You are on page 1of 7

Τριανταφυλλιά ή Η Ωραία

Κοιμωμένη - Αν Σέξτον

Αν Σέξτον - Φωτογραφικό
Πορτρέτο
Αρχική | Home » ΦΥΤΟΛΟΓΙΟ » Τριανταφυλλιά ή Η Ωραία Κοιμωμένη – Αν Σέξτον

Το ποίημα με τον τίτλο Τριανταφυλλιά ή Η Ωραία Κοιμωμένη της Αν


Σέξτον, περιλαμβάνεται στην συλλογή Transformations, που
κυκλοφόρησε το 1971, στην Βοστώνη των ΗΠΑ, από τον εκδοτικό
οίκο Houghton Mifflin Company.
Η συλλογή Transformations αποτελεί μια ποιητική ανασύνθεση των
παραμυθιών Fairy Tales των αδερφών Grimm, ενώ στο ποίημα που
παρατίθεται ολόκληρο εδώ, η μεγάλη Αμερικανίδα ποιήτρια Αν
Σέξτον (9 Νοεμβρίου 1928 – 4 Οκτωβρίου 1974) μεταφέρει μέσα στον
ποιητικό λόγο το σύμπλεγμα της Ηλέκτρας.
Αν Σέξτον - Τριανταφυλλιά ή Η Ωραία
Κοιμωμένη
Σκεφτείται
ένα κορίτσι που συνεχώς γλιστράει,
καμπυλώνοντας τα μπράτσα της σαν γέρικα καρότα,
μέσα στην έκσταση του υπνωτιστή,
μέσα στον κόσμο των πνευμάτων
μιλώντας με το δώρο των γλωσσών.
Στην μηχανή του χρόνου έχει κολλήσει,
είναι ξαφνικά δύο χρονών και πιπιλά το δάχτυλό της,
κι όπως το σαλιγκάρι στρέφει προς τα μέσα,
μαθαίνει και πάλι να μιλά.
Ταξιδεύει.
Ξεμακραίνει κολυμπώντας όλο και πιο πίσω,
σαν τον σολομό,
αγωνιζόμενη να μπει μέσα στην τσάντα της μητέρας της.
Μικρή κουκλίτσα,
έλα στον μπαμπά.
Κάθησε πάνω στο γόνατό μου.
Έχω για το σβέρκο σου φιλιά.
Μια δεκάρα για τις σκέψεις σου, Πριγκίπισσα.
Τις κυνηγώ όπως αν ήτανε σμαράγδια.

Γίνε το μικρό μου το παιχνίδι


και θα σου δώσω εγώ ρίζες.
Εκείνου του είδους το ταξίδι,
το φουντωμένο σαν αγιόκλημα.
Μια φορά κι έναν καιρό,
βάφτισε ένας βασιλιάς
Τριανταφυλλιά την κόρη του
και επειδή είχε όλα κι όλα δώδεκα χρυσά πιάτα
κάλεσε δώδεκα νεράιδες μοναχά
για το σπουδαίο γεγονός.
Η δέκατη τρίτη νεράιδα
με τα μακριά της δάχτυλά λεπτά σαν καλαμάκια,
τα μάτια της καμμένα από τσιγάρα,
την μήτρα της μια άδεια κούπα του τσαγιού,
έφτασε με δώρο το κακό.
Έκανε αυτήν την προφητεία:
στα δεκαπέντε η πριγκίπισσα
θα τρυπηθεί από μιαν ανέμη
και έπειτα θα σωριαστεί νεκρή.
Καπούτ!
Στην αυλή κυριάρχησε η σιωπή.
Ο βασιλιάς έμεινε άφωνος σαν την Κραυγή του Μουνχ.
Των μαγισσών οι προφητείες
εκείνους τους καιρούς
πιάνανε τόπο.
Παρ’ όλα αυτά η δωδέκατη νεράιδα
είχε μια ορισμένου είδους γόμα
κι έτσι μετέβαλε λιγάκι την κατάρα
αλλάζοντας τον θάνατο με ύπνο
εκατό χρονών.

Ο βασιλιάς διέταξε να καταστρέψουν


κάθε ανέμη κι ευθύς να την πετάξουνε.
Η Τριανταφυλλιά μεγάλωνε και γίνονταν θεά
και κάθε βράδυ ο βασιλιάς
έδενε το στρίφωμα του φουστανιού της
για να την έχει ασφαλή.
Πέρναγε με παραμάνα το φεγγάρι
για να την λούζει με το φως.
Ανάγκαζε της αυλής τον κάθε άντρα
με απορρυπαντικό τη γλώσσα του να πλένει
ώστε να μη μολύνεται ο αέρας γύρω απ’ την πεντάμορφη.
Έτσι εκείνη ζούσε μέσα στην ευωδιά του βασιλιά,
πλεγμένη σαν το αγιόκλημα.

Πάνω στα δέκατα πέμπτα της γενέθλια η Τριανταφυλλιά


τρύπησε το δάχτυλό της
σε μια παλιά καρβουνιασμένη ανέμη
και τα ρολόγια σταματήσανε.
Αλήθεια, σταματήσανε. Κοιμήθηκε.
Ο βασιλιάς και η βασίλισσα κοιμήθηκαν,
οι αυλικοί κι ακόμα οι μύγες στον τοίχο.
Η φωτιά στο τζάκι έσβησε
και το ψητό σταμάτησε να ψήνεται.
Τα δέντρα γίνανε μέταλλο
κι ο σκύλος πορσελάνη.
Όλοι πέσαν σε ύπνωση
σαν κατατονικοί
κολλημένοι στη μηχανή του χρόνου.
Ακόμα και οι βάτραχοι μοιάζαν με ζόμπι.
Μόνο μια δέσμη άγριων τριαντάφυλλων μεγάλωνε
σχηματίζοντας ένα αγκαθωτό τείχος
γύρω από το κάστρο.
Πολλοί πρίγκιπες προσπάθησαν να το περάσουν
γιατί είχανε ακούσει πολλά για την Τριανταφυλλιά.
Όμως δεν είχανε τρίψει τις γλώσσες τους
κι έτσι πιαστήκανε στα αγκάθια
και κει μείνανε σταυρωμένοι.
Κυλώντας ο χρόνος
πέρασανε τα εκατό έτη
και ένας πρίγκιπας κατάφερε να μπει.
Τα βάτα άνοιγαν μπροστά του σαν να ‘τανε ο Μωυσής
και ο πρίγκιπας βρήκε το τραπέζι απείραχτο.
Φίλησε την Τριανταφυλλιά
κι εκείνη ξύπνησε κλαίγοντας:
“Μπαμπά! Μπαμπά!”
Και γρήγορα βγαίνει απ’ τη φυλακή της!
Παντρεύτηκε τον πρίγκιπα
και όλα κυλούσανε ήσυχα
εκτός από το φόβο –
τον φόβο του ύπνου.

Η Ωραία Κοιμωμένη
βασανιζόταν από αϋπνίες…
Δεν μπορούσε κοιμηθεί λιγάκι
ή να κοιμηθεί κανονικά
χωρίς ο φαρμακοποιός της αυλής
να ετοιμάσει κάποιες πανίσχυρες σταγόνες
αλλά ποτέ μπροστά στον πρίγκιπα.
Αν είναι να ‘ρθει ο ύπνος, έλεγε,
θα πρέπει να με βρει στα ξαφνικά
καθώς γελάω ή χορεύω
ώστε να αγνοώ αυτό το μέρος των βαρβάρων
όπου ξαπλώνω με γελάδια να με σπρώχνουν
στην τρύπα που άνοιξε στο μάγουλό μου.
Ακόμα περισσότερο, δεν πρέπει να ονειρευτώ
γιατί όταν ονειρεύομαι βλέπω στρωμένο το τραπέζι
και μια παραπαίουσα γριά να κάθεται στη θέση μου.
τα μάτια της καμμένα απ’ τα τσιγάρα,
καθώς την προδοσία μασουλάει σαν να ‘τανε μια φέτα κρέατος.

Δεν πρέπει να κοιμηθώ


γιατί όταν κοιμάμαι γίνομαι ενενήντα χρονών
και νομίζω ότι πεθαίνω.
Ο θάνατος χτυπάει στον λαιμό μου
σαν παιδικές γκαζιές.
Φορώ για σκουλαρίκια σωληνάρια.
Ξαπλώνοντας σαν σιδερόβεργα.
Μπορείτε να χώσετε μια βελόνα
μέσα βαθιά στο γόνατό μου κι ούτε που θα κουνηθώ.
Είμαι γεμάτη από ενέσεις νοβοκαϊνης.
Αυτό το υπνωτισμένο κορίτσι
είναι δικό σου για να κάνεις ό,τι θες.
Μπορείς να την ξαπλώσεις σ’ ένα τάφο,
ένα ανυπόφορο πακέτο,
ρίχνοντας χώμα στο πρόσωπό της
και να μη σου πει αποκριθεί ποτέ: “Ει! Γεια σου!”.
Μα, εάν την φιλήσεις μες στο στόμα
τα μάτια της θ’ ανοίξουνε διάπλατα
και τότε εκείνη θα φωνάξει:
“Μπαμπά! Μπαμπά!”
Και ξαφνικά!
Βγαίνει από την φυλακή της.

Υπήρξε μια κλοπή.


Αυτό μου λένε.
Με παρατήσανε.
Αυτό το ξέρω.
Και αναγκάστηκα να πάω προς τα πίσω.
Και αναγκάστηκα να πάω προς τα εμπρός.
Με περνούν από χέρι σε χέρι
σαν μια πιατέλα φρούτα.
Και κάθε βράδυ με καρφώνουν σ’ ένα μέρος
και έτσι ξεχνάω το ποια είμαι.
Μπαμπά;
Μια άλλου είδους φυλακή είναι αυτό.
Δεν είναι ο πρίγκηπας καθόλου
μα είναι ο πατέρας μου
που μεθυσμένος σκύβει πάνω απ’ το κρεβάτι μου,
κυκλώνοντας την άβυσσο σαν καρχαρίας,
είναι από πάνω μου ο παχύς πατέρας
σαν κοιμισμένη μέδουσα.
Μικρό κορίτσι, τι ταξίδι είναι αυτό;
Αυτή είναι η έξοδος από την φυλακή;
Βοήθεια, Θεέ μου,
αυτή είναι η μετά τον θάνατο ζωή;
Ανν Σέξτον "Ρούχα"

 Ανν Σέξτον

Ανν Σέξτον * "Ρούχα"

Φόρα ένα καθαρό πουκάμισο


πριν πεθάνεις, είπε κάποιος Ρώσος.
Κάτι που δε θα έχει σάλια, παρακαλώ,
ούτε λεκέδες από αυγό, ούτε αίμα,
ούτε ιδρώτα ή σπέρμα.
Με θέλεις καθαρή, Θεέ μου,
έτσι κι εγώ θα προσπαθήσω να υπακούσω.

Κάνει το καπέλο που φορούσα


όταν παντρεύτηκα;
Λευκό, πλατύ, με ψεύτικα λουλούδια σε μια μικρή σειρά.
Είναι παλιομοδίτικο κι έχει τόσο στιλ όσο ένα σκαθάρι,
όμως ταιριάζει να πεθάνεις φορώντας κάτι νοσταλγικό.

Θα πάρω και το πουκάμισο που φορούσα στα βαψίματα,


που έχει πλυθεί τόσες φορές και έχει φυσικά
λεκέδες από κάθε κίτρινη κουζίνα που έχω βάψει.
Θεέ μου, δε σε πειράζει να φέρω όλες τις κουζίνες μου;
Βαστούν τα γέλια της οικογένειας και τη σούπα.

Για στηθόδεσμο
(χρειάζεται να το αναφέρω;)
εκείνο το ενισχυμένο μαύρο που μόλις το 'βγαλα
με χλεύασε ο εραστής μου.
«Πού πήγε το υπόλοιπο;» μου είπε. 

Θα πάρω και 
τη φούστα της εγκυμοσύνης μου του ενάτου μήνα,
παράθυρο για της αγάπης την κοιλιά
απ' όπου ξεπετάχτηκαν ένα ένα τα μωρά σαν μήλα, 
στο εστιατόριο σπάσανε τα νερά,
φτιάχνοντας ένα σπίτι θορυβώδες όπου θα 'θελα να πεθάνω.

Για εσώρουχα θα πάρω άσπρα βαμβακερά,


αυτά της παιδικής μου ηλικίας,
γιατί ήτανε της μάνας μου η γνώμη
πως τα καλά κορίτσια φοράνε μόνο άσπρο βαμβάκι.
Κι αν είχε ζήσει να το δει
θα μ' είχε επικηρύξει 
για τα κόκκινα, τα μαύρα, τα μπλε που έχω φορέσει. 
Όμως εγώ θα συμφωνούσα απολύτως
να πεθάνω σαν καλό κορίτσι
και να μυρίζω χλωρίνη και αποσμητικό.
Ως δεκαεξάρα
θα πέθαινα γεμάτη απορίες.

You might also like