Professional Documents
Culture Documents
ΧΗΜΙΚΟΙ ΔΕΣΜΟΙ
ΧΗΜΙΚΟΙ ΔΕΣΜΟΙ
1. Ομοιοπολικοί Δεσμοί
Σχηματίζονται με το μοίρασμα ενός ζεύγους ηλεκτρονίων μεταξύ γειτονικών ατόμων.
μήκος 1,54 A, ενέργεια 85 kcal/mol
Επειδή η ενέργεια είναι σχετικά μεγάλη, χρειάζεται αρκετή ενέργεια για διάσπαση
Υπάρχουν και πολλαπλοί ομοιοπολικοί δεσμοί
Μη Ομοιοπολικοί Δεσμοί:
2.Ηλεκτροστατικές Αλληλεπιδράσεις
Εξαρτάται από τα ηλεκτρικά φορτία των ατόμων
Νόμος Coulomb E=kq1q2/Dr
D διηλεκτρική σταθερά, q1, q2 τα φορτία των ατόμων, k σταθερά για να προκύψουν οι
σωστές μονάδες, r απόσταση μεταξύ τους
3. Δεσμοί Υδρογόνου
Σχετικά ασθενείς αλληλεπιδράσεις, που όμως είναι σημαντικές για τα βιολογικά
μακρομόρια, όπως οι πρωτείνες και το DNA. Υπάρχουν ο δότης και ο δέκτης υδρογόνου.
Δότης είναι η ομάδα που περιέχει το άτομο υδρογόνου όσο και το άτομο στο οποίο το
υδρογόνο είναι πιο ισχυρά δεσμευμένο. Δέκτης είναι το άτομο με την ασθενέστερη
δέσμευση.
Ουσιαστικά είναι ηλεκτροστατικές αλληλεπιδράσεις.
Είναι πολύ ασθενέστεροι από τους ομοιοπολικούς δεσμούς.
Οι πιο ισχυροί έχουν την τάση να είναι σχεδόν ευθείς, δηλαδή τα άτομα υδρογόνου, δέκτη
και δότη να βρίσκονται σε ευθεία γραμμή.
1. Το νερό είναι πολικό μόριο. Το σχήμα του μορίου είναι τριγωνικό και όχι ευθύγραμμο και
επομένως υπάρχει ασύμμετρη κατανομή φορτίων. Ο πυρήνας του οξυγόνου έλκει
ηλεκτρόνια μακρυά από τους πυρήνες του υδρογόνου και αφήνει την περιοχή γύρω από
τους πυρήνες θετικά φορτισμένη. Έτσι το μόριο του νερού είναι ηλεκτρικά πολωμένη
ένωση.
2. Το νερό έχει πολύ μεγάλη συνοχή. Τα μόριά του αλληλεπιδρούν σθεναρά μέσω δεσμών
υδρογόνου.
1
Η πολικότητα και η δυνατότητα του νερού να σχηματίζει δεσμούς υδρογόνου επιτρέπουν
στο μόριο ύδατος να αλληλεπιδρά πολύ εύκολα με άλλα μόρια. Το νερό είναι ένας
εκπληκτικός διαλύτης για πολικά μόρια. Ο λόγος είναι πως το νερό αποδυναμώνει τις
ηλεκτροστατικές δυνάμεις και τους δεσμούς υδρογόνου μεταξύ πολικών μορίων με το να
συναγωνίζεται τις θέσεις της μεταξύ τους έλξης.
Στα βιολογικά συστήματα, τα προβλήματα που προκύπτουν από την εξαιρετική
διαλυτότητα των βιομορίων στο νερό, λύνονται με την δημιουργία μικροπεριβάλλοντων, τα
οποία είναι ελεύθερα νερού και όπου οι πολικές αλληλεπιδράσεις εμφανίζουν τη μέγιστη
τιμή.
2ος Νόμος:
Η εντροπία είναι ένα μέτρο της τυχαιότητας ή της αταξίας ενός συστήματος. Σύμφωνα με
τον δεύτερο νόμο, η συνολική εντροπία ενός συστήματος και του περιβάλλοντός του
πάντοτε αυξάνεται σε μια αυθόρμητη διαδικασία.
2
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3. ΠΡΩΤΕΪΝΕΣ
Βασικές Ιδιότητες Πρωτεινών:
1. Είναι γραμμικά πολυμερή δομούμενα από μονομερή αμινοξέων. Η λειτουργία τους
εξαρτάται άμεσα από την αλληλουχία τους αλλά και από την τρισδιάστατη δομή τους.
Αντιπροσωπεύουν τη μετάβαση από τον μονοδιάστατο κόσμο των αλληλουχιών στον
τρισδιάστατο κόσμο των μορίων που παρουσιάζουν μεγάλο εύρος λειτουργιών.
4. Μερικές είναι σχεδόν άκαμπτες, ενώ άλλες εμφανίζουν σχετική ευκαμψία. Οι άκαμπτες
μπορούν να λειτουργήσουν ως δομικά στοιχεία του κυτταρικού σκελετού ή του συνδετικού
ιστού. Οι πιο εύκαμπτες μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως αρθρωτά τμήματα, ελατήρια, ή
μοχλοί, απαραίτητα για την λειτουργία τους, την σύνδεση τους αλλά και τη μεταβίβαση
πληροφοριών.
ΑΜΙΝΟΞΕΑ
Είναι οι δομικές μονάδες των πρωτεινών. Ένα α-αμινοξύ αποτελείται από:
ένα κεντρικό άτομο άνθρακα, που λέγεται α-άνθρακας, συνδεδεμένο με μια
αμινική ομάδα,
μια καρβοξυλική ομάδα,
ένα άτομο υδρογόνου και
μια χαρακτηριστική ομάδα R, που λέγεται και πλευρική αλυσίδα.
Έχοντας 4 διαφορετικές ομάδες συνδεδεμένες στο τετράεδρο του ατόμου του α-άνθρακα,
τα α-αμινοξέα είναι χειρόμορφα. Τα δύο κατοπτρικά είδωλα ονομάζονται L- και D-
ισομερές.
Στις πρωτείνες απαντώνται μόνο L-αμινοξέα. Για όλα σχεδόν τα αμινοξέα το ισομερές έχει
διαμόρφωση S και όχι R. Δεν υπάρχει ικανοποιητική εξήγηση για αυτή τη διαμόρφωση.
Υπάρχουν 20 είδη πλευρικών αλυσίδων στις πρωτείνες, που διαφέρουν μεταξύ τους ως
προς:
το μέγεθος
το σχήμα
το φορτίο
τη δεσμευτική συγγένεια υδρογόνου
την υδροφοβικότητα
τη χημική αντιδραστικότητα
Όλες οι πρωτείνες, σε όλα τα είδη, βακτηριακές, αρχαϊκές και ευκαρυωτικές είναι
δομημένες από τα ίδια 20 αμινοξέα.
3
1.Γλυκίνη
Το απλούστερο αμινοξύ, δεν έχει πλευρική αλυσίδα, αλλά ένα ακόμη άτομο υδρογόνου
συνδέεται με τον α-άνθρακα. Είναι μοναδική διότι δεν είναι χειρόμορφη.
2. Αλανίνη
είναι το επόμενο απλούστερο αμινοξύ, έχει μία μεθυλική ομάδα για πλευρική αλυσίδα.
3. Βαλίνη
4. Λευκίνη
5. Ισολευκίνη
6. Μεθειονίνη
Η μεθειονίνη έχει μία πλευρική αλυσίδα που είναι κυρίως αλειφατική και περιλαμβάνει
έναν θειοαιθέρα (-S-).
Οι μεγαλύτερες αλειφατικές πλευρικές αλυσίδες είναι υδρόφοβες, έχουν δηλαδή την τάση
να δημιουργούν συσσωματώματα μεταξύ τους παρά να έρχονται σε επαφή με το νερό.
4
7. Προλίνη
έχει επίσης αλειφατική πλευρική αλυσίδα, διαφέρει όμως από τα υπόλοιπα αμινοξέα, διότι
η πλευρική αλυσίδα της συνδέεται και με το άτομο αζώτου και με το άτομο του α-άνθρακα.
Μπορεί να επηρεάσει ιδιαίτερα την πρωτεινική αρχιτεκτονική διότι ο δακτύλιος της δομής
της την κάνει πιο άκαμπτη από τα άλλα αμινοξέα.
5
Αμινοξέα με απλές αρωματικές πλευρικές αλυσίδες
8.Φαινυλαλανίνη (καθαρά υδρόφοβη, ενώ τα άλλα δύο λιγότερο)
περιέχει έναν φαινολικό δακτύλιο συνδεδεμένο στη θέση ενός από τα υδρογόνα της
αλανίνης. Είναι καθαρά υδρόφοβη.
9.Τυροσίνη
Ο αρωματικός της δακτύλιος περιέχει υδροξύλιο. Το υδροξύλιο εμφανίζει
αντιδραστικότητα, σε αντίθεση με τις πλευρικές αλυσίδες άλλων αμινοξέων, οι οποίες είναι
μάλλον αδρανείς. Λιγότερο υδρόφοβη λόγω υδροξυλίου.
10. Θρυπτοφάνη
έχει έναν ινδολικό δακτύλιο συνδεδεμένο σε μία μεθυλενική ομάδα (-CH2-). Η ινδολική
ομάδα αποτελείται από δύο συνδεδεμένους δακτύλιους και μία ομάδα NH. Λιγότερο
υδρόφοβη λόγω NH.
6
Αμινοξέα με αλειφατικές υδροξυλικές ομάδες.
11.Σερίνη
Μπορεί να θεωρηθεί μια υδροξυλιωμένη αλανίνη
12. Θρεονίνη
Μοιάζει με τη βαλίνη με μια υδροξυλική ομάδα στη θέση μιας μεθυλικής ομάδας της
βαλίνης.
Τα υδροξύλιά τους έχουν ως αποτέλεσμα τα αμινοξέα αυτά να είναι πολύ πιο υδρόφιλα και
εύκολα στο να αντιδρούν σε σχέση με την αλανίνη και τη βαλίνη.
13. Κυστείνη
Είναι δομικώς όμοια με τη σερίνη αλλά περιέχει μια σουλφυδρυλική, ή θειολική (-SH)
ομάδα, στη θέση της υδροξυλικής ομάδας (-OH). Η υδροξυλική ομάδα είναι πολύ πιο
δραστική. Τα ζεύγη των σουλφυδρυλικών ομάδων μπορεί να ενωθούν για να δώσουν
δισουλφιδικούς δεσμούς, που είναι ιδιαίτερα σημαντικοί στη σταθεροποίηση μερικών
πρωτεινών.
7
Αμινοξέα με ιδιαίτερα πολικές πλευρικές αλυσίδες, που τα καθιστούν ιδιαίτερα υδρόφιλα.
14.Λυσίνη
Η λυσίνη και η αργινίνη έχουν σχετικά μακριές πλευρικές αλυσίδες, που τελειώνουν με
ομάδες θετικά φορτισμένες σε ουδέτερο pH.
Τελειώνει σε αμινική ομάδα.
15. Αργινίνη
Η λυσίνη και η αργινίνη έχουν σχετικά μακριές πλευρικές αλυσίδες, που τελειώνουν με
ομάδες θετικά φορτισμένες σε ουδέτερο pH.
Τελειώνει σε ομάδα γουανιδίνης.
16. Ιστιδίνη
Περιέχει μια ομάδα ιμιδαζολίου, έναν αρωματικό δακτύλιο που μπορεί φορτιστεί. Πολύ
συχνά απαντάται στο ενεργό κέντρο των ενζύμων, όπου το ιμιδαζόλιο μπορεί να δεσμεύει
και να απελευθερώνει πρωτόνια κατά τη διάρκεια των ενζυμικών αντιδράσεων.
8
Αμινοξέα με όξινες πλευρικές αλυσίδες
17. Ασπαραγινικό Οξύ
18. Γλουταμινικό Οξύ
19. Ασπαραγίνη
20. Γλουταμίνη
9
ΠΡΩΤΟΤΑΓΗΣ ΔΟΜΗ
Οι πρωτείνες είναι γραμμικά πολυμερή που δημιουργούνται δεσμεύοντας την α-
καρβοξυλική ομάδα ενός αμινοξέος στην α-αμινική ομάδα ενός άλλου αμινοξέος με έναν
πεπτιδικό δεσμό (που λέγεται και αμιδικός δεσμός), που συνοδεύεται από την απώλεια
ενός μορίου νερού.
Η ισορροπία της αντίδρασης βρίσκεται προς την πλευρά της υδρόλυσης, παρά της
σύνθεσης. Επομένως η βιοσύνθεση του πεπτιδικού δεσμού χρειάζεται προσθήκη
ελεύθερης ενέργειας. Όμως οι πεπτιδικοί δεσμοί είναι αρκετά σταθεροί κινητικά.
Μια σειρά αμινοξέων που ενώνονται με πεπτιδικούς δεσμούς δημιουργούν μια
πολυπεπτιδική αλυσίδα, και κάθε μονάδα αμινοξέος στο πολυπεπτίδιο ονομάζεται
κατάλοιπο. Μια πολυπεπτιδική αλυσίδα έχει πολικότητα, επειδή τα δύο άκρα της είναι
διαφορετικά: μια α-αμινική ομάδα στο ένα και μια α-καρβοξυλική ομάδα στο άλλο.
Συμβατικά έχουμε δεχθεί ότι το αμινο-τελικό άκρο θεωρείται η αρχή της πολυπεπτιδικής
αλυσίδας.
Μια πολυπεπτιδική αλυσίδα αποτελείται από ένα σταθερά επαναλαμβανόμενο τμήμα, την
κύρια αλυσίδα, ή κορμός και ένα μεταβλητό τμήμα που αποτελείται από τις διαφορετικές
πλευρικές αλυσίδες. Ο κορμός έχει πολλές δυνατότητες δημιουργίας δεσμών υδρογόνου.
ΔΕΥΤΕΡΟΤΑΓΗΣ ΔΟΜΗ
Η κατανομή της πρωτεινικής αλυσίδας σε α-έλικες, β-πτυχώσεις, στροφές και θηλιές,
ονομάζεται δευτεροταγής δομή.
Α-Έλικα
Είναι μια δομή σπειράματος που σταθεροποιείται με ενδομοριακούς δεσμούς υδρογόνου.
Είναι μια ραβδόμορφη δομή. Ο κορμός, που έχει σχήμα σπειράματος, σχηματίζει το
εσωτερικό της ράβδου και οι πλευρικές αλυσίδες εκτείνονται προς τα έξω, σε ελικοειδή
διάταξη. Η α-έλικα σταθεροποιείται από δεσμούς υδρογόνου μεταξύ των ομάδων NH και
CO της κύριας αλυσίδας. Συγκεκριμένα, η ομάδα CO κάθε αμινοξέος σχηματίζει έναν δεσμό
υδρογόνου με την ομάδα NH του αμινοξέος που βρίσκεται τέσσερα κατάλοιπα μπροστά
στην αλληλουχία. Έτσι στη δομή αυτή όλες οι ομάδες CO και NH του πολυπεπτιδικού
κορμού συνδέονται με δεσμούς υδρογόνου, εκτός από εκείνες που βρίσκονται στα άκρα
της έλικας. Κάθε κατάλοιπο απέχει από το επόμενο 1,5 Α κατά μήκος του άξονα της έλικας
και είναι περιεστραμμένο κατά 100 μοίρες, δίνοντας 3,6 κατάλοιπα αμινοξέων ανά στροφή
της έλικας.
Το βήμα της α-έλικας που ισούται με το προιόν της μετατόπισης (1,5 Α) επί τον αριθμό των
καταλοίπων ανά στροφή (3,6) είναι 5,4 Α. Η στροφή της έλικας μπορεί να είναι δεξιόστροφη
ή αριστερόστροφη. Οι δεξιόστροφες είναι πιο ευνοούμενες ενεργειακά, διότι
παρουσιάζουν λιγότερες στερικές συγκρούσεις μεταξύ των πλευρικών αλυσίδων και του
κορμού. Ουσιαστικά όλες οι α-έλικες που απαντώνται στις πρωτείνες είναι δεξιόστροφες.
10
Οι διαδοχικές β-πτυχώσεις στη β-επιφάνεια μπορεί να έχουν την ίδια κατεύθυνση
(παράλληλη β-επιφάνεια) ή αντίθετη κατεύθυνση (αντιπαράλληλη β-επιφάνεια).
Στην αντιπαράλληλη β-επιφάνεια, οι ομάδες ΝΗ και CO ενός αμινοξέος συνδέονται
αντίστοιχα με δεσμούς υδρογόνου με τις ομάδες CO και ΝΗ του αμινοξέος της γειτονικής β-
πτύχωσης. Για κάθε αμινοξύ η ομάδα ΝΗ συνδέεται στο CO του αμινοξέος της γειτονικής β-
πτύχωσης, ενώ η ομάδα CO συνδέεται στο ΝΗ του αμινοξέος που βρίσκεται δύο κατάλοιπα
πιο κάτω στην αλυσίδα.
Πολλές πτυχώσεις, συνήθως 4-5, αλλά μπορεί και 10 ή περισσότερες, συνδέονται για να
δημιουργήσουν β-επιφάνειες και μπορεί να είναι είτε καθαρά παράλληλες είτε
αντιπαράλληλες, είτε μεικτές.
Στροφές. Θηλιές.
Οι πιο πολλές πρωτείνες έχουν συμπαγές σφαιρικό σχήμα και επομένως για τη δημιουργία
τους απαιτούνται αναστροφές της πολυπεπτιδικής αλυσίδας τους.
Αυτές επιτυγχάνονται με ένα κοινό δομικό στοιχείο που ονομάζεται στροφή αναστροφής
(β-στροφή ή κάμψη φουρκέτας)
Υπάρχουν περιπτώσεις που η αναστροφή της αλυσίδας γίνεται μέσω πιο πολύπλοκων
δομών, που ονομάζονται θηλιές ή και Ω-θηλιές, λόγω του σχήματός τους. Οι θηλιές σε
αντίθεση με τις α-έλικες και τις β-επιφάνειες, δεν έχουν κανονικές περιοδικές δομές.
Παρ’όλα αυτά και οι δομές θηλιάς έχουν συχνά σταθερή και απόλυτα καθορισμένη δομή.
ΤΡΙΤΟΤΑΓΗΣ ΔΟΜΗ
Η διαδρομή που ακολουθεί ο η πολυπεπτιδική αλυσίδα μιας πρωτείνης στον χώρο
ονομάζεται τριτοταγής δομή.
Η μυοσφαιρίνη, φορέας του οξυγόνου στους μυς, είναι μια πολυπεπτιδική αλυσίδα 153
αμινοξέων. Η ικανότητά της να δεσμεύει οξυγόνο εξαρτάται από την παρουσία της αίμης,
μιας μη πολυπεπτιδικής προσθετικής (βοηθητικής) ομάδας που αποτελείται από
πρωτοπορφυρίνη ΙΧ και από ένα κεντρικό άτομο σιδήρου. Η μυοσφαιρίνη είναι μια
εξαιρετικά συμπαγής πρωτείνη. Το 70% βρίσκεται σε 8 α-έλικες, ενώ η υπόλοιπη αλυσίδα
δημιουργεί στροφές και θηλιές μεταξύ των ελικών.
Η αναδίπλωση της κύριας αλυσίδας της μυοσφαιρίνης, όπως συμβαίνει και σε πολλές άλλες
πρωτείνες, είναι πολύπλοκη και στερείται συμμετρίας. Η διαδρομή που ακολουθεί ο η
πολυπεπτιδική αλυσίδα μιας πρωτείνης στον χώρο ονομάζεται τριτοταγής δομή.
Τα μη πολικά αμινοξέα (πχ λευκίνη, βαλίνη, μεθεινονίνη, φαινυλαλανίνη) βρίσκονται στο
εσωτερικό της δομής. Φορτισμένα κατάλοιπα (γλουταμινικό, ασπαραγινικό, λυσίνη,
αργινίνη) δεν υπάρχουν στο εσωτερικό της μυοσφαρίνης.
Τα μόνα φορτισμένα κατάλοιπα στο εσωτερικό είναι δύο κατάλοιπα ιστιδίνης με ιδιαίτερο
ρόλο στη λειτουργία δέσμευσης σιδήρου και οξυγόνου.
Το εξωτερικό της μυοσφαιρίνης περιέχει πολικά και μη πολικά κατάλοιπα, ενώ το
χωροπληρωτικό μοντέλο αποκαλύπτει ότι υπάρχει ελάχιστος κενός χώρος στο εσωτερικό
της.
Στο υδάτινο περιβάλλον, η δόμηση των πρωτεινών διαμορφώνεται από την τάση των
υδρόφοβων αμινοξέων να απομακρύνονται από το νερό.
Η πολυπεπτιδική αλυσίδα αναδιπλώνεται έτσι ώστε οι υδρόφοβες πλευρικές αλυσίδες να
11
θάβονται στο εσωτερικό της ενώ συγχρόνως οι φορτισμένες αλυσίδες να βρίσκονται
εκτεθειμένες στην επιφάνεια.
ΤΕΤΑΡΤΟΤΑΓΗΣ ΔΟΜΗ
Η τριτοταγής δομή αναφέρεται στη χωροταξική σχέση αμινοξέων που απέχουν μεταξύ τους
στην αλληλουχία και στη θέση των δισουλφιδικών δεσμών.
Η τεταρτοταγής δομή αναφέρεται στη χωροδιάταξη των υπομονάδων και τα είδη των
αλληλεπιδράσεων που εμφανίζουν.
Η απλούστερη δομή είναι το διμερές, που αποτελείται από δύο ίδιες υπομονάδες.
Η ανθρώπινη αιμοσφαιρίνη (η πρωτείνη που μεταφέρει το οξυγόνο στο αίμα), έχει δύο
υπομονάδες α και δύο υπομονάδες β. Επομένως το μόριό της είναι τετραμερές α2β2.
Ανεπαίσθητες αλλαγές στο εσωτερικό της, επιτρέπουν την μεταφορά, με ιδιαίτερα
αποδοτικό τρόπο, οξυγόνου από τους πνεύμονες στους ιστούς.
12
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4. ΕΞΕΡΕΥΝΩΝΤΑΣ ΤΙΣ ΠΡΩΤΕΙΝΕΣ
ΦΥΓΟΚΕΝΤΡΗΣΗ
ΕΞΑΛΑΤΩΣΗ
13
Ο καλύτερος διαχωρισμός βάσει μεγέθους.
Το δείγμα τοποθετείται στην κορυφή μιας στήλης που αποτελείται από πορώδεις κόκκους
από αδιάλυτο πολυμερές, που μπορεί όμως να συγκρατήσει πολύ νερό (π.χ δεξτράνη,
αγαρόζη, πολυακρυλαιμίδιο). Μικρά μόρια περνούν μέσα από αυτούς τους κόκκους, αλλά
τα μεγάλα αδυνατούν να περάσουν. Αποτέλεσμα είναι ότι τα μικρά μόρια κατανέμονται
στο υδάτινο περιβάλλον μέσα στους κόκκους και μεταξύ τους, ενώ τα μεγάλα μόρια
βρίσκονται μόνο μεταξύ των κόκκων. Τα μεγάλα μόρια περνούν πιο εύκολα μέσα από τη
στήλη και εμφανίζονται πρώτα, διότι βρίσκονται σε μικρότερο όγκο υγρού. Τα μόρια με
ενδιάμεσο μέγεθος που τους επιτρέπει να περνούν περιστασιακά θα εκλουστούν σε
ενδιάμεσο χρόνο, ενώ τα μικρά θα εκλουστούν τελευταία, διότι ακολουθούν μια
δαιδαλώδη διαδρομή μέσα από κόκκους.
ΧΡΩΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑ ΙΟΝΤΟΑΝΤΑΛΛΑΓΗΣ
Οι πρωτείνες είναι δυνατόν να διαχωριστούν και βάσει των φορτίων τους (ion exchange
chromatography). Αν το καθαρό φορτίο της πρωτείνης σε pH 7 είναι θετικό, αυτή συνήθως
θα δεσμευθεί σε στήλη από κόκκους που περιέχουν καρβοξυλικά ιόντα, ενώ μια αρνητικά
φορτισμένη πρωτείνη δεν θα δεσμευθεί στη στήλη αυτή. Μια θετικά φορτισμένη πρωτείνη
που είναι δεσμευμένη σε μια τέτοια στήλη, μπορεί στη συνέχεια να εκλουστεί
(απελευθερωθεί) με αύξηση της συγκέντρωσης του χλωριούχου νατρίου ή άλλου άλατος
στο ρυθμιστικό διάλυμα έκλουσης. Τα ιόντα νατρίου συναγωνίζονται με τα θετικά φορτία
της πρωτείνης για τη δέσμευση στη στήλη. Οι πρωτείνες που έχουν χαμηλή συγκέντρωση
θετικών φορτίων θα εμφανιστούν πρώτες, ακολουθούμενες από εκείνες με υψηλότερη
συγκέντρωση θετικών φορτίων. Αρνητικά φορτισμένες πρωτείνες (ανιοντικές πρωτείνες)
είναι δυνατόν να διαχωριστούν με χρωματογραφία σε θετικά φορτισμένη διαιθυλο-
αμινοαιθυλο-κυτταρίνη (DEAE- κυτταρίνη). Αντίθετα, θετικά φορτισμένες πρωτείνες
(κατιοντικές) είναι δυνατόν να διαχωριστούν σε αρνητικά φορτισμένη καρβοξυμεθυλο-
κυτταρίνη (CM- κυτταρίνη).
ΧΡΩΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑ ΣΥΓΓΕΝΕΙΑΣ
Μια ακόμη μέθοδος που χρησιμοποιείται γενικά για τον καθαρισμό πρωτεινών. Η τεχνική
αυτή εκμεταλλεύεται την υψηλή συγγένεια πολλών πρωτεινών για ειδικές χημικές ομάδες.
ΠΧ η φυτική πρωτείνη κονκαναβαλίνη Α, μπορεί να καθαριστεί με το πέρασμα ενός
μείγματος μέσω μιας στήλης από κόκκους που περιέχουν ομοιοπολικά δεσμευμένη
γλυκόζη. Η κονκαναβαλίνη Α δεσμεύεται στη στήλη αυτή διότι έχει συγγένεια με τη
γλυκόζη, ενώ οι περισσότερες άλλες πρωτείνες δεν έχουν. Η δεσμευμένη κονκαναβαλίνη Α
μπορεί να απελευθερωθεί από τη στήλη με προσθήκη γλυκόζης σε υψηλή συγκέντρωση. Η
γλυκόζη στο διάλυμα αντικαθιστά τη γλυκόζη της στήλης στις θέσεις όπου αυτή δεσμεύεται
στην κονκαναβαλίνη Α.
14
μεταγραφής, πρωτεινών δηλαδή που ρυθμίζουν την γονιδιακή έκφραση, δεσμευόμενες σε
ειδικές θέσεις στο DNA.
ΗΛΕΚΤΡΟΦΟΡΗΣΗ ΣΕ ΠΗΚΤΗ
Μας βοηθά να αποφασίσουμε εάν ένα πρωτόκολλο καθαρισμού είναι αποτελεσματικό,
παρακολουθώντας τα αποτελέσματα, δηλαδή εξετάζοντας τις πρωτείνες που εμφανίζονται
σε κάθε στάδιο καθαρισμού.
υ = Ez/f
15
Προτιμάται η πηκτή πολυακρυλαμιδίου διότι είναι χημικά ουδέτερο και η παρασκευή της
πηκτής εύκολη.
Σε μια ηλεκτροφόρηση πολυακρυλαμιδίου κάτω από συνθήκες αποδιάταξης, οι πρωτείνες
είναι δυνατόν να διαχωριστούν κυρίως βάσει της μάζας τους.
1. Το μείγμα πρωτεινών διαλύεται σε διάλυμα δωδεκακυλο—θειικού νατρίου (SDS)
(ανιοντικό απορρυπαντικό που καταστρέφει σχεδόν όλες τις μη ομοιοπολικές
αλληλεπιδράσεις μιας φυσικής πρωτείνης)
2. Προστίθεται μερκαπτοαιθανόλη ή διθειοθρειτόλη, που ανάγουν δισουλφιδικούς
δεσμούς.
3. Τα ανιόντα του SDS δεσμεύονται στις κύριες αλυσίδες σε αναλογία ενός μορίου SDS ανά
δύο αμινοξέα. Αυτό δίνει στο σύμπλοκο του SDS με την αποδιατεταγμένη πρωτείνη ένα
μεγάλο φορτίο, περίπου ανάλογο της μάζας της πρωτείνης.
4. Τα σύμπλοκα SDS-αποδιατεταγμένης πρωτείνης ηλεκτροφορούνται σε πολυακρυλαμίδιο.
5. Οι πρωτείνες στην πηκτή εμφανίζονται με χρώση με άργυρο ή με κυανούν του
Coomasssie που αποκαλύπτει μια σειρά από ζώνες.
ΙΣΟΗΛΕΚΤΡΙΚΟΣ ΕΣΤΙΑΣΜΟΣ
Οι πρωτείνες μπορούν επίσης να διαχωριστούν ηλεκτροφορητικά βάσει του σχετικού
περιεχομένου τους σε όξινα και βασικά αμινοξέα.
Το ισοηλεκτρικό σημείο (pI) μιας πρωτείνης είναι το pH όπου το ολικό φορτίο της είναι
μηδέν. Σε αυτό το pH, η δυνατότητα μετατόπισής της σε ηλεκτρικό πεδίο είναι μηδέν (διότι
στην εξίσωση που λέω παραπάνω το z=0).
Σε ένα μείγμα πρωτεινών , εάν γίνει ηλεκτροφόρηση σε μια βαθμίδωση pH σε πηκτή χωρίς
SDS, κάθε πρωτείνη θα μετακινηθεί μέχρι να συναντήσει μια θέση όπου το pH ισούται με το
pI της. Αυτή η μέθοδος διαχωρισμού των πρωτεινών ανάλογα με το ισοηλεκτρικό σημείο
τους ονομάζεται ισοηλεκτρικός εστιασμός.
Με τη μέθοδο αυτή μπορούν να διαχωριστούν πρωτείνες που διαφέρουν και κατά ένα
μόνο αρνητικό φορτίο.
16
εστιασμού.
Εφαρμόζοντας ρεύμα στη δεύτερη πηκτή οι πρωτείνες μετακινούνται κατακόρυφα, με
αποτέλεσμα τον διαχωρισμό τους σε έναν δισδιάστατο σχηματικό από κηλίδες. Σε μια
τέτοια πηκτή, πρωτείνες που έχουν διαχωριστεί στην οριζόντια κατεύθυνση, βάσει του
ισοηλεκτρικού σημείου τους, διαχωρίζονται κατακόρυφα βάσει της μάζας τους.
Με ένα τέτοιο πείραμα μπορούμε να διαχωρίσουμε περισσότερες από χίλιες πρωτείνες του
E. Coli.
ΦΑΣΜΑΤΟΜΕΤΡΙΑ ΜΑΖΑΣ
Η μάζα μιας πρωτείνης μπορεί να καθοριστεί απόλυτα με φασματομετρία μάζας.
Είναι μια αναλυτική μέθοδος, χρόνια καθιερωμένη. Μέχρι πρόσφατα δεν είχε καμία
χρησιμότητα στη μελέτη των πρωτεινών, διότι οι πρωτείνες δεν είναι πτητικές.
17
μιμείται την τεχνική διάσπασης που χρησιμοποιήθηκε για το δείγμα του πειράματος. Η
τεχνική αυτή έχει προσφέρει εντυπωσιακά αποτελέσματα.
2. Το επόμενο βήμα είναι η ταυτοποίηση του αμινοτελικού άκρου του πεπτιδίου με την
προσθήκη ενός συμπλόκου που σχηματίζει σταθερό ομοιοπολικό δεσμό. Χρησιμοποιήθηκε
το φθορο-δινιτρο-βενζόλιο για πρώτη φορά από τον F. Sanger. Σήμερα χρησιμοποιείται
κυρίως το dabsyl-χλωρίδιο που σχηματίζει έντονα χρωματισμένα παράγωγα. Η ουσία αυτή
αντιδρά με μια μη φορτισμένη ομάδα α-NH2 και δημιουργεί ένα παράγωγο
σουλφοναμιδίου που είναι σταθερό κάτω από συνθήκες που υδρολύουν πεπτιδικούς
δεσμούς.
Η μέθοδος αυτή είναι ευαίσθητη, αλλά δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για πολλούς
κύκλους, γιατί το πεπτίδιο καταστρέφεται τελείως στο στάδιο της όξινης υδρόλυσης και
επομένως χάνεται όλη η πληροφορία της αλληλουχίας.
Ο Edman καθόρισε έναν τρόπο για τη σήμανση του αμινο-τελικού άκρου και τη διάσπασή
του από το πεπτίδιο, χωρίς να καταστρέφει τους πεπτιδικούς δεσμούς μεταξύ των άλλων
αμινοξέων.
Η αποικοδόμηση Edman απομακρύνει ένα κατάλοιπο αμινοξέος κάθε φορά από το αμινο-
18
τελικό άκρο του πεπτιδίου.
Το φαινυλοϊσοθειοκυανικό αντιδρά με τη μη φορτισμένη τελική αμινική ομάδα του
πεπτιδίου και σχηματίζει ένα παράγωγο φαινυλο-θειοκαρβαμϋλίου.
Στη συνέχεια κάτω από ήπιες όξινες συνθήκες απελευθερώνεται ένα κυκλικό παράγωγο του
τελικού αμινοξέος, ενώ το υπόλοιπο πεπτίδιο παραμένει ανέπαφο και μικρότερο κατά ένα
αμινοξύ.
Το κυκλικό παράγωγο είναι η ένωση φαινυλοθειο-υδαντοϊνο(PTH)-αμινοξύ, που μπορεί να
προσδιοριστεί με χρωματογραφικές μεθόδους.
Η διαδικασία Edman επαναλαμβάνεται στο μικρότερο πεπτίδιο δίνοντας ένα άλλο PTH-
αμινοξύ, που μπορεί και πάλι να προσδιοριστεί με χρωματογραφία.
κ.ο.κ προκύπτει ολόκληρη η αλληλουχία του πεπτιδίου.
Ο χρόνος καθορισμού μιας πλήρους αλληλουχίας ελαχιστοποιήθηκε με την ανάπτυξη
αυτοματοποιημένων μηχανημάτων. Τώρα απαιτείται λιγότερο από μια ώρα για ένα πλήρη
κύκλο αποικοδόμησης Edman – Την σχάση ενός αμινοξέος από ένα πεπτίδιο και τον
χαρακτηρισμό του.
Η θρυψίνη, ένα πρωτεολυτικό ένζυμο από το παγκρεατικό υγρό, επίσης προκαλεί πολύ
ειδική διάσπαση, στο καρβοξυτελικό άκρο της αργινίνης και της λυσίνης.
Σε αυτό το σημείο είναι γνωστή η αλληλουχία των αμινοξέων των τμημάτων της πρωτείνης,
αλλά η αλληλουχία των τμημάτων δεν είναι.
Τη σειρά των τμημάτων ανακαλύπτουμε με τα επικαλυπτικά πεπτίδια
Χρησιμοποιείται ένα ένζυμο διαφορετικό από το αρχικό (π.χ θρυψίνη, χυμοθρυψίνη
διασπούν σε διαφορετικά σημεία) που διασπά τους πεπτιδικούς δεσμούς ειδικά σε άλλο
σημείο. Επειδή αυτά τα πεπτίδια επικαλύπτουν δύο η περισσότερα από τα προηγουμένως
διασπασμένα πεπτίδια. Επομένως τώρα ολόκληρη η αλληλουχία αμινοξέων της
πολυπεπτιδικής αλυσίδας είναι γνωστή.
19
Εάν συνδέονται με δισουλφιδικούς δεσμούς διαχωρίζονται πρώτα με αναγωγή με β-
μερκαπτοαιθανόλη ή διθειοθρειτόλη.
ΜΟΝΟΚΛΩΝΙΚΑ ΑΝΤΙΣΩΜΑΤΑ
Ένα αντίσωμα (ή ανοσοσφαιρίνη) είναι μια πρωτείνη που συντίθεται σε ένα ζώο ως
αντίδραση στην ύπαρξη μιας ξένης ουσίας, που λέγεται αντιγόνο.
Η ομάδα που αναγνωρίζεται από ένα αντίσωμα λέγεται αντιγονικός προσδιοριστής ή
επίτοπος.
Θα ήταν ιδανικό να μπορούσαμε να έχουμε έναν κλώνο κυττάρων που παράγουν μόνο έναν
τύπο αντισώματος. Το πρόβλημα είναι ότι κύτταρα που παράγουν αντισώματα δεν
διατηρούνται έξω από τον οργανισμό, διότι πεθαίνουν σε μικρό χρονικό διάστημα.
Ανακαλύφθηκε ότι αν δημιουργηθεί μια σύντηξη ενός βραχύβιου κυττάρου που παράγει
ένα αντίσωμα και ενός αθάνατου κυττάρου μυελώματος, τότε μπορούμε να έχουμε
μεγάλες ποσότητες ομοιογενούς αντισώματος οποιασδήποτε επιθυμητής εξειδίκευσης.
20
δηλαδή έναν κλώνο που παράγει ένα μόνο αντίσωμα.
Τα θετικά κύτταρα που επιλέχθηκαν μπορούν να αναπτυχθούν σε θρεπτικό υλικό, ή να
ενεθούν σε ποντικούς και να επάγουν τη δημιουργία μυελώματος. Εναλλακτικά, τα κύτταρα
μπορούν να καταψυχθούν και έτσι να διατηρηθούν για μεγάλα χρονικά διαστήματα.
Μπορεί να κατασκευαστεί αντίσωμα για αντιγόνο που δεν έχει απομονωθεί ακόμη.
Πολλές πρωτείνες που καθορίζουν την αναπτυξιακή διεργασία απομονώθηκαν
χρησιμοποιώντας μονοκλωνικά αντισώματα σαν ετικέτες
Μονοκλωνικά αντισώματα συνδεδεμένα σε στερεά υποστρώματα μπορούν να
χρησιμοποιηθούν ως στήλες συγγένειας για να καθαριστούν σπάνιες πρωτείνες.
Έτσι απομονώθηκε η ιντερφερόνη (αντι-ιική πρωτείνη) με απόδοση καθαρότητας
5000 φορές μεγαλύτερη από το αρχικό εκχύλισμα.
Τα κλινικά εργαστήρια χρησιμοποιούν μονοκλωνικά αντισώματα σε πολλές
δοκιμασίες. Πχ, όταν τα ισοένζυμα της καρδιάς ανιχνεύονται στο αίμα, τότε έχουμε
ενδείξεις καρδιακής προσβολής
Οι μεταγγίσεις αίματος έγιναν ασφαλέστερες με τον έλεγχο του αίματος του δότη
για τους ιούς της επίκτητης ανοσοανεπάρκειας (AIDS), της ηπατίτιδας και άλλων
λοιμωδών νοσημάτων
Δοκιμάζονται επίσης ως πιθανά θεραπευτικά μέσα για την αντιμετώπιση ασθενειών
όπως ο καρκίνος.
Η τεράστια ποικιλία εξειδίκευσης που προσφέρουν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για
να δημιουργηθούν καταλυτικά αντισώματα με νέες ιδιότητες που δεν βρίσκονται
στα ένζυμα που υπάρχουν στη φύση.
21
Η μέθοδος αυτή μπορεί να χρησιμοποιηθεί με πολυκλωνικά ή μονοκλωνικά αντισώματα. Η
χρήση μονοκλωνικών παρέχει πιο αξιόπιστα αποτελέσματα.
Έμμεσος τύπος.
Χρησιμοποιείται για την ανίχνευση της ύπαρξης αντισώματος και αποτελεί τη βάση της
δοκιμασίας ανίχνευσης του ιού HIV.
Στην περίπτωση αυτή, πρωτείνες από τον πυρήνα του ιού (τα αντιγόνα) προσκολλώνται
στον πυθμένα του πλακιδίου.
Αντισώματα από τον ασθενή προστίθενται στο επιστρωμένο πλακίδιο και επωάζονται με το
αντιγόνο.
Τελικά ενζυμοσύνδετα αντισώματα που αναγνωρίζουν ανθρώπινα αντισώματα (π.χ
αντισώματα αίγας που δημιουργήθηκαν με αντιγόνο ανθρώπινα αντισώματα) επωάζονται
στο πλακίδιο και όσα μένουν ασύνδετα ξεπλένονται.
Στο τέλος τοποθετείται το υπόστρωμα.
Η ενζυμική αντίδραση που τελικά παρατηρείται υποδηλώνει ότι τα ενζυμοσύνδετα
αντισώματα δεσμεύθηκαν στα ανθρώπινα αντισώματα και συνεπώς ο ασθενής είχε
αντισώματα προς τα ιικά αντιγόνα.
ΑΝΟΣΟΑΠΟΤΥΠΩΣΗ WESTERN
Μέθοδος ανίχνευσης μικρών ποσοτήτων πρωτεινών σε ένα πολύπλοκο μείγμα, μετά από
διαχωρισμό με ηλεκτροφόρηση σε πηκτή.
Συχνά απαιτείται ανίχνευση μικρής ποσότητας πρωτείνης μέσα από ένα πλήθος άλλων
πρωτεινών, όπως στην περίπτωση ύπαρξης κάποιας ιικής πρωτείνης στο αίμα.
Πολύ μικρές ποσότητες μιας πρωτείνης σε ένα κύτταρο ή κυτταρικό υγρό μπορούν να
ανιχνευθούν με την τεχνική ανοσομέτρησης που ονομάζεται ανοσοαποτύπωση ή
αποτύπωση Western (Western blotting).
1. Ένα δείγμα ηλεκτροφορείται σε πηκτή SDS-πολυακρυλαμιδίου.
2. Οι πρωτείνες που διαχωρίζονται στην πηκτή μεταφέρονται (συνήθως με
ηλεκτροαποτύπωση) σε μια επιφάνεια που τις κάνει να αντιδρούν πιο εύκολα με το
αντίσωμα που προστίθεται μετά και είναι ειδικό για τις πρωτείνες που μας ενδιαφέρουν.
3. Το σύμπλοκο αντισώματος-αντιγόνου στην επιφάνεια μπορεί να ανιχνευθεί με την
προσθήκη ενός δεύτερου αντισώματος ειδικού για το πρώτο (π.χ αντίσωμα αίγας που
22
αναγνωρίζει αντίσωμα ποντικού).
4. Μια ραδιενεργός σήμανση του δεύτερου αντισώματος δημιουργεί μια σκοτεινή γραμμή
σε φιλμ ακτινών Χ (αυτοραδιογράφημα)
Εναλλακτικά, ένα ένζυμο επάνω στο δεύτερο αντίσωμα δημιουργεί ένα έγχρωμο (και
αδιάλυτο στο νερό) προϊόν, όπως στην ELISA.
23
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8. ΕΝΖΥΜΑ
Με την ονομασία ένζυμα νοούνται οι ειδικές πρωτεΐνες ή πρωτεϊνικής βάσης οργανικές
ενώσεις, που αποτελούνται από πολυμερή των αμινοξέων, οι οποίες δρουν ως καταλύτες
στις χημικές αντιδράσεις που λαμβάνουν χώρα στον μεταβολισμό των οργανισμών, εξ ου
και η συνώνυμη ονομασία τους βιοκαταλύτες.
ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ
Γίνεται με βάση τον τύπο της αντίδρασης που καταλύουν.
24
ΕΝΕΡΓΟ ΚΕΝΤΡΟ
Το ενεργό κέντρο ενός ενζύμου είναι η περιοχή όπου προσδένονται τα υποστρώματα και ο
συμπαράγοντας, εάν υπάρχει.
Περιέχει επίσης τα κατάλοιπα που συμμετέχουν απευθείας στην σύνθεση ή τη διάσπαση
δεσμών. Τα κατάλοιπα αυτά ονομάζονται καταλυτικές ομάδες.
Ουσιαστικά, η αλληλεπίδραση του ενζύμου και του υποστρώματος στο ενεργό κέντρο
προάγει τον σχηματισμό της μεταβατικής κατάστασης.
I. Το ενεργό κέντρο είναι μια τρισδιάστατη εσοχή που έχει σχηματιστεί από ομάδες
που προέρχονται από διαφορετικές περιοχές μιας γραμμικής αλληλουχίας
αμινοξέων.
II. Το ενεργό κέντρο καταλαμβάνει ένα σχετικά μικρό μέρος από τον συνολικό όγκο
του ενζύμου.
III. Τα ενεργά κέντρα είναι εσοχές ή σχισμές.
IV. Τα υποστρώματα προσδένονται στα ένζυμα με πολλαπλές ασθενείς έλξεις.
V. Η εξειδίκευση πρόσδεσης εξαρτάται από την επακριβώς καθορισμένη τοποθέτηση
των ατόμων στο ενεργό κέντρο.
25
ΜΟΝΤΕΛΟ MICHAELIS – MENTEN
Ενζυμική ενεργότητα είναι η ταχύτητα της αντίδρασης του υποστρώματος που οφείλεται σε
κατάλυση από ένα ένζυμο.
Ειδική ενζυμική ενεργότητα είναι ο συντελεστής που σχετίζει την ενζυμική ενεργότητα με τη
μάζα του ενζύμου εκφράζεται σε katal/mgή σε U/mg ενζυμικήςπρωτεΐνης, κάτω από
συνθήκες προσδιορισμού
Η πρωταρχική λειτουργία των ενζύμων είναι να αυξάνουν τις ταχύτητες των αντιδράσεων,
έτσι ώστε να είναι συμβατές με τις ανάγκες του οργανισμού.
Για να κατανοήσουμε την λειτουργία τους, χρειαζόμαστε μια κινητική περιγραφή της
δραστικότητάς τους.
Για πολλά ένζυμα η ταχύτητα της κατάλυσης V0, η οποία ορίζεται ως ο αριθμός των μορίων
του προϊόντος που σχηματίζονται ανά δευτερόλεπτο, μεταβάλλεται με τη συγκέντρωση του
υποστρώματος S (εικόνα 8.11)
26
Ας θεωρήσουμε ότι ένα ένζυμο καταλύει τη μετατροπή του S σε Ρ με την ακόλουθη πορεία:
⇒ ⇒
E+ S k 1 k−1 ES k 1 k−1 E+ P
⇐ ⇐
ΣΥΝΟΠΤΙΚΑ:
E+ S ⇌ ES → E + P
Η σταθερά Michaelis, ΚΜ και η μέγιστη ταχύτητα Vmax απορρέουν άμεσα από τις
ταχύτητες κατάλυσης που μετρώνται σε μια ποικιλία συγκεντρώσεων του
υποστρώματος εάν ένα ένζυμο λειτουργεί σύμφωνα με το απλό σχήμα που δίνεται
στην εξίσωση
V0 = Vmax [S]/([S]+Km)
V MAX [ S ]
V0 =
K M +[ S ]
V MAX
V0 =
2
Αν η k-1 είναι πολύ μεγαλύτερη από την k2, τότε το σύμπλοκο ES διασπάται πολύ
πιο γρήγορα από ότι σχηματίζεται προϊόν.
Σε αυτές τις συνθήκες η ΚΜ είναι ίση με τη σταθερά διάσπασης του συμπλόκου ES,
εάν η k2 είναι πολύ μικρότερη από την k-1
Έτσι μας παρέχει ένα μέτρο της δύναμης του συμπλόκου ES.
Υψηλή ΚΜ – ασθενής πρόσδεση
Χαμηλή ΚΜ – ισχυρή πρόσδεση
27
Η μέγιστη ταχύτητα VMAX , αποκαλύπτει τον αριθμό μετατροπής ενός ενζύμου (kcat),
δηλαδή τον αριθμό των μορίων του υποστρώματος που μετατρέπονται σε προϊόν
ανά μονάδα χρόνου, από ένα μόριο ενζύμου, όταν αυτό είναι πλήρως κορεσμένο με
υπόστρωμα.
V MAx
k CAT =
[ E ]T
3. Κινητική Τελειότητα
k cat
Καταλυτική Αποτελεσματικότητα =
KM
Το ανώτατο όριο του λόγου αυτού καθορίζεται από την k1 , δηλαδή την ταχύτητα
σχηματισμού του συμπλόκου ES.
Αυτή η ταχύτητα δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη από τη συχνότητα συνάντησης
ενός ενζύμου με το υπόστρωμά του, που εξαρτάται αποκλειστικά από το φαινόμενο
της διάχρυσης.
Ένζυμα τα οποία έχουν αυτόν τον λόγο στο ανώτατο όριο έχουν πετύχει την
κινητική τελειότητα.
Η καταλυτική τους ταχύτητα περιορίζεται μόνο από τον ρυθμό με τον οποίο
συναντούν το υπόστρωμα μέσα στο διάλυμα.
28
ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ ΜΕ ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΥΠΟΣΤΡΩΜΑΤΑ
Διπλή Αντικατάσταση. Σε αυτές τις αντιδράσεις, γνωστές και ως αντιδράσεις πινγκ – πονγκ,
απελευθερώνονται ένα ή περισσότερα προϊόντα, προτού προσδεθούν όλα τα
υποστρώματα στο ένζυμο. Το καθοριστικό χαρακτηριστικό στις αντιδράσεις διπλής
αντικατάστασης είναι η ύπαρξη ενός υποκατεστημένου ενζυμικού ενδιαμέσου, στο οποίο
το ένζυμο είναι προσωρινά τροποποιημένο. Αντιδράσεις που μετακινούν αμινικές ομάδες
μεταξύ αμινοξέων και α΄κετοξέων είναι κλασικά παραδείγματα μηχανισμών διπλής
αντικατάστασης.
ΑΝΑΣΤΟΛΗ ΕΝΖΥΜΩΝ
Η δραστικότητα πολλών ενζύμων μπορεί να ανασταλεί από την πρόσδεση ειδικών μικρών
μορίων ή ιόντων. Αυτός ο τρόπος της αναστολής της ενζυμικής δραστικότητας παίζει τον
ρόλο του κύριου μηχανισμού ελέγχου στα βιολογικά συστήματα. Η ρύθμιση των
αλλοστερικών ενζύμων τυποποιεί το είδος του ελέγχου. Επιπλέον, πολλά φάρμακα και
τοξικοί παράγοντες δρουν μέσω της αναστολής ενζύμων. Η αναστολή από ειδικές χημικές
ουσίες μπορεί να είναι πηγή για την κατανόηση του μηχανισμού της ενζυμικής δράσης:
κατάλοιπα κρίσιμα για την κατάλυση μπορούν συχνά να προσδιοριστούν με τη
χρησιμοποίηση ειδικών αναστολέων.
29
Μη αντιστρεπτοί αναστολείς:
1.Αντιδραστήρια με εξειδίκευση ομάδας
αντιδρούν με ειδικές πλευρικές αλυσίδες των αμινοξέων (Χυμοτρυψίνη,
Ακετυλοχολινεστεράση)
2.Ανάλογα υποστρωμάτων
Παρόμοια με το υπόστρωμα του ενζύμου. Μεγάλη εξειδίκευση
3.Αναστολείς αυτοκτονίας
Αντιστρεπτοί Αναστολείς:
1.Αντιδραστήρια με εξειδίκευση ομάδας
3.Αναστολείς αυτοκτονίας
Ένα πιο περίπλοκο σχήμα, που ονομάζεται μεικτή αναστολή, παράγεται όταν ένας
αναστολέας ΚΑΙ επηρεάζει την πρόσδεση του υποστρώματος ΚΑΙ μεταβάλλει τον αριθμό
μετατροπής του ενζύμου.
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ
Μη αντιστρεπτή αναστολή
❑Πενικιλλίνη δρα με τροποποίηση τρανσπεπτιδάσης και σκοτώνει τα βακτήρια
Η προσδεμένη πενικιλίνη σχηματίζει έναν ομοιοπολικό δεσμό με ένα κατάλοιπο σερίνης
30
στο ενεργό κέντρο
Σύμπλοκο πενικιλίνης-ενζύμου δεν αντιδρά περαιτέρω
Αναστολή τρανσπεπτιδάσης μη αντιστρεπτά και έτσι σταματά η σύνθεση του κυτταρικού
τοιχώματος
❑Ασπιρίνη που αναστέλλει την κυκλοοξυγονάση ελαττώνει τη σύνθεση σηματοδοτικών
μορίων
Αντιστρεπτή αναστολή
Μεθοτρεξάτη που συνδέεται με αναγωγάση του διυδροφολικού
31
ΔΙΑΓΡΑΜΜΑΤΑ ΔΙΠΛΟΥ ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΟΥ
32
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9. ΑΡΧΕΣ ΚΑΤΑΛΥΣΗΣ – ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΕΣ
ΚΑΤΑΛΥΣΗΣ
Σερινοπρωτεάσες (χυμοθρυψίνη)
η πρόκληση είναι να προάγουν μια αντίδραση η οποία σε ουδέτερο pH χωρίς
παρουσία καταλύτη είναι τόσο αργή που δεν μπορεί να μετρηθεί.
Ανθρακικές ανυδράσες
η πρόκληση είναι να επιτύχουν μια απόλυτα υψηλή ταχύτητα αντίδρασης,
κατάλληλη για ενοποίηση με άλλες πάρα πολύ γρήγορες φυσιολογικές πορείες.
Περιοριστικές ενδονουκλεάσες (ecoRV)
η πρόκληση είναι να αποκτήσουν ένα πολύ υψηλό επίπεδο εξειδίκευσης
Κινάσες των μονοφωσφορικών νουκλεοζιτών – Κινάσες NMP
Η πρόκληση είναι να μεταφέρουν μια φωσφορική ομάδα από την ΑΤΡ σε ένα
νουκλεοτίδιο και όχι στο νερό.
I. ΟΜΟΙΟΠΟΛΙΚΗ ΚΑΤΑΛΥΣΗ
Σε αυτήν, το ενεργό κέντρο περιέχει μια ενεργό ομάδα, συνήθως ένα ισχυρό
πυρηνόφιλο, το οποίο στην πορεία της κατάλυσης προσωρινά τροποποιείται
ομοιοπολικά. Το πρωτεολυτικό ένζυμο χυμοθρυψίνη αποτελεί εξαιρετικό
παράδειγμα αυτού.
II. ΓΕΝΙΚΗ ΟΞΕΟΒΑΣΙΚΗ ΚΑΤΑΛΥΣΗ
Σε αυτήν, ένα μόριο διαφορετικό από το νερό παίζει τον ρόλο ενός δότη ή δέκτη
πρωτονίων. Η χυμοθρυψίνη χρησιμοποιεί ένα κατάλοιπο ιστιδίνης ως βασικό
καταλύτη για να αυξήσει την πυρηνοφιλική ισχύ της σερίνης.
III. ΚΑΤΑΛΥΣΗ ΙΟΝΤΟΣ ΜΕΤΑΛΛΟΥ
Τα ιόντα μετάλλων μπορούν να λειτουργήσουν καταλυτικά με αρκετούς τρόπους.
ΠΧ, έναν ιόν μετάλλου μπορεί να χρησιμεύσει ως ηλεκτρόφιλος καταλύτης,
σταθεροποιώντας ένα αρνητικό φορτίο σε ένα ενδιάμεσο της αντίδρασης.
Εναλλακτικά, το ιόν μετάλλου μπορεί να παράγει ένα πυρηνόφιλο αυξάνοντας της
οξύτητα ενός γειτονικού μορίου, όπως το νερό στην ενυδάτωση του CO2 από την
ανθρακική ανυδράση. Τελικά, το ιόν μετάλλου μπορεί να προσδεθεί σε ένα
υπόστρωμα, αυξάνοντας τον αριθμό των αλληλεπιδράσεων με το ένζυμο και έτσι
την ενέργεια πρόσδεσης. Η στρατηγική αυτή χρησιμοποιείται από τις κινάσες NMP.
33
IV. ΚΑΤΑΛΥΣΗ ΜΕ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ
Πολλές αντιδράσεις περιλαμβάνουν δύο ξεχωριστά υποστρώματα. Στις περιπτώσεις
αυτές, η ταχύτητα της αντίδρασης μπορεί να αυξηθεί αξιοσημείωτα από την
πρόσδεση και των δύο υποστρωμάτων μαζί, σε μια μοναδική επιφάνεια πρόσδεσης
επάνω στο ένζυμο. Οι κινάσες ΝΜΡ φέρουν μαζί δύο νουκλεοτίδια για να
διευκολύνουν τη μεταφορά μιας φωσφορικής ομάδας από ένα νουκλεοτίδιο στο
άλλο.
ΠΡΩΤΕΑΣΕΣ
Είναι ένζυμα τα οποία αποδομούν τις πρωτείνες, οι οποίες εκπλήρωσαν την αποστολή τους,
έτσι ώστε τα αμινοξέα τους να ανακυκλωθούν.
Διασπούν τις πρωτείνες με μια αντίδραση υδρόλυσης, δηλαδή προσθήκες μορίου ύδατος
σε έναν πεπτιδικό δεσμό.
ΧΥΜΟΘΡΥΨΙΝΗ
34
κίτρινο χρώμα.
Η αντίδραση εξετάστηκε με χρήση της μεθόδου διακοπτόμενης ροής. Αυτή η τεχνική
επιτρέπει ταχεία ανάμειξη του υποστρώματος και σχεδόν ακαριαία καταμέτρηση της
αντίδρασης.
Αποκαλύφθηκε πως υπάρχει μια φάση «έκρηξης» στην έναρξη της αντίδρασης, κατά την
οποία παράγεται γρήγορα έγχρωμο προϊόν. Στη συνέχεια η παραγωγή προϊόντος γίνεται
πιο αργά καθώς η αντίδραση πλησιάζει τη σταθερή κατάσταση. Αυτό υποδηλώνει πως η
υδρόλυση προχωρά σε δύο βήματα.
A. Η υδροξυλική ομάδα της πάρα πολύ ενεργού σερίνης 195 προσβάλει την
καρβονυλική ομάδα του υποστρώματος για να σχηματίσει το ενδιάμεσο του
ακυλοενζύμου (ακυλίωση), απελευθερώνοντας την αλκοόλη π-νιτροφαινόλη.
B. Το ενδιάμεσο του ακυλοενζύμου υδρολύεται για να απελευθερώσει το συστατικό
καρβοξυλικό οξύ του υποστρώματος και να αναπαράγει το ελεύθερο ένζυμο.
ΔΟΜΗ ΧΥΜΟΘΡΥΨΙΝΗΣ
35
και στην πόλωση της υδροξυλικής ομάδας. Δρα ως γενικός βασικός καταλύτης, ένας δέκτης
ιόντων υδρογόνου, διότι η πολωμένη υδροξυλική ομάδα του καταλοίπου της σερίνης
βρίσκεται σε ετοιμότητα για αποπρωτονίωση. Η αφαίρεση ενός πρωτονίου από την
υδροξυλική ομάδα παράγει ένα ιόν αλκοξειδίου, το οποίο είναι πολύ πιο ισχυρό
πυρηνόφιλο από ότι είναι η αλκοόλη.
Το κατάλοιπο του ασπαραγινικού βοηθά στον προσανατολισμό του καταλοίπου της
ιστιδίνης και στο να κάνει έναν καλύτερο δέκτη πρωτονίων μέσω ηλεκτροστατικών
επιδράσεων.
1. Μετά την πρόσδεση του υποστρώματος (βήμα 1), η αντίδραση αρχίζει με την
πυρηνοφιλική προσβολή της υδροξυλικής ομάδας της σερίνης 195 στο καρβονυλικό
άτομο άνθρακα του υποστρώματος (βήμα 2).
Η πυρηνοφιλική προσβολή αλλάζει τη γεωμετρία από επίπεδη τριγωνική σε
τετραεδρική γύρω από αυτό το άτομο άνθρακα.
Το εκ φύσεως ασταθές τετραεδρικό ενδιάμεσο έχει ένα τυπικό αρνητικό φορτίο στο
άτομο οξυγόνου που προέρχεται από την καρβοξυλική ομάδα.
Αυτό το φορτίο σταθεροποιείται με αλληλεπιδράσεις με ομάδες ΝΗ από την
πρωτείνη σε μια θέση που καλείται οπή οξυανιόντος.
Επίσης οι αλληλεπιδράσεις αυτές βοηθούν στη σταθεροποίηση της μεταβατικής
κατάστασης που προηγείται του σχηματισμού του τετραεδρικού ενδιαμέσου.
2. Στη συνέχεια αυτό το τετραεδρικό ενδιάμεσο καταρρέει για να παραχθεί το
ακυλοένζυμο (βήμα 3)
Αυτό το βήμα διευκολύνεται από τη μεταφορά ενός πρωτονίου από το θετικά
φορτισμένο κατάλοιπο της ιστιδίνης στην αμινική ομάδα που σχηματίζεται από τη
διάσπαση του πεπτιδικού δεσμού.
3. Το αμινικό συστατικό είναι τώρα ελεύθερο να αποχωριστεί από το ένζυμο (βήμα 4)
και αντικαθιστάται από ένα μόριο ύδατος (βήμα 5)
4. Στη συνέχεια υδρολύεται η εστερική ομάδα του ακυλοενζύμου από μια πορεία που
είναι ουσιαστικά επανάληψη των βημάτων 2 έως 4.
5. Το μόριο ύδατος προσβάλλει την καρβονυλική ομάδα ενώ ταυτόχρονα αφαιρείται
ένα πρωτόνιο από το κατάλοιπο της ιστιδίνης, το οποίο τώρα δρα ως ένας γενικός
όξινος καταλύτης, σχηματίζοντας ένα τετραεδρικό ενδιάμεσο (βήμα 6)
6. Αυτή η δομή διασπάται για να σχηματίσει το προϊόν καρβοξυλικό οξύ (βήμα 7)
7. Τελικά η απελευθέρωση του προϊόντος ετοιμάζει το ένζυμο για έναν άλλο κύκλο
κατάλυσης.
36
Συγκριση με άλλα ένζυμα.
Υπάρχουν καταλυτικές τριάδες παρόμοιες με αυτής της χυμοθρυψίνης (π.χ θρυψίνη,
ελαστάση, 40% πανομοιότυπες με την χυμοθρυψίνη). Έχουν όμως πολύ διαφορετικές
εξειδικέυσεις υποστρώματος. Οι διαφορές προκύπτουν από την σύγκριση των θηκών S1.
Η σουμπτιλισίνη, μια πρωτεάση βακτηρίων, περιέχει επίσης καταλυτική τριάδα στο ενεργό
κέντρο του, αλλά και οπή οξυανιόντος.
37
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10. ΑΡΧΕΣ ΡΥΘΜΙΣΗΣ ΕΝΖΥΜΙΚΗΣ
ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ
ΤΡΟΠΟΙ ΡΥΘΜΙΣΗΣ
ΑΛΛΟΣΤΕΡΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ
Τα ισοένζυμα παρέχουν μια λεωφόρο για ποικίλλουσα ρύθμιση της ίδιας αντίδρασης σε
ξεχωριστές τοποθεσίες ή χρόνους. Τα ισοένζυμα είναι ομόλογα ένζυμα ενός οργανισμού, τα
οποία καταλύουν την ίδια αντίδραση, αλλά διαφέρουν ελαφρώς στη δομή και πιο φανερά
στις τιμές ΚΜ και Vmax καθώς επίσης και στις ρυθμιστικές ιδιότητες. Συχνά, τα ισοένζυμα
εκφράζονται σε έναν ξεχωριστό ιστό ή οργανίδιο ή σε ένα ξεχωριστό στάδιο ανάπτυξης
38
προκασπάσης.
Η πήξη του αίματος οφείλεται σε έναν αξιοθαύμαστο καταρράκτη ενεργοποιήσεων
ζυμογόνων.
Ενεργά ένζυμα της πήξης και της πέψης απενεργοποιούνται από τη μη αντιστρεπτή
πρόσδεση ανασταλτικών πρωτεινών, οι οποίες αποτελούν ακαταμάχητο δέλεαρ για την
μοριακή λεία τους.
Η ΑΤΚάση αναστέλλεται από τη CTP, το τελικό προϊόν της πορείας που ελέγχεται από την
ΑΤΚάση.
Η ταχύτητα της αντίδρασης που καταλύεται από την ΑΤΚάση είναι μεγάλη, απουσία
υψηλών συγκεντρώσεων CTP, αλλά ελαττώνεται καθώς αυξάνεται η συγκέντρωση αυτής.
Έτσι στέλνονται περισσότερα μόρια στην πορεία για να σχηματίσουν νέες πυριμιδίνες, έως
ότου συσσωρευθεί αρκετή ποσότητα CTP.
Η επίδραση της CTP στο ένζυμο χρησιμεύει ως παράδειγμα της επανατροφοδοτικής
αναστολής, ή της αναστολής από το τελικό προϊόν.
Παρά το γεγονός ότι η ρύθμιση του τελικού προϊόντος έχει αξιοσημείωτη φυσιολογική
σημασία, η παρατήρηση ότι η ΑΤΚάση αναστέλλεται από τη CTP είναι αξιοσημείωτη διότι η
CTP είναι δομικά πολύ διαφορετική από τα υποστρώματα της αντίδρασης.
Λόγω αυτής της ανομοιομορφίας, η CTP πρέπει να προσδεθεί σε μια θέση ξεχωριστή από
το ενεργό κέντρο όπου προσδένεται το υπόστρωμα.
Τέτοιες θέσεις ονομάζονται αλλοστερικές (άλλος + στερεός) ή ρυθμιστικές θέσεις.
Η CTP είναι παράδειγμα αλλοστερικού αναστολέα.
Στην ΑΤΚάση, αλλά όχι σε όλα τα αλλοστερικώς ρυθμιζόμενα ένζυμα, οι καταλυτικές και οι
ρυθμιστικές θέσεις βρίσκονται σε ξεχωριστές πολυπεπτιδικές αλυσίδες.
ΔΟΜΗ
39
Όταν οι δύο υπομονάδες αναμειγνύονται, τότε συνδυάζονται με μεγάλη ταχύτητα.
Το σύμπλοκο που παράγεται έχει την ίδια δομή, c6r6, όπως και το φυσικό ένζυμο – δύο
καταλυτικά τριμερή και τρία ρυθμιστικά διμερή 2c3 + 3r2 → c6r6
Επιπλέον το αναδομημένο ένζυμο έχει συντεθεί από διάκριτες καταλυτικές και ρυθμιστικές
υπομονάδες, οι οποίες στο φυσικό ένζυμο αλληλεπιδρούν για να παραγάγουν την
αλλοστερική συμπεριφορά τους.
Για την κατανόηση του μηχανισμού της αλλοστερικής ρύθμισης είναι κρίσιμο να
εντοπίσουμε στην τρισδιάστατη δομή, κάθε ενεργό κέντρο και κάθε ρυθμιστική θέση.
Τα ενεργά κέντρα βρίσκονται στην περιοχή επαφής των υπομονάδων, κάθε καταλυτικό
τριμερές συνεισφέρει στο πλήρες ένζυμο τρία ενεργά κέντρα. Στα ενεργά κέντρα είναι
διαθέσιμα κατάλληλα κατάλοιπα αμινοξέων για να αναγνωρίζουν όλα τα χαρακτηριστικά
του αναλόγου των δύο υποστρωμάτων, συμπεριλαμβανομένων της φωσφορικής και δύο
καρβοξυλικών ομάδων.
Μια ακόμη αξιοσημείωτη αλλαγή στην τεταρτοταγή δομή είναι πως τα δύο καταλυτικά
τριμερή απομακρύνονται 12 Α και περιστρέφονται περίπου 10 ο γύρω από τον κοινό τους
άξονα συμμετρίας. Επιπλέον τα ρυθμιστικά διμερή περιστρέφονται 15 ο για να
προσαρμοστούν στην κίνηση αυτή.
Στην ουσία η ΑΤΚάση έχει δύο ξεχωριστές τεταρτοταγείς δομές:
μία που επικρατεί όταν δεν υπάρχουν υποστρώματα ή τα ανάλογά τους
και μία που επικρατεί όταν είναι προσδεμένα τα υποστρώματα ή τα ανάλογά τους.
Αυτές οι δομές αναφέρονται αντίστοιχα ως κατάσταση Τ (από το Tense) και κατάσταση R
(από το Relaxed).
Η κατάσταση Τ έχει μικρότερη συγγένεια για τα υποστρώματα και ως εκ τούτου μικρότερη
καταλυτική δραστικότητα απ’ότι η κατάσταση R.
Παρουσία οποιασδήποτε σταθερής συγκέντρωσης ασπαραγινικού και
καρβαμοϋλοφωσφορικού, το ένζυμο υπάρχει σε ισορροπία μεταξύ των δύο δομών.
Η θέση της ισορροπίας εξαρτάται από τον αριθμό των ενεργών κέντρων που έχουν
καταληφθεί από το υπόστρωμα.
40
ΑΙΜΟΣΦΑΙΡΙΝΗ
Ο αλλοστερισμός δεν περιορίζεται στα ένζυμα.
Οι βασικές αρχές του παρουσιάζονται εξίσου και από την πρωτείνη μεταφοράς οξυγόνου,
την αιμοσφαιρίνη.
Η πρόσδεση του μορίου του οξυγόνου στην 6 η θέση συναρμογής του ιόντος σιδήρου
ουσιαστικά ανακατανέμει τα ηλεκτρόνια μέσα στον σίδηρο έτσι ώστε το ιόν να γίνεται
αποτελεσματικά μικρότερο, γεγονός που του επιτρέπει να κινηθεί μέσα στο επίπεδο της
πορφυρίνης. Παράλληλα με την αλλαγή στην ηλεκτρονική δομή παρατηρούνται αλλαγές
στις μαγνητικές ιδιότητες της αιμοσφαιρίνης, οι οποίες είναι η βάση για τις απεικονίσεις
του λειτουργικού μαγνητικού συντονισμού (fMRI)
41
ΙΣΟΕΝΖΥΜΑ
Είναι ένζυμα που διαφέρουν στην αλληλουχία των αμινοξέων αλλά καταλύουν την ίδια
αντίδραση. Τα ένζυμα αυτά έχουν συνήθως διαφορετικές κινητικές παραμέτρους, όπως η
Κm, ή διαφέρουν στις ρυθμιστικές ιδιότητες.
Τα ισοένζυμα διαφέρουν από τα αλλοένζυμα, τα οποία είναι ένζυμα που προέρχονται από
παραλλαγή αλληλομόρφων σε ένα γονιδιακό τόπο.
Τα ισοένζυμα συχνά μπορούν να ξεχωριστούν το ένα από το άλλο από τις βιοχημικές τους
ιδιότητες, όπως είναι η ηλεκτροφορητική κινητικότητα.
Η γαλακτική αφυδρογονάση LDH είναι ένα ένζυμο, το οποίο λειτουργεί στον αναερόβιο
μεταβολισμό και τη σύνθεση της γλυκόζης.
Ο άνθρωπος έχει δύο ισοενζυμικές πολυπεπτιδικές αλυσίδες για το ένζυμο αυτό, το
ισοένζυμο Η, που εκφράζεται πολύ στην καρδιά και το ισοένζυμο Μ, που βρέθηκε στους
μυς.
Οι αλληλουχίες των αμινοξέων είναι κατά 75% πανομοιότυπες.
Το λειτουργικό ένζυμο είναι τετραμερές και είναι πιθανοί πολλοί διαφορετικοί συνδυασμοί
των δύο υπομονάδων.
Το ισοένζυμο Η4, που βρέθηκε στην καρδιά, έχει μεγαλύτερη συγγένεια προς τα
υποστρώματα από ότι το ισοένζυμο Μ4.
Τα δύο ισοένζυμα διαφέρουν επίσης στο ότι υψηλά επίπεδα πυροσταφυλικού αναστέλλουν
αλλοστερικά το ισοένζυμο Η4 αλλά όχι το Μ4.
42
ΧΥΜΟΘΡΥΨΙΝΟΓΟΝΟ
Το ανενεργό πρόδρομο της χυμοθρυψίνης.
Συντίθεται στο πάγκρεας, όπως αρκετά άλλα ζυμογόνα και ένζυμα της πέψης.
Συγκεκριμένα στα εξωκρινή κύτταρα του παγκρέατος, όπου και αποθηκεύονται σε κοκκία
που περιβάλλονται από μεμβράνη.
Η διάσπαση του πεπτιδικού δεσμού μεταξύ των αμινοξέων 15 και 16 έχει ως αποτέλεσμα
βασικές αλλαγές της στερεοδιάταξης.
43
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11. ΥΔΑΤΑΝΘΡΑΚΕΣ
Είναι μία από τις τέσσερις κατηγορίες βιομορίων.
Είναι αλδεϋδικές ή κετονικές ενώσεις με πολλαπλές υδροξυλικές ομάδες.
Αποτελούν το μεγαλύτερο ποσοστό της οργανικής ύλης, λόγω των πολλαπλών τους ρόλων
σε κάθε μορφή ζωής.
Χρησιμεύουν ως αποθήκες ενέργειας, ως καύσιμα και ως μεταβολικά ενδιάμεσα.
Τα σάκχαρα ριβόζη και δεοξυριβόζη αποτελούν μέρος του δομικού πλαισίου των DNA και
RNA.
Οι πολυσακχαρίτες αποτελούν δομικά στοιχεία στα κυτταρικά τοιχώματα βακτηρίων και
φυτών.
Είναι συνδεδεμένοι με πολλές πρωτείνες και λιπίδια, όπου παίζουν σημαντικό
μεσολαβητικό ρόλο στις αλληλεπιδράσεις μεταξύ των κυττάρων καθώς και μεταξύ άλλων
στοιχείων στο κυτταρικό περιβάλλον.
Έχουν μεγάλη δομική ποικιλότητα.
Σχηματίζονται από μονοσακχαρίτες, μικρά μόρια που τυπικά περιέχουν 3 έως 9 άτομα
άνθρακα και ποικίλουν στο μέγεθος και τη στερεοχημική διαμόρφωση σε ένα ή
περισσότερα κέντρα άνθρακα.
ΜΟΝΟΣΑΚΧΑΡΙΤΕΣ
Οι μονοσακχαρίτες, οι απλούστεροι υδατάνθρακες, είναι αλδεΰδες ή κετόνες με δύο ή
περισσότερες υδροξυλικές ομάδες.
Εμπειρικός τύπος: (C-H2O)n , κυριολεκτικά ένας ένυδρος άνθρακος.
Είναι σημαντικά καύσιμα μόρια καθώς επίσης και δομικές μονάδες των νουκλεϊκών οξέων
Τα σάκχαρα που διαφέρουν στη διαμόρφωση ενός μόνο ασύμμετρου κέντρου ονομάζονται
επιμερή.
44
ΣΤΕΡΕΟΔΙΑΤΑΞΗ ΤΩΝ ΔΑΚΤΥΛΙΩΝ ΠΥΡΑΝΟΖΗΣ &
ΦΟΥΡΑΝΟΖΗΣ
Εξαμελής δακτύλιος Πουρανόζης
Δεν είναι επίπεδος, λόγω της τετραεδρικής γεωμετρίας των κορεσμένων ατόμων άνθρακα.
Υπάρχουν δύο τάξεις στερεοδιατάξεων:
1. Ανακλίντρου (chair)
2. Λουτήρα (boat)
Στο 1, οι υποκαταστάτες ατόμων άνθρακα του δακτυλίου έχουν δύο προσανατολισμούς,
αξονικό και ισημερινό. Οι αξονικοί δεσμοί είναι σχεδόν κάθετοι προς το μέσο επίπεδο του
δακτυλίου, ενώ οι ισημερινοί δεσμοί είναι σχεδόν παράλληλοι προς το επίπεδο αυτό. Οι
αξονικοί υποκαταστάτες παρεμποδίζουν στερεοχημικά ο ένας τον άλλον εάν προβάλλουν
από την ίδια πλευρά του δακτυλίου. Αντίθετα υπάρχει πολύ περισσότερος χώρος για τους
ισημερινούς υποκαταστάτες.
Δακτύλιος Φουρανόζης.
Δεν είναι επίπεδος. Είναι δυνατόν να είναι πτυχωμένος ώστε τα τέσσερα άτομα να είναι
σχεδόν στο ίδιο επίπεδο και το πέμπτο 0,5 Α μακριά από το επίπεδο. Αυτή η στερεοδιάταξη
λέγεται μορφή φακέλου.
ΠΟΛΥΠΛΟΚΟΙ ΥΔΑΤΑΝΘΡΑΚΕΣ
Σχηματίζονται με σύνδεση μονοσακχαριτών. Επειδή τα σάκχαρα περιέχουν πολλές
υδροξυλικές ομάδες, οι γλυκοζιτικοί δεσμοί μπορούν να ενώνουν μονοσακχαρίτες μεταξύ
τους.
Οι ολιγοσακχαρίτες σχηματίζονται με σύνδεση δύο ή περισσοτέρων μονοσακχαριτών με
γλυκοζιτικούς δεσμούς Ο
45
Εάν όλοι οι μονοσακχαρίτες είναι όμοιοι, τότε τα πολυμερή αυτά ονομάζονται
ομοπολυμερή.
Το πιο κοινό είναι το γλυκογόνο, η αποθηκεύσιμη μορφή γλυκόζης, ένα μεγάλο,
διακλαδιζόμενο πολυμερές από κατάλοιπα γλυκόζης.
Γλυκοζυλομεταφοράσες.
Ειδικά ένζυμα είναι υπεύθυνα για την συγκρότηση των ολιγοσακχαριτών.
Καταλύουν τον σχηματισμό γλυκοζιτικών δεσμών.
ΓΛΥΚΟΠΡΩΤΕΙΝΕΣ
Οι υδατάνθρακες μπορούν να προσκολληθούν ομοιοπολικά σε πρωτείνες για να
σχηματίσουν γλυκοπρωτείνες.
Το ποσοστό των υδατανθράκων στο βάρος των γλυκοπρωτεινών είναι πολύ μικρότερο
απ’ότι στις πρωτεογλυκάνες.
Τα σάκχαρα είναι προσκολλημένα είτε στο αμιδικό άτομο αζώτου στην πλευρική αλυσίδα
της ασπαραγίνης (σύνδεση μέσω αζώτου), είτε στο άτομο οξυγόνου στην πλευρική αλυσίδα
της σερίνης ή θρεονίνης (σύνδεση μέσω οξυγόνου).
Ένα κατάλοιπο ασπαραγίνης μπορεί να δεχθεί έναν ολιγοσακχαρίτη μόνο εάν το κατάλοιπο
είναι μέρος μιας συγκεκριμένης αλληλουχίας.
Έτσι μπορούν να εντοπιστούν δυνητικές περιοχές γλυκοζυλίωσης μέσα στις αλληλουχίες
των αμινοξέων.
Η γλυκοζυλίωση των πρωτεινών γίνεται στον αυλό του ενδοπλασματικού δικτύου και στο
σύμπλεγμα Golgi.
46
ΛΕΚΤΙΝΕΣ
Από το λατινικό legere = συλλέγω
Είναι οι πρωτείνες που προσδένουν ειδικές δομές υδατανθράκων.
Η κύρια λειτουργία τους στα ζώα είναι να διευκολύνουν την επαφή των κυττάρων.
Μια λεκτίνη συνήθως περιέχει δύο ή περισσότερες περιοχές πρόσδεσης για τις μονάδες
των υδατανθράκων.
Μερικές λεκτίνες σχηματίζουν ολιγομερικές δομές με πολλαπλές περιοχές πρόσδεσης.
Οι περιοχές πρόσδεσης των λεκτινών, στην επιφάνεια ενός κυττάρου αλληλεπιδρούν με
διατάξεις υδατανθράκων που υπάρχουν στην επιφάνεια ενός άλλου κυττάρου.
Οι λεκτίνες και οι υδατάνθρακες ενώνονται από έναν αριθμό σχετικά ασθενών
αλληλεπιδράσεων, που εξασφαλίζουν την εξειδίκευση και παρ’όλα αυτά επιτρέπουν, εάν
χρειάζεται, τον διαχωρισμό.
Οι αλληλεπιδράσεις μιας κυτταρικής επιφάνειας με τους υδατάνθρακες και μιας άλλης με
τις λεκτίνες μοιάζουν με το Velcro. Κάθε αλληλεπίδραση είναι σχετικά ασθενής, αλλά οι
σύνθετες είναι ισχυρές.
Στα φυτά η λειτουργία τους είναι ασαφής, αν και μπορούν να χρησιμεύσουν ως δυνητικά
εντομοκτόνα.
Οι λεκτίνες μπορούν να διαιρεθούν σε τάξεις με βάση τις αλληλουχίες των αμινοξέων και
τις βιοχημικές ιδιότητές τους.
Μια μεγάλη τάξη που βρέθηκε στα ζώα είναι ο τύπος C (διότι χρειάζεται ασβέστιο, calcium).
Αυτές έχουν μια κοινή δομική περιοχή από 120 αμινοξέα, η οποία είναι υπεύθυνη για την
πρόσδεση των υδατανθράκων.
Ένα ιόν ασβεστίου δρα ως γέφυρα μεταξύ της πρωτείνης και του σακχάρου με απευθείας
αλληλεπιδράσεις με τις υδροξυλικές ομάδες του σακχάρου.
Επιπροσθέτως, δύο κατάλοιπα γλουταμινικού στην πρωτείνη προσδένονται και στα ιόντα
ασβεστίου και στο σάκχαρο, ενώ άλλες πλευρικές αλυσίδες της πρωτείνης σχηματίζουν
δεσμούς υδρογόνου με άλλες υδροξυλικές ομάδες επάνω στον υδατάνθρακα. Αλλαγές στα
κατάλοιπα των αμινοξέων, τα οποία αλληλεπιδρούν με τους υδατάνθρακες μεταβάλλουν
στην εξειδίκευση των λεκτινών για την πρόσδεση υδατανθράκων.
47
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12. ΛΙΠΙΔΙΑ ΚΑΙ ΚΥΤΤΑΡΙΚΕΣ
ΜΕΜΒΡΑΝΕΣ
Οι βιολογικές μεμβράνες είναι οι φραγμοί που καθορίζουν το εσωτερικό και το εξωτερικό
του κυττάρου.
Εμποδίζουν μόρια που έχουν παραχθεί μέσα στο κύτταρο να διαχυθούν προς το εξωτερικό
του, καθώς και ανεπιθύμητα μόρια από το να εισχωρήσουν μέσα σε αυτό.
Είναι δυναμικές δομές, στις οποίες οι πρωτείνες πλέουν σε μια θάλασσα λιπιδίων.
Τα λιπίδια λειτουργούν ως φραγμός διαπερατότητας, ενώ οι πρωτείνες λειτουργούν ως
σύστημα μεταφοράς αποτελούμενο από αντλίες και διαύλους., προσδίδοντας έτσι στη
μεμβράνη τη δυνατότητα επιλεκτικής διαπερατότητας.
Υπάρχουν και εσωτερικές μεμβράνες σε οργανίδια όπως τα μιτοχόνδρια, οι χλωροπλάστες,
τα υπεροξειδοσώματα και τα λυσοσώματα.
ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΜΕΜΒΡΑΝΩΝ
1. Έχουν δομή όμοια με εκείνη ενός λεπτού φύλλου, πάχους δύο μόνο μορίων και
σχηματίζουν ένα κλειστό σύνορο μεταξύ διαφορετικών διαμερισμάτων. Το πάχος
των περισσότερων κυμαίνεται μεταξύ 60-100 Α.
2. Αποτελούνται κυρίως από λιπίδια και πρωτείνες. Ο λόγος τους κυμαίνεται μεταξύ
1:4 και 4:1. Περιέχουν επίσης υδατάνθρακες, οι οποίοι είναι συνδεδεμένοι με τα
λιπίδια και τις πρωτείνες.
3. Τα μεμβρανικά λιπίδια είναι συγκριτικά μικρά μόρια τα οποία έχουν μια υδρόφοβη
και μια υδρόφιλη ομάδα. Αυτά σχηματίζουν αυθόρμητα κλειστά διμοριακά λεπτά
φύλλα. Αυτές οι διπλοστιβάδες αποτελούν φραγμούς στη ροή πολικών μορίων.
4. Συγκεκριμένες πρωτείνες επιτελούν τις χαρακτηριστικές λειτουργίες της κάθε
μεμβράνης. Οι πρωτείνες λειτουργούν ως αντλίες, δίαυλοι, υποδοχείς, μεταγωγείς
ενέργειας και ένζυμα. Βρίσκονται βυθισμένες στη διπλοστιβάδα λιπιδίων, η οποία
δημιουργεί το κατάλληλο περιβάλλον για τη δράση τους.
5. Οιι μεμβράνες είναι μη ομοιοπολικά συγκροτήματα. Τα μόρια πρωτεινών και
λιπιδίων που τις αποτελούν διατηρούνται ως δομημένο σύνολο μέσω πολλών μη
ομοιοπολικών αλληλεπιδράσεων, οι οποίες είναι συνεργειακές.
6. Οι μεμβράνες είναι ασύμμετρες. Οι δυο όψεις της καθεμιάς είναι διαφορετικές.
7. Είναι ρευστές δομές. Μπορούν να θεωρηθούν δισδιάστατα διαλύματα
προσανατολισμένων λιπιδίων και πρωτεινών.
8. Οι περισσότερες είναι ηλεκτρικά πολωμένες, έτσι ώστε το εσωτερικό τους να είναι
αρνητικό (συνήθως -60 mV). Το μεμβρανικό δυναμικό παίζει πρωταρχικό ρόλο στη
μεταφορά μορίων, στη μετατροπή ενέργειας και στη διεγερσιμότητα.
ΛΙΠΑΡΑ ΟΞΕΑ
Τα λιπαρά οξέα, η απλώς λίπη, είναι τα βασικά συστατικά των λιπιδίων. Σε αυτά οφείλονται
οι υδροφοβικές ιδιότητες των λιπιδίων.
Οι ιδιότητές τους εξαρτώνται σημαντικά από το μήκος της αλυσίδας και τον βαθμό
κορεσμού της.
48
Τα ακόρεστα λιπαρά οξέα έχουν χαμηλότερο σημείο τήξης από τα αντίστοιχα κορεσμένα
ίδιου μήκους.
Παρομοίως τα βραχύτερα έχουν χαμηλότερο σημείο τήξης από τα αντίστοιχα μακρύτερα.
ΦΩΣΦΟΛΙΠΙΔΙΑ
Βρίσκονται σε μεγάλη συγκέντρωση σε όλες τις βιολογικές μεμβράνες.
Αποτελούνται από 4 συστατικά:
λιπαρά οξέα
μια εξέδρα στην οποία προσδένονται τα λιπαρά οξέα
μια φωσφορική ομάδα
μια αλκοόλη προσδεμένη στη φωσφορική ομάδα
Σχηματίζουν έναν υδρόφοβο φραγμό, ενώ το υπόλοιπο μόριο έχει υδρόφιλο χαρακτήρα
που του επιτρέπει να αλληλεπιδρά με το περιβάλλον.
Η εξέδρα μπορεί να είναι η γλυκερόλη, μια αλκοόλη τριών ανθράκων, ή η σφιγγοσίνη, μια
πιο πολύπλοκη αλκοόλη.
Τα φωσφολιπίδια που προκύπτουν από τη γλυκερόλη ονομάζονται Φωσφογλυκερίδια, τα
οποία αποτελούνται από έναν κορμό γλυκερόλης στον οποίο προσδένονται δύο αλυσίδες
λιπαρών οξέων και μια φωσφορυλιωμένη αλκοόλη.
Η σφιγγομυελίνη είναι ένα μεμβρανικό φωσφολιπίδιο που δεν προκύπτει από γλυκερόλη,
αλλά από σφιγγοσίνη, μια αμινοαλκοόλη που περιέχει μια επιμήκη ακόρεστη
υδρογονανθρακική αλυσίδα.
Στη σφιγγομυελίνη, η αμινική ομάδα της σφιγγοσίνης συνδέεται με το λιπαρό οξύ μέσω
49
ενός αμιδικού δεσμού. Επίσης η πρωτοταγής υδροξυλική ομάδα της σφιγγοσίνης
εστεροποιείται σε φωσφορυλο-χολίνη.
ΓΛΥΚΟΛΙΠΙΔΙΑ
Τα γλυκολιπίδια είναι λιπίδια που περιέχουν σάκχαρα.
Στα ζωικά κύτταρα προκύπτουν από τη σφιγγοσίνη, όπως και η σφιγγομυελίνη (το
φωσφολιπίδιο).
Η αμινική ομάδα του κορμού της σφιγγοσίνης ακυλιώνεται από ένα λιπαρό οξύ, όπως στη
σφυγγομυελίνη.
Τα γλυκολιπίδια όμως διαφέρουν από τη σφιγγομυελίνη στο είδος της μονάδας που
συνδέεται με την πρωτοταγή υδροξυλική ομάδα της σφιγγοσίνης.
Στα γλυκολιπίδια, αντί της φωσφορυλο-χολίνης, συνδέεται στη θέση αυτή ένα ή
περισσότερα σάκχαρα.
Το πιο απλό γλυκολιπίδιο είναι ο κερεβροζίτης, στον οποίο υπάρχει μόνο ένα μόριο
σακχάρου, είτε γλυκόζη, είτε γαλακτόζη.
ΧΟΛΗΣΤΕΡΟΛΗ
Είναι ένα λιπίδιο με δομή τελείως διαφορετική από εκείνη των φωσφολιπιδίων.
Είναι στεροειδές δομημένο από 4 συνδεδεμένους δακτυλίους υδρογονανθράκων.
Μια υδρογονανθρακική ουρά συνδέεται με το στεροειδές στο ένα άκρο, ενώ υπάρχει μια
υδροξυλική ομάδα στο άλλο άκρο.
Στις μεμβράνες το μόριο είναι προσανατολισμένο παράλληλα προς τις αλυσίδες λιπαρών
οξέων των φωσφολιπιδίων, ενώ η υδροξυλική ομάδα του αλληλεπιδρά με γειτονικές
κεφαλές φωσφολιπιδίων.
Η χοληστερόλη δεν υπάρχει στους προκαρυωτικούς.
Αποτελεί σχεδόν το 25% των μεμβρανικών λιπιδίων σε ορισμένα νευρικά κύτταρα, αλλά
απουσιάζει από ενδοκυτταρικές μεμβράνες.
ΔΟΜΗ Φωσφατιδυλοχολίνης.
Το περίγραμμά της είναι κατά προσέγγιση ορθογώνιο παραλληλόγραμμο.
Οι δύο αλυσίδες των λιπαρών οξέων είναι σχεδόν παράλληλες μεταξύ τους, ενώ η ομάδα
της φωσφορυλο-χολίνης είναι προσανατολισμένη προς την αντίθετη φορά.
Η σφιγγομυελίνη έχει παρόμοια στερεοδιάταξη.
Η υδρόφιλη μονάδα, ονομάζεται και πολική κεφαλή.
50
ΔΟΜΗ ΔΙΠΛΟΣΤΙΒΑΔΑΣ
Ο σχηματισμός μεμβρανών είναι συνέπεια της αμφιπαθούς φύσης των μορίων αυτών
(φωσφο- και γλυκο- λιπίδια)
Οι πολικές κεφαλές τους ευνοούν την επαφή με το νερό, ενώ οι υδρογονανθρακικές ουρές
τους αλληλεπιδρούν μεταξύ τους αποφεύγοντας το νερό.
ΔΟΜΗ ΜΙΚΚΥΛΙΟΥ
Μια σφαιρική δομή, όπου οι πολικές κεφαλές βρίσκονται στην επιφάνεια του μικκυλίου και
σε επαφή με το νερό, ενώ οι υδρογονανθρακικές αλυσίδες έχουν συσσωρευθεί στο
εσωτερικό του αλληλεπιδρώντας η μία με την άλλη.
ΔΟΜΗ ΔΙΠΛΟΣΤΙΒΑΔΑΣ
Οι σθεναρά αντικρουόμενες προτιμήσεις των υδρόφιλων και των υδρόφοβων ομάδων
αυτών των μεμβρανικών λιπιδίων μπορούν να ικανοποιηθούν με τον σχηματισμό
διπλοστιβάδας λιπιδίων, που αποτελείται από δύο φύλλα λιπιδίων.
Η διπλοστιβάδα ονομάζεται και διμοριακό φύλλο.
Οι υδρόφοβες ουρές του κάθε φύλλου αλληλεπιδρούν μεταξύ τους, σχηματίζοντας ένα
υδρόφοβο εσωτερικό περιβάλλον το οποίο λειτουργεί ως φραγμός διαπερατότητας.
Οι υδρόφιλες κεφαλές αλληλεπιδρούν με το νερό στην κάθε πλευρά της διπλοστιβάδας.
Τα δύο αντιτιθέμενα φύλλα ονομάζονται και μονοστιβάδες.
Η ευνοούμενη δομή για τα περισσότερα φωσφο- και γλυκο- λιπίδια είναι η διπλοστιβάδα,
παρά το μικκύλιο.
Ο λόγος είναι πως οι δύο αλυσίδες λιπαρών οξέων φωσφο- ή γλυκο- λιπιδίων
καταλαμβάνουν πάρα πολύ μεγάλο όγκο και δεν χωρούν στο εσωτερικό του μικκυλίου.
Αντίθετα, τα άλατα των λιπαρών οξέων (π.χ παλμιτικό νάτριο, συστατικό σαπουνιού), τα
οποία περιέχουν μία μόνο αλυσίδα λιπαρού οξέος, αυθόρμητα σχηματίζουν μικκύλια.
51
Αυτές οι αλληλεπιδράσεις έχουν 3 σημαντικές βιολογικές συνέπειες:
ΜΕΜΒΡΑΝΙΚΕΣ ΠΡΩΤΕΙΝΕΣ
Τα μεμβρανικά λιπίδια σχηματίζουν έναν αδιαπέραστο φραγμό, ενώ ειδικές πρωτείνες
μεσολαβούν σε όλες τις υπόλοιπες μεμβρανικές λειτουργίες.
Μεταφέρουν μόρια και πληροφορίες διαμέσου μιας μεμβράνης.
Τα λιπίδια δημιουργούν το κατάλληλο περιβάλλον για τη δράση των πρωτεινών.
52
Πολλές περιφερειακές μεμβρανικές πρωτείνες είναι συνδεδεμένες με τις επιφάνειες
ενσωματωμένων πρωτεινών, είτε στην κυτταροπλασματική, είτε στην εξωκυττάρια πλευρά
της μεμβράνης.
Άλλες συνδέονται ομοιοπολικά με τη λιπιδική διπλοστιβάδα μέσω μιας υδρόφοβης
αλυσίδας, όπως είναι ένα λιπαρό οξύ.
53
μεμβράνη, αλλά βρίσκεται στην εξωτερική πλευρά της, με στερεές συνδέσεις
μεταξύ μιας ομάδας α-ελικών και υδρόφοβων επιφανειών που ξεκινούν από τη
βάση της πρωτείνης και κατευθύνονται προς τη μεμβράνη.
Αυτή η σύνδεση είναι ικανοποιητικά ισχυρή ώστε μόνον η δράση απορρυπαντικών
να μπορεί να απελευθερώσει την πρωτείνη από την μεμβράνη.
Έτσι το ένζυμο αυτό θεωρείται ενσωματωμένη μεμβρανική πρωτείνη, ενώ η
πολυπεπτιδική αλυσίδα του δεν διαπερνά τη μεμβράνη.
Οι δομές που βρίσκονται μέσα στη μεμβράνη είναι πολύ κανονικές και συγκεκριμένα, όλοι
οι δότες και δέκτες δεσμών υδρογόνου του πολυπεπτιδικού κορμού συμμετέχουν σε
τέτοιους δεσμούς.
Η αναίρεση ενός δεσμού υδρογόνου μέσα στη μεμβράνη δεν είναι καθόλου ευνοούμενη,
διότι υπάρχει πολύ λίγο έως καθόλου νερό για να ανταγωνιστεί τις πολικές ομάδες.
Παρ’ολο που η πλευρική διάχυση μπορεί να είναι πολύ γρήγορη, η αυθόρμητη περιστροφή
των λιπιδίων από τη μία πλευρά της μεμβράνης προς την άλλη είναι μια πολύ αργή
διαδικασία.
Η μετάπτωση ενός φωσφολιπιδικού μορίου από τη μία μεμβρανική επιφάνεια προς την
άλλη ονομάζεται εγκάρσια διάχυση.
Δεν έχει παρατηρηθεί εγκάρσια διάχυση πρωτεινικού μορίου. Οι φραγμοί ελεύθερης
54
ενέργειας για την εγκάρσια διάχυση πρωτεινών είναι ακόμη μεγαλύτεροι απ’ότι για τα
λιπίδια, διότι οι πρωτείνες έχουν πολύ πιο εκτεταμένες πολικές περιοχές.
Ως αποτέλεσμα η μεμβρανική ασυμμετρία μπορεί να διατηρηθεί για μεγάλα χρονικά
διαστήματα.
Η ρευστότητα των μεμβρανών ρυθμίζεται από την επιμέρους σύσταση σε λιπαρά οξέα και
την περιεκτικότητα σε χοληστερόλη.
Η μετάπτωση από τη δύσκαμπτη στη ρευστή κατάσταση συμβαίνει κάπως απότομα όταν η
θερμοκρασία έχει υπερβεί τη θερμοκρασία τήξης ΤM.
Αυτή η θερμοκρασία μετάπτωσης εξαρτάται από το μήκος των αλυσίδων των λιπαρών
οξέων και τον βαθμό κορεσμού τους.
Η δύσκαμπτη κατάσταση ευνοείται από την παρουσία κορεσμένων λιπαρών οξέων, διότι οι
άκαμπτες υδρογονανθρακικές αλυσίδες τους αλληλεπιδρούν με μεγάλη ευκολία μεταξύ
τους.
Από την άλλη πλευρά, ένας διπλός δεσμός cis προκαλεί κάμψη στην υδρογονανθρακική
αλυσίδα. Αυτή η κάμψη παρεμποδίζει την καλώς διατεταγμένη στοίχιση των αλυσίδων των
λιπαρών οξέων, με αποτέλεσμα την ελάττωση της ΤM.
Η θερμοκρασία μετάπτωσης επηρεάζεται επίσης από το μήκος της αλυσίδας των λιπαρών
οξέων.
Όλες οι βιολογικές μεμβράνες είναι ασύμμετρες, τόσο από δομικής όσο και από
λειτουργικής απόψεως. Οι εξωτερικές και οι εσωτερικές πλευρές όλωςν των μέχρι σήμερα
γνωστών βιολογικών μεμβρανών απότελούνται από διαφορετικά συστατικά και έχουν
διαφορετικές ενζυμικές δραστικότητες.
Σαφές παράδειγμα η αντλία Να – Κ.
ΕΣΩΤΕΡΙΚΕΣ ΜΕΜΒΡΑΝΕΣ
Η εσωτερική μεμβράνη λειτουργεί ως φραγμός διαπερατότητας, ενώ η εξωτερική και το
κυτταρικό τοίχωμα παρέχουν επιπλέον προστασία.
Η εξωτερική μεμβράνη είναι πολύ διαπερατή λόγω της παρουσίας πορίνης σε αυτή.
55
Η περιοχή μεταξύ των δύο μεμβρανών που περιέχει και το κυτταρικό τοίχωμα λέγεται
περιπλασματικός χώρος.
56
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13. ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΟΥΣΙΩΝ ΜΕΣΩ
ΜΕΜΒΡΑΝΩΝ
Οι αντλίες είναι μετατροπείς ενέργειας με την έννοια ότι μετατρέπουν μια μορφή
ενέργειας σε μια άλλη. Δύο τύποι αντλιών που ωθούνται από την ATP, οι ΑΤPάσες τύπου Ρ
και οι αντλίες που φέρνουν κασέτες δέσμευσης της ΑΤΡ, υφίστανται αλλαγές στη
στερεοδιάταξη τους από τη δέσμευση της ΑΤΡ, η οποία μετά την υδρόλυση της επάγει το
δεσμευμένο ιόν σε μεταφορά διά μέσου της μεμβράνης. Η φωσφορυλίωση και η
αποφωσφορυλίωση των αντλιών της ATPάσης Ca+2 και της ATPάσης Na+ - K+ είναι επίσης
συνδεδεμένες με αλλαγές στον προσανατολισμό και τη συγγένεια των θέσεων δέσμευσης
και ιόντων που διαθέτουν.
Θα αρχίσουμε την εξέταση των διαύλων με τον υποδοχέα της ακετυλοχολίνης, έναν
δίαυλο που διεκπεραιώνει τη μετάδοση νευρικών σημάτων διά μέσου των συνάψεων,
δηλαδή των λειτουργικών συνδέσεων μεταξύ των νευρώνων. Ο υποδοχέας της
ακετυλοχολίνης είναι ένας δίαυλος ελεγχόμενος από το πρόσδεμα, με την έννοια ότι
ανοίγει σε απόκριση προς τη δέσμευση της ακετυλοχολίνης (Εικόνα 13.1.). Σε αντιδιαστολή
ο δίαυλος νατρίου και καλίου, οι οποίοι διεκπεραιώνουν τη μετάδοση δυναμικών ενέργειας
στις μεμβράνες των νευραξόνων, ανοίγουν μετά από μεμβρανική εκπόλωση και όχι με τη
δέσμευση ενός αλλοστερικού τελεστή. Αυτοί οι δίαυλοι ονομάζονται τασεοελεγχόμενοι
δίαυλοι. Οι δίαυλοι αυτοί επίσης παρουσιάζουν ενδιαφέρον διότι διακρίνουν τάχιστα και
αποδοτικά σχεδόν παρόμοια ιόντα (π.χ. Νa+ και K+) . Η διακίνηση ιόντων διά μέσου ενός
και μόνο μεμβρανικού διαύλου μπορεί να ανιχνευθεί εύκολα με την τεχνική της
παγίδευσης τάσης μεμβρανικών τμημάτων (patch-clamp).
To κεφάλαιο αυτό κλείνει με μια ματιά σε έναν διαφορετικό τύπο διαύλου, τον
διακυτταρικό δίαυλο ή χασματοσύνδεση. Οι δίαυλοι αυτοί επιτρέπουν τη μεταφορά ιόντων
και μεταβολιτών μεταξύ κυττάρων.
57
ΕΝΕΡΓΟΣ & ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΜΕΤΑΦΟΡΑ
Δύο παράγοντες καθορίζουν το κατά πόσον ένα μόριο θα διαπεράσει τη μεμβράνη: (1) η
διαπερατότητα μιας λιπιδικής διπλοστιβάδας από ένα μόριο και (2) η διαθεσιμότητα μιας
πηγής ενέργειας.
58
Μια άνιση κατανομή μορίων είναι μια κατάσταση πλούσια σε ενέργεια διότι η ελεύθερη
ενέργεια ελαχιστοποιείται όταν όλες οι συγκεντρώσεις είναι ίσες. Συνεπώς, για να
πραγματοποιηθεί μια τέτοια ανισότιμη κατανομή μορίων, που ονομάζεται βαθμίδωση
συγκέντρωσης, χρειάζεται είσοδος ελεύθερης ενέργειας. Στην ουσία, η δημιουργία
βαθμίδωσης, συγκέντρωσης είναι αποτέλεσμα ενεργού μεταφοράς. Μπορούμε να
προσδιορίσουμε την ποσότητα ενέργειας που χρειάζεται για τη δημιουργία μιας
βαθμίδωσηςσυγκέντωσης. (Εικόνα 13.2). Ας πάρουμε ένα μη φορτισμένο μόριο σε διάλυμα.
Η μεταβολή της ελύθερης ενέργειας κατά τη μεταφορά του μορίου από την πλευρά 1, όπου
βρίσκεται σε μια συγκέντρωση C1, στην πλευρά 2, όπου βρίσκεται σε μια συγκέντωση C2,
είναι:
Για ένα φορτισμένο μόριο, η άνιση κατανομή του διά μέσου μιας μεμβράνης δημιουργεί
ένα ηλεκτρικό δυναμικό, το οποίο πρέπει επίσης να ληφθεί υπ’ όψιν, διότι τα ιόντα θα
απωθηθούν λόγω των ομόνυμων φορτίων τους. Το άθροισμα της διαφοράς της ελεύθερης
ενέργειας λόγω διαφορετικής συγκέντρωσης και ηλεκτρικού δυναμικού ονομάζεται
ηλεκτροχημικό δυναμικό. Στην περίπτωση αυτή, η μεταβολή της ελεύθερης ενέργειας
δίνεται από τη σχέση:
Mια μεταφορική διεργασία είναι ενεργός όταν η ΔG είναι θετική, ενώ είναι
παθητική όταν η ΔG είναι αρνητική. Ας πάρουμε, παραδείγματος χάριν, τη μεταφορά ενός
μη φορτισμένου μορίου από τη συγκέντρωση c1=10-1 M.
Στους 250 C (2980 Κ) η ΔG είναι +2,7Kcal mol-1 (=11,3 KJ mol-1), γεγονός που δείχνει ότι αυτή η
μεταφορική διεργασία χρειάζεται ελεύθερη ενέργεια και επομένως είναι ενεργός
μεταφορά και θα μπορούσε να ωθείται από την υδρόλυση της ATP, η οποία αποδίδει σε
τυπικές κυτταρικές συνθήκες -12 Kcal mol-1 (-50 kJ mol-1). Eάν η ΔG είναι αρνητική, η
μεταφορική διεργασία μπορεί να είναι αυθόρμητη, χωρίς την είσοδο ελεύθερης ενέργειας.
59
ΑΝΤΛΙΕΣ ΙΟΝΤΩΝ (ΑΝΤΛΙΑ ΝΑ – Κ)
Το εξωκυτταρικό υγρό των ζωικών έχει συγκέντρωση αλάτων παρόμοια με κείνη του
θαλασσινού νερού. Ωστόσο, τα κύτταρα πρέπει να ελέγχουν την ενδοκυτταρική
συγκέντρωση των αλάτων για να μπορούν να παρεμποδίζουν δυσμενείς γι’αυτά
αλληλεπιδράσεις με υψηλές συγκεντρώσεις ιόντων, όπως το ασβέστιο, και να
διευκολύνουν εξειδικευμένες διεργασίες. Πχ, τα περισσότερα ζωικά κύτταρα περιέχουν
υψηλή συγκέντρωση Κ+ και χαμηλή συγκέντρωση Νa+ συγκριτικά με το εξωκυτταρικό μέσο.
Αυτές οι βαθμιδώσεις συγκέντρωσης ιόντων δημιουργούνται από τη δράση ενός
εξειδικευμένου συστήματος μεταφοράς, το οποίο είναι ένα ένζυμο που ονομάζεται αντλία
Na+ - K+ ή ΑΤΡάση Να+ -Κ+. Η υδρόλυση της ΑΤΡ συμβαίνει μόνον όταν Na+ και K+ είναι
δεσμευμένα στην αντλία. Επιπλέον, η ΑΤΡάση αυτή, όπου και όλα τα ανάλογα ένζυμα,
χρειάζεται Mg+2 για να ασκήσει τη δράση της. Η ενεργός μεταφορά Na+ και K+ είναι υψίστης
φυσιολογικής σημασίας δεδομένου ότι περισσότερο από το 1/3 της ΑΤΡ που
καταναλώνεται από έναν ζωικό οργανισμό σε ηρεμία χρησιμοποιείται για την άντληση των
δύο αυτών ιόντων. Η βαθμίδωση συγκέντρωσης Na+ - K+ στα ζωικά κύτταρα ελέγχει τον
όγκο του κυττάρου, καθιστά τα νευρικά και τα μυικά κύτταρα ηλεκτρικά διεγέρσιμα και
καθοδηγεί την ενεργό μεταφορά σακχάρων και αμινοξέων.
Η απομόνωση, στη συνέχεια, και άλλων αντλιών ιόντων έχει αποκαλύψει μια μεγάλη
οικογένεια εξελικτικώς συγγενών αντλιών ιόντων περιλαμβανομένων πρωτεινών από
βακτήρια, αρχαιοβακτήρια και άλλους ευκαρυωτικούς οργανισμούς. Οι αντλίες αυτές είναι
εξειδικευμένες για μια σειρά ιόντων. Ιδιαίτερης σημασίας είναι η ΑΤΡάση Ca+2, το ένζυμο
που μεταφέρει το Ca+2 από το κυτταρόπλασμα στο εξωτερικό του σαρκοπλασματικού
δικτύου των μυικών κυττάρων, καθώς και η γαστρική ΑΤΡάση Η +-Κ+ το ένζυμο που είναι
υπεύθυνο για την άντληση επαρκών πρωτονίων στο εσωτερικό του στομάχου ώστε να
μειωθεί το pH κάτω του 1.0. Αυτά τα ένζυμα και εκατοντάδες άλλα ομόλογα,
συμπεριλαμβανομένης της ΑΤΡάσης Na+ - K+ , είναι γνωστά ως ΑΤΡάσες τύπου Ρ διότι
σχηματίζουν κατά τη δράση τους ένα ενδιάμεσο φωσφορυλιωμένο προιόν. Κατά τον
σχηματισμό αυτού του ενδιάμεσου προιόντος, μια φωσφορική ομάδα προερχόμενη από
την υδρόλυση της ΑΤΡ συνδέεται στην πλευρική ομάδα ενός συντηρημένου αμινοξικού
καταλοίπου ασπαραγινικού της ΑΤΡάσης (Εικόνα 13.3)
60
εξειδικευμένο διαμέρισμα αποθήκευσης ασβεστίου, από την ATPάση Ca+2ΣΔ. Αυτή η αντλία
συντηρεί την κυτταροπλασματική συγκέντρωση του Ca+2 περίπου στο μ Μ συγκριτικά με
εκείνη του ΣΔ που είναι 1.5 m M.
61
1. O προτεινόμενος κύκλος αντιδράσεων αρχίζει με τη δέσμευση της ΑTP και δύο
ιόντων ασβεστίου στη μορφή Ε, του ενζύμου.
2. Το ένζυμο διασπά την ΑΤΡ, μεταφέροντας τη γ-φωσφορική ομάδα της θέσης της
ΑΤΡ στο κατάλοιπο του ασπαραγινικού. Η φωσφορυλίωση αυτή, που λαμβάνει
χώρα μόνο εάν το ασβέστιο έχει δεσμευθεί στο ένζυμο, μεταθέτει την ισορροπία
της ΑΤΡάσης προς τη μορφή Ε2.
3. Η μετάπτωση του ενζύμου από η μορφή Ε1 στη μορφή Ε2 προκαλεί την «εκστροφή»
των θέσεων δέσμευσης των ιόντων έτσι ώστε αυτά να μπορούν να
απελευθερωθούν μόνο προς τον αυλό του ΣΔ.
4. Στη μορφή Ε2 Ρ, το ένζυμο έχει χαμηλή συγγένεια προς τα ιόντα ασβεστίου, ώστε
εκείνα να απελευθερώνονται στον αυλό του ΣΔ.
5. Με την απελευθέρωση των Ca+2, υδρολύεται το φωσφορυλιώμενο κατάλοιπο του
ασπαραγινικού και απελευθερώνεται η φωσφορική ομάδα.
6. Το ένζυμο, απαλλαγμένο από την ομοιοπολικώς προσδεμένη σε αυτό φωσφορική
ομάδα, δεν είναι σταθερό στη μορφή Ε2 και μεταπίπτει στη μορφή Ε1,
συμπληρώνοντας τον κύκλο αλλαγών της στερεοδιάταξης του.
Ουσιαστικά ο ίδιος μηχανισμός χρησιμοποιείται και από την ATPάση Νa - K+. Η μορφή
Ε1 της αντλίας αυτής δεσμεύει τρία Νa+ και α μεταφέρει δια μέσου της μεμβράνης έξω από
το κύτταρο, ως αποτέλεσμα της φωσφορυλίωσης του ενζύμου αυτού και της μετάπτωσης
του στη μορφή E2. Η μορφή Ε2 του ενζύμου δεσμεύει επίσης δύο Κ+, τα οποία μεταφέρονται
διά μέσου της μεμβράνης προς την αντίθετη κατεύθυνση από εκείνη των Na+, μέσω
«εκστροφής» των θέσεων δέσμευσης τους λόγω της υδρόλυσης του φωσφορυλιωμένου
καταλοίπου του ασπαραγινικού, και έτσι απελευθερώνονται στο κυτοσόλιο.
Η μεταβολή της ελεύθερης ενέργειας που συνοδεύει η μεταφορά των ιόντων Na+ και K+
μπορεί να προσδιοριστεί (Εδάφιο 13.1.2. Ας υποθέσουμε ότι η συγκέντρωση Na+ στο
εξωτερικό και στο εσωτερικό του κυττάρου είναι 143 Mm, αντίστοιχα και ότι η
συγκέντρωση Κ+ είναι 4 και 157 mM, αντίστοιχα, και ότι η συγκέντρωση Κ+ είναι 4 και 157
mΜ, αντίστοιχα, στα ίδια διαμερίσματα. Σε θερμοκρασία 370 C και με τιμή μεμβρανικού
δυναμικού -50 mV, η μεταβολή της ελεύθερης ενέργειας κατά τη μεταφορά 3 mol Na+ έξω
και 2 mol Νa+ έξω και 2 mol Κ+ μέσα στο κύτταρο είναι +10 kcal mol-1 (+4 kJ mol-1). Η
υδρόλυση ενός και μόνο μορίου ATP για κάθε τέτοια μεταφορά παρέχει επαρκή ελεύθερη
ενέργεια, περίπου -12 kcal mol-1 (-50 k J mol-1) σε τυπικές κυτταρικές συνθήκες, για την
ώθηση της ανοδικής μεταφορές των ιόντων αυτών.
62
στιβάδα της μεμβρανικής λιπιδικής διπλοστιβάδας ( Εικόνα 13.6). Τέτοια ένζυμα
ονομάστηκαν περιστροφάσες (flippases).
ΠΟΛΥΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ
ΚΑΣΕΤΕΣ ΑTP
Η ανάλυση της αλληλουχίας των αμινοξέων των πρωτεϊνών της πολυφαρμακευτικής
αντίστασης και του διαμεμβρανικού ρυθμιστή της αγωγιμότητας, κατά την κυστική ίνωση
καθώς και ομολόγων πρωτεϊνών αποκάλυψε μία κοινή μεταξύ τους αρχιτεκτονική δομή.
Κάθε πρωτεΐνη συνίσταται από 4 δομικές περιοχές: δύο περιοχές δέσμευσης στη μεμβράνη
των οποίων η δομή δεν είναι γνωστή και οι δύο περιοχές δέσμευσης της ATP.
Οι δομικές περιοχές δεσμεύσεις της ATP των πρωτεϊνών αυτών ονομάζονται κασέτες
δεσμεύσεις της ATP και είναι ομόλογες με περιοχές μιας μεγάλης οικογένειας μεταφορικών
πρωτεϊνών των βακτηρίων και των αρχαιοβακτηρίων.
Πράγματι, αριθμώντας 79 μέλη, οι πρωτεΐνες με κασέτες δεσμεύσεις της ATP είναι η
μεγαλύτερη απλή οικογένεια που χαρακτηρίστηκε στο γονιδίωμα της Ε. colΙ.
Οι πρωτεΐνες αυτές είναι μέλη της υπεροικογένειας των NTPασών με θηλιές P.
Κάποιες από τις πρωτεΐνες αυτές, ιδιαίτερα εκείνες των προκαρυωτικών οργανισμών,
αποτελούνται από πολλές υπομονάδες έτσι ώστε οι διαμεμβρανικές δομικές περιοχές τους
και οι δομικές περιοχές κασέτας δέσμευσης της ATP να βρίσκονται σε ξεχωριστές
πολυπεπτιδικές αλυσίδες.
63
μεταφέρει το αμινοξύ ιστιδίνη στο εσωτερικό του βακτηρίου αποτελείται από: (1) 2
διαφορετικές πρωτεϊνικές υπομονάδες με διαμεμβρανικές δομικές περιοχές και (2) μία
oμοδιμερή πρωτεΐνη με δομικές περιοχές κασέτας δέσμευσης της ATP. Μία διαλύτη
πρωτεΐνη δέσμευσης της ιστιδίνης δεσμεύει την ιστιδίνη μετά την είσοδο του αμινοξέος στο
Κύτταρο.
Οι πρωτεΐνες με δομικές περιοχές κασέτας δέσμευσης της ATP όπως και άλλα μέλη
της υπεροικογένειας των ΝTPάσσων με θηλιές P υφίστανται αλλαγές στη στερεοδιάταξη
τους με τη δέσμευση και υδρόλυση της ATP. Αυτές οι δομικές αλλαγές είναι συζευγμένες
σε κάθε διμερή μονάδα μεταφοράς κατά τρόπο που επιτρέπει στις πρωτεΐνες αυτές να
ωθούν την πρόσληψη ή την εκροή ειδικών συστατικών ή να δρουν ως πύλες ανοιχτών
μεμβρανικών διαύλων.
Πολλές διεργασίες ενεργού μεταφοράς δεν ωφελούνται άμεσα από την υδρόλυση της ATP .
Αντ’ αυτού, η θερμοδυναμικά ανοδική ροή ενός ιόντος ή μορίου είναι συζευγμένη με την
καθοδική ροή ενός διαφορετικού μορίου ή ιόντος. Μεμβρανικές πρωτεΐνες που αντλούν
μόρια ή ιόντα με τον τρόπο αυτό ονομάζονται δευτερογενείς μεταφορείς και διακρίνονται
σε αντιμεταφορείς και συμμεταφορείς. Οι αντιμεταφορείς επιτυγχάνουν τη σύζευξη της
καθοδικής ροής ενός είδους μορίου η ιόντος με την ανοδική ροή ενός άλλου προς την
αντίθετη κατεύθυνση διαμέσου της μεμβράνης, ενώ οι συμμεταφορείς χρησιμοποιούν τη
ροή ενός είδους μορίου ή ιόντος για να αφήσουν τη ροή ενός άλλου προς την ίδια
κατεύθυνση διαμέσου της μεμβράνης.
Ο ανταλλάκτης νατρίου-ασβεστίου στην κυτταρική μεμβράνη ενός ζωικού κυττάρου
είναι ένας αντιμεταφορέας που χρησιμοποιεί την ηλεκτροχημική βαθμίδωση συγκέντρωσης
τον Na+ για να αντλήσει Ca+2 από το κύτταρο. Τρία ιόντα νατρίου εισέρχονται στο κύτταρο
για κάθε ιόν ασβεστίου που εξέρχεται από αυτό. Η ενεργειακή δαπάνη που απαιτείται για
τη μεταφορά των Ca+2 από τον ανταλλάκτη αυτόν καλύπτεται από την αντλία της ATP άσης
Νa+ - Κ+ η οποία δημιουργεί την προαπαιτούμενη βαθμίδωση συγκεντρώσης Νa +. επειδή τα
Ca+2 αποτελούν ζωτικής σημασίας αγγελιοφόρους στο εσωτερικό του κυττάρου, η
συγκέντρωση τους πρέπει να ελέγχεται αυστηρά. ο ανταλλάκτης έχει χαμηλότερη
συγγένεια για τα Ca+2 από ότι η ATPάση Ca+2 , αλλά η ικανότητά του να εξωθεί τα Ca+2 έξω
από το κύτταρο είναι μεγαλύτερη. Ο ανταλλάκτης μπορεί να μειώσει τα
κυτταροπλασματικά επίπεδα τον Ca+2 κατά αρκετές μονάδες μικρομοριακότητας, ενώ
υπόμικρομοριακά επίπεδα Ca+2 επιτυγχάνονται από την επακόλουθη δράση της ATPάσης
Ca+2. Ο ανταλλάκτης μπορεί να εξωθήσει περίπου 2000 ιόντα ασβεστίου ανά
δευτερόλεπτο, ενώ η αντλία ATP άσης Ca+2 μόλις 30 ιόντα ασβεστίου ανά δευτερόλεπτο.
Η γλυκόζη αντλείται στο εσωτερικό μερικών κυττάρων από έναν συμμεταφορέα ο
οποίος ενεργοποιείται από την ταυτόχρονη είσοδο Na+. H εισροή Na+ σε τυπικές κυτταρικές
συνθήκες ( εξωτερική [Na+]= 143 m Μ, εσωτερική [Na+]= 14 m Μ και μεμβρaνικό δυναμικό=
50 m V) εξασφαλίζει προσφορά ελεύθερης ενέργειας της τάξης των 2,2 kcal mol -1 (9,2 kJ
mol-1), η οποία είναι επαρκής για τη δημιουργία βαθμίδωσης συγκεντρώσης κατά
παράγοντα 66 για ένα αφόρτιστο μόριο, όπως η γλυκόζη.
Οι δευτερογενείς μεταφορείς είναι πολύ παλιές μοριακές μηχανές, κοινές στα
βακτήρια, στα αρχαιοβακτήρια όπως και στους ευκαρυωτικούς οργανισμούς.
Παραδείγματος χάριν, περίπου 160 (από τις 4.000) πρωτεΐνες που κωδικεύονται στο
γονιδίωμα τις E. coli φαίνονται να είναι δευτερογενείς μεταφορείς. Η σύγκριση της
αλληλουχίας τους και η ανάλυση της υδροπάθειας τους υποδηλώνουν ότι τα μέλη της
μεγαλύτερης οικογένειας πρωτεϊνών έχουν 12 διαμεμβρανικές έλικες οι οποίες φαίνεται να
64
έχουν προκύψει από διπλασιασμό και συγχώνευση μιας αρχικής μεμβράνης πρωτεΐνης με
έξι διαμεμβρανικές έλικες. Σε αυτήν την οικογένεια πρωτεϊνών περιλαμβάνεται και η
διαπεράση της λακτόζης, της E. coli. αυτός ο συμμεταφορέας χρησιμοποιεί τη βαθμίδωση
συγκέντρωσης των Η+ διαμέσου της μεμβράνης της E. coli που δημιουργείται από την
οξείδωση καύσιμων μορίων για να ωθήσει την πρόσληψη της λακτόζης και άλλων
σακχάρων ενάντια στη βαθμίδωση συγκέντρωσηις τους. Η διαπεράση έχει μία θέση
δέσμευσης πρωτονίων και μία θέση δέσμευσης της λακτόζης. Ένα πρωτόνιο και ένα μόριο
λακτόζης δεσμεύονται σε θέσεις επάνω στο συμμεταφορέα, οι οποίες “ βλέπουν” προς την
εξωτερική πλευρά του κυττάρου. Η διαπεράση ακολούθως εκστρέφεται
απελευθερώνοντας πρώτα το πρωτόνιο και στη συνέχεια τη λακτόζη στο εσωτερικό του
βακτηρίου. Μια άλλη εκστροφή του ενζύμου επανατοποθετεί τις θέσεις δέσμευσης του
πρωτονίου και της λακτόζης στην εξωτερική πλευρά του βακτηρίου. Έτσι, η ενεργειακώς
ανοδική μεταφορά ενός μορίου λακτόζης συζεύγνυται με την καθοδική μεταφορά ενός
πρωτονίου. Επιπλέον, η ανάλυση της τρισδιάστατης δομής αυτών των μορίων βρίσκεται σε
εξέλιξη και αναμένεται να αποκαλύψει περισσότερες πληροφορίες για τους μηχανισμούς
δράσης τους όπως και τις επιλεκτικές σχέσεις μεταξύ των μελών αυτής της πιο αρχαίας
οικογένειας πρωτεϊνών.
65
στερεοδιάταξη τους οι οποίες διευκολύνουν τους ρόλους τους ως σημαντικών συστατικών
του νευρικού αλλά κι άλλων συστημάτων.
Πολλές καθοριστικές ιδιότητες χαρακτηρίζουν τους ιοντικούς δίαυλους.
3.Οι μεταπτώσεις μεταξύ της ανοιχτής και κλειστής καταστάσεις ελέγχονται. Οι ιοντικοί
δίαυλοι διακρίνονται σε δύο τάξεις στους ελεγχόμενους από προσδέμα διαύλους (ligant
gated channels) και τους τασεοελεγχόμενους διαύλους ( voltage gated channels). Οι
ελεγχόμενοι από πρόσδέμα δίαυλοι ανοίγουν και κλείνουν σε απόκριση προς τη δέσμευση
ειδικών χημικών μορίων, ενώ οι τασεολεγχόμενοι δίαυλοι ανοίγουν και κλείνουν σε
απόκριση προς το ηλεκτρικό δυναμικό εκατέρωθεν της μεμβράνης στην οποία βρίσκονται.
4. Οι ανοιχτές μορφές των διαύλων συχνά μεταπίπτουν αυθόρμητα σε ανενεργές μορφές.
Οι περισσότεροι ιοντικοί δίαυλοι δεν παραμένουν στην ανοιχτή κατάσταση για απεριόριστο
χρόνο αλλά αντιθέτως, μετασχηματίζονται αυθόρμητα σε ενέργειες μορφές οι οποίες δεν
διακινούν ιόντα. Η αυθόρμητη μετάπτωση των ιοντικών διαύλων από τις ανοιχτές
καταστάσεις σε ανενεργές μορφές δρα ως ενσωματωμένο στη μεμβράνη χρονόμετρο που
καθορίζει τη διάρκεια της διακίνησης ιόντων.
66
διάμετρο ρύγχους 1μm πιέζεται επάνω στη μεμβράνη ενός ακέραιου κυττάρου, έτσι ώστε
να επιτευχθεί μία στεγανή επαφή. Κατόπιν, με ελάχιστη αναρρόφηση, δημιουργείται ένας
τόσο ερμητικός φραγμός ώστε η αντίσταση μεταξύ του εσωτερικού του του σιφωνιού του
διαλείμματος που περιβάλλει το κύτταρο να είμαι αρκετά gigaοhm ( ένα giga-οhm είναι
ίσο προς 109 οhm). Έτσι, ένας φραγμός μεγέθους ενός gigaohm( που ονομάζεται
γιγαντοφραγμός) έχει ως συνέπεια το ηλεκτρικό ρεύμα που διέρχεται δια μέσου του
σιφωνίου να είναι το ίδιο με εκείνο που διέρχεται δια μέσου της μεμβράνης που καλύπτει
το σιφώνιο. Ο φραγμός αυτός καθιστά δυνατό τον προσδιορισμό ρεύματος, με μεγάλη
ακρίβεια, καθώς ένα γνωστό δυναμικό εφαρμόζεται στη μεμβράνη. Η τεχνική αυτή αυξάνει
την ακρίβεια ενός τέτοιου προσδιορισμού κατά 100 φορές. Η ροή ιόντων διαμέσου ενός και
μόνο διαύλου και οι μεταπτώσεις μεταξύ των διαφόρων καταστάσεων ενός διαύλου είναι
δυνατόν τώρα να παρακολουθηθούν με χρονική ακρίβεια μικροδευτερολέπτων. Πολύ
περισσότερο μπορεί να παρατηρηθεί άμεσα η δραστικότητα ενός διαύλου στο φυσικό
μεμβρανικό περιβάλλον του, ακόμη και πάνω σε ένα. Η τεχνική της παγίδευσης τάσεις
μεμβρανικών τμημάτων παρείχε μία από τις πρώτες όψεις της δράσης ενός και μόνο
βιομόρια ακολούθως άλλες τεχνικές για την παρατήρηση ενός και βιομορίου, οι οποίες
άνοιξαν νέους ορίζοντες στη βιοχημεία όσον αφορά το πιο θεμελιώδες επίπεδο της.
Πώς λειτουργούν στο μοριακό επίπεδο ιοντική δίαυλοι που έχουν ζωτική σημασία για
πολλές βιολογικές λειτουργίες; Θα εξετάσουμε τρεις διαύλους σημαντικούς για τη διάδοση
των νευρικών ώσεων: τους ελεγχόμενους από πρόσδεμα διαύλους, όπως ο δίαυλος του
υποδοχέα της ακετυλοχολίνης όποιος μεταδίδει τη νευρική ώση μεταξύ πολλών νευρώνων,
και τους τασεοελεγχόμενους διαύλους Νa+ και Κ+ οι οποίοι άγουν τη νευρική ώση κατά
μήκος του νευράξονα.
Oι νευρικές ώσεις μεταδίδονται δια μέσου των περισσοτέρων συνάψεων από
μικρά διάχυτα μόρια που ονομάζονται νευροδιαβιβαστές, ένας από τους οποίους είναι η
ακετυλοχολίνη, που αναφέρεται και ως χολινεργικός νευροδιαβιβαστής διότι προέρχεται
από τη χολίνη. Η προσυναπτική μεμβράνη μιας σύναψης διαχωρίζεται από τη
μετασυναπτική μεμβράνη με μία σχισμή ( περίπου 50nm) που ονομάζεται συναπτική
σχισμή. Η απόληξη του προσυναπτικού νευράξονα πληρούται με συναπτικά κυστίδια, κάθε
ένα από τα οποία περιέχει περίπου 104 μόρια ακετυλοχολίνης.
Η άφιξη μιας νευρικής ώσης οδηγεί στη σύγχρονη απελευθέρωση του περιεχομένου 300
περίπου συναπτικών κυστιδίων, φαινόμενο το οποίο αυξάνει τη συγκέντρωση της
ακετυλοχολίνης στη συναπτική σχισμή από 10 nΜ σε 500 μΜ σε χρόνο λιγότερο από ένα
χιλιοστό του δευτερολέπτου.
Η δέσμευση της ακετυλοχολίνης στη μετασυναπτική μεμβράνη αλλάζει σημαντικά την
ιοντική διαπερατότητα της. Η αγωγιμότητα των Νa+ και των Κ+ αυξάνεται σημαντικά μέσα
σε 0,1 ms οδηγώντας σε ένα μεγάλο ρεύμα Νa+ και ένα μικρότερο ρεύμα εκροής Κ+.
Tο ρεύμα εισροής Νa+ εκπολώνει τη μετασυναπτική μεμβράνη και πυροδοτεί ένα
δυναμικό ενέργειας.
Η ακετυλοχολίνη ανοίγει ένα είδος κατιοντικού διαύλου ο οποίος είναι σχεδόν εξ ίσου
διαπερατός από τα Νa+ και τα Κ+.
Αυτή η αλλαγή της ιοντικής διαπερατότητας επάγεται από τον υποδοχέα της
ακετυλοχολίνης.
Ο υποδοχέας της ακετυλοχολίνης είναι ο καλύτερος κατανοητός ελεγχόμενος από
πρόσδεμα δίαυλος.
67
Η δραστικότητα ενός και μόνο τέτοιο δίαυλο παρουσιάζεται γραφικά με καταγραφές από
την τεχνική της παγιδεύση τάσης τόσο μεμβρανικών τμημάτων σε μετασυναπτικές
μεμβράνες σκελετικών μυών.
Η προσθήκη ακετυλοχολίνης ακολουθείται από ένα μεταβατικό άνοιγμα του διαύλου.
Το ρεύμα που εισέρχεται δια μέσου του ανοιχτού διαύλου είναι 4 ρΑ όταν το μεμβρανικό
δυναμικό είναι -100 mV .Ένα Ampere είναι η ροή 6,24 χ 1018 φορτίων ανά δευτερόλεπτο.
Για τον λόγο αυτό 2,5 χ 107 ιόντα ανά δευτερόλεπτο διέρχονται δια μέσου ενός ανοιχτού
διαύλου.
Το ηλεκτρικό όργανο του ηλεκτροφόρου ψαριού Torpedo marmorata είναι η πηγή των
υποδοχέων της ακετυλοχολίνης που επιλέγεται συνήθως, διότι ηλεκτρικές πλάκες του
(κύτταρα που παράγουν ρεύμα) είναι πολύ πλούσιες σε χολινεργικές μετασυναπτικές
μεμβράνες στις οποίες ο υποδοχέας της ακετυλοχολίνης εμφανίζει πολύ πυκνή διάταξη
(Περίπου 20.000/ μm2).Ένα ακόμη εξωτερικό βιολογικό υλικό υπήρξε ανεκτίμητο για την
απομόνωση υποδοχέων της ακετυλοχολίνης. Νευροτοξίνες φιδιών, όπως η α-
βουγγαροτοξίνη (προέρχεται από το δηλητήριο ενός φιδιού της Φορμόζας) και η τοξίνη
της κόμπρας αναστέλλουν τη νευρομυϊκή διαβίβαση. Αυτές οι μικρού μοριακού βάρους (7
kd) βασικές πρωτεΐνες δεσμεύονται ειδικά και πολύ ισχυρά από τον υποδοχέα της
ακετυλοχολίνης και έτσι μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως σηματοδότες για την ανίχνευση
ή και συλλογή αυτού του υποδοχέα.
68
διαμεμβρανικές έλικες έτσι ώστε ο Πόρος να επενδύεται από τα μικρά πολικά και όχι από
τα μεγάλα υδρόφοβα κατάλοιπα αμινοξέων. Ο ευρύς πολιτικός χώρος θα είναι έτσι
ανοιχτός για τη διακίνηση ιόντων νατρίου και καλίου.
69