You are on page 1of 20

π.

ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ(ΝΙΚΗΤΑΣ) ΕΙΚΟΣΙΔΕΚΑΣ

Η ΑΡΕΤΗ ΤΗΣ ΔΙΑΚΡΙΣΕΩΣ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΙΕΡΟΥΣ ΚΑΝΟΝΕΣ

ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2021
Η ΑΡΕΤΗ ΤΗΣ ΔΙΑΚΡΙΣΕΩΣ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΙΕΡΟΥΣ ΚΑΝΟΝΕΣ
1

ΠΕΡΙΛΗΨΙΣ

Στα πλαίσια του μαθήματος του κανονικού Δικαίου θα


προσπαθήσουμε δι’ ολίγων και επί τροχάδην να παρουσιάσουμε
κάποιες πτυχές όσον αφορά την μεγίστη αρετή της διακρίσεως που
πρέπει να κατέχουν όλοι οι χριστιανοί, ιδιαιτέρως όμως όσοι
ασχολούνται με την διαποίμανση της Εκκλησίας και πνευματική
διαχείρισι ψυχών «υπέρ ων ο Χριστός απέθανεν», δηλαδή οι κληρικοί.
Στην εισαγωγή της παρούσης εργασίας θα δώσουμε μια γενική
έννοια της διακρίσεως από εκκλησιαστικής απόψεως. Στο Α΄ Κεφάλαιον
θα ασχοληθούμε διεξοδικότερα με την αρετή της διακρίσεως και πώς
αυτή οδηγεί τον άνθρωπο στην κατάκτησι των αρετών, στο
επιστέγασμα όλων αυτών που είναι η αγάπη και τελικά στην κατά Θεόν
τελείωσι, δηλαδή στον αγιασμό και στην απ’ αυτήν την ζωή, πρόγευσι
της Βασιλείας του Θεού. Στο Β΄ κεφάλαιο θα κάνουμε λόγο για τους
Ιερούς Κανόνες στη ζωή της Εκκλησίας. Θα μιλήσουμε με συντομία για
την φύσι των Ιερών Κανόνων, για την τήρησή τους μέσα στην Εκκλησία,
για τον παιδαγωγικό (και όχι τιμωρητικό-ποινικό) και αγαπητικό
χαρακτήρα τους, για την φύσι της Εκκλησιαστικής Οικονομίας, η οποία
είναι φαινομενική παρέκκλισι απ’ την εφαρμογή τους και τέλος για την
διάκρισι που πρέπει να διακατέχει τους πνευματικούς ως διαχειριστές
των ψυχών των χριστιανών στην εφαρμογή των ιερών κανόνων είτε κατ’
ακρίβειαν, είτε κατ’ οικονομίαν.
Τέλος στον Επίλογο θα εξάγουμε τα ανάλογα συμπεράσματα και θα
δούμε πως τελικά η αρετή της διακρίσεως πρέπει να συνέχη και
διαποτίζη όλο το σώμα της Εκκλησίας η οποία με την δύναμι της
αγάπης πορεύεται προς τα έσχατα και την Βασιλεία του Θεού.

Ιανουάριος 2021

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
2

1. ΠΕΡΙΛΗΨΙΣ…………………………………………………………………………… Σελ. 1
2. ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ…………………………………………………………………….. Σελ. 2
3. ΕΙΣΑΓΩΓΗ……………………………………………………………………………… Σελ. 3
4. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α΄: Η αρετή της διακρίσεως…………………………….. Σελ. 5
5. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β΄: Οι ιεροί κανόνες στην ζωή της Εκκλησίας….. Σελ. 10
5.1. Η φύσις των ιερών κανόνων…………………………………………….. Σελ. 10
5.2. Η τήρησις των ιερών κανόνων………………………………………….. Σελ. 11
5.3. Ο παιδαγωγικός χαρακτήρας των κανόνων………………………. Σελ. 12
5.4. Εκκλησιαστική Οικονομία…………………………………………………. Σελ. 14
5.5. Η διάκρισις των πνευματικών στην εφαρμογή των
ιερών κανόνων……………………………………………………………………….. Σελ. 15
6. ΕΠΙΛΟΓΟΣ……………………………………………………………………………. Σελ. 17
7. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ…………………………………………………………………….. Σελ. 19

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
3

Η μεγαλύτερη και αξιολογότερη όλων των αρετών είναι η διάκρισις.


Με το χάρισμα αυτό χαριτώνεται απ’ τον δωρεοδότη Θεό μόνον ο
πιστός άνθρωπος που ζει και χαίρεται την πνευματική ζωή. Είναι εκείνη
η αρετή την οποία όποιος κατέχει γνωρίζει τί, πώς, πού και πότε να πη ή
να κάνη κάτι. Και τούτο χωρίς να επιφέρη κάποιο σκανδαλισμό σε
συνάνθρωπο ή ακόμη και να κάνη ο,τιδήποτε με πνεύμα χριστιανικής
ελευθερίας, απαλλαγμένος όμως από σχήματα υψηλοφροσύνης,
επιδείξεως και υποκρισίας. Ο διακριτικός άνθρωπος χωράει παντού,
γίνεται εύκολα αποδεκτός ακόμη και σε εχθρικά περιβάλλοντα, γίνεται
πατέρας πνευματικός, σύμβουλος και καθοδηγητής, γέροντας θα
λέγαμε, σύμφωνα με την πατερική ορολογία. Βασική προϋπόθεσι της
πνευματικής ζωής είναι η ταπείνωσι⸳ μόνο μ’ αυτή ο χριστιανός αρχίζει
με την χάρι του Θεού να κατακτά την διάκρισι. Στον αρχάριο πιστό
διάκρισι σημαίνει σωστή επίγνωσι του εαυτού του. Στον πιο
προχωρημένο πιστό, διάκρισι είναι η νεότερη αίσθησι τού να γνωρίζη
δηλαδή αλάνθαστα το πραγματικό αγαθό απ’ το φυσικό αγαθό και απ’
το αντίθετό του κακό.
Ο διακριτικός χριστιανός με την δύναμη της διακρίσεως που του
χαρίζεται από θεϊκή έλλαμψι μπορεί με την λάμψι της διακρίσεως να
φωτίζη και να γνωρίζη όσα σκοτεινά υπάρχουν μέσα στους άλλους. Για
να κατακτήση κάποιος την διάκρισι απαιτούνται θυσίες και αγώνες που
έχουν σχέσι πρωταρχικά με την κάθαρσι του νοός και του σώματος από
πάθη. Έτσι ο διακριτικός άνθρωπος είναι απαλλαγμένος από πάθη, που
κρατούν δέσμια στην γη και την ψυχή και το σώμα και πορεύεται προς
την αγιότητα.
Αυτή ακριβώς είναι και η πρόκλησι αλλά και η πρόσκλησι της
Εκκλησίας μας, ο αγιασμός μας. Και είναι όντως πρόκλησι, γιατί το να
κάνει σήμερα κανείς τον πνευματικό του αγώνα δεν είναι εύκολο
πράγμα καθότι σίγουρα δεν λείπουν οι προσβολές, τα πειράγματα και
οι επιθέσεις του πονηρού. Πάντοτε όμως η Εκκλησία θα ωθή τον χοϊκό
άνθρωπο στην πνευματική ανόρθωσι. Να είμαστε σίγουροι όμως πως
σε όποιο στάδιο πνευματικού αγώνα κι αν βρισκόμαστε, ο Θεός είναι
πάντοτε δίπλα μας επιποθώντας διακαώς την σωτηρία μας. Βέβαια ο
αγιασμός μας δεν εξαρτάται μόνον απ’ τον Θεό, αλλά και από εμάς τους
ίδιους. Πρέπει και εμείς να το επιθυμούμε διακαώς και να το
4

αποδεικνύουμε κάνοντας τον δικό μας πνευματικό αγώνα προκειμένου


ν’ αποκτήσουμε αρετές, μεταμορφώνοντας τα πάθη μας σε τέτοιες,
προσελκύωντας έτσι την Θεία Χάρι. Ένα καλό μάθημα για την απόκτησι
αρετών που μας διδάσκουν οι άγιοι Πατέρες, είναι απ’ την μία ν’
αποκτήσουμε αμόλυντη συνείδησι και απ’ την άλλη να προσπαθήσουμε
να καθάρουμε τις αισθήσεις μας για να αποκτήσουμε την ευλογημένη
διάκρισι. Μόνον με τον αγώνα μπορεί να σωθή ο άνθρωπος και θα
μπορή εν ημέρα Κρίσεως να σταθή ενώπιον του αγωνοθέτου Χριστού.
Αυτή είναι και η ελπίδα για όσους αισθάνονται αμαρτωλοί και ποθούν
την σωτηρία. Η διάκρισι είναι ακριβώς ο δρόμος και το φως όλων των
αρετών.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α΄
Η ΑΡΕΤΗ ΤΗΣ ΔΙΑΚΡΙΣΕΩΣ
5

Οι πατέρες της Εκκλησίας διαρκώς τονίζουν στον Ορθόδοξο


Χριστιανό πόσο μεγάλη αρετή είναι η διάκρισι. Είναι ακριβώς το
χάρισμα εκείνο που συγκρατεί την ισορροπία στην ζωή του
Χριστιανού(1).
Ο έχων την διάκρισι γίνεται παράδειγμα στον πλησίον, γιατί μπορεί
χωρίς γογγυσμό να σηκώση τον Σταυρό του με ανοχή και υπομονή.
Μέσα σ’ αυτήν την αγιοπνευματική καρτερία γίνεται ειρηνοποιό
πρόσωπο στην κοινωνία με κάθε αδελφό. Έτσι θεραπεύει ουσιαστικά
εμπνέοντας αρετές. Αυτός που έχει διάκρισι γνωρίζει αν θα μιλήση,
πότε θα μιλήση, τι θα πη, γιατί θα μιλήση και πόσο (2). Είναι παράλληλα
ο καλύτερος γνώστης της σιωπής (3), η οποία απορρέει απ’ την κατά
Θεόν ησυχία που βιώνει(4). Είναι σε πολλές περιπτώσεις η σιωπή αγία,
μιμουμένη την σιωπή του Χριστού πριν το πάθος: «ο δε εσιώπα και
ουδέν απεκρίνατο»(5). Γίνεται λοιπόν κατανοητό πως η διάκρισι στην
σύστασι της αποτελεί, εν Αγίω Πνεύματι, το αντιστάθμισμα ανάμεσα
στον λόγο και την σιωπή(6).
Η διάκρισι παρουσιάζεται μόνο με το παράδειγμα του ανθρώπου
που αξιώνεται αυτής της αγιοπνευματικής ευλογίας. Δεν φορτώνει τον
αδύνατο με δυσβάσταχτο φορτίο, αλλά διεγείρει την ψυχή τού πλησίον
αδελφού μόνο προς το αγαθό. Αναδεικνύει τον άνθρωπο σεμνό, με
μετρημένη διάθεση για αστεία. Φαίνεται στον ευπροσήγορο λόγο για
τον συνάνθρωπο, στην ζεστή ματιά, στον ιλαρό λόγο, στην αγάπη που
αγαπά χωρίς να περιμένει ανταπόδοσι. Έτσι ο άνθρωπος βιώνει την
αλήθεια αποδιώχνοντας κάθε ίχνος ψεύδους απ’ την ζωή του (7). Γεννά
έτσι την αγάπη, την ειρήνη, την ελπίδα, την χαρά, το φως και κυρίως την
κοινωνία με τον πλησίον αδελφό και τον Θεό, έχοντας αποβάλλει κάθε
καρπό υπερηφάνειας και αποδιώχνει τις δωρεές του Αγίου Πνεύματος
απ’ την ζωή του ανθρώπου(8).
1
Ιωάννου Σιναΐτου: «Ουρανοδρόμος Κλίμαξ Λόγος ΚΣΤ’ Περί διακρίσεως» PG88,1013.
2
Ιωάννου Σιναΐτου: «Ουρανοδρόμος Κλίμαξ Λόγος ΙΑ΄ Περί πολυλογίας και σιωπής» PG88, 852.
3
Αυτόθι.
4
Αυτόθι.
5
Μρ. ιδ΄61.
6
Ιωάννου Σιναΐτου: «Ουρανοδρόμος Κλίμαξ Λόγος Η΄ Περί αοργησίας και πραότητος» PG88, 828.
7
Ιωάννου Σιναΐτου: «Ουρανοδρόμος Κλίμαξ Λόγος ΙΒ΄ Περί ψεύδους» PG88, 853-854.
8
Ιωάννου Σιναΐτου: «Ουρανοδρόμος Κλίμαξ Λόγος ΚΒ΄ Περί υπερηφανείας» PG88, 965
6

Αντίθετα η απουσία διακρίσεως ως αποτέλεσμα την ένοχη σιωπή,


την άδικη κατάκρισι(9), την φοβική άτακτη οπισθοχώρησι από τον δρόμο
που οδηγεί στην Βασιλεία του Θεού, την δειλία, την βραδύτητα του
πνεύματος, την εμμονή, την στείρα και μη καρποφόρα ζωή, γεννά
ουσιαστικά την μνησικακία προς τον συνάνθρωπο και τον Θεό (10). Στερεί
δηλαδή στην ουσία στον άνθρωπο, την σωφροσύνη(11).
Η πνευματική ζωή δεν οικοδομείται σε συνταγές εύκολες και
άμοχθες. Η κατά Χριστόν πνευματικότητα δεν αποκτάται μαγικά αλλά
μόνον εν Χριστώ. Στην ζωή του χριστιανού δεν λύνονται αμέσως όλα τα
προβλήματα χωρίς προσωπικό κόστος. Δεν είναι επίσης εφικτή η
μαρτυρία της πίστεως στον Χριστό χωρίς το κόστος της ομολογίας .
Αυτό διδάσκουν οι Πατέρες και σ’ αυτό πρέπει να στεκόμαστε,
περπατώντας με διάκριση, μέσα από επίμονο και επίπονο αγώνα, στην
κατά Θεόν τελείωσι. Κατά Θεόν προκοπή και ακηδία δεν πορεύονται
ποτέ μαζί(12). Δεν υπάρχουν συνταγές οικοδομήσεως πνευματικής ζωής.
Κάθε προσπάθεια συνταγογραφήσεως πνευματικής ζωής είναι ένδειξη
εγωκεντρικής συμπεριφοράς άρρωστης υπερηφάνειας του ατόμου(13).
Στον χαρισματικό άνθρωπο είναι γεγονός ότι καρπός της διακρίσεως
είναι η κοινωνία. Ο σύγχρονος κόσμος βιώνει έντονο πρόβλημα στις
διαπροσωπικές -όπως αναφέρονται- σχέσεις. Στον άνθρωπο όμως που
έχει την αρετή της διακρίσεως αυτό το βασανιστικό πρόβλημα δεν
υφίσταται καθόλου, καθόσον στην ζωή του δεν υπάρχει ίχνος
κενοδοξίας(14). Ο λόγος είναι ένας και μοναδικός: έχει ξεφύγει απ’ τις
διαπροσωπικές σχέσεις και συμβιώνει απόλυτα με τον κάθε πλησίον
είτε είναι αδελφός είτε είναι εχθρός. Ο άνθρωπος της διακρίσεως
γνωρίζει πως η σχέσι με τον συνάνθρωπο ως εικόνα του Θεού
χρειάζεται κατανόησι, πλησίασμα, άγγιγμα, ευγένεια, συνεργασία,
καταδεκτικότητα, ενώ γνωρίζει καλά πως αυτά είναι ανέφικτα αν δεν
υπάρχη πνεύμα θυσίας υπέρ του άλλου(15).

9
Ιωάννου Σιναΐτου: «Ουρανοδρόμος Κλίμαξ Λόγος Ι΄ Περί καταλαλιάς» PG88, 845.
10
Ιωάννου Σιναΐτου: «Ουρανοδρόμος Κλίμαξ Λόγος Θ΄ Περί μνησικακίας» PG88, 840.
11
Ιωάννου Σιναΐτου: «Ουρανοδρόμος Κλίμαξ Λόγος ΙΕ΄ Περί αγνείας» PG88, 880.
12
Ιωάννου Σιναΐτου: «Ουρανοδρόμος Κλίμαξ Λόγος ΙΓ΄ Περί ακηδίας» PG88, 857.
13
Ιωάννου Σιναΐτου: «Ουρανοδρόμος Κλίμαξ Λόγος ΚΒ΄ Περί υπερηφανείας» PG88, 965.
14
Ιωάννου Σιναΐτου: «Ουρανοδρόμος Κλίμαξ Λόγος ΚΑ΄ Περί κενοδοξίας» PG88, 948.
15
Ιωάννου Σιναΐτου: «Ουρανοδρόμος Κλίμαξ Λόγος Η΄ Περί αοργησίας και πραότητος» PG88, 828.
7

Ο άνθρωπος επιχειρεί στην ουσία σήμερα να αυτοπροσδιοριστή


μέσα απ’ την αντίδρασι. Με στόχο τον προσδιορισμό του ασκεί πιέσεις
σ’ ανελεύθερες τακτικές προς τους πλησίον. Αποδεικνύεται έτσι
αφιλάδελφος μέσα από μία πρακτική ανελεύθερου προς τον άλλον
εξαναγκασμού(16). Ο διακριτικός άνθρωπος βρίσκεται σε καταλλαγή με
τον εαυτό του και δεν αντιδρά όχι επειδή αδυνατεί, αλλά γιατί στην
κατά Θεόν ζωή που έχει επιλέξη, διακρίνει πως αν αντιδράση θα φέρη
τον αδελφό σε κατάστασι οργής(17) και άρα θα τον απομακρύνη ακόμα
περισσότερο απ’ την κατά Θεόν τελείωσι (18). Γι’ αυτό πολλές φορές η
διάκρισι σιωπά τόσο δυνατά που σκίζει τον απόηχο της αμαρτίας και
όταν αποφασίση να μιλήση ξεκινά πάντα με το «Κύριε ελέησον με τον
αμαρτωλό». Και τούτο διότι η διάκρισι επιβάλλει την αγάπη, ως το
ουσιαστικότερο μέτρο κοινωνίας(19).
Η διάκρισι όμως απαιτεί ταπείνωσι (20), μια ταπείνωσι που είναι
αυτοτελής και ουσιαστική ως βίωμα ζωής, απαλλαγμένο από κάθε άλλο
στοιχείο που φέρει το ψευδοπρόσχημα της ψευδο-ταπεινώσεως και
αποπροσανατολίζει απ’ την πορεία της θεώσεως (21). Οι υπερβολές
εκτρέπουν τον άνθρωπο γιατί απομακρύνουν εγωκεντρικά την ψυχή απ’
την ταπείνωσι και χωρίς ταπείνωσι δεν εφαρμόζεται το θείον θέλημα,
εφόσον το ίδιον θέλημα του ανθρώπου θεοποιείται στον ατομικό
εγωισμό. Κι αυτό γιατί χάνεται στον άνθρωπο ο αγνός λογισμός που
συγκατατίθεται εξ’ ολοκλήρου στο θείον θέλημα, μέσα από μία
ανούσια συγκατάβασι στην κτιστότητα(22).
Ο διακριτικός άνθρωπος δεν είναι αυστηρός γιατί γνωρίζει πως η
μετάνοια, η συγχωρητικότητα και η αγάπη είναι δώρα Θεού που
υπερβαίνουν την αμαρτία ανώδυνα, ανεπαίσχυντα και ειρηνικά,
διασφαλίζοντας πάντα αγαθή απολογία ενώπιον του Θεού. Με την
λογική αυτή, η διάκρισι δεν πονά, δεν τιμωρεί, δεν οδηγεί σε
πνευματική κόπωσι, δεν επιδεινώνει την όποια κακώς κειμένη
κατάστασι. Ουσιαστικά δεν κολάζει, αλλά σώζει, αφού αναγνωρίζει ότι

16
Ιωάννου Σιναΐτου: «Ουρανοδρόμος Κλίμαξ Λόγος Θ΄ Περί μνησικακίας» PG88, 840.
17
Αυτόθι
18
Ιωάννου Σιναΐτου: «Ουρανοδρόμος Κλίμαξ Λόγος Η΄ Περί αοργησίας και πραότητος» PG88, 828.
19
Ιωάννου Σιναΐτου: «Ουρανοδρόμος Κλίμαξ Λόγος ΚΑ΄ Περί κενοδοξίας» PG88, 948.
20
Ιωάννου Σιναΐτου: «Ουρανοδρόμος Κλίμαξ Λόγος ΚΕ΄ Περί ταπεινοφροσύνης» PG88, 996.
21
Αυτόθι.
22
Ιωάννου Σιναΐτου: «Ουρανοδρόμος Κλίμαξ Λόγος ΙΕ΄ Περί αγνείας» PG88, 880.
8

όλοι οι άνθρωποι είναι πλάσματα Θεού (23) που ο πραγματικός μαθητής


του Χριστού οφείλει να τα τιμά ως εικόνες Θεού(24).
Η κοινωνία με τον πλησίον και τον Θεό δεν πρέπει να διασπάται απ’
την αγωνία αποκτήσεως αρετών, ούτε απ’ τον εγωκεντρικό στόχο μίας
κατ’ ανάγκην τελειώσεως, ούτε απ’ την αρρωστημένη ακατάστατη
πορεία στην πνευματική ζωή, διότι αυτά παρουσιάζουν τον χριστιανό σ’
ένα ατομικό αυτοσκοπό που τον απομακρύνει απ’ την κατά Θεόν
τελείωσι. Όταν ο άνθρωπος στηρίζεται στις δικές του δυνάμεις
απομακρύνεται απ’ την σωτηριολογική έννοια της πίστεως, διότι ξεχνά
ν’ αποθέση την ζωή του στην Πρόνοια του Θεού. Σ’ αυτόν τον
παραλογισμό, το λογικό αντιστάθμισμα κοινωνίας με τον Θεό είναι η
διάκρισι, που μπορεί να σώση τον άνθρωπο απ’ την καταστροφή της
στείρας και αντιπαραγωγικής πνευματικής ζωής(25).
Κάθε χριστιανική πράξη πρέπει να γίνεται με διάκρισι καρποφόρου
πνευματικής αναβάσεως για να είναι σωτηριώδης (26). Για παράδειγμα:
Στο ζήτημα της αγάπης ο ίδιος ο Χριστός έθεσε ένα μέτρο⸳ λέει
«αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν(27)». Ούτε λιγότερο, ούτε
περισσότερο⸳ ακόμη δηλαδή και η μεγαλύτερη αρετή της αγάπης
τίθεται μέσα απ’ τον κανόνα της διακρίσεως του «ως σεαυτόν». Αν
λοιπόν απουσιάζη η διάκρισι, ο άνθρωπος δεν μπορεί να φτάση
ασφαλώς σε κανένα μέτρο οποιασδήποτε αρετής στην πνευματική του
προσπάθεια. Αντίθετα κάθε πράξι που γίνεται χωρίς διάκρισι, ακόμη κι
αν είναι καλή, επειδή ακριβώς στερείται του πραγματικού σκοπού, που
είναι η δοξολογία του Θεού, μέσα απ’ την ορθοπραξία της βιωματικής
και ευσεβούς πίστεως, δεν οδηγεί σε πνευματική πρόοδο. Η στέρησι της
διακρίσεως μπορεί να οδηγήση τον άνθρωπο στο πάθος της μανιακής
καταδιώξεως της αγιότητος. Η διάκρισι όμως θέλει την αγιότητα ως
δώρο Θεού και όχι ως προσωπική κατάκτησι. Άγιος καθίσταται κάποιος
επειδή το επιτρέπει ο Θεός κι όχι επειδή το θέλει ο ίδιος.
Ο αδιάκριτος άνθρωπος δεν μπορεί να ξεχωρίση την απόστασι
μεταξύ του ακτίστου Θεού και της κτιστής πραγματικότητος που τον
περιβάλλει, θεωρώντας πως τα πάντα βρίσκονται στον έλεγχο της
23
Ιωάννου Σιναΐτου: «Ουρανοδρόμος Κλίμαξ Λόγος Α΄ Περί αποταγής» PG88, 632.
24
Αυτόθι.
25
Ιωάννου Σιναΐτου: «Ουρανοδρόμος Κλίμαξ Λόγος ΚΕ΄ Περί ταπεινοφροσύνης» PG88, 1000.
26
Αυτόθι.
27
Μτ. ιθ΄ 19.
9

άκρατης πνευματικής λογοκρατίας του. Έτσι η «πνευματική πορεία»


γίνεται ατελείωτος δρόμος χωρίς προορισμό ουσίας καθόσον το ψυχικό
πάθος οδηγεί σε δαιμονική κατάστασι(28). Αυτό ακριβώς ερμηνεύει και
την φαυλότητα που παρατηρείται πολλές φορές από ανθρώπους που
λένε ότι ανήκουν στην Εκκλησία του Χριστού, ουσιαστικά όμως
συμβαίνει το αντίθετο, εφόσον λόγω ελλείψεως διακρίσεως
παρουσιάζουν κατά περίπτωσι φαινόμενα φθόνου, μνησικακίας,
πονηρίας, αναισθησίας και όλα τα υπόλοιπα που ο Απόστολος Παύλος
παρουσιάζει τόσο γλαφυρά στην Α΄ προς Τιμοθέον επιστολή του, μέσα
από μία πλήρη ανυπακοή στην θεϊκή βούλησι και αντίθεσι προς την
υπακοή που οφείλει ο χριστιανός στο Ευαγγέλιο του Χριστού (29).
Καταπιεζόμενος ο άνθρωπος ν’ αγιάση αγνοώντας την διάκρισι
φθείρει τον εαυτό του και τους άλλους. Παρουσιάζει ακραία
συμπεριφορά όπως νευρικότητα, επιπολαιότητα, ρηχότητα,
προχειρότητα και σαφώς δεν είναι αίσιο το αποτέλεσμα της
πνευματικής ζωής σ’ αυτή την κατάστασι.
Στον αδιάκριτο άνθρωπο φανερώνεται μια ανεξέλεγκτη ζωή(30).
Αντίθετα ο διακριτικός χριστιανός προβιβάζεται στην κατά Θεόν
τελείωσι, με καθαρή καρδιά και δια της πίστεως εφαρμόζει την αγάπη
στην κοινωνία Θεού και ανθρώπων. Ο χριστιανός αυτός πορεύεται
πρόθυμα και βιωματικά «εις το όρος Κυρίου και εις τον οίκον του Θεού
ημών31». προγενόμενος απ’ αυτήν την ζωή την Βασιλείαν των Ουρανών.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β΄: ΟΙ ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΣΤΗΝ ΖΩΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

1. -Η φύσις των ιερών κανόνων.


Η σωτηριολογική θεώρησι του Μυστηρίου της Εκκλησίας
συνεπάγεται και την σωτηριολογική θεώρησι όλων των λειτουργιών και
28
Ιωάννου Σιναΐτου: «Ουρανοδρόμος Κλίμαξ Λόγος Ι΄ Περί καταλαλιάς» PG88, 845.
29
Ιωάννου Σιναΐτου: «Ουρανοδρόμος Κλίμαξ Λόγος Δ΄ Περί υπακοής» PG88, 677.
30
Ιωάννου Σιναΐτου: «Ουρανοδρόμος Κλίμαξ Λόγος Β΄ Περί προσπαθείας ήγουν Ολυμπίας» PG656,-
657.
31
Ιωάννου Σιναΐτου: «Ουρανοδρόμος Κλίμαξ, Προτροπή επίτομος και ισοδύναμος των δια πλάτους
ειρημένων, PG 1160-1161.
10

των θεσμών της. Ο,τιδήποτε τελείται στην Εκκλησία αποβλέπει στην


σωτηρία του ανθρώπου και γι’ αυτό έχει παιδαγωγικό χαρακτήρα.
Έτσι και οι Ιεροί κανόνες της Εκκλησίας αποτελούν παιδαγωγικά
κείμενα που σκοπό έχουν να ρυθμίζουν συγκεκριμένες ανάγκες των
πιστών ή για να τους καθοδηγήσουν στην πνευματική ζωή. Οι ιεροί
κανόνες δεν συντάχθηκαν ως νομικά κείμενα που σκοπό έχουν να
«τιμωρήσουν» κάποια αμαρτία ως νομική παράβασι κάποιων
συγκεκριμένων εντολών-νόμων, αλλά ως θεραπευτικά όργανα της
αμαρτίας την οποία η Εκκλησία βλέπει υπό το πρίσμα της ασθενείας και
της αστοχίας από τον πνευματικό αγώνα του πιστού.
Οι κανόνες της Εκκλησίας υποδεικνύουν πράγματι το ορθό, και αυτό
συμβαίνει διότι στηρίζονται στην θεόπνευστη Αγία Γραφή και στην
αυθεντική αποστολική και εκκλησιαστική παράδοσι. Ακόμη,
θεσπίστηκαν ή επικυρώθησαν απ’ την εκκλησία και μάλιστα με
Οικουμενικές Συνόδους, που εκφράζουν το αλάθητο της Εκκλησίας.
Τέλος, ο μικρός σχετικά αριθμός των Ιερών Κανόνων, οι οποίοι
συνοδικώς θεσπίστηκαν, δείχνει ότι η Εκκλησία δεν μετεβλήθη σε
εργαστήριο κατασκευής νομικών καταστάσεων, αλλά επεδίωξε την
ρύθμισι εκκλησιαστικών πραγμάτων, όποτε υπήρχε ο κίνδυνος νοθείας
του εκκλησιαστικού βίου. Η Εκκλησία περιέβαλε τους Ιερούς Κανόνες
πάντοτε με εμπιστοσύνη, μη θεωρώντας τους βάρος και αγχωτικό
φορτίο.
Με την υπακοή στους Κανόνες της Εκκλησίας ο χριστιανός μπορεί ν’
ασκηθή στην συμμόρφωσι της βουλήσεώς του και να βαδίση προς την
Θεία βούληση. Είναι μακρύς και επίπονος ο δρόμος της Εκκλησίας. Στην
ελευθερία μάς οδηγεί η τήρησι των εντολών του Θεού. Ακούγεται
παράδοξο. Η ελευθερία προϋποθέτει την δια της ασκήσεως αναζήτησι
της και η άσκησι προϋποθέτει τις εντολές.
Ο Θεός δεν αφήνει την παρουσία του αμάρτυρη μέσα στον κόσμο
και την ιστορία(32). Για να δή όμως και να ερμηνεύση σωστά την
παρουσία αυτήν του Θεού ο άνθρωπος πρέπει να έχει καθαρή καρδιά.
Όταν έχει ακάθαρτη καρδιά, δεν μπορεί να δη καθαρά ή και δεν μπορεί
να διακρίνη καθόλου την παρουσία του Θεού μέσα στον κόσμο και την

32
Πρ. ιδ΄ 17.
11

ιστορία. Όσο περισσότερο όμως καθαρίζεται, τόσο περισσότερο το


κατορθώνει(33).
Σκοπός των Ιερών Κανόνων δεν είναι η υπαγωγή τών πάντων σ’ έναν
νόμο, αλλά η σωτηρία των ανθρώπων. Αυτό μαρτυρεί ο θεσμός της
οικονομίας, ο οποίος διαφοροποιεί το δίκαιο της Εκκλησίας απ’ το
δίκαιο της συναγωγής. Εκκλησιαστική οικονομία είναι, η από
χριστιανική διάθεσι-αγάπη, πρόσκαιρη και λογική παρέκκλισι απ’ την
ακρίβειατων κανόνων, χωρίς μετακίνησι των δογματικών ορίων, πρός
σωτηρίαν των ανθρώπων, οι οποίοι βρίσκονται εντός και εκτός της
Εκκλησίας(34).

2.-Η τήρησις των Ιερών Κανόνων


Για την εφαρμογή των Κανόνων σπουδαία σημασία έχει ο
ιδιόμορφος θεσμός της οικονομίας ο οποίος καθιστά την τήρησι των
ιερών κανόνων εύκαμπτη και ευλύγιστη. Η Εκκλησία ενδιαφέρεται για
τον άνθρωπο και τα προβλήματά του. Σήμερα υπάρχουν πολλά
προβλήματα και οι συνθήκες ζωής είναι πολλές φορές αντίξοες. Ο
κλήρος ανάλογα στηρίζεται σ’ όσα έχει νομοθετήση η Εκκλησία για την
όσο το δυνατό πιο αποτελεσματική επίλυσί τους. Προβαίνει συνέχεια
σε κάποια βήματα, προς νέες κατευθύνσεις, έχοντας όμως πάντοτε την
εμπειρία και την νοοτροπία των προκατόχων πνευματοφόρων Πατέρων
της Εκκλησίας.
Το ζήτημα της τηρήσεως των Ιερών Κανόνων, στην εποχή μας,
χρειάζεται ν’ αναλυθή σε συνάρτησι με τις σύγχρονες κοινωνικές
δομές(35), την οικονομική κατάσταση των πιστών , το πνευματικό και
μορφωτικό τους επίπεδο, γιατί μόνο τότε θα γίνει κατανοητός ο ρόλος
της Εκκλησιαστικής οικονομίας και ποιά είναι η ορθή χρήσι της στο έργο
της Εκκλησίας.
Στους κανόνες μπορεί κανείς να βρη την γνησιότερη έκφρασι της
πνευματικής διακονίας. Η ποιμαντική της Εκκλησίας πρέπει ν’ ασκείται
σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, όπως αυτό εκφράζεται μέσα απ’ την
Αγία Γραφή και την Ιερά Παράδοσι πάνω στις οποίες στηρίζονται οι

33
Γεωργίου Ι. Μαντζαρίδη: «Κοινωνιολογία του Χριστιανισμού» Θεσσαλονίκη 2010, σ. 276-278.
34
Παναγιώτη Μπούμη: «Κανονικόν Δίκαιον» Αθήνα 2002 σελ. 51.
35
Βλασίου Ι. Φειδά: «Ιεροί Κανόνες και η καταστατική νομοθεσία της Εκκλησίας της Ελλάδος» Αθήνα
1998, σελ. 7.
12

Ιεροί Κανόνες και όχι σύμφωνα με την άποψι του εκάστοτε ποιμένος.
Υπ’ αυτού του πρίσματος η ακρίβεια της τηρήσεως των Ιερών Κανόνων
δύναται να παρακάμπτεται αναλόγως των εκάστοτε περιστάσεων, όταν
δεν πραγματοποιείται ο σκοπός της αγάπης και όταν η ακρίβεια αυτή
γίνεται εμπόδιο στο δρόμο προς τη σωτηρία. Τότε η Εκκλησία δια μέσου
των πνευματικών κληρικών, οι οποίοι πρέπει κατ’ εξοχήν να
εμφορούνται απ’ την αρετή της διακρίσεως, εφαρμόζει την οικονομία.
Η διάκρισι των πνευματικών, όπως ακριβώς περιεγράφη πιο πάνω,
γίνεται η ασφαλιστική δικλείδα δια της οποίας και ο κανών
εφαρμόζεται και η οικονομία συντελείται και ο πιστός οικοδομείται. Εξ’
άλλου σημασία έχει η τήρησις του πνεύματος τού κανόνος και όχι τού
γράμματος. Κατ’ αυτόν τον τρόπο υπάρχει εκκλησιαστική διαποίμανσι
του σώματος της Εκκλησίας(36). Στόχος της Εκκλησίας είναι η καλύτερη
μέριμνα, φροντίδα, διακονία του ανθρώπου για την εν Χριστώ
ανακαίνισι και σωτηρία(37). Οι Κανόνες ως θεραπευτικά μέσα για την
αντιμετώπισι των προβλημάτων, ή ακόμη καλύτερα λειτουργώντας
προληπτικά, ορίζουν τον τρόπο ζωής των πιστών, χωρίς να είναι νόμοι
που χρησιμοποιούνται για την «τιμωρία» των πιστών, που υποπίπτουν
σε κάποια αμαρτία.

3. Ο παιδαγωγικός χαρακτήρας των Κανόνων


Ο παιδαγωγικός χαρακτήρας της Εκκλησίας θεμελιώνεται απ’ τους
Ιερούς Κανόνες, οι οποίοι αποτελούν τον Νόμο της Εκκλησίας. Ο Νόμος
της Παλαιάς Διαθήκης (Torah) αποτελεί την έκφρασι της πατρικής
σχέσεως μεταξύ Θεού και ανθρώπων, η οποία οδηγεί και στην σύναψη
Διαθήκης. Ένας νόμος όμως που είναι μεν καλός, αλλά όχι τέλειος.
Λόγω που παιδαγωγικού του χαρακτήρος έχει μεταβατικό σκοπό. Γι’
αυτό έρχεται ο Χριστός ο οποίος δια της Καινής Διαθήκης της Νέας
δηλαδή Συμφωνίας, η οποία επισφραγίζεται με την θυσία Αυτού υπέρ
της τού κόσμου ζωής και σωτηρίας, να οδηγήση τον άνθρωπο στην «εν

36
Αρχιμανδρίτου Γεωργίου Καψάνη: «Η ποιμαντική Διακονία κατά τους Ιερούς κανόνες», Αθήνα
1976, σελ. 13.
37
Πρωτοπρεσβυτέρου Αθανασίου Γκίκα: «Μαθήματα Ποιμαντικής», Θεσσαλονίκη 2001, σελ.41.
13

Χριστώ τελείωσι»(38) . Δεν καταργεί τον νόμον αλλά «πληρώνει» δηλαδή


συμπληρώνει αυτόν(39).
Στην συνέχεια η Εκκλησία δια των Οικουμενικών και Τοπικών
Συνόδων θέσπισε τους ιερούς κανόνες ως οδοδείκτες πνευματικής
ζωής. Οι κανόνες αποτελούν ένα μέτρο, έχοντας πρωτίστως
σωτηριολογικό και εσχατολογικό χαρακτήρα, συνάμα δε και
παιδαγωγικό διά του οποίου επιτυγχάνεται η σωτηρία των πιστών.
Πρότυπο όλων αυτών αποτελεί η ζωή του Χριστού, ο οποίος με το
παράδειγμά του έθεσε τις βάσεις της ορθής εφαρμογής του Νόμου,
αλλά και των προϋποθέσεων θεσπίσεως των νομικών διατάξεων του
Νόμου της Αγάπης, δηλαδή τής Καινής Διαθήκης. Έτσι ο Κύριος
αποδεικνύει ότι το αληθινό περιεχόμενο τού νόμου είναι η αγάπη.
Στην Πατερική θεολογία ο Νόμος και η Ευαγγελική χάρι, η Παλαιά
και η Καινή Διαθήκη, δεν βρίσκονται σ’ αντίθεσι, αλλά σε σύνθεσι και
ενότητα στο πρόσωπο του Χριστού. Η αντίθεσι δεν είναι μεταξύ
Ευαγγελίου, Χάριτος και Νόμου, αλλά μεταξύ Ευαγγελίου και Ιουδαϊκής
παρερμηνείας του Νόμου.
Ο Ιησούς Χριστός μεταβίβασε την νομοθετική εξουσία στους
Αποστόλους Του, και απ’ αυτούς στους διαδόχους τους, τούς
επισκόπους. Η νομοθετική εξουσία της Εκκλησίας στηριζόμενη στην
Θεία πληρεξουσιότητα, ανατέθηκε στα όργανα της Εκκλησίας τα οποία
εκδίδοντας νόμους δεν ενεργούν ιδιωτικά, ούτε ασκούν προσωπικά
δικαιώματα, αλλά ενεργούν εν ονόματι του ζώντος στην Εκκλησία Αγίου
Πνεύματος.
Τα επιτίμια που επιβάλλονται ως θεραπευτικά μέσα της αμαρτίας, η
οποία απ’ τους Ιερούς Κανόνες αντιμετωπίζεται όχι ως νομική
παράβασι, αλλά ως ασθένεια, δεν έχουν σκοπό να τιμωρήσουν, αλλά να
παιδαγωγήσουν τους πιστούς, οι οποίοι καλούνται να συναισθανθούν
το μέγεθος της αμαρτίας που διέπραξαν και αν είναι δυνατόν να μην
πέσουν πάλι στο ίδιο αμάρτημα. Μέσα από την επιτιμώμενη αμαρτία
θα μπορέση και πάλι ο πιστός να μετάσχη των θείων και αχράντων
μυστηρίων.

38
Σταύρου Καλαντζάκη: «Εισαγωγή στην Παλαιά Διαθήκη» Θεσσαλονίκη 2006, σελ. 73-74.
39
Μτ. Ε΄ 17-18: «Μη νομίσετε ότι ήλθον καταλύσαι τον νόμων και τους προφήτας⸳ ούκ ήλθον
καταλύσαι αλλά πληρώσαι».
14

4. Εκκλησιαστική Οικονομία
Ένα απ’ τα σπουδαιότερα ζητήματα της εκκλησιαστικής ζωής που
απασχόλησε την Εκκλησία και την Θεολογία και κυρίως τον κλάδο τού
Κανονικού Δικαίου είναι το ζήτημα της Οικονομίας. Η οικονομία είναι
ελληνική λέξη εκ τού οικονομείν (οίκον νέμειν) και έχει τρείς έννοιες: α)
την διοίκησι και επιστασία του οίκου, β) την διοίκηση και διακυβέρνησι
της πόλεως, γ) την διευθέτησι προς ορισμένο σκοπό οποιουδήποτε
πράγματος(40).
Στην εκκλησιαστική και θεολογική γλώσσα έχει τρεις έννοιες: α) η
Θεία Οικονομία όπως εκφράζεται στην Αγία Γραφή και ιδιαίτερα στην
Καινή Διαθήκη, δηλαδή η ενσάρκωσι του Θείου Λόγου, κατά την
πάνσοφη και πανάγαθη βουλή τού Θεού, για την σωτηρία των
ανθρώπων, β) η έννοια τής πνευματικής και ηθικής διοικήσεως τής
Εκκλησίας(41)⸳ γ) η διευθέτησι και ρύθμισι των συνθηκών τής
εκκλησιαστικής ζωής και τάξεως κατά τις καιρικές ανάγκες. Την ακριβή
τήρησι των ρυθμιστικών εκκλησιαστικών διατάξεων με την
συγκαταβατική παρέκκλισι, προκειμένου να πετύχη τον σκοπό της,
δηλαδή την σωτηρία του ανθρώπου.
Με την εφαρμογή της οικονομίας στην ζωή της Εκκλησίας και των
πιστών δεν ανατρέπονται όσα έχουν νομοθετήση οι Απόστολοι, γιατί
μέριμνα της Εκκλησίας είναι η προκοπή των λαών και η σωτηρία τού
ποιμνίου. Η οικονομία εφαρμόστηκε απ’ την ίδρυσι της πρώτης
Εκκλησίας και καθώς προέκυπταν εκκλησιαστικές ανάγκες, με την
αύξησι τού αριθμού των πιστών και την εξέλιξι, στην διαμόρφωσι του
εκκλησιαστικού οργανισμού.
Η στοργή και η συμπάθεια της Εκκλησίας έναντι των
παρεκτρεπομένων δεν σημαίνει ότι καταλήγει σε σύγχυσι και αναρχία.
Οικονομία σημαίνει συγκατάβασι και επιείκεια απ’ τους πνευματικούς
πατέρες, σ’ ορισμένες περιπτώσεις μόνο, αναστολή της αυστηρής
επιβολής των κανονικών και εκκλησιαστικών διατάξεων, χωρίς βέβαια
μετακίνησι των δογματικών ορίων. Μόνον υπακούοντας στους Ιερούς
Κανόνες μπορεί ο Χριστιανός να συμμορφώση την βούλησή του με την
θεία βούληση, για την ανύψωσι του «εις το καθ’ ομοίωσιν».

40
Ερρίκου Στεφάνου: «Θησαυρός Ελληνικής Γλώσσης», τ.2, Αθήνα 2002 σελ. 543.
41
1 Κρ. δ΄1, Τιτ. α΄ 7, 1 Πετρ. δ΄10.
15

Η αμαρτία θεωρείται ασθένεια. Η Εκκλησία έρχεται δια των Ιερών


Κανόνων να θεραπεύση την ασθένεια και να οδηγήση προς την
σωτηρία. Αυτό σημαίνει ότι οι πνευματικοί ποιμένες προβαίνουν στην
λήψι ή εφαρμογή του εκτάκτου μέτρου της «εκκλησιαστικής
οικονομίας», μόνον όταν το έργο της σωτηρίας δεν επιτυγχάνεται από
τα ήδη υπό τού Κυρίου και τής Εκκλησίας θεσπισμένα.
Όλες οι τοπικές και Οικουμενικές Σύνοδοι, αλλά και οι Πατέρες της
Εκκλησίας εφήρμοσαν με διάκρισι την οικονομία σε ευρύτατη κλίμακα.
Η οικονομία είναι έκφρασι τού πνεύματος της αγάπης, της συμπαθείας
προς την ανθρώπινη αδυναμία, ενίσχυσι του πιστού στον αγώνα για
σωτηρία. Η χορήγησι της οικονομίας πραγματοποιείται κατόπιν
αποφάσεως και αδείας των αρμοδίων εκκλησιαστικών οργάνων. Την
εξουσία αυτήν δηλαδή του «δεσμείν τε και λύσιν» ο Κύριος έδωσε κατ’
αρχάς στους μαθητές και αποστόλους Του (42). Στη συνέχεια η εξουσία
αυτή περιήλθε στους διαδόχους των αποστόλων, στους επισκόπους και
εξ’ αυτών διαδοχικώς στους υπό την δικαιοδοσία των πρεσβυτέρους,
πνευματικούς πατέρες, εξομολόγους. Αυτοί οφείλουν πάντοτε με
διάκρισι να εφαρμόζουν αναλόγως των περιστάσεων, την ακρίβεια ή
την οικονομία στην διαποίμανσι των εμπεπιστευμένων είς αυτούς
ψυχών.

5. Η διάκρισι των πνευματικών στην εφαρμογή των ιερών


κανόνων
Οι πνευματικοί πατέρες θα πρέπει κατ’ εξοχήν να εμφορούνται από
την αρετή της διακρίσεως. Χωρίς αυτήν δεν μπορούν να καταλάβουν το
σωτηριολογικό πνεύμα των ιερών κανόνων και μένουν μόνον στο
γράμμα αυτών. Ο τελικός και κεντρικός σκοπός της εκκλησιαστικής
οικονομίας που διακριτικώς πρέπει να εφαρμόζεται είναι η σωτηρία
των πιστών, δεδομένου ότι κατά την Παύλεια διδασκαλία, η Εκκλησία
«πάντας ανθρώπους θέλει σωθήναι και εις επίγνωσιν σωτηρίας
έλθειν»(43). Η Εκκλησία εφαρμόζοντας την οικονομία αποβλέπει στην
πνευματική ωφέλεια και όχι στην τιμωρία. Η απόλυτη ακρίβεια και
αυστηρότητα δεν μπορεί να πετύχη αυτόν τον σκοπό. Η εκκλησιαστική
οικονομία χορηγείται με μεγάλη περίσκεψι και σύνεσι, «κατά καιρόν
42
Μτ. Κ’ 19, ιη΄18, 1 Κρ. δ΄1.
43
1 Τμ. β΄4.
16

και λόγον» σύμφωνα με τον άγιο Θεόδωρο Στουδίτη (44). Αυτό


επιβάλλεται, για να μην προκύψη κάποια ψυχική βλάβη ή
σκανδαλισμός, αντί για ωφέλεια, είτε τού αιτούντος την οικονομία, είτε
τού υπολοίπου πληρώματος της Εκκλησίας.
Ως ειδικότερο σκοπό της εκκλησιαστικής οικονομίας θα
μπορούσαμε ν’ αναφέρουμε την πνευματική θεραπεία τού
αμαρτάνοντος. Η θεραπευτική αξία των μέτρων της εκκλησιαστικής
οικονομίας φαίνεται κατά την διαχείριση της εξομολογήσεως
ιδιαιτέρως δε των επιτιμίων(45), τα οποία έχουν θεραπευτικό και όχι
τιμωρητικό-ποινικό χαρακτήρα. Φυσικά δεν προσεγγίζονται όλοι οι
άνθρωποι με τον ίδιο τρόπο στην πνευματική ζωή.
Η ορθοδοξία ως γνωστόν, δεν είναι συλλογή κανόνων ηθικής που
εφαρμόζονται κατά γράμμα, αλλά καθολικός τρόπος ζωής που
αναδεικνύει την μεγίστη αρετή της διακρίσεως. Ο κάθε πνευματικός
λοιπόν οφείλει να διαθέτη το χάρισμα της διακρίσεως, ώστε ν’
αντιλαμβάνεται τις ανάγκες τού κάθε πιστού ξεχωριστά, ανάλογα με τις
ιδιαιτερότητες της προσωπικότητός του και τις ιδιαίτερες ανάγκες του.
Στην κανονική διδασκαλία τής Εκκλησίας ως «οικονομία» εκλαμβάνεται
η αρετή τής μετά διακρίσεως επιεικείας. Με την οικονομία ως αναστολή
και παρέκκλισι, όχι απ’ το πνεύμα, αλλά απ’ το γράμμα των κανόνων και
με βάσι τις αρετές της αγάπης, δηλαδή την επιείκεια, την πραότητα, την
υπομονή, την μακροθυμία, την συγχώρεσι, η Εκκλησία αγωνίζεται να
πλησιάση τον σύγχρονο άνθρωπο.
Στην αντιμετώπισι τής αμαρτίας η Εκκλησία δέχεται τις «ποινές»-
επιτίμια, όχι όμως ως εκδικητικές πράξεις, αλλά ως παιδαγωγικά-
θεραπευτικά μέσα(46). Για τον λόγο αυτό υπάρχει και η εκκλησιαστική
οικονομία. Ο πνευματικός λοιπόν θα επιλέξη το σωστό επιτίμιο κατά το
«ιδίωμα της περιστάσεως»(47). Στην διεργασία αυτή θα πρέπει να έχει
πάντα υπόψη του τέσσερα «ου». Πρώτον ότι «ούκ έστιν αμαρτία
νικήσασα την τού Θεού φιλανθρωπία»(48), που σημαίνει ότι οφείλει την
άφεσι, όσο ειδεχθής και αν είναι η πράξι τής αμαρτίας. Δεύτερον, ότι
44
Θεοδώρου Στουδίτη: «ΚΑ΄ επιστολή», PG 99, 981.
45
Κωνσταντίνου Μ. Ράλλη: «Τα μυστήρια της μετανοίας και του ευχελαίου», Αθήνα 1905, σελ. 53.
46
Νικολάου Α. Μιχαλοπούλου: «Το πρόβλημα της αγωγής στους πατέρες της Εκκλησίας», Καβάλα
1989, σελ. 64-65.
47
Μεγάλου Βασιλείου: «ΟΔ΄ Κανών», Ρ.Π.Σ., τ.4, σελ. 211.
48
Ρ.Π.Σ. τ.2, σελ. 69.
17

«ου μικρόν το παρά μικρόν» που ενσωματώνεται στον πρώτο κανόνα


του Διονυσίου Αλεξανδρείας. Οικονομία δεν σημαίνει προχειρότητα,
αμέλεια ως προς το έργο της διορθώσεως τού εξομολογουμένου,
άκριτη υποβάθμισι τής σημασίας τής αμαρτίας και υποτίμησι τής
βλαπτικής επιδράσεως των μελλοντικών συνεπειών της, αν δεν
αντιμετωπιστή εγκαίρως. Η οικονομία κατ’ αυτόν τον τρόπο δεν
μετατρέπεται σ’ αμελή επιείκεια και απαρατηρησία. Τρίτον ότι «ου
καλόν το καλόν όταν μη καλώς γίνεται» (49) κατά τον Ζωναρά ο οποίος
εισηγείται αυτήν την αρχή ως μεθοδολογικό εργαλείο για την
επιμέτρησι τής εκκλησιαστικής ποινής. Το τέταρτο «ου» είναι το
σημαντικότερο και αποτελεί την λυδία λίθο του δικαίου της Εκκλησίας.
Το «ούχ ο άνθρωπος δια το Σάββατο εγένετο, αλλά το Σάββατο δια τον
άνθρωπον»(50) σταθμίζει την αναγκαιότητα της επιτημήσεως και δεν
δαπανά την κινητική τής οικονομίας ενέργεια σ’ άσκοπες
πρωτοβουλίες. Δεν είναι αυτοσκοπός ο νόμος. Το επιτίμιο θα πρέπη να
έχη κάποιο νόημα στην ζωή του πιστού, γιατί μόνον έτσι τον οδηγεί
στην διόρθωσι.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Είδαμε και αναλύσαμε τι σημαίνει διάκρισι κατά την διδασκαλία τής


Εκκλησίας. Είναι ακριβώς εκείνη η αρετή η οποία κάνει τον άνθρωπο
χαρισματούχο και τον οδηγεί να αγωνισθή ώστε να επιτύχη την
κατάκτησι των αρετών τηρώντας τις εντολές του Θεού, όχι
αναγκαστικώς, αλλά αγαπητικώς. Ο διακριτικός άνθρωπος τηρεί τις
εντολές του Θεού όχι γιατί περιμένει κάποια ανταπόδοσι σε κάποιον
μελλοντικό σε μία άλλη ζωή Παράδεισο, αλλά από δυνατή αγάπη στον
Νυμφίο Χριστό και πίστι, δηλαδή εμπιστοσύνη σ’ Αυτόν που είναι ο
αρχηγός της ζωής.
Οι εντολές τού Θεού δεν είναι νόμοι που επισύρουν τιμωρία σ’
όποιον τον παραβαίνει, αλλά οδοδείκτες ζωής και σωτηρίας. Η
Εκκλησία αποσκοπώντας ακριβώς στην σωτηρία του ανθρώπου
κωδικοποίησε αυτές τις εντολές στην συλλογή των Ιερών Κανόνων.
Ακριβώς επειδή οι Ιεροί Κανόνες δεν είναι νομικά κείμενα αλλά
49
Αυτόθι, σελ. 84.
50
Μρ. β΄ 27.
18

θεόπνευστες οδηγίες ζωής, κάθε παράβασι τους δια της αμαρτίας δεν
επισύρει κάποια τιμωρία αλλά μόνο αγαπητική παιδαγωγία δια των
επιτιμίων που κι αυτά θεωρούνται φάρμακα προς θεραπείαν των
ασθενούντων αμαρτωλών. Γι’ αυτό τον λόγο, όταν η ακρίβεια της
τηρήσεώς των δεν οδηγεί στην σωτηρία, εφαρμόζεται η οικονομία
χωρίς όμως να γίνεται απομάκρυνσι από το πνεύμα αλλά μόνον απ’ το
γράμμα των κανόνων.
Η οικονομία όμως δεν εφαρμόζεται άκριτα και χωρίς προϋποθέσεις.
Τα αρμόδια εκκλησιαστικά όργανα που είναι επιφορτισμένα με την
διαποίμανσι τού λαού τού Θεού, αρχιερείς, ιερείς, πνευματικοί κ.λπ.
πρέπει να εμφορούνται ακριβώς από το πνεύμα της διακρίσεως. Έτσι
μόνο με την αρετή της διακρίσεως θα μπορέσουν ασκώντας μόνον με
αγάπη προς τον πάσχοντα συνάνθρωπο αμαρτωλό την πνευματική και
ποιμαντική τους διακονία, να οδηγήσουν το υπ’ αυτών
εμπεπιστευμένον ποίμνιον προς την σωτηρία.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1. Πρεσβυτέρου Θεμιστοκλέους Στ. Χριστοδούλου: «ΠΟΡΕΙΑ


ΑΡΕΤΩΝ» Εκδόσεις «ΟΜΟΛΟΓΙΑ» Αθήνα Δεκέμβριος 2001.
2. Βασιλείου Γκρίλλα, θεολόγου Μ.Α. θεολογίας: «Η ΑΡΕΤΗ ΤΗΣ
ΔΙΑΚΡΙΣΗΣ» Άρθρον στο διαδίκτυο 29 Μαρτίου 2020.
19

3. Ελένη-Νικολέττας Κ Ιατρίδου: «Ο ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ


ΤΩΝ ΙΕΡΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ» Α.Π.Θ. Θεσσαλονίκη 2015.

You might also like