεκακυλο—θειικού νατρίου (SDS)
(ανιοντικό απορρυπαντικό που καταστρέφει σχεδόν όλες τις μη ομοιοπολικές
αλληλεπιδράσεις μιας φυσικής πρωτείνης)
2. Προστίθεται μερκαπτοαιθανόλη ή διθειοθρειτόλη, που ανάγουν δισουλφιδικούς
δεσμούς.
3. Τα ανιόντα του SDS δεσμεύονται στις κύριες αλυσίδες σε αναλογία ενός μορίου SDS ανά
δύο αμινοξέα. Αυτό δίνει στο σύμπλοκο του SDS με την αποδιατεταγμένη πρωτείνη ένα
μεγάλο φορτίο, περίπου ανάλογο της μάζας της πρωτείνης.
4. Τα σύμπλοκα SDS-αποδιατεταγμένης πρωτείνης ηλεκτροφορούνται σε πολυακρυλαμίδιο.
5. Οι πρωτείνες στην πηκτή εμφανίζονται με χρώση με άργυρο ή με κυανούν του
Coomasssie που αποκαλύπτει μια σειρά από ζώνες.

Οι ραδιενεργές σημάνσεις μπορούν να φανούν με την τοποθέτηση ενός φιλμ


ακτινογραφίας επάνω από την πηκτή. Η διαδικασία αυτή ονομάζεται αυτοραδιογραφία.

Μπορούμε λοιπόν να εξετάσουμε την αποτελεσματικότητα του καθαρισμού, αναλύοντας


ένα μικρό δείγμα κάθε σταδίου με ηλεκτροφόρηση σε πηκτή SDS-πολυακρυλαμιδίου. Τα
αρχικά στάδια θα εμφανίσουν έως εκατοντάδες πρωτεινών. Καθώς η διαδικασία
καθαρισμού συνεχίζεται, ο αριθμός ζωνών θα ελαττώνεται, ενώ η ζώνη που
αντιπροσωπεύει την προς καθαρισμό πρωτείνη αυξάνεται σε ένταση.

ΙΣΟΗΛΕΚΤΡΙΚΟΣ ΕΣΤΙΑΣΜΟΣ
Οι πρωτείνες μπορούν επίσης να διαχωριστούν ηλεκτροφορητικά βάσει του σχετικού
περιεχομένου τους σε όξινα και βασικά αμινοξέα.
Το ισοηλεκτρικό σημείο (pI) μιας πρωτείνης είναι το pH όπου το ολικό φορτίο της είναι
μηδέν. Σε αυτό το pH, η δυνατότητα μετατόπισής της σε ηλεκτρικό πεδίο είναι μηδέν (διότι
στην εξίσωση που λέω παραπάνω το z=0).
Σε ένα μείγμα πρωτεινών , εάν γίνει ηλεκτροφόρηση σε μια βαθμίδωση pH σε πηκτή χωρίς
SDS, κάθε πρωτείνη θα μετακινηθεί μέχρι να συναντήσει μια θέση όπου το pH ισούται με το
pI της. Αυτή η μέθοδος διαχωρισμού των πρωτεινών ανάλογα με το ισοηλεκτρικό σημείο
τους ονομάζεται ισοηλεκτρικός εστιασμός.
Με τη μέθοδο αυτή μπορούν να διαχωριστούν πρωτείνες που διαφέρουν και κατά ένα
μόνο αρνητικό φορτίο.

ΗΛΕΚΤΡΟΦΟΡΗΣΗ ΔΥΟ ΔΙΑΣΤΑΣΕΩΝ


Συνδυασμός ισοηλεκτρικού εστιασμού και ηλεκτροφόρησης σε πηκτή ώστε να επιτευχθούν
διαχωρισμοί υψηλής διακριτικής ικανότητας.
Πρώτα γίνεται ισοηλεκτρικός εστιασμός
Κατόπιν, η λωρίδα πηκτής τοποθετείται οριζόντια επάνω από μια πηκτή SDS-
πολυακρυλαμιδίου.
Επομένως, οι πρωτείνες αρχίζουν την μετακίνησή τους στη δεύτερη πηκτή από το σημείο
που αντιστοιχεί στη μετακίνησή τους μέσω της λωρίδας πηκτής του ισοηλεκτρικού

16
εστιασμού.
Εφαρμόζοντας ρεύμα στη δεύτερη πηκτή οι πρωτείνες μετακινούνται κατακόρυφα, με
αποτέλεσμα τον διαχωρισμό τους σε έναν δισδιάστατο σχηματικό από κηλίδες. Σε μια
τέτοια πηκτή, πρωτείνες που έχουν διαχωριστεί στην οριζόντια κατεύθυνση, βάσει του
ισοηλεκτρικού σημείου τους, διαχωρίζονται κατακόρυφα βάσει της μάζας τους.
Με ένα τέτοιο πείραμα μπορούμε να διαχωρίσουμε περισσότερες από χίλιες πρωτείνες του
E. Coli.

Μπορούμε με τη μέθοδο αυτή, να παρατηρήσουμε την αύξηση ή ελάττωση συγκέντρωσης


συγκεκριμένων πρωτεινών, ως απόκριση στη φυσιολογική κατάσταση.
Μειονέκτημα είναι πως παρότι εμφανίζονται πολλές πρωτείνες, δεν είναι δυνατόν να
ταυτοποιηθούν. Αυτό το ξεπερνάμε με το συνδυασμό της ηλεκτροφόρησης δύο
διαστάσεων με τις τεχνικές φασματομετρίας μάζας.

ΦΑΣΜΑΤΟΜΕΤΡΙΑ ΜΑΖΑΣ
Η μάζα μιας πρωτείνης μπορεί να καθοριστεί απόλυτα με φασματομετρία μάζας.
Είναι μια αναλυτική μέθοδος, χρόνια καθιερωμένη. Μέχρι πρόσφατα δεν είχε καμία
χρησιμότητα στη μελέτη των πρωτεινών, διότι οι πρωτείνες δεν είναι πτητικές.

Η δυσκολία αυτή παρακάμφθηκε με τη διασπορά πρωτεινών και άλλων μακρομορίων στην


αέρια φάση.
Οι μεθοδολογίες αυτές ονομάζονται εκρόφηση-ιοντισμός από μήτρα μέσω λέηζερ (matrix-
assisted laser desorption-ionization, MALDI) και φασματομετρία ηλεκτροψεκασμού
(electrospray spectrometry).
Στην φασματομετρία MALDI δημιουργούνται ιόντα πρωτείνης που επιταχύνονται μέσω
ενός ηλεκτρικού πεδίου. Τα ιόντα αυτά ταξιδεύουν μέσα από έναν σωλήνα επιτάχυνσης,
όπου τα μικρά ιόντα ταξιδεύουν γρηγορότερα και φθάνουν πρώτα στον ανιχνευτή.
Επομένως, ο χρόνος πτήσης (time of flight, TOF) στο ηλεκτρικό πεδίο είναι παράμετρος
εξαρτώμενη από τη μάζα (ή ακριβέστερα τον λόγο μάζα/φορτίο). Ελάχιστες ποσότητες
βιομορίων, (picomol έως femtomol) χρειάζονται για μια τέτοια ανάλυση.
Η μέθοδος MALDI-TOF είναι ένας ακριβής τρόπος προσδιορισμού της μάζας μιας
πρωτείνης.

Η φασματομετρία μάζας επέτρεψε την ανάπτυξη της μεθόδου αποτύπωσης πεπτιδικής


μάζας. Αυτή η τεχνική ταυτοποίησης πεπτιδίων έχει αυξήσει εντυπωσιακά τη χρήση της
μεθόδου ηλεκτροφόρησης δύο διαστάσεων.

Το δείγμα απομονώνεται και διασπάται σε εξειδικευμένες θέσεις ή χημικό ή ενζυμικό


τρόπο.
Οι μάζες των πρωτεινικών θραυσμάτων καθορίζονται στη συνέχεια με τη χρήση
φασματομετρίας μάζας.
Τελικά οι μάζες των πρωτεινικών θραυσμάτων, ή το δακτυλικό αποτύπωμα της υδρόλυσης
συγκρίνονται με αποτυπώματα που υπάρχουν καταχωρισμένα σε βάσεις δεδομένων
πρωτεινών, οι οποίες «διασπάστηκαν ηλεκτρονικά» από ένα πρόγραμμα υπολογιστή που

17
μιμείται την τεχνική διάσπασης που χρησιμοποιήθηκε για το δείγμα του πειράματος. Η
τεχνική αυτή έχει προσφέρει εντυπωσιακά αποτελέσματα.

Η φασματομετρία μάζας έδωσε ετικέτες με τα ονόματα σε πολλές πρωτείνες της


ηλεκτροφόρησης δύο διαστάσεων.

EDMAN - ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΑΛΛΗΛΟΥΧΙΑΣ ΑΜΙΝΟΞΕΩΝ –


ΑΥΤΟΜΑΤΟΠΟΙΗΜΕΝΗ ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ ΑΠΟΙΚΟΔΟΜΗΣΗΣ
EDMAN

Καθορισμός αλληλουχίας αμινοξέων – πρωτοταγούς δομής μιας πρωτείνης.

1. Πρώτα προσδιορίζουμε τη σύσταση αμινοξέων του πεπτιδίου.


Το πεπτίδιο υδρολύεται στα αμινοξέα που το αποτελούν με θέρμανση σε 6Ν HCl, στος
110οC για 24 ώρες.
Τα αμινοξέα που είναι υδρολυμένα μπορούν να διαχωριστούν με χρωματογραφία
ιοντοανταλλαγής σε στήλες από σουλφονιωμένο πολυστυρόλιο.
Η ταυτότητα του αμινοξέος προσδιορίζεται από τον όγκο της έκλουσης, που είναι ο όγκος
του ρυθμιστικού διαλύματος που απαιτείται για την απομάκρυνση του αμινοξέος από τη
στήλη και ποσοτικοποιείται με αντίδραση νινυδρίνης. Τα αμινοξέα δίνουν ένα έντονο μπλε
χρώμα(εκτός της προλίνης-κίτρινο χρώμα).
Η συγκέντρωση ενός αμινοξέος σε διάλυμα μετά τη θέρμανσή του μαζί με νινυδρίνη είναι
ανάλογη με την απορροφητικότητα του διαλύματος.
Συγκρίνοντας το σχήμα του χρωματογραφήματος της υδρόλυσης των αμινοξέων στο μείγμα
με εκείνο γνωστού μείγματος βλέπουμε τα αμινοξέα που αποτελούν το πεπτίδιο (όχι όμως
την αλληλουχία τους)

2. Το επόμενο βήμα είναι η ταυτοποίηση του αμινοτελικού άκρου του πεπτιδίου με την
προσθήκη ενός συμπλόκου που σχηματίζει σταθερό ομοιοπολικό δεσμό. Χρησιμοποιήθηκε
το φθορο-δινιτρο-βενζόλιο για πρώτη φορά από τον F. Sanger. Σήμερα χρησιμοποιείται
κυρίως το dabsyl-χλωρίδιο που σχηματίζει έντονα χρωματισμένα παράγωγα. Η ουσία αυτή
αντιδρά με μια μη φορτισμένη ομάδα α-NH2 και δημιουργεί ένα παράγωγο
σουλφοναμιδίου που είναι σταθερό κάτω από συνθήκες που υδρολύουν πεπτιδικούς
δεσμούς.
Η μέθοδος αυτή είναι ευαίσθητη, αλλά δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για πολλούς
κύκλους, γιατί το πεπτίδιο καταστρέφεται τελείως στο στάδιο της όξινης υδρόλυσης και
επομένως χάνεται όλη η πληροφορία της αλληλουχίας.

Ο Edman καθόρισε έναν τρόπο για τη σήμανση του αμινο-τελικού άκρου και τη διάσπασή
του από το πεπτίδιο, χωρίς να καταστρέφει τους πεπτιδικούς δεσμούς μεταξύ των άλλων
αμινοξέων.
Η αποικοδόμηση Edman απομακρύνει ένα κατάλοιπο αμινοξέος κάθε φορά από το αμινο-

18
τελικό άκρο του πεπτιδίου.
Το φαινυλοϊσοθειοκυανικό αντιδρά με τη μη φορτισμένη τελική αμινική ομάδα του
πεπτιδίου και σχηματίζει ένα παράγωγο φαινυλο-θειοκαρβαμϋλίου.
Στη συνέχεια κάτω από ήπιες όξινες συνθήκες απελευθερώνεται ένα κυκλικό παράγωγο του
τελικού αμινοξέος, ενώ το υπόλοιπο πεπτίδιο παραμένει ανέπαφο και μικρότερο κατά ένα
αμινοξύ.
Το κυκλικό παράγωγο είναι η ένωση φαινυλοθειο-υδαντοϊνο(PTH)-αμινοξύ, που μπορεί να
προσδιοριστεί με χρωματογραφικές μεθόδους.
Η διαδικασία Edman επαναλαμβάνεται στο μικρότερο πεπτίδιο δίνοντας ένα άλλο PTH-
αμινοξύ, που μπορεί και πάλι να προσδιοριστεί με χρωματογραφία.
κ.ο.κ προκύπτει ολόκληρη η αλληλουχία του πεπτιδίου.
Ο χρόνος καθορισμού μιας πλήρους αλληλουχίας ελαχιστοποιήθηκε με την ανάπτυξη
αυτοματοποιημένων μηχανημάτων. Τώρα απαιτείται λιγότερο από μια ώρα για ένα πλήρη
κύκλο αποικοδόμησης Edman – Την σχάση ενός αμινοξέος από ένα πεπτίδιο και τον
χαρακτηρισμό του.

ΕΞΕΙΔΙΚΕΥΜΕΝΗ ΔΙΑΣΠΑΣΗ ΠΡΩΤΕΙΝΩΝ

Πρακτικά τα πεπτίδια με περισσότερα από 50 κατάλοιπα δεν μπορούν να αναλυθούν με τη


μέθοδο Edman. Η δυσκολία αυτή μπορεί να ξεπεραστεί με την ειδική διάσπαση μιας
πρωτείνης σε πεπτίδια όχι πολύ μεγαλύτερα από 50 αμινοξέα το κάθε ένα.

Ειδική διάσπαση μπορεί να επιτευχθεί με χημικές και ενζυμικές μεθόδους

Οι Witkop και Gross ανακάλυψαν ότι το βρωμιούχο κυάνιο διασπά πολυπεπτιδικές


αλυσίδες μόνο στο καρβοξυτελικό άκρο της μεθειονίνης.

Η θρυψίνη, ένα πρωτεολυτικό ένζυμο από το παγκρεατικό υγρό, επίσης προκαλεί πολύ
ειδική διάσπαση, στο καρβοξυτελικό άκρο της αργινίνης και της λυσίνης.

Τα πεπτίδια που προκύπτουν με ειδικές χημικές ή ενζυμικές διασπάσεις διαχωρίζονται με


χρωματογραφία.
Η αλληλουχία κάθε ενός από τα καθαρά πεπτίδια προσδιορίζεται με τη μέθοδο Edman.

Σε αυτό το σημείο είναι γνωστή η αλληλουχία των αμινοξέων των τμημάτων της πρωτείνης,
αλλά η αλληλουχία των τμημάτων δεν είναι.
Τη σειρά των τμημάτων ανακαλύπτουμε με τα επικαλυπτικά πεπτίδια
Χρησιμοποιείται ένα ένζυμο διαφορετικό από το αρχικό (π.χ θρυψίνη, χυμοθρυψίνη
διασπούν σε διαφορετικά σημεία) που διασπά τους πεπτιδικούς δεσμούς ειδικά σε άλλο
σημείο. Επειδή αυτά τα πεπτίδια επικαλύπτουν δύο η περισσότερα από τα προηγουμένως
διασπασμένα πεπτίδια. Επομένως τώρα ολόκληρη η αλληλουχία αμινοξέων της
πολυπεπτιδικής αλυσίδας είναι γνωστή.

Σε περίπτωση περισσοτέρων από μία πολυπεπτιδικών αλυσίδων χρησιμοποιούνται


συμπληρωματικά βήματα. Ηλεκτροφόρηση σε πηκτή SDS δείχνει αριθμό αλυσίδων. Γίνεται
αποδιάταξη των αλυσίδων με ουσίες αποδιάταξης, όπως ουρία ή μη υδροχλωρική
γουανιδίνη.

19
Εάν συνδέονται με δισουλφιδικούς δεσμούς διαχωρίζονται πρώτα με αναγωγή με β-
μερκαπτοαιθανόλη ή διθειοθρειτόλη.

ΜΟΝΟΚΛΩΝΙΚΑ ΑΝΤΙΣΩΜΑΤΑ
Ένα αντίσωμα (ή ανοσοσφαιρίνη) είναι μια πρωτείνη που συντίθεται σε ένα ζώο ως
αντίδραση στην ύπαρξη μιας ξένης ουσίας, που λέγεται αντιγόνο.
Η ομάδα που αναγνωρίζεται από ένα αντίσωμα λέγεται αντιγονικός προσδιοριστής ή
επίτοπος.

Τα περισσότερα αντιγόνα έχουν αρκετούς επιτόπους.


Τα πολυκλωνικά αντισώματα είναι ετερογενή μείγματα αντισωμάτων, το κάθε ένα ειδικό
για έναν από τους επιτόπους ενός αντιγόνου.
Τα μονοκλωνικά αντισώματα είναι όλα ίδια και παράγονται από κλώνους ενός μοναδικού
αρχικού κυττάρου-παραγωγού και αναγνωρίζουν έναν και μόνο επίτοπο.

Ένα μονοκλωνικό αντίσωμα (mAb ή moAb) είναι αντίσωμα που κατασκευάζεται με


κλωνοποίηση ενός μοναδικού λευκού αιμοσφαιρίου.

Θα ήταν ιδανικό να μπορούσαμε να έχουμε έναν κλώνο κυττάρων που παράγουν μόνο έναν
τύπο αντισώματος. Το πρόβλημα είναι ότι κύτταρα που παράγουν αντισώματα δεν
διατηρούνται έξω από τον οργανισμό, διότι πεθαίνουν σε μικρό χρονικό διάστημα.

Υπάρχουν όμως, αθάνατες κυτταρικές σειρές που παράγουν μονοκλωνικά αντισώματα.


Προέρχονται από μια μορφή καρκίνου, το πολλαπλό μυέλωμα, μια κακοήθη διαταραχή των
κυττάρων που παράγουν αντισώματα. Σε αυτόν, ένα μετασχηματισμένο πλασματοκύτταρο
πολλαπλασιάζεται ανεξέλεγκτα, με αποτέλεσμα την τεράστια παραγωγή ενός μόνον τύπου
κυττάρων. Τα κύτταρα αυτά αποτελούν κλώνο, διότι προέρχονται από το ίδιο κύτταρο και
έχουν τις ίδιες ιδιότητες. Αυτά τα απολύτως ίδια κύτταρα του μυελώματος εκκρίνουν
μεγάλες ποσότητες φυσιολογικής ανοσοσφαιρίνης ενός και μόνον τύπου από γενεά σε
γενεά. Ένα μυέλωμα μπορεί να μεταμοσχευθεί από έναν ποντικό στον άλλο και να
εξακολουθήσει να πολλαπλασιάζεται.

Ανακαλύφθηκε ότι αν δημιουργηθεί μια σύντηξη ενός βραχύβιου κυττάρου που παράγει
ένα αντίσωμα και ενός αθάνατου κυττάρου μυελώματος, τότε μπορούμε να έχουμε
μεγάλες ποσότητες ομοιογενούς αντισώματος οποιασδήποτε επιθυμητής εξειδίκευσης.

Διαδικασία: (μέθοδος υβριδιωμάτων)


1. Εισάγουμε με ένεση το αντιγόνο σε έναν ποντικό και αρκετές εβδομάδες αργότερα
παίρνουμε τον σπλήνα του.
2. Ένα μείγμα πλασματοκυττάρων αυτού του σπλήνα και κυττάρων μυελώματος
συντήκονται in vitro.
3. Το κάθε ένα από τα υβριδικά κύτταρα που προκύπτουν και ονομάζονται υβριδιωματικά
κύτταρα, παράγει το αντίσωμα που καθορίζεται από το σπληνικό κύτταρο με το οποίο
ενώθηκε και η παραγωγή συνεχίζεται επ’ άπειρον και σε μεγάλες ποσότητες.
4. Τα υβριδιωματικά κύτταρα ελέγχονται με κάποια δοκιμασία αντιγόνου-αντισώματος για
να προσδιοριστούν εκείνα που έχουν την επιθυμητή εξειδίκευση.
5. Οι ομάδες των κυττάρων που φαίνονται να παράγουν τα επιθυμητά αντισώματα
υποκλωνοποιούνται και ελέγχεται και πάλι η παραγωγή ειδικού αντισώματος.
6. Επαναλαμβάνεται η ίδια διαδικασία μέχρις ότου πετύχουμε μια καθαρή καλλιέργεια,

20
δηλαδή έναν κλώνο που παράγει ένα μόνο αντίσωμα.
Τα θετικά κύτταρα που επιλέχθηκαν μπορούν να αναπτυχθούν σε θρεπτικό υλικό, ή να
ενεθούν σε ποντικούς και να επάγουν τη δημιουργία μυελώματος. Εναλλακτικά, τα κύτταρα
μπορούν να καταψυχθούν και έτσι να διατηρηθούν για μεγάλα χρονικά διαστήματα.

Με τη μέθοδο των υβριδιωμάτων μπορούν να παραχθούν μεγάλες ποσότητες ομοιογενούς


αντισώματος οποιασδήποτε επιθυμητής εξειδίκευσης. Είναι οι πηγές οξυδερκούς
κατανόησης της σχέσης μεταξύ δομής αντισώματος και εξειδίκευσης.
Τα μονοκλωνικά αντισώματα μπορούν να χρησιμοποιηθούν ακόμη ως αναλυτικά και
παρασκευαστικά αντιδραστήρια απόλυτης εξειδίκευσης.

 Μπορεί να κατασκευαστεί αντίσωμα για αντιγόνο που δεν έχει απομονωθεί ακόμη.
 Πολλές πρωτείνες που καθορίζουν την αναπτυξιακή διεργασία απομονώθηκαν
χρησιμοποιώντας μονοκλωνικά αντισώματα σαν ετικέτες
 Μονοκλωνικά αντισώματα συνδεδεμένα σε στερεά υποστρώματα μπορούν να
χρησιμοποιηθούν ως στήλες συγγένειας για να καθαριστούν σπάνιες πρωτείνες.
Έτσι απομονώθηκε η ιντερφερόνη (αντι-ιική πρωτείνη) με απόδοση καθαρότητας
5000 φορές μεγαλύτερη από το αρχικό εκχύλισμα.
 Τα κλινικά εργαστήρια χρησιμοποιούν μονοκλωνικά αντισώματα σε πολλές
δοκιμασίες. Πχ, όταν τα ισοένζυμα της καρδιάς ανιχνεύονται στο αίμα, τότε έχουμε
ενδείξεις καρδιακής προσβολής
 Οι μεταγγίσεις αίματος έγιναν ασφαλέστερες με τον έλεγχο του αίματος του δότη
για τους ιούς της επίκτητης ανοσοανεπάρκειας (AIDS), της ηπατίτιδας και άλλων
λοιμωδών νοσημάτων
 Δοκιμάζονται επίσης ως πιθανά θεραπευτικά μέσα για την αντιμετώπιση ασθενειών
όπως ο καρκίνος.
 Η τεράστια ποικιλία εξειδίκευσης που προσφέρουν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για
να δημιουργηθούν καταλυτικά αντισώματα με νέες ιδιότητες που δεν βρίσκονται
στα ένζυμα που υπάρχουν στη φύση.

ELISA - ΕΝΖΥΜΟΣΥΝΔΕΤΗ ΑΝΟΣΟΠΡΟΣΡΟΦΗΤΙΚΗ


ΜΕΤΡΗΣΗ

Enzyme-linked immunosorbent assay

Μέθοδος ανίχνευσης και ποσοτικοποίησης πρωτεινών.

Τα αντισώματα παρέχουν εξαιρετική εξειδίκευση ως αντιδραστήρια καθορισμού της


ποσότητας μιας πρωτείνης ή κάποιου άλλου αντιγόνου.
Με την τεχνική της ELISA, ένα ένζυμο που αντιδρά με ένα άχρωμο υπόστρωμα και παράγει
ένα έγχρωμο προϊόν, συνδέεται ομοιοπολικά με ένα ειδικό αντίσωμα που αναγνωρίζει ένα
αντιγόνο-στόχο. Αν υπάρχει αντιγόνο, τότε το σύμπλοκο αντισώματος-ενζύμου θα
δεσμευθεί σε αυτό και το ένζυμο θα καταλύσει την αντίδραση παράγοντας το χρωμοφόρο
προϊόν. Επομένως η παρουσία του χρωμοφόρου προϊόντος καθορίζει την ύπαρξη του
αντιγόνου. Μια τέτοια μέτρηση, γρήγορη και ευαίσθητη μπορεί να ανιχνεύσει ποσότητες
πρωτείνης μικρότερες από ένα νανογραμμάριο.

21
Η μέθοδος αυτή μπορεί να χρησιμοποιηθεί με πολυκλωνικά ή μονοκλωνικά αντισώματα. Η
χρήση μονοκλωνικών παρέχει πιο αξιόπιστα αποτελέσματα.

Υπάρχουν αρκετοί διαφορετικοί τύποι ELISA.

Έμμεσος τύπος.
Χρησιμοποιείται για την ανίχνευση της ύπαρξης αντισώματος και αποτελεί τη βάση της
δοκιμασίας ανίχνευσης του ιού HIV.
Στην περίπτωση αυτή, πρωτείνες από τον πυρήνα του ιού (τα αντιγόνα) προσκολλώνται
στον πυθμένα του πλακιδίου.
Αντισώματα από τον ασθενή προστίθενται στο επιστρωμένο πλακίδιο και επωάζονται με το
αντιγόνο.
Τελικά ενζυμοσύνδετα αντισώματα που αναγνωρίζουν ανθρώπινα αντισώματα (π.χ
αντισώματα αίγας που δημιουργήθηκαν με αντιγόνο ανθρώπινα αντισώματα) επωάζονται
στο πλακίδιο και όσα μένουν ασύνδετα ξεπλένονται.
Στο τέλος τοποθετείται το υπόστρωμα.
Η ενζυμική αντίδραση που τελικά παρατηρείται υποδηλώνει ότι τα ενζυμοσύνδετα
αντισώματα δεσμεύθηκαν στα ανθρώπινα αντισώματα και συνεπώς ο ασθενής είχε
αντισώματα προς τα ιικά αντιγόνα.

Διπλή ELISA (sandwich).


Επιτρέπει την ανίχνευση και την ποσοτικοποίηση του αντιγόνου.
Αντισώματα για ένα συγκεκριμένο αντιγόνο προσκολλώνται στον πυθμένα του πλακιδίου.
Στη συνέχεια το αντιγόνο ( ή αίμα ή ούρα που το περιέχουν) προστίθενται στο πλακίδιο και
το τυχόν αντιγόνο δεσμεύεται στο αντίσωμα.
Τελικά, ένα δεύτερο, διαφορετικό αντίσωμα για το ίδιο αντιγόνο προστίθεται στο πλακίδιο.
Το δεύτερο αυτό αντίσωμα είναι συνδεδεμένο με ένζυμο και επομένως ακολουθείται η
μεθοδολογία του έμμεσου τύπου ELISA.
Στην περίπτωση αυτή η αντίδραση δίνει αποτελέσματα ανάλογα της ποσότητας του
αντιγόνου. Κατά συνέπεια επιτρέπει τη μέτρηση μικρών ποσοτήτων αντιγόνου.

ΑΝΟΣΟΑΠΟΤΥΠΩΣΗ WESTERN

Μέθοδος ανίχνευσης μικρών ποσοτήτων πρωτεινών σε ένα πολύπλοκο μείγμα, μετά από
διαχωρισμό με ηλεκτροφόρηση σε πηκτή.

Συχνά απαιτείται ανίχνευση μικρής ποσότητας πρωτείνης μέσα από ένα πλήθος άλλων
πρωτεινών, όπως στην περίπτωση ύπαρξης κάποιας ιικής πρωτείνης στο αίμα.

Πολύ μικρές ποσότητες μιας πρωτείνης σε ένα κύτταρο ή κυτταρικό υγρό μπορούν να
ανιχνευθούν με την τεχνική ανοσομέτρησης που ονομάζεται ανοσοαποτύπωση ή
αποτύπωση Western (Western blotting).
1. Ένα δείγμα ηλεκτροφορείται σε πηκτή SDS-πολυακρυλαμιδίου.
2. Οι πρωτείνες που διαχωρίζονται στην πηκτή μεταφέρονται (συνήθως με
ηλεκτροαποτύπωση) σε μια επιφάνεια που τις κάνει να αντιδρούν πιο εύκολα με το
αντίσωμα που προστίθεται μετά και είναι ειδικό για τις πρωτείνες που μας ενδιαφέρουν.
3. Το σύμπλοκο αντισώματος-αντιγόνου στην επιφάνεια μπορεί να ανιχνευθεί με την
προσθήκη ενός δεύτερου αντισώματος ειδικού για το πρώτο (π.χ αντίσωμα αίγας που

22
αναγνωρίζει αντίσωμα ποντικού).
4. Μια ραδιενεργός σήμανση του δεύτερου αντισώματος δημιουργεί μια σκοτεινή γραμμή
σε φιλμ ακτινών Χ (αυτοραδιογράφημα)
Εναλλακτικά, ένα ένζυμο επάνω στο δεύτερο αντίσωμα δημιουργεί ένα έγχρωμο (και
αδιάλυτο στο νερό) προϊόν, όπως στην ELISA.

23
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8. ΕΝΖΥΜΑ
Με την ονομασία ένζυμα νοούνται οι ειδικές πρωτεΐνες ή πρωτεϊνικής βάσης οργανικές
ενώσεις, που αποτελούνται από πολυμερή των αμινοξέων, οι οποίες δρουν ως καταλύτες
στις χημικές αντιδράσεις που λαμβάνουν χώρα στον μεταβολισμό των οργανισμών, εξ ου
και η συνώνυμη ονομασία τους βιοκαταλύτες.

 Είναι ισχυροί και σε μεγάλο βαθμό εξειδικευμένοι καταλύτες


Η εξειδίκευση οφείλεται στην ακριβή αλληλεπίδραση του υποστρώματος και του
ενζύμου
 Πολλά ένζυμα χρειάζονται συμπαράγοντες για να έχουν δραστικότητα.
Αποένζυμο + Συμπαράγοντας = Ολοένζυμο
 Μπορούν να μετασχηματίζουν ενέργεια από μία μορφή σε άλλη με μεγάλη
αποτελεσματικότητα

ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ
Γίνεται με βάση τον τύπο της αντίδρασης που καταλύουν.

ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΤΥΠΟΣ ΑΝΤΙΔΡΑΣΗΣ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ

1. Οξειδοαναγωγάσες Οξείδωση – αναγωγή Γαλακτική αφυδρογονάση

2. Μεταφοράσες Μεταφορά ομάδας Κινάση των


μονοφωσφορικών
νουκλεοζιτών (κινάση ΝΜΡ)
3. Υδρολάσες Υδρόλυση (μεταφορά Χυμοθρυψίνη
λειτουργικών ομάδων στο
νερό)
4. Λυάσες Πρόσθεση ή αφαίρεση Φουμαράση
ομάδων για τον σχηματισμό
διπλών δεσμών
5. Ισομεράσες Ισομερείωση (ενδομοριακή Ισομεράση των
μεταφορά ομάδας) φωσφορικών τριοζών
6. Λιγάσες Σύνδεση δύο Συνθετάση του αμινοακυλο-
υποστρωμάτων με δαπάνη tRNA
την υδρόλυση της ΑΤΡ

24
ΕΝΕΡΓΟ ΚΕΝΤΡΟ

Το ενεργό κέντρο ενός ενζύμου είναι η περιοχή όπου προσδένονται τα υποστρώματα και ο
συμπαράγοντας, εάν υπάρχει.
Περιέχει επίσης τα κατάλοιπα που συμμετέχουν απευθείας στην σύνθεση ή τη διάσπαση
δεσμών. Τα κατάλοιπα αυτά ονομάζονται καταλυτικές ομάδες.
Ουσιαστικά, η αλληλεπίδραση του ενζύμου και του υποστρώματος στο ενεργό κέντρο
προάγει τον σχηματισμό της μεταβατικής κατάστασης.

I. Το ενεργό κέντρο είναι μια τρισδιάστατη εσοχή που έχει σχηματιστεί από ομάδες
που προέρχονται από διαφορετικές περιοχές μιας γραμμικής αλληλουχίας
αμινοξέων.
II. Το ενεργό κέντρο καταλαμβάνει ένα σχετικά μικρό μέρος από τον συνολικό όγκο
του ενζύμου.
III. Τα ενεργά κέντρα είναι εσοχές ή σχισμές.
IV. Τα υποστρώματα προσδένονται στα ένζυμα με πολλαπλές ασθενείς έλξεις.
V. Η εξειδίκευση πρόσδεσης εξαρτάται από την επακριβώς καθορισμένη τοποθέτηση
των ατόμων στο ενεργό κέντρο.

25
ΜΟΝΤΕΛΟ MICHAELIS – MENTEN

Ενζυμική ενεργότητα είναι η ταχύτητα της αντίδρασης του υποστρώματος που οφείλεται σε
κατάλυση από ένα ένζυμο.

Ειδική ενζυμική ενεργότητα είναι ο συντελεστής που σχετίζει την ενζυμική ενεργότητα με τη
μάζα του ενζύμου εκφράζεται σε katal/mgή σε U/mg ενζυμικήςπρωτεΐνης, κάτω από
συνθήκες προσδιορισμού

Σημασία της Vmax


❑Είναι ο αριθμός μετατροπής ενός ενζύμου
❑Εκφράζει τον αριθμό των μορίων του υποστρώματος που μετατρέπονται σε προϊόν ανά
μονάδα χρόνου από ένα μόριο ενζύμου όταν το ένζυμο είναι πλήρως κορεσμένο με
υπόστρωμα

Η πρωταρχική λειτουργία των ενζύμων είναι να αυξάνουν τις ταχύτητες των αντιδράσεων,
έτσι ώστε να είναι συμβατές με τις ανάγκες του οργανισμού.
Για να κατανοήσουμε την λειτουργία τους, χρειαζόμαστε μια κινητική περιγραφή της
δραστικότητάς τους.
Για πολλά ένζυμα η ταχύτητα της κατάλυσης V0, η οποία ορίζεται ως ο αριθμός των μορίων
του προϊόντος που σχηματίζονται ανά δευτερόλεπτο, μεταβάλλεται με τη συγκέντρωση του
υποστρώματος S (εικόνα 8.11)

26
Ας θεωρήσουμε ότι ένα ένζυμο καταλύει τη μετατροπή του S σε Ρ με την ακόλουθη πορεία:
⇒ ⇒
E+ S k 1 k−1 ES k 1 k−1 E+ P
⇐ ⇐

k είναι οι κινητικές σταθερές των αντιδράσεων.

ΣΥΝΟΠΤΙΚΑ:

1. Παραδοχή της Σταθερής Κατάστασης.

E+ S  ⇌ ES → E + P

Δηλαδή δεχόμαστε πως


Σχηματισμός ES = Διάσπαση ES, δλδ ES παραμένει σταθερό
Και πως το P (προϊόν) δεν διασπάται.

2. Εξίσωση Michaelis Menten

Η σταθερά Michaelis, ΚΜ και η μέγιστη ταχύτητα Vmax απορρέουν άμεσα από τις
ταχύτητες κατάλυσης που μετρώνται σε μια ποικιλία συγκεντρώσεων του
υποστρώματος εάν ένα ένζυμο λειτουργεί σύμφωνα με το απλό σχήμα που δίνεται
στην εξίσωση

V0 = Vmax [S]/([S]+Km)

V MAX [ S ]
V0 =
K M +[ S ]

Σταθερά Michaelis Menten

ΚΜ είναι η συγκέντρωση υποστρώματος όπου η ταχύτητα της αντίδρασης ισούται με


το μισό της μέγιστης τιμής της.
αν δλδ [S] = KM, τότε

V MAX
V0 =
2

Αν η k-1 είναι πολύ μεγαλύτερη από την k2, τότε το σύμπλοκο ES διασπάται πολύ
πιο γρήγορα από ότι σχηματίζεται προϊόν.

Σε αυτές τις συνθήκες η ΚΜ είναι ίση με τη σταθερά διάσπασης του συμπλόκου ES,
εάν η k2 είναι πολύ μικρότερη από την k-1
Έτσι μας παρέχει ένα μέτρο της δύναμης του συμπλόκου ES.
Υψηλή ΚΜ – ασθενής πρόσδεση
Χαμηλή ΚΜ – ισχυρή πρόσδεση

27
Η μέγιστη ταχύτητα VMAX , αποκαλύπτει τον αριθμό μετατροπής ενός ενζύμου (kcat),
δηλαδή τον αριθμό των μορίων του υποστρώματος που μετατρέπονται σε προϊόν
ανά μονάδα χρόνου, από ένα μόριο ενζύμου, όταν αυτό είναι πλήρως κορεσμένο με
υπόστρωμα.

V MAx
k CAT =
[ E ]T

3. Κινητική Τελειότητα

k cat
Καταλυτική Αποτελεσματικότητα =
KM

Το ανώτατο όριο του λόγου αυτού καθορίζεται από την k1 , δηλαδή την ταχύτητα
σχηματισμού του συμπλόκου ES.
Αυτή η ταχύτητα δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη από τη συχνότητα συνάντησης
ενός ενζύμου με το υπόστρωμά του, που εξαρτάται αποκλειστικά από το φαινόμενο
της διάχρυσης.

Ένζυμα τα οποία έχουν αυτόν τον λόγο στο ανώτατο όριο έχουν πετύχει την
κινητική τελειότητα.
Η καταλυτική τους ταχύτητα περιορίζεται μόνο από τον ρυθμό με τον οποίο
συναντούν το υπόστρωμα μέσα στο διάλυμα.

28
ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ ΜΕ ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΥΠΟΣΤΡΩΜΑΤΑ

Οι περισσότερες αντιδράσεις στα βιολογικά συστήματα περιλαμβάνουν συνήθως δύο


υποστρώματα και δύο προϊόντα και αντιπροσωπεύονται από την αντίδραση δύο
υποστρωμάτων:
A+ B ⇔ P+Q

Η πλειονότητα τέτοιων αντιδράσεων χρειάζονται μεταφορά μιας λειτουργικής ομάδας,


όπως είναι η φωσφορική ή μια ομάδα αμμωνίου, από το ένα υπόστρωμα στο άλλο. Στις
αντιδράσεις οξειδοαναγωγής, τα ηλεκτρόνια μεταφέρονται μεταξύ υποστρωμάτων.
Αντιδράσεις πολλαπλών υποστρωμάτων μπορούν να διαιρεθούν σε δύο κατηγορίες: τη
διαδοχική αντικατάσταση και τη διπλή αντικατάσταση

Διαδοχική Αντικατάσταση. Στον διαδοχικό μηχανισμό, όλα τα υποστρώματα πρέπει να


προσδεθούν στο ένζυμο προτού απελευθερωθεί οποιοδήποτε προϊόν. Συνεπώς σε μια
αντίδραση δύο υποστρωμάτων σχηματίζεται ένα τριμερές σύμπλοκο του ενζύμου και των
δύο υποστρωμάτων. Υπάρχουν δύο τύποι διαδοχικού μηχανισμού: ο διατεταγμένος, στον
οποίο τα υποστρώματα προσδένονται στο ένζυμο με μια καθορισμλένη σειρά, και ο
τυχαίος.

Διπλή Αντικατάσταση. Σε αυτές τις αντιδράσεις, γνωστές και ως αντιδράσεις πινγκ – πονγκ,
απελευθερώνονται ένα ή περισσότερα προϊόντα, προτού προσδεθούν όλα τα
υποστρώματα στο ένζυμο. Το καθοριστικό χαρακτηριστικό στις αντιδράσεις διπλής
αντικατάστασης είναι η ύπαρξη ενός υποκατεστημένου ενζυμικού ενδιαμέσου, στο οποίο
το ένζυμο είναι προσωρινά τροποποιημένο. Αντιδράσεις που μετακινούν αμινικές ομάδες
μεταξύ αμινοξέων και α΄κετοξέων είναι κλασικά παραδείγματα μηχανισμών διπλής
αντικατάστασης.

ΑΝΑΣΤΟΛΗ ΕΝΖΥΜΩΝ
Η δραστικότητα πολλών ενζύμων μπορεί να ανασταλεί από την πρόσδεση ειδικών μικρών
μορίων ή ιόντων. Αυτός ο τρόπος της αναστολής της ενζυμικής δραστικότητας παίζει τον
ρόλο του κύριου μηχανισμού ελέγχου στα βιολογικά συστήματα. Η ρύθμιση των
αλλοστερικών ενζύμων τυποποιεί το είδος του ελέγχου. Επιπλέον, πολλά φάρμακα και
τοξικοί παράγοντες δρουν μέσω της αναστολής ενζύμων. Η αναστολή από ειδικές χημικές
ουσίες μπορεί να είναι πηγή για την κατανόηση του μηχανισμού της ενζυμικής δράσης:
κατάλοιπα κρίσιμα για την κατάλυση μπορούν συχνά να προσδιοριστούν με τη
χρησιμοποίηση ειδικών αναστολέων.

Μη αντιστρεπτή αναστολή. Ένας μη αντιστρεπτός αναστολέας διαχωρίζεται πολύ αργά από


το ένζυμο-στόχο, διότι συνδέεται πολύ ισχυρά με το ένζυμο, είτε ομοιοπολικά, είτε μη
ομοιοπολικά. Μερικοί μη αντιστρεπτοί αναστολείς είναι πολύ σπουδαία φάρμακα. Η
πενικιλίνη δρα τροποποιώντας ομοιοπολικά το ένζυμο τρανσπεπτιδάση και ως εκ τούτου
σκοτώνει τα βακτήρια εμποδίζοντας τη σύνθεση του κυτταρικού τοιχώματος. Η ασπιρίνη
δρα τροποποιώντας ομοιοπολικά την κυκλοξυγονάση, ελαττώνοντας τη σύνθεση των
φλεγμονωδών σημάτων.

29
Μη αντιστρεπτοί αναστολείς:
1.Αντιδραστήρια με εξειδίκευση ομάδας
αντιδρούν με ειδικές πλευρικές αλυσίδες των αμινοξέων (Χυμοτρυψίνη,
Ακετυλοχολινεστεράση)
2.Ανάλογα υποστρωμάτων
Παρόμοια με το υπόστρωμα του ενζύμου. Μεγάλη εξειδίκευση
3.Αναστολείς αυτοκτονίας

Αντιστρεπτή αναστολή. Σε αντίθεση με τη μη αντιστρεπτή αναστολή, χαρακτηρίζεται από


έναν ταχύ διαχωρισμό του συμπλόκου ενζύμου-αναστολέα.

Αντιστρεπτοί Αναστολείς:
1.Αντιδραστήρια με εξειδίκευση ομάδας

2.Ανάλογα υποστρωμάτων ή ιχνηθέτες συγγένειας

3.Αναστολείς αυτοκτονίας

Συναγωνιστική αναστολή (αντιστρεπτή). Το ένζυμο μπορεί να προσδένει υπόστρωμα


(σχηματίζονται το σύμπλοκο ES) ή αναστολέα (EI) αλλά όχι και τα δύο (ESI). Ο
συναγωνιστικός αναστολέας μοιάζει με το υπόστρωμα και προσδένεται στο ενεργό κέντρο
του ενζύμου. Ως εκ τούτου, το υπόστρωμα εμποδίζεται από το να προσδεθεί στο ίδιο
ενεργό κέντρο. Ένας συναγωνιστικός αναστολέας ελαττώνει την ταχύτητα της κατάλυσης με
το να ελαττώνει την αναλογία των μορίων του ενζύμου που είναι προσδεμένα σε ένα
υπόστρωμα. Σε μια οποιαδήποτε συγκέντρωση του αναστολέα, η συναγωνιστική αναστολή
μπορεί να ξεπεραστεί με αύξηση της συγκέντρωσης του υποστρώματος. Κάτω από αυτές τις
συνθήκες το υπόστρωμα συναγωνίζεται τον αναστολέα για το ενεργό κέντρο. Π.χ
μεθοτρεξάτη, που χρησιμοποιείται στη θεραπεία του καρκίνου.

Μη συναγωνιστική αναστολή (επίσης αντιστρεπτή). Ο αναστολέας και το υπόστρωμα


μπορούν να προσδένονται ταυτόχρονα σε ένα μόριο ενζύμου σε διαφορετικές περιοχές
πρόσδεσης. Ένας μη συναγωνιστικός αναστολέας δρα ελαττώνοντας τον αριθμό
μετατροπής ενός ενζύμου, παρά με το να ελαττώνει την αναλογία των μορίων του ενζύμου ,
που είναι προσδεμένα στο υπόστρωμα. Η μη συναγωνιστική αναστολή, σε αντίθεση με τη
συναγωνιστική, δεν μπορεί να ξεπεραστεί με αύξηση της συγκέντρωσης του
υποστρώματος.

Ένα πιο περίπλοκο σχήμα, που ονομάζεται μεικτή αναστολή, παράγεται όταν ένας
αναστολέας ΚΑΙ επηρεάζει την πρόσδεση του υποστρώματος ΚΑΙ μεταβάλλει τον αριθμό
μετατροπής του ενζύμου.

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ

Μη αντιστρεπτή αναστολή
❑Πενικιλλίνη δρα με τροποποίηση τρανσπεπτιδάσης και σκοτώνει τα βακτήρια
Η προσδεμένη πενικιλίνη σχηματίζει έναν ομοιοπολικό δεσμό με ένα κατάλοιπο σερίνης

30
στο ενεργό κέντρο
Σύμπλοκο πενικιλίνης-ενζύμου δεν αντιδρά περαιτέρω
Αναστολή τρανσπεπτιδάσης μη αντιστρεπτά και έτσι σταματά η σύνθεση του κυτταρικού
τοιχώματος
❑Ασπιρίνη που αναστέλλει την κυκλοοξυγονάση ελαττώνει τη σύνθεση σηματοδοτικών
μορίων

Αντιστρεπτή αναστολή
Μεθοτρεξάτη που συνδέεται με αναγωγάση του διυδροφολικού

31
ΔΙΑΓΡΑΜΜΑΤΑ ΔΙΠΛΟΥ ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΟΥ

32
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9. ΑΡΧΕΣ ΚΑΤΑΛΥΣΗΣ – ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΕΣ
ΚΑΤΑΛΥΣΗΣ

 Σερινοπρωτεάσες (χυμοθρυψίνη)
η πρόκληση είναι να προάγουν μια αντίδραση η οποία σε ουδέτερο pH χωρίς
παρουσία καταλύτη είναι τόσο αργή που δεν μπορεί να μετρηθεί.
 Ανθρακικές ανυδράσες
η πρόκληση είναι να επιτύχουν μια απόλυτα υψηλή ταχύτητα αντίδρασης,
κατάλληλη για ενοποίηση με άλλες πάρα πολύ γρήγορες φυσιολογικές πορείες.
 Περιοριστικές ενδονουκλεάσες (ecoRV)
η πρόκληση είναι να αποκτήσουν ένα πολύ υψηλό επίπεδο εξειδίκευσης
 Κινάσες των μονοφωσφορικών νουκλεοζιτών – Κινάσες NMP
Η πρόκληση είναι να μεταφέρουν μια φωσφορική ομάδα από την ΑΤΡ σε ένα
νουκλεοτίδιο και όχι στο νερό.

ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΚΑΤΑΛΥΣΗΣ

Η ενζυμική κατάλυση αρχίζει με την πρόσδεση του υποστρώματος.


Η ενέργεια πρόσδεσης είναι η ελεύθερη ενέργεια που απελευθερώνεται κατά τον
σχηματισμό ενός μεγάλου αριθμού ασθενών αλληλεπιδράσεων μεταξύ του ενζύμου και του
υποστρώματος. Εξυπηρετεί 2 σκοπούς: εγκαθιστά την εξειδίκευση υποστρώματος και
αυξάνει την καταλυτική ικανότητα.
Μπορεί επίσης να προάγει δομικές αλλαγές και στο ένζυμο και στο υπόστρωμα που
διευκολύνουν την κατάλυση, μια πορεία που αναφέρεται ως επαγόμενη προσαρμογή.

Τα ένζυμα χρησιμοποιούν μία από τις ακόλουθες στρατηγικές:

I. ΟΜΟΙΟΠΟΛΙΚΗ ΚΑΤΑΛΥΣΗ
Σε αυτήν, το ενεργό κέντρο περιέχει μια ενεργό ομάδα, συνήθως ένα ισχυρό
πυρηνόφιλο, το οποίο στην πορεία της κατάλυσης προσωρινά τροποποιείται
ομοιοπολικά. Το πρωτεολυτικό ένζυμο χυμοθρυψίνη αποτελεί εξαιρετικό
παράδειγμα αυτού.
II. ΓΕΝΙΚΗ ΟΞΕΟΒΑΣΙΚΗ ΚΑΤΑΛΥΣΗ
Σε αυτήν, ένα μόριο διαφορετικό από το νερό παίζει τον ρόλο ενός δότη ή δέκτη
πρωτονίων. Η χυμοθρυψίνη χρησιμοποιεί ένα κατάλοιπο ιστιδίνης ως βασικό
καταλύτη για να αυξήσει την πυρηνοφιλική ισχύ της σερίνης.
III. ΚΑΤΑΛΥΣΗ ΙΟΝΤΟΣ ΜΕΤΑΛΛΟΥ
Τα ιόντα μετάλλων μπορούν να λειτουργήσουν καταλυτικά με αρκετούς τρόπους.
ΠΧ, έναν ιόν μετάλλου μπορεί να χρησιμεύσει ως ηλεκτρόφιλος καταλύτης,
σταθεροποιώντας ένα αρνητικό φορτίο σε ένα ενδιάμεσο της αντίδρασης.
Εναλλακτικά, το ιόν μετάλλου μπορεί να παράγει ένα πυρηνόφιλο αυξάνοντας της
οξύτητα ενός γειτονικού μορίου, όπως το νερό στην ενυδάτωση του CO2 από την
ανθρακική ανυδράση. Τελικά, το ιόν μετάλλου μπορεί να προσδεθεί σε ένα
υπόστρωμα, αυξάνοντας τον αριθμό των αλληλεπιδράσεων με το ένζυμο και έτσι
την ενέργεια πρόσδεσης. Η στρατηγική αυτή χρησιμοποιείται από τις κινάσες NMP.

33
IV. ΚΑΤΑΛΥΣΗ ΜΕ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ
Πολλές αντιδράσεις περιλαμβάνουν δύο ξεχωριστά υποστρώματα. Στις περιπτώσεις
αυτές, η ταχύτητα της αντίδρασης μπορεί να αυξηθεί αξιοσημείωτα από την
πρόσδεση και των δύο υποστρωμάτων μαζί, σε μια μοναδική επιφάνεια πρόσδεσης
επάνω στο ένζυμο. Οι κινάσες ΝΜΡ φέρουν μαζί δύο νουκλεοτίδια για να
διευκολύνουν τη μεταφορά μιας φωσφορικής ομάδας από ένα νουκλεοτίδιο στο
άλλο.

ΠΡΩΤΕΑΣΕΣ

Είναι ένζυμα τα οποία αποδομούν τις πρωτείνες, οι οποίες εκπλήρωσαν την αποστολή τους,
έτσι ώστε τα αμινοξέα τους να ανακυκλωθούν.

Διασπούν τις πρωτείνες με μια αντίδραση υδρόλυσης, δηλαδή προσθήκες μορίου ύδατος
σε έναν πεπτιδικό δεσμό.

Αν και η υδρόλυση των πεπτιδικών δεσμών ευνοείται θερμοδυναμικά, οι αντιδράσεις αυτές


είναι πάρα πολύ αργές. (Απουσία καταλύτη, ημιζωή = 10-1000 χρόνια) Όμως σε μερικές
βιοχημικές πορείες οι πεπτιδικοί δεσμοί πρέπει να υδρολυθούν σε χιλιοστά του
δευτερολέπτου.
Ένα ένζυμο πρέπει να διευκολύνει την πυρηνόφιλη προσβολή σε μια κανονικά μη δραστική
καρβονυλική ομάδα

ΧΥΜΟΘΡΥΨΙΝΗ

Διασπά επιλεκτικά πεπτιδικούς δεσμούς στο κάρου-τελικό άκρο ενός μεγάλου


υδρόφοβου / αρωματικού αμινοξέος (π.χ θρυπτοφάνη, τυροσίνη, φαινυλαλανίνη,
μεθειονίνη).
Χρησιμοποιεί ένα ισχυρό πυρηνόφιλο για να επιτεθεί σε μια μη ενεργό (μη δραστική)
καρβονυλική ομάδα του υποστρώματος. Αυτό είναι η σερίνη 195 (από τα 28 συνολικά
κατάλοιπα σερίνης που διαθέτει), που είναι ένα ασυνήθιστα ενεργό κατάλοιπο σερίνης και
παίζει καταλυτικό ρόλο στον μηχανισμό της χυμοθρυψίνης.

ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΔΡΑΣΗΣ ΧΥΜΟΘΡΥΨΙΝΗΣ

Η κινητική της ενζυμικής αντίδρασης καταγράφεται εύκολα βάζοντας το ένζυμο να δράσει


σε ένα ανάλογο του υποστρώματος το οποίο σχηματίζει ένα έγχρωμο προϊόν.
Για τη χυμοθρυψίνη το χρωμογόνο υπόστρωμα είναι εστέρας και όχι αμίδιο, αλλά πολλές
πρωτεάσες υδρολύουν και εστέρες. Ένα προϊόν είναι το π-νιτροφαινολικό, το οποίο έχει

34
κίτρινο χρώμα.
Η αντίδραση εξετάστηκε με χρήση της μεθόδου διακοπτόμενης ροής. Αυτή η τεχνική
επιτρέπει ταχεία ανάμειξη του υποστρώματος και σχεδόν ακαριαία καταμέτρηση της
αντίδρασης.
Αποκαλύφθηκε πως υπάρχει μια φάση «έκρηξης» στην έναρξη της αντίδρασης, κατά την
οποία παράγεται γρήγορα έγχρωμο προϊόν. Στη συνέχεια η παραγωγή προϊόντος γίνεται
πιο αργά καθώς η αντίδραση πλησιάζει τη σταθερή κατάσταση. Αυτό υποδηλώνει πως η
υδρόλυση προχωρά σε δύο βήματα.

A. Η υδροξυλική ομάδα της πάρα πολύ ενεργού σερίνης 195 προσβάλει την
καρβονυλική ομάδα του υποστρώματος για να σχηματίσει το ενδιάμεσο του
ακυλοενζύμου (ακυλίωση), απελευθερώνοντας την αλκοόλη π-νιτροφαινόλη.
B. Το ενδιάμεσο του ακυλοενζύμου υδρολύεται για να απελευθερώσει το συστατικό
καρβοξυλικό οξύ του υποστρώματος και να αναπαράγει το ελεύθερο ένζυμο.

Έτσι, με την προσθήκη του υποστρώματος το π-νιτροφαινολικό παράγεται γρήγορα


καθώς σχηματίζεται το ενδιάμεσο του ακυλοενζύμο, αλλά το ένζυμο χρειάζεται
περισσότερο χρόνο για να επανέλθει στην αρχική κατάσταση με την υδρόλυση του
ενδιάμεσου του ακυλοενζύμου.

ΔΟΜΗ ΧΥΜΟΘΡΥΨΙΝΗΣ

Είναι σχεδόν σφαιρική.


Απαρτίζεται από 3 πολυπεπτιδικές αλυσίδες ενωμένες με δισουλφιδικούς δεσμούς.
Συντίθεται ως ένα μοναδικό πολυπεπτίδιο, που ονομάζεται χυμοθριψινογόνο, το οποίο
ενεργοποιείται από την πρωτεολυτική διάσπαση του πεπτιδίου για να παραχθούν οι τρεις
αλυσίδες.
Το ενεργό κέντρο της, που είναι σημειωμένο από τη σερίνη 195, βρίσκεται σε μια σχισμή
στην επιφάνεια του ενζύμου.
Η χημική βάση της ειδικής δραστικότητας της σερίνης 195 είναι πως βρίσκεται
συνδεδεμένη με δεσμό υδρογόνου με τον ιμιδαζολικό δακτύλιο της ιστιδίνης 57 και η -ΝΗ
ομάδα αυτού με τη σειρά της, είναι συνδεδεμένη με δεσμό υδρογόνου με την καρβοξυλική
ομάδα του ασπαραγινικού 102. Η ομάδα αυτή των καταλοίπων ονομάζεται Καταλυτική
Τριάδα.
Το κατάλοιπο ιστιδίνης χρησιμεύει στην τοποθέτηση της πλευρικής αλυσίδας της σερίνης

35
και στην πόλωση της υδροξυλικής ομάδας. Δρα ως γενικός βασικός καταλύτης, ένας δέκτης
ιόντων υδρογόνου, διότι η πολωμένη υδροξυλική ομάδα του καταλοίπου της σερίνης
βρίσκεται σε ετοιμότητα για αποπρωτονίωση. Η αφαίρεση ενός πρωτονίου από την
υδροξυλική ομάδα παράγει ένα ιόν αλκοξειδίου, το οποίο είναι πολύ πιο ισχυρό
πυρηνόφιλο από ότι είναι η αλκοόλη.
Το κατάλοιπο του ασπαραγινικού βοηθά στον προσανατολισμό του καταλοίπου της
ιστιδίνης και στο να κάνει έναν καλύτερο δέκτη πρωτονίων μέσω ηλεκτροστατικών
επιδράσεων.

ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΥΔΡΟΛΥΣΗΣ (ΑΝΑΛΥΤΙΚΑ)

1. Μετά την πρόσδεση του υποστρώματος (βήμα 1), η αντίδραση αρχίζει με την
πυρηνοφιλική προσβολή της υδροξυλικής ομάδας της σερίνης 195 στο καρβονυλικό
άτομο άνθρακα του υποστρώματος (βήμα 2).
Η πυρηνοφιλική προσβολή αλλάζει τη γεωμετρία από επίπεδη τριγωνική σε
τετραεδρική γύρω από αυτό το άτομο άνθρακα.
Το εκ φύσεως ασταθές τετραεδρικό ενδιάμεσο έχει ένα τυπικό αρνητικό φορτίο στο
άτομο οξυγόνου που προέρχεται από την καρβοξυλική ομάδα.
Αυτό το φορτίο σταθεροποιείται με αλληλεπιδράσεις με ομάδες ΝΗ από την
πρωτείνη σε μια θέση που καλείται οπή οξυανιόντος.
Επίσης οι αλληλεπιδράσεις αυτές βοηθούν στη σταθεροποίηση της μεταβατικής
κατάστασης που προηγείται του σχηματισμού του τετραεδρικού ενδιαμέσου.
2. Στη συνέχεια αυτό το τετραεδρικό ενδιάμεσο καταρρέει για να παραχθεί το
ακυλοένζυμο (βήμα 3)
Αυτό το βήμα διευκολύνεται από τη μεταφορά ενός πρωτονίου από το θετικά
φορτισμένο κατάλοιπο της ιστιδίνης στην αμινική ομάδα που σχηματίζεται από τη
διάσπαση του πεπτιδικού δεσμού.
3. Το αμινικό συστατικό είναι τώρα ελεύθερο να αποχωριστεί από το ένζυμο (βήμα 4)
και αντικαθιστάται από ένα μόριο ύδατος (βήμα 5)
4. Στη συνέχεια υδρολύεται η εστερική ομάδα του ακυλοενζύμου από μια πορεία που
είναι ουσιαστικά επανάληψη των βημάτων 2 έως 4.
5. Το μόριο ύδατος προσβάλλει την καρβονυλική ομάδα ενώ ταυτόχρονα αφαιρείται
ένα πρωτόνιο από το κατάλοιπο της ιστιδίνης, το οποίο τώρα δρα ως ένας γενικός
όξινος καταλύτης, σχηματίζοντας ένα τετραεδρικό ενδιάμεσο (βήμα 6)
6. Αυτή η δομή διασπάται για να σχηματίσει το προϊόν καρβοξυλικό οξύ (βήμα 7)
7. Τελικά η απελευθέρωση του προϊόντος ετοιμάζει το ένζυμο για έναν άλλο κύκλο
κατάλυσης.

Η προτίμηση για διάσπαση πεπτιδικών δεσμών αμέσως μετά τα κατάλοιπα με μεγάλες


υδρόφοβες αλυσίδες εξηγείται από την εξέταση της τρισδιάστατης δομής με ανάλογα
υποστρώματος και αναστολείς ενζύμων. Αποκαλύφθηκε η παρουσία μιας βαθιάς και
σχετικά υδρόφοβης θήκης, που ονομάζεται θήκη S1, μέσα στην οποία μπορούν να
ταιριάξουν οι μακριές αφόρτιστες πλευρικές αλυσίδες των καταλοίπων φαινυλαλανίνης και
θρυπτοφάνης. Η πρόσδεση μιας κατάλληλης πλευρικής αλυσίδας μέσα στη θήκη αυτή
τοποθετεί τον παρακείμενο πεπτιδικό δεσμό μέσα στο ενεργό κέντρο για διάσπαση.
Η εξειδίκευση της χυμοθρυψίνης λοιπόν, εξαρτάται ολοκληρωτικά από το ποιο αμινοξύ
βρίσκεται αμέσως μετά από το αμινο-τελικό άκρο του πεπτιδικού δεσμού που πρόκειται να
διασπαστεί.

36
Συγκριση με άλλα ένζυμα.
Υπάρχουν καταλυτικές τριάδες παρόμοιες με αυτής της χυμοθρυψίνης (π.χ θρυψίνη,
ελαστάση, 40% πανομοιότυπες με την χυμοθρυψίνη). Έχουν όμως πολύ διαφορετικές
εξειδικέυσεις υποστρώματος. Οι διαφορές προκύπτουν από την σύγκριση των θηκών S1.

Η σουμπτιλισίνη, μια πρωτεάση βακτηρίων, περιέχει επίσης καταλυτική τριάδα στο ενεργό
κέντρο του, αλλά και οπή οξυανιόντος.

Άλλο ένα παράδειγμα καταλυτικής τριάδας υπάρχει στην καρβοξυπεπτιδάση ΙΙ από το


σιτάρι. Δεν είναι όμως σημαντικά παρόμοια με αυτή της χυμοθρυψίνης.

37
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10. ΑΡΧΕΣ ΡΥΘΜΙΣΗΣ ΕΝΖΥΜΙΚΗΣ
ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ

ΤΡΟΠΟΙ ΡΥΘΜΙΣΗΣ

ΑΛΛΟΣΤΕΡΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ

Οι αλλοστερικές πρωτείνες περιέχουν ξεχωριστές ρυθμιστικές και πολλαπλές λειτουργικές


θέσεις. Η ρύθμιση με μικρά σηματοδοτικά μόρια είναι ένας σημαντικός τρόπος για τον
έλεγχο της δραστικότητας πολλών πρωτεινών. Η πρόσδεση αυτών των ρυθμιστικών μορίων
σε θέσεις διαφορετικές από το ενεργό κέντρο πυροδοτεί αλλαγές στερεοδιάταξης, οι
οποίες μεταβιβάζονται στο ενεργό κέντρο. Επιπλέον οι αλλοστερικές πρωτείνες έχουν την
ιδιότητα της συνεργειακότητας : η δραστικότητα μιας λειτουργικής θέσης επηρεάζει τη
δραστικότητα σε άλλες. Ως αποτέλεσμα, μια μικρή αλλαγή στη συγκέντρωση του
υποστρώματος μπορεί να επιφέρει μεγάλες αλλαγές στη δραστικότητα. Οι πρωτείνες που
εμφανίζουν αλλοστερικό έλεγχο είναι συνεπώς μεταγωγοί πληροφοριών: η δραστικότητά
τους μπορεί να τροποποιηθεί σε απόκριση των σηματοδοτικών μορίων ή της πληροφορίας
που μοιράζεται μεταξύ των ενεργών κέντρων.
Ασπαραγινική Τρανσκαρβαμοϋλάση (ΑΤΚάση)

ΠΟΛΛΑΠΛΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΕΝΖΥΜΩΝ (ΙΣΟΕΝΖΥΜΑ)

Τα ισοένζυμα παρέχουν μια λεωφόρο για ποικίλλουσα ρύθμιση της ίδιας αντίδρασης σε
ξεχωριστές τοποθεσίες ή χρόνους. Τα ισοένζυμα είναι ομόλογα ένζυμα ενός οργανισμού, τα
οποία καταλύουν την ίδια αντίδραση, αλλά διαφέρουν ελαφρώς στη δομή και πιο φανερά
στις τιμές ΚΜ και Vmax καθώς επίσης και στις ρυθμιστικές ιδιότητες. Συχνά, τα ισοένζυμα
εκφράζονται σε έναν ξεχωριστό ιστό ή οργανίδιο ή σε ένα ξεχωριστό στάδιο ανάπτυξης

ΑΝΤΙΣΤΡΕΨΙΜΗ ΟΜΟΙΟΠΟΛΙΚΗ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ

Οι καταλυτικές ιδιότητες πολλών ενζύμων μεταβάλλονται αξιοσημείωτα από την


ομοιοπολική πρόσδεση μιας τροποποιητικής ομάδας, από τις οποίες η πιο κοινή είναι η
φωσφορική ομάδα. Στις αντιδράσεις αυτές, οι οποίες καταλύονται από τις πρωτεινικές
κινάσες, η ΑΤΡ λειτουργεί ως δότης φωσφορικής ομάδας. Η αφαίρεση των φωσφορικών
ομάδων με την υδρόλυση καταλύεται από τις πρωτεινικές φωσφατάσες.
Πρωτεινική Κινάση Α (ΡΚΑ)

ΠΡΩΤΕΟΛΥΤΙΚΗ ΕΝΕΡΓΟΠΟΙΗΣΗ / ΔΙΑΣΠΑΣΗ

Τα ένζυμα που ελέγχονται με κάποιους από αυτούς τους μηχανισμούς εναλλάσονται


μεταξύ της ενεργού και ανενεργού κατάστασης. Χρησιμοποιείται ένα διαφορετικό
ρυθμιστικό μοτίβο για να μετατραπεί μη αντιστρεπτά ένα ανενεργό σε ένα ενεργό ένζυμο.
Πολλά ένζυμα ενεργοποιούνται με υδρόλυση μερικών ή ακόμη και ενός πεπτιδικού δεσμού
ανενεργών προδρόμων που ονομάζονται ζυμογόνα ή προένζυμα.
Αυτός ο ρυθμιστικός μηχανισμός παράγει ένζυμα της πέψης, όπως η χυμοθρυψίνη, η
θρυψίνη και η πεψίνη.
Οι κασπάσες, οι οποίες είναι πρωτεολυτικά ένζυμα-εκτελεστές στον προγραμματισμένο
κυτταρικό θάνατο ή απόπτωση, ενεργοποιούνται πρωτεολυτικά από τη μορφή της

38
προκασπάσης.
Η πήξη του αίματος οφείλεται σε έναν αξιοθαύμαστο καταρράκτη ενεργοποιήσεων
ζυμογόνων.
Ενεργά ένζυμα της πήξης και της πέψης απενεργοποιούνται από τη μη αντιστρεπτή
πρόσδεση ανασταλτικών πρωτεινών, οι οποίες αποτελούν ακαταμάχητο δέλεαρ για την
μοριακή λεία τους.

ΑΣΠΑΡΑΓΙΝΙΚΗ ΤΡΑΝΣΚΑΡΒΑΜΟΫΛΑΣΗ – ΑΤΚάση

Η ασπαραγινική τρανσκαρβαμοϋλάση (ΑΤΚάση) καταλύει το πρώτο βήμα της βιοσύνθεσης


των πυριμιδινών, δηλαδή βάσεων που είναι συστατικά των νουκλεϊκών οξέων.
Η αντίδραση, η οποία καταλύεται από το ένζυμο αυτό είναι η συμπύκνωση του
ασπαραγινικού και καρβαμοϋλοφωσφορικού για να σχηματιστεί το Ν-
καρβαμοϋλοασπαραγινικό και το ορθοφωσφορικό.
Η ΑΤΚάση καταλύει το καθοριστικό βήμα της πορείας η οποία θα παραγάγει εν τέλει
νουκλεοτίδια πυριμιδίνης, όπως π.χ τριφωσφορική κυτιδίνη (CTP).

Η ΑΤΚάση αναστέλλεται από τη CTP, το τελικό προϊόν της πορείας που ελέγχεται από την
ΑΤΚάση.
Η ταχύτητα της αντίδρασης που καταλύεται από την ΑΤΚάση είναι μεγάλη, απουσία
υψηλών συγκεντρώσεων CTP, αλλά ελαττώνεται καθώς αυξάνεται η συγκέντρωση αυτής.
Έτσι στέλνονται περισσότερα μόρια στην πορεία για να σχηματίσουν νέες πυριμιδίνες, έως
ότου συσσωρευθεί αρκετή ποσότητα CTP.
Η επίδραση της CTP στο ένζυμο χρησιμεύει ως παράδειγμα της επανατροφοδοτικής
αναστολής, ή της αναστολής από το τελικό προϊόν.
Παρά το γεγονός ότι η ρύθμιση του τελικού προϊόντος έχει αξιοσημείωτη φυσιολογική
σημασία, η παρατήρηση ότι η ΑΤΚάση αναστέλλεται από τη CTP είναι αξιοσημείωτη διότι η
CTP είναι δομικά πολύ διαφορετική από τα υποστρώματα της αντίδρασης.
Λόγω αυτής της ανομοιομορφίας, η CTP πρέπει να προσδεθεί σε μια θέση ξεχωριστή από
το ενεργό κέντρο όπου προσδένεται το υπόστρωμα.
Τέτοιες θέσεις ονομάζονται αλλοστερικές (άλλος + στερεός) ή ρυθμιστικές θέσεις.
Η CTP είναι παράδειγμα αλλοστερικού αναστολέα.
Στην ΑΤΚάση, αλλά όχι σε όλα τα αλλοστερικώς ρυθμιζόμενα ένζυμα, οι καταλυτικές και οι
ρυθμιστικές θέσεις βρίσκονται σε ξεχωριστές πολυπεπτιδικές αλυσίδες.

ΔΟΜΗ

Απαρτίζεται 2 είδη υπομονάδων, καταλυτικές και ρυθμιστικές υπομονάδες.

Η μεγαλύτερη υπομονάδα είναι η καταλυτική ή c υπομονάδα.


Αυτή παρουσιάζει καταλυτική δραστικότητα, αλλά δεν επηρεάζεται από τη CTP.
αποτελείται από 3 αλυσίδες (34 kd η καθεμία) και αναφέρεται ως c3.

Η απομονωμένη μικρότερη υπομονάδα, που ονομάζεται ρυθμιστική ή r υπομονάδα, μπορεί


να προσδέσει CTP , αλλά δεν έχει καταλυτική δραστικότητα.
Αυτή αποτελείται από 2 αλυσίδες (17 kd η καθεμία) και αναφέρεται ως r2.

39
Όταν οι δύο υπομονάδες αναμειγνύονται, τότε συνδυάζονται με μεγάλη ταχύτητα.
Το σύμπλοκο που παράγεται έχει την ίδια δομή, c6r6, όπως και το φυσικό ένζυμο – δύο
καταλυτικά τριμερή και τρία ρυθμιστικά διμερή 2c3 + 3r2 → c6r6

Επιπλέον το αναδομημένο ένζυμο έχει συντεθεί από διάκριτες καταλυτικές και ρυθμιστικές
υπομονάδες, οι οποίες στο φυσικό ένζυμο αλληλεπιδρούν για να παραγάγουν την
αλλοστερική συμπεριφορά τους.

Οι αλλοστερικές αλληλεπιδράσεις στην ΑΤΚάση γίνονται με τη μεσολάβηση μεγάλων


αλλαγών στην τεταρτοταγή δομή.
Η δομή του ενζύμου χωρίς κανέναν προσδέτη προσδεμένο σε αυτό επιβεβαιώνει τη
συνολική δομή του ενζύμου. Δύο καταλυτικά τριμερή είναι στοιβαγμένα το ένα επάνω στο
άλλο, ενωμένα από τρία διμερή των ρυθμιστικών αλυσίδων.
Υπάρχουν σημαντικές επαφές μεταξύ των δύο καταλυτικών τριμερών: κάθε αλυσίδα r μέσα
στο ρυθμιστικό διμερές αλληλεπιδρά με μια αλυσίδα c μέσα στο καταλυτικό τριμερές,
μέσω μιας δομικής περιοχής που είναι σταθεροποιημένη από ένα ιόν ψευδαργύρου
προσδεμένο σε τέσσερα κατάλοιπα κυστεϊνών.

Για την κατανόηση του μηχανισμού της αλλοστερικής ρύθμισης είναι κρίσιμο να
εντοπίσουμε στην τρισδιάστατη δομή, κάθε ενεργό κέντρο και κάθε ρυθμιστική θέση.
Τα ενεργά κέντρα βρίσκονται στην περιοχή επαφής των υπομονάδων, κάθε καταλυτικό
τριμερές συνεισφέρει στο πλήρες ένζυμο τρία ενεργά κέντρα. Στα ενεργά κέντρα είναι
διαθέσιμα κατάλληλα κατάλοιπα αμινοξέων για να αναγνωρίζουν όλα τα χαρακτηριστικά
του αναλόγου των δύο υποστρωμάτων, συμπεριλαμβανομένων της φωσφορικής και δύο
καρβοξυλικών ομάδων.

Μια ακόμη αξιοσημείωτη αλλαγή στην τεταρτοταγή δομή είναι πως τα δύο καταλυτικά
τριμερή απομακρύνονται 12 Α και περιστρέφονται περίπου 10 ο γύρω από τον κοινό τους
άξονα συμμετρίας. Επιπλέον τα ρυθμιστικά διμερή περιστρέφονται 15 ο για να
προσαρμοστούν στην κίνηση αυτή.
Στην ουσία η ΑΤΚάση έχει δύο ξεχωριστές τεταρτοταγείς δομές:
μία που επικρατεί όταν δεν υπάρχουν υποστρώματα ή τα ανάλογά τους
και μία που επικρατεί όταν είναι προσδεμένα τα υποστρώματα ή τα ανάλογά τους.
Αυτές οι δομές αναφέρονται αντίστοιχα ως κατάσταση Τ (από το Tense) και κατάσταση R
(από το Relaxed).
Η κατάσταση Τ έχει μικρότερη συγγένεια για τα υποστρώματα και ως εκ τούτου μικρότερη
καταλυτική δραστικότητα απ’ότι η κατάσταση R.
Παρουσία οποιασδήποτε σταθερής συγκέντρωσης ασπαραγινικού και
καρβαμοϋλοφωσφορικού, το ένζυμο υπάρχει σε ισορροπία μεταξύ των δύο δομών.
Η θέση της ισορροπίας εξαρτάται από τον αριθμό των ενεργών κέντρων που έχουν
καταληφθεί από το υπόστρωμα.

40
ΑΙΜΟΣΦΑΙΡΙΝΗ
Ο αλλοστερισμός δεν περιορίζεται στα ένζυμα.
Οι βασικές αρχές του παρουσιάζονται εξίσου και από την πρωτείνη μεταφοράς οξυγόνου,
την αιμοσφαιρίνη.

Η ανθρώπινη αιμοσφαιρίνη Α αποτελείται από τέσσερις υπομονάδες, δύο α και δύο β.


Οι υπομονάδες α και β είναι ομόλογες και έχουν παρόμοιες τρισδιάστατες δομές.
Η ικανότητα της αιμοσφαιρίνης να προσδένει οξυγόνο εξαρτάται από την παρουσία μιας
προσδεμένης προσθετικής ομάδας που ονομάζεται αίμη.
Η ομάδα αίμης είναι υπεύθυνη για το χαρακτηριστικό κόκκινο χρώμα του αίματος.
Αποτελείται από ένα οργανικό συστατικό και ένα κεντρικό άτομο σιδήρου.
Το οργανικό συστατικό, η πρωτοπορφυρίνη, αποτελείται από τέσσερις πυρρολικούς
δακτυλίους ενωμένους με γέφυρες μεθενίου, για να σχηματιστεί ένας τετραπυρρολικός
δακτύλιος, όπου είναι προσκολλημένες τέσσερις μεθυλικές ομάδες, δύο βινυλικές ομάδες
και δύο προπιονικές πλευρικές αλυσίδες.
Το άτομο του σιδήρου βρίσκεται στο κέντρο της πρωτοπορφυρίνης ενωμένο με τα τέσσερα
πυρρολικά άτομα αζώτου και, κάτω από κανονικές συνθήκες είναι στην κατάσταση
οξείδωσης Fe2+. Το ιόν σιδήρου μπορεί να σχηματίσει δύο επιπρόσθετους δεσμούς, έναν
από κάθε πλευρά του επιπέδου της αίμης. Αυτές οι θέσεις πρόσδεσης ονομάζονται Πέμπτη
και Έκτη θέση συναρμογής. Στην αιμοσφαιρίνη, η Πέμπτη θέση συναρμογής
καταλαμβάνεται από τον ιμιδαζολικό δακτύλιο ενός καταλοίπου ιστιδίνης; Της πρωτείνης.
Στη δεοξυαιμοσφαιρίνη, η έκτη θέση παραμένει ελεύθερη. Το ιόν σιδήρου βρίσκεται
περίπου 0,4 Α έξω από το επίπεδο της πορφυρίνης διότι ο σίδηρος στη μορφή αυτή είναι
ελαφρώς μεγαλύτερος για να χωρέσει μέσα στην καλά καθορισμένη οπή του πορφυρινικού
δακτυλίου.

Η πρόσδεση του μορίου του οξυγόνου στην 6 η θέση συναρμογής του ιόντος σιδήρου
ουσιαστικά ανακατανέμει τα ηλεκτρόνια μέσα στον σίδηρο έτσι ώστε το ιόν να γίνεται
αποτελεσματικά μικρότερο, γεγονός που του επιτρέπει να κινηθεί μέσα στο επίπεδο της
πορφυρίνης. Παράλληλα με την αλλαγή στην ηλεκτρονική δομή παρατηρούνται αλλαγές
στις μαγνητικές ιδιότητες της αιμοσφαιρίνης, οι οποίες είναι η βάση για τις απεικονίσεις
του λειτουργικού μαγνητικού συντονισμού (fMRI)

41
ΙΣΟΕΝΖΥΜΑ

Είναι ένζυμα που διαφέρουν στην αλληλουχία των αμινοξέων αλλά καταλύουν την ίδια
αντίδραση. Τα ένζυμα αυτά έχουν συνήθως διαφορετικές κινητικές παραμέτρους, όπως η
Κm, ή διαφέρουν στις ρυθμιστικές ιδιότητες.
Τα ισοένζυμα διαφέρουν από τα αλλοένζυμα, τα οποία είναι ένζυμα που προέρχονται από
παραλλαγή αλληλομόρφων σε ένα γονιδιακό τόπο.
Τα ισοένζυμα συχνά μπορούν να ξεχωριστούν το ένα από το άλλο από τις βιοχημικές τους
ιδιότητες, όπως είναι η ηλεκτροφορητική κινητικότητα.

Η ύπαρξη ισοενζύμων επιτρέπει τον ακριβή συντονισμό του μεταβολισμού για να


αντιμετωπιστούν οι ιδιαίτερες ανάγκες ενός δεδομένου ιστού ή αναπτυξιακού σταδίου.

Η γαλακτική αφυδρογονάση LDH είναι ένα ένζυμο, το οποίο λειτουργεί στον αναερόβιο
μεταβολισμό και τη σύνθεση της γλυκόζης.
Ο άνθρωπος έχει δύο ισοενζυμικές πολυπεπτιδικές αλυσίδες για το ένζυμο αυτό, το
ισοένζυμο Η, που εκφράζεται πολύ στην καρδιά και το ισοένζυμο Μ, που βρέθηκε στους
μυς.
Οι αλληλουχίες των αμινοξέων είναι κατά 75% πανομοιότυπες.
Το λειτουργικό ένζυμο είναι τετραμερές και είναι πιθανοί πολλοί διαφορετικοί συνδυασμοί
των δύο υπομονάδων.
Το ισοένζυμο Η4, που βρέθηκε στην καρδιά, έχει μεγαλύτερη συγγένεια προς τα
υποστρώματα από ότι το ισοένζυμο Μ4.
Τα δύο ισοένζυμα διαφέρουν επίσης στο ότι υψηλά επίπεδα πυροσταφυλικού αναστέλλουν
αλλοστερικά το ισοένζυμο Η4 αλλά όχι το Μ4.

42
ΧΥΜΟΘΡΥΨΙΝΟΓΟΝΟ
Το ανενεργό πρόδρομο της χυμοθρυψίνης.
Συντίθεται στο πάγκρεας, όπως αρκετά άλλα ζυμογόνα και ένζυμα της πέψης.
Συγκεκριμένα στα εξωκρινή κύτταρα του παγκρέατος, όπου και αποθηκεύονται σε κοκκία
που περιβάλλονται από μεμβράνη.

Αποτελείται από 245 κατάλοιπα αμινοξέων, και στερείται ενζυμικής δραστικότητας.


Μετατρέπεται σε πλήρως ενεργό ένζυμο όταν ο πεπτιδικός δεσμός που ενώνει την αργινίνη
15 και την ισολευκίνη 16 διασπαστεί από τη θρυψίνη.
Το ενεργό ένζυμο που δημιουργείται ονομάζεται χυμοθρυψίνη π και δρα στη συνέχεια σε
άλλα μόρια χυμοθρυψίνης π.
Για να σχηματιστεί η χυμοθρυψίνη α, που είναι η σταθερή μορφή του ενζύμου,
αφαιρούνται δύο πεπτίδια.
Οι τρεις αλυσίδες που δημιουργούνται στη χυμοθρυψίνη α παραμένουν ενωμένες με δύο
εσωτερικούς δισουλφιδικούς δεσμούς.
Οι επιπρόσθετες διασπάσεις που γίνονται κατά τη μετατροπή της χυμοθρυψίνης π σε α
είναι περιττές, διότι η α είναι ήδη πλήρως ενεργός.
Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό αυτής της πορείας ενεργοποίησης είναι ότι η διάσπαση ενός
μοναδικού ειδικού πεπτιδικού δεσμού μετασχηματίζει την πρωτείνη από μια μορφή που
είναι καταλυτικά ανενεργός σε μια μορφή που είναι πλήρως ενεργός.

Η διάσπαση του πεπτιδικού δεσμού μεταξύ των αμινοξέων 15 και 16 έχει ως αποτέλεσμα
βασικές αλλαγές της στερεοδιάταξης.

1. Η νεοσχηματισμένη αμινο-τελική ομάδα της ισολευκίνης 16 στρέφεται προς τα


μέσα και αλληλεπιδρά με το ασπαραγινικό 194 στο εσωτερικό του μορίου της
χυμοθρυψίνης. Η πρωτονίωση αυτής της αμινικής ομάδας σταθεροποιεί την ενεργό
μορφή της χυμοθρυψίνης.
2. Η ηλεκτροστατική αυτή αλληλεπίδραση πυροδοτεί μια σειρά από αλλαγές της
στερεοδιάταξης. Η μεθειονίνη 192 μετακινείται από μια θέση βαθιά βυθισμένη στο
εσωτερικό του ζυμογόνου στην επιφάνεια του ενεργού ενζύμου και τα κατάλοιπα
187 και 193 εκτείνονται περισσότερο. Οι αλλαγές αυτές έχουν ως αποτέλεσμα τον
σχηματισμό της θέσης εξειδίκευσης του υποστρώματος για αρωματικές και
ογκώδεις μη πολικές ομάδες. Μια πλευρά αυτής της θέσης αποτελείται από
κατάλοιπα 189 έως 192. Αυτή η κοιλότητα για πρόσδεση ενός τμήματος του
υποστρώματος δεν είναι πλήρως σχηματισμένη στο ζυμογόνο.
3. Στην κατάλυση από τη χυμοθρυψίνη, η τετραεδρική μεταβατική κατάσταση
σταθεροποιείται από δεσμούς υδρογόνου μεταξύ του αρνητικά φορτισμένου
καρβονυλικού οξυγόνου του υποστρώματος και δύο ομάδων ΝΗ της κύριας
αλυσίδας του ενζύμου. Στο χυμοθριψινογόνο μία από αυτές τις ομάδες ΝΗ δεν
είναι κατάλληλα τοποθετημένη και έτσι η οπή του οξυανιόντος στο ζυμογόνο δεν
είναι πλήρως διαμορφωμένη.
4. Οι αλλαγές της στερεοδιάταξης στο υπόλοιπο μόριο είναι πολύ μικρές. Έτσι η
αλλαγή της ενζυμικής δραστικότητας μιας πρωτείνης μπορεί να επιτευχθεί από
διάκριτες και πολύ εντοπισμένες αλλαγές της στερεοδιάταξης που πυροδοτούνται
από την υδρόλυση ενός μοναδικού πεπτιδικού δεσμού.

Η παραγωγή θρυψίνης από θρυψινογόνο οδηγεί στην ενεργοποίηση άλλων ζυμογόνων.

43
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11. ΥΔΑΤΑΝΘΡΑΚΕΣ
Είναι μία από τις τέσσερις κατηγορίες βιομορίων.
Είναι αλδεϋδικές ή κετονικές ενώσεις με πολλαπλές υδροξυλικές ομάδες.
Αποτελούν το μεγαλύτερο ποσοστό της οργανικής ύλης, λόγω των πολλαπλών τους ρόλων
σε κάθε μορφή ζωής.
Χρησιμεύουν ως αποθήκες ενέργειας, ως καύσιμα και ως μεταβολικά ενδιάμεσα.
Τα σάκχαρα ριβόζη και δεοξυριβόζη αποτελούν μέρος του δομικού πλαισίου των DNA και
RNA.
Οι πολυσακχαρίτες αποτελούν δομικά στοιχεία στα κυτταρικά τοιχώματα βακτηρίων και
φυτών.
Είναι συνδεδεμένοι με πολλές πρωτείνες και λιπίδια, όπου παίζουν σημαντικό
μεσολαβητικό ρόλο στις αλληλεπιδράσεις μεταξύ των κυττάρων καθώς και μεταξύ άλλων
στοιχείων στο κυτταρικό περιβάλλον.
Έχουν μεγάλη δομική ποικιλότητα.
Σχηματίζονται από μονοσακχαρίτες, μικρά μόρια που τυπικά περιέχουν 3 έως 9 άτομα
άνθρακα και ποικίλουν στο μέγεθος και τη στερεοχημική διαμόρφωση σε ένα ή
περισσότερα κέντρα άνθρακα.

ΜΟΝΟΣΑΚΧΑΡΙΤΕΣ
Οι μονοσακχαρίτες, οι απλούστεροι υδατάνθρακες, είναι αλδεΰδες ή κετόνες με δύο ή
περισσότερες υδροξυλικές ομάδες.
Εμπειρικός τύπος: (C-H2O)n , κυριολεκτικά ένας ένυδρος άνθρακος.

Είναι σημαντικά καύσιμα μόρια καθώς επίσης και δομικές μονάδες των νουκλεϊκών οξέων

Οι μικρότεροι μονοσακχαρίτες με n=3 είναι η διυδροξυακετόνη και η D- και L-


γλυκεραλδεύδη. Αναφέρονται ως Τριόζες.
Η διυδροξυακετόνη είναι μια κετόζη (περιέχει κετονική ομάδα)
Η γλυκεραλδεύδη είναι μια αλδόζη (περιέχει αλδεϋδική ομάδα)
D- και L- γλυκεραλδεύδη είναι εναντιομερή, ή είδωλα το ένα του άλλου.

Μονοσακχαρίτες με 5,6,7 άτομα άνθρακα ονομάζονται πεντόζες, εξόζες, επτόζες.


Επειδή τα μόρια αυτά έχουν πολλούς ασύμμετρους άνθρακες υπάρχουν ως
διαστερεοϊσομερή, δηλαδή ισομερή που δεν είναι είδωλα καθρέπτη το ένα του άλλου,
καθώς επίσης και ως εναντιομερή.

Τα σάκχαρα που διαφέρουν στη διαμόρφωση ενός μόνο ασύμμετρου κέντρου ονομάζονται
επιμερή.

Οι πεντόζες και οι εξόζες κυκλοποιούνται για να σχηματίσουν δακτυλίους φουρανόζης και


πυρανόζης.
Γενικά μια αλδεύδη μπορεί να αντιδρά με μια αλκοόλη για να σχηματίσει μια ημιακετάλη.

44
ΣΤΕΡΕΟΔΙΑΤΑΞΗ ΤΩΝ ΔΑΚΤΥΛΙΩΝ ΠΥΡΑΝΟΖΗΣ &
ΦΟΥΡΑΝΟΖΗΣ
Εξαμελής δακτύλιος Πουρανόζης
Δεν είναι επίπεδος, λόγω της τετραεδρικής γεωμετρίας των κορεσμένων ατόμων άνθρακα.
Υπάρχουν δύο τάξεις στερεοδιατάξεων:
1. Ανακλίντρου (chair)
2. Λουτήρα (boat)
Στο 1, οι υποκαταστάτες ατόμων άνθρακα του δακτυλίου έχουν δύο προσανατολισμούς,
αξονικό και ισημερινό. Οι αξονικοί δεσμοί είναι σχεδόν κάθετοι προς το μέσο επίπεδο του
δακτυλίου, ενώ οι ισημερινοί δεσμοί είναι σχεδόν παράλληλοι προς το επίπεδο αυτό. Οι
αξονικοί υποκαταστάτες παρεμποδίζουν στερεοχημικά ο ένας τον άλλον εάν προβάλλουν
από την ίδια πλευρά του δακτυλίου. Αντίθετα υπάρχει πολύ περισσότερος χώρος για τους
ισημερινούς υποκαταστάτες.

Δακτύλιος Φουρανόζης.
Δεν είναι επίπεδος. Είναι δυνατόν να είναι πτυχωμένος ώστε τα τέσσερα άτομα να είναι
σχεδόν στο ίδιο επίπεδο και το πέμπτο 0,5 Α μακριά από το επίπεδο. Αυτή η στερεοδιάταξη
λέγεται μορφή φακέλου.

Οι μονοσακχαρίτες ενώνονται με τις αλκοόλες και τις αμίνες με γλυκοζιτικούς δεσμούς,


δηλαδή δεσμούς μεταξύ του ανωμερικού ατόμου άνθρακα της γλυκόζης και του ατόμου
του οξυγόνου του υδροξυλίου της αλκοόλης. (Γλυκοζιτικός δεσμός Ο, δηλαδή μέσω
οξυγόνου)

ΠΟΛΥΠΛΟΚΟΙ ΥΔΑΤΑΝΘΡΑΚΕΣ
Σχηματίζονται με σύνδεση μονοσακχαριτών. Επειδή τα σάκχαρα περιέχουν πολλές
υδροξυλικές ομάδες, οι γλυκοζιτικοί δεσμοί μπορούν να ενώνουν μονοσακχαρίτες μεταξύ
τους.
Οι ολιγοσακχαρίτες σχηματίζονται με σύνδεση δύο ή περισσοτέρων μονοσακχαριτών με
γλυκοζιτικούς δεσμούς Ο

Δισακχαρίτης. Αποτελείται από δύο σάκχαρα ενωμένα με έναν γλυκοζιτικό δεσμό.


Τρεις πιο διαδεδομένοι είναι
Η σακχαρόζη (ζάχαρη). Ενώνονται τα ανωμερικά άτομα άνθρακα μιας μονάδας γλυκόζης
και μιας φρουκτόζης. Μπορεί να διασπαστεί από το ένζυμο σακχαράση.
Η λακτόζη (δισακχαρίτης του γάλακτος) αποτελείται από γαλακτόζη που ενώνεται με
γλυκόζη με έναν γλυκοζιτικό δεσμό. Υδρολύεται στον άνθρωπο από τη λακτάση.
Η μαλτόζη προέρχεται από την υδρόλυση του αμύλου και υδρολύεται με τη σειρά της σε
γλυκόζη από μαλτάση.

Μεγάλοι πολυμερείς ολιγοσακχαρίτες που σχηματίζονται από τη σύνδεση πολλαπλών


μονοσακχαριτών ονομάζονται πολυσακχαρίτες.
Παίζουν ζωτικό ρόλο στην αποθήκευση ενέργειας και στη διατήρηση της δομικής
ακεραιότητας ενός οργανισμού.

45
Εάν όλοι οι μονοσακχαρίτες είναι όμοιοι, τότε τα πολυμερή αυτά ονομάζονται
ομοπολυμερή.
Το πιο κοινό είναι το γλυκογόνο, η αποθηκεύσιμη μορφή γλυκόζης, ένα μεγάλο,
διακλαδιζόμενο πολυμερές από κατάλοιπα γλυκόζης.

Το άμυλο, η θρεπτική δεξαμενή των φυτών υπάρχει σε δύο τύπους.


Η αμυλόζη είναι ο τύπος αμύλου χωρίς διακλαδώσεις.
Η αμυλοπηκτίνη είναι ο τύπος με διακλαδώσεις.
Υδρολύονται ταχύτατα από την α-αμυλάση, η οποία εκκρίνεται από τους σιελογόνους
αδένες και το πάγκρεας.

Γλυκοζυλομεταφοράσες.
Ειδικά ένζυμα είναι υπεύθυνα για την συγκρότηση των ολιγοσακχαριτών.
Καταλύουν τον σχηματισμό γλυκοζιτικών δεσμών.

Ομάδες Αίματος ΑΒΟ


Στην επιφάνεια των ερυθρών αιμοσφαιρίων, στις γλυκοπρωτείνες και τα γλυκολιπίδια είναι
προσκολλημένοι υδατάνθρακες.
Για τον έναν τύπο ομάδας αίματος ίσως είναι παρούσα μία από τις τρεις διαφορετικές
δομές Α,Β και Ο.
Οι δομές αυτές έχουν κοινό έναν θεμελιώδη ολιγοσακχαρίτη που ονομάζεται αντιγόνο Ο.
Τα αντιγόνα Α και Β διαφέρουν από το Ο, ως προς την προσθήκη ενός επιπλέον
μονοσακχαρίτη, που δεσμεύεται σε μια ομάδα γαλακτόζης του αντιγόνου Ο.

ΓΛΥΚΟΠΡΩΤΕΙΝΕΣ
Οι υδατάνθρακες μπορούν να προσκολληθούν ομοιοπολικά σε πρωτείνες για να
σχηματίσουν γλυκοπρωτείνες.

Το ποσοστό των υδατανθράκων στο βάρος των γλυκοπρωτεινών είναι πολύ μικρότερο
απ’ότι στις πρωτεογλυκάνες.

Τα σάκχαρα είναι προσκολλημένα είτε στο αμιδικό άτομο αζώτου στην πλευρική αλυσίδα
της ασπαραγίνης (σύνδεση μέσω αζώτου), είτε στο άτομο οξυγόνου στην πλευρική αλυσίδα
της σερίνης ή θρεονίνης (σύνδεση μέσω οξυγόνου).
Ένα κατάλοιπο ασπαραγίνης μπορεί να δεχθεί έναν ολιγοσακχαρίτη μόνο εάν το κατάλοιπο
είναι μέρος μιας συγκεκριμένης αλληλουχίας.
Έτσι μπορούν να εντοπιστούν δυνητικές περιοχές γλυκοζυλίωσης μέσα στις αλληλουχίες
των αμινοξέων.

Η γλυκοζυλίωση των πρωτεινών γίνεται στον αυλό του ενδοπλασματικού δικτύου και στο
σύμπλεγμα Golgi.

46
ΛΕΚΤΙΝΕΣ
Από το λατινικό legere = συλλέγω
Είναι οι πρωτείνες που προσδένουν ειδικές δομές υδατανθράκων.

Η κύρια λειτουργία τους στα ζώα είναι να διευκολύνουν την επαφή των κυττάρων.
Μια λεκτίνη συνήθως περιέχει δύο ή περισσότερες περιοχές πρόσδεσης για τις μονάδες
των υδατανθράκων.
Μερικές λεκτίνες σχηματίζουν ολιγομερικές δομές με πολλαπλές περιοχές πρόσδεσης.
Οι περιοχές πρόσδεσης των λεκτινών, στην επιφάνεια ενός κυττάρου αλληλεπιδρούν με
διατάξεις υδατανθράκων που υπάρχουν στην επιφάνεια ενός άλλου κυττάρου.
Οι λεκτίνες και οι υδατάνθρακες ενώνονται από έναν αριθμό σχετικά ασθενών
αλληλεπιδράσεων, που εξασφαλίζουν την εξειδίκευση και παρ’όλα αυτά επιτρέπουν, εάν
χρειάζεται, τον διαχωρισμό.
Οι αλληλεπιδράσεις μιας κυτταρικής επιφάνειας με τους υδατάνθρακες και μιας άλλης με
τις λεκτίνες μοιάζουν με το Velcro. Κάθε αλληλεπίδραση είναι σχετικά ασθενής, αλλά οι
σύνθετες είναι ισχυρές.

Στα φυτά η λειτουργία τους είναι ασαφής, αν και μπορούν να χρησιμεύσουν ως δυνητικά
εντομοκτόνα.

Οι λεκτίνες μπορούν να διαιρεθούν σε τάξεις με βάση τις αλληλουχίες των αμινοξέων και
τις βιοχημικές ιδιότητές τους.
Μια μεγάλη τάξη που βρέθηκε στα ζώα είναι ο τύπος C (διότι χρειάζεται ασβέστιο, calcium).
Αυτές έχουν μια κοινή δομική περιοχή από 120 αμινοξέα, η οποία είναι υπεύθυνη για την
πρόσδεση των υδατανθράκων.
Ένα ιόν ασβεστίου δρα ως γέφυρα μεταξύ της πρωτείνης και του σακχάρου με απευθείας
αλληλεπιδράσεις με τις υδροξυλικές ομάδες του σακχάρου.
Επιπροσθέτως, δύο κατάλοιπα γλουταμινικού στην πρωτείνη προσδένονται και στα ιόντα
ασβεστίου και στο σάκχαρο, ενώ άλλες πλευρικές αλυσίδες της πρωτείνης σχηματίζουν
δεσμούς υδρογόνου με άλλες υδροξυλικές ομάδες επάνω στον υδατάνθρακα. Αλλαγές στα
κατάλοιπα των αμινοξέων, τα οποία αλληλεπιδρούν με τους υδατάνθρακες μεταβάλλουν
στην εξειδίκευση των λεκτινών για την πρόσδεση υδατανθράκων.

Οι επιλεκτίνες (selectins), μέλη της οικογένειας C, προσδένουν κύτταρα του


ανοσοποιητικού συστήματος στις περιοχές βλάβης, κατά την απόκριση φλεγμονής.

47
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12. ΛΙΠΙΔΙΑ ΚΑΙ ΚΥΤΤΑΡΙΚΕΣ
ΜΕΜΒΡΑΝΕΣ
Οι βιολογικές μεμβράνες είναι οι φραγμοί που καθορίζουν το εσωτερικό και το εξωτερικό
του κυττάρου.
Εμποδίζουν μόρια που έχουν παραχθεί μέσα στο κύτταρο να διαχυθούν προς το εξωτερικό
του, καθώς και ανεπιθύμητα μόρια από το να εισχωρήσουν μέσα σε αυτό.
Είναι δυναμικές δομές, στις οποίες οι πρωτείνες πλέουν σε μια θάλασσα λιπιδίων.
Τα λιπίδια λειτουργούν ως φραγμός διαπερατότητας, ενώ οι πρωτείνες λειτουργούν ως
σύστημα μεταφοράς αποτελούμενο από αντλίες και διαύλους., προσδίδοντας έτσι στη
μεμβράνη τη δυνατότητα επιλεκτικής διαπερατότητας.
Υπάρχουν και εσωτερικές μεμβράνες σε οργανίδια όπως τα μιτοχόνδρια, οι χλωροπλάστες,
τα υπεροξειδοσώματα και τα λυσοσώματα.

ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΜΕΜΒΡΑΝΩΝ
1. Έχουν δομή όμοια με εκείνη ενός λεπτού φύλλου, πάχους δύο μόνο μορίων και
σχηματίζουν ένα κλειστό σύνορο μεταξύ διαφορετικών διαμερισμάτων. Το πάχος
των περισσότερων κυμαίνεται μεταξύ 60-100 Α.
2. Αποτελούνται κυρίως από λιπίδια και πρωτείνες. Ο λόγος τους κυμαίνεται μεταξύ
1:4 και 4:1. Περιέχουν επίσης υδατάνθρακες, οι οποίοι είναι συνδεδεμένοι με τα
λιπίδια και τις πρωτείνες.
3. Τα μεμβρανικά λιπίδια είναι συγκριτικά μικρά μόρια τα οποία έχουν μια υδρόφοβη
και μια υδρόφιλη ομάδα. Αυτά σχηματίζουν αυθόρμητα κλειστά διμοριακά λεπτά
φύλλα. Αυτές οι διπλοστιβάδες αποτελούν φραγμούς στη ροή πολικών μορίων.
4. Συγκεκριμένες πρωτείνες επιτελούν τις χαρακτηριστικές λειτουργίες της κάθε
μεμβράνης. Οι πρωτείνες λειτουργούν ως αντλίες, δίαυλοι, υποδοχείς, μεταγωγείς
ενέργειας και ένζυμα. Βρίσκονται βυθισμένες στη διπλοστιβάδα λιπιδίων, η οποία
δημιουργεί το κατάλληλο περιβάλλον για τη δράση τους.
5. Οιι μεμβράνες είναι μη ομοιοπολικά συγκροτήματα. Τα μόρια πρωτεινών και
λιπιδίων που τις αποτελούν διατηρούνται ως δομημένο σύνολο μέσω πολλών μη
ομοιοπολικών αλληλεπιδράσεων, οι οποίες είναι συνεργειακές.
6. Οι μεμβράνες είναι ασύμμετρες. Οι δυο όψεις της καθεμιάς είναι διαφορετικές.
7. Είναι ρευστές δομές. Μπορούν να θεωρηθούν δισδιάστατα διαλύματα
προσανατολισμένων λιπιδίων και πρωτεινών.
8. Οι περισσότερες είναι ηλεκτρικά πολωμένες, έτσι ώστε το εσωτερικό τους να είναι
αρνητικό (συνήθως -60 mV). Το μεμβρανικό δυναμικό παίζει πρωταρχικό ρόλο στη
μεταφορά μορίων, στη μετατροπή ενέργειας και στη διεγερσιμότητα.

ΛΙΠΑΡΑ ΟΞΕΑ
Τα λιπαρά οξέα, η απλώς λίπη, είναι τα βασικά συστατικά των λιπιδίων. Σε αυτά οφείλονται
οι υδροφοβικές ιδιότητες των λιπιδίων.

Είναι αλυσίδες υδρογονανθράκων διαφόρων μηκών και βαθμών κορεσμού, οι οποίες


απολήγουν σε καρβοξυλικές ομάδες.
Ονοματολογία: Νούμερο + Κατάληξη -ικό. Π.χ Δεκαοκτανικό. Διπλοί δεσμοί σε -ενικό, δύο
διπλοί σε -διενικό, τρεις σε -τριενικό, κλπ.

Οι ιδιότητές τους εξαρτώνται σημαντικά από το μήκος της αλυσίδας και τον βαθμό
κορεσμού της.

48
Τα ακόρεστα λιπαρά οξέα έχουν χαμηλότερο σημείο τήξης από τα αντίστοιχα κορεσμένα
ίδιου μήκους.
Παρομοίως τα βραχύτερα έχουν χαμηλότερο σημείο τήξης από τα αντίστοιχα μακρύτερα.

ΤΡΙΑ ΚΟΙΝΑ ΕΙΔΗ ΜΕΜΒΡΑΝΙΚΩΝ ΛΙΠΙΔΙΩΝ


Εξ’ορισμού τα λιπίδια είναι βιομόρια αδιάλυτα στο νερό και πολύ διαλυτά σε οργανικούς
διαλύτες, όπως το χλωροφόρμιο.
Έχουν ποικιλία βιολογικών ρόλων:
ως καύσιμα μόρια
υψηλής πυκνότητας αποθήκες ενέργειας
σηματοδοτικά μόρια
συστατικά βιολογικών μεμβρανών

Τα τρία κύρια είδη μεμβρανικών λιπιδίων είναι:


Τα Φωσφολιπίδια
Τα Γλυκολιπίδια
Η Χοληστερόλη

ΦΩΣΦΟΛΙΠΙΔΙΑ
Βρίσκονται σε μεγάλη συγκέντρωση σε όλες τις βιολογικές μεμβράνες.
Αποτελούνται από 4 συστατικά:
λιπαρά οξέα
μια εξέδρα στην οποία προσδένονται τα λιπαρά οξέα
μια φωσφορική ομάδα
μια αλκοόλη προσδεμένη στη φωσφορική ομάδα

Σχηματίζουν έναν υδρόφοβο φραγμό, ενώ το υπόλοιπο μόριο έχει υδρόφιλο χαρακτήρα
που του επιτρέπει να αλληλεπιδρά με το περιβάλλον.

Η εξέδρα μπορεί να είναι η γλυκερόλη, μια αλκοόλη τριών ανθράκων, ή η σφιγγοσίνη, μια
πιο πολύπλοκη αλκοόλη.
Τα φωσφολιπίδια που προκύπτουν από τη γλυκερόλη ονομάζονται Φωσφογλυκερίδια, τα
οποία αποτελούνται από έναν κορμό γλυκερόλης στον οποίο προσδένονται δύο αλυσίδες
λιπαρών οξέων και μια φωσφορυλιωμένη αλκοόλη.

Στα φωσφογλυκερίδια οι υδροξυλικές ομάδες των ανθράκων 1 και 2 της γλυκερόλης,


εστεροποιούνται με τις καρβοξυλικές ομάδες δύο λιπαρών οξέων. Η Υδροξυλική ομάδα του
άνθρακα 3 εστεροποιείται με φωσφορικό οξύ. Εάν δεν γίνουν άλλες προσθήκες η ένωση
που προκύπτει ονομάζεται φωσφατιδικό, το πιο απλό φωσφογλυκερίδιο.
Το συγκεκριμένο, εμφανίζεται σε μικρές ποσότητες είναι όμως ένα σημαντικό ενδιάμεσο
μόριο στη βιοσύνθεση άλλων φωσφογλυκεριδίων.

Τα κύρια φωσφογλυκερίδια είναι παράγωγα του φωσφατιδικού με εστεροποίηση της


φωσφορικής ομάδας του με την υδροξυλική ομάδα μιας αλκοόλης. Οι πιο κοινές
φωσφορικές ομάδες των φωσφογλυκεριδίων είναι της σερίνης, της αιθανολαμίνης, της
χολίνης, της γλυκερόλης και της ινοσιτόλης.

Η σφιγγομυελίνη είναι ένα μεμβρανικό φωσφολιπίδιο που δεν προκύπτει από γλυκερόλη,
αλλά από σφιγγοσίνη, μια αμινοαλκοόλη που περιέχει μια επιμήκη ακόρεστη
υδρογονανθρακική αλυσίδα.
Στη σφιγγομυελίνη, η αμινική ομάδα της σφιγγοσίνης συνδέεται με το λιπαρό οξύ μέσω

49
ενός αμιδικού δεσμού. Επίσης η πρωτοταγής υδροξυλική ομάδα της σφιγγοσίνης
εστεροποιείται σε φωσφορυλο-χολίνη.

ΓΛΥΚΟΛΙΠΙΔΙΑ
Τα γλυκολιπίδια είναι λιπίδια που περιέχουν σάκχαρα.
Στα ζωικά κύτταρα προκύπτουν από τη σφιγγοσίνη, όπως και η σφιγγομυελίνη (το
φωσφολιπίδιο).
Η αμινική ομάδα του κορμού της σφιγγοσίνης ακυλιώνεται από ένα λιπαρό οξύ, όπως στη
σφυγγομυελίνη.
Τα γλυκολιπίδια όμως διαφέρουν από τη σφιγγομυελίνη στο είδος της μονάδας που
συνδέεται με την πρωτοταγή υδροξυλική ομάδα της σφιγγοσίνης.
Στα γλυκολιπίδια, αντί της φωσφορυλο-χολίνης, συνδέεται στη θέση αυτή ένα ή
περισσότερα σάκχαρα.
Το πιο απλό γλυκολιπίδιο είναι ο κερεβροζίτης, στον οποίο υπάρχει μόνο ένα μόριο
σακχάρου, είτε γλυκόζη, είτε γαλακτόζη.

Τα πιο πολύπλοκα γλυκολιπίδια, όπως οι γαγγλιοζίτες, περιέχουν μια διακλαδισμένη


αλυσίδα με επτά το πολύ μονοσκχαρίτες.

Τα γλυκολιπίδια είναι προσανατολισμένα σε τελείως ασύμμετρη κατανομή, έτσι ώστε τα


κατάλοιπα σακχάρου να βρίσκονται πάντοτε στην εξωτερική πλευρά της μεμβράνης.

ΧΟΛΗΣΤΕΡΟΛΗ
Είναι ένα λιπίδιο με δομή τελείως διαφορετική από εκείνη των φωσφολιπιδίων.
Είναι στεροειδές δομημένο από 4 συνδεδεμένους δακτυλίους υδρογονανθράκων.
Μια υδρογονανθρακική ουρά συνδέεται με το στεροειδές στο ένα άκρο, ενώ υπάρχει μια
υδροξυλική ομάδα στο άλλο άκρο.
Στις μεμβράνες το μόριο είναι προσανατολισμένο παράλληλα προς τις αλυσίδες λιπαρών
οξέων των φωσφολιπιδίων, ενώ η υδροξυλική ομάδα του αλληλεπιδρά με γειτονικές
κεφαλές φωσφολιπιδίων.
Η χοληστερόλη δεν υπάρχει στους προκαρυωτικούς.
Αποτελεί σχεδόν το 25% των μεμβρανικών λιπιδίων σε ορισμένα νευρικά κύτταρα, αλλά
απουσιάζει από ενδοκυτταρικές μεμβράνες.

ΔΟΜΗ ΜΕΜΒΡΑΝΙΚΩΝ ΛΙΠΙΔΙΩΝ

Η ποικιλία τους είναι πολύ μεγάλη.


Έχουν ένα κοινό δομικό στοιχείο: είναι αμφιπαθή (ή αμφίφιλα) μόρια που περιέχουν μια
υδρόφιλη και μια υδρόφοβη ομάδα.

ΔΟΜΗ Φωσφατιδυλοχολίνης.
Το περίγραμμά της είναι κατά προσέγγιση ορθογώνιο παραλληλόγραμμο.
Οι δύο αλυσίδες των λιπαρών οξέων είναι σχεδόν παράλληλες μεταξύ τους, ενώ η ομάδα
της φωσφορυλο-χολίνης είναι προσανατολισμένη προς την αντίθετη φορά.
Η σφιγγομυελίνη έχει παρόμοια στερεοδιάταξη.
Η υδρόφιλη μονάδα, ονομάζεται και πολική κεφαλή.

50
ΔΟΜΗ ΔΙΠΛΟΣΤΙΒΑΔΑΣ
Ο σχηματισμός μεμβρανών είναι συνέπεια της αμφιπαθούς φύσης των μορίων αυτών
(φωσφο- και γλυκο- λιπίδια)
Οι πολικές κεφαλές τους ευνοούν την επαφή με το νερό, ενώ οι υδρογονανθρακικές ουρές
τους αλληλεπιδρούν μεταξύ τους αποφεύγοντας το νερό.

ΔΟΜΗ ΜΙΚΚΥΛΙΟΥ
Μια σφαιρική δομή, όπου οι πολικές κεφαλές βρίσκονται στην επιφάνεια του μικκυλίου και
σε επαφή με το νερό, ενώ οι υδρογονανθρακικές αλυσίδες έχουν συσσωρευθεί στο
εσωτερικό του αλληλεπιδρώντας η μία με την άλλη.

ΔΟΜΗ ΔΙΠΛΟΣΤΙΒΑΔΑΣ
Οι σθεναρά αντικρουόμενες προτιμήσεις των υδρόφιλων και των υδρόφοβων ομάδων
αυτών των μεμβρανικών λιπιδίων μπορούν να ικανοποιηθούν με τον σχηματισμό
διπλοστιβάδας λιπιδίων, που αποτελείται από δύο φύλλα λιπιδίων.
Η διπλοστιβάδα ονομάζεται και διμοριακό φύλλο.
Οι υδρόφοβες ουρές του κάθε φύλλου αλληλεπιδρούν μεταξύ τους, σχηματίζοντας ένα
υδρόφοβο εσωτερικό περιβάλλον το οποίο λειτουργεί ως φραγμός διαπερατότητας.
Οι υδρόφιλες κεφαλές αλληλεπιδρούν με το νερό στην κάθε πλευρά της διπλοστιβάδας.
Τα δύο αντιτιθέμενα φύλλα ονομάζονται και μονοστιβάδες.

Η ευνοούμενη δομή για τα περισσότερα φωσφο- και γλυκο- λιπίδια είναι η διπλοστιβάδα,
παρά το μικκύλιο.
Ο λόγος είναι πως οι δύο αλυσίδες λιπαρών οξέων φωσφο- ή γλυκο- λιπιδίων
καταλαμβάνουν πάρα πολύ μεγάλο όγκο και δεν χωρούν στο εσωτερικό του μικκυλίου.
Αντίθετα, τα άλατα των λιπαρών οξέων (π.χ παλμιτικό νάτριο, συστατικό σαπουνιού), τα
οποία περιέχουν μία μόνο αλυσίδα λιπαρού οξέος, αυθόρμητα σχηματίζουν μικκύλια.

Ο σχηματισμός διπλοστιβάδων και όχι μικκυλίων από τα φωσφολιπίδια είναι κρίσιμης


βιολογικής σημασίας.

Ο σχηματισμός διπλοστιβάδων λιπιδίων είναι μια διεργασία αυτοσυγκρότησης. Με άλλα


λόγια, η δομή του διμοριακού λεπτού φύλλου προκύπτει από τη δομή των επιμέρους
λιπιδικών, συστατικών, συγκεκριμένα τον αμφιπαθή χαρακτήρα τους.
Ο σχηματισμός διπλοστιβάδων λιπιδίων στο νερό από φωσφολιπίδια είναι μια γρήγορη και
αυθόρμητη διεργασία.
Οι υδροφοβικές αλληλεπιδράσεις είναι η κύρια κινητήρια δύναμη στον σχηματισμό
διπλοστιβάδων λιπιδίων.
Τα μόρια ύδατος απελευθερώνονται από τις υδρογονανθρακικές ουρές των λιπιδίων καθώς
οι ουρές αυτές μετακινούνται προς το μη πολικό εσωτερικό της διπλοστιβάδας.
Επιπλέον μεταξύ των υδρογονανθρακικών αλυσίδων ασκούνται ελκτικές δυνάμεις van der
Waals.
Τέλος υπάρχουν ηλεκτροστατικές δυνάμεις και δεσμοί υδρογόνου μεταξύ των πολικών
κεφαλών και των μορίων ύδατος από το περιβάλλον.
Συνεπώς οι διπλοστιβάδες λιπιδίων σταθεροποιούνται από το σύνολο των δυνάμεων που
μεσολαβούν στις αλληλεπιδράσεις μεταξύ μορίων στα βιολογικά συστήματα.
Επειδή διατηρούν τη συνοχή τους μέσω πολλών αλληλοενισχυόμενων, μη ομοιοπολικών
αλληλεπιδράσεων (κυρίως υδροφοβικών) είναι συνεργειακές δομές.

51
Αυτές οι αλληλεπιδράσεις έχουν 3 σημαντικές βιολογικές συνέπειες:

 Οι διπλοστιβάδες λιπιδίων έχουν την εγγενή τάση να είναι εκτεταμένες


 Οι διπλοστιβάδες λιπιδίων έχουν την τάση να ενώνουν τα άκρα τους, ώστε να μην
υπάρχουν εκτεθειμένες υδρογονανθρακικές αλυσίδες, πράγμα που σημαίνει ότι θα
δημιουργείται με το κλείσιμό τους ένα διαμέρισμα
 Οι διπλοστιβάδες λιπιδίων κλείνουν από μόνες τους, διότι κάθε οπή στη
διπλοστιβάδα δεν ευνοείται ενεργειακά

Λιπιδικά κυστίδια ή λιποσώματα είναι υδάτινα διαμερίσματα, τα οποία περιβάλλονται από


μια διπλοστιβάδα λιπιδίων και είναι ένα χρήσιμο πειραματικό και κλινικό εργαλείο.

Οι μεμβρανικές λιπιδικές διπλοστιβάδες έχουν πολύ χαμηλή διαπερατότητα (σχεδόν


αδιαπέραστες) από ιόντα και από τα περισσότερα πολικά μόρια.
Το νερό αποτελεί εξαίρεση καθώς διαπερνά τέτοιου είδους μεμβράνες με μεγάλη ευκολία.

Οι συντελεστές διαπερατότητας των μικρών μορίων σχετίζονται με τη διαλυτότητά τους σε


ένα μη πολικό διαλύτη σε σχέση με τη διαλυτότητά τους στο νερό.
Ένα μικρό μόριο διαπερνά τη μεμβρανική λιπιδική διπλοστιβάδα με τον ακόλουθο τρόπο:
1. Χάνει τα μόρια ύδατος με τα οποία περιβάλλεται
2. Διαλύεται στον υδρογονανθρακικό πυρήνα της μεμβράνης
3. Διαχέεται μέσω αυτού του πυρήνα στην άλλη πλευρά της μεμβράνης όπου και
επαναδιαλύεται στο νερό.
Ένα ιόν όπως του Να, διαπερνά τη μεμβράνη πολύ αργά, διότι η απομάκρυνση του
συγκροτημένου υδάτινου περιβλήματός του δεν ευνοείται καθόλου ενεργειακά.

ΜΕΜΒΡΑΝΙΚΕΣ ΠΡΩΤΕΙΝΕΣ
Τα μεμβρανικά λιπίδια σχηματίζουν έναν αδιαπέραστο φραγμό, ενώ ειδικές πρωτείνες
μεσολαβούν σε όλες τις υπόλοιπες μεμβρανικές λειτουργίες.
Μεταφέρουν μόρια και πληροφορίες διαμέσου μιας μεμβράνης.
Τα λιπίδια δημιουργούν το κατάλληλο περιβάλλον για τη δράση των πρωτεινών.

ΣΥΝΔΕΣΗ ΠΡΩΤΕΙΝΩΝ ΜΕ ΤΗ ΔΙΠΛΟΣΤΙΒΑΔΑ


Μερικές πρωτείνες συνδέονται χαλαρά και άλλες είναι δεσμευμένες πολύ ισχυρά με τη
μεμβράνη.

Ενσωματωμένες (integral) πρωτείνες.


Αλληλεπιδρούν σε μεγάλο βαθμό με τις υδρογονανθρακικές αλυσίδες των μεμβρανικών
λιπιδίων και γι’αυτό μπορούν να απελευθερωθούν από τη μεμβράνη μόνο από ουσίες που
μπορούν να ανταγωνιστούν αυτές τις υδροφοβικές αλληλεπιδράσεις.
Στην πραγματικότητα οι περισσότερες ενσωματωμένες πρωτείνες διαπερνούν τη λιπιδική
διπλοστιβάδα.

Περιφερειακές (peripheral) πρωτείνες


Αντιθέτως συνδέονται με τις μεμβράνες μέσω ηλεκτροστατικών αλληλεπιδράσεων και
δεσμών υδρογόνου με τις κεφαλές των λιπιδίων. Αυτές οι πολικές αλληλεπιδράσεις
μπορούν να καταστραφούν με την προσθήκη αλάτων ή με την αλλαγή του pH.

52
Πολλές περιφερειακές μεμβρανικές πρωτείνες είναι συνδεδεμένες με τις επιφάνειες
ενσωματωμένων πρωτεινών, είτε στην κυτταροπλασματική, είτε στην εξωκυττάρια πλευρά
της μεμβράνης.
Άλλες συνδέονται ομοιοπολικά με τη λιπιδική διπλοστιβάδα μέσω μιας υδρόφοβης
αλυσίδας, όπως είναι ένα λιπαρό οξύ.

ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ ΠΡΩΤΕΙΝΩΝ ΜΕ ΤΗ ΜΕΜΒΡΑΝΗ


Η δομή των μεμβρανικών πρωτεινών διαφέρει από εκείνη των υδατοδιαλυτών πρωτεινών
αναφορικά με την κατανομή υδρόφοβων και υδρόφιλων αμινοξέων.

I. Βακτηριοροδοψίνη. (διαπερνά τη μεμβράνη με δομές α-έλικας)


Αυτή η πρωτείνη συμμετέχει στη μεταγωγή ενέργειας χρησιμοποιώντας την οπτική
ενέργεια για τη μεταφορά πρωτονίων από το εσωτερικό στο εξωτερικό του
κυττάρου.
Η βαθμίδωση συγκέντρωσης πρωτονίων που δημιουργείται με τον τρόπο αυτό
χρησιμοποιείται για τη σύνθεση ΑΤΡ.
Η βακτηριοροδοψίνη αποτελείται σχεδόν αποκλειστικά από α-έλικες, συγκεκριμένα
7 α-έλικες σε πυκνή διάταξη, προσανατολισμένες σχεδόν κάθετα προς το επίπεδο
της μεμβράνης και καλύπτουν το πάχος της.
Τα περισσότερα αμινοξέα σε αυτές τις διαμεμβρανικές έλικες είναι μη πολικά. Αυτό
είναι λογικό καθώς τα κατάλοιπα είναι σε επαφή είτε με τον υδρογονανθρακικό
πυρήνα της μεμβράνης, είτε το ένα με το άλλο.
Οι μεμβρανικές α-έλικες που διαπερνούν τη μεμβράνη είναι το πιο κοινό δομικό
μοτίβο μεμβρανικών πρωτεινών.
II. Πορίνη. (πρωτείνη-δίαυλος, σχηματισμένη από β-πτυχώσεις)
Είναι μια πρωτείνη από τις εξωτερικές μεμβράνες βακτηρίων όπως το E. Coli και
αντιπροσωπεύει μια τάξη πρωτεινών με τελείως διαφορετικό τύπο δομής.
Αυτές οι δομές δημιουργούνται από β-πτυχώσεις και δεν περιέχουν καθόλου α-
έλικες.
Η διάταξη των β-πτυχώσεων είναι πολύ απλή: κάθε πτύχωση δημιουργεί δεσμούς
υδρογόνου με τη διπλανή της ώστε να σχηματιστεί μια β-πτυχωτή επιφάνεια. Αυτή
η επιφάνεια κάμπτεται ώστε να προκύψει ένας κοίλος κύλινδρος, ο οποίος
λειτουργεί ως η ενεργός μονάδα.
Η πορίνη σχηματίζει πόρους, ή διαύλους στις μεμβράνες.
Ο πόρος διατρέχει το μέσον αυτής της κυλινδροειδούς πρωτείνης.
Η εξωτερική επιφάνειά της πορίνης είναι υδρόφοβη. Αντιθέτως το εσωτερικό του
διαύλου είναι πολύ υδρόφιλο και γεμάτο μόρια ύδατος.
III. Συνθάση 1 της προσταγλανδίνης Η2. (εν μέρη βυθισμένη, συνδεμένη με μεμβράνη)
Η δομή αυτού του μεμβρανοσύνδετου ενζύμου αποκαλύπτει έναν διαφορετικό
ρόλο για τις α-έλικες σε συνδέσεις πρωτεινών με μεμβράνες.
Αυτό το ένζυμο καταλύει τη μετατροπή του αραχιδονικού σε προσταγλανδίνη Η2 σε
δύο βήματα: μια αντίδραση κυκλοξυγονάσης, καθώς και μια αντίδραση
υπεροξειδάσης.
Η προσταγλανδίνη Η2 προάγει τη φλεγμονή και τροποποιεί την έκκριση γαστρικού
υγρού.
Το ένζυμο που παράγει την προσταγλανδίνη Η2 είναι ένα ομοδιμερές με μια κάπως
πολύπλοκη δομή, που αποτελείται κυρίως από α-έλικες.
Σε αντίθεση με τη βακτηριοροδοψίνη, δεν είναι πολύ βαθιά βυθισμένη στη

53
μεμβράνη, αλλά βρίσκεται στην εξωτερική πλευρά της, με στερεές συνδέσεις
μεταξύ μιας ομάδας α-ελικών και υδρόφοβων επιφανειών που ξεκινούν από τη
βάση της πρωτείνης και κατευθύνονται προς τη μεμβράνη.
Αυτή η σύνδεση είναι ικανοποιητικά ισχυρή ώστε μόνον η δράση απορρυπαντικών
να μπορεί να απελευθερώσει την πρωτείνη από την μεμβράνη.
Έτσι το ένζυμο αυτό θεωρείται ενσωματωμένη μεμβρανική πρωτείνη, ενώ η
πολυπεπτιδική αλυσίδα του δεν διαπερνά τη μεμβράνη.

Τα τμήματα των πρωτεινών που αλληλεπιδρούν με τα υδρόφοβα μέρη των μεμβρανών


απικαλύπτονται από πλευρικές αλυσίδες μη πολικών αμινοξέων, ενώ τα τμήματα που
αλληλεπιδρούν με το υδάτινο περιβάλλον είναι πολύ πιο υδρόφιλα.

Οι δομές που βρίσκονται μέσα στη μεμβράνη είναι πολύ κανονικές και συγκεκριμένα, όλοι
οι δότες και δέκτες δεσμών υδρογόνου του πολυπεπτιδικού κορμού συμμετέχουν σε
τέτοιους δεσμούς.
Η αναίρεση ενός δεσμού υδρογόνου μέσα στη μεμβράνη δεν είναι καθόλου ευνοούμενη,
διότι υπάρχει πολύ λίγο έως καθόλου νερό για να ανταγωνιστεί τις πολικές ομάδες.

Ορισμένες πρωτείνες προσδένονται στις μεμβράνες μέσω ομοιοπολικά συνδεδεμένων


υδρόφοβων ομάδων. Αυτές οι πρωτείνες είναι τελείως υδατοδιαλυτές και η πρόσδεση
γίνεται μέσω υδρόφοβων ομάδων που συνδέονται και με τις πρωτείνες.

ΜΟΝΤΕΛΟ ΤΟΥ ΡΕΥΣΤΟΥ ΜΩΣΑΙΚΟΥ


Οι βιολογικές μεμβράνες δεν είναι άκαμπτες και στατικές δομές.
Αντιθέτως, τα λιπίδια και πολλές μεμβρανικές πρωτείνες βρίσκονται σε διαρκή κίνηση μέσα
στο επίπεδο της μεμβράνης, μια διεργασία που ονομάζεται πλευρική διάχυση.
Τα λιπίδια μπορούν να μετακινηθούν στην μεμβράνη με μεγάλη ταχύτητα.
Οι πρωτείνες διαφέρουν πάρα πολύ στην κινητικότητά τους στο επίπεδο της κυτταρικής
μεμβράνης.
Ορισμένες είναι τόσο ευκίνητες, όσο και τα μεμβρανικά λιπίδια, ενώ άλλες είναι
ουσιαστικά αμετακίνητες.

Το μοντέλο του ρευστού μωσαικού (S. J. Singer & G. Nicolson, 1972)


Το μοντέλο προτείνει πως οι μεμβράνες είναι διαλύματα σε δύο διαστάσεις που
αποτελούνται από προσανατολισμένες σφαιρικές πρωτείνες και λιπίδια. Η διπλοστιβάδα
λιπιδίων έχει διπλό ρόλο:
- διαλύτης για τις ενσωματωμένες μεμβρανικές πρωτείνες
- φραγμός διαπερατότητας
Οι μεμβρανικές πρωτείνες είναι ελεύθερες να διαχέονται μέσα στη θάλασσα λιπιδίων,
εκτός αν περιορίζονται από ειδικές αλληλεπιδράσεις.

Παρ’ολο που η πλευρική διάχυση μπορεί να είναι πολύ γρήγορη, η αυθόρμητη περιστροφή
των λιπιδίων από τη μία πλευρά της μεμβράνης προς την άλλη είναι μια πολύ αργή
διαδικασία.
Η μετάπτωση ενός φωσφολιπιδικού μορίου από τη μία μεμβρανική επιφάνεια προς την
άλλη ονομάζεται εγκάρσια διάχυση.
Δεν έχει παρατηρηθεί εγκάρσια διάχυση πρωτεινικού μορίου. Οι φραγμοί ελεύθερης

54
ενέργειας για την εγκάρσια διάχυση πρωτεινών είναι ακόμη μεγαλύτεροι απ’ότι για τα
λιπίδια, διότι οι πρωτείνες έχουν πολύ πιο εκτεταμένες πολικές περιοχές.
Ως αποτέλεσμα η μεμβρανική ασυμμετρία μπορεί να διατηρηθεί για μεγάλα χρονικά
διαστήματα.

Η ρευστότητα των μεμβρανών ρυθμίζεται από την επιμέρους σύσταση σε λιπαρά οξέα και
την περιεκτικότητα σε χοληστερόλη.
Η μετάπτωση από τη δύσκαμπτη στη ρευστή κατάσταση συμβαίνει κάπως απότομα όταν η
θερμοκρασία έχει υπερβεί τη θερμοκρασία τήξης ΤM.
Αυτή η θερμοκρασία μετάπτωσης εξαρτάται από το μήκος των αλυσίδων των λιπαρών
οξέων και τον βαθμό κορεσμού τους.
Η δύσκαμπτη κατάσταση ευνοείται από την παρουσία κορεσμένων λιπαρών οξέων, διότι οι
άκαμπτες υδρογονανθρακικές αλυσίδες τους αλληλεπιδρούν με μεγάλη ευκολία μεταξύ
τους.
Από την άλλη πλευρά, ένας διπλός δεσμός cis προκαλεί κάμψη στην υδρογονανθρακική
αλυσίδα. Αυτή η κάμψη παρεμποδίζει την καλώς διατεταγμένη στοίχιση των αλυσίδων των
λιπαρών οξέων, με αποτέλεσμα την ελάττωση της ΤM.
Η θερμοκρασία μετάπτωσης επηρεάζεται επίσης από το μήκος της αλυσίδας των λιπαρών
οξέων.

Στα ζώα, η χοληστερόλη είναι ο καθοριστικός ρυθμιστής της μεμβρανικής ρευστότητας.


Η χοληστερόλη περιέχει έναν ογκώδη στεροειδή πυρήνα, ο οποίος έχει ένα υδροξύλιο στη
μία άκρη και μια ευέλικτη υδρογονανθρακική ουρά στην άλλη άκρη.
Η χοληστερόλη εισχωρεί στις διπλοστιβάδες με τον επιμήκη άξονά της κάθετο προς το
μεμβρανικό επίπεδο.
Η υδροξυλική ομάδα της χοληστερόλης σχηματίζει δεσμούς υδρογόνου με το καρβονυλικό
οξυγόνο από την πολική κεφαλή ενός φωσφολιπιδίου, ενώ η υδρογονανθρακική ουρά της
χοληστερόλης βρίσκεται μέσα στον μη πολικό πυρήνα της διπλοστιβάδας.
Το διαφορετικό σχήμα της χοληστερόλης, σε σύγκριση με εκείνιο των φωσφολιπιδίων,
διαταράσσει τις κανονικές αλληλεπιδράσεις μεταξύ των αλυσίδων λιπαρών οξέων.
Επιπλέον, η χοληστερόλη φαίνεται να σχηματίζει συγκεκριμένα σύμπλοκα με ορισμένα
φωσφολιπίδια.
Τέτοιου είδους σύμπλοκα μπορεί να συγκεντρωθούν σε συγκεκριμένες περιοχές της
μεμβράνης.
Ένα αποτέλεσμα αυτών των αλληλεπιδράσεων είναι η μετρίαση της μεμβρανικής
ρευστότητας, οπότε οι μεμβράνες καθίστανται λιγότερο ρευστές και ταυτόχρονα λιγότερο
επιρρεπείς σε μεταπτώσεις φάσης.

Όλες οι βιολογικές μεμβράνες είναι ασύμμετρες, τόσο από δομικής όσο και από
λειτουργικής απόψεως. Οι εξωτερικές και οι εσωτερικές πλευρές όλωςν των μέχρι σήμερα
γνωστών βιολογικών μεμβρανών απότελούνται από διαφορετικά συστατικά και έχουν
διαφορετικές ενζυμικές δραστικότητες.
Σαφές παράδειγμα η αντλία Να – Κ.

ΕΣΩΤΕΡΙΚΕΣ ΜΕΜΒΡΑΝΕΣ
Η εσωτερική μεμβράνη λειτουργεί ως φραγμός διαπερατότητας, ενώ η εξωτερική και το
κυτταρικό τοίχωμα παρέχουν επιπλέον προστασία.
Η εξωτερική μεμβράνη είναι πολύ διαπερατή λόγω της παρουσίας πορίνης σε αυτή.

55
Η περιοχή μεταξύ των δύο μεμβρανών που περιέχει και το κυτταρικό τοίχωμα λέγεται
περιπλασματικός χώρος.

Τα ευκαρυωτικά κύτταρα, με εξαίρεση τα φυτικά, δεν έχουν κυτταρικά τοιχώματα και η


κυτταρική μεμβράνη τους αποτελείται από μια διπλοστιβάδα λιπιδίων.
Τα ευκαρυωτικά κύτταρα διακρίνονται από την ύπαρξη μεμβρανών στο εσωτερικό του
κυττάρου, οι οποίες σχηματίζουν εσωτερικά διαμερίσματα.
Π.χ τα υπεροξειδοσώματα, οργανίδια που παίζουν σημαντικό ρόλο στην οξείδωση των
λιπαρών οξέων για παραγωγή ενέργειας, περιβάλλονται από μια μεμβράνη.
Ο πυρήνας του κυττάρου, επίσης περιβάλλεται από διπλή μεμβράνη. Όμως το πυρηνικό
περίβλημα δεν είναι συνεχές, αλλά αποτελείται από κλειστά μεμβρανικά τμήματα τα οποία
ενώνονται σε δομές που ονομάζονται πυρηνικοί πόροι.
Άρα, το ευκαρυωτικό κύτταρο αποτελείται από αλληλεπιδρώντα διαμερίσματα και η
μεταφορά ουσιών μέσα και έξω από το κάθε ένα από αυτά είναι ουσιαστική για πολλές
βιοχημικές διεργασίες.

56
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13. ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΟΥΣΙΩΝ ΜΕΣΩ
ΜΕΜΒΡΑΝΩΝ

ΜΕΜΒΡΑΝΙΚΟΙ ΔΙΑΥΛΟΙ ΚΑΙ ΑΝΤΛΙΕΣ


Η λιπιδική διπλοστιβάδα των βιολογικών μεμβρανών, όπως συζητήθηκε στο Κεφάλαιο 12,
είναι εγγενώς αδιαπέραστη από ιόντα και πολικά μόρια. Η διαπερατότητα οφείλεται σε δυο
κατηγορίες μεμβρανικών πρωτεϊνών, τις αντλίες και τους διαύλους. Οι αντλίες
χρησιμοποιούν μια πηγή ελεύθερης ενέργειας όπως ΑΤP ή το φως, για να ωθήσουν
θερμοδυναμικά την ανοδική μεταφορά ιόντων ή μορίων. Η δράση των αντλιών είναι ένα
παράδειγμα ενεργού μεταφοράς. Σε αντιδιαστολή, οι δίαυλοι επιτρέπουν σε ιόντα να
διακινούνται τάχιστα μέσου μεμβρανών σε μια καθοδική κατεύθυνση. Η δράση των
διαύλων απεικονίζει την παθητική μεταφορά ή διευκολυνόμενη διάχυση.

Οι αντλίες είναι μετατροπείς ενέργειας με την έννοια ότι μετατρέπουν μια μορφή
ενέργειας σε μια άλλη. Δύο τύποι αντλιών που ωθούνται από την ATP, οι ΑΤPάσες τύπου Ρ
και οι αντλίες που φέρνουν κασέτες δέσμευσης της ΑΤΡ, υφίστανται αλλαγές στη
στερεοδιάταξη τους από τη δέσμευση της ΑΤΡ, η οποία μετά την υδρόλυση της επάγει το
δεσμευμένο ιόν σε μεταφορά διά μέσου της μεμβράνης. Η φωσφορυλίωση και η
αποφωσφορυλίωση των αντλιών της ATPάσης Ca+2 και της ATPάσης Na+ - K+ είναι επίσης
συνδεδεμένες με αλλαγές στον προσανατολισμό και τη συγγένεια των θέσεων δέσμευσης
και ιόντων που διαθέτουν.

Ένας διαφορετικός μηχανισμός ενεργού μεταφοράς, εκείνος που χρησιμοποιεί τη


βαθμίδωση συγκέντρωσης ενός ιόντος για να ωθήσει την ενεργό μεταφορά ενός άλλου
ιόντος, θα επεξηγηθεί με το παράδειγμα του ανταλλάκτη νατρίου- ασβεστίου. Η αντλία
αυτή παίζει σημαντικό ρόλο στην εξώθηση Ca+2 από τα κύτταρα.

Θα αρχίσουμε την εξέταση των διαύλων με τον υποδοχέα της ακετυλοχολίνης, έναν
δίαυλο που διεκπεραιώνει τη μετάδοση νευρικών σημάτων διά μέσου των συνάψεων,
δηλαδή των λειτουργικών συνδέσεων μεταξύ των νευρώνων. Ο υποδοχέας της
ακετυλοχολίνης είναι ένας δίαυλος ελεγχόμενος από το πρόσδεμα, με την έννοια ότι
ανοίγει σε απόκριση προς τη δέσμευση της ακετυλοχολίνης (Εικόνα 13.1.). Σε αντιδιαστολή
ο δίαυλος νατρίου και καλίου, οι οποίοι διεκπεραιώνουν τη μετάδοση δυναμικών ενέργειας
στις μεμβράνες των νευραξόνων, ανοίγουν μετά από μεμβρανική εκπόλωση και όχι με τη
δέσμευση ενός αλλοστερικού τελεστή. Αυτοί οι δίαυλοι ονομάζονται τασεοελεγχόμενοι
δίαυλοι. Οι δίαυλοι αυτοί επίσης παρουσιάζουν ενδιαφέρον διότι διακρίνουν τάχιστα και
αποδοτικά σχεδόν παρόμοια ιόντα (π.χ. Νa+ και K+) . Η διακίνηση ιόντων διά μέσου ενός
και μόνο μεμβρανικού διαύλου μπορεί να ανιχνευθεί εύκολα με την τεχνική της
παγίδευσης τάσης μεμβρανικών τμημάτων (patch-clamp).

To κεφάλαιο αυτό κλείνει με μια ματιά σε έναν διαφορετικό τύπο διαύλου, τον
διακυτταρικό δίαυλο ή χασματοσύνδεση. Οι δίαυλοι αυτοί επιτρέπουν τη μεταφορά ιόντων
και μεταβολιτών μεταξύ κυττάρων.

57
ΕΝΕΡΓΟΣ & ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΜΕΤΑΦΟΡΑ
Δύο παράγοντες καθορίζουν το κατά πόσον ένα μόριο θα διαπεράσει τη μεμβράνη: (1) η
διαπερατότητα μιας λιπιδικής διπλοστιβάδας από ένα μόριο και (2) η διαθεσιμότητα μιας
πηγής ενέργειας.

ΠΟΛΛΑ ΜΟΡΙΑ ΧΡΕΙΆΖΟΝΤΑΙ ΠΡΩΤΕΙΝΙΚΟΥΣ ΜΕΤΑΦΟΡΕΙΣ


ΓΙΑ ΝΑ ΔΙΑΠΕΡΑΣΟΥΝ ΤΙΣ ΜΕΜΒΡΑΝΕΣ
Μερικά μόρια μπορούν να μετακινηθούν διά μέσου της κυτταρικής μεμβράνης, διότι
διαλύονται στη λιπιδική διπλοστιβάδα. Τέτοια μόρια ονομάζονται λιπόφιλα μόρια. Οι
στεροειδείς ορμόνες αποτελούν ένα φυσιολογικό παράδειγμα. Αυτά τα συγγενή μόρια της
χοληστερόλης διακινούνται ελεύθερα δια μέσου μιας μεμβράνης κατά τη διαδρομή τους,
αλλά τί είναι αυτό που καθορίζει την κατεύθυνση προς την οποία θα κινηθούν; Τέτοια
μόρια θα διακινηθούν διά μέσου μιας μεμβράνης προς την κατεύθυνση της χαμηλότερης
συγκέντρωσης τους σε μια πορεία που ονομάζεται απλή διάχυση. Σύμφωνα με τον δεύτερο
νόμο της θερμοδυναμικής, τα μόρια κινούνται αυθόρμητα από μια περιοχή υψηλής
συγκέντρωσης σε μια άλλη χαμηλότερης συγκέντρωσης. Συνεπώς, στην περίπτωση αυτή η
αύξηση της εντροπίας πυροδοτεί τη μεταφορά τους διά μέσου μιας μεμβράνης.

Ωστόσο, τα πράγματα περιπλέκονται όταν ένα μόριο εμφανίζει υψηλή πολικότητα.


Παραδείγματος χάριν, αν και τα ιόντα νατρίου στο εξωτερικό του κυττάρου που βρίσκονται
σε συγκέντρωση 14mM ενώ στο εσωτερικό του κυττάρου έχουν συγκέντρωση 14 mM, το
νάτριο δεν μπορεί να εισέλθει στο κύτταρο διότι το θετικά φορτισμένο αυτό ιόν δεν μπορεί
να διαπεράσει υδρόφοβο εσωτερικό περιβάλλον των μεμβρανών.
Σε κάποιες περιπτώσεις κατά την αγωγή της νευρικής ώσης, τα ιόντα νατρίου διέρχονται
δια μέσου ειδικών διαύλων του υδρόφοβου μεμβρανικού φραγμού, οι οποίοι δομούνται
από μεμβρανικές πρωτεΐνες.
Αυτός ο τρόπος διέλευσης των ιόντων ονομάζεται διευκολυνόμενη διάχυση, διότι η
διάχυση διά μέσου της μεμβράνης διευκολύνεται από τον δίαυλο. Επίσης, καλείται και
παθητική μεταφορά διότι η ενέργεια που ωθεί τη μετακίνηση των ιόντων προέρχεται από
τη βαθμίδωση της συγκέντρωσης του ίδιου του προς μεταφορά ιόντος, χωρίς τη συμμετοχή
οποιουδήποτε συστήματος μεταφοράς.
Οι δίαυλοι, όπως και τα ένζυμα, εμφανίζουν εξειδίκευση υποστρώματος.

Ωστόσο, πως εδραιώθηκε αρχικά η βαθμίδωση συγκέντρωσης του νατρίου;

Στην περίπτωση αυτή, το νάτριο πρέπει να μετακινήθηκε ή να αντλήθηκε ενάντια στη


βαθμίδωση της συγκέντρωσης του. Επειδή, η μετακίνηση ενός ιόντος από μια χαμηλή
συγκέντρωση σε μια υψηλότερη καταλήγει σε μείωση της εντροπίας, χρειάζεται την είσοδο
ελεύθερης ενέργειας στο σύστημα. Οι πρωτεϊνικοί μεταφορείς που είναι εγκατεστημένοι
στη μεμβράνη είναι ικανοί να χρησιμοποιήσουν μια πηγή ενέργειας για να μετακινήσουν
ένα μόριο ενάντια στη βαθμίδωση της συγκέντρωσης του. Επειδή, χρειάζεται είσοδος
ενέργειας από μία άλλη πηγή, αυτός ο τρόπος, διέλευσης, καλείται ενεργός μεταφορά.

Η ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟΘΗΚΕΥΜΕΝΗ ΣΤΙΣ


ΒΑΘΜΙΔΩΣΕΙΣ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΕΩΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ
ΠΟΣΟΤΙΚΟΠΟΙΗΕΘΕΙ

58
Μια άνιση κατανομή μορίων είναι μια κατάσταση πλούσια σε ενέργεια διότι η ελεύθερη
ενέργεια ελαχιστοποιείται όταν όλες οι συγκεντρώσεις είναι ίσες. Συνεπώς, για να
πραγματοποιηθεί μια τέτοια ανισότιμη κατανομή μορίων, που ονομάζεται βαθμίδωση
συγκέντρωσης, χρειάζεται είσοδος ελεύθερης ενέργειας. Στην ουσία, η δημιουργία
βαθμίδωσης, συγκέντρωσης είναι αποτέλεσμα ενεργού μεταφοράς. Μπορούμε να
προσδιορίσουμε την ποσότητα ενέργειας που χρειάζεται για τη δημιουργία μιας
βαθμίδωσηςσυγκέντωσης. (Εικόνα 13.2). Ας πάρουμε ένα μη φορτισμένο μόριο σε διάλυμα.
Η μεταβολή της ελύθερης ενέργειας κατά τη μεταφορά του μορίου από την πλευρά 1, όπου
βρίσκεται σε μια συγκέντρωση C1, στην πλευρά 2, όπου βρίσκεται σε μια συγκέντωση C2,
είναι:

ΔG=RTIn (C2/C1)= 2,303 RTlog10(C2/C1)

Για ένα φορτισμένο μόριο, η άνιση κατανομή του διά μέσου μιας μεμβράνης δημιουργεί
ένα ηλεκτρικό δυναμικό, το οποίο πρέπει επίσης να ληφθεί υπ’ όψιν, διότι τα ιόντα θα
απωθηθούν λόγω των ομόνυμων φορτίων τους. Το άθροισμα της διαφοράς της ελεύθερης
ενέργειας λόγω διαφορετικής συγκέντρωσης και ηλεκτρικού δυναμικού ονομάζεται
ηλεκτροχημικό δυναμικό. Στην περίπτωση αυτή, η μεταβολή της ελεύθερης ενέργειας
δίνεται από τη σχέση:

ΔG= RT In (C2/C1)+ ZFΔV= 2,303 RTlog10(C2/C1)+ZFΔV

Όπου Ζ είναι το ηλεκτρικό φορτίο του μεταφερόμενου μορίου, ΔV είναι το διαμεμβρανικό


δυναμικό σε volt και F είναι η σταθερά Faraday [23,1, kcalV-1mol-1(96,5 kV-1mol-)].

Mια μεταφορική διεργασία είναι ενεργός όταν η ΔG είναι θετική, ενώ είναι
παθητική όταν η ΔG είναι αρνητική. Ας πάρουμε, παραδείγματος χάριν, τη μεταφορά ενός
μη φορτισμένου μορίου από τη συγκέντρωση c1=10-1 M.

ΔG=2,30RTlog10(10 δε βλέω τον εκεη του 10)

Εδώ έχει ένα τύπο που δε τον έβλεπα

Στους 250 C (2980 Κ) η ΔG είναι +2,7Kcal mol-1 (=11,3 KJ mol-1), γεγονός που δείχνει ότι αυτή η
μεταφορική διεργασία χρειάζεται ελεύθερη ενέργεια και επομένως είναι ενεργός
μεταφορά και θα μπορούσε να ωθείται από την υδρόλυση της ATP, η οποία αποδίδει σε
τυπικές κυτταρικές συνθήκες -12 Kcal mol-1 (-50 kJ mol-1). Eάν η ΔG είναι αρνητική, η
μεταφορική διεργασία μπορεί να είναι αυθόρμητη, χωρίς την είσοδο ελεύθερης ενέργειας.

Οι βαθμίδες συγκέντρωσης ιόντων είναι σημαντικές ενεργειακές αποθήκες για όλα


τα βιολογικά συστήματα. Παραδείγματος χάριν, η βακτηριοδοψίνη (Εδάφιο 12.5.2)
δημιουργεί μια βαθμίδωση συγκέντρωσης πρωτονίων με δαπάνη ηλιακής ενέργειας και
αποτελεί παράδειγμα ενεργού μεταφοράς. Στη συνέχεια, η ενέργεια της βαθμίδωσης
συγκέντρωσης πρωτονίων μπορεί να μετατραπεί σε χημική ενέργεια μέσω σχηματισμού
ATP. Το παράδειγμα αυτό αντιπροσωπεύει τη χρήση μεμβρανών πρωτεϊνών στη μετατροπή
ενέργειας από τη μορφή της φωτεινής ενέργειας σε ιοντική βαθμίδωση συγκέντρωσης και
ακολούθως σε χημική ενέργεια.

59
ΑΝΤΛΙΕΣ ΙΟΝΤΩΝ (ΑΝΤΛΙΑ ΝΑ – Κ)

Το εξωκυτταρικό υγρό των ζωικών έχει συγκέντρωση αλάτων παρόμοια με κείνη του
θαλασσινού νερού. Ωστόσο, τα κύτταρα πρέπει να ελέγχουν την ενδοκυτταρική
συγκέντρωση των αλάτων για να μπορούν να παρεμποδίζουν δυσμενείς γι’αυτά
αλληλεπιδράσεις με υψηλές συγκεντρώσεις ιόντων, όπως το ασβέστιο, και να
διευκολύνουν εξειδικευμένες διεργασίες. Πχ, τα περισσότερα ζωικά κύτταρα περιέχουν
υψηλή συγκέντρωση Κ+ και χαμηλή συγκέντρωση Νa+ συγκριτικά με το εξωκυτταρικό μέσο.
Αυτές οι βαθμιδώσεις συγκέντρωσης ιόντων δημιουργούνται από τη δράση ενός
εξειδικευμένου συστήματος μεταφοράς, το οποίο είναι ένα ένζυμο που ονομάζεται αντλία
Na+ - K+ ή ΑΤΡάση Να+ -Κ+. Η υδρόλυση της ΑΤΡ συμβαίνει μόνον όταν Na+ και K+ είναι
δεσμευμένα στην αντλία. Επιπλέον, η ΑΤΡάση αυτή, όπου και όλα τα ανάλογα ένζυμα,
χρειάζεται Mg+2 για να ασκήσει τη δράση της. Η ενεργός μεταφορά Na+ και K+ είναι υψίστης
φυσιολογικής σημασίας δεδομένου ότι περισσότερο από το 1/3 της ΑΤΡ που
καταναλώνεται από έναν ζωικό οργανισμό σε ηρεμία χρησιμοποιείται για την άντληση των
δύο αυτών ιόντων. Η βαθμίδωση συγκέντρωσης Na+ - K+ στα ζωικά κύτταρα ελέγχει τον
όγκο του κυττάρου, καθιστά τα νευρικά και τα μυικά κύτταρα ηλεκτρικά διεγέρσιμα και
καθοδηγεί την ενεργό μεταφορά σακχάρων και αμινοξέων.

Η απομόνωση, στη συνέχεια, και άλλων αντλιών ιόντων έχει αποκαλύψει μια μεγάλη
οικογένεια εξελικτικώς συγγενών αντλιών ιόντων περιλαμβανομένων πρωτεινών από
βακτήρια, αρχαιοβακτήρια και άλλους ευκαρυωτικούς οργανισμούς. Οι αντλίες αυτές είναι
εξειδικευμένες για μια σειρά ιόντων. Ιδιαίτερης σημασίας είναι η ΑΤΡάση Ca+2, το ένζυμο
που μεταφέρει το Ca+2 από το κυτταρόπλασμα στο εξωτερικό του σαρκοπλασματικού
δικτύου των μυικών κυττάρων, καθώς και η γαστρική ΑΤΡάση Η +-Κ+ το ένζυμο που είναι
υπεύθυνο για την άντληση επαρκών πρωτονίων στο εσωτερικό του στομάχου ώστε να
μειωθεί το pH κάτω του 1.0. Αυτά τα ένζυμα και εκατοντάδες άλλα ομόλογα,
συμπεριλαμβανομένης της ΑΤΡάσης Na+ - K+ , είναι γνωστά ως ΑΤΡάσες τύπου Ρ διότι
σχηματίζουν κατά τη δράση τους ένα ενδιάμεσο φωσφορυλιωμένο προιόν. Κατά τον
σχηματισμό αυτού του ενδιάμεσου προιόντος, μια φωσφορική ομάδα προερχόμενη από
την υδρόλυση της ΑΤΡ συνδέεται στην πλευρική ομάδα ενός συντηρημένου αμινοξικού
καταλοίπου ασπαραγινικού της ΑΤΡάσης (Εικόνα 13.3)

Η ATPΑΣΗ CA+2 ΤΟΥ ΣΑΡΚΟΠΛΑΣΜΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΤΥΟΥ ΕΙΝΑΙ


ΜΙΑ ΕΝΔΟΓΕΝΗΣ ΜΕΜΒΡΑΝΙΚΗ ΠΡΩΤΕΙΝΗ

Θα εξετάσουμε α δομικά και μηχανιστικά χαρακτηριστικά αυτών των ενζύμων εξετάζοντας


την ATPάση Ca+2 του σαρκοπλασματικού δικτύου (ΑΤPάση Ca+2 ΣΔ) των μυϊκών κυττάρων. Το
ένζυμο αυτό αποτελεί το 80% των μεμβρανικών πρωτεϊνών του σαρκοπλασματικού δικτύου
και έχει σημαντικό ρόλο στη μυϊκή σύσπαση, η οποία προκαλείται από μια απότομη
αύξηση των κυτταροπλασματικών επιπέδων του ασβεστίου. Η μυϊκή χάλαση εξαρτάται από
την ταχεία μετακίνηση του Ca+2 από το κυτοσόλιο στο σαρκοπλασματικό δίκτυο, ένα

60
εξειδικευμένο διαμέρισμα αποθήκευσης ασβεστίου, από την ATPάση Ca+2ΣΔ. Αυτή η αντλία
συντηρεί την κυτταροπλασματική συγκέντρωση του Ca+2 περίπου στο μ Μ συγκριτικά με
εκείνη του ΣΔ που είναι 1.5 m M.

H ATPάση Ca+2 ΣΔ είναι ένα απλό πολυπεπτίδιο 110 kd με μια διαμεμβρανική


δομική περιοχή που αποτελείται από 10 α- έλικες. Μια μεγάλη κυτταροπλασματική κεφαλή
συνιστά σχεδόν το ήμισυ του μοριακού βάρους του μορίου και αποτελείται από τρεις
διακριτές δομικές περιοχές (Εικόνα 13.4) με διαφορετικό ρόλο η καθεμιά. Μια δομική
περιοχή (Ν) δεσμεύει την ATP, μια άλλη (P) δέχεται τη φωσφορική ομάδα στο συντηρημένο
αμινοξικό κατάλοιπο του ασπαραγινικού και μια τρίτη δομική περιοχή (Α) μπορεί να δρα ως
ενεργοποιητής της δομικής περιοχής Ν. Η σχέση μεταξύ αυτών των τριών δομικών
περιοχών μεταβάλλεται σημαντικά με την υδρόλυση της ΑΤΡ. H κρυσταλλική δομή του
μορίου αυτού απουσία της ΑΤΡ δείχνει ότι η θέση δέσμευσης αυτού του
μονονουκλεοτιδίου βρίσκεται σε απόσταση μεγαλύτερη από 25 Α από τη θέση
φωσφορυλίωσης, υποδηλώνοντας ότι οι δομικές περιοχές Ν και Ρ μετακινούνται η μια προς
την άλλη κατά τη διάρκεια του καταλυτικού κύκλου. Η προσέγγιση αυτή των δύο θέσεων
διευκολύνεται από τη δέσμευση της ΑΤΡ και του Ca+2 στις διαμεμβρανικές έλικες.

Τα αποτελέσματα μηχανιστικών μελετών της ΑΤΡάσης Ca+2 ΣΔ και άλλων ΑΤΡασών


τύπου P αποκάλυψαν την ύπαρξη δύο κοινών γνωρισμάτων αυτών των ενζύμων. Πρώτον,
όπως έχουμε δει, κάθε πρωτεΐνη μπορεί να φωσφορυλιωθεί σε συγκεκριμένο αμινοξικό
κατάλοιπο ασπαραγινικού. Για την ATPάση Ca+2 ΣΔ η αντίδραση αυτή αφορά το Αsp351
μόνο παρουσία σχετικώς υψηλών κυτταροπλασματικών συγκεντρώσεων Ca+2. Δεύτερον,
κάθε αντλία μπορεί να αλληλομετατρέπεται μεταξύ δύο τουλάχιστον διαφορετικών
στερεοδιατάξεων, οι οποίες ονομάζονται μορφές Ε1 και Ε2. Συνεπώς, στη διεργασία
μεταφοράς του Ca+2 συμμετέχουν τουλάχιστον τέσσερις διαφορετικές καταστάσεις
στερεοδιάταξης της αντλίας – Ε1, Ε1-Ρ, Ε2-Ρ, και Ε2. Από αυτές τις τέσσερις μορφές της
αντλίας είναι δυνατόν να κατασκευαστεί ένας πιθανός μηχανισμός δράσης αυτών των
ενζύμων, αν και είναι αναγκαίες πρόσθετες μελέτες για την επαλήθευση του αλλά και την
παροχή περισσότερων λεπτομερειών (Εικόνα 13,5):

61
1. O προτεινόμενος κύκλος αντιδράσεων αρχίζει με τη δέσμευση της ΑTP και δύο
ιόντων ασβεστίου στη μορφή Ε, του ενζύμου.
2. Το ένζυμο διασπά την ΑΤΡ, μεταφέροντας τη γ-φωσφορική ομάδα της θέσης της
ΑΤΡ στο κατάλοιπο του ασπαραγινικού. Η φωσφορυλίωση αυτή, που λαμβάνει
χώρα μόνο εάν το ασβέστιο έχει δεσμευθεί στο ένζυμο, μεταθέτει την ισορροπία
της ΑΤΡάσης προς τη μορφή Ε2.
3. Η μετάπτωση του ενζύμου από η μορφή Ε1 στη μορφή Ε2 προκαλεί την «εκστροφή»
των θέσεων δέσμευσης των ιόντων έτσι ώστε αυτά να μπορούν να
απελευθερωθούν μόνο προς τον αυλό του ΣΔ.
4. Στη μορφή Ε2 Ρ, το ένζυμο έχει χαμηλή συγγένεια προς τα ιόντα ασβεστίου, ώστε
εκείνα να απελευθερώνονται στον αυλό του ΣΔ.
5. Με την απελευθέρωση των Ca+2, υδρολύεται το φωσφορυλιώμενο κατάλοιπο του
ασπαραγινικού και απελευθερώνεται η φωσφορική ομάδα.
6. Το ένζυμο, απαλλαγμένο από την ομοιοπολικώς προσδεμένη σε αυτό φωσφορική
ομάδα, δεν είναι σταθερό στη μορφή Ε2 και μεταπίπτει στη μορφή Ε1,
συμπληρώνοντας τον κύκλο αλλαγών της στερεοδιάταξης του.

Ουσιαστικά ο ίδιος μηχανισμός χρησιμοποιείται και από την ATPάση Νa - K+. Η μορφή
Ε1 της αντλίας αυτής δεσμεύει τρία Νa+ και α μεταφέρει δια μέσου της μεμβράνης έξω από
το κύτταρο, ως αποτέλεσμα της φωσφορυλίωσης του ενζύμου αυτού και της μετάπτωσης
του στη μορφή E2. Η μορφή Ε2 του ενζύμου δεσμεύει επίσης δύο Κ+, τα οποία μεταφέρονται
διά μέσου της μεμβράνης προς την αντίθετη κατεύθυνση από εκείνη των Na+, μέσω
«εκστροφής» των θέσεων δέσμευσης τους λόγω της υδρόλυσης του φωσφορυλιωμένου
καταλοίπου του ασπαραγινικού, και έτσι απελευθερώνονται στο κυτοσόλιο.

Η μεταβολή της ελεύθερης ενέργειας που συνοδεύει η μεταφορά των ιόντων Na+ και K+
μπορεί να προσδιοριστεί (Εδάφιο 13.1.2. Ας υποθέσουμε ότι η συγκέντρωση Na+ στο
εξωτερικό και στο εσωτερικό του κυττάρου είναι 143 Mm, αντίστοιχα και ότι η
συγκέντρωση Κ+ είναι 4 και 157 mM, αντίστοιχα, και ότι η συγκέντρωση Κ+ είναι 4 και 157
mΜ, αντίστοιχα, στα ίδια διαμερίσματα. Σε θερμοκρασία 370 C και με τιμή μεμβρανικού
δυναμικού -50 mV, η μεταβολή της ελεύθερης ενέργειας κατά τη μεταφορά 3 mol Na+ έξω
και 2 mol Νa+ έξω και 2 mol Κ+ μέσα στο κύτταρο είναι +10 kcal mol-1 (+4 kJ mol-1). Η
υδρόλυση ενός και μόνο μορίου ATP για κάθε τέτοια μεταφορά παρέχει επαρκή ελεύθερη
ενέργεια, περίπου -12 kcal mol-1 (-50 k J mol-1) σε τυπικές κυτταρικές συνθήκες, για την
ώθηση της ανοδικής μεταφορές των ιόντων αυτών.

ΟΙ ATPΑΣΕΣ ΤΥΠΟΥ Ρ ΕΙΝΑΙ ΕΞΕΛΙΚΤΙΚΩΣ ΣΥΝΤΗΡΗΜΕΝΕΣ


ΚΑΙ ΕΧΟΥΝ ΜΙΑ ΜΕΓΑΛΗ ΠΟΙΚΙΛΙΑ ΡΟΛΩΝ

Η ανάλυση ολόκληρου του γονιδιώματος της ζύμης αποκάλυψε την ύπαρξη 16


πρωτεϊνών οι οποίες ανήκουν σαφώς στην οικογένεια των ΑΤΡασών τύπου Ρ. Η
λεπτομερέστερη ανάλυση της αλληλουχίας τους υποδηλώνει ότι δύο από τις πρωτεΐνες
αυτές μεταφέρουν Η+, δύο μεταφέρουν Ca+2, τρεις μεταφέρουν Νa+ και δύο μεταφέρουν
ιόντα μετάλλων, όπως το Cu+2. Επιπλέον, πέντε μέλη της οικογένειας αυτής φαίνεται να
συμμετέχουν στη μεταφορά φωσφολιπιδίων που έχουν κεφαλές από αμινοξέα. Οι
τελευταίες αυτές πρωτεΐνες συμβάλλουν στη συντήρηση της μεμβρανικής ασυμμετρίας
μεταφέροντας λιπίδια, όπως η φωσφατιδυλοσερίνη, από την εξωτερική στην εσωτερική

62
στιβάδα της μεμβρανικής λιπιδικής διπλοστιβάδας ( Εικόνα 13.6). Τέτοια ένζυμα
ονομάστηκαν περιστροφάσες (flippases).

ΠΟΛΥΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ

Τα καρκινικά κύτταρα σε καλλιέργεια συχνά καθίστανται ανθεκτικά σε φάρμακα τα οποία


αρχικά ήταν αρκετά τοξικά για αυτά.  Είναι αξιοσημείωτο ότι η ανάπτυξη αντίστασης σε ένα
Φάρμακο καθιστά τα κύτταρα Αυτά Επίσης ανθεκτικά σε μία σειρά άλλων ενώσεων. Το
φαινόμενο αυτό είναι γνωστό ως πολυφαρμακευτική αντίσταση. Βρέθηκε ότι η έναρξη της
πολυφαρμακευτικής αντίστασης, σχετίζεται με την έκφραση και τη δραστηριότητα μιας
μεμβρανικής πρωτεΐνης με μοριακό βάρος 170 και kd. Η πρωτεΐνη αυτή δρα ως μία ATP
εξαρτημένη αντλία η οποία εξωθεί μία σειρά μικρών μορίων από τα κύτταρα που την
εκφράζουν στον εξωκυτταρικό χώρο και ονομάζεται πρωτεΐνη της πολύ φαρμακευτικής
αντίστασης (ΜDR) ή Ρ- γλυκοπρωτεΐνης (το συνθετικό “γλυκό” προέρχεται από μια
υδατανθρακική ομάδα που περιέχει). Συνεπώς όταν τα κύτταρα εκτίθενται σε ένα φάρμακο
, πρωτείνη της πολυφαρμακευτικής αντίστασης αντλεί το φάρμακο  έξω από το κύτταρο
πριν αυτό ασκήσει τις επιδράσεις του. Μια σχετική πρωτεΐνη ανακαλύφθηκε με γενετικές
μελέτες της κληρονομικής νόσου κυστική ένωση. Σε μία από τις πρώτες μελέτες που
οδήγησαν στον χαρακτηρισμό της εξειδικευμένης γενετικής μετάλλαξης που προκαλεί τη
νόσο αυτή στον άνθρωπο, οι ερευνητές εξήγαγαν μία συγκριτική γενετική ανάλυση πολλών
ατόμων που έπασχαν από τη νόσο και μελών των οικογενειών τους που ήταν υγιή. Το
γονίδιο που βρέθηκε μεταλλαγμένους στους ασθενείς κωδικεύει μία πρωτεΐνη που λέγεται
μεμβρανικός ρυθμιστής της αγωγιμότητας κατά την κυστική ένωση (CFTR). Η πρωτεΐνη
αυτή δρα ως ένας ρυθμιζόμενος από ATP δίαυλος χλωρίου στις κυτταρικές μεμβράνες
επιθηλιακών κυττάρων. Όπως Αναφέρθηκε στο Κεφάλαιο 1, η κυστική ίνωση είναι
αποτέλεσμα της μείωσης του υγρού και της έκκρισης αλάτων από τον CFTR. Συνέπεια της
ανωμαλίας αυτής είναι η αναστολή των εκκρίσεων του παγκρέατος και η συγκέντρωση
στους πνεύμονες πυκνής αφυδατωμένες βλέννας, με αποτέλεσμα χρόνιες
πνευμονικές λοιμώξεις.

ΚΑΣΕΤΕΣ ΑTP
Η ανάλυση της αλληλουχίας των αμινοξέων των πρωτεϊνών της πολυφαρμακευτικής
αντίστασης και του διαμεμβρανικού ρυθμιστή της αγωγιμότητας, κατά την κυστική ίνωση
καθώς και ομολόγων πρωτεϊνών αποκάλυψε μία κοινή μεταξύ τους αρχιτεκτονική δομή.

Κάθε πρωτεΐνη συνίσταται από 4 δομικές περιοχές: δύο περιοχές δέσμευσης στη μεμβράνη
των οποίων η δομή δεν είναι γνωστή και οι δύο περιοχές δέσμευσης της ATP.
Οι δομικές περιοχές δεσμεύσεις της ATP των πρωτεϊνών αυτών ονομάζονται κασέτες
δεσμεύσεις της ATP και είναι ομόλογες με περιοχές μιας μεγάλης οικογένειας μεταφορικών
πρωτεϊνών των βακτηρίων και των αρχαιοβακτηρίων.
Πράγματι, αριθμώντας 79 μέλη, οι πρωτεΐνες με κασέτες δεσμεύσεις της ATP είναι η
μεγαλύτερη απλή οικογένεια που χαρακτηρίστηκε στο γονιδίωμα της Ε. colΙ.
Οι πρωτεΐνες αυτές είναι μέλη της υπεροικογένειας των NTPασών με θηλιές P.
Κάποιες από τις πρωτεΐνες αυτές, ιδιαίτερα εκείνες των προκαρυωτικών οργανισμών,
αποτελούνται από πολλές υπομονάδες έτσι ώστε οι διαμεμβρανικές δομικές περιοχές τους
και οι δομικές περιοχές κασέτας δέσμευσης της ATP να βρίσκονται σε ξεχωριστές
πολυπεπτιδικές αλυσίδες. 

Παραδείγματος χάριν η διαπεράση (permease) της ιστιδίνης στη salmonela t, η οποία

63
μεταφέρει το αμινοξύ ιστιδίνη στο εσωτερικό του βακτηρίου αποτελείται από:  (1) 2
διαφορετικές πρωτεϊνικές υπομονάδες με διαμεμβρανικές δομικές περιοχές και  (2) μία
oμοδιμερή πρωτεΐνη με δομικές περιοχές κασέτας δέσμευσης της ATP. Μία διαλύτη
πρωτεΐνη δέσμευσης της ιστιδίνης δεσμεύει την ιστιδίνη μετά την είσοδο του αμινοξέος στο
Κύτταρο.
Οι πρωτεΐνες με δομικές περιοχές κασέτας δέσμευσης της ATP  όπως και άλλα μέλη
της υπεροικογένειας των ΝTPάσσων με θηλιές P υφίστανται αλλαγές στη στερεοδιάταξη
τους με τη δέσμευση και υδρόλυση της ATP.  Αυτές οι δομικές αλλαγές είναι συζευγμένες
σε κάθε διμερή μονάδα μεταφοράς κατά τρόπο που επιτρέπει στις πρωτεΐνες αυτές να
ωθούν την πρόσληψη ή την εκροή ειδικών συστατικών ή να δρουν ως πύλες ανοιχτών
μεμβρανικών διαύλων.

ΔΕΥΤΕΡΟΓΕΝΕΙΣ ΜΕΤΑΦΟΡΕΙΣ: αντιμεταφορείς και


συμμεταφορείς

Πολλές διεργασίες ενεργού μεταφοράς δεν ωφελούνται άμεσα από την υδρόλυση της ATP .
Αντ’ αυτού, η θερμοδυναμικά ανοδική ροή ενός ιόντος ή μορίου είναι συζευγμένη με την
καθοδική ροή ενός διαφορετικού μορίου ή ιόντος. Μεμβρανικές πρωτεΐνες που αντλούν
μόρια ή ιόντα με τον τρόπο αυτό ονομάζονται δευτερογενείς μεταφορείς και διακρίνονται
σε αντιμεταφορείς και συμμεταφορείς. Οι αντιμεταφορείς επιτυγχάνουν τη σύζευξη της
καθοδικής ροής ενός είδους μορίου η ιόντος με την ανοδική ροή ενός άλλου προς την
αντίθετη κατεύθυνση διαμέσου της μεμβράνης,  ενώ οι συμμεταφορείς χρησιμοποιούν τη
ροή ενός είδους μορίου ή ιόντος για να αφήσουν τη ροή ενός άλλου προς την ίδια
κατεύθυνση διαμέσου της μεμβράνης.
Ο ανταλλάκτης νατρίου-ασβεστίου στην κυτταρική μεμβράνη ενός ζωικού κυττάρου
είναι ένας αντιμεταφορέας που χρησιμοποιεί την ηλεκτροχημική βαθμίδωση συγκέντρωσης
τον Na+ για να αντλήσει Ca+2 από το κύτταρο. Τρία ιόντα νατρίου εισέρχονται στο κύτταρο
για κάθε ιόν ασβεστίου που εξέρχεται από αυτό.  Η ενεργειακή δαπάνη που απαιτείται για
τη μεταφορά των Ca+2 από τον ανταλλάκτη αυτόν καλύπτεται από την αντλία της ATP άσης
Νa+ - Κ+ η οποία δημιουργεί την προαπαιτούμενη βαθμίδωση συγκεντρώσης Νa +.  επειδή τα
Ca+2 αποτελούν ζωτικής σημασίας αγγελιοφόρους στο εσωτερικό του κυττάρου, η
συγκέντρωση τους πρέπει να ελέγχεται αυστηρά.  ο ανταλλάκτης έχει χαμηλότερη
συγγένεια για τα Ca+2 από ότι η ATPάση Ca+2 , αλλά η ικανότητά του να εξωθεί τα Ca+2 έξω
από  το κύτταρο είναι μεγαλύτερη.  Ο ανταλλάκτης μπορεί να μειώσει τα
κυτταροπλασματικά επίπεδα τον Ca+2 κατά αρκετές μονάδες μικρομοριακότητας, ενώ
υπόμικρομοριακά επίπεδα Ca+2 επιτυγχάνονται από την επακόλουθη δράση της ATPάσης
Ca+2.  Ο ανταλλάκτης μπορεί να εξωθήσει περίπου 2000 ιόντα ασβεστίου ανά
δευτερόλεπτο, ενώ η αντλία ATP άσης Ca+2 μόλις 30 ιόντα ασβεστίου ανά δευτερόλεπτο.
Η γλυκόζη  αντλείται στο εσωτερικό  μερικών κυττάρων από έναν συμμεταφορέα ο
οποίος ενεργοποιείται από την ταυτόχρονη είσοδο Na+.  H εισροή Na+ σε τυπικές κυτταρικές
συνθήκες ( εξωτερική [Na+]= 143 m Μ, εσωτερική [Na+]= 14 m Μ  και μεμβρaνικό δυναμικό=
50 m V) εξασφαλίζει προσφορά ελεύθερης ενέργειας της τάξης των 2,2 kcal mol -1 (9,2 kJ
mol-1), η οποία είναι επαρκής  για τη δημιουργία βαθμίδωσης  συγκεντρώσης  κατά
παράγοντα 66 για ένα αφόρτιστο μόριο,  όπως η γλυκόζη.
 Οι δευτερογενείς μεταφορείς  είναι πολύ παλιές μοριακές μηχανές, κοινές στα
βακτήρια,  στα αρχαιοβακτήρια όπως και στους ευκαρυωτικούς οργανισμούς. 
Παραδείγματος χάριν, περίπου 160 (από τις 4.000)  πρωτεΐνες που κωδικεύονται στο
γονιδίωμα τις E. coli φαίνονται να είναι δευτερογενείς μεταφορείς. Η σύγκριση της
αλληλουχίας τους και η ανάλυση της υδροπάθειας τους υποδηλώνουν ότι τα μέλη της
μεγαλύτερης οικογένειας πρωτεϊνών έχουν 12 διαμεμβρανικές έλικες οι οποίες φαίνεται να

64
έχουν προκύψει από διπλασιασμό και συγχώνευση μιας αρχικής μεμβράνης πρωτεΐνης με
έξι διαμεμβρανικές έλικες.  Σε αυτήν την οικογένεια πρωτεϊνών  περιλαμβάνεται  και η
διαπεράση  της λακτόζης,  της E. coli. αυτός ο συμμεταφορέας χρησιμοποιεί τη βαθμίδωση
συγκέντρωσης των Η+ διαμέσου της μεμβράνης  της E. coli που δημιουργείται από την
οξείδωση καύσιμων μορίων  για να ωθήσει την πρόσληψη της λακτόζης και άλλων
σακχάρων ενάντια στη βαθμίδωση συγκέντρωσηις τους. Η διαπεράση έχει μία θέση
δέσμευσης πρωτονίων και μία θέση δέσμευσης της λακτόζης. Ένα πρωτόνιο και ένα μόριο
λακτόζης δεσμεύονται σε θέσεις επάνω στο συμμεταφορέα, οι οποίες “ βλέπουν” προς την
εξωτερική πλευρά του κυττάρου.  Η διαπεράση  ακολούθως εκστρέφεται
απελευθερώνοντας πρώτα το πρωτόνιο και στη συνέχεια τη λακτόζη στο εσωτερικό του
βακτηρίου. Μια άλλη εκστροφή του ενζύμου επανατοποθετεί τις θέσεις δέσμευσης του
πρωτονίου και της λακτόζης στην εξωτερική πλευρά του βακτηρίου. Έτσι,  η ενεργειακώς
ανοδική μεταφορά ενός μορίου λακτόζης συζεύγνυται με την καθοδική μεταφορά ενός
πρωτονίου. Επιπλέον, η ανάλυση της τρισδιάστατης δομής αυτών των μορίων βρίσκεται σε
εξέλιξη και αναμένεται να  αποκαλύψει περισσότερες πληροφορίες για τους μηχανισμούς
δράσης τους όπως και τις επιλεκτικές σχέσεις μεταξύ των μελών αυτής της πιο αρχαίας
οικογένειας πρωτεϊνών.

Οι παραπάνω παρατηρήσεις αποκαλύπτουν το πώς διαφορετικά


ενεργειακά νομίσματα αλληλομετατρέπονται. ένα απλό ενεργειακό νόμισμα
χρησιμοποιείται από τις ATPάσες με θηλιές P για τη δημιουργία βαθμιδώσεων
συγκέντρωσης ενός μικρού αριθμού ιόντων, συγκεκριμένα Να+ και Η+ διαμέσου των
μεμβρανών.  Αυτές οι βαθμιδώσεις συγκέντρωσης χρησιμεύουν στη συνέχεια ως
ενεργειακές πήγες για έναν μεγάλο αριθμό δευτερογενών μεταφορέων, οι οποίοι
επιτρέπουν  την πρόσληψη ή την έξοδο από το κύτταρο πολλών διαφορετικών μορίων.

ΤΑΣΕΟΕΛΕΓΧΟΜΕΝΟΙ ΚΑΙ ΕΛΕΓΧΟΜΕΝΟΙ ΑΠΟ


ΠΡΟΣΔΕΜΑ ΙΟΝΤΙΚΟΙ ΔΙΑΥΛΟΙ

Οι αντλίες και οι δευτερογενείς μεταφορείς μπορούν να μεταφέρουν ιόντα με


ρυθμούς που προσεγγίζουν τις πολλές χιλιάδες ιόντα ανά δευτερόλεπτο. Άλλες
μεμβρανικές πρωτεΐνες, οι ιοντικοί  δίαυλοι, οι οποίοι είναι παθητικά μεταφορικά
συστήματα, είναι ικανοί να μεταφέρουν ιόντα με ρυθμούς έως και χίλιες φορές
υψηλότερους. Αυτοί οι ρυθμοί μεταφοράς διαμέσου ιοντικών διαύλων μοιάζουν με
εκείνους που αναμένονται για ιόντα που διαχέονται ελεύθερα διαμέσου υδάτινων
διαλυμάτων. Ωστόσο, οι δίαυλοι δεν είναι απλοί σωλήνες οι οποίοι διαπερνούν μεμβράνες
και δια μέσου αυτών  τα ιόντα  μπορούν να διακινούνται ελεύθερα. Αντιθέτως, πρόκειται
για εξαιρετικά πολύπλοκες μοριακές μηχανές που αποκρίνονται σε χημικές και φυσικές
μεταβολές του περιβάλλοντος τους και υφίστανται χρονικά ακριβείς αλλαγές

65
στερεοδιάταξη τους οι οποίες διευκολύνουν τους ρόλους τους ως σημαντικών συστατικών
του νευρικού αλλά κι άλλων συστημάτων. 
Πολλές καθοριστικές ιδιότητες χαρακτηρίζουν τους ιοντικούς δίαυλους.

1. Οι ιοντικοί δίαυλοι εμφανίζουν υψηλή επιλεκτικότητα για συγκεκριμένα ιόντα.


Παραδείγματος χάριν, κάποιοι δίαυλοι επιτρέπουν τη διακίνηση Κ+  πολύ
αποτελεσματικά αλλά δεν επιτρέπουν τη διακίνηση Να+ σε αξιόλογα επίπεδα
διαμέσου της μεμβράνης. Άλλοι δίαυλοι μεταφέρουν θετικός φορτισμένα ιόντα
( κατιόντα),  αλλά παρεμποδίζουν τη διακίνηση αρνητικώς φορτισμένων ιόντων
( ανιόντων). Οι επιλεκτικότητες κάποιον ιοντικών διαύλων παρουσιάζονται στον
πίνακα 13.1.

2 . Οι ιοντικοι διαυλοι υπάρχουν σε ανοιχτή και κλειστή κατάσταση. Οι δίαυλοι αυτοί


υφίστανται μεταπτώσεις από την κλειστή κατάσταση, όπου είναι ανίκανοι για ιοντική
μεταφορά,  στην ανοιχτή κατάσταση,  κατά την οποία τα ιόντα μπορούν να διακινούνται.

3.Οι μεταπτώσεις  μεταξύ της ανοιχτής και κλειστής καταστάσεις ελέγχονται.  Οι ιοντικοί
δίαυλοι διακρίνονται σε δύο τάξεις στους ελεγχόμενους από προσδέμα διαύλους (ligant
gated channels) και τους τασεοελεγχόμενους  διαύλους ( voltage gated channels). Οι 
ελεγχόμενοι από πρόσδέμα δίαυλοι ανοίγουν και κλείνουν σε απόκριση προς τη δέσμευση
ειδικών χημικών μορίων, ενώ οι τασεολεγχόμενοι δίαυλοι ανοίγουν και κλείνουν σε
απόκριση προς το ηλεκτρικό δυναμικό  εκατέρωθεν της μεμβράνης στην οποία βρίσκονται.
4. Οι ανοιχτές μορφές των διαύλων συχνά μεταπίπτουν αυθόρμητα σε ανενεργές μορφές.
Οι περισσότεροι ιοντικοί δίαυλοι δεν παραμένουν στην ανοιχτή κατάσταση για απεριόριστο
χρόνο αλλά αντιθέτως, μετασχηματίζονται αυθόρμητα σε ενέργειες μορφές οι οποίες δεν
διακινούν ιόντα. Η αυθόρμητη μετάπτωση των ιοντικών διαύλων από τις ανοιχτές
καταστάσεις σε ανενεργές μορφές δρα ως ενσωματωμένο στη μεμβράνη χρονόμετρο που
καθορίζει τη διάρκεια  της διακίνησης ιόντων. 

*Ο δίαυλος νατρίου είναι ένα παράδειγμα τασοελεγχόμενου υποδοχέα

Προσδιορισμός της αγωγιμότητας Τεχνική παγίδευσης τάσης


μεμβρανικών τμημάτων

Η τεχνική της παγίδευσης τάσης,  μεμβράνη τμημάτων ( patch- clamp technique)


την οποία εισήγαγαν ο Εrwin Neher και Bert Sakmann to 1976, έχει επιφέρει  επανάσταση
στη μελέτη των ιοντικών διαύλων. Η αποτελεσματική αυτή τεχνική καθιστά δυνατό τον
προσδιορισμό της δραστικότητας ενός και μόνο   δίαυλου.  Ένα καθαρό γυάλινο σιφώνιο με

66
διάμετρο ρύγχους   1μm  πιέζεται επάνω στη μεμβράνη ενός ακέραιου κυττάρου, έτσι ώστε
να επιτευχθεί μία στεγανή επαφή. Κατόπιν, με ελάχιστη αναρρόφηση, δημιουργείται ένας
τόσο ερμητικός φραγμός ώστε η αντίσταση μεταξύ του εσωτερικού του  του σιφωνιού του
διαλείμματος που περιβάλλει το κύτταρο να είμαι αρκετά gigaοhm ( ένα giga-οhm είναι
ίσο προς 109 οhm). Έτσι, ένας φραγμός μεγέθους ενός gigaohm( που  ονομάζεται
γιγαντοφραγμός) έχει ως  συνέπεια το ηλεκτρικό ρεύμα που διέρχεται δια μέσου του
σιφωνίου να είναι το ίδιο με εκείνο που διέρχεται δια μέσου της μεμβράνης που καλύπτει
το σιφώνιο.  Ο φραγμός αυτός καθιστά δυνατό τον προσδιορισμό ρεύματος, με μεγάλη
ακρίβεια, καθώς ένα γνωστό δυναμικό εφαρμόζεται στη μεμβράνη.  Η τεχνική αυτή αυξάνει
την ακρίβεια ενός τέτοιου προσδιορισμού κατά 100 φορές. Η ροή ιόντων διαμέσου ενός και
μόνο  διαύλου και οι μεταπτώσεις μεταξύ των διαφόρων καταστάσεων ενός διαύλου είναι
δυνατόν τώρα να παρακολουθηθούν με χρονική ακρίβεια μικροδευτερολέπτων. Πολύ
περισσότερο μπορεί να παρατηρηθεί  άμεσα η δραστικότητα ενός διαύλου στο φυσικό
μεμβρανικό περιβάλλον του, ακόμη και πάνω  σε ένα. Η τεχνική  της παγίδευσης τάσεις
μεμβρανικών  τμημάτων παρείχε μία από τις πρώτες όψεις της δράσης ενός και μόνο
βιομόρια ακολούθως άλλες τεχνικές για την παρατήρηση ενός και βιομορίου, οι οποίες
άνοιξαν νέους ορίζοντες στη βιοχημεία όσον αφορά το πιο θεμελιώδες επίπεδο της.

ΙΟΝΤΙΚΟΙ ΔΙΑΥΛΟΙ ΔΟΜΟΥΝΤΑΙ ΑΠΟ ΟΜΟΙΕΣ ΠΡΩΤΕΙΝΙΚΕΣ


ΜΟΝΑΔΕΣ

Πώς λειτουργούν στο μοριακό επίπεδο ιοντική δίαυλοι που έχουν ζωτική σημασία για
πολλές βιολογικές λειτουργίες; Θα εξετάσουμε τρεις διαύλους σημαντικούς για τη διάδοση
των νευρικών ώσεων: τους ελεγχόμενους από πρόσδεμα διαύλους, όπως  ο δίαυλος του
υποδοχέα της ακετυλοχολίνης όποιος μεταδίδει τη νευρική ώση μεταξύ πολλών νευρώνων,
και τους τασεοελεγχόμενους διαύλους Νa+ και  Κ+ οι οποίοι άγουν τη νευρική ώση κατά
μήκος του νευράξονα.
Oι νευρικές ώσεις μεταδίδονται δια μέσου των περισσοτέρων συνάψεων από
μικρά διάχυτα μόρια που ονομάζονται νευροδιαβιβαστές, ένας από τους οποίους είναι η
ακετυλοχολίνη, που αναφέρεται και ως χολινεργικός νευροδιαβιβαστής διότι προέρχεται
από τη χολίνη. Η προσυναπτική μεμβράνη μιας σύναψης διαχωρίζεται από τη
μετασυναπτική μεμβράνη με μία σχισμή ( περίπου 50nm)  που ονομάζεται συναπτική
σχισμή. Η απόληξη του προσυναπτικού νευράξονα πληρούται με  συναπτικά κυστίδια, κάθε
ένα από τα οποία περιέχει περίπου 104  μόρια ακετυλοχολίνης.
Η άφιξη μιας νευρικής ώσης οδηγεί στη σύγχρονη απελευθέρωση του περιεχομένου 300
περίπου συναπτικών κυστιδίων, φαινόμενο το οποίο αυξάνει τη συγκέντρωση της
ακετυλοχολίνης στη συναπτική σχισμή από 10 nΜ  σε 500 μΜ  σε χρόνο λιγότερο από ένα
χιλιοστό του δευτερολέπτου. 
Η δέσμευση της ακετυλοχολίνης στη   μετασυναπτική μεμβράνη αλλάζει σημαντικά την
ιοντική διαπερατότητα της.  Η αγωγιμότητα των Νa+ και των Κ+ αυξάνεται σημαντικά μέσα
σε 0,1 ms οδηγώντας σε ένα μεγάλο ρεύμα Νa+ και ένα μικρότερο ρεύμα εκροής Κ+. 
Tο ρεύμα εισροής Νa+ εκπολώνει τη μετασυναπτική μεμβράνη και πυροδοτεί ένα
δυναμικό ενέργειας.
Η ακετυλοχολίνη ανοίγει ένα είδος κατιοντικού διαύλου ο οποίος είναι σχεδόν εξ ίσου
διαπερατός από τα Νa+ και τα Κ+. 
Αυτή η αλλαγή της ιοντικής διαπερατότητας επάγεται από τον υποδοχέα της
ακετυλοχολίνης.
Ο υποδοχέας της ακετυλοχολίνης είναι ο καλύτερος κατανοητός  ελεγχόμενος από
πρόσδεμα δίαυλος.

67
Η δραστικότητα ενός και μόνο τέτοιο δίαυλο παρουσιάζεται γραφικά με καταγραφές από
την τεχνική   της παγιδεύση τάσης τόσο μεμβρανικών τμημάτων σε μετασυναπτικές
μεμβράνες σκελετικών μυών.
Η προσθήκη ακετυλοχολίνης ακολουθείται από ένα μεταβατικό άνοιγμα του διαύλου.
Το ρεύμα που εισέρχεται δια μέσου του ανοιχτού διαύλου είναι 4 ρΑ όταν το μεμβρανικό
δυναμικό είναι -100 mV .Ένα Ampere είναι η ροή 6,24 χ 1018 φορτίων ανά δευτερόλεπτο. 
Για τον λόγο αυτό 2,5 χ 107 ιόντα ανά δευτερόλεπτο διέρχονται δια μέσου ενός ανοιχτού
διαύλου.

Το ηλεκτρικό όργανο του ηλεκτροφόρου ψαριού Torpedo marmorata  είναι η πηγή των
υποδοχέων της ακετυλοχολίνης που επιλέγεται συνήθως, διότι ηλεκτρικές πλάκες του
(κύτταρα που παράγουν ρεύμα) είναι πολύ πλούσιες σε χολινεργικές μετασυναπτικές
μεμβράνες στις οποίες ο υποδοχέας της ακετυλοχολίνης εμφανίζει πολύ πυκνή διάταξη
(Περίπου 20.000/ μm2).Ένα ακόμη εξωτερικό βιολογικό υλικό υπήρξε ανεκτίμητο για την
απομόνωση υποδοχέων της ακετυλοχολίνης. Νευροτοξίνες φιδιών, όπως η α-
βουγγαροτοξίνη (προέρχεται από το δηλητήριο ενός φιδιού της Φορμόζας)  και η τοξίνη
της κόμπρας αναστέλλουν τη νευρομυϊκή διαβίβαση. Αυτές οι μικρού μοριακού βάρους (7
kd) βασικές πρωτεΐνες δεσμεύονται ειδικά και πολύ ισχυρά από τον υποδοχέα της
ακετυλοχολίνης και έτσι μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως σηματοδότες για την ανίχνευση
ή και συλλογή αυτού του υποδοχέα.

Ο υποδοχέας της ακετυλοχολίνης του ηλεκτρικού οργάνου έχει διαλυτοποιηθεί  με την


προσθήκη μη ιοντικών απορρυπαντικών σε παρασκευάσματα μετασυναπτικών μεμβρανών
και έχει καθαριστεί με χρωματογραφία συγγένειας σε μία στήλη που περιείχε ομοιοπολικά
προσδεμένη τοξίνη της κόμπρας. Με τη χρήση των τεχνικών που αναφέρονται στο
Κεφάλαιο 4, ο υποδοχέας της ακετυλοχολίνης( 268 kd) αναγνωρίστηκε ως ένα πενταμερές
τεσσάρων ειδών υπομονάδων –α2, β, γ και δ- διατεταγμένων σε σχήμα  δαχτυλιδιού, το
οποίο δημιουργεί έναν πόρο δια μέσου της μεμβράνης. Η κλωνοποίηση και η ταυτοποίηση
των cDNA των τεσσάρων ειδών υπομονάδων (50-58 kd) έδειξε ότι έχουν παρόμοιες
αλληλουχίες καθώς φαίνεται ότι τα γονίδια για τις υπομονάδες α, β, γ και δ προήλθαν με
διπλασιασμό και απόκλιση ενός κοινού προγονικού γονιδίου. Κάθε υπομονάδα διαθέτει
μία μεγάλη εξωτερική περιοχή η οποία ακολουθείται στο καρβοξυ-τελικό άκρο από
τέσσερα κυρίως υδρόφοβα τμήματα τα οποία διαπερνούν τη μεμβρανική διπλοστιβάδα. Η
ακετυλοχολίνη δεσμεύεται στις επιφάνειες επαφής μεταξύ α -γ και α -δ του υποδοχέα της. 
Μελέτες με το ηλεκτρονικό μικροσκόπιο καθαρών υποδοχέων της ακετυλοχολίνης
αποκαλύπτουν ότι η δομή του υποδοχέα έχει περίπου πενταμερή συμμετρία, σε αρμονία
με την ομοιότητα των πέντε υπομονάδων από τις οποίες αποτελείται.
Ποια είναι η βάση του ανοίγματος του διαύλου;  Η σύγκριση των δομών της
κλειστής και ανοιχτής μορφής του διαύλου θα ήταν πολύ αποκαλυπτική για τον σκοπό
αυτό, ωστόσο μία τέτοια σύγκριση είναι πολύ δύσκολο να επιτευχθεί. Κρυοηλεκτρονικές
μικρογραφίες δείχνουν ότι η δέσμευση της ακετυλοχολίνης στην εξωτερική δομική περιοχή
του υποδοχέα της προκαλεί την αλλαγή της διάταξης του, η οποία κινητοποιεί περιστροφές
των ράβδων που δομούνται από α- έλικες και επενδύουν το εσωτερικό του διαμεμβρανικού
πόρου.  Οι αλληλουχίες αμινοξέων αυτών των ελίκων δείχνουν την παρουσία εναλλακτικών
ακμών από μικρά πολιτικά η ουδέτερα κατάλοιπα αμινοξέων (π.χ. σερίνη, θρεονίνη,
γλυκίνη)  ή μεγάλα μη πολικά κατάλοιπα αμινοξέων (π.χ. ισολευκίνη, λευκίνη
φαινυλαλανίνη). Στην κλειστή κατάσταση του διαύλου, τα μεγάλα κατάλοιπα μπορούν να
αποφράσσουν τον δίαυλο, σχηματίζοντας έναν στεγανό υδρόφοβο δακτύλιο. Πράγματι,
κάθε  υπομονάδα διαύλου διαθέτει ένα ογκώδες κατάλοιπο λευκίνης σε κρίσιμη προς τον
σκοπό αυτό θέση. Η δέσμευση της ακετυλοχολίνης μπορεί να περιστρέφει αλλοστερικά τις

68
διαμεμβρανικές έλικες έτσι ώστε ο Πόρος να επενδύεται από τα μικρά πολικά και όχι από
τα μεγάλα υδρόφοβα κατάλοιπα αμινοξέων. Ο ευρύς πολιτικός χώρος θα είναι έτσι
ανοιχτός για τη διακίνηση ιόντων νατρίου και καλίου.

69

You might also like