You are on page 1of 22

ΠΕΡΙΟΔΟΣ Β ' · ΧΡΟ Ν Ο Σ 35ος · ΤΕΥΧΟΣ 121 · ΑΠΡΙΛΙΟΣ - ΙΟΥΝΙΟΣ 2013 · ΤΙΜΗ 12 ΕΥΡΩ

Τ Ρ ΙΜ Η Ν ΙΑ ΙΑ ΕΚΔΟΣΗ
Ε Π ΙΣ Τ Η Μ Ο Ν ΙΚ Ο Υ ΣΥΓΧΡΟΝΑ
Π Ρ Ο Β Λ Η Μ Α Τ ΙΣ Μ Ο Υ
ΚΑΙ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΘΕΜΑΤΑ

ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΦΟΝΟ - Η ΚΡΙΣΙΜΗ ΚΑΜΠΗ


Η ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΟΛΟΓΙΑ:
ΔΟΚΙΜΙΟ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΗΣ ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗΣ1

Je a n - M a r c M o u r a

Γνωρίζουμε ότι η λογοτεχνική εικονολογία ορίζεται ως η μελέτη των αναπαραστά­


σεων του ξένου στη λογοτεχνία, με δύο κύριους άξονες: τη «μελέτη των πρωτογε­
νών εκείνων τεκμηρίων που είναι οι ταξιδιωτικές διηγήσεις» και κυρίως αυτή των
«έργων μυθοπλασίας που είτε παρουσιάζουν ευθύς εξαρχής ξένους είτε αναφέρο-
νται σε μια συνολική οπτική μιας ξένης χώρας, κατά το μάλλον ή ήττον στερεοτυ-
πική».2 Η εικονολογία, έτσι όπως διαγράφεται μέσα από περισσότερο ή λιγότερο
πρόσφατες έγκριτες μελέτες, γνώρισε μια αξιοσημείωτη και προοδευτική πορεία,
την οποία έχει ενδιαφέρον να εξετάσουμε προοπτικά, επιχειρώντας αρχικά μια σύ­
ντομη γενεαλογία και συνάγοντας στη συνέχεια τη θεωρητική της συμβολή.

I . Για μια γενεαλογία


Ο Ζαν-Μαρκ Μουρά είναι καθηγητής συ­ Οι εικόνες του ξένου συγκαταλέγονται ανάμεσα στις αρχαιότερες αναπαραστάσεις
γκριτικής γραμματολογίας και γαλλόφωνης
της ανθρωπότητας, πιθανόν εξίσου παλαιές όσο και η συγκρότηση ανθρώπινων κοι­
λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Paris
νωνιών. Ορίζοντας το σύνορο της κοινωνίας, ο ξένος παραπέμπει στην αλήθεια της,
Ouest-Nanterre La Défense. Είναι επίσης
ένας από τους σημαντικότερους θεωρητι­ σε αυτό που η κοινωνία αποκλείει και άρα σε αυτό που θεωρεί θεμελιωδώς δικό της.
κούς της εικονολογίας. ΓΓ αυτό και η εικονολογία φαντάζει κατ’ αρχάς ύποπτη στον ιστορικό της λογοτεχνίας.
Ανήκοντας στο φαντασιακό μιας κουλτούρας ή μιας κοινω­ περιορισμένη αλλά ακριβέστερη- «εικονολογική εκδοχή»
νίας, οι εικόνες του ξένου υπερβαίνουν από κάθε άποψη της πανοραμικής θεώρησης του Bonald. Η λογοτεχνία είναι
το καθαυτό λογοτεχνικό πλαίσιο και γίνονται αντικείμενο τουλάχιστον έκφραση της κοινωνίας, διότι μέσα από αυτή
μελέτης της ιστορίας ή της ανθρωπολογίας. Καθώς οι λο­ μπορούν να αποκωδικοποιηθούν οι αυταπάτες που τρέφει
γοτεχνικές αναπαραστάσεις βασίζονται σε αυτό το ευρύ­ μια κοινωνία για το έτερο από αυτήν. Εφεξής, οι εργασίες
τατο πλαίσιο, η εικονολογία οφείλει να προχωρήσει ακο­ του J.-M. Carré, και κυριότερα το Les écrivains français et
λουθώντας μια διεπιστημονική πορεία, η οποία εγείρει πά­ le mirage allemand, 1800-194011 προσανατολίζουν τη γαλ­
ντοτε υποψίες στους καθαρολόγους της λογοτεχνίας. Επι­ λική συγκριτολογία προς μια νέα προοπτική, την οποία ο
πρόσθετα, η αναφορά στον ξένο δεν είναι συχνά παρά ένα μαθητής του M.-F. Guyard, διατυπώνει ως εξής: «Να πά-
τέχνασμα του εθνικισμού. Καθώς η εικονολογία μελετά ψουμε να ακολουθούμε απατηλές γενικές επιρροές, να
εθνικά (ή πολιτισμικά) σύνολα τα οποία περιγράφουν άλλα προσπαθούμε να κατανοήσουμε καλύτερα πώς κατασκευ­
εθνικά (ή πολιτισμικά) σύνολα, ενδέχεται να κινήσει -βάσι­ άζονται και επιβιώνουν στις ατομικές ή τις συλλογικές συ­
μες μερικές φορές- υποψίες ότι πέφτει σε αυτή την πα­ νειδήσεις οι μεγάλοι εθνικοί μύθοι».12 Παρόλο που σε αυτό
γίδα. Αυτοί είναι οι δύο γενικοί κίνδυνοι στους οποίους το στάδιο δεν έχει ακόμα καθιερωθεί ο όρος «εικονολο­
είναι εκτεθειμένο αυτό το πεδίο συγκριτολογικής έρευνας: γία», έχουν ωστόσο τεθεί οι βασικές αρχές της έρευνας.13
ακατέργαστη διεπιστημονικότητα και ανομολόγητος εθνι­ Έμενε μονάχα να προσδιορίσουμε ποιες σχέσεις κα­
κισμός -και δη ψυχολογία- των λαών. Το ιστορικό των με­ θιερώνονται ανάμεσα στη λογοτεχνία και τους συλλογι­
λετών που εκπονήθηκαν στο εν λόγω πεδίο δείχνει ότι κα- κούς μύθους για τον ξένο. Υπολειπόταν ακόμη να ορί­
τάφεραν όχι μόνο να διαφύγουν προοδευτικά αυτούς τους σουμε τη θέση της εικονολογίας στο πλαίσιο της γενικής
κινδύνους αλλά και να εκμεταλλευτούν μια κατάσταση, η και συγκριτικής γραμματολογίας, έτσι ώστε να μη γίνει
οποία, όπως και το σύνολο της γενικής και συγκριτικής ούτε μια -ανομολόγητη- εθνοψυχοπαθολογία ούτε μια
γραμματολογίας, βρίσκεται σε ένα σταυροδρόμι. πηγή αυτού που ο François Jost ονομάζει «πολιτισμική αυ-
Η Γαλλία, η χώρα που πρωτοδημιούργησε μια συστη­ τάρκεια».14 Έστω κι αν εγείρει υπόνοιες άλλοτε για θετικι­
ματική διδασκαλία της συγκριτικής γραμματολογίας κατά σμό και άλλοτε για μάταιο εγκυκλοπαιδισμό,15 η εικονολο­
τον 19ο αιώνα, κληρονόμησε από τον 18ο αιώνα μια παρά­ γία γνωρίζει ωστόσο μια εννοιολογική διεύρυνση και δια­
δοση πολιτισμικής ιστοριογραφίας, η οποία συμπυκνώνε­ φοροποίηση που της επιτρέπει να εκφράσει την ιδιομορ­
ται εύστοχα στη ρήση του Bonald: «Η λογοτεχνία είναι η φία της, με βάση δύο άξονες:
έκφραση της κοινωνίας».3Από τη Mme de Staël4 μέχρι τον Τη διεπιστημονικότητα: οι εικονολογικές σπουδές το­
Hippolyte Taine - ο οποίος συνοψίζει το λογοτεχνικό έργο ποθετούνται «στο μεσοδιάστημα ανάμεσα στην ιστορία
στην αλληλεπίδραση μεταξύ της faculté-maîtresse [των ιδι­ της λογοτεχνίας, την πολιτική ιστορία και την ψυχολογία
αιτέρων, δηλαδή, γνωρισμάτων] του συγγραφέα και καθο­ των λαών».16 Διασταυρώνονται έτσι με τις μελέτες των
ριστικών παραγόντων-,5 συγκρατούμε αυτό το αξίωμα που ιστορικών και των κοινωνιολόγων.17 Εγγράφονται στο πεδίο
συχνά ευνοεί σημαντικά την ψυχολογία των λαών και τον της κοινωνιοκριτικής, στο μέτρο που επαληθεύουν με
εθνικισμό. Βεβαίως, μπορούμε να εκλάβουμε τη ρήση αυτή ποιον τρόπο η εκάστοτε λογοτεχνική εικόνα εντάσσεται
με την ευρεία της έννοια, όπως κάνει ο Hutcheson Μ. Pos- (ή όχι) σε σύνολα ευρύτερων αναπαραστάσεων, οι οποίες
nett, ο οποίος συνδέει τις μορφές της λογοτεχνικής έκ­ μπορούν να φτάσουν την κλίμακα ολόκληρης της κοινωνι­
φρασης με εκείνες της κοινωνίας εντός της οποίας γεννι­ κής ομάδας. Ως προς αυτό, κάνουμε μια διάκριση ανάμεσα
ούνται, στο «εγχειρίδιό» του περί «Συγκριτικής Γραμματο­ στην «κοινωνιολογία της λογοτεχνικής πρόσληψης» (πολύ
λογίας».6 Έτσι, όμως, δεν επωφελείται ούτε η αναλυτική κοντινή στην ιστορία και τη γενική κοινωνιολογία) και στην
ακρίβεια ούτε ο συγκρητισμός. Όπως υπογραμμίζει ο Ρ. Van «κοινωνιολογία της δημιουργίας» (η οποία ταυτίζεται με
Tieghem, αντί να ανταποκρίνεται σε αυτό που αναγγέλλει ο την κοινωνιοκριτική).18
τίτλος του, το έργο του άγγλου συγγραφέα είναι ένα «δο­ Το συναπάντημα με νέες θεωρίες της λογοτεχνίας, κυ­
κίμιο σύνθεσης της ιστορίας της λογοτεχνίας, επανενταγ- ρίως της σημειολογίας19 και της αισθητικής της πρόσλη­
μένης στην ιστορία της ανθρωπότητας».7 ψης,20 οι οποίες μας επιτρέπουν να συγκεκριμενοποιή­
Η λογοτεχνική εικονολογία θα προτείνει αργότερα μια σουμε το διάβημα της εικονολογίας.
ερμηνεία αυτής της διατρανωμένης σύνδεσης κοινωνίας Στο συνθετικό του έργο του 1951, ο M.-F. Guyard πρό-
και λογοτεχνίας,8 χάρη σε αυτούς τους οποίους ο Manfred τεινε έναν ανακεφαλαιωτικό πίνακα των εικονολογικών
S. Fischer ονομάζει ακριβώς ιδρυτές της (Begründer) και σπουδών στη Γαλλία, ανάλογα με τις εκάστοτε εποχές
κυρίως επωφελούμενη από την καθοριστική ώθηση που (από τον 15ο ως τον 20ό αιώνα) και τις γεωγραφικές ζώνες
της έδωσε ο Jean-Marie Carré.9 Ο τελευταίος ορίζει την (Γερμανία, Μεγάλη Βρετανία, Ιταλία, Ισπανία, Ρωσία).21
εικονολογία ως «την αμοιβαία ερμηνεία των λαών, των τα- Προφανώς, μια τέτοια ταξινόμηση δεν θα είχε πια κανένα
ξιδιών και των αντικατοπτρισμών»,10 δίνοντας έτσι την — νόημα σήμερα. Αρκεί να αναφέρουμε τις πιο αξιόλογες με-
λέχες που εμφανίστηκαν από εκείνη την εποχή22 και τις - ντασιακό, 3. ακολουθώντας τη μέθοδο που επιτρέπει να
συγγενείς προς την εικονολογία- σημαντικές θεωρητικές την αναλύσουμε μέσα στα κείμενα. Ας εξετάσουμε ένα
συνεισφορές. Μπορούμε ως προς αυτό να επιχειρήσουμε προς ένα αυτά τα τρία σημεία:
να καταρτίσουμε έναν σύντομο (αν και ομολογουμένως 1. Η εικόνα νοείται ως ένα «σύνολο ιδεών για τον ξένο,
ατελή) κατάλογο. Μετά τις σχεδόν πρωτοπόρες εργασίες τις οποίες αντλούμε μέσω μιας διαδικασίας λογοτεχνικο-
του J.-M. Carré οφείλουμε να σταθούμε στις εξής: ποίησης καθώς και κοινωνικοποίησης».23 Το οριακό παρά­
1966: Hugo Dyserinck, «Zum Problem der “ images” und δειγμά της είναι το στερεότυπο, αυτή η «εμβληματική έκ­
“ mirages” und ihrer Untersuchung im Rahmen der Verglei­ φραση μιας κουλτούρας»,24 που παραπέμπει σε μαζικές
chenden Literaturwissenschaft», Arcadia I. ιδεολογικές έννοιες, εντός του καθαυτού λογοτεχνικού
1971: Manfred Gsteiger, «Zum Bergiff und Über das Stu­ κειμένου.
dium der Literatur in vergleichender Sicht» G. Bauer / E. Στο σημείο αυτό, οφείλουμε να προσπεράσουμε δύο
Koppen / M. Gsteiger, Z ur Theorie der Vergleichender Li­ ψευδοπροβλήματα: αφενός αυτό της αναλογίας (μια εικόνα
teraturwissenschaft, Βερολίνο-Ν. Υόρκη. δεν είναι περισσότερο ή λιγότερο παρόμοια με αλλά κα­
1976: Alexandru Duju, «Modèles, images, comparai­ τάλληλη ως προς μια ιδέα ή ένα σύστημα, του οποίου η αξία
sons», Synthesis, III, Βουκουρέστι (μεταξύ πολλών άλλων προϋπάρχει της αναπαράστασης) και αφετέρου αυτό ενός
άρθρων σχετικά με τις εικόνες που περιλαμβάνονταν στο λεξιλογίου δανεισμένου από την οπτική (πρόσληψη, βλέμμα,
εν λόγω τεύχος)· Peter Borner, «Das Bild vom anderen πρίσμα, όραση...) που αφήνει ανοιχτό το ερώτημα κατά
Land als Gegenstand literaricher Forschung», Sprache im πόσο η εικόνα είναι καθρέφτης ή παραμορφωτική μετά­
technischen Zeitalter, Βερολίνο, H.56. φραση του πραγματικού. Στην ουσία, το πραγματικό διακύ-
1980: «Literarische Imagologie-Formen und Funktionen βευμα μιας μελέτης της εικόνας είναι να ανακαλύψουμε τη
nationaler Stereotype in der Literatur», Komparatistische «λογική» της, την «αλήθεια» της,25 και όχι να πιστοποιή­
Hefte, Heft 2, Πανεπιστήμιο του Μπάιροϊτ. σουμε τη συμβατότητά της με την πραγματικότητα. Κατά
1981: D.-H. Pageaux, «Une perspective d’étude en lit­ βάθος, με αυτόν τον τρόπο αποσπούμε την έννοια της ανα­
térature comparée: l’imagerie culturelle», Synthesis- VIII, παράστασης από τη χρήση της στη φιλοσοφική παράδοση
Βουκουρέστι- M. S. Fischer, Nationale Images als Gegen­ της γνωσιοθεωρίας. Πράγματι, γνωρίζουμε ότι η γνωσιοθε-
stand Vergleichender Literaturgeschichte-Untersuchungen ωρία βασίζει την αναπαράσταση στη διπλή μεταφορά του
zur Entstehung der Komparatistischen Imagologie, Bouvier, θεάτρου (η εικόνα μάς φέρνει ενώπιον κάποιου πράγματος)
Βόννη. και της διπλωματίας (η παράσταση νοείται ως υποκατά­
1982: H. Dyserinck, «Komparatistische Imagologie jen­ σταση, είναι ένα είδος αντιγράφου του πραγματικού αντι­
seits von “ Werkimmanenz” und “ Werktranszendenz” », κειμένου).26 Κατ’ αυτήν, η αναπαράσταση είναι προσεπίθεση
Synthesis IX, Βουκουρέστι. δύο ειδών παρουσίας: της άμεσης/πραγματικής και της έμ-
1983: M. Cadot, «Les études d’images», S.F.L.G.C., La μεσης/διαμεσολαβημένης. Ό σο για την εικονολογία, αρνεί-
recherche en Littérature générale et comparée, Παρίσι- D.- ται να εκλάβει τη λογοτεχνική εικόνα ως απεικόνιση ενός
H. Pageaux, «L’imagerie culturelle: de la littérature compa­ ξένου που προϋπάρχει του κειμένου ή ως ένα αντίγραφο
rée à l’anthropologie culturelle», SynthesisX, Βουκουρέστι. της ξένης πραγματικότητας. Τη θεωρεί μάλλον ένδειξη μιας
1988: Colloquium Helveticum, 7, «Imagologie, pro­ φαντασίωσης, μιας ιδεολογίας, μιας ουτοπίας, ίδιον μιας συ­
blèmes de la représentation littéraire»- H. Dyserinck / Κ.- νείδησης, η οποία ονειρεύεται την ετερότητα: «αναπαρά­
V. Syndram, Europa und das nationale Selbstverstandnis, σταση μιας πολιτισμικής πραγματικότητας μέσω της οποίας
Bouvier, Βόννη. το άτομο ή η ομάδα που την κατασκεύασε (τη συμμερίζε­
1989: D.-H. Pageaux, «De l’imagerie culturelle à l’imagi­ ται ή τη διαδίδει) αποκαλύπτει και μεταφράζει τον ιδεολο­
naire», στο Pierre Brunei / Yves Chevrel, Précis de littéra­ γικό και πολιτισμικό χώρο μέσα στον οποίο εντάσσεται».27
ture comparée, P.U.F., Παρίσι. 2. Η εικόνα αυτή είναι «μέρος ενός ευρέως και σύνθε­
του συνόλου: του φαντασιακού. Πιο συγκεκριμένα: του
Αυτά είναι ορισμένα από τα άρθρα και τα συνθετικά κοινωνικού φαντασιακού».28 Αυτό είναι η «έκφραση, στην
έργα, χάρη στα οποία διαμορφώθηκε η μεθοδολογική εξέ­ κλίμακα μιας κοινωνίας, μιας συλλογικότητας, ενός κοινω­
λιξη της εικονολογίας. Μπορούμε να συνάγουμε τις βασι­ νικού και πολιτισμικού συνόλου, [της] διπολικότητας [ταυ-
κές της αρχές, ξεκινώντας από την πιο πρόσφατη συμβολή τότητα/ετερότητα]». 'Ενα μέρος της προφανώς συνδέεται
στον κλάδο, αυτή του D.-H. Pageaux. Η μελέτη πάνω στη με «την Ιστορία με τη συμβαντική, πολιτική, κοινωνική ση­
σύλληψη της εικόνας της ετερότητας βρίσκεται στο επίκε­ μασία».29 Η μεγάλη δυσκολία μιας εικονολογικής μελέτης
ντρο του προβληματισμού- προκειμένου να σχηματίσουμε συνίσταται στο να ξαναβρεί τον ρυθμό, τις αρχές και τους
μια σύντομη (αλλά πιστή) ιδέα, αρκεί να ορίσουμε την ει­ νόμους που διέπουν αυτή την «Ονειροπόληση γύρω από
κόνα: I . καθαυτήν, 2. στη σχέση της με το κοινωνικό φα- τον Αλλο», η οποία αρθρώνεται μέχρι ενός σημείου πάνω
στην ιστορία, όπως προαναφέραμε, αλλά που δεν θα μπο­ ωρούμε, όπως και ο M.-F. Guyard,33 πως «οποιαδήποτε
ρούσε να είναι το «κακέκτυπο»30 ή, ακόμα χειρότερα, ο διάθλαση, οποιοδήποτε πρίσμα δεν εμποδίζει μια εικόνα
αντικατοπτρισμός της. από το να είναι η εικόνα κάποιου πράγματος, να διατηρεί
3. Η μέθοδος ανάλυσης της εικόνας βασίζεται στη κάποια σχέση με την πραγματικότητα την οποία αναπαρά­
σχέση μεταξύ εικόνας και κοινωνικού φαντασιακού. Δεν θα γει, περισσότερο ή λιγότερο πιστά. Λέγοντας “ η γηραιά
μπορούσε να είναι δεσμευτική στο μέτρο που κάθε προ­ Αλβιώνα” δεν σημαίνει ότι παράγουμε ιστορικό έργο, ση­
βληματική αρθρώνεται διαφορετικά στο εκάστοτε ιστορικό μαίνει ότι χρησιμοποιούμε πάλι την ιστορία στην οποία η
πλαίσιο. Ο Alec G. Hargreaves, για παράδειγμα, έδειξε εύ­ αγγλοφοβία έχει δανείσει τα επιχειρήματά της». Πράγματι,
στοχα ότι ένα έργο τόσο καταφανώς κενόδοξο και «απο- όμως, ποιος δεν βλέπει τον κίνδυνο -απέναντι στον οποίο
στασιοποιημένο» όσο αυτό του Pierre Loti έπρεπε πρώτα ο M.-F. Guyard έχει διατηρήσει τις επιφυλάξεις το υ - να
να γίνει κατανοητό μέσα στις συνθήκες του αποικιοκρατι- εκληφθεί η εικόνα ως μια αναπαραγωγή της πραγματικό­
κού επεκτατισμού, που εκείνη την εποχή βρισκόταν στο τητας και από αυτήν να εξάγουμε διδάγματα αναφορικά με
απόγειό του.31 Είναι όμως σαφές ότι οι αναλυτικές διαδικα­ τον ξένο που αναπαρίσταται; Ανοίγεται, έτσι, ο δρόμος
σίες που οδηγούν σε αυτή τη διαπίστωση διαφέρουν σημα­ προς την ψυχολογία των λαών.
ντικά από εκείνες που επιβάλλει ένα έργο άμεσα συνδεδε- Εξίσου επισφαλές είναι το να δώσουμε περισσότερη
μένο με το αποικιοκρατικό πνεύμα, όπως για παράδειγμα έμφαση στο τρίτο σημείο (στην εικόνα που ανταποκρίνε-
αυτό του Rudyard Kipling. Τα μεθοδολογικά εργαλεία επι­ ται αποκλειστικά στην ιδιαίτερη ευαισθησία του συγγρα­
βάλλονται κάθε φορά από τις μορφές του λογοτεχνικού φέα). Ουσιαστικά διατρέχουμε τον κίνδυνο να αποδώ­
και/ή του πνευματικού βίου, καθώς και από εκείνες του κοι­ σουμε μια ανεξάρτητη υπόσταση στη λογοτεχνία και να
νωνικού φαντασιακού της εκάστοτε εποχής. Για τα λογοτε­ την αποκόψουμε από το κοινωνικό περιβάλλον με το
χνικά έργα μπορούμε πάντως να διακρίνουμε τρία βασικά οποίο, κατά κανόνα, διατηρεί πάντοτε μια σχέση, ακόμα κι
(και πολύ κλασικά) στάδια ανάλυσης: τον εντοπισμό των κύ­ αν αυτή η σχέση είναι ελιτίστικη, μια σχέση απόρριψης και
ριων (αντιθετικών τις περισσότερες φορές) δομών του κει­ περιφρόνησης.34 Η ξεχωριστή μελέτη των «μεγάλων» συγ­
μένου, τις κύριες θεματικές ενότητες, και τέλος, το λεξιλο­ γραφέων και των εικόνων του ξένου, τις οποίες διέπλασαν,
γικό επίπεδο (τις λέξεις, χάρη στις οποίες γράφεται η ετε­ είναι ένα απαραίτητο στάδιο από το οποίο οφείλει να πε­
ρότητα). Έτσι, αποκαθίστανται τόσο «η γενική οργάνωση ράσει η εικονολογική ανάλυση, αποτελεί όμως την κατά­
του κειμένου» όσο και «οι κύριες στρατηγικές αφήγησης και ληξη και όχι το προοίμιό της ούτε το μοναδικό της στάδιο.
διόρθωσης του κειμένου», ακολουθώντας μια πορεία που Είναι γεγονός ότι οι αξιόλογες εικονολογικές μελέτες
δανείζεται τις αρχές τις από τη δομική ανθρωπολογία του ρίχνουν συνήθως το βάρος στο δεύτερο σημείο, στην
Claude Lévi-Strauss.32 Συνολικά, σχηματίζεται μια συγκεκρι­ κουλτούρα δηλαδή εντός της οποίας δημιουργήθηκε η ει­
μένη, πλην όμως όχι περιοριστική, αντίληψη για την εικόνα κόνα. Γι’ αυτό και οι εικονολογικές έννοιες μπορούν να
του ξένου, η οποία άπτεται σαφώς μιας περιορισμένης διε- ενταχθούν στη φιλοσοφική παράδοση αναφορικά με τη
πιστημονικότητας. Αυτά τα θεωρητικά συμπεράσματα χρή- φαντασία. Ωστόσο, γνωρίζουμε τις δυσκολίες οποιοσδή­
ζουν, ωστόσο, περαιτέρω διερεύνησης. Η συγγενής προς ποτε φιλοσοφικής διερεύνησης του ζητήματος της φαντα­
την εικόνα φιλοσοφική παράδοση -και κυρίως η ερμηνευ­ σίας. Παρ’ όλα αυτά, ο P. Ricœur όρισε τις σταθερές της.
τική του Paul Ricœur- θα μας επιτρέψουν να καταγράψουμε Μπορούμε να αναγάγουμε την εικονολογία στους δύο δια-
ταυτόχρονα τα όρια και το βεληνεκές τους. κριτούς άξονες: «από την πλευρά του αντικειμένου, στον
άξονα της παρουσίας και της απουσίας· από την πλευρά
II. ΘΕΩΡΗΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ του υποκειμένου, στον άξονα της σαγηνευμένης συνείδη­
Η εικόνα σης και της κριτικής συνείδησης».35
Για τη λογοτεχνική εικονολογία, κάθε εικόνα που μελετά- Στον πρώτο άξονα έρχονται αντιμέτωπες δύο «ακραίες
ται είναι εικόνα τού..., με μια τριπλή σημασία. Είναι εικόνα θεωρίες». Η εικόνα είτε «αναφέρεται στην πρόσληψη, της
του ξένου, εικόνα που προέρχεται από ένα έθνος (μια κοι­ οποίας δεν είναι παρά το ίχνος, με την έννοια της αποδυ­
νωνία, μια κουλτούρα) και, τέλος, εικόνα δημιουργημένη ναμωμένης παρουσίας» (θεωρία του Hume) είτε «προ­
από την ιδιαίτερη ευαισθησία ενός συγγραφέα. Με αυτόν σλαμβάνεται κυρίως σε σχέση με την απουσία, με το έτερο
τον τριπλό προσδιορισμό μπορούμε να έχουμε μια πρώτη του παρόντος» (θεωρία του Sartre). Αυτές οι θεωρίες αντι-
εξήγηση για τους δισταγμούς και τις αμφιταλαντεύσεις που διαστέλλονται, όπως η «αναπαραγωγική» και η «παραγω­
χαρακτηρίζουν τις απαρχές των μελετών της εικόνας. Στην γική» φαντασία.36 Βλέπουμε πώς αρθρώνονται εδώ οι εικο­
πραγματικότητα, ανάλογα με το σημείο στο οποίο εστιά­ νολογικές έννοιες: αφενός αυτές που θεωρούν την εικόνα
ζουμε ειδικότερα, καταλήγουμε σε πολύ διαφορετικά απο­ του ξένου μια αναπαραγωγή του εν λόγω ξένου, έτσι όπως
τελέσματα. Εάν δώσουμε βάρος στο πρώτο στοιχείο, ση­ τον εξέλαβε ένας συγγραφέας (το υπ’ αριθμόν ένα σημείο
μαίνει ότι επιμένουμε στον ρεαλισμό της εικόνας, ότι θε- μας), και αφετέρου εκείνες που αφήνουν το πρόβλημα της
αναφοράς σε δεύτερο πλάνο, θεωρώντας τη λογοτεχνική στούμε πάνω στο κοινωνικό φαντασιακό που περιβάλλει
αναπαράσταση μια δημιουργία και όχι μια αναδημιουργία, τη λογοτεχνική εικόνα του ξένου. Ξεκινώντας από τη με­
η οποία πόρρω απέχει από τις πρωταρχικές αντιλήψεις, οι λέτη του και μόνον, θα μπορούσαμε να διαπιστώσουμε εάν
οποίες έθεσαν σε λειτουργία τη διαδικασία που οδήγησε ο συγγραφέας έχει (συνειδητά ή ασυνείδητα) αναπαράξει
στην επεξεργασία της (τα σημεία υπ’ αριθμόν δυο και τρία). την τάδε ή τη δείνα σφαιρική αναπαράσταση είτε εάν έχει
Σύμφωνα με αυτά τα δύο τελευταία σημεία που έχουν προ- απομακρυνθεί ριζικά από κάθε σχήμα συλλογικού φαντα-
κριθεί, όπως έχουμε υπογραμμίσει, από τις εικονολογικές σιακού, έτσι ώστε να προβεί σε μια δημιουργική πράξη και
σπουδές, αρχής γενομένης από τον J.-M. Carré, ένας συγ­ κατ’ αυτόν τον τρόπο σε μια κριτική της πραγματικότητας.
γραφέας δεν βλέπει τον ξένο αλλά τον (ανα)δημιουργεί Συνεπώς, είναι δυνατόν να εντάξουμε την εικονολογία με­
σύμφωνα με την προσωπική του ευαισθησία.37 Πράγμα που ταξύ των θεωριών του φαντασιακού. Αφήνοντας κατά
σημαίνει ότι η εικονολογία εργάζεται πάνω στις μορφές της μέρος το ζήτημα του αντικειμένου αναφοράς,44 εργάζεται
δημιουργικής φαντασίας, πλησιάζοντας τη σαρτρική θεω­ με βάση το αξίωμα μιας παραγωγικής φαντασίας, η οποία
ρία και απομακρυνόμενη από τη θεωρία του Hume. Κατα­ (ανα)δημιουργεί κυριολεκτικά τον ξένο, σε αντίθεση με την
νοούμε έτσι καλύτερα την άρνηση της προβληματικής του εθνοψυχολογία, η οποία πασχίζει να αναπαραγάγει κυριο­
αντικειμένου αναφοράς που διατυπώνεται από τους ερευ­ λεκτικά την ξένη πραγματικότητα. Οι εικόνες που μελετά
νητές·38 η εικόνα του ξένου είναι κυρίως απουσία του ξένου ενδέχεται εξίσου να είναι κύημα ενός συγγραφέα τυφλω­
και παραγωγή ενός νέου, εύστοχου τρόπου αναφοράς σε μένου από τα στερεότυπα της κουλτούρας του, όσο και
αυτόν. Ποιου όμως; Αυτόν ακριβώς αναζητάμε στον δεύ­ ενός δημιουργού ο οποίος κρατιέται σε απόσταση από
τερο άξονα που παρουσιάζει ο P. Ricœur. αυτές τις ομαδικές αναπαραστάσεις. Τελικά, όμως, η νεω­
Οι φιλοσοφικές θεωρίες πράγματι «εκδιπλώνονται τεριστική δύναμη μιας εικόνας, δηλαδή η λογοτεχνικότητά
πάνω σε έναν δεύτερο άξονα, ανάλογα με το αν το υπο­ της, θα παραμένει στο περιθώριο που τη χωρίζει από το
κείμενο της φαντασίας είναι ή όχι ικανό να αποκτήσει μια σύνολο των συλλογικών (και άρα συμβατικών) αναπαρα­
κριτική συνείδηση της διαφοράς ανάμεσα στο φαντασιακό στάσεων που έχουν σμιλευθεί από την κοινωνία εντός της
και το πραγματικό». Σε αυτό το σημείο, ο βαθμός της πε­ οποίας γεννιέται.45 Δεν γίνεται άρα εμφανής παρά μόνον
ποίθησης μάς επιτρέπει να κατανείμουμε τις έννοιες της αφότου κάνουμε μια απαραίτητη λοξοδρόμηση προκειμέ-
εικόνας κατά μήκος του άξονα. Στο ένα άκρο, η εικόνα νου να διερευνήσουμε το κοινωνικό φαντασιακό.
«περνιέται για το πραγματικό»: «είναι η δύναμη του ψεύ­
δους και του λάθους την οποία καταδικάζει o Pascal».39 Στο Το κοινωνικό φαντασιακό
άλλο άκρο, «όπου η κριτική απόσταση έχει πλήρη επί­ Η μελέτη του κοινωνικού φαντασιακού αντιπροσωπεύει την
γνωση του εαυτού της, η φαντασία είναι το καθαυτό εργα­ ιστορική διάσταση της εικονολογίας. Εδώ, επομένως, δεν
λείο της κριτικής του πραγματικού. Η κατά Husserl υπερ- προάγονται οι λογοτεχνικές αναπαραστάσεις έναντι όλων
βατολογική αναγωγή, ως ουδετεροποίηση της ύπαρξης, των υπολοίπων. Έννοια φιλοσοφική και ιστορική, το κοινω­
συνιστά την πληρέστερη εξεικόνισή της».40 Εδώ περνάμε νικό φαντασιακό νοείται κυρίως ως «αδιάλειπτη και ουσια­
στο δεύτερο σημείο που προαναφέραμε (η εικόνα που στικά απροσδιόριστη δημιουργία (ιστορικοκοινωνική και ψυ­
προκύπτει από...). Όμως, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο χική) των μορφών/σχημάτων/εικόνων, αποκλειστικά βάσει
λογοτέχνης δεν βρίσκεται σε λιγότερο δύσκολη θέση από των οποίων μπορεί να γίνει λόγος για “ κάποιο πράγμα” . Αυτό
τον φιλόσοφο. Και αυτό, διότι η παραγωγή όπως και η πρό­ που ονομάζουμε “ πραγματικότητα” και “ ορθολογικότητα”
σληψη του κειμένου επιτρέπουν τόσο ένα επίπεδο συνεί­ συνιστούν έργο της».46 Κάθε αναπαράσταση του ξένου εν­
δησης το οποίο θεωρεί πραγματικό κάτι που μια άλλη συ­ δέχεται να έχει τις ρίζες της σε ανάλογα βάθη. Ο ιστορικός
νείδηση41 δεν θεωρεί, όσο και μια «πράξη διάκρισης» της λογοτεχνίας μπορεί, ωστόσο, να επιτρέψει στον εαυτό
«μέσω της οποίας μια συνείδηση τοποθετεί κάποιο του να ταυτίσει τον ξένο με τη σφαίρα της πολιτισμικής ζωής
πράγμα σε απόσταση από το πραγματικό, και παράγει έτσι και να τον ορίσει ως «το σύνολο των συλλογικών αναπαρα­
την ετερότητα στην ίδια την καρδιά της εμπειρίας της».42 στάσεων που ανήκουν σε μια κοινωνία (σε μια εθνική, θρη­
Τι κοινό, όμως, υπάρχει ανάμεσα σε αυτή την τελευταία σκευτική, εργασιακή, εκπαιδευτική, κ.ά., ομάδα), όσων την
πράξη «που έχει σε μεγάλο βαθμό συνείδηση του εαυτού απαρτίζουν καθώς και όσων την καθορίζουν».47
της»,43 και στο προηγούμενο επίπεδο σύγχυσης; Καταλή­ Κατά τη μελέτη του κοινωνικού φαντασιακού πρέπει να
γουμε εδώ στην ίδια απορία όπου οδηγήθηκε και η φιλο­ εξετάσουμε πολλά επίπεδα: αυτό της κοινής γνώμης (οι
σοφική θεωρία. Κι αυτό, γιατί ο τρόπος με τον οποίο ένας εργασίες του René Rémond, λόγου χάρη, αναφορικά με τις
συγγραφέας (ή ένας αναγνώστης) εκλαμβάνει την ξένη Ηνωμένες Πολιτείες απέναντι στη γαλλική κοινή γνώμη,
πραγματικότητα δεν είναι άμεσος αλλά διαμεσολαβημένος από το 1815 μέχρι το 1852, ή πιο εξειδικευμένες, αυτές
από τις φαντασιακές αναπαραστάσεις της ομάδας ή της του William J. Griswold, The Image o f the Middle-East in
κοινωνίας στην οποία ανήκει. Εξού και η ανάγκη να εργα- Secondary School Textbooks),48 αυτό του πνευματικού
βίου (για παράδειγμα, η εργασία του Johannes Haas-Heye μπορεί, τέλος, να φανεί εντελώς εκκεντρικός αναφορικά
πάνω στην πρόσληψη της Γερμανίας49 από σύγχρονους με τις συλλογικές αναπαραστάσεις -πώς να συνδέσει κα­
διανοούμενους και διπλωμάτες) και τέλος, το επίπεδο των νείς, άραγε, την Ασία της Marguerite Duras με την όποια
συμβολικών αναπαραστάσεων (λογοτεχνικών και παραλο- σύγχρονη οπτική αυτής της ηπείρου; Αρμόζει, επομένως,
γοτεχνικών).50 Και όντως, η μελέτη αποκαλύπτει συχνά διά­ να εξετάσουμε για κάθε περίπτωση την κατάσταση του
φορες κοινωνικές ομάδες, οι οποίες κατασκευάζουν ανα­ συγγραφέα και τον τρόπο με τον οποίο δημιουργεί, προ-
παραστάσεις του ξένου που διατρέχουν τα διάφορα επί­ κειμένου να διαπιστώσουμε τι απορρέει από την προσω­
πεδα του κοινωνικού φαντασιακού. Έτσι, η Γερμανία του πική του έκφραση, από το «ταμπεραμέντο» του, και τι από
γαλλικού 19ου αιώνα, η κατά tov J.-M. Carré «Germania», τις μορφές του συλλογικού φαντασιακού. Έστω και εάν
είναι πότε η «πολιτεία των Μουσών» με τη Mme de Staël, δεν μπορούμε να προτείνουμε κάποιον κανόνα αναφορικά
και πότε η πατρίδα του ρομαντισμού για τους ποιητές της με τη σχέση κοινωνικό φαντασιακό-λογοτεχνική εικόνα,
Παλινόρθωσης, άλλοτε πάλι το ιερόν της μεταφυσικής μπορούμε τουλάχιστον να προσπαθήσουμε να εισηγη-
σύμφωνα με τον Victor Cousin, είτε ο ναός του παρελθό­ θούμε μια τυπολογία των αναπαραστάσεων του ξένου.
ντος χάρη στον Michelet, ή ακόμη ο οίκος της επιστήμης
κατά τα λεγάμενα του Renan και του Taine, και τέλος, η Ιδεολογία και ουτοπία
Walhalla της μουσικής, η συντονισμένη με τις επιθυμίες Στο έργο του Essais d’herméneutique, ο P. Ricoeur ξεκινά
των συμβολιστών και των παρακμιακών. Έστω και εάν όλες από τη διαπίστωση ότι η ποικιλομορφία των κοινωνικών
αυτές οι αναπαραστάσεις αφορούν κυρίως την πνευματική φαντασιακών πρακτικών μπορεί να γίνει αντιληπτή ανά­
ζωή και τη λογοτεχνία, συνάμα παραπέμπουν και σε πλα­ μεσα σε δύο πόλους: στην ιδεολογία και την ουτοπία.
τύτερα στρώματα της κοινωνικής ζωής. Όπως επισημαίνει Αυτές οι «ανταγωνιστικές και ημιπαθολογικές μορφές του
oJ.-M. Carré, η εικόνα της φιλελεύθερης, φιλομαθούς και κοινωνικού φαντασιακού» μπορούν να μελετηθούν επί τη
επιστημονικά καταρτισμένης Γερμανίας δεν ανταποκρίνε- βάσει του κοινού κριτηρίου της «αναντιστοιχίας προς την
ται λιγότερο στα ιδεώδη των φιλελεύθερων του 1848, ιστορική και κοινωνική πραγματικότητα».54
επειδή μας την έχει κληροδοτήσει ο Michelet. Τίθεται, επο­ Όσον αφορά το ιδεολογικό φαινόμενο, ο P. Ricoeur ανα­
μένως, το ζήτημα των σχέσεων μεταξύ λογοτεχνίας και πτύσσει τρία επίπεδα νοήματος που αντιστοιχούν σε τρία
κοινωνικού φαντασιακού, ζήτημα που χαρακτηρίζει την εννοιολογικά επίπεδα. Περνάμε επί τροχάδην το πρώτο (το
κοινωνιολογία της λογοτεχνίας, και κυρίως την κοινωνιο- μαρξιστικό, της ιδεολογίας ως φαινόμενο διαστέβλω-
σημειωτική. Ο Daniel Madelénat φρόντισε να μας υπενθυ­ σης/απόκρυψης) και το δεύτερο επίπεδο (της ιδεολογίας
μίσει πρόσφατα τους κινδύνους που καιροφυλαχτούν πίσω που νοείται ως νομιμοποίηση της εξουσίας) για να σταθούμε
από κάθε κοινωνιοσημειωτική προσέγγιση: τη «μαζική και στο τρίτο και βασικότερο επίπεδο. Εδώ, η ιδεολογία συν­
υποχρεωτική κατάφαση» και την «κατά παραγγελία κατα­ δέεται με «την αναγκαιότητα οποιοσδήποτε ομάδας να πα­
σκευή “ οπτικών του κόσμου” ».51 Η εικονολογία βρίσκεται ράσχει στον εαυτό της μια εικόνα τ ου εαυτού της, να “ αυτό-
εκτεθειμένη σε αυτούς τους κινδύνους. Κι αυτό συμβαίνει αναπαρασταθεί” , με τη θεατρική σημασία της λέξης, να
επειδή οι τομείς της κοινής γνώμης ή του πνευματικού βίου θέσει εαυτόν στο παιχνίδι και στη σκηνή».55 Επιτελεί μια
διατηρούν πιο ξεκάθαρες σχέσεις με το κοινωνικό φαντα- «λειτουργία ενσωμάτωσης» που δεν εμφανίζεται πουθενά
σιακό απ’ ό,τι με το λογοτεχνικό φαντασιακό. Ο Georges καλύτερα παρά στις «επιμνημόσυνες τελετές, χάρη στις
Ascoli μπόρεσε να συνάγει με ακρίβεια τις αναπαραστά­ οποίες μια οποιαδήποτε κοινότητα αναβιώνει τρόπον τινά
σεις που έχουν σχηματίσει οι Γάλλοι για τη Μεγάλη Βρε­ τα γεγονότα τα οποία θεωρεί ιδρυτικά της ταυτότητάς
τανία και τη θέση τους στην κουλτούρα της εποχής.52 Η της».56 «Είναι, επομένως, λειτουργία της ιδεολογίας να χρη­
σχέση, όμως, του έργου (ή του συγγραφέα) με τις συλλο­ σιμεύει ως σκυτάλη για τη συλλογική μνήμη, έτσι ώστε η αρ­
γικές εικόνες είναι πολύ πιο δυσδιάκριτη. Ένας συγγρα­ χική αξία των ιδρυτικών γεγονότων να γίνεται αντικείμενο
φέας μπορεί να συμβάλει στην καθιέρωση κάποιου μύθου πίστης ολόκληρης της ομάδας».57 Έτσι, το ιδεολογικό φαι­
στην κοινή γνώμη -όπως έκαναν οι γάλλοι φιλόσοφοι του νόμενο ενσωματώνεται στην πλέον στοιχειώδη κοινωνική
18ου αιώνα, διαδίδοντας στη χώρα τους αυτό που ο Α. σχέση, γίνεται εξιδανικευμένη ερμηνεία μέσω της οποίας η
Lortholary ονόμασε «μύθο του Μεγάλου Πέτρου» ή «τον ομάδα αναπαριστά την ύπαρξή της και άρα ενδυναμώνει την
θρύλο της Αικατερίνης», εν ολίγοις μια «ρωσική οφθαλμα­ ταυτότητά της.58 Η ιδεολογία ορίζεται, επομένως, λιγότερο
πάτη»- έχει τη δυνατότητα να ανασκευάσει έναν ήδη κα­ από κάποιο περιεχόμενο και περισσότερο από αυτή τη λει­
τεργασμένο μύθο -όπως έκαναν οι μαύροι αμερικάνοι συγ­ τουργία ενσωμάτωσης που επιτελεί για μια δεδομένη
γραφείς ανατρέχοντας σε εικόνες της Αφρικής, της μυ­ ομάδα. Βλέπουμε, λοιπόν, πώς μια αναπαράσταση του ξένου
στηριώδους και γόνιμης γης, με σκοπό να τις προσανατο­ μπορεί να χαρακτηριστεί ιδεολογική. Πρόκειται για μια ει­
λίσουν προς μια νέα μυθική εκδοχή, εκείνη της ελεύθερης κόνα «που ενσωματώνει» την ετερότητα, που επιτρέπει μια
και σαγηνευτικής επικράτειας από την οποία κατάγονται-53 ανάγνωση του ξένου με αφετηρία τις αντιλήψεις της ομά-
δας σχετικά με ό,τι αποτελεί την καταγωγή της, την ταυτό­ γήσει μια ριζική ετερότητα. Τείνει, έτσι, να προκρίνει την ξε-
τητά της και διασφαλίζει τη θέση της μέσα στην ιστορία του νότητα έναντι της ταυτότητας της ομάδας (διατρέχοντας τον
κόσμου. Η εν λόγω εικόνα θα προσπαθήσει να προκρίνει κίνδυνο να εξιδανικεύσει τον Άλλο). Η Ασία, όπως την πα­
την υποτιθέμενη ταυτότητα της ομάδας έναντι της αναπαρι- ρουσιάζει ο Hermann Hesse στο Die Morgenlandfahrt
στάμενης ετερότητας (ριψοκινδυνεύοντας να περιπέσει στο (1931) και κυρίως στον Siddhartha (1922), είναι χαρακτηρι­
στερεότυπο της εξωτικότητας). Ένα παράδειγμα (μεταξύ στικό δείγμα ουτοπικής οπτικής. Ο συγγραφέας, κατά το
δεκάδων άλλων!) ιδεολογικής ερμηνείας του ξένου μάς πα­ παράδειγμα του Keyserling, αναζητούσε στην ήπειρο αυτή
ρέχει η γαλλική αναπαράσταση που διατηρεί η Γαλλία για τις πηγές ενός πολιτισμού ικανού να συμφύρει την υλιστική
την Ισπανία του 18ου αιώνα. Η χώρα αυτή στην πραγματι­ και διανοητική υπερβολή της Δύσης με την πνευματικότητα
κότητα κρίνεται με γνώμονα τον Διαφωτισμό που θεωρείται μιας εξαιρετικά παθητικής Ανατολής, σε μια αρμονική σύν­
μια αποκλειστικά γαλλική πνευματική δυναμική. Οι Ισπανοί θεση.64 Αυτή η αντίδραση, την οποία μπορούμε να χαρα­
θεωρούνται μυστήριο έθνος που αγνοεί τα οφέλη της φιλο­ κτηρίσουμε συνολικά αντιορθολογική, μετατοπίζεται προς
σοφικής επιρροής. Γίνονται, κατά τη γαλλική «συνείδηση», την ασιατική παραδοξότητα (και ιδίως προς τον συμβολι­
ένα είδος αρνητικού ιδεώδους που συνδυάζει οικονομική σμό και τη βουδιστική πνευματικότητά της) με σκοπό να
υπανάπτυξη, παρορμητικότητα, έλλειψη κριτικής απέναντι ανατρέψει τις μάλλον αρνητικές αντιλήψεις που ανήκουν στη
στην εκκλησιαστική και την κοσμική εξουσία, προσανατολι­ δική της κουλτούρα. Διακηρύσσει έτσι την ουτοπική της λει­
σμό προς μια φεουδαρχική αριστοκρατία, με έναν λόγο το τουργία, σαφώς εξεζητημένη συγκριτικά με τα κυρίαρχα
αντίθετο ακριβώς αυτού του πεφωτισμένου -τουλάχιστον συμβολικά σχήματα τη Γερμανίας εκείνης της εποχής.
όσον αφορά την ελίτ το υ - έθνους που είναι η Γαλλία (βλ. τις Εάν ακολουθήσουμε τον Ρ. Ricceur, οφείλουμε να πα­
εργασίες του D.-H. Pageaux). Αντιλαμβανόμαστε σαφώς στο ραδεχτούμε ότι το κοινωνικό φαντασιακό στηρίζεται «στην
σημείο αυτό την ιδεολογική ερμηνεία που αξιώνει μια γαλ­ ένταση ανάμεσα σε μια λειτουργία ένταξης και σε μια λει­
λική ταυτότητα ουσιαστικά προσδιορισμένη από τον Δια­ τουργία ανατροπής»,65 ανάμεσα σε έναν ιδεολογικό και σε
φωτισμό και η οποία, ξεκινώντας από αυτή την αντίληψη, έναν ουτοπικό πόλο. Πώς, όμως, βοηθάει αυτή η διάκριση
αντιπροσωπεύει την ετερότητα αναφορικά με την ιστορία τη λογοτεχνική εικονολογία; Εάν αυτός ο διαχωρισμός είναι
που έχει κατασκευάσει για τον εαυτό της. Επομένως, ο θεμελιώδης, όπως θεωρούμε, κάθε εικόνα του ξένου -σ υ­
ξένος εγκλιματίζεται βάσει μιας ξεχωριστής οπτικής της μπεριλαμβανομένων και εκείνων της λογοτεχνικής μυθο­
σύγχρονης γαλλικής ιδιαιτερότητας. Εντούτοις, κατά τη διε- πλασίας- εγγράφεται ανάμεσα στους δύο πόλους της φα-
ρεύνηση του ιδεολογικού φαινομένου, «η διπολική σχέση ντασιακής πρακτικής. Η πολλαπλότητα της ετερότητας γί­
ιδεολογίας-ουτοπίας είναι αυτή η οποία εξηγεί ταυτόχρονα νεται πάντοτε αντιληπτή μεταξύ ιδεολογίας και ουτοπίας
την πρωταρχική της λειτουργία και τον παθολογικό τρόπο (έννοιες που χρησιμοποιούνται με μια περιγραφική και όχι
που της προσιδιάζει».59 πολεμική χροιά, όπως συνηθίζεται). Η διαπίστωση αυτή επι­
Εξίσου όσο και η ιδεολογία, η ουτοπία δεν ορίζεται από τρέπει να εξετάσουμε το ενδεχόμενο μιας τυπολογίας των
το περιεχόμενό της. Όντας, ωστόσο, ένα απαραίτητο συ­ εικόνων του ξένου, με γενική αρχή τη διάκριση μεταξύ ιδε­
μπλήρωμα του ιδεολογικού φαινομένου, εκδιπλώνεται σε ολογίας, που ξαναπεριγράφει τον ξένο προς την κοινωνία
τρία επίπεδα νοήματος, από τα οποία μας ενδιαφέρει το με τους ίδιους τους όρους αυτής της κοινωνίας, της ουτο­
βασικότερο: η ουτοπία αμφισβητεί ουσιαστικά την πραγ­ πίας, που κάνει το ίδιο πράγμα αλλά με όρους εκκεντρι­
ματικότητα, τη στιγμή που η ιδεολογία την προφυλάσσει κούς, προσαρμοσμένους στην ξεχωριστή ιδέα που ένας
και τη συντηρεί. Είναι «λειτουργία της κοινωνικής ανατρο­ συγγραφέας (ή μία ομάδα) σχηματίζει για την ετερότητα.
πής».60 Ο Karl Mannheim, από τον οποίο εμπνέεται ο Ρ. Οι ιδεολογικές εικόνες (ή αναπαραστάσεις) χαρακτη­
Ricœur, το είχε διαβλέψει επακριβώς, ορίζοντάς την ως ρίζονται άρα από την ενταξιακή τους λειτουργία στην
«μια απόκλιση ανάμεσα στο φαντασιακό και το πραγματικό, ομάδα (την κοινωνία, την κουλτούρα). Παρουσιάζουν τον
η οποία συνιστά απειλή για τη σταθερότητα και τη διάρκεια ξένο σύμφωνα με μια κυρίαρχη ερμηνεία της ομάδας που
αυτού του πραγματικού».61 Κατ’ αυτήν την έννοια, ο θεμε- αφορά τις καταβολές, τη φύση και τη θέση του στην ιστο­
λιωδώς θετικός της χαρακτήρας έγκειται στο να «διατηρεί ρία. Προβάλλοντας τις θεμελιώδεις αξίες της ομάδας ανα­
ανοιχτό το πεδίο του δυνατού»62 και να «διατηρεί την από­ φορικά με την ετερότητα, την καταργούν, την ακυρώνουν
σταση ανάμεσα στην ελπίδα και την παράδοση».63 ή τη δαμάζουν προσαρμόζοντας την πραγματικότητά της
Επιπλέον, μια εικόνα του ξένου μπορεί να θεωρηθεί ου­ στα ισχύοντα εντός της ομάδας συμβολικά σχήματα. Τρία
τοπική άπαξ και λοξοδρομήσει προς την ετερότητα, πα- παραδείγματα, δανεισμένα από διαφορετικές λογοτεχνίες
ρουσιάζοντάς την ως μια εναλλακτική κοινωνία, πλούσια σε και εποχές, θα μας επιτρέψουν να ξεκαθαρίσουμε την έν­
δυνατότητες τις οποίες έχει απωθήσει η ομάδα. Εικόνα ανα­ νοια της ιδεολογικής εικόνας.
τρεπτική, με την έννοια ότι απομακρύνεται από τις αντιλή­ Στη μελέτη του για το σύγχρονο ιαπωνικό μυθιστό­
ψεις της ίδιας της κουλτούρας της, με στόχο να δημιουρ- ρημα,66 ο Nagao Nishikawa δείχνει ότι η μυθοπλαστική
αναπαράσταση που είχαν οι Ιάπωνες για τους Αμερικάνους γραφ είς-οι D.-H. Lawrence, Graham Greene και Malcolm
μεταπολεμικά πρέπει να γίνει αντιληπτή σε συνάρτηση με Lowry- κατασκευάζουν τη μεξικάνικη ουτοπία.75 Εγκατα-
την περίοδο της αμερικανικής κατοχής στην Ιαπωνία (που λείποντας τη χώρα τους, ενώ αυτή σπαράσσεται από μια
διήρκεσε έως το 1952). Ελάχιστα έργα έχουν ως κύριο οικονομική και ηθική κρίση, βρίσκουν στο Μεξικό μια γη
θέμα αυτήν την κατοχή, οι Αμερικάνοι ωστόσο είναι πα- της αποκάλυψης.76 Αντίθετα με τα αυτοκρατορικά στερε­
ρόντες σε πολλά μυθιστορήματα από το 1945 ενώ τα αφη- ότυπα που βρίθουν στη λογοτεχνία της εποχής, εκείνοι
γη ματολογικά χαρακτηριστικά που τους αποδίδονται εξη­ εξυψώνουν το Μεξικό στη σφαίρα του μεταφυσικού τόπου
γούνται πρωτίστως από αυτή την καθοριστική εμπειρία. (Lawrence), σε «τόπο πίστης και πόνου» (Greene) ή σε
Έτσι λοιπόν, o Nobuo Kojinna παρουσιάζει πρόσωπα μι- «αιώνιο σύμβολο του κόσμου» (Lowry).77 Πράγματι, σύμ­
κτογενή, ταυτόχρονα Ιάπωνες και Αμερικάνοι, διχασμένα φωνα με τον D. Veitch: «Ανακαλύπτοντας το Μεξικό και
ανάμεσα στις δύο τους πατρίδες.67 Στις αναπαραστάσεις τη γεωγραφία του, χαρτογραφούσαν τα όρια εντός
αυτές μπορούμε «να βρούμε την πραγματική εικόνα του τους».78 Το Μεξικό αποτελούσε γι’ αυτούς τη «μυθική
ταπεινωμένου Ιάπωνα την εποχή της Κατοχής».68 Αυτό το Απάντηση»,79 μια εικόνα ουτοπική στο μέτρο που απο­
ανάμεικτο συναίσθημα το ξανασυναντάμε σε έναν νεότερο στασιοποιείται από κάθε συμβατική βρετανική αναπαρά­
συγγραφέα, τον Kenzaburo Oe, του οποίου οι εικόνες για σταση. Αυτό «το μυθοπλαστικό μεξικάνικο τοπίο» αποκα­
τον Αμερικάνο ταλαντεύονται ανάμεσα στην ειδυλλιακή λύπτει το μυστήριο μιας ετερότητας, χάρη στην οποία οι
απεικόνιση μιας συμφιλίωσης69 και τις ταπεινωτικές κατο­ συγγραφείς είχαν την ευκαιρία να εξερευνήσουν βαθύτερα
χικές μνήμες.70 Η αυτο-ερμηνεία μιας τραυματισμένης «την terra incognita του εαυτού τους».80 Βλέπουμε, επο­
χώρας που αναρωτιέται για το παρελθόν της προβάλλεται μένως, πώς απομακρύνεται η ουτοπία από τους φραγμούς
στον βορειοαμερικάνο ξένο, καθιστώντας το εν λόγω πρό­ της κυρίαρχης ιδεολογίας προκειμένου να «αναγνώσει» μια
σωπο ένα απλό μέσο ενδοσκόπησης. Αυτός ο λόγος για το ξένη χώρα υπό ένα καινούργιο φως.
ίδιο του το γίγνεσθαι, που προσαρμόζει την ετερότητα Κατά βάθος, η διάκριση ανάμεσα στην ιδεολογική και
χωρίς να ενδιαφέρεται καθόλου γι’ αυτήν, είναι σαφώς ιδε­ την ουτοπική εικόνα του ξένου είναι ανάλογη της διαφοράς
ολογικής τάξης. Την ίδια εποχή, αν και σε διαφορετική λο­ ανάμεσα στις λατινικές αντωνυμίες alter και alius, μεταμ­
γοτεχνία και άλλα ήθη, το γαλλικό κατασκοπικό μυθιστό­ φιεσμένη πίσω από τη μετα-κατηγορία της ετερότητας και
ρημα μετά το 1945 παρουσιάζει τον Τρίτο Κόσμο σαν μια τη συνήθως ενιαία τους σύγχρονη απόδοση ως άλλος.
επικράτεια βίας, χάους και κομμουνιστικών συνωμοσιών ALTER είναι ο έτερος ενός ζεύγους, ιδωμένος υπό μια αυ­
(από τον J. Bruce έως τον Gérard de Villers). Δεν είναι κα­ στηρά σχετική διάσταση όπου ορίζεται μία ταυτότητα και
θόλου δύσκολο να διακρίνουμε πίσω από αυτά τα εξωτικά άρα το αντίθετό της. ALIUS είναι ο αόριστος άλλος, το δια­
και περιπετειώδη στερεότυπα τη νοσταλγία της Γαλλίας για φορετικό της ταυτότητας και κάθε στοιχείου που συνδέε­
την παρελθούσα αποικιοκρατική τάξη και έναν -ιδεολο­ ται με αυτήν, μακριά από κάθε εύκολο συνειρμό, ο ουτο­
γικό- στοχασμό πάνω στο θέμα του χαμένου μεγαλείου.71 πικός άλλος. Ο Έτερος (ALTER) εντάσσεται σε μια αντί­
Τέλος, ο Jean Méral κατέδειξε επιτυχώς πώς μεταπλά­ ληψη του κόσμου με κέντρο του την ομάδα· ο Άλλος
στηκε το Παρίσι των αμερικάνων συγγραφέων από μυ­ (ALIUS) είναι απομακρυσμένος, έκ-κεντρος (και άρα εκ­
στηριώδης πόλη, σκηνικό των αστυνομικών δολοπλοκιών κεντρικός) και στο στόχαστρο, καθότι περιπλανώμενος
του 19ου αιώνα,72 σε πόλη παρακμάζουσα και διαφθαρ- εκτός της ομάδας. Ο Έτερος (ALTER) είναι μια αντανά­
μένη (Dos Passos, Hemingway), και στη συνέχεια σε τόπο κλαση του πολιτισμού της ομάδας· ο Άλλος (ALIUS) είναι
εσωτερικής εμπειρίας (Henry Miller, Anaïs Nin) ώσπου, μια ριζοσπαστική της άρνηση.81
τέλος, να εκλείψει από τη σφαίρα των ενδιαφερόντων των Θα ήταν εσφαλμένο να πιστέψουμε ότι τα δύο φαινό­
συγγραφέων της αντίπερα όχθης του Ατλαντικού. Παρα­ μενα είναι αντίστροφα: στην ουσία εμπλέκονται διαλεκτικά.
τήρησε κυρίως σε ποιο βαθμό αυτή η πλασματική μητρό­ Η πλέον άστατη ουτοπία (ALIUS) ενέχει μια διάσταση αντι-
πολη είναι τυπικά αμερικάνικη, επιφανειακά παρουσια­ προτύπου ως προς τις κοινωνικές αξίες και μπορεί, ως τέ­
σμένη (όσον αφορά την πραγματικότητα) σύμφωνα με τις τοια, να συνδεθεί με την κουλτούρα της ομάδας· η πλέον
συγκεκριμένες αξίες που πρόβαλαν οι αγγλοσάξονες δη­ αναδιπλασιαστική ιδεολογία (ALTER) μπορεί να ανασύρει
μιουργοί πάνω στη γαλλική ετερότητα.73 τη διαφορετικότητα στην καρδιά της έξαρσης των από­
Απεναντίας, οι ουτοπικές αναπαραστάσεις λειτουργούν ψεων της ομάδας. Η ουτοπία του «καλού άγριου» αποτέ-
ανατρεπτικά ως προς τις αξίες της ομάδας. Εκφάνσεις του λεσε, λοιπόν, ένα παράδειγμα της ξενότητας που εμφανί­
ξένου που υποστηρίζονται από την επιθυμία μιας ριζικά στηκε μέσα στη λογοτεχνία, αλλά επίσης ένα αντι-πρότυπο
άλλης κοινωνίας74 αποτελούν εκκεντρικές αναπαραστάσεις που εξυπηρετούσε την κριτική των ευρωπαϊκών αξιών
συγκριτικά με τα συμβολικά σχήματα της ομάδας. Αναπέ- (Diderot, Supplement au voyage de Bougainville). Ουτοπι­
μπουν κατά κάποιο τρόπο τον ξένο στην ετερότητά του. κές τάσεις που προορίζονται να μετακινηθούν προς τον
Έτσι, τον 20ό αιώνα, στον Μεσοπόλεμο, τρεις άγγλοι συγ- Άλλο και ιδεολογικές επανερμηνείες, σύμφωνα με τα κρι-
τήρια της γαλλικής φιλοσοφικής ανάγνωσης, εδώ συνο­ νολογίας φαίνεται στο γεγονός ότι φιλοδοξεί να είναι ιστο­
ρεύουν. Να, λοιπόν, για ποιο λόγο δεν μπορεί να αποφα- ρία των διεθνών σχέσεων και ιστορία της λογοτεχνίας, με­
σιστεί παρά μόνον κατόπιν εορτής εάν κάποια εικόνα του λέτη της διαλεκτικής ταυτότητας/ετερότητας στο πολιτι­
ξένου είναι ουτοπική ή ιδεολογική. σμικό και το λογοτεχνικό πεδίο, κοντολογίς έρευνα που
Ένα σαφέστατο παράδειγμα της διάκρισης υποστηρίζεται από τη μόνιμη (και γόνιμη) ένταση της γε­
ALTER/ALIUS μάς παρέχει η αντιπαραβολή δύο αντιλή­ νικής και συγκριτικής γραμματολογίας ανάμεσα στον οι-
ψεων περί εξωτισμού, στα τέλη του 19ου και τις αρχές του κουμενισμό της θεωρίας και τη λόγια εξειδίκευση. Μπο­
20ού αιώνα: αφενός του Pierre Loti, ο οποίος, θρηνώντας ρούμε, άρα, ορθά να τη χαρακτηρίσουμε ιστορία των ψευ­
τη χαμένη Ωκεανία ή Ανατολή, αναπαράγει τις φαντασιώ­ δαισθήσεων αναφορικά με τον ξένο. Αρκεί απλώς να πα­
σεις των Γάλλων γύρω από την Ανατολή σύμφωνα με μια ρατηρήσουμε ότι οι τελευταίες δεν είναι παρά η ανάποδη
αναχρονιστική, ρομαντική ιδεολογία και αφετέρου του Vic­ όψη των ψευδαισθήσεων που τρέφουμε για τον εαυτό μας,
tor Segalen, ο οποίος ονειρεύεται μια «αισθητική της πο­ προκειμένου να καταλάβουμε ότι σε αυτό το σημείο αγγί­
λυμορφίας» που αναδημιουργεί μια διαρκώς απρόσιτη ετε­ ζουμε την ίδια την ουσία κάθε λογοτεχνίας.
ρότητα.82 Η πανομοιότυπη διαπίστωση για τον εξωτικό
κόσμο που χάνεται οδηγεί σε μια μυθοπλασία του Ετέρου μτφρ. Ευγενία Γραμματικοπούλου
(ALTER), του εξημερωμένου ξένου ή στην ποίηση της μο­
ναδικής διαφοράς, του Άλλου (ALIUS). Το Le Mariage de ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
Loti ή το Aziyadé βρίσκονται στον ένα πόλο, το Les Im­ 1 Σ.τ.μ.: Το άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε με τον τίτλο «L’imagologie
Littéraire: essai de mise au point historique et critique», Revue
mémoriaux ή το Stèles κατά μία έννοια στον αντίποδα.
de Littérature comparée 263 (Ιούλ.-Σεπτ. 1992), σ. 271-287.
Μέσα από τις εικόνες τους μπορούμε να κατανοήσουμε 2 Yves Chevrel, La Littérature comparée, P.U.F., Que-sais je?, Πα­
όλη την εξωτική ποικιλομορφία της εποχής εκείνης. ρίσι 1989, σ. 25-26.
Έχουμε την εντύπωση ότι αυτή η διάκριση ανάμεσα 3 Mercure de France, 1802.
4 Κυρίως το έργο της με τον αποκαλυπτικό τίτλο De la littérature
στην ιδεολογική και την ουτοπική εικόνα -ALTER/ALIUS-
considérée dans ses rapports avec les institutions sociales, 1800.
έχει το πλεονέκτημα ότι βασίζεται σε ένα ορθολογικά αντι­ 5 Οι παράγοντες αυτοί είναι η φυλή, το περιβάλλον και η χρονική
ληπτό κοινωνικό φαντασιακό, ότι εκλαμβάνει τη λογοτε­ στιγμή (πρβλ. Introduction à l ’histoire de la littérature anglaise,
χνική εικόνα σε σχέση με αυτό το φαντασιακό και ότι ορί­ 1863).
6 H ανάπτυξη της λογοτεχνίας (Literary growth) ακολουθεί ως εξής:
ζει τις εικόνες του ξένου όχι πια βάσει του -εξαιρετικά ποι­
«Η σταδιακή εξάπλωση της κοινωνικής ζωής, από τη φυλή στην
κίλου-83 περιεχομένου τους, αλλά βάσει της λειτουργίας πόλη, από την πόλη στο έθνος, από αυτές τις δυο στην κοσμο­
τους. Για τους τρεις παραπάνω λόγους, μπορεί να ισχυρι­ πολίτικη ανθρωπότητα» (Comparative Literature, 1886, σ. 86).
στεί ότι επιτελεί, ως έναν βαθμό, μια λειτουργική αξία. 7 P. Van Tieghem, La Littérature comparée, A. Colin, Παρίσι 1931,
Τόσο η γενεαλογία όσο και η θεωρία μάς επιτρέπουν σ. 5.
8 Στο κλασικό του έργο του 1931, ο P. Van Tieghem ούτε που ανα­
να το επιβεβαιώσουμε: η εικονολογία, αποτέλεσμα εξήντα
φέρει την εικονολογία ανάμεσα στις «Μεθόδους και τα αποτε­
περίπου χρόνων συγκριτολογικών μελετών, μπορεί να καυ- λέσματα της Συγκριτικής Γραμματολογίας». Οι διεθνείς λογοτε­
χηθεί ότι διαθέτει ικανοποιητική συνοχή. Πρόκειται για μια χνικές ανταλλαγές εκλαμβάνονται συνεπώς με τους όρους
θεμελιώδη ιδέα που διέπει κάθε κουλτούρα και κάθε λο­ «τύχη», «επιτυχία», «επιρροή» ή «μίμηση».
9 M.S. Ficher, Nationale Images als Gegenststand Vergleichender
γοτεχνία, αναπτύσσει μια αντίληψη της εικόνας του ξένου,
Literaturgeschichte-Untersuchungen zur Entstehung Komparati-
μακριά από τις απορίες της φιλοσοφικής θεωρίας περί φα­ stischen Imagologie, «ιδρυτές», βλ. κυρίως F. Baldenspenger: La
ντασίας, χωρίς να περιπίπτει στην απλοϊκότητα μιας ερμη­ littérature: création, succès, durée, Παρίσι 1913.
νείας με όρους της αντανάκλασης του κοινωνικού φαντα- 10 Πρόλογος στο M.-F. Guyard, La Littérature comparée, PUF, Que
sais-je?, Παρίσι 1951, σ. 6.
σιακού. Θεωρεί ότι κάθε εικόνα είναι οφθαλμαπάτη, με την
I I Boivin et Cie, Παρίσι 1947.
έννοια ότι ξαναπεριγράφει την ξένη προς την κοινωνία 12 M.-F. Guyard, La Littérature comparée, ό.π., σ. I I I .
πραγματικότητα και, όπως κάθε μυθοπλασία, την αναδημι­ 13 O M.-F. Guyard τιτλοφορεί το κεφάλαιο του βιβλίου που αφιε­
ουργεί σε ένα υψηλότερο επίπεδο ρεαλισμού. Στις καλύ- ρώνει στην εικονολογία «Ο ξένος».
14 Ο F. Jost κατακρίνει έτσι την αντίληψη του J.-M.Carré σχετικά με
τερές της στιγμές, ανοίγει και ξεδιπλώνει νέες διαστάσεις
τη Συγκριτική Γραμματολογία, υπογραμμίζοντας ότι η μελέτη των
αυτού του πραγματικού (αρκεί να σκεφτούμε την Ασία του διεθνών λογοτεχνικών σχέσεων, έτσι όπως αυτός την αντιλαμβά­
Henri Michaux ή την Ωκεανία του Victor Segalen). Αυτή η νεται κινδυνεύει να ενισχύσει την αντίληψη περί εθνικής λογοτε­
συμβολική κατασκευή ολοκληρώνεται ανάμεσα στους δύο χνίας, αντίθετα με τη στόχευση των συγκριτολόγων (Essais de Lit­
térature comparée, Éd. Universitaires, Φράιμπουργκ 1968, σ. 331).
πόλους του κοινωνικού φαντασιακού, την ιδεολογία και την
15 Βλ. René Wellek, «The Crisis of Comparative Literature»,
ουτοπία αυτό σημαίνει ότι κάθε αναπαράσταση της ετε­ Proceedings ofthe Second Congress-I.C.L.A., 1958· René Etiemble,
ρότητας τείνει προς την εικόνα του A lter ή του Alius ανά­ Comparaison n’est pas raison, Gallimard, Παρίσι 1963, σ. 78-79, του
λογα με τη διάκριση που εισηγηθήκαμε προηγουμένως. Συ­ οποίου το πιο σύγχρονο έργο (L’Europe chinoise, Gallimard, 2 τόμ.,
νολικά, η θεμελιωδώς συγκριτολογική διάσταση της εικο­ Παρίσι 1988 και 1989) συνιστά μια μελέτη της γαλλικής και της ευ­
ρωπαϊκής αναπαράστασης της Κίνας. Δεν θα μπορούσε να ανήκει, 25 Στο Ρ. Brunei / Y. Chevrel, Précis de Littérature comparée, ό.π.,
άραγε, σε μια εικονολογία που δεν τολμά να κατονομαστεί; σ. 137.
16 Manfred Gsteiger, «Pourquoi la Littérature comparée?», Etudes 26 Βλ. λήμμα «Représentation» του Jean Ladrière, Encyclopaedia
de Lettres 3, Λοζάνη 1974. Universalis.
17 Ιστορία «των νοοτροπιών» (Georges Duby) ή ιστορία και κοινω- 27 D.-H.Pageaux, «Une perspective d’étude», ό.π., σ. 135.
νιολογία της γνώμης (για παράδειγμα, Johannes Haas-Heye, Im 28 Aux.
Urteil des Auslands. Dreißig Jahre Bundesrepublik, C.H. Beck 29 Aux., σ. 135 και 154.
Verlag, Μόναχο 1979, ή Manfred Koch-Hillebrecht, Das 30 Aux., σ. 154.
Deutschebild-Gegenwart, Geschichte, Psychologie, C.H. Beck 3 1 The Colonial Experience in French Fiction, Macmillan, Λονδίνο
Verlag, Μόναχο 1977). 1981.
18 M. Gsteiger, «Pourquoi la Littérature comparée?», ό.ττ. 32 Βλ. κυρίως «L’imagerie culturelle», o. 83. Σημειωτέον ότι δεν συμ­
19 Βλ. D.-Η.Pageaux, «Une perspective d’étude en Littérature μερίζονται όλοι οι θεωρητικοί της εικονολογίας το δομικό
comparée: l’imagerie culturelle», Synthesis, VIII, Βουκουρέστι 1981. αξίωμα. Φτάνουμε μάλιστα να αναρωτηθούμε ως προς την εγκυ-
20 H πρόσληψη ενός συγγραφέα ή ενός έργου μπορεί να είναι κε­ ρότητά του, τη στιγμή που η θεωρία της λογοτεχνίας διαχωρίζει
φαλαιώδης για τη μελέτη της εικόνας μιας χώρας (αρκεί να ανα- τη θέση της, προς μεγάλο της όφελος, από αυτές τις ανθρωπο-
λογιστούμε την πρόσληψη του Shakespeare στη Γαλλία και την λογικές αντιλήψεις.
επιρροή που άσκησε κυρίως στους ρομαντικούς, αναφορικά με 33 L'image de la Grande-Bretagne dans le roman français, 1914-1940,
την εικόνα της Μεγάλης Βρετανίας). ό.π., σ. 363.
21 M.-F. Guyard, La Littérature comparée, ό.π., ο. 126. 34 Έτσι, όταν o Dionyz Durisin ανάγει τις ταξιδιωτικές σχέσεις σε
22 Περιοριζόμενοι κυρίως στον γαλλικό χώρο, για να μην επιβαρύ­ «εκδηλώσεις πολύ απομακρυσμένες από τη λογοτεχνία και οι
νουμε υπερβολικά τη βιβλιογραφία, θα αναφέρουμε: J.-M.Carré, οποίες δεν μπορούν, συνεπώς, να είναι αντικείμενο μελέτης της
Voyageurs et écrivains français en Egypte, Κάιρο 1932 (επανεκ- θεωρίας της λογοτεχνίας», υποστηρίζει ότι υποστασιοποιεί τη
δόθηκε το 1990)· Albert Lortholary, Le Mirage russe en France au λογοτεχνία σύμφωνα με έναν διαχωρισμό σε λογοτεχνικό/μη-
XVIIIe siècle (Παρίσι 1951)· M.-F. Guyard: L’Image de la Grande- λογοτεχνικό, ο οποίος πόρρω απέχει από το να εμφανίζεται ως
Bretagne dans le roman français, 1914-1940 (Didier, Παρίσι οφθαλμοφανής, και ο οποίος δεν θα μπορούσε να χωρά στο
1954)· F. Jost: La Suisse dans les lettres françaises au cours des πλαίσιο μιας εικονολογικής μελέτης (η οποία δεν παραπέμπει
âges (Φράιμπουργκ 1956)· Claude Pichois, L ’Image de la Belgique αποκλειστικά στους «μεγάλους» συγγραφείς) ( Vergleichende
dans les lettres françaises de 1830 à 1870 (Παρίσι 1957)· C. Di- Literaturforschung, Βερολίνο i 976, σ. 57).
geon: La Crise allemande de la pensée française, 1871-1914 (PUF, 35 Du texte à l ’action, Seuil, Παρίσι 1986, σ. 21 I.
1959)· S. Jeune, De Graindorge à Barnabooth. Types américains 36 Aux., σ. 215. [Σ.τ.μ.: Για την ακρίβεια, πρόκειται για τη γαλλική
dans le roman et le théâtre français, 1860-1917 (Didier, 1964) απόδοση των καντιανών όρων «αναπλαστική» και «δημιουργική»
Michel Cadot, La Russie dans la vie intellectuelle française (1839- φαντασία, όπως απαντούν στην Κριτική της κριτικής δύναμης
1856) (Fayard, 1967)· Guy Turbet-Delof, L ’A frique barbaresque (1790)].
dans la littérature française aux XVIe et XVIIIe siècles (Droz, Γε- 37 Ο Wolfgang Bader μπόρεσε έτσι να αποδείξει ότι οι σύγχρονοι
νεύη 1973)· D.-H. Pageaux: «L’Espagne devant la conscience fran­ Βραζιλιάνοι λόγιοι δεν «βλέπουν» τόσο τον Γερμανό αλλά μάλλον
çaise au XVIIIe siècle» (Διδακτορική διατριβή, Παρίσι 1975)· τον αναδημιουργούν βάσει μιας τετραπλής εικόνας: από τον ικανό
Denis Brahimi, Voyageurs français du XVIIIe siècle en Barbarie (H. και μεθοδικό εργάτη έως τον ιδεαλιστή μεταφυσικό, από τον πει-
Champion, Παρίσι 1976)· καθώς και δύο πολύ χρήσιμες ανθο­ θαρχημένο και εργατικό μετανάστη έως τον ρατσιστή, τον μιλιτα-
λογίες: Jean-Claude Berchet, Le voyage en O rient (R. Laffont, Πα­ ριστή και τον φανατικό («Zwischen Metaphysik und Arbeit, Die
ρίσι 1985)· Claude de Grève, Le Voyage en Russie (R. Laffont, Πα­ Deutschen in der brasilianischen Literatur», Komparatistische Hefte,
ρίσι 1989). Πανεπιστήμιο του Μπάιροϊτ, 2, 1980). Σχετικά με τη συνθετική
Οι διδακτορικές διατριβές που μελετούν την εικόνα του ξένου ματιά του τελευταίου, βλ. Gustav Siebenmann, «Das
είναι πολυάριθμες (και άνισης αξίας)· παραθέτουμε: Abdeldjelil Lateinamerikabild der Deutschen», Colloquium Helveticum, 7, 1988.
Lahjomri, «L’Image du Maroc dans la littérature française de Loti 38 Άρνηση, για παράδειγμα, διατυπωμένη από τον D.-H.Pageaux
à Montherlant», S.N.E.D., Αλγέρι 1973· Guy Dugas, «L’Image de όταν αφήνει κατά μέρος την προβληματική της αναλογίας και την
la Tunisie dans les lettres françaises depuis 1880», Πανεπιστήμιο κυριολεκτική χρήση ενός λεξιλογίου δανεισμένου από την
του Μονπελιέ III, 1980- M.-A.Morita-Clément, «L’Image de l’Alle­ οπτική.
magne dans le roman français de 1945 à nos jours», Πανεπιστή­ 39 Πρόκειται, επίσης, για την κατά Spinoza imaginatio, «επιμολυ-
μιο της Αιξ-Μασσαλίας, 19 8 1* Georges Segard, «L’Image de l’Ex­ σμένη από την πίστη, όσο μια αντίθετη πίστη δεν τη μετατοπίζει
trême-Orient dans les relations de voyage en Allemagne, dans le από την αρχική της θέση» (P. Ricceur, ό.π., σ. 216).
premier quart du XXe siècle», Πανεπιστήμιο της Λιλ III, 1981). 40 Aux Θυμίζουμε ότι αυτή η υπερβατική περιστολή μπαίνει εντός
Από την πλευρά μας, υποστηρίξαμε μια διατριβή στο πλαίσιο του παρενθέσεως από τον αντικειμενικό κόσμο, ο οποίος μου εμ­
«νέου» διδακτορικού με θέμα «L’Image du tiers monde dans le φανίζει ένα εμπρόθετο αντικείμενο και μου επιτρέπει να αντιλη-
roman français, de 1968 à 1980» (Πανεπιστήμιο του Παρισιού III, φθώ τον εαυτό μου ως «αμιγές εγώ» («Για να λέμε την αλήθεια,
1987), μια κάπως ιδιαίτερη εικονολογική μελέτη, στο μέτρο που ο κόσμος δεν είναι για μένα άλλο από αυτό που υπάρχει και αξί­
καταγινόταν με τον απολογισμό ενός πολιτισμικού συνδρόμου ζει για τη δική μου συνείδηση σε ένα παρόμοιο cogito», Husserl,
του οποίου η ενότητα δεν άπτεται κάποιας πραγματικότητας, Méditations cartésiennes, Vrin, 1969, σ. 18).
αλλά γεννιέται από τις δυτικές φαντασιώσεις πάνω στις φτωχές 4 1 Εμπειρία του συγγραφέα (ή μήπως του γράφοντος;) ή του ανα­
χώρες, μετά τον Β ' Παγκόσμιο πόλεμο. γνώστη που είναι ανίκανοι να αντιμετωπίσουν την ξένη πραγμα­
23 D.-Η.Pageaux, «Une perspective d’étude», ό.π., σ. 135. τικότητα με τρόπο διαφορετικό απ’ αυτόν των στερεοτύπων που
24 Auτ„ σ. 173. Σχετικά με το θέμα, βλ. Janos Riesz, «Zur O m ­ τους προσφέρει ο δικός τους πολιτισμός.
nipräsenz nationaler und ethnischer Stereotype», Komparatistis- 42 Εμπειρία του συγγραφέα (ή του αναγνώστη) ο οποίος αναγνωρί­
che Hefte, Πανεπιστήμιο του Μπάιροϊτ, 2, 1980. ζει την ετερότητα του ξένου και αρνείται, στην επαφή μαζί του,
να την επαναφέρει στη σταθερότητα των πολιτιστικών σχημά­ 60 Αυτ. Τα άλλα δύο εννοιολογικά επίπεδα είναι η διαρκής αμφι­
των. σβήτηση της εξουσίας (ενάντια στην ιδεολογία, που τη νομιμο­
43 P. Ricœur, ό.π., σ. 216. ποιεί) και η ιδιαίτερη παθολογία της ουτοπίας, που συνίσταται
44 Είτε προσεγγίζοντας το ως προοίμιο των ιστορικών και λογοτε­ στο να «εξαλείψουμε το πραγματικό καθ’ αυτό προς όφελος
χνικών αναλύσεων. Συνεπώς, παρουσιάζει ενδιαφέρον να παρα­ περφεξιονιστικών σχημάτων» (P. Ricœur, ό.π., ο. 390).
τηρήσουμε ότι οι «επαφές» του Nathaniel Hawthorne με την 6 1 Karl Mannheim, Ideologie und Utopie, όπως αναφέρεται από τον
Ανατολή συνδέονται με την παιδική του ηλικία (ανάγνωση παρα­ P. Ricœur, ό.π., σ. 389.
μυθιών της Ανατολής, διηγήσεις του πατέρα του που είχε ταξι­ 62 Αυτ., σ. 390.
δέψει στις Ινδίες...), για να κατανοήσουμε ότι το έργο του, φαι­ 63 Α υτ, σ. 3 9 1.
νομενικά πολύ απομακρυσμένο από κάθε ανατολίτικη ονειρο­ 64 Βλ. επίσης Μ. και J. Sénés, Herman Hesse, le magicien, Hachette,
πόληση, είναι στην πραγματικότητα υπέρ-προσδιορισμένο από 1989.
αυτήν. Ο Luther S. Luedke το αποδεικνύει: η Ανατολή «προσέ- 65 P. Ricœur, ό.π., σ. 391.
φερε τα πλούσια χρώματα, τα φυσικά πάθη και τα μυστηριώδη 66 Le roman japonais depuis 1945, PUF, Écriture, 1988.
περιστατικά τα οποία ο Hawthorne και οι ρομαντικοί συνοδοι­ 67 Σε νουβέλες όπως οι La division de l ’université Enkei (1952) και
πόροι του προσπάθησαν να αναβιώσουν μέσα από την ιστορία Étoile (1954), ή σε μυθιστορήματα όπως τα American School
και τους μύθους των εθνών τους» (Ν. Hawthorne and the ( 1955) και Le cercle de famille ( 1965).
Romance o f the Orient, Bloomington, University of Indiana Press, 68 N. Nishikawa, ό.π., σ. 278.
1989). To σημείο αναφοράς είναι εδώ ταυτόχρονα θεμελιώδες 69 To Gibier d'élevage απηχεί την «αυθόρμητη και βαθιά συνεν­
αλλά και μεταμορφωμένο από τη δημιουργική φαντασία, σε ση­ νόηση που γεννήθηκε ανάμεσα στον Μαύρο στρατιώτη [έναν φυ­
μείο που να παύει να είναι λελογισμένο. λακισμένο] και στους μικροκαμωμένους γιαπωνέζους χωριάτες»
45 Έτσι, ο Μ. Cadot, ύστερα από μια σχολαστική μελέτη των καθη­ (Α υτ, σ. 281).
μερινών εικόνων της Ρωσίας στην πολιτιστική ζωή της Γαλλίας, 70 Στο Tribu bêlante (άλλη νουβέλα, του Φεβρουάριου 1958, ενώ η
καταφέρνει να συνάγει την αυθεντικότητα του έργου του Custine, προηγούμενη χρονολογείται τον Ιανουάριο της ίδιας χρονιάς)
La Russie en 1839, η τεκμηριωμένη θεμελίωση και οι συχνά δια­ εμμένει στην ταπείνωση των Ιαπώνων την περίοδο της κατοχής.
περαστικές απόψεις του οποίου ξεχωρίζουν ανάμεσα στο σύ­ Βλ. τη σχετική ανάλυση του N. Nishikawa (ό.π., σ. 281 κ. εξ.)
νολο των σχετικών με τη Ρωσία δημοσιευμάτων της εποχής. 71 Βλ. Erik Neveu, L’Idéologie dans le roman d ’espionnage, Presses
46 Cornelius Castoriades, L’Institution imaginaire de la société, Seuil, de la Fondation Nationale des Sciences Politiques, 1985· J.M.
1975, σ. 7-8. Moura, «Une étude d’imagologie», Colloquium Helveticum 10,
47 Pascal O r/, L ’entre-deux-Mai. Histoire culturelle de la France, 1989.
1968-1981, Seuil, 1983, σ. 7. Διευκρινίζουμε ότι, συμφωνώντας 72 Για παράδειγμα στο «The Murders in the Rue Morgue» του Edgar
με τον συγγραφέα, προτιμούμε τον όρο «αναπαραστάσεις» από Poe.
τον όρο «νοοτροπίες», τον «διφορούμενο όρο, ο οποίος -μ ε ­ 73 Paris in American Literature, μτφρ. L. Long, Chapel Hill, Univer­
ταξύ άλλων- θέτει ως αρχή την ύπαρξη μιας συλλογικής νοο­ sity of North Carolina Press, 1989.
τροπίας, αξίωμα αισθητά πιο δύσκολο να υποστηριχθεί από 74 Αυτή ακριβώς η ριζοσπαστικότητα διακρίνει την ουτοπία από το
εκείνο του αντιπροσωπευτικού» (Αυτόθι). απλό αντί-πρότυπο (που δεν είναι παρά η ανάποδη όψη της ιδε­
48 Middle East Studies Association of America, N. Υόρκη 1975. ολογικής αντίληψης). Η Γερμανία των Γάλλων ποιητών της Παλι­
49 J. Haas-Heye, Im U rteil des Auslands. Dreißig Jahre Bundes­ νόρθωσης, αναφερόμενη ως αντίβαρο στην επιρροή του Διαφω­
republik, ό.π. τισμού, συνιστά, λόγου χάρη, ένα τέτοιο αντί-πρότυπο.
50 Για παράδειγμα, Amerika in der deustchen Literatur, hrsg.v, S. 75 Στα The Plumed Serpent, The Power and the Glory και Under
Bauschinger u. A., Στουτγάρδη, 1975· Deutschlands literarisches the Volcano αντιστοίχως.
Amerikabild, hrsg. v. Alexander Ritter, Χιλντεσχάιμ/Ν. Υόρκη, 76 Βλ. Douglas W . Veitch, The Fictional Landscape o f Mexico, W .
1977. Laurier University Press, Βατερλώ, Καναδάς 1978.
51 «Littérature et société», στο P. Brunei / Y. Chevrel, Précis de Lit­ 77 Αυτ., σ. 184.
térature comparée, ό.π., σ. 118. 78 Αυτ.
52 La Grande-Bretagne devant l ’opinion française depuis la Guerre de 79 Α υτ, πρόλογος του G. Woodcok, σ. I .
Cent Ans jusqu’à la fin du XVIème siècle, Παρίσι 1927. 80 Α υτ, σ. XI.
53 Πρβλ. Marion Berghan, Images o f Africa in Black American Lite­ 81 Η εικόνα όμως του Ετέρου δεν σημαίνει απλά ότι η κουλτούρα-
rature, Macmillan, Λονδίνο 1977. θεατής (η ορώσα κουλτούρα/regardante) θεωρείται πως υπερτε­
54 Πράγματι, τόσο τα άτομα όσο και οι συλλογικές οντότητες «συν­ ρεί της κουλτούρας-θέαμα (της ορώμενης κουλτούρας/regardée),
δέονται εξαρχής και ανέκαθεν με την κοινωνική πραγματικότητα ούτε η εικόνα του Άλλου μπορεί να ερμηνευτεί ως ένδειξη μιας
με τρόπο διαφορετικό από εκείνον της εκ του σύνεγγυς συμμε­ υποτιθέμενης υστέρησης συγκριτικά με την κουλτούρα εκκίνη­
τοχής, ανάλογα με ασύμπτωτες μορφές που είναι εκείνες ακρι­ σης. Πέρα από την απόφανση περί ανωτερότητας ή κατωτερό­
βώς του κοινωνικού φαντασιακού» (P. Ricœur, ό.π., σ. 229· στο τητας, αυτό που βασικά διακυβεύεται είναι η ικανότητα του λο­
ίδιο έργο, βλ. επίσης «L’idéologie et l’utopie: deux expressions γοτεχνικού έργου να απογυμνώνει τον ξένο από κάθε συμβατική
de l’imaginaire social», σ. 379-392). αναπαράσταση προκειμένου να αναδείξει την ετερότητά του, δη­
55 Αυτ., σ. 230. λαδή την αμείωτη απόστασή του.
56 O P. Ricœur αναφέρει φαινόμενα όπως τη Διακήρυξη της Ανε­ 82 Σύμφωνα με αυτόν, ο εξωτισμός δεν είναι μία «προσαρμογή»
ξαρτησίας της Βορείου Αμερικής, την κατάληψη της Βαστίλης δεν είναι λοιπόν η τέλεια κατανόηση κάποιου ο οποίος είναι έξω
κατά τη Γαλλική Επανάσταση ή την Οκτωβριανή Επανάσταση για από μας τον οποίο σφίγγουμε πάνω μας, αλλά η οξεία και άμεση
τη Σοβιετική Ένωση. πρόσληψη του αιώνια ακατανόητου» (Notes sur l ’exotisme, Fata
57 Αυτ., σ. 385. Morgana, 1978, σ. 25)
58 Απ’ αυτή τη -συχνά συγκεκριμενοποιημένη- εξιδανίκευση πη­ 83 Εκτός από το να κρύβει αυτό το περιεχόμενο μέσα στην, κάπως
γάζει ο κίνδυνος του ιδεολογικού στερεοτύπου. εύκολη, αντίθεση ανάμεσα στη «-φιλία» και τη «-φοβία» (για πα­
59 P. Ricœur, ό.π., σ. 231. ράδειγμα στην αγγλοφιλία και την αγγλοφοβία).
ΣΥΖΗΤΗΣΗ ME TO N ZAN-MAPK ΜΟΥΡΑ

Συνέντευξη στην Ευγενία Γραμματικοπούλου

mm
Ο Ζαν-Μαρι< Μουρά (Jean-Marc Moura), καθηγητής συγκριτικής γραμματολογίας και
γαλλόφωνης λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Paris Ouest-Nanterre La Défense, είναι
ένας από τους βασικούς εισηγητές της εικονολογίας, αυτού του σχετικά νεότευκτου
κλάδου των σπουδών της συγκριτικής γραμματολογίας με τις πολλαπλές και συχνά
διεπιστημονικές εφαρμογές -ξεκινώντας, λόγου χάρη, από τις στερεοτυπικές ανα­
παραστάσεις του ξένου στη λογοτεχνία και τον κινηματογράφο και φτάνοντας ως τη
συγκρότηση της εθνικής ταυτότητας μέσα από τα σχολικά εγχειρίδια.
Ο Μουρά επισκέφθηκε πρόσφατα τη χώρα μας ως προσκεκλημένος του Γαλλι-
κού Ινστιτούτου Θεσσαλονίκης, στο πλαίσιο των εκδηλώσεων της IΟης Διεθνούς Έκ­
θεσης Βιβλίου Θεσσαλονίκης. Στις 19 Μαΐου έδωσε μια διάλεξη με θέμα: «Η λογο­
τεχνία και το χιούμορ, χθες και σήμερα», με τη συμμετοχή του καθηγητή γαλλικής λο­
γοτεχνίας στο ΑΠ Θ Γιώργου Φρέρη και συντονιστή τον εκδότη του περιοδικού ΕΝ-
ΕΚΕΝ Γιώργο Γιαννόπουλο. Χάρη σε αυτή την ευνοϊκή συγκυρία και αρκετά χρόνια
Η Ευγενία Γραμματικοπούλου είνα, λέκτο- Ρετά τΓ1ν πΡώτί1 Υ^ωΡΨία Ρε ™ έργο του, χάρη στα εμπνευσμένα μεταπτυχιακά μα-
ρας στο Τμήμα Γαλλικής Γλώσσας και Φι- θήματα της ομότιμης σήμερα καθηγήτριας Φραγκίσκης Αμπατζοπούλου στο Τμήμα
λολογίας του ΑΠΘ. Φιλολογίας του ΑΠΘ, είχα την ευκαιρία να συναντήσω για πρώτη φορά το πρόσωπο
πίσω από την πλούσια οικεία ορθογραφία και να συζητήσω επιστημονικό πεδίο. Θα έλεγα, όμως, ότι το θεωρητικό σκέ­
μαζί του για τις καταβολές, τις απαρχές και τις προοπτικές λος εξελίχθηκε μάλλον αυτόνομα, αρχικά στη Γερμανία και
της πολιτισμικής και λογοτεχνικής εικονολογίας. στη συνέχεια στην Ελβετία και τη Γαλλία κατά κύριο λόγο.
Προηγήθηκαν αρκετές γενιές μελετητών στον ρουν της λο­
Κυριότερη εργογραφία του Jean-Marc Moura: γοτεχνικής ιστορίας: τα πρωτοπόρα δοκίμια των αρχών του
L'Image du tiers monde dans le roman français contempo­ αιώνα, οι μελέτες της δεκαετίας του ’50 που συχνά σημα-
rain, PUF, Παρίσι 1992. τοδοτούνταν από τις αναφορές τους στην ψυχολογία των
Lire l'exotisme, Dunod, Παρίσι 1992. λαών, οι επόμενες μελέτες της δεκαετίας του ’60 και του ’70
La Littérature des lointains. Histoire de l ’exotisme euro­ που διακρίνονταν από ένα πιο θετικιστικό πνεύμα, προ-
péen au XXe siècle, Champion, Παρίσι 1998. σκολλημένο στην εξονυχιστική διερεύνηση των πηγών, στις
L’Europe littéraire et /’ailleurs, PUF, Παρίσι 1998. ιδεολογικές συνθήκες επεξεργασίας της εικόνας, στο ιστο­
Exotisme et lettres francophones, PUF, Παρίσι 2003. ρικό πλαίσιο, και, τέλος, οι μελέτες από τα τέλη του ’70 ως
Littératures francophones et théorie postcoloniale, PUF, τη δεκαετία του ’90 που συνέχισαν αυτή την προσπάθεια
Παρίσι 2007 [1999], διανοητικής αποσαφήνισης, ενσωματώνοντας ευρήματα και
Le Sens littéraire de l’humour, PUF, Παρίσι 2010. θέσεις δανεισμένες από τις νέες κριτικές σχολές.

Ευγενία Γραμματικοπούλου: Ποιος ήταν ο κυριότερος προ­


Ευγενία Γραμματικοπούλου: Εάν δεν απατώμαι, η πολιτι­ βληματισμός που σας οδήγησε σε αυτό το θεωρητικό μο­
σμική και κατόπιν η λογοτεχνική εικονολογία συστηματο­ ντέλο; Υπήρξε κάποιο θεμελιώδες ερώτημα που λειτούρ­
ποιήθηκαν -ως διακριτοί κλάδοι της συγκριτικής γραμμα­ γησε ως έναυσμα;
τολογίας- κατά τις δεκαετίες του ’80 και του ’90. Θα λέ­
Ζαν-Μαρκ Μουρά: Από την αρχή της ερευνητικής μου πο­
γατε ότι οι κλάδοι αυτοί ήρθαν να καλύψουν κάποιο ορατό
ρείας, με ενδιέφεραν οι λογοτεχνικές σχέσεις μεταξύ
επιστημονικό κενό είτε ότι προέκυψαν ή/και ενισχύθηκαν
εθνών και πολιτισμών. Στη διδακτορική μου διατριβή μελέ­
περισσότερο από έναν δημόσιο διάλογο σχετικά με ζητή­
τησα την εικόνα του Τρίτου Κόσμου στη γαλλική λογοτε­
ματα ταυτότητας, ετερότητας κ.ο.κ. εκείνης της εποχής;
χνία: στόχος μου ήταν να εξετάσω τον τρόπο με τον οποίο
Ζαν-Μαρκ Μουρά: Οι σπουδές γύρω από την εικόνα είναι είχε κατασκευαστεί το σύνολο που βαφτίστηκε Τρίτος Κό­
σύμφυτες με την εδραίωση της συγκριτικής γραμματολο­ σμος στη διάρκεια του 20ού αιώνα. Στη συνέχεια, διεύρυνα
γίας ως ακαδημαϊκό μάθημα στα τέλη του 19ου αιώνα, αλλά την έρευνά μου προς τον ευρωπαϊκό εξωτισμό, εκλαμβά-
αναπτύχθηκαν και στη συνέχεια θεωρητικοποιήθηκαν μετά νοντάς τον ως το σύνολο του χρέους της ευρωπαϊκής λο­
τον Β ' Παγκόσμιο πόλεμο- ένα παράδειγμα κλασικής με­ γοτεχνίας απέναντι στους άλλους πολιτισμούς. Μια ανάλογη
λέτης είναι το έργο του Jean-Marie Carré, τέως καθηγητή έρευνα μάς επιτρέπει να κατανοήσουμε καλύτερα τις -
στη Σορβόννη, με τίτλο L’image de l ’Allemagne dans la lit­ ενίοτε γόνιμες- παρανοήσεις, τις παρεξηγήσεις μεταξύ των
térature française [H εικόνα της Γερμανίας στη γαλλική λο­ λαών. Μπόρεσα επίσης να διαπιστώσω σε ποιο βαθμό η
γοτεχνία] που δημοσιεύτηκε το 1947. Τότε προέκυψε η αποικιοκρατική ματιά ήταν ικανή να διαστρεβλώνει τις ει­
ανάγκη να θεωρητικοποιηθεί μια μόνιμη αναλυτική προ­ κόνες που διαμορφώνονταν εντός του ευρωπαϊκού χώρου
σέγγιση των συγκριτολόγων, οι οποίοι όμως μέχρι τότε για διαφορετικούς, ξένους προς αυτόν πολιτισμούς.
ανταποκρίνονταν σε μάλλον εμπειρικές προσεγγίσεις. Στη
Ευγενία Γραμματικοπούλου: Ως διεπιστημονική προσέγ­
δεκαετία του ’70, αρχικά χάρη στον Hugo Dyserinck και
γιση, η εικονολογία οφείλει πολλά στην κοινωνιολογία, την
στη συνέχεια χάρη στον Daniel-Henri Pageaux, η μελέτη
ιστορία, την ψυχολογία, κ.ά. Ωστόσο, τα γραπτά σας δη­
αυτή θεωρητικοποιήθηκε εντατικότερα, προκειμένου να
μιουργούν την εντύπωση ότι συχνά αυτό που κυριαρχεί
καταστήσει καθοριστικότερη τη συμβολή της στον τομέα
είναι ο φιλοσοφικός στοχασμός (μου έρχονται στον νου οι
των συγκριτολογικών σπουδών.
διαδοχικές αναφορές σας στον Hume, τον Sartre, τον Κα-
Ευγενία Γραμματικοπούλου: Οι θεωρητικοί της εικονολο­ στοριάδη, τον Ricœur, κ.ά.). Θα μπορούσαμε να ισχυρι­
γίας συγκρότησαν έναν συμπαγή, τρόπον τινά, πυρήνα που στούμε ότι η εικονολογία συνιστά για εσάς μια απόπειρα
βρισκόταν σε τακτική επαφή και συνεργασία ή έχουμε να να δημιουργήσετε γέφυρες μεταξύ λογοτεχνίας και φιλο­
κάνουμε περισσότερο με συγκλίνουσες ανησυχίες, πα­ σοφίας, αφήνοντας ενδεχομένως σε δεύτερη μοίρα τα ζη­
ράλληλες μεν αλλά μάλλον αυθόρμητες και ασυντόνιστες τήματα αισθητικής, ρητορικής και ύφους;
μεταξύ τους;
Ζαν-Μαρκ Μουρά: Εάν θέλουμε να προσδιορίσουμε τις έν­
Ζαν-Μαρκ Μουρά: Οι θεωρητικοί βρίσκονταν σε επαφή με­ νοιες της εικόνας και της ετερότητας, πιστεύω ότι προέχει
ταξύ τους, στο μέτρο της περιοδικής συνεργασίας που συ­ να τις συσχετίσουμε με την ιστορία και την κοινωνιολογία
νηθίζεται μεταξύ πανεπιστημιακών που εργάζονται στο ίδιο παρά με τη φιλοσοφία. Προκειμένου να αποτιμήσουμε την
πρωτοτυπία της εκάστοτε εικόνας, οφείλουμε, την ώρα που ότι βρίσκονται σε μια διαλεκτική σχέση μεταξύ τους. Συ­
την αναλύουμε, να τη συνδέουμε με τη μελέτη του κοινωνι­ νηθίζουμε να μεταφράζουμε από μια ξένη γλώσσα ανάλογα
κού φαντασιακού που περιβάλλει ένα λογοτεχνικό έργο. Για με την εικόνα που έχουμε σχηματίσει για τη χώρα ή την
παράδειγμα, η ριζική πρωτοτυπία της εικόνας της Αφρικής κουλτούρα του συγγραφέα, η δε μετάφρασή μας πρόκειται
στο μυθιστόρημα Η καρδιά του σκότους του Joseph με τη σειρά της να επηρεάσει τη γενική εικόνα μιας συγκε­
Conrad1 αναδεικνύεται σε όλο της το εύρος άπαξ και την κριμένης χώρας ή κουλτούρας. Έχει ενδιαφέρον να σημει­
επανατοποθετήσουμε στο πλαίσιο των βρετανικών λόγων ώσουμε ότι (βάσει των στατιστικών στοιχείων της
περί Αφρικής στις αρχές του 20ού αιώνα. Η εικόνα του UNESCO) οι έξι πιο πολύ μεταφραζόμενες γλώσσες-πηγή
ξένου, νοούμενη ως «το σύνολο των αντιλήψεων για τον είναι τα αγγλικά, τα γαλλικά, τα γερμανικά, τα ρωσικά, τα
ξένο στο πλαίσιο μιας διαδικασίας “ λογοτεχνικοποίησης και ιταλικά και τα ισπανικά, ενώ εκείνες προς τις οποίες μετα­
κοινωνικοποίησης” » (Daniel-Henri Pageaux), μελετάται ως φράζουμε περισσότερο, οι συνηθέστερες γλώσσες-στό-
μια λογοτεχνική κατασκευή που ανήκει σε έναν συγγραφέα, χος, είναι τα γερμανικά, τα ισπανικά, τα γαλλικά, τα ιαπω­
σε μια κοινωνία και σε ένα κείμενο. Η μελέτη προσανατολί­ νικά, τα αγγλικά και τα ολλανδικά. Αυτά τα δεδομένα μάς
ζεται συνεπώς προς το κοινωνικό φαντασιακό, καθώς η πρό­ επιτρέπουν να επισημάνουμε ένα σχετικό άνοιγμα προς το
σληψη μιας ξένης πραγματικότητας από έναν συγγραφέα εξωτερικό, καθώς επίσης και να αναλύσουμε τα βασικά
δεν είναι άμεση, αλλά διαμεσολαβημένη από τις φαντασια- στοιχεία μιας εικόνας, όπως έχει διαμορφωθεί από μια
κές αναπαραστάσεις της ομάδας ή της κοινωνίας όπου ανή­ χώρα υποδοχής. Έτσι, από το 1970 και μετά, ένα ολόκληρο
κει. Ξεκινώντας από αυτή την παραδοχή, ανοίγει ο δρόμος «άγημα» της γαλλικής κουλτούρας έμοιαζε να «στρατοπέ-
για τη μελέτη του αντικειμένου αναφοράς (για την ανάγνωση, δευσε» στις Ηνωμένες Πολιτείες, συνοψισμένο στον όρο
δηλαδή, μιας ξένης ιστορικής πραγματικότητας όπως προ­ γαλλική θεωρία. Ωστόσο, οι αντιπροσωπευτικοί συγγραφείς
βάλλει μέσα από ένα κείμενο το οποίο εκλαμβάνεται ως ντο­ που μεταφράστηκαν πάραυτα (ο Barthes, ο Baudrillard, ο
κουμέντο) ή, τις περισσότερες φορές, της δημιουργίας ενός Deleuze, ο Derrida, ο Foucault, κ.ά.) δεν θεωρούνταν ενιαία
συγγραφέα του οποίου η μοναδικότητα έχει καταρχάς προ- ομάδα στη Γαλλία, ενώ μάλιστα ορισμένοι από αυτούς δεν
σμετρηθεί με γνώμονα τον φαντασιακό ορίζοντα της εποχής ασκούσαν καν ιδιαίτερη επιρροή. Παρ’ όλα αυτά, η εικόνα
του. Άπαξ και αναγνωρίσουμε το κοινωνικό φαντασιακό ως της Γαλλίας στις Ηνωμένες Πολιτείες καθορίστηκε επί μα-
πεδίο ανάλυσης, αρχίζουμε να εξετάζουμε το πρόβλημα της κρόν από τις συγκεκριμένες μεταφράσεις.
σύνθετης σχέσης λογοτεχνικών έργων - κοινωνικού φαντα-
Ευγενία Γραμματικοπούλου: Στις μέρες μας, δημιουργεί
σιακού. Μόνον αφότου αναλύσουμε το κοινωνικό φαντα-
απογοήτευση η -σαφώς οπισθοδρομική- μαζική και ενίοτε
σιακό μπορούμε να αποτιμήσουμε τις υφολογικές και γενι­
δριμεία επανάκαμψη των στερεοτύπων: είτε πρόκειται για
κότερα τις αισθητικές αρετές ενός ιδιαίτερου έργου.
τον νεοφιλελευθερισμό (τον οποίο υποδαυλίζουν τα μέσα
Ευγενία Γραμματικοπούλου: Σε ποιο σημείο βρίσκεται η μαζικής ενημέρωσης) που ενοχοποιεί τις χώρες του Νότου
έρευνα σήμερα; Θα μπορούσατε να επιχειρήσετε μια συ­ (PIGS, κλπ.), για την άνοδο της ακροδεξιάς στην Ελλάδα ή
νοπτική ανασκόπηση της προόδου που έχει σημειώσει η ακόμη για τις ογκοδέστατες ομοφοβικές πορείες στη Γαλ­
εικονολογία; Εξακολουθεί να απασχολεί και να εμπνέει τους λία, με αφορμή τη θέσπιση του γάμου για όλους τους πο­
νέους ερευνητές, εξακολουθεί να εξελίσσεται θεωρητικά; λίτες ανεξαρτήτως σεξουαλικού προσανατολισμού, η
χρήση των στερεοτύπων κατακλύζει και διευκολύνει κάθε
Ζαν-Μαρκ Μουρά: Χωρίς να διατείνομαι ότι κάνω μια συ­
λόγο ο οποίος αποσκοπεί στην προπαγάνδα ή στην ενί­
νολική ανασκόπηση, μπορώ να πω ότι σήμερα η εικονολο­
σχυση μια συγκεκριμένης ιδεολογίας. Τι απέγινε η ανεκτι­
γία ταυτίζεται στην Ευροπτη κυρίως με τις εργασίες του J.
κότητα; Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για έναν κοινωνικό
Leerssen στο Άμστερνταμ, του Μ. L. Leal στην Ισπανία, του
νεοσυντηρητισμό, για μια νέα τάση άρνησης να αποδε­
D.-H. Pageaux και του Y. Clavaron στη Γαλλία καθώς και
χθούμε τον Άλλο;
του Μ. Segura στο Κεμπέκ. Η εικονολογία, που καταγίνε­
ται με τις λογοτεχνικές ψευδαισθήσεις αναφορικά με τον Ζαν-Μαρκ Μουρά: Το στερεότυπο, αυτή η ψευδοαντίληψη
ξένο, συναντά τις αγγλόφωνες έρευνες στο πεδίο των πο­ που συρρικνώνει μια ολόκληρη κουλτούρα σε ορισμένα
λιτισμικών σπουδών γύρω από τις αναπαραστάσεις της ετε­ στατικά χαρακτηριστικά, κυριαρχεί σήμερα στα MME και
ρότητας. Αυτές με τη σειρά τους αναπτύχθηκαν στα χνάρια στο διαδίκτυο. Είναι ευθύνη των εικονολογικών σπουδών
αφενός των μετααποικιακών σπουδών και αφετέρου του να εντοπίσει, να περιγράψει και να αναλύσει τους τρόπους
έργου του Edouard Said Οριενταλισμός, γραμμένο το 1978, με τους οποίους εκδηλώνεται. Οι συγγραφείς μπορούν να
που στην ουσία δεν ήταν παρά μια ανάλυση εικόνων της συνεισφέρουν σε αυτό το έργο ανατρέποντας τα κλισέ
Ανατολής κατασκευασμένων από την οπτική της Δύσης. μέσα στο έργο τους (σκέφτομαι για παράδειγμα την ει­
Στις μέρες μας, η εικονολογία βρίσκει επίσης έναν σύμμαχο κόνα των χωρών του Μαγκρέμπ μέσα από την Έρημο του
στις σπουδές γύρω από τη μετάφραση, θα έλεγα μάλιστα Le Clézio2, που γράφτηκε το 1980).
Ευγενία Γραμματικοπούλου: Πιστεύετε ότι θα ξεμπερδέ­ παιδί (λ.χ. Ο Αγαθούλης του Voltaire) είναι απαλλαγμένος
ψουμε κάποια στιγμή με τα στερεότυπα; Μήπως οι προ- από τις τοπικές προκαταλήψεις, είναι ελεύθερος από κάθε
κάτ ιδέες, συχνά συνώνυμες μιας υπεραπλούστευσης ή λογής κοινώς παραδεδεγμένες αντιλήψεις και ευνοεί την
μιας διανοητικής οκνηρίας, καθώς και η κατασκευή είτε αναστολή οποιοσδήποτε εκφοράς κρίσης. Το ταξίδι των
ενός μισητού αποδιοπομπαίου τράγου είτε ενός αξιολά­ αθώων ( 1869),5λόγου χάρη, του Mark Twain, εκμεταλλεύ­
τρευτου εξιδανικευμένου άλλου (ίνδαλμα, υπεράνθρωπος, εται την -πρωτόγνωρη τό τ ε - χιουμοριστική φλέβα του
εξωτική οπτασία -αδιάφορο) προοιωνίζουν τη (θλιβερή) σκεπτικιστή αμερικανού ταξιδιώτη, ο οποίος αρνείται πει­
μοίρα του δυτικού μας πολιτισμού, παρ’ όλα όσα ευαγγε­ σματικά να θαμπωθεί από τη μικρή γηραλέα Ευρώπη («the
λίζεται η παγκοσμιοποίηση; little old Europe»). To πρόσωπο του ξένου είναι επίσης μια
ταξιδεύουσα, περιπλανώμενη συνείδηση (για να θυμη­
Ζαν-Μαρκ Μουρά: Όπως φάνηκε καθαρά και μέσα από το
θούμε τον Jankélévitch), γεγονός που προάγει την απαραί­
έργο της Ruth Amossy,3 το στερεότυπο είναι πιθανότατα
τητη για το χιούμορ σχετική αποστασιοποίηση και συντεί­
ένα αναπόφευκτο φαινόμενο, στο μέτρο που αποτελεί την
νει στη χιουμοριστική αποτίμηση του κόσμου.
επιτομή των κυρίαρχων ιδεολογιών μιας κοινωνίας απέναντι
στο διαφορετικό. Ο κίνδυνος δεν είναι η ύπαρξη των στε­
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
ρεοτύπων καθαυτή, αλλά ο περιορισμός σε αυτά χωρίς πε­ 1 Το εμβληματικό μυθιστόρημα αφηγείται τον ανάπλου του ποτα­
ραιτέρω αναζητήσεις (γεγονός που θα ισοδυναμούσε μού Κονγκό από τον κεντρικό ήρωα Charles Marlow που έχει
σαφώς με έναν κοινωνικό νεοσυντηρητισμό). Η εξιδανί- εμπλακεί στο εμπόριο ελεφαντοστού- δημοσιεύτηκε το 1899.
Πρόκειται για ένα από τα κορυφαία παραδείγματα του σύγχρο­
κευση του -αγγελικού ή απειλητικού- άλλου είναι επίσης
νου δυτικού κανόνα και αφήγημα-αναφορά τόσο για την ιμπε­
αποτέλεσμα μιας εξαιρετικά σημαντικής δραστηριότητας σε ριαλιστική θέαση του εποικισμένου κόσμου όσο και για την ευ­
παγκόσμιο επίπεδο: του τουρισμού. Ο τουριστικός λόγος ρωπαϊκή λογοτεχνική αναπαράσταση της αναμέτρησης του πο­
λειτουργεί ουσιαστικά ως μια απόπειρα μυθοπλασίας του λιτισμού των λευκών αποίκων με τον σαγηνευτικά απειλητικό
εξωτικό πρωτογονισμό των ιθαγενών. Το αφήγημα πρωτοδημο-
κόσμου που στόχο έχει να αυξήσει την κατανάλωση (χωρίς
σιεύτηκε σε συνέχειες στον βρετανικό Τύπο και εμπνεύστηκε εν
εξάλλου να διστάσει να καταφύγει στην ίδια τη λογοτεχνία: μέρει από τα απομνημονεύματα του εξερευνητή Στάνλεϊ κατά
πάρτε για παράδειγμα τον περίπατο του Τζόις στο Δου­ την εκστρατεία ανεύρεσης του Ό σκαρ Σνίτσλερ στη Μαύρη
βλίνο, τον περίπατο του Πεσόα στη Λισαβόνα, κ.ο.κ.) Έχω Αφρική αλλά και από το διήγημα Ο άνθρωπος που θα γινόταν
την εντύπωση ότι η τουριστική δραστηριότητα αποτελεί στο βασιλιάς του Κίπλιν, το οποίο είχε κυκλοφορήσει περίπου μία
δεκαετία νωρίτερα.
εξής την κυριότερη πηγή πολιτισμικών στερεοτύπων.
2 Jean-Marie Gustave Le Clézío (γεν. 1940): πολύγραφος και δη­
Ευγενία Γραμματικοπούλου: Τώρα εργάζεστε πάνω στο χι­ μοφιλής συγγραφέας γαλλικής και μαυριτανικής υπηκοότητας,
που τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 2008.
ούμορ στη λογοτεχνία. Υπάρχει άραγε μια κοινή αφετη­
Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 70, τα βιβλία του κινούνταν
ρία, ένας κοινός παρονομαστής που συνδέει τις δύο θε­ στο πλαίσιο των υφολογικών αναζητήσεων του Νέου Μυθιστο­
ματικές; Μήπως είναι ένας άλλος τρόπος (άμεσος ή έμμε­ ρήματος, ενώ στη συνέχεια χάραξε μια πιο μοναχική πορεία,
σος) να πραγματευτείτε εκ νέου (έστω παράλληλα) τα εντάσσοντας εξωτικά, ονειρικά, μυθολογικά και αισθησιακά στοι­
χεία στη γραφή του, συχνά σε έναν αρκετά προσωπικό τόνο, με
κλισέ, τα στερεότυπα, τις τυφλές εμμονές του συλλογικού
πολλά βιογραφικά στοιχεία.
φαντασιακού; 3 Ομότιμη καθηγήτρια στο πανεπιστήμιο του Τελ Αβίβ που ασχο-
λείται με την ανάλυση λόγου, γνωστή από τα βιβλία της σχετικά
Ζαν-Μαρκ Μουρά: Ο «ξένος που ξενίζει» χρησιμοποιεί­
με τον στερεοτυπικό λόγο (Les Discours du cliché, 1982- Les
ται πράγματι στη λογοτεχνία ως πηγή αστεϊσμών. Η εικο­ idées reçues, 1991· Stéréotypes et clichés: langue, discours,
νολογία ενδιαφέρεται για το φαινόμενο του στερεοτύπου, société, σε συνεργασία με την Anne Herschberg Pierrot, 1997).
αυτή την εμβληματική σύνοψη μιας κουλτούρας που συρ­ 4 Αναφορά στο επιστολικό έργο του Montesquieu Τα περσικά
γράμματα που δημοσιεύτηκε αρχικά ανώνυμα το 1721 και
ρικνώνει τον ξένο σε λιγοστά επαναλαμβανόμενα αφηγη-
μεταφέρει τις (υποθετικές) εντυπώσεις δύο ταξιδευτών από την
ματολογικά στοιχεία. Οι συγγραφείς που δεν μπορούν να Περσία στη Δύση. Ο συγγραφέας εμφανιζόταν ως απλώς
τα αποφύγουν τελείως τα χρησιμοποιούν με τρόπο παι­ μεταφραστής αυτής της (στην πραγματικότητα καθ’ όλα
γνιώδη. Παραπέμποντας στον Montesquieu, ας θυμηθούμε επινοημένης) αλληλογραφίας, προκειμένου να μπορέσει
το λεγόμενο «περσικό βλέμμα»:4 η ματιά του ξένου μάς (ανενόχλητος από τη λογοκρισία) να επικρίνει τη γαλλική
κοινωνία, υιοθετώντας μια τάχατες αθώα, αφελή ματιά.
επιτρέπει να κρίνουμε τις κοινωνικές νόρμες, προσποιού­
5 Το μη μυθοπλαστικό έργο The Innocents Abroad, o r The New
μενοι ότι τις ανακαλύπτουμε από την αρχή μέσα από τη Pilgrims' Progress καταγράφει τις ταξιδιωτικές εντυπώσεις του
ματιά του. Πρόκειται για ένα ανυπέρβλητο χιουμοριστικό συγγραφέα από τον περίπλου της Ευρώπης και των Αγίων Τόπων,
στοιχείο. Το χιούμορ στηρίζεται σε πρόσωπα που μας επι­ τον οποίο πραγματοποίησε το 1867 επιβαίνοντας στο Quaker
City, συντροφιά με ένα γκρουπ αμερικανών ταξιδιωτών. Υπήρξε
τρέπουν έμμεσες αποτιμήσεις του κόσμου, χωρίς ωστόσο
το πλέον δημοφιλές και ευπώλητο από τα βιβλία του Twain όσο
να συρρικνώνονται σε ορισμένα κωμικά χαρακτηριστικά. ζούσε ο συγγραφέας, και εξακολουθεί να συγκαταλέγεται μεταξύ
Ο ξένος ευνοεί αυτό το είδος πλάγιου βλέμματος. Ως άλλο των ταξιδιωτικών μπεστ-σέλερ όλων των εποχών.
ΔΟΥΛΕΥΟΝΤΑΣ ΣΤΑ ΞΕΝΑ:
Η ΓΕΡΜΑΝΙΑ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΕΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΚΑΣΤΑΡΜΠΑΪΤΕΡ
ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ1

Ευγενία Γραμματικοπουλου

στον παλιό δρόμο [...]


υψώνεται η Τράπεζα Συναλλαγών
—εγώ συναλλάσσομαι, εσύ συναλλάσσεσαι, αυτός
συναλλάσσεται-
Τουριστικά γραφεία ι<αι πρακτορεία μεταναστεύσεως
-εγώ μεταναστεύω, εσύ μεταναστεύεις, αυτοί
μεταναστεύουν.2
Μανόλης Αναγνωστάκης

Με νωπές ακόμη τις μνήμες της Κατοχής, κατατρεγμένοι από τον Εμφύλιο και γο-
νατισμένοι από την ανέχεια, εκατοντάδες χιλιάδες οικονομικοί κυρίως (και δευτε-
ρευόντως κοινωνικοί και πολιτικοί) έλληνες μετανάστες παίρνουν τον δρόμο -μεταξύ
Η Ευγενία Γοαμματικοπουλου είναι λέκτο­
άλλων προορισμών και- για τη βιομηχανικά ανθούσα Δυτική Γερμανία, με την ελπίδα
ρας στο Τμήμα Γαλλικής Γλώσσας και Φι­
λολογίας του ΑΠΘ. να εξασφαλίσουν την επιβίωση των ιδίων και των οικείων που άφησαν πίσω τους
(egrammat@frl.auch.gr) στην πατρίδα.
Η δημοτικότητα του εν λόγω προορισμού δεν είναι τυ­ ρες στιγμές της, η λογοτεχνική (ανα)δημιουργία της ξενι-
χαία. Το 1960 υπογράφεται η περιώνυμη διακρατική συμ­ κότητας δεν στέκεται στη μαρτυρία, το ντοκουμέντο, την
φωνία «Περί απασχολήσεως Ελλήνων εργατών στη Γερμα­ ηθογραφία ή τη νατουραλιστική εξιστόρηση, επειδή
νία»: στην προσπάθεια της να αναγεννηθεί από τις στάχτες απλούστατα δεν φιλοδοξεί να αποτυπώσει την πραγματι­
της, η μεγάλη ηττημένη του πολέμου στρέφεται στον εξα­ κότητα των ξένων αλλά την εικόνα του ξένου. Δεν είναι
θλιωμένο Νότο προκειμένου να καλύψει τις ανάγκες της φορέας του επίσημου/κυρίαρχου λόγου: δεν αγορεύει, δεν
σε φτηνό, δίχως αξιώσεις εργατικό δυναμικό. Ωστόσο ο απαγορεύει, δεν αποφαίνεται, δεν νουθετεί ούτε νομοθε­
ελλαδικός πληθυσμός φυλλορρόει με τις ευλογίες του επί­ τεί. Γι’ αυτό και δεν προάγει την πόλωση εμμένοντας σε
σημου κράτους: δύο χρόνια νωρίτερα ο αντικαγκελάριος εξόφθαλμες αντιπαραθέσεις (μεταξύ αλλοεθνών, αλλό­
Έρχαρντ είχε εισηγηθεί τη μεταφορά γερμανικών κεφα­ θρησκων, αλλόγλωσσων) αλλά μετατοπίζει το κέντρο βά­
λαίων για την εγκατάσταση μικρομεσαίων βιομηχανικών ρους σε πιο λανθάνουσες -και άρα πιο δυσαπόδεικτες και
μονάδων στη μαστιζόμενη ελληνική επαρχία (με σκοπό την δυσεπούλωτες- συγκρούσεις.
αξιοποίηση των γεωργικών και αλιευτικών προϊόντων), ζη­ Οικοδεσπότης ή φιλοξενούμενος, εργοδότης ή εργά­
τώντας σε αντάλλαγμα την επάνδρωσή τους με ντόπιο της, ο ξένος λειτουργεί συνήθως ως σύνορο και ως οθόνη:
αποκλειστικά εργατικό δυναμικό. Επιλέγοντας σοφά και αφενός οριοθετεί το οικείο, αναγνωρίσιμο και αποδεκτό
διορατικά -ως συνήθως οι λογής πεφωτισμένοι άρχοντες πίσω από το οποίο περιχαρακώνεται ένα σύνολο, αποτε­
από καταβολής του ελληνικού κράτους-, η κυβέρνηση λώντας ένα εύχρηστο σημείο αναφοράς που διασφαλίζει
απορρίπτει το εν λόγω σχέδιο και προτιμά το δεύτερο την κοινωνική συνοχή- αφετέρου χρησιμεύει ως επιφάνεια
σκέλος του, εκείνο που προβλέπει την απορρόφηση ανέρ­ προβολής και παροχέτευσης συλλογικών ασυνείδητων
γων στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. φόβων και ακατέργαστων παθών, συνδράμοντας επίσης
Θαμπωμένη από το δέλεαρ της ταχείας εισροής συ­ στο να διατηρεί την ομάδα αρραγή. ΓΓ αυτό και η εξεικό-
ναλλάγματος, η τοπική ηγεσία θυσιάζει ανενδοίαστα τη μα­ νιση του άλλου παλινδρομεί μεταξύ καταγραφής και ονει­
κροπρόθεσμη ανάπτυξη και αποψιλώνει τη χώρα από το ροπόλησης, συλλογικού φαντασιακού και προσωπικών φα­
αποδοτικότερο έμψυχο δυναμικό της: η συντριπτική πλει- ντασιώσεων, μεταξύ ιδεολογίας και ουτοπίας.7
οψηφία του ενός εκατομμυρίου σχεδόν ελλήνων (800.000 Οι χαρακτήρες ελλήνων γκασταρμπάιτερ που θα μας
κατ’ άλλους) που θα θητεύσουν στις γερμανικές φάμπρικες απασχολήσουν εδώ είναι παρμένοι από τρία μυθιστορή­
κατά την τριακονταετία 1960-1990 είναι νέοι 18-35 ετών ματα γραμμένα σε ελάχιστη χρονική απόσταση μεταξύ
από αγροτικές περιοχές (σε ποσοστά 90% και 85% αντι- τους, νωπογραφίες του πρώτου και σκληρότερου κύματος
στοίχως), ενώ όλοι τους έχουν περάσει από τον εξονυχι­ των εν Γερμανία παρεπιδημούντων (1960-1975). Ό σο και
στικό (και συχνά εξευτελιστικό) υγειονομικό έλεγχο των αν το βίωμα του ξεριζωμού, της ετερότητας, της μοναξιάς
υποψήφιων εργοδοτών.3 «Η μετανάστευση είναι ευλογία ποικίλλει από αφήγηση σε αφήγηση, οι περιθωριοποιημέ­
Θεού διά τον τόπο» αποφαίνεται ο Παναγιώτης Κανελλό- νοι ή περιθωριακοί γκασταρμπάιτερ ήρωες αναμετριούνται
πουλος4την εποχή που σαλπάρουν5 οι πρώτοι 400.000 φι­ διαρκώς με το οικείο και το ανοίκειο και αναζητούν να ξε­
λοξενούμενοι -ήτοι αναλώσιμοι και χαμηλόμισθοι-ανειδί­ διαλύνουν την ταυτότητά τους, άγρα σαφώς πιο πιεστική
κευτοι έλληνες εργάτες για να γευτούν την απαξίωση της και από την οριακή εξασφάλιση των προς το ζην.
χώρας υποδοχής και συνάμα την πλήρη αδιαφορία της Στο εμβληματικό του Διπλό βιβλίο8 (εφεξής ΔΒ), ο Δη-
χώρας προέλευσης. μήτρης Χατζής (1913-1981) παρακολουθεί την πορεία του
Η μαζικότητα του μεταναστευτικού ρεύματος των με­ νεαρού Κώστα: στιγματισμένος γιος προδομένου ΕΑΜίτη,
σόγειων προλετάριων, τα γενικευμένα κρατικά περιορι­ καταγόμενος από κάποιο χωριό του θεσσαλικού κάμπου,
στικά μέτρα,6 οι κατά κανόνα άθλιες συνθήκες διαβίωσης εργάζεται για λίγα χρόνια ως μαθητευόμενος ξυλουργός
στα χάψ, η συλλογική καταστρατήγηση στοιχειωδών ερ­ στον Βόλο- μένοντας όμως ορφανός, τσακισμένος από την
γασιακών και πολιτικών δικαιωμάτων των γκασταρμπάιτερ, άγρια φτώχεια αλλά και τις ελεεινές κομπίνες που εξυφαί­
όλα αυτά μετριούνται με νούμερα και στατιστικές: δεν είναι νει «το κλεψιμέικο, το ρομέικο» (ΔΒ, σ. 50) -μασκαρεύο-
τυχαίο ότι η γερμανική εργοδοσία συνήθιζε να αναφέρεται ντας μέχρι και το επαρχιακό ξυλάδικο σε μεγαλοαποθήκη
κυνικά στους γκασταρμπάιτερ ως τεμάχια. Η μυθοπλασία, σκάρτης ξυλείας-, αποφασίζει να ξενιτευτεί στη Γερμανία,
όμως, αν και πάντοτε μάχιμη σε ανάλογες κρίσιμες ιστο­ ακολουθώντας την πρώτη φουρνιά απόδημων. Καταλήγει
ρικές συγκυρίες, δεν κάνει τον απολογισμό της ούτε χαμάλης σε ένα απρόσωπο εργοστάσιο της Στουτγάρδης,
αθροιστικά ούτε πολλαπλασιαστικά. Έλκεται από το ανο­ το φοβερό ΑΟΥΤΕΛ, και στεγάζεται σε ένα ανήλιαγο,
μοιομερές και όχι από τα ομοιότυπα: εξατομικεύει το άθλιο καμαράκι υπηρεσίας: ένα εγκλωβισμένο πειραματό­
κοινό βίωμα και αναπλάθει ξεχωριστά και διακριτά τα απει- ζωο, μια σκιά που κινείται στην αχαρτογράφητη ζώνη της
ροστά ενός εκάστου συνόλου, προτάσσοντας τόσο τη με­ ισότητας και της ισονομίας («ζέρω μονάχα το ΑΟΥΤΕΛ
ταβλητότητα όσο και τη μοναδικότητά τους. Στις καλύτε- που δουλεύω, το δωμάτιο της Φράου Μπάουμ που κοιμά-
μαι και τη μεγάλη λεωφόρο που βρίσκεται ανάμεσά τους - συνηθίζει, τη δημοσιογραφία με τη μυθοπλασία και ακρο­
ένα σκοινί τεντωμένο να πάω και νά’ρχομαι»· ΔΒ, σ. 66). βατεί ιδιότυπα μεταξύ πολιτικού και λυρικού λόγου. Εδώ
Απαίδευτος μα φιλομαθής, ο άβγαλτος πρωταγωνιστής πα­ εμπνέεται από ένα άγνωστο πρόσωπο που κάποια μέρα
σχίζει με αφοπλιστική, συγκινητική απλοϊκότητα και ατε­ είδε να κατασπαράσσει η τηλεόραση και το συμπληρώνει
λείωτους πρακτικούς αριθμητικούς υπολογισμούς, να χω- φανταστικά: έτσι, πλάθει τον Αρίστο, τον συμπαθή μα-
ρέσει στο μυαλό του τα πρωτόγνωρα, καταιγιστικά δεδο­ ντραχαλά που μετά από δεκαεπτά σκληρά χρόνια πάλης
μένα της νέας πραγματικότητας που «δεν τη διάλεξ[ε] - με τις «δαγκάνες των μηχανών» (ΓΑ, σ. 52) στις φάμπρικες
[τ]ού’λαχε» (ΔΒ, σ. 65), πενθώντας παράλληλα βουβά όσα της Γερμανίας, επιστρέφει στη γενέτειρά του, το Παπα-
αγάπησε και έχασε χωρίς καλά-καλά να προλάβει να τα δερό (προφανώς και πρόκειται για επινοημένο τοπωνύμιο
γνωρίσει. Άπορος, ανέστιος, άπατρις, «αδέσποτος με τα που σαρκάζει το ιερό τρίπτυχο Πατρίς-Θρησκεία-
όλα [τ]ου» (ΔΒ, σ. 77): ο κεντρικός χαρακτήρας διακόπτει Οικογένεια). Παρόλο που επαναπατρίζεται φορτωμένος
κατά διαστήματα τη ρέουσα πρωτοπρόσωπη αφήγηση επι­ πλούτη, δώρα, όνειρα -μέχρι και κοτζάμ δίπλωμα μηχανι­
ζητώντας ευθέως από τον ωσεί παρόντα συγγραφέα που κού-, η οικογένειά του τα βάφει μαύρα. Πώς να καταπιεί
τον διαπλάθει, μια ταυτότητα θετικά προσδιορισμένη, την ατίμωση του μοναχογιού που γύρισε εργένης, χωρίς
δίχως άλφα (και λοιπά) στερητικά. το ύψιστο τρόπαιο της καταξίωσης, τη «γερμάνιά νύφη»
Στους Συμπαίχτες9 (εφεξής Σ) - ο κατ’ εξοχήν ταυτι­ («Γιατί αυτές είναι ανώτερες. Και σαν είσαι κι εσύ ανώτε­
σμένος με την ελληνική ομογένεια της Γερμανίας- πεζο- ρος σε παντρεύονται»· ΓΑ, σ. 52); Απαρηγόρητος, ο Αρί-
γράφος Αντώνης Σουρούνης (γεν. 1942) πρωτοεμφανίζει στος μπλέκει σε ένα κουβάρι ψέματα και τρέπεται σε άτα­
την προσφιλή του περσόνα, τον ατίθασο νταβραντισμένο κτη φυγή. Το παλιό του κάτεργο, η Γερμανία, γίνεται κα­
αρσενικό Νούση. Πραγματιστής που συχνά φλερτάρει με ταφύγιο όπου θα γιατρέψει τις πληγές του και θα διαλύσει
τον μηδενισμό, ο Νούσης προσπαθεί να γλιτώσει από την τις πλάνες του. Βάλσαμο, ο έρωτας με μια αναρχική (λα­
αναγκαστική περιθωριοποίηση του γκασταρμπάιτερ, βου- θρόβια τρομοκράτη) Γερμανίδα που απροσδόκητα του
τώντας οικειοθελώς στο περιθώριο του υποκόσμου. Η χτυπά την πόρτα, όχι για να τον παρηγορήσει αλλά για να
πλοκή εκτυλίσσεται μερικά χρόνια μετά την πρώτη εγκα­ του διδάξει να μιλά, να σκέφτεται, να κρίνει, με μια λέξη να
τάσταση ελλήνων εργατών στη Γερμανία, τα παιδιά της υπάρχει. Το τραγικό τέλος της σχέσης (μέσα από την
δεύτερης γενιάς έχουν ανδρωθεί και προσπαθούν δειλά οποία παρελαύνουν οι μελανές κηλίδες της σύγχρονης
και άτσαλα να σηκώσουν κεφάλι. Θρασύς, ευέξαπτος, και ιστορίας -Χούντα, αντάρτικο των πόλεων, λευκά κελιά κ.ά.)
αθεράπευτος γυναικάς, ο Νούσης δεν στεριώνει ούτε σε και τη συνακόλουθη απέλαση του Αρίστου, αντισταθμίζει
σχέση ούτε σε θέση: αποπέμπεται κατ’ επανάληψη από η καθ’ οδόν κεκτημένη, λυτρωτική συνειδητοποίηση του
την παραγωγική αλυσίδα που δεν χαρίζεται σε όσους... ήρωα.
κλωτσάνε, διώχνει με τον κυνισμό και τη μιζέρια του τη φι­ Αναγιγνώσκοντας αλληγορικά τους τρεις χαρακτήρες,
λενάδα του. Πότης, επαγγελματίας χαρτοπαίχτης και θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι παραπέμπουν σε τρία
ενίοτε ζιγκολό, ο Νούσης δραπετεύει από το σύμπαν των διαδοχικά στάδια ενηλικίωσης του έλληνα γκασταρμπάι­
λούμπεν γκασταρμπάιτερ. Πέφτει όμως στα νύχια του υπο­ τερ: του σαστισμένου νηπίου/Κώστα που συλλαβίζει γε­
κόσμου που τον ξεπουπουλιάζει εξίσου παγερά όσο και ο μάτος δέος και απορία έναν άγνωστο κόσμο («είμαι ο Κά-
ίδιος τις ντουζίνες τα σφαγμένα κοτόπουλα που θα του σπαρ Χάουζερ" στ’ αλήθεια, το δίδυμο κουτάβι του σκύ­
εξασφαλίσουν ένα πρώτο μεροκάματο, όταν τελικά επι­ λου μας στο ξυλάδικο;»· ΔΒ, σ. 153)· του οργίλου εφή-
στρέφει στην πατρίδα. Το παρακινδυνευμένο σχέδιο του βου/Νούση που έρχεται σε ρήξη με τα πάντα γύρω του
εύκολου πλουτισμού και της ηρωικής εξόδου αποτυγχά­ και προκαλεί την (αυτο)καταστροφή του («όλα στήθηκαν
νει, όχι όμως και η μεταρσίωση του ίδιου του για το λόγο και μόνο να τ ’ακούσει να γκρεμίζονται»· Σ, σ.
αφηγητή/alter ego του συγγραφέα: ο ασκόπως περιφερό­ 85)· τέλος, του προδομένου ενήλικα/Αρίστου που ωριμά­
μενος χαρακτήρας κατακτά προοδευτικά το πρότερα άπια­ ζει επώδυνα, αλλά καταφέρνει να ελευθερωθεί από τις πλά­
στο όνειρο της γραφής και συμφύρεται με τον δημιουργό νες του και, χάρη στην ακριβοπληρωμένη του σοφία και
της ιστορίας («ο Νούσης σκέφτεται έμμονα να ξαναπιά- στωικότητα, να συμφιλιωθεί με τη μοίρα του («εμένα η λευ­
σει χαρτί και μολύβι [...] είχε συλλάβει ολοκάθαρα τα αίτια τεριά μου είναι ο φόρος πολυτελείας ενός ανθρώπου έρη­
της αποτυχίας και είχε διαπιστώσει ότι εντός του είχαν συ- μου»· ΓΑ, σ. 227). Οι τρεις χαρακτήρες δεν διαφέρουν,
ντελεστεί ριζικές μεταβολές [...] που θα μπορούσαν σή­ επομένως, ριζικά αλλά εξελικτικά: αλληλοσυμπληρώνονται
μερα να οδηγήσουν ένα βιβλίο από διαφορετικούς δρό­ και προσωποποιούν το ανέφικτο του ανήκειν από το δεύ­
μους»· Σ, σ. 97). τερο μισό του 20ού αιώνα και εξής.
Στο μυθιστόρημα Η γυναίκα σου η αλήτισσα10 (εφεξής Εγκλωβισμένοι σε μια μοίρα που όρισε κάποια ξένη
ΓΑ), η παραγνωρισμένη από την κριτική μα πολυδιαβα- βούληση,12 με την επίγνωση ότι έχουν ουσιαστικά απολέ-
σμένη Λιλή Ζωγράφου (1922-1998) παντρεύει, όπως το σει το αυτεξούσιό τους, οι έλληνες γκασταρμπάιτερ ζουν
ταπεινωμένοι σε έναν τόπο εκ προοιμίου αρνητικά φορτι­ Οι καθιερωμένες συναλλαγές είναι για τον Κώστα επι­
σμένο. Αναπόφευκτη, επομένως ως ένα βαθμό, η αμφί- βεβλημένα τυφλές: «Μπαίνουμε-βγαίνουμε και δουλειά δεν
δρομη στερεοτυπική άρθρωση της πολιτισμικής ετερότη­ έχουμε [...] με τους άλλους που βρίσκονται δίπλα μας [...]
τας και η ανταλλαγή των απαραίτητων ...φιλοφρονήσεων, μια τζαμαρία με χωρίζει απ’όλα [...] Και τα πρόσωπα
καρπός σοβινιστικών γενικεύσεων. «Το καθολικό χαρα­ που’ναι γύρω μου [...] είναι κάπως σα να μην έχουνε πρό­
κτηριστικό της γερμανικής φυλής», διαβάζουμε, είναι «η σωπο. Οι άλλοι, λέω, από την άλλη μεριά της, δεν θα με
απανθρωπιά και η περιφρόνησή της για τους μετανάστες» βλέπουνε καν (¿16, σ. 28)· «Το δικό μου τ ’όνομα [...] δεν
(ΓΑ σ. 83), για τις διαβολοφυλές (Σ, σ. 90) συλλήβδην και υπάρχει πουθενά» (¿16, σ. 19). Ο Νούσης πενθεί την προ­
εν προκειμένω για τον Έλληνα που λοιδορείται ως «ρεμάλι διαγεγραμμένη ήττα των στρατιών από νικημένους μετα­
των καθυστερημένων χωρών» (ΓΑ σ. 158) ζητιάνος, βου­ νάστες μέσα «στο ξένο στρατόπεδο, όπου κάθε κεφάλι με
νίσιος, βρομοχωριάτης, λιγούρης, βρομιάρης, καθυστερη­ μαύρο μαλλί έχει το ίδιο πρόσωπο, που δεν λογαριάζεται
μένος, ανθρωποειδές, λέρα, ψείρα της Ευρώπης (ΓΛ, κεφ. καν εχθρικό» (Σ, σ. 86)· και με την ίδια πίκρα καταλήγει: «ο
10), βουτηγμένος στην κακοτυχιά και την κακομοιριά, με Νούσης βλέπει τους ανθρώπους και τον Νούση ο ίδιος ο
τα βρομοφάγια και τους αρκουδοχορούς του, τα τοσο­ Νούσης» (Σ, σ. 106). Ο Αρίστος, πάλι, μονολογεί σπαρα­
δούλικα γυναικάκια του -ή τις ομοερωτικές του ορμές-, κτικά: ο επιστάτης «με κοίταζε κι εμένα όπως τη μηχανή.
τον κάλπικο Ζορμπά και το συρτάκι του (Σ, σ. 199), την Χωρίς το πρόσωπό μου. Δε μ’ έβλεπε ούτε αυτός ούτε κα­
ώρα που οι εξαγωγές της χώρας «περιορίζονται σε μετα­ νείς» (ΓΑ, σ. 86)· «Επείγομαι [...] να δω ανθρώπους να με
νάστες, ροδάκινα και Ολυμπιακές φωτιές...» (Σ, σ. 194). κοιτούν και να με αναγνωρίζουν [...] Δεκαεφτά χρόνια [...]
Αντιστρόφως, οι αιμοδιψείς κοριοί (ΓΑ, σ. 135) γερμανα- δεν είχα πρόσωπο [...] δε χρειαζόταν κανείς την καλή μέρα
ράδες (Σ, σ. I 19 και ΓΑ, σ. 82) «όλοι [...] σακάτηδες, κου­ μου. Αν δεν είναι αυτό περιφρόνηση, πέστε μου τι είναι να
φοί, τυφλοί [...] χιτλεράκια» (ΓΑ, σ. ΙΟΙ) έχουν οικοδομή­ σε περιφρονούν [...] μπορώ νά’μαι κάποιος, αφού δε με
σει μια χώρα κελί (ΓΑ, σ. 168), κάτεργο (Σ, σ. 67 και ΓΑ, σ. ξέρει κανείς;» (ΓΑ σ. 50).
202) στρατώνα λογής-λογής Φύρερ (Σ, σ. 176), Χάρων Οι τρεις χαρακτήρες είναι πάντως ακριβοδίκαιοι. Πίσω
(ΔΒ, σ. 36) όπου ο «Ξένιος Ζευς δεν θα κατάφερνε ποτέ από την αδιαπέραστη παγωμάρα του βόρειου εργοδότη,
να γίνει Θεός» (Σ, σ. 189). διακρίνουν τον ακόμη πιο σκαιό Μεγάλο άλλο, τον εξ ορι­
Μια τόσο αναμενόμενη, μονοδιάστατη προσέγγιση του σμού απρόσωπο, άναρθρο και ανάλγητο. Πρόκειται για τη
άλλου θα καθιστούσε τα υπό μελέτη κείμενα αυτομάτως «νόρμα -το ντιτσιπλίν» (ΔΒ, σ. 62), «το σύστημα» (ΔΒ, σ.
α-διάφορα. Η ωμή, υπεραπλουστευτική δαιμονοποίηση 28), «η θαυμάσια τάξη» (ΔΒ, σ. 75) με τα «θεόρατα ρολό-
του ξένου (είτε πρόκειται για τον Έλληνα είτε για τον Γερ­ για» και τις «ρουφιανόκαρτες» (Σ, σ. 68-9), το ανελέητο
μανό ή -για να ακριβολογούμε- για τον τρόπο που θεωρεί μηχανικό «τάκα-τάκα» (ΔΒ, σ. 20 κ. εξ.), τις τερατόμορφες
ο υποτελής Νότιος ότι τον βλέπει ο Βόρειος δυνάστης) μηχανές που «σε μασούνε, σε ροκανίζουνε [...] χτυπούνε
δεν είναι παρά η επιφάνεια κάτω από την οποία εκκολά­ πεινασμένες όλο χαρά και χιμούνε να σε καταπιούνε,
πτεται ένας οργιώδης πολλαπλασιασμός άλλων. Το κλειδί ντάκα ντρου, ντάκα ντρου» (ΓΑ, σ. 53). Πριν μεταλλάξουν
εδώ βρίσκεται στο ρήμα «βλέπω». Σκαλίζοντας τους χα­ τους εργάτες σε «ένα είδος άψυχου υλικού [...] μηχανής
ρακτήρες, διαπιστώνουμε ότι τα εθνικιστικά κλισέ δεν είναι από κρέας» (ΓΑ, σ. 85), οι μηχανές έχουν προλάβει να αυ­
τόσο δείγμα τυφλότητας αλλά εκτόνωσης ή άμυνας, μια τοματοποιήσουν εκείνους που τις εφηύραν, έτσι που μοι­
διάθεση ανταπάντησης, εκδικητικής εξέγερσης ενάντια άζουν «ψεύτικ[οι], έτσι που παν κουρδισμέν[οι]» (ΔΒ, σ.
στην ακύρωση που βιώνουν όντας ουσιαστικά αφανείς. Οι 14) και μιλούν σαν νά’χουν «μια ταινία μαγνητόφωνο μέσα
αυτόχθονες ενίοτε βλέπουν φευγαλέα τους γκασταρμπάι- στο στόμα» (ΔΒ, σ. 16) και «κουτί στο κεφάλι τους» (ΔΒ,
τερ αλλά αποφεύγουν να τους κοιτάξουν, ίσως τους ανα­ σ. 204), ενθρονίζοντας τη βασιλεία του άλεκτου: «μπρούρ-
γνωρίζουν, σίγουρα όμως δεν τους γνωρίζουν. Αλλά «για τακ, μπρούρ-τακ-τακ-τακ. Μοτέρια, επιστάτες, αφεντικά,
να έχει υπόσταση μια παρουσία πρέπει να καταγραφεί [...] όλοι την ίδια γλώσσα» (ΓΑ, σ. 50)· «όλα τα κανονίζουν οι
οπτικά», καθώς «μέσω του βλέμματος αποδίδεται ορατό­ νόρμες -σωπαίνουμε» (ΔΒ, σ. 27). Την τραχύτητα του βιο­
τητα -άρα και κάποια οντότητα».13 Το λεγόμενο αδρανές μηχανικού αστικού τοπίου οξύνουν, με τη μέθοδο της φω­
-αμήχανο, απρόθυμο, αδιάφορο, φοβικό ή επιθετικό- τοσκίασης, εμβόλιμα στιγμιότυπα της περασμένης ελλαδι-
βλέμμα του προνομιούχου εντόπιου απέναντι στον αδύ­ κής ζωής από προσφιλή πρόσωπα, ζώα και μέρη, αναμνή­
ναμο επήλυδα εκλαμβάνεται ως μια «ανέξοδη επίδειξη δύ­ σεις γεμάτες νοσταλγία μάλλον για τη χαμένη ραθυμία και
ναμης, μια βαθιά εξουσιαστική πράξη, που παράγει ακραίες αθωότητα15 παρά για την ίδια την πατρίδα, και βαραίνουν
ιεραρχίες αφού επιβεβαιώνει την απόλυτη ετερότητά του, σαν εφιάλτης του «άστεγου στοργής» (ΓΑ, σ. 16), του εκτο­
στερώντας τον από κάθε δικαίωμα, ακόμη και από την ιδιό­ πισμένου σε έναν «άφιλο τόπο» (ΓΑ, σ. 70).
τητα του ξένου»14 που θα περίμενε κανείς να διεγείρει Μήπως ο γκασταρμπάιτερ μπορεί τουλάχιστον να κα­
έστω τη φυσική περιέργεια. θρεφτιστεί στο ίδιο για να καταφύγει σε μια στοιχειώδη
έστω κοινότητα; Αλίμονο; αλληλεγγύη δεν υπάρχει ούτε νένας γερμαναράς αρχιεπιστάτης δεν μπορούσε να επιβά­
μεταξύ του προλεταριάτου (γκασταρμπάιτερ: «μια λέξη λει πειθαρχία» (ΓΑ, σ. 82). Όταν ο άλλος ενδύεται την έμ-
που έκλεινε τη βαθύτατη περιφρόνηση των Γερμανών προ­ φυλη, θελκτική μορφή της άλλης, ανοίγει -πρόσκαιρα,
λετάριων [που] έπαψαν απλούστατα να νιώθουν οι ίδιοι έστω, μα όχι πλέον λαθραία- μια χαραμάδα συνάντησης:
προλετάριοι», ΓΑ, σ. 71), πόσο μάλλον μεταξύ πατριωτών. «Τα πάντα πεντάκλειστα, Νούση· σφαλιστά παράθυρα,
Αντιμέτωπος με τον λερό παπά του χωριού (ΓΑ, σ. 96), τον σφαλιστές πόρτες και πίσω απ’αυτά σφαλιστοί άνθρωποι,
κομματάρχη για το ρουσφέτι (ΓΑ, σ. 136), τους φαφλατά­ δίπλα από το σφαλιστό εαυτό τους περιμένοντας το σφα­
δες ψευτοφιλόσοφους των καφενείων (ΔΒ, σ. 19), «το λιστό τους θάνατο. Όλα κλειστά [...] το μόνο που έχει απο-
άρτζι-μπούρτζι» που συντηρούν οι κερδοσκόποι (μην μείνει ανοιχτό μέσα στον κόσμο είναι το γυναικείο αιδοίο.
τυχόν και «γίνει κράτος το ρομέικο. Και δεν πάμε να πνι­ Πόρτα ελπίδας» (Ζ, σ. 23). Η αισθησιακή συγκίνηση απο-
γούμε καλύτερα;»· ΛΒ, σ. 49-50), τον φιλύποπτο γείτονα καθιστά ως διά μαγείας τη μέχρι πρότινος στομωμένη αι­
(Ζ, σ. 82), τον αρχοντοχωριάτη συγγενή («όλοι μιλούνε για σθητηριακή πρόσληψη. Παρά τη θλιβερή τροπή και των
παράδεισο [...] παραμύθιασμα για τους ανώτερους Γερμα­ τριών δεσμών, η εμπειρία της ισότιμης συνεύρεσης με τις
νούς, τους πλούσιους»· ΓΑ, σ. 75-77 και Ζ, σ. 155), τον ξι­ δυτικές χειραφετημένες, ανεξάρτητες συντρόφους επε­
πασμένο συγχωριανό με την κάλπικη ευτυχία («Συμβιβά­ νεργεί μεταδοτικά και καταλυτικά. Ως εραστές οι γκσ-
ζεται με το θαυμασμό, ξεχνάει τα βάσανά του και καμα­ σταρμπάιτερ γίνονται ορατοί, ποθητοί, ενυπόστατοι, οι δε
ρώνει από πάνω!»· ΓΑ, σ. 78 και σ. 87), το τσιράκι των αφε­ γερμανίδες ερωμένες τους (Έρικα, Μάρλο και Ίγκε) «πηγή
ντικών («τη βία [...] όλοι την ξέρετε και το βουλώνετε»· ΓΑ, του κελεύσματος»,20 ευκαιρία προσέγγισης τόσο με τον
σ. 170), τον κάθε λογής βασανιστή «μπάτσο, διοικητή, ανα­ άλλο όσο και με το αλλότριο, απωθημένο κομμάτι του
κριτή» (ΓΑ, σ. 171), φτάνει να τρέμει και τον ίσκιο του ίδιου του εαυτού, τον ξένο εντός.21
ακόμη μην τύχει και τον «μαγαρίσει έστω και χνώτο με­ Μισό αιώνα μετά, η Ιστορία επαναλαμβάνεται αδυσώ­
σογειακό» (Ζ, σ. 128). Σχεδόν βέβαιος πως «γεννήθηκε σε πητα, εφόσον δεν κινείται προοδευτικά προς την κατί­
λάθος χώρα» (Ζ, σ. 220), ο γκασταρμπάιτερ καταλήγει εδώ σχυση της ελεύθερης συνείδησης, ευτελίζει τη δημοκρα­
ένας «πικρόρφανος» (Ζ, σ. 148) άπατρις16 χωρίς ρίζες: τία και επανεφευρίσκει τη δουλεία. Εκατοντάδες χιλιάδες
«Ήρθα σαν ξένος, ξένος έφυγα και ξαναγύρισα ξένος» ανειδίκευτοι εργάτες εισρέουν στις πύλες που οδηγούν
(ΓΑ, σ. 75). προς τον Παράδεισο στη Δύση, δεκάδες χιλιάδες ειδι­
Η δυναμική που είδαμε να αναπτύσσεται με τα διαφο­ κευμένοι επιστήμονες, ομοίως απέλπιδες, αποδημούν από
ρετικά πρόσωπα του άλλου αρθρώνεται με τους όρους της τις φτωχότερες χώρες του Νότου λόγω της κρατικής ακη­
θεμελώδους εγελιανής διαλεκτικής μεταξύ αφέντη και δού­ δίας και του παγκόσμιου συσχετισμού δυνάμεων.22 Τίποτα
λου «που αποτελεί το υπαρξιακό θεμέλιο του διχασμού».17 δεν προμηνύει ότι στο μέλλον η δική τους αφηγηματική
Η απαραίτητη για την απόκτηση αυτοεπίγνωσης αναγνώ­ αποτύπωση της ξενικότητας δεν θα μιλά εξίσου απεγνω­
ριση του άλλου περνά μέσα από μια εξαντλητική αναμέ­ σμένα όχι τόσο για την πολιτισμική διαφορά όσο για τη ρι­
τρηση με τον δυνάμει υπέρτερο, έναν διαρκή και εναγώνιο ζική ετερότητα της σύγχρονης αλλοτρίωσης, την ερημιά
αγώνα επιβολής που αλλοτριώνει και οδηγεί με μαθημα­ της καινής/κοινής μοίρας των ανά τον κόσμο απατρίδων:
τική ακρίβεια στη δυστυχισμένη συνείδηση. Πολλαπλά «Εγώ, λοιπόν, πρέπει νά’μαι ο πιο γνήσιος πολίτης της πο­
εξαρτημένοι, αποσυνάγωγοι της κοινωνίας, αποκλεισμένοι λιτείας των ξένων -ο ιθαγενής [...] ο ξενότερος απ’ όλους
από οποιαδήποτε συμμετοχή στα κοινά, καταναγκαστικά τους ξένους της πολιτείας των ξένων» (ΔΒ, σ. 70). Ή ότι
υπάκουοι σε ένα δεσποτικό κράτος που δεν εκτιμούν, κρε­ πλέον δεν θα τιτλοφορείται πιθανότατα το Τέλος της μι­
μασμένοι από το -όποιο, ελάχιστο- ιδιωτικό τους συμφέ­ κρής μας χώρας,23
ρον και μέτοχοι μιας φύσης ορθολογικά πραγμοποιημέ-
νης, οι γκασταρμπάιτερ πληρούν όλες τις προϋποθέσεις ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
για τη μοιραία αναδίπλωση εντός εαυτού -το ν άνευ συνο­ 1 Η δημοσίευση στηρίζεται κατά κύριο λόγο στην ομώνυμη ανα­
κοίνωση στο διεθνές συνέδριο του Τμήματος Γερμανικής Γλώσ­
μιλητή εσωτερικό μονόλογο- ή τη φυγή σε ένα κενό επέ­
σας και Φιλολογίας του ΑΠΘ, με τίτλο «Γλώσσες και πολιτισμοί
κεινα.18
σε (διά)δραση», που πραγματοποιήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις
«Η μόνη σφαίρα που ξεφεύγει από την αντίθεση υπο- 25-28 Μαΐου 2011.
κειμένου/αντικειμένου», το μοναδικό πεδίο που ελευθε­ 2 Μανόλης Αναγνωστάκης, «Θεσσαλονίκη, μέρες του 1969 μ.Χ.»,
ρώνει τον άνθρωπο από την καταδίκη του «σαδομαζο­ από την ποιητική συλλογή Ο Στόχος. Τα Ποιήματα 1941-1971
χισμού] [...] είναι ο χώρος της αγάπης»,19 επισημαίνει ο (Νεφέλη, Αθήνα 2000, σ. 162-163).
3 Πρόκειται για τις λεγάμενες εν Ελλάδι Γερμανικές Επιτροπές, των
Κώστας Παπαϊωάννου διαβάζοντας τον Χέγκελ. Στα υπό
οποίων τα κριτήρια και οι τακτικές προσέλκυσης θύμιζαν σύγ­
μελέτη κείμενα, αυτή η χαραμάδα εκεχειρίας επιβεβαιώ­ χρονο σκλαβοπάζαρο, σύμφωνα με την ομολογία ενός πρώην δι­
νεται έμπρακτα στην «επιχείρηση έρωτας», τη «μόνη επι­ ευθυντή τους. Ιδιαίτερη μνεία οφείλουμε στο πλουσιότατο
χείρηση που οι ίδιοι είναι κύριοί της» (Ζ, σ. 86): «Εδώ κα­ αρχειακό υλικό -μαρτυρίες, συνεντεύξεις, φωτογραφίες,
στατιστικά σ τοιχεία- που έχει συγκεντρώσει ο ειδήμων του τάσταση, μεγαλωμένο κατά πώς φαίνεται στο σκότος της πλή­
θέματος συγγραφέας και δημοσιογράφος Γιώργος Ματζουράνης ρους απομόνωσης και δολοφονήθηκε το 1833, γύρω στα είκοσι'
και την εμπεριστατωμένη του βιβλιογραφία (Έλληνες εργάτες στη του χρόνια. Εκτός από τη γενική περιέργεια που ξεσήκωσε η πα­
Γερμανία, 1974· Μας λένε γκασταρμπάιτερ, 1977· Τα παιδιά του ράξενη, άγρια ιστορία του, με το θέμα ασχολήθηκαν συγγραφείς
Νότου, 1991· Ανάμεσα σε δύο κόσμους, 1995· Όπου κι αν είμαι, (|. Wassermann, Η. Melville, Ρ. Handke), ψυχολόγοι (F. Dolto),
ξένος, 2000), πολύτιμο οδηγό για τον μελετητή του απόδημου κινηματογραφιστές (W. Herzog), ποιητές (Ρ. Verlaine, G. Trakl),
ελληνισμού. κ.ά.
4 Η δήλωση του αρχηγού της ΕΡΕ ξεσήκωσε τις αντιδράσεις της 12 «Ήθελα να φύγω, να ξεφύγω μονάχα, όπου και νά’ναι. Έτσι, λέω
Ένωσης Κέντρου που αντέτεινε ότι η μετανάστευση ήταν «κα- γίνεται το σκόρπισμά μας, αυτός ο ξεριζωμός ο δικός μας. Δεν
τάρα» και του Ηλία Ηλιού της ΕΔΑ που τη χαρακτήρισε «αληθινή θέλουμε κάπου να πάμε. Θέλουμε να φύγουμε μόνο» (AB, σ.
θεομηνία» (βλ. περιοδικό Εποχές 22, 1965). Η προκλητική ρήση 51)· «αιχμάλωτο[ς] μιας αμείλικτης ακίνητης μοίρας» (ΤΑ, σ. 19).
τρυπώνει σαρκαστικά και ανάμεσα στους στίχους του Ιάκωβου 13 Ευθύμιος Παπαταξιάρχης, «Στην άκρη του βλέμματος. Η κρίση
Καμπανέλλη στο τραγούδι «Ο αδελφός τον αδελφό», που με­ της "φιλοξενίας" την εποχή των διαπερατών συνόρων», Σύγ­
λοποίησε ο Μίκης Θεοδωράκης στον Εχθρό Λαό το 1975. χρονα Θέματα 107 (Οκτ.-Δεκ. 2009), σ. 67-74.
5 Το ταξίδι γινόταν συνήθως από την Αθήνα με κάποιο σαπιοκά- 14 Αυτ.
ραβο προς το λιμάνι του Μπρίντιζι και μετά με τρένα για Μόναχο 15 «[...] το δικό του βασανιστικό τοπίο, βασανιστικό από ζεστασιά
(ή από τη Θεσσαλονίκη επ’ ευθείας σιδηροδρομικούς) και έπειτα και φιλικότητα» (ΤΑ, σ.89)· «ο ήλιος [...] ένιωθα πολύ ευτυχισμέ­
διοχετεύονταν από τη Νυρεμβέργη έως τη Στουτγάρδη, την Κο­ νος, παρόλο που τότε πεινούσα» (Σ, σ.54)· «Κάνει απεγνωσμένες
λωνία και το Ντίσελντορφ, το Αμβούργο και το Βερολίνο. βουτιές μήπως και πετύχει μια χαρά εντελώς παιδιάστικη [...] το
6 Η αστυνομική διάταξη που είχε θεσπίσει το Γ ' Ράιχ το 1938 αντι- νεκροτομημένο πτώμα της παιδικής ζωής» (Σ, σ. 108).
καταστάθηκε μόλις το 1965, με την ψήφιση του νέου νόμου περί 16 «Είμαι ένας άνθρωπος που δεν έχει πατρίδα», ΔΒ, σ. 63· «τίποτα
αλλοδαπών από τον κυβερνητικό συνασπισμό των σοσιαλδημο­ ρομέικο δεν έμεινε μέσα μου», ΔΒ, σ. 85· «τον όρο ‘Gastarbeiter’
κρατών και των χριστιανοδημοκρατών, δίνοντας στο κράτος τη ίσως να τον υιοθετούσε ο Έλληνας από μόνος του, αν τον εξου­
δυνατότητα να ελέγχει και να ρυθμίζει επακριβώς τόσο την εί­ σιοδοτούσαν οι γερμανικές αρχές. Ποτέ του δεν θα’θελε να’ναι
σοδο όσο και την απέλαση των ξένων εργατών. ARBEITER σε μια ARBEITERLAND. Θα νόμιζε πως είχε βγάλει
7 Βλ. την αναδιαπραγμάτευση της θεωρίας του Paul Ricœur (Essais ρίζες. Ενώ σαν GAST και ARBEITER έχει την εντύπωση πως περ­
d'herméneutique, Seuil, Παρίσι 1969) που επιχειρεί ο Jean-Marc πατάει σε ένα τεντωμένο σκοινί και ότι πίσω από όλα αυτά κρύ­
Moura στο άρθρο του «L’imagologie Littéraire, essai de mise au βεται η μοχθηρία κάποιου -κατά πάσα πιθανότητα η μοχθηρία
point historique et critique», Revue de littérature comparée 263 κάποιου συμπατριώτη του» (Σ, σ. 83).
(Ιούλ.-Σεπτ. 1992), σ. 271-287 (βλ. και την ελληνική μετάφραση 17 Κώστας Παπαϊωάννου, Χέγκελ, μτφρ. Γ. Φαράκλας, Εναλλακτι­
του άρθρου στο παρόν τεύχος, σ. 66-76). κές εκδόσεις, Αθήνα 1992, σ. 63.
8 Δημήτρης Χατζής, Το διπλό βιβλίο, Εξάντας, Αθήνα 1976. Οι πα­ 18 «Άγνωστο, ξένο, παράξενο, ψεύτικο, αν θέλεις, σαν όνειρο μόνο,
ραπομπές είναι από τη 2η αναθεωρημένη έκδοση, Καστανιώτης, ό,τι και νά’ναι, άλλο δεν έχω μέσα σ’αυτόν τον κόσμο που λένε
Αθήνα 1977. Ένα κεφάλαιο του ομώνυμου μυθιστορήματος πως είναι μεγάλος» (ΔΒ, σ. 29) «χωρίς μικρούτσικο κόσμο δικό
(«Από το φίφτυ-φίφτυ στον έρωτα») ξαναβρίσκουμε αυτούσιο μου -που δεν τον έχω», «μου φαίνεται πως άδειασε ο κόσμος»
ως διήγημα (με τίτλο «Ασήμαντες αφορμές») στις Σπουδές (εκδ. (ΔΒ, σ. 65 και σ. 75)· «υπάρχει κίνδυνος να ταξιδεύει έτσι όλη
Κείμενα, Αθήνα 1976). του τη ζωή, μπορεί και όλο του το θάνατο» (Ζ, σ. 177).
9 Αντώνης Σουρούνης, Ο ι Συμπαίχτες, Νέα Εγνατία, Θεσσαλονίκη 19 Βλ. Παπαϊωάννου, Χέγκελ, ό.π., σ. 67.
1977. Οι παραπομπές μας είναι από την 5η έκδοση, Καστανιώ­ 20 «[...Σ]υμμερίζομαι με τον Ε. Lévinas την πεποίθηση ότι ο άλλος
της, Αθήνα 1988. Βλ. επίσης τα οικείας θεματολογίας πεζά του άνθρωπος είναι το υποχρεωτικό μονοπάτι του κελεύσματος»· βλ.
ίδιου: Μερόνυχτα Φραγκφούρτης, Ύψιλον, Αθήνα 1982· Τα τύ­ Paul Ricœur, Ο ίδιος ο εαυτός ως άλλος, μτφρ. Βίκυ Ιακώβου,
μπανα της κοιλιάς και του πολέμου, Νέα Σύνορα-Λιβάνης, Αθήνα Πόλις, Αθήνα 2008, σ. 458-459.
1983· Ο χορός των ρόδων, Καστανιώτης, Αθήνα 1994· Γκας ο 21 «Είναι καλές γυναίκες οι Γερμανίδες [...] Τίμιος κόσμος -επειδής
γκάνγκστερ, Καστανιώτης, Αθήνα 2000. είναι λεύτερες» (ΔΒ, σ.79)· «Φυσικά έφταιγε κι αυτός. Πώς να
10 Λιλή Ζωγράφου, Η γυναίκα σου η αλήτισσα, Αθήνα 1984. Οι πα­ βρεις ένα φίλο, μα παρέα, χωρίς να ξέρεις τη γλώσσα; [...] μήπως
ραπομπές από τη 12η έκδοση, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2003. Η έχω κουβεντιάσει και ποτέ με κανένα Γερμανό;» (ΤΑ, σ. 70-72)·
σύλληψη και πρώτη μορφή του έργου ουσιαστικά τοποθετείται «φυσικά φταίμε κι εμείς που δεν καταφέραμε να λυγίσουμε το
πολύ νωρίτερα, το 1978, καθώς τη συναντάμε υπό μορφή διηγή­ μίσχο μας και να χαιρόμαστε εμείς το άρωμά μας» (X, σ. 170)·
ματος με τον τίτλο «Θεοδούλα, αντίο» στο Επάγγελμα πόρνη «γιατρεύτηκα από την κουφαμάρα. 'Οταν δεν σ’ακούει κανείς,
(στην ίδια συλλογή και έτερο διήγημα με ήρωα μετανάστη που δεν ακούς κανέναν, δηλητηριάζεσαι από την κακομοιριά σου»
επιστρέφει εκ Γερμανίας, με τίτλο «Στη δέκατη τέταρτη καλύβα (ΤΑ, σ. 224).
της Μαρίας και του Σταύρου»). 22 Για περισσότερες πληροφορίες και στατιστικά στοιχεία, βλέπε
11 Το ομώνυμο τρίτο κεφάλαιο του Διπλού βιβλίου «Ο Κάσπαρ Χά- τη σχετική μελέτη του καθηγητή Λόη Λαμπριανίδη, Επενδύοντας
ουζερ στην Έρημη Χώρα», εκτός από την εξόφθαλμη παραπο­ στη φυγή: η διαρροή επιστημόνων από την Ελλάδα την εποχή
μπή στον T.S. Eliot, παρομοιάζει τον ήρωα με την αινιγματική πε­ της παγκοσμιοποίησης, Κριτική, Αθήνα 2011.
ρίπτωση του επονομαζόμενου «ορφανού της Ευρώπης», του 23 Παραφθορά του τίτλου του γνωστότερου έργου του Δημήτρη
τραγικού αγοριού που βρέθηκε στη Νυρεμβέργη σε ημιάγρια κα­ Χατζή, Το τέλος της μικρής μας πόλης ( 1963).

You might also like