Professional Documents
Culture Documents
Λογοτεχνική Εικονολογία
Λογοτεχνική Εικονολογία
Τ Ρ ΙΜ Η Ν ΙΑ ΙΑ ΕΚΔΟΣΗ
Ε Π ΙΣ Τ Η Μ Ο Ν ΙΚ Ο Υ ΣΥΓΧΡΟΝΑ
Π Ρ Ο Β Λ Η Μ Α Τ ΙΣ Μ Ο Υ
ΚΑΙ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΘΕΜΑΤΑ
Je a n - M a r c M o u r a
mm
Ο Ζαν-Μαρι< Μουρά (Jean-Marc Moura), καθηγητής συγκριτικής γραμματολογίας και
γαλλόφωνης λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Paris Ouest-Nanterre La Défense, είναι
ένας από τους βασικούς εισηγητές της εικονολογίας, αυτού του σχετικά νεότευκτου
κλάδου των σπουδών της συγκριτικής γραμματολογίας με τις πολλαπλές και συχνά
διεπιστημονικές εφαρμογές -ξεκινώντας, λόγου χάρη, από τις στερεοτυπικές ανα
παραστάσεις του ξένου στη λογοτεχνία και τον κινηματογράφο και φτάνοντας ως τη
συγκρότηση της εθνικής ταυτότητας μέσα από τα σχολικά εγχειρίδια.
Ο Μουρά επισκέφθηκε πρόσφατα τη χώρα μας ως προσκεκλημένος του Γαλλι-
κού Ινστιτούτου Θεσσαλονίκης, στο πλαίσιο των εκδηλώσεων της IΟης Διεθνούς Έκ
θεσης Βιβλίου Θεσσαλονίκης. Στις 19 Μαΐου έδωσε μια διάλεξη με θέμα: «Η λογο
τεχνία και το χιούμορ, χθες και σήμερα», με τη συμμετοχή του καθηγητή γαλλικής λο
γοτεχνίας στο ΑΠ Θ Γιώργου Φρέρη και συντονιστή τον εκδότη του περιοδικού ΕΝ-
ΕΚΕΝ Γιώργο Γιαννόπουλο. Χάρη σε αυτή την ευνοϊκή συγκυρία και αρκετά χρόνια
Η Ευγενία Γραμματικοπούλου είνα, λέκτο- Ρετά τΓ1ν πΡώτί1 Υ^ωΡΨία Ρε ™ έργο του, χάρη στα εμπνευσμένα μεταπτυχιακά μα-
ρας στο Τμήμα Γαλλικής Γλώσσας και Φι- θήματα της ομότιμης σήμερα καθηγήτριας Φραγκίσκης Αμπατζοπούλου στο Τμήμα
λολογίας του ΑΠΘ. Φιλολογίας του ΑΠΘ, είχα την ευκαιρία να συναντήσω για πρώτη φορά το πρόσωπο
πίσω από την πλούσια οικεία ορθογραφία και να συζητήσω επιστημονικό πεδίο. Θα έλεγα, όμως, ότι το θεωρητικό σκέ
μαζί του για τις καταβολές, τις απαρχές και τις προοπτικές λος εξελίχθηκε μάλλον αυτόνομα, αρχικά στη Γερμανία και
της πολιτισμικής και λογοτεχνικής εικονολογίας. στη συνέχεια στην Ελβετία και τη Γαλλία κατά κύριο λόγο.
Προηγήθηκαν αρκετές γενιές μελετητών στον ρουν της λο
Κυριότερη εργογραφία του Jean-Marc Moura: γοτεχνικής ιστορίας: τα πρωτοπόρα δοκίμια των αρχών του
L'Image du tiers monde dans le roman français contempo αιώνα, οι μελέτες της δεκαετίας του ’50 που συχνά σημα-
rain, PUF, Παρίσι 1992. τοδοτούνταν από τις αναφορές τους στην ψυχολογία των
Lire l'exotisme, Dunod, Παρίσι 1992. λαών, οι επόμενες μελέτες της δεκαετίας του ’60 και του ’70
La Littérature des lointains. Histoire de l ’exotisme euro που διακρίνονταν από ένα πιο θετικιστικό πνεύμα, προ-
péen au XXe siècle, Champion, Παρίσι 1998. σκολλημένο στην εξονυχιστική διερεύνηση των πηγών, στις
L’Europe littéraire et /’ailleurs, PUF, Παρίσι 1998. ιδεολογικές συνθήκες επεξεργασίας της εικόνας, στο ιστο
Exotisme et lettres francophones, PUF, Παρίσι 2003. ρικό πλαίσιο, και, τέλος, οι μελέτες από τα τέλη του ’70 ως
Littératures francophones et théorie postcoloniale, PUF, τη δεκαετία του ’90 που συνέχισαν αυτή την προσπάθεια
Παρίσι 2007 [1999], διανοητικής αποσαφήνισης, ενσωματώνοντας ευρήματα και
Le Sens littéraire de l’humour, PUF, Παρίσι 2010. θέσεις δανεισμένες από τις νέες κριτικές σχολές.
Ευγενία Γραμματικοπουλου
Με νωπές ακόμη τις μνήμες της Κατοχής, κατατρεγμένοι από τον Εμφύλιο και γο-
νατισμένοι από την ανέχεια, εκατοντάδες χιλιάδες οικονομικοί κυρίως (και δευτε-
ρευόντως κοινωνικοί και πολιτικοί) έλληνες μετανάστες παίρνουν τον δρόμο -μεταξύ
Η Ευγενία Γοαμματικοπουλου είναι λέκτο
άλλων προορισμών και- για τη βιομηχανικά ανθούσα Δυτική Γερμανία, με την ελπίδα
ρας στο Τμήμα Γαλλικής Γλώσσας και Φι
λολογίας του ΑΠΘ. να εξασφαλίσουν την επιβίωση των ιδίων και των οικείων που άφησαν πίσω τους
(egrammat@frl.auch.gr) στην πατρίδα.
Η δημοτικότητα του εν λόγω προορισμού δεν είναι τυ ρες στιγμές της, η λογοτεχνική (ανα)δημιουργία της ξενι-
χαία. Το 1960 υπογράφεται η περιώνυμη διακρατική συμ κότητας δεν στέκεται στη μαρτυρία, το ντοκουμέντο, την
φωνία «Περί απασχολήσεως Ελλήνων εργατών στη Γερμα ηθογραφία ή τη νατουραλιστική εξιστόρηση, επειδή
νία»: στην προσπάθεια της να αναγεννηθεί από τις στάχτες απλούστατα δεν φιλοδοξεί να αποτυπώσει την πραγματι
της, η μεγάλη ηττημένη του πολέμου στρέφεται στον εξα κότητα των ξένων αλλά την εικόνα του ξένου. Δεν είναι
θλιωμένο Νότο προκειμένου να καλύψει τις ανάγκες της φορέας του επίσημου/κυρίαρχου λόγου: δεν αγορεύει, δεν
σε φτηνό, δίχως αξιώσεις εργατικό δυναμικό. Ωστόσο ο απαγορεύει, δεν αποφαίνεται, δεν νουθετεί ούτε νομοθε
ελλαδικός πληθυσμός φυλλορρόει με τις ευλογίες του επί τεί. Γι’ αυτό και δεν προάγει την πόλωση εμμένοντας σε
σημου κράτους: δύο χρόνια νωρίτερα ο αντικαγκελάριος εξόφθαλμες αντιπαραθέσεις (μεταξύ αλλοεθνών, αλλό
Έρχαρντ είχε εισηγηθεί τη μεταφορά γερμανικών κεφα θρησκων, αλλόγλωσσων) αλλά μετατοπίζει το κέντρο βά
λαίων για την εγκατάσταση μικρομεσαίων βιομηχανικών ρους σε πιο λανθάνουσες -και άρα πιο δυσαπόδεικτες και
μονάδων στη μαστιζόμενη ελληνική επαρχία (με σκοπό την δυσεπούλωτες- συγκρούσεις.
αξιοποίηση των γεωργικών και αλιευτικών προϊόντων), ζη Οικοδεσπότης ή φιλοξενούμενος, εργοδότης ή εργά
τώντας σε αντάλλαγμα την επάνδρωσή τους με ντόπιο της, ο ξένος λειτουργεί συνήθως ως σύνορο και ως οθόνη:
αποκλειστικά εργατικό δυναμικό. Επιλέγοντας σοφά και αφενός οριοθετεί το οικείο, αναγνωρίσιμο και αποδεκτό
διορατικά -ως συνήθως οι λογής πεφωτισμένοι άρχοντες πίσω από το οποίο περιχαρακώνεται ένα σύνολο, αποτε
από καταβολής του ελληνικού κράτους-, η κυβέρνηση λώντας ένα εύχρηστο σημείο αναφοράς που διασφαλίζει
απορρίπτει το εν λόγω σχέδιο και προτιμά το δεύτερο την κοινωνική συνοχή- αφετέρου χρησιμεύει ως επιφάνεια
σκέλος του, εκείνο που προβλέπει την απορρόφηση ανέρ προβολής και παροχέτευσης συλλογικών ασυνείδητων
γων στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. φόβων και ακατέργαστων παθών, συνδράμοντας επίσης
Θαμπωμένη από το δέλεαρ της ταχείας εισροής συ στο να διατηρεί την ομάδα αρραγή. ΓΓ αυτό και η εξεικό-
ναλλάγματος, η τοπική ηγεσία θυσιάζει ανενδοίαστα τη μα νιση του άλλου παλινδρομεί μεταξύ καταγραφής και ονει
κροπρόθεσμη ανάπτυξη και αποψιλώνει τη χώρα από το ροπόλησης, συλλογικού φαντασιακού και προσωπικών φα
αποδοτικότερο έμψυχο δυναμικό της: η συντριπτική πλει- ντασιώσεων, μεταξύ ιδεολογίας και ουτοπίας.7
οψηφία του ενός εκατομμυρίου σχεδόν ελλήνων (800.000 Οι χαρακτήρες ελλήνων γκασταρμπάιτερ που θα μας
κατ’ άλλους) που θα θητεύσουν στις γερμανικές φάμπρικες απασχολήσουν εδώ είναι παρμένοι από τρία μυθιστορή
κατά την τριακονταετία 1960-1990 είναι νέοι 18-35 ετών ματα γραμμένα σε ελάχιστη χρονική απόσταση μεταξύ
από αγροτικές περιοχές (σε ποσοστά 90% και 85% αντι- τους, νωπογραφίες του πρώτου και σκληρότερου κύματος
στοίχως), ενώ όλοι τους έχουν περάσει από τον εξονυχι των εν Γερμανία παρεπιδημούντων (1960-1975). Ό σο και
στικό (και συχνά εξευτελιστικό) υγειονομικό έλεγχο των αν το βίωμα του ξεριζωμού, της ετερότητας, της μοναξιάς
υποψήφιων εργοδοτών.3 «Η μετανάστευση είναι ευλογία ποικίλλει από αφήγηση σε αφήγηση, οι περιθωριοποιημέ
Θεού διά τον τόπο» αποφαίνεται ο Παναγιώτης Κανελλό- νοι ή περιθωριακοί γκασταρμπάιτερ ήρωες αναμετριούνται
πουλος4την εποχή που σαλπάρουν5 οι πρώτοι 400.000 φι διαρκώς με το οικείο και το ανοίκειο και αναζητούν να ξε
λοξενούμενοι -ήτοι αναλώσιμοι και χαμηλόμισθοι-ανειδί διαλύνουν την ταυτότητά τους, άγρα σαφώς πιο πιεστική
κευτοι έλληνες εργάτες για να γευτούν την απαξίωση της και από την οριακή εξασφάλιση των προς το ζην.
χώρας υποδοχής και συνάμα την πλήρη αδιαφορία της Στο εμβληματικό του Διπλό βιβλίο8 (εφεξής ΔΒ), ο Δη-
χώρας προέλευσης. μήτρης Χατζής (1913-1981) παρακολουθεί την πορεία του
Η μαζικότητα του μεταναστευτικού ρεύματος των με νεαρού Κώστα: στιγματισμένος γιος προδομένου ΕΑΜίτη,
σόγειων προλετάριων, τα γενικευμένα κρατικά περιορι καταγόμενος από κάποιο χωριό του θεσσαλικού κάμπου,
στικά μέτρα,6 οι κατά κανόνα άθλιες συνθήκες διαβίωσης εργάζεται για λίγα χρόνια ως μαθητευόμενος ξυλουργός
στα χάψ, η συλλογική καταστρατήγηση στοιχειωδών ερ στον Βόλο- μένοντας όμως ορφανός, τσακισμένος από την
γασιακών και πολιτικών δικαιωμάτων των γκασταρμπάιτερ, άγρια φτώχεια αλλά και τις ελεεινές κομπίνες που εξυφαί
όλα αυτά μετριούνται με νούμερα και στατιστικές: δεν είναι νει «το κλεψιμέικο, το ρομέικο» (ΔΒ, σ. 50) -μασκαρεύο-
τυχαίο ότι η γερμανική εργοδοσία συνήθιζε να αναφέρεται ντας μέχρι και το επαρχιακό ξυλάδικο σε μεγαλοαποθήκη
κυνικά στους γκασταρμπάιτερ ως τεμάχια. Η μυθοπλασία, σκάρτης ξυλείας-, αποφασίζει να ξενιτευτεί στη Γερμανία,
όμως, αν και πάντοτε μάχιμη σε ανάλογες κρίσιμες ιστο ακολουθώντας την πρώτη φουρνιά απόδημων. Καταλήγει
ρικές συγκυρίες, δεν κάνει τον απολογισμό της ούτε χαμάλης σε ένα απρόσωπο εργοστάσιο της Στουτγάρδης,
αθροιστικά ούτε πολλαπλασιαστικά. Έλκεται από το ανο το φοβερό ΑΟΥΤΕΛ, και στεγάζεται σε ένα ανήλιαγο,
μοιομερές και όχι από τα ομοιότυπα: εξατομικεύει το άθλιο καμαράκι υπηρεσίας: ένα εγκλωβισμένο πειραματό
κοινό βίωμα και αναπλάθει ξεχωριστά και διακριτά τα απει- ζωο, μια σκιά που κινείται στην αχαρτογράφητη ζώνη της
ροστά ενός εκάστου συνόλου, προτάσσοντας τόσο τη με ισότητας και της ισονομίας («ζέρω μονάχα το ΑΟΥΤΕΛ
ταβλητότητα όσο και τη μοναδικότητά τους. Στις καλύτε- που δουλεύω, το δωμάτιο της Φράου Μπάουμ που κοιμά-
μαι και τη μεγάλη λεωφόρο που βρίσκεται ανάμεσά τους - συνηθίζει, τη δημοσιογραφία με τη μυθοπλασία και ακρο
ένα σκοινί τεντωμένο να πάω και νά’ρχομαι»· ΔΒ, σ. 66). βατεί ιδιότυπα μεταξύ πολιτικού και λυρικού λόγου. Εδώ
Απαίδευτος μα φιλομαθής, ο άβγαλτος πρωταγωνιστής πα εμπνέεται από ένα άγνωστο πρόσωπο που κάποια μέρα
σχίζει με αφοπλιστική, συγκινητική απλοϊκότητα και ατε είδε να κατασπαράσσει η τηλεόραση και το συμπληρώνει
λείωτους πρακτικούς αριθμητικούς υπολογισμούς, να χω- φανταστικά: έτσι, πλάθει τον Αρίστο, τον συμπαθή μα-
ρέσει στο μυαλό του τα πρωτόγνωρα, καταιγιστικά δεδο ντραχαλά που μετά από δεκαεπτά σκληρά χρόνια πάλης
μένα της νέας πραγματικότητας που «δεν τη διάλεξ[ε] - με τις «δαγκάνες των μηχανών» (ΓΑ, σ. 52) στις φάμπρικες
[τ]ού’λαχε» (ΔΒ, σ. 65), πενθώντας παράλληλα βουβά όσα της Γερμανίας, επιστρέφει στη γενέτειρά του, το Παπα-
αγάπησε και έχασε χωρίς καλά-καλά να προλάβει να τα δερό (προφανώς και πρόκειται για επινοημένο τοπωνύμιο
γνωρίσει. Άπορος, ανέστιος, άπατρις, «αδέσποτος με τα που σαρκάζει το ιερό τρίπτυχο Πατρίς-Θρησκεία-
όλα [τ]ου» (ΔΒ, σ. 77): ο κεντρικός χαρακτήρας διακόπτει Οικογένεια). Παρόλο που επαναπατρίζεται φορτωμένος
κατά διαστήματα τη ρέουσα πρωτοπρόσωπη αφήγηση επι πλούτη, δώρα, όνειρα -μέχρι και κοτζάμ δίπλωμα μηχανι
ζητώντας ευθέως από τον ωσεί παρόντα συγγραφέα που κού-, η οικογένειά του τα βάφει μαύρα. Πώς να καταπιεί
τον διαπλάθει, μια ταυτότητα θετικά προσδιορισμένη, την ατίμωση του μοναχογιού που γύρισε εργένης, χωρίς
δίχως άλφα (και λοιπά) στερητικά. το ύψιστο τρόπαιο της καταξίωσης, τη «γερμάνιά νύφη»
Στους Συμπαίχτες9 (εφεξής Σ) - ο κατ’ εξοχήν ταυτι («Γιατί αυτές είναι ανώτερες. Και σαν είσαι κι εσύ ανώτε
σμένος με την ελληνική ομογένεια της Γερμανίας- πεζο- ρος σε παντρεύονται»· ΓΑ, σ. 52); Απαρηγόρητος, ο Αρί-
γράφος Αντώνης Σουρούνης (γεν. 1942) πρωτοεμφανίζει στος μπλέκει σε ένα κουβάρι ψέματα και τρέπεται σε άτα
την προσφιλή του περσόνα, τον ατίθασο νταβραντισμένο κτη φυγή. Το παλιό του κάτεργο, η Γερμανία, γίνεται κα
αρσενικό Νούση. Πραγματιστής που συχνά φλερτάρει με ταφύγιο όπου θα γιατρέψει τις πληγές του και θα διαλύσει
τον μηδενισμό, ο Νούσης προσπαθεί να γλιτώσει από την τις πλάνες του. Βάλσαμο, ο έρωτας με μια αναρχική (λα
αναγκαστική περιθωριοποίηση του γκασταρμπάιτερ, βου- θρόβια τρομοκράτη) Γερμανίδα που απροσδόκητα του
τώντας οικειοθελώς στο περιθώριο του υποκόσμου. Η χτυπά την πόρτα, όχι για να τον παρηγορήσει αλλά για να
πλοκή εκτυλίσσεται μερικά χρόνια μετά την πρώτη εγκα του διδάξει να μιλά, να σκέφτεται, να κρίνει, με μια λέξη να
τάσταση ελλήνων εργατών στη Γερμανία, τα παιδιά της υπάρχει. Το τραγικό τέλος της σχέσης (μέσα από την
δεύτερης γενιάς έχουν ανδρωθεί και προσπαθούν δειλά οποία παρελαύνουν οι μελανές κηλίδες της σύγχρονης
και άτσαλα να σηκώσουν κεφάλι. Θρασύς, ευέξαπτος, και ιστορίας -Χούντα, αντάρτικο των πόλεων, λευκά κελιά κ.ά.)
αθεράπευτος γυναικάς, ο Νούσης δεν στεριώνει ούτε σε και τη συνακόλουθη απέλαση του Αρίστου, αντισταθμίζει
σχέση ούτε σε θέση: αποπέμπεται κατ’ επανάληψη από η καθ’ οδόν κεκτημένη, λυτρωτική συνειδητοποίηση του
την παραγωγική αλυσίδα που δεν χαρίζεται σε όσους... ήρωα.
κλωτσάνε, διώχνει με τον κυνισμό και τη μιζέρια του τη φι Αναγιγνώσκοντας αλληγορικά τους τρεις χαρακτήρες,
λενάδα του. Πότης, επαγγελματίας χαρτοπαίχτης και θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι παραπέμπουν σε τρία
ενίοτε ζιγκολό, ο Νούσης δραπετεύει από το σύμπαν των διαδοχικά στάδια ενηλικίωσης του έλληνα γκασταρμπάι
λούμπεν γκασταρμπάιτερ. Πέφτει όμως στα νύχια του υπο τερ: του σαστισμένου νηπίου/Κώστα που συλλαβίζει γε
κόσμου που τον ξεπουπουλιάζει εξίσου παγερά όσο και ο μάτος δέος και απορία έναν άγνωστο κόσμο («είμαι ο Κά-
ίδιος τις ντουζίνες τα σφαγμένα κοτόπουλα που θα του σπαρ Χάουζερ" στ’ αλήθεια, το δίδυμο κουτάβι του σκύ
εξασφαλίσουν ένα πρώτο μεροκάματο, όταν τελικά επι λου μας στο ξυλάδικο;»· ΔΒ, σ. 153)· του οργίλου εφή-
στρέφει στην πατρίδα. Το παρακινδυνευμένο σχέδιο του βου/Νούση που έρχεται σε ρήξη με τα πάντα γύρω του
εύκολου πλουτισμού και της ηρωικής εξόδου αποτυγχά και προκαλεί την (αυτο)καταστροφή του («όλα στήθηκαν
νει, όχι όμως και η μεταρσίωση του ίδιου του για το λόγο και μόνο να τ ’ακούσει να γκρεμίζονται»· Σ, σ.
αφηγητή/alter ego του συγγραφέα: ο ασκόπως περιφερό 85)· τέλος, του προδομένου ενήλικα/Αρίστου που ωριμά
μενος χαρακτήρας κατακτά προοδευτικά το πρότερα άπια ζει επώδυνα, αλλά καταφέρνει να ελευθερωθεί από τις πλά
στο όνειρο της γραφής και συμφύρεται με τον δημιουργό νες του και, χάρη στην ακριβοπληρωμένη του σοφία και
της ιστορίας («ο Νούσης σκέφτεται έμμονα να ξαναπιά- στωικότητα, να συμφιλιωθεί με τη μοίρα του («εμένα η λευ
σει χαρτί και μολύβι [...] είχε συλλάβει ολοκάθαρα τα αίτια τεριά μου είναι ο φόρος πολυτελείας ενός ανθρώπου έρη
της αποτυχίας και είχε διαπιστώσει ότι εντός του είχαν συ- μου»· ΓΑ, σ. 227). Οι τρεις χαρακτήρες δεν διαφέρουν,
ντελεστεί ριζικές μεταβολές [...] που θα μπορούσαν σή επομένως, ριζικά αλλά εξελικτικά: αλληλοσυμπληρώνονται
μερα να οδηγήσουν ένα βιβλίο από διαφορετικούς δρό και προσωποποιούν το ανέφικτο του ανήκειν από το δεύ
μους»· Σ, σ. 97). τερο μισό του 20ού αιώνα και εξής.
Στο μυθιστόρημα Η γυναίκα σου η αλήτισσα10 (εφεξής Εγκλωβισμένοι σε μια μοίρα που όρισε κάποια ξένη
ΓΑ), η παραγνωρισμένη από την κριτική μα πολυδιαβα- βούληση,12 με την επίγνωση ότι έχουν ουσιαστικά απολέ-
σμένη Λιλή Ζωγράφου (1922-1998) παντρεύει, όπως το σει το αυτεξούσιό τους, οι έλληνες γκασταρμπάιτερ ζουν
ταπεινωμένοι σε έναν τόπο εκ προοιμίου αρνητικά φορτι Οι καθιερωμένες συναλλαγές είναι για τον Κώστα επι
σμένο. Αναπόφευκτη, επομένως ως ένα βαθμό, η αμφί- βεβλημένα τυφλές: «Μπαίνουμε-βγαίνουμε και δουλειά δεν
δρομη στερεοτυπική άρθρωση της πολιτισμικής ετερότη έχουμε [...] με τους άλλους που βρίσκονται δίπλα μας [...]
τας και η ανταλλαγή των απαραίτητων ...φιλοφρονήσεων, μια τζαμαρία με χωρίζει απ’όλα [...] Και τα πρόσωπα
καρπός σοβινιστικών γενικεύσεων. «Το καθολικό χαρα που’ναι γύρω μου [...] είναι κάπως σα να μην έχουνε πρό
κτηριστικό της γερμανικής φυλής», διαβάζουμε, είναι «η σωπο. Οι άλλοι, λέω, από την άλλη μεριά της, δεν θα με
απανθρωπιά και η περιφρόνησή της για τους μετανάστες» βλέπουνε καν (¿16, σ. 28)· «Το δικό μου τ ’όνομα [...] δεν
(ΓΑ σ. 83), για τις διαβολοφυλές (Σ, σ. 90) συλλήβδην και υπάρχει πουθενά» (¿16, σ. 19). Ο Νούσης πενθεί την προ
εν προκειμένω για τον Έλληνα που λοιδορείται ως «ρεμάλι διαγεγραμμένη ήττα των στρατιών από νικημένους μετα
των καθυστερημένων χωρών» (ΓΑ σ. 158) ζητιάνος, βου νάστες μέσα «στο ξένο στρατόπεδο, όπου κάθε κεφάλι με
νίσιος, βρομοχωριάτης, λιγούρης, βρομιάρης, καθυστερη μαύρο μαλλί έχει το ίδιο πρόσωπο, που δεν λογαριάζεται
μένος, ανθρωποειδές, λέρα, ψείρα της Ευρώπης (ΓΛ, κεφ. καν εχθρικό» (Σ, σ. 86)· και με την ίδια πίκρα καταλήγει: «ο
10), βουτηγμένος στην κακοτυχιά και την κακομοιριά, με Νούσης βλέπει τους ανθρώπους και τον Νούση ο ίδιος ο
τα βρομοφάγια και τους αρκουδοχορούς του, τα τοσο Νούσης» (Σ, σ. 106). Ο Αρίστος, πάλι, μονολογεί σπαρα
δούλικα γυναικάκια του -ή τις ομοερωτικές του ορμές-, κτικά: ο επιστάτης «με κοίταζε κι εμένα όπως τη μηχανή.
τον κάλπικο Ζορμπά και το συρτάκι του (Σ, σ. 199), την Χωρίς το πρόσωπό μου. Δε μ’ έβλεπε ούτε αυτός ούτε κα
ώρα που οι εξαγωγές της χώρας «περιορίζονται σε μετα νείς» (ΓΑ, σ. 86)· «Επείγομαι [...] να δω ανθρώπους να με
νάστες, ροδάκινα και Ολυμπιακές φωτιές...» (Σ, σ. 194). κοιτούν και να με αναγνωρίζουν [...] Δεκαεφτά χρόνια [...]
Αντιστρόφως, οι αιμοδιψείς κοριοί (ΓΑ, σ. 135) γερμανα- δεν είχα πρόσωπο [...] δε χρειαζόταν κανείς την καλή μέρα
ράδες (Σ, σ. I 19 και ΓΑ, σ. 82) «όλοι [...] σακάτηδες, κου μου. Αν δεν είναι αυτό περιφρόνηση, πέστε μου τι είναι να
φοί, τυφλοί [...] χιτλεράκια» (ΓΑ, σ. ΙΟΙ) έχουν οικοδομή σε περιφρονούν [...] μπορώ νά’μαι κάποιος, αφού δε με
σει μια χώρα κελί (ΓΑ, σ. 168), κάτεργο (Σ, σ. 67 και ΓΑ, σ. ξέρει κανείς;» (ΓΑ σ. 50).
202) στρατώνα λογής-λογής Φύρερ (Σ, σ. 176), Χάρων Οι τρεις χαρακτήρες είναι πάντως ακριβοδίκαιοι. Πίσω
(ΔΒ, σ. 36) όπου ο «Ξένιος Ζευς δεν θα κατάφερνε ποτέ από την αδιαπέραστη παγωμάρα του βόρειου εργοδότη,
να γίνει Θεός» (Σ, σ. 189). διακρίνουν τον ακόμη πιο σκαιό Μεγάλο άλλο, τον εξ ορι
Μια τόσο αναμενόμενη, μονοδιάστατη προσέγγιση του σμού απρόσωπο, άναρθρο και ανάλγητο. Πρόκειται για τη
άλλου θα καθιστούσε τα υπό μελέτη κείμενα αυτομάτως «νόρμα -το ντιτσιπλίν» (ΔΒ, σ. 62), «το σύστημα» (ΔΒ, σ.
α-διάφορα. Η ωμή, υπεραπλουστευτική δαιμονοποίηση 28), «η θαυμάσια τάξη» (ΔΒ, σ. 75) με τα «θεόρατα ρολό-
του ξένου (είτε πρόκειται για τον Έλληνα είτε για τον Γερ για» και τις «ρουφιανόκαρτες» (Σ, σ. 68-9), το ανελέητο
μανό ή -για να ακριβολογούμε- για τον τρόπο που θεωρεί μηχανικό «τάκα-τάκα» (ΔΒ, σ. 20 κ. εξ.), τις τερατόμορφες
ο υποτελής Νότιος ότι τον βλέπει ο Βόρειος δυνάστης) μηχανές που «σε μασούνε, σε ροκανίζουνε [...] χτυπούνε
δεν είναι παρά η επιφάνεια κάτω από την οποία εκκολά πεινασμένες όλο χαρά και χιμούνε να σε καταπιούνε,
πτεται ένας οργιώδης πολλαπλασιασμός άλλων. Το κλειδί ντάκα ντρου, ντάκα ντρου» (ΓΑ, σ. 53). Πριν μεταλλάξουν
εδώ βρίσκεται στο ρήμα «βλέπω». Σκαλίζοντας τους χα τους εργάτες σε «ένα είδος άψυχου υλικού [...] μηχανής
ρακτήρες, διαπιστώνουμε ότι τα εθνικιστικά κλισέ δεν είναι από κρέας» (ΓΑ, σ. 85), οι μηχανές έχουν προλάβει να αυ
τόσο δείγμα τυφλότητας αλλά εκτόνωσης ή άμυνας, μια τοματοποιήσουν εκείνους που τις εφηύραν, έτσι που μοι
διάθεση ανταπάντησης, εκδικητικής εξέγερσης ενάντια άζουν «ψεύτικ[οι], έτσι που παν κουρδισμέν[οι]» (ΔΒ, σ.
στην ακύρωση που βιώνουν όντας ουσιαστικά αφανείς. Οι 14) και μιλούν σαν νά’χουν «μια ταινία μαγνητόφωνο μέσα
αυτόχθονες ενίοτε βλέπουν φευγαλέα τους γκασταρμπάι- στο στόμα» (ΔΒ, σ. 16) και «κουτί στο κεφάλι τους» (ΔΒ,
τερ αλλά αποφεύγουν να τους κοιτάξουν, ίσως τους ανα σ. 204), ενθρονίζοντας τη βασιλεία του άλεκτου: «μπρούρ-
γνωρίζουν, σίγουρα όμως δεν τους γνωρίζουν. Αλλά «για τακ, μπρούρ-τακ-τακ-τακ. Μοτέρια, επιστάτες, αφεντικά,
να έχει υπόσταση μια παρουσία πρέπει να καταγραφεί [...] όλοι την ίδια γλώσσα» (ΓΑ, σ. 50)· «όλα τα κανονίζουν οι
οπτικά», καθώς «μέσω του βλέμματος αποδίδεται ορατό νόρμες -σωπαίνουμε» (ΔΒ, σ. 27). Την τραχύτητα του βιο
τητα -άρα και κάποια οντότητα».13 Το λεγόμενο αδρανές μηχανικού αστικού τοπίου οξύνουν, με τη μέθοδο της φω
-αμήχανο, απρόθυμο, αδιάφορο, φοβικό ή επιθετικό- τοσκίασης, εμβόλιμα στιγμιότυπα της περασμένης ελλαδι-
βλέμμα του προνομιούχου εντόπιου απέναντι στον αδύ κής ζωής από προσφιλή πρόσωπα, ζώα και μέρη, αναμνή
ναμο επήλυδα εκλαμβάνεται ως μια «ανέξοδη επίδειξη δύ σεις γεμάτες νοσταλγία μάλλον για τη χαμένη ραθυμία και
ναμης, μια βαθιά εξουσιαστική πράξη, που παράγει ακραίες αθωότητα15 παρά για την ίδια την πατρίδα, και βαραίνουν
ιεραρχίες αφού επιβεβαιώνει την απόλυτη ετερότητά του, σαν εφιάλτης του «άστεγου στοργής» (ΓΑ, σ. 16), του εκτο
στερώντας τον από κάθε δικαίωμα, ακόμη και από την ιδιό πισμένου σε έναν «άφιλο τόπο» (ΓΑ, σ. 70).
τητα του ξένου»14 που θα περίμενε κανείς να διεγείρει Μήπως ο γκασταρμπάιτερ μπορεί τουλάχιστον να κα
έστω τη φυσική περιέργεια. θρεφτιστεί στο ίδιο για να καταφύγει σε μια στοιχειώδη
έστω κοινότητα; Αλίμονο; αλληλεγγύη δεν υπάρχει ούτε νένας γερμαναράς αρχιεπιστάτης δεν μπορούσε να επιβά
μεταξύ του προλεταριάτου (γκασταρμπάιτερ: «μια λέξη λει πειθαρχία» (ΓΑ, σ. 82). Όταν ο άλλος ενδύεται την έμ-
που έκλεινε τη βαθύτατη περιφρόνηση των Γερμανών προ φυλη, θελκτική μορφή της άλλης, ανοίγει -πρόσκαιρα,
λετάριων [που] έπαψαν απλούστατα να νιώθουν οι ίδιοι έστω, μα όχι πλέον λαθραία- μια χαραμάδα συνάντησης:
προλετάριοι», ΓΑ, σ. 71), πόσο μάλλον μεταξύ πατριωτών. «Τα πάντα πεντάκλειστα, Νούση· σφαλιστά παράθυρα,
Αντιμέτωπος με τον λερό παπά του χωριού (ΓΑ, σ. 96), τον σφαλιστές πόρτες και πίσω απ’αυτά σφαλιστοί άνθρωποι,
κομματάρχη για το ρουσφέτι (ΓΑ, σ. 136), τους φαφλατά δίπλα από το σφαλιστό εαυτό τους περιμένοντας το σφα
δες ψευτοφιλόσοφους των καφενείων (ΔΒ, σ. 19), «το λιστό τους θάνατο. Όλα κλειστά [...] το μόνο που έχει απο-
άρτζι-μπούρτζι» που συντηρούν οι κερδοσκόποι (μην μείνει ανοιχτό μέσα στον κόσμο είναι το γυναικείο αιδοίο.
τυχόν και «γίνει κράτος το ρομέικο. Και δεν πάμε να πνι Πόρτα ελπίδας» (Ζ, σ. 23). Η αισθησιακή συγκίνηση απο-
γούμε καλύτερα;»· ΛΒ, σ. 49-50), τον φιλύποπτο γείτονα καθιστά ως διά μαγείας τη μέχρι πρότινος στομωμένη αι
(Ζ, σ. 82), τον αρχοντοχωριάτη συγγενή («όλοι μιλούνε για σθητηριακή πρόσληψη. Παρά τη θλιβερή τροπή και των
παράδεισο [...] παραμύθιασμα για τους ανώτερους Γερμα τριών δεσμών, η εμπειρία της ισότιμης συνεύρεσης με τις
νούς, τους πλούσιους»· ΓΑ, σ. 75-77 και Ζ, σ. 155), τον ξι δυτικές χειραφετημένες, ανεξάρτητες συντρόφους επε
πασμένο συγχωριανό με την κάλπικη ευτυχία («Συμβιβά νεργεί μεταδοτικά και καταλυτικά. Ως εραστές οι γκσ-
ζεται με το θαυμασμό, ξεχνάει τα βάσανά του και καμα σταρμπάιτερ γίνονται ορατοί, ποθητοί, ενυπόστατοι, οι δε
ρώνει από πάνω!»· ΓΑ, σ. 78 και σ. 87), το τσιράκι των αφε γερμανίδες ερωμένες τους (Έρικα, Μάρλο και Ίγκε) «πηγή
ντικών («τη βία [...] όλοι την ξέρετε και το βουλώνετε»· ΓΑ, του κελεύσματος»,20 ευκαιρία προσέγγισης τόσο με τον
σ. 170), τον κάθε λογής βασανιστή «μπάτσο, διοικητή, ανα άλλο όσο και με το αλλότριο, απωθημένο κομμάτι του
κριτή» (ΓΑ, σ. 171), φτάνει να τρέμει και τον ίσκιο του ίδιου του εαυτού, τον ξένο εντός.21
ακόμη μην τύχει και τον «μαγαρίσει έστω και χνώτο με Μισό αιώνα μετά, η Ιστορία επαναλαμβάνεται αδυσώ
σογειακό» (Ζ, σ. 128). Σχεδόν βέβαιος πως «γεννήθηκε σε πητα, εφόσον δεν κινείται προοδευτικά προς την κατί
λάθος χώρα» (Ζ, σ. 220), ο γκασταρμπάιτερ καταλήγει εδώ σχυση της ελεύθερης συνείδησης, ευτελίζει τη δημοκρα
ένας «πικρόρφανος» (Ζ, σ. 148) άπατρις16 χωρίς ρίζες: τία και επανεφευρίσκει τη δουλεία. Εκατοντάδες χιλιάδες
«Ήρθα σαν ξένος, ξένος έφυγα και ξαναγύρισα ξένος» ανειδίκευτοι εργάτες εισρέουν στις πύλες που οδηγούν
(ΓΑ, σ. 75). προς τον Παράδεισο στη Δύση, δεκάδες χιλιάδες ειδι
Η δυναμική που είδαμε να αναπτύσσεται με τα διαφο κευμένοι επιστήμονες, ομοίως απέλπιδες, αποδημούν από
ρετικά πρόσωπα του άλλου αρθρώνεται με τους όρους της τις φτωχότερες χώρες του Νότου λόγω της κρατικής ακη
θεμελώδους εγελιανής διαλεκτικής μεταξύ αφέντη και δού δίας και του παγκόσμιου συσχετισμού δυνάμεων.22 Τίποτα
λου «που αποτελεί το υπαρξιακό θεμέλιο του διχασμού».17 δεν προμηνύει ότι στο μέλλον η δική τους αφηγηματική
Η απαραίτητη για την απόκτηση αυτοεπίγνωσης αναγνώ αποτύπωση της ξενικότητας δεν θα μιλά εξίσου απεγνω
ριση του άλλου περνά μέσα από μια εξαντλητική αναμέ σμένα όχι τόσο για την πολιτισμική διαφορά όσο για τη ρι
τρηση με τον δυνάμει υπέρτερο, έναν διαρκή και εναγώνιο ζική ετερότητα της σύγχρονης αλλοτρίωσης, την ερημιά
αγώνα επιβολής που αλλοτριώνει και οδηγεί με μαθημα της καινής/κοινής μοίρας των ανά τον κόσμο απατρίδων:
τική ακρίβεια στη δυστυχισμένη συνείδηση. Πολλαπλά «Εγώ, λοιπόν, πρέπει νά’μαι ο πιο γνήσιος πολίτης της πο
εξαρτημένοι, αποσυνάγωγοι της κοινωνίας, αποκλεισμένοι λιτείας των ξένων -ο ιθαγενής [...] ο ξενότερος απ’ όλους
από οποιαδήποτε συμμετοχή στα κοινά, καταναγκαστικά τους ξένους της πολιτείας των ξένων» (ΔΒ, σ. 70). Ή ότι
υπάκουοι σε ένα δεσποτικό κράτος που δεν εκτιμούν, κρε πλέον δεν θα τιτλοφορείται πιθανότατα το Τέλος της μι
μασμένοι από το -όποιο, ελάχιστο- ιδιωτικό τους συμφέ κρής μας χώρας,23
ρον και μέτοχοι μιας φύσης ορθολογικά πραγμοποιημέ-
νης, οι γκασταρμπάιτερ πληρούν όλες τις προϋποθέσεις ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
για τη μοιραία αναδίπλωση εντός εαυτού -το ν άνευ συνο 1 Η δημοσίευση στηρίζεται κατά κύριο λόγο στην ομώνυμη ανα
κοίνωση στο διεθνές συνέδριο του Τμήματος Γερμανικής Γλώσ
μιλητή εσωτερικό μονόλογο- ή τη φυγή σε ένα κενό επέ
σας και Φιλολογίας του ΑΠΘ, με τίτλο «Γλώσσες και πολιτισμοί
κεινα.18
σε (διά)δραση», που πραγματοποιήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις
«Η μόνη σφαίρα που ξεφεύγει από την αντίθεση υπο- 25-28 Μαΐου 2011.
κειμένου/αντικειμένου», το μοναδικό πεδίο που ελευθε 2 Μανόλης Αναγνωστάκης, «Θεσσαλονίκη, μέρες του 1969 μ.Χ.»,
ρώνει τον άνθρωπο από την καταδίκη του «σαδομαζο από την ποιητική συλλογή Ο Στόχος. Τα Ποιήματα 1941-1971
χισμού] [...] είναι ο χώρος της αγάπης»,19 επισημαίνει ο (Νεφέλη, Αθήνα 2000, σ. 162-163).
3 Πρόκειται για τις λεγάμενες εν Ελλάδι Γερμανικές Επιτροπές, των
Κώστας Παπαϊωάννου διαβάζοντας τον Χέγκελ. Στα υπό
οποίων τα κριτήρια και οι τακτικές προσέλκυσης θύμιζαν σύγ
μελέτη κείμενα, αυτή η χαραμάδα εκεχειρίας επιβεβαιώ χρονο σκλαβοπάζαρο, σύμφωνα με την ομολογία ενός πρώην δι
νεται έμπρακτα στην «επιχείρηση έρωτας», τη «μόνη επι ευθυντή τους. Ιδιαίτερη μνεία οφείλουμε στο πλουσιότατο
χείρηση που οι ίδιοι είναι κύριοί της» (Ζ, σ. 86): «Εδώ κα αρχειακό υλικό -μαρτυρίες, συνεντεύξεις, φωτογραφίες,
στατιστικά σ τοιχεία- που έχει συγκεντρώσει ο ειδήμων του τάσταση, μεγαλωμένο κατά πώς φαίνεται στο σκότος της πλή
θέματος συγγραφέας και δημοσιογράφος Γιώργος Ματζουράνης ρους απομόνωσης και δολοφονήθηκε το 1833, γύρω στα είκοσι'
και την εμπεριστατωμένη του βιβλιογραφία (Έλληνες εργάτες στη του χρόνια. Εκτός από τη γενική περιέργεια που ξεσήκωσε η πα
Γερμανία, 1974· Μας λένε γκασταρμπάιτερ, 1977· Τα παιδιά του ράξενη, άγρια ιστορία του, με το θέμα ασχολήθηκαν συγγραφείς
Νότου, 1991· Ανάμεσα σε δύο κόσμους, 1995· Όπου κι αν είμαι, (|. Wassermann, Η. Melville, Ρ. Handke), ψυχολόγοι (F. Dolto),
ξένος, 2000), πολύτιμο οδηγό για τον μελετητή του απόδημου κινηματογραφιστές (W. Herzog), ποιητές (Ρ. Verlaine, G. Trakl),
ελληνισμού. κ.ά.
4 Η δήλωση του αρχηγού της ΕΡΕ ξεσήκωσε τις αντιδράσεις της 12 «Ήθελα να φύγω, να ξεφύγω μονάχα, όπου και νά’ναι. Έτσι, λέω
Ένωσης Κέντρου που αντέτεινε ότι η μετανάστευση ήταν «κα- γίνεται το σκόρπισμά μας, αυτός ο ξεριζωμός ο δικός μας. Δεν
τάρα» και του Ηλία Ηλιού της ΕΔΑ που τη χαρακτήρισε «αληθινή θέλουμε κάπου να πάμε. Θέλουμε να φύγουμε μόνο» (AB, σ.
θεομηνία» (βλ. περιοδικό Εποχές 22, 1965). Η προκλητική ρήση 51)· «αιχμάλωτο[ς] μιας αμείλικτης ακίνητης μοίρας» (ΤΑ, σ. 19).
τρυπώνει σαρκαστικά και ανάμεσα στους στίχους του Ιάκωβου 13 Ευθύμιος Παπαταξιάρχης, «Στην άκρη του βλέμματος. Η κρίση
Καμπανέλλη στο τραγούδι «Ο αδελφός τον αδελφό», που με της "φιλοξενίας" την εποχή των διαπερατών συνόρων», Σύγ
λοποίησε ο Μίκης Θεοδωράκης στον Εχθρό Λαό το 1975. χρονα Θέματα 107 (Οκτ.-Δεκ. 2009), σ. 67-74.
5 Το ταξίδι γινόταν συνήθως από την Αθήνα με κάποιο σαπιοκά- 14 Αυτ.
ραβο προς το λιμάνι του Μπρίντιζι και μετά με τρένα για Μόναχο 15 «[...] το δικό του βασανιστικό τοπίο, βασανιστικό από ζεστασιά
(ή από τη Θεσσαλονίκη επ’ ευθείας σιδηροδρομικούς) και έπειτα και φιλικότητα» (ΤΑ, σ.89)· «ο ήλιος [...] ένιωθα πολύ ευτυχισμέ
διοχετεύονταν από τη Νυρεμβέργη έως τη Στουτγάρδη, την Κο νος, παρόλο που τότε πεινούσα» (Σ, σ.54)· «Κάνει απεγνωσμένες
λωνία και το Ντίσελντορφ, το Αμβούργο και το Βερολίνο. βουτιές μήπως και πετύχει μια χαρά εντελώς παιδιάστικη [...] το
6 Η αστυνομική διάταξη που είχε θεσπίσει το Γ ' Ράιχ το 1938 αντι- νεκροτομημένο πτώμα της παιδικής ζωής» (Σ, σ. 108).
καταστάθηκε μόλις το 1965, με την ψήφιση του νέου νόμου περί 16 «Είμαι ένας άνθρωπος που δεν έχει πατρίδα», ΔΒ, σ. 63· «τίποτα
αλλοδαπών από τον κυβερνητικό συνασπισμό των σοσιαλδημο ρομέικο δεν έμεινε μέσα μου», ΔΒ, σ. 85· «τον όρο ‘Gastarbeiter’
κρατών και των χριστιανοδημοκρατών, δίνοντας στο κράτος τη ίσως να τον υιοθετούσε ο Έλληνας από μόνος του, αν τον εξου
δυνατότητα να ελέγχει και να ρυθμίζει επακριβώς τόσο την εί σιοδοτούσαν οι γερμανικές αρχές. Ποτέ του δεν θα’θελε να’ναι
σοδο όσο και την απέλαση των ξένων εργατών. ARBEITER σε μια ARBEITERLAND. Θα νόμιζε πως είχε βγάλει
7 Βλ. την αναδιαπραγμάτευση της θεωρίας του Paul Ricœur (Essais ρίζες. Ενώ σαν GAST και ARBEITER έχει την εντύπωση πως περ
d'herméneutique, Seuil, Παρίσι 1969) που επιχειρεί ο Jean-Marc πατάει σε ένα τεντωμένο σκοινί και ότι πίσω από όλα αυτά κρύ
Moura στο άρθρο του «L’imagologie Littéraire, essai de mise au βεται η μοχθηρία κάποιου -κατά πάσα πιθανότητα η μοχθηρία
point historique et critique», Revue de littérature comparée 263 κάποιου συμπατριώτη του» (Σ, σ. 83).
(Ιούλ.-Σεπτ. 1992), σ. 271-287 (βλ. και την ελληνική μετάφραση 17 Κώστας Παπαϊωάννου, Χέγκελ, μτφρ. Γ. Φαράκλας, Εναλλακτι
του άρθρου στο παρόν τεύχος, σ. 66-76). κές εκδόσεις, Αθήνα 1992, σ. 63.
8 Δημήτρης Χατζής, Το διπλό βιβλίο, Εξάντας, Αθήνα 1976. Οι πα 18 «Άγνωστο, ξένο, παράξενο, ψεύτικο, αν θέλεις, σαν όνειρο μόνο,
ραπομπές είναι από τη 2η αναθεωρημένη έκδοση, Καστανιώτης, ό,τι και νά’ναι, άλλο δεν έχω μέσα σ’αυτόν τον κόσμο που λένε
Αθήνα 1977. Ένα κεφάλαιο του ομώνυμου μυθιστορήματος πως είναι μεγάλος» (ΔΒ, σ. 29) «χωρίς μικρούτσικο κόσμο δικό
(«Από το φίφτυ-φίφτυ στον έρωτα») ξαναβρίσκουμε αυτούσιο μου -που δεν τον έχω», «μου φαίνεται πως άδειασε ο κόσμος»
ως διήγημα (με τίτλο «Ασήμαντες αφορμές») στις Σπουδές (εκδ. (ΔΒ, σ. 65 και σ. 75)· «υπάρχει κίνδυνος να ταξιδεύει έτσι όλη
Κείμενα, Αθήνα 1976). του τη ζωή, μπορεί και όλο του το θάνατο» (Ζ, σ. 177).
9 Αντώνης Σουρούνης, Ο ι Συμπαίχτες, Νέα Εγνατία, Θεσσαλονίκη 19 Βλ. Παπαϊωάννου, Χέγκελ, ό.π., σ. 67.
1977. Οι παραπομπές μας είναι από την 5η έκδοση, Καστανιώ 20 «[...Σ]υμμερίζομαι με τον Ε. Lévinas την πεποίθηση ότι ο άλλος
της, Αθήνα 1988. Βλ. επίσης τα οικείας θεματολογίας πεζά του άνθρωπος είναι το υποχρεωτικό μονοπάτι του κελεύσματος»· βλ.
ίδιου: Μερόνυχτα Φραγκφούρτης, Ύψιλον, Αθήνα 1982· Τα τύ Paul Ricœur, Ο ίδιος ο εαυτός ως άλλος, μτφρ. Βίκυ Ιακώβου,
μπανα της κοιλιάς και του πολέμου, Νέα Σύνορα-Λιβάνης, Αθήνα Πόλις, Αθήνα 2008, σ. 458-459.
1983· Ο χορός των ρόδων, Καστανιώτης, Αθήνα 1994· Γκας ο 21 «Είναι καλές γυναίκες οι Γερμανίδες [...] Τίμιος κόσμος -επειδής
γκάνγκστερ, Καστανιώτης, Αθήνα 2000. είναι λεύτερες» (ΔΒ, σ.79)· «Φυσικά έφταιγε κι αυτός. Πώς να
10 Λιλή Ζωγράφου, Η γυναίκα σου η αλήτισσα, Αθήνα 1984. Οι πα βρεις ένα φίλο, μα παρέα, χωρίς να ξέρεις τη γλώσσα; [...] μήπως
ραπομπές από τη 12η έκδοση, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2003. Η έχω κουβεντιάσει και ποτέ με κανένα Γερμανό;» (ΤΑ, σ. 70-72)·
σύλληψη και πρώτη μορφή του έργου ουσιαστικά τοποθετείται «φυσικά φταίμε κι εμείς που δεν καταφέραμε να λυγίσουμε το
πολύ νωρίτερα, το 1978, καθώς τη συναντάμε υπό μορφή διηγή μίσχο μας και να χαιρόμαστε εμείς το άρωμά μας» (X, σ. 170)·
ματος με τον τίτλο «Θεοδούλα, αντίο» στο Επάγγελμα πόρνη «γιατρεύτηκα από την κουφαμάρα. 'Οταν δεν σ’ακούει κανείς,
(στην ίδια συλλογή και έτερο διήγημα με ήρωα μετανάστη που δεν ακούς κανέναν, δηλητηριάζεσαι από την κακομοιριά σου»
επιστρέφει εκ Γερμανίας, με τίτλο «Στη δέκατη τέταρτη καλύβα (ΤΑ, σ. 224).
της Μαρίας και του Σταύρου»). 22 Για περισσότερες πληροφορίες και στατιστικά στοιχεία, βλέπε
11 Το ομώνυμο τρίτο κεφάλαιο του Διπλού βιβλίου «Ο Κάσπαρ Χά- τη σχετική μελέτη του καθηγητή Λόη Λαμπριανίδη, Επενδύοντας
ουζερ στην Έρημη Χώρα», εκτός από την εξόφθαλμη παραπο στη φυγή: η διαρροή επιστημόνων από την Ελλάδα την εποχή
μπή στον T.S. Eliot, παρομοιάζει τον ήρωα με την αινιγματική πε της παγκοσμιοποίησης, Κριτική, Αθήνα 2011.
ρίπτωση του επονομαζόμενου «ορφανού της Ευρώπης», του 23 Παραφθορά του τίτλου του γνωστότερου έργου του Δημήτρη
τραγικού αγοριού που βρέθηκε στη Νυρεμβέργη σε ημιάγρια κα Χατζή, Το τέλος της μικρής μας πόλης ( 1963).