You are on page 1of 438

 

 
 
 
ΓΙΩΡΓΟΣ Π. ΦΟΥΣΤΕΡΗΣ 
 
 
ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΙΚΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ  
ΣΕ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΥΣ ΣΤΑΥΡΕΠΙΣΤΕΓΟΥΣ ΝΑΟΥΣ 
 
 
ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ 
 
 
 
Υποβλήθηκε στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας 
Τομέας Βυζαντινής Αρχαιολογίας 
Ημερομηνία Προφορικής Εξέτασης :           2006 
 
 
 
 
Εξεταστική Επιτροπή: 
 
Τριμελής Επιτροπή: 
Γεώργιος Βελένης, επόπτης  
Γεώργιος Γούναρης 
Ευθύμιος Τσιγαρίδας 
 
Εξεταστές: 
Θεοχάρης Παζαράς 
Αριστοτέλης Μέντζος 
Αθανάσιος Σέμογλου 
Θεόδωρος Γιάγκου 
Μαρία Καμπούρη 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 

 
 

 
 
 
Γιώργος Π. Φουστέρης 
 
Εικονογραφικά προγράμματα σε βυζαντινούς σταυρεπίστεγους ναούς 
 
ISBN 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
«Η  έγκριση  της  παρούσης  Διδακρορικής  Διατριβής  από  το  Τμήμα  Ιστορίας  και 
Αρχαιολογίας  της  Φιλοσοφικής  Σχολής  του  Αριστοτελείου  Πανεπιστημίου  Θεσ‐
σαλονίκης  δεν  υποδηλώνει  αποδοχή  των  γνωμών  του  συγγραφέως»  (Ν. 
5343/1932, 202 παρ.2)    
 

 
 

 
 

ΠΡΟΛΟΓΟΣ 
 
H  ενασχόλησή  μου  με  τα  εικονογραφικά  προγράμματα  ξεκίνησε  με  την 
κύρια  μεταπτυχιακή  εργασία  μου  στον  τομέα  βυζαντινής  Αρχαιολογίας  του 
Τμήματος  Ιστορίας  και  Αρχαιολογίας  του  Α.Π.Θ.  Με  την  προτροπή  του  επιβλέ‐
ποντα  καθ.  Γ.  Βελένη,  έγινε  μια  πρώτη  προσέγγιση  του  τρόπου  προσαρμογής 
των  εικονογραφικών  προγραμμάτων  στους  διάφορους  ναοδομικούς  τύπους,  με 
τον γενικό τίτλο «Τύποι βυζαντινών ναών και εικονογραφικά προγράμματα». Μέ‐
σα  από  τους  προβληματισμούς  που  τέθηκαν  μέσα  από  την  πρωτόλεια  αυτή  α‐
πόπειρα,  διαπιστώθηκε  ότι  οι  γνώσεις  μας  για  την  συγκρότηση  των  εικονογρα‐
φικών  προγραμμάτων  και  τον  τρόπο  προσαρμογής  τους  στους  διάφορους  αρχι‐
τεκτονικούς τύπους είναι περιορισμένες. Επισημάνθηκε η έλλειψη μελετών που 
θα προσφέρουν το υλικό βάσης, στοιχείο που οδήγησε στην εκ των πραγμάτων 
αποσπασματική προσέγγιση ενός ιδιαίτερα σύνθετου θέματος.    
Κατά  την  αναζήτηση  θέματος  για  την  εκπόνηση  διδακτορικής  διατριβής 
εξέφρασα  την  επιθυμία  να  ασχοληθώ  με  τα  εικονογραφικά  προγράμματα  ενός 
ορισμένου τύπου, ώστε να διαμορφωθεί μια σαφής και ολοκληρωμένη εικόνα για 
ένα  συγκεκριμένο  υποσύνολο  μνημείων.  Η  επιλογή  των  σταυρεπίστεγων  ναών 
έγινε με γνώμονα την όχι ιδιαίτερα μεγάλη έκταση του υλικού, καθώς ο αριθμός 
των  εικονογραφημένων  ναών  των  άλλων  τύπων  ήταν  είτε  εξαιρετικά  περιορι‐
σμένος  (οκταγωνικοί),  είτε  εξαιρετικά  εκτεταμένος  ώστε  να  αντιμετωπιστεί  με 
πληρότητα  στο  πλαίσιο  μιας  διατριβής  (μονόχωροι,  σταυροειδείς  εγγεγραμμέ‐
νοι).  
Η έρευνα εστιάσθηκε εξ αρχής σε πενήντα περίπου βυζαντινούς σταυρε‐
πίστεγους ναούς, στους οποίους είχε επισημανθεί έστω και ένα τμήμα του αρχι‐
κού  τοιχογραφικού  διακόσμου.  Το  γεγονός  ότι  για  περισσότερους  από  τους  μι‐
σούς από αυτούς είχαν δημοσιευτεί ήδη επιστημονικές μελέτες ενθάρρυνε ακόμη 
περισσότερο το εγχείρημα μιας συνθετικής προσέγγισης.  
Η  μεθοδολογία  που  υιοθετήθηκε  με  βάση  την  ιδιομορφία  του  θέματος, 
προέβλεπε να καταβληθεί κάθε προσπάθεια για επιτόπια έρευνα και καταγρα‐
φή  των  μνημείων.  Η  διαδικασία  αυτή  περιελάμβανε  την  διευκρίνιση  των  φάσε‐
ων, την αναγνώριση παραστάσεων και την σχεδιαστική ‐ φωτογραφική τεκμηρί‐
ωση. Για την σωστή προσέγγιση όλων των δεδομένων του εικονογραφικού προ‐

 
 

γράμματος  απαραίτητη  κρίθηκε  η  αποτύπωση  σε  προοπτική  άνοψη,  με  πλήρη 


καταγραφή όλων των γραπτών ταινιών. Από την διαδικασία αυτή δεν εξαιρέθη‐
καν ακόμη και για τα μνημεία για τα οποία υπήρχαν δημοσιεύσεις, καθώς το υ‐
λικό  τεκμηρίωσης,  εκτός  ελαχίστων  περιπτώσεων,  δεν  εξυπηρετούσε  την  προ‐
σέγγιση του θέματος. Σε ορισμένες περιπτώσεις κρίθηκε απαραίτητη και δεύτε‐
ρη επίσκεψη στα μνημεία, προκειμένου να ελεγχθούν επί τόπου τα στοιχεία που 
ανέκυπταν κατά την εξέλιξη της έρευνας.  
Ως προς την εκτίμηση των δεδομένων του τύπου, σημαντικό ρόλο έπαιξε 
και  η  ύπαρξη  ενός  αξιόπιστου  corpus  των  σταυρεπίστεγων  ναών  που  συνόδευε 
ως  κατάλογος  την  διδακτορική  διατριβή  του  αρχιτέκτονα  H.‐M.  Küpper,  Der 
Bautypus der Griechischen Dachtranseptkirche, Amsterdam 1990. Η μελέτη αυτή απέβη 
πολλαπλά  πολύτιμη  καθώς  την  έλλειψη  αρχιτεκτονικής  τεκμηρίωσης  σε  πολ‐
λούς ναούς, κάλυψε ο ίδιος δίνοντας κατόψεις και κατά μήκος τομές. Παράλλη‐
λα,  η  σχολαστική  βιβλιογραφική  τεκμηρίωση  των  μνημείων  από  τον  Γερμανό 
αρχιτέκτονα,  περιόρισε,  όπως  είναι  ευνόητο,  τον  χρόνο  που  έπρεπε  να  δαπανη‐
θεί για έρευνα στα σπουδαστήρια και τις βιβλιοθήκες.  
Ευχαριστώ  τους  καθηγητές  της  τριμελούς  επιτροπής  Γ.  Γούναρη,  Ε.  Τσι‐
γαρίδα και ιδιαίτερα τον επιβλέποντα της διατριβής Γ. Βελένη για τον τρόπο με 
τον οποίο με δίδαξαν να προσεγγίζω τα μνημεία και να εμβαθύνω στα προβλή‐
ματα που προκύπτουν από την έρευνα. 
Πολλές ευχαριστίες οφείλω στον φίλο αρχαιολόγο Μ. Κάππα, ο οποίος με 
συντρόφευσε  στις  περισσότερες  από  τις  επιτόπιες  επισκέψεις  μου,  συνεισφέρο‐
ντας στην πρωτογενή προσέγγιση των προβλημάτων της έρευνας με πολύτιμες 
επισημάνσεις.  Αν  και  με  τη  φιλομάθειά  του  υπήρξε  μόνιμη  αιτία  παρέκκλισης 
εις  βάρος  των  προδιαγεγραμμένων  στόχων,  βοήθησε  αποφασιστικά  στην  πλη‐
ρέστερη  γνώση  του  μνημειακού  περιβάλλοντος  των  σταυρεπίστεγων  ναών, 
στοιχείο που βοήθησε πολλαπλά την έρευνα.  
 
 
Θεσσαλονίκη 1 Δεκεμβρίου 2005 
Γ. Φουστέρης 

 
 

ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ ‐ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 
CA   Cahiers Archéologiques 

CdCRB    Corsi Cultura sull’ Arte di Ravenate e Byzantina  

DOP   Dumparton Oaks Papers 

JÖB    Jahrbuch der Österreichischen Byzantinistik 

ΑΑΑ   Αρχαιολογικά Ανάλεκτα εξ Αθηνών 

ΑΒΜΕ   Αρχείον Βυζαντινών Μνημείων Ελλάδος 

ΑΕΜ  Αρχείον Ευβοϊκών Μελετών 

ΔΧΑΕ  Δελτίον Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας  

ΕΕΒΣ   Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών 

ΕΕΚΜ   Επετηρίς Εταιρείας Κυκλαδικών Μελετών 

Αλμπάνη  Τζ.,  Οι  τοιχογραφίες  του  Αγίου  Αθανασίου  στο  Λεοντάρι,  7ο  Συ‐
μπόσιο Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής Αρχαιολογίας  και Τέχνης,  Αθήνα  1987, 
11‐12. 
Ασπρά‐Βαρδαβάκη Μ., Οι τοιχογραφίες του Αγίου Νικολάου στην Κλένια της 
Κορινθίας, Δίπτυχα 4 (1986), 94‐141, πίν. 1‐16. 
Βαραλής Ι., Παρατηρήσεις για τη θέση του Ευαγγελισμού στη μνημειακή Ζω‐
γραφική κατά τη μεσοβυζαντινή περίοδο, ΔΧΑΕ 19 (1996‐97) 201‐220. 
Βασιλάκη‐Καρακατσάνη  Α.,  Οι  τοιχογραφίες  της  Όμορφης  Εκκλησιάς  στην 
Αθήνα, Αθήνα 1971. 
Βελένης Γ., Ερμηνεία του κεραμοπλαστικού διακόσμου, Θεσσαλονίκη 1984. 
Βοκοτόπουλος Π., Ο ναός του Αγίου Μηνά στο Μονοδένδρι του Ζαγορίου, Εκ‐
κλησίες μετά την Άλωση 1 (1979), 111‐120. 
Βοκοτόπουλος Π., Παρατηρήσεις στον ναό του Σωτήρος κοντά στο Γαλαξείδι, 
ΔΧΑΕ 17 (1993‐4) 199‐210. 
Γεωργοπούλου‐Βέρρα  Μ.,  Τοιχογραφίες  του  τέλους  του  13ου  αιώνα  στην  Εύ‐
βοια. Ο Σωτήρας στο Πυργί και η Αγία Θέκλα, ΑΔ 32 (1977), Α΄, 9‐38, πίν. 1‐23. 
Γκητάκος  Μ.,  Ο  εις  Φιλιατρά  Βυζαντινής  εποχής  σταυρεπίστεγος  ναός  της 
Αναλήψεως, Φιλιατρά 2 (1958), 17‐27. 
Γκίνη‐Τσοφοπούλου  Ε.,  Άγιος  Νικόλαος  στο  νεκροταφείο  Καλάμου  Αττικής, 
ΔΧΑΕ 11 (1982‐83) 227‐248. 
Γκιολές Ν., Η Ανάληψις του Χριστού βάσει των μνημείων της Α’ χιλιετηρίδος, 
Αθήναι 1981. 

 
 

Γκιολές Ν., Ο βυζαντινός τρούλος και το εικονογραφικό του πρόγραμμα (Μέ‐
σα 6 αι. ‐1204), Αθήνα 1990. 
ου 

Γούναρης Γ., Μεταβυζαντινές τοιχογραφίες στη Λέσβο  (16ος‐17ος αι.), Αθήναι 
1999. 
Δεληγιάννη‐Δωρή Ε., Οι τοιχογραφίες της Αγίας Παρασκευής στην Πλάτσα 
της  Έξω  Μάνης,  6ο  Συμπόσιο  Βυζαντινής  και  Μεταβυζαντινής  Τέχνης,  Αθήνα 
1986, 22‐23. 
Δεληγιάννη‐Δωρή  Ε.,  Οι  τοιχογραφίες  του  υστεροβυζαντινού  ναού  των  Τα‐
ξιαρχών στην Αγριακόνα, Πρακτικά Β΄ Τοπικού  Συνεδρίου Αρκαδικών Σπουδών, 
Πελοποννησιακά, παράρτημα 17 (1990), 541‐608. 
Δεληγιάννη‐Δωρή  Ε.,  Οι  τοιχογραφίες  τριών  μνημείων  του  Δεσποτάτου  του 
Μορέως: Έργο ενός εργαστηρίου(;), ΔΧΑΕ 20 (1998‐1999), 185‐194. 
Δημητροκάλλης Γ., Άγνωστοι Βυζαντινοί ναοί Ιεράς Μητροπόλεως Μεσσηνί‐
ας, τ. Β΄, Αθήναι 1988. 
Δημητροκάλλης  Γ.,  Γεράκι,  οι  τοιχογραφίες  των  ναών  του  Κάστρου,  Αθήναι 
2001. 
Διαμαντή Κ., Κροκεές Λακωνίας. Η αναζήτηση μιας βυζαντινής θέσης και οι 
εκκλησίες του οικισμού, Λακωνικαί Σπουδαί 12 (1995) 395‐420. 
Διαμαντή  Κ.,  Οι  τοιχογραφίες  του  Βυζαντινού  ναού  του  Αγίου  Δημητρίου 
(1286)  στις  Κροκεές  της  Λακωνίας  και  το  εργαστήριο  του  ανώνυμου  ζωγράφου. 
Συμβολή στη μελέτη της πρώιμης παλαιολόγειας ζωγραφικής στη Λακωνία, Σπάρ‐
τη 2001. 
Δρανδάκης Ν., Ο ναός του Άϊ‐Λέου εις το Μπρίκι της Μάνης, ΔΧΑΕ 6 (1972), 
146‐168. 
Δρανδάκης Ν., Οι τοιχογραφίες του Αγίου Νικολάου στον Άγιο Νικόλαο Μο‐
νεμβασίας, ΔΧΑΕ 9 (1977‐9), 35‐61, πίν. 7‐20. 
Δρανδάκης  Ν.,  Παναγία  Βρεστενίτισσα,  Λακωνικαί  Σπουδαί  4  (1979),  160‐
185. 
Δρανδάκης  Ν.,  Δίκλιτος  σταυρεπίστεγος  ναός  βυζαντινών  χρόνων,  ΑΑΑ  14 
(1981), Ι, 38‐39 και εικ. 1. 
Δρανδάκης  Ν.,  Από  τις  τοιχογραφίες  του  Αγίου  Δημητρίου  Κροκεών  (1286), 
ΔΧΑΕ 12 (1984), 203‐238. 
Δρανδάκης Ν., Βυζαντινές τοιχογραφίες της Μέσα Μάνης, Αθήναι 1995. 
Δρανδάκης  Ν.  ‐  Καλοπίση  Σ.  ‐  Παναγιωτίδη  Μ.,  Έρευνα  στη  Μεσσηνιακή 
Μάνη, Πρακτικά της Αρχαιολογικής Εταιρείας 1980, 188‐197, πίν. 130‐135. 
Δωρής  Μ.,  Πρόταση  για  την  τυπολογία  των  σταυρεπίστεγων  ναών  και  τους 
αντίστοιχους συμβολισμούς, 11ο Συμπόσιο βυζαντινής και μεταβυζαντινής αρχαι‐
ολογίας και τέχνης, Αθήνα 1991, 45‐46.  
Δωρής  Μ.,  Η  τυπολογία  των  σταυρεπίστεγων  ναών,  Αθήνα  2004,  (φωτοτυ‐
πημένο τεύχος). 
Εμμανουήλ  Μ.,  Οι  τοιχογραφίες  του  Αγίου  Νικολάου  στην  Αγόριαννη  της 
Λακωνίας, ΔΧΑΕ 14 (1987) 107‐148. 

 
 

Εμμανουήλ  Μ.,  Οι  τοιχογραφίες  του  Αγίου  Δημητρίου  στο  Μακρυχώρι  και 
της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στον Οξύλιθο της Εύβοιας, Αθήνα 1991. 
Εμμανουήλ Μ., Τοιχογραφίες του 13ου αιώνα στην Αργολίδα. Ο ναός των Τα‐
ξιαρχών και ο Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος, ΔΧΑΕ 16 (1991‐2), 155‐166. 
Καλοκύρη Κ., Βυζαντιναί εκκλησίαι Ιεράς Μητροπόλεως Μεσσηνίας, Θεσσα‐
λονίκη 1973, σ. 90‐93. 
Καλοκύρης  Κ.,  Ιωάννης  Παγωμένος,  ο  βυζαντινός  ζωγράφος  του  ΙΔ΄  αιώνος, 
Κρητικά Χρονικά 12 (1958), 364‐367. 
Κάππα Μ., Ένα άγνωστο βυζαντινό μνημείο στο ρέμα του Σωφρόνη Λακωνίας, 
Εικοστό πέμπτο συμπόσιο βυζαντινής και μεταβυζαντινής Αρχαιολογίας και Τέ‐
χνης,  Αθήνα 2005, 49‐50. 
Κατσιώτη Α., Οι σκηνές και ο εικονογραφικός κύκλος του Αγίου Ιωάννη Προ‐
δρόμου στη βυζαντινή τέχνη, Αθήνα 1998. 
Κόλλιας Η., Πάτμος, Αθήνα 1986. 
Κολυβόπουλος  Α.,  Χρόνος  τελέσεως  της  Θείας  Λειτουργίας,  Θεσσαλονίκη 
1982. 
Κουγέας  Σ.,  Τρεὶς  Κτητορικαὶ  ἐπιγραφαὶ  ἐκ  Ζαρνάτας,  Χαριστήριον  εἰς  Ἀν. 
Ὀρλάνδον, Γ’ , 1966, 247‐250. 
Κουκιάρης  Σ.  αρχιμ.,  Τα  θαύματα‐  εμφανίσεις  των  Αγγέλων  και  Αρχαγγέ‐
λων στη βυζαντινή τέχνη των Βαλκανίων, Αθήνα‐Γιάννινα 1989. 
Κουκιάρης  Σ.  αρχιμ.,  Η  θέση  του  τιμωμένου  Αγίου  στο  εικονογραφικό  πρό‐
γραμμα, Κληρονομία 22, τ. Α΄ και Β΄ (Ιούνιος‐Δεκέμβριος 1990) 105‐123. 
Κουκιάρης Σ. αρχιμ., Ο κύκλος του βίου της Αγίας Παρασκευής της Ρωμαίας 
και της εξ Ικονίου στη Χριστιανική Τέχνη, Αθήνα 1994. 
Kreutheimer  R.,  Παλαιοχριστιανική  και  βυζαντινή  αρχιτεκτονική,  Αθήνα 
1991. 
Κωνσταντινίδη  Χ.,  Ο  σταυρεπίστεγος  ναός  της  Αγίας  Παρασκευής  στην 
Πλάτσα  της  Έξω  Μάνης,  Φίλιον  Δώρημα  εις  Τ.  Γριτσόπουλον,  Πελοποννησιακά 
16 (1985‐86), 423‐440, πίν. 1‐13. 
Κωνσταντινίδη Χ., Το δογματικό υπόβαθρο στην αψίδα του Αγίου Παντελεή‐
μονα Βελανιδιών, ο Ευαγγελισμός ‐ ο Μελισμός ‐ ο επώνυμος Άγιος, ΔΧΑΕ 20 (1998) 
165‐176. 
Λασσιθιωτάκης Κ., Εκκλησίες της δυτικής Κρήτης, Κρητικά Χρονικά 21, τεύ‐
χος 1 (1969), 177‐233. 
Λασσιθιωτάκης Κ., Άγιος Γεώργιος Ανυδριώτης, Κρητικά Χρονικά  13 (1959), 
144‐170. 
Λιάπης Ι. αρχιμ., Μεσαιωνικά Μνημεία Ευβοίας, Αθήνα 1971. 
Μαδεράκης Σ., Η Κόλαση και οι ποινές σαν θέματα της Δευτέρας Παρουσίας 
στις εκκλησίες της Κρήτη, Ύδωρ εκ πέτρας 2 (Ιούλιος‐Δεκέμβριος 1978). 
Μαμαλούκος Σ., Παρατηρήσεις στην διαμόρφωση των γωνιακών διαμερισμά‐
των των δικιόνιων σταυροειδών εγγεγραμμένων ναών της Ελλάδος, ΔΧΑΕ 14 (1987‐
88), 201‐203. 

 
 

Μαντάς Α., Το εικονογραφικό πρόγραμμα του Ιερού Βήματος των Μεσοβυζα‐
ντινών ναών της Ελλάδας (843‐1204), Αθήνα 2001. 
Μαυροπούλου‐Τσιούμη Χ., Οι τοιχογραφίες του 13ου αιώνα στην Κουμπελί‐
δικη της Καστοριάς, Θεσσαλονίκη 1973 
Μουρίκη Ντ., Οι τοιχογραφίες του Σωτήρα κοντά στο Αλεποχώρι της Μεγα‐
ρίδος, Αθήνα 1978. 
Μουρίκη Ντ., Τα ψηφιδωτά της Νέας Μονής Χίου, Αθήνα 1985.  
Μουρίκη Ντ., Οι τοιχογραφίες του Σωτήρα στο Αλεποχώρι, Αθήνα 1978. 
Μπούρας  Χ.,  Ο  Άγιος  Γεώργιος  Ανδρούσης,  Χαριστήριον  εις  Αναστάσιον  Κ. 
Ορλάνδον, τ. Β΄, Αθήναι 1966 
Μπούρας  Χ.‐  Καλογεροπούλου  Α.  ‐  Ανδρεάδη  Ρ.,  Εκκλησίες  της  Αττικής, 
Αθήνα 1969. 
Νικονάνος Ν., Βυζαντινοί ναοί της Θεσσαλίας από τον  10ο αιώνα ως την κα‐
τάκτηση της περιοχής από τους Τούρκους το 1393, Αθήναι 1979. 
Ξυγγόπουλος Α., Τα Μνημεία των Σερβίων, Αθήνα 1957. 
Ορλάνδος Α., Οι σταυρεπίστεγοι ναοί της Ελλάδος, ΑΒΜΕ 1 (1935), 41‐52. 
Ορλάνδος  Α.,  Η  ξυλόστεγος  παλαιοχριστιανική  βασιλική  της  μεσογειακής 
λεκάνης, Αθήναι 1952, 19942 . 
Ορλάνδος Α., Η μονή της Κάτω Παναγιάς, ΑΒΜΕ 2 (1936). 
Ορλάνδος Α., Βυζαντινά Μνημεία της Αιτωλοακαρνανίας, ΑΒΜΕ 9 (1961). 
Ορλάνδος Α., Ο Άγιος Νικόλαος της Ροδιάς, ΑΒΜΕ 2 (1936) 131‐147. 
Παλιούρας Α., Βυζαντινή Αιτωλοακαρνανία, Αγρίνιο 20042. 
Παναγιωτίδη  Μ.,  Οι  τοιχογραφίες  του  Αγίου  Νικολάου  στη  Μεγάλη  Καστά‐
νια  της  Μεσσηνιακής  Μάνης,  2ο  Συμπόσιο  Βυζαντινής  και  Μεταβυζαντινής  Αρ‐
χαιολογίας, Αθήνα 1982, 80‐81. 
Παπαδοπούλου Β., Η Βυζαντινή Άρτα και τα μνημεία της, Αθήνα 2002. 
Παπαμαστοράκης Τ., Ο διάκοσμος του τρούλου των ναών της Παλαιολόγειας 
περιόδου στη Βαλκανική χερσόνησο και την Κύπρο, Αθήναι 2001. 
Πασαρέλι Γκ. (Passarelli G.), Βυζαντινή Κρήτη, Αθήνα 2005. 
Πελεκανίδη Σ., Καλλιέγης, όλης Θετταλίας άριστος ζωγράφος, Αθήνα 1973 
Πελεκανίδης Σ. ‐ Χατζηδάκης Μ., Καστοριά, Αθήνα 1984. 
Πέτρου Δ., Ο ναός των Αγίων Αποστόλων στους Βούνους Ευβοίας. Επισημάν‐
σεις  στον  τοιχογραφικό  διάκοσμο,  Δ΄  Συνάντηση  βυζαντινολόγων  Ελλάδος  και 
Κύπρου, 20‐22 Σεπτεμβρίου 2002, Περιλήψεις Ανακοινώσεων, 218‐9. 
Προκοπίου Γ., Ο κοσμολογικός συμβολισμός στην αρχιτεκτονική του βυζαντι‐
νού ναού, Αθήναι 19802. 
Προκοπίου  Γ.,  Το  καθολικό  της  μονής  Αγίων  Αναργύρων  Ερμιόνης,  Φίλιον 
δώρημα  εις  τον  Τάσον  Γριτσόπουλον,  Πελοποννησιακά  16  (1985‐6)  209‐222,  πίν. 
ΙΖ΄‐Κ΄. 
Σκούρας Θ., Χριστιανικά μνημεία της Εύβοιας, Χαλκίδα 1998. 

 
 

Σοφιανός  Δ.  ‐  Χατζηδάκης  Μ.,  Το  Μεγάλο  Μετέωρο,  Ιστορία  και  Τέχνη,  Α‐
θήνα 1990. 
Σωτηρίου Γ., Ἡ Ἁγία Τριάς Κρανιδίου (Βυζαντινὸν ναΰδριον ἱδρυθὲν τῷ 1245), 
ΕΕΒΣ 3 (1926), 193‐205. 
Τσιγάρας Γ., Οι ζωγράφοι Κωνσταντίνος και Αθανάσιος από την Κορυτσά και 
το έργο τους στο Άγιον Όρος, Αθήνα 2003.  
Τσιγαρίδας  Ε.,  Οι  τοιχογραφίες  της  πρόθεσης  στην  Παλιά  Μητρόπολη  Βέ‐
ροιας,  Τοιχογραφίες  της  περιόδου  των  Παλαιολόγων  σε  ναούς  της  Μακεδονίας, 
Θεσσαλονίκη 1999. 
Τσιγαρίδας Ε., Μανουήλ Πανσέληνος ο κορυφαίος ζωγράφος της εποχής των 
Παλαιολόγων, Μανουήλ Πανσέληνος, εκ του Ιερού Ναού του Πρωτάτου, Θεσσα‐
λονίκη 2003, 30‐31. 
Τσιτουρίδου Α., Η Παναγία των Χαλκέων, Θεσσαλονίκη 1985. 
Φαράντος  Χ.,  Βυζαντινές  και  μεταβυζαντινές  εκκλησίες  στις  περιοχές  των 
χωριών: Αλιβέρι, Κατακαλός, Βελούσια, Άγ. Λουκάς, Παραμερίτες, Θαρούνια, Κρε‐
μαστός,  Όριο,  Μουρτάρι,  Οχτωνιά,  Αυλωνάρι,  Άγ.  Γεώργιος  και  Αχλαδερή  της  Ν. 
Εύβοιας, ΑΕΜ 23 (1980), 368‐370, πίν. 21‐23. 
Φουστέρης  Γ.,  Παρατηρήσεις  στη  διάταξη  του  χριστολογικού  κύκλου  σε 
σταυροειδείς  εγγεγραμμένους  ναούς,  Εικοστό  δεύτερο  συμπόσιο  βυζαντινής  και 
μεταβυζαντινής  αρχαιολογίας  και  τέχνης,  Πρόγραμμα  και  περιλήψεις  εισηγή‐
σεων, Αθήνα 2002, 118‐119. 
Φουστέρης  Γ.,  Τύποι  βυζαντινών  ναών  και  εικονογραφικά  προγράμματα, 
Θεσσαλονίκη 1999 (φωτοτυπημένη μεταπτυχιακή εργασία) 
Χατζηδάκης  Μ.  ‐  Δρανδάκης  Ν.  ‐  Ζίας  Ν.  ‐  Αχειμάστου‐Ποταμιάνου  Μ.  ‐
Βασιλάκη‐Καρακατσάνη Α., Νάξος, Αθήνα 1989. 
Χατζηδάκης  Μ.  ‐  Μπίθα  Ι.,  Ευρετήριο  βυζαντινών  τοιχογραφιών  Ελλάδος  ‐ 
Κύθήρα, Αθήνα 1997. 
 
 
Albani  J.,  Die  Wandmalereien  der  Kirche  Hagios  Athanasios  zu  Leondari,  JÖB  39 
(1989), 259‐294, εικ. 1‐39, πίν. 1‐4. 
Bryer  A.  ‐  Winfield  D.,  The  Byzantine  Monuments  and  Topography  of  the  Pontos, 
Washington 1985, v. I (text) 289‐294, σχ. 96‐97, v. II. 
Constantinides E., The Wall Paintings of the Panagia Olympiotissa at Elasson in No‐
thern Thessaly, v.I‐II, Athens 1992. 
Coumousi A., Peintures inédites dans l’église de Sainte‐Thecle en Eubée (Gréce), Ca‐
hiers Balkaniques 11 (1987), 59‐76. 
Curuni S. A. ‐Donati L., Creta Byzantina, Roma 1987. 
Demus O., Byzantine Mosaic Decoration, London and Henley 1948, 19733. 
Diez E. ‐ Demus O., Byzantine Mosaics in Greece. Hosios Lucas and Daphni, Cam‐
bridge Massachusetts, 1931. 

 
 

Dufrenne S., Les programmes iconographiques des églises byzantines de Mistra, Paris 
1970. 
Dufrenne  S.,  L’enrichissement  du  programme  iconographique  dans  les  églises  byza‐
nines du XIIIe siècle, L’art byzantin du XIIIe siècle, Symposium de Sopoćani, Belgrade 
1967. 
Djurić V., The Church of St.Sophia in Ochrid, Belgrade 1963. 
Gallas Κ. ‐ Wessel Κ. ‐ Borboudakis Μ., Byzantinisches Kreta, München 1983. 
Gerstel S., Beholding the Sacred Mysteries, Seattle‐London 1999. 
Grabar A., La peinture religieuse en Bulgarie, Paris 1928. 
Grabar A., Un rouleau liturgique constantinopolitain et ses peintures, DOP 8 (1954), 
161‐199. 
Grozdanov C., La peinture murale d’Ochrid au XIVe siècle, Ochrid 1980. 
Hamann‐Μc  Lean  R.  ‐  Hallensleben  Η.,  Die  Monumentalmalerei  in  Serbien  und 
Macedonien vom 11. bis zum fruhen 14. Jahrhundert, Gießen 1963. 
Jerphanion G. de, Une nouvelle province de l’ art byzantin. Les églises rupestres de 
Cappadoce, Paris 1925‐42. 
Hamann‐Μc  Lean  R.,  Grundlegung  zu  einer  Geschihte  der  mittelalterlichen  Monu‐
mentalmalerei in Serbien und Macedonien, Gießen 1976. 
Hademann‐Misguich  L.,  Kurbinovo,  Les  fresques  de  Saint‐Georges  et  la  peinture 
Byzantine du XIIe siècle, Bruxelles 1975. 
Kalopissi‐Verti  S.,  Die  Kirche  der  Hagia  Triada  bei  Kranidi  in  der  Argolis,  Ico‐
nographische und stilistische Anlyze der Malereien (1244), München 1975. 
Kalopissi‐Verti S., Osservazioni iconographice sulla pittura monumentale della Grecia 
durante il XIII secolo, CdCRB 31 (1984). 
Kalopissi‐Verti  S.,  Dedicatory  Inscriptions  and  Donor  Portraits  in  Therteenth‐
Century Churches of Greece, Wien 1992. 
Kitsinger E., Reflections on the Feast Cycle in Byzantine Art, CA 36 (1988). 
Koukiaris S., Wall Paintings in Churches with a Limited Christological Cycle, Zograf 
30 (2004/5) 111‐118. 
Koumoussi  Α.,  Les  peintures  murales  de  la  Transfiguration  de  Pyrgi  et  de  Saint‐
Thècle en Eubée, Αθήνα 1987. 
Küpper H.‐M., Der Bautypus der Griechischen Dachtranseptkirche, Ι‐ΙΙ, Amsterdam 
1990. 
Maguire H., Art and Eloquence in Byzantium, Princeton 1981. 
Malmquist  T.,  Byzantine  12th  Century  Frescoes  in  Kastoria,  Agioi  Anargyroi  and 
Agios Nikolaos tou Kasnitzi, Uppsala 1979. 
Milković‐Pepek  P.,  L’église  de  Saint  Jean  Le  Theologien‐Kaneo  d’Ochrid,  Kulturno 
Naslesdvo 3 (1967). 
Milković‐Pepek  P.,  Deloto  na  zographite  Michailo  I  Eutihij,  Skopje  1967  (με 
γαλλική περίληψη L’oeuvre des peintres Michel et Eutych). 
Millet  G.,  Recherchers  sur  l’iconographie  de  l’Évangile,  aux  XIVe,  XVe  et  XVIe 
siècles, Paris 1916. 

 
 

Millet G., Le monastère de Daphni. Histoire, Architecture, Mosaiques, Paris 1899. 
Millet G., Monuments Byzantins de Mistra, Paris 1910. 
Millet G., L’école greque dans la architecture byzantine, Paris 1916. 
Millet G., La peinture du Moyen Âge en Yougoslavie (Serbie, Macédoine et Montene‐
gro), Paris, I (1954), II (1957), III (1962), IV (κείμενο T. Velmans, 1969). 
Mojoska L., The Church of the Virgin at Bolnički, Ohrid 2001. 
Ousterhout R., Master Builders of Byzantium, Princeton 1999. 
Panayotidi M., La peinture monumentale en Grèce de la fin de l’iconoclasme jusqu’à 
l’avènement des Comnènes (843‐1081), CA 34 (1986), 75‐107. 
Restle  M.,  Die  Byzantinische  Wandmalerei  in  Kleinasien,  Ι‐ΙΙΙ,  Recklinghausen, 
1967. 
Schulz H.‐J., Η βυζαντινή Λειτουργία. Μαρτυρία πίστεως και λειτουργική έκ‐
φραση, μτφρ. π. Δ. Τζέρπος, Αθήνα 1980. 
Semoglou A., Le Voyage outre‐tompe de la Vierge dans l’art byzantin de la descende 
aux enfers a la montée au ciel, Θεσσαλονίκη 2003. 
Ševčenko Ν., The Life of Saint Nicholas in Byzantine Art, Torino 1983. 
Skawran Κ., The Development of Middle Byzantine Fresco Painting in Greece, Preto‐
ria 1982. 
Spatharakis I., Byzantine Wall Paintings of Crete, Rethymnon Province Vol. I., Lon‐
don 1999. 
Spatharakis I., Dated Byzantine Wall Paintings of Crete, Leiden 2001. 
Subotić  G.,  Les  debutes  de  vie  monastique  aux  Météores  et  l’  église  du  monastère 
d’Hypapante, Zbornik za Likovne Umenosti 2 (1966). 
Subotić G., L’église des Saints Constantin et Hélène a Ochrid, Beograd 1971. 
Subotić G., L’ école de peinture d’ Ochrid au XVe siècle, Beograd 1980. 
Subotić G., Η τέχνη των βυζαντινοσέρβων ευγενών στην Ελλάδα κατά τις τε‐
λευταίες δεκαετίες του ΙΔ΄ αιώνα, Βυζάντιο και Σερβία κατά τον ΙΔ΄ αιώνα, Αθήνα 
1996, 179. 
Tischendorf C., Evangelia Apocrypha, Lipsiae 1853. 
Todić B., Serbian Medieval Painting. The Age of King Milutin, Belgrade 1999. 
Tsitouridou  A.,  Les  fresques  du  XIIIe  siècle  dans  l’église  de  la  Porta‐Panaghia  en 
Thessalie,  Actes  du  XVe  Congrès  International  d’études  Byzantines,  II,  Αθήναι  1976 
(1981). 
Velenis G., Therteenth‐century Architecture in the Despotate of Epirus: The Origins 
of  the  School,  Studenica  et  l’art  byzantin  autour  de  l’année  1200,  Beograd  1988,  179‐
180. 
Velmans T., Deux églises Byzantines du début du XIVe siècle en Eubée, CA 18 (1968), 
192‐225. 
Walter C., Art and Ritual of the Byzantine Church, London 1982. 

 
 

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 

ΠΡΟΛΟΓΟΣ 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 

ΕΙΣΑΓΩΓΗ................................................................................................................................... 16
Α. ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΔΟΣΗ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΕΠΙΣΤΕΓΟΥ ΝΑΟΥ ...................... 3
Β. Η ΜΕΛΕΤΗ ΤΩΝ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΙΚΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ........................... 5
Γ. ΣΤΟΧΟΙ ΤΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ....................................................................................... 15

ΜΕΡΟΣ Α΄. ΤΑ ΜΝΗΜΕΙΑ ...................................................................................................... 18
1. Π.Γ.Δ.Μ., Αχρίδα. Άγιοι Κωνσταντίνος και Ελένη .......................................... 20
2. Π.Γ.Δ.Μ., Αχρίδα. Παναγία του Νοσοκομείου (Bolnička)............................... 25
3. Π.Γ.Δ.Μ., Godvije. Άγιος Γεώργιος ...................................................................... 29
4. Ν. Ιωαννίνων, Κωστάνιανη. Ταξιάρχης ............................................................ 34
5. Ν. Τρικάλων, Μετέωρα. Μονή Υπαπαντής, καθολικό ................................... 41
6. Ν. Αιτωλοακαρνανίας, Γαλατάς. Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος ................... 44
7. Ν. Αττικής, Αλεποχώρι. Σωτήρας ....................................................................... 47
8. Ν. Αττικής, Αφίδνες. Άγιοι Θεόδωροι................................................................. 52
9. Ν. Αττικής, Κάλαμος. Άγιος Νικόλαος .............................................................. 53
10. Ν. Εύβοιας, Πυργί. Μεταμόρφωση...................................................................... 59
11. Ν. Εύβοιας, Αγία Θέκλα. Αγία Θέκλα................................................................ 62
12. Ν. Εύβοιας, Χάνια Αυλωναρίου. Άγιος Δημήτριος .......................................... 67
13. Ν. Εύβοιας, Μακρυχώρι. Άγιος Δημήτριος........................................................ 73
14. Ν. Εύβοιας, Οξύλιθος. Κοίμηση της Θεοτόκου................................................. 76
15. Ν. Εύβοιας, Σπηλιές. Οδηγήτρια ......................................................................... 80
16. Ν. Εύβοιας, Αμάρυνθος. Κοίμηση της Θεοτόκου............................................. 82
17. Ν. Εύβοιας, Αμάρυνθος. Μεταμόρφωση ........................................................... 85
18. Ν. Εύβοιας, Καθενοί. Αγία Τρίτη......................................................................... 86
19. Ν. Εύβοιας, Βούνοι. Άγιοι Απόστολοι................................................................. 89
20. Ν. Αχαΐας, Αγρίδι. Άγιος Νικόλαος .................................................................... 91
21. Ν. Κορινθίας, Κλένια. Άγιος Νικόλαος.............................................................. 94
22. Ν. Κορινθίας, Σοφικό. Αγία Τριάδα .................................................................... 97
23. Ν. Κορινθίας, Αγιονόρι. Άγιοι Ανάργυροι....................................................... 100
24. Ν. Αργολίδας, Κρανίδι. Αγία Τριάδα ................................................................ 102
25. Ν. Αργολίδας, Κρανίδι. Άγιος Ανδρέας ........................................................... 105

 
 

26. Ν. Αρκαδίας, Λεοντάρι. Άγιος Αθανάσιος ...................................................... 108


27. Ν. Μεσσηνίας, Πήδημα. Αγία Κυριακή............................................................ 114
28. Ν. Μεσσηνίας, Αίπεια, Άγιος Γεώργιος ........................................................... 117
29. Ν. Μεσσηνίας, Κάμπος Αβίας. Άη Γιαννάκης................................................ 118
30. Ν. Μεσσηνίας, Σταυροπήγι. Άγιοι Ιωάννης Πρόδρομος και Νικόλαος .... 120
31. Ν. Μεσσηνίας, Πλάτσα. Αγία Παρασκευή...................................................... 123
32. Ν. Μεσσηνίας, Μ. Καστάνια. Άγιος Νικόλαος............................................... 127
33. Ν. Λακωνίας, Αγόριανη. Άγιος Νικόλαος....................................................... 129
34. Ν. Λακωνίας, Αμύκλες. Προφήτης Ηλίας ....................................................... 132
35. Ν. Λακωνίας, Γκοριτσά. Ταξιάρχης .................................................................. 136
36. Ν. Λακωνίας, Γκοριτσά. Άγιος Ιωάννης Πρόδρομος .................................... 139
37. Ν. Λακωνίας, Κροκεές. Άγιος Δημήτριος ........................................................ 140
38. Ν. Λακωνίας, Κροκεές. Κοίμηση της Θεοτόκου ............................................. 144
39. Ν. Λακωνίας, Γεράκι, Κάστρο. Αγία Παρασκευή .......................................... 147
40. Ν. Λακωνίας, Γεράκι, Κάστρο. Άγια Θεοφάνεια ........................................... 150
41. Ν. Λακωνίας, Γεράκι, Κάστρο. Ταξιάρχης....................................................... 152
42. Ν. Χανίων, Μουρί Κισσάμου. Άγιος Νικόλαος............................................... 154
43. Ν. Χανίων, Άνυδροι. Άγιος Γεώργιος................................................................ 158
44. Ν. Χανίων, Σπανιάκος. Άγιος Γεώργιος .......................................................... 161
45. Ν. Ηρακλείου, Αρκαλοχώρι. Αρχάγγελος Μιχαήλ ....................................... 164
46. Ν. Ηρακλείου, Γεράκι. Παναγία Ευαγγελίστρια ........................................... 169
47. Ν. Ηρακλείου, Χάρακας. Αγία Παρασκευή..................................................... 171
48. Ν. Ηρακλείου, Ευαγγελισμός. Παναγία .......................................................... 173
49. Ν. Λασιθίου, Βουλισμένη. Παναγία ................................................................. 176

ΜΕΡΟΣ  Β΄.  ΖΗΤΗΜΑΤΑ  ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΙΚΩΝ  ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ    ΣΤΟΥΣ 


ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΥΣ ΣΤΑΥΡΕΠΙΣΤΕΓΟΥΣ ΝΑΟΥΣ ........................................................ 179

ΚΕΦ. I. ΤΡΟΠΟΙ ΔΙΑΧΩΡΙΣΜΟΥ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΙΚΩΝ ΕΝΟΤΗΤΩΝ .................... 180


Α. ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ .................................................................................................. 180
Β. ΖΩΝΕΣ ΚΑΙ ΕΠΙΠΕΔΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ.................................................................... 188
Γ. ΧΡΗΣΗ ΚΑΝΑΒΟΥ ΚΑΙ ΤΑΙΝΙΩΝ ................................................................... 190

ΚΕΦ. II. ΘΕΜΑΤΙΚΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΙΚΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ 193
Α. ΚΑΘΕΤΟΙ ΤΟΙΧΟΙ ΚΑΙ ΑΨΙΔΑ ΙΕΡΟΥ ............................................................ 193
1. Κυρίως Ναός...................................................................................................... 193
2. Ιερό Βήμα ........................................................................................................... 195
α. Μεμονωμένες μορφές .............................................................................. 195
β. Παραστάσεις εντός του ιερού Βήματος ................................................ 196
Β. ΗΜΙΚΥΛΙΝΔΡΙΚΕΣ ΚΑΜΑΡΕΣ ΚΑΙ ΤΥΜΠΑΝΑ .......................................... 200
1. Βασικός χριστολογικός κύκλος ..................................................................... 201
2. Κύκλος των Παθών και των Μετά την Ανάσταση ................................... 208
3. Θεομητορικός κύκλος...................................................................................... 211
4. Κύκλοι που σχετίζονται με την επωνυμία του ναού ................................ 215

 
 

Γ. ΝΑΡΘΗΚΕΣ............................................................................................................ 219

ΚΕΦ. III. ΦΟΡΑ ΚΑΙ ΔΙΑΤΑΞΗ ΕΙ ΚΟΝΟΓΡΑΦΙΚΩΝ ΕΝΟΤΗΤΩΝ ...... 222


Α. ΦΟΡΑ ...................................................................................................................... 222
Β. ΤΡΟΠΟΙ ΔΙΑΤΑΞΗΣ ΧΡΙΣΤΟΛΟΓΙΚΟΥ ΚΥΚΛΟΥ ....................................... 225
1. Τμήμα του ενιαίου χριστολογικού κύκλου στην εγκάρσια καμάρα ..... 226
α. Εκκίνηση ..................................................................................................... 226
i.  Εκκίνηση  του  κύκλου  αποκλειστικά  με  χριστολογικές 

παραστάσεις................................................................................................... 227

ii. Εκκίνηση του κύκλου από την εγκάρσια καμάρα με συνδυασμό 

χριστολογικών και θεομητορικών παραστάσεων. ................................ 229

β. Ολοκλήρωση .............................................................................................. 231


γ. Ενδιάμεσες παραστάσεις......................................................................... 231
2. Εγκάρσια καμάρα με αυτοτελές εικονογραφικό πρόγραμμα ............... 233
α. Χερουβικός Ύμνος .................................................................................... 233
β. Δευτέρα Παρουσία .................................................................................... 239
γ. Σταυρός και ανεικονικός διάκοσμος..................................................... 239
δ. Βίοι Αγίων ................................................................................................... 240

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ.................................................................................................................. 242
 

ΜΕΡΟΣ Γ΄ ΣΧΕΔΙΑ 

 
 

Εισαγωγή

 
Εισαγωγή 


Εισαγωγή 

Α. ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΔΟΣΗ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΕΠΙΣΤΕΓΟΥ ΝΑΟΥ 

Ο  τύπος  των  σταυρεπίστεγων  ναών  έχει  απασχολήσει  την  έρευνα  ήδη 

από  τις  πρώτες  συνθετικές  μελέτες  της  βυζαντινής  αρχιτεκτονικής.  Ο  G.  Millet 

αξιοποιώντας υλικό του Γ. Λαμπάκη, ο οποίος είχε εισηγηθεί τον όρο «σταυρεπί‐

στεγος»1, καθώς και του G. Gerola2, επεσήμανε την ιδιαιτερότητα του τύπου στην 

θεμελιώδη  για  την  βυζαντινή  αρχιτεκτονική  μελέτη  του.  Προεκτείνοντας  μάλι‐

στα τις απόψεις του για την ανατολική προέλευση των θολοσκεπών  βασιλικών, 

εισηγήθηκε την θεωρία περί καταγωγής του τύπου από τη Μεσοποταμία3. Πέρα 

από μια πρόσκαιρη απήχηση4 η θεωρία αυτή  σύντομα εγκαταλείφθηκε και η έ‐

ρευνα  στράφηκε  σε  άλλες  κατευθύνσεις.  Ο  Α.  Ορλάνδος  στο  βασικό  για  την  έ‐

ρευνα  του  τύπου  άρθρο  του  «Οι  σταυρεπίστεγοι  ναοί  της  Ελλάδος»5,  διατύπωσε 

την  άποψη  ότι  πρόκειται  για  μια  αυτόχθονη  δημιουργία  της  βυζαντινής  ναοδο‐

μίας.  Παράλληλα,  στην  ίδια  μελέτη,  έθεσε  τις  βάσεις  μιας  τυπολογικής  ταξινό‐

μησης  των  παραλλαγών  του  τύπου,  κατατάσσοντας  τους  μέχρι  τότε  γνωστούς 

σταυρεπίστεγους ναούς σε τρεις βασικές κατηγορίες. Αν και μετά την επισήμαν‐

                                                      

1 Α. Ορλάνδος, Οι σταυρεπίστεγοι ναοί της Ελλάδος, ΑΒΜΕ 1 (1935), 41.

2 G. Gerola, Monumenti Venetti nell’ isola di Creta, II, εικ. 174 (Παναγία Ευαγγελισµού / Μουχτάρων), εικ. 173-175
(Παναγία Αλαγνίου), εικ. 176 (Παναγία Βουλισµένης), 177 (Άγιοι Απόστολοι Α. Μουλίων), εικ. 209 (Άγιος Γεώργιος Αλικια-
νού), εικ. 236 (Σωτήρας Σταµνών), εικ. 238 (Άγιος Γεώργιος Σπανιάκου), εικ. 239, 240 (Άγιος Νικόλαος Μουρίου), εικ. 179,
252, 254 (Αρχάγγελος Αρκαλοχωρίου), εικ. 278 (Παναγία Αυγενικής). Βλ. επίσης στην ελληνική µετάφραση του έργου G.
Gerola, Βενετικά µνηµεία της Κρήτης, Κρήτη 1993, όπου τηρήθηκε η αρίθµηση των εικόνων του πρωτοτύπου.

3 G. Millet, L’école greque dans la architecture byzantine, Paris 1916, 48-53. Ο Millet θεωρεί τον σταυρεπίστεγο τύ-
πο παραλλαγή της θολωτής βασιλικής.

4 Για την απήχηση της θεωρίας βλ. Γ. ∆ηµητροκάλλης, καταγωγ τ ν σταυρεπιστέγων να ν, Χαριστήριον ε ς
ναστάσιον Κ. ρλάνδον, τ. Β΄, θ ναι 1966, 188. Βλ. επίσης και Ν. Νικονάνος, Βυζαντινοί ναοί της Θεσσαλίας από το 10ο αιώ-
να ως την κατάκτηση της περιοχής από τους Τούρκους, Αθήναι 1979, 148.

5 Α. Ορλάνδος, Οι σταυρεπίστεγοι ναοί της Ελλάδος, ΑΒΜΕ 1(1935), 41-52.


Εισαγωγή 

ση νέων παραλλαγών έγιναν κάποιες προσθήκες6, η ταξινόμηση του Ορλάνδου, 

παρά τις όποιες ελλείψεις της, παρέμεινε καθολικά αποδεκτή7. 

Η χρονική συγκυρία της εμφάνισης του τύπου 8, αλλά και η διάδοσή του σε 

φραγκοκρατούμενες και βενετοκρατούμενες περιοχές, έφεραν αναπόφευκτα στο 

επίκεντρο της έρευνας το ζήτημα της πιθανής προέλευσής του από  τη Δύση. Οι 

υποστηρικτές της θεωρίας αυτής9, αναζητώντας τα πρωτότυπα κυρίως στην Ιτα‐

λία, επικαλούνται παραδείγματα τα οποία, ενώ τυπολογικά διαθέτουν τα βασι‐

κά χαρακτηριστικά του τύπου, απέχουν πολύ από τις αναλογίες και το γενικότε‐

ρο ύφος των βυζαντινών σταυρεπίστεγων ναών10.  

                                                      
6 Ο Π. Βοκοτόπουλος πρότεινε την προσθήκη δύο κατηγοριών (∆ και Ε) προκειµένου να ενταχθούν νέα παραδείγ-
µατα του τύπου, Βλ. Π. Βοκοτόπουλος, Ο ναός του Αγίου Μηνά στο Μονοδένδρι του Ζαγορίου, Εκκλησίες µετά την Άλωση 1
(1979), 116 και υποσηµ. 20, 21.

7 Στην παρούσα εργασία χρησιµοποιούµε την ταξινόµηση του Ορλάνδου, καθώς όλοι σχεδόν οι εξεταζόµενοι ναοί
εντάσσονται στις βασικές κατηγορίες Α, Β, Γ και τις παραλλαγές τους. Εξαίρεση αποτελει ο δίκλιτος ναός των Αγίων Ιωάννη
και Νικολάου στο Σταυροπήγι (Κ30), ο οποίοι αποτελει ουσιαστικά παραλλαγή της απλούστερης µορφής των σταυρεπίστε-
γων ναών. Επίσης σε ιδιαίτερη κατηγορία θα µπορούσαν να ενταχθούν ο Άγιος Νικόλαος Αγριδίου (Κ20) και ο Ταξιάρχης
Γερακίου (Κ41), που παρουσιάζουν µια ιδιοµορφία ως προς την ύπαρξη τυφλών αψιδωµάτων βόρεια και νότια, κατά το πλά-
τος της εγκάρσιας καµάρας. Αν και όλες αυτές οι περιπτώσεις καλύπτονται από την σχολαστική ταξινόµηση των παραλλα-
γών που εισηγήθηκε ο αρχιτέκτονας Μ. ∆ωρής, θεωρούµε ότι δεν είναι ακόµη γνωστή στην έρευνα και η χρήση της είναι δυ-
νατόν να επιφέρει σύγχυση Βλ. Μ. ∆ωρής, Πρόταση για την τυπολογία των σταυρεπίστεγων ναών και τους αντίστοιχους
συµβολισµούς, 11ο Συµπόσιο βυζαντινής και µεταβυζαντινής αρχαιολογίας και τέχνης, Αθήνα 1991, 45-6 και του ίδιου, Η
τυπολογία των σταυρεπίστεγων ναών, Αθήνα 2004, (φωτοτυπηµένο τεύχος, στο εξής: ∆ωρής, Τυπολογία), 11-19 και 90-109.

8 Το έτος 1244, στο οποίο χρονολογείται µε γραπτή επιγραφή ο γραπτός διάκοσµος της Αγίας Τριάδας Κρανιδίου
(Κ24), θεωρούνταν συµβατικά το χρονικό σηµείο εµφάνισης τύπου. Πρόσφατα το χρονικό αυτό όριο διαφοροποιήθηκε κατά
έξη έτη, όταν επισηµάνθηκε ότι ο αρχικός τύπος της Παναγίας του Μπρυώνη στο Νεοχωράκι της Άρτας, που χρονολογείται το
1238, ήταν σταυρεπίστεγος, βλ. G. Velenis, Therteenth-century Architecture in the Despotate of Epirus: The Origins of the
School, Studenica et l’art byzantin autour de l’année 1200, Beograd 1988, 179-180.

9 H. Hallensleben, ΒΖ 66 (1973), 12-9, H.-M. Küpper, Der Bautypus der Griechischen Dachtranseptkirche, Ι, Amster-
dam 1990, 152.

10 Ο R. Kreutheimer, παρά το γεγονός ότι δεν ασχολήθηκε ιδιαίτερα µε τον σταυρεπίστεγο τύπο, δεν παρέλειψε να
διατυπώσει τις αντιρρήσεις του σχετικά µε την πιθανότητα οι βασιλικές της Ν. Ιταλίας µε υπερυψωµένο εγκάρσιο κλίτος να
έχουν οποιαδήποτε επίδραση στη διαµόρφωσή του. Βλ. R. Kreutheimer, Παλαιοχριστιανική και βυζαντινή αρχιτεκτονική,
Αθήνα 1991, 625, υποσηµ. 5. Χαρακτηριστικό είναι επίσης το γεγονός ότι δεν έχει επιβεβαιωθεί η οικοδόµηση σταυρεπίστε-
γων ναών για χρήση από τους δυτικούς που εγκαταστάθηκαν στον ελλαδικό χώρο. Ακόµη και στην περίπτωση του Αγίου
Γεωργίου Ανδρούσας τα έντονα δυτικά µορφολογικά και κατασκευαστικά στοιχεία, ανάλογα µε εκείνα της Παναγίας Βλαχέρ-
νας στην Ηλεία, µαρτυρούν απλώς φραγκική επίδραση η οποία δεν πιστοποιεί λειτουργική χρήση από το δυτικό δόγµα. Βλ.
Χ. Μπούρας, γιος Γεώργιος νδρούσης, Χαριστήριον ε ς ναστάσιον Κ. ρλάνδον, τ. Β΄, Αθ ναι 1966, 281-284.


Εισαγωγή 

Ανεξάρτητα από το ζήτημα των έξωθεν επιδράσεων, αδιαμφισβήτητο εί‐

ναι  το  γεγονός  ότι,  ανάμεσα  στον  απλό  μονόχωρο  καμαροσκεπή  και  τον  τρου‐

λαίο σταυροειδή εγγεγραμμένο ναό, διαμορφώθηκε ένας νέος ναοδομικός τύπος, 

ο οποίος ενσωματώθηκε στα αισθητικά και κατασκευαστικά δεδομένα της βυζα‐

ντινής  αρχιτεκτονικής.  Επίσης,  έγκαιρα  είχε  παρατηρηθεί  ότι  τα  βασικά  κατα‐

σκευαστικά  και  μορφολογικά  δεδομένα  του  τύπου  ήταν  ήδη  γνωστά  στη  βυζα‐

ντινή ναοδομία, πέρα από κάθε υπόνοια εξωτερικής επιρροής, σε τριμερείς νάρ‐

θηκες  σταυροειδών  εγγεγραμμένων  ναών  με  σταυρεπίστεγη  κάλυψη 11.  Τέλος, 

αξιοπρόσεκτη είναι και η άποψη ότι παλαιοχριστιανικές βασιλικές με υπερυψω‐

μένο εγκάρσιο κλίτος, επέδρασαν ενδεχομένως αποφασιστικά στην διαμόρφωση 

των τρίκλιτων σταυρεπίστεγων της Ηπείρου12 και πάντως πολύ περισσότερο από 

αντίστοιχα μνημεία της Ιταλίας.  

Β. Η ΜΕΛΕΤΗ ΤΩΝ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΙΚΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ  

Η  έννοια  του  εικονογραφικού  προγράμματος  είναι  συνυφασμένη  με  την 

βυζαντινή  μνημειακή  ζωγραφική.  Η  οργάνωση  του  εντοίχιου  διακόσμου  με  θε‐

ματικούς κύκλους που προσαρμόζονται στις προσφερόμενες επιφάνειες ανάλο‐

γα  με  τον  συμβολισμό  και  την  ιεράρχησή  τους,  έχει  την  καταγωγή  της  στην  ύ‐

στερη αρχαιότητα13 και αποτέλεσε βασικό στοιχείο της διακόσμησης του εσωτε‐

ρικού των ναών. Όταν ο Διονύσιος ο εκ Φουρνά στην Ερμηνεία του έδινε οδηγίες 

για την οργάνωση των κύκλων και των παραστάσεων ανάλογα με τον τύπο του 

                                                      
11 Γ. ∆ηµητροκάλλης, καταγωγ τ ν σταυρεπιστέγων να ν, Χαριστήριον ε ς ναστάσιον Κ. ρλάνδον, τ. Β΄, Αθ ναι
1966, 187-211. Σύµφωνα µε τον ∆ηµητροκάλλη, οι νάρθηκες αυτοί εµφανίζονται σε περιοχές όπου αργότερα διαδόθηκε
σταυρεπίστεγος τύπος.

12 D. Pallas, Epiros, RbK, στ. 278. Ο Ορλάνδος υποθέτει ότι βασιλικές µε εγκάρσιο κλίτος όπως της Παραµυθιάς και
του Βουθρωτού, ενδεχοµένως να είχαν στέγαση ανάλογη των σταυρεπίστεγων ναών, βλ. Α. Ορλάνδου, Η ξυλόστεγος παλαι-
οχριστιανική βασιλική της µεσογειακής λεκάνης, Αθήναι 1952, 19942, 172-173, εικ.128-131.

13 A. Grabar, Christian Iconography. A Study of its Origins, Princeton 1968, 7-10, 15,


Εισαγωγή 

ναού14, είχε την πεποίθηση ότι εκπροσωπούσε μια αμετάβλητη παράδοση. Στην 

πραγματικότητα όμως δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει ότι η παράδοση την οποία 

κατέγραψε  προέκυψε  εξελικτικά,  καθώς  τα  εικονογραφικά  προγράμματα  γνώ‐

ρισαν διαχρονικά και κατά τόπους μια μεγάλη ποικιλία παραλλαγών.  

Το  θέμα  των  προγραμμάτων  απασχόλησε  τους  ερευνητές  ήδη  από  τις 

απαρχές την έρευνα της βυζαντινής τέχνης. Οπωσδήποτε η μετάφραση της  Ερ‐

μηνείας της ζωγραφικής τέχνης του Διονυσίου του εκ Φουρνά στα μέσα του 19ου 

αιώνα15, έκανε νωρίς γνωστή στο δυτικό κόσμο τη σημασία του εικονογραφικού 

προγράμματος για τη βυζαντινή μνημειακή ζωγραφική. Δεν είναι τυχαίο ότι λί‐

γα  χρόνια  αργότερα  αρχίζουν  και  εμφανίζονται  εργασίες  που,  με  αφορμή  την 

μελέτη  μνημείων  με  τοιχογραφικό  διάκοσμο,  αντιμετωπίζουν  και  ζητήματα  ει‐

κονογραφικού προγράμματος16.  

Τις  βάσεις  της  έρευνας  των  εικονογραφικών  προγραμμάτων  έθεσε  ο 

Gabriel Millet, ο οποίος όχι μόνο πρωτοστάτησε στην μεγαλύτερη μέχρι τις ημέ‐

ρες  μας  συγκέντρωση  πρωτογενούς  υλικού  για  την  βυζαντινή  μνημειακή  ζω‐

                                                      
14 Ο ∆ιονύσιος αναφέρεται συγκεκριµένα σε τρεις τύπους ναών: Την τουρλαία, την εκκλησία οπού είναι µε σταυρο-
θόλιν και την κυλιστή. Βλ. ∆ιονυσίου του εκ Φουρνά, Ερµηνεία της ζωγραφικής τέχνης, εν Πετρουπόλει 1909, σ. δ΄- η΄. Πρό-
κειται αντίστοιχα για τον σταυροειδή εγγεγραµµένο, την διαδεδοµένη τον 18ο αιώνα βασιλική µε πολυµερή θολωτή κάλυψη
κυρίως µε φουρνικά (η λέξη σταυροθόλιν στην ορολογία του ∆ιονυσίου δεν έχει σχέση µε τον όρο σταυροθόλιο όπως χρησι-
µοποιείται σήµερα) και τον απλό δροµικό καµαροσκεπή ναό. Ευεξήγητη είναι η απουσία οποιασδήποτε αναφοράς στον
σταυρεπίστεγο τύπο που παρέµεινε διαχρονικά άγνωστος όχι µόνο στο Άγιον Όρος, αλλά και σε άλλες περιοχές.

15 Πρόκειται για την έκδοση του Didron, Manuel d’iconographie chrétienne greque et latine, Paris 1845, η οποία βα-
σίζονταν σε ένα µερικώς αλλοιωµένο από τον περιβόητο πλαστογράφο Κ. Σιµωνίδη χειρόγραφο, όπως έδειξε ο Α. Παπαδό-
πουλος-Κεραµεύς στον πρόλογο της ελληνικής έκδοσης. Ακολούθησε, δέκα χρόνια αργότερα, η γερµανική µετάφραση του
ίδιου χειρογράφου, G. Schäfer, Das Handbuch der Malerei vom Berge Arthos, Trier 1855. Το 1867 ο Πορφύριος Uspenskij
χρησιµοποιώντας επίσης ένα σιµωνίδιο χειρόγραφο, εξέδωσε την πρώτη ρωσική µετάφραση της Ερµηνείας. Ο Ν. Kondakov
αργότερα, γνωρίζοντας προφανώς τα προβλήµατα γνησιότητας των χειρογράφων από τα οποία έγιναν οι µεταφράσεις του
Didron και του Πορφύριου Uspenskij, πρωτοστάτησε ώστε να επανεκδοθεί το πρωτότυπο κείµενο του ∆ιονυσίου και µάλιστα
µε προοπτική µιας νέας µετάφρασης στα γαλλικά και τα ρωσικά. Βλ. ∆ιονυσίου το κ Φουρν , ρµηνεία τ ς ζωγραφικ ς τέ-
χνης κα α κύριαι α τ ς νέκδοτοι πηγαί, κδιδοµένη µετά προλόγου κατ τ πρωτότυπον α τ ς κείµενον π . Παπαδοπούλου-
Κεραµέως), ν Πετρουπόλει 1909, δ΄-η΄.

16 Χαρακτηριστική είναι η εντυπωσιακή ως προς την πληρότητα της τεκµηρίωσης έκδοση για την Αγία Σοφία Κιέ-
βου, βλ. I. I. Sreznevskij - G. G. Solncev, Kievskij Sofiiski Sobor, I-IV, Αγία Πετρούπολη 1871-1887. Επίσης σηµαντική για την
επισήµανση χειρισµών στο εικονογραφικό πρόγραµµα υπήρξε η εργασία του H. Brockhaus, Die Kunst in den Athos-Klöstern,
Leipzig 1891.


Εισαγωγή 

γραφική17,  αλλά,  με  διεισδυτικό  πράγματι  τρόπο,  το  μελέτησε  και  το  επεξεργά‐

στηκε  συνθετικά.  Στο  θεμελιώδες  για  την  βυζαντινή  ζωγραφική  έργο  του 

Recherchers  sur  l’iconographie  de  l’Evangile18,  εκτός  από  την  εικονογραφική  μελέτη 

των κύκλων, προσδιόρισε και τα βασικά στοιχεία του εικονογραφικού προγράμ‐

ματος, σε συνάρτηση μάλιστα με τα δεδομένα του λειτουργικού τυπικού 19. Η ερ‐

γασία  του  Γάλλου  βυζαντινολόγου  παραμένει  μέχρι  σήμερα  ιδιαίτερα  χρήσιμη 

γιατί,  εκτός  των  άλλων,  συστηματοποίησε  τα  πορίσματα  των  προγενέστερων 

μελετών  ευρωπαίων  και  κυρίως  Ρώσων  ερευνητών.  Τα  κύρια  ενδιαφέροντα  του 

Millet εστιάστηκαν στην εικονογραφική ανάλυση των παραστάσεων και στο θε‐

ματικό  περιεχόμενο  των  κύκλων,  στοιχείο  που  γίνεται  εμφανές  από  τον  τρόπο 

τεκμηρίωσης των τοιχογραφιών στα φωτογραφικά λευκώματα κατά θέματα και 

λεπτομέρειες20.  

Ο ενθουσιασμός που προκάλεσε στους επιστημονικούς  κύκλους η διάδο‐

ση της φωτογραφίας σε συνδυασμό με την οικονομική υποστήριξη κρατικών φο‐

ρέων  προς  τους  πρωτοπόρους  βυζαντινολόγους,  συνέβαλε  στην  εντυπωσιακή 

τεκμηρίωση  των  μνημείων.  Όπως  ήταν  φυσικό,  τα  τοιχογραφικά  σύνολα  που 

συμπεριλήφθηκαν  στις  εκδόσεις  της  περιόδου  εκείνης,  απέκτησαν  προνομιακή 

θέση στη βιβλιογραφία, όπως συνέβη για παράδειγμα με τους ναούς του Αγίου 

Όρους, του Μυστρά και της Καππαδοκίας21.  

Στη  συνέχεια,  σημαντική  υπήρξε  η  συμβολή  της  επόμενης  γενιάς  βυζα‐

ντινολόγων,  η  οποία  προέκτεινε  την  έρευνα  εμβαθύνοντας  περαιτέρω  σε  ζητή‐

                                                      
17 G. Millet, Monuments Byzantins de Mistra, Paris 1910, G. Millet, Monuments de l’Athos, I, Les peintures, Paris
1916, G. Millet, La peinture du Moyen Âge en Yougoslavie (Serbie, Macédoine et Montenegro), Paris, I (1954), II (1957), III
(1962), IV (κείµενο T. Velmans, 1969), G. Millet - D. Talbot-Rice, Byzantine Painting at Trebizond, London 1936.

18 G. Millet, Recherchers sur l’iconographie de l’Évangile, aux XIVe, XVe et XVIe siècles, Paris 1916.

19 Millet, ό.π., 1-66.

20 Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ αρκετές γενικές λήψεις που προσφέρονται για τη µελέτη των εικονογραφικών προ-
γραµµάτων υπήρχαν στο λεύκωµα του Αγίου Όρους (Πρωτάτο, Καθολικό µ. Ξενοφώντος, ∆οχειαρίου, Μολυβοκκλησιά, Τρά-
πεζες Λαύρας, Ξενοφώντος), σε πολλά από τα µνηµεία της σειράς των λευκωµάτων της Σερβίας απουσιάζουν εντελώς. Βλ.
G. Millet, La peinture du Moyen Âge en Yougoslavie (Serbie, Macédoine et Monténégro) Paris I (1954) , II (1957), III (1962),
IV (κείµενο T. Velmans, 1969)

21 G. de Jerphanion, Une nouvelle province de l’ art byzantin. Les églises rupestres de Cappadoce, Paris 1925-42.


Εισαγωγή 

ματα  εικονογραφικών  προγραμμάτων.  Ο  A.  Grabar  διάδοχος  του  Millet  στην 

École  des  Haute  Études  από  το  1937,  συνέχισε  την  παράδοση  της  δημοσίευσης 

μνημειακών συνόλων κατά γεωγραφικές ενότητες, παρουσιάζοντας υποδειγμα‐

τικά τις τοιχογραφίες της Βουλγαρίας22. Παράλληλα, επιχείρησε να προσεγγίσει 

το ιδεολογικό και θεολογικό περιεχόμενο των εικονογραφικών κύκλων, ανοίγο‐

ντας καινούριες προοπτικές στην έρευνα της μνημειακής ζωγραφικής. 

Ο Ο. Demus, με αφορμή τον ψηφιδωτό διάκοσμο των σικελικών μνημείων 

της  νορμανδικής  περιόδου,  όπου  διασώζονται  ολοκληρωμένα  και  ενίοτε  ιδιαίτε‐

ρα εκτενή εικονογραφικά προγράμματα, προσδιόρισε με σαφήνεια τον χαρακτή‐

ρα και το περιεχόμενο των βασικών κύκλων του εικονογραφικού προγράμματος 

της  μεσοβυζαντινής  περιόδου23.  Ο  γενικός  και  προκαταρκτικός  χαρακτήρας  της 

συγκεκριμένης μελέτης, ανταποκρίνεται στα πράγματα  μόνο ως γενική  θεώρη‐

ση  του  θεωρητικού  υπόβαθρου  των  εικονογραφικών  προγραμμάτων.  Ωστόσο  η 

ιδιάζουσα  αρχιτεκτονική  των  σικελικών  μνημείων  και  ο  μεγάλος  αριθμός  εικο‐

νογραφικών κύκλων σε ένα σύνθετο ναό όπως ο Άγιος Μάρκος της Βενετίας24, εκ 

των πραγμάτων δεν προσφέρονταν για μια αντιπροσωπευτική εικόνα του συνό‐

λου των βυζαντινών μνημείων. 

Στον αντίποδα, ως προς τον τρόπο παρουσίασης του πρωτογενούς υλικού, 

βρίσκεται  η  συστηματική  καταγραφή  των  εικονογραφικών  προγραμμάτων  της 

Μ. Ασίας από τον Μ. Restle25. Ο Γερμανός ερευνητής παρά την ύπαρξη του σπου‐

δαίου φωτογραφικού λευκώματος του αββά G. de Jerphanion για την ίδια ενότη‐

τα  μνημείων26,  πραγματοποίησε  μια  μεθοδική  καταγραφή  και  τεκμηρίωση  των 

ναών κυρίως της Καππαδοκίας. Η εργασία αυτή, καθώς  περιλαμβάνει έναν με‐

                                                      
22 A. Grabar, La peinture religieuse en Bulgarie, I texte-II album, Paris 1928, χωρίς σχεδιαστική τεκµηρίωση.

23 O. Demus, Byzantine Mosaic Decoration, London and Henley 1948, 19733 και E. Diez - O. Demus, Byzantine Mo-
saics in Greece. Hosios Lucas and Daphni, Cambridge Massachusetts, 1931.

24 O. Demus, The Mosaics of San Marco in Venice, v. 1-2, Chicago and London 1984. Είναι αξιοσηµείωτο το γεγο-
νός ότι µια τόσο εκτεταµένη και αναλυτική µονογραφία δεν υποστηρίζεται από σχεδιαστική τεκµηρίωση του εικονογραφικού
προγράµµατος.

25 M. Restle, Die Byzantinische Wandmalerei in Kleinasien, Ι-ΙΙΙ, Recklinghausen, 1967.

26 Βλ. υποσηµ. 21.


Εισαγωγή 

γάλο  αριθμό  ναών  μίας  συγκεκριμένης  γεωγραφικής  ενότητας,  με  σχεδιαστική 

αποτύπωση και πλήρη καταλογογράφηση των παραστάσεων, επιτρέπει την συ‐

γκριτική μελέτη και την εξαγωγή συμπερασμάτων. Πρέπει, ωστόσο, να σημειω‐

θεί ότι το υποδειγματικό υλικό που προέκυψε, δεν αξιοποιήθηκε αρκετά από την 

οπτική  των  εικονογραφικών  προγραμμάτων,  καθώς  ο  Restle  περιορίστηκε  αυ‐

στηρά στην σχολαστική τεχνοτροπική ανάλυση των μνημείων, με στόχο την κα‐

τά το δυνατό ορθότερη χρονολόγησή τους.  

Η S. Dufrenne, στην εργασία της για τα εικονογραφικά προγράμματα του 

Μυστρά που δημοσιεύτηκε λίγο αργότερα (1970), δεν είχε υπ’ όψη της την μελέτη 

του  Restle.  Στον  πρόλογο  της  μελέτης  αυτής,  η  Γαλλίδα  ερευνήτρια  επιχείρησε 

ένα  συνοπτικό  κριτικό  διάγραμμα  της  μέχρι  τότε  έρευνας,  επισημαίνοντας  τον 

καθοριστικό ρόλο της σωστής σχεδιαστικής τεκμηρίωσης στην έρευνα των εικο‐

νογραφικών προγραμμάτων. Οι επισημάνσεις της, σε συνδυασμό με την αίσθη‐

ση  που  προκάλεσε  η  εργασία  του  Restle,  φαίνεται  ότι  επέδρασαν  θετικά  με  την 

προκαλώντας μια εντυπωσιακή αλλαγή της νοοτροπίας των ερευνητών ως προς 

την  παρουσίαση  των  τοιχογραφικών  συνόλων.  Έτσι  στα  αμέσως  επόμενα  χρό‐

νια, άρχισαν να εμφανίζονται όλο και περισσότερες μελέτες μνημειακής ζωγρα‐

φικής με την ενδεδειγμένη τεκμηρίωση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η 

έρευνα της εντοίχιας ζωγραφικής στο χώρο της πρώην Γιουγκοσλαβίας, η οποία 

ενώ  κατά  τις  πρώτες  δεκαετίες  του  20ου  αιώνα,  περιορίζονταν  κυρίως  σε  φωτο‐

γραφικές  αποτυπώσεις27,  μετά  το  1970,  η  συστηματική  σχεδιαστική  αποτύπωση 

αποτέλεσε  σταθερή  φροντίδα  των  Σέρβων  ειδικών.  Εκτός  από  τις  μεμονωμένες 

δημοσιεύσεις, που συνοδεύονται από πλήρη σχεδιαστική τεκμηρίωση28, υποδειγ‐

                                                      
27 Εκτός από την µνηµειώδη σειρά του G. Millet (βλ. υποσηµ. 17), βλ. V. R. Petković, La peinture serbe du Moyen
Âge, Belgrade 1934 και V. R. Petković - G. Bosković, Dečani, Beograd 1941.

28 Μνηµονεύουµε µια σειρά δηµοσιεύσεων µε επαρκή σχεδιαστική τεκµηρίωση: D. Panić-G. Babić, Bogorodica
Ljeviška, Beograd 1975, V. Djurić (ed.), Mural painting of Monastery of Dečani, Meterial and Studies, Beograd 1995, B. Todić,
Gračanica, slikarstvo, Beograd 1999, D. Simić-Lazar, Kalenić et la dernière période de la peinture Byzantine, Skopje-Paris
1995, S. Gabelić, Manastir Lesnovo, Beograd 1998, E. Dimitrova, Manastir Matejče, Skopje 2002. Τα εικονογραφικά προ-
γράµµατα πολλών ναών της κεντρικής και νότιας πρώην Γιουγκοσλαβίας είναι γνωστά στην έρευνα από την περιεκτική και
τεκµηριωµένη σχεδιαστικά µελέτη των R. Hamann-Μc Lean και Η. Hallensleben. R. Hamann-Μc Lean - Η. Hallensleben, Die
Monumentalmalerei in Serbien und Macedonien vom 11. bis zum fruhen 14. Jahrhundert, Gießen 1963, R. Hamann-Μc Lean,
Grundlegung zu einer Geschihte der mittelalterlichen Monumentalmalerei in Serbien und Macedonien, Gießen 1976. Σηµαντι-


Εισαγωγή 

ματική  είναι  η  έκδοση  σειράς  ανεξάρτητων  τευχών  ανά  μνημείο,  με  θέμα  την 

σχολαστική καταγραφή των τοιχογραφιών με την μέθοδο των απογράφων29.  

Από την πρόσφατη επιστημονική παραγωγή στη Σερβία, σημαντική είναι 

η συμβολή του B. Todić, ο οποίος πραγματεύεται ζητήματα των εικονογραφικών 

προγραμμάτων  των  ναών  που  προσγράφονται  στην  κτητορική  δραστηριότητα 

του Milutin30.  

Από την Ρωσία η σημαντικότερη συνθετικού χαρακτήρα συμβολή, υπήρξε 

η συγκριτική παρουσίαση και μελέτη εικονογραφικών προγραμμάτων των ναών 

του 14ου και 15ου αιώνα της περιοχής του Novgorod από τον L. I. Liftsis με υπο‐

δειγματική σχεδιαστική τεκμηρίωση31.  

                                                                                                                                                        
κή, για τη µελέτη των προγραµµάτων ορισµένων βασικών µνηµείων που συνδέονται άµεσα ή έµµεσα µε τη δράση του εργα-
στηρίου των Μιχαήλ Αστραπά και Ευτύχιου, παραµένει η συµβολή του P. Milković – Pepek, βλ. P. Milković-Pepek, Deloto na
zographite Michailo I Eutihij, Skopje 1967 (µε γαλλική περίληψη Les peintres Michel et Eutych). Στη µελέτη αυτή έγινε συγκρι-
τική αναφορά ανάµεσα στα τοιχογραφικά σύνολα της Περιβλέπτου Αχρίδας, του Αγίου Νικήτα στο Ćučer, του Αγίου Γεωργί-
ου στο Staro Nagoričino και το Πρωτάτο του Αγίου Όρους. Παρά την σχεδιαστική απόδοση των εικονογραφικών προγραµ-
µάτων ο µελετητής επικεντρώθηκε σε ζητήµατα τεχνοτροπικής ανάλυσης. Επισηµαίνουµε ότι υιοθετώντας την τάση που δια-
µορφώθηκε στην πρώην Γιουγκοσλαβία, ο ίδιος ερευνητής συνόδευε µε σχεδιαστική τεκµηρίωση τις µελέτες του όσον αφορά
τα τοιχογραφικά σύνολα. Βλ. D. Kočo - P. Milković-Pepek, Manastir, Skopje 1958, P. Milković-Pepek, L’église de Saint Jean
le Théologien-Kaneo d’ Ochrid, Kulturno Nasledstvo 3 (1967), 67-124. Ο ίδιος, Vodoča, Skopje 1975. O ίδιος, Manastir Sv.
Bogorodica Milostiva vo seloto Beljusa kraj Strumića, Skopje 1981. O ίδιος, Crkvata Mali Sveti Vraci vo Ohrid, Kulturno
Nasledstvo 19-21 (1992-4), 81-139. Έναν ιδιαίτερα µεγάλο αριθµό τοιχογραφηµένων ναών από την περιοχή της Αχρίδας του
14ου και 15ου αιώνα δηµοσίευσαν, µε την προσφιλή στους Σέρβους επιστήµονες µέθοδο των απογράφων, οι C. Grozdanov
και G. Subotić. Βλ. C. Grozdanov, La peinture murale d’Ochrid au XIVe siècle, Ochrid 1980 και G. Subotić, L’ école de pein-
ture d’ Ochrid au XVe siècle, Beograd 1980, (και τα δύο στα σερβικά, µε εκτενή γαλλική περίληψη).

29 Πρόκειται για τη σειρά του Ινστιτούτου Προστασίας των Ιστορικών Μνηµείων της Σερβίας µε τίτλο Les monu-
ments de la peinture serbe médiévale και κύριο σχεδιαστή τον B. Zifković, από την οποία κυκλοφόρησαν σε τεύχη µε σχε-
διαστικά απόγραφα των παραστάσεων: 1. Kalenić (1982) 2. Mansija (1983) 3. Sopoćani (1984) 4. Žiča (1985) 5. Poganovo
(1986) 6. Donja Kamenica (1987) 7. Gračanica (1989) 8. Ravanića (1990) 9. Bogorodica Lieviška (1991) 10. Mileseva (1992)
11. Nova Pavlitza (1993). Με τις ίδιες αρχές τεκµηρίωσης εκδίδεται και η σειρά Les monuments de la peinture murale Serbe
du XVIIIe siècle. Eπισηµαίνουµε ως µοναδική έλλειψη, στις υποδειγµατικές κατά τα άλλα αυτές σειρές, την απουσία µιας
προοπτικής άνοψης. Αυτή η λεπτοµέρεια φανερώνει ότι το ενδιαφέρον για την εικονογραφία διατηρεί πάντοτε το προβάδισµα
έναντι του προβληµατισµού για τη διάταξη του εικονογραφικού προγράµµατος.

30 B. Todić, Serbian Medieval Painting. The Age of King Milutin, Belgrade 1999, όπου και κατάλογος µνηµείων µε
περιγραφή των εικονογραφικών προγραµµάτων και κριτική βιβλιογραφική τεκµηρίωση. Η χρησιµότητα της έκδοσης αυτής
µειώνεται µόνο από το γεγονός ότι η αναλυτική περιγραφή των εικονογραφικών προγραµµάτων δεν συνοδεύεται από σχέδια.

31 L. I. Liftsis, Monumentalija zivopis Novgoroda XIV - XV vekov, Μόσχα 1987. Η έκδοση περιλαµβάνει προοπτικά
σχέδια για κάθε ναό, φωτογραφική τεκµηρίωση και ανάλυση µε επιµέρους επεξηγηµατικά σχέδια. Η απήχηση της εξαιρετικής
αυτής µελέτης περιορίστηκε από την απουσία έστω και µιας ξενόγλωσσης περίληψης.

10 
Εισαγωγή 

Στον Ελλαδικό χώρο, τα φωτογραφικά λευκώματα του G. Millet για το Ά‐

γιον Όρος32 και τον Μυστρά, υπήρξαν για πολλές δεκαετίες το βασικό πρωτογε‐

νές υλικό για την έρευνα33. Την προσήλωση στην φωτογραφική τεκμηρίωση ακο‐

λούθησε  και  ο    Σ.  Πελεκανίδης  στο  λεύκωμά  του  για  τις  τοιχογραφίες  της  Κα‐

στοριάς34.  Η  πιο  συστηματική  και  συνθετικού  μάλιστα  χαρακτήρα  προσέγγιση 

εικονογραφικών  προγραμμάτων  στον  ελλαδικό  χώρο,  υπήρξε  η  προαναφερθεί‐

σα εργασία της S. Dufrenne για τον Μυστρά35. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην πρωτο‐

ποριακή αυτή μελέτη, προσέδωσε το γεγονός ότι πραγματεύεται εικονογραφικά 

προγράμματα  μεμονωμένα  ή  κατά  ζεύγη  συγκριτικά,  ανάλογα  με  τον  αρχιτε‐

κτονικό τύπο των ναών.  

Την  επόμενη  δεκαετία  ξεκίνησε  η  προσπάθεια  έκδοσης  ενός  δίτομου  έρ‐

γου υπό την εποπτεία του Μ. Χατζηδάκη, όπου θα παρουσιάζονταν συνοπτικά οι 

σημαντικότεροι τοιχογραφημένοι ναοί της Ελλάδος κατά γεωγραφικές ενότητες. 

Η έκδοση δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, αλλά η πρόνοια του εκδότη να δίνει στη δη‐

μοσιότητα, κατά τεύχη, τα κεφάλαια του έργου που του παραδίδονταν, απέφερε 

τέσσερις σημαντικές μελέτες με αξιόλογη τεκμηρίωση 36. Ο Μ. Χατζηδάκης, μετά 

                                                      
32 Πολλές µελέτες για τη βυζαντινή ζωγραφική επικεντρώθηκαν όπως ήταν φυσικό στο Άγιον Όρος το οποίο προ-
σέλκυε τους ερευνητές και λόγω της πυκνότητας των τοιχογραφηµένων ναών H. Brockhaus, Die Kunst in den Athos-Klöstern,
Leipzig 1891, N. Kondakov, Pamjatniki Christiansko Iskustva na Afone, St, Petersburg 1902, 20042, G. Millet, Monuments de
l’Athos (βλ. υποσηµ. 5), F. Fichtner, Wandmalereien der Athos-Klöster, Grundsätzliches zu des14.-17. Jahrhunderts, Berlin
1931. Βλ. επίσης Α. Σέµογλου, Από τον G. Millet στο Μ. Χατζηδάκη και τους διαδόχους του. 100 χρόνια έρευνας της αγιορει-
τικής µνηµειακής ζωγραφικής. Κριτική προσέγγιση και προσανατολισµοί, Β΄ ∆ιεθνές Συµπόσιο, Άγιον Όρος, Πνευµατικότητα
και Ορθοδοξία - Τέχνη, 11-13 Νοεµβρίου 2005, Θεσσαλονίκη (υπό δηµοσίευση).

33 Στα φωτογραφικά λευκώµατα του Αγίου Όρους και του Μυστρά (βλ. υποσηµ. 17), πρέπει να προστεθούν µελέτες
καταγραφής µεµονωµένων µνηµείων, βλ. G. Millet, Le monastère de Daphni. Histoire, Architecture, Mosaiques, Paris 1899, R.
W. Schultz-S. H. Barnsley, The Monastery of Saint Luke of Stiris, in Phokis, and the dependent Monastery of Saint Nicolas in
the Fields, near Skripou, in Boeotia, London 1901.

34 Σ. Πελεκανίδης, Καστορία Ι. Βυζαντιναί τοιχογραφίαι, Θεσσαλονίκη 1953.

35 S. Dufrenne, Les programmes iconographiques des églises byzantines de Mistra, Paris 1970.

36 Από την έκδοση που είχε τίτλο Βυζαντινή τέχνη στην Ελλάδα κυκλοφόρησαν τα τεύχη: Σ. Πελεκανίδης-Μ. Χατζη-
δάκης, Καστοριά, Αθήνα 1984, Η. Κόλλιας, Πάτµος, Αθήνα 1986, Μ. Χατζηδάκης-Ν. ∆ρανδάκης-Ν. Ζίας-Μ. Αχειµάστου-
Ποταµιάνου-Α. Βασιλάκη-Καρακατσάνη, Νάξος, Αθήνα 1989, Ν. Χατζηδάκη, Όσιος Λουκάς, Αθήνα 1996. Η σειρά διακρίνε-
ται για τη συνοπτική, αλλά συνεπή παρουσίαση των µνηµείων η οποία συνοδεύεται µε σχεδιαστική τεκµηρίωση των εικονο-
γραφικών προγραµµάτων µε προοπτικές ανόψεις.

11 
Εισαγωγή 

την  εκλογή  του  ως  ακαδημαϊκού,  στο  πλαίσιο  της  δραστηριότητας  του  Κέντρου 

Έρευνας  της  Βυζαντινής  και  Μεταβυζαντινής  Τέχνης  της  Ακαδημίας  Αθηνών, 

την  ίδρυση  του  οποίου  είχε  εισηγηθεί  ο  ίδιος,  ξεκίνησε  την  δημιουργία  ενός  συ‐

στηματικού  αρχείου  των  βυζαντινών  τοιχογραφιών  της  Ελλάδος.  Πρώτος  καρ‐

πός των προσπαθειών του υπήρξε η έκδοση ενός τόμου για τις τοιχογραφίες των 

Κυθήρων37.  

Ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει στην μελέτη του Ν. Δρανδάκη για τις 

τοιχογραφίες  της  Μέσα  Μάνης,  όπου  παρουσιάστηκαν  δεκαεννέα  εικονογραφι‐

κά προγράμματα της περιοχής, με αξιόλογη σχεδιαστική και φωτογραφική τεκ‐

μηρίωση38.  Συνεπής  σχεδιαστική  τεκμηρίωση  συνοδεύει  αρκετά  από  τα  τοιχο‐

γραφικά  σύνολα  της  παλαιολόγειας  εποχής  στη  Μακεδονία  που  παρουσιάστη‐

καν από τον Ε. Ν. Τσιγαρίδα39. Επίσης, από τον ιδιαίτερα μεγάλο αριθμό εικονο‐

γραφημένων  ναών  της  Κρήτης,  μόλις  πρόσφατα  δημοσιεύθηκε  από  τον  Ι.  Σπα‐

θαράκη ένας τόμος που διαλαμβάνει τα εικονογραφικά προγράμματα είκοσι βυ‐

ζαντινών  ναών  του  νομού  Ρεθύμνου,  τα  οποία  τεκμηριώνονται  ικανοποιητικά, 

με  απλοποιημένα  αλλά  ευανάγνωστα  σχέδια  και  ενδεικτικό  φωτογραφικό  υλι‐

κό40.  

Τα τελευταία χρόνια επιχειρείται, κυρίως στα πλαίσια διατριβών, η μελέ‐

τη  τοιχογραφημένων  ναών  της  μεταβυζαντινής  εποχής  κατά  γεωγραφικές  ενό‐

τητες41.  Οι  εργασίες  αυτές  συνοδεύονται,  κατά  κανόνα,  από  πλήρη  σχεδιαστική 

                                                      
37 Μ. Χατζηδάκης - Ι. Μπίθα, Ευρετήριο βυζαντινών τοιχογραφιών Ελλάδος - Κύθηρα, Αθήνα 1997. Στον πρόλογο
γίνεται αναφορά στον προγραµµατισµό της σειράς. Το Κέντρο ήδη διευθύνει ο διάδοχος του Μ. Χατζηδάκη στην Ακαδηµία
Αθηνών Π. Βοκοτόπουλος.

38 Ν. Β. ∆ρανδάκης, Βυζαντινές τοιχογραφίες της Μέσα Μάνης, Αθήναι 1995.

39 Ε. Ν. Τσιγαρίδας, Τοιχογραφίες της περιόδου των Παλαιολόγων σε ναούς της Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη 1999.

40 Βλ. I. Spatharakis, Byzantine Wall Paintings of Crete, Rethymnon Province Vol. I., London 1999. Με αυτόν τον τό-
µο εγκαινιάζεται µία σειρά. Πρβλ. του ιδίου, Dated Byzantine Wall Paintings of Crete, Leiden 2001, χωρίς καµία σχεδιαστική
τεκµηρίωση των τοιχογραφηµένων συνόλων που εξετάζονται.

41 Γ. Γούναρης, Μεταβυζαντινές τοιχογραφίες στη Λέσβο (16ος -17ος αι.), Αθήναι 1999. Μ. Παϊσίδου, Οι τοιχογραφίες
του 17ου αιώνα στους ναούς της Καστοριάς, Αθήνα 2002. Α. Τσιλιπάκου, Οι τοιχογραφίες του 17ου αιώνα στην Βέροια, Θεσ-
σαλονίκη 2002, (φωτοτυπηµένη διδ. διατριβή). Σ. Σδρόλια, Οι τοιχογραφίες του καθολικού της Μονής Πέτρας (1625) και η
ζωγραφική των ναών των Αγράφων τον 17ο αιώνα, Ιωάννινα 2000 (φωτοτυπηµένη διδ. διατριβή). Μ. Τσιάπαλη, Η εντοίχια
ζωγραφική του 17ου αιώνα στους ναούς του νοµού Άρτας, Ιωάννινα 2001 (φωτοτυπηµένη διδ. διατριβή). K. Giakoumis, The

12 
Εισαγωγή 

απεικόνιση των τοιχογραφιών, στοιχείο που αναμένεται να αποτελέσει τη βάση 

για μια συγκριτική μελέτη των εικονογραφικών προγραμμάτων της περιόδου.  

Παράλληλα με την δημοσίευση τοιχογραφημένων συνόλων, μία τάση της 

έρευνας  είναι  η  διερεύνηση  του  εικονογραφικού  προγράμματος  σε  επιμέρους 

τμήματα  του  ναού.  Το  ενδιαφέρον  των  ερευνητών  εστιάζεται  κυρίως  στο  χώρο 

του  ιερού  Βήματος  και  τον  τρούλο42.  Η  προσέγγιση  αυτού  του  είδους  προσφέρει 

αναμφισβήτητα πολλά στην έρευνα, καθώς δίνει έμφαση στις ιδιαιτερότητες που 

παρουσιάζει «τοπικά» το εκάστοτε εικονογραφικό πρόγραμμα και εμβαθύνει σε 

επιμέρους  προβλήματα.  Από  την  άλλη  όμως  πλευρά,  σε  τέτοιου  είδους  μελέτες 

παραθεωρείται  εκ  των  πραγμάτων  ο  συνθετικός  χαρακτήρας  των  εικονογραφι‐

κών προγραμμάτων και με αποτέλεσμα να καταλήγουν σε αποσπασματικές και 

αδιέξοδες απόψεις.  

Από  τις  εργασίες  αυτού  του  είδους,  ιδιαίτερη  μνημεία  πρέπει  να  γίνει 

στην  διεισδυτική  διερεύνηση  του  εικονογραφικού  προγράμματος  του  τρούλου 

κατά την υστεροβυζαντινή εποχή από τον Τ. Παπαμαστοράκη. Η ενδελεχής κα‐

ταγραφή και ανάλυση των εικονογραφημένων τρούλων έδειξε ότι, πέρα από την 

φαινομενική ομοιότητα και την επανάληψη των ίδιων σταθερών στοιχείων, στην 

πράξη εφαρμόζονται πολλές διαφορετικές υλοποιήσεις και χειρισμοί. Η ποικιλία 

των  χειρισμών  στο  πλέον  τυποποιημένο  και  δογματικά  φορτισμένο  τμήμα  του 

εικονογραφικού  προγράμματος,  προϊδεάζει  για  τις  πολύ  περισσότερες  παραλ‐

                                                                                                                                                        
Monasteries of Jorgoucat and Vanishte in Dropull and of Spelaio in Lunxheri as Monuments and Institutions during the Otto-
man period in Albania (16th - 19th centuries), Birmingham 2002 (φωτοτυπηµένη διδ. διατριβή), Μ. Σκαβαρά, Το έργο των Λινο-
τοπιτών Ζωγράφων Μιχαήλ και Κωνσταντίνου στη Νότιο Αλβανία, Ιωάννινα 2003, (φωτοτυπηµένη διδ. διατριβή). Γ. Τσιγά-
ρας, Οι ζωγράφοι Κωνσταντίνος και Αθανάσιος από την Κορυτσά και το έργο τους στο Άγιον Όρος, Αθήνα 2003.

42 Για το ιερό Βήµα βλ. S. Gerstel, Beholding the Sacred Mysteries, Seattle - London 1999, Α. Μαντάς, Το εικονο-
γραφικό πρόγραµµα του Ιερού Βήµατος των Μεσοβυζαντινών ναών της Ελλάδας (843-1204), Αθήνα 2001. Οι δυο αυτές µε-
λέτες εξετάζουν το εικονογραφικό πρόγραµµα του ιερού Βήµατος η πρώτη διαχρονικά στη Μακεδονία και η δεύτερη στη Με-
σοβυζαντινή περίοδο στον Ελλαδικό χώρο, αλλά περιορίζονται µόνο στο κεντρικό τµήµα του. Μια ακόµη διατριβή εξέτασε το
εικονογραφικό πρόγραµµα µόνο στον χώρο της Πρόθεσης, βλ. M. Altripp, Die Prothesis und ihre Bildausstattung in Byzanz
unter besonderer Berücksichtigung der Denkmäler Griechenlands, Frankfurt am Main 1998. Για την αψίδα του Ιερού C. Ihm,
DieProgramme der christlishen Apsimalerei von vierten Jahrhundert bis zur Mitte des Achten Jahrhunderts, Wiesbaten 1960.
Για τον τρούλο βλ. Ν. Γκιολές, Ο βυζαντινός τρούλος και το εικονογραφικό του πρόγραµµα (Μέσα 6ου αι. - 1204), Αθήνα 1990
και Τ. Παπαµαστοράκης, Ο διάκοσµος του τρούλου των ναών της Παλαιολόγειας περιόδου στη Βαλκανική χερσόνησο και την
Κύπρο, Αθήναι 2001.

13 
Εισαγωγή 

λαγές  του  εικονογραφικού  προγράμματος  στα  υπόλοιπα  τμήματα  του  ναού,  ό‐

που  αναπτύσσονται  κύκλοι  με  αφηγηματικό  χαρακτήρα.  Οι  παραλλαγές  του 

προγράμματος, αν και προσαρμόζονται στις ιδιαιτερότητες των ναοδομικών τύ‐

πων,  δεν  ταυτίζονται  με  αυτούς,  με  αποτέλεσμα  να  επισημαίνονται  σε  παρό‐

μοιους ναούς εντελώς διαφορετικές διατάξεις43. 

  

Η περίπτωση των σταυρεπίστεγων ναών 

Η  έρευνα  των  εικονογραφικών  προγραμμάτων  των  σταυρεπίστεγων  να‐

ών δεν αποτέλεσε μέχρι σήμερα αντικείμενο ειδικής μελέτης. Οι όποιες αναφο‐

ρές  στο  θέμα  έχουν  γίνει  περιστασιακά,  με  αφορμή  μεμονωμένες  δημοσιεύσεις 

τοιχογραφιών  ναών  του  τύπου.  Οι  ερευνητές,  κατά  κανόνα,  περιορίζονται  στην 

περιγραφή  του  περιεχομένου  του  εικονογραφικού  προγράμματος,  ενώ  ο  προ‐

βληματισμός  ως  προς  τη  διάταξή  του,  είτε  είναι  περιορισμένος,  είτε  απουσιάζει 

εντελώς.  Κατά  παράδοξο  τρόπο  ιδιαίτερα  διαδεδομένη  παρουσιάζεται  στην  έ‐

ρευνα  η  άποψη  περί  προσαρμογής  του  εικονογραφικού  προγράμματος  των 

σταυροειδών  ναών  στους  σταυρεπίστεγους44,  η  οποία  δεν  ανταποκρίνεται  στα 

δεδομένα των μνημείων. Επίσης η γενικότερη αντίληψη ότι τα προγράμματα εί‐

ναι  παγιωμένα  και  προκαθορισμένα  σύμφωνα  με  τον  αρχιτεκτονικό  τύπο  προ‐

καταλαμβάνει αρνητικά τους μελετητές. Αποτέλεσμα της συγκεκριμένης τάσης 

είναι να λανθάνουν και να μην αξιοποιούνται στοιχεία που, σε συνδυασμό με τα 

εικονογραφικά και τεχνοτροπικά δεδομένα, θα μπορούσαν να συμβάλλουν στην 

ορθότερη αξιολόγηση των τοιχογραφικών συνόλων.  

                                                      
43 Γ. Φουστέρης, Παρατηρήσεις στη διάταξη του χριστολογικού κύκλου σε σταυροειδείς εγγεγραµµένους ναούς, Ει-
κοστό δεύτερο συµπόσιο βυζαντινής και µεταβυζαντινής αρχαιολογίας και τέχνης, Αθήνα 2002, 118-119.

44 Βλ. ενδεικτικά Ντ. Μουρίκη, Οι τοιχογραφίες του Σωτήρα κοντά στο Αλεποχώρι της Μεγαρίδος, Αθήνα 1978, 12·
Μ. Εµµανουήλ, Οι τοιχογραφίες του Αγίου ∆ηµητρίου στο Μακρυχώρι και της Κοιµήσεως της Θεοτόκου στον Οξύλιθο της
Εύβοιας, Αθήνα 1991, 163· Κ. ∆ιαµαντή, Κροκεές Λακωνίας. Η αναζήτηση µιας βυζαντινής θέσης και οι εκκλησίες του οικι-
σµού, Λακωνικαί Σπουδαί 12 (1995) 400· η ίδια, Οι τοιχογραφίες του Βυζαντινού ναού του Αγίου ∆ηµητρίου (1286) στις
Κροκεές της Λακωνίας και το εργαστήριο του ανώνυµου ζωγράφου. Συµβολή στη µελέτη της πρώιµης παλαιολόγειας ζω-
γραφικής στη Λακωνία, Σπάρτη 2001, 50, 53-54· Α. Koumoussi, Les peintures murales de la Transfiguration de Pyrgi et de
Saint-Thècle en Eubée, Αθήνα 1987, 39 και 157.

14 
Εισαγωγή 

Μία  συνθετική  απόπειρα  προσέγγισης  του  θέματος  επιχείρησε  ο  H.‐M. 

Küpper. Στο πλαίσιο της διατριβής του για τους σταυρεπίστεγους ναούς της Ελ‐

λάδος,  δεν  δίστασε  να  θίξει  και  το  ζήτημα  του  εικονογραφικού  προγράμματος, 

καταθέτοντας τα συμπεράσματά του σε ένα μικρό κεφάλαιο δύο σελίδων45. Εκεί, 

συστηματοποιώντας  το  σύνολο  των  παρατηρήσεών  του,  καταλήγει  στην  ορθή 

γενική διαπίστωση ότι η εγκάρσια καμάρα φορτίσθηκε με την συμβολική σημα‐

σία και το αντίστοιχο εικονογραφικό πρόγραμμα του τρούλου μόνο κατά τη με‐

ταβυζαντινή εποχή46. 

Η  αποδελτιωτική  δεινότητα  του  αρχιτέκτονα  Γ.  Δημητροκάλλη,  του  επέ‐

τρεψε  να  προσεγγίσει  σε  γενικές  γραμμές  σωστά,  κάποια  γενικά  ζητήματα  του 

εικονογραφικού  προγράμματος  των  σταυρεπίστεγων  ναών.  Συγκεκριμένα,  δια‐

τύπωσε την ορθή άποψη ότι «κατά τους βυζαντινούς χρόνους συνήθως ... το εικο‐

νογραφικό  πρόγραμμα  της  εγκάρσιας  καμάρας  είναι  αφιερωμένο  σε  σκηνές  του 

Δωδεκαόρτου,  ενώ  κατά  τους  μεταβυζαντινούς  σ’  αυτήν  συνήθως  τοποθετείται  ο 

Παντοκράτωρ»47.  

Γ. ΣΤΟΧΟΙ ΤΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ 

Η πληρέστερη γνώση των τοιχογραφημένων συνόλων της βυζαντινής και 

μεταβυζαντινής εποχής, ήταν αναπόφευκτο να οδηγήσει στην αμφισβήτηση της 

άποψης  ότι  η  κατάρτιση  ενός  εικονογραφικού  προγράμματος  ήταν  μια  τυπο‐

ποιημένη  διαδικασία  σύμφωνα  με  την  οποία  ένα  καθιερωμένο  πρότυπο  έπρεπε 

                                                      
45 H.-M. Küpper, Der Bautypus der Griechischen Dachtranseptkirche, Ι-ΙΙ, Amsterdam 1990.

46 Σε µια προσπάθεια γενικής περιγραφής των στοιχείων που χαρακτηρίζουν τα εικονογραφικά προγράµµατα των
βυζαντινών σταυρεπίστεγων ναών ο Küpper καταλήγει στο συµπέρασµα ότι ο χριστολογικός κύκλος εξελίσσεται στους να-
ούς του τύπου όπως στους καµαροσκεπείς «µε τη διαφορά ότι ανεβαίνουν έναν “όροφο” στο τµήµα της εγκάρσιας καµάρας».
Η διαπίστωση αυτή πάντως βρίσκει ανταποκρίνεται στα δεδοµένα του εικονογραφικού προγράµµατος δύο µόνο ναών: Στο
καθολικό της µονής Υπαπαντής Μετεώρων (Κ5) και λιγότερο στον Άγιο Αθανάσιο Λεονταρίου (Κ26). Βλ. Küpper Ι, 152.

47 Γ. ∆ηµητροκάλλης, Γεράκι, οι τοιχογραφίες των ναών του Κάστρου, Αθήναι 2001, 27 και υποσηµ. 20, 21. Ο σ. ε-
πισηµαίνει τις περιπτώσεις συνύπαρξης χριστολογικών και θεοµητορικών παραστάσεων καθώς και δύο από τις εξαιρέσεις
ναών που έχουν στην εγκάρσια καµάρα σκηνές από τον βίο του επώνυµου αγίου. Από το απλό διάγραµµα που επιχειρεί,
παραλείπονται οι δύο ναοί της Αχρίδας (Κ1 και Κ2), οι οποίοι µε τον Χερουβικό Ύµνο στην εγκάρσια καµάρα, συγκροτούν
ιδιαίτερη κατηγορία και του γειτονικού ναού του αγίου Γεωργίου στο Godvije (K3) µε απεικόνιση του Παντοκράτορα.

15 
Εισαγωγή 

απλά  να  προσαρμοστεί  στις  ιδιαιτερότητες  κάθε  ναού.  Η  έρευνα  αρχίζει  πλέον 

και εξοικειώνεται με την αντίληψη  ότι η σύνθεση και η διάταξη των εικονογρα‐

φικών  προγραμμάτων,  ανεξαρτήτως  αρχιτεκτονικού  τύπου,  αποτέλεσαν  πεδίο 

δημιουργικής έκφρασης για τους καλλιτέχνες της βυζαντινής περιόδου. Η διαπί‐

στωση  αυτή,  που  ενισχύεται  και  τεκμηριώνεται  όλο  και  περισσότερο  με  την  δη‐

μοσίευση  άγνωστων  στην  έρευνα  παραδειγμάτων,  υπήρξε  αφορμή  για  μια  διε‐

ρεύνηση  της  ποικιλίας  στη  διάταξη  των  εικονογραφικών  κύκλων,  σε  έναν  συ‐

γκεκριμένο ναοδομικό τύπο. Προκειμένου να προσδιοριστεί ο βαθμός τυποποίη‐

σης του εικονογραφικού προγράμματος, αναζητήσαμε ένα αξιόπιστο δείγμα, με 

κοινά τυπολογικά χαρακτηριστικά, σε ένα συγκεκριμένο χρονικό και γεωγραφι‐

κό  πλαίσιο.  Ιδανική  επιλογή  με  βάση  τα  παραπάνω,  αποτέλεσε  ο  σταυρεπίστε‐

γος τύπος ο οποίος παρείχε έναν ικανοποιητικό αριθμό τοιχογραφημένων ναών, 

σε ένα χρονικό εύρος 200 περίπου ετών και μάλιστα σε ικανοποιητική γεωγραφι‐

κή έκταση.  

Η  έλλειψη  παρόμοιων  προσεγγίσεων,  οι  απαιτήσεις  του  θέματος  και  η 

ποικιλομορφία των εικονογραφικών προγραμμάτων, επέβαλλε τη σύνταξη ενός 

καταλόγου ο οποίος, πέρα από την περιγραφή, θα έπρεπε να περιλαμβάνει την 

ανάλυση  και  ερμηνεία  των  ιδιαίτερων  παραμέτρων  κάθε  τοιχογραφημένου  συ‐

νόλου ξεχωριστά.  

Σύμφωνα με τα παραπάνω, η διερεύνηση ενός τέτοιου θέματος όφειλε να 

εστιάσει στους παράγοντες που επηρέασαν την ποικιλομορφία και να διερευνή‐

σει  τις  επιδράσεις  από  τα  εικονογραφικά  προγράμματα  άλλων  τύπων.  Για  το 

σκοπό  αυτό  επιχειρήθηκαν  να  ομαδοποιηθούν  οι  τρόποι  διάταξης  των  εικονο‐

γραφικών προγραμμάτων ώστε να επιχειρηθεί ο προσδιορισμός των κοινών πα‐

ραμέτρων  που  καθόρισαν  την  τυπολογία  τους.  Επίσης,  αναζητήθηκαν  σχέσεις, 

ανάμεσα  στα  εξεταζόμενα  μνημεία,  αλλά  και  σε  εκείνα  του  ευρύτερου  τοπικού 

αλλά  και  χρονικού  περιβάλλοντος  ανεξαρτήτως  αρχιτεκτονικού  τύπου,  έτσι  ώ‐

στε να προσδιοριστούν οι αφετηρίες των διαφορετικών επιλύσεων.  

Η  ανάλυση,  σύμφωνα  με  τη  μεθοδολογία  που  ακολουθήσαμε,  επέτρεψε 

σε περιπτώσεις όπου μεγάλο μέρος των τοιχογραφιών είναι κατεστραμμένο, να 

γίνουν  προτάσεις  αποκατάστασης  του  εικονογραφικού  προγράμματος.  Τέλος, 

16 
Εισαγωγή 

πέρα  από  τον  βαθμό  στον  οποίο  κατέστη  δυνατή  η  εμβάθυνση  στα  επιμέρους 

ζητήματα  που  προέκυψαν,  θεωρούμε  ότι  η  δημιουργία  ενός  corpus  αυτής  της 

μορφής  ασφαλώς  δίνει  τη  δυνατότητα  για  περεταίρω  αξιοποίησή  του  από  τους 

μελετητές στο μέλλον.  

17 
Εισαγωγή 

ΜΕΡΟΣ Α΄. Τα Μνηµεία

18 
Εισαγωγή 

19 
 

1.  Π.Γ.Δ.Μ., Αχρίδα. Άγιοι Κωνσταντίνος και Ελένη 

Ο ναός των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης βρίσκεται κοντά στο βόρειο 

τείχος  της  Αχρίδας  και  θα  πρέπει  να  σχετίζονταν  άμεσα  με  τη  μονή  της  Περι‐

βλέπτου, αν κρίνει κανείς από την μικρή απόσταση που τον χωρίζει από το κα‐

θολικό. Πρόκειται για σταυρεπίστεγο ναό της απλούστερης παραλλαγής Α1, με 

σημαντικά τονισμένο τον κατακόρυφο άξονα. Στη νότια πλευρά του ναού, προ‐

σαρτήθηκε αρχικά καμαροσκεπές παρεκκλήσιο της Αγίας Παρασκευής, το οποίο 

με  σταδιακές  επεκτάσεις  ενσωματώθηκε  σε  περίστωο  που  περιβάλλει  το  ναό 

από τη νότια και δυτική πλευρά48.  

Οι  τοιχογραφίες  του  ναού  και  των  προσκτισμάτων  του  ανήκουν  σε  δύο 

φάσεις και έχουν μελετηθεί εκτενώς από τον G. Subotić49. Το εικονογραφικό πρό‐

γραμμα του κυρίως ναού που σώζεται σχεδόν ακέραιο και ανήκει εξ ολοκλήρου 

στην  παλαιότερη  φάση  (σχέδιο  1),  η  οποία  χρονολογείται  με  τεχνοτροπικά  κρι‐

τήρια στην τελευταία δεκαετία του 14ου αιώνα50.  

Στον ημικύλινδρο της εγκάρσιας καμάρας, τοποθετούνται δύο θέματα τα 

οποία διακρίνονται σαφώς από το υπόλοιπο εικονογραφικό πρόγραμμα του να‐

ού:  Στο  ανώτερο  τμήμα  μέσα  σε  ορθογώνιο  διάχωρο  αναπτύσσεται  σχήμα  με 

                                                      
48 G. Subotić, L’église des Saints Constantin et Hélène a Ochrid, Beograd 1971 (στα σερβικά µε εκτενή γαλλική
περίληψη), 30, 34-35.

49 Η δηµοσίευση των τοιχογραφιών συνοδεύεται από αναλυτικά απόγραφα των τοιχογραφιών, βλ. G. Subotić,
ό.π., 50-112, σχ. 1-10 καθώς και από εκτενή φωτογραφική τεκµηρίωση. Αργότερα, οι δυο φάσεις ζωγραφικής του µνηµείου
εξετάστηκαν στο πλαίσιο της ζωγραφικής της περιοχής της Αχρίδας τον 14ο και 15ο αιώνα από τους S. Grozdanov και G.
Subotić, στις µελέτες τους για τη ζωγραφική του 14ου και 15ου αιώνα στην Αχρίδα αντίστοιχα. Βλ. C. Grozdanov, La peinture
murale d’Ochrid au XIVe siècle, Ochrid 1980 και G. Subotić, L’ école de peinture d’ Ochrid au XVe siècle, Beograd 1980, (και
τα δύο στα σερβικά, µε εκτενή γαλλική περίληψη).

50 G. Subotić, ό.π., 123.

20 
1. Π.Γ.Δ.Μ., Αχρίδα. Άγιοι Κωνσταντίνος και Ελένη 

τρία  ισότιμα  μετάλλια,  όπου  απεικονίζονται  οι  εκφάνσεις  της  Αγίας  Τριάδος 51. 

Στο  κεντρικό  και  το  βόρειο  μετάλλιο  εικονίζεται  στηθαίος  ο  Ιησούς  Χριστός  ως 

Παλαιός των Ημερών και  Παντοκράτωρ ενώ στο νότιο η Ετοιμασία του Θρόνου52. 

Την  σύνθεση  του  τριαδικού  σχήματος  περιβάλλει  συνεχής  ζώνη,  της  οποίας  το 

κάτω  όριο  ταυτίζεται  με  τη  στάθμη  γένεσης  της  καμάρας  και  περιλαμβάνει  τις 

επιφάνειες  των  τυμπάνων.  Εκεί  αναπτύσσεται  σε  τέσσερα  τμήματα  η  Ουράνια 

Λειτουργία,  η  οποία  απεικονίζει  την  Μεγάλη  Είσοδο.  Οι  δύο  παραστάσεις  της  ε‐

γκάρσιας καμάρας αποτελούν μια ενιαία σύνθεση λειτουργικού χαρακτήρα που 

αποδίδει  το  περιεχόμενο  του  Χερουβικού  Ύμνου  που  ψάλλεται  κατά  τη  Μεγάλη 

Είσοδο53. Έτσι, παρά την αυτοτέλειά του, το πρόγραμμα της εγκάρσιας καμάρας 

συνδέεται έμμεσα με τον ιστορικό χριστολογικό  κύκλο,  αποτελώντας τον ευχα‐

ριστιακό πυρήνα του με δογματικές ‐ εσχατολογικές προεκτάσεις54.  

Χαμηλότερα, στις δύο κατά μήκος καμάρες αναπτύσσεται ο βασικός χρι‐

στολογικός κύκλος. Δύο από τις έντεκα παραστάσεις που συγκροτούν τον κύκλο 

βρίσκονται κάτω από τη στάθμη γένεσης των κατά μήκος καμαρών: ο Ευαγγελι‐

σμός στον ανατολικό τοίχο, εκατέρωθεν της αψίδας του Ιερού, και η Πεντηκοστή 

                                                      
51 Το συγκεκριµένο τριαδικό σχήµα, µε τη µορφή τριών απεικονίσεων του Χριστού κατά µήκος της καµάρας είναι
ιδιαίτερα διαδεδοµένο στην ευρύτερη περιοχή της Αχρίδας. Εµφανίζεται στον κεντρικό κλίτος του Αγίου Στεφάνου Καστοριάς
(β΄ µισό 13ου αι. Σ. Πελεκανίδη - Μ. Χατζηδάκη, Καστοριά, Αθήνα 1984, 11 και 19, εικ. 18, 19,σχ. 1, αρ. λγ, λδ, λε) και αργό-
τερα γνωρίζει µεγάλη διάδοση σε ναούς της περιοχής της Αχρίδας: Άγιος Νικόλαος Bolnički Αχρίδας (1330-40, C.
Grozdanov, La peinture murale d’Ochrid au XIVe siècle, Ochrid 1980, σχ. 4)· βόρειο παρεκκλήσιο καθολικού µονής Περιβλέ-
πτου Αχρίδας, 1364/5 (Grozdanov, ό.π., σχ. 40)· Παναγία Ελεούσα Πρεσπών (1410, βλ. G. Subotić, L’ école de peinture d’
Ochrid au XVe siècle, Beograd 1980, 194-195, σχ. 14)· Παναγία Velestovo (1450/1, βλ. Subotić, ό.π., 198-199, σχ. 41 και
44)· καθολικό µονής Αγίων Πάντων Lesani (1451/2 βλ. Subotić, ό.π., 199-200, σχ. 48 και 52, εικ. 40-41 και 49)· Προφήτης
Ηλίας Dolgaeć (1454/5, βλ. Subotić, ό.π., 197-8, σχ. 29 και 35)· Ανάληψη Lescoeć (1461, βλ. Subotić, ό.π., 202-204, σχ. 76
και 77).

52 Για το θέµα βλ. Α. Μαντά, Το εικονογραφικό πρόγραµµα του ιερού Βήµατος των µεσοβυζαντινών ναών της Ελ-
λάδας (846-1204), Αθήνα 2001, 211 κ. εξ., υποσηµ. 77, όπου και βιβλιογραφία.

53 «Ο τ Χερουβε µ µυστικ ς ε κον ζοντες, κα τ ζωοποι Τρι δι τ ν τρισ γιον µνον προσ δοντες, π σαν τ ν βιοτικ ν
ποθ µεθα µ ριµναν ς τ ν βασιλε α τ ν λων ποδεξ µενοι, τα ς γγελικα ς ορ τως δορυφορο µενον τ ξεσιν. λληλο ϊα.
λληλο ϊα. λληλο ϊα»

54 Η σύνδεση ιστορικού και λειτουργικού χρόνου στην ευχαριστιακή πραγµατικότητα αντικατοπτρίζεται τόσο στο
κείµενο της θείας Ευχαριστίας όσο και στο εικονογραφικό πρόγραµµα, βλ. Α. Σµέµαν, Η εκκλησία προσευχόµενη. Εισαγωγή
στη λειτουργική θεολογία, Αθήνα 1991, 79-87 και 205-211.

21 
1. Π.Γ.Δ.Μ., Αχρίδα. Άγιοι Κωνσταντίνος και Ελένη 

στο δυτικό τοίχο, οι οποίες ουσιαστικά παρεμβάλλονται στη κατώτερη ζώνη των 

Παθών (σχέδιο 2 Α) 

 Η έναρξη της χριστολογικής αφήγησης γίνεται με τη  Γέννηση, στο νότιο 

από τα τρία ισότιμα της ανατολικής καμάρας. Η συνέχεια γίνεται με την Υπαπα‐

ντή  στο νότιο τοίχο της εγκάρσιας καμάρας και τέσσερις άλλες παραστάσεις σε 

ισότιμα  διάχωρα  στον  ημικύλινδρο  της  δυτικής  καμάρας  (Έγερση  του  Λαζάρου, 

Βαϊοφόρος, Βάπτιση, Σταύρωση) με μια δεξιόστροφη σε γενικές γραμμές κίνηση.  

Η  τοποθέτηση  της  Μεταμόρφωσης  στο  τύμπανο  της  δυτικής  καμάρας  α‐

ποτελεί ένα ακόμη ισχυρό στερεότυπο των εικονογραφικών προγραμμάτων της 

περιοχής55. Η παράσταση του Λίθου στον βόρειο τοίχο της εγκάρσιας καμάρας56 

αποτελεί σύνδεσμο ανάμεσα στις παραστάσεις του δυτικού σκέλους και την Εις 

Άδου  κάθοδο  που  βρίσκεται  στο  βόρειο  διάχωρο  της  ανατολικής  καμάρας.  Στο 

κεντρικό διάχωρο της ίδια καμάρας τοποθετείται ο φερόμενος υπό αγγέλων Χρι‐

στός  της  Ανάληψης,  η  οποία  ολοκληρώνεται  στο  ευρύ  τύμπανο  πάνω  από  την 

αψίδα του Ιερού με τα υπόλοιπα πρόσωπα της παράστασης (Θεοτόκος, άγγελοι, 

μαθητές).  

Το  ασυνήθιστα  μεγάλο  ύψος  των  κάθετων  τοίχων  προσφέρει  τη  δυνατό‐

τητα ανάπτυξης μιας ανεξάρτητης ζώνης κάτω από τη στάθμη γένεσης των κα‐

τά μήκος καμαρών και πάνω από τη ζώνη των ολόσωμων αγίων.  

                                                      
55 Σε ανάλογη θέση η Μεταµόρφωση βρίσκεται στο κεντρικό κλίτος του Ταξιάρχη Μητροπόλεως Καστοριάς (1359),
βλ. Σ. Πελεκανίδη - Μ. Χατζηδάκη, Καστοριά, Αθήνα 1984, 94 και 97, στον ανώνυµο ναό στο Berendé (Βουλγαρία), βλ. E.
Bakalova, Stenopisite na cerkvata pri selo Berendé, Sofia 1976, στο καθολικό της µονής των Αγίων Πάντων στο Lesani
(1451/2), βλ. G. Subotić, L’ école de peinture d’ Ochrid au XVe siècle, Beograd 1980, 199-200, σχ. 48 και 52, εικ. 40-41 και
49, στην Ανάληψη Lescoeć (1461), βλ. Subotić, ό.π., 202-4, αλλά και σε µονόχωρους ξυλόστεγους ναούς όπως στον Άγιο
Αθανάσιο του Μουζάκη Καστοριάς (1383/4), βλ. Πελεκανίδης - Χατζηδάκης, ό.π., 108 και 114 και την Αγία Φωτίδα Βέροιας
(τέλη 14ου αι.), βλ. Ε. Τσιγαρίδας, Τοιχογραφίες της περιόδου των Παλαιολόγων σε ναούς της Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη
1999, 159, εικ. 98. Ο λόγος για τον οποίο στις περισσότερες από αυτές τις περιπτώσεις µετατίθεται από την κανονική της
θέση στη ζώνη του χριστολογικού κύκλου, σχετίζονται ασφαλώς µε τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της θεοφάνειας. Στην περίπτω-
ση όµως που εξετάζουµε παραµένει και στην αφηγηµατική συνάφεια του κύκλου καθώς βρίσκεται ανάµεσα στην Βάπτιση και
την Έγερση του Λαζάρου.

56 Ένας από τους λόγους που οι παραστάσεις του Λίθου και της Υπαπαντής τοποθετούνται στους τοίχους της ε-
γκάρσιας καµάρας είναι και το ότι ανήκουν στην κατηγορία των παραστάσεων που µπορούν να διαιρεθούν αξονικά σε δύο
τµήµατα και εποµένως να αναπτυχθούν χωρίς πρόβληµα εκατέρωθεν παραθύρων, όπως στην περίπτωση αυτή.

22 
1. Π.Γ.Δ.Μ., Αχρίδα. Άγιοι Κωνσταντίνος και Ελένη 

Η ζώνη αυτή αξιοποιείται με την  προσθήκη ενός αυτόνομου κύκλου  των 

Παθών  που  αναπτύσσεται  δεξιόστροφα  στους  πλάγιους  τοίχους  (νότιος  τοίχος: 

Μ. Δείπνος, Νιπτήρας, Προσευχή στη Γεθσημανή, Προδοσία, Άρνηση Πέτρου, Κρίση 

Άννα  ‐  Καϊάφα  /  Πιλάτου    ‐  βόρειος  τοίχος:  Εμπαιγμός,  Ελκόμενος,  Άνοδος  στο 

Σταυρό,  Αποκαθήλωση,  Θρήνος,  Ενταφιασμός).  Στους  στενούς  τοίχους  παρεμ‐

βάλλονται ανατολικά, εκατέρωθεν της αψίδας του Ιερού, ο Ευαγγελισμός και δυ‐

τικά η Κοίμηση και η Πεντηκοστή.  

Η έναρξη του κύκλου μέσα από τον χώρο του Ιερού με τον  Μυστικό Δεί‐

πνο, αποτελεί κανόνα στις περιπτώσεις των εικονογραφικών προγραμμάτων με 

ανεξάρτητο κύκλο Παθών57. Η επιλογή αυτή σε συνδυασμό με την ολοκλήρωσή 

του κύκλου στο ανατολικό άκρο του βόρειου τοίχου, στο χώρο της Πρόθεσης με 

τον Ενταφιασμό, υπογραμμίζει τον λειτουργικό ‐ ευχαριστιακό του χαρακτήρα58. 

Ιδιαίτερη  μνεία  πρέπει  να  γίνει  στην  αντίρροπη  κίνηση  ανάμεσα  στους 

δύο  δεξιόστροφους  χριστολογικούς  κύκλους  και  την  αριστερόστροφη  Ουράνια 

Λειτουργία (σχέδιο 2Α) η οποία προβαλλόμενη ταυτίζεται με την πορεία της Με‐

                                                      
57 Γενικά για τον κύκλο των Παθών στην υστεροβυζαντινή περίοδο βλ. S. Dufrenne, Les programmes iconographi-
ques des églises byzantines de Mistra, Paris 1970, 28, 58-59. Ειδικότερα για τον Μυστικό ∆είπνο βλ. B. Todić, Serbian Me-
dieval Painting. The Age of King Milutin, Belgrade 1999, 132. Στα παραδείγµατα που αναφέρονται (Παναγία Ljeviška, καθολι-
κό µ. Χιλανδαρίου, Άγιος Πρόχορος της Pčinja, Άγιο Γεώργιος Staro Nagoričino και Άγιο Νικόλαος Ορφανός) µπορούν να
προστεθούν ο Άγιος Ιωάννης Θεολόγος Κανέο Αχρίδας (π. 1280), P. Milković-Pepek, L’église de Saint Jean Le Theologien-
Kaneo d’Ochrid, Kulturno Naslesdvo 3 (1967) σχ. 3, το Πρωτάτο (π. 1290), P. Milković-Pepek, L’oeuvre des peintres Michel et
Eutych, (σερβικά µε γαλλική περίληψη), Scopje 1967, σχ. ΧΙΙΙ και η Περίβλεπτος (Άγ. Κλήµης) Αχρίδας (1295), P. Milković-
Pepek, ό.π., σχέδιο I και ο Άγιος Ανδρέας στην Treska (J. Prolović, Die kirche des heiligen Andreas an der Treska, Wien
1997, 95, σχ. 2). Στον Άγιο Νικόλαο τον Ορφανό στη Θεσσαλονίκη η έναρξη του κύκλου γίνεται από τον βόρειο τοίχο µε τον
Μυστικό ∆είπνο, ακολουθεί ο Νιπτήρας και στη συνέχεια, στην ίδια ζώνη, η Μετάδοση και Μετάληψη στο δυτικό τοίχο εκατέ-
ρωθεν της αψίδας του Ιερού. Σε κάθε περίπτωση Μυστικός ∆είπνος και Κοινωνία των Αποστόλων αποτελούν την ιστορική
και «λειτουργική» αντίστοιχα εκδοχή του ίδιου γεγονότος, στοιχείο που δεν αναδεικνύεται στις µελέτες, καθώς η πρώτη πα-
ράσταση εξετάζεται ανεξάρτητα ως στοιχείο του λειτουργικού κύκλου ενώ η δεύτερη εντάσσεται στον κύκλο των Παθών. Η
στενή αυτή σχέση ισχύει και σε άλλα µνηµεία όπου παρά την φαινοµενική αποµάκρυνση ανάµεσα στις δύο παραστάσεις,
όπως για παράδειγµα στον Άγιο Νικήτα στο Cučer, βλ. P. Milković-Pepek, ό.π., σχέδιο VII. Χαρακτηριστικό είναι το παρά-
δειγµα του µικρού καµαροσκεπούς ναού της Αναλήψεως στο Lescoeć της Αχρίδας όπου η Κοινωνία των Αποστόλων απεικο-
νίζεται στο µέσον του νότιου τοίχου εκτός Ιερού, στο πλαίσιο της ζώνης του Πάθους, µετά το Μυστικό ∆είπνο και τον Νιπτήρα
(G. Subotić, L’ école de peinture d’ Ochrid au XVe siècle, Beograd 1980, σερβικά µε εκτενή γαλλική περίληψη, σχ. 77-78). Για
τη σχέση Μ. ∆είπνου-Κοινωνίας των Αποστόλων βλ. C. Walter, Art and Ritual of the Byzantine Church, London 1982, 184-
189.

58 Α. Κολυβόπουλος, Χρόνος τελέσεως της Θείας Λειτουργίας, Θεσσαλονίκη 1982, 103-108.

23 
1. Π.Γ.Δ.Μ., Αχρίδα. Άγιοι Κωνσταντίνος και Ελένη 

γάλης Εισόδου όπως πραγματοποιείται στο ναό, προσδίδοντας έναν ευχαριστια‐

κό ρεαλισμό στο εικονογραφικό πρόγραμμα της εγκάρσιας καμάρας.  

Οι κύριες επιλογές που χαρακτηρίζουν το εικονογραφικό πρόγραμμα του 

ναού της Αχρίδας συνδέονται άμεσα με την τοπική εικονογραφική και θεολογική 

παράδοση και ευθυγραμμίζεται με στερεότυπα που διαμορφώθηκαν και επικρά‐

τησαν στους ναούς της περιοχής ανεξαρτήτως τύπου. 

24 
 

2.  Π.Γ.Δ.Μ., Αχρίδα. Παναγία του Νοσοκομείου (Bolnička)  

Ο ναός της Παναγίας βρίσκεται κοντά στο ανατολικό τείχος της παλαιάς 

πόλης της Αχρίδας, στη συνοικία του Νοσοκομείου, από το οποίο έλαβε την επω‐

νυμία  Bolnička.  Αρχικά  ήταν  μονόχωρος  καμαροσκεπής59  που  μετασκευάσθηκε 

σε  σταυρεπίστεγο  περί  το  140060,  κατά  πάσα  πιθανότητα  από  το  συνεργείο  που 

οικοδόμησε το ναό των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης στην ίδια πόλη (Κ1)61.  

Σήμερα στον κυρίως ναό διατηρούνται τοιχογραφίες δύο φάσεων62 (σχέδιο 

3): Οι παλαιότερες διατηρούνται στον βόρειο τοίχο, κάτω από την γένεση της κα‐

τά μήκος καμάρας, και στο Ιερό και χρονολογούνται αμέσως μετά την ανέγερση 

του πρώτου ναού ανάμεσα στα έτη 1365 και 136763. Οι νεότερες καταλαμβάνουν 

όλες τις υπόλοιπες επιφάνειες του νότιου τοίχου και της ανωδομής και θεωρού‐

νται σύγχρονες με την μετατροπή του ναού σε σταυρεπίστεγο.  

Είναι σαφές ότι η νεότερη τοιχογράφηση δεν ταυτίζεται σε κανένα σημείο 

με το εικονογραφικό πρόγραμμα της προγενέστερης. Όπως είναι φυσικό θα μας 

απασχολήσουν οι τοιχογραφίες της δεύτερης μόνο φάσης, οι οποίες έχουν μελε‐

τηθεί  κυρίως  από  τον  C.  Grozdanov  μέσα  στο  γενικότερο  πλαίσιο  της  ζωγραφι‐

κής στην περιοχή της Αχρίδας κατά τον 15ο αιώνα64. 

                                                      
59 Η ανέγερση του ναού τοποθετείται από τον G. Subotić βάσει έµµεσων ιστορικών πληροφοριών µεταξύ των ετών
1365-7, βλ. G. Subotić, L’église des Saints Constantin et Hélène a Ochrid, Beograd 1971, 117.

60 L. Mojoska, The Church of the Virgin at Bolnički, Ohrid 2001, 75.

61 G. Subotić, ό.π., 117.

62 Στο ναό υπήρχαν τοιχογραφίες του 19ου αιώνα που αποτοιχίστηκαν, µέρος των οποίων εκτίθενται στο περίστω-
ο.

63 Για τη χρονολόγηση βλ. G. Subotić, ό.π., 117, C. Grozdanov, La peinture murale d’ Ochrid au XIVe siècle, Ohrid
1980, 205 και L. Mojoska, The Church of the Virgin at Bolnički Ohrid 2001, όπου και βιβλιογραφία (σ. 87).

64 C. Grozdanov, ό.π., 205.

25 
2. Π.Γ.Δ.Μ., Αχρίδα. Παναγία του Νοσοκομείου (Bolnička) 

Τα βασικά στοιχεία του εικονογραφικού προγράμματος που περιγράψαμε 

στο  ναό  των  αγίων  Κωνσταντίνου  και  Ελένης  (Κ1)  επαναλαμβάνονται  σχεδόν 

αυτούσια και στο ναό της Παναγίας (βλ. σχέδιο 2):  

α) Η σύνθεση του χερουβικού ύμνου στην εγκάρσια καμάρα με το τριαδικό 

σχήμα (Ιησούς Χριστός Παντοκράτωρ ‐ Ιησούς Χριστός ο Παλαιός των Ημερών και 

Ετοιμασία του Θρόνου) και την Ουράνια Λειτουργία. 

β) Η πανομοιότυπη διάταξη των παραστάσεων του χριστολογικού κύκλου 

και συγκεκριμένα τόσο στη δυτική όσο και στην ανατολική καμάρα.  

γ) Ο κύκλος των Παθών, σε ανεξάρτητη ζώνη κάτω από τον βασικό χρι‐

στολογικό κύκλο, με το ίδιο περιεχόμενο τουλάχιστον όσον αφορά τις σωζόμενες 

παραστάσεις του νότιου τοίχου. Ο κύκλος, σύμφωνα με το πρότυπο του ναού των 

αγίων  Κωνσταντίνου  και  Ελένης,  θα  πρέπει  να  ολοκληρώνονταν  με  άλλες  έξι 

παραστάσεις στον βόρειο τοίχο. 

Λόγω της αφιέρωσης του ναού στη Θεοτόκο, το εικονογραφικό πρόγραμ‐

μα  διαφοροποιείται  από  το  πρότυπό  του  με  την  προσθήκη  δύο  θεομητορικών 

παραστάσεων,  του  Γενεσίου  και  των  Εισοδίων.  Η  πρώτη  παράσταση  βρίσκεται 

στο βόρειο τοίχο, στο τμήμα που ορίζεται από το πλάτος της εγκάρσιας καμάρας, 

ενώ τα Εισόδια υπεισέρχονται στην ανώτερη στάθμη του βασικού χριστολογικού 

κύκλου, στο βόρειο διάχωρο της ανατολικής καμάρας καταλαμβάνοντας τη θέση 

της  Εις  Άδου  καθόδου,  σύμφωνα  με  το  πρότυπο  που  εφαρμόστηκε  στο  ναό  των 

αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης.  

Η  τοποθέτηση  της  παράστασης  των  Εισοδίων  στο  χώρο  του  Ιερού65,  προ‐

κάλεσε την αναγκαστική μετάθεση της Εις Άδου καθόδου, η οποία όμως δεν σή‐

μερα δεν σώζεται. Από τη σχεδιαστική αποκατάσταση του εικονογραφικού προ‐

γράμματος  προκύπτει  ότι  στον  δυτικό  τοίχο,  σύμφωνα  με  τις  στάθμες  των  κύ‐

ριων ζωνών, υπήρχε η δυνατότητα να τοποθετηθούν δύο τουλάχιστον παραστά‐

σεις. Εύλογο είναι να υποθέσουμε ότι η Εις Άδου κάθοδος είχε τοποθετηθεί στην 

                                                      
65 Η συγκεκριµένη επιλογή σχετίζεται άµεσα µε το περιεχόµενο της παράστασης. Απαντάται και σε άλλους σταυ-
ρεπίστεγους ναούς (Οδηγήτρια στις Σπηλιές Κ14, Κοίµηση της Θεοτόκου Αµαρύνθου Κ16 και Αγ. Τριάδα Σοφικού Κ22).

26 
2. Π.Γ.Δ.Μ., Αχρίδα. Παναγία του Νοσοκομείου (Bolnička) 

ανώτερη ζώνη που ανήκει στο χώρο εξέλιξης του κύριου χριστολογικού κύκλου66. 

Μια τέτοια λύση είναι συμβατή με την εξέλιξη και το περιεχόμενο του βασικού 

χριστολογικού κύκλου στην δυτική καμάρα και υστερεί σε σχέση με την αρχική 

τοποθέτηση της παράστασης στον Άγιο Κωνσταντίνο, μόνο ως προς την απομά‐

κρυνσή της από την παράσταση του Λίθου. 

Το  υπόλοιπο  κατεστραμμένο  τμήμα  του  εικονογραφικού  προγράμματος 

στον  δυτικό  τοίχο,  αποκαθίσταται  του  ως  εξής:  Στη  ζώνη  του  κύκλου  των  Πα‐

θών,  θα  πρέπει  να  παρεμβάλλονταν,  όπως  συμβαίνει  και  στο  ναό  των  Αγίων 

Κωνσταντίνου  και  Ελένης,  η  Κοίμηση  της  Θεοτόκου.  Έτσι,  συνυπολογιζομένων 

των παραστάσεων του Γενεσίου και των Εισοδίων, συμπληρώνεται ένας βασικός 

θεομητορικός  κύκλος,  ο  οποίος  ανταποκρίνεται  στην  επωνυμία  του  ναού,  στοι‐

χείο  που  απαντάται  σε  μόλις  τέσσερις  σταυρεπίστεγους  ναούς 67.  Ωστόσο,  σύμ‐

φωνα  με  την  αντίληψη  οικονομίας  του  χώρου  που  εφαρμόζεται  στο  εικονογρα‐

φικό πρόγραμμα του ναού των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, φαίνεται πολύ 

πιθανό  η  Μεταμόρφωση  και  η  Πεντηκοστή  να  συνυπήρχαν  με  την  Κοίμηση  και 

την Εις Άδου κάθοδο στο τύμπανο της δυτικής καμάρας. 

Η  ομοιότητα  του  εικονογραφικού  προγράμματος  του  ναού  με  εκείνο  του 

ναού των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης πιστοποιούν ότι η στενή  σχέση ανά‐

μεσα  στους  δύο  ναούς,  εκτός  από  την  αρχιτεκτονική,  επεκτάθηκε  και  στην  τοι‐

χογράφησή τους. Είναι προφανές ότι η μετασκευή του ναού της Παναγίας και η 

δεύτερη  τοιχογράφησή  του,  αποτελούν  προσπάθεια  συνολικής  αντιγραφής  του 

ναού των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης. 

Η ορθολογική οργάνωση και την πληρότητα του σχεδιασμού του εικονο‐

γραφικού  προγράμματος  του  ναού  των  αγίων  Κωνσταντίνου  και  Ελένης  συνη‐

γορεί στο γεγονός ότι προηγήθηκε χρονολογικά και απετέλεσε πρότυπο για την 

τοιχογράφηση του ναού της Παναγίας Bolničkα.  

                                                      
66 Από τα µνηµεία του καταλόγου η Εις Άδου κάθοδος αυτή υπάρχει στην ίδια θέση µόνο στην Αγία Παρασκευή
Γερακίου (Κ39).

67 Ο βασικός θεοµητορικός κύκλος των τριών παραστάσεων απαντάται σε τρεις ακόµη ναούς του καταλόγου: Κοί-
µηση Οξυλίθου Κ14, Άγιο Ανδρέα Κρανιδίου Κ25 και Κοίµηση Κροκεών Κ38. Στην Αγία Τριάδα Σοφικού (Κ22) διευρύνεται
κατά µία τουλάχιστον παράσταση (Ευαγγελισµός Ζαχαρίου, πιθανόν και Άννης).

27 
2. Π.Γ.Δ.Μ., Αχρίδα. Παναγία του Νοσοκομείου (Bolnička) 

28 
 

3.  Π.Γ.Δ.Μ., Godvije. Άγιος Γεώργιος 

Ο ιδιαίτερα μικρών διαστάσεων σταυρεπίστεγος ναός του αγίου Γεωργίου 

στο  χωριό  Godvije,  κοντά  στην  Αχρίδα,  ανήκει  στην  κατηγορία  Α1  και  σώζεται 

προσαρτημένος  στα  ανατολικά  μιας  πολύ  μεγαλύτερης  βασιλικής  των  μέσων 

του 20ου αιώνα.68.  

Οι τοιχογραφίες του έχουν μελετηθεί από τον G. Subotić, ο οποίος τις χρο‐

νολογεί στην πρώτη δεκαετία του 14ου αιώνα, θεωρώντας το ναό μεταγενέστερο 

των  δύο  σταυρεπίστεγων  ναών  της  Αχρίδας69.  Καταστροφή  μέρους  των  τοιχο‐

γραφιών επήλθε με την καθαίρεση του δυτικού τοίχου 70 μετά την ανέγερση του 

νεότερου ναού (σχέδιο 4). Στις υπόλοιπες επιφάνειες ο τοιχογραφικός διάκοσμος 

σώζεται  σχεδόν  στο  σύνολό  του,  προσφέροντάς  μας  μια  ολοκληρωμένη  εικόνα 

του τοιχογραφικού διακόσμου.  

Όπως προκύπτει από την ανάλυση του εικονογραφικού προγράμματος, ο 

ναός του Godvije εξαρτάται στενά από τα προγράμματα των δυο προγενέστερων 

σταυρεπίστεγων ναών της Αχρίδας. Οι όποιες διαφοροποιήσεις προκύπτουν από 

το σημαντικά μικρότερο μέγεθός του, στοιχείο που οδηγεί σε μια συνεπτυγμένη 

μεταφορά στοιχείων από τα πρότυπά του, και κατ’ επέκταση σε κάποια μάλλον 

δευτερογενή τάση πρωτοτυπίας.  

                                                      
68 Από τα παραδείγµατα παλαιότερων µικρών ναών που διατηρήθηκαν στα ανατολικά νεότερων αναφέρουµε: το
καθολικό µονής Μυρτιάς στην Αιτωλία, Α. Ορλάνδος, Βυζαντινά Μνηµεία της Αιτωλοακαρνανίας, ΑΒΜΕ 9 (1961), 80, εικ. 7·
τον ναό των Αγίων Αποστόλων Καλαµάτας, βλ. Κ. Καλοκύρη, Βυζαντιναί εκκλησίαι της Ιεράς Μητροπόλεως Μεσσηνίας, 27-
41· το καθολικό Παναγίας Ανδρουµπεβίτζιας στη Μεσσηνία, βλ. Ρ. Ετζέογλου, Ο βυζαντινός ναός της Παναγίας Ανδρουµπε-
βίτζιας στη Μεσσηνιακή Μάνη, Ευφρόσυνον, αφιέρωµα στον Μανόλη Χατζηδάκη, τ. 1, 167, σχ. 2· τον Άγιο Γερµανό στον
οµώνυµο οικισµό των Πρεσπών, βλ. Ν. Μουτσόπουλος, Εκκλησίες νοµού Φλωρίνης, Θεσσαλονίκη 2003, 70, εικ. 78 και το
καθολικό µονής Μ. Μετεώρου, ∆. Σοφιανός - Μ. Χατζηδάκης, Το Μεγάλο Μετέωρο, Ιστορία -Τέχνη, Αθήνα 1990, 32.

69 G. Subotić, L’ école de peinture d’ Ochrid au XVe siècle, Beograd 1980, (σερβικά, µε εκτενή γαλλική περίληψη),
193.

70 Στις περιπτώσεις του Αγίου Γερµανού Πρεσπών και της Παναγίας Ανδρουµπεβίτζιας, οι παλαιότεροι ναοί δια-
τηρούν την αυτονοµία τους και οι νεότεροι συνενωµένοι ναοί έχουν το δικό τους ανεξάρτητο Ιερό.

29 
3. Π.Γ.Δ.Μ., Godvije. Άγιος Γεώργιος 

Με  βάση  τις  παραπάνω  διαπιστώσεις  το  ενδιαφέρον  εντοπίζεται  κυρίως 

στο  εικονογραφικό  θέμα  της  εγκάρσιας  καμάρας.  Το  ημικυλινδρικό  της  τμήμα 

καταλαμβάνει  ο  Παντοκράτωρ  σε  κυκλική  δόξα,  που  πλαισιώνεται  από  τα  τέσ‐

σερα σύμβολα των Ευαγγελιστών. Οι ίδιοι οι Ευαγγελιστές εικονίζονται χαμηλό‐

τερα στις κάθετες τριγωνικές επιφάνειες που προκύπτουν από την αλληλοτομία 

των  διασταυρούμενων  καμαρών.  Το  εικονογραφικό  πρόγραμμα  της  εγκάρσιας 

καμάρας  ολοκληρώνεται  με  τη  συνεπτυγμένη  απόδοση  του  θέματος  της  Ουρά‐

νιας  Λειτουργίας  που  αναπτύσσεται  διζωνικά  στο  βόρειο  και  νότιο  τύμπανο,  ό‐

που εικονίζονται Χερουβείμ και ολόσωμοι Άγγελοι με λειτουργικά άμφια.  

Στον υπόλοιπο ναό κυριαρχεί ένας ενιαίος χριστολογικός κύκλος δώδεκα 

συνολικά παραστάσεων, ένα πραγματικό επίτευγμα για έναν τόσο μικρό σταυ‐

ρεπίστεγο ναό. Στον αριθμό αυτό συνυπολογίζεται και ο κατεστραμμένος σήμε‐

ρα Ευαγγελισμός, που κατά πάσα πιθανότητα ήταν τοποθετημένος στον ανατο‐

λικό τοίχο εκατέρωθεν της αψίδας. 

Σε κάθε μια από τις καμάρες των κατά μήκος καμαρών, λόγω του περιο‐

ρισμένου μήκος τους, είναι τοποθετημένη από μία παράσταση. Στη δυτική η Πε‐

ντηκοστή  και  στην  ανατολική  η  Ανάληψη  η  οποία  μάλιστα  ολοκληρώνεται  στο 

τύμπανο του ανατολικού τοίχου πάνω από την αψίδα του Ιερού, όπως συμβαίνει 

και  στους  άλλους  δύο  σταυρεπίστεγους  ναούς  της  Αχρίδας.  Οι  συγκεκριμένες 

επιλογές απέβλεπαν σαφώς στο να προβληθούν στον άξονα και στο κλειδί των 

κατά  μήκος  καμαρών,  το  Άγιο  Πνεύμα  κατερχόμενο  από  ημικυκλικό  άνοιγμα 

στον ουρανό ως περιστερά (Πεντηκοστή) και ο Χριστός (Ανάληψη).  

Ο  χριστολογικός  κύκλος  ολοκληρώνεται  σε  ενιαία  ζώνη  στο  βόρειο  και 

νότιο τοίχο, πάνω από τους ολόσωμους αγίους και κάτω από τη στάθμη που ορί‐

ζει  η  γένεση  των  κατά  μήκος  κεραιών.  Εκεί  αναπτύσσονται  σε  συνεχή  δεξιό‐

στροφη διήγηση η Γέννηση, η Υπαπαντή, η Βάπτιση και η Έγερση του Λαζάρου στο 

νότιο τοίχο και η Βαϊοφόρος, η Σταύρωση, ο Λίθος και η Εις Άδου κάθοδος στο βό‐

ρειο. Η ζώνη του χριστολογικού κύκλου διακόπτονταν προφανώς στο δυτικό τοί‐

χο, όπου κατά πάσα πιθανότητα παρεμβάλλονταν η Κοίμηση71. 
                                                      
71 Για την πιθανότητα αυτή συνηγορεί το γεγονός ότι ο ενιαίος χριστολογικός κύκλος δεν παρουσιάζει καµία έλ-
λειψη. Η παρεµβολή της Κοίµησης στο δυτικό τοίχο και µάλιστα στην ίδια ζώνη του κύριου χριστολογικού κύκλου ή του κύ-

30 
3. Π.Γ.Δ.Μ., Godvije. Άγιος Γεώργιος 

Από την ζώνη του χριστολογικού κύκλου αποσπάσθηκε η  Μεταμόρφωση 

που  τοποθετήθηκε  χαμηλότερα,  ανάμεσα  στους  ολόσωμους  αγίους,  μπροστά 

από το φράγμα του ιερού Βήματος. Είναι γεγονός ότι η συγκεκριμένη παράστα‐

ση, η οποία σε έναν «κανονικό» χριστολογικό κύκλο βρίσκεται ανάμεσα στη Βά‐

πτιση  και  την  Έγερση  του  Λαζάρου,  συχνά  αποσπάται  από  την  «ιστορική»  της 

θέση για να προβληθεί, συνήθως στον δυτικό τοίχο, ο υπερκόσμιος χαρακτήρας 

της72. Στην περίπτωση όμως του ναού του Godvije έχουμε μία ασυνήθιστη τοπο‐

θέτηση η οποία αποδίδεται στην  πιθανή  αρχική αφιέρωση του ναού  στη γιορτή 

της Μεταμορφώσεως73, υπόθεση που ενισχύεται και από την απουσία απεικόνι‐

σης του αγίου Γεωργίου.  

Συμπερασματικά  μπορούμε  να  πούμε  ότι  η  βασική  ιδιαιτερότητα  του  ει‐

κονογραφικού  προγράμματος  του  εξεταζόμενου  ναού  έγκειται  στην  παρουσία 

του Χριστού Παντοκράτορα ως μοναδικού θέματος στην εγκάρσια καμάρα, στοι‐

χείο που εμφανίζεται για πρώτη φορά. Το ερώτημα που τίθεται είναι αν πρόκει‐

ται για απόπειρα προσαρμογής της εικονογραφίας του τρούλου σε σταυρεπίστε‐

γο ναό. Λαμβάνοντας όμως υπόψη τα δεδομένα της εικονογραφίας των δύο προ‐

                                                                                                                                                        
κλου των Παθών -Ανάστασης, είναι διαχρονικά καθιερωµένη. Αναφέρουµε ενδεικτικά τον Άγιο Γεώργιο του Kurbinovo
(Hademann-Misguich L., Kurbinovo, Les fresques de Saint-Georges et la peinture Byzantine du XIIe siècle, Bruxelles 1975,
πίν. 6), τον Άγιο Νικόλαο του Κασνίτζη (Σ. Πελεκανίδης - Μ. Χατζηδάκης, Καστοριά, Αθήνα 1984, 52-53), την Περίβλεπτο
Αχρίδας (1295, Milković-Pepek P., Deloto na zographite Michailo I Eutihij, Skopje 1967, σχ. Ι-ΙΙ), τον άγιο Νικόλαο τον Ορφα-
νό (π. 1315, Α. Ξυγγόπουλου, Οι τοιχογραφίες του Αγίου Νικολάου του Ορφανού Θεσσαλονίκης, Αθήνα 1964, σχ. ΙΙ), τον
Χριστό Βέροιας (1315, Σ. Πελεκανίδης, Καλλιέγης, όλης Θετταλίας άριστος ζωγράφος, Αθήνα 1973, παρένθετος πίν. Ι), τον
Άγιο Νικόλαο του Νοσοκοµείου Αχρίδας (Bolnički, 1330-40), τον Ταξιάρχη Μητροπόλεως (1359, Πελεκανίδης - Χατζηδάκης,
ό.π., 94-95 ), τον Άγιο Αθανάσιο του Μουζάκη Καστοριάς (1383/4, Πελεκανίδης -Χατζηδάκης, ό.π., 108 και 114, εικ. 8), την
Παναγία στο Velestovo (1450/1, βλ. Subotić G., L’ école de peinture d’ Ochrid au XVe siècle, Beograd 1980, σχ.44), τον
Προφήτη Ηλία στο Dolgaeć (1454/5, Subotić, ό.π., σχ. 35) και την Ανάληψη στο Lescoeć (1461/2 Subotić, ό.π., σχ. 81).
Στους σταυρεπίστεγους ναούς ωστόσο αποτελεί σπάνια επιλογή καθώς η παρουσία της παράστασης στον δυτικό τοίχο ε-
πισηµάνθηκε πέραν των ναών της Αχρίδας, µόνο στο καθολικό της µονής Υπαπαντής Μετεώρων (Κ5) και τον Άγιο Αθανάσιο
Λεονταρίου (Κ26). Στη δεύτερη περίπτωση συνδέεται µε θεοµητορικό κύκλο που αναπτύσσεται σε ανεξάρτητη ζώνη κάτω
από τον χριστολογικό.

72 Σε ξυλόστεγους µονόχωρους ναούς προβάλλεται συχνά στο αέτωµα του δυτικού τοίχου (π.χ στον Άγιο Αθανά-
σιο του Μουζάκη, βλ. Πελεκανίδης - Χατζηδάκης, ό.π., 114) Στους καµαροσκεπείς τοποθετείται στο αντίστοιχο τύµπανο (Τα-
ξιάρχης Μητροπόλεως 1359, βλ. Πελεκανίδης - Χατζηδάκης, ό.π., 94-95, Προφήτης Ηλίας στο Dolgaeć 1454/5, Subotić, ό.π.,
σχ. 35, Άγιοι Πάντες Lesani 1451/2, Subotić, ό.π., σχ. 51) όπως επίσης και σε σταυροειδείς εγγεγραµµένους.

73 Subotić, ό.π., 193.

31 
3. Π.Γ.Δ.Μ., Godvije. Άγιος Γεώργιος 

γενέστερων  σταυρεπίστεγων  ναών  της  περιοχής,  όπως  επίσης  και  τα  ιδιάζοντα 

χαρακτηριστικά  της  αρχιτεκτονικής  του  ναού,  οδηγούμαστε  σε  διαφορετικά  συ‐

μπεράσματα.  Κατ’  αρχήν  είναι  σαφής  η  πρόθεση  των  δημιουργών  του  εικονο‐

γραφικού προγράμματος να  μεταφέρουν  και εδώ το κλασικό  δογματικό ‐ εσχα‐

τολογικό τριαδικό σχήμα που χαρακτηρίζει τα εικονογραφικά προγράμματα της 

Αχρίδας74. Το γεγονός  ότι η εγκάρσια καμάρα έχει εξαιρετικά περιορισμένο  μή‐

κος,  οδήγησε  στην  αναγκαστική  επιλογή  να  τοποθετηθεί  εκεί  ένα  μόνο  μετάλ‐

λιο, με τον Ιησού Χριστό Παντοκράτορα, έναντι τριών στους δύο ναούς της Αχρί‐

δας. Το τριαδικό σχήμα, ωστόσο, υλοποιείται με την αξονική τοποθέτηση των κε‐

ντρικών θεμάτων των παραστάσεων της ανατολικής και δυτικής καμάρας. Σύμ‐

φωνα  με  τον  χειρισμό  αυτό  ο  αναλαμβανόμενος  προς  τον  Πατέρα  Χριστός  στο 

κλειδί της ανατολικής (Ανάληψη) και το εκ του Πατρός εκπορευόμενο Άγιο Πνεύ‐

μα στο κλειδί της δυτικής (Πεντηκοστή) επαναφέρουν ένα σχήμα που είχε εφαρ‐

μοστεί  ήδη  από  τη  μεσοβυζαντινή  εποχή75  και  ανταποκρίνεται  στο  ζητούμενο 

τριαδικό σχήμα που εφαρμόζεται στην περιοχή της Αχρίδας τουλάχιστον από τα 

τέλη του 13ου αιώνα76.  

Η στενή σχέση με το εικονογραφικό πρόγραμμα των δύο σταυρεπίστεγων 

της  πόλεως  της  Αχρίδας  ενισχύεται,  όπως  έχει  επισημανθεί77,  και  από  την  πα‐

ρουσία  των  Χερουβείμ  και  των  Αγγέλων  στα  τύμπανα  της  εγκάρσιας  καμάρας. 

Παρά  την  μετωπική  στάση  των  τεσσάρων  ζευγών  των  Αγγελικών  Δυνάμεων 

στην περίπτωση αυτή, μπορούμε  να  θεωρήσουμε  ότι έχουμε  μια συνεπτυγμένη 

απόδοση της Ουράνιας Λειτουργίας, η οποία στην εγκάρσια καμάρα των δύο άλ‐

λων  μνημείων  της  Αχρίδας  αναπτύσσεται  εκτενέστερα,  σε  συνεχή  ζώνη,  περι‐

                                                      
74 Βλ. Κ1, υποσηµ. 51.

 Στον τετράστυλο σταυροειδή εγγεγραμμένο ναό του αγίου Γεωργίου  τον Διασορίτη Νά‐
75

ξου σώζονται, εκτός από τον Παντοκράτορα του τρούλου, η Ανάληψη στη δυτική καμάρα και η Πε‐
ντηκοστή  στην  ανατολική,  βλ.  Μ.  Χατζηδάκης  ‐  Ν.  Δρανδάκης  ‐  Ν.  Ζίας  ‐  Μ.  Αχειμάστου‐
Ποταμιάνου ‐ Α. Βασιλάκη‐Καρακατσάνη, Νάξος, Αθήνα 1989, 68‐69. 
76 Βλ. Αυτή η σχέση υφίσταται ως συνειδητή επιλογή στην Περίβλεπτο Αχρίδας, µε την Πεντηκοστή στο δυτικό τύ-
µπανο. Η αξονική σχέση Ανάληψης-Πεντηκοστής στο συγκεκριµένο εικονογραφικό πρόγραµµα εντάσσεται σε µια σταυρική
κατά τους κύριους άξονες διάταξη του χριστολογικού κύκλου.

77 G. Subotić, ό.π., 193.

32 
3. Π.Γ.Δ.Μ., Godvije. Άγιος Γεώργιος 

βάλλοντας  τα  μετάλλια  του  τριαδικού  σχήματος.  Στην  προκείμενη  περίπτωση 

απουσιάζει κάθε προσπάθεια να δοθεί στη σύνθεση των Αγγέλων ο χαρακτήρας 

της πομπής που παραπέμπει στην Μεγάλη Είσοδο, καθώς δεν υπάρχει η δυνατό‐

τητα ανάπτυξης συνεχούς ζώνης. Ωστόσο, η διζωνική διαφοροποίηση Χερουβείμ 

‐  ολόσωμων  Αγγέλων  με  διακονικά  άμφια,  υπογραμμίζει  τον  σαφέστατο  λει‐

τουργικό χαρακτήρα της όλης σύνθεσης και θα μπορούσαμε να πούμε ότι απο‐

σκοπούν στην συνοπτική εικονογραφική απόδοση του  χερουβικού ύμνου78, όπως 

συμβαίνει με εκτενέστερο τρόπο και στους δύο ναούς της Αχρίδας. 

                                                      
78 Εκτός από τον ίδιο τον ύμνο, αναφορά στην παρουσία των αγγέλων γίνεται και στις ευ‐
χές: «…Σὺ γὰρ μόνος, Κύριε ὁ Θεὸς ἡμῶν, δεσπόζεις των ἐπουρανίων καί των ἐπιγείων, ὁ ἐπὶ θρόνου 
Χερουβικοῦ  ἐποχούμενος,  ὁ  των  Σεραφεὶμ  Κύριος,  καὶ  βασιλεύς  του  Ἰσραήλ,  ὁ  Μόνος  Ἅγιος  καὶ  ἐν 
ἁγίοις  ἀναπαυόμενος,  σὲ  τοίνυν  δυσωπῶ  τὸν  μόνον  ἀγαθὸν  καὶ  εὐήκοον…»  (ευχές  του  Χερουβικού) 
και  «….Εὐχαριστοῦμεν  σοὶ  καὶ  ὑπέρ  της  λειτουργίας  ταύτης,  ἦν  ἐκ  των  χειρῶν  ἡμῶν  δέξασθαι 
καταξίωσας,  καίτοι  σοὶ  παρεστήκασι  χιλιάδες  Ἀρχαγγέλων  καὶ  μυριάδες  Ἀγγέλων,  τὰ  Χερουβεὶμ 
καὶ  τὰ  Σεραφείμ,  ἑξαπτέρυγα,  πολυόμματα,  μετάρσια,  πτερωτά,  τὸν  ἐπινίκιον  ὕμνον  ἄδοντα, 
βοῶντα,  κεκραγότα,  καὶ  λέγοντα,  Ἅγιος,  Ἅγιος,  Ἅγιος,  Κύριος  Σαβαώθ,  πλήρης,  ὁ  οὐρανὸς  καὶ  ἡ  γῆ 
της δόξης σου» (ευχές Αγίας Αναφοράς). 

33 
 

4.  Ν. Ιωαννίνων, Κωστάνιανη. Ταξιάρχης 

Ο ναός των Ταξιαρχών βρίσκεται στις παρυφές του οικισμού της Κωστά‐

νιανης Ιωαννίνων και ανήκει στην παραλλαγή Γ2 των σταυρεπίστεγων ναών και 

μάλιστα  συγκαταλέγεται  στους  ελάχιστους  με  πεσσούς  αντί  κιόνων  στη  θέση 

των δυτικών στηριγμάτων. Σύμφωνα με τα δεδομένα της παραλλαγής το μήκος 

της εγκάρσιας καμάρας είναι κατά πολύ μεγαλύτερο του πλάτους της κατά μή‐

κος.  Ταυτόχρονα  οι  δυο  διασταυρούμενες  καμάρες  εγγράφονται  σε  ορθογώνιο 

χώρο, με αποτέλεσμα να διαμορφώνονται τέσσερα γωνιακά διαμερίσματα. Στην 

προκείμενη  περίπτωση  τα  δύο  ανατολικά  διαμερίσματα  στεγάζονται  με  ημικυ‐

λινδρικές καμάρες ενώ τα δυτικά με τεταρτοκυλινδρικές79.  

Οι εκτιμήσεις των ερευνητών για τη χρονολόγηση του ναού κυμαίνονται 

ανάμεσα  στα  έτη  1240  και  130080.  Δυστυχώς  η  γραπτή  κτητορική  επιγραφή  που 
                                                      
79 Η τεταρτοκυλινδρική κάλυψη είναι ένα από τα πολλά τυπολογικά χαρακτηριστικά που συνδέουν το ναό της
Κωστάνιανης µε τον γειτονικό και σχεδόν σύγχρονο σταυρεπίστεγο ναό του αγίου ∆ηµητρίου στην Κυψέλη (Τουρκοπάλουκο)
όπου εντοπίζεται εκτός από τα δυτικά γωνιακά διαµερίσµατα και στο ανατολικά, βλ. κάτοψη ∆ωρής, Τυπολογία, 173-184.
Στον παρόµοιο τυπολογικά µε τον Ταξιάρχη ναό του αγίου Νικολάου Άργους, έχουµε επίσης τεταρτοκυλινδρική κάλυψη των
δυτικών γωνιακών διαµερισµάτων, βλ. Küpper, II, αρ. 48, 68-69. Επίσης και στο µεταβυζαντινό βόρειο παρεκκλήσιο του
σταυρεπίστεγου καθολικού της µονής Αγίων Αναργύρων Ερµιόνης (πιθανώς µεταβυζαντινή προσθήκη), χρησιµοποιείται
τεταρτοκυλινδρική κάλυψη, βλ. Γ. Προκοπίου, Το καθολικό της µονής Αγίων Αναργύρων Ερµιόνης, Φίλιον δώρηµα εις τον
Τάσον Γριτσόπουλον, Πελοποννησιακά 16 (1985-6), 215, εικ. 1. Σπάνια απαντάται και σε ναούς άλλου τύπου, όπως στα
δυτικά γωνιακά διαµερίσµατα των δικιόνιων σταυροειδών εγγεγραµµένων καθολικών της µονής Κοιµήσεως Σοφικού, των
γειτονικών Ταξιαρχών στη θέση Λαρίσι, και παλαιάς Μονής Φανερωµένης κοντά στο Χιλιοµόδι Κορινθίας βλ. Α. Ορλάνδου,
Βυζαντινοί ναοί της Ανατολικής Κορινθίας, ΑΒΜΕ 1 (1935), 60-61, 71-72 και 87-89, καθώς και στα πλάγια κλίτη της Παναγί-
ας Βλαχέρνας Ηλείας A. Bon, La Morée Franque, Recherches historiques, topographiques et archéologiques sur la
Principauté d’Achaïe (1205-1430), Album, Paris 1969, πίν. 24 και 31b. Για µια πληρέστερη αναφορά των παραδειγµάτων
τεταρτοκυλινδρικής κάλυψης µε την σχετική βιβλιογραφία βλ. Σ. Μαµαλούκος, Παρατηρήσεις στην διαµόρφωση των γωνια-
κών διαµερισµάτων των δικιόνιων σταυροειδών εγγεγραµµένων ναών της Ελλάδος, ∆ΧΑΕ 14 (1987-88), 201-203, όπου
επιχειρείται και η ερµηνεία εξ επόψεως αρχιτεκτονικού σχεδιασµού.

80 Ο ∆. Ευαγγελίδης, που µελέτησε πρώτος το µνηµείο, προτείνει µια χρονολόγηση στο δεύτερο µισό του 13ου αι-
ώνα µέχρι και τις αρχές του 14ου, βλ. ∆. Ευαγγελίδης, Βυζαντινά µνηµεία της Ηπείρου, 1. Κωστάνιανη, Ηπειρωτικά Χρονικά 6
(1931), 258-269. Ο Küpper προτείνει χρονολόγηση µετά 1243, µε βάση την χρονολογία της πλίνθινης επιγραφής του Αγίου
∆ηµητρίου Κυψέλης (Τουρκοπάλουκο) κατά την ανάγνωση του Ευαγγελίδη, βλ. Küpper ΙΙ, αρ. 111, 151. Για την επιγραφή του
Αγίου ∆ηµητρίου και την αµφισβήτηση της ανάγνωσης του Ευαγγελίδη βλ. S. Kalopissi-Verti, Dedicatory Inscriptions and

34 
4. Ν. Ιωαννίνων, Κωστάνιανη. Ταξιάρχης 

βρίσκεται πάνω από την βόρεια θύρα δεν σώζεται ακέραιη 81 οπότε η χρονολόγη‐

ση  των  τοιχογραφιών  γίνεται  κατ’  εκτίμηση  με  τεχνοτροπικά  κριτήρια.  Πρόκει‐

ται  για  ζωγραφική  εξαιρετικής  ποιότητος  με  πολλά  συντηρητικά  στοιχεία  που 

συνδέονται  με  το  ακμαίο  υστεροκομνήνειο  ρεύμα  που  επιβιώνει  στον  ευρύτερο 

βορειοελλαδικό χώρο μέχρι και τις αρχές του 14ου αιώνα82. 

Το  εικονογραφικό  πρόγραμμα  του  ναού  αποκτά  ιδιαίτερο  ενδιαφέρον, 

καθώς πρόκειται για την μοναδική περίπτωση σταυρεπίστεγου ναού  με προεξέ‐

χουσα  την  εγκάρσια  καμάρα  (παραλλαγές  Β  και  Γ)  και  σχεδόν  ακέραιο  τοιχο‐

γραφικό  διάκοσμο83  (σχέδιο  5).  Παρά  το  γεγονός  ότι  οι  εργασίες  συντήρησης  έ‐

χουν  ξεκινήσει  από  τις  αρχές  της  δεκαετίας  του  197084,  ο  τοιχογραφικός  διάκο‐

σμος  παραμένει  καλυμμένος  από  πυκνή  αιθάλη  και  άλατα,  ενώ  η  παρουσία  ι‐

κριωμάτων καθιστούν ακόμη δυσκολότερη την αναγνώριση των παραστάσεων. 

Ο  ναός  πέρα  από  την  τυπολογική  ιδιαιτερότητά  του,  υπολείπεται  σε  μή‐

κος  μόνο  έναντι  του  Αγίου  Δημητρίου  Αυλωναρίου  (Κ12)  από  τους  εξεταζόμε‐

νους  σταυρεπίστεγους  ναούς.  Χαρακτηριστικό  είναι  το  γεγονός  ότι  το  δυτικό 

σκέλος έχει σχεδόν διπλάσιο μήκος από το αντίστοιχο ανατολικό. 

Ο  ενιαίος  χριστολογικός  κύκλος  κυριαρχεί  και  μάλιστα  διευρυμένος,  κα‐

ταλαμβάνοντας  το  μεγαλύτερο  τμήμα  των  προσφερόμενων  επιφανειών.  Η  έ‐

ναρξη γίνεται με τον  Ευαγγελισμό από την εγκάρσια καμάρα (βορειοανατολικό 

μέτωπο)  και  συνεχίζεται  δεξιόστροφα  στην  ανατολική  καμάρα  όπου  αναπτύσ‐

σεται  ένας  επιμέρους  κύκλος  της  Γέννησης.  Η  κύρια  παράσταση  αυτού  του  κύ‐
                                                                                                                                                        
Donor Portraits in Therteenth-Century Churches of Greece, Wien 1992, Α6, 52-53, εικ. 8-10. Ο ∆ωρής θεωρεί ότι ο ναός πρέ-
πει να χρονολογηθεί κάπως αργότερα (1280±20), ∆ωρής, Τυπολογία, αρ. 24, 69.

81 S. Kalopissi-Verti, ό.π., αρ. Α5, 52, εικ. 7.

82 Εξωτερικά στον δυτικό τοίχο διατηρούνται λείψανα τοιχογραφιών 18ου αιώνα τα οποία όµως µετά την καθαίρε-
ση του µεταγενέστερου νάρθηκα έχουν ήδη καταστεί εξίτηλα λόγω της άµεσης έκθεσής τους στις καιρικές συνθήκες. Πρόκει-
ται για τµήµα της ∆ευτέρας Παρουσίας η τοποθέτηση της οποίας στον ανατολικό τοίχο του νάρθηκα είναι συνήθης στα µνη-
µεία της περιοχής τον 18ο αιώνα, βλ. ∆. Κωνστάντιος, Προσέγγιση στο έργο των Ζωγράφων από το Καπέσοβο της Ηπείρου,
Αθήνα 2001, 136.

83 Στους υπόλοιπους ναούς εγκάρσια καµάρα της οποίας το µήκος υπερβαίνει το πλάτος της κατά µήκος κεραίας,
ο διάκοσµος σώζεται αποσπασµατικά. Βλ. Άγιο Νικόλαο Καλάµου Αττικής (Κ9), Αγία Παρασκευή Χάρακα (Κ47), Παναγία
Ευαγγελισµού (Κ48), Παναγία Βουλισµένης (Κ49).

84 Α∆ 26 (1971), 341.

35 
4. Ν. Ιωαννίνων, Κωστάνιανη. Ταξιάρχης 

κλου καταλαμβάνει το νότιο μισό της καμάρας ενώ το βόρειο μοιράζονται το Ό‐

νειρο του Ιωσήφ και το Ταξείδι στη Βηθλεέμ. 

Η διήγηση επανέρχεται στο χώρο της εγκάρσιας καμάρας με την Υπαπα‐

ντή (νοτιοανατολικό μέτωπο) και τη Μεταμόρφωση (νότιος τοίχος), πριν περάσει 

στο δυτικό σκέλος όπου κυριαρχεί αποκλειστικά μια ενότητα με εννέα παραστά‐

σεις του Πάθους (Έγερση του Λαζάρου, Βαϊοφόρος, Προδοσία, Ελκόμενος, Σταύρω‐

ση,  Αποκαθήλωση,  Επιτάφιος  στο  δυτικό  σκέλος  και  Εμπαιγμός  και  Άνοδος  στο 

Σταυρό στο νοτιοδυτικό γωνιακό διαμέρισμα). 

Η εγκάρσια καμάρα, όχι μόνο προεκτείνεται αρκετά πέραν των ορίων του 

πλάτους  της  βόρειας  και  νότιας,  αλλά  παρουσιάζεται  σημαντικά  υπερυψωμένη 

σε  σχέση  με  την  κατά  μήκος.  Η  υπερύψωση  αυτή  δίνει  τη  δυνατότητα  να  ανα‐

πτυχθεί πάνω από την στάθμη του κλειδιού των κατά μήκος καμαρών, ζώνη εί‐

κοσι  τεσσάρων  μεταλλίων  με  στηθαίους  προφήτες  και  δικαίους.  Η  ζώνη  αυτή 

παρεμβάλλεται ουσιαστικά εντός του χριστολογικού κύκλου, χωρίς όμως να δια‐

ταράσσει την ενότητά του85.  

Πάνω  από  τη  ζώνη  των  μεταλλίων,  στο  ανώτερο  τμήμα  της  εγκάρσιας 

καμάρας  η  διάταξη  των  παραστάσεων  είναι  μοναδική.  Το  ημικυλινδρικό  τμήμα 

της καμάρας χωρίζεται τριμερώς, κατά την εγκάρσια έννοια, με την Ανάληψη να 

καταλαμβάνει  το  κεντρικό  τμήμα  (σχέδιο  6).  Στη  συνέχεια  το  νότιο  και  βόρειο 

τμήμα  χωρίζονται  με  φαρδιά  διακοσμητική  ταινία  που  τρέχει  κατά  μήκος  του 

κλειδιού,  με  αποτέλεσμα  να  προκύπτουν  εκατέρωθεν  του  κεντρικού  τέσσερα  ι‐

σότιμα διάχωρα86. 

Στο  κεντρικό  διάχωρο  κυριαρχεί  η  κυκλική  δόξα  του  αναλαμβανόμενου 

Χριστού, ενώ οι μαθητές με τη Θεοτόκο και τους δύο αγγέλους διατάσσονται σε 

δύο  ομίλους  ανατολικά  και  δυτικά.  Το  γεγονός  ότι  ο  άξονας  του  σώματος  του 

                                                      
85 Παρόµοια ζώνη, αλλά µε ολόσωµους προφήτες έχουµε σε έναν ακόµη σταυρεπίστεγο ναό, τον Άγιο ∆ηµήτριο
Αυλωναρίου (Κ12) όπου όµως δεν σώζονται οι υπερκείµενες παραστάσεις του ηµικύλινδρου. Η ζώνη αυτή µπορεί να συσχε-
τισθεί µε την καθιερωµένη παρουσία Προφητών στους τρούλους, αλλά ταυτόχρονα υπογραµµίζει την ενιαία εσχατολογική
προοπτική Παλαιάς και Καινής ∆ιαθήκης.

86 Όµοια διαίρεση της εγκάρσιας καµάρας έχουµε στους Αγίους Αποστόλους Βούνων (Κ19) όπου το κεντρικό διά-
χωρο καταλαµβάνει ένα φυλλοφόρος σταυρός, ενώ τα τέσσερα εκατέρωθεν ουδέτερα διακοσµητικά θέµατα.

36 
4. Ν. Ιωαννίνων, Κωστάνιανη. Ταξιάρχης 

Χριστού δεν συμπίπτει με τον κατά μήκος άξονα του ναού αλλά με τον εγκάρσιο, 

προκύπτει από την αυτούσια μεταφορά της Ανάληψης, με την ίδια ακριβώς διά‐

ταξη που παγιώθηκε στην δυτική καμάρα, όπου συνήθως εμφανίζεται.  

Στα  υπόλοιπα  τέσσερα  ισότιμα  διάχωρα  είναι  τοποθετημένα  τα  ζεύγη 

Άρατε  Πύλας87  ‐  Εις  Άδου  Κάθοδος  (βόρεια)  και  Ψηλάφηση  ‐  Πεντηκοστή  (νότια). 

Με δεδομένο ότι στα τύμπανα δεν αναπτύσσονται παραστάσεις, λόγω της ύπαρ‐

ξης  δίλοβων  παραθύρων,  οι  πέντε  παραστάσεις  του  ημικύλινδρου  συγκροτούν 

ουσιαστικά  μια  επιμέρους  ενότητα  με  παραστάσεις  από  την  Ανάσταση  ως  την 

Πεντηκοστή.  Με  τον  τρόπο  αυτό  συμπληρώνεται  μια  σαφής  οργάνωση  του  χρι‐

στολογικού  κύκλου  με  τρεις  υποενότητες  που  αντιστοιχούν  στα  ημικυλινδρικά 

τμήματα  των  τριών  καμαρών  (επιμέρους  κύκλοι  Γέννησης  στη  ανατολική,  Πά‐

θους στη δυτική και Ανάστασης ‐ Ανάληψης στην εγκάρσια).  

Πρέπει να σημειωθεί ότι ο τρόπος διαίρεσης της εγκάρσιας καμάρας πα‐

ραπέμπει  στην  αντίστοιχη  καμάρα  του  καθολικού  της  μονής  Κάτω  Παναγιάς 

Άρτας, όπου η ύπαρξη τρουλοκαμάρας επιβάλει την ίδια τριμερή διαίρεση με ε‐

κείνη του ναού της Κωστάνιανης. Εύλογο είναι να υποθέσουμε ότι η μεταβυζα‐

ντινή  παράσταση  της  Ανάληψης  στην  τρουλοκαμάρα  της  Κάτω  Παναγιάς 

(1715)88,  επαναλαμβάνει  το  ίδιο  θέμα  από  την  αρχική  φάση  τοιχογράφησης  του 

ναού  και  επομένως  να  έχουμε  άμεση  σχέση  ανάμεσα  στους  δύο  Ηπειρωτικούς 

ναούς, τουλάχιστον όσον αφορά το πρόγραμμα της εγκάρσιας καμάρας. 

Η  τεταρτοκυλινδρική  στέγαση  των  γωνιακών  διαμερισμάτων  αξιοποιεί‐

ται για την διεύρυνση του εικονογραφικού προγράμματος. Είναι σαφές ότι η συ‐

γκεκριμένη λύση προσφέρει ένα σημαντικό πλεονέκτημα για την τοιχογράφηση, 

καθώς εξασφαλίζει επιφάνειες με εξαιρετική προβολή προς τον κεντρικό χώρο89. 

Η  σύγκριση  με  την  αντίστοιχη  λύση  της  καμαροσκεπούς  στέγασης  του  επίσης 
                                                      
87 Η συγκεκριµένης παράστασης που συνδέεται άµεσα µε την Εις Άδου Κάθοδο της οποίας αποτελεί το προηγού-
µενο επεισόδιο σύµφωνα µε την απόκρυφη διήγηση η οποία επηρέασε και την λειτουργική πράξη τόσο του Μ. Σαββάτου όσο
και της ακολουθίας των Εγκαινίων, βλ. Tischendorf C., Evangelia Apocrypha, Lipsiae 1853, 306-307.

88 Β. Παπαδοπούλου, Η Βυζαντινή Άρτα και τα µνηµεία της, Αθήνα 2002, 101-104.

89 Με τη λύση των τεταρτοκυκλικών καλύψεων επιτυγχάνονταν και ισοϋψή τοξωτά ανοίγµατα από το γωνιακό δια-
µέρισµα προς τον χώρο τον κυρίως ναό, βλ. Σ. Μαµαλούκος, Παρατηρήσεις στην διαµόρφωση των γωνιακών διαµερισµάτων
των δικιόνιων σταυροειδών εγγεγραµµένων ναών της Ελλάδος, ∆ΧΑΕ 14 (1987-88), 201-202.

37 
4. Ν. Ιωαννίνων, Κωστάνιανη. Ταξιάρχης 

τοιχογραφημένου  βορειοανατολικού  γωνιακού  διαμερίσματος  (Πρόθεση)  είναι 

χαρακτηριστική.  Εκεί  έχουμε  απλή  διαίρεση  της  καμάρας  κατά  μήκος  του  κλει‐

διού  και  παράταξη  στηθαίων  ιεραρχών  εκατέρωθεν90,  ενώ  το  νοτιοανατολικό 

γωνιακό  διαμέρισμα  παρέμεινε  ακόσμητο  λόγω  της  απομόνωσής  του  από  τον 

υπόλοιπο ναό91. 

Στο  νοτιοδυτικό  γωνιακό  διαμέρισμα,  όπως  είδαμε,  ο  χριστολογικός  κύ‐

κλος προεκτείνεται άμεσα με  δύο  σκηνές από τη θεματολογία του  Πάθους  που 

εξελίσσεται σε ολόκληρο το δυτικό σκέλος (καμάρα, τύμπανο). Πρόκειται για τις 

παραστάσεις του Ελκόμενου και της Ανόδου στο Σταυρό. Αντίστοιχα στο βορειοα‐

νατολικό  γωνιακό  διαμέρισμα  υπάρχουν  δύο  σκηνές  που  συγκροτούν  έναν  συ‐

νεπτυγμένο  κύκλο  του  Αβραάμ  (Η  Καλέστρα  (sic)92  και  η  Φιλοξενία),  ο  οποίος, 

λόγω του πρωταγωνιστικού ρόλου των Αγγέλων, συνδέεται άμεσα με την αφιέ‐

ρωση  του  ναού  στους  Ταξιάρχες93.  Τον  ίδιο  σκοπό  φυσικά  επιτελεί  και  η  γιγα‐

ντιαίων  διατάσεων  ολόσωμη  απεικόνιση  του  Αρχαγγέλου  Μιχαήλ  εξωτερικά, 

στο νότιο τυφλό τόξο της εγκάρσιας καμάρας.  

Αξιοσημείωτη  είναι  η παρουσία  των  τεσσάρων  Ευαγγελιστών  σε  ιδιαίτε‐

ρα ευμεγέθη και προβεβλημένα διάχωρα στο δυτικό σκέλος, επιλογή που παρα‐

πέμπει  σε  ανάλογες  λύσεις  σε  βασιλικές  και  υπογραμμίζει  τον  ιστορικό  χαρα‐

κτήρα του χριστολογικού κύκλου94.  

                                                      
90 Στα πολύ στενά καµαροσκεπή γωνιακά διαµερίσµατα του παρόµοιου τυπολογικά ναού του αγίου Νικολάου
στον Κάλαµο (Κ9) έχουµε απλή ανεικονική διακόσµηση.

91 Το διακονικό επικοινωνεί µέσω µιας µικρής θύρας µόνο µε το Ιερό. Οι χώροι αυτοί παρείχαν συνθήκες ασφα-
λούς φύλαξης πολύτιµων αντικειµένων. Για το αποµονωµένο διακονικό σε ναούς κυρίως της όψιµης βυζαντινής περιόδου βλ.
Φ. Καραγιάννη-Σ. Μαµαλούκος, Παρατηρήσεις στη διαµόρφωση του διακονικού κατά τη µέση και ύστερη βυζαντινή περίοδο,
26ο Συµπόσιο βυζαντινής και µεταβυζαντινής αρχαιολογίας και τέχνης, Αθήνα 2006, 32-33.

92 Πρόκειται για την προϋπάντηση των Αγγέλων και την πρόσκλησή τους από τον Αβραάµ.

93 Για τις παραστάσεις που σχετίζονται µε την Φιλοξενία του Αβραάµ ως µέρος του κύκλου των Αγγέλων βλ. αρ-
χιµ. Σ. Κουκιάρη, Τα θαύµατα-εµφανίσεις των Αγγέλων και Αρχαγγέλων στην Βυζαντινή τέχνη των Βαλκανίων, Αθήνα-
Γιάννινα 1989, 32 και 103-111.

94 Για την παρόµοια τοπθέτηση Ευαγγελιστών σε βασιλικές (Πρωτάτο, Π. Μητρόπολη Έδεσσας, Χριστός Βεροίας)
Βλ. Ε. Τσιγαρίδας, Μανουήλ Πανσέληνος ο κορυφαίος ζωγράφος της εποχής των Παλαιολόγων, Μανουήλ Πανσέληνος, εκ
του Ιερού Ναού του Πρωτάτου, Θεσσαλονίκη 2003, 30-1.

38 
4. Ν. Ιωαννίνων, Κωστάνιανη. Ταξιάρχης 

Στην μεγάλη, για τα συνήθη δεδομένα των σταυρεπίστεγων ναών, αψίδα 

του Ιερού, εμφανίζονται δύο στενά μεταξύ τους συνδεδεμένες συνθέσεις με κατ΄ 

εξοχήν λειτουργικό χαρακτήρα, οι οποίες σπάνια συμπεριλαμβάνονται στο πρό‐

γραμμα  των  σταυρεπίστεγων  ναών95.  Πρόκειται  για  την  Κοινωνία  των  Αποστό‐

λων  στον  ημικύλινδρο  της  αψίδας,  κάτω  από  την  Θεοτόκο  του  τεταρτοσφαιρίου 

και την  Ουράνια Λειτουργία, η οποία αναπτύσσεται σε δύο τμήματα στο βόρειο 

και  νότιο  τοίχο  του  κεντρικού  τμήματος  του  Ιερού,  κάτω  από  τις  χριστολογικές 

παραστάσεις. Η Κοινωνία των Αποστόλων, επειδή εμφανίζεται αποκλειστικά στο 

χώρο  του  Ιερού,  δεν  απαντάται  σε  ναούς  μικρής  κλίμακας,  λόγω  των  περιορι‐

σμένων επιφανειών τόσο στην αψίδα όσο και στους πλάγιους τοίχους. Εκτός από 

τον εξεταζόμενο ναό εμφανίζεται σε δύο ακόμη ευμεγέθεις ναούς του τύπου, τον 

Άγιο  Αθανάσιο  Λεονταρίου  (Κ26)  και  τον  Άγιο  Δημήτριο  Αυλωναρίου  (Κ12)  και 

μόνο μια φορά σε έναν μικρότερο (Κοίμηση Κροκεών Κ38). Όσον αφορά την Ου‐

ράνια Λειτουργία, είναι η μοναδική φορά που απαντάται στο χώρο του Ιερού, κα‐

θώς σε τρεις άλλες περιπτώσεις εμφάνισης του θέματος σε σταυρεπίστεγο ναό, 

εντοπίζεται στο χώρο της εγκάρσιας καμάρας (Άγιοι Κωνσταντίνος και Ελένη Κ1 

και Παναγία Bolničkα Κ2 στην Αχρίδα, Άγιος Γεώργιος στο Godvije Κ3). 

Κοινή  θεματική  ενότητα  συγκροτούν  η  παράταξη  των  Αγγέλων  με  την 

Κοινωνία  των  Αποστόλων,  παρά  το  γεγονός  ότι  μεταξύ  τους  υπάρχει  μια  μικρή 

διαφορά στάθμης. Η Ουράνια Λειτουργία εμφανίζεται χωρίς την συμμετοχή του 

Αρχιερέως ‐ Χριστού96, αλλά ως μία απλή παράταξη Αγγέλων ενδεδυμένων δια‐

κονικά άμφια, που προσκλίνουν προς την αψίδα του Ιερού κρατώντας λειτουργι‐

κά  σκεύη.  Αν  θεωρήσουμε  συνολικά  τη  σύνθεση  των  δύο  παραστάσεων,  οι  διά‐

κονοι ‐ Άγγελοι  «παρίστανται»97 πίσω από τους δύο ομίλους των μαθητών στον 

                                                      
95 Βλ. Μέρος Β΄, Κεφ. ΙΙ. Α.2.β, Κοινωνία των Αποστόλων.

96 Η παρουσία του Χριστού Αρχιερέως καθιερώνεται στην εικονογραφία µετά τα µέσα του 14ου αιώνα, βλ. C. Wal-
ter, Art and Ritual of the Byzantine Church, London 1982, 214-7, Τ. Παπαµαστοράκης, Ο διάκοσµος του τρούλου των ναών
της Παλαιολόγειας περιόδου στη Βαλκανική χερσόνησο και την Κύπρο, Αθήναι 2001, 155.

  «Εὐχαριστοῦμεν  σοὶ  καὶ  ὑπέρ  της  λειτουργίας  ταύτης,  ἦν  ἐκ  των  χειρῶν  ἡμῶν  δέξασθαι 
97

καταξίωσας, καίτοι σοὶ π α ρ ε σ τ ή κ α σ ι  χιλιάδες Ἀρχαγγέλων καὶ μυριάδες Ἀγγέλων, τὰ Χερουβεὶμ 
καὶ τὰ Σεραφείμ, ἑξαπτέρυγα, πολυόμματα, μετάρσια, πτερωτά, …». Βλ. και υποσημ. 53, 54. 

39 
4. Ν. Ιωαννίνων, Κωστάνιανη. Ταξιάρχης 

Χριστό  που  είναι  ο  κατεξοχήν  λειτουργός98.  Άλλωστε,  στο  ίδιο  πνεύμα  κινείται 

και η καθιέρωση των δύο διακόνων ‐ Αγγέλων που δορυφορούν με εξαπτέρυγα 

τόσο τον Αρχιερέα Χριστό στην Κοινωνία των Αποστόλων όσο και στον Μελισμό.  

                                                      
98 Ανάλογη σύνθεση των δύο παραστάσεων έχουµε στην Αγία Σοφία Αχρίδας, παρά το γεγονός ότι βρίσκονται σε
διαφορετική στάθµη, βλ. V. Djurić, The Church of St.Sophia in Ochrid, Belgrade 1963, 3, εικ. 1, 10, 11, 18, 19. Ο Djurić συν-
δέει την παράταξη των Αγγέλων περισσότερο µε την ένθρονη Θεοτόκο του τεταρτοσφαιρίου, προς την οποία προσκλίνουν
άµεσα, λόγω της στάθµης της ζώνης. Παρά την απλή αµφίεσή τους µε λευκούς χιτώνες, η στάση γονυκλινούς δέησης και το
γεγονός ότι προσκλίνουν προς το ιερό Βήµα προσδίδουν στη σύνθεση σαφή λειτουργικό χαρακτήρα.

40 
5. Ν. Τρικάλων, Μετέωρα. Μονή Υπαπαντής, καθολικό 

5.  Ν. Τρικάλων, Μετέωρα. Μονή Υπαπαντής, καθολικό 

Ο ναός της Υπαπαντής υπήρξε καθολικό μιας από τις αρχαιότερες μονές 

των Μετεώρων99, αλλά σήμερα έχει εκπέσει ως μετόχιο της μονής του Μεγάλου 

Μετεώρου. Πρόκειται για σταυρεπίστεγο ναό της κατηγορίας Α2 στον οποίο σώ‐

ζονται,  ακριβώς χρονολογημένες  με επιγραφή στα  1366/67, οι παλαιότερες χρο‐

νολογημένες  τοιχογραφίες  των  Μετεώρων.  Η  καλή  κατάσταση  διατήρησης  του 

τοιχογραφικού  διακόσμου,  ο  οποίος  παρουσιάστηκε  με  πληρότητα  από  τον  G. 

Subotić100, μας επιτρέπει να έχουμε ολοκληρωμένη εικόνα για το εικονογραφικό 

πρόγραμμα του ναού (σχέδιο 7).  

Ο  σχεδιασμός  του  κανάβου  του  εικονογραφικού  προγράμματος  είναι 

συμμετρικός τόσο ως προς τον κατά μήκος όσο και ως προς τον εγκάρσιο άξονα, 

στοιχείο εξαιρετικά σπάνιο σε σταυρεπίστεγο ναό101. Οι δύο κατά μήκος καμάρες 

διαιρούνται  κατά  μήκος  του  κλειδιού  και  δέχονται  από  δύο  παραστάσεις.  Στην 

εγκάρσια  εντάσσονται  τέσσερις,  ενώ  μία  παράσταση  τοποθετείται  σε  κάθε  ένα 

από τα τέσσερα τύμπανα. Δώδεκα παραστάσεις ενός ενιαίου χριστολογικού κύ‐

κλου αναπτύσσονται με συνεπή δεξιόστροφη φορά, σε διάταξη που παραπέμπει 

στους  μονοκάμαρους  δρομικούς  ναούς  (σχέδιο  8).  Καθιερωμένη  ανεξαρτήτως 

                                                      
99 Η ίδρυση της µονής και η τοιχογράφηση του καθολικού συνδέεται µε την σύντοµη κυριαρχία στη Θεσσαλία του
Συµεών Ούρεση Παλαιολόγου, ο οποίος µνηµονεύεται και στην κτητορική επιγραφή, βλ. G. Subotić, Les debutes de vie mo-
nastique aux Météores et l’ église du monastère d’Hypapante, Zbornik za likovne umenosti 2 (1966), 145-146 (σερβικά, µε
γαλλική περίληψη)· ο ίδιος, Η τέχνη των βυζαντινοσέρβων ευγενών στην Ελλάδα κατά τις τελευταίες δεκαετίες του Ι∆΄ αιώνα,
Βυζάντιο και Σερβία κατά τον Ι∆΄ αιώνα, Αθήνα 1996, 173-174.

100 Subotić, Les debutes, ό.π., 125-181. Επισηµαίνουµε την πληρότητα των υποδειγµατικών σχεδιαστικών απο-
τυπώσεων των τοιχογραφιών, όπως άλλωστε συνηθίζεται στις δηµοσιεύσεις των Σέρβων επιστηµόνων. Βλ. Επίσης Ν. Νικο-
νάνου, Μετέωρα, Αθήνα 1987, 82-87.

101 Παρόµοιος είναι ο κάναβος της Αγίας Παρασκευής Πλάτσας (Κ31), όπου όµως η διάταξη των παραστάσεων
του χριστολογικού κύκλου είναι διαφορετική (βλ. σχέδιο 82).

41 
5. Ν. Τρικάλων, Μετέωρα. Μονή Υπαπαντής, καθολικό 

τύπου  ναού  είναι  και  η  τοποθέτηση  της  μοναδικής  θεομητορικής  παράστασης 

(Κοίμηση)  στο  τύμπανο  της  δυτικής  καμάρας,  με  την  οποία  συμπληρώνεται  το 

εικονογραφικό πρόγραμμα στην ανωδομή. 

H διαδοχή των χριστολογικών παραστάσεων γίνεται με συνέπεια ως προς 

την  βιβλική  αφήγηση  με  αποτέλεσμα  να  εξυπηρετείται  η  αναγνωσιμότητα  του 

κύκλου. Έτσι, αμέσως μετά τη Γέννηση που βρίσκεται στο νότιο μισό της δυτικής 

καμάρας, ακολουθεί η Υπαπαντή στο νοτιοδυτικό τέταρτο της εγκάρσιας. Η Με‐

ταμόρφωση συνδέεται με την Υπαπαντή, με την οποία μοιράζεται το νότιο τμήμα 

της  εγκάρσιας  καμάρας,  μέσω  της  Βάπτισης  που  βρίσκεται  στο  ενδιάμεσο  τύ‐

μπανο. Στην δυτική καμάρα, το ζεύγος Έγερσης του Λαζάρου και Βαϊοφόρου, πα‐

ρακάμπτοντας την εμβόλιμη στο δυτικό τύμπανο Κοίμηση της Θεοτόκου, πειθαρ‐

χεί  στην  δεξιόστροφη  κίνηση  και  μεταφέρει  την  διήγηση  στο  βόρειο  τμήμα  της 

εγκάρσιας καμάρας. 

Η κίνηση που προκύπτει από τη διάταξη των τριών παραστάσεων του βό‐

ρειου τμήματος της εγκάρσιας καμάρας (Προδοσία ‐ Σταύρωση στο τύμπανο ‐ Λί‐

θος),  επαναλαμβάνεται  πανομοιώτυπα  στο  νότιο  τμήμα  (Υπαπαντή  ‐  Βάπτιση 

στο τύμπανο ‐ Μεταμόρφωση, σχέδιο 8).  

Στην ανατολική καμάρα η Εις Άδου κάθοδος, που έπεται του Λίθου, συνυ‐

πάρχει ισότιμα με τη Γέννηση ολοκληρώνοντας την δεξιόστροφη κυκλική πορεία 

του κύκλου. Τέλος, η Ανάληψη, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στους υπόλοιπους 

σταυρεπίστεγους  ναούς,  τοποθετείται  στο  ανατολικό  διευρυμένο  τύμπανο,  που 

προκύπτει από την ιδιαίτερα μικρή και χαμηλή αψίδα του ιερού Βήματος. Φαίνε‐

ται  ότι  πρόκειται  για  μια  μάλλον  συνειδητή  κατασκευαστική  επιλογή,  η  οποία 

προσαρμόστηκε  στον  σχεδιασμό  του  συγκεκριμένου  εικονογραφικού  προγράμ‐

ματος102.  Με  την  απελευθέρωση  του  χώρου  της  ανατολικής  καμάρας,  δόθηκε  η 

δυνατότητα  να  εφαρμοστεί  η  απλή  αρχή  της  διαίρεσης  των  καμαρών  με  βάση 
                                                      
102 Το στοιχείο της µικρής σε ύψος και πλάτος αψίδας, µε ενσωµατωµένη κτιστή Αγία Τράπεζα, αποτελεί κοινό
στοιχείο του εξεταζόµενου ναού και των τριών ναών που βρίσκονται στην περιοχή της Αχρίδας (Άγιος Κωνσταντίνος και Ελέ-
νη Αχρίδας, Κ1, Παναγία Bolničkα στην ίδια πόλη, Κ2 και Άγιος Γεώργιος στο Godvije, Κ3). ∆εν είναι τυχαίο ασφαλώς ότι,
και στα τέσσερα µνηµεία, το διευρυµένο τύµπανο του δυτικού σκέλους αξιοποιείται για την ένταξη ολόκληρης ή µέρους της
Ανάληψης. Σηµειώνουµε ωστόσο ότι αυτό είναι και το µόνο κοινό στοιχείο της διάταξης του εικονογραφικού προγράµµατος
του εξεταζόµενου ναού µε τα άλλα τρία µνηµεία, τα οποία µεταξύ τους έχουν πολύ στενή σχέση.

42 
5. Ν. Τρικάλων, Μετέωρα. Μονή Υπαπαντής, καθολικό 

τον κατά μήκος άξονα καθώς και η απρόσκοπτη εξέλιξη του χριστολογικού κύ‐

κλου, παραβλέποντας την αναγκαστική αλλαγή στάθμης λόγω της υπερυψωμέ‐

νης εγκάρσιας καμάρας103. 

                                                      
103 Παρόµοια εναλλαγή στάθµης παρατηρείται και σε ναούς άλλων τύπων π.χ. στην Ολυµπιώτισσα Ελασσόνος,
βλ. E. Constantinides, The Wall Paintings of the Panagia Olympiotissa at Elasson in Nothern Thessaly, v. I, Athens 1992, σχ.
ΧΙΙ και στους Αγίους Αναργύρους Καστοριάς. Ο Σ. Πελεκανίδης αναφέρεται σε «κάποια ανωµαλία στο σύστηµα των παράλ-
ληλων ζωνών» που προκαλούν τα επιµέρους αρχιτεκτονικά στοιχεία του ναού Σ. Πελεκανίδη - Μ. Χατζηδάκη, Καστοριά, Α-
θήνα 1984, 23. Πάντως, τέτοιες εναλλαγές παρατηρούνται ανεξάρτητα από αρχιτεκτονικές αναγκαιότητες, όπως για παρά-
δειγµα συµβαίνει στον µονόχωρο καµαροσκεπή ναό της Ελεούσας στην Πρέσπα. Για την ερµηνεία της διάταξης των παρα-
στάσεων σε διαφορετικές ζώνες βλ. Γ. Φουστέρης, Τύποι βυζαντινών ναών και εικονογραφικά προγράµµατα, Θεσσαλονίκη
1999 (φωτοτυπηµένη µεταπτυχιακή εργασία), 38-39, 62-63, 80.

43 
 

6.  Ν. Αιτωλοακαρνανίας, Γαλατάς. Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος 

Ο  ναός  ανήκει  στην  απλούστερη  παραλλαγή  των  σταυρεπίστεγων  (Α1), 

ξεχωρίζει  όμως  λόγω  του  αρκετά  μεγάλου  μεγέθους  του  και  της  επιμελημένης 

τοιχοποιίας. Χρονολογείται περί το τέλος του 13ου ή τις αρχές του 14ου αιώνα104, αν 

και έχει προταθεί η ταύτισή του με το καθολικό μονής του Προδρόμου που ανα‐

φέρεται σε επιστολή του μητροπολίτη Αθηνών Μιχαήλ Χωνιάτη και επομένως η 

αρκετά πρωιμότερη χρονολόγησή του105.  

Οι τοιχογραφίες του ναού σώζονται αποσπασματικά σε όχι ιδιαίτερα κα‐

λή κατάσταση διατήρησης και χρονολογούνται στον  14ο αιώνα106. Στο παρελθόν 

έχουν  γίνει  κάποιες  εργασίες  καθαρισμού  και  στερέωσής  τους,  ωστόσο  ένα  με‐

γάλο μέρος καλύπτεται ακόμη από επιχρίσματα.  

Το εικονογραφικό πρόγραμμα του ναού αποκαθίσταται σε μεγάλο βαθμό 

(σχέδιο 9). Ο χριστολογικός κύκλος αναπτύσσεται πάνω από τη στάθμη γένεσης 

της  εγκάρσιας  καμάρας  με  εξαίρεση  τον  ημικύλινδρο  της  εγκάρσιας  καμάρας 

όπου  διακρίνονται,  με  κάποιες  επιφυλάξεις,  έξι  παραστάσεις  από  τον  βίο  του 

Προδρόμου107. Έτσι το μνημείο ανήκει στην κατηγορία των σταυρεπίστεγων να‐

ών που προβάλλουν τον βίο του επώνυμού τους αγίου στην εγκάρσια καμάρα108. 

                                                      
104 Π. Βοκοτόπουλος, Άγιος Ιωάννης Γαλατά, Α∆ 27 (1972) Χρονικά, 440· Küpper II, αρ. 79, 107· ∆ωρής, Τυπολο-
γία, αρ 52, 71 (1300±25)· Α. Παλιούρας, Βυζαντινή Αιτωλοακαρνανία, Αγρίνιο 20042, 238.

105 Την άποψη αυτή απορρίπτει πειστικά ο Β. Κατσαρός, Συµβολή στη µελέτη των προβληµάτων βυζαντινής το-
πογραφίας στη ∆υτική Στερεά (12ος -13ος αι.): Πηγές και δεδοµένα, ∆ώρηµα στον Ι. Καραγιαννόπουλο, Βυζαντινά 132 (1985),
σ. 1529-1530, όπου και βιβλιογραφία.

106 Βοκοτόπουλος, ό.π., 440.

107 Κατά τον Α. Παλιούρα στην εγκάρσια καµάρα υπάρχει «το συναξάρι του Προδρόµου σε έξι σκηνές σε κακή κα-
τάσταση σήµερα» Βλ. Παλιούρας, ό.π., 238.

108 Οι υπόλοιποι ναοί της κατηγορίας είναι αφιερωµένοι στον άγιο Νικόλαο (Άγιος Νικόλαος Κλένιας Κ21, Άγιος
Νικόλαος Μ. Καστάνιας Κ32, Άγιος Νικόλαος Μουρίου Κ42).

44 
6. Ν. Αιτωλοακαρνανίας, Γαλατάς. Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος 

Οι  παραστάσεις  των  τυμπάνων  ανήκουν  στον  ενιαίο  χριστολογικό  κύκλο,  ο  ο‐

ποίος εξελίσσεται στην δυτική και την ανατολική καμάρα.  

Οι παραστάσεις του χριστολογικού κύκλου που ταυτίζονται είναι συνολι‐

κά  εννέα,  με  πρώτη  την  παράσταση  του  Ευαγγελισμού,  που  βρίσκεται  στην  συ‐

νηθισμένη  της  θέση  εκατέρωθεν  της  αψίδας  του  Ιερού.  Στο  νότιο  τύμπανο  της 

εγκάρσιας  καμάρας,  η  Γέννηση  βρίσκεται  στο  ανώτερο  τμήμα  και  από  κάτω,  σε 

ορθογώνιο  γραπτό  πλαίσιο,  η  Υπαπαντή.  Απέναντι  από  τη  Γέννηση,  στο  βόρειο 

τύμπανο, βρίσκεται η Μεταμόρφωση ενώ κάτω από αυτήν τα Εισόδια, η μοναδική 

θεομητορική  σκηνή  του  προγράμματος.  Η  επιλογή  της  συγκεκριμένης  σκηνής, 

σχετίζεται άμεσα με την αντικριστή παράσταση της Υπαπαντής και υπογραμμί‐

ζει την προετοιμασία της Θεοτόκου για τη συμμετοχή της στο έργο της θείας Οι‐

κονομίας109.  

Στη  δυτική  καμάρα,  όπου  συνήθως  αναπτύσσεται  η  ενότητα  των  παρα‐

στάσεων του Πάθους και της Ανάστασης, τα πράγματα είναι κάπως ιδιόρρυθμα. 

Στον ημικύλινδρο ο διαχωρισμός είναι ασύμμετρος, με αποτέλεσμα το μεν νότιο 

μισό να αφιερώνεται αποκλειστικά στην  Πεντηκοστή, το δε βόρειο να φιλοξενεί 

σε δυο ίσα τμήματα τις παραστάσεις του Επιτάφιου Θρήνου και της Αποκαθήλω‐

σης. Οι δύο τελευταίες παραστάσεις συγκροτούν μια σαφή ενότητα με τη Σταύ‐

ρωση  που  βρίσκεται  στο  τύμπανο.  Πρόβλημα  φαίνεται  να  υφίσταται  με  την  α‐

πουσία της  Εις Άδου Καθόδου, η οποία δεν αναγνωρίζεται ανάμεσα στις χριστο‐

λογικές  παραστάσεις.  Η  εξαίρεσή  της  από  έναν  χριστολογικό  κύκλο  εννέα  πα‐

ραστάσεων δεν μπορεί να δικαιολογηθεί, έστω και αν η εγκάρσια καμάρα είναι 

αφιερωμένη στον κύκλο του επώνυμου αγίου. Τη λύση στο πρόβλημα θα πρέπει 

                                                      
 Η σχέση με την Γέννηση αποτελεί βασικό στοιχείο στην υμνογραφία της εορτής Εισοδίων, 
109

από  την  οποία  ενδεικτικά  σταχυολογούμε:  «Ἁγίων  εἰς  Ἅγια,  ἡ  Παναγία  καὶ  ἄμωμος,  οἰκῆσαι 
προέρχεται,  Ὑπεραγίου  Θεοῦ,  ὅπως  γένηται,  ναὸς  ἡγιασμένος,  καὶ  ταύτης  προτρέχουσι,  κόραι 
νεάνιδες. ‐Βουλὴ προαιώνιος, τοῦ πρὸ αἰώνων Θεοῦ ἡμῶν, εἰς πέρας προέρχεται, προερχομένης σου, 
ἀνατραφῆναι,  εἰς  Ἅγια  Ἁγίων,  εἰς  Λόγου  κατοίκησιν,  Κόρη  πανάμωμε.  ‐Γεννήτορες  ἔνθεοι,  σὲ  τοῦ 
Θεοῦ τὴν Γεννήτριαν, γεννήσασθαι μέλλουσαν, ἀνατιθέασιν, εἰς τὰ Ἅγια, τραφῆναι τῶν Ἁγίων, εὐχὴν 
ἦνπερ  ηὔξαντο,  πληροῦντες  Πάναγνε»  »(  Ωδή  α’,  όρθρος  20ης  Νοεμβρίου)·  «Ναῷ  σὲ  προσέφερον, 
πανάχραντε  Ἁγνή,  οἱ  θείως  τεκόντες  σε,  ὡς  θῦμα  καθαρόν,  καὶ  ξένως  αὐλίζη,  ἐν  ἀδύτοις  Θεοῦ, 
προετοιμασθῆναι, εἰς κατοικίαν Λόγου» (Ωδή η΄ όρθρου 21ης Νοεμβρίου)· « Ἐξανοιγέσθω ἡ πύλη, τοῦ 
θεοδόχου  Ναοῦ,  τὸν  γὰρ  ναὸν  τοῦ  πάντων,  Βασιλέως  καὶ  θρόνον,  σήμερον  ἐν  δόξῃ,  ἔνδον  λαβών, 
Ἰωακεὶμ  ἀνατίθεται,  ἀφιερώσας  Κυρίω  τήν  ἐξ  αὐτοῦ,  ἐκλεχθεῖσαν  ὡς  Μητέρα  αὐτοῦ»,  (Στιχηρό 
προσόμοιο Μικρού Εσπερινού 21ης Νοεμβρίου). 

45 
6. Ν. Αιτωλοακαρνανίας, Γαλατάς. Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος 

να αναζητήσουμε σε δύο ακόμη χριστολογικές σκηνές που ενδεχομένως βρίσκο‐

νταν  στο  δυτικό  τοίχο  κάτω  από  την  Σταύρωση,  λύση  που  εφαρμόζεται  σε  δύο 

ακόμη σταυρεπίστεγους ναούς110.  

Όσον αφορά τον βίο του Προδρόμου, διακρίνουμε ότι, όπως συμβαίνει και 

σε  άλλα  μνημεία,  συνδέεται  οργανικά  με  τον  χριστολογικό  κύκλο111.  Αυτό  συ‐

μπεραίνεται  από  τη  θέση  της  Φυγής  της  Ελισάβετ,  της  μόνης  παράστασης  του 

κύκλου  που  ταυτίζεται  χωρίς  δυσκολία,  η  οποία  βρίσκεται  στο  νοτιοδυτικό  διά‐

χωρο της εγκάρσιας καμάρας, σε επαφή με την Γέννηση του Χριστού. Οι δύο πα‐

ραστάσεις έχουν άμεση σχέση, καθώς η Φυγή αποτελεί ένα επιμέρους επεισόδιο 

της  Βρεφοκτονίας,  η  οποία  ακολουθεί  τη  Γέννηση112.  Δυστυχώς  οι  υπόλοιπες  πα‐

ραστάσεις της εγκάρσιας καμάρας είναι εξαιρετικά δυσδιάκριτες προς το παρόν 

με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατόν προς το παρόν να αποκατασταθεί η διάτα‐

ξη και η φορά του βίου του Προδρόμου. 

                                                      
110 Πρόκειται για τον ναό των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης στην Αχρίδα (Κ1) και την Μεταµόρφωση Αµαρύν-
θου (Κ17). Πιθανόν οι παραστάσεις αυτές να σώζονται κάτω από τα επιχρίσµατα.

111 ∆ιασύνδεση του βίου του Προδρόµου και της Θεοτόκου είναι εφικτή για ευνόητους λόγους και επιδιώκεται µε
διάφορες επινοήσεις. Από τους σταυρεπίστεγους ναούς του καταλόγου επισηµαίνοµε τις περιπτώσεις του Άη Γιαννάκη Κά-
µπου Αβίας Κ29, Αγίων Ιωάννη και Νικολάου Σταυροπηγίου Κ30 (βίος Προδρόµου), Αγίου ∆ηµητρίου Μακρυχωρίου Κ13,
Κοίµησης Οξυλίθου Κ14 και Αγίου Αθανασίου Λεονταρίου Κ26 (βίος Θεοτόκου).

112 Το επεισόδιο της Φυγής αναφέρεται στο Πρωτευαγγέλιο του Ιακώβου, βλ. C. Tischendorf, Evangelia Apoc-
rypha, Lipsiae 1853, 42-43. Για την παράσταση γενικότερα βλ. Α. Κατσιώτη, Οι σκηνές και ο εικονογραφικός κύκλος του Αγί-
ου Ιωάννη Προδρόµου στη βυζαντινή τέχνη, Αθήνα 1998, 65-72.

46 
 

7.  Ν. Αττικής, Αλεποχώρι. Σωτήρας 

Ο ναός του Σωτήρα κοντά στο Αλεποχώρι Μεγαρίδας, υπήρξε άλλοτε κα‐

θολικό  μονής.  Ανήκει  στην  απλούστερη  κατηγορία  των  σταυρεπίστεγων  ναών 

και είναι γνωστός στη βιβλιογραφία κυρίως λόγω του τοιχογραφικού του διακό‐

σμου που μελετήθηκε διεξοδικά από την Ντ. Μουρίκη113. Δυστυχώς, τρία χρόνια 

μετά την έκδοση της μελέτης αυτής η οποία εκπονήθηκε χωρίς να έχει ολοκλη‐

ρωθεί ο καθαρισμός των τοιχογραφιών, ο ναός υπέστη σοβαρότατες ζημίες από 

σεισμό,  με  αποτέλεσμα  να  καταρρεύσει  ένα  μεγάλο  μέρος  της  θολοδομίας  του 

και να αποκολληθεί το μεταγενέστερο τέμπλο του114.  

Η τοιχογράφηση του ναού εκτιμάται με βάση τα τεχνοτροπικά του χαρα‐

κτηριστικά ότι πραγματοποιήθηκε κατά την εικοσαετία  1260‐80115. Η μελέτη του 

εικονογραφικού προγράμματος, όσον αφορά τα τμήματα που χάθηκαν, βασίζε‐

ται αποκλειστικά στις περιγραφές και τις φωτογραφίες της Μουρίκη. Όπως γίνε‐

ται  φανερό  από  το  υλικό  της  μελέτης  μέρος  των  τοιχογραφιών  ήταν  ήδη  κατε‐

στραμμένο  ή  καλυμμένο  από  νεότερα  κονιάματα 116.  Σήμερα  ελάχιστα  τμήματα 

σώζονται στον ημικύλινδρο της εγκάρσιας καμάρας: Μέρος της σκηνής του λου‐

τρού από την Γέννηση, τμήμα φαρδιάς διακοσμητικής ταινίας που μιμείται αντί‐

στοιχη οδοντωτή κεραμοπλαστικού διακόσμου117 και ο ευαγγελιστής Μάρκος στη 

                                                      
113 Ντ. Μουρίκη, Οι τοιχογραφίες του Σωτήρα κοντά στο Αλεποχώρι Μεγαρίδος, Αθήνα 1978.

114 Πρόσφατα εκπονήθηκε µελέτη αποκατάστασης η οποία έχει εισέλθει στην φάση της εφαρµογής.

115 Η χρονολόγηση αφορά και τον ίδιο το ναό, καθώς οι τοιχογραφίες θεωρούνται σύγχρονες µε την ανέγερσή του
Μουρίκη, ό.π. Βλ, επίσης Küpper, II, αρ. 103, 140· ∆ωρής, Τυπολογία, αρ. 98, 73 (1270±10).

116 Παρά την έλλειψη γενικών φωτογραφικών λήψεων του εσωτερικού χώρου στη µελέτη της Μουρίκη, είναι σαφές
ότι ένα µέρος του εικονογραφικού προγράµµατος ήταν ήδη κατεστραµµένο ή καλυµµένο από νεότερα κονιάµατα, βλ. Μουρί-
κη, ό.π., 12.

117 Το διακοσµητικό αυτό στοιχείο παραπέµπει στον εξωτερικό κεραµοπλαστικό διάκοσµο. Οδοντωτή ταινία υ-
πάρχει κάτω από το λαξευτό γείσο της στέγης στην τρίπλευρη αψίδα του Ιερού η οποία αποτελεί το µόνο σηµείο του ναού µε
φροντισµένη ισόδοµη τοιχοποιία και διακοσµητικά στοιχεία (πλίνθινα τόξα παραθύρων, σκυφία), βλ. Μουρίκη, ό.π., πίν. 3.

47 
7. Ν. Αττικής, Αλεποχώρι. Σωτήρας 

νοτιοδυτική  τριγωνική  επιφάνεια.  Από  την  δυτική  καμάρα  διασώθηκε  μόνο  η 

παράσταση του Λίθου στο κάτω βόρειο διάχωρο. 

Με  βάση  τα  στοιχεία  που  μας  δίνει  η  Μουρίκη  (σχέδια  10,  11),  διαπιστώ‐

νουμε ότι το εικονογραφικό πρόγραμμα του ναού βασίζεται στον ενιαίο χριστο‐

λογικό κύκλο, ο οποίος καταλαμβάνει τις επιφάνειες των τριών καμαρών πάνω 

από  τη  στάθμη  γένεση  των  κατά  μήκος,  όπως  επίσης  και  των  τοξωτών  τμημά‐

των  των  τριών  τυμπάνων  (σχέδιο  11).  Ο  χριστολογικός  χαρακτήρας  του  προ‐

γράμματος  υπογραμμίζεται  και  με  την  ασυνήθιστη  στα  εικονογραφικά  προ‐

γράμματα  του  τύπου  παρουσία  του  Χριστού  αντί  της  Θεοτόκου  στο  τεταρτο‐

σφαίριο της αψίδας του Ιερού118. 

Στο βόρειο και νότιο τοίχο της εγκάρσιας καμάρας, κάτω από τη στάθμη 

γένεσής της, δύο παραστάσεις προέρχονται από τους κύκλους της Θεοτόκου και 

του  Προδρόμου:  πρόκειται  για  το  Γενέσιο  της  Θεοτόκου  (νότια)  και  το  Συμπόσιο 

του  Ηρώδου  μαζί  με  την  Αποτομή  (βόρεια).  Η  συμμετρική  τοποθέτηση  των  δύο 

παραστάσεων, σε σχέση με τον αξονικά τοποθετημένο Χριστό του τεταρτοσφαι‐

ρίου της αψίδας,  αντιστοιχεί στη διάταξη της  Δέησης  αλλά δεν την υποκαθιστά 

όπως  έχει  υποστηριχθεί,  αφού  στο  νότιο  τοίχο  του  ναού  υπήρχε  κανονική  τρι‐

πρόσωπη Δέηση119.  

Η  έναρξη  του  ενιαίου  χριστολογικού  κύκλου  γίνεται,  σύμφωνα  με  την 

καθιερωμένη πρακτική ανεξαρτήτως τύπου ναού, με τον Ευαγγελισμό στον ανα‐

τολικό τοίχο εκατέρωθεν της αψίδας του Ιερού.  

                                                      
118 Ο Χριστός Παντοκράτωρ επισηµάνθηκε στην ίδια θέση, αντί της Θεοτόκου, σε έξι ακόµη σταυρεπίστεγα µνη-
µεία (Σωτήρας Γαλαξειδίου, Αγία Θέκλα Κ11, Άγιος Ιωάννης Πρόδροµος Γκοριτσάς Κ36, Άγιος Νικόλαος Μουρίου Κ42, Άγιος
Γεώργιος Ανύδρων Κ43 και Αγία Παρασκευή Χάρακα Κ47). Εκτός από τον ναό του Γαλαξειδίου, οι υπόλοιποι δεν ενισχύουν
την άποψη της Μουρίκη ότι η συγκεκριµένη επιλογή σχετίζεται µε την επωνυµία του ναού. Την αποσύνδεση επωνυµίας ναού
και απεικόνισης του Χριστού στο τεταρτοσφαίριο, επιβάλλει και το πλήθος των παραδειγµάτων από άλλους τύπους ναών,
τόσο της µεσοβυζαντινής όσο και της υστεροβυζαντινής εποχής.

119 Η σύνθεση είχε καταστραφεί σε µεγάλο βαθµό από την διάνοιξη µεγάλου ορθογώνιου παραθύρου. Σώζεται
µόνο τµήµα του Προδρόµου ο οποίος στρέφεται προς τον Χριστό. Η υπόθεση της Μουρίκη, η οποία θεώρησε ότι στο νότιο
τοίχο ενδεχοµένως υπήρχε παράσταση του Χριστού, στη θέση του παραθύρου και της Θεοτόκου, ακριβώς απέναντι, στο
βόρειο τοίχο, µπροστά από το τέµπλο ισχύει µόνο κατά το πρώτο σκέλος, βλ. Μουρίκη, ό.π., 13 και 67-68. Επίσης βλ. Μ.
Καζαµία-Τσέρνου, Ιστορώντας τη «∆έηση» στις βυζαντινές εκκλησίες της Ελλάδος, Θεσσαλονίκη 2005, 124-125.

48 
7. Ν. Αττικής, Αλεποχώρι. Σωτήρας 

Η  χριστολογική  διήγηση  μεταφέρεται  στην  εγκάρσια  καμάρα,  όπου  πα‐

ρατηρείται  ένας  μοναδικός  για  τα  δεδομένα  των  σταυρεπίστεγων  ναών  χειρι‐

σμός: Τέσσερις διαδοχικές παραστάσεις του κύκλου τοποθετούνται δεξιόστροφα 

στην  καμάρα  και  τα  δύο  τοξωτά  διάχωρα  των  τυμπάνων  (Γέννηση,  Υπαπαντή, 

Βάπτιση, Μεταμόρφωση, σχέδιο 11). Το γεγονός ότι στο ημικυλινδρικό τμήμα της 

εγκάρσιας καμάρας συνυπήρχαν, όπως φαίνεται από τα διαθέσιμα στοιχεία, μό‐

νο  δύο  παραστάσεις,  δεν  απαντάται  σε  κανέναν  από  τους  ναούς  του  καταλό‐

γου120. Όπως είναι φυσικό, ο αυξημένος διαθέσιμος χώρος στα δύο επιμήκη διά‐

χωρα, οδήγησε στην τοποθέτηση διευρυμένων αφηγηματικών εκδοχών τόσο της 

Γέννησης  όσο και της  Βάπτισης. Καθώς όμως οι παραστάσεις ήταν δυσδιάκριτες 

πριν καταρρεύσει η καμάρα, η Μουρίκη δεν ήταν βέβαιη αν η Γέννηση καταλάμ‐

βανε  εξ  ολοκλήρου  το  ανατολικό  μισό  της  εγκάρσιας  καμάρας.  Ωστόσο  θεωρεί 

ότι  η  Βάπτιση,  της  οποίας  η  κύρια  σκηνή  βρίσκονταν  «στό  δυτικό  τμῆμα  τῆς 

ἐγκάρσιας  καμάρας,  πρός  νότον»,  προεκτείνονταν  με  συμπληρωματικά  επεισό‐

δια121,  στα  οποία  ανήκε  ένα  μικρό  παιδί  που  διακρίνονταν  απομακρυσμένο  από 

την κύρια σκηνή. Πάντως σύμφωνα με την δεξιόστροφη διάταξη των τεσσάρων 

διαδοχικών παραστάσεων της εγκάρσιας καμάρας (Γέννηση ‐ Υπαπαντή ‐ Βάπτι‐

ση ‐ Μεταμόρφωση) είναι φανερό ότι δεν υπάρχει περιθώριο παρεμβολής άλλων 

κύριων χριστολογικών παραστάσεων (σχέδιο 11). Είναι λοιπόν βέβαιο ότι ακόμη 

και  αν  υπήρχαν  παραστάσεις  στον  ημικύλινδρο  της  εγκάρσιας  καμάρας  εκτός 

από τη  Γέννηση  και την  Βάπτιση,  αυτές  θα  είχαν οπωσδήποτε συμπληρωματικό 

χαρακτήρα.  Στην  περίπτωση  αυτή  προέκταση  της  Γέννησης  θα  μπορούσαν  να 

είναι η Βρεφοκτονία ή η Φυγή στην Αίγυπτο, ενώ της Βάπτισης η Συνάντηση Ιησού 

‐  Ιωάννη  ή  η  διδασκαλία  του  Ιωάννη.  Τέλος,  η  προτεινόμενη  αποκατάσταση  του 

εικονογραφικού  προγράμματος  της  εγκάρσιας  καμάρας  ενισχύεται  και  από  το 


                                                      
120 Στις υπόλοιπες περιπτώσεις στο ηµικυλινδρικό τµήµα της εγκάρσιας καµάρας έχουµε είτε µία µόνον παράστα-
ση, είτε τέσσερις, πέντε ή έξι.

121 Η παραστάσεις θα πρέπει να ήταν µερικώς εµφανείς και όχι κατεστραµµένες, σύµφωνα µε τη διατύπωση της
Μουρίκη ότι η καµάρα « χει καλυφθ πό νεώτερο πίχρισµα», βλ. Μουρίκη, ό.π., 12-13. Στα παραδείγµατα διευρυµένης Βά-
πτισης που αναφέρει στην υποσηµείωση 17 θα πρέπει να προστεθούν και τα παραδείγµατα του Πρωτάτου και της Παλαιάς
Μητροπόλεως στη Βέροια, βλ. Ε. Τσιγαρίδα, Οι τοιχογραφίες της πρόθεσης στην Παλιά Μητροπόλη Βέροιας, 1ο Συµπόσιο
Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής Αρχαιολογίας και Τέχνης, Αθήνα 1981, 85-86.

49 
7. Ν. Αττικής, Αλεποχώρι. Σωτήρας 

γεγονός ότι στο σωζόμενο σπάραγμα, στο κέντρο ακριβώς της εγκάρσιας καμά‐

ρας  όπου  διακρίνεται  τμήμα  της  σκηνής  του  λουτρού,  δεν  υπάρχει  γραπτή  δια‐

χωριστική ταινία. 

Η συνέχεια της χριστολογικής διήγησης τοποθετείται στο χώρο της δυτι‐

κής καμάρας, όπου οι τέσσερις παραστάσεις της δεν αντιμετωπίζονταν ισότιμα. 

Το στοιχείο αυτό είναι  φανερό από την μοναδική σωζόμενη παράσταση του  Λί‐

θου, η οποία περιορίζονταν σε σχέση με την υπερκείμενη Εις Άδου κάθοδο. Οι δύο 

σκηνές  αναφέρονται  στο  ίδιο  γεγονός122  και  συνυπάρχουν  αρμονικά.  Όπως  συ‐

νάγεται από τις αποσπασματικές δυστυχώς  φωτογραφίες123, οι χαμένες σήμερα 

παραστάσεις  της  Βαϊοφόρου  και  της  Έγερσης  του  Λαζάρου  στο  νότιο  τμήμα  της 

καμάρας, ήταν πιθανότατα κατά τον ίδιο τρόπο ανισομερώς τοποθετημένες για 

λόγους συμμετρίας. Ο χειρισμός αυτός αποβλέπει στη δημιουργία σχέσεων δια‐

λόγου ανάμεσα στα αντικριστά ζεύγη Βαϊοφόρου ‐ Ανάστασης και Έγερσης Λαζά‐

ρου  ‐  Λίθου  με  κυρίαρχο  τον  θριαμβευτικό‐δοξαστικό  χαρακτήρα  των  μεγάλων 

υπερκείμενων παραστάσεων και τον ταφικό‐αναστάσιμο των μικρότερων κάτω. 

Η  παράσταση  της  Σταύρωσης,  που  παρεμβάλλεται  στο  τύμπανο  της  καμάρας, 

συνδέει αφηγηματικά τα δύο ζεύγη και μαζί με την Ανάληψη, που καταλαμβάνει 

ολόκληρη την ανατολική καμάρα, αποτελούν ένα από τα πιο ισχυρά στερεότυπα 

των εικονογραφικών προγραμμάτων των σταυρεπίστεγων ναών.  

Στη ζώνη των ολόσωμων αγίων παρατηρείται μία ασυνήθιστη ιδιαιτερό‐

τητα. Πρόκειται για την εναλλαγή του μπλε και κόκκινου χρωματικού βάθους με 

αποτέλεσμα να δημιουργείται ένα ανεξάρτητο πλαίσιο ‐ πίνακας για κάθε μορ‐

φή ξεχωριστά χωρίς τη χρήση των γραπτών ταινιών 124. Γραπτή ταινία διαχώριζε 
                                                      
122 Μουρίκη, ό.π., 27-28.

123 Μουρίκη, ό.π., πίν. 24-25.

124 Μουρίκη, ό.π., 51. Στα µνηµεία που αναφέρει η Μουρίκη θα πρέπει να προστεθούν: Η Υπαπαντή στο Σοφικό
Κορινθίας που χρονολογείται στον 13ο αι., βλ. Μ. Κάππα - Γ. Φουστέρη, Επανεξέταση δύο ναών του Σοφικού Κορινθίας,
∆ΧΑΕ 27 (2006), (υπό δηµοσίευση), οι Αρχάγγελοι στη ∆άγλα, βλ. Μ. Ασπρά- Βαρδαβάκη, Οι βυζαντινές τοιχογραφίες του
Ταξιάρχη στο Μαρκόπουλο Αττικής, ∆ΧΑΕ 8 (1975-6), 219-224 (το χρονολογεί στις τελευταίες δεκαετίες του 13ου παρά την
οµοιότητα των τοιχογραφιών του µε τις χρονολογηµένες στα 1233/4 τοιχογραφίες στη Σπηλιά Πεντέλης και ο Σωτήρας κοντά
στα Μέγαρα βλ. Ασπρά – Βαρδαβάκη, ό.π., 219, σηµ. 92). Στον τελευταίο ναό και στον Ταξιάρχη ∆άγλας η χρωµατική εναλ-
λαγή παρατηρείται στο ηµικύκλιο της αψίδας όπου, στη µεν πρώτη περίπτωση το βάθος στους δύο µεσαίους ιεράρχες είναι
γαλάζιο και στους δύο ακρινούς κόκκινο, ενώ στη δεύτερη περίπτωση εναλλάξ. Στο Σωτήρα Αλεποχωρίου η εναλλαγή αφορά

50 
7. Ν. Αττικής, Αλεποχώρι. Σωτήρας 

την  παράσταση  της  Μεγάλης  Δέησης  από  τις  υπόλοιπες  ολόσωμες  μορφές  στο 

νότιο  τοίχο.  Τέλος,  πρέπει  να  σημειωθεί  ότι  η  διάταξη  των  αγίων  γίνεται  κατά 

διακριτές ενότητες που προκύπτουν από τις αρχιτεκτονικές επιφάνειες: Στο βό‐

ρειο τοίχο στρατιωτικοί, στο δυτικό εκατέρωθεν της θύρας ζεύγη ιαματικών (Ερ‐

μόλαος ‐ Παντελεήμων βόρεια) και μαρτύρων γυναικών (Παρασκευή ‐ Μαρίνα νό‐

τια), ενώ στο νότιο τοίχο μοναχοί (αδιάγνωστοι, διακρίνονται μόνο τμήματα της 

ενδυμασίας τους).  

                                                                                                                                                        
τις µορφές των ολόσωµων αγίων στο χώρο του κυρίως Ναού. Πανοµοιότυπη περίπτωση µε τον Ταξιάρχη ∆άγλας, µε χρωµα-
τική εναλλαγή στον ηµικύλινδρο της αψίδας, σώζεται και στον αδηµοσίευτο βυζαντινό ναό της Σωτήρας Αµαρουσίου.

51 
 

8.  Ν. Αττικής, Αφίδνες. Άγιοι Θεόδωροι 

Ο ναός των Αγίων Θεοδώρων βρίσκεται μέσα στον οικισμό των Αφιδνών 

(π. Κιούρκα) και ανήκει στην απλούστερη κατηγορία των σταυρεπίστεγων ναών 

(Α1).  Αρχικά  είχε  χρονολογηθεί  στη  μεταβυζαντινή  περίοδο 125  αλλά,  μετά  την 

αποκάλυψη τμημάτων τοιχογραφικού διακόσμου, διαπιστώθηκε ότι είναι παλαι‐

ότερος. Συγκεκριμένα οι τοιχογραφίες που αποκαλύφθηκαν ανήκουν σε δύο φά‐

σεις: Από την παλαιότερη, αναμφίβολα βυζαντινή126, διακρίνεται τμήμα της Πε‐

ντηκοστής στην εγκάρσια καμάρα, όπως συμβαίνει τόσο στον γειτονικό Κάλαμο 

όσο  και  σε  μια  σειρά  σταυρεπίστεγων  ναών  της  Εύβοιας  και  της  Πελοποννή‐

σου127. Από τις λίγες σπαραγματικά σωζόμενες παραστάσεις πιστοποιείται ότι ο 

χριστολογικός κύκλος κυριαρχούσε πάνω  από τη στάθμη γένεσης των καταμή‐

κος καμαρών. Δύο από αυτές που ταυτίζονται με βεβαιότητα, αποτελούν ισχυρά 

στερεότυπα  για  τα  εικονογραφικά  προγράμματα  ανεξάρτητα  από  τον  αρχιτε‐

κτονικό τύπο. Πρόκειται για την  Ανάληψη, από την οποία σώζεται μόνο ένα μι‐

κρό τμήμα της Θεοτόκου και καταλάμβανε ολόκληρη την ανατολική καμάρα και 

την Σταύρωση στο δυτικό τύμπανο πάνω από την θύρα. Αντίθετα η τοποθέτηση 

της Γέννησης στο νότιο τμήμα της δυτικής καμάρας είναι μία σπάνια επιλογή η 

οποία  ασφαλώς  δεν  βρίσκεται  σε  αφηγηματική  συνάφεια  με  την  παρακείμενη 

Σταύρωση.    

                                                      
125 Ι. Κουµανούδης, Άγνωστοι µεταβυζαντινοί ναοί Αττικής και Βοιωτίας, Ζυγός 1(1966), 32, σχέδιο 9.

126 Οι τοιχογραφίες είναι προφανώς παλαιότερες του 15ου αι., όπως αρχικά εκτιµήθηκε βλ. Α∆ 35 (1983) Χρονικά,
70-71 (Ε. Γκίνη-Τσοφοπούλου). Ο καθαρισµός των τοιχογραφιών δεν έχει ολοκληρωθεί και παραµένουν ουσιαστικά αδηµο-
σίευτες. Οι νεότερες τοιχογραφίες ανήκουν στον 19ο αιώνα.

127 Μεταµόρφωση στο Πυργί (Κ10), Μεταµόρφωση Αµάρυνθου (Κ17), Κοίµηση Αµαρύνθου (Κ18), Αγία Τριάδα
Κρανιδίου (Κ24), Άγιος Ανδρέας Κρανιδίου (Κ25), Άη Γιαννάκης Κάµπου Αβίας (Κ29).

52 
 

9.  Ν. Αττικής, Κάλαμος. Άγιος Νικόλαος 

Ο κοιμητηριακός ναός του αγίου Νικολάου στον Κάλαμο αναφέρεται από 

τον  Α.  Ορλάνδο  ανάμεσα  στους  σταυρεπίστεγους  ναούς  της  παραλλαγής  Γ2128. 

Από τα έξι παραδείγματα του τύπου, μόνο ο ναός του Καλάμου και ο Ταξιάρχης 

Κωστάνιανης (Κ4), έχουν πεσσούς στη θέση των δυτικών στηριγμάτων.  

Στην  επιστημονική  κοινότητα  ο  ναός  έγινε  περισσότερο  γνωστός,  όπως 

και  πολλοί  άλλοι  ναοί  της  Αττικής,  μέσα  από  την  γνωστή  δημοσίευση  των  Χ. 

Μπούρα  ‐  Α.  Καλογεροπούλου  και  Ρ.  Ανδρεάδη  για  τις  Εκκλησίες  της  Αττικής 

(1969),  όπου  επισημάνθηκε  η  ξεχωριστή  ποιότητα  των  τοιχογραφιών  του 129.  Οι 

παραπάνω μελετητές, θεωρώντας το ναό ως  «ένα από τα παλαιότερα σταυρεπί‐

στεγα κτίσματα», υπονοούν  μια  χρονολόγηση στο πρώτο μισό του  13ου αιώνα130. 

Η Ντ. Μουρίκη, σημειώνοντας την εξαιρετική καλλιτεχνική ποιότητα των τοιχο‐

γραφιών  του  ναού,  τις  τοποθέτησε  με  βεβαιότητα  στα  τέλη  του  ίδιου  αιώνα 131. 

Πάντως  όσοι  ασχολήθηκαν  στη  συνέχεια  με  την  αρχιτεκτονική  του  ναού,  τον 

χρονολογούν στα μέσα του 13ου αιώνα132, ενώ είναι γενικά αποδεκτό ότι η τοιχο‐

γράφηση δεν απέχει από την ανέγερση του133. 

Η έρευνα που ακολούθησε αργότερα, στο πλαίσιο εργασιών συντήρησης 

του  ναού,  έδειξε  ότι  ο  σταυρεπίστεγος  ναός  αντικατέστησε  έναν  λίγο  προγενέ‐

στερο άγνωστου τύπου, από τον διάκοσμο του οποίου σώθηκαν κάποια σπαράγ‐

                                                      
128 Α. Ορλάνδος, Οι σταυρεπίστεγοι ναοί της Ελλάδος, ΑΒΜΕ 1 (1935), 49.

129 Χ. Μπούρας - Α. Καλογεροπούλου - Ρ. Ανδρεάδη, Εκκλησίες της Αττικής, Αθήνα 1969, 360-2, εικ. 324-336.

Μπούρας κ.ά., ό.π., 362.

131 Μουρίκη, Αλεποχώρι, 58 και της ίδιας, An unusual representation of the Last Judgement, ∆ΧΑΕ 8 (1976), 153.

132 Küpper, II, αρ. 92, 126, όπου και βιβλιογραφία. Χρονολόγηση στα 1350 ±20 από τον Μ. ∆ωρή προτείνεται
µάλλον εκ παραδροµής, βλ. ∆ωρής, Τυπολογία, αρ. 94, 72.

133 Βλ. Μπούρας κ.ά., ό.π., 362 και Ε. Γκίνη-Τσοφοπούλου, Άγιος Νικόλαος στο νεκροταφείο Καλάµου Αττικής,
∆ΧΑΕ 11 (1982-83), 236.

53 
9. Ν. Αττικής, Κάλαμος. Άγιος Νικόλαος 

ματα134. Λίγο χρόνο μετά την ανέγερση του σταυρεπίστεγου ναού προσαρτήθηκε 

ευρύς καμαροσκεπής νάρθηκας. Η επικοινωνία νάρθηκα ‐ ναού εξασφαλίσθηκε 

με την καθαίρεση του δυτικού τοίχου του δυτικού σκέλους, μετασκευή που ανα‐

πόφευκτα επηρέασε το εικονογραφικό πρόγραμμα. 

Με  την  ολοκλήρωση  των  εργασιών  στερέωσης  και  καθαρισμού  των  τοι‐

χογραφιών, η κατάσταση διατήρησής τους παρουσιάζει μεγάλη διαφορά ανάμε‐

σα  στο  νάρθηκα  και  το  ναό.  Στο  ναό  ο  διάκοσμος  σώζεται  αποσπασματικά  και 

μάλιστα σε κακή κατάσταση ενώ, αντίθετα, οι τοιχογραφίες του νάρθηκα σώζο‐

νται σε ικανοποιητική κατάσταση με περιορισμένες απώλειες (σχέδιο 13).  

Η  ασυνήθιστη  παραλλαγή  του  αρχιτεκτονικού  τύπου  οφείλεται  στην  ύ‐

παρξη  εσωτερικών  στηριγμάτων  στον  κυρίως  ναό,  με  συνέπεια  την  ανάπτυξη 

γωνιακών διαμερισμάτων. Τα τρία από αυτά καλύπτονται με καμάρες κατά την 

κατά  μήκος  έννοια,  ενώ  το  νοτιοανατολικό,  το  οποίο  προφανώς  είχε  ιδιάζουσα 

λειτουργική χρήση, από εγκάρσια καμάρα135. Στον χώρο αυτό, που θα μπορούσε 

να χαρακτηριστεί σαν ένα βαθύ αρκοσόλιο και είχε πρόσβαση μόνο από το χώρο 

του ιερού Βήματος, δεν διατηρήθηκε ο διάκοσμος, ο οποίος ίσως θα μπορούσε να 

μας διαφωτίσει για την χρήση του.  

Στα  τεταρτοκυλινδρικά  τμήματα  των  υπόλοιπων  γωνιαίων  διαμερισμά‐

των σώζεται ανεικονικός διάκοσμος με φυτικά θέματα, ενώ στους κάθετους τοί‐

χους τους διακρίνονται μεμονωμένες ολόσωμες ή στηθαίες μορφές σε μετάλλια. 

Το  γεγονός  ότι  δεν  υπήρχαν  παραστάσεις  σημαίνει  πως  το  εικονογραφικό  πρό‐

                                                      
134 Η επισήµανση δύο διαφορετικών φάσεων τοιχογράφησης, µίας προπαλαιολόγειας και µίας παλαιολόγειας είχε
ήδη γίνει από τους Μπούρα - Καλογεροπούλου - Ανδρεάδη, βλ. Μπούρας κ.ά., ό.π., 361. Οι παρατηρήσεις τους όµως αφο-
ρούσαν στοιχεία του διακόσµου µέσα στον κυρίως ναό. Για τις εργασίες που πραγµατοποιήθηκαν στο µνηµείο βλ. Ε. Γκίνη-
Τσοφοπούλου, Άγιος Νικόλαος στο νεκροταφείο Καλάµου Αττικής, ∆ΧΑΕ 11 (1982-83), 227-246. Στην τελευταία υποσηµείω-
ση γίνεται προαναγγελία µελέτης των τοιχογραφιών του ναού.

135 Για το αποµονωµένο διακονικό και τις πιθανές χρήσεις του βλ. Φ. Καραγιάννη-Σ. Μαµαλούκος, Παρατηρήσεις
στη διαµόρφωση του διακονικού κατά τη µέση και ύστερη βυζαντινή περίοδο, 26ο Συµπόσιο βυζαντινής και µεταβυζαντινής
αρχαιολογίας και τέχνης, Αθήνα 2006, 32-33.

54 
9. Ν. Αττικής, Κάλαμος. Άγιος Νικόλαος 

γραμμα  αναπτύσσονταν,  όπως  και  στις  απλούστερες  παραλλαγές  του  τύπου, 

αποκλειστικά στις καμάρες των δύο σκελών136.  

Τα  λίγα  σωζόμενα  σπαράγματα  των  τοιχογραφιών  του  ναού  μόλις  μας 

επιτρέπουν  την  αναγνώριση  τριών  παραστάσεων,  με  αποτέλεσμα  να  μην  είναι 

δυνατή η πλήρης αποκατάσταση του εικονογραφικού προγράμματος. Πρόκειται 

για  την  Ανάληψη  που  καταλάμβανε  ολόκληρη  την  ανατολική  καμάρα,  την  Πε‐

ντηκοστή  σε  δύο  τμήματα  στον  ημικύλινδρο  της  εγκάρσιας 137  και  την  Βαϊοφόρο 

στο  νότιο  μισό  της  δυτικής138.  Από  τον  χριστολογικό  κύκλο  ασφαλώς  προέρχο‐

νταν  και  άλλες  τρεις  εξίτηλες  παραστάσεις:  Μία  που  ίσως  καταλάμβανε  ολό‐

κληρο το βόρειο τύμπανο της εγκάρσιας κεραίας, από την οποία διακρίνεται μία 

ανδρική σκεπτόμενη μορφή. Η δεύτερη, που θα μπορούσε να ταυτισθεί ίσως με 

την Υπαπαντή βρίσκεται στην βορειοδυτική από τις τέσσερις διευρυμένες τριγω‐

νικές επιφάνειες που προκύπτουν από την αλληλοτομία των καμαρών 139. Τέλος 

από την τρίτη, που μοιράζεται τη δυτική καμάρα με τη  Βαϊοφόρο, έχουν απομεί‐

νει μόνο τρία μικρά σπαράγματα και η αναγνώρισή της δεν είναι εφικτή.  

Σύμφωνα με τις διαθέσιμες επιφάνειες στον κυρίως ναό, ο χριστολογικός 

κύκλος θα μπορούσε άνετα να αποτελείται από έντεκα έως δεκατρείς παραστά‐

σεις,  συμπεριλαμβανομένου  και  του  τυμπάνου  της  δυτικής  κεραίας  που  καθαι‐

ρέθηκε μετά την κατασκευή του νάρθηκα.  

                                                      
136 Αυτό συµβαίνει άλλωστε, κατά κανόνα και στους σταυροειδείς εγγεγραµµένους ναούς, όπου οι βασικοί εικονο-
γραφικοί κύκλοι δεν υπεισέρχονται στους χώρους των γωνιακών διαµερισµάτων αλλά περιορίζονται στα τέσσερα σκέλη του
σταυρού.

137 Τα ίχνη µορφών που περιβάλλονται από γραπτά τοξωτά πλαίσια στην εγκάρσια καµάρας, παραπέµπουν
στους αποστόλους της Πεντηκοστής. Η ίδια παράσταση εµφανίζεται στην εγκάρσια καµάρα των γειτονικών Αγίων Θεοδώ-
ρων Αφιδνών Κ8, στην Κοίµηση και την Μεταµόρφωση Αµαρύνθου Κ16 και Κ17, στη Μεταµόρφωση Πυργίου Κ10 στην Εύ-
βοια, στην Αγία Τριάδα και τον Άγιο Ανδρέα Κρανιδίου Κ24 και Κ25, και στον Άη Γιαννάκη Κάµπου Αβίας Κ29 στην Πελο-
πόννησο.

138 Α∆ 38 (1983), 69, πίν. 34α (Ε. Γκίνη-Τσοφοπούλου).

139 Το πλεονέκτηµα που προσφέρει η αρχιτεκτονική παραλλαγή για περαιτέρω ανάπτυξη του κύριου εικονογραφι-
κού προγράµµατος είναι η διεύρυνση των τριγωνικών χώρων που προκύπτουν από την αλληλοτοµία των καµαρών. Ακριβώς
το ίδιο συµβαίνει και στους ναούς της παραλλαγής Β2, ιδιαίτερα όταν η εγκάρσια κεραία προεξέχει αρκετά από τους πλά-
γιους τοίχους της κατά µήκος. Βλ. Αγία Παρασκευή Χάρακα Κ47, Παναγία Ευαγγελισµού Κ48 και Παναγία Βουλισµένης Λα-
σιθίου Κ49.

55 
9. Ν. Αττικής, Κάλαμος. Άγιος Νικόλαος 

Πρόσθετο  ενδιαφέρον  προκύπτει  από  την  τοιχογράφηση  του  νάρθηκα,  ο 

οποίος είναι φανερό ότι προσαρτήθηκε για να εξυπηρετήσει ένα μεγαλύτερο εκ‐

κλησίασμα.  Η  επιλογή  της  Δευτέρας  Παρουσίας,  που  καταλαμβάνει  το  νότιο 

τμήμα του νάρθηκα και το μέτωπο γύρω από το τόξο επικοινωνίας με τον κυρίως 

ναό,  προσιδιάζει  σε  νάρθηκες140,  ενώ  οι  έξι  χριστολογικές  παραστάσεις  στο  βό‐

ρειο  τμήμα  και  το  δυτικό  τύμπανο  συσχετίζονται  άμεσα  με  το  εικονογραφικό 

πρόγραμμα του κυρίως ναού. Πρόκειται για πέντε παραστάσεις του  κύκλου της 

Γέννησης (βόρειο μισό καμάρας και βόρειος τοίχος) και την Σταύρωση (δυτικό τύ‐

μπανο).  Ο  κύκλος,  που  διαρθρώνεται  με  τη  Γέννηση  στο  κέντρο,  αναπτύσσεται 

δεξιόστροφα σε δύο ζώνες και περιλαμβάνει διαδοχικά τον Ευαγγελισμό, τη Γέν‐

νηση, το Όραμα του Ιωσήφ (άνω ζώνη), την Φυγή στην Αίγυπτο και την Υπαπαντή 

(κάτω ζώνη).  

Δυστυχώς,  το γεγονός ότι η αποκατάσταση του προγράμματος του ναού 

δεν  είναι  εφικτή,  δεν  μας  επιτρέπει  να  ερμηνεύσουμε  τον  τρόπο  με  τον  οποίο 

συνδέονταν  ο  ενιαίος  χριστολογικός  κύκλος  με  τις  χριστολογικές  παραστάσεις 

του νάρθηκα, αλλά και με την Δευτέρα Παρουσία141. Ωστόσο, με βάση τις παρα‐

στάσεις που σώζονται, σε συνδυασμό με τις  διαφαινόμενες οικοδομικές  φάσεις, 

μπορούμε  να  διατυπώσουμε  κάποιες  υποθέσεις  σε  σχέση  με  την  ερμηνεία  του 

εικονογραφικού προγράμματος.  

Εάν  ισχύει  η  άποψη  ότι  ο  νάρθηκας  προστέθηκε  «σε  μικρή  χρονική  από‐

σταση»142 μετά την κατασκευή του κυρίως ναού, είναι πιθανό ότι μία πρώτη τοι‐

χογράφηση  είχε  ολοκληρωθεί  ήδη  αμέσως  μετά  την  κατασκευή  του.  Στη  συνέ‐

χεια, μετά την προσθήκη του νάρθηκα και την καθαίρεση του δυτικού τοίχου του 

κυρίως ναού, ακολούθησε η τοιχογράφηση του νάρθηκα καθώς και μερικές απα‐

ραίτητες  προσαρμογές:  α)  Η  «μεταφορά»  της  Σταύρωσης  από  το  τύμπανο  του 

δυτικού  τοίχου  στο  αντίστοιχο  τύμπανο  του  νάρθηκα.  Η  συγκεκριμένη  παρά‐

                                                      
140 Για να περιοριστούµε σε παραδείγµατα ναών του τύπου αναφέρουµε τους νάρθηκες της Κοίµησης Οξυλίθου
(Κ14) και του Αγίου ∆ηµητρίου Αυλωναρίου (Κ12).

141 Πρέπει να επισηµανθεί και στην περίπτωση αυτή, ότι η ∆ευτέρα Παρουσία δεν παύει να αποτελεί φυσική συ-
νέχεια - ολοκλήρωση του χριστολογικού κύκλου, βλ. Μέρος Β’, σ. 245.

142 Μπούρας κ.ά., Εκκλησίες της Αττικής, 362.

56 
9. Ν. Αττικής, Κάλαμος. Άγιος Νικόλαος 

σταση  αν  και  παρουσιάζεται  απομακρυσμένη  και  ασύνδετη  σε  σχέση  με  τον  υ‐

πόλοιπο  χριστολογικό  κύκλο,  υπογραμμίζει  την  ενοποίηση  του  χώρου  του  νάρ‐

θηκα με τον κυρίως ναό143. β) Στη στενή ζώνη που προέκυψε μετά την καθαίρεση 

του  δυτικού  τοίχου,  προστέθηκε  μία  σειρά  μικρής  κλίμακας  παραστάσεων  του 

βίου  του  αγίου  Νικολάου.  Είναι  προφανές  ότι  μια  τέτοια  ζώνη  δεν  αποτελούσε 

μέρος του αρχικού σχεδιασμού του εικονογραφικού προγράμματος, όπως δηλώ‐

νουν και οι δύο φαρδιές διακοσμητικές ταινίες, οι οποίες αναπτύσσονταν εγκάρ‐

σια στο ανατολικό και δυτικό πέρας της δυτικής καμάρας. Οι ταινίες αυτές γνω‐

στές και από άλλα μνημεία144, μείωναν τη διαθέσιμη επιφάνεια αλλά τόνιζαν τις 

δύο χριστολογικές παραστάσεις που μοιράζονταν ισότιμα την δυτική καμάρα.  

Το στοιχείο που δημιουργεί ζήτημα ερμηνείας είναι η επανάληψη της Γέν‐

νησης  και  του  Ευαγγελισμού,  οι  οποίες  δύσκολα  μπορούμε  να  δεχθούμε  ότι  δεν 

είχαν  συμπεριληφθεί  στο  αρχικό  πρόγραμμα  του  ναού145.  Πρέπει  να  σημειωθεί 

ότι η σκεπτόμενη μορφή ηλικιωμένου άνδρα στο αριστερό άκρο μίας δυσδιάκρι‐

της παράστασης, στον βόρειο τοίχο της εγκάρσιας κεραίας, θα μπορούσε να ταυ‐

τιστεί  με  τον  προβληματιζόμενο  Ιωσήφ  της  Γέννησης.  Σε  κάθε  περίπτωση  η  ύ‐

παρξη  ενός  κύκλου  της  Γέννησης  συνιστά  ένα  ασυνήθιστο  στοιχείο,  ακόμη  και 

για  τα  πλέον  διευρυμένα  εικονογραφικά  προγράμματα  της  βυζαντινής 

εποχής146.  

                                                      
143 Οι ενοποιηµένοι αρχιτεκτονικά νάρθηκες, οι οποίοι όµως διατηρούν διαφοροποιηµένο εικονογραφικό πρό-
γραµµα σε σχέση µε τον κυρίως Ναό, εµφανίζονται ως στοιχείο του αρχιτεκτονικού σχεδιασµού όπως τουλάχιστον φαίνεται
στον Άγιο Γεώργιο του Staro Nagoričino (1315). Όπως συµβαίνει και στον Άγιο Νικόλαο Καλάµου, κάποια στοιχεία του εικο-
νογραφικού προγράµµατος υπογραµµίζουν την ενότητα των δύο χώρων (Κοίµηση στον ανατολικό τοίχο, συνεχής κάτω ζώνη
µε τις ολόσωµες µεµονωµένες µορφές). Η επιδίωξη µιας ενοποίησης του νάρθηκα µε τον κυρίως ναό παρατηρείται προφανώς
για τους ίδιους πρακτικούς και λειτουργικούς λόγους και σε άλλους ναούς όπως ο Άγιος Νικόλαος στην Psača, ο Άγιος Γε-
ώργιος Οµορφοκκλησιάς (π. Γκάλιστα), το καθολικό της µονής Αγίου ∆ηµητρίου Markov και η Κοίµηση της Θεοτόκου στο
Ζευγοστάσι.

144 Βλ. π.χ. εγκάρσια καµάρα Προφήτη Ηλία Αµυκλών (Κ34) και Αγίου ∆ηµητρίου Κροκεών (Κ37).

145 Η απουσία της Γέννησης από κάποια µνηµεία του καταλόγου, µπορεί να οφείλεται στη συνύπαρξη σε περιορι-
σµένο χώρο του χριστολογικού κύκλου µε άλλον κύκλο βλ. π.χ. τον Άγιο Νικόλαο Μ. Καστάνιας Κ32 όπου στην εγκάρσια
καµάρα αναπτύσσεται ο βίος του αγίου Νικολάου. Στην περίπτωση της Μεταµόρφωσης στο Πυργί (Κ10) όπου απλά δίνεται
έµφαση και προσοχή στις παραστάσεις πέραν της παιδικής ηλικίας του Χριστού.

146 Περιορισµένος κύκλος της Γέννησης εντοπίζεται και στον ανατολικό σκέλος του Ταξιάρχη Κωστάνιανης (Κ4) µε
το όνειρο του Ιωσήφ και την Φυγή στην Αίγυπτο.

57 
9. Ν. Αττικής, Κάλαμος. Άγιος Νικόλαος 

Τέλος,  θα  πρέπει  να  επανεξεταστεί  η  άποψη  που  διατυπώθηκε  για  δύο 

φάσεις τοιχογράφησης μέσα στον κυρίως ναό 147, καθώς τα χρονικά πλαίσια από 

την κατασκευή του ναού μέχρι και την εκ των πραγμάτων νεότερη τοιχογράφη‐

ση του νάρθηκα ήταν περιορισμένα.  

                                                      
147 Μπούρας κ.ά., ό.π., 361. Βέβαια όταν διατυπώθηκε αυτή η άποψη δεν είχε αποκαλυφθεί πλήρως ο σωζόµενος
διάκοσµος στον κυρίως ναό. Όπως φαίνεται και από την εικόνα 326 που παραθέτουν, ο Ναός ήταν επιχρισµένος εσωτερικά.

58 
10. Ν. Εύβοιας, Πυργί. Μεταμόρφωση 

10.  Ν. Εύβοιας, Πυργί. Μεταμόρφωση 

Ο ναός της Μεταμόρφωσης στο Πυργί ανήκει στην σημαντική ομάδα των 

βυζαντινών τοιχογραφημένων ναών της περιοχής Αυλωναρίου που οικοδομήθη‐

καν και τοιχογραφήθηκαν στο γύρισμα του 13ου προς τον 14ο αιώνα. Τυπολογικά 

κατατάσσεται στην απλούστερη κατηγορία των σταυρεπίστεγων  (Α1) με νεωτε‐

ρικό  ξυλόστεγο  νάρθηκα,  η  κατασκευή  του  οποίου  επέφερε  και  την  καθαίρεση 

του δυτικού τοίχου.  

Οι  τοιχογραφίες  του  ναού  χρονολογούνται  με  ακρίβεια  στο  έτος  1296  με 

γραπτή  κτητορική  επιγραφή148  που  προσδιορίζει  γενικότερα  και  τον  χρόνο  ανέ‐

γερσης  του  ναού.  Έχουν  αποτελέσει  θέμα  διατριβής  της  Α.  Κουμούση  (1987)149, 

όπως επίσης και εκτεταμένου άρθρου της Μ. Γεωργοπούλου‐Βέρρα (1977)150. Και 

στις δύο περιπτώσεις συνεξετάζονται με τις τοιχογραφίες του επίσης σταυρεπί‐

στεγου  ναού  της  Αγίας  Θέκλας  (Κ11)  στον  ομώνυμο  οικισμό,  καθώς  έχει  γίνει 

αποδεκτό ότι αποτελούν έργο του ίδιου εργαστηρίου.  

Η  έκταση  των  τοιχογραφημένων  επιφανειών  που  σώζονται,  μας  επιτρέ‐

πει να έχουμε μια πλήρη εικόνα του εικονογραφικού προγράμματος (σχέδιο 14). 

Όλες οι παραστάσεις που αναγνωρίζονται συγκροτούν έναν ενιαίο χριστολογικό 

κύκλο,  ο  οποίος  ωστόσο  παρουσιάζει  και  σημαντικές  ελλείψεις.  Από  αυτές  επι‐

                                                      
148 Την χρονολογία αυτή ανέγνωσε ο Μ. Χατζηδάκης διορθώνοντας την παλαιότερη ανάγνωση του έτους ως 1310,
βλ. Μ. Γεωργοπούλου-Βέρρα, Τοιχογραφίες του τέλους του 13ου αιώνα στην Εύβοια. Ο Σωτήρας στο Πυργί και η Αγία Θέκλα,
Α∆ 32 (1977), Α΄, 10, υποσ. 15 όπου και η σχετική µε την επιγραφή βιβλιογραφία.

149 A. Koumoussi, Les peintures murales de la Transfiguration de Pyrgi et de Saint-Thècle en Eubée, Αθήνα 1987.

150 Μ. Γεωργοπούλου-Βέρρα, Τοιχογραφίες του τέλους του 13ου αιώνα στην Εύβοια. Ο Σωτήρας στο Πυργί και η
Αγία Θέκλα, Α∆ 32 (1977), Α΄. Ο ναός του Πυργίου έχει αποτελέσει αντικείµενο µελέτης της T. Velmans από κοινού µε το ναό
της Οδηγήτριας στις Σπηλιές (K 15), βλ. T. Velmans, Deux églises Byzantines du début du XIVe siècle en Eubée, CA 18
(1968), 192-225.

59 
10. Ν. Εύβοιας, Πυργί. Μεταμόρφωση 

σημαίνουμε την Γέννηση151 , την Μεταμόρφωση, στην οποία είναι αφιερωμένος ο 

ναός,  καθώς  και  την  Σταύρωση.  Ο  περιορισμός  του  χριστολογικού  κύκλου  ήταν 

αναπόφευκτος, καθώς η Ανάληψη και η Πεντηκοστή καταλαμβάνουν εξολοκλή‐

ρου την ανατολική και την εγκάρσια καμάρα αντίστοιχα. Πάντως η διαίρεση των 

επιφανειών και ο τρόπος διάταξης των παραστάσεων δείχνουν ότι ο σχεδιασμός 

του  προγράμματος  δεν  αποσκοπούσε  στην  πληρότητα  του  χριστολογικού  κύ‐

κλου στον κυρίως ναό, αλλά σε έναν ιδιαίτερο θεολογικό προβληματισμό.  

Αν  εξαιρέσουμε  λοιπόν  τον  Ευαγγελισμό,  που  εμφανίζεται  στην  καθιε‐

ρωμένη  θέση εκατέρωθεν της  αψίδας του Ιερού, στις  υπόλοιπες διαθέσιμες  επι‐

φάνειες υπήρχε η δυνατότητα να τοποθετηθούν πέντε ακόμη παραστάσεις: Δύο 

στα τύμπανα της εγκάρσιας καμάρας και τρεις στη δυτική, συμπεριλαμβανομέ‐

νου και του τυμπάνου της. Σήμερα, από αναγνωρίζονται μόνο οι τρεις: Η Εις Ά‐

δου Κάθοδος στο βόρειο τύμπανο της εγκάρσιας καμάρας και η Βαϊοφόρος με τον 

Ενταφιασμό που μοιράζονται ισότιμα την δυτική.  

Με  βάση  λοιπόν  τις  σωζόμενες  παραστάσεις  μπορούμε  να  εκφράσουμε 

κάποιον προβληματισμό όσον αφορά την ταύτιση της μισοκατεστραμμένης πα‐

ράστασης στο νότιο τύμπανο της εγκάρσιας καμάρας σε συνδυασμό με την χα‐

μένη  παράσταση  του  δυτικού  τυμπάνου.  Η  Μ.  Γεωργοπούλου‐Βέρρα  έθεσε  το 

πρόβλημα της ταύτισης της πρώτης σκηνής, από την οποία σώζεται μόνον ένας 

όμιλος  στρατιωτών,  θεωρώντας  ότι  θα  μπορούσε  να  ανήκει  είτε  στη  Σταύρωση 

είτε  στην  Προδοσία.  Τελικά  προκρίνει  την  πρώτη,  με  κύριο  επιχείρημα  ότι  όσο 

συνεπτυγμένο και να είναι ένα εικονογραφικό πρόγραμμα δεν θα μπορούσε να 

απουσιάζει η Σταύρωση152. Η ίδια θέτει παράλληλα και το ζήτημα της απουσίας 

της Μεταμόρφωσης, σε σχέση με την αφιέρωση του ναού και θεωρεί ότι η παρά‐

σταση δεν θα μπορούσε να βρίσκεται πάνω από τη δυτική είσοδο153. Αντίθετα, η 

                                                      
151 Η Γέννηση παραλείπεται και από τον µικρό ναό του αγίου Νικολάου Μ. Καστάνιας (Κ32), όπου ο χριστολογι-
κός κύκλος παρουσιάζεται συνεπτυγµένος λόγω της παρουσίας εκτεταµένου κύκλου του επώνυµου αγίου.

152 Γεωργοπούλου-Βέρρα, ό.π., 17-18.

153 Γεωργοπούλου-Βέρρα, ό.π., 21. Ένα τέτοιο ενδεχόµενο θα είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς θα εξυπηρετούσε
µαζί µε την Πεντηκοστή και την Ανάληψη ένα τριαδικό σχήµα, γνωστό και από άλλα εικονογραφικά προγράµµατα κυρίως της
Αχρίδας. Στον θεολογικό προσανατολισµό του συγκεκριµένου σχήµατος θα µπορούσε να εντάσσεται και ο Παλαιός των Η-

60 
10. Ν. Εύβοιας, Πυργί. Μεταμόρφωση 

Α.  Κουμούση,  πιστεύει  ότι  ο  όμιλος  στρατιωτών  μπορεί  να  σχετίζεται  μόνο  με 

την Προδοσία, αφού παρατάσσεται στο αριστερό τμήμα της σκηνής. Όσον αφορά 

την  Σταύρωση  εύλογα  υποθέτει  ότι  θα  πρέπει  να  ήταν  τοποθετημένη  στο  τύ‐

μπανο της δυτικής καμάρας154. Είναι σαφές ότι η Σταύρωση είναι απολύτως συμ‐

βατή με τις δύο παραστάσεις του ημικυλινδρικού τμήματος της δυτικής καμάρας 

κατά τη δεξιόστροφη φορά. 

Όσον αφορά την απουσία της  Γέννησης, θα  μπορούσαμε να  υποθέσουμε 

την ύπαρξη προγενέστερου νάρθηκα, στον οποίο θα είχε θέση η παράσταση. Η 

υπόθεση αυτή ενισχύεται μόνο από το παράδειγμα του ναού του σύγχρονου και 

πλησιόχωρου  ναού  του  Αγίου  Νικολάου  στον  Κάλαμο  Αττικής,  στον  καμαρο‐

σκεπή νάρθηκα του οποίου, εκτός από τον κύκλο της Γέννησης που αναπτύσσε‐

ται στο βόρειο τμήμα του, υπάρχει και η Σταύρωση στο δυτικό τύμπανο. Η τελευ‐

ταία λεπτομέρεια θα μπορούσε να δώσει και τη συνολική λύση στο  ζήτημα του 

εικονογραφικού προγράμματος του ναού του Πυργίου. 

                                                                                                                                                        
µερών που βρίσκεται στον ίδιο άξονα πάνω από την αψίδα του Ιερού, ως οργανικό τµήµα της παράστασης του Ευαγγελι-
σµού.

154 Βλ. Koumoussi, ό.π., 77-81 όπου παραθέτει και σχέδιο της παράστασης. Η Σταύρωση βρίσκεται στο τύµπανο
της δυτικής καµάρας στον Άγιο ∆ηµήτριο Αυλωναρίου (Κ12), στον Άγιο ∆ηµήτριο Μακρυχωρίου (Κ13), στην Κοίµηση της
Θεοτόκου Αµάρυνθου(Κ14), στους Αγίους Απόστόλους Βούνων (Κ19). Εκτός Ευβοίας εντοπίζεται στους Ταξιάρχες Κωστά-
νιανης (Κ4), Άγιο Ιωάννη Γαλατά (Κ6), Σωτήρα Αλεποχωρίου (Κ7), Αγία Τριάδα Σοφικού (Κ22), Αγία Τριάδα Κρανιδίου
(Κ24), Αγία Παρασκευή Πλάτσας (Κ31), Άγιο Νικόλαο Μ. Καστάνιας (Κ32), Άγιο Νικόλαο Αγόριανης (Κ33), Ταξιάρχη Γκορι-
τσάς (Κ35), Άγιο ∆ηµήτριο Κροκεών (Κ37), Θεοφάνεια Γερακίου (Κ40), Ταξιάρχης Γερακίου (Κ41), Παναγία Βουλισµένης
(Κ49). Στον Άγιο Νικόλαο Καλάµου (Κ9), όπως επισηµάναµε «µεταφέρθηκε» στον δυτικό τοίχο του νάρθηκα µετά την καθαί-
ρεση του αντίστοιχου τοίχου του κυρίως ναού.

61 
 

11.  Ν. Εύβοιας, Αγία Θέκλα. Αγία Θέκλα  

Ο ναός της Αγίας Θέκλας βρίσκεται στον ομώνυμο οικισμό της κεντρικής 

Εύβοιας και ανήκει στην κατηγορία Α2. Κύριο χαρακτηριστικό του  ναού είναι  η 

ιδιαίτερα  μεγάλη,  ημικυκλική  εξωτερικά  αψίδα  του  ιερού  Βήματος,  το  άνοιγμα 

της οποίας συμπίπτει εσωτερικά με ολόκληρο σχεδόν το πλάτος της δυτικής κα‐

μάρας.  Όπως  δικαιολογημένα  έχει  υποστηριχθεί,  η  μορφή  της  αψίδας  παραπέ‐

μπει σε μια παλαιότερη μορφή του ναού, ο οποίος μετασκευάστηκε σε σταυρεπί‐

στεγο στα τέλη του 13ου ή τις αρχές του 14ου αιώνα155. Ο τοιχογραφικός διάκοσμος 

του ναού έχει αποτελέσει επανειλημμένα αντικείμενο μελέτης 156, ωστόσο παρα‐

μένει προβληματικός ως προς τον προσδιορισμό πιθανών διαφορετικών φάσεών 

του.  Συγκεκριμένα  έχει  υποστηριχθεί  η  ύπαρξη  μέχρι  και  τριών  διαφορετικών 

στρωμάτων157,  από  τα  οποία  το  εκτενέστερα  σωζόμενο  χρονολογείται  περί  το 

1300. Παρακάμπτοντας τις διαφορετικές εκτιμήσεις των μελετητών, θα ασχολη‐

θούμε  με  αυτό  το  στρώμα,  καθώς  περιλαμβάνει  το  σύνολο  των  χριστολογικών 

σκηνών  στο  δυτικό  και  το  ανατολικό  σκέλος.  Στην  συνολική  θεώρηση  του  εικο‐

νογραφικού προγράμματος συμπεριλαμβάνουμε και την εγκάρσια καμάρα, πα‐

ρά το γεγονός έχει υποστηριχθεί ότι ανήκει σε μια τρίτη φάση (σχέδιο 15). 

                                                      
155 ∆ικαιολογηµένα έχει υποστηριχθεί ότι η µορφή της αψίδας παραπέµπει σε µια παλαιότερη οικοδοµική φάση,
βλ. Γ. ∆ηµητροκάλλης, Ο βυζαντινός ναός της Αγίας Θέκλας Ευβοίας, Τεχνικά Χρονικά, 227 (Ιούνιος 1963), 69. Ο ∆ηµητρο-
κάλλης χρονολογεί την πρώτη φάση της µονόκλιτης βασιλικής στα τέλη της α’ χιλιετηρίδας.

156Μ. Γεωργοπούλου-Βέρρα, Τοιχογραφίες του τέλους του 13ου αιώνα στην Εύβοια. Ο Σωτήρας στο Πυργί και η
Αγία Θέκλα, Α∆ 32 (1977), Α΄, 9-38, πίν. 1-23, Koumoussi Anita, Les peintures murales de la Transfiguration de Pyrgi et de
Saint-Thècle en Eubée (Rapports avec l’art occicental), Αθήνα 1987.

157 Σύµφωνα µε την Κουµούση, στο στρώµα αυτό περιλαµβάνονται όλες οι τοιχογραφίες της κάτω ζώνης, τόσο
στο δυτικό (Αγία Άννα βρεφοκρατούσα, Όραµα Αγίου Ευσταθίου) όσο και στο ανατολικό σκέλος (Παντοκράτορας της αψίδας
του Ιερού, υπερφυσικές απεικονίσεις των αγίων Νικολάου και Βασιλείου). Η ίδια προτείνει χρονολόγηση στα τέλη του 13ου
αιώνα, βλ. Koumoussi, ό.π., 148-149. Αντίθετα η Γεωργοπούλου θεωρεί ότι οι όλες οι τοιχογραφίες του ναού εκτός της ε-
γκάρσιας καµάρας αποτελούν ένα ενιαίο σύνολο, βλ. Γεωργοπούλου, ό.π. 32.

62 
11. Ν. Εύβοιας, Αγία Θέκλα. Αγία Θέκλα 

Στο τεταρτοσφαίριο της αψίδας του ιερού Βήματος διακρίνονται ίχνη του 

Χριστού  Παντοκράτορος,  εοιλογή  που  απαντάται  σε  μόλις  επτά  περιπτώσεις 

σταυρεπίστεγων  ναών158.  Χαρακτηριστικές  είναι  επίσης  οι  δύο  υπερφυσικές  α‐

πεικονίσεις  των  αγίων  Νικολάου  και  Βασιλείου  στην  κάτω  ζώνη,  μπροστά  από 

το τέμπλο, στο νότιο και βόρειο τοίχο αντίστοιχα 159. 

Η  αψίδα  του  Ιερού,  αν  και  είναι  εξαιρετικά  διευρυμένη,  με  βέλος  σχεδόν 

ίσο  με  το  πλάτος  του  ναού,  παρουσιάζεται  χαμηλή,  αφήνοντας  ελεύθερο  χώρο 

ψηλά  όπου  υπήρχε  πιθανώς  η  παράσταση  του  Ευαγγελισμού160.  Ο  υπόλοιπος 

χριστολογικός  κύκλος  εξελίσσονταν  στις  δύο  κατά  μήκος  καμάρες.  Η  Ανάληψη 

καταλαμβάνει, κατά τα συνήθη, ολόκληρη την ανατολική καμάρα161, ενώ όλες οι 

υπόλοιπες παραστάσεις διατάσσονταν στο δυτικό σκέλος. Αποκαθιστώντας τον 

κάναβο των γραπτών ταινιών, διαπιστώνουμε ότι στον ημικύλινδρο της δυτικής 

καμάρας  υπήρχαν  οκτώ  παραστάσεις,  από  τις  οποίες  αναγνωρίζονται  οι  μισές 

στο  βόρειο  τμήμα.  Πρόκειται  για  τα  Εισόδια,  τη  Γέννηση,  την  Υπαπαντή  και  την 

Εις Άδου κάθοδο. Ακόμη και αν υποθέσουμε ότι μια δεύτερη θεομητορική παρά‐

σταση (Γενέσιο;), ήταν τοποθετημένη αντικριστά προς τα Εισόδια στο αντίστοιχο 

βόρειο  διάχωρο,  οι  υπόλοιπες  παραστάσεις  ασφαλώς  επαρκούσαν  για  να  συ‐

μπληρώσουν  έναν  συνεπτυγμένο  αλλά  ενιαίο  και  σχετικά  πλήρη  χριστολογικό 

κύκλο. Συνολικά λοιπόν στο ναό υπήρχαν τουλάχιστον εννέα χριστολογικές πα‐

                                                      
158 Η Α. Κουµούση αποδίδει την επιλογή αυτή στην προσπάθεια µεταφοράς του προγράµµατος του τρούλου στον
σταυρπίστεγο ναό, βλ. Koumoussi, ό.π., 157 και σχ. 8, 160. Οι υπόλοιποι έξι ναοί είναι: ο Σωτήρας Αλεποχωρίου (Κ7), ο
οµώνυµος ναός του Γαλαξειδίου, ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδροµος Γκοριτσάς (Κ36), ο Άγιος Νικόλαος Μουρίου (Κ42), ο Άγιος
Γεώργιος Ανύδρων (Κ43) και η Αγία Παρασκευή Χάρακα (Κ47). Για το Τρίµορφο στην αψίδα βλ. Π. Βοκοτόπουλου, Ο ναός
της Μεταµορφώσεως του Σωτήρος Χριστού στο Γαλαξείδι, Το Γαλαξείδι από την αρχαιότητα έως σήµερα, Αθήνα 2003, 63-
64.

159 Για τις υπερφυσικού µεγέθους στηθαίες µορφές βλ. Γεωργοπούλου, ό.π., 30-31. Στα παραδείγµατα που ανα-
φέρονται πρέπει να προστεθούν οι παραστάσεις του αγίου Νικολάου στον οµώνυµο σταυρεπίστεγο ναό στο Μουρί Κισάµου
(Κ42), στο νάρθηκα του επίσης οµώνυµου ναού του Νοσοκοµείου (Bolnički) στην Αχρίδα (1480/1, βλ. G. Subotić, L’ école de
peinture d’ Ochrid au XVe siècle, Beograd 1980, σχ. 86) της Αγίας Τριάδος Κ. ∆ίβρης (αδηµοσίευτος, 14ος αι.) και του αγίου
Βλασίου στον οµώνυµο ναό της Βέροιας (14ος αι.).

160 Στο σχέδιο της εικ. 8 της Κουµούση σηµειώνεται εκ παραδροµής η Ανάληψη, βλ. Koumoussi, ό.π., εικ. 8, 151.

161 Αξίζει να επισηµανθεί ότι το αρχικό τέµπλο του ναού διαιρούσε στη µέση την δυτική καµάρα, γεγονός που ση-
µαίνει ότι η υπερκείµενη Ανάληψη δεν ταυτιζόταν µε το χώρο του Ιερού.

63 
11. Ν. Εύβοιας, Αγία Θέκλα. Αγία Θέκλα 

ραστάσεις,  από  τις  οποίες  αναγνωρίζονται  οι  τέσσερις  (Γέννηση,  Υπαπαντή,  Εις 

Άδου Κάθοδος, Ανάληψη).  

Η παρουσία των  Εισοδίων της Θεοτόκου ξενίζει εκ πρώτης όψεως ως πα‐

ρείσακτη στον ενιαίο χριστολογικό κύκλο, ωστόσο, αντικατοπτρίζει την τάση να 

συνδέεται ο βίος της Θεοτόκου με εκείνον του Χριστού, όπως επισημαίνεται και 

σε άλλους ναούς του καταλόγου. Χαρακτηριστικότερη είναι η κοινή αντίληψη με 

τον  αντίστοιχο  χειρισμό  των  παραστάσεων  στην  εγκάρσια  καμάρα  του  Αγίου 

Δημητρίου Κροκεών  (1285/6, Κ37), όπου τα Εισόδια αποτελούν την αφετηρία της 

χριστολογικής  διήγησης  κατά  την  δεξιόστροφη  φορά  ανάγνωσης.  Και  στις  δύο 

περιπτώσεις  Εισόδια  και  Υπαπαντή  διατάσσονται  διαγωνίως.  Από  θεολογική  ά‐

ποψη η είσοδος της Θεοτόκου στα Άγια των Αγίων σχετίζεται άμεσα με το γεγο‐

νός ότι καθίσταται η ίδια τόπος άγιος και  κατοικητήριον του Λόγου κατά την ε‐

νανθρώπισή του162. 

Τα λίγα σπαράγματα που σώζονται στον ημικύλινδρο της εγκάρσιας  κα‐

μάρας δεν αφήνουν καμία αμφιβολία ότι η μοναδική παράσταση στον ημικύλιν‐

δρο  της  εγκάρσιας  καμάρας  ήταν  η  Δευτέρα  Παρουσία.  Θεωρούμε  πιθανό  ότι  η 

παράσταση εκτεινόταν και στον χώρο των τυμπάνων, αν και δεν σώζεται κάποιο 

ευδιάκριτο  τμήμα  τοιχογραφίας  για  να  το  επιβεβαιώσει 163.  Η  ιδιαίτερη  προβολή 

της παράστασης έχει συσχετισθεί, όπως είναι φυσικό, με τον κοιμητηριακό ‐ τα‐

φικό χαρακτήρα του ναού164. Σύμφωνα όμως με τη ροή αλλά και την θεολογική 

συνοχή  του  προγράμματος,  οφείλουμε  να  επισημάνουμε  τον  χριστολογικό  χα‐

ρακτήρα της επιλογής αυτής. Με βάση την δεξιόστροφη πορεία και την εσχατο‐

                                                      
162 Βλ. χαρακτηριστικά από την υμνολογία της εορτής το στιχηρό «Σήμερον ναὸς ὁ ἔμψυχος, 

τῆς  ἁγίας  δόξης,  Χριστοῦ  τοῦ  Θεοῦ  ἡμῶν,  ἡ  μόνη  ἐν  γυναιξίν,  εὐλογημένη  Ἁγνή,  προσφέρεται  τῷ 
Ναῷ,  τῷ  νομικῷ  κατοικεῖν  εἰς  τὰ  Ἅγια,  …»  και  το  προσόμοιο  του  Εσπερινού  της  21ης  Νοεμβρίου 
«Τῶν  Ἁγίων  εἰς  Ἅγια,  ἡ  Ἁγία  καὶ  ἄμωμος,  ἐν  Ἁγίῳ  Πνεύματι  εἰσοικίζεται,  καὶ  διʹ  Ἀγγέλου 
ἐκτρέφεται,  τῷ  ὄντι  ὑπάρχουσα,  ἁγιώτατος  ναός,  τοῦ  Ἁγίου  Θεοῦ  ἡμῶν,  τοῦ  τὰ  σύμπαντα, 
ἁγιάσαντος ταύτης εἰσοικήσει …», Μηναίον του Νοεμβρίου, εκδ. 1993, 351 και 352 αντίστοιχα.  
163 Ανάλογη έκταση έχει η ∆ευτέρα Παρουσία στο ναό του Αρχαγγέλου Μιχαήλ στο Αρκαλοχώρι Ηρακλείου (Κ45),
όπου καταλαµβάνει ολόκληρη την εγκάρσια καµάρα αλλά και τα τύµπανα.

164 Koumoussi, ό.π., 158.

64 
11. Ν. Εύβοιας, Αγία Θέκλα. Αγία Θέκλα 

λογική ερμηνεία της Ανάληψης165, η Δευτέρα Παρουσία ακολουθεί και ολοκληρώ‐

νει τον ενιαίο χριστολογικό κύκλο166. 

Το  ερώτημα  που  προκύπτει  με  βάση  τα  παραπάνω,  αφορά  στην  άποψη 

που έχει υποστηριχθεί, ότι η Δευτέρα Παρουσία έπεται χρονολογικά των υπόλοι‐

πων παραστάσεων που συγκροτούν το εικονογραφικό πρόγραμμα στις δύο κατά 

μήκος  καμάρες167.  Από  την  ανάλυση  των  δεδομένων  του  εικονογραφικού  προ‐

γράμματος  που  επιχειρήσαμε,  διαφαίνεται  ότι  η  Δευτέρα  Παρουσία  εντάσσεται 

φυσιολογικά  στον  συνολικό  σχεδιασμό  ως  προέκταση  του  χριστολογικού  κύ‐

κλου.  Η  ίδια  σχέση  άλλωστε,  συγκροτείται  με  παρόμοιο  τρόπο  και  στην  ενιαία 

τοιχογράφηση  ενός  ακόμη  και  σχεδόν  σύγχρονου  σταυρεπίστεγου  ναού,  στον 

Αρχάγγελο  Αρκαλοχωρίου  (Κ45).  Εάν  όντως  η  Δευτέρα  Παρουσία  ανήκει  σε  με‐

ταγενέστερη επέμβαση, θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι πρόκειται για μία επιζω‐

γράφιση  του  ίδιου  θέματος.  Η  περίπτωση  να  υπήρχε  τμήμα  του  χριστολογικού 

κύκλου στην εγκάρσια καμάρα προσκρούει στο γεγονός ότι ο συγκεκριμένος κύ‐

κλος ξεκινά από το δυτικό σκέλος, όπου ολοκληρώνονται και οι παραστάσεις του 

Πάθους και της Ανάστασης. Το  μόνο συμβατό ενδεχόμενο αντικατάστασης άλ‐

λης παράστασης από την Δευτέρα Παρουσία, είναι να προϋπήρχε η Πεντηκοστή, 

η μόνη παράσταση που έπεται της Αναλήψεως και θα μπορούσε να αναπτυχθεί 

                                                      
165 Ν. Γκιολές, Η Ανάληψις του Χριστού βάσει των µνηµείων της Α’ χιλιετηρίδος, Αθήναι 1981, 20-26.

166 Αρκεί εδώ να επισηµάνουµε την διαδοχική σχέση των δύο παραστάσεων στο Σύµβολο της Πίστεως: «..Κα
νελθ ντα ε ς το ς Ο ρανο ς (Ανάληψη) κα καθεζ µενον κ δεξι ν του Πατρ ς. Κα π λιν ρχ µενον µετ δ ξης κρ ναι ζ ντας κα
νεκρο ς, ο της βασιλε ας ο κ σται τ λος» (∆ευτέρα Παρουσία). Η ίδια άµεση σχέση αναδεικνύεται και στην ευχή της Αγίας
Αναφοράς «…Μεµνηµ νοι το νυν τ ς σωτηρ ου τα της ντολ ς, κα π ντων τ ν π ρ µ ν γεγενηµ νων, το σταυρο , το τ φου, τ ς
τριηµ ρου ναστ σεως, τ ς ε ς ο ρανο ς ναβ σεως, τ ς κ δεξι ν καθ δρας, τ ς δευτ ρας κα νδ ξου π λιν παρουσ ας». Άλλωστε
ο εσχατολογικός χαρακτήρας, που ενυπάρχει στην Ανάληψη και παραπέµπει στην ∆ευτέρα Παρουσία, υπογραµµίζεται και
εδώ µε την επιγραφή «Τ στήκατε βλέποντες νδρες Γαλιλα οι; Ο τος λεύσεται πάλιν» κατά την ρήση των Αγγέλων (Πράξ 1,
12).

167 Η Μ. Γεωργοπούλου και η Α. Κουµούση συµφωνούν ότι πρόκειται για µια ξεχωριστή φάση τοιχογράφησης,
αλλά προτείνουν διαφορετική χρονολόγηση. Η πρώτη την τοποθετεί στα µέσα του 14ου αιώνα, ενώ η δεύτερη στα τέλη του
αιώνα ή και τις αρχές του 15ου. Βλ. Γεωργοπούλου, ό.π., 29 και Koumoussi, ό.π., 156-7. Βλ. επίσης A. Coumousi, Peintures
inédites dans l’église de Sainte-Thècle en Eubée (Gréce), Cahiers Balkaniques 11 (1987), 59-76.

65 
11. Ν. Εύβοιας, Αγία Θέκλα. Αγία Θέκλα 

σε  ολόκληρη  την  εγκάρσια  καμάρα,  όπως  συμβαίνει  και  σε  άλλους  τρεις  σταυ‐

ρεπίστεγους ναούς της Εύβοιας168.  

                                                      
168 Μεταµόρφωση Πυργίου (Κ10), Κοίµηση και Μεταµόρφωση Αµαρύνθου (Κ16 και Κ17). Εκτός Ευβοίας η Πεντη-
κοστή εντοπίζεται στους Άγιους Θεόδωρους Αφιδνών (Κ8), στον Άγιο Νικόλαο Καλάµου (Κ9), Αγία Τριάδα Κρανιδίου και
Άγιο Ανδρέα (Κ24 και Κ25) και Άη Γιαννάκη Κάµπου Αβίας, (Κ29). Πρέπει να επισηµανθεί ότι η Πεντηκοστή ενέχει εσχατο-
λογικό περιεχόµενο που παραπέµπει άµεσα στην ∆ευτέρα Παρουσία.

66 
12. Ν. Εύβοιας, Χάνια Αυλωναρίου. Άγιος Δημήτριος 

12.  Ν. Εύβοιας, Χάνια Αυλωναρίου. Άγιος Δημήτριος 

Ο ναός του αγίου Δημητρίου βρίσκεται στη συνοικία Χάνια ή Παζάρι, ένα 

χιλιόμετρο έξω από τον οικισμό του Αυλωναρίου. Σίγουρα πρόκειται για τον πιο 

φιλόδοξο  ναό  της  ομάδας  των  σταυρεπίστεγων  ναών  της  κεντρικής  Εύβοιας, 

στοιχείο  που  ασφαλώς  συνδέεται  με  το  γεγονός  ότι  ο  οικισμός  ήταν  έδρα  επι‐

σκοπής ήδη από την παλαιοχριστιανική εποχή. Φαίνεται ότι η επισκοπή κατά το 

διάστημα που παρατηρείται η ανοικοδόμηση και η τοιχογράφηση των ναών της 

περιοχής γνώρισε μία περίοδο ακμής καθώς αναβαθμίστηκε ύστερα από μια πε‐

ρίοδο παρακμής.  

Ο κεντρικός πυρήνας του ναού εάν αποσυνδεθεί από το περίστωο που τον 

περιβάλλει169,  αποτελεί  έναν  εξαιρετικά  μεγάλου  μεγέθους  σταυρεπίστεγο  ναό 

της  παραλλαγής  Α1.  Αν  και  η  οικοδομική  ιστορία  του  συγκροτήματος,  δεν  έχει 

αποσαφηνιστεί πλήρως170, έχει επισημανθεί μια παλαιότερη φάση, η οποία συν‐

                                                      
169 Τον κυρίως ναό περιβάλλει περίστωο που ενσωµατώνει τον τρουλαίο ισοπλατή µε τον ναό νάρθηκα και απο-
λήγει ανατολικά σε δύο παρεκκλήσια. Βέβαια έχει διατυπωθεί η άποψη ότι ο ναός προήλθε από µετασκευή τρίκλιτης βασιλι-
κής, στοιχείο που ερµηνεύει και το µέγεθός του. Βλ. Μ. Γεωργοπούλου - Βέρρα, Ζωγραφική παράδοση και καλλιτεχνικά ρεύ-
µατα στα τέλη του 13ου αρχές 14ου αιώνα στην Εύβοια, 2ο Συµπόσιο βυζαντινής και µεταβυζαντινής Αρχαιολογίας και τέχνης,
Αθήνα 1982, 14-15.

170 Στο ναό αναφέρθηκε αρχικά ο Π. Λαζαρίδης, Α∆ (1968), Χρονικά, 244-245 και αργότερα ο Χ. Φαράντος, Βυζα-
ντινές και µεταβυζαντινές εκκλησίες στις περιοχές των χωριών: Αλιβέρι, Κατακαλός, Βελούσια, Άγ. Λουκάς, Παραµερίτες,
Θαρούνια, Κρεµαστός, Όριο, Μουρτάρι, Οχτωνιά, Αυλωνάρι, Άγ. Γεώργιος και Αχλαδερή της Ν. Εύβοιας, ΑΕΜ 23 (1980),
368-370, πίν. 21-23. Στην εξέλιξη του οικοδοµικού συγκροτήµατος έχει αναφερθεί συνοπτικά και ο Μ. ∆ωρής. Από τα σχέδια
που δηµοσίευσε, προκύπτει ότι δύο µεγάλα τοξωτά ανοίγµατα διανοίχθηκαν σε κάθε µακριά πλευρά του κυρίως ναού, για να
εξασφαλιστεί ανοικτή επικοινωνία µε το περίστωο που κατασκευάστηκε σε δεύτερη φάση. Βλ. Μ. ∆ωρής, Επεκτάσεις και
αλλαγές τύπου βυζαντινών ναών κατά τη διάρκεια ανοικοδόµησής τους, 25ο Συµπόσιο Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής Αρ-
χαιολογίας και Τέχνης, Αθήνα 2005, 26. Η αναφορά στον Άγιο ∆ηµήτριο Αυλωναρίου και τα αντίστοιχα σχέδια, δεν περιέχο-
νται στην περίληψη, αλλά σε οµότιτλο φωτοτυπηµένο σώµα που διενεµήθηκε κατά τη διάρκεια της ανακοίνωσης από τον
συγγραφέα (βλ. σ. 5 και 41-43).

67 
12. Ν. Εύβοιας, Χάνια Αυλωναρίου. Άγιος Δημήτριος 

δέεται  με  την  ύπαρξη  προγενέστερης  βασιλικής171.  Κατά  τη  διάρκεια  της  τοιχο‐

γράφησής του ο ναός διέθετε τον νάρθηκα172 και είχε επικοινωνία με το περίστω‐

ο, όπως ακριβώς πραγματοποιείται και σήμερα, μέσω τοξωτών ανοιγμάτων. Με‐

τασκευές που προηγήθηκαν της τοιχογράφησης, διαφοροποίησαν τη μορφή του 

δυτικού  ανοίγματος  στον  βόρειο  τοίχο:  Κατάργησαν  το  κιονοστήρικτο  τρίβηλο 

επικοινωνίας  νάρθηκα  ‐  ναού,  εντοιχίζοντας  τους  δύο  κίονες  και  το  περιόρισαν 

σε ένα θυραίο τοξωτό άνοιγμα. 

Ο  εντοίχιος  διάκοσμος  του  Αγίου  Δημητρίου  προσγράφεται  στη  δραστη‐

ριότητα του συνεργείου που εργάστηκε στην περιοχή περί το έτος 1300173. Στο ίδιο 

εργαστήριο έχει αποδοθεί η διακόσμηση τριών μικρότερων σταυρεπίστεγων να‐

ών174, αλλά και του καμαροσκεπούς ναού του αγίου Νικόλαου Πύργου 175. Οι τοι‐

χογραφίες  σώζονται  αποσπασματικά,  περίπου  στο  50%  της  συνολικής  εσωτερι‐

κής επιφάνειας του κυρίως ναού και σε μικρότερο ποσοστό στο νάρθηκα (σχέδιο 

16). Στην ενιαία φάση τοιχογράφησης περιλαμβάνεται και τμήμα  του εντοίχιου 

διακόσμου που σώζεται στο βόρειο περίστωο (δυτικό άκρο του βόρειου τοίχου με 

τρεις έφιππους αγίους). 

                                                      
171 Βλ. Φαράντος, ό.π., 368.

172 Ο Λαζαρίδης εικάζει ότι ο νάρθηκας είναι προγενέστερος του κεντρικού πυρήνα, βλ. Λαζαρίδης, ό.π., 244.

173 Ο Küpper δεν περιλαµβάνει το ναό στον κατάλογό του, ενώ ο ∆ωρής τον χρονολογεί σε ένα αδικαιολόγητα µε-
γάλο χρονικό εύρος ±25 ετών, µε άξονα το έτος 1300, βλ. ∆ωρής, Τυπολογία, αρ. 78, 72. Το εύρος αυτό του χρόνου ανέγερ-
σης πρέπει να περιοριστεί µε βάση την ένταξη των τοιχογραφιών στη δραστηριότητα του εργαστηρίου που τοιχογράφησε τον
ακριβώς χρονολογούµενο Άγιο ∆ηµήτριο Μακρυχωρίου (1302/3, Κ13).

174 Στον οµώνυµο ναό του Μακρυχωρίου (Κ13), την Κοίµηση Οξυλίθου (Κ14) και τον Άγιο Νικόλαο Ριτζάνων επί-
σης στον Οξύλιθο. Στον κύκλο εργασιών του εργαστηρίου ανήκει και η διακόσµηση του µονόχωρου καµαροσκεπούς ναού
του Αγίου Νικολάου στο χωριό Πύργος της ίδιας περιοχής. Βλ. Μ. Εµµανουήλ-Γερούση, Οι τοιχογραφίες του Αγίου Νικολάου
στον Πύργο της Εύβοιας, ΑΕΜ 26 (1984-5), 419.

175 Μ. Εµµανουήλ, Οι τοιχογραφίες του Αγ. ∆ηµητρίου στο Μακρυχώρι και της Κοιµήσεως της Θεοτόκου στον Ο-
ξύλιθο της Εύβοιας, Αθήνα 1991, 222-223.

68 
12. Ν. Εύβοιας, Χάνια Αυλωναρίου. Άγιος Δημήτριος 

Ναός 

Η  προσπάθεια  αποκατάστασης  του  προγράμματος  του  κυρίως  ναού,  με 

βάση τις παραστάσεις που αναγνωρίζονται με ασφάλεια, απέδωσε ικανοποιητι‐

κά.  Όπως  είναι  αναμενόμενο,  σε  έναν  τόσο  μεγάλο  ναό,  χριστολογικός  κύκλος 

ολοκληρώνονταν με ικανοποιητική πληρότητα. Από τις σωζόμενες παραστάσεις 

διαφαίνεται ότι διατηρούσε τον ενιαίο χαρακτήρα του, ακολουθώντας αρχές που 

εφαρμόζονταν  στα  εικονογραφικά  προγράμματα  των  μικρότερων  σταυρεπίστε‐

γων ναών.  

Η  αψίδα  του  Ιερού  σχεδόν  ταυτίζεται,  τόσο  κατά  πλάτος  όσο  και    καθ΄ 

ύψος, με την κατά μήκος κεραία, καθιστώντας ανέφικτη την τοποθέτηση του Ευ‐

αγγελισμού  στην  καθιερωμένη  θέση  στο  δυτικό  τοίχο.  Η  ακριβής  ωστόσο  θέση 

της  συγκεκριμένης  παράστασης  δεν  δυνατόν  να  προσδιοριστεί  προς  το  παρόν, 

καθώς δεν περιλαμβάνεται σε εκείνες που έχουν αναγνωριστεί.  

Η έναρξη της χριστολογικής διήγησης γίνεται από το βόρειο τύμπανο της 

εγκάρσιας καμάρας ενώ ακολουθεί η Υπαπαντή στο απέναντι αντίστοιχο διάχω‐

ρο του νότιου τυμπάνου. Η ασυνήθιστη αυτή τοποθέτηση των δύο παραστάσεων, 

αφενός  μεν  τονίζει  τον  εγκάρσιο  άξονα,  αφετέρου  αποσυνδέει  το  περιεχόμενο 

των κατεστραμμένων  τοιχογραφιών  του ημικύλινδρου  από τα πρώτα επεισόδια 

της χριστολογικής αφήγησης. Αυτό επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι η συ‐

νέχεια  του  κύκλου  διαδραματίζεται  στο  νότιο  τμήμα  της  καμάρας  του  δυτικού 

σκέλους  με  την  ακολουθία  Μεταμόρφωσης  ‐  Έγερσης  του  Λαζάρου  ‐  Βαϊοφόρου. 

Με  βάση  την  ταύτιση  δύο  ακόμη  παραστάσεων  από  τις  δώδεκα  συνολικά  που 

υπήρχαν  στον  ημικύλινδρο  της  δυτικής  καμάρας  (Ελκόμενος,  Ψηλάφηση),  συνά‐

γεται ότι η διήγηση του Πάθους και της Ανάστασης ολοκληρώνονταν στο δυτικό 

σκέλος.  

Εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι ενώ η δυτική καμάρα κατατμήθηκε σε 

δώδεκα ισότιμα διάχωρα, ώστε να διατηρηθούν οι παραστάσεις σε μια κανονική 

κλίμακα,  στην  ανατολική  καμάρα  εφαρμόστηκε  ο  κανόνας  της  αποκλειστικής 

αφιέρωσης στην Ανάληψης σε δύο τμήματα.  

Απομένει  η  διερεύνηση  του  πιθανού  περιεχομένου  της  εγκάρσιας  καμά‐

ρας, όπου έχει χαθεί οριστικά το μεγαλύτερο τμήμα των τοιχογραφιών. Βεβαιώ‐

69 
12. Ν. Εύβοιας, Χάνια Αυλωναρίου. Άγιος Δημήτριος 

νεται μόνο η παρουσία ζώνης που έτρεχε χαμηλά κατά μήκος της εγκάρσιας κα‐

μάρας  στην  κατώτερη  και  δεν  υπεισέρχονταν  στο  χώρο  των  τυμπάνων  η  οποία 

περιελάμβανε τουλάχιστον είκοσι ολόσωμους Προφήτες και Δικαίους, από τους 

οποίους διασώθηκαν μόνο δύο176.  

Με δεδομένο το γεγονός ότι δεν υπάρχουν άλλα κενά στον χριστολογικό 

κύκλο, δεν μπορούμε να αποκλείσουμε το ενδεχόμενο στην εγκάρσια καμάρα να 

υπήρχε  μόνο  η  Πεντηκοστή,  όπως  συμβαίνει  σε  άλλους  σταυρεπίστεγους  ναούς 

της Εύβοιας177. Η υπόθεση αυτή ενισχύεται και από το εικονογραφικό πρόγραμ‐

μα του νάρθηκα, όπου, μεταξύ άλλων, εντοπίζονται τμήματα της Δευτέρας Πα‐

ρουσίας, στοιχείο που αποκλείει την τοποθέτησή της στην εγκάρσια καμάρα. 

Η  ανάπτυξη  της  Κοινωνίας  των  Αποστόλων  σε  ανεξάρτητη  ζώνη  στην  α‐

ψίδα  του  Ιερού,  κατέστη  δυνατή  προφανώς  λόγω  του  μεγάλου  μεγέθους  της178. 

Εκατέρωθεν, στην ίδια ζώνη, εντάσσονται δύο σκηνές, από τις οποίες αναγνωρί‐

ζεται βόρεια ο Μυστικός Δείπνος. Η συνύπαρξη των δύο ταυτόσημων παραστά‐

σεων στην ίδια ζώνη είναι γνωστή και από άλλα εικονογραφικά προγράμματα, 

όπου  την  Κοινωνία  των  Αποστόλων  προεκτείνει  ο  Μυστικός  Δείπνος  ως  πρώτη 

σκηνή του κύκλου των Παθών179. Στο ναό όμως του Αυλωναρίου δεν πιστοποιεί‐

ται ύπαρξη τέτοιου κύκλου πέραν των δύο παραστάσεων.  

Βεβαιώνεται  επίσης  υ  ύπαρξη  ενός  κύκλου  των  Αρχαγγέλων  με  τρεις 

τουλάχιστον  παραστάσεις.  Αντικριστά  στο  βόρειο  και  νότιο  τοίχο  του  δυτικού 

σκέλους,  εκτός  ιερού  Βήματος  διακρίνονται  οι  παραστάσεις  των  Τριών  Παίδων 

και  της  Φιλοξενίας  του  Αβραάμ.  Στο  τμήμα  του  βόρειου  τοίχου  που  αντιστοιχεί 

στην  εγκάρσια  καμάρα,  πάνω  από  τη  ζώνη  των  στηθαίων  Αγίων,  εικονίζεται  ι‐

διαίτερα  προβεβλημένος,  υπερφυσικών  διαστάσεων,  ολόσωμος  ο  Αρχάγγελος 

                                                      
176 Ταυτίζεται µόνο ο Αββακούµ από την επιγραφή του ειληταρίου του «ε σακήκοα Κ(ύρι)ε τ ν κοήν σου». Στην ί-
δια ακριβώς θέση αναπτύσσεται ζώνη µε στηθαίους προφήτες σε µετάλλια στους Ταξιάρχες Κωστάνιανης (Κ4).

177 Μεταµόρφωση Πυργίου (Κ10), Κοίµηση και Μεταµόρφωση Αµαρύνθου (Κ16 και Κ17).

178 Η παράσταση της Κοινωνίας των Αποστόλων εντοπίζεται σε δύο ακόµη σταυρεπίστεγους ναούς, στον Ταξιάρ-
χη Κωστάνιανης (Κ4), τον Άγιο Αθανάσιο Λεονταρίου (Κ26) και την Κοίµηση Κροκεών (Κ38).

179 Για τη σχέση των δύο παραστάσεων βλ. C. Walter, Art and Ritual of the Byzantine Church, London 1982, 184-
189.

70 
12. Ν. Εύβοιας, Χάνια Αυλωναρίου. Άγιος Δημήτριος 

Μιχαήλ με τον Ιησού του Ναυή σε μικρότερη κλίμακα, κάτω αριστερά. Η θέση και 

η κλίμακα  της συγκεκριμένης παράστασης σε συνδυασμό με την παρουσία δύο 

άλλων σκηνών του  κύκλου των Αρχαγγέλων180, αλλά και την απουσία κάποιας 

προβολής  του  επώνυμου  του  ναού  αγίου  Δημητρίου,  προφανώς  παραπέμπει  σε 

διαφορετική αρχική αφιέρωση του ναού από αυτήν που ισχύει σήμερα.  

Νάρθηκας 

Το εικονογραφικό πρόγραμμα του νάρθηκα παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδια‐

φέρον.  Στο  κέντρο  του  θόλου  τοποθετείται  ο  Παντοκράτορας  που  περιβάλλεται 

από  ομόκεντρη  κυκλική  ζώνη  ολόσωμων  μετωπικών  αγγέλων.  Στην  ίδια  ζώνη 

παρεμβάλλονταν  δυτικά  ο  Πρόδρομος,  που  προσδιόριζε  με  την  κατεστραμμένη 

σήμερα Θεοτόκο τον κατά μήκος άξονα. Στο τύμπανο, ανάμεσα στα οκτώ παρά‐

θυρα, ισάριθμα ζεύγη ολόσωμων μορφών, πιθανώς Προφήτες. Τα σφαιρικά τρί‐

γωνα, λόγω του γεγονότος ότι ο τρούλος είναι πεπλατυσμένος κατά τον  εγκάρ‐

σιο άξονα και τα φέροντα τόξα οξυκόρυφα, προκύπτουν κάπως ασύμμετρα. Εκεί 

διατάσσονται επιμέρους παραστάσεις της Δευτέρα Παρουσίας (χοροί αποστόλων, 

μοναχών, αγίων γυναικών, ζυγοστασία, γη, θάλασσα). Η σύνθεση, σύμφωνα με τις 

διαθέσιμες  επιφάνειες  θα  μπορούσε  να  ολοκληρώνονταν  στον  ανατολικό  τοίχο 

εκατέρωθεν της βασιλείου Πύλης προς τον κυρίως ναό  (πιθανότατα ο ένθρονος 

Χριστός με τον Παράδεισο βόρεια και τον Άδη νότια). Βέβαια ενδέχεται το εικονο‐

γραφικό  πρόγραμμα  του  τρούλου,  και  κυρίως  ο  Παντοκράτορας,  να  υποκαθι‐

στούσε στην περίπτωση αυτή τον Χριστό ‐ Κριτή και να διατέθηκε το άνω τμήμα 

του  ανατολικού  τοίχου  για  την  ανάπτυξη  των  δώδεκα  ένθρονων  Αποστόλων. 

Πρέπει  να  επισημανθεί  τέλος,  ότι  η  τοποθέτηση  της  Δευτέρας  Παρουσίας  στο 

νάρθηκα επιχειρήθηκε από το ίδιο καλλιτεχνικό συνεργείο με αρκετές αναλογί‐

ες  στους  επιμέρους  χειρισμούς  και  στο  νάρθηκα  του  ναού  της  Κοίμησης  Οξυλί‐

θου (Κ14). Η βασική ομοιότητα εντοπίζεται στην κοινή επιλογή της περιμετρικής 

διάταξης των επιμέρους σκηνών της παράστασης κάτω από τη στάθμη γένεσης 

                                                      
180 Ο αρχιµ. Σίλας Κουκιάρης στον κατάλογο των µνηµείων µε κύκλο των Αρχαγγέλων περιλαµβάνει και τον εξετα-
ζόµενο ναό. Εκεί, πέραν των τριών παραστάσεων που αναφέρουµε, επισηµαίνει µε ερωτηµατικό πιθανή παρουσία και του εν
Χώναις θαύµατος, χωρίς όµως να προσδιορίζει το σχετικό σηµείο του ναού. Βλ. αρχιµ. Σ. Κουκιάρης, Τα θαύµατα - εµφανί-
σεις των Αγγέλων και Αρχαγγέλων στη βυζαντινή τέχνη των Βαλκανίων, Αθήνα - Γιάννινα 1989, 68-69.

71 
12. Ν. Εύβοιας, Χάνια Αυλωναρίου. Άγιος Δημήτριος 

της θολοδομίας. Βέβαια στη περίπτωση του ναού του Οξυλίθου, δεν υπήρχε δυ‐

νατότητα να τοποθετηθεί στο κέντρο ο  Παντοκράτορας καθώς οι νευρώσεις του 

σταυροθολίου  δεν  επέτρεπαν  έναν  τέτοιο  χειρισμό 181,  με  συνέπεια  η  κεντρική 

παράσταση του Χριστού ‐ Κριτή που δεν σώζεται να μετατεθεί στο δυτικό τμήμα 

της όλης σύνθεσης.  

Τέλος,  την  απουσία  θεομητορικών  παραστάσεων  από  το  εικονογραφικό 

πρόγραμμα  του  κυρίως  ναού,  έρχεται  να  καλύψει  η  Κοίμηση  της  Θεοτόκου  που 

τοποθετείται  στο  τύμπανο  του  δυτικού  τόξου  του  νάρθηκα,  πάνω  από  την  κε‐

ντρική είσοδο.  

                                                      
181 Στο σταυροθόλιο του νάρθηκα της Κοίµησης Οξυλίθου αναπτύσσεται κύκλος µε τέσσερις σκηνές του
Πεντηκοσταρίου (Κ14, σχέδιο 20).

72 
13. Ν. Εύβοιας, Μακρυχώρι. Άγιος Δημήτριος 

13.  Ν. Εύβοιας, Μακρυχώρι. Άγιος Δημήτριος 

Ο ναός του αγίου Δημητρίου στο κοιμητήριο της κοινότητας Μακρυχωρί‐

ου  Εύβοιας  ανήκει  τυπολογικά  στην  απλούστερη  μορφή  των  σταυρεπίστεγων 

ναών (Α1). Οι τοιχογραφίες του χρονολογούνται σύμφωνα με γραπτή κτητορική 

επιγραφή στο έτος  1302/3 και απετέλεσαν, μαζί με εκείνες του ναού της Κοιμή‐

σεως της Θεοτόκου στον γειτονικό Οξύλιθο, το θέμα της διδακτορικής διατριβής 

της  Μ.  Εμμανουήλ182,  καθώς  θεωρούνται  χωρίς  αμφιβολία  έργα  του  ίδιου  εργα‐

στηρίου183. 

Το  εικονογραφικό  πρόγραμμα  αποκαθίσταται  σε  όλη  του  την  έκταση 

(σχέδιο  17)  και  παρουσιάζει  ιδιαίτερο  ενδιαφέρον  ως  πρωτότυπη  και  μοναδική 

σύλληψη καθώς συνδυάζει με ευφυή τρόπο τον θεομητορικό και τον χριστολογι‐

κό κύκλο, στοιχείο που δεν έχει επισημανθεί στην έρευνα.  

Οι δύο κύκλοι έχουν κοινό σημείο εκκίνησης και εξελίσσονται με την ίδια 

φορά  στην  εγκάρσια  καμάρα.  Η  ταυτόχρονη  έναρξη  των  κύκλων  γίνεται  με  τις 

δύο  Γεννήσεις:  Η  Γέννηση  του  Χριστού  τοποθετείται  στο  βόρειο  τύμπανο  της  ε‐

γκάρσιας καμάρας, ενώ το Γενέσιο της Θεοτόκου στο βορειοανατολικό από τα έξι 

ισότιμα  πλαίσια  του  ημικύλινδρου.  Ο  θεομητορικός  κύκλος  συνεχίζεται  με  δε‐

ξιόστροφη φορά, με τα Εισόδια και την Μνηστεία που συμπληρώνουν την τριάδα 

των παραστάσεων του ανατολικού τμήμα της καμάρας. Η ίδια φορά χαρακτηρί‐

ζει  και  την  κίνηση  του  χριστολογικού  κύκλου  στο  αντίστοιχο  δυτικό  τμήμα  με 

την Φυγή στην Αίγυπτο και την Υπαπαντή. Η παράσταση του Ασπασμού (σχέδιο 

18Α) στο νοτιοδυτικό πλαίσιο, στο πλαίσιο της χριστολογικής αφήγησης μοιάζει 
                                                      
182 Το ενδεχόµενο ο ναός να είναι παλαιότερος του τοιχογραφικού διακόσµου όπως συνάγεται από το ρήµα ανε-
καινίσθη της επιγραφής δεν τεκµαίρεται από άλλα στοιχεία ή ευρήµατα βλ. Μ. Εµµανουήλ, Οι τοιχογραφίες του Αγ. ∆ηµητρί-
ου στο Μακρυχώρι και της Κοιµήσεως της Θεοτόκου στον Οξύλιθο της Εύβοιας, Αθήνα 1991, 31-32

183 Μ. Εµµανουήλ, ό.π., 193-194.

73 
13. Ν. Εύβοιας, Μακρυχώρι. Άγιος Δημήτριος 

να  είναι  εκτός  σειράς,  αφού  κανονικά  έπεται  του  Ευαγγελισμού  και  προηγείται 

της Γέννησης184. Η φαινομενική όμως αυτή αστοχία αίρεται, εάν εννοήσουμε την 

παράσταση  του  Ασπασμού  ως  συνέχεια  της  θεομητορικής  αφήγησης  στην  κα‐

τάλληλη  θέση  μετά  τη  Μνηστεία.  Όπως  εύκολα  γίνεται  κατανοητό,  πρόκειται 

για  μια  ιδιαίτερα  τολμηρή  συνάφεια,  καθώς  η  εγκυμοσύνη  της  Θεοτόκου  ακο‐

λουθεί την μνηστεία της με τον Ιωσήφ. Η όλη διάταξη έχει ως στόχο την ισορρο‐

πημένη  τοποθέτηση  στο  κέντρο  της  καμάρας,  του  εικονογραφικού  και  θεματο‐

λογικού  ζεύγους  Εισοδίων  ‐  Υπαπαντής185.  Πρέπει  επιπρόσθετα  να  επισημανθεί 

και το γεγονός ότι με την παράσταση του Ασπασμού ολοκληρώνεται ο θεομητο‐

ρικός κύκλος ταυτόχρονα με τον κύκλο της παιδικής ηλικίας του Χριστού (Υπα‐

παντή).  Είναι  λοιπόν  προφανές  ότι  οι  παραστάσεις  στην  εγκάρσια  καμάρα,  αν 

και προέρχονται από δύο κύκλους, συγκροτούν μια ενότητα στην οποία πρωτα‐

γωνιστεί η Θεοτόκος.  

Η  συνέχεια  στη  δυτική  καμάρα  αφορά  αποκλειστικά  τον  χριστολογικό 

κύκλο  με  έξι  παραστάσεις,  που  συναποτελούν  έναν  επιμέρους  κύκλο  του  Πά‐

θους και της Ανάστασης. Ο κύκλος ολοκληρώνεται αφηγηματικά με την Ανάλη‐

ψη, στην ανατολική καμάρα, αλλά προεκτείνεται δεξιόστροφα με την Φιλοξενία 

του Αβραάμ (εορτή της Αγίας Τριάδος – Αγίου Πνεύματος) στο νότιο τύμπανο της 

εγκάρσιας καμάρας, η οποία αντιπροσωπεύει την ολοκλήρωση του Πεντηκοστα‐

ρίου.  

Το  γεγονός  ότι  το  εικονογραφικό  πρόγραμμα  συγκροτείται  με  βάση  την 

προβολή  του  ρόλου  της  Θεοτόκου  στο  έργο  της  θ.  Οικονομίας,  επιβεβαιώνεται 

και από την πανομοιότυπη επανάληψη του ίδιου εικονογραφικού προγράμματος 

από  το  ίδιο  καλλιτεχνικό  συνεργείο  στο  ναό  της  Κοιμήσεως  Οξυλίθου,  η  τοιχο‐

γράφηση  του  οποίου,  αντίθετα  με  ότι  έχει  υποστηριχθεί186,  μάλλον  έπεται.  Στο 
                                                      
184 Η Μ. Εµµανουήλ, αναφερόµενη στην φαινοµενική ανακολουθία Ασπασµού-Γέννησης θεωρεί ότι οι σκηνές του
χριστολογικού κύκλου είναι διασκορπισµένες µέσα στο ναό, βλ. Εµµανουήλ, ό.π., 36.

185 Η στενή σχέση Εισοδίων-Γέννησης επισηµαίνεται στην εγκάρσια καµάρα της Αγίας Παρασκευής Πλάτσας
(Κ31) και του Αγίου ∆ηµητρίου Κροκεών (Κ37).

186 Μ. Εµµανουήλ, ό.π., 220-223. Είναι βέβαια λογικό ένα εικονογραφικό πρόγραµµα θεοµητορικού χαρακτήρα να
σχετίζεται πρωτογενώς µε έναν ναό αφιερωµένο στην Θεοτόκο, ωστόσο η πλήρης και ολοκληρωµένη µορφή του συναντάται
στον Άγιο ∆ηµήτριο.

74 
13. Ν. Εύβοιας, Μακρυχώρι. Άγιος Δημήτριος 

ναό  του  Οξυλίθου,  εκτός  των  άλλων  διαφοροποιήσεων  που  επέφερε  η  απουσία 

δυτικού  τοίχου,  προστίθεται  και  η  Κοίμηση  προφανώς  λόγω  της  επωνυμίας  του 

ναού.  Η  θέση  της  παράστασης  όμως,  ενώ  όπως  είναι  φυσικό  είναι  εξαιρετικά 

προβεβλημένη, δεν ανταποκρίνεται σε μια οργανική σχέση με το υπόλοιπο πρό‐

γραμμα. Με την έννοια αυτή η απουσία της παράστασης από το εικονογραφικό 

πρόγραμμα  του  Αγίου  Δημητρίου  δεν  συνιστά  σε  καμία  περίπτωση  έλλειψη.  Α‐

ντίθετα,  είναι  φανερό  ότι  ο  αρχικός  σχεδιασμός  του  εικονογραφικού  προγράμ‐

ματος δεν είχε συμπεριλάβει την Κοίμηση. Αυτό το στοιχείο σε συνδυασμό με την 

συμμετρική συγκρότηση της ενότητας του Πάθους και της Ανάστασης με άξονα 

την Σταύρωση στον δυτικό τύμπανο προσδίδουν στο εικονογραφικό πρόγραμμα 

του ναού τον χαρακτήρα του πρωτοτύπου. 

75 
14. Ν. Εύβοιας, Οξύλιθος. Κοίμηση της Θεοτόκου. 

14.  Ν. Εύβοιας, Οξύλιθος. Κοίμηση της Θεοτόκου. 

Ο  ναός  της  Κοίμησης  βρίσκεται  στη  συνοικία  των  Χατζηριάνων 187  μέσα 

στο κοιμητήριο του Οξυλίθου. Ανήκει στην δεύτερη παραλλαγή της πρώτης κα‐

τηγορίας  των  σταυρεπίστεγων  ναών  (Α2)  και  είναι  από  τους  λίγους  ναούς  του 

καταλόγου  που  φέρει  νάρθηκα  και  μάλιστα  σύγχρονο  κατασκευαστικά  με  τον 

κυρίως ναό. 

Ο κυρίως ναός είναι κατάγραφος ενώ οι τοιχογραφίες του νάρθηκα σώζο‐

νται αποσπασματικά (σχέδιο 19). Και οι δύο χώροι τοιχογραφήθηκαν ταυτόχρο‐

να. Λόγω της απουσίας επιγραφικών μαρτυριών, ο προβληματισμός για τη χρο‐

νολόγηση  του  ναού  εστιάζεται  στη  σχέση  του  με  τον  ακριβώς  χρονολογημένο 

ναό του αγίου Δημητρίου στο γειτονικό Μακρυχώρι (1302/3), με την τοιχογράφη‐

ση του οποίου συνδέεται στενά. Η Μ. Εμμανουήλ που συνεξέτασε τα δύο τοιχο‐

γραφικά  σύνολα  ως  έργα  του  ίδιου  εργαστηρίου  εκτιμά,  με  βάση  τεχνοτροπικά 

και εικονογραφικά κριτήρια, ότι η Κοίμηση του Οξυλίθου προηγείται του Αγίου 

Δημητρίου και προτείνει μια χρονολόγηση στο τέλος του 13ου αιώνα188.  

Το εικονογραφικό πρόγραμμα του κυρίως ναού είναι σχεδόν πανομοιότυ‐

πο  με  εκείνο  του  Αγίου  Δημητρίου  στο  Μακρυχώρι.  Το  γεγονός  αυτό  αποκτά  ι‐

διαίτερη  σημασία  εάν  λάβουμε  υπόψη  την  σπανιότητα  της  ακριβούς  σχεδόν  ε‐

πανάληψης ενός εικονογραφικού προγράμματος σε δύο ναούς ανεξαρτήτως αρ‐

                                                      
187 Στη βιβλιογραφία κατά κανόνα αναφέρεται το όνοµα της συνοικίας καθώς στον Οξύλιθο υπάρχει και άλλος
οµώνυµος, επίσης σταυρεπίστεγος ναός µε τοιχογραφίες µεταβυζαντινής εποχής (Κοίµηση της Θεοτόκου του Μάτζιαρη). Βλ.
Küpper, ΙΙ, αρ. 149, 200.

188 Μ. Εµµανουήλ, Οι τοιχογραφίες του Αγ. ∆ηµητρίου στο Μακρυχώρι και της Κοιµήσεως της Θεοτόκου στον Ο-
ξύλιθο της Εύβοιας, Αθήνα 1991.

76 
14. Ν. Εύβοιας, Οξύλιθος. Κοίμηση της Θεοτόκου. 

χιτεκτονικού  τύπου189.  Η  μόνη  ουσιαστική  διαφορά  είναι  η  μετάθεση  της  Σταύ‐

ρωσης  στο  νότιο  τύμπανο  της  εγκάρσιας  καμάρας190.  Η  συγκεκριμένη  επιλογή 

ήταν αναγκαστική εξ αιτίας της ανοικτής επικοινωνίας ναού – νάρθηκα και της 

έλλειψης τυμπάνου στο δυτικό σκέλος. Όσον αφορά την παράσταση της  Κοίμη‐

σης,  η  προσθήκη  της  δεν  επέφερε  καμία  αλλαγή  στη  διάταξη  των  κύριων  κύ‐

κλων, αφού εντάχθηκε στην κάτω ζώνη των ολόσωμων Αγίων.  

Είναι προφανές λοιπόν ότι εξ επόψεως εικονογραφικού προγράμματος ο 

άγιος Δημήτριος Μακρυχωρίου μπορεί να διεκδικήσει τον τίτλο του πρωτοτύπου 

και  επομένως  η  χρονολόγηση  του  να  αποτελέσει  terminus  ante  quem  για  την 

Κοίμηση Οξυλίθου. 

Πρόσθετο  ενδιαφέρον  παρουσιάζει  το  εικονογραφικό  πρόγραμμα  του 

νάρθηκα, ο οποίος καλύπτεται από σταυροθόλιο με βεργία. Στα τέσσερα τριγω‐

νικά  διάχωρα  που  προκύπτουν  από  το  σταυροθόλιο,  αναπτύσσεται  ένας  συνε‐

πτυγμένος κύκλος του Πεντηκοσταρίου. 

Η  παράσταση  της  Φιλοξενίας  του  Αβραάμ  που  βρίσκεται  στο  δυτικό  διά‐

χωρο  αντιστοιχεί  στην  εορτή  της  Αγίας  Τριάδος  που  ουσιαστικά  συνεορτάζεται 

με την Πεντηκοστή, ενώ οι  υπόλοιπες τρεις παραστάσεις στις τρεις  από τις  Κυ‐

ριακές  που  προηγούνται  (Χριστός  ‐  Σαμαρείτις,  Θεραπεία  παραλυτικού  και  τυ‐

φλού). Έχουμε δηλαδή παραστάσεις που αντιστοιχούν σε τρεις συνεχόμενες Κυ‐

ριακές  του  Πεντηκοσταρίου  και  την  Φιλοξενία,  που  αντιπροσωπεύει,  ως  παρά‐

σταση  της  Αγίας  Τριάδος,  την  Κυριακή  της  Πεντηκοστής  και  την  Δευτέρα  του 

Αγίου Πνεύματος191.  

                                                      
189 Αντίστοιχη είναι η περίπτωση των δύο σταυρεπίστεγων ναών της Αχρίδας (Άγιοι Κωνσταντίνος και Ελένη και
Παναγία Bolničkα) των οποίων ο τοιχογραφικός διάκοσµος αποδίδεται στο ίδιο εργαστήριο, βλ. Κ 1 και Κ2.

190 Η Μ. Εµµανουήλ προτείνει ως πιθανή την τοποθέτηση της Σταύρωσης στο νότιο τύµπανο, στηρίζοντας την ά-
ποψή της «στην ειδική σχέση που έχουν µεταξύ τους οι δύο σκηνές και την αντιδιαµετρική θέση που παίρνουν συχνά στο
εικονογραφικό πρόγραµµα των ναών», χωρίς να αναφέρει κάποιο παράδειγµα. Ακόµη και ο H. Maguire, που προσέγγισε
θεωρητικά το ζήτηµα των αντιθέσεων στην γραµµατεία και την αντανάκλασή του στην τέχνη, δεν αναφέρει το παραπάνω
σχήµα, βλ. H. Maguire, Art and Eloquence in Byzantium, Princeton 1981.

191  Η  παράσταση  της  Πεντηκοστής  εικονίζεται  σε  σημαίνουσα  θέση  και στον  νάρθηκα  του 

Αρχάγγελου Αρκαλοχωρίου (Κ45), όπου χαμηλότερα εικονίζονται σε αψιδώματα η Φιλοξενία και 
οι Τρεις Παίδες εν καμίνω, συγκροτώντας μια ενότητα που σχετίζεται με την λήξη του Πεντηκο‐
σταρίου  (η  τελευταία  παράσταση  συνδέεται  με  την  υμνολογία  της  εορτής).  Ανάλογη  περίπτωση 
εικονογράφησης  νάρθηκα  με  θεματολογία  που  επικεντρώνεται  στην  εορτή  της  Πεντηκοστής  έ‐

77 
14. Ν. Εύβοιας, Οξύλιθος. Κοίμηση της Θεοτόκου. 

Ως προς την φορά του κύκλου του Πεντηκοσταρίου  αξίζει να παρατηρή‐

σουμε ότι, σύμφωνα με την διαδοχή των Κυριακών, η διάταξη των τεσσάρων δεν 

είναι κυκλική, αλλά αντίρροπη σε σχήμα ζήτα (σχέδιο 20).  

Κάτω από τον κύκλο του Πεντηκοσταρίου αναπτύσσεται συνεχόμενη ζώ‐

νη με τα διάφορα επιμέρους εικονογραφικά θέματα που συγκροτούν την Δευτέ‐

ρα Παρουσία. Παρά την εκτεταμένη καταστροφή, η διάρθρωση του κύκλου κυρί‐

ως  στα  τέσσερα  τύμπανα  των  τόξων  που  στηρίζουν  τον  θόλο  είναι  σαφής.  Ελ‐

λείψει επαρκούς χώρου κάτω στο ανατολικό τύμπανο που περιορίζεται λόγω του 

τοξωτού ανοίγματος επικοινωνίας με τον κυρίως ναό, η κεντρική σύνθεση με τον 

ένθρονο  Χριστό‐Κριτή  θα  πρέπει  να  ήταν  τοποθετημένη  στο  νότιο  τύμπανο.  Α‐

πέναντι στο βόρειο τύμπανο σπάραγμα με γυμνά πόδια σε κόκκινο βάθος μαρ‐

τυρεί ότι εκεί ήταν πιθανότατα το τμήμα της παράστασης με τον Άδη και τις τι‐

μωρίες. Τέλος στο δυτικό τύμπανο, στο μόνο τμήμα της παράστασης που σώζε‐

ται  σχεδόν  ακέραιο,  εικονίζονται  ο  Παράδεισος  με  τον  αρχάγγελο  Μιχαήλ,  την 

Πύλη  (Φλογίνη  ρομφαία),  τον  Ληστή,  την  Θεοτόκο  και  τον  Αβραάμ.  Στο  βόρειο 

άκρο,  μπροστά  από  τον  Αρχάγγελο,  διακρίνεται  ο  χορός  των  Αποστόλων  που 

προσεγγίζουν την πύλη του Παραδείσου.  

Η  θέση  της  κατ΄  εξοχήν  εσχατολογικής  παράστασης  στο  νάρθηκα  δεν 

πρέπει  να  συσχετισθεί  μόνο  με  τον  κοιμητηριακό  χαρακτήρα  του  ναού192,  αλλά 

θα  μπορούσε  από  θεολογική  άποψη  να  θεωρηθεί  ως  ενιαία  σύλληψη  με  τις  υ‐

περκείμενες  παραστάσεις,  ως  προέκταση  του  κύκλου  του  Πεντηκοσταρίου.  Άλ‐

λωστε η Δευτέρα Παρουσία αποτελεί το κύριο θέμα της ευαγγελικής περικοπής 

                                                                                                                                                        
χουμε στους εσωνάρθηκες της Παναγίας Καστριώτισσας (Κουμπελίδικης) και του Αγίου Γεωργίου 
Ομορφοκκλησιάς  (π.  Γκάλιστα)  Καστοριάς.  Και  στις  δύο  περιπτώσεις  οι  απεικονίσεις  της  Αγίας 
Τριάδος, σχετίζονται άμεσα με την παράσταση της  Πεντηκοστής. Στην Κουμπελίδικη η Πεντηκο‐
στή  χρονολογείται  στον  17ο  αιώνα  αλλά,  όπως  έχει  επισημάνει  η  Χ.  Μαυροπούλου‐Τσιούμη  δεν 
αποκλείεται να είναι επιζωγραφισμένη. Βλ. Χρ. Μαυροπούλου‐Τσιούμη, Οι τοιχογραφίες του  13ου 
αιώνα στην Κουμπελίδικη της Καστοριάς, Θεσσαλονίκη 1973, 39 και Μ. Παϊσίδου, Η ανθρωπόμορφη 
Αγία  Τριάδα  στον  Άγιο  Γεώργιο  Ομορφοκκλησιάς  Καστοριάς,  Αφιέρωμα  στη  μνήμη  του  Σωτήρη 
Κίσσα, Θεσσαλονίκη, 2001, 373‐394. Ενδέχεται η συνύπαρξη Αγίας Τριάδος και Πεντηκοστής στους 
νάρθηκες να συνδέεται με κάποια λανθάνοντα στοιχεία του λειτουργικού τυπικού.  
192 Η ∆ευτέρα Παρουσία υπάρχει και στον αντίστοιχο τρουλαίο νάρθηκα στον γειτονικό ναό του αγίου ∆ηµητρίου
στα Χάνια Αυλωναρίου (Κ12) ο οποίος δεν φαίνεται να είχε κοιµητηριακή χρήση. Πάντως ο ισχυρισµός ότι ακόµη και οι χρι-
στολογικές παραστάσεις του θόλου εντάσσονται στον κοιµητηριακό χαρακτήρα του εικονογραφικού προγράµµατος του νάρ-
θηκα επειδή προέρχονται από το ευαγγέλιο του Ιωάννη δεν τεκµηριώνεται θεολογικά. Βλ. Μ. Εµµανουήλ, ό.π., 221.

78 
14. Ν. Εύβοιας, Οξύλιθος. Κοίμηση της Θεοτόκου. 

της Κυριακής των Αγίων Πάντων η οποία έπεται της Πεντηκοστής. Τέλος, η συ‐

νειδητή  συγκρότηση  ενός  εικονογραφικού  προγράμματος  για  το  νάρθηκα  που 

αναδεικνύει τον εσχατολογικό χαρακτήρα του Πεντηκοσταρίου σε συνδυασμό με 

την Δευτέρα Παρουσία ενισχύεται και από την απεικόνιση των Αποστόλων που 

παρεμβάλλονται σε δύο ομίλους.  

79 
15. Ν. Εύβοιας, Σπηλιές. Οδηγήτρια 

15.  Ν. Εύβοιας, Σπηλιές. Οδηγήτρια 

Ο  ναός  της  Οδηγήτριας  στις  Σπηλιές  Ευβοίας  Ανήκει  στην  πιο  απλή  τυ‐

πολογική παραλλαγή των σταυρεπίστεγων ναών (Α1) και έχει απασχολήσει την 

έρευνα  κυρίως  για  την  ποιότητα  του  τοιχογραφικού  του  διακόσμου,  ο  οποίος 

χρονολογείται με γραπτή επιγραφή στο έτος 1310/11193. Οι τοιχογραφίες του ναού 

σώζονται  σε  ικανοποιητική  κατάσταση  και  έκταση,  με  αποτέλεσμα  να  έχουμε 

μια ολοκληρωμένη εικόνα του εικονογραφικού προγράμματος (σχέδιο 21). 

Ο  εκτεταμένος  ενιαίος  χριστολογικός  κύκλος  αποτελείται  από  δεκατέσ‐

σερις  παραστάσεις,  από  τις  οποίες  έχει  δεν  σώζεται  μόνο  η  Σταύρωση  η  οποία, 

χωρίς αμφιβολία, ήταν τοποθετημένη στο τύμπανο της δυτικής καμάρας. Το εν‐

διαφέρον στο εικονογραφικό πρόγραμμα του ναού εστιάζεται στον τρόπο έντα‐

ξης δύο θεομητορικών σκηνών στην χριστολογική αφήγηση. 

Η εκκίνηση του χριστολογικού κύκλου γίνεται με τον Ευαγγελισμό εκατέ‐

ρωθεν της αψίδας, όπως συμβαίνει και στην πλειονότητα των εξεταζόμενων να‐

ών194.  Η  ευαγγελική  αφήγηση  μεταφέρεται  απευθείας  στον  ημικύλινδρο  της  ε‐

γκάρσιας  κεραίας,  η  οποία  διαιρείται  σε  έξι  ισότιμα  πλαίσια,  όπου  τοποθετού‐

νται ισάριθμες παραστάσεις (Γέννηση, Υπαπαντή, Βάπτιση, Βαϊοφόρος, Μεταμόρ‐

φωση και Εις Άδου Κάθοδος). Στη δεξιόστροφη φορά που εισάγουν οι τρεις πρώ‐

τες  παραστάσεις,  πειθαρχούν  η  Έγερση  του  Λαζάρου,  που  είναι  τοποθετημένη 

στο  νότιο  τύμπανο  και  η  Βαϊοφόρος  στο  νοτιοδυτικό  διάχωρο.  Δεν  συμβαίνει  ό‐

μως  το  ίδιο  και  την  Μεταμόρφωση  και  την  Εις  Άδου  κάθοδο.  Η  πρώτη  εξαίρεται 

κεντρικά στο δυτικό μισό της εγκάρσιας καμάρας ενώ, σύμφωνα με την ιστορική 
                                                      
193 Βλ. Velmans T., Deux églises Byzantines du début du XIVe siècle en Eubée, CA 18 (1968), 192-225.

194 Η απεικόνιση του Παλαιού των Ηµερών στο δυτικό τοίχο πάνω από το κλειδί της αψίδας του Ιερού, εικονο-
γραφικό στοιχείο που επιχωριάζει στα µνηµεία της οµάδας και αποτελεί εικονογραφική προσθήκη στην παράσταση του Ευ-
αγγελισµού.

80 
15. Ν. Εύβοιας, Σπηλιές. Οδηγήτρια 

ακολουθία θα έπρεπε να βρίσκεται στη θέση της Έγερσης του Λαζάρου. Η ύπαρ‐

ξη  του  παραθύρου  όμως  στο  νότιο  τύμπανο  δεν  ευνοούσε  την  τοποθέτησή  της 

εκεί, σε αντίθεση με την Έγερση που έχει ελεύθερο τον κεντρικό άξονα και μπο‐

ρεί να διαιρεθεί σε δύο τμήματα. Επιπρόσθετα η απόσπαση της  Μεταμόρφωσης 

από τη φυσική ροή της χριστολογικής διήγησης και η μετάθεση της σε περισσό‐

τερο  προβεβλημένη,  και  μάλιστα  στον  κατά  μήκος  άξονα,  επιφάνεια  αποτελεί 

συνηθισμένη πρακτική. Επιπλέον, η συνύπαρξη Μεταμόρφωσης ‐ Εις Άδου καθό‐

δου ανταποκρίνεται απόλυτα στο θεολογικό περιεχόμενό τους, όπως εκφράζεται 

μέσα από την υμνολογία και την ερμηνευτική παράδοση της Εκκλησίας195.  

Ως προς τις υπόλοιπες  παραστάσεις του χριστολογικού  κύκλου της  δυτι‐

κής και ανατολικής καμάρας, παρατηρούμε ότι η χωροθέτησή τους προσδιορίζε‐

ται από την δεξιόστροφη κίνηση αλλά και τις δυο μεγάλες θεομητορικές σκηνές 

που  καταλαμβάνουν  το  βόρειο  μισό  των  κατά  μήκος  καμαρών.  Η  τοποθέτηση 

των Εισοδίων, που περιορίζει την  Ανάληψη στο νότιο μισό της δυτικής καμάρας, 

είναι σαφές ότι αποβλέπει στην ταύτιση του εικαστικού χώρου όπου διαδραματί‐

ζεται το γεγονός (τα Άγια των Αγίων του ναού του Σολομώντος) με τον πραγμα‐

τικό λειτουργικό χώρο (ιερό Βήμα)196. Με δεδομένες λοιπόν τις παραπάνω επιλο‐

γές, οι παραστάσεις της Κρίσης του Άννα και Καϊάφα και του Ελκόμενου στο νότιο 

μισό της δυτικής καμάρας, προεκτείνουν τη δεξιόστροφη διήγηση μετά την Βαϊο‐

φόρο  με  αποκορύφωμα  την  Σταύρωση,  η  οποία  ήταν  προφανώς  τοποθετημένη 

στο τύμπανο που καθαιρέθηκε.  

                                                      
195 Οι δύο παραστάσεις βρίσκονται µαζί ως ζεύγος αλλά στο πλαίσιο της δεξιόστροφης εξέλιξης του χριστολογι-
κού κύκλου και στη δυτική καµάρα του Ταξιάρχη Γκοριτσάς (Κ35). Στενή σχέση µε τη Μεταµόρφωση στο βόρειο τύµπανο και
την Εις Άδου κάθοδο έχουµε και στον Σωτήρα Αλεποχωρίου (Κ7), Αγία Τριάδα Σοφικού (Κ22) και Άγιο Νικόλαο Μ. Καστά-
νιας (Κ32). Για τη θεολογική σχέση τους βλ. Στιχηρά ιδιόµελα του Μ. Εσπερινού της Μεταµόρφωσης «.. µετεµορφώθης..
δε ξαι βουλόµενος τ ς ναστάσεως τ ν λαµπρότητα» και «Προτυπ ν τ ν νάστασιν τ ν σ ν, Χριστ Θεός, τότε παραλαµβά-
νεις..».

196 Το ίδιο συµβαίνει στην Παναγία Bolnička (K2), Κοίµηση της Θεοτόκου Αµαρύνθου (Κ16), Αγία Τριάδα Σοφικού
(Κ22) και Κοίµηση Κροκεών (Κ38).

81 
16. Ν. Εύβοιας, Αμάρυνθος. Κοίμηση της Θεοτόκου 

16.  Ν. Εύβοιας, Αμάρυνθος. Κοίμηση της Θεοτόκου 

Ο  ναός  της  Κοιμήσεως  ανήκει  στην  κατηγορία  Α1  των  σταυρεπίστεγων 

ναών  και  βρίσκεται  σε  παραθαλάσσιο  ύψωμα  κοντά  στην  Αμάρυνθο  (π.  Κάτω 

Βάθεια)  Ευβοίας  που  ονομάζεται  Παλαιόχωρα.  Η  βορειοανατολική  γωνία  του 

ναού βρίσκεται σε επαφή με το τείχος του παλαιού οικισμού, από τον οποίο σώ‐

ζονται ελάχιστα λείψανα. Η Κοίμηση, μαζί με τον επίσης σταυρεπίστεγο ναό της 

Μεταμόρφωσης  που  βρίσκεται  σε  μικρή  απόσταση,  αποτελούν  τα  μόνα  κτίρια 

του οικισμού που σώζονται ακέραια.  

Ο ναός χρονολογείται στις αρχές του 14ου αιώνα197. Στο εσωτερικό του σώ‐

ζονται τοιχογραφίες σε ικανοποιητική έκταση, ώστε να είναι δυνατή η αποκατά‐

σταση  του  εικονογραφικού  προγράμματος.  Συνολικά  αναγνωρίζονται  δέκα  πα‐

ραστάσεις,  από  τις  οποίες  μόνο  τα  Εισόδια  της  Θεοτόκου,  δεν  ανήκουν  στο  χρι‐

στολογικό κύκλο (σχέδιο 22).  

Κύριο χαρακτηριστικό του προγράμματος είναι το γεγονός ότι ολόκληρη 

η  εγκάρσια  καμάρα  καταλαμβάνεται  από  την  Πεντηκοστή,  όπως  συμβαίνει  και 

στον παρακείμενο ναό της Μεταμόρφωσης (Κ17), στον ομώνυμο ναό του Πυργί‐

ου (Κ10), αλλά και σε πέντε ακόμη σταυρεπίστεγους ναούς της Αττικής και  της 

Πελοποννήσου198. Η καμάρα διαιρείται με γραπτή ταινία που τρέχει κατά μήκος 

του κλειδιού, με τους καθήμενους Αποστόλους να διατάσσονται ανά έξι σε κάθε 

διάχωρο. Στα χαμηλότερα τμήματα της καμάρας διακρίνεται και μία επιπρόσθε‐

                                                      
197 Küpper, ΙΙ, αρ. 27, 42, ∆ωρής, Τυπολογία, αρ. 65, 72.

198 Άγιος Νικόλαος Καλάµου (Κ9), Άγιοι Θεόδωροι Αφιδνών (Κ8), Αγία Τριάδα και Άγιος Ανδρέας Κρανιδίου (Κ24
και Κ25), Άη Γιαννάκης Κάµπου Αβίας (Κ29).

82 
16. Ν. Εύβοιας, Αμάρυνθος. Κοίμηση της Θεοτόκου 

τη ζώνη, με περιεχόμενο που δεν ταυτίζεται προς το παρόν 199. Αδιάγνωστες πα‐

ραμένουν και οι παραστάσεις στα τύμπανα της εγκάρσιας καμάρας.  

Η δυτική καμάρα χωρίζεται με παράλληλες προς τον κατά μήκος άξονα 

του  ναού  γραπτές  ταινίες,  σε  τέσσερα  ισότιμα  διάχωρα,  όπου  διατάσσονται  οι 

εξής  παραστάσεις:  Βάπτιση,  Έγερση  του  Λαζάρου,  Βαϊοφόρος  και  Μεταμόρφωση. 

Στον δυτικό τοίχο, η ιδιόμορφη διζωνική διάταξη παραστάσεων του ενιαίου χρι‐

στολογικού κύκλου, δεν έχει επισημανθεί σε άλλον ναό του καταλόγου200.  

Στο  τύμπανο  εικονίζεται  η  Σταύρωση,  ενώ  κάτω  από  αυτήν  τοποθετού‐

νται  ο  Θρήνος  και  η  Υπαπαντή.  Αυτό  που  προσδίδει  ιδιαίτερο  ενδιαφέρον  στη 

διάταξη  των  παραστάσεων  του  δυτικού  σκέλους,  είναι  οι  διαδοχικές  αριστερό‐

στροφες κινήσεις, οι οποίες δεν επηρεάζουν την γενικότερη φορά του χριστολο‐

γικού  κύκλου  που  είναι  δεξιόστροφη  τόσο  στην  εκκίνηση  όσο  και  στην  ολοκλή‐

ρωσή του (σχέδιο 23). 

Με βάση την ίδια γενική δεξιόστροφη φορά ερμηνεύεται και η τοποθέτη‐

ση της Εις Άδου Καθόδου και των Εισοδίων κάτω από την Ανάληψη, η οποία κυ‐

ριαρχεί  στο  ανατολικό  σκέλος.  Η  πρώτη  διαδέχεται  την  κατεστραμμένη  παρά‐

σταση του βόρειου τυμπάνου της εγκάρσιας καμάρας η οποία ενδεχομένως ήταν 

ο  Λίθος,  παράσταση  συμβατή  με  την  ύπαρξη  του  φωτιστικού  ανοίγματος  στον 

άξονα.  Η  τοποθέτηση  των  Εισοδίων  αποτελεί  μια  συνηθισμένη  επιλογή,  που 

προκύπτει  από την ταύτιση του χώρου  όπου  εξελίσσεται στο γεγονός με τον ά‐

βατο  χώρο  του  ιερού  Βήματος,  αλλά  θα  μπορούσε  να  σχετίζεται  άμεσα  με  την 

Γέννηση  του  Χριστού,  όπως  έχει  παρατηρηθεί  και  σε  άλλα  εικονογραφικά  προ‐

γράμματα201.  Στην  περίπτωση  αυτή  η  Γέννηση,  που  δεν  σώζεται,  θα  πρέπει  να 

ήταν τοποθετημένη στο τμήμα του νότιου τοίχου που ορίζεται από το πλάτος της 

εγκάρσιας καμάρας. Στην υπόθεση αυτή συνηγορεί η παράσταση της  Κλίμακας 
                                                      
199 Βλ. Α∆ 34 (1979), 182, πίν. 60β.

200 Εξαίρεση πιθανώς αποτελεί ο Άγιος Ιωάννης Γαλατά (Κ6).

201 Τα Εισόδια µεµονωµένα εµφανίζονται σε άµεση σχέση µε την Γέννηση στην Αγία Θέκλα (Κ11), στον Άγιο ∆η-
µήτριο Κροκεών (Κ37) και στην Αγία Παρασκευή Πλάτσας (Κ31) και, κάπως χαλαρότερη, στον Άγιο Ιωάννη Γαλατά (Κ6).
Τοποθέτηση των Εισοδίων στο χώρο του Ιερού έχουµε στην Παναγία Bolnička (K2), στην Οδηγήτρια στις Σπηλιές (Κ15),
στην Αγία Τριάδα Σοφικού (Κ22) και στην Κοίµηση Κροκεών (Κ38). Από τις τέσσερις αυτές περιπτώσεις άµεση γειτνίαση µε
τη Γέννηση παρατηρείται στην περίπτωση της Οδηγήτριας.

83 
16. Ν. Εύβοιας, Αμάρυνθος. Κοίμηση της Θεοτόκου 

του  Ιακώβ  στο  νότιο  τύμπανο,  ως  προεικόνιση  της  Θεοτόκου  και  της  Ενανθρω‐

πήσεως, αλλά και η θέση της Βάπτισης και της Υπαπαντής, σύμφωνα με την πο‐

ρεία  του  κύκλου  (σχέδιο  23).  Σε  κάθε  περίπτωση,  απώτερος  σκοπός  του  σχεδια‐

σμού ήταν η διασύνδεση του χριστολογικού κύκλου με τον θεομητορικό, στοιχείο 

που επιδιώκεται και σε σειρά άλλων εικονογραφικών προγραμμάτων  του κατα‐

λόγου, με σαφή πρόθεση την προβολή της Θεοτόκου στην οποία είναι αφιερωμέ‐

νος ο ναός202. 

Από τις υπόλοιπες μη σωζόμενες παραστάσεις θα πρέπει να θεωρήσουμε 

βέβαιη  την  παρουσία  του  Ευαγγελισμού  εκατέρωθεν  της  αψίδας  του  Ιερού  και 

της Κοίμησης της Θεοτόκου, στο βόρειο τοίχο απέναντι από την Γέννηση203.  

Πρωτότυπη είναι τέλος, η δημιουργία δύο εγκάρσιων ζωνών με μετάλλια 

στο  φρύδι  των  δύο  κατά  μήκος  καμαρών  προς  τον  κεντρικό  χώρο,  στοιχείο  που 

συναντούμε σε σταυρεπίστεγους ναούς της Κρήτης204.  

                                                      
202 Άγιος ∆ηµήτριος Μακρυχωρίου (Κ13), Κοίµηση Οξυλίθου (Κ15), Άγιος Αθανάσιος Λεονταρίου (Κ26).

203 Από τις δεκαπέντε περιπτώσεις που εµφανίζεται η παράσταση στους σταυρεπίστεγους ναούς, στις επτά βρί-
σκεται στην θέση αυτή. Πρέπει να επισηµανθεί ότι εκτός από την Κοίµηση Οξυλίθου (Κ14) οι υπόλοιπες εντοπίζονται στις
εξής περιπτώσεις στην Πελοπόννησο: Αγία Τριάδα Κρανιδίου (Κ24), Άγιος Ανδρέας Κρανιδίου (Κ25), Προφήτης Ηλίας Αµυ-
κλών (Κ34), Ταξιάρχης Γκοριτσάς (Κ35), Άγιος ∆ηµήτριος Κροκεών(Κ37), Κοίµηση Κροκεών (Κ38).

204 Παναγία Βουλισµένης (Κ49), Αρχάγγελος Αρκαλοχωρίου (Κ45 µε επιφύλαξη όσον αφορά τη ζώνη των µεταλ-
λίων στην ανατολική καµάρα).

84 
 

17.  Ν. Εύβοιας, Αμάρυνθος. Μεταμόρφωση  

Ο ναός της Μεταμορφώσεως βρίσκεται στην τοποθεσία Παλαιόχωρα κο‐

ντά στην Αμάρυνθο, σε πολύ μικρή απόσταση από τον ναό της Κοίμησης  (Κ16). 

Τυπολογικά ανήκει και αυτός στην παραλλαγή Α1, αλλά διαφέρει σημαντικά ως 

προς  τις  αναλογίες.  Η  χρονολόγησή  του  δεν  προσδιορίζεται  με  ακρίβεια  λόγω 

απουσίας  ασφαλών  τεκμηρίων,  αλλά  γενικά  θεωρείται  κτίσμα  του  14ου  αιώνα 

μεταγενέστερο  της  Κοίμησης205.  Από  τον  άλλοτε  κατάγραφο  ναό  σώζονται  διά‐

σπαρτα  κάποια  σπαράγματα  (σχέδιο  24).  Ελάχιστα  από  αυτά  αναγνωρίζονται 

λόγω της κακής κατάστασης διατήρησής τους, με αποτέλεσμα να μην είναι εφι‐

κτή  οποιαδήποτε  απόπειρα  αποκατάστασης  του  εικονογραφικού  του  προγράμ‐

ματος. Ωστόσο η Πεντηκοστή, τμήματα της οποίας διατηρούνται στην εγκάρσια 

καμάρα,  συνδέει  το  ναό  τόσο  με  τον  παρακείμενο  ναό  της  Κοίμησης  (Κ16)  όσο 

και με τον ομώνυμο ναό στο Πυργί της Εύβοιας (Κ10). Η παρουσία της παράστα‐

σης  των  Τριών  Παίδων  μπροστά  από  το  Ιερό  μπορεί  κάλλιστα  να  συνδέεται  με 

την κεντρική παράσταση της  Πεντηκοστής σύμφωνα με την υμνολογία της εορ‐

τής που επαναλαμβάνεται και την Δευτέρα του Αγίου Πνεύματος206.  

                                                      
205 Ο Küpper θεωρεί ότι πρέπει να χρονολογηθεί προς το τέλος του 14ου αιώνα, ενώ ο ∆ωρής περί τα µέσα. Βλ.
Küpper, ΙΙ, αρ. 28, 43, ∆ωρής, Τυπολογία, αρ. 64, 71 (1350±25).

 Βλ. τους ειρμούς της ζ΄ και η’ ωδής του όρθρου της Πεντηκοστής «Οἱ ἐν καμίνῳ τοῦ πυρὸς 
206

ἐμβληθέντες ὅσιοι Παῖδες, τὸ πῦρ εἰς δρόσον μετέβαλον, διὰ τῆς ὑμνωδίας, οὕτω βοῶντες, εὐλογητὸς 
εἶ Κύριε, ὁ Θεὸς τῶν Πατέρων ἡμῶν» και «Λύει τὰ δεσμὰ καὶ δροσίζει τὴν φλόγα, ὁ τρισσοφεγγὴς τῆς 
θεαρχίας  τύπος,  ὑμνοῦσι  Παῖδες,  εὐλογεῖ  δὲ  τὸν  μόνον,  σωτήρα  καὶ  παντουργόν,  ὡς  εὐεργέτην,  ἡ 
δημιουργηθεῖσα σύμπασα κτίσις», όπου γίνεται άμεση τυπολογική σύνδεση Τριών Παίδων και Αγί‐
ας Τριάδος‐Πεντηκοστής, βλ. Πεντηκοστάριον 502 και 504. Σε παρόμοια θέση επισημαίνεται η πα‐
ράσταση των Τριών Παίδων και στον Άγιο Δημήτριο Αυλωναρίου  (Κ12). Στην περίπτωση του Αυ‐
λωναρίου  η  παράσταση  μπορεί  να  θεωρηθεί  ότι  ταυτόχρονα  αποτελεί  τμήμα  ενός  κύκλου  των 
Αρχαγγέλων. Επίσης η παράσταση συνυπάρχει με την Πεντηκοστή και την Φιλοξενία του Αβραάμ 
στον νάρθηκα του Αρχαγγέλου Αρκαλοχωρίου (Κ45). 

85 
 

18.  Ν. Εύβοιας, Καθενοί. Αγία Τρίτη 

Ο ναός της Αγίας Τρίτης είναι γνωστός στην έρευνα κυρίως μέσα από δη‐

μοσιεύματα και ανακοινώσεις του  Γ. Δημητροκάλλη207. Πρόκειται για σταυρεπί‐

στεγο ναό της κατηγορίας Α1 σχετικά μεγάλου μεγέθους, με ιδιαίτερο χαρακτη‐

ριστικό  τις  οξυκόρυφες  καμάρες.  Ο  ναός  βρίσκεται  σε  ολοένα  επιδεινούμενη  ε‐

ρειπιώδη  κατάσταση,  πράγμα  που  επιβαρύνει  την  ήδη  πολύ  κακή  κατάσταση 

των τοιχογραφιών, που έχουν χρονολογηθεί στα τέλη του 14ου αιώνα208.  

Τα  τμήματα  του  τοιχογραφικού  διακόσμου  που  διατηρούνται,  περιορίζο‐

νται  κυρίως  στις  κάθετες  επιφάνειες,  ενώ  ελάχιστα  είναι  τα  στοιχεία  που  θα 

βοηθούσαν στην αποκατάσταση του εικονογραφικού προγράμματος (σχέδιο 25). 

Στις  πέντε  παραστάσεις  που  ταυτίζονται  βάσει  των  σωζόμενων  σπαραγμάτων, 

προστίθεται  ακόμη  μία,  την  οποία  φωτογράφησε  πριν  την  καταστροφή  της  ο 

Δημητροκάλλης σε παλαιότερη επίσκεψή του στο μνημείο.  

Ο Ευαγγελισμός αναπτύσσονταν σε δύο τμήματα εκατέρωθεν της αψίδας 

σηματοδοτώντας  την  έναρξη  του  χριστολογικού  κύκλου.  Τουλάχιστον  δύο  από 

τις παραστάσεις της εγκάρσιας κεραίας προέρχονταν από τον βασικό χριστολο‐

γικό  κύκλο. Διακρίνεται τμήμα της μορφής του μετωπικού  Χριστού σε δόξα  κα‐

θώς και ο προφήτης Ηλίας από την Μεταμόρφωση, ενώ ένα σπάραγμα θα μπο‐

ρούσε να αποδοθεί στην Υπαπαντή. Τέλος, η Βάπτιση ήταν τοποθετημένη, κατά 

πάσα πιθανότητα, στο βόρειο τύμπανο της εγκάρσιας καμάρας. 

Δύο  ακόμη  χριστολογικές  σκηνές  σώζονται  σε  καλύτερη  κατάσταση:  Η 

Προσευχή στη Γεθσημανή209 στο νότιο τμήμα της ανατολικής καμάρας, πάνω από 

                                                      
207 Γ. ∆ηµητροκάλλης, Ο σταυρεπίστεγος ναός της Αγίας Τρίτης, ΑΕΜ 33 (1998-2000), 49-69 και πίν. 1-47, όπου
και βιβλιογραφία.

208 ∆ηµητροκάλλης, ό.π., 64. Ο Küpper δέχεται τη χρονολόγηση του ∆ηµητροκάλλη, βλ. Küpper II, αρ. 102, 138-
139, ενώ ο ∆ωρής προτείνει χρονολόγηση στο πρώτο µισό του 14ου αιώνα (1325±25), βλ. ∆ωρής, Τυπολογία, αρ. 58, 71.

209 Πρόκειται για την αδιάγνωστη κατά τον ∆ηµητροκάλλη παράσταση της οποίας δηµοσιεύει δύο φωτογραφίες. Η
ταύτισή της είναι δυνατή καθώς παρά τις φθορές διακρίνεται η επιγραφή: ΟΥΤΟΣ ΟΥΚ Ι/(σχ)ΥΣΑΤΕ Μ(ίαν/ ραν γρηγορ σα)Ι

86 
18. Ν. Εύβοιας, Καθενοί. Αγία Τρίτη 

τη στάθμη της γένεσής της, και δίπλα της, στο χώρο του τυμπάνου, η Προδοσία. 

Με  δεδομένο  ότι  ανάμεσα  στην  Προσευχή  και  την  αψίδα  του  Ιερού  υπήρχε  μία 

ακόμη  παράσταση,  είναι  βέβαιο  ότι  πρόκειται  για  τμήμα  του  ανεξάρτητου  κύ‐

κλου των Παθών, ο οποίος ξεκινούσε πιθανότατα από τον χώρο του Ιερού με την 

σκηνή του Μυστικού Δείπνου. 

Η  Επταβηματίζουσα210  και  τα  Εισόδια  στο  νότιο  τμήμα  της  δυτικής  καμά‐

ρας  αποτελούν  προφανώς  τμήμα  ενός  εκτεταμένου  θεομητορικού  κύκλου,  ο  ο‐

ποίος προφανώς αναπτύσσονταν στο δυτικό σκέλος.  

Από το περιεχόμενο και τη θέση των παραστάσεων διαφαίνεται ότι  η Α‐

γία Τρίτη είναι το τρίτο μνημείο του καταλόγου211 με ανεξάρτητο κύκλο των Πα‐

θών.  Οι  παραστάσεις  του  κύκλου  φαίνεται  ότι  περιορίζονταν  στην  κάτω  ζώνη 

της  ανατολικής  καμάρας,  όπως  επίσης  και  στο  νότιο  τύμπανο  εγκάρσιας.  Με 

παρόμοιο τρόπο διατάσσονταν ενδεχομένως και οι παραστάσεις του θεομητορι‐

κού κύκλου στην δυτική καμάρα (σχέδιο 26).  

Στις  ανώτερες  ζώνες,  εκατέρωθεν  του  κλειδιού  των  δύο  κατά  μήκος  κα‐

μαρών και  σε ολόκληρη την εγκάρσια, αναπτύσσονταν  οι παραστάσεις του βα‐

σικού χριστολογικού κύκλου. Στην πρόταση αποκατάστασης αφήνεται σκόπιμα 

εκτεταμένο ελεύθερο διάχωρο για την Ανάληψη στη δυτική καμάρα, καθώς θεω‐

ρούμε περισσότερο πιθανό η παράσταση να καταλάμβανε δύο διάχωρα. 

Σύμφωνα  με  την  αρχή  της  διασύνδεσης  των  κύκλων  που  παρατηρείται 

στα  εξεταζόμενα  εικονογραφικά  προγράμματα212,  η  συγκεκριμένη  τοποθέτηση 

των πρόσθετων ανεξάρτητων κύκλων δεν αποκλείεται να σχετίζεται με την διά‐

ταξη του χριστολογικού κύκλου. Η έναρξη του κύκλου  θα μπορούσε να γίνεται 

                                                                                                                                                        
ΜΕΤ’ ΕΜΟΥ. ∆ιακρίνεται επίσης ο Χριστός που απευθύνεται στον καθήµενο Πέτρο και ένας µαθητής ακόµη. Βλ. ∆ηµητρο-
κάλλης, ό.π., 59-60, εικ.35-36.

210 Βλ. ∆ηµητροκάλλης, ό.π., 60, εικ. 27, 29, 30.

211 Άγιος Κωνσταντίνος και Ελένη Αχρίδας (Κ1) και Παναγία Bolničkα στην ίδια πόλη (Κ2) στα οποία επαναλαµ-
βάνεται σχεδόν πανοµοιότυπα το ίδιο εικονογραφικό πρόγραµµα. Η διαφορά της Αγίας Τρίτης µε τα δύο µνηµεία της Αχρί-
δας έγκειται στο γεγονός ότι οι πρόσθετες απαιτούµενες επιφάνειες εξασφαλίζονται στον ηµικύλινδρο των κατά µήκος καµα-
ρών και όχι στις κάθετες επιφάνειες των τοίχων.

212 Βλ. την σύνδεση θεοµητορικού και χριστολογικού κύκλου κυρίως στις περιπτώσεις του Αγίου ∆ηµητρίου Μα-
κρυχωρίου (Κ13), της Κοίµησης Οξυλίθου (Κ14) και του Αγίου Αθανασίου Λεονταρίου (Κ26).

87 
18. Ν. Εύβοιας, Καθενοί. Αγία Τρίτη 

από το δυτικό σκέλος σε άμεση συνάφεια με τον αντίστοιχο θεομητορικό, ενώ η 

ολοκλήρωσή  του  στο  ανατολικό,  σε  συνδυασμό  με  τον  υποκείμενο  κύκλο  των 

Παθών.  

Τέλος από τις σωζόμενες ολόσωμες μορφές της κατώτερης ζώνης του νό‐

τιου και δυτικού τοίχου, είναι σαφής η έντονη παρουσία των οσίων, στοιχείο που 

συνδέει το ναό με κάποια μοναστική κοινότητα213.  

                                                      
213 Εκτός από το Όραµα του Παχωµίου διακρίνονται οι Ιωάννης ο Πρόδροµος, Ιωάννης Θεολόγος και άλλοι πέντε
µοναχοί από τους οποίου ταυτίζονται οι Σάββας, Μελέτιος, Αρσένιος και ο τοπικός Νικόλαος ο νέος (ο Σικελός) που ασκήτε-
ψε στην Εύβοια τον 11ο αιώνα.

88 
 

19.  Ν. Εύβοιας, Βούνοι. Άγιοι Απόστολοι 

Ο ναός των Αγίων Αποστόλων βρίσκεται στις παρυφές του οικισμού  των 

Βούνων στην κεντρική Εύβοια και ανήκει στην κατηγορία Α1. Όπως έχει επιση‐

μανθεί, ο ναός, που ξεχωρίζει για το μεγάλο του μέγεθος, έλαβε τη μορφή αυτή 

σε δεύτερη οικοδομική φάση214.  

Οι  τοιχογραφίες,  που  σώζονται  αποσπασματικά  στην  αψίδα  του  Ιερού, 

την  εγκάρσια  καμάρα  και  το  δυτικό  σκέλος,  δύσκολα  διακρίνονται,  λόγω  των 

κρυσταλλικών αλάτων, των ασβεστοεπιχρισμάτων και της επικάλυψης από λει‐

χήνες215 (σχέδιο 27). Με βάση κάποια μικρά τμήματα παραστάσεων που αποκα‐

λύφθηκαν μετά από δοκιμαστικούς καθαρισμούς, είναι προφανές ότι αποτελούν 

ένα  αξιόλογο  σύνολο  που  χρονολογείται  στη  δεύτερη  πεντηκονταετία  του  14ου 

αιώνα216. 

Από τις ελάχιστες παραστάσεις που μπορούν να ταυτιστούν, προς το πα‐

ρόν,  πιστοποιείται  η  ανάπτυξη  σκηνών  του  Πάθους  στο  δυτικό  σκέλος,  στο 

πλαίσιο  ενός  ενιαίου  χριστολογικού  κύκλου.  Συγκεκριμένα,  στο  βόρειο  τμήμα 

της διαιρούμενης στο κλειδί δυτικής καμάρας διακρίνεται η σκηνή της Ενταφια‐

σμού,  ενώ  στο  ευρύ  τοξωτό  διάχωρο  του  τυμπάνου  προηγείται,  σύμφωνα  με  τη 

δεξιόστροφη κίνηση, η Σταύρωση.  

Το νότιο τύμπανο της εγκάρσιας καμάρας χωρίζεται σε τρεις ζώνες πάνω 

από τη στάθμη γένεσης των κατά μήκος καμαρών. Εκεί αναγνωρίζουμε την Πε‐

ντηκοστή στη χαμηλότερη ζώνη και μάλιστα στο δυτικό από τα δύο ισότιμα  διά‐

χωρα που διαμορφώνονται στα όρια του πλάτους της εγκάρσιας καμάρας. 

                                                      
214∆. Πέτρου, Ο ναός των Αγίων Αποστόλων στους Βούνους Ευβοίας. Επισηµάνσεις στον τοιχογραφικό διάκοσµο,
∆΄ Συνάντηση Βυζαντινολόγων Ελλάδος και Κύπρου 20-22 Σεπτεµβρίου 2002, Περιλήψεις Ανακοινώσεων, 218-219.

215 Θ. Σκούρας, Χριστιανικά µνηµεία της Εύβοιας, Χαλκίδα 1998, πίν. 69β-70.

216 Πέτρου, ό.π., 219. Ο Küpper χρονολογεί το µνηµείο στην πρώιµη τουρκοκρατία, ενώ ο ∆ωρής στα 1350±25,
βλ. αντίστοιχα, Küpper ΙΙ, αρ.66, 93-94 και ∆ωρής, Τυπολογία, αρ. 61, 71.

89 
19. Ν. Εύβοιας, Βούνοι. Άγιοι Απόστολοι 

Το  ενδιαφέρον  στο  συγκεκριμένο  εικονογραφικό  πρόγραμμα  εστιάζεται 

κυρίως στην εγκάρσια καμάρα που φέρει ανεικονικό διάκοσμο 217. Η καμάρα διαι‐

ρείται με γραπτές κόκκινες ταινίες, αρχικά σε τρία τμήματα, από τα οποία μόνο 

το κεντρικό, όπου είναι τοποθετημένος μεγάλος φυλλοφόρος σταυρός, διατηρεί‐

ται  ενιαίο.  Τα  δύο  τμήματα  εκατέρωθεν  του  κεντρικού  διαιρούνται  κατά  μήκος 

του  κλειδιού,  ενώ  κάθε  ένα  από  τα  τέσσερα  ισότιμα  διάχωρα  που  προκύπτουν 

γεμίζουν με διαφορετικό, ουδέτερο διάκοσμο218.  

Ο σταυρός βέβαια υπερτερεί ως προς τη σημασία του έναντι οποιουδήπο‐

τε  άλλου  συμβολικού  θέματος  και  είναι  λογικό  να  προβάλλεται  με  ιδιαίτερο 

τρόπο  σε  ένα  εικονογραφικό  πρόγραμμα.  Το  ερώτημα  όμως  που  θέτει  η  συγκε‐

κριμένη  επιλογή,  σχετίζεται  κυρίως  με  τον  ουδέτερο,  χωρίς  καμία  συμβολική 

φόρτιση διάκοσμο των δύο τρίτων του ημικύλινδρου της καμάρας που ασφαλώς 

λειτουργεί εις βάρος μιας διεύρυνσης των εικονογραφικών κύκλων. Εφόσον λοι‐

πόν πιστοποιηθεί ότι ο διάκοσμος της εγκάρσιας καμάρας ανήκει σε μία ενιαία 

φάση με τις υπόλοιπες τοιχογραφίες του ναού, θα πρέπει να δεχθούμε ότι στον 

συγκεκριμένο παράδειγμα αποτυπώνεται μια τάση αυτοσυγκράτησης και περιο‐

ρισμού  της  αφηγηματικότητας  που  δεν  συμβαδίζει  με  το  γενικότερο  κλίμα  της 

υστεροβυζαντινής εποχής219. Σε κάθε περίπτωση όμως, η συγκεκριμένη επιλογή 

δύσκολα μπορεί να έχει γίνει εις βάρος της πληρότητας του ενιαίου χριστολογι‐

κού κύκλου, ο οποίος, έστω και σε μια σχετικά συνεπτυγμένη μορφή, οπωσδήπο‐

τε θα ολοκληρώνονταν στις υπόλοιπες διαθέσιμες επιφάνειες.  

                                                      
217 Küpper Ι, εικ. 66.

218 Η διαίρεση της καµάρας συµπίπτει µε την αντίστοιχη των Ταξιαρχών στην Κωστάνιανη της Ηπείρου (Κ4). Εν-
διαφέρον παρουσιάζει και η άποψη της ∆. Πέτρου ότι η επιλογή αυτής τοποθέτησης του σταυρού στη συγκεκριµένη θέση
«θα πρέπει να ερµηνευτεί σε συνάρτηση µε το υπόλοιπο πρόγραµµα και οπωσδήποτε λαµβάνοντας υπ’ όψιν την εικονο-
γραφία της Ανάληψης του Τιµίου αυτού λειψάνου». Ο Küpper κάνει αναφορά στην Ύψωση του πατριαρχικού σταυρού (sic),
βλ. Küpper Ι, 80.

219 S. Dufrenne, L’enrichissement du programme iconographique dans les églises byzanines du XIIIe siècle, L’art
byzantin du XIIIe siècle, Symposium de Sopoćani, Belgrade 1967, 35-46. B. Todić, Serbian Medieval Painting. The Age of
King Milutin, Belgrade 1999, 132.

90 
 

20.  Ν. Αχαΐας, Αγρίδι. Άγιος Νικόλαος 

Ο  ναός  του  αγίου  Νικολάου  στο  κοιμητήριο  του  οικισμού  Αγρίδι  Αχαΐας 

είναι  ελάχιστα  γνωστός  στην  έρευνα,  αν  και  έχει  επισημάνθηκε  ως  βυζαντινό 

μνημείο ήδη από το  1925220. Πρόκειται για σταυρεπίστεγο  ναό της  απλούστερης 

μορφής  (Α1),  με  τη  διαφορά  ότι  φέρει  αβαθή  τυφλά  αψιδώματα  στο  βόρειο  και 

νότιο  τοίχο  κατά  το  πλάτος  της  εγκάρσιας  κεραίας,  το  ύψος  των  οποίων  οποία 

δεν υπερβαίνει την στάθμη γένεσης των κατά μήκος καμαρών 221. Έχει χρονολο‐

γηθεί βάσει των τοιχογραφιών που διατηρούνται αποσπασματικά στο εσωτερικό 

του στον 13ο αιώνα222.  

Οι  τοιχογραφίες  έχουν  ολοσχερώς  καταστραφεί  στο  δυτικό  σκέλος  και 

στην  ημικυλινδρική  επιφάνεια  της  εγκάρσιας  καμάρας.  Τα  διατηρούμενα  τμή‐

ματα  παρά  το  γεγονός  ότι  δεν  έχουν  συντηρηθεί  ποτέ,  είναι  ευδιάκριτα  και  ε‐

παρκούν ώστε να σχηματίσουμε μία σχετικά ικανοποιητική εικόνα για το αρχικό 

εικονογραφικό πρόγραμμα του ναού (σχέδιο 28).  

Εκτός από τις μεμονωμένες ολόσωμες και στηθαίες μορφές αγίων, το με‐

γαλύτερο μέρος από τις σωζόμενες παραστάσεις πιστοποιούν την παρουσία ενός 

εκτεταμένου κύκλου του αγίου Νικολάου, όπως συμβαίνει και  με  άλλους σταυ‐

                                                      
220 Α. Καρακατσάνη - Θ. Σταθακοπούλου, Οδηγός Ηλείας-Αχαΐας, Αθήνα 1973, 71, Α∆ 41(1986) Χρονικά (Μ. Γε-
ωργοπούλου-Βέρρα), 46-47. Τον ναό δεν αναφέρει ο Ορλάνδος, αν και ήταν ήδη κηρυγµένος, ενώ δεν περιλαµβάνεται στον
κατάλογο του Küpper.

221 Για τον προβληµατισµό κατά πόσο η παραλλαγή αυτή µπορεί αποτελέσει νέα κατηγορία στην κατάταξη του Α.
Ορλάνδου βλ. Γ. ∆ηµητροκάλλη, Γεράκι, οι τοιχογραφίες του Κάστρου, Αθήναι 2001, 162-3 και υποσηµ. 5, όπου σχολιάζει
τον όµοιο τυπολογικά ναό του Ταξιάρχη Γερακίου, θεωρώντας τον ως µοναδικό παράδειγµα. Ο Μ. ∆ωρής στην περισσότερο
σχολαστική κατάταξή του χαρακτηρίζει την παραλλαγή κατά το δικό του σύστηµα µε τον αριθµό 1.1.3 και προσθέτει ένα τρίτο
παράδειγµα, το παρεκκλήσιο του καθολικού της µονής Ζωοδόχου Πηγής Πύλης (π. ∆ερβενοσάλεσι) Κιθαιρώνα.

222 Την χρονολόγηση πρότεινε η Μ. Γεωργοπούλου η οποία εξέφρασε την πρόθεσή της να δηµοσιεύσει τις τοιχο-
γραφίες µετά την συντήρησή τους, βλ. Α∆, ό.π., 47. Ο Μ. ∆ωρής στον κατάλογό του προτείνει χρονολόγηση του ναού στο β΄
µισό του 13ου αιώνα, βλ. ∆ωρής, Τυπολογία, αρ. 154, 75. Ο ναός επεκτάθηκε προς δυσµάς µε καµαροσκεπή νάρθηκα ο ο-
ποίος εµφανίζεται πλήρως ενοποιηµένος µε τον ναό αφού ο δυτικός τοίχος του ναού περιορίστηκε σε σφενδόνιο επί παρα-
στάδων. Αργότερα προσαρτήθηκε και δεύτερος νάρθηκας καθώς και ένα οστεοφυλάκιο.

91 
20. Ν. Αχαΐας, Αγρίδι. Άγιος Νικόλαος 

ρεπίστεγους ναούς που φέρουν το όνομά του223. Συγκεκριμένα διακρίνονται έξη 

συνολικά  σκηνές  που  περιορίζονταν  στα  τύμπανα  της  εγκάρσιας  κεραίας,  επι‐

λογή παρόμοια με την διάταξη του ίδιου κύκλου στον ομώνυμο ναό της Αγόρια‐

νης  (Κ33).  Παρά  το  γεγονός  ότι  μόνο  δύο  χριστολογικές  παραστάσεις  σώζονται 

(Έγερση  του  Λαζάρου  και  Ανάληψη),  ο  χριστολογικός  κύκλος  φαίνεται  ότι  ήταν 

σχεδόν πλήρης. Θεωρούμε σχεδόν βέβαιο ότι ο χριστολογικός κύκλος ξεκινούσε 

από τον ημικύλινδρο της εγκάρσιας καμάρας και ολοκληρώνονταν στην ανατο‐

λική  καμάρα  όπως  πιστοποιούν  τα  λείψανα  της  Ανάληψης.  Η  παρουσία  της  Έ‐

γερσης  του  Λαζάρου  στο  νότιο  τύμπανο  της  εγκάρσιας  καμάρας  σημαίνει  λει‐

τουργούσε ως γέφυρα ανάμεσα στις πρώτες παραστάσεις του ενιαίου χριστολο‐

γικού κύκλου και τον επιμέρους κύκλο του Πάθους και της Ανάστασης στο δυτι‐

κό σκέλος, όπως ακριβώς συμβαίνει στον ομώνυμο ναό της Αγόριανης (Κ33) και 

στον  Άγιο  Δημήτριο  Κροκεών  (Κ37).  Μπορούμε  βάσιμα  λοιπόν  να  υποθέσουμε 

ότι  στον  ημικύλινδρο  της  εγκάρσιας  καμάρας  υπήρχαν  τέσσερις  έως  έξι  παρα‐

στάσεις από τον Ευαγγελισμό, που δεν βρίσκεται στον δυτικό τοίχο εκατέρωθεν 

της κόγχης του Ιερού224 μέχρι την Μεταμόρφωση που προηγείται της Έγερσης του 

Λαζάρου.  Στο  δυτικό  σκέλος,  σύμφωνα  με  την  δεξιόστροφη  φορά,  μια  πιθανή 

διάταξη θα περιελάμβανε τουλάχιστον τρεις παραστάσεις: την Βαϊοφόρο στο νό‐

τιο τμήμα της καμάρας225, την Εις Άδου Κάθοδο στο βόρειο και την Σταύρωση στο 

τύμπανο. 

                                                      
223 Άγιος Νικόλαος Κλένιας (Κ21), Άγιος Νικόλαος Αγόριανης (Κ33), Άγιος Νικόλαος Μ. Καστάνιας (Κ32). Στον
οµώνυµο ναό του Καλάµου (Κ9) ο κύκλος του αγίου αναπτύχθηκε στην εγκάρσια στενή ζώνη που προέκυψε στο δυτικό σκέ-
λος µετά από την προσθήκη νάρθηκα και την καθαίρεση του δυτικού τοίχου. Ο κύκλος του αγίου στο ναό του Αγριδίου δεν
περιλαµβάνεται στον κατάλογο της Ševčenko.

224 Στη θέση αυτή αναπτύσσεται σειρά µεταλλίων µε στηθαίους Προφήτες που συνδέονται µε την Θεοτόκο και την
προαναγγελία της ενανθρώπησης και αντιστοιχούν νοηµατικά µε την σύνθεση που επικράτησε στην εικονογραφία ως Άνω-
θεν οι Προφήται, ανεξάρτητα από το αν η δυσδιάκριτη µορφή στον άξονα που δορυφορείται από τους αρχαγγέλους Μιχαήλ
και Γαβριήλ ταυτίζεται µε τον Χριστό ή την Θεοτόκο.

225 Την Βαϊοφόρο στο νότιο τµήµα της δυτικής καµάρας έχουµε στους Ταξιάρχες Κωστάνιανης (Κ4), Σωτήρα
Αλεποχωρίου (Κ7), Μεταµόρφωση Πυργίου (Κ10), Άγιο ∆ηµήτριο Αυλωναρίου (Κ12), Άγιο ∆ηµήτριο Μακρυχωρίου (Κ13),
Κοίµηση Οξυλίθου (Κ14), Αγία Τριάδα Σοφικού (Κ22) Αγία Τριάδα Κρανιδίου (Κ24), Άγιο Νικόλαο Αγόριανης (Κ33) και
Ταξιάρχη Γκοριτσάς (Κ35).

92 
20. Ν. Αχαΐας, Αγρίδι. Άγιος Νικόλαος 

Συμπερασματικά είναι σαφής η πρόθεση κατά τον σχεδιασμό του εικονο‐

γραφικού  προγράμματος  να  διαχωριστεί  με  σαφήνεια  ο  χριστολογικός  κύκλος 

που  κυριαρχούσε  στις  ημικυλινδρικές  επιφάνειες  και  των  τριών  καμαρών,  από 

τον  βίο  του  Αγίου  Νικολάου  ο  οποίος  αναπτύσσονταν  στους  κάθετους  τοίχους 

της εγκάρσιας καμάρας. Κατ΄εξαίρεση η  Έγερση του Λαζάρου βρίσκεται στο νό‐

τιο τοίχο κάπως παρείσακτη αλλά συνδέοντας οργανικά δύο βασικές επιμέρους 

ενότητες του χριστολογικού κύκλου.  

93 
 

21.  Ν. Κορινθίας, Κλένια. Άγιος Νικόλαος 

Ο ναός του αγίου Νικολάου βρίσκεται σε απόσταση 500 μέτρων ανατολι‐

κά του οικισμού της Κλένιας Κορινθίας και ανήκει στην απλούστερη κατηγορία 

των σταυρεπίστεγων ναών (Α1). Εξωτερικά το απλό κτίριο, σε συνδυασμό με την 

αδρή  αργολιθοδομή  και  την  παντελή  έλλειψη  διακοσμητικών  στοιχείων,  δίνει 

την  εντύπωση  ενός  κτίσματος  της  τουρκοκρατίας.  Την  πραγματική  ηλικία  του 

ναού  προσδιορίζει  η  χρονολόγηση  του  τοιχογραφικού  διακόσμου,  στο  έτος  1287 

που οφείλεται σε γραπτή επιγραφή226.  

Οι  τοιχογραφίες  του  ναού  σώζονται  μόνο  στο  ανατολικό  σκέλος  και  την 

εγκάρσια καμάρα (σχέδιο 29). Το κτιστό τέμπλο είχε τοιχογραφηθεί αμφίπλευρα, 

αλλά ένα μεταβυζαντινό στρώμα καλύπτει την αρχική διακόσμηση της όψης που 

βλέπει προς τον κυρίως ναό227.  

Κύριο χαρακτηριστικό του εικονογραφικού προγράμματος του ναού είναι 

η  αποκλειστική  αφιέρωση  ολόκληρης  της  εγκάρσιας  καμάρας  στον  επώνυμο  ά‐

γιο  του  ναού.  Οι  διαθέσιμες  επιφάνειες  της  συγκεκριμένης  καμάρας  είναι  εξαι‐

ρετικά  διευρυμένες  λόγω  του  ότι  η  γένεσή  της  είναι  αρκετά  ψηλότερα  από  το 

κλειδί  της  καμάρας,  στοιχείο  που  γίνεται  αντιληπτό  και  εξωτερικά.  Έτσι  δη‐

μιουργήθηκαν  με  άνεση  δώδεκα  ισότιμα  διάχωρα,  στα  οποία  τοποθετήθηκαν  ι‐

σάριθμες  παραστάσεις  του  βίου  του  αγίου  Νικολάου.  Οι  έξι  από  αυτές  που  συ‐

γκροτούν  τις  δύο  ανώτερες  ζώνες  σώζονται  ικανοποιητικά,  ενώ  η  ταύτιση  δυο 

                                                      
226Οι τοιχογραφίες και η επιγραφή δηµοσιεύτηκαν από την Μ. Ασπρά-Βαρδαβάκη, Οι τοιχογραφίες του Αγίου Νι-
κολάου στην Κλένια της Κορινθίας, ∆ίπτυχα 4 (1986), 94-141, πίν. 1-16. Η χρονολογία της γραπτής κτητορικής επιγραφής
στην ταινία κάτω από την Πλατυτέρα είναι κατεστραµµένη. Ωστόσο µια δεύτερη αφιερωµατική επιγραφή στη νότια αψίδα
διασώζει την χρονολογία 6795 από κτίσεως κόσµου, ήτοι 1287. Βλ. Μ. Κορδώση, Συµβολή στην ιστορία και τοπογραφία της
περιοχής Κορίνθου, 224, υποσηµ. 350 και 351 και Ασπρά-Βαρδαβάκη, ό.π., 97-100, πίν. 3 και 7α.

227Αµφίπλευρα τοιχογραφηµένο είναι και το τέµπλο του κατά είκοσι χρόνια µεταγενέστερου σταυρεπίστεγου ναού
του Αγίου ∆ηµητρίου Κροκεών (Κ37). Για τα τοιχογραφηµένα τέµπλα βλ. S. Kalopissi-Verti, Osservazioni iconographice sulla
pittura monumentale della Grecia durante il XIII secolo, CdCRB 31 (1984), 208 κ. εξ.

94 
21. Ν. Κορινθίας, Κλένια. Άγιος Νικόλαος 

από  τις  σχεδόν  ολοκληρωτικά  καταστραμμένες  υποκείμενες 228,  συμβάλλει  απο‐

φασιστικά στην αποκατάσταση της ιδιότυπης διάταξης του κύκλου στην εγκάρ‐

σια καμάρα. Ο σχεδιασμός προβλέπει μια εσωτερική δεξιόστροφη κίνηση, πρώτα 

στο δυτικό και ακολούθως στο ανατολικό τμήμα της καμάρας. Πιο συγκεκριμέ‐

να, η αφήγηση ξεκινά από το δυτικό μισό της καμάρας με τη  Γέννηση του αγίου 

Νικολάου στο βόρειο διάχωρο της άνω ζώνης και συνεχίζεται δεξιόστροφα πριν 

μεταφερθεί στην κάτω ζώνη. Η ίδια ακριβώς κίνηση επαναλαμβάνεται στο ανα‐

τολικό  μισό  της  καμάρας  με  αφετηρία  το  νότιο  διάχωρο  της  άνω  ζώνης  (σχέδιο 

30) με αποτέλεσμα, παρά την κοινή φορά, να δίνεται η αίσθηση της αντίρροπης 

κίνησης. 

Ο χριστολογικός κύκλος δεν είναι δυνατό να αποκατασταθεί με πληρότη‐

τα. Εκτός από τον Ευαγγελισμό, που αναπτύσσεται στο ευρύ μέτωπο του ανατο‐

λικού τοίχου, πάνω από την αψίδα του Ιερού, σώζονται μόνο τρεις παραστάσεις: 

Η Γέννηση και η Μεταμόρφωση, που τοποθετούνται στο βόρειο και νότιο τύμπανο 

της εγκάρσιας κεραίας, και η Ανάληψη, που καταλαμβάνει ολόκληρη την ανατο‐

λική  καμάρα,  σύμφωνα  με  την  επικρατούσα  στα  περισσότερα  μνημεία  του  κα‐

ταλόγου  πρακτική.  Όπως  έχει  παρατηρηθεί,  η  παράσταση  χαρακτηρίζεται  από 

μια  όχι  συνηθισμένη  ιδιαιτερότητα:  Πρόκειται  για  την  απουσία  της  Θεοτόκου 

από  την  συνηθισμένη  της  θέση  ανάμεσα  στους  Αποστόλους,  την  οποία  όμως 

υποκαθιστά η Πλατυτέρα του τεταρτοσφαιρίου της αψίδας 229. Η συνειδητή αυτή 

επιλογή  τονίζεται  και  από  τη  θέση  των  Αγγέλων  στα  ανατολικά  άκρα  των  δύο 

τμημάτων της παράστασης, οι οποίοι ταυτόχρονα πλαισιώνουν την αψίδα.  

                                                      
228Μ. Ασπρά-Βαρδαβάκη, ό.π., 102 και 125-128, πίν. 11-14. Στo προοπτικό σχέδιο των Μ. Μυριανθέως - Π. Κου-
φόπουλου που συνοδεύει το άρθρο (σ. 104, σχ. 5), όπου σχεδιάζονται µε ακρίβεια ακόµη και τα γραπτά πλαίσια των παρα-
στάσεων, σηµειώνουµε την παράλειψη δύο οριζόντιων γραπτών ταινιών στην εγκάρσια καµάρα µε αποτέλεσµα από τα δώ-
δεκα διάχωρα να φαίνονται µόνον έξι. Την εσφαλµένη αυτή εντύπωση αναπαράγει ο αρχιµ. Σ. Κουκιάρης σε άρθρο όπου
αναδηµοσιεύεται το σχέδιο βλ. S. Koukiaris, Wall Paintings in Churches with a Limited Christological Cycle, Zograf 30
(2004/5), 111-112. Η Ševčenko στον κατάλογό της επισηµαίνει την ύπαρξη δώδεκα σκηνών, βλ. Ν. Ševčenko, The Life of
Saint Nicholas in Byzantine Art, Torino 1983, αρ.16, 39.

229 Ασπρά-Βαρδαβάκη, ό.π., 115 και ανάλογα παραδείγµατα στις υποσηµ. 3-5.

95 
21. Ν. Κορινθίας, Κλένια. Άγιος Νικόλαος 

Αξιοσημείωτη είναι η προσπάθεια θεματικής διασύνδεσης ανάμεσα στον 

χριστολογικό  και  τον  κύκλο  του  αγίου  Νικολάου  με  την  τοποθέτηση  της  Γέννη‐

σης του αγίου δίπλα ακριβώς από τη Γέννηση του Χριστού230. 

Οι σωζόμενες παραστάσεις προσδιορίζουν την έναρξη και την κατάληξη 

του χριστολογικού κύκλου και μας επιτρέπουν να υποθέσουμε τον τρόπο με τον 

οποίο εξελίσσονταν η χριστολογική διήγηση στην δυτική καμάρα, όπου ο διάκο‐

σμος είναι ολοσχερώς κατεστραμμένος. Με βάση το μέγεθος της καμάρας, ανα‐

μένουμε  πέντε  ή  εννέα  παραστάσεις,  ανάλογα  με  τον  τρόπο  διαίρεσής  της,  οι 

οποίες θα αντιστοιχούσαν στις παραστάσεις ανάμεσα στη Μεταμόρφωση και την 

Ανάληψη,  δηλαδή  έναν  ολοκληρωμένο  κύκλο  του  Πάθους  και  της  Ανάστασης. 

Θεωρούμε  περισσότερο  πιθανή  την  εκτενέστερη  εκδοχή,  διότι  στις  σκηνές  της 

δυτικής  καμάρας  θα  πρέπει  να  συμπεριλαμβάνονταν  και  η  Υπαπαντή,  η  οποία 

ακολουθεί  κατά  κανόνα  τη  Γέννηση.  Την  υπόθεση  αυτή  ενισχύει  και  μια  σημα‐

ντική ιδιαιτερότητα του εικονογραφικού προγράμματος του ναού, που δεν απα‐

ντάται σε κανέναν άλλο σταυρεπίστεγο ναό: Τόσο στο βόρειο όσο και στο νότιο 

τοίχο,  στα  τμήματα  που  αντιστοιχούν  στο  πλάτος  της  καμάρας,  αναπτύσσεται 

δεύτερη ζώνη με απεικονίσεις ολόσωμων αγίων, πάνω από την καθιερωμένη κα‐

τώτερη (σχέδιο 29, αρ. 42‐44 και 48‐50). Στους υπόλοιπους ναούς, στις ίδιες θέσεις 

κυριαρχούν  παραστάσεις  των  κύριων  κύκλων231.  Η  άνεση  να  αναπτυχθεί  αντί 

παραστάσεων, η πρόσθετη ζώνη ολόσωμων αγίων, μαρτυρεί έμμεσα ότι ο ενιαί‐

ος χριστολογικός κύκλος είχε ικανοποιητική πληρότητα232.  

                                                      
230 Απόπειρα διασύνδεσης µε γίνεται και σε άλλες περιπτώσεις όπως π.χ. στον Αγίου Ιωάννη τον Πρόδροµο Γα-
λατά (Κ6) όπου η Γέννηση του Χριστού βρίσκεται στο νότιο τύµπανο. Παρόµοια είναι και η σχέση της Γέννησης µε το Γενέσιο
της Θεοτόκου στον Άγιο ∆ηµήτριο Μακρυχωρίου (Κ13) και την Κοίµηση Οξυλίθου (Κ14).

231 Οι περιπτώσεις που τοποθετούνται στη συγκεκριµένη θέση η Σύναξη των Αρχαγγέλων, ο ολόσωµος Αρχάγγε-
λος Μιχαήλ ή η Σύναξη των Αρχαγγέλων, θεωρούµε ότι δεν αποτελούν εξαίρεση του κανόνα, καθώς εντάσσονται στον κύκλο
των Αρχαγγέλων. Βλ. Άγιο ∆ηµήτριο Αυλωναρίου (Κ12) και Ταξιάρχη Κάστρου Γερακίου (Κ41).

232 Από την άποψη αυτή το εικονογραφικό πρόγραµµα του ναού δεν θα έπρεπε να συµπεριλαµβάνεται ανάµεσα
σε παραδείγµατα συνεπτυγµένου χριστολογικού κύκλου, βλ. Koukiaris, ό.π., 111.

96 
 

22.  Ν. Κορινθίας, Σοφικό. Αγία Τριάδα 

Την  μοναδική  μέχρι  σήμερα  δημοσίευση  για  τον  σταυρεπίστεγο  ναό  της 

Αγίας Τριάδας Σοφικού οφείλουμε στον Αν. Ορλάνδο, ο οποίος τον συμπεριέλα‐

βε στη μελέτη του για τους Βυζαντινούς ναούς της ανατολικής Κορινθίας233.  

Ο  ναός  βρίσκεται  σε  ύψωμα,  δύο  περίπου  χιλιόμετρα  ανατολικά  του  Σο‐

φικού και ανήκει στην απλούστερη παραλλαγή των σταυρεπίστεγων ναών (Α1). 

Εσωτερικά είναι κατάγραφος (σχέδιο 31), αλλά το μεγαλύτερο μέρος της εξαιρε‐

τικής  ποιότητος  τοιχογράφησής  του  που  έχει  χρονολογηθεί  στα  μέσα  του  13ου 

αιώνα234 είναι δυσδιάκριτο κάτω από πυκνό στρώμα  αιθάλης και αλάτων. Είναι 

φανερό ότι καμία εργασία καθαρισμού ή συντήρησης του σημαντικού αυτού ζω‐

γραφικού  συνόλου  δεν  έχει  γίνει  από  την  εποχή  που  το  επισκέφθηκε  ο  Ορλάν‐

δος.  Η  αποκατάσταση  της  διάταξης  του  εικονογραφικού  προγράμματος  (σχέδιο 

32), γίνεται με κάποιες επιφυλάξεις, κυρίως όσον αφορά τις παραστάσεις της ε‐

γκάρσιας καμάρας, όπου η αιθάλη είναι ιδιαίτερα αυξημένη.  

Ο ενιαίος χριστολογικός κύκλος αποτελείται από εννέα παραστάσεις που 

διατάσσονται και στις τρεις καμάρες. Ο  Ευαγγελισμός, με τον οποίο αρχίζει ου‐

σιαστικά η χριστολογική διήγηση, δεν βρίσκεται στις επιφάνειες εκατέρωθεν της 

μεγάλης για το μέγεθος του ναού αψίδας του Ιερού, η οποία μόλις αφήνει χώρο 

για  μια  στενή  ζώνη,  όπου  αναπτύσσονται  δώδεκα  μετάλλια  με  στηθαίες  μορ‐

φές235. Έτσι η παράσταση τοποθετείται στο νότιο τύμπανο, σε δύο τμήματα εκα‐

τέρωθεν του στενού ορθογώνιου παραθύρου. Ο κύκλος συνεχίζεται στον ημικύ‐

                                                      
233 Αν. Ορλάνδος, Βυζαντινοί ναοί της ανατολικής Κορινθίας, ΑΒΜΕ 1 (1935), 53-90.

234 Ο Ορλάνδος θεωρεί ότι οι τοιχογραφίες πρέπει να χρονολογηθούν στο πρώτο µισό του 13ου αιώνα, βλ. Ορ-
λάνδος, ό.π., 80. Στα µέσα του ίδιου αιώνα τοποθετεί το ναό ο Κüpper χρονολόγηση µε την οποία συµφωνεί και ο ∆ωρής, βλ.
Κüpper ΙΙ, αρ. 174, 233, ∆ωρής, Τυπολογία, αρ. 139, 75 (1260±10).

235 Η ανάπτυξη µεταλλίων µε στηθαίες µορφές, όταν το µέτωπο που περιβάλλει την αψίδα είναι στενό, αποτελεί
µια διαχρονική παράδοση. Επισηµαίνεται ήδη στον 6ο αιώνα στο καθολικό της µονής Αγίας Αικατερίνης στο Σινά, στην Πε-
ρίβλεπτο της Αχρίδας, αλλά και στον Άγιο ∆ηµήτριο Κροκεών (Κ37).

97 
22. Ν. Κορινθίας, Σοφικό. Αγία Τριάδα 

λινδρο της εγκάρσιας καμάρας που διαιρείται σε τέσσερα ισότιμα διάχωρα. Δια‐

κρίνεται η Γέννηση στο νοτιοανατολικό από τα τέσσερα διάχωρα, ανάμεσα στον 

Ευαγγελισμό και την Υπαπαντή στο αντίστοιχο βορειοανατολικό. Με τη διάταξη 

αυτή εισάγεται μια αριστερόστροφη κίνηση, η οποία δεν συνεχίζει στην ίδια κα‐

μάρα αλλά μεταφέρεται στο δυτικό σκέλος, με ενδιάμεσο κόμβο την παράσταση 

της Μεταμόρφωσης στο βόρειο τοίχο (σχέδιο 32).  

Οι υπόλοιπες τρεις παραστάσεις της εγκάρσιας καμάρας συγκροτούν ένα 

τμήμα του θεομητορικού κύκλου, με το Γενέσιο σχετικά ευδιάκριτο στο νοτιοδυ‐

τικό διάχωρο και πιθανώς τον Ευαγγελισμό του Ιωσήφ στο βορειοδυτικό διάχωρο. 

Εφόσον  η  τελευταία  παράσταση  ταυτίζεται  σωστά  και  με  δεδομένη  την  αριστε‐

ρόστροφη  φορά  που  βεβαιώνεται  στις  αντίστοιχες  χριστολογικές  παραστάσεις 

της  καμάρας,  η  τρίτη  παράσταση  στο  βόρειο  τύμπανο  θα  πρέπει  να  ταυτίζεται 

με τον Ευαγγελισμό της Άννας.  

Η ισόρροπη διάταξη των παραστάσεων αποβλέπει στην κοινή έναρξη θε‐

ομητορικού και χριστολογικού κύκλου στην εγκάρσια καμάρα. Έτσι έχουμε τρεις 

παραστάσεις  ανά  κύκλο  διατεταγμένες  ισότιμα  και  συμμετρικά  με  κοινή  φορά. 

Η έναρξη γίνεται από τα δύο τύμπανα με δύο Ευαγγελισμούς (Άννας και Θεοτό‐

κου), ενώ Γέννηση και Γενέσιο μοιράζονται ισότιμα το νότιο μισό της καμάρας. Η 

όλη σύνθεση παραπέμπει σε ανάλογους χειρισμούς, όπου στην εγκάρσια καμά‐

ρα συνυπάρχουν ο θεομητορικός και χριστολογικός κύκλος (στον Άγιο Δημήτριο 

Μακρυχωρίου Κ13 και την Κοίμηση Οξυλίθου Κ14).  

Ο χριστολογικός κύκλος προεκτείνεται στο δυτικό σκέλος με τέσσερις α‐

κόμη παραστάσεις. Συγκεκριμένα, στον ημικύλινδρο της καμάρας έχουμε ασύμ‐

μετρη διαίρεση με τρία διάχωρα. Στο νότιο μισό συνυπάρχουν η Βαϊοφόρος και η 

Έγερση του Λαζάρου σε άνιση διζωνική διάταξη236, ενώ η ενότητα Πάθους ‐ Ανά‐

στασης  ολοκληρώνεται  με  τη  Σταύρωση  στο  τύμπανο  και  την  Εις  Άδου  κάθοδο 

στο  βόρειο  τμήμα.  Η  διάταξή  τους  δεν  ακολουθεί  την  αριστερόστροφη  κίνηση 

των παραστάσεων του κύκλου που προηγήθηκαν στην εγκάρσια καμάρα καθώς 

                                                      
236 Παρόµοια άνιση διαίρεση στο ίδιο ακριβώς χώρο και µε τις ίδιες παραστάσεις (Βαϊοφόρο πάνω, Έγερση του
Λαζάρου κάτω) έχουµε στον ναό του Σωτήρα στο Αλεποχώρι Μεγαρίδας (Κ7) αλλά σε συµµετρική αντιστοιχία µε την Ανά-
σταση και το Λίθο στο βόρειο τµήµα της δυτικής καµάρας.

98 
22. Ν. Κορινθίας, Σοφικό. Αγία Τριάδα 

πειθαρχούν στην συνήθη δεξιόστροφη πορεία η οποία χαρακτηρίζει και τη γενι‐

κότερη  φορά  του  εικονογραφικού  προγράμματος  μέχρι  την  ολοκλήρωσή  του 

(σχέδιο  32).  Η  Ανάληψη  με  την  οποία  κορυφώνεται  η  βιβλική  αφήγηση,  κατα‐

λαμβάνει εξολοκλήρου την ανατολική καμάρα, με την κυκλική δόξα του Χριστού 

στο κέντρο και τα υπόλοιπα πρόσωπα σε δύο ομίλους βόρεια και νότια. 

Ο  θεομητορικός  κύκλος  δεν  εξαντλείται  στις  τρεις  παραστάσεις  της  ε‐

γκάρσιας καμάρας, αλλά προεκτείνεται με τα Εισόδια που βρίσκονται στο νότιο 

τοίχο του ιερού Βήματος. Η επιλογή αυτή, γνωστή και από άλλα εικονογραφικά 

προγράμματα237,  ανταποκρίνεται  νοηματικά  στο  περιεχόμενο  της  σκηνής,  σύμ‐

φωνα με το οποίο η Θεοτόκος εισέρχεται τα Άγια των Αγίων του ναού του Σολο‐

μώντος.  

Όσον  αφορά  την  ταύτιση  των  αδιάγνωστων  παραστάσεων  του  νότιου 

τοίχου, ενδιαφέρον έχει αρχικά εκείνη που προβάλλεται στο έξεργο τοξωτό προ‐

σκυνητάρι στο νότιο τοίχο. Η συγκεκριμένη παράσταση θα μπορούσε να ταυτί‐

ζεται με την Κοίμηση της Θεοτόκου, με την οποία ο θεομητορικός κύκλος θα ολο‐

κληρώνονταν. Στην περίπτωση αυτή η σχέση της  Κοίμησης με τα Εισόδια παρα‐

πέμπει  στην  ανάλογη  διάταξη  των  ίδιων  παραστάσεων  στον  βόρειο  τμήμα  των 

κατά μήκος καμαρών της Οδηγήτριας στις Σπηλιές (Κ15). Εάν ισχύει η υπόθεση 

αυτή, ο ναός αρχικά θα πρέπει να ήταν αφιερωμένος στη Θεοτόκο. Αν όμως στη 

σημερινή  ονομασία  διαιωνίζεται  η  αρχική  αφιέρωση  του  ναού,  τότε  εύλογα  θα 

πρέπει  να  αναμένουμε  την  παράσταση  της  Φιλοξενίας.  Ο  καθαρισμός  πάντως 

της  αδιάγνωστης  παράστασης  του  προσκυνηταρίου  δεν  θα  λύσει  μόνο  το  πρό‐

βλημα της αφιέρωσης του ναού, αλλά θα συμβάλλει πιθανότατα και στην ακρι‐

βέστερη χρονολόγησή του, καθώς σε πάνω στο τόξο του προσκυνηταρίου υπάρ‐

χει  γραπτή  επιγραφή  από  την  οποία  μόλις  διακρίνονται  κάποια  μεμονωμένα 

γράμματα. 

                                                      
237 Τα Εισόδια τοποθετούνται στο Ιερό και στην Παναγία Bolnička (K2), Οδηγήτρια στις Σπηλιές (Κ15), Κοίµηση
της Θεοτόκου Αµαρύνθου (Κ16), Αγία Τριάδα Σοφικού (Κ22) και Κοίµηση Κροκεών (Κ38).

99 
23. Ν. Κορινθίας, Αγιονόρι. Άγιοι Ανάργυροι 

23.  Ν. Κορινθίας, Αγιονόρι. Άγιοι Ανάργυροι 

Έξω  από  το  κάστρο  του  Αγιονορίου  Αργολίδος238  σώζεται  σε  καλή  κατά‐

σταση  ο  σταυρεπίστεγος  ναός  των  Αγίων  Αναργύρων,  ένα  ακόμη  παράδειγμα 

της απλούστερης παραλλαγής του τύπου (Α1). 

Ανάμεσα στα εμφανή τμήματα του αρχικού διακόσμου, διακρίνεται και η 

αφιερωτική  επιγραφή  που  προσδιορίζει  με  ακρίβεια  την  χρονολόγησή  του  στο 

έτος 1323239. Όσον αφορά το εικονογραφικό πρόγραμμα, και μόνο το γεγονός ότι 

από  την  εγκάρσια  καμάρα  δεν  είναι  εμφανές  κανένα  στοιχείο  από  τον  τοιχο‐

γραφικό  διάκοσμο,  μας  υποχρεώνει  να  συμβιβαστούμε  με  μια  αποσπασματική 

εικόνα του (σχέδιο 33).  

Με  βάση  τις  παραστάσεις  που  αναγνωρίζονται,  καθίσταται  σαφές  ότι 

στην ανατολική και δυτική καμάρα και πάνω από τη στάθμη γένεσης της θολο‐

δομίας τους, αναπτύσσονταν ένας ενιαίος χριστολογικός κύκλος. Η Ανάληψη κυ‐

ριαρχούσε  αποκλειστικά  στον  ημικύλινδρο  του  ανατολικού  σκέλους,  ενώ,  σύμ‐

φωνα με τη συμμετρική αποκατάσταση του κανάβου, στην αντίστοιχη επιφάνεια 

του  δυτικού  σκέλους  θα  πρέπει  να  υπήρχαν  οκτώ  παραστάσεις.  Η  αναγνώριση 

τεσσάρων  από  αυτές  προσδίδει  ιδιαίτερο  ενδιαφέρον  στο  εικονογραφικό  πρό‐

γραμμα  του  ναού  καθώς  μας  αποκαλύπτει  μια,  μοναδική  στους  σταυρεπίστε‐

                                                      
238 Για το φράγκικο κάστρο βλ. A. Bon, La Morée Franque, Recherches historiques, topographiques et archéologi-
ques sur la Principauté d’Achaïe (1205-1430), Paris 1969, 483 κ. εξ., 658, 660, 661 και εικ. 21. Στο χώρο του κάστρου σώζο-
νται σε ερειπιώδη κατάσταση δύο ακόµη σταυρεπίστεγοι ναοί, ο Άγιος Ιωάννης και ο Άγιος Γεώργιος. Και οι δύο ανήκουν
επίσης στην παραλλαγή Α1 και θεωρούνται σχεδόν σύγχρονοι των Αγίων Αναργύρων, βλ. Küpper II, αρ. 8, 16 (Άγιος Ιωάν-
νης) και ∆ωρής, Τυπολογία, αρ. 147 και 148, 75.

239 Α∆ 35 (1980), Χρονικά, 201-202, πίν. 87α-γ.

100 
23. Ν. Κορινθίας, Αγιονόρι. Άγιοι Ανάργυροι 

γους ναούς του καταλόγου, εν μέρει αριστερόστροφη φορά εξέλιξης του χριστο‐

λογικού κύκλου (σχέδιο 34) 240.  

Με  βάση  την  θέση  της  Εις  Άδου  καθόδου  και  της  Ψηλάφησης  στο  νότιο 

τμήμα της δυτικής καμάρας και μάλιστα στην κάτω ζώνη, η αριστερόστροφη φο‐

ρά είναι δεδομένη είτε η έναρξη του κύκλου γίνονταν από την εγκάρσια καμάρα 

είτε  από  το  βόρειο  τμήμα  της  δυτικής.  Τέλος,  ιδιαίτερη  εντύπωση  προκαλεί  το 

γεγονός ότι το μόνο ανάλογο παράδειγμα της σπάνιας αυτής διάταξης στο δυτι‐

κό  σκέλος  εντοπίζεται  στο  ναό  του  Αρχάγγελου  Αρκαλοχωρίου  στην  Κρήτη 

(Κ45).  

                                                      
240 Αριστερόστροφη πορεία του χριστολογικού κύκλου έχουµε στον σταυροειδή εγγεγραµµένο ναό της Ζωοδόχου
Πηγής στο Σάµαρι Μεσσηνίας, Βλ. H. Grigoriadou-Cabagnols, Le décor peint de l’église de Samari en Messenie, CA 20
(1970), 177-196, C. Von Scheven-Christians, Die Kirche der Zoodochos Pege bei Samari in Messenien, Bonn, χ.χ. 114, σχ. 9-
10, Κ. Καλοκύρη, Βυζαντιναί εκκλησίαι Ιεράς Μητροπόλεως Μεσσηνίας, Θεσσαλονίκη 1973, 73-79, Στους σταυρεπίστεγους
ναούς του καταλόγου αριστερόστροφη πορεία επισηµαίνεται σε τέσσερις περιπτώσεις µόνο στο χώρο της εγκάρσιας καµά-
ρας (Αγία Τριάδα Σοφικού Κ22, Αγία Παρασκευή Πλάτσας Κ31, Αγία Παρασκευή Γερακίου Κ39, Άγιος Γεώργιος Ανύδρων
Κ43).

101 
24. Ν. Αργολίδας, Κρανίδι. Αγία Τριάδα 

24.  Ν. Αργολίδας, Κρανίδι. Αγία Τριάδα 

Ο  ναός  της  Αγίας  Τριάδας  κοντά  στο  Κρανίδι  παραμένει  σημείο  αναφο‐

ράς  στην  έρευνα  των  σταυρεπίστεγων  ναών,  καθώς  είναι  ο  πρωιμότερος  με  α‐

σφάλεια χρονολογημένος ναός του τύπου με τοιχογραφικό διάκοσμο 241. 

Ο ναός ανήκει στον τύπο Α1 και βρίσκεται σε ύψωμα, τέσσερα χιλιόμετρα 

ανατολικά  του  οικισμού.  Με  εξαίρεση  τον  μεταγενέστερο  νάρθηκα,  είναι  κατά‐

γραφος και, παρά την κατά τόπους κακή διατήρηση των τοιχογραφιών, οι περισ‐

σότερες παραστάσεις αναγνωρίζονται. Συγκεκριμένα, εκτός από μία ολοσχερώς 

κατεστραμμένη  παράσταση  στο  βόρειο  τύμπανο  της  εγκάρσιας  καμάρας,  το  ει‐

κονογραφικό πρόγραμμα αποκαθίσταται στο σύνολό του 242 (σχέδιο 35). 

Εννέα συνολικά παραστάσεις του χριστολογικού κύκλου αναπτύσσονται 

πάνω από τη στάθμη γένεσης των κατά μήκος καμαρών με εξαίρεση τον Ευαγ‐

γελισμό  που  παραδόξως  τοποθετείται  στον  βόρειο  τοίχο  του  Ιερού,  παρά  την  ε‐

πάρκεια των επιφανειών εκατέρωθεν της αψίδας. 

Η δεξιόστροφη φορά του κύκλου προσδιορίζεται άμεσα με τον τρόπο που 

συνυπάρχουν η Γέννηση με την Ανάληψη στην ανατολική καμάρα και προεκτεί‐

νεται με πέντε ενδιάμεσες στο δυτικό σκέλος  (Λίθος ‐ Ανάσταση βόρειο μισό, Έ‐

γερση του Λαζάρου ‐ Βαϊοφόρος νότιο μισό ‐ Σταύρωση στο τύμπανο). Ο Σωτηρίου 

                                                      
241 Η γραπτή του επιγραφή που φέρει την χρονολογία 1244 είναι γνωστή ήδη από την πρώτη δηµοσίευση του να-
ού από τον Γ. Σωτηρίου, γία Τριάς Κρανιδίου (Βυζαντιν ν ναΰδριον δρυθ ν τ 1245), ΕΕΒΣ 3 (1926), 193-205. Ο ναός µελε-
τήθηκε διεξοδικά από την Σ. Καλοπίση-Βέρτη στο πλαίσιο της διδακτορικής της διατριβής. Βλ. S. Kalopissi-Verti, Die Kirche
der Hagia Triada bei Kranidi in der Argolis, Iconographische und stilistische Anlyze der Malereien (1244), München 1975.

242 Ο Σωτηρίου, σε εποχή που πιθανώς ήταν περισσότερο δυσδιάκριτες οι παραστάσεις, αποκαθιστά το εικονο-
γραφικό πρόγραµµα εν µέρει λανθασµένα. Ενδιαφέρον για τις αντιλήψεις που είχαν διαµορφωθεί την εποχή εκείνη, έχει η
προσπάθεια να προσαρµόσει το εικονογραφικό πρόγραµµα του ναού σε ένα ιδεατό δωδεκάορτο της βυζαντινής παραδόσε-
ως, το οποίο αντιδιαστέλλει προς ένα διευρυµένο χριστολογικό κύκλο µιας ανατολικής παραδόσεως που περιλαµβάνει σκη-
νές των Παθών, βλ. Σωτηρίου, ό.π. 198.

102 
24. Ν. Αργολίδας, Κρανίδι. Αγία Τριάδα 

ταύτισε εσφαλμένα τις δύο δυσδιάκριτες παραστάσεις του νότιου τυμπάνου, που 

ανήκουν στον κύκλο του Αβραάμ, με την Υπαπαντή και την Βάπτιση243 οι οποίες 

παραλείπονται εντελώς.  

Στην  εγκάρσια  καμάρα  κυριαρχεί  η  Πεντηκοστή,  ολοκληρώνοντας  τον 

χριστολογικό  κύκλο  όπως  συμβαίνει  και  σε  άλλους  επτά  σταυρεπίστεγους  να‐

ούς244. Σε κανένα όμως από τα υπόλοιπα παραδείγματα η επιλογή αυτή δεν σχε‐

τίζεται άμεσα με την επωνυμία του ναού, όπως συμβαίνει με το ναό του Κρανι‐

δίου. Πιο συγκεκριμένα, ολόκληρο το εικονογραφικό πρόγραμμα της εγκάρσιας 

καμάρας αντιστοιχεί στην κοινή εορτή της Πεντηκοστής ‐ Αγίας Τριάδος (Κυρια‐

κή Πεντηκοστής ‐ Δευτέρα του Αγίου Πνεύματος). Το δεύτερο σκέλος της εορτής 

δικαιολογεί  την  παρουσία  του  κύκλου  του  Αβραάμ  στο  νότιο  τύμπανο  ο  οποίος 

κορυφώνεται στην ιδιαίτερα προβεβλημένη Φιλοξενία του Αβραάμ (Αγία Τριάδα). 

Η παράσταση παρεμβάλλεται στη ζώνη των ολόσωμων αγίων στον νότιο τοίχο, 

μπροστά  από  το  τέμπλο.  Από  τις  παραστάσεις  του  κύκλου  αναγνωρίζεται  με 

ασφάλεια η Προϋπάντηση των Αγγέλων από τον Αβραάμ στο άνω τοξωτό διάχω‐

ρο του νότιου τυμπάνου. Η Σύναξη των Αρχαγγέλων στο βόρειο τοίχο, απέναντι 

ακριβώς  από  την  Φιλοξενία  αποτελεί  προέκταση  του  ίδιου  κύκλου245.  Σύμφωνα 

με τα παραπάνω δεδομένα καθίσταται σαφές ότι, χωρίς να διασπάται η ενότητα 

του χριστολογικού κύκλου, ολόκληρη η εγκάρσια κεραία συνδέεται άμεσα με την 

επωνυμία του ναού246.  

                                                      
243 Σωτηρίου, ό.π., εικ. 6.

244Άγιοι Θεόδωροι Αφιδνών (Κ8), Άγιος Νικόλαος Καλάµου (Κ9), Μεταµόρφωση Πυργίου (Κ10), Κοίµηση και Με-
ταµόρφωση Αµαρύνθου (Κ16 και Κ17), Άη Γιαννάκης Κάµπου Αβίας (Κ29) και ο γειτονικός Άγιος Ανδρέας Κρανιδίου (Κ25).

245 Η πρόθεση να ενταχθεί στο εικονογραφικό πρόγραµµα η εορτή της Αγίας Τριάδος σε άµεση συνάφεια µε την
Πεντηκοστή εντοπίζεται και σε άλλες περιπτώσεις όπως π.χ. στην Άγιο Γεώργιο Γκάλιστας (Οµορφοκκλησιά) όπου µία πα-
ράδοξη τριπρόσωπη απεικόνιση της Αγίας Τριάδος αποτελεί ουσιαστικά την προέκταση της Πεντηκοστής. Βλ. Μ. Παϊσίδου,
Η ανθρωπόµορφη Αγία Τριάδα στον Άγιο Γεώργιο Οµορφοκκλησιάς Καστοριάς, Αφιέρωµα στη µνήµη του Σωτήρη Κίσσα,
Θεσσαλονίκη, 2001, 373-394. Βλ. και υποσηµ. 191.

246 Αδιευκρίνιστο παραµένει το περιεχόµενο της παράστασης της ανώτερης ζώνης στο βόρειο τύµπανο, η οποία
κατά τον Σωτηρίου θα πρέπει να ήταν η Μεταµόρφωση, βλ. Σωτηρίου, ό.π., 198. Ωστόσο η παρουσία παραθύρου που
διαιρεί αξονικά το τοξωτό διάχωρο δεν συνηγορεί σε κάτι τέτοιο.

103 
24. Ν. Αργολίδας, Κρανίδι. Αγία Τριάδα 

Πρέπει  επίσης  να  επισημάνουμε  ότι  το  εικονογραφικό  πρόγραμμα  δεν 

αποβλέπει  στη  συγκρότηση  ενός  δωδεκαόρτου247,  καθώς  ούτε  οι  χριστολογικές 

σκηνές  αυτοτελώς,  ούτε  με  την  προσθήκη  της  Κοίμησης  της  Θεοτόκου,  που  βρί‐

σκεται  κάτω  από  την  κατεστραμμένη  παράσταση  του  βόρειου  τυμπάνου  της  ε‐

γκάρσιας κεραίας, συμπληρώνουν τον αριθμό δώδεκα248.  

Αξιοσημείωτη είναι, τέλος, η σαφής ομαδοποίηση των ολόσωμων μορφών 

στον κυρίως ναό, με μία ομάδα τεσσάρων οσίων στο νότιο τοίχο και ισάριθμους 

στρατιωτικούς αγίους στον βόρειο.  

                                                      
247 Μετά την λεπτοµερή περιγραφή του εικονογραφικού προγράµµατος ο Σωτηρίου αποφαίνεται ότι: « χοµεν ο τω
τ ς αποκρυσταλλωθείσας δώδεκα ε αγγελικ ς σκην ς τ ς βυζαντιν ς ε κονογραφίας, ς ναφέρει Νικηφόρος Κάλλιστος τοι:
Ε αγγελισµόν, Γέννησιν, παπαντήν, Βάπτισιν, Μεταµόρφωσιν, νάστασιν το Λαζάρου, Βαϊοφόρον, Σταύρωσιν, νάστασιν,
Άνάληψιν, Κοίµησιν κα Πεντηκοστήν». Εκτός από την λανθασµένη ταύτιση της Υπαπαντής και της Βάπτισης βάσει της οποί-
ας διατυπώνονται τα παραπάνω, η Κοίµηση δεν ανήκει στις «ευαγγελικές σκηνές». Βλ. Σωτηρίου, ό.π., 198.

248 Η ίδια παράσταση εµφανίζεται µεµονωµένα σε άλλους έξι ναούς του καταλόγο: Άγιος Κωνσταντίνος και Ελένη
Αχρίδας (Κ1), Υπαπαντή Μετεώρων (Κ5), Άγιος ∆ηµήτριος Αυλωναρίου (Κ12, στο νάρθηκα), Αγία Τριάδα Κρανιδίου (Κ24),
Προφήτης Ηλίας Αµυκλών (Κ34), Ταξιάρχης Γκοριτσάς (Κ35) και πιθανόν στην Παναγία Γερακίου Πεδιάδος (Κ46). Επίσης έξι
είναι οι περιπτώεις που εµφανίζεται στον βόρειο τοίχο της εγκάρσιας καµάρας: τον Ταξιάρχη Γκοριτσάς, την Κοίµηση Οξυλί-
θου, τον Προφήτη Ηλία Αµυκλών, τον Άγιο ∆ηµήτριο Κροκεών, την Κοίµηση Κροκεών και τον Άγιο Ανδρέα Κρανιδίου.

104 
 

25.  Ν. Αργολίδας, Κρανίδι. Άγιος Ανδρέας 

Ο ναός του Αγίου Ανδρέα, που τιμάται και ως Ταξιάρχης, βρίσκεται στην 

περιοχή Δαμαλά, τρία χιλιόμετρα βορειοανατολικά του Κρανιδίου, στο χώρο του 

παλαιού κοιμητηρίου του οικισμού. Οι μελετητές συμφωνούν γενικά σε μια χρο‐

νολόγησή του στα μέσα του 13ου αιώνα, συνυπολογίζοντας και τα τεχνοτροπικά 

χαρακτηριστικά  των  τοιχογραφιών249.  Πρόκειται  για  σταυρεπίστεγο  ναό  της  α‐

πλούστερης  παραλλαγής  Α1,  ο  οποίος  σε  δεύτερη  οικοδομική  φάση,  επίσης  βυ‐

ζαντινών χρόνων όπως φαίνεται από την οδοντωτή ταινία και τις υποδοχές για 

διακοσμητικά σκυφία της δυτικής όψης250, επιμηκύνθηκε κατά το δυτικό του σκέ‐

λος. Η αντικατάσταση του παλαιότερου κτιστού τέμπλου που ήταν τοποθετημέ‐

νο  στο  δυτικό  πέρας  του  ανατολικού  σκέλους  από  νεωτερικό  που  κατασκευά‐

στηκε στο μέσον της εγκάρσιας καμάρας αποτελεί μια άστοχη προσπάθεια εξι‐

σορρόπησης    της  ασυμμετρίας  που  προέκυψε  από  την  επιμήκυνση  του  δυτικού 

σκέλους. 

Οι  τοιχογραφίες  του  ναού,  αν  και  σώζονται  αποσπασματικά  μόνο  στο 

ανατολικό σκέλος και την εγκάρσια καμάρα (σχέδιο 36), επαρκούν ώστε να ανι‐

χνεύσουμε ένα εικονογραφικό πρόγραμμα με σαφή χριστολογικό προσανατολι‐

σμό.  Στην  εγκάρσια  καμάρα  κυριαρχεί,  όπως  και  στη  γειτονική  Αγία  Τριάδα 

Κρανιδίου, η παράσταση της Πεντηκοστής. Στα τριγωνικά διάχωρα εικονίζονται, 

μέσα  σε  μετάλλια,  τα  σύμβολα  των  Ευαγγελιστών  που  συνοδεύονται  από  λει‐

τουργικές  επιγραφές  (άδοντα,  βοώντα,  κεκραγότα,  λέγοντα).  Είναι  φανερό  ότι  η 


                                                      
249 Ο Μ. Χατζηδάκης θεώρησε τις τοιχογραφίες του ναού περίπου σύγχρονες µε εκείνες της Αγία Τριάδος, βλ. Α∆
22 (1967), Χρονικά, 23. Βλ. επίσης Küpper, II, αρ. 113, 152, (δεύτερο τρίτο του 13ου αι.), ∆ωρής, αρ. 123, 74 (1260±15). Χρο-
νολόγηση γύρω στα µέσα του 13ου αιώνα προτείνει µε βάση τεχνοτροπικά κριτήρια και η Ν. Πανσελήνου η οποία ασχολήθη-
κε εκτεταµένα µε τις τοιχογραφίες του ναού στο άρθρο της Τοιχογραφίες του 13ου αιώνα στην Αργολίδα. Ο ναός των Ταξιαρ-
χών και ο Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος, ∆ΧΑΕ 16 (1991-92) 155-166. Και οι δύο ναοί είναι σταυρεπίστεγοι και βρίσκονται στο
Κρανίδι. Τα σωζόµενα σπαράγµατα στον δεύτερο ναό δεν επαρκούν για την αποκατάσταση του εικονογραφικού προγράµ-
µατος.

250 Πανσελήνου, ό.π., εικ. 1.

105 
25. Ν. Αργολίδας, Κρανίδι. Άγιος Ανδρέας 

κεντρική προβολή της Πεντηκοστής, υπονοεί την παρουσία του Πατρός από τον 

οποίο  εκπορεύεται  το  Άγιο  Πνεύμα  και  ερμηνεύει  επαρκώς  τις  επιγραφές  των 

συμβόλων  οι  οποίες  αναφέρονται  στον  τρισάγιο  ύμνο  που  απευθύνουν  οι  άγγε‐

λοι προς τον Θεό251. 

Εξαιρετικό ενδιαφέρον έχει το ερώτημα που προκύπτει από την απουσία 

της  Ανάληψης  στην  ανατολική  καμάρα,  την  οποία  μοιράζονται  η  Γέννηση  και  η 

Μεταμόρφωση.  Πρόκειται  για  το  μοναδικό  από  τα  εξεταζόμενα  εικονογραφικά 

προγράμματα, στο οποίο μπορεί να βεβαιωθεί ότι η Ανάληψη δεν βρίσκεται ούτε 

στην  ανατολική  καμάρα  ούτε  στην  εγκάρσια252.  Αποκλείοντας  το  ενδεχόμενο  η 

συγκεκριμένη παράσταση να έχει παραλειφθεί, μπορούμε να διατυπώσουμε την 

υπόθεση  ότι  ήταν  τοποθετημένη  στο  βόρειο  τύμπανο  της  εγκάρσιας  καμάρας 

πάνω  από  την  παράσταση  της  Κοίμησης  της  Θεοτόκου.  Ένα  τέτοιο  ενδεχόμενο 

συνάδει  με  τον  θεολογικό  χαρακτήρα  των  δύο  σκηνών  που  συνδέονται  έντονα 

σύμφωνα με τις πηγές253, αλλά σπάνια συσχετίζονται με τόσο άμεσο τρόπο.  

Αν αποκλειστεί η παραπάνω υπόθεση, τότε η τοποθέτηση της Ανάληψης 

θα  πρέπει  να  συσχετιστεί  με  την  επιμήκυνση  του  δυτικού  σκέλους.  Στην  περί‐

πτωση,  δηλαδή,  που  η  μετασκευή  πραγματοποιήθηκε  μετά  την  ανέγερση  του 

ναού,  αλλά  πριν  την  τοιχογράφησή  του,  οι  διευρυμένες  επιφάνειες  της  δυτικής 

καμάρας  προσέφεραν  τη  δυνατότητα  τοποθέτησης  της  Ανάληψης,  αλλά  και  ό‐

λων των υπόλοιπων χριστολογικών παραστάσεων που δεν σώζονται σήμερα (Υ‐

παπαντή, Βάπτιση, Έγερση Λαζάρου, Βαϊοφόρος, Σταύρωση, Ανάσταση, βλ. σχέδιο 

                                                      
251 Η Πανσελήνου προτιµά µια λειτουργική ερµηνεία θεωρώντας ότι η Πεντηκοστή, λόγω της καθόδου του Αγίου
Πνεύµατος, συνδέεται µε τον καθαγιασµό των Τιµίων ∆ώρων και εποµένως σχετίζεται άµεσα µε τις λειτουργικές επιγραφές
των συµβόλων των Ευαγγελιστών. Η ερµηνεία αυτή, αν και εύλογη, πρέπει να συνδυαστεί µε τον συνολικό λειτουργικό χα-
ρακτήρα ολόκληρου του χριστολογικού κύκλου, βλ. Πανσελήνου, ό.π., 157-158.

252 ∆εν υπολογίζεται το καθολικό της µονής Υπαπαντής Μετεώρων (Κ5) όπου, λόγω της εξαιρετικά χαµηλής αψί-
δας του Ιερού, η Ανάληψη τοποθετήθηκε στην διευρυµένη επιφάνεια του δυτικού τοίχου.

253 Η παρουσία της Θεοτόκου στην παράσταση της Ανάληψης αντικατοπτρίζει τον διάλογό της µε τον αναλαµβα-
νόµενο Χριστό, ο οποίος, σύµφωνα µε κάποιες πηγές, υπόσχεται ότι θα παραβρεθεί στην κοίµησή της προκειµένου να πα-
ραλάβει την ψυχή της, βλ. A. Semoglou, Le voyage outré-tompe de la Vierge dans l’art byzantin de la descende aux enfers a
la montée au ciel, Θεσσαλονίκη 2003, 7-20 και 111-113.

106 
25. Ν. Αργολίδας, Κρανίδι. Άγιος Ανδρέας 

37). Με την όλη διάταξη που προτείνεται εναρμονίζεται και η Μεταμόρφωση που 

βρίσκεται στο βόρειο ήμισυ της ανατολικής καμάρας.  

Η  προτεινόμενη  αποκατάσταση  του  εικονογραφικού  προγράμματος  της 

διευρυμένης ανατολικής καμάρας μπορεί να συνδυαστεί ακόμη και με την πρώ‐

τη υπόθεση για την θέση της Ανάληψης. Πρέπει να επισημανθεί η ομοιότητα της 

διάταξης των υπολοίπων παραστάσεων σε σχέση με το αντίστοιχο εικονογραφι‐

κό πρόγραμμα του γειτονικού ναού της Αγίας Τριάδος. Η σχέση μεταξύ των δύο 

μνημείων είναι σαφής, χωρίς να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να εξαρτώνται από 

κοινό  πρότυπο254.  Ένα  ακόμη  στοιχείο  που  υπογραμμίζει  την  στενή  σχέση  των 

δύο  εικονογραφικών  προγραμμάτων  είναι  η  παρουσία  συγκροτημένου  κύκλου 

πέραν  του  χριστολογικού,  στα  τύμπανα  της  εγκάρσιας  καμάρας.  Έτσι  στις  θέ‐

σεις όπου αναπτύσσεται ο κύκλος του Αβραάμ στο ναό της Αγίας Τριάδας, στον 

Άγιο  Ανδρέα  ανιχνεύεται,  με  βάση  τα  σωζόμενα  σπαράγματα,  η  παρουσία  των 

τριών βασικών παραστάσεων του θεομητορικού κύκλου (Κοίμηση στο βόρειο, Ει‐

σόδια και Γενέσιο στο νότιο255). Η αδιάγνωστη παράσταση στο βόρειο τύμπανο θα 

μπορούσε  να  αποτελεί  προέκταση  του  κύκλου,  υπογραμμίζοντας  την  θεομητο‐

ρική  παρουσία  με  τη  συμμετρική  διάταξη  τεσσάρων  παραστάσεων  στο  εικονο‐

γραφικό πρόγραμμα, στοιχείο που δεν αποκλείεται να οφείλεται και σε ενδεχό‐

μενη αρχική αφιέρωση του ναού στη Θεοτόκο. 

                                                      
254 Με βάση την άποψη του Χατζηδάκη ότι οι τοιχογραφίες του Ταξιάρχη υπολείπονται ποιοτικά της Αγίας Τριά-
δας, είναι εύλογο να θεωρείται περισσότερο πιθανό ότι έπονται και χρονολογικά. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και το ενδεχόµε-
νο µελλοντικά να αποκαλυφθούν και άλλα τµήµατα τοιχογραφιών του τρίτου σταυρεπίστεγου ναού του Κρανιδίου, του Αγίου
Ιωάννη του Θεολόγου. Επισηµαίνουµε ότι η ζώνη των µεταλλίων που έχει προς το παρόν αποκαλυφθεί και χρονολογείται
επίσης στον 13ο αιώνα, αντιστοιχεί προς στην ανάλογη, αλλά κατεστραµµένη ζώνη του ναού της Αγίας Τριάδας.

255 Πανσελήνου, ό.π., 156.

107 
 

26.  Ν. Αρκαδίας, Λεοντάρι. Άγιος Αθανάσιος  

Ο ναός του αγίου Αθανασίου στο Λεοντάρι της Αρκαδίας, αν και απλού‐

στατος τυπολογικά (Α1), είναι ένας από τους μεγαλύτερους σε διαστάσεις βυζα‐

ντινούς σταυρεπίστεγους ναούς. Για τη χρονολόγηση του ναού δεν υπάρχει ομο‐

φωνία μεταξύ των ερευνητών256. Μια κάπως πρώιμη χρονολόγηση που έχει προ‐

ταθεί  στον  13ο  αιώνα,  δεν  μπορεί  να  συμπεριλαμβάνει  και  τις  τοιχογραφίες,  οι 

οποίες  αποτελούν  έργο  του  14ου  αιώνα.  Πιο  συγκεκριμένα,  το  ιδιαίτερα  υψηλής 

ποιότητας  σύνολο  χρονολογήθηκε  από  την  Τζ.  Αλμπάνη  που  το  μελέτησε,  στο 

τρίτο τέταρτο του αιώνα, βάσει τεχνοτροπικών κριτηρίων257.  

Παρά  τις  σημαντικές  φθορές,  κυρίως  στις  κάθετες  επιφάνειες,  όπου  οι 

παραστάσεις  έχουν  ασβεστοποιηθεί  και  απολεπίζονται,  αλλά  και  την  οριστική 

καταστροφή μεγάλου τμήματος τοιχογραφιών στην εγκάρσια καμάρα, το μεγα‐

λύτερο μέρος των παραστάσεων ταυτίζεται με ασφάλεια (σχέδιο 38).  

Η διάταξη του εικονογραφικού προγράμματος βασίζεται στην οργάνωση 

τριών  διακριτών  οριζόντιων  ζωνών:  Στην  κάτω  ζώνη,  η  οποία  φθάνει  μέχρι  τη 

στάθμη της γένεσης των κατά μήκος καμαρών, διατάσσονται οι ολόσωμοι άγιοι. 

Στη  αμέσως  υπερκείμενη  ζώνη  αναπτύσσεται  ο  βίος  της  Θεοτόκου,  ενώ  πάνω 

από τη στάθμη γένεσης των κατά μήκος καμαρών κυριαρχεί αποκλειστικά, ο ε‐

νιαίος χριστολογικός κύκλος (σχέδιο 39).  

Ο  Ευαγγελισμός, που βρίσκεται στην συνηθισμένη  θέση  εκατέρωθεν της 

αψίδας του Ιερού, αποτελεί στην συγκεκριμένη περίπτωση τον σύνδεσμο των δύο 

ανεξάρτητων κύκλων καθώς αποτελεί αφετηρία του χριστολογικού κύκλου, αλ‐

                                                      
256 Ο Α. Ορλάνδος, χρονολόγησε το ναό στον 14ο αιώνα, ενώ οι Küpper και ∆ωρής συγκλίνουν σε µια χρονολό-
γηση στο δεύτερο µισό του 13ου, βλ. Α. Ορλάνδος, Οι σταυρεπίστεγοι ναοί της Ελλάδος, ΑΒΜΕ 1 (1935), Küpper, ΙΙ, αρ. 120,
162 (1265-70), ∆ωρής, Τυπολογία, αρ. 164, 76 (1267±3).

257 Τζ. Αλµπάνη, Οι τοιχογραφίες του Αγίου Αθανασίου στο Λεοντάρι, 7ο Συµπόσιο Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής
Αρχαιολογίας και Τέχνης, Αθήνα 1987, 11-12, της ίδιας, Die Wandmalereien der Kirche Hagios Athanasios zu Leondari, JÖB
39 (1989), 259-294, εικ. 1-39, πίν. 1-4.

108 
26. Ν. Αρκαδίας, Λεοντάρι. Άγιος Αθανάσιος 

λά  ταυτόχρονα  και  κορυφαία  στιγμή  του  θεομητορικού,  με  τον  οποίο  βρίσκεται 

στην ίδια στάθμη258. Ωστόσο, όπως  θα  διαπιστώσουμε  παρακάτω,  οι  δύο  κύκλοι 

συνδέονται με ακόμη πιο άμεσο τρόπο.  

Ο ενιαίος χριστολογικός κύκλος συγκροτείται από μία ενότητα δεκαεπτά 

παραστάσεων που διατάσσονται με πρωτότυπη και μοναδική για σταυρεπίστεγο 

ναό διάταξη. Η ανατολική καμάρα, ισότιμη σε μέγεθος με την δυτική, διαιρείται 

εγκάρσια κατά τη νοητή γραμμή που όριζε το τέμπλο, το οποίο σήμερα δεν σώ‐

ζεται. Στο ανατολικό μισό της καμάρας τοποθετείται η  Ανάληψη. Το αντίστοιχο 

όμως  δυτικό  τμήμα  της  διαιρείται  με  γραπτή  ταινία  στο  κλειδί  σε  δύο  ισότιμα 

διάχωρα, στα οποία γίνεται η έναρξη και η κατάληξη του χριστολογικού κύκλου 

(νότιο  ‐  Γέννηση,  βόρειο  ‐  Πεντηκοστή).  Η  ευαγγελική  αφήγηση  συνεχίζεται  δε‐

ξιόστροφα στο νότιο τοίχο της εγκάρσιας καμάρας με την Υπαπαντή και στη συ‐

νέχεια μεταφέρεται στη δυτική καμάρα. Εκεί ο ημικύλινδρος διαιρείται κατά τους 

δύο  κύριους  άξονες  σε  τέσσερα  διάχωρα,  στα  οποία  τοποθετούνται  ισάριθμες 

παραστάσεις  που  πειθαρχούν  στη  δεξιόστροφη  κίνηση  με  απόλυτη  συνέπεια, 

σύμφωνα  με  την  ιστορική  διαδοχή  των  γεγονότων.  Πρόκειται  για  την  Βάπτιση, 

την  Μεταμόρφωση  (νότιο  μισό),  την  Έγερση  του  Λαζάρου  και  την  Βαϊοφόρο  (βό‐

ρειο μισό). Η Κοίμηση της Θεοτόκου παρεμβάλλεται στο δυτικό τύμπανο, ως τμή‐

μα του ανεξάρτητα εξελισσόμενου στην κάτω ζώνη θεομητορικού κύκλου.  

Η συνέχεια του χριστολογικού κύκλου πραγματοποιείται με την ίδια πει‐

θαρχημένη  δεξιόστροφη  διάταξη  στην  εγκάρσια  κεραία  με  οκτώ  παραστάσεις: 

Οι έξι τοποθετούνται στον χώρο τη καμάρας και οι δύο στα τύμπανα. Πρόκειται 

για την Προδοσία, την Σταύρωση, την Αποκαθήλωση, τον Θρήνο, την Εις Άδου Κά‐

θοδο,  το  Χαίρε  των  Μυροφόρων,  την  Ψηλάφηση  και  την  Ίαση  τού  παραλυτικού. 

Από  τα  έξι  διάχωρα  του  ημικύλινδρου,  το  κεντρικό  του  ανατολικού  τμήματος, 

όπου τοποθετείται η παράσταση Μη μου άπτου, διαμορφώνεται στενότερο259.  

                                                      
258 Η απόπειρα σύνδεσης των δύο κύκλων µε διάφορες επινοήσεις, απετέλεσε διαχρονικά ένα από τα κύρια ζη-
τούµενα κατά τον σχεδιασµό των εικονογραφικών προγραµµάτων. Αυτό παρατηρείται εξ άλλου και σε άλλους ναούς του κα-
ταλόγου και κυρίως στην Κοίµηση Οξυλίθου (Κ14) και τον Άγιο ∆ηµήτριο Μακρυχωρίου (Κ13)

259 Στο ναό παρατηρείται γενικότερα µια τάση «παραβίασης» της κανονικότητας του κανάβου προκειµένου να
προσαρµοστούν οι παραστάσεις ανάλογα µε τις απαιτήσεις τους (βλ. βόρειο µισό της ανατολικής καµάρας, όπου η Βαϊοφό-

109 
26. Ν. Αρκαδίας, Λεοντάρι. Άγιος Αθανάσιος 

Σε μια πρώτη ανάγνωση, εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι η  Προδοσία 

είναι απομακρυσμένη σε σχέση με την Βαϊοφόρο της δυτικής καμάρας την οποία 

διαδέχεται άμεσα. Αυτή η απομάκρυνση εύκολα μπορούσε να αποφευχθεί εάν η 

Βαϊοφόρος  είχε  τοποθετηθεί  εγγύτερα  προς  το  βορειοανατολικό  διάχωρο  της  ε‐

γκάρσιας καμάρας. Ωστόσο, είναι προφανές ότι με την επιλογή αυτή οι δημιουρ‐

γοί του προγράμματος αποσκοπούν να συγκροτήσουν δύο σαφώς διακριτές ενό‐

τητες  στο  χώρο  της  εγκάρσιας  καμάρας:  Μία  με  θέμα  το  Πάθος  και  μία  με  την 

Ανάσταση και τα γεγονότα που επακολούθησαν, ορατές ανάλογα με τον τρόπο 

που  στέκεται  ο  θεατής  μέσα  στο  ναό260  (σχέδιο  40).  Εάν  λοιπόν  η  Προδοσία  είχε 

τοποθετηθεί στο εγγύτερο προς την Βαϊοφόρο διάχωρο, θα διασφάλιζε ένα ομα‐

λότερο πέρασμα της αφήγησης από τη δυτική στην εγκάρσια κεραία, αποκλείο‐

ντας  όμως  την  διάκριση  και  την  ισορροπία  ανάμεσα  στις  παραστάσεις  του  Πά‐

θους και της Ανάστασης261.  

Στην συγκεκριμένη περίπτωση φαίνεται καθαρά ότι η οργάνωση των πα‐

ραστάσεων δεν γινόταν με την μέθοδο της απλής παράθεσης κατά διαδοχή, αλ‐

λά προέκυπτε ως αποτέλεσμα σχεδιασμού που λάμβανε υπόψη πολλές παραμέ‐

τρους.  Κεντρική  επιλογή  του  όλου  σχεδιασμού,  απετέλεσε  η  τοποθέτηση  της 

Σταύρωσης στο μέσον του δυτικού τμήματος της εγκάρσιας καμάρας.  

Ξεχωριστή  μνεία  πρέπει  να  γίνει  και  για  τις  τρεις  παραστάσεις  του  κύ‐

κλου  του  Πεντηκοσταρίου  (Το  χαίρε  των  Μυροφόρων,  Ψηλάφηση,  Θεραπεία  Πα‐

                                                                                                                                                        
ρος καταλαµβάνει µεγαλύτερο χώρο από την Έγερση του Λαζάρου), καθώς και στην πρώτη παράσταση του θεοµητορικού
κύκλου, για τις ανάγκες της οποίας µειώνεται το διάχωρο της Μετάληψης.

260 Αντίστοιχο παράδειγµα τέτοιου χειρισµού έχει επισηµανθεί και στον σταυροειδή εγγεγραµµένο ναό του Άη
Στράτηγου Μπουλαριών στη Μάνη, οι τοιχογραφίες του οποίου χρονολογούνται στα τέλη του 12ου αιώνα (α΄ φάση), βλ. Ν. Β.
∆ρανδάκης, Βυζαντινές τοιχογραφίες της Μέσα Μάνης, Αθήναι 1995, 454. Οι καµάρες του βόρειου και νότιου σκέλους διαι-
ρούνται κατά τον εγκάρσιο άξονα και, στη συνέχεια, οι παραστάσεις των δύο ανατολικών τµηµάτων συγκροτούν µια ενότητα
που αφορά την εκκίνηση του χριστολογικού κύκλου (Γέννηση, Υπαπαντή). Οι παραστάσεις των αντιστοίχων δυτικών τµηµά-
των µαζί µε τις δυο παραστάσεις των τυµπάνων, ανήκουν στον κύκλο του Πάθους, όπως και στον Άγιο Αθανάσιο Λεονταρί-
ου. Βλ. Γ. Φουστέρης, Τύποι βυζαντινών ναών και εικονογραφικά προγράµµατα, Θεσσαλονίκη 1999 (φωτοτυπηµένη µετα-
πτυχιακή εργασία), 13-4, 45.

261 Παρόµοια διαίρεση στην εγκάρσια καµάρα, αλλά µε παραστάσεις του χριστολογικού και θεοµητορικού κύκλου
έχουµε στην Αγία Τριάδα Σοφικού (Κ22, βλ. σχέδιο 32).

110 
26. Ν. Αρκαδίας, Λεοντάρι. Άγιος Αθανάσιος 

ραλυτικού) που ενώ οι δύο πρώτες εντάσσονται στην «ιστορική» ακολουθία των 

γεγονότων η τελευταία προκύπτει ως λειτουργική προέκταση του κύκλου262.  

Ο θεομητορικός κύκλος στο ναό του Αγίου Αθανασίου είναι ο εκτενέστε‐

ρος  γνωστός  σε  σταυρεπίστεγο  ναό,  γεγονός  εντυπωσιακό  καθώς  ο  ναός,  όπως 

φαίνεται και από την εξαιρετικά προβεβλημένη σε κτιστό προσκυνητάρι ολόσω‐

μη μορφή, ήταν εξαρχής αφιερωμένος στον Άγιο Αθανάσιο.  

Οι δεκατρείς σκηνές του κύκλου διατάσσονται δεξιόστροφα στην ίδια ζώ‐

νη, εκτός Ιερού, κάτω από την στάθμη της γένεσης των καμαρών της κατά μήκος 

κεραίας. Οι έξι θεομητορικές παραστάσεις του νότιου τοίχου συγκροτούν μια ε‐

πιμέρους ενότητα που περιλαμβάνει όλα τα γεγονότα που προηγούνται της Γέν‐

νησης  της  Θεοτόκου,  και  κορυφώνεται  με  το  Γενέσιο  το  δυτικό  άκρο  του  νότιου 

τοίχου (Απόρριψη των δώρων, Φυγή Ιωακείμ και Άννης από το Ναό, Ευαγγελισμός 

Ιωακείμ και Άννης, Γενέσιο).  

Στον  δυτικό  τοίχο,  η  Κοίμηση  παρεμβάλλεται  διακόπτοντας  την  ροή  της 

διήγησης, τόσο του θεομητορικού κύκλου όσο και του υπερκείμενου χριστολογι‐

κού.  Στο  βόρειο  τοίχο,  άλλες  πέντε  παραστάσεις  συνεχίζουν  την  αφήγηση,  συ‐

γκροτώντας  μια  δεύτερη  επιμέρους  ενότητα  που  περιλαμβάνει  τα  της  παιδικής 

ηλικίας  της  Θεοτόκου.  Σημαντικότερη  παράσταση  αυτής  της  ενότητας  είναι  τα 

Εισόδια που τοποθετούνται στο τμήμα που αντιστοιχεί στην εγκάρσια καμάρα.  

Ιδιαίτερη  σημασία  έχει  η  επιλογή  της  τελευταίας  παράστασης  με  την  ο‐

ποία  ολοκληρώνεται  ο  κύκλος.  Πρόκειται  για  το  Ταξίδι  στη  Βηθλεέμ  που  δια‐

σφαλίζει την άμεση συνέχεια της αφήγησης στον υπερκείμενο ενιαίο χριστολο‐

γικό  κύκλο,  καθώς  ακολουθείται  άμεσα  από  τη  Γέννηση.  Θα  μπορούσε  λοιπόν 

κανείς  να  θεωρήσει  τους  δύο  κύκλους  ως  μία  ενιαία  αφήγηση,  η  οποία  ξεκινά 

από την κατώτερη ζώνη και συνεχίζεται προς τα πάνω με μια σπειροειδή δεξιό‐

στροφη  κίνηση,  σε  τρία  διαφορετικά  επίπεδα  (σχέδιο  41).  Την  ενότητα  των  δύο 

κύκλων  ενισχύει  και  η  κοινή  παράσταση  του  Ευαγγελισμού.  Παράλληλα  ερμη‐

νεύεται και ο λόγος για τον οποίο ο κύκλος της Θεοτόκου δεν υπεισέρχεται στο 

                                                      
262 Η τελευταία σκηνή αποτελεί τµήµα του κύκλου του Πεντηκοσταρίου καθώς αποτελεί το ευαγγελικό ανάγνωσµα
την Πέµπτη Κυριακή µετά το Πάσχα.

111 
26. Ν. Αρκαδίας, Λεοντάρι. Άγιος Αθανάσιος 

Ιερό, καθώς στην ίδια ζώνη εντάσσονται τα δύο τμήματα της Κοινωνίας των Απο‐

στόλων  (Μετάδοση  ‐  Μετάληψη).  Όπως  αποδεικνύεται  και  από  άλλα  παραδείγ‐

ματα  εικονογραφικών  προγραμμάτων,  δεν  θα  μπορούσε  να  υφίσταται  κανένας 

ενδοιασμός για την τοποθέτηση θεομητορικών παραστάσεων μέσα στο ιερό Βή‐

μα263.  Είναι  λοιπόν  σαφές  ότι  οι  παραπάνω  επιλογές  αποβλέπουν  στην  υπο‐

γράμμιση της συνέχειας των δύο κύκλων, και κυρίως τη μετάβαση από το Ταξίδι 

στη  Βηθλεέμ  στη  Γέννηση,  σκηνές  που  επιδιώχθηκε  να  βρίσκονται  στην  ίδια  ε‐

γκάρσια ζώνη της ανατολικής καμάρας (σχέδιο 39, αρ. 11 και 12). 

Η  Φιλοξενία  του  Αβραάμ  που  βρίσκεται  στο  δυτικό  τοίχο,  πάνω  από  την 

αψίδα  του  Ιερού  εκτός  από  τον  προφανή  λειτουργικό  και  δογματικό  της  χαρα‐

κτήρα, συνδέεται άμεσα με τον χριστολογικό κύκλο καθώς, αποτελεί προέκταση 

της  Ανάληψης,  ως  παράσταση  που  σηματοδοτεί  το  τέλος  του  Πεντηκοσταρίου 

(εορτή Αγίας Τριάδος – Αγίου Πνεύματος) 264.  

Εντυπωσιακή είναι η  παρουσία των Ευαγγελιστών, λόγω της αυξημένης 

επιφάνειας των τριγωνικών κάθετων επιφανειών που προκύπτουν από την αλ‐

ληλοτομία  των  καμαρών.  Εικονίζονται  ολόσωμοι,  καθιστοί,  και  επιπλέον,  ανά‐

μεσα σε κάθε ζεύγος πάνω από το κλειδί των κατά μήκος καμαρών, απεικονίζο‐

νται, εκτός από τα σύμβολά τους, το Άγιο Μανδήλιο (στο κέντρο ανατολικά) και 

το  Άγιο  Κεράμιο  (δυτικά).  Στις  κάτω  απολήξεις  των  τριγώνων  τοποθετούνται 

διακοσμητικά πτηνά. 

Όσον αφορά στην ζώνη των ολόσωμων αγίων επισημαίνουμε την παρου‐

σία  του  Αγίου  Αθανασίου  σε  γραπτό  προσκυνητάρι  στο  βόρειο  τοίχο  μπροστά 

από το τέμπλο. Δίπλα του ο πάντοτε μαζί με τον Αθανάσιο μνημονευόμενος στις 

ακολουθίες, ως πατριάρχης Αλεξανδρείας, Κύριλλος. Στον βόρειο τοίχο κυριαρ‐

χεί μια συμπαγής ενότητα έξι στρατιωτικών αγίων, από τους οποίους αναγνωρί‐

                                                      
263 Αναφέρουµε από τους ναούς του καταλόγου την Κοίµηση Κροκεών (Κ38), Αγία Τριάδα Σοφικού (Κ22), Οδηγή-
τρια στις Σπηλιές (Κ15) Φυσικά η παράσταση που κατά προτίµηση τοποθετείται εντός του Ιερού λόγω του περιεχοµένου της
είναι τα Εισόδια,

264 Η ίδια παράσταση στην θέση αυτή απαντάται στην Αγία Κυριακή Πηδήµατος (Κ27), στην Αγία Παρασκευή
Πλάτσας (Κ31), Άγιο Νικόλαο Αγόριανης (Κ32), Άγιο Νικόλαο Μουρίου (Κ42), Άγιο Γεώργιο Ανύδρων (Κ43) και Παναγία
Βουλισµένης (Κ49).

112 
26. Ν. Αρκαδίας, Λεοντάρι. Άγιος Αθανάσιος 

ζεται μόνον ο Γεώργιος. Στον  δυτικό τοίχο εκατέρωθεν  της εισόδου οι δύο πρω‐

τοκορυφαίοι των Αποστόλων Πέτρος και Παύλος. Οι όσιοι εκπροσωπούνται από 

δύο μόλις αγίους, τον Αντώνιο και τον Σάββα, στα άκρα του δυτικού τοίχου. Α‐

συνήθιστη είναι, τέλος, η απεικόνιση τριών αγίων με το όνομα Ιωάννης (Πρόδρο‐

μος ‐ Χρυσόστομος ‐ Θεολόγος) στο νότιο τοίχο. 

113 
27. Ν. Μεσσηνίας, Πήδημα. Αγία Κυριακή 

27.  Ν. Μεσσηνίας, Πήδημα. Αγία Κυριακή 

Ο  ναός  της  Αγίας  Κυριακής  έγινε  γνωστός  από  τον  δεύτερο  τόμο  του  Γ. 

Δημητροκάλλη  για  τους  άγνωστους  Βυζαντινούς  ναούς  της  Μεσσηνίας265.  Πρό‐

κειται για ένα μικρών διαστάσεων σταυρεπίστεγο ναό της απλούστερης μορφής 

(Α1), με επιμελημένη τοιχοποιία και αξιόλογο κεραμοπλαστικό διάκοσμο.  

Στο εσωτερικό του ναού οι τοιχογραφίες, που χρονολογήθηκαν βάσει τε‐

χνοτροπικών  εκτιμήσεων  στα  τέλη  του  14ου  αιώνα,  σώζονται  σε  μεγάλη  έκταση 

(σχέδιο  42), αλλά σε απελπιστική πράγματι  κατάσταση266. Για τη ακριβή χρονο‐

λόγηση του μνημείου ίσως αποβεί κρίσιμη η προσπάθεια συντήρησης και καθα‐

ρισμού  γραπτής  επιγραφής  που  λανθάνει  και  η  οποία  αναπτύσσεται  στο  νότιο 

τοίχο  στο  πλάτος  της  εγκάρσιας  κεραίας,  στο  ύψος  της  στάθμης  που  ορίζεται 

από τη γένεση της κατά μήκος κεραίας.  

Παρά  την  δυσκολία  αναγνώρισης  κάποιων  παραστάσεων,  το  εικονογρα‐

φικό  πρόγραμμα  σε  γενικές  γραμμές  αποκαθίσταται.  Με  εξαίρεση  την  Φιλοξε‐

νία  του  Αβραάμ  στο  δυτικό  τοίχο  πάνω  από  την  αψίδα  του  Ιερού  και  τα  Εισόδια 

της  Θεοτόκου  στο  βόρειο  τοίχο  της  εγκάρσιας  κεραίας,  είναι  σαφές  ότι  είχε  κα‐

θαρά χριστολογικό περιεχόμενο. Συγκεκριμένα αναγνωρίζονται δέκα παραστά‐

σεις του χριστολογικού κύκλου, ο οποίος ήταν ιδαίτερα εκτεταμένος για το μέγε‐

θος  του  ναού.  Σύμφωνα  με  τον  κάναβο  του  εικονογραφικού  προγράμματος,  υ‐

πολογίζεται ότι περιελάμβανε  16 έως 18 παραστάσεις. Η ακριβής έκτασή του ε‐

ξαρτάται  κυρίως  από  το  αν  η  σκηνή  των  Εισοδίων  του  βορείου  τυμπάνου  ήταν 

                                                      
265 Γ. ∆ηµητροκάλλης, Άγνωστοι βυζαντινοί ναοί της Μεσσηνίας, Β΄, 1998, 309-330 όπου κάτοψη και τοµή του
συγγραφέα. Ο ναός δεν υπάρχει στον κατάλογο του Küpper, ενώ ο Μ. ∆ωρής τον χρονολογεί στα 1300±25, βλ. ∆ωρής, αρ.
206.1, Τυπολογία, 78.

266 ∆ηµητροκάλλης, ό.π., 319 και 330. Οι τοιχογραφίες δεν έχουν συντηρηθεί µέχρι σήµερα (τελευταία επίσκεψη
Αύγουστος 2004).

114 
27. Ν. Μεσσηνίας, Πήδημα. Αγία Κυριακή 

μεμονωμένη  ή  αποτελούσε  μέρος  ενός  συνεπτυγμένου  θεομητορικού  κύκλου. 

Στον κύκλο αυτό θα μπορούσαν να ανήκουν οι δύο αδιάγνωστες σκηνές του βό‐

ρειου  τμήματος  της  δυτικής  καμάρας  ή  ακόμη  και  η  υπερκείμενη  των  Εισοδίων 

παράσταση, στο βόρειο τύμπανο.  

Το τμήμα φωτοστεφάνου που διακρίνεται στο νότιο τμήμα δεν αρκεί για 

να  πιστοποιήσει  ότι  ο  Ευαγγελισμός  ήταν  τοποθετημένος  εκατέρωθεν  της  αψί‐

δας, όπου ο διαθέσιμος χώρος μάλλον δεν επαρκεί για να δεχθεί την κίνηση του 

αρχαγγέλου  Γαβριήλ,  αλλά  μια  μετωπική  ολόσωμη  μορφή.  Έτσι  δεν  πρέπει  να 

αποκλειστεί  το  ενδεχόμενο  ο  Ευαγγελισμός  να  ήταν  τοποθετημένος  στο  βόρειο 

τύμπανο της εγκάρσιας καμάρας, δίπλα στη Γέννηση που βρίσκεται στο βορειοα‐

νατολικό  από  τα  τέσσερα  ισότιμα  διάχωρα  του  ημικυλινδρικού  θόλου.  Μια  τέ‐

τοια  υπόθεση  εναρμονίζεται  και  με  την  υποκείμενη  παράσταση  των  Εισοδίων, 

καθώς ο Ευαγγελισμός που έχει διττό θεομητορικό και χριστολογικό χαρακτήρα 

μπορεί να λειτουργεί στη συγκεκριμένη θέση ως σύνδεσμος ανάμεσα στους δύο 

κύκλους. Ακολουθούν με δεξιόστροφη φορά η  Υπαπαντή, η Μεταμόρφωση267 και 

μία  εντελώς  εξίτηλη  παράσταση  βορειοδυτικά.  Στην  πολύ  πιθανή  περίπτωση  η 

αδιάγνωστη  παράσταση  του  νότιου  τυμπάνου  της  κεραίας  να  αποτελεί  μέρος 

αυτής της δεξιόστροφης ακολουθίας, θα μπορούσε να ταυτίζεται με την Βάπτιση. 

Πιο  πιθανή  ίσως  φαίνεται  η  ταύτισή  της  με  την  Έγερση  του  Λαζάρου,  καθώς  η 

αμέσως υποκείμενη παράσταση στο νότιο τύμπανο είναι η Βαϊοφόρος.  

Ο ημικυλινδρικός χώρος της δυτικής καμάρας είχε διαιρεθεί σε οκτώ διά‐

χωρα, με φαρδιά διακοσμητική ζώνη κατά μήκος του κλειδιού και απλές  διαχω‐

ριστικές ταινίες κατά την εγκάρσια έννοια. Πρέπει να σημειωθεί ότι τα τέσσερα 

διάχωρα της κάτω  ζώνης είχαν χαμηλότερο  ύψος σε σχέση με τα αντίστοιχα υ‐

περκείμενα, στοιχείο που συναντήσαμε και στο ναό του Σωτήρα στο Αλεποχώρι 

(Κ7).  Από  τις  οκτώ  παραστάσεις  που  υπήρχαν  αναγνωρίζονται  οι  τέσσερις  που 

προσεγγίζουν εκατέρωθεν το κλειδί (Νιπτήρας ‐ Προδοσία νότια και Εις Άδου κά‐

                                                      
267 Παρόµοια διάταξη των ίδιων παραστάσεων (Γέννηση, Υπαπαντή, Μεταµόρφωση) στις ίδιες ακριβώς θέσεις
έχουµε στον Άγιο Νικόλαο Αγόριαννης (Κ33), στον Προφήτη Ηλία Αµυκλών (Κ34), τον Άγιο ∆ηµήτριο Κροκεών, ενώ όσον
αφορά µόνο τις δύο πρώτες στον στον Ταξιάρχη Γκοριτσάς (Κ35) και τον οµώνυµο ναό στο Κάστρο Γερακίου (Κ41). Στο ανα-
τολικό τµήµα της καµάρας το ίδιο ζεύγος διατάσσεται αντίστροφα στην Αγία Τριάδα Σοφικού (Κ22).

115 
27. Ν. Μεσσηνίας, Πήδημα. Αγία Κυριακή 

θοδος  ‐  Χαίρε  των  Μυροφόρων  βόρεια)268.  Η  δεξιόστροφη  διάταξη  προσδιορίζει 

την  ταύτιση  της  κατεστραμμένης  παράστασης  του  δυτικού  τυμπάνου  με  την 

Σταύρωση. 

Τέλος η παράσταση της Ανάληψης καταλαμβάνει ολόκληρη την ανατολι‐

κή καμάρα ολοκληρώνοντας τον χριστολογικό κύκλο, όπως συμβαίνει άλλωστε 

στην πλειονότητα των εξεταζόμενων μνημείων. 

Συμπερασματικά  διαπιστώνουμε  ότι  ο  ενιαίος  χριστολογικός  κύκλος  α‐

ναπτύσσεται πάνω από τη στάθμη γένεσης των κατά μήκος καμαρών, ακολου‐

θεί  συνεπή  δεξιόστροφη  φορά  ξεκινώντας  ουσιαστικά  από  την  εγκάρσια  καμά‐

ρα. Σημειώνουμε επίσης την παρουσία των Ευαγγελιστών στις κάθετες τριγωνι‐

κές  επιφάνειες  που  προκύπτουν  από  την  αλληλοτομία  των  καμαρών,  οι  οποίοι 

εικονίζονται ολόσωμοι κατά τον συνήθη τύπο των συγγραφέων.  

Κάτω από τη στάθμη που ορίζεται από τη γένεση των κατά μήκος καμα‐

ρών, δηλαδή στις αδιάσπαστες ενιαίες επιφάνειες του βόρειου και νότιου τοίχου, 

αναπτύσσεται η ζώνη των ολόσωμων μορφών όπου παρεμβάλλονται πιθανότα‐

τα και έφιπποι, όπως επίσης και μία στηθαία μορφή σε ορθογώνιο πλαίσιο κατ΄ 

απομίμηση  φορητής  εικόνας,  η  οποία  κατά  την  τοπική  παράδοση  ταυτίζεται  με 

την επώνυμη του ναού αγία Κυριακή.  

                                                      
268 Ο ∆ηµητροκάλλης δεν αναφέρει τις παραστάσεις της Προδοσίας και του Νιπτήρα στο βόρειο τµήµα. Στο νότιο,
εκλαµβάνεται λανθασµένα η παρουσία του Προδρόµου και ταυτίζεται µε τη Βάπτιση αντί της Εις Άδου καθόδου. Αντίστοιχα,
λόγω της γονυπετούς Μάρθας και του λευκού σαβάνου, το Χαίρε των Μυροφόρων ταυτίζεται εκ παραδροµής µε την Έγερση
του Λαζάρου. Βλ. ∆ηµητροκάλλη, Ναοί Μεσσηνίας Β, 326.

116 
28. Ν. Μεσσηνίας, Αίπεια, Άγιος Γεώργιος 

28.  Ν. Μεσσηνίας, Αίπεια, Άγιος Γεώργιος 

Στην Αίπεια της Μεσσηνίας λίγα χιλιόμετρα βορείως της Καλαμάτας σώ‐

ζεται σε καλή κατάσταση ο σταυρεπίστεγος ναός του Αγίου Γεωργίου που ανή‐

κει στον τύπο Α1. Μόλις πρόσφατα αποκαλύφθηκε κάτω από νεωτερικούς ελαι‐

οχρωματισμούς  διακοσμητικού  χαρακτήρα,  τμήμα  της  βυζαντινής  τοιχογράφη‐

σης στην αντολική καμάρα. Εφόσον οι εργασίες καθαρισμού προχωρήσουν ανα‐

μένεται η αποκάλυψη και άλλων τμημάτων της αρχικού διακόσμου. 

Όπως προκύπτει από το τμήμα που έχει ήδη αποκαλυφθεί το εικονογρα‐

φικό πρόγραμμα του ναού παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον που εστιάζεται κυ‐

ρίως στην συνύπαρξη του κύκλου του επώνυμου αγίου με τον χριστολογικό. Συ‐

γκεκριμένα στην ανατολική καμάρα εκτός από την Ανάληψη,  η οποία αναπτύσ‐

σεται  με  τον  συνηθισμένο  τρόπο  με  τον  όμιλο  των  μαθητών  διηρημένο  σε  δύο 

τμήματα, εμφανίζεται και ο κύκλος του αγίου Γεωργίου με σειρά παραστάσεων 

σε εγκάρσια ζώνη πρός το δυτικό πέρας της καμάρας.  

Ο  συγκεκριμένος  χειρισμός  παραπέμπει  σε  ανάλογες  λύσεις  που  συνα‐

ντούμε  σε  ναούς  της  δυτικής  Κρήτης  και  ιδιαίτερα  στον  ομώνυμο  ναό  του  Σπα‐

νιάκου..       

117 
29. Ν. Μεσσηνίας, Κάμπος Αβίας. Άη Γιαννάκης 

29.  Ν. Μεσσηνίας, Κάμπος Αβίας. Άη Γιαννάκης 

Το  υποκοριστικό  όνομα  του  ναού  υποδηλώνει  το  εξαιρετικά  μικρό  μέγε‐

θός του, που οφείλεται στην περιορισμένη επιφάνεια ενός βραχώδους εξάρματος 

πάνω στο οποίο χτίστηκε, μισό χιλιόμετρο νοτίως του οικισμού του Κάμπου Αβί‐

ας. Ανήκει στην παραλλαγή Α1 και χρονολογείται στα τέλη του 13ου αιώνα269. Οι 

τοιχογραφίες που σώζονται αποσπασματικά  (σχέδιο 44) ανήκουν σε δύο φάσεις 

τοιχογράφησης, από τις οποίες η πρώτη εκτιμάται ότι είναι σύγχρονη με την α‐

νέγερση  του  ναού,  ενώ  η  δεύτερη,  που  περιορίστηκε  στα  δύο  τύμπανα  της  ε‐

γκάρσιας  κεραίας  και  δεν  διατάραξε  το  υπόλοιπο  εικονογραφικό  πρόγραμμα, 

στον 14ο αιώνα270. 

Σύμφωνα με τον τρόπο που διαιρείται η ανατολική καμάρα προκύπτει ό‐

τι, εκτός από τον Ευαγγελισμό που βρίσκεται στον δυτικό τοίχο εκατέρωθεν της 

αψίδας,  συνολικά  υπήρχαν  έξι  παραστάσεις  στο  χώρο  των  καμαρών  συμπερι‐

λαμβανομένου  και  του  τυμπάνου  της  δυτικής  κεραίας.  Από  αυτές  αναγνωρίζο‐

νται μόνο δύο, βάσει των οποίων μπορούμε να διατυπώσουμε κάποιες υποθέσεις 

για τον γενικότερο χαρακτήρα του εικονογραφικού προγράμματος. 

Η  επιλογή  της  Πεντηκοστής  ίσως  ήταν  η  πλέον  δόκιμη  για  την  εικονο‐

γράφηση μιας τόσο στενής εγκάρσιας καμάρας271. Γραπτή ταινία διαιρεί την κα‐

                                                      
269 Ο Küpper χρονολογεί το ναό στις αρχές του 14ου αιώνα ενώ ο ∆ωρής στα τέλη του 13ου, βλ. Küpper, ΙΙ, αρ. 95,
129, ∆ωρής, Τυπολογία, αρ. 198, 77 (1290±20). Η κάπως πρωιµότερη χρονολόγηση του ∆ωρή µάλλον δικαιώνεται από την
ύπαρξη των δύο στρωµάτων ζωγραφικής και την χρονολόγηση του πρώτου στον 13ο αιώνα, βλ. Α∆, 29 (1973-4) Χρονικά,
423, πίν. 276 (Ρ. Ετζέογλου).

270 Ρ. Ετζέογλου, ό.π.

271 Η Πεντηκοστή υπάρχει στην εγκάρσια καµάρα άλλων επτά ναών του καταλόγου (Άγιοι Θεόδωροι Αφιδνών Κ8,
Άγιος Νικόλαος Καλάµου Κ9, Μεταµόρφωση στο Πυργί Κ10, Κοίµηση Αµαρύνθου Κ16, Μεταµόρφωση Αµαρύνθου Κ17, Αγία
Τριάδα Κρανιδίου Κ24, Άγιος Ανδρέας Κρανιδίου Κ25.

118 
29. Ν. Μεσσηνίας, Κάμπος Αβίας. Άη Γιαννάκης 

μάρα στο κλειδί και οι ένθρονοι Απόστολοι διατάσσονται σε δύο ομάδες στα δύο 

ανεξάρτητα διάχωρα. 

Την  ανατολική  καμάρα  μοιράζονται  δύο  παραστάσεις,  από  τις  οποίες  α‐

ναγνωρίζεται μόνον ο  Ασπασμός  Θεοτόκου ‐  Ελισάβετ στο νότιο τμήμα. Οι υπό‐

λοιπες  παραστάσεις  έχουν  καταστραφεί  μάλλον  οριστικά,  στερώντας  μας  την 

δυνατότητα  να  έχουμε  τη  συνολική  εικόνα  του  προγράμματος.  Είναι  ωστόσο 

προφανής η πρόθεση διασύνδεση του χριστολογικού κύκλου με τον βίο του Αγί‐

ου  Ιωάννου  του  Προδρόμου.  Αυτό  κυρίως  προκύπτει  από  την  τοποθέτηση  του 

Ασπασμού  στην  ανατολική  καμάρα  δίπλα  στον  Ευαγγελισμό.  Είναι  σαφές  ότι  η 

συγκεκριμένη παράσταση αν και η δεν ανήκει στον βασικό χριστολογικό κύκλο, 

επιλέγεται διότι παραπέμπει άμεσα στον Πρόδρομο 272.  

Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι με την Μεγάλη Δέηση, η οποία προσαρμό‐

ζεται άριστα στην τριμερή διαίρεση του ναού καταλαμβάνοντας ολόκληρο το νό‐

τιο τοίχο, προβάλλεται ταυτόχρονα και ο Πρόδρομος.  

                                                      
272 Με την ίδια παράσταση φαίνεται ότι συνδέονταν οι δύο κύκλοι στη βυζαντινή φάση τοιχογράφησης του γειτο-
νικού δίδυµου σταυρεπίστεγου ναού των Αγίων Ιωάννη Προδρόµου και Νικολάου στα Μαλευριάνικα (Κ30). Επίσης ανάλογη
διασύνδεση διαπιστώθηκε και στον οµώνυµο σταυρεπίστεγο ναό του Γαλατά (Κ6) µε την παράσταση της Φυγής της Ελισά-
βετ που τοποθετήθηκε σε άµεση συνάφεια µε την Γέννηση του Χριστού.

119 
30. Ν. Μεσσηνίας, Σταυροπήγι. Άγιοι Ιωάννης Πρόδρομος και Νικόλαος 

30.  Ν. Μεσσηνίας, Σταυροπήγι. Άγιοι Ιωάννης Πρόδρομος και Νικόλαος 

Ο δίδυμος ναός των Αγίων Γεωργίου και Νικολάου στη συνοικία Μαλευ‐

ριάνικα  του  οικισμού  Σταυροπήγι  (π.  Ζαρνάτα)  Μεσσηνίας,  αποτελεί  μοναδική 

περίπτωση  δύο  σταυρεπίστεγων  που  συνενώνονται  με  κοινή  εγκάρσια 

καμάρα273. Ειδικά για το ναό αυτό, όταν έγινε σαφές ότι κατασκευάστηκε εξ’ αρ‐

χής  με  τη  σημερινή  του  μορφή,  προτάθηκε  η  προσθήκη  νέας  κατηγορίας  στην 

κατάταξη του Ορλάνδου274. Στην ουσία πάντως πρόκειται τη συνένωση δύο ναών 

της κατηγορίας Α1.  

Η επικοινωνία ανάμεσα στους δύο ναούς εξασφαλίζεται όχι μόνο από την 

ενιαία  εγκάρσια καμάρα, αλλά  και με  δύο τοξωτά ανοίγματα στον κοινό τοίχο, 

τόσο στο δυτικό όσο και στο ανατολικό τμήμα. Και οι δύο ναοί είναι κατάγραφοι 

με  τοιχογραφίες  του  έτους  1775,  οι  οποίες  αποτελούν  ένα  ενιαίο  εικονογραφικό 

πρόγραμμα275.  Από  τοπικές  αποκολλήσεις  του  νεότερου  στρώματος  αποκαλύ‐

φθηκαν  σε  διάφορες  θέσεις  μικρά  τμήματα  του  παλιότερου  διακόσμου  (σχέδιο 

                                                      
273  Ο  Σ.  Κουγέας  θεώρησε  ότι  ο  δεύτερος  ναός  προστέθηκε  τον  16ο  ή  17ο  αιώνα,  αλλά  ο  Ν. 

Δρανδάκης, που επέβλεψε τους καθαρισμούς των τοιχογραφιών, διαπίστωσε ότι η οικοδόμηση του 
κτιρίου ανήκει σε μια ενιαία φάση. Βλ. Σ. Κουγέας, Τρεῖς κτητορικαὶ ἐπιγραφαὶ ἐκ Ζαρνάτας, Χα‐
ριστήριον εἰς Ἀν. Ὀρλάνδον, Γ’, 1966, 247‐250 και Ν. Δρανδάκης, Δίκλιτος σταυρεπίστεγος ναός βυ‐
ζαντινών χρόνων, ΑΑΑ 14 (1981), Ι, 38‐39 και εικ. 1. 
 Π. Βοκοτόπουλος, Ο ναός του Αγίου Μηνά στο Μονοδένδρι του Ζαγορίου, Εκκλησίες μετά 
274

την Άλωση 1 (1979), 116 και υποσημ. 20 και 21.  
Η  επιγραφή  που  χρονολογεί  το  τελευταίο  στρώμα  μνημονεύει  άλλες  τρεις  προγενέστε‐
275 

ρες τοιχογραφήσεις, πληροφορία που κατά τον Ν. Δρανδάκη ελέγχεται ως υπερβολική, βλ. Δραν‐
δάκης,  ό.π.,  39.  Ο  ενοποιητικός  χαρακτήρας  της  εγκάρσιας  καμάρας  στο  αρχιτεκτονικό  επίπεδο 
ακολουθείται  και  με  την  μεταβυζαντινή  εικονογράφησή  της  καθώς  στο  κέντρο  της,  δηλαδή  στο 
σημείο που ενώνονται οι δύο ναοί, υπάρχει μετάλλιο με τον Παντοκράτορα και δύο ζώνες με προ‐
φήτες.  Άλλα  ενοποιητικά  στοιχεία  του  κοινού  εικονογραφικού  προγράμματος  είναι  ο  τρόπος  με 
τον οποίο ο χριστολογικός κύκλος ξεκινά από την ανατολική καμάρα του νότιου ναού για να ολο‐
κληρωθεί στην δυτική καμάρα του βόρειου. Ανάμεσα στους αγίους της κάτω ζώνης οι δύο τιμώμε‐
νοι  προβάλλονται  μπροστά  από  το  ιερό  βήμα  στο  βόρειο  και  νότιο  τοίχο  αντίστοιχα  ενώ  δίπλα 
τους τιμητικά βρίσκονται έφιπποι οι Άγιοι Γεώργιος και Δημήτριος αντίστοιχα. 

120 
30. Ν. Μεσσηνίας, Σταυροπήγι. Άγιοι Ιωάννης Πρόδρομος και Νικόλαος 

45), ο οποίος χρονολογήθηκε από τον Ν. Δρανδάκη στον 13ο αιώνα276. Παρά την 

αποσπασματικότητα  των  στοιχείων,  μπορούμε  να  διατυπώσουμε  ορισμένες  βά‐

σιμες σκέψεις για το εικονογραφικό πρόγραμμα της πρώτης φάσης.  

Ανάμεσα στα τμήματα του αρχικού διακόσμου επισημαίνονται παραστά‐

σεις  από  το  βίο  των  τιμωμένων  αγίων,  τα  οποία  καθιστούν  σαφές  ότι  ο  νότιος 

ναός ήταν αφιερωμένος στον Άγιο Νικόλαο ενώ ο βόρειος στον Άγιο Ιωάννη τον 

Πρόδρομο. Στην περίπτωση μάλιστα του βόρειου ναού, η παράσταση του Ασπα‐

σμού Ελισάβετ‐Θεοτόκου στο βόρειο τοίχο, επαναλαμβάνεται στη μεταβυζαντινή 

φάση στην ίδια θέση αλλά σε μικρότερη κλίμακα. Ωστόσο στα υπόλοιπα σημεία 

όπου έχουν αποκαλυφθεί τμήματα του παλαιότερου στρώματος, φαίνεται ότι το 

μεταγενέστερο πρόγραμμα δεν ακολουθεί ούτε τον κάναβο ούτε την διάταξη της 

πρώτης τοιχογράφησης.  

Τα  στοιχεία  για  την  αποκατάσταση  του  αρχικού  εικονογραφικού  προ‐

γράμματος  είναι  λίγα  αλλά  αποκαλυπτικά:  Στον  βόρειο  ναό  επισημαίνεται  η 

ύπαρξη αδιάγνωστων σκηνών στην ανατολική καμάρα και του Ασπασμού Ελισά‐

βετ  ‐  Θεοτόκου  στο  βόρειο  τοίχο.  Στην  ανατολική  καμάρα  του  νότιου  ναού  δια‐

κρίνεται τμήμα της  Ανάληψης και στη δυτική παραστάσεων του βίου του Αγίου 

Νικολάου.  Όσον αφορά την εγκάρσια καμάρα, το βέβαιο είναι  ότι υπήρχαν κά‐

ποιες παραστάσεις, οι οποίες δεν μπορούν προς το παρόν να ταυτισθούν. Χωρίς 

να  μπορεί  προς  το  παρόν  να  επιβεβαιωθεί,  στο  κέντρο  της  εγκάρσιας  καμάρας 

διαφαίνεται μετάλλιο στο κέντρο της εγκάρσιας καμάρας στο κατώτερο στρώμα, 

πίσω  από  ένα  μικρό  ρήγμα  του  μεταβυζαντινού  στρώματος.  Με  δεδομένη  της 

τοποθέτηση της Ανάληψης στην ανατολική καμάρα του νότιου ναού θα μπορού‐

σαμε  εύλογα  να  υποθέσουμε  ότι  στο  συγκεκριμένο  σημείο  εικονίζονταν  ο  Χρι‐

στού Παντοκράτωρ, όπως ακριβώς και στο εικονογραφικό πρόγραμμα της μετα‐

βυζαντινής φάσης. Εάν κάτι τέτοιο επιβεβαιωθεί, θα πρέπει να επισημανθεί ότι 

είναι η πρώτη εμφάνιση του θέματος αυτού σε σταυρεπίστεγο ναό, η οποία όμως 

δεν  αποτελεί  κατ΄  ανάγκη  απόπειρα  μεταφοράς  του  εικονογραφικού  προγράμ‐

ματος  του  τρούλου  στην  εγκάρσια  καμάρα.  Πρόκειται  μάλλον  για  συνδετικό 

                                                      
276 ∆ρανδάκης, ό.π., 46· Küpper, ΙΙ, αρ. 181, 241.

121 
30. Ν. Μεσσηνίας, Σταυροπήγι. Άγιοι Ιωάννης Πρόδρομος και Νικόλαος 

στοιχείο, στον ενδιάμεσο χώρο των δύο ναών, χειρισμός που επιστρατεύεται και 

σε  άλλες  περιπτώσεις  σύνδεσης  εικονογραφικών  προγραμμάτων  διδύμων  να‐

ών277. Με βάση λοιπόν τα δεδομένα αυτά, μπορούμε να υποθέσουμε εύλογα ότι 

οι  κύκλοι  των  δύο  τιμώμενων  Αγίων  αναπτύσσονταν  ισότιμα  και  συμμετρικά 

στις δυτικές καμάρες και τα τύμπανα της εγκάρσιας (σχέδιο 46). 

Ο χριστολογικός κύκλος λογικά θα πρέπει να αναπτύσσονταν ενιαία στις 

ανατολικές  καμάρες  και  την  εγκάρσια,  με  έναρξη  στον  βόρειο  ναό  και  ολοκλή‐

ρωση στο νότιο. Είχαμε λοιπόν ένα εικονογραφικό πρόγραμμα με χριστολογικό 

κύκλο  στην  κοινή  εγκάρσια  καμάρα  και  τις  δύο  ανατολικές  και  δύο  ανεξάρτη‐

τους  κύκλους  των  τιμωμένων  αγίων  στις  δυτικές.  Ενδεχομένως  το  στοιχείο  της 

αφιέρωσης του βόρειου ναού στον Πρόδρομο να σχετίζεται συνειδητά με την διά‐

ταξη  του  χριστολογικού  κύκλου.  Όπως  έχει  διαπιστωθεί  και  σε  άλλες  περιπτώ‐

σεις, η συνάφεια της χριστολογικής αφήγησης με τους κύκλους της Θεοτόκου και 

του  Προδρόμου  υπογραμμίζεται  με  διάφορες  επινοήσεις,  προκειμένου  να  δια‐

σφαλισθεί η συνοχή του εικονογραφικού προγράμματος 278. Στην προκείμενη πε‐

ρίπτωση  ένας  τέτοιος  χειρισμός  μπορούσε  να  επιτευχθεί  μόνο  στο  βόρειο  ναό, 

από  τον  οποίο  γίνεται  η  εκκίνηση  του  χριστολογικού  κύκλου,  καθώς  ο  βίος  του 

Προδρόμου είναι εφικτό να συσχετισθεί μόνο με τα εισαγωγικά θέματα της ευ‐

αγγελικής διήγησης.  

                                                      
277 Παρόµοια λύση δόθηκε στον µονόχωρο δίκογχο ναό του αγίου Μερκουρίου στον Άγιο Μάρκο Κέρκυρας
(1074/5), όπου ο Χριστός εικονίζεται στηθαίος σε µετάλλιο που περιβάλλεται χιαστί από τα τέσσερα σύµβολα των Ευαγγελι-
στών. Τα περί συνεπτυγµένου προφητικού οράµατος που διατυπώθηκαν για την συγκεκριµένη επιλογή (Α. Μαντάς, Το εικο-
νογραφικό πρόγραµµα του ιερού Βήµατος των µεσοβυζαντινών ναών της Ελλάδας (843-1204), Αθήνα 2001, 186) ενυπάρ-
χουν ούτως ή άλλως σε κάθε απεικόνιση του Παντοκράτορα. Για το µνηµείο βλ. Α. Μαντάς, ό.π., 253, όπου και βιβλιογραφία.

278 Βλ. Άγιος Ιωάννης ο Πρόδροµος Γαλατά (Κ6), Άη Γιαννάκης Κάµπου Αβίας (Κ29), όπου διαπιστώνεται σχέση
χριστολογικού κύκλου - βίου Προδρόµου, Άγιος ∆ηµήτριος Μακρυχωρίου (Κ13), Κοίµηση Οξυλίθου (Κ14), Άγιος Αθανάσιος
Λεονταρίου (Κ26), για να περιοριστούµε στις πιο σηµαντικές περιπτώσεις διασύνδεσης χριστολογικού - θεοµητορικού κύ-
κλου.

122 
 

31.  Ν. Μεσσηνίας, Πλάτσα. Αγία Παρασκευή 

Στον σταυρεπίστεγο ναό της Αγίας Παρασκευής Πλάτσας έχουν αφιερω‐

θεί  μία  δημοσίευση  για  την  αρχιτεκτονική  από  την  Χ.  Κωνσταντινίδη279  και  μία 

ανακοίνωση για τις τοιχογραφίες από την Ε. Δεληγιάννη Δωρή280. Βρίσκεται μέ‐

σα στον οικισμό και ανήκει στην κατηγορία Α2 με εγκάρσια κεραία που «εισχω‐

ρεί» στην κατά μήκος, χωρίς όμως αυτό δηλώνεται εξωτερικά. Χρονολογείται στο 

έτος  1412,  σύμφωνα  με  εντοιχισμένη  πάνω  από  την  είσοδο  μαρμάρινη  εγχάρα‐

κτη  κτητορική  επιγραφή281,  ενώ  και  οι  τοιχογραφίες  του  ναού  έχουν  θεωρηθεί 

έργο του 15ου αιώνα282.  

Ο  ζωγραφικός  διάκοσμος  του  ναού  σώζεται  στη  μεγαλύτερή  του  έκταση 

με  αποτέλεσμα  να  έχουμε  μια  ολοκληρωμένη  εικόνα  του  εικονογραφικού  προ‐

γράμματος  (σχέδιο  47).  Ο  κάναβος  του  εικονογραφικού  προγράμματος  προκύ‐

                                                      
279 Χ. Κωνσταντινίδη, Ο σταυρεπίστεγος ναός της Αγίας Παρασκευής στην Πλάτσα έξω Μάνης, Πελοποννησιακά
16 (1985-86), Φίλιον ∆ώρηµα εις τον Τάσον Γριτσόπουλον, 423-440, πίν. 1-13.

280 Ε. ∆εληγιάννη-∆ωρή, Οι τοιχογραφίες της Αγίας Παρασκευής στην Πλάτσα της Έξω Μάνης, 6ο Συµπόσιο Βυ-
ζαντινής και Μεταβυζαντινής Τέχνης, Αθήνα 1986, 22-23.

281 Ο Γ. Βελένης, πριν την δηµοσίευση της επιγραφής είχε αµφισβητήσει µε βάση τα δεδοµένα του κεραµοπλαστι-
κού διακόσµου την παλαιότερη χρονολόγηση του Traquair στον 13ο αιώνα, θεωρώντας πιθανότερο ότι «ανήκει στην όψιµη
περίοδο των Παλαιολόγων, δηλ. µετά τα µέσα του 14ου αιώνα», βλ. Γ. Βελένη, Ερµηνεία του εξωτερικού διακόσµου στη βυ-
ζαντινή αρχιτεκτονική, Α΄ (κείµενο), Θεσσαλονίκη 1984, 264, υποσηµ. 2. Για την επιγραφή βλ. Κωνσταντινίδη ό.π., 424 και
∆εληγιάννη-∆ωρή ό.π., 22. Ο Μ. ∆ωρής παραδόξως προτείνει χρονολόγηση του ναού σε ένα εύρος δέκα ετών, µε άξονα την
χρονολογία της επιγραφής (1412±5), βλ. ∆ωρής, Τυπολογία, αρ. 194, 77. Παρά την ύπαρξη της επιγραφής, ο Küpper πρότει-
νε µια χρονολόγηση τόσο του ναού όσο και των τοιχογραφιών του στη δεύτερη δεκαετία του 14ου αιώνα, βλ. Küpper ΙΙ, αρ.
161, 217.

282 Ε. ∆εληγιάννη-∆ωρή, ό.π.

123 
31. Ν. Μεσσηνίας, Πλάτσα. Αγία Παρασκευή 

πτει  συμμετρικός  τόσο  ως  προς  τον  κατά  μήκος  όσο  και  ως  προς  τον  εγκάρσιο 

άξονα, στοιχείο που απαντάται σε έναν μόνο ακόμη σταυρεπίστεγο ναό283.  

Στην ανωδομή του ναού κυριαρχεί ο ενιαίος χριστολογικός κύκλος  με δε‐

κατρείς συνολικά παραστάσεις. Το εικονογραφικό πρόγραμμα εμπλουτίζεται με 

μία  θεομητορική  παράσταση  στην  εγκάρσια  καμάρα(Εισόδια),  τη  Φιλοξενία  του 

Αβραάμ, που βρίσκεται στο ευρύ τοξωτό τμήμα του ανατολικού τοίχου πάνω από 

την αψίδα του Ιερού, καθώς έναν συνεπτυγμένο κύκλο μαρτυρίων της επώνυμης 

του ναού αγίας Παρασκευής στον βόρειο τοίχο.  

Ο  Ευαγγελισμός  είναι  τοποθετημένος  σε  δύο  τμήματα  της  αψίδας,  κάτω 

από την Φιλοξενία. Η διάταξη των υπόλοιπων παραστάσεων ξεκινά με την Γέν‐

νηση στο τοξωτό τμήμα του νοτίου τυμπάνου της εγκάρσιας καμάρας. Η ημικυ‐

λινδρική επιφάνεια της καμάρας διαιρείται σε τέσσερα ισότιμα διάχωρα, με φαρ‐

διά διακοσμητική ταινία κατά μήκος του κλειδιού και απλή γραπτή κατά τον κα‐

τά πλάτος άξονά της. Εκεί, και μάλιστα στο νοτιοανατολικό διάχωρο, βρίσκουμε 

την  Υπαπαντή,  ενώ  η  Βάπτιση  που  ακολουθεί  βρίσκεται  στο  βόρειο  τύμπανο  α‐

πέναντι ακριβώς από  την  Γέννηση. Η ακολουθία  Γέννησης  ‐  Υπαπαντής  ‐ Βάπτι‐

σης γίνεται αριστερόστροφα, ενώ στο βορειοανατολικό διάχωρο παρεμβάλλεται 

η παράσταση των Εισοδίων. Με την παρεμβολή αυτή, αν και φαινομενικά διατα‐

ράσσεται  η  συνέχεια  του  χριστολογικού  κύκλου,  επιτυγχάνεται  η  δημιουργία  ε‐

νός ισχυρού ζεύγους στο ανατολικό μισό της εγκάρσιας καμάρας με κοινά θεο‐

λογικά και εικονογραφικά στοιχεία (Εισόδια ‐ Υπαπαντή)284. Οι δύο παραστάσεις 

βρίσκονται  μαζί  σε  προνομιακή  θέση,  αφού  είναι  άμεσα  ορατές  από  τον  θεατή 

όταν εισέρχεται στο ναό, ενώ ο κοινός εικαστικός χώρος στον οποίο διαδραματί‐

ζονται τα δύο γεγονότα παραπέμπει στον πραγματικό λειτουργικό χώρο του ιε‐

ρού Βήματος.  

                                                      
283 Πρόκειται για το καθολικό µονής Υπαπαντής Μετεώρων (Κ5), όπου όµως οι παραστάσεις διατάσσονται µε
διαφορετικό τρόπο.

284 Για την σχέση Εισοδίων µε την έναρξη του χριστολογικού κύκλου βλ. υποσηµ. 109. Τα Εισόδια συνυπάρχουν
µε τη Γέννησης και την Υπαπαντή στην εγκάρσια καµάρα του Αγίου Ιωάννη Γαλατά (Κ6), του Αγίου ∆ηµητρίου Μακρυχωρίου
(Κ13), της Κοίµησης Οξυλίθου (Κ14) και του Αγίου ∆ηµητρίου Κροκεών (Κ37).

124 
31. Ν. Μεσσηνίας, Πλάτσα. Αγία Παρασκευή 

Η  Έγερση  του  Λαζάρου  και  η  Βαϊοφόρος  συνεχίζουν  αριστερόστροφα  την 

χριστολογική  αφήγηση,  καταλαμβάνοντας  το  αντίστοιχο  δυτικό  τμήμα  της  κα‐

μάρας.  Η  παρουσία  και  των  δύο  παραστάσεων  που  εισάγουν  στο  Πάθος  στον 

ημικύλινδρο  της  εγκάρσιας  καμάρας  εμφανίζεται  σε  δύο  ακόμη  πελοποννησια‐

κά παραδείγματα. Στην περίπτωση του Ταξιάρχη Γκοριτσάς (Κ36) μάλιστα, τόσο 

η  θέση  όσο  και  η  φορά  των  παραστάσεων  είναι  όμοιες.  Στην  Αγία  Παρασκευή 

Γερακίου  (Κ39)  παρουσιάζεται  αντιστροφή  τόσο  ως  προς  την  θέση  (ανατολικό 

μισό του ημικύλινδρου), όσο και ως προς τη φορά των δύο παραστάσεων285. Στον 

ίδιο ναό αντίστροφα παρουσιάζεται και ο συνεπτυγμένος κύκλος της αγίας Πα‐

ρασκευής.  

Η συνέχεια της βιβλικής διήγησης εντοπίζεται στο νότιο τοίχο, κάτω από 

τη  Γέννηση,  με  τον  Μυστικό  Δείπνο  και  τον  Νιπτήρα,  οι  οποίες  λόγω  θέσης  και 

περιεχομένου, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι αποτελούν έναν συνεπτυγμένο 

κύκλο του  Πάθους. Η  αυτονομία  τους ενισχύεται από το γεγονός ότι διατάσσο‐

νται σε ανεξάρτητη ζώνη απέναντι από τον επίσης συνεπτυγμένο κύκλο του βί‐

ου της Αγίας Παρασκευής. Παρ΄ ὀλα αυτά είναι φανερό ότι πειθαρχούν στην συ‐

νεχή  κίνηση  του  ενιαίου  χριστολογικού  κύκλου,  σηματοδοτώντας  μάλιστα  την 

αντιστροφή της αριστερόστροφης φοράς σε δεξιόστροφη  (σχέδιο 48). Στη δυτική 

καμάρα η Προδοσία (νότιο τμήμα), η Σταύρωση (τύμπανο) και η Εις Άδου κάθοδος 

(βόρειο τμήμα) συνεχίζουν δεξιόστροφα, ολοκληρώνοντας την ενότητα των Πα‐

θών και της Ανάστασης.  

Οι  δύο  παραστάσεις  της  ανατολικής  καμάρας  επιβεβαιώνουν  την  τάση 

που  χαρακτηρίζει  το  εικονογραφικό  πρόγραμμα  για  τη  δημιουργία  ζευγών  με 

εσωτερική σχέση. Πρόκειται για την Ανάληψη που, ενώ συνήθως καταλαμβάνει 

ολόκληρη την ανατολική καμάρα, εδώ συνυπάρχει ισότιμα με τη Μεταμόρφωση. 

                                                      
285 Μεµονωµένα οι παραστάσεις παρουσιάζονται στον ηµικύλινδρο τριών σταυρεπίστεγων ναών της Κρήτης. Η
Έγερση του Λαζάρου στον Άγιο Γεώργιο Ανύδρων (Κ43) και τον οµώνυµο ναό του Σπανιάκου, µε την Βαϊοφόρο να βρίσκεται
στο βόρειο και νότιο τύµπανο αντίστοιχα. Η Βαϊοφόρος εντοπίζεται και στην Αγία Παρασκευή Χάρακα (Κ47) χωρίς να
µπορεί να επιβεβαιωθεί η θέση της Έγερσης.

125 
31. Ν. Μεσσηνίας, Πλάτσα. Αγία Παρασκευή 

Η συνύπαρξή τους δεν ανταποκρίνεται στην ιστορική διαδοχή των γεγονότων286 

αλλά υπογραμμίζει την θεολογική και εορτολογική τους συνάφεια. Υπό την ίδια 

έννοια  η  Φιλοξενία  του  Αβραάμ,  στο  μέτωπο  του  ανατολικού  τοίχου,  μπορεί  να 

θεωρηθεί ότι συγκροτεί μαζί με τις δύο χριστολογικές σκηνές μία επιμέρους ενό‐

τητα, καθώς εορτολογικά αντιστοιχεί στην εορτή της Πεντηκοστής‐Αγίου Πνεύ‐

ματος που παρεμβάλλεται ανάμεσα στην Ανάληψη και την Μεταμόρφωση (σχέ‐

διο 48).  

                                                      
286 Η Μεταµόρφωση έπεται ιστορικά της Βάπτισης και προηγείται του Πάθους. Η εξαίρεση της Μεταµόρφωσης
από την ακολουθία του χριστολογικού κύκλου και η προβολή σε τύµπανα ή αετώµατα ανάλογα µε τον τύπο των ναών είναι
αρκετά συνηθισµένη.

126 
 

32.  Ν. Μεσσηνίας, Μ. Καστάνια. Άγιος Νικόλαος 

Ανάμεσα  στους  βυζαντινούς  ναούς  που  σώζονται  στον  οικισμό  της  Με‐

γάλης  Καστάνιας,  ο  Άγιος  Νικόλαος  είναι  ένας  απλός  σταυρεπίστεγος  της  κα‐

τηγορίας Α1, του οποίου το εικονογραφικό πρόγραμμα σώζεται σχεδόν ακέραιο 

(σχέδιο 49). Ο ναός οικοδομήθηκε μέσα στον πυκνά δομημένο οικισμό κάτω από 

περιορισμούς  που  επέβαλλαν  ασυνήθιστες  αναλογίες.  Πρόκειται  για  έναν  από 

τους μικρότερους σταυρεπίστεγους ναούς, του οποίου το μήκος του δεν υπερβαί‐

νει το πλάτος, όπως συμβαίνει σε όλους τους άλλους σταυρεπίστεγους ναούς του 

καταλόγου,  με  εξαίρεση  τον  Άη  Γιαννάκη  στον  Κάμπο  Αβίας  (Κ29).  Το  πλάτος 

των κατά μήκος καμαρών προκύπτει μεγαλύτερο από το διπλάσιο της εγκάρσιας 

καμάρας  ενώ,  αντίστροφα,  το  μήκος  τους  είναι  μικρότερο  από  το  μισό  της  ε‐

γκάρσιας.  

Ο ναός έγινε γνωστός αρχικά το 1980 από τις καταγραφές της ομάδας του 

Πανεπιστημίου  Αθηνών,  η  οποία  υπό  τον  Ν.  Δρανδάκη  διενεργούσε  επί  σειρά 

ετών  έρευνες  στο  χώρο  της  Μάνης287.  Ακολούθησε  μια  ανακοίνωση  της  Μ.  Πα‐

ναγιωτίδη,  μέλους  της  ίδιας  ομάδας,  για  τις  τοιχογραφίες  του  ναού,  τις  οποίες 

χρονολόγησε, βάσει τεχνοτροπικών χαρακτηριστικών, προς το τέλος του 13ου αι‐

ώνα288.  

Το εικονογραφικό πρόγραμμα του ναού χαρακτηρίζεται από την αφιέρω‐

ση  ολόκληρης  της  εγκάρσιας  καμάρας  και  των  τοξωτών  τμημάτων  των  τυμπά‐

                                                      
287 Ν. Β. ∆ρανδάκης - Σ. Καλοπίση - Μ. Παναγιωτίδη, Έρευνα στη Μεσσηνιακή Μάνη, Πρακτικά της Αρχαιολογικής
Εταιρείας 1980, 188-197, πίν. 130-135.

288 Μ. Παναγιωτίδη, Οι τοιχογραφίες του Αγίου Νικολάου στη Μεγάλη Καστάνια της Μεσσηνιακής Μάνης, 2ο Συ-
µπόσιο Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής Αρχαιολογίας, Αθήνα 1982, 80-81. Στο κτιστό τέµπλο αντί φορητών εικόνων υπάρ-
χουν µεταβυζαντινές εντοίχιες παραστάσεις του Χριστού και της Θεοτόκου και του Αγίου Μανδηλίου πάνω από την Ωραία
Πύλη. Οι τοιχογραφίες του τέµπλου µαζί µε µία επιζωγράφιση του ένθρονου αγίου Νικολάου στο βόρειο τοίχο χρονολογού-
νται στον 17ο αιώνα, βλ. Ν. ∆ρανδάκης κ.ά., ό.π., 197.

127 
32. Ν. Μεσσηνίας, Μ. Καστάνια. Άγιος Νικόλαος 

νων της στον βίο του αγίου Νικολάου289. Ο κύκλος αποτελείται από οκτώ παρα‐

στάσεις σε δεξιόστροφη διάταξη με αφετηρία τη Γέννηση του αγίου Νικολάου στο 

βόρειο τύμπανο. Η επιλογή να προβληθεί ο επώνυμος άγιος στην εγκάρσια κα‐

μάρα  επέφερε  δραστική  μείωση  των  διαθέσιμων  για  τον  χριστολογικό  κύκλο  ε‐

πιφανειών, με συνέπεια να παρουσιάζεται συνεπτυγμένος με μόλις επτά παρα‐

στάσεις. Στην συρρίκνωση του κύκλου συνέβαλε και η κατά τα καθιερωμένα  α‐

φιέρωση της ανατολικής καμάρας εξ ολοκλήρου στην Ανάληψη. Λόγω του περιο‐

ρισμού των διαθέσιμων επιφανειών, επιλέχθηκε να παραλειφθούν όλες οι πριν 

από  τη  Μεταμόρφωση  παραστάσεις,  η  οποία  εμφανίζεται  στο  βόρειο  τύμπανο 

της  εγκάρσιας  καμάρας,  κάτω  από  τη  Γέννηση  του  αγίου  Νικολάου  (Γέννηση,  Υ‐

παπαντή, Βάπτιση). Απέναντι, στο νότιο τύμπανο και στην ίδια στάθμη, βρίσκε‐

ται  η  Βαϊοφόρος.  Η  επιλογή  αυτή  εισάγει  μια  δεξιόστροφη  κίνηση,  στην  οποία 

πειθαρχούν  στη  συνέχεια  οι  τρεις  παραστάσεις  του  δυτικού  σκέλους  που  συ‐

γκροτούν έναν συνεπτυγμένο κύκλο Πάθους ‐ Ανάστασης  (Ελκόμενος, Σταύρω‐

ση, Εις Άδου κάθοδος). 

Οι λίγες ολόσωμες μορφές της κατώτερης ζώνης περιορίζονται ακόμη πε‐

ρισσότερο από την Μεγάλη Δέηση που κυριαρχεί στο νότιο τοίχο και τον ένθρονο 

άγιο Νικόλαο που προβάλλεται ιδιαίτερα, καταλαμβάνοντας ολόκληρο το τμήμα 

του βόρειου τοίχου που αντιστοιχεί στο πλάτος της εγκάρσιας καμάρας. Με αυτά 

τα  δεδομένα,  εκτός  του  Ιερού  απομένει  διαθέσιμος  χώρος  μόνο  για  τέσσερις  α‐

κόμη ολόσωμες μορφές αγίων οι οποίοι συγκροτούν δύο ομάδες. Στον δυτικό τοί‐

χο, εκατέρωθεν της εισόδου τοποθετούνται δύο γυναίκες μάρτυρες (Βαρβάρα και 

αδιάγνωστη), ενώ στο δυτικό πέρας των δυο μακρών τοίχων οι άγιοι Γεώργιος και 

Μάμας. 

                                                      
289 N. Ševčenko, The Life of Saint Nicholas in Byzantine Art, Torino 1983, αρ. 7, 34, πίν. 7.1-7.8. Ο βίος του αγίου
Νικολάου αναπτύσσεται στην εγκάρσια καµάρα σε δύο ακόµη οµώνυµους σταυρεπίστεγους ναούς. Στην Κλένια Κορινθίας
(Κ21) καταλαµβάνει ολόκληρη την εγκάρσια καµάρα ενώ στον Μουρί Κισάµου (Κ42) δύο παραστάσεις του κύκλου βρίσκο-
νται στο ανατολικό µισό της εγκάρσιας καµάρας.

128 
 

33.  Ν. Λακωνίας, Αγόριανη. Άγιος Νικόλαος 

Ο ναός του Αγίου Νικολάου Αγόριανης ανήκει στην απλούστερη παραλ‐

λαγή των σταυρεπίστεγων ναών (Α1) και βρίσκεται στο κοιμητήριο του οικισμού. 

Οι  ανάγκες  επικοινωνίας  με  νάρθηκα  που  προσαρτήθηκε  αργότερα,  προκάλε‐

σαν την καθαίρεση του δυτικού τοίχου και την συνακόλουθη καταστροφή μέρους 

του, κατά τα άλλα, σε καλή κατάσταση και με πληρότητα σωζόμενου τοιχογρα‐

φικού  διακόσμου  (σχέδιο  50).  Δυστυχώς  η  γραπτή  κτητορική  επιγραφή,  στην  ο‐

πία  αναγράφεται  το  όνομα  του  άγνωστου  από  άλλες  μαρτυρίες  ζωγράφου  Κυ‐

ριάκου  Φρανκόπουλου,  δεν  διατηρήθηκε  ολόκληρη,  με  αποτέλεσμα  οι  απόψεις 

των μελετητών για τη χρονολόγηση του διακόσμου να μην συμπίπτουν. 

Η πληρέστερη αναφορά στις τοιχογραφίες του ναού έγινε σε εκτενές άρ‐

θρο της Μ. Εμμανουήλ290, η οποία χρονολόγησε τον διάκοσμο περί το έτος  1300. 

Νωρίτερα ο Ν. Δρανδάκης είχε επισημάνει τη σχέση των τοιχογραφιών της Αγό‐

ριανης  με  δύο  ακόμη  τοιχογραφικά  σύνολα  της  Λακωνίας:  Της  Παναγίας  Βρε‐

σθενίτισσας  και  των  Ταξιαρχών  Αγριακόνας  τις  οποίες  χρονολόγησε,  βάσει  τε‐

χνοτροπικών  στοιχείων,  περί  το  1400291.  Στο  θέμα  της  στενής  σχέσης  των  τριών 

μνημείων επανήλθε με άρθρο της η Ε. Δεληγιάννη ‐ Δωρή θεωρώντας ότι και τα 

τρία  μνημεία  θα  πρέπει  να  ενταχθούν  στη  δραστηριότητα  ενός  συνεργείου,  γε‐

γονός που συνεπάγεται την αναχρονολόγηση των τοιχογραφιών της Αγόριανης 

προς το τέλος του 14ου αιώνα292. 

                                                      
290 Μ. Εµµανουήλ, Οι τοιχογραφίες του Αγίου Νικολάου στην Αγόριαννη της Λακωνίας, ∆ΧΑΕ 14 (1987), 107-148.

291 Η Παναγία Βρεσθενίτισσα είναι τρίκλιτη θολοσκεπής βασιλική και οι Ταξιάρχες µονόχωρος καµαροσκεπής να-
ός. Βλ. Ν. ∆ρανδάκης, Παναγία Βρεστενίτισσα, Λακωνικαί Σπουδαί 4 (1979), 160-185, Ε. ∆εληγιάννη-∆ωρή, Οι τοιχογραφίες
του υστεροβυζαντινού ναού των Ταξιαρχών στην Αγριακόνα, Πρακτικά Β΄ Τοπικού Συνεδρίου Αρκαδικών Σπουδών, Πελο-
ποννησιακά, παράρτηµα 17 (1990), 541-608.

292 Ε. ∆εληγιάννη-∆ωρή στο άρθρο της Οι τοιχογραφίες τριών µνηµείων του ∆εσποτάτου του Μορέως: Έργο ενός
εργαστηρίου(;), ∆ΧΑΕ 20 (1998-1999), 185-194. Επισηµαίνουµε ότι στην Βρεσθενίτισσα ζωγραφίζουν ισότιµα δύο ζωγρά-
φοι, οι οποίοι διακρίνονται σαφώς µε επιµέρους τεχνοτροπικά και επιγραφικά στοιχεία. Με βάση τη διάκριση αυτή, στην
Αγόριανη και την Αγριακόνα διακρίνουµε τα χαρακτηριστικά της τέχνης του υποδεέστερου ζωγράφου, ο οποίος ταυτίζεται µε

129 
33. Ν. Λακωνίας, Αγόριανη. Άγιος Νικόλαος 

Το  εικονογραφικό  πρόγραμμα  του  ναού  εκτός  από  την  κατώτερη  ζώνη 

με  τους  ολόσωμους  αγίους,  κάτω  από  την  στάθμη  γένεσης  των  κατά  μήκος 

καμαρών,  περιλαμβάνει  δύο  κύκλους  που  διακρίνονται  με  σαφήνεια  μεταξύ 

τους:  Τον  ενιαίο  χριστολογικό  με  δέκα  παραστάσεις,  ο  οποίος  κυριαρχεί  στις 

ημικυλινδρικές  καμάρες  και  του  βίου  του  τιμώμενου  αγίου  Νικολάου  με  επτά 

παραστάσεις  που  αναπτύσσεται  αυτοτελώς  χαμηλότερα,  σε  ανεξάρτητη  ζώ‐

νη293 (σχέδιο 51). 

Η έναρξη του χριστολογικού κύκλου γίνεται από το βόρειο τύμπανο της 

εγκάρσιας  καμάρας  με  τον  Ευαγγελισμό,  επιλογή  που  συναντούμε  και  σε  άλ‐

λους σταυρεπίστεγους ναούς, κυρίως όταν δεν υπάρχει επαρκής χώρος εκατέ‐

ρωθεν  της  αψίδας  του  Ιερού294.  Στην  περίπτωση  της  Αγόριανης  πρέπει  να  ση‐

μειωθεί  ότι  κάτι  τέτοιο  δεν  συμβαίνει,  αφού  στις  θέσεις  που  θα  μπορούσε  να 

τοποθετηθεί ο Ευαγγελισμός εικονίζονται ολόσωμοι ο άγιοι Στέφανος ο πρωτο‐

μάρτυς (νότια) και Πολύκαρπος (βόρεια). Στο μέτωπο του δυτικού τοίχου, πάνω 

από  το  κλειδί  της  αψίδας,  όπως  συμβαίνει  σε  πολλούς  ναούς,  τοποθετείται  η 

Φιλοξενία  του  Αβραάμ.  Η  συγκεκριμένη  παράσταση,  εκτός  από  τον  προφανή 

δογματικό και το ευχαριστιακό χαρακτήρα της295 συνδέεται με την ολοκλήρωση 

του Πεντηκοσταρίου (εορτή Αγίας Τριάδος ‐ Αγίου Πνεύματος296).  

Η έναρξη του κύκλου γίνεται από το βόρειο τύμπανο της εγκάρσιας κα‐

μάρας με τον Ευαγγελισμό. Η ημικυλινδρική επιφάνεια της καμάρας χωρίζεται 

σε τέσσερα ισότιμα διάχωρα, με ισχυρή πλατιά διακοσμητική ταινία κατά μή‐

                                                                                                                                                        
τον Κυριάκο Φρανκόπουλο. Τέλος, επισηµαίνουµε ότι στη δραστηριότητα του εργαστηρίου θα πρέπει να προσγραφούν,
εκτός από τα αναφερόµενα µνηµεία, και µέρος του διακόσµου του Αγίου Νικολάου στα Βέροια Λακωνίας, όπως επίσης και
µέρος της τοιχογράφησης του Αγίου ∆ηµητρίου (Μητρόπολης) του Μυστρά.

293 N. Ševčenko, The Life of Saint Nicholas in Byzantine Art, Torino 1983, 39-40, πίν. 18.1-18.6.

294 Αγία Τριάδα Σοφικού (Κ22, νότιο τύµπανο) και Ταξιάρχης Γκοριτσάς (Κ35, βόρειο τύµπανο).

295 Μαντάς Α., Το εικονογραφικό πρόγραµµα του Ιερού Βήµατος των Μεσοβυζαντινών ναών της Ελλάδας (843-
1204), Αθήνα 2001, 189.

296 Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγµα του προσαρτηµένου στο καθολικό της µονής Πάτµου παρεκκλησίου της
Παναγίας (1180-1200), όπου η Φιλοξενία στο µέτωπο του ανατολικού τοίχου αποτελεί µέρος ενός ολοκληρωµένου κύκλου
του Πεντηκοσταρίου. Η σχέση αυτή δεν έχει επισηµανθεί, η τοποθέτηση της παράστασης στη συγκεκριµένη θέση να ερµη-
νεύεται συµβολικά, βλ. Η. Κόλλια, Πάτµος, Αθήνα 1983, 13, εικ. 8 και Μαντάς, ό.π., 188.

130 
33. Ν. Λακωνίας, Αγόριανη. Άγιος Νικόλαος 

κος του κλειδιού και απλή κόκκινη γραπτή ταινία εγκαρσίως. Τα δυο ανατολι‐

κά  διάχωρα  μοιράζονται  η  Γέννηση  και  η  Υπαπαντή.  Οι  δύο  παραστάσεις  που 

ακολουθούν  τον  Ευαγγελισμό  σε  διάταξη  που  προσδιορίζει  μια  δεξιόστροφη 

φορά.  Η  Μεταμόρφωση,  που  ακολουθεί  στο  νοτιοδυτικό  τέταρτο,  πειθαρχεί 

στην ίδια φορά, όχι όμως και ο Μυστικός Δείπνος στο βορειοδυτικό τέταρτο. Η 

συνέχεια γίνεται, από το νότιο τύμπανο της εγκάρσιας καμάρας προς το νότιο 

μισό  της  δυτικής,  με  την  Έγερση  του  Λαζάρου  και  την  Βαϊοφόρο.  Η  Σταύρωση 

στο  δυτικό  τύμπανο,  η  Εις  Άδου  Κάθοδος,  που  μοιράζεται  ισότιμα  την  δυτική 

καμάρα  με  την  Βαϊοφόρο,  και  η  Ανάληψη  στην  ανατολική  καμάρα  ολοκληρώ‐

νουν την δεξιόστροφη διάταξη του κύκλου.  

Ο  βίος  του  τιμώμενου  Αγίου  Νικολάου  αναπτύσσεται  κάτω  από  τις  χρι‐

στολογικές  παραστάσεις  στο  βόρειο  και  νότιο  τοίχο  της  εγκάρσιας  καμάρας,  ό‐

που τέσσερις παραστάσεις μοιράζονται σε δύο ζεύγη. Τρεις ακόμη παραστάσεις, 

σε  στενή  ζώνη  κάτω  από  την  Εις  Άδου  κάθοδο  στο  βόρειο  τοίχο  της  δυτικής  κα‐

μάρας, συμπληρώνουν τον κύκλο  (σχέδιο 51). Η φορά του κύκλου, όπως προκύ‐

πτει  από  το  περιεχόμενο  του  βίου,  είναι  δεξιόστροφη  τουλάχιστον  όσον  αφορά 

σε  τρεις  τελευταίες  παραστάσεις,  οι  οποίες  αποτελούν  διαδοχικά  επεισόδια  της 

ίδιας διήγησης (Ο άγιος Νικόλαος επισκέπτεται τους τρεις στρατηγούς στη φυλα‐

κή, εμφανίζεται στον Άγιο Κωνσταντίνο και σώζει τους τρεις άνδρες από τον απο‐

κεφαλισμό, όλες στο βόρειο τοίχο, σχέδιο 50, αρ. 13‐15). 

Η κατώτερη ζώνη των ολόσωμων αγίων έχει ενδιαφέρον κυρίως ως προς 

το γεγονός ότι γίνεται σαφής διαχωρισμός ανδρών και γυναικών αγίων στο χώρο 

του κυρίως Ναού. Οι άνδρες κυριαρχούν αποκλειστικά στο βόρειο τμήμα με άξο‐

να  την  είσοδο  και  οι  γυναίκες  το  νότιο,  με  εξαίρεση  τον  ένθρονο  άγιο  Νικόλαο 

και  άγιο  Νίκωνα  τον  Μετανοείτε,  οι  οποίοι  καταλαμβάνουν  τιμητικά  το  τμήμα 

του βόρειου τοίχου που αντιστοιχεί στο πλάτος της εγκάρσιας καμάρας. 

131 
34. Ν. Λακωνίας, Αμύκλες. Προφήτης Ηλίας 

34.  Ν. Λακωνίας, Αμύκλες. Προφήτης Ηλίας 

Ο  ναός  του  προφήτη  Ηλία,  βρίσκεται  μέσα  στον  οικισμό  των  Αμυκλών 

κοντά στη Σπάρτη, και χρονολογείται στα τέλη του 13ου αιώνα297. Χαρακτηριστικό 

των αναλογιών του ναού, που ανήκει στην κατηγορία Α2, είναι η πολύ στενή ε‐

γκάρσια  καμάρα  που  διαιρεί  σε  δύο  ίσα  τμήματα  την  κατά  μήκος  κεραία.  Το 

πλάτος  των  κατά  μήκος  καμαρών  είναι  σχεδόν  διπλάσιο  από  το  πλάτος  της  ε‐

γκάρσιας κεραίας, ενώ το ανατολικό και δυτικό σκέλος διαγράφουν στην κάτοψη 

τετράγωνο.  

Στο εσωτερικό σώζονται τοιχογραφίες τριών διαφορετικών εποχών, κυρί‐

ως  στα  ημικυλινδρικά  τμήματα  των  καμαρών  (σχέδιο  52).  Οι  παλαιότερες,  στις 

οποίες θα αναφερθούμε, είναι πιθανότατα σύγχρονες με την ανέγερση του ναού 

και σώζονται στον χώρο της ανατολικής και εγκάρσιας καμάρας 298. Οι τοιχογρα‐

φίες του δυτικού σκέλους σώζονται σε μάλλον κακή κατάσταση και  είναι μετα‐

βυζαντινές (17ος αιώνας;). Τέλος, στο βόρειο και νότιο τοίχο μπροστά από το κτι‐

στό  τέμπλο,  έχουμε  μια  νεότερη  τοιχογράφηση,  που  χρονολογείται  στα  1874 

σύμφωνα  με  επιγραφή  στην  διακοσμημένη  από  το  ίδιο  καλλιτεχνικό  συνεργείο 

βάση της κτιστής Αγίας Τράπεζας. 

Οι παλαιότερες τοιχογραφίες, αν και σώζονται μόνο στην ανατολική και 

εγκάρσια καμάρα του ναού, μας επιτρέπουν να προσδιορίσουμε τον γενικότερο 

χαρακτήρα του εικονογραφικού προγράμματος. Όλες οι σωζόμενες παραστάσεις 

προέρχονται  από  έναν  ενιαίο  χριστολογικό  κύκλο,  που  αναπτύσσονταν  πάνω 

από την στάθμη γένεσης των κατά μήκος κεραιών. Εξαίρεση αποτελεί η Κοίμηση 

                                                      
297 Α∆ 33 (1978) Χρονικά, 104, πίν. 37 (Α. Γκιαούρη), Küpper, ΙΙ, αρ. 32, 47, Μ. ∆ωρής, αρ. 177, 76.

298 Για τη χρονολόγηση και τη συντήρηση των τοιχογραφιών της πρώτης φάσης βλ. Α∆ 41 (1986) Χρονικά, 105
(Α. Γκιαούρη).

132 
34. Ν. Λακωνίας, Αμύκλες. Προφήτης Ηλίας 

της Θεοτόκου, που ήταν τοποθετημένη στον βόρειο τοίχο κατά το πλάτος της ε‐

γκάρσιας καμάρας, όπως συμβαίνει και σε άλλους σταυρεπίστεγους ναούς299. Με 

την  συγκεκριμένη  επιλογή  προβάλλεται  τιμητικά  η  κυριότερη  θεομητορική  πα‐

ράσταση, χωρίς να διαταράσσεται η ροή της χριστολογικής αφήγησης.  

Αν κρίνουμε από τις μεγάλες ελεύθερες επιφάνειες εκατέρωθεν της αψί‐

δας, ο Ευαγγελισμός κατά πάσα πιθανότητα συμπεριλαμβάνονταν ανάμεσα στις 

κατεστραμμένες τοιχογραφίες του ανατολικού τοίχου.  

Στην  εγκάρσια  καμάρα  ο  χριστολογικός  κύκλος  ξεκινά  με  τη  Γέννηση  η 

οποία  τοποθετείται  στο  βορειοανατολικό  από  τα  τέσσερα  ισότιμα  ορθογώνια 

πλαίσια του ημικύλινδρου. Αμέσως μετά την διαδέχεται η Υπαπαντή (νοτιοανα‐

τολικό διάχωρο) προσδιορίζοντας την δεξιόστροφη φορά στην οποία πειθαρχούν 

και οι επόμενες δύο παραστάσεις: Η Βάπτιση στον νότιο τοίχο, κάτω από το ευρύ 

τοξωτό  παράθυρο  του  τυμπάνου  και  η  Μεταμόρφωση  στο  νοτιοδυτικό  διάχωρο. 

Ωστόσο  η  συνεπής  δεξιόστροφη  διάταξη  των  παραστάσεων  της  εγκάρσιας  κα‐

μάρας αίρεται με την Ψηλάφηση, στο βορειοδυτικό διάχωρο. Με βάση την συγκε‐

κριμένη παράσταση μπορούμε με ασφάλεια να προσδιορίσουμε με ασφάλεια το 

περιεχόμενο  των  παραστάσεων  της  δυτικής  καμάρας  που  αντικαταστάθηκαν 

από  τις  τοιχογραφίες  του  δεύτερου  στρώματος.  Οι  άγνωστες  παραστάσεις  της 

πρώτης  φάσης  στο  δυτικό  σκέλος,  συγκροτούσαν  μία  ενότητα  του  Πάθους  και 

της Ανάστασης με πέντε παραστάσεις που γεφυρώνουν το χάσμα ανάμεσα στη 

Μεταμόρφωση  και  την  Ψηλάφηση:  Με  βάση  τα  συνήθη  δεδομένα  ενός  ενιαίου 

χριστολογικού  κύκλου,  αναμένουμε  την  Βαϊοφόρο,  την  Έγερση  του  Λαζάρου,  τη 

Σταύρωση  (στο  τύμπανο),  την  Εις  Άδου  κάθοδο  και  μία  ακόμη  παράσταση  από 

τον  κύκλο  του  Πάθους  ή  της  Ανάστασης  (Επιτάφιος  θρήνος  ή  Λίθος,  σχέδιο  53). 

Για την παραπάνω υποθετική αποκατάσταση στο δυτικό σκέλος, εφαρμόζεται η 

κλίμακα και ο κάναβος του αρχικού εικονογραφικού προγράμματος όπως σώζε‐

ται στην ανατολική καμάρα. Είναι βέβαιο ότι ακόμη και στην περίπτωση που κα‐

τά τη βυζαντινή φάση είχε επιχειρηθεί μια διαφοροποίηση του κανάβου στη δυ‐

τική  καμάρα  και  η  μείωση  της  κλίμακας  των  παραστάσεων  σε  σχέση  με  τον  υ‐
                                                      
299 Κοίµηση Οξυλίθου (Κ14), Αγία Τριάδα Κρανιδίου (Κ24), Άγιος Ανδρέας Κρανιδίου (Κ25), Άγιος ∆ηµήτριος
Κροκεών (Κ37) και Κοίµηση Κροκεών (Κ38)

133 
34. Ν. Λακωνίας, Αμύκλες. Προφήτης Ηλίας 

πόλοιπο ναό, δεν θα μπορούσε να υπάρχει ταύτιση με την διάταξη και το θεμα‐

τικό περιεχόμενο των παραστάσεων της μεταβυζαντινής φάσης. 

Ο κύκλος ολοκληρώνεται με τρεις παραστάσεις στην ανατολική καμάρα. 

Η Ανάληψη καταλαμβάνει την ανατολικό μισό κατά την εγκάρσια έννοια ενώ το 

δυτικό  τμήμα,  που  αντιστοιχεί  στο  εκτός  Ιερού  τμήμα,  μοιράζονται  δύο  παρα‐

στάσεις300.  Εκείνη  του  νοτίου  διαχώρου  ταυτίζεται  πιθανότατα  με  τη  Συνάντηση 

Χριστού  –  Σαμαρείτιδας,  ενώ  η  δεύτερη  στο  βόρειο  διάχωρο  παραμένει  προς  το 

παρόν  λόγω  πολύ  κακής  κατάστασης  αδιάγνωστη.  Δεν  αποκλείεται  οι  δύο  πα‐

ραστάσεις  να  συγκροτούσαν  έναν  συνεπτυγμένο  κύκλο  του  Πεντηκοσταρίου,  ο 

οποίος σύμφωνα με την ροή του ενιαίου χριστολογικού κύκλου παρεμβάλλονταν 

ανάμεσα στην Ψηλάφηση της εγκάρσιας καμάρας και την Ανάληψη. Σύμφωνα με 

τα παραπάνω, ενδέχεται η αδιάγνωστη παράσταση να ταυτίζεται είτε με την ία‐

ση του Παραλυτικού ή του Τυφλού, είτε με την Πεντηκοστή.  

Κάνοντας  έναν  απολογισμό  του  ενιαίου  χριστολογικού  κύκλου,  διαπι‐

στώνουμε  ότι  δεν  μπορεί  να  περιελάμβανε  λιγότερες  από  δεκατέσσερις  παρα‐

στάσεις και σε κάθε περίπτωση, είχε ικανοποιητική πληρότητα.  

Ως  προς  τις  μεμονωμένες  μορφές  πρέπει  να  σημειωθεί  ότι  καθώς  τα  ευ‐

μεγέθη  φωτιστικά  ανοίγματα  στα  τύμπανα  της  εγκάρσιας  κεραίας  δεν  επέτρε‐

παν  την  ανάπτυξη  παραστάσεων,  στις  περιορισμένες  επιφάνειες  εκατέρωθεν 

των παραθύρων τοποθετήθηκαν ολόσωμες μορφές, πιθανότατα Προφητών. Στις 

τριγωνικές κάθετες επιφάνειες, έχουμε τέσσερα μετάλλια με στηθαίους Ευαγγε‐

λιστές,  σε  συνδυασμό  με  δύο  μικρότερα  διακοσμητικά  κομβία.  Η  διακοσμητική 

διάθεση  είναι  ιδαίτερα  φανερή  και  στον  τρόπο  με  τον  οποίο  αναπτύσσονται  οι 

φαρδιές ταινίες, όχι μόνο στο κλειδί της εγκάρσιας καμάρας, αλλά και στο τοξω‐

τό βόρειο και νότιο πέρας της. 

                                                      
300 Με όµοιο τρόπο διαιρείται η δυτική καµάρα ενός ακόµη σταυρεπίστεγου ναού στην Πελοπόννησο (Άγιος Αθα-
νάσιος Λεονταρίου, Κ26) όπου όµως οι δύο χριστολογικές σκηνές του δυτικού τµήµατος διαφέρουν. Σε λίγες ακόµη περι-
πτώσεις βυζαντινών ναών του τύπου η Ανάληψη περιορίζεται από εγκάρσια ταινία µε µετάλλια (Μεταµόρφωση Αµαρύνθου,
Κ17, Παναγία Βουλισµένης Κ49 και πιθανόν Αρχάγγελος Αρκαλοχωρίου Κ45), από ολόσωµες µορφές (Άγιος Γεώργιος Ανύ-
δρων Κ43, Παναγία Γερακίου Πεδιάδος Κ46) και σε µία περίπτωση από παραστάσεις άλλου κύκλου (Άγιος Γεώργιος Σπα-
νιάκου Κ44, τέσσερις παραστάσεις του επώνυµου αγίου)

134 
34. Ν. Λακωνίας, Αμύκλες. Προφήτης Ηλίας 

Ενδιαφέρον  παρουσιάζει  και  το  περιεχόμενο  του  μεταβυζαντινού  προ‐

γράμματος της δυτικής καμάρας. Είναι προφανές ότι λειτούργησε συμπληρωμα‐

τικά σε σχέση με το υπόλοιπο εικονογραφικό πρόγραμμα 301, χωρίς όμως να ακο‐

λουθεί την παλαιότερη διάταξη. Η κλίμακα αυτών των παραστάσεων, όπως επι‐

σημάνθηκε,  είναι  ασύμβατη  με  την  αντίστοιχη  κλίμακα  της  πρώτης  φάσης.  Με 

δεκατρία διάχωρα έναντι πέντε της πρώτης φάσης στο δυτικό σκέλος, ο μεταβυ‐

ζαντινός ζωγράφος είχε την ευχέρεια να προεκτείνει σε μεγαλύτερη έκταση την 

χριστολογική  διήγηση  του  Πάθους  και  της  Ανάστασης  (εκτός  από  την  Έγερση 

του Λαζάρου και τη Βαϊοφόρο, διακρίνεται και ο Ελκόμενος) αλλά και να προχω‐

ρήσει και ακόμη περισσότερο (διακρίνεται η παράσταση του Ιησού δωδεκαετούς ‐ 

Μεσοπεντηκοστής).  Επιπλέον,  εάν  κρίνουμε  από  τις  παραστάσεις  του  Γενεσίου 

και των Εισοδίων, «διέκοψε» την συνέχεια του χριστολογικού κύκλου, παρεμβάλ‐

λοντας  μια  εγκάρσια  ζώνη  στο  ανατολικό  τμήμα  της  καμάρας  με  παραστάσεις 

του  θεομητορικού  κύκλου.  Αυτή  η  επιλογή  είχε  σαφώς  ως  αφετηρία  την  παρά‐

σταση της Κοίμησης και επιβεβαιώνει τη διάθεση για προέκταση και συμπλήρω‐

ση του θεομητορικού κύκλου κατά την τοιχογράφηση της δεύτερης αυτής φάσης.  

                                                      
301 Σηµειώνουµε ότι δεν έχουµε δηµοσιευµένη τεκµηρίωση των εργασιών καθαρισµού και συντήρησης, ώστε να
γνωρίζουµε τι ακριβώς συνέβαινε στην εγκάρσια καµάρα πριν τους καθαρισµούς. Είναι εποµένως άγνωστο αν η επιζωγρά-
φιση είχε περιοριστεί στο χώρο του δυτικού σκέλους.

135 
 

35.  Ν. Λακωνίας, Γκοριτσά. Ταξιάρχης 

Ο ναός των Ταξιαρχών βρίσκεται δύο χιλιόμετρα ανατολικά του οικισμού 

της Γκοριτσάς στη θέση Λαήνα. Ανήκει στην κατηγορία Α3 των σταυρεπίστεγων 

ναών, σύμφωνα με την οποία, εκτός από το γεγονός ότι η εγκάρσια καμάρα ει‐

σχωρεί στο πάχος των μακρών τοίχων, διαμορφώνονται και τέσσερα τυφλά αψι‐

δώματα στο βόρειο και νότιο τοίχο, τόσο στο ανατολικό όσο και στο δυτικό σκέ‐

λος.  Το  αρχικό  κτιστό  τέμπλο  ορίζει  ως  χώρο  του  ιερού  Βήματος  το  τμήμα  του 

ναού που αντιστοιχεί στο ανατολικό αψίδωμα. 

Ο γραπτός διάκοσμος του ναού χρονολογείται στα μέσα του 13ου αιώνα302. 

Στο  μνημείο  έχουν  γίνει  εκτεταμένες  εργασίες  αναστήλωσης  και  συντήρησης 

που απέδωσαν τον γραπτό διάκοσμο σε ικανοποιητική κατάσταση, δίνοντάς μας 

πλήρη  την  εικόνα  του  εικονογραφικού  προγράμματος 303  με  ελάχιστες  απώλειες 

(σχέδιο 54).  

Η  στάθμη  γένεσης  των  κατά  μήκος  καμαρών  διαχωρίζει  την  κάτω  ζώνη 

των  μεμονωμένων  μορφών  από  τις  παραστάσεις  του  χριστολογικού  κύκλου,  ό‐

πως συμβαίνει στην πλειονότητα των εξεταζόμενων ναών. Πράγματι, πάνω από 

την στάθμη αυτή, με εξαίρεση την Θεοτόκο Πλατυτέρα της αψίδας του Ιερού, κυ‐

ριαρχούν  δώδεκα  παραστάσεις  ενός  ενιαίου  χριστολογικού  κύκλου,  στις  οποίες 

προστίθενται  δύο  ακόμη  από  άλλους  κύκλους.  Πρόκειται  για  την  Κοίμηση  της 

Θεοτόκου στο βόρειο τοίχο και το εν Χώναις θαύμα στο νότιο, που προβάλλει τι‐

μητικά τον επώνυμο του ναού Αρχάγγελο Μιχαήλ304. Αυτές οι παραστάσεις είναι 

                                                      
302 Α∆ 33(1978) 105 (Α. Γκιαούρη). Η γραπτή κτητορική επιγραφή παραµένει αδηµοσίευτη, βλ. S. Kalopissi-Verti,
Dedicatory Inscriptions and Donor Portraits in Therteenth-Century Churches of Greece, Wien 1992, appendix αρ.14, 107.

303 Küpper, ΙΙ, αρ. 86, 118, ∆ωρής, Τυπολογία, αρ. 179, 76 (1275±15).

304 Με δεδοµένη την παρουσία της Σύναξης των Αρχαγγέλων κάτω από την Κοίµηση, στη ζώνη των ολόσωµων
Αγίων, µπορεί να γίνει λόγος για συνεπτυγµένο κύκλο των Αρχαγγέλων. Βλ. Αρχιµ. Σ. Κουκιάρης, Τα θαύµατα - εµφανίσεις
των αγγέλων και αρχαγγέλων στη Βυζαντινή τέχνη των Βαλκανίων, Αθήνα-Γιάννινα 1989, 65.

136 
35. Ν. Λακωνίας, Γκοριτσά. Ταξιάρχης 

τοποθετημένες κάτω από τη στάθμη γένεσης των τόξων των τυμπάνων και δια‐

κρίνονται σαφώς από τον υπερκείμενο ουσιαστικά χριστολογικό κύκλο. 

Οι  έξι  πρώτες  παραστάσεις  του  χριστολογικού  κύκλου  βρίσκονται  στην 

εγκάρσια καμάρα. Ο Ευαγγελισμός δεν βρίσκεται στην καθιερωμένη θέση καθώς 

λόγω  του  μεγέθους  της  αψίδας,  δεν  υπολείπεται  καθόλου  ελεύθερη  επιφάνεια 

στον ανατολικό τοίχο. Η αναζήτηση νέας θέσης για την εναρκτήρια παράσταση 

του  χριστολογικού  κύκλου  και  η  τελική  επιλογή  του  βόρειου  τυμπάνου  της  ε‐

γκάρσιας  καμάρας  έπαιξε  σημαντικό  ρόλο  στον  σχεδιασμό  του  χριστολογικού 

κύκλου. Έτσι στο βορειοανατολικό, το εγγύτερο από τα τέσσερα ισότιμα διάχωρα 

της εγκάρσιας καμάρας, τοποθετήθηκε η Γέννηση και αμέσως μετά, στο νοτιοα‐

νατολικό  διάχωρο,  η  Υπαπαντή305.  Η  ροή  των  παραστάσεων  γίνεται  με  δεξιό‐

στροφη  φορά,  στην  οποία  πειθαρχούν  και  οι  επόμενες  δυο  παραστάσεις  στο  α‐

νατολικό ημικυλινδρικό τμήμα της καμάρας (σχέδιο 55). Το ζεύγος όμως Έγερσης 

του Λαζάρου ‐ Βαϊοφόρου δεν είναι οι παραστάσεις που θα έπρεπε να ακολουθή‐

σουν  άμεσα  την  Υπαπαντή,  ούτε  βέβαια  η  Πεντηκοστή  που  βρίσκεται  στο  νότιο 

τύμπανο.  Η  παράσταση  που  ακολουθεί  σύμφωνα  με  την  ευαγγελική  διήγηση 

βρίσκεται στη δυτική καμάρα και είναι η Μεταμόρφωση. Η μικρή αυτή αναδιάτα‐

ξη γίνεται με προφανή σκοπό να συγκροτηθούν ισχυρά θεολογικά ζεύγη και να 

μην διαταραχθεί η αρχή της δεξιόστροφης κίνησης, τόσο στη γενική διάταξη του 

προγράμματος όσο και στις επιμέρους ενότητες καμάρας. Η συνέχεια της βιβλι‐

κής  αφήγησης  διαδραματίζεται  στην  δυτική  καμάρα  με  πέντε  επεισόδια,  που 

διατάσσονται  επίσης  με  δεξιόστροφη  φορά:  Τη  Σταύρωση  στο  τύμπανο  και  τα 

ζεύγη Μεταμόρφωση ‐ Προδοσία  και Αποκαθήλωση  ‐ Εις Άδου κάθοδος στον ημι‐

κύλινδρο.  Στην  ανατολική  καμάρα  κυριαρχεί  αποκλειστικά  η  Ανάληψη,  ενώ  η 

αφήγηση  ολοκληρώνεται  με  την  Πεντηκοστή  στο  νότιο  τύμπανο  της  εγκάρσιας 

καμάρας,  όπου  δημιουργείται  ένα  ενδιαφέρον  ζεύγος  με  τον  Ευαγγελισμό  του 

βορείου  τυμπάνου.  Οι  δύο  παραστάσεις  υπογραμμίζουν  τον  ρόλο  του  Αγίου 

Πνεύματος, ενώ ταυτόχρονα αποτελούν την αρχή και την ολοκλήρωση της επί‐

γειας παρουσίας του Χριστού, σύμφωνα με την ευαγγελική αφήγηση.  
                                                      
305 Ακριβώς ίδια διάταξη στις τρεις εναρκτήριες παραστάσεις του χριστολογικού κύκλου έχουµε και στο ναό του
αγίου Νικολάου στην Αγόριανη (Κ33).

137 
35. Ν. Λακωνίας, Γκοριτσά. Ταξιάρχης 

Αν  δεν  παραλείπονταν  η  Βάπτιση,  τα  δώδεκα  επεισόδια  του  χριστολογι‐

κού  κύκλου, θα  μπορούσαμε να πούμε  ότι πλησιάζουν την έννοια ενός  «κλασι‐

κού δωδεκαόρτου»306. Στην προκείμενη περίπτωση ο αριθμός δώδεκα προκύπτει, 

με  την  προσθήκη  της  Προδοσίας  και  της  Αποκαθήλωσης,  οι  οποίες  υπογραμμί‐

ζουν τον αφηγηματικό ‐ ιστορικό χαρακτήρα του κύκλου. 

Λόγω της ιδιομορφίας της παραλλαγής Α3, οι περισσότερες μεμονωμένες 

μορφές  αγίων  διατάσσονται,  στα  τύμπανα  και  τα  εσωρράχια  των  τυφλών  αψι‐

δωμάτων. Στην εκτός του Ιερού παράταξη των ολόσωμων μορφών συμπεριλαμ‐

βάνονταν οργανικά και οι απεικονίσεις του Χριστού και της Θεοτόκου στο κτιστό 

τέμπλο όπως δηλώνει η απεικόνιση του ολόσωμου Προδρόμου που είναι στραμ‐

μένος προς το τέμπλο  σε στάση δέησης. Πάντως γυναίκες και  άνδρες άγιοι  δεν 

τοποθετούνται σε διακριτές ενότητες, ενώ η Σύναξη των Αρχαγγέλων προβάλλε‐

ται στη ζώνη των ολόσωμων αγίων στον βόρειο τοίχο της εγκάρσιας κεραίας.  

                                                      
306 G. Millet, Recherchers sur l’iconographie de l’Évangile, aux XIVe, XVe et XVIe siècles, Paris 1916, 17-24.

138 
 

36.  Ν. Λακωνίας, Γκοριτσά. Άγιος Ιωάννης Πρόδρομος («Ασπροκκλήσι») 

Ο  ναός  βρίσκεται  σε  ύψωμα  δύο  χιλιόμετρα  νοτίως  του  οικισμού.  Αν  και 

υπολείπεται ως πρός την ποιότητα της τοιχοδομίας του ναού του Ταξιάρχη είναι 

σχεδόν όμοιος με αυτόν τόσο τυπολογικά όσο και ως προς τις γενικές διαστάσεις. 

Οι τοιχογραφίες του που σώζονται στην εγκάρσια κεραία και το ανατολικό σκέ‐

λος χρονολογούνται στον 13ο αιώνα αλλά δεν έχουν ακόμη μελετηθεί. 

Το εικονογραφικό πρόγραμμα του ναού παρουσιάζει συγκεκριμένες ιδιαι‐

τερότητες  οι  οποίες  θα  προσδιοριστούν  ασφαλώς  καλύτερα  μετά  την  ταύτιση 

κάποιων  ιδιαίτερα  δυσδιάκριτων  παραστάσεων  κυρίως  στην  εγκάρσια  καμάρα 

και τα τύμπανά της.  

Σε  μία  πρώτη  ανάγνωση  εντύπωση  προκαλεί  το  ζεύγος  των  δύο  χριστο‐

λογικών  σκηνών  που  μοιράζεται  ισότιμα  στον  χώρο  της  ανατολικής  καμάρας. 

Πρόκειται για τον Λίθο και την Εις Άδου Κάθοδο οι οποίες δηλώνουν ότι ο χριστο‐

λογικός  κύκλος  ήταν  πιθανόν  συνεπτυγμένος  και  δημιουργούν  ερωτήματα  για 

το αν τελικά συμπεριλαμβάνεται η Ανάληψη στο εικονογραφικό πρόγραμμα. 

Μεταξύ  των  παραστάσεων  της  εγκάρσιας  καμάρας  πιστοποιείται  η  ύ‐

παρξη  σκηνής  Γέννησης    στο  βορειοδυτικό  τμήμα  της  καμάρας  που  ασφαλώς 

πρέπει  να  ταυτιστεί  με  εκείνη  του  τιμώμενου  αγίου.  Η  συγκεκριμένη  ταύτιση 

προϊδεάζει για την πιθανή ανάπτυξη κύκλου του Προδρόμου επιλογή που συνα‐

ντούμε και σε άλλα από τα εξεταζόμενα μνημεία307.     

                                                      
307 Άγ Νικόλαος Μαρούλαινας, Άγ Νικόλαος Μουρίου, …

139 
 

37.  Ν. Λακωνίας, Κροκεές. Άγιος Δημήτριος 

Ο  ναός  του  αγίου  Δημητρίου  είναι  ο  καλύτερα  σωζόμενος  από  τους  τέσ‐

σερις σταυρεπίστεγους ναούς της περιοχής των Κροκεών (π. Λεβέτσοβα)308. Ανή‐

κει στην κατηγορία Α1 των σταυρεπίστεγων ναών και οι τοιχογραφίες του, που 

χρονολογούνται ασφαλώς με γραπτή επιγραφή στα 1286309, έχουν μελετηθεί από 

τον Ν. Δρανδάκη και την Κ. Διαμαντή310. Τον 18ο αιώνα επιζωγραφίστηκε επιλε‐

κτικά  η  κύρια  όψη  του  κτιστού  τέμπλου311,  όπως  επίσης  στον  βόρειο  και  νότιο 

τοίχο  αντίστοιχα,  ο  επώνυμος  του  ναού  άγιος  Δημήτριος  (έφιππος)  και  ο  άγιος 

Παντελεήμων.  

Το  εικονογραφικό  πρόγραμμα  αποκαθίσταται  ικανοποιητικά,  παρά  το 

γεγονός ότι στα κατώτερα σημεία της εγκάρσιας καμάρας έχει καταστραφεί ένα 

σημαντικό  τμήμα  των  τοιχογραφιών  (σχέδιο  57).  Το  αρχικό  κτιστό  τέμπλο  υπε‐

ρυψώθηκε σε δεύτερη φάση καλύπτοντας μέρος των τοιχογραφιών του ανατολι‐

                                                      

308 Για τα βυζαντινά µνηµεία των Κροκεών βλ. Κ. ∆ιαµαντή, Κροκεές Λακωνίας. Η αναζήτηση µιας βυζαντινής θέ-
σης και οι εκκλησίες του οικισµού, Λακωνικαί Σπουδαί 12 (1995).

309 S. Kalopissi-Verti, Dedicatory Inscriptions and Donor Portraits in Therteenth-Century Churches of Greece, Wien
1992, αρ. Α23, 76, όπου και βιβλιογραφία.

310 Ν. Β. ∆ρανδάκης, Από τις τοιχογραφίες του Αγίου ∆ηµητρίου Κροκεών (1286), ∆ΧΑΕ 12 (1984), 203-237. Το
άρθρο συνοδεύεται και από προοπτικό σχέδιο µε τις τοιχογραφίες του ναού (εικ. 9) µε ορισµένα όµως λάθη και παραλείψεις:
Παραλείπεται η γραπτή ταινία που διχοτοµεί την εγκάρσια καµάρα µε αποτέλεσµα να µην αποδίδεται σωστά ο κάναβος. ∆εν
σηµειώνονται παραστάσεις του βίου του αγίου ∆ηµητρίου στην εγκάρσια καµάρα αν και αναφέρονται στο κείµενο. ∆ηλώνε-
ται λανθασµένα η θέση ενός Ευαγγελιστή (αρ. 31) ενώ, τέλος, η Ωραία Πύλη του κτιστού τέµπλου δεν αποδίδεται τοξωτή,
όπως είναι στην πραγµατικότητα, αλλά µε ευθύγραµµο υπέρθυρο. Για το ναό βλ. επίσης Κ. ∆ιαµαντή, Κροκεές Λακωνίας. Η
αναζήτηση µιας βυζαντινής θέσης και οι εκκλησίες του οικισµού, Λακωνικαί Σπουδαί 12 (1995) 400· η ίδια, Οι τοιχογραφίες
του Βυζαντινού ναού του Αγίου ∆ηµητρίου (1286) στις Κροκεές της Λακωνίας και το εργαστήριο του ανώνυµου ζωγράφου.
Συµβολή στη µελέτη της πρώιµης παλαιολόγειας ζωγραφικής στη Λακωνία, Σπάρτη 2001.

311 Τµήµα της µεταβυζαντινής τοιχογράφησης του τέµπλου αποτοιχίστηκε, βλ. Κ. ∆ιαµαντή, ό.π., Οι τοιχογραφίες,
53.

140 
37. Ν. Λακωνίας, Κροκεές. Άγιος Δημήτριος 

κού σκέλους, προφανώς για να αντιμετωπιστεί ο κίνδυνος κατάρρευσης της κα‐

μάρας, όταν παρουσίασε έντονες ρηγματώσεις.  

Ο  κύριος  κορμός  του  εικονογραφικού  προγράμματος  συγκροτείται  από 

δεκαπέντε  παραστάσεις  του  ενιαίου  χριστολογικού  κύκλου  που  αναπτύσσεται 

πάνω από τη στάθμη γένεσης των κατά μήκος καμαρών. Δύο χριστολογικές πα‐

ραστάσεις τοποθετήθηκαν για διαφορετικούς λόγους χαμηλότερα χωρίς να δια‐

ταράσσεται η ενότητα του κύκλου. Πρόκειται για την παράσταση του Ευαγγελι‐

σμού,  η  οποία  κατά  τα  καθιερωμένα  τοποθετείται  σε  δύο  τμήματα  εκατέρωθεν 

της αψίδας του Ιερού, και την παράσταση του Χριστού Ελκομένου, που βρίσκεται, 

σύμφωνα με την τοπική λακωνική παράδοση, στην κατώτερη ζώνη βορείως της 

θύρας312.  

Η  διαίρεση  του  ημικυλινδρικού  τμήματος  της  καμάρας  είναι  τετραμερής 

και υλοποιείται με φαρδιά διακοσμητική ζώνη κατά μήκος του κλειδιού και απλή 

ταινία κατά τον άξονα ανατολή ‐ δύση. Οι επιλογές αυτές εξυπηρετούν την κυ‐

κλική  δεξιόστροφη  φορά313.  Η  ευαγγελική  διήγηση  συνεχίζεται  με  τρεις  από  τις 

τέσσερις παραστάσεις του ημικύλινδρου. Πρόκειται κατά σειρά για την  Γέννηση 

(νοτιοδυτικό  διάχωρο),  την  Υπαπαντή  (βορειοδυτικό  διάχωρο)  και  την  Μεταμόρ‐

φωση  (βορειοανατολικό  διάχωρο).  Η  τετράδα  συμπληρώνεται  με  τα  Εισόδια  στο 

νοτιοανατολικό  διάχωρο  που  ξενίζουν  με  την  παρουσία  τους  καθώς  πρόκειται 

για θεομητορική παράσταση, η οποία σε πρώτη ανάγνωση δεν σχετίζεται με την 

ροή της χριστολογικής διήγησης. Η επιλογή της συγκεκριμένης παράστασης και 

η τοποθέτησή της σε άμεση συνάφεια με τις πρώτες παραστάσεις του χριστολο‐

γικού κύκλου, παρατηρείται και σε άλλους σταυρεπίστεγους ναούς314. Όπως επι‐

                                                      
312 ∆ρανδάκης ό.π., 214, υποσηµ. 27.

313 Οι συντηρητές κατά τον καθαρισµό των τοιχογραφιών επεξέτειναν λανθασµένα την ταινία του κλειδιού µέχρι τα
τύµπανα. Στην πραγµατικότητα διακόπτονταν από τις φαρδιές διακοσµητικές ταινίες στο βόρειο και νότιο πέρας της καµά-
ρας. Ανάλογος χειρισµός των διακοσµητικών ταινιών γίνεται στην εγκάρσια καµάρα του Προφήτη Ηλία Αµυκλών (Κ34) και
στη γειτονική Κοίµηση (Κ38).

314 Βλ. εγκάρσια καµάρα Αγίου ∆ηµητρίου Μακρυχωρίου (Κ13), Κοίµησης Οξυλίθου (Κ14), Αγίας Παρασκευή
Πλάτσας (Κ31), Αγίου Ιωάννη Γαλατά (Κ6) και δυτικό σκέλος της Αγίας Θέκλας Ευβοίας (Κ11). Η συγκεκριµένη τοποθέτηση
αντικατοπτρίζει και την άµεση σχέση των Εισοδίων (21 Νοεµβρίου) µε τη Γέννηση (25 ∆εκεµβρίου) στο λειτουργικό έτος,

141 
37. Ν. Λακωνίας, Κροκεές. Άγιος Δημήτριος 

σημαίνεται σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, τα Εισόδια μπορούν να θεωρηθούν ως 

αφετηρία μιας ενιαίας αφήγησης, με στόχο να υπογραμμιστεί ο ρόλος της Θεο‐

τόκου  στο  έργο  της  θείας  Οικονομίας.  Ειδικότερα  στην  περίπτωση  των  Ταξιαρ‐

χών Γκοριτσάς διατηρείται η συνεπής δεξιόστροφη κίνηση στο χώρο της εγκάρ‐

σιας  καμάρας,  ενώ  ταυτόχρονα  η  διαγώνια  σχέση  Υπαπαντής‐  Εισοδίων  τονίζει 

την  θεματολογική  και  εικονογραφική  τους  σχέση.  Μία  ακόμη  θεομητορική  πα‐

ράσταση, η  Κοίμηση, προβάλλεται ιδιαίτερα στο βόρειο τοίχο της  εγκάρσιας κα‐

μάρας315.  

Η  συνέχεια  της  χριστολογικής  αφήγησης  μεταφέρεται  μέσω  του  νότιου 

τυμπάνου  της  εγκάρσιας  καμάρας,  όπου  είναι  τοποθετημένες  οι  παραστάσεις 

της  Βαϊοφόρου  και  της  Έγερσης  του  Λαζάρου,  στην  δυτική  καμάρα.  Εκεί  πέντε 

παραστάσεις  είναι  τοποθετημένες  συμμετρικά,  ακολουθώντας  μία  εσωτερική 

δεξιόστροφη κίνηση. Με άξονα την ιδιαίτερα προβεβλημένη στο τύμπανο Σταύ‐

ρωση, οι υπόλοιπες τέσσερις διατάσσονται κατά ζεύγη: Στο νότιο τμήμα της κα‐

μάρας ο Μυστικός Δείπνος και η Προδοσία, ενώ στο βόρειο η Αποκαθήλωση και η 

Εις Άδου κάθοδος. Στην αφήγηση συμμετέχει και ο Ελκόμενος, αν και παρεμβάλ‐

λεται χαμηλότερα στην κατώτερη ζώνη των ολόσωμων αγίων.  

Η  γενικότερη  δεξιόστροφη  φορά  του  κύκλου  διατηρείται  με  την  κίνηση 

προς την Ανάληψη, που καταλαμβάνει ολόκληρη την ανατολική καμάρα, διαμέ‐

σου του Λίθου, που τοποθετείται στο ανώτερο τοξωτό τμήμα του βόρειου τυμπά‐

νου (σχέδιο 58).  

Το  στοιχείο  που  προσδίδει  ιδιαίτερο  ενδιαφέρον  στο  εικονογραφικό  πρό‐

γραμμα  του  ναού  είναι  η  ύπαρξη  ενός  κύκλου  του  βίου  του  αγίου  Δημητρίου 

στην  εγκάρσια  καμάρα,  σε  ανεξάρτητη  ζώνη  κάτω  από  τις  παραστάσεις  του  ε‐

νιαίου χριστολογικού κύκλου. Ο Ν. Δρανδάκης διέκρινε «δυο ή τρεις σκηνές από 

το  συναξάρι  του  αγίου  Δημητρίου»,  ταυτίζοντας  μία  με  τον  άγιο  Δημήτριο  ευλο‐

                                                                                                                                                        
καθώς ανάµεσά τους δεν παρεµβάλλεται καµία άλλη θεοµητορική η δεσποτική εορτή. Για την θεολογική σχέση Εισοδίων -
Γέννησης βλ. υποσηµ. 109.

315 Στην ίδια θέση η Κοίµηση βρίσκεται και στην γειτονική Κοίµηση Κροκεών (Κ38), στην Κοίµηση Οξυλίθου
(Κ14), στην Αγία Τριάδα και Άγιο Ανδρέα Κρανιδίου (Κ24 και Κ25) και τον Προφήτη Ηλία Αµυκλών (Κ34).

142 
37. Ν. Λακωνίας, Κροκεές. Άγιος Δημήτριος 

γούντα  τον  Νέστορα316.  Μία  ακόμη  παράσταση  στο  νοτιοανατολικό  τμήμα  της 

ζώνης ίσως ταυτίζεται με την προσαγωγή του αγίου Δημητρίου στον Μαξιμιανό317. 

Από μία αυθεντική κάθετη ταινία που σώζεται, πιστοποιείται ότι οι διαχωριστι‐

κές ταινίες των υπερκείμενων παραστάσεων του χριστολογικού κύκλου δεν προ‐

εκτείνονταν απαραίτητα στη υποκείμενη ζώνη του βίου του αγίου Δημητρίου. Σε 

γενικές γραμμές εκτιμούμε ότι θα πρέπει να υπήρχαν συνολικά έξι σκηνές του 

βίου του τιμώμενου αγίου, τρεις ανατολικά και τρεις δυτικά318. 

Τέλος,  από  την  διάταξη  των  μεμονωμένων  αγίων  εκτός  ιερού  Βήματος, 

σημειώνουμε ότι, εκτός από την παράταξη τριών έφιππων αγίων που καταλαμ‐

βάνουν ολόκληρο τον βόρειο τοίχο με πρώτο τον τιμώμενο άγιο Δημήτριο, οι υ‐

πόλοιποι  ολόσωμοι  άγιοι  διατάσσονται  χωρίς  καμία  διάθεση  συγκρότησης  ενο‐

τήτων, αφού μάλιστα εναλλάσσονται οι άνδρες με τις γυναίκες. 

                                                      
316 ∆ρανδάκης ό.π., 211.

317 Κ. ∆ιαµαντή, ό.π., Οι τοιχογραφίες, 128.

318 Στην ίδια εκτίµηση για τον συνολικό αριθµό των παραστάσεων του κύκλου του αγίου ∆ηµητρίου φαίνεται ότι
καταλήγει και η Κ. ∆ιαµαντή, καθώς αναφέρεται σε τέσσερις αδιάγνωστες σκηνές πέραν της ευλογίας του Νέστορα και του
αγίου ∆ηµητρίου στο Μαξιµιανό , βλ. Κ. ∆ιαµαντή, ό.π., Οι τοιχογραφίες, 51 και 128.

143 
38. Ν. Λακωνίας, Κροκεές. Κοίμηση της Θεοτόκου 

38.  Ν. Λακωνίας, Κροκεές. Κοίμηση της Θεοτόκου  

Ο  ναός  της  Κοίμησης  της  Θεοτόκου  βρίσκεται  δύο  χιλιόμετρα  περίπου 

ανατολικά  του  οικισμού  των  Κροκεών.  Ανήκει  στην  κατηγορία  Α1319  και,  όπως 

μαρτυρεί  ο  κεραμοπλαστικός  διάκοσμος  στα  αετώματα  της  εγκάρσιας  κεραίας, 

αποτελεί  κτίσμα  σχετικά  υψηλών  προθέσεων.  Οι  τοιχογραφίες,  που  χρονολο‐

γούνται με τεχνοτροπικά κριτήρια στο δεύτερο μισό του  14ου αιώνα  320, σώζονται 

σε μόνο στους κάθετους τοίχους, διότι η θολοδομία έχει καταπέσει (σχέδιο 59).  

Εξωτερικά η έκταση της καταστροφής δεν γίνεται αντιληπτή αφού η κά‐

λυψη  και  των  δύο  σκελών  γίνεται  σήμερα  με  ξύλινες  στέγες  σε  σταυρεπίστεγη 

διάταξη. 

Όπως  είναι  αναμενόμενο,  λόγω  της  κατάρρευσης  των  καμαρών,  η  απο‐

κατάσταση του εικονογραφικού προγράμματος δεν είναι πλέον εφικτή. Κάποιες 

διαπιστώσεις  ωστόσο  μπορούν  να  γίνουν  βάσει  των  παραστάσεων  που  διατη‐

ρούνται στα τύμπανα της εγκάρσιας καμάρας και στο ανατολικό σκέλος321. 

Στο  τεταρτοσφαίριο  της  αψίδας  του  Ιερού  σώζονται  λείψανα  δύο  ολόσω‐

μων  Αγγέλων  που  προφανώς  συνδέονται  με  την  καθιερωμένη  στη  θέση  αυτή 

                                                      
319 Πρέπει να σηµειωθεί ότι στον βόρειο τοίχο του δυτικού σκέλους υπήρχε τυφλό αψίδωµα που τοιχίστηκε πιθα-
νότατα στην εκτεταµένη µετασκευή του ναού µετά την κατάρρευση της θολοδοµίας.

320 Οι Küpper και ∆ωρής συγκλίνουν σε µια χρονολόγηση στο τέλη του 13ου αιώνα. Βλ. Küpper, ΙΙ, αρ. 116, 157
και ∆ωρής, Τυπολογία αρ. 185, 76 (1290±10). Ο Ν. ∆ρανδάκης αναφέρθηκε δύο φορές µε συντοµία στις τοιχογραφίες του
ναού, θεωρώντας ότι είναι έργο του 14ου αιώνα, βλ. Ν. ∆ρανδάκης, Ο ναός του Άϊ-Λέου εις το Μπρίκι της Μάνης, ∆ΧΑΕ 6
(1972), 147, υποσηµ. 47. Η Κ. ∆ιαµαντή χρονολογεί τις τοιχογραφίες του ναού στο β’ µισό του 14ου αι., βλ. Κ. ∆ιαµαντή, Κρο-
κεές Λακωνίας. Η αναζήτηση µιας βυζαντινής θέσης και οι εκκλησίες του οικισµού, Λακωνικαί Σπουδαί 12 (1995), 410. Με
την ίδια άποψη συντάσσεται και η Α. Μπακούρου η οποία θεωρεί ότι ο ναός οικοδοµήθηκε στο α΄ µισό του ίδιου αιώνα, βλ.
Α∆ 46 (1991), Χρονικά, 124, πίν. 62 α-γ.

321 Κ. ∆ιαµαντή, ό.π., 407 κ. εξ., όπου περιγράφεται ο σωζόµενος τοιχογραφικός διάκοσµος. Ο ∆ρανδάκης δίνει
περισσότερες πληροφορίες όσον αφορά τους µεµονωµένους αγίους, βλ. ∆ρανδάκης, ό.π. 147.

144 
38. Ν. Λακωνίας, Κροκεές. Κοίμηση της Θεοτόκου 

απεικόνιση  της  Θεοτόκου  βρεφοκρατούσας.  Αντίθετα,  εξαιρετικά  σπάνια  ανά‐

μεσα στους ναούς του τύπου είναι η παράσταση της  Κοινωνίας των Αποστόλων, 

που  αναπτύσσεται  σε  ενδιάμεση  ζώνη  κάτω  από  την  Θεοτόκο  και  πάνω  από 

τους ιεράρχες στον ημικύλινδρο της αψίδας322.  

Ένα μικρό  τμήμα της  ανατολικής καμάρας  διατηρήθηκε καθώς αντιστη‐

ρίχθηκε με πέτασμα που επέχει σήμερα θέση τέμπλου. 

Τρεις  από  τις  σωζόμενες  παραστάσεις  πιστοποιούν  ότι  ο  χριστολογικός 

κύκλος ήταν ενιαίος και αναπτύσσονταν πάνω από τη στάθμη γένεσης των κα‐

τά μήκος καμαρών. Πρόκειται για την Μεταμόρφωση και την Βαϊοφόρο στο νότιο 

τύμπανο  της  εγκάρσιας  καμάρας  και  την  Πεντηκοστή  στο  βόρειο.  Σύμφωνα  με 

την  τοποθέτηση  των  συγκεκριμένων  παραστάσεων,  που  παραπέμπει  σε  λύσεις 

γνωστές  και  από  άλλους  σταυρεπίστεγους  ναούς,  η  χριστολογική  αφήγηση  θα 

πρέπει  να  ξεκινούσε  από  την  εγκάρσια  καμάρα.  Εκεί,  κατά  πάσα  πιθανότητα 

είχαν τη θέση παραστάσεις που προηγούνται της Μεταμόρφωσης (Γέννηση, Υπα‐

παντή,  Βάπτιση).  Στο  νότιο  τύμπανο,  η  Βαϊοφόρος  διαδέχεται  την  υπερκείμενη 

Μεταμόρφωση,  αποτελώντας  σύνδεσμο  των  παραστάσεων  που  υπήρχαν  στην 

εγκάρσια  καμάρα  με  εκείνες  της  δυτικής  καμάρας,  όπου  θα  ακολουθούσε  η  Έ‐

γερση του Λαζάρου.  

Στο  δυτικό  σκέλος  προφανώς  ολοκληρώνονταν  το  Πάθος  και  η  Ανάστα‐

ση. Στην ανατολική καμάρα, από τα λείψανα που διατηρούνται στην γένεσή της, 

είναι βέβαιο ότι, υπήρχε αποκλειστικά η Ανάληψη.  

Ενδιαφέρον, τέλος, παρουσιάζει και η ύπαρξη θεομητορικού κύκλου, τον 

οποίο συγκροτούσαν οι τρεις βασικές παραστάσεις: Η Κοίμηση, που ταυτίζεται με 

την  επωνυμία  του  ναού  και  βρίσκεται  στον  βόρειο  τοίχο,  στο  τμήμα  που  αντι‐

στοιχεί  στην  εγκάρσια  καμάρα,  κάτω  από  την  Πεντηκοστή323.  Το  Γενέσιο  και  τα 

                                                      
322 Το ίδιο συµβαίνει µόνο στους Ταξιάρχες Κωστάνιανης (Κ4) και στον Άγιο ∆ηµήτριο Αυλωναρίου (Κ12), όπου
όµως λόγω του εξαιρετικά µεγάλου µεγέθους της αψίδας στην ίδια ζώνη εντάσσονται εκατέρωθεν της Κοινωνίας των Απο-
στόλων το Μυστικό ∆είπνο και µια ακόµη αδιάγνωστη παράσταση.

323 Η τοποθέτηση της Κοίµησης στη συγκεκριµένη θέση είναι γνωστή και από άλλους σταυρεπίστεγους ναούς,
όπως η Κοίµηση Οξυλίθου (Κ14), Αγία Τριάδα και Άγιος Ανδρέας Κρανιδίου (Κ24 και Κ25), Προφήτης Ηλίας Αµυκλών (Κ34),
Ταξιάρχης Γκοριτσάς (Κ35) αλλά και ο γειτονικός Άγιος ∆ηµήτριος Κροκεών (Κ37).

145 
38. Ν. Λακωνίας, Κροκεές. Κοίμηση της Θεοτόκου 

Εισόδια  τοποθετούνται αντικριστά σε ισότιμες θέσεις στο χώρο του ιερού  Βήμα‐

τος, βόρεια και νότια αντίστοιχα.  

146 
 

39.  Ν. Λακωνίας, Γεράκι, Κάστρο. Αγία Παρασκευή 

Ο  ναός  της  Αγίας  Παρασκευής  βρίσκεται  στον  οικισμό  του  Κάστρου  Γε‐

ρακίου  και  ανήκει  τυπολογικά  στην  παραλλαγή  A1  των  σταυρεπίστεγων 

ναών324. Οι τοιχογραφίες του, που σώζονται αποσπασματικά, μελετήθηκαν πρό‐

σφατα  από  τον  Γ.  Δημητροκάλλη325,  ο  οποίος  πιστεύει  ότι  «είναι  έργα  τουλάχι‐

στον  τεσσάρων  διαφορετικών  εποχών».  Ωστόσο,  εκτός  από  τις  τοιχογραφίες  της 

αψίδας του Ιερού, τις οποίες χρονολογεί στην πρώιμη μεταβυζαντινή περίοδο και 

του  τέμπλου  που  θεωρεί  ότι  έγιναν  μετά  την  ανέγερση  του  ναού  στα  τέλη  του 

13ου  αιώνα,  αναφέρεται  σε  δύο  ενδιάμεσες  φάσεις,  οι  οποίες  παραδόξως  συμπί‐

πτουν χρονολογικά. Συγκεκριμένα αναφέρει ότι «οι τοιχογραφίες του ανατολικού 

τμήματος και της εγκάρσιας καμάρας είναι μάλλον έργα του ΙΔ΄ αιώνα ή των αρ‐

χών του ΙΕ΄», ενώ για τις τοιχογραφίες του δυτικού τοίχου πιστεύει ότι «είναι έργα 

ακόμη μεταγενέστερα, πιθανώτατα του τέλους του ΙΔ΄ αιώνα»326.  

Οι  τοιχογραφίες  του  ναού  σώζονται  με  πληρότητα  μόνο  στην  εγκάρσια 

καμάρα,  όπου  χωροθετούνται  με  ασυνήθιστη  διάταξη  πέντε  παραστάσεις  από 

τον  χριστολογικό  κύκλο  (σχέδιο  60).  Πιο  συγκεκριμένα,  ο  ημικυλινδρικός  θόλος 

της  καμάρας  διαιρείται  αρχικά  σε  τέσσερα  ισότιμα  διάχωρα.  Από  αυτά  το  βο‐

ρειοδυτικό  διχοτομείται με  αποτέλεσμα να προκύπτει ένας μη  κανονικός κάνα‐

βος  με  πέντε  διάχωρα.  Οι  παραστάσεις  τοποθετούνται  με  μία  αριστερόστροφη 

διάταξη, η οποία ξεκινά με τη Γέννηση στο νοτιοανατολικό διάχωρο και συνεχίζει 

με την Υπαπαντή και τη Βάπτιση, που μοιράζονται το διχοτομημένο βορειοδυτικό 

                                                      
324 Γ. ∆ηµητροκάλλης, Γεράκι, οι τοιχογραφίες των Ναών του Κάστρου, Αθήναι 2001, 21.

325 ∆ηµητροκάλλης, ό.π., 19-40. Στο άρθρο υπάρχει και η πλήρης βιβλιογραφία για το ναό, µε κριτικές επισηµάν-
σεις. Για το σκαρίφηµα κατόψεως που δηµοσιεύει ο Küpper, ΙΙ, αρ. 83, 114, πέρα από τις παρατηρήσεις του ∆ηµητροκάλλη,
επισηµαίνουµε ότι δεν δηλώνεται η παρουσία του τυφλού αψιδώµατος στο βόρειο τοίχο του δυτικού σκέλους καθώς και η
κτιστή Αγία Τράπεζα.

326 ∆ηµητροκάλλης, ό.π., 40. Ο H.-M. Küpper, ΙΙ, αρ. 86, 115 προτείνει χρονολόγηση στα έτη 1270/80 συνεκτιµώ-
ντας και την τεχνοτροπία της ζωγραφικής.

147 
39. Ν. Λακωνίας, Γεράκι, Κάστρο. Αγία Παρασκευή 

διάχωρο. Απέναντι, στο ανατολικό μισό της καμάρας, τοποθετείται το αφηγημα‐

τικό ζεύγος Έγερσης του Λαζάρου‐Βαϊοφόρου. Δύο ακόμη παραστάσεις του ενιαί‐

ου  χριστολογικού  κύκλου  αναγνωρίζονται:  Η  Πεντηκοστή  στο  βόρειο  τύμπανο 

της  εγκάρσιας  καμάρας  και,  με  κάποια  επιφύλαξη,  η  Εις  Άδου  κάθοδος  στο  βό‐

ρειο  μισό  του  τυμπάνου  της  δυτικής  καμάρας327.  Τέλος,  στο  νότιο  τύμπανο  επι‐

σημαίνονται σπαράγματα από έναν κύκλο της επώνυμης του ναού αγίας Παρα‐

σκευής328. 

Σημαντικά  στοιχεία πρωτοτυπίας του εικονογραφικού προγράμματος  εί‐

ναι: 

α) Ο τρόπος διαίρεσης της εγκάρσιας καμάρας προκειμένου να συμπερι‐

ληφθεί η σκηνή της Βάπτισης. 

β) Η αριστερόστροφη φορά των παραστάσεων στην εγκάρσια καμάρα. 

γ) Η θέση της Εις Άδου καθόδου στο τύμπανο της δυτικής καμάρας. 

Αν αγνοήσουμε, ως εμβόλιμη, την σκηνή της Βάπτισης και αντιστρέψουμε 

τη φορά, το περιεχόμενο αλλά και η διάταξη της εγκάρσιας καμάρας, παρουσιά‐

ζουν  σημαντικές  ομοιότητες  με  την  αντίστοιχη  καμάρα  δύο  άλλων  πελοποννη‐

σιακών  ναών,  του  ομώνυμου  ναού  της  Πλάτσας  (Κ33)  και  του  Ταξιάρχη  στην 

γειτονική Γκοριτσά (Κ35). Αντίστροφα παρουσιάζονται και οι συνεπτυγμένοι κύ‐

κλοι  της  Αγίας  Παρασκευής  στους  δύο  ομώνυμους  ναούς  (Πλάτσα,  βόρειος  τοί‐

χος εγκάρσιας καμάρας, Γεράκι, νότιος τοίχος εγκάρσιας καμάρας).  

Η  ομοιότητα  με  το  εικονογραφικό  πρόγραμμα  της  εγκάρσιας  καμάρας 

του  Ταξιάρχη,  ενισχύεται  και  με  την  τοποθέτηση  της  Πεντηκοστής  στο  βόρειο 

τύμπανο. Με βάση την παραπάνω διαπίστωση και σε συνδυασμό με το γεγονός 

ότι  η  ευρεία  αψίδα  του  Ιερού  αφήνει  περιορισμένες  επιφάνειες  εκατέρωθέν  της 

στον ανατολικό τοίχο, θεωρούμε πολύ πιθανό η κατεστραμμένη παράσταση του 

                                                      
327 Ο ∆ηµητροκάλλης, ό.π., 29, θεωρεί ότι «η παράσταση είναι δύσκολο να ταυτισθή» και αποκλείει να υπήρχε είτε
η Σταύρωση είτε η Κοίµηση της Θεοτόκου διότι διακρίνει «λείψανα κυκλικού µεταλλίου ψηλά στο µέσον, και ίχνη βουνών
δεξιά». Ορθά ωστόσο επισηµαίνεται ότι το παράθυρο στον άξονα του τυµπάνου διανοίχθηκε µετά την τοιχογράφηση.

328 Αρχιµ. Σ. Κουκιάρης, Ο κύκλος του βίου της Αγίας Παρασκευής της Ρωµαίας και της εξ Ικονίου στη Χριστιανική
Τέχνη, Αθήνα 1994, 58.

148 
39. Ν. Λακωνίας, Γεράκι, Κάστρο. Αγία Παρασκευή 

νότιου  τυμπάνου  της  εγκάρσιας  καμάρας  στην  Αγία  Παρασκευή  να  ταυτίζεται 

με τον Ευαγγελισμό.  

Ως  προς  την  διάταξη  των  υπόλοιπων  σκηνών  μόνο  υποθέσεις  μπορούμε 

να κάνουμε για τη θέση των παραστάσεων της  Μεταμόρφωσης, Σταύρωσης και 

της  Ανάληψης,  για  να  περιοριστούμε  στις  σκηνές  που  ασφαλώς  αναμένουμε  σε 

έναν έστω και όχι μεγάλης έκτασης ενιαίο χριστολογικό κύκλο. 

149 
 

40.  Ν. Λακωνίας, Γεράκι, Κάστρο. Άγια Θεοφάνεια 

Ο ναός των Θεοφανείων βρίσκεται στο Κάστρο Γερακίου και αναφέρεται 

ανάμεσα στα παραδείγματα της κατηγορίας Α1 από τον Α. Ορλάνδο329. Επιγρα‐

φικά και ιστορικά στοιχεία για το ναό δεν υπάρχουν, με αποτέλεσμα οι απόψεις 

των μελετητών ως προς τη χρονολόγησή του να παρουσιάζουν σημαντικές απο‐

κλίσεις330.  

Στις αρχές του 20ου αιώνα ο ναός ήταν σε ερειπιώδη κατάσταση, που είχε 

ως  συνέπεια  την  καταστροφή  του  μεγαλύτερου  μέρους  του  τοιχογραφικού  δια‐

κόσμου. Τα λείψανα των τοιχογραφιών που διασώζονται στο αναστηλωμένο σή‐

μερα  μνημείο,  μόλις  επαρκούν  για  να  προσεγγίσουμε  το  εικονογραφικό  πρό‐

γραμμά του (σχέδιο 61).  

Από  τις  τρεις  παραστάσεις  που  ταυτίζονται,  βεβαιώνεται  η  ύπαρξη  ενός 

ενιαίου  χριστολογικού  κύκλου,  ο  οποίος  αναπτύσσονταν  πάνω  από  τη  στάθμη 

γένεσης των κατά  μήκος καμαρών. Στην εγκάρσια καμάρα διακρίνεται γραπτή 

ταινία κατά μήκος του κλειδιού και στο ανατολικό τμήμα της Γέννησης. Ιδιαίτερο 

ενδιαφέρον  παρουσιάζει  ένα  κυκλικό  στοιχείο  που  διχοτομείται  από  τη  γραπτή 

ταινία του κλειδιού της εγκάρσιας καμάρας, κάτω από το οποίο διακρίνεται Άγ‐

γελος. Ο Δημητροκάλλης υποθέτει ότι πιθανώς θα υπήρχε η Ετοιμασία του Θρό‐

νου331,  είναι  όμως  πιο  εύλογο  σύμφωνα  με  την  εξέλιξη  του  χριστολογικού  κύ‐

κλου, να αναζητήσουμε μια παράσταση μετά την Γέννηση, στην οποία να δικαιο‐

                                                      
329 Α. Ορλάνδου, Οι σταυρεπίστεγοι ναοί της Ελλάδος, ΑΒΜΕ 1 (1935), 43.

330 Küpper, ό.π. Ο ∆ωρής συµφωνεί προτείνοντας 1275±10, ό.π., ενώ ο ∆ηµητροκάλλης διακρίνει αρχαϊκά στοι-
χεία τόσο στην τοιχοδοµία όσο και στις τοιχογραφίες που τον παρακινούν να τον χρονολογήσει «µε επιφυλάξεις στα µέσα
του ΙΓ΄ αιώνα». Παλαιότερα, η Μ. Σωτηρίου υποστήριξε ότι, τόσο τα οικοδοµικά στοιχεία όσο και οι τοιχογραφίες του ναού
συνηγορούν για µια χρονολόγηση εις τον 12ο αιώνα ή τας αρχάς του 13ου, βλ. Μ. Σωτηρίου, Βυζαντινά Μνηµεία Λακεδαίµο-
νος, Λακωνικά 1 (1932), 21.

331 ∆ηµητροκάλλης, ό.π., 156, εικ. 302.

150 
40. Ν. Λακωνίας, Γεράκι, Κάστρο. Άγια Θεοφάνεια 

λογείται  η  παρουσία  Αγγέλων.  Ως  τέτοια  προσφέρεται  η  Βάπτιση332,  η  οποία  α‐

ντιστοιχεί στην εξαιρετικά σπάνια αφιέρωση του ναού στα Θεοφάνεια333. 

Δύο ακόμη παραστάσεις που σώζονται προέρχονται από τον χριστολογι‐

κό κύκλο και βρίσκονται στις συγκεκριμένες θέσεις στην πλειοψηφία των εξετα‐

ζόμενων  ναών.  Πρόκειται  για  την  Σταύρωση,  λείψανα  της  οποίας  διακρίνονται 

στο  τύμπανο  της  δυτικής  καμάρας,  και  την  Ανάληψη,  που  καταλαμβάνει  στη 

γνωστή  διάταξη  ολόκληρη  την  ανατολική  καμάρα.  Παρά  τα  πενιχρά  στοιχεία 

που προκύπτουν, πρέπει να σημειωθεί η σύμπτωση στις ίδιες ακριβώς θέσεις και 

των τριών σωζόμενων παραστάσεων, με τις αντίστοιχες του γειτονικού ναού του 

Ταξιάρχη (Κ41).  

                                                      
332 Η παρουσία της Βάπτισης βεβαιώνεται συνολικά δεκαπέντε φορές στους εξεταζόµενους ναούς. Έξι φορές α-
παντάται στον ηµικύλινδρο της εγκάρσιας καµάρας (Σωτήρας Αλεποχωρίου Κ7, Οδηγήτρια στις Σπηλιές Κ15, Αγία Παρα-
σκευή Κάστρου Γερακίου Κ39, Άγιος Γεώργιος Ανύδρων Κ43, Άγιος Γεώργιος Σπανιάκου Κ44 και Παναγία Γερακίου Πεδιά-
δος Κ46). Σε ναούς ειδικότερα της Πελοποννήσου εµφανίζεται τέσσερις φορές (Άγιος Αθανάσιος Λεονταρίου Κ26, Αγία Πα-
ρασκευή Πλάτσας Κ31, Προφήτης Ηλίας Αµυκλών Κ34, Αγία Παρασκευή Γερακίου Κ39).

333 Ο ∆ηµητροκάλλης αναφέρει δύο µόνο περιπτώσεις ναών µε την ίδια ονοµασία, ένα γνωστό από έγγραφο του
1576 στη Ζάκυνθο και έναν δεύτερο µε παρεµφερή ονοµασία (Αγιασµού) στη Ζούρτσα Ηλείας, βλ. ∆ηµητροκάλλης, ό.π.,
154.

151 
 

41.  Ν. Λακωνίας, Γεράκι, Κάστρο. Ταξιάρχης 

Η  ένταξη  του  ναού  του  Ταξιάρχη,  που  βρίσκεται  στον  οικισμό  του  Κά‐

στρου Γερακίου, σε μια από τις κατηγορίες της κατάταξης του Ορλάνδου δεν βρί‐

σκει σύμφωνους όλους τους μελετητές334. Λόγω των διαφορετικών απόψεων που 

έχουν εκφραστεί ως προς την τυπολογική του ένταξη, αλλά κυρίως ως προς την 

χρονολόγησή  του,  ο  ναός  έχει  απασχολήσει  την  έρευνα  περισσότερο  από  τους 

άλλους  σταυρεπίστεγους  ναούς  του  οικισμού.  Οι  αρχιτέκτονες  γενικά  θεωρούν 

ότι πρόκειται για κτίσμα του δεύτερου μισού του  13ου αιώνα με σύγχρονο τοιχο‐

γραφικό διάκοσμο335. Άλλοι μελετητές όμως συγκλίνουν σε μια σημαντικά μετα‐

γενέστερη χρονολόγηση στις αρχές του 15ου αιώνα336. 

Από  τον  ενιαίο  χριστολογικό  κύκλο  που  αναπτύσσονταν  πάνω  από  τη 

στάθμη  γένεσης  των  κατά  μήκος  καμαρών  διακρίνονται  μόλις  τέσσερις  παρα‐

στάσεις (σχέδιο 62).  

Η εγκάρσια καμάρα ήταν, κατά πάσα πιθανότητα, διηρημένη σε τέσσερα 

ισότιμα διάχωρα. Από τις παραστάσεις που εντάσσονταν εκεί, σήμερα διακρίνο‐

νται  στο  ανατολικό  μισό  η  Γέννηση  και  η  Υπαπαντή.  Ολόκληρη  την  ανατολική 

                                                      
334 Küpper, ΙΙ, αρ. 82, 112, ∆ωρής, Τυπολογία, αρ. 183, 76. Βλ. επίσης Γ. ∆ηµητροκάλλης, Γεράκι, οι τοιχογραφίες
των Ναών του Κάστρου, Αθήναι 2001, 162, όπου η γενικότερη επιχειρηµατολογία µας βρίσκει σύµφωνους µε εξαίρεση την
επισήµανση ότι τα τυφλά αψιδώµατα δεν φθάνουν έως το έδαφος. Ο ναός µαζί µε δύο ακόµη όµοια παραδείγµατα (Άγιος
Νικόλαος Αγριδίου Αιγιαλείας Κ20 και το παρεκκλήσιο του καθολικού της µονής Ζωοδόχου Πηγής Πύλης / ∆ερβενοσάλεσι
Κιθαιρώνα) συγκαταλέγεται από τον Μ. ∆ωρή στην παραλλαγή 1.1.3. Παρόµοια τυφλά αψιδώµατα στην εγκάρσια καµάρα
υπάρχουν και στον ιδιόµορφο ναό του αγίου Βλασίου Αραχναίου πιθανότατα βυζαντινό µε µεταβυζαντινή τοιχογράφηση.

335 Küpper, ΙΙ, αρ. 83, 113-114, ∆ωρής, Τυπολογία, αρ. 182, 76 και Γ. ∆ηµητροκάλλης, Γεράκι, οι τοιχογραφίες των
Ναών του Κάστρου, Αθήναι 2001, 180-181 όπου και αναλυτική περιγραφή των απόψεων και των επιχειρηµάτων µε βιβλιο-
γραφική τεκµηρίωση. Στο δεύτερο µισό του 13ου αιώνα χρονολογούν τις τοιχογραφίες του ναού και οι Μ. Σωτηρίου, Α. Ξυγ-
γόπουλος, Μ. Παναγιωτίδη και Σ. Κουκιάρης.

336 Σύµφωνα µε την άποψη αυτή (Σ. Καλοπίση - Βέρτη, Τζ. Παπαγεωργίου, Αιµ. Μπακούρου) προτείνεται µια χρο-
νολόγηση των τοιχογραφιών περί το έτος 1430 καθώς επισηµαίνεται ιδιαίτερη οµοιότητα µε τις τοιχογραφίες του ναού της
Ελεούσας (Ζωοδόχος Πηγή) του ίδιου οικισµού, που χρονολογούνται µε επιγραφή ακριβώς στο έτος 1431. Βλ. ∆ηµητροκάλ-
λης, ό.π., όπου και βιβλιογραφία.

152 
41. Ν. Λακωνίας, Γεράκι, Κάστρο. Ταξιάρχης 

καμάρα καταλάμβανε η Ανάληψη και το τύμπανο της δυτικής η Σταύρωση. Όπως 

έχουμε  ήδη  επισημάνει  τρεις  από  τις  παραστάσεις  αυτές  σώζονται  στις  ίδιες  α‐

κριβώς θέσεις στον παρακείμενο ναό των Θεοφανείων  (Κ40). Η σύμπτωση αυτή 

δεν προσφέρεται για να θεμελιώσει κάποια ιδιαίτερη εξάρτηση ανάμεσα στα ει‐

κονογραφικά προγράμματα των δύο ναών, καθώς ιδιαίτερα όσον αφορά την  Α‐

νάληψη και την Σταύρωση, οι συγκεκριμένες τοποθετήσεις είναι ούτως ή άλλως 

καθιερωμένες σε μεγάλο αριθμό μνημείων.  

Τρεις προβεβλημένες παραστάσεις στα τύμπανα της εγκάρσιας καμάρας 

προέρχονται από τον κύκλο των Αρχαγγέλων, στους οποίους είναι αφιερωμένος 

ο  ναός.  Πρόκειται  για  το  εν  Χώναις  θαύμα,  την  Άλωση  της  Ιεριχούς  (βόρειο  τύ‐

μπανο)  και  την  Σύναξη  των  Αρχαγγέλων  (νότιο  τύμπανο).  Τέλος  επισημαίνεται 

ότι  στα  τυφλά  αψιδώματα  που  εντάσσονται  στο  πλάτος  που  ορίζεται  από  την 

εγκάρσια καμάρα, κάτω από τη στάθμη γένεσης των κατά μήκος καμαρών, προ‐

βάλλονται τιμητικά οι δύο Αρχάγγελοι Μιχαήλ και Γαβριήλ ανάμεσα στους ολό‐

σωμους αγίους της κάτω ζώνης.  

153 
 

42.  Ν. Χανίων, Μουρί Κισσάμου. Άγιος Νικόλαος 

Ο Άγιος Νικόλαος, ο μικρότερος σε διαστάσεις σταυρεπίστεγος ναός της 

Κρήτης, βρίσκεται ένα χιλιόμετρο έξω από τον οικισμό και ανήκει στην κατηγο‐

ρία  Α2.  Αξιοσημείωτο  είναι  το  γεγονός  ότι,  σε  αντίθεση  με  την  κατά  μήκος  κα‐

μάρα που είναι ελαφρά οξυκόρυφη, η εγκάρσια αλλά και το τόξο της αψίδας του 

Ιερού διαμορφώνονται κανονικά337.  

Τοιχογραφίες  σώζονται  στην  εγκάρσια  και  την  ανατολική  κεραία  σε  όχι 

καλή  κατάσταση338  και  παραμένουν  ουσιαστικά  αδημοσίευτες339  (σχέδιο  63).  Οι 

μελετητές δεν συμφωνούν για τη χρονολόγηση των τοιχογραφιών του ναού κα‐

θώς  πέρα  από  την  απουσία  ασφαλών  επιγραφικών  στοιχείων,  ο  συντηρητικός 

χαρακτήρας των τοιχογραφιών δυσχεραίνει την τεχνοτροπική τους ένταξη340. 

                                                      
337 Το στοιχείο αυτό αποδίδεται στα σχέδια που παραθέτει ο Λασσιθιωτάκης, βλ. Κ. Λασσιθιωτάκης, Εκκλησίες
της δυτικής Κρήτης, Κρητικά Χρονικά 21, τεύχος 1 (1969), αρ. 17, 208-9, σχ. 14 πίν. 52, 53, όχι όµως και σε εκείνα του ∆ω-
ρή, βλ. Μ. ∆ωρής, Τυπολογία, 143. Η ίδια διαφοροποίηση ανάµεσα στις οξυκόρυφες κατά µήκος καµάρες και την κανονική
εγκάρσια παρατηρείται και στους ναούς του Αρχάγγελου Αρκαλοχωρίου (Κ45), της Παναγίας Ευαγγελισµού Πεδιάδος (Κ48),
και της Παναγίας Βουλισµένης (Κ49). Επίσης µια ακόµη ιδιοµορφία του ναού παρουσιάζεται στην κατά µήκος τοµή που δη-
µοσιεύουν οι Gallas κ.ά., όπου το ύψος της ανατολικής καµάρας είναι χαµηλότερο από εκείνο της δυτικής βλ. Κ. Gallas- Κ.
Wessel- Μ. Borboudakis, Byzantinisches Kreta, München 1983, 198, σχ. 146. Το στοιχείο αυτό δεν φαίνεται στα σχέδια του
Λασσιθιωτάκη και του ∆ωρή.

338 Οι τοιχογραφίες καλύπτονται από άλατα, ενώ µεγάλα τµήµατά τους έχουν αποκολληθεί. Η επιδείνωση της κα-
τάστασής τους οφείλεται σε αδόκιµη επέµβαση στεγανοποίησης των στεγών µε µανδύα από σκυρόδεµα.

339 Αναφορά στις τοιχογραφίες γίνεται από τον Λασσιθιωτάκη, ο οποίος εκτός από κάτοψη και τοµή του ναού δίνει
και ένα απλουστευµένο σχεδιάγραµµα της διάταξης των τοιχογραφιών, βλ. Λασσιθιωτάκης, ό.π., σχ. 14α. Η Ševčenko περι-
λαµβάνει το ναό στον κατάλογο των µνηµείων µε παραστάσεις του βίου του αγίου Νικολάου, έχοντας υπόψη της τον Λασσι-
θιωτάκη, βλ. N. Ševčenko, The Life of Saint Nicolas in Byzantine Art, Torino, 1983, αρ. Α5, 63. Το εικονογραφικό πρόγραµµα
περιγράφεται ακριβέστερα από τους Gallas κ.ά., Κ. Gallas - Κ. Wessel - Μ. Borboudakis, Byzantinisches Kreta, München
1983, 197-198

340 Οι Gallas-Wessel-Borboudakis προτείνουν µια χρονολόγηση των τοιχογραφιών στο γύρισµα του 12ου προς τον
13ο αιώνα, βλ. Gallas κ.ά., ό.π., 197. Η πρόταση αυτή καθιστά τον ναό εξαιρετικά πρώιµο, καθώς κανένα σταυρεπίστεγο
µνηµείο δεν έχει χρονολογηθεί µε ασφάλεια πριν το 1238, έτος χρονολόγησης της Παναγίας του Μπρυώνη στο Νεοχωράκι
Άρτας, βλ. G. Velenis, Therteenth-century Architecture in the Despotate of Epirus: The Origins of the School, Studenica et l’art
byzantin autour de l’année 1200, Beograd 1988, 179-180. Στον 13ο αιώνα εντάσσει το µνηµείο η Χ. Κωνσταντινίδη επικαλού-

154 
42. Ν. Χανίων, Μουρί Κισσάμου. Άγιος Νικόλαος 

Η θεματολογία και η διάταξη των τοιχογραφιών του ανατολικού σκέλους 

είναι συνήθης, με την Ανάληψη τοποθετημένη σε ολόκληρο τον ημικύλινδρο της 

αντίστοιχης  καμάρας  και  τον  Ευαγγελισμό  και  την  Φιλοξενία  του  Αβραάμ  στον 

τοίχο, εκατέρωθεν και πάνω από την αψίδα του Ιερού.  

Το  ενδιαφέρον  στην  εγκάρσια  καμάρα  είναι  ότι,  εκτός  από  την  κάπως 

«παρείσακτη» χριστολογική παράσταση της θεραπείας του Τυφλού, διαπιστώνε‐

ται η σαφής πρόθεση προβολής του επώνυμου αγίου αλλά και άλλων αγίων, σε 

διάταξη που δεν απαντά σε κανέναν άλλον σταυρεπίστεγο ναό. Έτσι η εγκάρσια 

καμάρα χωρίζεται σε δύο τμήματα με διακοσμητική ταινία κατά μήκος του κλει‐

διού, από τα οποία το ανατολικό καταλαμβάνουν τρεις παραστάσεις, ενώ το δυ‐

τικό σειρά επτά μεταλλίων με στηθαίους αγίους.  

Ο άγιος Νικόλαος εκτός από την στηθαία απεικόνισή του σε υπερφυσικό 

μέγεθος  που  καταλαμβάνει  την  κάτω  ζώνη  του  βόρειου  τοίχου 341,  προβάλλεται 

με τις δύο από τις τρεις παραστάσεις της εγκάρσιας καμάρας μαζί με την θερα‐

πεία  του  Τυφλού342.  Ο  κύκλος  του  αγίου  ωστόσο,  δεν  ήταν  τόσο  συνεπτυγμένος 

αφού  πιθανότητα  συμπεριλάμβανε  και  τις  κατεστραμμένες  στο  μεγαλύτερο 

τμήμα τους παραστάσεις των τυμπάνων της καμάρας.  

                                                                                                                                                        
µενη τις γνώµες των Gerola, Ευαγγελίδη, Ορλάνδου, βλ. Χ. Κωνσταντινίδη, Ο σταυρεπίστεγος ναός της αγίας Παρασκευής
στην Πλάτσα της Έξω Μάνης, Φίλιον ∆ώρηµα εις Τ. Γριτσόπουλον, Πελοποννησιακά 16 (1985-86), 425, υποσηµ. 3. Ο Λασ-
σιθιωτάκης πάντως υπαινίσσεται µια χρονολόγηση προς το τέλος του 13ου αιώνα, βλ. Λασσιθιωτάκης, ό.π., 209 ενώ ο Küp-
per, δεχόµενος ότι οι τοιχογραφίες συγγενεύουν τεχνοτροπικά προς εκείνες του Ιωάννη Παγωµένου, θεωρεί ότι πρέπει να
τοποθετηθούν στις αρχές του 14ου αιώνα, βλ. Küpper, αρ.139, 188. Χρονολόγηση στο πρώτο µισό του 14ου αιώνα (1320±20)
προτείνει και ο ∆ωρής, Τυπολογία, αρ. 218, 78.

341 Η απεικονίσεις του αγίου Νικολάου, στηθαίου σε υπερφυσικό µέγεθος, είναι συνηθισµένες στη βυζαντινή ε-
ντοίχια ζωγραφική. Για τις απεικονίσεις αυτές, βλ. Μ. Γεωργοπούλου, Τοιχογραφίες του τέλους του 13ου αιώνα στην Εύβοια.
Ο Σωτήρας στο Πυργί και η Αγία Θέκλα, Α∆ 32 (1977), 30-31. Σε σταυρεπίστεγους ναούς τέτοιες απεικονίσεις εµφανίζονται
στον Ταξιάρχη Κωστάνιανη (Κ4) και την Αγία Θέκλα (Κ11, όπου, εκτός από τον Άγιο Νικόλαο, µε το ίδιο τρόπο απεικονίζεται
και ο Άγιος Βασίλειος).

342 H N. Ševčenko έχοντας ως πηγή τον Λασσιθιωτάκη, θεωρεί ότι και οι τρεις παραστάσεις του ανατολικού τµή-
µατος της εγκάρσιας καµάρας αν και αδιάγνωστες ανήκουν στον βίο του αγίου Νικολάου, βλ. Ševčenko, ό.π. Ο αρχιµ. Σ.
Κουκιάρης, ταυτίζει λανθασµένα τρεις παραστάσεις του βίου του αγίου Νικολάου, προσδιορίζοντας την θέση τους σε ένα
απλοποιηµένο σχέδιο. Οι δύο πρώτες οπωσδήποτε δεν ταυτίζονται µε την εµφάνιση του αγίου στον Κωνσταντίνο και τον
Αβλάβιο, ενώ η τρίτη είναι χριστολογική (Ίαση του τυφλού από τον Ιησού). Επίσης στη θέση των στηθαίων µορφών του δυτι-
κού τµήµατος της καµάρας σηµειώνεται εκ παραδροµής ο Ευαγγελισµός της Άννας, βλ. S. Koukiaris, Wall Paintings in
Churches with a Limited Christological Cycle, Zograf 30 (2004/5) 11-13, εικ. 2 (αρ. 3, 4, 5 και 6).

155 
42. Ν. Χανίων, Μουρί Κισσάμου. Άγιος Νικόλαος 

Εντυπωσιακό  είναι  το  στοιχείο  της  παρουσίας  της  Αποτομής  του  Τιμίου 

Προδρόμου  στον βόρειο τοίχο, πάνω από την στηθαία απεικόνιση του αγίου Νι‐

κολάου. Ενδεχομένως η παράσταση εντάσσεται σε ζώνη με σκηνές από τον βίο 

του Προδρόμου, ο οποίος προεκτείνονταν πιθανότατα : α) Με την εν μέρει κατε‐

στραμμένη,  αδιάγνωστη  παράσταση,  στην  αντίστοιχη  θέση  του  νότιου  τοίχου 

και β) Με τις δύο σκηνές που βρίσκονται στο ίδιο ύψος στις ανατολικές τριγωνι‐

κές επιφάνειες, οι οποίες προκύπτουν από τη διασταύρωση των δύο κεραιών. Τις 

δυο τελευταίες σκηνές μπορούμε να ταυτίσουμε με βάση τα σωζόμενα στοιχεία, 

με  τον  Ευαγγελισμό343  ή  την  Φυγή  της  Ελισάβετ  (διακρίνεται  ο  Άγγελος  και  γυ‐

ναικεία  μορφή  με  μαφόριο  στη  βόρεια  τριγωνική  επιφάνεια)  και  τον  Ευαγγελι‐

σμό  του  Ζαχαρίου  (διακρίνεται  γονυπετής  μορφή  στη  νότια  τριγωνική  επιφά‐

νεια). Αν όντως λοιπόν αναπτύσσεται κύκλος Προδρόμου, τότε η κατεστραμμένη 

παράσταση απέναντι από τη Αποτομή θα μπορούσε να ταυτίζεται με το Γενέσιο 

του  Προδρόμου.  Η  ύπαρξη  δύο  κύκλων  Αγίων  πάντως  (Νικολάου  και  Ιωάννου 

Προδρόμου) συνιστά ενδιαφέρουσα ιδιαιτερότητα και μάλιστα σε ένα τόσο μικρό 

ναό. 

Οι  στηθαίοι  άγιοι  των  μεταλλίων  της  εγκάρσιας  καμάρας,  ομαδοποιού‐

νται με διαχωριστική ταινία σε δύο υποσύνολα. Το πρώτο περιλαμβάνει τέσσερις 

μορφές:  Τους  αγίους  Κοσμά  και  Δαμιανό,  έναν  αδιάγνωστο,  και  μια  γυναικεία 

μορφή με μαφόριο. Αν η μορφή αυτή ταυτιστεί με την Θεοδότη, μητέρα των αγί‐

ων Κοσμά και Δαμιανού, τότε η κάθετη ταινία αποβλέπει στο να ορίσει μια ενό‐

τητα των αγίων Αναργύρων. Η δεύτερη ενότητα των τριών στηθαίων αγίων στο 

βόρειο  τμήμα  (Μάμας,  Ανεμπόδιστος,  Χριστοφόρος)  συνδέεται  με  τους  αγίους 

Αναργύρους καθώς όλοι εορτάζουν τις πρώτες ημέρες του Νοεμβρίου344. 

Ο  βασικός  χριστολογικός  κύκλος  ήταν  αναπόφευκτα  συνεπτυγμένος, 

αφού στην εγκάρσια καμάρα, εκτός από την Ίαση του Παραλυτικού, δεν ανιχνεύ‐

εται  άλλη χριστολογική  παράσταση.  Με  βάση  το  μέγεθος  και  την  κλίμακα  των 

παραστάσεων υπολογίζεται ότι, μαζί με τον Ευαγγελισμό και την Ανάληψη, που 
                                                      
343 Gallas κ.ά., ό.π., 198.

344 Κοσµάς, ∆αµιανός και Θεοδότη 1 Νοεµβρίου, Ανεµπόδιστος 2 Νοεµβρίου, Μάµας 7 Νοεµβρίου, Χριστόφορος 9
Νοεµβρίου (εφόσον ταυτίζεται µε τον Χριστόφορο που συµµαρτύρησε µε την Αγία Μαύρα).

156 
42. Ν. Χανίων, Μουρί Κισσάμου. Άγιος Νικόλαος 

σώζονται στις συνηθισμένες θέσεις του ανατολικού σκέλους, ο κύκλος να περιε‐

λάμβανε συνολικά πέντε έως επτά παραστάσεις345. 

                                                      
345 Από την άποψη αυτή το συγκεκριµένο πρόγραµµα σωστά έχει επιλεγεί ως παράδειγµα οριακών χριστολογικών
κύκλων, βλ. Koukiaris, ό.π., 111-118.

157 
 

43.  Ν. Χανίων, Άνυδροι. Άγιος Γεώργιος 

Ο  κοιμητηριακός  ναός  του  αγίου  Γεωργίου  βρίσκεται  μέσα  στον  οικισμό 

των Ανύδρων και είναι παρόμοιος, τόσο τυπολογικά (Α3) όσο ως προς τις γενικές 

του διαστάσεις, με τον ομώνυμο γειτονικό ναό του Σπανιάκου. Χρονολογείται με 

ασφάλεια το 1323 με γραπτή επιγραφή, στην οποία αναφέρεται και το όνομα του 

ζωγράφου Ιωάννη Παγωμένου346 και έχει μελετηθεί από τον Κ. Λασσιθιωτάκη347.  

Λίγα  χρόνια  μετά  την  ανέγερσή  του,  ο  ναός  συνενώθηκε  κατά  τη  νότια 

πλευρά του με έναν καμαροσκεπή ναό αφιερωμένο στον άγιο Νικόλαο, ο οποίος 

έχει  επίσης  τοιχογραφικό  διάκοσμο  που  χρονολογείται  στα  μέσα  του  14ου  αιώ‐

να348. Ο μονόχωρος ναός μέσα στον 20ο αιώνα μετασκευάσθηκε ώστε να αποκτή‐

σει  ίσο  μήκος  με  τον  σταυρεπίστεγο,  ενώ  ταυτόχρονα  διανοίχθηκαν  ανοίγματα 

προκειμένου  να  διασφαλιστεί  η  εσωτερική  επικοινωνία  ανάμεσα  στους  δύο  να‐

ούς349 (σχέδιο 64). Οι δίοδοι επικοινωνίας προέκυψαν από τη διάνοιξη του τυμπά‐

                                                      
346 Για τον ζωγράφο Ιωάννη Παγωμένο ο οποίος υπογράφει τις τοιχογραφίες οκτώ ναών 

της δυτικής Κρήτης, βλ. Κ. Καλοκύρης, Ιωάννης Παγωμένος, ο βυζαντινός ζωγράφος του ΙΔ΄ αιώνος, 
Κρητικά  Χρονικά  12  (1958),  364‐367  και  A.  Sukrow,  Die  Wandmalereien  des  Johannes  Pagomenos  in 
Kirchen der ersten Halfte des 14. Jahrhunderts auf Kreta, Bonn 1994. Η πληρέστερη μέχρι σήμερα αναφο‐
ρά στο μνημείο έχει γίνει στο I. Spatharakis, Dated Byzantine Wall Paintings of Crete, Leiden 2001, 63‐65, 
όπου και η βιβλιογραφία για το ναό. Σημειώνουμε την σύμπτωση ως προς την χρονολογία με την 
τοιχογράφηση των Αγίων Αναργύρων Αγιονορίου (Κ23). 
347 Κ. Λασσιθιωτάκης, Άγιος Γεώργιος Ανυδριώτης, Κρητικά Χρονικά 13 (1959), 144-170. Στο άρθρο αυτό γίνεται
κυρίως αναφορά στις τοιχογραφίες του ναού, ενώ δίνεται και ένα σχηµατικό διάγραµµα της διάταξης των τοιχογραφιών (σ.
118, σχ. 3).

348 Βλ. Spatharakis, ό.π., 66. Το εικονογραφικό πρόγραµµα του Αγίου Νικολάου είχε ολοκληρωθεί χωρίς να υπάρ-
χει κανενός είδους επικοινωνία ανάµεσα στους δύο ναούς και διατηρεί την αυτοτέλειά του σε σχέση µε το πρόγραµµα του
παρακείµενου ναού. Όλες οι σωζόµενες χριστολογικές παραστάσεις (Υπαπαντή, Βάπτιση, Έγερση Λαζάρου, Βαϊοφόρο,
Σταύρωση, Ανάληψη) είναι κοινές µε τον αντίστοιχο κύκλο του σταυρεπίστεγου ναού. Το εικονογραφικό πρόγραµµα περιε-
λάµβανε επίσης παραστάσεις από τον βίο του αγίου Νικολάου αλλά και εκτεταµένη ∆ευτέρα Παρουσία, στο δυτικό τµήµα του
ναού.

349 Η µετασκευή έγινε µετά το 1910. Κ. Λασσιθιωτάκης, Άγιος Γεώργιος Ανυδριώτης, Κρητικά Χρονικά 13 (1959),
144-170. Οι διαδοχικές φάσεις εξέλιξης του συγκροτήµατος φαίνονται στην κάτοψη που δηµοσιεύεται από τους Gallas-
Wessel-Borbudakis στο Byzantinisches Kreta, München 1983, 232, εικ. 186, καθώς και σε σειρά κατόψεων του Μ. ∆ωρή, βλ.
∆ωρής, Τυπολογία, 149-150.

158 
43. Ν. Χανίων, Άνυδροι. Άγιος Γεώργιος 

νου του ανατολικού και του δυτικού τυφλού αψιδώματος της νότιας πλευράς του 

Αγίου  Γεωργίου,  ενώ  ένα  τρίτο  κεντρικό  τοξωτό  άνοιγμα  διανοίχθηκε  κατά  το 

πλάτος της εγκάρσιας καμάρας.  

Κύριο μέλημα του σχεδιασμού του εικονογραφικού προγράμματος ήταν η 

συνύπαρξη του χριστολογικού κύκλου με τον βίο του αγίου Γεωργίου (σχέδιο 65). 

Στην ανατολική και την εγκάρσια καμάρα, πάνω από την στάθμη που ορίζεται 

από  τη  γένεση  της  πρώτης,  κυριαρχούν  αποκλειστικά  χριστολογικές  παραστά‐

σεις. Στον ημικύλινδρο της δυτικής καμάρας αναπτύσσονται οκτώ παραστάσεις 

από  τον  βίο  του  επώνυμου  αγίου,  ενώ  ανάμεσά  τους  παρεμβάλλεται  η  Μετα‐

μόρφωση.  

Στο  τεταρτοσφαίριο  της  αψίδας  εικονίζεται  η  Δέηση  με  τον  Χριστό,  την 

Θεοτόκο και τον επώνυμο του ναού άγιο Γεώργιο αντί του Προδρόμου350. 

Η  εκκίνηση  της  χριστολογικής  διήγησης  γίνεται  σε  χαμηλότερη  στάθμη 

από  τον  υπόλοιπο  χριστολογικό  κύκλο,  με  τον  Ευαγγελισμό,  που  τοποθετείται 

εκατέρωθεν της αψίδας του Ιερού. Στην εγκάρσια κεραία, που διαιρείται σε τέσ‐

σερα ισότιμα διάχωρα, ακολουθούν η Γέννηση, η Υπαπαντή και η Βάπτιση σε κυ‐

κλική αριστερόστροφη φορά (σχέδιο 66). 

Η παράσταση που συμπληρώνει την τετράδα των παραστάσεων του ημι‐

κύλινδρου δεν θα έπρεπε να είναι η Έγερση του Λαζάρου, αλλά η Μεταμόρφωση 

που βρίσκεται «παρείσακτη» στο δυτικό σκέλος, μέσα στον κύκλο του αγίου Γε‐

ωργίου. Έλλειψη συνοχής διαπιστώνεται και στη συνέχεια της αφήγησης, καθώς 

η Βαϊοφόρος και πιθανότατα ο Λίθος βρίσκονται στο βόρειο τύμπανο ενώ ο Ελκό‐

μενος, η Προδοσία και η Ανάσταση στο νότιο. 

Εάν επιχειρήσουμε να συνδέσουμε τις παραστάσεις μεταξύ τους συνυπο‐

λογίζοντας  και  την  Σταύρωση,  η  οποία  θα  πρέπει  να  ταυτιζεται  με  την  σχεδόν 

ολοκληρωτικά  κατεστραμμένη  παράσταση  του  τυμπάνου  της  δυτικής  καμάρας, 

διαπιστώνουμε  ότι  η  διάταξη  τους  όχι  μόνο  δεν  είναι  συνεχής,  αλλά  αντίθετα 

                                                      
350 Η απεικόνιση του Χριστού στην αψίδα του Ιερού απαντάται σε άλλους έξι βυζαντινούς σταυρεπίστεγους να-
ούς: στον Σωτήρα Γαλαξειδίου, στον Σωτήρα Αλεποχωρίου (Κ7), στην Αγία Θέκλα Εύβοιας (Κ11), στον Άγιο Ιωάννη Πρό-
δροµο Γκοριτσάς (Κ36), στον Άγιο Νικόλαο Μουρίου (Κ42) και στην Αγία Παρασκευή Χάρακα (Κ47).

159 
43. Ν. Χανίων, Άνυδροι. Άγιος Γεώργιος 

εμφανίζει  την  ιδιαιτερότητα  της  συνεχούς  μεταπήδησης  ανάμεσα  στις  ανεξάρ‐

τητες μεταξύ τους επιφάνειες (σχέδιο 66).  

Στην  ανατολική  καμάρα,  τέλος,  κυριαρχεί  η  Ανάληψη,  με  την  οποία  συ‐

μπληρώνεται  ένας  ενιαίος  χριστολογικός  κύκλος  δεκατριών  παραστάσεων.  Η 

χαρακτηριστική  παρουσία  των  ολόσωμων  προφητών  Δαυίδ  και  Σολομώντα  στο 

δυτικό  πέρας  της  ανατολικής  καμάρας,  υπενθυμίζει  την  παρόμοια  τοποθέτηση 

των  ίδιων  μορφών  σε  αντίστοιχη  θέση  της  δυτικής  καμάρας  στον  ομώνυμο  γει‐

τονικό ναό του Σπανιάκου (Κ44)351.  

Τέλος, παρά την αναπόφευκτη καταστροφή τμημάτων των τοιχογραφιών 

κατά  την  διάνοιξη  των  ανοιγμάτων  επικοινωνίας  στο  νότιο  τοίχο,  φαίνεται  ότι 

στην  κάτω  ζώνη  των  μεμονωμένων  αγίων,  εκτός  του  Ιερού,  υπήρχε  απόλυτη  ι‐

σορροπία ανάμεσα στους άνδρες και τις γυναίκες. Οι ανδρικές μορφές προβάλ‐

λονταν ιδιαιτέρως στα τύμπανα των αψιδωμάτων του δυτικού σκέλους και στους 

τοίχους της εγκάρσιας  καμάρας.  Στις υπόλοιπες επιφάνειες τοποθετούνταν γυ‐

ναίκες, με μοναδική εξαίρεση τον άγιο Προκόπιο, ο οποίος βρίσκεται στον βόρειο 

τοίχο  μπροστά  από  το  τέμπλο.  Αποκαθιστώντας  τις  κατεστραμμένες  μορφές 

κατ’  αναλογία  των  σωζόμενων  προκύπτει  ότι,  σε  ένα  σύνολο  δεκατεσσάρων  ο‐

λόσωμων ή έφιππων αγίων, οι επτά ήταν γυναίκες (Ειρήνη, Σοφία, Κυριακή, Πα‐

ρασκευή, Αναστασία, Μαρίνα και μία αδιάγνωστη). 

                                                      
351 Παρεµβολή των ολόσωµων προφητών στο χριστολογικό κύκλο εντοπίσαµε και στην Παναγία Γερακίου Πεδιά-
δος (Κ46), στο εγκάρσιο σφενδόνιο της ανατολικής καµάρας).

160 
 

44.  Ν. Χανίων, Σπανιάκος. Άγιος Γεώργιος 

Ο ναός βρίσκεται στο κοιμητήριο του οικισμού και ανήκει στην κατηγορία 

Α3  των  σταυρεπίστεγων  ναών.  Θεωρείται  από  τους  μελετητές  λίγο  μεταγενέ‐

στερος από τον παρόμοιο και ομώνυμο σταυρεπίστεγο ναό των γειτονικών Ανύ‐

δρων, ο οποίος χρονολογείται με γραπτή επιγραφή ακριβώς στο έτος 1323352.  

Οι τοιχογραφίες του μνημείου σώζονται κατά τα 3/5 περίπου του αρχικού 

συνόλου, σε κακή κατάσταση, που διαρκώς επιδεινώνεται λόγω αδόκιμων επεμ‐

βάσεων353. Η αποκατάσταση του εικονογραφικού προγράμματος του  ναού γίνε‐

ται, ωστόσο, με ικανοποιητική πληρότητα354 (σχέδιο 67). Είναι σαφές ότι το εικο‐

νογραφικό πρόγραμμα συγκροτείται από τον βασικό χριστολογικό κύκλο, με τον 

οποίο εναρμονίζεται η  Δευτέρα Παρουσία, και τον κύκλο του βίου του αγίου Γε‐

ωργίου.  Έχουμε  δηλαδή  τα  ίδια  στοιχεία  με  το  εικονογραφικό  πρόγραμμα  του 

ναού των Ανύδρων, σε διαφορετική όμως διάταξη. 

Η  Δευτέρα  Παρουσία  καταλαμβάνει  σχεδόν  ολόκληρο  το  δυτικό  σκέλος 

και αναπτύσσεται κατά τμήματα σε ανεξάρτητα, συμμετρικά διατεταγμένα διά‐

χωρα355.  Συγκεκριμένα  στην  καμάρα  εικονίζεται  η  κεντρική  σύνθεση  με  τον  έν‐

θρονο  Χριστό‐Κριτή.  Στο  βόρειο  και  νότιο  τοίχο,  εκατέρωθεν  της  κεντρικής  σύν‐

θεσης,  και  πάνω  από  τη  στάθμη  γένεσης  της  καμάρας,  αναπτύσσονται  σε  δύο 

τμήματα  ανά  έξι  οι  ένθρονοι  Απόστολοι,  ενώ  τα  υπόλοιπα  στοιχεία  της  σύνθε‐
                                                      
352 Küpper, II, αρ. 175, 234, ∆ωρής, Τυπολογία, αρ. 129, 78 (αναφέρει το έτος 1329).

353 Ο ναός έχει επιχρισθεί εξολοκλήρου µε τσιµεντοκονία, ενώ µανδύας µπετόν καλύπτει πλήρως τις στέγες, µε
αποτέλεσµα οι τοιχογραφίες να επιβαρύνονται από άλατα και εγκλωβισµένη υγρασία. Εκτός από την παντελή κάλυψη των
αυθεντικών στοιχείων της τοιχοποιίας η εξωτερική εµφάνισή του επιβαρύνθηκε και µε την προσθήκη πρόχειρου ανοικτού
στεγάστρου - νάρθηκα.

354 Συνοπτικό σχέδιο του εικονογραφικού προγράµµατος έχει δηµοσιευθεί από τον Κ. Λασσιθιωτάκη, Εκκλησίες
της ∆υτικής Κρήτης, Κρητικά Χρονικά 22 (1970), τεύχος 1, σχ. 60α, 176. Στο αντίστοιχο λήµµα αναγνωρίζονται εκτός από την
Πλατυτέρα στο τεταρτοσφαίριο της αψίδας, µόνο τέσσερις παραστάσεις, ενώ αναφέρονται ως εντελώς κατεστραµµένες άλ-
λες έξι που σήµερα αναγνωρίζονται. Βλ. Λασσιθιωτάκης, ό.π., αρ. 74, 176.

355 Η ∆ευτέρα Παρουσία εµφανίζεται στην ίδια θέση και στο ναό της Παναγίας Ευαγγελισµού Πεδιάδος (Κ48).

161 
44. Ν. Χανίων, Σπανιάκος. Άγιος Γεώργιος 

σης, κατεστραμμένα σήμερα σε μεγάλο βαθμό, τοποθετούνται στο τύμπανο (ζυ‐

γοστασία, πύλη Παραδείσου κ. ά.).  

Ενδιαφέρον παρουσιάζει ο τρόπος που συνυπάρχουν ο χριστολογικός κύ‐

κλος με τον βίο του αγίου Γεωργίου (σχέδιο 68), τόσο στην ανατολική όσο και την 

εγκάρσια καμάρα356. Ο ημικύλινδρος της καμάρας διαιρείται με κανονικό κάναβο 

σε έξι ισότιμα διάχωρα. Δύο παραστάσεις του βίου του αγίου Γεωργίου τοποθε‐

τούνται στα κεντρικά διάχωρα, ενώ στα υπόλοιπα τέσσερα διατάσσονται συμμε‐

τρικά τέσσερις σκηνές του χριστολογικού κύκλου.   

Παρατηρώντας  την  διάταξη  των  σωζόμενων  χριστολογικών  παραστάσε‐

ων, διαπιστώνουμε ότι, κατά πάσα πιθανότητα, έχουμε έναν μοναδικό χειρισμό 

ως προς τη φορά του κύκλου. Στο βόρειο τμήμα της καμάρας οι τρεις παραστά‐

σεις  διατάσσονται  δεξιόστροφα  (Γέννηση  στο  τύμπανο,  Υπαπαντή  και  Βάπτιση). 

Αντίθετα η φορά στο νότιο τμήμα είναι αριστερόστροφη, με την προϋπόθεση ότι 

η  κατεστραμμένη  παράσταση  του  τυμπάνου  ήταν  η  Βαϊοφόρος.  Μια  τέτοια  α‐

ντίρροπη ως προς τη φορά διάταξη των παραστάσεων αποβλέπει προφανώς σε 

μια εφαρμογή της αρχής της συμμετρίας που προκύπτει από την παρεμβολή των 

παραστάσεων του βίου του αγίου Γεωργίου (σχέδιο 68).  

Παραστάσεις  του  χριστολογικού  κύκλου  θα  πρέπει  να  υπήρχαν  και  στις 

διευρυμένες λόγω του τύπου τριγωνικές επιφάνειες. Είναι πολύ πιθανό στις δύο 

ανατολικές να  υπήρχε η παράσταση του  Ευαγγελισμού  σε δύο τμήματα, καθώς 

οι διαθέσιμες επιφάνειες εκατέρωθεν της διευρυμένης αψίδας του Ιερού δεν είναι 

επαρκείς για την ένταξη του θέματος. 

Ενδεχομένως  ο  χριστολογικός  κύκλος  προεκτείνονταν  και  με  τις  δύο  α‐

διάγνωστες παραστάσεις στα δύο συμμετρικά διατεταγμένα ορθογώνια διάχωρα 

στη  δυτική  καμάρα  (σχέδιο  67,  αρ.  παραστάσεων  6  και  7).  Η  υπόθεση  αυτή  ενι‐

σχύεται τόσο το γεγονός ότι η Δευτέρα Παρουσία παρουσιάζεται ήδη ολοκληρω‐

μένη, όπως επίσης και από την υπερκείμενη παρουσία των δύο ολόσωμων  μορ‐

                                                      
356 Συνύπαρξη σκηνών του βίου του αγίου Γεωργίου µε τον χριστολογικό κύκλο (Ανάληψη) διαπιστώνεται στην
ανατολική καµάρα του Αγίου Γεωργίου Αίπειας (π. 1260) που καθαρίστηκε πρόσφατα. Η γενική διάταξη είναι όµοια µε εκεί-
νην του ναού του Σπανιάκου, αλλά δε γνωρίζουµε αν συνέχιζε και στην εγκάρσια καµάρα ή σε άλλα σηµεία του ναού.

162 
44. Ν. Χανίων, Σπανιάκος. Άγιος Γεώργιος 

φών που ταυτίζονται κατά πάσα πιθανότητα με τον Δαυίδ και τον Σολομώντα357 

(σχέδιο 67, αρ. παραστάσεων 15 και 16).  

Ο  βίος  του  αγίου  Γεωργίου  ολοκληρώνεται  στην  ανατολική  καμάρα  με 

ζώνη τεσσάρων παραστάσεων που καταλαμβάνει εγκάρσια το Δυτικό πέρας της, 

αφήνοντας ελεύθερη ολόκληρη την υπόλοιπη επιφάνεια για την Ανάληψη.  

                                                      
357 Την παρουσία των ολόσωµων προφητών ∆αυίδ και Σολοµώντα εντοπίζουµε και στον γειτονικό Άγιο Γεώργιο
Ανύδρων (Κ43) και στην Παναγία Γερακίου Πεδιάδος (Κ46).

163 
 

45.  Ν. Ηρακλείου, Αρκαλοχώρι. Αρχάγγελος Μιχαήλ 

Ο ναός του Αρχάγγελου βρίσκεται στο κοιμητήριο, 1,5 χιλιόμετρο έξω από 

τον οικισμό του Αρκαλοχωρίου. Ανήκει μαζί με άλλους έξι σταυρεπίστεγους να‐

ούς της Κρήτης στην κατηγορία Β1. Χαρακτηριστικό του ναού είναι η συνύπαρξη 

οξυκόρυφων και κανονικών καμαρών, στοιχείο που παρατηρείται και στον Άγιο 

Νικόλαο  Μουρίου  (Κ42),  στην  Παναγία  Ευαγγελισμού  (Κ48)  και  στην  Παναγία 

Βουλισμένης (Κ49)358.  

Οι  εκτιμήσεις  για  τη  χρονολόγηση  του  κυρίως  ναού  κυμαίνονται  από  τα 

τέλη του 13ου μέχρι τα μέσα του 14ου αιώνα359. Μετά την ανέγερση του ναού προ‐

στέθηκε  ανοικτός  θολοσκεπής  νάρθηκας,  με  δύο  οξυκόρυφα  τόξα  σε  κάθε  μια 

από τις τρεις ελεύθερες πλευρές του. Μετά την τοίχιση των τόξων, η πρόσβαση 

στο εσωτερικό του ναού πραγματοποιούνταν δύο εισόδους, μία στην δυτική και 

μία στη νότια πλευρά του νάρθηκα. Όλες αυτές οι μετασκευές ολοκληρώθηκαν 

σε σύντομο χρονικό διάστημα, αφού η τοιχογράφηση του νάρθηκα που ακολού‐

θησε την τοίχισή του, χρονολογείται στα μέσα του 14ου αιώνα360.  

Ένα  σημαντικό  μέρος  του  τοιχογραφικού  διακόσμου,  τόσο  στον  κυρίως 

ναό όσο και στο νάρθηκα, καταστράφηκε  με την καθαίρεση του  δυτικού τοίχου 

του  κυρίως  ναού,  που  πραγματοποιήθηκε  σε  άγνωστο  χρόνο  μετά  την  τοίχιση 

των  τόξων361.  Επιπλέον  το  μεγαλύτερο  τμήμα  των  τοιχογραφιών  του  νάρθηκα, 

                                                      
358 Και στις τρεις περιπτώσεις οξυκόρυφες είναι οι κατά µήκος καµάρες, ενώ η εγκάρσια κανονική.

359 Ο Küpper, ΙΙ, αρ. 49, προτείνει χρονολόγηση το πρώτο τρίτο του 14ου αιώνα, βλ. Küpper, ΙΙ, αρ. 49, 70, ενώ ο
∆ωρής περί τα µέσα του ίδιου αιώνα, βλ. ∆ωρής, Τυπολογία, αρ. 230, 79. Οι Gallas-Wessel-Borboudakis χρονολογούν τις
τοιχογραφίες του κυρίως ναού στα τέλη του 13ου, ενώ του νάρθηκα στα µέσα του 14ου αιώνα, βλ. Κ. Gallas - Κ. Wessel - Μ.
Borbudakis, Byzantinisches Kreta, München 1983, 386, χρονολόγηση που υιοθετούν και οι Curuni και Donati, βλ. S. A. Curu-
ni - L. Donati, Creta Byzantina, Roma 1987, αρ. 23.

360 Gallas κ. ά., ό. π.

361 Στη σειρά κατόψεων µε τις οποίες ο ∆ωρής περιγράφει τις κύριες οικοδοµικές φάσεις του µνηµείου, το δυτικό
σκέλος του αρχικού ναού εµφανίζεται περισσότερο επίµηκες απ’ ότι ήταν στην πραγµατικότητα. Όπως συνάγεται και από τις

164 
45. Ν. Ηρακλείου, Αρκαλοχώρι. Αρχάγγελος Μιχαήλ 

της εγκάρσιας καμάρας και του ανατολικού σκέλους έχουν καταπέσει. Με βάση 

όμως τα σωζόμενα στοιχεία, είναι δυνατή η γενική αποκατάσταση των βασικών 

κύκλων  του  εικονογραφικού  προγράμματος  κυρίως  στο  ναό  και  σε  μικρότερο 

ποσοστό στο νάρθηκα (σχέδιο 69). 

Ναός 

Στον κυρίως ναό ο χριστολογικός κύκλος, από τον οποίο αναγνωρίζονται 

δέκα συνολικά παραστάσεις, αναπτύσσεται στις επιφάνειες των δύο κατά μήκος 

καμαρών. Η εγκάρσια καμάρα και τα τύμπανά της ήταν αφιερωμένα στην εκτε‐

ταμένη  εκδοχή  της  Δευτέρας  Παρουσίας,  επιλογή  που  μπορεί  ασφαλώς  να  συ‐

σχετιστεί με τον κοιμητηριακό χαρακτήρα του ναού αλλά, όπως έχει παρατηρη‐

θεί  και  σε  άλλες  περιπτώσεις362,  συνδέεται  με  το  χριστολογικό  χαρακτήρα  του 

εικονογραφικού προγράμματος.  

Ο  Ευαγγελισμός  και  η  Ανάληψη  βρίσκονται  στις  καθιερωμένες  θέσεις,  ε‐

κατέρωθεν της αψίδας του Ιερού και την ανατολική καμάρα. Στη δυτική καμάρα 

τέσσερις  σκηνές  από  τον  κύκλο  του  Αρχάγγελου  Μιχαήλ  συνυπάρχουν  με  πα‐

ραστάσεις  του  χριστολογικού  κύκλου  (σχέδιο  70)363.  Ο  κάναβός  της  σχημάτιζε 

πάνω από τη στάθμη της γένεσής της συνολικά δώδεκα διάχωρα, από τα οποία 

τα τέσσερα πάνω από τη στάθμη της γένεσής της (κάτω ζώνη) ήταν αφιερωμένα 

στους  Αρχαγγέλους.  Από  τις  παραστάσεις  των  οκτώ  διαχώρων  της  ανώτερης  

ζώνης ταυτίζονται οι πέντε (Βάπτιση, Βαϊοφόρος, Προδοσία, Θρήνος, Εις Άδου κά‐

θοδος). Εκτός από τη Βάπτιση, όλες οι υπόλοιπες παραστάσεις εντάσσονται στην 

ενότητα των Παθών και της Ανάστασης.  

Εύλογα μπορούμε να υποθέσουμε ότι και οι δύο κύκλοι ολοκληρώνονταν 

στο τύμπανο της δυτικής καμάρας, πριν την καθαίρεσή του. Προεκτείνοντας τον 

                                                                                                                                                        
τοιχογραφηµένες επιφάνειες, ο νάρθηκας αρχικά κατασκευάστηκε σε επαφή µε το ναό και αργότερα καθαιρέθηκε ο δυτικός
τοίχος. Βλ. ∆ωρής, Τυπολογία, 165-166.

362 Βλ. κυρίως την Αγία Θέκλα στον οµώνυµο οικισµό της Εύβοιας (Κ11), όπου η ∆ευτέρα Παρουσία καταλαµβάνει
επίσης την εγκάρσια καµάρα, όπως επίσης τον Άγιο Γεώργιο Σπανιάκου (Κ44) και τον Παναγία Ευαγγελισµού Πεδιάδος
(Κ48)

363 Αρχιµ. Σ. Κουκιάρης, Τα θαύµατα- εµφανίσεις των Αγγέλων και Αρχαγγέλων στη βυζαντινή τέχνη των Βαλκα-
νίων, Αθήνα-Γιάννινα 1989, 66-67 και 229.

165 
45. Ν. Ηρακλείου, Αρκαλοχώρι. Αρχάγγελος Μιχαήλ 

κάναβο των γραπτών πλαισίων της καμάρας στο τύμπανο, προκύπτει ότι ο χρι‐

στολογικός κύκλος συνεχίζονταν με μία ή δύο παραστάσεις ενώ στην υποκείμε‐

νη ζώνη ενδεχομένως προεκτείνονταν ο κύκλος των Αρχαγγέλων (σχέδιο 70).  

Σύμφωνα με την αποκατάσταση που επιχειρούμε, ολόκληρος ο χριστολο‐

γικός κύκλος, συμπεριλαμβανομένης και της Γέννησης, ολοκληρώνονταν στο δυ‐

τικό  σκέλος.  Η  παρουσία  της  Βάπτισης  ανάμεσα  παραστάσεις  του  Πάθους,  ση‐

μαίνει ότι η έναρξη του χριστολογικού κύκλου θα πρέπει να γίνονταν από το τύ‐

μπανο.  Είναι  χαρακτηριστικό  ότι  και  στην  Αγία  Θέκλα  στον  ομώνυμο  οικισμό 

της Εύβοιας (Κ11) όπου η Δευτέρα Παρουσία καταλαμβάνει την εγκάρσια καμά‐

ρα, η Γέννηση βρίσκεται στο δυτικό σκέλος.  

Με  βάση  τις  παραστάσεις  που  αναγνωρίζονται,  διακρίνεται  ότι  συγκρο‐

τούνται  ζεύγη  με  εναλλασσόμενη  φορά  (σχέδιο  70,  μικρά  βέλη).  Θεωρώντας  ό‐

μως συνολικά τον χριστολογικό κύκλο, είναι σαφές ότι επικρατεί μια γενική δε‐

ξιόστροφη  φορά,  στην  οποία  πειθαρχεί  και  η  Δευτέρα  Παρουσία.  Η  ένταξή  της 

στην εγκάρσια καμάρα, στο πλαίσιο της αφηγηματικής διαδοχής των παραστά‐

σεων του κύκλου, ανταποκρίνεται στην παράθεση των γεγονότων της θείας Οι‐

κονομίας  στο  Σύμβολο  της  Πίστεως364.  Ο  χριστολογικός  χαρακτήρας  της  παρά‐

στασης υπογραμμίζονταν με την τοποθέτηση του ένθρονου Χριστού – Κριτή στο 

κέντρο της καμάρας365, σκηνή που σήμερα δεν σώζεται. Τέλος, οι γραπτές ταινίες 

που  διακρίνονται  στα  σπαράγματα,  πιστοποιούν  ότι  οι  επιμέρους  σκηνές  της 

παράστασης εντάσσονταν σε ανεξάρτητα διάχωρα.  

Νάρθηκας 

Στο  νάρθηκα  το  εικονογραφικό  πρόγραμμα  δεν  αποκαθίσταται  εύκολα. 

Η διάταξή του στον ιδιόρρυθμο θόλο πειθαρχεί στην τριπλή καμπυλότητά του366. 
                                                      
364 …Κα νελθ ντα ε ς τους Ο ρανο ς κα καθεζ µενον κ δεξι ν το Πατρ ς (Ανάληψη). Κα π λιν ρχ µενον µετ
δ ξης κρ ναι ζ ντας κα νεκρο ς, Ο τ ς βασιλε ας ο κ σται τ λος (∆ευτέρα Παρουσία).

365 Ο εσχατολογικός χαρακτήρας της αποτελεί φυσική προέκταση της Ανάληψης, πράγµα που ισχύει γενικότερα
και µε τον τρόπο που εµφανίζεται η παράσταση ακόµη και στους νάρθηκες. Βλ. Άγιος Νικόλαος Καλάµου (Κ9), Κοίµηση Ο-
ξυλίθου (Κ14) όπου επισηµάνθηκε η σχέση ∆. Παρουσίας και κύκλου του Πεντηκοσταρίου και Άγιος ∆ηµήτριος Αυλωναρίου
(Κ12).

366 Στην κατά µήκος τοµή του ∆ωρή στον κατάλογό του ο θόλος εµφανίζεται µε διπλή καµπυλότητα (βλ. ∆ωρής,
Τυπολογία, 166). Σε ανεξάρτητες αποτυπώσεις οι Curuni και Gallas αποδίδουν ορθότερα τον θόλο µε τριπλή καµπυλότητα

166 
45. Ν. Ηρακλείου, Αρκαλοχώρι. Αρχάγγελος Μιχαήλ 

Στο  κέντρο  εικονίζεται  ο  Χριστός  ως  Παλαιός  των  Ημερών,  ενώ  περιμετρικά  α‐

ναπτύσσονται παραστάσεις και στηθαίες μορφές, εν μέρει διζωνικά. Η ασύμμε‐

τρη  διάταξη  των  μεταλλίων  και  των  παραστάσεων  στις  επιφάνειες  του  θόλου, 

δεν  βοηθά  στην  αποκατάσταση  του  προγράμματος.  Το  περιεχόμενο  των  τριών 

συνεχόμενων, αλλά ασύνδετων μεταξύ τους παραστάσεων (Πεντηκοστή, Εισόδια, 

Βρεφοκτονία),  μας  επιτρέπει  να  προσδιορίσουμε  τον  χαρακτήρα  του  εικονογρα‐

φικού προγράμματος ως συμπληρωματικό σε σχέση με το αντίστοιχο  πρόγραμ‐

μα του ναού.  

Η παράσταση όμως που κυριαρχεί λόγω θέσης και έκτασης έναντι όλων 

των άλλων στο ασύνδετο γενικά εικονογραφικό πρόγραμμα, είναι η παράσταση 

της  Πεντηκοστής  (σχέδιο  69,  νάρθηκας,  αρ.  2).  Η  επιλογή  αυτή  παραπέμπει  στο 

εικονογραφικό  πρόγραμμα  του  νάρθηκα  της  Κοίμησης  Οξυλίθου  (Κ14),  στο 

σταυροθόλιο  του  οποίου  αναπτύσσεται  ένας  κύκλος  του  Πεντηκοσταρίου.  Στο 

πλαίσιο  ενός  ανάλογου  κύκλου  θα  μπορούσαν  να  ενταχθούν  και  οι  δύο  παρα‐

στάσεις  στα  δύο  βόρεια  τυφλά  αψιδώματα,  όπου  εικονίζονται  η  Φιλοξενία  του 

Αβραάμ (Αγία Τριάδα) και οι Τρεις Παίδες εν καμίνω367. 

Η  ερμηνεία  του  εικονογραφικού  προγράμματος  του  νάρθηκα  σχετίζεται 

και με την διευκρίνιση της οικοδομικής ιστορίας του και ειδικότερα ο χρόνος κα‐

τά τον οποίο καθαιρέθηκε ο δυτικός τοίχος του ναού προκειμένου  να διασφαλι‐

στεί ανοικτή επικοινωνία με τον νάρθηκα. Εάν ο τοίχος καθαιρέθηκε αμέσως με‐

τά  την  τοίχιση  των  τόξων,  τότε  ενδεχομένως  κάποιες  από  τις  κατεστραμμένες 

τοιχογραφίες του δυτικού τοίχου θα πρέπει να  «μεταφέρθηκαν» στο εικονογρα‐

φικό πρόγραμμά του νάρθηκα. Εάν όμως συνέχιζε, έστω και για ένα σχετικά πε‐

ριορισμένο  χρονικό  διάστημα  να  υφίσταται,  τότε  θα  πρέπει  να  αποσυνδέσουμε 

οριστικά  το  περιεχόμενο  των  τοιχογραφιών  του  δυτικού  τοίχου  με  εκείνο  του 

νάρθηκα,  καθώς  είναι  εντελώς  απίθανο  να  επαναλαμβάνονταν  οι  ίδιες  παρα‐

                                                                                                                                                        
(S. A. Curuni - L. Donati, Creta Byzantina, Roma 1987, αρ. 23, Κ. Gallas - Κ. Wessel - Μ. Borbudakis, Byzantinisches Kreta,
München 1983, 386-387).

367 Πρόκειται, σύµφωνα µε τον αρχιµ. Σίλα Κουκιάρη, για τις παραστάσεις των Τριών Παίδων και τη Φιλοξενία του
Αβραάµ, Κουκιάρης, ό.π., 67, πίν. 10 και 229. Ωστόσο, το γεγονός ότι ο νάρθηκας ήταν αρχικά ανοικτός, θέτει το ερώτηµα
εάν η τοιχογράφηση των τοιχισµένων τµηµάτων πραγµατοποιήθηκαν σε µία ενιαία φάση µε τις υπερκείµενες του θόλου.

167 
45. Ν. Ηρακλείου, Αρκαλοχώρι. Αρχάγγελος Μιχαήλ 

στάσεις και στους δύο χώρους. Και στις δύο περιπτώσεις πάντως, ο επιλεκτικός‐

συμπληρωματικός χαρακτήρας του εικονογραφικού προγράμματος του νάρθηκα 

σε σχέση με εκείνον του κυρίως ναού, δεν αίρεται. 

168 
 

46.  Ν. Ηρακλείου, Γεράκι. Παναγία Ευαγγελίστρια 

Ο  ναός  της  Παναγίας  Ευαγγελίστριας,  ο  οποίος  τιμάται  και  στο  όνομα 

του  Ταξιάρχη,  ανήκει  μαζί  με  άλλους  έξι  σταυρεπίστεγους  ναούς  της  Κρήτης, 

στην κατηγορία Β1. Ωστόσο, διαφοροποιείται από αυτούς λόγω του ότι η εγκάρ‐

σια καμάρα του προεξέχει ελάχιστα των μακρών τοίχων. Στη σημερινή του μορ‐

φή εφάπτεται, κατά τη βόρεια πλευρά του, με έναν απλό μονόχωρο καμαροσκε‐

πή, ο οποίος προστέθηκε μετά την τοιχογράφηση του αρχικού ναού 368. Η εσωτε‐

ρική  επικοινωνία  των  δύο  ναών  εξασφαλίσθηκε  με  τη  διάνοιξη  τριών  τοξωτών 

ανοιγμάτων στο βόρειο τοίχο, από τα οποία το κεντρικό υπερβαίνει το πλάτος το 

της εγκάρσιας καμάρας. Αποτέλεσμα των μετασκευών αυτών ήταν η μείωση του 

μήκους της εγκάρσιας καμάρας κατά το προεξέχον βόρειο τμήμα της. Επιπλέον 

ένα  νέο  αποφρακτικό  τύμπανο  κάλυψε  αναπόφευκτα  μέρος  των  τοιχογραφιών 

(σχέδια 71, 72). Το αρχικό ενισχυτικό σφενδόνιο στο δυτικό πέρας της ανατολικής 

καμάρας συνιστά μια ιδιομορφία για τα δεδομένα των σταυρεπίστεγων ναών369.  

Ο ναός, αν και δεν υπάρχουν ασφαλή χρονολογικά τεκμήρια, τοποθετεί‐

ται  στον  14ο  αιώνα370.  Οι  τοιχογραφίες  του,  που  σώζονται  αποσπασματικά  στην 

ανατολική  και  την  εγκάρσια  καμάρα  καθώς  και  στην  αψίδα  του  Ιερού,  είναι  ε‐

ξαιρετικά δυσδιάκριτες λόγω πυκνού στρώματος αιθάλης.  

                                                      
368 Ένωση σταυρεπίστεγου µε µεταγενέστερο µονόχωρο καµαροσκεπή ναό έχουµε και στην περίπτωση του Αγίου
Γεωργίου Ανύδρων (Κ43). Το φαινόµενο της παρουσίας στην Κρήτη πολλών παραδειγµάτων διδύµων ναών, κατά κανόνα
µονόχωρων, και η συνένωσή τους χρήζει ιδιαίτερης διερεύνησης, βλ. Ο. Γκράτζιου, Κρητικοί µονόχωροι καµαροσκέπαστοι
ναοί, απλοί και δίδυµοι, 25ο Συµπόσιο Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής Αρχαιολογίας και Τέχνης, Αθήνα 2005, 33.

369 Ως δοµικό στοιχείο το σφενδόνιο χρησιµοποιείται κατά κόρον στους καµαροσκεπείς ναούς και ιδιαίτερα στην
Κρήτη. Η χρήση του στη συγκεκριµένη θέση σε σταυρεπίστεγο ναό είναι µοναδική.

370 Küpper, ΙΙ, αρ. 85, 116, ∆ωρής, Τυπολογία, αρ. 227, 79 (1350±25). Ο Gallas χρονολογεί τις τοιχογραφίες του
ναού στον 15ο αιώνα, βλ. K. Gallas, Mittel und spätbyzantinische Sakralarchitectur der Insel Kreta. Versuch einer Typologie
der kretischen Kirchen des 10. bis 17. Jahrhunderts, Berlin 1983, 165.

169 
46. Ν. Ηρακλείου, Γεράκι. Παναγία Ευαγγελίστρια 

Όλες  οι  παραστάσεις  που  είναι  δυνατόν  να  αναγνωριστούν,  ανήκουν 

στον  χριστολογικό  κύκλο371  (σχέδιο  71).  Ο  Ευαγγελισμός  και  η  Ανάληψη  βρίσκο‐

νται στις καθιερωμένες θέσεις εκατέρωθεν της αψίδας του Ιερού και την ανατο‐

λική καμάρα αντίστοιχα. Το ενδιαφέρον εστιάζεται στην διάταξη των παραστά‐

σεων  στην  εγκάρσια  καμάρα  όπου  διαπιστώνεται  μία  ιδιαίτερη  παραλλαγή:  Ο 

κάναβος είναι ασύμμετρος προκειμένου να διατεθεί περισσότερος χώρος για την 

παράσταση  της  Γέννησης  στο  νότιο  τμήμα  του  ανατολικού  μισού  της  καμάρας. 

Το υπόλοιπο μισό καταλάμβανε παράσταση της Προδοσίας, η οποία σήμερα κα‐

λύπτεται εν μέρει από το πρόσθετο τύμπανο της μετασκευής. Από τις τρεις πα‐

ραστάσεις του δυτικού μισού της καμάρας, αναγνωρίζονται οι δύο πρώτες κατά 

την  δεξιόστροφη  φορά  της  διήγησης  (σχέδιο  71,  Υπαπαντή,  Βάπτιση).  Η  κατα‐

στροφή  των  τοιχογραφιών  στο  δυτικό  σκέλος,  αλλά  και  στο  βόρειο  τμήμα  της 

εγκάρσιας καμάρας, δεν μας επιτρέπει να ερμηνεύσουμε με ποιόν τρόπο δικαιο‐

λογείται η παρουσία της Προδοσίας ανάμεσα σε παραστάσεις που εισάγουν στον 

χριστολογικό  κύκλο.  Τα  τρία  φωτοστέφανα  της  δυσδιάκριτης  παράστασης  του 

νότιου  τυμπάνου  της  εγκάρσιας  καμάρας  παραπέμπουν  πιθανώς  στην  Φιλοξε‐

νία του Αβραάμ, παράσταση που σχετίζεται με την αφιέρωση του ναού και στους 

Ταξιάρχες ή την ολοκλήρωση του Πεντηκοσταρίου (εορτή Αγίας Τριάδος). 

                                                      
371 Ο Küpper παραδόξως αναφέρει θεοµητορικό κύκλο στην εγκάρσια καµάρα, βλ. Küpper, ΙΙ, ό.π., 116.

170 
 

47.  Ν. Ηρακλείου, Χάρακας. Αγία Παρασκευή 

Ο σταυρεπίστεγος ναός της Αγίας Παρασκευής βρίσκεται σε ύψωμα, πε‐

ντακόσια  μέτρα  δυτικά  του  οικισμού  και  ανήκει  στην  ομάδα  των  σταυρεπίστε‐

γων ναών της Κρήτης της παραλλαγής Β1. Οι δυο διασταυρούμενες καμάρες του 

είναι  σχεδόν  ισοπλατείς  και  ισομήκεις,  στοιχείο  που  καθιστά  τον  συγκεκριμένο 

ναό μοναδικό ανάμεσα σε όλους τους γνωστούς σταυρεπίστεγους ναούς.  

Ο ναός, ο οποίος είναι κτισμένος πάνω σε πηγή, έχει υποστεί εκτεταμένες 

αναστηλωτικές παρεμβάσεις. Η χρήση ακατάλληλων υλικών και μεθόδων έχουν 

επιφέρει βαρύτατες επιπτώσεις στις τοιχογραφίες372, οι οποίες, εκτός του ότι σώ‐

ζονται αποσπασματικά, είναι πλέον σε απελπιστική κατάσταση (σχέδιο 73).  

Μετά  από  προσπάθεια  ταύτισης  των  σπαραγμάτων  και  τον  εντοπισμό 

των  γραπτών  ταινιών,  προτείνεται  αποκατάσταση  του  κανάβου  του  εικονογρα‐

φικού  προγράμματος.  Η  ταύτιση  τεσσάρων  παραστάσεων,  αρκεί  για  να  προσ‐

διορίσει  τον  χαρακτήρα  του  εικονογραφικού  προγράμματος,  αφού  όλες  προέρ‐

χονται  από  έναν  ενιαίο  χριστολογικό  κύκλο  και  στις  τρεις  καμάρες.  (Ανάληψη 

στην  ανατολική,  Βαϊοφόρος  και  Μεταμόρφωση  στην  εγκάρσια,  Μη  μου  άπτου 

στην δυτική). Με βάση το δεδομένο ότι οι δύο παραστάσεις που αναγνωρίζονται 

καταλαμβάνουν  το  1/4  του  ημικύλινδρου  της  εγκάρσιας  καμάρας,  είναι  εύλογο 

να υποθέσουμε ότι εκεί υπήρχαν αρχικά τουλάχιστον οκτώ διάχωρα, με πιθανό‐

τατα χριστολογικό περιεχόμενο. Εάν μάλιστα συνυπολογίσουμε και τα τρία τύ‐

μπανα των καμαρών,  ο ενιαίος χριστολογικός  κύκλος είχε τη δυνατότητα να  ε‐

πεκταθεί σε δεκατέσσερις ανεξάρτητες παραστάσεις. Με βάση την διάταξη των 

σωζόμενων  παραστάσεων,  φαίνεται  ότι  η  έναρξη  της  χριστολογικής  διήγησης 

γίνονταν πιθανότατα από την εγκάρσια καμάρα. 

                                                      
372 Οι στέγες έχουν καλυφθεί από µανδύα µπετόν ενώ στο εσωτερικό οι µη τοιχογραφηµένες επιφάνειες έχουν ε-
πιχρισθεί µε τσιµεντοκονία.

171 
47. Ν. Ηρακλείου, Χάρακας. Αγία Παρασκευή 

Στο τεταρτοσφαίριο της αψίδας οι δύο εξίτηλες στηθαίες μορφές που δο‐

ρυφορούν  την  σχεδόν  κατεστραμμένη  κεντρική  μορφή,  παραμένουν  αδιάγνω‐

στες,  αλλά  είναι  βέβαιο  ότι  δεν  είναι  Άγγελοι.  Έτσι  διαφαίνεται  ότι  κατά  πάσα 

πιθανότητα έχουμε ένα ακόμη παράδειγμα Δέησης (τρίμορφο) αντί της Θεοτόκου 

Πλατυτέρας373. 

                                                      
373 Βλ. Σωτήρα Αλεποχωρίου (Κ7), Αγία Θέκλα Ευβοίας (Κ11) και Άγιο Νικόλαο Μουρίου (Κ42), αλλά και στην
Μεταµόρφωση στο Γαλαξειδίου που δεν περιλαµβάνεται στον κατάλογό µας. Για το Τρίµορφο στην αψίδα βλ. Π. Βοκοτό-
πουλου, Ο ναός της Μεταµορφώσεως του Σωτήρος Χριστού στο Γαλαξείδι, Το Γαλαξείδι από την αρχαιότητα έως σήµερα,
Αθήνα 2003, 63-64.

172 
 

48.  Ν. Ηρακλείου, Ευαγγελισμός. Παναγία  

Ο  ναός  της  Παναγίας  παραμένει  μέχρι  σήμερα  εν  χρήσει  ως  ενοριακός 

του οικισμού Ευαγγελισμός (π. Μουχτάροι) τιμώμενος και ως Ταξιάρχης. Ανήκει 

τυπολογικά στην παραλλαγή Β1 που επιχωριάζει ιδιαίτερα στην ανατολική Κρή‐

τη. Σχετικά πρόσφατα αποκαλύφθηκαν στο χώρο του δυτικού σκέλους εξαιρετι‐

κά  ενδιαφέρουσες  τοιχογραφίες  (σχέδιο  74,  75),  οι  οποίες  συνέβαλλαν,  ελλείψει 

ασφαλών χρονολογικών τεκμηρίων, στην χρονολόγηση του ναού στο πρώτο μι‐

σό του 14ου αιώνα374. 

Αρχιτεκτονικά  ο  ναός  παρουσιάζει  την  ιδιομορφία  ότι  η  κατά  μήκος  κα‐

μάρα είναι οξυκόρυφη ενώ η εγκάρσια κανονική, στοιχείο που έχουμε επισημά‐

νει  και  σε  τρεις  ακόμη  σταυρεπίστεγους  ναούς  της  Κρήτης375.  Μοναδική  για  τα 

δεδομένα  των  ναών  του  τύπου  είναι  η  ύπαρξη  στην  εγκάρσια  καμάρα  δύο  ενι‐

σχυτικών  τόξων  (σφενδονίων)  που  βαίνουν  επί  κιλλιβάντων376.  Τα  σφενδόνια 

διαιρούν την καμάρα σε τρία τμήματα, στοιχείο που ασφαλώς θα είχε τις ανάλο‐

γες επιπτώσεις στο εικονογραφικό πρόγραμμα.  

Όλες  οι  σωζόμενες  παραστάσεις  της  δυτικής  καμάρας  προέρχονται  από 

μια  πρωτότυπη  σύνθεση  τμήματος  του  κύκλου  της  Δημιουργίας,  της  Δευτέρας 

                                                      
374Οι τοιχογραφίες αποκαλύφθηκαν το 1981 βλ. K. Gallas - K. Wessel - M. Borbudakis, Byzantinisches Kreta,
München 1983, 397-398. Βλ. επίσης Küpper, ΙΙ, αρ. 78, 106, ∆ωρής, αρ. 226, 79 (1325±25). Κάτοψη δηµοσιεύουν οι ∆ωρής
και Gallas κ.ά. µε σηµαντικές µεταξύ τους διαφορές: Η εγκάρσια καµάρα στην κάτοψη του ∆ωρή είναι κανονική ηµικυλινδρική
ενώ στην αντίστοιχη των Gallas κ.ά. έντονα οξυκόρυφη, όπως στην πραγµατικότητα. Επίσης τα σφενδόνια της εγκάρσιας
καµάρας σύµφωνα µε το σχέδιο του ∆ωρή, διαιρούν σε τρία ίσα τµήµατα την καµάρα, ενώ σύµφωνα µε τους Gallas κ.ά. το
µεσαίο τµήµα είναι µικρότερο των ακραίων. ∆ιαφορές παρατηρούνται στη στάθµη του κοσµήτη στην αψίδα του Ιερού, το
ύψος της θύρας καθώς και τη µορφή των δύο τοξωτών αρκοσολίων.

375 Άγιος Νικόλαος Μουρίου (Κ42), Αρχάγγελος Αρκαλοχωρίου (Κ45) και Παναγία Βουλισµένης (Κ49).

376 Η τεχνική της ενίσχυσης των καµαρών µε σφενδόνια εφαρµόζονταν εκτεταµένα στους µονόχωρους καµαρο-
σκεπείς ναούς και µάλιστα στην Κρήτη. Η ύπαρξή τους διαιρούσε τον χώρο της καµάρας (όταν έβαιναν επί κιλλιβάντων) ή
ακόµη και των κάθετων τοίχων (όταν έβαιναν επί παραστάδων), βλ. Γκ. Πασαρέλι, Βυζαντινή Κρήτη, Αθήνα 2005, 67. Για τα
σφενδόνια γενικότερα βλ. Α. Ορλάνδος, Σφενδόνιον, ΕΕΒΣ 28 (1958), 403 και Γ. ∆ηµητροκάλλης, Ο εις Πρωτόρια Πάρου
βυζαντινός ναΐσκος, ΕΕΚΜ 8 (1969-70), 287-304.

173 
48. Ν. Ηρακλείου, Ευαγγελισμός. Παναγία 

Παρουσίας και δύο Ευαγγελικών παραβολών. Αξίζει να σημειωθεί ότι παραστά‐

σεις της Δημιουργίας, και οι δύο συγκεκριμένες παραβολές απαντώνται για μο‐

ναδική  φορά  στα  εικονογραφικά  προγράμματα  των  σταυρεπίστεγων  ναών.  Α‐

ντίθετα, η Δευτέρα Παρουσία εμφανίζεται συχνότερα και μάλιστα επισημαίνεται 

στην ίδια ακριβώς θέση σε έναν ακόμη σταυρεπίστεγο ναό της Κρήτης 377.  

Η ανάπτυξη σε ολόκληρο το δυτικό σκέλος παραστάσεων πέραν του βα‐

σικού χριστολογικού κύκλου, προϋποθέτει την ολοκλήρωσή του στην ανατολική 

και την εγκάρσια κεραία, όπου όμως σήμερα κανένα εμφανές στοιχείο δεν το ε‐

πιβεβαιώνει.  

Ο τρόπος διάταξης των παραστάσεων του δυτικού σκέλους σε έναν ισορ‐

ροπημένο κάναβο έντεκα διαχώρων, φανερώνει την ιδιαίτερη θεολογική κατάρ‐

τιση και συνθετική ικανότητα των δημιουργών του συγκεκριμένου εικονογραφι‐

κού προγράμματος (σχέδιο 75). Πιο συγκεκριμένα, η σύνθεση προκύπτει από την 

συμμετρική  διάταξη  τριών  αλληλοπεριχωρούμενων  ενοτήτων:  α)  Της  Δευτέρας 

Παρουσίας,  η  οποία  αναπτύσσεται  διηρημένη  σε  διακριτά  διάχωρα,  β)  Της  Δη‐

μιουργίας, από την οποία συνειδητά έχουν επιλεγεί μόνο τέσσερα προ της Πτώ‐

σεως  επεισόδια  (Δημιουργία,  Δημιουργία  Αδάμ,  Δημιουργία  Εύας,  Αδάμ  και  Εύα 

εστεμμένοι εν τω Παραδείσω) και γ) Των παραβολών των Δέκα Παρθένων και του 

Δείπνου (σχέδιο 75).  

Νοηματικά η σύνδεση Δημιουργίας ‐ Δευτέρας Παρουσίας δεν ξενίζει, κα‐

θώς η εσχατολογική διάσταση της Δημιουργίας και η σύνδεση παράβασης ‐ έξω‐

σης με την τελική κρίση ‐ αποκατάσταση αποτελούν κοινό θεολογικό τόπο στην 

εκκλησιαστική γραμματεία378. Όπως επισημαίνουμε και στις άλλες περιπτώσεις 

                                                      
377 Άγιος Γεώργιος Σπανιάκου (Κ44). Η ∆ευτέρα Παρουσία εµφανίζεται σε άλλους τρεις σταυρεπίστεγους ναούς
της Κρήτης: Στον Άγιο Γεώργιο Ανυδριώτη (Κ43, στον βόρειο ναό), στον Αρχάγγελο Αρκαλοχωρίου (Κ45, στην εγκάρσια κα-
µάρα) και στην Παναγία Βουλισµένης (Κ49, σε συνεπτυγµένη µορφή στο δυτικό τοίχο). Εκτός Κρήτης εµφανίζεται στην Αγία
Θέκλα στην Εύβοια (Κ11, στην εγκάρσια καµάρα), στην Κοίµηση Οξυλίθου (Κ14, στο νάρθηκα), Άγιο ∆ηµήτριο Αυλωναρίου
(Κ12, στο νάρθηκα) και στον Άγιο Νικόλαο Καλάµου (Κ9, στο νάρθηκα). Για την παράσταση σε τοιχογραφίες της Κρήτης βλ.
Σ. Μαδεράκης, Η Κόλαση και οι ποινές σαν θέµατα της ∆ευτέρας Παρουσίας στις εκκλησίες της Κρήτη, Ύδωρ εκ πέτρας 2
(Ιούλιος-∆εκέµβριος 1978), 185-236.

378 Π. Νέλλας, Ζώον θεούµενον. Προοπτικές για µια ορθόδοξη κατανόηση του ανθρώπου, Αθήνα, 19923, 162-163,
π. Γ. Μεταλληνός, Η θεολογική µαρτυρία της εκκλησιαστικής λατρείας, Αθήνα 1996, 231-242.

174 
48. Ν. Ηρακλείου, Ευαγγελισμός. Παναγία 

κατά  τις  οποίες  η  Δευτέρα  Παρουσία  συνυπάρχει  με  τον  χριστολογικό  κύκλο 379, 

πρόκειται για μια έκφραση της εσχατολογικής προοπτικής της θείας Οικονομίας 

που ανταποκρίνεται στον ενιαίο ιστορικό και δογματικό χαρακτήρα του εικονο‐

γραφικού προγράμματος. Αυτόν τον σύνδεσμο με τον χριστολογικό κύκλο υπο‐

γραμμίζει  και  η  συμμετρική  ένταξη  των  παραβολών  του  Δείπνου  και  των  Δέκα 

Παρθένων, που υπενθυμίζουν την άμεση σχέση της Δευτέρας Παρουσίας με την 

ευαγγελική διδασκαλία και την θεία Ευχαριστία380. Η μοναδική για τα δεδομένα 

των  εικονογραφικών  προγραμμάτων  των  βυζαντινών  σταυρεπίστεγων  ναών 

παρουσία τμήματος του κύκλου της Δημιουργίας ενισχύει τις παραπάνω εκτιμή‐

σεις. Το ερμηνευτικό κλειδί βρίσκεται στο γεγονός ότι και οι τέσσερις παραστά‐

σεις  του  κύκλου  περιλαμβάνουν  τα  πριν  από  την  παράβαση  επεισόδια,  υπο‐

γραμμίζοντας  την  ανόθευτη  από  την  αμαρτία  και  τη  φθορά  προπτωτική  κατά‐

σταση  του  ανθρώπου  και  της  Κτίσης.  Με  τον  συγκεκριμένο  χειρισμό  οι  κύκλοι 

Δημιουργίας και Δευτέρας Παρουσίας παρπέμπουν  μέσω των δύο  ευαγγελικών 

περικοπών  από  κοινού  στην  εσχατολογική  αποκατάσταση  της  όντως  ζωής  και 

την κατάργηση των συνεπειών του προπατορικού αμαρτήματος.  

                                                      
379 Αγία Θέκλα (Κ11), Άγιος Νικόλαος Καλάµου (Κ9), Άγιος Γεώργιος Σπανιάκου (Κ44), Αρχάγγελος Αρκαλοχωρί-
ου (Κ45).

380 Οι δύο αυτές παραστάσεις (Ματθ 22, 2-14 και Ματθ 25, 1-18) προέρχονται από τον κύκλο των ευαγγελικών
αναγνωσµάτων των Κυριακών και αναφέρονται άµεσα στην ∆ευτέρα Παρουσία όπως δηλώνεται µε την κοινή του εισαγωγή:
« µοιώθη βασιλεία τ ν ο ραν ν…» και «τότε µοιωθήσεται βασιλεία τ ν ο ραν ν…». Οι Κ. Gallas - Κ. Wessel - Μ. Borbudakis
παρασύρονται από την επιγραφή προσφέρων κα προσφερόµενος και θεωρούν ότι πρόκειται για µια µοναδική στην Κρήτη
εκδοχή της Κοινωνίας των Αποστόλων, βλ. Gallas κ. ά., ό.π., 398. Η επιγραφή αυτή συνδέει ερµηνευτικά την Ευχαριστία και
Εσχατολογία, αποδίδοντας το περιεχόµενο της παραβολής.

175 
 

49.  Ν. Λασιθίου, Βουλισμένη. Παναγία  

Ο ναός βρίσκεται δύο χιλιόμετρα νοτιοδυτικά του οικισμού της Βουλισμέ‐

νης Λασιθίου, στη θέση Βιγλί. Ανήκει στην ομάδα των έξι ναών της ανατολικής 

Κρήτης που ανήκουν στην παραλλαγή Β1, αλλά έχει ιδιαίτερη ομοιότητα κυρίως 

με τους ναούς του Αρχάγγελου Αρκαλοχωρίου  (Κ45) και της Παναγίας Ευαγγε‐

λισμού  (Κ48)381. Στην περίπτωση του ναού της  Βουλισμένης, το πλάτος της οξυ‐

κόρυφης κατά μήκος κεραίας είναι κατά τι λιγότερο από το διπλάσιο της εγκάρ‐

σιας που διαμορφώνεται κανονικά ημικυλινδρική.  

Ελλείψει ασφαλών τεκμηρίων και ιστορικών πληροφοριών, ο ναός χρονο‐

λογείται στο πρώτο μισό του  14ου αιώνα, κυρίως με βάση τεχνοτροπικές εκτιμή‐

σεις  των  τοιχογραφιών,  οι  οποίες  παραμένουν  αδημοσίευτες382.  Στο  εσωτερικό 

διασώζονται  τα  2/5  περίπου  των  του  αρχικού  τοιχογραφικού  του  διακόσμου 383 

(σχέδιο 76).  

Παρά τον αποσπασματικό χαρακτήρα των σωζόμενων τμημάτων και τις 

δυσκολίες  αναγνώρισης  των  επιμέρους  παραστάσεων,  η  προσπάθεια  αποκατά‐

στασης  του  εικονογραφικού  προγράμματος  απέδωσε  ικανοποιητικά.  Προς  το 

παρόν  αναγνωρίζονται  με  ασφάλεια  μόνο  τρεις  χριστολογικές  παραστάσεις,  ό‐

λες στο δυτικό σκέλος: Πρόκειται για τον Θρήνο, την Εις Άδου κάθοδο στην καμά‐

ρα και την Σταύρωση στο τύμπανο. Αν θεωρήσουμε ως δεδομένο ότι η Ανάληψη 

καταλάμβανε εξ ολοκλήρου την ανατολική καμάρα 384, φαίνεται ότι η έναρξη της 

                                                      
381 Εκτός από τον τύπο, κοινά στοιχεία που συνδέουν τους τρεις ναούς, είναι η παρουσία κοσµήτη στη στάθµη
γένεσης των καταµήκος καµαρών και η συνύπαρξη οξυκόρυφων και κανονικών καµαρών στοιχείο που υπάρχει και στο ναό
του αγίου Νικολάου Μουρίου (Κ42). Επισηµαίνουµε επίσης και την σύµπτωση των επωνυµιών των τριών ναών.

382 Küpper, ΙΙ, αρ. 64, 89, ∆ωρής, Τυπολογία, αρ. 231, 79.

383 Η καταγραφή των παραστάσεων πραγµατοποιήθηκε ενώ όλες οι τοιχογραφίες ήταν καλυµµένες µε στερεωτικό
ύφασµα, λόγω εκτεταµένων εργασιών συντήρησης.

384 Είναι χαρακτηριστικό ότι η Ανάληψη κυριαρχεί µόνη της και στα έξι Κρητικά παραδείγµατα του καταλόγου ό-
που διατηρούνται παραστάσεις στην ανατολική καµάρα (Ταξιάρχης Αρκαλοχωρίου, Αγία Παρασκευή Χάρακα, Παναγία Γε-

176 
49. Ν. Λασιθίου, Βουλισμένη. Παναγία 

χριστολογικής  αφήγησης  γίνονταν  από  τον  ημικύλινδρο  της  εγκάρσιας  καμά‐

ρας, όπου θα πρέπει να υπήρχαν οι παραστάσεις από την Γέννηση μέχρι και την 

Βαϊοφόρο.  Επομένως  ο  ενιαίος  χριστολογικός  κύκλος  πιθανότατα  κυριαρχούσε 

στις ημικυλινδρικές επιφάνειες και των τριών καμαρών. 

Ο  ναός  ανήκει  στην  μικρή  ομάδα  σταυρεπίστεγων  ναών  του  καταλόγου 

στους  οποίους  αναπτύσσονταν  ανεξάρτητος  και  εκτεταμένος  θεομητορικός  κύ‐

κλος. Αυτό συνάγεται από τέσσερις παραστάσεις που διατάσσονται στις δυτικές 

διευρυμένες  τριγωνικές  επιφάνειες  της  εγκάρσιας  καμάρας:  Το  Γενέσιο,  την  Ε‐

πταβηματίζουσα,  τα  Εισόδια  και  τον  Ασπασμό  Ιωακείμ  και  Άννης.  Η  τοποθέτηση 

των παραστάσεων είναι διζωνική αλλά, σύμφωνα με την χρονική τους διαδοχή, 

προκύπτει μια χιαστί διάταξη (σχέδιο 77).  

Προς το παρόν δεν είναι δυνατόν να διευκρινιστεί αν ο θεομητορικός κύ‐

κλος καταλάμβανε και τις αντίστοιχες δυτικές επιφάνειες της εγκάρσιας καμά‐

ρας και, πολύ περισσότερο, αν επαναλαμβάνονταν και εκεί μια παρόμοια διάτα‐

ξη. Το γεγονός ότι η εκκίνησή του γίνονταν από τον χώρο της εγκάρσιας καμά‐

ρας, συνηγορεί για την παράλληλη εκκίνηση και του χριστολογικού κύκλου από 

τον ίδιο χώρο, σύμφωνα με την πρακτική που συναντήσαμε σε άλλα εικονογρα‐

φικά προγράμματα σταυρεπίστεγων ναών385. 

Πάντως  η  Κοίμηση  ενδεχομένως  να  ταυτίζεται  με  την  αδιάγνωστη  πριν 

από τη συντήρηση παράσταση, στο κάτω βόρειο διάχωρο της δυτικής καμάρας. Η 

υπόθεση αυτή βασίζεται στο γεγονός ότι μια τόσο πολυπρόσωπη παράσταση δεν 

μπορούσε  να  ενταχθεί  στους  περιορισμένους  χώρους  που  αναπτύσσεται  ο  υπό‐

λοιπος κύκλος της Θεοτόκου. Παράλληλα ερμηνεύει και την ασύμμετρη διακοπή 

της  ζώνης  των  μεταλλίων  που  αναπτύσσονται  εγκάρσια  στο  ανατολικό  πέρας 

                                                                                                                                                        
ρακίου Πεδιάδος, Άγιος Γεώργιος Σπανιάκου, Άγιος Γεώργιος Ανύδρων και Άγιος Νικόλαος Μουρίου). Επιφυλάξεις διατη-
ρούµε µόνο για την ανατολική καµάρα του Αγίου Γεωργίου Αλικιανού, όπου η εκτεταµένη καταστροφή των τοιχογραφιών δεν
µας επέτρεψε να τον συµπεριλάβουµε στους εξεταζόµενους ναούς. Σε σπάραγµα τοιχογραφίας, στον ηµικύλινδρο της ανατο-
λικής καµάρας, διακρίνεται τµήµα γραπτής ταινίας που βαίνει παράλληλα προς τον κατά µήκος άξονα του ναού. Τα σπαράγ-
µατα ανήκουν σε δύο στρώµατα τοιχογράφησης, από τα οποία το ένα χρονολογείται µε επιγραφή το 1329/30, βλ. Küpper, ΙΙ,
αρ. 23, 37-38, όπου και βιβλιογραφία.

385 Άγιος ∆ηµήτριος Μακρυχωρίου (Κ13), Κοίµηση Οξυλίθου (Κ14), Αγία Τριάδα Σοφικού (Κ22).

177 
49. Ν. Λασιθίου, Βουλισμένη. Παναγία 

της  καμάρας,  ως  χειρισμό  που  αποβλέπει  στην  «επαφή»  της  Κοίμησης  με  τις  υ‐

πόλοιπες θεομητορικές παραστάσεις.  

Σύμφωνα  με  τα  παραπάνω,  διαφαίνεται  ότι  στόχος  του  σχεδιασμού  του 

εικονογραφικού προγράμματος ήταν όχι μόνο η ένταξη του εκτεταμένου θεομη‐

τορικού κάτω από τον ενιαίο χριστολογικό κύκλο, αλλά και η μεταξύ τους οργα‐

νική  διασύνδεση,  σύμφωνα  με  την  τάση  που  διαπιστώσαμε  και  σε  άλλα  παρα‐

δείγματα  σταυρεπίστεγων  ναών  του  καταλόγου  (Άγιος  Δημήτριος  Μακρυχωρί‐

ου, Κοίμηση Οξυλίθου κ. ά.). 

Σημειώνουμε  τέλος,  μια  συνεπτυγμένη  μορφή  της  Δευτέρας  Παρουσίας 

στο  δυτικό  τοίχο,  κάτω  από  την  Σταύρωση  όπου  εικονογραφούνται  μόνον  οι  τι‐

μωρίες (διακρίνεται το πυρ το εξώτερον), στοιχείο που εμφανίζεται και σε άλλους 

ναούς της Κρήτης386. 

                                                      
386 Για την αυτόνοµη απεικόνιση των τιµωριών σε ναούς της Κρήτης, βλ. Σ. Μαδεράκης, Η Κόλαση και οι ποινές
σαν θέµατα της ∆ευτέρας Παρουσίας στις εκκλησίες της Κρήτη, Ύδωρ εκ πέτρας 2 (Ιούλιος-∆εκέµβριος 1978), 188 και 191.

178 
 

ΜΕΡΟΣ Β΄.
ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΙΚΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ
στους ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΥΣ ΣΤΑΥΡΕΠΙΣΤΕΓΟΥΣ ΝΑΟΥΣ

 
 

ΤΡΟΠΟΙ ∆ΙΑΧΩΡΙΣΜΟΥ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΙΚΩΝ ΕΝΟΤΗΤΩΝ

Α. ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ 

Στη  βασική  προσέγγιση  του  κλασικού  μεσοβυζαντινού  εικονογραφικού 

προγράμματος από τον O. Demus, γίνεται λόγος για μια διάρθρωση τριών βασι‐

κών  ζωνών,  συμπεριλαμβανομένης  και  της  ουράνιας  ζώνης  (heavenly  zone)  του 

τρούλου387.  Στην  πραγματικότητα,  η  γενική  αυτή  διαίρεση  μπορεί  να  ισχύει  όχι 

όσον αφορά στις ζώνες αυτές καθ’ εαυτές, αλλά σε τρία βασικά επίπεδα ή τρεις 

βασικές ενότητες ‐ κύκλους. Στην πράξη άλλωστε, ανάλογα με τον τύπο και το 

μέγεθος  του  ναού,  οι  ζώνες  και  κατ΄  επέκταση  οι  κύκλοι  του  εικονογραφικού 

προγράμματος ποικίλλουν. Έτσι, σε μονόχωρους ναούς μικρών διαστάσεων χω‐

ρίς  τρούλο,  οι  ζώνες  περιορίζονται  σε  δύο,  ενώ  σε  ευμεγέθεις  ναούς  ο  αριθμός 

των  ζωνών  αυξάνεται,  κυρίως  σε  σχέση  με  το  ύψος  των  κάθετων  τοίχων388.  Η 

ποικιλία  των  αρχιτεκτονικών  μορφών,  σε  συνδυασμό  με  την  απουσία  υποδειγ‐

μάτων  εικονογραφικών  προγραμμάτων,  απέδωσε  μια  μεγάλη  ποικιλία  παραλ‐

λαγών όσον αφορά τη διάταξη του εικονογραφικού προγράμματος.  

Με βάση τα παραπάνω, είναι δύσκολο να δεχθεί κανείς ότι κατά τη διαδι‐

κασία  της  δημιουργίας  του  τοιχογραφικού  διακόσμου  ενός  ναού,  δεν  προηγού‐

νταν  μια  σχεδιαστική  προσέγγιση  του  εικονογραφικού  προγράμματος.  Λαμβά‐

νοντας  υπόψη  την  μεγάλη  ποικιλία  διαφορετικών  διατάξεων  που  εφαρμόστη‐

                                                      
387 O. Demus, Byzantine Mosaic Decoration, London and Henley 1948, 19733, 16 κ.εξ. Τα παραδείγµατα στα οποία
αναφέρεται η έρευνά του, παρά την τάση γενίκευσης του κειµένου, αφορούσαν λίγα εξέχοντα µνηµεία µε ψηφιδωτό διάκο-
σµο. Για το λόγο αυτό, η προσέγγισή του ήταν εύστοχη ως προς τα στα βασικά στοιχεία, αλλά σίγουρα όχι ασφαλής για την
εξαγωγή γενικών συµπερασµάτων. Ιδιαίτερα η άποψη ότι ένα ιδεατό-κλασικό σχήµα του εικονογραφικού προγράµµατος είτε
επιβλήθηκε είτε υιοθετήθηκε ως γενικός κανόνας, γνωρίζοντας απλά περιορισµένες προσαρµογές µε την πάροδο των αιώ-
νων, ισχύει µόνο ως προς την γενική διάρθρωση του προγράµµατος.

388 Χαρακτηριστικά παραδείγµατα µεγάλου αριθµού ζωνών, εξαιρουµένου του τρούλου, µε ανεξάρτητους εικονο-
γραφικούς κύκλους είναι ο ναός του αγίου Γεωργίου στο Staro Nagoričino (έξι ζώνες), βλ. B. Todić, Staro Nagoričino, Beo-
grad 1993, εικ. 60, το καθολικό της µονής Dečani (πέντε ζώνες), βλ. V. Djurić (ed.), Mural painting of Monastery of Dečani,
Material and Studies, Beograd 1995, 17-62, σχ. Ι-Χ (Disposition of the Frescoes and Inscriptions) και ο Άγιος Νικόλαος στην
Curtéa de Argeş (πέντε ζώνες), βλ. O. Tafrali, Monuments byzantins de Curtea de Arges, Paris 1931, pl. IX, X.

180 
0Τρόποι διαχωρισμού εικονογραφικών ενοτήτων 

καν,  είναι  εύλογο  να  υποθέσουμε  ότι  η  σχεδιαστική  διαπραγμάτευση  ενός  δια‐

κόσμου ήταν απαραίτητη, όχι μόνο στα μεγαλύτερα και υψηλότερων προθέσεων 

μνημεία, αλλά και στα μικρότερα. 

Οι στάθμες, που προσδιορίζουν τη δημιουργία των κύριων ζωνών, σχετί‐

ζονται άμεσα με την αρχιτεκτονική του ναού, ανεξάρτητα από τον τύπο. Η κα‐

θιερωμένη αρχή της οριζόντιας διάταξής τους, προκύπτει σε μεγάλο βαθμό από 

την  ταύτιση  των  κύριων  οριζόντιων  διαχωριστικών  ταινιών  με  τις  αντίστοιχες 

οικοδομικές στάθμες.  Η προσαρμογή αυτή εξυπηρετούσε και την  συμβολική  ιε‐

ράρχηση των επιμέρους τμημάτων του ναού, με την οποία εναρμονίζονταν η ε‐

ντοίχια  ζωγραφική389.  Τα  ιδιάζοντα  και  προβεβλημένα  μορφολογικά  στοιχεία 

(τρούλοι, καμάρες, τεταρτοσφαίριο και γενικότερα η αψίδα του Ιερού) απέκτησαν 

συγκεκριμένη  συμβολική  φόρτιση  και,  κατά  συνέπεια,  σταθερά  εικονογραφικά 

θέματα. Στην ανωδομή προβάλλονταν, όπως είναι αναμενόμενο, οι σημαντικό‐

τερες  παραστάσεις  του  εικονογραφικού  προγράμματος 390.  Η  ταύτιση  του  ουρά‐

νιου  χώρου  με  τον  τρούλο,  αλλά  και  τις  επιφάνειες  των  θόλων,  μεταφέρονταν 

από τους πιο σύνθετους τυπολογικά ναούς στους απλούστερους. Ο ισχυρός συμ‐

βολισμός  του  τρούλου  που  παγιώθηκε  εξ  αρχής  με  την  απεικόνιση  του  Παντο‐

κράτορα,  μεταβιβάζεται  στο  κεντρικό  τμήμα  της  καμάρας  πολλών  μονόχωρων 

καμαροσκεπών, ενώ, ελλείψει θολοδομίας περιορίζεται αναγκαστικά στις αετω‐

ματικές επιφάνειες των ξυλόστεγων391.  

                                                      
389 Για το συµβολισµό στην αρχιτεκτονική σε σχέση µε τα εικονογραφικά προγράµµατα βλ. S. Dufrenne, Les pro-
grammes iconographiques des églises byzantines de Mistra, Paris 1970, 62-65.

390Για το συµβολισµό του ναού βλ. Γ. Προκοπίου, Ο κοσµολογικός συµβολισµός στην αρχιτεκτονική του βυζαντινού
ναού, Αθήναι 19802. Ειδικότερα για το συµβολισµό του τρούλου βλ. σ. 113-133 και 215-216. Τ. Παπαµαστοράκης, Ο διάκο-
σµος του τρούλου των ναών της Παλαιολόγειας περιόδου στη Βαλκανική χερσόνησο και την Κύπρο, Αθήναι 2001.

391 Πρέπει ωστόσο να σηµειωθεί ότι ο συµβολισµός δεν προσέλαβε απόλυτο και καταναγκαστικό χαρακτήρα, µε
την έννοια ότι το εύρος των επιλογών, αλλά και η τάση για δηµιουργία νέων συνθέσεων και διατάξεων, οδηγούσε ενίοτε σε
προτάσεις ρηξικέλευθες που δεν πειθαρχούσαν στις καθιερωµένες πρακτικές. Παραδείγµατα τέτοιων ασυνήθιστων λύσεων
αναφέρουµε την τοποθέτηση χριστολογικών σκηνών στα σφαιρικά τρίγωνα του τρούλου της Αγίας Σοφίας Τραπεζούντος,
την αριστερόστροφη διάταξη του χριστολογικού κύκλου στη Ζωοδόχο Πηγή στο Σάµαρι Μεσσηνίας και την σταυρική διάταξη
του ίδιου κύκλου στην Περίβλεπτο Αχρίδας. Κατά τη µεταβυζαντινή περίοδο επισηµαίνονται ανάλογες λύσεις, όπως η ανά-
πτυξη του θεοµητορικού κύκλου στο τύµπανο του τρούλου από το συνεργείο των αδελφών Μόσχων τον 17ο αιώνα (καθολικά
Μονής Ζερµπίτσης και Αγίων Τεσσαράκοντα Λακωνίας).

181 
0Τρόποι διαχωρισμού εικονογραφικών ενοτήτων 

Σε όλους τους ναοδομικούς τύπους η δυνατότητα να αναπτυχθούν οριζό‐

ντια  επάλληλες  ζώνες  ήταν  αυτονόητη.  Στους  απλούς  δρομικούς  ναούς,  ξυ‐

λόστεγους  και  καμαροσκεπείς,  η  οριζόντια  διάταξη  των  ζωνών  πραγματοποιεί‐

ται  με  μεγάλη  άνεση  στις  αδιατάρακτες  συνεχείς  επιφάνειες.  Ειδικότερα  στους 

κ α μ α ρ ο σ κ ε π ε ί ς   μία  ταινία  στη  στάθμη  γένεσης  της  καμάρας,  ορίζει  με  σα‐

φήνεια τις επιφάνειες του ημικύλινδρου και των τυμπάνων, ως κύριο χώρο ανά‐

πτυξης του βασικού χριστολογικού κύκλου392. Σε κάποιες περιπτώσεις, κατά μή‐

κος του κεντρικού τμήματος της καμάρας, αναπτύσσονταν ανεξάρτητη ζώνη με 

περιεχόμενο που προσιδιάζει στον ουράνιο χώρο (τριαδικό σχήμα, προφήτες, άγ‐

γελοι). Στους απλούς μ ο ν ό χ ω ρ ο υ ς   ξ υ λ ό σ τ ε γ ο υ ς   ναούς, η υπεροχή του χρι‐

στολογικού κύκλου δηλώνεται με την ένταξή του στην ανώτερη ζώνη των επίπε‐

δων  περιμετρικών  τοίχων,  ενώ  κατ΄  αναλογία  προς  τα  τύμπανα  των  καμαρών 

των  θολοσκεπών  ναών  ιδιάζουσα  σημασία  απέκτησαν  οι  αετωματικές  επιφά‐

νειες.  

Στους  σ τ α υ ρ ο ε ι δ ε ί ς   ε γ γ ε γ ρ α μ μ έ ν ο υ ς   ναούς,  αν  και  τα  πράγματα 

μοιάζουν περισσότερο σύνθετα, οι βασικές αρχές που ακολουθούνται στην πρά‐

ξη,  δεν  διαφέρουν  από  εκείνες  των  απλών  καμαροσκεπών  ναών.  Η  ομοιότητα 

είναι  προφανής,  με  εξαίρεση  το  εικονογραφικό  πρόγραμμα  του  τρούλου,  το  ο‐

ποίο άλλωστε σπάνια σχετίζεται οργανικά με την διάταξη του υπόλοιπου τοιχο‐

γραφικού  διακόσμου.  Ο  τρούλος  άλλωστε,  ως  μορφολογικό  στοιχείο  που  προ‐

βάλλεται  σχεδόν  αυτόνομα  στο  χώρο,  διεκδικεί  εκ  των  πραγμάτων  ιδιάζοντα 

συμβολικό  χαρακτήρα,  που  υλοποιείται  με  αυτοτελές  εικονογραφικό  πρόγραμ‐

μα. Στον υπόλοιπο ναό, η κύρια διαχωριστική στάθμη του εικονογραφικού προ‐

γράμματος  ταυτίζεται,  όπως  ακριβώς  και  στους  απλούς  καμαροσκεπείς  ναούς, 

με την γένεση των καμαρών των τεσσάρων σκελών. Η κύρια αυτή στάθμη τονί‐

                                                      
392 Η στάθµη αυτή από πλευράς οικοδοµικής τεχνικής αποτελεί το όριο ανάµεσα στους φέροντα κάθετα στοιχεία και
την θολοδοµία. Καθώς οι βυζαντινοί ναοί σπάνια θεµελιώνονταν σε επίπεδη κρηπίδα, η οριζοντίωση του κτηρίου πραγµατο-
ποιούνταν στο κρίσιµο επίπεδο της στάθµης αυτής προκειµένου να διασφαλιστεί η σωστή κατασκευή των καµαρών, των
θόλων και των σταυροθολίων. Στη στάθµη αυτή µάλιστα εφαρµόζονταν η κύρια εφελκυστική ζώνη της περιµετρικής τοιχο-
ποιίας.

182 
0Τρόποι διαχωρισμού εικονογραφικών ενοτήτων 

ζεται συχνά με έξεργο κοσμήτη393, που δεν θα μπορούσε εκ των πραγμάτων να 

αγνοηθεί κατά την τοιχογράφηση, παρά μόνο εάν απολαξεύονταν. Ο κοσμήτης 

αυτός αντιστοιχεί πάντοτε σε μια κύρια οικοδομική στάθμη, ενώ ταυτόχρονα ο‐

ρίζει την καθ΄ ύψος διάκριση του εικονογραφικού προγράμματος σε βασικά επί‐

πεδα394.  

Η ίδιες αρχές ισχύουν και για τους ναούς του λεγόμενου ο κ τ α γ ω ν ι κ ο ύ  

τ ύ π ο υ .  Στην  περίπτωση  αυτή,  παραστάσεις  του  χριστολογικού  κύκλου  εντάσ‐

σονται, εκτός από τις ημικυλινδρικές καμάρες, και στα τέσσερα ημιχώνια, λόγω 

της εξαιρετικής προβολής τους στον κεντρικό χώρο. Ο χριστολογικός κύκλος δεν 

μπορούσε εκ των πραγμάτων να έχει στις καμάρες των ναών αυτών την συνοχή 

που διασφάλιζε ο σταυροειδής εγγεγραμμένος. Πάντως, το βασικό αυτό μειονέ‐

κτημα αίρονταν στους οκταγωνικούς νησιωτικού τύπου, παρά τον συνεπτυγμένο 

τους χαρακτήρα και ο βασικός χριστολογικός κύκλος ανακτούσε την συνοχή του 

καθώς αναπτύσσονταν με συνεχή διάταξη στον κεντρικό χώρο395. 

Συμπερασματικά  μπορούμε  να  πούμε  ότι,  τόσο  στους  απλούς  καμαρο‐

σκεπείς όσο και στους σταυροειδείς εγγεγραμμένους ναούς, η διάκριση ανάμεσα 

στις επίπεδες κάθετες  επιφάνειες των τοίχων και τις ημικυλινδρικές των καμα‐

ρών, αντικατοπτρίζεται με σαφήνεια στη διάκριση των ζωνών του εικονογραφι‐

κού προγράμματος.  

Ο  σ τ α υ ρ ε π ί σ τ ε γ ο ς   τύπος  κατασκευαστικά  και  μορφολογικά  βρίσκε‐

ται ανάμεσα στους καμαροσκεπείς και του σταυροειδείς εγγεγραμμένους ναούς. 

Η βασική τριμερής κατά μήκος διάταξη των ναών του τύπου, προκύπτει από την 

παρεμβολή  μιας  υπερυψωμένης  εγκάρσιας  καμάρας  στο  μέσον  ενός  δρομικού 


                                                      
393 Εκτός από την καθαρά αισθητική τους λειτουργία, οι κοσµήτες φαίνεται ότι εξυπηρετούσαν τη στήριξη των ξυλο-
τύπων της θολοδοµίας προκειµένου να εξοικονοµείται ξυλεία κατά την διαδικασία της οικοδόµησης.

394 Από τους ναούς του καταλόγου, κοσµήτες εµφανίζονται µόνο σε τρεις περιπτώσεις, όλες στην Κρήτη, τον Αρ-
χάγγελο Αρκαλοχωρίου (Κ45), την Παναγία Ευαγγελισµού (Κ48) και την Παναγία Βουλισµένης (Κ49). Οι τρεις ναοί συνδέο-
νται µεταξύ τους στενά, καθώς χρονολογούνται στο πρώτο µισό του 14ου αιώνα και µοιράζονται κοινά τυπολογικά και κατα-
σκευαστικά στοιχεία. Σε κάποιες περιπτώσεις µικρότερων µνηµείων, η σηµασία της στάθµης αυτής σηµαίνεται µε φαρδιά
διακοσµητική ταινία που µιµείται έξεργο κοσµήτη, όπως συµβαίνει, για να περιοριστούµε στο µοναδικό παράδειγµα ναού του
καταλόγου, στην Υπαπαντή Μετεώρων (Κ5).

395 Βλ. Ν. Μουρίκη, Τα ψηφιδωτά της Νέας Μονής Χίου, Αθήνα 1985.

183 
0Τρόποι διαχωρισμού εικονογραφικών ενοτήτων 

καμαροσκεπούς κλίτους. Εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις396, ανεξάρτητα από το 

πλάτος της εγκάρσιας καμάρας, το ανατολικό και δυτικό τμήμα της κατά μήκος 

καμάρας  προκύπτουν  ίσα.  Στην  πλειονότητα  των  ναών,  οι  αποκλίσεις  από  τον 

κανόνα αυτό είναι αμελητέες και, όποτε εμφανίζονται, αποβαίνουν κατά κανό‐

να εις βάρος του ανατολικού σκέλους397. Το πλάτος της κατά μήκος κεραίας συ‐

νήθως τείνει να υπερβεί το διπλάσιο του πλάτους της εγκάρσιας.  

Στην  ανωδομή  όμως,  η  ιδιόρρυθμη  διάταξη  των  δύο  διασταυρούμενων 

καμαρών εισήγαγε νέα δεδομένα σε σχέση με την συμβολική ιεράρχηση των κύ‐

ριων στοιχείων του ναού, με άμεσες συνέπειες στην διάταξη του τοιχογραφικού 

διακόσμου. Η καινοτομία που χαρακτηρίζει τον τύπο εστιάζεται στο γεγονός ότι 

χρησιμοποιούνται ισοδύναμα μορφολογικά στοιχεία (καμάρες), ισότιμα ως προς 

τη διάταξή τους (κεραίες σταυρού), αλλά σε διαφορετική στάθμη. Το στοιχείο αυ‐

τό, με βάση τα δεδομένα της καθ’ ύψος ιεράρχησης των επιμέρους τμημάτων του 

ναού, προσδίδει συμβολική υπεροχή στην εγκάρσια κεραία έναντι της κατά μή‐

κος. Αυτό το βασικό πρόβλημα έπρεπε να επιλυθεί και κατά τον σχεδιασμό εικο‐

νογραφικού  προγράμματος.  Όπως  αποδεικνύεται  και  από  την  ποικιλία  των  λύ‐

σεων  που  επιχειρήθηκαν,  καμία  επίλυση  δεν  ήταν  θεωρήθηκε  αυτονόητη  και 

επομένως  γενικά  αποδεκτή,  καθώς  δεν  υπήρχε  ανάλογη  εμπειρία  από  τα  εικο‐

νογραφικά προγράμματα των άλλων ναοδομικών τύπων.  

Είναι  κατ΄  αρχήν  βέβαιο  ότι,  για  το  διάστημα  των  εκατόν  πενήντα  ετών 

από την εμφάνιση του πρώτου χρονολογημένου εικονογραφικού προγράμματος 

σε σταυρεπίστεγο ναό (1244, Αγία Τριάδα Κρανιδίου), δεν επιχειρήθηκε ο άμεσος 

συσχετισμός της εγκάρσιας καμάρας με το εικονογραφικό πρόγραμμα που είχε 

                                                      
396 Πρόκειται για τους ναούς των Αρχαγγέλων στο Αρκαλοχώρι (Κ45), των αγίων Ιωάννου και Νικολάου στα Μα-
λευριάνικα (Κ30) και κυρίως του Ταξιάρχη στην Κωστάνιανη (Κ4), όπου το δυτικό σκέλος είναι διπλάσιο σε µήκος από το
ανατολικό.

397 Η διακριτική αυτή ενίσχυση της δυτικής καµάρας, σχετίζεται και µε το γεγονός ότι στην ανατολική καµάρα είχε
καθιερωθεί η τοποθέτηση µόνης της Ανάληψης, τη στιγµή που η δυτική δέχονταν δύο, τέσσερις ή και περισσότερες παρα-
στάσεις. Στη µόνη περίπτωση σταυρεπίστεγου ναού µε µία µοναδική παράσταση στον ηµικύλινδρο της δυτικής καµάρας, η
επιλογή της Πεντηκοστής, σε συνδυασµό µε τις παραστάσεις της ανατολικής και της εγκάρσιας καµάρας, εξυπηρετεί ένα
τριαδικό σχήµα (Άγιος Γεώργιος Godvije, K3).

184 
0Τρόποι διαχωρισμού εικονογραφικών ενοτήτων 

διαμορφωθεί στους τρούλους των σταυροειδών εγγεγραμμένων398. Ακόμη και για 

τις δύο περιπτώσεις που η Ανάληψη τοποθετείται στην εγκάρσια καμάρα399, το να 

υποστηριχθεί άμεση επίδραση από τις επίσης λιγοστές περιπτώσεις απεικόνισης 

της ίδιας παράστασης  σε τρούλους400, είναι μάλλον αδόκιμο.  Συνειδητή ταύτιση 

του χώρου της εγκάρσιας καμάρας με εκείνον του τρούλου, μπορεί κανείς να α‐

νιχνεύσει  μόνο  στους  τρεις  ναούς  της  Αχρίδας  και  ιδιαίτερα  στον  Άγιο  Γεώργιο 

Godvije (βλ. K1, K2 και Κ3). Και τα τρία μνημεία χρονολογούνται στο τέλος του 

14ου αιώνα και κατά κάποιο τρόπο προαναγγέλλουν μία αλλαγή νοοτροπίας ως 

προς  τον  συμβολισμό  της  εγκάρσιας  καμάρας,  η  οποία  θα  επικρατήσει  στη  με‐

ταβυζαντινή περίοδο401. 

Η σχέση εγκάρσιας καμάρας ‐ τρούλου ενισχύεται φαινομενικά από  ένα 

μάλλον  δευτερεύον  στοιχείο  του  εικονογραφικού  προγράμματος.  Πρόκειται  για 

την  τοποθέτηση  των  Ευαγγελιστών  στους  κάθετους  τριγωνικούς  χώρους  που 

προκύπτουν από την αλληλοτομία των καμαρών, η οποία χωρίς αμφιβολία προ‐

κύπτει κατ΄ αναλογία της καθιερωμένης τοποθέτησής τους στα σφαιρικά τρίγω‐

να των σταυροειδών εγγεγραμμένων ναών. Ωστόσο, η απεικόνισή τους ως συγ‐

γραφέων που προέρχεται από τα εικονογραφημένα ευαγγέλια 402, δεν σχετίζεται 

με το υπερκείμενο εικονογραφικό πρόγραμμα του τρούλου, αλλά με τον χριστο‐

                                                      
398 Για µια ολοκληρωµένη εικόνα του εικονογραφικού προγράµµατος στους τρούλους της υστεροβυζαντινής περιό-
δου, βλ. Τ. Παπαµαστοράκης, Ο διάκοσµος του τρούλου των ναών της Παλαιολόγειας περιόδου στη Βαλκανική χερσόνησο
και την Κύπρο, Αθήναι 2001.

399 Η Ανάληψη υπάρχει στην εγκάρσια καµάρα του Ταξιάρχη Κωστάνιανης (Κ4), όπου τοποθετείται σε ανεξάρτητο
διάχωρο στο κέντρο της καµάρας.

400 Ο Παπαµαστοράκης στον κατάλογό του, που περιλαµβάνει 83 µνηµεία από το 1261 έως το 1453, εντοπίζει τέσ-
σερις µόνο ναούς µε την παράσταση της Ανάληψης στον τρούλο, όλους χρονολογούµενους στον 14ο αιώνα: Τον Άγιο Μάµα
στους Εξήδες Καρπάθου, στο ναό της Ανάληψης στη Ziča, στον Άγιο ∆ηµήτριο του Peć και στην Παναγία (Σωτήρας) Θεσσα-
λονίκη. Βλ. Παπαµαστοράκης, ό.π., 259.

401 Στις µεταβυζαντινές τοιχογραφήσεις σταυρεπίστεγων ναών επικρατεί είτε κυκλικό µετάλλιο µε τον Παντοκράτορα
πλαισιούµενο από αγγέλους σε οµόκεντρη κυκλική ζώνη, είτε µε το θέµα των Αίνων. Βλ. ενδεικτικά Α. Τούρτα, Οι ναοί του
Αγίου Νικολάου και του Αγίου Μηνά στο Μονοδένδρι. Προσέγγιση στο έργο των ζωγράφων από το Λινοτόπι, Αθήνα 1991,
50-57. ∆. Τριανταφυλλόπουλου, Εκκλησιαστικά µνηµεία στην Κλειδωνιά Κονίτσης, Ιωάννινα 1975, 23 και εικ. 23. Küpper Der
Bautypus der Griechischen Dachtranseptkirche, ΙΙ, Amsterdam 1990, 152, εικ. 64-65.

402 Βλ. A. M. Friend, Jr., The Portraits of the Evangelists in Greek and Latin Menuscripts, Art Studies 5 (1927), 137.

185 
0Τρόποι διαχωρισμού εικονογραφικών ενοτήτων 

λογικό κύκλο, υπογραμμίζοντας το ιστορικό ‐ βιβλικό περιεχόμενό του. Άλλωστε 

τα  σφαιρικά  τρίγωνα  ‐  λοφία  των  σταυροειδών  εγγεγραμμένων  ναών  προκύ‐

πτουν  από  την  διασταύρωση  των  ισοϋψών  καμαρών  στις  οποίες  εξελίσσεται  ο 

χριστολογικός  κύκλος.  Επομένως  οι  Ευαγγελιστές  αποτελούν  εικονογραφικό 

στοιχείο του χριστολογικού κύκλου και όχι μέρος του εικονογραφικού προγράμ‐

ματος  του  τρούλου.  Με  την  ίδια  έννοια  η  θέση  των  Ευαγγελιστών  στο  εικονο‐

γραφικό  πρόγραμμα  των  σταυρεπίστεγων  ναών  εναρμονίζεται  πλήρως  με  τον 

ενιαίο χριστολογικό κύκλο που στην πλειοψηφία των μνημείων εξελίσσεται και 

στις δύο διασταυρούμενες καμάρες403 (σχέδιο 78).  

Το βασικό στοιχείο που μεταφέρεται από τους σταυροειδείς εγγεγραμμέ‐

νους  και τους  καμαροσκεπείς ναούς στην πλειοψηφία  των σταυρεπίστεγων να‐

ών,  είναι  η  αντίληψη  ότι  όλες  οι  επιφάνειες  πάνω  από  τη  στάθμη  γένεσης  των 

καμαρών,  προορίζονται  για  τις  παραστάσεις  του  κύριου  χριστολογικού  κύκλου. 

Στους κάθετους τοίχους των μικρών ναών, κάτω από το όριο αυτής της στάθμης, 

αναπτύσσονταν σχεδόν αποκλειστικά η ζώνη των μεμονωμένων αγίων 404. Αντί‐

θετα με ό,τι συμβαίνει σε όλους τους υπόλοιπους τύπους, η εφαρμογή της παρα‐

πάνω αρχής δεν μπορεί να γίνει απρόσκοπτα στους σταυρεπίστεγους, λόγω της 

διαφοράς στάθμης των δύο καμαρών. Στην περίπτωση αυτή, η γένεση των κατά 

μήκος καμαρών, επιλέγεται ως κύρια στάθμη διάκρισης ανάμεσα στις κατώτερες 

ζώνες  των  μεμονωμένων  μορφών  και  τον  χώρο  όπου  αναπτύσσονται  οι  κύριοι 

                                                      
403 Η άποψη του Ν. Γκιολέ ότι «άµεσα συνδεδεµένο µε το εικονογραφικό πρόγραµµα του τρούλου είναι αυτό των
σφαιρικών τριγώνων, τα οποία είναι φυσικές προεκτάσεις του χώρου αυτού και συµπληρώνουν το θεολογικό του περιεχόµε-
νο» είναι πειστική µόνο για τις περιπτώσεις που απεικονίζονται χερουβείµ. Η απεικόνιση των Ευαγγελιστών όµως στις ίδιες
θέσεις δεν σχετίζεται µε τον τρούλο, αλλά, όπως σωστά επισηµαίνει ο ίδιος «µε την αφηγηµατική τάση στο εικονογραφικό
πρόγραµµα των ναών της εποχής» και κατά συνέπεια τον χριστολογικό κύκλο. Βλ. Ν. Γκιολές, Η Ανάληψις του Χριστού βά-
σει των µνηµείων της Α’ χιλιετηρίδος, Αθήναι 1981, 187, 196. Υπό την έννοια αυτή οι απεικονίσεις των Ευαγγελιστών σωστά
δεν συµπεριλαµβάνονται στο εικονογραφικό πρόγραµµα του τρούλου στη διδ. διατριβή του Τ. Παπαµαστοράκη, Ο διάκο-
σµος του τρούλου των ναών της Παλαιολόγειας περιόδου στη Βαλκανική χερσόνησο και την Κύπρο, Αθήναι 2001.

404 Εξαίρεση αποτελούν οι µικροί, αλλά µε ασυνήθιστα τονισµένο τον κάθετο άξονα, ναοί της Αχρίδας. Λόγω του
αυξηµένου ύψους των κάθετων τοίχων, αναπτύσσεται είτε πρόσθετη ζώνη µε κύκλο των Παθών (Άγιοι Κωνσταντίνος και
Ελένη Κ1 και Παναγία Bolničkα Κ2), είτε µε παραστάσεις του ενιαίου χριστολογικού κύκλου (Άγιος Γεώργιος Godvije K3).

186 
0Τρόποι διαχωρισμού εικονογραφικών ενοτήτων 

κύκλοι  του  εικονογραφικού  προγράμματος405.  Με  βάση  αυτό  το  όριο,  το  εικονο‐

γραφικό πρόγραμμα στο χώρο της ανωδομής, συμπεριλαμβανομένης και της ε‐

γκάρσιας καμάρας, αποκτά αρχικά μία ενότητα. Το κύριο πρόβλημα εστιάζεται 

στο γεγονός ότι, όταν παραστάσεις του κύριου χριστολογικού κύκλου αναπτύσ‐

σονται και στις δύο κεραίες, η διαφορά στάθμης μεταξύ τους επιφέρει μια εσω‐

τερική διάκριση στο περιεχόμενο του ίδιου κύκλου.  

Σύμφωνα με τα παραπάνω, ο σχεδιασμός των εικονογραφικών προγραμ‐

μάτων των σταυρεπίστεγων ναών είχε να αντιμετωπίσει ένα πρόβλημα που δεν 

υφίστατο  στους  υπόλοιπους  τύπους.  Έπρεπε,  δηλαδή,  να  επινοηθούν  διατάξεις 

οι  οποίες  να  δικαιολογούν  και  να  αξιοποιούν  ταυτόχρονα  τη  διαφορά  στάθμης 

ανάμεσα στην εγκάρσια καμάρα και τις κατά μήκος, χωρίς να διαταράσσεται η 

εσωτερική ενότητα του προγράμματος.  

Το  πρόβλημα  που  περιγράψαμε  παρακάμπτεται  σε  επτά  περιπτώσεις, 

όπου το περιεχόμενο της εγκάρσιας καμάρας αυτονομείται θεματικά 406. Σε όλες 

τις  υπόλοιπες  επινοήθηκαν  διάφορες  διατάξεις,  τις  οποίες  εξετάζουμε  στο  Κε‐

φάλαιο ΙΙΙ της παρούσας εργασίας. 

                                                      
405 Σε τρεις περιπτώσεις ο κανόνας παραβιάζεται για λόγους που αναλύονται στα οικεία λήµµατα (Ελκόµενος στην
Αγία Παρασκευή Γερακίου Κ39 και στον Άγιο ∆ηµήτριο Κροκεών Κ37, και η Μεταµόρφωση στον Άγιο Γεώργιο Godvije (Κ3).

406Άγιοι Κωνσταντίνος και Ελένη Αχρίδας (Κ1), Παναγία Bolničkα Αχρίδας (Κ2), Άγιος Γεώργιος Godvije (Κ3), Άγιος
Ιωάννης Γαλατά (Κ6), Άγιος Νικόλαος Κλένιας (Κ21), Άγιος Νικόλαος Μ. Καστάνιας (Κ32), Άγιος Νικόλαος Μουρίου (Κ42).

187 
0Τρόποι διαχωρισμού εικονογραφικών ενοτήτων 

Β. ΖΩΝΕΣ ΚΑΙ ΕΠΙΠΕΔΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ  

Η  τοιχογράφηση  ενός  ναού  ενός  ακολουθούσε  αντίστροφη  πορεία  από 

εκείνην  της  οικοδόμησής  του.  Το  οικοδομικό  συνεργείο  ξεκινούσε  την  εργασία 

του από το έδαφος και έστηνε σταδιακά τα απαραίτητα ικριώματα, καθώς προ‐

χωρούσε καθ’ ύψος η κατασκευή. Μάρτυρες των επιπέδων εργασίας παρέμεναν 

οι  υποδοχές  των  ικριωμάτων,  οι  οποίες  σφραγίζονταν  εξωτερικά  με  διάφορους 

τρόπους ώστε να χρησιμοποιηθούν στο μέλλον σε ενδεχόμενη επισκευή407. 

Η  εργασία  του  ζωγράφου  ξεκινούσε  από  τα  ψηλότερα  σημεία  του  ναού, 

όπου η ύπαρξη ικριωμάτων ήταν απαραίτητη, και κατέληγε στην κατώτερη ζώ‐

νη,  όπου  ολοκληρώνονταν  με  στάση  επί  του  δαπέδου.  Η  ανάγκη  κατασκευής  ι‐

κριώματος ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για την έναρξη της όλης διαδικασίας. 

Η  δυνατότητα  να  αξιοποιηθούν  οι  διαμπερείς  υποδοχές  ικριωμάτων,  οι  οποίες 

είχαν χρησιμοποιηθεί για την ανοικοδόμηση του ναού408, ευνοούσε την σύμπτω‐

ση  με  τα  επίπεδα  εργασίας  των  οικοδόμων  και  εξυπηρετούσε  την  σύμφωνη  με 

την ανθρώπινη κλίμακα εργασία των ζωγράφων409. Καθώς η τοιχογράφηση ολο‐

κληρώνονταν  σταδιακά,  τα  ικριώματα  σταδιακά  αφαιρούνταν  και  οι  υποδοχές 

που είχαν χρησιμοποιηθεί σφραγίζονταν.  

Εκτός  από  τις  υποδοχές  ικριωμάτων,  δυνατότητα  στήριξης  των  ικριωμά‐

των παρείχαν ορισμένα αρχιτεκτονικά στοιχεία του ναού, όπως κοσμήτες, ελκυ‐

στήρες και παράθυρα. Επίσης το καλλιτεχνικό συνεργείο μπορούσε να χρησιμο‐

ποιήσει και σκαλωσιές ‐ πύργους, που μετακινούνταν κατά την εξέλιξη της τοι‐

χογράφησης.  Στην  περίπτωση  αυτή,  η  σταθερότητα  του  μετακινούμενου  ικριώ‐

ματος μπορούσε να εξασφαλιστεί τοπικά και μέσω των υφιστάμενων υποδοχών. 

Σε  έναν  τυπικό  μικρό  ή  μεσαίου  μεγέθους  σταυρεπίστεγο  ναό,  οι  δυσκολίες  ως 
                                                      
407 Υποδοχές ικριωµάτων διακρίνονται εσωτερικά σε µνηµεία όπου έχει καταπέσει ο τοιχογραφικός διάκοσµος και
τα κονιάµατα, όπως για παράδειγµα στον ανώνυµο σταυρεπίστεγο ναό του Κάστρου Πηδήµατος στη Μεσσηνία, Γ. ∆ηµητρο-
κάλλης, Άγνωστοι Βυζαντινοί ναοί Ιεράς Μητροπόλεως Μεσσηνίας, τ. Β΄, Αθήναι 1988, εικ. 289 και 292.

408 R. Ousterhout, Master Builders of Byzantium, Princeton 1999, 185, εικ. 148.

409 Το ύψος των οικοδοµικών σταθµών κυµαίνονταν από 0,70 έως 1,20 µ., βλ. Γ. Βελένης, Ερµηνεία του κεραµο-
πλαστικού διακόσµου, Α΄ Κείµενο, Θεσσαλονίκη 1984, 15.

188 
0Τρόποι διαχωρισμού εικονογραφικών ενοτήτων 

προς την χρήση των ικριωμάτων δεν ήταν μεγάλες και οι απαιτήσεις σε ξυλεία 

για την κατασκευή του ικριώματος περιορισμένες.  

Συμπερασματικά  μπορούμε  να  πούμε  ότι  η  προσαρμογή  των  ζωνών  του 

τοιχογραφικού  διακόσμου  και  κατά  συνέπεια  της  κλίμακας  των  παραστάσεων 

προς  τα  επίπεδα  εργασίας,  διασφάλιζε  την  ενότητα  και  τον  συνεχή  τρόπο  δια‐

πραγμάτευσης  της  καλλιτεχνικής  εργασίας.  Η  αρχή  αυτή  εφαρμόζονταν  αβία‐

στα και συνδέονταν με την κοινή λογική ως προς τη χρήση των ικριωμάτων από 

τα οικοδομικά και ζωγραφικά εργαστήρια. 

189 
0Τρόποι διαχωρισμού εικονογραφικών ενοτήτων 

Γ. ΧΡΗΣΗ ΚΑΝΑΒΟΥ ΚΑΙ ΤΑΙΝΙΩΝ  

Εκτός  από  τις  κύριες  οριζόντιες  ζώνες  που,  όπως  επισημάναμε,  συμπί‐

πτουν  με  τις  στάθμες  γένεσης  των  καμαρών,  τα  κύρια  αρχιτεκτονικά  στοιχεία 

του  ναού  προσδιορίζουν  αποφασιστικά  τη  θέση  και  των  υπόλοιπων  οριζόντιων 

και  κάθετων  ταινιών.  Έτσι  η συνομιλία  αρχιτεκτονικής  και  γραπτού  διακόσμου 

ξεκινά ήδη από τον σχηματισμό του κανάβου, για να επεκταθεί με την σύνθεση 

και το περιεχόμενο των παραστάσεων τόσο σε αισθητικό όσο και σε θεολογικό – 

συμβολικό επίπεδο.  

Η  στάθμη  πολλών  οριζόντιων  ταινιών  προσδιορίζεται  από  το  ύψος  θυ‐

ρών,  παραθύρων,  τυφλών  αψιδωμάτων,  κοσμητών  και  εφελκυστικών  ζωνών. 

Στις καμάρες, διαχωριστική ταινία τρέχει κατά μήκος του κλειδιού, με εξαίρεση 

τις  περιπτώσεις  που  μία  παράσταση  καταλαμβάνει  εξολοκλήρου  τον  ημικύλιν‐

δρο. Όταν η ταινία αυτή εμφανίζεται ως φαρδιά διακοσμητική ζώνη, υπογραμμί‐

ζει τη συγκρότηση ζευγών ή και ενοτήτων και διευκολύνει διακριτικά την κυκλι‐

κή ανάγνωση της διήγησης. Η γένεση του τεταρτοσφαιρίου της αψίδας του Ιερού, 

συμπίπτει κατά κανόνα, με την οριζόντια ταινία που διαχωρίζει την Πλατυτέρα 

από τους ολόσωμους ιεράρχες.  

Την ίδια σχέση με τα επιμέρους αρχιτεκτονικά στοιχεία του ναού, παρα‐

τηρούμε και στις κάθετες και εγκάρσιες ταινίες, που διαιρούν τις ζώνες και σχη‐

ματίζουν τα γραπτά πλαίσια των παραστάσεων. Για παράδειγμα, η διαίρεση των 

επίπεδων  επιφανειών  των  τυμπάνων,  συμπίπτει  συνήθως  με  τον  κατακόρυφο 

άξονα,  αποβλέποντας  σε  μία  ισορροπημένη  και  συμμετρική  τοποθέτηση  των 

παραστάσεων. Σε ναούς της κατηγορίας Α1, κάθετες ταινίες που συμπίπτουν με 

τα όρια πλάτους της εγκάρσιας καμάρας, διαιρούν την κάτω ζώνη, δίνοντας έμ‐

φαση στις παραστάσεις που περικλείονται ανάμεσά τους (Μεταμόρφωση Πυργί‐

ου  Κ10,  Οδηγήτρια  στις  Σπηλιές  Κ15,  Άγιος  Νικόλαος  Αγόριανης  Κ33).  Κάποιες 

φορές κάθετες ταινίες προεκτείνουν τις παρειές θυρών, παραθύρων, αψίδων και 

αψιδωμάτων,  δημιουργώντας  διάχωρα  τα  οποία  αξιοποιούνται  για  την  τοποθέ‐

τηση επιγραφών ή μεμονωμένων μορφών.  

190 
0Τρόποι διαχωρισμού εικονογραφικών ενοτήτων 

Γενικευμένη είναι η αρχή της δημιουργίας, για κάθε παράσταση, ιδιαίτε‐

ρου γραπτού πλαισίου. Ζώνες με συνεχή εξέλιξη των κύκλων, δηλαδή χωρίς κά‐

θετες γραπτές διαχωριστικές ταινίες ανάμεσα στις παραστάσεις, δεν επισημάν‐

θηκαν σε κανένα μνημείο. Συγχώνευση δύο παραστάσεων μέσα σε κοινό πλαί‐

σιο,  προφανώς  για  εξοικονόμηση  χώρου,  έχουμε  σε  δύο  μεμονωμένες  περιπτώ‐

σεις, στους στενά μεταξύ τους σχετιζόμενους ναούς της Αχρίδας (Κ1 και Κ2)410.  

Με εξαίρεση τις περιπτώσεις που  μία μεμονωμένη παράσταση κυριαρχεί 

σε μία καμάρα, οι ημικυλινδρικοί θόλοι διαιρούνται ανάλογα με το μέγεθός τους 

και την κλίμακα των παραστάσεων σε δύο, τρία, τέσσερα, έξι ή οκτώ διάχωρα.  

Ανεξάρτητα από τον αριθμό των παραστάσεων, η διαίρεση γίνεται εκτός 

από  ελάχιστες  περιπτώσεις  συμμετρικά.  Μια  βασική  διαχωριστική  γραμμή  τρέ‐

χει  κατά  μήκος  του  κλειδιού,  ενώ  στη  συνέχεια  εγκάρσιες  ταινίες  διαιρούν  την 

καμάρα  σε  ισότιμα  διάχωρα.  Αυτό  δεν  σημαίνει  ότι  η  δημιουργία  ισότιμων  δια‐

χώρων  αποτελεί  απαραβίαστο  κανόνα.  Σε  ορισμένες  περιπτώσεις  προκειμένου 

να  τονιστεί  η  σημασία  μιας  παράστασης,  η  διαίρεση  δεν  είναι  κανονική,  δη‐

μιουργούνται  δηλαδή  μεγαλύτερα  διάχωρα  τα  οποία  τοποθετούνται  αξονικά. 

Έτσι, για παράδειγμα, σε ορισμένες περιπτώσεις η παράσταση της  Ανάληψης, η 

οποία κατά κανόνα καταλαμβάνει ολόκληρη την ανατολική καμάρα, όταν πρέ‐

πει να συνυπάρξει με άλλες παραστάσεις, υπερτερεί έναντι των υπολοίπων τόσο 

ως προς την τοποθέτηση όσο και ως προς το μέγεθος του διαχώρου  (Άγιοι Κων‐

σταντίνος και Ελένη K1, Παναγία Bolnička K2, Ταξιάρχης Κωστάνιανης K4, Κοί‐

μηση  Αμαρύνθου  K16,  Άγιο  Αθανάσιος  Λεονταρίου  Κ26,  Προφήτης  Ηλίας  Αμυ‐

κλών Κ34). Στις περιπτώσεις αυτές, επιδιώκεται η συμμετρική ως προς τον κατά 

μήκος  άξονα  διάταξη  (σχέδιο  79)411,  χωρίς  να  λείπουν  και  παραδείγματα  ασύμ‐

μετρης διάταξης στο πλαίσιο μιας καμάρας (σχέδιο 80). 

                                                      
410 Στο ναό των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης (Κ1) η ενοποίηση δύο παραστάσεων σε κοινό πλαίσιο αφορά τις
παραστάσεις της Κρίσης του Άννα και Καϊάφα και της Απόνιψης του Πιλάτου και στην Παναγία Bolničkα (Κ2) στην Άρνηση
του Πέτρου και την Κρίση του Άννα και Καϊάφα. Το γεγονός ότι οι συγχωνεύσεις αυτές γίνονται στο πλαίσιο του ίδιου κύκλου,
ενισχύει ακόµη περισσότερο την υπόθεση ότι στα δύο µνηµεία ενδεχοµένως εργάστηκαν οι ίδιοι καλλιτέχνες.

411 Εγκάρσια καµάρα Ταξιάρχη Κωστάνιανης (Κ4), ανατολική καµάρα Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης Αχρίδας
(Κ1), Παναγίας Bolničkα Αχρίδας (Κ2), Κοίµησης Αµαρύνθου (Κ16), Αγίου Αθανασίου Λεονταρίου (Κ26), Προφήτη Ηλία Α-

191 
0Τρόποι διαχωρισμού εικονογραφικών ενοτήτων 

Όσον αφορά το σύνολο του κανάβου του εικονογραφικού προγράμματος, 

συμμετρική  διάταξη  του  κανάβου  προσδιορίζεται  κυρίως  με  βάση  τον  κατά  μή‐

κος  άξονα  (σχέδιο  81)412.  Αντίθετα,  σε  καμία  περίπτωση  δεν  παρατηρείται  συμ‐

μετρική διάταξη του κανάβου μόνο ως προς τον εγκάρσιο άξονα.  

Συμμετρικός κάναβος και ως προς τους δύο άξονες παρατηρήθηκε σε δύο 

μόνο παραδείγματα. Πρόκειται για το καθολικό της μονής Υπαπαντής στα Με‐

τέωρα (Κ5) και την Αγία Παρασκευή Πλάτσας (Κ31), όπου έχουμε ισάριθμα διά‐

χωρα στην ίδια ακριβώς διάταξη (σχέδιο 82). Πρέπει, ωστόσο, να σημειωθεί ότι η 

ομοιότητα του κανάβου δεν σχετίζεται με το περιεχόμενο των παρατάσεων του 

ενιαίου χριστολογικού κύκλου, οι οποίες διατάσσονταιαι με εντελώς διαφορετικό 

τρόπο στους δύο ναούς.  

Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι, ανεξάρτητα από το αν ο αριθμός των πα‐

ραστάσεων είναι άρτιος ή περιττός, η κανονικότητα του κανάβου παραβιάζεται 

σε  κάποιες  περιπτώσεις  και  από  την  μη  τήρηση  αυστηρής  συνέχειας  των  κάθε‐

των γραπτών πλαισίων σε επάλληλες ζώνες, προκειμένου να εξοικονομηθεί χώ‐

ρος προς όφελος ευρύτερων παραστάσεων413. Ο ελαστικότητα των επιλογών αυ‐

τού του είδους διασκεδάζουν το στοιχείο της ακαμψίας που εισάγει ένα απόλυτα 

αυστηρό και συνεπές ως προς την γεωμετρία του πλέγμα.  

                                                                                                                                                        
µυκλών (Κ34), δυτική καµάρα, Παναγίας Ευαγγελισµού (Κ48). Ενδιαφέρον παρουσιάζει η συµµετρία µε µη κανονικό κάναβο
στη δυτική καµάρα του Αγίου Γεωργίου Σπανιάκου (Κ44).

412 Άγιος Κωνσταντίνος και Ελένη Αχρίδας (Κ1), Παναγία Bolnička Αχρίδας (Κ2), Άγιος Γεώργιος Godvije (K3),
Σωτήρας Αλεποχωρίου (Κ7), Μεταµόρφωση Πυργίου (Κ10), Αγία Θέκλα (Κ11), Άγιος ∆ηµήτριος Μακρυχωρίου (Κ13),
Κοίµηση Οξυλίθου (Κ14), Κοίµηση Αµαρύνθου (Κ17), Αγία Τριάδα Κρανιδίου (Κ24), Άγιος Νικόλαος Αγόριανης (Κ33),
Ταξιάρχης Γκοριτσάς (Κ35), Άγιος ∆ηµήτριος Κροκεών (Κ37), Άγιος Γεώργιος Σπανιάκου (Κ44), Αρχάγγελος
Αρκαλοχωρίου(Κ45).

413 Εγκάρσια καµάρα και δυτική καµάρα Αγίου Αθανασίου Λεονταρίου (Κ27), δυτική καµάρα Αρχάγγελου Αρκαλο-
χωρίου (Κ45). Στην εγκάρσια καµάρα του Αγίου Αθανασίου πάντως η ανισότητα των διαχώρων προσαρµόζεται στην συµµε-
τρική γενική οργάνωση (βλ. σχέδιο 39).

192 
 

ΘΕΜΑΤΙΚΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΙΚΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜ-


ΜΑΤΟΣ

Α. ΚΑΘΕΤΟΙ ΤΟΙΧΟΙ ΚΑΙ ΑΨΙΔΑ ΙΕΡΟΥ 

1. Κυρίως Ναός 

Όπως  αναλύσαμε  στο  προηγούμενο  κεφάλαιο,  το  εικονογραφικό  πρό‐

γραμμα του σταυρεπίστεγου ναού διαιρείται, με βάση την στάθμη γένεσης των 

κατά μήκος καμαρών, σε δύο κύρια επίπεδα ‐ ζώνες. Με κριτήριο τη βασική αυτή 

διαίρεση,  εξετάζουμε  πρώτα  το  κάτω  επίπεδο,  όπου  αναπτύσσεται  η  ζώνη  των 

μεμονωμένων ολόσωμων μορφών που περιθέει ολόκληρο το ναό. Σε κάποιες πε‐

ριπτώσεις, όταν υπάρχει επαρκές ύψος μέχρι τη στάθμη αυτή, αναπτύσσεται και 

μία δεύτερη ζώνη με στηθαίες μορφές, συνήθως σε μετάλλια414.  

Βέβαια  μεμονωμένες  μορφές,  σε  ορισμένους  ναούς,  απεικονίζονται  και 

στο  ανώτερο  επίπεδο  της  θολοδομίας  σε  ποικιλία  διατάξεων.  Σε  τρεις  περιπτώ‐

σεις,  ολόσωμες  μορφές  προφητών  παρεμβάλλονται  ανάμεσα  σε  παραστάσεις 

στην ανατολική ή δυτική καμάρα (Άγιος Γεώργιος Ανύδρων K42, Άγιος Γεώργιος 

Σπανιάκου K43, Παναγία Γερακίου Πεδιάδος K45). Ζώνες μεταλλίων με στηθαί‐

ες  μορφές  αναπτύσσονται  με  μια  γενική  διακοσμητική  και  συνθετική  διάθεση 

στις κατά μήκος καμάρες σε εγκάρσια διάταξη (Μεταμόρφωση Αμαρύνθου K17, 

Αρχάγγελος  Αρκαλοχωρίου  K44,  Παναγία  Βουλισμένης  K48),  ενώ  σε  δύο  περι‐

πτώσεις εμφανίζονται ζώνες μεμονωμένων μορφών και στην εγκάρσια καμάρα 

(Ταξιάρχης Κωστάνιανης K4 και Άγιος Δημήτριος Αυλωναρίου K12). Μεμονωμέ‐

νες  μορφές  εμφανίζονται  και  σε  τύμπανα,  κυρίως  όπου  η  ύπαρξη  μεγάλων  α‐

νοιγμάτων  περιορίζει  τη  δυνατότητα  ένταξης  παραστάσεων  στις  εκατέρωθεν 

επιφάνειες  (Προφήτης  Ηλίας  Αμυκλών  K34,  Άγιος  Αθανάσιος  Λεονταρίου  Κ26, 

                                                      
414 Υπαπαντή Μετεώρων (Κ5), Άγιος Ιωάννης Πρόδροµος Γαλατά (Κ6), Αγία Θέκλα (Κ11), Άγιος ∆ηµήτριος Αυλω-
ναρίου (Κ12), Οδηγήτρια στις Σπηλιές (Κ15), Αγία Τριάδα και Άγιος Ανδρέας Κρανιδίου (Κ24 και Κ25), Θεοφάνεια και Τα-
ξιάρχης Κάστρου Γερακίου (Κ40 και Κ41), Αγία Παρασκευή Χάρακα (Κ47).

193 
0Θεματικό περιεχόμενο εικονογραφικού προγράμματος 

μόνο στο βόρειο τύμπανο, Ταξιάρχης Κωστάνιανης Κ4). Στη εξαιρετικά περιορι‐

σμένη επιφάνεια των τυμπάνων της εγκάρσιας καμάρας του πολύ μικρού ναού 

του  Άη  Γιαννάκη  Κάμπου  Αβίας  (Κ29),  όπου  φυσικά  δεν  υπήρχαν  δυνατότητες 

να ενταχθούν παραστάσεις εικονίζονται ανά ένας στηθαίος άγγελος.  

Μοναδική  ανάμεσα  στους  ναούς  του  καταλόγου,  είναι  η  περίπτωση  του 

Αγίου  Νικολάου  Κλένιας  (Κ21),  όπου  μια  δεύτερη  ζώνη  ολόσωμων  αγίων  ανα‐

πτύσσεται  στα  τμήματα  του  βόρειου  και  νότιου  τοίχου  που  ορίζονται  από  το 

πλάτος της εγκάρσιας καμάρας. 

Η  επιλογή  των  αγίων  για  τη  συγκρότηση  της  ζώνης  των  μεμονωμένων 

μορφών εξαρτάται από πολλούς παράγοντες. Η ιδιαίτερη τιμή προς ορισμένους 

αγίους έχει ως αφετηρία στον τρόπο με τον οποίο μνημονεύονται στα λειτουργι‐

κά  κείμενα,  όπου  εμφανίζεται  μια  κωδικοποίηση  τους  κατά  ενότητες,  σε  κάθε 

μια από τις οποίες κυριαρχούν οι σημαντικότεροι εκπρόσωποι της. Έτσι για πα‐

ράδειγμα μνημονεύονται κατά σειρά οι Προφήτες, οι Απόστολοι, οι Ιεράρχες, οι 

Μάρτυρες,  οι  Ανάργυροι  κ.λ.π.  Οι  άγιοι  αυτοί  απέκτησαν  οικουμενική  αποδοχή 

κατά συνέπεια προνομιακή θέση στα εικονογραφικά προγράμματα. Βέβαια είναι 

πολύ  σημαντικό  θέμα  για  την  έρευνα  να  προσδιοριστεί  ο  τρόπος  με  τον  οποίο 

εξελίχθηκε  και  παγιώθηκε  η  επιλογή  των  συγκεκριμένων  αγίων,  ωστόσο  είναι 

σαφές  ότι  η  καθιέρωσή  τους  οφείλεται  και  στην  σταδιακή  αποκρυστάλλωση  ε‐

νιαίων  λειτουργικών  τύπων.  Σύμφωνα  με  τα  παραπάνω  η  εκτεταμένη  και  συ‐

στηματική απεικόνισή των αγίων αποτελεί μία ακόμη διάσταση του ευχαριστια‐

κού  χαρακτήρα  του  εικονογραφικού  προγράμματος.  Αυτή  η  προσέγγιση  εξηγεί 

επαρκώς  την  τάση  να  εκπροσωπούνται  πολλές  φορές  οι  περισσότερες  από  τις 

ομάδες  αυτές  ακόμη  και  σε  μικρούς  ναούς,  όπως  επίσης  και  την  παρουσία  των 

κτητόρων415.  Η  έκταση  των  μνημονευομένων  ονομάτων  στα  λειτουργικά  κείμε‐

να, πάντως, υπερκαλύπτει τις δυνατότητες απεικόνισης μεμονωμένων αγίων σε 

έναν μικρό ή μεσαίου μεγέθους ναό. Στις περιπτώσεις που προστίθενται και μά‐

λιστα  σε  ιδιαίτερα  τιμητικές  θέσεις  ολόσωμες  μορφές  πέραν  των  οικουμενικά 

                                                      
415 Η µνηµόνευση των κτητόρων στη θεία Λειτουργία γίνεται συναπτά µε την µνηµόνευση των Αγίων κατά κατηγο-
ρίες, στοιχείο που συνάδει µε την ένταξη των κτητορικών παραστάσεων στη ζώνη των ολόσωµων µορφών. Βλ. Π. Τρεµπέ-
λας, Α τρε ς Λειτουργίαι κατ το ς ν θ ναις Κώδικες, θ ναι 1935, 19822, 3, 118-119.

194 
0Θεματικό περιεχόμενο εικονογραφικού προγράμματος 

αποδεκτών αγίων, θα πρέπει να αναζητήσουμε ιδιαίτερους λόγους τοπικής ή και 

προσωπικής παραδόσεως.  

2. Ιερό Βήμα 

α. Μεμονωμένες μορφές 

Ο χώρος του ιερού Βήματος ορίζεται πάντοτε από το τέμπλο, το οποίο στη 

πλειοψηφία των ναών του καταλόγου είναι κτιστό 416. Ανεξάρτητα από τον τρόπο 

κατασκευής του, το ύψος του τέμπλου ταυτίζεται πάντοτε με τη στάθμη γένεσης 

των κατά μήκος καμαρών417. Στην επιλογή αυτή, αντικατοπτρίζεται η ενσυνείδη‐

τη πρόθεση να διαφυλαχθεί η ενότητα του χριστολογικού κύκλου που εξελίσσε‐

ται στο χώρο των καμαρών (δεύτερο επίπεδο) και να εξασφαλιστεί η δυνατότητα 

του  θεατή  που  βρίσκεται  στο  χώρο  του  κυρίως  ναού  να  έχει  απρόσκοπτη  θέα 

προς  τις  παραστάσεις  της  ανατολικής  καμάρας.  Τα  κτιστά  τέμπλα  δέχονταν  ε‐

ντοίχιο διάκοσμο που αντικαθιστούσε τις φορητές εικόνες, με τις καθιερωμένες 

απεικονίσεις  της  Θεοτόκου  βρεφοκρατούσας  στο  νότιο  τμήμα  και  του  Χριστού 

Παντοκράτορα  στο  βόρειο418.  Πολλές  φορές  οι  εικονιζόμενες  ολόσωμες  μορφές 

στο  βόρειο  και  στο  νότιο  τοίχο  συγκροτούσαν  οργανική  ενότητα  με  την  εικονο‐

γράφηση  του  τέμπλου.  Οι  μορφές  αυτές  εξαίρονταν  σε  σχέση  με  τις  υπόλοιπες 

ολόσωμες  μορφές  της  ζώνης  είτε  με  έξεργα  είτε  με  γραπτά  τοξωτά  πλαίσια  ‐ 

προσκυνητάρια419.  

                                                      
416 Για τα κτιστά τέµπλα γενικότερα βλ. Γ. ∆ηµητροκάλλης, Γεράκι, οι τοιχογραφίες των ναών του Κάστρου, Αθήναι
2001, 13, υποσηµ. 5.

417 Στον Άγιο ∆ηµήτριο Κροκεών (Κ37) και τον Άγιο Νικόλαο Ριτζιάνων Οξυλίθου το τέµπλο υπερυψώθηκε µέχρι την
καµάρα µεταγενέστερα για λόγους αντιστήριξης.

418 Απλά γραπτά ή αβαθή τοξωτά πλαίσια έδιναν τον χαρακτήρα φορητών εικόνων στις απεικονίσεις της Θεοτόκου,
του Χριστού και του Προδρόµου. Ενίοτε η τοιχογράφηση επεκτείνονταν και στην εσωτερική προς το Ιερό παρειά του όπως
διαπιστώνεται στον Άγιο Νικόλαο Κλένιας (Κ21) αλλά και στον Άγιο ∆ηµήτριο Κροκεών (Κ37).

419 Στην περίπτωση της Αγίας Παρασκευής Κάστρου Γερακίου (Κ39) και της Αγίας Τριάδας Σοφικού (Κ22) έχουµε
εντοίχια προσκυνητάρια στον βόρειο και νότιο αντίστοιχα τοίχο. Για τη θέση των τιµωµένων Αγίων βλ. αρχιµ. Σ. Κουκιάρη, Η
θέση του τιµωµένου Αγίου στο εικονογραφικό πρόγραµµα (Γενικές Αρχές), Κληρονοµία 22, τ. Α΄ και Β΄ (Ιούνιος-∆εκέµβριος
1990) 105-123.

195 
0Θεματικό περιεχόμενο εικονογραφικού προγράμματος 

Το  εικονογραφικό  πρόγραμμα  του  ιερού  Βήματος  έχει  απασχολήσει  την 

έρευνα  ως  μία  ανεξάρτητη  λειτουργικού  χαρακτήρα  ενότητα,  καθώς  το  τέμπλο 

ως  ισχυρό  διαχωριστικό  στοιχείο  εισάγει  μία  τομή  βάσει  της  οποίας  διαφορο‐

ποιείται  το  περιεχόμενο  του  εικονογραφικού  προγράμματος.  Η  διαφοροποίηση 

αυτή  χαρακτηρίζει  κυρίως  το  χαμηλότερο  επίπεδο  της  τοιχογράφησης  και  επη‐

ρεάζει,  κατά  συνέπεια,  την  κατώτερη  ζώνη  των  ολόσωμων  αγίων.  Οι  εντός  του 

ιερού Βήματος ολόσωμοι διάκονοι  και ιεράρχες αποτελούν μιαν επί μέρους ενό‐

τητα  λειτουργικού  χαρακτήρα  στο  πλαίσιο  μιας  ενιαίας  ζώνης  που  εκτείνεται 

περιμετρικά σε ολόκληρο τον ναό. Ωστόσο, λειτουργικό χαρακτήρα διατηρεί και 

η εκτός του Ιερού ενότητα των ολόσωμων μορφών, η οποία συγκροτείται συχνά 

από διακριτές ομάδες σύμφωνα με την ιδιότητά τους, μεταφέροντας στο εικονο‐

γραφικό  πρόγραμμα  τη  μνημόνευση  των  αγίων  κατά  τη  διάρκεια  της  θείας  Ευ‐

χαριστίας  (οσίων,  μαρτύρων,  στρατιωτικών,  γυναικών,  αναργύρων  κ.  ά.,  αλλά 

και κτητόρων). Η τάση για εκπροσώπηση συγκεκριμένων κατηγοριών αγίων αλ‐

λά και η διάταξή τους μέσα στο ναό αντανακλά τον τρόπο με τον οποίο μνημο‐

νεύονται στην θεία Ευχαριστία. Το γεγονός ότι η ζώνη των ολόσωμων μεμονω‐

μένων αγίων συνολικά υπηρετεί τον λειτουργικό ‐ εσχατολογικό χαρακτήρα του 

εικονογραφικού προγράμματος επιβεβαιώνεται και από τις όχι σπάνιες απεικο‐

νίσεις ιεραρχών στον χώρο του κυρίως Ναού420. 

β. Παραστάσεις εντός του ιερού Βήματος 

Η παρουσία της Θεοτόκου στo τεταρτοσφαίριο της αψίδας του Ιερού απο‐

τελεί  τον  κανόνα.  Επτά  είναι  οι  εξαιρέσεις  στις  οποίες,  αντί  της  Θεοτόκου,  στη 

θέση αυτή τοποθετείται ο Χριστός Παντοκράτωρ, είτε μεμονωμένα είτε ως τμήμα 

                                                      
420 Πέρα από την περίπτωση της αναµενόµενης τιµητικής προβολής των επωνύµων των ναών ιεραρχών εκτός του
Ιερού (Άγιος Αθανάσιος Λεονταρίου Κ26, Άγιος Νικόλαος Μ. Καστάνιας Κ32, Άγιος Νικόλαος Αγόριανης Κ33, Άγιος Νικόλα-
ος Μουρίου Κ42) σε αρκετές περιπτώσεις ιεράρχες εικονίζονται εκτός του Ιερού (Άγιοι Κωνσταντίνος και Ελένη Αχρίδας Κ1,
Παναγία Bolnička K2, Άγιος Γεώργιος Godvije Κ3, Ταξιάρχης Κωστάνιανης Κ4, Υπαπαντή Μετεώρων Κ5, Αγία Θέκλα Κ11.
Το αντίστροφο συµβαίνει στην περίπτωση του Αγίου Νικολάου Ριτζιάνων Ευβοίας όπου έχουµε απεικόνιση όχι µόνων των
Αναργύρων στον νότιο τοίχο του Ιερού, αλλά και της µητέρας τους Θεοδότης.

196 
0Θεματικό περιεχόμενο εικονογραφικού προγράμματος 

Δέησης.  Η  επιλογή  αυτή  έχει  ερμηνευθεί  ως  προσπάθεια  μεταφοράς  του  προ‐

γράμματος του τρουλαίου ναού στον σταυρεπίστεγο421.  

Στην περίπτωση του Σωτήρα Αλεποχωρίου  (Κ7) η παρουσία του Χριστού 

στην αψίδα αποδίδεται, μεταξύ άλλων, και στην αφιέρωση του ναού στον Σωτή‐

ρα  Χριστό  (Μεταμόρφωση)422,  άποψη  που  θα  μπορούσε  να  ενισχυθεί  μόνο  από 

ένα ακόμη παράδειγμα, την Δέηση στον ομώνυμο ναό του Γαλαξιδίου423. Ωστόσο, 

τέσσερα ακόμη παραδείγματα της παράστασης από σταυρεπίστεγους ναούς και 

πολλά  περισσότερα  από  άλλους  τύπους,  καταδεικνύουν  ότι  η  απεικόνιση  του 

Χριστού στην αψίδα δεν σχετίζεται με την επωνυμία του ναού (Αγία Θέκλα Κ11, 

Άγιος  Νικόλαος  Μουρίου  Κ42,  Άγιος  Γεώργιος  Ανύδρων  Κ43,  Αγία  Παρασκευή 

Χάρακα Κ47)424.  

Σε  τέσσερις  περιπτώσεις  εμφανίζεται  στον  βόρειο  τοίχο  του  Βήματος,  το 

πολύ διαδεδομένο στη θέση αυτή Όραμα του αγίου Πέτρου Αλεξανδρείας425 (Οδη‐

γήτρια στις Σπηλιές Κ15, καθολικό μ. Υπαπαντής Μετεώρων Κ5, Άγιοι Κωνστα‐

ντίνος  και  Ελένη  και  Παναγία  Bolnička  Αχρίδας  Κ1  και  Κ2).  Επίσης  αξίζει  να 

μνημονεύσουμε  και  την  απεικόνιση  της  Κοινωνίας  της  οσίας  Μαρίας  της  Αιγυ‐

                                                      
421 Ντ. Μουρίκη, Οι τοιχογραφίες του Σωτήρα στο Αλεποχώρι, Αθήνα 1978, 12, 15 και εικ. 12 και A. Koumoussi, Les
peintures murales de la Transfiguration de Pyrgi et de Saint-Thècle en Eubée, Αθήνα 1987, 157. Τόσο στον Σωτήρα Αλεπο-
χωρίου, όσο και στην Αγία Θέκλα ο Παντοκράτορας δορυφορείται από δύο αγγέλους. Παρά το εύλογο του επιχειρήµατος
πρέπει να επισηµανθεί ότι εφαρµόστηκε σε περιορισµένο αριθµό βυζαντινών σταυρεπίστεγων ναών (επτά σε ένα σύνολο
τριανταέξι περιπτώσεων που σώζεται ο διάκοσµος της αψίδας).

422 Μουρίκη, ό.π., 12.

423 Ο Π. Βοκοτόπουλος θεωρεί ότι η επιλογή σχετίζεται µε την µετάνοια του κτήτορα Μιχαήλ του Β΄. Βλ. Π. Βοκοτό-
πουλος, Παρατηρήσεις στον ναό του Σωτήρος κοντά στο Γαλαξείδι, ∆ΧΑΕ 17 (1993-4), 208.

424 Από οκτώ αντίστοιχα παραδείγµατα µεσοβυζαντινών ναών της Ελλάδας, κανένα δεν είναι αφιερωµένο στον
Χριστό, βλ. Μαντάς, ό.π., 104. Για την απεικόνιση της ∆έησης στο τεταρτοσφαίριο της αψίδας του Ιερού βλ. Βοκοτόπουλος,
ό.π., 207-208. Βλ. επίσης Koumoussi, ό.π., 161, Μ. Καζαµία-Τσέρνου, Ιστορώντας τη «∆έηση» στις βυζαντινές εκκλησίες της
Ελλάδος, Θεσσαλονίκη 2005, 56-92.

425 S. Dufrenne, L’enrichissement du programme iconographique dans les églises byzanines du XIIIe siècle, L’art by-
zantin du XIIIe siècle, Symposium de Sopoćani, Belgrade 1967, 39. Ειδικότερα για την εµφάνιση της παράστασης βλ. G. Mil-
let, La vision de Pierre de l’Alexandrie, Melanges Charles Diehl, II, Paris 1930, 107.

197 
0Θεματικό περιεχόμενο εικονογραφικού προγράμματος 

πτίας  από  τον  αββά  Ζωσιμά  σε  τυφλό  αψίδωμα  στο  βόρειο  τοίχο  του  Ιερού  στην 

Ανάληψη Φιλιατρών426. 

Κοινωνία των Αποστόλων 

Η Κοινωνία των Αποστόλων σε ναούς με μεγάλη αψίδα εμφανίζεται σε εν‐

διάμεση  ζώνη  ανάμεσα  στη  Θεοτόκο  του  τεταρτοσφαιρίου  και  τους  ολόσωμους 

ιεράρχες. Η ημικυλινδρική επιφάνεια της αψίδας στους μικρού μεγέθους ναούς, 

που  σε  πολλές  περιπτώσεις  μειώνεται  ακόμη  περισσότερη  από  την  ενσωματω‐

μένη  χτιστή  Αγία  Τράπεζα,  μόλις  επαρκεί  για  την  ένταξη  των  συλλειτουργού‐

ντων ιεραρχών με άξονα την παράσταση του Μελισμού427. Η απουσία της παρά‐

στασης  από  την  αψίδα  των  μετρίου  ή  μικρού  μεγέθους  σταυρεπίστεγων  ναών, 

είναι  επομένως  δικαιολογημένη.  Εξαίρεση  αποτελεί  η  Κοίμηση  της  Θεοτόκου 

στις Κροκεές (Κ38), ενώ στις δύο άλλες περιπτώσεις εμφάνισης της παράστασης 

σε  αψίδα,  οι  διαστάσεις  των  ναών  είναι  ιδιαίτερα  αυξημένες  (Άγιος  Δημήτριος 

Αυλωναρίου Κ12 και Ταξιάρχης Κωστάνιανης Κ4428). Τέλος, στον Άγιο Αθανάσιο 

Λεονταρίου  (Κ26),  έναν  από  τους  μεγαλύτερους  σταυρεπίστεγους  ναούς,  εμφα‐

νίζεται  σε  δύο  τμήματα  στα  ανατολικά  άκρα  της  ζώνης  του  θεομητορικού  κύ‐

κλου στο βόρειο και νότιο τοίχο.  

Ουράνια Λειτουργία 

                                                      
426 Η παράσταση έχει εντοπιστεί και σε άλλες περιπτώσεις στο χώρο του Ιερού. Στο ναό που ανήκει στην κατηγο-
ρία Α3, σώζονται σπαράγµατα τριών εποχών βλ. Α∆ 36 (1981) Χρονικά, 140-141 (Α. Μπακούρου). ∆υστυχώς πάνω από τη
στάθµη γένεσης των καµαρών δεν σώζεται κανένα στοιχείο του εικονογραφικού προγράµµατος.

427 Η τοποθέτηση του Μελισµού κάτω από το φωτιστικό άνοιγµα της κόγχης είχε ως αποτέλεσµα την καταστροφή
του σε πολλές περιπτώσεις. Στους ναούς του καταλόγου εντοπίστηκε στις εξής περιπτώσεις: Άγιοι Κωνσταντίνος και Ελένη
Αχρίδας (Κ1), Παναγία Bolničkα Αχρίδας (Κ2, α’ φάση, πριν γίνει σταυρεπίστεγος ο ναός), Μεταµόρφωση Πυργίου (Κ10),
Άγιος Αθανάσιος Λεονταρίου (Κ26), Άγιος ∆ηµήτριος Κροκεών (Κ37), Αγία Παρασκευή Κάστρου Γερακίου (Κ39), Ταξιάρχης
Γερακίου (Κ41), Άγιος Γεώργιος Ανύδρων (Κ43), Αγία Παρασκευή Χάρακα (Κ47). Για την παράσταση του Μελισµού που
καθιερώνεται στην βυζαντινή εικονογραφία από τον 12ο αι. και µετά, βλ. Χ. Κωνσταντινίδη, Το δογµατικό υπόβαθρο στην
αψίδα του Αγίου Παντελεήµονα Βελανιδιών, ο Ευαγγελισµός - ο Μελισµός - ο επώνυµος Άγιος, ∆ΧΑΕ 20 (1998), 165-176,
όπου και βιβλιογραφία. Ζεύγος Αγγέλων µε διακονικά άµφια που κρατούν λειτουργικά ριπίδια εκατέρωθεν του Μελισµού,
µπροστά από τους συλλειτουργούντες ιεράρχες προστίθεται στις εξής περιπτώσεις: Άγιοι Κωνσταντίνος και Ελένη Αχρίδας
(Κ1), Παναγία Bolničkα Αχρίδας (Κ2), Άγιος Αθανάσιος Λεονταρίου (Κ26), Άγιος ∆ηµήτριος Κροκεών (Κ37), Αγία Παρασκευή
Κάστρου Γερακίου (Κ39).

428 Στο ναό της Κωστάνιανης η παράσταση είναι οργανικά συνδεδεµένη µε την Ουράνια Λειτουργία.

198 
0Θεματικό περιεχόμενο εικονογραφικού προγράμματος 

Η  Ουράνια  Λειτουργία  συνδέεται  άμεσα,  όπως  και  η  Κοινωνία  των  Απο‐

στόλων,  με  την  θεία  Ευχαριστία,  καθώς  αναπαριστά  την  ευχαριστιακή  πομπή 

της Μεγάλης Εισόδου με τον Χριστό ‐ Αρχιερέα και τους Αγγέλους. Εμφανίζεται 

σε  τέσσερις  συνολικά  περιπτώσεις  βυζαντινών  σταυρεπίστεγων  ναών  και  μόνο 

μία μέσα στο χώρο του Ιερού.  

Στον Ταξιάρχη Κωστάνιανης (Κ4), δεν έχουμε την ολοκληρωμένη απεικό‐

νιση  της  Μεγάλης  Εισόδου,  αλλά  απλώς  μιαν  υποβλητική  παράταξη  Αγγέλων 

με  διακονικά  άμφια,  που  στρέφονται  προς  την  αψίδα  του  Ιερού  κρατώντας  λει‐

τουργικά σκεύη. Στην περίπτωση αυτή συγκροτείται μια ενιαία σύνθεση της Ου‐

ράνιας Λειτουργίας με  την  Κοινωνία των Αποστόλων σε κοινή ζώνη.  Τα δύο ημι‐

χόρια  της  πομπής  των  Αγγέλων  έπονται  των  αντίστοιχων  ημιχορίων  των  Απο‐

στόλων, προεκτείνοντας την Μετάδοση και Μετάληψη (Κοινωνία των Αποστόλων) 

που βρίσκεται στον ημικύλινδρο της αψίδας του Ιερού. Στον άξονα της σύνθεση ο 

Χριστός της Κοινωνίας δορυφορείται ως ιερουργός από δύο διακόνους Αγγέλους. 

199 
0Θεματικό περιεχόμενο εικονογραφικού προγράμματος 

Β. ΗΜΙΚΥΛΙΝΔΡΙΚΕΣ ΚΑΜΑΡΕΣ ΚΑΙ ΤΥΜΠΑΝΑ 

Το μικρό μέγεθος των περισσότερων σταυρεπίστεγων ναών της βυζαντι‐

νής  περιόδου,  αποτέλεσε  εκ  των  πραγμάτων  ανασταλτικό  παράγοντα  για  την 

ανάπτυξη κύκλων πέραν του βασικού χριστολογικού.  

Ωστόσο σε ορισμένους ναούς η ιδιαίτερη τιμή προς τον επώνυμο άγιο ή τη 

Θεοτόκο, οδήγησε στην ένταξη παραστάσεων του βίου  του έστω και αν αυτό  ε‐

πέφερε την συρρίκνωση του χριστολογικού κύκλου 429.  

Προνομιακός  χώρος  για  την  ανάπτυξη  των  πρόσθετων  κύκλων  ήταν  ο 

ημικύλινδρος της εγκάρσιας καμάρας. Εκεί, έχουμε περιπτώσεις όπου αναπτύσ‐

σεται,  αποκλειστικά  ή  τμηματικά,  είτε  κύκλος  βίου  του  επώνυμου  αγίου430  είτε 

τμήμα  του  θεομητορικού431.  Σε  μία  μόνον  περίπτωση  αναπτύσσονται  παραστά‐

σεις του κύκλου των Παθών ‐ Ανάστασης στην εγκάρσια καμάρα, όχι όμως αυ‐

τοτελώς, αλλά ως τμήμα του ενιαίου χριστολογικού κύκλου. 

Συνήθως οι αδιάσπαστες κάθετες επιφάνειες του ναού μέχρι το όριο της 

στάθμης  γένεσης  των  κατά  μήκος  καμαρών,  επαρκούσαν  για  την  περιμετρική 

ζώνη των ολόσωμων αγίων. Σε ορισμένες περιπτώσεις υπήρχε η δυνατότητα, για 

μια πρόσθετη ζώνη μεταλλίων ή στηθαίων μορφών432. Οι λίγες περιπτώσεις εμ‐

φάνισης  ανεξάρτητων  κύκλων,  πλην  του  βασικού  χριστολογικού,  εκτός  εγκάρ‐

σιας καμάρας μπορούν να ομαδοποιηθούν ως εξής  

α)  Σε  ναούς  όπου  το  ύψος  των  κάθετων  τοίχων  ήταν  αυξημένο  (Άγιοι 

Κωνσταντίνος και Ελένη Κ1 και Παναγία Bolnička Αχρίδας Κ2 ‐ κύκλος Παθών)  

                                                      
429 Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγµα του Αγίου Νικολάου Μ. Καστάνιας (Κ32) όπου οι παραστάσεις του χριστο-
λογικού κύκλου είναι λιγότερες κατά µία από τις παραστάσεις του βίου του αγίου Νικολάου.

430 Άγιος Ιωάννης Πρόδροµος Γαλατά (6), Άγιος Νικόλαος Κλένιας (Κ21) , Άγιος Νικόλαος Μ. Καστάνιας (Κ32), Ά-
γιος ∆ηµήτριος Κροκεών (Κ37), Άγιος Νικόλαος Μουρίου (Κ42).

431 Οδηγήτρια στις Σπηλιές (Κ15), Άγιος ∆ηµήτριος Μακρυχωρίου (Κ13), Αγία Τριάδα Σοφικού (Κ22).

432 Η ζώνη των µεταλλίων δεν καλύπτει περιµετρικά κανένα από τα µνηµεία, όπως οι ολόσωµες µορφές, αλλά µόνον
ορισµένα τµήµατα. Βλ. Υπαπαντή Μετεώρων (Κ5), Άγιος Ιωάννης Πρόδροµος Γαλατά (Κ6), Οδηγήτρια στις Σπηλιές (Κ15),
Άγιος ∆ηµήτριος Αυλωναρίου (Κ12), Αγία Θέκλα (Κ11), Αγία Τριάδα Κρανιδίου (Κ24), Άγιος Ιωάννης Θεολόγος Κρανιδίου,
Θεοφάνεια και Ταξιάρχης Γερακίου (Κ41), Αγία Παρασκευή Χάρακα (Κ47).))

200 
0Θεματικό περιεχόμενο εικονογραφικού προγράμματος 

β)  Σε  ευμεγέθεις  ναούς  με  σχετικά  μεγάλο  άνοιγμα  της  κατά  μήκος  κε‐

ραίας,  που  συνεπάγεται  μεγαλύτερη  διαθέσιμη  επιφάνεια  στο  ημικυλινδρικό 

τμήμα των αντίστοιχων καμαρών (Αγία Τρίτη Καθενών Κ18 ‐ κύκλος Παθών και 

Θεοτόκου, Άγιος Αθανάσιος Λεονταρίου Κ26 ‐ κύκλος Θεοτόκου)  

γ)  Σε  μικρούς  ναούς,  με  κατάλληλη  διαχείριση  των  διαθέσιμων  επιφα‐

νειών, κυρίως στα τμήματα του βόρειου και νότιου τοίχου που ορίζονται από το 

πλάτος  της  εγκάρσιας  καμάρας  (Άγιος  Νικόλαος  Αγόριανης  Κ33  και  Άγιος  Νι‐

κόλαος Αγριδίου Κ20 ‐ κύκλος αγίου Νικολάου). 

1. Βασικός χριστολογικός κύκλος 

Η  αμηχανία  των  ερευνητών  απέναντι  στην  κεντρική  θεματική  ενότητα 

του  εικονογραφικού  προγράμματος  συχνά  αποτυπώνεται  στην  αναζήτηση  του 

όρου ο οποίος θα ανταποκρίνεται καλύτερα στο περιεχόμενό της. Η ποικιλία των 

όρων  που  χρησιμοποιούνται  στην  έρευνα  ασφαλώς  αντικατοπτρίζει  και  το  α‐

διαμφισβήτητο  γεγονός  ότι  ο  βασικός  χριστολογικός  κύκλος  δεν  είναι  αποκρυ‐

σταλλωμένος με θεματική και αριθμητική ακρίβεια. 

Ο  όρος  δωδεκάορτο,  αν  και  εξαιρετικά  διαδεδομένος  καθίσταται  μεθοδο‐

λογικά αδόκιμος και ως προς τα δύο συνθετικά του, αφού δεν ανταποκρίνονται 

στα δεδομένα του κύκλου όπως εμφανίζεται στην πράξη. Ακόμη και στις ελάχι‐

στες περιπτώσεις που ο αριθμός των παραστάσεων συμπίπτει με τον αριθμό δώ‐

δεκα,  το  περιεχόμενό  του  διαφοροποιείται  θεματολογικά  από  μνημείο  σε  μνη‐

μείο433. 

Όσον  αφορά  το  δεύτερο  συνθετικό  του  όρου,  κανείς  δε  μπορεί  να  αμφι‐

σβητήσει ότι η συγκρότηση του κύκλου συναρτάται και επηρεάζεται σαφώς από 

την σημασία που απέκτησαν συγκεκριμένα γεγονότα μέσα στο λειτουργικό έτος. 

Πρέπει ωστόσο να σημειωθεί ότι η ίδια η θεία Ευχαριστία αποτελεί άμεση ανα‐

φορά  στην  ένσαρκη  παρουσία  του  Χριστού,  αποτελώντας  κατά  κάποιο  τρόπο 

                                                      
433 Βλ. E. Kitsinger του Reflections on the Feast Cycle in Byzantine Art, CA 36 (1988), 51-73 όπου εύστοχα επιση-
µαίνονται και αναλύονται ορισµένες από τις βασικές αδυναµίες του όρου καθώς και το γεγονός ότι η ακριβής υλοποίησή του
στην µνηµειακή ζωγραφική αποτελεί σπάνια εξαίρεση.

201 
0Θεματικό περιεχόμενο εικονογραφικού προγράμματος 

επανάληψη και επιτομή του ολόκληρου του έργου της θείας Οικονομίας434. Ο ε‐

ορτολογικός  λοιπόν  χαρακτήρας  παραμένει  σημαντικός  στην  επιλογή  των  πα‐

ραστάσεων, αλλά εκ των πραγμάτων δεν υπερβαίνει σε σημασία την θεία Ευχα‐

ριστία,  η  οποία  ενσωματώνει  όλο  τον  ιστορικό  κύκλο  των  γεγονότων  που  αντι‐

στοιχούν σε μεγάλες εορτές435.  

Χωρίς την παραπάνω διάκριση και επισήμανση, είναι αναπόφευκτο οι ό‐

ροι που έχουν επιστρατευθεί για να υποκαταστήσουν τον όρο δωδεκάορτο, απο‐

δεικνύονται  στην  πράξη  δυσλειτουργικοί  (εορτολογικός  κύκλος,  διευρυμένο  δω‐

δεκάορτο,  κύκλος  των  μεγάλων  εορτών,  δημόσιος  βίος  του  Χριστού436):  Εκτός  του 

ότι  παραστάσεις  που  δεν  αντιστοιχούν  σε  εορτές  παραμένουν  μετέωρες,  δη‐

μιουργώντας  συχνά  σύγχυση  ανάμεσα  σε  διαφορετικούς  κύκλους.  Επίσης,  η 

προσπάθεια  εκ  μέρους  των  ερευνητών  να  «εκμαιεύσουν»  τον  αριθμός  δώδεκα, 

οδηγεί  σε  λανθασμένες  εκτιμήσεις  ως  προς  την  αποκατάσταση  του  εικονογρα‐

φικού προγράμματος437.  

Προσεκτική  προσέγγιση  του  θεματικού  περιεχομένου  του  βασικού  χρι‐

στολογικού κύκλου των εικονογραφικών προγραμμάτων, καθιστά σαφή τον κατ’ 

αρχήν ιστορικό ‐ βιβλικό του χαρακτήρα: Πρόκειται για την αφηγηματική παρά‐

θεση των κύριων γεγονότων της επίγειας δράσης του Χριστού, όπως έχει αποτυ‐

                                                      
434 A. Grabar, Un rouleau liturgique constantinopolitain et ses peintures, DOP 8 (1954), 161-199 και S. Dufrenne,
Les programmes iconographiques des églises byzantines de Mistra, Paris 1970, 56 όπου ορθά υπογραµµίζεται ο ευχαριστια-
κός χαρακτήρας ολόκληρου του χριστολογικού κύκλου. Για την ερµηνεία της θ. Λειτουργίας ως συµπερίληψης του σωτηριο-
λογικού έργου του Χριστού βλ. H.-J. Schulz, Η βυζαντινή Λειτουργία. Μαρτυρία πίστεως και λειτουργική έκφραση, Αθήνα
1980, 131 κ.εξ.

435 Παρακάµπτοντας τις αναφορές στα βασικά γεγονότα της επίγειας παρουσίας του Χριστού στην προσκοµιδή και
την αγία Αναφορά, περιοριζόµαστε µόνο στην απαγγελία του Συµβόλου της Πίστεως στη θεία Λειτουργία, η δοµή του οποίου
ανταποκρίνεται στη βασική διάρθρωση του χριστολογικού κύκλου.

436 Ενδεικτικά βλ. Kitzinger, ό.π., 52, Κ. Skawran, The Development of Middle Byzantine Fresco Painting in Greece,
Pretoria 1982, 29, S. Dufrenne, Les programmes iconographiques des églises byzantines de Mistra, Paris 1970, 55-56.

437 Για παράδειγµα στην Μητρόπολη των Σερβίων όπου σώζονται λείψανα παραστάσεων, ο Α. Ξυγγόπουλος υπο-
λογίζει ότι παραστάσεις της ζώνης του χριστολογικού κύκλου συγκροτούσαν µαζί µε την Κοίµηση και τον Ευαγγελισµό, άρ-
τιο δωδεκάορτο. Στην πραγµατικότητα οι διαθέσιµες επιφάνειες επαρκούν για δεκατρείς χριστολογικές σκηνές χωρίς να συ-
µπεριλαµβάνεται η Κοίµηση. Βλ. Α. Ξυγγόπουλος, Τα Μνηµεία των Σερβίων, Αθήνα 1957, 40-41. Επίσης το δωδεκάορτο
που αποκαθιστά ο Γ. Σωτηρίου στο ναό της Αγίας Τριάδας Κρανιδίου (Κ24) στην πραγµατικότητα δεν υπάρχει. Βλ. Γ. Σωτη-
ρίου, γία Τριάς Κρανιδίου (Βυζαντιν ν ναΰδριον δρυθ ν τ 1245), ΕΕΒΣ 3 (1926), 198.

202 
0Θεματικό περιεχόμενο εικονογραφικού προγράμματος 

πωθεί στα κείμενα της Καινής Διαθήκης. Η διαδοχή των παραστάσεων ανταπο‐

κρίνεται με συνέπεια στην εξέλιξη της ευαγγελικής διήγησης.  

Ο  ίδιος  ιστορικός  ‐  βιβλικός  χαρακτήρας  αποτυπώνεται  αβίαστα,  τόσο 

στις ευχές της Πρόθεσης και της αγίας Αναφοράς, όσο και στο Σύμβολο της Πί‐

στεως, αλλά ταυτόχρονα και στην διάταξη των εορτών κατά τη διάρκεια του εκ‐

κλησιαστικού έτους.  

Εξαίρεση  στον  αυστηρό  βιβλικό  χαρακτήρα  του  χριστολογικού  κύκλου 

αποτελεί η Εις Άδου κάθοδος (Ανάσταση) η οποία, ως γνωστόν, περιγράφεται σε 

«απόκρυφο» κείμενο438. Ακόμη όμως και στην περίπτωση αυτή δεν υφίσταται ου‐

σιαστική διαφοροποίηση, καθώς η συγκεκριμένη παράσταση αποδίδει την οντο‐

λογική  του  σημασία439  χωρίς  να  καταφεύγει  σε  μια  υποθετική  αναπαράστασή 

του. 

Παρά  την  απουσία  του  Χριστού  ανάμεσα  στα  εικονιζόμενα  πρόσωπα, 

χριστολογικό χαρακτήρα διατηρεί και η Πεντηκοστή, η οποία άλλωστε συνδέεται 

άμεσα με την Ανάληψη. Η δια του Υιού αποστολή του Αγίου Πνεύματος, αποτε‐

λεί κύριο στοιχείο του τελευταίου διαλόγου ανάμεσα στον Χριστό και τους μαθη‐

τές440, ενώ πρέπει να σημειώσουμε ότι αρχικά στην ιεροσολυμιτική παράδοση τα 

δύο  γεγονότα  συνεορτάζονταν  ως  «πλήρωμα  τῆς  ὅλης  οἰκονομίας  καὶ  σωτηρί‐

ας»441.  

                                                      
438 Evangelium Nicodemi, pars II sive descensus Christi ad inferos, βλ. C. Tischendorf, Evangelia Apocrypha, Lipsi-
ae 1853, 302-310.

439A. Kartsonis, Anastasis, the Making of an Image, Princeton 1986, 36-39.

440 Πραξ 1, 4-8. Η Πεντηκοστή προαναγγέλλεται ήδη από την εορτή της Αναλήψεως και διατρέχει όλη την υµνολογία
από την εορτή µέχρι και την Πεντηκοστή βλ. στιχηρό προσόµοιο του Όρθρου της Πέµπτης των Πατέρων: «Θρ νου κα χαρ ς,
χορ ς τ ν µαθητ ν σου, π τ σεπτ , ναλ ψει σου Σωτ ρ µου, στ ς ν µεταιχµ , ν τ ρει φιλ νθρωπε, ∆ σποτα µ λ πης,
νεβ ων, ρφανισµ νους σο ς ο κ τας, λλ' π στειλον, Πνε µα τ θε ον, τ ς ψυχ ς φωτ ζον τ ν δο λων σου». Αντίστροφα, στην
υµνολογία της εορτής της Πεντηκοστής, η Ανάληψη διατηρεί σηµαντική θέση, βλ. Στιχηρό προσόµοιο, κάθισµα όρθρου «Μετ
τ ν γερσιν Χριστ , τ ν κ το τ φου, κα τ ν πρ ς ψος ο ρανο , θε αν ν ληψιν, το ς θε πταις τ ν δ ξαν σου κατ πεµψας ο κτ ρµον,
Πνε µα ε θ ς γκαιν σας το ς Μαθητα ς….».

441 Για τον συνεορτασµό αλλά και την βιβλική βάση της σύνδεσης των δύο γεγονότων βλ. Β. Στογιάννου, Η Πεντη-
κοστή (Πρ 2, 1-13), Θεσσαλονίκη 1979, 285-286 και Γ. Θ. Βεργωτ , ορτ το γίου Πνεύµατος ( στορική προσέγγιση),
Πρακτικ Θεολογικο Συνεδρίου «Τ γιον Πνε µα», Ι. Μητρόπολις Θεσσαλονίκης 11-14 Νοεµβρίου 1991, Θεσσαλονίκη 1992,
131-151 Πρβλ. Ιω 7, 39, 15, 26 και Πρ 2, 33.

203 
0Θεματικό περιεχόμενο εικονογραφικού προγράμματος 

Η  συγκρότηση  του  χριστολογικού  κύκλου  στους  βυζαντινούς  σταυρεπί‐

στεγους ναούς ποικίλλει. Το μικρό μέγεθος των περισσότερων ναών δεν αποτε‐

λεί  περιοριστικό  παράγοντα  για  την  πληρότητα  του  κύκλου,  τουλάχιστον  στις 

περισσότερες  περιπτώσεις  όπου  αναπτύσσεται  και  στις  τρεις  καμάρες.  Εκτός 

από τις τρεις περιπτώσεις, όπου αναπτύσσεται αυτόνομος κύκλος των Παθών σε 

ανεξάρτητη  ζώνη442,  ο  όρος  «ενιαίος  χριστολογικός  κύκλος»  αποδίδει  τον  χαρα‐

κτήρα  του  βασικού  θεματικού  κύκλου.  Εκείνο  που  δίνει  ιδιαίτερο  ενδιαφέρον 

στην παρουσία του κύκλου στους σταυρεπίστεγους ναούς, είναι κυρίως οι διαφο‐

ρετικοί  τρόποι  διάταξής  του  οι  οποίοι  αναλύονται  λεπτομερώς  στο  κεφ.  ΙΙΙ  της 

παρούσας εργασίας.  

Ανεξάρτητα  από  την  ποικιλία  των  τρόπων  διάταξης  του  ενιαίου  χριστο‐

λογικού  κύκλου,  ενδιαφέρον  παρουσιάζει  η  εμφάνιση  ορισμένων  παραστάσεων 

σε συγκεκριμένες θέσεις, στοιχείο το οποίο ασφαλώς μόνο ως τυχαίο δεν μπορεί 

να θεωρηθεί. Πρόκειται για τον Ευαγγελισμό, την Σταύρωση και κυρίως την Ανά‐

ληψη  η  θέση  των  οποίων  ελάχιστα  επηρεάζονται  από  τον  τρόπο  διάταξης  του 

χριστολογικού κύκλου. Η εμμονή στην σταθερή τοποθέτησή τους ασφαλώς σχε‐

τίζεται  με  την  καθιέρωσή  τους  στις  συγκεκριμένες  θέσεις  στα  εικονογραφικά 

προγράμματα και των άλλων ναοδομικών τύπων. 

  

Ο Ευαγγελισμός 

Το στοιχείο της ενότητας με το υπόλοιπο εικονογραφικό πρόγραμμα, δια‐

πιστώνεται και στις χριστολογικές παραστάσεις που βρίσκονται εντός του ιερού 

Βήματος.  Η  καθιερωμένη  θέση  του  Ευαγγελισμού  εκατέρωθεν  της  αψίδας,  οδή‐

γησε στον υπερτονισμό της σχέσης του με την θεία Ευχαριστία. Ωστόσο, πρέπει 

να επισημανθεί ότι η παράσταση δεν συνδέεται με τα τελούμενα στον χώρο του 

Ιερού  περισσότερο  από  ότι  οι  υπόλοιπες  παραστάσεις  του  κύκλου.  Επιπλέον  η 

καθιέρωση της απεικόνισης του Ευαγγελισμού μετά τον 11ο αιώνα σε δύο τμήμα‐

                                                      
442 Άγιοι Κωνσταντίνος και Ελένη Αχρίδας (Κ1), Παναγία Bolničkα (Κ2) και Αγία Τρίτη Καθενών (Κ18).

204 
0Θεματικό περιεχόμενο εικονογραφικού προγράμματος 

τα  εκατέρωθεν  της  αψίδας,  όπως  εύστοχα  έχει  παρατηρηθεί,  συμβάλλει  στο  να 

αρθεί η αυτονομία των χώρων του Ιερού και του κυρίως Ναού443. Με άλλα λόγια, 

η ένταξη της παράστασης στο λειτουργικό πρόγραμμα του ιερού Βήματος γίνε‐

ται μάλλον καταχρηστικά. Άλλωστε ο ενιαίος χριστολογικός κύκλος και κατ΄ ε‐

πέκταση  το  σύνολο  του  εικονογραφικού  προγράμματος,  έχουν  ευχαριστιακό  ‐ 

λειτουργικό  χαρακτήρα444  που  οφείλεται  στον  κατεξοχήν  βιβλικό  ‐  ιστορικό  χα‐

ρακτήρα  της  θείας  Ευχαριστίας445.  Με  βάση  τα  παραδείγματα  που  εξετάζονται, 

είναι σαφές ότι, όταν υπάρχει αρκετός διαθέσιμος χώρος, ο Ευαγγελισμός τοπο‐

θετείται πάντοτε εκατέρωθεν της αψίδας, ενώ όταν αυτό δεν είναι δυνατό μετα‐

τίθεται κυρίως στην εγκάρσια καμάρα σε άμεση σχέση με τον χριστολογικό κύ‐

κλο446. 

Η Ανάληψη 

Η  Ανάληψη,  στην  πλειοψηφία  των  εξεταζόμενων  ναών,  καταλαμβάνει 

ολόκληρη  την  ανατολική  καμάρα,  ενώ  μόνο  σε  τρεις  περιπτώσεις  συνυπάρχει 

εκεί ισότιμα με κάποια άλλη παράσταση447. Η τοποθέτησή της εκεί έχει ήδη κα‐

θιερωθεί στο πρόγραμμα των σταυροειδών εγγεγραμμένων ναών, ως συνειδητή 

                                                      
443 Ι. Βαραλής, Παρατηρήσεις για τη θέση του Ευαγγελισµού στη µνηµειακή Ζωγραφική κατά τη µεσοβυζαντινή πε-
ρίοδο, ∆ΧΑΕ 19 (1996-97), 216.

444 A. Grabar, Un rouleau liturgique constantinopolitain et ses peintures, DOP 8 (1954), 161-199 και S. Dufrenne,
Les programmes iconographiques des églises byzantines de Mistra, Paris 1970, 56 όπου ορθά υπογραµµίζεται ο ευχαριστια-
κός χαρακτήρας ολόκληρου του χριστολογικού κύκλου. Βλ. επίσης H.-J. Schulz, Η βυζαντινή Λειτουργία. Μαρτυρία πίστεως
και λειτουργική έκφραση, Αθήνα 1980, 131 κ. ε.

445 Για τον κατεξοχήν βιβλικό χαρακτήρα της Θ. Ευχαριστίας βλ. J. Daniélou, Αγία Γραφή και Λειτουργία. Η βιβλική
θεολογία των µυστηρίων και των εορτών κατά τους Πατέρες της Εκκλησίας, Αθήνα 1981, ιδιαίτερα 137 κ. εξ. Επίσης Α. Κο-
λυβόπουλος, Χρόνος τελέσεως της Θείας Λειτουργίας, Θεσσαλονίκη 1982, 61-65.

446 Άγιος Νικόλαος Αγόριανης (Κ33) Ταξιάρχης Γκοριτσάς (Κ35) ο Ευαγγελισµός βρίσκεται στο βόρειο τύµπανο. Η
περίπτωση του Ταξιάρχη Κωστάνιανης (Κ4) είναι ιδιαίτερη: Λόγω του τύπου ο Ευαγγελισµός τοποθετείται στη βορειοανατο-
λική διευρυµένη τριγωνική επιφάνεια, προφανώς κατ΄ επίδραση της καθιερωµένης στους σταυροειδείς εγγεγραµµένους να-
ούς θέσης της παράστασης πάνω από το βορειοανατολικό στήριγµα.

447 Οδηγήτρια στις Σπηλιές (Κ15), Αγία Τριάδα Κρανιδίου (Κ24), Αγία Παρασκευή Πλάτσας (Κ31). Στην περίπτωση
του Αγίου Αθανασίου Λεονταρίου (Κ26) η Ανάληψη συνυπάρχει µε το ζεύγος Πεντηκοστής - Γέννησης, καταλαµβάνοντας
διπλάσια επιφάνεια σε σχέση µε εκείνες. ∆εσπόζουσα θέση στην ανατολική κµάρα σε σχέση µε άλλες παραστάσεις έχει
επίσης στους δύο ναούς της Αχρίδας (Κ1 και 2), την Υπαπαντή Μετεώρων (Κ5), την Κοίµηση Αµαρύνθου (Κ16), τον Προφήτη
Ηλία Αµυκλών (Κ34) και τον Αρχάγγελο Αρκαλοχωρίου (Κ45).

205 
0Θεματικό περιεχόμενο εικονογραφικού προγράμματος 

επιλογή  σε  σχέση  με  τον  εσχατολογικό  χαρακτήρα  της448,  αλλά  και  ως  τελική 

παράσταση  του  κυκλικά  διατεταγμένου  βασικού  χριστολογικού  κύκλου.  Η  κυ‐

ριαρχία της όμως και η ιδιαίτερη προβολή της, αν και αποβαίνει εις  βάρος μιας 

ισότιμης κατανομής των επιφανειών, υπογραμμίζει στην θεολογική της σημασί‐

α.  Η  Ανάληψη  σε  συνδυασμό  με  την  άμεσα  συνδεδεμένη  μαζί  της  Πεντηκοστή, 

σηματοδοτούν σύμφωνα με την βιβλική διήγηση, την ολοκλήρωση του έργου της 

θ.  Οικονομίας.  Ταυτόχρονα  αποτελεί  και  την  προαναγγελία  της  δεύτερης  έλευ‐

σής  Του,  στοιχείο  που  υπογραμμίζεται  συχνά  και  από  την  ένταξη  στην  παρά‐

σταση της επιγραφής «οὔτως ἐλεύσεται, ὄν τρόπον ἐθεάσασθε αὐτὸν πορευόμενον 

εἰς  τὸν  οὐρανόν»449.  Δεν  είναι  λοιπόν  παράδοξο  ότι  και  στην  πιο  συνεπτυγμένη 

μορφή εικονογραφικών προγραμμάτων, η Ανάληψη όχι μόνο δεν παραλείπεται, 

αλλά θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι αποτελεί την επιτομή του χριστολο‐

γικού κύκλου. Η τάση να εξετάζεται ως μέρος του εικονογραφικού προγράμμα‐

τος  του  Ιερού  και  να  τονίζεται  ένας  υποτιθέμενος  ιδιαίτερος  λειτουργικός  της 

χαρακτήρας,  αδικεί  τον  αφηγηματικό  χαρακτήρα  και  την  ενότητα  του  βασικού 

κύκλου450.  

Με βάση τα παραπάνω, η αποσύνδεση της Ανάληψης από το λειτουργικό 

πρόγραμμα του Ιερού που αναπτύσσεται στην κατώτερη στάθμη, ενισχύεται και 

από τις περιπτώσεις όπου η παράσταση: α) δεν τοποθετείται στο δυτικό σκέλος 

(Ταξιάρχης Κωστάνιανης Κ4, Άγιος Ανδρέας Κρανιδίου Κ25, β) μοιράζεται ισότι‐

μα με άλλη παράσταση τον χώρο της δυτικής καμάρας (Οδηγήτρια στις Σπηλιές 

Κ15, Αγία Τριάδα Κρανιδίου Κ24, Αγία Παρασκευή Πλάτσας Κ31). γ) Συνυπάρχει 
                                                      
448 Βλ. Ν. Γκιολές, Η Ανάληψις του Χριστού βάσει των µνηµείων της Α’ χιλιετηρίδος, Αθήναι 1981, 136-139, 273-
275.

449 Πρ 1,11.

450 Το γεγονός ότι η Ανάληψη εξετάζεται ως µέρος του εικονογραφικού προγράµµατος του ιερού Βήµατος, ερήµην
του χριστολογικού κύκλου στον οποίο ανήκει, οδηγεί σε αυθαίρετα συµπεράσµατα όπως είναι ο αποδιδόµενος στην παρά-
σταση ιδιάζων ευχαριστιακός χαρακτήρας. Βλ. Μαντάς Α., Το εικονογραφικό πρόγραµµα του Ιερού Βήµατος των Μεσοβυζα-
ντινών ναών της Ελλάδας (843-1204), Αθήνα 2001, 121-124 και 195-201. Αντίθετα, η S. Gerstel, στη µελέτη της για το εικο-
νογραφικό πρόγραµµα του ιερού Βήµατος Beholding the Sacred Mysteries, δεν συµπεριλαµβάνει τις παραστάσεις του χρι-
στολογικού κύκλου και περιορίζεται στις αµιγώς λειτουργικού χαρακτήρα εικονογραφικές συνθέσεις, βλ. S. Gerstel, Behold-
ing the Sacred Mysteries, Seattle - London 1999. Και στις δύο εργασίες, οι χώροι της Πρόθεσης και του ∆ιακονικού συνειδη-
τά αποσυνδέονται από την προσέγγιση του εικονογραφικού προγράµµατος του ιερού Βήµατος.

206 
0Θεματικό περιεχόμενο εικονογραφικού προγράμματος 

με  άλλες  δύο  παραστάσεις,  διατηρώντας  την  εγκάρσια  διάταξη  στο  ανατολικό 

μισό της καμάρας, χωρίς όμως η θέση του αρχικού τέμπλου να συμπίπτει με τα 

γραπτά πλαίσια της Ανάληψης (Άγιος Αθανάσιος Λεονταρίου Κ26).  

Η Σταύρωση 

Σε έναν μεγάλο αριθμό σταυρεπίστεγων ναών η  Σταύρωση τοποθετείται 

στο τύμπανο της δυτικής καμάρας. Όπως έχουμε ήδη επισημάνει αυτό δεν συμ‐

βαίνει  μόνο  στους  σταυρεπίστεγους,  αλλά  και  σε  ναούς  άλλων  τύπων.  Η  τοπο‐

θέτηση αυτή προκύπτει από την συνήθη κυκλική και μάλιστα δεξιόστροφη διά‐

ταξη του χριστολογικού κύκλου στους σταυροειδείς εγγεγραμμένους ναούς. Με 

βάση  τον  συγκεκριμένο  σχεδιασμό,  οι  πρώτες  παραστάσεις  του  κύκλου  από  τη 

Γέννηση και εξής, διατάσσονται στο νότιο σκέλος όπου συνήθως ολοκληρώνεται 

η προ του Πάθους ενότητα. Όπως είναι φυσικό, η διήγηση μεταφέρεται κατά τη 

δεξιόστροφη  φορά  στο  δυτικό  σκέλος,  όπου  εξελίσσονται  οι  παραστάσεις  του 

Πάθους που ακολουθούν. Η Σταύρωση ως αποκορύφωση των γεγονότων αυτών, 

είναι φυσικό να τοποθετείται στην κεντρική και πλέον προβεβλημένη θέση του 

σκέλους,  δηλαδή  στο  τύμπανο451.  Ο  αξονικός  χαρακτήρας  της  παράστασης,  με 

την  συμμετρική  διάταξη  των  ομίλων  των  προσώπων  εκατέρωθεν  του  εσταυρω‐

μένου  Χριστού,  προσαρμόζεται  άριστα  στην  επιφάνεια  του  τυμπάνου  με  την 

προϋπόθεση ότι δεν διασπάται από φωτιστικό άνοιγμα.  

Με  βάση  τα  παραπάνω,  όχι  μόνο  η  Σταύρωση,  αλλά  ένας  επιμέρους  κύ‐

κλος των Παθών, επιχωριάζει στο δυτικό σκέλος των σταυροειδών εγγεγραμμέ‐

νων ναών. Η μεταφορά της ίδιας ενότητας στο δυτικό σκέλος των σταυρεπίστε‐

γων ναών θα μπορούσε να θεωρηθεί σε μια πρώτη ανάγνωση, ως στοιχείο επη‐

ρεασμού  από  τα  εικονογραφικά  προγράμματα  των  σταυροειδών  ναών.  Στην 

πραγματικότητα  όμως  αποτελεί  συνέπεια  της  έναρξης  της  χριστολογικής  αφή‐

                                                      
451 Ενδεικτικά παραδείγµατα: Ζωοδόχος Πηγή στο Σάµαρι Μεσσηνίας, Κ. Καλοκύρης, Βυζαντιναί Εκκλησίαι της Ιε-
ράς Μητροπόλεως Μεσσηνίας, Θεσσαλονίκη 1973, 43-84, όπου η φορά του κύκλου είναι αριστερόστροφη, Άγιος Πέτρος
Καλύβια Κουβαρά, Ν. Coumparaki-Pansélinou, Saint-Pietre de Kalyvia-Kouvara et le chapelle de la Vierge de Mérenta. Deux
monuments du XIIIe siècle en Attique, Θεσσαλονίκη 1976, Άγιος Νικόλαος Μονεµβασίας, Ν. ∆ρανδάκης, Οι τοιχογραφίες του
Αγίου Νικολάου στον Άγιο Νικόλαο Μονεµβασίας, ∆ΧΑΕ 9 (1977-9), 35-61, πίν. 7-20, Άγιος Νικόλαος Ροδιάς Άρτας, βλ. Α.
Ορλάνδος, Ο Άγιος Νικόλαος της Ροδιάς, ΑΒΜΕ 2 (1936) 131-147.

207 
0Θεματικό περιεχόμενο εικονογραφικού προγράμματος 

γησης στην εγκάρσια καμάρα, σε συνδυασμό με την δεξιόστροφη φορά εξέλιξης 

του κύκλου.  

2. Κύκλος των Παθών και των Μετά την Ανάσταση 

Ο χριστολογικός κύκλος περιλαμβάνει, ακόμη και στην πιο συνεπτυγμέ‐

νη του μορφή, παραστάσεις που σχετίζονται με το Πάθος. Οι παραστάσεις αυτές 

είναι  κατά  κανόνα  η  Έγερση  του  Λαζάρου  και  η  Βαϊοφόρος,  οι  οποίες  αντιστοι‐

χούν στο Σάββατο του Λαζάρου και την Κυριακή των Βαΐων και φυσικά η Σταύ‐

ρωση.  Κύκλος  του  Πάθους  υφίσταται  στο  εικονογραφικό  πρόγραμμα,  όταν  σε 

ανεξάρτητη ζώνη, υποκείμενη πάντοτε του βασικού χριστολογικού κύκλου, δίνε‐

ται η δυνατότητα να αναπτυχθούν παραστάσεις που αφηγούνται λεπτομερέστε‐

ρα  τα  γεγονότα  που  προηγούνται  και  έπονται  της  Σταύρωσης.  Ενίοτε  οι  κύκλοι 

αυτοί επεκτείνονται αφηγηματικά και στα γεγονότα που ακολούθησαν την Ανά‐

σταση452. Ο αφηγηματικός χαρακτήρας του κύκλου παραπέμπει άμεσα στον τρό‐

πο με τον οποίο εκτυλίσσονται τα γεγονότα τόσο στην λειτουργική κωδικοποίη‐

σή τους στο πλαίσιο της Μ. Εβδομάδας.  

Στην περίπτωση των ναών που εξετάζονται στην παρούσα εργασία, αμι‐

γείς κύκλοι του Πάθους επισημάνθηκαν στους δύο σύγχρονους και στενά μετα‐

ξύ τους σχετιζόμενους ναούς της Αχρίδας (Κ1 και Κ2), ενώ πιθανολογείται, βάσει 

δύο σωζόμενων παραστάσεων, και ένας τρίτος στο ανατολικό σκέλος της Αγίας 

Τρίτης Καθενών (Κ18). Στις δυο πρώτες περιπτώσεις, η δυνατότητα για την ανά‐

πτυξη  του  κύκλου  των  Παθών  σε  ανεξάρτητη  ζώνη  προκύπτει  από  την  καθ’  ύ‐

ψος ανάπτυξη των μακρών τοίχων του μνημείου453. Ο κύκλος περιλαμβάνει δώ‐

δεκα  παραστάσεις  που  διαιρούνται  σε  δύο  τμήματα.  Η  έναρξη  γίνεται  με  τον 

Μυστικό  Δείπνο  από  το  ανατολικό  άκρο  του  βόρειου  τοίχου,  ακολουθεί  δεξιό‐

στροφη  πορεία  και  καταλήγει  στο  αντίστοιχο  άκρο  του  βόρειου  τοίχου  με  την 
                                                      
452 Για την ύπαρξη κύκλων Πάθους ήδη από τη µεσοβυζαντινή περίοδο βλ. Κ. Skawran, The Development of Middle
Byzantine Fresco Painting in Greece, Pretoria 1982, 35-37. Για την γενικότερη διάδοση των κύκλων κατά την υστεροβυζαντι-
νή περίοδο βλ. B. Todić, Serbian Medieval Painting. The Age of King Milutin, Belgrade 1999, 130-145.

453 Ο κατά το ήµισυ σωζόµενος κύκλος του ναού της Παναγίας Bolničkα (Κ2) συµπίπτει απόλυτα µε τον αντίστοιχο
τµήµα του κύκλου των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης (Κ1), όπου σώζεται ακέραιος.

208 
0Θεματικό περιεχόμενο εικονογραφικού προγράμματος 

παράσταση του  Επιτάφιου Θρήνου (βλ. Κ1 και  2, σχέδια  1, 2 και  3). Η συνειδητή 

προσπάθεια  διασύνδεσης  του  κύκλου  με  το  ιερό  Βήμα  πιστοποιείται  από  την  ε‐

πιλογή των συγκεκριμένων παραστάσεων που έχουν κατ΄ εξοχήν ευχαριστιακό 

χαρακτήρα.  Με  τον  Μυστικό  Δείπνο  εγκαινιάζεται  το  μυστήριο  της θείας  Ευχα‐

ριστίας από τον Χριστό454 ο οποίος προσφέρεται ο ίδιος ως θυσία, όπως αναφέρε‐

ται  και  στην  ευχή  του  Χερουβικού  Ύμνου:  «…Σὺ  γὰρ  εἶ  ὁ  προσφέρων  καὶ 

προσφερόμενος καὶ προσδεχόμενος καὶ διαδιδόμενος, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν…»455.  

Σε  έναν  μεγάλο  αριθμό  σταυρεπίστεγων  ναών  και  ιδιαίτερα  στην  Πελο‐

πόννησο,  ο  ενιαίος  χριστολογικός  κύκλος,  εμπλουτίζεται  με  παραστάσεις  που 

διευρύνουν  τον  σταυροαναστάσιμο  πυρήνα  του 456.  Η  τάση  αυτή  προσδίδει  ιδιαί‐

τερη  βαρύτητα  στα  ουσιώδη  για  τη  σωτηρία  γεγονότα,  τα  οποία  διαδραματίζο‐

νται και πάλιν και πολλάκις σε κάθε θεία Ευχαριστία, όχι ως απλή ανάμνηση ή 

αναπαράσταση. Με την έμφαση στο Πάθος και την Ανάσταση, υπογραμμίζεται 

ο ευχαριστιακός χαρακτήρας ολόκληρου του χριστολογικού κύκλου.  

Αντίθετα,  με  ό,  τι  συμβαίνει  στους  ναούς  της  Πελοποννήσου,  στην  Εύ‐

βοια, με εξαίρεση την Οδηγήτρια στις Σπηλιές και τους Αγίους Αποστόλους Βού‐

νων, η τάση αυτή είναι πολύ συγκρατημένη. 

                                                      
454 Για τον χαρακτήρα του Μυστικού ∆είπνου, βλ. Α. Κολυβόπουλου, Χρόνος τελέσεως της Θείας Λειτουργίας, Θεσ-
σαλονίκη 1982, 117-121.

455 Νικολάου Καβάσιλα, Ερµηνεία της Θείας Λειτουργίας, κεφ. 52, PG, 440C: «… τ τ ν θυσίαν ταύτην µ ε κόνα και
τύπον ε ναι θυσίας, λλ θυσίαν ληθινήν, τ µ ρτον ε ναι τ τεθυµένον λλ’ α τ τ το Χριστο σ µα. Κα πρ ς τούτοις τ µίαν
ε ναι τ ν το µνο το Θεο θυσίαν, παξ γεγενηµένην».

456 Ο πυρήνας αυτός συγκροτείται κυρίως από την Έγερση του Λαζάρου και την Βαϊοφόρο που εισάγουν στο Πά-
θος και φυσικά την Σταύρωση και την Εις Άδου κάθοδο.

209 
0Θεματικό περιεχόμενο εικονογραφικού προγράμματος 

ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΥΚΛΟΥ ΤΩΝ ΠΑΘΩΝ‐ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΠΟΥ ΕΝΣΩΜΑ‐
ΤΩΝΟΝΤΑΙ ΣΤΟΝ ΕΝΙΑΙΟ ΧΡΙΣΤΟΛΟΓΙΚΟ ΚΥΚΛΟ  

Μυστικός Δείπνος  Αγία Παρασκευή Πλάτσας, Άγιος Νικόλαος Αγόριανης 

Νιπτήρ  Αγία Κυριακή Πηδήματος, Αγία Παρασκευή Πλάτσας 

Κρίση Άννα και Καϊ‐ Οδηγήτρια στις Σπηλιές 
άφα 

Προδοσία  Υπαπαντή  Μετεώρων,  Αγία  Κυριακή  Πηδήματος,  Άγιος 


Αθανάσιος  Λεονταρίου,  Αγία  Παρασκευή  Πλάτσας,  Τα‐
ξιάρχης  Γκοριτσάς,  Άγιος  Δημήτριος  Κροκεών,  Άγιος  Γε‐
ώργιος Ανύδρων, Ταξιάρχης Αρκαλοχωρίου, Παναγία Γε‐
ρακίου Πεδιάδος 

Ελκόμενος  Ταξιάρχης  Κωστάνιανης,  Οδηγήτρια  στις  Σπηλιές,  Άγιος 


Δημήτριος  Αυλωναρίου,  Άγιος  Νικόλαος  Μ.  Καστάνιας, 
Άγιος Δημήτριος Κροκεών, Ταξιάρχης Γκοριτσάς, Προφή‐
της Ηλίας Αμυκλών Άγιος Γεώργιος Ανύδρων 

Άνοδος στο Σταυρό  Ταξιάρχης Κωστάνιανης 

Αποκαθήλωση  Άγιος  Ιωάννης  Γαλατά,  Άγιος  Αθανάσιος  Λεονταρίου 


Ταξιάρχης Γκοριτσάς Άγιος Δημήτριος Κροκεών 

Θρήνος  ‐  Ενταφια‐ Άγιος  Ιωάννης  Γαλατά,  Άγιοι  Απόστολοι  Βούνων  Άγιος 


σμός  Αθανάσιος  Λεονταρίου,  Άγιος  Δημήτριος  Κροκεών,  Τα‐
ξιάρχης Αρκαλοχωρίου 

Λίθος  ‐  Το  Χαίρε  Άγιοι  Κωνσταντίνος  και  Ελένη  Αχρίδας,  Παναγία 


των  Μυροφόρων  ‐  Bolnička Αχρίδας, Άγιος Γεώργιος Godvije Υπαπαντή Με‐
Μη μου άπτου   τεώρων,  Σωτήρας  Αλεποχωρίου,  Αγία  Τριάδα  Κρανιδίου, 
Αγία Κυριακή Πηδήματος, Άγιος Αθανάσιος Λεονταρίου, 
Άγιος Γεώργιος Ανύδρων, Αγία Παρασκευή Χάρακα  

Ψηλάφηση  Ταξιάρχης  Κωστάνιανης,  Άγιος  Δημήτριος  Αυλωναρίου, 


Άγιοι  Ανάργυροι  Αγιονορίου,  Άγιος  Αθανάσιος  Λεοντα‐
ρίου, Προφήτης Ηλίας Αμυκλών,  

210 
0Θεματικό περιεχόμενο εικονογραφικού προγράμματος 

3. Θεομητορικός κύκλος 

Εκτεταμένος  θεομητορικός  κύκλος  καταγράφεται  μόνο  στον  Άγιο  Αθα‐


νάσιο Λεονταρίου (Κ26), όπου το σχετικά μεγάλο μέγεθος του ναού έδωσε τη δυ‐
νατότητα να αναπτυχθεί κάτω από τον χριστολογικό κύκλο μία επιπλέον ζώνη. 
Οι δύο κύκλοι όμως, ενώ εξελίσσονται σε ανεξάρτητες ζώνες, συνδέονται με συ‐
νεχή αφήγηση, καθώς η πρώτη παράσταση της υπερκείμενης ζώνης του χριστο‐
λογικού κύκλου  (Γέννηση) διαδέχεται την τελευταία  παράσταση του κύκλου της 
Θεοτόκου (Ταξίδι στη Βηθλεέμ). Τελικά, με την κοινή δεξιόστροφη φορά των δύο 
κύκλων επιτυγχάνεται μια σπειροειδής κίνηση από κάτω προς τα άνω (σχέδια 41 
και 85).  
O θεομητορικός κύκλος του ναού του Λεονταρίου, ως προς την εσωτερική 
του  συγκρότηση  έχει  τριμερή  διαίρεση  η  οποία  αντιστοιχεί  στις  κυριότερες  θεο‐
μητορικές εορτές. Το Γενέσιο της Θεοτόκου ολοκληρώνει την πρώτη ενότητα που 
αναπτύσσεται στο νότιο τοίχο  και περιλαμβάνει τα γεγονότα που προηγούνται 
της Γέννησης. Η δεύτερη ενότητα εξελίσσεται στο βόρειο τοίχο και συγκροτείται 
από  τις  παραστάσεις  της  παιδικής  ζωής  της  Θεοτόκου  μέχρι  και  το  Ταξίδι  στη 
Βηθλεέμ. Τα Εισόδια, η κυριότερη παράσταση της ενότητας, βρίσκονται ακριβώς 
στο  μέσον,  στο  τμήμα  που  αντιστοιχεί  στο  πλάτος  της  εγκάρσιας  καμάρας.  Η 
Κοίμηση, τέλος, παρεμβάλλεται στον δυτικό τοίχο και αποτελεί, αν και μεμονω‐
μένη, την τρίτη ενότητα του θεομητορικού κύκλου.  
Ενδιαφέρον  παρουσιάζει  η  περίπτωση  της  Αγίας  Τρίτης  Καθενών  (Κ18), 
όπου, βάσει των σωζόμενων παραστάσεων, διαφαίνεται η παρουσία θεομητορι‐
κού κύκλου στο δυτικό σκέλος, κάτω από τον χριστολογικό και μάλιστα σε συμ‐
μετρική διάταξη με τον αντίστοιχο κύκλο των Παθών του ανατολικό σκέλος (βλ. 
Κ18, σχέδιο 26)457.  
Εντελώς διαφορετική τοποθέτηση και διάταξη, έχει ο επίσης εκτεταμένος 
θεομητορικός  κύκλος  στην  Παναγία  Βουλισμένης  Λασιθίου  (Κ49),  όπου  η  πα‐
ραλλαγή  Β  του  σταυρεπίστεγου  τύπου  δίνει  την  δυνατότητα  ένταξης  παραστά‐
                                                      
457 Βέβαια προς το παρόν, λόγω της κακής κατάστασης των τοιχογραφιών, η υπόθεση ως προς την διάταξη του κύ-
κλου δεν µπορεί να τεκµηριωθεί µε βεβαιότητα.

211 
0Θεματικό περιεχόμενο εικονογραφικού προγράμματος 

σεων σε δύο ζώνες, στις διευρυμένες τριγωνικές επιφάνειες που προκύπτουν από 
την  αλληλοτομία  των  διασταυρούμενων  σκελών.  Δεν  αποκλείεται  πέραν  των 
τεσσάρων  παραστάσεων  που  διακρίνονται  στο  δυτικό  τμήμα  (Γενέσιο,  Εισόδια, 
Ασπασμός,  Επταβηματίζουσα  σε  χιαστί  διάταξη),  άλλες  τέσσερις  θεομητορικές 
παραστάσεις να αναπτύσσονταν  αντικριστά  στις αντίστοιχες  θέσεις ανατολικά 
(βλ. Κ49, σχέδιο 77).  
Εκτός από τις τρεις παραπάνω περιπτώσεις, οι παραστάσεις του βίου της 
Θεοτόκου  δεν  εμφανίζονται  σε  ανεξάρτητη  ζώνη,  αλλά  συνυπάρχουν  με  τον 
χριστολογικό κύκλο με διαφορετική κάθε φορά διάταξη.  
Η  πιο  ευφυής  και  πρωτότυπη  απάντηση  στο  πρόβλημα  της  συνύπαρξης 
των δύο κύκλων δόθηκε από το εργαστήριο που εφάρμοσε το ίδιο εικονογραφικό 
πρόγραμμα  στους  ναούς  του  αγίου  Δημητρίου  Μακρυχωρίου  (Κ13)  και  της  Κοί‐
μησης της Θεοτόκου Οξυλίθου (Κ14). Η επινόηση βασίζεται στην κοινή εκκίνηση 
των  δύο  κύκλων,  με  παράλληλη  αφηγηματική  εξέλιξη  στο  χώρο  της  εγκάρσιας 
καμάρας. Έτσι δημιουργείται μία ενότητα τεσσάρων παραστάσεων του βίου της 
Θεοτόκου ( Γενέσιο, Εισόδια, Μνηστεία, Ασπασμός Θεοτόκου – Ελισάβετ) που εξε‐
λίσσονται παράλληλα με τις πρώτες παραστάσεις του χριστολογικού κύκλου στο 
χώρο της εγκάρσιας καμάρας. Στη δυτική καμάρα η κοινή συνέχεια που ταυτίζε‐
ται αποκλειστικά με τον με τον χριστολογικό κύκλο (σχέδιο 18).  
Οι  ίδιες  αρχές  που  διέπουν  σύνθεση  της  εγκάρσια  καμάρας  των  δύο  ευ‐
βοϊκών μνημείων, καθορίζουν και την κοινή έναρξη χριστολογικού και θεομητο‐
ρικού  κύκλου  στην  Αγία  Τριάδα  Σοφικού  (Κ22).  Στην  περίπτωση  αυτή  έχουμε 
συμμετρική διάταξη τριών παραστάσεων από κάθε κύκλο, με αφετηρία στα δύο 
τύμπανα και κοινή αριστερόστροφη φορά (σχέδιο 32). 
Το  στοιχείο  της  σύνδεσης  θεομητορικού  –  χριστολογικού  κύκλου  διέπει 
και όλες τις υπόλοιπες περιπτώσεις, όπου ο βίος της Θεοτόκου είτε εκπροσωπεί‐
ται από μία μόνο παράσταση είτε παρουσιάζεται σε συνεπτυγμένη μορφή δύο ή 
τριών βασικών παραστάσεων (Γενέσιο, Εισόδια, Κοίμηση). Σύμφωνα με τον πίνα‐
κα  που  ακολουθεί,  μόνο  σε  τέσσερις  ναούς  πιστοποιείται  μια  πληρότητα  στον 

212 
0Θεματικό περιεχόμενο εικονογραφικού προγράμματος 

συνεπτυγμένο  θεομητορικό  κύκλο,  με  την  έννοια  ότι  περιλαμβάνονται  και  οι 
τρεις παραστάσεις458.  
Εάν εξαιρέσουμε τις περιπτώσεις όπου η Κοίμηση εμφανίζεται μεμονωμέ‐
να,  οι  εμβόλιμες  θεομητορικές  παραστάσεις,  ανεξάρτητα  από  τη  θέση  τους,  έ‐
χουν  πάντοτε  άμεση  συνάφεια  με  τον  χριστολογικό  κύκλο  (Αγία  Παρασκευή 
Πλάτσας Κ31, Αγία Τριάδα Σοφικού Κ22). 
Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι καταγράφεται μια γενικευμένη 
τάση  διασύνδεσης  θεομητορικού  και  χριστολογικού  κύκλου  μέσω  μιας  κοινής 
αφηγηματικής  αντίληψης  στην  οποία  κυριαρχεί  ο  πρωταγωνιστικός  ρόλος  της 
Θεοτόκου459.  

                                                      
458 Κοίµηση Οξυλίθου, Αγία Τριάδα Σοφικού, Κοίµηση Κροκεών και Παναγία Bolničkα Αχρίδας. Στον ναό της Αχρί-
δας η Κοίµηση δεν σώζεται, αλλά χωρίς αµφιβολία υπήρχε στον δυτικό τοίχο που καθαιρέθηκε.

459 Η Θεοτόκος πρωταγωνιστεί ως µητέρα στις τρεις πρώτες παραστάσεις του χριστολογικού κύκλου (Ευαγγελι-
σµός, Γέννηση, Υπαπαντή) και στη συνέχεια συµµετέχει στις περισσότερες (Σταύρωση, Αποκαθήλωση, Θρήνος, Λίθος, Ανά-
ληψη). Η σύνδεση ανάµεσα στους δύο κύκλους φαίνεται ότι απασχολούσε γενικότερα τον σχεδιασµό των εικονογραφικών
προγραµµάτων. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγµα του εικονογραφικού προγράµµατος της µονής της Χώρας στην Κων-
σταντινούπολη όπου ο εκτεταµένος βίος της Θεοτόκου αν και αναπτύσσεται σε ανεξάρτητο χώρο (νάρθηκας) συνδέεται βάσει
του σχεδιασµού του εικονογραφικού προγράµµατος µε τους δυο χριστολογικούς κύκλους του εξωνάρθηκα. Βλ. P. Under-
wood, The Kariye Djami, I, 1966, 326, εικ. 2.

213 
0Θεματικό περιεχόμενο εικονογραφικού προγράμματος 

ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΥΚΛΟΥ ΤΟΥ ΒΙΟΥ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΠΟΥ ΣΥΝΥΠΑΡ‐
ΧΟΥΝ ΜΕ ΤΟΝ ΕΝΙΑΙΟ ΧΡΙΣΤΟΛΟΓΙΚΟ ΚΥΚΛΟ460

Εισόδια   Παναγία Bolnička Αχρίδας, Άγιος Ιωάννης Γαλατά, Αγία Θέ‐
κλα, Οδηγήτρια στις Σπηλιές, Άγιος Δημήτριος Μακρυχωρί‐
ου,  Κοίμηση  Οξυλίθου,  Κοίμηση  Αμαρύνθου,  Αγία  Τριάδα 
Σοφικού,  Άγιος  Ανδρέας  Κρανιδίου,  Αγία  Κυριακή  Πηδήμα‐
τος,  Αγία  Παρασκευή  Πλάτσας,  Άγιος  Δημήτριος  Κροκεών, 
Κοίμηση Κροκεών, Αρχάγγελος Αρκαλοχωρίου (Νάρθηκας)  

Γενέσιο  Παναγία  Bolnička  Αχρίδας,  Άγιος  Δημήτριος  Μακρυχωρίου, 


Σωτήρας  Αλεποχωρίου,  Κοίμηση  Οξυλίθου,  Αγία  Τριάδα 
Σοφικού, Άγιος Ανδρέας Κρανιδίου, Κοίμηση Κροκεών 

Κοίμηση  Άγιος  Κωνσταντίνος  και  Ελένη  Αχρίδας,  Υπαπαντή  Μετεώ‐


ρων,  Άγιος  Δημήτριος  Αυλωναρίου  (Νάρθηκας),  Οδηγήτρια 
στις  Σπηλιές,  Κοίμηση  Οξυλίθου,  Αγία  Τριάδα  Κρανιδίου, 
Άγιος  Ανδρέας  Κρανιδίου,  Άγιος  Αθανάσιος  Λεονταρίου, 
Προφήτης Ηλίας Αμυκλών, Ταξιάρχης Γκοριτσάς, Άγιος Δη‐
μήτριος Κροκεών, Κοίμηση Κροκεών, Παναγία Γερακίου Πε‐
διάδος (;), Παναγία Βουλισμένης  

Ευαγγελισμός  Αγία Τριάδα Σοφικού 
Ζαχαρίου 

Μνηστεία  Άγιος Δημήτριος Μακρυχωρίου, Κοίμηση Οξυλίθου 

Ασπασμός  Θεο‐ Άγιος Δημήτριος Μακρυχωρίου, Κοίμηση Οξυλίθου, Άη Γιαν‐


τόκου ‐ Ελισάβετ  νάκης Κάμπου Αβίας (κύκλος Προδρόμου) 

                                                      
460 Στον πίνακα δεν περιλαµβάνονται οι θεοµητορικές παραστάσεις των ναών µε εκτεταµένο-ανεξάρτητο θεοµητορι-
κό κύκλο (Αγία Τρίτη Καθενών, Άγιος Αθανάσιος Λεονταρίου, Παναγία Βουλισµένης). Υπογραµµίζονται τα µνηµεία στα ο-
ποία εµφανίζεται µόνο µία θεοµητορική παράσταση.

214 
0Θεματικό περιεχόμενο εικονογραφικού προγράμματος 

4. Κύκλοι που σχετίζονται με την επωνυμία του ναού 

Οι κύκλοι που σχετίζονται με την επωνυμία του ναού εμφανίζονται σε ει‐

κοσιμία  περιπτώσεις  σταυρεπίστεγων  ναών.  Όπως  είναι  αναμενόμενο,  σε  όλες 

τις περιπτώσεις οι κύκλοι αναφέρονται στον επώνυμο άγιο, ενώ σε μία μόνο πε‐

ρίπτωση  προστίθεται  και  δεύτερος  κύκλος.  Πρόκειται  για  τον  Άγιο  Νικόλαο 

Μουρίου  (Κ42)  όπου  εκτός  από  τον  κύκλο  του  ομώνυμου  αγίου  ανιχνεύεται  και 

κύκλος του αγίου Ιωάννου του Προδρόμου. 

Η  πιο  τολμηρή  και  προβεβλημένη  διάταξη  βίου  του  τιμώμενου  αγίου  α‐

φορά  έξι  περιπτώσεις,  στις  οποίες  ο  κύκλος  αναπτύσσεται  στο  ημικυλινδρικό 

τμήμα της εγκάρσιας καμάρας (Κεφ. Β.2.δ.)461. Η επιλογή αυτή, ενώ εξασφαλίζει 

την προβολή του τιμώμενου  αγίου στην εγκάρσια καμάρα, έρχεται σε αντίθεση 

με  την  κοινά  αποδεκτή  ιεράρχηση  των  κύκλων,  καθώς  ο  χριστολογικός  κύκλος 

διατάσσεται σε χαμηλότερη στάθμη. Στην περίπτωση μάλιστα του ιδιαίτερα μι‐

κρού σε μέγεθος ναού του αγίου Νικολάου Μ. Καστάνιας (Κ32), ο χριστολογικός 

κύκλος αποκτά συνοπτικό χαρακτήρα, υπολειπόμενος κατά μία παράσταση του 

βίου του επώνυμου αγίου. 

 Ο τρόπος ένταξης του βίου του αγίου Δημητρίου στην εγκάρσια καμάρα 

του ομώνυμου ναού των Κροκεών (Κ37) είναι μοναδικός καθώς διαφοροποιείται 

από τις υπόλοιπες περιπτώσεις. Σύμφωνα με το σχεδιασμό του εικονογραφικού 

προγράμματος,  ο  βίος  του  αγίου  αναπτύσσεται  σε  δεύτερη  ζώνη  κάτω  από  τις 

παραστάσεις  το  χριστολογικού  κύκλου.  Με  την  συγκεκριμένη  επιλογή  οι  δη‐

μιουργοί  του  συγκεκριμένου  προγράμματος  πέτυχαν  να  προβάλλουν  τον  επώ‐

νυμο του ναού άγιο στην εγκάρσια καμάρα, χωρίς να υποβαθμίσουν τον ενιαίο 

χριστολογικό κύκλο. 

Πέραν  της  ομάδας  των  έξι  αυτών  ναών,  στα  υπόλοιπα  παραδείγματα  οι 

κύκλοι  των  τιμώμενων  αγίων  δεν  υπεισέρχονται  στο  ημικυλινδρικό  τμήμα  της 

εγκάρσιας καμάρας και επομένως εντάσσονται με έναν περισσότερο συμβατικό 

                                                      
461 Άγιος Ιωάννης Γαλατά (Κ6), Άγιος Νικόλαος Κλένιας (Κ21), Άγιος Νικόλαος Μ. Καστάνιας (Κ32), Άγιος Νικόλαος
Αγόριανης (Κ33), Άγιος Ιωάνης ο Πρόδροµος Γκοριτσάς (Κ36) και Άγιος Νικόλαος στο Μουρί (Κ42).

215 
0Θεματικό περιεχόμενο εικονογραφικού προγράμματος 

τρόπο  ως  προς  την  ιεραρχική  δομή  του  εικονογραφικού  προγράμματος.  Στους 

ναούς του αγίου Νικολάου Αγόριανης (Κ33) και του ομώνυμου ναού του Αγριδί‐

ου  (Κ20)  ο  βίος  του  αγίου  Νικολάου  προβάλλεται  στο  χώρο  των  τυμπάνων  και 

στις  κατά  μήκος  καμάρες,  κάτω  από  τις  χριστολογικές  παραστάσεις.  Ανάλογη 

είναι και η διάταξη παραστάσεων του βίου της Αγίας Παρασκευής στον ομώνυ‐

μο ναό του Γερακίου (Κ39).  

Η διάταξη του βίου του αγίου Γεωργίου στον ομώνυμο ναό του Σπανιάκου 

στην Κρήτη (Κ44) αποτελεί μια ιδιαίτερη περίπτωση. Συγκεκριμένα στον ναό αυ‐

τό  ο  βίος  του  αγίου  συνυπάρχει  στην  ανατολική  και  την  εγκάρσια  καμάρα,  με 

εντελώς πρωτότυπη διάταξη σχεδόν ισότιμα με τον χριστολογικό. Οι δύο κύκλοι 

αλληλοπεριχωρούνται με μια διάταξη σύνθετη αλλά συμμετρική και ευανάγνω‐

στη  (βλ. Κ44, σχέδιο  68). Στην εγκάρσια καμάρα μάλιστα, δύο παραστάσεις του 

βίου του αγίου Γεωργίου παρεμβάλλονται στο κέντρο, διαιρώντας τον χριστολο‐

γικό κύκλο σε δύο τμήματα.  

 Σε  αντίθεση  με  την  τολμηρή  και  σύνθετη  αυτή  λύση,  στο  ομώνυμο  και 

σχεδόν σύγχρονο ναό των γειτονικών Ανύδρων (Κ43), ο βίος του επώνυμου αγίου 

εντάσσεται  στο  εικονογραφικό  πρόγραμμα  με  συντηρητικό  τρόπο,  καταλαμβά‐

νοντας ολόκληρη σχεδόν τη δυτική καμάρα. Τέλος, η ίδια συμβατική λύση κατά 

πάσα πιθανότητα είχε εφαρμοστεί και για τους βίους των δύο επωνύμων αγίων 

στον  δίδυμο  ναό  των  αγίων  Νικολάου  και  Ιωάννη  στο  Σταυροπήγι  Λακωνίας 

(Κ30, σχέδιο 46). 

Μοναδική  είναι  και  η  περίπτωση  του  κύκλου  του  αγίου  Νικολάου  στον 

ομώνυμο  ναό  του  Καλάμου  (Κ9),  υπό  την  έννοια  ότι  δεν  είχε  προβλεφθεί  στον 

σχεδιασμό του εικονογραφικού προγράμματος και ανήκει προφανώς σε δεύτερη 

φάση τοιχογράφησης. Η στενή εγκάρσια ζώνη στο δυτικό πέρας της δυτικής κα‐

μάρας στην οποία τελικά εντάχθηκε προέκυψε από την αύξηση του μήκους της 

καμάρας κατά το πάχος του δυτικού τοίχου, όταν αυτός καθαιρέθηκε.  

Στους  τέσσερις  ναούς  όπου  εμφανίζεται  παραστάσεις  του  κύκλου  των 

Αρχαγγέλων (βλ. πίνακα) προτιμώνται οι επιφάνειες των τυμπάνων της εγκάρ‐

σιας καμάρας. Εξαίρεση αποτελεί ο Ταξιάρχης Κωστάνιανης (Κ4) όπου ένας συ‐

νοπτικός  κύκλος  του  Αβραάμ,  ο  οποίος  σχετίζεται  ασφαλώς  με  την  επωνυμία 

216 
0Θεματικό περιεχόμενο εικονογραφικού προγράμματος 

του ναού, αναπτύσσεται στο βορειοδυτικό γωνιαίο διαμέρισμα. Στην περίπτωση 

αυτή αξιοποιείται ένα τυπολογικό στοιχείο που δεν υφίσταται στους υπόλοιπους 

ναούς.  

Η δεύτερη περίπτωση παρουσίας κύκλου του Αβραάμ αποκτά διαφορετι‐

κό  νόημα  σε  σχέση  με  την  επωνυμία  του  ναού.  Πρόκειται  για  την  Αγία  Τριάδα 

Κρανιδίου (Κ24), όπου συγκεκριμένος κύκλος συγκροτεί μία ενότητα από κοινού 

με την Πεντηκοστή, η οποία προβάλλεται κεντρικά στον ημικύλινδρο της καμά‐

ρας.  Η  όλη  σύνθεση  αποβλέπει  στο  να  υπογραμμίσει  την  κοινή  εορτή  της  Πε‐

ντηκοστής και του Αγίου Πνεύματος (Αγίας Τριάδος). 

Χαρακτηριστικό  είναι  το  γεγονός  ότι  οι  κύκλοι  αυτής  της  κατηγορίας  α‐

πουσιάζουν από τους  ναούς της Εύβοιας462, ενώ αντίθετα αναπτύσσονται στους 

περισσότερους ναούς της Πελοποννήσου. Σε συνδυασμό με την διαπίστωση της 

απροθυμία, ως προς τον εμπλουτισμό του ενιαίου χριστολογικού κύκλου με πα‐

ραστάσεις  των  Παθών  και  των  μετά  την  Ανάσταση  στα  εικονογραφικά  προ‐

γράμματα των σταυρεπίστεγων ναών της Εύβοιας, φαίνεται ότι τα καλλιτεχνικά 

εργαστήρια  ενστερνίστηκαν  και  εφάρμοσαν  ως  προς  την  συγκρότηση  των  κύ‐

κλων των εικονογραφικών προγραμμάτων συγκεκριμένες αρχές, που αποτυπώ‐

θηκαν στην περιοχή της δραστηριότητάς τους.  

                                                      
462 Η µοναδική εξαίρεση, ο Άγιος ∆ηµήτριος Αυλωναρίου (Κ12) δεν ανήκει στους ναούς που αναπτύσσεται κύκλος
του επώνυµου αγίου, αφού ο κύκλος των Αρχαγγέλων δεν σχετίζεται µε την σηµερινή τουλάχιστον ονοµασία του ναού. Ακό-
µη το γεγονός ότι ο κύκλος παρουσιάζεται µάλλον συνοπτικός µέσα στο µεγαλύτερο από τα εξεταζόµενα µνηµεία αµβλύνει
ακόµη περισσότερο την αξία του ως εξαίρεσης στον κανόνα.

217 
0Θεματικό περιεχόμενο εικονογραφικού προγράμματος 

  ΚΥΚΛΟΙ ΠΟΥ ΣΧΕΤΙΖΟΝΤΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΩΝΥΜΙΑ ΤΟΥ ΝΑΟΥ 

Κύκλοι Αγίων  Αγίου  Νικολάου:  Άγιος  Νικόλαος  Καλάμου,  Άγιος  Νι‐


κόλαος  Αγριδίου,  Άγιος  Νικόλαος  Κλένιας,  Άγιος  Ιω‐
άννης και Νικόλαος Σταυροπηγίου, Άγιος Νικόλαος Μ. 
Καστάνιας, Άγιος Νικόλαος Αγόριανης, Άγιος Νικόλα‐
ος Μουρίου 
Αγίου  Ιωάννου  Προδρόμου:  Άγιος  Ιωάννης  Πρόδρομος 
Γαλατά,  Άγιος  Ιωάννης  Πρόδρομος  και  Νικόλαος 
Σταυροπηγίου,  Άη  Γιαννάκης  (Πρόδρομος)Κάμπου  Α‐
βίας,  Άγιος  Ιωάννης  Πρόδρομος  Γκοριτσάς,  Άγιος  Νι‐
κόλαος Μουρίου 
Αγίας  Παρασκευής:  Αγία  Παρασκευή  Πλάτσας,  Αγίας 
Παρασκευής Γερακίου 
Αγίου Γεωργίου: Άγιος Γεώργιος Ανύδρων, Άγιος Γεώρ‐
γιος Σπανιάκου 
Αγίου Δημητρίου: Άγιος Δημήτριος Κροκεών  

Κύκλος Αρχαγγέλων  Ταξιάρχης  Κωστάνιανης,  Άγιος  Δημήτριος  Αυλωναρί‐


ου, Ταξιάρχης Γκοριτσάς, Ταξιάρχης Γερακίου, Αρχάγ‐
γελος Αρκαλοχωρίου  

Κύκλος Αγίας Τριάδος   Αγία Τριάδα Κρανιδίου 
 

218 
0Θεματικό περιεχόμενο εικονογραφικού προγράμματος 

Γ. ΝΑΡΘΗΚΕΣ 

Η παρουσία νάρθηκα, και μάλιστα σύγχρονου με την αρχική κατασκευή 
του  ναού,  δεν  είναι  συνηθισμένη  στους  σταυρεπίστεγους  ναούς.  Στην  πλειονό‐
τητά τους χτίσθηκαν και διατηρούνται μέχρι σήμερα χωρίς νάρθηκες. Από τους 
τοιχογραφημένους ναούς του καταλόγου, νάρθηκα τοιχογραφημένο από τη βυ‐
ζαντινή  εποχή,  διατηρούν  μόλις  τέσσερις:  Ο  Άγιος  Νικόλαος  Καλάμου  Αττικής 
(Κ9), ο Άγιος Δημήτριος Αυλωναρίου (Κ12), η Κοίμηση Οξυλίθου (Κ14) και ο Αρ‐
χάγγελος  Αρκαλοχωρίου  (Κ45)  463.  Ο  νάρθηκας  του  Αυλωναρίου  στεγάζεται  με 
κανονικό  τρούλο,  του  Αρχάγγελου  Αρκαλοχωρίου  με  ιδιότυπο  τυφλό  θόλο  τρι‐
πλής  καμπυλότητας  και  της  Κοίμησης  Οξυλίθου  με  σταυροθόλιο.  Καμαροσκε‐
πείς  είναι  ο  νάρθηκας  του  Αγίου  Νικολάου  Καλάμου  ο  οποίος  προστέθηκε  το 
ναό σε δεύτερη οικοδομική φάση.  
Από τους τέσσερις νάρθηκες, οι δύο έχουν τοιχογραφηθεί ταυτόχρονα με 
τον κυρίως ναό (Άγιος Δημήτριος Αυλωναρίου, Κοίμηση Οξυλίθου). Το ίδιο ενδε‐
χομένως  ισχύει  και  για  τον  Αρχάγγελο  Αρκαλοχωρίου,  όπου  η  εκ  των  υστέρων 
καθαίρεση  του  δυτικού  τοίχου  του  κυρίως  ναού  κατέστρεψε  μέρος  του  εικονο‐
γραφικού προγράμματος και του νάρθηκα.  
Στην περίπτωση του Αγίου Νικολάου Καλάμου, η προσθήκη του νάρθηκα 
θα πρέπει να έγινε σε σύντομο χρονικό διάστημα μετά την ανέγερση και τοιχο‐
γράφηση  του  κυρίως  Ναού,  επιφέροντας  την  καταστροφή  του  ήδη  τοιχογραφη‐
μένου  δυτικού  τοίχου.  Όπως  ήδη  επισημάνθηκε,  η  τοιχογράφηση  του  νάρθηκα 
απέκτησε  συμπληρωματικό  χαρακτήρα  σε  μια  προσπάθεια  θεματικής  ενοποίη‐
σης του όλου τοιχογραφικού διακόσμου.  
Η  γενική  οργάνωση  του  εικονογραφικού  προγράμματος  είναι  διαφορετι‐
κή και στις πέντε περιπτώσεις. Ως προς το περιεχόμενό τους όμως κοινό στοιχείο 

                                                      
463 Μεταγενέστερο νάρθηκα ο οποίος ενοποιήθηκε µε το ναό επιφέροντας µερική καταστροφή του διακόσµου έχου-
µε επίσης στη Μεταµόρφωση στο Πυργί (Κ10), τον Άγιο ∆ηµήτριο Μακρυχωρίου (Κ13), την Οδηγήτρια στις Σπηλιές (Κ15),
τον Άγιο Νικόλαο Αγριδίου (Κ20) και τον Άγιο Νικόλαο Αγόριανης (Κ33).

219 
0Θεματικό περιεχόμενο εικονογραφικού προγράμματος 

αποτελεί η Δευτέρα Παρουσία, με εξαίρεση τον νάρθηκα του Αρχάγγελου Αρκα‐
λοχωρίου όπου η συγκεκριμένη παράσταση κυριαρχεί στην εγκάρσια καμάρα464.  
Η  Δευτέρα  Παρουσία  εμφανίζεται  σε  πλήρως  ανεπτυγμένη  μορφή  μόνο 
στον νάρθηκα του Αγίου Νικολάου στον Κάλαμο (Κ9). Από τον ευρύχωρο καμα‐
ροσκεπή  χώρο,  η  παράσταση  καταλαμβάνει  το  νότιο  τμήμα  του  ημικύλινδρου 
που διαιρείται κατά μήκος στο κλειδί και προεκτείνεται στον νότιο και στον ανα‐
τολικό  τοίχο.  Το  υπόλοιπο  εικονογραφικό  πρόγραμμα  αποτελείται  από  έναν  α‐
νεπτυγμένο κύκλο της Γέννησης στο βόρειο μισό της καμάρας και τον βόρειο τοί‐
χο, ενώ στο δυτικό τοίχο κυριαρχεί η Σταύρωση. Όπως αναπτύσσεται και στο οι‐
κείο  λήμμα,  η  τοιχογράφηση  του  νάρθηκα  επιχειρεί  να  προεκτείνει  και  να  συ‐
μπληρώσει το πρόγραμμα του κυρίως ναού αποκαθιστώντας και την καταστρο‐
φή της Σταύρωσης που ήταν αρχικά τοποθετημένη στον δυτικό τοίχο του κυρίως 
ναού.  Όσον  αφορά  την  παράδοξη  συνύπαρξη  του  κύκλου  της  Γέννησης  (βόρειο 
τμήμα)  και  της  Δευτέρας  Παρουσίας  (νότιο  τμήμα),  θεωρούμε  ότι  μπορεί  να  ερ‐
μηνευθεί  ως  εκκίνηση  και  ολοκλήρωση  του  ενιαίου  χριστολογικού  κύκλου  από 
τον ίδιο χώρο, στοιχείο συνηθισμένο στην δεξιόστροφη κυκλική εξέλιξη του χρι‐
στολογικού  κύκλου465.  Ωστόσο  οι  εντός  του  κυρίως  ναού  αποσπασματικά  σωζό‐
μενες παραστάσεις του χριστολογικού κύκλου δεν αναγνωρίζονται προς το πα‐
ρόν466 ικανοποιητικά για να επιβεβαιώσουν μια τέτοια υπόθεση.  
Στην  Κοίμηση  Οξυλίθου  (Κ14),  όπου  η  κάλυψη  του  νάρθηκα  γίνεται  με 
σταυροθόλιο, η Δευτέρα Παρουσία αναπτύσσεται στα τέσσερα τύμπανα και συν‐
δέεται με τον υπόλοιπο χριστολογικό κύκλο μέσω του υπερκείμενου κύκλου του 

                                                      
 Η Δευτέρα Παρουσία εικονίζεται μέσα στον κυρίως Ναό σε άλλους τρεις ναούς του κα‐
464

ταλόγου: Στην εγκάρσια καμάρα της Αγίας Θέκλας (Κ11) και στο δυτικό σκέλος του Αγίου Γεωρ‐
γίου Σπανιάκου  (Κ43) και της Παναγίας  Ευαγγελισμού  (Κ48). Επίσης έχει συμπεριληφθεί στο ει‐
κονογραφικό πρόγραμμα του ναού του Αγίου Νικολάου που προσαρτήθηκε στη νότια πλευρά του 
Αγίου Γεωργίου Ανύδρων (Κ43).  
465 Ταυτόχρονη έναρξη και ολοκλήρωση του χριστολογικού κύκλου στο ίδιο σκέλος του ναού εντοπίζουµε στις εξής
περιπτώσεις: α) Στην ανατολική καµάρα: Άγιοι Κωνσταντίνος και Ελένη, Παναγία Bolničkα Αχρίδας (Κ1-Κ2, Γέννηση-
Ανάληψη), Υπαπαντή Μετεώρων (Κ5, Γέννηση - Ανάληψη), Αγία Τριάδα Κρανιδίου (Κ24, Γέννηση-Ανάληψη παρά την ύπαρ-
ξη της Πεντηκοστής στην εγκάρσια καµάρα), Άγιος Αθανάσιος Λεονταρίου (Κ26, Γέννηση-Ανάληψη-Πεντηκοστή στην ανατο-
λική καµάρα). β) Οδηγήτρια στις Σπηλιές (Κ15, Γέννηση-Πεντηκοστή), Ταξιάρχης Γκοριτσάς (Κ35, Ευαγγελισµός-Γέννηση-
Πεντηκοστή) ίσως στον Άγιο ∆ηµήτριο Αυλωναρίου (Κ12, Γέννηση και πιθανόν η Πεντηκοστή).

466 Τον ναό µελετά η Ε. Γκίνη-Τσοφοπούλου, Άγιος Νικόλαος στο νεκροταφείο Καλάµου Αττικής, ∆ΧΑΕ 11 (1982-
83), 246, υποσηµ. 46.

220 
0Θεματικό περιεχόμενο εικονογραφικού προγράμματος 

Πεντηκοσταρίου.  Ο  ενιαίος  χαρακτήρας  και  η  συνεχής  ροή  των  παραστάσεων 


του κύκλου από τον κυρίως Ναό προς τον νάρθηκα, προέκυψαν οφείλονται στο 
γεγονός  ότι  ολόκληρο  το  εικονογραφικό  πρόγραμμα  πραγματοποιήθηκε  σε  μία 
ενιαία  φάση  τοιχογράφησης.  Στο  νάρθηκα  του  Αγίου  Δημητρίου  Αυλωναρίου 
(Κ12)  η  Δευτέρα  Παρουσία  δεν  συνυπάρχει  με  άλλον  κύκλο.  Η  περιμετρική  του 
όμως  διάταξη συνδυάζεται μοναδικά  με το  «κλασικό» πρόγραμμα του τρούλου, 
το  οποίο  υποκαθιστά  την  κεντρική  σύνθεση  της  παράστασης  με  τον  Χριστό‐
Κριτή  (σχέδιο  83).  Ο  κοινός  χειρισμός  της  περιμετρικής  διάταξης  της  Δευτέρας 
Παρουσίας  και  στα  δύο  γειτονικά  μνημεία  δεν  ξενίζει  καθώς  θεωρούνται  έργα 
του ίδιου καλλιτεχνικού εργαστηρίου.  
Στον  Αρχάγγελο  Αρκαλοχωρίου  (Κ45),  ανεξάρτητα  από  το  εάν  η  τοιχο‐
γράφηση του νάρθηκα αποτελεί ή όχι ενιαία φάση τοιχογράφησης με τον κυρίως 
ναό,  είναι  σαφές  ότι  το  εικονογραφικό  πρόγραμμα  έχει  επιλεκτικά  συμπληρω‐
ματικό  χαρακτήρα.  Ενώ  δηλαδή  το  εικονογραφικό  πρόγραμμα  του  κυρίως  ναού 
είχε  ήδη  ολοκληρωθεί,  η  προσθήκη  του  νάρθηκα  έδωσε  τη  δυνατότητα  για  μια 
επιλεκτική συμπλήρωση των κύκλων του κυρίως ναού.  
Παρά  τον  φαινομενικά  ασύνδετο  χαρακτήρα  της  όλης  σύνθεσης,  με  την 
αποκατάσταση των ζωνών (σχέδιο 84) προκύπτει ότι η παράσταση που κυριαρχεί 
και  τονίζεται  ιδιαίτερα  είναι  η  Πεντηκοστή.  Η  συγκεκριμένη  επιλογή  ενδεχομέ‐
νως μπορεί να παραλληλιστεί με την παρουσία του κύκλου του Πεντηκοσταρίου 
στο  νάρθηκα  της  Κοίμησης  Οξυλίθου  (Κ14).  Η  σχέση  ανάμεσα  στα  δύο  προ‐
γράμματα  ενισχύεται  από  την  παρουσία  του  Παλαιού  των  Ημερών  στο  κέντρο 
του θόλου467 αλλά και δύο παραστάσεων που ενώ ανήκουν στον κύκλο των Αρ‐
χαγγέλων, συνδέονται άμεσα με τον κοινό εορτασμό Πεντηκοστής ‐ Αγίας Τριά‐
δος: Πρόκειται για την Φιλοξενία του Αβραάμ και τους Τρεις Παίδες εν καμίνω468 
που βρίσκονται στα τυφλά αψιδώματα του νότιου τοίχου.  
                                                      
467 Ο Παλαιός των Ηµερών επιλέγεται για να υπογραµµίσει το δόγµα της εκ του Πατρός εκπορεύσεως του Αγίου
Πνεύµατος αλλά και για να τονίσει την εσχατολογική διάσταση της Πεντηκοστής. Το ίδιο θεολογικό υπόβαθρο άλλωστε ισχύ-
ει και όσον αφορά την τοποθέτησή του σε σχέση µε τον Ευαγγελισµό στην Κοίµηση Οξυλίθου (Κ14) αλλά και σε άλλους να-
ούς στην Εύβοια (Μεταµόρφωση Πυργίου Κ10, Άγιος ∆ηµήτριος Μακρυχωρίου Κ13, Οδηγήτρια στις Σπηλιές Κ15, Άγιος
Νικόλαος Πύργου, Αγία Άννα Αλεξιάνων Οξυλίθου).

468 Για την άµεση τυπολογική σύνδεση Τριών Παίδων και Αγίας Τριάδος-Πεντηκοστής στην υµνολογία, βλ. υπο-
σηµ. 191 και 206.

221 
 

ΦΟΡΑ ΚΑΙ ∆ΙΑΤΑΞΗ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΙΚΩΝ ΕΝΟΤΗΤΩΝ

Α. ΦΟΡΑ  

Η διάταξη των παραστάσεων ενός κύκλου προσαρμόζεται στα δεδομένα 

μιας συνεχούς αφήγησης γεγονότων, όπως αυτά παρατίθενται στις πηγές. Η ε‐

πιλογή  της  φοράς  ενός  κύκλου  δεν  είναι  πάντοτε  αυτονόητη.  Διαχρονικά  η  δε‐

ξιόστροφη εξέλιξη μιας αφήγησης επικρατεί όχι μόνο στη μνημειακή ζωγραφική 

αλλά και στην εικονογραφία των χειρογράφων και των φορητών εικόνων όπου 

υπάρχει συνεχής παράθεση παραστάσεων ενός συγκεκριμένου κύκλου469. Ο κύ‐

ριος  παράγοντας  που  καθιστά  κυρίαρχη  την  συγκεκριμένη  επιλογή  είναι  η  δε‐

ξιόστροφη φορά ανάγνωσης της ελληνικής, λατινικής και σλαβικής γραφής.  

Η  δεξιόστροφη  φορά  επικρατεί  στα  περισσότερα  εικονογραφικά  προ‐

γράμματα των σταυρεπίστεγων ναών. Σε συνδυασμό με την ανέλιξη του ενιαίου 

χριστολογικού  κύκλου  σε  δύο  διαφορετικά  επίπεδα  και  ανάλογα  με  το  σημείο 

εκκίνησης  της  αφήγησης,  προκύπτει  ποικιλία  κινήσεων  με  ανοδική  ή  καθοδική 

φορά.  Όταν,  για  παράδειγμα,  η  αφήγηση  είναι  συνεχόμενη  και  ξεκινά  από  τα 

χαμηλότερα  σημεία  του  ναού,  αποβαίνει  ανοδική  και  σπειροειδής  καθώς  ολο‐

κληρώνεται στην εγκάρσια καμάρα. Παρόμοια ανοδική σπειροειδής κίνηση έχει 

εφαρμοστεί και σε άλλους τύπους ναών, σε περιπτώσεις όπου ένας κύκλος ανα‐

πτύσσεται σε δύο επάλληλες ζώνες470. 
                                                      
  Όσον αφορά τον ορθό προσδιορισμό της πραγματικής φοράς πρέπει να σημειώσουμε 
469

ότι οι όροι δεξιόστροφος και αριστερόστροφος χρησιμοποιούνται συμβατικά για λόγους καλύτερης 
εποπτικής  κατανόησης,  αποδίδοντας  την  κίνηση  που  προβάλλεται  κατοπτρικά  στο  δάπεδο  και 
κατά συνέπεια στο σχέδιο. Σύμφωνα με την ενιαία αρχή που υιοθετούμε στο σύνολο του εποπτι‐
κού  υλικού  της  παρούσας  εργασίας,  όταν  η  πραγματική  κίνηση  στο  χώρο  είναι  αριστερόστροφη 
στο σχέδιο καταγράφεται ως δεξιόστροφη (κατά τους δείκτες του ρολογιού). Η επιλογή αυτή αντι‐
στοιχεί  με  την  φορά  της  «ανάγνωσης»  ενός  κειμένου  που  προσδιορίζει  τον  χαρακτηρισμό  μιας 
γραφής ως δεξιόστροφης ή αριστερόστροφης. 
470 Prilep, Άγιος Νικόλαος (1298), βλ. R. Hamann-Μc Lean - Η. Hallensleben, Die Monumentalmalerei in Serbien
und Macedonien vom 11. bis zum fruhen 14. Jahrhundert, Gießen 1963, πίν. 19a-b, Καστοριά, Ταξιάρχης Μητροπόλεως (2ο
στρώµα 1359/60), βλ. Σ. Πελεκανίδη-Μ. Χατζηδάκη, Καστοριά, Αθήνα 1984, 93-95. Για την σπειροειδή κίνηση στον χριστο-
λογικό κύκλο των δύο µνηµείων βλ. Γ. Φουστέρη, Τύποι βυζαντινών ναών και εικονογραφικά προγράµµατα, Θεσσαλονίκη
1999 (φωτοτυπηµένη µεταπτυχιακή εργασία), 75-76.

222 
0Φορά και διάταξη εικονογραφικών ενοτήτων 

Ιδιαίτερη  έμφαση  στην  ανοδική  σπειροειδή  ανέλιξη  του  εικονογραφικού 

προγράμματος έχουμε στην περίπτωση του Αγίου Αθανασίου Λεονταρίου (Κ26), 

όπου εισάγεται και τρίτο επίπεδο με την συνεχόμενη δεξιόστροφη  αφήγηση του 

θεομητορικού και χριστολογικού κύκλου, που αναπτύσσονται σε επάλληλες ζώ‐

νες (σχέδιο 85. 

Αντίστροφα,  στις  περιπτώσεις  που  η  έναρξη  γίνεται  από  την  εγκάρσια 

καμάρα  και  ολοκληρώνεται  χαμηλότερα,  η  δεξιόστροφη  πορεία  προκύπτει  κα‐

θοδική (σχέδιο 86). 

Ωστόσο  σε  μια  σειρά  παραδειγμάτων  διαπιστώθηκε  ότι  η  δεξιόστροφη 

φορά  δεν  αποτελούσε  μια  αναγκαστική  συνθήκη.  Αριστερόστροφη  κίνηση  σε 

ολόκληρο  τον  χριστολογικό  κύκλο  ανιχνεύεται  στο  εικονογραφικό  πρόγραμμα 

των Αγίων Αναργύρων Αγιονορίου (Κ23), όπου όμως η αποσπασματικότητα του 

σωζόμενου τμήματος δεν μας επιτρέπει να αποκαταστήσουμε τον τρόπο με τον 

οποίο εφαρμόζονταν. 

Σε ορισμένες περιπτώσεις εισάγεται και η αριστερόστροφη φορά για ένα 

τμήμα  τουλάχιστον  του  προγράμματος,  με  αποτέλεσμα  να  επιτυγχάνεται  μια 

ενδιαφέρουσα εναλλαγή με αντίρροπες κινήσεις.  

Σε μια σειρά παραδειγμάτων η αριστερόστροφη κίνηση περιορίζεται μόνο 

στις  παραστάσεις  της  εγκάρσιας  καμάρας  (σχέδιο  88).  Στους  δύο  ναούς  της  πό‐

λεως της Αχρίδας (Κ1 και Κ2), όπου επαναλαμβάνεται σχεδόν πανομοιότυπα το 

ίδιο  εικονογραφικό  πρόγραμμα,  αριστερόστροφη  φορά  έχει  η  πομπή  της  Ουρά‐

νιας Λειτουργίας, μια επιλογή η οποία προφανώς προκύπτει από την πρόθεση να 

ταυτιστεί η παράσταση με την πορεία της Μεγάλης Εισόδου. 

Στην  Αγία  Τριάδα  Σοφικού  (Κ22),  οι  έξι  παραστάσεις  του  ημικύλινδρου 

και των τυμπάνων της καμάρας μοιράζονται συμμετρικά και ανήκουν ανά τρεις 

στον  χριστολογικό  και  τον  θεομητορικό  κύκλο.  Στοιχείο  που  ενοποιεί  την  όλη 

σύνθεση  είναι  η  κοινή  αριστερόστροφη  φορά,  η  οποία  όμως  στη  συνέχεια  αναι‐

ρείται καθώς η εξέλιξη του χριστολογικού κύκλου πραγματοποιείται δεξιόστρο‐

φα.  Η  ίδια  αντίρροπη  κίνηση  με  την  αντιστροφή  της  φοράς  του  χριστολογικού 

κύκλου  από  την  εγκάρσια  καμάρα  στις  κατά  μήκος  εντοπίζεται  και  στην  Αγία 

Παρασκευή Πλάτσας (Κ31). 

223 
0Φορά και διάταξη εικονογραφικών ενοτήτων 

Στο ναό της Κοίμησης Αμαρύνθου (Κ16) η αριστερόστροφη κίνηση επιχω‐

ριάζει στην δυτική καμάρα με έναν ιδιόρρυθμο σπειροειδή τρόπο, χωρίς να επη‐

ρεάζεται όμως η γενική δεξιόστροφη φορά του κύκλου.  Το παράδειγμα αυτό εί‐

ναι  χαρακτηριστικό  μιας  ομάδας  ναών,  στους  οποίους  διαπιστώνεται  μια  ανε‐

ξάρτητη εσωτερική λογική όσον αφορά τη διάταξη και τη φορά των παραστάσε‐

ων του δυτικού σκέλους, η οποία δεν πειθαρχεί σε μια συνεχόμενη γενική φορά 

(Αγία Θέκλα Κ11, Κοίμηση Αμαρύνθου Κ16 ‐ σχέδιο 23, Άγιοι Ανάργυροι Αγιονο‐

ρίου Κ23 ‐ σχέδιο 34, Αρχάγγελος Αρκαλοχωρίου Κ45 ‐ σχέδιο 70). 

Σε  δύο  σταυρεπίστεγους  ναούς  της  Κρήτης  εντοπίζεται  αριστερόστροφη 

κίνηση στον χώρο της εγκάρσιας καμάρας. Στον Άγιο Γεώργιο Ανύδρων (Κ43) οι 

τρεις  πρώτες  παραστάσεις  του  χριστολογικού  κύκλου  διατάσσονται  αριστερό‐

στροφα  ενώ  στη  συνέχεια,  όπως  αναλύεται  στο  οικείο  λήμμα,  ο  χριστολογικός 

κύκλος δεν ακολουθεί κυκλική διάταξη. Στον ομώνυμο ναό του Σπανιάκου (Κ44), 

εκτός από την ιδιοτυπία της διαίρεσης του χριστολογικού κύκλου από τον κύκλο 

του αγίου Γεωργίου, μοναδική είναι η αντίρροπη δεξιόστροφη και αριστερόστρο‐

φη κίνηση στον χώρο της εγκάρσιας καμάρας (σχέδιο 68).  

Τέλος, παρόμοια αντίρροπη κίνηση αλλά με κοινή δεξιόστροφη φορά επι‐

τυγχάνεται  στην  εγκάρσια  καμάρα  του  Αγίου  Νικολάου  Κλένιας  (Κ21),  με  την 

ευρηματική διαίρεση του κύκλου του επώνυμου αγίου (βλ. σχέδιο 30). 

224 
0Φορά και διάταξη εικονογραφικών ενοτήτων 

Β. ΤΡΟΠΟΙ ΔΙΑΤΑΞΗΣ ΧΡΙΣΤΟΛΟΓΙΚΟΥ ΚΥΚΛΟΥ 

Επιχειρώντας  μια  συστηματική  κατάταξη  των  διαφορετικών  επιλογών 

που εφαρμόστηκαν ως προς την διάταξη των παραστάσεων του ενιαίου χριστο‐

λογικού κύκλου, επιλέξαμε να τις κατατάξουμε με κύριο άξονα το εικονογραφι‐

κό πρόγραμμα της εγκάρσιας καμάρας. Η επιλογή αυτή κρίθηκε ως η καταλλη‐

λότερη, διότι εστιάζει στο αρχιτεκτονικό στοιχείο που χαρακτηρίζει τον τύπο και 

αποφασιστικά και τον σχεδιασμό του εικονογραφικού προγράμματος συνολικά.  

Τα  εικονογραφικά  προγράμματα  των  σταυρεπίστεγων  ναών  μπορούν 

κατ΄ αρχήν να διαιρεθούν σε δύο μεγάλες κατηγορίες:  

1.  Σε  εκείνα  στα  οποία  η  εγκάρσια  αποτελεί  θεματολογικά  αναπόσπα‐

στο  τμήμα  του  κύκλου  ή  των  κύκλων  που  εξελίσσονται  κατά  ενιαίο  τρόπο  και 

στις τρεις καμάρες του ναού. 

2.  Σε  εκείνα  στα  οποία  η  θεματικό  περιεχόμενο  της  εγκάρσιας  απομο‐

νώνεται από το υπόλοιπο εικονογραφικό πρόγραμμα 

Κάθε  μια  από  τις  δύο  μεγάλες  κατηγορίες  διαιρείται  σύμφωνα  με  την  ι‐

διαίτερη θεματολογία, αλλά και τους ειδικούς επιμέρους χειρισμούς. Στην πρώτη 

κατηγορία,  η  περαιτέρω  διαίρεση  βασίστηκε  στον  προσδιορισμό  της  θέσης  των 

παραστάσεων της εγκάρσιας καμάρας στον χριστολογικό κύκλο (εκκίνηση, ολο‐

κλήρωση, ενδιάμεσες παραστάσεις). Στην περίπτωση της δεύτερης κατηγορίας η 

διαίρεση  γίνεται  με  βάση  το  περιεχόμενο  της,  απομονωμένης  από  το  υπόλοιπο 

εικονογραφικό  πρόγραμμα,  εγκάρσιας  καμάρας  (Χερουβικός  Ύμνος,  Δευτέρα 

Παρουσία, Σταυρός και ανεικονικός διάκοσμος, Βίοι αγίων).  

 Μετά την  κατάρτιση  των κατηγοριών σύμφωνα  με τα  παραπάνω  κριτή‐

ρια,  διαπιστώνεται  ότι  μόνο  ένα  εικονογραφικό  πρόγραμμα  από  αυτά  που  συ‐

μπεριλαμβάνονται  στον  κατάλογο,  δεν  είναι  δυνατόν  να  ενταχθεί  τυπολογικά 

στις παραπάνω κατηγορίες. Η εξαίρεση είναι απολύτως εύλογη και δικαιολογη‐

μένη καθώς αφορά τον μοναδικό δίδυμο σταυρεπίστεγο ναό των αγίων Ιωάννου 

του  Προδρόμου  και  Νικολάου  (Κ30).  Στο  συγκεκριμένο  ναό,  σύμφωνα  με  τις  υ‐

πάρχουσες ενδείξεις, πιθανολογείται ότι ο χριστολογικός κύκλος αναπτύσσεται 

225 
0Φορά και διάταξη εικονογραφικών ενοτήτων 

στην  κοινή  εγκάρσια  καμάρα  και  τα  ανατολικά  σκέλη,  ενώ  στα  δυτικά  κυριαρ‐

χούν οι κύκλοι των δύο επωνύμων αγίων (σχέδιο 46).  

1. Τμήμα του ενιαίου χριστολογικού κύκλου στην εγκάρσια καμάρα 

Στα  εικονογραφικά  προγράμματα  αυτής  της  κατηγορίας,  ο  ενιαίος  χρι‐

στολογικός κύκλος διατάσσεται στην εγκάρσια καμάρα και σε μία τουλάχιστον 

από  τις  δύο  κατά  μήκος  καμάρες.  Η  κατηγορία  αυτή  διαιρείται  σε  τρεις  ομάδες 

με  κριτήριο  το  τμήμα  του  χριστολογικού  κύκλου  που  τοποθετείται  στην  εγκάρ‐

σια καμάρα.  

α. Εκκίνηση  

Σωτήρας Αλεποχωρίου (Κ7), Άγιος Δημήτριος Μακρυχωρίου (Κ13), Κοίμηση 

Οξυλίθου (Κ14), Αγία Κυριακή Πηδήματος (Κ27), Αγία Παρασκευή Πλάτσας (Κ31), 

Άγιος Νικόλαος Αγόριανης (Κ33), Προφήτης Ηλίας Αμυκλών (Κ34), Άγιος Δημήτρι‐

ος  Κροκεών  (Κ37),  Αγία  Παρασκευή  Κάστρου  Γερακίου  (Κ39),  Θεοφάνεια  Κάστρου 

Γερακίου  (Κ40),  Ταξιάρχης  Κάστρου  Γερακίου  (Κ41),  Άγιος  Γεώργιος  Ανύδρων 

(Κ43),  Άγιος  Γεώργιος  Σπανιάκου  (Κ44),  Παναγία  Ευαγγελίστρια  Γερακίου  Πεδιά‐

δος (Κ46). Με επιφυλάξεις Αγία Τρίτη Καθενών (Κ18), Παναγία Βουλισμένης (Κ49).  

Πρόκειται για τη συνηθέστερη επιλογή, σύμφωνα με την οποία ο θεατής 

εισερχόμενος  στο  ναό  καλείται  να  παρακολουθήσει  την  χριστολογική  διήγηση 

με αφετηρία τον χώρο της εγκάρσιας καμάρας.  

Η παράσταση η οποία σηματοδοτεί την έναρξη του χριστολογικού κύκλου 

είναι ο Ευαγγελισμός. Η παγιωμένη όμως τοποθέτησή του εκατέρωθεν της αψί‐

δας  του  ιερού  Βήματος,  υπήρξε  διαχρονικά  ένα  ισχυρό  στερεότυπο  των  εικονο‐

γραφιών προγραμμάτων ανεξαρτήτως τύπου ναού471. Με βάση το παραπάνω δε‐

δομένο, κατά τον σχεδιασμό της διάταξης του βασικού χριστολογικού κύκλου, ως 

εναρκτήρια  παράσταση  στον  χώρο  του  κυρίως  Ναού  λογίζεται  η  Γέννηση.  Δεν 

                                                      
471 Ι. Βαραλής, Παρατηρήσεις για τη θέση του Ευαγγελισµού στη µνηµειακή ζωγραφική κατά τη µεσοβυζαντινή πε-
ρίοδο, ∆ΧΑΕ 19 (1996-97), 201-219.

226 
0Φορά και διάταξη εικονογραφικών ενοτήτων 

λείπουν βέβαια και οι περιπτώσεις όπου ο Ευαγγελισμός δεν βρίσκεται στην κα‐

θιερωμένη θέση εκατέρωθεν της αψίδας του Ιερού και τοποθετείται στο χώρο της 

εγκάρσιας καμάρας σηματοδοτώντας μαζί με τη Γέννηση την έναρξη του χριστο‐

λογικού κύκλου472.  

i. Εκκίνηση του κύκλου αποκλειστικά με χριστολογικές παραστάσεις  

Η  έναρξη  της  χριστολογικής  αφήγησης  στο  χώρο  του  ναού,  ακόμη  και 

στις  περιπτώσεις  που  ο  Ευαγγελισμός  μεταφέρεται  από  την  καθιερωμένη  θέση 

του  εκατέρωθεν  της  αψίδας  του  Ιερού,  σηματοδοτείται  συνήθως  από  το  ζεύγος 

Γέννησης ‐ Υπαπαντής. Σε οκτώ ναούς της Πελοποννήσου, η παρουσία αυτού του 

ζεύγους  στο  ανατολικό  μισό  της  καμάρας,  τείνει  να  γίνει  ισχυρό  στερεότυπο 

στοιχείο με διάταξη από βορρά προς νότον, και κατά συνέπεια, δεξιόστροφη φο‐

ρά473. Τέλος, σε έναν ακόμη ναό της Πελοποννήσου, την Αγία Παρασκευή Γερα‐

κίου  (Κ39)  διατηρείται  η  δεξιόστροφη  φορά  ανάμεσα  στις  δυο  παραστάσεις,  οι 

οποίες όμως είναι τοποθετημένες στο δυτικό μισό της καμάρας.  

Εκτός  Πελοποννήσου,  το  στερεότυπο  στοιχείο  του  ζεύγους  Γέννησης‐

Υπαπαντής εντοπίζεται μόνο στην Οδηγήτρια στις Σπηλιές (Κ15), με τη διαφορά 

ότι  στο  ανατολικό  μισό  της  καμάρας  προστίθεται  και  τρίτη  παράσταση  (Βάπτι‐

ση)474. 

                                                      
 Παραδείγματα μόνο από την Πελοπόννησο: Αγία Τριάδα Σοφικού (Κ22, νότιο τύμπανο), 
472

Άγιος Νικόλαος Αγόριανης (Κ33), Ταξιάρχης Γκοριτσάς (Κ35, βόρειο τύμπανο). Η ενσωμάτωση του 
Ευαγγελισμού  στις  ζώνες  εξέλιξης  του  βασικού  χριστολογικού  κύκλου  είναι  γνωστή  και  από  άλ‐
λους τύπους ναών (Επισκοπή στο Σταυρί Μάνης, Ζωοδόχος Πηγή στο Σάμαρι Μεσσηνίας, Παντά‐
νασσα Μυστρά, Περίβλεπτος Αχρίδας). Επίσης στον Ταξιάρχη Κωστάνιανης (Κ4) ο Ευαγγελισμός 
βρίσκεται στο βορειοανατολικό διευρυμένο τριγωνικό χώρο, στοιχείο που προϊδεάζει για ανάλογο 
χειρισμό τόσο στον Άγιο Νικόλαο Καλάμου (Κ9) όσο και σε ναούς της παραλλαγής Β. 
473 Άγιος Νικόλαος Αγόριανης (Κ33), Προφήτης Ηλίας Αµυκλών (Κ34), Ταξιάρχης Γκοριτσάς (Κ35, Θεοφάνεια Γερα-
κίου (Κ40) όπου δεν σώζεται η Υπαπαντή, Ταξιάρχης Γερακίου (Κ41). Το ζεύγος Γέννησης -Υπαπαντής µε την ίδια διάταξη
εµφανίζεται και στην Αγία Κυριακή Πηδήµατος (Κ27), τον Άγιο ∆ηµήτριο Κροκεών (Κ37) και στην Αγία Τριάδα Σοφικού (Κ22
µε αντίθετη φορά). Και οι δύο ναοί όµως ανήκουν στην επόµενη κατηγορία καθώς στην εγκάρσια καµάρα έχουµε θεοµητορι-
κές σκηνές.

474 Στον Άγιο ∆ηµήτριο Μακρυχωρίου (Κ13) και την Κοίµηση Οξυλίθου (Κ14) η έναρξη του χριστολογικού κύκλου
γίνεται µε τη Γέννηση στο βόρειο τύµπανο και την Υπαπαντή στο ηµικυλινδρικό τµήµα της καµάρας, αλλά λόγω της ύπαρξης
παραστάσεων του θεοµητορικού κύκλου στην εγκάρσια καµάρα, οι δύο ναοί εντάσσονται στην επόµενη κατηγορία ii).

227 
0Φορά και διάταξη εικονογραφικών ενοτήτων 

Μοναδική  είναι  η  περίπτωση  διάταξης  δύο  μόνο  παραστάσεων  στην  κα‐

τεστραμμένη  σήμερα  εγκάρσια  καμάρα  του  Σωτήρα  Αλεποχωρίου  (Κ7).  Βάσει 

των σωζόμενων στοιχείων συνάγεται ότι το ζεύγος Γέννησης ‐Υπαπαντής μοιρά‐

ζονταν το ανατολικό και το δυτικό τμήμα της καμάρας αντίστοιχα  στοιχείο που 

δεν  επαναλαμβάνεται  σε  κανέναν  άλλο  ναό.  Η  συγκεκριμένη  επιλογή  είχε  ως 

συνέπεια  την  υιοθέτηση  διευρυμένων  εκδοχών  των  δύο  παραστάσεων  με  συ‐

μπληρωματικά επεισόδια, προκειμένου να προσαρμοσθούν στα ιδιαίτερα επιμή‐

κη διάχωρα.  

Σε  ναούς  της  Κρήτης  η  εκκίνηση  με  το  ζεύγος  Γέννησης  ‐Υπαπαντής  ση‐

ματοδοτεί την έναρξη του χριστολογικού κύκλου από την εγκάρσια καμάρα, αλ‐

λά σε διαφορετική διάταξη. Συγκεκριμένα, στον Άγιο Γεώργιο Ανύδρων (Κ43) και 

στον  ομώνυμο  γειτονικό  ναό  του  Σπανιάκου  (Κ44),  οι  δύο  παραστάσεις  διατάσ‐

σονται στην βόρεια πλευρά της καμάρας κατά την έννοια ανατολή ‐ δύση, δηλα‐

δή  αριστερόστροφα  (σχέδιο  66,  68).  Πρέπει  να  σημειωθεί  ότι  το  εικονογραφικό 

πρόγραμμα  της  εγκάρσιας  καμάρας  του  ναού  του  Σπανιάκου  έχει  μικτό  χαρα‐

κτήρα, λόγω της παρεμβολής σκηνών του βίου του αγίου Γεωργίου ανάμεσα σε 

τέσσερις χριστολογικές σκηνές. 

Η ίδια διάταξη επισημαίνεται σε ένα ακόμη σταυρεπίστεγο ναό της Κρή‐

της, την Παναγία Γερακίου Πεδιάδος (Κ46). Εκεί όμως τα πράγματα αντιστρέφο‐

νται  αφού  η  Γέννηση  και  η  Υπαπαντή  βρίσκονται  στη  νότια  πλευρά  της  εγκάρ‐

σιας καμάρας και διατάσσονται δεξιόστροφα.  

Σύμφωνα με την ανάλυση που προηγήθηκε διαπιστώνονται δύο διαφορε‐

τικές  τάσεις  τυποποίησης  ως  προς  την  διάταξη  του  ζεύγους  Γέννησης  ‐  Υπαπα‐

ντής στην εγκάρσια καμάρα των σταυρεπίστεγων ναών της Κρήτης και της Πε‐

λοποννήσου.  Το  γεγονός  ότι  καμία  από  τις  δύο  αυτές  διατάξεις  δεν  επαναλαμ‐

βάνεται  στα  δύο  μνημεία  της  υπόλοιπης  Ηπειρωτικής  Ελλάδος  (Σωτήρας  Αλε‐

ποχωρίου  Κ7  και  Οδηγήτρια  στις  Σπηλιές  Κ15,  βλ.  σχέδιο  89)  υπογραμμίζει  ότι 

προφανώς διαμορφώθηκαν στο πλαίσιο εργαστηρίων που διατηρούσαν  αυτονο‐

μία δράσης στο πλαίσιο συγκεκριμένου γεωγραφικού χώρου. 

Ως προς την συνέχεια του χριστολογικού κύκλου, σε όλους τους ναούς της 

κατηγορίας αυτής, ανεξάρτητα από τις διαφορές που διαπιστώσαμε στη διάταξη 

228 
0Φορά και διάταξη εικονογραφικών ενοτήτων 

των σκηνών στην εγκάρσια καμάρα, επικρατεί μια γενική δεξιόστροφη φορά. Με 

βάση την διάταξη που επιβάλλει η κίνηση αυτή, ο επιμέρους κύκλος του Πάθους 

και  της  Ανάστασης  ολοκληρώνεται  στην  δυτική  καμάρα,  ενώ  η  Ανάληψη  κατα‐

λαμβάνει την ανατολική καμάρα ολοκληρώνοντας την ιστόρηση του κύκλου.  

Ενδιαφέρον  παρουσιάζουν  κάποιες  περιπτώσεις  της  ίδιας  κατηγορίας  ό‐

που ο χριστολογικός κύκλος ολοκληρώνεται με την  Πεντηκοστή στο βόρειο ή το 

νότιο τύμπανο της εγκάρσιας καμάρας. Η επιλογή αυτή προκύπτει από την σα‐

φή πρόθεση να πραγματοποιείται ταυτόχρονα τόσο η έναρξη όσο και η κατάλη‐

ξη του χριστολογικού κύκλου στο χώρο της εγκάρσιας καμάρας και να τονίζεται 

η  έννοια  της  ολοκλήρωσης  ενός  κύκλου  (Αγία  Τριάδα  Σοφικού  Κ22,  Ταξιάρχης 

Γκοριτσάς Κ35 και πιθανόν Άγιος Δημήτριος Αυλωναρίου Κ12 και Κοίμηση Κρο‐

κεών Κ38).  

ii. Εκκίνηση του κύκλου από την εγκάρσια καμάρα με συνδυασμό χριστο‐

λογικών και θεομητορικών παραστάσεων. 

Είναι  εντυπωσιακό  το  γεγονός  ότι  σε  καμία  περίπτωση  ο  θεομητορικός 

κύκλος  δεν  κυριαρχεί  αποκλειστικά  στην  εγκάρσια  καμάρα,  αντίθετα  με  ό,τι 

συμβαίνει σε πέντε παραδείγματα με τον βίο των αγίων Νικολάου και Ιωάννου 

του  Προδρόμου.  Η  εξήγηση  είναι  απλή  και  ασφαλώς  δεν  υπάρχει  καμία  τάση 

υποτίμησης  της  Θεοτόκου.  Αντίθετα,  όπως  ήδη  έχουμε  αναφέρει,  θεομητορικές 

παραστάσεις  προβάλλονται  συχνότερα  στην  εγκάρσια  καμάρα,  αλλά  πάντοτε 

ενσωματωμένες ή στενά συνδεδεμένες με τον χριστολογικό κύκλο (βλ. Κεφ. ΙΙ. Β. 

3).  Έτσι,  συγκροτείται  ιδιαίτερη  ομάδα  εικονογραφικών  προγραμμάτων  στα  ο‐

ποία  η  έναρξη  του  χριστολογικού  κύκλου  πραγματοποιείται  από  τον  χώρο  της 

εγκάρσιας  καμάρας,  αλλά  σε  συνδυασμό  με  μία  ή  περισσότερες  θεομητορικές 

παραστάσεις.  

Σε δύο περιπτώσεις τα  Εισόδια εμφανίζονται μεμονωμένα, ανάμεσα στις 

χριστολογικές  παραστάσεις  του  ημικύλινδρου  της  εγκάρσιας  καμάρας  (Αγία 

Παρασκευή  Πλάτσας  Κ31,  Άγιος  Δημήτριος  Κροκεών  Κ37).  Στην  Αγία  Κυριακή 

Πηδήματος (Κ27) η ίδια παράσταση τοποθετείται στο βόρειο τύμπανο της καμά‐

ρας και κάτω από τη στάθμη γένεσης του ημικύλινδρου.  

229 
0Φορά και διάταξη εικονογραφικών ενοτήτων 

Η  σαφής  εικονογραφική  και  θεματολογική  σχέση  Εισοδίων  ‐  Υπαπαντής, 

υπογραμμίζεται με την συνεχόμενη ή διαγώνια τοποθέτησή τους  (σχέδιο 91). Η 

θεολογική όμως ερμηνεία της επιλογής υπερβαίνει την επιφανειακή αυτή σχέση 

και εναρμονίζεται απόλυτα με την αφετηρία του χριστολογικού κύκλου475.  

Στην  Αγία  Τριάδα  Σοφικού  (Κ22)  τα  Εισόδια  δεν  συγκαταλέγονται  στις 

τρεις θεομητορικές παραστάσεις της εγκάρσιας καμάρας, αλλά είναι τοποθετη‐

μένα στο βόρειο τοίχο του Ιερού. Στην καμάρα ισορροπούν οι δύο κύκλοι με τρεις 

χριστολογικές  και  τρεις  θεομητορικές  παραστάσεις.  Η  Γέννηση  και  Υπαπαντή 

διατάσσονται αριστερόστροφα στο ανατολικό μισό της καμάρας, ενώ στο δυτικό 

μισό ξεκινά κατά την ίδια φορά ο θεομητορικός κύκλος με τον  Ευαγγελισμό του 

Ιωσήφ και το Γενέσιο. 

Αυτή  η  στενή  συνάφεια  χριστολογικού  και  θεομητορικού  κύκλου  προε‐

κτείνεται ακόμη περισσότερο σε άλλες δύο περιπτώσεις οι οποίες αποτελούν έρ‐

γο του ίδιου εργαστηρίου και έχουν επαρκώς αναλυθεί στα οικεία  λήμματα και 

στο  Κεφ.  ΙΙ.  Β.  3  (Άγιος  Δημήτριος  Μακρυχωρίου  Κ13,  Κοίμηση  Οξυλίθου  Κ14). 

Εκεί,  τέσσερις  θεομητορικές  παραστάσεις,  σε  μια  παράλληλη  σχέση  με  σκηνές 

του χριστολογικού κύκλου, ξεκινούν ανεξάρτητα για να συγκλίνουν στην εκτός 

της  εγκάρσιας  καμάρα  κοινή  συνέχεια  με  τις  παραστάσεις  του  χριστολογικού 

κύκλου. Είναι σημαντικό να υπογραμμιστεί και εδώ ότι η όλη σύνθεση αποβλέ‐

πει  στην  τοποθέτηση  του  ζεύγους  Εισοδίων‐Υπαπαντής  στον  άξονα  της  εγκάρ‐

σιας καμάρας. 

                                                      
475 Η Θεοτόκος εισερχόµενη στα Άγια των Αγίων αφιερώνεται και προετοιµάζεται για το µυστήριο της Ενσάρκωσης.
Η ενσωµάτωση των Εισοδίων στην έναρξη του χριστολογικού κύκλου δεν αφορά µόνο τις δύο παραπάνω περιπτώσεις. Επι-
βεβαιώνεται και στον Άγιο Ιωάννη Γαλατά (Κ6) όπου τοποθετούνται στο βόρειο τύµπανο της εγκάρσιας καµάρας απέναντι
από τη Γέννηση και την Υπαπαντή. Επίσης στην Αγία Θέκλα στην Εύβοια (Κ11) έναρξη της χριστολογικής διήγησης γίνεται
από την δυτική καµάρα µε την ίδια ακριβώς λογική. Για τη θεολογική σχέση των δύο παραστάσεων βλ. υποσηµ. 109.

230 
0Φορά και διάταξη εικονογραφικών ενοτήτων 

β. Ολοκλήρωση  

α)  Πεντηκοστή:  Άγιος  Νικόλαος  Καλάμου  (Κ9),  Άγιοι  Θεόδωροι  Αφιδνών 

(Κ8),  Μεταμόρφωση  Πυργίου  (Κ10),  Κοίμηση  και  Μεταμόρφωση  Αμαρύνθου  (Κ16 

και  Κ17),  Αγία  Τριάδα  και  Άγιος  Ανδρέας  Κρανιδίου  (Κ24  και  Κ25),  Άη  Γιαννάκης 

Κάμπου Αβίας (Κ29).  

β) Ανάληψη: Ταξιάρχης Κωστάνιανης (Κ4). 

  

Η κατηγορία αυτή περιλαμβάνει δέκα ναούς και αφορά στις περιπτώσεις 

όπου  ο  ενιαίος  χριστολογικός  κύκλος  ολοκληρώνεται  στον  ημικύλινδρο  της  ε‐

γκάρσιας καμάρας. Σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει με την προηγούμενη κατηγο‐

ρία, η ολοκλήρωση του κύκλου σηματοδοτείται από την κυριαρχία μίας μεμονω‐

μένης παράστασης στον ημικύλινδρο της εγκάρσιας καμάρας. Αυτή η παράστα‐

ση μπορεί να είναι είτε η Ανάληψη είτε η Πεντηκοστή476. Μοναδική εξαίρεση στον 

κανόνα  αυτό,  είναι  η  περίπτωση  του  Ταξιάρχη  Κωστάνιανης  (Κ4),  όπου  η  Ανά‐

ληψη τοποθετείται στο κέντρο, ενώ δύο ζεύγη χριστολογικών παραστάσεων συ‐

μπληρώνουν  εκατέρωθεν  το  εικονογραφικό  πρόγραμμα  της  ευρείας  εγκάρσιας 

καμάρας477.  

Τέλος,  για  λόγους  εσωτερικής  συνέπειας,  θα  πρέπει  να  υπενθυμίσουμε 

ότι βάσει θεολογικών κριτηρίων στην κατηγορία αυτή θα μπορούσε να περιλαμ‐

βάνονται και οι δύο περιπτώσεις ναών με την παράσταση της  Δευτέρας Παρου‐

σίας στην εγκάρσια καμάρα (Αγία Θέκλα Ευβοίας Κ11, Αρχάγγελος Αρκαλοχω‐

ρίου Κ45). 

γ. Ενδιάμεσες παραστάσεις 

                                                      
476 Επισηµαίνεται ότι η διάταξη των παραστάσεων αυτών επιτρέπει την αποκλειστική τοποθέτησή τους στο χώρο
µιας καµάρας είτε κατά µήκος είτε εγκαρσίως, κάτι που δεν ισχύει για καµία από τι παραστάσεις που εισάγουν στον χριστο-
λογικό κύκλο.

477 Όπως επισηµαίνεται και στο οικείο λήµµα, η όλη διάταξη πρέπει να συνδέεται µε το πρόγραµµα της εγκάρσιας
κεραίας στο καθολικό της µονής Κάτω Παναγιάς Άρτας όπου η Ανάληψη καταλάµβανε εξολοκλήρου το χώρο της τρουλοκα-
µάρας.

231 
0Φορά και διάταξη εικονογραφικών ενοτήτων 

Οι δύο ναοί που συγκροτούν αυτή την κατηγορία καθώς, παρά τις σημα‐

ντικές μεταξύ τους διαφορές ως προς τη διάταξη των σκηνών του χριστολογικού 

κύκλου,  μοιράζονται  ένα  βασικό  κοινό  χαρακτηριστικό.  Στην  εγκάρσια  καμάρα 

τους δεν διαδραματίζεται ούτε η έναρξη, ούτε η ολοκλήρωση του κύκλου, με συ‐

νέπεια να μην μπορούν να ενταχθούν σε καμία από τις δύο προηγούμενες κατη‐

γορίες.  Πρόκειται  για  τους  ναούς  του  αγίου  Αθανασίου  στο  Λεοντάρι  (Κ26)  και 

της  Υπαπαντής  Μετεώρων  (Κ5),  τα  εικονογραφικά  προγράμματα  των  οποίων 

έχουν  δύο  ακόμη  κοινά  χαρακτηριστικά:  α)  Η  έναρξη  και  ολοκλήρωση  του  κύ‐

κλου πραγματοποιείται στο ανατολικό σκέλος και β) Η φορά εξέλιξης του ενιαί‐

ου  χριστολογικού  κύκλου  είναι  χωρίς  καμία  εσωτερική  παρέκκλιση  δεξιόστρο‐

φη478. Παρ’ όλα αυτά οι κοινές βασικές αρχές φοράς και διάταξης δεν εξασφαλί‐

ζουν το ίδιο αποτέλεσμα όσον αφορά το περιεχόμενο του κύκλου. Στον Άγιο Α‐

θανάσιο ο σχεδιασμός αποβλέπει στην προβολή του Πάθους και της Ανάστασης 

στην εγκάρσια καμάρα, στοιχείο που δεν απαντάται σε κανέναν άλλον σταυρε‐

πίστεγο ναό. Άλλωστε η κυρίαρχη τάση στην πλειονότητα των ναών, να διαδρα‐

ματίζεται  είτε  η  έναρξη  είτε  η  ολοκλήρωση  του  χριστολογικού  κύκλου  στην  ε‐

γκάρσια  καμάρα,  απέκλεισε  κάθε  δυνατότητα  ένταξης  στη  θέση  αυτή  σκηνών 

του Πάθους και της Ανάστασης. Στον ίδιο ναό, η τοποθέτηση της Γέννησης στην 

ανατολική  καμάρα,  διασφαλίζει  την  αφηγηματική  ενότητα  με  τον  υποκείμενο 

θεομητορικό κύκλο, ο οποίος απολήγει στο Ταξίδι στη Βηθλεέμ479. Η συνέχεια της 

διήγησης γίνεται μέσω της Υπαπαντής στο νότιο τύμπανο της εγκάρσιας καμά‐

ρας, που λειτουργεί ως γέφυρα προς τις παραστάσεις της δυτικής καμάρας. Εκεί 

διατάσσονται  τέσσερις  παραστάσεις  από  τη  Βάπτιση  μέχρι  την  Βαϊοφόρο,  έτσι 

ώστε  ο  κυρίως  κύκλος  του  Πάθους  και  της  Ανάστασης  να  ολοκληρωθεί  στην  ε‐

γκάρσια  καμάρα.  Η  ολοκλήρωση  του  κύκλου  γίνεται  στο  σημείο  απ’  όπου  είχε 

ξεκινήσει, με την Ανάληψη και την Πεντηκοστή στον ημικύλινδρο του ανατολικού 

σκέλους.  

                                                      
478 Πρέπει να επισηµανθεί ότι στα εικονογραφικά προγράµµατα των δύο ναών της κατηγορίας µπορούν να εφαρ-
µοστούν τα συµπεράσµατα του Küpper για το εικονογραφικό πρόγραµµα των σταυρεπίστεγων ναών, βλ. H.-M. Küpper, Der
Bautypus der Griechischen Dachtranseptkirche, Ι, Amsterdam 1990, 152.

479 Για την κοινή δεξιόστροφη ανοδική σπειροειδή φορά των δύο κύκλων βλ. Κεφ ΙΙ. Β. 3.

232 
0Φορά και διάταξη εικονογραφικών ενοτήτων 

Παρά τη μοναδικότητά της ως προς το περιεχόμενο της εγκάρσιας καμά‐

ρας, η λύση που εφαρμόστηκε στο ναό του Λεονταρίου συγγενεύει με τις προη‐

γούμενες κατηγορίες α και β, διότι αντιμετωπίζει την εγκάρσια καμάρα ως χώρο 

προβολής  μιας  συγκεκριμένης  ενότητας,  αξιοποιώντας  την  καθ΄  ύψος  υπεροχή 

της έναντι των κατά μήκος.  

Αντίθετα,  στην  Υπαπαντή  Μετεώρων  (Κ5)  υιοθετείται  μια  διαφορετική 

λογική, σύμφωνα με την οποία ο χριστολογικός κύκλος εξελίσσεται και στις δύο 

κεραίες,  χωρίς  να  τίθεται  ο  προβληματισμός  ως  προς  την  «αξιοποίηση»  της  ε‐

γκάρσιας  καμάρας. Στην περίπτωση αυτή η υπερυψωμένη καμάρα  αντιμετωπί‐

ζεται ισότιμα με τις κατά μήκος. Οι επιφάνειες των τριών καμαρών διαιρούνται 

σύμφωνα με τον κατά μήκος άξονα του ναού και οι παραστάσεις του κύκλου ε‐

ξελίσσονται  δεξιόστροφα,  με  αφηγηματική  αυστηρότητα,  όπως  ακριβώς  θα  συ‐

νέβαινε σε έναν απλό καμαροσκεπή ναό. Σύμφωνα με τις παραπάνω επιλογές, 

οι παραστάσεις που τοποθετούνται στην εγκάρσια καμάρα προκύπτουν τυχαία, 

χωρίς τις εσωτερικές σχέσεις που παρατηρούνται στους άλλους χειρισμούς. Έτσι 

στο ναό των Μετεώρων δεν υπάρχει καμία πρόθεση ανάδειξης ή ιδιαίτερης προ‐

βολής  των  παραστάσεων  της  εγκάρσιας  καμάρας,  η  οποία  παρά  την  διαφορά 

στάθμης, αντιμετωπίζεται απολύτως ισότιμα με τις κατά μήκος.  

2. Εγκάρσια καμάρα με αυτοτελές εικονογραφικό πρόγραμμα 

Η  απομόνωση  του  εικονογραφικού  προγράμματος  της  εγκάρσιας  καμά‐

ρας, συνιστά μία επιλογή που αποβλέπει στην προβολή του περιεχομένου της σε 

σχέση με το υπόλοιπο εικονογραφικό πρόγραμμα. Οι εννέα ναοί στους οποίους 

εφαρμόζεται  ο  παραπάνω  χειρισμός,  διαιρούνται  σε  τρεις  κατηγορίες,  ανάλογα 

με το σύμφωνα το θεματολογικό περιεχόμενό της.  

α. Χερουβικός Ύμνος 

Άγιος  Κωνσταντίνος  και  Ελένη  Αχρίδας  (Κ1),  Παναγία  Bolnička  Αχρίδας 

(Κ2), Άγιος Γεώργιος Godvije (Κ3). 

233 
0Φορά και διάταξη εικονογραφικών ενοτήτων 

Οι τρεις υστεροβυζαντινοί σταυρεπίστεγοι ναοί της περιοχής της Αχρίδας, 

όπως ήδη έχουμε επισημάνει, συγκροτούν μιαν ιδιαίτερη κατηγορία που εισάγει 

μια  καινούργια  αντίληψη  ως  προς  τον  συμβολισμό  και  την  εικονογράφηση  της 

εγκάρσιας  καμάρας.  Σε  αντίθεση  προς  τη  νοοτροπία  που  επικράτησε  στις  υπό‐

λοιπες  περιοχές  (Ήπειρος,  Θεσσαλία,  Πελοπόννησος,  Εύβοια,  Κρήτη),  παρατη‐

ρούμε  έναν διαφορετικό τρόπο  κατανόησης του χώρου της εγκάρσιας  καμάρας, 

που για πρώτη φορά προσιδιάζει προς τον συμβολισμό του τρούλου.  

Στους  δύο  πρώτους  ναούς  που  οικοδομήθηκαν  και  τοιχογραφήθηκαν  πι‐

θανότατα από τα ίδια συνεργεία, η εγκάρσια καμάρα αποκτά αυτοτελές εικονο‐

γραφικό  πρόγραμμα  με  σύνθετο  θεολογικό  περιεχόμενο.  Στην  ημικυλινδρική 

επιφάνεια  κυριαρχεί  σε  ενιαίο  πλαίσιο‐ζώνη  η  διάταξη  τριών  μεταλλίων  με  α‐

πεικονίσεις  που  παραπέμπουν  ευκρινώς  στο  δόγμα  της  Αγίας  Τριάδος  (Παντο‐

κράτωρ, Παλαιός των Ημερών, Ετοιμασία του Θρόνου, βλ. σχήμα 45). Περιμετρικά, 

στην κατώτερη ζώνη και τα τύμπανα, αναπτύσσεται με αριστερόστροφη φορά η 

Ουράνια Λειτουργία, «καθρεφτίζοντας» ουσιαστικά την κίνηση της Μεγάλης Ει‐

σόδου. Οι συγκεκριμένες εικονογραφικές επιλογές στους δύο ναούς της Αχρίδας, 

υποδηλώνουν  σαφώς  ότι  ταυτίζεται  συμβολικά  με  τον  ουράνιο  ‐  εσχατολογικό 

χώρο,  όπως  ακριβώς  και  ένας  τρούλος480.  Θεωρώντας  συνολικά  την  σχέση  τρια‐

δικού  σχήματος  ‐  ουράνιας  λειτουργίας,  είναι  προφανές  ότι  έχουμε  μια  εικονο‐

γραφική απόδοση του χερουβικού ύμνου. Ταυτόχρονα, η εκτός του ιερού Βήματος 

τοποθέτηση  μιας  κατ’  εξοχήν  λειτουργικής  παράστασης  υπογραμμίζει  τον  λει‐

τουργικό χαρακτήρα ολόκληρου του εικονογραφικού προγράμματος481.  

Η  διαμόρφωση  του  τριαδικού  σχήματος  στην  εγκάρσια  καμάρα,  προϋπο‐

θέτει  μια  μακρά  περίοδο  διεργασιών  που  έλαβαν  χώρα  στην  περιοχή  της  Αχρί‐

                                                      
480 Για την ταύτιση τρούλου - ουράνιου χώρου βλ. Γ. Προκοπίου, Ο κοσµολογικός συµβολισµός στην αρχιτεκτονική
του βυζαντινού ναού, Αθήναι 19802, 110-131, Ν. Γκιολέ, Ο βυζαντινός τρούλλος, Αθήνα 1990, 15-21.

481  Για  τον  γενικότερο  λειτουργικό  ‐  ευχαριστιακό  χαρακτήρα  του  χριστολογικού  κύκλου 
βλ. J. Schulz, Η βυζαντινή Λειτουργία. Μαρτυρία πίστεως και λειτουργική έκφραση, Αθήνα 1980, 131 
κ.  εξ.  όπου  αξιοποιείται  και η  σημαντική  εικονογράφηση  του κώδικα  103  του  Πατριαρχείου  Ιερο‐
σολύμων με τις βασικές χριστολογικές αλλά και θεομητορικές παραστάσεις. Για τον λειτουργικό 
χαρακτήρα του εικονογραφικού προγράμματος του τρούλου ακόμη και πριν εισαχθεί σε αυτόν η 
παράσταση της Ουράνιας Λειτουργίας, βλ. Τ. Παπαμαστοράκης, Ο διάκοσμος του τρούλου των να‐
ών της Παλαιολόγειας περιόδου στη Βαλκανική χερσόνησο και την Κύπρο, Αθήναι 2001, 263. 

234 
0Φορά και διάταξη εικονογραφικών ενοτήτων 

δας  και  πιστοποιείται  από  πολλά  παραδείγματα  εικονογραφικών  προγραμμά‐

των. Κάτω  από την επίδραση ισχυρών  προτύπων,  δημιουργήθηκαν κάποια στε‐

ρεότυπα  που  εφαρμόζονταν  σε  εικονογραφικά  προγράμματα  ανεξαρτήτως  τύ‐

που. Έτσι τα εικονογραφικά προγράμματα των σταυρεπίστεγων ναών της Αχρί‐

δας  συνδέονται  στενά  με  την  πλούσια  εικονογραφική  παράδοση  της  περιοχής 

τον 14ο και 15ο αιώνα. 

Σύμφωνα με τα σωζόμενα στοιχεία, ήδη από τα μέσα του 14ου αιώνα στα 

όρια της Αρχιεπισκοπής της Αχρίδας, αποκρυσταλλώνεται στον θόλο των καμα‐

ροσκεπών ναών, το σχήμα τριών μεταλλίων που παραπέμπει άμεσα στο δόγμα 

της Αγίας Τριάδος. Το τριαδικό σχήμα εμφανίζεται ήδη από τον 13ου αιώνα, στην 

καμάρα του κεντρικού κλίτους του Αγίου Στεφάνου Καστοριάς 482. Στην πόλη της 

Αχρίδας εμφανίζεται πριν από τα μέσα του  14ου αιώνα στον μονόχωρο καμαρο‐

σκεπή  ναό  του  Άγιου  Νικόλαου  του  Νοσοκομείου  (Bolnički,  1330‐40)483  και  λίγο 

αργότερα  στο  βόρειο  παρεκκλήσιο  της  Περιβλέπτου  (Άγιος  Γρηγόριος  1364/5)484. 

Μετά  από  την  τοιχογράφηση  των  τριών  σταυρεπίστεγων  ναών,  το  ίδιο  σχήμα 

συνέχισε  να  εμφανίζεται  σε  μια  σειρά  καμαροσκεπών  ναών  της  περιοχής485. 

Πρέπει πάντως να σημειωθεί ότι τέτοιοι χειρισμοί δεν ήταν άγνωστοι και σε άλ‐

λες περιοχές, όπως φαίνεται και από το εικονογραφικό πρόγραμμα του καμαρο‐

σκεπούς παρεκκλησίου του Προφήτη Ηλία της μονής αγίου Ιωάννου Προδρόμου 

Βαζελώνος  (Ayana  Μanastir)  στην  Ματσούκα  της  Τραπεζούντας(14ος  αι.)  486  και 

                                                      
482 ∆εύτερο στρώµα τοιχογραφιών που χρονολογείται από τον Σ. Πελεκανίδη στο δεύτερο µισό του 13ου αιώνα ενώ
από τον Μ. Χατζηδάκη µε επιφυλάξεις στις αρχές του ίδιου αιώνα, βλ. Σ. Πελεκανίδη-Μ. Χατζηδάκη, Καστοριά, Αθήνα 1984,
11 και 19, εικ. 18, 19, σχ. 1, αρ. λγ, λδ, λε).

483 Βλ. C. Grozdanov, La peinture murale d’Ochrid au XIVe siècle, Ochrid 1980, σχ. 4.

484 Βλ. Grozdanov, ό.π., σχ. 40.

485 Παναγία Ελεούσα Πρεσπών (1410, βλ. G. Subotić, L’ école de peinture d’ Ochrid au XVe siècle, Beograd 1980,
194-195, σχ. 14), Παναγία Velestovo (1450/1, βλ. Subotić, ό.π., 198-199, σχ. 41 και 44), Καθολικό µονής Αγίων Πάντων Le-
sani (1451/2 βλ. Subotić, ό.π., 199-200, σχ. 48 και 52, εικ. 40-41 και 49), Προφήτης Ηλίας Dolgaeć (1454/5, βλ. Subotić, ό.π.,
197-8, σχ. 29 και 35), Ανάληψη Lescoeć (1461, βλ. Subotić, ό.π., 202-204, σχ. 76 και 77), Αγία Παρασκευή Pobuzje.

486 Βλ. A. Bryer - D. Winfield, The Byzantine Monuments and Topography of the Pontos, Washington 1985, v. I, 289-
294, σχ. 96-97, v. II, πίν. 216-225. Εκεί το τριαδικό σχήµα πραγµατοποιείται µε την Ανάληψη και την Πεντηκοστή στην καµά-
ρα και την ∆έηση στην κόγχη του Ιερού (Θεοτόκος-Ιησούς Χριστός-Προφήτης Ηλίας).

235 
0Φορά και διάταξη εικονογραφικών ενοτήτων 

του επίσης  καμαροσκεπούς  καθολικού της  μονής Αγίου Γεωργίου  στο Ubisi της 

Γεωργίας (14ος αι.)487. 

Η  μόνη  εκ  των  πραγμάτων  επιβαλλόμενη  διαφοροποίηση  στους  δύο 

σταυρεπίστεγους ναούς της πόλεως της Αχρίδας, σε σχέση με τα καμαροσκεπή 

μνημεία  της  περιοχής,  είναι  η  απουσία  του  αναλαμβανόμενου  Χριστού  από  το 

τριαδικό  σχήμα.  Πρόκειται  για  αναγκαστική  αναπροσαρμογή  αφού  η  σύνθεση 

αναπτύσσεται  στην  εγκάρσια  καμάρα,  ενώ  η  Ανάληψη  παραμένει  στο  δυτικό 

σκέλος. Έτσι προκειμένου να συγκροτηθεί το τριαδικό σχήμα, στη θέση του ανα‐

λαμβανόμενου  Χριστού  εισάγεται  ο  Παλαιός  των  Ημερών,  στοιχείο  που  δεν  συ‐

ναντάται στους καμαροσκεπείς ναούς της περιοχής. 

Η  προέλευση  αυτών  των  επινοήσεων  θα  μπορούσε  να  αποδοθεί  στην  ι‐

σχυρή  επίδραση  ενός  χαμένου  σήμερα  ισχυρού  προτύπου  εικονογραφικού  προ‐

γράμματος.  Πρέπει  ωστόσο  να  επισημανθεί  ότι,  τα  στοιχεία  της  έμφασης  στο 

τριαδικό  δόγμα  ενυπάρχουν  και  στο  εικονογραφικό  πρόγραμμα  της  Περιβλέ‐

πτου  (1295),  όπου  η  οργάνωση  του  χριστολογικού  κύκλου  αποβλέπει  στην  δη‐

μιουργία πάνω στον άξονα του ναού ενός τριαδικού σχήματος. Συγκεκριμένα, ο 

βασικός χριστολογικός κύκλος δεν ακολουθεί την συνήθη δεξιόστροφη κυκλική 

φορά,  αλλά  διατάσσεται  σταυροειδώς488.  Με  τη  διάταξη  αυτή  πάνω  στον  κατά 

μήκος  άξονα,  που  αντιστοιχεί  στη  κάθετη  κεραία  του  νοητού  σταυρού,  προκύ‐

πτουν  τρεις  απεικονίσεις  που  παραπέμπουν  στην  τριαδικότητα:  α)  Τον  Παντο‐

κράτορα στον τρούλο, β) Τον Χριστό της Ανάληψης στην καμάρα του ανατολικού 

σκέλους και γ) Το Άγιο Πνεύμα εν είδει περιστεράς στο κλειδί του τύμπανου της 

δυτικής κεραίας από την παράσταση της Πεντηκοστής489.  

                                                      
487 I. Lordkipanitze, Ćiklus sv. Djordja ι manastiru Ubisi, Dečani et l’art byzantin au milieu du XIVe siècle, Beograd
1989, 97-108.

488 Γ. Φουστέρης, Παρατηρήσεις στη διάταξη του χριστολογικού κύκλου σε σταυροειδείς εγγεγραµµένους ναούς, Ει-
κοστό δεύτερο συµπόσιο βυζαντινής και µεταβυζαντινής αρχαιολογίας και τέχνης, Αθήνα 2002, 118-119, σχ. 3.

 Η ίδια διάταξη δεν είναι άγνωστη και από άλλες περιπτώσεις εκτός Αχρίδας και μάλι‐
489

στα με αξιοσημείωτη διασπορά: Στον Άγιο Γεώργιο τον Διασορίτη στη Νάξο  (11ος  αι.), βλ. Μ. Χα‐


τζηδάκης  ‐  Ν.  Δρανδάκης  ‐  Ν.  Ζίας  ‐  Μ.  Αχειμάστου‐Ποταμιάνου  ‐  Α.  Βασιλάκη‐Καρακατσάνη, 
Νάξος, Αθήνα 1989, 66‐79, στον Άη Στράτηγο Μπουλαριών (τέλη 12ου  αι.), βλ. Ν. Δρανδάκη, Βυζα‐
ντινές  τοιχογραφίες  της  Μέσα  Μάνης,  Αθήναι  1995,  392‐426,  στον  Άγιο  Νικόλαο  Κυριακοσελίων 
(1230‐6), Κ. Gallas ‐ Κ. Wessel ‐ Μ. Borboudakis, Byzantinisches Kreta, München 1983, εικ. 206, και πι‐
θανότατα  στην  Όμορφη  Εκκλησιά  Γαλατσίου  (τέλη  13ου  αι.),  βλ.  Α.  Βασιλάκη‐Καρακατσάνη,  Οι 

236 
0Φορά και διάταξη εικονογραφικών ενοτήτων 

Η  ερμηνεία  του  εικονογραφικού  προγράμματος  της  εγκάρσιας  καμάρας 

των δύο ναών της Αχρίδας ως απόδοση του Χερουβικού Ύμνου, προσδίδει πληρό‐

τητα στη σύνθεση σε σχέση τόσο με την εικονογραφία των τρούλων, όσο και με 

την εμφάνιση του τριαδικού σχήματος στα καμαροσκεπείς ναούς.  

Η  περίπτωση  του  Αγίου  Γεωργίου  του  Godvije  (Κ3),  φαίνεται  εκ  πρώτης 

όψεως  μοναδική,  καθώς  για  πρώτη  φορά  σε  εγκάρσια  καμάρα  σταυρεπίστεγου 

ναού  εμφανίζεται  μόνος  ο  Παντοκράτορας.  Εύλογο  είναι  να  θεωρήσουμε  ότι  α‐

ποτελεί συνεπτυγμένη μορφή του εικονογραφικού προγράμματος της εγκάρσιας 

κεραίας των δύο άλλων ναών της Αχρίδας, που επιβάλλεται από τις περιορισμέ‐

νο μήκος της καμάρας όπου είναι δυνατή η ένταξη ενός μόνο, αντί τριών μεταλ‐

λίων. Άλλωστε, το τριαδικό σχήμα που αποτελεί την κυρίαρχο θεολογικό και ει‐

κονογραφικό στερεότυπο στους ναούς της Αχρίδας, αποκαθίσταται και στην πε‐

ρίπτωση του Αγίου Γεωργίου με τα κεντρικά θέματα των δύο παραστάσεων του 

χριστολογικού  κύκλου  στις  κατά  μήκος  καμάρες  (Ανάληψη  στην  ανατολική  και 

Πεντηκοστή στην δυτική, βλ. Κ3). 

Το  καίριο  ερώτημα  που  προκύπτει  είναι  εάν  τελικά  στους  τρεις  αυτούς 

ναούς της Αχρίδας γίνεται συνειδητή απόπειρα μεταφοράς του εικονογραφικού 

προγράμματος του τρούλου στην εγκάρσια καμάρα των σταυρεπίστεγων ναών. 

Από  πλευράς  θεολογικής  και  με  δεδομένο  ότι  η  απεικόνιση  του  Παντοκράτορα 

                                                                                                                                                        
τοιχογραφίες της Όμορφης Εκκλησιάς στην Αθήνα, Αθήνα 1971, σχέδιο εκτός κειμένου. Στον ιδιό‐
τυπο  σταυροειδή  εγγεγραμμένο  ναό  της  Αγίας  Τριάδος  Κ.  Δίβρης  στην  Ηλεία  (14ος  αι.)  όχι  μόνο 
επαναλαμβάνεται η ίδια διάταξη στον κατά μήκος άξονα, αλλά συνδυάζεται με την τριπλή απει‐
κόνιση του Χριστού στον εγκάρσιο  (αδημοσίευτος). Επίσης, στην ίδια κατεύθυνση φαίνεται ότι ή‐
ταν και η διάταξη του εικονογραφικού προγράμματος της Παναγίας  Χαλκέων στη Θεσσαλονίκη 
με  την  Ανάληψη  στον  τρούλο  και  την  Πεντηκοστή  στην  καμάρα  του  ανατολικού  σκέλους.  Παρά 
την παρουσία σπαράγματος στη δυτική καμάρα, δεν γνωρίζουμε αν και με ποιο τρόπο ολοκληρώ‐
νονταν η σύνθεση στην δυτική καμάρα, βλ. Α. Τσιτουρίδου, Η Παναγία των Χαλκέων, Θεσσαλονί‐
κη 1985. Η συγκεκριμένη ιδιαιτερότητα του εικονογραφικού προγράμματος στους παραπάνω να‐
ούς  δεν  έχει  επισημανθεί  στις  δημοσιεύσεις.  Όπως  ορθά  έχει  επισημανθεί  ανάλογη  διάταξη  υ‐
πήρχε πιθανώς στον άξονα του καθολικού της μονής των Μαγγάνων, σύμφωνα με την περιγρα‐
φή του Ισπανού πρέσβυ Ruy Gonzàlez de Clavijo, βλ. Ν. Φύσσα, Θεολογία με χρώμα στο Ούμπισι. 
Ένας ναός κι ένας ζωγράφος στη Γεωργία του 14ου αιώνα, Παρουσία 2 (Απρ 2000), 85‐88. Τέλος συνύ‐
παρξη του Χριστού της Ανάληψης με μετάλλιο όπου απεικονίζεται ο Χριστός ένθρονος ως Παντο‐
κράτωρ και Παλαιός των Ημερών μαζί με την Ετοιμασία του Θρόνου στην ανατολική καμάρα του 
ναού των αγίων Πέτρου και Πάυλου στο Bijelo Polje (π. 1319‐1321) Todić B., Serbian Medieval Painting. 
The Age of King Milutin, Belgrade 1999, εικ. 67, 341‐342 όπου και βιβλιογραφία.  

237 
0Φορά και διάταξη εικονογραφικών ενοτήτων 

στον  τρούλο  αποτελεί  αναμφισβήτητα  έκφραση  του  τριαδικού  δόγματος490  η  α‐

πάντηση θα πρέπει να είναι θετική. 

                                                      
490 Στις ειδικές µελέτες για τον Παντοκράτορα, δεν επισηµαίνεται επαρκώς το αδιαµφισβήτητο γεγονός ότι η Τριαδι-
κότητα εκφράζεται στην απεικόνιση του Παντοκράτορος. C. Capizzi, Παντοκράτωρ, Saggio d’esegesi letterario-iconografica,
Romae 1964, 309 κ. εξ., J. Timken-Matthews, Pantocrator: Title and image, New York 1976, 65-66.

238 
0Φορά και διάταξη εικονογραφικών ενοτήτων 

β. Δευτέρα Παρουσία 

Αγία Θέκλα (Κ11), Αρχάγγελος Αρκαλοχωρίου (Κ45). 

Η παρουσία του θέματος της Δευτέρας Παρουσίας στην εγκάρσια καμάρα 

δύο σταυρεπίστεγων ναών του καταλόγου, ασφαλώς έχει όλα τα χαρακτηριστι‐

κά που απαιτούνται για την ένταξη του χειρισμού στην κατηγορία Α. Αυτό κυρί‐

ως προκύπτει από το γεγονός ότι η Δευτέρα Παρουσία θεωρείται ως μια μάλλον 

αυτόνομη παράσταση η οποία δεν εντάσσεται σε κανέναν κύκλο.  

Ωστόσο,  όπως  υποστηρίξαμε  κατά  την  περιγραφή  των  παραδειγμάτων 

(Κ11 και Κ45), ο τρόπος με τον οποίο εξελίσσεται το εικονογραφικό πρόγραμμα 

στους συγκεκριμένους ναούς, μας υποχρεώνει στο να θεωρήσουμε την  Δευτέρα 

Παρουσία ως φυσική προέκταση του χριστολογικού κύκλου491. Άλλωστε η ιστορι‐

κή‐εσχατολογική διάσταση της ευχαριστιακής σύναξης και η ταύτιση της με την 

Βασιλεία  του  Θεού,  θέτουν  την  παράσταση  στο  επίκεντρο  του  εικονογραφικού 

προγράμματος  εξ  επόψεως  καθαρά  λειτουργικής.  Με  βάση  την  συγκεκριμένη 

προσέγγιση  παραμένει  στην  κατηγορία  Α  μόνον  για  μεθοδολογικούς  λόγους, 

αφού  σύμφωνα  με  την  επιχειρηματολογία  που  αναπτύξαμε  είμαστε  υποχρεω‐

μένοι να εντάξουμε τον συγκεκριμένο χειρισμό στην κατηγορία των εικονογρα‐

φικών  προγραμμάτων  στα  οποία  ο  χριστολογικός  κύκλος  ολοκληρώνεται  στην 

εγκάρσια καμάρα (κατηγορία Β.1.β).  

γ. Σταυρός και ανεικονικός διάκοσμος 

Πρόκειται  για  την  μοναδική  περίπτωση  των  Αγίων  Αποστόλων  Βούνων 

(Κ19) στην Εύβοια όπου ολόκληρη η ημικυλινδρική επιφάνεια της εγκάρσιας κα‐

μάρας  απομονώνεται  από  το  υπόλοιπο  εικονογραφικό  πρόγραμμα  και  διακο‐

σμείται  με  ανεικονικό  διάκοσμο.  Η  διαίρεση  της  καμάρας  σε  πέντε  διάχωρα,  ό‐

μοια με εκείνη του Ταξιάρχη Κωστάνιανης  (Κ4), προκύπτει συμμετρική. Στο κε‐

ντρικό διάχωρο που καταλαμβάνει διπλάσια επιφάνεια από τα υπόλοιπα τοπο‐

θετείται  φυλλοφόρος  σταυρός  με  τις  συντομογραφίες  ΙΣ  ΧΣ  ‐  ΝΙ  ΚΑ  ανάμεσα 

                                                      
491 S. Dufrenne, Les programmes iconographiques des églises byzantines de Mistra, Paris 1970, 54.

239 
0Φορά και διάταξη εικονογραφικών ενοτήτων 

στις κεραίες. Τα υπόλοιπα τέσσερα πλαισιώνουν ανά δύο εκατέρωθεν το κεντρι‐

κό και γεμίζουν με ουδέτερο διάκοσμο, ο οποίος διαφοροποιείται από διάχωρο σε 

διάχωρο.  Σταυροί  πρέπει  να  υπήρχαν  και  στα  δύο  τύμπανα  της  καμάρας,  απο‐

μονώνοντάς την πλήρως από το υπόλοιπο εικονογραφικό πρόγραμμα, στο οποίο 

κυριαρχεί ο ενιαίος χριστολογικός κύκλος.  

δ. Βίοι Αγίων 

Η αποκλειστική αφιέρωση της εγκάρσιας καμάρας στον βίο του φερώνυ‐

μου  αγίου  εντοπίζεται  σε  τέσσερις  ναούς:  Στον  Άγιο  Ιωάννη  Γαλατά  (Κ6),  τον 

Άγιο Νικόλαο Κλένιας (Κ21), τον Άγιο Νικόλαο Μ. Καστάνιας (Κ32) και τον Άγιο 

Ιωάννη Γκοριτσάς (Κ36). 

Στην περίπτωση του Αγίου Ιωάννη στο Γαλατά η ιστορική ‐ βιβλική σχέση 

του  βίου  του  Προδρόμου  με  τον  χριστολογικό  κύκλο  αποδίδεται  με  μια  ενιαία 

αφήγηση. Η αυτοτέλεια του κύκλου του επώνυμου αγίου, που αναπτύσσεται με 

έξι  σκηνές  στον  ημικύλινδρο  της  καμάρας,  αίρεται  με  την  άμεση  συνάφεια  της 

Φυγής  της  Ελισάβετ  ‐  Γέννησης  του  Χριστού.  Η  επιλογή  αυτή  υποδηλώνει  ότι  η 

διασύνδεση των δύο κύκλων δεν προέκυψε συμπτωματικά, αλλά ήταν στις προ‐

θέσεις των σχεδιαστών του συγκεκριμένου εικονογραφικού προγράμματος. Μια 

τέτοια πρακτική άλλωστε ήταν γενικευμένη, όπως φαίνεται και από άλλα παρα‐

δείγματα  άμεσου  και  οργανικού  συσχετισμού  του  χριστολογικού  με  τον  θεομη‐

τορικό  κύκλο  και  τον  κύκλο  του  Προδρόμου492.    Τέτοιου  είδους  διασύνδεση  δεν 

μπορούσε να εφαρμοστεί ανάμεσα στον χριστολογικό κύκλο και τον βίο του αγί‐

ου  Νικολάου.  Στις  περιπτώσεις  των  ναών  της  Κλένιας  και  της  Μ.  Καστάνιας,  η 

προβολή στην εγκάρσια καμάρα του βίου ενός αγίου που εκ των πραγμάτων δεν 

έχει συνάφεια με την βιβλική αφήγηση, αποβαίνει κάπως προβληματική καθώς 

τοποθετείται  σε  ανώτερη  στάθμη  έναντι  του  χριστολογικού  κύκλου.  Μία  προ‐

σπάθεια  άμβλυνσης  της  αντίθεσης,  επιχειρείται  με  την  τοποθέτηση  σε  επαφή 

                                                      
492 Άγιος ∆ηµήτριος Μακρυχωρίου (Κ13), Κοίµηση Οξυλίθου (Κ14) Άγιος Αθανάσιος Λεονταρίου (Κ26), Άη Γιαννά-
κης Κάµπου Αβίας (Κ29) και Άγιος Ιωάννης και Νικόλαος Σταυροπηγίου (Κ30). Στην ίδια λογική διασύνδεσης των κύκλων
εντάσσεται και ο τρόπος µε τον οποίο συνδέεται ο κύκλος του Αβραάµ (Αγίας Τριάδος) µε την Πεντηκοστή στην εγκάρσια
κεραία της Αγίας Τριάδος Κρανιδίου (Κ24).

240 
0Φορά και διάταξη εικονογραφικών ενοτήτων 

της Γέννησης του Χριστού με τη Γέννηση του Αγίου Νικολάου στο ναό της Κλένιας, 

στοιχείο που επιβεβαιώνει ότι τους δημιουργούς απασχολούσε το ζήτημα της ε‐

νότητας του εικονογραφικού προγράμματος. 

Ο ναός της Μ. Καστάνιας, είναι ο μοναδικός από τους ναούς της κατηγο‐

ρίας  στον  οποίο  ο  κύκλος  του  τιμώμενου  αγίου  επεκτείνεται  εκτός  από  τις  έξι 

παραστάσεις  του  ημικύλινδρου  και  στα  τύμπανα  της  καμάρας.  Ωστόσο,  στην 

Κλένια  ο  συνολικός  αριθμός  παραστάσεων  του  βίου  είναι  μεγαλύτερος  καθώς 

δημιουργούνται  δώδεκα  διάχωρα  στον  ημικύλινδρο  (σχέδιο  93).  Στην  ίδια  κατη‐

γορία μπορεί να ενταχθεί και ένας τέταρτος ναός, με εντελώς ιδιότυπο ως προς 

το περιεχόμενο και την διάταξη του εικονογραφικό πρόγραμμα στην εγκάρσιας 

καμάρας. Πρόκειται για Άγιο  Νικόλαο  Μουρίου  (Κ42) όπου, χωρίς  να κυριαρχεί 

αποκλειστικά ο βίος του τιμώμενου αγίου στην εγκάρσια καμάρα και παρά την 

παρουσία της θεραπείας του Τυφλού, το περιεχόμενό της δεν συνδέεται οργανικά 

με το υπόλοιπο εικονογραφικό πρόγραμμα493. Επιπλέον, όπως επισημάνθηκε στο 

οικείο  λήμμα,  στον  συγκεκριμένο  ναό  ενδεχομένως  αναπτύσσεται  ένας  ακόμη 

κύκλος αφιερωμένος στον άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο. 

Όπως ήταν φυσικό, αυτού του είδους οι λύσεις δεν γνώρισαν μεγάλη διά‐

δοση,  κυρίως  λόγω  της  κάπως  ανοίκειας  «υποτίμησης»  του  χριστολογικού  κύ‐

κλου  και  επομένως  μπορούν  να  θεωρηθούν  ως  εξαιρέσεις.  Παράλληλα  όμως, 

περισσότερο εύγλωττα από οποιονδήποτε άλλον χειρισμό, επιβεβαιώνεται ότι η 

εγκάρσια  καμάρα των βυζαντινών σταυρεπίστεγων ναών δεν συνδέονταν στην 

συνείδηση των δημιουργών κατ΄ ανάγκη με τον ουράνιο χώρο του τρούλου.  

                                                      
493 Είναι πιθανό στον βίο του αγίου Νικολάου να ανήκουν και οι αδιάγνωστες παραστάσεις των τυµπάνων της ε-
γκάρσιας καµάρας. Η πρόθεση να διαχωριστεί η εγκάρσια καµάρα από το υπόλοιπο εικονογραφικό πρόγραµµα, υπογραµ-
µίζεται και µε την µοναδική για τα δεδοµένα των ναών του καταλόγου ένταξη µεµονωµένων αγίων σε µετάλλια σε ολόκληρο
το δυτικό τµήµα της.

241 
 

Συµπεράσµατα
   

Στην  παρούσα  εργασία  επιχειρήθηκε  η  εξέταση  των  εικονογραφικών 

προγραμμάτων των σταυρεπίστεγων ναών της βυζαντινής περιόδου. Από το σύ‐

νολο των σαράντα εννέα ναών που εξετάστηκαν στο πρώτο μέρος, η εικόνα του 

εικονογραφικού προγράμματος ήταν ολοκληρωμένη μόνο σε είκοσι πέντε. Στους 

υπόλοιπους  καταβλήθηκε  κάθε  προσπάθεια  αξιοποίησης  των  σωζόμενων  στοι‐

χείων προκειμένου να επιχειρηθεί η αποκατάστασή του. Σε κάθε περίπτωση χω‐

ριστά  προσδιορίστηκε  ο  χαρακτήρας  του  προγράμματος,  οι  εσωτερικές  σχέσεις 

των εικονογραφικών ενοτήτων και οι ιδιαιτερότητες ως προς τη φορά και τη διά‐

ταξη των παραστάσεων. 

Στο  δεύτερο  μέρος,  η  προσπάθεια  συνθετικής  προσέγγισης  του  υλικού, 

απέδωσε μία σειρά διαπιστώσεων σε ειδικότερα ζητήματα των εικονογραφικών 

προγραμμάτων. 

1. Επισημάνθηκε ότι η διαίρεση των επιφανειών σε ζώνες και η κατάτμη‐

σή  τους  σε  διάχωρα  με  γραπτές  ταινίες,  σχετίζεται  με  τις  κύριες  οικοδομικές 

στάθμες.  Η  γένεση  των  κατά  μήκος  κεραιών  αποκτά  ιδιαίτερη  σημασία  καθώς 

συμπίπτει με την κύρια στάθμη που διαιρεί το εικονογραφικό πρόγραμμα σε δύο 

κύρια επίπεδα: Το πρώτο, των κάθετων τοίχων που περιλαμβάνει την κατώτερη 

ζώνη  των  μεμονωμένων  μορφών  και  το  δεύτερο,  της  ανωδομής  στο  οποίο  ανα‐

πτύσσονται οι κύριοι εικονογραφικοί κύκλοι.  

Ο  σεβασμός  του  χώρου  και  η  αξιοποίηση  των  επιμέρους  αρχιτεκτονικών 

στοιχείων, συνέβαλλε αποφασιστικά στην δημιουργία ενός κανάβου προσαρμο‐

σμένου  δυναμικά  και  ισορροπημένα  στην  μορφολογία  των  εσωτερικών  επιφα‐

νειών του ναού. Γενικά επικρατεί η τάση για κανονική διαίρεση της κάθε καμά‐

ρας χωριστά, ενώ ταυτόχρονα επιδιώκεται η συμμετρική γενική διάταξη, κυρίως 

ως προς τον κατά μήκος άξονα. Επισημάνθηκαν, ωστόσο, και παραδείγματα α‐

σύμμετρων διατάξεων σε μία από τις δύο κατά μήκος καμάρες.  

242 
 

2. Διαπιστώθηκε η ποικιλία και η ελευθερία επιλογής ως προς την σύνθε‐

ση του εικονογραφικού προγράμματος, την συγκρότηση των επιμέρους  κύκλων 

και του τρόπου διάταξής τους. Η απουσία γενικά αποδεκτών προτύπων και η έλ‐

λειψη  τυποποίησης  επιβεβαιώνονται  από  το  γεγονός  ότι  σε  δύο  μόνο  περιπτώ‐

σεις,  τα  ίδια  καλλιτεχνικά  εργαστήρια  εφάρμοσαν  για  δεύτερη  φορά  αυτούσιο 

ένα εικονογραφικό πρόγραμμα.  

Η προσπάθεια συγκρότησης ομάδων με κοινές γενικές αρχές ως προς τη 

διάρθρωση του προγράμματος, επιβεβαίωσαν ότι σε καμία περίπτωση δεν ίσχυ‐

σε το στοιχείο της αντιγραφής ενός προτύπου. Διαφαίνονται όμως κοινές θεολο‐

γικές  και  πρακτικές  προϋποθέσεις  οι  οποίες  οδηγούν  σε  κάποιες  στερεότυπες 

επιλογές ως προς την τοποθέτηση συγκεκριμένων παραστάσεων σε καθιερωμέ‐

νες θέσεις (Ευαγγελισμός, Σταύρωση, Ανάληψη).  

Μέσα από το ίδιο πρίσμα ερμηνεύεται και η όποια σχέση με του τρουλαί‐

ους ναούς. Με εξαίρεση τους τρεις σύγχρονους ναούς της περιοχής της Αχρίδας, 

οι  οποίοι  είναι  στενά  συνδεδεμένοι  μεταξύ  τους  και  αντανακλούν  στοιχεία  των 

εικονογραφικών προγραμμάτων τοπικού χαρακτήρα, σε καμία άλλη περίπτωση 

δεν γίνεται προσπάθεια μεταφοράς και προσαρμογής του εικονογραφικού προ‐

γράμματος  του τρούλου στην εγκάρσια καμάρα. Η επιλογή να αναπτυχθεί στη 

εγκάρσια καμάρα ο Χερουβικός Ύμνος και ο Παντοκράτορας στους ναούς της Α‐

χρίδας,  προσδιόρισε  την  τάση  η  οποία  θα  κυριαρχήσει  κατά  τη  μεταβυζαντινή 

εποχή.  

3.  Η  θεματική  συγκρότηση  των  εικονογραφικών  προγραμμάτων  βασίζε‐

ται  στην  κυριαρχία  των  μεμονωμένων  μορφών  στην  κατώτερη  ζώνη  και  του  ε‐

νιαίου  χριστολογικού  κύκλου  στο  επίπεδο  της  θολοδομίας.  Σε  ελάχιστες  περι‐

πτώσεις εμφανίζονται πρόσθετοι κύκλοι, οι οποίοι αναπτύσσονται σε ανεξάρτη‐

τες ζώνες: Τρεις από αυτές αφορούν τον κύκλο των Παθών και δύο τον Θεομη‐

τορικό. Περισσότερο συχνή είναι η παρουσία κύκλων βίου αγίων (αγίου Νικολά‐

ου  ‐  τέσσερις  φορές,  αγίου  Ιωάννου  του  Προδρόμου  ‐  τρεις  φορές,  αγίας  Παρα‐

σκευής ‐ δύο φορές).  

Ως  αντιστάθμισμα  της  απουσίας  ανεξάρτητων  κύκλων  του  Πάθους,  εμ‐

φανίζεται  η  ιδιαίτερα  διαδεδομένη  πρακτική  εμπλουτισμού  του  ενιαίου  χριστο‐

243 
 

λογικού  κύκλου  με  πρόσθετες  παραστάσεις.  Εξαίρεση  αποτελεί  η  ομάδα  των 

σταυρεπίστεγων ναών της περιοχής Αυλωναρίου που χαρακτηρίζονται από την 

προσήλωση σε έναν αυστηρό βασικό χριστολογικό κύκλο. 

Παράλληλα,  η  εκπροσώπηση  του  βίου  της  Θεοτόκου  στα  εικονογραφικά 

προγράμματα, υλοποιείται στο σύνολο των παραδειγμάτων, με την ενσωμάτωση 

θεομητορικών παραστάσεων, ανεξάρτητα από τον αριθμό τους, στον χριστολο‐

γικό κύκλο.  

Από τους σταυρεπίστεγους ναούς της Εύβοιας απουσιάζουν και οι κύκλοι 

Αγίων ενώ αντίθετα, για τα καλλιτεχνικά εργαστήρια της Πελοποννήσου η προ‐

βολή των επωνύμων αγίων αποτελεί μια προτεραιότητα.  

Τέλος στις πέντε περιπτώσεις που διασώζεται εικονογράφηση σε νάρθη‐

κες, διαπιστώνεται ο σημαντικός ρόλος της Δευτέρας Παρουσίας. Η συγκεκριμέ‐

νη  παράσταση  απουσιάζει  μόνο  από  μία  περίπτωση,  όπου  όμως  έχει  κεντρική 

θέση  στο  εικονογραφικό  πρόγραμμα  του  κυρίως  ναού  (Αρχάγγελος  Αρκαλοχω‐

ρίου).  

4. Η φορά εξέλιξης της αφήγησης του ενιαίου χριστολογικού κύκλου είναι 

κατά  κανόνα  δεξιόστροφη.  Η  συνεχόμενη  ανάπτυξη  ενός  κύριου  κύκλου,  σε 

συνδυασμό με την επιλογή του σημείου έναρξης της αφήγησης, δημιουργούν εί‐

τε ανοδική είτε καθοδική κίνηση, λόγω της αλλαγής επιπέδου ανάμεσα στην κα‐

τά  μήκος  και  την  εγκάρσια  κεραία.  Ωστόσο,  επισημάνθηκαν  και  παραδείγματα 

αριστερόστροφης  φοράς  σε  τμήμα  του  χριστολογικού  κύκλου  είτε  στην  εγκάρ‐

σια, είτε στην δυτική καμάρα. Σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα αντίρροπες κι‐

νήσεις  ακόμη  και  στο  πλαίσιο  μιας  καμάρας  προσδίδουν  ιδιαίτερο  ενδιαφέρον 

στην ανάγνωση των εικονογραφικών ενοτήτων.  

5. Στην προσπάθεια ανίχνευσης κοινών τρόπων ως προς την διάταξη του 

ενιαίου  χριστολογικού  κύκλου,  διαπιστώθηκε  ότι  με  βάση  το  περιεχόμενο  της 

εγκάρσιας καμάρας δημιουργούνται δύο κύριες κατηγορίες:  

Στην πρώτη, που πιστοποιείται με βεβαιότητα σε 26 παραδείγματα, ο χρι‐

στολογικός κύκλος αναπτύσσεται και στις δύο κεραίες του ναού. Τις περισσότε‐

ρες φορές η έναρξη του κύκλου να γίνεται από την εγκάρσια καμάρα (14 παρα‐

δείγματα),  ενώ  με  αρκετά  παραδείγματα  εκπροσωπείται  και  η  αντίστροφη  πο‐

244 
 

ρεία,  σύμφωνα  με  την  οποία  ο  κύκλος  ολοκληρώνεται  στον  ημικύλινδρο  της  ε‐

γκάρσιας  καμάρας.  Τέλος,  δύο  παραδείγματα  εκπροσωπούν  μια  τρίτη  ομάδα 

στην οποία η εγκάρσια καμάρα φιλοξενεί ενδιάμεσες παραστάσεις. 

Στην  δεύτερη  κατηγορία  η  εγκάρσια  καμάρα  αποκτά  μια  αυτοτέλεια, 

στοιχείο  ιδιαίτερα  εμφανές  κυρίως  σε  τέσσερα  παραδείγματα  όπου  αναπτύσσε‐

ται ο κύκλος του αγίου Νικολάου. Στις υπόλοιπες περιπτώσεις της κατηγορίας η 

ανεξαρτησία  της  εγκάρσιας  καμάρας  είναι  μάλλον  φαινομενική,  καθώς  διαπι‐

στώνεται  οργανική  σχέση  με  τον  χριστολογικό  κύκλο  είτε  σε  θεολογικό  είτε  σε 

αφηγηματικό επίπεδο. (Χερουβικός Ύμνος, Δευτέρα Παρουσία, Σταυρός, βίος αγί‐

ου Ιωάννου του Προδρόμου).  

  Η  τεχνική  ανάλυση  των  στοιχείων  του  εικονογραφικού  προγράμματος 

προσδιόρισε και τον βαθύτερο  θεολογικό τους χαρακτήρα. Όλες  οι επιλογές  ως 

προς την θεματική συγκρότηση και την διάταξη των εικονογραφικών ενοτήτων 

αντανακλούν  την  σημασία  των  γεγονότων  της  θείας  Οικονομίας  μέσα  στη  λει‐

τουργική πραγματικότητα. Μέσω της θείας Ευχαριστίας ερμηνεύονται όχι μόνο 

το κατεξοχήν λειτουργικό πρόγραμμα της κάτω ζώνης του ιερού Βήματος και της 

αψίδας, αλλά και ο χριστολογικός κύκλος με όλα τα θεομητορικά και δογματικά 

στοιχεία  που  ενσωματώνονται  ποικιλότροπα  σε  αυτόν.  Στον  ίδιο  ευχαριστιακό 

προσανατολισμό του προγράμματος εντάσσονται και όλα τα υπόλοιπα στοιχεία 

του  προγράμματος  συμπεριλαμβανομένης  και  της  ζώνης  των  ολόσωμων  μορ‐

φών.   

Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι κάθε ένα από τα παραδείγματα 

που εξετάστηκαν αποτελεί και μία εμπνευσμένη πρόταση προσαρμογής του ει‐

κονογραφικού  προγράμματος  στα  ιδιόμορφα  δεδομένα  των  σταυρεπίστεγων 

ναών. Στις προτάσεις αυτές αποτυπώνεται ευκρινώς το υψηλό επίπεδο θεολογι‐

κής  κατάρτισης  και  συνθετικής  ικανότητας  των  δημιουργών  και  κατ΄  επέκταση 

της βυζαντινής κοινωνίας. 

245 
 

246 
 

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΣΧΕΔΙΩΝ 

Σχέδιο   1.    Αχρίδα, Άγιοι Κωνσταντίνος και Ελένη. Προοπτική άνοψη. 

Σχέδιο   2.   Αχρίδα.  Άγιοι  Κωνσταντίνος  και  Ελένη  ‐  Παναγία  του  Νοσοκομείου. 

Διάταξη και φορά κύκλων. 

Σχέδιο   3.    Αχρίδα, Παναγία του Νοσοκομείου (Bolnička). Προοπτική άνοψη. 

Σχέδιο   4.  Αχρίδα. Godvije, Άγιος Γεώργιος. Προοπτική άνοψη. 

Σχέδιο   5.   Κωστάνιανη, Ταξιάρχης. Προοπτική άνοψη. 

Σχέδιο   6.   Κωστάνιανη,  Ταξιάρχης.  Διάταξη  και  φορά  παραστάσεων  στην  ε‐

γκάρσια καμάρα. 

Σχέδιο   7.    Μετέωρα, καθολικό μονής Υπαπαντή. Προοπτική άνοψη.   

Σχέδιο   8.   Μετέωρα, καθολικό μονής Υπαπαντής. Φορά χριστολογικού κύκλου. 

Σχέδιο   9.   Γαλατάς, Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος. Προοπτική άνοψη. 

Σχέδιο 10.    Αλεποχώρι. Σωτήρας. Προοπτική άνοψη. 

Σχέδιο 11.    Αλεποχώρι, Σωτήρας. Φορά χριστολογικού κύκλου. 

Σχέδιο 12.    Αφίδνες, Άγιοι Θεόδωροι. Προοπτική άνοψη. 

Σχέδιο 13.    Κάλαμος, Άγιος Νικόλαος. Προοπτική άνοψη. 

Σχέδιο 14.    Πυργί, Μεταμόρφωση. Προοπτική άνοψη. 

Σχέδιο 15.    Αγία Θέκλα, Αγία Θέκλα. Προοπτική άνοψη. 

Σχέδιο 16.    Χάνια Αυλωναρίου, Άγιος Δημήτριος. Προοπτική άνοψη. 

Σχέδιο 17.    Μακρυχώρι, Άγιος Δημήτριος. Προοπτική άνοψη. 

Σχέδιο 18.  Άγιος Δημήτριος Μακρυχωρίου ‐ Κοίμηση Οξυλίθου. Πορεία θεομητο‐

ρικού και χριστολογικού κύκλου. 

Σχέδιο 19.  Οξύλιθος, Κοίμηση της Θεοτόκου. Προοπτική άνοψη. 

Σχέδιο 20.    Οξύλιθος,  Κοίμηση  της  Θεοτόκου.  Νάρθηκας.  Διάταξη  κύκλων  και 

φορά παραστάσεων Πεντηκοσταρίου. 

Σχέδιο 21.    Σπηλιές, Οδηγήτρια. Προοπτική άνοψη. 

Σχέδιο 22.    Αμάρυνθος, Κοίμηση της Θεοτόκου. Προοπτική άνοψη. 

Σχέδιο 23.    Αμάρυνθος, Κοίμηση της Θεοτόκου. Φορά χριστολογικού κύκλου.  

Σχέδιο 24.    Αμάρυνθος, Μεταμόρφωση. Προοπτική άνοψη. 

Σχέδιο 25.   Καθενοί, Αγία. Προοπτική άνοψη. 

247 
 

Σχέδιο 26.    Καθενοί, Αγία Τρίτη. Διάταξη κύκλων (αποκατάσταση). 

Σχέδιο 27.    Βούνοι, Άγιοι Απόστολοι. Προοπτική άνοψη. 

Σχέδιο 28.    Αγρίδι, Άγιος Νικόλαος. Προοπτική άνοψη. 

Σχέδιο 29.  Κλένια, Άγιος Νικόλαος. Προοπτική άνοψη. 

Σχέδιο 30.    Κλένια, Άγιος Νικόλαος. Εγκάρσια καμάρα. Φορά βίου Αγίου Νικολά‐

ου. 

Σχέδιο 31.    Σοφικό, Αγία Τριάδα. Προοπτική άνοψη. 

Σχέδιο 32.    Σοφικό, Αγία Τριάδα. Διάταξη και φορά κύκλων. 

Σχέδιο 33.  Αγιονόρι, Άγιοι Ανάργροι. Προοπτική άνοψη.  

Σχέδιο 34.    Αγιονόρι,  Άγιοι  Ανάργυροι.  Δυτική  καμάρα,  φορά  χριστολογικού  κύ‐

κλου. 

Σχέδιο 35.    Κρανίδι, Αγία Τριάδα. Προοπτική άνοψη. 

Σχέδιο 36.    Κρανίδι, Άγιος Ανδρέας. Προοπτική άνοψη. 

Σχέδιο 37.    Κρανίδι, Άγιος Ανδρέας. Αποκατάσταση χριστολογικού κύκλου. 

Σχέδιο 38.    Λεοντάρι, Άγιος Αθανάσιος. Προοπτική άνοψη. 

Σχέδιο 39.    Λεοντάρι,  Άγιος  Αθανάσιος.  Διάταξη  και  φορά  χριστολογικού  και 

θεομητορικού κύκλου. 

Σχέδιο 40.    Λεοντάρι,  Άγιος  Αθανάσιος.  Εγκάρσια  καμάρα.  Διάταξη  και  φορά 

παραστάσεων. 

Σχέδιο 41.   Λεοντάρι, Άγιος Αθανάσιος. Ανοδική σπειροειδής φορά. 

Σχέδιο 42.   Πήδημα, Αγία Κυριακή. Προοπτική άνοψη. 

Σχέδιο 43.   Αίπεια, Άγιος Γεώργιος. Προοπτική άνοψη. 

Σχέδιο 44.    Κάμπος Αβίας, Άη Γιαννάκης. Προοπτική άνοψη. 

Σχέδιο 45.  Σταυροπήγι,  Άγιοι  Ιωάννης  Πρόδρομος  και  Νικόλαος.  Προοπτική 

άνοψη. 

Σχέδιο 46.  Σταυροπήγι,  Άγιοι  Ιωάννης  ο  Πρόδρομος  και  Νικόλαος.  Διάταξη  

κύκλων (αποκατάσταση). 

Σχέδιο 47.    Πλάτσα, Αγία Παρασκευή. Προοπτική άνοψη. 

Σχέδιο 48.   Πλάτσα, Αγία Παρασκευή. Φορά χριστολογικού  κύκλου. 

Σχέδιο 49.   Μ. Καστάνια, Άγιος Νικόλαος. Προοπτική άνοψη. 

Σχέδιο 50.   Αγόριανη, Άγιος Νικόλαος. Προοπτική άνοψη. 

248 
 

Σχέδιο 51.    Αγόριαννη, Άγιος Νικόλαος. Διάταξη και φορά χριστολογικού κύκλου. 

Σχέδιο 52.   Αμύκλες, Προφήτης Ηλίας. Προοπτική άνοψη. 

Σχέδιο 53.    Αμύκλες,  Προφήτης  Ηλίας.  Αποκατάσταση  και  φορά  χριστολογικού  

κύκλου. 

Σχέδιο 54.   Γκοριτσά, Ταξιάρχης. Προοπτική άνοψη. 

Σχέδιο 55.   Γκοριτσά, Ταξιάρχης. Φορά χριστολογικού κύκλου. 

Σχέδιο 56.    Γκοριτσά, Άγιος Ιωάννης. Προοπτική άνοψη. 

Σχέδιο 57.   Κροκεές, Άγιος Δημήτριος. Προοπτική άνοψη. 

Σχέδιο 58.    Κροκεές, Άγιος Δημήτριος. Φορά χριστολογικού κύκλου. 

Σχέδιο 59.    Κροκεές, Κοίμηση της Θεοτόκου. Προοπτική άνοψη. 

Σχέδιο 60.    Γεράκι, Κάστρο. Αγία Παρασκευή. Προοπτική άνοψη. 

Σχέδιο 61.    Γεράκι, Κάστρο. Άγια Θεοφάνεια. Προοπτική άνοψη. 

Σχέδιο 62.    Γεράκι, Κάστρο. Ταξιάρχης. Προοπτική άνοψη. 

Σχέδιο 63.    Μουρί, Άγιος Νικόλαος. Προοπτική άνοψη. 

Σχέδιο 64.   Ανύδροι, Άγιοι Γεώργιος και Νικόλαος. Προοπτική άνοψη. 

Σχέδιο 65.   Ανύδροι, Άγιοι Γεώργιος. Προοπτική άνοψη. 

Σχέδιο 66.   Ανύδροι, Άγιος Γεώργιος. Φορά χριστολογικού κύκλου. 

Σχέδιο 67.    Σπανιάκος, Άγιος Γεώργιος. Προοπτική άνοψη. 

Σχέδιο 68.    Σπανιάκος, Άγιος Γεώργιος. Διάταξη κύκλων. 

Σχέδιο 69.   Αρκαλοχώρι, Αρχάγγελος Μιχαήλ. Προοπτική άνοψη. 

Σχέδιο 70.   Αρκαλοχώρι, Αρχάγγελος Μιχαήλ. Διάταξη κύκλων. 

Σχέδιο 71.    Γεράκι Πεδιάδος, Παναγία Ευαγγελίστρια. Προοπτική άνοψη. 

Σχέδιο 72.    Γεράκι Πεδιάδος, Παναγία Ευαγγελίστρια. Προοπτική άνοψη (Αποκα‐

τάσταση). 

Σχέδιο 73.    Χάρακας, Αγία Παρασκευή. Προοπτική άνοψη. 

Σχέδιο 74.    Ευαγγελισμός, Παναγία. Προοπτική άνοψη. 

Σχέδιο 75.    Ευαγγελισμός, Παναγία. Διάταξη κύκλων στο δυτικό σκέλος. 

Σχέδιο 76.    Βουλισμένη, Παναγία. Προοπτική άνοψη. 

Σχέδιο 77.    Βουλισμένη,  Παναγία.  Χιαστί  διάταξη  θεομητορικών  παραστάσεων. 

Χιαστί διάταξη θεομητορικών παραστάσεων. 

249 
 

Σχέδιο 78.   Σχέση Ευαγγελιστών ‐ χριστολογικού κύκλου. Ι . Σταυρεπίστεγος Α, ΙΙ. 

Σταυρεπίστεγος Β, ΙΙΙ. Σταυροειδής εγγεγραμμένος. 

Σχέδιο 79.  Παραδείγματα  συμμετρικής  διάταξης  περιττού  αριθμού  παραστάσε‐

ων σε μία καμάρα. 

Σχέδιο 80.  Παραδείγματα ασύμμετρης διάταξης περιττού αριθμού παραστάσεων 

σε μία καμάρα. 

Σχέδιο 81.   Παραδείγματα συμμετρικής διάταξης του κανάβου ως προς τον κατά 

μήκος άξονα. 

Σχέδιο 82.   Συμμετρική  διάταξη  του  κανάβου  ως  προς  τον  κατά  μήκος  και  τον 

εγκάρσιο άξονα. 

Σχέδιο 83.  Αυλωνάρι,  Άγιος  Δημήτριος  ‐  Οξύλιθος,  Κοίμηση  της  Θεοτόκου.  Διά‐

ταξη Δευτέρας Παρουσίας στο νάρθηκα. 

Σχέδιο 84.   Αρκαλοχώρι, Αρχάγγελος. Νάρθηκας. Εικονογραφικό πρόγραμμα. 

Σχέδιο 85.   Παραδείγματα δεξιόστροφης ανοδικής φοράς. 

Σχέδιο 86.    Παραδείγματα καθοδικής δεξιόστροφης φοράς. 

Σχέδιο 87.  Παραδείγματα  αριστερόστροφης  και  δεξιόστροφης  φοράς  στο  ίδιο 

εικονογραφικό πρόγραμμα. 

Σχέδιο 88.  Αριστερόστροφη  φορά  σε  τμήμα  του  χριστολογικού  κύκλου  στην  ε‐

γκάρσια καμάρα. 

Σχέδιο 89.  Εκκίνηση  του  χριστολογικού  κύκλου  από  την  εγκάρσια  καμάρα  απο‐

κλειστικά  με  χριστολογικές  παραστάσεις  (Πελοπόννησος  ‐  Εύβοια  ‐ 

Στερεά Ελλάδα). 

Σχέδιο 90.  Εκκίνηση  του  χριστολογικού  κύκλου  από  την  εγκάρσια  καμάρα  απο‐

κλειστικά με χριστολογικές παραστάσεις (Κρήτη) 

Σχέδιο 91.  Εκκίνηση  του  χριστολογικού  κύκλου  από  την  εγκάρσια  καμάρα  με 

συνδυασμό χριστολογικών και θεομητορικών παραστάσεων.  

Σχέδιο 92.  Αχρίδα, Άγιοι Κωνσταντίνος και Ελένη. Κεντρικό εικονογραφικό θέμα 

στον ημικύλινδρο της εγκάρσιας καμάρας (Subotić) 

Σχέδιο 93.   Κύκλοι Αγίων στην εγκάρσια καμάρα. 

250 
K3

K1,K2

K4
K5

K18, 19
K10,11,12,
K13,14,15
K6 K16,17
K9
K8

K20 K7

K21 K22
K23

K26 K24,25

K33
K27
K28 K34 K35,36
K39,40
K29,30 41
K32 K37,38
K31

K42

K44 K49
K43
K48
K45 K46
K47
1. Ð.Ã.Ä.Ì., Á÷ñßäá. ¢ãéïé Êùíóôáíôßíïò êáé ÅëÝíç

40
39 41
38
42
37
43
36 45
44
35

46
80 Åõáããå
ëéóìüò 64


Åíôáöéáóìüò

79 34
65 47
ÁíÜëçøç
31
19á
20 66
êÜèïäïò

ÃÝííçóç
Åéò ¢äïõ

78
48
ÅðéôÜöéïò ÈñÞíïò ÁðïêáèÞëùóç

10

0
18 19â
67
77 30 21 49
ÁíÜëçøç
5 68
6
ðáíôÞ

4
Ëß

76 17
11 50
29 22 69
4 1
èïò

75 2 3 4
11
Õðá

17 70
8 51
ÁíÜâáóç

74 4 23
28 7

1
Óôáýñùóç

ÂÜðôéóç

¸ãåñóç ËáæÜñïõ
Âáúïöüñïò

¢ñíçóç

24
ÐÝôñïõ

15 16 12 52
Åëêüìåíïò

27
14

26 13
Åìðáéãìüò

Ìåôáìüñöùóç 25 71

72
33 32
Êïßìçóç ôçò Èå
2
ïôüêïõ
ÐåíôçêïóôÞ 73 53
54
60 59 58
63
62 55
61
57 56
3

Ã.Ö.
4
M

Ó÷Ýäéï 1. Á÷ñßäá, ¢ãéïé Êùíóôáíôßíïò êáé ÅëÝíç.


ÐñïïðôéêÞ Üíïøç.
1. Ð.Ã.Ä.Ì., Á÷ñßäá. ¢ãéïé Êùíóôáíôßíïò êáé ÅëÝíç

1. Á÷ñßäá. ¢ãéïé Êùíóôáíôßíïò êáé ÅëÝíç. ÊáôÜëïãïò ðáñáóôÜóåùí.

1. Éçóïýò ×ñéóôüò ï ÐáíôïêñÜôùñ 41. ¢ããåëïò-äéÜêïíïò


2. Éçóïýò ×ñéóôüò ï Ðáëáéüò ôùí Çìåñþí 42. ÉùÜííçò ×ñõóüóôïìïò, ïëüóùìïò
3. Åôïéìáóßá ôïõ Èñüíïõ 43. ÁèáíÜóéïò, ïëüóùìïò
4. ÏõñÜíéá Ëåéôïõñãßá 44. ÌáêÜñéïò ï óôõëßôçò
5. ÅõáããåëéóôÞò 45. Ñùìáíüò ï Ìåëùäüò, ïëüóùìïò
6. ÅõáããåëéóôÞò 46. ÐÝôñïò Áëåîáíäñåßáò, ïëüóùìïò
7. ÅõáããåëéóôÞò 47. Á÷ßëëåéïò Ëáñßóçò, ïëüóùìïò
8. ÅõáããåëéóôÞò 48. Êùíóôáíôßíïò, ïëüóùìïò
9. Åõáããåëéóìüò á. ÃáâñéÞë â. Èåïôüêïò 49. ÅëÝíç, ïëüóùìç
10. ÃÝííçóç 50. Íéêüëáïò, ïëüóùìïò
11. ÕðáðáíôÞ 51. ÊëÞìçò Á÷ñßäáò, ïëüóùìïò
12. ÂÜðôéóç 52. ÅðéãñáöÞ
13. Ìåôáìüñöùóç 53. Ìé÷áÞë, õéüò êôÞôïñïò, ïëüóùìïò
14. ¸ãåñóç ËáæÜñïõ 54. Éåñïìüíá÷ïò ÐáñèÝíéïò êôÞôùñ, ïëüóùìïò
15. Âáúïöüñïò 55. ÐñåóâõôÝñá Ìáñßá, óýæõãïò êôÞôïñïò, ïëüóùìç
16. Óôáýñùóç 56. ÓÜââáò, ïëüóùìïò
17. Ëßèïò 57. Ïíïýöñéïò, ïëüóùìïò
18. Åéò ¢äïõ ÊÜèïäïò 58. Áíáíßáò, óôçèáßïò
19. ÁíÜëçøç 59. Áæáñßáò ìÜñôõò, óôçèáßïò
20. Ìõóôéêüò Äåßðíïò 60. ÌéóáÞë ìÜñôõò, óôçèáßïò
21. ÍéðôÞñáò 61. Áíôþíéïò, ïëüóùìïò
22. Ðñïóåõ÷Þ óôç ÃåèóçìáíÞ 62. Åõèýìéïò, ïëüóùìïò
23. Ðñïäïóßá 63. º÷íç ïëüóùìçò ìïñöÞò
24. ¢ñíçóç 64. ÅëåõèÝñéïò, óôçèáßïò óå ìåôÜëëéï
25. Êñßóç ¢ííá-ÊáúÜöá / ÐéëÜôïõ 65. ¢íèéìïò, óôçèáßïò óå ðëáßóéï
26. Åìðáéãìüò 66. ÉåñÜñ÷çò, óôçèáßïò óå ìåôÜëëéï
27. Åëêüìåíïò 67. ÁäéÜãíùóôïò Üãéïò, óôçèáßïò óå ðëáßóéï
28. ÁíÜâáóç 68. ÊïóìÜò, óôçèáßïò óå ìåôÜëëéï
29. ÁðïêáèÞëùóç 69. ÐáíôåëåÞìùí, óôçèáßïò óå ìåôÜëëéï
30. ÅðéôÜöéïò ÈñÞíïò 70. ÊÞñõêïò, óôçèáßïò óå ôåôñÜãùíï ðëáßóéï
31. Åíôáöéáóìüò 71. Éïõëßôôá, óôçèáßá óå ôåôñÜãùíï ðëáßóéï
32. ÐåíôçêïóôÞ 72. Ìáñßíá, óôçèáßá óå ìåôÜëëéï
33. Êïßìçóç 73. Áãßá óôçèáßá óå ôåôñÜãùíï ðëáßóéï
34. ÌáíäÞëéï 74. ÊáôåóôñáììÝíç óôçèáßá ìïñöÞ óå ðëáßóéï
35. Èåïôüêï , ïëüóùìç äåïìÝíç ÷ùñßò ×ñéóôü 75. Äáõßä, óôçèáßïò óå ìåôÜëëéï
36. ÓôÝöáíïò, ïëüóùìïò 76. Óïëïìþí, óôçèáßïò ôåôñÜãùíï ðëáßóéï
37. Ãñçãüñéïò, ïëüóùìïò 77. ÙóçÝ, óôçèáßïò óå ìåôÜëëéï
38. Âáóßëåéïò, ïëüóùìïò 78. ÉùíÜò, óôçèáßïò óå ôåôñÜãùíï ðëáßóéï
39. ¢ããåëïò-äéÜêïíïò 79. ÊáôåóôñáììÝíç óôçèáßá ìïñöÞ óå ðëáßóéï
40. Ìåëéóìüò 80. Ðïëýêáñðïò, óôçèáßïò óå ìåôÜëëéï
2. Ð.Ã.Ä.Ì., Á÷ñßäá. Ðáíáãßá ôïõ Íïóïêïìåßïõ (Bolnicka)

Á×ÑÉÄÁ. ÁÃÉÏÉ ÊÙÍÓÔÁÍÔÉÍÏÓ ÊÁÉ ÅËÅÍÇ (Ê1) Á×ÑÉÄÁ. ÐÁÍÁÃÉÁ BOLNICA (Ê2)

Åõáããå
ëéóìüò
Åíôáöéáóìüò

Åõáããå ëéóìüò

ÁíÜëçøç
ÅðéôÜöéïò ÈñÞíïò ÁðïêáèÞëùóç

ÃÝííçóç
Åéóüäéá
ÁíÜëçøç
ÁíÜëçøç

ÃåíÝóéï ôçò Èåïôüêïõ


ðáíôÞ

ÏõñÜíéá Ëåéôïõñãßá

ÕðáðáíôÞ
ÏõñÜíéá Ëåéôïõñãß
á
Ëß

Ëßèïò
èïò

Õðá

ÏõñÜíéá Ëåéôïõñãßá
ÏõñÜíéá Ëåéôïõñãß
á
ÁíÜâáóç

¸ãåñóç ËáæÜñïõ
ÂÜðôéóç
Óôáýñùóç
Óôáýñùóç

Âáúïöüñïò
ÂÜðôéóç

¢ñíçóç
ÐÝôñïõ
Åëêüìåíïò
Åìðáéãìüò

Êïßìçóç ôçò È
åïôüêïõ
ÐåíôçêïóôÞ

ÂÁÓÉÊÏÓ ×ÑÉÓÔÏËÏÃÉÊÏÓ ÊÕÊËÏÓ


ÊÕÊËÏÓ ÐÁÈÙÍ

Ó÷Ýäéï 2. Á÷ñßäá, ¢ãéïé Êùíóôáíôßíïò êáé ÅëÝíç - Ðáíáãßá ôïõ Íïóïêïìåßïõ.


ÄéÜôáîç êáé öïñÜ êýêëùí.
2. Ð.Ã.Ä.Ì., Á÷ñßäá. Ðáíáãßá ôïõ Íïóïêïìåßïõ (Bolnicka)

3 5
2 6 9 32
8
7á 7â
1
36 27 33
25
10
10
ÁíÜëçøç 28
24
18â 19

ÃÝííçóç
Åéóüäéá

23
29 34
26 18á 11 20
ÁíÜëçøç
22 30

0
5 6 21
9
4 4
35 17
ÕðáðáíôÞ
16 21
Ëß èïò

15 4 3 4 12 35
25 1 2 22

14 20 4 4
10
8 7
Óôáýñùóç

¸ãåñóç ËáæÜñïõ
ÂÜðôéóç

23

1
19
Âáúïöüñïò

13 16 13
15 14

18 24
12

17
31

2
11 36

Ã.Ö.
3
4
M

Á´ öÜóç >1370 ´ öÜóç ð. 1400

Ó÷Ýäéï 3. Á÷ñßäá, Ðáíáãßá ôïõ Íïóïêïìåßïõ (Bolnicka).


ÐñïïðôéêÞ Üíïøç.
2. Ð.Ã.Ä.Ì., Á÷ñßäá. Ðáíáãßá ôïõ Íïóïêïìåßïõ (Bolnicka)

2. Á÷ñßäá. Ðáíáãßá Bolinèká, ÊáôÜëïãïò ðáñáóôÜóåùí.

Á´ óôñþìá, ð. 1370 ´ óôñþìá ð. 1400

1. Èåïôüêïò ÐëáôõôÝñá, óôçèáßá Âëá÷åñíßôéóóá 1. Éçóïýò ×ñéóôüò ï ÐáíôïêñÜôùñ


2. Âáóßëåéïò, ïëüóùìïò 2. Éçóïýò ×ñéóôüò ï Ðáëáéüò ôùí Çìåñþí
3. ¢ããåëïò ùò äéÜêïíïò 3. Åôïéìáóßá ôïõ Èñüíïõ
4. Ìåëéóìüò 4. ÏõñÜíéá Ëåéôïõñãßá
5. ¢ããåëïò ùò äéÜêïíïò 5.ÅõáããåëéóôÞò
6. ÉùÜííçò ×ñõóüóôïìïò, ïëüóùìïò 6.ÅõáããåëéóôÞò
7. Åõáããåëéóìüò á. ÃáâñéÞë â. Èåïôüêïò 7.ÅõáããåëéóôÞò
8. ¢êñá Ôáðåßíùóç 8. ÅõáããåëéóôÞò
9. Ìåë÷éóåäÝê 9. ÌáíäÞëéï
10. ÁíÜëçøç 10. ÊåñÜìéï
11. ÍÝóôùñ (;), ïëüóùìïò 11. ÃÝííçóç
12. Ãåþñãéïò, ïëüóùìïò 12. ÕðáðáíôÞ
13. ÄçìÞôñéïò, ïëüóùìïò 13. ÂÜðôéóç
14. Èåïôüêïò äåïìÝíç (ÄÝçóç) 14. ¸ãåñóç ËáæÜñïõ
15. ÔìÞìá çìéêõêëéêÞò äüîáò ×ñéóôïý (ÄÝçóç) 15. Âáúïöüñïò
16. ÁäéÜãíùóôïò óôõëßôçò 16. Óôáýñùóç
17. ÁäéÜãíùóôïò ìÜñôõò, óôçèáßïò óå ìåôÜëëéï 17. Ëßèïò
18. ÅõóôñÜôéïò, óôçèáßïò óå ìåôÜëëéï 18. ÁíÜëçøç
19. ÁõîÝíôéïò, óôçèáßïò óå ìåôÜëëéï 19. Ìõóôéêüò Äåßðíïò
20. ÅõãÝíéïò, óôçèáßïò óå ìåôÜëëéï 20. ÍéðôÞñáò
21. ÌáñäÜñéïò, óôçèáßïò óå ìåôÜëëéï 21. Ðñïóåõ÷Þ óôç ÃåèóçìáíÞ
22. ÏñÝóôçò, óôçèáßïò óå ìåôÜëëéï 22. Ðñïäïóßá
23. ÁäéÜãíùóôïò éåñÜñ÷çò, óôçèáßïò óå ìåôÜëëéï 23. ¢ñíçóç ÐÝôñïõ
24. ÁäéÜãíùóôïò éåñÜñ÷çò, óôçèáßïò óå ìåôÜëëéï 24. Êñßóç ¢ííá êáé ÊáúÜöá
25. ÁäéÜãíùóôïò éåñÜñ÷çò, óôçèáßïò óå ìåôÜëëéï 25. ÃåíÝóéï ôçò Èåïôüêïõ
26. Åéóüäéá ôçò Èåïôüêïõ
27. Ãñçãüñéïò Íýóóçò, óôçèáßïò óå ìåôÜëëéï
28. ÐÝôñïò Áëåîáíäñåßáò, óôçèáßïò óå ìåôÜëëéï
29. ÌçíÜò óôçèáßïò óå ìåôÜëëéï
30. ÁäéÜãíùóôïò Üãéïò, óôçèáßïò óå ìåôÜëëéï
31. ÁäéÜãíùóôïò Üãéïò, óôçèáßïò óå ìåôÜëëéï
32. Ãñçãüñéïò ï Èåïëüãïò, ïëüóùìïò
33. Êýñéëëïò Áëåîáíäñåßáò, ïëüóùìïò
34. Íéêüëáïò (;), ïëüóùìïò
35. ÊëÞìçò Á÷ñßäáò (;), ïëüóùìïò
36. ÁäéÜãíùóôïò éåñÜñ÷çò ïëüóùìïò
37. ÊÜôù ôìÞìá áíäñéêÞò ïëüóùìçò ìïñöÞò
3. Ð.Ã.Ä.Ì., Godvije. ¢ãéïò Ãåþñãéïò

30 31 32

18

0
29
Åéò ¢äïõ ÊÜèïäïò

28 ÁíÜëçøç
19
16â

ÃÝííçóç
15
8

Ìåôáìüñöùóç
16á
27 ÁíÜëçøç
Ëßèïò

1
14 2 3 20
ÕðáðáíôÞ
7 7
6 6 9
26
Óôáýñùóç

1
6 6
13
7 7
ÂÜðôéóç

5 4
10
25 ÐåíôçêïóôÞ
17

2
¸ãåñóç ËáæÜñïõ
Âáúïöüñïò

12 11 21
24

23 22
3

Ã.Ö.
4
M

Ó÷Ýäéï 4. Á÷ñßäá, Godvije, ¢ãéïò Ãåþñãéïò.


ÐñïïðôéêÞ Üíïøç.
3. Ð.Ã.Ä.Ì., Godvije. ¢ãéïò Ãåþñãéïò

3. Godvije. ¢ãéïò Ãåþñãéïò. ÊáôÜëïãïò ðáñáóôÜóåùí

1. Éçóïýò ×ñéóôüò ï ÐáíôïêñÜôùñ


2. ÅõáããåëéóôÞò ËïõêÜò
3. ÅõáããåëéóôÞò ÌÜñêïò
4. ÅõáããåëéóôÞò Ìáôèáßïò
5. ÅõáããåëéóôÞò ÉùÜííçò
6. ×åñïõâßì
7. Ïëüóùìïò Áñ÷Üããåëïò
8. ÃÝííçóç
9. ÕðáðáíôÞ
10. ÂÜðôéóç
11. ¸ãåñóç ËáæÜñïõ
12. Âáúïöüñïò
13. Óôáýñùóç
14. Ëßèïò
15. Åéò ¢äïõ êÜèïäïò
16. ÁíÜëçøç: á. ×ñéóôüò
â. ¼ìéëïò ìáèçôþí - Èåïôüêïò - ¢ããåëïé
17. ÐåíôçêïóôÞ
18. ÉåñÜñ÷çò ïëüóùìïò
19. ÉåñÜñ÷çò ïëüóùìïò
20. Ìåôáìüñöùóç
21. ÔìÞìá êáôåóôñáììÝíçò ïëüóùìçò ìïñöÞò
22. ÉåñÜñ÷çò ïëüóùìïò
23. Áñ÷Üããåëïò Ìé÷áÞë
24. Èåïôüêïò (ÄÝçóç)
25. Éçóïýò ×ñéóôüò (ÄÝçóç)
26. ÉùÜííçò Ðñüäñïìïò (ÄÝçóç)
27. ÉåñÜñ÷çò ïëüóùìïò
28. Ïëüóùìïò
29. ÌáíäÞëéï
30. ÄéêÝöáëïò áåôüò óå ìåôÜëëéï
31. Áìíüò (Éçóïýò ×ñéóôüò)
32. ÄéêÝöáëïò áåôüò óå ìåôÜëëéï
4. Í. Éùáííßíùí, ÊùóôÜíéáíç. ÔáîéÜñ÷çò

55 56

54 57

51á 51â

49

53
58

4
50 Ä 50 59
52
2
117 61
3 Ä
116 60
1 5
40 41 42 43 44 45 46 47 48 63
115 39 21 25 62
22 18 19
23 64
26 6
38
113
22 24
17 21 20
37 27
36 35 34 33 32 31 30 29 28
114 7
16
112 65
110 73
111 15 8 66 74
109
67
95
85
96 68
108 14 Ä 9 75 80
106 70
97
86
87
107 13 10 88

0
76
105 71
98 11 11 89
94 69
81
1

77
104 103 12 78

102 72 79
99
82
90
2

93 84
100
101 92 91 Ã.Ö. 83
3
4
M

Ó÷Ýäéï 5. ÊùóôÜíéáíç, ÔáîéÜñ÷çò.


ÐñïïðôéêÞ Üíïøç.
4. Í. Éùáííßíùí, ÊùóôÜíéáíç. ÔáîéÜñ÷çò

4. ÊùóôÜíéáíç. ÔáîéÜñ÷çò. ÊáôÜëïãïò ðáñáóôÜóåùí

1. Åõáããåëéóìüò 52. ¢ããåëïé ëåéôïõñãïß


2. ÃÝííçóç 53. Éçóïýò ×ñéóôüò
3. Åíýðíéï ÉùóÞö 54. Áíåìðüäéóôïò, óôçèáßïò
4. ÖõãÞ óôçí Áßãõðôï 55. ÁäéÜãíùóôïò ÉåñÜñ÷çò
5. ÕðáðáíôÞ 56. ÁäéÜãíùóôïò ÉåñÜñ÷çò
6. Ìåôáìüñöùóç 57. ÁäéÜãíùóôïò ÉåñÜñ÷çò
7. ÂÜðôéóç (;) 58. Âáóßëåéïò, ïëüóùìïò
8. ¸ãåñóç ËáæÜñïõ 59. ÉùÜííçò ×ñõóüóôïìïò, ïëüóùìïò
9. Âáúïöüñïò 60. ÁäéÜãíùóôïò ÉåñÜñ÷çò
10. Ðñïäïóßá 61. ÁäéÜãíùóôïò ÉåñÜñ÷çò
11. Åìðáéãìüò 62. ÁäéÜãíùóôïò ÉåñÜñ÷çò
12. ¢íïäïò óôï Óôáõñü 63. ÁäéÜãíùóôïò Üãéïò, óôçèáßïò
13. ÁäéÜãíùóôç óêçíÞ 64. Èåïôüêïò Ýíèñïíç âñåöïêñáôïýóá, ç Åëðßò
14. Óôáýñùóç 65. ÁõîÝíôéïò, óôçèáßïò
15. Åëêüìåíïò 66. ÁäéÜãíùóôïò óôçèáßïò Üãéïò
16. ÁðïêáèÞëùóç 67. Áðüóôïëïò ÐÝôñïò, ïëüóùìïò
17. ÅðéôÜöéïò ÈñÞíïò 68. Ìáñêéáíüò, óôçèáßïò
18. Ëßèïò 69. Óýíáîç ôùí Áñ÷áããÝëùí
19. ¢ñáôå Ðýëáò 70. ×ñéóôïöüñïò, ïëüóùìïò
20. Åéò ¢äïõ êÜèïäïò 71. Áñ (…) ïëüóùìïò
21. ØçëÜöçóç 72. Éçóïýò ×ñéóôüò ÅììáíïõÞë, óôçèáßïò
22. ÌåóïðåíôçêïóôÞ (;) 73. Åõèýìéïò, ïëüóùìïò
23. ÁíÜëçøç 74. Èåïäüóéïò ÊïéíïâéÜñ÷çò, ïëüóùìïò
24. Ç êáëÝóôñá ôïõ ÁâñáÜì 75. ÊïóìÜò ï ÐïéçôÞò, ïëüóùìïò
25. Öéëïîåíßá ôïõ ÁâñáÜì 76. ÉùÜííçò Äáìáóêçíüò, ïëüóùìïò
26. ÐñïöÞôçò Çëßáò óå ìåôÜëëéï 77. ÅõóôÜèéïò Ðëáêßäáò, ïëüóùìïò
27. ÁäéÜãíùóôïò ÐñïöÞôçò, óôçèáßïò óå ìåôÜëëéï 78. Êùíóôáíôßíïò êáé ÅëÝíç, ïëüóùìïé
28. ÐñïöÞôçò Åëéóáßïò, óôçèáßïò óå ìåôÜëëéï 79. ÊïóìÜò êáé Äáìéáíüò, ïëüóùìïé
29. ÁäéÜãíùóôïò ÐñïöÞôçò, óôçèáßïò óå ìåôÜëëéï 80. ÁäéÜãíùóôïò Üãéïò, óôçèáßïò
30. ÁäéÜãíùóôïò ÐñïöÞôçò, óôçèáßïò óå ìåôÜëëéï 81. ÁäéÜãíùóôïò Üãéïò, óôçèáßïò
31. ÁäéÜãíùóôïò ÐñïöÞôçò, óôçèáßïò óå ìåôÜëëéï 82. ÊÝëóéïò, óôçèáßïò
32. ÁäéÜãíùóôïò ÐñïöÞôçò, óôçèáßïò óå ìåôÜëëéï 83. ÐñïôÜóéïò, óôçèáßïò
33. ÁäéÜãíùóôïò ÐñïöÞôçò, óôçèáßïò óå ìåôÜëëéï 84. ÐñïöÞôçò, óôçèáßïò
34. ÁäéÜãíùóôïò ÐñïöÞôçò, óôçèáßïò óå ìåôÜëëéï 85. ÐñïöÞôçò, óôçèáßïò
35. ÐñïöÞôçò Áââáêïýì, óôçèáßïò óå ìåôÜëëéï 86. ÓÜââáò, ïëüóùìïò
36. ÐñïöÞôçò Óïöïíßáò, óôçèáßïò óå ìåôÜëëéï 87. ÁêÜêéïò, ïëüóùìïò
37. ÐñïöÞôçò ÉùíÜò, óôçèáßïò óå ìåôÜëëéï 88. ÄáíéÞë Óôõëßôçò
38. ÁäéÜãíùóôïò ÐñïöÞôçò, óôçèáßïò óå ìåôÜëëéï 89. Óõìåþí Óôõëßôçò
39. ÁäéÜãíùóôïò ÐñïöÞôçò, óôçèáßïò óå ìåôÜëëéï 90. ÐáñáóêåõÞ, ïëüóùìç
40. ÐñïöÞôçò ÉùÞë, óôçèáßïò óå ìåôÜëëéï 91. Ìáñßíá, ïëüóùìç
41. ÁäéÜãíùóôïò ÐñïöÞôçò, óôçèáßïò óå ìåôÜëëéï 92. ÉùóÞö ï ÐïéçôÞò, ïëüóùìïò
42. ÁäéÜãíùóôïò ÐñïöÞôçò, óôçèáßïò óå ìåôÜëëéï 93. ÁäéÜãíùóôïò ïëüóùìïò Üãéïò
43. ÁäéÜãíùóôïò ÐñïöÞôçò, óôçèáßïò óå ìåôÜëëéï 94. Ðñïêüðéïò, ïëüóùìïò
44. ÁäéÜãíùóôïò ÐñïöÞôçò, óôçèáßïò óå ìåôÜëëéï 95. ÁñôÝìéïò, ïëüóùìïò
45. ÁäéÜãíùóôïò ÐñïöÞôçò, óôçèáßïò óå ìåôÜëëéï 96. Íéêüëáïò, óôçèáßïò óå õðåñöõóéêü ìÝãåèïò
46. ÐñïöÞôçò Äáõßä, óôçèáßïò óå ìåôÜëëéï 97. ÂáñâÜñá, ïëüóùìç
47. ÁäéÜãíùóôïò ÐñïöÞôçò, óôçèáßïò óå ìåôÜëëéï 98. ÊõñéáêÞ, ïëüóùìç
48. ÁäéÜãíùóôïò ÐñïöÞôçò, óôçèáßïò óå ìåôÜëëéï 99. Éçóïýò ×ñéóôüò Ðáëáéüò ôùí Çìåñþí
49. ÁäéÜãíùóôïò ÐñïöÞôçò, óôçèáßïò óå ìåôÜëëéï 100. (…)
50. Èåïôüêïò ÐëáôõôÝñá üñèéá äåïìÝíç 101. (…)
51. Êïéíùíßá ôùí Áðïóôüëùí 102. (…)
á. ÌåôÜäïóç â. ÌåôÜëçøç 103. ÅðéãñáöÞ
104. ÄÝçóç
4. Í. Éùáííßíùí, ÊùóôÜíéáíç. ÔáîéÜñ÷çò

Åõáããåëéóìüò ÕðáðáíôÞ

ÁíÜëçøç
Åéò ¢äïõ êÜèïäïò ØçëÜöçóç

Ìåôáìüñöùóç
’Áñáôå Ðýëáò
ÁíÜëçøç ÌåóïðåíôçêïóôÞ (;)

Ëßèïò ÂÜðôéóç (;)

Ó÷Ýäéï 6. ÊùóôÜíéáíç, ÔáîéÜñ÷çò.


ÄéÜôáîç êáé öïñÜ ðáñáóôÜóåùí óôçí åãêÜñóéá êáìÜñá.
5. Í. ÔñéêÜëùí, ÌåôÝùñá. ÌïíÞ ÕðáðáíôÞò, êáèïëéêü

Ä Ä
21

22

20 Ä
Ä
18
23
1á 1â
Åõáããåëé óìüò
24
19 12
ÁíÜëçøç
Ä
Åéò ¢äïõ êÜèïäïò

25

ÃÝííçóç
11 2 26

49 27
51 31
50 14 Ëßèïò 15 28
Ä
ÕðáðáíôÞ 39
39 3
Óôáýñùóç

52 10 32
ÂÜðôéóç

9 4 29
53 33
8 5
Ðñïäïóßá Ìåôáìüñöùóç 16 30
48 51 17 34
54
¸ãåñóç ËáæÜñïõ

55 35
Âáúïöüñïò

7 6 39
56 36
40 Ä
39
57 37
13
Ä Êïßìçóç Ä
47 58 38
41
44

46 Ä
Ä 42
45 43

Ä
Ä
Ä
Ã.Ö.

Ó÷Ýäéï 7. ÌåôÝùñá, êáèïëéêü ìïíÞò ÕðáðáíôÞò.


ÐñïïðôéêÞ Üíïøç.
5. Í. ÔñéêÜëùí, ÌåôÝùñá. ÌïíÞ ÕðáðáíôÞò, êáèïëéêü

5. ÌåôÝùñá. ÌïíÞ ÕðáðáíôÞò, êáèïëéêü. ÊáôÜëïãïò ðáñáóôÜóåùí..

1. Åõáããåëéóìüò á. ÐñïöÞôçò Äáõßä 31. ÄçìÞôñéïò, óôçèáßïò óå ìåôÜëëéï


â. ÃáâñéÞë ã. Èåïôüêïò 32. Ãåþñãéïò, óôçèáßïò óå ìåôÜëëéï
2. ÃÝííçóç 33. Èåüäùñïò ÓôñáôçëÜôçò, óôçèáßïò óå ìåôÜëëéï
3. ÕðáðáíôÞ 34. Èåüäùñïò ÔÞñùí, óôçèáßïò óå ìåôÜëëéï
4. ÂÜðôéóç 35. ÁñôÝìéïò, óôçèáßïò óå ìåôÜëëéï
5. Ìåôáìüñöùóç 36. Ðñïêüðéïò, óôçèáßïò óå ìåôÜëëéï
6. ¸ãåñóç ËáæÜñïõ 37. ÉÜêùâïò ï ÐÝñóçò, óôçèáßïò óå ìåôÜëëéï
7. Âáúïöüñïò 38. Ôñýöùí, óôçèáßïò óå ìåôÜëëéï
8. Ðñïäïóßá 39. Ãñáðôüò öõëëïöüñïò óôáõñüò
9. Óôáýñùóç 40. Áíôþíéïò, ïëüóùìïò
10. Ëßèïò 41. Èåïôüêïò Ýíèñïíç âñåöïêñáôïýóá, ç Åëåïýóá
11. Åéò ¢äïõ êÜèïäïò ìå ôïí êôÞôïñá Íåßëï
12. ÁíÜëçøç 42. ÄáíéÞë óôõëßôçò
13. Êïßìçóç 43. Åõèýìéïò ïëüóùìïò
14. Éùáêåßì, óôçèáßïò óå ìåôÜëëéï 44. ÅðéãñáöÞ
15. ¢ííá, óôçèáßá óå ìåôÜëëéï 45. Âáóßëåéïò ïëüóùìïò
16. Æá÷áñßáò, óôçèáßïò óå ìåôÜëëéï 46. ÓÜââáò, ïëüóùìïò
17. ÅëéóÜâåô, óôçèáßá óå ìåôÜëëéï 47. ÁäéÜãíùóôïò üóéïò, ïëüóùìïò
18. Èåïôüêïò ÐëáôõôÝñá 48. Íéêüëáïò ïëüóùìïò
19. ¼ñáìá ÐÝôñïõ Áëåîáíäñåßáò 49. ÅðéãñáöÞ
20. ÓôÝöáíïò 50. ÊÞñõêïò, óôçèáßïò
21. ÉùÜííçò ×ñõóüóôïìïò, 51. Éïõëßôôá, óôçèáßá
22. Âáóßëåéïò 52. ¢âéâïò, óôçèáßïò óå ìåôÜëëéï
23. ÁèáíÜóéïò 53. ÓáìùíÜò, óôçèáßïò óå ìåôÜëëéï
24. Êýñéëëïò Áëåîáíäñåßáò óôçèáßïò 54. Ãïõñßáò, óôçèáßïò óå ìåôÜëëéï
25. Á÷ßëëåéïò Ëáñßóçò, óôçèáßïò 55. ÌçíÜò, óôçèáßïò óå ìåôÜëëéï
26. ÏéêïõìÝíéïò óôçèáßïò 56. ÍéêÞôáò, óôçèáßïò óå ìåôÜëëéï
27. Éçóïýò ×ñéóôüò ï Áíáëçøéìçþôçò, ïëüóùìïò 57. ×ñéóôïöüñïò, óôçèáßïò óå ìåôÜëëéï
28. ÐñïöÞôçò ÇóáÀáò 58. Äáìéáíüò, óôçèáßïò óå ìåôÜëëéï
29. ÐñïöÞôçò Áâáêïýì 59. ÊïóìÜò, óôçèáßïò óå ìåôÜëëéï
30. Çëßáò ðñïöÞôçò
5. Í. ÔñéêÜëùí, ÌåôÝùñá. ÌïíÞ ÕðáðáíôÞò, êáèïëéêü

Åõáããåëé óìüò

ÁíÜëçøç

Åéò ¢äïõ êÜèïäïò

ÃÝííçóç
Óôáýñùóç

Ëßèïò ÕðáðáíôÞ

ÂÜðôéóç
Ðñïäïóßá Ìåôáìüñöùóç
¸ãåñóç ËáæÜñïõ
Âáúïöüñïò

Êïßìçóç

Ó÷Ýäéï 8. ÌåôÝùñá, êáèïëéêü ìïíÞò ÕðáðáíôÞ.


ÖïñÜ ÷ñéóôïëïãéêïý êýêëïõ.
6. Í. Áéôùëïáêáñíáíßáò, ÃáëáôÜò. ¢ãéïò ÉùÜííçò ï Ðñüäñïìïò

Åõáããå
ëéóìüò
18
7á 7â
17

ÁíÜëçøç
ÁíÜëçøç

15 15

0
Åéóüäéá ôçò Èåïôüêïõ

34
33 Âßïò Ðñïäñüìïõ 19
Ìåôáìüñöùóç

5 4 1
ÕðáðáíôÞ
ÃÝííçóç

11 10 8 9 20

6 3 2
Âßïò Ðñïäñüìïõ 21
32 35

1
?p?t?f???
ÈñÞíïò

31 14 22
ÐåíôçêïóôÞ

30 16 23
ÁðïêáèÞëùóç

13
29 24
2

12
28 Óôáýñùóç 25
27 26
3
4

Ã.Ö.
M

Ó÷Ýäéï 9. ÃáëáôÜò, ¢ãéïò ÉùÜííçò ï Ðñüäñïìïò.


ÐñïïðôéêÞ Üíïøç.
6. Í. Áéôùëïáêáñíáíßáò, ÃáëáôÜò. ¢ãéïò ÉùÜííçò ï Ðñüäñïìïò

6. ÃáëáôÜò. ¢ãéïò ÉùÜííçò ï Ðñüäñïìïò. ÊáôÜëïãïò ðáñáóôÜóåùí.

1. ÃåíÝóéï Ðñïäñüìïõ
2. ÖõãÞ ÅëéóÜâåô
3. ÖõëÜêéóç ÉùÜííïõ (;)
4. ÁäéÜãíùóôç ðáñÜóôáóç (âßïò Ðñïäñüìïõ)
5. ÁäéÜãíùóôç ðáñÜóôáóç (âßïò Ðñïäñüìïõ)
6. Óõìðüóéï Çñþäïõ
7. Åõáããåëéóìüò á. ÃáâñéÞë â. Èåïôüêïò
8. ÃÝííçóç
9. ÕðáðáíôÞ
10. Ìåôáìüñöùóç
11. Åéóüäéá ôçò Èåïôüêïõ
12. Óôáýñùóç
13. ÁðïêáèÞëùóç
14. ÈñÞíïò
15. ÁíÜëçøç
16. ÁäéÜãíùóôç ðáñÜóôáóç (âßïò Ðñïäñüìïõ)
17. ÌáíäÞëéï
18. Èåïôüêïò ÐëáôõôÝñá, Ýíèñïíç åí ìÝóù äýï ÁããÝëùí
19. Áñ÷Üããåëïò Ìé÷áÞë, ïëüóùìïò
20. Èåüäùñïò ÓôñáôçëÜôçò (;), ïëüóùìïò
21. ÁäéÜãíùóôïò óôñáôéùôéêüò, ïëüóùìïò
22. ÁäéÜãíùóôç ìïñöÞ óå ìåôÜëëéï
23. ÁäéÜãíùóôç ìïñöÞ óå ìåôÜëëéï
24. ÁäéÜãíùóôç ìïñöÞ óå ìåôÜëëéï
25. ÁäéÜãíùóôç ìïñöÞ óå ìåôÜëëéï
26. º÷íç
27. º÷íç
28. ÁäéÜãíùóôç ìïñöÞ óå ìåôÜëëéï
29. ÁäéÜãíùóôç ìïñöÞ óå ìåôÜëëéï
30. ÁäéÜãíùóôç ìïñöÞ óå ìåôÜëëéï
31. ÁäéÜãíùóôç ìïñöÞ óå ìåôÜëëéï
32. ÁäéÜãíùóôç ìïñöÞ óå ìåôÜëëéï
33. ÁäéÜãíùóôç ìïñöÞ óå ìåôÜëëéï
34. ÁäéÜãíùóôç ìïñöÞ óå ìåôÜëëéï
35. ÁäéÜãíùóôç ìïñöÞ óå ìåôÜëëéï
7. Í. ÁôôéêÞò, Áëåðï÷þñé. ÓùôÞñáò

3 5
4
2 6

Éçóïýò ×ñéóôüò

1
Åõáããå ëéóìüò
8á 8â

0
7
ÁíÜëçøç

ÁíÜëçøç
18 18 23

20

1
ðáíôÞ

24
Ìåôáìüñöùóç

Èåïôüêïõ

34 9 9
Ðñïäñüìïõ

ÃåíÝóéï

ÃÝííçóç 10
ÁðïôïìÞ

12 19
ÂÜðôéóç
Õðá

21 11 11
22

25
Âáúïöüñïò
êÜèïäïò
Åéò ¢äïõ

¸ãåñóç ËáæÜñïõ

33 16 14
13
Ëßèïò

17
26

2
Óôáýñùóç
15
32
27

31 30 29 28
3

Ã.Ö.
4
M

Ó÷Ýäéï 10. Áëåðï÷þñé, ÓùôÞñáò.


ÐñïïðôéêÞ Üíïøç.
7. Í. ÁôôéêÞò, Áëåðï÷þñé. ÓùôÞñáò

7. Áëåðï÷þñé. ÓùôÞñáò. ÊáôÜëïãïò ðáñáóôÜóåùí

1. Éçóïýò ×ñéóôüò
2. ÁèáíÜóéïò, óôçèáßïò
3. ×ñõóüóôïìïò, óôçèáßïò
4. ÅðéãñáöÞ
5. Âáóßëåéïò, óôçèáßïò
6. Ãñçãüñéïò, óôçèáßïò
7. ÁäéÜãíùóôç ìïñöÞ
8. Åõáããåëéóìüò á. ÃáâñéÞë â. Èåïôüêïò
9. ÃÝííçóç
10. ÕðáðáíôÞ
11. ÂÜðôéóç
12. Ìåôáìüñöùóç
13. ¸ãåñóç ËáæÜñïõ
14. Âáúïöüñïò
15. Óôáýñùóç
16. Åéò ¢äïõ êÜèïäïò
17. Ëßèïò
18. ÁíÜëçøç
19. ÃåíÝóéï Èåïôüêïõ
20. ÁðïôïìÞ Ðñïäñüìïõ
21. ÅõáããåëéóôÞò ÌÜñêïò óå ìåôÜëëéï
22. ÅõáããåëéóôÞò Ìáôèáßïò óå ìåôÜëëéï
23. Èåïôüêïò (ÄÝçóç)
24. Éçóïýò ×ñéóôüò (ÄÝçóç)
25. Ðñüäñïìïò (ÄÝçóç)
26. ÁäéÜãíùóôïò üóéïò, ïëüóùìïò
27. ÁäéÜãíùóôïò üóéïò, ïëüóùìïò
28. ÐáñáóêåõÞ, ïëüóùìç
29. Ìáñßíá, ïëüóùìç
30. ÐáíôåëåÞìùí, ïëüóùìïò
31. Åñìüëáïò, ïëüóùìïò
32. Ãåþñãéïò, Ýöéððïò
33. ÄçìÞôñéïò, ïëüóùìïò
34. ÍÝóôùñ, ïëüóùìïò
7. Í. ÁôôéêÞò, Áëåðï÷þñé. ÓùôÞñáò

Åõáããå ëéóìüò

ÁíÜëçøç
ÁíÜëçøç

ðáíôÞ
Ìåôáìüñöùóç

Èåïôüêïõ
Ðñïäñüìïõ

ÃåíÝóéï
ÁðïôïìÞ

ÃÝííçóç
ÂÜðôéóç

Õðá
Âáúïöüñïò
êÜèïäïò
Åéò ¢äïõ

¸ãåñóç ËáæÜñïõ
Ëßèïò

Óôáýñùóç

Ó÷Ýäéï 11. Áëåðï÷þñé. ÓùôÞñáò.


ÖïñÜ ÷ñéóôïëïãéêïý êýêëïõ.
8. Í. ÁôôéêÞò, Áößäíåò. ¢ãéïé Èåüäùñïé

13 14
11
12

0
16 17 18 19

15

10 1

1
1

2
6
5
4
7
9
3
3

8
4

Ã.Ö.
M

Ó÷Ýäéï 12. Áößäíåò, ¢ãéïé Èåüäùñïé.


ÐñïïðôéêÞ Üíïøç.
8. Í. ÁôôéêÞò, Áößäíåò. ¢ãéïé Èåüäùñïé

8. Áößäíåò, ¢ãéïé Èåüäùñïé. ÊáôÜëïãïò ðáñáóôÜóåùí

1. ÐåíôçêïóôÞ
2. ÁíÜëçøç
3. ÃÝííçóç
4. ÁäéÜãíùóôç ðáñÜóôáóç
5. Óôáýñùóç
6. Áñ÷Üããåëïò Ìé÷áÞë
7. Èåüäùñïò ÓôñáôçëÜôçò
8. ÁäéÜãíùóôïò ïëüóùìïò Üãéïò
9. ÁäéÜãíùóôïò ïëüóùìïò óôñáôéùôéêüò Üãéïò
10. Ãåþñãéïò Ýöéððïò
11. Ãåþñãéïò Ýöéððïò (19ïò-20üò áß.)
12. ¨Áêñá Ôáðåßíùóç (19ïò-20üò áß.)
13. Èåïôüêïò ðëáôõôÝñá (19ïò-20üò áß.)
14. ÉùÜííçò ×ñõóüóôïìïò (19ïò-20üò áß.)
15. Âáóßëåéïò (19ïò-20üò áß.)
16. ÄçìÞôñéïò Ýöéððïò (19ïò-20üò áß.)
17. Èåüäùñïò (19ïò-20üò áß.)
18. Èåïôüêïò Âñåöïêñáôïýóá (19ïò-20üò áß.)
19. Éçóïýò ×ñéóôüò (19ïò-20üò áß.)
20. ÉùÜííçò Ðñüäñïìïò (19ïò-20üò áß.)
9. Í. ÁôôéêÞò, ÊÜëáìïò. ¢ãéïò Íéêüëáïò

1
Ä

2 2
14

4 3
5 Ä
15
9 8
7 6

Ä
Ä
Ä 10
13 Ä
11
12

Ã.Ö.

24

23á 23â
23 23
23?
1

20 16
Ä

17 23á
2

23ä

18
19
23å
3

21
24
22
4
M

Ó÷Ýäéï 13. ÊÜëáìïò, ¢ãéïò Íéêüëáïò.


ÐñïïðôéêÞ Üíïøç.
9. Í. ÁôôéêÞò, ÊÜëáìïò. ¢ãéïò Íéêüëáïò

9. ÊÜëáìïò. ¢ãéïò Íéêüëáïò. ÊáôÜëïãïò ðáñáóôÜóåùí

1. Èåïôüêïò Ýíèñïíç âñåöïêñáôïýóá


2. ÁíÜëçøç
3. ÐåíôçêïóôÞ
4. ÁäéÜãíùóôç ðáñÜóôáóç
5. ÁäéÜãíùóôç ðáñÜóôáóç
6. Âáúïöüñïò
7. ÁäéÜãíùóôç ðáñÜóôáóç
8. ÁäéÜãíùóôïò Üãéïò
9. ÁäéÜãíùóôïò óôñáôéùôéêüò Þ ¢ããåëïò (Ìé÷áÞë)
10. ÁäéÜãíùóôç ðáñÜóôáóç ìå ÉåñÜñ÷ç (Âßïò áãßïõ ÍéêïëÜïõ;)
11. ÁäéÜãíùóôïò Üãéïò óôçèáßïò óå ìåôÜëëéï
12. ÁäéÜãíùóôç áãßá ìå ìáöüñéï óå ìåôÜëëéï
13. ÁäéÜãíùóôç ðáñÜóôáóç (ÄÝçóç;)
14. º÷íç
15. º÷íç
16. Åõáããåëéóìüò
17. ÃÝííçóç
18. Åíýðíéï ôïõ ÉùóÞö
19. ÖõãÞ åéò ôçí Áßãõðôï
20. ÕðáðáíôÞ(;)
21. Óôáýñùóç
22. ÁäéÜãíùóôïò Üãéïò, ïëüóùìïò
23. ÄåõôÝñá Ðáñïõóßá
24. º÷íç

Ä = ÄéáêïóìçôéêÜ èÝìáôá
10. Í. Åýâïéáò, Ðõñãß. Ìåôáìüñöùóç

18
17 19
15 16 20
21

Åõáããå
13 22
ëéóìüò
1á 1â
14
2 23

0
34 7 ÁíÜëçøç 7 24

Ä
9 10
25
Åéò ¢äïõ êÜèïäïò

ÐåíôçêïóôÞ
26
Ðñïäïóßá

33 6 8 8 4
32

1
ÐåíôçêïóôÞ
12 Ä
11
Åíôáöéáóìüò

Âáúïöüñïò

5 Ä 3
31 27

2
30
28

29
3

Ã.Ö.
4
M

Ó÷Ýäéï 14. Ðõñãß, Ìåôáìüñöùóç.


ÐñïïðôéêÞ Üíïøç.
10. Í. Åýâïéáò, Ðõñãß. Ìåôáìüñöùóç

10. Ðõñãß. Ìåôáìüñöùóç. ÊáôÜëïãïò ðáñáóôÜóåùí.

1. Åõáããåëéóìüò á. ÃáâñéÞë â. Èåïôüêïò


2. Ðáëáéüò ôùí Çìåñþí
3. Âáúïöüñïò
4. Ðñïäïóßá
5. Åíôáöéáóìüò
6. Åéò ¢äïõ êÜèïäïò
7. ÁíÜëçøç
8. ÐåíôçêïóôÞ
9. Óýìâïëï Åõáããåëéóôïý óå ìåôÜëëéï
10. ËÝùí óå ìåôÜëëéï (óýìâïëï ÌÜñêïõ)
11. Óýìâïëï Åõáããåëéóôïý óå ìåôÜëëéï
12. ¢ããåëïò óå ìåôÜëëéï (óýìâïëï Ìáôèáßïõ)
13. Èåïôüêïò ÐëáôõôÝñá
14. ÁäéÜãíùóôç ïëüóùìç ìïñöÞ
15. ÓôÝöáíïò
16. ÁäéÜãíùóôïò ïëüóùìïò éåñÜñ÷çò
17. ÁäéÜãíùóôïò ïëüóùìïò éåñÜñ÷çò
18. Ìåëéóìüò
19. Âáóßëåéïò, ïëüóùìïò
20. ÁäéÜãíùóôïò ïëüóùìïò éåñÜñ÷çò
21. Ñùìáíüò
22. Ðïëýêáñðïò, ïëüóùìïò
23. ÂëÜóéïò, ïëüóùìïò
24. ÁäéÜãíùóôç ïëüóùìç áãßá (ÂáñâÜñá ;)
25. ÁäéÜãíùóôç óôçèáßá áãÝíåéá ìïñöÞ
26. Áñ÷Üããåëïò Ìé÷áÞë,
27. Ãåþñãéïò Ýöéððïò
28. ÄçìÞôñéïò Ýöéððïò
29. ¢ííá, ïëüóùìç
30. ÁäéÜãíùóôïò ïëüóùìïò Üãéïò
31. ÁäéÜãíùóôç ïëüóùìç áãßá
32. ÃáâñéÞë, ïëüóùìïò
33. ÅðéãñáöÞ
34. ÉùÜííçò Ðñüäñïìïò, ïëüóùìïò

Ä = ÄéáêïóìçôéêÜ èÝìáôá
11. Í. Åýâïéáò, Áãßá ÈÝêëá. Áãßá ÈÝêëá

10
19

14 20
22
13 18

23
17

ÁíÜëçøç
ÁíÜëçøç

16
21
12 9 9 24

15 25

ÄåõôÝñá Ðáñïõóßá

0
11

11
ÄåõôÝñá Ðáñïõóßá
ÕðáðáíôÞ

1
28
ÃÝííçóç ôçò Èåïôüêïõ

1 2 3
4 Ã.Ö.

32 29
êÜèïäïò
Åéò ¢äïõ

26
Åéóüäéá

7 6
8
2

5 30

31
27
3
4
M

Ó÷Ýäéï 15. Áãßá ÈÝêëá, Áãßá ÈÝêëá.


ÐñïïðôéêÞ Üíïøç.
11. Í. Åýâïéáò, Áãßá ÈÝêëá. Áãßá ÈÝêëá

11. Áãßá ÈÝêëá. Áãßá ÈÝêëá. ÊáôÜëïãïò ðáñáóôÜóåùí.

1. ÃÝííçóç
2. ÕðáðáíôÞ
3. ÁäéÜãíùóôç ðáñÜóôáóç
4. ÁäéÜãíùóôç ðáñÜóôáóç
5. ÁäéÜãíùóôç ðáñÜóôáóç
6. ÁäéÜãíùóôç ðáñÜóôáóç
7. Åéò ¢äïõ êÜèïäïò
8. Åéóüäéá ôçò Èåïôüêïõ
9. ÁíÜëçøç
10. Éçóïýò ×ñéóôüò
11. ÄåõôÝñá Ðáñïõóßá á. Ïé Üãéïé åí ôù Ðáñáäåßóù â. ¢ããåëïò óáëðßæùí
12. Âáóßëåéïò, óôçèáßïò óå õðåñöõóéêü ìÝãåèïò
13. Ñùìáíüò
14. ËáõñÝíôéïò
15. ÁäéÜãíùóôïò Üãéïò, óôçèáßïò óå ìåôÜëëéï
16. ÁäéÜãíùóôïò Üãéïò, óôçèáßïò óå ìåôÜëëéï
17. ÁäéÜãíùóôïò Üãéïò, óôçèáßïò óå ìåôÜëëéï
18. ÁäéÜãíùóôïò Üãéïò, óôçèáßïò óå ìåôÜëëéï
19. ÉùÜííçò ÅëåÞìùí, ïëüóùìïò
20. ÉãíÜôéïò, ïëüóùìïò
21. Íéêüëáïò, óôçèáßïò óå õðåñöõóéêü ìÝãåèïò
22. Êýñéëëïò, óôçèáßïò óå ìåôÜëëéï
23. Ìüäåóôïò, óôçèáßïò óå ìåôÜëëéï
24. Éïõëßôôá, óôçèáßïò óå ìåôÜëëéï
25. ÊÞñõêïò, óôçèáßïò óå ìåôÜëëéï
26. º÷íç
27. ¢ããåëïò, ïëüóùìïò
28. ÁäéÜãíùóôç óôçèáßá ìïñöÞ óå ðëáßóéï
29. ÁäéÜãíùóôç óôçèáßá ìïñöÞ óå ðëáßóéï
30. ÁäéÜãíùóôç óôçèáßá ìïñöÞ óå ðëáßóéï
31. Áãßá ¢ííá âñåöïêñáôïýóá, ïëüóùìç
32. ¼ñáìá Áãßïõ Åõóôáèßïõ
12. Í. Åýâïéáò, ×Üíéá Áõëùíáñßïõ. ¢ãéïò ÄçìÞôñéïò

30
29
28
27 25 31

24 26
22

23

32
14 14
33

57 17 21 35
34
56 36
2
55
15 1
54
16 19 20 37
53 18 22
52 38
13 4 39
51 3
40
5
12 6
41
10 8
50
11 7
43 42
9
44
49 48

46
45
47

12 13
10ä
10å
10a,ß 10?
1

10ç
4
5
6 1
7
2

8 92 3
10ã 10è
11 10óô
15
16 17 14
3

20 19 18
Ã.Ö.
4
M

Ó÷Ýäéï 16. ×Üíéá Áõëùíáñßïõ, ¢ãéïò ÄçìÞôñéïò.


ÐñïïðôéêÞ Üíïøç.
12. Í. Åýâïéáò, ×Üíéá Áõëùíáñßïõ. ¢ãéïò ÄçìÞôñéïò

12. ×Üíéá Áõëùíáñßïõ. ¢ãéïò ÄçìÞôñéïò. ÊáôÜëïãïò ðáñáóôÜóåùí

Íáüò
1. ÃÝííçóç 41. ÁäéÜãíùóôç ðáñÜóôáóç
2. ÕðáðáíôÞ 42. ÁäéÜãíùóôïò ìÜñôõò ïëüóùìïò
3. Ìåôáìüñöùóç 43. Ðáëáéüò ôùí Çìåñþí (;)
4. ¸ãåñóç ËáæÜñïõ 44. Èåüäùñïò Ýöéððïò
5. Âáúïöüñïò 45. Èåüäùñïò Ýöéððïò
6. Ðñïäïóßá 46. ÌçíÜò (;), ïëüóùìïò
7. Åëêüìåíïò 47. ÁäéÜãíùóôç ðáñÜóôáóç
8. ÁäéÜãíùóôç ðáñÜóôáóç 48. ÁäéÜãíùóôç ìïñöÞ
9. Óôáýñùóç 49. (….)
10. ÁäéÜãíùóôç ðáñÜóôáóç 50. ÁäéÜãíùóôïò ìÜñôõò
11. ÁäéÜãíùóôç ðáñÜóôáóç 51. ÁäéÜãíùóôïò ìÜñôõò
12. ÁäéÜãíùóôç ðáñÜóôáóç 52. ÄçìÞôñéïò Ýöéððïò
13. ØçëÜöçóç 53. ÁäéÜãíùóôç óôçèáßá ìïñöÞ
14. ÁíÜëçøç 54. ÁäéÜãíùóôç óôçèáßá ìïñöÞ
15. Áñ÷Üããåëïò Ìé÷áÞë 55. ÁäéÜãíùóôç óôçèáßá ìïñöÞ
16. º÷íç 56. ÁäéÜãíùóôç óôçèáßá ìïñöÞ
17. º÷íç 57. ÁäéÜãíùóôç óôçèáßá ìïñöÞ
18. º÷íç ÍÜñèçêáò
19. ÐñïöÞôçò Áâáêïýì 1. Éçóïýò ×ñéóôüò ÐáíôïêñÜôùñ
20. Áôáýôéóôïò ðñïöÞôçò 2. ¢ããåëïé
21. ÔìÞìá áäéÜãíùóôçò ðáñÜóôáóçò. 3. Ðñüäñïìïò
22. ÔìÞìá áäéÜãíùóôçò ðáñÜóôáóçò 4. ÐñïöÞôçò (;), ïëüóùìïò
23. Èåïôüêïò, Ýíèñïíç åí ìÝóù äýï ÁããÝëùí 5. ÐñïöÞôçò (;), ïëüóùìïò
24. Ôñåéò Ðáßäåò 6. ÐñïöÞôçò (;), ïëüóùìïò
25. Ìõóôéêüò Äåßðíïò 7. ÐñïöÞôçò (;), ïëüóùìïò
26. Êïéíùíßá ôùí Áðïóôüëùí 8. ÐñïöÞôçò (;), ïëüóùìïò
27. ÔìÞìá áäéÜãíùóôçò ðáñÜóôáóçò 9. ÐñïöÞôçò (;), ïëüóùìïò
28. ÁäéÜãíùóôïò ÉåñÜñ÷çò, ïëüóùìïò 10. ÄåõôÝñá Ðáñïõóßá á. ÷ïñüò áãßùí ãõíáéêþí
29. Íéêüëáïò, ïëüóùìïò â. ÷ïñüò ïóßùí, ã. ÷ïñüò Áðïóôüëùí, ä. Æõãïóôáóßá
30. ÁäéÜãíùóôïò ÉåñÜñ÷çò, ïëüóùìïò å. ÈÜëáóóá óô. Ãç æ - ç ÁäéÜãíùóôåò óêçíÝò
31. ÁäéÜãíùóôïò ÉåñÜñ÷çò, ïëüóùìïò 11. Åöñáßì ï Óýñïò, ïëüóùìïò
32. ÁäéÜãíùóôïò ÉåñÜñ÷çò, ïëüóùìïò 12. ÁäéÜãíùóôïò Üãéïò
33. Öéëïîåíßá ôïõ ÁâñáÜì 13. ÁäéÜãíùóôïò Üãéïò
34. ÁäéÜãíùóôïò ìÜñôõò, ïëüóùìïò 14. ÁäéÜãíùóôïò Üãéïò, ïëüóùìïò
35. ÁäéÜãíùóôïò ïëüóùìïò Üãéïò 15. ÁäéÜãíùóôïò Üãéïò, ïëüóùìïò
36. ÁäéÜãíùóôç óôçèáßá ìïñöÞ 16. ÁäéÜãíùóôïò Üãéïò, ïëüóùìïò
37. ÁäéÜãíùóôç óôçèáßá ìïñöÞ 17. Êïßìçóç ôçò Èåïôüêïõ
38. ÁäéÜãíùóôç óôçèáßá ìïñöÞ 18. ÁäéÜãíùóôç áãßá, ïëüóùìç
39. ÁäéÜãíùóôç óôçèáßá ìïñöÞ 19. ÁäéÜãíùóôç áãßá, ïëüóùìç
40.(…) 20. ÁäéÜãíùóôç ïëüóùìç ìïñöÞ
13. Í. Åýâïéáò, Ìáêñõ÷þñé. ¢ãéïò ÄçìÞôñéïò

22
21
23
20 24
16

1á 1â 25
19 Åõáããå ëéóìüò
17

18 26
ÁíÜëçøç

ÁíÜëçøç
15 15

42 27

0
41 14
28
ôïõ ÁâñáÜì
Ìíçóôåßá
Öéëïîåíßá

ÃåíÝóéï Åéóüäéá
ÃÝííçóç

5 6 7 29
40 2
3 4 8
ÖõãÞ óôçí Áóðáóìüò
ÕðáðáíôÞ 28
Áßãõðôï
39
Âáúïöüñïò
Åéò ¢äïõ êÜèïäïò ÁðïêáèÞëùóç

1
9
13
30
38
Ä
Ðñïäïóßá

31
12 10
37
2

11
36 Óôáýñùóç 32
Ä 34

35 33
3

Ã.Ö.
4
M

Ó÷Ýäéï 17. Ìáêñõ÷þñé, ¢ãéïò ÄçìÞôñéïò.


ÐñïïðôéêÞ Üíïøç.
13. Í. Åýâïéáò, Ìáêñõ÷þñé. ¢ãéïò ÄçìÞôñéïò

13. Ìáêñõ÷þñé. ¢ãéïò ÄçìÞôñéïò. ÊáôÜëïãïò ðáñáóôÜóåùí.

1. Åõáããåëéóìüò á. ÃáâñéÞë â. Èåïôüêïò


2. ÃÝííçóç
3. ÖõãÞ åéò ôçí Áßãõðôï
4. ÕðáðáíôÞ
5. ÃåíÝóéï
6. Åéóüäéá
7. Ìíçóôåßá
8. Áóðáóìüò Èåïôüêïõ - ÅëéóÜâåô
9. Âáúïöüñïò
10. Ðñïäïóßá
11. Óôáýñùóç
12. ÁðïêáèÞëùóç
13. Åéò ¢äïõ êÜèïäïò
14. ÅõáããåëéóôÞò ÉùÜííçò
15. ÁíÜëçøç
16. Èåïôüêïò
17. Éçóïýò ×ñéóôüò ï Ðáëáéüò ôùí Çìåñþí
18. ÁèáíÜóéïò, ïëüóùìïò
19. Êýñéëëïò, ïëüóùìïò
20. ÄéÜêïíïò, ïëüóùìïò
21. ÁäéÜãíùóôïò éåñÜñ÷çò, ïëüóùìïò
22. Ãñçãüñéïò ï Èåïëüãïò, ïëüóùìïò
23. ÁäéÜãíùóôïò éåñÜñ÷çò, ïëüóùìïò
24. Åýðëïò, ïëüóùìïò
25. ÁäéÜãíùóôïò éåñÜñ÷çò, ïëüóùìïò
26. Ðïëýêáñðïò, ïëüóùìïò
27. ÌÜìáò, ïëüóùìïò
28. Öéëïîåíßá ôïõ ÁâñáÜì
29. ÄçìÞôñéïò, Ýöéððïò
30. Íéêüëáïò, ïëüóùìïò
31. Ìé÷áÞë, ïëüóùìïò
32. ÅéñÞíç, ïëüóùìç
33. Ìáñßíá, ïëüóùìç
34. ÅðéãñáöÞ
35. Áóðáóìüò ÐÝôñïõ êáé Ðáýëïõ
36. Äáìéáíüò, ïëüóùìïò
37. ÊïóìÜò, ïëüóùìïò
38. Ãåþñãéïò, ¸öéððïò
39. Èåïôüêïò (Ì. ÄÝçóç)
40. Éçóïýò ×ñéóôüò (Ì. ÄÝçóç)
41. ÉùÜííçò Ðñüäñïìïò (Ì. ÄÝçóç)
42. ÁäéÜãíùóôïò Üãéïò, ïëüóùìïò
13. Í. Åýâïéáò, Ìáêñõ÷þñé. ¢ãéïò ÄçìÞôñéïò

Í. ÅÕÂÏÉÁÓ, ÌÁÊÑÕ×ÙÑÉ Í. ÅÕÂÏÉÁÓ, ÏÎÕËÉÈÏÓ


ÁÃÉÏÓ ÄÇÌÇÔÑÉÏÓ ÊÏÉÌÇÓÇ ÈÅÏÔÏÊÏÕ

Åõáããå ëéóìüò

Åõáããå ëéóìüò
ÁíÜëçøç

ÁíÜëçøç

ÁíÜëçøç
ÁíÜëçøç
Êïßìçóç ôçò Èåïôüêïõ
ÃåíÝóéï Åéóüäéá Ìíçóôåßá
Åéóüäéá Ìíçóôåßá
ÃÝííçóç

ÃåíÝóéï

ÃÝííçóç
ÕðáðáíôÞ
ÖõãÞ óôçí Áóðáóìüò
Áßãõðôï ÕðáðáíôÞ
Áóðáóìüò
ÖõãÞ óôçí
Åéò ¢äïõ êÜèïäïò ÁðïêáèÞëùóç

Âáúïöüñïò

Áßãõðôï

Âáúïöüñïò
Åéò ¢äïõ
êÜèïäïò
Ðñïäïóßá

Ðñïäïóßá
Áðïêá
èÞëùóç

Óôáýñùóç

Ó÷Ýäéï 18. ¢ãéïò ÄçìÞôñéïò Ìáêñõ÷ùñßïõ - Êïßìçóç Ïîõëßèïõ.


Ðïñåßá èåïìçôïñéêïý êáé ÷ñéóôïëïãéêïý êýêëïõ.
14. Í. Åýâïéáò, Ïîýëéèïò. Êïßìçóç ôçò Èåïôüêïõ

19 Åõáããå ëéóìüò 21
1 20

ÁíÜëçøç
ÁíÜëçøç
13 13
18

17
Êïßìçóç ôçò Èåïôüêïõ

15
ÃåíÝóéï Åéóüäéá Ìíçóôåßá
6 7
ÃÝííçóç

5 22
2 3 4 8
14 ÖõãÞ óôçí ÕðáðáíôÞ Áóðáóìüò
Áßãõðôï

Ðñïäïóßá Âáúïöüñïò
16
Åéò ¢äïõ
êÜèïäïò

12 9
23
Áðïêá

11 10
èÞëùóç

26
24

25

0
1

17
10
11ã
8 9
16
7 3 7
11â 2 4
2

15 Ã.Ö.

7 1
6 5
10
14 11á

12
3

13
4
M

Ó÷Ýäéï 19. Ïîýëéèïò, Êïßìçóç ôçò Èåïôüêïõ.


ÐñïïðôéêÞ Üíïøç.
14. Í. Åýâïéáò, Ïîýëéèïò. Êïßìçóç ôçò Èåïôüêïõ

14. Ïîýëéèïò. Êïßìçóç ôçò Èåïôüêïõ. ÊáôÜëïãïò ðáñáóôÜóåùí

Íáüò ÍÜñèçêáò

1. Åõáããåëéóìüò (ÃáâñéÞë) 1. Öéëïîåíßá ôïõ ÁâñáÜì


2. ÃÝííçóç 2. Éçóïýò êáé Óáìáñåßôéò
3. ÖõãÞ åéò ôçí Áßãõðôï 3. ºáóç ðáñáëõôéêïý
4. ÕðáðáíôÞ 4. ºáóç ôõöëïý
5. ÃåíÝóéï 5. ¢ííá
6. Åéóüäéá 6. Éùáêåßì
7. Ìíçóôåßá 7. ¸íèñïíïé áðüóôïëïé
8. Áóðáóìüò Èåïôüêïõ - ÅëéóÜâåô 8. Äáâßä
9. Âáúïöüñïò 9. Óïëïìþí
10. Ðñïäïóßá 10. ×åñïõâßì
11. ÁðïêáèÞëùóç 11. ÄåõôÝñá Ðáñïõóßá á. ÐáñÜäåéóïò
12. Åéò ¢äïõ êÜèïäïò â. Êüëáóç ã. ÊëÞóç ôùí øõ÷þí
13. ÁíÜëçøç 12. ÁäéÜãíùóôç ìïñöÞ (Äéáêñßíåôáé öùôïóôÝöáíï)
14. Êïßìçóç ôçò Èåïôüêïõ 13. ÊÜôù ôìÞìá áäéÜãíùóôçò ïëüóùìçò ìïñöÞò
15. ÅõáããåëéóôÞò ËïõêÜò 14. ÊÜôù ôìÞìá áäéÜãíùóôçò ïëüóùìçò ìïñöÞò
16. ÁäéÜãíùóôïò ÅõáããåëéóôÞò 15. ÊÜôù ôìÞìá áäéÜãíùóôïõ óôñáôéùôéêïý áãßïõ
17. ÁäéÜãíùóôïò Óôõëßôçò 16. ¢ííá, ïëüóùìç âñåöïêñáôïýóá
18. ÉùÜííçò ï Ðñüäñïìïò, ïëüóùìïò 17. ÐáñáóêåõÞ (;), ïëüóùìç
19. ÁäéÜãíùóôç ìïñöÞ
20. Éçóïýò ×ñéóôüò ï Ðáëáéüò ôùí Çìåñþí
21. ÁäéÜãíùóôç ìïñöÞ (äéáêñßíåôáé öùôïóôÝöáíïò)
22. ÁäéÜãíùóôç ðáñÜóôáóç
23. ÉùÜííçò Èåïëüãïò ìå ôïí Ðñü÷ïñï
24. ÐñïöÞôçò Çëßáò, ïëüóùìïò
25. Èåüäùñïò ÓôñáôçëÜôçò, ïëüóùìïò
26. ÄçìÞôñéïò (;), ïëüóùìïò
27. ÁäéÜãíùóôïò óôñáôéùôéêüò Üãéïò, ïëüóùìïò
14. Í. Åýâïéáò, Ïîýëéèïò. Êïßìçóç ôçò Èåïôüêïõ

?as? ?a?a??t????
1
3
×ñéóôüò - ºáóç
Óáìáñåßôéò Ôõöëïý
2
4
F????e??a ?ß?a?µ

ÊÕÊËÏÓ ÐÅÍÔÇÊÏÓÔÁÑÉÏÕ
ÄÅÕÔÅÑÁ ÐÁÑÏÕÓÉÁ

Ó÷Ýäéï 20. Ïîýëéèïò, Êïßìçóç ôçò Èåïôüêïõ. ÍÜñèçêáò.


ÄéÜôáîç êýêëùí êáé öïñÜ ðáñáóôÜóåùí Ðåíôçêïóôáñßïõ.
15. Í. Åýâïéáò, ÓðçëéÝò. ÏäçãÞôñéá

Ä
19
15 20
Åõáããå ëéóìüò
18 1á 1â
16
21

ÁíÜëçøç
Åéóüäéá

Ä
13 12
17

0
22

34
¸ãåñóç ËáæÜñïõ
43 43 23
2 3 4
6
ÐåíôçêïóôÞ

ÃÝííçóç ÕðáðáíôÞ ÂÜðôéóç

33 11 Ä

1
Åéò ¢äïõ Ìåôá Âáúïöüñïò
6
êÜèïäïò ìüñöùóç
10 5 7
32
¢ííá-ÊáúÜöá
Êïßìçóç ôçò Èåïôüêïõ

35
8
Åëêüìåíïò Êñßóç

42 24
31 14 36
2
9 37 25
30
41 38

29 39 26
40
27
28
3
4
M

Ã.Ö.

Ó÷Ýäéï 21. ÓðçëéÝò, ÏäçãÞôñéá.


ÐñïïðôéêÞ Üíïøç.
15. Í. Åýâïéáò, ÓðçëéÝò. ÏäçãÞôñéá

15. ÓðçëéÝò. ÏäçãÞôñéá. ÊáôÜëïãïò ðáñáóôÜóåùí.

1. Åõáããåëéóìüò á. ÃáâñéÞë â. Èåïôüêïò


2. ÃÝííçóç
3. ÕðáðáíôÞ
4. ÂÜðôéóç
5. Ìåôáìüñöùóç
6. ¸ãåñóç ËáæÜñïõ
7. Âáúïöüñïò
8. Êñßóç ¢ííá-ÊáúÜöá
9. Åëêüìåíïò
10. Åéò ¢äïõ êÜèïäïò
11. ÐåíôçêïóôÞ
12. ÁíÜëçøç
13. Åéóüäéá
14. Êïßìçóç
15. Èåïôüêïò
16. Éçóïýò ×ñéóôüò ï Ðáëáéüò ôùí Çìåñþí
17. Íéêüëáïò, ïëüóùìïò
18. ¼ñáìá ÐÝôñïõ Áëåîáíäñåßáò
19. ÄéÜêïíïò áãÝíåéïò, óôçèáßïò
20. ÂëÜóéïò, ïëüóùìïò
21. ÊïóìÜò, ïëüóùìïò
22. Äáìéáíüò, ïëüóùìïò
23. ¢ããåëïò, ïëüóùìïò
24. Ãåþñãéïò, Ýöéððïò
25. ÄçìÞôñéïò, Ýöéððïò
26. Èåüäùñïò óôñáôçëÜôçò, Ýöéððïò
27. Èåüäùñïò ÔÞñùí, Ýöéððïò
28. Ìåñêïýñéïò
29. ÍÝóôùñ
30. ÁäéÜãíùóôïò
31. ÃáâñéÞë
32. Èåïôüêïò (Ì. ÄÝçóç)
33. Éçóïýò ×ñéóôüò (Ì. ÄÝçóç)
34. ÉùÜííçò Ðñüäñïìïò (Ì. ÄÝçóç)
35. ¢ííá, óôçèáßá
36. Ìáñßíá, óôçèáßá
37. ÂáñâÜñá, óôçèáßá
38. ÅéñÞíç, óôçèáßá
39. ÊõñéáêÞ, óôçèáßá
40. Áéêáôåñßíá, óôçèáßá
41. Áíáóôáóßá, óôçèáßá
42. Öéëïîåíßá ôïõ ÁâñáÜì
43. ÅðéãñáöÞ

Ä = ÄéáêïóìçôéêÜ èÝìáôá
16. Í. Åýâïéáò, ÁìÜñõíèïò. Êïßìçóç ôçò Èåïôüêïõ

Åéò ¢äïõ êÜèïäïò

ôçò Èåïôüêïõ
ÁíÜëçøç

ÁíÜëçøç

Åéóüäéá
8 10
9 9

0
30 36
31 34 35
32 33

ÐåíôçêïóôÞ

13 11
12
11

1
ÐåíôçêïóôÞ

23 24 25 26
21 22 27 28
20 29
19
¸ãåñóç ËáæÜñïõ
Âáúïöüñïò

18 5 4
Ìåôáìüñöùóç

ÂÜðôéóç

17 3 2
2

6
16 Óôáýñùóç

15 7 1
ÅðéôÜöéïò ÈñÞíïò
ÕðáðáíôÞ

14
3

Ã.Ö.
4
M

Ó÷Ýäéï 22. ÁìÜñõíèïò, Êïßìçóç ôçò Èåïôüêïõ.


ÐñïïðôéêÞ Üíïøç.
16. Í. Åýâïéáò, ÁìÜñõíèïò. Êïßìçóç ôçò Èåïôüêïõ

16. ÁìÜñõíèïò. Êïßìçóç ôçò Èåïôüêïõ. ÊáôÜëïãïò ðáñáóôÜóåùí.

1. ÕðáðáíôÞ
2. ÂÜðôéóç
3. Ìåôáìüñöùóç
4. ¸ãåñóç ôïõ ËáæÜñïõ
5. Âáúïöüñïò
6. Óôáýñùóç
7. ÅðéôÜöéïò ÈñÞíïò
8. Åéò ¢äïõ êÜèïäïò
9. ÁíÜëçøç
10. Åéóüäéá ôçò Èåïôüêïõ
11. ÐåíôçêïóôÞ
12. Êëßìáî ôïõ Éáêþâ
13. ÁäéÜãíùóôç ðáñÜóôáóç
14. Ìáñßá ç Áéãõðôßá
15. Êùíóôáíôßíïò
16. ÅëÝíç
17. ÊïóìÜò (;)
18. Äáìéáíüò (;)
19 - 36. Óôçèáßåò ìïñöÝò óå ìåôÜëëéá
16. Í. Åýâïéáò, ÁìÜñõíèïò. Êïßìçóç ôçò Èåïôüêïõ

Åéò ¢äïõ êÜèïäïò

ôçò Èåïôüêïõ
ÁíÜëçøç

Åéóüäéá
ÁíÜëçøç
Êïßìçóç ôçò Èåïôüêïõ

ÐåíôçêïóôÞ

ÃÝííçóç
Ëß

Êëßìáî
èïò

ÐåíôçêïóôÞ
Âáúïöüñïò
Ìåôáìüñöùóç

¸ãåñóç
ËáæÜñïõ

ÂÜðôéóç

Óôáýñùóç

ÅðéôÜöéïò ÈñÞíïò ÕðáðáíôÞ Áñéóôåñüóôñïöç öïñÜ


Äåîéüóôñïöç öïñÜ

Ó÷Ýäéï 23. ÁìÜñõíèïò, Êïßìçóç ôçò Èåïôüêïõ.


ÖïñÜ ÷ñéóôïëïãéêïý êýêëïõ.
17. Í. Åýâïéáò, ÁìÜñõíèïò. Ìåôáìüñöùóç

Ôñåéò Ðáßäåò
2
3

0
ÐåíôçêïóôÞ
1

4
5
2
3

Ã.Ö.
4
M

Ó÷Ýäéï 24. ÁìÜñõíèïò, Ìåôáìüñöùóç.


ÐñïïðôéêÞ Üíïøç.
17. Í. Åýâïéáò, ÁìÜñõíèïò. Ìåôáìüñöùóç

17. ÁìÜñõíèïò. Ìåôáìüñöùóç. ÊáôÜëïãïò ðáñáóôÜóåùí.

1. ÐåíôçêïóôÞ
2. Ôñåéò Ðáßäåò åí êáìßíù
3. ÁäéÜãíùóôç ðáñÜóôáóç
4. ÁäéÜãíùóôç ðáñÜóôáóç
5. ÁäéÜãíùóôç ðáñÜóôáóç
18. Í. Åýâïéáò, Êáèåíïß. Áãßá Ôñßôç

16

14 15
13 17
18
12

1â 19

20
32

21
2
3

4 22

0
11 10
31
8

1
23
7
24
2

25
6

26
30 29 28 27
3

Ã.Ö.
4
M

Ó÷Ýäéï 25. Êáèåíïß, Áãßá Ôñßôç.


ÐñïïðôéêÞ Üíïøç.
18. Í. Åýâïéáò, Êáèåíïß. Áãßá Ôñßôç

18. Êáèåíïß. Áãßá Ôñßôç. ÊáôÜëïãïò ðáñáóôÜóåùí.

1. Åõáããåëéóìüò á. ÃáâñéÞë â. Èåïôüêïò


2. Ðñïóåõ÷Þ óôç ÃåèóçìáíÞ
3. ÁäéÜãíùóôç ðáñÜóôáóç
4. Ðñïäïóßá
5. ¢ñíçóç ÐÝôñïõ
6. ÁäéÜãíùóôç ðáñÜóôáóç
7. ÁäéÜãíùóôç ðáñÜóôáóç
8. ÁäéÜãíùóôç ðáñÜóôáóç
9. Ìåôáìüñöùóç
10. ÕðáðáíôÞ (;)
11. ÂÜðôéóç (;)
12. ¢ããåëïò óå ìåôÜëëéï (ôìÞìá Èåïôüêïõ ÐëáôõôÝñáò)
13. ¼ñáìá ÐÝôñïõ Áëåîáíäñåßáò
14. ÓôÝöáíïò
15. ÁäéÜãíùóôïò éåñÜñ÷çò
16. ÁäéÜãíùóôïò éåñÜñ÷çò
17. ÁäéÜãíùóôïò äéÜêïíïò
18. ÁäéÜãíùóôïò éåñÜñ÷çò
19. ÄéÜêïíïò ìå èõìéáôü
20. Íéêüëáïò ï íÝïò (üóéïò, ï Óéêåëéþôçò)
21. ÁñóÝíéïò
22. Åîßôçëç ïëüóùìç ìïñöÞ
23. ÉùÜííçò Ðñüäñïìïò
24. ÉùÜííçò Èåïëüãïò
25. ÌåëÝôéïò
26. Ìïíá÷üò
27. Ðá÷þìéïò
28. ¢ããåëïò
29. ÓÜââáò (;)
30. ÁäéÜãíùóôç ïëüóùìç ìïñöÞ
31. º÷íç
32. º÷íç
18. Í. Åýâïéáò, Êáèåíïß. Áãßá Ôñßôç

ÂÁÓÉÊÏÓ ×ÑÉÓÔÏËÏÃÉÊÏÓ ÊÕÊËÏÓ


ÊÕÊËÏÓ ÐÁÈÙÍ - ÌÅÔÁ ÔÇÍ ÁÍÁÓÔÁÓÇ
ÈÅÏÌÇÔÏÑÉÊÏÓ ÊÕÊËÏÓ

Ó÷Ýäéï 26. Áãßá Ôñßôç Êáèåíþí.


ÄéÜôáîç êýêëùí (áðïêáôÜóôáóç).
19. Í. Åýâïéáò, Âïýíïé. ¢ãéïé Áðüóôïëïé

10

2 2 5
3 1 4 6
2 2

0
8 7

9
2
3

Ã.Ö.
4
M

Ó÷Ýäéï 27. Âïýíïé, ¢ãéïé Áðüóôïëïé.


ÐñïïðôéêÞ Üíïøç.
19. Í. Åýâïéáò, Âïýíïé. ¢ãéïé Áðüóôïëïé

19. Âïýíïé. ¢ãéïé Áðüóôïëïé. ÊáôÜëïãïò ÐáñáóôÜóåùí.

1. Öõëëïöüñïò óôáõñüò
2. ÁíåéêïíéêÜ äéáêïóìçôéêÜ èÝìáôá
3. ÁíåéêïíéêÜ äéáêïóìçôéêÜ èÝìáôá
4. ÁíåéêïíéêÜ äéáêïóìçôéêÜ èÝìáôá
5. ÐåíôçêïóôÞ
6. ÁäéÜãíùóôç ðáñÜóôáóç
7. Åíôáöéáóìüò
8. Óôáýñùóç
9. Èåïôüêïò
20. Í. Á÷áúáò, Áãñßäé. ¢ãéïò Íéêüëáïò

15

16
14

17
Ä 13
18
19
12
21 31
22 30 20
23 24 29
25 26 27 28

1 32
40
1

9 33
7
5 2
39 34
Ä 4 3

0
37
35
6 2
8
38 11 10 36

1
2
3

Ã.Ö.
4
M

Ó÷Ýäéï 28. Áãñßäé, ¢ãéïò Íéêüëáïò.


ÐñïïðôéêÞ Üíïøç.
20. Í. Á÷áúáò, Áãñßäé. ¢ãéïò Íéêüëáïò

20. Áãñßäé. ¢ãéïò Íéêüëáïò. ÊáôÜëïãïò ðáñáóôÜóåùí.

1.ÁíÜëçøç
2.¸ãåñóç ËáæÜñïõ
3.ÓêçíÞ áðü ôïí âßï ôïõ áãßïõ ÍéêïëÜïõ
4.ÓêçíÞ áðü ôïí âßï ôïõ áãßïõ ÍéêïëÜïõ
5.ÓêçíÞ áðü ôïí âßï ôïõ áãßïõ ÍéêïëÜïõ
6.ÓêçíÞ áðü ôïí âßï ôïõ áãßïõ ÍéêïëÜïõ
7.ÓêçíÞ áðü ôïí âßï ôïõ áãßïõ ÍéêïëÜïõ
8.ÓêçíÞ áðü ôïí âßï ôïõ áãßïõ ÍéêïëÜïõ
9.º÷íç ÅõáããåëéóôÞ
10.º÷íç ÅõáããåëéóôÞ
11.º÷íç ÅõáããåëéóôÞ
12.Èåïôüêïò óôçèáßá âñåöïêñáôïýóá åí ìÝóù áããÝëùí
13.ÁèáíÜóéïò (ïëüóùìïò)
14.ÉùÜííçò ×ñõóüóôïìïò (ïëüóùìïò)
15.ÌáíäÞëéï
16.Âáóßëåéïò (ïëüóùìïò)
17.Ãñçãüñéïò Èåïëüãïò (ïëüóùìïò)
18.ÁäéÜãíùóôïò üóéïò (ïëüóùìïò)
19.ÁäéÜãíùóôïò éåñÜñ÷çò (ïëüóùìïò)
20.ÁäéÜãíùóôïò éåñÜñ÷çò (ïëüóùìïò)
21.ÐñïöÞôçò óôçèáßïò óå ìåôÜëëéï
22.ÄáíéÞë (óôçèáßïò óå ìåôÜëëéï)
23.Áââáêïýì (óôçèáßïò óå ìåôÜëëéï)
24.Äáõßä (óôçèáßïò óå ìåôÜëëéï)
25.Áñ÷Üããåëïò Ìé÷áÞë (óôçèáßïò óå ìåôÜëëéï)
26.Éçóïýò ×ñéóôüò Þ Èåïôüêïò (óôçèáßïò óå ìåôÜëëéï)
27.Áñ÷Üããåëïò (óôçèáßïò óå ìåôÜëëéï)
28.Óïëïìþí (óôçèáßïò) óå ìåôÜëëéï
29.óôçèáßïò óå ìåôÜëëéï
30.óôçèáßïò óå ìåôÜëëéï
31.Åëéóáßïò (óôçèáßïò óå ìåôÜëëéï)
32.ÉùÜííçò Ðñüäñïìïò (ïëüóùìïò, óåâßæùí)
33.óôçèáßïò óå ìåôÜëëéï
34.óôçèáßïò óå ìåôÜëëéï
35.Åñìüëáïò (óôçèáßïò óå ìåôÜëëéï)
36.ÐáíôåëåÞìùí (óôçèáßïò óå ìåôÜëëéï)
37.Óýíáîç ôùí Áñ÷áããÝëùí
38.ÉùÜííçò Èåïëüãïò (ïëüóùìïò)
39.Ãåþñãéïò Ýöéððïò
40.¢ããåëïò (ïëüóùìïò)
21. Í. Êïñéíèßáò, ÊëÝíéá. ¢ãéïò Íéêüëáïò

6 7

8
5


10 11 13
3 2 14

9 1 12
58 59 60
Åõáããå ëéóìüò
15á 15â 22
21 56 57
51 20 23
52 53 54 55
24
19
Ä Ä

0
18 16 16 25 45
ÁíÜëçøç

17 26

39 46
36 37 38 ÃÝííçóç ôïõ ×ñéóôïý
42
50
Ìåôáìüñöùóç

35 34 33
49 41 Ä 40 43 47

1
27 28 29
48 44
32 31 30

2
3

Ã.Ö.
4
M

Ó÷Ýäéï 29. ÊëÝíéá, ¢ãéïò Íéêüëáïò.


ÐñïïðôéêÞ Üíïøç.
21. Í. Êïñéíèßáò, ÊëÝíéá. ¢ãéïò Íéêüëáïò

21. ÊëÝíéá. ¢ãéïò Íéêüëáïò. ÊáôÜëïãïò ðáñáóôÜóåùí.

1. Ðáíáãßá Ýíèñïíç âñåöïêñáôïýóá 35. Ôñåéò óôñáôçãïß óôç öõëáêÞ


2. ÃáâñéÞë, ïëüóùìïò 36. Ï Üãéïò Íéêüëáïò óþæåé ôïõò ôñåéò áèþïõò
3. Ìé÷áÞë, ïëüóùìïò 37. ÁäéÜãíùóôç ðáñÜóôáóç âßïõ Áãßïõ ÍéêïëÜïõ
4. ÅðéãñáöÝò á. ÊôçôïñéêÞ â. áöéåñùôéêÞ 38. ÁäéÜãíùóôç ðáñÜóôáóç âßïõ Áãßïõ ÍéêïëÜïõ
5. ÁèáíÜóéïò, ïëüóùìïò 39. ÅõáããåëéóôÞò Ìáôèáßïò, óôçèáßïò óå ìåôÜëëéï
6. ×ñõóüóôïìïò, ïëüóùìïò 40. ÃÝííçóç ôïõ ×ñéóôïý
7. Âáóßëåéïò, ïëüóùìïò 41. Ìåôáìüñöùóç
8. Ãñçãüñéïò ï Èåïëüãïò, ïëüóùìïò 42. Áéêáôåñßíç, ïëüóùìç
9. Íéêüëáïò, óôçèáßïò 43. ÂáñâÜñá, ïëüóùìç
10. ÓôÝöáíïò, ïëüóùìïò 44. ÁäéÜãíùóôç áãßá, ïëüóùìç
11. Åýðëïò, ïëüóùìïò 45. ÁéÜãíùóôç ìïñöÞ
12. ÂëÜóéïò, óôçèáßïò 46. Íéêüëáïò (;), ïëüóùìïò
13. Ãñçãüñéïò Íýóóçò, ïëüóùìïò 47. Ãåþñãéïò, Ýöéððïò
14. ÁäéÜãíùóôïò éåñÜñ÷çò, ïëüóùìïò 48. ÁäéÜãíùóôïò ÐñïöÞôçò, ïëüóùìïò
15. Åõáããåëéóìüò á. ÃáâñéÞë â. Èåïôüêïò 49. ÄáíéÞë, ïëüóùìïò
16. ÁíÜëçøç 50. ÁäéÜãíùóôïò ÐñïöÞôçò, ïëüóùìïò
17. ÁäéÜãíùóôïò Üãéïò, óôçèáßïò 51. ÁäéÜãíùóôïò áãÝíåéïò ìÜñôõñáò
18. ÁäéÜãíùóôïò Üãéïò, óôçèáßïò 52. Íéêüëáïò Ýíèñïíïò (ìåôáâõæ.)
19. ÓáìùíÜò, óôçèáßïò 53. Èåïôüêïò, ïëüóùìç äåïìÝíç (ìåôáâõæ.)
20. Ãïõñßáò, óôçèáßïò 54. Éçóïýò ×ñéóôüò (ìåôáâõæ.)
21. ¢âéâïò, óôçèáßïò 55. ÉùÜííçò Ðñüäñïìïò, ïëüóùìïò äåüìåíïò (ìåôáâõæ.)
22. ÊïóìÜò, óôçèáßïò 56. ÔåôñÜìïñöï
23. Èåïäüôç, óôçèáßá 57. Öëïãßíç ñïìöáßá
24. Äáìéáíüò, óôçèáßïò 58. ÁäéÜãíùóôïò üóéïò, ïëüóùìïò
25. Öëþñïò (;), óôçèáßïò 59. ÁäéÜãíùóôïò üóéïò, ïëüóùìïò
26. Ëáýñïò, óôçèáßïò 60. ÁäéÜãíùóôïò üóéïò, ïëüóùìïò
27. ÃÝííçóç áãßïõ ÍéêïëÜïõ
28. Ï Üãéïò Íéêüëáïò ðñïóÜãåôáé óôïí äéäÜóêáëï Ä= ÄéáêïóìçôéêÜ èÝìáôá
29. Ï Üãéïò Íéêüëáïò ÷åéñïôïíåßôáé åðßóêïðïò
30. ÁäéÜãíùóôç ðáñÜóôáóç âßïõ áãßïõ ÍéêïëÜïõ
31. ÁäéÜãíùóôç ðáñÜóôáóç âßïõ áãßïõ ÍéêïëÜïõ
32. Ï Üãéïò Íéêüëáïò êüâåé ôï êõðáñßóóé ôïõ
Ðëáêþìáôïò
33. Ï Üãéïò Íéêüëáïò åìöáíßæåôáé óôïí âáóéëéÜ
Êùíóôáíôßíï
34. Ï Üãéïò Íéêüëáïò åìöáíßæåôáé óôïí
Ýðáñ÷ï ÁâëÜâéï
21. Í. Êïñéíèßáò, ÊëÝíéá. ¢ãéïò Íéêüëáïò

Ó÷Ýäéï 30. ÊëÝíéá, ¢ãéïò Íéêüëáïò. ÅãêÜñóéá êáìÜñá.


ÖïñÜ âßïõ Áãßïõ ÍéêïëÜïõ.
22. Í. Êïñéíèßáò, Óïöéêü. Áãßá ÔñéÜäá

24 25

23 26

20
22
33 37

Åéóüäéá
34 35 36 17

0
ÁíÜëçøç

21

ÁíÜëçøç
9 9

32 10 11
ëéóìüò

3 2
Ìåôáìüñöùóç

ÕðáðáíôÞ ÃÝííçóç 1á
4 16
ÃåíÝóéï 1â 19

1
Åõáããåëéóìüò
Åõáããå

31 Éùáêåßì
15
14
13 12
Åéò ¢äïõ êÜèïäïò

¸ãåñóç ËáæÜñïõ
Âáúïöüñïò

30 8 6
5
Êïßìçóç

7 18 2
Óôáýñùóç
29

28 27
3

Ã.Ö.
4
M

Ó÷Ýäéï 31. Óïöéêü, Áãßá ÔñéÜäá.


ÐñïïðôéêÞ Üíïøç.
22. Í. Êïñéíèßáò, Óïöéêü. Áãßá ÔñéÜäá

22. Óïöéêü. Áãßá ÔñéÜäá. ÊáôÜëïãïò ðáñáóôÜóåùí.

1. Åõáããåëéóìüò á. ÃáâñéÞë â. Èåïôüêïò


2. ÃÝííçóç
3. ÕðáðáíôÞ
4. Ìåôáìüñöùóç
5. ¸ãåñóç ËáæÜñïõ
6. Âáúïöüñïò
7. Óôáýñùóç
8. Åéò ¢äïõ êÜèïäïò
9. ÁíÜëçøç
10. ÅõáããåëéóôÞò
11. ÅõáããåëéóôÞò
12. ÅõáããåëéóôÞò
13. ÅõáããåëéóôÞò
14. ÃåíÝóéï
15. Åõáããåëéóìüò Éùáêåßì
16. ÁäéÜãíùóôç ðáñÜóôáóç áðü ôçí ðáéäéêÞ æùÞ ôçò Èåïôüêïõ
17. Åéóüäéá
18. Êïßìçóç
19. ÁäéÜãíùóôç ðáñÜóôáóç óå ôïîùôü ÷ôéóôü åíôïß÷éï ðñïóêõíçôÜñé
20. Èåïôüêïò ÐëáôõôÝñá åí ìÝóù äýï ÁããÝëùí
21. Ðáýëïò
22. ÄéÜêïíïò
23. ÁäéÜãíùóôïò éåñÜñ÷çò, ïëüóùìïò
24. ÁäéÜãíùóôïò éåñÜñ÷çò, ïëüóùìïò
25. ÁäéÜãíùóôïò éåñÜñ÷çò, ïëüóùìïò
26. ÁäéÜãíùóôïò éåñÜñ÷çò, ïëüóùìïò
27. ÁäéÜãíùóôç ïëüóùìç ìïñöÞ, äéáêñßíåôáé ìüíï ôìÞìá ôïõ öùôïóôåöÜíïõ
28. ÁäéÜãíùóôç ïëüóùìç ìïñöÞ, äéáêñßíåôáé ìüíï ôìÞìá ôïõ öùôïóôåöÜíïõ
29. ÁäéÜãíùóôïò óôñáôéùôéêüò áãÝíåéïò, ïëüóùìïò
30. ÁäéÜãíùóôïò óôñáôéùôéêüò áãÝíåéïò, ïëüóùìïò
31. ÁäéÜãíùóôïò Üãéïò, ïëüóùìïò
32. Éçóïýò ×ñéóôüò ï ÐáíôïêñÜôùñ óå ôïîùôü ÷ôéóôü åíôïß÷éï ðñïóêõíçôÜñé
22. Í. Êïñéíèßáò, Óïöéêü. Áãßá ÔñéÜäá

Åéóüäéá
ÁíÜëçøç

ÁíÜëçøç
ëéóìüò
Ìåôáìüñöùóç
Åõáããåëéóìüò ¢ííáò (;)

ÕðáðáíôÞ ÃÝííçóç
Åõáããå

Åõáããåëéóìüò
ÃåíÝóéï
Éùáêåßì
¸ãåñóç ËáæÜñïõ
Åéò ¢äïõ êÜèïäïò

Âáúïöüñïò

Êïßìçóç (;)

Óôáýñùóç

Áñéóôåñüóôñïöç öïñÜ
Äåîéüóôñïöç öïñÜ

×ÑÉÓÔÏËÏÃÉÊÏÓ ÊÕÊËÏÓ
ÈÅÏÌÇÔÏÑÉÊÏÓ ÊÕÊËÏÓ

Ó÷Ýäéï 32. Óïöéêü, Áãßá ÔñéÜäá.


ÄéÜôáîç êáé öïñÜ êýêëùí.
23. Í. Êïñéíèßáò, Áãéïíüñé. ¢ãéïé ÁíÜñãõñïé

3
5

2 4 6

0
7
7

1
ÁíÜëçøç
ÃåèóçìáíÞ Åëêüìåíïò

2
Åéò ¢äïõ
êÜèïäïò

11 10
8
ØçëÜöçóç

12 13
9

14
Óôáýñùóç (;)
3

15
4
M

Ã.Ö.

Ó÷Ýäéï 33. Áãéïíüñé, ¢ãéïé ÁíÜñãõñïé.


ÐñïïðôéêÞ Üíïøç.
23. Í. Êïñéíèßáò, Áãéïíüñé. ¢ãéïé ÁíÜñãõñïé

23.Áãéïíüñé. ¢ãéïé ÁíÜñãõñïé. ÊáôÜëïãïò ðáñáóôÜóåùí.

1. Èåïôüêïò Ýíèñïíç âñåöïêñáôïýóá åí ìÝóù äýï ÁããÝëùí


2. Ãñçãüñéïò (;), ïëüóùìïò
3. ÉùÜííçò ×ñõóüóôïìïò, ïëüóùìïò
4. ÅðéãñáöÞ
5. Âáóßëåéïò, ïëüóùìïò
6. Óðõñßäùí (;), ïëüóùìïò
7. ÁíÜëçøç
8. Åéò ¢äïõ êÜèïäïò
9. ØçëÜöçóç
10. Åëêüìåíïò
11. ÁäéÜãíùóôç ðáñÜóôáóç
12. ÁäéÜãíùóôç ðáñÜóôáóç
13. Ðñïóåõ÷Þ óôç ÃåèóçìáíÞ
14. Óôáýñùóç (;)
15. ÁäéÜãíùóôïò Üãéïò
23. Í. Êïñéíèßáò, Áãéïíüñé. ¢ãéïé ÁíÜñãõñïé

ÃåèóçìáíÞ Åëêüìåíïò

Åéò ¢äïõ
êÜèïäïò
ØçëÜöçóç
Óôáýñùóç (;)

Ó÷Ýäéï 34. Áãéïíüñé, ¢ãéïé ÁíÜñãõñïé. ÄõôéêÞ êáìÜñá.


ÖïñÜ ÷ñéóôïëïãéêïý êýêëïõ.
24. Í. Áñãïëßäáò, Êñáíßäé. Áãßá ÔñéÜäá

19 20
18 21

17
16 22 23

24
15

25

ÃÝííçóç
ÁíÜëçøç

44 9 2

26

0
11 3 10
ÐåíôçêïóôÞ 12 13
Êïßìçóç

43 28 29
27 30
3 ÐåíôçêïóôÞ 31
12
10 14
42 32
Âáúïöüñïò ËáæÜñïõ
Åéò ¢äïõ

1
êÜèïäïò

¸ãåñóç

8 4
41 33

34
Ëßèïò

7 5
40
37 35
38
2

6
Óôáýñùóç
39 36
3

Ã.Ö.
4
M

Ó÷Ýäéï 35. Êñáíßäé, Áãßá ÔñéÜäá.


ÐñïïðôéêÞ Üíïøç.
24. Í. Áñãïëßäáò, Êñáíßäé. Áãßá ÔñéÜäá

24. Êñáíßäé. Áãßá ÔñéÜäá. ÊáôÜëïãïò ðáñáóôÜóåùí.

1. Åõáããåëéóìüò á. ÃáâñéÞë
2. ÃÝííçóç
3. ÁäéÜãíùóôç ðáñÜóôáóç (Ìåôáìüñöùóç;)
4. ÁíÜóôáóç ôïõ ËáæÜñïõ
5. Âáúïöüñïò
6. Óôáýñùóç
7. Ëßèïò
8. Åéò ¢äïõ êÜèïäïò
9. ÁíÜëçøç
10. ÐåíôçêïóôÞ
11. Êïßìçóç
12. ÐñïûðÜíôçóç ôùí ÁããÝëùí
13. ÁäéÜãíùóôç óêçíÞ (êýêëïò ÁâñáÜì)
14. ÁäéÜãíùóôç óêçíÞ (êýêëïò ÁâñáÜì)
15. Ðñü÷ïñïò, óôçèáßïò
16. ÁäéÜãíùóôïò äéÜêïíïò, ïëüóùìïò
17. ÁäéÜãíùóôïò éåñÜñ÷çò, ïëüóùìïò
18. ÁäéÜãíùóôïò éåñÜñ÷çò, ïëüóùìïò
19. ÁäéÜãíùóôïò éåñÜñ÷çò, ïëüóùìïò
20. ÁäéÜãíùóôïò éåñÜñ÷çò, ïëüóùìïò
21. ÁäéÜãíùóôïò éåñÜñ÷çò, ïëüóùìïò
22. ÁäéÜãíùóôïò éåñÜñ÷çò, ïëüóùìïò
23. ÁäéÜãíùóôïò Üãéïò, ïëüóùìïò
24. ÁäéÜãíùóôïò éåñÜñ÷çò, ïëüóùìïò
25. ÁäéÜãíùóôïò éåñÜñ÷çò, ïëüóùìïò
26. Öéëïîåíßá ôïõ ÁâñáÜì
27. ÅðéãñáöÞ
28. ÉùÜííçò ï Êáëõâßôçò, óôçèáßïò
29. ÁäéÜãíùóôïò Üãéïò, óôçèáßïò (ðáôÝñáò)
30. ÁäéÜãíùóôïò Üãéïò, óôçèáßïò (õéüò)
31. ÁäéÜãíùóôç áãßá, óôçèáßá (óýæõãïò)
32. Ìáñßíá, ïëüóùìç
33. ÁäéÜãíùóôïò üóéïò, ïëüóùìïò
34. ÁäéÜãíùóôïò üóéïò, ïëüóùìïò
35. ÁäéÜãíùóôïò üóéïò, ïëüóùìïò
36. ÁäéÜãíùóôïò üóéïò, ïëüóùìïò
37. Æþíç ìåôáëëßùí
38. Æþíç ìåôáëëßùí
39. ÅõóôÜèéïò (;), ïëüóùìïò
40. ÁäéÜãíùóôïò óôñáôéùôéêüò, ïëüóùìïò
41. ÁäéÜãíùóôïò óôñáôéùôéêüò, ïëüóùìïò
42. Ãåþñãéïò, ïëüóùìïò
43. Óýíáîç ôùí Áñ÷áããÝëùí
44. Èåïôüêïò ïëüóùìç âñåöïêñáôïýóá

.
25. Í. Áñãïëßäáò, Êñáíßäé. ¢ãéïò ÁíäñÝáò

14
15 16
13

12

17
18

0
19
Ìåôáìüñöùóç

ÃÝííçóç
2 Ä 1
22
20
8 9
ÐåíôçêïóôÞ

1
Åéóüäéá
ÃåíÝóéï
Êïßìçóç

6 3 4 5
7

ÐåíôçêïóôÞ
11 10
21

2
3

Ã.Ö.
4
M

Ó÷Ýäéï 36. Êñáíßäé, ¢ãéïò ÁíäñÝáò.


ÐñïïðôéêÞ Üíïøç.
25. Í. Áñãïëßäáò, Êñáíßäé. ¢ãéïò ÁíäñÝáò

25. Êñáíßäé. ¢ãéïò ÁíäñÝáò. ÊáôÜëïãïò ðáñáóôÜóåùí.

1. ÃÝííçóç
2. Ìåôáìüñöùóç
3. ÐåíôçêïóôÞ
4. Åéóüäéá
5. ÃåíÝóéï
6. ÁäéÜãíùóôç ðáñÜóôáóç
7. Êïßìçóç ôçò Èåïôüêïõ
8. ¢ããåëïò: «Üäïíôá» (Ìáôèáßïò)
9. ËÝùí «âïþíôá» (ÌÜñêïò)
10. Âïýò «êåêñáãüôá» (ËïõêÜò)
11. Áåôüò «ëÝãïíôá» (ÉùÜííçò)
12. Èåïôüêïò ÐëáôõôÝñá Âëá÷åñíßôéóóá åí ìÝóù äýï ÁããÝëùí
13. Ãñçãüñéïò, ïëüóùìïò
14. ÉùÜííçò ×ñõóüóôïìïò, ïëüóùìïò
15. ÌáíäÞëéï (;)
16. ÁäéÜãíùóôïò éåñÜñ÷çò, ïëüóùìïò
17. ÁäéÜãíùóôç ìïñöÞ óå ìåôÜëëéï
18. ÁäéÜãíùóôç ìïñöÞ óå ìåôÜëëéï
19. ÂëÜóéïò, ïëüóùìïò
20. ÉùÜííçò Ðñüäñïìïò, ïëüóùìïò
21. Áñ÷Üããåëïò, ïëüóùìïò
22. Áñ÷Üããåëïò, ïëüóùìïò
25. Í. Áñãïëßäáò, Êñáíßäé. ¢ãéïò ÁíäñÝáò

Ìåôáìüñöùóç

ÃÝííçóç
ÐåíôçêïóôÞ

Åéóüäéá
ÃåíÝóéï
Êïßìçóç

ÐåíôçêïóôÞ

ÕðáðáíôÞ
ÁíÜëçøç

¸ãåñóç ËáæÜñïõ
Åéò ¢äïõ ÊÜèïäïò

Âáúïöüñïò
Ëßèïò

Óôáýñùóç

Ó÷Ýäéï 37. Êñáíßäé, ¢ãéïò ÁíäñÝáò.


ÁðïêáôÜóôáóç ÷ñéóôïëïãéêïý êýêëïõ.
26. Í. Áñêáäßáò, ËåïíôÜñé. ¢ãéïò ÁèáíÜóéïò

47

46 48

45 49
44 50
43 51

Åõáããå 40 ëéóìüò
1á 1â 52
42
38á 39 38â

ÁíÜëçøç
ÁíÜëçøç

16 53
41 16

29 18
ÐåíôçêïóôÞ

ÃÝííçóç
75 54
17 2

74
32
33 34 55
3 19
30 Eéò ¢äïõ Ôï ØçëÜöçóç
ÊÜèïäïò ÷áßñå
73 12 13 14
28 11 15 56
10 9 8
Áðïêá-
31 èÞëùóç Óôáýñùóç Ðñïäïóßá 3 20
36
72 37 35
57
ÂÜðôéóç

21
Âáúïöüñïò

7 4

0
71 27 22
Ìåôáìüñöùóç
¸ãåñóç ËáæÜñïõ

5
6
70
26 23
1

58
69 25 24
Êïßìçóç
59
68
60
2

65 64
63 62 61
67 66
3

Ã.Ö.
4
M

Ó÷Ýäéï 38. ËåïíôÜñé, ¢ãéïò ÁèáíÜóéïò.


ÐñïïðôéêÞ Üíïøç.
26. Í. Áñêáäßáò, ËåïíôÜñé. ¢ãéïò ÁèáíÜóéïò

26. ËåïíôÜñé. ¢ãéïò ÁèáíÜóéïò. ÊáôÜëïãïò ðáñáóôÜóåùí.

1. Åõáããåëéóìüò á. ÃáâñéÞë â. Èåïôüêïò 41. ÉåñÜñ÷çò, ïëüóùìïò


2. ÃÝííçóç 42. ÉåñÜñ÷çò, ïëüóùìïò
3. ÕðáðáíôÞ 43. ÁäéÜãíùóôïò äéÜêïíïò, ïëüóùìïò
4. ÂÜðôéóç 44. ÁäéÜãíùóôïò éåñÜñ÷çò, ïëüóùìïò
5. Ìåôáìüñöùóç 45. Ãñçãüñéïò ï Èåïëüãïò, ïëüóùìïò
6. ¸ãåñóç ôïõ ËáæÜñïõ 46. ¢ããåëïò - äéÜêïíïò
7. Âáúïöüñïò 47. Ìåëéóìüò
8. Ðñïäïóßá 48. ¢ããåëïò - äéÜêïíïò
9. Óôáýñùóç 49. ÉùÜííçò ×ñõóüóôïìïò, ïëüóùìïò
10. ÁðïêáèÞëùóç 50. Âáóßëåéïò, ïëüóùìïò
11. ÅðéôÜöéïò ÈñÞíïò 51. ÁäéÜãíùóôïò äéÜêïíïò, ïëüóùìïò
12. Åéò ¢äïõ êÜèïäïò 52. ÁäéÜãíùóôïò éåñÜñ÷çò, ïëüóùìïò
13.Ôï ÷áßñå ôùí Ìõñïöüñùí 53. Óðõñßäùí (;), ïëüóùìïò
14. ØçëÜöçóç 54. ÉùÜííçò ï ÂáðôéóôÞò, ïëüóùìïò
15. ºáóç Ðáñáëõôéêïý 55. ÉùÜííçò ×ñõóüóôïìïò (;)
16. ÁíÜëçøç 56. ÉùÜííçò ï Èåïëüãïò, ïëüóùìïò
17. ÐåíôçêïóôÞ 57. Áñ÷Üããåëïò Ìé÷áÞë, ïëüóùìïò
18. Éùáêåßì êáé ¢ííá óôï íáü 58. Íéêüëáïò, ïëüóùìïò
19. Áðüññéøç ôùí äþñùí 59. ÅëÝíç, ïëüóùìç
20. Åõáããåëéóìüò Éùáêåßì 60. Êùíóôáíôßíïò, ïëüóùìïò
21. Åõáããåëéóìüò ¢ííáò (;) 61. Áíôþíéïò, ïëüóùìïò
22. Áóðáóìüò Éùáêåßì êáé ¢ííáò 62. Áðüóôïëïò Ðáýëïò, ïëüóùìïò
23. ÃåíÝóéï ôçò Èåïôüêïõ 63. ¢âéâïò, óôçèáßïò
24. Êïßìçóç 64. Ãïõñßáò, óôçèáßïò
25. Êïëáêåßá 65. ÓáìùíÜò, óôçèáßïò
26. Åðôáâçìáôßæïõóá (;) 66. Áðüóôïëïò ÐÝôñïò, ïëüóùìïò
27. Åõëüãçóç áðü ôïõò éåñåßò (;) 67. ÓÜââáò, ïëüóùìïò
28. Åéóüäéá ôçò Èåïôüêïõ 68. Óôñáôéùôéêüò, ïëüóùìïò
29. Ôáîßäé óôç ÂçèëåÝì 69. Óôñáôéùôéêüò, ïëüóùìïò
30. ÐñïöÞôçò 70. Óôñáôéùôéêüò, ïëüóùìïò
31. ÐñïöÞôçò 71. Óôñáôéùôéêüò, ïëüóùìïò
32. ÅõáããåëéóôÞò ÌÜñêïò 72. Óôñáôéùôéêüò, ïëüóùìïò
33. ÌáíäÞëéï 73. Ãåþñãéïò, ïëüóùìïò
34. ÅõáããåëéóôÞò ÉùÜííçò 74. ÁèáíÜóéïò, ïëüóùìïò
35. ÁäéÜãíùóôïò ÅõáããåëéóôÞò 75. Êýñéëëïò Áëåîáíäñåßáò, ïëüóùìïò
36. ÊåñÜìéï
37. ÁäéÜãíùóôïò ÅõáããåëéóôÞò
38. Êïéíùíßá ôùí Áðïóôüëùí
á. ÌåôÜäïóç â. ÌåôÜëçøç
39. Öéëïîåíßá ôïõ ÁâñáÜì
40. Èåïôüêïò Ýíèñïíç åí ìÝóù äýï ÁããÝëùí
26. Í. Áñêáäßáò, ËåïíôÜñé. ¢ãéïò ÁèáíÜóéïò

Èåïìçôïñéêüò êýêëïò
1. Éùáêåßì êáé ¢ííá óôï íáü
2. Áðüññéøç ôùí äþñùí
3. Åõáããåëéóìüò Éùáêåßì
26 26 4. Åõáããåëéóìüò ¢ííáò (;)
5. Áóðáóìüò
6. ÃåíÝóéï
11 1 7. Êïëáêåßá
8. Åðôáâçìáôßæïõóá (;)
27 12
9. Åõëüãçóç áðü ôïõò éåñåßò(;)
10.Åéóüäéá ôçò Èåïôüêïõ
2 11.Ôáîßäé óôç ÂçèëåÝì
10 13
22 23 24 ×ñéóôïëïãéêüò êýêëïò
21 25 12.ÃÝííçóç
20 19 18
3 13.ÕðáðáíôÞ
13
14.ÂÜðôéóç
15.Ìåôáìüñöùóç
16.¸ãåñóç ôïõ ËáæÜñïõ
4
17 14 17.Âáúïöüñïò
9 18.Ðñïäïóßá
5
19.Óôáýñùóç
20.ÁðïêáèÞëùóç
21.ÅðéôÜöéïò ÈñÞíïò
16 22.Åéò ¢äïõ êÜèïäïò
15
8
23.Ôï ÷áßñå ôùí Ìõñïöüñùí
6 24.ØçëÜöçóç
25.ºáóç Ðáñáëõôéêïý
7 26.ÁíÜëçøç
27.ÐåíôçêïóôÞ

Ó÷Ýäéï 39. ËåïíôÜñé, ¢ãéïò ÁèáíÜóéïò.


ÄéÜôáîç êáé öïñÜ ÷ñéóôïëïãéêïý êáé èåïìçôïñéêïý êýêëïõ.
26. Í. Áñêáäßáò, ËåïíôÜñé. ¢ãéïò ÁèáíÜóéïò

ÐáñáóôÜóåéò ÐÜèïõò ÐáñáóôÜóåéò ÁíÜóôáóçò

Ó÷Ýäéï 40. ËåïíôÜñé, ¢ãéïò ÁèáíÜóéïò.


ÅãêÜñóéá êáìÜñá. ÄéÜôáîç êáé öïñÜ ðáñáóôÜóåùí.
26. Í. Áñêáäßáò, ËåïíôÜñé. ¢ãéïò ÁèáíÜóéïò

Á´åðßðåäï Èåïìçôïñéêüò Êýêëïò


´ åðßðåäï ×ñéóôïëïãéêüò êýêëïò, ÃÝííçóç-Âáúïöüñïò
ô åðßðåäï ×ñéóôïëïãéêüò êýêëïò, Ðñïäïóßá-ØçëÜöçóç
ÌåôáâáôéêÝò êéíÞóåéò

Ó÷Ýäéï 41. ËåïíôÜñé, ¢ãéïò ÁèáíÜóéïò.


ÁíïäéêÞ óðåéñïåéäÞò öïñÜ.
27. Í. Ìåóóçíßáò, ÐÞäçìá. Áãßá ÊõñéáêÞ

26 27
25 28

24 29
30
48

0
19
???????

31

???????
18 18

33
21
20 ÃÝííçóç ?papa?t?
47
6 7
Báúïöüñïò

17 5 1 2

1
Åéóüäéá

34
32
4 3 7
17 ; ?etaµ??f?s? 23 35
46 22
ÍéðôÞñáò
Ìç ìïõ

36
Üðôïõ

14 8
45 16 10
37
Ðñïäïóßá
??? ?d??
????d??

44 13 9

2
15 11 38
12
43 39

42 41 40
3

Ã.Ö.
4
M

Ó÷Ýäéï 42. ÐÞäçìá, Áãßá ÊõñéáêÞ.


ÐñïïðôéêÞ Üíïøç.
27. Í. Ìåóóçíßáò, ÐÞäçìá. Áãßá ÊõñéáêÞ

27. ÐÞäçìá. Áãßá ÊõñéáêÞ. ÊáôÜëïãïò ðáñáóôÜóåùí.

1. ÃÝííçóç
2. ÕðáðáíôÞ
3. Ìåôáìüñöùóç
4. ÁäéÜãíùóôç ðáñÜóôáóç
5. ÁäéÜãíùóôç ðáñÜóôáóç
6. ÁäéÜãíùóôç ðáñÜóôáóç
7. Âáúïöüñïò
8. ÍéðôÞñáò
9. Ðñïäïóßá
10. ÁäéÜãíùóôç ðáñÜóôáóç
11. ÁäéÜãíùóôç ðáñÜóôáóç
12. ÐéèáíÞ èÝóç Óôáýñùóçò
13. Åéò ¢äïõ ÊÜèïäïò
14. Ìç ìïõ Üðôïõ
15. ÁäéÜãíùóôç ðáñÜóôáóç
16. ÁäéÜãíùóôç ðáñÜóôáóç
17. Åéóüäéá ôçò Èåïôüêïõ
18. ÁíÜëçøç
19. Öéëïîåíßá ôïõ ÁâñáÜì
20. ÅõáããåëéóôÞò ÉùÜííçò
21. ÅõáããåëéóôÞò Ìáôèáßïò
22. ÅõáããåëéóôÞò
23. ÅõáããåëéóôÞò
24. Èåïôüêïò âñåöïêñáôïýóá
25. ÁèáíÜóéïò Áëåîáíäñåßáò
26. ÁäéÜãíùóôïò ÉåñÜñ÷çò
27. ÁäéÜãíùóôïò ÉåñÜñ÷çò
28. Ãñçãüñéïò (Èåïëüãïò)
29. ÔìÞìá öùôïóôåöÜíïõ
30. ÁäéÜãíùóôç ïëüóùìç ìïñöÞ
31. ÁäéÜãíùóôç ïëüóùìç ìïñöÞ
32. ÅðéãñáöÞ
33. ÁäéÜãíùóôïò ïëüóùìïò Üãéïò
34. ÁäéÜãíùóôïò ïëüóùìïò Üãéïò
35. ÁäéÜãíùóôïò éåñÜñ÷çò (Âáóßëåéïò;)
36. Íéêüëáïò, ïëüóùìïò
37. Êùíóôáíôßíïò, ïëüóùìïò
38. ÅëÝíç, ïëüóùìç
39. Ôñýöùí, ïëüóùìïò
40. ÁäéÜãíùóôç ìïñöÞ
41. ÁäéÜãíùóôïò ìÜñôõò
42. Áéêáôåñßíç (;)
43. ÁäéÜãíùóôïò óôñáôéùôéêüò, ïëüóùìïò
44. ÁäéÜãíùóôïò áãÝíåéïò óôñáôéùôéêüò, ðéèáíþò Ýöéððïò
45. ÊõñéáêÞ (;) óôçèáßá óå ïñèïãþíéï ðëáßóéï
46. ÁäéÜãíùóôç ïëüóùìç áãßá óå ôïîùôü ðëáßóéï
47. ÁäéÜãíùóôïò ïëüóùìïò Üãéïò
Éçóïýò ×ñéóôüò
28. Í. Ìåóóçíßáò, Áßðåéá. ¢ãéïò Ãåþñãéïò

1 1

2 7
3 4 5 6

0
1
2
3

Ã.Ö.
4
M

Ó÷Ýäéï 43. Áßðåéá, ¢ãéïò Ãåþñãéïò.


ÐñïïðôéêÞ Üíïøç.
28. Í. Ìåóóçíßáò, Áßðåéá. ¢ãéïò Ãåþñãéïò

28. Áßðåéá. ¢ãéïò Ãåþñãéïò. ÊáôÜëïãïò ðáñáóôÜóåùí.

1. ÁíÜëçøç
2-7. ÐáñáóôÜóåéò âßïõ Áãßïõ Ãåùñãßïõ
29. Í. Ìåóóçíßáò, ÊÜìðïò Áâßáò. ¢ç ÃéáííÜêçò

7 8

6 9

5 1â

0

4
10
18 2
3

11 12 13
17 16 11

14
15

1
.
Ã.Ö
2
M

Ó÷Ýäéï 44. ÊÜìðïò Áâßáò, ¢ç ÃéáííÜêçò.


ÐñïïðôéêÞ Üíïøç.
29. Í. Ìåóóçíßáò, ÊÜìðïò Áâßáò. ¢ç ÃéáííÜêçò

29. ÊÜìðïò Áâßáò. ¢ç ÃéáííÜêçò (Ðñüäñïìïò). ÊáôÜëïãïò ðáñáóôÜóåùí.

1. Åõáããåëéóìüò á. ÃáâñéÞë â. Èåïôüêïò


2. Áóðáóìüò Èåïôüêïõ - ÅëéóÜâåô
3. ÁäéÜãíùóôç ðáñÜóôáóç
4. ÁäéÜãíùóôç áãÝíåéá ìïñöÞ óå ìåôÜëëéï
5. Èåïôüêïò ÐëáôõôÝñá Âëá÷åñíßôéóóá
6. ÁäéÜãíùóôïò éåñÜñ÷çò, ïëüóùìïò
7. ÁäéÜãíùóôïò éåñÜñ÷çò, ïëüóùìïò
8. ÁäéÜãíùóôïò éåñÜñ÷çò, ïëüóùìïò
9. ÁäéÜãíùóôïò éåñÜñ÷çò, ïëüóùìïò
10. Èåïôüêïò (ÄÝçóç)
11. Éçóïýò ×ñéóôüò (ÄÝçóç)
12. ¢ããåëïò
13. ÐåíôçêïóôÞ
14. ÁäéÜãíùóôç ðáñÜóôáóç
15. º÷íç áäéÜãíùóôçò ðáñÜóôáóçò
16. ¢ããåëïò
17. Íéêüëáïò
18. ÁäéÜíãùóôïò Üãéïò
19. ÂëÜóéïò, ïëüóùìïò
20. ÉùÜííçò Ðñüäñïìïò, ïëüóùìïò
21. Áñ÷Üããåëïò, ïëüóùìïò
22. Áñ÷Üããåëïò, ïëüóùìïò
30. Í. Ìåóóçíßáò, ÓôáõñïðÞãé. ¢ãéïé ÉùÜííçò Ðñüäñïìïò êáé Íéêüëáïò

5
1 2

0
1
2
3

Ã.Ö.
4

Á´ öÜóç ´ öÜóç 1775


M

Ó÷Ýäéï 45. ÓôáõñïðÞãé, ¢ãéïé ÉùÜííçò Ðñüäñïìïò êáé Íéêüëáïò.


ÐñïïðôéêÞ Üíïøç.
30. Í. Ìåóóçíßáò, ÓôáõñïðÞãé. ¢ãéïé ÉùÜííçò Ðñüäñïìïò êáé Íéêüëáïò

30. ÓôáõñïðÞãé, ¢ãéïé ÉùÜííçò Ðñüäñïìïò êáé Íéêüëáïò.

1. ÁäéÜãíùóôç ðáñÜóôáóç
2. ÁíÜëçøç
3. Áóðáóìüò
4. ÐáñáóôÜóåéò âßïõ Áãßïõ ÍéêïëÜïõ
5. ÄéÜêïíïò
30. Í. Ìåóóçíßáò, ÓôáõñïðÞãé. ¢ãéïé ÉùÜííçò Ðñüäñïìïò êáé Íéêüëáïò

×ÑÉÓÔÏËÏÃÉÊÏÓ ÊÕÊËÏÓ ???S ÐÑÏÄÑÏÌÏÕ ÂÉÏÓ ÁÃÉÏÕ ÍÉÊÏËÁÏÕ

Ó÷Ýäéï 46. ÓôáõñïðÞãé, ¢ãéïé ÉùÜííçò Ðñüäñïìïò êáé Íéêüëáïò.


ÄéÜôáîç êýêëùí (áðïêáôÜóôáóç).
31. Í. Ìåóóçíßáò, ÐëÜôóá. Áãßá ÐáñáóêåõÞ

15
Åõáããå ëéóìüò
1á 1â
18
16 Öéëïîåíßá ôïõ ÁâñáÜì
17

0
Ìåôáìüñöùóç
ÁíÜëçøç

14 6
20
19

29 30 31
21
25 Åéóüäéá ÕðáðáíôÞ
9
ÃÝííçóç

1
4 3
ÂÜðôéóç

5 2 22
28 8 7
¸ãåñóç
26 Âáúïöüñïò 10
ËáæÜñïõ
23
32
33
27
Ðñïäïóßá
Åéò ¢äïõ
êÜèïäïò

2
13 11

12
Óôáýñùóç

24
3

Ã.Ö.
4
M

Ó÷Ýäéï 47. ÐëÜôóá, Áãßá ÐáñáóêåõÞ.


ÐñïïðôéêÞ Üíïøç.
31. Í. Ìåóóçíßáò, ÐëÜôóá. Áãßá ÐáñáóêåõÞ

31. ÐëÜôóá. Áãßá ÐáñáóêåõÞ. ÊáôÜëïãïò ðáñáóôÜóåùí.

1. Åõáããåëéóìüò á. ÃáâñéÞë â. Èåïôüêïò


2. ÃÝííçóç
3. ÕðáðáíôÞ
4. Åéóüäéá
5. ÂÜðôéóç
6. Ìåôáìüñöùóç
7. ¸ãåñóç ËáæÜñïõ
8. Âáúïöüñïò
9. Ìõóôéêüò Äåßðíïò
10. ÍéðôÞñáò
11. Ðñïäïóßá
12. Óôáýñùóç
13. Åéò ¢äïõ êÜèïäïò
14. ÁíÜëçøç
15. Èåïôüêïò ÐëáôõôÝñá
16. ÓôÝöáíïò
17. Öéëïîåíßá ôïõ ÁâñáÜì
18. ÁäéÜãíùóôç ïëüóùìç ìïñöÞ (äéáêñßíåôáé ôï öùôïóôÝöáíï)
19. ÅðéãñáöÞ
20. Óõìåþí óôõëßôçò
21. Íéêüëáïò, ïëüóùìïò
22. ÁäéÜãíùóôïò üóéïò, ïëüóùìïò
23. ÁäéÜãíùóôïò üóéïò, ïëüóùìïò
24. ÁäéÜãíùóôç ïóßá, ïëüóùìç
25. Ìáñôýñéï áãßáò ÐáñáóêåõÞò
26. ÁðïôïìÞ áãßáò ÐáñáóêåõÞò
27. ÁäéÜãíùóôç ïëüóùìç ìïñöÞ, ðéèáíþò ãõíáßêá
28. ÁäéÜãíùóôç ìÜñôõò, ïëüóùìç
29. ÐáñáóêåõÞ ïëüóùìç, óå ôïîùôü ãñáðôü äéÜ÷ùñï
30. Ááñþí, óôçèáßïò óå ìåôÜëëéï
31. ÌåôÜëëéï ìå áäéåõêñßíéóôï ðåñéå÷üìåíï
32. Èåïôüêïò (;), óôçèáßá óå ìåôÜëëéï
33. ÌùõóÞò (;), óôçèáßïò óå ìåôÜëëéï
31. Í. Ìåóóçíßáò, ÐëÜôóá. Áãßá ÐáñáóêåõÞ

Åõáããå ëéóìüò

Öéëïîåíßá ôïõ ÁâñáÜì

Ìåôáìüñöùóç
ÁíÜëçøç

Åéóüäéá ÕðáðáíôÞ
ÃÝííçóç

3 1
ÂÜðôéóç

¸ãåñóç
Âáúïöüñïò ËáæÜñïõ
4
2
Ðñïäïóßá
Åéò ¢äïõ
êÜèïäïò

1. Ìõóôéêüò Äåßðíïò
Óôáýñùóç 2. ÍéðôÞñ
3. Ìáñôýñéï Áãßáò ÐáñáóêåõÞò
4. ÁðïôïìÞ Áãßáò ÐáñáóêåõÞò

Ó÷Ýäéï 48. ÐëÜôóá, Áãßá ÐáñáóêåõÞ.


ÖïñÜ ÷ñéóôïëïãéêïý êýêëïõ.
32. Í. Ìåóóçíßáò, Ì. ÊáóôÜíéá. ¢ãéïò Íéêüëáïò

Ä
Ä

19

0
21â
21á 25
20
22 24
23

ÁíÜëçøç
ÁíÜëçøç

18 18

26
Ìåôáìüñöùóç

9 10 Âáúïöüñïò
2 3 4
14

1
33 13 1 5 27
8 7 6
12 11
28
Åëêüìåíïò
êÜèïäïò
Åéò ¢äïõ

17 15

32
16
29
Óôáýñùóç

31
30

Ã.Ö.
3
M

Ó÷Ýäéï 49. Ì. ÊáóôÜíéá, ¢ãéïò Íéêüëáïò.


ÐñïïðôéêÞ Üíïøç.
32. Í. Ìåóóçíßáò, Ì. ÊáóôÜíéá. ¢ãéïò Íéêüëáïò

32. ÌåãÜëç ÊáóôÜíéá. ¢ãéïò Íéêüëáïò. ÊáôÜëïãïò ðáñáóôÜóåùí

1. ÃÝííçóç áãßïõ ÍéêïëÜïõ


2. Ï Üãéïò Íéêüëáïò ðñïóÜãåôáé óôïí äÜóêáëï
3. Ï Üãéïò Íéêüëáïò ÷åéñïôïíïýìåíïò äéÜêïíïò
4. Ï Üãéïò Íéêüëáïò ÷åéñïôïíïýìåíïò åðßóêïðïò
5. Ï Üãéïò Íéêüëáïò äéáóþæùí ôï ðëïßï
6. Èáýìá äÝíäñïõ
7. Ï Üãéïò Íéêüëáïò åìöáíéæüìåíïò óôïõò ôñåéò óôñáôçãïýò
8. Ï Üãéïò Íéêüëáïò åìöáíéæüìåíïò óôïí Üãéï Êùíóôáíôßíï
9. ÅõáããåëéóôÞò ÉùÜííçò
10. ÅõáããåëéóôÞò Ìáôèáßïò
11. ÅõáããåëéóôÞò ËïõêÜò
12. ÅõáããåëéóôÞò ÌÜñêïò
13. Ìåôáìüñöùóç
14. Âáúïöüñïò
15. Åëêüìåíïò
16. Óôáýñùóç
17. Åéò ¢äïõ êÜèïäïò
18. ÁíÜëçøç
19. Èåïôüêïò ç Åëåïýóá, Ýíèñïíç åí ìÝóù ôùí Áñ÷áããÝëùí
Ìé÷áÞë âüñåéá, ÃáâñéÞë íüôéá)
20. Âáóßëåéïò, ïëüóùìïò
21. Åõáããåëéóìüò á. ÃáâñéÞë â. Èåïôüêïò
22. Éùáêåßì, óôçèáßïò óå ìåôÜëëéï
23. ÅììáíïõÞë, óôçèáßïò óå ìåôÜëëéï
24. ¢ííá, óôçèáßá óå ìåôÜëëéï
25. ÉùÜííçò ×ñõóüóôïìïò, ïëüóùìïò
26. Èåïôüêïò (ÄÝçóç)
27. Éçóïýò ×ñéóôüò ï ÁíôéöùíçôÞò (ÄÝçóç)
28. Ðñüäñïìïò (ÄÝçóç)
29. Ãåþñãéïò, ïëüóùìïò
30. ÁäéÜãíùóôç áãßá, ïëüóùìç
31. ÂáñâÜñá, ïëüóùìç
32. ÌÜìáò, ïëüóùìïò
33. Íéêüëáïò, Ýíèñïíïò (á´ êáé â´ óôñþìá)
34. Éçóïýò ×ñéóôüò, Ýíèñïíïò (óôï ôÝìðëï, 17ïò áéþíáò)
35. ÌáíäÞëéï (óôï ôÝìðëï, 17ïò áéþíáò)
36. Èåïôüêïò (óôï ôÝìðëï, 17ïò áéþíáò)
33. Í. Ëáêùíßáò, Áãüñéáíç. ¢ãéïò Íéêüëáïò

28 29

27 30
24 26 31
32
23
25

22

ÁíÜëçøç
ÁíÜëçøç

10

0
10

33
18 19
¸ãåñóç ËáæÜñïõ

17
Åõáããåëéóìüò

46 15 ÃÝííçóç ÕðáðáíôÞ
2 3
1 5 34
7 4
Ìåôá-

1
14
Ì. Äåßðíïò ìüñöùóç 16
45 21 20 35
Âáúïöüñïò

13 38
ÊÜèïäïò
Åéò ¢äïõ

9 6 36
44
12
8
11 Óôáýñùóç 39
2

43

42 37
41 40
3

Ã.Ö.
4
M

Ó÷Ýäéï 50. Áãüñéáííç, ¢ãéïò Íéêüëáïò.


ÐñïïðôéêÞ Üíïøç.
33. Í. Ëáêùíßáò, Áãüñéáíç. ¢ãéïò Íéêüëáïò

33. Áãüñéáíç. ¢ãéïò Íéêüëáïò. ÊáôÜëïãïò ðáñáóôÜóåùí.

1. Åõáããåëéóìüò
2. ÃÝííçóç
3. ÕðáðáíôÞ
4. Ìåôáìüñöùóç
5. ¸ãåñóç ËáæÜñïõ
6. Âáúïöüñïò
7. Ìõóôéêüò Äåßðíïò
8. Óôáýñùóç
9. Åéò ¢äïõ ÊÜèïäïò
10. ÁíÜëçøç
11. Ï Üãéïò Íéêüëáïò èåñáðåýåé äáéìïíéæüìåíï
12. ÁäéÜãíùóôç ðáñÜóôáóç áðü ôïí âßï ôïõ áãßïõ ÍéêïëÜïõ
13. Ï Üãéïò Íéêüëáïò åðéóêÝðôåôáé ôïõò ôñåéò óôñáôçãïýò óôç öõëáêÞ
14. Ï Üãéïò Íéêüëáïò åìöáíßæåôáé óôïí Êùíóôáíôßíï
15. Ï Üãéïò Íéêüëáïò óþæåé ôïõò ôñåéò
16. Èáýìá ÄÝíäñïõ (Üãéïò Íéêüëáïò)
17. Êïßìçóç áãßïõ ÍéêïëÜïõ
18. ÅõáããåëéóôÞò Ìáôèáßïò, óôçèáßïò óå ìåôÜëëéï
19. ÅõáããåëéóôÞò ÉùÜííçò, óôçèáßïò óå ìåôÜëëéï
20. ÅõáããåëéóôÞò, óôçèáßïò óå ìåôÜëëéï
21. ÅõáããåëéóôÞò, óôçèáßïò óå ìåôÜëëéï
22. Öéëïîåíßá ôïõ ÁâñáÜì
23. Èåïôüêïò ÐëáôõôÝñá åí ìÝóù ÁããÝëùí
24. Âáóéëåýò (Áìáóåßáò), óôçèáßïò íá åëåã÷èåß
25. ÉùÜííçò ÅëåÞìùí, óôçèáßïò
26. ÓôÝöáíïò
27. Ã ñçãüñéïò Èåïëüãïò, ïëüóùìïò
28. Âáóßëåéïò, ïëüóùìïò
29. ÉùÜííçò ×ñõóüóôïìïò, ïëüóùìïò
30. ÁèáíÜóéïò, ïëüóùìïò
31. Ðïëýêáñðïò, ïëüóùìïò
32. ÁäéÜãùóôïò éåñÜñ÷çò, ïëüóùìïò
33. Ãåþñãéïò, ïëüóùìïò
34. ÄçìÞôñéïò (;) ïëüóùìïò
35. Èåüäùñïò ÓôñáôçëÜôçò, ïëüóùìïò
36. ÁäéÜãíùóôïò Üãéïò, ïëüóùìïò
37.ÁäéÜãíùóôïò áãÝíåéïò Üãéïò, ïëüóùìïò
38. ÁäéÜãíùóôïò Üãéïò, óôçèáßïò óå ìåôÜëëéï
39. Áíáíßáò, óôçèáßïò óå ìåôÜëëéï
40. ÊïóìÜò, ïëüóùìïò
41. ÂáñâÜñá, ïëüóùìç
42. Áíáóôáóßá Öáñìáêïëýôñéá, ïëüóùìç
43. ÁäéÜãíùóôç áãßá äåïìÝíç ìå ìáöüñéï, ïëüóùìç
44. ÁäéÜãíùóôç áãßá, ïëüóùìç
45. Íßêùí ï Ìåôáíïåßôå, ïëüóùìïò
46. Íéêüëáïò, Ýíèñïíïò
33. Í. Ëáêùíßáò, Áãüñéáíç. ¢ãéïò Íéêüëáïò

ÁíÜëçøç

ÁíÜëçøç
ÃÝííçóç ÕðáðáíôÞ
Åõáããåëéóìüò

ËáæÜñïõ
¸ãåñóç

Ìåôá-
Ì. Äåßðíïò ìüñöùóç
Âáúïöüñïò
ÊÜèïäïò
Åéò ¢äïõ

Óôáýñùóç
×ñéóôïëïãéêüò êýêëïò
Âßïò áãßïõ ÍéêïëÜïõ

Ó÷Ýäéï 51. Áãüñéáíç, ¢ãéïò Íéêüëáïò.


ÄéÜôáîç êáé öïñÜ ÷ñéóôïëïãéêïý êýêëïõ.
34. Í. Ëáêùíßáò, Áìýêëåò, ÐñïöÞôçò Çëßáò

ÁíÜëçøç
ÁíÜëçøç

9 9
4 5 7 8
3 6 9
Óáìáñåßôéò;
10
2 11
7 8
12

0
1
14
ÃÝííçóç ÕðáðáíôÞ
Êïßìçóç

13 10 15
ÂÜðôéóç

1 2
6
5 3
12 ØçëÜöç 4
óç Ìåôáìüñöùóç
17 11
16
2
12 1 7

1
6 3
11 8

5 4
10 9 2

Ã.Ö.
3

Á´ öÜóç (ð. 1285)

´ öÜóç (Ìåôáâõæ.)
4
M

ô öÜóç (1874)

Ó÷Ýäéï 52. Áìýêëåò, ÐñïöÞôçò Çëßáò.


ÐñïïðôéêÞ Üíïøç.
34. Í. Ëáêùíßáò, Áìýêëåò, ÐñïöÞôçò Çëßáò

34. Í. Ëáêùíßáò, Áìýêëåò. ÐñïöÞôçò Çëßáò. ÊáôÜëïãïò ÐáñáóôÜóåùí

Á´ öÜóç ´ öÜóç (17ïò áé. ;)


1. ÃÝííçóç 1. ÃåíÝóéï Èåïôüêïõ
2. ÕðáðáíôÞ 2. Åéóüäéá
3. ÂÜðôéóç 3. ¸ãåñóç ËáæÜñïõ
4. Ìåôáìüñöùóç 4. Âáúïöüñïò
5. ØçëÜöçóç 5. Åëêüìåíïò
6. Êïßìçóç 6. Ëßèïò
7. ÁäéÜãíùóôç ðáñÜóôáóç 7. ÁäéÜãíùóôç ðáñÜóôáóç
8. ÁäéÜãíùóôç ðáñÜóôáóç (Óáìáñåßôéò;) 8. ÁäéÜãíùóôç ðáñÜóôáóç
9. ÁíÜëçøç 9. ÁäéÜãíùóôç ðáñÜóôáóç
10. Áôáýôéóôïò Üãéïò, ïëüóùìïò 10. ÁäéÜãíùóôç ðáñÜóôáóç
11. Áôáýôéóôïò Üãéïò, ïëüóùìïò 11. Éçóïýò äùäåêáåôÞò
12. Áôáýôéóôïò Üãéïò, ïëüóùìïò 12. ÁäéÜãíùóôç ðáñÜóôáóç
13. Áôáýôéóôïò Üãéïò, ïëüóùìïò
14. ÌåôÜëëéï ô öÜóç (1874)
15. ÌåôÜëëéï 1. Âáóßëåéïò ï ÌÝãáò, ïëüóùìïò
16. ÌåôÜëëéï 2. ÉùÜííçò ×ñõóüóôïìïò, ïëüóùìïò
17. ÌåôÜëëéï 3. Íéêüëáïò, ïëüóùìïò
4. ÐñïöÞôçò Çëßáò
5. Éçóïýò ×ñéóôüò
6. Èåïôüêïò âñåöïêñáôïýóá
7. ÉùÜííçò Ðñüäñïìïò
8. ÓôÝöáíïò, ïëüóùìïò
9. Ìáñôýñéï ÓôåöÜíïõ
10. Ìüäåóôïò, ïëüóùìïò
11. Ìáñôýñéï ÌïäÝóôïõ
34. Í. Ëáêùíßáò, Áìýêëåò, ÐñïöÞôçò Çëßáò

ÁíÜëçøç

ÁíÜëçøç
Óáìáñåßôéò
;
Êïßìçóç

ÃÝííçóç ÕðáðáíôÞ

ÂÜðôéóç
ØçëÜöçóç Ìåôáìüñöùóç
ËáæÜñïõ
¸ãåñóç
Ëßèïò
Åéò ¢äïõ

Âáúïöüñïò
êÜèïäïò

Óôáýñùóç

Ó÷Ýäéï 53. Áìýêëåò, ÐñïöÞôçò Çëßáò.


ÁðïêáôÜóôáóç êáé öïñÜ ÷ñéóôïëïãéêïý êýêëïõ.
35. Í. Ëáêùíßáò, ÃêïñéôóÜ. ÔáîéÜñ÷çò

26 27

25
28

22 29
21
19
20 30
24
31 32
23
ÁíÜëçøç

ÁíÜëçøç

0
62 11 11 33
34
60 35
61 36
Êïßìçóç ôçò Èåïôüêïõ

Ôï åí ×þíáéò Èáýìá
15 16
3 37
Åõáããåëéóìüò

2
ÐåíôçêïóôÞ

ÃÝííçóç ÕðáðáíôÞ
14 1 12 13
59

1
Âáúïöüñïò ¸ãåñóç ËáæÜñïõ
6 5
18 17 38
Åéò ¢äïõ ÊÜèïäïò

58
Ìåôáìüñöùóç

40
57 39
10 4
56 41 Ã.Ö.

2
ÁðïêáèÞëùóç

Ðñïäïóßá

54 42
9 7
45
53 8 46 44
43
55 Óôáýñùóç 47
3

52 51 50 49 48
4
M

Ó÷Ýäéï 54. ÃêïñéôóÜ, ÔáîéÜñ÷çò.


ÐñïïðôéêÞ Üíïøç.
35. Í. Ëáêùíßáò, ÃêïñéôóÜ. ÔáîéÜñ÷çò

35. ÃêïñéôóÜ, ÔáîéÜñ÷çò. KáôÜëïãïò ðáñáóôÜóåùí.

1. Åõáããåëéóìüò 41. Èåüäùñïò ÔÞñùí, ïëüóùìïò


2. ÃÝííçóç 42. ÁäéÜãíùóôç áãßá ìå âáóéëéêÞ åíäõìáóßá, óôçèáßá
3. ÕðáðáíôÞ 43. ÅéñÞíç (;), óôçèáßá
4. Ìåôáìüñöùóç 44. ÁäéÜãíùóôïò óôõëßôçò
5. ¸ãåñóç ôïõ ËáæÜñïõ 45. ÁäéÜãíùóôç áãßá ìÜñôõò ìå ìáöüñéï, óôçèáßá
6. Âáúïöüñïò 46. ÁäéÜãíùóôç áãßá ìÜñôõò ìå ìáöüñéï, óôçèáßá
7. Ðñïäïóßá 47. ÁäéÜãíùóôç áãßá ìÜñôõò ìå ìáöüñéï, óôçèáßá
8. Óôáýñùóç 48. ÁäéÜãíùóôïò óôõëßôçò
9. ÁðïêáèÞëùóç 49. Ìáñßíá, ïëüóùìç
10. Åéò ¢äïõ ÊÜèïäïò 50. Ñùìáíüò, ïëüóùìïò
11. ÁíÜëçøç 51. ÄçìÞôñéïò, ïëüóùìïò
12. ÐåíôçêïóôÞ 52. Ðñïêüðéïò, ïëüóùìïò
13. Ôï åí ×þíáéò Èáýìá 53. Êùíóôáíôßíïò, óôçèáßïò
14. Êïßìçóç ôçò Èåïôüêïõ 54. ÅëÝíç, óôçèáßá
15. ÅõáããåëéóôÞò ÉùÜííçò 55. Ãåþñãéïò, Ýöéððïò
16. ÅõáããåëéóôÞò Ìáôèáßïò 56. Èåüäùñïò ÓôñáôçëÜôçò, ïëüóùìïò
17. ÅõáããåëéóôÞò ÌÜñêïò 57. Éùáêåßì, ïëüóùìïò
18. ÅõáããåëéóôÞò ËïõêÜò 58. ÁäéÜãíùóôïò áíÜñãõñïò, óôçèáßïò
19. Èåïôüêïò Ýíèñïíç âñåöïêñáôïýóá 59. Óýíáîç ôùí Áñ÷áããÝëùí
åí ìÝóù äýï áããÝëùí 60. ¢ííá âñåöïêñáôïýóá, ïëüóùìç
20. ÁäéÜãíùóôïò éåñÜñ÷çò, ïëüóùìïò 61. ÊïóìÜò, óôçèáßïò
21. ÁäéÜãíùóôïò äéÜêïíïò, ïëüóùìïò 62. Íéêüëáïò
22. ÁäéÜãíùóôïò äéÜêïíïò, ïëüóùìïò
23. ÁäéÜãíùóôïò ìÜñôõò
24. ÁäéÜãíùóôïò üóéïò
25. ÉùÜííçò ï ÅëåÞìùí, ïëüóùìïò
26. ÉùÜííçò ×ñõóüóôïìïò, ïëüóùìïò
27. Âáóßëåéïò, ïëüóùìïò
28. Ãñçãüñéïò, ïëüóùìïò
29. ÁèáíÜóéïò, ïëüóùìïò
30. ÁäéÜãíùóôïò éåñÜñ÷çò
31. ÁäéÜãíùóôïò Üãéïò
32. ÂëÜóéïò, ïëüóùìïò
33. Ðñüäñïìïò äåüìåíïò, ïëüóùìïò
34. Åîßôçëç åðéãñáöÞ
35. Áéêáôåñßíç, ïëüóùìç
36. Äáìéáíüò, óôçèáßïò
37. ÐÝôñïò, ïëüóùìïò
38. Ðáýëïò, ïëüóùìïò
39. Íßêùí ï Ìåôáíïåßôå, ïëüóùìïò
40. ÁäéÜãíùóôïò Üãéïò, óôçèáßïò
35. Í. Ëáêùíßáò, ÃêïñéôóÜ. ÔáîéÜñ÷çò

ÁíÜëçøç

ÁíÜëçøç
Åõáããåëéóìüò

ÐåíôçêïóôÞ
ÃÝííçóç ÕðáðáíôÞ

Âáúïöüñïò ¸ãåñóç
ËáæÜñïõ
Åéò ¢äïõ ÊÜèïäïò ÁðïêáèÞëùóç

Ìåôáìüñöùóç
Ðñïäïóßá

Óôáýñùóç

Ó÷Ýäéï 55. ÃêïñéôóÜ, ÔáîéÜñ÷çò.


ÖïñÜ ÷ñéóôïëïãéêïý êýêëïõ.
36. Í. Ëáêùíßáò, ÃêïñéôóÜ. ¢ãéïò ÉùÜííçò

17 18

16 19

1 20
2 3
15 4 24
8 4 27
9
14 25
10 21
13 26
11 5 6 22
12 23

28
7
43 29
Ä Ä 51
50

45 47
42 30

0
44
49
46 48
41
53 52
31
40 54 32
33

1
37
34
2

35

36
38
39
3

Ã.Ö.
4
M

Ó÷Ýäéï 56. ÃêïñéôóÜ, ¢ãéïò ÉùÜííçò.


ÐñïïðôéêÞ Üíïøç.
36. Í. Ëáêùíßáò, ÃêïñéôóÜ. ¢ãéïò ÉùÜííçò

ÃêïñéôóÜ, ¢ãéïò ÉùÜííçò Ðñüäñïìïò. ÊáôÜëïãïò ðáñáóôÜóåùí.

1.Éçóïýò ×ñéóôüò
2.Èåïôüêïò
3.Ðñüäñïìïò
4.ÅðéãñáöÞ
5.Ëßèïò
6.Åéò ¢äïõ êÜèïäïò
7.ÁäéÜãíùóôïò ïëüóùìïò Üãéïò
8.ÁäéÜãíùóôïò óôçèáßïò éåñÜñ÷çò (ìåôÜëëéï)
9.ÁäéÜãíùóôïò ïëüóùìïò éåñÜñ÷çò
10.ÁäéÜãíùóôïò óôçèáßïò éåñÜñ÷çò (ìåôÜëëéï)
11.ÁäéÜãíùóôïò óôçèáßïò éåñÜñ÷çò (ìåôÜëëéï)
12-20. ÁäéÜãíùóôïé ïëüóùìïé éåñÜñ÷åò
21.ÁäéÜãíùóôïò óôçèáßïò éåñÜñ÷çò (ìåôÜëëéï)
22.ÁäéÜãíùóôïò óôçèáßïò éåñÜñ÷çò (ìåôÜëëéï)
23-26. ÁäéÜãíùóôïé ïëüóùìïé éåñÜñ÷åò
24.ÁäéÜãíùóôïò ïëüóùìïò éåñÜñ÷çò
25.ÁäéÜãíùóôïò ïëüóùìïò éåñÜñ÷çò
26.ÁäéÜãíùóôïò ïëüóùìïò éåñÜñ÷çò
27.ÁäéÜãíùóôïò óôçèáßïò éåñÜñ÷çò (ìåôÜëëéï)
28.ÐÝôñïò
29-43.ÁäéÜãíùóôïé ïëüóùìïé Üãéïé
44.ÁäéÜãíùóôç ðáñÜóôáóç
45.ÃåíÝóéï Ðñïäñüìïõ
46.ÁäéÜãíùóôç ðáñÜóôáóç
47.ÁäéÜãíùóôç ðáñÜóôáóç
48.ÁäéÜãíùóôç ðáñÜóôáóç
49.ÁäéÜãíùóôç ðáñÜóôáóç
50.ÅõáããåëéóôÞò óôçèáßïò óå ìåôÜëëéï
51.ÅõáããåëéóôÞò óôçèáßïò óå ìåôÜëëéï
52.ÅõáããåëéóôÞò óôçèáßïò óå ìåôÜëëéï
53.ÅõáããåëéóôÞò ËïõêÜò óôçèáßïò óå ìåôÜëëéï
54.ÁäéÜãíùóôç ðáñÜóôáóç
37. Í. Ëáêùíßáò, ÊñïêåÝò. ¢ãéïò ÄçìÞôñéïò

30
29 31
28 32

27 33

1á 59 34
26 24 61 1â
63
25 64 69 35
65 68
66 67
ÁíÜëçøç

57 60 58

ÁíÜëçøç
51 52 54 55
14
14
50 53
56 37 62
49

0
20
17 21
36
16
Ëß

ÃÝííçóç Õðáð
ñïò

13 áíôÞ
Âáúïöüñïò
Êïßìçóç

3 6
15 4
13 2
Åéóüäéá Ìåôá- 5
7 38
èïò

ËáæÜ

ìüñöùóç 6
22 19
18
48 23

1
Åéò ¢äïõ êÜèïäïò

39
Ìõóôéêüò Äåßðíïò
ÁðïêáèÞëùóç

12 8
Ðñïäïóßá

11
9 40
47
10 41
2

Óôáýñùóç

44
42
46 45
43
3

Ã.Ö.
4
M

Ó÷Ýäéï 57. ÊñïêåÝò, ¢ãéïò ÄçìÞôñéïò.


ÐñïïðôéêÞ Üíïøç.
37. Í. Ëáêùíßáò, ÊñïêåÝò. ¢ãéïò ÄçìÞôñéïò

37. ÊñïêåÝò. ¢ãéïò ÄçìÞôñéïò. ÊáôÜëïãïò ðáñáóôÜóåùí.

1.Åõáããåëéóìüò á. ÃáâñéÞë â. Èåïôüêïò 37.ÉùÜííçò ï Ðñüäñïìïò


2.Åéóüäéá 38.Áñ÷Üããåëïò ïëüóùìïò (Ìé÷áÞë;)
3.ÃÝííçóç 39.ÐñïöÞôçò Çëßáò, ïëüóùìïò
4.ÕðáðáíôÞ 40.Ìáñßíá, ïëüóùìç
5.Ìåôáìüñöùóç 41.ÊõñéáêÞ, ïëüóùìç
6.¸ãåñóç ôïõ ËáæÜñïõ 42.ÅõóôÜèéïò, ïëüóùìïò
7.Âáúïöüñïò 43.Åëêüìåíïò
8.Ìõóôéêüò Äåßðíïò 44.ÅðéãñáöÞ
9.Ðñïäïóßá 45.ÐáñáóêåõÞ, ïëüóùìç
10.Óôáýñùóç 46.ÂáñâÜñá, ïëüóùìç
11.ÁðïêáèÞëùóç 47.ÁäéÜãíùóôïò Ýöéððïò (Èåüäùñïò;)
12.Åéò ¢äïõ êÜèïäïò 48.Ãåþñãéïò, Ýöéððïò
13.Ëßèïò 49.ÄçìÞôñéïò, Ýöéððïò
14.ÁíÜëçøç 50.ÄçìÞôñéïò, Ýöéððïò (ìåôáâõæáíôéíÞ)
15.Êïßìçóç 51.ÉùÜííçò ×ñõóüóôïìïò, ïëüóùìïò (ìåôáâõæáíôéíÞ)
16.Ï Üãéïò ÄçìÞôñéïò åõëïãþí ôïí ÍÝóôïñá 52.Èåïôüêïò âñåöïêñáôïýóá (ìåôáâõæáíôéíÞ)
17.ÁäéÜãíùóôç ðáñÜóôáóç âßïõ áãßïõ Äçìçôñßïõ 53.ÌáíäÞëéï
18.ÁäéÜãíùóôç ðáñÜóôáóç âßïõ áãßïõ Äçìçôñßïõ 54.Éçóïýò ×ñéóôüò Ýíèñïíïò (ìåôáâõæáíôéíÞ)
19.ÁäéÜãíùóôç ðáñÜóôáóç âßïõ áãßïõ Äçìçôñßïõ 55.ÉùÜííçò Ðñüäñïìïò (ìåôáâõæáíôéíÞ)
20.ÅõáããåëéóôÞò 56.ÁäéÜãíùóôç ðáñÜóôáóç (ìåôáâõæáíôéíÞ)
21.ÅõáããåëéóôÞò 57.ÁäéÜãíùóôïò Üãéïò ïëüóùìïò
22.ÅõáããåëéóôÞò 58.ÁäéÜãíùóôïò Üãéïò ïëüóùìïò
23.ÅõáããåëéóôÞò 59.ÁäéÜãíùóôïò éåñÜñ÷çò ïëüóùìïò
24.Èåïôüêïò ÐëáôõôÝñá 60.ÊåñÜìéï
25.ÂëÜóéïò 61.ÁäéÜãíùóôïò éåñÜñ÷çò ïëüóùìïò
26.ÄéÜêïíïò 62.ÐáíôåëåÞìùí, ïëüøùìïò (ìåôáâõæáíôéíÞ)
27.Ãñçãüñéïò ï Èåïëüãïò, ïëüóùìïò 63.ÐáíôåëåÞìùí, óôçèáßïò óå ìåôÜëëéï
28.Âáóßëåéïò, ïëüóùìïò 64.ÁäéÜãíùóôïò Üãéïò óå ìåôÜëëéï
29.¢ããåëïò äéÜêïíïò, ïëüóùìïò 65.ÁäéÜãíùóôïò Üãéïò óå ìåôÜëëéï
30.Ìåëéóìüò 66.ÁäéÜãíùóôïò Üãéïò óå ìåôÜëëéï
31.¢ããåëïò - äéÜêïíïò, ïëüóùìïò 67.ÁäéÜãíùóôïò Üãéïò óå ìåôÜëëéï
32.ÉùÜííçò ×ñõóüóôïìïò, ïëüóùìïò 68.ÁäéÜãíùóôïò Üãéïò óå ìåôÜëëéï
33.Íéêüëáïò, ïëüóùìïò 69.ÁäéÜãíùóôïò Üãéïò óå ìåôÜëëéï
34.Åýðëïò, ïëüóùìïò
35.Ðïëýêáñðïò, ïëüóùìïò
36.Íéêüëáïò, ïëüóùìïò
37. Í. Ëáêùíßáò, ÊñïêåÝò. ¢ãéïò ÄçìÞôñéïò

ÁíÜëçøç

ÁíÜëçøç
Ëß

ÃÝííçóç Õðáð
ñï?
Êïßìçóç

áíôÞ

Âáúïöüñïò
èïò

Åéóüäéá Ìåôá
ËáæÜ

ìüñöùóç
Åéò ¢äïõ êÜèïäïò

Ìõóôéêüò Äåßðíïò
ÁðïêáèÞëùóç

Ðñïäïóßá

Óôáýñùóç

?????S ?G??? ?????????

Ó÷Ýäéï 58. ÊñïêåÝò, ¢ãéïò ÄçìÞôñéïò.


ÖïñÜ ÷ñéóôïëïãéêïý êýêëïõ.
38. Í. Ëáêùíßáò, ÊñïêåÝò. Êïßìçóç ôçò Èåïôüêïõ

15

14 16
13 17
11á 11â

12 19 10á 10â
18
20
9
8

ÁíÜëçøç
ÁíÜëçøç

4
4

0
5
Êïßìçóç ôçò Èåïôüêïõ

Ìåôáìüñöùóç
ÐåíôçêïóôÞ

7 3 1 2 Âáúïöüñïò

1
2
3

Ã.Ö.
4
M

Ó÷Ýäéï 59. ÊñïêåÝò, Êïßìçóç ôçò Èåïôüêïõ.


ÐñïïðôéêÞ Üíïøç.
38. Í. Ëáêùíßáò, ÊñïêåÝò. Êïßìçóç ôçò Èåïôüêïõ

38. ÊñïêåÝò. Êïßìçóç ôçò Èåïôüêïõ. ÊáôÜëïãïò ðáñáóôÜóåùí.

1. Ìåôáìüñöùóç
2. Âáúïöüñïò
3. ÐåíôçêïóôÞ
4. ÁíÜëçøç
5. Êïßìçóç ôçò Èåïôüêïõ
6. Áñ÷Üããåëïò Ìé÷áÞë
7. Ãåþñãéïò
8. ÄçìÞôñéïò
9. Íéêüëáïò
10. ÁíäñÝáò
11. á. êáé â. ¢ããåëïé
12. Êïéíùíßá ôùí Áðïóôüëùí á. ÌåôÜäïóç â. ÌåôÜëçøç
13. ÃåíÝóéï
14. Åéóüäéá
15. ÁäéÜãíùóôïò éåñÜñ÷çò
16. ÁäéÜãíùóôïò éåñÜñ÷çò
17. ÓôÝöáíïò
18. Ãñçãüñéïò
19. ÁäéÜãíùóôïò éåñÜñ÷çò
20. ÁäéÜãíùóôïò éåñÜñ÷çò
21. ÁäéÜãíùóôïò éåñÜñ÷çò
22. Åýðëïò
23. ÂëÜóéïò
24. ÉåñÜñ÷çò
39. Í. Ëáêùíßáò, ÃåñÜêé, ÊÜóôñï. Áãßá ÐáñáóêåõÞ

13

12 14

11 15

0
10

28
34 29
35
27

1
30
24

16
ÐåíôçêïóôÞ

¸ãåñóç
ËáæÜñïõ Âáúïöüñïò 31
26 4 5
6 7
3 2 1
ÂÜ Õðá
23 ðôéóç ðáíôÞ
ÃÝííçóç
32
25

2
33
17

9
Åéò ¢äïõ êÜèïäïò
3

18
22 19
21 20 Ã.Ö.
4
M

Ó÷Ýäéï 60. ÃåñÜêé, ÊÜóôñï. Áãßá ÐáñáóêåõÞ.


ÐñïïðôéêÞ Üíïøç.
39. Í. Ëáêùíßáò, ÃåñÜêé, ÊÜóôñï. Áãßá ÐáñáóêåõÞ

39. ÃåñÜêé, ÊÜóôñï. Áãßá ÐáñáóêåõÞ. ÊáôÜëïãïò ðáñáóôÜóåùí.

1. ÃÝííçóç
2. ÕðáðáíôÞ
3. ÂÜðôéóç
4. ¸ãåñóç ËáæÜñïõ
5. Âáúïöüñïò
6. ÐåíôçêïóôÞ
7. ÁäéÜãíùóôç ðáñÜóôáóç
8. ÁäéÜãíùóôç ìïñöÞ óå ìåôÜëëéï
9. Åéò ¢äïõ êÜèïäïò
10. Èåïôüêïò ÐëáôõôÝñá Ýíèñïíç åí ìÝóù äýï ÁããÝëùí
11. ÁäéÜãíùóôïò éåñÜñ÷çò, ïëüóùìïò
12. ¢ããåëïò- äéÜêïíïò, ïëüóùìïò
13. Ìåëéóìüò
14. ¢ããåëïò- äéÜêïíïò, ïëüóùìïò
15. ÁäéÜãíùóôïò éåñÜñ÷çò, ïëüóùìïò
16. ¢ãéïò Ãåþñãéïò, Ýöéððïò
17. Áñ÷Üããåëïò Ìé÷áÞë, ïëüóùìïò
18. º÷íç ïëüóùìçò ìïñöÞò (;)
19. ÉùÜííçò Ðñüäñïìïò, ïëüóùìïò
20. ÊôçôïñéêÞ ðáñÜóôáóç
21. ÉùÜííçò Èåïëüãïò, ïëüóùìïò
22. Åëêüìåíïò (;)
23. Íéêüëáïò Ýíèñïíïò
24. Áãßá ÐáñáóêåõÞ, ïëüóùìç
25. ÊïóìÜò, óôçèáßïò
26. Äáìéáíüò, óôçèáßïò
27. Óôçèáßá ìïñöÞ óå ìåôÜëëéï
28. Óôçèáßá ìïñöÞ óå ìåôÜëëéï
29. Óôçèáßá ìïñöÞ óå ìåôÜëëéï
30. Óôçèáßá ìïñöÞ óå ìåôÜëëéï
31. Ç áãßá ÐáñáóêåõÞ ïäçãåßôáé óôïí ÂáóéëÝá
32. Ç áãßá ÐáñáóêåõÞ äéáëÝãåôáé ìå ôïí âáóéëÝá
33. ÁäéÜãíùóôç ðáñÜóôáóç (Ìáñôýñéï áãßáò ÐáñáóêåõÞò;)
34. Èåïôüêïò Âñåöïêñáôïýóá (åíôïß÷éá åéêüíá ôÝìðëïõ)
35. Éçóïýò ×ñéóôüò (åíôïß÷éá åéêüíá ôÝìðëïõ)
40. Í. Ëáêùíßáò, ÃåñÜêé, ÊÜóôñï. ¢ãéá ÈåïöÜíåéá

10
9
11
8

7 12

0
6 13

5 4

ÁíÜëçøç
ÁíÜëçøç

3
3
3

1
15
1
14 ÃÝííçóç
16

Óôáýñùóç 2

2
3

Ã.Ö.
4
M

Ó÷Ýäéï 61. ÃåñÜêé, ÊÜóôñï. ¢ãéá ÈåïöÜíåéá.


ÐñïïðôéêÞ Üíïøç.
40. Í. Ëáêùíßáò, ÃåñÜêé, ÊÜóôñï. ¢ãéá ÈåïöÜíåéá

40. ÃåñÜêé, ÊÜóôñï, ¢ãéá ÈåïöÜíåéá. ÊáôÜëïãïò ðáñáóôÜóåùí.

1. ÃÝííçóç
2. Óôáýñùóç
3. ÁíÜëçøç
4. Èåïôüêïò ÐëáôõôÝñá
5. ÓôÝöáíïò, ïëüóùìïò
6. ÁèáíÜóéïò, ïëüóùìïò
7. ÂëÜóéïò, ïëüóùìïò
8. ÁäéÜãíùóôïò éåñÜñ÷çò, ïëüóùìïò
9. ÁäéÜãíùóôïò éåñÜñ÷çò, ïëüóùìïò
10. ÁäéÜãíùóôïò éåñÜñ÷çò, ïëüóùìïò
11. ÁäéÜãíùóôïò éåñÜñ÷çò, ïëüóùìïò
12. ÁäéÜãíùóôïò éåñÜñ÷çò, ïëüóùìïò
13. ÉåñÜñ÷çò (;), ïëüóùìïò
14. Éçóïýò ×ñéóôüò, Ýíèñïíïò
15. ÁäéÜãíùóôïò áãÝíåéïò Üãéïò, óôçèáßïò óå ìåôÜëëéï
16. ÁäéÜãíùóôïò Üãéïò, óôçèáßïò óå ìåôÜëëéï
41. Í. Ëáêùíßáò, ÃåñÜêé, ÊÜóôñï. ÔáîéÜñ÷çò

15

16
14

13 17

10 18

0
12
11
ÁíÜëçøç

4 4 ÁíÜëçøç
Áñ÷áããÝëùí

1
¢ëùóç Éåñé÷ïýò

Óýíáîç

ÃÝííçóç ÕðáðáíôÞ
7 1 2 9
26 8 19
6

Óôáýñùóç 20 2
25
3

22

21
3

24 23

Ã.Ö.
4
M

Ó÷Ýäéï 62. ÃåñÜêé, ÊÜóôñï. ÔáîéÜñ÷çò.


ÐñïïðôéêÞ Üíïøç.
41. Í. Ëáêùíßáò, ÃåñÜêé, ÊÜóôñï. ÔáîéÜñ÷çò

41. ÃåñÜêé, ÊÜóôñï. ÔáîéÜñ÷çò. ÊáôÜëïãïò ðáñáóôÜóåùí.

1. ÃÝííçóç
2. ÕðáðáíôÞ
3. Óôáýñùóç
4. ÁíÜëçøç
5. ÅõáããåëéóôÞò
6. Ôï åí ×þíáéò Èáýìá
7. ÁäéÜãíùóôç ðáñÜóôáóç (êýêëïò Áñ÷áããÝëùí;)
8. ¢ëùóç Éåñé÷ïýò
9. Óýíáîç Áñ÷áããÝëùí
10. Èåïôüêïò ÐëáôõôÝñá, Ýíèñïíç
11. Åõáããåëéóìüò (;)
12. ¢êñá Ôáðåßíùóç
13. ÁäéÜãíùóôïò éåñÜñ÷çò, ïëüóùìïò
14. ÁäéÜãíùóôïò éåñÜñ÷çò, ïëüóùìïò
15. Ìåëéóìüò
16. ÁäéÜãíùóôïò éåñÜñ÷çò, ïëüóùìïò
17. ÁäéÜãíùóôïò éåñÜñ÷çò, ïëüóùìïò
18. ÂëÜóéïò, ïëüóùìïò
19. Áñ÷Üããåëïò ÃáâñéÞë, ïëüóùìïò
20. ÄçìÞôñéïò
21. Íéêüëáïò, Ýíèñïíïò
22. ÁäéÜãíùóôç áãßá, óôçèáßá óå ìåôÜëëéï
23. ÊôÞôùñ, ïëüóùìç
24. ÊôÞôùñ, ïëüóùìïò
25. Ãåþñãéïò, Ýöéððïò
26. Ìé÷áÞë, ïëüóùìïò
42. Í. ×áíßùí, Ìïõñß. ¢ãéïò Íéêüëáïò

0
26 27

Åõáããå
ëéóìüò
1á 23 1â
25
28

1
24 22
ÁíÜëçøç

29

ÁíÜëçøç
2 2
37
20 30
19
Ôéìßïõ Ðñïäñüìïõ

21
ºáóç ôïõ 31
5
ÁðïôïìÞ

4 ôõöëïý
36 7 3
6

2
17 18
10 11 12 13 14
32
9 15
8 16 33
35 34

3
4
M

Ã.Ö.

Ó÷Ýäéï 63. Ìïõñß, ¢ãéïò Íéêüëáïò.


ÐñïïðôéêÞ Üíïøç.
42. Í. ×áíßùí, Ìïõñß. ¢ãéïò Íéêüëáïò

42. Ìïõñß ÊéóóÜìïõ, ¢ãéïò Íéêüëáïò. ÊáôÜëïãïò ðáñáóôÜóåùí.

1. Åõáããåëéóìüò á. ÃáâñéÞë â. Èåïôüêïò


2. ÁíÜëçøç
3. Éçóïýò ×ñéóôüò éþìåíïò ôïí ôõöëü
4. Ï Üãéïò Íéêüëáïò óþæåé ôïõò ôñåéò áðü ôïí áðïêåöáëéóìü
5. Âßïò Áãßïõ ÍéêïëÜïõ: èáýìá ìå ðëïßï
6. ÁäéÜãíùóôç ðáñÜóôáóç
7. ÁðïôïìÞ Ôéìßïõ Ðñïäñüìïõ
8. Óõìåþí ï Óôõëßôçò
9. ÌÜìáò óôçèáßïò óå ìåôÜëëéï
10. Áíåìðüäéóôïò óôçèáßïò óå ìåôÜëëéï
11. ×ñéóôïöüñïò óôçèáßïò óå ìåôÜëëéï
12. ÊïóìÜò óôçèáßïò óå ìåôÜëëéï
13. Äáìéáíüò óôçèáßïò óå ìåôÜëëéï
14. ÁäéÜãíùóôïò Üãéïò óôçèáßïò óå ìåôÜëëéï
15. ÁäéÜãíùóôç áãßá, óôçèáßá óå ìåôÜëëéï (Èåïäüôç;)
16. ÄáíéÞë (;) óôõëßôçò
17. ÁäéÜãíùóôç ðáñÜóôáóç
18. ÁäéÜãíùóôç ðáñÜóôáóç
19. ÅõáããåëéóôÞò
20. Èåïôüêïò Þ Áãßá ¢ííá
21. ÅõáããåëéóôÞò
22. Öéëïîåíßá ôïõ ÁâñáÜì
23. Éçóïýò ×ñéóôüò óôçèáßïò
24. ÁäéÜãíùóôïò ÉåñÜñ÷çò
25. ÓôÝöáíïò
26. Íéêüëáïò, ïëüóùìïò
27. ÁäéÜãíùóôïò ÉåñÜñ÷çò, ïëüóùìïò
28. ÁäéÜãíùóôïò üóéïò ìå åéëçôÜñéï, ïëüóùìïò
29. ÉùÜííçò ï Èåïëüãïò, ïëüóùìïò
30. ÁäéÜãíùóôç áãßá, ïëüóùìç
31. Èåïôüêïò (ÄÝçóç)
32. Éçóïýò ×ñéóôüò (ÄÝçóç)
33. Ðñüäñïìïò (ÄÝçóç)
34. ÁäéÜãíùóôç áãßá ìÜñôõò, ïëüóùìç
35. ÁäéÜãíùóôïò üóéïò, ïëüóùìïò
36. Íéêüëáïò, óôçèáßïò óå õðåñöõóéêü ìÝãåèïò
37. Ïíïýöñéïò, ïëüóùìïò
43. Í. ×áíßùí, ¢íõäñïé. ¢ãéïò Ãåþñãéïò

25
21 22
23
20 24
Åõáããå ëéóìüò 26
19 1â
1á 14 15
13
18
16
17
ÁíÜëçøç
ÁíÜëçøç

12 12

30
27
29 28
50 51
Ðñïäïóßá

8
2 6
49

0
Åëêüìåíïò

¸ãåñóç
Âáúïöüñïò

ÃÝííçóç ËáæÜñïõ
Ëßèïò

7 11 9
ÕðáðáíôÞ ÂÜðôéóç
Åéò ¢äïõ
ÊÜèïäïò

3 4
48 52 53 54 55 10
ìüñöùóç
Ìåôá-

1
5 31 36
32
47 39
37
34 35

46 33 38

2
40
43
45
41
44
42

Ã.Ö. 3
4
M

Ó÷Ýäéï 64. Áíýäñïé, ¢ãéïé Ãåþñãéïò êáé Íéêüëáïò.


ÐñïïðôéêÞ Üíïøç.
43. Í. ×áíßùí, ¢íõäñïé. ¢ãéïò Ãåþñãéïò

25
21 22
23
20 24
26
Åõáããå ëéóìüò
19 1â
1á 14 15
13
18
16
ÁíÜëçøç

17

ÁíÜëçøç
12 12

30
27
29 28
50 51
Ðñïäïóßá

8
2 6
49 ¸ãåñóç
Åëêüìåíïò
Âáúïöüñïò

0
ÃÝííçóç ËáæÜñïõ
Ëßèïò

7 11 9
ÕðáðáíôÞ ÂÜðôéóç
Åéò ¢äïõ
ÊÜèïäïò

3 4
48 10
52 53 54 55
ìüñöùóç
Ìåôá-

5 31

1
36
32
47 39
37
34 35

46 33 38
2

40
43
45
41
44
42
3

Ã.Ö.
4
M

Ó÷Ýäéï 65. Áíýäñïé, ¢ãéïé Ãåþñãéïò.


ÐñïïðôéêÞ Üíïøç.
43. Í. ×áíßùí, ¢íõäñïé. ¢ãéïò Ãåþñãéïò

43. ¢íõäñïé, ¢ãéïò Ãåþñãéïò. ÊáôÜëïãïò ðáñáóôÜóåùí.

1. Åõáããåëéóìüò á. ÃáâñéÞë â. Èåïôüêïò


2. ÃÝííçóç
3. ÕðáðáíôÞ
4. ÂÜðôéóç
5. Ìåôáìüñöùóç
6. ¸ãåñóç ËáæÜñïõ
7. Âáúïöüñïò
8. Ðñïäïóßá
9. Åëêüìåíïò
10. ÁíÜóôáóç
11. Ëßèïò
12. ÁíÜëçøç
13. Éçóïýò ×ñéóôüò ï ÐáíôïêñÜôùñ
14. Èåïôüêïò (ÄåïìÝíç ðñïò ôïí ×ñéóôü)
15. ¢ãéïò Ãåþñãéïò (Äåüìåíïò ðñïò ôïí ×ñéóôü)
16. Öéëïîåíßá ôïõ ÁâñáÜì
17. Ðïëýêáñðïò, ïëüóùìïò
18. ÉùÜííçò ÅëåÞìùí, ïëüóùìïò
19. ÓôÝöáíïò
20. Ãñçãüñéïò ï Èåïëüãïò, ïëüóùìïò
21. Âáóßëåéïò, Ïëüóùìïò
22. Ìåëéóìüò
23. ÉùÜííçò ×ñõóüóôïìïò, ïëüóùìïò
24. ÁèáíÜóéïò (;), ïëüóùìïò
25. Åýðëïïò (sic)
26. Ñùìáíüò ï Ìåëùäüò
27. ÅéñÞíç, ïëüóùìç
28. Óïëïìþí, ïëüóùìïò
29. Äáõßä, ïëüóùìïò
30. Ðñïêüðéïò, ïëüóùìïò
31. Âßïò áãßïõ Ãåùñãßïõ: Ï Üãéïò ðñï ôïõ ¢ñ÷ïíôïò
32. Âßïò áãßïõ Ãåùñãßïõ: Ìáñôýñéï ëÝâçôïò
33. Âßïò áãßïõ Ãåùñãßïõ: Ï Üãéïò öïíåýùí ôïí äñÜêïíôá
34. Âßïò áãßïõ Ãåùñãßïõ: Ìáñôýñéï áðüîåóçò
35. Âßïò áãßïõ Ãåùñãßïõ: Ìáñôýñéï ôñï÷ïý
36. Âßïò áãßïõ Ãåùñãßïõ: Ìáñôýñéï ðõñÜò
37. Âßïò áãßïõ Ãåùñãßïõ: Ìáóôßãùóç
38. Âßïò áãßïõ Ãåùñãßïõ: ÁðïôïìÞ
39. ÁäéÜãíùóôç áãßá ìÜñôõò, ïëüóùìç
40. ÅðéãñáöÞ
41. Óïößá, ïëüóùìç
42. ÊõñéáêÞ, ïëüóùìç
43. ÁäéÜãíùóôç ðáñÜóôáóç (Óôáýñùóç;)
44. ÐáñáóêåõÞ, ïëüóùìç
45. Áíáóôáóßá Öáñìáêïëýôñéá, ïëüóùìç
46. ÄçìÞôñéïò Ýöéððïò
47. Ìáñßíá, ïëüóùìç
48. ÁäéÜãíùóôïò áãÝíåéïò ìÜñôõò, ïëüóùìïò
49. Ãåþñãéïò, Ýöéððïò äñáêïíôïêôüíïò
43. Í. ×áíßùí, ¢íõäñïé. ¢ãéïò Ãåþñãéïò

Åõáããå ëéóìüò

ÁíÜëçøç

ÁíÜëçøç

Ðñïäïóßá
3
2 Åëêüìåíïò
¸ãåñóç
Âáúïöüñïò

ÃÝííçóç ËáæÜñïõ
Ëßèïò

ÕðáðáíôÞ ÂÜðôéóç
Åéò ¢äïõ

1
ÊÜèïäïò

6
ìüñöùóç
Ìåôá-

Óôáýñùóç

Ó÷Ýäéï 66. Áíýäñïé, ¢ãéïò Ãåþñãéïò.


ÖïñÜ ÷ñéóôïëïãéêïý êýêëïõ.
44. Í. ×áíßùí, ÓðáíéÜêïò. ¢ãéïò Ãåþñãéïò

20
21
19 22
23

27
26 18

28
ÁíÜëçøç

25

ÁíÜëçøç
24 29
8 8
30

9 12
10 11
51

0
.
ÕðáðáíôÞ Ìåôáìüñöùóç
50 1
2 13
ÃÝííçóç

4
48 3 14
1 5
ÂÜðôéóç ¸ãåñóç t??
49 47 ËáæÜñïõ

1
46 15 16
7
6
´Åíèñïíïé Áðüóôïëïé

´Åíèñïíïé Áðüóôïëïé

44 17á
32
45 17â ÄåõôÝñá Ðáñïõóßá 31
2

17â
43 34
33
17ã
42 Êüëáóç ÐáñÜäåéóïò 37
35
41
40
3

36

39 38

Ã.Ö.
4
M

Ó÷Ýäéï 67. ÓðáíéÜêïò, ¢ãéïò Ãåþñãéïò.


ÐñïïðôéêÞ Üíïøç.
44. Í. ×áíßùí, ÓðáíéÜêïò. ¢ãéïò Ãåþñãéïò

44. ÓðáíéÜêïò, ¢ãéïò Ãåþñãéïò. ÊáôÜëïãïò ðáñáóôÜóåùí.

1. ÃÝííçóç
2. ÕðáðáíôÞ
3. ÂÜðôéóç
4. Ìåôáìüñöùóç
5. ¸ãåñóç ËáæÜñïõ
6. ÁäéÜãíùóôç ðáñÜóôáóç
7. ÁäéÜãíùóôç ðáñÜóôáóç
8. ÁíÜëçøç
9. ÐáñÜóôáóç âßïõ Áãßïõ Ãåùñãßïõ
10. ÐáñÜóôáóç âßïõ Áãßïõ Ãåùñãßïõ
11. ÐáñÜóôáóç âßïõ Áãßïõ Ãåùñãßïõ
12. ÐáñÜóôáóç âßïõ Áãßïõ Ãåùñãßïõ
13. ÐáñÜóôáóç âßïõ Áãßïõ Ãåùñãßïõ
14. ÐáñÜóôáóç âßïõ Áãßïõ Ãåùñãßïõ
15. º÷íç ïëüóùìçò ìïñöÞò (ÐñïöÞôçò;)
16. º÷íç ïëüóùìçò ìïñöÞò (ÐñïöÞôçò;)
17. ÄåõôÝñá Ðáñïõóßá á. ÊåíôñéêÞ óýíèåóç
â. ´Åíèñïíïé Áðüóôïëïé ã. Êüëáóç-ÐáñÜäåéóïò
18. Èåïôüêïò ÐëáôõôÝñá
19. ÁäéÜãíùóôïò éåñÜñ÷çò
20. ÁäéÜãíùóôïò éåñÜñ÷çò
21. ÉùÜííçò ×ñõóüóôïìïò
22. ÁäéÜãíùóôïò éåñÜñ÷çò
23. ÁäéÜãíùóôïò éåñÜñ÷çò
24. ÄéáêïóìçôéêÜ
25. ÁäéÜãíùóôïò éåñÜñ÷çò, ïëüóùìïò
26. ÁäéÜãíùóôïò éåñÜñ÷çò, ïëüóùìïò
27. ÄéÜêïíïò óôçèáßïò
28. ÁäéÜãíùóôïò éåñÜñ÷çò, ïëüóùìïò
29. º÷íç áäéÜãíùóôùí ïëüóùìùí éåñáñ÷þí
30. ÁäéÜãíùóôïò éåñÜñ÷çò, ïëüóùìïò
31. º÷íç
32. º÷íç óôçèáßáò ìïñöÞò
33. º÷íç óôçèáßáò ìïñöÞò
34. º÷íç
35. Éù(Üííçò;) áäéÜãíùóôïò, ïëüóùìïò
36. ÁäéÜãíùóôç áãßá ìå ìáöüñéï
37. ÅðéãñáöÞ
38. ÁäéÜãíùóôç ïëüóùìç ìïñöÞ
39. º÷íç
40. º÷íç
41. ÁäéÜãíùóôç áãßá ìÜñôõò, ïëüóùìç
42. ÁäéÜãíùóôïò Üãéïò, ïëüóùìïò
43. º÷íç óôçèáßáò ìïñöÞò
44. ÁäéÜãíùóôïò óôçèáßïò ìÜñôõò
45. ÄçìÞôñéïò Ýöéððïò
46. ÁäéÜãíùóôïò ÉùÜííçò óôçèáßïò (Èåïëüãïò;)
47. ÁäéÜãíùóôç áãßá ìå ìáöüñéï, óôçèáßá
48. ÁäéÜãíùóôç óôçèáßá ìïñöÞ óå ìåôÜëëéï
49. ÁäéÜãíùóôç óôçèáßá ìïñöÞ óå ìåôÜëëéï
50. Ãåþñãéïò Ýöéððïò (;)
51. ÌÜìáò, ïëüóùìïò
44. Í. ×áíßùí, ÓðáíéÜêïò. ¢ãéïò Ãåþñãéïò

ÁíÜëçøç

ÁíÜëçøç
Âßïò Áãßïõ Ãåùñãßïõ

ÕðáðáíôÞ Ìåôáìüñöùóç
ÃÝííçóç

¸ãåñóç t??
ÂÜðôéóç ËáæÜñïõ
´Åíèñïíïé Áðüóôïëïé

´Åíèñïíïé Áðüóôïëïé

ÄåõôÝñá Ðáñïõóßá

Êüëáóç ×ñéóôïëïãéêüò êýêëïò


ÐáñÜäåéóïò
ÄåõôÝñá Ðáñïõóßá
Âßïò Áãßïõ Ãåùñãßïõ

Ó÷Ýäéï 68. ÓðáíéÜêïò, ¢ãéïò Ãåþñãéïò.


ÄéÜôáîç êýêëùí.
45. Í. Çñáêëåßïõ, Áñêáëï÷þñé. Áñ÷Üããåëïò Ìé÷áÞë

16

15 14
14

25

13 13
13
24 13 13

28 29 30 31
26 27 32 17
23
2 3 4
9 1 11
22
7 6 18
8 5
10 12

21
19
20

12
11

13
15 2
1

5
3
6 1
7
8
2

4 10
16 9
14
3

Ã.Ö.
4
M

Ó÷Ýäéï 69. Áñêáëï÷þñé, Áñ÷Üããåëïò Ìé÷áÞë.


ÐñïïðôéêÞ Üíïøç.
45. Í. Çñáêëåßïõ, Áñêáëï÷þñé. Áñ÷Üããåëïò Ìé÷áÞë

45. Áñêáëï÷þñé, Áñ÷Üããåëïò. ÊáôÜëïãïò ðáñáóôÜóåùí.

Íáüò ÍÜñèçêáò
1. ÁðïêáèÞëùóç 1. Éçóïýò ×ñéóôüò ï Ðáëáéüò ôùí Çìåñþí
2. Âáúïöüñïò 2. ÐåíôçêïóôÞ
3. Åéò ¢äïõ êÜèïäïò 3. Åéóüäéá ôçò Èåïôüêïõ
4. Ðñïäïóßá 4. Âñåöïêôïíßá
5. Áðüíéøç ôïõ ÐéëÜôïõ (;) 5. ÁäéÜãíùóôç óôçèáßá ìïñöÞ óå ìåôÜëëéï
6. ÁäéÜãíùóôç ðáñÜóôáóç 6. ÁäéÜãíùóôç óôçèáßá ìïñöÞ
7. ÂÜðôéóç 7. ÁäéÜãíùóôç óôçèáßá ìïñöÞ
8. ÈñÞíïò 8. ÁäéÜãíùóôç óôçèáßá ìïñöÞ
9. Ðïëéïñêßá Éåñé÷ïýò 9. ÁäéÜãíùóôç óôçèáßá ìïñöÞ óå ìåôÜëëéï
10. Áñ÷Üããåëïò Ìé÷áÞë - Éçóïýò ôïõ ÍáõÞ 10. ÁäéÜãíùóôç óôçèáßá ìïñöÞ óå ìåôÜëëéï
11. Ôï åí ×þíáéò Èáýìá 11. ÁäéÜãíùóôç ìïñöÞ
12. Óýíáîç ôùí Áñ÷áããÝëùí 12. ÁäéÜãíùóôïò üóéïò
13. ÄåõôÝñá Ðáñïõóßá 13. ÔìÞìá Ýöéððïõ áãßïõ
14. ÁíÜëçøç 14. Ôñåéò Ðáßäåò (;)
15. ÍéðôÞñáò (;)
16. Åõáããåëéóìüò (ÃáâñéÞë)
17. º÷íç ïëüóùìçò ìïñöÞò
18. ¢ãéïò Ãåþñãéïò Ýöéððïò
19. Áãßá ¢ííá âñåöïêñáôïýóá
20. Èåüäùñïò ÔÞñùí
21. Èåüäùñïò ÓôñáôçëÜôçò
22. Áñ÷Üããåëïò Ìé÷áÞë
23. º÷íç
24. º÷íç
25. Ïëüóùìç ìïñöÞ óå ãñáðôü ðñïóêõíçôÜñé
45. Í. Çñáêëåßïõ, Áñêáëï÷þñé. Áñ÷Üããåëïò Ìé÷áÞë

Åõáããå ëéóìüò
ÍéðôÞñ (;)

ÁíÜëçøç

ÁíÜëçøç
; ;

ÄåõôÝñá Ðáñïõóßá
Âáúïöüñïò ÂÜðôéóç

Åéò ¢äïõ
êÜèïäïò

ÐéëÜôïõ (;) Ðñïäïóßá


Ðïëéïñêßá

èÞëùóç
Áðïêá-

Eí ×þíáéò
Éåñé÷ïýò

Èáýìá
Áðüíéøç
ÈñÞíïò
Éçóïýò ôïõ ÍáõÞ

Áñ÷áããÝëùí
Óýíáîç

KÕÊËÏÓ ÁÑ×ÁÃÃÅËÙÍ ÄÅÕÔÅÑÁ ÐÁÑÏÕÓÉÁ ×ÑÉÓÔÏËÏÃÉÊÏÓ ÊÕÊËÏÓ

Ó÷Ýäéï 70. Áñêáëï÷þñé, ¢ñ÷Üããåëïò Ìé÷áÞë.


ÄéÜôáîç êýêëùí.
46. Í. Çñáêëåßïõ, ÃåñÜêé. Ðáíáãßá Åõáããåëßóôñéá

20
19 21
18 22
23

Åõáããå 16 ëéóìüò
1á 1â

17

13 ÁíÜëçøç 13

14 15
10
Ðñïäïóßá ÃÝííçóç 8
6 2
7
5 4 3
ÂÜðôéóôç ÕðáðáíôÞ
9
11

0
12

1
2
3

Ã.Ö.
4
M

Ó÷Ýäéï 71. ÃåñÜêé ÐåäéÜäïò, Ðáíáãßá Åõáããåëßóôñéá.


ÐñïïðôéêÞ Üíïøç.
46. Í. Çñáêëåßïõ, ÃåñÜêé. Ðáíáãßá Åõáããåëßóôñéá

46. ÃåñÜêé ÐåäéÜäïò. Ðáíáãßá Åõáããåëßóôñéá. ÊáôÜëïãïò ðáñáóôÜóåùí.

1. Åõáããåëéóìüò á. ÃáâñéÞë â. Èåïôüêïò


2. ÃÝííçóç
3. ÕðáðáíôÞ
4. ÂÜðôéóç
5. ÔìÞìá áäéÜãíùóôçò ðáñÜóôáóçò
6. Ðñïäïóßá
7. ÁäéÜãíùóôç ðáñÜóôáóç (äéáêñßíïíôáé ôñßá öùôïóôÝöáíá)
8. ÁäéÜãíùóôç óôçèáßá ìïñöÞ
9. ÁäéÜãíùóôç óôçèáßá ìïñöÞ
10. ÉåñÜñ÷çò áðü áäéÜãíùóôç ðáñÜóôáóç (Êïßìçóç;)
11. º÷íç ðïõ ßóùò óõíáíÞêïõí ìå ôçí ðáñÜóôáóç áñ. 10
12. ÁäéÜãíùóôç ðáñÜóôáóç
13. ÁíÜëçøç
14. ÁäéÜãíùóôç ïëüóùìç ìïñöÞ
15. ÁäéÜãíùóôç ïëüóùìç ìïñöÞ
16. Èåïôüêïò ÐëáôõôÝñá (Âëá÷åñíßôéóóá)
17. ÁäéÜãíùóôïò ÉåñÜñ÷çò
18. ÁäéÜãíùóôïò ÉåñÜñ÷çò
19. Ìåëéóìüò
20. ÁäéÜãíùóôïò ÉåñÜñ÷çò
21. ÁäéÜãíùóôïò éåñÜñ÷çò
22. ÁäéÜãíùóôïò äéÜêïíïò
46. Í. Çñáêëåßïõ, ÃåñÜêé. Ðáíáãßá Åõáããåëßóôñéá

20
19 21
18 22
23

Åõáããå
16 ëéóìüò

1á 1â

17
ÁíÜëçøç

ÁíÜëçøç
13 13

14 15
Ðñïäïóßá ÃÝííçóç 10
8
6 2
7
4 3
5
ÂÜðôéóôç ÕðáðáíôÞ 9
11

0
12

1
2
3

Ã.Ö.
4
M

Ó÷Ýäéï 72. ÃåñÜêé, Ðáíáãßá Åõáããåëßóôñéá.


ÐñïïðôéêÞ Üíïøç (ÁðïêáôÜóôáóç).
47. Í. Çñáêëåßïõ, ×Üñáêáò. Áãßá ÐáñáóêåõÞ

21
20 22

19 23
18 24
15 16
17 ÁíÜëçøç 14 25

ÁíÜëçøç
13 13

0
29

1 2 3 4
10 5
9 8 7 6

1
Ìåôáìüñöùóç Âáúïöüñïò
28
27
Ìç ìïõ Üðôïõ

26 12 11

2
Ã.Ö.

3
4
M

Ó÷Ýäéï 73. ×Üñáêáò, Áãßá ÐáñáóêåõÞ.


ÐñïïðôéêÞ Üíïøç.
47. Í. Çñáêëåßïõ, ×Üñáêáò. Áãßá ÐáñáóêåõÞ

47. ×Üñáêáò, Áãßá ÐáñáóêåõÞ.ÊáôÜëïãïò ÐáñáóôÜóåùí.

1. ÁäéÜãíùóôç ðáñÜóôáóç
2. ÁäéÜãíùóôç ðáñÜóôáóç
3. ÁäéÜãíùóôç ðáñÜóôáóç
4. ÁäéÜãíùóôç ðáñÜóôáóç
5. ÁäéÜãíùóôç ðáñÜóôáóç
6. Âáúïöüñïò
7. Ìåôáìüñöùóç
8. ÁäéÜãíùóôç ðáñÜóôáóç
9. ÁäéÜãíùóôç ðáñÜóôáóç. Äéáêñßíåôáé óôáõñüò.
10. ÁäéÜãíùóôç ðáñÜóôáóç
11. ÁäéÜãíùóôç ðáñÜóôáóç
12. Ìç ìïõ Üðôïõ
13. ÁíÜëçøç
14. Éçóïýò ×ñéóôüò (;)
15. ÁäéÜãíùóôç óôçèáßá ìïñöÞ (ü÷é ¢ããåëïò)
16. ÁäéÜãíùóôç óôçèáßá ìïñöÞ (ü÷é ¢ããåëïò)
17. ÁäéÜãíùóôïò Üãéïò
18. ÓôÝöáíïò
19. ÁäéÜãíùóôïò ÉåñÜñ÷çò, ïëüóùìïò
20. ÁäéÜãíùóôïò ÉåñÜñ÷çò, ïëüóùìïò
21. Ìåëéóìüò
22. Âáóßëåéïò, ïëüóùìïò
23. ÁèáíÜóéïò ÉåñÜñ÷çò, ïëüóùìïò
24. ÁäéÜãíùóôïò ïëüóùìïò Üãéïò
25. ÁäéÜãíùóôïò ÉåñÜñ÷çò
26. ÔìÞìá áäéÜãíùóôçò ïëüóùìçò ìïñöÞò
27. ÔìÞìá áäéÜãíùóôçò ïëüóùìçò ìïñöÞò
28. ÁäéÜãíùóôç ìïñöÞ óå ìåôÜëëéï
29. ÁäéÜãíùóôç ìïñöÞ óå ìåôÜëëéï
48. Í. Çñáêëåßïõ, Åõáããåëéóìüò, Ðáíáãßá

0
4 5 6 7

1ã 1á
2 3

1
8 1ä
9

2
3

Ã.Ö.
4
M

Ó÷Ýäéï 74. Åõáããåëéóìüò, Ðáíáãßá.


ÐñïïðôéêÞ Üíïøç.
48. Í. Çñáêëåßïõ, Åõáããåëéóìüò, Ðáíáãßá

48. Åõáããåëéóìüò. Ðáíáãßá. ÊáôÜëïãïò ðáñáóôÜóåùí.

1. ÄåõôÝñá Ðáñïõóßá á. Éçóïýò Ýíèñïíïò åí ìÝóù ÁããÝëùí


â. ×ïñïß Äéêáßùí ã. ¸íèñïíïé Áðüóôïëïé
2. ÐáñáâïëÞ Äåßðíïõ
3. ÐáñáâïëÞ ÄÝêá ÐáñèÝíùí
4. Äçìéïõñãßá
5. Äçìéïõñãßá ÁäÜì
6. Äçìéïõñãßá Åýáò
7. ÁäÜì êáé Åýá åóôåììÝíïé åí ôù Ðáñáäåßóù
8. Ôñßá öùôïóôÝöáíá
9. ÄçìÞôñéïò Ýöéððïò
48. Í. Çñáêëåßïõ, Åõáããåëéóìüò, Ðáíáãßá

Äçìéïõñãßá

óôïí ÐáñÜäåéóï
ÁäÜì êáé Åýá
Äçìéïõñãßá

Åýáò
Äçìéïõñãßá

ÁäÜì
4 5 6 7

¸íèñïíïé Áðüóôïëïé
¸íèñïíïé Áðüóôïëïé

10 ÐáñèÝíùí
Éçóïýò Ýíèñïíïò

ÐáñáâïëÞ
ÐáñáâïëÞ

2 1á 3
Äåßðíïõ


×ïñïß Äéêáßùí

Êýêëïò Äçìéïõñãßáò Êýêëïò ÄåõôÝñáò Ðáñïõóßáò ÐáñáâïëÝò Âáóéëåßáò

Ó÷Ýäéï 75. Åõáããåëéóìüò , Ðáíáãßá.


ÄéÜôáîç êýêëùí óôï äõôéêü óêÝëïò.
49. Í. Ëáóéèßïõ, ÂïõëéóìÝíç. Ðáíáãßá

16

Öéëïîåíßá ÁâñáÜì
15

42 41 40 39 38 37 36 35
11

0
29
14 13 10
12
7 Åéóüäéá 6 ÃåíÝóéï
8 Áóðáóìüò 33 32 31 9Åðôáâçìáôßæïõóá
34
28 27 30 18 17

1
Åéò ¢äïõ êÜèïäïò

?p?t?f??? ?ñÞíïò

26 4 1 19
5 2

Óôáýñùóç

2
3
20
25 23 Ôéìùñßåò ÊïëÜóåùò 23

24 22 21
3

Ã.Ö.
4
M

Ó÷Ýäéï 77. ÂïõëéóìÝíç, Ðáíáãßá.


ÐñïïðôéêÞ Üíïøç.
49. Í. Ëáóéèßïõ, ÂïõëéóìÝíç. Ðáíáãßá

49. ÂïõëéóìÝíç. Ðáíáãßá / ÔáîéÜñ÷çò. ÊáôÜëïãïò ðáñáóôÜóåùí.

1. ÁäéÜãíùóôç ðáñÜóôáóç
2. ÈñÞíïò
3. Óôáýñùóç
4. Åéò ¢äïõ êÜèïäïò
5. ÁäéÜãíùóôç ðáñÜóôáóç
6. ÃåíÝóéï
7. Åéóüäéá
8. Áóðáóìüò Éùáêåßì êáé ¢ííçò
9. Åðôáâçìáôßæïõóá
10. ÁäéÜãíùóôç ðáñÜóôáóç
11. ÁäéÜãíùóôç ðáñÜóôáóç
12. ÁäéÜãíùóôç ðáñÜóôáóç
13. ÁäéÜãíùóôç ðáñÜóôáóç
14. Éçóïýò ×ñéóôüò
15. Öéëïîåíßá ÁâñáÜì
16. ÌïñöÞ ìå öùôïóôÝöáíï
17. ÌÜìáò
18. Áíáóôáóßá ç Öáñìáêïëýôñéá
19. Óôñáôéùôéêüò Ýöéððïò
20. Óôñáôéùôéêüò Ýöéððïò
21. Åëéóáßïò
22. Çëßáò
23. Ôéìùñßåò ÊïëÜóåùò
24. ÊôçôïñéêÞ ðáñÜóôáóç
25. ÔìÞìá áäéÜãíùóôçò ìïñöÞò
26. Óôñáôéùôéêüò Ýöéððïò
27. ÁäéÜãíùóôïò ÉåñÜñ÷çò, ïëüóùìïò
28. ÁäéÜãíùóôïò ÉåñÜñ÷çò, ïëüóùìïò
29. Óôñáôéùôéêüò, ïëüóùìïò
30. Óôçèáßá ìïñöÞ óå ìåôÜëëéï
31. Óôçèáßá ìïñöÞ óå ìåôÜëëéï
32. Óôçèáßá ìïñöÞ óå ìåôÜëëéï
33. Óôçèáßá ìïñöÞ óå ìåôÜëëéï
34. ÁäéÜãíùóôç ìÜñôõò óå ìåôÜëëéï
35. ÔìÞìá ìåôáëëßïõ
36. ÔìÞìá ìåôáëëßïõ
37. ÔìÞìá ìåôáëëßïõ
38. ÔìÞìá ìåôáëëßïõ
39. ÔìÞìá ìåôáëëßïõ
40. ÔìÞìá ìåôáëëßïõ
41. ÔìÞìá ìåôáëëßïõ
42. ÔìÞìá ìåôáëëßïõ
49. Í. Ëáóéèßïõ, ÂïõëéóìÝíç. Ðáíáãßá

4 Åéóüäéá ÃåíÝóéï 2
1 Áóðáóìüò Åðôáâçìáôßæïõóá 3

Ó÷Ýäéï 76. ÂïõëéóìÝíç, Ðáíáãßá.


×éáóôß äéÜôáîç èåïìçôïñéêþí ðáñáóôÜóåùí.
ÊÅÖ. É. Ôñüðïé äéá÷ùñéóìïý åéêïíïãñáöéêþí åíïôÞôùí

ÉÉ

ÉÉÉ ×ñéóôïëïãéêüò Êýêëïò

ÅõáããåëéóôÝò

Ó÷Ýäéï 78. Ó÷Ýóç Åõáããåëéóôþí - ÷ñéóôïëïãéêïý êýêëïõ.


É . Óôáõñåðßóôåãïò Á, ÉÉ. Óôáõñåðßóôåãïò Â, ÉÉÉ. ÓôáõñïåéäÞò åããåãñáììÝíïò.
ÊÅÖ. É. Ôñüðïé äéá÷ùñéóìïý åéêïíïãñáöéêþí åíïôÞôùí

Á×ÑÉÄÁ, ÁÃÉÏÉ ÊÙÍÓÔÁÍÔÉÍÏÓ ÊÁÉ ÅËÅÍÇ (Ê1) ËÅÏÍÔÁÑÉ, ÁÃÉÏÓ ÁÈÁÍÁÓÉÏÓ (Ê26)
ÁíáôïëéêÞ êáìÜñá ÁíáôïëéêÞ êáìÜñá

ÁÌÁÑÕÍÈÏÓ, ÊÏÉÌÇÓÇ ÔÇÓ ÈÅÏÔÏÊÏÕ (Ê16) ÅÕÁÃÃÅËÉÓÌÏÓ, ÐÁÍÁÃÉÁ (Ê48)


ÁíáôïëéêÞ êáìÜñá ÄõôéêÞ êáìÜñá

ÊÙÓÔÁÍÉÁÍÇ, ÔÁÎÉÁÑ×ÇÓ (Ê4)


ÅãêÜñóéá êáìÜñá

Ó÷Ýäéï 79. Ðáñáäåßãìáôá óõììåôñéêÞò äéÜôáîçò


ðåñéôôïý áñéèìïý ðáñáóôÜóåùí óå ìßá êáìÜñá.
ÊÅÖ. É. Ôñüðïé äéá÷ùñéóìïý åéêïíïãñáöéêþí åíïôÞôùí

ÊÙÓÔÁÍÉÁÍÇ, ÔÁÎÉÁÑ×ÇÓ (Ê4) ÃÁËÁÔÁÓ, ÁÃÉÏÓ ÉÙÁÍÍÇÓ (Ê6)


ÁíáôïëéêÞ êáìÜñá ÄõôéêÞ êáìÜñá

ÓÏÖÉÊÏ, ÁÃÉÁ ÔÑÉÁÄÁ (Ê22) ÓÐÇËÉÅÓ, ÏÄÇÃÇÔÑÉÁ (Ê15)


ÄõôéêÞ êáìÜñá ÄõôéêÞ êáìÜñá

Ó÷Ýäéï 80. Ðáñáäåßãìáôá áóýììåôñçò äéÜôáîçò


ðåñéôôïý áñéèìïý ðáñáóôÜóåùí óå ìßá êáìÜñá.
ÊÅÖ. É. Ôñüðïé äéá÷ùñéóìïý åéêïíïãñáöéêþí åíïôÞôùí

Á×ÑÉÄÁ, ÁÃÉÏÉ ÊÙÍÓÔÁÍÔÉÍÏÓ ÊÁÉ ÅËÅÍÇ (Ê1) ÊÑÁÍÉÄÉ, ÁÃÉÁ ÔÑÉÁÄÁ (Ê24)

ÐÕÑÃÉ, ÌÅÔÁÌÏÑÖÙÓÇ (Ê10) ÓÐÁÍÉÁÊÏÓ, ÁÃÉÏÓ ÃÅÙÑÃÉÏÓ (Ê44)

Ó÷Ýäéï 81. Ðáñáäåßãìáôá óõììåôñéêÞò äéÜôáîçò


ôïõ êáíÜâïõ ùò ðñïò ôïí êáôÜ ìÞêïò Üîïíá.
ÊÅÖ. É. Ôñüðïé äéá÷ùñéóìïý åéêïíïãñáöéêþí åíïôÞôùí

ÌÅÔÅÙÑÁ, Ì. ÕÐÁÐÁÍÔÇÓ Í. ÌÅÓÓÇÍÉÁÓ, ÐËÁÔÓÁ


ÊÁÈÏËÉÊÏ (K5) ÁÃÉÁ ÐÁÑÁÓÊÅÕÇ (K31)

Ó÷Ýäéï 82. ÓõììåôñéêÞ äéÜôáîç ôïõ êáíÜâïõ


ùò ðñïò ôïí êáôÜ ìÞêïò êáé ôïí åãêÜñóéï Üîïíá.
ÊÅÖ. ÉÉ. Èåìáôéêü ðåñéå÷üìåíï åéêïíïãñáöéêïý ðñïãñÜììáôïò

ºáóç
ðáñáëõôéêïý

×ñéóôüò - ºáóç
Óáìáñåßôéò ôõöëïý

Öéëïîåíßá

ÐÁÍÔÏÊÑÁÔÏÑÁÓ- ÄÅÕÔÅÑÁ ÊÕÊËÏÓ ÄÅÕÔÅÑÁ


ÐÑÏÖÇÔÅÓ ÐÁÑÏÕÓÉÁ ÐÅÍÔÇÊÏÓÔÁÑÉÏÕ ÐÁÑÏÕÓÉÁ

Ó÷Ýäéï 83. ÁõëùíÜñé, ¢ãéïò ÄçìÞôñéïò (Ê12) - Ïîýëéèïò, Êïßìçóç ôçò Èåïôüêïõ(Ê12).
ÄéÜôáîç ÄåõôÝñáò Ðáñïõóßáò óôï íÜñèçêá.

1.Ðáëáéüò ôùí Çìåñþí


2.ÐåíôçêïóôÞ
3.Åéóüäéá
5 5
4. Âñåöïêôïíßá
8 2 5. ÅõáããåëéóôÝò
6. Óôçèáßïé Üãéïé (áäéÜãíùóôïé)
6
3 7. Öéëïîåíßá
6 1
8. Ôñåéò Ðáßäåò åí êáìßíù
6
6
7
4 6
6 5
5

Ó÷Ýäéï 84. Áñêáëï÷þñé, Áñ÷Üããåëïò (Ê45). ÍÜñèçêáò.


Åéêïíïãñáöéêü ðñüãñáììá.
ÊÅÖ. ÉÉÉ. ÖïñÜ êáé äéÜôáîç åéêïíïãñáöéêþí åíïôÞôùí

ÁíÜëçøç

ÁíÜëçøç
ÁíÜëçøç

ÐåíôçêïóôÞ
ÃÝííçóç

ÃÝííçóç
Ôï ØçëÜöçóç
Åéò ¢äïõ
÷áßñå
êÜèïäïò
ÐåíôçêïóôÞ
Áðïêá-
èÞëùóç
Ðñïäïóßá
Óôáýñùóç

ÂÜðôéóç
ÐåíôçêïóôÞ
Âáúïöüñïò
Åéò ¢äïõ
êÜèïäïò

ËáæÜñïõ
¸ãåñóç

Ìåôáìïñöùóç
¸ãåñóç
ËáæÜñïõ
Âáúïöüñïò
Ëßèïò

Óôáýñùóç

ÊÑÁÍÉÄÉ, ÁÃÉÁ ÔÑÉÁÄÁ (Ê24) ËÅÏÍÔÁÑÉ, ÁÃÉÏÓ ÁÈÁÍÁÓÉÏÓ (Ê26)

Ó÷Ýäéï 85. Ðáñáäåßãìáôá äåîéüóôñïöçò áíïäéêÞò öïñÜò.


ÊÅÖ. ÉÉÉ. ÖïñÜ êáé äéÜôáîç åéêïíïãñáöéêþí åíïôÞôùí

ÁíÜëçøç
ÁíÜëçøç

ÁíÜëçøç
ÁíÜëçøç

ÁíÜëçøç
ÁíÜëçøç

Ôï åí ×þíáéò Èáýìá
Êïßìçóç ôçò Èåïôüêïõ

Åõáããåëéóìüò

ÐåíôçêïóôÞ
ÃÝííçóç ÕðáðáíôÞ
ÕðáðáíôÞ

Ëß
Åõáããåëéóìüò

ÃÝííçóç Õðáð

ñï?
Êïßìçóç
áíôÞ

Âáúïöüñïò
ËáæÜñïõ
Âáúïöüñïò ¸ãåñóç ËáæÜñïõ
¸ãåñóç

ÃÝííçóç

èïò
Åéóüäéá Ìåôá

ËáæÜ
Åéò ¢äïõ ÊÜèïäïò ÁðïêáèÞëùóç
Ìõóôéêüò Ìåôá- ìüñöùóç

Ìåôáìüñöùóç
Äåßðíïò ìüñöùóç

Åéò ¢äïõ êÜèïäïò

Ìõóôéêüò Äåßðíïò
Âáúïöüñïò

ÁðïêáèÞëùóç
??? ?d??
ê???d??

Ðñïäïóßá

Ðñïäïóßá
Óôáýñùóç
Óôáýñùóç
Óôáýñùóç

ÁÃÏÑÉÁÍÇ, ÁÃÉÏÓ ÍÉÊÏËÁÏÓ (Ê33) ÃÊÏÑÉÔÓÁ, ÔÁÎÉÁÑ×ÇÓ (Ê35) ÊÑÏÊÅÅÓ, ÁÃÉÏÓ ÄÇÌÇÔÑÉÏÓ (Ê37)

Åêêßíçóç
ÅíäéÜìåóåò ðáñáóôÜóåéò
ÏëïêëÞñùóç

Ó÷Ýäéï 86. Ðáñáäåßãìáôá êáèïäéêÞò äåîéüóôñïöçò öïñÜò.

Åõáããå ëéóìüò
Åõáããå
ëéóìüò Öéëïîåíßá ôïõ ÁâñáÜì
Åíôáöéáóìüò

Ìåôáìüñöùóç
ÁíÜëçøç

ÁíÜëçøç

ÁíÜëçøç
ÅðéôÜöéïò ÈñÞíïò ÁðïêáèÞëùóç

ÁíÜëçøç
ëéóìüò
Åõáããåëéóìüò ¢ííáò (;)
Ìåôáìüñöùóç

ÏõñÜíéá Ëåéôïõñãß ÕðáðáíôÞ ÃÝííçóç


ðáíôÞ

á Åéóüäéá ÕðáðáíôÞ 1
Ëß

3
ÃÝííçóç
ÂÜðôéóç

Åõáããåëéóìüò ÃåíÝóéï
Åõáããå

Éùáêåßì
èïò

Õðá
ÁíÜâáóç

¸ãåñóç
Åéò ¢äïõ êÜèïäïò

4
¸ãåñóç ËáæÜñïõ

Âáúïöüñïò ËáæÜñïõ
Óôáýñùóç

Âáúïöüñïò

2
ÂÜðôéóç

¢ñíçóç
ÐÝôñïõ
Åëêüìåíïò

Ðñïäïóßá
Åéò ¢äïõ
êÜèïäïò
Åìðáéãìüò

Êïßìçóç ôçò Èå
ïôüêïõ
Óôáýñùóç
ÐåíôçêïóôÞ
Óôáýñùóç

ÁÃÉÏÓ ÊÙÍÓÔÁÍÔÉÍÏÓ ÊÁÉ ÅËÅÍÇ (Ê1) ÓÏÖÉÊÏ, ÁÃÉÁ ÔÑÉÁÄÁ (Ê22) ÐËÁÔÓÁ, ÁÃÉÁ ÐÁÑÁÓÊÅÕÇ (Ê31)

Ó÷Ýäéï 87. Ðáñáäåßãìáôá áñéóôåñüóôñïöçò êáé äåîéüóôñïöçò öïñÜò


óôï ßäéï åéêïíïãñáöéêü ðñüãñáììá.
ÊÅÖ. ÉÉÉ. ÖïñÜ êáé äéÜôáîç åéêïíïãñáöéêþí åíïôÞôùí

Ðñïäïóßá
¸ãåñóç

Åëêüìåíïò
Âáúïöüñïò

ÃÝííçóç
Ëßèïò

ËáæÜñïõ

Åéò ¢äïõ
ÕðáðáíôÞ ÂÜðôéóç

ÊÜèïäïò
ÁÍÕÄÑÏÉ, ÁÃÉÏÓ ÃÅÙÑÃÉÏÓ (Ê43)
ÅãêÜñóéá êáìÜñá

ÕðáðáíôÞ Ìåôáìüñöùóç
ÃÝííçóç

Âßïò Áãßïõ
Ãåùñãßïõ

¸ãåñóç t??
ÂÜðôéóç ËáæÜñïõ

ÓÐÁÍÉÁÊÏÓ, ÁÃÉÏÓ ÃÅÙÑÃÉÏÓ (Ê44)


ÅãêÜñóéá êáìÜñá

Ó÷Ýäéï 88. Áñéóôåñüóôñïöç öïñÜ


óå ôìÞìá ôïõ ÷ñéóôïëïãéêïý êýêëïõ óôçí åãêÜñóéá êáìÜñá.
ÊÅÖ. ÉÉÉ. ÖïñÜ êáé äéÜôáîç åéêïíïãñáöéêþí åíïôÞôùí

ÐÅËÏÐÏÍÍÇÓÏÓ

Åõáããåëéóìüò
ÃÝííçóç ÕðáðáíôÞ

¸ãåñóç ËáæÜñïõ
Åõáããåëéóìüò

ÃÝííçóç

ÐåíôçêïóôÞ
ÕðáðáíôÞ

Âáúïöüñïò ¸ãåñóç
ËáæÜñïõ
Ìåôá-
Ì. Äåßðíïò
ìüñöùóç

ÁÃÏÑÉÁÍÇ, ÁÃÉÏÓ ÍÉÊÏËÁÏÓ (Ê33) ÃÊÏÑÉÔÓÁ, ÔÁÎÉÁÑ×ÇÓ(Ê35)


ÅãêÜñóéá êáìÜñá ÅãêÜñóéá êáìÜñá

ÃÝííçóç ÕðáðáíôÞ

ÂÜðôéóç
ÃÝííçóç ÕðáðáíôÞ

ØçëÜöçóç Ìåôáìüñöùóç

ÁÌÕÊËÅÓ, ÐÑÏÖÇÔÇÓ ÇËÉÁÓ (Ê34)


ÊÁÓÔÑÏ ÃÅÑÁÊÉÏÕ, ÔÁÎÉÁÑ×ÇÓ(Ê41)
ÅãêÜñóéá êáìÜñá
ÅãêÜñóéá êáìÜñá

?????? ÓÔÅÑÅÁ ÅËËÁÄÁ

ðáíôÞ
Ìåôáìüñöùóç
Ðñïäñüìïõ

Èåïôüêïõ
¸ãåñóç ËáæÜñïõ

ÃÝííçóç

ÃåíÝóéï
ÁðïôïìÞ
ÐåíôçêïóôÞ

ÃÝííçóç ÕðáðáíôÞ ÂÜðôéóç


ÂÜðôéóç

Õðá
Åéò ¢äïõ Ìåôá Âáúïöüñïò
êÜèïäïò ìüñöùóç
ÁËÅÐÏ×ÙÑÉ, ÓÙÔÇÑÁÓ (Ê7)
ÅãêÜñóéá êáìÜñá

ÓÐÇËÉÅÓ, ÏÄÇÃÇÔÑÉÁ (Ê15)


ÅãêÜñóéá êáìÜñá

Ó÷Ýäéï 89. Åêêßíçóç ôïõ ÷ñéóôïëïãéêïý êýêëïõ áðü ôçí åãêÜñóéá êáìÜñá
áðïêëåéóôéêÜ ìå ÷ñéóôïëïãéêÝò ðáñáóôÜóåéò
(Ðåëïðüííçóïò - Åýâïéá - ÓôåñåÜ ÅëëÜäá).
ÊÅÖ. ÉÉÉ. ÖïñÜ êáé äéÜôáîç åéêïíïãñáöéêþí åíïôÞôùí

Ðñïäïóßá
¸ãåñóç

Åëêüìåíïò
Âáúïöüñïò
ÃÝííçóç

Ëßèïò
ËáæÜñïõ

Åéò ¢äïõ
ÕðáðáíôÞ ÂÜðôéóç

ÊÜèïäïò
ÁÍÕÄÑÏÉ, ÁÃÉÏÓ ÃÅÙÑÃÉÏÓ (Ê43)
ÅãêÜñóéá êáìÜñá

ÕðáðáíôÞ Ìåôáìüñöùóç
ÃÝííçóç

Âßïò Áãßïõ
Ãåùñãßïõ

¸ãåñóç t??
ÂÜðôéóç ËáæÜñïõ

ÓÐÁÍÉÁÊÏÓ, ÁÃÉÏÓ ÃÅÙÑÃÉÏÓ (Ê44)


ÅãêÜñóéá êáìÜñá

Ðñïäïóßá ÃÝííçóç

ÂÜðôéóôç ÕðáðáíôÞ

ÃÅÑÁÊÉ ÇÑÁÊËÅÉÏÕ, ÁÃÉÏÓ ÃÅÙÑÃÉÏÓ (Ê45)


ÅãêÜñóéá êáìÜñá

Ó÷Ýäéï 90. Åêêßíçóç ôïõ ÷ñéóôïëïãéêïý êýêëïõ áðü ôçí åãêÜñóéá êáìÜñá
áðïêëåéóôéêÜ ìå ÷ñéóôïëïãéêÝò ðáñáóôÜóåéò
(ÊñÞôç)
ÊÅÖ. ÉÉÉ. ÖïñÜ êáé äéÜôáîç åéêïíïãñáöéêþí åíïôÞôùí

ÐÅËÏÐÏÍÍÇÓÏÓ ??????

ëéóìüò
ÃåíÝóéï Åéóüäéá Ìíçóôåßá
Ìåôáìüñöùóç

ÕðáðáíôÞ ÃÝííçóç

ÃÝííçóç
Åõáããå
Åõáããåëéóìüò ÖõãÞ óôçí
ÃåíÝóéï ÕðáðáíôÞ Áóðáóìüò
Éùáêåßì Áßãõðôï

ÓÏÖÉÊÏ, ÁÃÉÁ ÔÑÉÁÄÁ (Ê22) ÌÁÊÑÕ×ÙÑÉ, ÁÃÉÏÓ ÄÇÌÇÔÑÉÏÓ (Ê13)


ÅãêÜñóéá êáìÜñá ÅãêÜñóéá êáìÜñá
ñïò

ÃÝííçóç ÕðáðáíôÞ ÃåíÝóéï Åéóüäéá Ìíçóôåßá


Ëß

Âáúïöüñïò

ÃÝííçóç
Êïßìçóç

ÖõãÞ óôçí
èïò

Ìåôá
ËáæÜ

Åéóüäéá Áßãõðôï
ÕðáðáíôÞ Áóðáóìüò
ìüñöùóç

ÊÑÏÊÅÅÓ ÁÃÉÏÓ ÄÇÌÇÔÑÉÏÓ(Ê37) ÏÎÕËÉÈÏÓ, ÊÏÉÌÇÓÇ (Ê14)


ÅãêÜñóéá êáìÜñá ÅãêÜñóéá êáìÜñá

ÃÝííçóç ÕðáðáíôÞ
Åéóüäéá

;
Ìåôáìüñöùóç

ÐÇÄÇÌÁ, ÁÃÉÁ ÊÕÑÉÁÊÇ (Ê27)


ÅãêÜñóéá êáìÜñá

Ó÷Ýäéï 91. Åêêßíçóç ôïõ ÷ñéóôïëïãéêïý êýêëïõ áðü ôçí åãêÜñóéá êáìÜñá
ìå óõíäõáóìü ÷ñéóôïëïãéêþí êáé èåïìçôïñéêþí ðáñáóôÜóåùí.
ÊÅÖ. ÉÉÉ. ÖïñÜ êáé äéÜôáîç åéêïíïãñáöéêþí åíïôÞôùí

Ó÷Ýäéï 92. Á÷ñßäá, ¢ãéïé Êùíóôáíôßíïò êáé ÅëÝíç.


Êåíôñéêü åéêïíïãñáöéêü èÝìá óôïí çìéêýëéíäñï ôçò åãêÜñóéáò êáìÜñáò (Subotic)
ÊÅÖ. ÉÉÉ. ÖïñÜ êáé äéÜôáîç åéêïíïãñáöéêþí åíïôÞôùí

Åéóüäéá ôçò Èåïôüêïõ

ÃÝííçóç ôïõ ×ñéóôïý


Ìåôáìüñöùóç

Âßïò Ðñïäñüìïõ Âßïò Áãßïõ ÍéêïëÜïõ

ÕðáðáíôÞ

Ìåôáìüñöùóç
ÃÝííçóç
Âßïò Ðñïäñüìïõ Âßïò Áãßïõ ÍéêïëÜïõ

ÃÁËÁÔÁÓ, ÁÃÉÏÓ ÉÙÁÍÍÇÓ Ï ÐÑÏÄÑÏÌÏÓ (K6) ÊËÅÍÉÁ, ÁÃÉÏÓ ÍÉÊÏËÁÏÓ (K21)

Âßïò Áãßïõ Äçìçôñßïõ


Ìåôáìüñöùóç

Âßïò Áãßïõ ÍéêïëÜïõ


Âáúïöüñïò

Âßïò Áãßïõ ÍéêïëÜïõ

Âßïò Áãßïõ Äçìçôñßïõ

Ì. ÊÁÓÔÁÍÉÁ, ÁÃ. ÍÉÊÏËÁÏÓ (Ê32) ÊÑÏÊÅÅÓ, ÁÃÉÏÓ ÄÇÌÇÔÑÉÏÓ (K37)


Ôéìßïõ Ðñïäñüìïõ

ºáóç ôïõ
Âßïò Áãßïõ ÍéêïëÜïõ
ÁðïôïìÞ

ôõöëïý

ÌÏÕÑÉ, ÁÃÉÏÓ ÍÉÊÏËÁÏÓ (K42)

Ó÷Ýäéï 93. Êýêëïé Áãßùí óôçí åãêÜñóéá êáìÜñá.


FYROM, Á×ÑÉÄÁ FYROM, Á×ÑÉÄÁ Ð.Ã.Ä.Ì., GODIVJE
ÁÃ. ÊÙÍÓÔÁÍÔÉÍÏÓ ÊÁÉ ÅËÅÍÇ ÐÁÍÁÃÉÁ BOLNICA ÁÃÉÏÓ ÃÅÙÑÃÉÏÓ

Ð.Ã.Ä.Ì.

Í. ÅÕÂÏÉÁÓ, ÌÁÊÑÕ×ÙÑÉ Í. ÅÕÂÏÉÁÓ, ÓÐÇËÉÅÓ Í. ÅÕÂÏÉÁÓ, ÐÕÑÃÉ.


ÁÃÉÏÓ ÄÇÌÇÔÑÉÏÓ ÏÄÇÃÇÔÑÉÁ ÌÅÔÁÌÏÑÖÙÓÇ

Í. ÅÕÂÏÉÁÓ, ÁÃÉÁ ÈÅÊËÁ Í. ÅÕÂÏÉÁÓ, ÏÎÕËÉÈÏÓ


ÁÃÉÁ ÈÅÊËÁ ÊÏÉÌÇÓÇ ÈÅÏÔÏÊÏÕ

Í. ÁÉÔÙËÏÁÊÁÑÍÁÍÉÁÓ, ÃÁËÁÔÁÓ Í. ÉÙÁÍÍÉÍÙÍ, ÊÙÓÔÁÍÉÁÍÇ


ÁÃÉÏÓ ÉÙÁÍÍÇÓ Ï ÐÑÏÄÑÏÌÏÓ ÔÁÎÉÁÑ×ÅÓ

Í. ÅÕÂÏÉÁÓ, ÁÕËÙÍÁÑÉ
ÁÃÉÏÓ ÄÇÌÇÔÑÉÏÓ

Í. ÁÔÔÉÊÇÓ, ÁËÅÐÏ×ÙÑÉ Í. ÁÔÔÉÊÇÓ, ÁÖÉÄÍÅÓ Í. ÁÔÔÉÊÇÓ, ÊÁËÁÌÏÓ


ÓÙÔÇÑÁÓ ÁÃÉÏÉ ÈÅÏÄÙÑÏÉ ÁÃÉÏÓ ÍÉÊÏËÁÏÓ
Í. ÅÕÂÏÉÁÓ, ÁÌÁÑÕÍÈÏÓ Í. ÅÕÂÏÉÁÓ, ÁÌÁÑÕÍÈÏÓ Í. ÅÕÂÏÉÁÓ, ÊÁÈÅÍÏÉ
ÁÃÉÁ ÔÑÉÔÇ Í. ÅÕÂÏÉÁÓ, ÂÏÕÍÏÉ
ÊÏÉÌÇÓÇ ÔÇÓ ÈÅÏÔÏÊÏÕ ÌÅÔÁÌÏÑÖÙÓÇ ÁÃÉÏÉ ÁÐÏÓÔÏËÏÉ

ÇÐÅÉÑÙÔÉÊÇ ÅËËÁÄÁ ÅÕÂÏÉÁ

Í. ËÁÊÙÍÉÁÓ, ÃÅÑÁÊÉ, ÊÁÓÔÑÏ. Í. ËÁÊÙÍÉÁÓ, ÃÅÑÁÊÉ. Í. ËÁÊÙÍÉÁÓ, ÃÅÑÁÊÉ


ÁÃÉÁ ÐÁÑÁÓÊÅÕÇ ÁÃ. ÈÅÏÖÁÍÅÉÁ ÔÁÎÉÁÑ×ÅÓ ÊÁÓÔÑÏÕ

Í. ÊÏÑÉÍÈÉÁÓ, ÁÃÉÏÍÏÑÉ Í. ÊÏÑÉÍÈÉÁÓ, ÊËÅÍÉÁ Í. ÊÏÑÉÍÈÉÁÓ, ÓÏÖÉÊÏ


ÁÃÉÏÉ ÁÍÁÑÃÕÑÏÉ ÁÃÉÏÓ ÍÉÊÏËÁÏÓ ÁÃÉÁ ÔÑÉÁÄÁ
Í. ÁÑÊÁÄÉÁÓ, ËÅÏÍÔÁÑÉ Í. Á×ÁÚÁÓ, ÁÃÑÉÄÉ
ÁÃÉÏÓ ÁÈÁÍÁÓÉÏÓ ÁÃÉÏÓ ÍÉÊÏËÁÏÓ

Í. ËÁÊÙÍÉÁÓ, ÊÑÏÊÅÅÓ Í. ËÁÊÙÍÉÁÓ, ÊÑÏÊÅÅÓ Í. ËÁÊÙÍÉÁÓ, ÁÃÏÑÉÁÍÇ.


ÁÃÉÏÓ ÄÇÌÇÔÑÉÏÓ ÊÏÉÌÇÓÇ ÔÇÓ ÈÅÏÔÏÊÏÕ ÁÃÉÏÓ ÍÉÊÏËÁÏÓ Í. ÁÑÃÏËÉÄÏÓ, ÊÑÁÍÉÄÉ
ÁÃÉÏÓ ÁÍÄÑÅÁÓ

Í. ÁÑÃÏËÉÄÏÓ, ÊÑÁÍÉÄÉ
ÁÃÉÁ ÔÑÉÁÄÁ

Í. ËÁÊÙÍÉÁÓ, ÃÊÏÑÉÔÓÁ Í. ËÁÊÙÍÉÁÓ, ÃÊÏÑÉÔÓÁ Í. ËÁÊÙÍÉÁÓ, ÁÌÕÊËÅÓ


ÔÁÎÉÁÑ×ÅÓ Áà ÉÙÁÍÍÇÓ Ï ÐÑÏÄÑÏÌÏÓ ÐÑÏÖÇÔÇÓ ÇËÉÁÓ Í. ÌÅÓÓÇÍÉÁÓ, ÊÁÌÐÏÓ ÁÂÉÁÓ Í. ÌÅÓÓÇÍÉÁÓ, Ì. ÊÁÓÔÁÍÉÁ. Í. ÌÅÓÓÇÍÉÁÓ, ÐÇÄÇÌÁ Í. ÌÅÓÓÇÍÉÁÓ, ÐËÁÔÓÁ Í. ÌÅÓÓÇÍÉÁÓ, ÁÉÐÅÉÁ Í. ÌÅÓÓÇÍÉÁÓ, ÓÔÁÕÑÏÐÇÃÉ
ÁÇ ÃÉÁÍÍÁÊÇÓ ÁÃ. ÍÉÊÏËÁÏÓ ÁÃÉÁ ÊÕÑÉÁÊÇ ÁÃÉÁ ÐÁÑÁÓÊÅÕÇ ÁÃÉÏÓ ÃÅÙÑÃÉÏÓ ÁÃÉÏÉ ÉÙÁÍÍÇÓ ÊÁÉ ÍÉÊÏËÁÏÓ

ÐÅËÏÐÏÍÍÇÓÏÓ

Í. ×ÁÍÉÙÍ, ÓÐÁÍÉÁÊÏÓ Í. ×ÁÍÉÙÍ, ÁÍÕÄÑÏÉ Í. ×ÁÍÉÙÍ, ÌÏÕÑÉ


ÁÃÉÏÓ ÃÅÙÑÃÉÏÓ ÁÃÉÏÓ ÃÅÙÑÃÉÏÓ ÁÃÉÏÓ ÍÉÊÏËÁÏÓ
Í. ËÁÓÉÈÉÏÕ, ÂÏÕËÉÓÌÅÍÇ
ÌÉ×ÁÇË ÔÁÎÉÁÑ×ÇÓ / ÐÁÍÁÃÉÁ

N. HRAKLEIOY ÅÕÁÃÃÅËÉÓÌÏÓ Í. ÇÑÁÊËÅÉÏÕ, ÃÅÑÁÊÉ ÐÅÄÉÁÄÏÓ Í. ÇÑÁÊËÅÉÏÕ, ×ÁÑÁÊÁÓ


Í. ÇÑÁÊËÅÉÏÕ, ÁÑÊÁËÏ×ÙÑÉ ÐÁÍÁÃÉÁ - ÌÉ×ÁÇË ÔÁÎÉÁÑ×ÇÓ ÐÁÍÁÃÉÁ (ÅÕÁÃÃÅËÉÓÔÑÉÁ)-ÔÁÎÉÁÑ×ÇÓ ÁÃÉÁ ÐÁÑÁÓÊÅÕÇ
ÌÉ×ÁÇË ÁÑ×ÁÃÃÅËÏÓ / ÐÁÍÁÃÉÁ
ÊÑÇÔÇ

You might also like